Τι μπορεί να κάνει ένας έντιμος νεαρός Σκοτσέζος όταν τα κύματα ξεβράζουν στην ακτή κάτω από το κάστρο του μια όμορφη γυναίκα; Την παραδίδει στον αδερφό του... Όταν ο Τάβις Γκρέιαμ αντικρίζει το γυμνό σώμα της Σοφί ντ’ Αλεμπέρ πάνω στην αμμουδιά, αρχικά νομίζει ότι είναι νεκρή. Γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι είναι ζωντανή και, καθώς αδυνατεί να τη φροντίσει ο ίδιος, την εμπιστεύεται στον αδερφό του, τον Τζέιμς, κόμη του Μόνλεϊ. Έτσι η όμορφη νεαρή Γαλλίδα βρίσκεται στην άγρια, άγνωστη χώρα των Σκότων, ολομόναχη μ’ έναν άντρα που της δείχνει καθαρά πόσο τον ενοχλεί η παρουσία της. Τρομοκρατημένη και δύσπιστη απέναντι του, η Σοφί δεν του αποκαλύπτει ότι είναι εγγονή του Λουδοβίκου ΙΔ' -κι ότι το έχει σκάσει για να απο-φύγει το γάμο της με τον μισητό Άγγλο δούκα του Ρόκιγχαμ. Όσο κι αν προσπαθεί να το εμποδίσει, η Σοφί αρχίζει να ερωτεύεται τον τραχύ Χαϊλάντερ. Αλλά πριν προλάβει να του απο-καλύψει την αλήθεια για το παρελθόν της, ο Τζέιμς ανακαλύπτει τη βασιλική της καταγωγή και υποψιάζεται ότι δεν είναι το μόνο που του κρύβει. Θα αντισταθεί στη δυνατή έλξη που νιώθει γι’ αυτή την ανυπότακτη γυναίκα, ή θα αψηφήσει όλα τα εμπόδια για να διεκδικήσει την αγάπη της;
Ο ΧΑΪΛΑΝΤΕΡ Elaine Coffman Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723 www.arlekin.gr Τίτλος πρωτοτύπου: The Highlander Copyright © 2003 by Guardant, Inc. © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.a.r.l. ISBN 978-960-620-391-6 Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Βασιλική Αντωνοπούλου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 23 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Ο ΧΑΪΛΑΝΤΕΡ
Κεφάλαιο 1 Μην εμπιστεύεστε το άλογο, ω Τρώες. Ο,τι κι αν είναι, φοβάμαι τους Έλληνες ακόμη και όταν φέρνουν δώρα. —Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), Ρωμαίος ποιητής. Λαοκόων, από την Αινειάδα, Βιβλίο 2ο, στ. 49. Όρη Γκράμπιανζ, βορειοδυτική ακτή της Σκοτίας, φθινόπωρο 1740 Δεν ήταν τελείως γυμνή. Αλλά σχεδόν ήταν, που να πάρει ο διάβολος. Δεν ήξερε γιατί διάλεξε να καλπάσει κατά μήκος εκείνης της στενής παραλίας τη συγκεκριμένη μέρα, αφού συνήθως ακολουθούσε το στριφογυριστό μονοπάτι που ελισσόταν μέσα από τις απόκρημνες γρανιτένιες κορφές των γύρω βουνών. Ίσως ήταν η Θεία Πρόνοια που τον έστρεψε προς τα εκεί, κι έκανε στη συνέχεια το άλογό του να υψώσει ξαφνικά τα μπροστινά του πόδια και να αλλαξοδρομήσει. Διαφορετικά, θα περνούσε στα σίγουρα πάνω από την ξαπλωμένη γυναίκα. Ποια ήταν; αναρωτήθηκε. Καμιά μυθολογική μορφή που δραπέτευσε από έναν πίνακα της Αναγέννησης, μία από τις τρεις Ώρες, ίσως; Φορούσε μόνο μια διάφανη, βρεγμένη κα-μιζόλα κι ήταν ξαπλωμένη ανάμεσα στα βράχια και την άμμο, τυλιγμένη με μια πένθιμη ομορφιά, ένα κορμί προκλητικό αλλά κι αόρατο μέσα στην αγνότητά του. Έτσι λευκή κι ακίνητη, του θύμισε αρχαίο άγαλμα, γιατί η ομορφιά της θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει κάποιο σπουδαίο γλύπτη να την απαθανατίσει σε μάρμαρο. Ο Τάβις Γκρέιαμ ξεπέζεψε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της, σαστισμένος απ’ το θέαμα αυτής της μυστηριώδους γυναίκας. Πώς είχε βρεθεί εκείνη εκεί; Δεν είχε όνομα ούτε κάποιο στοιχείο ταυτότητας επάνω της, τίποτα που να προδίδει την προέλευσή της -τίποτα εκτός από το ρούχο που φορούσε κι αυτή την αγνή απαλή απτότητα της κρύας, γυμνής σάρκας. Ήταν πολύ νέα και όμορφη, λεπτή σαν λυγαριά, μ’ ένα κορμί ικανό να ξυπνήσει φθόνο στη γυναικεία καρδιά και λαγνεία στην αντρική. Η γυναίκα δεν κουνήθηκε, ακόμα κι όταν εκείνος γονάτισε δίπλα της. Πλησίασε το κεφάλι του στο στήθος της και αφουγκράστηκε, με την ελπίδα να ακούσει τον καθησυχα-στικό χτύπο μιας παλλόμενης καρδιάς. Δεν άκουσε τίποτα. Τίναξε από πάνω της την άμμο κι ετοιμάστηκε να αφου-γκραστεί ξανά, τότε όμως την προσοχή του τράβηξε το εξαίσιο πρόσωπό της. Τέτοιο φυσικό κάλλος δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Του έφερε στο νου τα μισοσκότεινα, γεμάτα από καπνό καπηλειά με τις γυμνές οδαλίσκες στους πίνακες, κι ακόλαστες σκέψεις άρχισαν να τον κατακλύζουν, να κοιτάξει, να αγγίξει, να προσεγγίσει
περισσότερο, ή απλώς να ρίξει τη γυναίκα στον ώμο του και να την πάρει μαζί του. Ήταν υπερβολικά όμορφη για να πεθάνει, σκέφτηκε, καθώς απομάκρυνε από τα ωχρά χείλη της ένα φύκι. Ανάσανε κοφτά όταν ξάφνου το βλέμμα της στυλώθηκε πάνω του, σαν να ξυπνούσε μόλις από βαθύ ύπνο. Το δέρμα της ήταν κρύο σαν πάγος όταν ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της. «Ποια είσαι;» τη ρώτησε. Κι ήταν σαν να ζωντάνευε μπροστά στα μάτια του, καθώς προσπαθούσε με κινήσεις διακριτικές και με τα μακριά καστανά μαλλιά της να καλύψει τη γύμνια της. «Μη φοβάσαι, κοπελιά. Είσαι ασφαλής. Ήρθα να σε βοηθήσω». Είδε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της. Ψιθύρισε κάτι σιγανά και έκλεισε πάλι τα βλέφαρά της. Δεν ήταν πεθαμένη, δόξα τω Θεώ, σύντομα θα πέθα νε όμως αν δεν έβαζε στεγνά ρούχα και δε ζεσταινόταν με κάποιο τρόπο. Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε πουθενά σημάδια ζωής, ούτε συντρίμμια από το ναυάγιο του πλοίου που είχε χτυπήσει στις ξέρες την προηγούμενη νύχτα. Δεν είχε ιδέα από πού προερχόταν αυτή η όμορφη, μυστηριώδης καλλονή. Ήξερε μόνο ότι δε θα πρέπει να βρισκόταν πολλές ώρες στο νερό, γιατί αλλιώς τώρα θα ήταν νεκρή. Πράγμα που κινδύνευε να συμβεί σύντομα, αν δεν έβρισκε κάποιο τρόπο να τη ζεστάνει. Αγκομάχησε ώσπου να την τυλίξει με το ταρτάν του, να την κουβαλήσει ως το άλογό του και να την ξαπλώσει στη σέλα. Τέλος, ανέβηκε κι ο ίδιος πίσω της και την κράτησε γερά επάνω του, έτσι ώστε η ζέστη από το δικό του κορμί να μεταδίδεται στο ξυλιασμένο από το κρύο δικό της. Έστριψε το άλογό του και ετοιμάστηκε να συνεχίσει το δρόμο του, όταν μια στιγμή αναποφασιστικότητας τον έκανε να συνοφρυωθεί. Πού θα την πήγαινε; Φοβόταν πως το σπίτι του, στο κάστρο Μόνλεϊ, ήταν πολύ μακριά. Έτσι βρεγμένη και παγωμένη, δε θα τα κατάφερ-νε να φτάσει ζωντανή ως εκεί. Η μοναδική του ελπίδα ήταν το Ντέινγκελντ Λοτζ. Ο αδερφός του ο Τζέιμι είχε πάει εκεί πριν δυο μέρες για να βρει λίγη γαλήνη. Ο Τάβις δε χασομέρησε να σκεφτεί πώς θα αντιδρούσε ο Τζέιμι που μια μισοπνιγμένη κοπέλα θα του χάλαγε την ησυχία, ούτε τι θα έλεγε αν εκείνος την ανέθετε στη φροντίδα του. Αλλά βέβαια ο Τάβις σπάνια σκεφτόταν τέτοια πράγματα, καθώς ήταν ο μικρότερος αδερφός, και παράλληλα εκείνος που χρησιμοποιούσε τη γοητεία του για να χειρίζεται τους άλλους -και να κάνει πάντα το δικό του. Έτσι, γύρισε το άλογό του προς το Ντέινγκελντ και ξεκίνησε καλπάζοντας γοργά, γιατί ήξερε πως σύντομα η κρύα, υγρή ομίχλη από τη Βόρεια Θάλασσα θα σερνόταν αργά στην ενδοχώρα φέρνοντας μαζί της δυνατή παγωνιά. Καθώς κάλπαζε σκεφτόταν τη γυναίκα στην αγκαλιά του και την ανεξήγητη αύρα που την τύλιγε. Η άγνωστη ταυτότητά της του κέντριζε την περιέργεια. Ο Τάβις έλειπε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τριών ετών, οπότε όλο και κάποια
κοπέλα ήταν πιθανό να είχε ξεφύγει από την προσοχή του, κι ας ήταν νοστιμούλα σαν ετούτη εδώ. Σε λίγο τους σκέπασε η νύχτα και η θερμοκρασία έπεσε αισθητά. Ο Τάβις την τύλιξε καλύτερα με το ταρτάν, έτσι που τώρα φαινόταν μόνο το πρόσωπο και μερικές βρεγμένες μπούκλες της. «Ντε... ντε...» Παρότρυνε το άλογό του να συνεχίσει σε σταθερό καλπασμό προς το σκοτεινό σύνορο των δέντρων πέρα μακριά, ενώ στον ουρανό ένα ακριβοθώρητο φεγγάρι κρυβόταν από τα σύννεφα βυθίζοντας τα πάντα σε βαθιές σκιές. Σύντομα άρχισαν να σκαρφαλώνουν τις πλαγιές των βουνών που υψώνονταν σαν τείχη πάνω απ’ τη βουερή Βόρεια Θάλασσα, σαν να πρόσταζαν με τον όγκο τους τα αφρι-ομένα νερά να μη ζυγώσουν. Η γυναίκα σάλεψε και βόγκησε κάτι. Ο Τάβις ήξερε πως η θέση της δεν ήταν άνετη, όμως δεν ήθελε να ανακόψει τώ-ρα το ρυθμό του. Η άνεση δεν ήταν τόσο χρήσιμη γι’ αυτήν όσο ένα ζεστό μέρος. Και πάλι όμως δεν μπόρεσε να μην της προσφέρει μερικά λόγια παρηγοριάς, μ’ αυτό τον αμήχανα τρυφερό τρόπο που έχουν μερικές φορές οι άντρες -κάποιες λέξεις στοργικές, αν και ειπωμένες με τραχύτητα. «Είσαι ασφαλής τώρα, κοπελιά». Το παγωμένο χέρι της έπεσε άνευρο πάνω στο δικό του, και ο Τάβις επιβράδυνε μέχρι να το σκεπάσει πάλι με το ταρτάν. Από πάνω τους το φεγγάρι ξετρύπωσε για λίγο πίσω απ’ τα σύννεφα και φώτισε τα μελανιασμένα χείλη και τη νεκρική χλομάδα του προσώπου της. Ένιωθε το κρύο, αναίσθητο κορμί της να τον αγγίζει πάνω από το ταρτάν και ήλπιζε ότι η ζεστασιά του σώματος του θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να μεταδοθεί σε εκείνη, πριν παγώσουν κι οι δυο για τα καλά. Κέντρισε το άλογό του να τρέξει γρηγορότερα. Το κακοτράχαλο μονοπάτι ήταν σπαρμένο με μεγάλες κοτρόνες, μερικές απ’ τις οποίες ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε το άλογο μετά βίας περνούσε ανάμεσά τους. Αυ τό καθυστέρησε την πορεία τους και το άλογο τέντωνε τα αυτιά του εμπρός, πατώντας επιφυλακτικά στα γλιστερά απ' τη βαριά ομίχλη βράχια. Μπροστά τους ο Τάβις είδε το σημείο όπου το μονοπά τι έστριβε ξαφνικά και κατέβαινε απότομα προς το ποτάμι. Μόλις περνούσαν από εκεί θα έστριβαν πάλι και θα συνέχι ζαν την ανάβαση. «Κρατήσου, κοπελιά. Κοντεύουμε». Μια απαλή πάχνη έπεφτε σε σταγόνες και ο Τάβις βλαστήμησε την τύχη του. Το κορίτσι ήταν αρκετά βρεγμένο. To τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να μουσκέψει περισσότερο. Το μονοπάτι κατέληγε σε μια στενή ρεματιά, κι από εκεί προχώρησαν κατά μήκος του ποταμού ώσπου έφτασαν σ’ ένα ρηχό πέρασμα. Ο Τάβις έβαλε το άλογο να διασχίσει αργά το ποτάμι, μη θέλοντας να πιτσιλιστεί η κοπέλα απ’ τα νερά. Σταμάτησε για μια στιγμή στην απέναντι όχθη, ακούγο-ντας μόνο την άγρια ανάσα του αλόγου του και βλέποντας το βρεγμένο τομάρι του να αχνίζει. Ένιωσε σχεδόν ένοχος καθώς παρότρυνε το άλογο να συνεχίσει στον ίδιο γρήγορο ρυθμό μέσα από το στενό μονοπάτι. Μα ήταν ευγνώμων
που η κοπελιά μπροστά του κοιμόταν ακόμα, γιατί ήξερε πως, αν ξυπνούσε, θα παραπονιόταν έντονα. Λίγο λίγο ένιωσε τη ζεστασιά να αυξάνεται μεταξύ τους, και τουλάχιστον στο σημείο όπου τα κορμιά τους ενώνονταν η παγωνιά είχε εξαφανιστεί. Προσπάθησε να αλλάξει θέση, αλλά η αναίσθητη κοπέλα ήταν αδύνατον να μετακινηθεί. «Ωχ, βαριά που είσαι!» είπε, χωρίς να συνειδητοποιήσει πως είχε μιλήσει δυνατά παρά μόνο όταν την άκουσε να απαντάει. «Πού με πάτε;» Η φωνή της ήταν απαλή και η προφορά της αντήχησε κατευθείαν στα λαγόνια του. Τι διαβολεμένα γοητευτική φωνή ήταν ετούτη! Έσκυψε το κεφάλι να την κοιτάξει, σχεδόν υπερβολικά ξαφνιασμένος για να απαντήσει. «Τι σημασία έχει το πού; Θα ’πρεπε να χαίρεσαι που πας οπουδήποτε, αρκεί εκεί να είναι στεγνά». «Θέλω να ξέρω πού με πάτε». Για μισοπεθαμένη ήταν πολύ επίμονη. «Σε πηγαίνω στο σπίτι του παππού μου, το Ντέινγκελντ Λοτζ». «Γιατί;» «Εκεί μένει ο αδερφός μου, και δεν μπορώ να σκεφτώ τι άλλο να κάνω μ’ εσένα». «Θα μπορούσατε να μ’ αφήσετε κάτω». «Όχι, κοπελιά, δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Θα ξυλιάσεις απ’ το κρύο, άσε που φοράς ελάχιστα ρούχα πάνω σου. Δε θέλεις να συναντηθείς σε αυτή την κατάσταση με τίποτα δραγόνους ή στρατιώτες της Μαύρης Φρουράς, του βασιλικού συντάγματος Σκοτσέζων, που μπορεί να περιφέρονται εδώ γύρω». «Μιλάτε αγγλικά, αλλά η προφορά σας είναι παράξενη». «Παράξενη; Ε, ναι, υποθέτω πως είναι». Δεν του είπε τίποτα περισσότερο, και ο Τάβις νόμισε πως αποκοιμήθηκε πάλι, ώσπου την άκουσε να ρωτά: «Είστε Σκοτσέζος;» «Ναι», της απάντησε, νιώθοντας τη λέξη να φουσκώνει το στήθος του με περηφάνια. «Είμαι και με το παραπάνω. Και συμπάθα με γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά και η δική σου προφορά είναι αρκετά παράξενη». Δεν του απάντησε τίποτα πάνω σ’ αυτό. «Πού είμαστε;» τον ρώτησε μονάχα. «Στο δρόμο για το Ντέινγκελντ». «Θέλω να πω... σε ποια χώρα;»
«Εννοείς πως δεν ξέρεις πού βρισκόσουν όταν σε βρήκα;» «Όχι». «Πώς γίνεται αυτό; Δε θυμάσαι πού πήγαινες;» Πέρασε λίγη ώρα πριν του απαντήσει. «Νομίζω πως δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά πράγματα». «Τέλος πάντων, μη σκοτίζεσαι τώρα γι’ αυτά, κοπελιά. Βρίσκεσαι στη Σκοτία, κι αυτό θα πρέπει να σε ανακουφίζει αρκετά», της είπε, νιώθοντας κάποια σύγχυση γι’ αυτή την παράξενη συζήτηση που του γεννούσε ένα σωρό ερωτηματικά αλλά του έδινε ελάχιστες απαντήσεις. Μια συζήτηση που έτσι κι αλλιώς δεν οδηγούσε πουθενά. Ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Δε θυμάσαι τίποτα, κοπελιά; Δε θυμάσαι πώς βρέθηκες στο νερό μισόγυμνη και ξυλιασμένη;» «Νο, μεσιέ». Τώρα αυτό ήταν σίγουρα γαλλικό, είπε με το νου του. «Είσαι Γαλλίδα.Έχω δίκιο;» «Ίσως... Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά». «Ωχ, μ' εσένα είναι σαν να μιλάω στον αέρα. Οι ερωτήσεις μου διαλύονται αναπάντητες». Τελικά μάλλον την προτιμούσε αναίσθητη. «Μη νοιάζεσαι, κοπελιά. Η μνήμη σου μάλλον πάγωσε κι αυτή από το κρύο. Γιατί δεν προσπαθείς να ηρεμήσεις λιγάκι; Η διαδρομή θα σου φανεί συντομότερη». «Γιατί με πηγαίνετε στον αδερφό σας;» «Επειδή ο αδερφός μου είναι ο αρχηγός...» «Τίνος αρχηγός;» τον διέκοψε. «Ο αρχηγός του κλαν των Γκρέιαμ. Τον ξέρεις;» «Γιατί δεν μπορείτε να με βοηθήσετε εσείς;» «Εγώ επιστρέφω από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Άλλωστε, εγώ μονάχα σώζω κοπελιές, δε λύνω τα προβλή-ματά τους». «Δεν έχω κανένα πρόβλημα». «Αν δεν ξέρεις ποια είσαι κι από πού έρχεσαι, κι αν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, τότε σίγουρα έχεις πρόβλημα. Πάντως μια ομορφονιά σαν εσένα είναι πολύ πιθανό να δημιουργεί προβλήματα, ακόμα κι αν η ίδια δεν έχει κανένα για την ώρα». «Τι θα μου κάνει ο αδερφός σου;» «Θα σε κλειδώσει στο μπουντρούμι και θα σε βιάζει κάθε τόσο μέχρι να σε βαρεθεί», της είπε, και είδε το έντρομο βλέμμα της. «Έλα, πάψε τώρα, οι φλυαρίες σου μου αποσπούν την προσοχή».
Χαμογέλασε άθελά του και ήλπισε πως την είχε τρομάξει αρκετά ώστε να σωπάσει, τουλάχιστον για λίγο. Και πράγματι σώπασε... για λίγο. «Μπορούμε να σταματήσουμε κάπου να ξεκουραστούμε;» την ακούσε τότε να ρωτάει. «Έχω μουδιάσει παντού. Κάνει πολύ κρύο». Άκουγε τα δόντια της να χτυπάνε. «Ναι, το ξέρω ότι κρυώνεις, κοπελιά, το ίδιο κρυώνω κι εγώ. Θα σταματούσα αν ήταν ασφαλές κάτι τέτοιο. Όμως θα παγώσεις χειρότερα, γιατί δεν υπάρχει κανένα καταφύγιο εδώ στις ερημιές. Πρέπει να συνεχίσουμε το δρόμο μας». Η κοπέλα γύρισε και τον πίεσε με το σώμα της καθώς άλλαξε θέση. Που μακάρι να μην το είχε κάνει, γιατί τώρα ο γοφός της κολλούσε επάνω σ’ ένα μέλος του που του θύμιζε επιτακτικά πως είχε μια μισόγυμνη γυναίκα στην αγκαλιά του. Ήταν σίγουρος ότι η διέγερσή του θα γινόταν αντιληπτή κι από εκείνη. Πλησίασε στο αυτί της. «Αν συνεχίσεις να στριφογυρίζεις έτσι, μπορεί να σε χαρώ εγώ, πριν από τον αδερφό μου». «Εμπρός, λοιπόν», του είπε τόσο μουτρωμένη, που ο Τά-βις γέλασε. «Έτσι κι αλλιώς, κρυώνω τόσο πολύ, που δε θα καταλάβω τίποτα». «Τέλος πάντων, τώρα δεν έχουμε χρόνο για τέτοια, αν όμως θέλεις να περιμένεις μέχρι να ξαναέρθω, θα το κάνω μετά χαράς». «Πότε θα ξαναέρθετε;» «Όχι πριν το μεσοκαλόκαιρο, έτσι θα ’χεις αρκετό χρόνο να το προσμένεις». Το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει σταθερά. «Το Ντέιν-γκελντ Λοτζ είναι ευθεία μπροστά, στην κορυφή του βουνού». Τώρα τα δόντια της χτυπούσαν ακόμα πιο δυνατά. «Νο... νόμιζα π... πως πηγαίναμε στου παππού σου». «Ναι, ήταν του παππού μου, πριν πεθάνει. Κι είναι υπέροχο σπίτι, μα την αλήθεια. Η μητέρα μου ήταν η κόρη του δούκα του Λοχάμπερ, ενός από τους πλουσιότερους άντρες των Χάιλαντς. Μετά το θάνατό του ο Τζέιμι έκανε μερικές μετατροπές για να το χρησιμοποιήσει σαν κυνηγετικό καταφύγιο, μπορείς όμως να διακρίνεις ακόμα τα στολίδια του παλιού μεγαλείου του». Την είδε να χαμηλώνει με απελπισία τα μάτια στο μουσκεμένο ύφασμα με το οποίο ήταν τυλιγμένη και να το τραβάει πάνω από τις λευκές γυμνές γάμπες της που έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο. Ήθελε να της πει πως, αν σταματούσε να στριφογυρίζει, δε θα ξεσκεπαζόταν, αποφάσισε όμως να μην της πει τίποτα που θα ακουγόταν σαν επίπληξη. «Μην ανησυχείς για την εμφάνισή σου, κοπελιά. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκεί εκτός από τον Τζέιμι και το προσωπικό». * * *
Όσο ανηφόριζαν, τα δέντρα άρχισαν σταδιακά να αραιώνουν γύρω τους. Ακολούθησαν το μονοπάτι που προχωρούσε κατά μήκος μιας απόκρημνης βραχώδους κορυφογραμμής, σπαρμένο με τεράστιες κοτρόνες που πιθανόν είχαν κατρακυλήσει από τις ψηλότερες κορφές. Ευχήθηκε μέσα της να ξανακρυβόταν το φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα, γιατί το τοπίο μπροστά τους φάνταζε το ίδιο ζοφερό και καταθλιπτικό όσο και το μέλλον της. Φαντάστηκε τον εαυτό της να γυρίζει πίσω στο χρόνο, στο παρελθόν αυτής τη βαρβαρικής χώρας όπου κατοικούσαν μόνο ξένοι με τρόπους παράξενους και αλλόκοτη γλώσσα. Πονούσε όλο το κορμί της... τουλάχιστον σε όσα μέρη δεν είχε παραλύσει από το κρύο και μπορούσε ακόμα να αισθανθεί τους μυς της. Δεν ένιωθε πια τα δάχτυλά της, και άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Φοβήθηκε πως δε θα έφταναν ποτέ στο μέρος που σκόπευαν να πάνε. Σαν να είχε πέσει επάνω της κάποια κατάρα και την είχε μεταμορφώσει σε παγωμένη πέτρινη στήλη -η τιμωρία για την ανταρσία της. Τα άκρα της ήταν βαριά σαν μολύβι και η πνευματική δι-αύγειά της σταδιακά έφθινε, τόσο που αναροηήθηκε μήπως έπεφτε σε κώμα. Τώρα δεν ένιωθε τόσο το κρύο, αντίθετα, νόμιζε πως το κορμί της άρχιζε να ζεσταίνεται. Μια ακαταμάχητη νύστα την τύλιγε. Το κεφάλι της έγειρε μια δυο φορές μπροστά, ώσπου τέλος το πιγούνι της ακούμπησε στο στήθος της. Ο Τάβις θα πρέπει να διαισθάνθηκε τι συνέβαινε, γιατί την ταρακούνησε δυνατά. «Έλα τώρα, δεν πρέπει να κοιμηθείς, κοπελιά». «Δεν μπορώ... Νυ... στάζω πολύ». Η τελευταία λέξη της ίσα που ακούστηκε. «Ναι, φταίει το κρύο για την υπνηλία σου, αλλά δεν πρέπει να αφεθείς. Αν κοιμηθείς τώρα, μπορεί να μην ξυπνήσεις ποτέ ξανά». «Μμμφ», ψέλλισε η κοπέλα ακατάληπτα. «Αχ, ώστε έτσι, λοιπόν; Να σου πω, δε λέω ποτέ όχι σε μια κοπελιά θερμή και πρόθυμη να ανταποκριθεί. Πρώτης τάξεως τρόπος για να ζεσταθείς». Ένιωσε ένα χέρι να χαϊδεύει το στήθος της. «Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα πως ήσουν τόσο πρόθυμη;» της είπε δαγκώνοντας απαλά το αυτί της. «Ξέρω ότι έτσι θα βρούμε κι οι δυο λίγη ζεστασιά». Το κεφάλι της ανασηκώθηκε απότομα. Έδιωξε το χέρι του μ’ ένα χτύπημα. «Δεν έχετε δικαίωμα να παίρνετε τέτοιες ελευθερίες». «Έτσι μπράβο, το καλό κορίτσι», είπε τότε ο Τάβις, γέλασε και κέντρισε το άλογό του. Χρειάστηκε να γαντζωθεί από τη σέλα για να κρατήσει την ισορροπία της. Είχε την υποψία ότι ο άντρας την είχε εξοργίσει επίτηδες. Η υπνηλία τής είχε περάσει, και άρχισε ξανά να κρυώνει. Έτρεμε και πάλι σύγκορμη, ένιωθε απελπισμένη κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα με το παραμικρό. Τα δόντια της χτυπούσαν.
«Σου ζητώ συγνώμη για όλη αυτή την ταλαιπωρία, όμως, αν αυτό σε βοηθάει καθόλου, τα έβγαλες πέρα σαν άντρας και, το σημαντικότερο, είσαι ακόμα ζωντανή. Γι’ αυτό δες την καλή πλευρά, κοπελιά, και κάνε κουράγιο. Επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας». Σαν να μην έφτανε που αυτός ο άντρας την είχε ψυχολογήσει καλύτερα από κάθε άλλον, τώρα ίσως αναγκαζόταν να υποστεί απ' την αρχή το ίδιο μαρτύριο, κι αυτό την τάραζε. «Ντρέπομαι για την εμφάνισή μου. Τι θα σκεφτεί ο αδερφός σου όταν με δει;» «Θα σκεφτεί ότι έφερα στο σπίτι μια μισόγυμνη, ξυλιασμένη κοπελιά που άρπαξα σε μια επιδρομή». «Επιδρομή... Τα κάνετε ακόμα αυτά;» «Ναι, γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα, αν και όχι από μένα, πρέπει να ξέρεις». Γύρισε πάνω στο στήθος του αναζητώντας ζεστασιά, γιατί ένιωθε ότι το πρόσωπό της θα ράγιζε από το κρύο. Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή. «Είναι τα πρώτα ευχάριστα νέα που άκουσα από τη στιγμή που σε γνώρισα». «Μα κοπελιά, εγώ δε θυμάμαι να γνωριστήκαμε καν. Δεν ξέρω ούτε το όνομά σου». Την επόμενη στιγμή ξεπέζεψε και σήκωσε τα χέρια του για να την κατεβάσει από τη σέλα. Όταν εκείνη πάτησε στο έδαφος, διαπίστωσε πως δεν είχε τη δύναμη να σταθεί όρθια. Τα γόνατά της λύγισαν και έπεσε, σαν να έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της. Πρόλαβε και την κράτησε μια στιγμή πριν σωριαστεί. «Το κατάλαβα απ’ την αρχή πως ήσουνα μπελάς», της είπε, «γι' αυτό δεν εκπλήσσομαι που θα χρειαστεί να σε κουβαλήσω». Κρυφογέλασε. «Αν και δεν μπορώ να πω ότι με δυσαρεστεί». Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την κουβάλησε πάνω στις σκάλες. «Ελαφριά σαν πούπουλο είσαι». Φώναξε το όνομα του αδερφού του μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι. «Τζέιμι! Ανοιξε την πόρτα. Έφερα μια κοπελιά μισοπεθαμένη από το κρύο». Ενώ περίμενε να ανοίξει η πόρτα, συστήθηκε. «Επίτρεψέ μου να διορθώσω την αγένειά μου. Λέγομαι Τάβις Γκρέιαμ. Πες μου το όνομά σου, κοπελιά». Είχε το πρόσωπό της κρυμμένο στην καμπύλη μεταξύ του λαιμού και του ώμου του, αναζητώντας ζεστασιά. «Θα πρέπει να έχω κάποιο όνομα, αλλά δεν μπορώ να το θυμηθώ». «Μη σε ανησυχεί καθόλου. Ξέρω ότι ο αδερφός μου μπορεί να σε αναγκάσει να το θυμηθείς απ’ την τρομάρα σου».
Κεφάλαιο 2 Ο ψεύτης πρέπει να έχει καλή μνήμη. -Κοϊντιλιανός (περ. 35 - περ. 100 μ.Χ.), Ρωμαίος ρήτορας και διδάσκαλος. Ρητορική Αγωγή (περ. 90 μ.Χ).
Αν υπήρχε κάτι που ο Τζέιμι Γκρέιαμ σιχαινόταν περισσότερο από το να τον ξυπνούν, ήταν οι εκπλήξεις. Το ότι συνέβησαν και τα δύο μέσα στην ίδια νύχτα ήταν ό,τι χειρότερο για τη διάθεσή του. Όταν άκουσε τον Τάβις να φωνάζει πως είχε φέρει μια μισοπαγωμένη κοπελιά, ο Τζέιμι συμπέρανε πως ο ανέμελος αδερφός του είχε ερωτευτεί καμιά πόρνη απ’ την ταβέρνα, και μάλιστα αρκετά ώστε να την κουβαλήσει ως εκεί, ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται καθ’ οδόν προς το Εδιμβούργο. Σηκώθηκε γκρινιάζοντας από το κρεβάτι, τύλιξε γύρω του ένα ταρτάν και κατέβηκε τις σκάλες. «Γιατί πρέπει να μου χαλάνε όλοι την ησυχία νύχτα μέρα;» Άνοιξε απότομα την πόρτα. «Τα τυχερά του τίτλου σας, κόμη», απάντησε στην ερώ-τησή του ο Τάβις και χαμογέλασε πλατιά στον αδερφό του. «Θα σου έλεγα τιορα κάτι για τον τίτλο μου». Ο Τζέι-μι σώπασε μια στιγμή και κοίταξε το κορίτσι στα χέρια του αδερφού του. «Το καλό που σου θέλω να έχεις μια καλή εξήγηση γι’ αυτό, αλλιώς, μα το σταυρό του Αγιου Ανδρέα...» Διέκοψε τη φράση του στη μέση, γιατί τότε είδε καλύτερα το μισόγυμνο, τρεμάμενο κορίτσι που τον χαιρέτησε. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε τον Τάβις. Ο Τάβις χαμήλωσε το βλέμμα στο κορίτσι που κειτόταν σιωπηλό στην αγκαλιά του κι ύστερα χαμογέλασε ξανά στον αδερφό του. «Κοπελιά είναι, νομίζω». «Μόνο αυτό σου μάθανε στο Εδιμβούργο; Να μιλάς με αυθάδεια όταν οφείλεις να φανείς ειλικρινής;» «Μα και βέβαια είμαι ειλικρινής. Αυτή η κοπελιά ειλικρι-νά χρειάζεται βοήθεια. Λοιπόν, θα μας αφήσεις εδώ να ξεπαγιάζουμε όλη νύχτα σ’ αυτό το ψιλοβρόχι, ή μήπως μπορώ να μπω μέσα;» Ο Τζέιμι άνοιξε την πόρτα διάπλατα. «Τότε, παρακαλώ, βοήθησέ την». Ο Τάβις μπήκε στο δωμάτιο. «Νομίζω πως εσύ είσαι περισσότερο αρμόδιος από μένα για να αντιμετωπίσεις αυτή την υπόθεση. Είσαι ο αρχηγός». Ο Τζέιμι αγνόησε το κουρελιάρικο πλάσμα στα χέρια του αδερφού του. «Μην προσπαθείς να μου φορτώσεις τις δικές σου ευθύνες. Τα γούστα μας ήταν πάντα διαφορετικά». «Δεν την έφερα εδώ για μένα». «Ελπίζω πάντως να μην την έφερες για μένα. Ήρθα εδώ για να ξεφύγω από μία γυναίκα. Δε μου χρειάζεται να την αντικαταστήσω με άλλη». «Δε θα είναι μπελάς. Χρειάζεται βοήθεια. Δε θα πιστέψεις πού τη βρήκα». «Είναι γυναίκα. Φυσικά και θα είναι μπελάς. Κι ούτε με νοιάζει πού τη βρήκες. Πήγαινέ την πίσω».
«Αυτό μπορεί να είναι πολύ δυσκολότερο απ' όσο ακού-γεται». Ο Τάβις ακούμπησε την κοπέλα σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Ο Τζέιμι την παρατήρησε εξεταστικά. Φαινόταν γυμνή κάτω από το παραδοσιακό σκοτσέζικο ύφασμα που είχε τυλιχτεί πρόχειρα στο κορμί της. Το βλέμμα του κατέβηκε στην καμπύλη των γοφών, στις γυμνές γάμπες και στα ξυπόλητα πόδια της. Ετοιμαζόταν να ρωτήσει πού βρίσκονταν τα υπόλοιπα ρούχα και τα παπούτσια της, αλλά τον πρόλαβε ο Τάβις. «Πρέπει να δυναμιόσουμε τη φωτιά. Εδώ μέσα είναι παγωμένα σαν τη Βόρεια Θάλασσα. Πού είναι ο Άνγκους και η Μαίρη;» «Έδιωξα το προσωπικό». «Γιατί;» «Όλο ερωτήσεις είσαι απόψε. Δε θυμάσαι που σου είπα ότι Οα ερχόμουν εδώ μερικές μέρες για να μείνω μόνος;» Ο Τάβις έτριψε ζωηρά τα χέρια της γυναίκας προσπαθώντας να τα ζεστάνει. «Ναι. μου το είπες, αλλά δεν κατάλαβα πως εννοούσες ότι θα ερχόσουν εδώ για να γίνεις καλόγερος». Το βλέμμα του Τζέιμι χασομερούσε ακόμα σ' εκείνες τις μακριές γυμνές γάμπες. Μέχρι πού έφταναν; «Ερημίτης ίσως να ήταν καλύτερη επιλογή λέξης, αφού δε σκοπεύω να παραιτηθώ από ορισμένες υλικές απολαύσεις της ζωής». Ο Τάβις του χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Ω, ξέρω πως θα λες άλλα όταν παντρευτείς και αποκτήσεις σύζυγο που θα σου παίρνει τα αυτιά όταν τα μάτια σου θα ξεστρατίζουν». «Μόνο μέχρι να αποκτήσω διάδοχο». Ο Τάβις έστρεψε πάλι την προσοχή του στο κορίτσι και δίπλωσε καλύτερα το ταρτάν γύρω της. «Δεν είχα ιδέα ότι έκρυβες μητρικά αισθήματα», χλεύασε ο Τζέιμι. «Κοροΐδευε όσο θες, δε με πειράζει. Δεν το βλέπεις ότι η καημένη έχει πουντιάσει ως το κόκαλο; Θα προτιμούσες δηλαδή να την αφήσω εκεί να πεθάνει;» Ο Τζέιμι μισόκλεισε καχύποπτα τα μάτια του. «Θεέ μου, μη μου πεις ότι την παντρεύτηκες κιόλας αυτή τη σουρλουλού;» Ο Τζέιμι είδε το ξάφνιασμα της κοπέλας πριν ο Τάβις σπεύ-σει να την υπερασπιστεί. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν είναι πόρνη που τη μάζεψα από κάποια ταβέρνα». Ο Τζέιμι πήρε το σκαλιστήρι και ανάδεψε τα μισοσβη-σμένα κάρβουνα στο τζάκι. Έβαλε πάνω τους μερικά ξερό-κλαδα για προσάναμμα και τα είδε να αρπάζουν αμέσως. Κούνησε ζωηρά το κεφάλι του για να διώξει τα τελευταία απομεινάρια του ύπνου. «Για πες μου, τότε, αδερφέ, που τη βρήκες τελικά;» «Λοιπόν, η μισή βρισκόταν στη θάλασσα. Η άλλη μισή ήταν ξαπλωμένη στην παραλία. Παραλίγο να
περάσω από πάνω της, αλλά το άλογό μου λοξοδρόμησε την τελευταία στιγμή». Τα λόγια του κέντρισαν το ενδιαφέρον του αδερφού του. Παρατήρησε τα βρεγμένα μαλλιά με τα υπολείμματα από φύκια. «Θες να πεις ότι την έβγαλες μέσα απ’ το νερό;» «Ναι. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν πεθαμένη, μα σαν είδα πως ήταν ζωντανή κατάλαβα πως έπρεπε να τη μεταφέρω το γρηγορότερο σ’ ένα ζεστό μέρος. Σκέφτηκα αρχικά να την πάω στο σπίτι, στο κάστρο Μόνλεϊ, φοβήθηκα όμως ότι δε θα άντεχε ένα τόσο μακρινό ταξίδι». «Σε ποιο σημείο της ακτής τη βρήκες;» «Κοντά στο Ρέιβενσκροφτ». Ο Τζέιμι κοίταξε την κοπέλα έντονα προβληματισμένος και μια ρυτίδα ζάρωσε το μέτωπό του. Την πλησίασε. «Τι γύρευες στο Ρέιβενσκροφτ, ή -για να είμαστε ακριβέστεροι- στο νερό;» «Δε θυμάμαι, μεσιέ». «Πού μένεις;» «Δεν έχω καμιά ανάμνηση, μεσιέ». Συνέχισε μιλώντας τώρα στα γαλλικά, όμως η φωνή της ήταν πολύ σιγανή και ο Τζέιμι δεν άκουσε πολλά. Έτριψε τα νυσταγμένα μάτια του και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Μπορείς να μιλήσεις αγγλικά; Φοβάμαι πως δε θα βγάλω άκρη στο μυστήριο της ταυτότητας και της παρουσίας σου εδώ παρά μόνο αν μου τα εξηγήσεις στη μητρική μου γλώσσα -τουλάχιστον μια τόσο προχωρημένη ώρα και με τον πονοκέφαλο που με βασανίζει». «Αν δε θέλετε να έχετε πονοκέφαλο, τότε γιατί πίνετε;» «Ποιος είπε ότι ήπια;» «Δεν είμαι παιδί, μεσιέ». Ο Τζέιμι άφησε επίτηδες το βλέμμα του να περιπλανηθεί επάνω της, θέλοντας να δει την αντίδρασή της. «Γι’ αυτό δε χρειάζεται να με πείσεις», της είπε. Σκέφτηκε πως η κοπέλα είχε υπέροχα μάτια, φωτεινά και γαλάζια σαν τα νερά που φιλούσαν απαλά τις ακτές των ελληνικών νησιών. Όχι, σκέφτηκε ο Τζέιμι, σίγουρα δεν ήταν παιδί. Ο Τάβις την παρατηρούσε κι εκείνος σκεφτικός, ξύνο-ντας το κεφάλι του. «Δεν έχουμε και πολλά στοιχεία, έτσι; Εκτός του ότι είναι γυναίκα και χρειάζεται βοήθεια, δηλαδή. Λες να είναι Γαλλίδα;» «Το ότι μιλάει γαλλικά δε σημαίνει απαραίτητα πως είναι και Γαλλίδα», είπε ο Τζέιμι, όμως το ξανασκέφτηκε. Τα χαρακτηριστικά της ήταν φίνα, και. κρίνοντας από την εμφάνισή της και μόνο, θα μπορούσε να είναι πράγματι Γαλλίδα. Πριν το θάνατο του πατέρα του είχε σπουδάσει στη Γαλλία και την Ιταλία για αρκετά χρόνια, και. ακούγοντας την προφορά της, δεν του έμενε μεγάλη αμφιβολία ότι τα γαλλικά ήταν στ' αλήθεια η μητρική της γλώσσα. Μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά, αλλά η φωνή της ήταν έντονα χρωματισμένη από τη γαλλική προφορά.
Μια φωνή διαβολεμένα γοητευτική. Εκείνα τα σαγηνευτικά μάτια σειρήνας αποσπούσαν την προσοχή του, και δεν μπορούσε να σκεφτεί το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. «Αφού τα γαλλικά είναι προφανώς η μητρική γλώσσα της, φαίνεται πολύ πιθανό να είναι Γαλλίδα». Ο Τάβις χαμογέλασε πλατιά και χτύπησε το χέρι στο μηρό του. «Το ήξερα! Εντάξει, μέχρι άλλης αποδείξεως θα λέμε πως είναι Γαλλίδα. Τι κάνουμε μετά;» Ο Τζέιμι ξαναγύρισε προς το κορίτσι. «Πώς σε λένε;» Τα χείλη της έτρεμαν, η απάντησή της όμως ακούστηκε καθαρά. «Δε θυμάμαι». Ο Τάβις είχε δίκιο. Φαινόταν ξυλιασμένη ως το μεδούλι. Τα χείλη της ήταν εντελώς μελανιασμένα, όμως έπρεπε να μάθει οπωσδήποτε κάτι για εκείνη. Δε θα ήταν φρόνιμο να φιλοξενήσει μία κατάσκοπο. «Καλά, μήπως θυμάσαι το επίθετό σου; Αυτό το θυμάσαι;» Όταν εκείνη δεν του απάντησε, ο Τζέιμι ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Το επίθετό σου! Ποιο είναι;» «Με...» Σώπασε ξαφνικά και κοίταξε κάτω στα χέρια της, τα οποία ήταν σφιχτά πλεγμένα στην ποδιά της. «Συνέχισε... Το επίθετό σου. Ποιο είναι το επίθετό σου;» «Δεν... δεν ξέρω». Η φωνή της ήταν απαλή και μελωδική. «Ετοιμαζόσουν να μου πεις το επίθετό σου τώρα δα, αλλά σταμάτησες. Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;» «Δεν άλλαξα γνώμη. Το Σοφί είναι το μοναδικό όνομα που μπορώ να θυμηθώ». «Σοφί. Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Τάβις. «Κάτι δε μου πάει καλά». Ο Τζέιμι έριξε μια ματιά στον Τάβις. «Πριν μια στιγμή είπε πιος δε θυμόταν το όνομά της. Τώρα το θυμάται». Η κοπέλα ήξερε πιος εκείνος περίμενε να του δώσει εξηγήσεις. όμως δεν του είπε τίποτα. Ο άντρας που τον έλεγαν Τάβις φαινόταν ευγενικός και πρόσχαρος, αλλά ο αδερφός του ήταν σκληρός και φιλύποπτος. Δεν ήθελε να μείνει μαζί του, γιατί φοβόταν την αντίδρασή του αν δεν του έδινε τις απαντήσεις που αυτός γύρευε. Ο Τζέιμι γύρισε πάλι προς το μέρος της και μίλησε αργά. «Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να απαντήσεις. Μίλα τώρα, αλλιώς, μα το Θεό, θα πετάξω έξω το τρεμάμενο τομάρι σου και θα σ’ αφήσω εκεί». Την είδε να στρίβει νευρικά τα χέρια της, είδε το φόβο στα μάτια της. Δεν πτοήθηκε. Ας χτυπιόταν όσο ήθελε, εκείνος θα έπαιρνε την απάντησή του, πάση θυσία. «Σε προειδοποιώ, δεσποσύνη, εμένα δε με λυγίζουν εύκολα τα γυναικεία τερτίπια. Απάντησέ μου!» πρόσταζε. «Δε σας το είπα, επειδή την πρώτη φορά δεν το θυμόμουν». «Και το θυμήθηκες ως εκ θαύματος όταν σε ρώτησα για το επίθετό σου;»
Έγνεψε καταφατικά. Ο Τζέιμι γύρισε στον Τάβις. «Δέει ψέματα». «Νομίζω πως την έχεις τρομάξει», του είπε ο Τάβις. «Κοίτα τη. Δες πόσο φοβισμένη είναι. Τρέμει, είναι άσπρη σαν το πανί. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τη βοηθήσω να ηρεμήσει, κι εσύ την έχεις τρομοκρατήσει. Κοντεύει να λιποθυμήσει από την τρομάρα της». Ο Τζέιμι δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει. «Μην πέσεις σ’ αυτή την παγίδα. Χαϊδεύει τα αυτιά σου και σε δελεάζει με τα θέλγητρά της, όμως, σε προειδοποιώ, τα φαινόμενα απατούν». «Δεν έχω δελεαστεί τόσο ώστε να μη βλέπω την αλήθεια», αντιγύρισε ο Τάβις. «Έχει ταλαιπωρηθεί πολύ. Αφησέ την ήσυχη, Τζέιμι. Δεν έχεις ίχνος καλοσύνης για τους λιγότερο προνομιούχους από σένα; Ω. μα δε σε έχω δει ποτέ τόσο σκληρόκαρδο». «Πάψε να σκούζεις, δε θα τη φάω κιόλας. Το μόνο που θέλω είναι να μάθω την αλήθεια». «Εντάξει λοιπόν, πού είχαμε μείνει; Σοφί... το όνομά της είναι Σοφί. Είναι Γαλλίδα. Τουλάχιστον αυτή είναι μια αρχή». Ο Τάβις της χαμογέλασε. «Ναι, μια αρχή. Αλλά πώς θα προχωρήσουμε στη συνέχεια;» Ο Τζέιμι δεν έκρυβε το σκεπτικισμό του. «Επ' ευκαιρία, το όνομα είναι ελληνικής προέλευσης. Σημαίνει συνετός, λογικός ή διορατικός, τίποτα απ' τα οποία δε φαίνεται να τη χαρακτηρίζει». «Μόλις τώρα έφτασε, δώσ' της λίγο χρόνο. Το Σοφί μπορεί να είναι και γαλλικό όνομα, δε συμφωνείς;» «Ναι, συνηθίζεται τόσο στη Γαλλία όσο και στις Κάτω Χώρες». Στράφηκε πάλι προς το μέρος της. «Δε θυμάσαι τί-ποτ’ άλλο πριν από τη στιγμή που σε βρήκε ο αδερφός μου;» «Νο μεσιέ, δυστυχώς όχι. Ζε σουί ντεζολέ». Ζε σουί ντεζολέ... Αμφέβαλλε πολύ αν αυτό το κορίτσι λυπόταν για οτιδήποτε, όμως όφειλε να ομολογήσει ότι τα λόγια της τον τύλιγαν σ' ένα πέπλο σαγήνης. Ακόμα και στην αξιοθρήνητη κατάστασή της ήταν μια πλανεύτρα. και το βράχνιασμα μαζί με τη γαλλική προφορά της την έκαναν να ακούγεται ερεθιστική. Και πάλι όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζέιμι ήταν επιφυλακτικός με την ξαφνική εμφάνισή της σ’ εκείνη την ακροθαλασσιά, όταν κάθε θνητός θα είχε πεθάνει από το κρύο. Κι ο Τζέιμι δεν αγνοούσε ποτέ τις αμφιβολίες του. Μίλησε στον Τάβις. «Δεν έχουμε ιδέα πώς βρέθηκε στο νερό. Ακούγεται κάπως παράλογο, δε νομίζεις; Μια γυναίκα με τέτοια εμφάνιση δεν μπορεί vu βρίσκεται ουρανοκατέβατη στα πόδια σου, έτσι δεν είναι;» «Όχι, εκτός κι αν είσαι πολύ τυχερός», αντιγύρισε ο Τάβις στέλνοντας στη Σοφί μια ενθαρρυντική ματιά. «Φαντάζομαι, δεν άκουσες για το ναυάγιο. Ένα πλοίο, του Αγιρ, προσάραξε αργά χτες βράδυ στις ξέρες κάτω απ' το κάστρο Μόνλεΐ. Μερικοί από τους άντρες μας βρίσκονταν εκεί έξι» ως το πρωί.
περισυλλέγοντας πτώματα και αντικείμενα από τη θάλασσα. Δεν υπήρχαν επιζώντες». «Αμφιβάλλω πως βρισκόταν σ’ αυτό το πλοίο, γιατί είπες ότι τη βρήκες κοντά στο Ρέιβενσκροφτ, δηλαδή τουλάχιστον δέκα μίλια νότια του Μόνλεϊ. Αποκλείεται να επιζούσε στο παγωμένο νερό τόση οΊρα ώστε να φτάσει ζωντανή ως εκεί». «Το πλοίο κατευθυνόταν στη Νορβηγία», συνέχισε ο Τά-βις σαν να μην είχε ακούσει τίποτα απ’ όσα είπε ο Τζέιμι. «Ίσως να κατάφερε να συρθεί σε κάποια σανίδα ή καμιά βάρκα και να την έφερε το ρεύμα ως την ακτή». Ο Τζέιμι ανασήκωσε τους ώμους. «Όλα είναι πιθανά, αλλά να είναι η μόνη που επέζησε; Πολύ απίστευτο για να είναι αληθινό». «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή, ποια άλλη εξήγηση όμως μπορεί να υπάρχει; Σέλκι, πάντως, δεν είναι. Πιστεύω ότι οι φώκιες που παίρνουν γυναικεία μορφή ανήκουν στους θρύλους». Ο Τζέιμι απευθύνθηκε πάλι στο κορίτσι. «Δε θυμάσαι καθόλου να βρίσκεσαι πάνω σε καράβι;» «Νο, δε θυμάμαι τίποτα». «Το καλό που σου θέλω να λες αλήθεια». Ο Τζέιμι μίλησε απότομα και άρπαξε το πιγούνι της για να σηκώσει προς τα πάνω το πρόσωπό της. Μπορεί να του έλεγε ψέματα. Μπορεί να ήταν κατάσκοπος. Μπορεί να ήταν πολλά πράγματα, πάνω απ’ όλα όμως ήταν κάποια την οποία δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν. Παρατήρησε τα μάτια της σαν να αναζητούσε μέσα τους επιβεβαίωση των λόγων της. «“Θεσπέσια απατηλή και ξακουστή παρθένα"», είπε παραθέτοντας τα λόγια του Οράτιου. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Τάβις. «Σου πέρασε απ’ το μυαλό το ενδεχόμενο να είναι κατάσκοπος;» «Γαλλίδα κατάσκοπος;» Ο Τζέιμι κατένευσε. «Ή Αγγλίδα. Δεν είναι πρωτάκουστο, ξέρεις. Αμέτρητοι Γάλλοι κατάσκοποι έχουν συλληφθεί γυρεύοντας υποστήριξη για το κίνημα των ιακωβιτών. Και οι Αγγλοι έχουν τους δικούς τους κατασκόπους παντού, αναζητώντας τους». Ο Τζέιμι περίμενε να δει την αντίδραση της γυναίκας σε όλα αυτά, το μόνο όμως που έβλεπε ήταν η εξάντληση, η εξουθένωση που είχαν επιφέρει στο σώμα της οι ακραίες θερμοκρασίες. «Φτάνει η συζήτηση για τώρα. Θα μάθουμε αργότερα από πού έρχεται και γιατί». «Ναι, χρειάζεται ξεκούραση», συμφώνησε ο Τάβις. «Δεν μπορούμε να την αφήσουμε να κάθεται εδώ, μισόγυμνη και τρέμοντας από το κρύο». Ο Τζέιμι γύρισε και ξεκρέμασε ένα άλλο ταρτάν από τον τοίχο. «Βγάλ’ της το αυτό, είναι μούσκεμα», είπε στον Τάβις. «Νο. Δεν είμαι ντυμένη, μεσιέ».
«Αυτό το βλέπω, αλλά τώρα δεν είναι ώρα για σεμνότη-τες, προέχει να στεγνώσεις». Τράβηξε από πάνω της το ταρτάν του αδερφού του, και χάρηκε που το ξάφνιασμα εκείνου ακούστηκε πιο δυνατά απ’ το δικό του. «Μον Ντιε!» αναφώνησε το κορίτσι, και προσπάθησε να συγκρατήσει πάνω της το ύφασμα, ο Τζέιμι όμως πρόλαβε να το απομακρύνει έγκαιρα από τα χέρια της. Τον κοίταξε με ικεσία και απόγνωση, και η μόνη σκέψη του ήταν πως είχε μπροστά του μια απίστευτη καλλονή, με κορμί που θα έστελνε έναν άντρσ πρόθυμα στον πόλεμο. «Πάντως, κρίνοντας από την αντίδρασή της, μάθαμε και κάτι ακόμα. Σίγουρα δεν είναι πόρνη». Έπιασε το πιγούνι της και το κράτησε ακίνητο. «"Αυτό ήταν το πρόσωπο που καθελκυσε χίλια καράβια κι έκαψε τους πανύψηλους πύργους της Τροίας; Γλυκιά Ελένη, κάνε με αθάνατο μ ένα φιλί”»1. «Τώρα την τρόμαξες για τα καλά», είπε ο Τάβις. «Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Παλάβωσες, αδερφέ;» Ναι, είχε αρχίσει στ’ αλήθεια να αμφιβάλλει για την πνευματική υγεία του, γιατί τώρα δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο ένα μισοπνιγμένο κορίτσι, αλλά και τον πόθο που έβαζε φωτιά στο αίμα του. Γενικώς η σημερινή εξελισσόταν σε πολύ δύσκολη βραδιά. Από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε να αγνοήσει τη σπάνια ομορφιά της -τα υγρά, φωτεινά μάτια που τον κοιτούσαν, την αρετή που ακτινοβολούσε γύρω της. Θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο του πόθου κάθε άντρα, κάτι όμως επάνω της μιλούσε μόνο για αθωότητα, και μια από καιρό θαμμένη τρυφερότητα ξύπνησε φευγαλέα μέσα του. Δεν του άρεσε διόλου αυτή η βασανιστική επιθυμία που τον έβαζε σε πειρασμό, ενώ θα έπρεπε να παραμείνει απολύτως ουδέτερος. Εκνευρισμένος με τον εαυτό του, σκέπασε γρήγορα τη γυναίκα, όχι όμως πριν ρίξει μια ματιά στα πλούσια στήθη με τις ροδαλές κορφές, στο απότομο κόψιμο της μέσης και στις θηλυκές καμπύλες των γοφών... ενώ αντιλαμβανόταν ταυτόχρονα τη διέγερσή του. Με μια πνιχτή βρισιά γύρισε να ρίξει άλλο ένα κούτσουρο στις φλόγες, πιο πολύ επειδή χρειαζόταν έναν αντιπερισπασμό παρά από κάποια αληθινή ανάγκη να φουντώσει τη φωτιά. Δεν του διέφυγε το αναπήδημά της στην ξαφνική έκρηξη από σπίθες. «Γιατί ταράζεσαι τόσο, κοπελιά; Μήπως κρύβεις κάτι;» «Δεν ταράζομαι. Είμαι κουρασμένη. Κρυώνω. Πεινάω. Κουράστηκα να απαντάω σε ερωτήσεις, κι ούτε αντέχω άλλο αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις». Άλλη μια φορά ο Τάβις έσπευσε να την υπερασπιστεί. «Μη γίνεσαι τόσο σκληρός μαζί της, Τζέιμι. Δεν μπορείς να αναλογιστείς όσα έχει περάσει; Δε φαίνεται δα και εγκληματίας, ούτε κάποια την οποία πρέπει να υποψιάζεσαι τόσο». «Είμαι πολύ σκεπτικιστής για να παραβλέπω τις όποιες πιθανότητες. Η δουλειά μου είναι να είμαι
καχύποπτος». «Και να υποψιάζεσαι τους πάντες και τα πάντα;» αντιγύρισε ο Τάβις. «Αναλαμβάνω στο έπακρο την ευθύνη των πράξεών μου. Και δε θα σε έβλαπτε να θυμηθείς ότι προσπαθώ παραδόξως να συνδυάσω το ρόλο του πατριώτη Σκοτσέζου, του αρχηγού του κλαν, του γαιοκτήμονα, του άντρα και του αδερφού με τη βαθύτατη ηθική υποχρέωση που αισθάνομαι απέναντι σ’ αυτό το κορίτσι το οποίο ανατίθεται ξάφνου στην ευθύνη μου». «Μπορεί να είσαι υπεύθυνος, αλλά μπορεί να πέφτεις και έξω. Ίσως λέει την αλήθεια, ξέρεις». «Ναι. Και ίσως εγώ θα έπρεπε να είμαι περισσότερο σαν εσένα, ένας ανεύθυνος που έχει πάντα δίκιο». Τώρα ο Τάβις χαμογελούσε. «Ναι, θα ‘πρεπε, αδερφέ. Ξέρεις τι υπέροχο αίσθημα είναι να έχεις πάντα δίκιο;» * * * Η Σοφί καθόταν σιωπηλή και παρακολουθούσε τους δύο άντρες που ήταν τυλιγμένοι με μακριά καρό μάλλινα υφάσματα αλλά είχαν τις γάμπες τους γυμνές. Το θέαμα ήταν πρωτοφανές για εκείνη -τα γυμνά τους πόδια. Δεν ήταν ντυμένοι όπως οι άντρες στη Γαλλία, ούτε έμοιαζαν μ’ εκείνους σε τίποτ’ άλλο, γιατί είχαν και οι δύο μια έντονη τραχύτητα που της υπενθύμιζε διαρκοΊς ότι ήταν άντρες και εκείνη ήταν γυναίκα, κι ότι έπρεπε να κρύψει τη γύμνια της. Είχαν επάνω τους μια φυσική σκληρότητα που έδειχνε να διαπνέει τα πάντα, και βρίσκονταν μονίμους σε επιφυλακή, απ’ την οποία η Σοφί δεν είχε ξεφύγει ούτε στιγμή. Η προσοχή της ξαναγύριζε διαρκώς σ’ εκείνον με το όνομα Τζέιμι. Με τέτοιο ηλιοκαμένο πρόσωπο, πεισματικό πιγούνι και ψηλά ζυγωματικά, θα μπορούσε να είναι Τσιγγάνος. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και ολόμαυρα σαν τη νύχτα γύρω τους. Αυτό όμως που την υπνώτιζε περισσότερο ήταν εκείνα τα σταχτοπράσινα μάτια που αιχμαλώτιζαν τα δικά της. Αυτά δεν ήταν μάτια Τσιγγάνου, αλλά τα αχόρταγα μάτια ενός ανθρώπου συνηθισμένου να διαφεντεύει τους πάντες γύρω του. Η Σοφί έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν σατανικά όμορφος, με κλασικά χαρακτηριστικά και μια αλαζονική μύτη, απόλυτα εναρμονισμένη με την όψη ενός άντρα κυριευμένου από αγέρωχη περηφάνια. Ακόμα κι αν τον είχε γνωρίσει κάτω από διαφορετικές συνθήκες, και πάλι θα ήταν γεμάτος απ’ αυτή την ίδια αγέρωχη περηφάνια, τέτοια εντύπωση της έδινε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι κοιτάζονταν επίμονα στα μάτια. Ο τρόπος που την παρατηρούσε την έκανε να αναρωτηθεί μήπως διάβαζε τις σκέψεις της, γιατί τα επόμενα λόγια του τα πρόφερε σχεδόν γρυλίζοντας. , «Αν προσπαθείς να με αποτιμήσεις, μπορώ να σου πω από τώρα ότι η καρδιά μου είναι σκληρή σαν πέτρα. Κι αν προσπαθείς να ψάξεις την ψυχή μου, μάθε πως παραείναι σκοτεινή για να διακρίνεις οτιδήποτε. Μαύρη κι άραχλη ως τα βάθη της. Γι’ αυτό λοιπόν σε προειδοποιώ πως έχεις μια τελευταία ευκαιρία να πεις την αλήθεια. Κι αν συνεχίσεις να ισχυρίζεσαι πως δεν ξέρεις τίποτα, προσευχήσου σε όποιο θεό πιστεύεις να μην ανακαλύψω ποτέ το αντίθετο».
«Τι πάει να πει τώρα αυτό;» ρώτησε ο Τάβις. «Μ’ αρέσει να ξεκαθαρίζω τη θέση μου». «Σας αρέσει να τρομοκρατείτε τους άλλους», του είπε εκείνη και χώθηκε περισσότερο στην πολυθρόνα της. «Πρόσεχε», είπε ο Τζέιμι, «υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος να σε τραβήξω από το ντελικάτο αυτί σου και να σε πετάξω έξω». Ο Τάβις γέλασε δυνατά. «Μην τον αφήνεις να σε τρομάζει, κοπελιά. Είναι άκακος σαν γατί». Εκείνη δεν απάντησε, και όταν οι δυο άντρες γύρισαν προς το μέρος της είδαν πως το κορίτσι είχε αποκοιμηθεί. «Γδύσ’ τη και φόρεσέ της κάτι ζεστό... Ένα από τα φορέματα της Αραμπέλα, ίσως. Μετά βάλ’ τη στο κρεβάτι», είπε ο Τζέιμι. Ο Τάβις φάνηκε έντρομος. «Εγώ; Εγώ την έφερα εδώ, σ’ εσένα. Εσύ είσαι ο κύριος κι αφέντης του Μόνλεϊ. Τώρα βρίσκεται στη δική σου επίβλεψη. Να τη γδύσεις εσύ». «Εγώ πρόκειται να αρραβωνιαστώ, αν θυμάσαι». «Δε σου ζήτησα να ερωτοτροπήσεις μαζί της, μόνο να τη φροντίσεις μέχρι να γίνει καλύτερα. Δες το σαν μια πράξη φιλανθρωπίας». «Από πότε έγινες τόσο ντροπαλός; Εσύ περνάς το μισό χρόνο σου στο Εδιμβούργο γδύνοντας κορίτσια». «Τουλάχιστον εκεί τα κορίτσια είναι ξυπνητά. Το να γδύνεις όμως λιπόθυμες γυναίκες δε φαίνεται και πολύ σωστό, δε συμφωνείς;» «Δε θα την γδύσεις κυριολεκτικά, γιατί είναι ήδη σχεδόν γυμνή». Ο Τάβις ανασήκωσε τους ώμους. «Τότε γδύσ’ την εσύ». «Έχει φάει τίποτα;» «Από τη στιγμή που τη βρήκα, όχι. Δε σταματήσαμε καθόλου. Φοβόμουν ότι θα πεθάνει από την παγωνιά, κι έτσι ήρθα κατευθείαν». «Έχει μείνει λίγη σούπα από το δείπνο. Θα πρέπει να είναι ακόμα ζεστή. Δώσε της ένα πιάτο». Ο Τάβις κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχω καιρό. Πρέπει να αφήσω το άλογό μου και να πάρω ένα δικό σου, ύστερα θα φύγω γρήγορα για το Εδιμβούργο. Πρέπει να αναπληρώσω λίγο από το χαμένο χρόνο». «Έπαθε κάτι το άλογό σου;»
«Όχι, μόνο εξαντλήθηκε από την ταχύτητα και το διπλό φορτίο». Ο Τζέιμι έγνεψε. «Τότε πάρε ένα από τα δικά μου, αλλά όχι τον Κόρι». «Αυτό το κτήνος με τα μάτια διαβόλου; Θα προτιμούσα να φύγω περπατώντας», είπε ο Τάβις και γύρισε προς τη Σόφι. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της όσο πιο μαλακά μπορούσε, αλλά την ίδια στιγμή εκείνη τινάχτηκε και άνοιξε τα μάτια της. Είχε μια έκφραση χαμένη, σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν. «Με συγχωρείς που σε ξύπνησα», της είπε, «αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω πάλι το δρόμο μου για το Εδιμβούργο. Ο αδερφός μου είναι ο κόμης του Μόνλεϊ, ένας έντιμος άντρας, μην ανησυχείς ως προς αυτό. Θα είσαι ασφαλής εδώ ώσπου να μπορέσεις και πάλι να ταξιδέψεις. Ύστερα θα σε μεταφέρει στο κάστρο Μόνλεϊ. Μη φοβάσαι. Φαίνεται άγριος, αλλά έχει καλή καρδιά. Δεν κινδυνεύεις μαζί του, θα έχεις καλή φροντίδα όσο βρίσκεσαι υπό την επίβλεψή του. Είναι αξιόπιστος. Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό». Ο Τάβις έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη του αδερφού του. «Θα σε δω πάλι το καλοκαίρι, λοιπόν». «Ναι, φέρε και το άλογό μου πίσω όταν θα έρθεις». Ο Τάβις γέλασε. «Φτάνει να μην το χάσω στα χαρτιά», είπε και κοπάνησε βγαίνοντας την πόρτα πριν ο Τζέιμι προλάβει να αρθρώσει άλλη λέξη. 1 Από το Δόκτωρ Φάουστους του Κρίστοφερ Μάρλοου, Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Α'. (Σ.τ.Ε.)
Κεφάλαιο 3 Πώς, σαν τη νυχτοπεταλούδα, η απονήρευτη κόρη Γυροφέρνει ακόμα τη φωτιά! -Τζον Γκέι (1685-1732), Αγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Η Όπερα του Ζητιάνου (1728) Όταν ο Τάβις με το ανάλαφρο χιούμορ του χάθηκε, το δωμάτιο βυθίστηκε αμέσως στη σιωπή. Μια τεταμένη ησυχία αιωρούνταν δυσάρεστα ολόγυρά της. Ένιωθε νευρική σαν νεογέννητο πουλάρι που προσπαθεί να σταθεί στα τρεμάμε-να πόδια του. Ήξερε πως εκείνος παρακολουθούσε την κάθε ανάσα της, παραμονεύοντας όπως η αράχνη το έντομο που θα πέσει στον ιστό της για να το τυλίξει ύστερα στη μεταξένια θανάσιμη αγκαλιά της. Ένιωθε το κορμί της κοκαλωμένο από την προσμονή. Αυτός ο άντρας την τάραζε. Υπήρχε κάτι στη μελαγχολική έκφραση του περήφανου προσδιπου του που τη συγκινού-σε, ένα βλέμμα που μιλούσε για βαθιές, καρτερικά βιωμένες λύπες. Αναρωτήθηκε αν το πεπρωμένο του ήταν τραγικό, ή αν η ίδια αποτελούσε μέρος αυτού του πεπρωμένου.
Βυθίστηκε περισσότερο στην πολυθρόνα της, παλεύοντας με την αμηχανία που της προκαλούσε το γεγονός ότι είχε μείνει μαζί του. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους δανδή δες που είχε γνωρίσει στην Αυλή, ούτε είχε καμία σχέση με τον ανέμελο αδερφό του. Όταν έμπαινε κάπου έκανε αμέσως αισθητή τη φυσική παρουσία του. Ξυπνούσε αισθήματα που της ήταν ακατανόητα. Σχεδόν μπορούσε να φανταστεί το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, ύστερα ακόμα πιο κοντά, ώσπου τα ζεστά χείλη του σκέπαζαν τα δικά της. Το σώμα της έτρεμε και ποθούσε το δικό του ξαπλωμένο πλάι της για να τη ζεστάνει. Έπαιξε τα βλέφαρα και επέστρεψε ανακουφισμένη στην πραγματικότητα. Αυτό δεν ήταν το ονειροπόλημα ενός κοριτσιού μεγαλωμένου σε μοναστήρι. Οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές, και εκείνοι δεν ήταν απλώς ένας άντρας και μία γυναίκα. Ήταν δυο άνθρωποι που δεν μπορούσαν να εμπιστευ-θούν ο ένας τον άλλο. Εκείνος είχε τις υποψίες του πως η Σοφί έλεγε ψέματα, πως δεν ήταν αυτή που παρουσιαζόταν. Και οι υποψίες του ήταν σωστές. Μα είχε κι εκείνη τις δικές της υποψίες γι’ αυτόν. Παρά τα όσα της είχε πει ο αδερφός του, δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσε να τον εμπιστευθεί και, κατά συνέπεια βρίσκονταν σ’ ένα αδιέξοδο όπου καθένας από τους δύο ήταν αποφασισμένος να ξεσκεπάσει τον άλλο. Η αλήθεια ήταν πως τον φοβόταν. Ακόμα και ο τόνος της φωνής του την τρόμαζε. Δεν υπήρχε τίποτα το ευγενικό ή ήπιο επάνω του. Βρισκόταν σε μια ξένη χώρα, φοβόταν για τη ζωή της, δεν είχε ούτε ρούχα ούτε χρήματα, κι έτρεμε όταν σκεφτόταν τι θα συνέβαινε αν εκείνος ανακάλυπτε την ταυτότητά της. Σε άλλη περίπτωση, θα ήταν η τέλεια στιγμή να βάλει τα κλάματα, όμως τα δάκρυά της δε θα τον μαλάκωναν, κι ούτε ήθελε να του δώσει την ικανοποίηση ότι την είχε τρομοκρατήσει τόσο. Ήταν προτιμότερο να δείχνει σίγουρη για τον εαυτό της και άφοβη. Τώρα η φωτιά είχε φουντώσει, εκείνη όμως εξακολουθούσε να νιώθει παγωμένη, μουδιασμένη. Καλοδεχόταν ωστόσο τη φωτιά, γιατί τραβούσε για λίγο την προσοχή της αλλού, μακριά από το γεγονός ότι βρισκόταν σ’ ετούτο τον ξένο τόπο μαζί μ’ αυτό τον παράξενο Σκοτσέζο, ολομόναχη και εγκαταλειμμένη στο έλεος του -ένα έλεος που είχε ήδη καταλήξει ότι εκείνος δε διέθετε. Ο αδερφός του είχε πει πως ήταν ένας έντιμος άντρας, ένας κόμης, ένας άνθρωπος αξιόπιστος. Έριξε άλλη μια ματιά στο ψηλόλιγνο σώμα του, που φαινόταν κι αυτό σκληρό σαν πέτρα όπως και το πρόσωπό του, κι αναρωτήθηκε για την τελευταία αυτή διαβεβαίωση του Τάβις. Δεν της φαινόταν ιδιαίτερα αξιόπιστος. Επιπλέον, ήταν σίγουρη ότι κοιτούσε κατευθείαν στο στήθος της. Ντράπηκε και ανέβασε ψηλότερα επάνω της το ταρτάν. Ήταν πολύ όμορφος άντρας, υπερβολικά αρρενωπός αλλά όμορφος παρ’ όλα αυτά. Ήταν κρίμα που δεν είχε και τους ανάλογους τρόπους ή την ανάλογη διάθεση. Μακάρι να είχε μείνει με τον Τάβις. Της άρεσε η πρόσχαρη συμπεριφορά του. Ετούτος ο άντρας ήταν ακριβώς το αντίθετο του αδερφού του* όλα επάνω του ήταν σκοτεινά, σκληρά και ψυχρά σαν τα ξίφη που κρέμονταν στον τοίχο.
Τελικά, μη μπορώντας να αντέξει άλλο, έσπασε τη σιωπή της. «Από την έκφρασή σας, βλέπω ότι σας δυσαρεστεί η παρουσία μου εδώ». «Ναι. Δεν ανέβηκα εδώ πάνω για να παίξω τη νοσοκόμα. Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω». «Δε ζήτησα ποτέ να με φέρουν εδώ, ξέρετε. Αν πρέπει να θυμώσετε με κάποιον, τότε θυμώστε με τον αδερφό σας. Θα έπρεπε να με αφήσει εκεί που με βρήκε». «Αν το είχε κάνει, τώρα θα ήσουν νεκρή». «Δε βλέπω γιατί είναι καλύτερη η παρούσα κατάστασή μου. Κρυώνω. Το δέρμα μου έχει ζαρώσει από το πολύ νερό. Τρανταζόμουν επί ώρες ριγμένη στη ράχη ενός αλόγου, κάτω από την παγωμένη βροχή, μόνο και μόνο για να φτάσω εδώ και να με υποδεχτεί ένας ανθριοπόμορφος δράκος. Δε ρωτήθηκα αν είμαι κουρασμένη κι αν έχω ανάγκη να κοιμηθώ. Δε μου προσφέρθηκε τίποτα να φάω ή να πιω. Κατηγορήθηκα ότι λέω ψέματα, ότι είμαι κατάσκοπος. Μ’ έγδυσαν, με απείλησαν, με κοίταξαν με βλέμμα αδιάκριτο και με πρόσβαλαν. Δεν ξέρω λοιπόν γιατί θα ήταν χειρότερο να ήμουν νεκρή». «Καλύτερα να προσέχεις τα λόγια σου». «Κι εσείς θα ήταν καλύτερα να μάθετε πώς φέρονται σε μία κυρία», του αντιγύρισε, και φοβήθηκε πως τώρα τον είχε εξοργίσει στ’ αλήθεια. Ο Τζέιμι γρύλισε κάποια απάντηση στη δήλωσή της. «Θα σου φέρω λίγη σούπα», είπε μετά. «Μερσί», του είπε προσπαθώντας να μιμηθεί τον εκνευρισμένο τόνο του, νιώθοντας την ίδια στιγμή ευγνώμων που δεν τη χτύπησε ούτε την πέταξε έξω στο κρύο. Αν δεν ήταν τόσο εξαντλημένη και μουδιασμένη, θα επιχειρούσε να φύγει, όμως δεν ήταν ανόητη, και ήξερε πως δε θα προλάβαινε να κάνει ούτε δέκα βήματα πριν καταρρεύ-σει. Εξάλλου, μόλις είχε γλιτώσει από το κρύο και τη βροχή, και δεν είχε καμία επιθυμία να αντιμετωπίσει πάλι τα στοιχεία της φύσης. Άλλωστε, πού θα πήγαινε; Όσο εκείνος έλειπε η Σοφί έμεινε ακίνητη κοιτώντας σαν υπνωτισμένη τη φωτιά με βλέμμα άδειο, ενώ η εξουθένωση έπαιζε παράξενα παιχνίδια με το μυαλό της. Ακούγοντας αμυδρά τους θορύβους που προέρχονταν απ’ την κουζίνα, κόντευε να εξαντλήσει σχεδόν όλα τα πνευματικά και σωματικά αποθέματά της. Το μυαλό της βρισκόταν σε σύγχυση και η σκέψη του θανάτου, η οποία δεν την είχε εγκαταλείψει καθόλου σ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας της, την τύλιγε ακόμα μ’ ένα είδος γλυκιάς μέθης. Άραγε θα ένιωθε ζεστά και γαλήνια αν ήταν νεκρή; Βρισκόταν στο λυκόφως της βραδιάς, εκεί όπου όλα ήταν θολά κι αόριστα, με το μυαλό της μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου όταν εκείνος έφερε τη σούπα και την ακούμπησε σ’ ένα μικρό τραπέζι μπροστά της. Άνοιξε τα μάτια της και ανάσανε τη μυρωμένη ζεστασιά του φαγητού. Συνειδητοποίησε ότι
πεινούσε σαν λύκος. Είπε στον εαυτό της πως αυτό ίσως ήταν καλό σημάδι, αν και δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα. Ο Τζέιμι άρπαξε το κουτάλι και το έσπρωξε στα χέρια της. «Μπορείς να το κοιτάζεις όσο θες, αλλά θα σε ωφελήσει περισσότερο άμα το φας. Ξέρεις να χρησιμοποιείς κουτάλι, έτσι;» Χωρίς να του απαντήσει, σήκωσε το κουτάλι κι άρχισε να τρώει. «Θα σου ετοιμάσω ένα κρεβάτι», της είπε και έφυγε μουρμουρίζοντας από το δωμάτιο αφήνοντάς τη και πάλι μόνη. Όταν ξαναγύρισε αργότερα, τη βρήκε να κοιμάται βαθιά με το κεφάλι γερμένο στο μπράτσο της. Είχε το κουτάλι ακόμα στο χέρι της, αλλά το πιάτο ήταν άδειο. «Βρε, μια σταλιά είσαι», είπε παρατηρώντας την. Την επόμενη στιγμή τη σήκωσε στα χέρια του με τόση άνεση, σαν να ήταν ένα σακί με πούπουλα. Η Σοφί αναδεύτηκε στην αγκαλιά του. «Μπορώ να π... περπατήσω», είπε μ’ ένα μακρόσυρτο χασμουρητό. «Ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς. Κοιμήσου». Το κεφάλι της έπεσε πάνω στον ώμο του παρά την απο-φασιστικότητά της να το κρατήσει ψηλά. Ένιωθε ότι τα κόκαλά της είχαν μαλακώσει σαν το μυαλό της. Της ήταν δύσκολο ακόμα και να σκεφτεί. Το χέρι του γλίστρησε χαμηλά, πάνω στα οπίσθιά της. «Νομίζω πως παγώνεις περισσότερο, αν αυτό είναι δυνατόν», είπε με βραχνή, ερωτική φωνή, περιπαιχτική και σταθερή μαζί. Αν ήθελε να τραβήξει την προσοχή της, το πέτυχε. Απίστευτο, σκέφτηκε η Σοφί. Μήπως προσπαθεί να με σοκάρει; Ή μήπως είναι ο τρόπος του να με ξεπαγοίσει... με τέτοιους παθιασμένους υπαινιγμούς; Έτσι σταθερά που την κρατούσε εκείνος στα μπράτσα του, η Σοφί ένιωθε σαν να ανέβαινε πετώντας τις σκάλες. Μόλις έφτασαν στον επάνω όροφο κι έστριψαν στο διάδρομο, άκουσε αχνά το γδούπο των βημάτων του πάνω στο ξύλινο πάτωμα, όπως και το δικό της τρελό καρδιοχτύπι. Τα ασταθή αισθήματά της είχαν απογειωθεί μαζί της. Ποτέ ένας άντρας δεν την είχε μεταφέρει έτσι στην αγκαλιά του, και ανακάλυπτε πως ήταν μια ευχάριστη εμπειρία. Αυτός ο άντρας απέπνεε δύναμη, και της γεννούσε εξίσου δυνατά συναισθήματα. Ένιωθε σαν να βρισκόταν σε σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό. Η παρουσία του τη συγκλόνιζε, και δεν μπορούσε να αρνηθεί την ύπαρξή του στις σκέψεις της, όπως δεν μπορούσε να παραβλέψει τη φυσική του παρουσία και τη φροντίδα που της έδειχνε. Την έλκυε και την τρόμαζε ταυτόχρονα. Ο άντρας έσπρωξε την πόρτα του δωματίου με το πόδι του.
Η Σοφί άνοιξε δυο χαραμάδες τα βλέφαρά της, ίσα για να δει ένα κερί που έκαιγε σε κάποιο τραπέζι δίπλα σ’ ένα πανύψηλο κρεβάτι με καθαρά λευκά σεντόνια, που φαίνονταν ωραιότερα από οτιδήποτε θυμόταν να έχει δει στη ζωή της. Την έβαλε πάνω στο κρεβάτι, και η Σοφί γύρισε στο πλάι και χώθηκε μέσα στα σεντόνια. Της κόπηκε η ανάσα, γιατί μπορεί να φαίνονταν υπέροχα αλλά ήταν κρύα σαν πάγος. Το λεπτό ρούχο της ήταν ακόμα υγρό και κολλούσε επάνω της μέσα από το ταρτάν. Αρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. «Έχεις παγώσει ως το κόκαλο. Θα χρειαστεί πολλή ζέστη για να ανέβει η θερμοκρασία σου». Ήλπιζε πως δε θα της πρότεινε να τη ζεστάνει με το δικό του σώμα, γιατί κρύωνε τόσο πολύ, που δε θα έβρισκε τη δύναμη να του το αρνηθεί. Κούρνιασε περισσότερο και έκανε να πιάσει τα σκεπάσματα. Εκείνος πήρε το χέρι της. «Όχι τόσο γρήγορα. Δεν μπορείς να κοιμηθείς με βρεγμένα ρούχα». Σήκωσε ένα νυχτικό από τα πόδια του κρεβατιού. «Αυτό είναι της αδερφής μου. Θα πρέπει να σου κάνει». «Η αδερφή σας είναι εδώ;» «Όχι. Ήρθα μόνος αυτή τη φορά». Αρπαξε την άκρη του ταρτάν, και για δεύτερη φορά μέσα σ’ εκείνη τη νύχτα τράβηξε από πάνω της ένα μάλλινο μακρύ ύφασμα. Κάτω από το βλέμμα του το σώμα της ήταν ένα κομμάτι πάγου που έλιωνε από μέσα προς τα έξω. «Μόνο αυτή την καμιζόλα φορούσες;» τη ρώτησε. Τρέμοντας δυνατά, η Σοφί άρπαξε την άκρη του σεντονιού και προσπάθησε να καλυφθεί. Εκείνος όμως την εμπόδισε, και με μια κίνηση τράβηξε ό,τι είχε απομείνει από το εσώρουχό της. Σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, η Σοφί θα πάλευε εναντίον του με όλες τις δυνάμεις της, τώρα όμως ήταν αδύναμη σαν φεγγαραχτίδα, και τα δόντια της χτυπούσαν τόσο δυνατά, που φοβήθηκε ότι θα έσπαγαν. Ήξερε πως η όποια αντίσταση θα ήταν μάταιη και απλούς θα παράτεινε το μαρτύριο του εξευτελισμού της. Η δεύτερη επιλογή της ήταν να κλείσει σφιχτά τα μάτια, αφού δεν άντεχε να βλέπει το πρόσωπό του στη διάρκεια της πιο ταπεινωτικής εμπειρίας της ζωής της. Σε παρακαλώ. Θεέ μου, σκέφτηκε, κάνε να τελειώσει αυτό όσο το δυνατόν γρηγορότερα και κάνε να μη θυμάται τίποτα αύριο το πρωί. Όταν η ταπείνωση τελείωσε και το σώμα της σκεπάστηκε επιτέλους με το νυχτικό, τότε άκουσε το γέλιο του. «Τώρα μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου, κοπελιά». Κούμπωνε τα κουμπιά του νυχτικού με απόλυτη αδιαφορία, όταν όμως έφτασε στο λαιμό της σταμάτησε για μια στιγμή και σήκωσε το χρυσό μενταγιόν της, που κρεμόταν από μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Η έκφρασή του άλλαξε αμέσως σ’ ένα σκληρό μορφασμό. «Πού το βρήκες αυτό;» τη ρώτησε κοφτά
και ψυχρά. «Δεν... δεν ξέρω σίγουρα, νομίζω όμως ότι μου το έδωσαν», του είπε ενώ τα δόντια της χτυπούσαν ακόμα. «Ποιος σου το έδωσε;» «Έχω την αίσθηση πως ήμουν υπηρέτρια κάποιας κυρίας, ίσως λοιπόν να μου το έδωσε εκείνη». «Φαίνεται πως έχεις έναν πολύ παράξενο τρόπο να θυμάσαι διάφορα πράγματα και να δίνεις μια εξήγηση όποτε είναι απαραίτητο». «Έχω ακούσει πως το μυαλό δουλεύει με μυστήριους τρόπους», υπερασπίστηκε εκείνη τον εαυτό της. «Ναι, είναι στ’ αλήθεια μυστήριο το πώς θυμήθηκες ξαφνικά ότι ήσουν υπηρέτρια κάποιας κυρίας, ενώ πριν δεν ήξερες τίποτα γι’ αυτό». Φοβόταν να τον κοιτάξει στα μάτια, ύστερα όμως από μερικές στιγμές σιωπής η Σοφί δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ανατρίχιασε μπροστά στο κυνικά απόμακρο βλέμμα του. «Φυσικά είναι απλώς μια εικασία, μια αίσθηση», ψιθύρισε. «Φυσικά», της είπε εκείνος και άφησε το μενταγιόν να πέσει πάλι στο στήθος της. Η Σοφί ένιωσε πως την έκαψε εκεί όπου ακούμπησε τη σάρκα της. Το έκρυψε πάλι μέσα από τα κουμπιά και μακριά από τα άτια του. Ο Τζέιμι πήρε ένα μπουκάλι κρασί από το διπλανό κομοδίνο, γέμισε ένα ποτήρι και της το έδωσε. «Πιες αυτό. Θι σε ζεστάνει». «Δε διψάω». «Δε ρώτησα αν διψάς, κοπελιά. Πιες το, γιατί αλλιώς θα σου δώσω να το πιεις με το ζόρι. Είσαι κατάχλομη. Θα σε ζεστάνει και θα βάλει λίγο χρώμα στα μάγουλά σου». Εκείνη έφερε το χέρι στο πρόσωπό της. «Δε νιώθο} καν τα μάγουλά μου, γιατί να με νοιάζει αν έχουν χρώμα ή όχι;» «Πιες το. Θα σε ζεστάνει». Δεν πήρε το ποτήρι. «Αφού τα μάγουλά μου δεν κοκκίνισαν όταν με γδύσατε, δεν ξέρω αν μπορεί κάτι άλλο να τα κοκκινίσει. Πιστεύετε πως ήμουν σ’ αυτό το καράβι; Εκείνο που ναυάγησε;» «Ναι. Και ξεβράστηκες στην ακτή όπως πολλά απ’ τα συντρίμμια. Είναι η μόνη εξήγηση, γι’ αυτό και τη δεχόμαστε προς το παρόν». Έσπρωξε πάλι το ποτήρι προς το μέρος της. «Πιες το. Δε θα σ’ το ξαναπώ». Η Σοφί τον φαντάστηκε να της το χύνει με το ζόρι στο λαρύγγι, όπως οι Γάλλοι ταΐζουν διά της βίας τις πάπιε; για να φουσκώσει το συκώτι τους και να φτιάξουν το φου·. γκρα. Δεν αμφέβαλλε
καθόλου ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Ακούμπησε πίσω στο κεφαλάρι του κρεβατιού και πήρε το ποτήρι με το κρασί. Ο Τζέιμι τη σκέπασε καλά μέχρι επάνω κι ύστερα κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Στ’ αλήθεια είναι ανάρμοστο να βρίσκεστε στην κρεβατοκάμαρά μου, ακόμα και για τη Σκοτία». «Παράτα τις σεμνοτυφίες. Είναι μια ειδική περίσταση. Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα πιεις το κρασί... όλο. Εξάλλου, αν είσαι υπηρέτρια, όπως λες, δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα θα μπορούσα να σε βιάσω εδώ και τώρα, χωρίς να υπάρξουν συνέπειες. Είναι, βλέπεις, το προνόμιο της τάξης μου... όπως συμβαίνει και στη Γαλλία, αν και εσύ φυσικά δε θυμάσαι τίποτα για όλα αυτά, σωστά;» Η Σοφί τα έχασε τόσο, ώστε πνίγηκε με την πρώτη γουλιά. Όταν σταμάτησε να βήχει ήπιε άλλη μια γουλιά, κι ύστερα κι άλλη, ώσπου άδειασε το ποτήρι. Ο Τζέιμι πήρε το ποτήρι και το έβαλε πάνω στο κομοδίνο. «Το κρασί δεν πίνεται σαν φάρμακο. Πίστευα ότι μια Γαλλίδα θα το γνώριζε αυτό». «Ίσως δε μου αρέσει το κρασί». Τεντώθηκε και γλίστρησε τα πόδια της στα βάθη του τεράστιου πουπουλένιου κρεβατιού. «Μπρρρ. Δε νομίζω πόντιος ότι με ζέστανε καθόλου. Ακόμα κρυώνω πολύ». Ο Τζέιμι μουρμούρισε κάτι για τον ισχυρισμό της περί υπηρέτριας και πήγε ως το τζάκι, για να επιστρέφει λίγες στιγμές αργότερα μ’ ένα θερμαντήρα. «Σήκωσε τα πόδια σου», της είπε, έσπρωξε το σκεύος με τη μακριά λαβή κάτω από τα σκεπάσματα κι άρχισε να το μετακινεί αργά. Μετά από λίγο μετέφερε το σκεύος πίσω στο τζάκι. «Μμμ», είπε η Σοφί όταν ακούμπησε τα πόδια της στα ζεστά σεντόνια από φίνο λινό. Ξεστόμισε τα επόμενα λόγια της πριν τα σκεφτεί. «Το μόνο που χρειάζομαι τώρα είναι ένα ωραίο ζεστό μπάνιο». «Η δικαιοδοσία μου σταματάει στο θερμαντήρα», της είπε, αμέσως όμως μετάνιωσε για την αγριότητα στον τόνο του και η φωνή του μαλάκωσε. «Ίσως μπορείς να κάνεις αύριο ένα μπάνιο, αν νιώθεις καλύτερα». «Α, ναι, ένα μπάνιο! Νιώθω καλύτερα ακόμα και με τη σκέψη». «Το κρασί σού έκανε καλό. Τα μάγουλά σου πήραν λίγο χρώμα». Δεν ήθελε να του πει πως το χρώμα στα μάγουλά της δεν οφειλόταν καθόλου στο κρασί, για κάποιο λόγο όμως είχε χάσει έτσι κι αλλιώς τη φωνή της. Το επίμονο βλέμμα των στα-χτοπράσινων ματιών του δεν τη βοήθησε να την ξαναβρεί. Ο Τζέιμι πήρε το ποτήρι και σηκώθηκε. «Τώρα θα σε καληνυχτίσω, κοπελιά. Είμαστε μια έντιμη οικογένεια. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από μας». «Εκτός κι αν σας κρύβω την αλήθεια».
Τα μάτια του κοίταξαν ερευνητικά τα δικά της. «Ναι, εκτός κι αν μας κρύβεις την αλήθεια. Αύριο θα σηκωθώ νωρίς για να πάω για κυνήγι. Εσύ κοιμήσου όσο θέλεις». «Ευχαριστώ για τη βοήθεια και την ευγένειά σας». Ο Τζέιμι πήγε να φυσήξει το κερί. «Αφήστε το, παρακαλώ», του είπε, «θα το σβήσω εγώ». «Μην το ξεχάσεις και σε πάρει ο ύπνος». «Δε θα το ξεχάσω». Είδε το ψηλό κορμί του να βγαίνει από το δωμάτιο και συνέχισε να κοιτάζει επίμονα την πόρτα, ακόμα κι όταν εκείνος την είχε κλείσει πίσω του, ώσπου ο ήχος των βημάτων του έπαψε εντελώς να ακούγεται. Κοιτούσε ξαπλωμένη το ταβάνι μέχρι που η φωτιά στο τζάκι άρχισε να σβήνει και τα σεντόνια κρύωσαν και πάλι. Το χέρι της έσφιξε το χρυσό μενταγιόν και έτριψε με τον αντίχειρά της το ανάγλυφο έμβλημα. Άραγε εκείνος το είχε αναγνωρίσει; Ευχήθηκε ο Τζέιμι Γκρέιαμ να μην είχε ξαναδεί το φλερ ντε λι, το εραλδικό σύμβολο του κρίνου, αιώνες τώρα έμβλημα των βασιλέων της Γαλλίας. Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Και πού να ήξερε... Σκόρπιες εικόνες ήρθαν στο νου της... Ένα πλοίο που πάλευε με τα κύματα ώσπου τσακίστηκε πάνω στα βράχια, το παγωμένο νερό μέσα στο οποίο βρέθηκε ξαφνικά η Σοφί. το βαρύ φορτίο των ρούχων της που την τραβούσαν κάτω σαν μολύβι, κάτω, όλο και πιο κάτω... Κι ύστερα είχε δει με τη φαντασία της το πρόσωπο του πατέρα της να της φωνάζει, όπως τότε που, κοριτσάκι ακόμα, είχε πέσει από μια βάρκα, ενώ εκείνος την παρακολουθούσε ανήμπορος απ’ την ακτή. «Βγάλε το φόρεμά σου, Σοφί. Δεν μπορείς να κολυμπήσεις εξαιτίας του βάρους. Βγάλ’ το! Γρήγορα, παιδί μου», της φώναζε. Η Σοφί είχε τότε υπακούσει στις εντολές του πατέρα της και είχε κολυμπήσει ως την ακτή και την τρυφερή αγκαλιά του γονιού της. Δεν ήθελε να σκέφτεται ούτε τον πατέρα της ούτε το ναυάγιο. Έκλεισε τα μάτια κι ευχήθηκε να κοιμηθεί, όμως έβλεπε μπροστά της μόνο τα μαύρα παγωμένα νερά της Βόρειας Θάλασσας να τη σκεπάζουν, τον εαυτό της να παλεύει να απαλλαγεί από τα ρούχα της, τόσο τρομοκρατημένη που κόντεψε να πνιγεί πριν τα καταφέρει. Είχε ήδη παγώσει τόσο, ώστε δυσκολευόταν με τα κουμπιά της, όμως τελικά είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να βγάλει το φόρεμα από πάνω της και να κλοτσήσει τα παπούτσια της.
Όταν επιτέλους αναδύθηκε στην επιφάνεια, δεν άκουγε πια κραυγές από τους άλλους επιβάτες. Το μόνο που έφτανε στ’ αυτιά της ήταν το άγριο βουητό από τα μανιασμένα κύματα που έσκαγαν στα βράχια. Αναρωτιόταν αν θα τα κα-τάφερνε να φτάσει ως την ακτή, όταν τη χτύπησε η πλώρη μιας μικρής βάρκας κι ένιωσε κάποιον να την αρπάζει και να την ανεβάζει στο πλεούμενο. Θυμόταν αόριστα μια αντρική φωνή και τα χέρια που την τύλιγαν με μια στεγνή κουβέρτα. Κουλουριάστηκε στην πλώρη και το νερό έτρεχε από τη μύτη και το στόμα της, ενώ τα στοιχεία της φύσης φαίνονταν αποφασισμένα να τους στείλουν κατευθείαν στο βυθό. Θα πρέπει να είχε χάσει τις αισθήσεις της για ένα διάστημα, επειδή το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι τινάχτηκε βίαια μπροστά όταν η βάρκα χτύπησε πάνω σε κάτι. Ο ήχος του ξύλου που σκίστηκε έφτασε μ’ ένα εκκωφαντικό βούισμα στα αυτιά της. Η βάρκα αναπήδησε κι ύστερα συνετρίβη με κρότο πάνω στα βράχια, ενώ η Σοφί βρέθηκε για άλλη μια φορά στη θάλασσα. Πάλεψε να κρατήσει το κεφάλι της στην επιφάνεια και φώναξε για βοήθεια, δεν ξαναείδε όμως ποτέ ούτε τον άντρα ούτε τη βάρκα. Το ρεύμα ήταν δυνατό, και στην αρχή προσπάθησε να το παλέψει, μετά όμως σκέφτηκε ότι η βάρκα είχε βρει στα βράχια, και συνεπώς το ρεύμα τούς είχε σπρώξει προς την ακτή. Έτσι, άρχισε να κολυμπάει ακολουθώντας το ρεύμα, ώσπου τα μέλη της μούδιασαν από το κρύο. Θυμόταν αόριστα το ξύσιμο των πελμάτων της πάνω στους βράχους, το κορμί της που ακούμπησε στην ακτή, ύστερα τη βεβαιότητα πως θα πέθαινε ολομόναχη, μέσα στο τσουχτερό κρύο και τον άνεμο που λυσσομανούσε. Το χέρι της ανέβηκε πάλι στο μενταγιόν. Έτριψε το έμβλημα όπως είχε τη συνήθεια να κάνει από τότε που της το χάρισε ο πατέρας της. «Ανήκε στον παππού σου», της είχε πει. Μόνον όταν η Σοφί μεγάλωσε αντιλήφθηκε τη σπουδαι-ότητα του παππού της. Μόνο τότε κατάλαβε τι σήμαινε να είναι η εγγονή του Λουδοβίκου ΙΔ', του βασιλιά της Γαλλίας, τι σήμαινε να φορά το ίδιο μενταγιόν που είχε φορέσει κι εκείνος πριν το διόσει στον πατέρα της. Από μικρή άκουγε για την τύχη της να είναι εγγονή του βασιλιά Ήλιου. Αργότερα, όταν η Σοφί έγινε το πιόνι των βασιλέων, έμαθε πως το να είναι εγγονή του βασιλιά της Γαλλίας και το να διαθέτει όμορφο πρόσωπο αποτελούσε διπλή κατάρα. Αρκετά, είπε στον εαυτό της. Εκείνο το κομμάτι της ζωής σου έχει τελειώσει. Κανείς δε θα μάθει ποτέ ότι έχεις βασιλικό αίμα, αν δεν τους το πεις εσύ... Έσβησε το κερί και χώθηκε πιο βαθιά στο κρεβάτι, διε-ρωτώμενη πόσο πιο ζεστό θα ήταν αν ο Τζέιμι Γκρέιαμ ήταν ξαπλωμένος τώρα μαζί της. Οι σκέψεις της ήταν ανόητες, το ήξερε, όμως λαχταρούσε πολύ μια ανθροιπινη επαφή, θερμή, δυνατή και προστατευτική. Τουλάχιστον δε θα ήταν μόνη. Η καρδιά της ράγισε μ’ αυτή τη σκέψη. Ναι, ήταν ολομόναχη σε μια ξένη γη. Κι ένιωθε εγκαταλειμμένη και έρημη σαν τις ανεμοδαρμένες κορφές των χιονισμένων βουνών εκείνου του
τόπου. 'Ηξερε πως δεν έπρεπε να τρέφει αυταπάτες για τον Τζέι-μι Γκρέιαμ. Δε θα ανεχόταν την παρουσία της όταν μάθαινε την αλήθεια. Όταν ανακάλυπτε πως ήταν εγγονή του βασιλιά Ήλιου. Αυτή η σκέψη ήταν σαν μια προειδοποίηση πως ίσως η ζωή της κινδύνευε περισσότερο εκεί μαζί του παρά αν βρισκόταν ανάμεσα σε Άγγλους ή Γάλλους. Πώς τα κατάφερνε πάντα να βρίσκεται μπροστά σε τόσο κρίσιμα διλήμματα! Και για ποιο λόγο τώρα έπλεκε ρομαντικές φαντασιώσεις για ένα δύστροπο Σκοτσέζο, ενώ θα έπρεπε να ανησυχεί για τη ζωή της; Η απάντηση ήταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Απλώς δεν μπορούσε να πάψει να τον σκέφτεται, της είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα, καθώς ήταν ίσως ο πιο απίστευτος, τρομακτικός, συγκλονιστικά όμορφος άντρας που είχε δει ποτέ της. Γιατί να μην είναι αυτός ο άντρας που διάλεξε για σύζυγό της ο βασιλιάς της Γαλλίας, αντί για εκείνον τον απερίγραπτο παλιάνθρωπο, το δούκα του Ρόκιγχαμ; Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα απαλά, αισθησιακά χείλη του, την περήφανη αριστοκρατική μύτη, τα μαλλιά που ήταν μαύρα σαν την ίδια την καρδιά του Διαβόλου, και εκείνα τα μάτια που δεν έχαναν το παραμικρό. Κι όταν έφευγε από το κρεβάτι της πηγαίνοντας προς την πόρτα, σχεδόν της φάνηκε πως άκουγε στα αυτιά της μουσική, γιατί είχε την πιο αισθησιακή, γεμάτη χάρη περπατησιά, που την έκανε να θέλει να τον φωνάξει πίσω. Όμως δε θα μπορούσε να τον φωνάξει πίσω. Ήταν ένας έντιμος άντρας, ένας άρχοντας που δε θα την εμπιστευόταν ποτέ, γιατί δεν είχε πιστέψει τα ψέματά της. Η Σοφί ευχόταν να έπαιρνε πίσω όλα όσα του είχε πει και να άρχιζε απ’ την αρχή. Πώς όμως θα του έλεγε την αλήθεια; Ήξερε πως δεν μπορούσε να το κάνει, όχι ακόμα τουλάχιστον, όσο δε γνώριζε τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Αν ήταν πιστός στο Στέμμα, θα την παρέδιδε στους Άγγλους χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν ήταν ιακωβίτης, υποστηρι-κτής του ανθρώπου τον οποίο αποκαλούσαν Καλό Πρίγκιπα Τσάρλι, δηλαδή του Καρόλου Εδουάρδου Στιούαρτ, θα την παρέδιδε κατευθείαν στους Γάλλους. Σε κάθε περίπτωση η Σοφί ήταν χαμένη, γιατί θα κατέληγε στο κρεβάτι του δούκα του Ρόκιγχαμ. Ανατρίχιασε στη σκέψη ότι θα γινόταν σύζυγος αυτού του άθλιου. Ο μοναδικός τρόπος να κοιμηθεί ήταν να καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση. Έτσι, είπε στον εαυτό της πως μόλις ανακάλυπτε τις πεποιθήσεις του Τζέιμι Γκρέιαμ και αποκτούσε τη σιγουριά πως δε θα την παρέδιδε σε κανέναν από τους δύο βασιλείς, τότε θα του έλεγε την αλήθεια. Ήλπι-ζε μόνο αυτό να μη συνέβαινε πολύ αργά. Αν περίμενε πάρα πολύ και εκείνος ανακάλυπτε μόνος του ποια ήταν, τότε θα της γύριζε την πλάτη, και η Σοφί δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να δεχτεί τη βοήθειά του, ή να κερδίσει την καρδιά του. Ένας άντρας σαν τον Τζέιμι Γκρέιαμ θα ήταν ικανός να αγαπήσει βαθιά μια γυναίκα, αυτό όμως δε θα ήταν αρκετό για να μείνει μαζί της αν ποτέ εκείνη που αγαπούσε τον πρόδιδε. Αν υπήρχαν ακόμα τέτοιοι άντρες. Κι αν ήταν ένας άντρας σαν αυτούς των θρύλων, ένας άντρας που θα αψηφούσε θεούς και δαίμονες για να την αγαπά και να την προστατεύει. Που θα την κρατούσε
για πάντα στο πλευρό του. Αποκοιμήθηκε με έντονη την αίσθηση απώλειας μιας αγάπης άγνωστης ακόμα στη ζωή της.
Κεφάλαιο 4 Όλα όσα ξεγελούν τα πλάνα μάτια Και τις άφρονες καρδιές σας, θεμιτά δεν είναι. Ό, τι γυαλίζει, χρυσάφι δεν είναι. -Τόμας Γκρέι (1716-1771), Άγγλος ποιητής. «Ωδή Σε μια Αγαπημένη Γάτα, που Πνίγηκε σ’ ένα Ενυδρείο με Χρυσόψαρα» (1748). Ο Τζέιμι κατέβηκε στο ισόγειο και έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι κρασί, ύστερα βυθίστηκε σε μια άδεια πολυθρόνα... την ίδια όπου λίγο νωρίτερα είχε καθίσει η Σοφί. Το μυαλό του έτρεξε γρήγορα στα κρίσιμα ζητήματα που απαιτούσαν παράλληλα την προσοχή του, κυρίως στις υποψίες του για την ξαφνική εμφάνιση μιας συγκεκριμένης νεαρής Γαλλίδας στη ζωή του και το πώς αυτή είχε καταφέρει, μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα, να περιπλέξει τα πάντα. Γνώριζε ελάχιστα για την κοπέλα, και ήταν φυσικό να την υποψιάζεται. Επιπλέον υπήρχε το γεγονός της αμνησίας της και των αόριστων απαντήσεών της. Όμως οι αμφιβολίες του τον βασάνιζαν, γιατί δεν υπήρχε πιο μοναχικό αίσθημα από τη δυσπιστία απέναντι σε κάποιον τον οποίο ήθελε τόσο απεγνωσμένα να πιστέψει και να εμπιστευθεί. Είχε ευθύνη απέναντι στη χώρα του, στο κλαν και στην οικογένειά του, ακόμα και απέναντι στην κοπέλα της οποίας είχε αναλάβει τώρα τη φροντίδα. Αυτό τον έκανε να ανα-ρωτιέται πόσο πιο περίπλοκα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα. Η κατάσταση στη Σκοτία ήταν τεταμένη, με μεγάλη πιθανότητα να χειροτέρευε, αφού ο Καλός Πρίγκιπας Τσάρλι, ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή διεκδικώντας το Στέμμα της Βρετανίας. Είχε πολλούς οπαδούς στα Χάιλαντς, και οι Αγγλοι ανησυχούσαν. Αν ο Τσάρλι συγκέντρωνε αρκετή γαλλική υποστήριξη, τότε θα μπορούσε εύκολα να ανέβει στο θρόνο. Σύμφωνα με τη λογική των Αγγλων, η παρεμπόδιση ενός πολέμου ήταν πολύ ευκολότερη από τη νίκη του- γι’ αυτό προσπάθησαν να ποδοπατήσουν κάθε υποστήριξη του Οίκου των Στιούαρτ πριν εξελιχθεί σε μεγαλύτερη απειλή. Ο Τζέιμι ήξερε πως δε θα σταματούσαν αν δεν επιτύγχαναν τον απώτατο στόχο τους, που ήταν η πλήρης εξου-δετέρωση των Σκοτσέζων. Ο κατάλογος των ονομάτων με τους συλληφθέντες ιακωβίτες μεγάλωνε ολοένα, και σπάνια άνοιγε πλέον μια εφημερίδα χωρίς να διαβάσει το όνομα κάποιου φίλου που είχε φυλακιστεί. Παντού υπήρχαν κατάσκοποι. Οι Άγγλοι ήταν ικανοί να έχουν στείλει μια όμορφη ξελογιάστρα για
να του εκμαιεύ-σει πληροφορίες παριστάνοντας τη νεαρή ναυαγό -άλλωστε στο παρελθόν είχαν κάνει πολύ χειρότερα. Όποτε κοιτούσε το αγγελικό πρόσωπο της Σοφί ήθελε να την εμπιστευθεί, ήθελε να πιστέψει όλα όσα του έλεγε. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στην επιθυμία του -να τη βοηθήσει ή να τη ρίξει στο κρεβάτι- να κυριαρχήσει στις σκέψεις του, ούτε και στην καρδιά του να την απαλλάξει από κάθε υποψία μόνο και μόνο επειδή την έβρισκε ποθητή. Κι εκεί ακριβώς βρισκόταν η ουσία του προβλήματος. Πώς μπορούσε να την κατηγορήσει για κατασκοπία χωρίς να έχει αποδείξεις; Μόλις πριν δυο βδομάδες είχε λογοδοθεί με μια γυναίκα την οποία δεν αγαπούσε, και να τώρα που η ιδανική ερω-μένη αναδύθηκε από τα νερά της Βόρειας Θάλασσας και εισέβαλε στη ζωή του. Ήταν το είδος της γυναίκας που κάθε άντρας θα ήθελε να κρατήσει για τον εαυτό του, και η σκέψη πως θα της έκανε έρωτα όλες τις νύχτες φαινόταν εξαιρετικά δελεαστική. Δεν μπορούσε να σβήσει από τη μνήμη του εκείνο το γλυκό κορμί και το αθώο πρόσωπο, τα σαρκώδη χείλη που ήταν φτιαγμένα για φίλημα, τα ψηλά πόδια που θα εφάρμοζαν τέλεια γύρω από το σώμα ενός άντρα. Ήταν ένα πλάσμα σπάνιο. Οι σκέψεις της έκαναν το σώμα του να αντιδράσει άβολα και άλλαξε τη θέση του στην πολυθρόνα. Ο πόθος του γι’ αυτήν ήταν σαν ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω του, ύπουλο κι ευέλικτο, που τον υπνώτιζε και τον ακρνιδϊαζε, μέχρι τη μοιραία δαγκωματιά. Πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ποτέ από την Τζίλιαν, τη γυναίκα που είχε σκεφτεί να κάνει σύζυγό του; Την Τζίλιαν, η οποία μόνο εκνευρισμό ξυπνούσε μέσα του; Όπως πάντα, οι σκέψεις του για την Τζίλιαν δε διήρκε-σαν πολύ, και η Σοφί άρχισε πάλι να τις επισκιάζει. Θυμήθηκε τον τρόπο που η Σοφί πρόφερε εκείνο το «Ω, ναι» το πώς η αισθησιακή ςκονή της έβαζε μέσα του φωτιά, και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν κοιμόταν μαζί της και την άκουγε να ψιθυρίζει εκείνο το «Ω, ναι» στο αυτί του τη στιγμή ακριβώς που θα έμπαινε μέσα της. Η ιδέα ότι έκανε έρωτα μαζί της παραμέρισε κάθε άλλη, και έφτασε στο μπροστινό κομμάτι του μυαλού του. Φυσικά αυτό τον έκανε να αναλογιστεί ποιες ήταν οι πραγματικές πιθανότητες να σμίξει μαζί της. Του είχε πει πως πίστευε ότι ήταν υπηρέτρια μιας κυρίας. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο. θα μπορούσε να την έχει όποτε του έκανε κέφι, κάτι στη συμπεριφορά της όμως δεν τον έπειθε πως ήταν μια ταπεινή υπηρέτρια. Φαινόταν υπερβολικά εκλεπτυσμένη, υπερβολικά αριστοκρατική. Ο ίδιος βέβαια θα την προτιμούσε υπηρέτρια, γιατί έτσι τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να παντρευτεί την Τζίλιαν, και μετά, όταν η υποχρέωσή του θα είχε ολοκληρωθεί και ο διάδοχός του θα είχε γεννηθεί, θα μπορούσε να αναζητήσει την ηδονή αλλού... Και δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Σοφί θα του την πρόσφερε άφθονη. Τότε σκέφτηκε πως, αν δεν ήταν υπηρέτρια, αν είχε κάποια υψηλότερη κοινωνική θέση ή αν, ο μη γένοιτο, η Σοφί ήταν επίσης μέλος της αριστοκρατίας, τότε με το να τη φιλοξενεί εκεί μόνη μαζί
του είχε ήδη εκθέσει και τους δύο. Ήταν πια πολύ αργά για να τα σκέφτεται αυτά. Μια βάρκα χωρίς κουπιά έπλεε ακυβέρνητη στα βαθιά, και τίποτα δεν την έφερνε πίσω. Αν ο Τάβις την είχε μεταφέρει στο κάστρο Μόνλεϊ, τα πράγματα τώρα θα ήταν διαφορετικά. Μα δεν το είχε κάνει, και η Σοφί βρισκόταν εδοΤ Υπήρχε κάποιος λόγος που αυτή η κοπέλα μπήκε στη ζωή του τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά ο Τζέιμι δεν είχε ιδέα αν αυτό είχε συμβεί για να ανατρέψει τον κόσμο του ή για να ταιριάζει ωραιότατα με τα σχέδιά του να την κρατήσει δίπλα του για όσο καιρό θα επέλεγε ο ίδιος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει για να δει τι από τα δύο θα συνέβαινε. * * * Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου, γιατί ήταν δύσκολο να κοιμάται γνωρίζοντας πως η Σοφί βρισκόταν ξαπλωμένη σ* ένα άλλο κρεβάτι μόνη, όχι μακριά από το δικό του. Δεν είχε παρά να πάει κοντά της. Για κάποιο λόγο ήξερε, ίσως από ένστικτο, πως εκείνη δε θα τον έδιωχνε. Το πρωί τον βρήκε σαν ένα σφιγμένο κουβάρι από νεύρα, και αποφάσισε πως ένα κρύο κολύμπι θα ήταν ό,τι έπρεπε για να ξαναβρεί τα λογικά του και να καλμάρει τη θύελλα του πόθου που λυσσομανούσε στο κορμί του. Δε θα άρμοζε καθόλου στον κόμη του Μόνλεϊ να τριγυρίζει σαν ξεμυαλισμένος έφηβος με το μπροστινό μέρος του κιλτ του ανασηκωμένο, και μάλιστα δύο μόλις βδομάδες μετά τον αρραβώνα του με μια άλλη γυναίκα. Η Τζίλιαν επέστρεψε στο νου του, αλλά μονάχα για λίγο, αφού για μια ακόμα φορά τη νίκησε η λάγνα εικόνα μιας νεαρής Γαλλίδας. Σοφί... ω Σοφί. Άφθονα υπερθετικά έρχονταν στο μυαλό του όταν τη σκεφτόταν. Μια φυσική ομορφιά που θα μπορούσε να κατάγεται από την ίδια τη θεά Αφροδίτη, αφού διέθετε όλες τις ιδιότητες μιας καλλονής: ήταν ένα χάρμα οφθαλμών, που ταυτόχρονα σου γεννούσε τον πόθο να την αγγίξεις. Μια όμορφη γυναίκα έπρεπε να την απολαμβάνεις, και εκείνος σκόπευε να κάνει ακριβούς αυτό. Λίγες απλές σκέψεις γύρω απ’ τη Σοφί ήταν αρκετές για να φουντο'ίσουν μέσα του ολόκληρη πυρκαγιά. Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει όταν ο Τζέιμι κατέβηκε ως τα ρηχά του ποταμού. Βούτηξε ολόκληρος στα παγωμένα νερά κι ύστερα σηκώθηκε και βγήκε πάλι στην όχθη περπατώντας, με τα νερά να στάζουν από το γυμνό κορμί του. Ως τη στιγμή που πήρε το ταρτάν κι άρχισε να τυλίγει το σώμα του με τα ατέλειωτα μέτρα καρό μάλλινο ύφασμα, οι σταγόνες είχαν περιοριστεί σε ένα μόνο μικρό ρυάκι που κατρακυλούσε από το στήθος του ίσια κάτω στην κοιλιά του. Παρακολούθησε με το βλέμμα το ρυάκι εκείνο ως εκεί όπου εξαφανιζόταν, και είδε πως το κρύο κολύμπι δεν είχε φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ήταν ακόμα ερεθισμένος. Προσπάθησε να μη σκέφτεται ποια ήταν η καλύτερη θεραπεία γι’ αυτό το πρόβλημα. Τίναξε το νερό απ' τα μαλλιά του και με μεγάλες δρασκελιές επέστρεψε στο σπίτι. Ξαφνιάστηκε όταν την είδε να κάθεται δίπλα στο τζάκι της κουζίνας.
«Τι κάνεις εδώ, κοπελιά; Δεν πρόλαβα ακόμα να ανάψω τη φωτιά. Τώρα το τζάκι δε βγάζει καθόλου ζέστη». «Ήρθα μόλις πριν λίγα λεπτά, και βρίσκω πως η κουζίνα είναι πολύ πιο ζεστή από το δωμάτιό μου». «Ναι, είναι το πιο ζεστό δωμάτιο, πράγματι. Τώρα που λείπει το προσωπικό δεν μπήκα στον κόπο να ανάψω τις φωτιές στα άλλα δωμάτια». Ανάδεψε τα κάρβουνα και πρόσθεσε μερικά ξύλα, τα οποία άρπαξαν αμέσως. Συνέχισε να σκαλίζει για λίγο τη φωτιά κι ύστερα, μ’ ένα γρύλισμα ικανοποίησης, στοίβαξε τρία κούτσουρα πάνω στις φλόγες. «Σε λίγο θα ζεστάνει. Πεινάς;» «Ναι, όμως θα ήθελα στ’ αλήθεια να κάνω ένα μπάνιο πρώτα. Έχω ακόμα αλάτι στα μαλλιά μου, χαλίκια και άμμο. Όταν ξύπνησα βρήκα ένα φύκι κολλημένο στο μάγουλό μου». Ήθελε να της πει ότι θα χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα φύκι για να ασχημύνει το ωραίο πρόσωπό της, αποφάσισε όμως να μην το κάνει, ξέροντας ότι θα της προ-καλούσε αμηχανία και τίποτα περισσότερο. Έτσι, έμεινε σιωπηλός παρακολουθώντας τη να προσπαθεί να στρώσει τα σγουρά, μπερδεμένα μαλλιά της, απομακρύνοντάς τα από το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή εκείνη είδε το βλέμμα του. «Φοβάμαι πως έχω φριχτή όψη, ελεεινή, το ξέρω». «Ω κοπελιά, θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα μικρό φύκι και λίγα μπερδεμένα μαλλιά για να ασχημύνει μια ομορφιά σαν τη δική σου», είπε, αποφασίζοντας τελικά πως ήταν μια δήλωση που έπρεπε να γίνει. Κατέβασε το κεφάλι της ντροπαλά, κι εκείνος πρόσεξε το κοκκίνισμά της, που του έδειχνε ότι το σχόλιό του δεν την είχε αφήσει ανεπηρέαστη. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαίρομαι που δεν υπάρχουν καθρέφτες τριγύρω», του είπε. Ο Τζέιμι δεν ήθελε να της πει ότι η γνώμη του ήταν εγκυρότερη από οποιονδήποτε καθρέφτη. Αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η αντίδρασή της αν της έλεγε πως φαινόταν αρκετά όμορφη ώστε να θέλει να τη ρίξει στον ώμο του και να την κουβαλήσει ως το κρεβάτι του. Ή ότι θα χασομερούσε μόνο λίγο για να τη ζεστάνει, ώσπου η επιθυμία της θα φούντωνε όσο η δική του, και θα παραδινόταν στον έρωτά του κραυγάζοντας από ηδονή. «Αφού λοιπόν θέλεις να κάνεις μπάνιο, θα κάνεις μπάνιο. Θα σου ζεστάνω λίγο νερό». Η Σοφί κοίταξε το νυχτικό που φορούσε, κι εκείνος πρόσεξε ότι είχε τυλίξει όλο το ταρτάν γύρω της για να καλυφθεί. «Αναρωτιόμουν αν η αδερφή σας έχει κάποιο ρούχο που θα μπορούσα να δανειστώ». «Όσο κάνεις μπάνιο θα ανέβω να δω τι μπορώ να βρω». «Θα είναι υπέροχο να φορέσω πάλι ένα αληθινό φόρεμα... και μάλιστα καθαρό. Δεν είναι εύκολο να κυκλοφορώ έτσι τυλιγμένη μ' αυτό το ύφασμα. Μον Ντιε, δεν ξέρω πώς το καταφέρνετε εσείς». «Εμένα δε με ενοχλεί. Στην πραγματικότητα μάλιστα θα το προτιμούσα αν τριγύριζες χωρίς να
φοράς τίποτα απολύτως. Ελπίζω να συμβεί κι αυτό κάποια στιγμή». «Τότε, φοβάμαι ότι θα σας απογοητεύσω σφόδρα, γιατί αυτό είναι τουλάχιστον απίθανο να συμβεί». «Αυτό θα σου το θυμίσω μια μέρα, κοπελιά. Μην αμφιβάλλεις». Ήταν φανερό πέος εκείνη έκανε τεράστια προσπάθεια να αγνοήσει τόσο αυτόν όσο και το σχόλιό του, όμως του ήταν δύσκολο να διαβάσει τις σκέψεις πίσω από τις απαλές γραμμές του όμορψου προσώπου της. Ο Τζέιμι δεν είπε τίποτ’ άλλο καθώς γέμιζε το μεγάλο τσουκάλι με νερό και το έσπρωχνε με το γάντζο πάνω από τις φλόγες. Καθώς το νερό ζεσταινόταν, ξεκίνησε την ετοιμασία ενός απλού προγεύματος με χοιρομέρι και χυλό βρώμης. Το φαγητό ήταν έτοιμο πριν το νερό κάψει αρκετά, έτσι ακούμπησε μια γαβάθα με χυλό πάνω στο τραπέζι και δίπλα ένα πιάτο με χοιρομέρι. Μετά της έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι. «Βάζεις μέλι στο τσάι σου;» «Ναι... μερσί, όμως στ’ αλήθεια θα ήθελα να πλυθώ πριν φάω». «Πρέπει πρώτα να φας ώστε να μη χάσεις τις λιγοστές δυνάμεις σου όταν θα μπεις στο ζεστό νερό». Της πρόσφερε το χέρι του και τη βοήθησε να σηκωθεί. Την οδήγησε στο τραπέζι, γιατί ήταν φανερό πως παρέμενε λίγο ζαλισμένη. Αναρωτήθηκε αν ήταν φρόνιμο να την αφήσει να μπει μέσα σε ζεστό νερό, αμφέβαλλε πολύ όμως αν θα την έπειθε για το αντίθετο. Κάθισε απέναντι της και άρχισε να τρώει το δικό του χυλό. Μετά έγειρε πίσω πίνοντας το τσάι του και παρατηρώντας την. Έτρωγε κομψά και τηρούσε όλους τους κανόνες καλής συμπεριφοράς* δεν ακούμπησε ούτε στιγμή τους αγκώνες της στο τραπέζι. Αν ήταν υπηρέτρια, θα πρέπει να βρισκόταν στην υπηρεσία κάποιας κυρίας με τίτλο ευγενείας, μιας γυναίκας με ανατροφή και βαθιά γνώση της ετικέτας. «Πώς είναι η μνήμη σου σήμερα;» τη ρώτησε. «Η μ... μνήμη μου;» Δεν του διέφυγε η σοκαρισμένη, αμήχανη έκφραση που πέρασε φευγαλέα από τα εξαίσια χαρακτηριστικά της, πριν αντιληφθεί το νόημα της ερώτησής του. «Α, εννοείτε η έλλειψη της μνήμης μου;» «Η αδυναμία σου να ανακαλέσεις τις προηγούμενες εμπειρίες σου, για να το πω αλλιώς. Οι Έλληνες έχουν τη λέξη αμνηστία ή αμνησία, που σημαίνει λησμοσύνη». «Η οποία προέρχεται από το άμνηστος, που σημαίνει ξεχασμένος». «Ενδιαφέρον που μπορείς να θυμηθείς κάτι τέτοιο», της είπε. «Για υπηρέτρια, έχεις εξαιρετική γνώση των κλασικών γλωσσών, δε νομίζεις;»
«Ίσως, αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί να ήμουν συνοδός κάποιας κυρίας ή γκουβερνάντα. Στ’ αλήθεια δε θυμάμαι καθόλου εκείνο το κομμάτι της ζωής μου. Όπως σας είπα και πριν, έχω μόνο την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην υπηρεσία κάποιας κυρίας... πολύ υψηλής κοινωνικής θέσης, νομίζω». Ένα σαρδόνιο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του και χάθηκε αστραπιαία, και ο Τζέιμι αμφέβαλλε αν εκείνη το πρόσεξε καν. Η Σοφί όμως τον ξάφνιασε. «Η λέξη για το χαμόγελό σας, μεσιέ, προέρχεται από τη δική μου γλώσσα... από τη γαλλική λέξη σαρντονίκ, η οποία, κατά ειρωνικό τρόπο επίσης, προέρχεται από την ελληνική λέξη σαρδάνιος ή σαρδόνιος, δηλαδή...» «Ευτελής, του σωρού* αυτή ήταν η αρχική σημασία του Σαρδήνιου». «Α, ναι, σαν το φυτό της Σαρδηνίας, το οποίο αν φαγωθεί προκαλεί τρομερές συσπάσεις στο πρόσωπο. Αυτό φάγατε μήπως για πρωινό, μιλόρδε;» Είχε λεπτό χιούμορ και του άρεσε να παίζει αυτά τα πνευματικά παιχνίδια μαζί της. Ήταν ισότιμή του σ’ αυτό. Αναρωτήθηκε σε ποιους άλλους τομείς θα ταίριαζαν τόσο. «Θσ στοιχημάτιζα στην γκουβερνάντα. λοιπόν», της είπε. «Είναι παραπάνω από εμφανές ότι δεν είσαι μια κοινή υπηρέτρια». «Ο χυλός μου κρυώνει», του είπε κι άρχισε να τρώει. Ο Τζέιμι καθάρισε τα πιάτα και βούτηξε ένα δάχτυλο στο τσουκάλι για να δει τη θερμοκρασία του νερού. Το ξανατρά-βήξε γρήγορα. «Το νερό σου είναι καυτό. Μέχρι να τελειώσεις το φαγητό σου πάω να γεμίσω την μπανιέρα». Ήξερε πως έκανε πολλή φασαρία έτσι όπως κοπανούσε πέρα δώθε τη μεγάλη μπρούντζινη μπανιέρα, όμως ο κόμης του Μόνλεϊ δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια πράγματα. Ωστόσο γέμισε την μπανιέρα και ακούμπησε δίπλα ένα κομμάτι σαπούνι και μία πετσέτα. «Χρειάζεσαι καμία βοήθεια;» τη ρώτησε όταν η Σοφί τελείωσε το πρωινό της, κοιτώντας τη σχεδόν με βλέμμα πονηρό. Ήξερε ότι θα του γινόταν συνήθεια να την πειράζει, και ήταν κάτι που ομολογουμένως το απολάμβανε. Μια σπίθα σαν ευθυμία έλαμψε στα μάτια της. «Όχι, ευχαριστώ. Πάνε χρόνια που πλένομαι πια μόνη μου». «Ίσως θα πρέπει να περιμένω εδώ μήπως λιποθυμήσεις μόλις μπεις στην μπανιέρα». «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το διαπιστώσουμε, σωστά;» Προχώρησε ως την μπανιέρα και έριξε το ταρτάν από πάνω της πριν μπει στο νερό. «Δε θα βγάλεις το νυχτικό σου;» «Θα το βγάλω, μόλις βγείτε από το δωμάτιο. Έτσι κι αλλιώς χρειάζεται πλύσιμο». Το μόνο που ο Τζέιμι μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Σοφί μέσα στο νερό, γυμνή και πανέμορφη, με το απαλό δέρμα της να λάμπει σαν το πιο φίνο μαργαριτάρι. Θυμήθηκε την προηγούμενη νύχτα, όταν την είδε ολόγυμνη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά, μια στιγμή πριν της φορέσει το νυχτικό της αδερφής του και το κουμπώσει επάνω της.
Του είχε χρειαστεί τεράστια αυτοσυγκράτηση, αφού δεν ήταν καθόλου εύκολο να αντισταθεί στον πειρασμό να φιλήσει τα στήθη της και να επιχειρήσει να τη ζεστάνει με τη δική του μέθοδο. «Θα σ* αφήσω και θα πάω να σου βρω κάποιο κατάλληλο ρούχο», της είπε τελικά. Δε χρειάστηκε να γυρίσει το κεφάλι για να δει ότι η Σο-φί τον παρακολουθούσε. Το ένιωθε. Χαμογέλασε. Ποτέ δεν του άρεσε να απογοητεύει μια κοπέλα, έτσι άφησε το ταρτάν του να γλιστρήσει λίγο, προσφέροντάς της μια μικρή θέα του.
Κεφάλαιο 5 Του Έρωτα το παραλήρημα άμα στοιχειώσει τον πυρετώδη νου, Χωλαίνοντας η Ευπρέπεια βραδυπορεί πιο πίσω. -Λόρδος Βύρωνας (1788-1824), Αγγλος ποιητής. «Απάντηση σε Κάποιους Κομψούς Στίχους Σταλμένους από Φίλο» Μπορεί να ήταν μια κόρη ανέγγιχτη από ανθρώπινα χέρια, θα ’πρεπε όμως να είναι κανείς ηλίθιος για να μην καταλάβει ότι η νεαρή είχε ρίξει μια καλή ματιά στα μυώδη οπίσθια του κόμη του Μόνλεϊ, και επίσης είχε πάρει μια ιδέα από εκείνο το σημείο της ανατομίας του που βρισκόταν από την αντικρινή πλευρά. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετά σοκαριστικό (αν και εκείνη δε θα ομολογούσε ποτέ ότι το απόλαυσε απερίγραπτα), μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως ο κόμιης το είχε κάνει επίτηδες, απλώς και μόνο για να τη σοκάρει και να δει την αντίδρασή της. Και ήταν στ’ αλήθεια σοκαρισμένη, αλλά δε θα του έδινε την ικανοποίηση να καταλάβει ότι είχε καν προσέξει το γλίστρημα του ταρτάν του. Στην πραγματικότητα ευχόταν μέσα της να έβγαινε ο κόμης με πιο αργό βήμα από το δωμάτιο. Στο κάτω κάτω, αφού ήθελε να της δείξει τα απόκρυφά του γιατί δεν την άφησε να τα δει λίγο καλύτερα; Ήξερε πως έβαζε τα δυνατά του για να τη σαγηνέψει, δίνοντάς της μια φευγαλέα εικόνα όσων είχε να της προσφέρει. Έτσι όπως της είχε επιδείξει την πραμάτεια του, της θύμισε ψαρά που δόλωνε το αγκίστρι του για να πιάσει το μεγάλο ψάρι. Μα η Σοφί δε θα τσιμπούσε το δόλωμα. Ως την ώρα που εκείνος επέστρεψε με ένα φόρεμα ριγμένο στον ώμο του και ένα γοητευτικό χαμόγελο στα αισθησιακά του χείλη, η Σοφί ήταν κιόλας έξω από την μπανιέρα τυλιγμένη με το ταρτάν του. Έσκυβε πάνω από τη φωτιά και στέγνωνε τα μαλλιά της. Ο Τζέιμι διέσχισε το δοψάτιο, ακούμπησε το φόρεμα, τα εσώρουχα κι ένα ζευγάρι παντόφλες πάνω σε μια καρέκλα κι ύστερα έσπρωξε μπροστά της μια χτένα. «Σκέφτηκα πως ίσως να χρειαζόσουν αυτό». «Μια χτένα! Ω! Μερσί... μερσί μποκού. Μου ήταν πολύ δύσκολο να ξεμπλέξω τους κόμπους με τα δάχτυλά μου».
Πήρε το χέρι της και την τράβηξε να σηκωθεί. Χωρίς να την αφήσει, κάθισε στην πολυθρόνα και την έβαλε να καθίσει στα γόνατά του. Πριν εκείνη προλάβει να αρθρώσει την οποιαδήποτε διαμαρτυρία, ο Τζέιμι άρχισε να της χτενίζει τα μαλλιά. «Για να εξοικονομήσεις δυνάμεις», της είπε. «Χμμ...» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει η Σοφί καθώς έκλεινε τα μάτια της και αφηνόταν στη θέρμη της φωτιάς, τη δική του εγγύτητα και την πολυτέλεια να χτενίζει τα μαλλιά της ένας άντρας όμορφος και μυρωδάτος σαν εκείνον. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε το χέρι του στο στήθος της* το συνειδητοποίησε ξαφνικά, όταν άνοιξε τα μάτια. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει βίαια, σαν πουλί που φτεροκοπούσε δυνατά, έτοιμη, λες, να ορμήσει έξω από το σώμα της. Η πρώτη σκέψη της ήταν πως είχε βιαστεί να χαλαρώσει μαζί του, και να τώρα που είχε πιαστεί αμετάκλητα στην παγίδα του. Γύρισε το κεφάλι της για να του πει να πάρει το χέρι του από το στήθος της, καθώς όμως το πρόσωπό της στράφηκε απότομα, τα χείλη της κόλλησαν πάνω στα δικά του. Το επόμενο πράγμα που ένιωσε ήταν η γλώσσα του μέσα στο στόμα της, και ο Τζέιμι άρχισε να τη φιλάει σαν να επρόκειτο από ώρα σε ώρα να έβγαινε κάποιος νόμος που θα απαγόρευε τα φιλιά. Δεν κατάλαβε ποια ακριβώς στιγμή το χέρι του κατέβασε το ύφασμα από τον ώμο της, μόνο ότι ένα κρύο ρεύμα άγγιξε το δέρμα της πριν την πάρει στην αγκαλιά του και τη βάλει να ξαπλώσει στο χαλί μπροστά στο τζάκι. Ούτε κατάλαβε πώς ξετύλιξε όλα αυτά τα ατέλειωτα μέτρα από το καρό ύφασμα με τόση επιδεξιότητα. Ίσως είχε κληρονομήσει μαγικές ικανότητες, ίσως να ήταν απόγονος ενός από εκείνα τα μυστηριώδη πλάσματα που περιπλανιόντουσαν στους βάλτους πριν από αιώνες, ρίχνοντας μάγια εδώ κι εκεί, γητεύοντας τους ανυποψίαστους ανθρώπους. Βύθισε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, λέγοντάς της πόσο όμορφη ήταν και πόσο πολύ ήθελε να το κάνει αυτό από την πρώτη στιγμή που την είδε, μισόγυμνη στα χέρια του αδερφού του. Ξαφνικά, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία για τη Σοφί. Δεν την ένοιαζε αν το χέρι του βρισκόταν στο στήθος της ή γλώσσα του μέσα στο στόμα της, ούτε ότι είχε ξετυλίξει από πάνω της το ταρτάν, γυμνώνοντάς την εντελώς στα μάτια του, αφήνοντάς τη να τη ζεσταίνει μόνο η φωτιά από το τζάκι και η ακόμα πιο έντονη δική του φλόγα. Είχε τα χέρια ενός μάγου, γιατί ήξερε πού ακριβώς να την αγγίξει και πώς να της ξυπνήσει μια βαθιά, πρωτόγνωρα δυνατή λαχτάρα. Από κάπου βαθιά μέσα της ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα μιας σαρωτικής ανταπόκρισης για την οποία ήταν ολότελα απροετοίμαστη -μιας ωμής επίγνωσης ερωτικής οικειότητας που την καλούσε υπνωτιστικά κοντά του, της έγνεφε με τα δάχτυλα να τον ακολουθήσει. Σιγά σιγά την κυρίεψε ένα μεθυστικό ξύπνημα πόθου, το οποίο την παρότρυνε να εγκαταλείψει τις επιφυλάξεις της και να τον ακολουθήσει, ώσπου να την αφήσει τρεμάμενη στην είσοδο του καινούριου εκείνου κόσμου πόθου
και ηδονής που τώρα έχασκε δελεαστικά μπροστά της. Ο μοναδικός φόβος της ήταν ότι θα την τύλιγε ολοκληρωτικά και θα την άφηνε σκλάβα, δεμένη χειροπόδαρα μπροστά του. Μέσα στο θόλωμα του πάθους το πρόσωπό του άρχισε να παίρνει μορφή από πάνω της, σαν οπτασία, και θυμήθηκε τότε στο μοναστήρι, όπου της δίδασκαν ότι ο διάβολος μπορούσε να πάρει πολλές μορφές. Μα... εκείνη έβγαλε αυτόν το λυγμό; Θα πρέπει να ήταν εκείνη, γιατί το χέρι του χάιδευε τον ευαίσθητο λοβό του αυτιού της με τα δόντια του ενώ το στόμα του της ψιθύριζε: «Μη φοβάσαι. Ποτέ δε θα σε πλήγωνα, κοπελιά. Ποτέ». Η πρώτη παρόρμησή της ήταν να παραδώσει το κορμί της στον έρωτά του, η αβεβαιότητά της όμως για το τι ακριβώς περιλάμβανε αυτός ο έρωτας επέτρεψε στις πιο αγνές σκέψεις να κυριαρχήσουν στα καυτά ένστικτά της. Τη φίλησε με πάθος, τη χάιδεψε ώσπου κόντεψαν να τιναχτούν στον αέρα οι αγνές σκέψεις της. Τι ήταν αυτό που χωνόταν ψηλά στο γοφό της; Όταν κατάλαβε, αναρωτήθηκε γιατί οι γυναίκες απέδιδαν τόσα χαϊδευτικά υποκοριστικά στο αντρικό όργανο, το οποίο τώρα πίεζε με αγένεια το σώμα της. Ο τόνος του ήταν παρηγορητικός, τα χέρια του τρυφερά, τα λόγια του καΟησυχαστικά, και σύντομα η Σοφί ξέχασε τη δυσφορία στο γοφό της -ή μάλλον ανακάλυπτε πως υπήρχε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ πόνου και ηδονής. Γιατί η σκέψη που νωρίτερα είχε απωθήσει της έδινε τώρα μια αίσθηση εξουσίας, τυλίγοντάς τη με θαλπωρή. Και μάθαινε επίσης ότι δεν υπήρχε κανένα άλλο αφροδισιακό σαν την εξουσία. Ναι, ήξερε καλά πως ετοιμαζόταν να την πάρει κάτω από τον παντοδύναμο έλεγχό του με όπλο τα φιλιά και τα χάδια του, εντούτοις ήταν ανήμπορη να τον εμποδίσει, γιατί βαθιά, πολύ βαθιά μέσα της το ήθελε κι εκείνη, σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Ήταν ώριμη σαν σύκο έτοιμο να κοπεί, και το κατάλαβε τη στιγμή που ένιωσε τα χέρια του να την αγγίζουν. Ενώ αντιλαμβανόταν αμυδρά τον ήχο της βροχής πάνω στο παράθυρο, ανταποκρίθηκε με πάθος όταν το στόμα του χαμήλωσε διψασμένο, αυτή τη φορά όμως δεν τη φίλησε με την ίδια παθιασμένη ένταση που τη φιλούσε πριν. Ήταν ένα φιλί απαλό σαν χάδι πάνω στα χείλη της, παιχνιδιάρικο και προκλητικό, ένα φιλί που την ανάγκαζε να αναζητήσει μόνη της την έξαψη που λίγο νωρίτερα την είχε κάψει. Στέναξε με απογοήτευση, και εκείνος έφερε πάλι το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, ώσπου τα χείλη τους ενώθηκαν. Αυτή τη φορά ήταν η δική του σειρά ν’ αναστενάξει. Η αίσθηση πως είχε αυτή την εξουσία πάνω του
επέστρεψε, φέρνοντας μαζί της και τη βαθιά λαχτάρα να νιώσει περισσότερα. Σαν να διαισθάνθηκε εκείνος την έντασή της, έφερε τα δάχτυλά του στα χείλη της και τα μισάνοιξε, για να τα αντικαταστήσει αμέσως με τα χείλη του και να τη μετατρέψει σε μια υγρή μάζα πόθου. Ποτέ δεν περίμενε ότι ένα φιλί θα σήμαινε κάτι περισσότερο από την ένωση δύο στομάτων. Τα δικά του φιλιά ήταν αχόρταγα, συντριπτικά, αντλούσαν από μέσα της κάθε είδους αδιανόητη μέχρι τώρα αντίδραση. Ω, όχι... δεν είναι δυνατόν να στέναξα εγώ πάλι... Γιατί στενάζουν οι άνθρωποι όταν φιλιούνται; Γιατί η καρδιά τους χτυπάει γρηγορότερα; Γιατί ένιωθε τα χείλη της πρησμένα και καυτά; Θυμήθηκε τις γυναίκες της Αυλής και τις αμέτρητες ερωτικές σχέσεις που διαδραματίζονταν γύρω της. Έφερε στο νου της τους άντρες που το είχαν κάνει επάγγελμα να αποπλανούν τις γυναίκες.- Και τέλος, θυμήθηκε με ποιον τρόπο έφευγαν αμέσως μετά την κατάκτησή τους για να προχωρήσουν στην επόμενη αποπλάνηση. «Σε παρακαλώ...» του ψιθύρισε. «Ω, σε παρακαλώ, στα-μάτα». Οι λέξεις της σαν να πυροδότησαν μέσα του μια νέα ορμή, ενώ εκείνη ήταν ήδη ζαλισμένη από την προηγούμενη επίθεση. Ένιωθε τη λεία σκληρότητα των μυών του κάτω από τα χέρια της, καθώς τα δικά του διέτρεχαν χωρίς βιασύνη τον κορμό και την επίπεδη επιφάνεια της κοιλιάς της. Αλλη μια φορά αισθάνθηκε τη βίαιη πίεση στο γοφό της, και σάστισε όταν το χέρι του κατέβηκε χαμηλότερα, εκεί στο άνοιγμα ανάμεσα στα πόδια της... όπου ταίριαξε τόσο τέλεια, σαν το συγκεκριμένο σημείο να είχε φτιαχτεί ειδικά για το σκοπό αυτό. Το χέρι του άρχισε τώρα ν’ ακολουθεί τις κινήσεις της γλώσσας του, και αμέσως το κορμί της έδειξε να παίρνει τον έλεγχο και να σκέφτεται αντί γι' αυτήν. Όμως δεν την πείραζε πια, αφού ήταν εντελώς ανίκανη να σκεφτεί οτιδήποτε εκτός από τα υπέροχα πράγματα που της έκανε και τον τρόπο με τον οποίο το σώμα της άνθιζε κάτω από το άγγιγμά του. Ο εκκωφαντικός κρότος ενός κεραυνού έσωσε την παρθενιά της. Τουλάχιστον αυτό σκέφτηκε η Σοφί αργότερα, γιατί δεν είχε καμία αμφιβολία ότι, αν η λάμψη δεν είχε σκίσει τον ουρανό και το μπουμπουνητό δεν είχε τραντάξει τα παράθυρα, την επόμενη στιγμή Οα βρισκόταν ανάσκελα, με τον Τζέιμι Γκρέιαμ από πάνω της να της διδάσκει όλα τα μυστικά του έρωτα. Κάτι που ίσως κρατούσε για πάντα. Ζαλισμένη από την ξαφνική επιστροφή της στην πραγματικότητα, αποτραβήχτηκε και έφερε τα χέρια στους κροτάφους της. Λίγο έλειψε να χάσει την κοινή λογική και την παρθενιά της μαζί. Μήπως δεν αντιμετώπιζε ήδη αρκετά προβλήματα; Είχε χάσει τη χώρα της, το σπίτι και την οικογένειά της. Μόλις μια μέρα πριν παραλίγο να χάσει και τη ζωή της. Αυτό που ζούσε ήταν ένα ψέμα, υποδυόταν μιαν άλλη. Εδώ κινδύνευε η ζωή της, κι εκείνη τι έκανε; Είχε παρασυρθεί στη δίνη της γοητείας ενός άντρα τον οποίο γνώριζε μόνο λίγες ώρες. Το μόνο που της απέμενε ήταν η αγνότητά της, και παραλίγο να τον εκλιπαρήσει να της την
αφαιρέσει. Άλλο πράγμα ήταν να παίρνει το φιλί του, κι άλλο να μετατραπεί σε κουρτιζάν, σε εταίρα. Στο εξής θα έπρεπε να είναι πολύ, πάρα πολύ προσεκτική μαζί του. Έκανε το λάθος να του ρίξει μια κλεφτή ματιά και είδε εκείνα τα σταχτοπράσινα μάτια του να την παρατηρούν χωρίς να χάνουν το παραμικρό. Ήταν σαν να κοιτούσε στα κατάβαθα της καρδιάς της, ψάχνοντας για απαντήσεις σε ερωτήματα που μόνο εκείνος ήξερε. Η Σοφί δεν καταλάβαινε γιατί είχε διαρκώς αυτή την αίσθηση κοντά του, την ίδια που την είχε κατακλύσει κι όταν τα άγρια νερά της Βόρειας Θάλασσας τη ρουφούσαν στο βυθό. Τότε που φοβόταν πως πνιγόταν και ήταν ανήμπορη να σώσει τον εαυτό της. «Βρέχει», είπε, έχοντας ανάγκη από κάποιον περισπασμό και λίγο χρόνο να ανασυνταχθεί. Χρειαζόταν απεγνωσμένα να συνέλθει και να οργανώσει τις άμυνές της για την επόμενη επίθεσή του -η οποία αναμφίβολα θα ακολουθούσε. «Ναι, κοπελιά, το ξέρω πως βρέχει», της είπε, και ο βόμ-βος της σκοτσέζικης προφοράς του αντήχησε σαν γουργού-ρισμα μέσα από τα βάθη του λαιμού του. «Θα το συνηθίσεις με τον καιρό». «Βρέχει πολύ, έτσι δεν είναι;» «Μόνο δυο φορές το χρόνο... Από τον Οκτώβριο ως το Μάιο κι απ’ τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβρη». Η Σοφί γέλασε και καλοδέχτηκε το αστείο του σαν δώρο. «Ε, τότε είναι εύκολο να προβλέψει κανείς τον καιρό». «Ναι. Αν βλέπεις τα όρη Γκράμπιανζ, τότε θα βρέξει. Αν δε βλέπεις τα όρη Γκράμπιανζ, τότε ήδη βρέχει». Τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, απόλυτα σαγηνευμέ-νη από τα τέλεια λαξευμένα χαρακτηριστικά του. Εκτός απ’ όλα αυτά, έχει και χιούμορ, σκέφτηκε. Την παρατήρησε για μια δυο στιγμές ακόμα, ύστερα φίλησε ανάλαφρα τη μύτη της πριν σηκωθεί και την τραβήξει κι εκείνη από το πάτωμα. «Πρέπει να ντυθείς. Εγώ πάω να δω τα άλογα και να φέρω περισσότερα ξύλα». Τύλιξε γύρω της το ταρτάν και πήρε στα χέρια της τα ρούχα που της είχε φέρει ο Τζέιμι. Ένιωθε παράξενα που θα φορούσε τα ρούχα και τα εσώρουχα κάποιας άλλης γυναίκας, όμως ήταν ευγνώμων που η αδερφή του Τζέιμι είχε ίδιες διαστάσεις με εκείνη και παρόμοιο γούστο με το δικό της στο ντύσιμο. Καθώς ανήκαν σε διαφορετικές εθνικότητες, ένιωσε πως αυτή η μικρή λεπτομέρεια την έκανε λίγο πιο αισιόδοξη. Ίσως να είχαν και μερικά άλλα πράγματα κοινά. Ενώ ανέβαινε με κόπο τα σκαλοπάτια και διέσχιζε το διάδρομο προς το δωμάτιό της, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί γι’ αυτό τον αινιγματικό Σκοτσέζο. Ποιος ήταν στ' αλήθεια
ο Τζέιμι Γκρέιαμ; Τη μια στιγμή είχε νιώσει ότι τον ήξερε από πάντα και ότι εκείνος μπορούσε να δει κατευθείαν μέσα στην καρδιά της, την επόμενη είχε γίνει ένας ψυχρός και απόμακρος ξένος. Μόλις βρέθηκε στην κάμαρά της είδε πως ο Τζέιμι είχε ανάψει στο τζάκι μια μεγάλη φωτιά, και τώρα το δωμάτιο ήταν πολύ πιο ζεστό από πριν. Η ζεστασιά την ηρεμούσε και το κρεβάτι ήταν τόσο δελεαστικό, που δεν μπορούσε να αντισταθεί. Αποφάσισε να ξαπλώσει -όχι για να κοιμηθεί, βέβαια, αλλά για να κλείσει λίγο τα μάτια της. Τη στιγμή όμως που το κεφάλι της ακούμπησε στο μαξιλάρι την κυρίεψε υπνηλία. Όταν ξύπνησε, κατάλαβε πως θα πρέπει να είχε κοιμηθεί περισσότερο από όσο έπρεπε, γιατί ο ήλιος είχε κατέβει χαμηλότερα στον ορίζοντα και στο τζάκι είχαν μείνει μόνο μερικά αποκαΐδια. Αν και η κούραση βάραινε ακόμα τα μέλη της, η Σοφί ένιωθε τώρα λίγο καλύτερα. Καθώς φορούσε το δανεικό φόρεμα και χτένιζε τα μαλλιά της, αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα διαρκούσε η φυσική της εξάντληση. Ήξερε πως ήταν μα-ταιοδοξία από μέρους της να λαχταράει έναν καθρέφτη για να ελέγξει πώς της πήγαινε το φόρεμα από χρυσό μπροκάρ. Για μια στιγμή, ξέχασε την κούρασή της. Νιώθοντας γυναίκα για πρίότη φορά μετά τη δοκιμασία της, η Σοφί κατέβηκε τις σκάλες. Ο Τζέιμι δε βρισκόταν στην κουζίνα, κι έτσι άρχισε να περιπλανιέται στα διάφορα δωμάτια. Κατέληξε να κάνει ένα γύρο σ' όλες τις όμορφες κάμαρες του πρώτου ορόφου, αλλά και πάλι δε βρήκε τον Τζέιμι. Μόνο όταν επέστρεψε στην κουζίνα τον είδε να στέκεται μπροστά στο παράθυρο, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη. Κοίταξε το τραπέζι και είδε δύο σερβίτσια. Πάνω στη φωτιά ένα τσουκάλι κόχλαζε του καλού καιρού. Η κουζίνα ήταν ζεστή, η Σοφί ήταν καθαρή και φορούσε ένα κανονικό φόρεμα. Μύρισε με απόλαυση το άρωμα του φαγητού, διαπιστώνοντας έκπληκτη ότι πεινούσε ξανά σαν λύκος. Δεν πρόλαβε να νιώσει την ευδαιμονία της στιγμής, γιατί όταν ξανακοίταξε προς τη μαύρη σιλουέτα του, όπως διαγραφόταν στο γκρίζο φόντο του ουρανού, κάτι στη θέα του τη συγκίνησε. Σαν να την τράβηξε κοντά του μια άγνωστη δύναμη, διέσχισε το δωμάτιο αθόρυβα και στάθηκε μόλις μερικά εκατοστά πίσω του. Σήκωσε το χέρι της να τον αγγίξει, αλλά αμέσως σταμάτησε. Δεν είχε ιδέα γιατί τον είχε πλησιάσει με τόση τόλμη, ούτε τι ακριβώς περίμενε να συμβεί τώρα που βρισκόταν εκεί. Ήταν σαν να μην έλεγχε η ίδια τα βήματά της, σαν να υπάκουε απλώς σε μια ακατανίκητη δύναμη. Τι ήταν αυτή η κυριαρχική επίδραση που του έδινε τέτοια εξουσία επάνω της, ακυρώνοντας σχεδόν τη δική της θέληση; * * * Εκείνος δεν την άκουσε, αλλά διαισθάνθηκε αμέσως την παρουσία της. Όμως δε γύρισε προς το μέρος της, περίμενε τις δικές της κινήσεις. Τη σκεφτόταν συνεχοός στη διάρκεια της απουσίας της, και μάλιστα είχε ανέβει ως το δωμάτιό της για να δει γιατί εκείνη
αργούσε τόσο. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε αμέσως ότι η Σοφί κοιμόταν. Κι όταν την παρατήρησε καλύτερα, είδε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. τη βαθιά κούραση που αποτυπωνόταν στα χαρακτηριστικά της. Η περιπέτεια της την είχε εξασθενίσει. και θα χρειαζόταν λίγο χρόνο για να αναλάβει ξανά τις δυνάμεις της. Σκέφτηκε πόσο κοντά είχε φτάσει στο θάνατο, και ένιωσε ευγνώμων που ο Τάβις την είχε βρει έγκαιρα. Την ποθούσε. Το κατάλαβε όταν κατέβηκε πάλι τις σκάλες, επειδή τώρα τα δωμάτια ξαφνικά φάνταζαν άδεια και κρύα χωρίς την παρουσία της. Δεν ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό, ποτέ στο παρελθόν δεν τον είχε απασχολήσει τόσο μια γυναίκα. Μετάνιωνε που είχε αφήσει τον πόθο του να οδηγήσει τις κινήσεις του, λυπόταν επίσης που κόντεψε να την αποπλανήσει, και μάλιστα ενώ εκείνη ήταν τόσο αδύναμη σωματικά και τόσο άπειρη στον έρωτα. Μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε περισσότερα, κι όμως κοντά της ο Τζέιμι είχε μεταμορφωθεί σε αρπακτικό θηρίο. Ήταν πρωτόγονη, ζωώδης λαγνεία και η ανάγκη να κυριαρχήσει. Όμως ήξερε ότι μία φορά δε θα ήταν αρκετή, γιατί ήταν το είδος της γυναίκας που κάθε άντρας θα ήθελε διαρκώς δίπλα του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του συνέχισε να αναρωτιέται αν την είχε τρομάξει. Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα, που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από το να σμίξει μαζί της. Χρειάστηκε η λάμψη κι ο κρότος ενός κεραυνού για να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα, αν και ο Τζέιμι έπαιρνε όλο το φταίξιμο επάνω του. Έτσι καθώς στεκόταν ακόμα πίσω του, η Σοφί σήκωσε το χέρι της για να νκόσει την υφή των μαλλιών του που ήταν δεμένα πίσω μ’ ένα δερμάτινο λουρί. Ο Τζέιμι γύρισε ξαφνικά, και προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Αυτό το σφοδρό αίσθημα, ο συγκλονιστικός πόθος, η πρωτόγνωρη τρυφερότητα τον βρήκαν κατευθείαν στην καρδιά σαν το πιο αιχμηρό δόρυ. Φορούσε το φόρεμα της Αραμπέλα, η αδερφή του όμως ποτέ δεν ήταν τόσο όμορφη μ' αυτό, γιατί η βαθιά χρυσή απόχρώση δεν ταίριαζε με τα δικά της χρώματα. Στη Σοφί όμως αναδείκνυε τους χρυσαφένιους τόνους της επιδερμίδας της και το ζεστό καστανό των μαλλιών της. Το φως από το τζάκι τής έδινε μια μαργαριταρένια λάμψη, και ήταν τόσο όμορφη, που ο Τζέιμι λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του. Τη στιγμή που γύρισε, εκείνη κατέβασε αμέσως το χέρι της και στάθηκε αμίλητη μπροστά του. Φαινόταν αβέβαιη, προβληματισμένη μέσα στη σιωπή της, γεγονός που τον αναστάτωσε, γιατί ήταν κι ο ίδιος αβέβαιος. «Με φοβάσαι». Στην αρχή εκείνη δεν του απάντησε, κι ήταν έτοιμος να στραφεί ξανά στο παράθυρο. «Δε φοβάμαι εσένα, αλλά εμένα... αυτό που γίνομαι όταν είμαι μαζί σου». «Είσαι πάντα ο ίδιος άνθρωπος, είτε μαζί μου είτε μακριά μου. Δεν έχεις αλλάξει. Μόνο οι
συνθήκες της ζωής σου άλλαξαν». «Όχι, κάνεις λάθος. Έχω αλλάξει πολύ. Και τίποτα δεν είναι όπως πριν». «Τι εννοείς, έχεις αλλάξει;» «Ξέρω πράγματα. Τα νιώθω. Εκεί που υπήρχε κενό τώρα υπάρχει επίγνωση». «Τι είδους πράγματα;» «Γνώση... ο απαγορευμένος καρπός. Είναι σαν να έχω κλειδωθεί έξω από το δικό μου κόσμο. Δεν γνωρίζω πια τον εαυτό μου ή τις ικανότητές μου». «Α, νιωθεις...» «Ανήθικη». Ο Τζέιμι συνοφρυώθηκε. Ανήθικη; Δεν ήταν αυτή η λέξη που είχε σκεφτεί ο ίδιος. «Δεν είσαι ανήθικη, απλώς ξύπνησαν οι επιθυμίες και οι πόθοι που κοιμούνταν μέσα σου από τη γέννησή σου. Αδέιασε το νου σου από σεμνότυφες σκέψεις. Υπάρχει μια προδότη φορά για όλους μας». Αυτό έφερε ένα χαμόγελο στα καλοσχηματισμένα, φτιαγμένα για φιλιά χείλη της. «Για κάποιο λόγο δεν πιστεύω ότι υπήρξε ποτέ πρώτη φορά για σένα. Νομίζω πως είσαι υπεράνθρωπος, ένα ον πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα. Δεν μπορώ να σε φανταστώ μαθητευόμενο. Είσαι σαν την Αθηνά που ςεπήδησε απ' το κεφάλι του Δία ώριμη και πάνοπλη... Ω, δεν ξέρω πια τι λέω. Φλυαρώ σαν ανόητη μεθυσμένη. Θέλω συνέχεια να μιλάω, ακόμα κι όταν δεν έχω τίποτα να πω. Ίσως κατάπια πολύ θαλασσινό νερό. Έχω ακούσει πως μπορεί να προκαλέσει παράξενα πράγματα στο μυαλό». Την πήρε στα χέρια του και την τράβηξε κοντά του. «Τώρα είναι καλύτερα;» «Όχι, είναι χειρότερα. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνα- . τά, που νιώθω πως πρέπει να μιλήσω ακόμα γρηγορότερα, για να την προφτάσω». Αποτραβήχτηκε λίγο για να δει το πρόσωπό της, και αντίκρισε πράγματι τα συγκρουόμενα συναισθήματά της αποτυπωμένα εκεί. Είχε μια αλλόκοτη περιέργεια να την κρατήσει κοντά του αρκετά ώστε να μάθει ποιο απ’ αυτά τα συναισθήματα θα επιβαλόταν στα υπόλοιπα. Μήπως η περηφάνια, η -επιθυμία να καταπνίξει τα δάκρυα της ταπείνωσης, ή μήπως η οριστική υποταγή στη δύναμη του συντριπτικού πόθου; «Το φόρεμα της αδερφής σου μου ταιριάζει απόλυτα», του είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα και στρώνοντας πάνω της το απαλό ύφασμα, κίνηση αχρείαστη, μα δεν είχε σημασία, γιατί ήδη στο μυαλό της έψαχνε να πει κάτι άλλο. «Ναι, κοπελιά, το διαπίστωσα. Δεν ήταν δυνατόν να μην το προσέξω». Ήξερε καλά πως το χάδι του βλέμματός του προκάλεσε μέσα της ένα ρίγος ανταπόκρισης. Του άρεσε που την αναστάτωνε. Αναρωτήθηκε αν κι εκείνη είχε τόσο ζωηρές στο νου της τις στιγμές
που οι δυο τους βρέθηκαν ξαπλωμένοι μπροστά στο τζάκι, αν οι εικόνες στριφογύριζαν στο μυαλό της σαν ένα σύννεφο οπίου, παραλύοντάς την και κάνοντας τον κόσμο να φαίνεται περίεργα απόμακρος. Ήταν τόσο χαμένος σ’ εκείνες τις σκέψεις για τον δικό του και τον δικό της πόθο, ώστε στην αρχή δεν πρόσεξε τις μικρές σταγόνες ιδρώτα που εμφανίστηκαν αίφνης στο πρόσωπό της, ούτε την ξαφνική χλομάδα. Ετοιμαζόταν να τη ρωτήσει πώς αισθανόταν, όταν η Σοφί τον κοίταξε με άδειο βλέμμα και του μίλησε με αχνή φωνή. «Δε νιώθω πολύ καλά», του είπε. Και λιποθύμησε.
Κεφάλαιο 6 Δε θα πω το γιατί και πώς έγινα, στην ηλικία των δεκαπέντε, η ερωμένη του κόμη του Κρέιβεν. -Χάριετ Γουίλσον (1786-1845), Βρετανίδα συγγραφέας, ποιήτρια και εταίρα. Η πρώτη πρόταση απ’ το βιβλίο της Απομνημονεύματα της Χάριετ Γουίλσον (1825) Την έπιασε πριν εκείνη σωριαστεί στο πάτωμα. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στις σκάλες επικρίνοντας τον εαυτό του. Έπρεπε να έχει προσέξει την αλλαγή επάνω της πριν εκείνη καταρρεύσει. Έπρεπε να της έχει δώσει μια καρέκλα ή ένα ποτήρι κρασί, όμως ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του για να το κάνει. Τη μετέφερε ως το δωμάτιό της και την έβαλε μαλακά πάνω στο κρεβάτι. Στάθηκε από πάνω της, παρατηρώντας τα όμορφα στήθη της να ανασηκώνονται και να πέφτουν ρυθμικά σε κάθε ανάσα της. Ήταν έτοιμος να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, όταν την είδε να αναδεύεται. «Νο... νο... νο... Ζε νε βε πα με μαριέ...» «Δε θέλω να παντρευτώ;» Ήταν αρραβωνιασμένη; Κι αν ναι, με ποιον; Βούτηξε ένα πανί σε νερό και δρόσισε το πρόσωπό της, διερωτώμενος ποιοι δαίμονες να τη βασάνιζαν ή αν θα μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια της όταν θα ξυπνούσε. Φαινόταν τόσο μικροκαμωμένη και νέα μέσα στον ύπνο της, που ο Τζέιμι ένιωσε έντονη την ανάγκη να την προστατεύσει. Έπρεπε να τη μεταφέρει στο κάστρο Μόνλεϊ. Το ήξερε, αλλά δεν κατάφερνε να πάρει την απόφαση. Ήθελε να την κρατήσει εκεί, κοντά του, να την έχει όλη για τον εαυτό του έστω για λίγο. Ήθελε να μείνει μόνος μαζί της όσο περισσότερο μπορούσε. Οι ευκαιρίες για έναν άντρα της τάξης του να βρεθεί μόνος με μια γυναίκα ήταν πρακτικά ανύπαρκτες, και όταν θα επέστρεφε μαζί της στο Μόνλεϊ δε θα είχε ξανά αυτή την
ευκαιρία, ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και του κλαν του που βρίσκονταν εκεί. Εκείνη τη στιγμή χάρηκε για ετούτη τη λιποθυμία, γιατί ήταν σαν να επικύρωνε την απόφασή του να την κρατήσει στο Ντέινγκελντ μερικές μέρες ακόμα. Μελέτησε τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά της, το άψογο δέρμα και το τέλεια συμμετρικό οβάλ πρόσωπό της. Είχε απίστευτα μακριές βλεφαρίδες, και ο Τζέιμι ευχήθηκε τώρα να τις έβλεπε να τρεμοπαίζουν και τα βλέφαρά της να ανοίγουν. Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό της για να βεβαιωθεί πως δεν είχε πυρετό, και τη στιγμή που τα δάχτυλά του χάι-δεψαν το δέρμα της η Σοφί μουρμούρισε κάτι και άνοιξε τα μάτια. Τα βλέφαρά της πετάρισαν, σαν για να καθαρίσει ένα θαμπό σύννεφο από το οπτικό της πεδίο. Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει πού βρισκόταν. «Δε θυμάμαι να ανέβηκα εδώ». «Δεν ανέβηκες. Λιποθύμησες και σε μετέφερα εγώ». Κοίταξε γρήγορα τον εαυτό της για vu ελέγξει αν TU ρούχα της βρίσκονταν στη θέση τους. Δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του. «Ποτέ δεν εκμεταλλεύομαι μια λιπόθυμη γυναίκα». «Ούτε εγώ λιποθυμώ ποτέ». «Είναι κάτι καινούριο που θυμάσαι, ή μήπως κάτι ακόμα που γνωρίζεις διαισθητικά;» «Δεν έχω ιδέα. Ξέρω μόνο ότι δεν είμαι καμιά αργόσχολη αριστοκράτισσα που δεν κάνει άλλο απ’ το να πέφτει λιπόθυμη όλη την ώρα». «Ώστε λοιπόν είσαι αριστοκράτισσα;» Την κυρίεψε πανικός. Ηλίθια! είπε μέσα της. Μην αφήνεις ποτέ τον εαυτό σου χαλαρό μαζί του. Πρέπει να το θυμάσαι: ένα μικρό λάθος κρίσης μπορεί να σε στείλει κατευθείαν στο κρεβάτι του Ρόκιγχαμ. Ξεροκατάπιε ηχηρά. «Ήταν σχήμα λόγου, όχι ένδειξη της κοινωνικής μου κατάστασης, ούτε απόδειξη ότι ξαναβρήκα τη μνήμη μου». «Ομαλή ανάρρωση, άψογη δικαιολογία. Δεν πρόκειται ποτέ να μπερδευτείς και να πεις κάτι κατά λάθος, έτσι;» Η Σοφί έκανε μια κίνηση να ανασηκωθεί. «Όχι τόσο γρήγορα». Έβαλε το χέρι του στον ώμο της για να την εμποδίσει. «Δεν είσαι τόσο δυνατή όσο νομίζεις. Μείνε εδώ λίγο για να ξεκουραστείς». «Δεν είμαι κουρασμένη». «Μπορεί να μην είσαι κουρασμένη, όμως το σώμα σου έχει υποστεί μια'τρομερή δοκιμασία. Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να γίνουν ξανά οι δυνάμεις και οι αντοχές σου όπως ήταν πριν κοντέψεις
να πεθάνεις απ’ το κρύο». «Ξέρω πως σου είμαι μεγάλο και ανεπιθύμητο βάρος. Φροντίζεις εμένα, ενώ ήρθες εδώ για να κάνεις άλλα πράγματα. Ίσως μπορείς να με μεταφέρεις στο κοντινότερο χωριό. Είμαι...» «Αρκετά. Θα πάμε όπου και όταν πω εγώ. Κι αν νιώσω πως είσαι ανεπιθύμητο βάρος, θα σου το ανακοινώσω. Μην το αναφέρεις λοιπόν ξανά». Τον κοίταξε συλλογισμένη. «Μάλλον με βρίσκεις αγενή και αγνώμονα, δεν προσπαθώ όμως να γίνω τίποτα από τα δύο. Απλώς... Ω, δεν ξέρω τι προσπαθώ να πω», κατέληξε μ’ ένα λυγμό. Δεν μπορούσε να εκτιμήσει σωστά το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη του. Δεν ήταν το συνηθισμένο χαμόγελό του, γιατί δεν έδειχνε ούτε ίχνος χλεύης. Αντίθετα, φαινόταν γεμάτο κατανόηση, όχι μόνο γιατί διαισθανόταν την ταραχή της που βρισκόταν τόσο κοντά του πάνω στο κρεβάτι, αλλά και επειδή αντιλαμβανόταν την αιτία αυτής της ταραχής. «Σου προξενεί νευρικότητα το ότι βρίσκεσαι εδώ μόνη μαζί μου». Δεν ήταν ερώτηση αλλά δήλωση, όμως η Σοφί ένιωσε υποχρεωμένη να απαντήσει. «Ναι. Θα ήταν ασύνετο από μέρους μου να μείνω εδώ περισσότερο». «Πιθανόν». «Φαντάζομαι πως, αν το μάθαινε ποτέ κανείς, θα έβλαπτε πολύ και τους δυο μας». «Ναι, αυτό που λες είναι αλήθεια. Πες μου όμως, κοπελιά, γιατί έχεις τόση νευρικότητα που είσαι εδώ μαζί μου;» «Είσαι άντρας. Δεν μπορώ να γνωρίζω τις προθέσεις σου». «Όχι, μάλλον έχεις δίκιο». «Θα μπορούσες, αυτήν κιόλας τη στιγμή, να σχεδιάζεις ένα σωρό πράγματα». «Όπως;» «Το πώς θα με διώξεις». «Ούτε που θα το σκεφτόμουν». «Θα μπορούσες να με παραδώσεις στους Αγγλους». «Δε θα μου περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό». «Ή θα μπορούσες να σχεδιάζεις την αποπλάνησή μου». «Αυτό ναι, πέρασε από το νου μου». «Σ’ ευχαριστώ που μεγαλώνεις την ανησυχία μου».
«Προτιμάς την ανειλικρίνεια; Αν έλεγα πως δε μ’ ενδιαφέρει να σε πλαγιάσω στο κρεβάτι μου θα με πίστευες;» «Μέχρι να μου έδινες λόγους να πιστέψω το αντίθετο». «Δε θα έπρεπε να είσαι τόσο εύπιστη». «Κι εγω λυπάμαι που έχεις ξεχάσει πώς να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους. Αν είχα να επιλέξω ανάμεσα στα δύο, θα διάλεγα πάντα να εμπιστεύομαι». «Τότε θα ήσουν ανόητη». «Ίσως, αλλά νιώθω πως είναι χειρότερο το να δυσπιστείς από το να σε εξαπατούν». «Και αν είχες να διαλέξεις ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια; Προς τα πού θα έκλινες;» «Νομίζω πως είναι σειρά μου να σου κάνω μια ερώτηση. Είπες πως πρόσφατα αρραβωνιάστηκες. Δε θα ανησυχήσει εκείνη όταν δεν εμφανιστείς;» «Όχι ιδιαίτερα». «Παράξενος αρραβώνας, μα την αλήθεια». «Δεν είναι επίσημος αρραβώνας, μάλλον μια αμοιβαία κατανόηση μακράς διάρκειας. Εκείνο που ενδιαφέρει την Τζίλιαν είναι ο τίτλος. Και δυστυχώς εγώ τον διαθέτω». «Τότε γιατί της ζήτησες να σε παντρευτεί;» «Είπα εγώ ότι της το ζήτησα;» «Δεν καταλαβαίνω». «Είναι μεγάλη ιστορία». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Έχω άφθονο χρόνο. Δε θα πάω πουθενά». «Είσαι επίμονο κορίτσι». Του χαμογέλασε. «Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι». Η έκφρασή του έγινε σοβαρή και ανεξιχνίαστη, και η Σοφί τον άκουσε να λέει το όνομά της σιγανά, σαν παιδί που δοκιμάζει μια καινούρια λέξη. Το χαμόγελό της εξαφανίστηκε κι ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της. Μια ξαφνική διορατικότητα την κυρίεψε. Αντιλήφθηκε το παιχνίδισμα του φιοτός στις μαύρες τούφες των μαλλιών του, αντιλήφθηκε τις απίστευτα μακριές βλεφαρίδες του, πυκνές και κατάμαυρες γύρω από τα στα-χτοπράσινα μάτια του. Αλλά και τα χείλη του... τα φίνα εκείνα χείλη, απαλά, σταθερά και επικίνδυνα κοντά στα δικά της. Εκείνα τα φίνα χείλη χάιδεψαν τώρα τα δικά της απαλά, μια, δυο, τρεις φορές, με κινήσεις αργές,
παρατεταμένες, με απέραντη τρυφερότητα. Πέρασαν μερικές μεθυστικές στιγμές, και συνέχισε να παίζει με τις αισθήσεις της, κάνοντάς τη να αναρωτιέται τι θα γινόταν στη συνέχεια, πού και πώς θα την άγγιζε. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία, τα λογικά της, εκείνος όμως φαινόταν εξίσου αποφασισμένος να τα σαρώσει όλα, αφήνοντας μόνο την ακαταμάχητη ανάγκη της να του ανταποδώσει το φιλί. Σήκωσε το κεφάλι του και η Σοφί ένιωσε την έντονη απώλεια των χειλιών του. Ο φρενιασμένος ρυθμός της καρδιάς της σιγά σιγά καταλάγιαζε, το αίμα της άρχισε να κυλάει πιο ήρεμα, και αναρωτήθηκε γιατί το μυαλό της αργούσε τόσο να τη συνετίσει, γιατί υπέκυπτε στα χάδια του τόσο εύκολα σαν μια κουρτιζάν. «Θ... θα μου έλεγες μια μεγάλη ιστορία για σένα και την Τζίλιαν», του είπε, παρακαλώντας να μην την κοίταζε σαν να αντίκριζε ξαφνικά μια ηλίθια, και να μην την επέπληττε που ήταν ένα τόσο τρομαγμένο κουτορνίθι. Η απάντηση στην προσευχή της ήταν ένα λοξό χαμόγελο που αιχμαλώτισε τόσο πολύ την καρδιά της, ώστε ήταν σίγουρη πως πενήντα χρόνια αργότερα θα διηγούνταν στα εγγόνια της ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή τον ερωτεύτηκε. «Εδώ και πολύ καιρό, η Τζίλιαν ήταν αυτό που θα λέγαμε οικογενειακή φίλη. Η γη της οικογένειάς της συνορεύει με το Μόνλεϊ. Τα αδέρφια μου κι εγώ παίζαμε μαζί της όταν ήμαστε παιδιά. Οι γονείς μας έλεγαν συχνά πως μια μέρα η Τζίλιαν θα παντρευόταν κάποιον από τους υιούς Γκρέιαμ, και η ίδια έλεγε πάντα πως Οα διάλεγε τον Τζέιμς, επειδή θα γινόταν κόμης. Όλοι γελούσαν, γιατί ήταν αστείο να ακούς ένα δεκάχρονο κορίτσι να μιλάει έτσι, ήρθε όμως ο καιρό που η αποφασιστικότητά της να γίνει κόμισσά μου έπαψε να με διασκεδάζει». «Αν είναι έτσι, τότε γιατί σκέφτεσαι να την παντρευτείς;» «Αν περνούσε από το χέρι μου δε θα παντρευόμουν ποτέ, όμως έχω υποχρέωση να αποκτήσω διαδόχους, και η Τζίλιαν ήταν πρόθυμη... και βολική». «Και δεν την πειράζει που την παντρεύεσαι για τις αναπαραγωγικές ικανότητές της;» «Έτσι δε γίνονται αυτά τα πράγματα; Ο άντρας προσφέρει τον τίτλο του, τα πλούτη και την προστασία του σε αντάλλαγμα για τους διαδόχους που θα του χαρίσει μια γυναίκα. Είναι ένας επαγγελματικός διακανονισμός, τίποτα περισσότερο. Εκείνη παίρνει αυτό που θέλει, το ίδιο κι εγώ». «Σ’ εμένα ακούγεται τρομακτικά ψυχρό». «Είναι, αλλά είναι και πολύ απλούστερο από το να παντρευτείς από έρωτα, ξέροντας πως κάποια στιγμή ένας από τους δύο θα υποφέρει». «Δεν είναι απαραίτητο να γίνει έτσι». «Θα σου πω κάτι. Ο γάμος μοιάζει μ’ ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Φαίνονται όμορφα στους άλλους, εσένα όμως κάπου θα σε χτυπάνε και πάντα θα σου δημιουργούν φουσκάλες». «Δεν ξέρω από πού προέρχεται αυτή η εχθρότητά σου για το γάμο, όμως σε λυπάμαι που νιώθεις
έτσι». «Να μη με λυπάσαι, γιατί έχω πολύ καλό λόγο». Η Σοφί γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο. «Νομίζω πως τώρα θα ξεκουραστώ». * * * Ακούσε τον ήχο των βημάτων του καθως εκείνος πήγαινε προς την πόρτα, αντί όμως να την ανοίξει κοντοστάθηκε, έκανε μεταβολή και επέστρεψε στο κρεβάτι της. Της κόπηκε η ανάσα όταν ένιωσε το στρώμα να βουλιάζει. Καλέ μου Θεέ, σκέφτηκε, δεν είναι δυνατόν να πλάγιασε δίπλα μου, είναι; Ίσως είχε ανεβάσει απλώς τα πόδια του στο στρώμα. Έστρεψε το κεφάλι και τον είδε πράγματι ξαπλωμένο πλάι της. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παίρνεις τέτοιες ελευθερίες». «Αξίζει το ρίσκο», της είπε, αγκάλιασε το πρόσωπό της με τα χέρια του και έσκυψε πάνω της. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» «Κοιτάζω το όμορφο πρόσωπό σου». Εκδήλωσε τη δυσπιστία της μ’ ένα ρουθούνισμα και σχεδόν γέλασε. «Η κολακεία είναι πολυμεταχειρισμένο εργαλείο στην αποπλάνηση των γυναικών». «Μπορεί να έχεις δίκιο. Η ευθεία προσέγγιση είναι πάντα η καλύτερη μέθοδος. Θέλω να σε φιλήσω ώσπου να με ικετεύεις γι’ αυτό που λαχταράμε κι οι δυο». Έγειρε μπροστά, και εκείνη ήξερε πως θα τη φιλούσε, αυτός όμως σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά της. Η Σοφί δε θα μπορούσε να κουνηθεί ακόμα κι αν το ήθελε, τόσο είχαν μουδιάσει τα πάντα μέσα της. Της πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως αυτό ονειρεύονταν όλα τα κορίτσια στο μοναστήρι, αυτό προσεύχονταν να τους συμβεί μια μέρα. Θα ήταν ανόητη αν το εμπόδιζε τοόρα; Δεν ένκοθε καμία ντροπή καθώς κοιτούσε εκείνα τα μάτια. Και σκέφτηκε πως ήταν αμαρτία για έναν άντρα να έχει τέτοιες βλεφαρίδες, όταν οι περισσότερες γυναίκες θα έδιναν τα πάντα για τις μισές απ’ αυτές. Το στόμα του ήταν τόσο κοντά στο δικό της, ώστε αν σούφρωνε τα χείλη της θα φιλιούνταν. Ένιωθε το ζεστό χάδι της ανάσας του να απλώνεται στο μάγουλό της. Ήθελε το φιλί του, ήθελε να νιώσει τη σκληρή πίεση του στέρνου του στο δικό της. Τον ήθελε τόσο πολύ, που τα χείλη της έκαιγαν και το στήθος της σκλήραινε, ενώ κάπου χαμηλότερα όλα μέσα της έλιωναν. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν τελικά αναζήτησε τα χείλη της, και αφού βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του τον κόλλησε επάνω της και τον φίλησε με όλο το πάθος που την είχε κυριεύσει.
Τώρα τα χέρια του βρίσκονταν πίσω της, την κρατούσε σταθερά στην αγκαλιά του και τη χάιδευε, ώσπου ένιωσε πως η διέγερσή του ήταν τόσο ισχυρή όσο και η δική της, με απτή απόδειξη τη σκληρή και καυτή πίεση επάνω της. Ήθελε να σμίξει μαζί του, η αντίδραση του κορμιού του έλεγε πως κι εκείνος ήθελε να της κάνει έρωτα. Κύρτωσε το κορμί της σαν τόξο επάνω του με μια αίσθηση απόγνωσης. Ήθελε... ήθελε... Μόνο εκείνος ήξερε τι ήθελε η Σοφί. Μόνο εκείνος ήξερε πώς να κατευνάσει τον πόνο που της προκαλούσε η έντονη μέχρι απελπισίας ερωτική επιθυμία. Προσπάθησε να κρύψει την ανησυχία της, ήταν όμως ολοφάνερος ο ανεπιτήδευτος αυθορμητισμός της στον έρωτα και η αδυναμία της να συ-γκαλύψει οτιδήποτε από αυτόν. Σαν εκείνος να διάβασε τις σκέψεις της, οι παλάμες του άρχισαν να τη χαϊδεύουν μ’ έναν αργό, κλιμακούμενο ρυθμό, χαμηλώνοντας σε κάθε κυκλική κίνηση. Δυο ζεστά, σταθερά χέρια σκέπασαν τους γλουτούς της και την ανασήκωσαν προς το μέρος του, έτσι που τα σώματά τους ευθυγραμμίστηκαν απόλυτα. Τον ένιωθε πάνω από στρώσεις ρούχων και σκεπασμάτων, πιο σκληρό τώρα από ποτέ. Η πίεση του φιλιού του αυξήθηκε και όλες οι άμυνές της διαλύθηκαν. Πού είχε μάθει να κάνει όλα αυτά που της έκαναν τα χέρια και τα χείλη του; Η Σοφί αισθανόταν σαν αδειασμένη πάνινη κούκλα. Το κορμί της ήταν άνευρο και το ένιωσε να χαλαρώνει κάτω από το δικό του. Το σώμα του φάνηκε να την αναγνωρίζει ακόμα περισσότερο τώρα, και η αντίδρασή του προκάλεσε μικρές άναρθρες κραυγές που ξέφυγαν από τα χείλη της. Πλημμυρισμένη από μια αίσθηση ζεστασιάς και αδιόρατης ταραχής, η Σοφί ένιωσε μια βαθιά, παλλόμενη μέθη να την κατακλύζει κατά κύματα, ώσπου μια σταθερή, ανεξήγητη πίεση άρχισε μέσα της να κλιμακώνεται. Για μια σύντομη στιγμή είχε την υποψία ότι ο Τζέιμι ήξερε ακριβώς τι της συνέβαινε, όπως και τι έπρεπε να κάνει για να σταματήσει αυτή την εκρηκτική επιθυμία που την κυρίευε όλο και πιο πολύ και την παρέσυρε στη δίνη της. Ποτέ δεν υποψιάστηκε ότι ένας άντρας μπορούσε να έχει τέτοιο χάρισμα με τα χέρια του. Η νωχελική κίνηση της παλάμης του σχημάτιζε κύκλους που έβαζαν φωτιά στο ευαίσθητο δέρμα της. Τα κορμιά τους δεν ήταν ενωμένα, αλλά εκείνη καταλάβαινε πως με κάποιο τρόπο είχαν φτάσει σ’ ένα παράφορο ζευγάρωμα μυαλού και σώματος. Ο Τζέιμι το ήθελε. Και η Σοφί ήθελε να του το δώσει. Τότε ένα δροσερό χάδι του αέρα την έκανε να συνειδητοποιήσει πως της είχε γυμνώσει απαλά το ένα στήθος. Ένιωσε να διχάζεται ανάμεσα στην επιθυμία της να εκδηλώσει τη φρίκη της για την ενέργειά του και την κρυφή ικεσία της να συνεχίσει και με το άλλο της στήθος. Εκείνος την έβγαλε από το δίλημμα παίρνοντας τα δυο χέρια της μέσα στα δικά του και αιχμαλωτίζοντάς τα ψηλά πάνω απ' το κεφάλι της. ενώ το στόμα του χαμήλωσε για να καλύψει το γυμνό στήθος της.
Κι ύστερα το ίδιο γρήγορα αποτραβήχτηκε, σαν κάτι να τον εμπόδισε να προχωρήσει παραπέρα. Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει τι είχε συμβεί, όταν τον άκουσε να της λέει: «Ξεκουράσου. κοπελιά. Θα είμαι κάτω αν με χρειαστείς». Ήταν πολύ έκπληκτη για να μιλήσει, και τον κοιτούσε απλώς με το στόμα ανοιχτό, καθώς ο Τζέιμι σηκωνόταν και έφευγε από το δωμάτιο. Χτύπησε τη γροθιά της στο κρεβάτι με αγανάκτηση. Ακούς εκεί, «Θα είμαι κάτω αν με χρειαστείς... » Μα δεν καταλάβαινε ότι τον χρειαζόταν τώρα;
Κεφάλαιο 7 Δώσε άδεια στα περιπλανώμενα χέρια μου, και άφησέ τα να πάνε, Μπροστά, πίσω, ανάμεσα, πάνω, κάτω... -Τζον Ντον (1572-1631), Άγγλος μεταφυσικός ποιητής, ιεροκήρυκας και κληρικός. Ελεγείες. «Στην Ερωμένη του Που Πάει να Πλαγιάσει» (1633) Ο Τζέιμι αναρωτιόταν αν η Σοφί είχε καμία ιδέα για τη μάχη που είχε ξεσπάσει μέσα του. Είχε άραγε έστω και την παραμικρή επίγνωση του γεγονότος ότι είχε καταφέρει να σκλαβώσει ολότελα τις σκέψεις του μέσα σ’ ένα απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα; Αν του έλεγε ποτέ κανείς πως ήταν ικανός για κάτι τέτοιο, θα τον περνούσε για τρελό. Εκείνος, ο κόμης του Μόν-λεϊ, ένας άντρας που καμάρωνε ως τώρα για την ικανότητά του να διατηρεί πάντα τον έλεγχό του. Και τώρα... Ξελογιασμένος, να τι ήταν, με μια νύμφη του νερού από τη Γαλλία, η οποία δεν είχε υπάρχοντα, ούτε παρελθόν ή μνήμη -έτσι ισχυριζόταν, τουλάχιστον. Κάτι δεν του πήγαινε καλά με όλα αυτά. Παραήταν βολικό για να είναι αληθινό. Κι εκείνη παραήταν υποχωρητική μαζί του. Οι γυναίκες είτε ήταν εύκολες είτε απρόσιτες. Μόνο οι εύκολες γίνονταν πόρνες ή ερωμένες, όχι οι απρόσιτες. Κι όμως, θα έπαιρνε όρκο ότι ετούτη εδώ ήταν μια αγνή γυναίκα με καλή ανατροφή. Βλαστημούσε την ανοησία του, μα δεν κατάφερνε να κα-ταλήξει σε ποια κατηγορία ακριβώς ανήκε η Σοφί. Το θέμα της αγνότητας ήταν βέβαια εύκολο να αποδειχτεί, το άλλο όμως; Τη μια στιγμή την πίστευε και την άλλη ήταν απόλυτα βέβαιος πως του έλεγε ψέματα για να κρύψει την αλήθεια. Ποια ήταν τελικά η αλήθεια, και τι ακριβώς του έκρυβε;
Το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για κατάσκοπο. Αυτό θα εξηγούσε το ότι του ανοίχτηκε σαν λουλούδι στο ζεστό νερό, γιατί ποιος καλύτερος τρόπος υπήρχε για να διεισδύ-σει στις σκέψεις του από το να ζεστάνει το κρεβάτι του; Αν ήταν έτσι, τότε είχε στηθεί μια τέλεια παγίδα, γιατί ποιος θα υποψιαζόταν μια ναυαγισμένη Γαλλίδα παρθένα για κατασκοπία υπέρ των Άγγλων; Ήθελε να την πιστέψει, και πιθανόν να την πίστευε εξαρχής, αν δεν του είχε πει πως ήταν υπηρέτρια. Τίποτα επάνω της δεν επιβεβαίωνε αυτό τον ισχυρισμό. Τα απαλά χέρια της δεν ήταν τα χέρια υπηρέτριας. Το λεξιλόγιό της ήταν εκλεπτυσμένο, είχε πολύ καλή μόρφωση και εξαιρετικούς τρόπους, ωστόσο δίσταζε να την καταδικάσει μόνο βάσει της βεβαιότητάς του. Προσπάθησε να πιστέψει πως ήταν μια γκουβερνάντα. Μα χρειαζόταν αποδείξεις. Τα πράγματα περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι του ήταν όλο και πιο δύσκολο να κρατήσει τις αποστάσεις. Την ποθούσε, την ήθελε στο κρεβάτι του, κι αυτό πρόσθετε μια άλλη διάσταση στο θέμα. Μέχρι στιγμής είχε φερθεί σαν έντιμος άντρας, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου. Δεν είχε ενδώσει εντελώς στον πειρασμό. Αυτό όμως δε σήμαινε πως δεν έτρεφε επιθυμίες και κρυφές σκέψεις, ούτε ότι θα μπορούσε να ανθίσταται για πάντα στη δύναμη μιας τέτοιας έλξης. Τις τελευταίες δύο ώρες έβαλε τα δυνατά του να πιει αρκετά ώστε να ξεχάσει την ξελογιάστρα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του επάνω ορόφου. Το ποτό δεν τον βοήθησε. Προσπάθησε ξανά και ξανά να αραδιάσει όλα τα δεδομένα στο μυαλό του, πάντα όμως στο τέλος πρόβαλλαν οι ίδιοι προβληματισμοί. Και σαν άντρας που ήταν, ο Τζέιμι προσπαθούσε να οργανώσει τη ζωή του περίπου με τον ίδιο τρόπο που εξέτρεφε τα ζώα του. Ήταν σαν να προσπαθούσε να προσθέσει δύο και δύο και να θύμωνε που έβγαζε άθροισμα τέσσερα, απλώς επειδή ο ίδιος ήθελε να βγάλει πέντε. Όπως πάντα, οι σκέψεις του σύντομα επέστρεψαν στη Σοφί, και το φίδι του πειρασμού άρχισε να τυλίγεται γύρω του, ώσπου ήταν αδύνατον να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνη. Τον τραβούσε σαν μαγνήτης, ήταν αλήθεια, τον αιχμαλώτιζε, όμως δεν μπορούσε να αφήσει τον πόθο να κυβερνήσει το νου του. Ούτε μπορούσε να φλερτάρει με την ιδέα του γάμου με μια άγνωστη και άστεγη κόρη, όσο όμορφη κι αν ήταν, όσο πολύ κι αν την ποθούσε. Η Τζίλιαν ήταν η συνετή επιλογή. Η Σοφί ήταν μια φαντασίωση* χάιδευε τις αισθήσεις, αλλά δεν μπορούσες ποτέ να την πάρεις στα σοβαρά. Ήταν μια κοινή θνητή χωρίς τίτλο ευγενείας, συνεπώς όχι η τέλεια σύζυγος για έναν κόμη. Μα θα ήταν η τέλεια ερωμένη. Μπορούσε να ακολουθήσει το αρχικό σχέδιό του να παντρευτεί όπως άρμοζε στον τίτλο του, χιυρίς
να αφήσει τα αισθήματα ή τον πόθο του για τη Σοφί να παρεμβληθούν. Θα παντρευόταν την Τζίλιαν και θα της χάριζε τον τίτλο που επιθυμούσε. Από τη στιγμή που θα γινόταν η κόμισσά του και θα του χάριζε διαδόχους, δε θα την ενδιέφερε ακόμα κι αν ο Τζέιμι είχε δέκα ερωμένες. Δεν αισθανόταν καθόλου άσχημα να στηρίξει το γάμο του σε ένα τέτοιο ψυχρό, υπολογιστικό σκεπτικό, αφού τα κίνητρα της Τζίλιαν ήταν εξίσου ψυχρά και υπολογιστικά όσο και τα δικά του. Εκείνη επιθυμούσε όλα όσα ο τίτλος και τα πλούτη του μπορούσαν να της χαρίσουν. Μόλις τα αποκτούσε, θα παρέβλεπε κάθε αδιακρισία από μέρους του. Όχι, δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ τους, όπως δε θα υπήρχε ενοχή για κανέναν τους. Ήταν μια πρακτική διευθέτηση, τίποτα περισσότερο. Όλα φαίνονταν απλούστατα. Το μόνο που απέμενε ήταν να πείσει τη Σοφί. Η εικόνα της εμφανίστηκε μπροστά του καθώς άρχισε να επεξεργάζεται νοερά τις πιθανότητες επιτυχίας αυτού του σχεδίου. Η φαντασία είναι παράξενο πράγμα, και λίγα λεπτά αργότερα είδε τον εαυτό του να ανεβαίνει τα σκαλιά ως τον επάνω όροφο και να διασχίζει το διάδρομο ως το δωμάτιο όπου κοιμόταν εκείνη. Δίχως να την ξυπνήσει, άρχισε να λύνει τα κορδόνια του χρυσαφιού φορέματος της Αραμπέλα το οποίο φορούσε η Σοφί, κι ύστερα το κατέβασε από τους ώμους της. Οι απαλές καμπύλες του στήθους της αποκαλύφθηκαν μπροστά του, κι έμεινε όπως την ήθελε, γυμνή μέχρι τη μέση. Το δέρμα της ήταν απαλό και ζεστό, το βελούδινο χάδι της γλώσσας του πάνω στα χείλη της έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα και οι θηλές της σκλήρυναν. Ο Τζέιμι στέναξε ζαλισμένος από πόθο. Κατέβασε το φόρεμα πιο κάτω, χαμηλότερα από τη λεία επιφάνεια της επίπεδης κοιλιάς, κάτω από τους ενωμένους μηρούς και τα καλλίγραμμα πόδια, που μισάνοιξαν ελαφρά όταν τα χάιδεψε με τις παλάμες του. Τοποθετώντας τα δάχτυλά του σε κάθε πλευρά, έσπρωξε απαλά τα πόδια της ώσπου έμεινε εντελώς ανοιχτή σ’ εκείνον. Τη σκέπασε με το στόμα του, βρήκε το σημείο της ηδονής της και το άγγιξε, ώσπου την άκουσε να βογκά στον ύπνο της ενώ τα πόδια της άνοιξαν περισσότερο για να τον δεχτούν βαθύτερα. Τότε αντικατέστησε τη γλώσσα με τα δάχτυλά του, βρήκε το φράγμα της παρθενίας της κι ένιωσε ένα κύμα περηφάνιας, γιατί βρέθηκε στην πύλη της ερωτικής αφύπνισής της, εκεί όπου δεν είχε βρεθεί κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν. Ύστερα από λίγο απομάκρυνε τα χέρια του και τη φίλησε ξανά, αγγίζοντάς την ώσπου το κορμί της άρχισε να σπαρταράει στο ρυθμό των κινήσεών του, όλο και γρηγορότερα, μέχρι που την κυρίεψαν διαδοχικοί σπασμοί και κραύγασε δυνατά. Απαλλάχτηκε από το εσώρουχό του, ξάπλωσε πάνω της κι άρχισε να τη χαϊδεύει με το κορμί του, ώσπου την ένιω-σε να σπαρταράει ξανά, και πλησιάζοντας επικίνδυνα στην απώλεια του ελέγχου του αποτραβήχτηκε και άφησε το σπέρμα του να ξεχυθεί στην απαλή καμπύλη της κοιλιάς της. Ξέροντας πως ήταν διεγερμένη και πως τον ήθελε, χαμήλωσε το χέρι του και την άγγιξε. Τα πόδια της άνοιξαν διάπλατα, επιτρέποντάς του να τη χαϊδέψει ξανά, ώσπου για άλλη μια φορά ήταν απερίγραπτα έτοιμη. Όμως δε σταμάτησε, μα συνέχισε να τη χαϊδεύει μέχρι που η ανάσα της έβγαινε λαχανιαστή και οι γοφοί της υψώνονταν μανιασμένα, για να φτάσει τέλος σε μια νέα
συγκλονιστική κορύφωση φωνάζο-ντας το όνομά του. Έχασε το λογαριασμό πόσες φορές την έφερε σ' αυτό το σημείο, γιατί το μυαλό του ήταν πια πλημμυρισμένο από την πεποίθηση πως είχε δίκιο. Ναι. Θα γινόταν η τέλεια ερωμένη. * * * Τις επόμενες δυο μέρες έγινε ένα είδος ανακωχής, καθώς ο Τζέιμι έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να απασχοληθεί με το κυνήγι και κάποιες συναντήσεις με τους αρχηγούς των κλαν που φρόντιζαν τη γη του. Η Σοφί περνούσε τις μέρες της με ανάπαυση, κι άρχισε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις της και να νιώθει ο φυσιολογικός εαυτός της. Την τρίτη μέρα ο Τζέιμι γύρισε από το πρωινό κυνήγι του με δυο χοντρούς λαγούς, τους οποίους είχε γδάρει και ετοιμάσει στο ποτάμι. Τον ένα τον έβαλε στη σούβλα πάνω απ’ τη φωτιά και τον άλλο τον έκοψε και τον μαγείρεψε στην κατσαρόλα με λίγα λαχανικά. Η ορεκτική μυρωδιά έφτασε ως τον επάνω όροφο. Λίγο αργότερα η Σοφί μπήκε στην κουζίνα. «Φαίνεσαι καλύτερα, κοπελιά. Νομίζω πως αναρρώνεις. Κοιμήθηκες καλά;» Αισθάνθηκε να φουντώνει ολόκληρη και ήλπισε πως το προδοτικό κοκκίνισμα δεν έβαψε τα μάγουλά της. Ο Τζέι-μι δεν μπορούσε να ξέρει πόσο απασχόλησαν το νου της οι ερωτικές στιγμές μεταξύ τους. Ποτέ της δεν είχε κάνει τόσο τολμηρές σκέψεις, όπως οι ζωηρές λεπτομέρειες του ερωτικού σμιξίματός τους. Την παρατηρούσε με μια παράξενη έκφραση που την έκανε να αναρωτηθεί μήπως είχε διαβάσει το μυαλό της. Δεν της ανέφερε την ερωτική συνάντησή τους, και η ένταση είχε αρχίσει να την κουράζει. Γιατί άραγε την απέφευγε; «Λυπάμαι», του είπε. «Έλεγες κάτι;» «Ναι, ρώτησα αν κοιμήθηκες καλά». «Ναι, νομίζω πως κοιμήθηκα καλά, γιατί δε θυμάμαι να ξύπνησα ούτε μία φορά. Σήμερα νιώθω καλύτερα, πιο δυνατή. Όμως δε νομίζω πως θα ξαναζεσταθώ ποτέ εντελώς. Δε φανταζόμουν πως μπορεί να κάνει τόσο κρύο εδώ το φθινόπωρο». «Ναι, κάνει πολύ κρύο στα Χάιλαντς», της είπε. Η Σοφί είχε διαλέξει μια θέση δίπλα στη φωτιά, όχι μακριά από το σημείο όπου στεκόταν εκείνος. Άπλωνε τα χέρια της αναζητώντας ζέστη, όταν άκουσε απέξω γαβγίσματα σκύλων.
Τον είδε να γυρίζει γρήγορα προς το παράθυρο, κι ύστερα στράφηκε ξανά στη Σοφί μ’ ένα χαμόγελο. «Κυνηγούσαν τη γάτα του στάβλου», της είπε. «Είναι δικά σου σκυλιά; Δεν τα έχω δει στο σπίτι». Θα πρέπει να είδε τον τρόμο στα μάτια της, γιατί την πήρε στην αγκαλιά του, και την κάθισε στα πόδια του να την παρηγορήσει. Την κρατούσε με άνεση, σαν να ήταν κάτι που το έκανε καθημερινά. «Ναι, εδώ ζουν, αν και νομίζουν ότι ανήκουν στον Άνγκους, το φύλακα, γιατί εκείνος τα φροντίζει. Στην πραγματικότητα δεν είναι κατοικίδια, εκπαιδεύτηκαν για να μας προειδοποιούν για τους όποιους παρείσακτους μπορεί να τριγυρίζουν εδώ πέρα. Νομίζω πως η τελευταία φορά που μπήκαν στο σπίτι ήταν όταν η αδερφή μου, η Αρα-μπέλα, ήταν δεκατεσσάρων χρονών». Μετακίνησε λίγο το πρόσωπό της στην καμπύλη του ώμου του και το στόμα της βρέθηκε αρκετά κοντά στο αυτί του ώστε να ψιθυρίσει: «Είσαι σίγουρος ότι βρήκαν μόνο τη γάτα του στάβλου;» «Ναι». «Πώς ξέρεις ότι δεν ήταν κάποιος άνθρωπος ή ένα άγριο ζώο;» τον ρώτησε. «Έπιασες ποτέ κανέναν εισβολέα;» «Ναι, κατά καιρούς έχουν γίνει επιδρομές από ζωοκλέφτες». «Και δεν πιστεύεις ότι μπορεί να ήρθε κανένας απ' αυτούς τώρα;» «Όχι, κοπελιά, είδα τον Ταμ να γαβγίζει στη γάτα. Θα γάβγιζε διαφορετικά αν υπήρχε εισβολέας». «Έχεις συχνά τέτοιες ανεπιθύμητες επισκέψεις;» «Αρκετά συχνά. Συνήθως είναι οι Μακμπίν, ή οι Κρά-ουντερ, αλλά Οα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε μέλος των γύρω κλαν. Είναι δύσκολοι καιροί, και τα κλαν πολεμούν διαρκώς μεταξύ τους και κλέβουν ζώα, συν να μην έχουμε ήδη αρκετά προβλήματα με τους δραγόνους που περιπολούν στην περιοχή». «Η ζωή εδώ κρύβει πολλούς άγνωστους κινδύνους. Πώς το αντέχεις;» «Πρέπει να μάθεις ποιον μπορείς να εμπιστεύεσαι, ποιος είναι με το μέρος σου. Ακόμα και τότε όμως, δεν αποκλείεται να σε προδώσουν οι καλύτεροι φίλοι σου. Υπάρχουν πολλοί κατάσκοποι και αρκετοί τρόποι για να πάρεις πληροφορίες». Μετακινήθηκε στη θέση της. «Ξέρω ότι κάνω πάρα πολλές ερωτήσεις». «Όχι πάρα πολλές, κάνεις όμως αρκετές». Η Σοφί σάλεψε πάλι, προσπαθώντας να βρει μια πιο άνετη θέση. «Θα ήταν καλύτερο και για τους δυο μας αν δε στριφογύριζες τόσο πολύ, δεδομένου του σημείου όπου κάθεσαι. Μου είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθώ στο να σε παρηγορώ». «Ξέρω πως θα πρέπει να είμαι βαριά».
«Όχι, κοπελιά, δεν είσαι βαριά, στην πραγματικότητα δε ζυγίζεις πολύ περισσότερο από ένα σάκο με βολβούς. Το πρόβλημα βρίσκεται στο σημείο όπου κάθεσαι. Μερικές φορές έχει δικό του μυαλό, ξέρεις, ιδίως όταν έρχεται σε τόσο κοντινή επαφή με ελκυστικά οπίσθια σαν τα δικά σου... Κατάλαβες τώρα;» Το πρόσωπό της κοκκίνισε ολόκληρο, η Σοφί όμως μπόρεσε να γνέψει καταφατικά. «Ναι», ψέλλισε αδύναμα. Ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει πως τα είχε πάει στο πρωινό του κυνήγι, τότε όμως τον είδε να τεντώνει το αυτί και να αφουγκράζεται. Η Σοφί αφουγκράστηκε και εκείνη. Το στόμα της ξεράθηκε και ο χτύπος της καρδιάς της παλλόταν στα αυτιά της. Ξάφνου το χέρι του σηκώθηκε και σκέπασε το στόμα της. και σαν γύρισε τρομαγμένη να τον κοιτάξει, εκείνος της έγνεψε να κάνει ησυχία. Κατέβασε το χέρι του. Έμεινε στητή κι ακίνητη σαν καμινάδα και τέντωσε τα αυτιά της για να αφουγκραστεί. Κάπου μακριά άκουσε οπλές αλόγων να πλησιάζουν. Ο Τζέιμι σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και πήγε δίπλα στην πόρτα, όπου είχε αφήσει το ξίφος του. Η Σοφί τον παρακολουθούσε με τρόμο να ζώνεται το ξίφος του. Τώρα οι οπλές ακούγονταν δυνατότερες, κι ύστερα, σαν να προσπέρασαν, άρχισαν να ξεμακραίνουν. Ο Τζέιμι γύρισε προς το μέρος της. «Αν έχεις διάθεση, μπορείς να γεμίσεις δυο βαθιά πιάτα με λαγό μέχρι να πάω έξω να ρίξω μια ματιά». Του ένευσε καταφατικά, αν και δεν την ενθουσίαζε η ιδέα να σερβίρει το λαγό τη στιγμή που ήθελε η ίδια να τρέ-ξει επάνω και να κρυφτεί σαν λαγός. Όταν έμεινε μόνη της αποφάσισε πως δεν ήθελε να την περάσει για δειλή, έτσι πήρε δυο βαθιά πιάτα και δυο κουτάλια και τα γέμισε με τον πλούσιο αρωματικό ζωμό με τα λαχανικά και το κρέας. Έμοιαζε στην υφή με την παραδοσιακή γαλλική μπουγιαμπέσα. Τοποθέτησε τα πιάτα στο τραπέζι και κάθισε να περιμένει, μα η νευρικότητά της μεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν του συνέβαινε οτιδήποτε, και συνειδητοποίησε πόσο σημαντικός ήταν για την επιβίωσή της. Η σκέψη αυτή της θύμισε ότι αυτός και μόνο τη χώριζε από τα χέρια των Αγγλων. Ευχήθηκε να ήξερε περισσότερα για τη ζωή εκεί στη Σκοτία, για όλα τα μαρτύρια και τις δοκιμασίες που υπέμενε καθημερινά αυτός ο γενναίος λαός. Στη Γαλλία είχε ακούσει μερικές αόριστες ιστορίες για τους Σκοτσέζους* ιδίως για εκείνους που ζούσαν στα Χάιλαντς έλεγαν ότι ελάχιστη διαφορά είχαν απ’ τους
βαρβάρους. Όμως αυτά δεν της είχαν δώσει την παραμικρή ιδέα για τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετώπιζε ο Τζέιμι. Κάθε τόσο έφτανε ως τη Γαλλία κάποια ιστορία για το μίσος που έτρεφαν οι περισσότεροι Χαϊλάντερ για τους Αγγλους, καθώς και για τις θηριωδίες που διέπρατταν εναντίον τους οι Εγγλέζοι. Ακούγονταν κι άλλες ιστορίες, για το πώς οι Σκοτσέζοι ευγενείς συνήθως συμμαχούσαν με τους Αγγλους, φτάνοντας, καμιά φορά, μέχρι και να προδώσουν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους. Αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο λόγος που οι Γάλλοι γενικούς έδειχναν συμπάθεια προς τους Σκοτσέζους. Όσο παράξενο κι αν ήταν, φαινόταν στ’ αλήθεια πως βρισκόταν πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση να νιώθει συμπάθεια για κάποιον όταν τον τσακίζουν τα βάσανα και οι βιαιότητες παρά όταν θριαμβεύει. * * * Ενόσω περίμενε τον Τζέιμι, η Σοφί χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά της στο τραπέζι και περιεργαζόταν γύρω της την κουζίνα. Ήταν ένα άνετο δωμάτιο, όχι τόσο πελώριο όσο μερικές κουζίνες κάστρων τις οποίες είχε δει. Είχε και δυο όμορφα παράθυρα, τα οποία επίσης έλειπαν συνήθως από τα κάστρα. Δυο μακριά τραπέζια είχαν σπρωχτεί κοντά στον τοίχο. ενω στο κέντρο του χώρου δέσποζε ένα μεγαλύτερο, με επιφάνεια από καλογυαλισμένη πέτρα. Κοντά στο τζάκι βρισκόταν το μικρότερο τραπέζι με τις οχτώ καρέκλες όπου είχαν σερβιριστεί τα πιάτα με το φαγητό. Απέναντι, δυο σκούρες πολυθρόνες με περίτεχνα σκα-λίσματα είχαν τοποθετηθεί η μία πλάι στην άλλη, έχοντας ανάμεσά τους το χαλί. Μπορούσε να καταλάβει γιατί άρεσε στον Τζέιμι να περνάει τόσο χρόνο στο Ντέινγκελντ. Όλα τα δωμάτια ήταν άνετα και ευρύχωρα, με όμορφη και πολυτελή, αλλά όχι υπερβολική επίπλωση. Τον άκουσε να πλησιάζει και να βροντά τα πόδια του πριν ανοίξει την πόρτα. Ο άνεμος έφερε μέσα κάποιες νιφάδες χιονιού, και η ξαφνική ριπή έκανε τις φλόγες στο τζάκι να λάμψουν για μια στιγμή ζωηρότερα. «Έπρεπε να έχεις φάει», της είπε όταν είδε τα πιάτα και τη Σοφί που τον περίμενε. «Το σκέφτηκα, αλλά δε μ’ αρέσει να τρώω μόνη». «Ναι, είναι πάντα προτιμότερο να μοιράζεται κανείς το γεύμα με φίλους». «Ανησυχούσα. Έλειπες πολλή ώρα». «Δεν ήταν τόσο πολύ όσο φάνηκε. Ο χρόνος πάντα περνάει πιο αργά γι’ αυτόν που μένει πίσω». «Είδες κανέναν;» «Ναι, ήταν μια διμοιρία Αγγλων δραγόνων στο μονοπάτι λιγότερο από ένα μίλι από δω. Τα
κουδουνίσματα από την αρματωσιά τους ήταν που έκαναν τα σκυλιά να γαβγίσουν». Πρόφερε κάθε λέξη προσεκτικά, καρφώνοντας τη με το βλέμμα σαν να ήθελε να αποτιμήσει την αντίδρασή της στην είδηση. Που ήταν αναπάντεχα έντονη, καθώς η Σοφί ανασήκωσε το κεφάλι απότομα και, φέρνοντας γρήγορα το χέρι της στο στήθος, χτύπησε κατά λάθος το κουτάλι. Αυτό τινάχτηκε από το πιάτο, σκορπίζοντας τριγύρω μια βροχή από κομμάτια λαγού και λαχανικών. Μέχρι το κουτάλι να προσγειωθεί στο πάτωμα μ* ένα μουντό κροτάλισμα. η αγωνία είχε κιόλας εξαφανιστεί από το πρόσωπό της, και η Σοφί τώρα πάσχιζε να συγκρατήσει ένα γέλιο βλέποντας μια ροδέλα καρότου να ακροβατεί επικίνδυνα πάνω στον ώμο του Τζέιμι. Προφανώς όμως η Εξοχότητά του δεν το βρήκε διασκε-δαστικό. «Δεν ήξερα πως φοβόσουν τόσο τους Άγγλους. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχω ιδέα, ξέρω μόνο πως τους φοβάμαι». Δεν πρόσεχε ιδιαίτερα τα λόγια της, έτσι που της αποσπούσε την προσοχή το καρότο. «Βλέπεις κάτι αστείο;» «Ναι. Έχεις ένα καρότο στον ώμο σου». * * * Λίγα μίλια μακριά, σε μια ταβέρνα, ο ταγματάρχης Τζακ Γου-ίντερ της 7ης Μεραρχίας Δραγόνων της Αυτού Μεγαλειότη-τος έπινε την μπίρα του παρέα με δυο άλλους αξιωματικούς. Ο υπολοχαγός Πίτερ Χέιστινγκς είχε συγκεντρώσει την προσοχή των δυο συμπατριωτών του. «Λέω πως είναι αδύνατον να έχει επιζήσει, όταν όλοι στο πλοίο χάθηκαν. Γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να την ψάχνουμε;» Ο λοχαγός Τζέφρι Ράιτ είχε την απάντηση έτοιμη. «Επειδή θέλουν να συνεχίσουμε να την ψάχνουμε μέχρι να τη βρούμε ή μέχρι να ξεβραστεί η σορός της». «Δεν ξέρουμε καν αν βρισκόταν στο πλοίο», είπε ο υπολοχαγός Χέιστινγκς. «Όσο γι’ αυτό, φαίνεται πως έχουμε λάβει ήδη επιβεβαίωση», είπε ο ταγματάρχης Γουίντερ. «Η ξαδέλφη της παραδέχτηκε πως συνοδέυσε τη μαντεμουαζέλ Ντ’ Αλαμπέρ πάνω στο πλοίο και πως έφυγε λίγο πριν αποπλεύσει». «Ισως άλλαξε γνώμη μετά την αναχώρηση της ξαδέλφηζ της, και κατέβηκε. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται απίθανο», παρατήρησε ο Χέιστινγκς. f Ο ταγματάρχης Γουίντερ ένεψε καταφατικά. «Ναι, είναι πιθανόν, αλλά θα την έβλεπαν να αποβιβάζεται».
Ο Ράιτ κοίταξε τον ταγματάρχη. «Στο μεταξύ εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να την αναζητούμε». Ο ταγματάρχης έγνεψε καταφατικά. «Μέχρι νεωτέρας». Ο Χέιστινγκς ακούμπησε την μπίρα του στο τραπέζι. «Σε πόσο μεγάλη περιοχή πρέπει να περιπολούμε;» «Πρέπει να ψάξουμε εξονυχιστικά σε ακτίνα είκοσι μιλιών», απάντησε ο ταγματάρχης, «αλλά επιπλέον βρίσκονται σε επιφυλακή κάποια συντάγματα σε όλη τη Σκοτία, όπως και οι κατάσκοποί μας». Ο Ράιτ σφύριξε. «Κάποιος πρέπει να θέλει απεγνωσμένα τη μικρή». «Δε λες τίποτα», είπε ο ταγματάρχης χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Αυτό είναι σίγουρο». «Γιατί όμως την ψάχνουμε;» ρώτησε ο Χέιστιγκς. «Δε συνηθίζουμε να βοηθάμε τους Γάλλους. Ποιος νοιάζεται τόσο πολύ να τη βρει;» «Ο δούκας του Ρόκιγχαμ», είπε ο ταγματάρχης, κι ύστερα γέλασε με τις εκφράσεις στα πρόσωπα των άλλων δύο. «Σχεδόν τη λυπάμαι», είπε ο λοχαγός Ράιτ κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. «Ίσως θα ’πρεπε να τη λυπάμαι κι εγώ, μόνο που είναι Γαλλίδα και, εφόσον δεν τρέφω παρά μόνο μίσος για τους Γάλλους, θα ’λεγα πως της αξίζει οτιδήποτε πάθει. Κι αυτό συμπεριλαμβάνει το δούκα του Ρόκιγχαμ και τους ομοίους του», πρόσθεσε ο Χέιστινγκς. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω όμως είναι γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ ο δούκας για λόγου της». «Χρόνια τώρα έχει βάλει τους κατασκόπους του να κυνηγούν τους ιακωβίτες στη Γαλλία», είπε ο ταγματάρχης. «Φαίνεται πως σ’ ένα ταξίδι του εκεί, την είδε και έχασε το νου του. Λένε πως είναι καλλονή». «Κατάλαβα», είπε ο Χέιστινγκς. «Ομορφονιά και εγγονή του Λουδοβίκου ΙΔ'... Μήπως εννοείς ότι ο δούκας σκέφτεται να την παντρευτεί ο ίδιος;» Ο ταγματάρχης ένευσε καταφατικά. «Α, ναι. Και δεν το σκέφτεται απλώς. Είχε την πανουργία να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο γαλλικό Στέμμα, με αποτέλεσμα να του δοθεί υπόσχεση ότι θα την αρραβωνιαστεί. Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα την έστελναν στην Αγγλία για να παντρευτεί το δούκα. Φυσικά, όταν γίνονταν αυτά ο δούκας του Ρόκιγχαμ είχε καλές σχέσεις με τον ξάδελφό της, το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ'. Τώρα ακούω ότι ο Γάλλος βασιλιάς δεν έχει και σε τόση εκτίμηση το δούκα όσο πριν». «Περίμενε μισό λεπτό», είπε ο Ράιτ. «Κάτι δεν κολλάει εδώ. Είπες ότι η ξαδέλφη της την συνοδέυσε στο πλοίο πριν σαλπάρει. Γιατί να τη στείλουν ασυνόδευτη στην Αγγλία σ’ ένα πλοίο που είχε προορισμό τη Νορβηγία;» «Οι Γάλλοι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό», είπε ο ταγματάρχης. «Φαίνεται πως η μαντεμουαζέλ είχε σχέδια για τη ζωή της τα οποία δεν περιελάμβαναν το δούκα του Ρόκιγχαμ. Πήρε την κατάσταση στα χέρια της και σχεδίαζε την απόδρασή της στη Νορβηγία πριν ο ξάδελφός της τη στείλει στην
Αγγλία. Το συγκεκριμένο πλοίο δεν ήταν προγραμματισμένο να σαλπάρει για Αγγλία». Ο Χέιστινγκς κούνησε το κεφάλι πιάνοντας το νόημα. «Και τώρα κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται... αν είναι ακόμα ζωντανή, βεβαίως». «Ακριβώς», είπε ο ταγματάρχης και ύψωσε το ποτήρι του. Οι τρεις άντρες γέλασαν και έκαναν μια πρόποση στην καλή τύχη που θα τους βοηθούσε να εντοπίσουν σύντομα τη μικρή, ή το πτώμα της.
Κεφάλαιο 8 Δουλειά δεν είχε ο Διάβολος Πήγε να ξελογιάσει τη Λαίδη Πόλταγκριου. Η Λαίδη, ξελογιασμένη από κρυφό καπρίτσιο, Προς μεγάλο άχτι του ξελόγιασε τον ίδιο. -Ιλέρ Μπέλοκ (1870-1953), Αγγλος ποιητής, ιστορικός και δοκιμιογράφος, γαλλικής καταγωγής. Στίχοι και Σονέτα. «Σχετικά με τη Λαίδη Πόλταγκριου, έναν Δημόσιο Κίνδυνο» (1923) Η Σοφί βρισκόταν στο Ντέινγκελντ μία βδομάδα εκείνο το πρωί που καθόταν μελαγχολική στο κρεβάτι της. Αρχιζε να νιώθει σαν φυλακισμένη. Δεν είχε βγει καθόλου από την ημέρα που ο Τάβις την έφερε εκεί. Ο Τζέιμι είχε χτυπήσει νωρίτερα την πόρτα της για να της πει πως πήγαινε για ψάρεμα και για να της δίόσει τις ίδιες οδηγίες όπως κάθε πρωί πριν φύγει. «Θα επιστρέφω πριν το μεσημεριανό γεύμα, κοπελιά. Μείνε στο σπίτι και μην ανοίξεις την πόρτα σε κανέναν». Η Σοφί ένιωθε πολύ καλύτερα, κι ίσως γι' αυτό είχε αρχίσει να βαριέται αφόρητα. Μη βρίσκοντας τίποτ' άλλο να την εμπνέει, αποφάσισε να κατεβεί ως τη βιβλιοθήκη για να πάρει κάτι να διαβάσει. Ίσως μάλιστα, αν ήταν πολύ τυχερή, να έβρισκε κάτι στη μητρική της γλώσσα. Ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσε στ’ αλήθεια την εξαιρετική αρχιτεκτονική του θαυμάσιου εκείνου οικήματος με την πολυτελή διακόσμηση, την τόσο μεγαλόπρεπη, με τα σκαλιστά σε στυλ ροκοκό φεστόνια των τοίχων, τα σφαιρικά άκρα των αετωμάτων και τις περίτεχνες υδρίες. Από το παράθυρο της αίθουσας του χορού είδε ένα τμήμα των επίσημων κήπων του πάρκου, καθως και μια αυλή. Παντού υπήρχαν σκηνές κυνηγιού, γλεντιοΊν αλλά και πληθιορικές εικόνες των τεσσάρων εποχών, όμως αυτά δεν αποσπούσαν διόλου την προσοχή από τις αναπαραστάσεις του Διονύσου και της Αρτέμιδος πάνω στα ξύλινα φατνώματα των τοίχων της μεγάλης αίθουσας του χορού. Αργότερα, ύστερα από μια μικρή αδιάκριτη περιπλάνηση, ανακάλυψε πως τα ίδια θέματα
φιγουράριζαν και στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Τζέιμι. Η Σοφί είχε ολοκληροισει μια πλήρη περιήγηση του οικήματος και βολτάριζε στον κήπο, όταν μπήκε ο Τζέιμι στη ράχη ενός γκρίζου επιβήτορα. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα από ταραχή στη θέα του. Αραγε θα ένιωθε πάντα έτσι όταν εκείνος βρισκόταν κοντά της; Θύμισε στον εαυτό της ότι στην πραγματικότητα δεν είχε σημασία, αφού ούτως ή άλλως δε θα έμενε μαζί του για πολύ. Σύντομα θα ήταν αναγκασμένη να φύγει. Ακόμα κι αν οι Αγγλοι δεν είχαν ξεκινήσει να την αναζητούν, ήξερε πως σύντομα θα το έκαναν. Στο μεταξύ θα έπρεπε να σκεφτεί την επόμενη κίνησή της και το πού θα μπορούσε να πάει ώστε να μην την ανακαλύψει κανείς. Ο Τζέιμι της έκανε διαρκώς συντροφιά τελευταία, και η Σοφί συνειδητοποιούσε πόσο πολύ είχε συνηθίσει στην παρέα του. Ακόμα κι όταν έφευγε για λίγες ώρες, εκείνη νοσταλγούσε την έντονη παρουσία του. Ένιωθε άνετα μαζί του, και η απουσία του απ’ τη ζωή της θα άφηνε ένα μεγάλο κενό που ίσως να μην το συμπλήρωνε ποτέ κανείς. Έφερε το χέρι της αντήλιο και τον παρατήρησε που κάλπαζε προς το μέρος της -ένα θέαμα που η Σοφί δε θα κουραζόταν ποτέ να βλέπει. Είχε δέσει τα μαλλιά του πίσω με το δερμάτινο λουρί, και ο άνεμος είχε ελευθερώσει μερικές τούφες, δίνοντάς του έναν αέρα ωμής αρρενωπότητας. Πρόσεξε πως ήταν ζωσμένος με το ξίφος του, ενώ δυο πιστόλια βρίσκονταν στη θήκη της σέλας. Αναρωτήθηκε αν τα κουβαλούσε στο ψάρεμα ή αν, όταν επέστρεψε στο σπίτι και διαπίστωσε την απουσία της, τα πήρε μαζί του βγαίνοντας να την αναζητήσει. Οι άκρες των χειλιών της ανασηκώθηκαν σ’ ένα χαμόγελο, το οποίο όμως γρήγορα έσβησε όταν είδε τη σοβαρή, απαθή έκφρασή του. Ο Τζέιμι έφερε το άλογό του δίπλα της, έπιασε το μπροστάρι της σέλας κι έγειρε προς το μέρος της. «Σου είπα να μείνεις στο σπίτι, κοπελιά». «Ναι, αλλά...» Γύρισε το πόδι του πάνω από τη σέλα και ξεπέζεψε στη στιγμή. Την άρπαξε από τα μπράτσα και την ταρακούνησε. «Όταν δίνω μια εντολή, περιμένω να την υπακούσεις». «Να την υπακούσω;» επανέλαβε εκείνη σοκαρισμένη από την επιλογή της λέξης. «Δεν ήξερα πως είσαι ο αυτο-κράτορας». «Είμαι βασιλιάς σ’ αυτό το σπίτι και βασιλιάς του κάστρου Μόνλεϊ, καθώς και αρχηγός του κλαν των Γκρέιαμ. Και, σε ό, τι αφορά όλα ετούτα, απαιτώ υπακοή». «Εγώ δεν είμαι ένα από τα κτήματά σου». «Αν θυμάμαι σωστά, εσύ δεν είσαι σίγουρη ούτε ποια είσαι ούτε τι είσαι. Δεν περιμένω να
καταλάβεις όλα όσα σου λέω, ούτε θα ανεχτώ να αμφισβητείς τις αποφάσεις που παίρνω. Ο ρόλος σου είναι να υποτάσσεσαι στο λόγο μου. τίποτα περισσότερο. Ο λόγος μου είναι νόμος. Το κλαν μας ζει μ’ αυτό τον κώδικα εδώ και αιώνες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Θα κάνεις καλά να το θυμάσαι αυτό». «Εγώ δεν είμαι μέλος του κλαν σου», του είπε και σκέ-φτηκε πως η μέρα δεν εξελισσόταν όπως ήλπιζε. «Όσο βρίσκεσαι στη φροντίδα μου είσαι μέλος του σπιτιού μου». «Τότε μάλλον είναι καιρός να φύγω. Νιώθω καλύτερα. Είναι ώρα να φροντίσω η ίδια τον εαυτό μου». «Θα φύγεις όταν σου το επιτρέψω εγώ, όχι νωρίτερα». «Δεν μπορείς να με κρατάς εδώ παρά τη θέλησή μου. Ίσως να μην ξέρω ποια είμαι, αυτό όμως δε με κάνει αιχμάλωτη». «Ω, μα και βέβαια είσαι αιχμάλωτη μου, και θα σε κρατήσω εδώ για το δικό σου καλό και για την προσωπική σου ασφάλεια, μέχρι να εξιχνιάσουμε το μυστήριο της ταυτότητάς σου, να βρούμε από πού έρχεσαι και πώς θα επικοινωνήσουμε με την οικογένειά σου. Και τώρα πάψε την γκρίνια. Είμαι παραπάνω από δίκαιος που σου δίνω αυτή την προειδοποίηση. Αν ήσουν μέλος του κλαν μου, θα σε ξυλοκοπούσα». Η Σοφί πήρε κοφτή ανάσα. «Δε θα τολμήσεις να σηκώσεις χέρι επάνω μου». «Αν με παρακούσεις ξανά, θα το διαπιστώσεις, κοπελιά». «Μάλλον είναι δικό μου λάθος που δεν κατάλαβα ότι ο μοναδικός τρόπος για να κρατήσεις μια γυναίκα είναι να την αιχμαλωτίσεις». Τραβήχτηκε απότομα από κοντά του και ετοιμάστηκε να κάνει μεταβολή όσο πιο θεατρικά μπορούσε, αφήνοντας τον Τζέιμι να μονολογεί. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί την άρπαξε από τα μπράτσα και την εμπόδισε να κάνει έστω κι ένα μικρό βήμα. Την κοίταξε για μια στιγμή μισοκλείνοντας οργισμένος τα μάτια, σαν να μην πίστευε αυτό που την είχε ακούσει να ξεστομίζει. Ήξερε πως ήταν αιχμάλωτή του, με κάθε έννοια της λέξης, γιατί εκείνος είχε όλα τα πλεονεκτήματα κι εκείνη κανένα, εκτός από το αξιοθρήνητο γεγονός πως ήταν γυναίκα, κάτι που η Σοφί πίστευε πως ο Τζέιμι θα τιμούσε μόνο όταν τον βόλευε. «Κάτι ακόμα», άρχισε να της λέει. «Όταν θέλω να κρατήσω μια κοπέλα, δε χρειάζομαι να την έχω αιχμάλωτή μου. Με το να την αφήσω να ζεστάνει το κρεβάτι μου τη δεσμεύω περισσότερο απ’ το να την κρατάω κλειδωμένη στο δωμάτιό της να λαχταράει το ανέφικτο». «Να λαχταράει το ανέφικτο...» Ποτέ άλλοτε δεν την είχαν ταπεινώσει έτσι, και η Σοφί σκέφτηκε για μια στιγμή να τον χαστουκίσει. Και θα το έκανε, όμως δεν ήταν σίγουρη ότι ο Τζέιμι δε θα της το ανταπέδιδε, οπότε αρκέστηκε στα λόγια: «Είσαι πρόστυχος», του είπε.
«Όχι πρόστυχος, κοπελιά... ειλικρινής». Άνοιξε το στόμα της κι ύστερα το έκλεισε πάλι, αποφασίζοντας πως δεν τη συνέφερε να τον εξοργίσει περισσότερο. Ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό, έκρινε, να παραμείνει σιωπηλή και μουτρωμένη. «Πρέπει να καταλάβεις ότι δε βρίσκεσαι πια στη Γαλλία, κι ότι στη Σκοτία τα πράγματα γίνονται διαφορετικά. Όταν σου λέω κάτι, έχω την απαίτηση να με υπακούς. Ίσως να μη σου αρέσει κι ίσως να μην το καταλαβαίνεις, αλλά θα κάνεις ό,τι σου λέω. Αν αρχίσεις να με αμφισβητείς ή να παραβαίνεις τις οδηγίες μου, αυτό μπορεί να αποβεί θανάσιμο και για τους δυο μας. Εδώ δεν είναι Γαλλία, και δεν έχουμε τόσο πολιτισμένη μορφή κυβέρνησης. Είσαι ένα κορίτσι με ανεξάρτητο πνεύμα, και σε θαυμάζω γι’ αυτό, πραγματικά, αλλά υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες ένας άντρας πρέπει να έχει τον έλεγχο. Κι αυτό σημαίνει πως θα κάνεις ό.τι λέω, είτε σου αρέσει είτε όχι». «Εντάξει», του είπε, φανερά θυμωμένη. «Λυπάμαι που βγήκα να πάρω λίγο καθαρό αέρα... για πρώτη φορά ύστερα από την ημέρα που έφτασα εδω». «Αυτό εννοώ. Λες ένα πράγμα, και πιστεύεις άλλο. Σου θυμίζω πως πρέπει να πιστεύεις αυτά που σου λέω με όλη σου την καρδιά, άσχετα αν το θέλεις ή όχι. Την υπακοή σου θέλω, κοπελιά, όχι την απολογία σου. Δε θα ξεμυτίσεις από το Ντέινγκελντ μέχρι να αποδείξεις την προθυμία σου να ανταποκριθείς στις διαταγές μου ή τις απαιτήσεις μου, χωρίς ερωτήσεις. Για το δικό σου καλό, ελπίζω αυτό να μην ξα-νασυμβεί, γιατί αν ξανασυμβεί θα σε τιμωρήσω. Μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό». Σκεφτόταν να του ρίξει μια κλοτσιά στο καλάμι όταν της είπε: «Τώρα έλα να σε βοηθήσω να ανέβεις για να γυρίσεις στο σπίτι μαζί μου με το άλογο». «Προτιμώ να περπατήσω... αν βέβαια έχω τη βασιλική σου άδεια». «Όταν σου μπει μια ιδέα δε σου βγαίνει με τίποτα. Αγύριστο κεφάλι που είσαι, μα την πίστη μου!» Η Σοφί έστρεψε την ανασηκωμένη μύτη της προς το Ντέινγκελντ κι άρχισε να περπατάει. Δεν την ακολούθησε, όπως εκείνη ήλπιζε, κι αυτό την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Όταν έφτασε στο χαλικόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι, ο ήλιος είχε ήδη χαθεί και χιόνιζε. Πελώριες, χοντρές νιφάδες έπεφταν γύρω της αργά. Τυλίχτηκε ακόμα πιο σφιχτά στη δανεική μπέρτα, κουρνιάζοντας με ευγνωμοσύνη στη γούνινη επένδυσή της. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Τζέιμι να ιππεύει προς τους στάβλους, όμως δε γύρισε να τον κοιτάξει και προτίμησε να συνεχίσει να περπατάει με το χιόνι να πέφτει ο πρόσωπό της. Συνειδητοποίησε ότι ευχόταν να γίνει πα-κολόνα, μόνο και μόνο για να του περάσει το μήνυμά της. κατάλαβε όμως γρήγορα πως μια πεθαμένη από το κρύο γυναίκα δεν θα ένιωθε κανένα αίσθημα θριάμβου. Δεν πάει να πνιγεί, σκέφτηκε. Κι εγώ λογάριαζα να του πω την αλήθεια για το παρελθόν μου και το
λόγο που έφυγα απ’ τη Γαλλία... Ας γελάσω! Ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε τίποτα εκτός από την ωμή βία. Χτύπησε την παλάμη στο μέτωπό της. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ανόητη; Πώς μπορούσε να τον θεωρεί ικανό για συμπόνια ή κατανόηση; Πόσο χαζή γινόταν μερικές φορές... Δε θα την καταλάβαινε αν του μιλούσε για τη μοναξιά της, ούτε για το θάνατο του αγαπημένου πατέρα της, όπως δε θα τον ενδιέφερε να ακούσει πως η μητέρα της είχε παντρευτεί ξανά με κάποιον άντρα που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη Σοφί για να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά. Γιατί να τον νοιάζει αν ο δούκας του Ρόκιγχαμ έδινε στο βασιλιά πλούσια δώρα και κιλά χρυσάφι, γιατί να σκοτιστεί αν η Σοφί ένιωθε πως την πουλούσαν στο σκλαβοπάζαρο του γάμου μ’ έναν άντρα στην ηλικία του πατέρα της, έναν άνθρωπο που απεχθανόταν; Όχι, δε θα του μιλούσε για τη μοναχική ζωή της καθώς μεγάλωνε με το μοναδικό αδερφό της. που ήταν αρκετά μεγι λύτερος από την ίδια, ούτε για τα χρόνια που πέρασε στο μωναστήρι, όπου προσευχόταν να βρει μια μέρα τον ήροιά τη Ήξερε πως δε θα μπορούσε να κατανοήσει το όνειρό τι, ς να βρει έναν άντρα με τα μακριά μαύρα μαλλιά και το δυνατό προφίλ των Βίκινγκ προγόνων του· έναν άντρα που Οα την αγαπούσε, θα την προστάτευε και θα την κρατούσε πάντα στο πλευρό του, επειδή θα την έβλεπε σαν ισότιμη του κι όχι σαν τμήμα της κινητής περιουσίας του. Ένιωσε το ρυάκι απ’ τα ζεστά δάκρυα να λιώνει το χιόνι στο πρόσωπό της. Είχε πολλή αγάπη μέσα της για να τη δο'ισει στον άντρα των ονείρων της, μόνο που τώρα καταλά-βαίνε πως ήταν λάθος να σκεφτεί πως αυτός ο άντρας μπορεί να ήταν ο Τζέιμι. Έφτασε σ’ ένα σιντριβάνι και στάθηκε να χαζέψει τους παγοκρυστάλλους που σχηματίζονταν ολόγυρά του. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Τζέιμι να βγαίνει από τους στάβλους και να πλησιάζει προς το μέρος της. Η Σοφί δεν ήθελε να τη δει έτσι. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του μανικιού της και βλαστήμησε το αίμα των Βουρβόνων που κυλούσε στις φλέβες της κι όλο το φορτίο της δυστυχίας που κουβαλούσε μαζί του. Νιώθοντας την ανάγκη να ξεσπάσει σε κάτι, να καταστραφεί και κάτι άλλο εκτός απ’ τις ελπίδες της, άνοιξε τα κουμπιά στο λαιμό της και αναζήτησε το χρυσό μενταγιόν. Το άρπαξε στην παλάμη της και τράβηξε απότομα τη λεπτεπίλεπτη αλυσίδα, την οποία στη συνέχεια εκτόξευσε στο σιντριβάνι, σαν να μπορούσε με την κίνηση αυτή να αλλάξει το ποια ήταν, το παρελθόν απ’ το οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει. Μάζεψε τις φούστες της και διέσχισε τρέχοντας την υπόλοιπη διαδρομή προς το σπίτι, χωρίς να σταματήσει όταν έφτασε στις σκάλες αλλά συνεχίζοντας όσο γρήγορα της επέτρεπαν τα πόδια της. Μόλις μπήκε στο δωμάτιό της στάθηκε με την πλάτη στην πόρτα, τα μάτια κλειστά, ανασαίνοντας λαχανιασμένη. * * *
Καθώς προχωρούσε προς το σιντριβάνι ο Τζέιμι την είδε να τρέχει πίσω στο σπίτι. Είχε αποφασίσει να την αφήσει να φύγει. Δεν μπορούσε να της επιτρέψει ανυπακοή, και ήξερε πως ήταν κάτι που έπρεπε να το ξεκαθαρίσει η ίδια με τον εαυτό της. Εκείνη τη στιγμή δε θα της άρεσε η παρέμβασή του. Ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του και τα συναισθήματά της πολύ έντονα. Όχι, δε θα την κυνηγούσε. Όχι αυτή τη φορά. Αυτό δε σήμαινε πως δεν ήθελε να πάει κοντά της. Την ποθούσε πολύ, και ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της, τίποτ’ άλλο δε σκεφτόταν. Ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να σβήσει από τη μνήμη του το λυγερό γυμνό κορμί της, το αλαβάστρινο στήθος κι εκείνες τις μικρές ηδονικές κραυγές που έβγαιναν από μέσα της. Ήταν γι’ αυτόν ένα αίνιγμα, ένας περισπασμός, ένα μυστήριο, ένας πονοκέφαλος και η πιο ξεροκέφαλη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του. Και σίγουρα δεν ήταν υπηρέτρια κάποιας κυρίας. Θα μπορούσε να είναι εταίρα, μα για κάποιο λόγο ήταν βέβαιος πως ήταν ανέγγιχτη. Θα έπρεπε να παντρευτεί... Αλλά όχι μαζί του. Πιθανότατα θα γινόταν καλή σύζυγος... Κάποιου άλλου. Έπρεπε να την αφήσει να φύγει... Μα όχι ακόμα. Ο πόθος γι’ αυτήν τον τρυπούσε σαν βέλος που καρφωνόταν βαθιά στην καρδιά του. Έβλεπε διαρκώς την εικόνα της μπροστά του, λαμπερή και ζωηρή σαν κερί μέσα στο σκοτάδι, ώσπου την κατάπινε η απειλητική σκιά της δυσπιστίας. Δεν μπορούσε να αγαπήσει μια γυναίκα που δεν την εμπιστευόταν. Η ανησυχία τον κυρίεψε. Τρύπωσε τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες του. Έγειρε πίσω το κεφάλι του και ανέπνευ-σε βαθιά, έχοντας την ανάγκη να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό του. Ένιωθε μια μόνιμη αναστάτωση, και θα συνέχιζε να τη νιώθει ώσπου να ανακάλυπτε τι του έκρυβε. Ήθελε να τη βοηθήσει, μα έπρεπε να τον εμπιστευθεί αρκετά ώστε να τον αφήσει να μπει στη ζωή της. Ο Τζέιμι δεν μπορούσε να διορθώσει τα λάθη αν δεν ήξερε ποια ήταν.
Ποτέ στη ζωή του δε θυμόταν να αντιμετώπισε ξανά τέτοια κατάσταση όπου δεν είχε τις απαντήσεις, και, το χειρότερο, αγνοούσε ποιες ήταν οι ερωτήσεις. Θα συνέχιζε να προχωρεί έτσι, χαμένος στις σκέψεις του, αν δεν πρόσεχε κάτι γυαλιστερό στον πάτο του μικρού σιντριβανιού. Όταν το έβγαλε, είδε πως ήταν το μενταγιόν με το ανάγλυφο κρινάνθεμο. Έπρεπε να ήταν αυτό που φορούσε η Σο-φί. Σκέφτηκε αρχικά πως ίσως έσπασε το κούμπωμα και της έπεσε, όταν όμως είδε πως το σπάσιμο βρισκόταν στη μέση της αλυσίδας, ήξερε πως θα πρέπει να τραβήχτηκε με τη βία. Πώς όμως; Και γιατί; Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν προφανή λόγο για τον οποίο η Σοφί τράβηξε το μενταγιόν απ’ το λαιμό της και το έριξε στο σιντριβάνι. Από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί* μόνο αυτή θα μπορούσε να το είχε κάνει. Το έριξε στην τσέπη του παραξενεμένος και συνάμα βέβαιος πως το κόσμημα είχε κάποια ξεχωριστή αξία για τη Σοφί, αλλιώς δε θα το φορούσε. Τι πολύπλοκη, εξοργιστική γυναίκα που ήταν!
Κεφάλαιο 9 Οι φιλονικίες δε θα διαρκούσαν τόσο αν το φταίξιμο ανήκε μόνο στη μία πλευρά. -Λα Ροσφουκώ (1613-1680), Γάλλος συγγραφέας. Αξιώματα ή Αφορισμοί και Αξιώματα Ηθικής (1665) Η Σοφί κλείδωσε την πόρτα της κι ύστερα, πάνω στα νεύρα της, της έδωσε και μια κλοτσιά. Ήταν ο πιο εξοργιστικός άντρας που είχε ποτέ τη δυστυχία να γνωρίσει. Έλπιζε πως δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ, και για να το σιγουρέψει έσπρωξε το μπαούλο από τα πόδια του κρεβατιού ως την πόρτα. «Ορίστε», είπε ξεσκονίζοντας τα χέρια της μεταξύ τους και ευχήθηκε να ήταν το ίδιο εύκολο να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Η καρδιά της χτυπούσε από τη φυσική προσπάθεια όσο κι από την οργή. Φορώντας ακόμα την μπέρτα της, άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο δωμάτιο, βρίζοντάς τον στα γαλλικά και στολίζοντάς τον με κάθε αισχρό επίθετο που μπορούσε να σκεφτεί. Όμως αυτό δεν ξεθύμανε τη λύσσα της, οπότε άνοιξε δι-άπλατες τις πόρτες και βγήκε έξω. Ο αέρας δυνάμωνε κι άρχισε να ανεμίζει την μπέρτα, να την τραβάει πίσω από τους ώμους της. Ακούμπησε το χέρι της στο παραπέτο και γύρισε το πρόσωπό της στον άνεμο για να νιώσει το κρύο του χιονιού να τσιμπάει το δέρμα της, θέλοντας ο φυσικός πόνος να ταιριάζει μ’ αυτό που
κουβαλούσε μέσα της. Δεν κατάλαβε πως εκείνο που έβρεχε το πρόσωπό της δεν ήταν οι νιφάδες αλλά τα ίδια της τα δάκρυα. Έφερε το χέρι στα μαλλιά της και τα ένιωσε κοκαλωμέ-να. Αναρωτήθηκε πιος θα ήταν αν ξάπλωνε και αφηνόταν να πεθάνει από το κρύο. Της είχαν πει πως ήταν ένας ανώδυνος θάνατος, απλώς θα κοιμόταν και δε θα ξυπνούσε ποτέ. Φυσικά, είχε πάρει μια γερή γεύση την ημέρα που τη βρήκε ξυλιασμένη ο Τάβις. Πρώτα θα υπέφερε αρκετή ώρα από το κρύο και το τρέμουλο πριν φτάσει στο σημείο να αποκοιμηθεί, και αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να διώξει το ενδεχόμενο από το μυαλό της. Θεέ και Κύριε! Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόση απελπισία. Δεν μπορούσε να επιστρέφει στη Γαλλία, γιατί ο ξάδερφός της, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ', θα ισχυριζόταν πως η Σοφί πρόσβαλε την τιμή του και θα την έστελνε κατευθείαν στην Αγγλία και τον Ρόκιγχαμ. Ούτε εδώ όμως μπορούσε να μείνει άλλο, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα την εντόπιζαν οι Αγγλοι. Πού θα πήγαινε; Είχε χάσει τα πάντα όταν το πλοίο τσακίστηκε στα βράχια... τα ρούχα της, τα χρήματα, το παρελθόν και το μέλλον της. Σήμερα είχε μάθει πως οι Αγγλοι περιπολούσαν στην περιοχή, και δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως δεν αναζητούσαν εκείνη. Είχε διαπράξει μια σοβαρή προσβολή, σύμφωνα με τη γνώμη και των δύο χωρών. Δε θα την άφηναν να γλιτώσει. Θα την έβρισκαν και θα την έκαναν να το πληρώσει. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Έτσι χαμένη στη θλίψη της, δεν τον άκουσε να πλησιάζει κι ούτε είχε ιδέα πως βρισκόταν στο δωμάτιο, ώσπου ένιιοσε μια ζεστή παρουσία πίσω της. Ήξερε από ένστικτο πως ήταν ο Τζέιμι. «Πώς μπήκες;» «Έχω το κλειδί της πόρτας. Όσο για το μπαούλο, ήταν εύκολο να το σπρώξω πιο πέρα». Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της, τη γύρισε προς το μέρος του και την τράβηξε κοντά του. Πήρε το πιγούνι της και ανασήκωσε το πρόσωπό της να την κοιτάξει. Όταν τη φίλησε, τα χέρια του χώθηκαν κάτω από την μπέρτα της, κι ένα σύννεφο από νιφάδες στριφογύρισε γύρω τους καθώς την κρατούσε έτσι σφιχτά στην αγκαλιά του, σαν να φοβόταν μην τη χάσει. Αν τα φιλιά ήταν βιβλία, το συγκεκριμένο θα ήταν έπος, γιατί ήταν παρατεταμένο, διδακτικό, περιπετειούδες και εντυπωσιακό, και ήταν ηρωικό για τη Σοφί το ότι τελικά επέζησε από τη σαρωτική του επίθεση. Τα χείλη του άγγιξαν τη μικρή λακκούβα του λαιμού της. Ξεροκατάπιε και ταλαντεύτηκε ζαλισμένη επάνω του, εντελώς απροετοίμαστη για την αίσθηση που της προκάλε-σε η γλώσσα του πάνω στη δική της, ερευνητική, ενθαρρυντική, προκλητική...
Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε όταν της έλεγε «Με το να την αφήσω να ζεστάνει το κρεβάτι μου τη δεσμεύω περισσότερο απ’ το να την κρατάω κλειδωμένη στο δωμάτιό της να λαχταράει το ανέφικτο». Τα χέρια της γαντζώθηκαν από τα μπράτσα του και ο κόσμος σαν να υποχώρησε κάτω από τα πόδια της. Μια ζεστή, υγρή έξαψη δόνησε το κορμί της, που βόμβισε σαν χαμηλό-τονο βιολοντσέλο. Η σάρκα της έκαιγε στο άγγιγμά του, και η Σοφί λαχτάρησε να βρεθεί ακόμα πιο κοντά του, να νιώσει όλη την παρηγοριά και την προστασία του σκληρού κορμιού του να την τυλίγει. Ακούσε αόριστα τον ήχο του ανέμου να σφυρίζει καθώς ο Τζέιμι έκλεινε τις πόρτες και την οδηγούσε μέσα στο δωμάτιο. «Σοφί, γιατί στεκόσουν εκεί έξω; Είσαι μούσκεμα, τουλάχιστον όπου δεν έχεις κοκαλώσει από το κρύο. Τι προσπαθείς να κάνεις, να αυτοκτονήσεις;» Έβγαλε από πάνω της την μπέρτα και τίναξε απαλά το χιόνι απ’ τα μαλλιά της. Για μια στιγμή την άφησε, μόνο για να επιστρέφει κοντά της μ’ ένα κομμάτι ύφασμα. Κανείς από τους δύο δε μιλούσε καθώς ο Τζέιμι σκούπιζε τα μαλλιά της. Ύστερα από λίγο αναστέναξε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια τύλιξε το ύφασμα γύρω από το κεφάλι της σαν τουρμπάνι, πριν αρχίσει να τρίβει ζωηρά τα χέρια της για να τα ζεστάνει. Ούτε που κατάλαβε η Σοφί ποια στιγμή σταμάτησε να της τρίβει τα χέρια κι άρχισε να φιλάει τις άκρες των παγωμένων δαχτύλων της, το ένα μετά το άλλο. Οι σκέψεις της τότε ταξίδεψαν μακριά του, πίσω σε μια άλλη εποχή. «Θυμάμαι κάποιον... τη γιαγιά μου, νομίζω. Συνήθιζε να το κάνει αυτό». «Ποιο πράγμα; Να σου φιλάει τα δάχτυλα;» «Ουί». Κατένευσε και το κεφάλι της άγγιξε το στέρνο του. Ο Τζέιμι την τράβηξε κοντά του και έτριψε για λίγο την πλάτη της. Μετά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στην πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Ανάδεψε για μια στιγμή τις στάχτες και πρόσθεσε περισσότερα ξύλα, ύστερα τράβηξε το γούνινο κάλυμμα του κρεβατιού, το τύλιξε γύρω της και κάθισε δίπλα της παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του. Φίλησε το μάγουλό της. «Πες μου τι άλλο σε απασχολεί, εκτός από το θυμό σου για μένα». Δεν ένιωθε πια θυμωμένη και προσπάθησε μάταια να βρει τα λόγια για να εκφραστεί, όμως οι σκέψεις της ήταν ασυνάρτητες και οι λέξεις χοροπηδούσαν ασύνδετες μέσα στο μυαλό της. Τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Γιατί δεν μπορείς να με εμπιστευτείς;» Δάκρυα θόλωσαν την όρασή της. Ήθελε να του μιλήσει, ήθελε να νιώσει τη σιγουριά πως ο Τζέιμι θα την προστάτευε. Όμως δεν μπορούσε, όσο κι αν αυτό την έθλιβε. Δια-κυβευόταν το μέλλον της, ακόμα και η ζωή της.
Έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτική. Δεν απάντησε στην ερώτησή του. Αντί γι’ αυτό, του έκανε μια δική της ερώτηση. «Θα μου κάνεις έρωτα;» «Ναι, αλλά όχι τώρα». Είχε ένα απίστευτα όμορφο χαμόγελο, το οποίο τραβούσε την προσοχή στα τέλεια δόντια του, όπως μία κορνίζα αναδεικνύει ένα πορτραίτο. Παρατήρησε τα μάτια του, εντυπωσιασμένη από την ιδιαίτερη, σταχτοπράσινη απόχρωσή τους. Ήθελε να μιλήσει, αλλά ο κόμπος στο λαιμό της εμπόδιζε τη φωνή να βγει από μέσα της. Δίπλωσε τις γροθιές της, τις πίεσε δυνατά πάνω στο στομάχι της και έγειρε προς το μέρος του. Ήταν κουρασμένη. Είχε κουραστεί να κρύβεται, να λέει ψέματα, να πολεμάει απαρχαιωμένους νόμους, να πιστεύει πως μπορούσε να ξεγελάσει δύο ισχυρές χώρες. Ευχόταν να μπορούσε να ξαναγίνει παιδί, ή να μην είχε πεθάνει ο πατέρας της, ή να είχε γεννηθεί άσχημη, ή τουλάχιστον κόρη φτωχών. Ευχόταν οι ευχές της να έλυναν για μια φορά όλα τα προ-βλήματά της. Και τότε άρχισε να κλαίει, επειδή της ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσει, να σκεφτεί, να του δώσει κάποια ιδέα για όσα είχε περάσει ή για όσα φοβόταν πως θα της συνέβαιναν αν την έπιαναν. Tώρα όλα είχαν μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, και η περίπλοκη κατάσταση σφυροκοπούσε το μυαλό της. Ήξερε πως άρχιζε να αιχμαλωτίζεται από τη γοητεία αυτού του άντρα, ήξερε με κάθε βεβαιότητα πως τον ερωτευόταν. Και αυτό από μόνο του ήταν μια πρόσθετη περιπλοκή. Προσπάθησε να του πει ότι λυπόταν, ότι δεν ήταν μια γυναίκα συνηθισμένη σε ψέματα, απάτες και δάκρυα, αλλά τα λόγια έγδερναν το λαιμό της κι ένιωθε σαν να αιμορρα-γούσε μέσα της. Τα μάτια και η μύτη της έκαιγαν. Το κεφάλι της πονούσε και το κορμί της ήταν τόσο παγωμένο, που είχε μουδιάσει. Η μόνη αίσθηση που διατηρούσε ήταν το κάψιμο στο δέρμα του αυχένα της, εκεί απ’ όπου είχε τραβήξει την αλυσίδα. Σκούπισε τη μύτη της κι έγνεψε αρνητικά. «Είναι ανώφελο. Δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν είναι εδώ το σπίτι μου. Είμαι μια ξένη, σ’ ένα ξένο μέρος, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους. Ακόμα και το φαγητό είναι παράξενο. Χρειάζομαι να πάω... κάπου... κι αυτό είναι που με τρελαίνει, επειδή δεν ξέρω πού να πάω! Γιατί να μην ξέρω πού είναι αυτό το μέρος;» «Πες μου. Πες μου πού θέλεις να πας, και θα σε πάω εγώ. Πες μου τι φοβάσαι, γιατί δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Θα σε προστατεύσω ακόμα και με τη ζωή μου. Πες μου, και θα βρω ένα μέρος για σένα. Κάπου όπου θα νιώθεις άνετα και ασφαλής. Θέλεις να γυρίσεις πίσω... στη Γαλλία;» Έγνεψε αρνητικά. «Όχι». «Τι σου συμβαίνει;» Αρχισε πάλι να κλαίει. «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω»; επανέλαβε κι έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα χέρια της.
«Τότε κλάψε, γιατί το κλάμα καθαρίζει τη γυναικεία καρδιά με τρόπο που ο άντρας δεν μπορεί να καταλάβει». Αυτό και μόνο της έφερε περισσότερα δάκρυα. Πώς τολμούσε να καταλαβαίνει τόσο καλά τις γυναίκες! Κι όμως, καταλάβαινε, και την κρατούσε αγκαλιά αφή-νοντάς τη να κλάψει, χωρίς να της κάνει ερωτήσεις, περιμέ-νοντας ώσπου να στεγνώσουν τα δάκρυά της. Όταν ένιωσε κάπως καλύτερα, ήταν εξαντλημένη και πονούσε παντού. Έτσι, καθόταν εκεί με τα μάτια της πρησμένα και τη μύτη κατακόκκινη. Πόσο υπέροχο θα ήταν αν αυτή τη στιγμή ξυπνούσε και ανακάλυπτε πως όλα ετούτα δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης! Όταν κι αυτή η αίσθηση πέρασε, απλώς ένιωσε νυσταγμένη. «Μάλλον άρχισα να ζεσταίνομαι», του είπε, «αλλά δέν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Κανείς ποτέ δε ζεσταίνεται στη Σκοτία». Χασμουρήθηκε και κούρνιασε πάνω του, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να ξέρει πόση ώρα κοιμήθηκε, ξύπνησε όμως όταν εκείνος τη μετέφερε στο κρεβάτι της. Δεν του είπε τίποτα καθώς την έγδυνε, αφήνοντάς τη με τα εσοόρουχα, κι ύστερα τη σκέπαζε με τις κουβέρτες. Κάθισε δίπλα της, την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη λικνίζει τρυφερά. «Θα μου κάνεις έρωτα;» Ακούσε το απαλό γέλιο του. «Ναι, αλλά όχι τοόρα. Κοιμήσου». * * * Δεν έφυγε ούτε στιγμή από δίπλα της, ώσπου την είδε να ανοίγει τα μάτια της και να συνοφρυώνεται που τον αντίκριζε στην ίδια θέση. «Είσαι ακόμα εδώ;» τον ρώτησε με κακόκεφο ύφος. «Ναι, είμαι ακόμα εδώ. Εσύ είσαι ακόμα θυμωμένη;» «Φυσικά. Τίποτα δεν το άλλαξε αυτό». «Νόμιζα πως ένιωσες καλύτερα όταν έκλαψες». «Νιώθω καλύτερα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως τα παράτησα. Μπορεί να χάνω -προφανούς είσαι πιο μεγαλόσωμος από μένα-, αλλά δε θα παραδοθω ποτέ», του είπε υψώνοντας αγέρωχα τη μύτη. Ο Τζέιμι γέλασε. «Δεν είμαστε δυο εχθροί που πολεμάμε, κι ούτε σου ζήτησα να μου παραδώσεις τη ζωή σου. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια ανακωχή;» «Θες να πεις, να μην κερδίσει κανείς από τους δυο μας;»
«Ή να μη χάσει κανείς από τους δυο μας». Το χαμόγελο έκανε τα μάτια του να λάμψουν λίγο περισσότερο, γιατί δεν μπορούσε να κρύψει την απόλαυση που ένιωθε κοντά της -ακόμα κι όταν ήταν θυμωμένη. Η Σοφί δεν είχε ιδέα πόσο οδυνηρά όμορφη ήταν με τα θεσπέσια καστανά μαλλιά λυμένα στους ώμους της, τις μακριές μεταξένιες τούφες απλωμένες στα μπράτσα του και το στήθος της. Μια μακριά μπούκλα έπεφτε γύρω απ' το λαιμό της, και όταν ο Τζέιμι την απομάκρυνε είδε το άσχημο κόκκινο σημάδι στο δέρμα της. Άφησε το δάχτυλό του να χαϊδέψει τη γρατσουνιά και τη φίλησε, αποφάσισε όμως να μην της πει πως είχε βρει το με-νταγιόν. Δεν την είχε απαλλάξει εντελώς απ' την κακοκεφιά της, κι ούτε ήθελε να διαπιστώσει πού ακριβώς βρίσκονταν τα όριά της αυτή τη στιγμή. Η υπόθεση του μενταγιόν μπορούσε να περιμένει. Πρόσεξε πως η Σοφί τον κοιτούσε καχύποπτα. «Τι; Έκανα κάτι;» «Θέλω να μάθω τι είναι αυτό που θέλεις». Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν με έκπληξη. «Τι θέλω; Δε θυμάμαι να είπα πως θέλω κάτι. Γιατί με ρωτάς κάτι τέτοιο;» «Με καλοπιάνεις. Κι όταν κάποιος καλοπιάνει κάποιον, θέλει κάτι απ’ αυτόν». «Είμαι απλώς επιεικής επειδή θέλω να είσαι χαρούμενη». «Γιατί;» «Διότι βρίσκεσαι υπό την προστασία μου και με ενδιαφέρει η ευημερία σου. Όταν είσαι ευχαριστημένη, η ευθύνη μου γίνεται πιο ευχάριστη». «Το κάνεις να ακούγεται σαν να είμαι μεγάλος μπελάς». Το χαμόγελο που τράβηξε τα χείλη του συνοδεύτηκε από ένα κοφτό γέλιο. «Οι ευθύνες δεν είναι πάντοτε δυσάρεστες. Μερικές φορές μπορεί να δίνουν χαρά». Όταν σήκωσε το χέρι του για να χαϊδέψει το λαιμό της με την ανάποδη της παλάμης του, είδε τα μπλε μάτια της να σκουραίνουν καθώς τον κοιτούσε σκεφτική. «Εγώ τι από τα δύο είμαι;» Σήκωσε το δάχτυλό του για να χαϊδέψει μια σκούρα μπού-κλα που απλωνόταν σαν ερωτηματικό πάνω στο στήθος της. Πρόσεξε πως η Σοφί παρατηρούσε το χέρι του καθώς έπαιζε με την μπούκλα των μαλλιών της. «Εσύ είσαι σκέτη απόλαυση, Σοφί. Πάντα». Ξαφνικά η προσοχή της εστιάστηκε στα δάχτυλά της και η Σοφί εξέτασε προσεκτικά τα νύχια της. Ο Τζέιμι πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του, τα έφερε στα χείλη του και φίλησε κάθε παλάμη
ξεχωριστά. Φίλησε την απαλή, τρυφερή επιδερμίδα των καρπών, και τέλος οδήγησε τα χέρια της να τυλιχτούν στο λαιμό του. Αυτή η κίνηση έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Ο Τζέιμι είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα. Ποτέ δεν του είχε φανεί πιο αθώα απ’ αυτή τη στιγμή. «Είσαι μια πολύ θελκτική γυναίκα, ακόμα κι όταν προσπαθείς να μην είσαι». Το στόμα του χαμήλωσε στο δικό της και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της για να την κρατήσουν σφιχτά. Η μεταξένια αίσθηση του δέρματός της στο δικό του τον συγκλόνισε. Ακόμα και πάνω από τα ρούχα τους ένιωθε το καλλίγραμμο θηλυκό κορμί, που τόσο όμορφα ταίριαζε στις σκληρές επιφάνειες του δικού του. Τα χέρια του άρχισαν ένα ήπιο εξερευνητικό ταξίδι επάνω της, και κάθε κίνησή του συνοδευόταν από ένα φιλί. «Με δυσκολεύεις πολύ να θυμηθώ για ποιο λόγο ήμουν θυμοίμένη μαζί σου», του είπε. «Το ξέρω», της ψιθύρισε ενω τα χείλη του έπαιζαν με την ευαίσθητη περιοχή γύρω από το αυτί της. «Αν έλεγα ότι ζητώ συγνώμη για οτιδήποτε είπα ή έκανα που σε έθιξε, τότε θα με συγχωρούσες;» «Σε συγχωρώ αυτή τη φορά, αλλά μην προκαλείς την τύχη σου. Ντ ακόρ;» «Σύμφωνοι, μικρή μάγισσα». Τον παρακολουθούσε με τα απαλά χείλη της μισάνοιχτα, και ο Τζέιμι ήξερε πως η στιγμή είχε έρθει. Ήθελε το στόμα του επάνω της, ήθελε τη γεύση της στη γλώσσα του, ήθελε τα χείλη και τα μέλη της να του ανοιχτούν, με τη δική της, ελεύθερη βούληση. Είχε περάσει ένα βασανιστικό δίωρο κρατώντας την αγκαλιά όσο εκείνη κοιμόταν, με τις απαλές καμπύλες του στήθους της να τρίβονται πάνω στο μπράτσο του με κάθε ανάσα της, σαν να τον προκαλούσε. Κάποια στιγμή είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο στήθος της και το αγκάλιασε, ευτυχής και μόνο που το κρατούσε επειδή ήταν ένα κομμάτι που της ανήκε. Ήταν η στιγμή της καθαρής αλήθειας, ελεύθερης από λαγνεία ή πόθο. Σύντομα η τόση εγγύτητά της έγινε αβάσταχτο μαρτύριο. Την ήθελε απελπιστικά. Ήθελε να τη γυρίσει ανάσκελα και να ξαπλώσει επάνω της, να ανοίξει το στόμα της με το στόμα του, τα πόδια της με τα δικά του. Ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να την αφήσει να φύγει μακριά του. Ήταν δική του και του ανήκε. Μια αιωνιότητα μαζί της δε θα ήταν αρκετή. Τι ειρωνεία της τύχης να τη γνωρίσει μόλις αποφάσισε να αρραβωνιαστεί με κάποιαν άλλη!
Κεφάλαιο 10
Ο καλύτερος τρόπος για να νικήσεις τον πειρασμό είναι να του παραδοθείς. -Κλεμεντίνα Στέρλινγκ Γκρέιαμ (1782-1877), Σκοτσέζα συγγραφέας. Εξαπατήσεις «Σουαρέ στης κυρίας Ράσελ» (1859) Η Σοφί ήξερε πως θα της έκανε έρωτα. Ήξερε πως έπρεπε να τον εμποδίσει. Ήξερε επίσης πως δε θα τον εμπόδιζε. Όπως κι εκείνος, ένα μέρος των κινήτρων της ήταν η καθαρή λαγνεία, γεννημένη από μια δυνατή φυσική επιθυμία να σμίξει μαζί του, δίχως να αφήσει όλα τα παρεπόμενα αισθήματα αγάπης ή τρυφερότητας να την κατευθύνουν. Ήξερε πως την ήθελε κι εκείνος, αν και δε συνειδητοποιούσε πως η λαχτάρα της γι’ αυτόν τροφοδοτούνταν από τη δική του δυνατή έλξη και ερωτική επιθυμία. Δεν ήξερε ποτέ ότι ένας άντρας μπορούσε να είναι τόσο αισθησιακός και τόσο αφημένος ταυτόχρονα στη γοητεία της σάρκας, ούτε πόσο έντονα μπορούσε αυτό να την επηρεάσει. Ήξερε μόνο πως ένιωθε να την τυλίγει η μαγική λάμψη του πόθου του. Ήταν μια εξαίσια αίσθηση, σαν να βουτούσε σε ζεστό νερό ή σαν να αποκοιμιόταν με τον ήλιο να ζεσταίνει το πρόσωπό της. Ήθελε να σμίξει μαζί του, μα δεν ήταν εντελούς σίγουρη ότι μόνο η λάγνα επιθυμία της γι’ αυτόν την κινητοποιούσε, γιατί της είχε περάσει απ’ το μυαλό η σκέψη πως ο Τζέι-μι Γκρέιαμ ίσως αποδεικνυόταν ο σωτήρας και προστάτης της... άθελά του φυσικά. Το να κάνει έρωτα μαζί του ενείχε τον κίνδυνο μιας εγκυμοσύνης, κάτι τέτοιο όμως ίσως τελικά να αποτελούσε ευλογία, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο θα γλίτωνε από τον εφιάλτη του μισητού προξενιού κι από μια ζωή γαμήλιας σκλαβιάς σ’ έναν άντρα που αποστρεφόταν. Έδιωξε τη σκέψη πως θα μπορούσε να είναι αρκετά τυχερή ώστε να έχει τόσο τον Τζέιμι -αφού δεν αποκλειόταν τελικά να την ερωτευτεί- όσο και το τέλος του αρραβώνα της μ’ εκείνο το σιχαμερό σκουλήκι, το δούκα του Ρόκιγχαμ. Ακολούθησε η υπενθύμιση των λόγων του πατέρα της. «Οι ευλογίες δεν έρχονται ποτέ κατά ζεύγη, Σοφί, όπως η δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη». Δεν ήταν τόσο απερίσκεπτη για να σκεφτεί πως είχε μέλλον με τον Τζέιμι. Δεν υπήρχε κανένα μέλλον για τους δυο τους, ούτε θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν αισθήματα μεταξύ τους. Την ήθελε επειδή ποθούσε το σώμα της. Συνεπώς, όπως είπε στον εαυτό της, τον ήθελε κι εκείνη επειδή ήταν απαραίτητο μέρος του σχεδίου της για να σωθεί από τα νύχια του δούκα. Είχαν κι οι δυο μια ανάγκη να εκπληρώσουν, και θα ήταν ένα καθαρό σαρκικό σμίξιμο, χωρίς δεσμεύσεις και αισθήματα να το περιπλέκουν. Αν ο Τζέιμι την άφηνε έγκυο, ήταν βέβαιο πως ο δούκας ίου Ρόκιγχαμ θα φρόντιζε να ακυρώσει πάραυτα τον αρραβώνα. Κανένας άντρας με την ισχύ του δούκα δε θα ανεχόταν το στίγμα μιας γυναίκας με το νόθο παιδί άλλου. Ιδίως το νόθο παιδί ενός Σκοτσέζου.
Η Σοφί ήταν πρόθυμη να υποστεί την ντροπή, την ταπείνωση, ακόμα και την αποστροφή της οικογένειας και της πατρίδας της, αρκεί να μη γινόταν ποτέ αυτός ο γάμος. Διέθετε σημαντική κληρονομιά τόσο από τη μητέρα όσο και από τη γιαγιά της, και θα ήταν σε θέση να ζήσει άνετα για την υπόλοιπη ζωή της. Πόνεσε βαθιά όταν αποδέχτηκε το γεγονός ότι η εγκυμοσύνη του παιδιού του Τζέιμι σήμαινε πως δε θα παντρευόταν ποτέ. Έδωσε όμως κουράγιο στον εαυτό της και έδιωξε μακριά τις εικόνες που ονειρευόταν από παλιά: έναν τρυφερό και αφοσιωμένο σύζυγο, έναν παντοτινό γάμο κι ένα σπίτι γεμάτο παιδιά. Πόνεσε κι όταν θυμήθηκε τις μέρες που έζησε πλάι στον πατέρα που λάτρευε -τον πολυάσχολο δούκα, ο οποίος περνούσε αμέτρητες ώρες στη μεγαλοπρεπή βιβλιοθήκη του στο σατό τους στην Ακουιτανία. Όσο λίγες κι αν ήταν αυτές οι μέρες, ήταν εντούτοις φορτωμένες με πολύτιμες αναμνήσεις. Ένα συγκεκριμένο περιστατικό ξεχώριζε στο νου της, όταν κάποτε σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατέβηκε να τον βρει. Στη διάρκεια της συζήτησής τους, της είπε ότι υπήρχαν κάποιες στιγμές στη ζωή που οι άνθρωποι έπρεπε να παίρνουν αποφάσεις με βάση τα γεγονότα τα οποία αντιμετώπιζαν κι όχι τις επιθυμίες τους. «Σου το λέω αυτό, μον τρεζόρ, επειδή ξέρω πως έχεις μια τάση να μπλέκεις το αληθινό με το ψεύτικο κι απ' αυτά να βγάζεις κάτι αληθοφανές. Όσο πολύ κι αν επιθυμείς κάτι, δεν μπορούμε να κάνουμε ένα σουφλέ να φουσκώσει δυο φορές. Έχε πρακτικό πνεύμα, Σοφί, θησαυρέ μου. Πάνω απ’ όλα πρέπει να είμαστε πάντα πρακτικοί. Καταλαβαίνεις τι λέω;» «Ναι, μπαμπά. Είναι αυτό που είπε κι ο Μολιέρος: “Ζω με καλή σούπα, όχι με ωραία λόγια”». Ακόμα και τώρα της ζέσταινε την ψυχή η θύμηση του πατέρα της, που έριξε πίσω το λιονταρίσιο κεφάλι του ξε-σπώντας σε γέλια, πριν την πάρει στην αγκαλιά του και της δώσει ένα φιλί γεμάτο λατρεία. Να είσαι πρακτική λοιπόν, υπενθύμισε στον 'εαυτό της. Ήξερε πως ο Τζέιμι ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Μόλις το ειδύλλιό τους εδώ τελείωνε, εκείνος θα επέστρεφε στην αγκαλιά της γυναίκας την οποία σκόπευε να κάνει σύζυγό του. Και θα ξεχνούσε για πάντα τη Σοφί. Ναι, έπρεπε να είναι πρακτική. Πάνω απ’ όλα, δε θα άφηνε τον εαυτό της να τον ερωτευτεί. Σίγουρα όμως δε θα την έβλαπτε και τόσο αν νοιαζόταν γι’ αυτόν μόνο λίγο ή αν τον ποθούσε, αφού η πόρτα του πάθους είχε ανοιχτεί διάπλατη μπροστά της -και της ήταν πολύ δύσκολο να την κλείσει μόνη. Υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν έτρεφε ερωτική επιθυμία ή πάθος, αλλά εμπνεόταν από τα δυνατά, βαθιά αισθήματα που είχε γι’ αυτόν. Μη έχοντας ερωτευτεί όμως ποτέ της, δεν ήξερε ποια ακριβώς ήταν η φύση αυτοόν των αισθημάτων. Δε γνώριζε αν ο έρωτας γεννιέται από αυτά ακριβώς τα βαθιά, σταθερά συναισθήματα ή αν έρχεται σαν φυσική συνέπεια του πόθου. Τώρα τη χάιδευε η ζεστασιά της ανάσας του και μια εκτεταμένη ανατριχίλα τη διέτρεξε καθώς τα χείλη του άρχισαν να διαγράφουν αργούς κύκλους πάνω στο δέρμα της. Κάθε νέα αίσθηση έφτανε
μακρύτερα και βαθύτερα από την προηγούμενη, και η ανάσα της έγινε κοφτή. Έβλεπε τα μάτια του να γίνονται θολά, και κατάλαβε πως ήταν εξίσου ηδονικό για εκείνον, σκέψη που την ικανοποίησε και τη γέμισε με ένα αίσθημα δύναμης. Έκλεισε τα μάτια της κι ένιωσε το αμυδρό άρωμα του Μπουνιού στο δέρμα του πριν την κλείσει απαλά μέσα στη ζεστή, παρηγορητική αγκαλιά του. Η θέρμη που ανέδιδε το κορμί του την έκανε να χαλαρώσει. Ένιωσε τα τρυφερά χέρια του να χαϊδεύουν το πρόσωπο και το λαιμό της με ανεξάντλητη υπομονή, κι ύστερα ακολούθησε ένα στοργικό φιλί στο μάγουλό της. Το φιλί εκείνο, με τη συγκρατημένη του τρυφερότητα, την έπεισε να κάνει όσα δε θα την έπειθε κανένας εξαναγκασμός, και η Σοφί κειτόταν ακίνητη, κάπου ανάμεσα στα έντονα, σκληρά φώτα της πραγματικότητας και στα απαλά, διακριτικά χρώματα ενός ονείρου. «Ξέρεις πού θα οδηγήσουν όλα αυτά;» Ήξερε καλά τι τη ρωτούσε. Πώς μπορούσε όμως να του πει ότι, όσο κι αν μπορεί να αντιστεκόταν, δεν υπήρχε ούτε στιγμή που να μην τον ήθελε; Κοίταξε μέσα στα μάτια του που ήταν μαύρα σαν οψιδιανός, υγρά σχεδόν από τον πόθο. «Δείξε μου», του είπε. «Θέλω να σου κάνω έρωτα, όλο και περισσότερο κάθε φορά που σε βλέπω, αλλά μόνο με τη δική σου συγκατάθεση. Δε θα μου άρεσε να το θυμάσαι και να σκέφτεσαι πως έγινε παρά τη θέλησή σου. Θέλω να ξέρεις απολύτως τι συμβαίνει εδώ. Θέλω να με θέλεις όσο κι εγώ». Η Σοφί παρατήρησε το πώς η λάμψη του κεριού έβαφε τα σκούρα μαλλιά του στο χρώμα του ήλιου κι έκανε τη σάρκα του να λάμπει σαν πασπαλισμένη με χρυσόσκονη. Τα μαλλιά του ανέδιναν άρωμα πεύκου και φρέσκου αγέρα. Τα μπράτσα του της πρόσφεραν ασφάλεια και προστασία, ό,τι ακριβώς της χρειαζόταν. Την κρατούσε κοντά του και το σώμα της παλλόταν από ερωτική επίγνωση. Ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτ’ άλλο εκτός από την ανάγκη της να μοιραστεί αυτόν το χρόνο μαζί του, να νιώσει το κορμί του δίπλα της, να γνωρίσει το άγγιγμα των χεριών του πάνω στα μυστικά μέρη του δικού της κορμιού. Ένιωσε την αλλαγή στο σώμα του, το σφίξιμο του δέρματος και των μυών που είχε προκαλέσει η ερωτική έξαψη κι ο πόθος. «Σ’ έχω ανάγκη», της ψιθύρισε. «Τώρα, Σοφί. Τώρα». Η ένταση των λόγων του που χάιδεψαν τη γυμνή σάρκα της την έκανε να αναρριγήσει, να αντιληφθεί πως της είχε αφαιρέσει και τα υπόλοιπα ρούχα, και μάλιστα με τη δική της βοήθεια. Τώρα ένιωθε την κάψα του δέρματός του πάνω της, και ήξερε πως ήταν κι εκείνος γυμνός όπως αυτή. Η ζεστή γλώσσα του βγήκε να την αναζητήσει, και η Σοφί άνοιξε το στόμα της λιώνοντας πάνω του. Θα μπορούσε να ζήσει πολλές τέτοιες νύχτες μαζί του ή θα μπορούσε να ζήσει μονάχα αυτήν, έτσι αποφάσισε να του τα δώσει όλα.
Θα μπορούσε να έχει αυτή τη νύχτα ενθύμιο για την υπόλοιπη ζωή της... να θυμάται για πάντα αυτή τη νύχτα της νιό-της και του πάθους της, μια νύχτα στη διάρκεια της οποίας τίναξε όλες τις αναστολές της στον αέρα αφήνοντάς τον να τη μεταφέρει σ’ ένα μέρος μαγικό, όπου θα έσμιγε με τον άντρα που επιθυμούσε όσο τίποτ’ άλλο. Ένιωθε πως ήταν όλα τέλεια και σωστά. Δεν ένιωθε ντροπή που βρισκόταν ξαπλωμένη γυμνή δίπλα του ή που του επέτρεπε να της κάνει όλα όσα της έκανε. Άνοιξε τον εαυτό της να τον δεχτεί, στέναξε απαλά και γαντζώθηκε από πάνω του επειδή ήξερε πως δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. «Θα μπορούσα να περάσω ολόκληρη τη νύχτα φιλώντας σε... παντού. Θέλω να σου κάνω έρωτα, αλλιώς δεν μπορώ να διατηρήσω τα λογικά μου. Δε σκέφτομαι τίποτ' άλλο από την ημέρα που ο αδερφός μου σε έφερε στη ζωή μου. Όσες φορές κι αν σε κάνω δική μου, κάθε φορά θα μοιάζει με την πρώτη φορά». Φίλησε τα στήθη της, πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο, κι αυτά αντέδρασαν στα αέρινα, υγρά φιλιά του σκληραίνο-ντας, ενώ οι μύες στην κοιλιά της συσπάστηκαν κι αυτοί. «Η επιδερμίδα σου μοιάζει με γυαλισμένο φίλντισι... τόσο λείο, φίνο και δροσερό στον πυρετό που με καίει». Γύρισε και μετατόπισε το σωμα του ώστε να ξαπλώσει ολόκληρος πάνω της... Η Σοφί αναγνώρισε την παραφορά της διέγερσής του, που έκαψε σαν πυρωμένο σίδερο τη σάρκα της. Ένιωθε πως το να βρίσκεται μαζί του ήταν σωστό, αλλά χρειάστηκε να παλέψει με τον πειρασμό να απλώσει το χέρι της εκεί και να τον αγγίξει, όχι επειδή ήταν πολύ ντροπαλή για να το κάνει, μα γιατί ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, και η αβεβαιότητα έλεγχε τις κινήσεις της σαν να ήταν μαριονέτα. Όμως επέτρεψε στα χέρια της να ταξιδέψουν ελεύθερα στη λεία, μυώδη επιφάνεια του στέρνου του, εκεί όπου ένιωθε όλη τη δύναμη συγκεντρωμένη κάτω από τη λεπτή σφιχτή επιδερμίδα. Εκείνος τότε αναζήτησε το στόμα της για ένα ακόμα φιλί, πιο παρατεταμένο και έντονο από το προηγούμενο, και το ερεθισμένο σώμα του την έσπρωχνε σαν ερώτημα επιτακτικό. «Ναι», του απάντησε. «Σε παρακαλώ... ναι». «Είσαι σίγουρη, Σοφί;» Μετακίνησε τα πόδια της και άκουσε την απάντησή του σε έναν αναστεναγμό. * * * Δε θα μπορούσε να τον εκπλήξει περισσότερο αν τραβούσε ένα σπαθί και τον έκοβε στα δύο. Ήξερε πως όλα αυτά ήταν καινούρια για τη Σοφί, κι όμως εκείνη τον δέχτηκε με μία παραφορά που εκτόξευσε στα ύψη και τη δική του επιθυμία. Ένιωθε τα απαλά στήθη της να πιέζουν τη γυμνή σάρκα στο στέρνο του σε κάθε ανάσα της. Τα χέρια του περιπλανύθηκαν κατά βούληση πάνω στην εξαίσια και άσπιλη ομορφιά του μαγευτικού κορμιού της, και η αντίδρασή της ήταν μια γλυκιά έκσταση που τον κατέκλυσε απ’ άκρη σ’ άκρη λόγω του γνήσιου πάθους της.
Το στόμα του κόλλησε στο δικό της αρκετές φορές ακόμα πριν τελικά χαμηλώσει στα στήθη της, όπου πήρε τις σκληρές κορφές ανάμεσα στα χείλη του. Ήθελε να την αγγίξει σ’ όλα τα μέρη που ήξερε πως θα την ξετρέλαινε, και την ίδια στιγμή φοβόταν πως ο ασυγκράτητος πόθος του γι’ αυτήν μπορούσε να την πληγώσει. Η Σοφί ήταν ένας δυνατός άνεμος που φυσούσε πάνω στα αναμμένα κάρβουνα της λαχτάρας του. Κι όταν το χέρι της τυλίχτηκε γύρω του, τότε εκείνος παραδόθηκε στις φλόγες. Σοφί... Ψιθύρισε το όνομά της σαν να ήταν σονέτο, ύστερα την άγγιξε όπως τον είχε αγγίξει εκείνη, και η ηδονική, ξαφνιασμένη αντίδρασή της παραλίγο να του στοιχίσει κάθε αυτοέλεγχο. «Κορίτσι μου», της είπε καθώς διείσδυε μέσα της, κρατώντας τη σταθερά επάνω του από τους γυμνούς γλουτούς. Την άκουσε να στενάζει και ρώτησε αν την πονούσε. «Μόνο όταν σταματάς για να κάνεις ερωτήσεις». Σάρκα πάνω στη σάρκα, δυο κορμιά ζεστά, υγρά, απόλυτα ταιριασμένα μεταξύ τους σε μια τέλεια ένωση που έμοιαζε ικανή να διαρκέσει για μια αιωνιότητα. Τώρα, μετά από μια ατέλειωτη αναζήτηση, ο Τζέιμι ένιωθε σαν να είχε ξαναβρεί ένα από καιρό χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Έσυρε τους γοφούς του πάνω στους δικούς της και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. Έφτασε στην κορύφωση μ’ ένα στεναγμό κι ύστερα χαλάρωσε με απόλαυση μέσα της. Ο ήχος του ξεσπάσματος της τον τύλιξε σαν ηδονικός ψίθυρος από μετάξι, και σκέφτηκε πως τίποτα δε συγκρινόταν με την απαράμιλλη ευχαρίστηση να κοιμάται τυλιγμένος από τα αρωματισμένα μαλλιά της Σοφί. Αποκοιμήθηκαν για λίγο μ’ εκείνη τη μεθυστική αίσθηση κορεσμού και τρυφερότητας που ακολουθεί το ξόδεμα του πάθους. Ο Τζέιμι σκέφτηκε πως αυτή ήταν η πιο τέλεια ειρήνη από όλες. Όταν μετακινήθηκε και ένιωσε τη Σοφί στην αγκαλιά του, τη φίλησε, έτριψε τρυφερά τη μύτη του στο λαιμό της κι ύστερα σκόρπισε μυριάδες αέρινα φιλιά στις λεπτεπίλεπτες τούφες των μαλλιών της. Πολύ δυνατό... Το αίσθημά του γι’ αυτήν ήταν τόσο ισχυρό, σαν να είχε πιει κάποιο μαγικό βοτάνι. Ήδη την ήθελε και πάλι. Η Σοφί θα πρέπει να το κατάλαβε, γιατί γύρισε προς το μέρος του. «Κάνε μου έρωτα ξανά», του ψιθύρισε. Αργότερα, καθώς κούρνιαζε στην αγκαλιά του ανασαί-νοντας βαθιά και ρυθμικά, ο Τζέιμι την κρατούσε σφιχτά, σχεδόν σαν να φοβόταν να μην του φύγει. Κι όμως, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή του θριάμβου όπου είχε εκπληρώσει αυτό που επιθυμούσε να κάνει από την πρώτη στιγμή, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι είχε αποπλανήσει έναν άγγελο.
Πόσο ακριβά θα το πλήρωνε άραγε;
Κεφάλαιο 11 Μα θα φορέσω την καρδιά μου παράσημο Να την τσιμπούν τα περιστέρια· δεν είμαι αυτός που είμαι. -Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Οθέλλος (1602-1604), Πράξη 1η Σκηνή 1η Ο δούκας του Ρόκιγχαμ ήταν εκνευρισμένος και έριξε έναν εξάψαλμο που αντήχησε στους μακριούς, ελικοειδείς διαδρόμους του κάστρου του Γιόρκσαϊρ. «Λυπάμαι, Εξοχότατε, αλλά δεν καταφέραμε να την εντοπίσουμε ακόμα. Έχουμε κατασκόπους και στρατιώτες παντού και την αναζητούν. Προσφέρθηκαν αμοιβές, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία ανταπόκριση. Είναι άφαντη. Ίσως θα ήταν καλύτερο να τη θεωρήσετε νεκρή». Ο δούκας άρπαξε την πλάτη της περίτεχνα σκαλιστής καρέκλας ώσπου οι αρθρώσεις του άσπρισαν. «Μην τολμήσεις ξανά να με συμβουλέψεις, ξιπασμένο, γουρλομάτικο ανθρωπάκι. Μόνο εγώ αποφασίζω ποιο είναι το καλύτερο. Δε θα τη θεωρήσω νεκρή, επειδή δεν είναι νεκρή. Έγινα σαφής;» «Απολύτως σαφής, Εξοχότατε». «Το πτώμα της δε βρέθηκε ποτέ. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;» «Μπορεί να το παρέσυρε το ρεύμα της θάλασσας», απο-κρίθηκε ο σερ Τζάιλς Νιούλαντ. «Ανόητε! Δε νομίζεις ότι θα ήταν λίγο ειρωνικό ότι το δικό της πτώμα ήταν το μόνο που δε βρέθηκε;» Ο σερ Τζάιλς πήγε να μιλήσει, όμως ο δούκας τον εμπόδισε μ’ ένα νεύμα του χεριού του. «Είναι ώρα να αλλάξω τη στρατηγική μου, επομένως δε σε χρειάζομαι πια. Ζήτα από τον εκπρόσωπό μου να σου δώσει ό,τι σου οφείλει, κι ύστερα πες του ότι θέλω να τον δω. Τώρα!» Ο σερ Τζάιλς υποκλίθηκε και οπισθοχώρησε προς την πόρτα. «Όπως επιθυμείτε, Εξοχότατε». Πέντε λεπτά αργότερα, ο εκπρόσιοπος του δούκα, Τζέρε-μι Ασφορντ, μπήκε στο δωμάτιο και υποκλίθηκε όπως έκανε πάντοτε όταν παρουσιαζόταν στο δούκα. «Με ζητήσατε, Εξοχότατε;» Ο δούκας ολοκλήρωσε την υπογραφή του σ’ ένα τιμολόγιο πώλησης και ξαναέβαλε την πένα στη βάση της. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του και τέντωσε τα δάχτυλά του. «Ναι, σε ζήτησα. Έχω ανάγκη από έναν Σκοτσέζο». «Έναν Σκοτσέζο, Εξοχότατε;» «Ναι, αλλά όχι οποιονδήποτε Σκοτσέζο. Αυτός θα πρέπει να είναι ένας Χαϊλάντερ».
«Θέλετε να βρω έναν Σκοτσέζο Χαϊλάντερ; Οποιονδή-ποτε Χαϊλάντερ;» «Ναι, οποιονδήποτε, αρκεί να είναι προδότης». Ο Τζέρεμι χαμογέλασε κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Α, προδότης είπατε; Πολύ καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω, Εξοχότατε». «Και γρήγορα, Τζέρεμι. Ο χρόνος πιέζει». «Πολύ καλά, Εξοχότατε. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να επι-τπεύσω τα πράγματα». * * * Ο άνεμος σάρωνε το Ντέινγκελντ με μανία, μαστιγώνοντάς το με το χιόνι που στοιβαζόταν πάνω στα παράθυρα. Απέξω τα τζάμια ήταν παγωμένα, μέσα όμως τα πελώρια τζάκια εμπόδιζαν όσο ήταν δυνατόν τη μανία της φύσης. Η Σοφί στεκόταν στο παράθυρο περιμένοντας τον Τζέι-μι, που είχε πάει να ταΐσει τα άλογα, αλλά εκείνη είχε την εντύπωση ότι είχε καθυστερήσει περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν έτοιμη να πάρει την μπέρτα της και να βγει να τον αναζητήσει. Οι γνώσεις της για θέματα όπως το τάισμα των αλόγων περιορίζονταν σ’ ένα συνονθύλευμα από όσα είχε ακούσει τυχαία, από αόριστες πληροφορίες που είχε διαβάσει σε βιβλία και απ' όσα της είχε πει ο Τζέιμι, αφού η ζωή εδώ ήταν πολύ διαφορετική από τη ζωή στη Γαλλία. Δεν τον είχε δει να βγαίνει από τη θύελλα, κι ούτε τον άκουσε να μπαίνει στο σπίτι, ώσπου έφτασε στα αυτιά της ο ήχος από τις μπότες του πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Στάθηκε και τον περίμενε με αγωνία. Ο Τζέιμι τίναξε το χιόνι από το ταρτάν του και μπήκε στη βιβλιοθήκη για να ζεστάνει τα χέρια του στη φωτιά. Την είδε να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να κοιτάζει την ανελέητη κακοκαιρία. «Αυτή εδώ είναι κανονική χιονοθύελλα. Μπορεί να κρατήσει μέρες». Έτριψε τα μπράτσα του για να κυκλοφορήσει το αίμα. «Κάνει ψοφόκρυο εκεί έξω». Πήγε κοντά της, έβαλε τα μπράτσα του γύρ(θ της και την τράβηξε κοντά του. Σκόρπισε μικρά φιλιά στο λαιμό της. «Μου είναι αδύνατον να σου αντισταθιο, όπως και την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Όχι, τώρα νομίζω πως είναι χειρότερα. Δε σκέφτομαι σχεδόν τίποτ’ άλλο». Την ανασήκωσε και φίλησε ξανά το λαιμό και το σημείο πίσω από το αυτί της, εκεί όπου ήξερε πως είχε τη μεγαλύτερη ευαισθησία. Εκείνη στέναξε και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Της ξεκούμπωσε μερικά από τα επάνω κουμπιά του φορέματος της και γλίστρησε μέσα το χέρι του, βρίσκοντας το ζεστό και πλούσιο στήθος της. Του ήταν δύσκολο να πιστέψει πως είχαν περάσει μόνο δυο βδομάδες ύστερα από το πρώτο σμίξιμό
τους και ότι έκτοτε είχε χάσει το λογαριασμό πόσες φορές η Σοφί είχε ζεστάνει το κρεβάτι του. «Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα, κρατώντας σε έτσι ως την αιωνιότητα». Του χαμογέλασε. «Ή τουλάχιστον ώσπου τα πόδια σου να αρχίσουν να παγαίνουν». «Κρυοη'ουν τα πόδια σου, καλή μου;» «Πώς μπορείς και ρωτάς ακόμα, όταν ξέρεις ότι δεν έχουν ζεσταθεί από την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ; Μερικές φορές προσπαθώ να θυμηθώ πώς είναι να ξαπλώνω κάτω απ’ το ζεστό ήλιο του καλοκαιριού και να νιώθω τη θέρμη του στο πρόσωπό μου. Θεούλη μου! Δε φτάνει που έχουμε τόσο βαριά παγωνιά, πρέπει να στερούμαστε διαρκώς τη χαρά να βλέπουμε τον ήλιο; Είναι πάντα τόσο σκοτεινός και κρύος ο καιρός;» «Ναι, η Σκοτία είναι πολύ σκοτεινός τόπος, κορίτσι μου. Οι πέτρες κρατάνε υγρασία κι αυτό φέρνει αυτή την παγωνιά». Πήρε το χέρι της. «Έλα... κάθισε μπροστά στη φωτιά, πάνω στο χαλί. Είναι πιο ζεστά εκεί». Τον άφησε να την οδηγήσει στο μεγάλο τζάκι, και η Σοφί άπλωσε τα χέρια της να ζεσταθούν ενώ εκείνος έβγαλε της μπότες του και τις έβαλε μπροστά στη φωτιά να στεγνώσουν. Η ζέστη από τις φλόγες άρχισε να στεγνώνει επίσης τα ρούχα του, που ανέδιναν ατμούς. «Πότε σχεδιάζεις να επιστρέφεις στο κάστρο Μόνλεϊ;» Εκείνη τη στιγμή τη φιλούσε και δεν της απάντησε αμέσως. «Βιάζεσαι να φύγουμε;» «Ξέρεις πως η βιασύνη μου ή η έλλειψή της δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να επιστρέ-ψεις, αλλιώς θα έρθουν να σε αναζητήσουν». «Κι εσένα το ίδιο». «Εγώ πρέπει να τραβήξω το δικό μου δρόμο». Την τράβηξε κοντά του. «Ω, δε νομίζω». «Συγνώμη;» «Δεν μπορείς να φύγεις μόνη σου. Πού θα πας, δηλαδή; Δεν έχεις ιδέα ποια είσαι. Δεν έχεις χρήματα. Μαζί μου είσαι ασφαλής. Όχι, δε θα φύγεις. Όταν γυρίσω στο Μόνλεϊ θα έρθεις μαζί μου». «Τζέιμι, δε νομίζω πως θα δώσεις καλή εντύπωση αν επιστρέφεις εκεί μ’ εμένα μαζί σου. Θα δημιουργηθούν προβλήματα στη σχέση σου με την Τζίλιαν. Ή μήπως ξέχασες ότι θα την παντρευτείς;» Την έκανε να γυρίσει προς το μέρος του. Ένα ζοφερό συνο-φρύωμα απλώθηκε στα χαρακτηριστικά του καθώς την κράτησε σταθερά από τους ώμους. «Εγώ είμαι ο αρχηγός, ο αφέντης, ο ίδιος ο νόμος σε ό,τι αφορά το Μόνλεϊ και τους Γκρέιαμ. Αν επιλέξω να σε πάω εκεί για να ζήσεις, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Ούτε καν εσύ, ομορφιά μου». «Και η Τζίλιαν; Εκείνη δε δικαιούται μια εξήγηση;»
«Δε λογοδοτώ σε κανέναν. Η Τζίλιαν το γνωρίζει». «Και το δέχεται;» Έβγαλε έναν περιφρονητικό ήχο. «Η Τζίλιαν έχει γαντζώσει καλά τα νύχια της στη λεία που άρπαξε. Ίσως να μην της αρέσει που θα βρίσκεσαι εκεί, ξέρει όμως ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Η φιλοδοξία της δε φτάνει πολύ ψηλά. Της αρκεί να γίνει η κόμισσα Γκρέιαμ και κυρά του κάστρου Μόνλεϊ. και δε θέλει τίποτα περισσότερο». «Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά σε κάθε εξουσιαστική σχέση», είπε ενθυμούμενη σε πόση ίντριγκα, φθόνο και απάτη είχε γίνει μάρτυρας όταν ζούσε στη βασιλική Αυλή της Γαλλίας. Σκέφτηκε πως τα ίδια συνέβαιναν σε όλο τον κόσμο. «Σοφί, κορίτσι μου, αυτές δεν είναι έγνοιες που πρέπει να σκοτίζουν εσένα. Έχω αντιμετωπίσει χειρότερα και επιβίωσα. Δε θέλω να ανησυχείς για τίποτα, ούτε να γίνομαι η αιτία για μια ρυτίδα ανάμεσα στα όμορφα γαλανά μάτια σου. Μη φοβάσαι. Μπορώ να σε προστατέψου από τον εχθρό όπου κι αν βρίσκεται, εντός ή εκτός του κάστρου μου». «Δε θέλω να ζήσω σ’ ένα μέρος όπου θα προξενώ δυσάρεστα συναισθήματα και θα εμπνέω μοχθηρία στα μέλη του κλαν σου. Δεν ξέρω πώς θα είναι να ζω γνωρίζοντας ότι δεν έχω φίλους ή ότι όλοι ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη μου. Η κακία μπορεί να πονέσει βαθιά». «Η κακία είναι μια έγνοια ανάξια», της είπε. «Μα απλώνει πολύ μακριά χέρια». «Τι είπες;» «Τίποτα. Είναι κάτι που είχε πει ο πατέρας μου κάποτε». «Θυμάσαι τον πατέρα σου;» Μια παγίδα έχασκε στα πόδια της. Είχε αφήσει τον εαυτό της να ξεχαστεί. «Θυμάμαι κάποια πράγματα γι’ αυτόν πότε πότε. Μερικές φορές μπορώ ακόμα και να δω το πρόσωπό του, όμως δε θυμάμαι ποιος ήταν, ούτε το όνομά του». «Ποιος ήταν; Είναι νεκρός, λοιπόν;» Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. «Ναι, έχω αυτή την αίσθηση, αλλά δε θυμάμαι τίποτα περισσότερο, αν αυτό εννοείς». Είδε το σκληρό βλέμμα που σκοτείνιασε τα μάτια του και κατάλαβε πως η συζήτηση είχε τελειώσει, γιατί αμέσως ο Τζέιμι την άφησε από τα χέρια του. Πρόσεξε ένα μυ να τρεμοπαίζει στο πιγούνι του μια στιγμή πριν τον ακούσει να της μιλάει με ψυχρότητα. «Θα φύγουμε για το Μόνλεϊ μόλις κοπάσει η θύελλα».
Η φωτιά σπιθοβόλησε από ένα δυνατό ρεύμα αέρα που έριξε μια απότομη ριπή χιονιού μέσα στην καμινάδα. Στον επάνω όροφο ο άνεμος έκανε τα ψηλότερα παράθυρα των τοίχων να κροταλίζουν. Ήταν σαν να την προειδοποιούσαν τα στοιχεία της φύσης να φύγει μακριά. Κίνδυνος, έλεγαν. Κίνδυνος μπροστά σου... Ήξερε πως δεν έπρεπε να πάει στο Μόνλεϊ μαζί του. Αυτό έλεγε κάθε ένστικτο μέσα της. Θα στιγματιζόταν δημοσίως σαν ερωμένη του από τη στιγμή που θα διάβαινε το κατώφλι του. Θα υπήρχαν συγκρούσεις. Πώς όμως μπορούσε να του αντισταθεί; Η μοναδική ετι-λογή της ήταν να φύγει, αλλά πόσες πιθανότητες είχε να επιβιώσει σ’ αυτή την ξένη χώρα, παλεύοντας με τον άγριο καιρό, με τη δυσπιστία των Σκοτσέζων ή με τις περιπόλους των Άγγλων που την αναζητούσαν; Ε, αυτό δεν ήθελες, ρώτησε τον εαυτό της, να γεννήσεις το παιδί του και να στιγματιστείς σαν πόρνη; Θυμήσου, Σοφί, και μείνε συγκεντρωμένη. Όσο περισσότερο δυσφημιστείς, τόσο πολλαπλασιάζονται και οι πιθανότητες να σε αποφύγει ο δούκας του Ρόκιγχαμ... Δεν του είπε τίποτα περισσότερο, μόνο τον παρακολούθησε να γυρίζει και να φεύγει από το δωμάτιο ενώ το χαμόγελο είχε χαθεί για τα καλά από τα μάτια του. Η Σοφί στεκόταν καρφωμένη στη θέση της μη ξέροντας πού έπρεπε να πάει ή τι έπρεπε να κάνει δεν είχε βέβαια και πολλές επιλογές. Οι μέρες της γέμιζαν κυρίως με τον έρωτά τους και με τεμπελιά. Κι όταν έμενε κι άλλος χρόνος, έπαιζε λίγο πιάνο ή το ’ρίχνε στο διάβασμα. Έσφιξε τα χέρια της μεταξύ τους. Τα δάχτυλά της ήταν κρύα σαν πάγος. Σκεφτόταν πως τελικά δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά όσο νόμιζε. Το είχε σχεδιάσει πολύ καλά στο μυαλό της, όμως δυσκολευόταν να το πραγματοποιήσει. Ευχήθηκε να μπορούσε να ακολουθήσει τον Τζέιμι, αφού τότε δε θα ένκύθε τέτοια αγωνία, ήξερε όμως πως εκείνος δεν μπορούσε να αποτελεί πάντα το στήριγμά της. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να μείνει μόνη, να φτιάξει τη ζωή της και να βρει τη θέση της στον κόσμο. Τώρα έπρεπε να είναι προσεκτική. Δεν ήταν ο καιρός για να κυριευτεί από αμφιβολίες για τον εαυτό της, ούτε για να επιτρέψει στο φόβο να κυριαρχήσει στις σκέψεις της. Έπρεπε να φανεί δυνατή, γιατί μόνο ίδια μπορούσε να αποτρέψει την τελική καταστροφή της. Περιπλανήθηκε άσκοπα στο δωμάτιο, πότε πιάνοντας κάποια μινιατούρα στο χέρι της και πότε ισιώνοντας ένα μαξιλάρι, ώσπου κατάλαβε πως αποτύπωνε ασυνείδητα εκείνο το μέρος στη μνήμη της. Κατανοούσε την ανάγκη αυτή, επειδή ήξερε πως πάντοτε θα φύλαγε τη θύμηση αυτού του σπιτιού στην καρδιά της σαν θησαυρό.
Μέσα σ’ αυτό το σπίτι ήταν κορίτσι· εκεί ερωτεύτηκε, έμαθε τι σημαίνει να εγκαταλείπεσαι απόλυτα, να δίνεις την ψυχή και το κορμί σου σε κάποιον. Πάντοτε θα αγαπούσε αυτό το σπίτι, γι’ αυτό και τώρα περιεργαζόταν με μεγάλη επιμέλεια το καθετί. Σ’ αυτό το σπίτι έγινε γυναίκα, βρήκε καταφύγιο, έδωσε και πήρε πάθος στο έπακρο. Ήταν το σπίτι όπου έσμιξε παράφορα με αυτό τον άντρα, εκεί όπου οι δυο καρδιές τους πήραν φωτιά. Υπήρχαν αμέτρητες αναμνήσεις εκεί μέσα, και η Σοφί περιπλανιόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο ανακαλώντας τες με κάθε ζωηρή λεπτομέρεια, ενώ χάιδευε τις γυαλισμένες επιφάνειες επίπλων και ραφιών ή άγγιζε απαλά τα φατνώματα των παραθύρων, όπου είχε περάσει πολλές στιγμές κοιτώντας τον έξω κόσμο. Κάθε αντικείμενο πυροδοτούσε και νέες αναμνήσεις στο μυαλό της, εικόνες που θα έμεναν ανεξίτηλα χαραγμένες εκεί, τόσο ζεστές κι αληθινές όσο και την πρώτη φορά που δημιουργήθηκαν. Η τελευταία στάση της έγινε στην κουζίνα, όπου πριν δυο νύχτες είχε πάρει το μπάνιο της μπροστά στο τζάκι, παρέα με τον Τζέιμι. Είχαν κάνει έρωτα μέσα στη χάλκινη μπανιέρα με τα μέλη τους παράφορα μπλεγμένα. Στην ησυχία του λυκόφωτος άκουγε ακόμα την αμυδρή ηχώ του γέλιου τους καθώς το νερό ξεχείλιζε κι έπεφτε στο πάτωμα. Μετά εκείνος έλουσε τα μαλλιά της, τα χτένισε να στεγνώσουν μπροστά στη φωτιά και της έκανε έρωτα και πάλι, αυτή τη φορά πάνω στο κομμάτι ύφασμα που φορούσε με το ταρτάν του κλαν του. Η Σοφί προχώρησε ως την πόρτα. Πριν φύγει από το δωμάτιο έριξε μια τελευταία ματιά και αναρωτήθηκε πώς μπορούσε κανείς να αποχαιρετήσει τόσες αναμνήσεις. «Παρτίρ, σ’ ε μουρίρ εν πε», ψιθύρισε. Το να φεύγεις μοιάζει λίγο με θάνατο... * * * Έκανε ακόμα τσουχτερό κρύο όταν πέντε μέρες αργότερα έφτασαν στο κάστρο Μόνλεϊ. Ο Τζέιμι είχε τις κακές του και μέσα του βλαστημούσε τον άθλιο καιρό, το νευρικό άλογό του τον Κόρι, και πάνω απ’ όλα τη φανερή αδιαφορία της Σοφί απέναντι του και τον τρόπο που έμεινε κλεισμένη στον εαυτό της για το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού. Το μοναδικό θετικό αίσθημα απέναντι της ήταν ο θαυμασμός του για την καρτερία με την οποία είχε υπομείνει αγόγγυστα αυτό το δύσκολο ταξίδι. Απορούσε πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα να κάθεται τόσες ώρες πάνω σε ένα άλογο και να καταφέρνει να διατηρεί την πλάτη της ολόισια σαν βέργα. Η διαδρομή με τα άλογα από το Ντέινγκελντ ως το Μόνλεϊ ήταν μια δοκιμασία, ιδίως με το γρήγορο ρυθμό που ακολουθούσε ο Τζέιμι. Ακόμα και τα άλογα κόντευαν να εξαντληθούν. Ήξερε πως η Σοφί θα ένιωθε εξαιρετικά άβολα, γιατί η παγωμένη βροχή τούς μαστίγωνε για ώρες. Και δεν του διέφυγε το θέαμα των άσπρων αρθρώσεών της όταν κοίταξε τα χέρια της που κρατούσαν γερά το μπροστάρι της σέλας.
Επιπλέον ήταν μια βαρετή πορεία κατά μήκος του στενού μονοπατιού που διέσχιζε στριφογυρίζοντας τα ψηλά ορεινά περάσματα, εκεί όπου παχύ στρώμα χιονιού είχε στρωθεί στις άκρες κι ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς σε ποιο σημείο το μονοπάτι έδινε τη θέση του στο κενό. Ο κίνδυνος παραμόνευε σε κάθε στροφή, κι όμως η Σοφί δεν είπε λέξη, δεν σταμάτησε, ούτε αρνήθηκε να τον ακολουθήσει σε κάποιο σημείο. Είχε κότσια αυτή η κοπέλα, και ο Τζέιμι θαύμαζε τη δύναμή της. Μόνο όταν κατέβηκαν σε μια απόκρημνη στροφή και είδε μπροστά της να ανοίγεται ένας ανοιχτός βαλτότοπος, η Σοφί σχολίασε: «Εύχομαι αυτό να είναι το τελευταίο βουνό. Πεθύμησα να αντικρίσω μια πεδιάδα». Ο Τζέιμι γέλασε. «Τότε δεν πρέπει να ζεις στα Χάιλαντς, κοπελιά». Πρόσεξε το θλιμμένο χαμόγελό της και βλαστήμησε τον εαυτό του για τη χοντράδα του. Ήθελε να της πει κάτι για να την παρηγορήσει, οι λέξεις όμως δεν έφταναν στα χείλη του. Τελικά εκείνη πήρε την πρωτοβουλία. «Ξέρεις, δε μιλήσαμε ποτέ για την οικογένειά σου, εκτός από τότε που μου είπες ότι έχεις πέντε αδερφούς και μία αδερφή. Μίλησέ μου περισσότερο γι’ αυτούς». «Από πού να αρχίσω;» «Εφόσον είσαι ο κόμης, αυτό σημαίνει πως ο πατέρας σου έχει πεθάνει. Γιατί δεν ξεκινάς από εκεί;» «Ναι, ο πατέρας μου πέθανε... σε μια ενέδρα Αγγλων δραγόνων. Εγώ σπούδαζα στην Ευρώπη, και μόλις είχα φύγει από την Ιταλία την προηγούμενη χρονιά για να σπουδάσω στη Γαλλία. Δεν είχα ολοκληρώσει τον πρώτο χρόνο μου στο Παρίσι, όταν έμαθα πως έφεραν στο σπίτι τον πατέρα και το θείο μου με νωπό ακόμα το αίμα απ’ τις πληγές τους». «Πόσο παλιά έγινε αυτό;» «Πριν δέκα χρόνια. Ήμουν δεκαεννιά χρονών». Κι εγώ δεκατριών, σκέφτηκε η Σοφί, και ο πατέρας μου ήταν ακόμα ζωντανός. «Εύχομαι να είχες αποφύγει αυτή την οδύνη. Η απώλεια ενός γονιού είναι μια βαθιά πληγή που γιατρεύεται αργά. Καταλαβαίνω γιατί μισείς τους Αγγλους». Δεν της απάντησε, και η Σοφί συνέχισε. «Λυπάμαι που δεν ήσουν εδώ όταν συνέβη», του είπε, «γιατί ξέρω πως η απουσία σου έκανε ακόμα μεγαλύτερο τον πόνο». «Ναι, πάντα ευχόμουν να βρισκόμουν εδώ. Με ενοχλεί ακόμη το ότι έλειπα». Ο Τζέιμι βυθίστηκε στη σιωπή καθώς αναλογιζόταν πως η Σοφί ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε εκφράσει ποτέ κατανόηση για τον πόνο του να στερηθεί αυτή την ιεροτελεστία του αποχωρισμού.
Πράγματι, θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ. «Ωστόσο ήταν ο πατέρας σου που σε είχε στείλει στη Γαλλία για να σπουδάσεις, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Όταν με βρήκε μια μέρα στην αυλή να κραδαίνω το ξίφος του φωνάζοντας πως θα σκότωνα μονάχος μου όλους τους Αγγλους, με χτύπησε απαλά στο κεφάλι μου και είπε: “Όταν μάθεις να χρησιμοποιείς αυτό, τότε δε θα το χρειάζεσαι και τόσο πολύ ετούτο”. Άγγιξε το ξίφος κι ύστερα το πήρε μακριά μου. “Μόνο ένας άντρας χωρίς μυαλό πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στη μυϊκή του δύναμη”». «Κι ύστερα έφυγες για την Ιταλία». «Όχι, τον επόμενο χρόνο με έστειλε στο Εδιμβούργο, κι όταν τελείωσα εκεί πήγα πρώτα στην Ιταλία και μετά στη Γαλλία». «Και η μητέρα σου;» «Μετά το θάνατο του πατέρα μου παντρεύτηκε τον κόμη του Λάνσαϊρ». «Λάνσαϊρ... αγγλικό ακούγεται». «Είναι αγγλικό». «Η μητέρα σου παντρεύτηκε Αγγλο;» «Ναι, μόνο που δεν είναι πια μητέρα μου». «Ω Τζέιμι, δεν πρέπει να νιώθεις έτσι. Ό,τι και να έχει κάνει, θα είναι πάντα η μητέρα σου». «Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί». «Δεν τη βλέπεις ποτέ, δεν επικοινωνείς μαζί της;» «Κανείς μας δεν τη βλέπει, ούτε έχει καμιά σχέση μαζί της. Τα γράμματά της ρίχνονται στη φωτιά χωρίς να ανοιχτούν». «Πώς συνέβη;» «Μετά το θάνατο του πατέρα μου ήταν τόσο συντετριμμένη, που είπε πως θα έφευγε για ένα διάστημα. Έτσι, πήγε να επισκεφθεί τη θεία της, η οποία ζούσε στο Κεντ. Εκεί γνώρισε τον κόμη του Λάνσαϊρ. Και δεν επέστρεψε ποτέ». «Α, ερωτεύτηκε». «Το κάθαρμα είναι Άγγλος». Κι εσύ Σκοτσέζος κι εγώ Γαλλίδα, μα ο έρωτας δε γνωρίζει σύνορα, σκέφτηκε η Σοφί. «Ποιοι είμαστε εμείς για να αμφισβητήσουμε τον έρωτα που υπάρχει μόνο μέσα στα βλέμματα των εραστών;»
«Μην ανακατεύεσαι. Δε σε αφορά». Πριν προλάβει να του απαντήσει, εκείνος κέντρισε τον Κόρι και έφυγε μπροστά, αφήνοντάς την πίσω να τον ακολουθεί. Αργότερα, όταν τα άλογά τους συμπορεύτηκαν και πάλι, η Σοφί επανέφερε το θέμα. «Έχω κι άλλες εροπήσεις σχετικά με την οικογένειά σου». «Τότε να μου τις κάνεις, αρκεί να μην αφορούν τη μητέρα μου». «Μα θέλω να μάθω γιατί η μητέ...» «Θα προτιμούσα να σου μιλήσω για την υπόλοιπη οικο-γένειά μου», την έκοψε. «Τον αδερφό μου τον Τάβις, τον γνώρισες. Οι άλλοι τέσσερις είναι ο Μπραν, ο Κάλεμ, ο Νιλ και ο Φρέιζερ. Η Αραμπέλα είναι η μόνη αδερφή μου. Επίσης υπάρχουν διάφορα μέλη του κλαν των Γκρέιαμ, όλοι τους συγγενείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που κατοικούν στο Μόνλεϊ». «Η μητέρα σου δεν έκανε άλλα παιδιά;» Στην αρχή δεν της απάντησε. «Έκανε σ’ αυτό το κάθαρμα τον Άγγλο δύο Αγγλίδες κόρες», είπε ύστερα από λίγο. «Δίδυμες», πρόσθεσε. «Δεν πρόκειται να μιλήσω άλλο γι’ αυτούς». «Είσαι τυχερός που έχεις τόσο μεγάλη οικογένεια», είπε η Σοφί, και ο νους της πήγε στο μοναδικό αδερφό της, νυν κόμη της Τουλούζης μετά το θάνατο του πατέρα της. Είδε τα μάτια του να σπιθίζουν με ενδιαφέρον, και η Σοφί ήταν βέβαιη ότι θα τη ρωτούσε κάτι σχετικό με το μέγεθος της δικής της οικογένειας ή αν τους θυμόταν καθόλου, το ίδιο γρήγορα όμως όπως είχε εμφανιστεί εκείνη η σπίθα έσβησε. «Ίσως θα σε ενδιέφερε να μάθεις πως έχουμε ένα γείτονα συμπατριώτη σου», της είπε απρόσμενα. «Είναι ένας Γάλλος που ζει στη Σκοτία εδώ και πολλά χρόνια. Τον λένε Βιλέν Ροζό. Είναι μάλλον γυναικάς, όπως δε θα αργήσεις να διαπιστώσεις». Την πλημμύρισε ανακούφιση μόλις άκουσε πως ο Γάλλος ζούσε στη Σκοτία για χρόνια. Η μοναδική ελπίδα της ήταν πως αυτός ο γείτονας δε θα κρατούσε συχνή επαφή με την πατρίδα και δε θα είχε μάθει τα τελευταία νέα από εκεί. «Θα είναι ωραίο να συζητώ με κάποιον στη γλώσσα μου», του αποκρίθηκε. «Και η μέλλουσα σύζυγός σου;» τον ρώτησε με μια δόση κακίας. «Κατοικεί κι εκείνη μαζί σας;» «Όχι, η Τζίλιαν μένει κοντά». «Πόσο άβολο». Ο Τζέιμι έβαλε τα γέλια, βέβαιος πως μόνο η νευρικότητα έφταιγε γι’ αυτή την αντίδρασή της, αφού ήξερε πως η Σοφί δεν το είχε στη φύση της να μιλάει κακοπροαίρετα για κανέναν. Της απάντησε σε μερικές ακόμα ερωτήσεις, αρνήθηκε ωστόσο επίμονα να συζητήσει το θέμα της μητέρας του. Τελικά η Σοφί παραιτήθηκε και συνέχισαν να ιππεύουν για καμιά ώρα ακόμα βυθισμένοι στη σιωπή.
Πρόσεξε ότι εδώ και λίγη ώρα, από τότε που άρχισαν να πλησιάζουν στα μεγάλα γκρίζα τείχη και τις επάλξεις του κάστρου Μόνλεϊ, η Σοφί φαινόταν όλο και πιο επιφυλακτική. Όταν το αντίκρισαν να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα σαν πελώριο ηφαίστειο τυλιγμένο στην ομίχλη, έτοιμο, λες, να φτύσει φωτιά και θειάφι, ο Τζέιμι ένιωσε ανακούφιση που βρισκόταν τόσο κοντά. Σήκωσε το βλέμμα στο σπίτι του, στα ογκώδη τείχη που ορθώνονταν απότομα από τους βράχους και εκτείνονταν ψηλά πάνω απ’ τη Βόρεια Θάλασσα. Ένιωσε καμάρι γι’ αυτό που ήταν, για το αίμα των Γκρέιαμ που έρρεε στις φλέβες του. «Αυτό είναι;» τον ρώτησε εκείνη. «Ναι, σε καλωσορίζω στο κάστρο Μόνλεϊ, κοπελιά. Είναι το σπίτι των κομητών του Μόνλεϊ, αλλά ο όγδοος και υποφαινόμενος κόμης είναι ο μόνος που χρειάζεται να σε απασχολεί». «Ε, λοιπόν, όταν τον δεις, πες, σε παρακαλώ, στον κόμη του Μόνλεϊ ότι το κάστρο του προκαλεί δέος και φόβο στον νεοφερμένο». Ο Τζέιμι υπέθεσε πως αυτή ήταν πράγματι η πρώτη εντύπωση, αφού τίποτα σ’ εκείνο το ογκώδες, ζοφερό κτίριο δε μαρτυρούσε πόση ζεστασιά και αγάπη φώλιαζε μέσα του. Έφτασαν στο κάστρο και περίμεναν να σηκωθεί αργά το σιδερένιο πλέγμα πάνω από την πυκνοσκάλιστη αψίδα της πύλης. Πρόσεξε ότι τα χέρια της έτρεμαν. «Δεν είναι τόσο αφιλόξενο όσο φαίνεται. Κανείς δεν πρόκειται να σε βλάψει. Έχεις το λόγο μου». «Τολμώ να πω πως ούτε κι εγώ υπάρχει περίπτωση να αφαιρέσω τα φίνα χρυσαφικά και ασημικά του κάστρου», αντιγύρισε χωρίς να κρύψει το σαρκασμό της. Το πρόσωπό του έμεινε απαθές, αν και ο Τζέιμι προσπάθησε να ελαφρύνει τη διάθεσή της. «Αν είναι χρυσάφι κι ασήμι αυτό που επιθυμείς, εύκολα κανονίζεται... Αν τέτοια πράγματα σε ελκύουν». Δεν του απάντησε, σήκωσε απλώς τα γκέμια της, κέντρισε το άλογο και διέσχισε πρώτη την πύλη προς την αυλή που εκτεινόταν μπροστά της. Δεν του διέφυγε η κίνησή της να σκουπίσει το πρόσωπό της από τη σκόνη του ταξιδιού, ούτε το ότι έστρωσε τα μαλλιά της κάτω από την κουκούλα της καρό μπέρτας της. Ήταν στ’ αλήθεια ένα εξοργιστικό κορίτσι, και αρκετές φορές στη διάρκεια του ταξιδιού τον θύμωσε τόσο ώστε ήθελε να την κατεβάσει από το άλογο και να της κάνει έρωτα εκεί επιτό-που, γιατί δεν είχε καμία αμφιβολία ότι αυτό θα εξομάλυνε τα πάντα μεταξύ τους. Την πρόφτασε και της πρόσφερε το μαντίλι του. Εκείνη το αρνήθηκε. «Δεν υπάρχει κανείς εδώ που θέλω να εντυπωσιάσω. Ας με δουν στις ασχήμιες μου. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα τα αισθήματά τους απέναντι μου δε θα είναι πολύ όμορφα επίσης». «Δεν έχεις καμία αισιοδοξία, κοπελιά μου;»
«Αισιοδοξία; Τι είναι πάλι κι ετούτο, μιλόρδε;» Ποτέ του δεν είχε γνωρίσει πιο ξεροκέφαλη γυναίκα. Και τον πίκραινε που ήταν η ίδια αυτή γυναίκα την οποία επιθυμούσε πάνω από καθετί άλλο. Πώς μπορούσε να έχει ξεμυαλιστεί τόσο μαζί της, παρ’ όλο που κάθε λέξη της έσταζε δηλητήριο; Την παρακολουθούσε να ιππεύει μπροστά του αγέρωχη μέσα στην οργισμένη περηφάνια της, σωστή βασιλοπούλα. Μερικές φορές του ήταν δύσκολο να τη φανταστεί σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από αριστοκράτισσα, και θα στοιχημάτιζε τη ζωή του ότι δεν είχε ταπεινή καταγωγή. Αν το παραδεχόταν και η ίδια, πολλά πράγματα θα γίνονταν απλούστερα, αλλά πλέον ο Τζέιμι είχε αρχίσει να αμφιβάλλει ότι η Σοφί θα ομολογούσε ποτέ κάτι τέτοιο. Οι άντρες της φρουράς του γύρισαν όλοι και την παρακολούθησαν που περνούσε έφιππη εμπρός τους. Θα ήταν λίγο να πει κανείς ότι είχε δημιουργήσει αίσθηση ανάμεσά τους. Αρκετοί στριμώχτηκαν και σπρώχτηκαν σπεύδοντας να τη βοηθήσουν να ξεπεζέψει. Εκείνη δέχτηκε τη βοήθειά τους με χάρη και κατέβηκε στο έδαφος, αν και στην αρχή δεν έδειξε να πατάει σταθερά. «Ειδοποιήστε την οικογένειά μου για την άφιξή μου και πείτε τους πως έφερα μία επισκέπτρια. Επίσης φροντίστε τα άλογά μας». Οι άντρες άρχισαν να πηγαινοέρχονται με φούρια για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του αφέντη τους. Ο Τζέιμι πρόσφερε το μπράτσο του στη Σοφί, εκείνη όμως αρνήθηκε. «Δε βλέπω γιατί πρέπει να παρουσιαστούμε σαν κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, κύριος και υπηρέτρια». «Δεν είσαι υπηρέτριά μου, αγαπητή μου κυρία, θα σε προειδοποιούσα μάλιστα να μην ξαναχρησιμοποιήσεις τέτοια φράση». Το σούρουπο έπεφτε γρήγορα, και μόλις μπήκαν στο σκοτεινότερο εσωτερικό του κάστρου, με τους δαυλούς και τα κεριά που έκαιγαν στις γύρω αίθουσες, χρειάστηκε να περιμένουν και οι δυο για μια στιγμή ώστε να προσαρμοστεί η όρασή τους στο σκοτάδι. Μια ψηλή γκριζομάλλα γυναίκα προχώρησε προς το μέρος τους. Από τη ζώνη της κρεμόταν μια αρμαθιά κλειδιά. «Γιατί δεν ειδοποίησες ότι ερχόσουν;» ρώτησε, καρφώνοντας το βλέμμα της στη Σοφί καθώς μιλούσε. «Φτάνοντας στο Ντέινγκελντ έδιωξα όλους τους υπηρέ-τες, έτσι δεν είχα κανέναν να στείλω». Ο Τζέιμι της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Φενέλα. Είσαι καλά;» «Ναι, καλά όπως πάντα, δόξα να ’χει ο Θεός. Βλέπω έφερες μια μουσαφίρισσα». «Ναι, είναι η Σοφί. Θα την παρουσιάσω επίσημα σε όλους στην κεντρική αίθουσα». Στράφηκε στη Σοφί. «Από δω η Φενέλα. Είναι αυτό που θα λέγατε στη Γαλλία η σατελέν, η πύργο δέσποινα, γιατί κρατάει τα κλειδιά όλων των δωματί-ων του κάστρου. Τίποτα δε συμβαίνει εδώ μέσα χωρίς να το γνωρίζει». Ήταν η πρώτη φορά που ο Τζέιμι την παρουσίαζε σε τρίτους, και εξεπλάγη, γιατί η Σοφί χαιρέτησε ευγενικά τη Φενέλα, με τρόπο που μαρτυρούσε σεβασμό προς τους άλλους και καλούς τρόπους.
Μπορεί τα ρούχα της να ήταν λερωμένα και τα μαλλιά της ξεχτένιστα, όμως οι τρόποι της ήταν αντάξιοι της αγγλικής βασιλικής Αυλής. Ακόμα και με την ατημέλητη εμφάνισή της συγκέντρωνε πάνω της την προσοχή, και μια γρήγορη ματιά στους άντρες γύρω του επιβεβαίωσε αυτή τη σκέψη. Πέρασαν στη μεγάλη σάλα, και ο Τζέιμι είδε το πρόσωπο της αδερφής του να φωτίζεται καθώς έτρεξε κοντά τους να τους υποδεχτεί. «Τζέιμι, παλιόπαιδο! Νόμιζα πως δε θα ερχόσουν ποτέ στο σπίτι», είπε γελώντας καθώς ο Τζέιμι τη σήκωσε από τη μέση και τη στριφογύρισε στον αέρα. «Και πώς είναι λοιπόν η αγαπημένη μου αδερφή;» «Πολύ καλύτερα τώρα που γύρισες». Έριξε μια ματιά στη Σοφί. «Σύστησε με, σε παρακαλω, στην καλεσμένη σου, γιατί ανυπομονώ να γνωρίσω μια τόσο όμορφη κοπέλα». «Η αδερφή μου Αραμπέλα», είπε ο Τζέιμι. «Κι από δω η τιμώμενη καλεσμένη μας, η Σοφί». Ο Τζέιμι αγκάλιασε από τους ώμους την Αραμπέλα, και οι δυο τους προχώρησαν μερικά βήματα μπροστά από τη Σοφί, η οποία συνέχισε στο πλάι της Φενέλα. Φανερά περίεργη, η Φενέλα της έκανε μερικές ευγενικές ερωτήσεις, έτσι ήταν αδύνατον να ακούσει η Σοφί για ποιο θέμα κουβέντιαζαν τα δυο αδέλφια. Μάλλον για μένα, σκέφτηκε. Ώσπου να αρχίσει πάλι τις συστάσεις, όλοι είχαν συγκεντρωθεί στη μεγάλη σάλα, πράγμα το οποίο, ευτυχώς για τη Σοφί, σήμαινε πως έμενε να τη συστήσει μόνο άλλη μία φορά, μια και καλή. Ο Τζέιμι δεν έδωσε καμία εξήγηση για το ποια ήταν ή γιατί την είχε φέρει εκεί. Και η Σοφί ήξερε πως κανείς δε θα τολμούσε να ρωτήσει. Σεβόμενος την κούρασή της, ο Τζέιμι επιτάχυνε τη διαδικασία. «Η Σοφί είναι εξαντλημένη απ’ το ταξίδι», είπε ύστερα από λίγο. Η Φενέλα έγνεψε καταφατικά. «Να την οδηγήσω λοιπόν στην κάμαρά της;» «Ναι». «Θα σε συνοδεύσω», είπε η Αραμπέλα. «Δεν έχει αποσκευές;» ρώτησε η Φενέλα. «Όχι», αποκρίθηκε ο Τζέιμι και πρόσεξε πώς ζάρωσαν οι ώμοι της Σοφί στο άκουσμα της απάντησής του. Περίμενε ώσπου να φύγουν οι γυναίκες πριν στραφεί προς τους αδερφούς του για να τους χαιρετήσει σωστά. Πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν οτιδήποτε, ο Τζέιμι άρχισε να τους διηγείται πώς ο Τάβις την είχε βρει και την έφερε στο Ντέινγκελντ.
Όπως ακριβώς το περίμενε, τα αδέρφια του είχαν πάρα πολλές ερωτήσεις. Ο Νιλ άρχισε πρώτος. «Όλον αυτό τον καιρό ήταν εκεί, μαζί σου;» «Ναι, τι έπρεπε να κάνω; Να τη διώξω; Κόντευε να πε-θάνει όταν την έφερε ο Τάβις, και δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει». Ο Φρέιζερ ήταν ο επόμενος. «Δηλαδή ήσαστε εκεί οι δυο σας... μόνοι σας;» «Ναι, ήμαστε μόνοι μας. Και θα με υποχρεώνατε αν δεν κάνετε άλλο σχόλιο επί του θέματος». «Τυχεράκια», είπε ο Νιλ. «Γιατί δε συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο και σ’ εμένα;» Όλοι γέλασαν. Ο Μπραν, ο Νιλ και ο Φρέιζερ φαίνονταν όλοι πολύ ευδιάθετοι σχετικά με το ζήτημα, και προσφέρθη-καν με διάφορους τρόπους να απαλλάξουν τον Τζέιμι από το βάρος της κοπελιάς. Εκείνος τους αγνόησε και συνέχισε μιλώντας τους για την απώλεια μνήμης της Σοφί, καθώς και για το γεγονός ότι δε θυμόταν τίποτα σχετικό με την ταυτότητά της. Ο Κάλεμ δεν ήταν τόσο δεκτικός όσο οι υπόλοιποι. «Πολύ βολικό, δε βρίσκετε;» «Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε ο Φρέιζερ. «Τίποτα. Απλώς αναρωτιόμουν πώς θα τα εξηγήσει όλα αυτά στην Τζίλιαν». «Με τον ίδιο τρόπο που τα εξήγησα και σ’ εσάς», είπε ο Τζέιμι. «Δεν μπορείς να την κρατήσεις εδώ», αντέτεινε ο Κάλεμ. «Θα ήταν προσβολή απέναντι στην Τζίλιαν». «Η Τζίλιαν προσβάλλει η ίδια τον εαυτό της», είπε ο Μπραν. «Εμένα μου αρέσει που έχουμε εδώ την κοπελιά... περισσότερο απ’ ό,τι την Τζίλιαν, για να είμαι ειλικρινής. Βάζω στοίχημα ότι η μικρή Γαλλίδα θα ζωντανέψει λίγο τα πράγματα εδώ πέρα». Ο Τζέιμι αγριοκοίταξε τον αδερφό του. «Η κοπελιά είναι φιλοξενούμενη στο Μόνλεϊ και θα μείνει εδώ μέχρι να ξα-ναβρεί τη μνήμη της. Κι αν δεν τη βρει, τότε θα μείνει όσο θέλει, ή όσο εγώ κρίνω απαραίτητο». «Αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα ανάμεσα σ’ εσένα και την Τζίλιαν», είπε ο Κάλεμ, δυσανασχετώντας φανερά με την κατάσταση που διαμορφωνόταν. «Αυτό είναι δική μου έγνοια, όχι δική σας. Γι’ αυτό αφήστε όλη την ανησυχία σ’ εμένα. Και τώρα ας πιούμε μια μπίρα, ενώ θα με ενημερώνετε για όσα έγιναν ενώ έλειπα». * * * Η Σοφί ακολούθησε την Αραμπέλα σ’ ένα μακρύ διάδρομο ακούγοντας τις πρόσχαρες φλυαρίες
της, οι οποίες της φάνηκαν πολύ καθησυχαστικές. Συμπάθησε αμέσως την Αραμπέλα, και χάρηκε πολύ που υπήρχε μια συνομήλική της στο κάστρο. Η μόνη φορά που η Αραμπέλα σώπασε ήταν όταν άρχισαν να ανεβαίνουν την κυκλική σκάλα, και κοιτάζοντας ψηλά η Σοφί κατάλαβε το λόγο, αφού τα σκαλοπάτια φαίνονταν να ανεβαίνουν ως το άπειρο. Άρχισε να αναρωτιέται αν θα την κρατούσαν φυλακισμένη εκεί, ώσπου διέσχισαν μία πόρτα και μετά πέρασαν σε έναν άλλο διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε σε διαφορετική πτέρυγα του κάστρου. «Κάναμε ένα μικρό γύρο μέχρι εδώ, σκέφτηκα όμως ότι θα προτιμούσες να αποφύγεις τα αδιάκριτα βλέμματα όλων των αντρών του κλαν». Η Σοφί αναγνώρισε αμέσως μια φίλη στο πρόσωπο της Αραμπέλα, η οποία έδειχνε να την αποδέχεται σαν ισότιμή της. «Σ’ ευχαριστώ για την κατανόηση». Η Αραμπέλα χαμογέλασε. «Ο Τζέιμι είπε πως έχασες τα πάντα όταν το πλοίο σου έπεσε στις ξέρες». «Ναι, αν και δε θυμάμαι τι είχα, γι’ αυτό και δε στενοχωριέμαι για την απώλεια». Η Αραμπέλα γέλασε. «Πολύ θετική αντιμετώπιση! Τώρα πάντως δε χρειάζεται να νοιαστείς καθόλου που δεν έχεις ρούχα να φορέσεις. Έχουμε το ίδιο σώμα, κι εγώ δεν πάσχω από καμία έλλειψη από ρούχα -αφού είμαι το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε αδερφούς». Η Σοφί χαμογέλασε. «Σ’ ευχαριστώ για την προσφορά σου. Πρέπει να παραδεχτώ πως χρειάστηκε να δανειστώ μερικά από τα πράγματά σου στο Ντέινγκελντ. Σαν αυτό που φοράω, όπως μάλλον θα πρόσεξες», της είπε δείχνοντας το γκρίζο μάλλινο φόρεμα που φορούσε. «Θεέ μου, δεν το αναγνώρισα! Ε, τι περιμένεις, έχω να πάω στο Ντέινγκελντ πάνω από ένα χρόνο τώρα. Θα μείνεις σ’ αυτό το δωμάτιο», είπε η Αραμπέλα ανοίγοντας την πόρτα. «Το δικό μου είναι απέναντι στο διάδρομο. Χαίρομαι πολύ που θα είσαι εδώ. Το να έχω τόσους αδερφούς και καμία αδερφή με κάνει μερικές φορές να νιώθω μεγάλη μοναξιά». Πήρε το χέρι της Σοφί μέσα στα δικά της. «Ελπίζω ο Τζέιμι να σε κρατήσει σαν φυλακισμένη μας, έτσι ώστε να αναγκαστείς να μείνεις εδώ». Η Σοφί κοίταξε το κορίτσι με το πανέμορφο, γλυκύτατο πρόσωπο που πλαισίωναν πυκνές μαύρες μπούκλες, και αναρωτήθηκε αν είχε ιδέα πόσο κοντά στην αλήθεια είχε πέσει. «Το δείπνο συνήθως σερβίρεται γύρω στις οχτώ», της είπε η Αραμπέλα, κι όταν γύρισε προς τη λάμπα που τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι, η Σοφί είδε πως είχε τα σταχτο-πράσινα μάτια του Τζέιμι. Παρατηρώντας την καλύτερα, η Σοφί εντυπωσιάστηκε από την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Χαμογέλασε κουρασμένη. «Αν δεν υπάρχει πρόβλημα, νομίζω πως Οα προτιμήσω τον ύπνο από το φαγητό». «Ξέρω πως πρέπει να είσαι κουρασμένη. Είναι δύσκολη η διαδρομή από το Ντέινγκελντ, και τα
αδέρφια μου πάντα δείχνουν να ξεχνούν πως είμαι κορίτσι όποτε κάνω κι εγώ το ταξίδι. Μην ξαπλώσεις μέχρι να στείλω κάποιον με ένα θερμαντικό σκεύος για το κρεβάτι. Τα σεντόνια παγώνουν φριχτά με τέτοιο καιρό». «Είσαι πολύ ευγενική μαζί μου. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω». «Μπορείς να με ευχαριστήσεις παραμένοντας εδώ». Γέλασε. «Βλέπεις, ήδη ανησυχώ πως μια μέρα θα φύγεις». «Όχι πολύ σύντομα, φοβάμαι, αφού η μνήμη μου δε φαίνεται να επιστρέφει ακόμα». Η Σοφί κάθισε. «Θα περιμένω το θερμαντήρα... που ακούγεται υπέροχα, πρέπει να πω. Από την ημέρα που έφτασα εδώ, μόνο κρύο αντιμετωπίζω». «Ο Τζέιμι είπε πως κόντευες να πεθάνεις από το κρύο όταν σε βρήκε ο Τάβις». «Δε θυμάμαι και πολλά γι’ αυτό εκτός απ’ το ότι ήμουν μούσκεμα και τουρτούριζα». «Δε θυμάσαι ποια είσαι; Τουλάχιστον έτσι είπε ο Τζέιμι». «Όχι, αυτό δεν το έχω θυμηθεί ακόμα». Η Σοφί αναρωτήθηκε τι άλλο είχε πει ο Τζέιμι. Σίγουρα δεν μπορεί να είχε αναφερθεί στις ερωτικές σχέσεις τους! «Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό. Μπορείς να φτιάξεις καινούριες αναμνήσεις εδώ, στο κάστρο Μόνλεϊ». «Ελπίζω να μην αργήσει τόσο πολύ να επιστρέφει η μνήμη μου, γιατί πρέπει να γυρίσω στην πατρίδα μου ή να τραβήξω το δρόμο μου -όποιος κι αν ήταν αυτός». «Δεν θυμάσαι πού πήγαινες πριν το ναυάγιο;» «Όχι». «Το πλοίο πήγαινε στη Νορβηγία. Το ήξερες αυτό;» «Ναι, μου το είπε ο Τάβις». Τα μάτια της Αραμπέλα φωτίστηκαν. «Να χαίρεσαι που σε βρήκε ο Τάβις και όχι ο Κάλεμ. Ο Κάλεμ είναι ο κατσού-φης μας. Δεν εμπιστεύεται κανέναν και τίποτα. Ο Τάβις είναι ο γόης της οικογένειας. Λατρεύει να μιλάει, ιδίως σε όμορφες γυναίκες. Πώς σου φάνηκε;» «Γοητευτικός και ευγενικός, με πολύ γλυκούς τρόπους». Η Αραμπέλα την κοίταξε με ανησυχία. «Μήπως ο Τζέιμι σου φέρθηκε άσχημα;» «Δε νομίζω ότι φημίζεται για την υπομονή του με τις γυναίκες. Είμαι σίγουρη όμως πως είναι πολύ καλός αρχηγός». Η Αραμπέλα χαμογέλασε με ζεστασιά. «Ναι, ευτυχώς που έχει άλλους τέσσερις αδερφούς και όχι
άλλες τόσες αδερφές». Οι δυο κοπέλες γέλασαν. «Πάντα ήθελα μια αδερφή», της είπε η Αραμπέλα. «Ελπίζω να μείνεις μαζί μας για καιρό. Τώρα πάω να ψάξω για μια καμαριέρα να φέρει να ζεστάνει το κρεβάτι σου». «Σ’ ευχαριστώ και πάλι». «Ζήτησα από τη Φενέλα να βάλει μερικά πράγματα στην ντουλάπα σου, ώστε να έχεις κάτι να φορέσεις μέχρι να κανονίσουμε για μοδίστρα. Θα βρεις κι ένα νυχτικό στο κρεβάτι». «Η ευγένειά σου με σκλαβώνει. Ελπίζω στ’ αλήθεια να γίνουμε φίλες». «Είμαστε ήδη», είπε η Αραμπέλα και γύρισε να φύγει. Η Σοφί φώναξε πίσω της. «Αν ρωτήσει ο Τζέιμι, πες του, σε παρακαλώ, πως ήδη αποσύρθηκα». «Εντάξει, θα του το πω, αν και για κείνον δε θα ’χει διαφορά. Αν θελήσει να σου μιλήσει, τίποτα δε θα τον εμποδίσει να έρθει ως εδώ». Μολονότι η Σοφί ήταν συνηθισμένη στη στάση του Τζέιμι να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρά της στο Ντέινγκελντ, δεν ήθελε να δώσει τώρα τέτοια εντύπωση. «Είναι ένας κόμης, και τέτοια συμπεριφορά είναι απαράδεκτη γι’ αυτόν». Η Αραμπέλα ξέσπασε σ’ ένα γάργαρο γέλιο. «Είμαστε τάξη ευγενών από γεννησιμιού μας, όμως φυλάμε τις επισημότητες μόνο για τις περιπτώσεις που υπάρχουν γύρω μας κι άλλοι, πιο σνομπ αριστοκράτες. Για τους Γκρέιαμ, ο Τζέιμι είναι ο αρχηγός του κλαν και ο κύριος του κάστρου, κι αυτό είναι πιο σημαντικό γι’ αυτούς από τον τίτλο του ως κόμη του Μόνλεϊ». «Πολύ καλά. Τότε θα κλειδώσω την πόρτα». Η Αραμπέλα χαμογέλασε. «Ναι, μπορείς να το κάνεις κι αυτό, φυσικά, αλλά και πάλι δε θα έχει καμία διαφορά. Ο Τζέιμι ποτέ δε θα άφηνε κάτι τόσο ασήμαντο όσο μια κλειδωμένη πόρτα να τον εμποδίσει να κάνει αυτό που του αρέσει». Η Σοφί ετοιμάστηκε να ξαπλώσει, και μόλις η φιλική καμαριέρα με το όνομα Τζιν ζέστανε το κρεβάτι της, τρύπωσε γρήγορα σ’ αυτό. Όταν βολεύτηκε κι έκλεισε τα μάτια της αναρωτήθηκε αν θα ξυπνούσε αργότερα, όπως συνέβαινε συχνά στο Ντέινγκελντ, από τα ερωτικά χάδια του Τζέιμι.
Κεφάλαιο 12 Θα έχω ερωμένες. -Γεώργιος Β' (1683-1760), βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας, γερμανικής καταγωγής. Απομνημονεύματα της Βασιλείας του Γεωργίου Β' της Σκοτίας από την Ανάρρησή του στο Θρόνο μέχρι το Θάνατο της Βασίλισσας Καρολίνας Μέσα στο γραφείο του ο Τζέιμι σταμάτησε να διαβάζει τις επιστολές του και σκέφτηκε τη Σοφί και
την απόφασή του να κρατήσει μια αξιοπρεπή απόσταση μεταξύ τους. Δεν ήταν κάτι που ήθελε να κάνει, αλλά κάτι που θεωρούσε απαραίτητο, αφού ήλπιζε πως έτσι θα της έδινε το χρόνο να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον της. Παρά την πρόθεσή του, δεν ήταν εύκολο γι’ αυτόν να την αποφύγει, και γρήγορα διαπίστωσε πως η σιδερένια θέλησή του δεν ήταν τόσο δυνατή ή άκαμπτη όσο πίστευε. Οι Σκοτσέζοι συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με ατσαλένιο πείσμα, το να μένει ωστόσο μακριά από τη Σοφί έμοιαζε περισσότερο σαν το σκαρφάλωμα σε κακοτράχαλο βουνό: ήταν ένας διαρκής αγώνας. Η Αραμπέλα δε γνώριζε πόσο τον διευκόλυνε με το να βρίσκεται διαρκώς κοντά στη Σοφί. Αυτό τον εμπόδιζε να την ξεμοναχιάσει όποτε η επιθυμία του νικούσε τη συνετή κρίση του. Όσο παράξενο κι αν ήταν, αυτό ακριβώς το διάστημα της αποχής συνειδητοποίησε ότι η ανάγκη του να βρίσκεται μαζί της δεν είχε γεννηθεί από λάγνες επιθυμίες, αλλά από περισσότερο αθώες προθέσεις και αγνότερα κίνητρα. Με απλά λόγια, τη νοσταλγούσε. Δεν ήξερε πώς του έγινε η Σοφί μια συνήθεια, απαραίτητη σ’ αυτόν όπως και η ανάσα, ώσπου αντιλήφθηκε το μεγάλο κενό που υπήρχε μέσα του όποτε εκείνη δε βρισκόταν μαζί του. Αντί όμως να τον ανακουφίσει αυτή η συνειδητοποίηση, του έφερε εκνευρισμό, επειδή δεν ταίριαζε με το σχέδιό του να παντρευτεί μια γυναίκα που δεν αγαπούσε διατηρώντας ερωμένες για να γεμίζει το κενό. Και γι’ αυτόν το λόγο διάλεξε να μην της εκμυστηρευθεί αυτά τα συναισθήματα. Ήξερε πως ήταν ωφέλιμο για τη Σοφί να μπορεί να εξομολογείται τα μυστικά της στην Αραμπέλα, κι επιπλέον αυτό θα διευκόλυνε την παρουσίασή της στο κλαν των Γκρέι-αμ. Ο Τζέιμι είχε πολλά να διευθετήσει μετά την επιστροφή του, και χαιρόταν που η Αραμπέλα μπορούσε να κρατάει συντροφιά στη Σοφί, η οποία σε άλλη περίπτωση θα ένιωθε πολύ μόνη. Όσο για τον ίδιο, προσπάθησε να μείνει μακριά από τη Σοφί, ώστε να την προστατεύσει από τα κουτσομπολιά. Αφέ-θηκε να τον απορροφήσουν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που σήκωνε στους ώμους του, και εκτελούσε τα πάντα με αφοσίωση και αποτελεσματικότητα μέχρι αργά το βράδυ. Παρ’ όλες όμως τις καλές προθέσεις και την αφοσίωσή του στη δουλειά, είχε ένα προαίσθημα ότι οι κοντινότεροι του άνθρωποι καταλάβαιναν τι συνέβαινε πίσω από τις επικεντρωμένες προσπάθειές του και είχαν αντιληφθεί την εσωτερική του ταραχή. Άραγε είχε στ’ αλήθεια ξεγελάσει κανέναν; Υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος στο κάστρο Μόνλεϊ που τον θεωρούσε αδιάφορο απέναντι της; Ή μήπως όλοι ήξεραν πως, όποτε την έβλεπε, πρόσεχε τη νεαρή Γαλλίδα πολύ περισσότερο απ’ όσο θα την πρόσεχε ένας ανιδιοτελής άντρας; Δεν ήταν το ίδιο να τη βλέπει πού και πού στη διάρκεια της ημέρας με το να περνάει το χρόνο του μαζί της, κι αυτό τον ενοχλούσε και τον προβλημάτιζε. Νοσταλγούσε την έλλειψη περιορισμών που τον διευκόλυνε να της κάνει παρέα στο Ντέινγκελντ, να πηγαίνει ελεύθερα στο δωμάτιό της, να της κάνει έρωτα και να κοιμάται στο κρεβάτι της κάθε νύχτα. Όποτε βρισκόταν μακριά της, οι μέρες φαίνονταν ατέλειωτες, οι οικογενειακές συζητήσεις
υπερβολικά ανιαρές και ο ύπνος του διακοπτόταν συνέχεια, γιατί τον επισκεπτόταν στα όνειρά του. Όταν δεν την έβλεπε βρυχιόταν και γρύλιζε σαν δαίμονας που λιμοκτονούσε, κι όποτε την αντίκριζε άφηνε τα λαίμαργα μάτια του να την καταβροχθίζουν. Τον υπόλοιπο χρόνο η ζωή του ήταν κόλαση. Όπως και τώρα, που υποτίθεται πως έπρεπε να ασχοληθεί με τα λογιστικά του, αλλά το μυαλό του ήταν στη Σοφί κι όχι στους υπολογισμούς και τα νούμερα. Όταν ανάγκασε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί και πάλι στους αριθμούς μπροστά του, άκουσε τον γοητευτικό ήχο από γυναικεία γέλια. Αφουγκράστηκε παραξενεμένος· ερχόταν από κάπου έξω. Τελικά έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει στον κήπο, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ήχου. Η Σοφί και η Αραμπέλα, τυλιγμένες στις μακριές κάπες και τις κουκούλες τους, κάθονταν δίπλα δίπλα κι έπαιρναν τον αέρα τους στον κήπο. Ήταν αδύνατον να ακούσει τι έλεγαν, αλλά έβαζε στοίχημα ότι το όνομά του αναφερόταν συχνά. «Τι θα κάνεις τελικά με τη νεαρή Γαλλίδα;» Ο Τζέιμι γύρισε και είδε τον αδερφό του να μπαίνει στο δωμάτιο. Ήταν ο Κάλεμ, ο ευαίσθητος, επαναστάτης και δύσθυμος αδερφός με την όψη ποιητή. Το έβρισκε παράξενο που ο Κάλεμ είχε αργήσει τόσο να του κάνει αυτή την ερώτηση. Ο Τζέιμι θυμήθηκε τα παιδικά τους χρόνια και το φόβο των γονιών του ότι ο ασθενικός και πιο μικρόσωμος των αδερφών Γκρέιαμ δε θα ζούσε για να φτάσει στην ενηλι-κίωση. Ο Τζέιμι ήταν εκείνος που προστάτευε τον Κάλεμ, με αποτέλεσμα ο Κάλεμ να είναι απολύτως αφοσιωμένος σ’ αυτόν, σχεδόν σε σημείο να τον εξιδανικεύει -τουλάχιστον όταν ήταν μικροί. Τώρα όμως φαινόταν ότι οι δυο τους είχαν εντελώς διαφορετικές απόψεις για το καθετί, ιδίως αν αυτό αφορούσε την Τζίλιαν. Υπήρχαν φορές που ο Τζέιμι δυσκολευόταν να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν οι δυο τους, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια, που είχαν γεννηθεί με ένα μόλις χρόνο διαφορά, να είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Γύρισε να αντικρίσει τον Κάλεμ και κοίταξε στα ίσια τα φωτεινά γαλάζια μάτια του. «Δε σκοπεύω να κάνω τίποτα μαζί της. Η κοπελιά δε θυμάται το παρελθόν της. Τι ήθελες δηλαδή; Να τη διώξω έξω στο κρύο;» «Δεν μπορεί να μείνει εδώ, Τζέιμι... όχι όσο έχεις κατά νου να παντρευτείς την Τζίλιαν. Δε φαίνεται σωστό, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις σου. Τι θα σκεφτούν όλοι όταν φέρνεις στο σπίτι μια όμορφη κοπελίτσα και την κρατάς εδώ; 0 κόσμος θα το σχολιάσει, το ξέρεις αυτό». Ο Τζέιμι σάρκασε. «Αφησέ τους να σχολιάσουν. Θα έπρεπε ήδη να ξέρεις ότι δεν επηρεάζομαι ποτέ από τη γνώμη του κόσμου». «Σκέψου την Τζίλιαν», είπε ο Κάλεμ.
«Τι να σκεφτώ για την Τζίλιαν;» «Η παρουσία μιας άλλης γυναίκας κάτω από τη στέγη σου την προσβάλλει». «Καλύτερα άφησε τη Τζίλιαν να το αποφασίσει μόνη της αυτό. Αν έχει θέμα με τη Σοφί, μπορεί να έρθει σ’ εμένα, δε χρειάζεται να στείλει εσένα». «Κι αν αποφασίσει να διαλύσει τον αρραβώνα σας;» Ο Τζέιμι ανασήκωσε τους ώμους. «Η Τζίλιαν μπορεί να κάνει ό,τι θεωρεί απαραίτητο χωρίς τη δική μου -ή τη δική σου- παρέμβαση». «Τη γνωρίζεις όλη τη ζωή σου, κι όμως φέρεσαι σαν να μη νοιάζεσαι καθόλου γι’ αυτήν». «Εσύ πάντως δείχνεις να νοιάζεσαι αρκετά και για τους δυο μας». «Ανησυχώ για την Τζίλιαν». «Κι εγώ δεν είμαι ερωτευμένος μαζί της, αν αυτό εννοείς. Όχι πως αυτό θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Εσύ ήσουν πάντα πιο κοντά της από όλους μας. Ίσως θα έπρεπε να παντρευτεί εσένα λοιπόν. Οι δυο σας ταιριάζετε περισσότερο». Ο Τζέιμι δεν ήξερε τι τον ώθησε να μιλήσει έτσι, αλλά μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια ξαφνιάστηκε από την αντίδραση του Κάλεμ. Ενώ περίμενε ότι θα απέρριπτε θυμωμένος το σχόλιό του, ο Κάλεμ δεν είπε τίποτα. Φυσικά, δε χρειαζόταν να το αρνηθεί. Η ένοχη έκφρασή του έλεγε αρκετά. Ο Τζέιμι δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα ότι ο Κάλεμ ήταν ερωτευμένος με την Τζίλιαν. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή, θα έγερνε πίσω το κεφάλι και θα ξεσπούσε σε γέλια, ύστερα θα έδινε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη του αδερφού του και θα τον συνέχαιρε, ανακοινώνοντάς του ότι θα διέλυε τον αρραβώνα του με την Τζίλιαν για να του παραχωρήσει τη θέση του. Τώρα όμως κάτι συγκρότησε αυτή την παρόρμησή του. Ίσως να ήταν η ευαισθησία του Κάλεμ. «Πάντα νοιαζόμουν για τη Τζίλιαν, εγώ όμως είμαι ο δεύτερος αδερφός, και δεν έχω να της προσφέρω τίτλο. Εκείνη θέλει εσένα, και δε θα ανεχτεί τη μικρή Γαλλίδα που έχεις πάρει υπό την προστασία σου. Είναι προσβολή απέναντι της». «Θα είναι προσβολή μόνο αν προσπαθήσει να το μετατρέψει σε προσβολή. Είμαι σίγουρος πως δε θα το θεωρούσε προσβολή, αν η Σοφί ήταν καμιά άσχημη κοπελιά ή μια εύσωμη γεροντοκόρη». «Πλάγιασες μαζί της;» Το πρόσωπο του Τζέιμι σκοτείνιασε. «Κάνε πίσω, αδερφέ. Ξεπερνάς τα όρια της θέσης σου». «Θα έπρεπε να έχεις προετοιμάσει την Τζίλιαν γι’ αυτή την κοπελιά. Δε σκέφτηκες τι δυσάρεστη έκπληξη θα έχει απόψε όταν διαπιστώσει πως ζει εδώ μια άλλη γυναίκα; Προσπάθησε να το δεις από τη δική της οπτική. Είναι το μόνο που σου ζητάω... κατανόηση απέναντι στα αισθήματά της». Ο Τζέιμι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Θα έπρεπε να ξέρεις, αδερφέ, πως είμαι η επιτομή της
κατανόησης». «Θα απαλλαγείς λοιπόν από τη Γαλλίδα;» «Όχι, αλλά ως ένδειξη κατανόησης προς την Τζίλιαν θα της πω ότι δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτη εδώ». Με μια βλαστήμια οργής ο Κάλεμ γύρισε να φύγει, και έπεσε πάνω στον Μπραν, ο οποίος έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. «Ωχ! Ελπίζω να μην είσαι τόσο οργισμένος όσο δείχνεις», είπε ο Μπραν όταν είδε τη βλοσυρή έκφραση του Κάλεμ. «Λογομάχησες με τον Τζέιμι;» «Κανείς δε λογομαχεί με τον Τζέιμι. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει μαζί του. Αν δε σε πετύχει με το μαχαίρι του, θα σε βρει με το σπαθί του». Ο Μπραν γέλασε. «Αρα είσαι οργισμένος...» «Οργισμένος; Αυτό που νιώθω είναι κάτι παραπάνω από οργή, αλλά δεν έχω λόγια να το εκφράσω». Ο Μπραν γέλασε ξανά και έδωσε ένα ζωηρό χτύπημα Ο ΧΑΪΛΑΝΤΕΡ στην πλάτη του Κάλεμ. «Εσύ πάντα είχες λόγια για όλα, Κάλεμ. Και τώρα, παλικάρι μου, ευθύμησε λιγάκι. Ήρθα να δω αν θέλεις να ’ρθεις μαζί μου ως του Φέργκους Μακφάρλαν. Ακόυσα ότι τον έχει επισκεφθεί μια όμορφη ανιψιά από το Γκλένκο. Φαίνεται πως έχει φέρει μαζί και την αδερφή της». Όταν έφυγαν ο Κάλεμ κι ο Μπραν, ο Τζέιμι γύρισε πάλι στο παράθυρο να ρίξει άλλη μια ματιά στη Σοφί, όμως τα δυο κορίτσια δεν ήταν πια στον κήπο. Μόνο τα αποτυπώματα των ποδιών τους στο χιόνι μαρτυρούσαν πως βρίσκονταν εκεί λίγο νωρίτερα. Κοιτούσε τα ίχνη τους νιώθοντας κάτι που πλησίαζε στην απόγνωση. Του έλειπε, όχι μόνο σαν ερωμένη, αλλά και σαν σύντροφος. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και θυμήθηκε πως είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο όταν ξύπνησε το προιτο πρωινό στο Μόνλεϊ και δεν είδε στο μαξιλάρι του τις μακριές καστανές πλεξούδες της. Ήθελε να δει τη Σοφί, και θυμήθηκε τις προσωπικές στιγ-' μες τους στο Ντέινγκελντ, βλαστημώντας την περίπλοκη κατάσταση που τον εμπόδιζε τώρα να βρεθεί μόνος μαζί της. Ήξερε πως το ένστικτό του ήταν σωστό απ’ την αρχή, γιατί ήταν καλύτερο να την αποφεύγει εντελώς, έστω και για ένα διάστημα, ώστε να της δώσει το χρόνο να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον της και να της επιτρέψει να αναπτύξει τη φιλία της με την Αραμπέλα. Όμως το ότι είχε δίκιο δεν τον βοηθούσε, γιατί εκείνο που ήθελε δεν ήταν το δίκιο του, αλλά η Σοφί.
Του έλειπε, γιατί του είχε γίνει απαραίτητη. Είχε δημιουργήσει στον εαυτό του ένα αληθινό δίλημμα, που δε λυνόταν εύκολα. Ήθελε τη Σοφί, αλλά θα ήταν επιζήμιο γι’ αυτήν αν της έδινε υπερβολική σημασία. Προσποιή-Θηκε τον αδιάφορο απέναντι της ύστερα από την άφιξή τους στο κάστρο, και κανείς δεν έδειχνε να υποψιάζεται πως η σχέση τους ήταν κάτι άλλο εκτός από πλατωνική. Δυστυχώς, η Σοφί είχε κι εκείνη την ίδια εντύπωση, γιατί συχνά ο Τζέιμι είχε προσέξει τη σαστισμένη απογοήτευση στο πρόσωπό της. Μόνο η επιθυμία του να την προστατεύσει τον έκανε να διατηρεί την απόσταση μεταξύ τους, γιατί ήθελε να την προ-φυλάξει από εχθρότητες, και πονούσε βαθιά όταν σκεφτόταν το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει εκείνη μνησικακίες, αντιπάθειες, φθόνο ή μίσος. * * * Η Αραμπέλα πήρε το χέρι της Σοφί. «Βιάσου. Έχω κάτι να σου δείξω». «Τι είναι;» ρώτησε η Σοφί ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά μαζί με τη φίλη της. «Μια έκπληξη», αποκρίθηκε η Αραμπέλα και μπήκε πρώτη στο δωμάτιο της Σοφί. Η Σοφί κοντοστάθηκε σαστισμένη. Γιατί μπροστά στα πόδια του κρεβατιού υπήρχε το μπαούλο που είχε χάσει όταν το Άγιρ χτύπησε στις ξέρες. Ήταν τόσο εμβρόντητη, που είχε μείνει άφωνη. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε εκεί το μπαούλο, τότε όμως θυμήθηκε τον Τάβις να λέει ότι όλη νύχτα οι κάτοικοι του Μόνλεϊ ξενύχτη σαν συλλέγοντας πτώματα. Ήταν πιθανό επομένως να βρήκαν και πολλά μπα-ούλα ή άλλα αντικείμενα των επιβατών. Θυμήθηκε εκείνη την ημέρα στο Παρίσι, όταν η ζωή της βρισκόταν σε τέτοια ταραχή, και προσπάθησε να σκεφτεί ποια πράγματα είχε βάλει μέσα στο μπαούλο. Σκέψου, Σοφί, είπε στον εαυτό της. Τι είχε βάλει στο μπαούλο που θα μπορούσε να αποδειχθεί ενοχοποιητικό; «Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε την Αραμπέλα ανακτώντας επιτέλους την αυτοκυριαρχία της. «Ήταν επάνω στο πλοίο όπου βρισκόσουν. Ο Νιλ είπε ότι τα κύματα το έβγαλαν στην ακτή. Έχουν φέρει αρκετά μπαούλα. Τα περισσότερα ανήκουν σε άντρες. Είπε ότι σ’ αυτό εδώ τα ρούχα είναι πολύ καλής ποιότητας, και φαίνονται περίπου στο μέγεθος σου». «Προφανώς ανήκε σε κάποια που πνίγηκε. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να φορέσω τα ρούχα μιας νεκρής». «Μην το σκέφτεσαι αυτό. Έλα, ας το ανοίξουμε. Ίσως υπάρχει κάτι που μπορείς να φορέσεις απόψε». «Το μπαούλο βρέθηκε στη θάλασσα, αμφιβάλλω αν τα ρούχα θα είναι σε κατάσταση να φορεθούν». «Δεν είναι αλήθεια», αντιγύρισε η Αραμπέλα, «αν και αυτή τη σκέψη έκανα κι εγώ. Ο Νιλ είπε ότι έγινε ελάχιστη ζημιά. Η πλύστρα μας μπόρεσε να σώσει τα πάντα εκτός από τρία κομμάτια».
Η Σοφί δεν είχε την ευκαιρία να πει τίποτα παραπάνω, γιατί η Αραμπέλα ήδη άνοιγε το καπάκι του μπαούλου. «Ω Θεέ μου», αναφώνησες Πού να δεις τι έχει εδώ μέσα!» Την επόμενη στιγμή άρχισε να τραβάει τα φορέματα, το ένα μετά το άλλο, και να τα ρίχνει στο κρεβάτι. «Εδώ υπάρχει μια περιουσία σε ρούχα. Δες, θα πρέπει να τα έχουν φτιάξει οι καλύτερες μοδίστρες στο Παρίσι. Δε νομίζω πως έχω ξα-ναδεί πιο φίνα υφάσματα. Αυτά εδώ φαίνονται φτιαγμένα για μια βασίλισσα, είμαι σίγουρη». Η Σοφί αναρωτήθηκε τι θα έλεγε η Αραμπέλα αν μάθαινε πως η σκούρα πράσινη τουαλέτα ανήκε κάποτε στη βασίλισσα της Γαλλίας, η οποία την είχε δώσει στη Σοφί. Όμως περιορίστηκε απλώς να εξετάσει τη στοίβα με τα ρούχα στο κρεβάτι. «Ναι, είναι πολύ όμορφα», συμφώνησε. «Νομίζεις πως θα σου κάνουν;» ρώτησε η Αραμπέλα. Η Σοφί πήρε μια τουαλέτα σε βαθυκόκκινη απόχρωση και την κράτησε επάνω της εξετάζοντας το μέγεθος. «Αν δε μου πέφτουν τέλεια, θα μου είναι μια χαρά». Η Αραμπέλα γύρισε προς τη Σοφί μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Ίσως είναι σειρά μου να δανειστώ ένα απ’ τα φορέματα σου». «Δε χρειάζεται ούτε να το ρωτήσεις», απάντησε η Σοφί, νιοΊθοντας όμως κάπως ξεκομμένη από όλα αυτά. «Θα με τιμούσε αν έπαιρνες οτιδήποτε ήθελες». «Ω, δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό», είπε, «αλλά υπόσχομαι πως θα σε ρωτήσω», πρόσθεσε ζαβολιάρικα. Η Αραμπέλα σήκωσε ψηλά ένα φόρεμα από μετάξι σε ψυχρή γαλάζια απόχρωση. «Ω Σοφί, αυτό φτιάχτηκε για σένα. Είναι ακριβώς στο χρώμα των ματιών σου. Αυτό θα πρέπει να φορέσεις απόψε». «Δεν είναι λίγο επίσημο για την περίσταση;» «Όχι. Θα είναι η πρώτη σου δεξίωση. Πρέπει να το φορέσεις για να σε προσέξουν όλοι. Έλα, βάλ’ το. Θέλω να το δω πάνω σου». Η Σοφί πήρε το φόρεμα, γιατί ένα πράγμα που είχε μάθει για τους Σκοτσέζους ήταν πως δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει «όχι». Αίγες στιγμές αργότερα στάθηκε στον ολόσωμο καθρέφτη. Πόσο παράξενα ένιωθε! Η τελευταία φορά που είχε βάλει αυτό το φόρεμα ήταν στη βασιλική Αυλή, λίγο πριν ο ξάδερφός της, βασιλιάς Λουδοβίκος, ανακοινώσει τους αρραβώνες της. «Ω, ταιριάζει τέλεια!» Η Αραμπέλα την παρατήρησε φέρνοντας το δάχτυλο στο μάγουλό της και χτυπώντας το μερικές φορές. «Ω Θεέ μου. Υπάρχει ένα πρόβλημα». «Ποιο πρόβλημα;» «Τα πόδια μου!» θρήνησε. «Τα πόδια μου είναι μεγαλύτερα από τα δικά σου. Τι θα κάνεις για παπούτσια; Δεν είδα να υπάρχει μέσα στο μπαούλο κανένα ζευγάρι που θα πήγαινε μ’ ένα τόσο
όμορφο φόρεμα». Η Σοφί τράβηξε το φόρεμα πάνω απ' το κεφάλι της. «Κοίταξε καλύτερα», είπε και η φωνή της πνίγηκε πίσω από τόσα μέτρα ύφασμα. «Θα υπάρχει ένα μπλε σατέν ζευγάρι». Η Αραμπέλα άρχισε να σκαλίζει με ζήλο μέσα στο μπαούλο. Την επόμενη στιγμή έβγαλε μια μικρή κραυγή θριάμβου και σήκωσε ένα ζευγάρι μπλε σατέν παπούτσια. «Να τα», είπε και στράφηκε στη Σοφί. Σχεδόν αμέσως όμως η έκφραση της Αραμπέλα άλλαξε. Κοίταξε τα παπούτσια κι ύστερα τη Σοφί. «Πώς ήξερες ότι υπήρχαν μέσα στο μπαούλο;» ρώτησε φανερά σαστισμένη. Η Σοφί ήθελε να δαγκώσει τη γλώσσα της. Ήταν προφανές ότι δε διέθετε το ταλέντο της υπεκφυγής. Πώς φέρθηκε τόσο ανόητα; Θα πρέπει να είσαι πιο προσεκτική, προειδοποίησε τον εαυτό της. Δες τώρα πώς θα βγεις απ’ το πηγάδι όπου πήδησες χωρίς να κοιτάξεις... «Τρομερό δεν ήταν; Εννοούσα απλώς... ότι Θα πρέπει να υπάρχει και κάποιο ασορτί μπλε σατέν ζευγάρι παπούτσια. Ήταν δυνατόν να έχει μια κοπέλα ένα τόσο όμορφο φόρεμα χωρίς να έχει φτιάξει και ασορτί γοβάκια; Δεν γίνεται κάτι τέτοιο... όχι στο Παρίσι, τουλάχιστον». Η Αραμπέλα κοίταξε σκεφτική τη Σοφί, σαν να ζύγιζε την ειλικρίνεια των λόγων της. «Ω», είπε μόνο. Στη Σοφί όμως ακόμα κι αυτή η μικρή λέξη ακούστηκε λίγο βεβιασμένη, και δεν πείστηκε καθόλου ότι η κοπέλα θα το ξεχνούσε, τουλάχιστον σύντομα. Η Αραμπέλα έδωσε τα παπούτσια στη Σοφί κι ύστερα σταύρωσε τα δάχτυλά της. «Για καλοτυχία. Ω, μα φόρεσέ τα! Ανυπομονώ να δω αν σου κάνουν». Μια σκέψη έκανε τη Σοφί να διστάσει. «Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Ο Τζέιμι μου χάρισε ένα ζευγάρι δικά σου γοβάκια στο Ντέινγκελντ, όμως είπες ότι φοράς μεγαλύτερο νούμερο απ’ το δικό μου. Πώς γίνεται αυτό;» Η Αραμπέλα δε χρειάστηκε να το σκεφτεί καθόλου. «Ω. νομίζω πως μάλλον ήταν κάποιο παλιό ζευγάρι που φορούσα όταν τα πόδια μου ήταν μικρότερα». Η Σοφί δεν τολμούσε ακόμα να τα φορέσει. Θα της εφάρμοζαν τέλεια, φυσικά, πράγμα που, αν δεν έκανε την Αρα-μπέλα ακόμα πιο καχύποπτη, τουλάχιστον θα αποδείκνυε ότι η Σοφί είχε πει ψέματα. «Ω, μα φόρεσέ τα επιτέλους, ΣοφίΙΤι περιμένεις; Πεθαίνω από ανυπομονησία να τα δω στα πόδια σου». H Σοφί φόρεσε απρόθυμα τα γοβάκια. Η Αραμπέλα τα παρατήρησε για μια στιγμή. «Ξέρεις τι πιστεύω;» «Όχι, τι;»
«Πιστεύω ότι ετούτο είναι το μπαούλο σου κι αυτά είναι τα δικά σου ρούχα». Η Σοφί τρομοκρατήθηκε που είχε αποκαλυφθεί τόσο εύκολα. Πιάστηκε απροετοίμαστη και δε βρήκε καμία απάντηση μέσα στο τεράστιο κενό του μυαλού της. Δεν καταλάβαινε πώς τα κατάφερναν οι κατάσκοποι. Κι ο Τζέιμι την υποπτευόταν για κατασκοπεία! Της ερχόταν να βάλει τα γέλια. Πού να ήξερε... Αναρωτιόταν πώς θα κατάφερνε να πείσει την Αραμπέλα να μην πει τίποτα, κι ήταν μάλιστα έτοιμη να της εξομολογηθεί τα πάντα, όταν η Αραμπέλα την έσωσε ως εκ θαύματος δηλώνοντας στη συνέχεια: «Νομίζω πως θα πρέπει να είχες κάποιο προαίσθημα σχετικά με τα παπούτσια. Είναι σαν να θυμάσαι, αλλά να μη θυμάσαι τι ακριβώς θυμάσαι». Η Σοφί μπερδεύτηκε. «Είναι όλα αποθηκευμένα κάπου στο μυαλό σου, μαζί με όλες τις άλλες γνώσεις σου, μόνο που διαρρέουν λίγα στοιχεία κάθε φορά, όπως το νερό στάζει από τη στέγη μετά τη βροχή. Καταλαβαίνεις τι λέω;» «Ναι, λες ότι όταν χάσω πολλές σταγόνες, στο τέλος θα απομείνω μια ηλίθια». Τα δυο κορίτσια γέλασαν. «Δεν ακούστηκε καλά, έτσι;» είπε η Αραμπέλα. «Όχι», απάντησε μ’ ένα χαμόγελο η Σοφί, συγκρατώντας την παρόρμησή της να αγκαλιάσει το κορίτσι. «Αλλά κατάλαβα τι προσπαθείς να πεις». «Χαίρομαι πολύ, γιατί εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνω», είπε η Αραμπέλα. «Πάντως, όλα αυτά είναι συναρπαστικά... Σκέψου, βρήκαμε το μπαούλο σου! Ω, έλα να ψάξουμε κι άλλο». Η Σοφί συνοφρυώθηκε. «Δεν τρώμε πρώτα; Πεθαίνω της πείνας. Μπορούμε να βγάλουμε τα πράγματα αργότερα». «Εντάξει», είπε η Αραμπέλα, «νομίζω ότι κι εγώ πεινάω λίγο. Πάμε να φάμε, κι ύστερα γυρίζουμε να συνεχίσουμε μ’ αυτά. Ποιος ξέρει; Ίσως βρούμε κάτι που θα μας αποκαλύ-ψει ποια είσαι». Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της Σοφί, και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό της. Δεν είχε ηθικολο-γικές αυταπάτες, είχε πλήρη επίγνωση της ενοχής της την οποία συνόδευαν αισθήματα ντροπής και λύπης -ντροπή για όλα τα ψέματα και την απάτη· λύπη, επειδή ήξερε πως στο τέλος η αλήθεια θα έβγαινε στην επιφάνεια.
Κεφάλαιο 13 Τόσο αρχοντική η θωριά του, και τόσο ωραίο το πρόσωπό της Που άλλοτε ποτέ τέτοιος χορός δεν κόσμησε παλάτι Μα η μητέρα της ταραζόταν κι ο πατέρας της
κόρωνε Ενώ ο γαμπρός στεκόταν κι έπαιζε το καπέλο με το φτερό Κι οι παράνυφες να λεν ψιθυριστά, θα ’ταν πολύ καλύτερα Αν παντρεύαμε την όμορφη ξαδέλφη μας με το νεαρό Λοχινβάρ. -Σερ Γουόλτερ Σκοτ (1771-1832), Σκοτσέζος συγγραφέας και ιστορικός. Μάρμιον: Η Ιστορία του Φλόντεν Φιλντ, Άσμα Πέμπτο (1808) Μία ώρα αργότερα οι κοπέλες επέστρεψαν στο δωμάτιο της Σοφί. Για μια στιγμή οι δυο τους στάθηκαν και κοιτούσαν το τεράστιο μπαούλο χωρίς να λένε τίποτα. Πέρασαν έτσι μερικά δευτερόλεπτα. «Καλύτερα να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό, λοιπόν». «Ελπίζω να βρούμε κάτι που θα επαναφέρει τη μνήμη σου», είπε η Αραμπέλα. «Ναι, έτσι ώστε να γλιτώσω από μια ζωή ηλιθιότητας». Η Αραμπέλα χαμογέλασε και μια πονηρή λάμψη άστραψε στα μάτια της. «Αυτό δε θα μ’ αφήσεις να το ξεχάσω ποτέ, έτσι;» «Εσύ θα το ξεχνούσες, στη θέση μου;» «Όχι βέβαια... Κι έχεις δίκιο σχετικά με το άδειασμα του μπαούλου. Θα ’πρεπε να το έχω καταλάβει από μόνη μου. Δε θα πάω για ιππασία, θα κάτσω να σε βοηθήσω». «Δε χρειάζεται να με βοηθήσεις. Θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν δε σου στερούσα τη βόλτα σου με το άλογο», είπε η Σοφί βλέποντας την Αραμπέλα να κατευθύνεται προς το μπαούλο. «Ειλικρινά, μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου». «Θα ήθελα να βοηθήσω». Έτσι δούλεψαν μαζί για ένα μισάωρο, ώσπου η Αραμπέλα στράφηκε στη Σοφί. «Ω, ένα αναμνηστικό! Κοίτα, δεν είναι αξιαγάπητη αυτή η μινιατούρα;» Η Σοφί ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό της. Κατάρα! Είχε ξεχάσει τη μικρή ζωγραφιά. Έκανε μια προσπάθεια να κρύψει οποιοδήποτε σημάδι έκπληξης ή εκνευρισμού απ’ τη φωνή της. «Δώσε μου να τη δω», είπε. «Ξέρεις ποιος είναι;» ρώτησε η Αραμπέλα δίνοντας τη ζωγραφιά στη Σοφί. Εκείνη καμώθηκε πως παρατηρούσε για λίγο το πορτραί-το, ύστερα κούλ'ησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, δεν το αναγνωρίζω, ούτε έχω την αίσθηση πως το έχω ξαναδεί». «Ή τουλάχιστον δε θυμάσαι κάτι τέτοιο», είπε η Αραμπέλα κι έριξε άλλη μια ματιά. «Όποιος κι αν είναι αυτός ο άντρας, θα πρέπει να είναι κάποιος πολύ σημαντικός. Τα ρούχα του είναι πολυτελή, το άλογό του καθαρόαιμο, και τον περιβάλλει ένας βασιλικός αέρας. Ίσως είναι κάποιος από την
οικογένειά σου». «Όχι, δε θα μπορούσε. Τα ρούχα του παραείναι πολυτελή για οποιονδήποτε στην οικογένειά μου, νομίζω». «Ο Τζέιμι είπε πως δεν πίστεψε ότι ήσουν υπηρέτρια. Ούτε και κανένας άλλος το πιστεύει, εδώ που τα λέμε». «Κι εσύ; Τι πιστεύεις εσύ, Αραμπέλα;» «Ούτε κι εγώ το πιστεύω. Δεν εννοώ πως αμφιβάλλω για σένα. Μα όταν κοίταξα την ποιότητα αυτών των ρούχων μέσα στο μπαούλο, κατάλαβα πως δεν πρόκειται για τα κουρέλια μιας υπηρέτριας, αλλά για τα φίνα ενδύματα μιας αριστοκράτισσας». «Μερικές φορές πιστεύουμε αυτά που θέλουμε να πιστέψουμε, κι όχι την αλήθεια. Μήπως δε συνηθίζεται μια υπηρέτρια να δέχεται ρούχα σαν δώρα από την κυρία της; Αλλωστε, απλώς νομίζουμε πως αυτό είναι το μπαούλο μου. Δεν έχουμε αποδείξεις». Η Αραμπέλα είχε ακόμα την προσοχή της συγκεντρωμένη στη μινιατούρα. «Μμμ. Ω, με συγχωρείς. Απλώς σκεφτόμουν ότι ίσως ο Τζέιμι αναγνωρίσει αυτόν τον άντρα». Η Σοφί ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει γρηγορότερα. Δεν ήταν καλύτερη στην εξαπάτηση απ’ ό.τι στα ψέματα. «Δεν υπάρχει λόγος να τον ενοχλήσεις», της είπε. «Ω. μα ο Τζέιμι δε θα το θεωρήσει ενόχληση. Έχω καταλάβει ότι σε συμπαθεί, γι’ αυτό θα χαρεί να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί». Η Σοφί δοκίμασε άλλη τακτική. «Αφού το πρόσωπο δε μου θυμίζει τίποτα, ούτε και το όνομα θα θυμηθώ». Η Αραμπέλα όμως έριξε τη μινιατούρα στην τσέπη της «Πιθανόν όχι, αλλά δε βλάπτει να προσπαθήσουμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα στοιχείο ανεξερεύνητο». Η Σοφί αισθάνθηκε τον πανικό σαν ένα χέρι που της έσφιγγε το λαιμό όλο και σφιχτότερα, μέχρι που δεν μπο ρούσε να αναπνεύσει. «Όχι!» Η Αραμπέλα αναπήδησε. Η έκφρασή της μαρτυρούσε ξάφνιασμα και έκπληξη, αν και αυτό που έκανε τη Σοφί να ανησυχήσει ήταν το ερώτημα που αχνοφαινόταν στα βάθη των ματιών της. «Λυπάμαι», είπε η Σοφί. «Όλα αυτά μου έχουν τεντώσει τα νεύρα. Ξέρω πως ακούγομαι ευερέθιστη, στ' αλήθεια όμως μέσα μου δε νιώθω έτσι. Ήσουν πολύ ευγενική μαζί μου, όμως νομίζω πως χρειάζομαι λίγο χρόνο για να τα ξεκαθαρίσω όλα αυτά πριν αναζητήσω βοήθεια. Ξέρω πως θέλεις να με βοηθήσεις να βρω την ταυτότητα του άντρα στο πορτραίτο και πως έχεις κάθε καλή πρόθεση, αλλά όταν το ακούσει ο Τζέιμι θα θελήσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, και τρέμω όταν σκέφτομαι πόσες ερωτήσεις θα μου κάνει. Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο ακόμα». Ακού-μπησε το χέρι της στο μπράτσο της Αραμπέλα. «Ελπίζω να με καταλαβαίνεις».
Η έκφραση της Αραμπέλα μαλάκωσε. «Φυσικά και σε καταλαβαίνω. Λυπάμαι που βιάστηκα να πάρω πρωτοβουλίες...» χαμογέλασε, «όπως θα έκανε ο Τζέιμι δηλαδή, χωρίς να σκεφτώ πώς νιώθεις, ή να σου δώσω την ευκαιρία να πάρεις μόνη τις αποφάσεις σου. Ήταν επιπόλαιο από μέρους μου». Έβαλε το χέρι στην τσέπη της, έβγαλε τη μινιατούρα και την ξαναέδωσε στη Σοφί. «Ορίστε. Κράτησέ το ώσπου να αποφασίσεις ποιος είναι, ή μέχρι να θελήσεις να το δείξω στον Τζέιμι». Η Σοφί έριξε το πορτραίτο στο πίσω μέρος του μπαούλου και έκλεισε το καπάκι, ήξερε όμως πως το περιστατικό δε θα τελείωνε εδω. Η πρώτη παρόρμησή της ήταν να το πετάξει από το παράθυρο και να το δει να εξαφανίζεται στα αφρι-σμένα κύματα που έδερναν τα βράχια κάτω από το κάστρο. Ομως αποφάσισε πως δεν έπρεπε να το κάνει, γιατί έτσι θα μεγάλωναν οι υποψίες της Αραμπέλα. Εξάλλου, δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Το είχε διόσει ο παππούς της στον πατέ-ρα της, κι εκείνος με τη σειρά του το είχε χαρίσει στη Σοφί. Το μυαλό της πέταξε πίσω σε εκείνη τη μέρα, που ήταν ακόμα πολύ ζωντανή στο μυαλό της. Ήταν στη διάρκεια της αρρώστιας του πατέρα της, τότε που η κατάστασή του επιδεινωνόταν σταδιακά επί μήνες. Όλον αυτό τον καιρό οι σκέψεις της Σοφί βρίσκονταν κοντά του, και πήγαινε καθημερινά στα διαμερίσματά του για να τον επισκέπτεται και να του διαβάζει. Ένα απόγευμα, καθώς ήταν έτοιμη να ανοίξει το βιβλίο που του διάβαζε και να συνεχίσει την ανάγνωση, ο πατέρας της έβγαλε το πορτραίτο μέσα από το κομοδίνο του. «Ο πατέρας μου είχε αναθέσει να ζωγραφίσουν αρκετά από αυτά», είπε, «ένα για το κάθε παιδί του. Είναι ακριβή αντίγραφα του μεγάλου πορτραίτου του που κρέμεται στις Βερσαλλίες κι έχουν φιλότεχνηθεί από τον ίδιο ζωγράφο». Η Σοφί κοίταξε τότε την εικόνα του βασιλιά Ήλιου. Ήξερε πως ήταν ο παππούς της, αλλά είχε πεθάνει πριν τη γέννησή της, και δεν τον είχε γνωρίσει. Όμως τον αγαπούσε επειδή τον αγαπούσε ο πατέρας της. «Θέλω να το πάρεις εσύ». «Μα, μπαμπά, είναι το αγαπημένο σου ενθύμιο. Δεν μπορώ να το πάρω». «Σοφί, αγαπημένη κόρη μου, πεθαίνω. Θέλω να το πάρεις, γι’ αυτό και σου το δίνω τιόρα. Όταν θα έχω φύγει, τα αρπακτικά θα ορμήσουν στο σατό, κι εσύ, με την ευγενική και τρυφερή καρδιά σου, θα παραμεριστείς από εκείνους που κινούνται από απληστία. Βάλε το σε ένα ασφαλές μέρος, και μην πεις σε κανέναν πως το έχεις... τουλάχιστον μέχρι να περάσουν μερικά χρόνια. Υποσχέσου το». «Το υπόσχομαι». Ακούμπησε το πορτραίτο στα χέρια της, κι εκείνη έμεινε να το κοιτάζει. «Θυμήσου, Σοφί», της είπε, «ό,τι και να συμβαίνει στη ζωή, πάντοτε να κρατάς το κεφάλι σου ψηλό με περηφάνια. Στις φλέβες σου κυλάει το αίμα των Βουρ-βόνων». «Θα το κάνω, μπαμπά».
Ο πατέρας της μελέτησε το πρόσωπο στο μικρό πορτραίτο σαν να το έβλεπε για τελευταία φορά. «Ο Λουδοβίκος ΙΔ'. Ήταν ο μεγαλύτερος βασιλιάς που γνώρισε ποτέ η Γαλλία, αλλά επίσης ήταν ένας αφοσιωμένος πατέρας για τα πολλά παιδιά του, νόμιμα ή παράνομα. Θα πρέπει να είσαι περήφανη που ήταν ο παππούς σου». «Είμαι, αλλά είμαι περισσότερο περήφανη που έχω εσένα πατέρα». Εκείνος χάιδεψε το μάγουλό της. «Ξέρω πως θα πάω στον Παράδεισο, αφού ήδη μου έχει δοθεί η ευλογία ενός απ’ τους αγγέλους του». Ήταν η τελευταία φορά που η Σοφί είδε τον πατέρα της, γιατί την ίδια εκείνη νύχτα πέθανε στον ύπνο του. Πιστή στην υπόσχεσή της, δε μίλησε ποτέ για το πορτραίτο σε κανέναν, και ύστερα από λίγο πράγματι οι άπληστοι εκπλήρωσαν την προφητεία του πατέρα της και έπαψαν να το αναζητούν. Μέχρι σήμερα κανείς δεν ήξερε πως ήταν στην κατοχή της. Τώρα φαινόταν πως αυτό θα άλλαζε. * * * Στη μεγάλη σάλα ο Τζέιμι μιλούσε στο γείτονά του, τον Βιλέν Ροζό, τον πρώτο προσκεκλημένο που έφτασε για την εορταστική βραδιά με το δείπνο και το χορό. Αναρωτιόταν πώς θα τα πήγαινε η Σοφί με το συμπατριώτη της. Όμορφος, λεπτός, ο κομψός, ξανθός Βιλέν ήταν μορφωμένος, καλλιεργημένος, με καλή ανατροφή και αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Οι δυο τους συζήτησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων. και ο Τζέιμι ήταν έτοιμος να του μιλήσει για τη Σοφί, όταν τους διέκοψε η Τζίλιαν. «Εδώ είσαι λοιπόν», είπε πλευρίζοντας τον Τζέιμι. «Σε έψαχνα παντού». Έγνεψε στον Βιλέν. «Πώς είσαι, αγαπητέ μου Βιλέν;» «Πολύ καλύτερα τώρα που τα μάτια μου απολαμβάνουν εσένα και την υπέροχη τουαλέτα σου». «Είναι η τελευταία γαλλική μόδα», του είπε κάνοντας μια στροφή. «Το ήξερα πως θα σου αρέσει». «Εξαίρετο γούστο, όπως πάντα», σχολίασε ο Βιλέν παίρνοντας το απλωμένο χέρι της να το φιλήσει. Η Τζίλιαν έσυρε παιχνιδιάρικα την κλειστή βεντάλια της στο μπράτσο του Γάλλου. «Θέλω ένα χορό, Βιλέν». «Οτιδήποτε επιθυμεί η καρδιά σου, σερί», της απάντησε. «Θα ήθελες να πιεις κάτι;» «Ο τέλειος τζέντλεμαν, όπως πάντα», του είπε και χαμογέλασε αισθησιακά. «Όμως δε θέλω ακόμα τίποτα». «Τότε θα αφήσω εσάς τους δύο να τα πείτε», είπε ο Βιλέν και απομακρύνθηκε με μία υπόκλιση.
Ο Τζέιμι ήξερε πως η αναχώρηση του Βιλέν σήμαινε και το τέλος της ευχάριστης διάθεσης της Τζίλιαν, και είχε δίκιο. «Μόλις τώρα έμαθα για την επιστροφή σου, αν και απ’ ό,τι καταλαβαίνω έχεις έρθει εδώ και μέρες». Γύρισε προς το μέρος της. «Είσαι στις ομορφιές σου απόψε, όπως είπε και ο Βιλέν». «Προφανώς όμως δεν είμαι αρκετά όμορφη ώστε να μπεις στον κόπο να μου κάνεις μια επίσκεψη, ή τουλάχιστον να μου στείλεις μια ειδοποίηση πως επέστρεψες». «Υπήρχαν επείγοντα ζητήματα τα οποία έπρεπε πρώτα να τακτοποιήσω. Ήξερα πως θα σε έβλεπα απόψε». «Μήπως το επείγον ζήτημά σου ήταν το μικρό γύναιο απ’ τη Γαλλία που έφερες μαζί σου;» «Η ζήλια δε σου ταιριάζει, Τζίλιαν. Η κοπελιά χρειάζεται βοήθεια, όχι κριτική. Και τώρα, αν θέλεις να με περιμένεις εδώ, νομίζω πως θα πάω να πάρω κάτι να πιω, κι όταν επι-στρέψω θα βάλω τα δυνατά μου να σε αποζημιώσω». «Μπορείς να αρχίσεις υποδυόμενος το ρόλο του ξεμυαλισμένου μνηστήρα, έτσι για αλλαγή». «Ποτέ δεν ξεμυαλίζομαι, το ξέρεις αυτό. Κι όσο για το άλλο, αυτό νομίζεις πως είμαι; Μνηστήρας σου;» «Συζητάμε για γάμο τόσο καιρό, ώστε μπορείς να θεωρηθείς εξ ορισμού μνηστήρας μου, όμως εσύ δε νιώθεις έτσι. Ίσως να είναι καλύτερα. Δε δείχνεις να έχεις ούτε την επιθυμία ούτε το χρόνο να είσαι ο μνηστήρας κάποιας. Είναι φανερό πως έχεις μυαλό μόνο για εκείνη την πόρνη». Το πρόσωπο του Τζέιμι σκοτείνιασε. «Μια τέτοια κουβέντα ακόμα να πεις, και θα διατάξω να σε συνοδεύσουν στο σπίτι σου. Τώρα πάω για εκείνο το ποτό, και όταν επιστρέφω είτε θα έχεις φύγει είτε θα έχεις αποφασίσει να συμπεριφερ-θείς σωστοί. Γης έγνεψε κοφτά. «Επιστρέφω εντός ολίγου». Φεύγοντας, ο Τζέιμι μπήκε στον πειρασμό να ζητήσει από τον Κάλεμ να τη συνοδεύσει έτσι κι αλλιώς μέχρι το σπίτι της, επειδή δεν είχε γίνει μόνο πυρ και μανία με το ύπουλο σχόλιό της, αλλά επιπλέον φοβόταν πως, μόλις η Τζίλιαν αντίκριζε τη Σοφί, θα βύθιζε χωρίς δισταγμό τα δηλητηριώδη νύχια της στην τρυφερή σάρκα της νεαρής κοπέλας. Είχε διασχίσει τη μισή αίθουσα, όταν ακούστηκε ένα σούσουρο. Γύρισε και είδε τη Σοφί να μπαίνει με την Αραμπέλα. Ο χρόνος φάνηκε να παγώνει καθώς κοιτούσε κι εκείνος μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Δεν την είχε δει ποτέ πριν ντυμένη με αριστοκρατικά ρούχα, κι ήταν φανερό πιος η Σοφί είχε ένα φυσικό ένστικτο να τα φοράει, καθώς και την επίγνωση πως τα ρούχα έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν τους άλλους. Το ψυχρό γαλάζιο ήταν το χρώμα της, γιατί αναδείκνυε όλο το μυστήριο της θηλυκότητάς της. Το βλέμμα του πήγε στο χαμηλό ντεκολτέ του φορέματος, που άφηνε αρκετή
από τη θέα του στήθους της εκτεθειμένη. Ένα ντεκολτέ που ακροβατούσε μεταξύ σεμνότητας και τόλμης. Την παρακολούθησε να προχωρεί μέσα στην αίθουσα και βρήκε τη χάρη της το ίδιο σαγηνευτική με τη συγκλονιστική ομορφιά της. Μια αργή ματιά γύρω του έδειξε πως δεν ήταν ο μόνος άντρας που ένιωθε έτσι. * * * Όταν η Σοφί μπήκε στη μεγάλη σάλα μαζί με την Αραμπέλα, τα έχασε. Δεν περίμενε πως θα την υποδεχόταν μια αίθουσα κατάμεστη από ανθρώπους. Άνοιξε τη βεντάλια της μ’ ένα μικρό τίναγμα του καρπού και σκέπασε τα χείλη της γέρνοντας προς την Αραμπέλα. «Δεν είχα ιδέα πως θα ερχόταν τόσος κόσμος», ψιθύρισε. «Έπρεπε να με προειδοποιήσεις». «Γιατί; Δε θα μπορούσες να γίνεις ομορφότερη απ’ ό,τι είσαι. Δε βλέπεις ότι όλοι εδώ μέσα σε κοιτάζουν;» «Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου». Η Αραμπέλα χαμογέλασε. «Το ξέρω, κι αυτό είναι μέρος της γοητείας σου. Έλα, πάμε να βρούμε τον Τζέιμι. Θέλω να δω την έκφρασή του όταν σε αντικρίσει». Πέρασαν δίπλα από το τζάκι, όπου τα στοιβαγμένα κούτσουρα έκαιγαν ζωηρά, σκορπίζοντας μια γλυκιά ζεστασιά τριγύρω. Παντού υπήρχαν κεριά: στα τραπέζια, στους πολυέλαιους ψηλά στα ταβάνια και στους πυρσούς που έκαιγαν στηριγμένοι στις υποδοχές τους πάνω στους τοίχους από γκρίζα πέτρα. «Να τος, έρχεται ο Τζέιμι», είπε η Αραμπέλα. «Το ήξερα πως θα σε πλησίαζε αμέσως μόλις έμπαινες». Αφησε το βλέμμα της να πλανηθεί τριγύρω. «Αναρωτιέμαι πού... Ω Θεέ μου, εκεί είναι, στην άλλη άκρη της αίθουσας». «Ποια;» «Η Τζίλιαν. Έχει ήδη προσέξει πως ο Τζέιμι έρχεται προς το μέρος σου, και δε φαίνεται να της αρέσει καθόλου αυτό. Αν δε σε πειράζει, εγώ λέω να απομακρυνθώ πριν ξεσπάσει ο καβγάς». Πριν προλάβει να απαντήσει η Σοφί, η Αραμπέλα έγινε καπνός. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε δίπλα της ο Τζέιμι. Φίλησε το χέρι της, και η Σοφί παρατήρησε πως της το κράτησε τόσο όσο μπορούσε χωρίς να θεωρηθεί αγένεια. «Ω κοπελιά μου», γουργούρισε. «Μου έλειψε να σε βλέπω». Η Σοφί χλόμιασε, γιατί η πρώτη σκέψη της ήταν ότι του έλειψε να τη βλέπει χωρίς τα ρούχα της, και αναρωτήθηκε αν υπήρχε στη ζωή του τίποτα ιδιωτικό ή προσωπικό. Η σκέψη την εγκατέλειψε το ίδιο γρήγορα, γιατί κατάλαβε ότι ο Τζέιμι δε θα έπεφτε ποτέ τόσο χαμηλά. Σχεδόν ένιωσε ένοχη
που της πέρασε καν από το νου. «Είμαι σίγουρος ότι η Αραμπέλα σου φέρεται καλά», της είπε. «Πολύ καλά, μιλόρδε. Η Αραμπέλα είναι μια τέλεια οικοδέσποινα. Προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν έμαθε από εσάς». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Σκέφτη-κα πως θα ήταν καλύτερο για σένα αν κρατούσα τις αποστάσεις μου». Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί με την άκρη του ματιού της είδε μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς να έρχεται προς το μέρος τους με έκφραση αποφασιστικότητας και μάτια που πετούσαν φλόγες. Η Σοφί πρόσεξε επίσης ότι φορούσε μια εξαίσια πράσινη τουαλέτα, στην οποία αναγνώρισε το τελευταίο σχέδιο απ’ το Παρίσι. Τα σμαράγδια και τα διαμάντια στο λαιμό της ήτσν σχεδόν εκτυφλωτικά καθώς αντανακλούσαν το φως τόσων κεριών. Παρά την αριστοκρατική εμφάνισή της, υπήρχε κάτι στον τρόπο που τους πλησίαζε που θύμισε στη Σοφί μπρα-τσέρα με ορθάνοιχτα πανιά. Ο Τζέιμι την είδε κι εκείνος, αλλά δεν είπε τίποτα, και η Σοφί έπαιξε με την ιδέα να τον σπρώξει προς την επιτιθέμενη γυναίκα, γιατί δεν είχε καμία αμφιβολία πως επρόκειτο για τη διαβόητη Τζίλιαν, την αρραβωνιαστικιά του. Έπνιξε την παρόρμησή της να τον ρωτήσει γιατί είχε διαλέξει μια γυναίκα τόσο ακατάλληλη γι’ αυτόν. Δε φαινόταν ικανή να αγαπήσει έναν άντρα, μόνο να τον κατασπαράξει. Μια ματιά στην Τζίλιαν, και η Σοφί σκέφτηκε πως δε θα δυσκολευόταν να σκληρύνει την καρδιά της απέναντι στον Τζέιμι. Ήταν ανόητη που τον άφησε να την πείσει να έρθει στο κάστρο, τουλάχιστον όμως είχε δίκιο που έμεινε τόσες μέρες μακριά της. Από τώρα και στο εξής θα τον διευκόλυνε και η ίδια. Θα είχε γυρίσει να φύγει, αν δεν ήταν περίεργη να δει πώς θα το χειριζόταν ο Τζέιμι. Ο αχρείος άξιζε μόνο την απόλυτη αδιαφορία της, και σύντομα θα την εισέπραττε. Η Τζίλιαν χαμογέλασε στον Τζέιμι και πέρασε κτητικά το μπράτσο της στο δικό του. «Ω, εδώ είσαι», είπε σαν να τον είχε συναντήσει τυχαία. Ο Τζέιμι δεν της έδωσε την ευκαιρία να πει τίποτ’ άλλο, γιατί έσπευσε να συστήσει τις δύο γυναίκες με τρόπο που θα χρησιμοποιούσε κανείς μόνο σε δικαστήριο: τυπικά και απρόσωπα. «Σοφί; Μόνο Σοφί;» Η Τζίλιαν στράφηκε στον Τζέιμι. «Δεν έχει επίθετο;» «Δεν μπορεί να θυμηθεί το παρελθόν της», της εξήγησε. Τα φρύδια της Τζίλιαν υψώθηκαν. Το βλέμμα της σάρωσε τη Σοφί. «Πόσο βολικό». Η Σοφί χαμογέλασε με τη συνηθισμένη της άνεση κάτω από την εξονυχιστική παρατήρηση της άλλης γυναίκας. Σκέφτηκε πως ήταν κρίμα μια γυναίκα με τέτοια αριστοκρατικά χαρακτηριστικά και όμορφο
πρόσωπο να γίνεται τόσο στριμμένη. Κατάλαβε αμέσως ότι η πρώτη εντύπωσή της ήταν σωστή. Αυτή η γυναίκα δε θα γινόταν ποτέ ισάξια του Τζέιμι, όσες παρισινές τουαλέτες και φίνα κοσμήματα κι αν φορούσε επάνω της. Η Σοφί πάντα λυπόταν τις γυναίκες οι οποίες έκριναν πως ο μοναδικός τρόπος να κρατήσουν έναν άντρα ήταν να παίξουν το ρόλο του μαντρόσκυλου. Ωστόσο η Σοφί έβλεπε επίσης την Τζίλιαν σαν έναν δεινό εχθρό, τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει προσεκτικά. Μαζί της έπρεπε πάντα να φυλάει τα νώτα της. Τα νύχια της Τζίλιαν ήταν σταθερά μπηγμένα στη σάρκα του Τζέιμς Γκρέιαμ και δε θα άφηνε τον κόμη του Μόρλεϊ να της φύγει χωρίς να δώσει μάχη. Ήταν κρίμα που δεν ήξερε πως η Σοφί δεν είχε παρόμοιες προθέσεις. «Χαίρομαι για τη γνωριμία», της είπε η Τζίλιαν. «Μιλάς αγγλικά;» «Μπορώ να συζητώ άνετα στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά και λατινικά. Ποια γλώσσα προτιμάτε;» «Θα το σκεφτώ», είπε η Τζίλιαν παρατηρώντας επιδεικτικά το φόρεμα της Σοφί. «Ήσουν τυχερή που βρήκες τέτοιο όμορφο φόρεμα να δανειστείς. Δε θυμάμαι να έχω δει να το φοράει η Αραμπέλα». Φυσικά η Σοφί δεν μπορούσε να της πει ότι το φόρεμα ήταν δικό της. Αρκέστηκε να στρώσει τη δαντέλα στο μανίκι της και να κρύψει το χαμόγελό της. Ήταν προφανές ότι η Τζίλιαν είχε ήδη αποφασίσει πως η Σοφί δεν αποτελούσε απειλή σε ό,τι αφορούσε το ενδιαφέρον του Τζέιμι, κι αυτό την έκανε να σκεφτεί πως αυτή η νεαρή Γαλλίδα μπορούσε εύκολα να παραμεριστεί. Αγνοούσε φυσικά ότι η Σοφί δεν ήταν απ’ τις γυναίκες που εγκατέλειπαν εύκολα το πεδίο της μάχης. Ούτε ήταν γυναίκα που υποχωρούσε -είτε φορούσε δανεικό φόρεμα είτε όχι. Απαξκονοντας κατευθείαν τη Σοφί, η Τζίλιαν στράφηκε στον Τζέιμι. «Έλα. χόρεψε μαζί μου». Ο Βιλέν Ροζό ήρθε εκείνη τη στιγμή στην παρέα τους. «Δεν μπορούσα να περιμένω ούτε στιγμή παραπάνω για να γνωρίσω την όμορφη φιλοξενούμενή σας», είπε και κοίταξε τη Σοφί. «Κατάλαβα πως είστε Γαλλίδα, μαντεμουαζέλ, από τη στιγμή που μπήκατε στην αίθουσα». Η Σοφί τον ευχαρίστησε για το κομπλιμέντο. Ο Βιλέν φίλησε το χέρι της Σοφί. «Είμαι ο Βιλέν Ροζό και βρίσκομαι εξ ολοκλήρου στη διάθεσή σας». Ο Τζέιμι μπήκε ανάμεσα στη Σοφί και στον Βιλέν πριν του τη συστήσει επισήμως. «Είναι χαρά να βρίσκει κανείς ένα συμπατριώτη του σ’ αυτά τα μέρη», είπε ο Βιλέν. «Υπάρχουν φορές που νοσταλγώ την ευκαιρία να μιλώ στα γαλλικά. Θα θέλατε να χορέψουμε, μαντεμουαζέλ;» «Μερσί μεσιέ, αλλά θα ήταν τρομερά αγενές εκ μέρους μου, αφού η δέσποινα Τζίλιαν έχει ήδη
εκφράσει την επιθυμία να χορέψει. Παρακαλώ, ζητήστε της ένα χορό, γιατί κανείς άλλος δεν το έχει κάνει». Ο Βιλέν φάνηκε να χάνει για μια στιγμή τα λόγια του, σύντομα όμως συνήλθε. «Φυσικά. Πόσο αμελές εκ μέρους μου!» είπε με μια λάμψη γεμάτη κατανόηση στα μάτια κι ένα χαμόγελο που απλώθηκε στα καλοσχηματισμένα χείλη του. «Είστε πολύ ευγενής», του είπε η Σοφί, «γιατί στ’ αλήθεια δε θα μπορούσα να διασκεδάσω ξέροντας πως οι κύριοι σ' αυτή την αίθουσα ήταν τόσο αμελείς, ώστε να μη ζητήσουν έστω και ένα χορό από μια καλλονή σαν την Τζίλιαν». Η Σοφί χαμογέλασε στην Τζίλιαν και είδε το μίσος στα μισόκλειστα μάτια της, μια στιγμή πριν εκείνη δεχτεί το τεντωμένο μπράτσο του Βιλέν και τον αφήσει να την οδηγήσει κοντά στους άλλους χορευτές. ' Ο Τζέιμι διασκέδαζε. Η Σοφί το είδε στο αργό χαμόγελό του και στον τρόπο που τα μάτια του της γελούσαν. Του χαμογέλασε γλυκά και χτύπησε με το δάχτυλό της ένα κουμπί στο γιλέκο του. «Ελπίζω στ’ αλήθεια να μην κατέστρεψα τη βραδιά σας, μιλόρδε». * * * Η Αραμπέλα βρήκε τη Σοφί να στέκεται με την πλάτη στη φωτιά κουβεντιάζοντας με τον αδερφό της τον Μπραν, ο οποίος της διηγούνταν για τη μοναχική επίσκεψή του στη Γαλλία πριν δυο χρόνια. «Θεέ και κύριε», είπε η Αραμπέλα στη Σοφί, «τι έκανες στην Τζίλιαν; Αυτή βγάζει καπνούς! Όταν ο Βιλέν τη ρώτησε αν θα ήθελε να χορέψει ξανά, του είπε να πάει να πνιγεί». Η Σοφί χαμογέλασε και ευχήθηκε να είχε δει τη σκηνή. «Ήρθε σ’ εμένα ξεσπαθώνοντας, έτσι κι εγώ αμύνθηκα». Η Αραμπέλα γέλασε. «Ποτέ δεν έχω δει άνθρωπο να αποστομώνει έτσι την Τζίλιαν. Πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! Ελπίζω να μη φύγεις ποτέ». Πήρε τη Σοφί από το μπράτσο. «Έλα, Μπραν. Πάμε να βρούμε ένα τραπέζι πριν πιάσουν όλες τις καλές θέσεις κοντά στη φωτιά». Τελικά ο Μπραν, ο Νιλ και ο Φρέιζερ κάθισαν μαζί τους, και η πενταμελής συντροφιά μιλούσε και γελούσε ανέμελα, αδιαφορώντας για τα συνεπαρμένα βλέμματα των καλεσμένων και τους ψιθύρους που είχαν προκαλέσει στην αίθουσα. Η Σοφί συμπάθησε αμέσως τους αδερφούς του Τζέιμι, τουλάχιστον αυτούς τους τρεις που βρίσκονταν στην παρέα τους. Είχε ήδη προαισθανθεί ότι ο άλλος αδερφός τους, ο Κάλεμ, δεν ενέκρινε την παρουσία της, και είχε επιλέξει vu κρατηθεί μακριά. Η Αραμπέλα της είχε ομολογήσει ότι έφταιγε η στενή σχέση του με την Τζίλιαν και ο φόβος του ότι η Σοφί θα έμπαινε ανάμεσά τους. Καθώς ο Τζέιμι έβαλε την Τζίλιαν να καθίσει, η Σοφί είδε μια έκφραση ανακούφισης να απλώνεται στο ανήσυχο πρόσοδο του Κάλεμ, επειδή ήταν η Τζίλιαν και όχι η Σοφί αυτή που πήρε τη θέση
ανάμεσα στον Κάλεμ και στον Τζέιμι. Στη συνέχεια όμως η Σοφί φρόντισε να μην τους παρατηρεί πολύ, αν και δεν της διέφυγε το γεγονός ότι από τη δική τους παρέα δεν ακούγονταν και πολλά γέλια. Δεν άργησε να τους αγνοήσει εντελώς, γιατί της φαίνονταν και οι τρεις βαριεστημένοι, ιδίως ο Τζέιμι, που έδειχνε να πλήττει θανάσιμα. Ανέκαθεν άκουγε ότι οι Σκοτσέζοι ήταν σκληρός λαός, σοβαρός κι αγέλαστος, όμως η ίδια δε δυσκολεύτηκε να γελάει και να διασκεδάζει με τους άντρες που τώρα την τριγύριζαν. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τους άντρες της Αυλής, υπήρχε μια αληθινή αίσθηση αδελφότητας ανάμεσα στους άντρες του κλαν των Γκρέιαμ, και όλοι αντιμετωπίζονταν ως ίσοι, ανεξάρτητα από τη θέση του καθενός. Πρόσεξε επίσης το γεγονός ότι κανείς δε χρησιμοποιούσε τον τίτλο του Τζέιμι όταν του απευθυνόταν, αλλά απλώς το όνομά του. Ήταν μια εκπληκτική ανακάλυψη γι’ αυτήν το ότι οι Γκρέιαμ δε νοιάζονταν για τις κοινωνικές τυπικότητες. Θα της έπαιρνε λίγο καιρό να συνηθίσει αυτούς τους λακωνικούς Σκοτσέζους. Όταν ο Νιλ της ζήτησε να χορέψουν, η Αραμπέλα έσκυψε προς το μέρος της. «Πρόσεχε», της ψιθύρισε, «γιατί αυτός είναι ένας ξέφρενος παραδοσιακός χορός, κάτι σαν την γκαλιάρντα, μια τολμηρή όμως γκαλιάρντα, σε τριπλό βήμα. Μου φαίνεται πως το κάνει επίτηδες για να προκαλέσει τον Τζέιμι». «Το γκαλιάρ είναι γνωστό και στη Γαλλία, όμως δεν έχω δει ποτέ να το χορεύουν», απάντησε η Σοφί. Ο Μπραν έδωσε μια σκουντιά στην Αραμπέλα. «Άφησέ την ήσυχη. Θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από μια κοπελιά που χορεύει για να πτοηθεί ο Τζέιμι». Η Σοφί χαμογέλασε στον Νιλ και του έδωσε το χέρι της, καθώς η μουσική άρχιζε. Από το τραπέζι άκουγε τον Μπραν να τραγουδάει: Τέσσερις και είκοσι κοπελιές πήγαν στο Τρέντσμορ Λι, Και στο χορό το ρίξανε μέχρι το πρωί Και τότε να σου η Άλεϊ, η Άλεϊ με την Τζόαν Κι ήρθε και η τρελοΓουίλι και χόρεψε κι αυτή Κι ο γκαϊντατζής συνόδευε με εύθυμο ρυθμό Και τα δικράνια τίναζαν το ιρλανδικό σανό Τότε να σου η Άλεϊ, μαζί και η Πρις και η Πρου Κι ήρθε και η τρελο-Γουίλι στη μέση του χορού Καλά ας είναι όλες τους, οι κοπελιές του Τρέντσμορ Όπως θα είμαστε κι εμείς, άμα ξαναβρεθούμε. Η Αραμπέλα είχε δίκιο. Ήταν ένας τολμηρός, λάγνος χορός, και για τις πρώτες στροφές η Σοφί αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τα βήματα, δεν άργησε όμως να μπει στο ρυθμό και να ακολουθήσει. Ο Νιλ ήταν ο τέλειος παρτενέρ, γιατί όποτε η Σοφί έκανε ένα λάθος γελούσε και τη στριφογύριζε γρηγορότερα, κι ας έκανε εκείνη δυο ή τρία βήματα παραπάνω. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, ο διάβολος κέντρισε την Τζίλιαν. «Πω, πω, μα δεν είναι αξιολάτρευτο ζευγάρι;»
Ο Τζέιμι δεν απάντησε, και συνέχισε να τους κοιτάζει σοβαρός. Η Σοφί γέλασε όταν ο Νιλ τη στριφογύρισε με τέτοια ταχύτητα που οι φούστες της ανασηκώθηκαν από το πάτωμα, και ήταν σίγουρη πως όλος ο κόσμος είδε τα μπλε γοβάκια της. Ήταν εκείνη τη στιγμή που η Σοφί συνειδητοποίησε πως δεν τους συνόδευαν άλλοι χορευτές. Στη Γαλλία τέτοιοι χοροί δε συνηθιζόταν σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, ούτε μπροστά σε προσκεκλημένους. Η Σοφί όμως ήξερε ότι ο Νιλ δε θα ζητούσε να παίξουν αυτό το τραγούδι, ούτε θα την καλούσε να το χορέψουν αν πραγματικά έφερνε σε δύσκολη θέση ή εξόργιζε τον αδερφό του, κι ήθελε τόσο πολύ, έστω για μια νύχτα, να διασκεδάσει και να νιώσει ανέμελη, να ξεχάσει ποια ήταν και γιατί βρισκόταν εκεί, και να ποδοπατήσει όλες τις προφυλάξεις με αυτά τα ζωηρά χορευτικά βήματα. Όταν η μουσική τελείωσε, ξέφρενα όπως είχε ξεκινήσει, μέσα σε μια κορύφωση ήχου και ρυθμού, ο Νιλ έπιασε τη Σοφί από τη μέση, τη σήκωσε ψηλά και τη στριφογύρισε στον αέρα πριν την κατεβάσει και πάλι, γελαστή και λαχανιασμένη, στο πάτωμα. «Αν ήξερα πως ήσουν κοπελιά με τόσο κέφι, δε θα σου ζητούσα να χορέψουμε». «Και γιατί, παρακαλώ;» «Επειδή πιστεύω ότι ο αδερφός μου θα μου κρατάει μούτρα και θα γυρεύει αφορμή να με εκδικηθεί γι’ αυτό. Και πάλι όμως δε θα άλλαζα την εμπειρία ούτε με εκατό χορούς με άλλη ντάμα. Κρίμα που ο Τζέιμι σε γνώρισε πρώτος». Η Σοφί κάγχασε και έβαλε τα δυνατά της να μιμηθεί το σκοτικό ιδίωμα. «Και γιατί δηλαδή λες κάτι τέτοιο, Νιλ Γκρέιαμ, ενώ ο αδερφός σου είναι αρραβωνιασμένος με την ωραία Τζίλιαν;» «Εγώ δε θα στοιχημάτιζα το καλύτερο άλογό μου σ’ αυτή την κούρσα», της απάντησε. «Η Τζίλιαν δεν είναι η κατάλληλη γυναίκα για τον Τζέιμι, κι εκείνος το ξέρει». «Αλήθεια;» Το βλέμμα του ήταν ανάλαφρο και περιπαιχτικό, ο τόνος της φωνής του όμως σοβαρός. «Ναι. Εσύ του ταιριάζεις καλύτερα». «Πες μου ένα λόγο που σε κάνει να το πιστεύεις αυτό». «Δίνεις σ’ έναν άντρα το χώρο να αναπνεύσει, κι όμως δεν είσαι τόσο ντροπαλή ή σεμνή όσο μια συνηθισμένη κοπέλα», της είπε. «Αυτό είναι κάτι που θα ευχαριστούσε τον αδερφό μου». «Τότε θα φροντίσω να υιοθετήσω πιο σεμνή συμπεριφορά», του είπε, «κι ο αδερφός σου ας κόψει το λαιμό του». Ο Νιλ έριξε πίσω το κεφάλι του και ξέσπασε σε γέλια, ύστερα τη σήκωσε πάλι και τη στριφογύρισε στον αέρα πριν την οδηγήσει πίσω στην παρέα τους. Η Σοφί είδε τα κατάπληκτα βλέμματα που τους έριχναν οι υπόλοιποι καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα τραπέζια για να πάνε στο δικό τους.
Ανέμιζε ζωηρά τη βεντάλια της, όταν άρχισε ένα πιο ήπιο μουσικό κομμάτι. Η Σοφί ρώτησε την Αραμπέλα αν σκόπευε να χορέψει. «Όχι για λίγη ώρα. Πάντα τρώω υπερβολικά σ’ αυτές τις συναθροίσεις», αποκρίθηκε, «και τώρα με σφίγγει το φόρεμά μου». «Μη νοιάζεσαι», είπε ο Φρέιζερ βγάζοντας το στιλέτο του. «Μπορώ να κόψω τα κορδόνια με τούτο εδώ και να σε ανακουφίσω». «Και πώς θα με ανακουφίσεις απ’ την ντροπή μου όταν το φόρεμα σωριαστεί στα πόδια μου, βρε άξεστε;» ρώτησε η Αραμπέλα, και όλοι γέλασαν. Σερβιρίστηκε περισσότερο κρασί, και η Σοφί, νιώθοντας ζεστά, άνετα και ελεύθερα, έκλεψε μια ματιά προς τη μεριά του Τζέιμι. Είδε το μελαχρινό κεφάλι του σκυμμένο πλάι στα κόκκινα μαλλιά της Τζίλιαν, σαν να άκουγε προσεκτικά κάτι που του έλεγε, με το πρόσωπό του αρκετά κοντά στο στήθος της για να μπορεί να διακρίνει τα δάχτυλα των ποδιών της. Ο Νιλ ακολούθησε το βλέμμα της, κι αγκάλιασε από τους ώμους τη Σοφί δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο. «Δε μ’ αρέσει να βλέπω μια κοπελιά να μαραζώνει, γι’ αυτό, αν γυρεύεις ένα καλό παιδί, δε νομίζω ότι θα βρεις καλύτερο από μένα». Ο Μπραν του έδωσε μια καρπαζιά. «Δε γυρεύει κανένα καλό παιδί, μα έναν άντρα, άρα εσύ αποκλείεσαι. Το λοιπόν, αν γυρεύεις έναν άντρα...» είπε, κι η Σοφί είδε το στήθος του να φουσκώνει σ’ αυτά τα λόγια, «δε χρειάζεται να κοιτάξεις μακριά, εδώ είμαι». Ο Φρέιζερ την παρατηρούσε εδώ και ώρα. «Πώς ήταν στο Ντέινγκελντ με τον Τζέιμι;» Η Σοφί γέλασε. «Παγωνιά. Μου πήρε μια βδομάδα να ζεσταθώ. Το σπίτι πάντως μου φάνηκε αρκετά φιλόξενο. Θα μ’ άρεσε να το δω το καλοκαίρι». «Και ο Τζέιμι; Πώς ήταν εκείνος μαζί σου;» «Δεν έδειξε να ξεχνάει ούτε στιγμή το ρόλο του επικεφαλής των Γκρέιαμ και αφέντη του κάστρου, ενώ ξεχνούσε διαρκώς πως εγώ δεν είμαι ούτε Σκοτσέζα ούτε Γκρέιαμ». Η σπίθα στα μάτια του Φρέιζερ της δήλωνε πως τη συμπαθούσε, ακόμα και πριν το πιστοποιήσουν τα λόγια του. «Περίμενα καιρό να δω μια κοπελιά με φλογερή ιδιοσυγκρασία τόσο ταιριαστή με τη δική του». «Αμφιβάλλω αν η φλογερή ιδιοσυγκρασία μου ενδιαφέρει τον αδερφό σου, αφού δε χάνει ευκαιρία να μου τη σβήνει», αντιγύρισε η Σοφί. «Δε νομίζω ότι προσέχει καν την παρουσία μου εδώ μέσα. Έχει άλλη απασχόληση, αν δεν το έχετε διαπιστώσει». «Ω, μα και βέβαια την προσέχει την παρουσία σου. Μα όσο πιο πολύ παρατηρεί ο Τζέιμι, τόσο πιο αδιάφορος φαίνεται». Οι γκάιντες έπαιζαν ένα ζωηρό ρυθμό, αλλά όχι τόσο όσο
η γκαλιάρντα. Μερικά ζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν. Ο Νιλ πήρε τη Σοφί από το μπράτσο και τη σήκωσε απ’ την καρέκλα της. «Έλα, κοπελιά, θα σου μάθω να χορεύεις το ριλ των Χάιλαντς». Ο Φρέιζερ πήρε την Αραμπέλα και τους ακολούθησε. «Θα το χορέψουμε σε τετράδα». Η Σοφί γελούσε και διασκέδαζε με το χορό αυτό, κι έμαθε εύκολα τα βήματα, αν και καθένας έδειχνε να ακολουθεί τα δικά του -πράγμα που ήταν το διασκεδαστικότερο απ’ όλα. Έτσι το έριξε έξω, εγκαταλείποντας όλες τις επιφυλάξεις της. Μόνο πολύ αργότερα, όταν η εξάντληση πήρε το επάνω χέρι, η Σοφί συνειδητοποίησε ότι οι Σκοτσέζοι χόρευαν μέχρι τελικής πτώσεως. Κοντεύοντας να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, κατάλαβε πως χρειαζόταν να φυλάξει ένα ελάχιστο απόθεμα ενέργειας για να επιστρέφει στο δωμάτιό της. Άφησε τους υπόλοιπους να χορεύουν και γύρισε στο τραπέζι και το ποτήρι με το κρασί της. Μόνο μια φορά βρήκε την τόλμη να κοιτάξει προς τον Τζέιμι. Θα πρέπει να την παρακολουθούσε αρκετή ώρα με τα ψυχρά σταχτοπράσινα μάτια του, εκτιμώντας και συγκρί-νοντας. Ακόμα και με το πρόσωπό του κρυμμένο στις σκιές, διακρινόταν κάτι δυνατό και συγκινητικό επάνω του, και η Σοφί μπορούσε να δει καθαρά τις αρετές που τον διαχώριζαν από όλους τους άλλους άντρες μέσα στην αίθουσα. «Να πάρει η ευχή... να πάρει η ευχή...» ψιθύρισε. Πώς τολμούσε να είναι τόσο επιθυμητός! Όποτε τον κοιτούσε ήταν νηφάλιος και κοινιονικός, ενώ ακόμα κι όταν συμμετείχε στα αστεία και τα πειράγματα παρέμενε σε εγρήγορση κι έδειχνε έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε περιστατικό. Χαιρόταν που μοιράστηκε αυτό το χρόνο μαζί του στο Ντέινγκελντ, γιατί μόνο εκεί γνώρισε τον αληθινό Τζέιμι και διαπίστωσε πως μπορούσε να χαλαρώνει κιόλας. Απλώς του συνέβαινε σπάνια. Ήξερε πως δεν τη συνέφερε να συνεχίσει να τον παρατηρεί. Ο Τζέιμι ήταν το ίδιο απρόσιτος σ’ αυτήν όπως και την προηγούμενη μέρα. Έτσι, για την υπόλοιπη βραδιά αρκέστηκε να γελάει και να χειροκροτεί απ’ την καρέκλα της, εκτός από μια φορά που ο Φρέιζερ δεν ανέχτηκε το «όχι» σαν απάντηση και τη σήκωσε και πάλι να χορέψει. Μετά από εκείνο τον τελευταίο χορό επέστρεψε στην καρέκλα της και παρακολούθησε τους άλλους να χορεύουν ώσπου δεν άντεχαν πια να σύρουν τα πόδια τους. Κι όταν το γλέντι τελείωσε, η Σοφί ένιωσε ένα είδος χαρμολύπης, ξέροντας ότι δε θα μάθαινε ποτέ αν έφταιγε γι’ αυτό ο Τζέιμι ή το κρασί.
Κεφάλαιο 14
Υπάρχει ένα φίδι κρυμμένο στο χορτάρι. —Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), Ρωμαίος ποιητής. Όταν ο Βιλέν Ροζό επέστρεψε από την απογευματινή ιππασία του, ο μπάτλερ του ανήγγειλε πως ένας επισκέπτης τον περίμενε στο σαλόνι. «Είπε πως ονομάζεται Μίρεν Μακ-ντούγκαλ. Ισχυρίζεται πως βρίσκεται στην υπηρεσία του Γουίλιαμ Αρθουρ Γουέντγουορθ, δούκα του Ρόκιγχαμ. Είπε πως ήταν σίγουρος ότι γνωρίζετε το δούκα». Ο Βιλέν κατένευσε. «Θα αλλάξω ρούχα κι ύστερα θα τον δεχτώ στη βιβλιοθήκη». Ο Βιλέν αναρωτήθηκε τι δουλειά είχε ένας Σκοτσέζος στην υπηρεσία του επιφανούς δούκα, αφού ήξερε πως ο δούκας του Ρόκιγχαμ ήταν ένας πανούργος, μακιαβελικός άντρας, ικανότατος μυστικός πράκτορας και διάσημος κατάσκοπος του Στέμματος. Πριν από καιρό είχε ακούσει πως προέκυψε κάποια ρήξη μεταξύ του βασιλιά Γεωργίου και του δούκα, αλλά τότε ο Βιλέν δεν ενδιαφερόταν και τόσο για οτιδήποτε συνέβαινε στην Αγγλία. Αφού άλλαξε ρούχα, ο Βιλέν κατέβηκε τις σκάλες για να δει τι τον ήθελε ο κύριος Μακντούγκαλ. Αντιπάθησε τον Μακντούγκαλ αμέσως μόλις πέρασε το κατώφλι της βιβλιοθήκης και τον είδε να στέκεται κοντά στον παγκόσμιο χάρτη. Όμως ο Βιλέν είχε μάθει να μην αφήνει τις πρώτες εντυπώσεις να επηρεάζουν την κρίση του. «Παρακαλώ, καθίστε», είπε και έδειξε την πολυθρόνα απέναντι απ’ το γραφείο του. «Πρέπει να παραδεχτώ πως εκπλήσσομαι που μαθαίνω ότι ένας Σκοτσέζος βρίσκεται στην υπηρεσία του δούκα του Ρόκιγχαμ, και μάλιστα ζήτησε ένα λεπτό από το χρόνο μου. Αντιλαμβάνεστε ότι είμαι Γάλλος και όχι Σκοτσέζος;» «Μάλιστα. Ακόυσα πως είστε ένας Γάλλος που ζει στη Σκοτία τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια». «Ακριβώς. Πώς μπορώ λοιπόν να σας φανώ χρήσιμος;» «Μήπως γνωρίζετε το δούκα του Ρόκιγχαμ;» «Τον έχω ακουστά..» «Και μήπως γνωρίζετε πως ήταν μνηστευμένος με μια Γαλλίδα νεαρή;» «Όχι, δεν το γνώριζα». «Η νεαρή έχει εξαφανιστεί, κι εγώ έχω προσληφθεί για να τη βρω». «Αυπάμαι, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί ήρθατε σ’ εμένα», είπε ο Βιλέν. «Ο δούκας έμαθε ότι η μνηστή του έφυγε κρυφά απ’ τη Γαλλία μ’ ένα πλοίο, το Άγφ, το οποίο είχε προορισμό τη Νορβηγία. Στη διάρκεια της μεγάλης θύελλας, προ μηνός, το Άγιρ έπεσε στα βράχια κάτω από το κάστρο Μόνλεϊ». Τώρα όλα άρχιζαν να εξηγούνται, αλλά ο Βιλέν είπε μόνο: «Ναι, θυμάμαι. Χάθηκαν όλοι. Για δύο
βδομάδες μετά το τραγικό συμβάν η θάλασσα ξέβραζε πτώματα, αντικείμενα και συντρίμμια του πλοίου». «Ο δούκας πιστεύει ότι η μνηστή του δεν πνίγηκε μαζί με τους υπόλοιπους, αφού η σορός της ήταν η μόνη που δε βρέθηκε. Έτσι, με προσέλαβε να έρθω σε επαφή με όλους τους κατοίκους σε μεγάλη ακτίνα γύρω από το ναυάγιο, ώστε να μάθω αν κάποιος γνωρίζει κάτι για εκείνη». «Έχετε κάποιο όνομα;» «Χρησιμοποιούσε το όνομα Σοφί ντ’ Αλαμπέρ». Ο Βιλέν έγνεψε καταφατικά. «Το όνομα δε μου λέει τίποτα. Πείτε μου λοιπόν, τι θα θέλατε να κάνω;» «Ο δούκας του Ρόκιγχαμ προσφέρει σημαντική αμοιβή για οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με το αν η μνηστή του επιβίωσε ή το πού διαμένει. Ο βασιλιάς της Γαλλίας προσφέρει επίσης μεγάλη αμοιβή. Θα ήθελα να σας ζητήσω να κάνετε μερικές έρευνες μήπως κάποιος έχει δει την κοπελιά. Εφόσον είστε γνωστός στην περιοχή, έχετε τη δυνατότητα να κάνετε τέτοιου είδους ερωτήσεις χωρίς να εγείρετε τις υποψίες τις οποίες θα προκαλούσε η δική μου έρευνα». «Κατάλαβα. Καλά λοιπόν, σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε αυτές τις πληροφορίες μαζί μου. Πού μπορώ να σας βρω αν έχω οποιοδήποτε στοιχείο;» «Μπορείτε να με ειδοποιήσετε στο πανδοχείο Ο Μαύρος Ταύρος. Θα μένω εκεί από καιρό σε καιρό». * * * Όταν έφυγε ο Μακντούγκαλ, ο Βιλέν ξανασκέφτηκε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Σοφί με το ανύπαρκτο επίθετο η οποία έφτασε στο κάστρο Μόνλεϊ με τον Τζέιμς Γκρέιαμ ήταν η Σοφί ντ’ Αλαμπέρ. Δεν γνώριζε το όνομα Ντ’ Αλαμπέρ, αλλά αν αυτή η οικογένεια είχε κάποια συγγένεια με τον Λουδοβίκο ΙΕ'; Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει διαφορετικά το ενδιαφέρον του Λουδοβίκου. Το αίμα των Βουρβόνων ήταν βαρυσήμαντο. Ο Βιλέν αποφάσισε πως, πριν ενημερώσει οποιονδήπο-τε για την ταυτότητα της Σοφί, έπρεπε να μάθει πόσο απεγνωσμένα την αναζητούσε ο βασιλιάς της Γαλλίας και γιατί. Από τον καιρό που ο βασιλιάς τον εξόρισε, δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Βιλέν είχε το όνειρο να επιστρέψει στην πατρίδα του και να διεκδικήσει το σπίτι και τα δημευμένα εδάφη του. Το ερώτημα ήταν: Θα ήταν ο βασιλιάς διατεθειμένος να του δώσει πίσω την περιουσία του με αντάλλαγμα τη Σοφί; Αποφάσισε να δεχτεί την πρόσκληση των Γκρέιαμ για το αποψινό δείπνο. * * *
Μετά το δείπνο δόθηκε κι άλλος χορός στη μεγάλη σάλα, όμως η Σοφί δεν ένιωθε την ίδια χαρά και ενθουσιασμό όπως όταν χόρεψε μερικές μέρες πριν. «Είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να μείνεις και να χορέψεις πάλι;» τη ρώτησε ο Μπραν. «Θα μπορούσα άνετα να χορεύω μαζί σου όλη τη βραδιά». «Θα το ήθελα, Μπραν, αλλά νομίζω πως χόρεψα και ήπια πάρα πολύ τις προάλλες. Απόψε είμαι πολύ κουρασμένη. Φαντάζομαι πως θα αποσυρθώ νωρίς». «Μπορείς να πιεις απλώς ένα ποτήρι κρασί και να μας βλέπεις να χορεύουμε», είπε η Αραμπέλα. «Σ’ ευχαριστώ, μα όχι». «Τότε καληνύχτα», είπε η Αραμπέλα και τη φίλησε στο μάγουλο. «Να περάσω να σε δω όταν θα ανέβω για ύπνο;» «Ασε με να σε συνοδεύσω ως το δωμάτιό σου», προ-σφέρθηκε ο Φρέιζερ. «Σ’ ευχαριστώ, Φρέιζερ, μα δεν είναι ανάγκη. Έμαθα πια τα κατατόπια και δε θα δυσκολευτώ να βρω την κρεβατοκάμαρά μου. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να κοιμηθώ, και αύριο θα έχω συνέλθει εντελώς». Η Σοφί καληνύχτισε όλα τα αδέρφια του Τζέιμι εκτός από τον Κάλεμ, ο οποίος, όπως πάντα, καθόταν σε κάποια απόσταση και την παρακολουθούσε με καχύποπτο βλέμμα. Συχνά η Σοφί τον έβλεπε με την Τζίλιαν σκυμμένους τον ένα κοντά στον άλλο να συζητούν απορροφημένοι. Της θύμιζαν κατασκόπους, κι ίσως και να ήταν, αφού έδειχναν να παρακολουθούν τα πάντα χωρίς τίποτα να διαφεύγει την προσοχή τους. Αν δε γνώριζε την κατάσταση, θα έπαιρνε όρκο πως κάτι έτρεχε ανάμεσά τους. Έτσι όπως αγριοκοίταζαν συνέχεια και όπως είχαν διαρκώς την ίδια κακή διάθεση, φαίνονταν πολύ πιο ταιριαστοί ο ένας με τον άλλο απ’ όσο θα ταίριαζαν ποτέ ο Τζέιμι και η Τζίλιαν. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα δεν την αφορούσε, και όσο πιο σύντομα σκάρωνε ένα σχέδιο για να φύγει, τόσο το καλύτερο. Ήξερε πως ο δούκας του Ρόκιγχαμ θα είχε βάλει άντρες να την ψάξουν παντού, και το πιθανότερο ήταν ότι ο βασιλιάς Λουδοβίκος θα την είχε επικηρύξει. Δεν έπρεπε να μένει σ’ ένα μέρος για πολύ. Το ένα πράγμα που την κώλυε ήταν τα χρήματα, και το δεύτερο πως δεν είχε σκεφτεί κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Θα έπρεπε να βρει τρόπο να πουλήσει μερικά από τα υπάρχοντά της· όσο για τον προορισμό της, Γαλλία και Αγγλία αποκλείονταν, έτσι απέμενε η Νορβηγία. Ίσως θα μπορούσε επίσης να πάει στην Ιταλία ή στην Αμερική. Ό,τι κι αν έκανε, ήξερε πως δεν μπορούσε να εκμυστηρευτεί την κατάστασή της στον Τζέιμι, αν και άρχιζε πια να σκέφτεται πως δε θα τον ενδιέφερε. Ήταν τρομερά απόμακρος απέναντι της ύστερα από την άφιξή τους στο Μόνλεϊ. Το μοναδικό φωτεινό σημείο ήταν ένα γράμμα από τον Τά-βις, το οποίο ήταν τόσο πρόσχαρο και ευχάριστο, που την έκανε να νοσταλγήσει την παρουσία του. Του είχε απαντήσει σχεδόν αμέσως, γιατί ήθελε από καιρό να τον ευχαριστήσει που της έσωσε τη ζωή.
Όσο για τον Τζέιμι, δεν τον είχε δει εκείνη τη μέρα παρά μόνο αργά το μεσημέρι, κι αυτό από το δωμάτιο της κρεβατοκάμαράς της, ενώ τον παρακολουθούσε να ιππεύει στην αυλή με μια ομάδα αντρών, με το ταρτάν να ανεμίζει πίσω του καθώς τραβούσε απότομα τα χαλινάρια του Κόρι για να τον αναγκάσει να σταματήσει. Είχε τότε κατεβάσει το ένα πόδι από τη σέλα και είχε ξεπεζέψει σβέλτα, κάνοντάς τη να αναρωτηθεί ποια ήταν η αιτία της βιασύνης του. Η Τζίλιαν, μάλλον... Η Σοφί έφυγε από τη μεγάλη σάλα, και ρίχνοντας μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο είδε πως είχε χιονίσει. Αποφάσισε να κόψει δρόμο ως την πτέρυγα της κρεβατοκάμαράς της. Αυτό σήμαινε πως θα ανέβαινε τις σκάλες, θα διέσχιζε τις επάλξεις ως την αντικρινή πτέρυγα κι ύστερα θα κατέβαινε τις σκάλες από εκεί ως τον όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιό της. Σήκωσε την κουκούλα της για να καλύψει τα μαλλιά της και έσφιξε γύρω της την κάπα μόλις πλησίασε στην κορυφή της σκάλας, γιατί το κρύο εκεί ήταν διαπεραστικό. Ανέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια, έσπρωξε τη βαριά πόρτα και βγήκε έξω. * * * Στη μεγάλη σάλα ο Βιλέν Ροζό έγειρε πίσω στον πέτρινο τοίχο κάτω από μια ταπισερί που αναπαριστούσε τον Ροβέρτο Μπρους να μάχεται εναντίον των Αγγλων. Παρατηρούσε την Τζίλιαν η οποία παρακολουθούσε τον Τζέιμι να φεύγει από την ίδια πόρτα απ’ όπου λίγα λεπτά νωρίτερα είχε αποχωρήσει η Σοφί. Δεν του διέφυγε ο τρόπος που τα μάτια της Τζίλιαν στέ-νεψαν με κακία, και αναρωτήθηκε αν επρόκειτο για συνηθισμένη γυναικεία ζήλια ή αν υπήρχε κάτι άλλο μεταξύ του Τζέιμι και της Σοφί το οποίο της έδινε λαβή και πυροδοτούσε το μίσος της. Θυμήθηκε την ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με τον Μίρεν Μακντούγκαλ, καθώς και την επιστολή που είχε στείλει νωρίτερα την ίδια μέρα στο βασιλιά Λουδοβίκο. Ωστόσο δε θα έπαιρνε καμία απόφαση, αν πρώτα δε λάβαινε την απάντηση του βασιλιά. Του είχε παρουσιαστεί μια χρυσή ευκαιρία, και θα τη χρησιμοποιούσε προς το μέγιστο όφελος του. Στο νου του ήρθε η εικόνα της όμορφης Σοφί, με το αγγελικό πρόσωπο και τα υπέροχα μάτια. Παραδεχόταν πως η νεαρή είχε κάτι το ιδιαίτερο, εκείνον το μυστηριώδη, αδιευκρίνιστο αέρα που έκανε μια γυναίκα πιο επιθυμητή. Ακόμα και πριν ανακαλύψει πως για κάποιο λόγο την αναζητούσε ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας, ο Βιλέν είχε κάνει τη σκέψη πως η νεαρή μαντεμουαζέλ διέθετε το πιο όμορφο πρόσωπο που είχε αντικρίσει ποτέ του. Και δεν είχε κανείς παρά να κοιτάξει τη φουρκισμένη έκφραση της Τζίλιαν για να διαπιστώσει πως ήταν αλήθεια. Διασκεδάζοντας μ’ αυτές τις σκέψεις, κατευθύνθηκε προς την Τζίλιαν, η οποία αναποδογύρισε το κρασί της και ξέσπασε σε μια κρίση ζήλιας.
* * * Ήταν όμορφη βραδιά, μ’ ένα πελώριο κυρτό φεγγάρι και απόλυτη ησυχία παντού. Τα σύννεφα έτρεχαν ανάμεσα στα αστέρια. Η Σοφί ακούμπησε στο τοιχίο πάνω από τις πύλες και κοίταξε πέρα, τη Βόρεια Θάλασσα. Της άρεσε πολύ η μυριο-διά της θάλασσας, και ανάσανε βαθιά, ακούγοντας στο βάθος το βουητό των κυμάτων που έσκαγαν κάτω στα βράχια. Ευχήθηκε ο φρέσκος αέρας να έδιωχνε τον πονοκέφαλο που είχε αρχίσει να σφυροκοπάει τους κροτάφους της. Έστρεψε το πρόσωπό της κόντρα στον άνεμο και ένιωσε μέσα της άγρια σαν τα στοιχεία της φύσης. Ένα όραμα του Τζέιμι υψώθηκε εμπρός της. και η μορφή του ήταν όπως την τελευταία φορά που έκαναν έρωτα στο Ντέινγκελντ, όταν η Σοφί καθόταν στο κρεβάτι και τον έβλεπε να προχωρεί προς το μέρος της. Είχε σταματήσει αρκετά κοντά της, μπορούσε να απλώσει το χέρι και να τον αγγίξει, αντί γι’ αυτό όμως εκείνη απλώς τον παρακολούθησε να βγάζει το πουκάμισό του. Ήταν έτοιμος να ρίξει το κιλι του στο πάτωμα, κοντοστάθηκε όμως όταν την είδε να τον κοιτάζει έτσι. Η Σοφί χαμήλωσε σκόπιμα τα μάτια. «Θα ικανοποιήσεις την περιέργεια μιας γυναίκας, κύριε; Φοριέται τίποτα κάτω απ’ αυτό το κιλτ;» «Όχι, φοριέται σκέτο, κοπελιά». Η Σοφί γέλασε. «Λατρεύω τη σκέψη πως δεν υπάρχει τίποτα κάτω από αυτό το κιλτ πέρα από σένα», του είπε, κι άφησε τα χέρια της να γλιστρήσουν επάνω στους μηρούς του, ώσπου έφτασε στο σημείο όπου ήταν τόσο διεγερμένος και έτοιμος γι’ αυτήν, ώστε έκλεισε τα μάτια του και στέναξε μόλις το χέρι της τον αγκάλιασε. Δεν έπρεπε να θυμάται αυτά τα πράγματα, γιατί αισθάν-θηκε τέτοια αντανακλαστική ανάγκη γι’ αυτόν, που η μήτρα της συσπάστηκε, κυριεύτηκε από τον πόθο να γεννήσει το παιδί του -όχι για τους εγωιστικούς λόγους που σκεφτόταν αρχικά, αλλά επειδή το παιδί του θα ήταν ένα κομμάτι δικό του το οποίο η Σοφί θα κρατούσε για πάντα. Ακόμα κι έτσι όμως δεν ένιωθε χαρά, γιατί συνειδητοποίησε πως, αν έμενε έγκυος, δε θα του το έλεγε, επειδή ήξερε τι είδους άντρας ήταν -ο άντρας που θα ήθελε το γιο ή τη θυγατέρα του στη ζωή του, να τους αγαπήσει, να τους αναθρέψει και να τους δει να μεγαλώνουν. Αν μάθαινε πως η Σοφί κουβαλούσε το παιδί του, δε θα την άφηνε ποτέ να φύγει, και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της αγαπώντας τον, αλλά ταυτόχρονα θα ήταν μια απόκληρη, υποχρεωμένη να υπομένει αυτόν το ρόλο, αφού θα ήξερε ότι ο Τζέιμι δε θα επέστρεφε σ’ εκείνη κάθε βράδυ. Μην κάνεις την ανοησία να σκεφτείς ότι νοιάζεται, είπε στον εαυτό της. Μπορεί να θέλει να σου κάνει έρωτα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θέλει να γεννήσεις τα παιδιά του. Διάλεξε άλλη γυναίκα γι’ αυτόν το σκοπό. Ένα δάκρυ έπεσε στο χέρι της, κι ύστερα ακολούθησαν κι άλλα. Μάλωσε τον εαυτό της και σκούπισε τα μάγουλά της, μετά έστρεψε ξανά το πρόσωπό της στον άνεμο και πήρε τρεις βαθιές
εισπνοές. Σοφί, δεν πρέπει να κλαις, νουθέτησε τον εαυτό της. Αν σε δει κάποιος, θα αρχίσει να αναρωτιέται, κι ένα μυαλό που αναρωτιέται μπορεί να σχηματίσει κάθε λογής σφαλερές ιδέες. Άρχισε να χιονίζει ξανά, και παρακολούθησε σαν μαγεμένη τις χοντρές νιφάδες στην αργή, χορευτική κάθοδό τους. Απλωσε τις παλάμες της να τις πιάσει, αυτές όμως έλιωναν τη στιγμή που ακουμπούσαν επάνω της. «Τι θλιβερό, κάτι τόσο όμορφο να μη διαρκεί παρά μόνο όσο το ρυτίδωμα που κάνει ένα κουπί στην επιφάνεια του νερού», μονολόγησε, δίχως να τη νοιάζει που είχε μιλήσει φωναχτά ώσπου άκουσε το Κ?ΛΚ της πόρτας. Γύρισε γρήγορα και είδε τον ίδιο τον Τζέιμι να στέκεται λίγα μέτρα μακριά της. * * * «Η μοίρα το έχει κάποια πράγματα να μη διαρκούν, και μερικές φορές είμαστε τόσο ανόητοι, που πασχίζουμε να τα διατηρήσουμε παρ’ όλα αυτά», της είπε. «Δε χρειάζεται να συμβαίνει αυτό, κοπελιά μου». «Για σένα, ίσως, όμως είναι διαφορετικό για μια γυναίκα. Εμείς δεν έχουμε καμία δύναμη, καμία εξουσία και κανέναν έλεγχο. Η μοίρα μπορεί να μας ρίξει σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, και τότε γινόμαστε μαριονέτες στα χέρια άλλων, κινούμαστε όποτε μας τραβούν τα νήματα». Ήξερε τι την απασχολούσε, και τον πονούσε που ύστερα από όσα είχαν μοιραστεί δεν τον εμπιστευόταν ακόμα αρκετά ώστε να του εξομολογηθεί τις συνθήκες που την είχαν φέρει ως εδω. «Κι αν σου έλεγα πως είμαι επιεικής άνθρωπος, πως τίποτα δεν είναι τόσο μαύρο όσο το περιγράφεις, τότε θα με εμπιστευόσουν;» «Μερικές φορές η επιείκεια είναι ένας άλλος τρόπος για να επιβληθεί έλεγχος πάνω στους άλλους». Την πήρε στην αγκαλιά του. «Ποτέ δεν είδα κοπελιά να χρειάζεται περισσότερη βοήθεια από σένα. Ασε με να σε βοηθήσω». Κατέβασε το βλέμμα στα χέρια της. «Φοβάμαι πως τώρα δεν μπορεί να με βοηθήσει κανείς. Κανείς δεν μπορεί να με σώσει». Ο Τζέιμι έπιασε το πιγούνι της και ανασήκωσε το πρόσωπό της έτσι ώστε είδε τα δάκρυά της στο φως του φεγγαριού, σαν διαμαντένιες λίμνες μέσα στα όμορφα μάτια της. Σάστισε, δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο νεαρό κορίτσι να βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση ώστε να φτάνει στη μοιρολατρία. «Θα σε βοηθούσε αν μου μιλούσες», της είπε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, δε θα με βοηθούσε. Δε βλέπεις πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να το συζητώ;»
«Κι έτσι απλώς θα τα παρατήσεις και θα διαλέξεις τη λύση των δειλών;»Ήξερε πως η φωνή του ακούστηκε εριστική και πως αντανακλούσε την ψυχρή έκφραση που απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Πες μου αυτή τη στιγμή πώς έφτασες στη Σκοτία». Είχαν αναφερθεί τόσες φορές έμμεσα στο θέμα, ώστε η ευθεία ερώτησή του την αιφνιδίασε και δεν είχε έτοιμη απάντηση. Έτσι κι αλλιώς, εκείνος κατάλαβε από την έκφρασή της πως δε θα του απαντούσε, ή τουλάχιστον πως δε θα του έλεγε την αλήθεια. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το έφερε κοντά στο δικό του. Τη στιγμή που το στόμα του σκέπασε το δικό της, τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από την κάπα της και την έσφιξε δυνατά επάνω του. Τη φίλησε με πάθος, δείχνοντάς της με τη γλώσσα του όσα ήθελε να της κάνει με ένα άλλο μέλος του σώματός του. Ένιωσε την έξαψη μέσα της να την πυρπολεί, και θυμήθηκε πως η Σοφί ήταν πάντα σαν το ξερόκλαδο, έτοιμη να αρπάξει φωτιά όποτε την άγγιζε. Μ' ένα στεναγμό την έσπρωξε πίσω στην πολεμίστρα, και χαμήλωσε τα χέρια του ως τους γλουτούς της για να την ανασηκώσει επάνω του. Δε ζητούσε να την αποπλανήσει με φιλιά. Είχε προχωρήσει πολύ πιο πέρα τώρα. Αυτό που ζητούσε ήταν η κυριαρχία, και είχε σκοπό να της δείξει πως ήταν δική του, πως δε θα ανεχόταν καμία απροθυμία από μέρους της. Ήθελε να βυθιστεί ως την ψυχή της, να αφήσει εκεί το ανεξίτηλο αποτύπωμά του και να τη σημαδέψει για μια ζωή, έτσι ώστε να μην την αγγίξει ποτέ κανένας άλλος. Ένιωσε τα χέρια της να γλιστρούν κάτω από τα ρούχα του, και η αντίδρασή του ήταν να κολλήσει με πάθος επάνω της. Την ήθελε σε βαθμό τρέλας. Η σκέψη να της κάνει έρωτα ξανά είχε εξαφανίσει απ’ το μυαλό του κάθε έννοια προφύλαξης. Ήθελε να την κάνει δική του εκεί, πάνω στις επάλξεις, μέσα στο χιόνι. Διέκοψε το φιλί του, μα απομάκρυνε το στόμα του μόλις λίγα εκατοστά απ’ τα δικά της. Τα χείλη της ήταν απαλά, υγρά και διογκωμένα απ' το φιλί του, και χάιδεψε τη σάρκα του κάτω χείλους της με τον αντίχειρά του. Η αναπνοή της ήταν βαριά και λαχανιασμένη, και ο πόθος έκανε τα μάτια της να λάμπουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Το χέρι του γλίστρησε λαίμαργα προς τα κάτω, ώσπου την άγγιξε και την ένιωσε να πιέζει το σώμα της επάνω στην παλάμη του. Σήκωσε τις φούστες της ψηλά, βρήκε τη γάμπα της και την ακολούθησε προς τα πάνω, ώσπου έφτασε στο υγρό σημείο που αναζητούσε και γνώριζε τόσο καλά. «Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει να σε θέλω. Δε σκέφτομαι τίποτ’ άλλο». «Σε παρακαλώ», του ψιθύρισε. «Αγγιξέ με, Τζέιμι. Άγ-γιξέ με ώσπου να μην αντέχω πια την αγωνία, κι ύστερα άγγιξέ με ξανά και ξανά μέχρι να διαλυθώ». Ήταν όλο θέρμη, σάρκα, έτοιμη γι’ αυτόν. Κι ήταν έτοιμος να συνεχίσει, χωρίς να χρειάζεται
περισσότερη ενθάρρυνση από εκείνη, γιατί είχε αρκετή κι από τους δυο τους. Το χέρι του βρέθηκε εκεί όπου ήθελε να ακουμπήσει, όταν άκουσε την πόρτα να τρίζει σαν κάποιος να την άνοιγε. Έριξε τις φούστες της στη θέση τους και η Σοφί τράβηξε βιαστικά τα χέρια της από το κορμί του. Η ξαφνική κίνηση τίναξε το χιόνι από τους ώμους του και τη ράντισε. Έτσι όπως στεκόταν με τις βλεφαρίδες της πασπαλισμένες χιόνι και τα μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη, δεν του είχε φανεί ποτέ τόσο όμορφη, και ο πόθος σφυροκοπούσε τα μη-νίγγια του με κάθε χτύπο της καρδιάς του. Η Σοφί απομακρύνθηκε μερικά βήματα από κοντά του και έστρεψε το βλέμμα της στη Βόρεια Θάλασσα. Η ανάσα της έβγαινε ακόμα κοφτή, ταραγμένη. «Αναρωτιέμαι πώς επέζησα μέσα σ’ αυτή την παγωμένη θάλασσα». «Θα πρέπει να βρήκες κάτι αρκετά φαρδύ για να ξαπλώσεις επάνω του, γιατί αλλιώς δε θα είχες αντέξει πολλή ώρα μέσα στο νερό. Ευτυχώς για σένα, η θύελλα κόπασε σύντομα». «Θυμάμαι να κολυμπώ, αλλά τίποτα μετά απ’ αυτό». Σήκωσε το χέρι του και ακολούθησε τη γραμμή του λαιμού της με το δάχτυλό του. «Δε σε έχω δει να φοράς το με-νταγιόν σου τελευταία. Το έχασες;» «Όχι, δεν ένιωθα τη διάθεση να το φοράω». Η πόρτα έξυσε το χιόνι και άνοιξε, και τότε η Τζίλιαν βγήκε στις επάλξεις ακολουθούμενη από τον Βιλέν. «Ήρθαμε να σας βρούμε, να σας ευχαριστήσουμε για τη φιλοξενία και να σας καληνυχτίσουμε», είπε ο Βιλέν. * * * Η Σοφί είδε ένα μυ να παίζει νευρικά στο πιγούνι του Τζέιμι. Ένευσε κοφτά, δίχως να πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα του από την Τζίλιαν, σαν να ήξερε καλά ποιος ακριβούς ήθελε να τους βρει και γιατί. Ακόμα και πριν την κοιτάξει, η Σοφί ένιωσε την Τζίλιαν να την παρατηρεί εξονυχιστικά. «Βρίσκεσαι πολλή copa εδώ έξω στο κρύο. Εκπλήσσομαι που δεν τουρτουρίζεις. Θα πρέπει να βρήκες ένα ζεστό σημείο για να σταθείς». «Α, ναι, είχα τα χέρια μου κάτω από το κιλτ του Τζέιμι», μπήκε στον πειρασμό να της απαντήσει η Σοφί, αλλά αντί γι’ αυτό είπε: «Θα πρέπει να είναι η γούνινη επένδυση της κάπας μου, γιατί δεν κρυώνω καθόλου». Η Σοφί είδε την Τζίλιαν να πιάνει κτητικά τον Τζέιμι από το μπράτσο. Πάρ’ τον, σκέφτηκε, με τις ευλογίες μου. Και ορκίστηκε μέσα της πως αν τύχαινε να αποκτήσει έναν άντρα δικό της, δε θα
γινόταν κτητική. Ποτέ. Όταν η Σοφί είδε τη σπίθα οργής στα μάτια του Τζέιμι και το βλοσυρό συνοφρύωμά του, αναρωτήθηκε αν εκείνος θα ανεχόταν το γεγονός ότι μια γυναίκα είχε έρθει να τον αναζητήσει, όσο όμορφη κι αν ήταν αυτή. Η καημένη η Τζίλιαν δεν καταλάβαινε πως ένας άντρας σαν τον Τζέιμι δεν υπέκυπτε ποτέ στη γυναικεία κυριαρχία, ούτε θα δεχόταν ποτέ να είναι το αποκλειστικό αντικείμενο της δουλικής αγάπης της. Κι ήταν μια μικρή παρηγοριά όταν είδε τη σκοτεινή έκφραση του Τζέιμι τη στιγμή που ο Βιλέν πρόσφερε σ’ εκείνη το μπράτσο του. «Δε θα ήθελα να σας δω να στραμπουλίζετε τον όμορφο αστράγαλό σας», της είπε. «Θα ήταν καλύτερα αν με αφήνατε να σας συνοδεύσω και πάλι μέσα». Η Σοφί δε θα μπορούσε να εκπλαγεί περισσότερο όταν ο Τζέιμι ξεκόλλησε το μπράτσο του από τη λαβή της Τζίλιαν και πήρε το άλλο χέρι της Σοφί για να το φέρει στα χείλη του. «Ανυπομονώ να σε συναντήσω αργότερα απόψε για να ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας». Καθώς άφηνε το χέρι της πίεσε κάτι μέσα στην παλάμη της. «Χαίρομαι που η φλυαρία μου δε σας έφερε πλήξη», του απάντησε εκείνη και έριξε το αντικείμενο στην τσέπη της κάπας της. Η Σοφί είδε το κτητικό ύφος στα μάτια του, και αναρώ-τήθηκε αν ήταν επειδή δεν ήθελε να την αφήσει ή επειδή δεν ήθελε να την παραδώσει στον Βιλέν. Σε κάθε περίπτωση, την πονούσε να τον βλέπει να μπαίνει στο κάστρο με την Τζίλιαν πάλι στο πλευρό του. Καταλάβαινε πώς έπρεπε να νιώθει ένα άλογο όταν κέρδιζε την κούρσα και έβλεπε το ασημένιο τρόπαιο να απονέ-μεται στον αναβάτη του.
Κεφάλαιο 15 Γνώριζε την απιστία, Την αρπαγή, το δόλο, τη λαγνεία, και όλα τα κακά Της γυναικείας φύσης. -Τζον Ντον (1572-1631), Άγγλος μεταφυσικός ποιητής, ιεροκήρυκας και κληρικός. Περί της Πορείας της Ψυχής Αφού εκείνοι έφυγαν, ο Βιλέν γύρισε προς τη Σοφί. «Μήπως κρυώνετε, μαντεμουαζέλ;» τη ρώτησε, και το βλέμμα του ήταν τόσο ήρεμο όσο και τα λόγια του. «Πηγαίνουμε μέσα;» Έκανε να του πει πως θα πήγαινε στο δωμάτιό της, αλλά αποφάσισε πως δεν ήθελε να μείνει μόνη
αυτή τη στιγμή. «Ναι, νομίζω πως είναι ώρα να βρούμε τους άλλους», του απάντησε. «Θαυμάσια», της είπε και της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. «Πρέπει να σας πω πόσο όμορφα αισθάνομαι να μιλω τη μητρική μου γλώσσα με μία Γαλλίδα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ το νοσταλγούσα, μέχρι που σας άκουσα να μιλάτε. Ήλπιζα να βρω λίγο χρόνο να σας επισκεφθώ. Πάντα διψώ για νέα από τη Γαλλία, αλλά με ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο να ακούσω τι σας έφερε στη Σκοτία». «Τολμώ να πω ότι θα βαρεθείτε, μεσιέ, γιατί οι δικοί μου λόγοι που ήθελα να ταξιδέψω θα ακουστούν παιδιάστικα αφελείς σε κάποιον με τη δική σας μόρφωση και καλλιέργεια». Πριν προλάβει να της απαντήσει, η Σοφί άρχισε να τον βομβαρδίζει μ’ έναν καταιγισμό ερωτήσειον στις οποίες ο Βιλέν θα φαινόταν αγενής αν δεν απαντούσε. Ευτυχώς όμως για τη Σοφί, πλησίαζαν πια στη μεγάλη σάλα, γιατί ξέμενε από ερωτήσεις. «Ήταν ευχαρίστησή μου που συζήτησα μαζί σας, μεσιέ...» «Παρακαλώ, λέγετε με Βιλέν. Στο κάτω κάτω, είμαστε συμπατριώτες». Τον είδε που ετοιμαζόταν να τη ρωτήσει κάτι, κι έτσι η Σοφί βιάστηκε να τον προλάβει. «Μπορώ να καταλάβω πως είστε ένας άνθρωπος που ήρθε στη Σκοτία, αλλά άφησε την καρδιά του στη Γαλλία. Πείτε μου, Βιλέν, εσείς γιατί αφήσατε τη Γαλλία για να έρθετε εδώ;» Είδε αμέσως πως είχε βρει ένα τρωτό σημείο στην πανοπλία του. Εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στη σάλα, και ο Βιλέν προτιμούσε να φύγει παρά να απαντήσει στην ερώτησή της. Έτσι, φίλησε απλώς το χέρι της και την αποχαιρέτησε. «Σχεδόν όλοι οι επισκέπτες έχουν φύγει. Μολονότι θα ήθελα πολύ να παραμείνω και να συζητήσουμε, φροντίζω ποτέ να μη φεύγω τελευταίος όταν είμαι προσκεκλημένος σε κάποιο σπίτι. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστώ. Αντιέ, Σοφί. Ως τη επόμενη φορά». Η Σοφί τον καληνύχτισε, αλλά δεν τον παρακολούθησε να απομακρύνεται, γιατί προτίμησε να κοιτάξει τον Τζέιμι Γκρέιαμ. Στεκόταν στην απέναντι πλευρά της αίθουσας και γελούσε με την καρδιά του με κάτι που είχε πει η Τζίλιαν. Έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού και κατέληξε πως θα πρέπει να είχε παρεξηγήσει τα αισθήματά του στις επάλξεις, αφού τώρα δε φαινόταν διόλου ενοχλημένος με την κτητικότητα της Τζίλιαν. Προφανώς οι στιγμές οικειότητας που είχε μοιραστεί μαζί του πριν την εμφάνιση της Τζίλιαν και του Βιλέν δε σήμαιναν τίποτα γι’ αυτόν. Δεν ήταν παρά μια παροδική ερωτοτροπία. Όσο εύκολα άρχισε το ίδιο εύκολα ξεχάστηκε. Ένα από τα σκληρά μαθήματα της ζωής της ήταν πως μια γυναίκα η οποία επιλέγει να γίνει ερωμένη ενός πλούσιου και ισχυρού άντρα θα εξασφαλιστεί μεν οικονομικά, αλλά δε θα αγαπηθεί ποτέ.
Έτοιμη να γυρίσει στο δωμάτιό της, έβαλε το χέρι στην τσέπη κι ένιωσε να αγγίζει το μεταλλικό αντικείμενο που της είχε δώσει κρυφά ο Τζέιμι. Έβγαλε το χέρι της και είδε το χρυσό μενταγιόν που είχε τραβήξει απ’ το λαιμό της εκείνη την ημέρα στο Ντέινγκελντ και το είχε ρίξει στο σιντριβάνι. Προσπάθησε να θυμηθεί τι της είχε πει νωρίτερα ο Τζέιμι και τι του είχε απαντήσει η ίδια... «Δε σε έχω δει να φοράς το μενταγιόν σου τελευταία. Το έχασες;» «Όχι, δεν ένιωθα την διάθεση να το φοράω». Έκλεισε το μενταγιόν στην παλάμη της και το ξαναέβα-λε στην τσέπη της. Την είχε παγιδέψει λοιπόν και, μ’ αυτό τον τρόπο την τσάκωσε να ψεύδεται. Αναρωτήθηκε αν τώρα αν θα την πίστευε ποτέ, στην περίπτωση που εκείνη αποφάσιζε να ξεχάσει τις επιφυλάξεις της και να του πει την αλήθεια. Είναι λίγο αργά γι’ αυτό, θύμισε στον εαυτό της. Μην ξεχνάς ότι θα μπορούσες να έχεις μέσα σου το παιδί του, οπότε δεν μπορείς να παραμείνεις εδώ. Δεν είχε σκοπό να περιπλέξει τα πράγματα γι’ αυτόν περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Είδε την Αραμπέλα να κάθεται κοντά στο τζάκι και να μιλάει ήσυχα με τα αδέρφια της. Ο Τζέιμι βρισκόταν ακόμα δίπλα στην πόρτα, και η Σοφί, μη θέλοντας να περάσει δίπλα του, πήγε στην Αραμπέλα. Ήταν πολύ αργότερα όταν η Σοφί αποφάσισε να ανέβει στο δωμάτιό της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τον άνεμο που φυσούσε μανιασμένα πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα. Στις πολεμίστρες θα είχαν στρωθεί σωροί από χιόνι. «Μην πας από τη σύντομη διαδρομή, κοπελιά», είπε ο Φρέιζερ. «Δε θα καταφέρεις να περάσεις, και μπορεί να ξα-ναβρεθείς στη θάλασσα». «Πολύ καλά. Τότε θα ακολουθήσω τη μεγάλη διαδρομή. Μπον σουάρ». «Καληνύχτα», της απάντησαν εν χορώ. Μέσα της έβρισε στα γαλλικά. Το να ακολουθήσει τη μεγάλη διαδρομή σήμαινε πως έπρεπε να περάσει κοντά από τα διαμερίσματα του Τζέιμι. Ευχήθηκε να μην τον δει. Η συνάντησή της μαζί του λίγο νωρίτερα την είχε κλονίσει. Ακόμα και τώρα ένιωθε εκείνο το γλυκό μούδιασμα στα λαγόνια της, και ήξερε πως με ελάχιστη προσπάθεια από μέρους του θα κατέληγε και πάλι λαχανιασμένη στην αγκαλιά του. Έφυγε γρήγορα από τη σάλα. Ο άνεμος σφύριζε μέσα από τα παράθυρα κατά ριπές και οι πυρσοί τρεμόσβηναν, όμως οι στιβαροί τοίχοι του αρχαίου κάστρου υψώνονταν στέρεοι σαν βουνό που πάνω του ξε-σπούσε η συντριπτική μανία των κυμάτων. Η Σοφί υπέθετε πως αυτό το οχυρό είχε υποστεί αρκετές θύελλες στο παρελθόν
κι είχε επιβιώσει από όλες. Ήλπιζε να τα κατάφερνε και η ίδια τόσο καλά. * * * Σαν βρέθηκε επιτέλους μόνη στο δωμάτιό της, η Σοφί κάθισε δίπλα στη φωτιά με το νυχτικό και τη ρόμπα της. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένη τις φλόγες νιώθοντας ακόμα τη γεύση των φιλιών του Τζέιμι στη γλώσσα της, τη μυρωδιά του δέρματός του επάνω της. Ήξερε πως ήταν ανόητη που τον σκεφτόταν τόσο πολύ, αλλά όταν θα έφευγε δε θα της απέμεναν από αυτόν παρά μόνο ετούτες οι μνήμες. Καλύτερα να εξασκούμαι λοιπόν, συλλογίστηκε. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα της. Θα πρέπει να είναι η Αραμπέλα, σκέφτηκε και σηκώθηκε. Η Αραμπέλα είχε μείνει πίσω στη σάλα όταν έφυγε η Σοφί, και συνήθιζε να περνάει από το δωμάτιό της για λίγη κουβέντα πριν πέσουν για ύπνο. Η Σοφί άνοιξε την πόρτα και τα έχασε αλλά και ντράπηκε μαζί όταν είδε τον Τζέιμι να στέκεται παράτολμα μπροστά της, έτσι που οποιοσδήποτε περνούσε θα μπορούσε να τον δει. «Τι θέλεις;» του ψιθύρισε. Τα σταχτοπράσινα μάτια την κοίταξαν με πόθο. Ήταν ξεκάθαρο τι ήθελε. «Ήρθα να σε δω, κοπελιά». Τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγε, γρήγορα όμως συνήλθε. «Λυπάμαι που έκανες τόσο κόπο να έρθεις ως εδώ, αλλά περιμένω μια άλλη επίσκεψη». Κινήθηκε για να κλείσει την πόρτα, αλλά εκείνος έβαλε το πόδι του στο άνοιγμα. «Μα το Θεό! Είσαι η πιο ξεροκέφαλη γυναίκα που έχω γνωρίσει. Παραείσαι γερά δεμένη για να σ’ αρπάξει ένας άντρας. Ποιον περιμένεις; Αν είναι ένας από τους άντρες μου, το αίμα του είναι στα χέρια σου». «Σ’ ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Η Αραμπέλα είπε πως ίσως περάσει». Τον είδε να χαμογελάει με ικανοποίηση KUI Ο εκνευρισμός της μεγάλωσε. Η Σοφί έκανε πάλι να κλείσει την πόρτα. Ο Τζέιμι έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του, μπήκε στο δωμάτιο και την έκλεισε πίσω του. «Αυτό είναι το δεύτερο ψέμα που μου είπες σήμερα. Σε προειδοποιω, δεσποσύνη, μη δοκιμάσεις να πεις άλλο». «Προειδοποίησέ με όσο θες, εγώ όμως κάνω μόνη τις επιλογές μου». Η Σοφί δεν ήξερε γιατί την ευχαριστούσε τόσο πολύ να τον εξοργίζει. Όχι μόνο την ευχαριστούσε, αλλά ευχόταν να συνεχίσει να τον εξοργίζει. Ήταν ευκολότερο να του αντιστέκεται όταν ο Τζέιμι φερόταν σαν αφέντης. «Τι σου συνέβη;» τη ροηησε. «Δυο ώρες πριν έλιωνες πάνω μου σαν ζεστό βούτυρο».
Αποφάσισε να μην του πει πώς ήταν εκείνος πριν δυο ώρες. «Περίμενα πως είσαι αρκετά τζέντλεμαν ώστε να μην αναφερθείς σε αυτό, εφόσον όμως ρώτησες, κατάλαβα το λάθος στη συμπεριφορά μου. Τώρα είμαι πιο συνετή». «Είμαι αρκετά τζέντλεμαν για να ξέρω πως η ανταπόκρισή σου ήταν ειλικρινής, αντίθετα από τα λόγια σου». «Γι’ αυτό ήρθες εδώ; Για να ανταλλάξουμε λόγια;» «Νωρίτερα ήσουν αρκετά πρόθυμη να με δεις, και αντα-ποκρίθηκες τόσο, ώστε από εκείνη την ώρα δεν έχω σκεφτεί τίποτ’ άλλο, τώρα όμως αρχίζω να αναρωτιέμαι γιατί μπήκα στον κόπο να ασχοληθώ τόσο μαζί σου». Είχε ένα ταλέντο να διαλέγει τις λέξεις που την έκαναν έξω φρενών. «Μήπως νομίζεις πως μόνο γι’ αυτό ζω... για να βρίσκομαι στις σκέψεις σου; Είναι ελάχιστη παρηγοριά μέσα σε μια παγωμένη νύχτα να ξέρω πως με συλλογιέσαι. Και το άλογό σου σκέφτεσαι, είμαι σίγουρη όμως ότι δεν περιμένεις να το δεις να ταπεινώνεται μπροστά σου. Επιπλέον, αν σε ενδιαφέρει, μάθε ότι εγώ σπανίως σε σκέφτομαι. Οι μέρες μου είναι γεμάτες από τόσο πολλές δραστηριότητες, που δεν περνάς ούτε καν απ’ το μυαλό μου». «Θα ’πρεπε να έχω τελειώσει αυτό που άρχισα στις επάλξεις», της είπε, «γιατί προφανώς η διακοπή του σε εξόργισε». «Δεν είμαι οργισμένη. Και αν ήταν τόσο σημαντικό να αποτελειώσεις ό,τι άρχισες, θα μπορούσα να το συνεχίσω και μόνη μου μόλις ήρθα στο δωμάτιό μου». Δεν είχε καταλάβει τι του είπε παρά μόνο όταν είδε το αργό, πλατύ χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Να σου πω, αν και μ’ ευχαριστεί που είσαι τόσο αυτάρκης, κοπελιά, επίσης με αποκαρδιώνει που μπορείς να με αντικαταστήσεις τόσο εύκολα. Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερο να σε αφήσω μόνη, τώρα όμως βλέπω πως έπρεπε να έχω έρθει νωρίτερα. Δεν αντέχω να σκέφτομαι μια κοπελιά σαν εσένα να είναι αναγκασμένη να ικανοποιείται μόνη της». «Φύγε, σε παρακαλώ». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, και εκείνη οπισθοχώ-ρησε ώσπου χτύπησε στο στύλο του κρεβατιού. Μόλις λίγα βήματα τους χώριζαν τώρα. «Μείνε μακριά μου». «Ξέρεις πως δεν μπορώ». «Πήγαινε να επισκεφθείς την αρραβωνιαστικιά σου. Το δικό της κρεβάτι θα έπρεπε να ζεσταίνεις, κι όχι το δικό μου». «Εσένα θέλω». «Εντάξει, μου το είπες, και σ’ ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση. Δεν ξέρεις πόσο μεγάλη παρηγοριά
είναι για μένα. Τώρα φύγε». Για μια στιγμή μετάνιωσε για τα λόγια της, γιατί φαινόταν έτοιμος να την αρπάξει στα χέρια του και να την ταρα-κουνήσει. Ήξερε πως ήταν πολύ θυμωμένος. Γι' αυτό δεν κατάλαβε όταν τον είδε να βγάζει τις κάλτσες και τα παπούτσια του. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα μόλις έλυσε την αγκράφα της ζώνης του και την πέταξε στην καρέκλα. «Τι κάνεις;» «Γδύνομαι, καθώς βλέπεις». «Θέλω να φύγεις απ’ το δωμάτιό μου. Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ». «Είμαι ο αφέντης του πύργου. Μπορώ να κοιμηθώ όπου θέλω και με όποια θέλω -ακόμα και με μια υπηρέτρια». Πλησίασε ένα βήμα, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το άφησε να πέσει πάνω από τη ζώνη του. Έκανε άλλο ένα βήμα ρίχνοντας στο πάτωμα και το κιλτ. Παρά την απόφασή της να μην κοιτάξει, το βλέμμα της χαμήλωσε αθέλητα επάνω του. Ήταν τόσο διεγερμένος, που η θέα του έφερε έναν κόμπο στο λαιμό της κι ένα αντίστοιχο σφίξιμο πιο χαμηλά στο σώμα της. Οι άμυνές της γκρεμίστηκαν, και τον άφησε βουβή να ανοίξει τα κουμπιά της ρόμπας της και να τη ρίξει στο πάτωμα. «Ήρθα να δώσω κάτι και στους δυο μας, και δεν πρόκειται να φύγω αν δεν το κάνω». Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξε επάνω του. Το νυχτικό γλίστρησε από το σώμα της και ακολούθησε τη ρόμπα της στο πάτωμα. Έτσι, όπως είχε την πλάτη κολλημένη στο στύλο του κρεβατιού, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί, καθώς το κορμί του την είχε ακινητοποιήσει εκεί. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει σ’ έναν τρελό ρυθμό, που συνόδευε τον δικό της. Τα χέρια του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της και της γύρισε το κεφάλι έτσι ώστε να πάρει τα χείλη της. Βρισκόταν πολύ κοντά, και δεν μπορούσε να δει την έκφραση των ματιών του. «Ποτέ δε θα σε χορτάσω», της είπε. «Ποτέ». Γύρισε τα κορμιά τους, πίεσε την πλάτη της πάνω στο κρεβάτι, κι ενώ τα πόδια της βρίσκονταν ακόμα στο έδαφος άνοιξε τους μηρούς της. Η Σοφί έκλεισε τα μάτια, θέλοντας να τον νιώσει να διεισδύει μέσα της. Όμως τα ξανάνοιξε σοκαρισμένη όταν διαπίστωσε ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του. Μον Ντιε, σκέφτηκε, όχι με το στόμα του! Προσπάθησε να ξανακλείσει τους μηρούς της, αλλά τα μπράτσα του ήταν πολύ δυνατά κι ήταν αποφασισμένος. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα έπαψε να του αντιστέκεται, και αφέθηκε εντελώς, καθώς την οδηγούσε όλο και βαθύτερα σ’ έναν κόσμο ακόρεστης λαχτάρας.
Τα χέρια του βρέθηκαν στα στήθη της, οι αντίχειρες σκέπασαν τις θηλές ενώ συνέχιζε να την φιλάει. Η γλώσσα του προχωρούσε όλο και βαθύτερα, ώσπου εκείνη άρχισε να συστρέφεται ανήσυχα, ικετεύοντάς τον να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριό της. Επιτέλους ένιωσε την κορύφωση να την τυλίγει μέσα σε μια δίνη, κι εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι του για να την παρακολουθήσει καθώς η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη. Της ήταν αδύνατον να μιλήσει. Της ήταν αδύνατον να σαλέψει. Έμεινε απλώς ανήμπορη μπροστά του, νιώθοντας ότι τα διαπεραστικά του μάτια μπορούσαν να διαβάσουν κάθε σκέψη της κοιτάζοντάς την και μόνο. Την κοιτούσε χωρίς να την αγγίζει. Η αναπνοή της είχε αρχίσει να γίνεται πάλι φυσιολογική, όταν χαμήλωσε ξανά το κεφάλι του. Η Σοφί έκλεισε τα πόδια της κι εκείνος άρχισε να σκορπίζει φιλιά σ' όλη την έκταση της κοιλιάς της, μετά στον ένα μηρό κι ύστερα στον άλλο. Ως τη στιγμή που έφτασε στην ένωση των δύο μηρών, εκείνη είχε τρελαθεί ξανά από επιθυμία και βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του για να τον τραβήξει επάνω της. Στη συνέχεια εκείνος φάνηκε να χάνει τον έλεγχο και τη φιλούσε γρήγορα και παθιασμένα, ώσπου η Σοφί έφτασε και πάλι σε μια συγκλονιστική κορύφωση. Τότε ο Τζέιμι την ανέβασε ολόκληρη στο κρεβάτι, σκέπασε το στόμα της μ' ένα φιλί και εισέβαλε μέσα της με ορμή, για να φτάσουν αυτή τη φορά μαζί στο τέλος. Αποκοιμήθηκε εξαντλημένη μέσα στην αγκαλιά του. κυκλωμένη από την παρουσία του και τη μυρωδιά του έρωτά τους. Δεν ήξερε πόση ώρα κοιμόταν, μα όταν ξύπνησε είδε πως ήταν ντυμένος και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού δίπλα της. Το ένα χέρι του χάιδευε το στήθος της, ώσπου η θηλή της ορθώθηκε σκληρή. Κατέβασε το κεφάλι του και τη γεύτηκε, παίρνοντας και στριφογυρίζοντάς τη μέσα στο στόμα του. Ξαφνικά σταμάτησε και η Σοφί είδε και πάλι στο βλέμμα του τον πόθο. Το χέρι του χαμήλωσε πάνω στην κοιλιά της και ακόμα χαμηλότερα, ώσπου τα πόδια της άνοιξαν πρόθυμα στο χάδι του. «Δεν είναι ποτέ αρκετό, έτσι; Αυτή η λαχτάρα για σένα... ακόμα κι όταν σε παίρνω ξανά και ξανά, ξέρω πως δε θα χορτάσω ποτέ». Δεν του είπε τίποτα, μόνο έμεινε εκεί και τον κοιτούσε. Ο Τζέιμι παρατήρησε για μια στιγμή το πρόσωπό της, ύστερα έγειρε μπροστά και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο στόμα. «Μη μου ξαναπείς ποτέ πως δε με θέλεις, κοπελιά μου. Δε θα ανεχτώ άλλο ψέμα».
Κεφάλαιο 16 Σαν η αγάπη μου ορκιστεί πως από αλήθεια είναι καμωμένη,
Την πιστεύω, όσο κι αν ξέρω πως ψέματα μου λέει. -Ουίλιαμ Σαίξπηρ, (1564-1616), Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Σονέτο 138 (1609) Ο Τζέιμι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι υποφέροντας από μια ακόμα άγρυπνη νύχτα. Λαχταρούσε τη γλυκιά λήθη του ύπνου που τύλιγε τον άνθρωπο σαν μανδύας, ούτε η παπαρούνα όμως ούτε ο μανδραγόρας ή άλλο υπνωτικό θα τον βύθιζαν στην αγκαλιά του Μορφέα. Για μερικές ώρες λήθαργου θα δεχόταν πρόθυμα να υπο-στεί το μαρτύριο των φαντασμάτων και των εφιαλτών του. Όμως η νυχτερινή ανάπαυση δεν του χαριζόταν για να ξεκουράσει λίγο την ψυχή του. Φαίνονταν αιώνες από τότε που είχε πάει ως το δωμάτιο της Σοφί για να διορθώσει την κατάσταση μεταξύ τους, να αφήσουν πίσω τους καχυποψίες και δυσπιστίες. Άρχισε να αμφιβάλλει ότι θα τη χόρταινε ποτέ αν η Σοφί κοιμόταν στο κρεβάτι του και την έκανε δική του κάθε νύχτα, για την υπόλοιπη ζωή του. Είχε πλέον συνειδητοποιήσει ότι από την πρώτη φορά που την είδε ήξερε πως ήταν δική του. Τότε δεν το καταλάβαινε φυσικά, και τώρα που το διαπίστωνε τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Δεν τον βασάνιζε πια η υποψία μήπως ήταν Αγγλίδα κατάσκοπος, ούτε όμως την εμπιστευόταν απόλυτα. Ήξερε πως του έκρυβε πληροφορίες και πως είχε θυμηθεί περισσότερα πράγματα απ’ όσα παραδεχόταν. Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε να την πείσει για τα αισθήματά του απέναντι της -τουλάχιστον αρκετά ώστε να την κάνει να του πει την αλήθεια; Μισούσε τον εαυτό του που αμφέβαλλε γι’ αυτήν, όμως είχαν συμβεί πάρα πολλά, και όσα της είχαν τόσες φορές ξεφύγει είχαν δυναμώσει την πεποίθησή του πως η Σοφί δεν έπασχε από αμνησία, αλλά ότι το ισχυριζόταν ακόμα επειδή τη διευκόλυνε στο να κρύβει την αλήθεια. Ανήμπορος να φανταστεί τι θα μπορούσε να του κρύβει, ο Τζέιμι ήλπιζε πως στο τέλος τα αισθήματά της θα την οδηγούσαν να τον εμπιστευθεί και να του αποκαλύψει, χωρίς να την πιέσει, τα μυστικά της. Δεν καταλάβαινε άραγε πως με το να αρνείται να του εξομολογηθεί τον ανάγκαζε να παίξει το παιχνίδι της αποπλάνησης; Δεν έβλεπε ότι υπήρχε μέσα του μια τρυφερή πλευρά, πως ήταν ικανός να την αγαπήσει έτσι όπως ήθελε κι όπως της άξιζε να αγαπηθεί; Δεν αναγνώριζε μια αντρική καρδιά που θα μπορούσε να αγαπάει μια γυναίκα για πάντα; Ποτέ του δεν είχε πολιορκήσει κάποια για την οποία δε γνώριζε τίποτα, για τη Σοφί όμως ήταν πρόθυμος να μάθει τον τρόπο, μαζί με όλα τα μικρά ανόητα πράγματα που χρειάζεται μια γυναίκα από το σύντροφό της. Ο χρόνος είχε χάσει το ρυθμό του. Οι φάσεις του φεγγαριού ήταν απρόβλεπτες. Η καρδιά του έλιοίνε και τα αισθήματα ξεχύνονταν από μέσα του σαν το νερό. Όσο κι αν
την ποθούσε ή νοιαζόταν γι’ αυτήν, δεν μπορούσε να της επιτρέψει ψέματα και απάτες επ’ άπειρον. Ήταν μια σφήνα που είχε μπει μεταξύ τους και τους χω-ριζε. Της είχε δηλώσει πως δε θα ανεχόταν άλλα ψέματα, κι όμως εκείνη του είχε πει ψέματα τρεις φορές. Δεν θα της επέτρεπε να πει άλλα. Αν το έκανε, θα τελείωναν. Ήταν παγιδευμένος μέσα σ’ ένα λαβύρινθο γεμάτο από τις σκιές του αναπόφευκτου καθήκοντος και της αφοσίωσης απέναντι στο κλαν του. Προσπαθούσε να συμβιβάσει το χρέος του ως κόμη του Μόνλεϊ και αρχηγού του κλαν των Γκρέιαμ με την ευθύνη του απέναντι στη γυναίκα πο ι αγαπούσε. Μέσα στην ησυχία των συλλογισμών του, το διπλό βάρος της αφοσίωσης και της επιθυμίας άρχισε να κατακαθίζω ι επάνω του. Ο αρχηγός μέσα του κραύγαζε να δοθεί λύση, ενώ ο άντρας αναζητούσε μια διέξοδο απλή όσο μια επίπληξη σε σκανδαλιάρικο παιδί. Το καθήκον προηγούνταν της αφοσίωσης, και ήξερε πως το έργο του δε θα ήταν εύκολο. Έπρεπε να κάνει την καρδιά του πέτρα, αμερόληπτη και ανελέητη. Αν του έλεγε κι άλλο ψέμα, θα αναγκαζόταν να δώσει τέλος. Θα συντριβόταν αν την έδιωχνε. Δεν ήθελε να τη χάσει, αλλά θα ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Ύπνε... έλα πάρε με... και αύριο Θα αρχίσω να. διώχνω τις σκιές. * * * Μέσα στο θολό απ’ την ομίχλη χάραμα, ο Τζέιμι πήγε για κυνήγι με τη συνοδεία λίγων αντρών και των αδερφών του Μπραν και Φρέιζερ. Έφυγαν με τα άλογα από το κάστρο. ελπίζοντας να βρουν κανένα κόκκινο ελάφι κάπου στους έρημους λόφους. Τα αιώνια σιωπηλά, αιώνια γκρίζα Χάιλαντς σήμερα ήταν ακόμα πιο μελαγχολικά, και ο Τζέιμι ένιωθε να τον διαποτί-ζει το βάρος τους. Υπήρχαν πάρα πολλά βουνά, πάρα πολλά ποτάμια, πάρα πολλές ερωτήσεις από τα αδέρφια του, και πάρα πολλές αποφάσεις που περίμεναν την επιστροφή του. Η ομίχλη είχε διαλυθεί ως την ώρα που σκότωσαν τα δύο αρσενικά ελάφια. Ο Τζέιμι έστειλε κάποιους από τη συνοδεία του να μεταφέρουν το ένα απ’ αυτά στο χωριό, στους ανθρώπους του κλαν που ζούσαν εκεί. Οι υπόλοιποι κουβάλησαν το δεύτερο στο κάστρο Μόνλεϊ. «Γιατί τους έστειλες πίσω;» ρώτησε ο Φρέιζερ, επειδή ο αδερφός του πάντα προτιμούσε να ιππεύει με τους άντρες του. «Ήθελα να σας μιλήσω». Ο Μπραν και ο Φρέιζερ αντάλλαξαν ματιές. «Ναι», είπε ο Μπραν, «αναρωτιόμουν πότε θα καταπιανόσουν με το πρόβλημα των δύο δεσποινίδων. Δεν μπορείς να φλερτάρεις ταυτόχρονα με δυο γυναίκες και να έχεις ήσυχη τη συνείδησή σου».
«Αυτό το διαπίστωσα και μόνος μου». «Τότε λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Θα μιλήσω με την Τζίλιαν». Ο Φρέιζερ έγνεψε καταφατικά. «Θα ζητήσεις διάλυση του αρραβώνα;» «Ελπίζω να της δώσω την ευκαιρία να βάλει εκείνη ένα τέλος... πριν φτάσουμε εκεί». «Και αν δεν το κάνει;» ρώτησε ο Φρέιζερ. «Τότε θα βάλω τέλος εγώ». «Δεν έχετε αρραβωνιαστεί επίσημα», είπε ο Μπραν, «άρα δε χρειάζεται να προβληματιστείς πολύ για το πώς θα το κάνεις. Πιστεύω ότι η Τζίλιαν ήδη ξέρει πού ανήκει η καρδιά σου». «Ναι, δεν υπάρχει επίσημος αρραβώνας, αλλά το σωστό είναι να της δηλώσω πως δε σκοπεύω να την παντρευτω. Μετά θα της ζητήσω συγνώμη». Ο Μπραν ρουθούνισε κοροϊδευτικά. «Ωχ! Μα ποια συγνώμη; Μη σπαταλάς τα λόγια σου σε απολογίες, αδερφέ. Δε θα τις θέλει. Μόνο το τομάρι σου θα θέλει». Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το καταλαβαίνω, κι είμαι πρόθυμος να της δώσω μια λίβρα από τη σάρκα μου... αλλά όχι παραπάνω 1». «Μήπως θα της πεις ότι έχεις την πρόθεση να παντρευτείς τη Σοφί;» ρώτησε ο Φρέιζερ. Ο Τζέιμι μόρφασε. «Αυτό θα ήταν πρόωρο, αφού δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω με τη Σοφί». «Η Τζίλιαν δε θα το χάψει αυτό», είπε ο Μπραν. Ο Φρέιζερ συμφώνησε. «Η Τζίλιαν πιστεύει μόνο αυτό που θέλει να πιστέψει». «Δεν εξαρτώνται όλα από τη Τζίλιαν», αποκρίθηκε ο Τζέιμι. «Το τι θα πιστέψει ή δε θα πιστέψει δεν είναι η μεγαλύτερη έγνοια μου». Ο Φρέιζερ τον κοίταξε βλοσυρός. «Τότε από δω και στο εξής θα κοιμόμουν με το ένα μάτι ανοιχτό, αν ήμουν στη θέση σου. Θα θυμώσει αρκετά ώστε να σου ξεριζώσει την καρδιά και να τη φάει για πρόγευμα». Ο Μπραν γέλασε και σπιρούνισε το άλογό του. «Θα προσεύχομαι για σένα, αδερφέ», φώναξε πάνω από τον ώμο του καθώς κάλπαζε μπροστά. «Μια προσευχή δεν είναι κακή ιδέα», συμφώνησε κι ο Φρέιζερ. «Ωχ, ούτε ψύλλος στον κόρφο σου». «Πράγματι, η κατάσταση θα στριμωχτέ! λίγο», είπε ο Τζέιμι, και τα δυο αδέρφια κάλπασαν γρήγορά
για να προλάβουν τον Μπραν. * * * Ο Τζέιμι δεν ήταν άνθρωπος που άφηνε εκκρεμότητες, έτσι το επόμενο πρωί κάλπασε κατευθείαν ως το σπίτι της Τζίλιαν. «Έκανα κάποιες κακές σκέψεις για σένα, και να που ήρθες», του είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο και τον βρήκε να την περιμένει. «Ναι, ήρθα. Θέλω να σου μιλήσω». Η Τζίλιαν έκανε σαν να μην άκουσε. «Δεν έρχεσαι όταν θέλω να σε δω και εμφανίζεσαι όποτε δε σε περιμένω. Να γιατί είμαι τόσο μπερδεμένη μαζί σου». Κάθισε και του έδειξε μια πολυθρόνα. «Κάθισε, Τζέιμι. Μπορούμε τουλάχιστον να φερθούμε πολιτισμένα ο ένας στον άλλο». Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά και κάθισε. «Θα ήθελες κάτι να πιεις;» «Όχι». Κάτι στο καχύποπτο βλέμμα της είπε στον Τζέιμι πως η Τζίλιαν μάντευε το σκοπό της επίσκεψής του. «Δεν ήρθες για κοινωνική επίσκεψη, έτσι;» τον ρώτησε. «Όχι». «Καλά το κατάλαβα». Έστρωσε τις φούστες της και μετακινήθηκε λίγο στην πολυθρόνα της. «Λοιπόν, ποια κακά νέα μου φέρνεις; Για να δούμε αν μπορώ να μαντέψω. Θέλεις να ακυρώσουμε τον αρραβώνα μας». «Δεν αρραβωνιαστήκαμε ποτέ επισήμως, Τζίλιαν, το ξέρεις αυτό». «Απλή τεχνική λεπτομέρεια, αν όμως επιμένεις να το συζητήσουμε...» «Δε συντάξαμε ποτέ κάποιο νομικό έγγραφο,' αν θυμάσαι». «Όχι, αλλά, μα το Θεό, Τζέιμι, όλοι ήξεραν πως θα παντρευτούμε από την εποχή που ήμαστε παιδιά. Οι οικογένειες μας δε σκέφτηκαν ποτέ τίποτα διαφορετικό». «Το ξέρω. Είναι σαν να είχαν διευθετήσει τα πάντα για μας χωρίς ποτέ να λάβουν υπόψη τους τα δικά μας αισθήματα». «Εγώ ποτέ δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτή τη διευθέτηση. Εσύ ήσουν πάντα εκείνος που...» «Δέχομαι την ευθύνη. Το λάθος είναι δικό μου». «Ναι, είναι όλο δικό σου. Θα έπρεπε να μου μιλήσεις νωρίτερα. Γιατί δεν το έκανες;»
«Στην πραγματικότητα δεν έκανα ποτέ σχέδια να παντρευτώ, κι όταν έγινα κόμης ήταν προφανές πως όλοι πε-ρίμεναν από μένα αυτόν το γάμο. Αφησα τα πράγματα να κυλήσουν ελπίζοντας ότι ίσως και να σ’ αγαπούσα... ίσως να σε έβλεπα σαν κάτι περισσότερο από μια παιδική φίλη. Αργότερα, όταν αυτά τα αισθήματα δε μου προέκυψαν ποτέ, σκέφτηκα πως ίσως μπορούσαμε να παντρευτούμε και να μου χαρίσεις ένα διάδοχο, οπότε θα ήμαστε κι οι δυο ελεύθεροι να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θα θέλαμε. Αλλά κι αυτή η ιδέα έχασε τη γοητεία της». «Θα συμφωνούσα μ’ αυτό. Το ξέρεις πως θα συμφωνούσα. Δεν είναι πολύ αργά». «Τζίλιαν, δεν πιστεύω ότι μ’ αγαπάς περισσότερο απ' όσο σ’ αγαπώ εγώ. Ήταν και για σένα ένα δεδομένο που είχες αποδεχτεί σ’ όλη τη ζωή σου, και απλώς περίμενες να δεις πού θα καταλήξει. Δεν ταιριάζουμε. Αξίζεις περισσότερα. Το ίδιο κι εγώ». «Σαν τη Γαλλίδα αγαπητικιά σου;» «Ήλπιζα ότι θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε χωρίς κακίες και χωρίς λασπολογίες. Αν όμως διαλέξεις την οργή και την εκδίκηση, σε προειδοποιώ πως δε θα το ανεχτώ». «Ώστε με προειδοποιείς, λοιπόν, έτσι;» «Ναι, έτσι, τουλάχιστον προς το παρόν. Θα χρειαστείς χρόνο να προσαρμοστείς με όλα αυτά και να τα συνηθίσεις. Αν αποφασίσεις να τα δεχτείς με τρόπο που αρμόζει σε μια κυρία, τότε θα είμαι περήφανος να συνεχίσω να σε αποκαλώ φίλη μου. Και οι πύλες του Μόνλεϊ θα είναι πάντα ανοιχτές για σένα». «Κι αν όχι;» Ο Τζέιμι σηκώθηκε. «Δε θα επέλεγα αυτή την οδό, αν ήμουν στη θέση σου». «Βγες έξω!» τσίριξε εκείνη. «Όπως επιθυμείς», της είπε και γύρισε να φύγει. «Κατέστρεψες τη ζωή μου, κάθαρμα. Μπορεί να μου πάρει καιρό, αλλά θα βρω τον τρόπο να σε κάνω να το μετα-νιώσεις». . * * * Η Αραμπέλα βρισκόταν καθ’ οδόν προς το δωμάτιό της όταν πέρασε έξω από το γραφείο του Τζέιμι και άκουσε κρότους και θρόισμα χαρτιών, που τα ακολούθησε μια βροντερή κραυγή. «Μα την πίστη μου! Πώς μπορεί κανείς να χειριστεί υποθέσεις διά αλληλογραφίας όταν αυτά τα γράμματα δε διαβάζονται; Φαίνεται πως είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στα Χάιλαντς με ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα». «Θέλεις να δοκιμάσω εγώ;» Η Αραμπέλα αναγνώρισε τη φωνή του Νιλ. «Ναι», του είπε ο Τζέιμι, «δες αν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα. Έχω
δουλειά να κάνω. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο». «Θα το μελετήσω και θα το ξαναφέρω όταν τελειώσω», του είπε ο Νιλ. Ο Τζέιμι γρύλισε κάτι, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα περισσότερο. Βγαίνοντας, ο Νιλ κόντεψε να πέσει πάνω στην Αραμπέλα. «Στη θέση σου, δε θα έμπαινα εκεί μέσα ακόμα», της ψιθύρισε. «Θα είναι ευγενικός μαζί μου». «Σαν πολύ τουπέ έχεις σήμερα. Θες να με βοηθήσεις μ αυτό;» Χτύπησε τα χαρτιά που κρατούσε παραμάσχαλα. «Όχι, δε νομίζω. Αυτά τα πράγματα μου φέρνουν πονοκέφαλο». «Κι όμως, θα ’πρεπε να είσαι καλή σ’ αυτά. Μιλάς τρεις γλώσσες». «Και ξέρω πώς να λέω “όχι” και στις τρεις. Να έχεις μια ευχάριστη μέρα», είπε, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Αν και η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή, χτύπησε μαλακά και μπήκε στο δωμάτιο. «Δε σε ενοχλώ, έτσι;» Ο Τζέιμι σήκωσε το βλέμμα, της χάρισε μισό χαμόγελο και ακούμπησε με δύναμη το φτερό στο μελανοδοχείο. «Σήμερα όλοι με ενοχλούν. Και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο εκνευριστικό από το να είσαι θυμωμένος με όλο τον κόσμο χωρίς να μπορείς να ρίξεις κάπου το φταίξιμο». Η Αραμπέλα γέλασε. «Τότε θα προσπαθήσω να σου φτιάξω το κέφι». «Το κέφι μου φτιάχνει και μόνο που σε βλέπω. Κάθισε, και θα προσπαθήσω να μην γκρινιάζω πολύ». Τον πλησίασε και έσκυψε πάνω από το γράμμα. «Αυτό δε δυσκολεύομαι να το διαβάσω». «Είναι ο δικός μου γραφικός χαρακτήρας. Γράφω μια επιστολή στον τραπεζίτη μου στο Εδιμβούργο. Εξουσιοδοτώ τη διαταγή πληρωμής για τα δύο άλογα που αγοράζω». «Μπα, για ποιον είναι;» «Το ένα είναι για τη Σοφί». «Και το άλλο;» «Δε θα μπορούσα να χαρίσω στη Σοφί καινούριο άλογο χωρίς να δώσω ένα και σ’ εσένα, θα μπορούσα;» «Ω Τζέιμι. Σ’ ευχαριστώ», του είπε, και έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο του αδερφού της.
«Θα σου ζητούσα να μην το πεις στη Σοφί». Η Αραμπέλα χαμογέλασε και κάθισε δίπλα στο γραφείο του. «Φυσικά και όχι». «Πες μου λοιπόν, ήρθες εδώ για κάποιο λόγο ή απλώς σταμάτησες να με χαιρετήσεις πηγαίνοντας αλλού;» «Στην πραγματικότητα δεν ήρθα σκόπιμα. Έτυχε να ακούσω τις φωνές σου καθώς περνούσα, έτσι λοιπόν σκέ-φτηκα μήπως μπορούσα να κάνω κάτι για να γίνει η μέρα σου πιο ευχάριστη». «Έγινε ήδη από τη στιγμή που μπήκες στο δωμάτιο». «Ξέρω πως είναι άσχετο με το θέμα μας, αλλά πιστεύεις ότι η Σοφί μας συμπαθεί;» Ξαφνιάστηκε από την ερώτησή της και του πήρε μια στιγμή για να αναλογιστεί την απάντησή του. «Να σου πω, υποθέτω πως μας συμπαθεί αρκετά. Γιατί ρωτάς όμως;» «Επειδή εγώ τη συμπαθώ πάρα πολύ και είμαι πολύ χαρούμενη που υπάρχει ένα κορίτσι στην ηλικία μου εδώ μέσα. Θέλω πολύ να μείνει. Νομίζεις πως θα μείνει;» «Μέχρι να ανακτήσει τη μνήμη της δεν πρόκειται να πάει πουθενά». Η Αραμπέλα ξεφύσηξε ανακουφισμένη και χαμογέλασε. «Χαίρομαι που σε ρώτησα. Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα». «Τότε χαίρομαι κι εγώ. Υπάρχει κάτι άλλο που θέλεις να μάθεις;» Η αδερφή του πήρε τον ασημένιο χαρτοκόπτη και τον στριφογύρισε στα χέρια της. «Όχι». Ο Τζέιμι έγνεψε, καταφατικά και έστρεψε την προσοχή του στο γράμμα. Η Αραμπέλα κάθισε πιο αναπαυτικά και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο δωμάτιο. Λάτρευε το γραφείο του Τζέιμι με την πλούσια ξύλινη επένδυση, τις δερμάτινες πολυθρόνες και τα βιβλία που κάλυπταν τους τοίχους. Θυμόταν με αγάπη πόσο συχνά κρυβόταν κάτιο από το γραφείο του όταν ήταν παιδί και η Φενέλα την έψαχνε. Η έντονη μυρωδιά από δέρμα την ηρεμούσε ακόμα. Συνέχισε να παρατηρεί γύρω της, ώσπου το βλέμμα της καθηλώθηκε σε μια μικρή ελαιογραφία και αναρωτήθηκε πώς και δεν είχε ποτέ πριν τραβήξει την προσοχή της. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε και πετάχτηκε όρθια. Ο Τζέιμι άφησε την πένα του. «Αραμπέλα, τι έπαθες;» «Είναι ο ίδιος πίνακας μ’ αυτόν που είχε η Σοφί». Πήγε κοντά για να εξετάσει τις λεπτομέρειες. Ήταν μεγάλη η ομοιότητα με τον άλλο πίνακα, αν και υπήρχε διαφορά στο χρώμα του μανδύα, στις λεπτομέρειες του προσώπου -κι η Αραμπέλα κατάλαβε πως επρόκειτο τελικά για διαφορετικό πορτραίτο. Ο Τζέιμι ήρθε και στάθηκε δίπλα της. Παρατήρησε κι αυτός το πορτραίτο. «Αν είχε μαζί της μια
μινιατούρα του βασιλιά Ιακώβου, θα μπορούσε να σημαίνει πως είναι υποστη-ρίκτρια του Καλού Πρίγκιπα Τσάρλι και των ιακωβιτών». Η Αραμπέλα ένιωσε δυστυχισμένη, γιατί ακούγοντας την έξαψη και την ελπίδα στη φωνή του Τζέιμι, κατάλαβε πως ο αδερφός της έβλεπε αυτό το στοιχείο σαν μια ένδειξη που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στην ταυτότητα της Σοφί. «Λυπάμαι, Τζέιμι. Έκανα λάθος. Αν και οι δυο πίνακες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, δεν είναι οι ίδιοι». Αναστέναξε. «Όπως κι εσύ, ήλπιζα μήπως αυτό είναι κάποιο στοιχείο». «Πες μου για αυτό τον πίνακα. Πού τον είχε η Σοφί;» Η Αραμπέλα διηγήθηκε στον Τζέιμι πώς είχε βρει τη μινιατούρα, και δε θυμόταν να έχει ξαναδεί τον αδερφό της να την παρακολουθεί τόσο συνεπαρμένος. «Είσαι σίγουρη ότι δεν έδειξε να αναγνωρίζει τον άντρα στο πορτραίτο;» «Δε μου φάνηκε να τον αναγνωρίζει, μερικές φορές όμως είναι δύσκολο να καταλάβω τις αντιδράσεις της». Ο Τζέιμι συμφιονησε μ’ ένα νεύμα. «Πώς ήταν εκείνος ο άντρας;» «Τα ρούχα του ήταν κάπως παλιομοδίτικα, πάντως ήταν καλοντυμένος και καθόταν πάνω σ’ ένα καθαρόαιμο άλογο. Ισως είναι κανένας διάσημος Γάλλος στρατηγός. Είχε έναν αέρα εξουσίας». «Θα ρίξω κι εγώ μια ματιά για να δω αν τον αναγνωρίζω». Μίλησαν για λίγο ακόμα, ώσπου κάποια στιγμή η Αρα-μπέλα ανέφερε τα όμορφα ρούχα μέσα στο μπαούλο. «Θα ’θελα πολύ να πάω σε μια μοδίστρα στο Παρίσι. Τα ρούχα αυτά δε μοιάζουν σε τίποτα μ’ αυτά που έχουμε στη Σκοτία. Οι γυναίκες εκεί είναι πολύ τυχερές». Συνέχισε να φλυαρεί και είπε στον Τζέιμι για την ανακάλυψη της γαλάζιας τουαλέτας που τόσο τέλεια εφάρμοσε στη Σοφί. «Μου φάνηκε παράξενο που ήξερε ότι μέσα στο μπαούλο υπήρχαν και τα ασορτί γοβάκια, κι αυτό μ’ έκανε να πιστέψω πως ήταν τελικά το δικό της μπαούλο». Τα δάχτυλα του Τζέιμι έπαιζαν αργά με το φτερό. «Ναι... πολύ παράξενο». «Τέλος πάντων, με απογοητεύει που δεν αναγνωρίζει τον άντρα στο πορτραίτο. Ήλπιζα πως θα βοηθούσε τη μνήμη της αν τον θυμόταν». «Μην τα παρατάς τόσο εύκολα. Είπες ότι τα ρούχα και η στάση του μαρτυρούσαν άνθρωπο σημαντικό. Επίσης είναι πολύ πιθανό πως είναι Γάλλος, αφού βρήκες τη μινιατούρα στο μπαούλο της Σοφί. Άρα ξέρουμε ήδη δυο πράγματα. Υπάρχει ακόμα ελπίδα». Η Αραμπέλα κοίταξε το ρολόι πάνω στο ράφι του τζακιού και είδε πως ήταν ώρα να αλλάξει για το δείπνο. «Έχεις πάντα τόση κατανόηση!» Της χαμογέλασε. «Μόνο όταν πρόκειται για σένα».
Η αδερφή του σηκώθηκε και του έστειλε ένα φιλί. «Πρέπει να φύγω, αλλιώς δε θα προλάβω να αλλάξω για το δείπνο». * * * Αφού έφυγε η Αραμπέλα, ο Τζέιμι κοίταξε αφηρημένος το κενό. Το μυαλό του έτρεχε στις πληροφορίες που είχε μοιραστεί μαζί του η αδερφή του. Προσπάθησε να τα διώξει όλα αυτά από τη σκέψη του και να συγκεντρωθεί στο γράμμα που έγραφε, αν και δυσκολευόταν να αγνοήσει τη μινιατούρα δίνοντας προτεραιότητα στην αγορά των αλόγων. Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, συνειδητοποίησε πως δε θα κατάφερνε να καταπιαστεί με τίποτ’ άλλο αν δεν αντιμετώπιζε άμεσα αυτό που τον απασχολούσε. Σκέφτηκε τη Σοφί και αναρωτήθηκε τι είδους μάχες μπορεί να έδινε μέσα της. Το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφε-ρε ήταν η αλήθεια* ύστερα θα της έδινε την καρδιά του, και τη βοήθειά του, αν χρειαζόταν. Προσπάθησε να βάλει το χάος του μυαλού του σε τάξη, και όταν το κατάφερε αποφάσισε πως ήταν καιρός να κάνει μια επίσκεψη στη Σοφί. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της και χτύπησε την πόρτα. Όταν άνοιξε την πόρτα και τον είδε να στέκεται μπροστά της, η Σοφί σάστισε. Έφερε το χέρι στο στήθος της. «Δεν περίμενα πως θα ήσουν εσύ. Ετοιμαζόμουν να αλλάξω για το δείπνο». «Ναι, είναι κάτι που συνηθίζεται αυτή την ώρα», της είπε. «Η Αραμπέλα μου είπε για τη μινιατούρα στο μπαούλο σου. Μπορώ να τη δω;» «Στ' αλήθεια πρέπει να ετοιμαστώ». Όμως ο Τζέιμι μπήκε στο δωμάτιο. «Εσύ ντύσου, εγώ θα ψάξω». Αυτό την εξόργισε, όπως φάνηκε από τον απότομο τόνο της. «Αν είναι τόσο σημαντικό για σένα, θα το βρω εγώ». Έμεινε αμίλητος και την παρακολούθησε να ανοίγει το μπαούλο και να ψάχνει για το μικρό πορτραίτο. Αίγες στιγμές αργότερα ξαναέκλεισε το μπαούλο κρατούντας κάτι σφιχτά μέσα στη χούφτα της. Η Σοφί διέσχισε το δωμάτιο και σχεδόν του κοπάνησε το πορτραίτο στο χέρι. «Ορίστε. Αυτό ήθελες; Αμφιβάλλω αν θα έχει καμιά αξία για σένα. Όπως βλέπεις, είναι πολύ μικρό και τα χαρακτηριστικά διακρίνονται με δυσκολία». Ο Τζέιμι μελέτησε τον μικρό πίνακα. Η Αραμπέλα είχε δίκιο. Η ομοιότητα με τη μινιατούρα στο γραφείο του ήταν μεγάλη, αλλά όχι τόση ώστε να συμπεράνει κανείς πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο ή πως τα είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος ζωγράφος. Συνέχισε να το παρατηρεί. «Δεν αναγνωρίζεις τίποτα σ’ αυτή την εικόνα;»
«Όχι, τίποτα». Έβαλε τη μινιατούρα στην τσέπη του. «Τι κάνεις;» «Αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να το κρατήσω για λίγο». «Το φαντάστηκα πως θα το ήθελες». Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά. «Θα σε δω στο δείπνο, λοιπόν. Συγνώμη για την ενόχληση, δεσποσύνη». Τον ακολούθησε στο κατώφλι. «Μην το σκέφτεσαι. Αρχισα να το συνηθίζω πια», του είπε και βρόντηξε την πόρτα. * * * Το επόμενο πρωί η ανυπομονησία έτρωγε τον Τζέιμι καθώς προσπαθούσε να φορέσει τις μπότες του, και όταν ο υπηρέτης του προσπάθησε να τον βοηθήσει εκείνος τον έδιωξε με ένα νεύμα. Όταν έβαλε και τη δεύτερη μπότα, άρπαξε το γιλέκο του από το καρφί του τοίχου και έδεσε το σπαθί του βγαίνοντας από το δωμάτιο. Ήταν ακόμα σκοτάδι όταν κατέβαινε τις σκάλες, και το μεγάλο κάστρο έσφυζε από τις φωνές των αντρών του και τον κρότο του εξοπλισμού τους καθώς προσπαθούσαν να ντυθούν μέσα στο υγρό κρύο της αυγής. Πυρσοί έφεγγαν στη μεγάλη σάλα και ήδη πολλοί από τους άντρες του είχαν ντυθεί και κυκλοφορούσαν, κουβεντιάζοντας και γελώντας μεταξύ τους. Ο Τζέιμι στάθηκε να μιλήσει σε κάποιους δίνοντας νέες οδηγίες, ή κάνοντας αλλαγές στις εργασίες που ο καθένας τους έπρεπε να διεκπε-ραιώσει για εκείνη την ημέρα. «Θα μας κάνεις συντροφιά στο πρόγευμα, Τζέιμι;» ρώτησε ο Λάχλαν. «Όχι σήμερα το πρωί, παιδιά, εσείς όμως προσέξτε μην πάρουν φωτιά τα μαχαίρια σας, με ρέγουλα το βούτυρο!» Οι άντρες γέλασαν. «Ναι», φώναξε ο Σάιμον, «κι ούτε θα λερώσουμε τους ασημένιους δίσκους!» «Πού πας απ’ τα χαράματα;» ρώτησε ο Άρτσιμπαλντ καθώς ο Τζέιμι περνούσε από μπροστά του. «Σκέφτηκα να κάνω μια επίσκεψη στο γείτονά μου, τον Βιλέν». «Δεν ήξερα πως είχες τέτοιες φιλίες με το Γάλλο», παρατήρησε ο Αρτσιμπαλντ. Ο Τζέιμι χαμογέλασε και τον χτύπησε στην πλάτη. «Ε, τώρα ξέρεις», του απάντησε, και άφησε τους άντρες έτσι όπως του άρεσε να τους βλέπει, μέσα σε γέλια και καλή διάθεση. Μισή ώρα αργότερα ο Τζέιμι ανέβηκε στη σέλα και σπιρούνισε τον Κόρι να διαβεί τις πύλες. Το
άλογο πέρασε τσαλα-βουτώντας στα νερά που ξεχείλιζαν από την πέτρινη γέφυρα και κάλπασε μακριά από το Μόνλεϊ προς την πυκνή ομίχλη. Πριν περάσει ώρα, ο άνεμος άρχισε να φυσάει από τα βόρεια, αφήνοντας στο δρόμο του ένα αραιό στρώμα χιονιού. Ο Τζέιμι ήξερε πως πριν πέσει η νύχτα θα άρχιζε να χιονίζει για τα καλά, ως τότε όμως εκείνος θα είχε ήδη τελειώσει την υπόθεσή του με τον Ροζό και θα είχε επιστρέφει με ασφάλεια πίσω απ’ τους προστατευτικούς τοίχους του Μόνλεϊ. Μισή ώρα αργότερα έμπαινε στην αυλή του Βιλέν και έδινε τα χαλινάρια σ’ έναν από τους ιπποκόμους καθο'ίς ξεπέζευε απ’ το άλογό του. «Μην τον σταβλίσεις», είπε στον ιπποκόμο, «θα φύγω σύντομα». Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να τον υποδεχθεί ο Βιλέν. «Κάτι πολύ σημαντικό θα πρέπει να σε φέρνει εδώ τόσο νωρίς το πρωί. Όχι άσχημα νέα, ελπίζω». Ο Τζέιμι έβγαλε από την τσέπη του τη μινιατούρα. «Ηρθα να ζητήσω τη βοήθειά σου στην αναγνώριση του άντρα σ’ αυτό το πορτραίτο». Έδωσε τη μινιατούρα στον Βιλέν. «Μήπως γνωρίζεις ποιος είναι;» Ο Βιλέν έριξε μια ματιά στον άντρα πάνω στο άσπρο άλογο. «Ο ρουά Σολέιγ», ψιθύρισε, κι ύστερα μίλησε πιο δυνατά. «Είναι ο Λουδοβίκος ΙΔ', ο βασιλιάς Ήλιος. Ξέρω καλά αυτή τη ζωγραφιά. Ο καλλιτέχνης ήταν ο Άνταμ Φρανς Βαν ντερ Μέλεν. Φιλοτεχνήθηκε είτε στις εκστρατείες της Φλάνδρας είτε την εποχή του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Το πρωτότυπο κρέμεται στις Βερσαλλίες. Πού το βρήκες;» «Βρισκόταν ανάμεσα στα αντικείμενα που έβγαλαν οι άντρες μου από το νερό μετά το ναυάγιο του νορβηγικού πλοίου». «Μμμ, λίγο παράξενο που βρέθηκε σε τέτοιο μέρος». «Γιατί το λες αυτό;» Ο Βιλέν έτριψε τον αντίχειρά του πάνω στο πορτραίτο, ύστερα το γύρισε για να εξετάσει την ανάποδη πλευρά. «Τέτοιου είδους πορτραίτα, ιδίως όταν πρόκειται για βασιλικό πρόσωπο, συνήθως δίνονται σε μέλη της βασιλικής οικογένειας ή σε πολύ στενούς και υψηλά ιστάμενους φίλους. Δεν ήξερα πως υπήρχε ένα τέτοιο άτομο ανάμεσα στους επιβάτες εκείνου του πλοίου». Έδωσε το πορτραίτο πίσω στον Τζέιμι. Ο Τζέιμι πήρε τη μινιατούρα και την ξαναέβαλε στην τσέπη του. «Μπορεί να μη λύσουμε ποτέ το μυστήριο της ταυτότητάς του ή του πώς βρέθηκε εδώ», είπε. «Όχι, υπάρχουν πολλές εξηγήσεις». Ο Τζέιμι συμφώνησε. «Ναι. Θα μπορούσε να έχει κλαπεί ή δωριστεί σε κάποιον». Ο Βιλέν γέλασε. «Πράγματι, κι αυτό μου θυμίζει την αγαπητή γιαγιά μου. Ήταν παιδική φίλη της βασίλισσας Μαρίας-Λουίζας Γαβριέλας της Σαβοΐας, η οποία της έδωσε μια μινιατούρα
ζωγραφισμένη σε ελεφαντόδοντο. Ύστερα όμως από ένα γερό τσακωμό ανάμεσά τους, η γιαγιά μου έδωσε τη μινιατούρα της βασίλισσας στην καμαριέρα της». * * * Όταν ο Τζέιμι επέστρεψε στο κάστρο Μόν,,.'ί ήταν έτοιμος να πάει να βρει τη Σοφί, όταν με την άκρη του ματιού του είδε τις φούστες της να στρίβουν απ’ τη γωνία. Πήγε πίσω της κι άκουσε τα βήματά της στη σκάλα. Την πρόλαβε πριν φτάσει στον πρώτο όροφο και την έπιασε από το μπράτσο. Η Σοφί γύρισε να τον κοιτάξει. «Πρόσεχε. Αν χάσω την ισορροπία μου, θα πέσω προς τα πίσω». «Δε θα άφηνα κάτι τέτοιο να σου συμβεί, κοπελιά». «Ήταν μια τυχαία συνάντηση ή μήπως με ακολουθείς;» «Σε είδα μόλις επέστρεψα, και εφόσον ήθελα να σου μιλήσω, σε ακολούθησα». «Γιατί ήθελες να με δεις;» «Ήθελα να σου επιστρέφω τη μινιατούρα». Έβγαλε το πορτραίτο από την τσέπη του γιλέκου του και της το έδωσε. Το βλέμμα της Σοφί χαμήλωσε στο γιλέκο του Τζέιμι και στο χέρι του που ακούμπησε χαλαρά στη λαβή του ξίφους. «Δε σε είδα σήμερα. Είχες βγει;» «Ναι, έφυγα νωρίς». Την είδε να κοιτάζει μια τη μινιατούρα και μια τον ίδιο με έκφραση επιφυλακτική. «Σ’ ευχάριστω που μου το επιστρέφεις». Το έκρυψε στην τσέπη της. «Δεν το κράτησες πολύ καιρό». «Δεν μου πήρε πολύ καιρό να ανακαλύψω πως ο άντρας που απεικονίζεται είναι ο Λουδοβίκος ΙΔ', ο βασιλιάς Ήλιος. Μήπως σου θυμίζει κάτι αυτό; Μπορείς να ανακαλέσεις το όνομα;» «Ξέρω πως ήταν βασιλιάς της Γαλλίας, φυσικά». «Τίποτα περισσότερο;» «Όχι, τίποτα. Κι εσύ; Ανακάλυψες κάτι περισσότερο; Το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να είναι σημαντικός για μένα;» «Όχι, αλλά έμαθα κάτι ενδιαφέρον». «Μπα; Τότε μοιράσου το μαζί μου, σε παρακαλώ». Ήταν ήρεμη και ατάραχη, κι ο Τζέιμι θαύμασε την ψυχραιμία, τον αυτοέλεγχό της. Η Σοφί δεν τα έχανε εύκολα. Αυτό της το αναγνώριζε. «Έμαθα ότι αυτού του είδους οι βασιλικές μινιατούρες δίνονται μόνο σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, ή σε πολύ στενούς της φίλους. Δεν μπορώ λοιπόν
να μην αναρωτηθώ τι από τα δύο είσαι εσύ». Η Σοφί έκανε μια μάταιη προσπάθεια να φανεί αδιάφορη, ενώ την ίδια στιγμή πάλευε να κρύψει το τρέμουλο από τη φωνή της. Απέτυχε και στα δύο. «Μα φυσικά... δεν είμαι τίποτα από τα δύο». «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» «Φυσικά. Πώς θα μπορούσα να είμαι μέλος της βασιλικής οικογένειας ή ακόμα και στενή φίλη του βασιλιά, ώστε να μου γίνει η τιμή να μου δοθεί ένα τέτοιο πορτραίτο; Ούτε καν είχα γεννηθεί όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΔ'. Το βρίσκω λίγο εξωφρενικό να θεωρείς πιθανό ότι εκείνος μου κληροδότησε το πορτραίτο». «Θα μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι». «Πιθανόν», του είπε και του χαμογέλασε. «Αλλά δε θα το μάθουμε ποτέ, έτσι δεν είναι; Και τωρα, δώσε μου το μπράτσο σου και συνόδευσέ με ως την τραπεζαρία για το δείπνο».
Κεφάλαιο 17 Υπάρχει άραγε μορφή καμιά, που να έχει μέσα της καρδιά Ένας αχρείος! Μασκαράς! Έρωτα να μη λογά, μήτε κι αλήθεια! Που να μπορεί, χωρίς ντροπή, με πανουργία περισσή και τέχνη τόση, Την άδολη καρδούλα της γλυκιάς, μικρούλας Τζένι να προδώσει; -Ρόμπερτ Μπερνς (1759-1796), Σκοτσέζος ποιητής και στιχουργός. «Το Σαββατόβραδο ενός Φτωχού Χωρικού» (1786) Ο Βιλέν έστρωσε τα μαλλιά του με τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα. Αυτή και μόνο η κίνηση θα μαρτυρούσε την τεράστια απογοήτευσή του, αν τυχόν βρισκόταν κανείς μαζί του στο δωμάτιο. . «Μερντ!» έβρισε, όταν διάβασε όλο το μήνυμα του Λουδοβίκου ΙΕ'. Έβρισε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, και πέταξε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Έβαλε στον εαυτό του ένα ποτήρι μπράντι κι άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο δωμάτιο. Ανάθεμα το Γάλλο βασιλιά... σκεφτόταν, ανάθεμα τον Λουδοβίκο και το αίμα των Βουρβόνων που κυλάει μέσα του! Πήγε ως το παράθυρο, γύρισε και σκέφτηκε μια στιγμή, προσπαθώντας να καταλάβει όσα δεν έλεγε το γράμμα. Μήπως ο βασιλιάς είχε στήσει μια λεπτή στρατηγική για να τον δελεάσει;
Ή μήπως επρόκειτο απλώς για ένα κόλπο, και αυτός ο άτιμος Γάλλος προσπαθούσε να τον εξαπατήσει; Για ποιον άλλο λόγο θα έδινε σαφείς οδηγίες στον Βιλέν να μεταφέρει τη Σοφί στην Αγγλία και να την παραδιόσει στο δούκα του Ρόκιγχαμ; Αποτελείωσε το μπράντι του, γέμισε ξανά το ποτήρι του και προσπάθησε μάταια να θυμηθεί τι άλλο του διαμήνυε ο βασιλιάς. Τελικά άρπαξε το γράμμα απ’ το γραφείο του και βρήκε τα λόγια που έψαχνε. Μόνο όταν λάβω την είδηση από το δούκα του Ρόκιγχαμ ότι η Σοφί ντ’ Αλαμπέρ βρίσκεται με ασφάλεια στα χέρια του, Θα παραβλέψω όσα καταλόγισα στο παρελθόν εις βάρος σας και Θα σας επιστρέφω τον τίτλο και τη γη σας. Κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλα αυτά. Ο Βιλέν δεν ήταν πρόθυμος να μπερδευτεί στις βασιλικές ίντριγκες, αφού αυτός ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για να χάσει το κεφάλι του. Όσο για το δούκα του Ρόκιγχαμ, είχε τη φήμη ανθρώπου μοχθηρού, ευφυούς όσο και ανελέητου. Κάποια στιγμή ο βασιλιάς Γεώργιος απηύδησε τόσο πολύ μαζί του, ώστε έδωσε στον Ρόκιγχαμ ένα διπλωματικό πόστο και τον έστειλε στη γαλλική Αυλή. Εκεί θα πρέπει να γνώρισε και τη Σοφί. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό του. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε πώς γνώρισε ο δούκας του Ροκ χαμ τη Σοφί, ένα πράγμα ωστόσο ήταν σίγουρο: δεν επρό-κειτο για έρωτα. Ο Βιλέν έβαλε κι άλλο μπράντι. Τώρα άρχισε να νιώθει καλύτερα για όλα αυτά. Αν είχε αρκετό μπράντι, ίσως να έφτανε στο σημείο να νιώσει ευτυχής. Αναρωτήθηκε γιατί ο δούκας ήθελε τόσο απεγνωσμένα τη Σοφί, και προσπάθησε να υποθέσει ξανά το λόγο για τον οποίο ο βασιλιάς Λουδοβίκος τον είχε σε τέτοια υπόληψη και ενδιαφερόταν προσωπικά για την υπόθεση, αφού ήταν πασίγνωστο πως οι Γάλλοι δεν έτρεφαν φιλικά αισθήματα προς τους Αγγλους. Ως την ώρα που ο Βιλέν ήπιε το τέταρτο... ή ίσως το πέμπτο μπράντι του, αποφάσισε πως η καλύτερη προσέγγιση ήταν να μην ανακατευτεί καθόλου στο ζήτημα. Δυστυχώς, προαισθανόταν ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν είχε καμία πρόθεση να αποκαταστήσει τον τίτλο και την περιουσία του Βιλέν, μόλις εκείνος παρέδιδε τη Σοφί στο δούκα του Ρόκιγχαμ. Το ίδιο του έκανε. Ο Βιλέν δεν είχε πια κέφι να παίζει τα παιχνίδια των βασιλιάδων. Εξάλλου συμπαθούσε τη Σοφί, και η σκέψη πως θα την παρέδιδε στον διαβόητο Άγγλο δούκα τον αρρώσταινε.
Σκέφτηκε πως υπήρχε κι άλλος λόγος για να μείνει η Σοφί στη Σκοτία, αφού ήξερε ότι ο Τζέιμς Γκρέιαμ νοιαζόταν γι’ αυτήν περισσότερο απ’ όσο άφηνε να φανεί. Αυτό σύντομα θα δημιουργούσε προβλήματα στη σχέση του με την Τζίλιαν. Ο Βιλέν σκόπευε να βρίσκεται στο πλευρό της Τζίλιαν όταν αυτή θα χρειαζόταν έναν ώμο για να κλάψει. Ίσως έπρεπε να πάει στο κάστρο Μόνλεϊ για να αποκα-λύψει στον Τζέιμς Γκρέιαμ όσα γνώριζε. Αυτή η σκέψη τον έκανε να νιώσει καλύτερα, γιατί ο Τζέιμς Γκρέιαμ ήταν το είδος του ανθρώπου τον οποίο ο Βιλέν ήθελε να έχει φίλο κι όχι εχθρό του. Απλώθηκε στον καναπέ του γραφείου του και αποτελείωσε το μπράντι του. Αυτό που του χρειαζόταν ήταν μια γυναίκα. Σκέφτηκε την Τζίλιαν Μακάρα και τα υπέροχα κόκκινα μαλλιά της, να αποδεσμεύεται από τον Τζέιμι Γκρέιαμ. ο οποίος δε θα την παντρευόταν ποτέ. Ιδίως ταδρα που είχε τη Σοφί. Ο Βιλέν θα ήθελε πολύ να το πει αυτό στην Τζίλιαν, εκείνη όμως δε θα τον πίστευε. Τι κρίμα, σκέφτηκε. Τόσο όμορφη γυναίκα, με τέτοιο θε-σπέσιο σώμα... Η σκέψη της έφερε ένα σφίξιμο στα λαγόνια του κι ήταν έτοιμος να λύσει το παντελόνι του και να ανακουφίσει τον εαυτό του, όταν ο μπάτλερ χτύπησε την πόρτα του. «Η δέσποινα Τζίλιαν Μακάρα περιμένει να σας δει». Η ευκαιρία έπεφτε στα πόδια του! Και τι άλλο χάρισμα είχε ο Βιλέν εκτός από το να αναγνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες; * * * Η Τζίλιαν ζέσταινε τα χέρια της μπροστά στη φωτιά, όταν ο Βιλέν μπήκε στο δωμάτιο. «Δεν περίμενα να με υποδεχτεί τέτοιο εξαίσιο θέαμα μια μέρα σαν αυτή! Τι σε φέρνει στο σπίτι μου, Τζίλιαν;» «Ωχ, ήταν μεγάλη η διαδρομή ως εδώ, Βιλέν, και ξεπάγιασα. Δεν έχεις να προσφέρεις κάτι σε μια κυρία για να νιώσει καλύτερα;» «Θα ήθελες κάτι να πιεις ή κάποιον να σε ζεστάνει;» Του χαμογέλασε και έβγαλε την κάπα της. «Κάτι να πιω... πρώτα». Φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι ιππασίας με κοφτή μέση που αναδείκνυε τις καλλίγραμμες καμπύλες του στήθους της. Το βλέμμα του χαμήλωσε στους θηλυκούς γοφούς και τα πανύψηλα πόδια της. Χρειάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα πριν ξαναμιλήσει. «Μπράντι;» Του έγνεψε καταφατικά. «Αυτό μ’ αρέσει στους Γάλλους. Θα μπορούσα σχεδόν να ερωτευτώ έναν άντρα ικανό να μου εξασφαλίσει μπράντι». Ο Βιλέν γέλασε και της σέρβιρε ένα μεγάλο ποτήρι. «Τότε, αγαπητή μου, βρήκες τον κατάλληλο Γάλλο, γιατί έχω ένα κελάρι γεμάτο από δαύτο. Θέλεις να κατεβούμε ως εκεί και να διαπιστώσουμε
την αλήθεια των λόγων σου;» Της έδωσε το ποτό φροντίζοντας το χέρι του να την αγγίξει. Το χαμόγελό της τον ζέστανε περισσότερο από το αλκοόλ. «Μου αρέσει μια γυναίκα που ξέρει τι θέλει και το διεκ-δικεί», της είπε. Η Τζίλιαν γεύθηκε το μπράντι. «Δεν έχεις καμία λεπτότητα, έτσι;» Ο Βιλέν γέλασε. «Είμαι Γάλλος. Δεν έχω ηθική. Η λεπτότητα είναι για τους εφήβους. Αν θέλω μία γυναίκα, της το λέω». Σώπασε και της χαμογέλασε με κάποια απορία. «Μα δε μου είπες γιατί έκανες τόσο δρόμο ως εδώ μέσα στο χιόνι». «Για να σε δω». «Και ο Τζέιμς Γκρέιαμ;» «Έχει άλλα ενδιαφέροντα». «Καλύτερα έτσι. Δεν είναι ο κατάλληλος άντρας για σένα. Οι δυο σας δε θα ταιριάζατε ποτέ. Πάντα αναρωτιόμουν τι σε κρατούσε κοντά του. Σε θεωρούσα έξυπνη γυναίκα, στα θέματα ωστόσο της καρδιάς φαίνεται ότι δε χρησιμοποιείς το μυαλό σου». «Δεν ήρθα εδώ για να με επιπλήξεις ή να με προσβάλεις. Όμως έχεις δίκιο, κι έτσι δεν μπορώ να σου θυμώσω επειδή λες την αλήθεια. Υποθέτω πως μερικοί από μας μαθαίνουν γρηγορότερα από άλλους. Τουλάχιστον εγώ συνειδητοποίησα το λάθος μου -και αποφάσισα να στραφώ αλλού». Ο Βιλέν ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. «Θα πρέπει να σε προειδοποιήσω πως ήπια αρκετά μπράντι πριν έρθεις. Ίσως προτιμάς να φύγεις πριν πιω κι άλλο». «Γιατί;» «Επειδή είσαι μια διαβολεμένα όμορφη γυναίκα, και αναρωτιόμουν χρόνια τώρα πώς θα ήταν να πλαγιάσω μαζί σου, κι επειδή άρχισα να χάνω όλους τους καλούς τρόπους μου. Το αλκοόλ το κάνει αυτό στον άντρα. Να, για παράδειγμα τώρα, όταν σε κοιτάζω, δε σε βλέπω να κάθεσαι εκεί άνετα, με το φόρεμά σου καλά τυλιγμένο στους γοφούς σου και το σεμνό γιακά γύρω απ’ το λαιμό σου. Σε βλέπω γυμνή, με τα όμορφα κόκκινα μαλλιά σου να πέφτουν ως τη μέση σου και να λαμποκοπούν στο φέγγος της φωτιάς. Βλέπω και τα στήθη σου, ολόστητα και σκληρά, με τις ανασηκωμένες κορφές που θέλω να πιάσω με τα δάχτυλά μου και να παίξω μαζί τους πριν τις πάρω στο στόμα μου». Άκουγε το λαχάνιασμα της ανάσας της. «Δε θα έπρεπε να μου λες τέτοια πράγματα». «Όχι, δε θα έπρεπε, ούτε κι εσύ θα έπρεπε να τα ακούς, αλλά τα ακούς, κι εγώ σ’ έχω προειδοποιήσει. Θα ήθελες να καλέσω τον Γουίλιαμ για να φέρει το άλογό σου απέξω;» «Όχι, με βάζεις στον πειρασμό να μείνω και να ακούσω τι άλλο σκέφτεσαι όταν με βλέπεις». «Βλέπω την επιδερμίδα σου, λεία και λευκή σ’ αυτούς τους αισθησιακούς γοφούς που λαχταράω να
χαϊδέψω. Βλέπω το πώς η απαλή κοιλιά σου τραβάει το βλέμμα μου χαμηλότερα προς τη σκιά του πόθου, και βλέπω πως αυτή ταιριάζει με τα ολοκόκκινα μαλλιά σου. Σε βλέπω να γλείφεις τα χείλη σου όταν σε κοιτάζω, και σε φαντάζομαι να μισανοίγεις τα πόδια σου σε μια πρόσκληση που αδυνατώ να αγνοήσω». «Κι αν πράγματι σου απηύθυνα μια τέτοια πρόσκληση; Τι θα έκανες;» «Θα πήγαινα ως την πόρτα και θα την κλείδωνα έτσι». Διέσχισε το δωμάτιο και το κλικ της πόρτας αντήχησε αλλόκοτα δυνατό. «Κι ύστερα θα έβγαζα τα ρούχα μου και θα περνούσα την υπόλοιπη νύχτα δείχνοντάς σου όσα σου είναι αδιάφορα εδώ και δέκα χρόνια που τρέχεις πίσω από τον Τζέιμς Γκρέιαμ». «Τότε λοιπόν δείξε μου». * * * Η Τζίλιαν ήταν σαν υπνωτισμένη. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει άντρα πιο ανοιχτό και ειλικρινή, πιο ερεθιστικό εξαιτίας αυτής της αμεσότητας. Μπορεί να μην ήταν παρθένα, όμως δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ έναν άντρα να ξεντύνεται μπροστά της με τόση τόλμη που να θέλει να τον μιμηθεί. Είχε χάσει τα λόγια της και αναρωτιόταν πώς δεν είχε προσέξει ποτέ αυτό το θεϊκό πλάσμα με τα σκούρα μπλε μάτια, τα χρυσά μαλλιά και τη συγκλονιστική προφορά που της έφερνε ρίγη. Ήταν ψηλός και λεπτός και... όταν χαμήλωσε τα μάτια της σ’ αυτό που είχε να της προσφέρει, χαμογέλασε. Να λοιπόν ο εραστής των φαντασιώσεών της, τον οποίο πάντα ονειρευόταν αλλά χωρίς να πιστεύει πως θα τον έβρισκε ποτέ. Το σώμα του ήταν όμορφο και προικισμένο, και της έδειχνε πόσο πολύ την ποθούσε. Δεν την είχε αγγίξει ακόμα, ήδη όμως της άρεσε πολύ αυτός ο γαλλικός τρόπος αποπλάνησης. Στην πραγματικότητα αποδείχτηκε μια ατέλειωτη νύχτα, στη διάρκεια της οποίας η Τζίλιαν δεν έκλεισε μάτι. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, βρισκόταν στο κρεβάτι του Βιλέν, εκείνος όμως ήταν άφαντος. Έμεινε ξαπλωμένη εκεί για λίγο και αναλογίστηκε την ερωτική παραφορά τους που διήρκεσε σχεδόν όλη τη νύχτα. Ύστερα σκυθρώπιασε επειδή τον ήθελε ακόμα και ο Βιλέν δεν ήταν εκεί. Ντύθηκε και κατέβηκε να τον αναζητήσει, όμως δε βρήκε κανέναν. Αρχισε να εκνευρίζεται, και αν τον έβλεπε, θα του το έδειχνε. Πήρε τα γάντια και την κάπα της. Ο ανόητος μπάτλερ ήταν άφαντος, έτσι αποφάσισε να πάει η ίδια ως τους στάβλους και να διατάξει να σελώσουν το άλογό της. Κόντευε να φτάσει στην εξώπορτα, όταν άκουσε φωνές και, πιστεύοντας ότι εκτός από τον Βιλέν
θα έβρισκε και τον μπάτλερ, ακολούθησε τον ήχο, ώσπου έφτασε στη βιβλιοθήκη. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και η Τζίλιαν κοντοστάθηκε ακούγοντας τη φωνή του Βιλέν. Η άλλη φωνή όμως δεν ανήκε στον μπάτλερ. Αφουγκράστηκε με περιέργεια, μη θέλοντας να τον δια-κόψει μέχρι να μάθει ποιος ήταν ο συνομιλητής του. «Κάποιος που πήγε πρόσφατα στο Μόνλεϊ μού ανέφερε πως υπήρχε εκεί κάποια Γαλλίδα... μια κοπελιά που έχει χάσει τη μνήμη της. Ξέρετε εσείς καμιά τέτοια κοπελιά;» «Γαλλίδα; Μα, όχι. Σας είπα, κύριε Μακντούγκαλ, ούτε είδα ούτε άκουσα καμία έτσι όπως την περιγράφετε. Όσο για το κάστρο Μόνλεϊ, πήγα εκεί δυο φορές τελευταία, σ' ένα δείπνο και σ’ ένα χορό. Είμαι σίγουρος ότι θα αναγνώριζα μια Γαλλίδα μαντεμουαζέλ, αν την έβλεπα στην αίθουσα». «Ίσως, αν έχει αμνησία, όπως άκουσα, να παρέμεινε στο δωμάτιό της». «Είναι πιθανό, υποθέτω. Είπατε τις προάλλες πως ο δούκας του Ρόκιγχαμ είναι αρραβωνιασμένος μαζί της;» «Ναι. Και ανυπομονεί να βρει τη μνηστή του». «Είμαι βέβαιος», είπε ο Βιλέν. «Θα φροντίσω να το δια-σταυρώσω. Αν δε με απατά η μνήμη μου, μου είχατε πει ότι το επώνυμό της ήταν Ντ’ Αλαμπέρ...» «Πράγματι, βρισκόταν πάνω στο πλοίο με το όνομα Σο-φί Βικτουάρ ντ’ Αλαμπέρ, αλλά οφείλω να σας αποκαλύψω ότι το πραγματικό της όνομα είναι Σοφί Μαρί Βικτουάρ ντε Μπουρμπόν. Το πατρικό όνομα της μητέρας της ήταν Ντ’ Αλαμπέρ, άρα υποθέτω πως χρησιμοποίησε αυτό για να μην την αναγνωρίσει κανείς». Η Τζίλιαν ήθελε να κοιτάξει, αλλά φοβήθηκε πως θα την έβλεπαν, έτσι έμεινε εκεί που ήταν και άκουσε την απάντηση του Βιλέν. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από τις σημαντικές πληροφορίες που είχε ακούσει. Πλησίασε το αυτί της πιο κοντά στην πόρτα. Μιλούσε ο Βιλέν. «Ναι, ένα όνομα σαν το Ντε Μπουρμπόν, του Οίκου των Βουρβόνων, σίγουρα δε θα περνούσε απαρατήρητο. Η οικογένεια έχει ρίζες παλιές, τέσσερις αιώνες πίσω, στο δούκα Λουδοβίκο Α' τον Χωλό. Έδωσαν στη Γαλλία πολλούς από τους βασιλιάδες της». «Είναι η ίδια οικογένεια λοιπόν, γιατί μου είπαν πως πρόκειται για την κόρη του ΛουδοβίκουΑλέξανδρου των Βουρβόνων, κόμη της Τουλούζης, δούκα της Ντανβίλ, δούκα της Παντιέβρ, δούκα του Σατοβιλέν και δούκα του Ρα-μπουιγέ. Ο οποίος...» Ο Βιλέν σφύριξε. «Ήταν γιος του Λουδοβίκου ΙΔ', του ρουά LoXeiy... του βασιλιά Ήλιου». «Ναι, ο βασιλιάς Ήλιος ήταν ο παππούς της, αλλά απ’ ό,τι καταλαβαίνω ο πατέρας της ήταν ένας από τους νόθους
γιους του βασιλιά. Αργότερα έμαθα πως ο Λουδοβίκος ΙΔ' αναγνώρισε όλα τα νόθα παιδιά του». Η Τζίλιαν κρατούσε την ανάσα της, ανήμπορη να πιστέψει όσα άκουγε. Ήξερε πως έπρεπε να φύγει. Τέτοιες πληροφορίες μπορούσαν να στοιχίσουν τη ζωή σε αυτόν που τις κατείχε, η Τζίλιαν όμως έπρεπε να ακούσει τι θα έλεγε ο Βιλέν. «Ναι, είναι αλήθεια», είπε. «Ο Λουδοβίκος ΙΔ' ήταν ένας αφοσιωμένος πατέρας. Πράγματι τα αναγνώρισε... όλα τους». «Θα περιμένω νέα σας. Αν μάθετε κάτι, αφήστε κάποιο μήνυμα για μένα στο πανδοχείο. Εξακολουθώ να μένω στον Μαύρο Ταύρο». «Καλώς, κύριε Μακντούγκαλ». Η Τζίλιαν έτρεμε από προσμονή. Επιτέλους, είχε τον τέλειο τρόπο να ξεφορτωθεί εκείνη τη Γαλλίδα πόρνη, γιατί ελάχιστες αμφιβολίες έμεναν στο μυαλό της ότι ο Τζέιμι είχε πλαγιάσει μαζί της. Η Τζίλιαν ήξερε πως δεν έπρεπε να τον αφήσει να γοητευτεί πολύ από τη Σοφί, γιατί έτσι θα χάνονταν οι ελπίδες της να γίνει κόμισσα του Μόνλεϊ. Φυσικά, εκείνος θα γινόταν έξω φρενών μαζί της, αλλά ακόμα πιο πολύ θα τον εξόργιζαν τα ψέματα και η εξαπάτηση της Σοφί. Μετά από λίγο καιρό θα ξανάβρισκε τα λογικά του. Όταν η Σοφί έφευγε απ’ τη μέση, όλα θα γίνονταν όπως πριν. Έφυγε γρήγορα από εκεί, διέσχισε το διάδρομο και ανέβηκε πάλι τις σκάλες. Όταν ο Βιλέν μπήκε στο δωμάτιο μισή ώρα αργότερα, η Τζίλιαν βρισκόταν ξαπλωμένη γυμνή στο κρεβάτι, με τα πόδια απλωμένα έτσι όπως άρεσε στον Βιλέν. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. «Α, σερί, ξέρεις πώς να ανυψώνεις έναν άντρα». «Απόδειξέ το», του είπε. * * * Ο Σάιμον Μακάιβερ, ιδιοκτήτης του πανδοχείου Ο Μαύρος Ταύρος, σκούπιζε ποτήρια μπίρας όταν ξαφνικά μέσα στην αίθουσα έπεσε σιωπή. Σήκωσε το βλέμμα και είδε την αιτία... Μια γυναίκα με μακριά μαύρη κάπα και κουκούλα στο κεφάλι είχε μόλις μπει στην ταβέρνα. «Έχω ένα μήνυμα για τον κύριο Μακντούγκαλ. Είναι εδώ;» «Ναι, μπορείτε να αφήσετε το μήνυμά σας και εγώ θα φροντίσω να το πάρει». «Είναι ένα άγραφο μήνυμα που πρέπει να παραδοθεί στον κύριο Μακντούγκαλ αυτοπροσώπως. Θα τον καλέσετε;» Ο Σάιμον ακούμπησε το ποτήρι. «Μάλιστα, καθίστε, αν θέλετε, εκεί πέρα να περιμένετε».
«Προτιμώ να περιμένω έξω. Πείτε του πως είμαι στην άμαξα». Έφυγε πριν ο πανδοχέας προλάβει να ανασηκώσει ερωτηματικά το φρύδι ή να της απευθύνει καμιά άλλη ερώτηση. Δέκα λεπτά αργότερα ο Μίρεν Μακντούγκαλ χτύπησε την πόρτα της άμαξας. Η πόρτα άνοιξε και ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Κύριε Μακντούγκαλ, περάστε, παρακαλώ. Έχω κάποια πληροφορία που θα βρείτε χρησιμότατη». * * * Ο λοχαγός Ρόμπινσον του τάγματος της Μαύρης Φρουράς άκουσε με προσοχή όσα είχε να του πει ο Μίρεν Μακντούγκαλ. Όταν ο Σκοτσέζος τελείωσε, ο λοχαγός είχε μερικές ερωτήσεις. «Εννοείς ότι αυτή η Τζίλιαν είναι αρραβωνιασμένη με τον κόμη του Μόνλεϊ;» «Μάλιστα». Ο λοχαγός έσμιξε τα μαύρα φρύδια του συλλογισμένος. Έπλεξε τα λεπτά δάχτυλά του με τα περιποιημένα νύχια και ακούμπησε επάνω τους το σαγόνι του. «Μμμ... Θα έλεγε κανείς ότι φοβάται την οργή του κόμη. Όταν μάθει ποιος πρό-δωσε αυτόν και τη Γαλλίδα, μόνο αγαπητή δε θα του είναι πλέον». «Από το να τον χάσει εντελώς, φαίνεται πως προτιμά να προκαλέσει την οργή του». Ο λοχαγός έγνεψε καταφατικά. «Α... Ώστε λοιπόν είναι ερωτευμένος με τη νεαρή Γαλλίδα;» «Μάλιστα. Αρκετά ερωτευμένος, σύμφωνα με την αρραβωνιαστικιά του», αποκρίθηκε ο Μακντούγκαλ. Ο λοχαγός χαμογέλασε. «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, λοιπόν». «Μάλιστα. Πώς όμως θα πάρετε την κοπελιά από τον κόμη του Μόνλεϊ; Δεν είναι εύκολη δουλειά, ξέρετε». «Θα τον αντιμετωπίσουμε ευθέως, φυσικά, δίνοντάς του την ευκαιρία να μας την παραδώσει μόνος του... με τη φιλική υπενθύμιση, βεβαίως, του καθήκοντος του ως μέλους της αριστοκρατίας». Ο Μακντούγκαλ το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Κι αν αρνηθεί;» «Τότε δε θα έχουμε άλλη επιλογή από το να τον συλλά-βουμε». «Μα είναι ο κόμης του Μόνλεϊ». «Αν αρνηθεί να παραδώσει τη μνηστή του δούκα του Ρό-κιγχαμ, αυτό θα τον κάνει αυτομάτως εχθρό του Στέμματος. Μήπως χρειάζεται να σου υπενθυμίσω ότι ένας εχθρός του βασιλιά της Αγγλίας δεν έχει δικαιώματα;» Ο Μακντούγκαλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, δε χρειάζεται να μου το υπενθυμίσετε.
Πώς θα το χειριστείτε;» «Αφησέ το επάνω μου», είπε ο Ρόμπινσον. Ανοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα μικρό πουγκί και το έριξε στον Μακντούγκαλ. Τα νομίσματα κουδούνισαν όταν ο Μίρεν άρπαξε το πουγκί με το ένα χέρι. «Τα τριάκοντα αργύριά σου», του είπε ο λοχαγός Ρό-μπινσον. 1 Αναφορά στον Έμπυρο της Βενετίας του Σαίξπηρ, στη συμφωνία του Βενετού έμπορου Αντώνιου με τον Εβραίο Σάιλοκ για την περίπτωση που ο πρώτος δε θα αποπλήρωνε έγκαιρα στον δεύτερο το δάνειο που του έδωσε. (Σ.τ.Ε.)
Κεφάλαιο 18 Αν είναι ψεύτρα, ω, τότε οι ουρανοί γελιούνται. Δε θα το πιστέψω. -Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Οθέλλος (1602-1604), Πράξη 3η Σκηνή 3η Ο Τζέιμι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει όταν δύο κοράκια με γυαλιστερά φτερά ήρθαν και κάθισαν πάνω στις πολεμίστρες. Βαθιά αναστάτωση τον κυρίεψε στη θέα ενός τόσο κακού οιωνού, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κακό σημάδι να βλέπει κανείς δύο κοράκια. Απήγγειλε μέσα του το ξόρκι. Ένα κοράκι είναι τύχη, πράγματι Μα σίγουρη ατυχία είναι το να δεις δύο Κι άμα δεις τρία, είδες το διάβολο τον ίδιο! Αραγε ήταν προάγγελοι κάποιας επικείμενης συμφοράς, ή μήπως ένδειξη πως κάτι έμελλε να καταλήξει άσχημα; Μόνο ο χρόνος θα έδινε την απάντηση. Τα κοράκια έμειναν εκεί ως την αυγή και τότε, μ ένα δυνατό πλατάγισμα των φτερών τους και κρώζοντας απαίσια, πέταξαν μακριά. Ο Τζέιμι σηκώθηκε με μια αόριστη ανησυχία, μη μπο-ρώντας να διώξει την αίσθηση ότι εκείνη δε θα ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να αποτινάξει το κακό προαίσθημα πως θα συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, αν και δεν είχε καμία άλλη ένδειξη γι’ αυτό παρά μόνο τα δύο κοράκια. Αποφάσισε να βγάλει τον κακό οιωνό από το μυαλό του και ντύθηκε, μη φορώντας τα συνηθισμένα ρούχα του αλλά ένα λευκό λινό πουκάμισο και το παραδοσιακό ταρτάν του. Φόρεσε το καλύτερο σπαθί του περνώντας το απ' τον ώμο με μια εγχάρακτη ζώνη με μπορντούρα από ασήμι. Αντικατέστησε ακόμα και το καθημερινό στιλέτο του με ένα άλλο με περίτεχνους κελτικούς
κόμπους στη λαβή. Η σημερινή θα ήταν μια μεγάλη μέρα. Ας την αντιμετώπιζε λοιπόν καλοντυμένος. Αντίθετα από τα πεδινά όπου η γη ήταν καλλιεργήσιμη,, το ψάρεμα άφθονο και το εμπόριο με την Αγγλία προσοδοφόρο, στα ορεινά η ζωή ήταν σκληρή τόσο για το σώμα όσο και για το πνεύμα. Η γη ήταν τραχιά και δύσβατη, το έδαφος άγονο, αναγκάζοντας τα μέλη του κλαν του να εξαρτώνται κυρίως από την αλιεία και την κτηνοτροφία. Οι δύσκολες καιρικές συνθήκες και η φτωχή συγκομιδή του περασμένου έτους είχαν υποχρεώσει πολλούς Χαϊλά-ντερ να μεταναστεύσουν, και ο Τζέιμι θλιβόταν γιατί πολλοί από αυτούς ήταν μέλη του δικού του κλαν. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχε επιθεωρήσει τις ξερές λοφοπλαγιές όπου, λόγω της υπερβολικής βοσκής, η γη είχε μετατραπεί σε άγονο χερσότοπο. Σήμερα θα κάλπαζε ως τις χαμηλότερες πλαγιές με τα νοτισμένα λιβάδια και τους βάλτους. Την προηγούμενη νύχτα είχε επιφορτίσει τον Φρέιζερ και τον Κάλεμ με την επίβλεψη των κοπαδιών, που μετακινούνταν από τα υψίπεδα των βουνών προς τα χαμηλότερα λαγκάδια. Ο Νιλ του είχε μεταφέρει την ανησυχία του για τα αγροκτήματα, που μετά βίας απέδιδαν τα προς το ζην από την καλλιέργεια της τσιγγούνικης γης των Χάιλαντς. Είχε υποσχεθεί στον Κάλεμ ότι το ίδιο βράδυ θα συζητούσαν για τα σπαρτά που είχαν σκοπό να φυτέψουν την ερχόμενη άνοιξη. Και σαν να μην ήταν αρκετά απασχολημένο το μυαλό του μ’ όλα τούτα, ο Τζέιμι σκεφτόταν και την εργένικη ζωή του που τελείωνε. Σύντομα οι βάρδοι θα σκάρωναν μπαλάντες για τον τρανό αρχηγό του κλαν των Γκρέιαμ, που αφού αγάπησε όλες τις κοπελιές έδωσε τελικά την καρδιά του μόνο σε μία. Γιατί σήμερα ο Τζέιμι σκόπευε να ζητήσει από τη Σοφί να τον παντρευτεί. Έδεσε τα μαλλιά του πίσω, φόρεσε το σακάκι του και αποφάσισε πως ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τη σημαντική μέρα. Ήλπιζε πως μέχρι το βράδυ τα πράγματα θα φαίνονταν πολύ καλύτερα -αφού η Σοφί θα είχε πει το ναι. Έβγαινε σχεδόν από το δωμάτιό του, όταν ο Μπραν χτύπησε την πόρτα του και μπήκε. Δε χαιρέτησε τον Τζέιμι με το συνηθισμένο πρόσχαρο τρόπο του. Το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό, τα χείλη του σφιγμένα σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα λόγια του. «Ένα τάγμα της Μαύρης Φρουράς εντοπίστηκε λίγα μίλια από δω», είπε. «Τι λες να θέλουν αυτοί οι αγγλόφιλοι μπάσταρδοι;» «Η κατασκοπεία είναι η κύρια απασχόλησή τους, έτσι δεν είναι;» «Ναι, όπως και το να συλλαμβάνουν όποιον θέλουν και να τον παραδίδουν στους Εγγλέζους». «Έχε τους στο νου σου. αλλά μείνε αθέατος. Μπορεί να
είναι μια απλή περίπολος ή ένα συνεργείο που προπορεύεται των οδοποιών του στρατηγού Γουέιντ». «Ή πάλι μπορεί να ήρθαν για να καταπνίξουν τις διαμάχες μεταξύ των Κράουντερ και των Μακράκεν». «Ναι, μπορεί κι αυτό». * * * Με την άκρη του ματιού της η Σοφί είδε τον Τζέιμι να κατεβαίνει τα σκαλιά σαν μια πελώρια μαύρη σκιά που σκέπαζε τα πάντα γύρω της. Σ’ εκείνη φάνταζε ψηλός και δυνατός σαν τους πύργους του κάστρου, ένας σκοτεινός, σκληρός όγκος σαν γρανίτης. Το βλέμμα της έπεσε στο ξίφος που κρεμόταν στο πλευρό του, σαν μια ψυχρή και θανάσιμη υπενθύμιση πως ήταν ικανός για όλα και πως ο κίνδυνος συνόδευε τους Γκρέιαμ σε κάθε βήμα της ζωής τους. Ήταν έτοιμη να τον χαιρετήσει, όταν η Αραμπέλα εμφανίστηκε από τη γωνία κι έτρεξε κοντά του. «Τζέιμι, έλα γρήγορα... στη βιβλιοθήκη. Ο Γουάλας Γκρέιαμ έφερε μια γυναίκα και τις πέντε κόρες της για να σε δουν. Λέει ότι η γυναίκα είναι μάγισσα και έκανε την αγελάδα του να στερέψει από γάλα». Με μια βλαστήμια στη μητρική του γλώσσα, τα γαελικά, ο Τζέιμι κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη με μεγάλες δρασκελιές, αναγκάζοντας την Αραμπέλα να τρέξει ξοπίσω του για να τον προλάβει. Παρ’ ότι η Σοφί ήταν περίεργη και θα ήθελε να παρακολουθήσει τη σκηνή που θα διαδραματιζόταν στη βιβλιοθήκη, ένιωσε πως δεν ήταν η θέση της να ανακατευτεί σε μια τέτοια υπόθεση κι έτσι κάθισε στο τελευταίο σκαλοπάτι, ακούμπησε το πιγούνι της στα χέρια και περίμενε. Μισή ώρα αργότερα ήρθε κοντά της η Αραμπέλα. «Τι έγινε με τη γυναίκα και τις κόρες της;» «Ο Τζέιμι έβαλε έναν από τους άντρες να τις συνοδέψει στο σπίτι τους». «Δηλαδή δεν την κατηγόρησε για μαγεία;» «Φυσικά όχι. Η τελευταία μάγισσα κρεμάστηκε το 1716, αλλά αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν στις μάγισσες». «Τι έκανε την αγελάδα να πάψει να βγάζει γάλα;» Η Αραμπέλα γέλασε. «Ο σύζυγος της γυναίκας συνελή-φθη από τους Αγγλους κι εκείνη δεν έχει χρήματα. Γι’ αυτό σηκωνόταν πολύ νωρίς το πρωί και άρμεγε την αγελάδα του γείτονα, ώστε τα παιδιά της να έχουν κάτι να φάνε». «Και πώς διευθέτησε λοιπόν τα πράγματα ο Τζέιμι;»
«Αποζημίωσε τον άντρα για την αγελάδα του, και ο Γου-άλας Γκρέιαμ μπορεί να αγοράσει τώρα καινούρια αγελάδα». Η Σοφί χαμογέλασε. Πολλές ευθύνες έχει ένας αρχηγός, σκέφτηκε. Η Αραμπέλα ανέβηκε στο δωμάτιό της και η Σοφί ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο, όταν ο Τζέιμι εμφανίστηκε ξανά και της πρότεινε να βγει μαζί του για ιππασία. «Πού πηγαίνεις;» «Να επιθεωρήσω τα λαγκάδια». Μέχρι να φορέσει τα ρούχα ιππασίας της, ο Τζέιμι είχε σελώσει γι’ αυτήν μια όμορφη καστανή φοράδα. Τη βοήθησε να ανέβει στη σέλα και έκλεισε καλά τα πλαϊνά της κάπας της, φροντίζοντας να σκεπάζονται οι φούστες της. Αίγα μέτρα μακριά ο Τζέιμι καβάλησε τον Κόρι και τον κέντρισε να ξεκινήσει με ελαφρύ τροχασμό. Η Σοφί τον παρακολούθησε για λίγο, κι ύστερα άγγιξε το μαστίγιό της στα καπούλια της φοράδας και κάλπασε πίσω του. Ο άνεμος στο πρόσωπό της ήταν κρύος, όμως ο ήλιος είχε βγει και η μαύρη κάπα της απορροφούσε αρκετή από τη ζεστασιά του. Χάρηκε όταν έφυγαν από το στενό μονοπάτι μέσα στα βουνά και μπήκαν στο χερσοτόπι, γιατί τώρα μπορούσε να ιππεύει δίπλα στον Τζέιμι αντί να τον ακολουθεί. Κάλπασαν κατά μήκος της όχθης ενός ποταμού ως εκεί όπου σχηματιζόταν μια μικρή λίμνη μ’ ένα χαμηλό καταρράκτη. Θάμνοι από ρείκια φύτριοναν εδώ κι εκεί δίπλα στους γκρίζους βράχους. «Το καλοκαίρι τα λουλούδια εδω μυρίζουν σαν το μέλι», της είπε, και η Σοφί ένιωσε βαθιά θλίψη ξέροντας πως εκείνη δε θα βρισκόταν εκεί την ερχόμενη άνοιξη που τα λουλούδια θα άνθιζαν ξανά. Κάλπασαν δίπλα από αρχαία φρούρια, όρθιους ογκόλιθους και σωρούς από πέτρες, ώσπου έφτασαν σε μια λαγκαδιά όπου ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει. Η Σοφί κοίταξε γύρω της κι άκουσε τον Τζέιμι να της λέει πως εκεί ήταν ένα μέρος ιερό, ένας τόπος όπου στοιβάζονταν σε ερείπια οχτώ χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Ξεπέζεψαν και οδήγησαν τα άλογά τους πάνω στο λοφώδες έδαφος με τα κοφτερά βράχια και τις συστάδες από ρείκια. Δε σταμάτησαν μέχρι που έφτασαν σ’ έναν πελώριο βράχο, και η Σοφί ρώτησε τι σήμαιναν αυτά που ήταν σκαλισμένα πάνω του: ένα ραβδί, ένα μισοφέγγαρο κι ένα σχήμα που έμοιαζε με ματογυάλια. «Κανείς δεν ξέρει τι αντιπροσωπεύουν. Η γνώση χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων», της είπε, και η Σοφί αναλογίστηκε την εποχή που ο άνθρωπος περπατούσε πάνω στη γη εμποτίζοντας με το ζωντανό του πνεύμα κάθε πέτρα και δέντρο, μέχρι που χάθηκε για πάντα και πίσω του έμειναν μόνο αρχαίες πέτρες και παράδοξα σημάδια, μοναδικοί μάρτυρες της αλλοτινής ύπαρξής του. · Προχώρησαν για λίγο και σταμάτησαν δίπλα σε ένα σωρό από βράχια. Ο Τζέιμι ετοιμαζόταν να τη βοηθήσει να ανέβει όταν η Σοφί παραπάτησε σε μια πέτρα και γύρισε ο αστράγαλός της. Κοίταξε προς τα κάτω με σκοπό να κλοτσήσει την πέτρα μακριά, δίστασε όμως κι έσκυψε να τη
μαζέψει. «Μοιάζει με μικρή τσαγιέρα», είπε. Ο Τζέιμι πήρε την πέτρα και την εξέτασε. «Είναι ένα αρχαίο πέτρινο λυχνάρι. Μάλλον βρίσκεται εδώ για χιλιάδες χρόνια, ακριβώς στο σημείο όπου το έριξαν. Πάρ' το μαζί σου, αν θέλεις». Η Σοφί έκανε να το πάρει, όμως δίστασε, σαν να το σκέ-φτηκε καλύτερα. «Όχι, για κάποιο λόγο δε μου φαίνεται σωστό να το μετακινήσω από δω». Της χαμογέλασε. «Μήπως φοβάσαι ότι κουβαλάει μέσα του κάποια παλιά κατάρα; Μη μου πεις ότι είσαι προληπτική!» «Όχι», του απάντησε κι ένιωσε ένα ρίγος στην πλάτη της. «Τουλάχιστον όχι πολύ». Ο Τζέιμι γέλασε και άπλωσε το χέρι του να πάρει το λυχνάρι. «Πολύ καλά, θα το αφήσουμε εδώ λοιπόν». Το ακούμπησε πίσω στη θέση όπου βρισκόταν και στράφηκε πάλι στη Σοφί. «Φαίνεται πως επιτέλους σε έχω όλη για τον εαυτό μου». Τα λόγια του ήταν συναρπαστικά, και η σπίθα στα μάτια του έστειλε ένα ρίγος πόθου μέσα της. Ένιωσε να παραλύει, της ήταν αδύνατον να κουνηθεί. Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της. Κάτι παράξενο φάνηκε να την κυριεύει, πείνα και αδημονία. Θα πρέπει να το ένιωσε κι εκείνος, γιατί τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της. Η Σόφί έγειρε σε έναν από τους βράχους και ανασήκωσε το πρόσωπό της περιμένοντας το φιλί του. Και δεν απογοητεύτηκε. Είχε μέρες να τον φιλήσει, και τη συνεπήρε μια ακράτητη βιασύνη. Το στόμα του ήταν καυτό και η πείνα του ταίριαζε με τη δική της... Τον ήθελε τώρα, εκεί, σ' εκείνο το σημείο, δίχως να τη νοιάζει που βρίσκονταν στο ύπαιθρο κι ήταν μέρα μεσημέρι. Έτσι αδύναμη απ’ τα φιλιά του, άρχισε να γλιστράει την πλάτη της στο βράχο, ώσπου βρέθηκε καθισμένη. Είδε τον Τζέιμι να ρίχνει το ξίφος του δίπλα τους στο έδαφος. Κάθισε κι εκείνος δίπλα της. Τα χέρια του βυθίστηκαν στα μαλλιά της σαν να ήθελε να την κρατήσει για το φιλί που ακολούθησε. Ένα φιλί άγριο, αισθησιακό, ένα φιλί βαρ-βαρικό σαν τους προγόνους του, όπως ήξερε πως θα ήταν και το σμίξιμό τους, πρωτόγονο και μανιασμένο. Κόλλησε επάνω του, κύρτωσε την πλάτη της σαν τόξο καθώς εκείνος της έβγαζε τα ρούχα. Ένας λυγμός τής ξέφυγε μόλις ο κρύος αέρας την τύλιξε, και στέναξε από ικανοποίηση όταν το σώμα του σκέπασε με ζεστασιά το δικό της. Οι γοφοί του κινούνταν απαλά χαϊ-δεύοντάς την, ώσπου της έγινε αβάσταχτο και τον φυλάκισε στο χέρι της. Την τρόμαξε η έξαψη, η αφή, η μεθυστική αίσθηση της δύναμης που της έδινε να τον κρατάει έτσι και να βλέπει την ομορφιά στο πρόσωπο που τόσο αγαπούσε, ακόμα κι όταν τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν από τον πόθο. Ήταν ένα αίσθημα συγκλονιστικό, μια ζάλη την πλημμύρισε σαν να είχε πιει πολύ κρασί -ευφορία
και αψηφισιά. Τότε συνειδητοποίησε πως της άρεσε αυτή η μεθυστική αίσθηση, η πρόκληση να κάνει έρωτα μαζί του εκεί, στο ύπαιθρο, λάτρευε το πνεύμα της περιπέτειας, την απειλή ενός κινδύνου που πάντα παραμόνευε τριγύρω τους. Ο πόθος της γι’ αυτόν ήταν τόσο δυνατός, ώστε δε δίστασε να κραυγάσει, έχοντας ανάγκη να ικανοποιήσει την ακόρεστη λαχτάρα που την είχε αδράξει γερά και δεν την άφηνε να ξεφύγει, ώσπου άκουσε τον εαυτό της να εκλιπαρεί... «Σε παρακαλώ, Τζέιμι... σε παρακαλώ...» Ο ψίθυρός της τον έκανε να εγκαταλείψει τον αυτοέλεγχό του. ενώ εκείνη ανασήκωνε τους γοφούς της για να τον συναντήσει. Επιτέλους βρισκόταν εκεί όπου τον ήθελε να είναι, φιλώντας και αγγίζοντάς την, ψιθυρίζοντας όσα ήθελε να της κάνει, ακούγοντάς τη να κραυγάζει ζητώντας περισσότερα και λέγοντάς του να μη σταματήσει. «Δε θα μπορούσα να σταματήσω ποτέ. Ήσουν δική μου, μέρος του εαυτού μου απ’ την αρχή. Δεν ξέρεις τι είναι για μένα να σε αγγίζω, να σε νιώθω να ανοίγεις σαν λουλούδι, να με καλωσορίζεις. Κάθε φορά μαζί σου είναι σαν να πεθαίνω λίγο μέσα μου... αργά και ανώδυνα, ώσπου συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι καθ’ οδόν για τον παράδεισο». Τα λόγια του την τύλιξαν με θέρμη, και η Σοφί αναρωτήθηκε αν η μαγεία τους οφειλόταν στον τόπο όπου βρίσκονταν, αν πλανιόταν εκεί κάποια παρουσία από το παρελθόν, τότε που οι θεοί κατέβαιναν και έσμιγαν με τους κατοίκους της γης. Της είχε προφέρει μάγια μυστηριακά όσο και ερωτικά. Και εξακολουθούσε να παίζει μαζί της, να τη φέρνει αργά ως το χείλος της αβύσσου κι ύστερα να αποτραβιέται, σχεδόν φεύγοντας εντελώς από μέσα της, ώσπου εκείνη γαντζώθηκε επάνω του με μανία. «Όχι», του ψιθύρισε, «μη φεύγεις». «Ποτέ», γρύλισε. Ένιωθε την τριβή των γοφών του επάνω στους δικούς της, τις κυκλικές, πιεστικές, όλο και γρηγορότερες κινήσεις του, ώσπου έχασε τελείως πια τον έλεγχό της και σκόρπισε σε χίλια κομμάτια. Έμεινε ξαπλωμένη μέσα στην αγκαλιά του για αρκετή ώρα, ώσπου η καρδιά σταμάτησε πια να βροντοχτυπάει στο στήθος της και η ανάσα της έγινε και πάλι φυσιολογική. Διατηρούσε όμως πάντα το ίδιο παράξενο συναίσθημα. «Υπάρχει κάτι αλλόκοτο σ’ αυτό το μέρος. Το ένιωσες κι εσύ;» τον ρώτησε. «Ναι. Σαν να βρεθήκαμε σ’ έναν τόπο αιωνιότητας και ενωθήκαμε με το παρελθόν». Κύλησε μπρούμυτα και στηρίχτηκε στους αγκώνες της. «Ναι, έτσι ακριβώς ένιωσα κι εγώ... σαν να είναι ο έρωτας της σάρκας το μόνο αμετάβλητο νήμα που μας συνδέει με το παρελθόν, που θα μπορούσε να μας συνδέσει με το μέλλον. Υπήρξαν εραστές, όπως κι εμείς, όπως κι αυτοί που θα έρθουν μετά από μας. Μια αδιάπτωτη συνέχεια». Χαμογέλασε και φίλησε το στόμα του. «Νομίζεις πως θα ήταν το ίδιο αν έκανα έρωτα μ’ έναν πρωτόγονο άντρα ντυμένο με τομάρι λύκου;» «Ωχ! Ελπίζω πως όχι».
Κάτι στον σχεδόν αγανακτισμένο τρόπο του της φάνηκε ξεκαρδιστικό, και η Σοφί άρχισε να γελάει. Κύλησε επάνω της και ακινητοποίησε τα μπράτσα της πάνω από το κεφάλι της. «Αν με θέλεις πρωτόγονο, κοπελιά, ευχαρίστως να ικανοποιήσω την επιθυμία σου». Και ο Τζέιμι Γκρέιαμ απέδειξε για μια ακόμα φορά πως κρατούσε το λόγο του. Αργότερα, όταν άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να στέκεται από πάνω της, απόρησε. «Πού βρήκες τη δύναμη να σηκωθείς όρθιος;» τον ρώτησε. «Χρειάζεται εξάσκηση». «Εξάσκηση;» Ξερίζωσε μια τούφα χόρτα και του τα πέ-ταξε. «Καυχησιάρη!» Τον παρακολούθησε να ντύνεται, κι ύστερα η Σοφί πήγε να σηκωθεί, αλλά διαπίστωσε πως δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Ο Τζέιμι της χαμογέλασε και της άπλωσε το χέρι του. «Έλα, κοπελιά». Ακούμπησε το χέρι της στο δικό του και ένιωσε τη ζέστα-σιά του δερμάτινου γαντιού να τυλίγει την παλάμη της, πριν την τραβήξει ψηλά, στην αγκαλιά του. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να φύγουμε, ή μήπως προτιμάς να το επαναλάβουμε για τρίτη φορά;» «Δε νομίζω πως θα άντεχα άλλη από την εξάσκησή σου. Πονάω παντού». «Τότε θα σου κάνω ένα ωραίο ζεστό μπάνιο όταν γυρίσουμε στο σπίτι». Του χαμογέλασε και τον χτύπησε χαϊδευτικά στο μπράτσο. «“Αφόπλισέ με, Έρωτα!”» του είπε, και διερωτήθηκε αν ο Τζέιμι καταλάβαινε την αναφορά στον Σαίξπηρ. «“Ο μόχθος της μακράς ημέρας τέλειωσε, πρέπει να κοιμηθούμε”», της απάντησε, συμπληρώνοντας την παράθεση από το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, και η Σοφί κατάλαβε πως όχι μόνο είχε διαβάσει Σαίξπηρ κάποια στιγμή της ζωής του, αλλά τον είχε μελετήσει αρκετά καλά ώστε να απαγγέλλει τους στίχους του. «Πάντα ανακαλύπτω κάτι καινούριο για σένα που δεν ήξερα πριν», του είπε. «Δεν είχα ιδέα πως ξέρεις απέξω στίχους του Σαίξπηρ». «Έχω πολλά μυστικά που δεν ξέρεις. Εσύ; Δεν κρύβεις κανένα μυστικό, αγνή, γλυκιά Σοφί;» Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά, κι ήταν έτοιμη να ομολογήσει: «Ναι, έχω κι εγώ μυστικά». Όμως προτίμησε να καλύψει αυτή τη δήλωση κάτω από ένα πέπλο γενικότητας. «Υποθέτω πως όλοι έχουμε τα μυστικά μας. Είναι ανθρώπινο, νομίζω... να κρατάμε ένα μικρό κομμάτι για τον εαυτό μας, αλλιώς θα γινόμασταν διάφανοι σαν το γυαλί και θα μας έβλαπτε όποιος ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτά τα μυστικά εναντίον μας». «Αυτό φοβάσαι; Πως κάποιος θα σε βλάψει;» «Απλώς σου εξήγησα μία από τις πεποιθήσεις μου», του απάντησε, «τίποτα περισσότερο». Τα άλογα είχαν ξεμακρύνει για να βοσκήσουν, κι έτσι ο Τζέιμι και η Σοφί πήγαν να τα βρουν
ανηφορίζοντας τη βρα-χωδη λοφοπλαγιά πιασμένοι απ’ το μπράτσο. Όταν τελικά έφτασαν κοντά τους, ο Τζέιμι ανέβασε τη Σοφί στη σέλα, και εκείνη κοίταξε από ψηλά τον όμορφο άντρα που είχε γίνει κομμάτι της ζωής της μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Συγκρότησε την παρόρμηση να σκύψει και να τον φιλήσει, να του πει τα λόγια που έκαιγαν την καρδιά της: Ζε τ’ εμ... Σ’ αγαπώ... Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο μηρό της για μια στιγμή, αγνοώντας πως μάρκαρε τη σάρκα της με την ανάμνηση εκείνης της μέρας. Καθώς ίππευαν στο δρόμο της επιστροφής, η Σοφί στράφηκε για να κοιτάξει μια τελευταία φορά το μέρος όπου άλλοτε περιδιάβαιναν οι αρχαίοι. Και σκέφτηκε πως έτσι μια μέρα θα χάνονταν και οι ίδιοι, ξεγλιστρώντας στην ανυπαρξία όπως χάθηκε κι ετούτη η στιγμή. * * * Βρήκαν την Αραμπέλα να τους περιμένει. «Ήθελα να σε προειδοποιήσω», του ψιθύρισε. «Είναι εδώ η Τζίλιαν και σε περιμένει όλο το απόγευμα. Κάτι ετοιμάζει, γιατί φαίνεται αυτάρεσκη σαν γάτα που έφαγε την κρέμα χωρίς να την τσακώσουν. Είπε πως ήθελε να σε δει αμέσως μόλις επέστρεφες. Είπε πως ήταν επείγον». Η Σοφί ετοιμάστηκε να ανεβεί τις σκάλες, ο Τζέιμι όμως την έπιασε από το μπράτσο. «Έλα μαζί μου. Θέλω να έρθεις μαζί μου». «Όχι. Πήγαινε μόνος. Δεν ήρθε εδώ για να μιλήσει με εμένα». «Ό,τι κι αν έχει να πει, μπορεί να το πει και στους δυο μας». Της έπιασε το χέρι και την πήρε μαζί του. Η Σοφί πήγε επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, τα βήματά της όμως δεν ήταν τόσο ελαφριά όσο τα δικά του, επειδή άρχισαν να τη ζώνουν διάφοροι φόβοι.
Κεφάλαιο 19 Γιατί όρκο πήρα ότι είσαι όμορφη, και φωτερή σε είδα, μα άραχλη είσαι σαν κόλαση και σκοτεινή σαν νύχτα. -Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σονέτο 147 Αν η Τζίλιαν ξαφνιάστηκε που είδε τη Σοφί μαζί με τον Τζέ-ιμι, δεν έδειξε τίποτα τέτοιο, αντίθετα, παρέμεινε γαλήνια και ατάραχη στην πολυθρόνα της δίπλα στο τζάκι της βιβλιοθήκης. Έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε, το έτεινε μπροστά της και μίλησε καρφώνοντας το βλέμμα της στη Σοφί. «Διαβάζω ένα ενδιαφέρον βιβλίο για τους Βουρβόνους βασιλείς. Το έχεις διαβάσει;» Ο Τζέιμι κατάλαβε από το βλέμμα της Τζίλιαν ότι είχε γευθεί το αρωματικό κρασί της εκδίκησης κι είχε έρθει εκεί για να προκαλέσει κάποια συμφορά, προς το παρόν όμως δεν ήταν ξεκάθαρο τι ακριβώς σκάρωνε.
Το επικείμενο χάος ήταν αδιευκρίνιστο, σαν ακαθόριστη σκιά. Ο Τζέιμι έβλεπε μονάχα ένα θολό περίγραμμα και δεν καταλάβαινε πολλά. Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Τζίλιαν θα προξενούσε όσο περισσότερη ζημιά μπορούσε. Κατάλαβε όμως ότι η Τζίλιαν απευθυνόταν στη Σοφί και όχι σ’ εκείνον, πράγμα που τον έκανε να στραφεί απορημένος προς τη Σοφί. «Ξέρεις περί τίνος πρόκειται; Υπάρχει κάτι ;ιου θέλεις να μου πεις, Σοφί;» Η Σοφί, η όμορφη Σοφί με το αγγελικό πρόσωπο και το χαμηλωμένο βλέμμα. Η καρδιά του είχε αμέτρητες ερωτήσεις και καμία απάντηση, ενώ η Σοφί δεν έλεγε να τον κοιτάξει. «Γιατί είσαι τόσο ντροπαλή, όμορφη κοπελιά μου;» ήθελε να τη ρωτήσει. «Τι κρύβεις, αγάπη μου;» Ξαφνικά δε χρειάστηκε να ρωτήσει τίποτα, γιατί κατάλαβε πως τον είχε εξαπατήσει εκείνη που εμπιστεύθηκε περισσότερο κι από το ένστικτό του. Κάτι θυμόταν... ναι, τι του είχε πει όταν επέστρεφαν στο κάστρο; «Υποθέτω πως όλοι έχουμε τα μυστικά μας. Είναι ανθρώπινο, νομίζω... να κρατάμε ένα μικρό κομμάτι για τον εαυτό μας, αλλιώς θα γινόμασταν διάφανοι σαν το γυαλί και θα μας έβλαπτε όποιος ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτά τα μυστικά εναντίον μας». Απάτη, το μοιραίο δηλητήριο της αλήθειας. Κοίταξε πάλι την Τζίλιαν με βλέμμα απορημένο. Τι είδους παιχνίδι έπαιζε; Μήπως χρησιμοποιούσε το γυναικείο όπλο της εκδίκησης, ή μήπως βρισκόταν εδώ για να δώσει τροφή στην αδηφάγα μηχανή των κουτσομπολιών; Το χαμόγελό της ήταν σαν μαχαίρι κρυμμένο στο μανίκι. Ένα άρρωστο προαίσθημα έσφιξε την καρδιά του, γιατί τώρα ήταν βέβαιος πως η Τζίλιαν θα χρησιμοποιούσε την όποια αλήθεια είχε ανακαλύψει προκειμένου να παγιδέψει και να καταστρέφει. Και στο μεταξύ η γλυκιά Σοφί δεν έλεγε τίποτα. Η Τζίλιαν, αντλώντας δύναμη και σιγουριά από τη σιωπή της Σοφί, συνέχισε την επίθεσή της. «Τέλος πάντων, ίσως δε γνωρίζεις αυτή την οικογένεια». Το κεφάλι του Τζέιμι γύρισε απότομα. Η φωνή του ακούστηκε γεμάτη εκνευρισμό. «Αμφιβάλλω αν ήρθες τόσο δρόμο ως εδώ κι ύστερα μας περίμενες πάνω από δυο ώρες για να παίξεις το παιχνίδι των ερωτήσεονν. Πού θέλεις να καταλήξεις, Τζίλιαν;» Εκείνη σηκωθηκε και έριξε το βιβλίο πάνω στο τραπέζι. «Αγαπητέ μου Τζέιμς, θέλω να καταλήξω στο εξής. Σοφί ντ’ Αλαμπέρ είναι το όνομα με το οποίο ταξίδεψε όταν το έσκασε απ’ τη Γαλλία με το πλοίο Λγιρ, αυτό όμως δεν είναι το αληθινό της όνομα. Ήταν το πατρικό όνομα της μητέρας σου... Ντ’ Αλαμπέρ... σωστά;» Η Σοφί παρέμενε σιωπηλή. «Να συνεχίσω;» ρώτησε η Τζίλιαν χωρίς να περιμένει απάντηση. «Το αληθινό όνομά της είναι Σοφί Μαρί Βικτου-άρ ντε Μπουρμπόν. Είναι κόρη του Λουδοβίκου-Αλέξαν-δρου των Βουρβόνων, κόμη
της Τουλούζ, δούκα της Νταν-βίλ, δούκα της Παντιέβρ, δούκα του Σατοβιλέν, δούκα του Ραμπουιγέ. Ο πατέρας της πήρε τον τίτλο του ναυάρχου της Γαλλίας σε ηλικία πέντε ετών, κι αργότερα τον τίτλο του αρ-χιναυάρχου. Ίσως σκέφτεσαι, όπως σκέφτηκα κι εγώ, ότι όλα αυτά είναι κάπως παρατραβηγμένα. Βλέπεις, όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού ο πατέρας της ήταν γιος του βασιλιά της Γαλλίας. Πράγμα που σημαίνει ότι η Σοφί είναι εγγονή του Λουδοβίκου ΙΔ', του τέως βασιλιά της Γαλλίας, του επονομαζόμενου και βασιλιά Ήλιου. Φυσικά, η εξαιρετική καταγωγή της μετριάζεται κάπως από το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ένας από τους νόθους γιους του βασιλιά, από την ερωμένη του μαρκησία Φρανσουάζ-Ατενέζ ντε Ρο-σουάρ. Ωστόσο, για να μην κατηγορηθώ πως είμαι άδικη, θα πρέπει να πω ότι αργότερα νομιμοποιήθηκε από τον πατέρα του, το βασιλιά Ήλιο». Ο Τζέιμι στράφηκε στη Σοφί, έχοντας ανάγκη να την ακούσει να τα διαψεύδει όλα αυτά, θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η εμπιστοσύνη του δεν είχε πάει στράφι. Πόσο καλή ήταν η Σοφί σε ό,τι έκανε. Είχε κόψει το λαιμό του κι εκείνος ούτε που το κατάλαβε. Η Σοφί, απ’ τη μεριά της, ήθελε να εξαφανίσει από τη μνήμη της την έκφραση που έβλεπε στο πρόσωπό του. γιατί ήξερε πως θα τη στοίχειωνε για την υπόλοιπη ζωή της. Πίστευε ότι δε θα φαινόταν περισσότερο πληγωμένος αν είχε τραβήξει το ξίφος του και τον είχε τρυπήσει κατάστηθα. Και τότε, μπροστά στα μάτια της, το σάστισμα κι ο πόνος του έγιναν έξαλλη, καυτή οργή. «Πες μου τώρα, κοπελιά, πες μου ότι δεν έχεις καμία γνώση όλων των στοιχείων που αναφέρει. Πες μου τώρα ότι λέει ψέματα, κι εγώ θα σε πιστέψω... Λέει ψέματα;» φώναξε. Ήξερε ήδη την απάντηση, γιατί ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της, στα δάκρυα της συντριβής που το μαρτυρούσαν. Τον είχε εξαπατήσει. Μα για να κερδίσει τι; Η Τζίλιαν, σκέφτηκε, τόσο ωραία και μοχθηρή. Με μια παγερή ματιά προς την κατεύθυνσή της, άφησε όλη την οργή του να την κατακεραυνώσει. «Βγες έξω. Φύγε, τώρα, και μην εμφανιστείς ξανά σ’ αυτό το σπίτι». «Το έκανα για σένα, Τζέιμι. Δεν ήθελα να σε έχει πια για κορόιδο». «Το έκανες για σένα, από μοχθηρία ή από ζήλια, επειδή έβαλα τέλος μεταξύ μας». Η Τζίλιαν σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. «Ε όχι και ζήλια, αφού ο Βιλέν αποδείχτηκε πολύ ικανοποιητικός εραστής!» Σιωπή τύλιξε το δωμάτιο και όλους όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό... μνηστή, προδότρια και προδομένο. Έξω από την πόρτα ακούστηκαν βήματα, σαν κάποιος να πλησίαζε. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Κάλεμ. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η έκπληξη. «Ω, ζητώ συγνώμη, δεν πε-ρίμενα να βρω κάποιον εδώ». «Πάρ' την από δω, Κάλεμ. Τώρα!»
Ο Κάλεμ κοίταξε και τους τρεις σαστισμένος, ώσπου μίλησε η Τζίλιαν. «Έφευγα έτσι κι αλλιώς. Τελείωσα αυτό που ήρθα να κάνω». Φανερά μπερδεμένος με όλα αυτά, ο Κάλεμ είχε τη σύνεση να μην κάνει εροηήσεις και, μ’ ένα νεύμα, πήρε την Τζίλιαν από το μπράτσο. Ο Τζέιμι τους ακολούθησε ως την πόρτα. «Βρες κάποιον να φρουρεί αυτή την πόρτα», είπε, «και πες του να μην μπει κανένας εδώ μέσα, για κανένα λόγο». Ο Τζέιμι έκλεισε την πόρτα, γύρισε το κλειδί και στράφηκε στη Σοφί. Εκείνη στεκόταν σαν μαρμάρινο άγαλμα. Η Σοφί... γλυκιά σαν αγία, ύπουλη σαν τον Διάβολο, κι ακόμα και τώρα που ήξερε την αλήθεια, τόσο ποθητή. «Λυπάμαι», του είπε, τόσο σιγανά που σχεδόν δεν την άκουσε. «Δεν έχω λόγια να σου πω πόσο λυπάμαι». «Δεν υπάρχει πια χρόνος για απολογίες, όπως δεν υπάρχει πια χρόνος για την αλήθεια. Δε θέλω τις απολογίες σου. Είναι πολύ αργά, το θέμα είναι πολύ πιο σοβαρό». «Σε παρακαλώ, άκουσε τι έχω να σου πω». Ανέμισε το χέρι του για να της δείξει να σωπάσει, να της δηλώσει ότι η ειλικρίνειά της δε θα του πρόσφερε καμιά παρηγοριά. «Εδώ και βδομάδες σε ικέτεψα για την αλήθεια, εσύ όμως αρνήθηκες ψυχρά. Γιατί να ακούσω τώρα κι άλλα ψέματα από σένα;» «Ποτέ δεν ήθελα να φτάσουμε ως εδώ, Τζέιμι. Στ’ αλήθεια, δεν το ήθελα. Ήλπιζα να βρω ένα μέρος να ξαναρχίσω τη ζωή μου πριν με εντοπίσουν οι Γάλλοι ή οι Άγγλοι, ή πριν εσύ ανακαλύψεις την ταυτότητά μου. Ποτέ δεν ήθελα να σε πληγώσω ή να σε ξεγελάσω. Ποτέ δε σκόπευα να θέσω σε κίνδυνο εσένα ή την οικογένειά σου, ούτε να καταστρέψω το μέλλον που είχες σχεδιάσει». «Λόγια... μόνο λόγια. Θέλω να ξέρω γιατί», της είπε, και η φωνή του ακούστηκε σπασμένη. «Γιατί προσποιήθηκες πως δεν ήξερες ποια ήσουν;» «Φοβόμουν». «Φοβόσουν; Μα ακούς τι λες, γυναίκα; Ποιον φοβόσουν; Εμένα; Που δεν έκανα τίποτ’ άλλο από το να προσπαθώ να σε βοηθήσω;» «Δε σε ήξερα αρκετά καλά μόλις έφτασα εδώ. Φοβόμουν τρομερά ότι θα με παρέδιδες στους Άγγλους αμέσως μόλις ανακάλυπτες ποια ήμουν». «Είμαι Χαϊλάντερ. Δεν παραδίδω κανέναν στους αναθεματισμένους τους Εγγλέζους!» «Ε, δεν το ήξερα αυτό. Και δε νιώθουν όλοι σαν εσένα εδώ στη Σκοτία. Στη Γαλλία όλοι ήξεραν πως οι Σκοτσέζοι ευγενείς, ακόμα και στα Χάιλαντς, έχουν απόψεις που συμπορεύονται περισσότερο με τους Άγγλους παρά με τα κλαν που μιλούν τα γαελικά. Κι εσύ ο ίδιος μου είπες ότι η Μαύρη Φρουρά απαρτίστηκε σχεδόν αποκλειστικά από Σκοτσέζους των πεδιάδων, οι οποίοι τρέφουν άσβεστο μίσος για οποι-ονδήποτε μιλάει τη γαελική γλώσσα, αλλά κι ότι ανήκουν πλέον και άντρες των Χάιλαντς στις τάξεις της!»
«Και αργότερα... όταν με γνώρισες, όταν κατάλαβες ότι δε θα σε παρέδιδα ποτέ σε κανέναν; Γιατί δε μου μίλησες τότε;» «Γιατί τότε ήταν ήδη αργά. Ήξερα πως δε θα με συγχωρούσες ποτέ που σε εξαπάτησα. Σκόπευες να παντρευτείς την Τζίλιαν, εμένα με είχες κάνει ερωμένη σου. Ήσουν ένας ευγενής, ανήκες κι εσύ στην αριστοκρατία. Αν ανακάλυπτες πως ήμουν εγγονή του βασιλιά, τότε θα αναγκαζόσουν να με παντρευτείς». «Κι αυτό θα ήταν τόσο κακό;» Αυτό που την κλόνισε ήταν η γλύκα της φωνής του κι ο απροκάλυπτος πόνος στα μάτια του. Δεν άντεχε να τον κοιτάζει, να βλέπει την οδύνη στο βλέμμα του. Θύμωσέ μου. χτύπα με. είπε μέσα της. Κλείσε με στο μπουντρούμι, κάνε ό,τι θέλεις, μα μη με κοιτάζεις έτσι... Ραγίζει η καρδιά μου. Δεν το αντέχω αυτό, σκέφτηκε. Γύρισε από την άλλη μεριά γιατί δεν άντεχε να βλέπει τον πόνο που του είχε προκαλέσει, αφού ελάχιστη παρηγοριά της πρόσφερε. Δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει την ταπείνωση. Ευχόταν ολόψυχα να άνοιγε το πάτωμα κάτω από τα πόδια της και να την κατάπινε. Την άρπαξε από το μπράτσο και την ανάγκασε να γυρίσει πάλι προς το μέρος του. «Ανάθεμα αυτά τα μάτια που ψεύδονται! Μην τα αποστρέφεις από μένα. Σου έκανα μια ερώτηση και ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω ιερό πως θα πάρω απάντηση. Θα ήταν τόσο κακό;» «Ναι!» του φώναξε. «Ναι, θα ήταν κακό. Νομίζεις πως ήθελα να είμαι αυτή που θα κατέστρεφε το μέλλον σου; Τι είδους ζωή θα είχες αν παντρευόσουν μια γυναίκα αναγκαστικά, μια γυναίκα που δεν αγαπούσες; Πώς νομίζεις ότι ένιωθα εγώ, ξέροντας πως θα περνούσα όλη τη ζωή μου μ’ έναν άντρα που ήταν ερωτευμένος με άλλη;» «Ποτέ δεν ήμουν ερωτευμένος με την Τζίλιαν». «Και πώς να το ξέρω εγώ αυτό; Δεν το είπες ποτέ, ενώ μου είχες ξεκαθαρίσει, και αρκετές φορές μάλιστα, ότι σχέδιαζες να την παντρευτείς». Σώπασε, έφερε τα χέρια στο κεφάλι της κι άρχισε να το κουνάει αρνητικά. «Όλα αυτά είναι ανώφελα. Το λάθος είναι δικό μου. Τα κατέστρεψα όλα και για τους δυο μας. Αφού η Τζίλιαν ξέρει ποια είμαι, αυτό σημαίνει πως το ξέρουν και οι Άγγλοι. Θα έρθουν εδώ αναζητώντας με, δεν μπορώ να μείνω άλλο. Πρέπει να φύγω». Γύρισε να φύγει, αλλά ο Τζέιμι την τράβηξε πάλι κοντά του. «Δεν ελέγχεις πια εσύ τι θα σου συμβεί. Παραιτήθηκες απ’ αυτό το δικαίωμα όταν αποφάσισες να με εξαπατήσεις. Δεν πρόκειται να πας πουθενά», της είπε και οι λέξεις βγήκαν απ' τα χείλη του ψυχρές και κοφτερές σαν παγοκρύσταλλοι.
«Μα οι Άγγλοι...» «Ανάθεμα τους Άγγλους, ανάθεμα κι εσένα! Δεν έχω κανένα δικαίωμα να αποκαλώ τον εαυτό μου άντρα αν δεν μπορώ να αντιμετωπίσω ένα τσούρμο καμπίσιους δειλούς που υπηρετούν το αγγλικό Στέμμα». «Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ. Δεν είναι ασφαλές για κανέναν μας». Την αγνόησε. «Θα παραμείνεις εδώ, φυλακισμένη μου, μέχρι να αποφασίσω τι θα κάνω μαζί σου». «Δεν μπορείς να με κρατάς παρά τη θέλησή μου». Ξέφυ-γε απ’ τα χέρια του κι έτρεξε προς την πόρτα, εκείνος όμως την άρπαξε πριν προλάβει να φτάσει στα μισά. Πάλεψε, πάσχισε να ελευθερωθεί. «Άσε με να φύγω. Σε παρακαλώ. Δεν καταλαβαίνεις τι θα συμβεί. Θα με βρουν εδώ και θα με πάρουν στην Αγγλία... κι εκεί θα με αναγκάσουν να παντρευτώ το δούκα του Ρόκιγχαμ. Προτιμώ να πε-θάνω παρά να δεχτώ τέτοια μοίρα». Την άφησε αμέσως. «Το δούκα του Ρόκιγχαμ;» είπε με αηδία. «Θα παντρευόσουν μ’ αυτό το κάθαρμα;» Έτριψε τον καρπό της. «Δεν ήταν δική μου επιλογή, σε διαβεβαιώ. Προσπαθούσα να δραπετεύσω όταν το πλοίο ναυάγησε. Πήγαινα στη Νορβηγία. Εγώ δεν ήμουν παρά ένα πιόνι. Τον αρραβώνα μου τον είχαν κανονίσει μεταξύ τους ο ξάδερφός μου ο βασιλιάς Λουδοβίκος και ο Άγγλος δούκας. Δε με ενημέρωσαν για τις διαπραγματεύσεις, ξέρω όμως ότι υπήρχαν οφέλη και για τις δύο πλευρές». «Τα λόγια σου φτάνουν σε αυτιά που δεν ακούνε, κοπελιά. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να πεις πια, τα ψέματά σου με δασκάλεψαν καλά. Δε σε πιστεύω». «Τι θα με κάνεις;» «Σου είπα. Θα είσαι φυλακισμένη μου. Θα σε κλειδιά-σω στο δωμάτιό σου και θα φρουρείσαι νύχτα και μέρα. Θα μείνεις εδώ ώσπου να γεράσεις τόσο ιοστε δε θα μπορείς πια να διασχίσεις το δωμάτιο, πόσο μάλλον να φύγεις. Και θα μου δίνεσαι πρόθυμα... όποτε επιλέγω... και για όσο καιρό το επιθυμώ». «Προτιμώ να πεθάνω». «Μπορεί να κανονιστεί κι αυτό». Ήταν τόσο εξαγριωμένη, τόσο όμορφη, που η θέα της τον πονούσε. Όμως τα ψέματά της του έσκιζαν την καρδιά. Ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να την εμπιστευθεί. Η απόγνωσή της την έκανε να επιτεθεί με αγριότητα εναντίον του κι άρχισε πότε να παλεύει μαζί του και πότε να εκλιπαρεί για την ελευθερία της. Ο Τζέιμι ήξερε πως ήταν απελπισμένη, μα αυτό δεν τον μαλάκωσε, και της επιβλήθηκε εύκολα. Κράτησε τα δυο της χέρια με το δικό του και με το άλλο ξεκλείδωσε κι άνοιξε την πόρτα. Ο Μπραν έστεκε φρουρός απέξω, και ο Τζέιμι έσπρωξε τη Σοφί προς το μέρος του. «Πήγαινέ τη
στο δωμάτιό της και κλείδωσέ την εκεί. Μείνε έξω από την πόρτα ώσπου να στείλω κάποιον να σε αντικαταστήσει. Κανείς δεν πρέπει να μπει, εκτός από μένα. Ούτε καν εσύ. Κατάλαβες;» «Ναι», είπε ο Μπραν και, δίχως να ρωτήσει γιατί και πώς, απομάκρυνε τη Σοφί από κοντά του. * * * Η Σοφί αρνήθηκε να φάει το βραδινό που της έφερε ο φρουρός, ένας άντρας τον οποίο είχε δει λίγες φορές και γνώριζε μόνο το μικρό όνομά του, ο Κόλιν. «Θα το αφήσω στο τραπέζι λοιπόν». Του έγνεψε με το χέρι. «Πάρ* το πίσω. Δεν το θέλω. Αν το αφήσεις, θα το πετάξω απ’ το παράθυρο». Ο Κόλιν πήρε το δίσκο χωρίς να πει τίποτα. Όταν έφυγε, η Σοφί άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω. Πήγε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. Καμιά διέξοδος από δω, σκέφτηκε, αφού δεν υπήρχε παρά σκέτος γκρεμός ως κάτω στη θάλασσα. Όταν σκοτείνιασε πολύ, άναψε μια λάμπα, έβγαλε το φόρεμά της και έπεσε να πλαγιάσει φορώντας μόνο την κα-μιζόλα της. Προσπάθησε σκόπιμα να μη σκέφτεται τίποτα από όσα είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα. Το μυαλό της έπρεπε να αδειάσει από περιττές σκέψεις, ώστε να σχεδιάσει έναν τρόπο να αποδράσει. Κι όμως, η σκέψη του Τζέιμι συνέχισε να εισβάλλει στη συνείδησή της. Του απηύθυνε νοερά κάθε αισχρή λέξη που μπορούσε να θυμηθεί, χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα του λεξιλογίου της, και στις πέντε γλώσσες. Όταν αυτό δεν έδειξε να ανακουφίζει τον πόνο της, την αγωνία και την απογοήτευση για τη συμπεριφορά του απέναντι της, έκανε αυτό που κάθε γυναίκα της ηλικίας της θα έκανε. Έκλαψε. Ακόμα και το κλάμα όμως έπρεπε να σταματήσει, και όταν έγινε κι αυτό αποκοιμήθηκε. Το επόμενο πρωί αρνήθηκε το πρωινό, όπως και το γεύμα και το δείπνο. Όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα, αρνήθηκε και πάλι την τροφή. Την τέταρτη μέρα έκανε το ίδιο. * * * Ο Τζέιμι βρισκόταν έξω τις περισσότερες ώρες της ημέρας, κι όταν επέστρεψε ήταν ήδη σκοτάδι. Πήγε στην κουζίνα για να δει αν είχε μείνει τίποτα από το δείπνο. Η Μοντ, η μαγείρισσα, αποτελείωνε το συγύρισμα πριν αποσυρθεί, όταν όμως ο Τζέιμι τη ρώτησε αν μπορούσε να έχει ένα κομμάτι ψωμί, του σέρβιρε μαζί κι ένα πιάτο σούπα. «Χαίρομαι που έμεινε σούπα», είπε όταν απόφαγε.
«Δε θα είχε μείνει, αν η κοπελιά σας είχε φάει το βραδινό της». «Δεν έχω κοπελιά». «Ναι, αλήθεια είναι τούτο, γιατί δε θα μείνει ζωντανή για πολύ». «Τι είναι αυτά που λες, γριά;» «Η Γαλλίδα κοπελιά», του είπε. «Δεν έχει φάει μπουκιά από τη μέρα που την κλειδώσατε στο δωμάτιό της. Είπε πως δεν πρόκειται να φάει τίποτα που να σας ανήκει». «Θα φάει... όταν πεινάσει αρκετά». «Στη θέση σας δε θα ήμουν τόσο σίγουρη γι’ αυτό». Η Μοντ μάζεψε τα τελευταία σκεύη απ’ το τραπέζι. «Αύριο θα είναι η έκτη μέρα που θα βρίσκεται κλειδωμένη στο δ'ωμά-τιό της, και δεν έχει φάει μπουκιά τόσο καιρό». Ανάθεμα την ξεροκέφαλη περηφάνια της, σκέφτηκε. Αν νομίζει πως έτσι θα με μαλακώσει, γελιέται... Δεν πρόκειται να με τσακίσει. Δε σκέφτηκε πως ίσως να τσάκιζε η Σοφί. Γύρισε στο δωμάτιό του, γδύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι. Μια ώρα αργότερα ήταν ακόμα ξύπνιος. Σταύρωσε τα μπράτσα πίσω από το κεφάλι του και παρακολούθησε τις σκιές από το τζάκι να χορεύουν στο ταβάνι. Συνέχισε να βλέπει μπροστά του εικόνες της Σοφί, τα μακριά μαλλιά της, την υφή τους, μεταξένια και δροσερή, όταν τυλίγονταν γύρω του πάνω στην έξαψη του έρωτα. «Π’ ανάθεμά σε», είπε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, φόρεσε το πουκάμισο και το κιλτ του κι άνοιξε την πόρτα. Πέντε λεπτά αργότερα πλησίασε το δωμάτιό της. «Ξεκλείδωσε την πόρτα», είπε στο φρουρό, «και ξανακλείδωσέ την αφού μπω». * * * Είχε δει άντρες κυριευμένους από την απόλυτη απουσία ελπίδας, και ήξερε πως αυτό μπορούσε να προκληθεί από μια βαθιά αίσθηση ματαιότητας ή ήττας. Στη Σοφί διέκρινε τόσο το πνεύμα της απόγνωσης όσο και την πεποίθηση ότι οι συνεχιζόμενες προσπάθειές της να σώσει τον εαυτό της θα κατέληγαν μόνο σε αποτυχία. Τον κοιτούσε με άδεια μάτια, σαν να μην τον αναγνώριζε, κι ούτε έδινε καμία απάντηση όταν της μιλούσε. Έστειλε να φωνάξουν το γιατρό, και περίμενε μαζί της ώσπου να φτάσει. Ο Τζέιμι γνώριζε το δόκτορα Μακρέι όλη τη ζωή του, αυτό όμως δεν του έδινε το δικαίωμα να είναι παρών στη διάρκεια της εξέτασης της Σοφί. «Θα μιλήσω μαζί σου όταν τελειώσω», του είπε ο
Μακρέι. Ο Τζέιμι δεν κατέβηκε στο ισόγειο, αλλά περίμενε έξω από την πόρτα σχεδόν μία ώρα, ώσπου ο δόκτωρ Μακρέι βγήκε να του πει δυο λόγια. «Πάσχει από μια απελπισία η οποία προκύπτει από την πεποίθησή της πως τίποτα δεν μπορεί να τη σώσει. Δε γίνεται πια να την κρατάς φυλακισμένη, Τζέιμι. Είναι σαν παγιδευμένο αγρίμι. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται να φάει ή να συνέλθει όσο βρίσκεται σε κατάσταση αιχμαλωσίας». * * * Η Σοφί στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κι ένκο-θε τόσο αδύναμη, που χρειάστηκε να στηριχτεί επάνω του. Έστρεψε το πρόσωπό της προς τον κρύο άνεμο. Μια αραιή ομίχλη ήταν το μοναδικό απομεινάρι της θύελλας που είχε περάσει πάνω από το κάστρο στη συντριπτική κάθοδό της προς την ακτή. Από πάνω το φεγγάρι βρήκε ένα άνοιγμα στα σύννεφα, και το φως του ήταν σαν να θρυμματίστηκε σε μυριάδες μικροσκοπικά κομμάτια που επέπλεαν στην επιφάνεια του νερού: Δυο μέρες πριν είχε αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν τα πράγματα να χειροτερέψουν περισσότερο. Αυτό το πρωί το ανακάλυψε, όταν την πλημμύρισε ένα νέο κύμα ναυτίας και την έκανε να συνειδητοποιήσει πως τις τελευταίες εβδομάδες αυτό συνέβαινε σε τακτά διαστήματα. Τα ευαίσθητα στήθη, οι ναυτίες... πώς ήταν δυνατόν να της έχουν διαφύγει τα σημάδια; Μέχρι να της το πει ο δόκτωρ Μακρέι, πώς ήταν δυνατόν να μην της έχει περάσει από το μυαλό πως ίσως να ήταν έγκυος; Θυμήθηκε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε το αγέννητο παιδί της για να πείσει το γιατρό να μη μιλήσει στον Τζέιμι. Ο γιατρός προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, λέγοντάς της πως είχε χρέος να το πει στον Τζέιμι. Στο τέλος η Σοφί απείλησε πως θα συνέχιζε να αρνείται την τροφή, κι έτσι ο γιατρός υποχώρησε. «Πολύ καλά», της είπε, «όσο παραμένεις υγιής, εγώ θα παραμείνω σιωπηλός». Εκείνο το βράδυ έφαγε λίγη κριθαρόσουπα και μερικές μπουκιές ψωμί. Όταν τελείωσε το φαγητό της, σύρθηκε ως το γραφείο της νιώθοντας πάντα την ίδια αδυναμία και ανακατωσούρα απ’ τη ναυτία, παρ’ όλα αυτά κατάφερε να ψαχουλέψει μέσα στα συρτάρια ώσπου βρήκε αυτό που έψαχνε... Έναν ασημένιο χαρτοκόπτη. Τον έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι της και ξάπλωσε. Θα τον χρησιμοποιούσε αν της δινόταν μια ευκαιρία να το σκάσει. Για αρκετή ώρα έμεινε ακίνητη προσπαθώντας να σχεδιάσει την απόδραση, μα ήταν δύσκολο να σκεφτεί με καθαρό μυαλό όταν η καρδιά χτυπούσε τόσο δυνατά στο στήθος της. Ήξερε ότι ο Τζέιμι είχε κάθε λόγο να νιώθει προδομένος. Αναγνώριζε το δίκιο του να είναι θυμωμένος. Πράγματι, του είχε πει ψέματα, αλλά περίμενε πως στο τέλος θα έδειχνε κάποια κατανόηση. Αυτό που την πλήγωνε ήταν η ανικανότητά του να συγχωρήσει.
Μαζί του δεν υπήρχαν μεσαίες λύσεις, δεν υπήρχε μέση οδός. Ήταν όλα ή τίποτα, και η Σοφί θα έπαιρνε το τίποτα, ούτε συμπόνια ούτε κατανόηση ούτε οίκτο και, σίγουρα, ούτε στάλα συναίσθημα. Στο τέλος συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που την πονού-σε πιο πολύ απ' όλα. Πώς μπορούσε να κάνει έρωτα μαζί της τόσες φορές, με τόση τρυφερότητα και τόσο συναίσθημα, κι ύστερα να γίνει τόσο ψυχρός; Και πώς μπόρεσε να πέσει τόσο έξω γι’ αυτόν; Νόμιζε πως ο Τζέιμι τη νοιαζόταν, μα η αλήθεια ήταν ότι δεν την έβλεπε παρά σαν μια διέξοδο του πάθους του, και να που τώρα η Σοφί κουβαλούσε στη μήτρα της τον καρπό αυτού του πάθους. Σε χρησιμοποίησε, Σοφί, χωρίς αγάπη, χωρίς γάμο, χωρίς συναίσθημα. Θα πρέπει να το αποδεχτείς, και με τον καιρό να ξεπεράσεις τον πόνο και τις πληγές σου... Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Η μύτη της έκαιγε. Εγώ τον αγάπησα, σκέφτηκε και κοπάνησε τις γροθιές της στο μαξιλάρι. Τον αγάπησα. Ακόμα τον αγαπώ... Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και κάποιον να μπαίνει στο δωμάτιο. Δεν την ένοιαζε ποιος ήταν. Η πόρτα έκλεισε. Ο σύρτης μπήκε στη θέση του. Έμεινε σιωπηλή και ακίνητη, περιμένοντας. Ακόμα και με τα μάτια της κλειστά μπορούσε να καταλάβει πως ο επισκέπτης κρατούσε ένα κερί. Το φως πίσω από τα βλέφαρά της γινόταν όλο και λαμπερότερο όσο τα βήματα πλησίαζαν το κρεβάτι. Η Σοφί άνοιξε αργά τα μάτια της και είδε τον Τζέιμι να στέκεται δίπλα της, να την παρακολουθεί με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Ανήμπορη να φανταστεί τους σκοπούς του, η υπνηλία της εξαφανίστηκε, αντικαταστάθηκε από μια ψυχρή, κενή νηφαλιότητα. Το χέρι της τρύπωσε κάτω από το μαξιλάρι και προχωρη-σε εκατοστό το εκατοστό, ώσπου αγκάλιασε τον ασημένιο χαρτοκόπτη. «Είσαι άρρωστη;» Το χέρι του ήταν ζεστό και σταθερό πάνω στο μέτωπό της. Η Σοφί γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά. «Δεν έχω πυρετό, αν αυτό ρωτάς». «Έστειλα να φέρουν το γιατρό αμέσως μόλις η Μοντ με ενημέρωσε ότι αρνείσαι τα γεύματά σου». «Αν ήρθες γι’ αυτό, μπορείς να φύγεις. Ο γιατρός ήταν εδώ. Έφαγα λίγη σούπα».
«Ναι, το ξέρω». «Τότε γιατί ήρθες;» Χάιδεψε το μάγουλό της με την ανάποδη της παλάμης του. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά. «Όχι. Τελειώσαμε μ’ αυτά. Τώρα μεταξύ μας υπάρχει μόνο οργή και δυσπιστία. Ελπίζω η οργή σου εναντίον μου να υποχώρησε αρκετά ώστε να καταλαβαίνεις πως δεν μπορώ να παραμείνω εδώ. Είσαι κόμης... ένας άνθρωπος με ανατροφή και αίσθημα τιμής. Δεν είναι σωστό να με κρατάς αιχμάλωτη. Πρέπει να μ’ αφήσεις να φύγω». «Ναι, το ίδιο λέω κι εγώ στον εαυτό μου, ξανά και ξανά». Προσέχοντας να κρατάει κρυμμένο το χαρτοκόπτη πάσχισε να ανασηκωθεί, όμως ήταν πολύ αδύναμη για να το καταφέρει. Είδε τον τρόπο που την κοίταξε ο Τζέιμι, κι ήταν φανερό πως μπορούσε να διακρίνει το σώμα της μέσα απ’ τη διάφανη καμιζόλα. Εκείνη ανέβασε ψηλά το σεντόνι με το ένα χέρι και το έσφιξε κάτω απ' το σαγόνι της. «Γιατί κρύβεσαι; Έχω δει τα πάντα, αρκετά συχνά μάλιστα ώστε να τα έχω αποτυπώσει στη μνήμη μου». «Τότε φύλαξε τη λαγνεία για τη μνήμη σου και πάψε να κοιτάζεις εμένα». «Το έχω ήδη προσπαθήσει αυτό, κοπελιά, μάταια όμως». Ξάφνου όλα έμειναν μετέωρα, σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Ο χτύπος του ρολογιού πάνω στο τζάκι έσβησε κι αυτός. Τικ... τικ... τικ... Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, η ένταση άρχισε να τεντώνει τα νεύρα της. Για μια στιγμή πανικού, το μόνο που ένιωθε ήταν μια ενστικτιόδης παρόρμηση να τον πληγώσει όπως την είχε πληγώσει κι εκείνος... όπως εξακολουθούσε να την πληγώνει. Η Σοφί με δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει ή να κουνηθεί, αφού είχε παραλύσει από τη σκέψη ότι ο Τζέιμι σκόπευε να της κάνει έρωτα -ότι είχε διανοηθεί καν πως εκείνη μπορούσε να παραβλέψει όλα τα λόγια και τις πράξεις του για να κάνει έρωτα μαζί του. Όμως δεν ήταν τόσο εύκολο να γυρίσουν πίσω και να συ-νεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει. Τουλάχιστον για τη Σοφί. «Θα προτιμούσα να πέσω από εκείνο το παράθυρο και να σκοτωθώ παρά να με αγγίξεις τώρα», του είπε, όσο κι αν το αίμα παλλόταν στις φλέβες της απ’ την επιθυμία να σμίξουν, από τη λαχτάρα να κάνουν έρωτα μέχρι να ξεχάσουν και οι δυο πως ήθελαν να πληγώσουν ο ένας τον άλλο. «Αυτή είναι μια θεωρία που αξίζει τον κόπο να δοκιμαστεί στην πράξη», της είπε. «Να ανακαλύψουμε λοιπόν αν ισχύει στ' αλήθεια;»
Με μια απότομη κίνηση η Σοφί σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε αντίκρυ του, με τη μακριά καμιζόλα να τυλίγει τα πόδια της και το χαρτοκόπτη να αστράφτει στο φως του κεριού. Κρατούσε το όπλο της σφιχτά και η κοφτερή άκρη του απείχε μόλις μισό μέτρο από το στήθος του. «Ανοιξε την πόρτα και πες σε όλους να μείνουν μακριά μου». «Δε θα μπορούσες να τρέξεις αρκετά γρήγορα, ούτε θα προλάβαινες να πας μακριά πριν σε πιάσω. Όχι πως έχει σημασία. Δε θα φύγεις ποτέ από δω, κοπελιά. Ούτε καν αν με σκοτώσεις». Αρχισε να την πλησιάζει. «Μποροό να το προσπαθήσω». Είδε το βλέμμα δυσπιστίας στα μάτια του. «Το εννοώ», πρόσθεσε. «Ναι, το ξέρω πως το εννοείς, κοπελιά. Ωστόσο άρχισε να με κουράζει αυτό το παιχνίδι στο οποίο δεν κερδίζει κανείς μας. Σε θέλω στο κρεβάτι μου. Εσύ θέλεις να δραπετεύσεις. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, κοπελιά. Ένας από τους δυο μας πρέπει να χάσει». «Δε σκοπεύω να χάσω. Θα φύγω από δω. Απόψε». «Τότε θα σε διευκολύνω. Θα συνεχίσω να προχωρώ ώσπου να με καρφώσεις». Έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. Το χέρι της άρχισε να τρέμει. «Φύγε από μπροστά μου. Δεν το θέλω, μα θα το κάνω». «Το ξέρω». «Σε προειδοποιώ». Έκανε άλλο ένα βήμα, ύστερα κι άλλο, ώσπου έφτασε σε απόσταση μερικών εκατοστών. «Θα το χρησιμοποιήσω. Δεν έχω να χάσω τίποτα αυτή τη στιγμή». «Ούτε κι εγώ», της είπε σιγανά. «Έχω ήδη χάσει το μοναδικό πράγμα που σήμαινε κάτι για μένα». «Τότε έχουμε κάτι κοινό, τουλάχιστον». «Χρησιμοποίησε το μαχαίρι, κοπελιά. Χρησιμοποίησέ το ή παραδώσου». Η φωνή του ήταν εξοργιστικά απαλή και ήρεμη, όπως θα μιλούσε σ’ ένα νευρικό άλογο, γλυκά και καθησυχαστικά. Η Σοφί τον παρακολουθούσε επιφυλακτική. «Χτύπα τώρα, Σοφί, αλλιώς πέταξέ το». Όρμησε καταπάνω του την ίδια στιγμή που συνειδητοποιούσε τι έκανε. Αυτός ήταν ο άντρας που αγαπούσε, ο πατέρας του αγέννητου παιδιού της. Πώς μπόρεσε να πέσει τόσο χαμηλά; Ακόμα κι αν ο Τζέιμι σκόπευε να τη σκοτώσει, της ήταν αδύνατον να του προκαλέσει περισσότερο πόνο απ’ όσο είχε κάνει ήδη.
Την τελευταία στιγμή έστριψε το μπράτσο της και η λεπίδα άλλαξε πορεία ξύνοντας απλώς τη σάρκα του. Άφησε το χαρτοκόπτη να της γλιστρήσει από το χέρι και να πέσει με κρότο στο πάτωμα. Μια λεπτή αιμάτινη γραμμή ξεχύθηκε από τη γρατσουνιά στο στομάχι του και πότισε το πουκάμισό του. Το τρομαγμένο βλέμμα της καρφώθηκε στο πρόσωπό του, και χωρίς να το σκεφτεί έπεσε στην αγκαλιά του και το στόμα του κόλλησε πάνω στα ωχρά, κρύα χείλη της. Το δωμάτιο στριφογύρισε ολόγυρά τους και η Σοφί ένιω-σε το έδαφος να ανασηκώνεται κάτω από τα πόδια της, ύστερα μέσα σε μια ζάλη να στροβιλίζεται όλο και πιο γρήγορα, ώσπου παρασύρθηκαν κι οι δυο στο κέντρο ενός συναισθηματικού τυφώνα. Ο Τζέιμι την πήρε στα χέρια του και την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Με μία κίνηση έσκισε από πάνω της το ρούχο κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα το πουκάμισο και το κιλτ του έπεσαν στο πάτωμα. Το στόμα του κόλλησε ξανά στο δικό της, κι εκείνη απάντησε στο φιλί του με μια δική της παραφορά. Η πείνα του ενός ταίριαζε με την πείνα του άλλου καθώς η Σοφί τον τράβηξε επάνω της. Οι γοφοί του γλίστρησαν στη ζεστή φωλιά των δικών της και τα πόδια της άνοιξαν για να τον δεχτούν. Μια αχαλίνωτη φωτιά πάθους τους τύλιγε σε κύματα, καίγοντας και σπρώχνοντάς τους ως τον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Την αγαπούσε όπως εκείνη είχε ανάγκη και ήθελε να αγαπηθεί -με απόγνωση και μια τρυφερή αγριότητα που εξουδετέρωσε όλες τις άμυνές της. Ακόμα κι όταν πέρασε αυτή η πύρινη λαίλαπα αφήνοντας πίσω της μόνο αποκαΐδια, εκείνος δεν έφυγε από πάνω της αλλά έμεινε ενωμένος μαζί της. «Όσο βρίσκομαι μέσα σου, είσαι ένα κομμάτι του εαυτού μου και δεν μπορώ να φύγω». Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Ήθελε να του πει ότι πιο εύκολα θα ξερίζωνε την καρδιά της παρά θα τον εγκα-τέλειπε. Η αγωνία του διλήμματος έσκιζε την καρδιά της στα δυο, μα εκείνος δεν μπορούσε να δει το διχασμό και τον πόνο της. Σήκωσε το χέρι της για να χαϊδέψει το μάγουλο, το πρόσωπο που πάντοτε θα στοίχειωνε τα όνειρά της. Έπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στις απαλές τούφες των μακριών μαλλιών του. Πόσο θα ήθελε να μπορούσαν να μείνουν έτσι για πάντα, αφού όταν έκαναν έρωτα δεν υπήρχε καμία δυσπιστία, κανένα ψέμα ή πόνος μεταξύ τους, μόνο αυτή η βαθιά οδυνηρή επιθυμία, η ανάγκη να γίνουν ένα, η αγάπη που ένιωθε γι’ αυτόν και δε θα τελείωνε ποτέ. Εκείνος δε μιλούσε, και η Σοφί ήξερε πως σκεφτόταν τη δική της απάτη και τη δική του αδυναμία να τη συγχωρήσει. Ήξερε πως ήταν παγιδευμένος στον ιστό που ο ίδιος είχε υφάνει γύρω από τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα, ο Τζέιμι δεν είχε άλλη επιλογή. Αφού δεν μπορούσε να τη συγχωρήσει, έπρεπε να την αφήσει να φύγει. Έκανε την κίνηση να σηκωθεί. Το χέρι του τινάχτηκε και την άρπαξε απ’ τον καρπό, πιο μαλακά όμως τώρα από πριν. «Πού πας;» «Να βάλω το φόρεμά μου... να πακετάρω τα πράγματά μου... να ετοιμάσω την αναχώρησή μου».
«Αυτό που έγινε μεταξύ μας δεν αλλάζει την κατάσταση, δε θα σ’ αφήσω να φύγεις ποτέ». «Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ, γιατί ποτέ δε θα μπορέσεις ούτε να με εμπιστευθείς ούτε να με συγχωρήσεις. Τίποτα καλό δε θα βγει απ’ αυτή την ιστορία. Θα συνεχίσεις να αμφιβάλλεις για μένα ώσπου θα σε μισήσω, και τότε θα καταστρέψουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό θέλεις; Θα ήταν ευκολότερο και για τους δυο μας αν έφευγα οικειοθελώς, αν πήγαινα από μόνη μου στο δούκα του Ρόκιγχαμ». «Μην προσπαθείς να με λογικέψεις. Δε μου έχει απομεί-νει λογική. Έχεις μπει στο αίμα μου. Όσο κι αν ξέρω πως θα έπρεπε, δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις». Βλαστημώντας σιγανά, την τράβηξε πάλι κοντά του και τη φίλησε με μια άγρια απόγνωση που ράγισε την καρδιά της. Την ήθελε, η περηφάνια του όμως έμπαινε στη μέση. Την έκανε πάλι δική του, βιαστικά, με πάθος, σαν να τον έσπροίχναν δαίμονες που δεν μπορούσε να ελέγξει. Η Σο-φί ήξερε πως αυτή τη φορά όλα θα τελείωναν μεταξύ τους. Όταν ξοδεύεται η λαγνεία, όταν κάτι έχει ολοκληρωθεί, είναι καλύτερα να τελειώνει γρήγορα. Μια τρεμάμενη, γλυκιά αγωνία την κυρίεψε και την έκανε να γαντζωθεί από πάνω του, χορτασμένη από έρωτα και ριγώντας μέσα στην αγκαλιά του. Έμειναν ξαπλωμένοι για πολλή ώρα, ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν να ήθελαν με τη σιωπή τους να παρατείνουν το ανέφικτο. Τέλος, όταν η αναμονή έγινε πια αβάσταχτη, η Σοφί μίλησε πρώτη. «Ξέρεις ότι εσύ κι εγώ τελειώσαμε». «Κι όμως, δεν έχει αλλάξει τίποτα», της αντιγύρισε. Η Σοφί τον ένιωσε να σφίγγει τα χείλη, ύστερα τα αισθάν-θηκε να πιέζουν μ’ ένα φιλί τα μαλλιά της. Η φωνή του ακούστηκε τραχιά, μισο-ικετευτική, μισο-οργισμένη. «Προσπάθησε να καταλάβεις». Η καρδιά της έγινε κρύα και βαριά σαν πέτρα μέσα στο στήθος της. «Καταλαβαίνω», του είπε, «καταλαβαίνω πως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Όλα θα συνεχιστούν όπως πριν... Εσύ θα είσαι ελεύθερος να επιλέξεις μία σύζυγο, ενω εγώ θα μείνω εδώ αιχμάλωτη, σαν μετρέσα σου».
Κεφάλαιο 20 Ω θεοί! Γιατί μας κάνετε να ποθούμε τα θεϊκά δωρήματά σας Και να τα αρπάζουμε μεμιάς; -Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Περικλής (1606-1608), Πράξη 3η Σκηνή 1η
Είχε περάσει μια βδομάδα από την επίσκεψη της Τζίλιαν κι ένα κομμάτι του παζλ ακόμα δεν είχε μπει στη θέση του. Το μοναδικό ερώτημα το οποίο ο Τζέιμι δεν μπορούσε να απαντήσει ήταν το πώς η Τζίλιαν είχε μάθει την αλήθεια για τη Σοφί. Ύστερα από πολλή σκέψη, αποφάσισε πως ο Βιλέν είχε την απάντηση. Η Τζίλιαν είχε υπαινιχθεί πως είχε γίνει ερωμένη του. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει, λοιπόν. Θα πήγαινε στον Βιλέν και θα τον ρωτούσε αυτοπροσώπως. Ο απόηχος απ’ τα σπιρούνια του πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια του πυργίσκου δεν είχε προλάβει καλά καλά να σβήσει όταν ο Τζέιμι ανέβαινε στο άλογό του. Ο Νιλ τον παρακολουθούσε στενά, ανησυχώντας για την προφανή αμεριμνησία του αδερφού του. «Νομίζεις πως είναι ασφαλές να φύγεις χωρίς καμία συνοδεία;» ρώτησε τον Τζέιμι. «Μπορεί να υπάρχουν περίπολοι τριγύρω. Γιατί τουλάχιστον δεν αφήνεις εμένα να έρθω μαζί σου;» «Δεν έχω διαπράξει κανένα έγκλημα», είπε ο Τζέιμι και ακούγοντας το ανέβασμα της σιδερένιας πύλης κέντρισε το άλογό του για να περάσει από κάτω. «Άρα δεν έχω τίποτα να φοβηθώ». «Οι Αγγλοι θα έχουν άλλη γνώμη», είπε ο Νιλ, όμως ο Τζέιμι κάλπαζε ήδη προς την έξοδο και το μονοπάτι που κατέβαινε από το Μόνλεϊ. Ο Νιλ συνέχισε να τον παρατηρεί ενώ ο Κόρι τάχυνε τον καλπασμό του και ο αδερφός του εξαφανιζόταν από τα μάτια του. Ο αέρας που φυσούσε από τις χιονισμένες βουνοκορφές ήταν παγωμένος. Ήταν ακόμη νωρίς και η πυκνή ομίχλη δε διέφερε από βροχή. Ο Τζέιμι κατέβηκε τη βραχώδη πλαγιά από ένα μονοπάτι τόσο στενό ώστε να χωράει μόνο ένα άλογο. Πριν περάσει πολλή ώρα το μονοπάτι άρχισε να πλαταίνει κάπως, όταν ο Τζέιμι έστριψε το άλογό του για να κάνει το γύρο ενός ογκόλιθου, που πίσω του εκτεινόταν ο βάλτος. Τότε βρέθηκε περιτριγυρισμένος από δυο ντουζίνες Σκοτσέζους ντυμένους με τα σκούρα καρό της Μαύρης Φρουράς, ανθρώπους έτοιμους να προδώσουν τους συντοπίτες τους στην πρώτη ευκαιρία. Ο Τζέιμι καθόταν καβάλα στο άλογό του και κοιτούσε το λοχαγό Ρόμπινσον. Δεν ήταν τόσο αφελής για να πιστέψει πως βρίσκονταν εκεί συμπτωματικά. Ήξερε πως είχαν έρθει λόγω της Σοφί. Κι αυτό επειδή κάποιος ανάμεσά τους τον είχε προδώσει. «Ο λόρδος του Μόνλεϊ, σωστά;» «Νομίζω πως ήξερες ποιος ήμουν πριν με σταματήσεις». «Είμαι ο λοχαγός Ρόμπινσον της Μαύρης Φρουράς. Ζητώ συγνώμη που σας σταματήσαμε έτσι. Ερχόμαστε να σας δούμε». «Για ποιο λόγο;» «Απ’ ό,τι πληροφορήθηκα έχετε μια Γαλλίδα νεαρή υπό την προστασία σας. Εμφανίζεται ως Σοφί
ντ’ Αλαμπέρ, αν και το αληθινό της όνομα είναι...» «Ξέρω ποια είναι, αμφιβάλλω όμως ότι ήρθες ως εδώ για να μου πεις αυτό». «Όχι, κύριε, ήρθα για να σας πω ότι η μαντεμουαζέλ Ντ’ Αλαμπέρ πρέπει να οδηγηθεί πίσω στην Αγγλία, ώστε να ξα-ναβρεί τον αρραβωνιαστικό της, το δούκα του Ρόκιγχαμ». «Η μαντεμουαζέλ Ντ’ Αλαμπέρ δεν επιθυμεί να ξαναβρεί τον ένδοξο δούκα». Ο λοχαγός Ρόμπινσον έγνεψε καταφατικά. «Ωστόσο ο αρραβώνας ορίστηκε επισήμως από τον ξάδερφό της, το βασιλιά της Γαλλίας, και αυτό είναι κάτι που κανείς από τους δυο μας δεν έχει την εξουσία να αναιρέσει. Πρέπει να μας την παραδώσετε». «Η κοπέλα μένει στο κάστρο Μόνλεϊ, υπό τη δική μου προστασία», είπε ο Τζέιμι χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του από το πρόσωπο του Ρόμπινσον. «Είστε πολύ απερίσκεπτος, λόρδε, και διακινδυνεύετε πολλά». «Ίσως, αλλά η κοπέλα μένει στο Μόνλεϊ, όπου την προστατεύουν οι Γκρέιαμ, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο του κλαν». «Θεέ μου! Μα δεν ήρθαμε εδώ για να ξεκινήσουμε πόλεμο με τους Γκρέιαμ». «Η επιλογή είναι δική σας». «Αν αρνηθείτε να την παραδώσετε, τότε δεν έχω άλλη επιλογή από το να σας συλλάβω. Το ξίφος σας, παρακαλώ». Ο Τζέιμι κοίταξε ένα γύρο τους είκοσι περίπου άντρες που τον περικύκλωναν με τα ξίφη τους τραβηγμένα. Μ’ ένα νεύμα στον Ρόμπινσον του παρέδωσε το ξίφος του. «Δέστε τον», είπε ο Ρόμπινσον. Επικράτησε μια στιγμή αμηχανίας καθώς τα μέλη της Μαύρης Φρουράς αντάλλαξαν μεταξύ τους ματιές, σαν να μην ήταν κανείς τους πρόθυμος να δέσει τα χέρια του ισχυρού κόμη του Μόνλεϊ. Ο Τζέιμι είδε το λοχαγό να υψώνει το ξίφος το οποίο μόλις του είχε παραδώσει, και την επόμενη στιγμή όλα σκοτείνιασαν. Ο λοχαγός Ρόμπινσον κοίταξε το σώμα του Τζέιμς που κειτόταν στο έδαφος. «Είπα, δέστε τον! Τώρα, εκτός κι αν θέλετε να πάθετε τα ίδια». * * * Ο Βιλέν είχε κι εκείνος σηκωθεί από νωρίς, και αμέσως μόλις σέλωσε το άλογό του κάλπασε προς το κάστρο Μόνλεϊ. Δεν είχε διανύσει μισή λεύγα, όταν διέκρινε μπροστά του τον ανοιχτό βαλτότοπο ανάμεσα από τα δέντρα. Αναγνώρισε τον γκρίζο επιβήτορα του Τζέιμς Γκρέιαμ να καλπάζει προς το μέρος του, κι ύστερα,
όταν έφτασε σχεδόν στην άκρη του δάσους, είδε τη Μαύρη Φρουρά να περι-κυκλώνει τον κόμη του Μόνλεϊ. Σταμάτησε και ξεπέζεψε. Κρυμμένος πίσω από τα δέντρα, είδε το λοχαγό της Μαύρης Φρουράς να χτυπάει τον Τζέιμι στο πλάι του κεφαλιού με την πλατιά πλευρά του ξίφους του και τον Τζέιμι να πέφτει από τη σέλα. Ώσπου να ξαναβρεί τις αισθήσεις του, τον είχαν φιμώσει, δέσει και ανεβάσει σ' ένα δικό τους άλογο. Χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του, ο Βιλέν άκουσε τον κρότο των οπλών που αναπηδούσαν πάνω στις πέτρες, το κουδούνισμα των αναβολέων και το κροτάλισμα των χαλινών καθώς έπαιρναν τον αρχηγό του κλαν των Γκρέιαμ μακριά. Παρέμεινε κρυμμένος με ασφάλεια πίσω από τα δέντρα, ώσπου χάθηκαν εντελώς από τα μάτια του, ύστερα ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε γρήγορα προς το σπίτι του κόμη. Τσαλαβούτησε πάνω από ένα στενό ρυάκι, ανέβηκε ένα απόκρημνο μονοπάτι κι ύστερα έκοψε ταχύτητα και διέσχισε τις πύλες του Μόνλεϊ. Μόλις βρέθηκε μέσα ανακοίνωσε στα αδέρφια του Τζέιμι ότι ο αρχηγός των Γκρέιαμ και αφέντης του κάστρου είχε συλληφθεί. * * * Ο Νιλ μετέφερε το νέο στη Σοφί. «Δεν καταλαβαίνω γιατί τον συνέλαβαν. Εγώ είμαι αυτή που θέλουν». «Ξέρουν ότι ο Τζέιμι δε θα σε παρέδιδε ποτέ, κοπελιά». «Τι θα κάνετε τώρα;» «Θα βρούμε πού τον πήγαν κι ύστερα θα προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε την απελευθέρωσή του». «Δεν πρόκειται να τον ελευθερώσουν. Το ξέρετε αυτό. Δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να με πάτε εκεί και να κανονίσετε την ανταλλαγή μεταξύ μας». Ο Φρέιζερ σφύριξε. «Ο Τζέιμι δε θα ενέκρινε ποτέ κάτι τέτοιο». Όχι, αλλά θα το ενέκρινε ο Κάλεμ, σκέφτηκε η Σοφί, και ξάφνου της ήρθε μια ιδέα. «Ο Τζέιμι δεν είναι σε θέση να κάνει συμφωνίες αυτή τη στιγμή. Η ζωή του κινδυνεύει. Σ* αυτό τουλάχιστον συμφωνείτε, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Τα δύο αδέρφια μίλησαν ταυτόχρονα. Εκείνη ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να συμπεριλά-βουν μια γυναίκα στις αντρικές δουλειές τους, έτσι προτίμησε να μη χαραμίσει καμία προσπάθεια να τους πείσει. «Σας παρακαλώ,
ενημερώστε με όταν αποφασίσετε τι θα κάνετε». Ο Νιλ έγνεψε καταφατικά. «Θα σε κρατω ενήμερη». Η Σοφί πέρασε το απομεσήμερο ράβοντας μαζί με την Αραμπέλα. Με κατατρυπημένα χέρια, η αδερφή του Τζέιμι κεντούσε το κάλυμμα ενός σκαμνιού, ενώ η Σοφί έραβε ένα μαξιλάρι. Ήταν ένας τρόπος να απασχολούνται με κάτι και να χαλαριόσουν λίγο από την ένταση που κρεμόταν πάνω από το κάστρο σαν σκοτεινή, δυσοίωνη θύελλα. Αργότερα, όταν τα δάχτυλά της πονούσαν από τα πολλά τσιμπήματα, η Σοφί ανέβηκε τις σκάλες και δείπνησε στο δωμάτιό της. Κατόπιν η Αραμπέλα πέρασε από εκεί, και οι δυο τους έμειναν να κουβεντιάζουν στο απαλό φως των κεριών μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν έμεινε μόνη της η Σοφί, σιγουρεύτηκε πως όλοι είχαν αποσυρθεί για ύπνο πριν κατέβει αθόρυβα τις σκάλες. Ο διάδρομος ήταν μισοσκότεινος, αλλά διέκρινε καθαρά την πόρτα του Κάλεμ. Χτύπησε μαλακά. Ο Κάλεμ δεν είχε ετοιμαστεί ακόμα για ύπνο, και άνοιξε την πόρτα σχεδόν αμέσως φορώντας τα ρούχα του. Ήταν φανερό πως ξαφνιάστηκε μόλις την είδε. Το έκπληκτο βλέμμα του έγινε γρήγορα έντονη δυσφορία. Η Σοφί δεν εξεπλά-γη, αφού ήξερε από την πρώτη στιγμή της άφιξής της στο Μόνλεϊ ότι ο Κάλεμ ούτε τη συμπαθούσε ούτε την ενέκρινε. Η φωνή του είχε τόνο κυνικό. «Έκανες λάθος στο δωμάτιο, μάλλον. Ο Τζέιμι μένει πιο πέρα στο διάδρομο, αν και θα είναι ανώφελο να πας ως εκεί. Λείπει». «Ναι, ξέρω για τον Τζέιμι. Ήρθα εδώ επειδή γνωρίζω έναν τρόπο να τον ελευθερώσετε. Ήθελα να μιλήσω μαζί σου». Αναγνώρισε το βλέμμα του. Ήταν το ίδιο βλέμμα δυσπιστίας που είχε δει συχνά στο πρόσωπο του Τζέιμι. Θα πρέπει να είναι οικογενειακό χαρακτηριστικό τους, σκέφτηκε. Όταν αμφιβάλλουν, συνοφρυώνονται, παίρνουν ύφος βλοσυρό και δυσπιστούν απέναντι στους πάντες. Παρά την απέχθεια και τη δυσπιστία του, ο Κάλεμ άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε, αφήνοντας τη Σοφί να μπει στο δωμάτιό του. Η έκφρασή του ήταν δυσοίωνη, και η Σοφί αναρωτήθηκε πόση περιφρόνηση και αποστροφή είχε συσσωρεύσει μέσα του για εκείνη. «Δε φαντάζομαι να σπιλωθεί περισσότερο η υπόληψή σου αν κάποιος σε δει εδώ μέσα», της είπε. Όσο κι αν γνώριζε την καταφρόνια του, τα μάγουλά της φλογίστηκαν στην αναφορά της απώλειας τόσο της υπόληψης όσο και της κοινωνικής θέσης της. «Όχι. Τώρα έχω προχωρήσει πέρα από το στάδιο της επίπληξης ή της επανόρθωσης». «Πριν πεις οτιδήποτε ήρθες να μου πεις, θέλω να μάθω γιατί απευθύνθηκες σ’ εμένα κι όχι σ’ ένα
από τα αδέρφια μου». «Γιατί από την πρώτη στιγμή δεν έκρυψες την αντιπά-θειά σου απέναντι μου. Συνεπώς μου φάνηκε λογικό πως μόνο εσύ θα συμφωνούσες με το σχέδιό μου». Κάτι μεταξύ θαυμασμού και σεβασμού άστραψε στιγμιαία στα μάτια του Κάλεμ. «Τότε ίσως θα πρέπει να σου πω ότι τα πρόσφατα γεγονότα με έπεισαν να διαφοροποιήσω κάπως την αρχική μου γνώμη για σένα», της είπε. Αυτό κι αν είναι έκπληξη, σκέφτηκε η Σοφί. Τα λόγια του την αιφνιδίασαν, την αποσταθεροποίησαν. Πώς να μη σεβαστεί την απόλυτη ειλικρίνειά του, χωρίς να αλλάξει ταυτόχρονα και τις δικές της πεποιθήσεις γι’ αυτόν; Διέβλεπε ότι ο Κάλεμ ήταν ένας άντρας με ακλόνητες απόψεις -και πώς θα μπορούσε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό; Δεν του άρεσε η δουλοπρέπεια και οι επιπόλαιες παρατηρήσεις, ούτε φορούσε τη μάσκα της ευσέβειας για να καλύψει κάποια άσχημα χαρακτηριστικά. Παρά την ωμή ειλικρίνεια του, η Σοφί ένκοθε να εκτιμά πολύ τη γνώμη του. «Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο να μου το αναλύσεις αυτό», του είπε, «όμως είναι ένα καλό νέο που έρχεται πολύ αργά. Τώρα πρέπει να συγκεντρωθούμε στον Τζέιμι, και, αν τα καταφέρουμε, δε θα βρίσκομαι εδώ αρκετά ώστε να απολαύσω αυτή την αλλαγή της γνώμης σου». Το ενδιαφέρον του κεντρίστηκε φανερά. «Εντάξει, πες μου ποιο είναι το σχέδιό σου». «Θέλω να παραδοθω στους Αγγλους σε αντάλλαγμα για τον Τζέιμι, όμιος χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Δεν ξέρω πού τον έχουν πάει, ούτε πώς να πάω ως εκεί. Επίσης, δεν εμπιστεύομαι τους Αγγλους. Είμαι γυναίκα, και οι πιθανότητες να με προδώσουν είναι ακόμα μεγαλύτερες. Αν κανόνιζα μόνη μου την ανταλλαγή, φοβάμαι πως στο τέλος θα κρατούσαν και τους δυο μας. Χρειάζομαι εσένα για να διαπραγματευτείς μαζί τους και να ρυθμίσεις ό,τι είναι απαραίτητο». «Με εντυπωσιάζει το κουράγιο σου», της είπε, «και υποκλίνομαι στην ευσπλαχνία σου, γιατί είναι φανερό πως αγαπάς τον αδερφό μου. Εικάζω πως τον έχουν οδηγήσει στο Ινβερνές». «Μπορείς να με πας ως εκεί;» «Ναι, θα μπορούσα, αλλά ο Τζέιμι θα μου πάρει το κεφάλι αν το κάνω». «Ο Τζέιμι θα χάσει το δικό του κεφάλι αν δε με πας. Ξέρεις πως είναι πολύ πεισματάρης, και δεν πρόκειται να τους πει αυτό που θέλουν να μάθουν. Θα προτιμήσει να πεθάνει, και ξέρουμε κι οι δυο πως οι Άγγλοι θα χαρούν να τον εξυπηρετήσουν». Ο Κάλεμ έπεσε σε περίσκεψη. «Ναι, θα σε πάω. Αναγνωρίζω πως είναι καλύτερα να έχω έναν θυμωμένο αδερφό παρά έναν νεκρό αδερφό». Εκείνη τη στιγμή η Σοφί βίωσε μια αποκάλυψη που θα άλλαζε για πάντα την άποψή της γι’ αυτό τον άντρα. Γιατί ένιωσε πως το υπέρτατο μέτρο ενός ανθρώπου δεν ήταν η στάση του σε καιρούς ειρήνης και σχόλης, αλλά η στάση του σε καιρούς σύγκρουσης και αμφισβήτησης.
Κεφάλαιο 21 Μια έντιμη αιχμαλωσία... όπως αρμόζει σ’ αυτόν που κρατείται για λύτρα. Σερ Γουόλτερ Σκοτ (1771-1832), Σκοτσέζος συγγραφέας. Ιβανόης (1819) Οι δρόμοι στα ορεινά της Σκοτίας δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά δύσβατοι κατσικόδρομοι, έτσι ο Κάλεμ κανόνισε να επιβιβαστούν σ’ ένα πλοίο που θα τους πήγαινε ως το Ινβερνές, το οποίο βρισκόταν στα νοτιοδυτικά του Μόρεϊ Φερθ, στις όχθες του ποταμού Νες. Έδεσαν στο Νιου Κη, το οποίο μερικές φορές αποκαλού-σαν Σίταντελ Κη, και σύντομα άρχισαν να διασχίζουν τα μεσαιωνικά σοκάκια του Ινβερνές, ώσπου έφτασαν στο Μέγαρο Μπάντσρου, όπου ο Κάλεμ κανόνισε να μείνει η Σοφί. «Πρέπει να μείνεις στο δωμάτιο ώσπου να επιστρέφω», της είπε. «Συνεννοήθηκα με τον κύριο του σπιτιού να σου φέρνει εδώ τα γεύματά σου. Μην ανοίξεις την πόρτα σε κανόναν άλλο». «Εκτός από σένα». Για μια στιγμή ό Κάλεμ την κοίταξε επιφυλακτικά, ύστερα όμως σχεδόν χαμογέλασε. «Εκτός από μένα», είπε, και η Σοφί ένιωσε πως είχαν διασχίσει ένα σημαντικό ορόσημο στη σχέση τους. «Πού θα πας πρώτα;» «Σκέφτηκα να ξεκινήσω από το κάστρο του Ινβερνές, για να δω τι μπορώ να μάθω. Ελπίζω να ξέρουν και να μου πουν πού βρίσκεται. Θα γυρίσω αμέσως μόλις τα καταφέρω». Άνοιξε την πόρτα και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, όταν η Σοφί τον φώναξε. «Κάλεμ, περίμενε! Αν μπορέσεις να το κανονίσεις», του είπε, «θα ήθελα να τον δω. Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, και μην πεις στον Τζέιμι το σκοπό που τον επισκεφθήκαμε, τουλάχιστον μέχρι να φύγω. Μόνο άφησέ τον να νομίζει πως ήρθαμε να τον δούμε». «Εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω, πρώτα όμως πρέπει να μάθω πού τον πήγαν». * * * Όταν ο Κάλεμ επέστρεψε έφερε την είδηση ότι ο Τζέιμι βρισκόταν πράγματι στο κάστρο του Ινβερνές, αλλά είχε πρόσφατα μεταφερθεί στο Φορτ Ογκάστας, στους πρόποδες του Μπεν Νέβις. Αναχώρησαν για το Φορτ Ογκάστας πολύ νωρίς το επόμενο πρωί. Το ταξίδι πήρε περισσότερο απ’ όσο περίμεναν εξαιτίας της σκληρής αναρρίχησης, ενώ τα τελευταία δέκα μίλια η Σοφί δε θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει παρά μόνο βάναυσα. Όταν επιτέλους άρχισαν την κάθοδό τους προς το Φορτ Ογκάστας, η πορεία τους επιβραδύνθηκε επειδή είχαν κόντρα πολύ δυνατούς ανέμους.
Ο Κάλεμ άφησε τη Σοφί σ’ ένα πανδοχείο και πήγε να βρει πού κρατούνταν ο Τζέιμι και να κάνει τους απαραίτητους διακανονισμούς για την επίσκεψή τους. * * * Ο Τζέιμι ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα δωμάτιο όπου χωρούσε ίσα ίσα ένα μικρό στροόμα. Το μοναδικό του φως έμπαινε από ένα μικρό παραλληλόγραμμο παράθυρο ψηλά στον τοίχο, κοντά στο ταβάνι. Αυτή ήταν η μοναδική του σύνδεση με τον έξω κόσμο. Ακούσε βήματα και φωνές να πλησιάζουν. Μια στιγμή αργότερα, το μικρό παραθύρι της πόρτας άνοιξε και εμφανίστηκε ένας φρουρός. «Έχεις επισκέπτη». Σήκωσε το τσακισμένο κορμί του από το στρώμα, μορφάζοντας από τον πόνο καθώς η πληγωμένη σάρκα του τρίφτηκε πάνω στο σιδερένιο κρίκο που αγκάλιαζε τον αστράγαλό του. Τα γεύματά του ήταν αηδιαστικά και λιγοστά, και μόλις στάθηκε όρθιος ένιωσε ζάλη από την αδυναμία. Αναγκάστηκε να στηριχτεί στον τοίχο με το χτυπημένο μπράτσο του. Το ένα του μάτι ήταν κλειστό από το πρήξιμο, και το άλλο μπορούσε με δυσκολία να το ανοίξει, αρκετά όμως ώστε να βλέπει πού πήγαινε. Προχώρησε κουτσαίνοντας ως την πόρτα. Η αλυσίδα έξυνε το πάτωμα τρίζοντας σε κάθε βήμα του. Όταν έφτασε στο παραθυράκι της πόρτας, είδε το στόμα του φρουρού να κινείται κι ύστερα τα λόγια διαπέρασαν το βουητό των αυτιών του. «Έχεις τρία λεπτά. Όχι περισσότερο». Κοίταξε μέσα από το μικροσκοπικό άνοιγμα. Η Σοφί... Φαινόταν εξαντλημένη, τα όμορφα χαρακτηριστικά της ήταν τραβηγμένα. Το βλέμμα του κατέβηκε χαμηλότερα. «Αδυνάτισες, κοπελιά. Δε θα ήθελα να θρηνείς για μένα». «Γιατί να θρηνώ για κάποιον που δεν αντέχει ούτε να μ αντικρίζει;» του είπε. Προσπάθησε να ανοίξει το ένα μάτι του λίγο περισσότερο, να τη δει λίγο πιο καθαρά, τα χαρακτηριστικά της όμως θόλωναν. «Τι κάνεις εδώ; Ποιος σε έφερε;» τη ροΊτησε, γιατί είχε ήδη ορκιστεί πως όποιος την έφερνε εκεί θα το πλήρωνε ακριβά. Θα σκότωνε όποιο κάθαρμα της είχε μαρτυρήσει πού βρισκόταν. «Δεν έχω πολύ χρόνο... μόνο τρία λεπτά. Και προτιμώ να τα χρησιμοποιήσω για να σου πω αυτό που ήρθα να σου πω. Εσύ μη λες τίποτα. Μόνο άκουσε. Λυπάμαι για όλα όσα συνέβη σαν από τη στιγμή που μπήκα στη ζωή σου. Σε παρακαλώ, πίστεψε ότι ποτέ δεν ήθελα να πάθεις κακό ούτε εσύ ούτε η οικογένειά σου. Σου χρωστάω τόσα πολλά...» Η φωνή της έσπασε και σώπασε για λίγο. «Με συγχωρείς. Μισώ τα δάκρυα». Ποτέ δεν ήθελε περισσότερο από εκείνη τη στιγμή να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει. Φαινόταν μικροκα-μωμένη, δυστυχής και εξουθενωμένη. Ο Τζέιμι ήξερε πως ανησυχούσε γι’ αυτόν και πως κατηγορούσε τον εαυτό της για ό,τι είχε συμβεί.
«Αυτό που σου είπα είναι αλήθεια», συνέχισε η Σοφί. «Έχω τεράστιο χρέος απέναντι σου. Εύχομαι να μπορέσω να εξοφλήσω ένα μέρος του μ’ ένα μικρό δώρο. Ίσως έτσι να βρεις τρόπο να με συγχωρέσεις». «Σοφί...» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, μη θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία να της πει αυτό που είχε ανάγκη να της πει. «Πόσο ζηλεύω το Θεό γιατί μπορεί να είναι μαζί σου για πάντα, ενώ εγώ δεν μπορώ!» Η φωνή της έσπασε για δεύτερη φορά. Ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο δυνατή και συνάμα πιο εύθραυστη ή πιο απρόσιτη. Ο Τζέιμι είχε γνωρίσει πολλή δυστυχία στη ζωή του -Σκοτσέζος ήταν, άλλωστε. Όμως ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόση αγωνία όση είδε τώρα στα δικά της μάτια πριν η Σοφί στραφεί να φύγει. «Σοφί... για το όνομα του Θεού, περίμενε μια στιγμή». «Ο χρόνος τελείωσε», είπε ο φρουρός και έκλεισε το παράθυρο. * * * Η επίσκεψη στον Τζέιμι την είχε καταβάλει, και η Σοφί έμεινε σιωπηλή σ' όλη τη διάρκεια της επιστροφής στο παν-.δοχείο. Ποτέ δε θα μπορούσε να σβήσει από τη μνήμη της το πρόσωπό του. τόσο πρησμένο και μελανιασμένο, με δεκάδες αμυχές όπου το αίμα είχε ξεραθεί σχηματίζοντας μια λεπτή κρούστα. Ήξερε πως το υπόλοιπο σώμα του πιθανόν βρισκόταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, και χαιρόταν που δεν το είχε δει. Δίπλα της ο Κάλεμ δεν είχε ούτε κι εκείνος πολλά να πει. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» αρκέστηκε να τη ρωτήσει. «Μόλις γίνει η ανταλλαγή θα μεταφερθείς στην Αγγλία κι από εκεί στα νύχια του δούκα του Ρόκιγχαμ. Κανείς από μας δε θα μπορεί να σε βοηθήσει μόλις συμβεί αυτό». «Δεν είναι αυτό που θέλω, αλλά αυτό που πρέπει να κά-vco. Η δική μου απάτη έσυρε τον Τζέιμι κι όλο το κλαν σας σ’ αυτή την ιστορία. Μόνο εγώ φέρω την ευθύνη της σύλληψής του. Νομίζω λοιπόν ότι αρμόζει να δώσω εγώ τη λύση». «Είσαι γυναίκα. Δε θα ’πρεπε να ανακατευτείς». Στην αρχή είχε αποφασίσει να μη μιλήσει στον Κάλεμ για την κατάσταση του Τζέιμι, όμως το ξανασκέφτηκε. Είχαν επιτρέψει μόνο στον ένα από τους δύο να τον δει, κι έτσι ο Κάλεμ κανόνισε να πάει η Σοφί. «Δεν μπορώ να τον αφήσου να μείνει εκεί ούτε στιγμή παραπάνω. Δεν τον είδες, Κάλεμ. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφιυμένο από τις μελανιές και το πρήξιμο. Το ένα μάτι του ήταν εντελώς κλειστό και το άλλο άνοιγε με δυσκολία. Τα χείλη του ήταν πληγιασμένα, γεμάτα ξερό αίμα. Δεν τολμάω ούτε να φανταστώ σε ποια βασανιστήρια υπέβαλαν το υπόλοιπο σώμα του. Ήταν δεμένος από το πόδι σαν ζώο. Ακόυσα την αλυσίδα που έτριζε καθώς ερχόταν στην πόρτα. Πρέπει να τον βγάλουμε από κει, και αν δεν έχεις κάποιο καλύτερο σχέδιο θα ακολουθήσουμε το δικό μου». «Ο Τζέιμι δε θα το δει έτσι».
«Τότε εσύ θα πρέπει να τον πείσεις να το δει διαφορετικά». «Αν δε με σκοτώσει πρώτα». «Δε θα σε σκοτώσει. Μπορεί να θυμώσει, αλλά δε θα ασκήσει βία πάνω στον ίδιο του τον αδερφό. Άλλωστε, δε φταις εσύ». «Το φταίξιμο ανήκει στην Τζίλιαν και τους προδότες της Αμ Φρέικενταν Νταδ, η οποία έβαλε το αιματοβαμμένο χέρι της στη σύλληψη του Τζέιμι». «Δεν την ξέρω αυτή την ονομασία». «Σημαίνει Μαύρη Φρουρά. Δέχονται έτσι λόγω του σκούρου ταρτάν που φορούν. Αντίθετα από τις κόκκινες στολές των Βρετανών, το σκούρο ταρτάν διευκολύνει τους προδότες να κατασκοπεύουν τους ανυποψίαστους Χαϊλά-ντερ, οι οποίοι ποτέ δε θα πίστευαν ότι θα τους πρόδιδαν οι ίδιοι οι συμπατριώτες τους». «Ναι, κάποτε ο Τζέιμι μου είπε πως πρόκειται κυρίως για κατοίκους των πεδινών, ορισμένοι όμως είναι ορεσίβιοι που προτιμούν να υπηρετούν τους Αγγλους παρά τη δική τους χώρα». «Είναι η αφρόκρεμα των Χαϊλάντερ. γιοι κάποιων από τους ισχυρότερους αριστοκράτες. Φέρουν το στίγμα της αφοσίωσης στο κάθαρμα που κάθεται στο θρόνο της Αγγλίας. Μαύρο είναι το χρώμα της καρδιάς τους, και η παρακολούθηση είναι η δουλειά τους, κατάλαβες;» Κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Ναι, το ήξερα πως είναι προδότες και κατάσκοποι...» «... ot οποίοι παρακολουθούν τους Χαϊλάντερ, τους συλλαμβάνουν, τους σκοτώνουν ή τους παραδίδουν. Εμείς απαγορεύεται να οπλοφορούμε, κι όταν μας πιάσουν ένοπλους, έχουν τη δικαιολογία που τους χρειάζεται για να μας συλ-λάβουν». «Τι εννοείς όταν λες ότι απαγορεύεται να οπλοφορείτε; Αφού πάντα οπλοφορείτε». Ήταν το πρώτο αληθινό χαμόγελο που είδε στο βλοσυρό πρόσοίπο του Κάλεμ. «Ε... να σου πω πώς έγινε... Όταν οι Αγγλοι κατέστειλαν την εξέγερση του 1715, τα κλαν πήραν διαταγή να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Ορισμένοι υπάκουσαν, οι υπόλοιποι έφεραν ένα φορτίο από παλιά μουσκέτα και ξίφη με καράβι από τις Κάτω Χίόρες. Παρέδωσαν αυτά και κράτησαν τα δικά τους». Η Σοφί έμεινε σιωπηλή. Σκεφτόταν τον Τζέιμι και τη ρωμαλέα κέλτικη γενιά απ’ την οποία καταγόταν. Θυμήθηκε τις πρώτες εντυπώσεις της από αυτήν τη δίχως δρόμους γη που ήταν γεμάτη από βάλτους και χερσότοπους, μια γη κατοικημένη από πρωτόγονες, αντιμαχόμενες φυλές με τις πιο παράξενες κι ακατάληπτες γλώσσες, τα πιο ακατανόητα έθιμα και τα πιο αλλόκοτα ρούχα. Θυμήθηκε το θέαμα του κορμιού του Τζέιμι όταν άφηνε το ταρτάν να πέσει, και σκέφτηκε πως υπήρχαν μερικά πράγματα που δε χρειαζόταν να καταλαβαίνει κανείς για να τα απολαμβάνει. Ήταν η αγριότητά του, η αγάπη για τον τόπο του και ο τρόπος ζωής που προσπαθούσε να ακολουθεί τα στοιχεία που τον έκαναν τον άντρα που ήταν. Η αλληλεγγύη των Χαϊλάντερ και η αφοσίωση στη γη τους άξιζαν το θαυμασμό, ιδίως αν λάβαινε κανείς υπόψη το γεγονός ότι η Σκοτία ήταν μια μικρή χώρα με άγονο έδαφος, λιγοστούς
ανθρώπους και σκληρή ζωή. Κι όμαις, καθένας ανάμεσά τους ήταν έτοιμος να χύσει το αίμα του γι’ αυτή τη μικρή σπιθαμή άγριας γης και ρομαντικών ερειπίων. Να το είχαν, άραγε, κληρονομήσει από το κέλτικο αίμα των μελαγχολικών, στοχαστικών προγόνων τους; Ο νόμος τους ήταν οι ίδιοι: Ανθρωποι που ζούσαν ακολουθώντας έναν αυστηρό κώδικα αξιών, άνθρωποι γεμάτοι ακεραιότητα. Δεν είχαν ούτε βασιλιά ούτε νομικό σύστημα -μόνο τον αρχηγό του κλαν τους, την πανίσχυρη δίκοπη σπάθα τους και το αδάμαστο πνεύμα τους. Οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει σκληρά να κάμψουν αυτό το φρόνημα, έχτισαν σειρές ατέλειωτες από φρούρια, έστησαν οχυρά και προσπάθησαν ακόμα και να δολοφονήσουν ένα ολόκληρο κλαν προκειμένου να δαμάσουν τους Χαϊλάντερ και να τους υποδουλώσουν. Τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα, μέχρι που άρχισαν να στρατολογούν ανεξάρτητους λόχους επανδρωμένους από κλαν αφοσιωμένα στο Στέμμα -άντρες που μιλούσαν γαελικά, γνώριζαν την περιοχή και έστρεφαν τα όπλα τους στους ίδιους τους συμπατριώτες τους. Η Σοφί ένιωθε ντροπή όταν σκεφτόταν πως είχε φερθεί το ίδιο ανέντιμα μ’ εκείνους. * * * Το επόμενο πρωί η Σοφί κοίταξε τον Τσαρλς Πενγουόρθι με την κόκκινη στολή, ταγματάρχη της 10ης Μεραρχίας Δραγόνων της Αυτού Μεγαλειότητας. «Σας καλωσορίζω στο Φορτ Ογκάστας, μαντεμουαζέλ. Λυπάμαι για τις όποιες κακουχίες υπομείνατε ερχόμενη ως εδώ. Σας διαβεβαιώ όμως ότι ο δούκας του Ρόκιγχαμ έχει φροντίσει ώστε το υπόλοιπο ταξίδι σας να είναι, ας το πούμε, πολύ καταλληλότερο για μια γυναίκα της τάξης και της ανατροφής σας». Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Βρισκόταν στην ίδια φυλακή όπου είχε κρατηθεί ο Τζέιμι, μόνο που τώρα εκείνος επέστρεφε στο κάστρο Μόνλεϊ μαζί με τον Κάλεμ. Ποτέ της δεν είχε νιώσει πιο μόνη. Ήξερε πως οι άντρες του Φορτ Ογκάστας θα τσακίζονταν να της φερθούν καλά, τώρα που είχαν μάθει ποια ήταν και με ποιον θα παντρευόταν. Ελάχιστη παρηγοριά της πρόσφερε όμως αυτό. Ο τρόμος είχε τρυπώσει μέσα της από κάθε πόρο του δέρματός της. Είχε το προαίσθημα ότι το ταξίδι της προς τον οίκο του δούκα του Ρόκιγχαμ θα ήταν το πιο ευχάριστο κομμάτι όσων θα ακολουθούσαν, γιατί μόλις έπεφτε στα νύχια του ήξερε πως ο δούκας δε θα φιλούσε απλώς το χέρι της λέγοντας: «Αγαπητή μου, περασμένα ξεχασμένα».
Κεφάλαιο 22 Σας θυμίζω τι είπε μια φορά η δύσπιστη αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι: «Αυτά τα χνάρια με τρομάζουν, γιατί όλα έχουν κατεύθυνση σ’ εσένα, δίχως κανένα να γυρίζει πίσω».
-Οράτιος (65-8 π.Χ.), Ροιμαίος ποιητής. Επιστολές (περ. 20 π.Χ.) Όσοι γνώριζαν το δούκα του Ρόκιγχαμ έλεγαν πως το διαμα-ντένιο δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλό του ήταν τόσο επιδεικτικό όσο και ο ίδιος. Κι αυτό ίσχυε επίσης για το μεγαλοπρεπές σπίτι του. Τίποτα δε θα μπορούσε να προετοιμάσει τη Σοφί για το εκθαμβωτικό θέαμα του κάστρου Σουίφορντ, ούτε για το γύρω άλσος των οχτώ χιλιάδων στρεμμάτων. Κι όταν κανείς πρόσθετε σ’ αυτά και τις καλλιεργημένες εκτάσεις, τα δάση και το χερσότοπο, η ακίνητη περιουσία του δούκα συναγωνιζόταν σε μέγεθος την περιουσία του βασιλιά. Όσο για τη μεγαλοπρέπεια, συναγωνιζόταν αυτή του ανακτόρου των Βερσαλλιών. Η δουκική άμαξα διέσχιζε μια γραφική πέτρινη γέφυρα. Ανάμεσα στις καλαμιές της λίμνης κολυμπούσαν ανέμελα γεμάτοι χάρη κύκνοι και πάπιες. Η άμαξα συνέχισε σ’ ένα χαλικόστρωτο δρόμο και από εκεί μπήκε στο άλσος. Μια κλαίουσα ιτιά με κόκκινα φύλλα στεκόταν στη μέση· ενός λιβαδιού κι ήταν σαν να έριχνε δάκρυα απ’ τα κλαδιά της. Η Σοφί αναρωτήθηκε αν έκλαιγε γι’ αυτήν. Μαγευτικοί, παραμυθένιοι πυργίσκοι υψώνονταν πάνω από τις δεντροκορφές, και τίποτα στην όψη τους δε μαρτυρούσε πως οι γοτθικοί αυτοί πύργοι έκρυβαν πολυτελείς χώρους με ανεκτίμητους πίνακες, υαλογραφήματα, μάρμαρα, επίχρυσα και περίτεχνα σκαλισμένα έπιπλα, αλλά και έναν άντρα με καρδιά σκληρή και κρύα σαν πέτρα. Μόλις έφτασε η άμαξα και η Σοφί κατέβηκε, την οδήγησαν μέσα στο σπίτι από ένα νότιο διάδρομο προς μια αχανή αίθουσα διακοσμημένη με σκηνές από διάφορες δραστηριότητες του αυτοκράτορα Αυγούστου. Της είπαν πως τα πατώματα ήταν από μάρμαρο που είχε εισαχθεί από την Ιταλία. Ένας ακόμα τρόπος να επιδειχθεί ο τόσος πλούτος, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ένας μπάτλερ με λεπτή, οστεώδη μύτη, την υποδέχτηκε στην πόρτα και την παρέδωσε αμέσως στη φροντίδα της γυναίκας με το ξινισμένο πρόσωπο η οποία έστεκε δίπλα του. «Η κυρία Κραμπ θα σας συνοδεύσει ως τα διαμερίσμα-τά σας». Με το ύφος αλαζονικής αναίδειας που τη διέκρινε, η κυρία Κραμπ ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσαν μ’ ένα μόνο βλέμμα τους να δηλώσουν αποδοκιμασία και την ίδια στιγμή να προσβάλουν ευθέως τον άλλο. «Από εδώ», είπε. Η Σοφί ακολούθησε αυτή τη γυναίκα, η οποία ήταν όνομα και πράγμα1 γιατί συγκέντρωνε όλες τις ιδιότητες ενός γέρου γκρινιάρη, αγενέστατου, κακότροπου και γεμάτου μνησικακία. Δεν ξαναμίλησε ώσπου έφτασαν στο τέρμα ενός μακριού διαδρόμου στο τρίτο πάτωμα. Κοντοστάθηκε όσο χρειάστηκε για να ανοίξει την πόρτα σε ένα από τα εκατόν πενήντα δωμάτια του κάστρου Σουίφορντ. «Ο δούκας ετοίμασε για σένα αυτό το δωμάτιο. Συνήθως πρωρίζεται για ιδιαίτερα εξέχοντες επισκέπτες».
Η Σοφί δεν είπε τίποτα, και διάβηκε το κατώφλι του δωματίου που θα γινόταν η φυλακή της, παρά τις εξαιρετικές ταπισερί, τους ζωγραφισμένους τοίχους και ταβάνια. «Τα διαμερίσματα είναι γεμάτα από ανεκτίμητες αντίκες, εφάμιλλες όσων έχετε στη Γαλλία. Αν θελήσεις κάτι, τράβηξε το μεταξωτό κορδόνι δίπλα στο κρεβάτι, και θα έρθει αμέσως κάποιος να σε εξυπηρετήσει». Μ’ ένα κοφτό νεύμα η κυρία Κραμπ αποχοόρησε, προηγουμένως όμως η Σοφί πρόλαβε να δει τους δύο φρουρούς που είχαν πάρει τώρα τις θέσεις τους έξω από την πόρτα της. Όταν έμεινε μόνη, διέσχισε το δωμάτιο και άνοιξε τις πόρ-' τες που έβγαζαν σ’ ένα μικρό στενό μπαλκονάκι με κουπαστή. Βγήκε έξω και κοίταξε κάτω την αυλή ως πέρα μακριά. Ο δούκας είχε φροντίσει να τη βάλει σ’ ένα δωμάτιο απ’ όπου δε θα μπορούσε εύκολα να δραπετεύσει. Σκέφτηκε τους κύκνους και τις πάπιες που είχε δει νωρίτερα. Πόσο ζήλευε την ελευθερία τους να τριγυρίζουν! Η δική της ζωή έμοιαζε περισσότερο μ’ αυτήν ενός σπίνου κλεισμένου σε χρυσό κλουβί. Πάνω από τη στέγη της απέναντι πτέρυγας έβλεπε τις δεντροκορφές του γαλήνιου άλσους. Και τώρα αναμονή, σκέφτηκε, παλεύοντας με τον πανικό που έσφιγγε κιόλας το λαιμό της. Εξωτερικά, το Σουίφορντ είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας παραμυθοχώρας, μέσα στους τοίχους και τους πυργίσκους όμως κατοικούσε κάτι σκοτεινό και απειλητικό, σχεδόν τερατώδες. Ομορφιά και κακία... φαινόμενα και πραγματικότητα... υπήρχε μια δυσαρμονία σ' αυτό το μέρος, κάτι που ενοχλούσε τις αισθήσεις της σαν το λυρισμό εκείνης της ποίησης που εξυμνεί τη βία. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πόσες άραγε καταραμένες ψυχές να είχαν μπει σ’ αυτό το κάστρο χωρίς να ξανα-βγούν ποτέ. Με την καρδιά βαριά, η Σοφί μπήκε πάλι στο δωμάτιο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα ρούχα. Με μεγάλη κατάπληξη διαπίστωσε ξυπνωντας πως είχε ξημεροόσει εδώ και ώρες, κόντευε απόγευμα. Ποιος ξέρει πόσο ακόμα θα κοιμόταν αν δεν την είχε ξυπνήσει ο θόρυβος από το τράβηγμα των κουρτινών και η ξαφνική έκρηξη του ηλιόφωτος που εισέβαλε στο δωμάτιό της. Ανοιξε τα μάτια της και είδε πως υπαίτια αυτού του απαίσιου ξυπνήματος δεν ήταν άλλη από την ευτραφή κυρία Κραμπ. «Η Εξοχότητά του ο δούκας επιθυμεί να σε δει, αλλά δεν μπορείς βέβαια να παρουσιαστείς μπροστά του με την μπόχα της Σκοτίας πάνω σου. Υπάρχει ένας δίσκος μ’ ένα ελαφρύ γεύμα πάνω στο τραπέζι. Το μπάνιο σου θα το φέρουν σύντομα. Προτείνω να μη χασομερήσεις. Στο δούκα δεν αρέσει να τον αφήνουν να περιμένει». Η Σοφί έσφιξε τα δόντια και ανασήκωσε το πιγούνι της. «Φανταζόμουν ότι θα το έχει συνηθίσει πια». «Απόλαυσε τις σπόντες σου όσο μπορείς, μικρή. Σύντομα θα πειστείς να μιλάς πιο ευγενικά».
* * * Είχε βραδιάσει όταν η κυρία Κραμπ άνοιξε πάλι την πόρτα του δωματίου της. «Ο Εξοχότατος θα σε δει τώρα». Με τη συνοδεία των φρουρούν η Σοφί οδηγήθηκε κάτω στις σκάλες, κι από εκεί στη βιβλιοθήκη του Ρόκιγχαμ, μια αίθουσα πολυτελή όσο και το υπόλοιπο σπίτι. Περιτριγυρισμένη από δερματόδετους τόμους οι οποίοι θα πρέπει να ανέρχονταν σε χιλιάδες, η Σοφί έμεινε να στέκεται σ’ ένα γαλλικό χαλί Σαβονερί κάτω από το ταβάνι με τις επίχρυσες διακοσμήσεις. Πίσω της η πόρτα έκλεισε, και άρχισε να αναρωτιέται πόση ώρα θα την άφηνε να περιμένει η Εξοχότητά του. Κάποια στιγμή πήγε να καθίσει στη πολυθρόνα από δαμάσκο πίσω της, ο φρουρός στα δεξιά της όμως τη σκούντησε απότομα στα πλευρά. «Θα μείνεις όρθια για όση ώρα χρειαστεί ώσπου να έρθει ο δούκας», της είπε. Σήκωσε τα χέρια της, πως τάχα παραδινόταν. «Είμαι η υπομονή προσωποποιημένη». Αρχισε να παραδέχεται πως ήταν έτοιμη να ξεμείνει από υπομονή, όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της και μια καμαριέρα μπήκε στη βιβλιοθήκη για να ανάψει περισσότερα κεριά. Λίγα λεπτά μετά την αναχώρησή της, άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα την οποία η Σοφί δεν είχε προσέξει ως τότε, και ο Γουίλιαμ Αρθουρ Γουέντγουορθ, δωδέκατος δούκας του Ρόκιγχαμ, την τίμησε με την παρουσία του. Ήταν ντυμένος σύμφωνα με το ρόλο του, με σατέν πανωφόρι, πουκάμισο με δαντελένια φινιρίσματα και μοντέρνα περούκα, πουδραρισμένη και τέλεια χτενισμένη. Επιτηδευμένος και φιλάρεσκος, έδινε την εντύπωση του τέλειου δανδή, ενός πολυταξιδεμένου αριστοκράτη ο οποίος πιθήκιζε τους τρόπους των χωρών που επισκέφθηκε. Την κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια με τρόπο απροκάλυπτο, ασελγή και υβριστικό. «Ώστε λοιπόν η ξεστρατι-σμένη περιστερά πιάστηκε και επέστρεψε στο κλουβί της», είπε όταν τελείωσε η προσβλητική εξέτασή του. «Ήρθα με δική μου συγκατάθεση». «Μήπως με περνάς για ανόητο; Γνωρίζω τους όρους της παράδοσής σου, όπως και για τον Σκοτσέζο που ελευθέρωσες με αντάλλαγμα τον εαυτό σου. Ενδιαφέρουσα θυσία και άξια περαιτέρω έρευνας, αυτό όμως θα το συζητήσουμε αργότερα. Πρώτα θέλω να μάθω γιατί σκέφτηκες να αποδράσεις στη Νορβηγία». «Δεν ήθελα να σε παντρευτώ. Νομίζω πως αυτό σου το ξεκαθάρισα με σαφήνεια στη Γαλλία». «Δε θυμάμαι να ζητήθηκε η γνώμη σου. Αυτή ήταν μια επαγγελματική συμφωνία ανάμεσα σ’ εμένα και τον ξάδερφό σου». Σέρβιρε στον εαυτό του κάποιο ποτό που έμοιαζε με κόκκινο κρασί και το πήρε ως το γραφείο του. Εκεί κάθισε, χωρίς ούτε να της προσφέρει ένα ποτήρι ούτε μια θέση για να καθίσει κι εκείνη.
«Μου κόστισες πολύ χρόνο και πολλές δυσκολίες, για να μην αναφέρω τα χρήματα». «Δεν ξέρω γιατί μπήκες στον κόπο. Δεν είμαι και τόσο μεγάλο λάφυρο». Ο δούκας συνέχισε αγνοώντας την εντελώς. «Έβαλα ανθρώπους να σε αναζητήσουν, τις υπηρεσίες των οποίων στερήθηκα με δυσκολία. Τώρα έχω γίνει ο περίγελος όλου του Λονδίνου, αφού όλοι ξέρουν ότι η αρραβωνιαστικιά μου παραδόθηκε για να σώσει το ανάξιο τομάρι ενός βρομοΣκοτσέζου». «Προτιμώ να το βλέπω σαν αποφυγή μιας μεγάλης αιματοχυσίας, γιατί, αν είχες στείλει στρατό για να με φέρεις πίσω διά της βίας, θα χάνονταν πολλές ζωές και από τις δύο πλευρές». «Με παρεξήγησες. Ποτέ δε με κωλύει η απώλεια ζωών, σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται». «Έχω ακούσει και χειρότερα για σένα», του είπε, ξεχνώντας τον αυτοέλεγχο και εκφράζοντας την οργή της. Στα μάτια του άστραψε η έκπληξη. Η Σοφί μετάνιωσε αμέσως που τον προκάλεσε. «Και μπορώ να μάθω τι άλλο άκουσες, λοιπόν;» «Πολλά πράγματα, κυρίως σε ό,τι αφορά τους άντρες που έχεις σκοτώσει, την επιδεξιότητά σου στην ξιφομαχία και το ακόρεστο ενδιαφέρον σου για τις γυναίκες. Θα σε εν-διέφερε να διαψεύσεις ή να επιβεβαιώσεις αυτές τις φήμες;» «Τα έξυπνα λόγια και η αυθάδειά σου δε βελτιώνουν καθόλου την κατάστασή σου», της είπε καρφώνοντάς τη με παγερό βλέμμα. «Δείχνεις να ξεχνάς πως εσύ είσαι η κρατούμενη εδώ. Εγώ κάνω τις ερωτήσεις». «Δεν ήξερα πως ήμουν κρατούμενη», του αντιγύρισε με τόλμη. «Δεν έχω διαπράξει κανένα έγκλημα. Καταλαβαίνω τη δυσαρέσκειά σου, και γι’ αυτό ζητώ να μου επιτραπεί να επιστρέφω στη Γαλλία. Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδω για πάντα». «Ω, πέφτεις έξω. Μου ανήκεις, όπως μου ανήκει αυτό το κάστρο ή το άλογό μου, ή ένα εκατομμύριο πράγματα που αγόρασα με τα χρήματά μου. Είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω μαζί σου, να σε παντρευτώ ή απλώς να σε χρησιμοποιήσω για όσο καιρό με ευχαριστεί, κι εσύ δεν έχεις κανένα λόγο πάνω στο θέμα. Έχασες όλα τα δικαιώματά σου όταν το έσκασες για να ζήσεις με βάρβαρους Χαϊλάντερ». «Δεν ξεκίνησα να πάω στη Σκοτία, ούτε προκάλεσα εγώ εκείνη τη θύελλα!» του είπε με πάθος. «Δεν ήταν δικό μου λάθος αν το πλοίο μου ναυάγησε». «Ίσως όχι, αλλά ήταν δική σου επιλογή να μείνεις με τους Γκρέιαμ, ενώ ήξερες ότι σε αναζητούσαμε. Με έβαλες σε μεγάλους μπελάδες, και ο γάμος απλώς θα ψαλιδίσει τα φτερά σου, τίποτα περισσότερο. Αυτό που σου χρειάζεται είναι να διδαχτείς ένα δυο πράγματα, πρώτα όμως πρέπει να σου κάνω μια ερώτηση: Πόσοι από αυτούς έκαναν τη δουλειά τους μαζί σου;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της εξοργισμένη. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου μιλάς έτσι».
Ο δούκας έγειρε μπροστά και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο γραφείο. «Είσαι η μέλλουσα νύφη μου που το έσκασε, κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να κάνω ερωτήσεις. Επίσης, είσαι κρατούμενη μου, κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να ρωτάω με όποιον τρόπο μου αρέσει. Τι περίμενες να κάνω, δηλαδή; Εμφανίστηκες στο κατώφλι μου σε καλή κατάσταση, η εξωτερική εμφάνισή σου όμως δεν μπορεί να πιστοποιήσει σε ποια κατάσταση βρίσκεται και η παρθενία σου. Πάντα επιθεωρώ τα ζωντανά μου». «Η προκλητικότητά σου συναγωνίζεται την προστυχιά σου». Αν μπορούσε ποτέ ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί πάνω σε μετάξι, αυτό ήταν το δικό του όταν της μίλησε. «Ώστε έτσι, ε; Καλά, πες μου λοιπόν απλώς: Είσαι ακόμα αγνή ή σε εξερεύνησαν και σε μαγάρισαν τελείως;» Δε θα απαντούσε σε τέτοιο βόρβορο. Πόσο καλά θυμόταν τις επισκέψεις του στη Γαλλία, μεγαλοπρεπής μέσα στα αριστοκρατικά ενδύματά του και με τη συμπεριφορά Άγγλου δανδή! Παρά την άμετρη αυταρέσκειά του όμως, η Σοφί είχε καταλάβει απ’ την αρχή τι ήταν: ένας άντρας ο οποίος πίσω από τη μαλθακή συμπεριφορά του έκρυβε ένα μυαλό πανούργο, μια ακόρεστη σεξουαλική διάθεση και ένα από τα φονικότερα ξίφη της Αγγλίας. Γι’ αυτόν ο βιασμός ήταν άθλημα, ο φόνος μια διέξοδος στις ατέλειωτες ώρες της ανίας του. Προειδοποίησε τον εαυτό της να μην τον εξοργίσει περισσότερο, κι έτσι έκλεισε το στόμα της. «Αν δεν είσαι πια παρθένα, τότε εγώ είμαι αυτός που θίγεται. Δυστυχώς, η απώλεια της αρετής είναι μη αναστρέψιμη. Και τώρα, ως προς την κατάστασή σου...» Έγνεψε στους φρουρούς να την πιάσουν. «Πάνω στο γραφείο, παρακαλώ, και κρατήστε τη σταθερά», τους είπε. Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει τι νόμιζε πως έκανε, όταν ο δούκας, έτσι όπως θα διάλεγε ένα ροδάκινο, τρύπωσε το χέρι του κάτω από τις φούστες της και ακολούθησε το πόδι της προς τα πάνω, ώσπου έφτασε στην κορυφή των μηρών της. Του πήρε μόνο μια στιγμή να βρει αυτό που έψαχνε. Την εξέτασε με τραχύτητα κι ύστερα απέσυρε το χέρι του. «Όπως το περίμενα. Αναμενόμενη έλλειψη παρθενικού υμένα». Κοίταξε τους φρουρούς. «Μπορείτε να την αφήσετε». Οι δυο φρουροί τη βοήθησαν να κατέβει από το γραφείο. Αηδιασμένη από το άγγιγμά του, η Σοφί στάθηκε με το κεφάλι χαμηλωμένο από ντροπή. Ήταν σοκαρισμένη, κάτι πολύ περισσότερο από ταπεινωμένη. Την είχε εξευτελίσει με το χειρότερο τρόπο που μπορεί να εξευτελιστεί μια γυναίκα. Η πράξη του ήταν αδιανόητη. Το ότι διέπραξε αυτή την προσβολή πάνω σε ένα γραφείο, μέσα σε μια βιβλιοθήκη και μάλιστα ενώπιον φρουρών... ήταν γι’ αυτήν η χειρότερη ατίμωση.
Ξαφνικά ένιωσε το χέρι του κάτω από το πιγούνι της να ανασηκώνει το πρόσωπό της. Την παρατήρησε ψυχρά. «Έχεις να πεις τίποτα;» Αρπαξε στα δόντια της το χέρι του και τον δάγκωσε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο δούκας τραβήχτηκε βιαστικά. Όταν είδε το αίμα, τη χτύπησε με την ανάποδη της παλάμης του. Το χτύπημα την αιφνιδίασε και την έριξε κάτω. Μια ζωηρή λάμψη την τύφλωσε και της φάνηκε πως θα λιποθυμούσε. Το κεφάλι της γύριζε και τα αυτιά της βούιζαν. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά κατάφερε μόνο να στηριχτεί στα τέσσερα. Δοκίμασε να πατήσει στα πόδια της, αλλά δεν μπόρεσε. Ο Ρόκιγχαμ έγνεψε στους φρουρούς. «Βάλτε τη να καθίσει». Μόλις η Σοφί κάθισε, της ξαναμίλησε. «Τιορα που συ-νεννοηθήκαμε, νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στη διαδικασία των γάμων μας. Και για να μην το σκάσεις πάλι και τρέξεις σ’ εκείνο το βρομιάρη στη Σκοτία, θα παντρευτούμε αμέσους. Τι έχεις να πεις τώρα, όμορφή μου;» «Με βολεύει μια χαρά», του είπε σκουπίζοντας το αίμα από το στόμα της. «Έτσι, το μπάσταρδο του Σκοτσέζου που έχω μέσα μου θα γεννηθεί μετά το γάμο μας, οπότε θα γίνει νόμιμος κληρονόμος σου». Για μια στιγμή της φάνηκε πως θα τη χτυπούσε ξανά. «Λες ψέματα». Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε παγερά. «Δεν έχεις τρόπο να το διαπιστώσεις πριν περάσουν μερικές εβδομάδες. Αλλά πολλά μπορούν να συμβούν στο μεταξύ». 1 Κραμπ (crab): δύστροπος, εριστικός. (Σ.τ.Μ.)
Κεφάλαιο 23 Φρόνιμο δεν είναι να ξυπνάς λαγωνικό. -Τζέφρι Τσώσερ (1340-1400), Άγγλος ποιητής. Τρωίλος και Χρυσηίδα (περ. 1385) Η φωτιά στη μεγάλη σάλα του κάστρου Μόνλεϊ έκαιγε ζωηρή, ζεσταίνοντας τα μέλη της οικογένειας που είχαν συγκεντρωθεί εκεί χωρίς να ανταλλάσσουν τα γνωστά πειράγμα-τά τους. «Ο Θεός να φυλάει αυτή τη Γαλλίδα κοπελιά», είπε ο Νιλ. «Αν δεν ήταν το δικό της θάρρος, ο Τζέιμι τώρα δε θα ’ταν ζωντανός». «Τι ζωντανός, μισοπεθαμένος πες καλύτερα». Η Αρα-μπέλα κάρφωσε τη βελόνα στο κέντημά της με μανία, σαν να ήθελε έτσι να ξορκίσει την αγωνία που σκέπαζε το δωμάτιο και καθέναν απ’ τα αδέρφια χοίριστά. «Δεν το πιστεύω ότι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι είναι πολιτισμένοι, όπως οι Αγγλοι, μπόρεσαν να βασανίσουν έτσι ένα ανθρώπινο πλάσμα. Και το χειρότερο, δεν ήταν ένοχος για τίποτα... ούτε καν για ζωοκλοπή».
«Είναι Χαϊλάντερ, αυτή είναι η ενοχή του», είπε ο Κα-λεμ. «Δε χρειάζονται λόγο για να μισούν εμάς τους Κέλτες». «Αυτό απέδειξε πόσο απελπισμένα ήθελαν τη Σοφί», είπε ο Μπραν. «Θα μπορούσαν να ρωτήσουν απλώς αν ήταν εδδ3, πριν πάρουν έτσι τον Τζέιμι», είπε η Αραμπέλα. «Αυτό δείχνει πως γύρευαν απλώς μια δικαιολογία να τον συλλάβουν. Θέλω να είμαι ευγνώμων που η Σοφί θυσιάστηκε για να τον ελευθερώσει, αλλά δε θέλω να σκέφτομαι τι υποφέρει τώρα που βρίσκεται στα χέρια του δούκα του Ρόκιγχαμ». «Ναι...» συμφώνησαν τα αδέρφια. «Και ο φτωχός ο Τζέιμι», συνέχισε η Αραμπέλα, «θα περάσει καιρός για να συνέλθει. Χαίρομαι που δεν έσπασε κανένα κόκαλο, εκτός από εκείνα στο αριστερό του χέρι. Μα να τον καίνε με καυτές τσιμπίδες... είναι απάνθρωπο». «Ναι, άσπλαχνο και βάναυσο», είπε ο Μπραν, «αλλά λένε πως δεν είναι τόσο οδυνηρό όσο το να σε έχουνε δεμένο απ’ τους αντίχειρες ή να σου πληγιάζουνε τη σάρκα με το μαστίγιο. Μα τους χίλιους δαίμονες! Μόνο η πληγή στο μπράτσο του έχασκε ένα δάχτυλο ανοιχτή! Έχει πιο πολλά ράμματα κι απ’ τα μπαλώματα της Αραμπέλα». Το σχόλιο για το όχι και τόσο τέλειο ράψιμο της Αραμπέλα ήταν η μικρή ανάπαυλα που χρειάζονταν όλοι. Η Αραμπέλα σταμάτησε να ράβει. «Θα το θυμηθώ αυτό όταν μου ζητήσεις να ράψω το ξερό σου κεφάλι». Κοίταξε ένα γύρο καθένα από τα αδέρφια της. «Μακάρι να ήταν εδώ ο Τάβις». «Δεν υπάρχει λόγος να αφήσει το Εδιμβούργο και τις σπουδές του για να έρθει», είπε ο Νιλ. «Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». Ο Φρέιζερ, ο οποίος είχε ανέβει να δει πώς τα πήγαινε ο Τζέιμι, μπήκε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Τον υποδέχτηκαν οι ανήσυχες ματιές τους. «Φαίνεται πολύ καλύτερα. Οι βδέλλες μείωσαν το πρήξιμο. Τώρα μπορεί να ανοίξει και τα δύο μάτια του». «Είναι ανήσυχος;» ρώτησε ο Κάλεμ, που σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης είχε παραμείνει σιωπηλός. Ο Φρέιζερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, το λάβδανο δούλεψε καλά. Κοιμάται σαν μωρό». «Δε μ’ αρέσει που τον ναρκώνουμε», σχολίασε η Αραμπέλα. «Είναι ο μοναδικός τρόπος για να τον κρατήσουμε στο κρεβάτι», είπε ο Μπραν. «Μόλις ξαναβρεί τις δυνάμεις του, τίποτα δε θα τον σταματήσει. Θα πάει να τη βρει. Όλοι το ξέρουμε». «Ναι, όπως ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να πάει μόνος», παρατήρησε ο Νιλ. Ο Μπραν σηκώθηκε, πήγε να σκαλίσει τα κάρβουνα στη φωτιά και ζέστανε τα χέρια του. «Και πάλι, δεν ανυπομονώ καθόλου να έρθει η ώρα που θα περάσει η επήρεια του λάβδανου και θα πρέπει να λογοδοτήσουμε στον Τζέιμι για την ανταλλαγή της κοπελιάς. Για να μην πω δηλαδή για το ότι τον
κρατούσαμε ναρκωμένο ενώ το σώμα του ανάρρωνε». «Ή τι θα ακούσω εγώ», είπε ο Κάλεμ, «που παρέδωσα τη Σοφί στους Άγγλους». «Ναι, είναι αλήθεια», συμφώνησε η Αραμπέλα. «Σ’ εσένα θα ξεσπάσει η περισσότερη οργή του Τζέιμι. Δε σκέφτεσαι να κάνεις κανένα ταξιδάκι στην Ιταλία τώρα κοντά;» «Θα έπρεπε να μεταναστεύσω μόνιμα εκεί για να αποφύ-γω την οργή του, αφού, όσο κι αν έλειπα, θα με περίμενε να γυρίσω, είναι σίγουρο». * * * Οι μελανιές άρχισαν να υποχωρούν κατά το τέλος της εβδομάδας, και η διάθεση του Τζέιμι ήταν κατάμαυρη σαν τα μαλλιά του. «Είναι σημάδι πως νιώθει καλύτερα», είπε η Αραμπέλα. «Αλήθεια, αδερφέ; Ανάρρωσες;» ρώτησε ο Φρέιζερ. Ο Τζέιμι τον αγριοκοίταξε. «Εσύ πώς θα ένιωθες αν κάποιος αλήτης σου είχε λιώσει το χέρι μ’ ένα σφυρί;» «Θα ’πρεπε να χαίρεσαι που σου έσπασαν μονάχα δυο δάχτυλα», είπε ο Νιλ. «Και μάλιστα στο αριστερό χέρι». «Α, βέβαια, χαίρομαι πολύ, και θα σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου όταν σηκωθώ απ’ αυτό το κρεβάτι». «Βρίσκει γρήγορα τον παλιό πρόσχαρο εαυτό του, έτσι;» σχολίασε ο Μπραν. Ο Τζέιμι συνοφρυώθηκε τόσο έντονα, που τα φρύδια έσμιξαν στο μέτωπό του. «Υπάρχουν φορές που εύχομαι να είχα γεννηθεί μοναχοπαίδι. Κι αυτή είναι μία απ’ αυτές», είπε. «Δε χρειάζομαι κανέναν σας εδώ μέσα. Έξω!» «Είτε σου αρέσει είτε όχι, χρειάζεσαι κάποιον να σε φροντίσει ώσπου να γιατρευτείς», είπε ο Φρέιζερ. Ο Τζέιμι επιστράτευσε σχεδόν όλες τις δυνάμεις του για να ανακαθίσει στο πλάι του κρεβατιού, βρήκε ωστόσο την ενέργεια να αγριοκοιτάξει τον Φρέιζερ. «Κάποιος να φέρει τα ρούχα μου». «Δεν μπορείς να πας πουθενά αν πρώτα δε γίνεις εντελούς καλά», είπε η Αραμπέλα. «Ξεχάστε το. Θα πάω να τη βρω». «Ναι. Και θα έρθουμε όλοι μαζί σου, πρώτα όμως πρέπει να ξαναβρείς τις δυνάμεις σου», είπε ο Νιλ. «Στην κατάστασή σου, δε θα έφτανες ούτε μέχρι τα σύνορα». «Θα ήμουν πιο δυνατός αν μου δίνατε να φάω και κάτι αφορετικό εκτός από χυλό».
«Αυτή τη στιγμή ψήνεται ένα μεγάλο κομμάτι βοδινό, κανοποιεί αυτό την Εξοχότητά σου;» ρώτησε ο Φρέιζερ. «Πού είναι ο Κάλεμ, αυτός ο καταραμένος προδότης;» «Εδώ, αδερφέ». «Μη με αποκαλείς αδερφό σου, αποστάτη». «Έλα τώρα», μπήκε στη μέση ο Νιλ. «Δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραδώσει την κοπελιά. Απείλησε πως θα πήγαινε μόνη της -και την ξέρεις αρκετά καλά για να πιστέψεις ότι θα το έκανε». Ο Τζέιμι δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί ο Κάλεμ μίλησε πρώτος. «Ξέρω πως είσαι θυμωμένος μ’ αυτό που έκανα, αλλά η σκέψη μου ήταν πως, αν ακολουθούσαμε το σχέδιο της Σοφί, θα μπορούσαμε να σώσουμε και το δικό σου τομάρι και να πάρουμε πίσω την κοπελιά σου». «Μπα; Και πώς σου ήρθε αυτή η φαεινή ιδέα;» «Αναρωτήθηκα: “Τι θα έκανε ο Τζέιμι στη θέση μου;”» Όταν το γέλιο κόπασε, ο Κάλεμ συνέχισε: «Ήξερα ότι από τη στιγμή που εσύ θα πέθαινες, θα έρχονταν να την πάρουν. Οπότε μου φάνηκε προτιμότερο να σώσουμε το κεφάλι σου και να φύγει η Σοφί για την Αγγλία. Δεν αμφέβαλλα ότι μετά την απελευθέρωσή σου θα έβρισκες κάποιον τρόπο να τη φέρεις πίσω». «Και η Σοφί;» ρώτησε ο Τζέιμι. «Σκέφτηκες τι θα πάθαι-νε εκείνη στα χέρια αυτού του Αγγλου μπάσταρδου;» «Η Σοφί είναι πολυμήχανη», είπε ο Φρέιζερ. «Την αδικείς αν μιλάς γι’ αυτήν σαν να πρόκειται για καμιά ανόητη φοβητσιάρα. Άλλωστε, μην ξεχνάς ποια είναι. Ο δούκας ίσως της κάνει τη ζωή δύσκολη για λίγο, δε θα τολμήσει όμως να τη βλάψει. Είναι εξαδέλφη του βασιλιά της Γαλλίας. Ο δούκας του Ρόκιγχαμ προφανώς χρειάζεται πολύ αυτή τη συγγένεια». Ο Τζέιμι τους κοίταξε όλους βλοσυρός. «Ναι, είναι πολυμήχανη. Κι αυτό είναι το μόνο που με σταματάει απ' το να σας ρίξω όλους στο μπουντρούμι. Σας προειδοποιώ όμως, αν αυτό το κάθαρμα την παντρευτεί πριν φτάσουμε εκεί, θα σας ρίξω όλους στο δικό του μπουντρούμι». Η Αραμπέλα φάνηκε να αγανακτεί με τη συμπεριφορά του Τζέιμι. «Κρατήστε τον παλικαρά, να του δώσω κάτι για να πάψει να γρυλίζει», είπε. Χρειάστηκαν όλοι για να ακινητοποιηθεί ανάσκελα στο κρεβάτι του. «Φρέιζερ, κλείσε τη μύτη του». Η Αραμπέλα στράφηκε στον Τζέιμι. «Ανοιξε το στόμα σου, παλικαρά», του είπε, μα εκείνος δεν υπάκουσε. «Μπορούμε να περιμένουμε», βεβαίωσε η Αραμπέλα. «Κάποια στιγμή πρέπει να αναπνεύσει».
Όταν τελικά ο Τζέιμι αναγκάστηκε να πάρει μια ανάσα, η αδερφή του έριξε μια γερή δόση λάβδανο στο λαρύγγι του. «Κράτησε τη μύτη του κλειστή ώσπου να το καταπιεί», είπε. «Αν θέλει να το βγάλει, θα πρέπει να το φτύσει από τα μάτια του». * * * Ο Τζέιμι κοιμήθηκε σχεδόν δυο μέρες, ξυπνώντας μόνο όταν η Αραμπέλα κρατούσε το κεφάλι του αγκαλιά και τον τάιζε λίγο ζωμό ή ζεστό κρασί. Σταδιακά μείωσε τη δόση του λάβδανου που του έδινε, ώσπου την τέταρτη μέρα το έκοψε εντελώς. Ο Τζέιμι φαινόταν πια να έχει ξαναβρεί σχεδόν τον παλιό εαυτό του. «Πόσο καιρό κοιμάμαι;» «Αρκετό ώστε να νιώθεις πια πολύ καλύτερα». «Πες μου την αλήθεια. Πόσο καιρό ήμουν έτσι;» Η Αραμπέλα απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό του. «Τέσσερις μέρες. Και πριν παραπονεθείς, θα σου πω ότι ήταν απολύτως αναγκαίο για την ανάρρωσή σου. Το χρώμα σου τώρα είναι πολύ καλύτερο και το πρήξιμο σχεδόν εξαφανίστηκε. Ακόμα και τα σπασμένα δάχτυλά σου φαίνονται να έχουν γιάνει. Εσύ πώς νιώθεις;» «Πεινασμένος. Θέλω να μασήσω κάτι... βοδινό». Του χαμογέλασε. «Θα σου φέρω λίγο κρέας με κριθαρό-σουπα». «Δε θέλω σούπα. Θέλω κρέας». «Δε θα το κρατήσει το στομάχι σου. Πρέπει να επιστρέ-ψεις σταδιακά στην κανονική διατροφή σου». «Και από πότε έγινες γιατρός;» «Περίπου από τότε που έγινες κι εσύ τόσο δύστροπος». Σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε όρθιος, νέθοντας κάπως ασταθής. «Φέρε μου λίγο κρέας τώρα, αλλές, μα το Θεό, θα πάω να το φέρω μόνος μου». Μα η κοπέλα ήταν ανυποχώρητη. «Αν κάνεις έστω και ένα βήμα, θα φωνάξω τα αδέρφια σου να σε κρατήσουν πάλι, και θα σου δώσω τόσο λάβδανο, που θα κοιμάσαι για μια βδομάδα». Η Αραμπέλα έκανε στροφή και πήγε με στόμφο προς την πόρτα. «Θα επιστρέφω με τη σούπα, το λάβδανο και τα αδέρφια σου. Εσύ θα αποφασίσεις τι απ’ όλα αυτά προτιμάς». Βγήκε στο διάδρομο και βρόντηξε πίσω της την πόρτα.
Ο Φρέιζερ ανέβαινε τα σκαλιά την ίδια στιγμή που ο Τζέ-ιμι ξεσπούσε σε μια ομοβροντία από βρισιές, πριν ακουστεί ο ήχος από κάποιο σπάσιμο. «Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω πώς πάει, αλλά απ’ ό,τι καταλαβαίνω συνήλθε». Η Αραμπέλα του χαμογέλασε. «Ναι, ξαναβρήκε τον εαυτό του».
Κεφάλαιο 24 Συμπέρανέ το δίχως άλλη απόδειξη παρά μονάχα αυτό, Πως κανείς άλλος δε χαίρεται τόσο την εκδίκηση όσο μια γυναίκα. -Γιουβενάλης (γύρω στο 60-γύρω στο 130 μ.Χ.), Ρωμαίος σατιρικός ποιητής. Σάτιρες (περ. 110-127) Στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολούθησε, η Σοφί είχε το χρόνο να εξοικειωθεί με το δωμάτιό της. Ήταν φυλακισμένη μέσα στην κρεβατοκάμαρά της και της επιτρεπόταν να κάνει μόνο ένα μικρό περίπατο καθημερινά, συνοδευόμενη από έξι φρουρούς. Κάθε τόσο ο δούκας της έστελνε ειδοποίηση πως ήταν προσκεκλημένη να δειπνήσει μαζί του. Κάθε φορά η Σοφί αρνιόταν στέλνοντας τις απολογίες της, στο τέλος όμως της πρώτης εβδομάδας αιχμαλωσίας άρχισε να αναρωτιέται μήπως υπήρχε κάποιος καλύτερος τρόπος για να κερδίσει τον έλεγχο αυτής της κατάστασης που μέχρι τώρα εξελισσόταν ερήμην της. Αφού το καλοσκέφτηκε, αποφάσισε πως, αν μια γυναίκα βάλει στο μυαλό της να πετύχει κάποια αλλαγή, ίσως κάποτε χρειαστεί να παίξει ένα ρόλο που πάει κόντρα στη φύση της. Με άλλα λόγια, αν η φυσική τάση της ήταν η αψηφισιά, τότε θα έπρεπε να δοκιμάσει τη συναίνεση. Συναίνεση... Ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη. Σίγουρα θα της ήταν ευκολότερο να πιει ξίδι. Όταν ήρθε η επόμενη πρόσκληση για να δειπνήσει με το δούκα, η Σοφί όρθωσε την πλάτη της και άκουσε την κυρία Κραμπ με προσποιητή σεμνότητα. «Η Εξοχότητά του θα στείλει ένα φρουρό για να σε συνοδέψει στο δείπνο. Περιμένει να φορέσεις το φόρεμα που σου έστειλε νωρίτερα. Θα πρέπει να είσαι εκεί στις οχτώ ακριβώς». «Πες στην Εξοχότητά του πως ανυπομονώ να δειπνήσω μαζί του». Φανερά δυσαρεστημένη από την αποδοχή της Σοφί, η κυρία Κραμπ αναχώρησε. Η Σοφί πήγε στο κρεβάτι και παρατήρησε την ασημί και μπλε τουαλέτα από μπροκάρ με το επικίνδυνα αποκαλυπτικό ντεκολτέ. Σήκωσε το φόρεμα μπροστά της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Ώστε λοιπόν αυτό θέλει να φορέσω απόψε, σκέφτηκε. Στη Γαλλία η Σοφί θα το θεωρούσε φόρεμα κατάλληλο για μία φαμ φατάλ, για μία ελκυστική γυναίκα με καταστροφική επίδραση στους άντρες που είχαν την ανοησία να υποκύ-ψουν στα κάλλη της. Ίσως να ήταν το τέλειο φόρεμα γι’ αυτό που είχε υπόψη της. Μη θέλοντας να δυσαρεστήσει το δούκα, η Σοφί ντύθηκε πολύ πριν έρθει ο φρουρός που θα τη συνόδευε στο δείπνο. Όταν μπήκε βρήκε το δούκα να στέκεται δίπλα στο τζάκι με το ένα πόδι στηριγμένο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα. Κρατούσε ένα ποτήρι μπράντι, και η Σοφί είχε το προαίσθημα πως δεν ήταν το πρώτο του. Της έδωσε την εντύπωση πως κάτι τον απασχολούσε, όταν όμως άκουσε το θρόισμα της φούστας της γύρισε προς το μέρος της και η ύπουλη έκφρασή του αντικαταστάθηκε από δυσπιστία. Νιώθοντας ένα κύμα αυτοπεποίθησης και μια αίσθηση δύναμης να τη στηρίζει, η Σοφί πήρε το χέρι της από το μπράτσο του φρουρού και κοίταξε το δούκα του Ρόκιγχαμ. «Ο Εξοχότατος φαίνεται να εκπλήσσεται που με βλέπει». «Μερικές φορές προτιμώ να είμαι υπερβολικά εύπιστος παρά υπέρμετρα σκεπτικιστής. Δεν τόλμησα να ελπίσω πως θα δεχόσουν την πρόσκλησή μου. Όχι μόνο ήθελα να δειπνήσεις μαζί μου, αλλά επιπλέον ήθελα να σου μιλήσω γι’ αυτό που συνέβη τις προάλλες». «Αυτό προτιμώ να το ξεχάσω», του είπε, και ευχήθηκε να ήταν άντρας ώστε να αρπάξει το σκαλιστήρι της φωτιάς και να του το καρφώσει. Ο δούκας έγνεψε καταφατικά. «Όπως αγαπάς, γιατί ήλ-πιζα κι εγώ να σου προτείνω να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και να κάνουμε μια νέα αρχή». «Συμφωνώ απολύτως, το ίδιο ευχόμουν κι εγώ». «Να σου σερβίρω ένα ποτήρι κρασί;» «Θα προτιμούσα να πιω μαζί σας ένα μπράντι, Εξοχότατε». «Το ήξερα πως θα ήσουν συγκλονιστική μ’ αυτό το φόρεμα. Δε σκεφτόμουν τίποτ’ άλλο όλο το απόγευμα. Δεν μπόρεσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου την πρώτη φορά που σε είδα. Χόρευες στην αγκαλιά κάποιου άλλου στις Βερσαλλίες». Ακούμπησε το ποτήρι του στο ράφι του τζακιού, ύστερα της γέμισε ένα ποτήρι μπράντι και πήγε να της το δώσει. «Στο εξής θα απαιτώ να χορεύεις μόνο μαζί μου», είπε. Η Σοφί τον είδε να την πλησιάζει με το ποτήρι. Του χαμογέλασε και σκέφτηκε: Να η πέστροφα που τρέχει προς το δόλωμά της. * * * Ο δούκας δεν πίστευε πως η Σοφί θα εμφανιζόταν στο δείπνο.
Περίμενε πως θα τον αψηφούσε για μια ακόμα φορά με την άρνησή της, έτσι ξαφνιάστηκε όταν την είδε να μπαίνει στο δωμάτιο δυο λεπτά πριν τις οχτώ. Η δεύτερη έκπληξη ήταν το φόρεμα που της είχε στείλει να φορέσει, καθώς ήταν σχεδόν βέβαιος πως η Σοφί θα το έσκιζε σε χίλια κομμάτια και θα το πετούσε απ’ το μπαλκόνι. Τη στιγμή που την είδε να μπαίνει, κατάλαβε πως είχε δίκιο να πείσει το βασιλιά Λουδοβίκο να δεχτεί την πρότασή του να την παντρευτεί. Ήθελε πολύ τη Σοφί. Όλα επάνω της φανέρωναν πως ήταν μια βασίλισσα, από τη μυστηριώδη δύναμη της ομορφιάς της και τη σιγουριά της στάσης της, μέχρι την οξεία αντίληψή της για όσα συνέβαιναν γύρω της. Το χαμόγελό της τον θάμπωσε, όπως τον είχε θαμπώσει το κάλλος της από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. Το να την βλέπει τώρα, μέσα στο σπίτι του και κάτω από την επίβλεψή του, να έρχεται πρόθυμη να δειπνήσει μαζί του τον έκανε να νιώθει αμήχανος σαν έφηβος. Η μόνη σκέψη του ήταν πώς θα την έπειθε να έρθει πρόθυμα στο κρεβάτι του, γιατί είχε ήδη αποφασίσει να την παντρευτεί μόλις γεννούσε το παιδί της. Αυτό δε σήμαινε βεβαίως ότι στο μεταξύ δεν μπορούσε να την κάνει ερωμένη του. Διακριτικά, φυσικά. Το δείπνο διήρκεσε πολλή ώρα, και η Σοφί φαινόταν απόλυτα χαλαρή και πρόθυμη να κουβεντιάσει μαζί του. Το γεγονός τον ευχαρίστησε αφάνταστα, και ήδη οραματιζόταν το φθόνο που θα ξυπνούσε όταν την πήγαινε στο Λονδίνο το ερχόμενο φθινόπωρο. Μια τέτοια καλλονή, με το αίμα των Βουρβόνων στις φλέβες της και τη βασιλική καταγωγή της, θα γινόταν το αντικείμενο συζήτησης της αριστοκρατίας σ’ όλη τη διάρκεια της κοινωνικής σεζόν. Φανταζόταν τις οικοδέσποινες με τα πλαδαρά μπράτσα να συναγωνίζονται ποια θα φιλοξενήσει πρώτη στις χοροεσπερίδες της την ξαδέλφη του βασιλιά της Γαλλίας. Ήταν ιδιαιτέρως πολιτισμένος σ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, καθώς δεν ήθελε τίποτα να καταστρέψει την εύθραυστη ανακωχή μεταξύ τους. «Όπως είπα και πριν, δεν περίμενα να έρθεις στο δείπνο. Μετά από τόσες αρνήσεις, τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη και να αποφασίσεις να μου κάνεις συντροφιά απόψε;» Η Σοφί είχε ήδη καταλήξει πως αν του έλεγε πως οφειλόταν στο φόρεμα δε θα την πίστευε, αφού ήξερε πως ήταν πολύ δυνατός χαρακτήρας για να υποκύψει σε κάτι τόσο επιφανειακό. Αν του μιλούσε για το φόρεμα, αυτό θα σήμαινε πως είχε πάει εκεί για να τον ξεγελάσει. «Αποφάσισα πως υπάρχουν περιπτώσεις που είναι αναμφίβολα καλύτερο να χάνει κανείς αξιοπρεπώς παρά να κερδίζει με απείθεια». «Χαίρομαι που διαπιστώνω ότι η ευφυΐα σου συναγωνίζεται την ομορφιά σου». Άφησε τα δάχτυλά της να χαϊδέψουν το πόδι του ποτηριού της σαμπάνιας. «Είμαι σίγουρη ότι ο εξάδελφός μου θα ευχαριστηθεί να το ακούσει. Δε θα μου άρεσε να σκέφτομαι ότι απογοήτευσα τη χώρα μου». «Δε θα μπορούσες ποτέ να τους απογοητεύσεις. Θα φροντίσω να πληροφορηθεί ο βασιλιάς Λουδοβίκος πως η εξα-δέλφη του υπερέχει σε ικανότητες και διπλωματικότητα ακόμα κι από τους
καλύτερους πρεσβευτές του». Μετά το δείπνο η Σοφί συμφώνησε να παίξει πιάνο για το δούκα, ο οποίος παρακολουθούσε μαγεμένος τα δάχτυλά της να κυλούν αέρινα πάνω στα πλήκτρα. Ο νους του πλημμύριζε από φαντασιώσεις για κάποια άλλα ταλέντα εκείνων των μακριών, πανέμορφων δάχτυλων. Γί’ αυτό ένιωσε γνήσια απογοήτευση όταν έπαιξε και το τελευταίο τραγούδι της και έκλεισε το καπάκι του πιάνου. «Ω, μα είναι ανάγκη να σταματήσεις, αγαπητή μου;» Του χαμογέλασε, και ο δούκας είδε τα μάτια της να αστράφτουν σαν μπλε κρύσταλλοι. «Ο πατέρας μου έλεγε πως είναι σημάδι μεγαλείου να ξέρει κανείς πότε να αρχίζει και πότε να σταματά». «Τότε, ποιος είμαι εγώ να αντικρούσω μία ρήση του πατέρα σου; Ήταν σπουδαίος άνθρωπος». «Ναι, ήταν. Και τον λάτρευα». «Το έχω ακούσει». Στεκόταν απέναντι του στο δωμάτιο σαν ζωντανός πειρασμός, και ο δούκας δεν είχε καμία επιθυμία να της αντι-σταθεί. Είχε μείνει μόνος του πολύ καιρό. Όλα επάνω της λαμποκοπούσαν, θαρρείς και ξωτικά είχαν υφάνει το φόρεμά της με φεγγαραχτίδες. Την ήθελε με όλους τους τρόπους που ένας άντρας θέλει μια γυναίκα. Ήθελε να την κάνει δική του μέχρι οι δυο τους να γίνουν ένα. Προς το παρόν όμως, επιθυμούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη μεταφέρει ως το κρεβάτι του, για να της δώσει αυτό που λαχταρούσε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει, πέντε χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο προειδοποίησε τον εαυτό του να μη βιαστεί μαζί της. Ο βρομο-Σκοτσέζος την είχε διαφθείρει -γιατί ήταν πλέον σίγουρος πως επρόκειτο για βιασμό-, αλλά ο ίδιος δε θα έπεφτε στο επίπεδο εκείνου του αχρείου. Η Σοφί δεν ήταν γυναίκα που έπρεπε να την κάνει δική του με τη βία, ήταν γυναίκα που έπρεπε να κατακτηθεί με όλη την τέχνη της ερωτοτροπίας. Ο δούκας του Ρόκιγχαμ το είχε καταλάβει από την προπη μέρα που πήγε εκεί και τον εξόργισε τόσο ώστε αναγκάστηκε να τη χτυπήσει. Την πλησίασε και φίλησε το χέρι της στην πόρτα. «Ανυπομονώ να δειπνήσουμε και πάλι αύριο βράδυ. Ελπίζω να μη με απογοητεύσεις». Έσυρε τη βεντάλια της στο μάγουλό του. «Αυτό δε θα το έκανα ποτέ, Εξοχότατε. Καληνύχτα». Η πόρτα έκλεισε πίσω της, αλλά εκείνος έμεινε στη θέση του για μια στιγμή ακόμα, ώσπου το άρωμά της διαλύθηκε. * * * Η Σοφί δειπνούσε με το δούκα κάθε βράδυ για τις επόμενες τέσσερις μέρες, και κάθε φορά γινόταν όλο και δυσκολότερο να τον κρατήσει σε απόσταση. Ευτυχώς, την είχε καθησυχάσει τουλάχιστον για την επόμενη βραδιά.
«Αύριο το βράδυ θα έρθουν κάποιοι φίλοι τζέντλεμαν από το Λονδίνο για'να δειπνήσουν μαζί μου. Ελπίζω να συμφωνήσεις να είσαι κι εσύ παρούσα ως οικοδέσποινα». «Αν το επιθυμεί η Εξοχότητά σας», του είπε, και κατάλαβε αμέσους πως είχε προφέρει τις μαγικές λέξεις, γιατί ο δούκας την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, αποκαλώντας τη «αγαπημένη μου δούκισσα». Το επόμενο απόγευμα αιφνιδιάστηκε ενώ έπαιρνε το τσάι της, γιατί ο δούκας πήγε ο ίδιος να την επισκεφθεί. Στη διάρκεια της συζήτησής τους, ανέφερε πως οι φίλοι του ήταν μέλη κάποιου «Κύκλου του Οίκου Αέστερ». Η Σοφί συνοφρυώθηκε και χάιδεψε το πέταλο ενός τριαντάφυλλου από την ανθοδέσμη πάνω στο τραπέζι. «Δεν τους έχω ακουστά», είπε. «Είναι κάποιο είδος λέσχης κυρίων;» Της χαμογέλασε κι ακούμπησε το χέρι του στο δικό της. «Πριν σου εξηγήσω, οφείλω να σου δώσω κάποιες πληροφορίες οι οποίες θα σε βοηθήσουν πολύ να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται». «Ναι, παρακαλώ, γιατί είμαι τρομερά αδαής σε ό,τι αφορά τους τρόπους και τα έθιμα των Αγγλων. Θα νιώθω πιο άνετα αν είμαι ενημερωμένη, έτσι ώστε να μπορω να συμμετέχω επάξια στις συζητήσεις». «Αγαπητή μου, θα μπορούσες να εκφωνήσεις το διάταγμα του βασιλιά Γεωργίου Β' που όριζε το σύνορο του Μέιν στο μέσο του ποταμού Πισατάκουα και να τους έχεις γονατιστούς μπροστά σου». «Του Μέιν; Ω... στην Αμερική;» «Τόση ομορφιά και επιπλέον τόσες γνώσεις! Μαγευτικό πλάσμα». Δεν της άρεσε να την αποκαλούν «πλάσμα», όμως δεν έδωσε συνέχεια. «Θα μου μιλούσατε λοιπόν για τον Κύκλο του Οίκου Λέστερ». «Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το μεγαλύτερο γιο του βασιλιά, τον Φρειδερίκο Λουδοβίκο, ο οποίος είναι πρίγκιπας της Ουαλίας. Ήρθε στην Αγγλία από το Ανόβερο το 1727, με την ανάρρηση του Γεωργίου Β' στο θρόνο. Οι γονείς του, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η βασίλισσα Καρολίνα, τον περι-φρονούσαν πάντα... και τον σιχαίνονταν τόσο πολύ, ώστε η βασίλισσα συχνά εύχεται δημοσίως το θάνατό του. Το βασιλικό ζεύγος φοβάται πως ο Φρειδερίκος θα κερδίσει δημοτικότητα εις βάρος του βασιλιά. Ο Γεώργιος μάλιστα έφτασε στο σημείο να σκεφτεί να στείλει τον Φρειδερίκο να βασιλέψει στο Ανόβερο, έτσι ώστε ο δεύτερος γιος, ο Γουλιέλμος, να μπορέσει να κληρονομήσει το θρόνο». «Μπορούσε να το κάνει αυτό;» «Προσπάθησε. Το σχέδιο καταψηφίστηκε. Φυσικά ο Φρειδερίκος βρήκε φίλους στους κύκλους που αντιπολιτεύονταν τον πατέρα του. Εξόριστος απ’ το παλάτι, ο Φρειδερίκος εγκαταστάθηκε στον Οίκο Λέστερ, ο οποίος έχει γίνει τόπος συνάντησης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, όπου εργαζόμαστε για την προώθηση του επόμενου βασιλιά. Όσοι από εμάς επιδιώκουμε την ενθρόνιση του Φρειδερίκου είμαστε γνωστοί ως “Κύκλος του Οίκου Λέστερ”».
«Όμως αυτό δεν είναι επικίνδυνο για σας;» Έσφιξε το χέρι της. «Περιστέρα μου, η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά όταν σκέφτομαι πως αγωνιάς για την ασφάλεια μου». Το υποκοριστικό του την αήδιασε. Πρέπει να φύγω σύντομα από δοη σκέφτηκε, όμως χαμογέλασε. «Απλώς γνωρίζω ποιους κινδύνους αντιμετωπίζουν όσοι αντιπολιτεύονται το θρόνο. Έχω γνωρίσει πολλούς στη Γαλλία που στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα γι’ αυτή τη δράση τους». «Μην ανησυχείς για μένα, μα πετίτ, ξέρω τι κάνω, μικρή μου». «Να είστε προσεκτικός». Ο μπάτλερ τους διέκοψε πριν ο δούκας προλάβει να πει περισσότερα. «Εξοχότατε, έχουν φθάσει ο δούκας του Γου-όρδινγκτον και ο κόμης του Χάμσαϊρ». «Θα τους δεχτώ στη βιβλιοθήκη». Ο δούκας σηκώθηκε και πήρε το χέρι της Σοφί. «Θα σε δω στο δείπνο», της είπε με ένα χειροφίλημα.
Κεφάλαιο 25 Από την τσουκνίδα ετούτη, τον κίνδυνο, κόβουμε το λουλούδι της, την ασφάλεια. -Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ερρίκος Δ' Μέρος 1ο (1597), Πράξη 2η Σκηνή 3η. Ένα κουδούνισμα από σπιρούνια πάνω στο πέτρινο δάπεδο του κάστρου Μόνλεϊ έκανε όσους κάθονταν γύρω από τη φωτιά στη σάλα να πάψουν τις συζητήσεις τους. Όλοι κοίταξαν προς την έξοδο με αγωνία. Οι πόρτες άνοιξαν, και ο Τζέιμς Γκρέιαμ μπήκε στο δωμάτιο. Η θωριά και ο αέρας του δεν άφηναν καμία αμφιβολία για την ηγετική του θέση και ισχύ. «Γιατί ντύθηκες έτσι;» τον ροπησε η Αραμπέλα. «Είναι πολύ πρώιμο να σκέφτεσαι να βγεις από το κάστρο». «Το σκεφτόμουν, μα όχι πια. Τώρα το αποφάσισα. Τέρμα η τεμπελιά στο κρεβάτι. Υπάρχει κάτι που μου ανήκει και σκοπεύω να το πάρω πίσω». Ο Νιλ ακούμπησε την μπίρα του στο τραπέζι τόσο δυνατά, που το υγρό πιτσίλισε τριγύρω. «Είσαι σίγουρος πως είσαι έτοιμος γι’ αυτό; Είναι πολύς δρόμος ως το κάστρο του δούκα του Ρόκιγχαμ». «Θα πάμε με πλοίο ως το Γουίτμπι, στο Γιόρκσαϊρ. Θα πάρουμε μαζί τα άλογά μας και θα ιππεύσουμε από το Γουίτ-μπι ως το κάστρο Σουίφορντ».
«Θα κάνουμε λιγότερο χρόνο με τα δικά μας άλογα», συμφώνησε ο Φρέιζερ. «Πόσους άντρες θα πάρουμε μαζί μας;» ρώτησε ο Μπραν. «Σαράντα, όχι παραπάνω», αποκρίθηκε ο Τζέιμι. Δεν είπε στα αδέρφια του πως δεν είχε ιδέα αν ο δούκας είχε πάει τη Σοφί στην κατοικία του, το ένστικτό του όμως του έλεγε πως θα προτιμούσε να την πάει στο κάστρο Σουίφορντ στο Γιόρκσαϊρ, παρά να διακινδυνέψει να τη μεταφέρει στο Λονδίνο. Το κάθαρμα θα ήθελε πρώτα να κάμψει το ηθικό της, έτσι ώστε να γίνει η τέλεια υποταγμένη σύζυγος την οποία θα παρουσίαζε στους κύκλους του. «Ναι, σαράντα από τους Γκρέιαμ είναι παραπάνω από αρκετοί για να απωθήσουν ολόκληρο βρετανικό στράτευμα», είπε ο Νιλ. «Πότε σαλπάρουμε;» «Το χάραμα, γι’ αυτό κοιμηθείτε καλά». «Πριν φύγουμε», είπε ο Κάλεμ, «θα ήθελα να μάθω κάτι για το σχέδιό σου. Ο δούκας ίσως υποθέσει πως θα προσπαθήσουμε να την ελευθερώσουμε. Αν είναι έτσι, θα έχει βάλει διπλές και τριπλές φρουρές σε κάθε γωνιά». «Αν φοβάσαι τους κινδύνους, καλύτερα να μείνεις εδώ», τον έκοψε ο Τζέιμι. «Μισό λεπτό», μπήκε στη μέση ο Φρέιζερ. «Δε χρειάζονται εκνευρισμοί. Πρέπει να τα σκεφτούμε όλα και να δράσουμε αποτελεσματικά. Δε σκοπεύουμε να σ’ αφήσουμε να πας μόνος σου να ελευθεριάσεις την κοπελιά, όμως πρέπει να ξέρουμε τι μας περιμένει». Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά. «Αφού κανείς μας δεν έχει - πάει ποτέ στο Γιόρκσαϊρ, είναι καλύτερα να βρούμε ένα μέρος να καταλύσουμε, ενόσω δύο ή τρεις από εμάς θα πάμε με τα άλογα ως το Σουίφορντ. Μόλις φτάσουμε εκεί, μπορούμε να εξερευνήσουμε το πεδίο και να συγκεντρώσουμε πληροφορίες για τη δύναμη και τη θέση των αντρών του δούκα. Όταν πάρουμε τα στοιχεία που χρειαζόμαστε, τότε θα σχεδιάσουμε την επόμενη κίνησή μας και θα τους αιφνιδιάσουμε». «Αυτό το τελευταίο είναι που με ανησυχεί. Σίγουρα μια ομάδα από Χαϊλάντερ που καλπάζει στο Γιόρκσαϊρ δε γίνεται να περάσει απαρατήρητη». «Δε θα φοράμε τα ταρτάν μας, αν αυτό σε προβληματίζει», εξήγησε ο Τζέιμι. «Θα ντυθούμε σαν κοινοί Άγγλοι. Σίγουρα δε θα περιμένουν πως θα τολμήσουμε να διεισδύ-σουμε τόσο βαθιά στο αγγλικό έδαφος για να την ελευθερώ-σουμε. Δεν πρόκειται να κινήσουμε υποψίες». «Τολμώ να πω ότι οι πιθανότητές μας να τα καταφέρουμε δε με καθησυχάζουν», σχολίασε ο Νιλ. «Εξακολουθεί να είναι πολύ παρακινδυνευμένο το εγχείρημα». Ο Τζέιμι χαμογέλασε πλατιά πρώτα στον Νιλ κι ύστερα στα υπόλοιπα αδέρφια του. «Οι πιο συναρπαστικές μάχες είναι αυτές που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι ο καλύτερος τρόπος να παραμείνουμε σε εγρήγορση, αν δε θέλουμε να πάμε για μαλλί και να βγούμε κουρεμένοι».
Τα γέλια τους μέτριασαν λίγο την ένταση της ατμόσφαιρας, όταν όμως η ευθυμία κόπασε, η σοβαρότητα της υπόθεσης κυριάρχησε ξανά. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα μας υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες», είπε ο Μπραν. «Πώς σκοπεύεις να μπούμε μέσα;» Ο Τζέιμι χτύπησε στοργικά το κεφάλι του αδερφού του. «Είμαι σίγουρος πως θα μάθουμε την απάντηση αφού επι-σκεφθούμε το Σουίφορντ». * * * Η Σοφί ήταν ευγνώμων για την εμπειρία της από τη γαλλική Αυλή, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν δύσκολο να συμπεριφερ-θεί με τη δέουσα χάρη και αυτοπεποίθηση για να υποδεχθεί δεκαπέντε από τους επιφανέστερους άντρες της Αγγλίας. Παρ’ όλο που είχε τεράστια νευρικότητα, η εμπειρία της τη βοηθούσε να εκτελεί το ρόλο της εύκολα και χωρίς πολλή σκέψη. Σχεδόν μετάνιωνε για τα παράπονα που είχε εκφρά-σει για την πολύχρονη εκπαίδευσή της σ’ αυτό που η ίδια αποκαλούσε «ασήμαντες ευπρέπειες». Καθισμένη στη θέση της οικοδέσποινας στην κορυφή της τραπεζαρίας απέναντι από το δούκα, η Σοφί ένιωθε αρκετά άνετα σε ένα τόσο πολυτελές περιβάλλον, και ακριβώς γι’ αυτό ήταν τέλεια στο ρόλο της. Και οι δύο συνδαιτυμόνες δίπλα της, ο δούκας του Γου-άιφορντ στα δεξιά και ο κόμης του Νόρθροπ στα αριστερά της, ήταν άνθρωποι πολυταξιδεμένοι και ευφραδείς, κι απολάμβαναν την παρουσία της, μολονότι η Σοφί δεν ήταν τόσο ανόητη ώστε να πιστεύει πως θα συνέβαινε το ίδιο αν δεν ήταν εγγονή του βασιλιά Ήλιου. Μετά το δείπνο οι άντρες πήραν τα μπράντι τους και επέ-μειναν να παραμείνει η Σοφί στη συντροφιά τους. «Αγαπητή μου», της ψιθύρισε κάποια στιγμή ο δούκας με τέτοιο καμάρι που άγγιζε τα όρια του στόμφου, «τους έκανες σκλάβους σου. Το ήξερα πως θα ήσουν η τέλεια δούκισσα που θα κοσμούσε το τραπέζι μου». Ήθελε να του πει πως δεν ήταν η δούκισσά του, ούτε θα γινόταν ποτέ, αλλά προς το παρόν αυτό θα παρέμενε το μυστικό της. «Με τιμά να σας φαίνομαι χρήσιμη, Εξοχότατε», του είπε απλώς και χαμογέλασε. Ακόμα και ο δούκας του Μπέλιγχαμ έκανε ένα παρόμοιο σχόλιο. «Προτείνω μία πρόποση στην ωραιότερη, ευγενέστερη οικοδέσποινα που η Αγγλία είχε ποτέ τη χαρά να φιλοξενήσει στο έδαφος της». «Σας ευχαριστώ, Εξοχότατε. Νιώθω πως η τιμή ανήκει σε όλους εσάς, γιατί για να γίνει κάποια σπουδαία οικοδέσποινα, θα πρέπει να έχει σπουδαίους επισκέπτες. Συνεπώς, το οφείλω σ’ εσάς». Σύντομα οι άντρες αφοσιώθηκαν στη συζήτησή τους σαν να είχαν ξεχάσει εντελώς τη Σοφί, η οποία καθόταν σε μια πολυθρόνα δίχως μπράτσα λίγο παράμερα και άκουγε όλα όσα είχαν να πουν οι άντρες του Κύκλου του Οίκου Λέστερ.
Συζητούσαν για τον Φρειδερίκο Λουδοβίκο, τον πρίγκιπα της Ουαλίας, και για το σχέδιό τους να τον ανεβάσουν στο θρόνο πριν το θάνατο του Γεωργίου Β'. Η συζήτησή τους θύμισε στη Σοφί τη διπλωματική υπηρεσία του δούκα του Ρόκιγχαμ στη Γαλλία αλλά και τα λόγια του ξαδέλφου της Λουδοβίκου: «Ο δούκας του Ρόκιγχαμ στάλθηκε στη Γαλλία επειδή ο βασιλιάς Γεώργιος ήθελε να τον βγάλει από τη μέση». Αντί να υπηρετήσει τον Αγγλο βασιλιά, ο δούκας του Ρόκιγχαμ άρχισε να διαπραγματεύεται για δικό του όφελος με τον Λουδοβίκο ΙΕ'. Αν οι Γάλλοι τον βοηθούσαν να εκθρονίσει τον Γεώργιο, ο δούκας και οι φίλοι του θα τον αντικαθιστούσαν με τον πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος θα τασσόταν υπέρ των Γάλλων. Για να επισφραγιστεί η συμφωνία, ο δούκας του Ρόκιγχαμ ήθελε τη Σοφί για σύζυγό του. Ο Λουδοβίκος ήταν αρχικά απρόθυμος να αναμείξει τη Γαλλία σε μια τέτοια πλεκτάνη, όμως ο Γεώργιος Β' είχε ήδη κηρύξει πόλεμο στην Ισπανία, η οποία είχε εμπλακεί στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής, μια διαμάχη που θα έφερνε την Αγγλία και τη Γαλλία σε αντίπαλα στρατόπεδα. «Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε αν ακολουθήσουμε το σχέδιο του δούκα του Ρόκιγχαμ», αποφάνθηκε τέλος ο Λουδοβίκος. Η Σοφί αντέδρασε όταν της ανακοίνωσε την απόφασή του. «Δεν μπορείς να συμφωνήσεις με την ιδέα αυτή. Πώς μπορείς να το κάνεις, όταν αυτό σημαίνει ότι εγώ πρέπει να θυσιαστώ παίρνοντας για σύζυγο έναν άντρα που απεχθάνομαι;» Μα ο ξάδερφός της δεν έδειξε καμία κατανόηση, παρά μόνο υπεροψία. «Δες το σαν έναν τρόπο να υπηρετήσεις τη Γαλλία, αγαπητή ξαδέρφη», της είπε. «Θα παντρευτείς έναν πολύ ισχυρό άντρα, ο οποίος θα έχει όχι μόνο την εύνοια, αλλά και την ευγνωμοσύνη του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας». Η Σοφί κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε. «Το αντίθετο είναι επίσης πιθανό, γιατί υπάρχει εξίσου η πιθανότητα ο Φίλιππος να μη γίνει βασιλιάς, και ο δούκας του Ρόκιγχαμ να χάσει τα πάντα και να φυλακιστεί, ή και να σκοτωθεί. Θα μπορούσα ακόμα και να κατηγορηθώ για συμμετοχή στην πλεκτάνη. Τι γίνεται τότε;» Ο Λουδοβίκος χτύπησε στοργικά το χέρι της. «Τότε θα έχουμε χάσει μόνο την όμορφη Σοφί μας». «Θα με χρησιμοποιούσες λοιπόν, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μου, προκειμένου να εφαρμόσεις τα σχέδιά σου εναντίον της Αγγλίας;» «Έτσι παίζεται αυτό το παιχνίδι, ξαδέρφη. Μερικοί από μας κερδίζουν, άλλοι χάνουν. Και κάποιοι πρέπει να θυσιαστούν». Ακόμα και τώρα, τα λόγια του την πονούσαν βαθιά. Κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να κρύψει την αηδία που ένιωθε.
Έπρεπε να φύγει από εκεί. Πόσο ευχόταν να ήταν εκεί ο Τζέιμι, με το νηφάλιο μυαλό και τη δύναμη να τη συμβουλέψει! Μα ο Τζέιμι ποτέ άλλοτε δε βρισκόταν πιο μακριά της. Αναρωτήθηκε τι σημασία είχε, αφού δεν είχε ούτε την παρηγοριά της παρουσίας του, ούτε μια θέση στην καρδιά του. Το μόνο που είχε ήταν οι δικές της δυνάμεις, και τη βασάνιζε η σκέψη πως έπρεπε να καταφύγει σε τόσο φτηνά γυναικεία κόλπα και να προφασιστεί έναν πονοκέφαλο, ώστε να αποχωρήσει από τον Κύκλο του Οίκου Λέστερ. * * * Δυο μέρες πριν την προγραμματισμένη απόπειρα διάσωσης της Σοφί, ο Τζέιμι και οι άντρες του έστησαν το προσωρινό τους κατάλυμα γύρω στο ένα μίλι μακριά από το κάστρο Σουίφορντ. Στη διάρκεια της ημέρας περιφέρονταν στην περιοχή γύρω από το κάστρο και τα γειτονικά χωριά μεταμφιεσμένοι σε πλανόδιοι έμποροι, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν πληροφορίες για το πήγαιν’ έλα στο κάστρο, καθώς και για τη γενική διάταξη του κτίσματος. Ο Τζέιμι είχε τη μεγάλη τύχη να βρει έναν άντρα που διέθετε πληροφορίες από πρώτο χέρι για το κάστρο, ο οποίος μάλιστα έφτασε στο σημείο να χαράξει ένα λεπτομερή χάρτη του στο χώμα, προσθέτοντας πρόθυμα τις περισσότερο αλλά και τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες εισόδους. Πήρε ακόμα την ελευθερία να επισημάνει τη θέση μιας μικρής μυστικής πόρτας στο εξωτερικό τείχος, την ύπαρξη της οποίας, όπως ισχυρίστηκε, γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι. Έτσι έφτασε η νύχτα της προγραμματισμένης διείσδυσης στο οχυρό. Το φως του φεγγαριού υποχρέωσε τους άντρες να φορέσουν μαύρα και να πάρουν μαζί τους μόνο την απαραίτητη εξάρτυση. «Δε θέλουμε τίποτα που κάνει θόρυβο», είπε ο Τζέιμι. Τα χαλινάρια είχαν τυλιχτεί προσεκτικά, και οι οπλές των αλόγων καλύφθηκαν. Καθώς ίππευαν προς το Σουίφορντ, φρόντισαν να μείνουν πίσω από το παραπέτασμα των δέντρων, αποφεύγοντας όσο ήταν δυνατόν τους δρόμους και τα ανοιχτά βαλτοτόπια. Όταν πλησίασαν αρκετά ώστε να βλέπουν τα φώτα στα παράθυρα του Σουίφορντ, ο Τζέιμι σήκωσε το χέρι του και οι άντρες ξεπέζεψαν. «Θα πάρω μαζί μου δυο άντρες, οι οποίοι θα περιμένουν στο άλογό μου όταν θα μπω μόνος. Ελπίζω να βρω την κοπελιά μου και να ξαναβγώ σύντομα, αν όμως δεν επιστρέψω σε μία ώρα, πρέπει να φύγετε χωρίς εμένα. Θα διατάξω να μαστιγωθεί όποιος παρακούσει την εντολή μου. Ασχετα από τις περιστάσεις, μη διανοηθείτε να παίξετε τους ήρωες εισβάλλοντας στο κάστρο για να με σώσετε. Ο Ρόκιγχαμ έχει έναν πολύ καλά εκπαιδευμένο στρατό. Μόλις μάθουν ότι παραβίασα τα τείχη τους, θα έχουμε χάσει το πλεονέκτημά μας και δε θα γλιτώσουμε με τίποτα».
Ο Μπραν και ο Νιλ κάλπασαν μπροστά μαζί με τον Τζέ-ιμι, μόλις όμως έφτασαν στα τείχη του κάστρου οι δυο τους περίμεναν κρυμμένοι στα δέντρα, ενώ ο Τζέιμι έφυγε μόνος. Βρήκε τη μυστική δίοδο στα τείχη του οχυρού, και δυσκολεύτηκε τόσο να την ανοίξει, ώστε συμπέρανε πως η πόρτα θα πρέπει να είχε μείνει κλειστή για εκατοντάδες χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ευτύχημα το γεγονός ότι υπήρχε τουλάχιστον ένα αφρούρητο σημείο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην περιοχή του κάστρου. Το φως του φεγγαριού έριχνε μακριές σκιές από τις στέγες και τους πυργίσκους και η δική του σκιά αναμειγνυόταν μ’ αυτές. Μπήκε στο χώρο του κυρίως κτίσματος επιλέγοντας να πλησιάσει από τα αποχωρητήρια, γιατί θεωρούσε ότι εκεί ήταν λιγότερο πιθανό να συγκεντρώνονταν οι φρουροί. Η μυρωδιά των ούρων και των κοπράνων ήταν σχεδόν αφόρητη, έτσι πήρε όσο λιγότερες ανάσες μπορούσε ώσπου να τη διασχίσει και να απομακρυνθεί. Η επιλογή του ήταν σωστή, γιατί η συγκεκριμένη περιοχή ήταν μισοσκότεινη και πουθενά δε φαίνονταν φρουροί. Από εκεί βρέθηκε στο παρεκκλήσι, αμφιβάλλοντας ότι ο δούκας θα βρισκόταν κάπου εκεί προσευχόμενος με ευ-λάβεια. Στη συνέχεια κατηφόρισε έναν έρημο διάδρομο και ανέβηκε μια στενή κυκλική σκάλα η οποία φαινόταν να μη χρησιμοποιείται ποτέ, αν έκρινε κανείς από τους ιστούς αράχνης που την κάλυπταν. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως τον κυρίως όροφο του κάστρου και, προς έκπληξή του, πρόλαβε να δει για μια στιγμή την πλάτη της Σοφί πριν χαθεί κάτω από τις σκάλες. Ήταν έτοιμος να τρέξει κοντά της, όταν πρόσεξε δυο φρουρούς να κατεβαίνουν στον όροφο. Κρύφτηκε γρήγορα πίσω από τις σκάλες και περίμενε ώσπου να περάσουν. Όταν οι φρουροί έπαψαν να ακούγονται, ο Τζέιμι κατέβηκε προσεκτικά τα σκαλοπάτια απ’ όπου την είχε δει πριν λίγο να εξαφανίζεται. * * * Μόλις άφησε τον Κύκλο του Οίκου Αέστερ, η Σοφί κατευ-θύνθηκε προς το δωμάτιό της. Περνώντας από το σαλόνι, είδε πως μία από τις πόρτες της μικρής ιδιωτικής βεράντας που έβγαζε στον κήπο ήταν μισάνοιχτη. Μετά από τόσο καπνό πούρων θέλησε να αναπνεύσει λί-γο καθαρό αέρα, έτσι βγήκε αθόρυβα από την πόρτα. Ήταν καλή ιδέα, γιατί ο αέρας ήταν φρέσκος και ο καθαρός ουρανός αιχμαλώτισε την προσοχή της. Τα αστέρια ήταν εκτυφλωτικά και το γεμάτο φεγγάρι ολόλευκο και λαμπερό. Αρχισε να νιώθει την ψύχρα της βραδιάς και ήταν έτοιμη να ξαναμπεί μέσα, όταν πρόσεξε ένα φως ντ βγαίνει από το γραφείο του δούκα. Από το σημείο όπου βρισκόταν είδε καθαρά το*' Τζέρε-μι Άσφορντ, τον σκληροτράχηλο διαχειριστή του δούκα, να μπαίνει κρατώντας ψηλά ένα κερί. Ο Ασφορντ κοντοστάθηκε τόσο ώστε να ανάψει ένα δαυλό σε κάποιον τοίχο.
Η Σοφί παρακολουθούσε με ενδιαφέρον από την πλεονεκτική θέση της στη βεράντα, ενώ ο άντρας σήκωνε το καπάκι ενός κινέζικου βάζου και έβγαζε από μέσα ένα κλειδί. Στη συνέχεια το χρησιμοποίησε για να ξεκλειδώσει ένα παλιό πέτρινο κουτί. Ο Άσφορντ έστριψε τις τέσσερις πλευρές του κουτιού γλιστρώντας την καθεμιά μπροστά έτσι ώστε να ανοίξει το καπάκι. Η περιέργεια της Σοφί τώρα είχε φουντώσει, γιατί αναγνώρισε πως το κουτί ήταν ένα οστεοφυλάκιο, ένα αρχαίο δοχείο φύλαξης οστών. Και συνέχισε να απορεί, ώσπου τον είδε να βγάζει μια τυλιγμένη περγαμηνή από το πανωφόρι του και να την τοποθετεί στο κουτί. Αφού κλείδωσε το κουτί και επέστρεψε το κλειδί στη θέση του, ο άντρας έσβησε το κερί και το δωμάτιο βυθίστηκε και πάλι στο σκοτάδι. Η Σοφί περίμενε τουλάχιστον πέντε λεπτά πριν μπει στο σπίτι. Αντί όμως να πάει στο δωμάτιό της, τρύπωσε κρυφά στο γραφείο του δούκα, άναψε το κερί, έβγαλε το κλειδί από το βάζο και ξεκλείδωσε το οστεοφυλάκιο. Πρόσεξε αμέσως τον περίτεχνο κελτικό δράκοντα που ήταν σκαλισμένος στην κορυφή, καθώς και τα χαραγμένα σύμβολα από κάτω. Ήταν σε γραφή όγκχαμ, ένα αρχαίο κελτικό αλφάβητο που στην κύρια μορφή του αποτελούνταν από είκοσι χαρακτήρες. Εκατοντάδες χρόνια πριν αυτό το αλφάβητο ήταν η μυστική θρησκευτική γλώσσα των δρυΐδίον. Παρατήρησε τα σύμβολα για μια στιγμή.
«Μπραχ Γκρα», είπε, προφέροντας τις λέξεις που σήμαι-ναν «παντοτινή αγάπη». Βαθιά μελαγχολία την τύλιξε σαν πένθιμο πέπλο. Αυτό που καταλάβαινε ήταν πως κάποτε ετούτο το μικρό κουτί περιείχε τα οστά ενός αγαπημένου ανθρώπου. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως ο Ρόκιγχαμ είχε πετάξει αυτά τα οστά για να χρησιμοποιήσει το κουτί για τους δικούς του σκοπούς. Ανοιξε το πέτρινο κουτί και έβγαλε από μέσα την περγαμηνή. Με μεγάλη έκπληξη είδε πως ήταν γραμμένη στα γαλλικά, και ακόμα περισσότερο ξαφνιάστηκε όταν είδε στο κάτω μέρος την υπογραφή και τη μεγάλη σφραγίδα του αγαπητού εξαδέλφου της, του Λουδοβίκου ΙΕ'. Διάβασε στα γρήγορα το κείμενο και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, γιατί κατάλαβε πως αυτό που κρατούσε ήταν το μέσο για να ανατρέψει τον παντοδύναμο δούκα του Ρόκιγχαμ. Έκρυψε την περγαμηνή στο μπούστο της, έκλεισε το κουτί, επέστρεψε το κλειδί στο βάζο κι ύστερα
έσβησε το κερί και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο. Μόλις ξαναβρέθηκε στο δωμάτιό της ντύθηκε ζεστά με ρούχα ιππασίας, πήρε την κάπα της και κατέβηκε στο πλυσταριό. Εκεί διέσχισε ατέλειωτες σειρές από σκάφες και προχώρησε σκυφτή κάτω από μια σειρά απλωμένα ρούχα. Ξεγλίστρησε από το κάστρο και συνέχισε να διασχίζει το γρασίδι φροντίζοντας να μένει κοντά στους θάμνους, ενώ κατευθυνόταν προς το λαβύρινθο, δίπλα στους στάβλους. Κόντευε να φτάσει εκεί, όταν ένα χέρι σκέπασε το στόμα της κι ένιωσε να την τραβούν πάνω σ’ ένα σκληρό, μυώδες σώμα. «Πώς περιμένεις να σε ελευθερώσω αν δε μένεις ποτέ σε μια μεριά, κοπελιά; Εδώ και μισή νύχτα σε ακολουθώ πέρα δώθε μέσα σ’ αυτό το καταραμένο κάστρο». Την επόμενη στιγμή άρχισε να τον φιλάει, ή να τη φιλάει εκείνος, ή πάλι ίσως και να μην είχε σημασία ποιος φιλούσε ποιον. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως οι δυο τους φιλιούνταν με πάθος. Είναι εδώ... σκεφτόταν, πράγμα που σήμαινε πως νοιαζόταν γι’ αυτήν -τουλάχιστον αρκετά ώστε να διακινδυνεύσει ία πάντα και να έρθει να τη βρει. Έτσι τυλιγμένη μέσα στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε, η Σοφί ένιωθε πως είχε επιστρέφει επιτέλους στο σπίτι της. Υπήρχαν εκατομμύρια ερωτήσεις στο φτωχό, παραζαλισμένο μυαλό της, και της ήταν αδύνατον να σκεφτεί καθαρά. Το μόνο που ήξερε ήταν πως αυτός ο θαυμάσιος άντρας βρισκόταν εκεί με τη θέλησή του, πως θα πρέπει να την είχε συγχωρήσει και πιος νοιαζόταν αρκετά ώστε να ρισκάρει τη ζωή του γι’ αυτήν. «Μα τι γυρεύεις εδώ;» κατάφερε τελικά να τον ρωτήσει. «Ποτέ δεν περίμενα να σε ξαναδώ». «Ήρθα να σε βρω», της είπε, βλέποντας τη Σοφί να τρέμει. «Είσαι εντάξει, κοπελιά;» «Ναι, μόνο που δυσκολεύομαι λίγο να αναπνεύσω. Δεν το πιστεύω πως είσαι στ’ αλήθεια εσύ». Τον κρατούσε σφιχτά σαν να εξαρτιόταν απ’ αυτό η ζωή της, σαν να φοβόταν μήπως της ξαναφύγει και τον χάσει για πάντα. Όταν της ξαναμίλησε ο Τζέιμι, μουρμούρισε τα λόγια πάνω στα χείλη της. «Όσο κι αν θα ήθελα τώρα να σου κάνω έρωτα, πρέπει να σε πάρω γρήγορα από δω. Πού είναι ο δούκας;» «Έχει μια συνάντηση με τα μέλη του Κύκλου του Οίκου Λέστερ». «Αυτά τα κουτορνίθια που νομίζουν ότι θα βάλουν τον Φρειδερίκο Λουδοβίκο στο θρόνο;» «Πώς το ξέρεις αυτό;»
«Φροντίζω να μαθαίνω όσο περισσότερα μπορώ για τον εχθρό. Τι κάνουν εδώ;» Αρχισε να του μιλάει γρήγορα, προσπαθώντας να του εξηγήσει τα πάντα... Αρχισε λέγοντας πώς είχε γνωρίσει το δούκα στη γαλλική Αυλή, ανέφερε ξανά τη συμφωνία μεταξύ του Λουδοβίκου και του δούκα η οποία περιλάμβανε το γάμο της μαζί του... Είχε πάρει τόση φόρα, που ο Τζέιμι αναγκάστηκε να τη φιλήσει για να σωπάσει. «Θα έχουμε χρόνο να τα πούμε αυτά, κοπελιά. Τώρα πρέπει να σε πάρω από εδώ». «Περίμενε! Παραλίγο να το ξεχάσω». Αρχισε να λύνει το μπούστο της. «Όσο κι αν θα ήθελα να χαριεντιστούμε, κοπελιά, τούτος δεν είναι ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος. Αυτό θα πρέπει να περιμένει». Η Σοφί έβγαλε την περγαμηνή. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Βρήκα αυτό εδώ απόψε. Είναι ένα γράμμα από τον ξάδερφό μου, το βασιλιά Λουδοβίκο. Δηλώνει πως θα στείλει τα απαραίτητα στρατεύματα που έχει ζητήσει ο δούκας του Ρόκιγχαμ, καθώς και όλο το χρυσάφι, μόνο όμως όταν λάβει απόδειξη ότι έγινε ο γάμος μου μαζί του. Στη συνέχεια αναφέρει πως είναι απαραίτητο να προστατεύσει τα συμφέ-ροντά του όταν ο δούκας του Ρόκιγχαμ καταφέρει να ανέβει στο θρόνο κι εγώ γίνω βασίλισσα της Αγγλίας». Η Σοφί σώπασε, αφού ο Τζέιμι δεν έδειχνε να την ακούει καθόλου. «Ακόυσες τι είπα; Σκοπεύει να διεκδικήσει το θρόνο... να προδώσει τα άλλα μέλη του Κύκλου του Οίκου Λέστερ». «Ναι, κοπελιά, σε άκουσα, μην ανησυχείς. Πού το βρήκες αυτό;» Του διηγήθηκε πώς παρακολούθησε το διαχειριστή του δούκα κι ύστερα πήγε κι άνοιξε το κουτί. «Είχε επάνω σκαλισμένο ένα δράκο... έναν κελτικό δράκο, υποθέτω, αφού οι λέξεις από κάτω ήταν γραμμένες στο αλφάβητο όγκχαμ. Στενοχωρήθηκα όμως. Βλέπεις, γράφει Μπραχ Γκρα», είπε. «Σημαίνει “παντοτινή αγάπη”». Ο Τζέιμι ήταν κατάπληκτος. «Μπορείς να διαβάζεις όγκχαμ; Μα... πώς;» «Ο πατέρας μου ήταν πολύ ευφυής άνθρωπος. Μελετούσε τις αρχαίες γλώσσες και τα αλφάβητα. Από εκείνον έμαθα να διαβάζω τα γράμματα του όγκχαμ, αν και η σημασία του δράκου με μπερδεύει». «Συμβολίζει την απόλυτη εξουσία. Πεν Ντράιγκ σημαίνει αρχηγός, “ο πρώτος ανάμεσα στους δράκους”... Αρκετά όμως μ’ όλα αυτά. Έχω μια ιδέα. Έλα». Πήρε το χέρι της και ξεκίνησε προς την κεντρική είσοδο του κάστρου. Η Σοφί σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε έντρομη. «Με πηγαίνεις πίσω;» «Ποτέ». Της χαμογέλασε γοητευτικά και η Σοφί μαλάκωσε. «Θα πάμε μέσα μαζί, κοπελιά». «Μα γιατί; Είμαστε σχεδόν ελεύθεροι. Γιατί να γυρίσουμε πίσω;»
«Γιατί υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος να φύγουμε από το να σκαρφαλώσουμε τα τείχη». «Ποιος τρόπος είναι αυτός;» «Να βγούμε από την κύρια πύλη». «Τζέιμι Γκρέιαμ, παλάβωσες;» Τη φίλησε στα γρήγορα. «Έχε μου εμπιστοσύνη και κράτα τις ερωτήσεις σου για αργότερα». Μέχρι να μπουν στην πτέρυγα του κάστρου όπου βρίσκονταν ο δούκας του Ρόκιγχαμ και οι 'υπόλοιποι, η Σοφί είχε αρχίσει να αμφιβάλλει σοβαρά για τη νοημοσύνη του Τζέιμι. Αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν καθαρή τρέλα. Όταν πλησίασαν τις πόρτες, οι φρουροί τους σταμάτησαν. Μα φυσικά, σκέφτηκε η Σοφί. Αυτή είναι η δουλειά τους. Όταν ο δούκας του Ρόκιγχαμ άκουσε το θόρυβο, άνοιξε την πόρτα. «Τι συμβαί...» Ο Τζέιμι μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας σταθερά τη Σοφί στο μπράτσο του. «Καλήν εσπέρα, κύριοι». Ο δούκας του Χέιβερσλι στράφηκε στο δούκα του Ρόκιγχαμ. «Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» «Κόμης του Μόνλεϊ, στις υπηρεσίες σας», είπε ο Τζέιμι. «Έχεις πολύ θράσος να εμφανίζεσαι εδώ», του είπε ο δούκας του Ρόκιγχαμ. «Πάντα ήξερα ότι οι Σκοτσέζοι είναι βλάκες, δεν είχα ιδέα όμως πόσο». «Ας αποφασίσουμε αργότερα ποιος από μας είναι ο βλάκας», αποκρίθηκε ο Τζέιμι πριν στρέψει την προσοχή του στους άλλους άντρες στο δωμάτιο. «Ηρθα να σας παραδώσω ένα μήνυμα από το βασιλιά της Γαλλίας», τους είπε. «Έχει συγκεντρώσει χρυσάφι και στρατεύματα κι είναι έτοιμοι να σπεύσουν να βοηθήσουν το δούκα του Ρόκιγχαμ. Μόλις λάβει την απόδειξη ότι ο δούκας από εδώ και η εξαδέλφη του η Σοφί έχουν παντρευτεί, τα πλοία του γεμάτα Γάλλους στρατιώτες και χρυσάφι θα σταλούν αμέσως στην Αγγλία. Έρχονται, κύριοι, να σας βοηθήσουν να ανεβάσετε τον αγαπητό φίλο σας δούκα του Ρόκιγχαμ στο θρόνο της Αγγλίας». Το πρόσωπο του δούκα του Ρόκιγχαμ πήρε μια νεκρική χλομάδα. Γύρισε στους φρουρούς. «Ψεύδεται. Συλλάβετέ τον». Ο Τζέιμι κοίταξε τους έκπληκτους άντρες. «Κύριοι, θα ήταν προς το συμφέρον σας να με ακούσετε μέχρι τέλους. Νομίζω πως εσείς θα πρέπει να αποφασίσετε αν ψεύδομαι ή όχι». Ο δούκας του Σάφινγκτον παρενέβη. «Αφήστε τον να μιλήσει». Οι άλλοι συμφώνησαν αμέσως. Ο Τζέιμι έβγαλε την τυλιγμένη περγαμηνή. «Φυσικά, δεν ήρθα εδώ έχοντας την απαίτηση να
πιστέψετε έναν ταπεινό Σκοτσέζο σαν εμένα, ίσως όμως αναγνωρίσετε την υπογραφή και τη σφραγίδα του βασιλιά της Γαλλίας». Έδωσε το έγγραφο στο δούκα του Σάφινγκτον, ο οποίος το διάβασε στα γρήγορα και το έδωσε στο δούκα του Χέι-βερσλι. «Απ’ ό,τι φαίνεται», είπε ο δούκας του Σάφινγκτον, «ο φίλος μας ο δούκας του Ρόκιγχαμ έχει φιλοδοξίες τις οποίες ακόμα και εμείς αγνωύσαμε». Ο δούκας του Χέιβερσλι διάβασε βιαστικά το έγγραφο. «Θεέ και Κύριε! Είναι αλήθεια!" Αυτό το κάθαρμα σκοπεύει να ξεφορτωθεί τον Φρειδερίκο και να γίνει βασιλιάς της Αγγλίας». «Δεν είναι έτσι», είπε ο δούκας του Ρόκιγχαμ. «Παρεξηγήσατε». «Γιατί δεν τα εξηγείς λοιπόν εσύ;» του είπε ο Τζέιμι, «ενώ εγώ θα παίρνω τη Σοφί μακριά από δω. Με την άδειά σας, κύριοι, θα σας παραδώσω αυτή την επιστολή του βασιλιά Λουδοβίκου με αντάλλαγμα την εξαδέλφη του. Είναι μια αξιόλογη ανταλλαγή και για τις δύο πλευρές, δε συμφωνείτε;» «Ναι, ναι», είπε ο δούκας του Χέιβερσλι κοιτώντας ακόμα το γράμμα. «Παράκαλούμε, πάρτε την κυρία. Μας προ-σφέρατε μεγάλη υπηρεσία. Πάρτε ό,τι θέλετε... εκτός από το δούκα, φυσικά». «Μόνο την κοπελιά μου θέλω», είπε ο Τζέιμι και κοίταξε τη Σοφί μ’ έναν τρόπο που έκανε την καρδιά της να χοροπηδήσει. Πήρε το χέρι της. «Πάμε, κοπελιά, πάμε να φύγουμε από δω πέρα». «Περιμένετε!» φώναξε ο δούκας του Ρόκιγχαμ. «Για το όνομα του Θεού, ακούστε με!» Οι ικεσίες του όμως έπεσαν στο κενό. Η Σοφί και ο Τζέ-ιμι βγήκαν από την πόρτα, οι φρουροί όμως τους έκλεισαν την έξοδο. «Ο δούκας του Ρόκιγχαμ είναι προδότης του Στέμματος της Αγγλίας. Αφήστε τους να περάσουν», είπε ο δούκας του Σάφινγκτον. «Δεν έχουμε αντιδικία μαζί τους. Παρακαλώ, συνοδέψτε τους μέχρι την πόρτα». Οι φρουροί οπισθοχώρησαν. Η Σοφί έριξε πίσω της μια κλεφτή ματιά και είδε τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του δούκα του Ρόκιγχαμ. «Τελείωσε, κοπελιά», της είπε ο Τζέιμι νωχελικός και ατάραχος, σαν να συνήθιζε να βγαίνει καθημερινά ανέγγι-χτος από ένα προπύργιο του εχθρού. Η Σοφί ένιωσε τη ζεστασιά του χεριού που σκέπαζε το δικό της, και την καθησύχασε η δύναμη και το κουράγιο που αναδίνονταν από μέσα του. Όταν είδαν τη Σοφί και τον Τζέιμι να πλησιάζουν, οι φρουροί της κεντρικής εισόδου άνοιξαν τις πύλες και στάθηκαν παράμερα, αφήνοντάς τους να περάσουν.
Καθώς έβγαιναν απ’ το κατώφλι στο νυχτερινό αέρα, η Σοφί άκουσε πίσω της την παγερή φωνή του δούκα του Σάφινγκτον. «Κλείστε τις πόρτες, παρακαλώ».
Κεφάλαιο 26 Ο κόσμος απλωνόταν ολάκερος μπροστά τους, να διαλέξουν Τόπο για να αναπαυθούν, και η Θεία Πρόνοια οδηγός τους Πιασμένοι χέρι με χέρι, μ’ αργό, αβέβαιο βήμα, Πήραν το μοναχικό τους δρόμο Αφήνοντας την κοιλάδα της Εδέμ. -Τζον Μίλτον (1608-1674), Άγγλος ποιητής. Χαμένος Παράδεισος Άσμα 12ο (1667) Διέσχισαν το γρασίδι και ο Τζέιμι την κρατούσε πάντα σφιχτά από το χέρι καθώς προχωρούσαν προς τη δεντροστοιχία. «Μήπως θα έπρεπε να τρέξουμε; Κι αν άλλαξαν γνώμη;» «Νίκησες, κοπελιά. Απόλαυσε το». «Εντάξει, αν όμως αποφασίσουν να κυνηγήσουν εσένα;» Το γέλιο του ήταν καθησυχαστικό. «Δε θα το κάνουν αυτό, κοπελιά. Και δε θα ήθελα να χάσω αυτή την αίσθηση για τίποτα στον κόσμο. Γιατί πόσες φορές στη ζωή του έχει ένας άντρας την ευκαιρία να αποδειχτεί ισχυρότερος από τους Άγγλους ευπατρίδες, κι ύστερα, με τις δικές τους ευλογίες, να φύγει σαν κύριος χωρίς καμιά συνέπεια;» Δεν προχώρησαν μακριά, και ο Νιλ με τον Μπραν ξε-πρόβαλαν τόσο αιφνιδιαστικά απ’ τα σκοτάδια, που η Σοφί τρόμαξε. Πρόσεξε πως οδηγούσαν τον Κόρι, αλλά δεν είχαν κανένα άλογο γι’ αυτήν. «Πού τραυματίστηκες;» ρώτησε ο Νιλ. «Δεν έπαθα ούτεγρατσουνιά», αποκρίθηκε ο Τζέιμι, «όπως και η κοπελιά μου». «Τότε γιατί περπατάς σαν να πηγαίνεις στη στέψη σου; Πρέπει να φύγουμε γρήγορα από δω, πριν ανακαλύψουν ότι η κοπελιά λείπει». «Όλα είναι εντάξει, μας έδωσαν άδεια να φύγουμε... και πολύ ευγενικά, μάλιστα». Ο Νιλ και ο Μπραν αντάλλαξαν σαστισμένες ματιές, κι έτσι ο Τζέιμι ανέλαβε να τους κάνει μια σύντομη ενημέρωση για όσα είχαν προηγηθεί. «Ας φύγουμε από τούτο το μέρος», τους είπε αφού απάντησε σε μερικές ερωτήσεις τους.
«Πεθύμησα το φρέσκο αέρα της Σκοτίας». Σήκωσε τη Σοφί στη σέλα και ανέβηκε πίσω της. Ξεκίνησαν, και ο Μπραν προχωρούσε σε εμπροσθοφυλακή, ενώ ο Νιλ ακολουθούσε, κάνοντας την οπισθοφυλακή τους. Υπήρχαν αμέτρητες ερωτήσεις που χρειάζονταν απάντηση, και θα είχαν αρκετό χρόνο για όλα αυτά μόλις έφταναν στο Μόνλεϊ. Υπήρχε όμως μια ερώτηση που η Σοφί ήθελε να του κάνει τώρα. «Τι θα γίνει με την Τζίλιαν; Λες να παντρευτεί τον Βιλέν;» «Ο Βιλέν παραήταν έξυπνος για κάτι τέτοιο». «Ήταν; Εννοείς πως τελείωσε η σχέση τους;» «Ναι, μόλις ο Βιλέν έμαθε για την προδοσία της όλα τελείωσαν. “Μόλις άκουσα τι έκανε”, μου είπε επί λέξει, “κατάλαβα πως δε θα μπορούσα ποτέ να ξαναγείρω το κεφάλι μου σ’ εκείνο το δολερό στήθος”». Ο Τζέιμι της έδιοσε ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο. «Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα, αγάπη μου. Η Τζίλιαν δε θα ξαναμπεί ποτέ μεταξύ μας». Οι ήχοι της νύχτας τους τύλιγαν σαν απαλός μανδύας. Η Σοφί ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του Τζέιμι και σιγά σιγά συνήθισε το ρυθμό των οπλών των αλόγων και το σταθερό χτύπο της καρδιάς του. Τα αδέρφια του σώπαιναν, παραμένοντας πάντα σε εγρήγορση από τις θέσεις τους. Το φεγγάρι βρισκόταν ακόμα ψηλά και φοότιζε ζωηρά τα πάντα γύρω τους, σαν να συναγωνιζόταν τη λάμψη που σκόρπιζαν τα μύρια σκόρπια αστέρια. Ίππευαν χωρίς να μιλούν, ώσπου η Σοφί είδε την πρώτη ροδαλή υπόνοια του ήλιου να αχνοφαίνεται πίσω από τις ομιχλώδεις κορφές των βουνών. Σύντομα θα χάραζε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κούρνιασε στην αγκαλιά του Τζέιμι, παίρνοντας ζεστασιά από τη ζεστασιά του, καθώς κάλπαζαν μέσα στα τελευταία απομεινάρια της νύχτας που έφευγε. Κάποια στιγμή τον ένιωσε να τη φιλάει στην κορφή του κεφαλιού και να σφίγγει γύρω της τα μπράτσα του. Ο βηματισμός του Κόρι ήταν ήρεμος και ξεκούραστος και το κεφάλι της Σοφί έγερνε απ’ τη νύστα. Οι ήχοι γύρω της άρχισαν να σβήνουν καθώς βυθιζόταν στον ύπνο. Δεν ξύπνησε ώσπου συνάντησαν τους υπόλοιπους άντρες, • α όλοι μαζί στράφηκαν προς τον άνεμο και τη Σκοτία.
Επίλογος
Μακάρι να πίστευα στην αιωνιότητα -μακάρι να ζούσα μαζί σου για πάντα. -Τζον Κητς (1795-1821), Άγγλος ποιητής. Απόσπασμα από επιστολή του ποιητή στη Φάνι Μπράουν (Ιούλιος 1820). Μόλις έφτασαν με ασφάλεια πίσω στο Μόνλεϊ, η Σοφί διηγή-θηκε στον Τζέιμι τα πάντα: Πώς είχε πεθάνει ο πατέρας της και πώς ο βασιλιάς είχε διατάξει την παρουσία της στην Αυλή, πώς η ίδια είχε καταστρώσει την απόδρασή της και γιατί έκανε την ανοησία να του το κρατήσει μυστικό τόσο καιρό. Δεν ξαφνιάστηκε όταν της έκανε την ερώτηση που ήξερε πως ο Τζέιμι φύλαγε για το τέλος. «Γιατί έπεισες τον Κάλεμ να σε παραδώσει στους Άγγλους;» Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσε να εξηγήσει τα αισθήματά της, να του πει πως τον αγαπούσε περισσότερο απ’ τον εαυτό της, περισσότερο κι απ’ τη ζωή της. Ίσως μια απλή απάντηση να ήταν η καλύτερη. «Δεν υπήρχε ζωή για μένα χωρίς εσένα». Απλωσε τα χέρια του και σκούπισε τα δάκρυα της με του; αντίχειρές του. Μετά πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το ανασήκωσε, έτσι που η Σοφί αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. «Όμορφη Σοφί, τα μάτια σου πάντα καθρέφτιζαν την καρδιά σου», της είπε. Του χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της. «Εσύ γιατί αρνήθηκες να με παραδώσεις στη Μαύρη Φρουρά, αφού ήξερες πως θα σε φυλάκιζαν;» «Επειδή ήσουν δική μου, και θα μπορούσα ευκολότερα να βγάλω το μάτι μου παρά να σε παραδοδσω». Έκλεισε τα βλέφαρά του και όλη η αγωνία φάνηκε στο πρόσωπό του. «Η σκέψη ότι θα σε έχανα... ήταν αβάσταχτη. Είσαι κομμάτι του εαυτού μου... Ήσουν απ’ την αρχή, από τη νύχτα που ο Τάβις σε έφερε σ’ εμένα. Δεν κατάλαβα πώς έγινε και σε ερωτεύτηκα, ήξερα μόνο πως μου είχε συμβεί πολύ πριν μά-θω ποια είσαι. Γι' αυτό πόνεσα τόσο πολύ όταν έμαθα πως δε με εμπιστευόσουν αρκετά για να μου πεις την αλήθεια». Τώρα η Σοφί έκλαιγε. «Λυπάμαι. Ξέρω πως δυσκολεύεσαι να με συγχωρήσεις...» Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της. «Ανόητο κορίτσι, δεν ξέρεις πως μόνο η συγχώρεση γιατρεύει τον πόνο; Δεν ωφελεί να λυπάται κανείς για ό,τι ανήκει στο παρελθόν. Σ’ αγαπώ. Μόνο αυτό έχει σημασία τώρα». Είδε το στραβό χαμόγελό του. «Τέλος πάντων, όχι μόνο αυτό», συνέχισε, και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Τη μετέφερε ως το κρεβάτι του και ξάπλωσε δίπλα της. Το στόμα του κόλλησε στο δικό της καθώς τα χέρια του χάιδεψαν τους ώμους της και την τράβηξε επάνω του. Η Σοφί ήξερε πως τα λόγια και οι εξηγήσεις είχαν πάρει τέλος. Δε θα υπήρχαν άλλα δάκρυα, μόνο χαρά, συγχώρεση, το ξανασμίξιμό τους. Με την άνεση και την επιδεξιότητα που τον χαρακτήριζαν,
ο Τζέιμι ψιθύρισε ερωτόλογα πάνω στην επιδερμίδα του λαιμού της και της είπε πόσο πολύ την ήθελε και την αγαπούσε, πόσα πράγματα ήθελε να της κάνει. Χάιδεψε τα απαλά μαύρα μαλλιά του, κι όταν την πλημμύρισε ξανά η μυρουδιά του θυμήθηκε όλες εκείνες τις ατέλειωτες μέρες που θρηνούσε την απώλεια, τότε που ήταν βέβαιη ότι ποτέ δε θα ένιωθε ξανά το σώμα του δίπλα στο δικό της ή την έξαψη των παθιασμένων ψιθύρων του στο αυτί της. Σε όλη τη διάρκεια του χωρισμού τους ήταν πεπεισμένη ότι θα γερνούσε χωρίς να ξανακούσει το γέλιο του, χωρίς να ξαναδεί τη λάμψη της αγάπης και του πόθου στα μάτια του. Το πιο οδυνηρό όμως απ’ όλα ήταν πως ήξερε ότι δε θα αγαπούσε ούτε θα αγαπιόταν ξανά. Τα χέρια του τώρα τη βασάνιζαν, και η Σοφί είχε ξεμυαλιστεί από τον πόθο. Παντού όπου την άγγιζε, κάθε σημείο που φιλούσε έπαιρνε φωτιά. Το είχε τόση ανάγκη -την αίσθηση των χεριών που την άγγιζαν με λάχταρα, τα λόγια τα δεσμευτικά, τη γνώση πως θα ένωναν τις ζωές τους. Εκείνος της είχε διδάξει τον πόθο και της είχε δείξει τι σήμαινε έρωτας. Τώρα καταλάβαινε το βάθος του αισθήματος που τους πήγαινε ακόμα πιο πέρα, σε κάτι απύθμενο και συγκλονιστικό, ένιωθε τα πρώτα σκιρτήματα αυτού του στενού δεσμού τους σαν τις φτερούγες πουλιού μέσα στην καρδιά της. Ήταν κάτι ηπιότερο από το πάθος, αλλά και πιο ανθεκτικό. Είχε κυριευτεί ολόκληρη από την έξαψη του έρωτα και της αγάπης της, και οι ανυπόμονες κινήσεις του έσβησαν πια κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό της. Πάντα θα θυμόταν αυτή τη στιγμή και τα εξαίσια ρίγη που έστελνε σ’ όλο το κορμί της με την παραμικρή κίνησή του. Της κόπηκε η ανάσα όταν το χέρι του γλίστρησε χαμηλότερα για να της χαϊδέψει την κοιλιά, ύστερα χαμηλότερα ακόμα. Τα πόδια της άνοιξαν γι’ αυτόν, και αναστέναξε όταν ένιωσε το αγαπημένο βάρος του να την πιέζει, όταν ένιωσε τη δυνατή πίεση της διέγερσής του επάνω της και την έκσταση που τη συνεπήρε όταν διείσδυσε μέσα της. Φλόγες την έκαιγαν κατά κύματα, καθεμιά πιο δυνατή από την προηγούμενη. Τα χέρια της αγκάλιασαν τους σκληρούς μυς των γλουτών του και μια απίθανη αίσθηση δύναμης την πλημμύρισε όταν εκείνος ολοκλήρωσε μέσα της. Το αίμα της κυλούσε σε μικρούς καυτούς χειμάρρους και η Σοφί κραύγασε το όνομά του παρασυρμένη από τα αλλεπάλληλα κύματα του πάθους. Όταν όλα τελείωσαν την τύλιξε μια βαθιά γαλήνη. Αργότερα, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι, με τα κορμιά τους μπλεγμένα και ξεδιψασμένα από το πάθος, ο Τζέιμι της ζήτησε να τον παντρευτεί. Του είπε ναι, φυσικά. «Πότε;» τον ρώτησε. «Σκεφτόμουν πως σου στέρησα ένα αληθινό φλερτ, έτσι ένας καλοκαιρινός γάμος θα μου δώσει το χρόνο να πολιορκήσω σωστά την κοπελιά μου. Ύστερα, είναι και ο Τάβις. Δεν μπορεί να έρθει πριν το καλοκαίρι». «Α, ο Τάβις. Το γλυκό πειραχτήρι, ο Τάβις», είπε η Σοφί. «Του οφείλουμε τόσα πολλά, μα δεν μπορούμε να περιμένουμε τόσο, Τζέιμι». Τη φίλησε. «Γιατί το λες αυτό; Νόμιζα πως ήθελες κι εσύ να βρίσκεται εδώ ο Τάβις».
«Και βέβαια το θέλω! Το ξέρεις αυτό. Όμως, όπως λέει κι ένα παλιό σκοτσέζικο γνωμικό, “Κάλλιο να κάνεις νύφη χωρίς πολιορκία παρά μωρό χωρίς γάμο”». «Μωρό;» «Ναι, στα τέλη καλοκαιριού», του είπε, κι ο Τζέιμι γέλα-- σε με την προσπάθειά της να μιμηθεί την προφορά του. Τη φίλησε τρυφερά. «Θα σε κάνω σωστή Σκοτσέζα εγώ. Όσο για τον Τάβις, θα του στείλω μήνυμα για να φροντίσει να έρθει έγκαιρα στο γάμο. Δε θα θέλει να λείπει από ένα τέτοιο γεγονός». «Ούτε κι εγώ το θέλω. Άλλωστε, τον έχω πεθυμήσει. Του έχω στείλει τις ευχαριστίες μου που έσωσε τη ζωή μου, αλλά θέλω να του τα πω και προσωπικά». Η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη και περηφάνια, και την πείραξε με τη νωχελική ευθυμία που φύλαγε πάντα γι’ αυτήν. «“Φίλησέ με, Κέιτ, παντρευόμαστε την παραπάνω Κυριακή”», της είπε παριστάνοντας τον Πετρούκιο που ημέρωσε τη στρίγκλα Κάθριν. Και σαν υπάκουη κοπελιά που ήταν, τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του και τον φίλησε με πάθος ενώ σκεφτόταν πόσο τυχερή ήταν που είχε κερδίσει την καρδιά του κόμη του Μόνλεϊ, την εξασφάλιση ενός γάμου, τη χαρά ενός μωρού, κι όλα αυτά διανθισμένα με στίχους του Σαίξπηρ. Ποια γυναίκα θα ζητούσε περισσότερα; -------