ΣΙΜΕΝΟΝ Έγκλημα ατό πλοίο
Κάθε έβδομάδα μπορείτε νφ διαλέξετε άπό μιά ποικιλία τίτλων καί συγγραφέων, που κυκλοφορούν ταυτοχρόνως καί θ' άποτελέοαυν ΠΛΗΡΕΙΣ ΣΕΙΡΕΣ μυθιστορημάτων (Αστυνομικών, κατασκοπίας, αισθηματικών), δπως έπίσης σειρές 'Ελλήνων καί ξένων κλασικών, Ιστορικών έργων, Νομπέλ, μπέστ - σέλλερς, έπιστημονικής φαντασίας κλπ. ΧΩ ΡΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ, ΧΩ ΡΙΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΙΣ Μόλις ένα βιβλίο, στήν Ευρώπη, στήν Α μερική ή όπουδήποτε στόν ι^όσμο, Αποκτήση τάν τίτλο τού μπέστ - σέλλερ, θά τό βρί σκετε Αμέσως στις σειρές τών ΒΙΠΕΡ — καί δπως δλο τά ΒΙΠ ΕΡ — ύπεύθυνα καί γλα φυρά μεταφρασμένο, χωρίς περικοπές καί συντομεύσεις. ΘΑ ΥΠΑΡΧΗ ΠΑΝΤΟΤΕ καί γιά σάς κά ποιο ΒΙΠΕΡ — ένα καλό βιβλίο — , πού θά σάς περιμένη κάθε έβδομάδα. ’Ανάλογα μέ τή διάθεσή σας, θά σάς κροτήση συντροφιά, είτε διασκεδΑΖοντάς σας μέ τις περιπέτειες καί τήν Αγωνία ένός Αστυνομικού ή αισθη ματικού μυθιστορήματος, είτε θά ίκανοποιήση τις Ανησυχίες σας, πλουτίζοντας τις γνώ σεις σας μέ νέες ιδέες, νέους συγγραφείς, τούς κλασικούς τού αύριανοϋ κόσμου.
•
Τά
β ιβ λ ία
πού
φέρουν
τό
σήμα
Β ΙΠ Ε Ρ
ε ίν α ι π ά ν τ ο τ ε ύ π ε υ θ ύ ν ω ς π ιο τ ό μ ε τ ά φ ρ α σ ις
έκ της
ουντμήοεω ς •
πρω τοτύπου
Β ά σ ις τ ιμ ή ς πω λήσεω ς: δ ρ χ . 18. Έ π ιβ ά ρ υ ν ο ις δ ιά έ κ τ ά ισ ε ω ς έ ρ γ α νά
• “Ε γκ λημ α στά πλοίο
πρός
Σ ε λ ίδ ε ς 194 μεγαλυτέρας
μ ιά μ ισ η δ ρ α χ μ ή
ά-
16 σ ε λ ί δ ε ς .
’Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι α ύ σ τ η ρ ώ ς Α δ α ν ε ισ μ ό ς κ α ί ή μ ε τ ο π ώ λ η σ ις .
1.
έκδόσεω ς, άνευ
κ α ί π ε ρ ικ ο π ώ ν .
ΒΙΠΕΡ 391 ΣΕΙΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜ ΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ: ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
Μετάφραση: ΕΥΑΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗ Τυπογραφική διόρθωση: I. Ν ΚΟΥΦΟΥ
COPYRIGHT © GEORGES SIMENON 1933 COPYRIGHT © PAPYROS PRESS LTD 1973 Για την Ελληνική γλώσσα
Γ ίτλ ο ς τή ς πρω τοτύπου έκδόσ εω ς:
AU RENDEZ-VOUS DES TERRE-NEUVAS
Τ'κδοσις τής «Πάπυρος Πρέςς Ε.Π.Ε.», Βουλής 17. Ή στοιχειοΟι πίιι καί ή έκτύπωσις έγιναν είς τάς έγκαταστάσεις τής «Πάπυρος Γ|ΧΜ|>ικαΙ Τύχναι Α.Ε.» Κηφισίας καί Ίωαννίδου 6 (Άμαρούσιον), Υπεύθυνος τυπογραφείου : Εύαγγελία I. Κουφοΰ.
ΖΩΡΖ
ΣΙΜΕΝΟΝ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
Μ ΕΤ Α Φ Ρ Α ΣΗ : ΕΥΑΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗ
Π Α ΠΥ ΡΟ Σ ΠΡΕΣΣ Ε.Π.Ε. ΑΘΗΝΑΙ
1
Γράμμα από ένα φίλο τ Ηταν ένα ζεστό πρωινό του ’Ιουνίου. Σ τ ο δ ια μέρισμ α τοΟ έπιθεωρητοΟ Μ αιγκρέ, στήν λεω φόρο Ρ ισάρ - Λενουάρ, στό Παρίσι, ό λα τ α π α ρ ά θ υ ρ α ή ταν άνοιχτά . Ή κυρία Μ αιγκρέ π η γα ινο ερ χό τα ν μέ σ α στά δ ω μ ά τια καί έτο ίμ α ζε τΙς β αλίτσ ες, που θά έπαιρναν μ α ζί τους, μέ τά ά π α ρ α ίτη τα ροΰχα γ ια τίς θερινές τους διακοπές. Ό επιθεω ρητής Μ αιγκρέ, καθισμένος σε μ ια πολυ θρόνα, φορώ ντας τό πουκάμισό του χ ω ρ ίς γ ρ α β ά τα , ήταν άπασ χολημένος νά διαβάζη ένα γ ρ ά μ μ α , που εΐχε λ ά β ε ι μέ τό πρωινό ταχυδρομείο. ’Εκείνη τη σ τιγμ ή, ό έπιθεω ρητής Μ αιγκ ρέ δ ιά βαζε αυτή την π α ρ ά γ ρ α φ ο : «...Πρέπει νά ξέρης, ό τι είνα ι τό καλύτερο π ο λ λή κ ά ρ ι τοΟ τόπου καί ή μ ητέρα του, πού δέν έ χ ε ι άλλον άπό αυτόν στόν κόσμο, θά πεθάνη άπό τον καημό της. Ε ίμ α ι βέβαιος, όπω ς καί όλοι έδώ, ότι είναι άθώος. Ο ί ναυτικοί όμως, πού κουβέντιασα μ α ζί τους, πιστεύουν ό τι θ ά κ ατα δικασ τή. Λένε, πώ ς τ ά δ ρ ά μ α τα πού συμ βαίνουν στή θά λασ σ α, δύσκολα μπορεί νά τ ά καταλάβη ένα δικαστήριο, πού δέν έχει Ιδέα άπ ό τή σκληρή ζωή των θαλασσινών. »Κάνε ό,τι μπορείς, σάν ν ά ήτοτν γ ιά σένα τον ίδιο... Ά π ό τ ίς έφη μ ερίδες μαθαίνω τίς διάφο7
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
ρ ες έπ ιτυ χ ιες σου στήν Δ ικαστική ’Α στυνομία καί ό τι έ χ ε ις έξελιχθή σέ μιιά προσωπικότητα...». ’Εκείνη τή σ τιγμ ή, ή κυρία Μ αιγκρέ ήρβε κ α ί σ τά θηκε μπροστά στόν ά ντρ α της. — ’Από ποιόν είνα ι αύτό τό γ ρ ά μ μ α ; ρώτησε μέ π ε ρ ιέρ γεια . Ό Μ αιγκρέ σήκωσε τό κ εφ άλι του καί τήν κοί τα ξε. — ’Από τόν Ζορισσέ, είπε. Ε ίμ ασ τε συμμαώηταί στό σχολείο... Αύτός έγινε δά σ κ α λο ς κ α ί είνα ι τώ ρ α στό Κ εμπέρ... Δέν μου λές, σέ ένδιαψ έρει πολύ να π ερ ά σουμε τις δια κοπές μ ας στήν ’Α λσ α τία ; ‘Η κ υρ ία Μ αιγκρέ τόν κοίταξε, χ ω ρ ίς να κατα λαβαίνη. Ή έρώτησή του τήν ξάφνιασε. Είκοσι χ ρ ό νια τώ ρα, π ή γ α ιν α ν κάθε κ α λο κ α ίρ ι στό ίδιο χω ριό της ’Α λσ α τία ς (ήτα ν ό τόπος τη ς κ α τα γ ω γ ή ς της) κι έμεναν στό πατρικό της σπίτι. — Π ώς θά σοΟ φαινόταιν, άν π η γ α ίν α μ ε έφέτος στή θ ά λ α σ σ α ; συνέχισε ό ά ν τρ α ς τη ς καιτάζοντάς την μέ κάποια προσδοκία. Κι έπειδή έκείνη δέν μίλησε, ό Μ αιγκρέ ξ α ν α διά βα σ ε μέ σ ιγανή φωνή ένα άπόσπασιμα άπό τό γ ρ ά μ μ α πού κρατούσε στά χ έ ρ ια του. «...Μέ τή θέση πού έχεις εσύ, μπορείς νά συγκεντρώ σης πληροφορίες κ αλύτερ α άπό μένα. ΣοΟ γ ρ ά φ ω μέ λ ίγ α λ ό γ ια α ύτά πού ξέρ ω : "Ε να ς νέος είκοσι χρόνων, ό Πιέρ Λέ Κλένς, έ νας π α λιό ς μαθητής μου, ναυτολογήθηκε πριν τρ εις μήνες στό «Ό σεάν», ένα μ εγά λ ο άλιευ8
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
τικό τοΟ Φεκάν, πού π η γ α ίν ει στή Ν έα Γη γ ιά τό ψ άρεμ α της μουρούνας. Τό κ α ρ ά β ι γύ ρ ισ ε προχτές. Λ ίγες ώ ρες ά ρ γό τερ α , άνακαλύφ τηκε τό π τώ μ α τοΰ καπετάνιου ιμέσα σ τά νερ ά τοΟ λιμανιού. "Ο λα έδειχναν δ τι έπρόκειτο γ ια ένα φοβερό έγκλημ α... καί τότε ή αστυνομία συνέλαβε τόν Πιέρ Λέ Κλένς...». Σ τα μ ά τη σ ε να δια βά ζη τό γ ρ ά μ μ α καί σήκωσε τά μ ά τια του κοιτώ ντας τή γ υ ν α ίκ α του. Δεν θά ήταν καί ά σ χη μ α στο Φεκάν γ ιά διακοπές, είπε χω ρ ίς ένθουσιασμό καί άναστέναξε. Δεν περίμενε νά ένθουσιαστη με αυτή τήν Ιδέα ή γυ ν α ίκ α του καί διαπίστω σε πόσο σω στά είχε μαν τέψει. Καί τί θά κάνω έγώ όλη μέρα έκεΐ κάτω ; γ κ ρ ίνιαιξε κακόκεφη. 'Ο Μ αιγκρέ την κατα λάβ αινε. Σ τό χω ρ ιό της, στην Α λ σ α τία , είχ ε χίλιια δυο π ρ ά γ μ α τ α μέ τ ά ό π οια μπορούσε νά άσχοληθη. Βοηθούσε τούς δικούς της στην κατασκευή των γλυκώ ν, έφτιαχνε λικέρ άπό δαμασκηνός άνακατευόταν κ α ί έδινε ένα χ έρ ι στις δουλειές τού πατρικού τη ς σπιτιού. Έ ξ άλλου ή ιδ έα π ώ ς θ ά βρισκόταν υποχρεωμένη νά μείνη σέ ένα ξενοδοχείο, μ α ζί μέ άλλους Π αριζιάνους, τήν έκανε νά νιώθη σχεδόν τρόμο. — Τέλος πάντων, αναστέναξε ή κυρία Μ αιγκρέ. Π ρέ π ει μόνο νά πάρω μ α ζί μου τό έργό χειρ ο κ α ί τό π λ ε κτό μου. k
"Εφθασαν σ τις πέντε τό ά π ό γευ μ α στό ξενοδοχείο 9
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
«Πλάζ». Ή κυρία Μ αιγκ ρέ ά ρ χ ισ ε α μ έσ ω ς νά τακτστισιή τ ά π ρ ά γ μ α τ ά τους. Μ ετά π ή γ α ν γ ιά φ α γ η τό. Ό τ α ν τελείω σ αν, ό Μ αιγκρέ έκα νε μόνος του ένα γ ύ ρ ο στό λιμ ά νι. Σ τά θ η κ ε γ ιά λ ίγ ο μπροστά στήν τα β έρ να «Τό Σ τ έ κ ι τω ν ψ αράδω ν τη ς Ν έας Γης» κι έ π ε ιτα έσπρω ξε τήν π ό ρ τα μέ τά θ α μ π ά τ ζ ά μ ια κ α ί μπήκε μέσα. ‘Η τα β έ ρ ν α ήτα ν ά κ ρ ιβ ώ ς ά π ένα ντι ά π ό τό λ ιμ ά ν ι δπου ή τα ν άγκυροβολημ ένο τό ά λιευτικ ό «Ό σεάν», κοντά στήν προκυμαία, κολλητά σ χεδό ν σέ μ ιά σει ρ ά άπό β α γό ν ια . Λ άμπες άσ ετυλίνη ς κρέμοντοιν άπό τά κ α τά ρ τια του κ αί κάτω άπό τό έκτυφ λω τικό τους φώς, έ ρ γ ά τ ε ς π ηγαινο έρ χο νταν. Ξ εφόρτω ναν τήν μουρούνα κ α ι τήν σ το ίβ α ζα ν σ τά β α γό ν ια , άφοΰ π ρ ώ τα τήν ζ ύ γ ιζα ν . Πάνω στό πλοίο δούλευαν κ α μ μ ιά δ εκ α ρ ιά , ά ν τρ ες κ α ί γ υ να ίκ ες. 'Ό λ ο ι τους ήτα ν βρώ μικοι, μέ σ χισ μ ένα ρούχα, πού τά είχε δια πο τίσ ει τό ά λ ά τι. Μ προστά στήν π λ ά σ τ ιγ γ α ένα ς νεαρός ά ντρ α ς, κα θα ρός αυτό ς καί περιποιημένος, μέ τό ψ άθινο καπέλλο του ρ ιγμ ένο π ρος τ ά πίσω και μέ ένα σημειωμ α τά ρ ιο στό χέρ ι, κ α τέγρ α φ ε τό ζυγισ μ ένο έμπόρευμα. Μιά τ α γ γ ή , ά η διασ τική μ υρω διά ή τα ν διά χυ τη στήν π ροκυμ αία. Κι αυτή ή μ υρω διά είχε εισ χω ρήσει κ α ί έσ α στό κοοφενεΐο, δπου γ ιν ό τ α ν άκάμη πιο έντονη άπό τή ζέστη, πού έκανε έκεΐ. Ό Μ α ιγκ ρ έ κάθησε σέ μ ιά γ ω ν ιά της τα β έρ να ς π α ρ α τη ρ ώ ντα ς μέ ά διά φ ο ρ ο β λ έμ μ α γ ύ ρ ω του. Υ πήρχε μ εγά λη κίνηση καί θόρυβος στήν αίθουσα, 10
ΕΓΚΛΗΜΑ Σ ΤΟ ΠΛΟΙΟ
πού ή τα ν γεμ ά τη άπό ναυτικούς. "Α λλοι ή τα ν δρθιοι, κι ά λ λο ι κάθονταν στοϋς ξύλινους π ά γ κ ο υ ς κ α ί σ τα τρ α π έζια , ένώ πάνω στο μ ά ρ μ α ρ ο του μπουφέ υπ ή ρ χα ν π ο λλά ά&εια ποτήρια. — Τί θ ά π ά ρ ετε; ρώτησε ή σ ερβ ιτό ρ α π λη σ ιά ζο ντα ς τόν Μ αιγκρέ. Ό έπιθεω ρητής Μ αιγκρέ ζήτησε νά του φέρουν ένα μπουκάλι κ ρ α σ ί "Ο ταν ή σ ερβ ιτόρα άπομακρύνθηκε γ ιά νά φέρη τήν π α ρ α γ γ ε λ ία , ό Ιδιοκτήτης τη ς τα β έ ρ ν α ς π λ η σίασε στό τρ α π έζι του Μ αιγκρέ. —"Ε χω κι άλλη αίθουσα δίπ λα , χ ιά τους τουρίστες, του είπε. ’Εδώ μέσα, α ύ τ ο ί κάνουν τρομ ερό θόρυ βο!... "Ε κλεισ ε πονηρά τό μ ά τι του καί πρόσθεσε μέ ένα σ υ γκ α τα β α τικ ό χα μ ό γελο . — Τί τά θέλετε; Μ ετά άπό τρ εις μήνες στή θάλασσα, είνα ι φυσικό νά πίνουν κανένα ποτηράκι... — Ε ίνα ι τό π λή ρ ω μ α του « Ό σ εάν»; ρώτησε ό Μαιγκρ έ. — Ναί, τουλάχιστον οί περισσότεροι άπό άύτούς... Τά ά λ λ α κ α ρ ά β ια 6έν γ ύ ρ ισ α ν άκόμη... Μην το υς δίνετε σημασία... Μ ερικοί άπό αύτους είνα ι μεθυ σμένοι τρ εις μέρες συνέχεια... θ ά μείνετε πολύ έ δώ ;... Σ το ιχη μ α τίζω δ τι είστε ζω γρά φ ο ς... "Ε ρ χο ν τα ι, ξέρετε, πολλοί ζω γ ρ ά φ ο ι έδώ... Νά, ένα ς άπό αύτους έκανε τό σκίτσο μου, τό βλέπετε; Ε ίνα ι π ά νω άπό τό ταμείο... Ό Μ αιγκρέ όμως, δεν έδινε σ ημ ασ ία στή φ λυα ρ ία του άλλου καί ό ιδιοκτήτης τη ς τα β έρ να ς άπο μακρύνθη κε δυσάρεστη μένος. 11
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
— Μια δεκάρα... ποιος έχει μια χάλκινη δ εκ ά ρ α ; φώναζε ένας ναύτης. ’Ή τα ν κοντός καί άδύνοττος σαν ένα π α ιδ ί δεκ α πέντε χρόνων, ά λ λ α τό πρόσωπό του ήταν νερασ μ ένο καί τ ά χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά του άκανόνιστα. Του έλει παν τά περισ σ ότερα άπό τά μπροστινά του δόντια καί τ ά ιμάτια του έλαμ παν άπό τό ποτό. Τ ά γ έ ν ε ια που φ ύτρω ναν στό πρόσωπό του έδειχνατν π ώ ς είχε νά ξυριστή τουλάχιστον τρ εις μέρες. Κάποιος του έδω οε μ ιά δεκάρα. Ό ναυτικός την πήρε καί την ζύ γισ ε μέ τά δά χτυ λ ά του, κι έπειτα την έκοψε στη μέση μέ τά δόντια του. — Ε μ π ρ ό ς ! φώ ναξε κοιτάζοντας γ ύ ρ ω του. Ποιος άλλος άπό σ άς μπορεί νά κάνη τό ίδ ιο ; "Εβλεπε π ώ ς όλοι τον παρακολουθούσαν καί ήταν ικανός νά κάνη τ ά π ά ν τα γ ιά ν ά προκαλέση τήν εντύπωση των συναδέλφων του. "Ε να ς χοντρός μηχανικός σηκώθηκε, ζήτησε μιά δ εκ ά ρ α γ ιά νά δοκιμάση μέ τη σ ειρ ά του: Ό κοντόσωμος όμως ναύτης τον σταμάτησε. — Περίμενε, είπε. Πρέπει νά κάνης κι αύτό... Πήρε ένα άδειο ποτήρι, τό δ ά γ κ ω σ ε μέ δύναμη κι άρ χισ ε νά τό μασά κάνοντας μορφασμούς, σάν νά έτρ ω γε κ ά τι πολύ γευστικό. "Ε π ειτα κοίταξε τούς άλλους. — Ε μ π ρ ό ς ! ’Ά ς δοκιμάση τώ ρα οποίος μπορεί..., είπε μέ στόμφο. Κι έσύ, Λεόν, φέρε νά πιούμε! φώ ναξε στον Ιδιοκτήτη. Έ ρ ρ ιχ ν ε γύρω του ικανοποιημένα βλέμ μα τα, σάν θεατρίνος. Ξ αφ νικά, σμως, είδε τον Μ αιγκρέ καί τό χ α μ ό γελ ο έσβησε άπό τά χείλη του, ενώ τ ά μισό12
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
κλειστά μ ά τια του στένευαν περισσότερο. Γιά μ ερ ικ ές σ τιγ μ ές φάνηκε νά τά χάνη. "Ε π ει τα , προχώρησε προς τό μέρος του Μ αιγκρέ, ά λ λ α χρειάσ τη κε νά σ τηριχτη σέ ένα τραπέζι, γ ιά νά μήν πέση, τρ ίκ λ ιζε καί δέν μπορούσε νά σταθη σ τά πό δ ια του άπό τό μεθύσι. — Γ ιά μένα ήρθες; ρώτησε προκλητικά τόν έπιθεωρητή, κοιτάζοντάς τον κα τά μ α τα . — Σ ιγ ά Πτί Λουΐ, σ ιγ ά !... του φ ώ ναξαν άπό την πα ρ έα του. — Π άλι μέ κυνηγουν γ ιά κείνη τήν ισ τορία μέ τό πορτοφόλι; γρύλισ ε ό ναυτικός. ’Έ , σ είς! στράφ η κε στην π α ρ έα του. θυμ ό σ α σ τε πού κανένας σ ας δέν ήθελε νά μέ πιστέψη, όταν σ άς έ λ ε γ α γ ιά τά κόλπα μου στήν όδό Λάπ;... ’Έ , λοιπόν νά τώ ρ α έ να ς «μεγάλος» άπό τήν αστυνομία, πού ένοχλήθηκε γ ιά την άφ εντιά μου... Μου έπιτρέπετε ν ά πιω άκόμη ένα ποτηράκι, κυρ - άστυνόμε; στράφηκε και ρώ τησε κοροϊδευτικά τόν Μ αιγκρέ. — Κάθησε κάτω, Πτίν Λουΐ. Μήν είσ α ι ήλίθιος, του είπε αύσ τηρά ό έπιθεωρητής, βλέποντας ότι είχε γ ίν ε ι τώ ρ α τό έπίκεντρο τη ς προσοχής όλων. — Κερνάς, κυρ - άστυνόμε; είπε. Ν αί; Πώς είναι δυνατόν;... "Ε ! σείς, φίλοι μου, στράφηκε στήν π α ρέα του. Ό κύριος άστυνόμος μου προσφέρει κρα σ ί!... Ά π ό τό καλύτερο, Λεόν, τ ’ άκοΰς;... —’Ή σουν στο κ α ρ ά β ι «Ό σεάν»; τόν ρώτησε ό Μαιγκρέ. Τό ύφος του Πτί Λουΐ ά λ λα ξε αμέσω ς. ’Έ γ ιν ε απότομα σοβαρός σαν νά είχε ξεμεθύσει μέσα σέ μια στιγμ ή. ’Έ κ α νε λ ίγ ο πίσω προς τόν π ά γ κ ο καί 13
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
μόρφασε. —”Ε, καί λοιπόν; ρώτησε έριστικά. — Τίποτα... στήν ΰ γ ε ιά σου... Ε ίσ α ι π ο λλές μ έρες μεθυσμένος; ρώτησε ό Μ αιγκρέ σηκώνοντας τό πο τήρι του. — Τρεις μέρες τ ώ ρ α τ ό γλεντάμε... Ά π ό τήν ώ ρα που άποβιβαστήκαμε... ‘Ό λ α τά λεφ τά μου τ ά έδω σα στόν Αεόν... ’'Εννιακόσια φ ρ ά γ κ α καί κ ά τι ψιλά... "Οσα είχαν άπομείνει... ’Α λήθεια έμεινε τίποτα, παλιοκα τεργά ρ η Λεόν; ρώτησε τόν τοοβερνιάρη. Ό Λεόν άνασήκωσε τούς ώμους του. — Σ ίγουρ α δέν είνα ι άρ κ ετά γ ια νά κερνάς δλο τον κόσμο ώ ς τό πρω ί, είπε. Γύρω στα πενήντα φ ρ ά γ κ α άπέμειναν. Βλέπετε, κύριε άστυνόμε; πρόσθεσε μ ι λώ ντα ς στόν Μ αιγκρέ. Δέν είνα ι κ ρ ίμ α ; Αύριο δέν θά έχη ούτε δεκ ά ρ α καί θά είναι υποχρεω μένος νά φύγη π ά λ ι μέ τό πρώ το κ α ρ ά β ι καί νά ρίχνη τό κάρβουνο στους λέβητες... Κάθε φορά γ ίν ε τα ι ή ίδ ια Ιστορία... ’Ε γώ , προσπαθώ νά τόν έμποδίσω, ά λ λ α που αυτός... — Σ κ α σ μ ό ς! είπε μέ πείσ μ α ό Πτί Λουΐ. ΟΙ άλλοι θαμώ νες φαίνονταν νά έχουν χά σ ει τό κέφι τους. Μ ιλούσαν σ ιγ ά καί κοίταζοτν τό τρ απ έζι του έπιθεωρητου. — Ε ίναι δλοι τους του «Ό σεάν»; ρώτησε ό Μαιγκ ρ έ τόν ταβερνιάρη. — Ναί, δλοι τους, έκτός άπό κείνον τόν χοντρό μέ τό πηλήκιο, πού είνα ι πλοηγός, καί τόν κοκκινομάλ λη, πού είν α ι μ α ρ α γκ ό ς σ τά κα ρ ά β ια , είπε δ ια τα κτικά ό Λεόν. — Πές μου, τ ί έγινε στό καράβι, ΓΤτΙ Λουΐ, ρώτησε 14
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
άπότομα ό Μ αιγκρέ γυρίζο ντα ς π ρ ό ς τό μέρος του θερμαστή. — Δέν έχω τίπ ο τα νά πώ, μόρφασε έκεΐνος. — Πρόσεχε, τόν προειδοποίησε ό έπιθεωρητής. Μήν ξεχνάς τό κόλπο μέ τό πορτοφόλι., όταν π α ρ ίσ τα νες τόν θαυματοποιό στή Β αστίλλη κι έ τρ ω γ ες ποτή ρια... Ό ά λ λ ο ς άνασήκωσε ά διά φ ο ρ α τούς ώμους του. — Τό πολύ, θ α τό πληρώσω μέ τρ εις μήνες φυλακή, είπε. Ξέρετε, πρόσθεσε ειρω νικά, έχω ά νά γκη άπό άνάπαυση καί θά είναι δ,τι μου χ ρ ειά ζετα ι. "Αν θέ λετε, μάλιστα, μπορούμε νά π ά μ ε κ αί τώ ρ α άμέσω ς, κυρ - άστυνόμε, πρόσθεσε καί γέλα σ ε. Ό Μ αιγκρέ δέν κουνήθηκε άπό τή θέση του. — Δ ούλευες σάν θερμαστής στο πλοίο; ρώτησε. — Ναί, βέβαια, όπω ς πάντα. "Ημουν δεύτερος θερ μαστής. —’Έ β λ επ ε ς συχνά τόν καπετάνιο; Ό Πτί Λουΐ άνασήκωσε τούς ώμους του. — Ε ίναι ζήτημ α άν τόν είδα δυό φορές, είπε. — Τόν άσυρματιστή, τόν έβλεπες; — Δέν ξέρω I — Λεόν, γέμ ισ ε τά ποτήρια μας, πρόσταίξε τόν τ α βερνιάρη ό έπΐ'θεωρητής. Ό Πτί Λουΐ γέλα σ ε περιφρονητικά. —- Μ έχρι σκαλμού νά μεθύσω, δέν θ ά πώ ποτέ α υ τ ά πού δέν θέλω, προειδοποίησε τόν Μ αιγκρέ. "Αν όμω ς αύτό σάς ευχάριστή, μπορείτε νά κεράσετε τά π αιδιά... Ε ίναι ό,τι πρέπει, μετά άπό όσα τρ α β ή ξα με σέ αυτό τό φοβερό τα ξίδι, πρόσθεσε κάνοντας μ ιά γκρ ιμ ά τσ α . 15
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
"Ε να ς ναύτης, πού δέν ήταν ούτε είκοσι χρόνων, πλησίασε καί τραβούσε τόν Πτί Λουΐ άπό τό μανί κι. "Α ρχισαν νά μιλούν κ α ί οί δυό, στή διά λεκ το της Β ρεττάνης. — Τί σου λ έ ει αυτός; ρώτησε δ Μ αιγκρέ τόν θ ερ μαστή. —"Ο τι είναι ώ ρ α νά πάω γ ιά ύπνο... — Ε ίναι φ ίλος σου; ‘Ο Πτί Λουΐ άνασήκωσε τούς ώ μους καί καθώ ς ό ά λλος προσπαθούσε νά του πάρη άπό τό χ έ ρ ι τό πο τήρι, αύτός, προκλητικά, ήπιε μονορούφι όλο τό κρα σί του. Ό νεαρός Β ρεττόνος είχε π α χ ιά φ ρ ύδ ια καί πυ κνά κυματισ τά μ αλλιά. — Κάθησε μ α ζί μας, τού είπε ό Μ αιγκρέ. Ό ναύτης, χ ω ρ ίς νά άπαντήση, π ή γε καί κάθησε σέ ένα άλλο τραπ έζι, τ α μ ά τια του όμω ς έμειναν καρφω μένα έπάνω στόν Μ αιγκρέ κ α ί στον θερμαστή. Ή α τμ όσ φ αιρα μέσα σέ έκείνη τήν αίθουσα της τα β έρ να ς είχε γ ίν ε ι β αρ ιά. Σ τή διπλοτνη αίθουσα, πού φω τιζόταν καλύτερα καί ήταν πιό καθαρή, του ρ ίστες έπα ιζαν χα ρ τιά . —ΤΗταν καλό τό ψ άρεμα τη ς μουρούνας; ρώτησε ά δ ιά φ ο ρ α ό Μ αιγκρέ, κοιτάζοντας τόν νεαρό Βιρεττόνο. -- Β ρ ω μ ιά !... "Ε φ τασε σ άπ ια ή μισή, είπε ό άλλος. — Γ ια τί αΰτό; — Τό ψ άρι δέν Αλατίστηκε άρκετά... Β ρω μιά, σάς λ έ ω !... Ε ίναι ζήτημα, άν οί μισοί ά ντρ ες τοΰ πλη ρώ μ ατος θά μπαρκάρουν π ά λ ι τήν άλλη βδομάδα... —‘Ώ σ τ ε τό «Ό σεάν» θά ξα να φ ύγη ; 16
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
— Δ ιάβολεΙ τ ί τ ις θέλει τόπε τΙς 'μηχανές το υ ; Τά ιστιοφ όρα φεύγουν γ ια ψ ά ρ εμ α μόνο μ ια φορά, άπό τόν Φεβρουάριο ώς τόν Σ επτέμ βριο. Τά μ ε γ ά λ α Α λιευτικά όμως, πού κινούνται μέ μηχανές, έ χουν όλο τόν καιρό να κάνουν αυτό τό τ α ξ ίδ ι δυό φορές... — Έ σ ύ θά ξα να π ά ς; ρώτησε Α διάφορα ό Μ αιγκρέ τόν Πτί Λουΐ. Ό θερμασ τής έφτυσε κ ά τω περιφρονητικά καί άνασήκωσε τους ώμους. — Τό ίδ ιο μου κάνει, είπε. Μπορεί νά π ά ω κ α ί μέ τό ««Φρέζν»... “ Ε να σ α ρ ά β α λ ο !... — Τ[ ξέρ εις γ ιά τόν καπετάνιο; — Δεν έχω τίπ ο τα νά π ώ ! Μέ χ έρ ια πού έτρεμαν άπό τό πιοτό, άναψ ε ένα πούρο, πού τό είχε βρή κάπου πεταμένο. Ό καπνός όμω ς τού έφερε ά veryούλα κ α ί β γήκε γ ρ ή γ ο ρ α στόν δρόμο. Τόν είδαν πού έκανε έμετό στήν άκρη του π ε ζοδρομίου. Ό νεαρός ναύτης β γήκε τότε κι α ύ τό ς καί π ή γε κοντά του. — Τι κρίμα ! Α ναστέναξε ό Λεόν. Π ροχθές ε ίχ ε χ ίλ ια φ ρ ά γ κ α στήν τσέπη του. Σ ή μ ερ α , μόνο που δέν μου χρ ω σ τά ει λεφ τά ! “Ε τρω γε κάθε μέρα σ τρ είδ ια κι Αστακούς! Κι άν ήταν μόνο αυτό! Κερνούσε όλο τόν κόσμο, λ έ ς καί δέν ήξερε τ ί νά τά κάνη τ ά λεφ τά του... — Έ σ ύ τόν γ ν ώ ρ ιζες τόν Ασυρματιστή του « Ό σ εάν;» τόν ρώτησε Απότομα ό Μ αιγκρέ. — Ναί, βέβαια. Κρατούσε εδώ δω μάτιο. “Ε τρω γε π άντα σ’ αύτό τό τρ απ έζι καί μετά π ή γα ινε κι έ17
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
γ ρ ά φ ε στήν άλλη αίθουσα, γ ια ν ά είνα ι πιό ήσυχος... — Σ έ ποιόν έ γρ α φ ε; — Δέν ήσαν μόνο γ ρ ά μ μ α τα , Ανασήκωσε τους ώ μους του ό Λεόν. ΤΗσαν... π ώ ς νά τό πώ... πο ιή μ α τα ή μυθιστορήματα... »Αύτό τό π α ιδ ί ήταν μορφωμένο, μέ καλή Α νατρο φή... Τώ ρα που ξέρω ό τι εϊσθε τη ς Αστυνομίας, θά σάς τό π ώ : Δέν έπρεπε νά τόν συλλάβουν... ΤΗταα μ εγά λο σφάλμα... — Ναί, Αλλά ό καπετάνιος βρέθηκε δολοφονημένος, είπε Απότομα ό Μ αιγκρέ. Ό τα βερ νιά ρ η ς Ανασήκωσε τούς ώμους του καί κάθησε κοντά στον Μ αιγκρέ. Ό Πτί Λουΐ μπήκε π ά λ ι στήν αίθουσα κ α ί ζήτησε νά πιή. Ό σύντροφός του όμω ς προσπαθούσε νά τόν έμποδίση. — Μη τούς δίνετε σημασία, είπε ό τα β ερ νιά ρ η ς στόν Μ αιγκρέ. "Ο ταν βρίσκονται στήν ξηρά, έτσι είνα ι όλοι τους... Πίνουν, φωνάζουν, τσακώ νονται, σπάζουν τά τζά μ ια ... Σ τή θά λασ σ α όμω ς δουλεύ ουν σ κ λη ρ ά I... ’Ακόμη καί ό Πτί Λ ουΐ!... Ό π ρώ τος μηχανικός μου έλ εγ ε χθές, ό τι δουλεύει γ ιά όυό... Μ ιά μέρα, στό π έλ α γο ς, ξεπήδησε Ατμός Από Evatv άρμό... "Ε πρεπε νά έπισκευασθη Αμέσως καί ήτα ν πολύ έπικίνδυνο... Κ ανείς δέν ήθελε νά πάη... " Ε ! λοιπόν, τό Ανέλαβε ό Πτί Λουΐ, μόνος του... Βλέ πετε, δτ<χν δ έν πίνουν είνα ι διαφορετικοί... Ό Λεόν χαμ ήλω σ ε τόν τόνο τη ς φω νής του καί κοίταξε κ αχύπ ο π τα το ύς π ελ ά τες του. — Κι αύτή τή φορά έχουν πρόσθετους λ ό γο υ ς ν ά τ ό ρίξουν έξω, είπε σ ιγ ά . Σ έ σάς, βέβαια , δέν θά πουν 18
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
τίποτα, γ ια τ ί δ έν είσθε ναυτικός... Έ γ ώ , όμως, τούς άκούω πού κουβεντιάζουν... Ε ίμ α ι κι έγώ δ ικ ό ς τους... είμ α ι π α λιό ς πλοηγός... Υ πάρχουν λοιπόν κάτι π ρ ά γ μ α τα ... Τί π ρ ά γ μ α τ α ; ρώτησε ήσ υχα ό Μ αιγκρέ. Ε ίναι δύσκολο νά σ άς έξηγήσω ... Νά, οΐ ψ αράδες τοΟ Φεκάν δέν έπαρκοΰν γ ια νά έπανδρώσουν τ α μ ιγ ά λ α Αλιευτικά, γ ι ’ αύτό έρχονται πολλοί άπό τή Βρεττάνηι. Α ύτά τ ά π α λ λ η κ ά ρ ια έχουν π ερ ίερ γ ες Ιδέες... είνα ι φοβερά προληπτικοί... Χαμήλωσε άκόμη πιο πολύ τόν τόνο τη ς φωνής του καί είπε σχεδόν ψ ιθυριστά. Λένε, ότι σ ’ οοΰτό τό τα ξίδ ι τούς ε ίχ ε βρή τό kocko μάτι... ‘Η γρουσ ουζιά ά ρ χισ ε άπό τό λιμ ά νι, πρίν άκόμη ξεκινήσουν... “ Ε νας ναύτης είχε ά νέβ ει σ’ ένα κατά ρτι, στό φορτω τήρα κι έκανε σ ή μ α τα γ ιά ν’ άποχαιρετήση τήν γυ να ίκ α του... Κ ρατιόταν άπ ό ένα σχοινί. Τό σχοινί δμ ω ς κόπηκε, κι ό ναύτης βρέ θηκε στή γ έφ υ ρ α μέ πολτοποιημένο τό ένα του πό δι... Χρειάσθηκε νά τόν μεταφέρουν έξω στήν ξηρά μέ φορείο... "Ε π ειτα ήταν τό έπεισόδιο μέ τόν μού τσο... Δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά φύγη... "Ε κλα ιγε, ούρλιαζε, χαλούσε τόν κόσμο... ”Ε, λοιπόν, τρ εις μέρες Α ργότερα έφθασε ή είδηση, δ τι τόν είχε π α ρασύρει ένα κύμα κ αί χάθηκε στή θά λα σ σ α ! "Ή ταν ένα Α γόρι δεκαπέντε χρόνων, ένα π α ιδ ί σχεδόν, ξανθό, υψηλό κι Αδύνατο. Ε ίχε ένα δνομα πού έ μοιαζε κοριτσίστικο.... Τόν έλ εγ α ν Ζάν Μ αρί... “Ο σο γ ιά τ ά ά λ λ α ... Σ τα μ ά τη σ ε καί στράφηκε στήν σερβιτόρα. — Ζυλί... Φέρε μας Κ αλβαντός, τής φώ ναξε. Τό 19
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
μπουκάλι δεξιά... ’Ό χ ι αύτό, έκεΐνο μέ τό γυάλινο πώμα... — Τό κακό συνεχίστηκε; τόν ρώτησε σ ιγ ά ό Μαιγκ ρ έ. — Δέν ξέρω τίπ ο τα τό συγκεκριμένο, άνασήκωσε τούς ώμους του ό Αεόν. Λες καί φοβούνται δλοι νά μιλήσουν... Καί, όμως, άν ή άστυνομία βιάστηκε νά συλλάβη τόν άσυρματιστή, είναι έπειδή άκουσε νά λένε, ότι δέν είχε καλές σχέσεις μέ τόν καπετά νιο καί σ’ όλο τό τα ξίδ ι δέν είχαν ά λ λ ά ξει κουβέν τ α μεταξύ τους. ’Έ μ ο ια ζα ν σάν τόν σκύλο μέ τή γά τα ! — Τί άλλο έ γιν ε ; ρώτησε μ αλακά ό Μ αιγκρέ. — Πολλά... πολλά π ερ ίερ γ α π ρ ά γ μ α τα , που κατά βάθος δέν σημαίνουν τίποτα. Καί όμως... »Νά, π.χ. ό καπετάνιος ήθελε νά όδηγήση τό κα ράβι σέ νερά, που ποτέ δέν είχε έμφανισθή μουρού να... Ο ί ψ αράδες άρνήθηκαν νά τόν υπακούσουν... Ό κοοπετάνιος, τότε, έκανε σάν τρελλός, φώναζε, ούρλιαζε καί τέλος τούς απείλησε μέ τό περίστρο φο στο χέρι... ’Έ μ ο ια ζα ν όλοι τους σάν κολασμένοι! ‘Έ ν α ολόκληρο μήνα δέν έπιασαν ούτε ένα τόννο ψάρια... ’Έ π ειτα , ξαφνικά, τό ψ άρεμα π ήγε καλά. Ή μουρούνα όμως πουλήθηκε μισοτιμής, γ ια τ ί ιδέν παστώθηκε καλά... ‘Ό λ α πήγαινοιν στραβά... ’Ακό μη κι όταν μπήκαν στο λιμάνι, έκαναν άνάποδα .μανούβρα... Μιά λέμβος βούλιαξε... ’"Ηταν σ ά νά είχε π%σει κ α τά ρα επάνω τους... Μόλις έρριξαν την ά γκ υρα , ό καπετάνιος έστειλε όλο τό πλήρω μα στην ξηρά. Δέν έβαλε ούτε νυχτερινό φύλακα στο κ α ρ ά βι κι έμεινε ολομόναχος έκεΐνο τό βράδυ... 20
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
« θ υ μ ά μ α ι πώ ς ήταν Εννέα τό βράδυ, περίπου. ’Ή ταν όλοι τους έδώ, Επιναν κα'ι μεθούσαν... Ό Ασυρ ματιστής Ανέβηκε στο δω μάτιό του... Μετά άπό λ ί γ ο βγήκε καί όλοι τόν εΓδαν πού έπέστρεφε στό καράβι... »Φαίνεται ό τι τότε Εγινε τό κακό... "Ε νας ψ αράς στό λιμ ά νι ακούσε ξαφνικά Ενα γδούπο, σάν νά Ε πεφτε ενα σώ μα στό νερό. "Ε τρεξε μ’ Ενα τελωνο φύλακα, πού συνάντησε τυ χ α ία στόν δρόμο, ά ν α ψαν τά φ α νά ρ ια τους καί τότε είδαν Ενα σώμα μέ σ α στό νερό, γαντζω μένο στήν Αλυσίδα της ά γ κ υ ρ α ς του «Ό σεάν». Δέν δυσκολεύτηκαν νά τό Ανα γνωρίσουν. ’Ή ταν ό κοτπετάνιος του Αλιευτικού. Τόν Εβγαλαν Αμέσως, τού Εκαναν τεχνητή Αναπνοή, Αλ λά χω ρ ίς Αποτέλεσμα... Ή τ α ν νεκρός... 'Απορούσαν όμω ς όλοι, γ ια τ ί δεν είχε μείνει στό νερό περισ σότερο Από δέκα λεπτά... » Ό για τρό ς, πού Εφθασε σέ λ ίγο , Εξήγησε τί ε ί χε σ υ μ β ή : ήταν φανερό, ότι τόν είχαν σ τρ α γ γ α λ ίσ ει πριν τόν πετάξουν στη θάλασσα... Τώρα... κ α τα λα β α ίνετε;... Βρήκαν τόν άσυρματιστή Επάνω στό κα ράβι, μέσα στήν καμπίνα του. Μ πορείτε νά τή δήτε στό καράβι. Φ αίνεται κ ι Από 'δώ , είνα ι πίσω Από τήν καμινάδα... «Πολλοί Αστυνομικοί ήλθαν Εδώ, στήν ταβέρνα, κι Εκαναν Ερευνα στό δω μάτιό του... Βρήκαν μόνο λ ίγ α καμ ένα χα ρ τιά ... Σ τα μ ά τη σ ε κι Εκανε ενα μορφασμό. — Τί λέτε Εσείς γ ιά όλα α ύ τά ; ρώτησε... Ζυλί! φ ώ ναξε π ά λι στη σερβιτόρα, δυο Κ αλβαντός... Ό Πτί Λουΐ Εξακολουθούσε νά πίνη κι όλο μεθοΰ21
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
σε καί π ιό πολύ. Ε ίχε άρπ άξει μέ τ ά δ ό ντια του μ ιά καρέκλα καί τήν είχε σηκώσει όριζοντίω ς. Γύρω του είχε σχημοοτιστή ένας κύκλος άπό ναυτικούς, κι αύτός δέν έπαυε νά κοιτάζη προκλητικά τόν Μαιγκ ρ έ. — Ό καπετάνιος ήταν άπό 'δ ω ; ρώτησε ό τελευταίος. — Ναί, Ή τ α ν , ξέρετε, ένας π ερ ίερ γο ς άνθρω πάκος. Κοντός κι άδύνοετος, σχεδόν σάν τόν ΠτΙ Λουΐ. ’ Η τα ν όμως γελ α σ τό ς κι εύγενικός καί πάντοτε πο λύ κομψός... τοΟ κουτιού πού λέμε. Δέν τόν είχε δη κανείς ποτέ σέ ταβέρνα. Δέν ή τα ν παντρεμένος, γ ι ' αύτό έμενε στό .σπίτι ίμιας χ ή ρ α ς ένός τελωνειακοί) ύπαλλήλου, στήν δδόν Έ τρ ε τά . "Ε λ εγα ν, μάλιστα, ότι έπρόκειτο νά τήν παντρευτη... Δ έκ α πέντε χρ ό νια συνέχεια έκανε τό ίδιο δρομολόγιο... Π ήγαινε στή Νέα Γη, γ ιά λ ο γα ρ ια σ μ ό της ίδ ια ς πάντοτε έ χ α ψ ε ίας, τη ς «Μουρούνας τή ς Γ αλλίας» καί γ ύ ρ ι ζε έδώ. Φαλλύ, ήταν τό όνομά του... Τ ώ ρα είνα ι ό λ ο ι στενοχωρημένοι... Δέν ύπ ά ρ χει καπετάνιος... π ώ ς θά ιφύγη τό «Ό σεάν» γ ιά τό ψ ά ρ εμ α τη ς .μουρού ν α ς ; "Ας αφήσου με πού τό π λήρ ω μ α δέν θέλει νά ναυτολογηθή γ ιά νέο τ α ξ ίδ ι!... -- Γ ια τί; ρώτησε μέ ά π ο ρ ία ό Μ αιγκρέ. — Γιατί είνα ι π ρ ά γ μ α τ α , πού δέν μ πορείτε νά τά κατταλάβετε, είπε έμπιστευτικά ό Λεόν. Νά, τό κα κό μάτι... Γ ίνεται λόγος, νά μή ταξιδέψη τό κ αρ άβ ι π ρ ιν περάση ένας χρόνος... "Ε πειτα, τό πλήρω μα π ρέπει νά βρίσ κετα ι στή διάθεση τής άστυνομίας... ~ Ό άσυρμαιτιστής είνα ι στή φυλακή; — Ναί. Τόν πήραν τό ίδιο βράδυ, του έβαλοιν μ ά λι στα κ αί χειροπέδες... Ήτοτν τρομερό... Στεκόμουν 22
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
έδω στήν είσοδο... Τί νά σ α ς π ω ;... *Η γ υ ν α ίκ α μου έκλ α ιγε... κι έγώ τό ίδιο... Κι όμως, δεν ήταν κανέ νας σπουδαίος πελάτης... Δέν έπινε σχεδόν ποτέ... ΤοΟ έκανα π ά ν τα τ ις καλύτερες τιμές... Ξ αφνικά, ξέσπασε φ ασ α ρία. *0 ΠτΙ Λουΐ είχε έ· πιτεθή στόν νεαρό Βρεττόνο, γ ια τ ί φ αίνεται ότι ό νεαρός δέν τόν άφηνε νά πιή. Εΐχαεν κυλιστή κάτω στό πά τω μ α καί πάλευαν άγριεμένοι... ΟΙ ά λ λ ο ι ε ί χ α ν άποτραδηχτη στήν άκρη, σ χημ ατίζοντας ένα κύ κλο γ ύρω τους. Ό έπιθεω ρητής Μ αιγκρέ τούς χώ ρισε. Τούς σήκω σε, σάν πούπουλα, μέ τό ένα του χ έρ ι καί τούς έ στησε όρθιους καί τούς δύο. — Λοιπόν; Τά πουλά κια μου θέλουν νά φ αγω θούν; ρώτησε κοροϊδευτικά. Είχε κινηθή ά σ τρα π ια ΐα . Ό νεαρός, πού είχε τά χ έρ ια έλεύθερα, τρ ά δη ξε ένα μ α χ α ίρ ι άπό τήν τσ έ πη του. *0 Μ αιγκρέ, όμως, τόν πρόλαβε καί μέ μιά κλω τσιά του π έταξε τό μ α χα ίρ ι μακριά. Ό νεαρός ναυτικός χτύπησε1λ ίγ ο στό πηγούνι του πού μάτωσε. Τότε ό Π τί Λουΐ, π α ρ α π α τώ ντα ς άπό τό μεθύσι, έ πεσε στήν ά γ κ α λ ιά τοΟ συναδέλφου του καί κλαίγοντα ς του ζητούσε σ υγγνώ μ η. Ό τα δερ νιά ρ η ς πλησίασε τόν Μ αιγκρέ καί τού έ δειξε τό ρολόι. — Ε ίναι ώ ρα νά κλείσω, τού είπε. Δέν έχω κ α μ μ ιά διάθεση νά έλθη π ά λ ι ή άστυνομία... Κάθε δράδυ γ ί νεται ή ίδ ια Ισ τορίαI... ’Αδύνατον νά φύγουνI — Κοιμούνται όλοι τους στό κ α ρ ά δ ι; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Ναί, δτοον δέν κοιμούνται στόν δρόμο... Σ ή μ ερ α 23
ΖΩ ΡΖ ΣΙΜ Ε Ν Ο Ν τό πρω ί, τήν ώ ρ α που ά ν ο ιγ α τό παράθυρο, ε ΐδ α δ υ ό άπ* οώτούς ν α σ έρνουνται μεθυσμένοι1α τό πεζοδρό μιο. ‘Η σ ερβ ιτό ρ α μάζευε τ ά ποτήρια άπό τά τροηιέζια. ΟΙ θα μ ώ νες Εφευγαν δυό - δυο πα ρ έα , ή σε μικρές όμ άδες. Μόνον ό ΠτΙ Λουΐ καί ό Β ρεττόνος δέν Εν νοούσαν να ση κωθοΰν. — Μήπως θέλετε νά νοικιάσετε κοενένα δω μ άτιο; ρώτησε ό Λεόν τον Μ αιγκρέ. —’Ό χ ι, ευχαριστώ , είπε ό Επιθεωρητής. Μένω στό ξενοδοχείο «Γΐλάζ». ‘Ο τα β ερ νιά ρ η ς έκανε κάτι νά πή, ά λ λ α φαινόταν να δισ τά ζη νά μιλήση. Ό Μ αιγκρέ, που τό κ α τά λ α βε, τόν κοίταξε Ερωτηματικά. — Τί συμβαίνει, Λεόν; ζήτησε νά μάθη. — ’Ε μένα δεν μοΰ πέφτει, βέβαια, λό γ ο ς, είπε δ ια τα κ τικ ά ό Λεόν, Εσείς ξέρετε κ α λά τή δουλειά σας, ό μως... νά... ήθελα μόνο νά σάς πώ, δ τι δλοι τόν α γα π ούσ α μ ε τόν ασυρματιστή... Κ άτι άκουσα νά ψι θυρίζουν... Λ όγια, βέιβαια, άλλά... νά, λέω... μήπως θ ά έπρεπε νά άναζητήσ ετε τήν γυ να ίκ α , όπως γ ρ ά φουν καί τά μυθιστορήματα; — θ έ λ ε ις νά π ής ό τι ό Πιέρ Λέ Κλένς είχε έρω μένη; ρώτησε μέ Ενδιαφέρον ό Μ αιγκρέ. — Α υτός;... ’Ό χ ι β έβ α ια ! Αυτός ήτοτν άρραβω νιασμένος στό χω ρ ιό του κ α ι κάθε μ έρα έστελνε γρ ά μ μοττα στην ά ρ ρ α β ω νια σ τικ ιά του... — Τότε; Μήπως π ρ ό κειτα ι γ ιά την έρωμένη κάποιου άλλου; — Αυτό δέν τό ξέρω... Μπορεί όμω ς νά μην είναι καί τόσο άπλό όσο φ αίνεται... Κι έπειτα... 24
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
— Πες μου, τ ί ξέρ εις, Λεόν; τόν ρώτησε ό Μ αιγκρέ στηλώ νοντας τό β λέμ μα του πάνω στό β λέμ μ α του άλλου. — Έ γ ώ ;... Σ ά ς βεβααώ, δεν ξέρω τίποτα... "Ε λα, Πτί Λουΐ, ήσυχασε, στράφηκε κ α ί είπε στόν θ ερ μαστή. Π ήγαινε τώ ρα ν ά κοιμηθής... Ό Πτί Λουΐ, δμω ς, ήτοεν σε κακή καιτάσταση άπό τό μεθύσι. "Ε κ λ α ιγ ε ά π α ρ η γ ό ρ η τα κ α ί α γ κ ά λ ια ζ ε τόν συνάδελφό του, πού άπό τό π ηγούνι του έξαικολουθοΰσε νά τρέχη άκόμη λ ίγ ο α ίμ α , ζητώ ντα ς του σ υνέχεια νά τόν συγχω ρήση. Ό Μ αιγκρέ άνΟσήκωσε τους ώ μους του κ α ί έ φ υγε άπό την ταβέρνα μέ τά χ έρ ια σ τις τσ έπες καί τόν γ ια κ ά σηκωμένο, γ ια τ ί ό βραδινός ά έ ρ α ς ήταν δροσερός. Σ τό χώ λ του ξενοδοχείου «ΓΤλάζ» πρόσεξε μ ιά κοπέλλα, πού καθόταν σέ μ ιά ψάθινη πολυθρόνα. "Ε να ς ά νδ ρα ς, πού καθόταν κι αυτός σέ μ ιά άλλη πολυ θρόνα, σηκώθηκε και τοΟ χ α μ ο γέ λ α σ ε δ ε λ ά , καθώ ς τόν είδε νά μπαίνη μέσα. Ή τ α ν ό Ζορισσέν, ό δάσ καλος τοΟ Κεμπέρ. ‘Ο Μ αιγκρέ είχε νά τόν δη δεκαπέντε χρόνια, κι ό ά λ λος δίσ ταζε νά του μιλήση. — Μέ συγχω ρ εΐτε, άρχισ ε νά λέη. θ έ λ ω νά πώ, μέ σ υγχω ρ εΐς... Μόλις φθάσαμε... ή δεσποινίς Λεονέκ κι έγώ ... "Εψοεξα σέ όλα τά ξενοδοχεία γ ιά νά σέ βρω... Μου είπαν, ότι δέν θ’ ά ρ γή σ η ς νά γυρίσ ης.... ‘Η δεσποινίς είνα ι ή ά ρ ρ α β ω νια σ τικ ιά του Πιέρ Λέ Κλένς... "Η θελε πολύ ν ά σέ γνωρίση>... ‘Η κοπέλλα ήταν λ ίγ ο χλω μή κ α ί συνεσταλμένη. Ό Μ αιγκρέ της έδωσε τό χ έρ ι του κι ά μ έσ ω ς κ α τά 25
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
λα βε, ότι αύτή f| ά χα ρ η κακοβαλμένη έπαρχιω τοπούλα έκρυβε μιά σιδερένια θέληση. Δέν μιλούσε. ΤΗταν φανερό, πώ ς 6 Μ αιγκρέ τήν είχε έντυπωσιάσει, όπω ς άλλω στε και τόν Ζορισσέν. Ό τελευταίος αύτός εΐχ€ συγκινηθή, που συναντού σε, έπειτα άπό τόσα χρόνια, έναν παλιό συμμαθητή του, 6 όποιος τώ ρα ήταν ένας διάσημος Αστυνομι κός. — ΜοΟ έδειξαν πρίν άπό λ ίγ ο τήν κυρία Μ αιγκρέ στό σαλόνι, δέν τόλμησ α ό μ ω ς ν α τήν ένοχλήσω, εί πε στον φίλο του. Ό Μ αιγκρέ κοίταξε τήν κοπέλλα. Δέν ήταν ούτε όμορφη, ούτε άσχημη, ή τα ν όμω ς πολύ άπλή καί σ υμ παθητική. — Ό Πιέρ είνα ι άθώος, κατόρθωσε ν’ άρθρώ ση μέ κό πο, χω ρ ίς νά κοιτάζη κανένα. Ό θυρωρός περίμενε νά τελειώσουν γ ιά νά πάη νά κοιμηθή. Ε ίχε ξεκουμπώσει ήδη τό σ α κ κ ά κ ι του. — θ ά τά πούμε οοΰριο, τή ς χ α μ ο γέλ α σ ε ό Μ αιγκρέ. "Ε χετε κλείσει έδώ δ ω μ ά τια ; — Ναί, τό δω μάτιό μου είναι κοντά στό δικό σου, ε ί πε ιμέ κάποιον δισ τα γμ ό ό δάσ καλος τοΟ Κεμπέρ. *Η δεσποινίς Λεονέκ είναι στό έπάνω πάτω μα... Έ γ ώ πρέπει νά φύγω αύριο... έχω δουλειά στό σχολείο... είνα ι οί έξετάσεις, βλέπεις... — Κ αλά, θά δούμε αύριο, είπε π ά λ ι ό Μ αιγκρέ. θ ά τά πούμε π ρ ίν φ υγής. Κ αληνύχτα. Τήν ώ ρα πού έπεφτε στό κρεβάτι, ή γ υ να ίκ α του μουρμούρισε μισοκοιμισμένη: — Μη ξεχάσ ης νά κ λ είσ η ςτό φώς.
26
2
Τά κίτρινα παπούτσια Περπατούσαν 6 ένας κοντά στόν άλλον στήν Ακρο γ ια λ ιά , που ήταν έρημη αύτή τήν ώρα, χ ω ρ ίς καθό λου να κοιτάζω νται. Μετά, προχώ ρησαν Α μίλητοι στήν προκυμαία. Σ ιγ ά - σ ιγ ά ή σιωπή λύθηκε. Πρώτη, ή ΜαρΙ Λεονέκ μίλησε μέ φωνή, πού προσπαθούσε νά είνα ι φυ σική. — θ ά τόν δήτε σέ λίγο ... Δέν είνα ι δυνατόν... θ ά τ ό ν συμπαθήσετε Αμέσως... καί θ ά κατα λάβ ετε ό τι δέν μπορεί νά είνα ι αύτός ό ένοχος... Ό έπιίθεωρητής Μ αιγκρέ τήν κοίταζε λοξά, μέ π ε ρ ιέ ρ γ ε ια καί θαυμασμό μ α ζ ί *0 Ζορισσέν είχε φ ύ γει γ ιά τό Κεμπέρ, Αφήνοντας τήν κοπέλλα μόνη στό Φεκάν. — Δέν έπιμένω. νά έλθη μ α ζί μου, γ ια τ ί δέν πρ ό κειτα ι μέ κανένα τρόπο νά μ’ Ακολουθήση, ε ίχ ε πη στόν Μ αιγκρέ. Κ αί π ρ α γ μ α τικ ά , ή Μ αρί Λεσνέκ ήταν Αποφασι σμένη νά κάνη δ ,τι μπορούσε, γ ιά νά δοηθήση τόν Αρραβωνιαστικό της. Σ οβαρή καί συγκροτημένη στίς έκδηλώσεις της καθώ ς ήταν, έκανε ν ά φ α ίνετα ι έντονώτερη ή Απόφασή της νά κάνη τό πάν γ ιά τή σω τηρία του μνηστήρος της. Ό Μ αιγκρέ είχε π ά ρ ει τό πιό βαρύ του ύφος, κα θώς περπατούσαν στήν Α κρογιαλιά, αύτή, όμως, δέν 27
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
έπηρεάσθηκε καθόλου, ούτε καί τό πρόσεξιε. Του χ α μογελούσε μέ έμπιιστοσύνη. — Τό μόνο του ελάττω μ α, συνέχισε, είνα ι ή ύπερβολι κή του εύαισθησία. Ξ έρετε, ό π α τέρ α ς του ήταν ένας φτω χός ψ αράς κι ή μητέρα του μπάλωνε δ ίχ τ υ α χρ ό νια όλόκληρα, γ ια να τον μεγοΛ,ώση. Τώρα, αύτός την συντηρεί. Ε ίναι ένα μορφωμένο π α ιδ ί μέ λ α μ πρό μέλλον... — ΟΙ γο νείς σου είνα ι πλούσιοι; ρώτησε άπότομα ό Μ αιγκρέ. —"Εχουν τή μ εγαλύτερη έπιχεΐρηση λα ναρ ίσ μ ατο ς καί μεταλλικώ ν π α λα μ α ριώ ν του Κεμπέρ. Γι’ αυτό 6 Πιέρ δ έν ήθελε νά μιλήση στόν π α τέρ α μου... "Ε να χρόνο βλεπόμαστε κρυφά... — Εϊσαστε τότε δεκαοκτώ χρόνων καί ο ί δυό, μουρ μούρισε ό άστυνόμος. — Ναί, μόλις... ’Ε γώ πρώτη τό είπ α στους δικούς μου. Ό Πιέρ ε ίχ ε όρκισθη, ότι δέν 6 ά <μέ παντρευό ταν, &ν δέν κέρδιζε τουλάχιστο δύο χ ιλ ιά δ ε ς φ ρ ά γ κα τον μήνα... Β λέπετε δτι... — ΣοΟ έγραψ ε καθόλου άπό τότε πού φυλακίστηκε; την διέκοψε ό Μ αιγκρέ. — Μ ονάχα μια φορά. Κι ήτοτν ένα γ ρ ά μ μ α πολύ σύν τομο... Αυτός, πού μου έγρ α φ ε κάθε μ έρα όλόκληρες σ ελίδες I Σ το γ ρ ά μ μ α αυτό μου έλεγε, δ τι θ ά ή ταν καλύτερα γ ια μένα καί γ ια τούς γο νείς μου, νά πούμε στόν κόσμο δ τι διέλυσε ό α ρ ρ α β ώ να ς μας. Περνούσοιν μπροστά στο «Ό σεάν», πού ξεψόρτωνε άκόμη. *Η ψηλή μοώρη σιλουέττα τού καραβιού δ έ σποζε στήν προκυμαία. Σ το κ ατά σ τρω μ α τη ς π ρώ ρας, τρ εις ά νδρες, γυμνοί ώ ς τή μέση, πλένοντοιν. Ό 28
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
Μ αιγκρέ Α ναγνώρισε τόν ένα. Ή τ α ν 6 ΠτΙ Λουΐ. Τήν ά λλη σ τιγμ ή, είδε τόν δεύτερο ναύτη νά σπρώχνη τόν συνάδελφό του κ αί νά τοΟ δε ίχνη τήν καπέλλα . Ό Μ αιγκρέ συνοφρυώθηκε. — Τό έκοτνε άπό λεπτότητα, δέν νομ ίζετε; έζακολούθησε ή Μ αρί Λεονέχ. Ξ έρει τ ι δ ια σ τά σ εις .μπορεί νά πάρη ένα σ κάνδα λο σέ μ ια μικρή πόλη, σάν τό Κεμπέρ... ΓΓ αύτό κι 6 Πιέρ ήθελε νά διαλύση τόν Αρρα βώ να μιας... Τό πρωινό ήταν ήλιόλουστο. *Η κοπέλλα μέ τό γ κ ρ ί ζο τ α γ ιέ ρ τη ς έμοιαζε μέ φοιτήτρια, ή νεαρή δ α σκάλα. —"Οιπως βλέπετε, οι γο νείς μου μ’ άφησαν νά φ ύγω κι αυτό σημαίνει, δ τι του έχουν έμπικττοσυνη, έξακολούθησε νά μιλά. *0 π α τέρ α ς μου, βέβαια, θ ά π ρ ο τι μούσε νά παντρευόμουν έναν έμπορο, αλλά... Ε ίχαν φ θάσει μπροστά στο άστυνομικό τμ ή μ α τής περιοχής. Ό Μ αιγκρέ άφησε τή νέα νά περιμένη στόν προθάλαμο, κι αυτός μπήκε στο γρα φ είο τού Αστυ νόμου. ’Αφού μίλησε άρκετή ώ ρα μ α ζί του, καί κρά τησε ορισμένες σημειώσεις, βγήκε άπό τό γροιφείο καί π ή γ ε νά συνοιντήση τήν Μ αρί Λεοινέκ, που τόν περίμενε. Μισή ώ ρα αρ γό τερα , έφθαοναν κι οί δυό στή φυλακή τού Πιέρ Λέ Κλένς. ☆ Ό Μ αιγκρέ ήτοιν σ τις κακές του. Σ τά θη κε σέ μ ιά γω νιά τού κελλιού, βαρύς, κακόκεφος, μέ τ ά χ έρ ια πίσω στην πλάτη καί τήν π ίπ α σφιγμένη α τ ά δόν τ ια του. Ε ίχε ειδοποιήσει τις α ρ χές ότι δέν είχε άνα29
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
λά β ει έπισήμω ς τήν έρευνα αύτης τη ς ύπαθέαεως, ά λ λ ’ 6τι, Απλώς, την παρακολουθούσε άπό π εριέρ γ εια . Πολλοί άνθρω ποι τού είχα ν π ερ ιγρ ά φ ει τον Ασυρ ματιστή καί ή εΙκόνα, που είχε σ χημ ατίσ ει γ ι ’ αυ τόν, συμφωνούσε άπόλυτα μέ τόν νεαρό, πού είχε τώ ρα μπροστά του. Ό Πιέρ Λέ Κλένς ήταν ύψηλός καί Αδύνατος, μέ πρόσωπο σοβαρό καί ϋφος συνεσταλμένο καλού μαθητοΰ. Ε ίχε φ ακίδες κάτω άπό τ ά μ ά τια του κ α ί τά μ αλλιά του ήτατν κομμένα κοντά. Τό άψ ογο κοστού μι του ήταν τώ ρ α τσαλακω μένο. Ξ αφνιάστηκε όταν ή πόρτα τού κελλιοΰ του άνοιξε άπότομα. "Ε π ειτα έμεινε Ακίνητος, διατακτικός. ‘Η κοπέλλα προχώ ρησε κι έπεσε στήν Α γκαλιά του. Αυτός τήν έσπρωξε μαλακά, ρίχνοντας γύρω του β λέμ μ α τα φοβισμένα... — Μ αρί έσυ;... Πώς αύτό;.... Γιατί ή λθες;... τρ α ύ λισε. Ή τοιν φοβερά τα ρ α γμ έν ο ς Δέν ήταν όμω ς άνθρω πος να χάση τήν α υ το κυ ρια ρ χία του. Μόνον τά γ υ α λ ιά του ε ίχ α ν θα μπώ σ ει καί τ ά χείλη του έτρεμαν. — Δέν έπρεπε νά έρθης Μαρί..., είπε δια τα κ τικά . Κοίταξε τόν Μ αιγκρέ, πού δ έν τόν γνώ ριζε, κι έπει τα τή μισάνοιχτη πό ρ τα τού κελλιοΰ. Δέν φορούσε γ ρ α β ά τα , καί τού είχα ν άψ αιρέσει τά κορδόνια άπό τ ά παπούτσια του. Ή τ α ν Αξύρι στος άπό πολλές ή μέρες καί τά κοκκινωπά γένεια του ε ίχ α ν μ εγαλώ σ ει. "Ο λα α ύτά τόν ένοχλοϋσαν. "Επιανε συνέχεια τόν λαιμ ό του καί τό μήλο του τού Ά δ ά μ , πετοϋσε πρός τά έξω. 30
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
— Μήπως ήλθε κι ή μ ητέρα μου; ρώτησε τή μνη στή του. —"Οχι, του είπε έκεΐνη. Σ ου στέλνει τούς χ α ιρ ε τ ι σμούς της. "Ε χει Εμπιστοσύνη σέ σ ένα καί πιστεύει π ώ ς ε ίσ α ι άθώος. Δέν μπορούσε ούτε κι αυτή νά έκδηλώση τή σ υ γ κίνησή της. Τό περιβάλλον τη ς φ υλακής τούς Εκα νε νά μην ·ξέρουν πώ ς νά συμπεριφερθουν. Τούς π ά γω νε. Κ οίταζαν 6 Ενας τύν άλλο καί δέν ήξεραν τ ί νά ποΟν. "Ε ψ αχναν νά βρουν τό λ ό γ ια τους. "Ε π ειτα ή ΜαρΙ Λεονέκ Εδειξε τύν Μ αιγκρέ. — Ό κύριος είναι Ενας φίλος του Ζορισσέν, είπε. Etνα ι Επιθεωρητής τη ς δικαστικής άστυνομίας καί δέ χθηκε νά μάς δοηθήση. Ό Λέ Κ,λένς δίστασε άν Επρεπε νά δώση τύ χ έρ ι του στόν Μ αιγκρέ, τελ ικ ά δέν τόλμησε. Είπε μόνο. — Ε υχαριστώ πολύ... Καί οΐ δυό νέοι Εδειχναν ά μ η χα νία — ό Μ αιγκρέ τό Εβλεπε. ‘Η Μ αρί μάλιστα, ήταν Ετοιμη ν ά βάλη τ ά κλάμοπα. Ε ίχε πιστέψει, δ τι αύτή ή συνάντηση θά ήταν δραματική καί θά Επειθε τόν Επιθεωρητή γ ιά τή,ν άθω ότητα τού Πιέρ, ά λ λ ά τώ ρ α Εδλεπε πώς είχε κάνει λάθος. Κ οίταζε τόν αρραβω νιασ τικό τη ς μέ απογοήτευση. Καί, ξαφνικά, είπε άνυπάμσνα: — Πρέπει νά μιλήσης στόν κύριο Επιθεωρητή, Πιέρ! Πρέπει νά τού π ής τό κάθε τι, πού μπορεί νά είναι χρήσιμο γ ιά τήν υπεράσπισή σου. Ό Πιέρ Λέ Κλένς άναστέναξε. Φερόταν ά δ έξια κι Εδειχνε στενοχωρημένος, παρατήρησε ό Μ αιγκρέ. — θ ά σοΟ κάνω μόνον μερικές ερω τήσεις, είπε ήρε 31
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ μα στόν νεα ρ ό . "Ο λ ο τό πλήρω μα συμφωνεί, δ τι σ’ αυτό τό τ α ξ ίδ ι οΐ σ χέσ εις σου μέ τόν καπετάνιο ή τα ν πολύ ψυχρές. "Ο ταν, όμω ς σαλπά ρατε, τοΟ φ ε ρόσουν πολύ φ ιλικά. Τί προκάλεσε αύτη τήν άλλαγή στη συμπεριφορά σου; Ό άσ υρμ ατισ τής άνοιξε τό σ τόμ α γ ια να άπαντήση, ά λ λ ’ έπειτα, σ ά νά ά λ λα ξε γνώ μη, σ τα μ ά τη σε καί κοίταξε μέ άπ ελπ ισ ία τό πάτω μ α. — Μήπως οί λ ό γ ο ι ήταν υπηρεσιακοί; έπέμεινε ό Μ αιγκρέ. Τις δυο πρώ τες ήμ ερες έτρ ω γες μέ τόν καπετάνιο καί τόν πρώ το μηχανικό... Μετά, π ρ ο τι μούσες νά τρώ ς μέ τούς ναύτες... — Ναι, αυτό είνα ι αλήθεια, παροοδέχτηκε σ ιγ ά ό άσυρματιστής. — Γιατί τό έκανες αύτό; Ό νεαρός ύπόδικος φάνηκε ν ά διστάζη. Ή Μαρι Λεονέκ είπε έκνευρισμένη. — Μίλησε, Π ιέρ !... Π ρέπει νά πης τήν ά λ ή θεΐα !... Π ρόκειται γ ιά τή σ ω τηρ ία σου 1... — Δεν... δέν ξέρω, μουρμούρισε άδο υλ α ό νεαρός άσυρματιστής. — Ε ίχες κ α μ μ ιά δια φ ορά μέ τόν καπετάνιο Φαλλό; ρώτησε μ α λα κ ά ό Μ αιγκρέ. -Ο χ ι... —"Εξησες δμω ς στό ίδιο κ α ρ ά δ ι μ αξί του, έπί τρεις όλόκληρους μήνες, χω ρ ίς νά τού άπευθύνης ούτε μ ιά λέξη 1 "Ολο τό πλήρω μα τό πρόσεξε... Μερικοί, μάλιστα, λένε, ότι πολλές φορές ό κσστετάνιος Φαλ λό έδειχνε νά συμπεριφ έρεται σάν τρελλός... — Δέν ξέρω... 32
ΕΓΚ ΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ή ΜαρΙ Λεονέκ συγκροτούσε μετά δ ία ς τούς λ υ γ μούς της. —"Οταν τό «Ό σεάν» μπήκε ατό λιμ ά νι, συνέχισε δ Μ αιγκρέ, β γή κ ες στήν ξηρά μ α ζί μέ το δ ς άλλους. Π ήγες στήν τα δέρ να κι έκεϊ, ατό δω μ ά τιό σου, έκ α ψες κ ά τι χα ρ τιά . — Μαί... δέν είχαν κ α μ μ ιά άξία... —"Ε μ α θα δ τι έχεις τή συνήθεια νά κραίτάς ή μερολόγιο, όπου σημειώ νεις τδ κάθε τι. Πές μου, έκαψες τδ ήμερσλόγιο μέ τΙς έντυπώσεις του τα ξιδιού, δέν είνα ι έτσ ι; Ό άσυρμ ατισ τής στεκόταν δρθιος, μέ τδ κεφ άλι κάτω σάν ένας μαθητής, πού δέν ξέρει τό μάθημά του κ α ί πεισματω μένος κοιτάζει τδ πάτω μα. — Μαί... εΓπε έπί τέλους. — Γιοιτί τδ έκ ο β ες; — Δέν ξέρω... Ό Μ αιγκρέ θύμωσε. —"Ο πως δέν ξέρεις γ ια τ ί γ ύ ρ ισ ες πίσω στδ κ α ρ ά βι, ούτε κ α ί γ ια τ ί δέν ανέβηκες άμέσω ς έπάνω, έ; εί πε άπότομα. Σ έ είδαν δμω ς κρυμμένο πίσω ά π δ ένα βαγόνι, πενήντα μέτρα πιο π έρ α άπδ τό καράβι. Ή Μ αρί κοίταξε τόν Μ αιγκρέ, έπειτα τδν άρραβω νϋαστικό της, ‘μετά π ά λ ι τόν έπιθεωρητή μέ ύφος χ α μένο. — Ναί..., είπε σ ιγ ά δ Πιέρ. — Ό καπετάνιος του πλοίου πέροισε τή γ έφ υ ρ α γ ιά νά βγή στην ξηρά. Δέν πρόλαβε δμω ς νά πατήση τδ πόδι του στήν προκυμαία καί τήν άλλη στιγμή τδν χτύπησαν, συνέχισε ό Μ αιγκρέ. Πώς έ γινε; Ό άσυρματιστής δέν μίλησε. 33
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν — Ά πάντησ έ μου, δ ιά β ο λ ε ! φώναξε άπότομα 6 Μαιγκρέ. — Πιέρ, σέ παρακαλώ , πρέπει ν ά άπαντήσης, τόν παρακάλεσ ε ή μνηστή του. θέλουμ ε νά σέ σώσου με... Δέν σέ καταλαβαίνω ... Δέν ξέρω τ ί συμβαίνει... Γιατί δέν μ ιλά ς; Σ έ παρακαλώ ... Τά ιμάτια τη ς είχα ν γεμ ίσ ει δάκρυα. — Ναι..., έκανε ό άσυρματιστής. — Τί «ναι»; γρύλισ ε ό Μ αιγκρέ. —"Ημουν έκεΐ... — Τότε... είδες τό έγκλημα... —Ό χ ι... δέν ε ίδ α καλά. "Ημουν πίσω άπό ένα σωρό β α ρ έλ ια καί βαγόνια... Ε ίδ α δυό άνδρες νά π α λεύουν, κι έπειτα τόν ένα νά φεύγη τρ έχο ντο ς τή στιγμή που ένα σ ώ μ α έπεφτε στό νερό... — Πώς ήταν ό άνθρωπος πού έφυγε; — Δέν ξέρω.... —ΤΗταν ντυμένος σάν ναυτικός; - ’Ό χ ι. — Τότε ξέρεις π ώ ς ήταν ντυμένος... — Πρόσεξα μόνο ότι φορούσε κίτρινα παπούτσια.... — Τί έκανες μετά; — ’Ανέβηκα στό καράβι... — Τί π ή γ ες νά κάνης έκεΐ; Γ ια τί δέν έτρεξες νά 6οηθήσης τόν καπετάνιο; "Η ξερες πώ ς ήταν κι άλας νε κρός; "Ε γινε δ α ρ ειά σιωπή. Ή Μαρί Λεονέκ γ εμ ά τη άγ ω νία φώ ναξε: — Μίλησε, Πιέρ! Σ έ Ικετεύω, μίλησε!... ’Ακούστηκαν β ήμ α τα στόν διάδρομο. ΤΗταν ό δεσμοφύλακας. ’Ε ρχόταν νά είδοποιήση τόν Λέ Κλένς, 34
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
δτι τόν περίμενε ό ανακριτής. Ή Μαρί Λεονέκ έτρεξε νά τόν φ ιλήση, πέφτοντας στην ά γ κ α λ ιά του. ’Εκείνος δίστασε. ’Έ π ειτα , την Α γκάλιασε μέ ύφος σοβαρό καί συγκρατημένο. Δέν τή φίλησε στό στόμα, ά λ λα ψηλά στο μέτωπο, στα ξανθά μ αλλιά της. — Π ιέρ !... είπε Ικετευτικά ή κοπέλλα. — Δέν έπρεπε νά έλθης, τής είπε συνοφρυωμένος και Ακολούθησε τόν δεσμοφύλακα μέ βήμα Αργό καί κουρασμένο. Ό Μ αιγκρέ καί ή Μαρί Λεονέκ βγήκοον κι αυτοί άπό τό κελλί χω ρ ίς νά ποΟν λέξη. Μόλις βρέθηκαν έξω, ή κοπέλλα άναστέναξε π ονεμένα: — Δέν καταλαβαίνω τίποτα, είπε. Μετά σήκωσε Αποφασιστικά τό κεφάλυ — Τό μόνο πού ξέρω, είναι πώς είνα ι άιθώος, πρόσθεσε. ’Ε μείς δέν μπορούμε νά τόν καταλάβουμε, γκχτί ποτέ μ ας δέν βρεθήκαμε σέ τέτοια θ έσ η ! Τρεις μέ ρες τώ ρα είναι στη φυλακή k l δλος ό κόσμος τόν κατηγορεί... Κι αύτός είναι ένας άνθρωπος κλεισμέ νος ιστόν έαυτό το υ ! Ό Μ αιγκρέ τήν κοίταξε συγκινημένος. Κ α ταλά βαινε δτι ή κοπέλλα έκείνη προσπαθούσε νά δώση πειστικότητα σ τά λ ό γ ια της, ά λ λ ’ δ τι καπά βάθος ή ταν φοβερά απογοητευμένη. — ’Εσείς, δμω ς, θά τόν βοηθήσετε, δέν είναι έτσ ι; πρόσθεσε παρακλητικά, πιάνοντας τό χ έρ ι τού Μ αυ γκρέ. —'"Αν μοΰ ύποσχεθής δτι θά χυρίσ ης στό σπίτι σου, στό Κεμπέρ, ναι, τή ς άποκρίθηκε, προσπαθώ ντας νά μη χαμ ογελάσ η . 2.
"Ε γκλημα οτό /υυ
35
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
—’Ό χ ι! ... δ χ ι αύτό, σάς παρακαλώ ... Μή μου ζητάτε τέτοιο π ρ ά γ μ α , τον Ικέτευσε. — Καλά, είπε ό Μ αιγκρέ μέ ένα χα μ ό γελο . Π ήγαινε, τότε, στήν π α ρ α λ ία νά κάνης συντροφιά μέ τη γ υ να ίκα μου. Δ ρόμοΙ... — Ε σ ε ίς τ ί θά κάνετε;... Τί λέτε γ ια τόν άνθρωπο μέ τά κίτρινα παπούτσια; Ό Μ αιγκρέ άνασήκωσε τούς ώμους του χω ρ ίς νά της άπαντήση. Σ τον δρόμο τη ς έπιστροφής, οί δ ια δ ά τε ς γ ύ ρ ι ζαν καί τους κοίταζαν, γ ια τ ί ή Μαρί Λεονέικ είχε με γ ά λ η ύπερένταση καί μιλούσε δυνα τά ύποστηρίζοντα ς την άθω ότητα τοΟ άρραδωνιαστυκοΟ της. — ΣσΟ έπαναλαμδάνω , προσπάθησε νά τήν καθησυχάση ό Μ αιγκρέ. θ ά κάνω δ,τι μπορώ... Νά, οεύτός ό δρόμος π η γα ίν ει κατ’ ευθείαν στο ξενοδοχείο «Πλάζ». Νά πής στή γυ να ίκ α μου δ τι θ ’ ά ρ γή σ ω γ ιά φαγητό. ’Έ κ α νε μεταδολή καί π ήγε στήν προκυμαία. Τό δαρύ του ϋφος είχε έξαφοενιστη. Σ χεδό ν χ α μ ο γ ε λούσε κ αί φαινόταν ευχαριστημένος. Ε ίχε φοδηθή, δ τι θά ήτοεν υποχρεωμένος ν’ Αντι μετώπιση καμ μιά τρ α γικ ή σκηνή στο κελλί τη ς φυ λακής. Δ ιαμαρτυρίες, δάκρυος φ ιλιά. "Ο λα δμω ς είχαν συιμδή διαφορετικά, μ’ ένα τρόπο πολύ άπλό, πού κατά δάθος ήτοτν πιό τρ α γ ικ ό ς κ α ί πού τοΟ είχε άποκαλυψει πολλά. Ό πρ ω τα γω νισ τή ς αυτή ς τη ς ιστόρισες τοΟ άρεσε, γ ια τ ί ήτοεν σοδαρός, κλεισμένος στόν έαυτό του καί στή σιωπή του. Μπροστά σ’ ένα κατάστημα ναυτικώ ν ειδών συ 36
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
νάντησε τόν Πτί Λουΐ, πού κρατούσε ένα ζευγάρι, λ α στιχένιες μπότες. — Που π η γ α ίν εις; τόν ρώτησε ό Μ αιγκρέ. — Π ηγαίνω νά πουλήσω τις μπότες. Μήπως θέλετε νά τ ις ά γοράσ ετε; ιΕίναι ιδ,τι 'καλύτερο έ χ ε ι ό Κ ανα δάς. Σ τή Γ αλλία δεν έχουμε τόσο κολές. Τις δίνω διακόσια φ ράγκα... Τιμή ευκαιρίας... Ό Πτί Λουΐ φαινόταν άνήσυχος. Β ιαζόταν νά συνεχίση τόν δρόμο του, δπως παρατήρησε ό Μ αιγκρέ. — Μήπως σου πέρασε ποτέ άπ’ τόν νοϋ, ότι ό καίπετάνιος Φαλλό ήταν βλαμμένος; τόν ρώτησε απότο μα δ Μ αιγκρέ. — Ξέρετε, κάτω σ τα κ αζάνια δεν βλέπουμε π ο λλά π ρ ά γμ α τα ..., είπε 'διατακτικά ό Πτί Λουί. — Ναί, ά λ λά τά λέτε... — Ή άλή θεια είναι δτι έγιναν π ερ ίερ γ α π ρ ά γ μ α τα , μουρμούρισε ό θερμαστής. — Τί π ρ ά γ μ α τ α ; — Τίποτα καί πολλά... Ε ίναι πολύ δύσκολο νά σάς τό έξηγήσω... τώ ρα, μάλιστα, πού είμαστε στήν ξ η ρά... πρόσθεσε στενοχωρημένος. Κρατούσε πάντοτε τις μπότες του στο χ έρ ι κι ό έμπορος ναυτικώ ν ειδών, πού τόν είχε βάλει στό μ ά τι, στεκόταν καί τόν περίμενε μπροστά στό μ α γ α ζ ί του. — Μπορώ νά φύγω τώρας κύριε έπιθεω ρητά; —’Ό χ ι, σέ χρειάζο μ αι, είπε ξερά ό Μ αιγκρέ. Δεν μου λές, πότε άρχισ αν άκριβώ ς οί διάφ ορες ιστο ύ ς; — ’Από τό ξεκίνημα... "Ε να κ α ρ ά δι είνα ι ή γερ ό ή σκάρτο... Τό «’Οσεάν» ήταν σκάρτο... 37
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Ε π ε ιδ ή έκανε μερικές κακές μανοϋδρες; — Γι’ αύτό καί γ ια π ο λλά ά λ λ α άκόμη... Τί νά σ ά ς π ώ ; τ Ησαν π ρ ά γ μ α τ α π ερ ίερ γα , α νεξήγητα, πού μάς είχα ν δλους έπηρεάσει... ’Απόδειξη, δτι είχα μ ε τήν έντύπωση π ώ ς δέν θά γυ ρ ίζα μ ε πίσω... ’Αλή θεια, μ’ έκείνη τήν ιστορία τοϋ πορτοφολιού, τ ί θά γ ίνη ; θ ά μέ κυνηγά π ά ν τα ή αστυνομία; — Καλά... θ ά δοϋμε... θ ά το κανονίσουμε, έκανε άόρισ τα δ Μ αιγκρέ. Τό λ ιμ ά νι ήταν σχεδόν άδειο. Τό κα λο κ α ίρ ι δλα τά κ α ρ ά δ ια π ή γ α ιν α ν γ ιά ψ άρεμα στή Ν έα Γη, έκ τος άπό τ ις ψ αρόδαρκες πού ψάρευοεν γ ύ ρ ω στΙς άκτές. Μόνον ή μαύρη σ ιλουέττα τοϋ «Ό σεάν» δ ια γρα φ ότα ν στο λ ιμ ά ν ι και γ έμ ιζε τον α έρ α μέ τήν δυνατή μυρω διά της μουρούνας. Ό Μ αιγκρέ πρόσεξε’ένα τύπο μέ δερ μ ά τινες μπό τες κ α ί πηλήκιο ,μέ μεταξω τό σειρήτι, πού στεκόταν κοντά στά δ α γό νια . — Δέν μοϋ λές, αύτός έκεΐ, είνα ι κανένας έφοπλιστής; ρώτησε ένα τελω νοφύλακα πού περνούσε άπό δ ίπ λ α του. — Ναί, είν α ι δ διευθυντής τής έτα ιρ ε ία ς «Ή Μου ρούνα τής Γ αλλίας», του άποκρίθηκε δ άλλος. ‘Ο έπιθεω ρητής Μ αιγκρέ τον πλησίασε καί τοϋ συστήθηκε. Ό ά λλο ς τδν κοίταξε καχύποπτα, χ ω ρίς δ.μως καί νά πάψη νά έπιδλέπη τό ξεφόρτω μα τοϋ καραδιοϋ. — Τί γνώ μη έχετε χ ιά τό φόνο τοϋ καπετάνιου σ α ς; τον ρώτηαε δ Μ αιγκρέ. — Τί γνώ μη έχω ; έκανε άπότομα δ πλοιοκτήτης. Δέν β λέπετε; ’Ο κτακόσιοι τόννοι σ άπ ια μουρούνα! "Αν 38
ΕΓΚ Λ ΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
αύτό έξακολουθήση, τό καράδ,ι δεν θά μπαρέση νά κάνη δεύτερο δρομολόγιο... Καί δέν είνα ι ή Αστυ νομία πού θά διόρθωση τό κακό, ούτε πού θά καλύψη τις ζη μ ιές!... — Ό Φαλλύ δεν ήταν άνθρωπος τη ς έμπιστοσύνης σ α ς; — Ναί, ήταν. Κι υσ τέρα; — Πιστεύετε, ότι ό Ασυρματιστής τον σκότωσε; — Αύτός, ή κάποιος άλλος, τ ί σημ ασ ία έχει; Ή ζη μ ιά είνα ι μεγάλη ! "Α ς Αφήσουμε κ α τά μέρος τά δ ίχτυ α ! MoG στοίχισαν μ ιά περιουσία σχεδόν καί ξέρετε σέ τ ί κατάσταση τά δρήκα ; Σ χ ισ μ έν α καί κομματιασμένα, σά νά είχαν ψαρέψει δράχους κι όχι ψ άρια... Καί σ ά νά μή έφθαναν ό λα αύτά, τό πλήρω μα πιστεύει στο κακό μ ά τι!... " Ε ! σ είς έκεΐ κάτω, τ ί κάνετε; φώναξε στους φορτω τές. Ν ά πάρη ό διά δολος, σάς είπα ναί ή όχι, νά φορτώ σετε π ρ ώ τ α αύτό τό δ α γό νι;... "Α ρχισε νά τρέχη έδώ κι έκεΐ γύρω στά δαγόνια , νά ψωνάζη καί ν’ Απειλή όλο τον κόσμο. Ό Μ αιγκρέ έμεινε Ακόμη λ ίγ ο νά παρακολουθή τό ξεφ όρτω μα. "Ε π ειτα προχώρησε προς τήν προδλήτα, όπου ήταν μ αζεμ ένοι οί ψ αράδες μέ τις λ ι νές χρ ω μ α τισ τές τους μπλούζες. Ξ αφνικά, Ακούσε κάποιον νά τοΟ φωνάζη πίσω του. — Ψ ίτ, ψίτ, κύριε άστυνόμε... ΤΗταν ό Λεόν, ό ιδιοκτήτης τη ς τα β έρ να ς τό « Σ τ έ κι τω ν Ψ αράδω ν τής Ν έας Γης». Προσπαθούσε νά τόν φθάση, περπ ατώ ντας όσο πιο γ ρ ή γ ο ρ α του έπέτρεπ αν τά κοντά του πόδια. 39
Ζ ΩΡ Ζ
Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Ε λ ά τ ε στο μ α γ α ζ ί νά πιούμε κάτι, είπε π λη σ ιά ζοντας τον Μ αιγκρέ. Γό ύφος του ή τα ν παράξενο, γ ε μ ά το υποσχέσεις, κι ό Μ αιγκρέ, χ ω ρ ίς νά μιλήση, τον άκολούθησε. Σ τον δρόμο, ό Λεόν, άρχισ ε νά του έξη γ η : — Ξ έρετε, τώ ρ α έχουμε π ά λ ι λ ίγη ή σ υ χ ία ΐ Πολλοί ναυτικοί γύρισ α ν στη Β ρεττάνη, ή σ τα χ ω ρ ιά τους κι αύτοί πού έμεινοιν, έχουν ξοδέψει σχεδόν δ λ α τα λεφ τά τους. Σ ή μ ερ α , στην τα β έρ να ήσαν μόνον λ ί γ ο ι ψ α ρ ά δ ες σκουμπριών... Δ ιέσχισ αν την π ρ ο κ υ μ α ία και μπήκαν στο μοτγαζί, πού ήταν άδειο. Ή σ ερβιτόρα κ α θά ριζε τά τρεπέζια. — Τί 6 ά π ά ρ ετε; πρότεινε στον Μ αιγκρέ ό Λεόν. " Ε να ά π ερ ιτίφ ; Ε ίναι ή ώ ρ α του... ’Ε γώ , σ άς λέω καί πάλι, δεν κοιτά ζω τό συμφέρον μου... Προσπαθώ νά μή πίνουν πολύ τ ά π α ιδιά .. "Ε πειτα, όταν πίνουν μου κάνουν πολλές ζημιές... τ ά σπάνε ό λα όταν είνα ι μεθυσμένοι... Ποιό είνα ι τότε τό κέρδος μου;... Πή γ α ιν ε στήν κουζίνα Ζυλί, νά δής τ ί γ ίν ε τα ι, κι έρ χο μ α ι άμέσω ς, στράφ ηκε καί είπε στή σερβιτόρα. "Ε πειτα, στράφηκε κ α ί κοίταξε μέ νόημα τόν Μαιγκρέ. — Σ τη ν ύ γ ε ιά σας, είπε σηκώνοντας τό ποτήρι του. Σ ά ς ε ίδ α άπό μ ακριά, κι έπειδή ε ίχ α κ ά τι νά σ άς πώ, έτρ εξ α νά σάς προλάβω . Π ήγε νά βεδαιω θή, ό τι ή σ ερβιτόρα δέν κρυφάκουγε πίσ ω άπό την πόρτα, κι έπ ειτα μέ ύφος μυ στηριώ δες, ά λ λ ά κ α ί γεμ ά το Ικανοποίηση, έ β γ α λ ε κάτι άπό την τσέπη του. Ό Μ αιγκρέ είδε ότι ήταν μ ιά φ ω το γρ α φ ία . 40
ΕΓΚ Λ Η Μ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— 'Ο ρίστε, χ α μ ο γέ λ α σ ε ό Λεόν. Τί λέτε γ ι ’ α υ τό ;... 'Η φ ω το γρ α φ ία π αρουσ ίαζε μ ια γ υ να ίκ α . Τό κε φ ά λ ι της όμω ς ήταν μουτζουρωμένο μέ κόκκινο μ ε λάνι, σέ σημείο πού νά μη φ αίνω νται καθόλου τά χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ά της. Ο ί κόκκινες μολυβιές ήσαν χ α ροίγμένες βαθειά, μέ λύσσα, σ’ ολόκληρο τό πρό σωπό της, ώστε νά μή μείνη κανένα σημείο άκάλυπτο. Κάτω όμω ς άπό τό πρόσωπο, τό σ ώ μ α ε ίχ ε μ εί νει άνέπαφο. Τό στήθος τή ς γ υ ν α ίκ α ς ήταν πλούσιο κ α ί τό κορμί προκλητικό, σφιγμένο σ’ ένα άνοιχτόχρω μ ο τολμηρό, μεταξω τό φόρεμα, που δ ιέ γ ρ α φ ε έντονα τίς λ α χτα ρ ισ τές καμπυλότητες της. — Που τό βρήκες αυτό; ρώτησε π ερ ίερ γ ο ς ό Μαιγκρ έ. Ό Λεόν έκλεισε πονηρά τό μάτι. — Μ εταξύ μας, μπορώ νά τό πώ, είπε. Ό σάκκος του Λέ Κλένς δέν έκλεινε καλά, γ ι ’ αύτό ό άσυρματιστής συνήθιζε νά κρύβη τά γ ρ ά μ μ α τ α τή ς α ρ ρ α β ω νια σ τικ ιά ς του κάτω άπό τό κ ά λυμ μ α τοϋ τροσιεζιοΰ... — Κι έσύ β έβ α ια τά διά βαζες... — Δέν ε ίχ α ν κοτνένα ένδιαφέρον... Τό είχ α α ν α κ α λύψ ει έντελώ ς τυχα ία ... "Ο ταν οί αστυνομικοί έ καναν έρευνα ατό δω μάτιο, π αρέλειψ αν νά ψάξουν κάτω άπό τό κάλυμμα. Χθές τό βράδυ, τό σκέφιθηκα, έψαξα, κ α ί νά τί βρήκα... Τό πρόσωπο τής γ υ να ίκ α ς δέν φ αίνεται, σ ίγουρα, όμως, αύτή ή κού κ λα δέν είνα ι ή άρρ α β ω νια σ τικ ιά του.. ’Έ χ ω δη τήν φ ω το γρ α φ ία τή ς Μ αρί Λεονέκ... Δέν είνα ι ή ίδ ια . Σ ά ς λέω , κ άποια άλλη γ υ ν α ίκ α είνα ι στή μέση... Ό Μ αιγκ ρέ κοίταζε προσεκτικά τήν φωτογροοφία. 4ί
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
Ή γρ α μ μ ή του λα ιμ ού κ α ί των ώμων της γ υ ν α ί κας ήταν υπέροχη. Ή άγνω στη τη ς φ ω το γρ α φ ία ς έπρεπε νά είνα ι μ εγαλύτερη άπό την Μ αρί Λεονέκ. Ή στάση τη ς ήταν προκλητική κ αί τό κορμί της γ ε μάτο ήδυπάθεια. Τό φόρεμά τη ς έδειχνε έτοιματζίθικο κ α ί ήταν πολύ χτυπητό. Γενικά, υπήρχε κ ά η τό χυ δ α ίο σ’ αυτήν τή γ υ ν α ίκ α τής φ ω το γρ α φ ία ς, σκέφτηκε ό Μ αιγκρέ. — Υ π ά ρ χ ει κόκκινο μελάνι, έδώ στήν τα δ έ ρ ν α ; ρώ τησε τόν Λεόν. —’Ό χ ι, έχουμε μόνο πράσινο. — Ό Λέ Κλένς μ ετα χειριζό ταν κόκκινο μελάνι; — Ποτέ... Αυτός είχε ειδικό μ ελάνι γ ι α τό στυλό του. Μπλέ σκούρο... Ό Μ αιγκρέ κούνησε τό κεφ άλι του κ αί άφησε τό ποτήρι του στόν π ά γκο . — Μου έπιτρ έπ εις; είπε στό Λεόν. ’Έ χ ω δο υλειά τώ ρα. "Ε φ υγε άπό τήν τα δ έρ να καί κατευθύνθηκε π ά λ ι στό λιμ ά νι. Ά νέδη κ ε χ ω ρ ίς κοοθυστέρηση στό άλιευτικό κ α ί ερεύνησε προσεκτικά τήν κ α μ π ίνα τού άσυρματιστοΰ πρώ τα, κι έπ ειτα τήν κ αμ πίνα του κ α πετάνιου, πού ήταν βρώμικη καί ά κ α τά σ τα τη . Σ έ κ α μ μ ιά όμω ς άπό τ ις δυο αύτές καμ πίνες δέν βρή κε κόκκινο μελάνι, δπω ς δέν βρήκε καί πουθενά π ά νω στό καράβι. Κ ατεβαίνοντας ά π ’ τό καράβι, ό Μ αιγκρέ, συνάν τησε τό βλοσυρό β λέμ μ α τοΰ πλοιοκτήτη, πού έξακολουθουσε νά φωνάζη κ α ί νά κ α κ ο μ ετα χειρ ίζετα ι τό προσωπικό του. — Μήπως έχετε κόκκινο μ ελά νι σ τά γ ρ α φ ε ία σ α ς; 42
ΕΓΚ ΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τδν ρώτησε 6 Επιθεωρητής. — Κόκκινο μελάνι; μόρφασε δ άλλος. Τί νά τό Κά νουμε; Σ το σχολείο είμαστε; ”Ε π ειτα είπε ξα φ νικά σ ά νά τδ θυμήθηκε. — Ό Φαλλυ Εγραφε μέ κόκκινο μελάνι, δταν ήτα ν στδ σ πίτι του, στήν δβό ντ’ Έ τρ ε τά ... ά λ λ ά τ ί κ α ι νο ύ ρ για Ιστορία είναι π ά λ ι αύτη μέ τδ μ ελά νι;... "Ε , προσοχή στδ β α γό νι έ σ εΐςί... "Ε ν α δυσ τύχημ α μόνον, μ άς Ελειπε τώ ρα... Λοιπόν, τ ί θέλατε Εσείς μέ τδ κόκκινο μελάνι σ α ς; στράφηκε στδν Μαιγκρ έ. — Τίποτα εύχαριστώ , είπε δ Επιθεωρητής. Ά π ό μ α κ ριά φάνηκε νά Ερχεται δ Πτι Λουΐ, χ ω ρ ίς τΙς μπότες του. Φαινόταν νά εχη πιή μ ερικά π οτηρά κια, φορούσε σ τραβά τδ κοΰσκέτο του, κι Εσερνε τά π ό δ ια του, σ τά όποια φορούσε παλιοπάπουτσα.
43
3
Ή γυναίκα της φωτογραφίας Ή έπόμενη κίνηση του έπιθεωρητοΰ Μ αιγκ ρέ ή ταν νά έπισκεφθή τό σπίτι, όπου έμενε ό κ α π ετά νιος Φαλλύ. 'Ή θελε νά κάνη μ ιά έρευνα έκεϊ κ α ί νά ρωτήση μ ερικά π ρ ά γ μ α τ α τη σπιτονοικοκυρά του, την κυρία Μ περνάρ. Δεν είχε λησμονήσει, άλλω στε, α ύτά πού είχε άκούσει νά λ έγω ντα ι, ότι, δηλαδή, ό καπετάνιος κ α ί ή κ υρ ία Μ περνάρ σ χ έδια ζα ν νά παντρευτούν. Ή κυρία Μ περνάρ τον δέχτηκε π ρόθυμ α κ α ί πιό πρόθυμα άκόμη δέχτηκε νά τού μιλήση. "Ή ταν μιά γυ ν α ίκ α γ ύ ρ ω α τά πενήντα, ά λ λ ά έξακολουθούσε νά είνα ι όμορφη κ α ί ευπαρουσίαστη. Της άρεσε, ό μως, υπερβολικά ή κουβέντα. Έ π Ι μ ιά ολόκληρη ώ ρ α μιλούσε σ τον Μ αιγκρέ γ ιά τόν πρώ το της άντρα, γ ιά την χ η ρ ε ία της, γ ιά τόν καπετάνιο, πού είχε γ ίν ε ι ό ένοικιαστής τη ς καί γ ιά τις δια δό σ εις πού κυκλοφόρησαν γ ιά τ ις σ χ έ σεις τους. Σ το τέλος, του άνέφερε καί γ ιά μιαν ά γνωστη γυ να ίκ α , πού είχε μπη στή ζωή τού κ α π ετά νιου καί πού σ ίγ ο υ ρ α θά έπρεπε νά ήταν «μιά γ υ να ίκ α ελαφρώ ν ήθών», όπω ς είπε ένδεικτικά. Ό Μ αιγκρέ έρεύνησε όλο τό σπίτι, πού ήταν νοι κοκυρεμένο, ά λ λά γ εμ ά το κ ακ όγουσ τα π ρ ά γ μ α τα . Τό δω μ άτιο τοΰ καπετάνιου ήτα ν καθαρό καί σ υ γυ ρισμένο, γ ια τ ί π ερ ίμενα ν τόν ερχομό του. Τά άτο44
ΕΓΚ Λ ΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
μικά του π ρ ά γ μ α τ α ήταν πολύ λ ί γ α : Μ ερικά ρού χ α σ’ ένα μπαούλο, αρ κ ετά δ ιδ λ ία , δ λ α περ ιπ ετειώ δη μυθιστορήματα, καί φ ω τογραφ ίες, πού π αρ ίσ ταναν διά φ ο ρ α κ α ρ ά β ια . "Ο λα α υτά έδιναν την έντυπωση μ ια ς ήσυχης με τρημένης ζωής. — Δέν είχα μ ε τίπ οτα συμφωνήσει, ά λ λ ά ήταν φ ανε ρό ότι θά κ α τα λ ή γ α μ ε σέ γ ά μ ο κι όλος ό κόσμος τό ήξερε, είπε ανασ τενάζοντας ή χή ρ α . Έ γ ώ ε ίχ α τό σπίτι, τ ά έπιπ λα και τον ρουχισμό... Δέν θά ά λ λ α ζε σέ τίπ ο τα ή ζωή μας... θ ά καλυτέρευε μάλιστα, όταν σέ τρ ία ή τέσσερα χρόνια θά έπαιρνε τη σύν ταξή του δ καπετάνιος... Ό Μ αιγκ ρ έ κοίταξε έξω άπό τό παράθυρο άκούγ ο ντα ς την κ υρ ία Μ περνάρ. Ά π ό τό παράθυρο φαινότοτν τό ποτντοπωλεΐο άπένοτντι, ό κοττηφορικός δ ρ ό μος κ α ι τό πεζσδρόμιο, όπου έπαιζατν π α ιδιά . — Τόν περασμένο όμω ς χειμώνας συνέχισε ή κυρία Μ περνάρ, ό Φαλλύ συνάντησε αυτή την γ υ να ίκ α , κι ό λα άλλοΕξαν... Σ κεφ τήτε, στην ή λ ικ ία του, νά ξετρελλαθή μέ μιά π α λ η ο γυ ν α ίκ α ΐ... Ά π ό τότε ά ρ χισ ε νά γ ίν ε τ α ι π ερίεργος... Φ αίνεται, ό τι θά την συναντούσε στη Χάδρη, ή κάπου άλλου, γ ια τ ί πο τέ κανείς δέν τούς είδε μαζί. Έ γ ώ έδλεπα, ότι κ ά τι μοΰ έκρυδε... ’Ά ρ χ ισ ε , μάλιστα, νά ά γο ρ ά ζη κ αί μ ετα ξω τά έσ ώ ρ ο υχα !... Φυσικά, τη σ τιγμ ή πού δέν ε ίχα μ ε κανένα δεσμό, δέν μπορούσα έγώ νά έπέμ6ω... Δέν ή θελα νά νομίζη ό τι τόν κυνηγούσα... Ή άφήγηση τής κ υρ ία ς Μ περνάρ, είχε ζω ντανέ ψει τή ζωή τού νεκρού στά μ ά τια του Μ αιγκρέ. Φοεντάσθηκε τόν μεσήλικα άνθρω πάκο, πού γ ύ ρ ιζ ε 45
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
κάθε φορά στο λιμ ά νι, μετά το τ α ξ ίδ ι του, κ αί ζοΰσε έκεϊ σάν καλός άστός, κοντά στήν κ υρ ία Μ περνάρ, πού τον περιποιότοτν κ α ί τόν φρόντιζε, ώσπου νά άποφασίση νά την παντρευτη. θ ά έτρ ω γε μ α ζί της στην τρ α π εζα ρ ία κάτω άπό το πορτραΐτο του πρώτου της συζύγου μέ τ ά ξα νθά μουστάκια κ α ί μετά, θά π ή γα ινε στό δω μάτιό του κ α ί θ ά δ ιά β α ζε κανένα π εριπ ετειώ δες μυθιστόρημα. Κ αί ξαφ νικά, αναστατώ θηκε αυτή ή ήσυχη ζωή του. Μιά άλλη γ υ ν α ίκ α έκανε τήν έμψάνισή της... Ό καπετάνιος Φαλλύ π ή γα ιν ε τώ ρα πιο σ υχνά στή Χάβρη, περιποιόταν έξα ιρ ετικ ά τό ντύσιμό του, άγ ό ρ α ζε μ ετα ξω τά έσώ ρουχα καί κρυβόταν άπό τή σπιτονοικοκυρά του 1 Δεν ή τα ν β έβ α ια παντρεμένος, ούτε είχε ύποσχεθή γ ά μ ο στην κ υρ ία Μ περνάρ. ^Η ταν έλεύθερος, κι δμω ς δέν είχε έμφανίστη ποτέ στό Φεκάν μέ αύτή την άγνω στη γ υ ν α ίκ α τη ς ζω ής του. Μ ήπως αύτή ή γ υ να ίκ α ήταν τό μ εγά λ ο του πάθος, ή μ εγάλη πε ριπέτεια, πού εμφανίστηκε στή ζωή του κάπω ς άργ ά ; ”Η μήπω ς ήτοιν κ α μ μ ιά ύποπτη σχέση; Β υθισμένος σ τις σκέψ εις του ό Μ αιγκρέ έφ υ γε άπό τό σ π ίτ ι τη ς κ υρίας Μ περνάρ κ α ί κατέβηκε στήν π α ρ α λ ία . Είδε άπό μ ακριά τή γ υ ν α ίκ α του, καθισμένη σέ μιά πολυθρόνα μέ κόκκινες ρ ίγ ε ς κ αί κοντά της τήν Μ αρί Λεονέκ, πού κεντούσε. Μερικοί κολυμβητές ήτοεν ξαπλω μένοι στήν ά μ μο. Ό ήλιος έκ α ιγ ε. Ή θάλοοσσα ήτοον άκύμαντη. Πέρα, άπό τό άλλο μέρος τη ς προβλήτας, τό «Ό σεάν» ήτοιν άροεγμένο κοντά στήν πρ ο κυ μ α ία κ α ί ξε φόρτωνε μουρούνα, ένώ οί σκυθρω ποί νοτϋτες του 46
ΕΓΚ Λ Η Μ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ήταν κλεισμένοι στη χηωπή τους. Ό έπιθεω ρητής Μ αιγκρέ πλησίασε τη γ υ ν α ίκ α του καί τή φίλησε τρυφ ερά στό μέτωπο, ένώ χ α ιρ έ τησε μέ μ ια κλίση του κεφαλιού την Μ αρί Λεονέκ. Ή νέα τον κοίταξε έρω τηματικά. — Τίποτα τό νεώτερο, τής είπε ά π λά ό Μ αιγκρέ. Ή γ υ ν α ίκ α του σήκωσε τό β λέμ μα της κ α ί κοί τα ξε τον ά ντρ α της. — Ή δεσποινίς Λεονέκ μοΰ διηγήθηκε όλη τήν ιστο ρ ία της, είπε. Πιστεύεις, δ τι αυτός ό νέος ήταν ικα νός νά κάνη ένα τέτοιο έγκ λ η μ α ; Ό Μ αιγκρέ άπέφ υγε νά άπαντήση καί γύ ρ ισ α ν όλοι μ α ζί σ ιγ ά σ ιγ ά στό ξενοδοχείο. Ε το ιμ ά ζο ν τα ν νά καθήσουν στό τραπέζι, όταν έ φτασε ένας άσ τυφ ύλακας πού ζητούσε τον έπιθεωρητή. —’Έ χ ω έντολή νά σ ά ς δείξω οώτό, του είπε. Τό έ στειλαν στην άστυνομία πρίν άπό μ ιά ώρα. Του έδωσε έναν κίτρινο φάκελο. ’Ή τα ν άνοίχτός. Δέν είχε ούτε όνομα, ούτε διεύθυνση. Π εριείχε μιά κόλλα χα ρ τί, γρα μ μ ένη μέ πυκνά μ ικρά γρ ά μ μ α τα . Ό Μ αιγκρέ τήν ξεδίπλω σε κ α ί δ ιά β α σ ε : «Π αρακαλώ, νά μη κατηγορηθή κανείς γ ι ά τόν θάνατό μου, κ ι ούτε κανείς νά θελήση νά μάθη τ ά α ίτια , πού μέ όδήγησαν στην άπάφαση νά τερμα τίσ ω τή ζωή μου. »Αύτές είνα ι οί τελευτα ίες μου θελήσεις. Κ λη ροδοτώ τ ά ύπάρχοντά μου στήν κ υρ ία Μπερνάρ, πού ύπήρξε πάντοτε καλή μ α ζί μου, μέ τήν ύποχρέωση νά στείλη τό χρυσό μου χρονόμετρο 47
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
στον άνηψιό μου, πού τον γνω ρ ίζει, και νά φροντίση νά μ ε θάψουν στό νεκροταφείο τοΟ Φεκάν, κοντά στον τάφο τη ς μητέρας μου. Ό κ τά β Φαλλό». Ό Μ αιγκρέ έκανε ένα μορφασμό έκπλήξεω ς. —’Έ χ ε ι την ύπογραφή Ό κ τ ά δ Φαλλό, μουρμούρισε. Πώς έφτασε στό άστυνομικό τμ ή μ α αύτό τό γ ρ ά μ μα; — Δέν τό ξέρουμε, κόριε έπιθεω ρητά, άποκρίθηκε ό άστυφ ύλακας. Τό βρήκαμε στό γρα μ μ ατο κ ιβ ώ τιο . Ό γ ρ α φ ικ ό ς χ α ρ α κ τή ρ α ς πάντω ς είνα ι του κ απ ετά νιου... Ό κύριος άστυνόμος ειδοποίησε άμ έσ ω ς τόν άνακριτή. — Ναί, ά λ λ ά αύτό τό γ ρ ά μ μ α δέν έμπόδισε τόν δο λοφόνο νά σ τρ α γ γ α λ ίσ η τόν Φαλλύ, μουρμούρισε ό έπιθεω ρητής Μ αιγκρέ. Γ ια τί δέν άκούστηκε ποτέ νά σ τρ α γγα λ ίσ τη κ ε κανείς μόνος του... 'Έ μ εινε γ ιά μερικές σ τιγμ ές βυθισμένος σ τις σ κέ ψεις του. ’Έ π ε ιτ α στράφ ηκε π ρ ο ς τό μέρος τού άστυφύλακα. — Περίμενε ένα λεπτό, νά άντιγράψ ω αύτό τό γ ρ ά μ μα, είπε, θ ά πρέπει νά τό π ά ρ η ς πίσω... — Δ έν μού έδω σαν ε ιδ ικ έ ς οδη γίες, νομίζω όμω ς, πρέπει νά τό πάρω , κύριε έπιθεω ρητά. — Β έδαια. Π ρέπει ν ά προστεθή στόν φ άκελο τη ς ύποθέσεως, κούνησε τό κεφ άλι ό Μ αιγκρέ. ’Α ντέγραψ ε γ ρ ή γ ο ρ α τό γρά μμ ας κι έ π ειτα π ερ ί μενε άνυπόμονα τή σ ερβ ιτό ρ α ν ά τούς σερβίρη. *Η Μαρί Λεονέκ τόν παρακολουθούσε συνέχειας χω ρ ίς νά τολμήση νά διακόψη τ ις σκέψ εις του. Μόνον ή κυ 48
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ρ ία Μ αιγκρέ άνοοστέναξε, δταν έφεραν έπιτέλους τό φ α γη τό: — θ ά είμαστε πολύ καλύτερα στην 'Α λσατία, είπε σ ιγ ά . Ό Μ αιγκρέ έφ α γε γ ρ ή γ ο ρ α κ α ί σηκώθηκε πριν νά φέρουν τ α φρούτα. Β ιαζόταν νά ξαναδή τό α λιευ τικό, τό λιμά νι, τούς ναύτες. Σ τον δρόμο μουρμού ριζε μόνος του: — Ό Φαλλό ήξερε ό τι θά πεθάνη... "Ηξερε όμω ς δτι θά τον σκοτώσουν;... "Ηθελε ά ρ α γ ε νά σώση έκ των προτέρω ν τον δολοφόνο του, ή άπλώ ς είχε δ ιά θεση νά αύτοκτονήση; »Ποιός, άριχγε, έρριξε τόν κίτρινο φάκελο στο γρ α μ μ α το κ ιβ ώ τιο του άστυνομικου τμ ή μ α το ς; Δεν είχε ούτε γρα μ μ ατόσ ημ ο ούτε διεύθυνση... Τό νέο εΓχε φ αίνεται κυκλοφορήσει, γ ια τ ί o t c x v ό Μ αιγκρέ έφτασε κοντά στό άλιευτικό, ό διευθυντής της «Μουρούνας τη ς Γαλλίας», του είπε ειρω νικά: — Λοιπόν..., φ α ίνετα ι δτι ό Φαλλύ σ τρ α γγα λ ίσ τη κ ε μόνος του... Ω ρ α ία Ιδ έα !... — Μ πορείτε καλύτερα νά μού πήτε, ποιοι ά ξκ υμ α τι κοί βρίσκονται άκόμη στό «Ό σεάν»; — Κ ανένας!... 'Ο δεύτερος καπετάνιος π ή γ ε στό Π αρίσι νά γλεντήση... Ό πρώ τος μηχοινικός π ή γ ε στό χω ριό του, στό Ύπόρ. θ ά γυρίσ η μ όλις τελειώση τό ξεφόρτω μα. Ό Μ αιγκρέ έρεύνησε άκόμη μιά φ ορά τήν κ α μ π ίνα τού καπετάνιου. ΤΗταν μικρή κ α ί στενή. Μέσα σ’ αυτήν υπήρχε ένα κρεβάτι μέ ένα βρώ μικο π ά πλω μα, μιά ντουλάπα, κ ι ένα 'μπρίκι πάνω στό σ κ ε πασμένο μέ μουσαμά τραπ έζι. Σ έ μ ιά γ ω ν ιά β ρ ι 49
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
σκόταν άφημένο ένα ζευ γ ά ρ ι μπότες μέ σόλες άπό ξύλο. Μέσα στην κ αμ πίνα ήταν σκοτεινά κ α ί βρώ μι κα. Ή άτμόσφ αιρα ήταν διαποτισμένη άπό την έν τονη μυρω διά πού κυριαρχούσε σέ όλο τό καράβι. Μπλούζες ναυτικές, ρ ιγέ, στέγνω ναν στο κοοτάστρωμα. Ό Μ αιγκρέ π α ρ ά λ ίγ ο νά πέση περνώ ντας τή γέφ υρα, πού ήταν γεμ ά τη άπό λιπ α ρ ές άκ αθαρσ ίες ψαριών. — Βρήκατε τίπ ο τα ; τον ρώτησε ό πλοιοκτήτης ό ταν ό έπιθεωρητής βρέθηκε καί π ά λ ι οπήν ξηρά. Ό Μ αιγκρέ άρκέστηκε νά άνασηκώση τούς ώ μους του, χω ρ ίς νά μιλήση, κοίταξε ακόμη μιά φο ρ ά τό «Ό σεάν» μέ βλέμμα βλοσυρό καί ρώτησε έναν τελω νοφύλακα άπό ποιόν δρόμο θά μπορούσε νά πάη στό Ύπόρ. Τό Ύπόρ ήταν ένα χωριό, έξη χιλ ιό μ ετρ α μ ακριά άπό τό Φεκάν. Ε ίχε λ ίγ α σ πίτια ψαράδων κ αί μερικά ά γρ ο κ τή μ α τα στά περ ίχω ρ α. Είχε άκόμη μερικές έπαύλεις νοικιασμένες γ ιά τό καλοκαίρι κι ένα μο ναδικό ξενοδοχείο. Σ την π αρ αλία, οί κάτοικοι καί οί παραθερισ τές έκαναν μπάνιο, όταν έφτασε έκεΐ ό Μ αιγκρέ. — Πού είνα ι τό σπίτι τού κυρίου Λαμπέρζ π α ρ α κ α λώ ; ρώτησε σέ ένα μ α γα ζί. — Τού πρώτου μηχανικού τού «Όσεάν», ή τού άγρότη; — Τού μηχανικού. Τού έδειξαν ένα μικρό σ π ίτι μέ κήπο καί κατευθύνθηκε προς τ ά έκεΐ. Καθώς πλησίαζε στήν πόρτα, πού ήταν βαμμένη 50
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
πράσινη, ακούσε φωνές. "Ε νας ά ντρ α ς καί μιά γυναίκα μάλωναν. Δέν μπορούσε δμω ς νά διακρίνη τά λ ό γ ια κ α ί χτύπησε το κουδούνι. ’Απότομα οΐ φωνές σ ταμάτησ αν κι έγινε σιωπή. "Ε π ειτα άκούστηκαν βήματα, πού πλησίαζαν, ή πόρ τα άνοιξε καί φάνηκε ένας ά ντρ α ς ψηλός καί άδύνοοτος με βλοσυρό ύφος. — Τί είνα ι; ρώτησε. Μιά γ υ να ίκ α ντυμένη μέ μιά άπλή ρόμπα φάνη κε πίσω άπό τόν άντρα καί διόρθωνε τ ά ά κ α τά σ τα τα μ α λλιά της. — Είστε ό κύριος Λ αμπέρζ; Ε ίμ α ι της Δ ικαστικής ’Αστυνομίας καί θά ήθελα νά σ άς κάνω μερικές έρωτήσεις, είπε ό Μ αιγκρέ. — Περάστε, είπε ό άλλος καί του έκανε τόπο νά περάση. "Ε να π α ιδ ί έκ λ α ιγε μέσα στο δω μάτιο καί ό π α τέ ρ α ς του τό έσπρωξε άπότομα στο διπλανό δωμάτιο, δπου φαινόταν ένα κρεβάτι. —"Αφησέ μας μόνους, είπε ό Λαμπέρζ στή γυ να ίκ α του. Τά μ ά τια της γ υ να ίκ α ς ήταν κόκκινα. Ό κ α υ γ ά ς θά είχε ά ρ χίσ ει την ώ ρα πού έτρω γαν, σκέφτηκε ό Μ αιγκρέ, γ ια τ ί τά π ιά τα ήταν μισογεμάτα. — Τί θέλετε νά μάθετε; ρώτησε ό Λαμπέρζ. — ’Από πότε έχεις νά π ά ς στό Φεκάν; — Π ή γα σήμερα τό πρω ί μέ ποδήλατο... Δέν ά ντεχα άλλο τή γυ ν α ίκ α μου νά γκρινιά ζη... Μήνες κ α ί μή νες παιδεύεσ αι στή θάλασσα... ψοφάς... κι o t o c v γυ ρίζης... 51
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
τ Ηταν ακόμη έξω φρένων καί ή αναπνοή του μύ ριζε οινόπνευμα. — Είναι όλες τους ίδιες, συνέχισε. Ζήλεια κ α ί γκρίνια... Νομίζουν, πώ ς άλλη δουλειά δεν κάνουμε, π α ρά νά τρέχουμε πίσω άπό τις πόρνες!... Τήν άκουτε;... Δ έρνει τώ ρα τον μικρό γ ιά νά ξεσπάση τά νεύρα της... Σ το διπλανό δω μάτιο τό πα ιδί έκ λ α ιγε πιο δυ νατά. Μιά γυνα ικεία φωνή ακούστηκε νά φωνάζη. — θ ά σταματήσης έπιτέλους;... κα μ μ ιά φορά;
"Ε ,
·θά σω πάσης
Αυτά τά λ ό γ ια θά τά συνόδευαν χασ τούκια γ ια τ ί τό π α ιδ ί έκλ α ιγε τώ ρα γοερά. — Βλέπετε, τ ί ώ ρ α ία ζωή ζώ ; γρύλισ ε δ μηχανικός του αλιευτικού. —Ό καπετάνιος Φαλλύ σοϋ μίλησε ποτέ γ ιά κα μ μ ιά στεναχώρια του; τόν ρώτησε χω ρ ίς περιστροφές δ Μ αιγκρέ. *0 Λαμπέρζ τόν κοίταξε λοξά κι ά λ λα ξε θέση στην καρέκλα του. — Τί σάς κάνει νά τό νομίζετε; ρώτησε. — Ε ίναι καιρός πού τα ξιδεύεις μ α ζί του, δέν είναι έτσι; — Πέντε χρόνια. — Σ το καρά Si, έτρ ω γες π άντα μ α ζί του; — Ναί, έκτος άπ ό αυτή τη φορά, πού τοΰ εϊ^ε κολ λήσει ή ιδέα νά τρώη μόνος του στήν καμ πίνα του... θ ά προτιμούσα όμω ς νά μήν ξαναμιλήσω γ ι ’ αότδ τό έλεεινό τα ξίδ ι! —'Ό τ α ν έγινε τό έγκλημ α, πού ήσουν; 52
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Σ την ταβέρνα, μαζί μέ τούς άλλους... Δεν το ξέρετε;... — Νομίζεις, δτι ό ασυρματιστής είχε κανένα λόγο γ ια νά έπιτεθή στον καπετάνιο; Ξ αφ νικά ό Λαμπέρζ θύμωσε. — Που θέλετε νά καταλήξετε μέ τΙς ερω τήσεις σ ας; φώναξε. Τί θέλετε νά σάς πώ ε γ ώ ; Νά παραστήσω τον αστυνομικό; ’Αρκετά μέ αύτή την ΙστορίαI Δέν την αντέχω ά λ λο ! ’Έ χ ω φτάσει στο σημείο νά άναρ ω τιέμ ας αν θά ναυτολογηθώ γ ιά τό άλλο τοιξίδι! — Αότό, πάντως, τό τα ξίδι, δέν ήταν καί σπουδαίο... — Τί θέλετε νά πήτε; Ό Μ αιγκρέ τόν κοίταξε κατάματα. — θ έλ ω νά πώ, δτι δλα π ή γα ινα ν στραβά. "Ε νας μούτσος χάθηκε στή θάλοοσσα, εγίνοιν πολλά α τυ χήματα... τό ψ άρεμα δέν απέδωσε καί ή μουρούνα έφτασε σχεδόν σάπια στο Φεκάν... — Καί φταίω έγώ γ ι ’ αύτά; — Δέν λέω τέτοιο π ρ ά γμ α . ΣοΟ ζητώ, μόνο, νά μου πης, άν στά γεγονότα , πού ήσουν κι έσύ παρών, ύπήρχε κ ά τι πού θά μπορούσε νά έξηγήση τόν θάvorro τού καπετάνιου... ’Ή ταν ένας ήσυχος άνθρω πος, μέ ζωή νοικοκυρεμένη. Ό μηχανικός κάγχα σ ε, ά λ λ ά δέν είπε τίποτα. — Ξ έρεις άν είχε καμμιά έρωτική περιπέτεια; τόν ρώτησε ό Μ αιγκρέ. —’Αφού σ ά ς λέω, δ τι δέν ξέρω τίποτα, τί μέ ρω τά τε; Δέν άντέχω άλλο αύτή τήν ισ τορία!... θέλετε νά μέ τρελλάνετε;... Τί θέλεις τώ ρα έσύ;... Τά είχε μέ τή γ υ να ίκ α του, πού είχε μπή στο δ ω μάτιο γ ιά νά πάη στήν κουζίνα, δπου κ άτι καιγόταν. 53
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
‘Η γυ να ίκ α θ ά ήταν τρ ιά ντα πέντε χρόνων και δέν ήταν οΟτε όμορφη οΰτε άσχημη. — Μιά στιγμή, είπε ταπεινά. Ε ίναι τό φ αγητό του σκύλου πού κ αίγεται... — Κάνε γ ρ ή γ ο ρ α I... Τελείωνε, γ κ ρ ίνια ξε ό άντρας της. Σ τράφ ηκε π ά λ ι στόν Μ αιγκρέ. — θέλ ετε νά σάς πώ μιά σωστή κουβέντα; συνέ χισε. Παρατήστε αύτή τήν ιστορία! Ό Φαλλυ είναι καλά τώ ρ α έκεΐ που βρίσκεται! "Οσο λιγώ τερ ο μι λάμε γ ι ’ αύτόν, τόσο τό καλύτερο! ’Ε γώ δέν ξέρω τίποτα κι όλη τήν ή μέρα νά μέ ρωτάτε, π ά λ ι δέν θά έχω τίποτα άλλο νά πώ... Δέν μοΰ λέτε, ήλθατε μέ τό τραίνο;... ’Ά ν δέν πάρετε αύτό πού φ εύγει σέ δ έκ α λεπτά, θά μείνετε έδώ ώς τίς όκτώ τό β ρά δυ... Δέν έχει άλλο τραίνο... Είχε ανοίξει τήν πόρτα. Ό ήλιος έμπαινε στό δωμάτιο. — Ποιά είναι αυτή τέλος πάντων, πού ζηλεύει τόσο πολύ ή γυ να ίκ α σου; ρώτησε μ αλακ ά ό Μ αιγκρέ δτοτν έφτασε στό κατώφλι. Ό άλλος έσφιξε τ ά δόντια, ά λ λ ά δέν είπε τίποτα. — Γνω ρίζεις αύτό τό πρόσωπο; τόν ρώτησε ό Μαιγκρ έ καί του έδειξε τή φ ω τογραφ ία τής γ υ να ίκ α ς, πού τό κεφάλι της είχε έξαφοτνιστή κάτω άπό τίς μουντζούρες πού είχαν γίνει μέ κόκκινο μελάνι. ‘Ο επιθεωρητής δμω ς είχε βάλει τόν άντίχειρ ά του έπάνω σέ αύτό τό κεφάλι, έτσι, πού νά φ αίνεται μόνον τό σώμα, σφιγμένο στό μεταξωτό φόρεμα. Ό μηχανικός έρριξε μ ιά γρήγορη μ α τιά στή φω το γ ρ α φ ία κι έπειτα έκανε μιά άπότομη κίνηση γ ιά 54
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
νά την άρπάξη, μά ό Μ αιγκρέ τήν τράβηξε μακριά. — Τήν ά να γνω ρ ίζεις; ρώτησε. — Νά τήν ά ναγνω ρίσ ω ;... Πώς είνα ι δυνατόν; Ό Μ αιγκρέ ξα νάβαλε τή φ ω τογραφ ία στην τσ έ πη του. Ό ά λλο ς είχε μείνει μέ τό χ έρ ι άνοιχτό. — θ ά έλθης αύριο στό Φεκάν; ρώτησε τόν Λαμπέρζ. — Δέν ξέρω, θ ά μέ χρειαστητε;... —’Ό χ ι, έτσι σέ ρώτησα. Σ έ ευχαριστώ γ ιά τις π λη ροφορίες, πού μοϋ έδωσες... — Δέν σάς έδω σα κα μ μ ιά πληροφορία, γρύλισ ε ό άλλος. Ό Μ αιγκρέ δέν είχε κάνει ούτε δ έ κ α βήμοττα, ό ταν ή πόρτα έκλεισε πίσω του μέ μιά κλωτσιά, καί οί φωνές ξανάρχισ αν μέσα στό σπίτι. Ό κ α υ γ ά ς είχε άνάψει πάλι. ★
Ό πρώτος μηχανικός είχε πή τήν άλ ή θεια : δέν είχε τραίνο γ ιά τό Φεκάν πρίν τΙς όκτώ τό βράδυ κι δ Μ αιγκρέ, μήν ξέροντας πώ ς νά περάση τήν ώ ρα του, κάθησε στήν τα ρά τσ α τοΰ ξενοδοχείου. Γύρω του έπικρατοΰσε ή συνηθισμένη άτμόσφαιρ α τών διακοπών. Κάτω από τΙς πολύχρω μες όμπρέλλες κάθοντον άντρες καί γυ να ίκ ες φορώντας μ α γιό ή έλαφ ρά ρούχα, ένώ μιά όμ άδα νεαρών π α ραθεριστών είχε μαζευτή γύρω άπό μ ιά ψ αρόβαρ κα, πού τραβούσαν έξω στά άσπρα χα λ ίκ ια . — ΜπύραΙ π α ρ ά γ γ ε ιλ ε στό γκαρσόνι ό Μ αιγκρέ. Ό ήλιος ήταν ζεστός. Μιά οίκσγένεια έτρ ω γε π α γ ω τά στό διπλανό τραπέζι. "Ε να ς νεαρός τραβούσε 55
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
φω τογραφ ίες, κι άπό μ ακριά έφθαναν χαρούμενες νεανικές φωνές. Ό Μ αιγκρέ κοίταζε τό τοπίο. Ή σκέψη του κι ό νους του είχα ν άποχαυνωθή και σαν σε δνειρο θυμό τα ν την Ιστορία ενός καπετάνιου, πού είχε τό όνομα Φαλλό. — Εΰχαριστώ πολύ! Νά μου λείπ η !... Α ύτά τα λ ό γ ια καρφώθηκαν στο μυαλό του, όχι γ ια τό νόημά τους, ά λ λα γ ια τον απότομο τρόπο και τή σκληρή ειρωνεία, με την όποια είχαν είπωθή άπό μ ια γυ να ικ εία φωνή, πίσω άκριβώ ς άπό τον Μ αιγκρέ. — Α φ ού σου λέω, Ά ντέλ,... είπε ή φωνή ένός άντρα με φανερή τήν προσπάθεια πού έκανε νά κοντρολάρη τον τόνο του. — Π αράτα με! είπε ή γ υ να ίκ α μέ τό ίδιο ύφος. — Μήν άρχίσης π ά λ ι τ ά ίδια, Ά ντέλ... — θ ά κάνω ό,τι μου άρέσει! Τό είχε φ αίνεται ή μέρα, σκέφτηκε ό Μ αιγκρέ. Τό .πρωί είχε πέσει έπάνω σέ έναν άνθρωπο σέ έξα λ λη κατάσταση, τον διευθυντή τής «Μουρούνας της Γαλλίας», κι όταν έφτασε στό Ύπόρ, τό ζεύγο ς Λαμπέρζ, είχε οικογενειακό κ α υγα δ ά κ ι. Τώρα, στήν τα ρ ά τσ α τοΰ ξενοδοχείου, ένα άγνω σ το ζευ γ ά ρ ι δ ια πληκτιζόταν. — θ ά έκανες καλύτερα νά τό σκεφτης..., ξανάπε ό άντρας. — Π αρ άτα με, έπιτέλους! —Σ οΰ φ αίνεται ότι είνα ι έξυπνο νά ά π α ντά ς έτσ ι; —’Έ τ σ ι μοϋ άρέσει, είπε ξερ ά ή γυ να ίκ α . Τό κ α τά λ α β ε ς;... Γκαρσόν, οώτή ή λεμονάδα είναι ζεστή... 5G
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Π ήγαινε νά μου φέρης μιαν άλλη... *0 τόνος της φωνής τη ς ήτοτν χυδα ίο ς κ α ι μιλούσε πολύ δυνατά. — 'Πρέπει νά άποφασίσης..., είπε δ άντρας. — Π ήγαινε μόνος σουί Σ το έχω ξοτναπή I Τώρα ά φησε με ήσυχη, είπε απότομα ή γυνα ίκα . — Ξ έρεις δ τι είναι α τιμ ία αύτδ που κ άνεις; έπέμεινε ό άντρας. — Κι έσύ... τί κάνεις; — ’Ε γώ ; Τολμάς... "Αν δέν είμαστε έδώ θά έδλεπες... Ή γυ να ίκ α γέλα σ ε πολύ δυνορτά. — Πάψε σέ παρακαλώ , εΐπε μέσα άπδ τά σ φ ιγμ ένα του δόντια δ άντρας. — Έ λ α , ά γά π η μου! κορόιδεψε ή γυναίκα . Γιορτινά πάψ ω ; —’Έ τσ ι! — 'Ο μολογώ, δτι ή απάντησή σου είνα ι τρομ ερά έ ξυπνη, γέλα σ ε ειρω νικά ή γυναίκα . — Θ ά σωπάσης, έπιτέλους; —"Αν αύτδ μοϋ γουστάρη... — Ά ντέλ, σέ προειδοποιώ, δτι... — Τί;... "Ο τι θά προκαλέσης σκάνδαλο; Σ π ο υ δ α ία τ ά λ ά χα ν α !... Φωνάζουμε, κι δ κόσμος μάς άκούει τόσην ώ ρα τώρα... — θ ά έκανες καλύτερα νά τδ σκεφτής, και τότε θ ά κορταλάδαινες..., άρχισ ε νά λέη δ άντροος. Ή γ υ να ίκ α σηκώθηκε δαρυεστημένα. Ό Μ αιγκρέ τής είχε γυρισμένη την πλάτη, είδε όμω ς τή σ κιά της σ τις πλάκ ες τής ταράτσ ας. ’Έ π ε ιτ α τήν είδε άπδ πίσω, που προχωρούσε στήν άκροθαλασσιά. ΤΗταν άντίθετα στο φώς και ή σ ιλουέττα τη ς δ ια 57
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
γρά φ ηκε στον κοκκινωπό ούρανό. Ό Μ αιγκρέ πρό σεξε πώ ς ήτα ν ά ρκετά καλοντυμένη, ό χ ι όμω ς κα τά λλη λ α γ ια τήν άμ μου διά. Φορούσε μ εταξω τές κάλτσες καί παστούτσια μέ ψηλά τακούνια. ΓΙ* αύτό καί τό βάδισμά τη ς ήταν άχαρο. Περπατούσε μέ δυσκολία πάνω στα χ α λ ίκ ια καί π α ρ ά λ ίγ ο νά πέση. Σ υνέχισ ε όμω ς τον δρόμο της πεισμοπωμένη. — Γκαρσόν, φώναξε δ άντρας, πόσα σοΟ όφείλω ; — Δέν έφερα άκόμη, κύριε, τή λεμονάδα πού παρ ά γ γ ε ιλ ε ή κυρία... -- Δέν π ειρ ά ζει! Πόσα είναι; — ’Εννέα φ ρ ά γκα , κύριε... Δέν θά φάτε άπόψε έδώ ; — Δέν ξέρω άκόμη... Ό Μ αιγκρέ γύρισ ε γ ιά νά δη τον ά ντρ α κι οτύτός τα ρά χτηκ ε, γ ια τ ί ήξερε ότι τά γ ειτο νικ ά τρ α π έζια είχαν παρακολουθήσει τη φασαρία. ^Η ταν ψηλός καί ντυμένος μέ άμφίβολη κομψό τητα. Τά μ ά τια του ήταν κουρασμένα κ α ί τό πρόσω πό του έδειχνε φανερά τον έκνευρισμό του. Σηκώ θηκε, δίστασε γ ιά λίγο , κι έπειτα, προσ παθώ ντας νά φανη άπαθής, προχώρησε προς τη νέα γυναίκα , πού είχε φτάσει κοντά στή 'θάλασσα. — Ά κόμη ένα παράνομο ζευγάρι..., είπε κάποιος πού κοβθότοτν σέ ένα τρ α π έζι μαζί μέ τρ εις κυρίες. — θ ά μπορούσαν νά πάνε κάπου άλλου, είπε μιά άπό τις κυρίες. ‘Ω ραίο π α ρ ά δ ε ιγ μ α γ ιά τά π α ιδ ιά μας... Τό ζευ γά ρ ι, πού καθότοιν στή βεράντα, συνοτντηθηκε στήν άκροθολασσιά. Τώρα, δέν άκούγονταν τά λ ό γ ια τους. Ά π ό τις χειρονομίες τους, όμως, ή ταν φανερό πώ ς έξακολουθουσαν νά διααφωνοϋν. 58
ΕΓΚ ΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ό ά ντρ α ς παρακαλοϋσε καί άπειλουσε. Ή γ υ να ίκ α ήταν άνένδοτη. Σ έ κάποια σ τιγμ ή, ό ά ντρ α ς τήν άρπαξε άπό τό χ έρ ι καί φάνηκε, δ τι ή σκηνή θά κατέληγε σέ ξυλοδαρμό. Α πότομ α, ρμω ς, τήν παράτησε κ α ί μέ μ εγ ά λ α βήματα προχώρησε σέ ένα κοντινό δρόμο, μπήκε σέ ένα μικρό γ κ ρ ίζο αΰτοκίνητο, πού ήταν παρκαρισμένο έκεϊ, κι έβαλε μπροστά. — ’Ακόμη μ ιά μπυρα, γκαρσόνΙ π α ρ ά γ γ ε ιλ ε ό Μαιγκρέ. Είχε άντιληψθή δτι ή γυ να ίκ α είχε ξεχάσ ει πάνω στό τρ α π έζι της την τσ άντα της. '’’Ηταν μ ιά τσ ά ντα γυαλιστερή, άπό ψεύτικο δέρμ α κροκοδείλου, όλοκαίνουργη. Λ ίγες σ τιγμ ές αργότερα , μ ιά σκιά σ χημ ατίσ τη κε στό έδαφος τής τα ρά τσ ας, κι δλο καί πλησίαζε. Ό Μ αιγκρέ σήκωσε τό κεφάλι του κι άντίκρυσε τήν Ιδιοκτήτρια τής τσάντας. Τήν άλλη σ τιγμ ή , ό Μ αιγκρέ δοκίμασε ένα μικρό σόκ. Μπορεί νά έκαη'ε λάθος, σκέφτηκε. ^Ηταν μιά έντυπωση, κ ι δ χι μ ιά δεβαιότης, ά λ λ ά θά όρκιζόταν, o t l ε ίχ ε μπροστά του τη γυ ν α ίκ α τή ς φ ω τογραφ ίας. Γιά νά βεβαιωθή έβ γα λε τή φ ω το γρ α φ ία μέ τρ ό πο άπό την τσέπη του. Ή άγνω στη είχε καθήσει ξα νά στή θέση της. — Γκαρσόν, τ ί έγινε ή λεμονάδα; ρώτησε. — Μέ συγχω ρεΐτε, κυρία... νόμιζα... ‘Ο κύριος μοΰ εΐπε,.., ά ρ χισ ε νά λέη τό γκαρσόνι. — Ναί... ά λ λά έγώ ε ίχ α π α ρ α γ γ ε ίλ ε ι μ ιά λεμονάδα, νά την φέρης, πρόσταξε άπότομα ή γυναίκα . Ό Μ αιγκρέ τήν παρατηρούσε. Ε ίχε τήν ίδ ια γ ρ α μ 69
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
μή του λαι,μοΰ καί τό ϊδιο πλούσιο στητό προκλητι κό στήθος μέ τή γ υ να ίκ α τή ς φ ω τογραφ ίας. Τον ίδιο επίσης τρόπο του ντυσίματος, την ’ί δ ια π ρ ο τί μηση στα φ ανταχτερ ά μεταξω τά υφάσματα. Ό Μ αιγκρέ άφησε τη φ ω το γρ α φ ία να πέση μέ τέ τοιο τρόπο, πού να τή δη ή άγνω στη. Καί, πραγμοκτικά, έκείνη την είδε. Κ οίταξε τον Μ αιγκρέ σ μ ίγοντα ς τά φρύδια της κ α ί προσπαθώ ν τα ς να θυμηθή αν τον γνώ ριζε. Ά λ λ α κι άν τα ρ ά χτηκε δέν τό έδειξε. Πέντε δ έκ α λεπ τά πέρασοτν έτσι. ’Έ π ειτα , ένας θόρυβος άπό αυτοκίνητο πού πλησ ίαζε άκουστηκε. ΤΗταν τό μικρό γκ ρ ίζο ά μ ά ξι πού έπέστρεφε, λές κι ό όδηγός του δέν αποφάσιζε νά άπομακρυνθή όριστικά. — Γκαστόν! φώναξε ή γυ να ίκ α κ α ί σηκώθηκε κ ά νοντας νόημα στον σύντροφό της, μέσα στο άμάξι. Αύτή τή φορά πήρε τήν τσ ά ντα τη ς καθώ ς έφευ γ ε, γ ιά νά μπή σχό αυτοκίνητο. Ο ι τρεις κυρίες, τού διπλανού τραπέζιου, τήν π α ρακολουθούσαν μέ ύφος άποδοκιμασίας. Ό νεαρός μέ τή φω τογραφική μηχανή γύρισ ε νά τήν κοιτά'ξη. Τό γκ ρ ίζο αύτοκίνητο έξαφοτνίστηκε μέ θόρυβο. Ό Μ αιγκρέ έκανε νόημα στο γκαρσόνι, νά πλησιάση. -- Γκαρσόν, που μπορώ νά βρω ένα ά μ ά ξι; τόν ρώ τησε. — Δέν νομίζω ότι μπορείτε νά βρήτε στό Ύπόρ, κύ ριε. Υ π ά ρ χει μόνον ένα, πού π η γ α ίν ει κα μ μ ιά φορά τούς πα ρ α θερ ισ τά ς στό Φεκάν, ή στό Έ τρ ε τά , ά λ λά τό ε ίδ α πού έφυγε σήμερα τό π ρω ί μέ κ ά τι Ά γ 60
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
γλους... Τά χοντρά δ άχτυλα του Μ αιγκρέ έπα ιξα ν νευρι κά πάνω στό τραπέζι. — Φέρε μου έναν όδικό χάρτη, είπε. Και πάρε άμέσως στό τηλέφωνο τό άστυνομικό τμ ήμα του Φεκάν. Τους έχεις ξα ναδεΐ αυτούς τούς δυο πού έφ υ γα ν; — Ποιους; Τό ζ ευ γ ά ρ ι πού τσακω νόταν; Σ χεδόν κά θε μέρα, αύτή την τελευτα ία βδομάδα. Χτες έφ α γα ν έδώ... Μομίζω πώ ς είναι άπό τή Χάδρη... Λ ίγοι άνθρω ποι είχαν άπομείνει στήν άμμουδιά. ‘Η καλοκαιρινή βρα διά ήταν γλυκ ειά. "Ε να πλοίο φάνηκε μακριά στή γρα μ μ ή του δρίζοντας, χάθηκε μέσα στόν ήλιο, γ ιά νά ξαναφανή π ά λ ι σε λίγο .
61
4
Ή σφραγίδα της οργής — Έ γ ώ , είπε ό άστυνόμος τοΟ Φεκάν ξύνοντας τή μύτη του μπλε μολυβιού του, όμολογώ δ τι δεν τρέ φω πολλές ελπίδες. Πολύ σπάνια μπορούμε νά διαλευκάνουμε αύτές τΙς Ιστορίες των ναυτικώ νI ”Η, γ ιά νά άκριβολογήσω , δεν μπορούμε νά δρουμε άκρη ούτε στ'ις άσήμαντες φασαρίες, πού γίνο ντα ι κάθε μέρα στο λιμάνι. Β λέπεις τους Θαλασσινούς νά χτυπιούνται και νά σκοτώ νωνται μεταξύ τους καί μόλις καταφτάνουν οί άντρες μου, αύτοί συμφιλιώ νονται καί τά δάζουν δλοι μαζί με τούς άστυνσμικούς. Δ οκιμάστε νά τούς κάνετε έρω τήσεις καί θά δήτε, δτι λένε δλοι τους ψ έματα! Μπερδεύουν τόσο πολύ τ ά π ρ ά γ μ α τα , πού στο τέλος δεν δ γ α ίν ε ι άκρη ! Σ το γρ α φ είο τού άστυνόμου τού Φεκάν ήταν σ υ γ κεντρωμένοι τέσσερις άντρες. Ό ένας άπό αύτούς ήταν ό ίδιος ό άστυνόμος, ό άλλος, ό Μ αιγκρέ, ό τρίτος, ό διοικητής τού Μ ηχανοκινήτου τή ς Χάδρης, πού ήτοεν έπισήμω ς έπιφορτισμένος μέ την έρευνα της ύποθέσεως κ α ί ό τέτα ρτος ήταν ό δοηθός του, ένας νεαρός άρχιφ ύλακ ας. Ό Μ αιγκρέ βρισκόταν έκεϊ σάν άπλός π α ρ α τη ρητής. Κ αθισμένος σέ μ ιά γω νιά, στήν άκρη τοΟ τραπεζιού, δέν είχε άκόμ α άνοίξει τό στόμα του, γ ιά νά μιλήση. — Έ μ ενα , μοϋ φ αίνεται άπλό, τόλμησε νά πή ό άρχι62
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
φύλακας, κοιτάζοντας δειλά τον ά ρ χ η γ ό του. Ε ίναι φανερό, δτι τό έγκ λη μ α δέν είχε κίνητρο την κλοπή. Π ρόκειται λοιπόν γ ια έκδίκηση. Μέ ποιόν άπ’ δλους, ό καπετάνιος Φαλλυ φέρθηκε σ κληρά σέ αύτό τό τα ξ ίδ ι; ‘Ο άστυνόμος τη ς Χά6ρης άνασήκωσε τούς ώμους κι ό ά ρ χιφ υλ α κ α ς σώπασε κοκκινίζοντας. —’Ό χ ι φίλε μου, δχι, είπε ό διοικητής του. Υ π ά ρ χει κ ά τι άλλο... ’Εκείνη τή γυναίκα , πού ξετρύπωσες, ά γα π η τέ μου Μ αιγκρέ, έδωσες εντολή στη χω ροφ υ λακή νά τή βρή; Δέν μπορώ νά κατα λάβω τ ί ρόλο π α ίζε ι σέ αύτή τήν ιστορία... Τό κ α ρ ά β ι έλειψε τρ εις όλόκληρους μήνες... "Οταν γύρισε στο λιμάνι, αύτή ή γ υ να ίκ α δέν έμφανίστηκε καθόλου... Κοτνένας δέν τήν γνω ρίζει... Ό ασ υρματιστής είνα ι άρραβω νιασμένος... "Οσο γ ιά τόν καπετάνιο Φαλλύ, ά π ’ 6,τι λένε, δέν ήταν άνθρωπος νά κάνη τρέλλες... Ε ίναι άκόμη καί κ ά τι άλλο, πολύ περίεργο... Ό κ απ ετά νιος έκανε τή διαθήκη του λ ίγ ο πριν τόν δολοφονή σουν... — Πρέπει νά μάθουμε ποιος έφερε έδώ στό τμ ήμα αύτή τή διαθήκη, αναστέναξε ό Μ αιγκρέ. Ε ίναι κι ένας νεαρός δημοσιογράφος —αύτός πού φορεΐ ένα μπέζ αδιάβροχο— πού Ισχυρίζεται σέ ένα άρθρο του, στό « Έ κ λα ίρ ντέ Ρουάν», δ τι ό προορισμός του τα ξιδιού του «Όσεάν» δέν ήταν τό ψ άρεμα τής μου ρούνας, ά λ λ ά κάτι άλλο, πολύ πιό ένδιαφέρον. — Κάθε φορά τά ίδ ια λένε οί δημοσιογράφοι, μουρ μούρισε ό άστυνόμος του Φεκάν. Κ ανείς δέν μίλησε σέ αύτή τήν παροττήρηση καί άκολούθησε μ ιά βαριά σιωπή. 63
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
Ό Μ αιγκρέ άναψε την π ίπ α του μέ ά ρ γ ές κινή σεις καί σηκώθηκε μέ κόπο. —"'Αν μέ ρωτούσαν τί χ α ρ α κ τη ρ ίζει αύτή τήν ύπόθεση, είπε, θ’ άπαντοΟσα δτι έχει τή σ φ ρ α γ ίδ α τη ς όργής. "Ο,τι είναι σχετικό μέ τό κ α ρ ά β ι τό δ ια κ ρ ί νει ή έπιθετικότης, ή έχθρότης καί ή δία . Μόλις έ φτασε τό «Ό σεάν», τό πλήρω μα άρχισ ε νά μεθά καί νά δημιουργή συνέχεια φ ασ α ρίες στο « Σ τέκ ι των ψ αράδων της Ν έας Γης». Ό άσυρμοττιστής, πού του π ή γ α την αρραβ ω νιασ τικ ιά του, τήν υποδέχθηκε ψυχρά, σχεδόν έχθρικά, κι ούτε λ ίγ ο , ούτε πολύ, τής έδωσε νά κατά λάδη ότι δέν πρέπει νά α νακ α τεύεται μέ τις ύποθέσεις του... 'Ό τ α ν π ή γ α στο Ύπόρ, ό πρώτος μηχοτνικός έβριζε ά γ ρ ια τή γ υ να ίκ α του καί μέ υποδέχτηκε σάν σκύλος, ποϋ γ α υ γ ίζει... Τέλος δρήκα τυ χ α ία δυο άλλους ανθρώπους, αύτή τήν Ά ν τέλ καί τον σύντροφό της, πού ε ίχ α ν κυριευθή άπό τό ίδιο π ά θο ς: έκανοτν σκηνή μπροστά σέ δλο τον κόσμο, στήν τα ρά τσ α του ξενοδοχείου καί δέν συμφιλιώ θηκαν π α ρ ά μόνο γ ΐά νά έξαφο:νιστουν. — Καί τί συμπεραίνεις άπ’ δ λα α ύτά ; ρώτησε ό άστυνόμος τής Χάδρης. Ό Μ αιγκρέ άνασήκωσε τούς ώμους του. — ’Ε γ ώ ; είπε. Δέν συμπεραίνω ποτέ! Α π λώ ς, έχω τήν έντύπωση, δ τι κυκλοφορώ άνάμ εσ α σέ μιά δμ άδα έξαλλων, όργισμένω ν άνθρώπων... Καληνύ χτα , κύριοι. ’Ε γώ βρίσκομαι εδώ σάν παρατηρητής... ‘Η γ υ να ίκ α μου μέ περιμένει στο ξενοδοχείο... ’Αστυ νόμε, νά μέ είδοποιήσης, άν τυχόν δρεθή ή γυ ν α ίκ α κι ό άντρ ας του γκρίζου αυτοκινήτου, σύμφωνοι; — Έ ν τά ξ ει!... Κ αληνύχτα... 64
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ό Μ αιγκρέ άντί νά διάσχιση τήν πόλη, π ή γε προς την προκυμαία, μέ τ α χ έρ ια στις τσέπες κα'ι τήν π ί π α του σφηνωμένη ανάμεσα σ τα δόντια του. Τό λ ι μάνι ήταν άδειο καί έμοιαζε μέ μ εγά λο μαύρο τε τράπλευρο, δπου έλαμπαν μόνο τ ά φ ώ τα του «Ό σεά,ν». Τό αλιευτικό ξεφόρτωνε άκόμη. — Τό κ α ρ ά δ ι μέ τη σ φ ρ α γίδ α τής όργής, μουρμού ρισε ό Μ αιγκρέ. Κανένας δεν τόν πρόσεχε, δτοη> άνέδηκε τη γ έ φυρα του πλοίου. ’Ά ρ χ ισ ε νά π ηγαινοέρχεται, τ ά χ α άσκοπα, στό καράδι, όταν είδε φως στήν κ α τα πακτή του κοτταστρώματος τής πρώ ρας. "Εσκυψε καί τότε του ήλθε καταπρόσωπο ένας ζεστός άέρας, πού Θύμιζε Θάλαμο στροιτώνα καί ψ α ρ α γο ρ ά μαζί. Κ ατέδηκε τη σιδερένια σκάλα κι έπεσε πάνω σέ τρ εις άντρες που έτρω γαν. Κροττοΰσαν τις καραδάνες τους στά γόνατα. Τούς φώτιζε μ ιά λ ά μ π α πετρελαίου κρεμασμένη άπό την όρσφή του Θαλά μου. Σ τή μέση ήταν μ ιά σόμπα άπό χυτοσίδηρο, πού είχε στρώμοετα άπό λ ίγ δ α . "Ε να γύρω , ύπήρχαν κουκέτες, ή μιά πάνω στήν άλλη, ά λ λες γ εμ ά τε ς ά χυ ρ α κι ά λ λες άδειες. Μπότες, ναυτικά ά δ ιά δ ρ ο χ α καί καπέλλα κρέμονταν έδώ κι έκεΐ. Ά π ό τούς τρ εις άντρες, ό Πτί Λουΐ σηκώθηκε. ΟΙ άλλοι ήταν ό Β ρεττόνος κι ένας μαύρος, πού ήταν ξυπόλυτος. — Καλή δρεξη, τους είπε ό Μ αιγκρέ. Του άποκρίθηκαν μέ άκαθόρισ τα μουρμουρητά. — Που είνα ι οί συνάδελφοί σ ας; τούς ρώτησε ό Μ αιγκρέ. 65
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Σ τ ά σ πίτια τους, που άλλου; εΐπε ό ΠτΙ Λουΐ. Πρέπει να μην ξέρης που νά π α ς καί νά μήν Εχης κανένιχν άπολύτω ς στόν κόσμο, γ ια νά μένης στο καράβι, όταν δέν τοοξιδευη... Ό άστυνόμος δυσκολευόταν νά συνηθίση ιστό μι σοσκόταδο καί πρό παντός στην άποπνικτική μυρω διά. Φαντάστηκε τον θά λαμ ο μέ σ αρ άντα άντρες, που ζουσοςν Εκεί μέσα στοιβαγμένοι ό Ενας πάνω στόν άλλο... Σ α ρ ά ν τα άντρες πού επε.φταν νά κοιμηθούν στίς κουκέτες τους ντυμένοι, χω ρ ίς νά βγάλουν ού τε τ ις μπότες τους... Σ α ρ ά ν τα άντρες πού ροχάλιζαν, τρω γόπιναν, κάπνιζαν... Κ αί όπηρχε καί τό μ ο ύ γγ ρ ί αμ α των μηχανών, ή β α ρ ιά μυρω διά άπό τό κάρβου νο καί την πίσσα... Τά μ ετάλλινα χ ω ρ ίσ μ α τα του θαλάμου πού Εκαιγαν καί τό σφυροκόπημα των κυ μάτων... — Ό καπετάνιος έρχόταν κ αμ μιά φορά έδώ ; ρώτησε. —’Ό χ ι, ποτέ. —’Έ λ α μ αζί μου, Πτί Λουΐ... Ό Πτί Λουΐ σηκώθηκε, μορφάζοντας, πίσω άπό τήν πλάτη του έπιθεωρητου, γ ια τ ί ήθελε νά κάνη Επίδειξη στους συντρόφους του. Μόλις όμω ς Εφτασαν στό κατάστρω μα, πού ή ταν βυθισμένο στό σκοτάδι, κάθε διάθεσή του γ ιά άσ τεϊα Εξαφανίστηκε. — Τί συμβαίνει; ρώτησε δειλά. — Τίποτα... Περίμενε... ”Ας ύποθέσουμε ότι ό καπε τάνιος είχε πεθάνει στό ταξίδι... θ ά μπορούσε κα νείς νά όδηγήση τό κ αρ άβ ι πίσω στό λιμ ά νι; — Μάλλον όχι... Ό δεύτερος καπετάνιος δέν ξέρει 66
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
νά ύπολογίση τήν πορεία. Λένε δμως, δ τι μέ τον άσύρματο μπορεί νά υπολογιστή ή θέση του κ α ρ α βιού... — Τόν έβλεπες συχνά τόν άσυρματιστή; — Έ γ ώ ; Ποτέ! Τί νομίζετε; Πώς κυκλοφορούμε στο καράβι, δπω ς κάνουμε τώ ρα; Ό καθένας μένει στο πόστο του μέρες όλόκληρες... — Τόν πρώτο μηχανικό; — Αύτόν, μάλιστα. Τόν έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα. — Τί έντύπωση σου έκοενε; Ό Πτί Λουΐ άπέφυγε νά άπαντήση στήν έρώτηση. — Τί νά σας πώ ; έκανε. Κι έπειτα, τί θά κ α τα λ ά βετε;... Τί νά σάς πώ ; "Ο ταν ένας μούτσος χά νετα ι στή θάλασσα, δτοεν ένας άρμός π α θα ίνει βλάβη καί ξαφνικά ξεπηδά ό άτμός, δταν ό καπετάνιος έπιμένει νά όδηγήση τό καράβι σέ νερά, πού δέν ύπάρχουν ψάρια, δταν ένας ναύτης πα θα ίνει γ ά γ γρα ινα ... έ, τότε, θά βλέπατε... θ ά βρίζα τε κι έσεϊς θ εο ύ ς καί Δ αίμονες καί θά δίνατε καί κ α μ μ ιά γ ρ ο θιά γ ιά ψύλλου πήδημα... "Οτοεν μάλιστα σάς έλε γα ν, πώ ς ό καπετάνιος έκεΐ πάνω στη γέφ υρ α φ α ι νόταν βλαμμένος... —’Ή τα ν στ’ άλήθεια βλαμμένος ό καπετάνιος; — Δέν π ή γ α νά τόν ρωτήσω... Κι έπειτα... Σ ταμ άτησ ε άπότομα, σάν νά είχε μετανοιώσει γ ι ’ αύτό πού ήταν έτοιμος νά πη. — Λοιπόν; Γιοετί σταμάτησες; Λέγε π αρακάτω , τόν παρότρυνε ό Μ αιγκρέ. — Τί σάς ένδιαφέρει;... Τέλος πάντων άφοΰ έπιμένετε... ’Ά ν δέν σάς τό πώ έγώ , κάποιος άλλος θά G7
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
δρεθή νά τό πή... "Ε, λοιπόν, έκεΐ πάνω και οι τρ εις τους κυκλοφορούσαν μέ τό όπλο στο χέρι... Τρεις, πού παραμόνευαν ό ένας τον άλλον, πού φοδόνταν ό ένας τον άλλον... Ε ίναι ζήτημα, άν ό καπετάνιος έδγα ινε κα μ μ ιά φορά άπό τήν κ αμ πίνα του... Είχε ζητήσει νά του φέρουν έκεΐ τούς χά ρ τες, τον διαδήτη, τήν π υξίδα κι όλα τά άλλα... — Αύτό κράτησε τρ εις μήνες; — Ν αί! Τί άλλο θέλετε νά μέ ρωτήσετε; — Τίποτα... Σ έ ευχαριστώ ... Μ πορείς νά πηγαίνης... Ό Πτί Λουΐ απομακρύνθηκε. "Εμεινε όμω ς γ ιά λ ίγ ο μπροστά στην καταπακτή κοιτάζοντας τον Μ αιγκρέ, πού κάπνιζε τήν π ίπ α του φυσώντας δυ να τά τον κοοπνό. Λάμπες άσετυλίνης φώτιζαν τ ά αμ πάρια, πού ήταν άνοιχτά, γ ια τ ί ξεφόρτωνοτν ακόμη τή μουρού να. Ό έπιθεωρητής Μ αιγκρέ όμως δέν π ήγε προς τά έκεΐ. Σ τεκόταν όρθιος στο κοττάστρωμα καί μέ τά μά τια μισόκλειστα. Προσπαθούσε νά φανταστή τή ζωή τού πληρώ ματος, όταν τό πλοίο έκεΐνο τα ξίδευε στήν άνοιχτή θάλασσα. Σ τ ά α ύτιά του άντηχοΰσε άκόμη ή φράση, πού τού είχε πή, πριν άπό λίγο , ό Πτί Λουΐ: «—'’Ά ν νομίζετε ότι κυκλοφορούμε όπως τώρα...». Αυτή ή φράση σήμαινε, π ώ ς ή ζωή πάνω στο άλιευτικό δέν ήτοςν εύχάριστη — καί δέν έπρεπε νά είνα ι εύχάριστη. Ή σκληρή δουλειά άφ’ ένός καί ή άναπόφευκτη ένταση σ τις σχέσεις τού πληρώ μοαος άφ’ έτέρου, έπρεπε νά δημιουργούν μιά τρομερή άτμόσφ αιρα... 68
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Κι αυτή ή κατάσταση είχε κρατήσει τρ εις ολό κληρους μήνες. Κι ένώ έπέστρεφαν άπό αυτό τό τα ξίδι, σ υ λ λ ο γί στηκε ό Μ αιγκρέ, ό καπετάνιος Φαλλύ έγραψ ε τή διαθήκη του με τήν δποία δήλωνε έπίσης, δ τι είχε σκοπό νά τερματίση τή ζωή του... ’Α γκυροβόλησαν κοντά στήν προκυμαία καί μια ώ ρα ά ρ γό τερα , ό καπετάνιος δολοφονήθηκε... Βρέθηκε σ τρ α γ γ α λ ισ μ έ νος, στά νερά του λιμανιού. Τώρα, ή κυρία Μπερνάρ, ή σπιτονοικοκυρά του, τόν θρηνοΟσε, γ ια τ ί δεν μπορούσε π ια νά τήν παντρευτή. Ό πρώ τος μηχανι κός έκανε σκηνές στή γ υ να ίκ α του. Μιά κάποια Ά ντέλ τσακω νόταν με έναν άγνω στο, γ ιά κάτι που δέν ήθελε νά κάνη, ά λλά έφυγε κι έξαφανίστηκε μ α ζί του, μόλις είδε τή φ ω τογραφ ία μιας γυνα ίκα ς, που είχε στήν κατοχή του δ άσυρματιστής του πλοίου. Κι αύτός έπίσης δ άσυρματιστής δ Λέ Κλένς, βρι σκόταν στή φυλακή κατηγορούμενος γ ιά τόν φόνο του καπετάνιου του. Καί δεν μιλούσε, δεν έλεγε τ ί ποτα, γ ιά νά υπεράσπιση τόν εαυτό του... Τό κ αρ άβ ι μόλις ταλαντευόταν. "Ε νας άπό τούς τρ εις ά ντρ ες τού πληρώ ματος είχε ά ρ χίσ ει νά παίζη άκορντεόν, στο κατάστρω μα της πρώ ρας. Ξαφνικά, ό ίΜιαιγκρέ, διέκρινε δυό γυ να ικείες σιλουέττες στήν προκυμαία πού τις άναγνώ ρισε. Βιαστικά, πέρασε τή γέφ υρ α πού ένωνε τό πλοίο μέ τήν ξηρά καί βγήκε στήν προκυμαία. — Τί κάνετε έσεΐς έδώ ; ρώτησε. Τήν άλλη στιγμή, μετάνοιωσε, γ ια τ ί είχε μιλή σει απότομα καί γ ια τ ί κατάλαβε, δτι είχε κυριευθή κι αύτός άπό τήν παράξενη ένταση, άπό τήν όποια 69
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
ύπέφεραν δλοι οί πρω ταγω νισ ταί αύτης τη ς Ιστο ρίας. —"Ηλθαμε γ ια νά δούμε τό καράβι, είπε μέ γλυκύτητα ή κυρία Μ αιγκρέ. — ’Ε γώ φταίω, είπε ή Μαρι Λεονέκ. Έ γ ώ έπέμενα... — Κ αλά, καλά, είπε μαλακά ό Μ αιγκρέ. "Ε χετε φ άει; — Ναί, είπε ή κυρία Μ αιγκρέ. Ε ίναι ήδη δέκα... ’Εσύ; — Ναί, κι έγώ , κούνησε τό κεφάλι του ό Μ αιγκρέ. Μόνον τό « Σ τέκ ι των ψαράδων της Ν έας Γης» ήτο:ν φωτισμένο αύτή τήν ώρα. Λίγοι τουρίστες στήν προκυμαία, έκαναν τον βραδυνό τους περίπατο. —’Ανακαλύψατε τίποτα; ρώτησε ή άρραβωνιαστικιά του Λέ Κλένς. —"Ο χι τίποταI Μ ικροπράγματα! — Δέν τολμώ νά σάς ζητήσω μιά χάρη... — Νά τήν άκουσω... — θ ά ήθελα τόσο πολύ, νά έβλεπα τήν καμ πίνα του Πιέρ... Ό Μ αιγκρέ άνασήκωσε τούς ώμους. Δέν είχε άντίρρηση. Ή γ υ να ίκ α του άρνήθηκε νά άνέβη στό καράβι κι έμεινε στήν προκυμαία. ‘Η καμπίνα του Πιέρ Λέ Κλένς, ήταν ένα σωστό μετάλλινο κουτί. ’Εκτός άπό τ ά μ ηχανήματα του άσυρμάτου, είχε ένα τρ απ έζι άπό λα μαρίνα, έναν πάγκο, μιά φ ω τογραφ ία τής Μαρί Λεονέκ μέ κο στούμι τής Β ρεττάνης, ένα ζευ γά ρ ι π α λ ιά παπού τσια σέ μιά γ ω νιά κι ένα πανταλόνι πάνω στήν κου^ κέτα. 'Η κοπέλλα έδειχνε νά άπολαμβάνη αύτή τήν ά70
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τμόσφαιρα. Έ νδιαφ ερόταν γ ιά δλα. — ‘Η καμπίνα δεν είναι ακριβώ ς δπως την φ αντα ζόμουν, είπε... Τά παπούτσια του είναι βρώμικα... κι έπινε φαίνεται σέ αυτό τό ποτήρι, χω ρ ίς ποτέ νά τό πλένη... Ό άστυνόμος γύρισε και τήν κοίταξε. ΤΗταν μια περίεργη κοπέλλα! Φαινόταν δειλή καί συνεσταλ μένη, κ α τά βάθος δμως ήταν τολμηρή κι ένεργητική. Ή Μαρί Λεονέκ φάνηκε νά διστάζη. "Ε πειτα ρώ τησε: — Που είναι ή καμπίνα του καπετάνιου; Ό Μ αιγκρέ κρατήθηκε νά μην γελάση, γ ια τ ί κα τάλαβε, δτι ή κοπέλλα είχε τήν έλπ ίδα νά άνακαλύψη κάτι έκεϊ μέσα. Πήγε νά πάρη ένα φ ανάρι άπό τό κατάστρω μα καί τήν όδήγησε στην κ αμ πί να του καπετάνιου Φαλλύ. — Πώς ζοΰσαν μέ αύτή τη μυρω διά; είπε αναστενά ζοντας ή Μαρί Λεονέκ. Κοίταζε μέ προσοχή γύρω της. Ξαφνικά, τήν εί δε νά τα ρά ζετα ι... — Γιατί τό κρεβάτι είναι ύψωμένο άπό τό π ά τω μ α ; ρώτησε. Ό Μ αιγκρέ δοκίμασε μιά ζωηρή έκπληξη. Ή παρατήρηση της Μαρί Λεονέκ ήταν σωστή. "Ολο τό πλήρω μα κοιμόταν σέ κουκέτες. Μόνον ό καπετάνιος είχε ένα σιδερένιο κρεβάτι. Καί κάτω άπό τό κάθε πόδι, αύτου τοΟ κρεβατιού, είχαν βάλει ένα ξύλινο κύβο. — Δέν νομίζετε, δτι είναι π ερ ίερ γο ; είπε π ά λ ι ή κο71
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
πέλλα. θ ά έλεγε κανείς..., άρχισε νά λέη, ά λ λα στα μάτησε. — Ναί, συνέχισε, την παρότρυνε ό Μ αιγκρέ. Δεν χ α μογελούσε πιά. Παρακολουθούσε την προσπάθεια τής κοπέλλας. Τό πρόσωπό της φανέρωνε την έντα ση πού κατέβαλλε. — θ ά έλ εγε κανείς..., είπε σ ιγά, θά γελάσ ετε μ α ζί μου... κι όμως, είνα ι σάν τό κρεβάτι νά υψώθηκε, γ ιά νά μπορή κανείς νά κρύβεται εύκολα άπό κά τω... Χωρίς τους ξύλινους κύβους δεν θά ήταν ποτέ δυνατόν... τό σομιέ είναι πολύ χαμηλό... τώ ρ α όιμως... Μέ μιά γρήγορη κίνηση, πριν προλάβη ό Μ αιγκρέ νά την έμποδίση, ξαπλώθηκε κάτω, χω ρ ίς νά νοιά ζεται γ ιά τό βρώμικο πάτω μ α καί γλίστρησε κάτω άπό τό κρεβάτι. —'Έ χ ε ι θέση γ ιά νά κρυφτής άπό κάτω, είπε. — Καλά, έλα, τώ ρα, είπε ό Μ αιγκρέ. —‘Έ ν α λεπτό... Μοΰ δίνετε παρακαλώ τόν φακό σας, κύριε έπιθεω ρητά; Ό Μ αιγκρέ τή ς έδωσε τόν φακό του καί περίμενε ύπομονετικά. — Μά, τ ί κάνεις εκεί; τη ρώτησε τέλος. — Ναί... άμέσως, έρχομαι, είπε ή Μαρί. Βγήκε κάτω άπό τό κρεβάτι. Τό γκ ρ ίζο τοΰγιέρ της ήταν λερωμένο, ά λλά τά μ ά τια της έλαμπαν πυρετικά. —"Οταν τραβήξετε τό κρεβάτι, θά δήτε..., είπε στον Μ αιγκρέ καί ή φωνή της ήταν βρεχχνή ενώ τά χ έ ρια της έτρεμοιν. Τό κρεβάτι ήταν κοντά στο ξύλινο χώ ρ ισ μ α τής 72
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο ΙΙΛ Ο ΙΟ
καμπίνας. Ό Μ αιγκρέ τό τράβηξε με δύναμη, κοί ταξε κάτω. — Δεν βλέπω τίποτα..., είπε. Ή Μαρί Λεονέκ δεν απάντησε. Γύρισε καί την ε ί δε νά κλαίη. — Πες μου, τί είδες; τή ρώτησε. Γιατί κ λα ΐς;... — Νά έκεΐ... κάτω είναι γραμμένο... Ό Μ αιγκρέ χρειάστηκε νά σκύψη, καί νά φέρη τό φανάρι πολύ κοντά στο ξύλινο χώ ρισμα. Καί τό τε είδε χα ρ α γ μ έν α μέ κ άτι μυτερό, ένα καρφί, ή μιά καρφίτσα ίσως, τά ονόματα: Γκαστόν Ό κ τ ά β Πιέρ Άν ρ Τό τελευταίο όνομα είχε μείνει άτελείωτο... Αύτά τά σκαλισμένα γ ρ ά μ μ α τα θά χρειάσθηκαν πολλή ώ ρα γ ιά νά γίνουν. Ε ίχαν στολίδια καί δ ια κοσμήσεις, σάν νά τά είχε χ α ρ ά ξ ει κάποιος α ρ γ ό σχολος. γ ιά νά περάση τήν ώ ρα του. Ε ίχαν όμως καί την κωμική τους νότα. Δυο κέ ρ α τα έλαφιου ήταν χα ρ α γ μ έν α πάνω από τό όνομα Ό κ τά β . Ή Μαρί είχε καθήσει στην άκρη του κρεβατιού, πού τό είχε τραβήξει ό Μ αιγκρέ στή μέση της καμ πίνας, καί έκλ α ιγε σιωπηλά. — Περίεργο..., μουρμούρισε ό Μ αιγκρέ. θ ά ήθελα πολύ νά μάθω άν... Σ ταμ άτησ ε χω ρ ίς νά όλοκληρώση τη φράση του. Ή Μαρί σηκώθηκε μέ ορμή καί είπε άγανακτισ μ ένη. — Μ άλιστα 1 Αύτό είναι 1... Γκχτί δέν τό λέτε;... Μιά γυ να ίκ α κρυβότοον έδώ μέσα. Αύτό όμως δέν εμπό διζε τούς άντρες νά πλα γιά ζο υν μ α ζί της... Ό κα 73
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
πετάνιος Φαλλύ δέν λεγό τα ν Ό κ τά β ; Ό Μ αιγκρέ σ π ά νια είχε βρεθή σε τόσο δύσκολη θέση. — Μη β ιάζεσ α ι νά β γά ζη ς συμπεράσματα, είπε χω ρίς πεποίθηση. — Μά είνα ι γρα μ μ ένο ! Δέν βλέπετε;... "Ολη ή Ι στορία είναι γρα μμ ένη έ δ ώ ! Τέσσερις άντρες πού... Ό Μ αιγκρέ δέν ήξερε τι νά πή, γ ια νά την κάνη νά ήρεμήση. —"Ακούσε με, τη ς είπε τελικά. Δέν έχεις έμπιστοσυνη στην π είρ α μου; Ε ίναι κανόνας. Δέν πρέπει ποτέ νά βιά ζεσ α ι νά β γά ζ η ς συμπεράσματα... ΈσΟ δέν μου έλεγες, άκόμη χτές, ότι ό Λέ Κλένς είνα ι άνίκανος νά σκοτώ ση; — Ναι, είπε μέσα στους λυγμ ο ύ ς της. Τό πιστεύω !... Μιά μικρή λάμψη έλπ ίδ α ς φάνηκε σ τά μ ά τια της. — Γράφει, όμως, καί τό όνομα Πιέρ, πρόσθεσε. — Τό ξέρω... Κι έπειτα ;... "Ε ν α ς ναύτης στους δέκα λ έ γ ε τα ι Πιέρ καί στο κ α ρ ά β ι ήταν πενήντα άντρες... Είναι κ αί κάποιος Γκαοστόν, κι ένας Ά νρύ... — Τι λέτε γ ιά όλα α υτά; — ’Ε γώ ;... Τ ίποτα!... — θ ά τό άναφέρετε στόν άνακ ριτη;... θ ε έ μου!... "Ο ταν σκέπτω μαι ότι έγώ τό άνακάλυψ α! ... — ’Ηρέμησε, χα μ ο γέλα σ ε ό Μ αιγκρέ. Δέν άνακοελύψαμε άκόμ α τίποτα, π α ρ ά μόνον, ότι ύψώθηκε λ ίγ ο τό κ ρ εβ ά τι γ ιά τον ένα, ή τόν άλλο λόγο, καί ότι κάποιος χά ρ α ξ ε μερικά όνόμαπα στό ξύλινο χ ώ ρ ι σμα... — Υ π ά ρ χ ει μιά γ υ ν α ίκ α πίσω άπό ό λα αύτά, έπέμεινε ή Μ αρί. 74
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Γ ια τί πρέπει νά ύπάρχη μια γυ να ίκ α ; — Μά ποιος άλλος θά χ ά ρ α ζε αύτά τά όνόματα καί θά έβαζε αύτά... αύτά τά... κ έρατα πάνω στο δναμα του καπετάνιου; — Δέν ξέρω, θ ά δούμε. ’Έ λ α τώ ρα. Ή κυρία Μαιγκ ρ έ μάς περιμένει στήν προκυμαία... — Άλή'θεια... τήν ε ΐχ α ξεχάσει, μουρμούρισε ή Μ αρί. Σ κούπισε τά δά κ ρ υά της, ρουθουνίζοντοες. — Δέν έπρεπε νά ανέβω ατό καράβι, είπε σ ιγ ά . Ε γώ , πού είχ α τόση έμπιστοσύνη στον Πιέρ... Δέν εί ναι δυνατόν... Πρέπει νά τόν δω άμέσω ς. θ ά του μι λήσω... Σ ά ς παρακαλώ ., θά με βοηθήσετε νά τον δω; Πριν νά περάση τη γέφυρα, έρρ ιξε ένα βλέμμα γεμ ά το μίσος στο καράβι Δέν ήταν π ιά τό ίδιο γΓ αυτήν, τώ ρα πού ήξερε, πώ ς μ ιά γυ να ίκ α είχε μεί νει κρυμμένη στήν καμπίνα τού κοεπετάνιου. Ή κυρία Μ αιγκρέ την κοίταξε μέ π ερ ιέρ γεια , π αρατηρώ ντας τ ά κοετακόκκινα μ ά τια της. — Μήν κλαΐς, π α ιδ ί μου, είπε προσπαθώ ντας νά τήν παρηγορήση. "Ο λα θά διορθωθούν. —’Ό χ ι! ’Ό χ ι! έκανε μέ άπελπισ ία ή Μαρί. Δέν μπορούσε νά μιλήση. Ε ίχε κοπή ή άναπνσή της. Κ οίταζε σ υνέχεια τό καράβι. Ή κυρία Μ αιγκρέ άνήσυχη, έρριξε ένα έρω τηματικό β λέμ μα στον ά ν τρ α της. — Π ήγαινε μ α ζί της στό ξενοδοχείο, τη ς είπε ό Μαιγκρέ. Προσπόοθησε νά τήν κάνης νά ήρεμήση... — Τί συνέβη; — Τίποτα τό συγκεκριμένο... θ ά ά ργήσ ω νά γ υ ρ ί σω... 75
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
Σ τάθηκε νά τις παρακολούθηση πού έφευγαν. *Η Μαρί Λεονέκ γύ ρ ιζε συνέχεια καί κοίταζε πίσω της καί ή κυρία Μ αιγκρέ τήν κρατούσε άπό το χέρι, όπως ένα παιδί. Ό Μ αιγκρέ σκέφτηκε νά άνέβη π ά λ ι στο καράβι, άλλα διψούσε. "Ετσι προχώρησε καί μπήκε στο « Σ τέ κι τών ψαράδων τής Ν έας Γης». Σ ε ένα τρ απ έζι τέσσερις ναύτες έπα ιζαν χα ρ τιά . Κοντά στο ταμείο, ένας νεαρός σημαιοφόρος είχε περάσει τό χέρ ι του στη μέση τής σ ερβ ιτόρας καί χαριεντιζόταν μ α ζί της. Ό τα βερνιά ρης παρακολουθούσε τήν π α ρ τίδ α τά χα ρ τιά κι έδινε συμβουλές. —”Α! έσεΐς είστε; είπε βλέποντας τόν Μ αιγκρέ. Δεν έδειχνε καί τόσο ένθουσιασμένος. ’Αντίθετα δεν μπορούσε νά κρύψη τήν στενοχώ ρια του. — Ζυλί, έλα νά σερβίρης τόν κύριο έπιθεωρητη, εΐ πε στήν σερβιτόρα. Τί νά σάς προσφέρω ; — Τίποτα! Εύχαριστώ. θ ά π α ρ α γ γ ε ίλ ω κ άτι σάν άπλός πελάτης κι έγώ , είπε ό Μ αιγκρέ. — Δεν ήθελα νά σάς θίξω, είπε θυμωμένος ό Λεόν. Ή ατμόσφ αιρα είχε τήν σ φ ρ α γίδ α τής όργής. "Ε νας άπό τους π α ίκτες κάτι μουρμούρισε στή νορ μανδική διάλεκτο. Ό Μ αιγκρέ κατά λαβε π ώ ς σήμαινε περίπου: — Ω ρ α ία ! Μ πλέξαμε π ά λ ι μέ τούς άστυνομικούς. Ό Μ αιγκρέ τόν κοίταξε σ τά μάτια. Ό άλλος τά έχασε καί βιάστηκε νά πή στον συμπαίχτη. — ’Ατού καρώ !... — θ ά μπορούσες νά παίξης πίκα, είπε ό Λεόν, γ ια νά πή κάτι. 7G
5 Ή Ά ν τ έ λ και ό φίλος της Τό τηλέφωνο χτύπησε κι ό Λεόν έτρεξε νά σηκώση τό Ακουστικό. Ζητούσαν τόν Μ αιγκρέ. — Ε μ π ρ ό ς! είπε μια φωνή δαρυεστημένη, στην άκρη τού σύρματος. ‘Ο έπιθεωρητής Μ αιγκρέ; Έ δ ώ ό α ξιω μ ατικός υπηρεσίας τοΰ άστυνομικκοΰ τμ ή μ α τος... Τηλεφώνησα στο ξενοδοχείο σας καί μοΰ εί παν ότι ι'σως θά μπορούσα νά σας δρω στο « Σ τ έ κι των Ψ αράδω ν τής Νέας Γης»... Μέ συγχω ρείτε πού σ ά ς ένοχλώ, κύριε έπιθεωρητά... Μισή ώρα προσπαθώ, ά λ λά μοΰ είναι αδύνατον νά επικοινω νήσω μέ τόν διοικητή μου. "Οσο γ ιά τόν αστυνόμο τοΰ Μηχανοκινήτου, φ αίνεται ότι έφυγε άπό τό Φεκάν... Σ το τμ ήμα κροοτώ δυο π ερ ίερ γ α υποκείμενα, που ήλθαν γ ιά νά κάνουν σοδαρές δηλώ σεις, δπω ς λένε... "Εναν άντρα καί μ ιά γυναίκα . — Μ’ έ'να γκ ρ ίζο αύτοκίνητο, ήλθαν; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Ναί... Μήπως είναι αύτοί πού ζητάτε; —’Έ ρ χ ο μ α ι αμέσως. Δ έκα λ επ τά άργότερα , ό Μ αιγκρέ, είχε φθάσει στο άστυνομικό τμήμα. Τά γ ρ α φ εία ήσαν έρημα, έκτος άπό τήν αίθουσα των κρατουμένων, πού ή τα ν χωρισμένη στά δυό, μέ κ άγκελα. Ό Α ξιω ματι κός τής ύπηρεσίας έφθασε σέ λίγο , έχοντας ένα τσ ιγά ρο σφηνωμένο στά χείλη. Καθισμένος σ’ ένα 77
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
πάγκο, μέ τούς α γκ ώ νες ακουμπισμένους στα γ ό νατα, καί τό πηγούνι μέσα σ τα χ έρ ια του, ένας άν τρ α ς περίμενε. ’Ό ρ θ ια μπροστά του, μ ια γυ να ίκ α πηγαινοερχόταν και τα ψηλά τη ς τακούνια χτυπού σαν ρυθμικά στό πάτω μα. Μόλις είδε τόν Μ αιγκρέ έτρεξε άμέσω ς πρός τό μέρος του. Τήν άλλη σ τιγμή σηκώθηκε κι ό άντρ ας μ’ έναν άνασ τενα γμ ό άνακουφίσεως. ΤΗταν π ρ α γ μ α τικ ά μια όμορφη κοπέλλα του λαού. Μ ιά κοπέλλα, μέ προκλητική σάρκα, μέ γ ε ρά κ άτα σ πρα δόντια, μέ γοητευτικό χα μ ό γελο και ζωηρό βλέμμα. Ταυτόχρονα όμως, όπω ς έδειχνε μέ τό ύφος της, μιά γυ ν α ίκ α άστατη, ά χό ρ τα γη , άδίστακτη, πού δεν φοβόταν τό σκάνδολο καί της ά ρ ε σαν τ ά γλέντια . ‘Η μ πλούζα της ήταν άπό ροζ γυαλισ τερό μ ετα ξωτό καί στό ά ν ο ιγ μ α του στήιθους, είχε μιά μ εγ ά λη χρυσή καρφίτσα. — Π ρέπει πρώ τα νά σάς πώ..., άρχισ ε νά λέη. — Σ υ γγνώ μ η , είπε ό Μ αιγκρέ. Π ρώτα, παρακαλώ , νά καθήσης καί μ ετά θά άπ α ντά ς μόνος σ τις έρωτήσεις μου. Τό πρόσωπο τής γ υ να ίκ α ς πήρε μιά κακή έκφροαση. — Ξ εχνάτε, ότι δέν ήμουν υποχρεωμένη νά παρου σιαστώ ; είπε προκλητικά. ’Ή ταν τό ζευ γ ά ρ ι του ‘Υπόρ. Τό ύφος τους ήταν βλοσυρό κι έδειχναν τρομ ερά έκνευρισμένοι. — ’Ακολουθήστε με, π αρακαλώ , είπε ήρεμα ό Μαιγκρέ. Τούς όδήγησε στό γρα φ είο του αστυνόμου, κάθησε άναπαυτικά στήν πολυθρόνα του τελευταίου 78
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
αύτοΰ καί γέμισε τήν πίπα του, χω ρ ίς νά πάψη νά τούς κοιτάζη. — Μπορείτε νά καθήσετε, τούς είπε καί τούς έδει ξε δυο καρέκλες. — Ευχαριστώ, είπε ή γυναίκα , πού φαινόταν π ερ ισ σότερο νευρική άπό τον άντρα. Δέν θά σάς άπασχο* λήσουμε πολύ... Σ τεκόταν όρθια απέναντι του, λουσμένη άπό τό δυνατό ήλεκτρικό φώς του γραφείου. Μέ τήν πρώ τη ματιά, ό Μ αιγκρέ κατάλαβε σέ ποιά κα τη γο ρ ία γυναικώ ν έπρεπε νά τήν κατατάξη. Ή φ ω τογραφ ία της δεν τον είχε ξεγελάσ ει, π α ρ ’ όλο πού τό πρόσω πό τη ς ήταν μουτζουρωμένο, ώστε νά μή φαίνεται. Ό σύντροφός τη ς έδειξε στενοχώ ρια γ ιά τή σ τά ση της. ’Ή τα ν ένα ταιριασμένο ζευ γά ρ ι. Ό άντρ ας ήταν άκριβώ ς ό τύπος, πού συναντά κανείς μ’ αύτου τού είδους τις γυναίκες. ’Ή τα ν ντυμένος μέ εύπρέπεια, ά λ λά κάπω ς φ ανταχτερά. Φορούσε χοντρά δα κ τυλ ίδια σ τά χ έρ ια καί ιμιά καρφ ίτσ α μέ μ α ρ γ α ριτά ρ ια στόλιζε τήν γ ρ α β ά τα του. Ή έμφάνισή του γενικ ά είχε κάτι τό ύποπτο, ίσω ς γ ια τ ί ήταν φανε ρό, ότι δέν άνήκε σέ καμ μιά καθορισμένη κοινω νική τάξη. ’Ή ταν ό άνθρωπος, πού συνοτντά κανείς όλες τις ώρες στά καφενεία καί στά μπάρ, νά πίνη συντροφιά μέ τις πόρνες καί νά περνά τις νύχτες του σέ ξενοδοχεία τρίτης κατηγορία ς. — Πρώτα έσύ, είπε ό Μ αιγκρέ στόν άντρα. 'Ό νομα, κατοικία, έπ ά γγελ μ α ... Ό ά ντρ α ς έκανε νά σηκωθή. — Κάθησε κάτω, τόν σταμάτησε ό Μ αιγκρέ. — θ έ λ ω νά σάς έξηγήσω... 79
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
—’Ό χ ι τώ ρα, τ ’ όνομά σου πρώτα... — Γκαστόν Μπυζιέ... Προς τό παρόν άσ χολοΰμαι μέ την πώληση και την ένοικίαση έπαύλεων... Μένω συνήθως στη Χάβρη, στο ξενοδοχείον «Ά νιώ ν τ’ Ά ρ ζάν»... — Ε ίσαι κτηματομεσίτης; —’Ό χ ι ακριβώ ς, αλλά... — ’Ε ρ γά ζεσ α ι σέ μεσιτικό γρα φ είο ; — Δηλαδή... — Κ ατάλαβα... Μέ δυο λό γ ια , κάνεις δουλειές τοΰ ποδαριού... Τί δουλειά έκανες πρώ τα; — Ε ίχα διάφορες άντιπροσωπεΐες... Πουλοΰσα κα'ι ραπτομηχανές στην επαρχία... — Πόσες κ ατα δίκες έχεις ω ς τώ ρα; — Μην άπαντάς, Γκαστόν! έπενέβη ή γυνα ίκα . Πάει πολύ! ’Ε μ είς ήλθαμε εδώ γ ια νά... — Πάψε, είπε νευριασμένος ό ά ντρ α ς κα'ι γύρισε στον Μ αιγκρέ. Δύο καταδίκες, κύριε έπιθεω ρητά, είπε. *Η μια μέ άναστολή, γ ια έπιτα γή χω ρ ίς άντίκρυσμα κι ή άλλη, μέ ποινή δυο μηνών, έπειδή δέν είχα έπιστρέψει στόν ιδιοκτήτη την προκαταβολή, πού είχ α είσ πράξει γ ια τήν πώληση μ ιας έπαύλεως. "Ο πως βλέπετε, πρ ό κειτα ι γ ια μικροπράγμ ατα... Φαινόταν, πώ ς είχε τα κ τικ ά δοσοληψίες μέ τήν άστυνομία. ’Απαντούσε μέ άνεση σ τις έρω τήσεις, ε ί χε όμως μια δόση κ α κ ία ς ατά μάτια. — ‘Η σειρά σου, είπε ό Μ αιγκρέ στή γυναίκα . — Ά ντέλ Νουαρόμ, άπό τή Μπελβίλ. — Ε ίσα ι δηλωμένη στο τμήμα ήθών; ‘Η γυ ν α ίκ α άνασήκωσε τούς ώμους της. — Πριν πέντε χρ ό νια στο Σ τρασ βούργο, μέ είχε 80
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
γρά ψ ει ή αστυνομία στά κατάσ τιχα, έξ α ίτια ς μιας ανόητης άστής, πού ήθελε νά μ’ έκδικηθή, γ ια τ ί έλεγε πώς της εΐχα πάρει τον άντρ α της... ’Από τότε όμως... —... τά κατάφ ερες νά ξεφ ύγης τόν έλ εγχο τής άστυνομίας, συμπλήρωσε ξερά ό Μ αιγκρέ. Καλά... Τώρα μπορείς νά μου πής μέ ποιά ιδιότητα ήσουν στο κ α ρ ά β ι; — Πρώτα πρέπει νά σάς εξηγήσουμε, είπε ό άντρας. Γι’ αυτό ακριβ ώ ς ήρθαμε... Γιατί δεν έχουμε κάνει κανένα κακό καί δεν έχουμε τίποτα νά φοβηθού με... Σ τό Ύπόρ, ή Ά ντέλ μοΰ είπε, ότι έχετε στά χέρ ια σας μιά φ ω τογραφ ία της καί σ ίγο υ ρ α θά τη συλλάβετε... Σ την άρχή σκεφθήκαμε νά τό σκά σουμε, γ ιά ν’ άποφύγουμε τις φασαρίες... Τά ξέ ρουμε τά μ πλεξίμ α τα μέ την αστυνομία... Σ τό Έ τρετά είδα χω ροφ ύλακες καί κατά λαβ α, πώ ς έμ α ς κυνηγούσαν... ΓΓ αύτό προτίμησα νά έλθω μόνος μου νά παρουσιαστώ... ‘Ο Μ αιγκρέ τόν σταμάτησε μέ μιά κίνηση τού χ ε ριού του. — Ή σειρά σου κοπέλλα μου, είπε. Σ έ ρώτησα τ ί έ κανες πάνω στό άλιευτικό... — Ε ίναι πολύ απλό, άνασήκωσε τούς ώμους της έκείνη. ’Ακολούθησα τόν φίλο μου! — Τόν κασιετάνιο Φαλλύ; — Τόν καπετάνιο, μ άλισ τα! ’Ή μουν, ά ς πούμε μ α ζί του, από τόν Νοέμβριο... Γνωριστήκαμε στη Χάβρη, σ’ ένα μπάρ... Μ’ έρωτεύθηκε... ’Ε ρχόταν νά μέ δή δυο καί τρ ε ις φορές τή βδομάδα... Σ τήν άρχή νόμι ζ α πώ ς ήταν βλαμμένος, γ ια τ ί δέν μοΰ ζητούσε τί81
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν ποτά... Αύτός δμω ς ήταν γ ε ρ ά τσιμπημένος... ’Ή μουν 6 μ εγά λο ς έρω τα ς γ ι ’ αυτόν. Μοΰ νοίκιασε έ να ώ ραΐο δω μ ά τιο επιπλωμένο... Κ ατάλαβα, πώ ς άν π ή γ α ιν α μέ τά νερά του, μπορούσε κ αι νά με παντρευτή. Οί ναυτικοί δέν κολυμπουν στο χρυσ άφ ι, έ χουν όμω ς τον τακτικό μισθό τους κι έπειτα είναι καί ή σύνταξη... — Δέν ήλθες ποτέ στό Φεκάν μ α ζί του; —’Ό χ ι ποτέ! Μοϋ τό είχε άπαγορεύσ ει. Αυτός έρχόταν στη Χάβρη. Μέ ζήλευε τρομερά. 'Ήτοον ένας άνθρωπάκος, που σ ' όλη του τη ζωή δέν είχε επα φές μέ τις γυνα ίκες. ’Ακόμη καί στά πενήντα του χρόνια ήταν δειλός σάν γυμνασιόπαιδο... Μετά, ό μως, πού ξετρελλάθηκε μ α ζί μου... — Γιά στάσου! Έ σ ύ δέν ήσουν ή έρωμένη του Γκαστόν Μπυζιέ; — Μαί, β έβ α ια ! Ε ίχα πή όμω ς στον Φαλλύ, πώ ς ό Γκαστόν ήταν άδελφός μου. — Κ α τά λα βα ! Ζούσατε δηλαδή καί οί δυό, είς β ά ρος του κ α π ετά νιο υ ! — Έ γ ώ δούλευα, διαμαρτυρήθηκε ό Μπυζιέ. — Μαί, τό ξέρω κι αύτό, μόρφασε ό Μ αιγκρέ. Δ ο ύ λευες όταν βαρυόσουν νά κάθεσαι. Ποιος είχε τήν ιδέα νά π α ς στό κ α ρ ά β ι; ρώτησε τη γυνα ίκα . — Ό Φαλλύ. Ή Ιδέα νά μ’ άφήση μόνη τρ εις μήνες, τόν τρόμαζε... ’Από τήν άλλη, όμως, έτρεμε, γ ια τ ί οί κανονισμοί ήσαν αύστηροί, κι ό Φαλλύ ήταν ένας πολύ τυπικός άνθρωπος... ώ ς τήν τελ ευ τα ία στιγμή ήτοεν διατακτικός... "Ε πειτα, ήλθε νά μέ πάρη την παραμονή, πού θά έφευγε τό αλιευτικό... Μ’ έκρυψε τή νύχτα στή κ αμ πίνα του... "Ε μεινα, αύτό μου φ α ι 82
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
νόταν πολύ διασκεδαστικό... Τό έβλεπ α σάν μια άλλα γή ... ’Ά ν ήξερα τ ί μέ περίμενε, θά τον είχα έγκ α ταλείψ ει στό άψε σβήσε! — 'Ο Μπυζιέ δέν διαμαρτυρήθηκε; — Δ ίσταζε κι αυτός... Κ αταλαβαίνετε, δμως... Δέν έπρεπε νά πάμε κόντρα στις επιθυμίες τού γέρου... Μοΰ είχ ε ΰποσχεθή, δ τι θά έπαιρνε τη σύνταξή του άμέσω ς μετά ά π ’ αύτό τό τα ξ ίδ ι καί θά μέ παντρευό ταν... Που νά φαντασθώ τί ζωή μέ περίμενε! "Ολη μ έρα κλεισμένη μέσα σέ μιά καμ πίνα πού βρω μού σε ψ ά ρ ια !... Κ αί μόνον αυτό!... "Ο ταν έμπαινε κ α νείς, έγώ έπρεπε νά κρύβω μαι κάτω άπό τό κ ρ εβ ά τι!... Μόλις άνοιχτήκαμε στή θά λασ σ α ό Φαλλύ μετάνοιωσε, πού μέ πήρε μ α ζί του. Δέν ε ίχ α ξοιναβδή πιό καχύποπτο άνθρωπο ά π ’ αύτόν... Δ έκα φορές τή μέρα έρχόταν νά βεβαιωθή, άν ή π ό ρ τα ήταν κ α λ ά κλειδωμένη... Δέν μ’ άφηνε νά μιλώ, άπό φόβο μήπως μ’ άκούση κανείς... ^Η ταν άμίλητσς καί βλο συρός... '?Ω ρες - ώρες μέ κοίταζε μέ τέτοιο τρόπο, σά νά ήθελε νά μέ πειτάξη στή θάλασσα, γ ιά νά μέ ξεφορτωθή !... Ή Ά ν τ έλ είχε διαπεραστική φωνή καί μιλούσε κάνοντας πολλές χειρονομίες. — Τον έτρ ω γε ή ζήλεια, συνέχισε. Μέ ρωτούσε συνέ χ ε ια γ ιά τό παρελθόν μου... Μπορούσαν νά π ερ ά σουν καί τρ εις μέρες, χω ρ ίς ν’ άνοιξη τό στόμα του, χω ρ ίς νά μοΰ πή ούτε μιά λέξη... Κ αθόταν καί μέ κοίταζε έχθ ρ ικ ά καί μέ παραμόνευε... "Ε π ειτα ξ α φνικά τον κυρίευε τό πάθος του... ΤΗσαν σ τιγ μ ές πού τόν φοβόμουν... 83
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Ποιοι άντρες άπό τό πλήρω μα σέ είδαν πάνω στό καρά® ι ; —ΤΗταν ή τετάρτη νύχτα τοϋ ταξιδιού. "Η θελα νά πάρω λ ίγ ο αέρα στό κατάστρω μα... Δεν άντεχα ά λ λο τήν κλεισούρα... Ό Φαλλύ π ήγε πρώ τα νά δεδαιωθή, ότι δέν ήταν κανείς έξω... Ε ίναι ζήτημα άν μ’ άφησε νά κάνω πέντε δήματα... Χρειάσθηκε γ ια μια σ τιγμ ή ν’ άνέδη στή γέφ υρα καί τότε ό ασυρμα τιστής μέ πλησίασε ξαφνικά καί μου μίλησε... "Ήταν συνεσταλμένος, ά λ λ α τά μ ά τια του μέ κοίταζαν πυ ρετικά καί φαινόταν άναστατωμένος... Τό άλλο δράδυ, δέν ξέρω πώς τά κατάφερε καί μπήκε στην καμ πίνα... — Ό Φαλλύ τον εΐδε; — Δέν πιστεύω... Δέν μου είπε τίποτα... —’Έ γ ιν ε ς έρωμένη του Λέ Κλένς; Ή κοπέλλα δέν απάντησε. ‘Ο Γκαστόν Μπυζιέ γ έ λασε σαρκαστικά. — Γιατί δέν τό όμ ολογεϊς; είπε με κακία. — Καί λοιπόν; τοΰ πέταξε έκείνη θυμωμένα. Δέν εί μ αι έλεύθερη νά κάνω δ,τι μ’ άρέσει; Λές κι εσύ έ μεινες χω ρ ίς γυνα ίκες δσο έλειπα... Τί λές γ ια την μικρούλα στή Β ιλλά ντέ Φλέρ, καί γ ιά τή φω τογραγ ρ α φ ία πού δρή,κα στήν τσέπη σου... έ; Ό Μ αιγκρέ τήν κοίταξε απαθής. — ΣοΟ ζητώ νά μου πής, άν έγινες έρωμένη του άσυρματιστή, είπε. — Κι έγώ σας ά π αντώ : Τί σ ας ένδιαφέρει;... ΤοΟ χα μ ο γέλ α σ ε προκλητικά. ’Ή ξερ ε πώ ς πάντα όίναδε τόν πόθο μέ τ ά σαρκώδη χείλη της καί τό λα χταρ ισ τό κορμί της καί ήθελε νά άσκήση τή γ ο η 84
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τεία της καί πάνω στον ϊδιο τδν Μ αιγκρέ: Ο πρώτος μηχανικός σέ είδε κι αύτός; τήν ρώ τη σε ήρεμα ό επιθεωρητής. — Τί σάς είπε γ ια μένα; Τίποτα! ’Ε γώ όμως συμπεραίνω ότι σέ είδε. Ό καπετάνιος σέ είχε κλεισμένη στην καμπίνα του... Ό Πιέρ Λέ Κλένς κι ό πρώτος μηχανικός έρχονταν κρυφά να σέ βροϋν... Ό Φαλλύ δέν τό πήρε είδηση; “ Οχι ! — ΓΊαί, ά λ λα είχε υποψίες... γ ι ’ αυτό σέ π α ρ α κ ο λουθούσε και σ’ άφηνε μόνον όταν ήταν απόλυτη άνάγκη, έτσι; — Πώς τό ξέρετε; - Σ ου έλεγε άκόμη, ότι θά σέ παντρευτή; — Δέν ξέρω. Ό Μ αιγκρέ μπορούσε νά δή μέ τη φ αντασ ία του τό κ αρ άβ ι τής όργής, τούς θερμαστές στο μηχανο στάσιο, τούς άντρες στοιβαγμένους στό κατά σ τρω μα τής πρώ ρας, την καμπίνα του άσυρματιστή καί την καμ πίνα του καπετάνιου στην πρύμνη, μέ τό υπερυψωμένο κρεβάτι, γ ιά νά κρύβεται κάτω ά π ’ αυτό ,μιά γυναίκα... σ’ όλο τό διά σ τη μ α ένός τ α ξ ι διού, πού κράτησε τρεις μήνες... Καί σ’ όλο αύτό τό διάστημα, τρεις άντρες γ ύ ρ ιζα ν γύρω στην κ α μ πίνα μέ τη γ υ να ίκ α καί την παραμόνευαν σάν πεινασμένα ά γ ρ ίμ ια ! — Δέν μπορούσα νά κάνω μεγαλύτερη κουταμάρα, είπε ή Ά ντέλ κάνοντας μιά γκ ρ ιμ ά τσ α . Σ ά ς ορ κίζομαι, δέν τήν ξα να π α θ α ίν ω !... θ ά φ υλά γω μ α ι άπό τούς σοβαρούς καί συνεσταλμένους άντρες, πού σου υπόσχονται γάμο... 85
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
—" Αν μ5 άκουγες... την διέκοψε ό Γκαστόν Μπυζιέ. — ’Εσύ νά τό δουλώ σης!... του άπάντησε ή Ά ντέλ. "Αν σ ’ άκουγα, ξέρω εγώ σέ τ ί είδους σπίτι θά ή μουν τώρα... Δεν θέλω νά πώ κακό γ ιά τόν Φαλλυ, άφοΟ τώ ρα είνα ι πεθαμένος, δεν ήταν όμως στά κα λά του, στράφηκε στον Μ αιγκρέ. Ε ίχε κάτι, ιδέες... Νόμιζε, ότι είχε άτιμαστή, έπειδή είχε παραδή τούς κανονισμούς καί κάθε μέρα τά π ρ ά γ μ α τ α χειροτέ ρευαν... »Μετά άπό όκτώ μέρες δεν άνοιγε τό στόμα του, π α ρ ά μόνον γ ιά νά μου κάνη σκηνές... ή γ ια νά με ρωτήση άν μπήκε κανείς στην κ α μ π ίνα !... Ζήλευε πολύ τόν Λέ Κλένς... Μου έλ εγε: «,ΣοΟ άρέσει ό νεαρούλης... έ;... 'Ο μ ολόγησ ε!... 'Ά ν έμπαινε εδώ μέ σα όταν εγώ λείπω τ ί θά έκανες;.... Θά π ή γα ινες μ αζί του έ;» Κ ά γχα ζε ά π α ίσ ια καί με κοίταζε με τόση έχθρα, πού τόν φοδόμουν. — Πόσες φορές ό Λέ Κλένς ήλθε καί σέ δρήκε; ρώ τησε ό Μ αιγκρέ. — Μόνο μιά φορά... Τή,ν τετάρτη μέρα... Δέν ξέρω πώ ς έγινε... Μετά δέν ήταν δυνατόν, γ ια τ ί δ Φαλλύ μέ παραμόνευε συνέχεια... — Κι ό πρώ τος μηχανικός; — Αυτός ποτέ! Προσπάθησε πολλές φορές... ’Ε ρχό ταν καί μέ κοίταζε άπό τό φινιστρίνι... "Ή ταν κατάχλω μ ος καί τ ά μ ά τια του γυά λιζα ν... Νομίζετε, πώ ς αύτή ήταν ζω ή;... ’Ή μουν σάν ένα ζώο κλεισμένο σέ κλουδί... "Ο ταν είχε θάλασσα, άρρώσταινος κι ό Φο:λλύ, ούτε μέ φρόντιζε... Βδομάίδες όλόκληρες δέν μέ ά γ γ ιζε ... "Ε π ειτα τόν έπιανε... Τότε μ’ έσ φ ιγ γ ε τόσο δυνατά, πού νόμ ιζα πώ ς ήθελε νά μέ πνίξη 86
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
καί μέ φιλούσε σ ά νά μέ δάγκω νε... Ό Γκαοστόν Μπυζιέ είχε άνάψει τσ ιγά ρ ο καί κ ά πνιζε μέ ύφος γεμ ά το ειρωνεία. —"Οπως βλέπετε, κύριε έπιθεωρητά, έγώ δεν είχα καμμιά άνάμειξη σ’ αυτά, είπε. Έ γ ώ δούλευα... — Έ σ ύ, π α ρ ά τα μας, είπε ή κοπέλλα εκνευρισμένη. — Τί έγινε στδν γυρισ μό; ρώτησε ήρεμα ό Μαιγκρέ. ‘Ο Φαλλό, σου είπε πώ ς -είχε σκοπό νά σκοτω θ ή ; — Αΰτός! Καθόλου! "Ο ταν φθάσαμε στό λιμά νι, είχε δεκαπέντε μέρες νά μου μιλήση... Νομίζω, πώ ς δέν μιλοί3σε σέ κανένα... '’Ή σαν φορές, που κοίτα ζε ώρες όλόκληρες, άνέκφ ραστα, μπροστά του... Ε ίχα άπαφασίσει νά τον παρατήσω... Δέν τον άντεχ α άλλο... κοτταλαβαίνετε... Προτιμούσα νά ψοφή σω άπό την πείνα καί νά έχω την έλευθερία μου... Κ ατάλαβα, δτι τό καράβι άγκυροβόλησε κοντά στην προκυμαία... Τότε ό Φαλλυ, μπήκε στην καμπίνα καί μου είπε νά περιμένω έκεΐ, ώσπου νά ελθη νά μέ πάρη... — Συνέχισε... — Δέν ξέρω τίποτα όίλλο... ή μάλλον τά υπόλοιπα μου τ ά είπε ό Γκαστόν, γ ια τ ί αύτός ήτα ν στήν πρ ο κυμαία... — Λ έγε! είπε ό Μ αιγκρέ γυρίζο ντα ς στον άντρα. —'Ό π ω ς είπε ή Ά ντέλ, ήμουν στήν προκυμαία, έξήγησε έκεΐνος. Τήν περίμενα. Ε ίδα τούς ναύτες νά μπαίνουν στήν ταβέρνα. '’Ή ταν σκοτεινά... Κ άποια στιγμή ό καπετάνιος κατέβη.κε άπό τό καράβι. ΤΗxocv μόνος. Σ τήν προκυμαία είχε πολλά β α γό ν ια στή σειρά καί δέν έβλεπα καλά... Ό καπετάνιος έκανε 87
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
λ ίγ α βήματα, καί τότε, ξαφνικά, ένας άνθρωπος έ πεσε πάνω του... Δέν ξέρω Ακριβώς τί έγινε, άκουσα όμως ένα γδούπο στη θάλασσα... — Θά άναγνώ ρ ιζες αύτόν τόν άνθρωπο, άν τον έ βλεπες ; —Ό χ ι. "Η ταν σκοτεινά καί τά β α γό νια μ’ εμπόδι ζαν νά δώ... — Τί δρόμο Ακολούθησε ό άνθρωπος αύτός, φεύ γοντα ς ; — Νομίζω, πήρε τόν δρόμο τής προκυμαίας.... — Είδες καθόλου τόν Α συρματιστή; — Δέν ξέρω... Δέν τόν γνω ρίζω ... Ό Μ αιγκρέ γύρισε στην Ά ντέλ. — 'Εσύ, πώ ς β γήκες άπό τό καράβ ι; τη ρώτησε. — Κάποιος άνοιξε ξαφνικά την πόρτα τής καμ πί νας, όπου ήμουν κλειδωμένη. '"'Ηταν ό Λέ Κλένς... Μοΰ είπε: «Φύγε γρήγορα». — Δέν σου είπε τίπ οτα άλλο; --’Ή θ ελ α νά τόν ρωτήσω... ’Ά κ ο υ γ α Ανθρώπους νά τρέχουν στην προκυμαία, έβλεπα βάρκες νά ψάχνουν στό λιμ ά νι μέ φανάρια, μά έκεΐνος δέν μ’ άφησε. «Φύ γ ε γρήγορα» μου είπε πάλι. Μέ πήγε στη γέφ υρα. ‘Ό λ ο ς ό κόσμος έτρεχε Αναστατωμένος, k l έτσ ι κα νένας δέν μέ πρόσεξε. Κ ατάλαβα πώ ς κάποιο κακό θά είχε συμβή, Αλλά προτίμησα νά φύγω... Ό Γκαστόν μέ περίμενε στήν προκυμαία. — Τί κάνατε μετά; — Φύγαμε... Ό Γκαστόν ήταν κατάχλω μος. Σ ταφή καμε σ’ ένα καφενείο νά πιούμε ρούμι... Κοιμηθή καμε στον σιδηροδρομικό σταθμό... Την άλλη μέρα, όλες οι έφημερίδες έγρ α φ α ν γ ια τόν θάνατο του κα 88
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
πετάνιου... Τότε πήγαμ ε στη Χάδρη... Δέν είχαμε ό ρεξη γι.ά μπλεξίματα. — 'Η Ά ντέλ όμως, έπεμενε νά γυρίσουμε έδώ, είπε μέ κακία ό Γκαστόν. Δέν ξέρω, αν ήταν γ ια τον Α συρματιστή, ή... - ’Εσύ νά τό βουλώσης! φώναξε π ά λ ι ή Ά ντέλ. Α ρ κετά! Καί βέβαια ή ιστορία αυτή μ’ ένδιέφερε... Γι’ αυτό ήλθαμε τρεις φορές στο Φεκάν, α λ λά μέναμε στό Ύπόρ, γ ιά νά μή μάς προσέξη κανείς. — Πότε ξαναείδες τόν πρώτο μηχανικό; τήν ρώτη σε ό Μ αιγκρέ. Ή Ά ντέλ τόν κοίταξε μέ έκπληξη. — Πώς τό ξέρετε; άπόρησε. Τόν είδα μιά μέρα στό Ύπόρ... Μέ κοίταξε μάλιστα μέ τέτοιο τρόπο, πού φοδήθηκα... — Γιατί τσακώ θηκες μέ τόν Γκαστόν στό Ύπόρ; Ή Ά ντέλ άνασήκωσε τούς ώμους. — Γιατί... δέν κατα λαβ αίνετε; Νομίζει, ότι είμ α ι ε ρωτευμένη μέ τόν Λέ Κλένς καί ότι γ ιά χάρη μου ό Ασυρματιστής σκότωσε τόν καπετάνιο... Μου έκα νε σκηνές... κι έγώ δέν τά σηκώνω αυτά... Α ρ κ ετά τράβηξα σ’ αυτό τό καράβι τής συμφοράς... —"Οταν σου έδειξα τήν φ ω τογραφ ία σου στήν τ α ράτσα... — Πολύ έξυπνο, τόν διέκοψε. Α μ έσ ω ς κατάλαβα, ότι ε'ίσαστε της άστυνομίας! Σ κέφ θηχα, ότι 6 Λέ Κλένς μίλησε... Φοβήθηκα καί είπα στον Γκαστόν νά φύγουμε... στον δρόμο όμως σκεφθήκαμε, ότι ά δ ι κα τρέχουμε. Ή αστυνομία θά μάς έπιανε κάποια στιγμή. ΤΗταν καί κάτι άλλο. Ε ίχαμε μείνει άπό λεφτά... Ε ίχαμε μόνο διακόσια φ ρ ά γ κ α στήν τσ έ πη... Τί θά μέ κάνετε τώ ρα;... Δέν μπορείτε νά μέ 89
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
βάλετε φ υλακή!... Δέν έκανα τίπ οτα! — Νομίζεις, οτι ό άσυρματιστής σκότωσε τόν κα πετάνιο; την ρώτησε ό Μ αιγκρέ χω ρ ίς νά δώση ση μασία στην δια μ α ρ τυ ρ ία της. — Πώς θέλετε νά ξέρω ; άνασήκωσε τούς ώμους της. —’Έ χ ε ις κίτρινα ποστουτσισ; ρώτησε άπότομα ό Μαιγ κ ρ έ 5 τόν Γκαστόν Μπυζιέ. — ’Ε γώ ;... ναί... γ ια τ ί; — Τίποτα... Μ ιά άπλή έρώτηση. Ε ίσ α ι σ ίγο υρ ο ς πώς δεν μπορείς ν’ ά ναγνω ρίσ ης τόν δολοφόνο; — Ε ίδ α μόνον μιά σ κιά στο σκοτάδι... Ό Μ αιγκρέ τόν κάρφωσε μέ τό βλέμμα του. — Ξ έρεις, ό Πιέρ Λέ Κλένς, πού ήταν κι αύτός στην προκυμαία, κρυμμένος πίσω άπό τά βαγόνια , Ισχυ ρ ίζετα ι πώ ς ό δολοφόνος φορούσε κίτρινα παπού τσια, είπε ξερά. Ό Γκαστόν τινάχτηκε όρθός. Τό πρόσωπό του εί χε π ά ρ ει μιά σκληρή έκφραση καί τό βλέμμα του εί χε σκοτεινιάσει. — Είπε τέτοιο π ρ ά γ μ α ; φώναξε. Είστε σίγουρος; Ό θυμός τόν έπνιγε. ’Έ χ α ν ε τ ά λ ό γ ια του. Είχε γ ίν ε ι άλλος άνθρωπος. ’Έ δ ω σ ε μιά γρ ο θ ιά στο γ ρ α φείο. — Αύτό π ά ει πολύ! γρύλισε, θ έ λ ω νά τόν δώ !... Π ρέπει!... Νά πάρη ό διά βολος!... θ ά δούμε πσιός λέει ψέμοττα... Είδε κίτρινα παπούτσια; "Ωστε ό δολοφόνος είμ α ι έγώ , έ; Δέν φθάνει πού μοΟ πήρε τό κορίτσι μου... δέν φθάνει πού αύτός τήν έβγα λε άπό τό καράβυ.. τώ ρ α έχει καί τό θράσος νά λέη... — ’Ηρέμησε, του είπε ό Μ αιγκρέ άτάρ αχο ς. 90
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ό Γκαστόν, δμως, είχε χά σ ει έντελώ ς τήν ψ υχραι μία του. — ΆκοΟς Ά ν τέλ ; φώναξε. Ν ά τούς χ α ίρ εσ α ι τούς έραστές σ ο υ !... Τά μ ά τια του σ τριφ ογύριζαν δ εξιά κι άρισ τερά γ εμ ά τα όργή καί έσ φ ιγγ ε τά δόντια του. "Ωστε έτσι λοιπόν, έ; φώναξε κοιτώ ντας τον Μαιγκρέ. ’Εγώ , τώ ρα, είμ α ι ό δολοφόνος;... Αύτό π ά ει πολύ! Αύτό ξεπερνά δλες τις κινηματογραφ ικές ταινίες! Κι άπό τή σ τιγμ ή, πού έγώ έχω στην π λ ά τη μου τις δυό καταδίκες, αύτόν θά πιστέψουν... Έ γ ώ όμως νά σκοτώσω τον καπετάνιο Φαλλό! "Αν είναι δυνατόν!... Γ ια τί παρ α κ α λώ ;... Μήπως έπειδή τόν ζήλευα; Γ ια τί τότε νά μή σκοτώσω τόν άσυρμα τισ τή; Πέρασε τό χ έ ρ ι του σ τά μ αλλιά του, πού μ’ αυτή τήν χειρονομία άνακατεύτηκαν, δείχνοντάς τον α κόμη πιο άδύνατον. — Τί περιμένετε γ ιά νά μέ συλλάδετε; φώναξε μέ θυμό. -- ΙΙάψε! μουρμούρισε ή Ά ντέλ. Είχε χάσει, δμω ς κι αυτή τήν ψ υχρ αιμ ία τη ς καί κοίταξε μέ άπορία τόν σύντροφό της. Μήπως τόν ύποπτευόταν, ή μήπως καί οί δύο έ π αιζαν κω μω δία; άναρωτή'θηκε δ Μ αιγκρέ. —"Αν πρόκειται νά μέ συλλάδετε, νά τό κάνετε άμέσως, φώναξε ό Γκαστόν. Ζητώ νά μέ φέρετε σέ άντιπαράσταση. μ’ αύτόν τόν κύριο. Καί τότε θά δοΰμε... Ό Μ αιγκρέ χτύπησε τό κουδούνι. Ό αξιω μ ατικ ός της υπηρεσίας φάνηκε στό ά ν ο ιγμ α τή ς πόρτας. 91
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν — Αύτούς τούς δυο θά τούς κράτησης ώς αύριο τό πρωί, τον διέταξε ό Μ αιγχρέ. Νά δούμε τ ί θά πή κι ό ανακριτής. — Είναι α τιμ ία ! φώναξε ή Ά ντέλ κι έφτυσε κάτω περιφρονητικά, ά λλα καλά νά πάθω, γ ια νά μάθω άλλη φορά νά λέω την αλήθεια... θ ά τά άρνηθώ, δμως, ολα. ''Ή ταν δλα ψέματα... Είπα παραμύθια... ούτε και θά ύπογράψω κανένα χαρτί... νά τό ξέρε τε... θά σ άς χαλάσω τ ά σχέδια... Γύρισε στον έραστή της. — Μή σκάς, Γκαστόν, είπε προκλητικά. Έ μ ε ις δεν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε... θ ά βρούμε τό δίκιο μας... άλλά, βλέπεις, μιά γ υ να ίκ α δηλωμένη στο τμήμα ήθών μπαίνει εύκολα στήν κλούβα... Σ ε λ ί γ ο θά ποΰν, πώ ς εγώ σκότωσα τον καπετάνιο... ‘Η Ά ν ΐέ λ έξακολουθοΰσε νά λέη συνέχεια. Ό Μ αιγκρέ βγήκε από τό τμήμα. Ά νέπνευοε βαθιά κι ό θαλασσινός άέρας γέμισε τά πνεμόνια του. ’Από τό αστυνομικό τμήμα έφταναν ώς αύτόν οί φωνές τής Ά ντέλ,πού έβριζε τούς άστυνομικούς μέ τ ά χ ε ι ρότερα λ ό γ ια τού λεξιλογίου της. ’Ή ταν δύο τό πρωί. Ή νύχτα ήταν γλυκειά. Ή θάλασσα είχε άνέβη κι οί βάρκες ταλαντεύονταν ρυθμικά. Μέσα στήν ήρεμία τής νύχτας άκουγόταν μόνον ό θόρυβος των κυμάτων, πού έσπαζαν στήν άμμσυδιά. Τό «Όσεάν» ήταν φωτισμένο, γ ια τ ί ξεφόρτωναν άκόμη. Μέρα καί νύχτα, ερ γά τες καί άχθσφόροι γ έ μιζαν τά β α γό νια μουρούνα. Τό « Σ τέκ ι των Ψ αράδω ν τής Ν έας Γής» ήταν κλειστό. Σ το ξενοδοχείο «Πλάζ» δ θυρωρός σηκώ92
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Οτ|κε άπό τόν ύπνο του γ ιά ν’ άνοιξη στον Μ αιγκρέ. Τό χώ λ ήταν άμυδρά φωτισμένο, γ ι ’ α υτό ό Μαιγκρέ δέν διέκρινε άμέσω ς μια γ υ να ικ εία σιλουέττα καθισμένη σε μια πολυθρόνα. 'Ή ταν ή Μαρι Λεονέκ. Κοιμόταν με τό κεφάλι γ ε ρ μένο στον ώμο της πολυθρόνας. Νομίζω πώ ς μια κοπέλλα σάς περιμένει, ψιθύ ρισε ό θυρωρός στον Μ αιγκρέ. Ή Μαρι Λεονέκ ήταν πολύ χλωμή. Φαινόταν α ναιμική. Τα χείλη της δεν είχαν χρ ώ μ α και μαύροι κύκλοι γύρω άπ’ τα ψ ά τια της, φανέρωναν την κού ρασή της. Κοιμόταν μέ μισάνοιχτο στόμα. Ό Μ αιγκρέ την ά γ γ ιξ ε σ ιγ ά στον ώμο. Ή κοπέλ λ α τινάχτηκε και σηκώθηκε άμέσως. - ’Αποκοιμήθηκα φ αίνεται είπε δειλά. - Γιατί δέν είσαι στο κρεβάτι σου; Ή γ υ ν α ίκ α μου δέν σέ π ή γ ε στο δωμάτιό σου;... Ναι... ’Ε γώ όμως κατέδηκα μετά, χω ρ ίς νά κά νω θόρυδο... ’Ή θελ α νά μάθω... Σ ά ς περίμενα... Δέν ήταν καθόλου όμορφη έκείνη τήν ώρα, όπως ήταν έτσι άπεριποίητη καί χλωμή. Τό φόρεμά της άπό χονδρό ύφασμα πού θά τό είχε ράψει μόνη της, ήταν ά χα ρ ο καί τσαλακωμένο. - ’Ανακαλύψατε τίποτα;... ’Έ χ ετ ε κανένα νέο;... "Οχι... ’Ή θελ α νά σάς πώ, ότι έγώ έν τώ μεταξύ σκέφθηκα πολύ... Δέν ξέρω πώ ς νά σάς τό έ<ξηγήσω... Σ ά ς παρακαλώ , αύριο, πριν δώ έγώ τόν Πιέρ, νά του πήτε ότι τά ξέρω όλα καί δέν του κρατώ κα κία... Ξέρω πώ ς δέν φταίει αύτός... "Αν του μιλή σω όμως πρώ τα έγώ , θά τόν φέρω σέ δύσκολη, θέ ση... Τόν είδατε τό πρωί... πόσο ήταν άναστατωμέ93
Ζ ΩΡ Ζ
Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
νσς... ’Αφού ήταν μ ια γ υ να ίκ α στό καράβι, ήταν φυ σικό νά γΐνη δ,τι έγινε... Ξ αφ νικά εβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε νά σταιματήση τούς λυγμ ο ύ ς της. —"Αν τό γράψουν οί έφημερίδες, θ ά τό μάθουν οί γονείς μου, μουρμούρισε. θ ά είνα ι τρομερό... αύτοί δέν μπορούν νά καταλάβουν... ΟΙ λ υ γμ ο ί την έπνιγαν. — Πρέπει νά βρήτε τον δολοφόνο, συνέχισε π νιγμ έ νη στό κλάμ «. "Αν μπορούσα νά κάνω έγώ την έρευ να... Με σ υγχω ρ εϊτε, δέν ξέρω τ ί λέω... Ε σ ε ίς , βέ βαια, ξέρετε κο&ύτερα άπό μένα... Μόνο πού έσεΐς δέν γνω ρίζετε τον Πιέρ... Έ γ ώ είμ α ι δυό χρόνια με γαλύτερη του... Ό Πιέρ είναι όπω ς είνα ι ένα π α ι δί... Είναι κλεισμένο στόν έαυτό του κι άν τον κατη γορήσουν γ ιά φόνο, δέν θ’ άντιδράση άπό ύπερηφάνεια... ’Έ χ ε ι π ερά σ ει π ά ρ α πολλές ταπεινώ σεις μέ χ ρ ι τώ ρ α στη ζωή του... Ό Μ αιγκρέ την έπιασε μ αλακ ά άπό τούς ώμους καί αναστέναξε. Τήν κατα λάβ αινε άπόλυτα. ‘Η φωνή τής Ά ντέλ ήταν άκόμη στ’ αύτιά του. Την έβλεπε, προκλητική, στην άνθηση τής όμορφιάς της, μέ τά ήδονικά της χείλη καί τό γεμ ά το ήδυπάθεια, λ α χτα ρ ισ τό κορμί της. Ή σύγκριση μέ τη Μαρί ήταν συντριπτική γ ιά τη δεύτερη. ‘Η άναιμική κοπέλλα, μέ την καλή άνατροφή καί τά ά χρ ω μ α χείλη, ήταν δμω ς μ ιά προτγματικότης. ’Έ τ σ ι δπω ς στεκόταν μπροστά του καί προσπαθούσε νά κράτηση τά δάκρυά τη ς καί νά χαμ αγελάσ η μέ έμπιστοσύνη. —'Ό τ α ν θά τόν γνω ρίσετε καλύτερα, θά κοοτοιλάβε94
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τε τί σάς λέω, ψιθύρισε. "Οταν τόν γνω ρίσετε δπω ς έγώ ... Αύτό δμως, πού ή Μαρί Λεονέκ δεν θά γνώ ρ ιζε ποτέ στη ζωή της, ήτοτν ό φ λογερός πόθος, πού έκ α νε τρεις άντρες νά τριγυρίζουν μέρα - νύχτα, βδο μάδες όλόκληρες, πάνω σ* ένα κ α ρ ά δι στην άνοιχτή θάλασσα, γύρω άπό μια καμπίνα, όπου κρυβόταν μια δμορφη, λαχταρισ τή γυναίκα . Αύτός δ πόθος πλανιόταν σαν κ α τά ρ α στόν ά έρ α καί σκόρπιζε την άγω ν ία στο καράδι. ΟΙ άντρες, κάτω στις μηχανές, κι αύτοί στο κατάιστρωμα τής πρώρας, μάντευαν ένα δράμα, άγνάντευαν άνήσυχοι τη θά λασ σ α καί μιλούσαν γ ια τό «κακό μάτι» και γ ια την τρέλλα τού καπετάνιου τους, γ ια τ ί δέν μπορούσαν νά ξέρουν την αλήθεια... — θ ά δω τόν Λέ Κλένς αύριο, είπε δ Μ αιγκρέ. — Έ γ ώ ; Δέν θά τόν δώ ; — Μπορεί... Μάλλον... Τώρα νά π άς νά ξεκουραστής. Λίγο ά ργότερα , ή κυρία Μ αιγκρέ του είπε μισοκοιμισμένη. — Πολύ καλή κοπέλλα ή Μ αρί Λεονέκ. Ξ έρεις, έχει κεντήσει μόνη τη ς δλη τήν προίκα της... "Ε χεις κ α νένα νέο;... Μ υρίζεις άρώ ματα... Λίγο άπό τό δυνατό άρω μα τής Ά ντέλ είχε μείνει έπάνω του. "Ε να φτηνό ά ρ ω μ α σάν τό φτηνό ιμπρουσκο κρασί, πού ή μυρω διά του ιμήνες καί μήνες ε ί χε άνακοττευτή μέ τήν τα γ γ ή μυρω διά της μουρού νας...
95
6
Τρεις αθώοι τ Ηταν μια άπλή σκηνή αυτή ή άντιπαράσταση. ’Έ γ ιν ε σ’ ένα μικρό γραφ είο των φυλακών. Ό άστυνόμος Ζιράρ, τής Χάβρης, πού είχε ά να λά β ει την ερευνά, καθόταν στη μοναδική πολυθρόνα. Ό Μ αιγκρέ στεκόταν κοντά στο τζάκι άπό μαύρο γρανίτη. Σ το υς τοίχους υπήρχαν κρεμασμένες ανακοινώσεις καί κανονισμοί των φυλακών καί μιά λιθογρα φ ία, πού παρίστανε τον πρόεδρο τής Δ ημοκρατίας. "Ορθιος, στη μέση τού δωματίου, στεκόταν ό Γκαστόν Μπυζιέ, φορώντας τα κίτρινα παπούτσια του. — Νά φέρουν μέσα τόν Ασυρματιστή, είπε δ Αστυ νόμος ΖιρΑρ. ‘Η πόρτα άνοιξε. Ό Πιέρ Λέ Κλένς, πού ήταν άπροετοίμοιστος, προχώρησε συνοφρυωμένος, σαν έ νας άνθρωπος πού δέν ξέρει τί στενοχώ ρια τόν πε ριμένει πάλι. Ε ίδε τόν Μπυζιέ, δεν τού έδωσε καμμιά σημασία καί κοίταξε γύρω του διατακτικά. Ό Γκαστόν Μπυζιέ τόν π εριεργαζόταν, άπό την κορυφή ως τά νύχια, μέ ύφος γεμ ά το περιφρόνηση, κορυφή ώς τά νύχια, ιμέ ύφος γεμ ά το περιφρόνηση, νά παραστήση τόν γενναίο. Είχε χάσ ει τό ήθικό του καί δέν τό έκρυβε. ’Ή τα ν σκυθρωπός καί λυπημέ νος καί έμοιαζε σάν κυνηγημένο ζώο. — Α ν α γ ν ω ρ ίζ εις αυτόν τόν άνθρωπο; τόν ρώτησε ό Αστυνόμος Ζιράρ. 96
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ό Λέ Κλένς κοίταξε τον Μπυζιέ, προσπαθώ ντας νά θυμηθή. —’Ό χ ι, είπε τέλος. Ποιός είναι; — Κοίτοιξέ τον καλά. ’Από πάνω ώς κάτω. Ό Λέ Κλένς υπάκουσε. Μόλις τό β λέμ μα του έ φτασε σ τα κίτρινα παπούτσια, σήκωσε τό κεφάλι όπότομα. — Λοιπόν; τόν ρώτησε ό άστυνόμος Ζιράρ. — Ναί... μουρμούρισε ό άσυρματιστής. - Τί θά πή αύτό τό «ναί»;... — Κ αταλαβαίνω τ ί θέλετε νά πήτε... Π ρόκειται γ ιά τά κίτρινα ποεπούτσια... —’Ακριβώς, φώναξε έξω φρένων ό Γκαστόν Μπυζιέ, πού δέν είχε μιλήσει ώ ς τώ ρα. Τόλμησε να πής, πώ ς έγώ καθάρισα τόίν καπετάνιο σου... Ό λ α τά μ ά τια ήσαν καρφωμένα στον άσυ/ρμοττιστή, πού έσκυψε τό κεφάλι, έκανε μιά κουρασμένη χειρονομία καί δέν είπε λέξη. — ΛέγεΙ τόν πρόστοοξε ό άστυνόμος Ζιράρ. — Μπορεί νά μήν ήσαν αυτά τά παηιούτσια. —”ΑΙ έκανε θριαμβευτικά ό Γκαστόν. Βλέπω άτι προσγειώ νεσαι, μικρέ μου! — Τόν ά να γνω ρ ίζεις; Ε ίναι ό δολοφόνος του Φοάιλύ, αύτός ό άνθρωπος; ρώτησε ό άστυνόμος Ζιράρ δείχνοντας τόν Γκαστόν. — Δέν ξέρω... ’Ό χ ι, δέν τόν α ναγνω ρίζω , μουρμού ρισε ό Λέ Κλένς. — Αύτός, πού έχεις μπροστά σου, είνα ι ό έραστής τής Ά ντέλ, πού την ξέρεις καλά, είπε ό άστυνόμος Ζιράρ. Ό άνθρωπος, λοιπόν, αύτός όμολόγησε άτι βρισκότο:ν σέ μικρή άπόσταση άπό τό Αλιευτικό τήν 97
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
ώ ρα τού έγκλήμ ατος καί δτι φορούσε κίτρινα π α πούτσια... Ό Μπυζιέ κοίταζε συνέχεια, προκλητικά, τόν Λέ Κλένς. ΆνυπομονοΟσε κι έτρεμε από θυμό. — Νά μιλήσης, είπε. Πέστε του νά μιλήση, νά πή την αλήθεια... ‘Ο ρκίζομαι πώς... — Σιω πή έσύΐ Λοιπόν, Λέ Κλένς; Ό Πιέρ πέρασε τό χ έρ ι του στό >μέτωπό του. ’Έ δειχνε νά ύποφέρη. — Δέν ξέρω, μουρμούρισε. — Είπες δτι είδες έναν άνθρωπο, πού φορούσε κ ίτρ ι να ποεπούτσια, νά πέφτη πάνω στον Φαλλύ; — Πότε τό είπα; Δέν θυμάμαι... — Αύτό κατέθεσες, δταν άνακρίθηκες... Δέν είναι πολύς καιρός, χ ιά νά τό έχης ξεχάσει. Ε π ιμ έν εις σ ’ αύτή τήν κατάθεσή σου; —’Ό χ ι! ... Ε ίδα έναν άνθρωπο με κίτρινα παπού τσια... Αύτό είναι όλο... Δέν ξέρω όόν αυτό ς ήτοιν ό δολοφόνος... ‘Ό σ ο προχωρούσε ή άνάκριση, ό Γκαστό,ν Μπυζιέ ξανάβρισκε τήν αύτοπεποίθησή του, πού την είχε χάσ ει μέ τήν παραμονή του στό κρατητήριο. Τώρα, Ικανοποιημένος, έρριχνε τό βάρος του άπό τό ένα πόδι στό άλλο, μέ τό χέρ ι στην τσέπη τού πανταλο νιού του. — Βλέπετε, προσγειώθηκε, είπε. Δέν τολμ ά νά πη π ά λ ι ψέματα... — Ά πάντησ έ μου, Λέ Κλένς, έπέμεινε ό άστυνσμος Ζιράρ. “Ω ς τώ ρ α ξέρουμε δτι ύπήρχαν δυό ά το μ α στήν προκυμαία την ώ ρα τού φόνου τοΰ καπετάνιου. Έ σ ύ καί ό Μπυζιέ. ’Αφού π ρ ώ τα τόν κατηγόρησες, 98
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τώ ρα τό α ναιρείς; Πρέπει λοιπόν νά παράδεχθοΰμε δτί ύπήρχε καί τρίτο πρόσωπο... Σ ’ αύτή την π ερ ί πτωση, πρέπει νά τό είδες! Ποιός είναι;... Ό Πιέρ Λέ Κλένς, με κατεδασμένο τό ι^Εφάλι, κοί ταζε τό πάτω μα. Χωρίς νά μιλά. Ό Μ αιγκρέ, πού στεκόταν πάντα κοντά ατό τζάκι, δέν εϊχε λά βει μέρος σ ’ αύτή την άνάκριση, αφήνον τας την πρω τοβουλία στον συνάδελφό του. ‘Απλώς παρακολουθούσε τούς δυο άντρες. — ’Ε παναλαμβάνω την έρώτησή μου: Ύ πήρχε τ ρ ί το πρόσωπο στην προκυμαία; ρώτησε ό αστυνόμος Ζιράρ. — Δέν ξέρω, άπάντησε συντετριμμένος ό κρατούμε νος. — Αυτό σημαίνει, ναί; Ό Λέ Κλένς άνασήκωσε τούς ώμους, χ ω ρ ίς νά μιλήση. — Ποιός ήταν; ρώτησε ό άστυνόμος Ζιράρ. — Είχε σκοτάδυ.. — Τότε γ ια τ ί κοττέθεσες πώ ς ό δολοφόνος φορούσε κίτρινα παπούτσια; Μήπως τό έκανες γ ιά νά καλύψης τον π ρ α γμ α τικ ό δολοφόνο, πού τόν γνω ρ ίζεις; Ό άσυρματιστής έπιασε τό μέτωπό του μέ τά δυό του χέρια. — Δέν άντέχω άλλο, βόγγησε. —’Α πάντησε! —’Ό χ ι! Νά κάνετε δ,τι θέλετε! — Νά περάση ό έπόμενος μάρτυς, διέταξε ό άστυνό μος. Μπήκε ή Ά ντέλ, μέ ύπερβολικό θάρρος. ’Έ ρ ρ ιξ ε γύρω της μιά έρευνητική ματιά, γ ιά νά σφυγμομε4.
"Κ γ Ά η μ η <Μ0 Ά/ο'ιΟ
99
Ζ ΩΡ Ζ
Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
τρήση την κατάσταση. Κ οίταξε μέ απ ο ρ ία τον ασ υρ ματιστή, που είχε γ ίν ε ι ράκος. — ‘Υποθέτω, Λέ Κλένς, ότι ά να γνω ρ ίζεις αυτή τή γ υ ναίκα, που δ καπετάνιος Φαλλύ κρατούσε κλεισμένη στην καμπίνα του σε όλο τό ταξίδι... Νομίζω πώ ς κι έσύ π ή γ ες μ αζί της, έτσι δέν είνα ι; ρώτησε δ ασ τυ νόμος Ζιράρ. Ό Πιέρ Λέ Κλένς κοίταξε την Ά ντέλ μέ βλέμμα ψυχρό. Ή γ υ να ίκ α του χαμ ο γέλασ ε, μ’ ένα χ α μ ό γελ ο που ύποσχόταν πολλά. — Αυτή είναι, είπε τέλος. — Ο υσιαστικά ήσαστε τρεις, πού τήν τρ ιγ υ ρ ίζο μ ε : δ καπετάνιος, δ πρώτος μηχανικός k l έσύ. Έ σ ύ πή γ ε ς μ αζί της μια μοναδική φορά, δ πρώ τος μηχανι κός όμως δέν τό κατόρθωσε... Ό καπετάνιος ήξερε πώ ς τον άπάτησες μ’ αύτή τή γυ να ίκ α ; — Δέν μοΟ είπε ποτέ τίποτα. — Ζήλευε ύπερδολικά, δέν είναι έτσι; Αύτή ήτοον ή α ίτια , πού δέν σου μιλούσε σ ’ ολο τό τα ξ ίδ ι; -Ό χ ι... — Πώς όχι; Τότε υπήρχε άλλος λ ό γ ο ς; Ό άσυρματιστής έγινε κατακόκκινος. Κ οίταξε γ ύ ρω του αναστατω μένος κι είπε πολύ γ ρ ή γ ο ρ α : — Δηλαδή, μπορεί νά ήταν γ ι’ αυτό... Δέν ξέρω... — Τί άλλο μπορούσε νά προκαλέση τό μίσος του εναντίαν σ ο υ; — Τίποτα... ’Έ χ ε τ ε δίκιο... Ζήλευε... — Τί σ’ έσπρωξε νά γίνη ς εραστής τής Ά ντέλ ; Ό Λέ Κλένς δέν μίλησε. — Τήν είχες έρω τευθή; έπέμεινε δ άστυνόμος Ζιράρ. 100
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
—Ό χ ιΙ είπε μέ σκληρή φωνή ό Ασυρματιστής. Ή Ά ντέλ έκανε μ ια κίνηση άγανακτήσεω ς. — ΕΟχαριστώ! φώναξε. Πολύ εύγενικό έκ μέρους σου... Γιατί δεν λες, πουλάκι μου, δτι έτρεχες άπό πίσω μου ως τήν τελευτα ία μέρα του τα ξιδ ιο ύ ; Δεν μιλάς, έπειδή σέ περίμενε άλλη γυ να ίκ α στή σ τεριά ; Ό Γκαστόν Μπυζιέ προσποιόταν τον αδιάφορο. — Πες μου ακόμη κάτι, Λέ Κλένς, είπε ό Αστυνόμος. "Οταν γύρισ ες στο καράβι, μετά τον φόνο τοΰ κοιπετάνιου, πού έγινε κάτω άπό τά μ άτια σου, βρήκες τήν Ά ντέλ κλειδωμένη στήν καμπίνα; — Ναί. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν νά σκοτώση αυτή τόν καπετάνιο. Ό χ ι! ό χ ι!... δεν είναι αυτή. Σ ά ς ορκίζομαι... 'Ο Λέ Κλένς ήταν τρομερά εκνευρισμένος. Ό Α στυνόμος όμως Ζιράρ έξακολούθησε. Ό Μπυζιέ βεβαιώ νει ότι δέν σκότω σες έσύ τόν καπι τάνιο. Έ σύ πρώ τα τόν κατηγόρησες γ ια φόνο καί μετά τό αναίρεσες... Υ π ά ρ χει κι ή περίπτωση νά εί στε κι οί δυο συνένοχοι. —Ά , όχι! ξέσπασε ό Μπυζιέ. "Οταν 'θ’ Αποφασίσω νά κάνω ένα έγκλημ α, δέν θά τό κάνω μ’ αύτόν τόν... τόν... — Σ ιωπή έσύ I Καί ό ένας καί ό άλλος μπορεί νά σκοτώσοττε τόν καπετάνιο μέ κίνητρο τή ζήλεια, Α φού καί οί δυο είχατε ερωμένη τήν Ά ντέλ. Ό Μπυζιέ γέλα σ ε σαρκαστικά. -- Ποιόν νά ζηλέψω έ γ ώ ; Τόν... καπετάνιο; —Έ χ ε ις νά προσθέσης τίποτα, Λέ Κλένς; ρώτησε ξε ρά ό Αστυνόμος. 101
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
- Ό χ ι! — ’Εσύ, Μπυζιέ; — Έ γ ώ είμ αι άθώος καί ζητώ να μ’ άφήσετε ελεύ θερο. — ’Ε σ ύ; 'Η Ά ντέλ έβαζε ρουζ στα χείλη της. — ’Ε γώ , είπε, κοιτάζοντας μέ φ ιλαρέσκεια στο καθρεφτάκι της, εγώ δέν έχω νά πώ τίποτα... "Ολοι οί άντρες είναι κτήνη!... Είδατε τί είπε πριν άπό λ ίγ ο αύτός έκεΐ ό νεαρούλης, ένώ έγώ ήμουν έτοιμη νά κάνω τρέλλες γ ι ’ αύτόν;... Δέν είνα ι ανάγκη νά μέ κοιτάζης τόσο ά γ ρ ια , Γκαστόν... Τώρα, άν θέλετε τή γνώμη μου, υπάρχουν π ρ ά γ μ α τα σ’ αυτή την ι στορία, πού δέν τ ά ξέρουμε... Νομίζετε πώ ς δλα εξη γούνται, έπειδή μια γυνα ίκα ήταν πάνω στό κα ρ ά βι; Κι άν ύπάρχη κάτι άλλο; — Τί άλλο; — Πώς νά ξέρω έγώ ;... Τί είμ α ι;... ’Αστυνομικός; Διόρθωσε μέ μιά χαριτωμένη κίνηση τά μαλλια της κάτω άπό τό καπέλλο της, άπό κόκκινη ψάθα. Ό Μ αιγκρέ πρόσεξε πώς ό Πιέρ Λέ Κλένς είχε γυρίσ ει άλλου τό κεφάλι του, γ ιά νά μην τη βλέπη. Οί δυό άστυναμικοί άντήλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα. ’Έ π ειτα , ό άστυνόμος Ζιράρ είπε: — Ό Λέ Κλένς θά γυρίση στό κελλί του. Ε σ ε ίς οι δυό θά περιμένετε έξω... Σ ’ ένα τέταρτο θά σάς άνακοινώσω άν θά είσθε ελεύθεροι ή όχι... ΟΙ δυό άστυνομικοί έμειναν μόνοι. ‘'Ήσαβν κι οί δυό σκεφτικοί. — Λέω νά προτείνης στον άνακριτή νά τούς άφήση δλους έλεύθερους, είπε στό τέλος ό Μ αιγκρέ. 102
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Ναί, είναι τό καλύτερο 1 Μπορεί νά έχοι^ν κάποια άνάμειξη στό δράμα, ύπάρχουν όμω ς κι ά λ λ α στοι χ εία σ’ αύτή τήν υπόθεση, πού μάς διαφεύγουν. —Έ τ σ ι είναι, συμφώνησε ό Μ αιγκρέ. Ό αστυνόμος Ζιράρ τηλεφώνησε άμέσω ς στή Χάβρη. Πήρε τό δικαστικό μέγαρο καί ζήτησε τον α νακριτή. Τή ν ώρα πού μιλούσε μέ τον ανακριτή, γ ια νά συνεννοηθή γ ια τούς κρατουμένους, έγινε μιά φ ασ αρία έξω στούς διαδρόμους. Ό Μ αιγκρέ πετάχθηκε κι έτρεξε γρή γο ρ α . Είδε τον Λέ Κλένς πεσμένο κάτω, νά παλεύη μέ τρ εις άντρες μέ στολή. ’’Ή ταν σέ έξαλλη κατάσταση. Π αρουσίαζε ένα τρομερό θέαμα. Τά μάτια του, κατακόκκινα, είχαν πεταχτή έξω άπό τις κ όγχες τους, κι άφροί έ β γ α ι ναν άπό τό στόμα του. Οι άστυνομικοί τόιν είχοον άκινητοποιήσει καί τον κρατούσαν τώ ρα γερ ά . — Τί έγινε; ρώτησε ό Μ αιγκρέ άνήσυχος. — Δέν τού είχαμε βάλει χειροπέδες, γ ια τ ί ήταν π ά ν τα ήσυχος, τού έξήγησε ένας άπό τούς άστυνομικούς. Την ώρα πού περνούσαμε στον διάδρομο, γ ιά νά τον πάμε στό κελλί του, ορμησε ξαφνικά καί πήρε τό όπλο άπό τή ζώνη μου... "Ηθελε νά σκοτωθή... Μέ πολύ κόπο τοΰ πήραμε τό περίστροφο άπό τά χέρια.. Πεσμένος κάτω, ό Λέ Κλένς κοίταζε μέ βλέμμα άπλανές μπροστά του. Ε ίχε δαγκώ σ ει μέ δύναμη τά χείλη του κι άπό τό στόμα του έτρεχε λ ίγο αίμα. Δ άκρυα κυλούσαν ά ρ γ ά στά μάγουλά του. — Νά φωνάξουμε ένα γιατρό, είπε π ά λ ι ό άστυφύλακας. —’Ό χ ι, άφήστε τον, διέταξε ό Μ αιγκρέ. Σήκω γ ρ ή 103
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
γορα , στράφηκε καί είπε αύστηρά στόν α σ υρ μ α τι στή. ’Ε μπρός!... ’Α κόμη;... Και φ ρόνιμα!... ε ; . . . Σήκω επάνω, ηλίθιε! Ό ασυρματιστής υπάκουσε αμέσω ς, φοβισμένος. ’Έ τρ εμ ε ολόκληρος. Τά ρούχα του είχαν λερωθή, πέ φτοντας κάτω. — Την α ρ ρ α β ω νια σ τικ ιά σου δεν τη σκέφτηκες κ α θόλου; γρύλισ ε ό Μ αιγκρέ. Ό αστυνόμος Ζιράρ έφθασε σέ λ ίγο . — Έ ν τάξει, είπε. Ε ίναι κι σί τρεις έλευθεροι, μέ τή διαφ ορά δτι δέν έχουν τό δικ α ίω μ α ν’ άπομακρυνθοΰν από τό Φεκάν. Τί σ υμ βα ίνει; — Αυτός ό ηλίθιος θέλησε νά σκοτωθή, είπε ό Μ αιγκρέ. ”Αν μου τό έπιτρέπης. θά τόν άναλά βω εγώ ... ★
Περπατούσαν κι οΐ δυό στην προκυμαία. Ό Αέ Κλένς είχε ρίξει κρύο νερό στό πρόσωπό του, πού εί χε άκόμη κόκκινα σημάδια. Τά μ ά τια του ήσαν γ ε μ ά τα πυρετό καί τά χείλη του ματω μένα. Φορούσε ένα γκρ ίζο έτοιμο κοστούμι, κάθε άλλο π α ρ ά κομψό, κι ή γ ρ α β ά τα του ήταν κακοδεμένη. Ό Μ αιγκρέ προχωρούσε μέ τ ά χ έρ ια σ τις τσέπες, μέ ύφος πεισμοττωμένο. Μουρμούρισε, σάν νά μιλού σε στόν έαυτό του. — Δέν έχουμε τώ ρα καιρό γ ιά ήθικολογίες... Νά ξε ρής μόνο ένα π ρ ά γ μ α : ή αρραβ ω νιασ τικ ιά σου είναι έδώ... Είναι ένα θαυμάσιο κορίτσι, πού ήλθε άπό τό Κεμπέρ και χά λα σ ε τόν κόσμο γ ιά νά σέ βοηθήση. Δέν ύπάρχει λ ό γ ο ς νά την κάνης νά στενοχωρηθή... 104
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
—"Ωστε... ξέρει;... — Είναι περιττό νά της μιλήσης γΓ αυτήν τή γ υ ναίκα... Ό Μ αιγκρέ τον παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του. Ε ίχαν φθάσει στο λιμά νι. ΟΙ βάρκες μέ τά ζω ηρά χρ ώ μ α τα έλαμπαν στον ήλιο. Σ τ α π ε ζ ο δρόμια είχε μεγάλη κίνηση. Ό Λέ Κλένς φαινόταν πότε ν’ άπολαμδάνη τήν έλευθερία του καί νά κοιτάζη γύρω του μέ ενδιαφέ ρον, καί πότε τό βλέμμα του σκοτείνιαζε καί γέμ ιζε άπελπισία. Είχαν φθάσει καντά στο «Όσεόν», πού ξεφόρτωνε άκόμη. Ε ίχα ν μείνει τά τελευτα ία τρ ία β ογόνια γ ια φόρτωμα, στην προκυμαία, άπέναντι άπό τό α λ ιευ τικό. Ό Μ αιγκρέ κοντοστάθηκε άδιάφ ορα. — ’Εσύ ήσουν έδώ, είπε κι έδειξε ένα σημείο. Ό Μπυζιέ έκεΐ... Σ ’ αύτή τη θέση, πού είμαστε τώ ρα, ένας τρίτος σ τρ α γ γ ά λ ισ ε τόν καπετάνιο... Ό άσυρμοττιστής πήρε μια βαθειά άναπνοή κ α ί γύρισε άλλοΰ τό κεφάλι του. — Μόνο πού ήταν πολύ σκοτεινά, συνέχισε ό Μ αιγκρέ, καί δέν μπορούσατε νά διακρίνετε ό ένας τόν άλλον... Πάντως, δέν ήσαν ούτε ό δεύτερος κ α π ετά νιος, ούτε ό πρώ τος μηχανικός, γ ια τ ί είχαν π ά ει κι οί δυό, μ α ζί μέ τό πλήρω μα, στο « Σ τέ κ ι των ψ α ρ ά δων τής Νέας Γής». Ό νεαρός Βρεττόνος, πού ήταν πάνω στό κ α τά στρω μα τοΰ άλιευτικοΰ, είδε τόν άσυρματιστή. ”Ετρεξε στην κοτταπακτή καί κάτι φώναξε. ΟΙ τρ εις ναύτες, πού ήσαν στό πλοίο, βγήκαν σέ λίγο , γ ια νά 105
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
δουν τον Αέ Κλένς. —’Έ λ α ! είπε ό Μ αιγκρέ. 'Η Μαρί Λεονέκ μας π ερ ι μένει... — Δέν μπορώ..., μουρμούρισε ό νεαρός. — Τί π ρ ά γ μ α δέν μπορείς; — Νά πάω έκεΐ... Σ ά ς παρακαλώ , άφήστε μ ε!... Τί σάς π ειρ ά ζει νά πεθάνω ;... θ ά είναι καλύτερα γ ια δλο τον κόσμο... — Τό μυστικό είναι τόσο δαρύ, Λέ Κλένς; Ό ά λλο ς δέν άπάντησε. — Δέν θέλεις νά μιλήσης;... Κ αλά!... Πές μου όμως ένα π ρ ά γ μ α : είσαι άκόμη παθιασμένος ιμέ τήν Ά ντ έ λ ;... — Την μισώ I — Δέν είναι αυτό! Ε ίπα άν τή θέλης, άν την ποθής, δπως την ποθούσες σ’ δλο τό τα ξίδι... Είμαστε άν τρες... ά ς μιλήσουμε έλεύθερα. Ε ίχες πολλές έρωτικές περιπέτειες, πριν γνω ρίσ ης τη Μαρί Λεονέκ; —’Ό χ ι... άσήμαντα π ρ ά γμ α τα ... — Δέν είχες νιώσει ποτέ τό πάθος, την α νάγκη νά άποκτήσης μιά γυναίκα , μέ κάθε θυσία... σέ σημείο πού νά κλαΐς;... —’Ό χ ι, είπε ό Λέ Κλένς, γυρίζο ντα ς άλλου τό κε φάλι. — Αυτό, λοιπόν, σου έτυχε πάνω στο καράδι. Μέσα στη μονοτονία του ταξιδιού, μεταξύ ουρανού καί θά λασσας, ξε,πήδησε ξαφνικά μιά γυναίκα ... ’Ό μορφ η, λα χταρισ τή, προκλητική, δρισκόταν μέσα στο καράδι, πού τό έπνιγε ή δα ρ ειά μυρω διά της μουρού νας... Είπες τίποτα;... - ’Ό χ ι... 10G
'
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Ξ έχασ ες φυσικά τήν Α ρραβω νιαστικιά σου. — Δέν είναι τό ίδιο πράγμα... Ό Μ αιγκρέ γύρισ ε καί τον κοίταξε, 'Έ μ εινε κ α τάπληκτος άπό τήν έκφραση πού είδε στό πρόσωπό του. Ή οψη του είχε σκοτεινιάσει, τό β λέμ μα του είχε γίνει σκληρό καί τά χείλη του πικραμένα. Κ ά τι όμω ς σαν νοσταλγία, σαν όνειροπόλημα είχε μεί νει στα μ ά τια του... — ‘Η Μαρί Λεονέκ είναι όμορφη, εΐπε ό ιΜοοιγκρέ, πού ακολουθούσε τό σχέδιό του. — Ναί... — Πολύ πιό χαριτω μένη άπό τήν Ά ντέλ... ’Έ π ειτα , σ’ ά γ α π ά καί μπορεί νά κάνη όλες τις θυσίες γ ιά σένα... — Γιατί μου τά λέτε όλα αύτά; μουρμούρισε ό Α συρματιστής. Ά ψοΰ ξέρετε ότι... ότι... —'Ό τ ι είναι άλλο π ρ ά γμ α . Σ ύμφ ω νοι!... Είναι γ ν ω στό ότι ή Μ αρί Λεονέκ είναι μιά καλή κοπέλλα, πού θά γίνη ιμιά περίφημη σύζυγος καί μιά έξαιρετική μητέρα... "Ο μως πάντα θά σου λείπη κάτι... δέν εί ναι έτσι; Κάτι τό συνταρακτικό... τό συγκλονισ τι κό... τό βίαιο... Αυτό άκριβώ ς πού γνώ ρισ ες μέσ α στήν καμπίνα του κοεπετάνιου, όταν ή ’Αντέλ σ ’ έ σ φ ιγ γ ε στήν ά γ κ α λ ιά της... Ό πόθος, ό κτηνώδης καί βίαιος πόθος, αυτός πού σέ άναστατώνει, πού σέ σπρώχνει στό έγκλημα, ή στόν θάνατο... Ό Λέ Κλένς τόν κοίταζε άπορη μένος. — Πώς τό ξέρετε; τραύλισε. — Πώς τό ξέρω ;... Γ ιατί ό καθένας μας ζή αύτή τήν περιπέτεια, μιά φορά τουλάχιστον στή ζωή του... Τότε τόν π ν ίγ ε ι τό ά γ χ ο ς καί ή άπελπισία... Κ λαίει, 107
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
φωνάζει, χτυ π ιέτα ι!... Μετά άπό δεκαπέντε μέρες, δμως, κοιτάζει μ ια Μαρί Λεονέκ και άναρω τιέται πώς ήτατν δυνατόν να είχε άναστατωθή αέ τέτοιο δαθμό, άπό μιαν Ά ντέλ... Περπατώντας, ό ασ υρματιστής κοίταζε σκεπτικός τή θάλασσα, πού έλαμπε γ α λ ά ζ ια κάτω άπό τόν ή λιο. — Τό τα ξίδ ι τελείωσε... ή Ά ντέλ έφυγε... ή Μαρί Λεονέκ είναι έδώ..., είπε π άλι ό Μ αιγκρέ. ’Έ γ ιν ε μια μικρή σιωπή. Ό Μ αιγκρέ έξακολούθη σ ε : —'Έ ν α δρ ά μ α ξέσπασε στό καράβι, ένας άνθρωπος πέθανε καί... — Φτάνει! φώναξε ό άσυρματιστής. Φ τάνει!... ‘Η φωνή του είχε γίνει δραχνή. — Δέν βλέπετε οτι δεν είναι δυνατόν νά ξεχάσω , βόγγησε. Τά μ άτια του είχα ν π άρει μια έκφραση τρέλλα ς. Γύρισε νά κοιτάξη τό αλιευτικό, που ύψωνε τόν μοώρο άπειλητικό του ό γκ ο στά νερά του λιμανιού, κι άρχισε π ά λι νά τρέμη. Είχε κυριευτή άπό τό ά γ χ ο ς του. — Ό καπετάνιος ήταν φοβισμένος σ’ όλη τήν διά ρ κεια τού ταξιδιού... ’Έ τρ εμ ε τό κάθε τι, είπε σέ λ ί γο σκεπτικά ό Μ αιγκρέ. — Τί θέλετε νά πήτε; — Ό πρώτος μηχανικός, ήταν κι αυτός φοδισμένος; - ’Ό χ ι! — Έ συ, δμως, Λέ Κλένς, έσύ κι ό καπετάνιος είχα τε κυριευτή άπό έναν περίεργο, αλλόκοτο τρόμο, πού έ κανε τή ζωή σας μαρτύριο... Δέν είναι έτσι; 108
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Δέν ξ έ ρ ω ! 'Αφήστε με I... — Ή Ά ντέλ ήταν κλεισμένη στην καμπίνα. Τρεις άν τρες την παραμόνευαν σαν πεινασμένα α γρ ίμ ια ... Ό καπετάνιος άντιστεκόταν στον πόθο του κι έκοονε μέ ρες καί μέρες νά μιλήση στην έρωμένη του... ’Εσύ π ή γα ινες καί την κοίταζες άπό τό φινιστρίνι. Την έ κοβες δική σου μια φορά καί μετά 6έν την ξοοναπλησίασες... — Φτάνει πιά, είπε παρακλητικά ό Λέ Κλένς. — Οι άντρες, κάτω στό μηχανοστάσιο καί σ’ όλα τά πόστα, μιλοΰσατν γ ιά τό «κακό μάτι». "Ε νας μούτσος χάθηκε στη θάλασσα, δυο ναύτες τραυματίστηκαν, τό ψ άρεμα δέν πήγαινε καλά, οί μανούβρες έγιναν άνάποδα καί τόσα άλλα... Ε ίχαν άφήσει π ιά πίσω τους τήν προκυμαία. Ή άμμουδιά απλωνόταν μπροστά τους, μέ τις πολύχρω μες όμπρέλλες καί τις πολυθρόνες. Σ τό βάθος φ α ί νονταν τά ξενοδοχεία. 'Από μ ακριά εΤδαγ την κυρία Μ αιγκρέ καθισμένη σέ μιά κόκκινη πολυθρόνα, καί δίπ λα της τη Μαρί Λεονέκ, πού φορούσε ένα άσπρο καπέλλο. ‘Ο Λέ Κλένς σταμάτησε απότομα. Ό άστυνόμος συνέχισε: — Ή παρουσία μιας γυνα ίκα ς στό καράβι δέν ήταν άρκετη γ ιά νά δικαιολογήση όλα αυτά τά γεγ ο νό τα... "Ε λ α τώ ρα... Ή άρραβω νιασ τικιά σου σέ είδε... Ή Μαρί Λεονέκ είχε σηκωθή ’Έ μ εινε γ ιά λ ίγο άκίνητη, σάν νά μην πίστευε στά μάτια της, κι έπει τα έτρεξε νά τούς προϋπάντηση. ‘Η κυρία Μ αιγκρέ παράτησε τό πλεχτό της καί τούς περίμενε.
109
7 M
lo c
οικογενειακή ατμόσφαιρα
Ή Ατμόσφαιρα έγινα ξαφνικά οικογενειακή έκ τών π ρ α γμ ά τω ν. Κάθονταν και ο! τέσσερις στήιν π α ραλία, όταν άπό τό ξενοδοχείο τούς ειδοποίησαν γ ια φαγητό. Ή Μαρί Λεονέκ, πού ήταν χρόνια στο Φεκάν, έμενε στό ‘ίδιο ξενοδοχείο με τούς Μ αιγκρέ, κι έτρω γε πάντοτε συντροφιά μ αζί τους. Τώρα είχε ελθει κι δ Α ρραβωνιαστικός της. — Πάμε, είπε 6 Μ αιγκρέ. θ ά φάμε όλοι μαζί... θ ά προσθέσουμε Ακόμη ένα σερβίτσιο, αύτό είνα ι όλο..., είπε στον Πιέρ Λέ Κλένς, πού στεκότατν διατακτικός καί Αμήχανος. Προχώρησε μπροστά με τη γ υ ν α ίκ α του. Οί δυό νέοι ακολουθούσαν σιωπηλοί, ή μάλλον ή Μαρί Λεο νέκ μιλούσε μέ χαμ ηλή φωνή. Αλλά σέ κατηγορη ματικό τόνο. — Ξ έρ εις τί του λ έει; ρώτησε ό Μ αιγκρέ τή γ υ ν α ί κα του. — M ail Μού έχει πη δέκα φορές τουλάχιστον άπό τό πρωί, τά λ ό γ ια πού θά του έλεγε. Τον βεβαιώνει, ότι δέν τού κροοτα κ α κ ία γ ιά ό, τ ι έ γ ι ν ε ώ ς τ ώ ρ α ... Κ α τα λα βα ίνεις;... Δέν Αναφέρει κ α μ μ ιά γ υ ναίκα, τονίζει όμω ς αυτό... «ό, τ ι έ γ ι ν ε ώ ς τ ώ ρα»... Τό καημένο τό κορίτσι! Γιά χάρη του, 6 ά πή γα ινε στήν Ακρη του κόσμου! — N a il... Δ υσ τυχώ ς!... 110
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Τί θ έλ εις νά π η ς; — Τ ίποταI... Αυτό είνα ι τό τρ α π έζι μ α ς; ’Έ φ α γ α ν πολύ ήσυχα. Τ ά τρ α π έ ζια ήτα ν πολύ κοντά, τό ένα στό άλλο, κι έτσι δέν μπορούσαν νά μιλήσουν έλεύθερα. Ό Μ αιγκρέ άπέφ ευγε νά κοιτάζη τον Αέ Κλένς, γ ιά νά μην τόν φέρη σέ δύσκολη θέση. Ή στάση του άσυρματιστη τόν άνησυχοΰσε, όπως ανησυχούσε καί την Μαρί Λεονέκ, πού ή στενοχώ ρια ήταν ζ ω γ ρ α φ ι σμένη στό πρόσωπό της. Ό Πιέρ ήταν σκυθρωπός και λυπημένος. ’Έ τ ρ ω γε, έπινε, άπαντοΰσε στ'ις έρωτήσεις, ά λ λά ή σκέψη του ήταν άλλου. Πολλές φορές, πετάχτηκε τρομ α γμένος, σάν νά τόν απειλούσε κάποιος κίνδυνος. Τά π α ρ ά θ υρα τής τρ α π εζα ρ ία ς ήταν ορθάνοιχτα καί φαινόταν ή θάλασσα, λουσμένη στόν ήλιο. ’Έ κανε ζέστη. Ό Λέ Κλένς καθόταν μέ την πλάτη στό τοπίο. Γύριζε όμως κάθε τόσο μέ μιά άπότομη κ ί νηση καί κοίταζε τόν όρίζοντα μέ ά γω ν ία. ‘Η κυρία Μ αιγκρέ, προσπαθούσε νά δρίσκη θέ ματα γ ιά συζήτηση καί ρωτούσε την Μ αρί Λεονέκ άσήμαντα π ρ ά γ μ α τα , γ ιά νά σπάση τη δ α ρ ιά σιωπή. Τ ίποτα δέν θύμιζε τό δρ ά μ α στό ήσυχο π εριδάλλον τού οικογενειακού αυτού ξενοδοχείου, πού ήταν γεμ ά το άπό άνέμελους π αραθερισ τάς... Πάνω στό τραπ έζι, είχε μείνει ένα μπουκάλι, μισογεμάτο κ ρ α σ ί κι ένα άλλο μέ Ιαματικό νερό. Ό ξενοδόχος πλησίασε στό τρ α π έζι τους καί ρώ τησε. — Νά κρατήσω ένα δω μάτιο γ ιά τόν κύριο; Κοίταξε τόν Λέ Κλένς μέ χα μ ό γελο . Ε ίχε μυρι111
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
στη τον «αρραβωνιαστικό» καί νόμιζε, πώ ς οί Μαιγκρ έ ήταν οί γονείς της κοπέλλαςί Δυο τρ εις φορές, ό ασυρματιστής πέρασε τό χ έ ρ ι του στο μέτωπο, ιμέ ύφος κουρασμένο καί πονεμένο, όπως τό πρω ί στην αντιπαράσταση. — Τί θά κάνουμε τώ ρ α ; είπε ό αστυνόμος. Τό φ αγητό είχε τελειώ σει κι ό κόσμος άρχισε νά σκορπίζη. Β γήκαν καί οί τέσσερις στην ταράτσα. — θέλετε νά καθίσουμε λ ίγ ο στην π α ρ α λ ία ; πρότεινε ό Μ αιγκρέ καί οί άλλοι δεν έφεραν άντίρρηση. Οί Μ αιγκρέ βολεύτηκαν στις άναπαυτικές πολυ θρόνες, πού ήταν σκόρπιες σέ όλη την άκτή. Οί δυο νέοι περίμεναν όρθιοι. — Μάς έπιτρέπετε νά πάμε μιά βόλτα; ρώτησε ή Μαρί Λεονέκ με ένα δειλό χαμόγελο. "Οταν έμειναν μόνοι, ό Μ αιγκρέ άνααμε τήν πίπα του καί χα μ ο γέλα σ ε στη γυ να ίκ α του. — Σ ήμερα, παριστάνω τον πεθερό, είπε. — Τά καημένα τά π α ιδ ιά !... Δέν ξέρουν πώ ς νά φερθούν... Β ρίσκονται σέ δύσκολη θέση..., είπε ή κυρία Μ αιγκρέ, πού παρακολουθούσε μέ τό βλέμμα τό ζευγάρι... Κοίταξέ τους... Δέν ξέρω άν κάνω λ ά θος, ά λλά νομίζω, ότι ή Μαρί είναι πολύ πιό δυνα μική άπό τον άρραβω νιαστικό της... Ό Λέ Κλένς φαινότοιν άξιολύπητος άκόμ α κι άπό μακριά. Προχωρούσε μέ τό κεφάλι κατεβασμένο, άμίλητος καί μέ βήμα άρ γό καί κουρασμένο, χω ρ ίς νά δίνη σ ημ ασ ία στή σύντροφό του. Αύτή, αντίθετα, ήτοτν ζωηρή καί διαχυτική, έκανε μ άλισ τα προσπά θεια νά φ αίνεται χαρούμενη. Πολύς κόσμος ήταν στήν π αραλία. Ό Λέ Κλένς 112
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ήταν 6 μόνος, που φορούσε σκούρα ρούχα κι αύτό τόν έδειχνε ακόμη πιό θλιδερό μέσα στό χρυσό φώς του ήλιου. — Πόσων χρόνων είναι; ρώτησε ή κυρία Μ αιγκρέ. Ό ά ντρ α ς της, ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του, μέ μισόκλειστα μάτια, απάντησε. — Ούτε είκοσι, είναι σχεδόν παιδί... Φοδάμαι πώ ς θά γίνη ό ποντικός γ ιά τη γά τα ... — Γ ιατί; Πιστεύεις, ότι είναι άθώ ος; — Δεν σκότωσε... ’Ό χ ι! ... Β άζω τό χ έρ ι μου στή φωτιά... Φοδάμαι όμως, πώ ς αύτός ό μικρός έμπλεξε άσχημα.. Κοίταξέ τον., και κοίταξε κι εκείνη... Ε ίναι του χεριού της. — Μπά! Μόλις μείνουν μόνοι, θά φιληθούν κι όλα Οά ξεχαστούν... — Μπορεί... Ό Μ αιγκρέ ήταν Απαισιόδοξος. — Είναι λ ίγ ο μεγαλυτερή του, είπε πάλι. Τόν Α γα πά... θά γινόταν μιά καλή σύζυγος... — Γιατί νομίζεις ότι... —...‘Ό τ ι δεν θά παντρευτούν;... Δέν ξέρω... ”Εχω αύτη την έντύπωση.. Πρόσεξες ποτέ, τις φυσιογνω μίες των Ανθρώπων, πού πεθαίνουν νέοι; ’Έ χουν πάντοτε ένα ύφος λυπημένο... θ ά έλεγε κανείς, πώ ς αύτοί, πού πρόκειται νά γίνουν τά θύματα ένός δ ρ ά ματος, έχουν την σ φ ρ α γίδα του στό πρόσωπό τους... —‘Ώ σ τε νομίζεις, πώ ς αύτός ό νέος... —...είναι καταδικασμένος; Ναί! Κοίταξε πόσο είνα ι θλιμμένος! ’Ή τα ν πάντα έτσι! Γεννήθηκε φ τω χός! ‘Υπέφερε άπό τη φ τώ χεια! Πάλεψε μέ πείσμα, ό πω ς κολυμπάς Αντίθετα στό ρεύμα! Κατόρθωσε νά 113
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
άρραβωνιαστή μέ μια χαριτωμένη κοπέλλα, μιάς άνώτερης κοινωνικής τάξεω ς άπό τη δική του,.. Έ γ ώ όμως, 6έν πιστεύω νά τα βγάλη πέρα... Κοίτοτξέ τους... ’Α γωνίζονται... Προσπαθούν νά είναι α ισ ιό δοξοι... θέλουν νά πιστέψουν στη μοίρα τους... στό μέλλον τους... Ό Μ αιγκρέ μιλούσε μέ χαμηλή βαθιά φωνή, π α ρακολουθώντας μέ τά μ άτια τις σιλουέττες των δύο νέων κοντά στή θάλασσα. — Ποιος έχει άναλάβει τήν έρευνα της ύποθέσεως; ρώτησε ή κυρία Μ αιγκρέ. — Ό Ζιράρ, ενοτς άστυνόμος τής Χάβρης. Δεν τον ξέρεις. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος... — Πιστεύει οτι ό Λέ Κλένς είναι ό ένοχος; —’Ό χ ι! Δέν έχει καμ μιά απόδειξη. Υποψίες μόνο κι αυτές όχι θετικές. — Έ συ, τί γνώμη έχεις; Ό Μ αιγκρέ έστρεψε άλλου τό βλέμμα του, σάν νά ήθελε νά κοιτάξη τό άλιευτικό, πού δμως δέν φαινόταν άπό τό μέρος πού ήταν. Είπε σκεπτικά. — Έ γ ώ νομίζω, πώ ς αυτό τό τα ξίδ ι ήταν τροτγικό, τουλάχιστον γ ιά δυο άντρες... Τόσο τραγικό μάλι στα, ώστε ό κοσιετάνιος Φαλλό, ν ά μ ή θ έ λ η π ι ά ν ά ζ ή σ η κι ό άσυρματιστής ν ά μ ή μ π ο ρ ή ν ά σ υ ν έ χ ι σ η τη ζ ω ή του. — Έ ξ α ιτία ς μιας γυναίκας. Ό Μ αιγκρέ άπέφυγε νά άπαντήση ευθέως. ’Ε ξα κολούθησε νά μιλά μέ τον δικό του τρόπο: —'Ό λ ο ι οί άλλοι, πάνω στό καράβι, πού δέν είχαν καμμιά άνάμιξη στό δράμα, έπηρεάσθηκοτν κι αύτοί, άθελά τους. Γυρισοτν εκνευρισμένοι καί άνήσυχοι... 114
ΕΓΚΛΗΜΑ Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Δυο άντρες καί μιά γυναίκα, τρεις δλόκληρους μή νες, στο δωμάτιο τής πρύμνης έζησαν ένα φοδερό δράμα... — Σ π ά νια σέ είδα τόσο έντυπωσιασμένο άπό μιά υπόθεση, είπε σ ιγά, σκεφτική ή κυρία Μ αιγκρέ. Μι λά ς γ ια τρία πρόσωπα... Τί μπορούσαν νά κάνουν, πάνω σέ ένα καράδι στην ανοιχτή θάλασσα; — Ναί, τ ί μπορούσαν νά κάνουν;... Κι όμως, έγινε κάτι... κάτι που στάθηκε αιτία νά πεθάνη ό καιπετάνιος Φαλλυ... κάτι που αναστάτωσε τή ζωή των δυο νέων έκεΐ κάτω, οί όποιοι ψάχνουν τώ ρα νά δρουν στήν άμμο τά χαμένα όνειρά τους... Ό ασυρματιστής καί ή άρραδω νιαστικιά του γ ύ ρισαν. ΤΗταν αμήχανοι καί οί δυό. Ή Μαρί Λεονέκ φαινόταν απογοητευμένη. Κοίταξε τόν Μ αιγκρέ, με ένα δλέμμα γεμ ά το άπελπισία. ’’Ηταν φανερό, ότι οί προσπάθειές της είχαν άποτύχει. Τά σχέδιά της είχαν ναυαγήσει, στο άπέραντο π έλα γο ς τής π α γερής αδιαφ ορίας τοΟ Πιέρ. ■Α Σ τις τέσσερις τό άπόγευμα καί οί τέσσερις μαζί κάθησαν στήν τα ρά τσ α τοΰ ξενοδοχείου, κάτω άπό τις πολύχρωμες όμπρέλλες, πού έδιναν μιά τυπική χαρούμενη νότα στο περιδάλλον. *Η σοκολάτα άχνιζε σέ δυό φλιτζάνια, γ ιά τις κυρίες. Ό Μ αιγκρέ είχε π α ρ α γ γ ε ίλ ει μπυρα. Ό Λέ Κλένς ένα λικέρ. Μιλούσαν γ ιά τόν Ζορισσέν, τόν δάσκαλο τοΰ Κεμπέρ, αύτόν πού είχε παρακαλέσει τόν Μ αιγκρέ, 115
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
νά ένδιαφερθή γ ια τδν ασυρματιστή και πού είχε φέρει την Μαρί Λεονέκ στο Φεκάν. — Είναι ό καλύτερος άνθρωπος τοΟ κόσμου, είπε ή Μαρί μέ θέρμη. Ή συζήτηση συνεχίστηκε έντελώς τυπικά. Μιλού σαν, γ ια τ ί κάτι έπρεπε νά πουν. Ξαφνικά, ό Μαιγκρέ μισόκλεισε ενοχλημένος τά μάτια του. Είχε δει ένα ζευγάρ ι νά έρχεται άπό την παραλία. ΤΗταν ή Ά ντέλ κι ό Γκαστόν Μπυζιέ. Ε κ είνο ς ψη λός κι αδύνατος, μέ τά χέρ ια στις τσέπες, τό καπέλλο προς τά πίσω καί τό βήμα ανέμελο. ’Εκείνη ζω ηρή, όμορφη, πεταχτή, προκλητική όπως πάντα. «Μακάρι νά ,μή μάς δη» σκέφτηκε ό Μ αιγκρέ. Τήν άλλη στιγμή, τό βλέμμα τής Ά ντέλ συνάν τησε τό δικό του. Ή γυνα ίκα σταμάτησε, είπε κάτι στόν σύντροφό της, πού έδειξε νά έχη αντίρρηση. Αυ τή, όμως, προχώρησε αποφασιστικά, έφτασε στην τ α ράτσα καί διάλεξε ένα τραπέζι, πολύ κοντά στούς Μαιγκρέ, φροντίζοντας νά καθίση άπέναντι στήν Μαρί Λεονέκ. Ό Γκαστόν τήν άκολούθησε, άνασηκώνοντας τούς ώμους. Περνώντας μπροστά άπό τόν αστυνομικό, έ φερε τό χέρ ι στο καπέλλο του γ ια νά τόν χαιρετήση καί κάθησε ανάποδα σέ μια καρέκλα. — Τί θά πάρης; ρώτησε τήν Ά ντέλ. —’Ό χ ι βέβαια σοκολάτα, γέλασε έκείνη σαρκαστι κά. "Ε να ποτόΐ... *Η έπίθεση είχε άρχίσει. Μιλώντας γ ιά τήν σοκο λάτα, κοίταζε περιφρονητικά τό φ λιτζάνι της κοπέλλ α ς κι ό Μ αιγκρέ είδε τήν Μαρί Λεονέκ νά τα ρ ά ζεται. 116
ΕΓΚΛΗΜΑ Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ή μνηστή τοΰ Πιέρ δεν είχε ξαναδεϊ την Ά ντέλ. Κ ατάλαδε δμω ς αμέσως ποια ήταν. Κοίταξε τον Λέ Κλένς, αυτός δμως γύρισε άλλου τό κεφάλι. Ή κυρία Μ αιγκρέ έσπρωξε ιμέ τρόπο τόν άντρα της. — Δεν πηγαίνουμε κι οι τέσσερις, ως τό καζίνο; πρότεινε δειλά. Είχε κι αυτή καταλάδει. Κανένας δμως δεν έδω σε προσοχή στήν πρότασή της. ‘Η Ά ντέλ στο διπλα νό τραπέζι, φλυαρούσε συνέχεια. Σ ε μια στιγμή α ναστέναξε : — Τί ζέστη! Πάρε τή ζακέτα μου Γκαστόν, είπε β γάζοντας τή ζακέτα της. ’Έ μεινε με τή ροζ μεταξωτή, εφαρμοστή της μπλούζα, μέ τό τολμηρό άνοιγμα στο ντεκολτέ. 'Η ροδαλή της σάρκα φάνταζε προκλητικά. Δεν άφη νε άπό τά μ άτια της τήν Μαρί. — Σου άρέσει τό γκρίζο χρώμα, Γκαστόν; ρώτησε δυνατά. Είναι άπαίσιο! θ ά έπρεπε να άπαγορευωνται αυτά τά καταθλιπτικά χρώμοττα στήν πλάζ!... Ή παρατήρηση ήταν χυδαία, y u rti ή ΜαρΙ Λεονέκ φορούσε γκρ ίζο φόρεμα. Ή Ά ντέλ έδειχνε τήν έπιθετική της διάθεση. Ή σκηνή δέν θά άργοΰσε νά ξεσπάση... — Γκαρσόν! Τί γίνετα ι έκείνη ή π α ρ α γ γ ε λ ία ; Ε ί ναι γ ιά σήμερα; φώναξε πάλι. Ή φωνή της ήταν διαπεραστική καί οί έκδηλώσεις της υπερβολικές, σάν νά τό έκανε έπίτηδες. Ό Γκαστόν Μπυζιέ κατάλαδε τό π αιχνίδι της. ’Ή ξερε καλά τήν ερωμένη του. Της μίλησε μέ σ ι γανή φωνή. Αυτή δμως πήρε ύφος κι απάντησε πο 117
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
λύ δυνατά, γ ιά νά άκουστή. — Τί μ" αυτό;... 'Η τα ράτσ α δεν είναι γ ιά δλο τον κόσμο; Ή κυρία Μ αιγκρέ ήταν ή μόνη, πού δεν την έ βλεπε, γ ια τ ί τή ς γύριζε την πλάτη. Ό Μ αιγκρέ κι ό ασυρματιστής την έβλεπαν π λα γίω ς. Ή Μαρί Λεονέκ τήν είχε απέναντι της. —"Ολοι οί άνθρωποι δεν είναι ίσοι; συνέχισε ή Ά ντέλ. Μόνο, που μερικοί ’μερικοί, που σέρνονται στα πόδια σου, όταν δεν τους βλέπει κανείς, καί κάνουν πώς δεν σέ ξέρουν μπροστά στόν κόσμο, πρόσθεσε καί γέλα σ ε δυνατά. Τό γέλιο της ήταν σκληρό καί προκλητικό. Κοί ταζε κα τά μ α τα τήν κοπέλλα, πού είχε γ ίνει κατακόκκινη. — Τί σου χρω σ τάμε; ρώτησε τό γκαρσόνι ό Μπυζιέ, πού βιαζόταν νά φυγουν. —’Έ χουμ ε καιρό, τον σταμάτησε ή Ά ντέλ. ’Από τό ’ίδιο, γκαρσόνΙ Νά μου φέρης κι άράπικα φυστίκια... — Δέν έχουμε. — Νά π ας νά β ρ ή ς!... Γι’ αύτό δέν πληρώ νεσαι; Ή τα ρά τσ α τοΟ ξενοδοχείου ήταν γεμ άτη κόσμο καί δλοι πρόσεχαν τη φανταχτερή γυναίκα. Ό Μαιγκρέ ήταν άνήσυχος καί σκεπτόταν νά βάλη τέρμα σέ αύτή τήν άνόητη Ιστορία. ’Από τήν άλλη δμως, ήθελε νά παρακολουθήση τις άντιδράσεις τοΟ ασυρματιστή. ΤΗταν έκεΐ μπρο στά του, άκίνητος σάν ά γα λμ α . ‘Ο Λέ Κλένς, δέν έ βλεπε τη γυνα ίκα κατά πρόσωπο, μπορούσε δμω ς νά διακρίνη τό προφίλ τη ς καί τή ρόζ χτυπητή της μπλούζα. 118
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Κοίταζε ίσ ια μπροστά του. Τά γ κ ρ ίζ α του μ ά τια ήταν άνέκφραστα. Ε ίχε το χ έρ ι του πάνω στο τρ α πέζι καί τό έκλεινε σ ιγ ά σ ιγ ά μέ ά ρ γ ές κινήσεις. Ό Μ αιγκρέ δέν μπορούσε νά προδλέψη τήν άντίδρασή του. θ ά σηκωνόταν νά φ ύγη;... θ ά όρμοΰσε πάνω σέ αύτή τη γυναίκα, πού δεν σταματούσε νά μιλά; Τί θά έκανε; Αύτός δμως δέν έκανε τίποτα, κι αύτό ήταεν τό χειρότερο. Ή τ α ν κάτι φοβερά έντυπωσιακό. Ό Λέ Κλένς δέν έκλεινε μόνο τό χέρ ι του πάνω στό τρ α πέζι, άλλά άπσμόνωνε όλόκληρο τό είναι του. Κλεινόταν σ ιγ ά σ ιγ ά στον έαυτό του, σμίκραινε, έμπ αι νε στό καβούκι του, κι έφευγε άπό τη ζωή. ’Εξακο λουθούσε νά μένη άκίνητος, καρφωμένος στή θέση του. Δέν φαινόταν νά άναπνέη. Κ αμμιά σύσπαση δέν γινόταν στό χλω μό πρόσωπό του, καμμιά έκφραση δέν ύπήρχε στην παγερή ματιά του. Μόνο μ ιά τέ λεια άκινησία, πού γινόταν έφιαλτική. ‘Η Ά ντέλ έξακσλούθησε: — Αύτό μου θυμίζει έναν άλλον φίλο -μου, πού ήταν παντρεμένος κι είχε τρία παιδιά. Ή Μαρί Λεονέκ, πού έδειχνε άναστατωμένη, ή πιε άπότομα τή σοκολάτα της. —...Ή τ α ν τρελλά έρωτευμενος μ αζί μου, συνέχισε ή Ά ντέλ. Κ αμμιά φορά άρνιόμουν νά τόν δεχτώ, κι αυτός καθόταον τότε έξω άπό την πόρτα μου κι έκλαιγε μέ λυγμούς. "Ολοι οί ένοικοι τού σπιτιού γελοΰσοεν μ αζί του... Φώναζε, παρακαλουσε... «Μικρή μου Ά ντέλ, λατρευτό μου κορίτσι, ά γ γ ε λ έ μου»... καί κάτι τέτοια... Μιά Κυριακή τόν συνάντησα τυ χαία... Ή τ α ν μέ τή γυνα ίκα του καί τ ά π α ιδ ιά του. 119
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
‘Η γυ να ίκ α του τόν ρώ τησ ε: «Τι είναι αυτή ή γ υ ναίκα;» Κι αύτός τής απάντησε σοβαρά σοβαρά: « Σ ίγ ο υ ρ α μια κοκότα... Δεν βλέπεις πώ ς είναι ντυ μένη;» Ή Ά ντέλ έσκασε στα γέλια . Γύρισε νά δη τί έντύπωση έκανε καί ικανοποιημένη συνέχισε: -- Είναι όμως μερικοί μερικοί, πού δέν έχουν κα θόλου φιλότιμο, συνέχισε πάλι. Ό Γκαστόν δοκίμασε ξανά νά την σταματήση, μιλώ ντας της με χαμηλή Φωνή, μά δέν τόν ακού σε. — Δέν μέ π α ρ α τά ς τώ ρα κι έσ ύ ! του φώναξε ή Ά ν τέλ. Δέν πληρώνω εδώ πού κάθομαι;... Κάνω κα νένα κακό;... Ποιος έχει το δικαίω μ α νά μου κάνη παρατήρηση;... Γκαρσόν!... ’Εκείνα τά ά ρ ά π ικα φυστίκια τ ί έγιναν; Φέρε άπό τό ίδιο !... Σ ή μ ερ α !... — Δέν είναι ώ ρα νά πηγαίνουμε; είπε ή κυρία Μαιγκρέ. ΤΗταν δμω ς πολύ ά ρ γά . Ή Ά ντέλ είχε π άρει φόρα. "Άν έκαναν νά σηκωθούν, θά της δινόταν ή εύκαιρία νά προκαλέση σκηνή. *Η Μαρί Λεονέκ κοίταζε έπίμονα τό τραπέζι. Είχε γίνει κατακόκκινη, τά μ άτια της γυ ά λιζα ν καί είχε τό στόμα μισάνοιχτο άπό τήν άγω ν ία. Ό Λέ Κλένς είχε κλείσει τά μ ά τια κι έμενε πάντα άκίνητος στην ίδ ια στάση, μέ τό χέρ ι κλειστό πάνω στο τραπέζι. Ό Μ αιχκρέ τόν περιεργαζόταν. Τό πρόσωπό του ήταν νεανικό, ά λ λά καί πολύ γερασμένο, όπως συμ βαίνει στούς έφήβους, πού έχουν περάσει 'δύσκολα π α ιδικ ά χρόνια. Τό άνάστημά του, ήτοιν πάνω άπό τό 120
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
κανονικό, οί ώμοι στενοί, τό δέρμα άπεριποίητο, γεμ άτο φακίδες. Δέν είχε ξυριστη τό πρω ί κι ένα έλαφρό ξανθό χνούδι σκέπαζε τά μ άγουλφ του καί τό πηγούνι του. Δέν ήταν ωραίος. Δέν θά είχε γελά σ ει συχνά στή ζωή του. Είχε όμως πολύ ξενυχτίσει, μελετώ ντας σέ δω μ άτια χω ρίς θέρμανση καί στη στενή κ αμ πί να του, στή μέση του ωκεανού, μέ τό φ ω ς μ ιας μι κρής λά μπας. ‘Η Ά ντέλ δέν έννοοΰσε νά σταμοπηση. — Αυτό πού μέ κάνει έξω φρένων, είπε, είναι σί ά ν θρωποι, πού παριστάνουν τούς τίμιους καί πού νο μίζουν πώς είναι κοολύτεροι άπό μάς... ΆνυπομονοΟσε. "Ηθελε μέ κάθε τρόπο νά φτάση στον σκοπό της. Νά, π α ρ α δ είγμ α το ς χάρη, οί κοπέλλες, πού π α ριστάνουν τις λευκές περιστερές καί κυνηγούν τούς άντρες, χειρότερα άπό τις πόρνες, συμπλήρωσε. Ό ξενοδόχος είχε σταθή στην είσοδο της τ α ρ ά τσας καί κοίταζε τούς πελάτες του, σάν νά τούς ρωτούσε, άν έπρεπε νά έπέμβη. Ό Μ αιγκρέ δέν άφηνε άπό τά μάτια του τον Λέ Κλένς. Είχε γ είρ ει τό κεφάλι λ ίγο μπροστά. Μέσα άπό τά κλειστά του βλέφαρα, δάκρυα κυλοΟσοιν άργ ά στά μάγουλά του. Δέν ήταν ή πρώτη φορά, πού ό Μ αιγκρέ έβλεπε έναν άντρα νά κλαίη. Αυτή τη φορά δμως, άναστατώθηκε άπό τη σιωπηλή αυτή έκδήλωση τής άπελπισίας. Ό άσυρματιστής ήταν πάντα άκίνητος, σάν νε κρωμένος. Τά καυτά δάκρυα ήταν τό μόνο σημείο 121
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
ζωής, στο ανέκφραστο πρόσωπό του. ‘Η Μαρι Λεονέκ δεν ε ίχ ε τίπ οτα άντιληφθή. 'Η Ά ντέλ έτοιμαζόταν να συνέχιση τή «μάχη» της... Τήν άλλη στιγιμή, ό Μ αιγκρέ είχε μια προαίσθη ση. Τό χέρ ι του άσυρματιστου, πάνω στο τραπέζι, χαλάρω σε άνεπαίσθητα. Τό άλλο του χ έρ ι ήταν μέ σα στην τσέπη του. Τά βλέφαρά του μισάνοιξαν καί τό βλέμμα του καρφώθηκε στη Μαρι Λεονέκ. Ό αστυνόμος πετάχτηκε άπό τη θέση του. Ταυ τόχρονα ένας πυροβολισμός άκουστηκε. "Ολος ό κό σμος σηκώθηκε, άλλοι φώναζαν, άλλοι έτρεχαν και μέσα στή γενική φ ασ αρία κανένας δεν ήξερε τί εί χε συμβή. ★
Ό Λέ Κλένς δεν κουνήθηκε. Τό κορμί του μόνο έγειρε λ ίγο αριστερά. Ά π ό τ ά χείλη του ξέφυγε ένα πονειμένο βογγητό. Ή Μαρι Λεονέκ, πού δέν κατάλαβε αμέσως, γ ια τ ί κανείς δέν είχε δει τό όπλο, ρίχτηκε πάνω του, του έσ φ ιγγε τά γόνατα καί τό χέρι, γεμάτη άγω νία. — Κύριε Μ αιγκρέ, τ ί είναι;... Τί έγινε;... φώναξε. Ό Μ αιγκρέ ήξερε τί είχε γίνει. Ό Λέ Κλένς έκρυ βε ένα όπλο στην τσέπη του, πού ποιος ξέρεις πώς τό είχε βρή, γ ια τ ί δέν τό είχε τό πρωί, βγαίνοντας άπό τή φυλακή. Μέ αύτό τό όπλο είχε πυροβολήσει μέσα άπό τήν τσέπη του I Αύτό τό όπλο έσ φ ιγγε δυνατά στο χέρ ι του την ώρα, πού ή Ά ντέλ μιλού σε παίρνοντας την απόφασή του νά βάλη ένα τέ 122
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
λος στή ζωή του. "Οπως πρόσεξε ό Μ αιγκρέ, ή σφαίρα τον είχε δρή στήν κοιλιά. Τό σ ακκάκι του ήταν κα,μένο κα'ι κου ρελιασμένο στό μέρος της τσέπης. —'Έ ν α yiocrpo γ ρ ή γ ο ρ α ΐ... Νά καλέσουμε τήν άστυνομ ία ΐ..., φώναξε κάποιος. Έ ν α ς γ ια τρ ό ς έφτασε σε λ ίγ ο φορώντας τό μα γιό του, γ ια τ ί ήταν στήν άμμουδιά, εκατό μέτρα άπό τό ξενοδοχείο. Σήκωσαν τον Λέ Κλένς και τον μετέφεροτν στην τροτπεζαρία. ‘Η Μαρί Λεονέκ άκολουθοΰσε σάν τρελλή. Ό Μ αιγκρέ δέν είχε καιρό νά άσχοληθή ιμέ τήν Ά ντέλ καί με τόν έραστή της. Τήν είδε ξαφνικά μέ σα στό καφενείο, κατάχλωμη, νά άδειάζη ένα ποτή ρι άλκοόλ. Τά δόντια της χτυπούσαν. Είχε σερδιριστή μόνη της. Κρατούσε άκόμη τό μπουκάλι στό χέρι καί γέμισε τό ποτήρι της γ ιά δεύτερη φορά... Ό αστυνόμος δέν άσχολήθηκε μοοζί της περισσό τερο, του έμεινε όμω ς στον νου ή εικόνα του κατάχλωμου προσώπου της, πού έκανε άντίθεση μέ τήν φανταχτερή της μπλούζα. Δέν είδε όμως πουθενά τόν Γκαστόν Μπυζιέ. Έ κ λεισ α ν τήν πόρτα τής τρ α π εζα ρ ία ς κι έβ γα λα ν τόν κόσμο έξω. — Η σ υ χ ία I παρακαλώ λίγη ήσυχία, έλεγε ό ξενο δόχος στους πελάτες του. Ό Μ αιγκρέ μπήκε στήν τραπεζαρία. Βρήκε τόν γιοττρό γονατισμένο κοντά στόν τραυμτττία. ‘Η κυ ρία Μ αιγκρέ μέ κόπο συγκρατουσε τήν Μαρί, πού έκανε σάν τρελλή. 123
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— ’Αστυνομία, είπε στόν γ ια τρ ό σκύβοντας κοντά του. — Μπορείτε νά βγάλετε τις κυρίες έξω; Πρέπει νά τον γδύσουιμε... — Ναί... —’Έ χ ω ανάγκη άπό δυο άντρες γ ια νά μέ βοηθή σουν. Νά τηλεφωνήσετε νά στείλουν γρή γ ο ρ α ένα ασθενοφόρο. — Είναι σοβαρά; ρώτησε ό Μ αιγκρέ. — Δεν μπορώ νά πω τίποτα, αν δεν καθαρίσω τό τραύμα. Τό βλέπετε καί μόνος σας... Ό Μ αιγκρέ δάγκα σ ε τά χείλη του βλέποντας τό τραύμα. Τά τραπέζια ήταν στρωμένα γ ια τό βραδυνό φα γητό. 'Η κυρία Μ αιγκρέ βγήκε άπό τήν τραπεζα ρία μαζί μέ την Μαρί Λεονέκ, πού έκλαιγε. 'Έ ν α ς νεαρός, μέ άσπρο πανταλόνι, πλησίασε τόν γιατρό. — θέλετε νά σάς βοηθήσω; ρώτησε. Ε ίμαι βοηθός φαρ μακοπο ιού... — Μπορείς νά του άνασηκώσης τά πόδια; Ό Μ αιγκρέ, θυμήθηκε τά λ ό για , πού είχε πή στή γυνα ίκα του τό απόγευμα, ξαπλωμένος άνοσιαυτικά στην πολυθρόνα του τότε πού παρακολουθούσε μέ τό βλέμμα τήν ύψηλή σιλουέττα τού άσυρ ματ ιστού, πού περπατούσε κοντά στην Μαρί Λεονέκ, στήν π α ραλία. Είχε αυτό τό προαίσθημα γ ιά τήν τύχη τού άσυρματ ιστού...
124
8
Ό μεθυσμένος ναύτης ΤΗταν σχεδόν μεσάνυχτα, όταν ό Μ αιγκρέ βγήκε άπό τό νοσοκομείο. ‘Π ρίμενε, ώσπου νά δγή τό φο ρείο μέ τόν Πιέρ άπό τό χειρουργείο. ’Έ π ειτα είχε πάει νά δρή τόν γιατρό. Ό χειρουργός έπλενε τά χ έρ ια του, ένώ νοσοκό μ α τακτοποιούσε τά έργαλεΐα. θ ά προσπαθήσουμε νά τόν σώσουμε, είχε πή ό για τρός στον Μ αιγκρέ. Τό έντερο έποοθε διάτρηση σέ έπτά σημεία... "Ε να φοβερό τραύμαI... Β άλαμε κάποια τάξη, άλλά... Έ δ ειξε τις λεκάνες, πού ήταν γεμ ά τες άπό αίμα, μπαμπάκι και άπολυμαντικά φάρμακα. Ή έγχείρηση ήταν πολύ δύσκολη, πρόσθεσε. Ό Λέ Κλένς, θά ζοΰσε ά ρ α γ ε ; Μπορεί καί ναι, μπορεί καί όχι. Σ τό νοσοκομείο δέν ένδιέφερε κα νέναν ποιος ήταν. ^Ητοτν άπλώ ς ένας άρρωστος. 'Έ χ ε ι έλπίδες; είχε ρωτήσει τόν για τρό ό Μαιγκρέ. Γιατί ό χ ι; Στόν πόλεμο είδαμε καί πολύ χειρότε ρα... Ό Μ αιγκρέ είχε τηλεφωνήσει στό ξενοδοχείο «Πλάζ», γ ιά νά καθησυχάση την ΜαρΙ Λεονέκ. Ή πόρτα τού νοσοκομείου^ έκλεισε πίσω του άθόρυδα. Ή νύχτα ήταν σκοτεινή, κι ό δρόμος έρημος. Δέν είχε κάνει δέκα δήματα και μιά σκιά δγήκε 125
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
άπό τό σκοτάδι. Τό φανάρι του δρόμου φώτισε τό πρόσωπο της Ά ντέλ. Ρώτησε άπότσμα: — Πέθανε; Περίμενε φ αίνεται πολλές ώρες. Τά χα ρ α κ τη ρ ι στικά της ήταν τρ α β η γμ ένα και τά μ α λλιά της α χτένιστα. —’Ό χ ι άκόμη, απάντησε στον ϊδιο τόνο ό Μ αιγκρέ. — θ ά πεθάνη; — Μπορεί κα'ι ναί, μπορεί καί όχι... — Νομίζετε, ότι τό έκοινα επίτηδες;... — Δεν νομίζω τίποτα... — Δεν ήξερα... δέν φαντάστηκα... Ό Μ αιγκρέ δέν είχε σταματήσει νά δαδίζη. Ή Ά ντέλ έτρεχε γ ιά νά τόν φτάση. — Κατά δάθος, αυτός φταίει, είπε πάλι. Ό Μ αιγκρέ δέν τής έδωσε σημασία. Αυτή όμως έξακολουβοΰσε μέ πείσμα! — Ξέρετε καλά τί θέλω νά πω... Σ τό καράβι ήταν τρελλός μ αζί μου... "Ε λεγε πώς θά μέ παντρευτη... Μόλις πάτησε τό πόδι του στήν ξηρά... Ό Μ αιγκρέ δέν άπάντησε. Ή Ά ντέλ όμως έπέμενε νά τοΰ μιλήση. Σ υνέχισ ε: — Μή νομίζετε πώ ς είμ α ι κακιά... Μόνο πού σ τι γ μ έ ς - σ τιγμ ές παρασυρομαι... Κύριε έπιθεωρητά, σας παρακαλώ ... θ έλ ω νά μοΰ πήτε την άλήθεια... Ξέρω τί είναι μιά σφ αίρα καί μ ά λισ τα στήν κοι λιά... Ό Μ αιγκρέ δέν μίλησε. — Ή έγχείρηση π έτυχε; ξαναρώτησε ή Ά ντέλ. Δέν έδειχνε νά έχη μεγάλη άγω νία. ’Επέμενε όμω ς νά μάθη.
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
— Δέν θέλετε νά μου πήτε; Ά φ ου έσεϊς τό ξέρετε, γ ια τ ί φέρθηκα έτσι, καί γ ια τ ί ήμουν έξω φρένων... Ό Γκαστόν, είναι ένα παλιοτόμαρο, ποτέ μου δέν τόν αγάπησα... Τον άλλον δμως... — Μπορεί καί νά ζήοη, είπε επί τέλους ό Μ αιγκρέ, κοιτάζοντας την γυνα ίκα στά μάτια. Φοβάμαι όμως, πώς θά είναι χειρότερα γ ι ’ αύτόν, άν δέν βρεθή ή λύση τοΰ δράματος τοΟ «Όσεάν». Περίμενε νά δη πώ ς θ’ άντιδράση ή Ά ντέλ. ’Ε κεί νη έσκυψε τό κεφάλι της. - Νομίζετε ό τι ξέρω, έ; είπε. ’Επειδή καί οί δυό άντρες ήσαν έροοστές μου... Σ ά ς όρκίζομαι, όμως. Δέν ξέρω... Δέν τόν εΐχοττε γνω ρίσ ει τόν καπετάνιο, γ ι’ αύτό ίδέν μέ πιστεύετε... ΤΗταν, βέβαια, έρωτευμένος μ αζί μου κι έρχότοον συχνά στη Χάβρη νά μέ δη... Σ τήν ήλικία του, αύτό τό πάθος του γ ιά μένα τόν είχε κάπως ξεμυαλίσει... ά λ λά ήτοτν π άντα σο βαρός καί μετρημένος σέ όλα... ’Αγαπούσε την τά ξη κι ήταν υπερβολικά τυπικός... ’Α ναρωτιέμαι, πώ ς αποφάσισε νά μέ πάρη μ αζί του... Μόλις ξεκινήσα με. άμέσως τό μετάνοιωσε, κι άρχισε νά μέ κοιτάζη μέ μίσος... Είχε γίνει άλλος άνθρωπος... Ό άσυρματιστής σέ είχε δ η ; ’Ό χ ι! Μέ είδε τήν τέταρτη νύχτα, σ ά ς τό έχω ξαναπή. — Είσαι σίγουρη πώ ς ό Φάλλύ ήταν άλλαγμένος, πριν σέ δη άκόμη ό άσυρματιστής; — Ναί. ’Ό χ ι όμως καί τόσο πολύ. Μετά, ήταν τρ ο μερό... Φοβόμουν πώ ς είχε τρελλαθή. — Δέν ξέρεις ποιά ήταν ή α ίτίσ . τής περ ίερ γη ς αύτής ά λ λ α γ ή ς στή συμπεριφορά το υ ; 127
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
—’Ό χ ι! Προσπαθούσα ν’ άνακαλύψω τί ήταν. Σκέφθηκα μήπως ό καπετάνιος καί ό ασυρματιστής έ κρυβαν κάποιο μυστικό... ’Έ λ ε γ α , μήπως έκαναν λαθρεμπόριο... Τί τράβ ηξα σ ’ αύτό τό αλιευτικό!... Τρεις ολόκληρους μήνες... καί νά τελειώσουν όλα τόσο άσχημα... Τόν ένα, τον σκότωσαν -μόλις φθάσαμε... Ό άλλος... θά ζήση δέν είναι έτσι; Είχαν φθάσει στην προκυμαία. 'Η Ά ντέλ δίσ τα σε νά προχωρήση περισσότερο. — Που είναι ό Γκαστόν Μπυζιέ; την ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Σ το ξενοδοχείο... Ξέρει, ότι δέν είναι ώ ρα νά μου κολλάη και ότι είμ αι ά ξια νά τόν παρατήσω, άν δέν καθήση φρόνιμα. — θ ά π ας νά τόν β ρ η ς; ’Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, σ ά νά έλεγε: «Γιατί όχι;» Πριν άπομακρυνθή, είπε μέ δειλό χαμ όγελο καί κά ποια φιλάρεσκε ια. — Σ ά ς ευχαριστώ, κύριε έπιθεωρητά^.. Φοίνήκοτε πολύ καλός μαζί μου... Δέν θά τό ξεχάσω... Σ ταμάτησε. Δέν τόλμησε νά πή περισσότερα. — Καλά, καλά, μουρμούρισε ό Μ αιγκρέ. Προχώ ρησε τόν ύπόλοιπο δρόμο του καί σέ λ ίγ ο είχε φθάσει στο « Σ τέκ ι τών Ψ αράδων τής Νέας Γης». ★ Μόλις άνοιξε τήν πόρτα τής ταβέρνας, κάθε θόρυ βος σταμάτησε άπότομα, κι έγινε ξαφνικά σιωπή, θ ά ήτοεν πάνω άπό δέκα άντρες μέσα στην αίθουσα, κα ί 28
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
θισμένοι σέ μικρές συντροφιές, πού ώ ς τήν ώρα πού μπήκε ό Μ αιγκρέ μιλούσαν μεταξύ τους, έκαναν τά άστεΐα τους, καί έπιναν. Ό Λεόν, ό ταβερνιάρης, σηκώθηκε καί π ήγε νά ύποδεχτή τόν Μ αιγκρέ. Είναι άλήθεια αύτά πού λένε;... ρώτησε δ ια τα κτικά. Ό Λέ Κλένς χτυπήθηκε μέ περίστροφο; ΟΙ άλλοι έπιναν γ ιά νά κρύψουν τήν άμ ήχανία τους. ’’Ηταν έκεΐ 6 Πτί Λουΐ, ό μαύρος, ό Βρεττόνος, ό πρώτος μηχανικός του Αλιευτικού καί μερι κοί άλλοι, πού ό άστυνόμος τούς γνώ ριζε έξ δψεως. Ναί, είπε. Πρόσεξε πώς ό πρώτος μηχανικός έδειξε ξαφνι κά νευρικότητα έκεΐ πού καθόταν στον πάγκο. Καταραμένο τα ξ ίδ ι I μουρμούρισε, μέ έντονη νορμανδική προφορά ένας ναύτης, πού καθότοεν π α ράμερα. "Ολοι συμφώνησαν καί κατέβασαν τό κεφάλι στε νοχωρημένοι. Κάποιος, χτύπησε τή γρο θ ιά του πάνω ατό μάρμαρο τοΰ τραπέζιου. "Ε νας άλλος έπανέλαβε σάν ήχώ. Τό τα ξ ίδ ι τής συμφοράς I Ό Λεόν ξερόβηξε κι έδειξε ιμέ τρόπο ένα ναύτη, μέ κόκκινη φανέλλα, πού έπινε μόνος του σέ μιά γω νιά. Ό Μ αιγκρέ κάθησε κοντά στο ταμείο καί π α ρ ά γ· γειλε ένα ποτό. Κανείς δέν μιλούσε. Ή άτμόσφαιρα ήταν βαρειά. Ό Λεόν πρότεΐνε τότε στη μεγαλύτερη παρέα. Νά φέρω τ ά χα ρ τιά ; ΤΗταν μιά κάποια λύση καί την δέχτηκαν. Ό Λεόν κάθησε κοντά στον Μ αιγκρέ. 129
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Τούς έκανα νά σωπάσουν, ψιθύρισε, γ ια τ ί ό τό πος, έκεΐ στη γω νιά, κοντά στο παράθυρο, είναι ό πα τέρας του μικρού... Τώρα καταλαβαίνετε... —’Ό χ ι, δέν καταλαβαίνω ... Ποιανού μικρού; — Ό μούτσος... Ό Ζάν Μαρί... Αύτός που χάθηκε στη θάλασσα τήν τρίτη μέρα τού ταξιδιού... Ό ναύτης μέ τήν κόκκινη φανέλλα, κατάλαβε πώς μιλούσαν γ ι' αυτόν. "Εκανε νόημα στη σερβιτόρα νά τού γέμιση τό ποτήρι καί τό ήπιε μονορούφι, μέ μιά έκφραση αηδίας. ΤΗταν μεθυσμένος. Τά γα λα νά του μάτια ήταν θο λά. Μασούσε καπνό. — Είναι άπ’ αυτούς πού πηγαίνουν γ ιά ψάρεμα στη Νέα Γη; ρώτησε ό Μ αιγκρέ. —’Ό χ ι. Τώρα πού έχει επτά παιδιά, προτιμά τό ψά ρεμα της ρέγκας. Τό τα ξίδ ι κρατά μόνον ένα μήνα στην άρχή καί μετά όλο καί λιγώ τερο, όσο τό ψάρι κατεβαίνει στον νότο... — Τό καλοκαίρι τί κάνει; — Ψ αρεύει γ ιά λογαριασμό του, πιάνει καί άστακους... Ό ναύτης καθόταν στόν ίδιο πάγκο μέ τον Μαιγκρέ, στην άλλη όμως άκρη. Ό έπιθεωρητής τον έ βλεπε μέσα στόν καθρέφτη, πού ήταν άπέναντι στόν τοίχο. ’"Ηταν κοντός, μέ φαρδειές πλάτες. Ό τύπος τοΰ ναύτη τοΰ Βορρά. Κοντόχοντρος, μέ κοντό λαιμό, ρόδινο δέρμα καί κατάξανθα μαλλιά. "Οπως οί πε ρισσότεροι ψαράδες, τά χέρ ια του ήταν γ εμ ά τα ση μάδια. — Πίνει πάντα τόσο πολύ; ρώτησε τον Λεόν. 130
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
- "Ολοι τους πίνουν... Αύτός μεθά άπό τότε πού χ ά θηκε ό γ ιό ς του. Είναι πολύ ταραγμένος άπό τήν ήμέρα, που γύρισε τό «Όσεάν». Ό ναύτης τούς κοίταξε μέ άναίδεια. — Τί με θέλετε; τραύλισε: - - Τίποτα, είπε ό Μ αιγκρέ. "Ολοι, μέσα στήν τα δέρνα παρακολουθούσαν την σκηνή, χω ρ ίς νά διακόψουν τό π α ιχνίδ ι τους. Γιατί, άν θέλετε τίποτα νά μου τό πητε, συνέχισε ό άλλος τραυλίζοντας. Δέν έχω δικαίω μ α νά πίνω; - Καί δ έδα ια τό έχεις, είπε ήρεμα ό Μ αιγκρέ. Έ χ ε ι γούστο νά μήν έχω δικαίω μα νά πίνω, έκανε πάλι ό μεθυσμένος. ‘Ο Μ αιγκρέ πρόσεξε τή μαύρη κορδέλλα, πού φο ρούσε στό χέρι, πάνω στήν κόκκινη ψανέλλα του. Ό μεθυσμένος ναύτης τούς ξανακοίταξε. Τί λέτε σείς οΐ δυο γ ια μένα; γρύλισε. Τί κρυφομ ιλ ά τε; Ό Λεόν έκανε νόημα στον Μ αιγκρέ, νά μήν άπαντήση. Σηκώθηκε καί πήγε κοντά στον πελάτη του. Έ λ α , Κανύ, είπε μαλακά. ’Ά σ ε τις φαοσαρίες. Δέν μιλά γ ιά σένα ό κύριος έπιθεωρητής. Λέει γ ιά τό παληκάρι, πού φύτεψε μιά σφαίρα στό κορμί του... Καλά νά πάθη!... Πέθανε; Ό χ ι!... Μπορεί καί νά σωθη... -- Κ ρίμα! θ ά έπρεπε όλοι τους νά ψοφήσουν! Τά λ ό γ ια του έκατναν έντύπωση. ΟΙ ναυτικοί γ ύ ρισαν νά τόν κοιτάξουν. Αύτός τότε φώναξε, άκό· μη πιο δυνοττά. — Ν αίΙ... Νά ψοφήσετε! "Ολοι σας νά ψοφήσετε! — Λ.
"ΚγπΧημα οτό .ι/.«ΐο
131
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
Ό Αεον ήταν ανήσυχος. Κ οίταξε παρακλητικά τους πελάτες του καί τόν Μ αιγκρέ. —’Έ λ α , Κανύ, είπε π ά λ ι στον μεθυσμένο. Π ήγαινε νά κοιμηθής... Σ ε περιμένει ή γ υ να ίκ α σου... — Σ κ α σ ίλ α μου!... — Αύριο δέν θά έχης κουράγιο νά ρίξης τ ά δίχτυα... Ό μεθυσμένος γέλασε σαρκαστικά. Ό ΠτΙ Λουΐ φώναξε τήν Ζυλί. — Τί χρω στάω ; — Καί τά κεράσματα μ αζί; — Ναί. θ ά τ ά δάλη ς στον λογαριασ μό μου. Αύριο θά πάρω προκαταβολή άπό τόν μισθό μου, πριν φύγω, είπε καί σηκώθηκε. Τόν μιιμήθηκε ό Βρεττόνος, που είχε γίνει ή σκιά του. Ό Πτί Λουΐ ά γ γ ισ ε τό κασκέτο του. Τό ά γ γ ισε καί δεύτερη φορά γ ιά νά χαιρετήση τόν Μαιγκρέ. —’Ά να ντροι! μουρμούρισε ό μεθυσμένος. Δειλοί! Εισαστε όλοι άναντροι! Ό Βρεττόνος έσφιξε τις γρο θιές του. '’Ή τα ν έ τοιμος ν’ άπαντήση. Τόν σ υγκρότησε δμω ς ό Πτί Λουΐ. — Πήγαινε νά κοιμηθής, είπε μ αλακά ό Λεάν. Τώρα θά κλείσου με... — θ ά φύγω, όταν θ ά φύγουν καί οι άλλοι. Έ γ ώ , δηλαδή, τί είμ αι;... Κοίταξε τόν Μ αιγκρέ, έτοιμος γ ιά καυγά. — Αυτός ό χοντρός τί θέλει έδώ ; είπε καί τόν έ δειξε. ‘Ο Λεόν ήταν ανήσυχος καί τό έδειχνε. ΟΙ τελευ ταίοι πελάτες δέν έφευγαν, περίμενοον, σίγουροι, 132
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
πώς θά γίνη φασαρία. Ό μεθυσμένος επί τέλους σηκώθηκε. Καλύτερα νά φύγω, είπε. Τί πληρώνω; Έ ψ αξε κάτω άπό τήν ναυτική του ψ ανέλλα κι Κβγαλε μ ια μικρή δερμάτινη σακκούλα, πού ήταν περασμένη άπό τόν λαιμό του. Τράβηξε άπό μέσα μερικά βρώ μικα χαρτονομίσματα, και τά πέταξε πάνω στό τραπέζι. ’Έ π ειτα , τρικλίζοντας, έφθασε στήν πόρτα, πού τήν άνοιξε μέ μεγάλη δυσκολία. Μουρμούριζε μπερδεμένα λό για , πού έμοιαζαν μέ βρισιές κι άπειλές. "Οταν βγήκε έξω, κόλλησε τό πρόσωπό του στό τζάμι, γ ιά νά κοιτάξη άλλη μιά φορά τόν Μ αιγκρέ. Του στοίχισε τρομερά ό χα μ ό ς τοΟ μικρού, είπε ό Λεόν. ΤΗταν τό μονάκριβο ά γό ρ ι του. Τά ά λλα του π α ιδιά είναι κορίτσια, κι α ύτά ποιός τά λ ο γ α ρ ιά ζει; - Τί λένε έδώ γ ιά τόν άσυρμτιστή; ρώτησε δ Μαιγκρέ. - Τίποτα! Κυκλοφορουν διάφορες άνόητες Ιστο ρίες... — Τί ιστορίες; — Νά... λένε γ ιά τό κακό μάτι... Ό Μ αιγκρέ ένιωσε νά καρφώνονται πάνω του τά μάτια τοΟ πρώτου μηχανικοΟ, πού καθόταν στό άπέναντι τραπέζι. — Ή γ υ να ίκ α σου. έπαψε νά σέ ζηλεύη; τόν ρώτησε. — Τήν στιγμή πού φεύγουμε αύριο, τ ί θέλετε νά κά νη; μόρφασε έκεΐνος. Νά μέ κλειδώση στό Ύ πόρ; —'Ώ σ τε τό «Όσεάν» σαλπάρει αύριο; — Ναί, μέ τήν παλίροια. Τί νομίζετε; Πώς οΐ έφο133
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
πλιστές 6 ’ άφήσουν τό καράβι τους νά μουχλιάση στο λιμ ά νι; — Ναί. "Ε να συνταξιούχο πού έχει όκτώ χρόνια νά ταξιδέψη. Μά αύτό δεν είναι τίποτα. Τό κακό είναι πώ ς ήταν καπετάνιος σε μικρό καρ αβ άκ ι!.,. θ ά καλοπεράσουμε... — Πήραν ασυρματιστή; — Ναί, ένα π α ιδα ρ έλι άπό μιά σχολή... Μιά τεχνι κή σχολή όπως λένε... — Ό δεύτερος καπετάνιος γύρισ ε; — Τον ειδοποίησαν με τηλεγράφημα... θ ά έρθη α ύ ριο τό πρωί. — Οι άντρες; — Πάντα ή ίδια ιστορία. Πήραν όσους βρήκαν στό λιμάνι... Καλοί είναι... δέν βαρυέσάι... — Βρήκαν μούτσο;... Ό άλλος τον κοίταξε περίεργα. — Ναί, είπε ξερά. — Ε ίσαι ευχαριστημένος πού φ εύγεις; Ό πρώτος μηχανικός δέν άπάντησε. Π αρ άγγειλε άλλο ένα ποτό. Ό Λεόν είπε μέ χαμηλή φωνή. — Τώρα μόλις μάθαμε γ ιά τό «Πασιφίκ», ένα καρά βι, τής ϊδ ια ς σειράς τού «Όσεάν», πού τό περιμένα με νά γυρίση αύτη τη βδομάδα... Έ ξό κ ειλε πάνω σέ βράχους καί βυθίστηκε μέσα σέ τρ ία λεπτά... "Ο λοι οΐ άντρες θεωρούνται χαμένοι... Νά σκεφθήτε, δτι ή γ υ να ίκ α τού δεύτερου καπετάνιου, ήλθε έδώ άπό τή Ρουέν καί περιμένει τον ά ν τρ α της νά γ υ ρίση, μέρα ,μέ τη μέρα... Δέν ξέρει τίποτα ή ά μ ο ι 134
,
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ρη... Ή έτα ιρεία δέν άνακοίνωσε άκόμη τό δυστύ χημα... Τό κακό μάτι συνεχίζεται, μουρμούρισε ό πρώτος μηχανικός πού είχε ακούσει τά λ ό γ ια του Λεόν. Ό μαύρος χασμουριόταν, έτριβε τά μάτια του, άλλά δέν έννοοΰσε νά φύγη. Τά χ α ρ τιά ήτοιν πεταγμένα άκατάσ τα τα πάνω στό τpαπέζu Τελικά, είπε ό Μ αιγκρέ ά ρ γ ά , τονίζοντας τά λό γ ια του, κανείς άπό σάς δέν ξέρει, γ ια τ ί ό άσυ ρ μα τ ιστής έκανε άπόπειρα νά σκστωθή, έτσι δέν είνα ι; Κανείς δέν μίλησε. Έ πεκράτησε άπόλυτη σιωπή. "Ολοι αύτοί οΐ άντρες, ήξερατν ά ρ α γ ε καί δέν μ ι λούσε κανείς του; άναρωτήθηκε ό Μ αιγκρέ... Σ έ π ο ιό σημείο έφτανε αύτή ή άλληλεγγύη τών ναυτικών, πού δέν ήθελαν οΐ σ τεργιανοί νά άνοοκοοτεύουνται στίς υποθέσεις τους; — Τί σου οφείλω Ζυλί; ρώτησε ό Μ αιγκρέ τή σερ βιτόρα. Πλήρωσε καί σηκώθηκε. Π ήγε μέ ά ρ γ ό βήμ α σ τήν πόρτα. Πριν βγή, γύρισε καί κοίταξε τούς θαμώνες. Τά πρόσωπά τους ήταν βλοσυρά καί είχα ν δλοι τρυς κλειστή στή σιωπή τους. *0 Λεόν άκολουθουσε κι αύτός την τακτική τών πελατώ ν του. ’Έ ξ ω ή νύχτα ήταν γλυκειά. Δ ιακρίνονταν τά κ ατά ρτια καί ή καπνοδόχος του «Όσεάν». Τά βα γό νια είχαν έξαφανιστή. Ή προκυμαία ήτοίν έρημη. Μιά ψ αρόβαρκα μέ τό φανάρι άναμμένο, πού τ α λαντευόταν ψηλά στό κ α τά ρτι της, πλησίαζε στην προβλήτα, όπου δυο άντρες μιλούσαν κι οί φωνές τους έφτανοτν ώς τον έπιθεωρητή. Ό Μ αιγκρέ γέμ ισ ε μιά τελευτα ία πίπα. Κ οίτα 135
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
ξε γύρω του τήν πόλη, είδε την εκκλησία και πιό χαίμηλά, τους σκοτεινούς τοίχους τοΟ νοσοκομείου. Ή θάλασσα ήταν ήσυχη. Άκουγότοτν μόνο τό έλαφρό πάφ λασ μα τοΰ κύματος, που έγλυφε τ ά χ α λ ίκ ια τής π αραλίας. ‘Ο Μ αιγκρέ στάθηκε κοντά στή θάλασσα, απέ ναντι α π ’ τό καράβι. Τά π α λα μ ά ρια τοΟ «Όσεάν» ήταν δεμένα γύρω άπό τους σιδερένιους πασσά λους. "Εσκυψε και είδε άντρες του πληρώ ματος, νά κλείνουν τ’ αμπάρια, οπού εϊχοτν άποθηκευσει τό άλάτι. "Ε νας νεαρός, ντυμένος με πολιτικά, που φ αι νόταν πιό νέος άπ’ τόν Λέ Κλένς, ακουμπισμένος σχόν θάλαμο τοΟ άσυρμάτου, παρακολουθούσε τούς ναύ τες, πού δούλευαν. ΤΗταν ό διάδοχος τού Πιέρ, πού είχε φυτέψει ιμιά σφαίρα στην κοιλιά του, συλλογίστηκε ό Μ αιγκρέ. Ό νεαρός κάπνιζε νευρικά, μέ μικρές ρουφηξιές, τό τσ ιγά ρο του. Έρχότοτν άπ’ τό Παρίσι. Μόλις είχε άπσφοιτησει άπό την Σ χολή. ΤΗταν συγκινημένος κι δνειρευόταν 'ίσως περιπέτειες στή θάλασσα. Ό Μ αιγκρέ δέν αποφάσιζε νά φύγη. Είχε τήν έντύπωση, πώ ς ή λύση τού μυστηρίου1ήταν πολύ κον τά του καί χρειαζόταν άκόμη λίγη προσπάθεια κι υπομονή. 1 Γύρισε άπότομα, γ ια τ ί ένιωσε μ ιά ξένη παρουσία, πίσω του. Σ το σκοτάδι διέκρινε μιά κόκκινη ναυτική φανέλλα. Ό ναύτης μπορεί νά μη τόν είχε δή ή νά μή τού έδωσε κα μ μ ιά σημασία. Περποττοϋσε άκρη άκρη στην προκυμαία, καί ήταν θαύμα, στήν κατάσταση πού 136
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
βρισκόταν, νά μή πέση στο κενό. Ό έπιθεωρητής τον έβλεπε άπό πίσω . Νόμιζε, ότι Λ μεθυσμένος στή ζάλη του έπάνω, π ήγα ινε K o rf εύΟι ϊαν στή γέφ υρα του αλιευτικού. ΙΛά, δ χι! Ό ναύτης στάθηκε. Μιλούσε μόνος του. Κ άγχαζε κι έδειχνε άπειλητικά τήν γ ρ ο θ ιά του στό καράδ ι. "Επειτα έφτυσε κάτω. Μιά, όυό, τρεις φορές. ’Έ φτυνε γ ιά νά έκφράση τήν άηδία του καί τήν περι^ φρόνησή του. ’Έ π ειτα , ξαλοοφρωμένος, έφυγε. Δέν πήρε όμως τάν δρόμο πού όδηγουσε στή συνοικία των ψαράδων, όπου ήταν τό σπίτι του, ά λ λά προχώ ρησε στήν κάτω πόλη, στις φτω χογειτονιές, όπου ένα ταδερνάκι είχε άκόμη φώς.
137
9
Δυο άντρες πάνω στο κατάστρωμα Μέσα στην ήσ υχία της νύχτας, άκούστηκε τό ρο λόι τής έκκλησίας νά χτυπά την ώρα. ‘'Ή ταν ιμία μετά τά μεσάνυχτα. Ό Μ αιγκρέ πήρε τόν δρόμο πού οδηγούσε στο ξενοδοχείο. Ε ίχε τά χέρ ια του δεμένα πίσω, ά λ λά δσο προχωρούσε, τό βήμα του γινόταν πιο άργό. Σ τό τέλος, σταμάτησε στή μέση τής προκυμαίας. Σ τό ξενοδοχείο, τόν περίμενε τό δω μάτιό του, τό κρεβάτι του, ή θαλπωρή, άλλά κάτι ένιωθε νά τόν κρατά έξω. Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Είδε την καπνοδό χο τού άλιευτικοΟ νά β γάζη καπνό, γ ια τ ί είχαν άνάψει τά καζάνια. ‘Η πόλη κοιμόταν. Τό φ εγ γ ά ρ ι έ παιζε στά νερά τού λιμανιού. Ή αύρα, πού έρχόταν άπ’ τό π έλαγος, έφερνε τήν πνοή τής θάλασσας. Τότε, ό Μ αιγκρέ, άποφασιστικά, γύρισε πίσω. Δρασκέλισε π άλι τά παλα μά ρια, πού ήταν δεμένα στούς σιδερένιους πασσάλους και στάλθηκε στήν προ κυμαία, μέ τό βλέμμα καρφωμένο στό «Όσεάν». Τά μ ά τια του ήταν μισόκλειστα, τό στόμα του σφι γμένο απειλη τικά κι οί γροθιές του, σ φ ιγμένες έπίσης, στις τσέπες του. Γιά εκείνους πού τόν ήξεραν, ήταν τώ ρα δ Μ αιγκρέ, ό δύσθυμος, ό πεισματάρης, πού έπέμενε σέ μιάν Ιδέα, δσο π αρ άλο γη κι άν φ αι νόταν. 138
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Ή θάλασσα είχε τραβηχτή. Τό κατάστρω μα του Αλιευτικού, ήταν τρ ία ή τέσσερα μέτρα, πιό χα μ η λά άπό την έπιφ άνεια του έδάφους. Ε ίχαν ρ ίξει μιά σα νίδα, πού ένωνε τή γέφ υρ α του καταστρώ ματος μέ τήν π ρ ο κ υ μ α ία ‘Η σανίδα αύτή ήταν λεπτή καί στενή. Τό πάφλασμα του κύματος είχε γ ίν ε ι πιό δυνατό. Ά σπρα κυματάκια έσπαζαν ρυθμικά στά βότσα λα τής Α κρογιαλιάς. Ή παλίρροια δεν θ' Αργούσε. Ό Μ αιγκρέ προχώρησε και πάτησε πάνω στη λε πτή σανίδα, πού ταλαντεύτηκε επικίνδυνα κάτω Απ’ τό βάρος του. Σ ε λίγο, τά βήματά του ακούστηκαν βαρειά, πάνω στη σιδερένια γέφυρα. Δεν προχώ ρησε πολύ. Κάθησε στόν πάγκο, Απέναντι άπό τό πηδάλιο. Πάνω στην πυξίδα, ήταν πεταμένα τά χον τρά γ ά ντια τού καπετάνιου Φαλλύ. Ό Μ αιγκρέ έμοιαζε μέ κυνηγετικό σκύλο, πού ϊ.χει μυριστή τό θήραμα καί περιμένει πεισ μα τικά τή λεία του. Αύτή τή στιγμή, δέν ύπήρχε γ ιά τόν Μ αιγκρέ ή παράκληση του Ζορισσέν, γ ιά τόν φίλο του Λέ Κλένς, ούτε ή ΜαρΙ Λεονέκ πού στήριζε τις έλπίδες της σ’ αυτόν, γ ιά νά σώση τόν Αρραβωνιαστικό της. Τώρα, αύτή ή ύπόθεση είχε γ ίν ε ι κτήμα του, ήταν κάτι δικό του, πού τόν ένδιέφερε έντελώς προσω πικά. Προσπάθησε νά φαντασθή τήν εικόνα του καπε τάνιου Φαλλύ. Είχε γνω ρίσει τόν Ασυρματιστή, τήν Ά ντέλ, τόν πρώτο μηχανικό. Ε ίχε έπηρεασθή άπό τήν Ατμόσφαιρα του Αλιευτικού καί προσπαθούσε νά τή νιώση καί νά τή ζήση. Μά αΰτό δέν έφτανε. Ύ139
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
πήρχε κάτι, πού τού ξέφευγε. Κι έτσι, είχε την εν τύπωση, ότι τά καταλάβαινε όλα, έκτος άπό την ί δια τήν ουσία τοΟ δράματος. Ή πόλη ήταν βυθισμένη στον ϋπνο. Οι ναύτες εί χαν πέσει να κοιμηθούν. "Ομως, ό Μ αιγκρέ καθό ταν μέ όλο του τό βάρος στον πάγκο, με την πλάτη σκυφτή, τ ά πόδια λ ίγ ο άνοιχτά κ α ί τους αγκώ νες στά γόνατα. Κοίταζε γύρω του ερευνητικά καί πρό σεχε κάθε λεπτομέρεια. Τά γ ά ντια π.χ., τερ ά σ τια κι άμορφα, που τά φορούσε ό Φαλλύ τις ώρες πού άγρυπνοΰσε στο πηδάλιο καί πού συνήθιζε νά τ ’ άφήνη εκεί. Γύρισε λ ίγο καί διέκρινε τήν καμπίνα της πρύ μνης. Μπροστά του έβλεπε όλόκληρο τό κατάστρω μα, μέ τό κατάστρω μα της πρώ ρας κι εκεί κοντά, τήν καμπίνα τού άσυρμάτου. *0 παφλασμός της θάλασσας γινό τα ν όλο καί πιό δυνατός. Τό αλιευτικό άρχισ ε νά δονήται άνεπαίσθητα. Τώρα, πού είχαν άνάψει τά καζάνια κι οί μηχανές δούλευαν, τό καράβι έμοιαζε πιό ζω ντα νό άπό τις άλλες μέρες. Ό Πτί Λουΐ, ήταν αυτός, πού κοιμόταν κάτω στις μηχανές, κοντά σ’ ένα σωρό άπό κάρβουνα. Δ εξιά ήταν ό φάρος. Πέρα στήν προβλήτα ύπήρχε ένα π ρ ά σινο φώς, κι ένα κόκκινο στήν άλλη άκρη. Γύρω ή θάλασσα, ήταν σκοτεινή. "Ε να μαύρο χάος, πού σκόρπιζε στον άέρα μιά βαρειά μυρωδιά. Ό Μ αιγκρέ, κοίταξε πάλι γύρω του, ά ρ γ ά , προσε κτικά, προσπαθώ ντας νά ταυτισθή μέ τό π ερ ιβ ά λ λον. Σ ιγ ά - σ ιγά, τά γεγο νό τα ήταν σ ά νά έπα ιρ ναν μιά μορφή... σά νά μπορούσε νά τ ά παρακολου140
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
θήση στόν χρόνο πού είχαν διαδραματισθή... . . ΤΗταν μια νύχτα σαν απόψε, πιδ κρύα όμως, γ ια τ ί ή άνοιξη ήταν στην άρχή της... Τό αλιευτικό, ήταν στην 'ίδια. θέση. Λ ίγος καπνός Γβγαίνε άπό τήν καπνοδόχο του. ΟΙ άντρες κοιμόνταν... ..'Ο Πιέρ Λέ Κλένς είχε φάει στό σπίτι τής άρραδω νιασ τικιάς του. ‘Η άτμόσφαιρα ήταν οικογε νειακή. Ή Μαρί Λεονέκ τόν συνοδέυσε ώς την εξώ πορτα, γ ιά να τοΰ δώση ένα φιλί... . . ’Έ π ειτα , ό Πιέρ έφυγε. Ταξίδεψε δλη τή νύχτα μέ τό τραίνο, στήν τρίτη θέση... θ ά γύριζε σέ τρ εις μήνες... Τότε μόνον θά ξανάβλεπε τήν Μαρί... θ ά έ φευγε π ά λι σέ λ ίγο , γ ιά ένα τοοξίδι καί τόν χ ειμ ώ να, γύρω στά Χριστούγεννα, θά γινότο^ ό γάμος... . Δέν κοιμήθηκε καθόλου στό τα ξίδ ι του. Ό σάκκος του ήταν δίπ λα του... Ε ίχε μέσα τρόφ ιμα καί γλυκά, πού τοΟ είχε έτοιμάσει ή 'μητέρα του... . .Τήν ϊδ ια ώρα, ό καπετάνιος Φαλλύ, έβγα ινε άπό τό μικρό σπίτι τής όδοΟ Έ τρ ετά , όπου ή κυρία Μπερνάρ κοιμόταν... . .Ό καπετάνιος Φαλλύ ήταν νευρικός κι άνήσυχος, γεμ ά το ς τύψεις. ΤΗταν γνωστό, πώ ς κάποια μέρα θά παντρευόταν τήν σπιτονοικοκυρά του. Αύτός όμως, π ήγαινε όλο τόν χειμ ώ να στή Χάβρη, δυό καί τρεις φορές τή βδομάδα, νά συναντήση μιά άλλη γυναίκα . Μιά γυναίκα , πού δέν τολμοΟσε νά τήν παρουσιάση στό Φεκάν. Μιά γυναίκα , πού συντη ρούσε! Μιά γυναίκα , πού ήταν νέα, όμορφη, έλκυροΰσε 1 Μιά γ υ να ίκ α όμως πού ήταν χ υ δ α ία καί πρό στυχη. Κι αύτός ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός καί 141
Ζ ΩΡΖ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν άξιοπρεπής. τ Ηταν ή έντιμότης προσωποποιημένη, πού οί έφοπλιστές τόν είχαν γ ια π α ρ ά δ ειγ μ α γ ια την τάξη και την συντηρητικότητά του. Κι δμως, αύτός ό ίδιος είχε π άρει μιά παράλογη άπόφαση... Πήγαινε όλομόναχος, μέσα άπό τούς έρημους δρ ό μους, στον σταθμό, γ ια νά πάρη τήν Ά ντέλ. Δ ίστα ζε καί φοβότοτν, ώς την τελευταία στιγμή. "Ομως, θά έλειπε τρ εις όλόκληρους μήνες! Πώς νά τήν στερηθή; Καί, μήπως γυρίζοντας θά τήν ξανάβρισκε; ΤΗταν ζωηρή και άστατη, καί σ ίγ ο υ ρ α θά τόν άπατοΟσε... . .‘Η Ά ντέλ δεν έμοιαζε μέ τήν κυρία Μπερνάρ. Δέν κοίταζε τό σπίτι, δεν έχανε τήν ώ ρα της νά γυαλίζη τό παρκέ καί νά τρίβη τις κατσαρόλες. Ούτε καί έκανε ποτέ της σχέδια γ ιά τό μέλλον... , . ΤΗταν δμω ς μιά γυναίκα , πού μονάχα ή άνάμνησή της, τόν έκανε νά κοκκινίζη καί νά χάνη τήν άναπνοή του. . .Κ αί τήν πήρε κοντά του. 'Η Ά ν τέλ γελούσε καί τό γέλιο της ήταν προκλητικό, γ εμ ά το ήδυπάθεια, δπως τό κορμί τη ς! Τήν διασκέδαζε ή Ιδέα, νά ταξιδέψη κρυφά σ’ ένα κ αρ άβ ι καί νά ζήση μιά πε ριπέτεια... Ό Φαλλύ δέν έπρεπε νά τήν είδοποιήση, νά τής πή, δτι ή περιπέτεια αύτή δέν ιθά ήταν ευχάριστη, ότι ή ζωή της, τρ εις μήνες κλεισμένη σέ μιά καμ πίνα, θά ήταν εφιαλτική; θ ά έπρεπε.... Ω στόσο, τό ά ν έβ α λ λ ε ! Δέν το λ μ ο ύσ ε! "Οταν ήταν κοντά του, δταν γελούσε καί φούσκωνε τό στήθος της, έχανε τά λ ο γ ικ ά του. —«Απόψε, θά μέ κρύψης στο καράβι σου;» τόν ρώ142
Ε ΓΚ Λ Η Μ Α . Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
τησιε χαρούμενη. .7.Προχωρούσαν σιωπηλά. Σ τ ά καφενεία, στό « Σ τέκι των Ψ αράδω ν της Ν έας Γης», οί ναυτικοί έ πιναν κ α ί ξόδευαν την προκαταβολή του μισθού τους, πού είχαν πά ρ ει τό ϊδιο άπόγευμα. .. Ό κocπετάvιoς Φαλλό, κοντούλης, καθαρός, π ε ριποιημένος, χ λ ό μ ια ζ ε δσο πλησίαζαν στό λ ιμ ά νι καί στό καράβι του... Φάνηκε ή καπνοδόχος πού κά πνιζε... ‘Ο λα ιμ ό ς του ήταν στεγνός... Δ ίσταζε... Μή πως ήτοΐν ακόμη καιρός;... .. *Η *Αντέλ γελούσε, κρεμόταν έπάνω του. ‘Η έπαφή μέ τό ζεστό, σφιχτό κορμί της, τόν έκοτνε νά χάση αύτην την τελευταία εύκαιρία... Ό Μ αιγκρέ γύρισε κοΑ κοίταξε τήν έρημη προ κυμαία. Τούς φαντάστηκε καί τούς δυό. «Αύτό είναι τό καράβι σου;... Πώς μυρίζει έτσι άσχημ α; Πρέπει νά περάσω άπ* αύτή τή σ α νίδα ;» αΰτά έπρεπε νά ήταν τά πρώ τα λ ό γ ια της Ά ντέλ. Κι άνέβηκαν στό καράβι. Ό καπετάνιος θ ά ήταν φοβισμένος, καί θά τη ς έλεγε νά μή μίλα δυνατά... Αύτή ή ρόδα είναι τό πηδάλιο; Μ’ αύτή διευθύ νεις τό κα ρ ά β ι; — Σ ώ πα... Θά κατέβηκαν τή σιδερένια σ κ ά λ α καί θά μπή καν στήν καμπίνα κι ή πόρτα Θά έκλεισε πίσ ω τους... — Ναι, έτσι έγινε, μουρμούρισε ό Μ αιγκρέ. Αύτή πρέπει νά ήταν ή πρώτη νύχτα στό καράβι. Καί ή νύχτα είχε περάσει. Μέ τήν αύγή, τό πλή ρωμα έπρεπε νά είχε έλθει στό καράβι. ΟΙ περισσό143
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
τεροι θά ήσαν μεθυσμένοι, θά τρίκλιζαν... ...Ό πρώτος μηχανικός είχε φθάσει άπό τό Ύπόρ, με τό πρώτο πρωινό τραίνο. ‘Ο δεύτερος κοστετάνιος είχε έλθει άπό τό Παρίσι. Ό Αέ Κλένς άπό τό Κεμπέρ... ...Τό πλήρω μα θά πηγαινοερχόταν στο κατάστρωμα. θ ά μάλωνατν γ ιά τις κουκέτες, στο κοοτάστρω,μα της πρώ ρας, θ ά γελούσαν, θά ά λ λα ζα ν ρούχα καί θά δοκίμαζαν τά άδιάβροχά τους. ’Ή τα ν κι ένας μικρός, ό μούτσος Ζάν - Μαρί, που τόν είχε φέρει ό πατέρας του, κροττώντοτς τον άπό τό χέρι. ΟΙ ναύτες τόν τραβολογούσαν καί τόν π είρ α ζαν γ ιά τΙς μπόττες του, πού τού ήσοτν πολύ μ εγ ά λες... Τόν πείραζαν καί γ ιά τά δάκρυα, πού γέμ ιζα ν τά μ άτια του... ...Ό κοοπετάνιος ήταν κλειδωμένος στην καμπίνα του. ’Επιτέλους άνοιξε την πόρτα, μά τήν έκλεισε πάλι πολύ προσεκτικά. ’Ή ταν χλω μός καί βλοσυρός. Είχε κατατεθή στην άνάκριση πώς, άπό την πρώτη στιγμ ή, είχε μιλήσει άπότομα σέ δλους. — Ε ίσαι ό συρματιστής;... Καλά... θ ά σου δώσω όδηγίες σέ λίγο... Έ ν τφ μεταξύ, ρίξε μιά μοιτιά στήν καμπίνα τού άσυρμάτου... ...ΟΙ ώρες περνούσαν. Ό πλοιοκτήτης ήταν στην προκυμαία. Γυναίκες έφερναν άκόμη δ έμ α τα γ ι ’ αύτούς πού έφευγαν... ...Ό Φοολλύ όμως έπρεπε νά άγω νια. Φοβόταν μή πω ς άνοιξη κανείς την πόρτα τής καμπίνας, γ ια τ ί ή Ά ντέλ, μισόγυμνη, μέ τό στόμα άνοιχτό, κοιμόταν άνάσκελα πάνω στο κρεβάτι. "Ολοι ήσ<χν κακόκεφοι καί ζαλισμένοι έκεΐνο τό 144
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
πρωινό. "Ο χι ιμονάχα ό Φαλλύ, άλλα καί όλοι αύτοί που εϊχιχν κάνει ένα γύρο στίς ταβέρνες, κι αυ τοί πού είχαν ταξιδέψει δλη νύχτα μέ τ6 τραίνο. Καί, κάποτε, ήλθε ή ώ ρα νά σαλπάρουν. ’Έ λ υ σαν τά π α λα μ ά ρια καί τό Αλιευτικό γλίστρησε στό κύμα, κι άρχισε νά άπομακρύνεται σ ιγ ά σ ιγ ά άπό την προκυμαία. Τότε ό Ζάν - Μαρί, ό μούτσος, δεν κρατήθηκε άλλο. ’Έ β α λ ε τ ά κλάσματα καί τ ίς φωνές, χτυπιόταν, ούρλιαζε κι ήθελε νά γυρίση πίσω στην ξηρά. Ό Φαλλύ ήταν στη θέση του καί έδινε τίς δ ια τα γ έ ς του, μά τό μυαλό του γύριζε άλλου — στήν καμ πί να του: 'Η Ά ντέλ κοιμόταν ά ρ α γ ε άκό,μη; Τί Θά γ ι νόταν, άν την πείραζε ή θάλασσα; Τά νεύρα του ήσαν τεντωμένα. Τώρα κ α τα λά β α ι νε τή μεγάλη άνοησία πού είχε κάνει. Σ τήν ξηρά, δέν του φαινόταν καί τόσο σοβαρό. Ξ αφνικά άκούστηκαν φωνές καί τρ εχά μ α τα . 'Έ νας ναύτης, πού είχε άνέβη σ ’ ένα κατάρτι, τόν φορ τωτήρα, γ ιά νά άποχαιρετήση τούς δικούς του, πού ήσαν στήν προκυμαία, είχε πέσει στό κατάστρωμα. Ό Φαλλύ είχε δώσει έντολή νά γυρίσουν πίσω, νά άφήσουν τόν τραυματία. Ά πό τό μέρος τής καμπίνας του δέν φαινόταν καμμιά κίνηση. Δέν ήταν ευκαιρία ν’ άφήση τή γυναίκα στην ξηρά; Βάρκες πλησίασαν στό καράβι, πού είχε σ ταμα τήσει κοντά στήν προβλήτα. Κ ατέβασαν τόν τραυ ματισμένο ναύτη μέ φορείο. ΟΙ γυναίκες, στήν προκυμαία, είχαν άναστατωθή, γ ια τ ί ήσαν όλες τους προληπτικές. Ή τ α ν κι ό μου145
Ζ ΩΡ Ζ
Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
τσος, πού φώναζε καί τον κρατούσαν, γ ια τ ί ήθελε νά πέση στή θά λασ σ α γ ια νά φθάση στην ξηρά, τό σο φοβόταν αυτό τό τα ξίδ ι. — Ξ εκ ιν ά μ ε!... ’Ε μ π ρ ό ς!... ‘Ο λ ο τ α χ ώ ς ... Ό Λέ Κλένς, στην κ αμ πίνα του ασυρμάτου, δο κ ί μαζε τά μ ηχανήμ ατα . "Ε π ειτα , κάθησε νά γράψ η ένα γ ρ ά μ μ α στην α ρ ρ α β ω νια σ τικ ιά του... ...’ Ηταν, έκείνη την ήμερα, όκτώ τό πρωί... ★
Ό Μ αιγκρέ άναψ ε μ ιά π ίπ α κ αί σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας μ ερικά β ήματα. Μέ τή φ α ντα σ ία του, προσ παθούσε νά άναπαραστήση τ'ις σ τιγ μ ές έκείνου του τρ α γ ικ ο ύ τα ξιδιού. Τό πρώ το γεύ μ α , στή στενή τρ α π ε ζα ρ ία τώ ν α ξιω μ ατικώ ν, ήσαν ό Φοιλλυ, 6 δεύτερος καπετάνιος, δ πρ ώ το ς μηχανικός καί ό άσ υρμ ατισ τής... Ό κ α π ε τά νιο ς βρήκε τήν ευ κ α ιρ ία νά τούς δηλώση δ τι θά έτρ ω γ ε μόνος του, στήν κ αμ πίνα του.. Ή τ α ν κ ά τι π αράξενο. Κ άτι πού δέν είχε ποτέ ξανα γίνει. "Ο λοι έψ αχναν νά βρουν τήν α ιτία ... Ό Μ αιγκρέ φυσηξε δυνα τά τον καπνό της π ίπ α ς του καί συνέχισε νά σ κ έπ τετα ι: Σ τό ν μούτσο είχα ν άναθέσ ει νά π η γ α ίν η τό φ α γ η τό στόν καπετάνιο... Ό Φαλλύ μ ισ άνοιγε προσε κ τικ ά τήν πόρτα, ή έκρυβε τήν Ά ν τ έ λ κάτω άπό τό κρεβάτι, πού τό είχε άνυψώσει άπό τό π ά τω μ α . Ή σ α ν #μ ω ς δυο καί ή μ ερ ίδ α του φ α γη το ύ ήταν γ ιά έναν. Τήν πρώτη φορά ή γ υ ν α ίκ α θ ά γελούσε. Ό Φαλλό, σ ίγο υ ρ α , θ ά της έδω σε τήν μ ερ ίδ α του. 146
Ε ΓΚ Λ Η Μ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ϋ ά ί|ταν σ οβαρός κ α ί σκεφ τικός. Αύτη θ ά τον πείριιζκ, Θά τόν κ αλόπιανε κ α ί π ά ν τα στό τέλος Θά τόν Ιφ»ρνε σ τά νερ ά της. Σ τό κ α τά σ τρ ω μ α της π ρ ώ ρ α ς, όμω ς, είχα ν Αρχίυ ιι νά κυκλοφορουν φήμες γ ιά τό «κακό μάτι»... Τό ηλήρω μα σ χ ο λ ία ζε την άπόφαση του καπετάνιου, νά τρώη μόνος του... ’ Η ταν κ α ί κ ά τι ά λ λ ο : Ποτέ τους, ώς τώ ρα, δέν εΐχοον δει κ απ ετάνιο νά κλειδώνη τήν καμπίνα του κ α ί νά βάζη τό κ λειδ ί στην τσέπη Του...
Κάτω, στό μηχανοστάσιο, άντρ ες, σάν τόν ΠτΙ Λουΐ, δούλευαν δ έκ α ώ ρες τή μ έρ α σ τις μηχανές, κουβαλώ ντας τό κάρβουνο. Τρεις μέρες ε ίχ α ν π ερ ά σ ει έτσι. "Ο λοι συμφωνού σαν σ’ αύτό... Τ ρεις μέρες χρ ειά σ θ η κ α ν γ ι ά νά δη· μιουργηθή μ ιά Α τμόσφ αιρα ά γ χ ο υ ς. ’Από τότε, τό πλήρω μα ά ρ χισ ε νά ά ν α ρ ω τιέτα ι άν δ Φαλλύ ήταν τρκλλός... Γ ια τί;.., μουρμούρισε δ Μ αιγκρέ. Μήπως ήτιχν ή ζή λεια ;... Ή Ά ν τ έ λ όμω ς δήλω σ ε δ τι μόνο τήν τετάρτη μ έρα είχε συναντήσει τόν Λέ Κλένς. Αύτός, ώ ς τότε, ήτα ν πολύ άπασ χολημένος με τόν άσύρματο. "Εκαβνε δοκιμές, έστελνε μ ηνύμ ατα, γ ιά δική του εύχαρίστηση κ α ι έ γ ρ α φ ε γ ρ ά μ μ α τ α καί γ ρ ά μ μ α τα , λ έ ς κ ι έπρόκειτο ή Α ρ ραβω νιασ τικιά του νά τ ά λάβη άμ έσ ω ς. Σ τΙς τρ εις α ύ τές μέρες, οΐ ά ντρ ες δεν είχοίν κα λ ά κ α λ ά γνω ρισ τή μεταξύ τους... Ό π ρώ τος μ η χα νικός μπορεί νά είχε δ ει τήν Ά ν τ έ λ άπό τό φ ινισ τρ ί νι, ά λ λ ά δέν είπε τίπ ο τα σέ κανέναν... Ή Α τμόσφ αιρα στό κ α ρ ά β ι δ η μ ιο υ ρ γ ε ΐτ α ι σ ιγ ά 147
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
σ ιγά , απτό την κοινή ζωή καί τις κοινές περιπέτειες. Δέν είχε όμως τίποτα συμβή ως τότε. Ούτε τό ψάρε μα είχε αρχίσει. ’Έ πρεπε πρώ τα νά φθάσουν στό Μ εγάλο Π έρασμα των ψαριών, έκεΐ π έρ α στή Νέα Γη, στήν άλλη άκρη του ’Ατλαντικού, καί χρειάζον ταν ακόμη τουλάχιστον δέκα μέρες ταξίδι... Ό Μ αιγκρέ γέμισε μέ καινούργιο καπνό τήν πίπα του καί τήν άναψε πάλι. Τό μυαλό του έργα ζό τα ν πυρετωδώς, προσπαθώ ντας νά βρή τήν απάντηση στα έρω τηματικά πού τον παίδευαν. Καί, πρώ τα άπ’ ό λα, τί είχε συμδή άπό τήν τρίτη μέρα τοΰ ταξιδιού καί υστέρα; Ά πό τήν τρίτη μέρα ό καπετάνιος κι ό ασ υρμ ατι στής άρχισαν νά συμπεριφέρωνται σαν έχθροί... Εϊχαν κι οι δυό τ ά περίστροφα στήν τσέπη τους κι έ δειχναν νά φοβούνται ό ένας τον άλλο... Κι δμως, ό Λέ Κλένς δέν είχε γ ίν ε ι εραστής της Ά ντέλ... K l ό μως, άπό τότε, ά π ό τ ή ν τ ρ ί τ η μ έ ρ α , ό καπε τά νιος έκανε σάν τρελλός... Βρίσκονταν στή μέση τοΰ Ά τλαντικοΰ. ΤΗταν ζήτημα άν θά συναντούσαν ά λ λα αλιευτικά, α γ γ λ ι κά ή γερμα νικά , που πήγαιναν γ ιά ψάρεμα στά νε ρά τους. Μήπως α ιτία ήταν ή Ά ντέλ, που διαμαρτυρόταν κι αγανακτούσε γ ιά τό κλείσιμό της στήν καμπίνα; Κι έπειτα, ήταν παράξενο δτι όλος ό κόσμος συμ φωνούσε στον χαρακτηρισμό δτι ό καπετάνιος έκ α νε σάν τρελλός. ’Έ φ τανε, δμω ς ή Ά ντέλ, γ ιά νά φέρη τόση ανα στάτωση σ’ έναν άνθρωπο, καλά ισορροπημένο, που σ’ δλη του τή ζωή διακρινόταν γ ιά τήν τάξη καί τή
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ιΐηίαμότητά του; Κι έπειτα, δέν χόν είχε άπατήσει Ακόμη. Τής είχε έπιτρέψει μιά, δυό φορές νά κάνη Ινιι πι ρίπατο στό κατάστρω μα τή νύχτα, κι αύτό άfoU πρώτα είχε πάρει δρακόντεια μέτρα. Τότε γ ια τ ί ήταν σ ά ν τ ρ ε λ λ ό ς ; Καί τά π ερ ίερ γα γεγο νό τα συνεχίστηκαν. Ό Φ ελ λό Ρδωσε δια τα γή νά άγκυροδολήση τό κ α ρ ά δι σέ ν*μά, που ποτέ άνθρώπινο μάτι δέν είχε άντικρύσει μουρούνα... Δέν ήταν, όμως, κανένας νευρικός, οΟτε κανένας πα ρ ά λο γο ς πεισ ματάρης! Κι δταν, έπιτέλους, δρέθηκοτν σέ πέρασμα καί τό ψάρι ήταν άφθο νο, παστώθηκε μέ τέτοιο τρόπο, που εφθασε στό λ ι μάνι χαλασμένο. Κι όμως, ό Φαλλό δέν ήταν κανέ νας πρωτάρης. Ε το ιμ α ζό τα ν νά πάρη τή σύνταξή του κι ώς τότε κανείς ποτέ δέν είχε παράπονα μ αζί ίου. Σ τό μεταξύ, έξακολουθοΰσε νά τρώη στήν κ αμ πί να του. «ΜοΟ έκανε τόν δαρύ...» είχε πή ή Ά ντέλ. «’Έ κ α νε μέρες, πολλές φορές καί δδομάδες νά μου μιλήση... Χαφνικά τόν έπιανε πάλι...» Ή τ α ν δταν τόν κυρίευε ό πόθος γ ι ’ αύτήν τήν ό μορφη γυναίκα, πού μοιραζόταν τό κρεδάτι του, κλεισμένη μέσα στήν καμπίνα του. θ ά έκανε τό ίδιο, fiv α ίτια του θυμου του ήταν ή ζήλεια; Ό πρώτος μηχοινικός παραμόνευε τή γυ να ίκ α μέ σα στήν καμπίνα. Τήν έδλεπε άπό τό φινιστρίνι. Δέν είχε δμω ς τό θάρρος νά παραδιάση τήν πόρ τα. Κι έτσι έφθασε ό έπίλογος του ταξιδιού. Τό «Ό σεάν» πήρε τόν δρόμο του γυρισμού γεμ ά το μου ρούνα, ποό δέν είχε καλά παστωθή. Τότε ό κ α π ετά 149
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
νιος έγροιψε αυτό τό γ ρ ά μ μ α , πού ήταν ένα είδος διαθήκης. Και ζητούσε νά μην κατηγορηθή κανείς γ ια τον θάνατό του. ’Ή θελε λοιπόν νά πεθάνη... ’Ή θελε νά σκοτωθή. Ά π ό πότε είχε αύτή την ιδέα ; Προφανώς, άπό την άρχή τοϋ τα ξιδιού. Μά επειδή κανείς, έκτος ά π ’ αύτόν, δεν μπορούσε νά ΰπολογίση την π ο ρεία τού σκάφους, τό καθήκον του τόν υποχρέωνε, νά όδηγήση τό κ α ρ ά β ι του πίσω ατό λ ι μάνι. Γιατί, ά ρ α γ ε, ήθελε νά σκοτωθή; ’Επειδή π α ρ α βίασε τούς κανονισμούς, παίρνοντας μ ιά γ υ να ίκ α μ αζί του στό κ α ρ ά β ι; ’Επειδή τό χαλα σ μένο ψ άρι 9ά πουλιόταν μισοτιμής; ’Ή μήπως ήθελε νά σκο τωθή, έπειδή τό πλήρω μα παραξενεύτηκε με την π ερ ίερ γη δ ια γω γή του καί τόγ θεωρούσε τρελλό, αυτόν πού οί έφοπλισταί τόν άνέφεραν ώς π α ρ ά δ ε ι γμα; Μπορούσε νά σκεπτόταν έτσ ι; άναρω τήθηκε ό Μ αιγκρέ. Κανένας, όμως, λ ο γικ ό ς άνθρω πος δεν θά έκανε τη σκέψη ν ’ αύτοκτονήση γ ιά κάτι τέτοιες αιτίες. Τέλος, τό κ αρ άβ ι έφτασε στό λ ιμ ά νι. "Ολο τό πλήρω μα κατέβηκε στήν ξηρά κι έτρεξαν όλοι στό « Σ τέ κ ι των ψαράδω ν τής Ν έας Γης», όπου θά μπο ρούσαν έπιτέλους, νά πιοΰν χ ω ρ ίς περιορισμούς. Γ ρήγορα παρατηρήθηκε, ότι όλοι τους έμοιαζαν, σά νά έκρυβαν κάποιο μυστικό. Κοινένας δεν ήθελε νά Ι^ιιλήση γ ιά όρισμένα π ρ ά γ μ α τ α κι όλοι τους ήσαν άνήσυχοι! Γ ια τί όμ ω ς; ’Επειδή ό κοιπετάνιος τους φέρθηκε παρ ά ξενα στό τα ξ ίδ ι; Ό Φαλλύ κατέβηκε μόνος ά π ό τό καράβι. "Επρε150
ΕΓΚ Λ Η Μ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ne νά περιιμένη νά έρημώση ή π ρ ο κυ μ α ία γ ιά να ·ν ή ή *Αντέλ. ’Έ κ α ν ε λ ίγ α β ήμ α τα στήν προκυμαία. Δυό ά ντρ ες ήσατν κρυμμένοι λ ίγ ο πιό κεϊ: Ό άσυρματιστής καί ό Γκαστόν Μ πυζιέ, ό μόνι»μος φίλος Τής Ά ντέλ . Κι όμως, ένας τρίτος, όρμησε πάνω στον καπετάνιο, τον σ τρ α γ γ ά λ ισ ε κ α ί τόν έρρ ιξε σ τά νε ρά τοΟ λιμανιού... Ό Μ αιγκρέ Α ναστέναξε κ α ί ξα να γέμ ισ ε τήν π ί πα του. ‘Ό τ α ν ό Λέ Κλένς άνακρίθηκε γ ιά πρώτη φορά, ί(χε πή ψ έματα, σκέφθηκε. Ε ίχε καταθέσει, ότι έ νας άνθρω πος μέ κ ίτρινα ποπτούτσια είχε σκοτώ σει τόν Φαλλό. Ό άνθρω πος μέ τ ά κ ίτρ ινα παπούτσ ια ήτocv ό Μπυζιέ. "Ο ταν όμω ς βρέθηκε Α ντιμέτωπος μ α ζί του, ό Λέ Κλένς άνήρεσε την κατηγορία ... Γ ια τί είπε αύτό τό ψ έμα; Ό Λέ Κλένς ήθελε νά καλύψη τό τρ ίτο πρόσωπο, — τόν δολοφόνο — πού βρισκόταν στό λ ιμ ά ν ι; Μά γ ια τ ί ό Λέν Κ λένς δέν ήθελε νά τόν φ ανερώ ση; Γ ια τί δέχτηκε νά φυλακισθή στή θέση του, κ αί yiocri δέν θέλησε ν ά ύπερασπίση τόν έαυτό του, μολονότι ήξερε, ό τι κινδύνευε νά κ α τα δικ α σ τή ; Καί ήταν έπίσης γεγο νό ς, ότι ό Α συρματιστής ή τα ν θλιμμένος κι Ανήσυχος, σαν ένα ς άνθρωπος, πού έχει τύψεις. Δεν τολμούσε νά κοιτάξη σ τα μ ά τια τήν Α ρραβω νιαστικιά του ούτε καί τόν έπιθεω ρητή. Καί ό Μ αιγκρέ θυμόταν κ αί μιά μικρή λεπ το μ έρ εια : ότι πρίν γυρίση στό Αλιευτικό, ό Πιέρ Λέ Κλένς, π ήγε στό « Σ τέ κ ι τω ν ψ αράδω ν της Ν έας Γης», Ανέβηκε στό δω μ άτιό του κι έκαψε κ ά τι χ α ρ τιά . Τί χ α ρ τιά ήσοιν α ύ τά ; Έ ξ άλλου, όταν β γήκε Από τή φυλα 151
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
κή, δέν έδειξε νά χάρηκε, κι ούτε έδωσε σημασία στη Μαρί Λεονέκ, πού ήταν πρόθυμη νά του συμπαρασταθή. Βρήκε μάλιστα τρόπο νά προμηθευτή ένα όπλο. Γ ιατί; ΤΗταν σίγουρο ότι φοβόταν, όπως σ ί γουρο ήταν ότι δίσταζε νά βάλη τέλος στη ζωή του. Μά, στο τέλος τράβηξε την σκανδάλη. Γιατί, όμως; άναρωτήθηκε ό Μ αιγκρέ. 'Ό σ ο ή νύχτα προχωρούσε ό άέρας γινόταν πιο ψυχρός. Ή θάλασσα είχε άνέβη καί τό αλιευτικό ήταν τώ ρα στο ύψος τής προκυμαίας. Ό Μ αιγκρέ είχε ξεχάσει τήν κούρασή του. Ή δύσκολη ώρα είχε περάσει. Ή μέρα πλησίαζε νά φ α τνή .
"Εκανε έναν άπολογισμό τω ν συλλογισμώ ν του καί τω ν στοιχείω ν που είχε σ τά χέρ ια του. 'Η τρίτη μέρα είναι τό κλειδί του μυστηρίου, εί πε ό Μ αιγκρέ δυνατά.... Πρέπει έκεΐ νά ψάξω.... νά βρω τί έγινε την τρίτη μέρα... Πρέπει νά ήταν κάτι πιό φοβερό άπό τη ζήλεια... Κάτι, όμως, πού π ή γ α ζε άπ’ ευθείας άπό την παρουσία τής Ά ντέλ στο κα ράβι... Προσπάθησε νά συγκεντρώση τις σκέψεις του, γ ιά νά θυμηθή όλα όσα είχε ακούσει γ ιά τό τα ξ ίδ ι καί γ ιά τό πλοίο — άκάμη καί τά πιό ασήμαντα. Τί του είχαν πή ότι συνέβη τήν τρίτη ή μέρα του τα ξιδιού; Τί...; Ξαφνικά, ένιωσε τήν κάρδιά του νά χτυπά δυνα τά. Μά, ναί! Τήν τρίτη ήμέρα του ταξιδιού, ό νεα ρός μούτσος, ό Ζάν Μαρί, είχε παρασυρθή άπό τά κύματα... "Ε να ρ ίγ ο ς διαπέρασε τό κορμί του. θυμήθηκε, 152
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
ηήις ήταν νύχτα δταν έγινε τό δυστύχημα — έτσι lot) τίχαν πή. Καί ύπηρχαν μόνον δυό μάρτυρες: ό know τά νιος Φαλλύ κι ό Ασυρματιστής Λέ Κλένς... kill τήν άλλη μέρας δ Λέ Κλένς έγινε έροοβτής της Ά ντίλ... Ό Μ αιγκρέ πήρε μ ια βαθιά Ανάσα. Δέν καθυστέ ρησή, οϋτε ένα λεπτό περισσότερο. Κάποιος Ακού στηκε νά έρχετα ι στό κατάστρω μα της πρώ ρας. Χωρίς νά γίνη Αντιληπτός, ό Μ αιγκρέ πέρασε τή imviba, πού ένωνε τό Αλιευτικό μέ τήν προκυμαία kut βγήκε στήν ξηρά. Μέ τά χέρ ια στις τσέπες, καί μέ ύφος βλοσυρό, γύρισε στό ξενοδοχείο του. Δέν εΐχε Ακόμη ξηιμερώσει. Ή νύχτα όμως έφευyr. Ά σ π ρ α κυματάκια στόλιζαν τή θάλασσα καί στό μουντό ούρανό, οΐ γλ ά ρ ο ι άπλωνοιν τ ά φτερά τους. Προς τό μέρος του Στάθμου ένα τραίνο σφύριζι καί μια γ ρ ιά πήγαινε στούς βράχους, μέ τό κα λάθι της στήν πλάτη κ ι ένα Α γκίστρι στό χέρι, γ ια νά πιάση καβούρια.
153
10
Τά γεγονότα τής τρίτης μέρας "Οταν ό Μ αιγκρέ κατέδηκε άπό τό δωμάτιό του, στις όκτώ τό πρωί, αισθανόταν τό κεφάλι του δαρύ και τό στομάχι του ά σ χη μ α όπω ς όταν έχει πιή κα νείς πολύ. — Τά π ρ ά γ μ α τα δεν πάνε καλά ; τόν ρώτησε ή γ υ να ίκα του. Ό Μ αιγκρέ άρκέστηκε ν’ άνασηκώση τούς ώμους του, κι αύτή, πού τόν ήξερε, δέν έπέμενε. Σ την τα ρ ά τσ α του ξενοδοχείου συνάντησαν τη ΜαρΙ Λεονέκ. Ή κοπέλλα δέν ήταν μόνη. "Ε νας άντρας καθόταν στο τρ απ έζι της. Ή νέα σηκώθηκε άμέσω ς καί εΐπε τα ρα γμ ένη στον έπιθεω ρητή: — Νά σάς συστήσω τόν πατέρα μου. Μόλις έφτασε... Ό άέρας ήταν δροσερός, ό ουρανός συννεφιασμέ νος καί οι γ λ ά ρ ο ι πετοΰσαν χαμ ηλά. — Χαίρω π ά ρ α πολύ, κύριε έπιθεωρητά. Ε ίμαι εύτυχή ς γ ια τη γνω ρ ιμ ία σας, εΐπε ό κύριος Λεονέκ. Ό Μ αιγκρέ τόν κοίταξε άδιάφ ορα. ^Ηταν ένας κοντόχοντρος άνθρωπάκος, πού δέν διέφερε πολύ ά πό τούς άλλους, άν δέν είχε μ ια ιμύτη δυσανάλογα μεγάλη καί χοντρή. — Καθήστε νά πάρετε κάτι μ α ζί μας, πρότεινε στόν Μ αιγκρέ. — Εύχαριστώ. Μόλις πήρα τό πρωινό <μου... — Τότε, νά πιούμε ένα ποτό... 154
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Έ πέμενε ευγενικά, νά προσφέρη κ άτι στον έπιθεω-
ρητή . Ό Μ αιγκρέ τόν κοίταζε προσεκτικά καί δια πίσ τω σε, δτι έκτός άπό τή μύτη, ή κόρη του, του έμοιαζε, φαντάστηκε τότε, πώ ς θά ήταν ή Μαρί Λεονέκ μετά άπό μερικά χρόνια, δταν ή δροσιά τη ς νειότης της Φά είχε μαραθή. -- θ ά μπω κατ’ εύθεΐαν στό θέμ α μου, κύριε έπιθεωρητά, είπε ό π ατέρας τη ς Μαρί. Ε ίναι άλλω στε τό σύ στημά μου. "Ο ταν ό Ζορισσέν μου είπε, δ τι θά συνοδέψη αυτός τήν κόρη μου στό Φεκάν, έ γ ώ έδω σα τή συγκατάθεσή μου... Δέν μπορείτε νά μέ κατηγορή(Μτε, δτι εχω στενές άντιλήψεις... Ό Μ αιγκρέ δέν είχε κ αμ μιά διάθεση νά τόν άκούση, άλλά, φυσικά, δέν μπορούσε νά του τό πή. Τό καθήκον μου δμως, σάν πατέρα, είνα ι νά ξέ ρω τ ί γίνεται, συνέχισε ό κύριος Λεονέκ. Γι' αΰτό, σας έξορκίζω, κύριε έπιθεωρητά, νά μου πητε άν ΐϊύτός ό νέος είναι άθώος... Ή Μαρί Λεονέκ κοίταζε άλλου. Κ αταλάβαινε, δ τι αυτή ή έπέμβαση του πατέρα τη ς δέν ώφελοϋσε σέ τίποτα. Ή παρουσία του, φανέρωνε άπλώ ς τ ις συ ζητήσεις κ α ί τίς άντιρρήσεις της οίκογενείας της γ ιά τόν έρχομό της στό Φεκάν και τά κουτσομπο λιά των γειτόνω ν στό Κεμπέρ. - θ έλετε νά μάθετε, άν σκότωσε τόν καπετάνιο Φαλλύ; ρώτησε ό Μ αιγκρέ. Ναί, βέβαια... Κ αταλαβαίνετε πόση σημασία έ χει αΰτό γ ιά μάς... *0 Μ αιγκρέ κοίταζε άφηρημένα, ΐσ ια μπροστά του. Πρόσεξε τή Μ αρί Λεονέκ. Τά χ έ ρ ια τη ς έτρεμαν. 155
Ζ ΩΡ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
Ε ίπ ε: — Δεν τον σκότωσε... Μου επιτρέπετε τώ ρ α ; ’Έ χ ω κάποια έπείγουσα υπόθεση... θ ά σάς δώ σέ λίγο... ’Έ φ υ γ ε τόσο βιαστικά, πού άναδογύρισε μια κα ρέκλα στην τα ρ ά τσ α Οί άλλοι τον κοίταζαν απορη μένοι, ά λ λ’ ό Μ αιγκρέ προχώρησε γρή γο ρ α , χω ρ ίς νά γυρίση τό κεφάλι του. 'Ό τα ν έφτασε στην προκυμαία, είδε άπό ιμακριά τό «Όσεάν». ΟΙ ναύτες πηγαινοέρχονταν πάνω στο κα ράβι. ’Ά λλ ο ι ξεφόρτωναν ένα άμ άξι, γεμ άτο σάκκους μέ πατάτες. Ό πλοιοκτήτης ήταν κι αυτός έ κεΐ κι έπέ&λεπε τά πάντα φορώντας τις γυα λισ τε ρές του μπότες. Σ τό « Σ τέκ ι τω ν ψαράδων της Νέας Γης» υπήρχε μεγάλη κίνηση. Ή πόρτα ήταν άνοιχτή κι ό Μαιγκρέ είδε τον ΠτΙ Αουί, πού ρητόρευε. Ο ί καινούρ γ ιο ι νοτυτες είχα ν μαζευτη γύρω του. Ό Μ αιγκρέ έφυγε βιαστικά καί κατευθύνθηκε στό νοσοκομείο. Λ ίγα λεπτά ά ρ γό τερα βρισκόταν έκεΐ καί ζήτη σε νά δή τον γ ια τρ ό πού είχε χειρουργήσει τον Πιέρ. Δέν ήταν ό ίδιος έκεΐ, ήταν όμως ό βοηθός του. ’’Ηταν ένας νεαρός γιατρό ς. Φορούσε ένα ύπερβο λ ικ ά μοντέρνο κοστούμι κάτω άπό τή λευκή μπλού ζα του καί μιά χτυπητή γρ α β ά τα . — Ό ασυρματιστής; Έ γ ώ πήρα τή θερμοκρασ ία του τό πρωί... Πάει καλύτερα, εΐπε στόν Μ αιγκρέ. —’Έ χ ε ι πνευματική δ ια ύ γεια ; — Νομίζω. Δέν μου μίλησε καθόλου, ά λ λα π α ρ α κολουθούσε δλες τ ις κινήσεις μου. — Μπορώ νά τού μιλήσω γ ιά σοβαρά π ρ ά γ μ α τ α ; — Γ ια τί όχι; Ά π ό τή στιγμή, πού ή έγχείρηση έπέ156
ΕΓΚΛΗΜ Α Σ Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
Γυχε καί 6έν έχει πυρετό... θέλετε νά τόν δήτε;... Ό Πιέρ Λέ Κλέ^ς ήταν μόνος σ ’ ένα μικρό δω μάτιο. Κοίτοεξε τόν Μ αιγκρέ ά τά ρ α χο ς καί τό βλέμ μα του ήταν ήρεμο καί σταθερό. Είδατε πόσο καλά είναι; είπε ό νεαρός για τρό ς. Σ έ όκτώ μέρες θά είναι στό πόδι... Μόνο ποό μπο [>ι ϊ νά κουτσαίνη λίγο, γιοετί ένας τένων του γοφού κόπηκε... θ ά πρέπει βέβαια νά προσέξη πολύ γ ιά κάποιο διάστημα... Μήπως θέλετε νά σάς άφήσω μόνον μαζί του;.. Ό Μ αιγκρέ κούνησε καεταφατικά τό κεφάλι του, ίνώ τό βλέμμα του ήταν στηλωμένο πάνω στόν τροευματία. Τό πρόσωπο του Πιέρ ήταν κουρασμένο καί χ λ ω μό, άλλά ή έκφραση του ήταεν ήρεμη καί σοδαρή καί τό βλέμμα του καρτερικό καί γαληνεμένο. Ό Μ αιγκρέ άρχισε ν ά π η γαινοέρχεται στό δω μ ά τιο. Σ τάθηκε μπροστά στό παράθυρο, άπ’ όπου φ αι νόταν τό λιμά νι καί τό άλιευτικό. Αισθάνεσαι άρκετά καλά γ ιά νά μιλήσουμε λ ί γο; ρώτησε καί π ήγε καί στάθηκε κοντά στό κρε βάτι του τραυματία. Ό Λέ Κλένς, κούνησε κατααφοετικά τό κεψείελι του. Ξ έρεις, δτι έγώ δέν είμ αι έπισήμως έπιφορτισμένος μ' αύτή τήν ύπόθεση., άρχισ ε ό Μ αιγκρέ. Ό φίλος μου ό Ζορισσέν μου ζήτησε νά σέ βοηθήσω καί ν' άποδείξω τήν άθωότητά σου... Τό έκοενα. Δέν σκότωσες έσύ τόν καπετάνιο Φοελλό. Σ ταμάτησε, άναστέναξε, καί γ ιά νά τελειώνη, είπε κάπως άπότομα: Πές μου τώ ρα τήν άλήθεια γ ιά τ ά γεγο νό τα τής 157
ΖΩΡΖ 2 ΙΜ Ε Ν Ο Ν τρίτης μέρας, δηλαδή, γ ια τον θάνατο του Ζάν - Μαρί... Ά π έφ υγε νά κοιτάξη κατά πρόσωπο τόν τρ α υ μ α τία. Γέμισε την πίπα γ ια νά κρυψη την άμ ηχανία του καί έπειδή ή σιωπή συνεχιζόταν μουρμούρισε: —ΤΗταν βράδυ... Κανείς δεν ήταν στο κατάστρωμα, έκτος άπό τόν καπετάνιο καί σένα... "Ησαστε μαζί; -Όχι! — Ό καπετάνιος έκανε βόλτες, κοντά στο δωμάτιο τής πρύμνης; — Ναί... Μόλις είχα βγή άπό την καμπίνα μου... Δεν μέ είχε δει... ’Έ μ ειν α λ ίγ ο νά τόν παρακολου θήσω, γ ια τ ί έβλεπα, ότι ήταν παράξενη ή συμπερι φορά του... —’Ή ξερες, ότι βρισκόταν μια γυνα ίκα στο καράβι; —’Ό χ ι. Νόμιζα, πώς ό καπετάνιος κλείδωνε την καμ πίνα του, γ ια τ ί έκανε λαθρεμπόριο... Ή φωνή του Πιέρ ήταν σιγανή καί κουρασμένη. Δυνάμωσε όμως, γ ια νά π ή : — Δεν έχω ξαναδεϊ πιο τρομερό π ρ ά γμ α , κύριε έπιθεωρητά.... Ποιος μίλησε;... Πέστε μου... "Εκλεισε τά μάτια, όπως τά είχε κλείσει, όταν κρατούσε σ φ ιχτά τό όπλο μέσα στήν τσέπη του, πριν φυτέψη μιά σφ αίρα στήν κοιλιά του — Κανείς δεν μίλησε, είπε ό Μ αιγκρέ. Ό καπετά νιος λοιπόν έκανε βόλτες... ’Ή τα ν έκνευρισμένος, όπως ήταν άπό τή μέρα πού ξεκινήσατε... Δεν ήταν κανείς στο πηδάλιο; —"Ε νας πηδαλιούχος! Δεν μπορούσε νά μ άς δη... ήταν πολύ σκοτεινά... — Τότε φάνηκε ό μούτσος... 158
ΕΓΚΛΗΜ Α 2 Τ Ο Π Λ Ο ΙΟ
‘Ο Λέ Κλέγς τόν διέκοψε. Ά νασηκώθηκε λίγο , μέ πολύ κόπο και ρώτησε. ΠοΟ είναι ή Μ αρί; Σ τό ξενοδοχείο. Ό π ατέρας της ήλθε τό πρωί. Γιά νά τήν πάρη... Καλά... Κ αλύτερα νά τήν πάρη... Μά μήν έλθη έδώ... δέν πρέπει... Ξανάπεσε στό μ αξιλάρι του καί συνέχισε: Δέν ξέρω ποιός μίλησε... ά λ λά τώ ρα πρέπει νά τά πώ δλα... Φαινόταν τρομερά ταραγμένος. ’Ά ρ χισ ε νά μίλα κι ήταν σά νά παραληροΟσε. ΤΗταν ένα π ρ ά γ μ α άπίστευτο... ’Εσείς δέν τόν ξέ ρατε τόν μικρό... "Ήταν ψηλός κι άδύνατος... Κολυμ πούσε μέσα σ’ ένα παλιό ναυτικό κοστούμι του π α τέρα του... Τήν πρώτη μέρα εΐχε φοδηθή κι έκλαιy ε... Μετά, πώ ς νά σάς έξηγήσω ; ’Ή θελε νά έκδικηθή κι έκανε άσχημα άστεΐα... ΤΗταν της ήλικ ίας του... ΤΗταν, αύτό πού λέμε, ένα παλιόπαιδο... Δυό φορές τόν βρήκα νά διαδάζη τά γρ ά μ μ α τα , πού έ γρα φ α στήν αρραβω νιαστικιά μου... ΜοΟ έλεγε μέ Ορασύτητα: «Τά ραβασάκια είναι γ ιά τή φιλενά δα;» »’Εκείνη τή νύχτα... νομίζω, πώ ς ό καπετάνιος πη γαινοερχόταν στό κατάστρωμα, γ ια τ ί ήταν πολύ έκνευρισμένος καί δέν μπορούσε νά κοιμηθή... Είχε θάλασσα... Κάθε τόσο τό κύμα περνούσε πάνω στήν κουπαστή κι έβρεχε τό κατάστρωμα... Δέν ήτοτν ό μως τρικυμία... » Έ γώ ήμουν δέκα μέτρα πιό κάτω... "Α κουγα μό νο λ ίγ ε ς λέξεις, άλλά έβλεπα τόν μικρό, πού είχε σταθή σάν κόκορας καί γελούσε... ‘Ο καπετάνιος εΐ159
Ζ ΩΡ Ζ
Σ1Μ ΕΝΟΝ
χε χωθή όλόκληρος στη χλαίνη του, μέ τά χέρια στις τσέπες... »Ό Ζάν - Μαρί μέ κοροΐδευε γ ιά τή «φιλενάδα» μου. Τό ’ίδιο θά έκανε καί μέ τόν Φαλλυ... ‘Η φωνή του ήταν διαπεραστική.... θυμ ά μ α ι, δτι είπε.... «Κι αν έλ εγα σ’ δλο τόν κόσμο, ότι...». »Μετά κ α τά λα δα τ ί ήθελε νά πή... Είχε ανακαλύ ψει, πώς ό καπετάνιος έκρυδε μια γυνα ίκα στήν καμ πίνα του και κοκορευόταν γ ι’ αύτό... ΤΗταν κακός, χω ρίς νά τό καταλαδαίνη... »Τότε ό καπετάνιος έκανε μιά κίνηση, σά νά ήθε λε νά τόν χαστουκίση... Ό μικρός, πού ήταν πολύ ευκίνητος, άπέφυγε τό χτύπημα καί γελώ ντας άπειλοΰσε, πώς θά τά πή όλα... »Τό χέρι του Φοαλλύ έπεσε πάνω στο ξάρτι... χ τύ πησε κι ό θυμός του μεγάλω σε καί τόν έπνιξε... «Ξέχασε την άξιοπρέπειά του... ’Ά ρ χισ ε νά κυνη γ ά τόν μικρό... Ό Ζάν Μαρί, στην άρχή γελούσε, με τά, όμως, τόν έπιασε πανικός... Γιατί ό Φαλλύ, είχε τρελλαθή άπό την ά γω νία του κι είχε άγριέψει.. Μιά σύμπτωση, ένα τίποτα, καί κάποιος μπορούσε ν’ άκούση τόν Ζάν Μαρί. Τότε, όλο τό πλήρω μα θά μάθαινε τό μυστικό του.. »ΕΙδα τή χειρονομία, πού έκανε γ ιά ν’ άρπάξη τόν Ζάν Μαρί άπό τούς ώμους, αλλά άντί νά τόν πιάση, τόν έσπρωξε κι ό μικρός έπεσε... »Αύτό ήταν όλο... "Ετσι τό έφερε ή μοίρα... Τό κεφάλι τού μικρού χτύπησε σ’ ένα δαροΰλκο. "Α κόυσα ένα φοδερό κρότο... ένα ξερό χτύπημα πού κάνει τό κρανίο όταν σπάη... Ό Πιέρ σταμάτησε άνασαίνοντας δ α ρ ιά . Πέρασε 160
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ τά δυό του χ έρ ια στο πρόσωπό του. Ό ιδρώ τας έ σταζε στο μέτωπό του. Τό κΰμα σκέπασε τό κατάστρω μα εκείνη τή σ τι γμή, συνέχισε. Ό καπετάνιος έσκυψε πάνω στό π α ι δί... Την ίδ ια στιγμή ,μέ είδε... Ε ίχα ξεχάσει νά κρυ φτώ άπό τήν άγω νία μου... "Ε κανα μερικά βήματα μπροστά... Τότε είδα... αύτά που δέν θ ά μπορέσω νά ξεχάσω ποτέ... Τό μουσκεμένο άπό τό κύμα α δύ νατο παιδικό κορμί, κινήθηκε σπασμω δικά κι έπει τα έμεινε άψυχο, πάνω στό κατάστρωμα... Ό Ζάν Μαρί ήταν νεκρός. />Κοιταζόμαστε, ό Φαλλό κι έγώ , χω ρ ίς νά καταλα6 αίνου με, χω ρίς νά μπορούμε νά συνειδητοποιή σουμε αύτό τό φρικτό γεγονός. «Κανείς άλλος δέν εΤχε δει τίποτα, κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα... Ό Φαλλό δέν τολμοΟσε ν’ ά γ γ ίξ η τόν μικρό... Έ γ ώ του έπιασα τό χέρι, τόν ψαχουλεψα στό στήθος, στό κεφάλι... Κ αμμιά πληγή, καθό λου αίμα... ήταν δμως νεκρός... «Μείναμε έκεΐ τουλάχιστον ένα τέταρτο, χ ω ρ ίς νά ξέρουμε τί νά κάνουμε, αμήχανοι, παγωμένοι... Οί ώμοι μας είχαν ξυλιάσει καί οί άφροί των κυμάτων μάς χτυπούσαν στό πρόσωπο... *0 καπετάνιος είχε γίνει άλλος άνθρωπος... Είχε σπάσει... "Οταν μί λησε ή φωνή του ήταν άτονη, διατακτική. "Τό πλήρω μα δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά μάθη τήν αλήθεια” μου είπε. ’Έ π ειτα , σήκωσε τό ά ψυχο σώμα... θ υ μ ά μ α ι πώ ς έκανε τό σημείο του σταυροί) πάνω στό μέτωπο του μικροΰ. Καί μετά, τό κΰμα παρέσυρε τό πτώμα, πού ήλθε καί χτύπησε δυό φορές στήν καρίνα του καραβιού. 161
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
«Μείναμε όρθιοι στό σκοτάδι... Δέν τολμούσαμε νά κοιταχτούμε... Δέν τολμούσαμε νά μιλήσουμε... Ό Μ αιγκρέ άνοαμε την πίπα του πού είχε σδήσει και την κράτησε σφιχτά στά δόντια του. Μια νοσοκόμα μπήκε στό δωμάτιο. Οί δυο άν τρες την κοίταξαν ενοχλημένοι, κι εκείνη τα ρά χτη κε άπό τό ύψος τους. —'’Ή λθα νά δώ άν θέλη τίποτα ό τραυματίας..., εί πε σιγά. —’Έ λ α σέ λίγο, τής είπε ξερά ό Μ αιγκρέ. "Οταν ή πόρτα έκλεισε, ό Μ αιγκρέ στράφηκε πάλι στον τραυματία. — Και τότε σου μίλησε ό καπετάνιος γ ιά την ερω μένη του; ρώτησε. — Ά π ό εκείνη τή στιγμή άλλαξε κι έγινε άλλος άν θρωπος, εξήγησε ό Πιέρ. "Ο χι ότι ήταν π ρ α γ μ α τ ι κά τρελλός... Κάτι όμως δέν πήγαινε καλά... θ υ μ ά μαι, ότι μ’ έπιασε άπό τόν ώμο και μουρμούρισε: "Κ ι όλα αύτά, γ ιά μιά γυναίκα, νεαρέ μου”. » Έ γώ κρύωνα. "Ημουν και άναστατωμένος. "Αθε,λά μου κοίταζα τή θάλασσα, εκεί πού τό κύμα ε ί χε παρασύρει τό πτώμα... Σ ταμ άτησ ε και κοίταξε τόν Μ αιγκρέ. — Σ ά ς μίλησαν γ ιά τόν καπετάνιο; ρώτησε ιμετά. Σ ά ς τόν περιέγραψ αν; ^Ηταν μικρόσωμος καί ξε ρακιανός και φαινόταν ένεργητικός τύπος... ΤοΟ ά ρεσε όμως νά μιλά μέ μισόλογα. ΜοΟ είπε: «‘Ο ρί στε!... Σ τ ά πενήντα πέντε μου... Τώρα, πού θά πάρω σύνταξη... Μέ μιά καλή φήμη... Μέ μιά καλή φήμη... Μέ μιά μικρή περιουσία... Ναί, τέλειωσε... Μέ τό τσεκούρι!... Μέσα σέ λ ίγ α λεπτά... Γιά ένα παλιο ί 62
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ παιΒο... ’Ό χ ι... Γιά μια πόρνη...». Αυτά ήταν τα πρώ τα λ ό για του. »Μετά, μέσα στή νύχτα, μέ σιγανή βραχνή φωνή, μου τά είπε δλα σιγά... ’Ή ταν μιά γυ να ίκ α πού γνώρισε στή Χάβρη... Μιά γυνα ίκα πού δεν άξιζε πολλά π ρ ά γμ α τα , τό ήξερε... Δέν μπορούσε όμως νά κάνη χω ρίς αύτήν... Τήν είχε π άρει μ αζί του, στό πλοίο. Τό περίμενε δτι ή παρουσία της στό καράβι Οά έφερνε άναστάτωση, κι όμως τήν πήρε... Ό άσυρματιστής σταμάτησε π ά λι άνασαίνοντας βαριά. Δέν θυμάμαι τί άκριβώς μοΟ έλεγε, είπε σ ιγά. Ένιωθε τήν άνάγκη νά μιλά γ ι ’ αύτήν... Μιλούσε μέ πάθος καί μίσος... «"Ενας καπετάνιος, δέν έχει δικαίω μα νά προκαιλέση ένα σκάνδαλο, που μπορεί νά κλονίση τήν έξουσία του», μοΟ είπε. "Ε χω άκόμη αΰτά τά λ ό γ ια του στ’ αυτιά μου... ’’Ηταν ή πρώ τη φορά που ταξίδ-ευα... ’Έ β λ επ α τη θάλασσα σάν Ι'να θηρίο, πού ήταν έτοιμο νά μάς καταβροχθίση όλους... Ό Φαλλύ μου άνέφερε παράδείγμοιτα... ΜοΟ άνέφερε, πώ ς κάποτε ένας καπετάνιος είχε πάρει μαζί του τήν έρωμένη του, στό καράβι... "Eyivocv φοβερά έπεισόδια μέ άποτέλεσμα νά μή γυρίσουν τρεις άντρες άπό τό πλήρωμα... Μοΰ έφερε κι ά λ λα παραδείγματα... »Σ τό μεταξύ, είχε σηκωθή δυνατός άέρας. Ό άφρός των κυμάτων μάς χτυποΟσε συνέχεια τό πρόοωπο καί κα μ μ ιά φορά κανένα μεγάλο κύμα μάς κατάβρεχε. »Δέν ήταν τρελλός, ό χι!... Δέν ήταν δμως ό Φαλ λό, δπως τον ξέραμε... “ Νά τελειώση πρώ τα αύτδ Ι\)·Α*ι/ΐιη οιό πλοίο
163
Ζ Ω Ρ Ζ ΣΙΜ Κ Ν Ο Ν
τό τα ξίδ ι καί μετά βλέπουμε” , μου είπε σε μια στι-
γμή· »Δέν μπορούσα νά καταλάβω τί ήθελε νά πή. Τον θαύμαζα γ ι ’ αυτή την προσήλωσή του στο καθήκον. "Κοινείς δεν πρέπει νά τό μάθη... Δεν έπιτρέπονται σφ άλματα σ’ έναν καπετάνιο”, μοΰ είπε πάλι. »Ειχα φοβερά έκνευριστή. ’Ή μουν ανίκανος νά σκεφτώ... Οί ιδέες είχαν μπερδευτή στό μυαλό μου, μου φαινόταν πώ ς ζοϋσα έναν εφιάλτη... »Αύτή ή γυ να ίκ α μέσα στην καμπίνα, αυτή ή γ υ ναίκα, πού ένας άντρας σάν τον καπετάνιο δεν μπο ρούσε νά τή στερηθή... Αυτή ή γυ να ίκ α πού μόνον τ ’ όνομά της τόν έκανε νά ήδονίζεται.... έγινε, σε μιά στιγμ ή, ό έφιάλτης μου. »’Εγώ , έγρ α φ α γ ρ ά μ μ α τα καί γ ρ ά μ μ α τα στήν άρραβω νιαστικιά μου, ά λ λά τήν είχα εύκολα άποχωριστή γ ιά τρεις μήνες... Δέν είχα νιώσει αυτούς τούς φόβους του καπετάνιου... "Οταν έλεγε, “τό κορ μί της...”, “ή σάρκα της...”, έγώ κοκκίνιζα χω ρ ίς νά ξέρω τό για τί... Ό Μ αιγκρέ ρώτησε ά ρ γ ά : — Κανείς, εκτός άπό σας τούς δυό, δέν έμαθε τήν α ιτία του θανάτου τοΰ Ζάν Μ αρί; — Κανείς. — Ό καπετάνιος είπε τή νεκρώσιμη προσευχή, όπως γ ίνετα ι σ’ αυτές τις περιπτώ σεις; — Ναί, τά ξημερώ ματα... Ό καιρός ήτοιν ελεεινός κι είχε πυκνή ομίχλη... — Οί άντρες δέν είπαν τίποτα; — ΚρυφομιλοΟσαν καί κοιτάζονταν. Ό Φαλλύ ό μως ήταν ψ ύχραιμος καί σοβαρός. Ή φωνή του ή 164
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ ταν αύστηρή... Δέν δεχόταν την παραμικρή α ντίρ ρηση... θύμ ω νε άκόμη και γ ιά ένα βλέμμα, πού δέν του άρεσε. Παρακολουθούσε τούς άντρες, σά νά ή θελε νά μαντέψη, άν ύποπτεύοντοτν τίποτα... 'Εσύ, τ ί έκανες; Ό Λέ Κλένς δέν άπάντησε. "Απλωσε το χ έρ ι του νά πάρη ένα ποτήρι νερό, πού ήτοτν στο κομοδίνο δ ί πλα του καί τό ήπιε μέ βουλιμία. Εσύ, έδωσε μόνος του τήν άπάντηση ό Μ αιγκρέ, γύριζες γύρω στήν καμπίνα τού καπετάνιου. "Ηθε λες νά δής τή γυναίκα, πού είχε άναστατώ σει ως σ' αύτό τό σημείο τόν Φαλλύ... Πότε ήταν πού τήν είδες; Τήν έπόμενη νύχτα; Ναί... Τήν είδα γ ια ένα λεπτό... Μετά τήν άλλη νύχτα... Ε ίχα προσέξει, δτι τό κλειδί τής καμπίνας τού άσυρμάτου^ ήταν ίδιο μέ τό κλειδί τής κ αμ πί νας τού καπετάνιου... Ό Φαλλύ είχε βάρδια. Μπήκα σάν κλέφτης... Τήν έκανες δική σου; Τό πρόσωπο τού άσυρματιστού πήρε μιά σκλη ρή έκφραση. Σ ά ς ορκίζομαι..., δέν μπορείτε νά καταλάβετε, είπε βραχνά. Ή άτμόσφαιρα ήταν ήλεκτρισμένη καί παράξενη, δέν ήταν όπως πρώτα... Ε ίχαν συμβή τό σα π ράγμ ατα... ό Ζάν Μαρί..., ή νεκρώσιμη προσευ χή, μέσα στήν όμίχλη... "Ε πειτα, σκεπτόμουν αύτή τή γυναίκα... Σ τή σκέψη μου κυριαρχούσε μιά είκόνα: ή εικόνα μ ιας γυναίκα ς, πού ήταν διαφορε τική άπό τις άλλες... μιας γυνα ίκα ς, πού ή σάρκα της καί τό κορμί της άναστάτωναν έναν άντρα, σέ σημείο πού νά τόν τρελλάνουν... 165
Ζ Ω Ρ Ζ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν
— Σ έ προκάλεσε; —7 Ηταν ξαπλωμένη μισόγυμνη στο κρεβάτι... Ό Λέ Κλένς κοκκίνισε, γύρισε άλλοΟ τό κεφάλι. — Πόση ώρα έμενες στην καμπίνα; — Μπορεί καί δυο ώρες... Δέν ξέρω... "Οταν βγήκα, ζαλισμένος, είδα τον καπετάνιο... Στεκόταν μπροστά στην καμπίνα... Δέν μου είπε λέξη... Μ’ ά φησε νά περάσω... Λίγο έλειψε νά πέσω στα γόνατα καί νά τοΰ ζητήσω συγγνώμη, νά τοΰ φωνάξω πώς δέν έφταιγα... Ή έκφραση τοΰ προσώπου του όμως ήταν παγερή... ΤΩρες έκανα βόλτες στό κατάστρω μα... ’Έ π ειτα κλείστηκα στήν καμπίνα μου. Φοβό μουν... ’Από τότε είχα πάντα μαζί μου τό περίστρο φό μου γεμάτο, γ ια τ ί ήμουν βέβαιος πώς ό καπε τάνιος θά μέ σκότωνε... »Άπό κείνο τό βράδυ δέν μοΰ ξαναμίλησε, παρά μόνον γ ιά υπηρεσιακούς λόγους... Τις περισσότερες φορές μάλιστα μοΰ έστελνε γρα π τές οδηγίες... » θά ήθελα νά σάς έξηγήσω καλύτερα... Μου είναι πολύ δύσκολο... Κάθε μέρα ήταν χειρότερα... Ε ίχα την έντύπωση, ότι όλος ό κόσμος ήξερε τό δράμα... τό πλήρω μα μ ά ς κοίταζε μέ μ άτια άνήσυχα, ερω τηματικά... Ξ ατα λάδαινε ότι ύπηρχε κάτι... Ε κ α τό φορές τούς ακόυσα νά μιλούν γ ιά τό «κακό μάτι...». Έ γ ώ , στό μεταξύ, είχα μονάχα μιά επιθυμία: νά ξαναβρεθώ μ ’ αυτή τή γυναίκα... —"'Ήταν πολύ φυσικό..., ψιθύρισε ό Μ αιγκρέ. "Ε γ ινε σιωπή γ ιά λίγο. Ό Λέ Κλένς κοίταζε τον Μ αιγκρέ μέ βλέμμα θλιμμένο. — Είχαμε κακοκαιρία δέκα μέρες συνέχεια. ’Ή μουν άρρωστος. Κι όμως, αύτη σκεπτόμουν πάντα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ τ Ηταν δμορφη... ή σάρκα της ήταν μυρωμένη... ΤΗ ταν... Δέν ιμπορώ νά σάς πώ.. Την ποθούσα σέ ση μείο, που μου έκανε κακό!... Σ έ σημείο νά κλαίω άπό λύσ σ α !... "Οταν έβλεπα τόν καπετάνιο νά μπαίνη στην καμπίνα, κόντευα νά τρελιλαθώ !... Γιοπί τώ ρα ήξερα... Τούς φανταζόμουν μαζί... Μέ είχε πή χαϊδευτικά «μωρό μου» μέ τη γλυκεία, λ ίγο β ρ α χνή φωνή της... Έ γ ώ έλεγα καί ξοενάλεγα α υτά τά λό για καί βασανιζόμουν... Ε ίχα πάψει νά γρά φ ω στή Μαρί... ’Έκοτνα άπί(Κκνα όνειρα: νά φ ύγω μ’ αυτή τή γυ να ίκ α μόλις φθάσουιμε στό Φεκάν. Πώς ήταν ό καπετάνιος; ’Αμίλητος και ποτγερός. Μπορεί νά είχε τρελλαθή... Δέν ξέρω... ’Έ δω σ ε δια τα γή νά ψαρέψουν σέ νε ρά, πού όλοι οί ψαράδες έλεγοτν, πώ ς δέν ύπάρχουν ψάρια... Αύτός όμως δέν δεχόταν άντιρρήσεις... Μέ φοβόταν... Υποπτευόταν πώ ς ήμουν όπλισμένος... ΓΗταν κι αύτός... Κάδε φορά πού μέ συναντούσε έ βαζε τό χέρ ι στήν τσέπη του, χαρακτηριστικά. Δο κίμασα πόλλές φορές νά δω τήν Ά ντέλ. Μά ό κα πετάνιος ήταν πάντα έκεΐ... Χλωμός μέ μαύρους κύ κλους γύρω στά μάτια... ’Ή ταν κι ή βαριά μυρου διά της μουρούνας... ΟΙ άντρες πάστωναν τό ψάρι κάτω στ* άμπάρια... Τά έπεισόδια δέν σταματού σαν... »Ό πρώτος μηχανικός τρ ιγύ ρ ιζε κι αύτός τή γ υ ναίκα... Κρυβόμαστε ό ένας ά π ’ τόν άλλον... Κάναμε καί οί τρεις σάν τρελλοί... ΤΗταν νύχτες πού θά σκό τωνα γ ιά νά τήν κάνω ξανά δική μου... Τό κ α τα λα βαίνετε;... Νύχτες που έκ λ α ιγ α κι έσ χιζα τό μαντή λι μου μέ τ ά δόντια άπό λύσσα... 167
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ »Ό καιρός ήταν ατελείωτος. Μέρες καί μέρες στη θάλασσα, μέσα στο κρύο καί στήν όμίχλη. Ή βα ρεία άποπνικτική μυρω διά της μουρούνας ήταν δ ιά χυτη παντού. Σ ’ δλο τό καράβι ήσαν σκορπισμένα λέπια κι έντόσθια άπό τό ψάρι. ΤΗταν άηδιαστικό... »’Ά ν μπορούσα νά την είχα κάνει δική μου άκόμη •μια φορά, θά ε ίχ α γιατρευτή !... ΤΗταν όμως άδύνατον... Ό καπετάνιος ήταν π ά ντα εκεί, με τα μά τια του βαθουλωμένα δλο καί πιό πολύ... Κι έπειτα, ήταν ή γ κ ρ ίζ α θάλασσα γύρω μ ας, νύχτα μέρα, χω ρ ίς τίπ οτα στον όρίζοντα. Τέλος, άντικρύσαμε τις άκτές... Σ ταμ άτησ ε καί αναστέναξε. — Μπορείτε νά φανταστήτε, δτι αύτό κράτησε τρεις μήνες; ρώτησε μετά άπό λίγο, βραχνά. ’Αντί νά γ ια τρευτώ άπό τό πάθος μου, κάθε μέρα χειροτέρευα, γιορτί τώ ρα κ ατά λαβ α πώ ς ήτοτν αρρώ στια αύτη ή έπιθυμία μου γ ιά την Ά ντέλ. Μισούσα τον καπετά νιο, πού βρισκόταν πάντα στον δρόμο μου... Μοϋ προκαλοϋσε φρίκη αύτός ό άνθρωπος, που ήταν πιά γ έ ρος καί πού κρατούσε αιχμάλω τη καί χαιρόταν μιά γυνα ίκα σάν την Ά ντέλ 1 «Φοβόμουν πού γυρίζα μ ε στο λιμά νι. Φοβόμουν πώς θά τήν έχα να γ ιά πάντα... »Σ τό τέλος, ά ρ χισ α νά φοτντάζομαι τόν καπετά νιο σάν ένα κακό δαίμονα, πού βασάνιζε την Ά ντέλ καί τήν κρατούσε μόνον γ ιά τόν έαυτό του! »"Ολο τό πλήρω μα ανακουφίστηκε, όταν, έπιτέλους, φτάσαμε στο λιμάνι. "Ο λοι οί άντρες κοττέβηκοτν στην ξηρά καί ξεχύθηκαν σ τις ταβέρνες... Έ γ ώ ή ξερα καλά, πώς ό καπετάνιος θά περίμενε νά νυ-
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ χτώση, γ ιά νά βγάλη την Ά ντέλ άπό το καράβι. «Πήγα στοΟ Λεόν, ανέβηκα ατό δωμάτιό μου και οέ μια κρίση όργής, χω ρίς νά ξέρω γ ια τ ί, έκαψα όλα τά γ ρ ά μ μ α τα καί τις φ ω τογραφ ίες της άρραβω νιαστικιάς μου... Μετά β γή κ α έξω... "Η θελα την Άντέλ. Σ ά ς λέω, πώς την ήθελα 1... "Ημουν σάν τρελλός... Μου είχε πή, δτι στόν γυρισμό, ό Φαλλό, Οά την παντρευόταν... Καί τότε, πηγαίνοντας στο λ ι μάνι, έπεσα επάνω σ’ ένοεν άνθρωπο... Ό Πιέρ έγειρ ε βαριά τό κεφάλι του στό μ α ξιλ ά ρι του. Τό πρόσωπό του συσπάστηκε καί πήρε μιά έκφραση τρομερής άγω νίας. Ξέρετε ποιος ήταν, είπε βαριά. Πρέπει ν ά ξέρε τε ποιος ήταν ό άνθρωπος αυτός... Ναι, είπε ό Μ αιγκρέ. Ή τ α ν ό π α τέρ α ς τοΟ Ζάν Μαρί... Τό άλιευτικό ήταν άρ αγμ ένο κοντά στήν προκυμαία. Ό καπετάνιος κι ή Ά ντέλ ήσαν έπάνω στό καράβι... Σ έ λ ίγο θά έβγαιναν... Τότε... Μη!... Φτάνει!.... βόγγησε ό τραυματίας. Τότε, συνέχισε ά τά ρ α χα ό Μ αιγκρέ, τότε είπες στόν άνθρωπο, πού βρισκόταν έκεϊ, γ ιά νά δή τό καράβι, πάνω στό όποιο εϊχ ε πεθάνει τό π α ιδ ί του, δτι ό μ ικρός δολοφονήθηκε... Αύτό δεν τοΟ είπ ες; Καί μετά τόν άκολούθησες... Κρύφτηκες πίσω άπό ένα βαγόνι, όταν αυτός πλησίασε τόν καπετάνιο... - Σ ω π ά σ τεΐ... Τό έγκ λη μ α έγινε μπροστά στά μ ά τια σου... Σ ά ς Ικετεύω... σταματήστε... - Ό χ ι! Παρακολούθησες τόν φόνο! Μετά, άνέβηκες στό καράβυ ’Ελευθέρωσες τήν Ά ντέλ... Πές μου, την έκανες ξανά δική σου; 169
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ —’Ό χ ι. Δέν την ή θελα π ιά ! "Εξω ακούστηκε τό μακρόσυρτο σ φ ύ ρ ιγ μ α μ ιας σειρήνας του «Ό σεάν». Ό Αέ Κλένς άνασηκώ θηκε λ ίγο . Τά χείλη του έτρεμαν. Είπε ψ ιθυρισ τά: — Τό «Ό σεάν»... — Ναι... θ ά σαλπάρη μέ τήν παλίρροια... Σ ώ π α σ α ν κι ο! δυό. Ό θόρυβος τού νοσοκομείου έφθανε ώ ς τ ’ α ύτιά τους. — Δέν την ή θ ελ α π ιά ! έπανέλαβε β ρ α χ νά ό άσυρματιστής. — Μόνον πού ήταν πολύ ά ρ γ ά , είπε ξερ ά ό Μ αιγκρέ. ’Έ γ ιν ε καί π ά λ ι σιωπή. ’Έ π ε ιτ α ό Αέ Κλένς είπε δειλά . — Τώρα, όμως, θ ά ήθελα τόσο πολύ νά... Δέν τόλμησε νά πή τη λέξη. — Νά ζήσης, συιμπλήρωσε ό Μ αιγκρέ. Ό Αέ Κλένς έσκυψε τό κεφ άλι του. Ε ίπ ε : —Ή μουν τρελλός... Ούτε κι έγώ ξέρω π ώ ς έγινε... "Ο ταν γ ύρισ α , τότε μόνον κα τά λα β α ... Πάνω στό καράβι, στό τα ξίδ ι, ήσαν όλα διαφορετικά... "Ήταν μόνον ή καμπίνα... Ν όμιζα, πώ ς δέν υπήρχε τίπ ο τα άλλο στον κόσμο, πώ ς αυτή ή γ υ ν α ίκ α ήταν όλη ή ζωή μου... ’Ή θ ελ α νά τήν ακούσω νά μοΟ πή π ά λ ι «μωρό μου»... ’Α λλά μετά τον φόνο... Δέν ιμπορώ νά πώ τ ί έγινε άκριβώ ς... Τής ά νο ιξα τήν πόρτα... Ε κείνη έφυγε... "Ε νας άνθρω πος μέ κ ίτρ ινα παπού τσ ια τήν περίμενε στήν προκυμαία. ’Έ π εσ ε στην ά γ κα λιά του... »Τδτε συνήλθα... ΤΗταν σά νά ξύπνησα άπό κ ά ποιον έφιάλτη. Μά, όπως είπατε, τό κακό ε ίχ ε γ ίνει. Καί ήθελα νά πεθάνω, γ ια τ ί έ γ ώ ήμουν ύπεύθυνος... ι τη
ΕΓΚΛΗΜΑ Σ Τ Ο ΠΛΟΙΟ "Ε πειτα, ή Μ αρι Λεονέκ ήλθε μ α ζί σας, νά μέ δη... Ή Ά ν τ έ λ ήλθε κι αυτή μ’ έκεΐνον τόν ά ντρ α ... Τί μπορούσα νά πώ ; Ή τ α ν πολύ Α ργά... »Μ’ άφησαν έπ ειτα έλεύθερο... Π ή γα κ α ί πήρα έ να περίσ τροφ ο Από τό κ αρ άβ ι... *Η Μ αρί, μέ περίμενε στην π ροκυμ αία. Δέν ήξερε... »”Ε πειτα, τό Α πόγευμα, ποό ή Ά ν τ έ λ έ λ ε γ ε τόσα π ρ ά γ μ α τ α ... κ ι αύτός ό άνθρω πος ιμέ τ α κ ίτρ ινα π α πούτσια... ’Ό χ ι... Π οιός θ ά μπορούσε ν ά μ έ κοεταλά6η, dev μιλούσα; Γι’ αύτό κ ι έ γ ώ τρ ά β η ξ α τή σ κ α νδ ά λη... Χ ρειάσθηκα ώ ρα πολλή γ ιά νά τ ’ άποφασίσω... Γ ια τί ή Μ αρί Λεονέκ ήτα ν κοντά μου... Τώρα... "Α ρχισε νά κλαίη μέ λ υγμ ο ύ ς. — Τώρα, π ρέπ ει π ά λ ι νά πεθάνω , είπε β ρα χνά . Καί δέν θέλω νά π εθ ά νω !... Φ οβάμαι νά πεθάνω 1... Τό σώ μα του τιναζότα ν σ πασ μ ω δικά. Ό Μ αιγκρέ φ ώ ναξε μ ιά νοσοκόμα, νά κάνη στόν άρρω στο μ ιά καταπραϋντική ένεση. Γ ιά δεύτερη φορά Ακούστηκε ή σ ειρήνα του Α λιευτικού. Ο ί γ υ ν α ίκ ες μαζεύτηκοτν στήν πρ ο κυ μ α ία νά χεραιτήσ ουν τούς άντρες, πού το ύς έπα ιρνε π ά λ ι ή θά λα σ σ α .
171
11
To καινούργιο ταξίδι Ό Μ αιγκρέ έφτασε στην προκυμαία τή στιγμή ακριβώ ς πού ό καινούργιος κοπτετάνιος έδινε δια τα γή νά λύσουν τα παλαμάρια. Είδε τον πρώτο μηχα νικό πού χαιρετούσε τή γυνα ίκα του. Τόν πλησία σε, τόν πήρε κατά μέρος καί τόν ρώτησε. — Έ σ ύ δεν ήσουν πού βρήκες τή διαθήκη τού καπε τάνιου καί τήν έρριξες στο γραμματοκιβώ τιο τού αστυνομικού τμήμσττος; Ό άλλος ταράχτηκε, δίστασε. — Μήν άνησυχής, δεν έχεις νά φοβηθής τίποτα, τόν καθησύχασε ό Μ αιγκρέ. Πες τήν αλήθεια. Νόμιζες πώ ς ό Αέ Κλένς είχε σκοτώσει τόν καπετάνιο καί ήθελες νά τόν σώσης μ’ αύτόν τόν τρόπο, έτσι; Κυ νηγούσες κι έσύ τήν ϊδ ια γυναίκα, νομίζω... 'Η σειρήνα ακούστηκε π άλι γ ιά τούς καθυστερη μένους, πού χαιρετοΰσοτν άκόμη τούς δικούς τους. — Μή μοΰ ξαναμιλήσετε γ ι’ αύτά, σάς παρακαλώ , είπε βραχνά ό άλλος. Είναι άλήθεια πώς θά πεθάνη; — Μπορεί καί νά σωθή... Πού βρήκες τή διαθήκη; — Σ τ ά χα ρ τιά τού κοσιετάνιου. — Τί δουλειά είχες έσύ μέ τά χ α ρ τιά αύτά; —’Έ ψ α χνα νά βρώ μιά φωτογραφία, όμόλόγησε ό άλλος σκύβοντας τό κεφάλι του. Μοΰ επιτρέπετε; Πρέπει νά φύγω... Ε το ιμ α ζό τα ν νά τραβήξουν τή γέφυρα. Ό πρώ172
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ τος μηχανικός άνέβηκε στό καράβι, χαιρέτησε μέ τό χέρι τή γυναίκα του, έρριξε μια τελευταία μα τιά στον Μ αιγκρέ. Τό αλιευτικό γλίστρησε στό κύμα, κι άρχισε να βγαίνη σ ιγά σ ιγ ά άπ’ τό λιμάνι. Σ την προκυμαία, οί γυναίκες έκλαιγαν. Ό ουρανός ήταν ακόμη συννεφιασμένος. Ό άέρας φυσούσε καί σήκωνε τό κύμα. "Ενας Παρισινός μέ άσπρο παντελόνι τραβούσε φω τογραφίες τοΟ αλιευτικού που έφευγε καί δυο κοπέλλες, πού ήταν μαζί του, γελούσαν. Ό Μ αιγκρέ είδε μιά γυνα ίκα νά τον πλησιάζη. Κρεμάστηκε άπό πάνω του γ ιά νά μην τής φυγή καί τόν ρώτησε β ρ α χ νά : — Πώς π ά ει; Είναι καλύτερα; ΤΗταν ή Ά ντέλ. Δέν είχε βάλει μ α κ ιγιά ζ καί τό δέρμα της γυάλιζε. —Ό Μπυζιέ, που είναι; τή ρώτησε ό Μ αιγκρέ. — Προτίμησε νά τό σκάση γ ιά τή Χάβρη... Φοβάται τά μπλεξίματα καί μιά καί τόν παράτησα... Ό μι κρός, ό Πιέρ Λέ Κλένς, πώς είναι; — Δέν ξέρω... — Σ ά ς παρακαλώ... Χωρίς νά τής δώση περισσότερη σημασία, ό Μαιγκρέ, την προσπέρασε. Είχε δει στην προβλήτα τή Μαρί Λεονέκ, τόν ποιτέρα της καί τήν κυρία Μαιγκρέ. Κοίταζαν καί οί τρεις τό αλιευτικό πού περνού σε μπροστά τους. Ή Μαρί Λεονέκ ψιθύρισε συγκινημένη: — Είναι τό καράβι του... Ό Μ αιγκρέ τούς πλησίασε σ ιγ ά σιγά, π αρ αμ ε 173
Ζ Ω Ρ Ζ Σ 1Μ Ε Ν 0Ν
ρίζοντας τό πλήθος, που είχε μαζευτή στην προκυ μαία γ ιά να δή τό πλοίο, που έφευγε γ ια τη Νέα Γη. Ή γυναίκα του τον είδε πρώτη. — Πώς είναι; θ ά ζήση; τον ρώτησε. Ό κύριος Λεονέκ γύρισε και κοίτοοξε τον Μαιγκρέ. ’Ή ταν πολύ άνήσυχος. — Χαίρομαι πού σάς βλέπω, είπε. Σ έ ποιό σηιμεΐο βρίσκεται τώ ρα ή άνάκριση; — Πουθενά, σέ κανένα, είπε ξερά ό Μ αιγκρέ. — Δ ηλαδή;... — Τίποτα... Δέν ξέρω... ‘Η Μαρί τόν κοίταζε μέ απορία — Καλά... καί ό Πιέρ; ρώτησε σ ιγ ά — Ή έγχείρηση πέτυχε... Φαίνεται πώς θ ά σωθή... — Είναι άθώος, δέν είναι έτσι;... Σ ά ς παρακαλώ ... Γιατί δέν λέτε στόν πατέρα μου, πώ ς είναι άθώος; Τόν παρακαλοΟσε μέ δλη της τήν ψυχή. Ό Μ αιγκρέ τήν κοίταξε καί προσπάθησε νά τη δή έτσι δπως θά ήταν σέ δέκα χρόνια. Μιά κοιλή νοικοκυρά, που θά έμοιαζε πολύ μέ τόν πατέρα της. θ ά φρόντι ζε τό σπίτι τη ς καί τό μ α γα ζί καί ιμέ ύφος λ ίγ ο αύστηρό, θά περιποιόταν τούς πελάτες. — Δέν σκότωσε ό Πιέρ τόν καπετάνιο, είπε ά ρ γά . Γύρισε στή γυνα ίκα του: — Μόλις έλαβα ένα τηλεγράφ ημα, είπε. Μέ κοιλουν έπειγόντω ς στο Παρίσι... — Κρίμα, άναστέναξε ή κυρία Μ αιγκρέ. Κι έλεγα νά κάνω αύριο ένα μπάνιο μέ τή Μαρί... Ό Μ αιγκρέ είδε άπό μακριά τόν π ατέρα τοΰ Ζάν Μαρί. ΤΗταν >μεθυσμένος κι έδειχνε άπειλητικά τή 174
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ γροθιά του στό καράβι. Γύρισε άλλου τό κεφάλι του. — Τ ΐλ έτ ε; είπε ό κύριος Λεονέκ στόν Μ αιγκρέ. Μπο ρεί νά μεταφερθή ό πληγωμένος στό Κ εμπέρ;... Βέ βαια, θά μάς κουτσομπολέψουν άλλά... Ή Μαρι κοίταξε τόν Μ αιγκρέ παρακλητικά. 'ΓΗ ταν πολύ χλωμή. Είπε σ ιγ ά : — Ά φου είναι άθώ ος!... Ό Μ αιγκρέ ήταν συνοφρυωμένος, τό βλέμμα του ήτοτν άφηρημένο. — Δέν ξέρω... ‘Ό π ω ς θέλετε... είπε. Είναι θέμα τω ν γιατρώ ν... — θ ά μου επιτρέψετε νά σάς προσφέρω κάτι... "Ε να μπουκάλι σαμπάνια; —’Ό χ ι, εύχαριστώ... —"Ενα ποτηράκι; "Ενα Μπενεντικτίν; ΆφοΟ βρισκό μαστε στόν τόπο τής π α ρ α γ ω γ ή ς του... —’Έ στω , είπε ό Μ αιγκρέ. Ή κυρία Μ αιγκρέ γύρισε στό ξενοδοχείο γ ιά νά έτοιμάση τις βαλίτσες της. —’Έ χ ετε τη γνώμη πώ ς είνα ι άθώ ος; 'Πιστεύετε πώς είναι ένα καλό Λαιδί; ρώτησε ό κύριος Λεονέκ τόν Μ αιγκρέ. ‘Η ΜαρΙ κοίταζε παρακλητικά τόν έπιθεωρητή. Τό βλέμμα της τόν ίκέτευσε νά πή- ναί. — Νομίζω, πώς θά είναι ένας καλός σύζυγος..., είπε τέλος ό Μ αιγκρέ. — θ ά γίνη κι ένας καλός έμπορος, είπε ό κύριος Λεονέκ ευχαριστημένος. Δέν πρόκειται νά τόν άφήσω νά λείπη μήνες καί μήνες στή θάλασσα! "Οταν είναι κανείς παντρεμένος, πρέπει... 175
ΖΩΡΖ Σ ΙΜ Ε Ν Ο Ν — Ναί, δέδαια, κούνησε Αφηρημένα τό κεφάλι του ό Μ αιγκρέ, — Δεν έχω βλέπετε y L 0 . . . Με καταλαβαίνετε... — ’Ασφαλώς.. Ό Μ αιγκρέ κοίταζε τις σκάλες. Σ έ λ ίγο φάνηκε ή γυναίκα του. — ΟΙ βαλίτσες είναι έτοιμες, είπε. Μόνον πού 6έν έχει τραίνο, παρά μόνον αργά... — Δεν πειράζει... θ ά πάρουμε αυτοκίνητο... Ό Μ αιγκρέ βιαζόταν νά φύγη. —"'Αν καμμιά φορά περάσετε από τό Κεμπέρ, θά χαρουμε νά σας δοΰμε, είπε ό κύριος Λεονέκ. — Ναί, ναί, κούνησε τό κεφάλι του ό Μ αιγκρέ. Ή Μαρί Λεονέκ κοίταζε χόν Μ αιγκρέ μέ εύγνωμοσύνη. Είχε καταλάβει, ότι τά π ρ ά γ μ α τα δέν ήσαν καί τόσο άπλα, τό βλέμμα της όμως τόν ικέ τευε νά μη μιλήση. "Ηθελε τόν Αρραβωνιαστικό της. Ό έπιθεωρητής τούς χαιρέτησε, πλήρωσε τόν λογαρ ιασμό του, καί άδειασε τό ποτήρι του. — Σ α ς εύχαριστώ θερμά γ ιά όλα, κύριε Μ αιγκρέ, είπε ό κύριος Λεονέκ. — Παρακαλώ... Τό αυτοκίνητο, πού είχε καλέσει ό έπιθεωρητής, τούς περίμενε. ★
Τό γρ ά μ μ α τελείωνε μ’ αυτά τ ά λ ό γ ια : «...κι άν δέν έχετε Ανακαλύψει άγνω σ τα σ ’ έμενα στοιχεία, προτείνω τήν παραγραφ ήν αύτης τη ς ύποθέσεως...». 176
ΕΓΚΛΗΜΑ Σ Τ Ο ΙΙΛ Ο ΙΟ
Ό άστυνόμος Γκρενιέ, του Μηχανοκινήτου της Χάδρης, είχε γράψ ει στόν Μ αιγκρέ γ ια νά τόν ένημερώση, σ χετικά μέ την ύπόθεση της δολοφονίας του καπετάνιου Φάλλυ. Ό Μ αιγκρέ άπάντησε μέ ένα τηλεγράφημα, πού είχε ιμόνο μια λέξη: «Σύμφωνος». "Εξη μήνες άργότερα, έλαδε ένα προσκλητήριο γάμου. "Ε λ εγε: «'Η κυρία Λέ Κλένς έχει τήν τιμή νά ά να γγείλη τόν γ ά μ ο του υίου της Πιέρ μετά της δίδος Μαρί Λεονέκ καί σάς καλεϊ νά παραστητε...». Ό Μ αιγκρέ τό διάδασε καί χαμογέλασε. ★
Πέρασαν ακόμη μερικοί μήνες. Κι έπειτα, μιά μέ ρα, που ό Μ αιγκρέ έκανε έλεγχο, γ ιά υπηρεσιακούς λόγους, σ’ ένα ύποπτο σπίτι, τής όδοΰ Πασκιέ, ανα γνώρισε μιά γυναίκα που γύρισε άλλου τό κεφάλι γ ιά νά μην τη δή. Ή τ α ν ή Ά ντέλ. Ό επιθεωρητής δέν τής μίλησε. ★ ...Πέντε χρόνια άργότερα, ό Μ αιγκρέ έτυχε νά περάση άπό τό Κεμπέρ. Είδε νά στέκεται, στην πόρτα τοΰ μαγαζιού του, έναν έμπορο σχοινιών. ’Ή ταν έ νας ψηλός άντρας, που άρχιζε νά κάνη κοιλιά. Καί πού κουτσάινε έλαφρά. Ε κ είνη τή στιγμή φώναξε σ’ ένα παιδί, τριών χρόνων, πού έπαιζε στο πεζο δρόμιο. —"Ε λα μέσα, Πιερό!... Ή μητέρα σου θά σέ μαλώση... 177
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ Ό άντρας, άπασχολημένος μέ τό παιδί, δέν πρό σεξε τόν Μ αιγκρέ, πού γύρισε άλλου τό βλέμμα του καί προσπέρασε μέ μια περίεργη, χαμογελαστή έκ φραση στό πρόσωπό του...
Τ Ε Λ Ο Σ
178
M g
SB
ΣΕΙΡΑ Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΚ Ο Υ Μ Υ Θ ΙΣ ΤΟ Ρ Η Μ Α ΤΟ Σ
Σ τη σειρά αύτη των Β ΙΠ ΕΡ δημοσιεύονται τά κα λύτερα μυθιστορήματα τών κλασικών καί των σ υ γ χρόνων συγγραφ έω ν τής αστυνομικής φιλολογίας. • ΑΓΚΑΘΑ Κ Ρ ΙΣ Τ Ι · ΖΩΡΖ ΣΙΜ ΕΝΟΝ · ΕΡΛ ΣΤΑΝΛΕΎ* ΓΚΑΡΝΤΝΕΡ · ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΣΑ ΙΗ Ζ • ΡΕ Ξ ΣΤΑΟΥΤ · ΤΖΩΝ ΝΤΙΚ ΣΟ Ν ΚΑΡ · ΖΑΝ ΜΠΡΟΥΣ · ΤΖΑΚΣΟΝ ΚΟΟΥΑ · Ν Α Τ Ο Μ ΑΡΣ • ΕΝΤΓΚΑΡ ΟΥΑΛΛΑΣ · ΝΤΑΣΙΕΛ ΧΑΜΜΕΤ • ΜΠΡΕΤ ΧΑΛΛΙΝΤΑΙΗ · Ρ ΙΤ Σ Α Ρ Ν Τ Π Ρ Α ΙΔ Ε Ρ • ΕΛΛΕΡΥ ΚΟΥΗΝ · ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΗΝ... καί πολλοί άλλοι είναι οί σ υγγρ α φ είς, πού συνθέτουν μέ τά έ ρ γ α τους τήν ’Αστυνομική Σ ειρ ά τών Β ΙΠ Ε Ρ.
Τά ( ζ σ τ υ ν ο μ ι κ ά Β Ι Π Ε Ρ , πού κυκλοφο ρούν κάθε Σ ά6 6 ατο , είναι δ ια λεγμ ένα μέσα άπό τίς έκατοντάδες τών βιβλίω ν τού είδους, πού έκδίδονται στο εξωτερικό, κάθε μήνα. Είναι μεταφρασμένα άπό τούς άριστεΐς τής ελληνικής δημοσιογραφίας. Δεν έχουν περικοπές καί δέν είναι συντομευμένα. Καί εί να ι πάντοτε μυθιστορήματα, πού ικανοποιούν τούς φίλους τού είδους αΰτοΰ τής φιλολογίας. Σ Ε Ι Ρ Α ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ Β Ι Π Ε Ρ : Πωλοΰνται πρός 14 δραχμές έκαστον
Ι!β ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΡΙΤΣΑΡΝΙΠΡΑΙΗΑΕΡ Γέννημα της μεταπολεμικής εποχής, κέρδισε τήν έπ ιτυ χία του άπό τ α πρώ τα κι δλα ς βιβλία του. Δη μιουργός του ιδιωτικοί) ντέτεκτιβ ΣΕΛ ΣΚΩΤ, ό ’Αμερικανός σ υγγραφ εύς Ρ ί τ σ α ρ ν τ Π ρ α ί η δ ε ρ ιάχτέκτησε μέ τ ά άστυνομικά του μυθιστορή μ ατα τΙς μ εγά λες μάζες των φίλων τής αστυνομι κής φ ιλολογίας. Σ ε πολλά έκοπομμύρια αντίτυπα π ω λείται τό κάθε βιβλίο του στην Α μερική καί σέ άκάμη περισσότερα σ ’ όλόκλήρο τόν κόσμο. Τά βι β λ ία του είνα ι γρ α μ μ έν α μέ τόν γ ο ρ γ ό ρυθμό τής έποχής μας, έχουν δράση, χιούμορ, ένταση καί τ ά θέμα τά του είναι πάντα παρμένα άπό τή σ ύγχρο νη, καθημερινή ζωή. Σ τήν Αστυνομική σ ειρά των ΒΙ ΠΕΡ έχουν ήδη κυκλοφορήσει: ΟΙ κούκλες του Χόλλυγουντ Συνάντηση μέ τόν θάνατο ’Επικίνδυνη πορεία Ροτντεβου μέ τή Μαφία Πρόσκληση σέ φασαρίες Κινούμενος στόχος
308 331 345 364 374 403
Ε ίναι μυθιστορήματα συναρπαστικά, Απολαυστικά.
A i ΣΕΙΡΑ
WJ
Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΚ Ο Υ Μ Υ Θ ΙΣ ΤΟ Ρ Η Μ Α ΤΟ Σ
EA A EP Y ΚΟΥΗΜ Θεωρείται Από τούς κορυφαίους ’Αμερικανούς συγγραφείς Αστυνομικών μυθιστορημάτων και ένας οπτό τους καλύτερους τού κόσμου. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για £ ν α συγγραφέα, αλλά γιά δ ύ ο: τούς FREDERIC DONNAY και MANFRED LEE. To όνομα EAAEPY ΚΟΥΗΝ είναι τό κοινό τους ψευδώνυμο. Μ’ αυτό έχουν γράψει τά Αριστουργηματικά μυθιστορήματα, πού τούς καθιέρωσαν παγκοσμίως. ’Από τά βιβλία τού ΕΛΛΕΡΥ ΚΟΥΗΝ έχουν ήδη δημοσιευθή στην Αστυνομική σειρά των Β1ΠΕΡ τά έξης: Τό μυστήριο τού αιγυπτιακού σταυρού Τό τέσσερα κούπα ’Ανήσυχη πόλη 01 Απαγωγεΐς ΤρεΤς ύποπτες γιά φόνο
283 341 358 367 399
Πρόκειται γιά πραγματικά Αριστουργήματα της παγκοσμίου Αστυνομικής φιλολογίας.
ΣΕΙΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΕΡΛ ΠΑΝΑίΥ ΓΚΑΡΝΤΗΕΡ Ό δημιουργός τού ΓΤΕΡΡΥ ΜΕΗΣΟΝ είναι ένας οπτό τούς καθιερωμένους συγγραφείς άστυνομικών μυθιστορημάτων. Βα θύς γνώστης τής Ανθρώπινης ψυχολογίας, εχει ενα δικό του τρόπο να όδηγή τον Αναγνώστη στήν έξιχνίαση των πιό παράξενων ύποθέσεων, πού αρχίζουν, όλες, άπό άπλά, κα θημερινά γεγονότα. • Ό Ντάγκ Σέλμπυ αναλαμβάνει την ύπόθεση (ΒΙΓΤΕΡ 15) "Εγκλημα στο μοτέλ (ΒΙΓΤΕΡ 34) Κομματιάστε τον άντρα (ΒΙΓΤΕΡ 48) "Ωρα για φόνο (ΒΙΓΤΕΡ 59) θάνατος μέ δόσεις (ΒΙΓΤΕΡ 71) "Ιχνη πάνω στήν άμμο (ΒΙΓΤΕΡ 84) Φόνος έκ προμελέτης (ΒΙΓΤΕΡ 104) Τά βήματα τού θανάτου (ΒΙΓΤΕΡ 126) Ή μυστηριώδης σκιά (ΒΙΓΤΕΡ 134) Μήν ίνοχλεΐτε τόν δολοφόνο (ΒΙΓΤΕΡ 146) Γεύση άπό θάνατο (ΒΙΓΤΕΡ 160) Ή διαθήκη πού σκοτώνει (ΒΙΓΤΕΡ 172) Τό δόλωμα (ΒΙΓΤΕΡ 187) Φρέσκο δόλωμα στίς παγίδες (ΒΙΓΤΕΡ 199) Ύπόθεση τής γυμνής νεράιδας (ΒΙΓΤΕΡ 211) Ραντεβού μέ τον θάνατο (ΒΙΓΤΕΡ 225) Ή Μαζίν δέν ήθελε... (ΒΙΓΤΕΡ 254) (ΒΙΓΤΕΡ 262) Μιά κούκλα μέ κόκκινα μαλλιά Μιά γυναίκα κινδυνεύει (ΒΙΓΤΕΡ 285) (ΒΙΓΤΕΡ 297) Ύπόθεση έκβιασμοϋ (ΒΙΓΤΕΡ 310) Δολοφονία πρώτου βαθμού (ΒΙΓΤΕΡ 328) Συμφωνία «Κυριών» (ΒΙΓΤΕΡ 347) Ό χαμογελαστός γορίλλας (ΒΙΓΤΕΡ 362) ’Απόπειρα δολοφονίας (ΒΙΓΤΕΡ 377) ’Από τή· Σκύλλα στή Χάρυβδη (ΒΙΓΤΕΡ 396) Ό θάνατος χτύπησε λάθος Διαβάστε αύτά τά μυθιστορήματα τού ΕΡΛ Σ. ΓΚΑΡΝΤΝΕΡ. Είναι μερικά άπό τά καλύτερό του.
Τ(αίημ( ΤβαίηΙ Ό συγγραφεύς πού έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τοϋ κόσμου, γιατί τά μυθιστορήματά του είναι «κάτι άλλο» μέσα στο πλήθος των βιβλίων, πού καλύπτουν τόν χώρο τής αστυνομικής φιλολογίας. Ό Τσαίηζ έχει την Ικανότητα νά διηγήται πάντα συναρπαστικές ιστορίες, γεμάτες δράση, ένταση καί μυστήριο. Ιστορίες ποΰ άρέσουν σέ όλους. • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •
Τό νησί τού ερημίτη Τρελλός γιά δέσιμο Επικίνδυνη άποστολή Τό παιχνίδι τοϋ διαβόλου Δέν είμαι έγώ ό δολοφόνος Σέ είδα ποΰ τόν σκότωσες Πληρώνω μέ τό αίμα μου Σαμποτάζ υψηλής πιστότητος ΖΣΧ - Ή φόρμουλα τοϋ ολέθρου "Αλλη μιά φορά κορόιδο ‘Η ηδονή τοϋ εγκλήματος Τό κυνήγι τών κατασκόπων Διαμάντια καί αϊμα Πρότ/α, ώρα μηδέν Καλύτερα φτωχός παρά νεκρός Συνέταιροι στό έγκλημα Ληστεία 2.000.000 δολλαρίων Ή τελευταία εύκαιρία Ό έφιάλτης ’Οφθαλμόν άντί όφθαλμοϋ Μαύρη μαγεία Ή άρχή τοϋ τέλους Οί ένοχοι φοβούνται πάντα Ό τρόμος ήταν Δίδυμος Υπόθεση Ρουτίνας Τό κολλιέ τών Έσμάλντι Δέν μιλούν όσοι πεθαίνουν· Τό κορίτσι τών γκάγκστερς Πλήρωσε γιά νά ζήσης
(ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ (ΒΙΠΕΡ
’Αγοράστε αύτά τά ΒΙΠΕΡ όπου κι άν τά βρήτε. θ ά σάς ένθουσιάσουν
51) 65) 68) 78) 95) 152) 169) 181) 193) 205) 217) 231) 238) 244) 251) 257) 267) 292) 306) 314) 325) 334) 344) 352) 360) 371) 380) 393) 407)
To μπέστ σέλλερ των μυθιστορημάτων κατασκοπίας
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΡΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ ΟΙ Μ υστικές Υ πηρεσίες των Μ εγάλων Δυνάμεων Α ναζητούν ένα συνταρακτικό μυστικό, πού ένδιαφέρει έξ ϊσου Δύση καί ’Ανατολή. "Ε τσι α ρ χ ίζει ή «Μ εγά λη κούρσα των κατασκόπων», ό ά γρ ιώ τερ ο ς α ν τα γ ω νισμός στα κατασκοπευτικά χρονικά. "Ολοι οί μυ στικοί πράκτορες, πού παίρνουν μέρος, δεν πρέπει νά στηρίζω νται σ τα ήλεκτρονικά μυστικά δπλα, Αλ λ ά μόνον στά άτομικά τους προσόντα... ΚΕΝΤΡΙΚΗ Δ ΙΑ Θ Ε Σ I Σ ΑΘΗΝΩΝ: Πανεπιστημίου 46, τηλ. 626-813 ΕΠΑΡΧΙΩΝ: Βουλής 17, τηλ. 220.013
'Ένα άστυνομικό μυδιστόρημα πού διαβάζεται μέ «κομμένη άνάσα»
Σ Υ Ν Ε Β Η ΣΤΗ Ζ Υ Ρ ΙΧ Η Τά μ εγά λα σκάνδαλα καί οί μ εγά λες μπίζνες, ό πλούτος καί ή χλιδή, σ’ ένα τρελλό χορό γύρω άπό τό πτώ μα μιας γυναίκα ς, που έφθασε στην α γ κ α λ ιά τοί) «μεγάλου κόσμου». Τό στόμα της έπρεπε νά μείνη κλειστό — κι ή σιωπή στον κόσμο των μεγάλω ν συμφερόντων, έξα γο ρ ά ζετα ι μέ πολλά χρ ή μ α τα ή μέ τόν θάνατο... Ή ιστορία «Συνέβη στή Ζυρίχη», στη «φωλεά» του μεγάλου κεφαλαίου, όταν μια όμορφη γυνα ίκα θέλησε ν’ άποκαλύψη τόν βαθύπλουτο έραστή της, που την έγκατέλειψ ε. Τό τρομακτικό σκάνδαλο προλαμβάνει μόνον ό φόνος. Κ ΕΝ ΤΡΙΚ Η Δ ΙΑ Θ Ε Σ ΙΣ ΑΘΗΝΩΝ: Πανεπιστημίου 46, τηλ. 626*813 ΕΠΑΡΧΙΩΝ: Βουλής 17, τηλ. 220.013
Μη
χ ά ο ΐτΐ
ιό
πρώ το
ά οτυκομικό
Β ΙΠΕΡ
Τ Ζ Α ΙΗ Μ Σ Τ Σ Α ΙΗ Ζ
ι ό Χ ό ν γ κ -Κ ό ν γ κ ...μιά μ υ σ τ η ρ ι ώ δ η ς φ ω ν ή σ τ ό τ η λ έ φ ω ν ο . Μ ι ά ό μ ορ φ η Κινέζα νεκρή, μέ ζεστό ακόμη τό π τ ώ μα της. Ε ν α ς π λ ού σ ι ος μέ ά σ π ρ α μαλλιά καί τύψεις ουνειδήσεως. Ενας ντετέκτιβ ύποπτος φόνου. Μιά γυνοίκα πού ήξερε πολλά. Καί έ να φέρετρο... Α ύ τ ά είναι τ ά α ι νιγματικά σ τοιχεία σ τ ό σ υ ν α ρ παστικό θρίλλερ τοΰ Τζσίημς Τσαίηζ, ένα ά π ά τά καλύτερα άστυνομικά μυθιστορήματα, άπό α ύ τ ά π ο ύ σ ά ς « κόβουν τ ό ν ύπνο» . Τό «Φέρετρο άπό τό Χονγκ-Κονγκ» τοΰ Τζσίημς Τσαί ηζ, έκυκλοφόρησε στη ΣΕΙΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΜΥ ΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ τοΰ ΒΙΠΕΡ μέ γενικό άριθμό 3. Σελίδες 200, δρχ. 14. Μετάφραση: Κώστα Γαλανόπουλου. Πλήρης καί χωρίς συντομεύσεις άπό την πρώ τη άμερικανική έκδοση.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ Δ ΙΑ Θ Ε Σ ΙΣ ΑΘΗΝΩΝ: Πατνεπυστημίου 46, τηλ. 626-813 ΕΠΑΡΧΙΩΝ: Βουλής 17, τηλ. 220.013
Β ΙΠ ΕΡ - ΣΕΙΡΑ B EST S E L L E R "Αλλο ένα μπεστσέλλερ τής Μ αίρης Σ τιούαρτ "Ενα μαγευτικό τα ξίδ ι στον έξωτικό κόσμο τής Μέσης ’Αναβολής
Τά λαγω νικά τοϋ θανάτου ...Λένε πώς βγαίνουν τις νύχτες γ ια νά κυνηγήσουν ψυχές... Κι δταν ουρλιάζουν πάνω άπό ένα σπίτι, κάποιος θά πεθάνη... «Σπίτι» εδώ είναι τό Ντάρ Ίμ π ρ α ή μ , ένα μισογκρεμισμένο π α λά τι στα βουνά του Λιβάνου, πού λες και β γα ίνει μέσα άπό τις Χίλιες και Μια Νύχτες. *Η οι κοδέσποινα, μια εκκεντρική γ ρ ιά Ά γ γ λ ίδ α , ζεΐ άπομονωμένη άπό τον κόσμο, χρόνια καί χρόνια... Μά κάποτε καταφθάνουν άπρόσμενοι έπισκέπτες — ό άνιψιός καί ή άνιψιά της άπό την ’Α γγλ ία . Καί ά ρ χίζει νά ξετυλ ίγετα ι μιά άπίθανη περιπέτεια. Οί πύλες τού παλατιού δεν άνοίγουν εύκολα. Γιατί ή γ ρ ιά θεία δεν θέλει νά δή τον άνιψιό της, πού κά ποτε λάτρευε; Γιατί δεν θέλει νά υπάρχουν μάρτυ ρες σέ δσα γίνονται στά υπόγεια; Τί κρύβει ό πέ πλος τού μυστηρίου πού καλύπτει τά πάντα; Καί γ ια τ ί ούρλιάζουν τά λ α γω νικ ά ; Πίσω άπό τούς ψηλούς τοίχους, στις καταπράσινες αυλές, στούς σκοτεινούς διαδρόμους καί στά έρειπωμένα δω μ άτια φτερουγίζουν ό φόβος, ό έρω τας καί ό θάνατος... • ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΠΕΡ ΤΩΝ 28 ΔΡΑΧΜΩΝ ΒΙΠΕΡ 315-316
ΠΑΠΥΡΟΣ ΠΡΕΣΣ Ε.Π.Ε.
Σ Ε Ι Ρ Α ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 3 —Τζαίημς Τσαίηζ: Φέρετρο άπό τό Χόνγκ Κόνγκ 6 —Έρλ Στ. Γκάρντνερ: Υπόθεση τής όμορφης ζητιάνας 10 —Τζαίημς Τσαίηζ: Μία φωνή άπό τόν θάλαμο αερίων 1 5 —"Ερλ Στ. Γκάρντνερ: Ό Ντογκ Σέλμπυ άναλαμβάνει τήν υπόθεση 17 —Άνταμ Ντίμεντ: Ή μεγάλη κούρσα των κατασκόπων 20 —Άντρέ Πικώ — ΜωρΙς Ρολάν: Συνέβη στή Ζυρίχη 23 — Κέννεθ Βλάσιν: Ληστεία άλά ιταλικά 26 —Τζών Γκάρντνερ: Ό έκτελεστής 3 4 —"Ερλ Στ. Γκάρντνερ: Έγκλημα στό μοτέλ 35 — Κλώντ Ίλιέ: Ό φόβος έρχεται τή νύχτα 40 — Άνταμ Ντίμεντ: Γλυκέ μου κατάσκοπε 45 —Τζών Γκάρντνερ: Επιχείρηση Σωσίας 4 8 -"Ερλ Στ. Γκάρντνερ: Κομματιάστε τόν άνδρα! 51 Τζαίημς Τσαίηζ: Τό νησί τού έρημίτη 54 Μ. Έμπερχαρτ: Ή νύφη ήταν ύποπτη 59 —Έρλ Στ. Γκάρντνερ: 'Ώρα γιά φόνο 62 — Ζώρζ Σιμενόν: Ό τρελλός τού Μπερζεράκ 65 —Τζαίημς Τσαίηζ: Τρελλός γιά δέσιμο 68 —Τζαίημς Τσαίηζ: Επικίνδυνη άποστολή 71 —“Ερλ Στ. Γκάρντνερ: θάνατος μέ δόσεις 75 — Μαίρη Ρ. Ράινχαρτ: Τό σπίτι μέ τΙς νυχτερίδες 78 —Τζαίημς Τσαίηζ: Τό παιχνίδι τοϋ διαβόλου 81 — Ρέξ Στάουτ: ΤρεΤς πόρτες γιά τόν θάνατο 8 4 —Έρλ Σ τ . Γκάρντνερ: Ίχνη πάνω στήν άμμο 8 9 — Γκράχαμ Γκρήν: Ενοικιάζεται δολοφόνος 92 —Λέν Ντέιτον: Ό Εγκέφαλος 95 —Τζαίημς Τσαίηζ: Δέν είμαι έγώ ό δολοφόνος 98 —Ζάκ Μπλουά: Απόψε στό σπίτι σας ένας δολοφόνος 101 —Άγκάθα Κρίστι: Κατηγορία γιά φόνο 104—"Ερλ Σ τ . Γκάρντνερ: Φόνος έκ προμελέτης
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΒΙΠΕΡ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΒΙ ΠΕΡ θ ά χαρήτε ένα ακόμη μυθιστόρημα1 τοϋ ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΣΑΙ ΗΖ Ό διάσημος συγγραφ εύς, πού τόσο μεγάλη επιτυ χ ία γνωρίζουν, σ’ όλο τόν κόσμο, τά βιβλία του, γρά φ ει γ ιά σάς
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΓΚΑΓΚΣΤΕΡΣ Πρόκειται γ ιά ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, πού δίνει μέ ανάγλυφο τρόπο τη ζωή στ'ις μ εγάλες πο λιτείες. Έ κ εϊ, πού οί καλοί ανακατεύονται μέ τούς κακούς, όπου μέσα στην πολύδοη τεχνητή «κοινω νική ζωή», ό άνθρωπος νιώθει απέραντα μόνος, κι όπου τά ύποπτα συμφέροντα καί τά πιο άνομα π ά θη κοιταστρέφουν καί συντρίβουν τά πιο όμορφα καί τά πιο τρυφερά ανθρώπινα όνειρα... Ό Κέν Χόλλαντ περνά μιά περίοδο μοναξιάς, όταν συναντά τή Φαίυ Κάρσον. Είναι ή Φαίυ, μιά κοπέλλα πού έχει βγή άπό τόν «παραδεδεγμένο τρόπο ζωής». Κάποτε, είχε όνειρα, είχε πίστη, είχε έλπίδες. Σ ήμερα, ή έλπίδα της είναι νά βρή έναν έραστή γ ιά τό βράδυ... Καί νά διατηρήση τήν «προστα σία», πού τής παρέχουν οί άνθρωποι του υποκόσμου. Δεν ζητά πολλά. Λ ίγες ώρες χ α ρ ά ς ζητάει μόνο — καί νά μή σκέπτεται. Σ το πρόσωπο τού Κέν Χόλλαντ πιστεύει πώ ς βρί σκει κάποιο κομμάτι άπό τή ζωή πού, κάποτε, όνειρευόταν. Μά δέν λο γα ρ ιά ζει, ότι στή ζωή της, ό θάνατος έχει, πιά, τόν πρώτο λόγο...
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΓΚΑΓΚΣΤΕΡΣ '’Έ ν α άπό τά καλύτερα μυθιστορήματα, πού, όπως πάντα, δημοσιεύονται στήν αστυνομική σειρά των Β ΙΠ Ε Ρ.
B m
f
-ψάϊϊβζ
'ΓΗταν ένα έγκλημα, γ ι’ αύτό δεν υπήρχε καμμιά άμφιβολία. Ό κοοπετάνιος του άλιευτικοΟ εΐχε στραγγαλισθή, πριν ριχτή στη θάλασσα. Τό πρόβλημα όμως βρισκόταν άλλου: στην ταυτότητα τοΟ δολοφόνου. ^Ητοτν ό άσυρματιστης του πλοίου ό δολοφόνος; Αυτός βέβαια εΐχε συλληφθή ώς ύποπτος. "Ολες, άλλωστε, οί ενδείξεις ήταν έναντίον του. Έ ν τούτοις, τό ύπόλοιπο πλήρωμα πίστευε, ότι ό Πιέρ Λέ Κλένς, ό ασυρματιστής, ήταν άθώος. ΠοΟ μπορούσε νά βρίσκεται ή άλήθεια; Κ αι για τί ό ασυρματιστής, άν δεν ήταν ό δολοφόνος, συμπεριφερόταν σαν ένοχος; Ό επιθεωρητής Μ αιγκρέ παραδεχόταν, ότι βρισκόταν μπροστά σ’ ένα μυστήριο. Και είχε πεισματώσει θέλοντας νά βρή τή λύση του...
HI
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ Π ΙΟ ΟΜΟΡΦΑ, ΑΛΛΑ Κ Α Ι ΤΑ Π ΙΟ Σ Υ Ν Α Ρ Π Α Σ Τ ΙΚ Α Μ Υ Θ ΙΣΤ Ο ΡΗ Μ Α Τ Α ΤΟΥ ΖΩ Ρ Ζ Σ I ME NON,
Εκδοσις ΠΑΓΙΥΡΟΣ Π Ρ Ε Σ Σ , οδ ός Β ουλής 17, τηλέφ. 3220.013 ’Αθήνα;, Πανεπιστημίου 46, τηλέφ . 626.813 Θεσσαλονίκη, 'Α ν. Μηνά 11, τηλέ:ο. 238.36c
Κ εντρική διάθεσις