I
!Η ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ Α.Ε
- ΕΦΗΜΕΡΙΣ "ΒΡΑΔΥΝΗ
ZQPZ
ΣΙΜΕΝΟΝ Β ι ο γ ρ α φ ι κ σ
Ό διάσημος σήμερα συγγραφεύς αστυνομικών μυθιστορημάτων Ζώρζ Σιμενόν, ό δημιουργός τοθ δαι μόνιου άστυνομικοΰ Μαιγκρέ, έχει γβννηθή στην ττόλι Λιέγη τοΟ Βελγίου, στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Ό πατέρας του προερχότανε από οικογένεια μ ι κρεμπόρων. Ό Τδως ό πατέρας του έργαζότανε σέ ασφαλιστικές εταιρείες» ώς πράκτωρ. Ή μητέρα του διατηρεί πάντοτε ένα οικογενειακό οικοτροφείο γιά ξένους σπουδαστές. Σέ ηλικία δεκαέςη έτών, ό νεαρός Ζώρζ αναγκά σθηκε νά διακόψη τις σπουδές του» λόγψ βαρύτατης άσθενείας τού πατέρα του. Προσελήφθη ώς υπάλλη λος σ ' ενα βιβλιοπωλείο» άπό τό όποιον άπελύθη σ' ένα μήνα. Τότε προσελήφθη σε μιά καθημερινή εφημερίδα τής Λιέγης» όπου έγραφε κάθε μέρα κι1 ένα μικρό κοινωνικό σημείωμα. Στα 1922 στρατεύεται. Βρίσκεται ατό Παρίσι» όπου δημοσιεύει εκατοντάδες διηγημάτων σέ περιο δικά κι' έφημερίδες μέ διάφορα ψευδώνυμα. Φαίνεται δτι τά μυθιστορήματα του άπέδωσαν αρ κετά» διότι στα 1929 ό Ζώρζ Σιμενόν έχει Ιδιόκτητο κσττερο πού λέγεται «Όστρογότθος» καί στό λιμάνι Ντέλτσίζλ (Όλλανδία), γράφει τό πρώτο του μυθιστό ρημα ιιέ ήρωα τόν Μαιγκρέ καν τό όπογράφει γιά πρώτη φορά μέ τό όνομά του : Ζώρζ Σιμενόν. 'Εγραψε δεκαοκτώ αστυνομικά μυθιστορήματα πού έξεδόθησαν άπό τόν έκδοτικό οίκο Φ α γ ι ά ρ στό Παρίσι. Μετά τά δεκαοκτώ αύτά μυθιστορήματα του αποφασίζει νά έγκαταλείψη τό άστυνομικό είδος και νά γράψη κοινωνικό» άπλώς» μυθιστόρημα. Μόνον ά<ροΟ πέρασαν αρκετά χρόνια μέ πολλές έκδοτικές έπιτυχίες, ό Σιμενόν αρχίζει νά δημοσιεύη ένα άστυ νομικό μυθιστόρημα τό χρόνο. Ό Ζώρζ Σιμενόν έχει δώσει έως τώρα 46 κινη ματογραφικά σενάρια άπό άστυνομικά του έργα καί ένα μεγαλύτερο αριθμό έργων του γιά τό ραδιόφωνο καί την τηλεόρασι σέ διάφορες χώρες τού κόσμου. "Εζησε τά περισσότερα χρόνια τής ζωής του στό Παρίσι. Δέκα όλόκληρα χρόνια τά πέρασε στίς 'Ηνω μένες Πολιτείες. Σήμερα ζή στην Ε λβετία μονίμως» ιιέ τη σύζυγό του και τά τέσσερα παιδιά του» άπό τά όποια ένα είναι κορίτσι καί τρία άγόρια. Έ χει γράψει έως σήμερα 2 0 1 μυθιστορήματα έκ τών όποιων 75 μέ ήρωα τόν Μαιγκρέ. Έ χ ε ι μεταΦρασθή σέ 42 γλώσσες καί τά έργα του έχουν δημ ο σιευθή σέ 31 χώρες.
Ό Μαιγκρέ καί ή γηραιά Κυρία
201 μυθίοίορήμάτα Κχβι γράΐριι (α ς τώρα ό Ζώρζ £ιμ*νόν καί τά careτά σ ιι «Ις 80ο κατηγορία? : ct? t i «Μ αίγκρόο <75 ArfAesi?) καί et? τά « χο ρ ίς ΜαιγκρΑ » (120 8κ6όσβιΟ· Τ Α * ρφ τ« Αχουν Ας κεντρικόν -ήραν τΟν θρυλικόν
αστυνομικόν ΜαιγκρΑ τά 80 (Μόλοιπα clvai μυθισιορήμυκα ιΰρνιέρνς κοινανικής πλοκής» (ξ α ιρ ίικ ο θ Ανίιαρέροντος. 0 ( el? τήν γαλλικήν. τίτλοι ιών 2ΦΙ μυθιστορημάτων τοϋ Ζώρζ Σιμενόν «{ναι οι ακόλουθοι : MAIGR6T
Maicret ct fe Corps sans
Pietr lc Lotion Μ, Gallet dAcAdA le Pendu de Saint Ph«lj«n Le Charretier de la Pro vidence La T t u d*un Homme Le Chian laune La Nuit do Carrefour U n Crime an Holland* A u Rendez-vous dee Te rroneuvas LaOanseusedo Gai-Moulin La Guincuette & deux Sous Le Port des Brumes L’Om bre ehinoise L’AfTaire Saint-Fiacre Chet lea Flamands Le Fou de B e n tric Liberty Bar L’Eduse No. 1 Maiervt Lea Nouveiies EnouAtei de Maiaret Maigret revient — Cdeile eat morte — Lei Caves do Ma jestic — ■ La Maison du lose Siene Picous — Signd Picpui — L’lnsoecteur Ca* d*vr* — Feileie est U La Pioe de Maitret ei Maigret se lithe Maicret A N e w fork Maigret at I'lnspeeteur
Maicret tend un Piece Un echec de Maicret Maigret s’amuse* Maigret vovaee Les Scrueulee de Maigret Maigret et les Temoins
mataracrevK
Maicret et lei Petits C o · chons sans Queue Let Vacances de Maigret Maicret et son Mort La Premiire Enouete de Mciarat Mon Αιτί Maicret Maigret che* le Coroner Maicret et la Vieiile Dame L'Amio do Mme Maigret U n Noel de Maicret Les M im o irw de Maicret Maicret au Pfcratt't Maigret en meublA Maicret et le Grande Perche Maicret. Logoon et les Gangsters Le Revolver de Maicret Maicret et 1'Homm* du Banc Maigret a oeur Maicret se tromoe Maicret A I'Ecole Maicret et la ieune Morte* Maicret chei le Minii'.re
Tit·*
recalcitrants
Line Confidence de Maicret M aigret ium Assises M aigret e l les V ieillardt" M aigret e t le v o leu r
oaresceu^
Maigret ct les Braves
Gens* Maigret et les Clients du Samedi" Maigret et ig Cloehard" La CoiAre de Maigret Maicret et le Farrtdrre Maigret se defend La Patience de Maicret Maigret et Γ Affaire Nahour La Voleur de Maicret* Maigret a Vichy Maigret hesile L’Ami d'Enfance de Maigret
NON-MAIGRET Lea Treize Coupables tool icier; Les Treize M vtiirs t
(policies
Let Treic* Fnigines fool icier) Les $eot Minutes tooiicier) Le M i a d'Alsace (policigr) Le Passager du Pofarhs
(ooiirier'
Le Locatairc LeS Suicides L’EvadA Lee Pitard Les Clients d'Avrenos Les Gens d’en face I ’Ane Rouge La Maison du Canal Let Fiaracailles de Mi Hire Le Cbuo de Lime Le Haut Mai L'Homme da Londres Les Demoiselles de Con< carneau 45* A lO m b re Quartier NAgre CeuM de la Saif Long Cours L· S■* Faubourg
La Blanc 1 Lunettes I t Mauvaise Ftoile Chemin dans issue Le Testament Donadieu Tourlste da Bgnanes Lee Rescapgt du T < k · maaue L'HBmmc oui re * «rd »t paster les Trains Les trois Crimes de met Amis M ; la Souris Cours d‘Assises La Maison dcs Spot leunes Fines L « Marie du Port Le Susoecs Let Soeurs Lacroix Le Cheval Blanc Le Coup de Vague Le Petit Docteur Les Dossiers de I’Agence O Chez Kruil Le Bourgmestre de Fumes Les Nowelles Evotioues L'O u'law Les Inconnus dans la Mai· son Malcmpin Berselon H oleut. BereAre L'O n de Charles s f it en-
fermi
La Rue Aux Trois Pout· La V«uve Coudere La VAritA sur BebA Donee Lo Voyagour de la To u t· saint Le Rapport du Gendarme La Fils Cardinaud Jo me Souviens La FenAtre des R outt Pedigree Le Bilan Miletras L’AIrvA dec FerchUK Los Noces de Poiuers La Fulie de M. Monde Le Cerde des MahA Le Bateau d'fcmile Trois Chambres A Manhat tan Au Bout du Rouleau Le Clan
P ) Τ ά 6<* ό ο κ ρ Ιο κ ο ) ο η μ ίιο ό μ ιν α £ργΊ Αχουν ΑιιμοσιβυΒή et? τύ ν «ΑΡΛΑΥΝΗ».
L'Eniarrement dt M. Bgu· . vet
Tame lcanoe
Le Tempt d'Anais Une Vic cgmrre neuve Marie cwi Louche Le Mort da Belle Les FrAres Rico Antoine el Julie L'Eiceijer de Fer Few* Rowes Crime Jmpuni i'Horloeer d'Everton Le Grind Bob
let Tirrvoine
La Bowie Moire Let Comolieet Er> Cat de Malheur Le Petit HOmme d’Arkhan· ■elak Le fils Le N tjre Strip Tease Le President Le Passaee de a Lien* Dimanche La Vieille Le VeuF L'Ours en peluche
Betty
Le Train La portc Les Autres Lea Anneeux de BicAtre La Chambre bleue L’Hamme aw petit Chian Le Petit Saint Le Train de Venice Le Coniessional La Mort d'Agioste Le Chat Le CWminaeeinent
Le Prison
La Main ll v a encore del Noisetiers
(*) T o t i' άοτιρίοκοο oi)MCio(>pcvtx Kpyo έχουν δημοοιύυΟη t (( ιήν «β ρ Α Δ Υ Ν Η »
Ε Π Ι Μ Ε Λ Ε Ι Α —Ε Κ Τ Υ Π Ω Σ Ε Ω Σ ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ
ΑΦΟΙ
Δραγατσανίου
Α θ Α Ν Α ΣΙΑ Δ Η
4 — ΆθίΙναι
"M&igrei et la Vieille Dame”
Copyright © 1969 par Georges Simenon — Πόντο τά (ικαινματο έτ&όσΰβος τών £pV
ΖΩΡΖ
ΣΙΜΕΝΟΝ
Ο Μαιγκρέ και ή γηραιό Κυρία
Μετάφρασις:
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΝΟΥΚΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ A. Ε. ΕΦ Η Μ ΕΡ1Σ " Β Ρ Α Δ Υ Ν Η..
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Ν
1
Η Π Υ Ρ ΓΌ ΔΕΣΠ Ο ΙΝ Α Τ Η Σ «Β ΙΛ Λ ΙΤ Σ Α Σ »
Ό Μαιγκρέ κατέβηκε άπό τόν σιδηρόδρομο Παρισιοΰ-Χάβρης, σ’ Εναν ενδιάμεσο μικροσταθμό, σ' Ενα χωριουδάκι πού έλέγετο : Μπρεωτέ-Μπεζβίλ. Είχε ξυπνήσει στις πέντε τό πρωί καί Επειδή δέν είχε βρει ταξί γιά νά πάη στον Σταθμό του Σαιν Λαζάρ είχε πάρει τό μετρό. Τώρα είχε κατεβή σ’ αότό τό χωριουδάκι και περίμενε τήν τοπική αμαξοστοιχία γιά νά συνέχιση τό ταξίδι του. Είδε τόν σταθμάρχη καί τόν ρώτησε : — Τό τραίνο γιά τό Έτρεχα, παρακαλώ; Ή ώρα ήτανε όκτώ τό πρωΐ καί ή μέρα έδειχνε ότι θά ήτανε λιόλουστη, μά σ* εκείνο τό όγρό μέρος» ή όμίχλη έδινε τήν έντύπωσι ότι μόλις είχε ξημε ρώσει. Εστιατόριο δέν ύπήρχε στό σταθμό, ούτε καν ένα μικρό μπάρ. Μόνον άπέναντι, πέρα άπό τις σιδηροδρομικές γραμμές και τόν δρόμο πού συνεχι ζότανε παράλληλα με τΙς σιδηροτροχιές, ύπήρχε ένα 9
μικρό ταβερνάκι, όπου σταθμεύανε τά κάρρα τών ζωεμπόρων. — Γιά τό Έτρετά; Έχετε καιρό άκόμη. Εκείνο εκεί είναι τό τραίνο σας. Ό σταθμάρχης τοϋ είχε δείξει πέρα από τόν σταθμό, μια σειρά άπό βαγόνια χωρίς Ατμομηχανή, παλιά, πανάρχαια βαγόνια βαμμένα πράσινα. Πίσω άπό τά παράθυρα τών βαγονιών, φαινόν τουσαν τά πρόσωπα τών έπιβατών πού είχανε πάρει κι* όλος θέσεις, μ* όλο πού 6 μικρός συρμός δεν είχε Ακόμη Ατμομηχανή. Μιά οίκογένεια — Παριζιάνοι παραθερίσταί θά ήτανε Ασφαλώς — έτρεχε γιά νά π ρ ο λ ά β η τό τραίνο, αύτό τό τραίνο πού δέν έπρόκεΐτο — πρός τό παρόν τουλάχιστον — νά ξεκινήση. Τά τρία παιδιά τής παριζιάνικης οικογένειας κρατούσαν άπό ενα δίχτυ γιά γαρίδες. Ό Μαιγκρέ στάθηκε καί κοίταζε τήν εικόνα αύτή : Τό μικρό τραίνο πού φαινότανε σαν παιδικό παιγνίδι, τά παι διά πού τρέχανε με τά δίχτυα τους καί, μ* όλο πού βρισκότανε είκοσι χιλιόμετρα μακροά άπό τήν θά λασσα, είχε τήν έντύπωσι πώς άνάσαινε τήν μυ ρουδιά της, πώς Ακουγε τόν ρυθμικό της θόρυβο... Σηκώνοντας τό κεφάλι του πρός τόν ούρανό, είχε τήν αϊσθησι πώς είδε άκόμη καί σύννεφα πού έρχόντουσαν άπό πέρα, άπό μακρυά. Γιά τόν Μαιγκρέ, πού είχε γεννηθή πολύ μακρυά της καί είχε περάσει τά πα'ιδικά του χρόνια στά βάθη τής στεριάς, ή θάλασσα είχε μείνει μιά έντύπωσις διακοπών, μιά έντύπωσις καλοκαιρινή, μέ άνδρες ντυμένους μέ θερινά ροΟχα, μέ πολύχρωμες όμπρέλλες στήν Αμμουδιά, μέ παιδιά πού έπαιζαν μέ κουβαδάκια καί δίχτυα γιά γαρίδες, με άχιβάδες, μέ πλανόδιους πωλητές τκ>ύ πουλούσαν μικρά καραβάκια καί Αλλα άναμνησΐΐκά άντικείμενα, μιά έντύπωσις μικρής παραθαλάσσιας ταβέρνας όπου εύρισκε κανείς νά φάη στρείδια καί Αλλα θαλασσινά... Βέβαια τό ήξερε ότι όλες αύτές οί έντυπώσεις 10
του δέν ήτανε παρά ψευδαισθήσεις, μά παρά τό γεγονός αύτό, κάθε φορά πού πλησίαζε στήν θά λασσα, ό Μαιγκρέ πίστευε ότι ζοΟσε σβ Εναν κόσμο τεχνητό, όχι σοβαρό όπου τίποτε τό αξιοπρόσεκτο δέν μπορούσε νά συμβή. Τό καλοκαίρι ήτανε σχεδόν περασμένο* Τετάρτη, 6 Σεπτεμβρίου άνέγραφε τό ήμερολόγιο καί 6 Μαιγκρέ, δέν είχε βρεί άκόμη τήν εύκαιρία νά πάη μέ τήν γυναίκα του κάπου, γιά τό καλοκαίρι, νά περάση λίγες ημέρες διακοπών. Τήν προηγουμένη μέρα, κατά τΙς Ενδεκα τό πρωί, ό γέρος ό κλητήρας του, είχε μπή στό γραφείο του στήν Γενική ’Ασφάλεια, κρατώντας Ενα Επισκεπτήριο μέ μαύρο, πένθιμο πε ριθώριο. Ό Μαιγκρέ είχε διαβάσει : ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ, χήρα ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΥ Μ ΠΕΣΣΟΝ Β ι λ λ ί τ σ α — ΕΤΡΕΤΑ — 'Εμένα ζητά αυτή ή κυρία; Εμένα προσωπικά; — ΠαρακαλεΤ πολύ νά τήν δεχθήτε. Εστω και γιά δυο λεπτά. Λέει πώς ήρθε άπό τό Έτρετά, ειδικά γιά νά σάς συνάντηση. — Τί σόϊ γυναίκα είναι; — Μιά γριούλα, μά γριούλα χαριτωμένη. Πραγματικά, όταν ή έπισκέπτρια μπήκε στό γρα φείο του, ό Μαιγκρέ άντελήφθη ότι ό κλητήρας του είχε δίκαιο. Ή τανε μιά άπό τίς πιό χαριτωμένες γριές πού θά μπορούσε κανείς νά φανταστή, μ’ Ενα πρόσωπο ροδαλό καί χαρακτηριστικά λεπτά, μέ μαλλιά κατάλευκα, τόσο ζωηρή καί χαριτωμένη πού εδινε μάλλον τήν έντύπωσι πώς πρόκειται γιά ήθοποιό πού όποδύεταί μιά γριά κυρία, παρά γιά μιά γυναίκα πραγματικά ήλικιωμένη. — Δέν μέ γνωρίζετε βέβαια κύριε άστυνόμε, τοΟ είπε καί γι' αύτόν τον λόγο Εκτιμώ άκόμη περισσό τερο τήν χάρι πού μού κάνετε νά μέ δεχθήτε στό γραφείο σας, μά Εγώ σάς γνωρίζω πολύ καλά γιατί Π
χρόνια και χρόνια παρακολουθώ στις έφη μερίδες τις άστυνομικές σας έρευνες. — Καλοσύνη σας κυρία μου... εΐπε ό Μαιγκρε τυπικά. *— Σάς παρακαλώ* "Αν τυχόν μ* έπισκεφθήτε στό σπίτι μου, όπως τό ελπίζω, θά σάς δείξω δεκάδες άπό αποκόμματα έφημερίβων πού τά έχω φυλάξει, αποκόμματα πού μιλούν για σάς. — Σάς εόχαριστώ πολύ. — Τό όνομά μου εΐναι Βαλεντίνη Μπεσσόν, Ενα όνομα πού δέν σάς θυμίζει τίποτε βέβαια, μά πρέπει νά σάς πώ, γιά νά κατατοπισθήτε, ότι είμαι ή χήρα τού Φερδινάνδου Μπεσσόν, πού είχε άλλοτε Ενα εργοστάσιο καλλυντικών καί είχε λανσάρει τήν κρέμα προσώπου «Ζουβά». Ναί, ό Μαιγκρε θυμότανε πολύ καλά τήν περί φημη κρέμα προσώπου «Ζουβά». "Οταν ήτανε νέος, θυμότανε τΙς διαφημίσεις στις εφημερίδες γιά την κρέμα «Ζουβά» καί θυμότανε ακόμα είδικώτερα, δτι ή μητέρα του χρησιμοποιούσε «Ζουβά», όταν ήτανε νά πάη κάπου στολισμένη καί καλοντυμένη. Ή ηλικιωμένη κυρία πού τού μιλούσε, ήτανε ντυμένη μέ κάποια έκζήτησι καί μ’ όλο πού φαινό τανε κάπως παρωχημένης μόδας ήτανε αρκετά κομψή καί φορούσε πολλά κοσμήματα. — Σάς άκούω κυρία μου, είπε ό Μαιγκρε. — Έδώ καί πέντε χρόνια πού πέθανε ό άνδρας μου, ζώ μόνη μου στό Έτρετά σ' tv α μικρό, δικό μου σπιτάκι. Γιά νά είμαι ειλικρινέστερη. Εως τήν νύχτα τής περασμένης Κυριακής, ζούσα μαζύ μέ μια όπηρέτρια πού τήν έχω έδώ καί πολλά χρόνια, μιά κόρη τού χωριού, άπ3 έδώ. Τήν νύχτα τής Κυριακής πρός τήν Δευτέρα, ή δπηρετριά μου αύτή πέθανε, κύριε αστυνόμε, καί έχω τήν γνώμη δτι ό θάνατος πού τήν βρήκε, προωριζότανε γιά μένα κι' αύτός είναι ό λόγος γιά τόν όποιον ήρθα νά σάς δώ καί νά ζητήσω την βοήθειά σας. Δέν είχε ύφος δραματικό ή συμπαθητική γριού12
λα. ’Απεναντίας συνώδευε τά λόγια της μ’ ένα ανάλαφρο χαμόγελο» σαν νά ζητούσε συγγνώμη πού μιλούσε για Ενα τραγικό θέμα. — Δέν είμαι τρελλή κύριε άστυνόμε, σάς βε βαιώνω πώς είμαι πολύ καλά στην ύγεία μου καί στά μυαλά μου. Δέν είμαι ούτε καν αυτό πού λένε : μια γριά με φαντασιοπληξίες! Ό τα ν σάς λέω ότι ή Ρόζα — είναι τό όνομα τής όπηρετρίας μου — πέθανε στην θέσι μου, εΐμαι βέβαιη ότι δέν γελιέμαι. Μου έπιτρέπετε νά σάς διηγηθώ όλη την ιστορία όπως έγινε; — Σάς παρακαλώ» μάλιστα. — Έδώ καί είκοσι χρόνια, ύποφερω άπό άϋπνίες καί παίρνω ένα φάρμακο ύπνωτικό για νά μπορώ νά κοτμάμαι. Είναι ένα φάρμακο υγρό, μάλλον πικρό μα ή πίκρα του κάπως έξουδετερώνεται άπό μιά γεύσι γλυκάνισου, Αΰτά τά ξέρω γιατί ό μακαρίτης ό άνδρας μου ήτανε φαρμακοποιός. — Εξακολουθήστε κυρία μου. — Την περασμένη Κυριακή, όπως καί κάθε βράδυ, ετοίμασα χό ποτήρι μου με τις σταγόνες μου. Ή Ρόζα μοϋ τό έδωσε όταν ξάπλωσα στό κρεβάτι μου νά κοιμηθώ. Ή πια μιά γουλιά καί μοϋ φάνηκε πιο πικρό άπό ό,τι ήτανε συνήθως. Είπα στήν Ρόζα: Φαίνεται πώς Ερριξα κατά λάθος περισσότερες στα γόνες. Δέν θά τό πιώ, πάρ* το Ρόζα. Ή Ρόζα με καληνύκτισε καί παίρνοντας τό πο τήρι, Εφυγε. Θέλησε μήπως νά τό δοκιμάση; Τό ήπιε όλο; Δέν αποκλείεται γιατί τό ποτήρι μου βρέθηκε άδειο στό δωμάτιό της. — Τί συνέβη ύστερα; — Κατά τις δύο μετά τά μεσάνυχτα, ξύπνησα άπό κάτι βογγητά, γιατί ή έπαυλίς μου δέν είναι μεγάλη καί εύκολα άκούγεται μιά φωνή άπό τό ένα δωμάτιο στό άλλο. Σηκώθηκα άνήσυχη καί βρήκα τήν κόρη μου πού είχε ξυπνήσει κι’ α ύτή ... — Συγγνώμη, μοϋ είπατε ότι ζήτε μόνη στό σπίτι σας μέ τήν ύπηρέτριά σας. 13
— Ναί, τήν περασμένη Κυριακή όμως, ήτανε ή μέρα τών γενεθλίων μου, 3 Σεπτεμβρίου καί ή κόρη μου είχε Ερθει άπό τό Παρίσι νά μ’ έπισκεφθή. Έ τσι τήν κράτησα νά κοιμηθή τήν νύχτα μαζύ μου. Γιά νά μήν κάνω κατάχρησι τοΟ χρόνου σας, κύριε άστυνόμε, βρήκαμε τήν Ρόζα Ετοιμοθάνατη στό κρε βάτι της. Ή κόρη μου έτρεξε νά είδοποιήση τόν γιατρό μας, κ. Ζολλύ και όταν 6 γιατρός Εφτασε, ή Ρόζα είχε πεθάνει μέ σπασμούς χαρακτηριστικούς δηλητηριάσεως. Ό γιατρός 6έν έδ ίσιασε νά μάς πή 6τι ή καημένη ή Οπηρετρια είχε πεθάνει δηλη τηριασμένη μέ άρσενικό. Δέν είχε κανένα λόγο ν* αύτοκτονήση,εΤχε φάει δ,τι είχαμε φάει κι* έμεϊς... γι’ αύτό συμπεραίνω δτι τό δηλητήριο βρισκότανε μέσα στό ποτήρι πού έπρόκειτο νά πιώ έγώ! — Ύποπτεύεσθε κανένα πού θά είχε λόγους νά προκαλέση τόν θάνατό σας; — Πώς θέλετε νά ύποψιάζωμαι κανέναν; Ό για τρός Ζολλύ, πού είναι παλαιός οικογενειακός για τρός καί φίλος, πού είχε περιποιηθή τόν συχωρε μένο τόν άνδρα μου, τηλεφώνησε αμέσως στήν Χάβρη καί τήν Επομένη, τήν Δευτέρα πρωΐ πρωΓ, έφτασε ένας Επιθεωρητής. — Μήπως ξέρετε τό όνομα τοΟ έπιθεωρητού; — Επιθεωρητής Κασταίν. Έ νας μελαχροινός μέ πρόσωπο λίγο κόκκινο. — Τόν γνωρίζω. Τΐ σδς είπε; — Δέν είπε τίποτε. Κάνει μιά έρευνα στό χωριό. Φυσικά πήρανε τό πτώμα στή Χάβρη, γιά τήν νε κροψία. Έ να κουδούνισμα στό τηλέφωνο τήν διέκοψε. Ό Μαιγκρέ σήκωσε τό ακουστικό. ’Ήτανε ό Διευ θυντής τής Γενικής ’Ασφαλείας, ό προϊστάμενός του. — Μπορείς νά ’ρθης μια στιγμή στό γραφείο μου Μαιγκρέ, νά μιλήσωμε; — Τώρα άμέσως κύριε διευθυντή; — "Αν είναι δυνατόν. 14
Ό Μαιγκρέ ζήτησε συγγνώμην Από τήν γριά κυρία και πήγε στό γραφείο τσϋ 1Αρχηγού, — "Εχεις κέφι Μαιγκρέ, νά παραθερίσης λίγες μέρες κοντά στην θάλασσα; Ό Μαιγκρέ σχεδόν άθελα του άπήντησε ; — Μήπως στό Έτρετά; — Μπά; Ξέρεις τίποτε; — Ν ομίζω ... Γιά έξακολουθήστε... — Μοϋ τηλεφώνησε πριν από λίγο 6 Υπουργός τής ‘Ασφαλείας, Γνωρίζεις κάποιον Σάρλ Μπεσσόν; — Αυτόν πού εΐχε λανσάρει τήν κρέμα «Ζουβά»; — "Οχι. Αυτός πού λές είναι ό πατέρας Μπεσ σόν. Πρόκειται γιά τόν γυιό του, τόν Σάρλ Μπεσσόν πού έδώ και δυό χρόνια είναι βουλευτής τού νομού τού Κάτω Σηκουάνα. — Ή μητέρα του ζή στό Έτρετά; — Δέν είναι μητέρα του, είναι μητρυιά του. Είναι ή δεύτερη γυναίκα τού πατέρα του. Έγώ δέν τά ήξερα αΰτά. Τώρα τά έμαθα από τό τηλεφώνημα τοΟ όπουργού. Φαίνεται δτι αυτός ό Σάρλ Μπεσσόν, πού είναι βουλευτής, άπετάθη στον ύπουργό καί τόν παρεκάλεσε νά πδς έσύ στό Έτρετά νά Ασχοληθής μέ μιά ύπόθεσι πού φαίνεται κάπως μυστηριώδης. — Ξέρω. *Η Οπηρέτρια τής μητρυιάς του δηλη τηριάσθηκε τήν νύκτα τής Κ υριακής... — Πού τό ξέρεις; Διάβασες καμμιά τοπική έφημερίδα; — "Οχι, μά ή γηραιά κυρία, ή χήρα τού Μπεσ σόν, ή μητρυιά τού Σάρλ βρίσκεται στό γραφείο μου. — Γιά νά σέ παρακαλέση νά π&ς στό Έτρετά; — ’Ακριβώς. ΤΗρθε έπίτηδες άπό τό Έτρετά γιά νά με συνάντηση, γεγονός πού φανερώνει δτι Αγνοεί τό διάβημα τού προγονού της. — Και τί Αποφασίζεις; 15
— 'Εγώ; ’Από σάς έξαρτάται. . . "Αν μού πήτε νά πάω, θά πάω. --------ο-------Αύτός ήτανε 6 λόγος γιά τόν όποιον ό Μαιγκρέ εύρέθηκε τρεις μέρες μετά τόν Θάνατο τής Ρόζος, την Τετάρτη τό πρωί στις όκτώ και μισή, σβ αύτόν τόν Ενδιάμεσο σιδηροδρομικό σταθμό ΜπρεωτέΜπεζβίλ καί άνέβαινε σ’ έκεΐνο τό μικρό, κωμικό τοπικό τραίνο, γιά νά πάη στό Έτρετά. Σ' όλη τήν διάρκεια τής διαδρομής, ό Μαιγκρέ Εσκυβε διαρκώς άπό τό παράθυρο τού τραίνου, γιά ν’ άντικρύση μιά ώρα νωρίτερα τήν θάλασσα πού τόσο τήν έπιθυμοΰοε... "Οσο προχωρούσε τό τραίνο, τόσο ό ουρανός καθάριζε και γινότανε γαλάζιος, μέ λίγα μικρά λευκά κι1 άθώα συννεφάκια. Ό Μαιγκρέ είχε τηλεφωνήσει στην ’Αστυνομία τής Χάβρης, νά ειδοποιήσουν τόν έπιθεωρητή Κασταιν γιά τήν άφιξί του, μά όταν τό τοπικό τραϊνο έφτασε στον σταθμό τού Έτρετά, ό Μαιγκρέ άδικα άναζήτησε νά ίδή τόν Κασταίν’στόν σταθμό. "Εβλεπε έκεΐ γυναίκες ντυμένες με λεπτά καλοκαιρινά φορέ ματα, παιδιά μισόγυμνα μέ τις μπάλλες τους καί τά δίχτυα τους, μά 6 έπιθεωρητής Κασταίν δεν φαινό τανε πουθενά. Ό σταθμάρχης κοίταζε όλο αύτό τό πλήθος σάν ν’ άναζητούσε κάποιον. Τέλος κοντο ζύγωσε τόν Μαιγκρέ καί τόν ρώτησε : — Μήπως κατά τύχην εϊσαστε ό κύριος Μαιγκρέ; — Κατά τύχην, έγώ είμαι... τού άποκρίθηκε ό αστυνομικός. — Θαυμάσια... έχω ένα γράμμα γιά σάς. Ό ρίστε. Καί ό σταθμάρχης του έδωσε ένα φάκελλο. Τού έγραφε ό Κασταίν : «Με συγχωρεϊτε πού δέν βρίσκομαι στον στα θμό να σάς ύποδεχθώ. "Εχω πάει στήν κηδεία, στό 16
Ύπόρ. Σάς συνιστώ τα «Ό τέλ ντέ-ζ-Άνγκλαί» οπού ελπίζω νά ’ρθω κι3 εγώ το μεσημέρι νά φάω και νά σάς κατατοπίσω». Ό Μαιγκρέ κοίταξε τήν ώρα too : ήτανε δέκα. Μέ τήν βαλίτσα ταυ στό χέρι, μιά έλαφρά βαλίτσα, περπάτησε ώς τό ξενοδοχείο πού τού ύπεδείκνυε ό Κασταίν, πού βρισκότανε κοντά στήν Ακρογιαλιά. "Ομως δέν μπήκε άμέσως στό ξενοδοχείο. Προτί μησε, μέ τήν βαλίτσα του στό χέρι, να κάνη μιά βόλτα στήν Ακροθαλασσιά, περπατώντας έπάνω στά χαλίκια όπου έπαιζαν τά παιδιά, ένώ μερικοί νέοι καί νέες έχόρευαν μέσα στά κύματα* άλλοι μεγαλύ τεροι τους έπαιζαν τέννις σ’ ένα γειτονικό γήπεδο και μερικές ήλικιωμένες κυρίες έπλεκαν καθισμένες σέ Αναπαυτικές ψάθινες πολυθρόνες, κάτω άπό με γάλες όμπρέλλες. Θυμότανε τά νειάτα του ό Μαιγκρέ έκεϊνες τις στιγμές στήν ακρογιαλιά. Θυμότανε σαν ήτανε μα θητής, πού δεν είχε ίδεϊ ποτέ του θάλασσα, πού περίμενε τούς πλούσιους συμμαθητές του νά γυρί σουν άπό τις διακοπές τους σέ παραθαλάσσια μέρη, για ν" άκούση νά τού διηγούνται εύθυμες ίστορίες τής Ακρογιαλιάς, νά τού δείξουν διάφορες Αχιβάδες πού είχανε στις τσέπες τους καί νά τούς θαυμάση μαυρισμένους άπό τόν ήλιο. Στάθηκε λίγο στήν Ακρογιαλιά καί ύστερα πήγε στό ξενοδοχείο όπου θά έμενε. Ό ξενοδόχος τόν ρώτησε : — Λογαριάζετε νά μείνετε πολλές μέρες έδώ; — Δέν ξέρω Ακόμη, είπε ό Μαιγκρέ. — ”Αν σας έρωτώ δεν τό κάνω άπό περιέργεια, μά γιατί τό ξενοδοχείο μας κλείνει στίς 15 Σεπτεμ βρίου . . . — Λοιπόν; — Καί σήμερα έχομε 6 Σεπτεμβρίου. Ναί, σέ λίγες μέρες όλα θά κλείνανε, ολα θά τελειώνανε, όλα θά χανόντουσαν όπως χάνεται ή σκηνογραφία ένός θεάτρου όταν κλείνη ή αύλαία. 17
Ούτε τά μαγαζάκτα πού πουλούσαν παιγνίδια και ένθύμια, ούτε τά μικρά ζαχαροπλαστεία τής άκρογιαλιάς, πού θά έμενε πλέον άδεια, παραδομένη στά κύματα καί τούς γλάρους. — Γνωρίζετε τήν κυρία Μπεσσόν; ρώτησε 6 Μαιγκρέ τόν ξενοδόχο. — Τήν Βαλεντίνη; Πώς δέν τήν γνωρίζω; Είναι χωριανή μας, Έδώ έχει γεννηθή καί ό πατέρας της ήτανε ψαράς. Βέβαια δέν τήν θυμάμαι σαν ήτανε κοριτσάκι, γιατί έγώ είμαι νεώτερός της, μά τήν θυμάμαι μεγαλούτσικη κάπως δταν ήτανε ύπάλληλος στό ζαχαροπλαστείο πού είχανε δυό άδελφές Σερέ. Ή μία έχει πεθάνει, χρόνια τώρα. Ή άλλη ζή καί πρέπει νά είναι κάπου 90-92 έτών. Το σπίτι τής γριάς είναι όχι μακρυά άπό τό σπίτι τής Βαλεντίνης, μέ μπλέ κάγκελλα γύρω γύρω στόν κήπο τ η ς . , . Θέλετε νά μοΟ δώσετε τά στοιχεία σας νά συμπλη ρώσω τό δελτίο σας; Ό Μαιγκρέ τού έδωσε τήν ταυτότητά του καί ό ξενοδόχος τήν διάβασε : — Μπβ; ΕΤσαστε ό Μαιγκρέ ό άστυνομικός; Καί έρχόσαστε στό 'Ετρετά γΓ αύτήν τήν ιστορία; — Ό έπιθεωρητής ΚασταΙν μένει έδώ, στό ξε νοδοχείο σας; ρώτησε ό Μαιγκρέ. < — Δηλαδή, τρώει έδώ, μά κάθε βράδυ γυρίζει στήν Χάβρη. — Αύτόν περιμένω. — Έ χ ε ι πάει στό Ύπόρ, γιά τήν κηδεία. — Τό ξέρω. — Έ χετε τήν γνώμη ότι κάποιος θέλησε νά φαρμακώση τήν Βαλεντίνη; — ‘Ακόμη δέν μελέτησα τήν ύπόθεσι, — "Αν είναι έτσι, κάποιος άπό τήν φαμίλλια της θά θέλησε νά τήν ξεπαστρέψη.. , — Εννοείτε τήν κόρη της; — Δέν έννοώ κανέναν προσωπικά. Εϊλιχρινώς δέν ξέρω. "Ήτανε τόσο πολλοί μαζεμένοι στήν «Βιλλίτσα» τήν περασμένη Κυριακή! Καί είλικρινώς δέν 18
μπορώ να καταλάβω ποιος θά μπορούσε νά 0έλη τδ κακδ τής Βαλεντίνης. Δέν μπορείτε νά φαντασθήτε πόσα καλά δχει κάνει στόν κόσμο, τόν καιρό που ζούσε ό άντρας της και ήτανε π λούσ ια.,. ΚΓ άκόμα δίνει. KV άχόμα βοηθάει ή κ σ κ ο ^ϊρ α μ* όλο πού δέν είναι παραλοΟ... Ύστερ* άπό λίγο, ό Μαιγκρέ πήγε νά κάνη μόνος του έναν περίπατο στά λιόλουστα δρομάκια τής μικρής πόλεως καί, στήν πλατεία τής Δημαρχίας, είδε τήν βιτρίνα ένός ζαχαροπλαστείου μέ μιά πι νακίδα : Ζαχαροπλαστείο Μ ω ρ έ ν , πρώην Αδελ φών Σερέ. — Χ μ ... σκέφτηκε, αύτό είναι τό παλιό ζαχα ροπλαστείο πού είχανε οί 5υό άδελφές Σερέ, άπό τις όποίες ή μία είναι σήμερα 92 έτώ ν... Ζήτησε άπό ένα μικρό νά τού δείξη πού ήτανε αύτό τό σπίτι τής Βαλεντίνης Μπεσσόν, ή «Βιλλίτσα» καί ό μικρός τοϋ έδειξε ένα ανηφορικό δρο μάκι πρός τόν λόφο, τριγυρισμένο άπό μικρές κομ ψές έπαόλεις καί σπιτάκια μέ περιβόλια. Βρήκε τό σπίτι πού ζητούσε, αΰτήν την «Βιλλίτσαν) καί στάθηκε νά τήν κοιτάξη άπό μακρυά. Ά πό τήν καπνοδόχο τού σπιτιού ένας έλαφρός καπνός Ανέβαινε στόν ούρανό καί σκορπιζότανε. Ό τα ν γύρισε στό ξενοδοχείο, 6 έπιθεωρητής Κασταίν τόν περίμενε στήν πόρτα. Μπροστά στό πεζοδρόμιο, ένα μαύρο αύτοκινητάκι «Σίμκα» ήτανε παρκαρισμένο. — Καλώς ώρίσατε κύριε Αστυνόμε, είπε ό έπιΟεωρητής στόν Μαιγκρέ. Κάνατε καλό ταξίδι; Πολύ ατενοχωρέθηκα πού δέν μπόρεσα νά "ρθω στόν στα θμό νά σας ύποδεχτώ, μά σκέφτηκα πώς θά είχε κάποιο ένδιαφέρον ή κηδεία τής ύπηρέτριας. "Έχω ακούσει νά λένε ότι αύτό είναι καί τό δικό σας σύστημα. — Συνέβη τίποτε στήν κηδεία; Ξεκίνησαν κάνοντας ένα περίπατο κατά μήκος τής άκρογιαλιδς. 19
— Τίποτε τό συγκεκριμένο καί όμως δεν μοΟ άρεσε πολύ ή άτμόσφαιρα πού έπικρατούσε. Κατα λάβαινε κανείς ότι κ ά τ ι τό μυστηριώδες ύπαρχε στόν άέρα **. — Πότε έφεραν τόν νεκρό της μικρής από τό νεκροτομείο τής Χάβρης; — Σήμερα τό πρωί. Παραλάβανε τό φέρετρο οί γονείς τού κοριτσιού πού είχαν έρθει μέ μιά καμιονέττα γιά νά τό μεταφέρουν στό Ύπόρ. — Πώς είναι τό έπώνυμό τους; — Τροσύ. . . Είναι ένα έπώνυμο πολύ συνηθι σμένο σ’ αύτά τά μέρη. Υπάρχουν ένα σωρό οικο γένειες Τροσύ. Καί είναι όλοι ψαράδες. *0 πατέρας ψάρευε χρόνια ρέγγες στό Φ εκάν... Τώρα τόν Αντι καθιστούν στό ψάρεμα τά δυο μεγάλα του άγόρια. — Είχε πολλά παιδιά; — Τέσσερα ή πέντε. Αύτά τά δυό άγόρια πού σάς. είπα καί τρία κορίτσια. Τό μεγαλύτερο ήτανε ή Ρόζα. — *Η μακαρίτισσα; — 'Ακριβώς. 'Υπάρχουν άκόμη δύο ή τρεις κοπέλλες από τις όποιες ή μία εργάζεται σερβιτόρα σ’ ένα καφενείο στην Χάβρη. Ό έπιθεωρητής Κασταίν είχε μαλλιά σκληρά καί όρθια, μέτωπο στενό καί ήτανε λίγο έπίμονος στις ιδέες του. ■— "Εξη χρόνια είμαι εδώ στην Χάβρη, είπε στόν Μαιγκρέ, εξη χρόνια κτενίζω τήν περιοχή καί τούς ξέρω όλους άπ* έξω τα άνακατωτά. Οί κάτοικοι έδώ είναι άνθρωποι καλοί καί δείχνουν σεβασμό στους άλλους. Βέβαια ύπάρχουν καί με ρικοί πού είναι σκληροί καί δύσπιστοι, γεμάτοι μίσος. ΕΙλικρινώς δέν ξέρω σέ ποια κατηγορία νά κατατάξω αύτήν τήν οικογένεια Τροσύ, ιιά σήμερα τό πρωί, στην κηδεία, ή άτμόσφαιρα ήτανε ψυχρή, σχεδόν άπειλητική κατά τής Βαλεντίνης Μπεσσόν. — Π ερίεργο... είπε ό Μαιγκρέ. — Γιατί περίεργο, κύριε Αστυνόμε; 20
— Μού λέγανε δτι αύτή ή γριά κυρία ήτανε πολύ αγαπητή στό Έτρετά. — Στό Έτρετά μπορεί, μά στό Ύπόρ όπου έγινε ή κηδεία, δχι. Καί μήν ξεχνάτε δτι μπορεί νά τήν αγαπούσανε πριν πεθώνη ή μικρή Ρόζα. — Ή τανε λοιπόν στην κηδεία ή κυρία Βαλεντίνη Μπεσσόν; — Στήν πρώτη σειρά. Μερικοί τήν άποκαλούν πυργοδέσποινα, γιατί κάποτε εΐχε Ενα πύργο, νο μίζω, στήν Σολόνιε. Τήν έχετε γνωρίσει; — Ή ρθε στό Παρίσι καί μέ συνήντησε. — Μού είχε πει δτι θά πήγαινε στό Παρίσι, μά δέν μού διευκρίνησε δτι θά πήγαινε σέ σάς. Τΐ σκέπτεσθε γι’ αύτήν; — Πρός τό παρόν τίποτε. — ’Άλλοτε ήτανε πολύ πλούσια. Βαθύπλουτη πραγματικά. Είχε δικό της μέγαρο στό Παρίσι, στήν λεωφόρο ’ϊενά, είχε τόν πύργο της, είχε γιώτ δικό της καί είχε κι* αύτήν τήν «Βιλλίτσα» γιά νά περνά μερικές μέρες τόν χρόνο στό χωριό. — Ερχότανε τακτικά έδώ; — Ερχότανε πότε πότε μά πολύ Επιδεικτικά. Είχε τό αύτοκίνητό της, μια πολυτελέστατη λιμουζίνα μέ σωφφέρ καί από πίσω, άλλο Ενα αύτοκίνητο μέ τίς άποσκευές της. 'Οταν πήγαινε στήν Εκκλησία τήν Κυριακή τό πρωί, Εκανε αΐσθησι. ΆρκεΤ νά σάς πώ δτι είχε δικό της στασίδι, πού τό Ενοίκιαζε μέ τόν χρόνο άπό τήν έκκλησία καί μοίραζε λεπτά στούς πτωχούς μέ τά δυό της χέρια. 'Οταν κανένας συντοπίτης, έδώ, βρισκότανε σέ οικονομικό άδιέξοδο, όλοι τόν συμβουλεύανε: Δέν πάς νά ζητήσης άπό τήν Βαλεντίνη; — Έ τσ ι τήν άποκαλοόσανε; Βαλεντίνη σκέτα; — Βαλεντίνη. ’Ιδίως οι γέροι τού χωριού πού είναι συνομήλικοί της. Και σήμερα άκόμη, Ετσι τήν ξέρουν κι* Ετσι τήν φωνάζουν... — Σήμερα στήν κηδεία πώς ήτανε; — Ή ρθε μέ ταξί, όπως άλλοτε Ερχότανε μέ τό 21
όμάξι της. Φαινότανε σαν να διηύθυνε αυτήν τήν κηδεία και τήν Ιεροτελεστία άκόμη. Έφερε μαζύ της μια τέτοια άγκαλιά λουλούδια, πού μπροστά τους ώχριάσανε τά λουλούδια των άλλων. — Δέν πρόσεξες τίποτε τό Ιδιαίτερο; — Δέν είμαι πολύ βέβαιος, μά έχω τήν έντΰπωσι ότι ή οικογένεια τής Ρόζας, οί Τροσύ, τήν στραβο κοιτάζανε με μίσος. Έπέμενε νά τούς συλλυπηθή όλους μέ χειραψίες, μά ό μπαμπάς Τροσύ τής έδωσε τό χέρι του μέ δισταγμό, σαν νά μήν ήθελε. Ό σ ο γιά τόν μεγάλο του γυιό, τόν 'ΑνρΙ, αύτός τής γύρισε τήν πλάτη φανερά. —Μαζύ με τήν κυρία Βαλενιίνη. ήτανε και ή κόρη της; — "Οχι. Είχε γυρίσει στο Παρίσι μέ τό Απογευ ματινό τραίνο, τήν Δευτέρα. Δεν είχα κανένα δι καίωμα νά τήν κρατήσω... Θά έχετε βέβαια κατα λάβει πώς έχω πελαγώσει σ* αύτήν τήν ιστορία. Όμως φαντάζομαι ότι θά πρέπη νά τήν άνακρίνωμε πάλι. Πώς είναι αύτή; Όμορφη, άσχημη, συμπαθη τική άπλώς; — Είναι τριανταοκτάρα, μά δείχνει γιά είκοσι πέντε, τόσο πού είναι όμορφη. Φαντάζομαι ότι καί ή μητέρα της, ή κυρία Βαλεντίνη σ* αύτήν τήν ήλικία έτσι θά ή τανε... πολύ όμορφη.Έ χει κάτι με γάλα έκφραστικά μάτια πού θαρρείς πώς είναι μάτια παιδιάστικα. Ό μω ς δέν φαίνεται καί νά πιστεύη στήν άμεμπτη ήθική. . . — Γιατί τό λές αυτό; — Δ ιό τι... τήν νύχτα έκείνη, τής Κυριακής πρός τήν Δευτέρα, τήν νύχτα δη^Λδή πού πέθανε ή Ρόζα, κάποιος άντρας, πού δ ε ν ήτανε ό άντρας της, κοιμήθηκε στό δωμάτιό της, στήν Β ι λ λ ί τ σ α. — Στό είπε ή ίδια; — Τό άνεκάλυψα έκ των ύστερων, μά ήτανε πολύ αργά γιά νά τής ζητήσω έξηγήσεις. Πρέπει νά σάς ιά διηγηθώ αύτά μέ τό νθ καί μέ τό σίγμα. *Η όλη 22
ύπόθεσις είναι πολύ πιό μπερδεμένη άπ’ όσο φαί νεται και γι’ αύτό Αναγκάστηκα νά κρατήσω ση μειώσεις. Θέλετε νά σάς τΙς διαβάσω; Καί 6 έπιθεωρητής Κασταιν έβγαλε άπό την τσέπη του ένα κομψό σημειωματάριο δεμένο μέ κόκ κινο δέρμα, πού ήτανε μιά τέλεια άντίθεσις μέ τό φτηνό σημειωματάριο πού χρησιμοποιούσε ό Μαιγκρέ. — Μάς ειδοποίησαν στήν 'Αστυνομία τής Χάβρης τήν Δευτέρα στις έπτά τό πρωί ότι είχε βρεθή νεκρή ή Ρόζο στο σπίτι τής Βαλεντίνης Μπεσσόν. ’Εγώ έπήγα στό γραφείο μου κατά τις όκτώ καί βρήκα τό σημείωμα. Έφυγα άμέσως μέ τό αύτοκινητάκι μου καί κατά τις έννέα ήμουν έδώ. Τήν στιγμή πού έφτανα, όΣάρλ Μπεσσόν κατέβαινε άπό τό αμάξι του. — Κατοικεί στό Φεκάν; — Έ χει δικό του σπίτι στό Φεκάν καί ή οικογέ νεια του μένει έκεί όλοχρονίς, μά ό ΤΒιος, άπό τόν καιρό πού βγήκε βουλευτής, περνά ένα χρονικό διά στημα τοΟ έτους στό Παρίσι, όπου κρατά ένα δια μέρισμα στήν λεωφόρο Ρασπάϊγ. Ό λ η τήν ήμέρα τής Κυριακής, τήν πέρασε έδώ, μέ τήν γυναίκα του καί τά τέσσερα παιδιά του. — Αύτός ό Σάρλ Μπεσσόν δεν είναι γυιός τής Βαλεντίνης, δεν είναι έτσι; — Ό χ ι, είναι προγονός της, παιδί τού Μπεσσόν άπό τήν πρώτη του γυναίκα. Ή Βαλεντίνη Μπεσσόν δέν έχει κάνει άγόρια. Μόνο μιά κόρη, τήν Άρλέττα πού είναι παντρεμένη μ’ έναν όδοντίατρο στό Παρίσι. — Ό όδοντίατρος ήτανε κι' αύτός έδώ, τήν Κυριακή; — Ό χ ι, ή Άρλέττα ήρθε μόνη της. "Ητανε ή ήμέρα τών γενεθλίων τής μητέρας της. Φαίνεται πώς είναι οικογενειακή παράδοστς νά μαζεόωνται όλοι έδώ στα γενέθλια τής μαμάς. Ό τα ν τήν έρώτησα μέ ποιό τραίνο είχε έλθει, μου άποκρίθηκε 23
μέ τό π ρ ω ι ν ό , δηλαδή με τό ίδιο πού ήρθατε καί σείς. — ΚΓ ήτανε αλήθεια; — Ό χ ι ψέμα καί θά τό δήτε άργότερα. "Οταν τό πρωί τής Δευτέρας τό πτώμα είχε μεταφερθή στην Χάβρη γιά τήν νεκροψία, πρώτη μου δουλειά ήτανε νά έπισκεφθώ δλα τά δωμάτια τοθ σπιτιού. Δέν είναι εύκολη δουλειά, γιατί ναι μέν τό σπίτι είναι μικρό και μαζεμένο, μώ είναι γεμάτο γωνιές, διαδρόμους, έπιπλα εύθραυστα καί κομψοτεχνήματα. Εκτός άπό τό δωμάτιο τής Βαλεντίνης καί τό δωμά τιο τής υπηρεσίας στο πρώτο πάτωμα, όπάρχει κΓ ένα δωμάτιο γιά κανένα φιλοξενούμενο στό ισό γειο. Σ* αύτό τό δωμάτιο έμεινε ή Άρλέττα. "Οταν μετακίνησα λίγο τό κομμοδΐνο, βρήκα άπό κάτω ένα άνδρικό μαντήλι καί μού δημιουργήθηκε ή έντύπωσις ότι ή Άρλέττα μόλις τό είδε ταράχτηκε. ΜοΟ τό άρπαξε άπό τά χέρια μου καί μοΰ είπε : Πήρα πάλι κατά λάθος ένα μαντήλι τού άντρα μου. Δέν ξέρω γιατί έκείνη τήν στιγμή δέν σκέφτηκα τίποτε τό κακό, μά τό, βράδυ μονάχα, δταν ή Ά ρ λέττα εΐχε φύγει πια, θυμήθηκα ΰτι είχα Ιδεΐ στό μαντήλι κεντημένο 6να γράμμα «Ε». Έγώ τήν είχα συνοδεύσει στόν σταθμό μέ τό αμαξάκι μου καί τήν είδα πού έβγαλε τό εισιτήριό της στήν θυρίδα. "Εκανα μιά βλακεία, τό ξέρω, γιατί δταν ανέβαινα στό άμάξι μου γιά νά φύγω, θυμήθηκα κάτι : Γιατί νά μήν είχε πάρει είσιτήριο μετ’ έπιστροφής άφοΟ θά έφευγε τήν έπομένη; Γύρισα πίσω στήν θυρίδα τών εισιτηρίων καί ρώτησα τόν ύπάλληλο : Αυτή ή κυρία πού πήρε τώρα δά τό εισιτήριό της, ήρθε μέ τό τραίνο τής δεκάτης πρωινής τήν Κυριακή τό πρωί; — Ποια κυρία; μ’ έρώτησε δ όπάλληλος. — Αύτή τήν όποια συνώδευα. — Ή κυρία Άρλέττα; ‘Η κόρη τής Βαλεντίνης; "Οχι κύριε. — Δέν ήρθε χτες, Κυριακή; 24
— Μπορεί νά ήρθε Κυριακή, μά όχι σιδηροδρο μικές. Την γνωρίζω καί έπειδή έγώ έμσζευα τά εισιτήρια, θά την άνεγνώριζα. Ό Κασταίν κοίταξε τόν άστυνόμο Μαιγκρέ πού φαινότανε λίγο άφηρημένος : — Με παρακολουθείτε; — Μά βέβαια, προχώρει, προχώ ρει... — Μήπως σάς λέω λεπτομέρειες περιττές; — ’Απεναντίας. 'Αλλως τε πρέπει νά συνηθίσω. — Σέ τί; — Σέ όλ’ αύτά. Στόν σταθμό, στά όνομα τα, στην Βαλεντίνη, στην Άρλέττα, στόν ύπάλληλο πού παίρ νει τά εισιτήρια, στην οίκογένεια Τ ρ ο σ ύ ... "Ισαμε χτές δεν ήξερα τίποτε άπ’ όλα αύτά. — Συνεχίζω λοιπόν. Ό τα ν έπέστρεψα στήν «Βιλλίτσα», έρώτησα την κυρία Βαλεντίνη, πώς λέγεται ό γαμπρός της, δ άντρας τής κόρης της Άρλέττας. Μου είπε ότι λέγεται Ζυλιέν Σύντρ, δύο λέξεις πού δεν άρχίζουν άπό Έψιλον. Γιατί λοιπόν ή ’Αρλέττα μού είχε πει ότι ήτανε μαντήλι τού συζύγου της; Οί δυο προγονοί τής κυρίας Βαλεντίνης ονομάζονται 6 ένας Τ ε 6 καί ό δεύτερος Σάρλ Μπεσσόν. Πάλι δέν άρχίζει κανένα όνομα άπό Έψιλον. — Πραγματικά. Καί δεν ύπάρχει κανείς πού τό όνομά του ν1 άρχίζη άπό Έψιλον; — Μονάχα ό κηπουρός πού λέγεται Έ μίλ. Μά ό κηπουρός έργάζεται μόνο τρεις μέρες τής έβδομάδος στό σπίτι και τήν Κυριακή δέν είναι ποτέ εκεί. "Αλλως τε βεβαιώθηκα ότι δεν χρησιμοποιεί μαντήλια μέ μπορντούρα κόκκινη. — Δέν ήτανε λοιπόν ούτε αυτός. — "Οχι. Έ τσ ι μή ξέροντας άπό πού ν’ άρχίσω τις έρευνες μου, θέλησα νά ρωτήσω μερικούς γνω στούς μου πολίτες κι’ έμαθα άπό ιόν πράκτορα τών εφημερίδων ότι ή ’Αρλέττα είχε φτάσει όχι μέ τό τραίνο, μά μ* Ενα μεγάλο αύτοκίνητο πράσινο. . . Κατάφερα έτσι νά μπώ σ’ ένα δρόμο. Ό Ιδιοκτήτης τοϋ πράσινου αύτοκινήτου είχε κρατήσει Ενα δωμά 25
τιο σ’ αύτό τό ξενοδοχείο πού σάς ύπέδειςα. — Τό Ό τέλ ντέ-ζ-Άνγκλαί; — 'Ακριβώς. Τό όνομά του, όπως έπληροφορήθηκα άπό τήν καριέλλα του πού συνεπλήρωσε στο ξενοδοχείο είναι Έρβέ Π εϋρό... — Έρβέ; ’Από έψιλον άρχίζει... — Μάλιστα. Καί εΐναι κρασέμπορος στό Παρίσι. Κάθεται στήν προκυμαία ντε Γκράν-ζ*Ώγκυστέν. — Κοιμήθηκε στό ξενοδοχείο ή ξενοκοιμήθηκε; — Καθότανε στό μπαρ τοϋ ξενοδοχείου έως δτου τό μπάρ έκλεισε λίγο πριν άπό ιά μεσάνυχτα καί ύστερα βγήκε, λέγοντας ότι θά έκανε μια βόλτα στήν άκρογιαλιά. - * Ά πό ιό ν νυκτοφύλακα Εμαθα 6τι έπέστρεψε στό ξενοδοχείο κατά τις δυό μίση μετά τά μεσάνυχτα. Φυσικά έρώτησα καί τόν υπη ρέτη τοΟ ξενοδοχείου πού γυαλίζει τά παπούτσια τών ένοικων καί μοϋ είπε ότι τά παπούτσια του Έρβέ Πεϋρό, είχανε πατήσει σέ κοκκινόχωμα. Τήν Τρίτη ιό πρωΐ, γύρισα πάλι στήν «Βιλλίτσα» καί κάτω άπό τό παράθυρο τού δωματίου όπου κοιμήθηκε ή Άρλέτια, βρήκα ίχνη άπό παπούτσια στό κοκκινό χωμα τοϋ παρτεριού τών λουλουδιών. Τί γνώμη έχετε; — Ακόμη καμμιά. — Ό σ ο γιά τόν Τεό Μ πεσσόν,.. — Ή τανε κι* αύτός έκεΐ; — Τήν νύχτα όχι. Θά καταλάβατε βέβαια, ότι οί δύο υιοί Μπεσσόν, ό Τεό καί ό Σάρλ είναι παιδιά τοϋ γέρο-Μπεσσόν άπό τόν πρώτο του γάμο και ότι δέν εΐναι μητέρα τους ή Βαλ^ντίνη. Αναγκάστηκα να κρατήσω σημειώσεις γιά τό γενεαλογικό δέντρο τών Μπεσσόν καί άν θέλετε μπορώ... — Ό χ ι τώρα φίλε μου, γιατί πεινάω. — Θά πάμε νά φάμε. Ή θελα μόνο νά σάς πώ ότι ό Τεό Μπεσσόν, πού είναι σήμερα σαράντα όκτώ έτών και άγαμος, γεροντο παλλήκαρο με άλλα λόγια, έδώ και δυό εβδομάδες βρίσκεται σιό Έτρετά, έδώ, γιά τις θερινές του διακοπές. 26
— Μένει στο σπίτι τής μητρυιάς του; — Ό χ ι. Ο0τε βλέπονται καθόλου μητρυιά καί προγονός. Νομίζω πώς είναι μαλωμένοι. Αύτός κρατά Ενα δωμάτιο στο ξενοδοχείο πού φαίνεται απέναντι, τό βλέπετε; στο ξενοδοχείο ιών Λευκών Βράχων. — Καί δέν πήγε καθόλου στήν Β ι λ λ ί τ σ α τής μητρυιάς ίου; — Νά σάς Εξηγήσω. "Οταν δ Σάρλ Μ πεσσόν... Ό καημένος ό Κασταίν προσπαθούσε νά έξηγήση στόν Μαιγκρέ τό οικογενειακό μπέρδεμα τής οικογένειας Μπεσσόν καί μπερδευότανε κι’ ό ίδιος. Κι’ εκείνος ό Μαιγκρέ είχε δνα ύφος σάν νά μην τόν πρόσεχε καθόλου. — Τήν Κυριακή τό πρωί, εξακολούθησε ό επι θεωρητής Κασταιν, δ Σάρλ Μπεσσόν έφτασε στό Έτρετά μέ ιή ν γυναίκα του καί τά τέσσερα παιδιά του. "Εχουν δικό τους αότοκίνητο, μια μεγάλη Πανάρ, παλαιό μοντέλλο. Ή Ά ρλέτια είχε φτάσει πριν άπ’ αύτούς. Φάγανε γιώ μεσημέρι όλοι μαζύ στήν Βιλλίισα της Βαλεντίνης. “Ύστερα ό Σάρλ Μπεσσόν, μαζύ μέ τά δυό του μεγαλύτερα παιδιά, ένα άγόρι δεκαπέντε χρόνων κι" Ενα κοριτσάκι όώδεκα, πήγανε στήν άκρογιαλιά για περίπατο, ένώ οί γυναίκες Εμειναν στό σπίτι νά κουβεντιάσουνε. — Γυναίκες λέγοντας, έννοεϊς τήν Βαλεντίνη, τήν κόρη της Άρλέττα καί τήν γυναίκα τού Σάρλ. — Μάλιστα. — Καί στήν άκρογιαλιά, συναντήθηκε ό Σάρλ μί; τόν άδελφό του τόν Τεό; — Τό μαντέψατε. Υποπτεύομαι ότι ό Σάρλ Μπεσσόν έπρότεινε αύτόν τόν περίπατο γιά νά βρή τήν εύκαιρία νά πάη στό μπάρ τού Καζίνου, νά mfl κανένα ποτήρι. Φαίνεται ότι τού άρέσει νά τό τσούζη, όπως λένε. Έ κεϊ θά άπάντησε τόν άδελφό του τόν Τεό, πού δεν ήξερε ότι βρίσκεται στό Έτρετά καί θά έπέμεινε νά τόν πάη στήν Βιλλίτσα νά συμ φιλιωθώ μέ τήν γριά, τήν μητρυιά τους καί 6 Τεό 27
θα δέχθηκε. Έ τσι τό βράδυ φάγανε δλοι μαζΟ : ’Αστακό καί £να μπουτάκι άρνίσιο. — Δεν άρρώστησε κανένας από τό φαγητό; — Κανείς. "Εξω από τήν φαμίλλια, δέν έπαρχε ατό σπίτι παρά μονάχα ή όπηρέτρια. — Ή Ρόζα ή μακαρίτισσα. — ’Ακριβώς κύριε Μαιγκρέ. Ό Σάρλ Μπεσσόν Εφυγε μέ τούς δικούς του, τήν γυναίκα του καί τά παιδιά του, κατά τις εννιά μίση τήν νύχτα. Τά δύο παιδιά είναι μεγάλα είπαμε, δεκαπέντε καί δώδεκα έτών. Τό τρίτο άγόρι πού είναι μόλις πέντε χρόνων, έως τήν ώρα τής άναχωρήσβως κοιμότανε στο δω μάτιο τής κυρίας Βαλεντίνης καί πριν μπούνε στό αότοκίνητο γιά νά φύγουν ταΐσανε καί τό μικρό, πού είναι έξη μηνών μέ μπιμπερόν γιατί έκλαιγε. — Πώς λέγεται ή γυναίκα τού Σάρλ Μπεσσόν; “ Πρέπει να λέγεται Έμιλιέν γιατί τήν φωνά ζουν Μιμή. — Μιμή, έπανέλαβε ό Μαιγκρέ σαν νά μάθαινε άπ’ έξω τό μάθημά του. — ElvaL μιά παχουλή μελαχροινή σαραντάρα. — Μελαχροινή παχουλή. . . καί φύγανε μέ τό αυτοκίνητό τους τήν Πανάρ, κατά τις εννιά καί μισή. — ’Ακριβώς. Ό Τεό έμεινε λίγο ακόμη στό σπίτι κι* ύστερα έφυγε καί αύτός. ”Ετσι δέν μείνανε παρά οί τρεις γυναίκες στήν Βιλλίτσα. — Ή Βαλεντίνη, ή κόρη της ή Άρλεττα και ή Ρόζα. — ’Ακριβώς. Ή Ρόζα έπλυνε τά πιάτα ενώ ή μητέρα και ή κόρη φλυαρούσαν. — Τά δωμάτια βρίσκονται δλα στον έπάνο> όρο φο; — Ό λα, πλήν ενός δωματίου για φιλοξενούμε νους, πού βρίσκεται στό Ισόγειο. Αύτοΰ τοϋ δωμα τίου τά παράθυρα βλέπουν στόν κήπο, όπως θά δήτε. Είναι ένα μικρό κουκλίστικο σπιτάκι μέ πολύ μικρά δωμάτια. 28
— Ή Άρλέττα δεν ανέβηκε στο δωμάτιο τής μητέρας της; — ‘Ανέβηκε κατά τις δέκα τό βράδυ, γιατί ή μητέρα της ήθελε νά τής δείξη ένα καινούργιο της φόρεμα. ‘Ανέβηκαν μαζύ. — Καί κατέβηκαν πάλι μαζύ; — Μαζύ. "Υστερα ή Βαλεντίνη άνέβηκε μόνη της για νά πέση νά κοιμηθή και σέ λίγο άνέβηκε καί ή ύπηρέτρια ή Ρόζο, όπως πάντα, γιά νά βάλη τήν κυρία της στο κρεβάτι, νά τήν σκεπάση καί νά τής δώση τό ύπνωτικό της. — Ή Ρόζα έτοίμαζε κάθε βράδυ τό ύπνωτικό φάρμακο; — "Οχι, ή ίδια ή Βαλεντίνη ρίχνει τις σταγόνες της στο ποτήρι τοΟ νερού. — Ή ‘Αρλέττα δέν ξανανέβηκε έπάνω; — Ό χ ι. Καί κατά τις ένδεκα και μισή ή Ρόζα πήγε κι5 αύτή νά κοιμηθή. — Κι* ύστερα από δυό μίση μέ τρεις ώρες άρχι σαν τά βογγητά της. — Ναί, όπως λένε καί ή κυρία Βαλεντίνη και ή κόρη της Άρλέττα. — Καί, κατά τήν άποψί σου, άγαπητέ μου Κασταίν, μεταξύ μεσονυκτίου καί δεύτερος πρωινής, υπήρχε στό δωμάτιο τής Άρλέττας ένας άνδρας, αυτός ό άγνωστος με τον όποιον είχε έρθει άπό τά Παρίσι μέ αυτοκίνητο. Δέν μοϋ λές φίλε μου, μήπως ι'ξακρίβωσες τί έκανε ό Τεό, άφού έφυγε άπό τό σπίτι; — Όμολογώ ότι δέν σκέφτηκα νά εξακριβώσω κάτι τέτοιο. — Τί λες; Πάμε γιά φαγητό; — Βεβαίως. — Θά βρούμε άραγε μύδια; — Δέν άποκλείεται, μά δέν τό φαντάζομαι. Κον τεύω νά μάθω άπ* έξω τί συνηθίζουν νά μαγειρεύουν — Σήμερα τό πρωί, δταν πήγες στην κηδεία, 29
μήπως μπήκες καί στό σπίτι τών γονέαν τής Ρόζας; — Μόνο στό πρώτο δωμάτιο όπου είχανε τό φέ ρετρο. .. — Μήπως τυχόν ή οικογένεια Ιχει καμμιά καλή φωτογραφία τής Ρόζας; — Μπορώ νά τούς ζητήσω. — Νά ζητήσης όσες μπορείς, άκόμη και σέ παι δική ήλικία. ’Αλήθεια, πόσων έτών ήτανε ή μακαρίτισσα; — Είκοσι δύο ξως είκοσι τριών. . . Δεν έκανα έγώ τήν άναφορά καί δέν πρόσεξα καλά τήν ήλικία της. — Νομίζω πώς ήτανε πολύν καιρό στην ύπηρεσία τής Βαλεντίνης Μπεσσόν. — Επτά όλόκληρα χρόνια. Ό ταν τήν πήρε στό σπίτι ή κυρία Βαλεντίνη, ζοΟσε άκόμη 6 άντρας της ό Φερδινάνδος Μπεσσόν. Ήτανε μια καλοθρεμμένη κόρη, μέ κόκκινα μάγουλα και μεγάλα στήθη. — Είχε ποτέ της άρρωστήσει; — Ό γιατρός τής οίκογενείας, ό κ. Ζολλύ δέν μοΟ είπε τίποτε. Νομίζω ότι θά μου τό έλεγε αν ήξερε τίποτε. — Θά ήθελα νά ξέρω άν είχε κανέναν εραστή. . . — Τό έξέτασα αύτό. Φαίνεται πώς ήτανε πολύ φρόνιμη. Ή τανε σοβαρή κοπέλλα καί δέν έβγαινε σχεδόν ποτέ άπό το σπίτι. '— Δέν τήν άφηνε ή κυρία της νά βγή; — Μάλλον I tol πιστεύω, μά μπορεί καί νά γε λιέμαι. Πάντως έχω τήν έντύπιοσι ότι ή Βαλεντίνη τήν κρατούσε στό σπίτι καί πολύ δύσκολα τής έδινε άδεια νά βγή έξω. Περπατούσανε κατά μήκος τής Ακρογιαλιάς. Ό σ η ώρα μιλούσαν, ό Μαιγκρέ είχε τά μάτια του καρφωμένα στήν θάλασσα... τήν κοίταζε χωρίς νά τήν συλλογίζεται. Τήν κοίταζε χωρίς νά βλέπη τά παιδάκια μέ τά μαγιό τους πού τρέχανε στήν Αμμου διά, χωρίς νά προσέχη τις όμορφες λουόμευες... ούτε κδν τήν μυρουδιά τής θάλασσας δέν ένοιωθε. 30
τόσο πού ήτανε άφηρημένος μέ τήν σκέψι του σ' αύαήν τήν Ιστορία. Δέν θυμότανε κ&ν 6 t l είχε διάθεσι νά φάη μύδια και όταν κάθησαν στό τραπέζι τού έστιατορίου, δέν είδε ούτε τά λουλούδια πού βγαίνανε άπό τό ψευτοκρυστάλλινο Ανθοδοχείο τού τραπεζιού. Ή τανε φανερό ότι συλλογιζότανε. Έ βλεπε γύρω του τά πάντα χωρίς νά τά βλέπη... Τό μυαλό του, ή σκέψι του ήτανε άλλοϋ, στό ζήτημα πού τόν Απασχολούσε. Κάποια στιγμή ένώ έσκυβε τό κε φάλι του γιά νά κοιτάξη καλύτερα τά λευκά κύματα, ρώτησε : — "Ητανε πολύς κόσμος στήν κηδεία; — Ό λ ο τό χωριό τό Ύπόρ, χωρίς νά λογαριάσω Αρκετούς πού είχαν πάει έκεϊ άπό τό Έτρετά, τό Λόζ, τό Βωκότ καί μερικούς ψαράδες τού Φεκάν. Ό Μαιγκρέ θυμήθηκε άλλες κηδείες σέ χωριά, κη δείες όπου μετά τήν νεκρώσιμη τελετή, άρχιζαν νά πίνουν κάποιο έγχώριο δυνατό ποτό, γιά τήν παρη γοριά. .. θυμήθηκε παρόμοιες σκηνές καί είπε σχεδόν μέσα του : — Απόψε θά ’ναι όλοι μεθυσμένοι. — Δέν Αποκλείεται, άποκρίθηκε ό Κασταίν. Δέν όπήρχαν μύδια στό έστιατόριο έκείνη τήν ημέρα καί ό Μαιγκρέ άρκέσθηκε νά φάη σαρδέλλες τού κουτιού καί σαλάτα σέλινο γιά όρεκτικά. "Υστε ρα παρήγγειλε κάποιο φαγητό, χωρίς κάν νά προσέξη τί έτρωγε.
31
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
2
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗΣ Ό Μαιγκρέ βρισκότανε μπροστά στο έξοχικό σπίτι της Βαλεντίνης, αύτήν τήν Β ι λ λ ί τ σ α όπως τήυ ξέρανε όλοι. Κουδούνι στην καγκελλωτή πόρτα τού κήπου δέν υπήρχε και ό άστυνομικός έσπρωξε λίγο τήν πόρτα καί προχώρησε στό περιβολάκι. Ποτέ του δέυ είχε ίδεΐ τόση άφθονία (ρυτών σέ τόσο μικρό χώρο. ΟΙ άνθισμένοι θάμνοι ήτανε τόσο πυ κνοί καί μέσα στά έλάχιστα κενά πού παρουσιάζανε, ξεπετιόντουσαν ντάλιες καί χρυσάνθεμα καί άλλα λουλούδια που ό Μαιγκρέ ούτε κάν τα έγνώριζε παρά μόνον άπό ζωγραφιές. Τό σπίτι, πού φαινότανε ή σκεπή του άπό τόν δρόμο, δέν μπορούσε νά τό ίδή μέσ’ άπό τήν όρ γιώδη βλάστησι τού κήπου. Μάλλον είχε πάρει τόν δεξιό δρομίσκο τού κήπου άντί νά πάρη τόν άριστερό, γιατί σέ λίγο βρέθηκε σέ μιάν αύλή, με μεγάλες ρόδινες πλάκες καί άπ* εκεί διέκρινε τήν κουζίνα καί τό πλυσταριό τής Βιλλίτσας. Είδε μια χοντρή χωρική, μέ μαύρο φόρεμα και μαύρα μαλλιά άπό τά όποϊα ξεφεΰγανε μερικές άσημένιες τοΟφφες* σφικτοδεμένη καί μέ βλέμμα σκλη ρό, κτυποΟσε ένα στρώμα. Γύρω της ήτανε σκορπισμένα διάφορα έπιπλα δωματίου ύπνου, Ενα σιδερένιο κρεβάτι, μιά ψάθινη καρέκλα, ένα κομμοδΐνο καί σεντόνια μέ κουβέρτες Απλωμένα σ* ένα σχοινί μπουγάδας. Ή γυναίκα έκείνη, παραδουλεύτρα προφανώς, κοίταζε τόν Μαιγκρέ χωρίς νά μτλάη. — Ή κυρία Μπεσσόν είναι έδώ; 32
Ή γυναίκα χωρίς νά του μιλήσω τοϋ έδειξε μέ τό χέρι της μιά πλευρά τοϋ σπιτιοϋ, ένα παράθυρο μέ μικρά τετράγωνα τζάμια. Ό Μαιγκρέ πλησίασε καί βϊδε τήν κυρία Βαλεντίνη καθισμένη στό σαλόνι της. Ασφαλώς δέν τον περίμενε τόσο γρήγορα ή Βαλεντίνη, φαινότανε δμα>ς ότι είχε κάνει προετοι μασίες για νά τόν ύποδεχτή, Σβ ένα μικρό τραπεζάκι ύπήρχε ένας Ασημένιος δίσκος μ’ ένα κρυστάλλινο μπουκάλι καί μερικά μικρά ποτήρια. Καί ή Βαλεντίνη, κάνοντας μερικά βήματα πίσω, κοίταζε τό τραπεζάκι μέ τόν δίσκο, γιά νά ιδή ΐσως άν ήτανε κομψά καί καλά τποθετημένα όλα, ϋστερα έρριχνε καί μώ ματιά στον καθρέφτη, διορθώνοντας τά μαλλιά της. — Κτυπήστε καί θά σας ά νοιξη. . . φώναξε ή παραδουλεύτρα. Τότε μόνον ό Μαιγκρέ πρόσεξε ότι ένα άπό τά παράθυρα ήτανε μπαλκονόπορτα καί έκτύπησε έλαφρά. Ή Βαλεντίνη έστρεψε τό πρόσωπό της καί, έκπληκτη πού τόν έβλεπε, τοϋ χάρισε ένα χαμόγελο. — Τό ήξερα πώς θά 'ρθετε, τοϋ είπε, μά σάς περίμενα άπό τήν κυρία είσοδο καί όχι άπό τήν αόλή. Ή πρώτη έντύπωσις τοϋ Μαιγκρέ ήτανε κι* αύτήν την φορά όπως καί ή έντύπωσις πού τοϋ είχε κάνει στό Παρίσι όταν τήν πρωτοείδε. "Ητανε τόσο ζωηρή, φαινότανε τόσο πεταχτή, πού θέλοντας καί μή όποιος τήν έβλεπε, μποροΟσε νά πίστέψη πώς ήτανε μιά νέα κοπέλλα, πολύ νέα μάλιστα πού είχε μεταμφιεσθή σέ γριά, έτσι γιά νά διασκεδάση τήν συντροφιά της. Καί όμως δέν ήθελε, δέν έπεδίωκε νά κάνη τήν νέα. Τό μαϋρο μεταξωτό της φόρεμα, τό κτένισμά της, μιά μαύρη βελουδένια κορδέλλα πού είχε γύρω άπό τόν λαιμό της, κατάλοιπο παλιάς μόδας, όλα αύτά ήτανε τής ήλικίας της καί κάθε άλλο παρά νεανικά. Κοιτάζοντάς την άπό κοντά, ό Μαιγκρέ διέ33
κρίνε τίς λεπτές ρυτίδες τού δέρματος, έβλεπε τον λαιμό πού φαινότανε μαραμένος και το ξηρό δέρμα των χεριών πού δέν ξεγελούσαν. — Θέλετε νά μοΟ δώσετε τό καπέλλο σας κύριε Αστυνόμε... καί νά διαλέξετε μόνος σας τό κά θισμα πού προτιμάτε; Πιστεύω ότι δέν θά νοιώθετε πολύ άνετα μέσα στό κουκλόσπιτό μου. Εκείνο πού τήν έκανε πιο συμπαθητική, την κυρία Βαλεντίνη, ήτανε ότι μιλούσε δείχνοντας πώς ειρωνεύεται διαρκώς τον έαυτό της. — ‘Ασφαλώς θά σάς είπαν, έζακολούθησε, πώς εΐμαι μανιακή,.. — "Οχι, Βέν μού είπαν... — Ναί, ναι τό ξέρω καί ή άλήθεια είναι πώς έχω μερικές μονομανίες. Ό ταν ζή κανείς μόνος του, άποκτά μερικές έντονες συνήθειες, πού φαίνονται σαν μονομανίες. Θέλετε νά καθήσετε σ' αύτήν τήν πολυθρόνα, κοντά στό παράθυρο; — Μ ερσί... — Και σάς παρακαλώ ν’ άνάψετε τήν πίπα σας. Είμαι συνηθισμένη. Ό μακαρίτης δ Ανδρος μου κάπνιζε πούρα άπό τό πρω! έως τό βράδυ καί δέν υπάρχει χειρότερη μυρουδιά για ένα κλειστό σπίτι άπό τόν καπνό τοΟ πούρου. Μεταξύ μας δέν νομίζω πώς τού άρεσε πολύ τό πούρο... άρχισε νά καπνίζη πούρα όταν εΐχε πλουτίσει, μετά τά σαράντα του χρόνια, όταν ή κρέμα «Ζουβά» τού έδινε τά κολοσ σιαία του κέρδη. Καί σαν νά ήθελε νά δικαιολαγηθή γιά τό κου τσομπολιό πού έκανε εις βάρος τού συζύγου της, πρόσθεσε : — Καθένας μας έχει τίς άδυναμίες το υ ... ’Αλή θεια, πήρατε καφέ στό ξενοδοχείο; — Ναί, μόλις πήρα τόν καφέ μ ου... — Τότε θά σάς προσφέρω ένα ποτηράκι κ α λ β α ν τ ό , τό έγχώριό μας π ο τό ... Είναι εξαιρώ τικ ό ... ή ήλικία του περνΑ τά τριάντα χρόνια! Κοιτάζοντάς την, ό Μαιγκρέ καταλάβαινε ότι 34
εκείνο που της έδινε τά φαινομενικά της νειατα, ήτανε τά μάτια της» αύτά τά γαλάζια άνοικτόχρωμα μάτια» πού μοιάζανε μέ καθαρόν ούρανό πάνω άπό τήν θάλασσα» κάτι μάτια πού φαινόντουσαν διαρκώς έκπληκτα σαν τά μάτια τής <ι’Αλίκης στήν χώρα τών θαυμάτων,..». — Φυσικά δέν θά σάς άφήσω νά πιήτε μόνος σας, έξακολούθησε ή Βαλεντίνη. Θά πιώ κι* έγώ μιά γουλιά, ύπό τον όρο ότι 6έν θά μέ κακολογή σετε. Βλέπετε δέν τά κρύβω έγώ, τά μικρά μου έλαττώματα.. , Ά λλαζε θέματα στήν κουβέντα της, σάν πουλάκι πού πηδά άπό τό ενα κλαδί στό άλλο : — Μέ συγχωρεΐτε γιά τήν άκαταστασΐα τού σπι τιού μου. Μόλις γύρισα άπό τήν κηδεία αύτής τής κακομοίρας τής Ρόζας. Παρεκάλεσα τήν κυρά Λερουά νά ’ρθη νά μέ βοηθήση στό συγύρισμα ιοΰ δωματίου της. Φαντάζομαι άτι θά καταλάβατε ότι τά έπιπλα πού είδατε στήν αόλή, ήτανε τού δωμα τίου τής Ρόζας. Δέν ξέρω γιατί, κύριε άστυνόμε, άπεχθάνομαι τον θάνατο καί κάθε τί πού μού θυ μίζει ένα θάνατο. Ά ν τό σπίτι μου δέν καθαρισθη άπό τό ύπόγειο ώς τήν σοφίτα, άν δέν άερίσθή μερικές ήμέρες» θά έχω τήν έντύπωσι τής μυρουδιάς τού θανάτου. Μερικές άκτϊνες τοΟ ήλιου μπαίνανε στό σαλόνι τής κυρίας Βαλεντίνης και κάνανε μερικά άντικείμενα νά λάμπουν. — Δέν θά μπορούσα ποτέ νά φανταστώ, ότι ό διάσημος άστυνομικός Μαιγκρέ θά καθότανε μιά μέρα σ’ αύτήν τήν πολυθρόνα. — Εύχαριστώ γιά τά καλά σας λ ό για ... ’Αλή θεια» μού είπατε χτες στό γραφείο μου ότι έχετε φυλάξει μερικά άποκόμματα άπό έφημερίδες σχε τικά μέ τήν δράσι μ ο υ ... — Βεβαίως. . . Έ χω κόψει πολλά κομμάτια άπό τις έφη μερίδες πού άναφέρανε τά κατορθώματά σας, 35
σπως όταν ήμουνα μικρή, έκοβα τα μυθιστορήματα από τήν έφημερίδα τοΟ πατέρα μου. — Τά ’χετε έδώ αύτά τά άποκόμματα; — Βεβαίως, Πιστεύω ότι θά τά βρΦ εύκολα. Κάποιον δισταγμό στήν φωνή της νόμισε ότι διέκρινε ό Μαιγκρέ. Μέ μεγάλη άνεσι καί φυσικό τητα ή Βαλβντίνη σηκώθηκε καί άνοιξε ένα συρτάρι σ* ένα μικρό γραφείο, σκάλισε κάτι χαρτιά, άνοιξε δεύτερο, τρίτο συρτάρι, δέν βρήκε αύτά πού γύρευε καί ύστερα άνοιξε κι’ 2να σκαλισμένο ντουλάπι, όπου καί πάλι έψαξε ματαίως. — Μάλλον θά βρίσκωνται στο δωμάτιό μου, είπε κι’ έκανε πώς πήγαινε νά βγή. — Καλά, δέν πειράζει, μήν ένοχλήσθε,.. — "Οχι, όχι, θά τά βρώ γιατί μαντεύω τί σκε πτόσαστε. Πιστεύετε ότι σάς τό είπα αύτό, στό Πα ρίσι, γιά κολακεία καί γιά νά σάς κάνω νά ’ρθετε στό 'Βτρετά. Δέν άρνιέμαι ότι κι’ έγώ, όπως κάθε γυναίκα, λέω καμμιά φορά κάποιο ψ έμα... μά αύτήν τήν φορά σάς όρκίζομαι δέν είπα ψέματα, Τήν άκουσε πού Ανέβαινε τίς σκάλες γιά τό δωμάτιό της καί όταν κατέβηκε, ό Μαιγκρέ κατάλαβε ότι έπαιζε μάλλον άδέξια τον ρόλο τής άπογοητεύσεως : — Δέν τά βρήκα... είπε. Εκείνη ή Ρόζα, ή μακαρίτισσα, δέν είχε καμμιά τάξι στά πράγματά μου. Ίσ ο ς νά βρίσκωνται σέ μιά βαλίτσα στήν σο φίτα μέ κάτι άλλα μου χαρτιά, θ ά ψάξω καί θά σάς τά δείξω αύριο, όπως δήποτε. Τώρα είμαι έτοιμη ν’ Ακούσω τίς έρωτήσεις σας. Φαντάζομαι ότι θά ’χετε νά μ* έρωτήσετε πολλά πράγματα. Στήν ύγειά σας κύριε Μαιγκρέ. . . — Στήν ύγειά σας κυρία μου, ‘Ο Μαιγκρέ ήπιε τό ποτηράκι του μέ τό δυνατό ποτό. — Μήπως μέ βρίσκετε πολύ γελοία; — Κάθε άλλο. — Δέν εϊσαστε θυμωμένος μαζύ μου πού σάς 36
έκανα νά φύγετε άπό τό Παρίσι, άπό το γραφείο σας; ΜοΟ φαίνεται παράξενο πού ό προγονός μου εΐχε τήν ίδια Ιδέα μαζό μου. Βέβαια σαν βουλευτής πού είναι — και δέν ξέρετε πόσο καμαρώνει πού είναι βουλευτής — είχε τήν σκέψι νά <ρρονιίση μέσφ τοΟ ύπουργοΰ να σάς φέρη έδώ ... 'Αλήθεια, γιά πήτε μου είλικρινώς ; Γιά χατήρι του ή γιά δικό μου χατήρι ήρθατε έδώ; — 'Ασφαλώς γιά δικό σας χ α τή ρ ι... εϊπε ό Μαιγκρέ μέ φιλοφροσύνη. — Πιστεύετε πώς πρέπει νά φοβάμαι; Λέτε νά θέλη κανείς νά μέ δολοφονήση; Περίεργο μοΟ φαί νεται, μα δέν μπορώ νά πάρω στά σοβαρά αύτήν τήν απειλή. Ό κόσμος λέει πώς οί γριές είναι φοβη τσιάρες. .. άναρωτιέμαι γιατί νά τό λένε αύτό, άφοΟ τόσες καί τόσες γριές ζσΟνε μόνες τους, στά άπομονωμένα τους σπιτάκια; 'Η Ρόζα ζοΟσε μαζύ μου κι* ένώ ήτανε τόσο νέα, έ κ ε ί ν η φοβότανε καί όχι έγώ. Πολλές φορές τήν νύχτα Ιρχότανε νά μέ ξυπνήση, γιατί είχε νομίσει πώς άκουσε κάποιον κρότο στό σπίτι ή κάποιον θόρυβο στο παράθυρο... "Οταν δέ τύχαινε καμμιά νυκτερινή καταιγίδα, δέν κοιμότανε, μα έρχότανε μέ τό νυχτικό της στό δω μάτιό μου καί ξενυχτοΟσε σέ μιά πολυθρόνα, κά νοντας διαρκώς προσευχές καί τρέμοντας άπό τόν φόβο της. Έγώ δέν φοβάμαι γιατί σκέπτομαι ότι δέν μπορεί νά ύπάρχη άνθρωπος πού νά μέ μισή. Δεν είμαι πια πλούσια όπως ήμουν άλλοτε. "Ολος ό κόσμος στήν περιφέρεια μας ξέρει ότι ζώ άπό μιά σύνταξι καί ότι αύτό τό σπίτι δέν είναι κάν δικό μ ο υ .,. Θά ζώ έδώ έως ότου κλβίσω τά μάτια μου. Καί δέν φαντάζομαι νά έκανα ποτέ μου κακό σέ κανένα. — "Ομως ή Ρόζα πέθανε... αύτό είναι γεγονός ! εΐπε στεγνά 6 Μαιγκρέ. — Είναι άλήθεια, είπε ή κυρία Βαλεντίνη. Δέν ξέρω fiv θά μέ βρήτε κουτή ή έγωΐστρια, όμως τώρα πού πέρασε μιά όλόκληρη μέρα καί όσο περνάει ό 37
χρόνος, μ* όλο πού ξέρω ότι την θάψανε την κοπέλλα, δέν μπορώ νά τό πιστέψω ότι έχει πεθάνει. Είμαι βέβαιη δτι θά θελήσετε νά έπισκεφθήτε τό σπίτι. Θά δήτε ότι δίπλα σ’ αύτό τό σαλονάκι βρί σκεται ή τραπεζαρία καί αύτή ή δεύτερη πόρτα όδηγεί ατό δωμάτιο τών ξένων, όπου κοιμήθηκε ή κόρη μου την νύχτα της Κυριακής. Αί>τά έχομε στό Ισόγειο, έκτός βέβαια άπό τήν κουζίνα καί τό πλυ σταριό. Τό έπάνω πάτωμα είναι Ακόμη μικρότερο, γιατί έπάνω άπό τήν κουζίνα και τό πλυσταριό, δέν ύπάρχει τίποτε. — Ή κόρη σας έρχεται συχνά νά σάς έπισκε
σάν τήν μητέρα της καί είχε τά ίδια μεγάλα και φωτεινά μάτια. — Είδατε τί άθώο ύφος πού Εχει; Θά νόμιζε κανείς πώς είναι ή Ιδια ή Παναγία 1 Καί 6 καημένος ό Ζυλιέν τήν Επαθε... — Τϊ θέλετε νά πήτε; — Έγώ τόν προειδοποίησα... μά αΰτός έπέμενε νά τήν παντρεοτή. Είναι πολύ καλό παιδί καί προκομμένος νέος. Ξεκίνησε άπο τό τίποτε καί βασανί στηκε για νά τελειώση τις σπουδές του. Πιστεύετε οτι δουλεύει δέκα ώρες καί περισσότερο άκόμη στό όδοντιατρεΐο του, στήν οδόν Σαΐντ Άντουάν; — Φαντάζεστε δτι δέν ζοΟν εύτυχισμένοι; — Αΰτός ίσως να νομίζη πώς είναι εύτυχισμένος. 'Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού δημιουργούν τήν εΰτυχία τους μόνοι τους. Ό γαμπρός μου ζω γραφίζει κι' ό λ ο ς... καί κάθε Κυριακή παίρνει τις μπογιές του καί τό καβαλέττο του καί πηγαίνει σέ μια όχθη τού Σηκουάνα καί ζωγραφίζει... “Εχουν καί μια μικρή βενζίνα γιά τόν ποταμό... — Ή κόρη σας άγαπάει τόν άνδρα της; — Κοιτάξτε τις φωτογραφίες καί άπαντήστε μόνος σας στήν Ερώτησί σας. Ί σ ω ς νά είναι ίκανή ν' άγαπήση κάποιον» μά έγώ δεν τό άντελήφθην αύτό, ποτέ. Ό ταν Εργαζόμουνα σάν ύπάλληλος στό ζαχαροπλαστείο τών άδελφών Σερέ — θά σάς τό είπανε βέβαια αΰτό — ή κόρη μου πού ήτανε τότε μόλις έπτά ετών, μού “λεγε καμμιά φορά : Νομίζεις μαμά πώς είναι εύχάριστο νά είσαι πωλήτρια σέ ζαχαροπλαστείο καί νά πουλάς γλυκά στις φιλενά δες μου; Είναι Εξευτελιστικό... Καί ήτανε σάς λέω έπτά έτών όταν μου τά Ελεγε αύτά.. . Ζούσαμε τότε σ' Ενα μικρό δωμάτιο έπάνω άπό Ενα ρολογάδικο πού ΰφίσταται καί σήμερα άκόμη. Φυσικά, όταν ξαναπαντρεύτηκα, ή ζωή της άλλαξε! — Σάς πειράζει νά μοΟ μιλήσετε γιά τόν πρώτο σας σύζυγο; Είμαι βέβαιος ότι θά βρεθούν άλλοι γιά νά μού μιλήσουν γι' αύτόν. Ό μω ς θά προτι 39
μούσα νά μοΟ λέγατε εσείς 6,τι έχετε νά μου ττήτε. ΤοΟ ξαναγέμισε τό ποτηράκι του πού τό είχε αδειάσει καί είπε : — Τότε, καλύτερα ν' άρχίσω άπό τούς γονείς μου. Τό οικογενειακό μου όνομα είναι Φούκ, ένα Επώνυμο πολύ συνηθισμένο στην περιφέρείά μας. Ό πατέρας μου ήτανε ψαράς, έδώ, στό Έτρετά καί ή μητέρα μου παραδουλεύτρα στά σπίτια, όμως μόνο γιά τό καλοκαίρι, γιατί έκείνη τήν έποχή κανένας σχεδόν δέν έμενε στό Έτρετά τόν χειμώνα. Είχα τρεις άδελφούς καί μιά άδελφή, μά όλοι έχουν πεθάνει.. , Ό Ενας μου άδελφός σκοτώθηκε στον πόλεμο τού 14, ό δεύτερος πνίγηκε μέ τήν βάρκα το υ ... Ή μικρή μου άδελφή παντρεύτηκε καί πέθανε όταν γέννησε ΐνα παιδί. Τέλος, ό τρίτος μου άδελφός πού Εργαζότανε σέ κουρείο στό Παρίσι, είχε μπλέξει μέ άσχημες συντροφιές καί μιά νύχτα, σ’ ένα ταβερνάκι κοντά στήν Βαστίλλη, έφαγε μια μαχαιριά στήν π λά τη ... Δέν ντρέπομαι γιά τήν οίκογένειά μου, γιατί έτσι Ετυχε νά γεννηθώ. “Αν ντρεπόμουνα δέν θά έρχόμουνα νά καθήσω Εδώ, στό Έτρετά, όπου όλοι μέ γνωρίζουν. — 'Όταν ζούσαν οί γονείς σας Εργαζόσαστε; — Σέ ήλικία δεκατεσσάρων Ετών, εργαζόμουνα σε σπίτι σάν ύπηρέτρια παιδιών, ύστερα όπηρέτρια σέ ξενοδοχείο. Έκείνη τήν έποχή πέθανε ή μητέρα μου άπό καρκίνο στό στήθος. Ό πατέρας μου Εζησε πολλά χρόνια άκόμη, μά ήτανε σάν νά μή ζοΟσε γιατί είχε γίνει άλκοολικός καί γύριζε διαρκώς με θυσμένος. Τότε γνώρισα Εναν νέο άπό τήν Ρουένη πού ήτανε ταχυδρομικός ύπάλληλος. Τόν λέγανε "ΑνρΙ Πουζόλ καί παντρευτήκαμε. Ή τανε καλός, εύγβνικός, μέ καλή άνατροφή. . . Έ πί τέσσερα χρό νια Εκανα τήν κυρία σ' Ενα μικρό διαμέρισμα τριών δωματίων και άργότερα παρίστανα τήν μητέρα. Είχα γεννήσει τό κορίτσι μου, τήν Άρλέττα. Πήγαινα νά τόν πάρω άπό τό γραφείο του, στό Ταχυδρομείο μέ τό καροτσάκι μου μέ τό μωρό μου. Κάθε Κυριακή, 40
άγοράζαμε Ενα γλύκισμα στο ζαχαροπλαστείο τών άδελφών Σερέ, Μιά φορά τόν χρόνο, κάναμε τις διακοπές μας στήν Ρουένη, όπου οί γονείς τοΟ άντρα μου είχαν Ενα μικρό κατάστημα τροφίμων,,. Ξα φνικά 6 ‘Avpi Εγινε φυματικός. . . Καί ό βήχας του τόν έστειλε στόν άλλον κόσμο. Έ μεινα μόνη μου μέ τήν Άρλέττα τήν κοροόλα μου. Φυσικά, αναγκά στηκα va αλλάξω σπίτι καί ύποχρεώθηκα νά μένω σ' Βνα δωμάτιο μόνο. Τότε ζήτησα Εργασία στό ζαχαροπλαστείο καί με προσλάβανε γιατί, όπως λέ γανε, ήμουν νέα κι1 όμορφη καί ή όμορφιά μου τρ<&βοΰσε πελάτες στό ζαχαροπλαστείο. Μιά μέρα γνώ ρισα τόν Φερδινάνδο Μπεσσόν, τόν φαρμακοποιό.. , — ΤΙ ηλικία είχατε τότε; — Ό ταν παντρεύτηκα μέ τόν Μπεσσόν, ήμουνα τριάντα έτών. — Κι’ αύτός; — Πενήντα πέντε. Ή τανε χήρος άπό πολλά χρόνια καί είχε δυό άγόρια, ήλικίας δεκαέξη καί δεκαοκτώ χρόνων. Τό κωμικό ήτανε ότι εΐχε τήν έντύπωσι πώς θά μ* έρωτευόντουσαν τά παιδιά του. — Καί δεν συνέβη αύτό; — Νομίζω πώς 6 Τεό μ’ άγαπούσε, στήν άρχή. Ύ στερα μέ άηδίασε μά έγώ δεν θύμωσα ποτέ μου γι’ αύτό. Τήν Ιστορία τοϋ Μπεσσόν τήν ξέρετε; — Ξέρω πώς είχε δημιουργήσει τά καλλυντικά «Ζουβά». — Καί θά πιστεύετε πώς ήτανε μεγάλο μυαλό... Ό χ ι, 6 καημένος, δέν ήτανε. Ή πραγματικότης είναι πολύ διαφορετική. Έ νας μικρός φαρμακοποιάκος στήν Χάβρη, μ* ένα μικρό, στενό και σκοτεινό μαγαζάκι μέ δυο μεγάλα στρογγυλά μπουκάλια στήν βιτρίνα του, Ενα πράσινο κι* ένα κίτρινο. Κι* αύτός σέ ήλικία σαράντα έτών, όπως θά δήτε σέ μιά του φωτογραφία, Εμοιαζε μέ όπάλληλο τοΟ άεριόφωτος, ένϋ ή κακομοίρα ή γυναίκα του ήτανε σάν ύπηρέτρία. Τήν έποχή έκείνη, δέν ύπήρχαν τά έτοιμα φάρμακα όπως σήμερα καί 6 φαρμακοποιός άναγκα41
ζότανε νά φτιάνη μόνος του τις συνταγές. Έ τσ ι μιά μέρα, έφτιαξε μια πομμάδα για μιά κοπελλίτσα πού είχε στό πρόσωπό της σπυριά. Καί ή κοπέλλα έγινε καλά. Αύτό ήτανε. Ή θεραπεία τής μικρής μέ τά σπυριά, διαδόθηκε στήν γειτονιά, ύστερα σ* όλη τήν πόλι. Τότε 0 κουνιάδος τού Μπεσσόν τον συμβουλέυσε νά λανσάρουν τήν πομμάδα αύτήν σαν βιομηχανοποιημένο φαρμακευτικό προϊόν καί μάλιστα έβαλε τά πρώτα κεφάλαια γιά μιά παραγωγή. Βαφτίσανε τήν πομμάδα : Κρέμα Ζουβά κ α ί... αύτό ήτανε. Ή κρέμα §πιασε... Παραγγελίες άπ* όλη τή Γαλλία φτάνανβ στό μαγαζάκι τής Χ άβρης... ό φαρμακοποιός ίδρυσε ένα έργοστάσιο στήν Χάβρη καί άργότερα σ' ένα προάστιο του Π αρισιού... Έκανε ρειΛάμα στις έφημερίδες στήν άρχή καί ύστερα μέ άφφ ίσες... Φαίνεται ότι όλα αύτά τά είδη άφήνουν μεγάλο κέρδος. Ό μω ς ή γυναίκα τοΰ Μπεσσόν δεν πρόλαβε ν’ άπολαύση τήν νέα κατάστασι μέ τά πλούτη τού συζύγου, γιατί πέθανε ή κακομοίρα πολύ νωρίς. Τότε ό Μπεσσόν άλλαξε τρόπο ζωής. Είχε κερδίσει τόσα χρήματα και κέρδιζε πάντα, ώστε δέν ήξερε τί νά τά κάνη. Τότε άκριβώς τόν γνώρισα έγώ καί ίσως ΐσως γι’ αύτό μέ παν τρεύτηκε. — ΤΙ έννοείτε; — Ή θελε νά 2χη στο πλευρό του μιά όμορφη γυναίκα γιά νά τήν δείχνη καί νά έπιδεικνύεται. Οί Παριζιάνες τόν τρομάζανε. . . ΟΙ μεγάλες φαμίλλιες τής Χάβρης τόν έντυπωσιάζανε πολό. Κατάλαβε πώς μιά όμορφη γυναικούλα, όμορφη καί άπλή, πού τήν είχε βρει ύπάλληλο σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, χωρίς Αξιώσεις, θά ήτανε ό,τι έπρεπε γι’ αύτόν καί μάλιστα είμαι βέβαιη ότι τού άρεσε τό γεγονός πώς ήμουν χήρα καί είχα κι* ένα κοριτσάκι. Μέ καταλαβαίνετε; — Πολύ καλά, έξακολουθήστε... — ’Αμέσως μετά τόν γάμο μας, άγόρασε ένα μέγαρο στό Παρίσι, στήν λεωφόρο Ίενά καί άργό42
τέρα Ενα πύργο στήν Σολόνιε, τόν πύργο *Ανζί. ΜοΟ αγόραζε κοσμήματα» μέ πήγαινε στούς καλύ τερους ράφτες, στά θέατρα, στις κούρσες, παντού... Μάλιστα κάποτε άγόρασε κι* ένα κόττερο στό όποιο δεν μπήκε ποτέ γιατί τόν Επιανε ή θάλασσα. — Πιστεύετε 6τι ήτανε εύτυχίσμένος; — Ειλικρινές δέν ξέρω. Στό γραφείο του, στήν όδόν Τρονσέ, ήτανε ασφαλώς εότυχίσμένος, γιατί ήτανε τριγυρισμένος άπό κατωτέρους του, άπό ύπαλλήλους. Ά λλω ς τε είχε την γνώμη ότι οί γνωστοί του τόν κοροϊδεύανε. Κι9 όμως ήτανε καλός άνθρω πος, τόσο έξυπνος όσο καί άλλοι Επιχειρηματίες. Τό μόνο του μειονέκτημα ήτανε δτι είχε γίνει πολύ ά ρ γ ά πλούσιος καί δέν εΰρισκε τό θάρρος νά έπιβληθή σέ όσους τόν είχανε γνωρίσει φ τω χό! — 'Ητανε φιλόδοξος; — Τού είχε μπή στό μυαλό νά γίνη μεγάλος Επιχειρηματίας, να ίδρόση μιά άξιόλογη βιομηχα νία κσί παράλληλα μέ τήν κρέμα «Ζουβά», άρχιζε νά βγάζη κι9άλλα καλλυντικά, σαπούνια άρωματικά, όδοντόπαστες για τά όποια δαπανούσε εκατομμύρια φράγκα γιά διαφήμισι. Έ κτισε Εργοστάσια όχι μόνο γιά τά προϊόντα του μά καί γιά τά κουτιά καί τις έτικέττες καί τό άμπαλλάρισμα... Ό γυιός του ό Τεό, πού είχε μπή στήν δουλειά, φαινότανε πιο φιλόδοξος άκόμη καί είχε άκόμη μεγαλύτερα όνει ρα. .. Κι9 αυτή ή ιστορία κράτησε είκοσι πέντε χρόνια κύριε Μαιγκρέ, είκοσι πέντε χρόνια μέ διαρκή κίνησι, πού μάς Εκανε πάντα βιαστικούς. Φεύγαμε άπό τό μέγαρό μας τού Παρισιού, γιά νά πάμε στόν πύργο μας, άπ9 Εκεί, Ερχόμαστε λίγες μέρες Εδώ, στό Έτρετά καί ύστερα πάλι στό Παρίσι, ή στις Κάννες ή στήν Κυανή 9Α κ τ ή ... Καί πάντα μέ 5υό αδτοκίνητα. Τό δεύτερο είχε τά πράγματά μας καί τις καμαριέρες... είκοσι πέντε δλόκληρα χρόνια, πού περάσανε τόσο γρήγορα ώστε σήμερα καί ή άνάμνησις άκόμη είναι θαμπή καί θ ο λ ή ... Ύ στερα άποφάσισε νά κάνη κάθε χρόνο Ενα μεγάλο 43
ταξίδι καί πήγαμε στην Σκωτία, στήν Τουρκία, στην Αίγυπτο. . . καί πού δέν πήγαμε ! "Ομως πάντα βια στικά, γιατί οί δουλειές του Απαιτούσαν την πα ρουσία του στό Π αρίσι.. Ή κόρη μου ή *Αρλέττα παντρεύτηκε, χωρίς ποτέ νά μπορέσω νά καταλάβω γιά ποιόν λόγο παντρεύτηκε ή μάλλον γιατί νά πάρη αύτύν τόν φτωχό νέο πού δέν τόν γνωρίζαμε κάν, ένώ μπορούσε νά παντρευτώ έναν άπό τούς πλού σιους νέους πού συχνάζανε στό σπίτι μας. — Δέν μού λέτε, ό άντρας σας, μήπως τυχόν είχε κανένα κρυφό αίσθημα γιά τήν κόρη σας; — Είμαι βέβαιη ότι θά πιστεύετε ότι δέν θά έπρόκειτο μόνο γιά αίσθηματάκι. . . Κι* Ιγώ πολλές φορές άναρωτήθηκα yt* αύτό καί δέν μού φαινότανε παράξενο άν τυχόν §νας άντρας, έστω καί μεγάλος στήν ήλικία, πού ζούσε στό ίδιο σπίτι μ* ένα νέο κορίτσι πού δέν είναι κόρη του, τό έρωτευότανε. Τούς παρακολουθούσα μέ τρόπο, μά δέν μπόρεσα ποτέ ν’ άνακαλύψω τίποτε, μ’ όλο πού τής έκανε πολλά καί άκριβά δώρα καί δέν τής χαλούσε ποτέ κανένα της χα τή ρ ι... Πιστέψτε με σάς παρακαλώ : Ποτέ μου δέν κατάλαβα γιατί ή κόρη μου θέλησε νά παντρευτή μέ τόν πρώτο τυχόντα... Καταλα βαίνω τι πράξεις πολλών Ανθρώπων, μά τήν πρδξι αύτή τής κόρης μου δέν μπόρεσα ποτέ νά τήν έξηγήσω. — Μέ τά δυο άγόρια τού συζύγου σας, τούς δυό προγονούς σας, τά πηγαίνατε καλά; — Μέ τόν μεγάλο, τόν Τεό, μάλλον όχι. Πολύ γρήγορα άρχισε μεταξύ μας μιά ψυχρότης... Μέ τόν άλλον, πολύ καλά. Μέ θεωρούσε πάντα σαν μητέρα του. Ό Τεό δέν παντρεύτηκε. Ζοΰσε μιά ζωή γλεντζέδικη, τήν ζωή πού θά ήθελε νά Ιχη ζήσει καί ό πατέρας το υ ... Μά γιατί μέ κοιτάζετε έτσι; Ναί, τήν έκοίταζε μέ μιά έκπληξι ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά του γιατί ή κυρία Βαλεντίνη μιλούσε, έχοντας ένα διάχυτο χαμόγελο στα χείλη 44
της, πού θά μπορούσε κανείς νά τό χαρακτηρίση σαν χαμόγελο ειρωνικό, ένώ τό βλέμμα της, τά μάτια της, κρατούσαν πάντα τήν Ιδια παιδιάστικη άφέλεια καί αθωότητα. — Έδώ καί πέντε χρόνια πού ζώ μόνη μου έδώ, εξακολούθησε ή κυρία Βαλεντίνη,δέν κάνω τίποτε άλλο παρά νά συλλογίζωμαι. Ό Τεό σύχναζε στόν Ιππόδρομο, σέ κέντρα όπως του Μαξίμ, τού Φουκέ καί περνούσε τά καλοκαίρια του στήν Ντωβίλ. Τήν εποχή έκείνη είχε τήν διάθεσι νά τραπεζώνη δλον τόν κόσμο. Παρέα του ήτανε διάφοροι νεαροί πού είχαν μεγάλα όνόματα μά ούτε φράγκο στήν τσέπη τους. . . — Καί τώρα; — Εξακολουθεί, δπως μαθαίνω, τήν Ιδια ζωή, μά τώρα πού είναι άδέκαρος, καταφέρνει καί είναι πάντα προσκαλεσμένος. — Δέν σάς φάνηκε παράξενο πού τόν είδατε ξαφνικά έδώ, στό Έτρετά; — Είναι πολύς καιρός πού δέν μιλάμε μέ τόν Τεό. 'Εδώ καί δυό εβδομάδες τόν είδα μια μέρα στόν δρόμο άπό μακρυά. Νόμισα πώς ήτανε Ισως περαστικός άπ’ έδώ ... Καί προχτές τήν Κυριακή, ό Σάρλ μού τόν έφερε στό σπίτι λέγοντας δτι δέν πρέ πει νά είμαστε θυμωμένοι καί φυσικά έγώ. . . του έ δωσα τό χέρι μου. — Δέν σάς έδωσε καμμιάν έξήγησι γιά ποιόν λόγο βρίσκεται έδώ; — Ναί, μοΟ είπε δτι ήθελε νά ξεκουραστή σέ μιά ήσυχη έξοχή. Όμως μοΟ κόψατε τήν κουβέντα. Βρισκόμουνα στήν έποχή πού ό άνδρας μου ζούσε ακόμη. Όμως τά τελευταία δέκα χρόνια τής ζωής μας δέν ήτανε ρόδινα. — Πότε σάς αγόρασε αύτό έδώ τό σπίτι ; — Λίγο πριν άρχίση ή καταστροφή. Είχαμε τότε ακόμη τό μέγαρό μας στό Παρίσι καί τόν πύργο μας και δλο έκεΓνο τό πήγαΐν’ έ λ α ... Όμολογώ δτι έγώ τοΟ τό έζήτησα, γιατί μοϋ άρεσε νά έχω 45
Ενα σπιτάκι έδώ, όπου αισθάνομαι πώς βρίσκομαι στόν τόπο μου. Ίσω ς έκείνη τήν στιγμή ό Μαιγκρέ νά χαμογέλασε λίγο άθελα του γιατί ή κυρία Βαλεντίνη βι<χστηκε νά πρόσθεση : — Ξέρω τί σκέπτεσθε καί ίσως νά μήν έχετε άδικο. Στόν πύργο τού *Ανζι παρίστανα τήν πυργοδέσποινα, γιατί Ετσι ήθελε ό Φερδινάνδος. Ή μουνα πρόεδρος σέ διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία, μέ προσκαλούσανε σ ' όλες τις τελετές, αλλά κανένας δέν ήξερε ποιά ήμουνα και άπό ποΟ είχα βγή. Γ ι’ αύτό μοΟ φαινότανε άδικο νά μή μέ δούνε καί στόν τόπο μου μέ τήν καινούργια μου κοινωνική θ έ σ ι... Ή θελα νά μέ καμαρώσουν σ’ αύτό τύ μέρος όπου Εζησα φτωχή καί περκρρονημένη. . . ΤΙ τά θέλετε; ’Ανθρώπινες Αδυναμίες... Δέν ύπάρχει λό γος νά σάς τό πώ έγώ, γιατί θά τό Ακούσετε ίσως άπό άλλους, πολλοί μέ άποκαλοΟν άκόμα, είρωνικά βέβαια : Ή Πυργοδέσποινα ! "Ομως πίσω μου, ξέρω καλά πώς μέ λέγανε : Βαλεντίνη μ όνο! Θέλετε νά σάς όμολογήσω κάτι; Δέν πολοκαταλάβαινα άπό τΙς Επιχειρήσεις τού άνδρα μου τίπ ο τ ε ... Δέν ήμουν ποτέ ειδική στα οικονομικά ζητήματα. Μά είναι φανερό ότι ό Φερδινάνδος Απλωνότανε περισσότερο άπ’ όσο μποροΟσε, ό χι τόσο γιά νά τον καμαρώνη ό κόσμος, άλλά γιά νά πιστεύη ό Ιδιος πώς ήτανε μεγάλος οίκονομολόγος. "Όταν άρχισε τό κατρακύλισμα, πουλήσαμε πρώτα τό κόττερο και Αργότερα τόν πύργο. Μ ια νύχτα, πού είχαμε γυρίσει άπό ένα χορό, ένώ Εδινα τά μαργαριτάρια μου στόν Φερδινάνδο νά τά κρύψη στύ θησαυροφυλάκιο τοό σπιτιού μας, μοΰ είπε : Δέν ύπάρχει λόγος νά τά φυλάμε τόσο π ο λ ύ ... καί δν μάς τά κλέψουν άκόμη δέν θά χαλάση ό κόσμος, γιατί είναι ψεύτικα. . . — Είχε αλλάξει ό χαρακτήρας του μήπως όταν άρχισε τό κατρακύλισμα; — Πολύ. Είχε γίνει νευρικός, λιγόλογος καί του άρεσε ή μοναξιά. Ά π ’ όλες τίς δουλειές του,
46
μόνο ή κρέμα «Ζουβά» έξακολουθοΟσε νά κρατιέται κάπως, ένώ κάθε καινούργια έπιχείρησις πού δη μιουργούσε, ήτανε καταστροφή. — Τά παιδιά του τ ’ άγαποΟσε; — Δέν ξέρω. Σάς φαίνεται παράξενο πού σάς άπαντώ έτσι; Ό κόσμος πιστεύει ότι οί γονείς Αγαπούν τά παιδιά τους. . . Είναι φυσικό αύτό. Μά έγώ αναρωτιέμαι μήπως συμβαίνει συχνότερα το άντίθετο. Κολακευότανε πού έβλεπε τόν γυιό του τόν Τεό νά συχνάζη σέ σπίτια άριστοκρατικά, όπου θά ήθελε νά γίνεται κι5 αύτός δεκτός μά δέν μπορούσε. Παράλληλα όμως θά είχε καταλάβει ότι 6 Τεό δεν είχε καμμιά, άπολύτως καμμιάν αξία σάν άνθρωπος και ότι αίτια τής καταστροφής του ήτανε κυρίως οί παράτολμες Ιδέες του Τ ε ό ! Ό σ ο γιά τόν Σάρλ, δέν τόν άγαποΟσε γιατί ήτανε σάν χαρακτήρας πολύ άτολμος, πολύ μαλακός καί δέν χώνευε τούς ανθρώ πους αύτοΰ τοΟ είδους, τούς νερόβραστους πού λένε, — Τσως γιατί κι* ό Ιδιος ήτανε λίγο νερόβρα στος . . . αύτό δέν θέλετε νά πήτε; — Αύτό Ακριβώς. "Οπως δήποτε τά τελευταία του χρόνια ύπήρξαν θλιβερά γιατί έβλεπε νά γκρε μίζεται όλο τό οικοδόμημα πού είχε φτιάξει. Μ* άγα ποΟσε άραγε άληθινά; Δέν ήτανε άνθρωπος έκδηλωτικός καί δέν θυμάμαι ποτέ νά μοβ είπε, τήν λ έ ξ ι: άγάπη μ ου! Πάντως φρόντισε νά μοβ διατηρήση αύτό τό σπιτάκι γιά νά *χω κάτι μετά τόν θάνατό του. Στα παιδιά του δέν είχε τίποτε ν’ άφήση, παρά μερικά μικροπράγματα, μάλλον αναμνήσεις παρά στοιχεία περιουσιακά. Φυσικά καί στην κόρη μου τό Ιδιο. Δέν έκανε ποτέ διάκρίσι μεταξύ τών δικών του παιδιών καί τής δικής μου κόρης. — Πέθανε έδώ; Στό Έτρετά; — Ό χ ι, πέθανε στό Παρίσι, μόνος του σ’ ενα δωμάτιο ξενοδοχείου. Είχε πάει στό Παρίσι γιά νά διαπραγματευθή μια καινούργια έπιχείρησι. Ή τανε τότε έβδομήντα έτών. Τώρα νομίζω πώς ξέρετε όλα μας σχεδόν τά οίκογενειακά. Ό Τεό, δέν ξέρω μέ 47
τι άσχολείται μα έχει πάντα τό αύτοκινητάκι του. Ντύνεται κομψά καί συχνάζει στα καλύτερα κέντρα. Ό σ ο για τον Σάρλ πού έχει τέσσερα παιδιά καί μιά γυναίκα, όχι καί τόσο εύχάριστη, αύτός δοκί μασε διάφορες δουλειές χωρίς να στερεώση πουθενά. Μανία του είναι να βγάλη μιά έφημερίδα. 'Εξέδωσε μιά στήν Ρουένη καί άλλη μιά στήν Χάβρη. . . Ύστερα έμπλεξε σέ μιά έπιχεΐρησι στό Φεκάμ, μιά έπιχεΐρησι λιπασμάτων άπό ψαροκόκκαλα. . . φαί νεται δτι αύτή ή δουλειά κάπως περπατούσε και γνωρίστηκε μέ κόσμο κι' έτσι, μιά μέρα έβαλε ύποψηφιότητα για βουλευτής. Παραδόξως πέτυχε καί τώρα είναι βουλευτής έδώ καί δυό χρόνια. Κι* ό ένας κι* ό άλλος δέν είναι κακοί άνθρωποι, μ* όλο πού δέν είναι άγιοι. Ό θάνατός μου δέν πρόκειται νά ώφελήση κανέναν άπό τούς δυό καί γι' αύτό δέν μέ μισούν, μά ούτε καί μπορώ νά πώ πώς μ' Αγα πούν. .. ΤΙ θά κληρονομήσουν ΰν τυχόν πεθάνω; Λύτά τά λίγα κομψοτεχνήματα πού έχω καί τά παλιά μου έπιπλα; Ό σ ο για τά κοσμήματά μου, είναι βλα άπομιμήσεις τών παλαιών άληθινών κο σμημάτων πού είχα. ΟΙ άνθρωποι τής περιοχής μ' έχουν συνηθίσει σάν γριούλα πού είμαι καί μέ ΘεωροΟν σάν κάτι άναπόσπαστο άπό τ’ Αξιοθέατα τοΟ χωριοΟ. Ό λ ο ι σχεδόν ο! παλαιοί μου γνώριμοι έχουν πεθάνει... δέν μένουν παρά έλάχιστοι, όπως ή μιά άπό τίς άδελφές Σερέ πού τήν έπισκέπτομαι πότε πότε. Γι’ αύτό δέν φαντάζομαι ότι θά εΐχε κανένας συμφέρον νά μέ δηλητηριάση. Κάτι τέτοιο θά μού φαινότανε τόσο Απίθανο, ώστε σάς βεβαιώνω ότι μετάνοιωσα πού ήρθα στο Παρίσι και ντρέπομαι πού σάς έκανα νά μετακινηθήτε χωρίς λόγο. 'Ασφα λώς θά μέ περνάτε για καμμιά γριά παλαβή. — "Οχι. — Γιατί; Τι σάς κάνει νά σκέπτεσθε ότι ή ύπόθεσις είναι σοβαρή; — Ό θάνατος τής Ρόζας. — Αύτό είναι αλήθεια. 48
— Ό κηπουρός σας είναι σήμερα έδώ; — Ό χ ι, χτές ήτανε ή μέρα του. — Ή παραδουλεύτρα σας κατέβασε μόνη της τά έπιπλα τοΟ δωματίου τής Ρόζος στήν αύλή; Ή Βαλεντίνη έρριξε μιά ματιά άπό τό παράθυρο στήν αύλή όπου βρισκόντουσαν Ακόμη τά έπιπλα και οΐ κουβέρτες στά σχοινιά τής μπουγάδας. — Ό χ ι, μαζύ τά κατεβάσαμε. Είμαι πολύ πιο δυνατή Απ’ όσο φαίνομαι κύριε Μαιγκρέ. Μπορεί νά είμαι λεπτοκόκκαλη μα είμαι γερή. Καί ή καη μένη ή Ρόζα μ9 όλο πού ήτανε παχουλή, δεν ήτανε πιό δυνατή Από μένα. Σηκώθηκε και γέμισε πάλι τό ποτηράκι τοΟ Μαιγκρέ καί έβαλε καί στο δικό της ποτήρι δυό τρεΓς σταγόνες. Τότε ό Μαιγκρέ τής Εκανε μιαν Αλλη έρώτησι πού κάπως την έξέπληξε : — Πιστεύετε ότι ό γαμπρός σας, ό Ζυλιέν Σύντρ, ό όδοντίατρος, είναι σύζυγος βολικός; Εόχάριστος; — Όμολογώ, είπε χαμογελώντας, ότι ποτέ μου δέν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. — Μήπως τυχόν σκεφτήκατε ποτέ άν ή κόρη σας είχε ένα ή πολλούς έραστάς; — *Αν είχε δέν θά μοΟ έκανε καμμιά έντύπωσι. — Τήν νύχτα τής Κυριακής πρός τήν Δευτέρα, ένας άνδρας βρισκότανε στο δωμάτιο όπου κοιμάται ή κόρη σας. Ζάρωσε λίγο τά φρύδια της καί ψιθύρισε : — Τώρα καταλαβαίνω... — Τί είναι αύτό πού καταλαβαίνετε; — Μερικές λεπτομέρειες πού μοΟ είχανε κάνει έντύπωσι. Ό λ η τήν ήμέρα ή Άρλέττα ήτανε άφηρημένη, σάν νά τήν άπασχολοΟσε κάτι. Μετά τό μεσημεριανό πρόγευμα, πρότεινε νά πάη τά παιδιά τοΟ Σάρλ περίπατο στήν Ακρογιαλιά. Τής κακοφά νηκε όταν ό Σάρλ είπε πώς θά πήγαινε κι* αύτός μαζύ. Ό τα ν τήν έρώτησα γιατί δέν είχε έρθει κι' 6 άντρας της μαζύ της, μοΰ άπήντησε ότι ήθελε νά τελειώση £να πίνακα πού ζωγράφιζε στήν όχθη τοΟ
49
Σηκουάνα. Τήν έρώτησα fiv θα κοιμότανε έδ© τήν νύχτα καί μού είπε ότι προτιμούσε νά έφευγε μέ τό βραδυνό τραίνο. Έγώ έπέμεινα... Πολλές φορές τήν ίπιασα νά κοιτάζη μέ Ανησυχία άπό τό παρά θυρο στόν δρόμο καί θυμάμαι τώρα ότι πρός τό βράδυ, τρεις τέσσερις φορές ένα αυτοκίνητο πέρασε άπό τον δρόμο πολύ ώργά... — Τό ίδιο αύτοκίνητο; — Τό ίδιο, τό πρόσεξα. — Για τί πράγματα μιλούσατε; — Δύσκολο είναι νά σάς π© λεπτομερώς. Κά ναμε διάφορες γυναικείες κουβέντες. Ή Μιμή» ή γυναίκα τού Σάρλ, έπρεπε νά περιποιήται τό μωρό της καί νά τό άλλάζη κάθε τόσο, είχε και νά τοΰ έτοιμάση τό γάλα του στό μπιμπερόν, νά προσεχή τον Κλώντ πού είναι πέντε χρόνων καί έκανε άταξ ίε ς... Φυσικά μιλήσαμε καί γιά παιδιά... Ή Ά ρλέττα έλεγε στήν Μιμή ότι τό τελευταίο της μωρό δέν θά τό περίμενε βέβαια, ύστερα από πέντε έτών ήσ υ χία ... Τέτοιες κουβέντες κάναμε. Μιλήσαμε καί γιά μαγειρική, γιά διάφορες συνταγές φαγητών... Γυναικείες κουβέντες σάς λέω. — "Η Άρλέττα δέν Ανέβηκε στό δωμάτιό σας μετά τό βραδυνό φαγητό; — Ναί, ανέβηκε μαζύ μου. "Ήθελα νά της δείξω ένα καινούργιο μου φόρεμα καί τό δοκίμασα μάλι στα μπροστά της. — 'Οταν δοκιμάζατε τό φόρεμα, ή κόρη σας πού βρισκότανε; — Καθισμένη στην άκρη τού κρεβατιού μου. — Έμεινε καθόλου μόνη της στό δωμάτιό σας; — Ίσω ς μερικές στιγμές όταν έγώ πήγα νά πάρω τό φόρεμα άπό τό διπλανό μικρό δωμάτιο. Μά δέν μπορώ νά φανταστώ ότι ή Άρλέττα θά Ιρριχνε δηλητήριο στό μπουκάλι πού είχα τό ύπνωτικό μου. Ά λλω ς τε θά έπρεπε ν* άνοιξη τό μικρό μου φαρμα κείο πού βρίσκεται στό δωμάτιο τού λουτρού. Θά τήν δκουγα όπως δήποτε. Γιατί νά κάνη ή Άρλέττα 50
κάτι τέτοιο; Δεν έχει λόγους. Ώ σ τε 6 γαμπρός μου 6 Ζυλιέν είναι σύζυγος άπατη μένος; — Έ νας άνδρας, κυρία Βαλεντίνη, μπήκε στο δωμάτιο τής Άρλέττας μετά τά μεσάνυχτα και έφυγε βιαστικός άπό τό παράθυρο δταν άκοοστήκανε τά βογγητά τής Ρόζας. Ή Βαλεντίνη γέλασε : — Τούς βγήκε ξυνό τό ραντεβού! Κι’ αύτός ποιός νά ’τανε; Κανένας ντόπιος; — Κάποιος πού τήν έφερε άπό τό Παρίσι μέ τό αύτοκίνητό του» ένας Έ ρβέ Πεϋρώ, έμπορος κρασιών. — Νέος; — Περίπου σαραντάρης. — Καί μένα μού φάνηκε παράξενο δτι ήρθε μέ τόν σιδηρόδρομο άφού δ άνδρας της έχει αυτοκί νητο πού τό δδηγεΐ κι* αυτή. "Ολα αύτά μοΰ φαί νονται πολύ παράξενα κύριε Μαιγκρέ. Κατά βάθος είμαι εύχαριστημένη πού εϊσαστε Εδώ. Ό Επιθεωρη τής πήρε μαζύ του τό ποτήρι καί τό μπουκάλι μέ τό φάρμακό μου καθώς καί διάφορα μικροπράγματα πού βρισκόντουσαν στό δωμάτιό μου καί στό λου τρό. Είμαι περίεργη νά Ιδώ τί θά πούνε οί ειδικοί πού θά τά Εξετάσουν. Ή ρθαν Επίσης καί άλλοι άστυνομικοί μέ πολιτικά πού πήρανε διάφορες φω τογραφίες. Μά ή Ρόζα ήτανε μιά πεισματάρα. Τής είπα δτι τό φάρμακο είχε μιά περίεργη γεύσι κι* Εκεί νη, φαίνεται, δταν Εκλεισε τήν πόρτα μου τό άδειασ ε ... Σάς βεβαιώνω δτι δέν είχε άνάγκη άπό ύπνωτικό. Πολλές φορές τήν άκουγα, μόλις Επεφτε στό κρεβάτι της, νά ροχαλίζη. Ό ύπνος τήν Επαιρνε άμέσως. Μήπως τυχόν θέλετε νά έπισκεφθήτε τό σπίτι; Μιά ώρα μόνο βρισκότανε στό σπίτι 6 Μαιγκρέ καί τού φαινότανε πώς τήν έγνώριζε πιά τήν Βα λεντίνη όπ’ Εξω κι* άνακατωτά. Στό άνοιγμα τής πόρτας φάνηκε ή χοντρή σιλουέττα τής παραδου λεύτρας. 51
— Θά φάτε τό φαγητό πού περίσσεψε άπό τό μεσημέρι ή νά τό δώσω στήν γάτα; έρώτησε, — Θα τό φάω, κυρία Λερουά. — Τέλειωσα τό ξεσκόνισμα. Ό λ α βϊναι παστρι κά. Ό τα ν θέλετε μέ βοηθάτε ν' άνεβάσωμε πάλι τά πράγματα. Ή Βαλεντίνη έκλεισε με τρόπο τό μάτι στόν Μαιγκρέ. — Τώρα άμέσως. — Τέλειωσα τήν δουλειά μου καί δέν έχω πια τί νά κάνω. — Τότε ξεκουράσου λιγάκι, κυρά Λερουά. Καί άνέβηκε τήν στενή σκάλα πού μύριζε παρ κετίνη. Ό Μαιγκρέ τήν άκολούθησε.
52
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
3
ΟΙ ΕΡΑΣΤΑΙ ΤΗΣ ΑΡΛΕΤΤΑΣ — Μπορείτε νά περνάτε νά μέ βλέπετε, δποτε σάς κάνει διάθεσι κύριε Μαιγκρέ. — Εύχαρύττώ πολύ κυρία μου, άποκρίθηκε ό Αστυνομικός, ενώ έφευγε άπό τό σπίτι τής κυρίας Βαλεντίνης Μπεσσόν. — Είναι τό λιγώτερο πού μπορώ νά κάνω γιά σάς, άφού σάς έβαλα σε τόσο κόπο νά φύγετε άπό τό Παρίσι νά ’ρθετε έδώ. Δέν φαντάζομαι νά μού κρατάτε κακία πού σάς Αναστάτωσα. — Ό χ ι κυρία μου, καμμιά κακία, Ό Μαιγκρέ έφευγε Αφού είχε έπισκεφθή καί τόν έπάνω όροφο τής «Βιλλίτσας». Ή παραδου λεύτρα, ή κυρά Λερουά, περίμενε τήν Βαλεντίνη νά τελειώση τήν κουβένια της γιά ν* Ανεβάσουνε τά έπιπλα μαζύ στο δωμάτιο τής μακαρΐτισσας Ρόζας. — Πολύ λυπήθηκα πού έπέμενα νά ’ρθετε έδφ κύριε Μαιγκρέ. Όμολογώ ότι προχτές φοβήθηκα γιά τήν ζωή μου, τώρα όμως δέν φοβάμαι πιά. — "Η παραδουλεύτρα σας θά μείνη νά κοιμηθή μαζύ σας; — Ό χ ι, σέ μια ώρα θά φύγη. “Εχει £να γυιό είκοσι τεσσάρων έτών πού έργάζεται στόν σιδηρό δρομο, μά τόν φροντίζει σάν νά είναι μωρό. Ξέρει ότι σέ λίγο σκολάει καί γυρίζει στό σπίτι, γι* αύτό κάνει σάν τρελλή γιά νά φύγη, — Καί θά κοιμηθήτε μόνη σας στή Βιλλίτσα; — Δέν θά είναι ή πρώτη φορά. Ό Μαιγκρέ εϊχε διασχίσει τόν μικρό κήπο καί βρέθηκε στόν δρόμο. Ό ήλιος είχε Αρχίσει νά κα53
τεβαίνη πρός τήν θάλασσα και πλημμύριζε τό έξοχικό δρομάκι μ* ένα κόκκινο-κίτρινο φφς. Ό δρό μος ήτανε πρωτόγονος, χωρίς άσφαλτο, δίχως κάν λίγη πίσσα, γεμάτος σκόνη καί τριγυρισμένος άπό Αγριόχορτα καί τσουκνίδες. Καθώς Εστριβε λίγο πιό κάτω, είδε Από μακρυά μιά γυναικεία σιλουέττα πού Ανέβαινε τήν πλαγιά πρός τήν «Βιλλίτσα» χωρίς νά βιάζεται. Μ* δλο πού ήτανε άντίθετα πρός τό φδς καί ντυμένη με φόρεμα σκούρο, 6 Μαιγκρέ κατάλαβε πώς θά ήτανε Αναμφισβήτητα ή Άρλέττα, ή κόρη τής κυρίας Βαλεντίνης, γιατί εϊχε τήν σιλουέττα τής μητέρας της, μ* δλο πού ήτανε λίγο πιό μικρόσωμη και πιό κομψή. Άνεγνώρισε Αραγε κΓ αυτή τον αστυνομικό, Αφού οϊ φωτογραφίες του είχανε δημοσιευθή τόσες φορές στίς Εφημερίδες; Ή μήπως σκέφτηκε Απλώς ότι αύτός ό Αγνωστος πού έρχότανε άπό τήν έπαυλι τής μητέρας της θά ήτανε κάποιος Αστυνομικός; Στά λίγα δευτερόλεπτα πού διήρκεσε ή διασταύρωσί τους, 6 Μαιγκρέ κατάλαβε δτι Εκείνη θά ήθελε ίσως νά τού μιλήση, μά δίστασε. Τον ΐδιο δισταγμό Ενοιωσε καί αύτός μά καί ή ώρα καί ό τόπος δέν ήτανε κατάλληλοι. Κοιταχτήκανε μόνο σιωπηλά... ΤΑ μάτια τής Άρλέττας δέν έκφράζανε τίποτε. Ή τανε σοβαρά καί δείχνανε πώς ήτανε Απρόσωπα, άφηρημένα. Ύ στερ’ άπό μερικά βήματα ή Άρλέττα είχε στρίψει πίσω άπό Ινα φράχτη καί δέν φαινότανε πιά. 'Ο Μαιγκρέ Εξακολούθησε τόν δρόμο του πρός τήν πόλι. Κοντά στό ξενοδοχείο του συνήντησε τόν Επι θεωρητή Κασταίν. — ΣΑς περΐμενα κύριε Αστυνόμε, τού είπε. ΜοΟ φέρανε τις διάφορες Αναφορές. Θέλετε νά τις δια βάσετε; Τις έχω μαζύ μου. — Πρώτ9 Απ' δλα θά προτιμούσα νά πι© μιά παγωμένη μπύρα... καί νά καθήσω κάπου. 54
*— Δεν σάς προσέφερε τίποτε; — Μού προσέφερε ένα ποτό τού τόπου, τό κ α λβ α ν τ ό, τόσο καλό καί παλιό, πού σε βεβαιώνω πώς νοιώθω τήν άνάγκη νά πι© κάτι πιό φτηνό καί πού νά μέ ξεδιψάση. Ή καλοκαιρινή έποχή βρισκότανε προς τό τέ λος της. ’Ακόμη κι* ό ήλιος πού κατέβαινε πρός τήν δύσι του τό μαρτυρούσε, γιατί δέν έκαιγε τόσο πολύ. Καί κολυμβηταί στήν άκρογιαλιά δέν δπήρχαν σχεδόν καθόλου. "Ολοι τους γυρίζανε στούς δρόμους τού Έτρετά, κάνοντας άσκοπες βόλτες. — Ή ρθε καί ή κόρη τής κυράς, ή Ά ρ λέττα ... είπε ό Μαιγκρέ όταν έκάθησαν σ’ ένα μπαρ τής πλατείας τού Δημαρχείου. — Τήν είδατε; — Φαντάζομαι ότι αύτήν τήν φορά ήρθε μέ τόν σιδηρόδρομο. — Πήγαινε στήν μητέρα της; Τής μιλήσατε; — Ό χ ι. Διασταυρωθήκαμε στόν δρόμο, λίγο πιό κοντά άπό τήν Βιλλίτσα. — Λέτε ότι θά κοιμηθή στήν Βιλλίτσα; — Μάλλον. — Δέν βρίσκεται κανείς άλλος στο σπίτι νομίζω. — Μόνο ή μητέρα καί ή κόρη. Δέν φαντάζομαι να έχης τήν άξίωσι νά διαβάσω όλΛ αύτά τά χαρτιά, είπε 6 Μαιγκρέ βλέποντας τόν φουσκωμένο φάκελλο με τις αναφορές πού είχε άκουμπήσει ό Κασταίν στο τραπέζι, θ ά ήθελα νά μού έλεγες κάτι άλλο, κάτι για τό ποτήρι πού είχε τό δηλητήριο. Ποιός τό βρήκε; — Έγώ. — Καί έσύ τό τύλιξες σέ χαρτί; — Έγώ. Ή τανε στό δωμάτιο τής ύπηρετριας, τής Ρόζας, έπάνω στό κομμοδΐνο. Ρώτησα τήν κυρία Μπεσσόν άν ήτανε αυτό τό ποτήρι μέ τό όποιο είχε πιει τό ύπνωτικό ή Ρόζα. Μού άπήντησε ότι ήτανε αυτό κι’ ότι δέν μπορούσε κανείς να γελαστή. 55
γιατί είναι τό μόνο πού Εχει μείνει άπό £να παλιό σερβίτσιο. — ’Αποτυπώματα; — Βρεθήκανε τά άποτυπώματα τής Βαλεντίνης καί τής Υπηρέτριας. — Τό μπουκαλάκι μέ τό Υπνωτικό; — Βρέθηκε οτό μικρό φαρμακείο, στή θέσι οπού μάς είχανε πει. Δέν είχε παρά τά άποτυπώματα τής γριάς. ’Αλήθεια, μπήκατε στό δωμάτιο της; Καί δ Κασταιν καί 6 Μαιγκρέ είχαν νοιώσει την Τδια έκπληξι μπαίνοντας στό δωμάτιο τής γηραιας κυρίας Βαλεντίνης. Βέβαια όλο τό σπίτι ήτανε καλόγουστο καί περιποιημένο, μά τό Υπνο δωμάτιο τής Βαλεντίνης φαινότανε σαν δωμάτιο πολύ κοκέττας νεαρός ντεμουαζέλλας. Ή τανε όλο ταπετσαρισμένο μέ κρέμ μεταξωτό ύφασμα. Στή μέση τού δωματίου, ένα πλατύ, διπλό κρεβάτι ήτανε στρωμένο μ* έπιμέλεια. Επάνω στό κρεβάτι ένας μεγάλος γάτος ράτσας κοιμότανε καί άνοιξε τά μάτια του όταν είχε μπή ό ξένος, σαν νά ζητούσε νά τόν χαιρετήση. — ΜοΟ φαίνεται, είχε πεί ή Βαλεντίνη, δτι τό δωμάτιό μου τού ύπνου είναι κάπως γελοίο γιά μιά γυναίκα τής ήλικίας μου. Κι* δταν ό Μαιγκρέ είχε μπή καί στό λουτρό, ή Βαλεντίνη είχε προσθέσει : — Καί τό λουτρό μου είναι έξαιρετικά πολυτε λ έ ς... μά ξέρετε τί συμβαίνει; Ζητούσα πάντα κάποια άντίδρασι άπό τά παιδικά μου χρόνια, Ό ταν ήμουνα μικρή κοιμόμουνα πάντα μαξύ μέ τις άδελφές μου στήν σοφίτα τού σπιτιού καί τό πρωί, πλενόμαστε στό μάρμαρο τού πηγαδιού. Στό σπίτι μου τής λεωφόρου ΤεΛ, 6 Φερδινάνδος ό άνδρας μου, μοβ είχε φτιάξει ένα λουτρό, όλόκληρο άπό μάρμαρο τριανταφυλλί, μέ όλα τά έξαρτήματα ροδο κόκκινα. Κατέβαινα στον λουτήρα μέ τρία μαρμαρένια σκαλοπάτια. Ό σ ο γιά τό δωμάτιο τής Ρόζας, ήτανε άδειο 56
όταν τό είχε έπισκεφθή 6 Μαιγκρέ, μέ χαρτί τα πετσαρίας μέ λουλούδια στούς τοίχους καί κουρ τίνες άπό ύφασμα κρετόν. — Ποιά είναι ή γνώμη τού ϊατροδικαστού; ρώ τησε ό Μαιγκρέ. — Θεωρεί Αναμφισβήτητο ότι ό θάνατος προήλ θε Από δηλητηρίασή ’Αρσενικό σέ Ισχυρή δόσι.Τό υπνωτικό δέν έχει καμμιά έπίδρασι στόν θάνατο. Ή έκθεσις τού γιατρού προσθέτει ότι αύτό τό ύγρό πρέπει νά είχε έξαιρετικά πικρή γεύσι. — Τό ίδιο είπε καί ή Βαλεντίνη. — ΚΓ όμως ή Ρόζα τό ρούφηξε όλο. Βλέπετε αΰτόν πού έρχεται από τό Απέναντι πεζοδρόμιο και πάει πρός τό χαρτοπωλείο; Είναι ό Τεό Μπεσσόν. — Αύτός είναι; — Μάλιστα. Ό Μαιγκρέ τόν κοίταξε μέ προσοχή. Ή τανε ένας άνθρωπος, μέσης ήλικίας, ψηλός καί κοκκαλιάρης. ΤΑ χαρακτηριστικά του ήτανε Αδρά. Ή τανε ντυμένος μέ έγγλέζικο τρόπο, δέν είχε καπέλλο καί τά μαλλιά του ήτανε γκρίζα και άραιά. Κι’ αύτός είδε τούς δύο άνδρες. Τόν έπιθεωρητή τόν έγνώριζε και ίσως ν’ άνεγνώρισε καί τόν Αστυ νόμο τού Παρισιού. Κ ι' αύτός — όπως και ή Ά ρ λέττα — έδίστασε νά χαιρετήση, μά τέλος έκανε μιάν έλαφρά κλίσι τού κεφαλιού πρός τόν Κασταίν και μπήκε στό χαρτοπωλείο. — Τόν έξήτασες αύτόν; ρώτησε ό Μαιγκρέ τόν έπιθεωρητή. — Ναί, συμπτωματικά. Τόν έρώτησα δν είχε τίποτε νά κατσθέση σχετικώς μέ τήν ιστορία αύτή και όν λογαριάζη να μείνη πολλές μέρες στό Έτρετά. Μού άπήντησε ότι δέν λογάριαζε νά φύγη πρίν άπό τις 15 Σεπτεμβρίου, τήν ήμέρα πού κλείνει πια τό ξενοδοχείο. — Πώς περνάει τόν καιρό του; — Κάνει Ατέλειωτους περιπάτους κατά μήκος της Ακρογιαλιάς, μ’ ένα βραδύ καί τακτικό βήμα, 57
όπως συνηθίζουν οί άνθρωποι τής ηλικίας του πού κάνουν περίπατο για σωματική ασκησι. Κατά τις ένδεκα τό πρωί παίρνει τ6 λουτρό του στην θάλασσα καί τις ύπόλοιπες ώρες τής βραδυάς του τις περνάει στό μπαρ τοΰ καζίνου, πίνοντας ούΐσκυ. — Πίνει πολύ; — Καμμιά δεκαπενταριά ούΐσκυ τήν ημέρα μά δέν τον είδε ποτέ κανείς μεθυσμένο. Διαβάζει τέσ σερις πέντε έφημερίδες τήν ήμερα. Καμμιά φορά παίζεί, στό Καζίνο, μά πάντα όρθός. Δέν κάθεται ποτέ να παίξη. -— Τίποτε άλλο γι’ αυτόν; — Τίποτε τό ένδιαφέρον. — Τήν ξαναεΤδε τήν μητρυιά του άπό τό βράδυ τής Κυριακής; — Δέν τό ξέρω αύτό. — Ποιος τήν είδε τήν Δευτέρα; Μέ ποιόν μί~ λησε; Θά μ* ένδιέφερε μιά έκθεσις τών γεγονότων τής Δευτέρας. Τήν ήμέρα τής Κυριακής ξέρω έπάνω κάτω τι συνέβη. ΜοΟ τά είπε ή ίδια ή Βαλεντίνη. Μά μού διαφεύγουν οϊ κινήσεις τής Δευτέρας. Επίσης τοΟ είχε πεί τι είχε κάνει τήν Τρίτη. Είχε φύγει άπό τήν Β ι λ λ ί τ σ α νωρίς τό πρωί τής Τρίτης άφήνοντας μόνη της τήν παραδουλεύτρα στό σπίτι καί είχε πάει στό Παρίσι. Μ’ £να ταξί είχε φτάσει στήν Γενική ’Ασφάλεια όπου είχε βρεϊ τόν Μαιγκρέ καί είχε μιλήσει μαζό του. — Πήγατε νά έπισκεφθήτε ύστερα τήν κόρη σας; τήν είχε έρωτήσει πριν άπό λίγο ό Μαιγκρέ. — "Οχι, γιατί νά πάω; — Δέν πηγαίνετε ποτέ νά τήν έπισκεφθήτε όταν βρισκόσαστε στό Παρίσι; — Πολύ σπάνια. ΑύτοΙ έχουν τήν ζωή τους, έγώ ζΦ τήν δική μου τήν ζωή. "Επειτα δέν μοΰ αρέσει ή συνοικία όπου μένουν, ούτε τό μικρό τους διαμερισματάκι. — Τι κάνατε ύστερα στό Παρίσι μετά τήν έπίσκεψί μου; 58
— Έφαγα τό μεσημέρι σ* ένα μικρό εστιατόριο τής όδοΰ Ντυφό όπου συνηθίζω νά πηγαίνω δταν βρίσκωμαι στο Παρίσι. Μετά τό φαγητό Εκανα μερικά ψώνια στην συνοικία τής Μαντελέν καί ύστερα πήρα τό τραίνο και έπέστρεψα στόν τόπο μου. — Ή κόρη σας ήξερε 6τι εΐσαστε στό Παρίσι; — Ό χ ι. — Ούτε ό προγονός σας ό Εάρλ; —Δέν τοΟ είχα πεΓ 6τι λογάριαζα νά ’ρθω νά σάς βρώ. Αύτά είχανε πει ό Μαιγκρέ μέ την Βαλεντίνη λίγη ώρα πρίν. Τώρα τον ένδιέφερε νά μάθη τά γεγονότα τής Δευτέρας, Ό Κασταίν άρχισε νά τοΰ λεη : — "Οταν έφτασα στό σπίτι, τό πρωί τής Δευ τέρας, κατά τις όκτώ ή ώρα, βρήκα τό σπίτι άνάστατο, όπως ήτανε φυσικό. — Ιϊοιός καί ποιος ήτανε στό σπίτι; — Πρώτα πρώτα ή κυρία Βαλεντίνη Μπεσσόν. — Τί φορούσε; — Ό ,τ ι φοράει συνήθως. — Ή κόρη της; — Έ κεϊ ήτανε κι’ αύτή, άτημέλητη όμως. — Δηλαδή; — "Ητανε άχτένιστη καί φορούσε παντούφλες. Ό γιατρός Ζολλύ βρισκότανε κι’ αύτός στό σπίτι καί μιλούσε μέ τήν κόρη. Είναι ένας άνθρωπος ηλικιωμένος, ήρεμος, μετρημένος και σοβαρός. Ό κηπουρός μόλις είχε φτάσει κι* αύτός καθώς και ό Σάρλ Μπεσσόν πού Ερχότανε στό σπίτι σχεδόν μαζύ μου. — Ποιος σοΰ Ιδωσε τΙς πρώτες πληροφορίες; — 'Η ίδια ή Βαλεντίνη. Ά πό καιρό σε καιρό ό γιατρός τήν διέκοπτε γιά νά τής ζητήση καμμιά λεπτομέρεια, καμμιά διευκρίνησι. Μού είπε ότι ή ίδια είχε τηλεφωνήσει στόν προγονό της ιόν βου λευτή γιά νά τοϋ άναγγείλη τό γεγονός. Ή τανε 59
πολύ συγκινημένος, σαν νά είχε πάθει καμμιά με γάλη καταστροφή. Φάνηκε κάπως δτι ήσύχαζβ άμα ίμαθε άτι ot δημοσιογράφοι δέν είχανε άκόμη πληροφορηθή τό δράμα καί ούτε ό κόσμος είχε μάθει τίποτε. Πριν άπό λίγο σάς έδειξα τόν άδελψό του τον Τεό. Μοιάζει πολύ μέ τόν Τεό 6 Σάρλ, μόνο πού είναι παχύτερος καί λίγο πιό νερουλός. — Ένήργησες άμέσως Κασταίν; Τό δυσάρεστο είναι δτι δεν ύπάρχει τηλέ φωνο στο σπίτι τής Βαλεντίνης κι’ αναγκαζόμουνα νά κατεβαίνω στο ξενοδοχείο γιά νά τηλεφωνώ στην Χάβρη. — Ό γιατρός παρέμεινε στο σπίτι; — "Ητανε ό πρώτος πού έφυγε γιατί είχε Επισκέ ψεις νά κάνη. — Οί γονείς τής Ρόζος ειδοποιήθηκαν; — "Οχι. Κανένας δεν τούς συλλογίστηκε. ’Εγώ πήγα στό Ύπόρ νά τούς άναγγείλω τό δυσάρεστο νέο. Ό πατέρας της έλειπε. Είναι ψαράς καί βρι σκότανε στήν θάλασσα μέ τήν βάρκα του. Ό άδελφός τής Ρόζας μέ τήν μητέρα της μέ συνοδεύσανε στό γυρισμό μου. — Παρετήρησες τίποτε δταν συναντήθηκαν ή μητέρα καί ή κυρία Μπεσσόν; — Χ μ ... δέν μοΟ άρεσε καθόλου ή συνάντησις τους. Ή μητέρα τής Ρόζας άγριοκοίταξε τήν Bttλεντίνη, σαν νά τής άπέδιδε εύθύνη γι’ αύτό πού είχε συμβή καί δέν τής μίλησε καθόλου. — *0 άδελφός τής Ρόζας; — Αύτός άρπάχτηκε μέ τόν Σάρλ Μπεσσόν tetri μιά στιγμή τού είπε : Θά χαλάσω τόν κόσμο γιά νά βγή ή άλήθεια στά φόρα... καί μήν φαντάζεσαι δτι θά σ’ άφήσω νά πνίξης τήν ίστορία αότή, έπειδή είσαι βουλευτής καί έχεις τά μέσα. Θέλανε νά μετα φέρουνε τό πτώμα στό Ύπόρ, μά έγώ έπέμεινα δτι έπρεπε νά πάη στήν Χάβρη γιά νά γίνη ή νεκροψία. ’Απάνω πού τά λέγαμε αύτά, έφτασε κι’ ό πατέρας τής Ρόζας μέ τό ποδήλατό του. Είναι ένας άνθρω60
πάκος κοντός, γερασμένος μά χεροδύναμος καί γε ρός. Μόλις πήρανε τό πτώμα, Εφυγε κι* αύτός μέ τήν φαμίλλια του. Ό Σάρλ Μπβσσόν τούς πρόζεινε νά τούς πάη στό Ύ πόρ μέ τό άμάξι του, μά Εκείνοι άρνήθηκαν χαΐ φύγανε μέ τά πόδια ένώ ό γέρος έσπρωχνε τό ποδήλατό του. Δέν μπορώ νά σάς έγγυηθώ τήν χρονολογική σειρά αύτών πού σάς λέω γιατί στό άναμεταζύ, άρχισαν νά φτάνουν διάφοροι περίεργοι άπό τό Έτρετά καί άπό τό χωριό της, τό Ύ πόρ άκόμη και ό κήπος τής Βαλεντίνης είχε γεμίσει κόσμο. . . Έ γώ βρισκόμουνα Επάνω μέ τόν Κορνύ τής Υπηρεσίας Σημάνσεως πού Επαιρνε φωτογραφίες καί άποτυπώματα. "Οταν κατέβηκα, δέν είδα τήν Άρλέττα. Ή μητέρα της μοϋ είπε πώς είχε φύγει για τό Παρίσι, γιατί 6 άνδρας της θ’ άνησοχοΟσε. Ό ΣάρλΜ πεσσόν εμεινε στό σπίτι ώς τίς τρεις τό Απομεσήμερο καί ύστερα γύρισε στόν τόπο του, στό Φεκάν. — Σοϋ μίλησε γιά μένα 6 Σάρλ; — “Οχι. Γιά ποιόν λόγο νά μοϋ μιλήση; — Δέν σοϋ είπε ότι λογάριαζε νά ζητήση άπό τόν Υπουργό — σάν βουλευτής πού εΐναι — νά μοΟ άνατεθή αύτή ή ύπόθεσις; — Δέν μοϋ είπε τίποτε τέτοιο. ΜοΟ είπε μόνο ότι θά χαλούσε τόν κόσμο μέ τίς Εφημερίδες γιά νά διαλευκανθή αύτή ή Ιστορία. Δεν θυμάμαι νά συνέβη τίποτε άλλο τήν Δ ευτέρα... "A, ν α ί... Πρός τό βράδυ τής Δευτέρας, είδα τυχαία στόν δρόμο τόν Τεό Μπεσσόν, τόν άλλον άδελφό. Έγώ δέν τόν έγνώριζα καί κάποιος μοϋ τόν ύπέδειξε. Φυσικά τόν σταμάτησα καί είπαμε μερικές κουβέντες. — ΤΙ είπατε; — Τόν έρώτησα : Έμάθατε τΐ συνέβη χτες τήν νύχτα στήν Β ι λ λ ί.τ σ α ; Ναί, μοϋ είπε, τά άκουσα. Τόν Ερωτώ πάλι : Μήπως έχετε καμμιά πληροφορία νά μοϋ δώσετε πού νά μέ βοηθήση στήν Ερευνά μου; ’Απολύτως καμμιά, μοϋ ε ίπ ε ... — Τί ϋφος είχε; 61
— Μάλλον άφηρημένο καί ψυχρό. Τον έρώτηβα έπίσης πότε λογάριαζε νά φυγή άπό τό Έτρετά και μοϋ είπε αύτό πού. ξέρ ετε... δτι θά έφευγε στις δεκαπέντε Σεπτεμβρίου. Τώρα Αν μέ χρειάζεστε τίποτε άλλο, λογαριάζω νά πάω άπόψε στήν Χάβρη γιατί ύποσχέθηκα νά φάω στό σπίτι, έπειδή Εχομε δυο τρεϊς φίλους καλεσμένους. Είχε άφήσει ό Κασταίν τό άμάξι του Εξω από τό ξενοδοχείο καί ό Μαιγκρέ τον συνώδευσε έως έκεί, βλέποντας πότε πότε τήν θάλασσα δταν φαι νότανε Από τά στενά δρομάκια τού Έτρετά. — Μήπως σδς ανησυχεί τό γεγονός δτι ή Ά ρλέττα κοί ή μητέρα της θά κοιμηθούνε μόνες τους άπόψε στήν Βιλλίτσα; Ό Μαιγκρέ δέν άπήντησε. Καταλάβαινε δτι ό Κασταίν ήτανε Ανήσυχος καί πειραζότανε κυρίως άπό τήν ψυχραιμία τού Μαιγκρέ. Εβρισκε δτι ό Αστυνομικός δέν έπαιρνε πολύ σοβαρά αυτήν τήν ύπόθεσι. — Τι ώρα θέλετε νά ’ρθω αύριο τό πρωί; ρώτησε ό Κασταίν. — "Οχι πριν Από τις έννέα. Θα μπορούσες μά λιστα νά τηλεφωνήσης άπό τήν Χάβρη, στό Παρίσι, στό γραφείο μου στήν ’Ασφάλεια, νά ζητήσης τον Λουκά, τόν βοηθό μ ο υ ... — Ευχαρίστως. Τ ι νά τού πώ; — Νά φροντίση νά μαζέψη όσες πληροφορίες μπορεί γιΑ την Άρλέττα Σύντρ και τόν σύζυγό της, τόν όδοντΐατρο καί ζωγράφο. Θά ήθελα έπίσης νά ήξερα τϊ είδους ζωή κάνει ό Σάρλ Μπεσσόν ό βου λευτής δταν βρίσκεται στό Παρίσι καθώς καί ό Αδελφός του 6 Τεό Μπεσσόν, Θά μπορούσα νά τηλε φωνήσω έγώ, μά δέν θέλω νά κάνω τέτοιο τηλεφώ νημα Απ’ έδώ. — Τό καταλαβαίνω αύτό. Οί περαστικοί γύριζαν καί τούς έβλεπαν. ’Από τα μαγαζιά καί τά καφενεία πολλοί τούς παρακο λουθούσαν μέσ* άπό τις προθήκες. Καί ό Μαιγκρέ 62
ένώ περπατούσε δέν έπαυε νά έπαναλαμβάνη στον εαυτό του μιά φράσι : — Ή Ρόζα έχει πεθάνει.. * Είχε πεθάνει γιατί είχε πιεΓ ένα φάρμακο πού δέν ήτανε προωρίσμένο γι’ αύτήν, ένα φάρμακο πού δεν τό χρειαζότανε κάν. Μόνο γιά τήν Ρόζα δέν είχε καμμιά πληροφορία δ Μαιγκρέ, έξω άπό τό γεγονός πώς ήτανε παχουλή καί είχε μεγάλα στήθη. — 'Αλήθεια, είπε στον Κασταίν τήν στιγμή πού έμπαινε στό άμάξι του, αύτή ή Ρόζα θά είχε τίποτε προσωπικά της μικροπράγματα στό δωμάτιό της, τί άπέγιναν; — Ot δικοί της τά βάλανε δλα σέ μιά βαλίτσα της καί τά πήρανε μαζύ τους. — Δέν ζήτησες νά τά δής; — Δέν έτόλμησα. "Αν τύχη νά πάτε στό χωριό τους, θά καταλάβετε γιατί. Ή ύποδοχή πού κάνουν κάθε άλλο είναι παρά φιλική. Σάς κοιτάζουνε μέ δλη τους τήν δυσπιστία καί τούς βλέπετε ν’ άλληλοκοιτάζωνται πριν δώση καθένας τους μιά μονο σύλλαβη άπάντησι. — Λογαριάζω νά πάω αύριο νά τούς δώ. — Έγώ άπορώ πως ό Σάρλ Μπεσσόν, ό βου λευτής, δέν ήρθε νά σάς έπισκεφθή, άφοΰ τόσο ένήργησε με τόν Υπουργό ν’ άναλάβετε έσεΐς τήν ύπόθεοα. Σέ λίγο ό Κασταίν έτρεχε μέ τό αύτοκινητάκι του στόν δρόμο τής Χάβρης ένώ ό Μαιγκρέ, πριν πάη στό ξενοδοχείο του, πέρασε άπό τό Καζίνο πού είχε μιά τεράστια βεράντα έπάνω στην θάλασσα, γιά να Ιδή τήν δύσι τού ήλιου άπ* έκεΐ. Μερικοί άπό τούς παραθεριστάς, βρισκόντουσαν άκόμη στήν Ακρογιαλιά, μόνο καί μόνο γιά νά πα ρακολουθήσουν κι’ αύτοί τόν ήλιο πού θά βυθι ζότανε σέ λίγο πέρα, στόν όρίζοντα. Ό Μαιγκρέ είχε καρφώσει τά βλέμματά του στόν όρίζοντα όταν μιά φωνή πίσω του τόν ρώτησε : 63
— Λοιπόν, κύριε αστυνόμε, θά ’χωμε αποτελέ σματα; — Τσάρλυ; Έσύ εδώ; "Ητανε ένας μπάρμαν πού τόν εγνώριζε άπό ένα μπαρ τής δδοϋ Ντωνού στο Παρίσι και τόν εΰρισκε εκεί, στό Έτρετά. — Ήμουνα βέβαιος οτι έσεϊς θ' άνσλαμβάνατε τήν ύπόθεσι αύτή. Το ’λεγα στους άλλους : Νά δήτε πού τό Παρίσι θά στείλη τόν κύριο Μαιγκρέ. — Νά πού ήρθα... — Λοιπόν, τι λέτε γι’ αυτήν τήν ιστορία; — Έσύ τι λές Τσάρλυ; — Έγώ λέω ότι ή γριά είχε μια τύχη βουνό... ή καημένη ή δουλίτσα πλήρωσε τήν νύφη. Ό Μαιγκρέ παράγγειλε ένα ποτό τού τόπου, ένα κ α λ β α ν τ ό , μόνο καί μόνο γιατί βρισκότανε στήν Νορμανδία. Ό Τσάρλυ τόν άφησε γιατί είχε νά περιποιηθή άλλους πελάτες. Ό Τεό Μπεσσόν μπήκε κι’ αυτός στό μπάρ καί κάθησε σέ μιά άπό τις ψηλές καρέκλες, ξεδιπλώνοντας μιά παριζιάνικη εφημερίδα. Μιά φράσις ερχότανε διαρκώς στό μυαλό του, μιά σκέψις πού τού είχε γίνει έμμονη Ιδέα : — Ή Ρόζα είναι πεθαμένη. . . Ναί, ήτανε πεθαμένη ή Ρόζα, πεθαμένη γιατί είχε πιεί ένα φάρμακο πού δέν προωριζότανε γι’ αύτήν, ένα φάρμακο πού δέν τό είχε άνάγκη. Έκανε δυό τρεις γύρους στήν βεράντα καί ύστερα τράβηξε γιά τό ξενοδοχείο του. ’Αφού διέ σχισε τήν πρασινάδα τού κήπου μπροστά στό ξενο δοχείο, μπήκε άπό τήν μεγάλη είσοδο καί πήγε κατ’ εύθεΐαν στήν ύποδοχή, νά πάρη τό κλειδί γιά τό δωμάτιό του. Ό θυρωρός έσκυψε καί τού ψιθύρισε : — Μιά κυρία σάς περιμένει στό σαλόνι... έχει κάμποσην ώρα έκεΐ. Μέ τό βλέμμα τού υπέδειξε μιά γωνιά τού σα λονιού. Τής είπα, πρόσθεσε ό θυρωρός οτι δέν 64
ήξερα ποια ώρα θά έπιστρέφατε μά μοΟ άποκρίθηκε δτι θά σάς περίμενε όπως δήποτε. Είναι ή κυρία... Ψιθύρισε ένα όνομα τόσο χαμηλόφωνα πού ό Μαιγκρέ σχεδόν δέν τό ακούσε. Μά καθώς έστρεψε τό κεφάλι του, άνεγνώρισε την κόρη τής Βαλεντίνης, τήν κυρία Άρλέττα Σύντρ. Και πάλι παρετήρησε πόσο κομψή ήτανε. Φο ρούσε κι' ένα μοντέρνο παριζιάνικο καπελλάκι πού τής πήγαινε μια χαρά. Ό Μαιγκρέ προχώρησε πρός τό σαλόνι ένώ ή Άρλέττα σηκωνότανε από τήν πολυθρόνα της. — Εμένα περιμένετε κυρία μου; Αστυνόμος Μαιγκρέ, τής εϊπε. — Ό πω ς ξέρετε βέβαια, είμαι ή Άρλέττα Σύντρ. Μέ μια κλίσι τοΟ κεφαλιού, ό Μαιγκρέ τής έδωσε νά καταλάβη ότι τήν έγνώριζε ποια ήτανε. Για λίγα δευτερόλεπτα έπεκράτησε μεταξύ τους μια σιγή Αμηχανίας. Ή Άρλέττα κοίταξε γύρω της, σαν νά ήθελε νά τού δείξη ότι τό μέρος εκείνο δέν ήτανε κατάλληλο για Ιδιαίτερη συνομιλία. Πραγμα τικά, όχι πολύ μακρυά τους, ένα ζευγάρι ήλικιωμένων τούς κοίταζε προσπαθώντας ν' άκούση τι θά λέγανε. — Φαντάζομαι δτι θέλετε νά μοΟ μιλήσετε ιδιαι τέρως, τής εϊπε ό Μαιγκρέ. Δυστυχώς δέν βρισκό μαστε στο γραφείο μου στην Γενική Ασφάλεια και δέν βλέπω πού θά μπορούσαμε νά μείνωμε λίγο ήσ υ χο ι... Κοίταξε και ό Μαιγκρέ γύρω του γιά νά βρή ένα κατάλληλο μέρος και έπειδή βέβαια δέν ήθελε νά τήν καλέση στο δωμάτιό του, τής πρότεινε βλέ ποντας τις υπηρέτριες τοΟ εστιατορίου νά στρώνουνε τά τραπέζια γιά τό βραδυνό γεύμα: — Ξέρετε τι λέω; Νά καθήσωμε σ’ ένα τραπέζι νά φάμε μαζύ. Θά διαλέξωμε ένα τραπέζι κάπως Απομονωμένο. Εκείνη δέχτηκε Αμέσως καί τόν Ακολούθησε στήν τραπεζαρία. 65
— Μπορούμε νά φάμε; ρώτησε μια καμαριέρα. — Σέ μερικά λεπτά θά είμαστε έτοιμοι. Μπο ρείτε δμως νά καθήσετε άπό τώρα. Σερβίτσια δύο; — Δύο μάλιστα. Σάς παρακαλώ, μπορούμε νά πάρωμε κανένα όρεκτικό; Κάτι νά πιούμε; Ό Μαιγκρέ κοίταξε την Άρλέττα σάν νά την ρωτούσε τί προτιμά κι’ έκείνη άπήντησε : — Μαρτίνι. — Δυό μαρτίνι, λοιπόν. Ένοιωθε πώς ήτανε λίγο στενοχωρημένος άπέναντί της όχι μόνο γιά τό γεγονός δτι την νύχτα τής Κυριακής είχε δεχτή έναν ξένον άνδρα στό δωμάτιό της και ό Μαιγκρέ τό ήξερε μά έπίσης γιατί ή Άρλέττα ήτανε μιά πολύ όμορφη γυναίκα καί ό Μαιγκρέ είχε άθελά του την έντύπωσι, δτι τρώει μαζύ μέ μιά όμορφη γυναίκα, κρυφά καί μυστικά, έχοντας — τάχα — κάποια έννοια μήπως τον δούνε άδιάκριτα μάτια. Καθήσανε σ’ ένα τραπέζι πού διάλεξε μόνος του καί έπειδή έκείνη δέν μιλούσε ό Μαιγκρέ άρχισε τήν συζήτησι : — Ώ στε γυρίσατε άπό τό Παρίσι; τής είπε γιά νά πή κάτι. — Δέν μαντεύετε γιατί; Ασφαλώς θά ήτανε πιο όμορφη άπ' όσο θά ήτανε κάποτε ή μητέρα της, μέ τήν διαφορά δτι έμενε ψυχρή καί άπαθής, χωρίς νά προσπαθή ν* άρέση. Τό βλέμμα της δέν είχε καμμιά θερμότητα, καμμιά γλύκα — Ά ν τυχόν δέν τό ξέρετε δέν έχω δυσκολία νά σάς τό πώ. — Εννοείτε γιά τόν Έρβέ Πεϋρό; — Μάλιστα. — Τόν φίλο σας; — Μάλιστα. Ήμολογοΰσε άπερίφραστα πώς είχε έναν ερα στή. Έκείνη τήν στιγμή ή σερβιτόρισσα έφερε τά δύο ποτηράκια μέ τό μαρτίνι. Ή Άρλέττα έβρεξε 66
μόλις τά χείλη της μέ τό δυνατό ποτό καί ύστερα άνοιξε τήν μαύρη της τσάντα για νά πάρη τό μαν τήλι της. — ΤΙ λογαριάζετε νά κάνετε; ρώτησε τον Αστυ νομικό. — Δεν καταλαβαίνω τήν έρώτησί σας. — Δεν Εχω μεγάλη πείρα άπό τέτοιες υποθέσεις, μά Ετυχε νά διαβάσω παρόμοιες Ιστορίες στις Εφη μερίδες καί ξέρω ότι όταν τύχη νά συμβή καμμιά τέτοια ιστορία, ή 'Αστυνομία ερευνά συνήθως καί τήν ιδιωτική ζωή τών άτόμων πού βρέθηκαν στο περιβάλλον τοΟ θύματος. Αύτό, είτε Ενοχος είναι κανείς, είτε τελείως άμέτοχος, 3έν είναι πολύ εύχάριστο. 'Εγώ είμαι παντρεμένη καί Εχω πολλή στοργή για τόν σύζυγό μου. Γι’ αύτό σάς έρωτώ τί λογα ριάζετε νά κάνετε... — Θά μάθατε φαίνεται δτι βρήκα κάποιο μαν τήλι. — Δυστυχώς. — Ό άνδρας σας δέν ξέρει τίποτε; Ό Μαιγκρέ εΐδε δτι θύμωσε ή Άρλέττα πού τοϋ άπάντησε : — Μιλάτε σάν τήν μητέρα μου. — Γιατί; ’Επειδή ή μητέρα σας φαντάζεται δτι ό άνδρας σας είναι έν γνώσει τής Εξωσυζυγικής σας ζωής; Χαμογέλασε ή Άρλέττα : — Μ' άρέσει πού μιλάτε μέ κάποια λεπτότητα. — Ά ν προτιμάτε δέν θά μιλώ πιά έτσι μά πε ρισσότερο ώμά. Ή μαμά σας πιστεύει δτι ό άνδρας σας είναι δπως λένε συνήθως, σύζυγος συγκαταβα τικός. — Δέν Αποκλείεται νά τό πιστεύη. — Έγώ δέν Ετυχε νά γνωρίσω τόν σύζυγό σας για νά σχηματίσω δική μου γνώμη. "Ομως... — "Ομως; Ό Μαιγκρέ έδίστασε λίγο πριν μιλήση πιο κα θαρά, δμως Εξακολούθησε : 67
— Θά φταίτε έσεΐς &ν αύτό πού θά σάς πώ σάς θίγει λιγάκι. Είναι μιά πολύ φυσική σκέψις πού μπορεί νά περάση άπό τό μυαλό καθενός, Εΐσαστε νομίζω τριάντα όκτώ έτών. . . καί παντρεμένη άπό ηλικίας είκοσι έτών. Δεν είναι έτσι; — Έ τσ ι είναι. — Δύσκολο θά είναι νά πιστέψη κανείς ότι ή ά τ α ξ ί α σας τής περασμένης Κυριακής, είναι ή πρώτη αύτοΟ τού.είδους, Μ ε αταραξία ή "Αρλέττα τού άπήντησε : — Πραγματικά, δεν είναι ή πρώτη. — Μιά καί μόνη νύχτα έπρόκειτο νά περάσετε στό σπίτι τής μητέρας σας καί όμως βρήκατε τον τρόπο νά φέρετε στό σπίτι της μητέρας σας τόν έραστή σ α ς .,. — Τσως γιατί δεν βρίσκομε συχνά την εύκαιρία νά περάσωμε όλη τήν νύχτα μαζύ. — Έγώ δέν κάνω κρίσεις, διαπιστώνω μονάχα. ΓΥ αύτό, μού πέρασε άπό τήν σκέψι ότι ίσως ό σύζυγός σας νά είναι έν γνώσει τής ζωής σας. — Ούτε ήξερε ποτέ τίποτε, ούτε ξέρει. ΓΥ αύτόν τόν λόγο έφυγα τήν Δευτέρα τό μεσημέρι τόσο ξαφνικά καί ξαναγύρισα. — Δέν τό κατάλαβα καλά αύτό. Γιατί φύγατε τήν Δευτέρα το μεσημέρι; — "Όταν άκόύστηκαν τα βογγητά τής Ρόζας, έγώ έτρεξα στό δωμάτιό της καί ταυτόχρονα ό Έρβέ, ό έραστής μου, πήδησε άπό τό παράθυρο. — Μ άλιστα... 'Υστερα; — Έγώ σκέφτηκα ότι ό όνδρας μου στό Παρίσι θά μάθαινε τό γεγονός ότι πέθανε ή Ρόζα. Τό φυσικώτερο θά ήτανε νά έρχότανε κι" αύτός έδώ, νοιώθοντας μιά εύλογη Ανησυχία γιά μένα, “ Πράγμα πού δέν τό θέλατε βέβαια, άφού ό έραστής βρισκότανε έδώ. Καί στό Παρίσι τι κάνατε; — Πρώτα πρώτα τηλεφώνησα στόν Σάρλ καί αύτός μού είπε ότι έσεΐς είχατε άναλάβει τήν ύπόθεσι. 68
— Αύτό σάς καθησύχασε; — Κάθε ά λλο ... Ή σερβιτόρα είχε πλησιάσει στό τραπέζι : — Μπορώ νά σάς σερβίρω; έρώτησε. — Μάλιστα. Ό τα ν άφησε τά πιάτα μέ την σούπα στό τραπέζι, ή σερβιτόρα Απομακρύνθηκε. — Είναι Απαραίτητο νά μάθη τίποτε ό άνδρας μου; έρώτησε ή Άρλέττα. — Δεν τό βλέπω απαραίτητο. . . έκτός άν τά πράγματα τό επιβάλλουν. — ΈσεΤς τί λέτε; 'Υποψιάζεσθε δτι έπεχείρησα νά δηλητηριάσω την μητέρα μου; — Γιατί μέ ρωτάτε; — Διότι άν σκεφθή κανείς καλά, ήμουν τό μόνο πρόσωπο μέσα στό σπίτι που θά είχε τήν ευχέρεια νά ρίξη δηλητήριο στό φάρμακο τής μητέρας μου. Και κάτι χειρότερο μάλιστα : "Ημουν τό μόνο πρό σωπο πού βρισκότανε στό σπίτι όταν έγινε τό κακό. — Θέλετε νά πήτε δτι ή Μιμή, ή γυναίκα τοΟ Σάρλ, θά μπορούσε νά κάνη κάτι τέτοιο πριν φύγη; — Καί ή Μιμή καί ό Σάρλ και ό Τεό άκόμη. Ό μω ς μοιραίως σ ' έμενα θα πέσουν δλες οί ύποψίες. — Γιατί μ ο ι ρ α ί ω ς ; — Διότι δλοι πιστεύουν δτι δέν άγαπώ τήν μη τέρα μου. — Καί είναι άλήθεια αδτό; — Σ χεδόν... Αλήθεια είναι. — Σάς πειράζει άν σάς κάνω μερικές ερωτήσεις; — Μά τις έπερίμενα. — Σημειώστε δτι δεν σάς κάνω έπίσημη άνάκρισι. "Αλλως τε σείς ήρθατε νά μέ βρήτε, δέν σάς έκάλεσα έγώ. — "Οπως δήποτε θά μού τΙς κάνατε τις έρωτήσεις, σήμερα ή κάποιαν άλλη μέρα. — Ναί, είναι πολύ πιθανόν αύτό. Τό ζευγάρι τών δύο ήλικιωμένων έτρωγε σέ μιά μικρή άπ’ αύτούς, άπόστασι. Ε πίσης σέ άλλο τρα 69
πέζι έτρωγε μιά μεσόκοπη κυρία μέ τον γυιόκα της, δεκαοκτώ περίπου χρόνων πού τον κοίταζε στοργικά καί τόν πρόσεχε διαρκώς καθώς καί μιά συντροφιά από τρία τέσσερα κορίτσια πού γελούσανε καί φωνάζανε ένοχλητικά. νΟ Μαιγκρέ μιλούσε μέ την Άρλέττα χαμηλό φωνα καί ένώ έτρωγε φαινότανε μάλλον άδιάφορος πρός τό περιβάλλον του. —* Είναι πολύς καιρός πού δεν άγαπάτε την μητέρα σας; — Ά πό τήν ήμερα πού κατάλαβα ότι ποτέ της δέν μέ είχε Αγαπήσει, ότι ήγέννησίς μου ήτανε γι’ αύτήν μιά άτυχής σύμπτωσις κι’ ό έρχομός μου στόυ κόσμο τής είχε χαλάσει τά σχέδιά της. — Πότε τό άνακαλύψατε σΰτό; — "Ήμουνα μικρούλα τότε. ’Άλλως τε δέν κάνω καλά νά λέω ότι ή μητέρα μου δέν μέ άγαποΟσε. Θά ήτανε πιο σωστό νά έλεγα ότι ή μητέρα μου δέν άγάπησε κανέναν στόν κόσμο, ούτε κι’ έμένα τήν κόρη της. — Ούτε τόν πατέρα σας άγάπησε; — Δέν ξέρω. Πάντως άπό τήν ήμερα πού πέθανε ό μπαμπάς, ή μητέρα μου δέν ξαναμίλησε γι’ αύτόν, ούτε τό όνομά του κάν ανέφερε. Σάς προκαλώ νά βρήτε έστω καί μιά φωτογραφία τού πατέρα μου σ’ όλο τό σπίτι. Πρίν άπό λίγες ώρες έπίσκεφθήκατε τό δωμάτιο τής μητέρας μου. Δέν σάς έκανε τίποτε έντύπωσι; ■— 'Οχι, είπε ό Μαιγκρέ άφοΟ σκέφτηκε λίγο. — "Ίσως γιατί δέν έχετε έπισκεφΟή πολλά σπί τια ηλικιωμένων γυναικών. Στά περισσότερα σπίτια, άν όχι σέ όλα, θά βλέπατε πολλές οικογενειακές φωτογραφίες στά έπιπλα καί στους τοίχους. Είχε δίκαιο καί ό Μαιγκρέ τό άνεγνώρισε. Ό μως θυμότανε πώς είχε ΐδεΐ τήν φωτογραφία ένός ήλικιωμένου άνδρα, στό κομμοδΐνο, δίπλα στο κρεβάτι τής Βαλεντίνης, σέ Ασημένιο πλαίσιο. Τής τό είπε. — Ναί, άποκρίθηκε ή Άρλέττα, αύτός είναι ό 70
πατρυιός μου, ό δεύτερος σύζυγος τής μητέρας μου. Τόν Εχει έκεϊ έξ αίτιας κυρίως της κορνίζας πού είναι άσημε νια. Ά λλω ς τε μήν ξεχνάτε άτι ό πατρυιός μου είναι ό δημιουργός τών καλλυντικών «Ζουβά» χαί ήτανε ό άνθρωπος πού Εκανε τά κέφια τής μητέρας μου, προσφέροντάς της τά πάντα. Είδατε καμμιά φωτογραφία δική μου; Φωτογραφίες τών προγονών της τού Σάρλ ή τού Τεό; Θά 'λεγε κανείς ότι αύτή ή γυναίκα δέν είχε συγγενείς. Ό Σάρλ είναι Ερασιτέχνης φωτογράφος. Μανία του είναι νά φωτογραφίζη όλα τά μέλη τής οίκογενείας καί νά μοιράζη φωτογραφίες σ* όλους τούς συγγενείς. Ή μητέρα μου, όλες αότές τίς φωτογραφίες τίς ρίχνει σ' Ενα συρτάρι, ανακατωμένες μέ κουβαρίστρες, κομματάκια μολυβιών, παλαιά γράμματα κι’ ένα σωρό μικροπράγματα. Α λλά στούς τοίχους έχει κρεμάσει φωτογραφίες τών αύτοκίνήτων της, τού παλαιού της πύργου, τού κόττερου πού είχε κάποτε καθώς καί φωτογραφίες τών γάτων τ η ς ... Ά , ό χ ι... οί γάτοι Εχουνε τήν πρώτη θ έσ ι! — Βλέπω ότι πραγματικά δεν τήν άγαπάτε. — Μπορώ νά πώ μάλιστα ότι τήν μισώ. — Γιά ποιόν λόγο; — Δέν ξέρω. Όμως ά ν έπεχείρησε κανείς νά τήν φαρμακώση... — Συγγνώμην. Είπατε : ά ν . .. — Τρόπος τού λέγειν. Ό μως με τήν μητέρα μου δέν ξέρει κανείς τί μπορούσε νά είχε συμβή. — θέλετε νά πήτε ότι μόνη της είχε Θελήσει ίσως νά παραστήση ότι έδοκίμασαν νά τήν δηλη τηριάσουν ; Ό τ ι τό Εκανε γιά νά ένοχοποιήση κάποιον; — Δέν μπορώ νά τό πώ αύτό άπόλυτα, δηλαδή δέν μπορώ νά ίσχυρισθώ ότι θέλησε νά προσποιηθή πώς κάποιος θά τήν δηλητήριαζε, γιατί είναι γεγονός ότι βρέθηκε δηλητήριο στο ποτήρι καί ότι ή Ρόζα πέθανε ή κακομοίρα. — ΟΙ προγονοί τής μητέρας σας καί ή νύφη 71
σας, συμμερίζονται αυτήν την. . . άς πούμε, Αδια φορία σας γιά τήν μητέρα σας; — Δέν έχουν βέβαια τούς λόγους πού Εχω εγώ. Ή νύφη μου ή Μιμή δέν τήν Αγαπά την μητέρα μου, την μητρυιά τοϋ άνδρα της, γιατί πιστεύει ότι αύτή είναι ή αφορμή που ό πατρυιός μου έχασε την περιουσία του. — Κι" είναι σωστό αύτό; — Είλικρινώς δέν ξέρω. Πάντως είναι γνωστό 6τι γιά τήν μητέρα μου ό πατρυιός μου έξώδευε πολλά χρήματα καί τού άρεσε νά τήν καταπλήσση. — Οί σχέσεις μέ τόν πατρυιό σας πώς ήτανε; — Σχεδόν Αμέσως μετά τόν γάμο τής μητέρας μου, μ’ έκλεισαν έσωτερική σ’ ένα σχολείο στήν ’Ελβετία, ένα πολύ καλό καί άκριβό σχολείο, μέ τό πρόσχημα ότι ό πατρυιός μου ήτανε φυμαηκός καί θά μπορούσα ν’ άρρωστήσω κι’ έγώ. — Είπατε τήν λεξι π ρ ό σ χ η μ α ! — Δέν είχα καμμιά προδιάθεσι γιά μια τέτοια ασθένεια. Ούτε κάν είχα βήξει ποτέ στήν ζωή μου. "Ομως ή παρουσία μιάς κοπέλλας στο σπίτι, τήν ένωχλοΰσε. ’Ίσως ίσως νά ζήλευε μάλιστα. — Νά ζήλευε; — ’Έτσι φαντάζομαι. Ό πατρυιός μου είχε τήν συνήθεια νά μΐέ περιποιήται πολύ, νά με παραχαίδεύη μπορώ νά πώ. "Οταν γύρισα άπό τό σχολείο τής 'Ελβετίας ήμουν δεκαεπτά έτώ ν... τότε άρχισε νά γυρίζη γύρω γύρω μου μ" έπιμονή. — Θέλετε νά πητε ότι σάς ρίχτηκε; — 'Ο χι, όχι Αμέσως. "Ημουν δεκαοκτώμιση έτών όταν συνέβη κάτι τέτοιο. "Ενα βράδυ ντυνό μουνα στό δωμάτιό μου γιά να πάμε όλοι μαζύ στο θέατρο καί ό πατρυιός μου μπήκε στό δωμάτιό μου ένΦ ήμουν μισόγυμνη. . . — Τί συνέβη τότε; — Δέν μαντεύετε; Θέλησε νά μέ άγκαλιάση και νά με φιλήση. . . Έγώ σήκωσα τό χέρι μου και τόν χαστούκισα. Τότε Επεσε στά γόνατά μου, άρχισε νά 72
κλαίη και να μέ παρακαλή, νά μέ ίκετεύη νά μην πώ τίποτε στήν μητέρα μου, ούτε νά φύγω άπό το σπίτι. Μού ώρκιζότανε πώς είχε μια στιγμιαία παράκρουσι βλέποντάς με μισόγυμνη καί ότι δέν θά τό ξανάκανε π ο τ έ ... Καί ή Ά ρλέττα πρόσθεσε μέ κάποια ψυχρότητα και περιφρόνησι : — Μου φάνηκε τόσο γελοίος, νά τόν βλέπω στά γόνατα μέ τό φράκο του, ένώ τό κολλαρισμένο του πουκάμισο είχε ξεφύγει άπό τό γιλέκο του. Ε κείνη την στιγμή χτύπησε στήν πόρτα μου ή ύπηρέτρια και ό πατρυιός μου Αναγκάστηκε νά σηκωθή βια στικά. — Μήπως Αγαπούσατε τότε κανένα; — Ναί. — Ποιόν; — Τόν Τεό. — Κι* αύτός σάς αγαπούσε; — Ούτε κάν μέ πρόσεχε. Στο ισόγειο του σπι τιού μας, είχε ένα διαμέρισμα όπου έμενε αύτός. Φυσικά τό χρησιμοποιούσε σάν γκαρσονιέρα, μ* όλη τήν άπαγόρεοσι τού πατέρα του νά φέρνη γυναίκες έκεί, Ό μ ω ς αύτός έφερνε πολλές γυναίκες. Έ γώ τόν κατασκόπευα άπό ζήλεια. Είχε μια μικρή χορεύτρια Από κάποιο θέατρο πού τήν κουβαλούσε στό σπίτι του σχεδόν κάθε βράδυ. Μιά νύχτα κρύφτηκα στό διαμέρισμά του. . . — Και τού έκάνατε σκηνή ζηλοτυπίας; — Ούτε θυμάμαι κάν τι έκανα. Ό μ ω ς ξέρω ότι ή χορεύτρια έφυγε θυμωμένη καί έμεινα μόνη μου μέ τόν Τεό. — Τότε τί έγινε; — Δέν καταλαβαίνετε; Τού είπα πώς τόν Αγα πούσα, πώς ήθελα νά μέ κάνη δική του μά δέν ήθελε. Σχεδόν τόν Ανάγκασα κ α ί... έγινε δ,τι έγινε. Μιλούσε χαμηλόφωνα ή *Αρλέττα καί τόσο φυ σικά, χωρίς καμμιά εξαρσι, σάν νά διηγείτο τό όπλούστερο πράγμα τού κόσμου. Και ή άφήγησις 73
μιδς τέτοιας νεανικές περιπέτειας έρχότανε σέ τόση άντίθεσι μέ τό ήρεμο καί νοικοκυρίστικο έκείνο περιβάλλον, πού καταντούσε νά είναι φαν ταστική. Ή σερβιτόρα τούς διέκοπτε πότε πότε, μά μόλις άπομακρυνότανε, ή Άρλέττα συνέχιζε τήν πο νηρή της άφήγηστ, σαν μαθήτρια πού δίνει έξετάσ ε ις... ΤΙ έγινε ύστερα; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Τίποτε. — Πώς τίποτε; — Δέν ξέρω γιατί ό Τεό μέ άπέφευγε καί τον άπέφευγα κι* εγώ. — Εκείνος γιατί σάς άπέφευγε; — Φαντάζομαι άπό ντροπή γι' αύτό πού είχε γίνει. — Καί σεϊς; — Άπό άηδία γιά τούς άνδρες. — Γ ι' αυτόν τον λόγο παντρευτήκατε τόσο βια στικά; — 'Ο χι άμέσως. Παντρεύτηκα ύστερα άπό ένα χρόνο. Στό άναμεταξύ είχα φίλους k l ’ έραστάς, δλους τούς άνδρες πού μέ ζυγώνανε. . . δσους γνώρίζα. — Ά πό άηδία; — Ναι. Δέν ξέρω uv μέ καταλαβαίνετε. — "Υστερα; — Κατάλαβα δτι εΤχα πάρει κακό δρόμο. Κατάλαβα ότι τραβούσα στον κατήφορο καί θέλησα νά σταματήσω αύτήν τήν ζωή. — Καί παντρευτήκατε; — Ναί, γιά νά ζήσω όπως δλοι οί άνθρωποι. — "Ομως άφού παντρευτήκατε, εξακολουθήσατε τήν κρυφή σας ζωή. Τον κοίταξε στα μάτια καί ύστερ' άπό £να δι σταγμό εΐπε : — Τήν έξακολούθησα, ναί. — Ά πό τον πρώτο χρόνο; — Ά πό τον πρώτο μήνα. 74
— Γιατί το κάνατε α6τό; — Δέν ξέρω. Γιατί δεν μπορώ νώ ζήσω άλλιώς. Ό άνδρας μου δ Ζυλιέν δέν κατάλαβε ποτέ του τί ποτε. Καί σάς βεβαιώνω άτι θά 'δίνα δ,τι δήποτε γιά νά μήν μάθη ποτέ τήν διπλή μου ζωή. — Τον άγαπ&τε τον άνδρα σας; — Τό ξέρω πώς θά γελάσετε μέ τήν άπάντησί μου, μα σάς άπαντώ : Τον άγαπώ. "Οπως δήποτε είναι ό μόνος άνδρας πού σέβομαι. "Έχετε νά μού κάνετε κι' άλλες Ερωτήσεις; Ό Μαιγκρέ χαμογέλασε : — Ό τα ν θα έχω χωνέψει 6λα αύτά πού άκουσα, θά έχω άσφαλώς. — Μέ τήν ήσυχία σας. — Θά κοίμηθήτε άπόψε στήν Βιλλίτσα; — Δέν μπορώ νά κάνω άλλιώς. ΟΙ κάτοικοι έδώ, τού Έτρετά, θά παραξενευόντουσαν άν πήγαινα νά κοιμηθώ στό ξενοδοχείο. Σιδηρόδρομος δέν ΰπάρχει παρά μονάχα αύριο τό πρωί. Άναγκαστικώς λοιπόν. .. — Μαλώσατε μήπως μέ τήν μητέρα σας; — Πότε; — Σήμερα τό άπόγευμα. — Πάντα δταν βρισκόμαστε μόνες μας, λέμε μερικές πικρές άλήθειες ή μιά στήν άλλη. Αύτή είναι πιά πολύ συνηθισμένη Ιστορία. Δέν θέλησε νά πάρη ούτε φρούτο, ούτε κανένα γλύκισμα. Έ βγαλε άπό τό τσαντάκι της Ενα καθρεφτάκχ καί τό κόκκινο ιών χειλιών καί διώρθωσε λίγο τά χείλη της. Ό Μαιγκρέ τήν κοίταζε. Τά μάτια της ήτανε πολύ καθαρά και φωτεινά, πιό φωτεινά κι’ άπό Εναν γαλανό ουρανό, μά τελείως κενά, χωρίς καμμιά Εκφρασι, δπως είναι ένας γαλανός ούρανός δίχως σύννεφα...
75
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
4
ΤΟ ΑΠΟΚΡΗΜΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ Ό Μαιγκρέ άναρωτιότανε dv μέ την λήξι τοΟ γεύματος, θά τελείωνε καί ή συνομιλία του μέ τήν Αρλέττα, ή θά έπρεπε νά πάνε κάπου άλλοΟ νά τήν εξακολουθήσουν, Ή 'Αρλέττα άναβε ένα τσιγάρο όταν 6 μαιτρ ντ’ ότέλ τον έπλησίασε καί τοΟ μίλησε κρυφά ατά αυτί» τόσο χαμηλόφωνα, ώστε 6 Μαιγκρέ δέν άκουσε καί τον ανάγκασε νά το έπαναλάβη : — Σάς ζητοΟν στο τηλέφωνο. — Ποιός; Ό μαίτρ ντ’ ότέλ κοίταξε τήν 'Αρλέττα μέ τέτοιο τρόπο ώστε κι* έκείνη καί ό Μαιγκρέ, κάτι άλλο κατάλαβαν. Τά χαρακτηριστικά τής Άρλέττας πή ρανε μιά έκφρασι πιό σκληρή, χωρίς νά χάσουν τήν φαινομενική τους άδιαφορία. — Ποιός μέ ζητά στό τηλέφωνο; Δέν είπε τό όνομά του; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Ό κύριος Σάρλ Μπεσσόν. Ή "Αρλέττα άνέπνευσε. "Ίσως νά είχε νομίσει ότι τον άστυνομικό τόν ζητούσε ό άνδρας της, μά δ Μαιγκρέ εΐχε σηκωθή καί έτοιμαζότανε νά πάη στο τηλέφωνο, λέγοντας στήν "Αρλέττα : — Θά έχετε τήν καλωσύνη νά με περιμένετε δυό λεπτά; Έκλεισε τά βλέφαρά της γι’ άπάντησι, γιά συγκατάθεσι καί ό Μαιγκρέ βάδισε πρός τόν τηλεφω νικό θάλαμο τοθ ξενοδοχείου, συνοδευόμενος άπό τόν μαίτρ πού τοΟ έδινε εξηγήσεις : — Σάς ζητώ συγγνώμη. Ήτανβ παρατυπία αυτό 76
πού έκανα. Δέν έπρεπε νά σάς μιλήσω στό αύτί, κρυφά» επρεπε μάλλον να σάς άφήσω ένα σημείωμα στό τραπέζι σας. Μά φταίει σ* αύτό κάποιος ύπάλληλος τού ξενοδοχείου πού 6έν μού είπε άτι 6 κύριος Σάρλ Μπεσσόν σάς είχε ζητήσει δυό τρεις φορές την ώρα πού έλβίπατε. Ό Μαιγκρέ έπιασε τό Ακουστικό και Ακούσε μιά φωνή βροντώδη καί ήχηρή : — Ό Αστυνόμος Μαιγκρέ; Πιστέψτε με δτι είμαι πολύ στενοχωρημένος. Δέν ξέρω τί νά κάνω γιά νά έξιλεωθώ Απέναντι σας, μά πιστεύω ότι θά με κατα νοήσετε όταν σάς πφ τί μού συνέβη. . . Ό Μαιγκρέ δέν πρόλαβε νά πη ούτε λέξι καί ό Σάρλ Μπεσσόν έξακολούθησα με την Ιδια έντονη φωνή : “ Καταλαβαίνω ότι σάς Ανησύχησα, δτι σάς έβγαλα Από τές άσχολίες σσς καί τό σπίτι σας γιά νά σάς φέρω στό Έτρετά καί έγώ ό Ιδιος δέν μπό ρεσα νά βρίσκομαι εκεί γιά νά σάς ύποδεχτΦ. ‘Υπο λόγιζα νά είμαι σήμερα τό πρωί στόν σταθμό καί προσπάθησα νά συνεννοηθΦ τηλεφωνικές μέ τον σταθμάρχη μά δέν τό κατώρθωσα... Μέ άκούτε; — Σάς Ακούω, μάλιστα. “ Φαντασθήτε δτι χτές τήν νύχτα έφυγα έπειγόντως γιά τήν Διέπη, όπου ή μητέρα τής γυναίκας μου ήτανε έτοιμοθάνατη. . . — Έπέθανε; — Ναί, πέθανε ή καημένη κι1 έπειδή δέν έχει παρά μόνο κόρες καί είμαι ό μόνος άνδρας στην οικογένεια, Αναγκάστηκα νά μείνω στην Διέπη. Ξέ ρετε τί ζητήματα δημιουργοθνται μ’ ένα θάνατο, διατυπώσεις. Απρόοπτα και διάφορα τέτοια πρά γματα. Δέν μπορούσα νά σάς τηλεφωνήσω άπό τό σπίτι, γιατί ή έτοιμοθάνατη πεθερά μου δέν μπο ρούσε νά ύποφέρη ούτε ιό ν παραμικρότερο θόρυβο καί Αναγκάστηκα νά βγώ τρεις φορές στόν δρόμο γιά νά σάς τηλεφωνήσω άπό ένα γειτονικό μαγαζί... — Ύπέφερε πολύ; 77
— Δέν ύπέφερε, μα καταλάβαινε ότι σβήνει. — Τι ήλικία είχε; — 'Ογδόντα όκτώ έτών. Τώρα γύρισα στό σπίτι μου στο Φεκάν, όπου προσέχω τά παιδιά, γιατί ή γυναίκα μου έμεινε κοντά στήν πεθαμένη μητέρα της. Έ χει κρατήσει τό μωρό μαζύ της. "Αν θέλετε μπορώ νά έρθω μέ τό άμάξι μου άπόψε κι' δλας νά σάς συναντήσω ή πήτε μου ποια ώρα θέλετε αύριο τό πρωί νά είμαι έκεΐ και θά φροντίσω νά είμαι. — Έχετε νά μοϋ πήτε τίποτε; — Σχετικώς μέ τήν ύπόθεσι τής υπηρέτριας; Δέν ξέρω τίποτε άλλο άπό δ;τι θά έχετε μάθει καί σεις. Τό μόνο πού έχω νά σάς πώ είναι ότι έφρόντισα να μήν δημοσιευθή αυτή ή θλιβερή ιστορία στίς έφημερίδες τής Ρουένης καί Χάβρης, ώστε νά μήν γράψουν τίποτε κι' οί παρισινές έφημερίδες. Γρά ψανε μόνο τρεις γραμμές, άναφέροντας δτι πρό κειται γιά δυστύχημα... Κι* έπειδή ό Μαιγκρέ δέν μιλούσε καθόλου, ό Σάρλ Μπεσσόν έξακολούθησε : — Βρήκατε δωμάτιο στό ξενοδοχείο; Είμαι βέ βαιος δτι θά διαλευκάνετε αύτήν τήν θλιβερή Ιστο ρία. Δέν ξέρω άν ξυπνάτε πρωί ή όχι. Θέλετε νά είμαι στις έννέα τό πρωί στό ξενοδοχείο σας; — "Αν σάς είναι εύκολο... — Βεβαίως μπορώ. Σάς ευχαριστώ καί σάς παρα καλώ νά μέ συγχωρέσετε άκόμη μια φορά. Ό Μαιγκρέ γύρισε πίσω στό τραπέζι του δπου βρήκε τήν Άρλέττα νά τόν περιμένη συλλογισμένη, έχοντας τούς άγκώνες της στό τραπέζι. — Πήγε στήν Διέπη, τής είπε. — Πέθανε έπί τέλους ή γριά; — Ά πό τΐ ύπέφερε; — Ποιος ξέρει; Τριάντα χρόνια τώρα έτοιμάζεται νά πεθάνη καί κάνει τήν έτοιμοθάνατη. Φαν τάζομαι δτι 6 Σάρλ θά είναι ένθουσιασμένος. — Δέν τήν συμπαθούσε τήν πεθερά του; — Θά ήσυχάση λίγο άπό τις σκοτούρες του, 78
γιατί θά κληρονομήση πολλά. Έ χετε πάει ποτέ στήν Διέπη; — Ναι, έχω πάει μερικές φορές. — Τήν ξέρετε λοιπόν τήν πάλι. Τό ένα τέταρτο τών σπιτιών τής Διέπης άνήκουν στήν οίκογένεια τής γυναίκας του. Θά γίνη πολύ πλούσιος, μά είμαι βέβαιη ότι θά βρή τον τρόπο νά σπαταλήση όσα κληρονομήση σέ καμμιά άπό τις άπίθανες έπιχειρήσεις του, έκτος δν ή γυναίκα του ή Μιμή τόν έμποδίση, γιατί στο κάτω κάτω είναι δικά της αύτά τά χρήματα και ή Μιμή ξέρει νά όπερασπίση τά συμφέροντά της. Κι* ό Μαιγκρέ παρατηρούσε μέ πόση άταραξία, χωρίς καμμιά ζωηρότητα ή κακία μιλούσε ή *Αρλέττα. Θά *λεγε κανείς ότι μιλούσε για άτομα που δέν τήν ένδιέφεραν καθόλου, πού ήτανε έξω άπό τόν κύκλο της, άπό τό οίκογενειακό της περιβάλλον. Ό Μαιγκρέ είχε ξανακαθήσει στήν θέσι του καί γέμιζε τήν πίπα του πού έδίστάζε νά τήν άνάψη. — Θά σάς παρακαλέσω, τού είπε ή Άρλέττα, όταν δέν θά ’χετε τίποτε άλλο νά μέ ρωτήσετε, νά μού τό πήτε. — Δέν φαινόσαστε βιαστική νά έπιστρέψετε στήν Βιλλίτσα. — "Οχι, δέν είμαι βιαστική. — Μέ άλλα λόγια, προτιμάτε μια όποια δήποτε άλλη συντροφιά; Ό Μαιγκρέ καταλάβαινε ότι μιά καί είχε άρχίσει νά μιλά γιώ τόν έαυτό της, θά ήθελε νά πή κι’ άλλα. Μά σ ’ αύτήν τήν τεράστια αίθουσα τού έστιατορίου, όπου είχανε σβήσει περισσότερα άπό τά μισά φώτα γιατί όσοι έτρωγαν είχαν τελειώσει καί είχαν άποσυρθή, ήτανε δύσκολο νά συνεχισθή μιά τόσο έμπιστευτική συζήτησις, τήν στιγμή μά λιστα πού τό προσωπικό τού έστιατορίου έδειχνε ότι δέν περίμενε παρά αύτούς τούς δύο πελάτες, γιά νά κλείση. 79
— Θέλετε νά πάμε κάπου άλλου; ρώτησε 6 Μαιγκρέ, — Πού νά πάμε; Σέ κανένα μπάρ; Μπορεί νά συναντήσωμε τόν Τεό και 0ά προχιμοΟσα νά τόν άποφύγω. — Τόν αγαπάτε άκόμη; — Δέν ξέρω. Μάλλον θχι. — Τού κρατάτε καμμιά κακία; — Δέν ξέρω ... Πάμε πάντως. "Ενας περίπατος δέν θά ήτανε άσχημος. "Εξω ή νύχτα ήτανε πολύ σκοτεινή. Ή ομίχλη έσχημάτιζε γύρω από τα ήλεκτρικά φώτα μιάν άχλό, ένα θάμπος Ασυνήθιστο. — Μού έπιτρέπετε νά συνεχίσω τίς έ ρωτήσεις μου; Ό Μαιγκρέ είχε άντιληφθή ότι ή Άρλέττα φορούσε πολύ ψηλά τακούνια καί περπατούσε δύσκολα στόν πλακόστρωτο δρόμο. Γι’ αύτό, τήν πήγαινε μόνο άπό τό πεζοδρόμιο. Καί ή Άρλέττα τού απάντησε σ* αύτήν τήν ερώτησί του : — Μά νομίζω πώς γι’ αύτό βρίσκομαι έδώ, στό Έτρετά. Κάποια ώρα θά μοϋ τίς κάνετε αύτές τίς έρωτήσεις πού λέτε. Καλύτερα λοιπόν μιά ώρα νωρίτερα ώστε αύριο νά γυρίσω στό Παρίσι μέ τό κεφάλι μου ήσυχο. Σχεδόν ποτέ δέν είχε τύχει στον Μαιγκρέ νά περπατά μαζύ με μιά όμορφη γυναίκα, νύχτα στούς έρημικούς δρόμους μιάς μικρής πόλεως καί ίσως αισθανότανε σαν ένοχος κακής πράξεως. ΟΙ δια βάτες ήτανε σπάνιοι καί αραιοί. Μέσα στην απέ ραντη γαλήνη τής νύχτας, τά βήματά τους άκουγόντουσαν πρίν διαγραφή ή σιλουέττα τους στήν σκοτεινή νύχτα. Οί περισσότεροι καθώς περνούσαν, γυρίζανε τό ίεφάλι τους γιά νά κοιτάξουνε άκόμη λίγο αύτό τό ρ ο μ α ν τ ι κ ό ζευγάρι πού περπα τούσε μέσα στήν νύχτα. Ίσιος Ισως μάλιστα, συλλο γιζότανε ό Μαιγκρέ, νά τούς παρακολουθούσανε
80
και μερικά ζευγάρια μάτια άπό τά φωτισμένα παρά θυρα. — Έ άν κατάλαβα καλά, τήν Κυριακή ήτανε τά γενέθλια τής μητέρας σας; — Μάλιστα» 3 Σεπτεμβρίου. Ό μακαρίτης ό πατρυιός μου ήθελε νά έορτάζεται ή ήμερα τών γενεθλίων τής μητέρας μου μ* έπισημότητα Ε θνι κής Ε ορτής καί γι* αύτό δεν έπιθυμούσε να λείπη κανένας άπό τήν οίκογένβια αύτήν τήν ήμερα άπό τό σπίτι. Έ τσ ι καί άφοδ πέθανε 6 πατρυιός μου, εξακολουθούσαμε νά μαζευώμαστε στο σπίτι τής μητέρας μου αύτήν τήν ήμέρα. Έ χ ε ι γίνει σαν οικογενειακή παράδοστς αύτή ή Ιστορία. Μέ κατα λαβαίνετε; — Πολύ καλά. "Ομως ό Τεό δέν έρχότανε νομίζω. — Ναί, ό μόνος πού δέν έρχότανε ήτανε ό Τεό, μετά τάν θάνατο τού πατέρα του. — Τής προσφέρατε δώρα; Μπορώ νά μάθω τι δώρα τής έκάνατε; — Ά πό μιά περίεργη σύμπτωσι, ή Μιμή κι* έγώ τής κάναμε τό ΐδιο δώρο. Έ ν α δαντελλένιο γιακαδάκι. Είναι δύσκολο νά κάνη κανείς ένα δώρο στήν μητέρα μου, γιατί σ* όλη της τήν ζωή άπέκτησε ό,τι μπορούσε νά φαντσστή μιά γυναίκα, τά πιο όκριβά καί πιό σπάνια δώρα. Έ τσ ι, δταν κανείς τής προσφέρη δνα πραγματάκι, μόλις τό Ιδή σκάει στά γέλια καί ύστερα άρχίζει άτέλειωτες εύχαριστίες μέ ύπερβολικές διαχύσεις πού σχεδόν σέ πικραίνουν. Επειδή ξέρομε ότι τής άρέσουν πολύ οί δαντέλλες, £τοχε νά σκεφθοΰμε καί ή Μιμή κι’ έγώ νά τής άγοράσωμε Ενα δαντελλένιο γιακαδάκι. — Σοκολάτες, γλυκά, ζαχαρωτά; — "Οχι. Καταλαβαίνω τήν σκέφι σας, όχι. "Ολοι ξέρομε ότι ή μητέρα δέν άγαπά καθόλου τά γλυκά. Τό πιστεύετε λοιπόν; Μ’ όλο πού ή μητέρα μου φαίνεται λεπτή γυναίκα καί φιλάσθενη ίσως, προ τιμά μιά ρέγγ* στήν σχάρα, Ινα μπουκαλάκι μέ 81
άγγουράκια τουρσί ή ένα κομμάτι λαρδί καπνιστό, από τό Αραιότερο γλύκισμα. — Καί σεΤς τό ίδιο; — Έγώ; Ά , όχι. — Δέν μου λέτε, έτυχε ποτέ νά μάθη κανένας άπό τήν οικογένεια σας τήν Ιστορία τοΟ πατρυιού σας τότε πού σάς είχε ριχτή; — Ειλικρινές δέν είμαι βέβαιη, μα μπορούσα νά όρκιστφ ότι ή μητέρα μου κάτι θά ξέρη. — Ποιός θά μπορούσε νά τής τό είχε πεΤ; — Δέν χρειάζεται καταδότη ή μητέρα μου. "Εχει τό σύστημα νά κρυφακούη πάντα πίσω άπό τις πόρτες. Μή νομίζετε 6τι τήν κακολογώ. Είναι μανία της αύτή. Πριν άρχίση νά κατασκοπενη τόν Ανδρα της, κατασκόπευε έμένα σάν ήμουνα κοριτσάκι άκόμη. Έ χει τό έλάττωμα νά θέλη νά μαθαίνη 6,τι δήποτε λέγεται και γίνεται στο σπίτι. Κρυφάκουγε στις πόρτες καί τοΟ ύπηρετικοϋ προσωπικού άκόμη. — Για ποιόν λόγο; — Γιά νά ξέρη. Γιατί καταλάβαινε πώς ήτανε στο σ π ί τ ι τ η ς ί — Και «ραντάζεσθε ότι θά ξέρη καί την Ιστορία σας μέ τόν Τεό; — Είμαι σχεδόν βέβαιη γι* αύτό. — Καί δέν σβς είπε ποτέ καμμιά λέξι; Δέν σάς έδωσε καμμιά συμβουλή; Τότε δέν είχατε κλείσει άκόμη τά είκοσι χρόνια σας. 0 ά έπρεπε νά σάς προφύλαξη άπό κανένα στραβοπάτημα... — Γιά ποιόν λόγο νά τό κάνη; — "Όταν τής Αναγγείλατε τήν πρόθεσί σας νά παντρευθήτε τόν Ζολιέν Σόντρ, δέν προσπάθησε να σάς κάνη ν’ Αλλάξετε γνώμη; Στήνπραγματικότητα, έκβίνη τήν έποχή πού ό πατρνιός σας βρισκότανε σ’ ΰλη του τήν οίκονομική άνθησι, Ενας τέτοιος γάμος μ* εναν άνθρωπο φτωχό, θά μπορούσε νά χαρακτηρισθή σάν κακός γάμος. Εσείς ζοόσατε μέσα στήν πολυτέλεια καί τήν χλιδή καί ό άντρας
$2
που θά παίρνατε ήτανε ένας φτωχός όδοντίατρος χωρίς κανένα μέλλον. ’‘Η όχι; — νΕτσι είναι» μά ή μητέρα μου δέν έφερε καμμιάν άντίρρησι. — Κι- 6 πατρυιός σας; — Δέν τολμούσε. Είμαι βέβαιη οπι ντρεπότανε για εκείνη την ίστορία. Ίσως νά εϊχε τύψεις. Στήν πραγματικότητα ήτανε Εντιμος άνθρωπος καί πολύ εύθύς στόν χαρακτήρα του. Ίσως νά πίστευε ότι ήθελα νά πάρω όποιον δήποτε έξ αίτιας του. Θέλησε μάλιστα νά μού δώση μιά μεγάλη προίκα» μά 6 άντρας μου δεν τήν δέχθηκε. — Δέν δέχθηκε την προίκα; Γιατί; — Έγώ τόν συμβουλέυσα νά μή δεχθη. Είχανε φτάσει σ* Ενα μονοπάτι πού ακολουθούσε τούς άπόκρημνους βράχους τής άκρογιαλιδς. Ό άντικρυνός φάρος φώτιζε σέ κανονικά διαστήματα τόν ούρανό ένώ μιά δυνατή μυρουδιά από φύκια Εφθανε ώς τό μέρος όπου περπατούσανε. Μ* όλα τά ψηλά της τακούνια καί τά παριζιάνικά της φορέ ματα ή Άρλέττα δέν Εδειχνε ότι είχε κουραστή καί ούτε κρύωνε καθόλου. — Θά σάς κάνω τώρα μιάν άλλη έρώτησι, πιό προσωπική. . . είπε ό Μαιγκρέ. — Σχεδόν μαντεύω όλες τίς Ερωτήσεις πού πρό κειται νά μού κάνετε. — Πότε άντιληφθήκατε ότι δέν μπορούσατε νά κάνετε παιδιά; Πριν παντρευθήτε; — Δέν σάς τό είπα αύτό; — Ό χ ι. Λοιπόν; ΠρΙν παντρευθήτε; — Βέβαια. — Πώς τό μάθατε; — Μά νομίζω πώς σάς ώμολόγησα πολλά. Τά ξεχώσατε; — Δέν ξέχασα τίποτε, μά θά ήθελα λεπτομέ ρειες. .. — Πήγαινα μ' όποιον μ* άρεσε σάς είπα και ποτέ μου δέν λογάριαζα νά προφυλαχτώ άπό μιά 83
ένδεχομένη εγκυμοσύνη. .. άλλως τε, ούτε έπέτρεπα στόν έραστή μου vd παίρνη τέτοιες προφυλάξεις. — Γιά ποιόν λόγο; — Δέν ξέρω. Έ τσι, ήμουνα πιό αύθόρμητη. Μ’ όλο πού ήτανβ σκοτεινά ό Μαιγκρέ είχε τήν έντύπωσι δτι ή Ά ρλέτια είχε κοκκινίσει λέγοντας «ύτά τά λόγια. Μά καί νά μήν είχε κοκκινίσει, ή φωνή της είχε πάρει σ’ αύτήν την τελευταία φράσι μιά άλλη βκφραστ, κάπως ντροπαλή. — Καί πώς βεβαιωθήκατε; — ’Από ένα νεαρό γιατρό, έσωτερικό στο νοσο κομείο Λαριμπουαζιέρ. — Ήτανε εραστής σας; — Περαστικός, όπως καί τόσοι άλλοι. Μ’ έξήτασε καί γιά νά είναι βέβαιος παρεκάλεσε καί δυό τρεις συναδέλφους του νά μ’ έξετάσουν. Μιά έρώτησις έρχότανε στά χείλη τού Μαιγκρέ, μά έδίσταζε νά τήν κάνη. Εκείνη τό κατάλαβε. — Κάτι άλλο θέλετε νά μέ ρωτήσετε... μπο ρείτε έλεύθερα. Τώρα πού σας τά είπα όλα. — Αύτή ή έξέτασις άπό τούς συναδέλφους τοΟ φίλου σας έγινε καθαρόδς ιατρική ή μήπως.. — Ξέρω τι έννοείτε. Έτσι είναι Ακριβώς. — Τώρα καταλαβαίνω. — 'O n ένοιωσα τήν άνάγκη νά τά σταματήσω όλα α ότά... Ναι, είχα συχαθή τόν έαυτό μου. Μιλούσε μέ ειλικρίνεια καί μέ ψυχραιμία χωρίς νά δείχνη καμμιά μεταμέλεια γιά μιά τέτοια ζωή πού είχε κάνει, σάν νά μή μιλούσε γιά τόν έαυτό της, μά γιά κάποια ξένη. — Ά λλη έρώτησι έχετε νά μοΟ κάνετε; — Ναι βέβαια, μόνο πού. . . Καί πάλι δίστασε ό Μαιγκρέ νά πή έκεΤνο πού ήθελε. — Ελάτε, ρωτήστε μ ε ... θά σάς Απαντήσω μέ ειλικρίνεια. — Θέλω νά πώ, κατά τις συναντήσεις σας αύτές μέ τόν κάθε σας έραστή, κατά τήν διάρκεια νά 84
ποϋμε τών Ερωτικών περιπτύξεων, νοιώθατε καμμ ιά ... — Καμμιά φυσική άπόλαοσι; Αδτό θέλετε νά πήτε; — θ ά έλεγα τήν λέξι : ίκανοποίησι. — Ό χ ι. ΟΟτε Ικανοποίησι, ούτε καμμιά άπόλαυσι, ούτε κ&ν εδχαρίστησι. Δέν εΐσαστε 6 πρώτος πού μοΟ κάνετε αότήν τήν έρώτησι. Ό λ ο ι μου οί έρασταί δέν ήτανε τυχαίοι. Ά ν τυχόν δεν άρνιόμουνα νά πάω νά πλαγιάσω μ’ έναν τυχαίο περαστικό στον δρόμο, πολλές φορές όμως μοΟ Ετυχαν και άνθρωποι έξυπνοι, πνευματώδεις, σοβαροί πού ξέρανε νά μι λήσουν καί μοΟ κάνανε τέτοιες αίσθησιακές, νά πούμε, έρωτήσεις. — Αύτός 6 τελευταίος σας, ό Έρβέ Πεϋρό, είναι κι’ αύτός Εξυπνος; — Ό χ ι δυστυχώς. Είναι Ενας γελοίος υπερή φανος καί ήλίθιος. — Ποιά θά ήτανε ή άντίδρασίς σας, έάν παρα δείγματος χάριν, ή μητέρα σας σάς έλεγε ότι είναι εις γνώσιν αύτής τής διπλής σας ζωής; — Θά τής Ελεγα νά μήν άνακατεύεται σέ ξένες δουλειές. — "Ας ύποθέσωμε 6it σάς Ελεγε πώς γιά τό συμφέρον σας καί άπό μητρικό Ενδιαφέρον, θά τά φανέρωνε όλα αύτά στόν άνδρα σας. . . Ή Άρλέττα δέν Εδωσε άμέσως άπάντησι. Στά θηκε στόν δρόμο και κοίταξε τόν Μαιγκρέ στά μάτια. — Ε κ εί θέλετε νά φτάσετε; τόν ρώτησε, μέ φωνή λίγο έπιτιμητική. — Ό χ ι άκριβώς. Δέν είχα σκοπό τέτοιο. Μόνη της ήρθε ή έρώτησις. — Είλικρινώς δέν ξέρω τί θά Εκανα. Ό πω ς δήποτε γιά κανένα λόγο δέν θά ήθελα νά μάθαινε ό άνδρας μου τήν διαγωγή μου. — Γιατί; — Δέν καταλαβαίνετε; 85
— Φοβόσαστε μήν τόν λυπήσετε; — ’Ακριβώς. *0 Ζυλιέν είναι εύτυχίσμένος. Είναι ένας άπό τούς πιό εύτυχισμένους ανθρώπους πού έχω γνωρίσει. Δέν έχει κανένας τό δικαίωμα νά τού στερήση την εύτυχία του. ’'Αλλως τ ε ... — 'Αλλως τε; — Είναι 6 μόνος Ανδρος πού έκτιμώ καί σέβομαι. Ό μόνος Ανδρας πού δέν μέ θεωρεί γ ιά ... — Καταλαβαίνω. Καί σΑς είναι Απαραίτητο αύτό; — Μ Αλλον. — Μέ αλλα λόγια Αν ή μητέρα σας σας Απει λούσε ότι. .. — "Αν μέ Απειλούσε 8τι θά τά *λεγε στον Ανδρα μου; Θά ’κανα ότι δήποτε μπορούσα ylA νά τήν έμποδίσω. — Θά τήν σκοτώνατε κιόλας στήν Ανάγκη; — Θά τήν σκότωνα... Καί πρόσθεσε χαμογελώντας : — Μπορώ νά σάς βεβαιώσω δτι τέτοια περίπτωσις δέν παρουσιΑσθηκε άκόμη. — Γιατί είπατε : ά κ ό μ η ; — Γιατί τώρα είμαι βέβαιη δτι ξ έ ρ ε ι . — Ξέρει τήν διπλή σας ζωή; — Ό χ ι μόνο τήν ξέρει μά έχει καί μιά άπόδειξι. Σήμερα τό άπόγευμα μού μίλησε γιά τον Έρβέ πού είχε έρθει στό δωμάτιό μου τήν νύχτα τής Κυριακής. — Τι Ακριβώς σάς είπε; — ΘΑ έκπλαγήτε Αν σάς έπαναλάβω τά ίδια της τά λόγια. ΜΑ ή μαμά μου, μ* όλο πού έχει πάρει ύφος μαρκησίας, έχει μείνει κατά βάθος πολύ λαϊκός τόπος» πολύ κόρη ψαρΑ ϊ Καί όταν βρίσκεται στό περιβάλλον της, τής ξεφεύγουν λόγια πού δέν τά συνηθίζει κανένας καθώς πρέπει Ανθρωπος. — Δηλαδή τί σας είπε; — Μού είπε ότι Αν θέλω νά κάνω τήν παλιο βρώμα τού πεζοδρομίου» νά διαλέξω Αλλο σπίτι και 86
όχι τό δικό της. "Οσο για τήν πράξι πού ύπστίθεται δτι έκανα μέ τόν Έρβέ, τήν είπε ώμά καί Απερί φραστα καί χυδαία. Γιά τόν Ανδρα μου, είπε χίλιες δυό Αλλες προστυχιές καί βρωμιές καί τόν άπεκάλεσε σωματέμπορο, γιατί πιστεύει δτι ξέρει τήν διπλή μου ζωή καί τήν Ανέχεται. — Τόν ύπερασπίσατε τόν Ανδρα σας; — Βεβαίως. — Μέ τί.τρόπο; — Είπα στήν μητέρα μου μέ έντονο ύφος νά σωπάση Αμέσως. — Καί σώπασε; — "Οχι. Τήν κοίταζα κατάματα καί τής είπα νά σ κ ά σ η . . . Κχ* έπειδή τήν είχε πιάσει τό πείσμα καί έξακολουθούσε νά λέη, τής έδωσα ένα χαστούκι. — Χτυπήσατε τήν μητέρα σας; — Ναί. — Κι* έκείνη τί έκανε; — Τής φάνηκε τόσο καταπληκτικό αύτό ώστε σώπασε Αμέσως. Τό βούλωσε. — Σάς περιμένει τώρα στό σπίτι; — Δέν πρόκειται νά κοιμηθή fiv δεν έπιστρέψω. — Καί έπιμένετε νά πάτε νά κοιμηθήτε στό σπίτι της; — Ξέρετε τήν κατάστασι καί πρέπει νά καταλά βετε δτι δέν μπορώ νά κάνω αλλιώς. Πρέπει νά εξασφαλίσω τήν σιωπή της. Πρέπει νά βεβαιωθώ δτι δέν πρόκειται νά πή τίποτε στόν Ζυλιέν, τίποτε πού νά τόν άνησυχήση. Ό Μαιγκρέ δέν μίλησε. Αύτή του ή σιωπή μαρ τυρούσε κάποιαν ανησυχία του γιά τήν τύχη τής ‘Αρλέττας. Μά εκείνη γέλασε : — Μήν άνησυχήτε. Δέν πρόκειται νά γίνη κα νένα δράμα. Είχανε φτάσει στό ύψηλότερο μέρος τού γκρε μού. Ή δμίχλη δέν τούς έπέτρεπε να βλέπουν τήν θάλασσα, μά τήν μαντεύανε από τό σφυροκόπημα τών κυμάτων ατούς βράχους. 87
— Μπορούμε να στρίψωμε δεξιά για την Επι στροφή. Ό δρόμος είναι σχετικά καλύτερος, είπε ή Άρλέττα καί θά μάς βγάλη άκριβώς Απέναντι άπό τήν Βιλλίτσα. Ησαστε βέβαιος ότι δέν Εχετε νά μού κάνετε άλλη έρώτησι; Τό φεγγάρι είχε άνεβή άρκετά ψηλά στόν ούρανό καί μ’ όλη τήν δμίχλη, πού ήτανε τώρα διάφανη άπό τό φώς τοΟ φεγγαριού, ό Μαιγκρέ έβλεπε τό λευκό πρόσωπο τής Άρλέττας με μιά γραμμή κόκ κινη, τά χείλη της. “ Γιά τήν ώρα, ό χ ι... τής άποκρίθηκε. ΚΓ έκείνη, άκίνητη μπροστά του, τόν ρώτησε πάλι με μιά φωνή άλλοιώτιχη, μιά φωνή σχεδόν προκλητική : — Δέν θέλετε νά έπωφεληθήτε όπως τόσοι άλλοι; Παρά λίγο νά τήν χασιουκίση ό Μαιγκρέ, σάν μιά μικρή έκφυλη κοπέλλα πού είχε τό θράσος νά τού κάνη μόνη της τέτοια πρότασι. Τήν έπιασε άπό τό μπράτσο της μέ δυό δάκτυλα καί τήν άνάγκασε νά προχωρήση. — ''Ολα αύτά πού σάς Ελεγα γιά τόν έαυτό μου, τά ’λεγα μόνο καί μόνο γιά σδς. Γιά νά σάς πρσκαλέσω. — Μήν έξακολουθήτε, σάς παρακαλώ. — Πρέπει νά όμολογήσετε ότι κάπως σάς εχω Ερεθίσει. 'Αντί νά τής άπαντήση τής Εσφιξε πιο δυνατά καί μέ λίγη κακία τό μπράτσο. — Είσαστε βέβαιος ΰτ ιδέν θά μετανοήσετε πού χάνετε μιά τέτοια ευκαιρία; Ή φωνή της ήτανε πιό προκλητική άκόμη. — ΣκεφΟήτε το καλά... είμαι μιά νέα γυναίκα, όμορφη... Δέν τής Εδωσε άπάντησι. “Αφησε τό χέρι της γιά νά μπορέση νά γεμίση τήν πίπα του. Δέν τής Εδινε κσμμιά σημασία πιά. Προχωρούσε γεμίζοντας πάντα τήν πίπα του καί τήν άκουγε πού σταματούσε πότε πότε καί ύστερα Ετρεχε γιά νά τόν φτάση. 88
— “Εχετε δίκαιο. . . τού είπε ξαφνικά. Πάλι δέν άπάντησε τίποτε 6 Μαιγκρέ, — Σάς ζητώ συγγνώμη γι’ αύτό πού σας είπα, 'Ομολογώ δτι είμαι άνόητη. — Καλά πού τό καταλάβατε. — ΕΙσαστε θυμωμένος μαζύ μου; — "Ας μην ξαναμιλήσομε γι’ αότήν την Ιστορία. — Πιστεύετε δτι πραγματικά θέλησα νά πλα γιάσω μαζύ σας; — “Οχι, δέν τό πιστεύω. — Θέλησα κάτι νά κάνω, δεν ξέρω για ποιόν λ ό γ ο ... *ΑφοΒ έξευτελίστηκα τόσο πολύ στά μάτια σας, άφοΟ σάς έδωσα μόνη μου τό δικαίωμα νά σχηματίσετε τήν χειρότερη Ιδέα για μένα, θέλησα κι* έγώ νά σάς χαμηλώσω μπροστά μου, νά σάς έξευτελίσω. — Τό κατάλαβα. — Θά ήτανε μιά μικρή ίκανοποίησις γιά μένα νά σάς 5ώ νά πέφτετε έπάνω μου μέ τό ένστικτο τού ζώ ου... άφοΟ δέν μπορεί νά γίνη λόγος γιά αίσθημα βέβαια ή έστω, μιά συμπάθεια. — Προχωρείτε. — 'Ομολογήστε δτι μέσα σας πιστεύετε δτι έπεχεΐρησα νά σκοτώσω τήν μητέρα μου. — Δέν έχω φτάσει ακόμη σέ συμπεράσματα. — Δηλαδή δέν εΐσαστε άκόμη βέβαιος γιά τήν ένοχή μου; — Θέλω νά πώ αύτό πού είπα. Δέν έχω βγάλει άκόμη συμπέρασμα. — “Οταν θά πιστέψετε δτι εϊμαι ένοχη θά μου τό πήτε; — Πιθανόν. — Θά είμαστε μόνοι μας ή θά μού τό πήτε μπροστά σέ άλλους; — Σάς ύπόσχομαι δτι θά είμαστε μόνοι μας. — Όμως σάς δίνω τόν λόγο μου δτι δέν είμαι ένοχη. — Αύτό τό εύχομαι. 89
Προχωρούσανε» μά ό Μαιγκρέ είχε Αρχίσει νά αισθάνεται Αηδία μs αύτήν την ιστορία και μέ τήν συνομιλία του μέ τήν ‘Αρλέττα πού είχε ξεπεράσει τά όρια τής εύπρεπείας. Ή έπιμονή τής Άρλέττας ιόν ένωχλοΰσε. ΤοΟ έδινε τήν έντύπωστ ότι ηδονι ζότανε να Εξευτελίζεται μόνη της. — Ή μαμά δέν κοιμήθηκε Ακόμη. . . εΐπε μιά στιγμή ή ‘Αρλέττα. — Πώς τό ξέρετε; — ΣΑς εϊπα. ’Απ’ έδώ πού ήρθαμε θά βγούμε απέναντι στό σπίτι. Νά ‘την ή Βιλλίτσα, Απέναντι μας. Τό μικρό εκείνο φώς πού διακρίνεται είναι τό φώς τού σαλονιού της. — Ποιά ώρα φεύγει αύριο τό τραίνο σας; Θά ήθελα νά φύγω μέ τό τραίνο τών όκτώ, τό πρωί» έκτός αν έχετε λόγους νά μέ κρατήσετε Ακόμη έδώ. "Αν είναι έτσι, θά τηλεφωνήσω στόν Ανδρα μου τόν Ζυλιέν, ότι ή μητέρα μου μέ χρειά ζεται νά μείνω μαζύ της Ακόμη λίγο. — Τό ξέρει ό Ανδρος σας ότι μισείτε τήν μη τέρα σας; — Δεν τήν μισώ. *Απλώς δέν τήν Αγαπώ. Αύτό είναι ολο. Μπορώ νά φύγω στίς όκτώ τό πρωί; — Μπορείτε. — Δέν θά σΟς ξαναϊδώ δως τήν ώρα πού θά φύγω; — Αύτό δέν το ξέρω. — Μήπως τυχόν θέλετε νά βεβαιωθήτε, πριν φύγω, ότι ή μητέρα μου είναι ακόμη ζωντανή; “ "ίσως κι’ αύτό. Είχανε πια προχωρήσει Αρκετά, είχανε κατεβή ένα κατήφορο κάπως Απότομο καί βρισκόντουσαν τώρα σέ μιά άπόστασι μόλις πενήντα μέτρων Από τήν Βιλλίτσα. — Θά 'ρθετε στο σπίτι; τόν έρώτησε ή ‘Αρλέττα. — "Οχι, δέν εχω κανένα λόγο. Τά παράθυρα τού σπιτοΰ φαινόντουσαν. Τό ένα ήτανε φωτισμένο, αύτό πού είχε έπισημάνει ή ‘Αρ λέττα, μ9 όλο πού μερικά δένδρα κρύβανε τήν θέα. 90
— Καληνύχτα σας κύριε Μ αιγκρέ... — Καλή σας νύχτα. Έ δί στάζε κάπως νά φύγη ή Άρλέττα. — Εΐσαστε άκόμη θυμωμένος μαζύ μου; — Δεν ξέρω. Πηγαίνετε νά κοιμήθητε. Καί χώνοντας τά χέρια του στις τσέπες του, άπομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα πρός την κατεύθυνσι τής πόλεως. Συγκεχυμένες σκέψεις στριφογύριζαν οτό κεφάλι του καί τώρα, πού την είχε Αφήσει, μια άλυσίδα έρωτήσεων τοΟ έρχόντουσαν στο μυαλό πού δέν τις είχε σκεφθή νωρίτερα. Στενοχωριότανε πού τής είχε επιτρέψει νά φύγη την έπομένη τό πρωί καί γιά μιά στιγμή, σκέφτηκε νά γυρίση πίσω καί νά τής πή νά μήν έφευγε. "Άδικο έπίσης είχε πού άφηνε τίς δυο γυναίκες μόνες τους στό σπίτι. Το ίδιο έκείνο άπόγευμα, ή Βαλεντίνη καί ή κόρη της Άρλέττα είχαν έρθει σέ προστριβή... ήτανε δύσκολο μιά τέτοια σκηνή νά έπαναληφθή καί τήν νύχτα μέ μεγαλύτερη καί πιό έπικίνδυνη όξύτητα; Νά πήγαινε πίσω; Θά ξανάβλεπε μ’ εύχαρίστησί τήν κυρία Βαλεντίνη, στό μικρό της σαλονάκι μέσα στα τόσα άθώα της κομψοτεχνήματα. Τήν έπομένη στις έννιά τό πρωί, είχε νά συναντηθή μ* αύτόν τόν Σάρλ Μπεσσόν, τόν βουλευτή, τόν δεύτερο προγονό τής Βαλεντίνης, πού μέ τήν δυνατή του καί βρον τώδη φωνή θά τόν ξεκούφαινε. Γύρω του ή πόλις φαινότανε σάν νεκρή καί τό Καζίνο, έλλείψει πελατών, είχε σβήσει τά φώτα του. Στην γωνιά ένός δρόμου είδε ένα μικρό μπαρ φωτι σμένο. Τσως νά διανυκτέρευε αύτό, γιά χατήρι με ρικών πελατών, Ό Μαιγκρέ διψούσε... ’Εδίστασε πριν μπή στό μπάρ. "Όμως κάτι τόν έκανε ν' άποφασίση νά μπή μέσα. Στό φώς τού μικρού ποτοπωλείου, είχε δια κρίνει τήν σιλουέττα τού Τεό Μπεσσόν, ντυμένον 91
πάντοτε μέ μόδα έγγλέζικη και άκαμπτο, δπως συνή θιζε νά εΐναι. Τόν άναγνώρισε μέ τό πρώτο βλέμμα. Στεκότανε όρθιος μ5 ένα ποτήρι στό χέρι καί μιλούσε μ’ έναν άνδρα πολύ νεώτερό του, πού φορούσε μαύρο κο στούμι, δπως ντύνονται οί χωρικοί τις Κυριακές. Ό νέος ήτανε πολύ ήλιοκαμένος και τό δέρμα του φαινότανε τραχύ. *0 Μαιγκρέ γύρισε τό πόμολο τής έξώθυρας τού μπαρ καί μπήκε μέσα. Πλησίασε στον πάγκο καϊ παρήγγειλε μιά μπύρα. Ό ρθιος δπως στεκότανε μπροστά στόν πάγκο τού μπάρ, έβλεπε μέσα στον καθρέφτη τόν Τεό Μπεσσόν πού μιλούσε μέ τόν άλλον μέ τά μαύρα καί μάλιστα πρόσεξε δτι ό Τεό έγνεψε στόν άλλο νά σωπάση. "Ετσι, μιά βαθειά σιωπή άπλώθηκε στό μικρό μαγαζί, δπου μαζύ με τόν καταστηματάρχη, δεν βρισκόντουσαν παρά μόνο τέσσερα άτομα : Ό Τεό Μπεσσόν, ό συνομιλητής του, ό μπάρμαν καί ό Μαιγκρέ, χωρίς νά λογαρια στώ ή γάτα τού καταστήματος πού κοιμότανε κουλουριασμένη σέ μιά καρέκλα. — Γερή όμίχλη έχομε άπόψε, είπε ό μπάρμαν, Ετσι γιώ νά σπάση τήν σιωπή. Είναι τής έποχής... όμως τήν ήμερα ό ήλιος λάμπει πάντα σάν καλο καιρινός, Ό νέος μέ τά μαύρα γύρισε τό κεφάλι του για νά κοιτάξη τόν Μαιγκρέ πού έκείνη τήν στιγμή άδειαζε τήν πίπα του, χτυπώντας την στό τακούνι τού παπουτσιού του, σ’ ένα δοχείο μέ πριονίδι για τά τσιγάρα. Χωρίς νά δείξη δτι τού έδινε σημασία, ό Μαιγκρέ τόν κοίταξε. Είχε τό ύφος τών νεαρών χωρικών πού δταν πιούνε λίγο περισσότερο, είναι έτοιμοι νά στήσουν καυγά μέ δποιον δήποτε. — Έσεΐς δέν είσαστε πού ήρθατε σήμερα τό πρωί άπό τό Παρίσι; ρώτησε ό καταστηματάρχης τόν Μαιγκρέ, γϊά νά πτώση κουβέντα ίσως. Ό Μαιγκρέ κούνησε λίγο τό κεφάλι του καταφατικά, 92
ένώ 6 νεαρός τόν ξανακοίταξε προσεκτικότερα Ακόμη. Αύτή ή ίστορΕα κι’ ή ένοχλητική σιωπή κράτησε μερικά λεπτά τής ώρας. Ό Τεό Μπεσσόν κοίταζε άφηρημένος τά μπουκάλια πού ήτανε άραδιασμένα πίσω Από τόν πάγκο τού μπαρ μπροστά στόν κα θρέφτη. Το πρόσωπό του είχε τό χρώμα και τά χαρακτηριστικά Ανθρώπου πού συνηθίζει νά πίνη Από την στιγμή πού θά ξυπνήση. Κάτω άπό τά μάτια του, ήτανε σχηματισμένα έκεϊνα τά γνωστά σακκουλάκια πού διακρίνουν τούς Αλκοολικούς. Και ό Μαιγκρέ τόν Ακούσε νά λέη στόν μπάρμαν : — Βάλε μας τά ίδια σέ παρακαλώ* Ό μπάρμαν ρώτησε μέ τό βλέμμα καί τόν Αλλον πού κατένευσε. "Αρα, συνεπέρανε ό Μαιγκρέ, αύτοί οι δύο ήτανε μαζύ. Ή πιανε κι1 ot δύο μονορροΰφι τό ποτό πού τούς έβαλε ό μπάρμαν καί ύστερα 6 Τεό Μπεσσόν έβγαλε μερικά κέρματα Από τήν τσέπη του καί τά Αφησε στόν πάγκο τού μπαρ. Ό Μαιγκρέ δεν γύρισε κα θόλου νά τούς κοιτάξη, γιατί έξακολουθοϋσε νά τούς βλέπη στόν καθρέφτη τού μπάρ. Καί είδε μάλιστα ο χ ι ό Α λ λ ο ς , μέ τό μαύρο κοστούμι, γύρισε δυο φορές τό κεφάλι του γιά νά Ιδή καλά τόν Αστυνομικό. "Οταν έφυγαν, ό Μαιγκρέ ρώτησε τόν μπάρμαν : — Ποιοι ήτανε αύτοί; — Δέν τούς γνωρίζετε; Ό ψηλός εϊναι ό κύριος Μπεσσόν, ό Τεό, προγονός τής κυρίας Βαλεντίνης άπό τόν δεύτερό της Ανδρα πού ήτανε παντρεμένος μέ Α λλην... — Κι’ ό νέος; — Ό νέος είναι ό άδελφός τής Ρόζος, αύτής τής κακομοίρας πού πέθανε παίρνοντας τό φαρμάκι πού ήτανε προωρισμένο γιά τήν κυρά της. — Αύτός είναι 6 μεγαλύτερος άδελφός της; — Μάλιστα, ό Ά νρ ί είναι ψαράς στό Φεκάν. Κυρίως κάνει έμπόριο άπό ρέγγες. 93
— Μαζύ ήρθανε έδώ; — Δεν θυμάμαι καλά, άλλά νομίζω ναί. Εκείνη τήν ώρα είχα πολύν κόσμο στό μαγαζί καί δεν πολυπρόσεξα. Πάντως &ν τυχόν δέν μπήκανε μαζύ, ό δεύτερος δέν καθυστέρησε πολύ από ιόν πρώτο. — Μήπως τυχόν πήρε τά αύτί σας καμμιά κου βέντα πού λέγανε; — 'Οχι. Πρώτα πρώτα γινότανε πολύς θόρυβος έδώ μέσα, γιατί ήτανε ένα σωρό συντροφιές και μι λούσαν όλοι μαζύ. Έπειτα άναγκάστηκα νά κατεβώ στό ύπόγειο γιά νά βάλω μιά κάνουλα σΤένα βαρέλι. — Τούς έχετε ξαναϊδεΐ άλλη φορά μαζύ αύτούς τούς δύο; — *Οχι, ποτέ. Τον κύριο Τεό όμως τον έχω ΐδει μέ τήν κοπέλλα. — Ποιά κοπέλλα; — Τήν Ρόζα, τήν μακαρίτισσα. •— Στον δρόμο ιούς είδατε; — Ό χ ι, έδώ στό μαγαζί μου. — Πολλές φορές; — Χ μ ... τουλάχιστον δυό φορές τούς έχω ξαναϊδεΐ! — Πώς τούς είδατε δηλαδή; Τής ριχνότανε ό Τεό; Τής έκανε κόρτε πού λέμε; — Έξαρτδται άπό τήν σημασία πού δίνετε στην λέξι κ ό ρ τ ε . Δέν τήν φιλούσε βέβαια, ούτε τούς είδα άγκαλιασμένους, ούτε κάν πρόσεξα ότι τής έπιανε το χέρι. Μιλούσανε όμως, φλυαρούσανε πολύ φρόνιμα, γελούσανε και κατάλαβα καλά ότι ό κύριος Τεό προσπαθούσε νά κάνη τήν Ρόζα νά πιή κάτι. Δέν ήτανε βέβαια δύσκολο μέ τήν Ρόζα, πού μόλις έπινε τό πρώτο ποτήρι έσκαζε στά γέλια καί μέ τό δεύτερο ήτανε μεθυσμένη. — Είναι πολύς καιρός άπραύτές τις συναντήσεις; — Μιά στιγμή νά θυμηθώ. Τήν τελευταία φορά πού τούς εΐδα είναι έδώ καί μιά έβδομάδα. Ναί, μιά έβδομάδα γιατί ήτανε Τετάρτη καί τό ξέρω 94
γιατί κάθε Τετάρτη ή γυναίκα μου πηγαίνει στην Χάβρη, δπως καί σήμερα πού λείπει. — Τήν πρώτη φορά πού τούς είδατε; — Μά θά είναι άλλη μιά Εβδομάδα πριν από τήν δεύτερη φορά. — Ό κύριος Τεό Μπεσσόν είναι καλός σας πελάτης; Τακτικός έννοώ; — Δέν μπορώ νά πώ πώς είναι πολύ τακτικός μου πελάτης. Πηγαίνει σ' άλα τά μαγαζιά πού πωλούν κρασί και ποτά. Δεν κάνει τίποτε όλη τήν ήμέρα καί γυρίζει έδώ κΓ έκει καί πίνει. Τό έλάττοομά του είναι δτι δέν μπορεί νά Ιδή στο διάβα του ένα μπαρ ή μιά ταβέρνα χωρίς νά μπη μέσα. Είναι δμως ήσυχο Ανθρωπάκι, δέν κάνει ποτέ του φασαρία ούτε μαλώνει ποτέ. . . — Μεθάει καμμιά φορά; — Μπά, ποτέ του. Καμμιά φορά τυχαίνει νά μπερδεύεται ή γλώσσα του σέ ώρισμένες λέξεις, μά τίποτε περισσότερο άπ* αυτό. Καί ό μπάρμαν, σαν νά είχε φοβηθή δτι είχε μιλήσει περισσότερο απ’ δσο θά *πρεπε, πρόσθεσε : — Δέν φαντάζομαι νά τόν ύποπτεύεστε γιά ένοχο, δτι θέλησε νά δηλητηριάση τήν μητρυιά το υ ... Έγώ τί νά σάς πώ; Ά ν είναι ένας πού νά μην τόν βάζω στο μυαλό μου γιά ένοχο, είναι σί γουρα αύτός. Ξέρω έγώ τΐ σάς λέω. Αύτοί οί άνθρω ποι πού συνηθίζουν νά πίνουν πολύ, δέν είναι ποτέ τους Επικίνδυνοι. Ξέρετε ποιοι είναι οί χειρότεροι; Εκείνοι πού δέν συνηθίζουν τό πιοτό καί 6ταν πιούνε μιά φορά καί μεθύσουν, δέν ξέρουνε τί κά νουν. — Τόν άδελφό τής Ρόζος τόν βλέπετε συχνά; — Πολύ σπάνια. Αύτοί οί κάτοικοι τοδ *Υπόρ δέν δρχονται συχνά στό Έτρετά. Είναι άλλου είδους άνθρωποι. Προτιμούν νά πηγαίνουν στό Φεκάν πού είναι πιό κοντό στό χωριό τους καί τούς έρχεται περισσότερο στά γούστα τους. . . Νά σάς βάλω Ενα ποτηράκι από τό Εγχώριό μας τό καλβαντό; Έ τσ ι 95
γιά νά σάς περάση ή γεΟσι τής μπύρας. ’Εγώ κερ νάω. .. — 'Οχι, προτιμώ άκόμη μιά μπύρα. — ΕύχαρΙστως. Δέν ήτανε καθόλου καλή ή μπύρα του και ό Μαιγκρέ τήν αίσθανότανε στό στομάχι του σχεδόν όλη τήν νύχτα. Ξύπνησε 5υό τρεις φορές, είδε όνειρα πού δέν τά θυμότανε καν τό πρωί καί γενικά δέν πέρασε νύχτα καλή. *Όταν ξύπνησε τό πρωΐ, ένοιωσε τό ξενοδοχείο νά τρέμη άπό τά κύματα πού χτυπούσαν στήν προκυμαία...
96
Κ.ΕΦΑΛΑΙΟΝ
5
ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ή δμίχλη εϊχε σχεδόν διαλυθώ τό πρωΐ καί ή θάλασσα σιγά σιγά γαλήνευε. Ό Μαιγκρέ παρα τήρησε. μ* εύχαρίστησι ότι τώ σπίτια τού Έτρετά είχαν άρχίσει να χρυσίζουνε στόν ήλιο πού άνέτελλε, ενώ ό άέρας ήτανε δροσερός, είχε μιά τέτοια δροσιά πού μπορούσε κανείς νά τήν άναπνέη μέ όλους τούς πόρους τοϋ δέρματός του. Ό Μαιγκρέ είχε βγή στόν δρόμο. Τά μανάβικα είχαν βγάλει τά λαχανικά τους έξω καί Αφήνανε μιά ευχάριστη μυρουδιά φρεσκάδας. "Εξω άπό τά σπίτια, στο κατώφλι κάθε πόρτας περί μενε μιά μπουκάλα με γάλα καί άπό τά αρτοποιεία έβγαινε μιά χαρακτηριστική μυρουδιά ζεστού ψωμιού. 'Οπως καί ή θάλασσα και τά κύματα τού θυμί ζανε τήν παιδική του ήλικία, έτσι καί αύτές οί εικόνες δίνανε τήν έντύπωσι ιών νεανικών χρόνων. Ή τανε σάν μιά άνάμνησις πού θά ήθελε κανείς νά τήν έχη πάντα χωρίς ποτέ νά τήν ξεχνά. Αύτή ή έπαρχιακή πόλις τού Έτρετά, τού φαινό τανε τόσο μικρή, αφελής καί αθώα πού δέν ταίριαζε γιά ένα δράμα σάν κι' αύτό πού προσπαθούσε νά έξιχνιάση ό Μαιγκρέ. Τά μικρά σπιτάκια τής πόλεως, πολύ όμορφα, πολύ κομψά καί πολύ φρεσκοβαμμένα, είχανε ένα ύφος ειρηνικό καί γαλήνιο καί ξεχωρίζανε άπό τήν όμίχλη σάν είκόνες άπό κάρτ ποσ τάλ... Γενικά κάθε έντύπωαας άπό τήν μικρή αύτή πόλι, ό κρεοπώλης, ό ψωμάς, οί μανάβηδες, θά μπορούσαν 97
μια χαρά να είναι πρόσωπα παιδικοί παραμυθιού. "Αραγε μόνον ό Μαιγκρέ τά ’βλεπε Itxci τά πρά γματα μέ τήν ρομαντική του προδιάθεσι ή μήπ(ος καί άλλοι είχανε τις ίδιες νοσταλγικές έντυπώσεις και άποφεύγανε νά τις όμολογήσουν; — Πόσο θά ήθελα» συλλογιζότανε ό Μαιγκρέ, νά Εμενε ό κόσμος τόσο όμορφος 6σο μάς φαίνεται σαν είμαστε μικροί. .. σάν νά τόν βλέπωμε σε ζω γραφιές. Καί δεν θά ήθελε μόνο τόν εξωτερικό διάκοσμο, τά σπίτια, τούς δρόμους, τά δέντρα, τά λουλούδια... θά ήθελε και οί άνθρωποι νά Εμεναν Ετσι, θά ήθελε τόν πατέρα, τήν μητέρα, τά παιδιά πότε άτακτα, πότε φρόνιμα, ακόμη και τόν παππού και τήν γιαγιά μέ τ’ άσπρα τους μαλλιά. Πριν καταταγή στην ’Αστυνομία, ό Μαιγκρέ είχε ζήσει σε μιά μικρή επαρχία, στόν νομό Βεζινέ. Δέν ήτανε μακρυά από τό Παρίσι, μά εκείνη τήν εποχή, πριν άπό τόν πόλεμο τού 1914, τ’ αύτοκίνητα σπανίζανε. Οί πλούσιοι τής Επαρχίας του είχανε τά έξοχικά τους σπίτια, μεγάλα σπίτια, εύρυχωρα, κτισμένα μέ τούβλα βέβαια, μα μέ ώραϊα περιβόλια πού είχανε καί πίδακες καί κούνιες κρεμασμένες στά δέντρα για τά παιδιά. Τά περισσότερα σπίτια είχανε χαί καμαριέρηδες μέ γιλέκα μαύρα με κίτρινες ρίγες καί καμαριέρες μέ λευκά μποννέ καί ποδιές μέ δαντέλλα. Βλέποντας κανείς τά σπιτάκια αύτά άπ’ εξω, δέν μπορούσε παρά νά φανταστή ότι μέσα θά έβασίλευε αγάπη κι* εύτυχία. Καί πίστευε ό Μαιγκρέ, όταν ήτανε μικρός, πώς δεν μπορούσαν νά κρύβουν κα κίες αύτά τά άθώα καί γαλήνια μικρά σπίτια, αύτές οί χαριτωμένες έπαυλίτσες μέ τούς περιποιημένους κήπους. "Ετσι, τού φαινότανε σάν Απίθανη Εκπληξις δν τυχόν κάτι τό βρώμικο ξεσπούσε μέσα σ’ αύτά τά σπίτια, ό φόνος μιδς μητρυιάς, νά πούμε, γιά λόγους συμφεροντολογικούς. Βέβαια μέ τόν καιρό είχε μάθει τόν κόσμο... 9S
καί όταν Εβλεπε άπ’ Εξω κανένα σπιτάκι Ετσι όμορφο καί χαριτωμένο, συλλογιζότανε πάντα τι άραγε νά Εκρυβε τό Εσωτερικό του. Μ* αότές τίς σκέψεις προχωρούσε πρός τόν μικρό σιδηροδρομικό σταθμό τού Έτρετά, αύτόν τόν στα θμό πού τού φαινότανε σαν ψεύτικος, σάν παιγνίδι χαλο βαμμένο άπό ένα καλό μαθητή. ’Ακόμη και τό μικρό ρόδινο σύννεφο έπάνω άπό τήν στέγη τού σταθμού, ύπήρχε κι’ αύτό. Νά, ύ μικρός τοπικός σιδηρόδρομος βρισκότανε στον σταθμό περιμένοντας Επιβάτες καί μέσα στούς έπιβάτες αύτούς θά ήτανε καί ή Άρλέττα πού θά έφευγε τό π ρ ω ί·.. Γύρισε τά βλέμματά του πρός τήν άντίθετη πλευρά καί είδε πραγματικά τήν Ά ρλέττα πού έρχότανε, πάντα λέπτή, τόσο κομψή δσο καί τήν προηγούμενη μέρα με τό παριζιάνικο της φόρεμα καί κρατώντας στο χέρι της ένα μικρό τα ξιδιωτικό βαλττσάκι άπό δέρμα κροκοδείλου. Πρίν άπό λίγο λογάριαζε νά πάη νά τήν βρή στο σπίτι, μα τό είχε μετανοιώσει, γιατί είχε φοβηθη μήπως τόν παρεξηγούσε έκείνη ΰτι βιάστηκε νά τήν ξαναϊδή. Τήν έβλεπε πού έρχότανε άπό τόν κατηφορικό δρόμο, μέ μικρά μικρά βήματα, γιατί φορούσε πάντα ψηλά τακούνια καί είχε άέρα καί ύφος πολύ παριζιάνας, πολύ «πυργοδέσποινας». Γιατί ή πραγματικότης νά είναι τόσο διάφορετική άπό τά φαινόμενα; 'Η μάλλον γιατί οί γονείς βάζουν στό μυαλό τών παιδιών, τήν είκόνα τής κοινω νίας τόσο διαφορετική άπ’ 6,τι είναι στήν πραγματικό τητα άφού δταν μεγαλώσουν θά βλέπουν διαρκώς τήν πραγματικότητα νά διαψεόδη έκεΐνα πού πιστεύανε; Τόν είδε κι’ έκείνη πού τήν περίμενε κοντά στό περίπτερο πού πουλούσε Εφημερίδες, τόν είδε άπό μακρυά καί τού χαμογέλασε, ένώ έδινε τό εϊσιτήριό της στον έλεγκτή. Φαινότανε κουρασμένη. Θά μπο ρούσε κανείς νά διαβάση στό βλέμμα της μιά κά ποια άνησυχία. 99
— Ή μουν βέβαιη ότι θά σάς εϋρισκα έδώ, του είπε. — Πώς πέρασε τό βράδυ σας; — Μάλλον άσχημα. Είχαμε μεγάλες γκρίνιες. Έψαχνε μέ τά μάτια νά βρή βαγόνι πρώτης θέσεως κενό. Στο Αναμεταξύ ό Μαιγκρέ τήν ρωτούσε : — Πώς είναι ή μητέρα σας; — Ζωντανή ακόμη. Τουλάχιστον όταν έφυγα άπό τό σπίτι ήτανε· ζωντανή. Σέ λίγα λεπτά τό τραίνο θά έφευγε. Ή Άρλέττα είχε άκουμπήσει τό βαλιτσάκι της στήν θέσι της καί έξακολουθοΟσε νά συζητή με τόν Μαιγκρέ. — Λοιπόν, είχατε μεγάλη συζήτηστ μέ τήν μαμά σας; “ Είχανε περάσει τά μεσάνυχτα όταν πήγαμε νά κοιμηθούμε. Πρέπει να σάς πώ κάτι κύριε Μαιγκρέ. Βέβαια, δέν είναι παρά μιά έντύπωσίς μου, μά τέτοια έντύπωσις πού μέ κάνει και άνησυχώ. Ή Ρόζα πέθανε, είναι γνωστό, μα έχω τήν διαίσθησι ότι καί άλλο δράμα ετοιμάζεται, — Αΰτό τό συμπεραίνετε άπό τήν κουβέντα πού είχατε μέ τήν μητέρα σας; — Ό χ ι. Δέν ξέρω άπό πού έχω αύτήν τήν διαίσθησι. — Πιστεύετε ότι κάποιος τήν άπειλεΐ πάντα; Δέν τού άπήντησε. Τό βλέμμα της ήτανε έστραμμένο πρός τό περίπτερο. — Ό έπιθεωρητής σας σάς περιμένει, είπε στόν Μαιγκρέ. Μ’ αύτά τά λόγια άνέβηκε στο βαγόνι ένώ ό σταθμάρχης έβαζε τήν σφυρίχτρα του στά χείλη καί ή Ατμομηχανή άφηνε τούς πρώτους της ατμούς. Ό έπιθεωρητής Κασταίν ήτανε πραγματικά έκεΐ. Είχε φτάσει νωρίτερα άπό τήν ώρα πού είχε πεί τήν προηγούμενη μέρα καί μή βρίσκοντας τόν Μαιγκρέ στό ξενοδοχείο, σκάφτηκε ότι θά τόν εόρισκε στόν σταθμό. Ό συρμός έφευγε σιγά σιγά, στεκότανε λίγα 100
μέτρα πιο πέρα γιά νά ξεκινήσω πάλι, ένώ ό Μαιγκρέ έδινε τό χέρι του στόν επιθεωρητή : — Έ χομε νέα; — Τίποτε τό είδικό, άποκρίθηκε 6 Κασταίν. ■Ήμουν λίγο άνήσυχος χωρίς νά έχω συγκεκριμένο λόγο. Είδα στόν ύπνο μου, πρόσθεσε, δυό γυναίκες, μάνα καί κόρη, μόνες τους στην Βιλλίτσα. — Ποια από τις δύο σκότωνε τήν άλλη; Ό έπιθεωρητής άπόρησε ; — Πώς τό ξέρετε ότι είδα κάτι τέτοιο; Πραγμα τικά στόν ύπνο μου έβλεπα την μητέρα νά σΚΟτώνη τήν κόρη της. Καί ξέρετε με τί; Μ’ ένα κούτσουρο πού τό είχε άρπάξει άπό τό τζάκι. — Έ χω ραντεβού με τόν Σάρλ Μπεσσόν στις εννέα τό πρωί. Πέθανε ή πεθερά του. Ό βοηθός μου ό Λουκάς δεν σοΟ “δώσε άκόμη τίποτε πληροφορίας; — Πολύ λίγες. Είπε όμως ότι θά τηλεφωνήση αργότερα στήν 'Αστυνομία, στήν Χάβρή. ’Επειδή έφυγα άπ3 έκεΐ, άφησα παραγγελία μόλις τηλεφωνήση νά μάς συνδέσουν μέ τό ξενοδοχείο σας έδω. — Καμμιά πληροφορία για τόν Τεό; — Πολλές φορές βρέθηκε στήν άνάγκη νά ύπογράψη έπιταγές χωρίς άντίκρυσμα καί είχε μπλεξί ματα. Πάντα όμως έξωφλοΟσε τις έπιταγές πριν φτάση ή ιστορία στόν είσαγγελέα. Έ χ ε ι πολύ πλού σιους φίλους, διάφορους γλεντζέδες πού θέλουν νά 'χουνε κύκλο γύρω τους. Πότε πότε πετυχαίνει καμμιά δουλίτσα, καμμιά μεσιτεία καί κάτι τσιμπολογάει, — Γυναίκες έχει; — Δεν φαίνεται νά ’ναι γυναικδς όπως άλλοι. Πότε πότε έχει καμμιά φιλεναδίτσα μά γιά λίγο καιρό. — Αδτά είναι όλα; — Αύτά. Περνούσανε άπό ένα καφενείο. Ή μυρουδιά τού φρέσκου καφέ τούς κτύπησε στη μύτη καί μπήκανε. Ό έπιθεωρητής Κασταίν έξακολούθησε νά λέη : 101
— Σάς είπα για τό όνειρο ;πθύ είδα, μά δέν Ανησύχησα τόσο Από τό όνειρο, όσο Από μιά λογική σκέψι πού έκανα πριν πέσω στό κρεβάτι μου. Μά* λίστα τήν έλεγα στήν γυναίκα μου, γιατί έγώ δέν μπορώ νά συλλογίζωμαι στά μοογγά, προτιμώ ό,τι σκέπτομαι νά τό λέω δυνατά. Καί ή γυναίκα μου συμφώνησε μαζύ μου. — Τί ήτανε αύτή ή σκέψις Κασταίν; — Είναι πέντε χρόνια πού δ Φερδινάνδος Μπεσσόν, ό σύζυγος τής Βαλεντίνης, έχει πεθάνει, δέν είν’ έτσι; — Απάνω κάτω. — ’Από τότε ή κατάστασις δέν παρουσίασε καμμιά ανωμαλία καί μόνο τήν περασμένη Κυριακή κάποιος έπεχείρησε να φαρμακώση τήν Βαλεντίνη. Σας παρακαλώ νά προσέξετε Ατι διαλέξανε μέρα πού ήτανε πολύς κόσμος μαζεμένος στό σπίτι τής γριάς, ώστε οί ύπόνόιες νά σκορπιστούν δεξιά κι* άριστερά. — Αύτό είναι λογικό. ΤΙ άλλο έχεις νά πής Κασταίν; — ‘Αντί νά πεθάνη δηλητηριασμένη ή Βαλεν τίνη, πέθανε ή κακόμοιρη ή Ρόζα. Μέ άλλα λόγια, έάν κ ά π ο ι ο ς είχε λόγους νά δηλητηριάσω τήν Βαλεντίνη, αότός ό κ ά π ο ι ο ς θά έξακολουθή νά θέλη τον θάνατό της. Πρέπει λοιπόν νά *χη κάποιον λόγο γι* αύτό καί οσο δέν μπορούμε ν’ άνακαλύψωμε τον λ ό γ ο ... — Ή άπετλή θά έξακολουθή νά όφίσταται, Αύτό δέν θέλεις νά πής; — Αύτό Ακριβώς. Καί ίσως μάλιστα νά είναι τώρα σοβαρώτερη ή Απειλή έπειδή εΤσαστε καί σείς έδώ. Ή Βαλεντίνη δέν έχει περιουσία. Συνεπώς δέν εΐναι οίκονομικοί οί λόγοι τής Απειλής αύτής. "Ισως λοιπόν, λέω μέ την σκέψι μου κύριε Μαιγκρέ, ΐσως νά ξέρη κ ά τ ι , πού ό δολοφόνος να φοβάται τήν άποκάλυψί τ ο υ ... Ποιος ξέρει τ ί ! Ό Μαιγκρέ άκουγε τόν Κασταίν νά μιλά χωρίς 102
νά δείχνη μεγάλο ένθουσιασμό για δσα έλεγε. Έβλεπε άπό την πόρτα τοΟ καφενείου τήν λιόλουστη μέρα καί τήν χαιρότανε. — Δέν μού λές Κ α σταίν... ό βοηθός μου ό Λουκάς δέν σοΟ μίλησε καθόλου γιφ τόν Ζυλιέν, τόν σύζυγο τής *Αρλέττας; — Ναί, μοΟ είπε δτι αύτή ή οικογένεια ζή μια περιωρισμένη ζωή, σέ σπίτι μέ ένοίιαο. Έ χουν πέντε δωμάτια. ’Έχουν καί μιά ύπηρέτρια καί ένα αύτοκινητάκι. Κάθε Σαββατοκύριακο φεύγουν από τό Παρίσι για νά πάνε κάπου στήν έξοχή. — Αύτά τά ήξερα. — Ό έραστής τής Άρλέττας, αύτός ό Έρβέ ΠεΟρό, είναι δμπορος κρασιών. Έ χει μιά καλή καί στρωμένη δουλειά, σ τή ν οδόν Μπερσϋ είναι τά γραφεία του και όπως λένε είναι πολύ γυναικάς. νΕχει τρία αύτοκίνητα. Τό ένα είναι πολυτελέστατο : Μπουγκάτη. Ό Μαιγκρέ άκουγε τόν έπιθεωρητή Κασταίν ενώ τό μυαλό του πετούσε άλλοΰ. Κάπου στόν τοίχο τοϋ καφενείου έβλεπε μιά διαφήμισι : ΟΙιςογενειακή ακρογιαλιά. Σωστό ήτανε αύτό. Μητέρες με παιδιά συχνάζανε στις άμμουδιές τοΟ Έτρετά, ένώ οί σύ ζυγοι ερχόντουσαν κάθε Σάββατο άπόγευμα άπό τό Παρίσι για νά περάσουν τό Σαββατοκύριακο μαζύ μέ τίς οίκογένειές τους. Θά μπορούσε κανείς νά συνάντηση καί ήλικιωμένα άτομα, γέρους καί γριές κυρίες πού καθόντουσαν πάντα στίς ίδιες άναπαυτικές πολυθρόνες τού ξενοδοχείου, μ’ ένα κουτάκι χάπια μπροστά τους καί μιά φιάλη μεταλλικό νερό. Τό ζαχαροπλαστείο τών άδελφ&ν Σερέ, όπου εΟρισκε κανείς τόσο ώραία γλυκίσματα καί παγωτά, οί παλαιοί ναυτικοί καί ψαράδες πού βρισκόντουσαν πάντα στήν Αμμουδιά κοντά στίς βάρκες τους καί πού δλοι οί παραθερισταί είχαν τήν μανία νά τούς φωτογραφίζουν. Κι* ό Φερδινάνδος Μπεσσον — ό μακαρίτης — ήτανε κΓ αύτός δνας ήλικιωμένος κύριος μέ ϋφος 103
σεβάσμιο. Ή κυρία Βαλεντίνη ήτανε ή πιο χαρι τωμένη άπό τις γηραιές κυρίες. Ή Άρλέττα, κομ ψότατη πάντα, θά μπορούσε νά χρησιμοποιηθώ σέ είκονογράφησι κάρτ-ποστάλ, ένώ δ Τεό ήτανε ό τύπος τού τζέντλεμαν, τόσο σοβαρός και τόσο Αξιο πρεπής, ώστε θά μπορούσε κανείς νά τού συγχωρέση εύχαρίστως τό μικρό του έλάττωμα τού μπεκρή. Ό Σάρλ Μπεσσόν, δ μικρότερος Αδελφός τού Τεό, σοβαρός νοικοκύρης κι* αύιός, παντρεμένος μέ τέσσερα παιδιά, βουλευτής πού μπορούσε νά μιλά σ’ έναν ύπουργό στόν ένικό, άνθρωπος πού ήξερε τήν ζωή καί τόν κόσμο, πού έδινε δεξιά κι* Αριστερά χειραψίες σέ κάθε προεκλογική πε ρίοδο καί καθότανε ευχαρίστως νά πίνη ένα ποτήρι κρασί μέ χωρικούς καί ψαράδες. Νά 'τον πού έρχότανε Από μακρύά. Ό Μαιγκρέ τόν Αναγνώρισε Από τό μαύρο περιβραχιόνιο πού είχε στο μανίκι του άπό ιό πένθος τής πεθερ&ς του. Ό Μαιγκρέ τόν πρόσεξε : Ή τανε άλήθεια όμορφάνθρωπος, ψηλός καί γεμάτος στούς ώμους, μέ έλαφρά κοιλίτσα καί ένα λεπτό μουστάκι. Ό Σάρλ Μπεσσόν μπήκε στό καφενείο και χαι ρέτησε τούς Αστυνομικούς. — Καλημέρα σας κύριε Μ αιγκρέ... καλημέρα σας κύριε Κασταίν... Δέν φαντάζομαι νά έχω άργήσει. Είχε Αφήσει τό αύτοκίνητό του λίγο πιό πέρα. Ό Μαιγκρέ πρόσεξε δτι μόλις θά είχε βγή Από καμμιά έπισκευή γιατί ήτανε και φρεσκοβαμμένο. — Καθήστε κύριε Μπεσσόν, είπε ό Μαιγκρέ. — Δέν πιστεύω νά έχωμε κάμμιά δυσάρεστη εΤδησι. — Γιά τήν ώρα τίποτε. — Πώς είναι ή μητρυιά μου; — Πολύ καλά στήν ύγεία της. Ή Άρλέττα μόλις έφυγε τό πρωί. — 'Α , είχε ξαναγυρίσει; Πολύ καλά έκανε...
104
κι’ έγώ τό φαντάστηκα δτι θά ερχότανε νά κράτηση λίγη συντροφιά στην μητέρα της. — Μου έπιτρέπετε £να λεπτό κύριε Μπεσσόν; — Σάς παρακαλώ. Ό Μαιγκρέ σηκώθηκε καί πήρε παράμερα τόν επιθεωρητή Κασταίν. ΤοΟ έδωσε έντολή νά πήγαινε στό 'Υπόρ και στο Φεκάν γιά ώρισμένες έρευνες. "Υστερα ξαναγύρισε στόν Σάρλ Μπεσσόν. — Σάς ζητώ συγγνώμην. Ή θελα νά τού δώσω μερικές όδηγίες. Όμολογώ ότι δέν ξέρω ποΟ νά πάμε νά συζητήσωμε λίγο. Τό δωμάτιό μου στό ξενοδοχείο δέν θά είναι άκόμη συγυρισμένο. — Θά ήθελα κάτι νά πιώ, είπε ό Μπεσσόν. "Αν τυχόν ό άέρας δέν σάς ένοχλή, θά μπορούσαμε νά καθήσωμε στήν βεράντα τού καζίνου. Δέν φαντά ζομαι νά μέ παρεξηγήσατε πού δέν ήμουν έδώ γιά νά σάς ύποδεχθώ χθές πού ήρθατε. Ή γυναίκα μου είναι καταλυπημένη μέ τόν θάνατο τής μητέρας της. "Εχει βέβαια συντροφιά τήν άδελφή της πού ήρθε από τήν Μασσαλία γιά τήν κηδεία τής μητέρας τους. Ή άδελφή της είναι παντρεμένη μ* εναν έφοπλιστή στην Μασσαλία. Δυο άδελφές είναι όλες κι* όλες. . . Δέν είχανε ποτέ άδελφό καί έτσι όλοι οΐ μπελάδες πέφτουν στό κεφάλι μου. — Προβλέπετε νά έχετε μπελάδες; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Μπελάδες όχι βέβαια, μά πάντα δπάρχουν διάφορες φροντίδες σέ τέτοιες περιπτώσεις, δέν είναι έτσι; Δέν μπορώ νά πώ κανένα κακό γιά τήν πεθερά μου. Ή τανε γυναίκα άξιόλογη, μ* όλο πού τώρα τελευταία, σάν γριά γυναίκα είχε μερικές μονομα νίες καί Ιδιοτροπίες. Ό δνδρας της ήτανε έργολάβος οικοδομών. Τά μισά άπό τά σπίτια τής Διέππης τά έχει κτίσει αύτός καθώς καί πολλά δημόσια κτίρια. Τό μεγαλύτερα μέρος τής περιουσίας του τό έχει άφήσει σέ άκίνητα. "Υστερ9 άπό τόν θάνατό του, ή πεθερά μου διαχειριζότανε δλην αότήν τήν πε ριουσία. Είχε τήν ιδιοτροπία νά μή θέλη νά κάνη -Ί 0 5
ποτέ καμμιά έπισκευή στα ακίνητά της καί έξ αίτιας αύτοϋ είχε διαρκώς δίκες μέ τούς νοικάρηδες της, με τόν δήμο καί μέ τήν Εφορεία άκόμη, — Μιά έρώτησι κύριε Μπεσσόν ; Ή πεθερά σας καί ή κυρία Βαλεντίνη βλεπόντουσαν συχνά; Ό Μαιγκρέ ρούφηξε μιά γουλιά καφέ καί κοί ταζε μέ προσοχή τόν συνομιλητή του άπό κοντά. — Δυστυχώς δχι, Ποτέ δέν δέχθηκαν νά συναντηθοΟν κάν. — Δέν δέχτηκε ούτε ή μία, ούτε ή άλλη: — Γιά νά είμαι'ειλικρινής, ή μητέρα τής γυ ναίκας μου άρνήθηκε νά γνωρίση τήν μητρυιά μου εύθύς έξ άρχής. Είναι μιά γελοία ιστορία αύτή. "Οταν παρουσίασα στην Βαλεντίνη τήν γυναίκα μου τήν Μιμή, ή μητρυιά μου κοίταξε μέ προσοχή τά χέρια τής γυναίκας μου καί τής είπε : Είμαι βέβαιη 6τι δέν έχετε πάρει τά χέρια τοϋ πατέρα σ α ς... Γιατί; την ρώτησε ή γυναίκα μοο. Διότι, άποκρΐθηκε ή μητρυιά μου, οί κτίστες έχουν μεγαλύτερα καί πιό χοντρά χέρ ια ... — Είπε έτσι ή Βαλεντίνη; — Ναί. Γκάφφα της βέβαια. Φυσικά ή πεθερά μου τό έμαθε καί θύμωσε. Ό πεθερός μου δέν τό έκρυψε ποτέ ότι ξεκίνησε άπό κτίστης, μά γρήγορα, κατάφερε κι’ έγινε έργολάβος οίκοδομών. Εννοείται 6τι καί όταν πλούτισε είχε μείνει οίκοδόμος στήν ψυχή του καί στην συμπεριφορά του. Νομίζω μάλ λον δτι τό έκανε έπίτηδες, έπειδή είχε άποκτήσει τεράστια περιουσία καί τοΟ άρεσε νά συμπεριφέρεται λίγο πρόστυχα στόν κόσμο πού τόν είχε άνάγκη γιά τά χρήματά του. Είχε γίνει προσωπικότης ό γέρο Μοντέ στήν Διέππη και σ’ όλη τήν περιοχή καί εύχαριστιότανε πού ό κόσμος πειρατ ζότανε άκούγοντάς τον νά χρησιμοποιή λαϊκές έκφράσεις. Φυσικά όταν ή πεθερά μου έμαθε τΐ είχε πει ή Βαλεντίνη γιά τόν άνδρα της, άπάντησε κι’ έκείνη άνάλογα... — Τί είπε δηλαδή; 106
— Έμήνυσε στήν μητρυιά μου δτι είναι προτι μότερο νά είναι μια κοπέλλα κόρη ένος οικοδόμου, παρά κόρη ψαρά πού πέθανε Αλκοολικός, πίνοντας σ’ όλες τις παλιοταβέρνες τής περιφερείας. . . Ύ στερα μιλούσε συχνά γιά την έποχή πού ή Βολεντίνη ήτανε σερβιτόρα στο ζαχαροπλαστείο τών Αδελφών Σ ερ έ.. , — Μήπως τήν κατηγορούσε δτι δέν ήτανε Ανε πίληπτου διαγωγής; — Ναί. Και Υπογράμμιζε πάντα τήν διαφορά τής ηλικίας της μέ τόν Ανδρα της. Έ , Απ’ όλα αύτά, είχανε ένα Αμοιβαίο μίσος και δεν δέχτηκαν ποτέ νά συναντηθούνε. — Πολύ φυσικό. — Τέτοιες ιστορίες αμοιβαίας Αντιπάθειας μπο ρεί νά βρή κανείς σ’ δλες τις οίκογένειες, δεν είναι έτσι; "Οπως δήποτε, κάθε μια Από τις δύο αύτές γυναίκες, κατά βάθος ήτανε πολύ καλόκαρδη. — Τήν Αγαπάτε τήν μητρυιά σας; — Πολύ. "Ητανε πάντα πολύ καλή καί περι ποιητική μέ μένα. — Ή γυναίκα σας; — Δέν μπορώ νά πώ τό ίδιο γιά τήν Μιμή. Ή γυναίκα μου τήν Αγαπάει λιγώτερο Από μένα. — Μαλώνανε καμμιά φορά; — Πότε νά βρούνε τήν εύκαιρϊα νά μαλώσουν; Βλέπονται περίπου μιά φορά τόν χρόνο. Κάθε φορά πού πρόκειται νά ’ρθωμε έδώ, κάνω συστάσεις στην γυναίκα μου, νά είναι Υποχωρητική γιατί στο κάτω κάτω ή Βαλεντίνη είναι μιά ήλικιωμένη γυναίκα. *Η Μιμή μού δίνει τόν λόγο της, μά αυτό δεν έμποδίζει ν’ άνταλλαγούν πάντα μερικοί πικρόχολοι δια ξιφισμοί μεταξύ τό&ν δύο γυναικών. — Τήν περασμένη Κυριακή, μαλώσανε μήπως; Είχανε κανένα τέτοιον διαξιφισμό, δπως λέτε; — ΕΙλικρινώς δεν ξέρω, γιατί έγώ είχα πάει μέ τά παιδιά περίπατο. Είχε Αναφέρει τά παιδιά του καί ό Μαιγκρέ πού 107
τόν Εβλεπε Ετσι ήρεμο, γαλήνιο, πράο στόν χαρα κτήρα του, συλλογιζότανε πώς νά τόν βλέπανε Αραγε τά παιδιά του. 'Ασφαλώς όπως όλα τά παιδιά φαν τάζονται τόν πατέρα τους, άνθρωπο δυνατό, σοφό, έξυπνο, (κανό νά τά προστατεύση άπό τό κάθε τί. Δέν θά καταλαβαίνανε βέβαια πώς ήτανε Ενάς άν θρωπος καλός, πού δέν είχε ποτέ του καμμιά πονη ριά, πού δέν είχε κάν προσαρμοσθη στήν πραγμα τικότητα τής ζωής. ’Ακόμα κι* ή γυναίκα του ή Μιμή θά έλεγε : Είναι τόσο καλός δ καημένος ! Γιατί, όπως καταλάβαινε ό Μαιγκρέ, αύτός ό Σάρλ Μπεσσόν άγαπούσε όλον τόν κόσμο, δέν πο νηρευότανε ποτέ του καί έβλεπε τήν ζώή νά ξετυ λίγεται καί νά περνά μέ βλέμματα άγαθά, γεμάτα άφέλεια καί καλωσύνη. ’Ασφαλώς θά ήθελε νά είναι δυνατός, Εξυπνος, ό καλύτερος άνθρωπος τοϋ κόσμου. Ήτανε πάντα γεμάτος (8έες γτά επιχειρήσεις, γιά δουλειές με γάλες. Δέν τίς πραγματοποιούσε όλες γιατί δέν εϊχε τήν δύνάμι νά τίς πραγματοποίηση' μά, αν τυχόν όσες έβαζε σ’ ένέργεια άποτυχαίνανε, ό Μπεσσόν τό άπέδιδε πάντα σέ μιά κακοτυχία. Κι* όμως νά πού είχε καταφέρει νά γίνη βου λευτής. Καί πάλι Εκανε σχέδια ότι θά μπορούσε νά διαπρένη στην πολιτική. Τό όνομά του θά γινότανε γνωστό παντού καί ίσως Ισως νά ώνειρευότανε πώς θά γίνη ύπουργός καί μεγάλος πολιτικός άνδρας. “ Μιά άλλη έρώτησι κύριε Μπεσσόν... — Εύχαρίστως. — "Οταν ήσαστε νέος, πολύ νέος, τότε πού παντρεύτηκε ό πατέρας σας τήν Βαλεντίνη, μήπως τήν έρωτευθήκατε ποτέ; Έπήρε ύφος άνθρώπου πού θίγεται καί είπε ; — Θεός φυλάξσι! Πώς ήτανε δυνατόν; — Γιατί όχι; Νέα ήτανε. . . μικρή διάφορά είχατε στά χρόνια, νεώτερος βέβαια έσεΤς κ α ί... — Ό χ ι κύριε Μαιγκρέ, γιά τ* όνομα τού Θεού I 108
— Μήπως τυχόν είχατε τσιμπηθώ μέ τήν Ά ρ λέττα πού ήτανε τότε λίγο μικρότερη σας; — Τήν Άρλέττα τήν έβλεπα πάντα σαν άδελφή μου. Αύτός — συλλογιζότανε ό Μαιγκρέ, — ζουσε πάντα στόν παραμυθένιο κόσμο τής άγνότητος. ’Εβγαλε ένα πούρο από τήν τσέπη του, τό Αναψε καί κοίταζε τόν καπνό πού άνέβαινε στόν αέρα. Ό Μαιγκρέ κάπνιζε πάντα τήν πίπα του. — Θέλετε νά πάμε νά- καθήσωμε στην βεράντα τού καζίνου; ρώτησε ό Μπεσσόν τόν άστυνομικό. Έ χει Αναπαυτικές πολυθρόνες καί θά βλέπωμε και την θάλασσα. — Ό άδελφός σας, ό Τεό; — Τί έν νοείτε; Μήπως έκείνος είχε έρωτευθή τήν Βαλεντίνη; — Ναι. — 'Οπως δήποτε όχι. Ποτέ δέν παρετήρησα τί ποτε τέτοιο, ούτε είχα καμμιάν Αφορμή γιά νά τό ύποψιαστΦ. — Τ ήνΆ ρλέττα; — 'Ακόμη λιγώτερο. Έγώ ήμουν πολύ μικρός ακόμη όταν ό Τεό είχε μικροπεριπέτειες μέ διάφο ρες κοκκοτοϋλες. Ξέρετε αύτές τις σ χ έσ εις... Είναι πάντα χωρίς συνέπειες. Ά λλω ς τε ή Ά ρλέττα δέν άργησε νά παντρεοτή. — Δέν σδς έξεπληξε ό γάμος, της; — Γιατί; — Μ ά ... πήρε Εναν άνθρωπο χωρίς κοινωνική θέσι καί περιουσία. . . — Τόν Ζυλιέν Σύντρ; Ναί, ίσως νά μέ παραξένεψε, γιατί ή Άρλέττα- ήτανε συνηθισμένη νά ζή σέ μιά πολυτέλεια και χλιδή κι' όλοι μας πιστεύαμε ότι ή Ά ρλέττα δέν θά μπορούσε νά ζήση μέ στε ρήσεις. .. — Δέν πήρε προίκα; — 'Ο χι. 'Εκείνος, ό Ζυλιέν Σύντρ, φάνηκε πολύ αξιοπρεπής καί άρνήθηκε νά δεχτή προίκα. Η»
— Κι’ ή Άρλέττα; — Επίσης άρνήθηκε νά πάρη προίκα. "Ετσι, ένώ ήτανε συνηθισμένη να ζή μέ κάθε πολυτέλεια, γιατί τότε ό πατέρας μου ήτανε πολύ πλούσιος, τήν έπομένη τοΟ γάμου της, έπεσε σέ μια ζωή Λπλή^ χωρίς κανένα περιττά έξοδο καί μάλλον ζωή περιωρισμένη. Ό πως ήτανε φυσικό, έγώ τουλάχιστον, έπίστεψα πώς ή ’Αρλέττα ήτανε έρωτευμένη μέ τόν άντρα της, για νά κάνη τόσες ύποχωρήσβις. ’Αργό τερα περιωρίσαμε κι9 έμείς τά έξοδά μας και τήν μεγάλη μας ζωή, γιατί ό πατέρας μου έχασε τήν περιουσία του, όμως αδτό συνέβη πολύ Αργότερα, — *Η γυναίκα σας μέ τήν ’Αρλέττα τά πάνε καλά; — Νομίζω άτι συνεννοούνται μ’ όλο πού έχουνε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα. Ή Μιμή έχει παιδιά κι’ ένα όλόκληρο σπίτι μέ τίς φροντίδες του. νΑλλως τε βγαίνει πολύ λίγο έξω. — Δέν τής Αρέσει νά βγαίνη δηλαδή; Τής Αρέσει νά μένη στό Φεκάν; Δέν θά ήθελε νά ζή στό Παρίσι; — Τό Παρίσι τό άπεχθάνεται. — Δέν νοσταλγεί τήν Διέππη; — Τήν Διέππη ίσως ναί. Δυστυχώς όμως, τώρα πού είμαι βουλευτής, δέν μπορώ νά ζώ στην Διέππη. Πρέπει νά βρίσκωμαι στό Παρίσι. Οί εκλογικοί μου φίλοι, δέν θά καταλαβαίνανε γιατί ζώ στην έπαρχία καί 5χι στό Παρίσι. Τά λόγια τού Σάρλ Μπεσσόν βρισκόντουσαν σέ Απόλυτη Αρμονία καί Αναλογία μέ τόν σκηνογραφικό διάκοσμο τής περιοχής, μέ τήν γαλήνια καί ήρεμη θάλασσα, πού έμοιαζε μέ κάρτ-ποστάλ, μέ τούς βράχους τής Ακρογιαλιάς, μέ τήν Αμμουδιά καί τούς λουσμένους πού σιγά σιγά πλημμυρίζανε τήν παραθαλάσσια έκτασι. Καί ό Μαιγκρέ Αναρωτιό τανε : Μά είναι Αλήθεια όλα αύτά; Είναι Αληθινές έντυπώσεις ή ψευδαισθήσεις; Τόσο όμορφα πού τά έλεγε, θά νόμιζε κανείς ότι ό κόσμος όλος ήτανε παράδεισος. Μήπως Αραγε ό θάνατος τής Ρόζος δέν 110
ήτανε άληθινός; Μήπως 6 Μαιγκρέ Εβλεπε όνειρο; — Δέν σδς φάνηκε παράξενο πού βρήκατε έδώ τήν Κυριακή τόν άδελφό σας ιό ν Τεό; — Στην άρχή ναί, όμολογώ ότι Εξεπλάγην. Πί στευα ότι θά βρίσκεται στήν Ντωβίλ ή μάλλον Επειδή μπήκε 6 Σεπτέμβριος, ότι θά ήτανε καλε σμένος γιά κυνήγι σέ κανέναν πύργο στήν Σολόνιε. "Οπως ξέρετε, ό Τεό ήτανε κοσμικός τύπος κι*· έχει διατηρήσει τήν κοσμικότητά του. Ό τα ν ήτανε πλού σιος ζούσε μιά μεγάλη, πολυέξοδη ζωή καί φιλοξενοΟσε τούς φίλους του πλουσιοπάροχα. Καταλαβαί νετε λοιπόν ότι μερικοί άπό τούς φίλους αύτούς, τού άνταποδίδουν σήμερα τήν παλιά περιποίησι. — Έ χ ε ι είσοδήματα ό Τεό; — Είσοδήματα; Είλικρινώς δεν ξέρω. ’Αλλά, άν Εχη θά είναι μάλλον άσήμαντα. Ό π ω ς δήποτε όμως δεν έχει έξοδα. Δέν είναι παντρεμένος. Αύτή ή τελευταία φράσις τού Σάρλ Μπεσσόν είχε καί μιά αίχμή φθόνου, γιατί ό Σάρλ Μπεσσόν συντηρούσε οικογένεια με τέσσερα παιδιά. ■— Είναι πάντα πολύ, κομψός και περιποιημένος στο ντύσιμό του, γιατί μπορεί νά φυλάη τά κοστού μια του πολύν καιρό. Πάντα βρίσκεται προσκαλώ σμένος σέ κύκλους τής καλύτερης κοινωνίας. Φαν τάζομαι ότι σ“ αύτούς τούς κύκλους βρίσκει μερικές δουλιές πού κάτι τού άφήνουν. Είναι πολύ έξυπνος καί άν ήθελε νά δουλέψη σοβαρά, θά κατάφερνε πολλά πράγματα. ■— 'Ο ταν τού προτείνατε νά έπισκεφθή τήν Βά λε ντίνη δέχτηκε άμέσως; — Ό χ ι μέ τό πρώτο. — Μήπως τυχόν σάς είπε γιά ποιόν λόγο βρι σκότανε έδΰ>; — Δέν φαντάζομαι κύριε Μαιγκρέ νά ύποψιάζεσθε τόν Τ ε ό ... — Δεν ύποψιάζομαι κανένα κύριε Μπεσσόν. Α πλώς συζητούμε. Προσπαθώ νά σχηματίσω μιά δική μου άντίληψι γιά τήν οίκογένειά σας. 111
— Λοιπόν, &ν θέλετε την γνώμη μου, ό Τεό, μ* όλο πού δέν τό παραδέχεται, είναι πάντα αίσθηματίας. Έ χει τήν νοσταλγία τής έξοχής αύτής τού Έτρετά, γιατί έδώ έρχόμαστε σάν ήμαστε παιδιά τά καλοκαίρια. Ζοϋσε τότε ή μητέρα μας. — Τό φαντάζομαι. — Είπα λοιπόν στον άδελφό μου ότι δέν είχε λόγους νά είναι θυμωμένος μέ τήν Βαλεντίνη καί νά μη μιλάνε τήν στιγμή πού και ή Βαλεντίνη δέν είχε τίποτε μαζύ του. Έ τσι έπείσθηκε καί \,ιε Ακο λούθησε στην ΒιλλΙτσα. — Ή συμπεριφορά του πώς ήτανε; — Άψογη όπως πάντα. Στήν άρχή φαινότανε λίγο άδέξιος. Ό ταν είδε τά δώρα μας γιά τά γενέ θλια τής Βαλεντίνης, στενοχωρέθηκε καί δικαιολο γήθηκε όπως μπορούσε πού δέν είχε φέρει τίποτε. ■— Με τήν Άρλέΐτα πώς τά πήγανε; — Πώς νά τά πάνε; Δέν είχανε ποτέ τίποτε μέ τήν Άρλέττα. — Μέ άλλα λόγια όταν καθήσατε στό τραπέζι, όλη ή οικογένεια ήτανε σέ άπαρτία. — Έξω άπό τόν σύζυγο τής Άρλεττας, τον Ζυλιέν πού άπουσίαζε. — Ναί, αύτό τό ξέχασα. Καί δέν παρατηρήσατε τίποτε, καμμιά μικρή, έστω, λεπτομέρεια πού νά σάς έκανε νά ύποψιασθήτε κανένα δράμα; — Τίποτε άπολύτως. Καί πρέπει νά ξέρετε ότι έγώ είμαι καλός ψυχολόγος καί παρατηρητής. ΚΓ ό Μαιγκρέ συλλογιζότανε : Τί εύτυχία πού νοιώθει κανείς όταν είναι άφελής καί κουτός! Καί ό Σάρλ Μπεσσόν έξακολούθησε : — Ή γυναίκα μου κι' έγώ ήμαστε άπασχολημένοι μέ τά παιδιά. Στό σπίτι μας τά παιδιά είναι σχεδόν φρόνιμα. Ό ταν όμως βρεθούνε σέ ξένο πε ριβάλλον δέν μπορεί κανείς νά τα κράτηση. Τό σπίτι τής Βαλεντίνης τό είδατε. Είναι σχετικώς μι κρό. Στήν τραπεζαρία ήμαστε τόσο πολλοί πού δεν μπορούσαμε νά κουνηθούμε σχεδόν. Τό μωρό έκλσι112
γε συνεχώς καί μάς είχε ζαλίσει. Τ6 βάλαμε νά κοιμηθώ στά κρεβάτι τής μητρυιάς μου και προσπα θούσαμε νά ήρεμήσωμε τά παιδιά. — Τήν Ρόζα τήν γνωρίζατε καλά; — ’'Οχι και καλά. Τήν συναντούσα κάθε φορά πού έρχόμουνα $*τά σπίτι τής μητρυιάς μου. Φαινό τανε καλά κορίτσι, λίγο κλεισμένο στάν έαυτό του, όπως- δλοι οί ντόπιοι... — Πόσες φορές τήν έχετε συναντήσει; Πέντε; 'Εξη; — Ίσιος λίγο περισσότερες. — Μιλήσατε ποτέ μαζύ της; — Ό πω ς μιλά κανείς μέ μια όπηρέτρια. Κάτι για τον καιρό, λίγο για τήν μαγειρική. Ή τανε πολύ καλή μαγείρισσα. ’Αναρωτιέμαι · πώς θά βολευτή τώρα χωρίς την Ρόζα ή Βαλεντίνη. Θέλετε νά σάς πώ κάτι κύριε Μαιγκρέ; Τάση ώρα πού μ* έρωτάτε καί σάς απαντώ, άρχίζω νά φοβάμαι δ η άκολουθεΐτε δρόμο έσφαλμένο. Ό Μαιγκρέ δέν είπε τίποτε. Εξακολουθούσε νά καπνίζη τήν πίπα του άτάραχος, παρακολουθώντας ίίνα καραβάκι πέρα στόν όρίζοντα. — Καί πρέπει νά ξέρετε, δτι άκριβώς έπειδή φοβήθηκα μήπως ή τοπική ’Αστυνομία πάρη εσφαλ μένο δρόμο, έζήτησα άπό τον ύπουργά γιά χατήρι νά στείλη έσας έ$ώ. — Σάς εύχαριστώ πολύ. — Σάς παρακαλώ. Έγώ απεναντίας σάς εύχαριστώ πού δεχθήκατε νά ’ρθετε. Έγώ, τι νά σάς πώ; Μ’ δλο πού είμαι τρομερά άπησχολημένος, βρίσκω πότε πότε καιρό νά διαβάζω άστυνομικά μυθιστο ρήματα. Τό ξέρω άτι δέν τά παίρνετε έσείς στά σοβαρά τά άστυνομικά μυθιστορήματα, στά όποια κάθε πρόσωπο κάτι έχει νά κρύψη, καθένας έχει μια συνείδησι όχι πολύ καθαρή καί βλέπει 6 άναγνώστης δτι τά πιά άπλά, φαινομενικά, άτομα, έχουν στήν πραγματικότητα μια κάπως μπερδεμένη ζωή. Σάς τά λέω αύτά, γιατί τώρα πού ξέρετε καλά τήν 113
οϊκογένειά μας, 0ά άντιλαμβάνεσθε ότι κανένας μας δέν είχε λόγους νά μισή την Βαλεντίνη και ακόμη λιγώτκρο νά σχεδιάζη τόν θάνατό της. 'Οπως άκουσα, βρέθηκε αρσενικό στο στομάχι τής Ρόζας και fiv κατάλαβα καλά άτι’ ΰ,τι μοθ είπανε, αύτό τά δηλη τήριο ήτανε προωρισμένο γιά τήν Βαλεντίνη. Δέν άμφιβάλλω γιά τά συμπεράσματα τών Ιατροδικαστών μ’ όλο πού πολλές φορές κι* αύτοί βρέθηκαν γελα σμένοι, ούτε μπορώ νά μήν συμφωνώ μαζύ τους. Μέ τήν Άρλέττα συναντηθήκατε. Είδατε καί τόν Τεό. Εμένα μέ βλέπετε... όσο γιά τήν γυναίκα μου, τήν Μιμή,&ν δέν τής είχε τύχει τό δυστύχημα τής μη τέρας της, θά έρχότανε κι* αύτή νά τήν γνωρίσετε για νά πεισθήτε 6τι δέν θά ήτανε ίκανή νά σκοτώση ούτε μια μυΐγα. Δέν μπορείτε νά φαντασθήτε πόσο ήμαστε ευτυχισμένοι τήν Κυριακή στό σπίτι, όλοι μαζύ τόσο πού καταντώ νά σκεφτώ, έστω κι’ fitv πρόκειται νά γελάση κανείς μαζύ μου, ότι ή κακία ώρα έφερε μιά τέτοια καταστροφή. . . Μα γιά πήτε μου έσείς, πιστεύετε μήπως στά φαντάσματα; Είχε μιλήσει καμαρώνοντας σάν νά βρισκότανε στό βήμα της Βουλής καί άπευθυνότανε σέ κανένα συνάδελφό του γτά κάποιο άμφισβητούμενο ζήτημα. — "Οχι βέβαια, δέν πιστεύω στά φαντάσματα, εϊπε ό Μαιγκρέ. — 05τε κι* έγώ άσφαλώς. Κι’ όμως κάθε χρόνο, σέ κάποια πόλι τής Γαλλίας, Ανακαλύπτεται ένα στοιχειωμένο σπίτι και γιά κάμποσες μέρες, γι’ Αρ κετές έβδομάδες καμμιά φορά, οί κάτοικοι τής περιοχής έκείνης βρίσκονται σέ άναστάτωσι. ΜοΟ Ιτυχε νά ϊδώ σέ μιά μικρή πόλι της περίφερε ίας μου μιά όλόκληρη κινητοποίησι χωροφυλάκων καί αστυνομικών, μαζύ μέ ειδικούς πού δέν μπορούσαν νά έξηγήσουν τί γινόταν κάθε νύχτα σ’ ένα σπίτι όπου μετεκινούντο συνεχώς τά έπιπλα... "Ομως σέ κάθε τέτοια περίπτωσι, όλα έξηγοΰνται ένα πρωί, με τόν άπλοόστερο τρόπο, ώστε όλη ή Ιστορία τε λειώνει μέ γέλια... 114
— Πάντως έδώ δέν είναι τό ίδιο κι* ούτε θά τελειώσωμε μέ γέλια. Ή Ρόζα έχει πεθάνει ί — Τό ξέρω .. . κι* όμως δέν πρόκειται νά ισχύρισθώ ότι αύτο'κτόνησε. — Ό γιατρός Ζολλύ πού τήν περιποιείτο όταν άδιαθετοΟσε, λέει πώς ήτανε ύγιεστάχη καί σωματικά καί ψυχικά. Δέν ύπάρχει τίποτε στήν ζωή της ή στίς σχέσεις της πού νά έπιτρέπη τήν ύπόθεσι μιάς αυτοκτονίας. Μην ξεχνάτε ότι τό δηλητήριο βρι σκότανε κι’ όλας στό ποτήρι όταν ή Βαλεντίνη θέλησε νά πάρη τό τακτικό της φάρμακο. Τό δοκί μασε, το βρήκε λίγο πικρό και δέν τό πήρε. — Συμφωνώ. Δέν ύποβάλλω καμμιά ιδέα. Λέγω μονάχα ότι : Κανένα άπό τά πρόσωπα πού ήτανε παρόντα τήν ή μέρα τής Κυριακής στό σπίτι τής Βαλεντίνης δέν είχε κανένα συμφέρον νά δηλητή ριά ση μιά άκακη και άθώα ήλικιωμένη γυναίκα. ■— Τό ξέρετε ότι ένας ξένος άνδρας ήτανε τήν νύχτα στό σπίτι; Ό Σάρλ Μπεσσόν κοκκίνισε λίγο καί είπε : — Μού τό είπανε κι* αύτό. Σχεδόν δέν μπορούσα νά τό πιστέψω. Μά στό κάτω κάτω, ή Άρλέττα είναι μιά γυναίκα τριάντα όκτώ έτών, άξιόλογα όμορφη καί είναι φυσικό νά ύπάκειιαι σέ πολλούς πειρασμούς. Ίσω ς αύτή ή Ιστορία νά είναι λιγώτερο σοβαρή άπ’ δσο φανταζόμαστε. Ό πω ς δήποτε έλπίζω νά μή μάθη τίποτε ό άνδρας της ό Ζυλιέν. — Ίσ ω ς νά μήν τό μάθη. — Ακούστε με κύριε Μαιγκρέ. Καθένας πού θά ανακατευότανε μέ μιά τέτοια δπόθεσι, θά ήτανε φυσικό νά ύποπτευθή τά παρόντα πρόσωπα. Μά εσείς, πηγαίνετε πάντα στό βάθος τής ύποθέσεως. Βαδίζετε πιό μακρυά άπό τά φαινόμενα καί προσ παθείτε πάντα νά έμβαθύνετε στά αίτια. Είμαι βέ βαιος ότι κι’ αύτήν την φορά θ’ άνακαλύψετε μιάν άλήθεια πού θά ’ναι άπλουστάτη καί θά λέμε όλοι : Πώς δέν τό σκεφτήκαμε α ύτό! 115
— Τι περιμένετε ν' άνακαλύψω; 'Οτι δέν πδθανε ή Ρόζο; Ό Σάρλ Μπβσσδν γέλασε θέλοντας και μή. — Πρώτα πρώτα ποιός θά μπορούσε νά πραμηθευθή άρσενικό; Μέ ποιο πρόσχημα καί μέ πχ>ιά δικαιολογία; — Μην ξεχνάτε ότι ό πατέρας σας ήτανβ φαρ μακοποιός, ότι 6 Τεό έρπούδασε χημεία, ότι καί σείς 6 Ιδιος Ιχετε έργασθή κάποτε στό έργαστήριο τοΟ πατέρα σας. Μέ λίγα λόγια όλοι σχεδόν στό σπίτι έχετε μερικές γνώσεις φαρμακευτικής, ή όχι; — Δέν τό *χα σκεφτή αυτό, πραγματικά, μά όπως καί νά 'ναι δέν άλλάζει τίποτε στα έπιχειρήματά μου. — 'Ασφαλώς όχι, — Ούτε άποδεικνΰει ότι δεν ύπί|ρξε κάποιο ξένο πρόσωπο πού νά μπήκε στό σπίτι την νύχτα. — Ένας άλήτης νά πούμε, Ενας κακοποιός; — Γιατί όχι; — Καί θά περίμενε αύτός ό άγνωστος Χρ θά περίμενε μια νύχτα πού ήτανε τόσος κόσμος στό σπίτι,γίά νά μπζ| μέσα καί νά ρίξη τό δηλητήριο σ' ένα ποτήρι; Διότι πρέπει νά. λάβετε όπ* όψι σας ότι τό δηλητήριο δέν τό ρίξανε στό μπουκάλι με τό ύπνωτικό τής Βαλεντίνης, άφού στό μπουκάλι δέν βρέθηκε οότέ Ιχνος δηλητηρίου, άλλά κατ' εύθεΤαν στό ποτήρι. — Ό λα αύτά είναι τόσο μπερδεμένα... — Εκτός άπό ένα γεγονός : ότι ή Ρόζα είναι πεθαμένη. — Τότε λοιπόν τί σκέπτεσθε; Μπορείτε νά μού πήτε τήν γνώμη σας άφοβα σάν άνδρας σέ άνδρα. Έχετε τον λόγο μου ότι δέν πρόκειται νά πόδ λέξι σε κανένα Εως διού τελειώση ή Ερευνά σας. Ποιός νά 'ναι ό δράστης; — Δέν ξέρω. — Γιατί δέν ξέρετε; Ποιός νά ’ναι ό λόγος ένός τέτοιου φόνου; 116
— Ούτε αότό to ξέρω. — Δέν τό ξέρετε — "Οχι. Θά τό ξέρω αυτό Οταν θά γνωρίζω τον δράστη. — Έ χετε καμμιά ύποψία; Φαινότανε ό Σάρλ Μπεσσόν ότι δέν βρισκότανε σέ καλή κατάστασι. Είχε πραγματικά έκνευρισθή μέ τήν συζήτησι, τό ποΟρο του είχε σβήσει στά χείλη του κι* όμως δ Μπεσσόν έξακολορθούσε νά τό κρατά στά χείλη καί νά τό ψευτομασά Ισως, πράγμα πού θά τού έδινε κάποια πίκρα στό στόμα. "Ισως κι’ αύτός, σάν τόν Μαιγκρέ, νά είχε πλάσει στήν φαντασία του ένα κόσμο άλλοιώτικο, Εναν κόσμο Ιδανικό καί τώρα Εβλεπε ότι μιά τέτοια ειδυλλιακή εΙκόνα καταστρεφότανε. Καί ήτανε άξιολύπητος έτσι πού κοίταζε γεμάτος άγφνία τήν παραμικρότερη έκφρασι του προσώπου τού Αστυνομικού, προσπαθώντας νά μαντεύση τι σκεπτότανε έκεϊνος. — ’Υπάρχει Ενα έγκλημα... είπε ό Μαιγκρέ. — Α6τό είναι Αναμφισβήτητο. — Κανείς δέν σκοτώνει χωρίς λόγο καί Αφορμή, ιδίως μέ δηλητήριο, πού εΐναι τελείως Ασυμβίβαστο με βρασμό ψυχής, μέ μιά έκρηξι θυμού ή μιά Εκδή λωσα πάθους. Στήν Αστυνομική μου σταδιοδρομία, ποτέ δέν είδα φόνο μέ δηλητήριο πού δέν είχε Αφορμή κάποιο συμφέρον. — Μά ποιός μπορούσε νά *χη συμφέρον νά σκοτώση μιά γριά γυναίκα καί γιατί; — Αύτό δέν τό άνεκάλυψα άκόμη. — Ή μητρυιά μου δέν έχει δική της περιουσία. Μπορεί νά νέμεται τό σπίτι όσο ζή, μά δέν είναι δικό της, δέν είναι ιδιοκτησία της. — Τό ξέρω. — Δέν έχει παρά μερικά'παλατά έπιπλα καί κάτι ψευτοπράγματα. — Κι* αύτό τό ξέρω. — Έγώ Ανάγκη άπό χρήματα δέν έχω, ιδίως τώρα. Ούτε ή ’Αρλέττα έχει οικονομικές στενοχώ 117
ριες. "Οσο για τόν Τεό, Αδιαφορεί γιά τά χρήματα όπως τό ξέρετε. — "Ολα αυτά μοΟ τά έχουν πει. — Λοιπόν; — Λ οιπόν... τίποτε. Κύριε Μπεσσόν, μόλις χτές άρχισα την ερευνά μου και τήν άνάκρισί μου. Μέ προσκαλέσατε καί ήρθα. Καί ή Βαλεντίνη μ’ έκάλεσε επίσης και μέ παρεκάλεσε ν’ Ασχοληθώ μ* αυτήν τήν Ιστορία. — Σας έγραψε; — Ούτε μοϋ έγραψε, ούτε μοΟ τηλεφώνησε. Ήρθε καί μέ βρήκε στο Παρίσι. — Τό ήξερα πώς πήγε στο Παρίσι, μά νόμιζα πώς είχε πάει γιά νά ϊδή τήν κόρη της. — Ήρθε καί μέ βρήκε καί βρισκότανε στό γρα φείο μου όταν μοΟ Ανήγγειλαν ότι ό όπουργός μέ παρακαλοΟσε νά πάω στό Έτρετά. — Παράξενο μού φαίνεται... είπε ό Μπεσσόν. — Γιατί παράξενο; — Δέν φανταζόμουνα ποτέ ότι ή μητρυιά μου ήξερε τό όνομά σας. — ΜοΟ είπε ότι όχι μόνο μέ ήξερε, μά ότι παρακολουθοΟσε όλες μου τις Αστυνομικές έρευνες καί κρατοΟσε μάλιστα καί τά Αποκόμματα τών έφη με ρίδων. "Ενα ειρωνικό χαμόγελο διέστειλε τά χείλη τοϋ Σάρλ Μπεσσόν. — Γιατί; ’Αμφιβάλλετε; — "Ο χι... εΐπε ό Μπεσσόν καί σώπασε Από τομα. — Γιατί σωπαίνετε; — Δέν έχω κανένα συγκεκριμένο λόγο παρά μόνον ότι ποτέ δέν έχω ίδεΐ τήν μητρυιά μου νά διαβάζη μιά εφημερίδα. Ούτε έφημερίδα διάβασε ποτέ της, ούτε έχει στό σπίτι ραδιόφωνο καί δέν θέλησε ποτέ της νά Απόκτηση Ινα τηλέφωνο. Δέν τήν ένδιαφέρει τίποτε άπ* ό,τι γίνεται στόν κόσμο. 118
— Βλέπετε ότι μέ τήν συζήτησι πετυχαίνει κα νείς καί μικρο-άνσκαλύψεις. — Κι* αύτή ή συζήτησις σέ τί σδς οδηγεί; — Αυτό θά τό ξέρωμε άργότερα. "Ισως σέ τίποτε. Δεν διψάτε; — Ό άδελφός μου ό Τεό βρίσκεται ακόμη έδώ, στο *Ετρετά; — Τόν είδα σ’ Ενα μπάρ χτες τήν νύκτα. — Τότε Εχομε έλπίδα νά τόν ξανασυναντήσωμε σέ κανένα άλλο μπάρ. ΤοΒ Εχετε μιλήσει; — Δέν βρήκα τήν βύκαιρία νά χόν γνωρίσω. — Θά σάς γνωρίσω έγώ. Φαινότανε δ η κάτι τόν απασχολούσε. “Εκοψε μηχανικά τήν άκρη τού πούρου του μέ τά δόντια καί τό άναψε πάλι. Πέρα στην άχρογιαλιά τά παιδάκια παίζανε στήν άμμο καί σπρώχνανε Ενα μεγάλο μπαλλόνι στή θά λασσα. .. Εύτυχισμένη ήλικία, σκύφτηκε 6 Μαιγκρέ.
119
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
6
Η ΡΟΖΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Ό Σάρλ Μπεσσό’ν δέν είχε γελαστή. Στο μπάρ 6’που πήγανε, ό μοναδικός πελάτης έκείνη τήν ώρα ήτανε 6 Αδελφός του 6 Τεό> Εξω άπό τόν μπάρμαν τον Τσάρλυ. Και ό Τεό Επινε κάτι, ένφ Επαιζε μόνος του δνα μηχανικό μπιλλιάρδο, Ελλείψει συμπαίκτου. Ό Σάρλ προχώρησε εύχαρίστη μένος καί Υπε ρήφανος πού θά παρουσίαζε στόν Αστυνομικό τόν μεγαλύΐερό του άδελφό πού τούς Εβλεπε να πλη σιάζουν μ’ Ενα βλέμμα Αδιάφορο καί σχεδόν Απλα νές. — Γνωρίζεις τόν Αστυνόμο κύριο Μαιγκρέ; ρώ τησε τόν Τεό ό Σάρλ, Ό Τεό θά μπορούσε νά πή : «Μόνον έξ όνόμωτ ο ς ...» ή «ναί, όπως όλος ό κόσμος...», νά πή κάτι τέλος πάντων πού νά Εδειχνε ότι τό δνρμα τού Μαιγκρέ δέν τοϋ ήτανε άγνωστο. Όμως Αντί νά πή κάτι άπ· αύτά ό Τεό Μπεσσόν άρκέσθηκε, χωρίς νά δώση τό χέρι του στόν Μαιγκρέ, νά κάνη μιά κα νονική ύπόκλισι με τρόπο πολύ Επίσημο καί νά πή : — Χαίρω πολύ! 'Από κοντά φαινότανε πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια γιατί είχε στό πρόσωπό του Αρκετές ρυτίδες πού ήτανε σάν σκασίματα τού δέρματος. Ό Μαιγκρέ συλλογιζότανε δτι άσφαλώς ό Τεό θά περνούσε πολλή ώρα μπροστά στό καθρέφτη τού κουρείου τού καί σίγουρα θά Εκανε καί μασσάζ προσώπου, γιατί Αντιλαμβανότανε ότι τό δέρμα του ήτανε πέριποτημένο σάν δέρμα γριάς κοκέττας. 120
— Θα ξέρης βέβαια, είπε πάλι 6 Σάρλ Μπεσσόν στόν Αδελφό τορ» ΰτ,ι έγώ και ή ίδια ·ή ^Βαλεντίνη, φροντίσαμε νώ *ρθη έδώ ό Κύριος Μαιγκρέ γιά νά διαλευκάνη τό ζήτημα πού μάς Εχει Αναστατώσει όλους. Ταυτόχρονα-ό Σάρλ ήτανε λίγο άπογοητευμένος πού έβλεπε μέ^πόση ψυχρότατα;τού<^ ύποδ$χότανε ό Αδελφός του ό Τεό καί τού είπε ,: . — Μήπως είχες δουλειά καί σέ Απασχολούμε; — Ό χ ι, καμμιά δουλειά. — Τσϊάρλυ, είπε πάλι ό Σάρλ Μπεσσόν στον μπάρμαν, καθήσαμε μέ τόν κύριο Μαιγκρέ μιά ώρα κοντά στην βερ,άντα τοΰ Καζίνου καί καταλαβαίνεις, ήμαστε στον ήλιο κάι διψάσαμε. Καί ύστερα έρώτησε τόν Τεό — Τι πίνεις; — όύΐσκυ. — Τό Αηδιάζω το ούΐσια). ΤΙ βά πάρετε, κύριε Μαιγκρέ; 'Εγώ θέλκρ κάτι δροσιστικό Τσάρλυ. Προ* τι μώ μίά γκρεναντίνα μέ λίγο πικόν. — Κι* έγώ τό ίδιο, είπε δ Μαιγκρέ. Γιατί ζήτησε κι? αυτός τέτοιο ποτό,.ούτε κι' ό ίδιος δεν τό κατάλαβε. Χρόνια είχε να πιή πίκόνγκρεναντίνα και Ισως αύτό τό δροσιστικό ποτό νά τού θύμιζε τις παλιές του διακοπές όταν ήτανε πολύ νεώτερος. — Δέν μοΟ λες Τεο; Ξαναεΐδες τήν Βαλεντίνη άπό τήν Κυριακή; — Ό χ ι. Ό Μαιγκρέ πρόσεχε τά χέρια τού Τεό. 'Ήτανε μακρυά καί περιποίημένα, μά κάπως χλωμά καί μέ τρίχες κοκκινωπές. Στό δάκτυλό του φορούσε ένα χοντρό χρυσό δακτυλίδι. Ούτε Ενα του ρούχο δέν φαινότανε άγόρασμένό σε κοινό κατάστημα. Τό κάθε τί πού φορούσε μύριζε κατάστημα άκριβό καί πολυτελείας, θ ά έλεγε κανείς ότι Επιτηδευότανε τόσο τήν έμφάνισί του, σάν νά είχε ύποχρέωσι μιά καί τόν ξέρανε γιά κομψό πα* 121
ριζιάνο, νά διατηρώ αυτήν τήν φήμη του γιά. πάντα. Κάποιος ’Εγγλέζος Αριστοκράτης θά τον είχε έντοπωσιάσβι καί προσπαθούσε νά τόν μιμηθή σέ ο λα του, στήν έμφάνισι, στό ντύσιμο, στό βάδισμα, άκόμη και στις έκφράσεις τού προσώπου του. Ή τανε άνθρωπος όχι φυσικός, μά προσποιητός και ψεύτικος. — Θά μείνης πολλές μέρες άκόμη στό Έτρετά; — Δέν ξέρω ... δέν έχω πάρει άπόφασι Ακόμη, είπε ό Τεό. Ό Σάρλ προσπαθοΟσε νά Αξιοποίηση τόν άδελφό του, παρουσιάζοντάς τον σάν τύπο έκκεντρικό. — Είναι περίεργος άνθρωπος ό Τεό. Ποτέ δέν ξέρει άπό τήν προηγούμενη μέρα τί θά κάνη τήν έπομένη. Γιά νά σας δώσω νά καταλάβετε, βγαί νοντας νά πούμε μιά νύχτα άπό τό ρεστωράν τού Μαξίμ ή τού Φουκέ, πηγαίνει στό σπίτι του καί έτοιμάζει μιά βαλίτσα γιά ταξίδι πού δέν τό είχε κάν προγραμματίσει. Καί ξεκινά γιά τις Κάννες, ή γιά τις "Αλπεις στό Σαμονίξ, φεύγει γιά τό Λον δίνο ή γιά τις Βρυξέλλες. . . Δέν είναι έτσι Τεό; Εκείνη τήν στιγμή ό Μαιγκρέ έκανε μιά Απ’ εύθείας έπίθεσι : — Μου έπιτρέπετε κύριε Μπεσσόν νά σάς κάνω μιά έρώτησι; — Σάς παρακαλώ... — Ποια μέρα είχατε τό τελευταίο σας ραντεβού μέ τήν Ρόζα; Εκείνος πού ένοιωσε πραγματική κατάπληξι ήτανε όχι ό Τεό, μά ό Σάρλ Μπεσσόν πού άνοιξε τό στόμα του σάν νά ήθελε νά διαμαρτυρηθή καί είχε ύφος Ανθρώπου πού περίμενε μιά θετική διάψευσι άπό τόν άδελφό του τόν Αριστοκράτη πού ό Αστυνομικός τόν κατηγορούσε πώς είχε σχέσεις μέ μιά ύπηρέτρια. Ό μω ς ά Τεό δέν έκανε μιά τέτοια διάψευσι. Παρά το γεγονός 6τι ή έρώτησις τόν στενοχώρησε, κοίταξε μιά στιγμή άπό Αμηχανία τό βάθος τού 122
ποτηριού του και υστέρα σήκωσε τά μάτια του προς τον Μαιγκρέ : — Ζητάτε ημερομηνία άκριβή; — Ό σ ο είναι δυνατόν πιο άκριβή. — Ό άδελφός μου μπορεί νά σάς βεβαίωση δτι δέν θυμάμαι ποτέ ήμερομηνίες κι* δτι πολλές φορές μπερδεύω καί τις ήμέρες τής έβδομάδος. — Είναι περισσότερο άπό όκτώ μέρες; — Ναί, περίπου είναι μιά έβδομάδα. — Ήμερα Κυριακή; — 'Οχι. Ά ν έπρόκειτο γιά κατάθεσι Ενορκο, θα σκεπτόμουνα πολύ πριν άπαντήσω, μά Ετσι σέ μιά τυχαία συζήτησι, μπορώ νά πώ πώς ήτανε Τετάρτη ή Πέμπτη, έδώ και μιά έβδομάδα. — Είχατε πολλές συναντήσεις μαζύ της; — Δέν θυμάμαι άκριβώς. Ίσως δυο τρεις φορές νά συναντηθήκαμε. — Γνωρισθήκατε γιά πρώτη φορά στο σπίτι τής μητρυιάς σας; — Φαντάζομαι νά σάς είπαν δτι στο σπίτι τής μητρυιάς μου ποτέ δέν πήγαινα. Ό ταν έγνώρισα την Ρόζα, δέν ήξερα καν πού εργάζεται. — Που γνωρισθήκατε; — Στο πανηγύρι, στό Βωκότ. — Ά ρχισες νά κυνηγάς τώρα δουλικά στά πα νηγύρια; ρώτησε χαριτολογώντας ό Σάρλ Μπεσσόν, ίσως γιά νά δείξη στόν Μαιγκρέ δτι δέν συνήθιζε νά κάνη τέτοια πράγματα ό άδελφός του. — Βρισκόμουνα στό πανηγύρι καί παρακολου θούσα τά διάφορα θεάματα. Κάποια στιγμή βρέθηκα κοντά στην κοπέλλα. Δέν θυμάμαι ποιός μίλησε πρώτος, πώς πιάσαμε κουβέντα. Πάντως, επάνω στήν συζήτησι μού είπε δτι δλα αότά τά πανηγυριώτικα θεάματα ήτανε πάντα τά ίδια καί τά ίδια, δτι τά είχε Ιδεΐ χίλιες φορές καί δτι προτιμούσε νά φύγη. 'Επειδή θά Εφευγα κΓ έγώ, τής πρότεινα μ* ευγένεια άν θέλη νά τήν πάρω μέ τό άμάξι μου. 123
— Αυτή ήτανε ή γνωριμία σας; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Αυτή. Αυτή και μόνον... Τσάρλυ, βάλε μας τά Ιδια πάλι. Ό μπάρμαν φρόντισε νά έκτελέση τήν παραγγε λία. Ό Μαιγκρέ δέν διαμαρτυρήθηκε. Ήθελε νά πιή άκόμη Ενα ποτηράκι. — ΤΙ συζήτησι κάνατε; — ΜοΟ Ελεγε δτι τής άρεσε νά διαβάζη πολύ, μοΟ είπε τί Εδιάβαζε, μοΟ άνέφερε για βιβλία παΰ τά διάβαζε χωρίς νά τά καταλαβαίνη καμμιά φο ρά. .. Σάς παρακαλώ κύριε αστυνόμε, νά μοβ πήτε : Αύτές οί Ερωτήσεις πού μοΟ κάνετε είναι κανονική άνάκρισις; Διότι αν είναι Ετσι, νομίζω δτι τό μέρος αύτό δέν είναι κατάλληλο για άνάκρισι. 'Οπως δήποτε σάς κάνω τήν δήλωσι δτι δέν εχω άντίρρησι νά πάμε δπου θέλετε για τακτική άνάκρισι. — Σέ παρακαλώ Τεό, είπε δ Σάρλ Μπεσσόν. Μήν μιλάς Ετσι στον κύριο Μαιγκρέ. Σκέψου δτι Ε γώ τον παρεκάλεσα νά *ρθη Εδώ. — Εϊσαστε τό πρώτο πρόσωπο πού συναντώ, πρόσθεσε ό Μαιγκρέ, τό πρώτο πρόσωπο κύριε Μπεσσόν πού φαίνεται νά γνωρίζη καλύτερα τήν Ρόζα καί αύτό είναι άρκετά Ενδιαφέρον γιά μένα. — Τί θέλετε άκόμη νά μάθετε; — Τί γνώμη Εχετε γιά τήν Ρόζα; — Μιά μικρή καί άφελής χωριατοπούλα ήτανε πού είχε διαβάσει πολλά βιβλία καί δλα δσα είχε διαβάσει τής δημιουργούσανε προβλήματα... — Προβλήματα σέ τί είδους θέματα; — Γενικά, προβλήματα γιά τήν ζωή, Γιά τήν καλωσύνη, γιά τόν Εγωισμό, γιά τις σχέσεις τών ανθρώπων μεταξύ τους, γιά τήν Εξυπνάδα, γιά 6λα. — Γιά τόν Ερωτα, είχε απορίες; — Μου είχε δηλώσει δτι κατ* άρχήν δέν πίστευε στον Ερωτα καί δτι δέν θά Εφθανε σέ τέτοιο σημείο καταπτώσεως — δπως έλεγε — νά παραδοθή σ’ Εναν άνδρα. 124
— Ούτε παντρεμένη; — Θεωρούσε τόν γάμο σάν κάτι to πολύ βρώ μικο και άνήθικο, όπως έλεγε. — Θέλετε νά πήτε μ’ αύτά, ότι δεν δημιουργήθηκε καμμιά σχέσις μεταξύ σας; — ’Απολύτως καμμιά. — Δέν πήρατε καθόλου θάρρος ό ένας μέ τόν άλλον; — Καμμιά φορά όταν περπατούσαμε στόν δρόμο μου έπιανε τό χέρι καί όταν τύχ'αινε να είμαστε στό αύτοκίνητό μου, έγερνε τό κεφάλι της στόν ώμο μου. — Δεν έτυχε ποτέ νά σάς μιλήση γιά μίσος; — Ό χ ι. Τά προσφιλή της θέματα ήτανε ό έγωϊσμός καί ή ύπερηφάνεια,.. Τσάρλυ. Π ριν άπαντήση ό μπάρμαν, δ Σάρλ Μπεσσόν ρώτησε τόν Αδελφό του : — Μέ άλλα λόγια, μελετούσες χαρακτήρες Τεό; Καί σέ διασκέδαζε αύτό; Ό Τεό δέν άπήντησε στόν άδελφό του. Έρώτησε όμως τόν άστυνόμο : — Έ χετε νά μ’ έρωτήσετε τίποτε άλλο χύριε Μαιγκρέ; — Είχατε γνωρίσει τόν 'Ανρί, τόν άδελφό τής Ρόζας πριν άπό τόν θάνατό της; Ό Σάρλ θ’ Αναρωτιότανε Ασφαλώς Από πού τα ήξερε δλα αύτά ό Μαιγκρέ. "Οταν είχανε μιλήσει προηγουμένως δέν τοΰ είχε πει τίποτε γιΑ δλα αότά. "Ετσι, ή στάσις τοΟ Τεό άρχιζε νά μην φαίνεται τόσο φυσική στόν άδελφό του τόν Σάρλ Μπεσσόν. Μήπως έκρυβε τίποτε ό Τεό; Τ ί είδους σχέσεις ήτανε αύτές πού είχε με τήν ύπηρέτρια τήν Ρόζα καί τόν άδελφό της έπίσης; — Τόν έγνώριζα μόνον έξ δνόματος, άποκρίθηκε ό Τεό στόν Μαιγκρέ. Ή Ρόζα μοΰ είχε μιλήσει γιά δλη της τήν οικογένεια. — Τήν Αγαπούσε τήν οίκογένειά της; - 'Ο χ ι . 125
— Σάς to είχε πεί; — Βέβαια, πολλές φορές, — Γιατί δεν τήν άγαποΰσε; — "Ελεγε πώς δέν τήν καταλαβαίνανε. Λύτη ήτανε διαβασμένη ένώ ή φαμΐλλια της όχι. — Μέ Αλλα λόγια τόν 4Ανρί τόν γνωρίσατε μετά τόν θάνατο τής Ρόζας; — Ναι. Περπατούσα στόν δρόμο καί με σταμά τησε. Μ’ έρώτησε άν ήμουν έγώ αύτός πού έβγαινε μέ τήν άδελφή του. Φαινότανε έτοιμος για έπεισόδιο5 σάν νά γύρευε νά μέ κτυπήση. Φυσικά έγώ τοϋ άπήντησα ψύχραιμα καί ό άνθρωπος καλμάρησε. — Τόν ξαναείδατε καθόλου; — Χτές τό βράδυ. — Γιά ποιόν λόγο συναντηθήκατε; — Τυχαία, στόν δρόμο. — Έ χει παράπονα μέ τήν οίκογένειά σας; — Τά *χει κυρίως μέ τήν Βαλεντίνη. — Γιά ποιόν λόγο; — Αύτός είναι δικός του λογαριασμός. Νομίζω 6τι μπορείτε νά τόν έρωτήσετε όπως έρωτατε κι* έμένα. Αύτήν τήν στιγμή ό Μαιγκρέ άνεκάλυψε σέ ποιόν έμοιαζε τόσο πολύ ό Τεό : Στόν δούκα τοϋ Ούΐνδσωρ. — Δυό τρεϊς έρωτησεις άκόμη κύριε Μπεσσάν, είπε ό Μαιγκρέ, αφού έχετε τήν καλωσύνη νά μοϋ άπαντάτε. — Ό ,τ ι θέλετε. — Πήγατε ποτέ νά δήτε τήν Ρόζα στό σπίτι τής μητρυιάς σιις, στην Βιλλίτσα; — Ποτέ. — Μήπως τήν περιμένατε νά βγή έκεΤ κοντά, στήν γειτονιά; — Ούτε αύτό. Εκείνη έρχότανε έδώ στό μπάρ. — Μήπως ετυχε ποτέ ένώ πίνατε κάτι, νά μεθύση; 126
— Ύστερ* άπό τό δεύτερο ποτηράκι φαινότανε λίγο ζαλισμένη. — Μήπως είχε εκδηλώσει ποτέ τήν διάθεσι νά πεθάνη; — *Απεναντίας. Φοβότανε πολύ τ$>ν θάνατο και όταν ήμαστε μαζύ στό αυτοκίνητο μέ παρακαλοΟσε νά μήν τρέχω. — Ή τανε άφοσιωμένη στήν μητρυιά σας; Τήν άγαποΰσε πολύ; — Δέν φαντάζομαι ότι δυό γυναίκες πού ζοΟνε μαζύ άπό τό πρωί ώς τό βράδυ νά μπορούν ν’ άγαπιοΰνται. — Δηλαδή, φθάνετε στό συμπέρασμα ότι μπο ρούν νά μισούνται. — Δέν είπα τέτοιο πράγμα. — ‘Αλήθεια, διέκοψε ό Σαρλ Μπεσσόν, τώρα πού μιλάτε γιά τήν Βαλεντίνη θυμήθηκα πώς έχω ύποχρέωσι νά πάω νά τήν δώ. Δέν θά ήτανε ευγενικό έκ μέρους μου νά *ρθω στό Έτρετά καί νά μήν πάω νά τής κάνω μια έπίσκεψι. Θέλετε νά ’ρθετε μαζύ μου κύριε Μαιγκρέ; — 'Ό χι, εύχαρίστώ. — Θά μείνετε μέ τον αδελφό μου; — Θά μείνω εδώ άκόμη λίγο. — Δέν φαντάζομαι νά μέ θέλετε τίποτε άλλο σήμερα; Αύριο θά πάω στήν Διέππη. Πρέπει να είμαι έκεϊ γιά τήν κηδεία. ’Αλήθεια Τεό, τά έμαθες; Πέθανε ή πεθερά μου. — Μπράβο, συγχαρητήρια! Και ό Σάρλ Μπεσσόν άπσμακρύνθηκε κατακόκκινος στό πρόσωπο, χωρίς νά ξέρη κανείς δν είχε κοκκινίσει άπό τά δυό τρία ποτηράκια πού είχε πιει ή άπό τήν στάσι τοΰ άδελφοΟ του. — Τί βλάκας πού ε ΐν α ι... ψιθύρισε μέσ* άπό τά δόντια του ό Τεό, γιά τόν αδελφό του. Και σάς έφερε άπό τό Παρίσι γι’ αύτήν τήν Ιστορία κύριε Μαιγκρέ; Ό Μαιγκρέ άντί ν’ άπαντήση έβγαλε τό πορτο 127
φόλι too νά πληρώσω τά ποτά, μά ό Τέό τον πρό λαβε φωνάζοντας σΐόν μπάρμαν. — Δικά μου είναι όλα, Τσάρλυ. Καθώς δβγαινε άπό τό Καζίνο, 6 Μαιγκρέ είδε τό αότοκινητάκι τού έπιθεωρητού Κασχαίν μπροστά στο ξενοδοχείο. Ό επιθεωρητής τόν άναζητούσε. — Καλημέρα σας, τού είπε. "Εχετε διαθέσιμα πέντε λεπτά; Θέλετε να πιούμε κανένα όρεκτικό; — θ ά προτιμούσα νά μην πιούμε τίποτε. Έ χω ήδη ρουφήξει τρία καί θά ήθελα νά φάω. Πεινώ πολύ, ΑΙσθανρτανε τον έαυτό του σάν μουδιασμένο. Καί άρχισε νά βλέπη τήν ύπόθεσι πού τον άπασχο?νθϋσε ταό κωμική παρά τήν τραγικότητά της. ’Ακόμη κι* ό έπιθεωρητής Κασταίν, μέ τό σοβαρό του ύφος, τού φαινότανε σάν πρόσωπο διασκεδαστικό. — Νομίζω πώς θά κάνατε καλά νά πάτε ώς τό *Υπόρ, είπε στόν Μαιγκρέ ό έπιθεωρητής. Πέντε χρόνια βρίσκομαι σ' αύτάπά μέρη, στην Νορμανδία, νομίζω πώς τούς ξέρω άπ’ έξω κι* άνακατωτά τούς Νορμανδούς, μά δέν ξέρω γιατί μαύ είναι αδύνατον νά τά βάλω μ* αύτήν τήν οικογένεια τής Ρόζος. — ΤΙ λένε; — Τίποτα. Ούτε ναί, ούτε όχι, ούτε αύτό, ούτε έκεϊνο. Μέ κοιτάζουνε καχύποπτα, δέν μοΟ προσ φέρουν κ&ν νά καθήσω και έχουν ένα ύφος σάν νά περιμένουνε πότε θά φύγω. *Από στιγμή σέ στιγμή, κοιτάζονται μεταξύ τους καί συνεννοούνται μέ τις ματιές σάν νά λένε : Νά μιλήσωμε; 'Ο χ ι ... ν α ί... ας μή μιλήσωμε καλύτερα. “ Καί δέν λένε τίποτε; — Τίποτε. Καμμιά φορά ή μητέρα θέλει κάτι νά πή καί πετάετ μια κουβέντα πού φαινομενικά δέν θέλει τίποτε νά πή, μά στήν πραγματικότητα 6πονοεΐ πολλά. 12Β
— Δηλαδή, τι είδους κουβέντα πετάει; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Νά, λέει : Αυτοί ξέρουν νά κρατδνε τήν γλώσσα τους καί δέν μιλάνε. — Τίποτε Αλλο; — 'Ελεγε προχτές : Κάποιο λόγβ θά είχανε καί δέν άφήνανε τό κορίτσι νά 'ρθη ν“ μός δή. — Ή Ρόζα δέν πήγαινε στους δικούς της; — Πολύ σπάνια άπ* 6,τι κατάλαβα. Γιατί αυτοί οί άνθρωποι δέν μιλάνε ποτέ καθαρά γιά νά σού δώσουν νά καταλάβης. *Η άντίληψις τής φαμίλλιας τής Ρόζος είναι ότι έμεΐς βρισκόμαστε έδώ όχι γιά ν' άνακαλύψωμε τήν αλήθεια καί νά βρούμε τόν δράστη, μά γιά νά βοηθήσωμε τήν οίκογένεια τής Βαλεντίνης νά μην έχη συνέπειες. Δέν πιστεύουν ότι ή Ρόζα πέθανε γιατί πήρε τό φάρμακο πού ήτανε προωρισμένο γιά τήν Βαλεντίνη. . . — Ό χ ι; — Ό χ ι. — Καί τί πιστεύουν; — "Οτι αύτός πού σκότο>σε τήν Ρόζα, πραγμα τικά τήν Ρόζα ήθελε νά δηλητηρίαση κι* όχι τήν Βαλεντίνη. Ό πατέρας όταν έφτασε, μού προσέφερε ένα ποτήρι κρασί γιατί βρισκόμουνα στό σπίτι του μά υστέρα άπό πολλούς δισταγμούς. Ό γυιός πού ήτανε μπροστά μέ κοίταζε μέ μάτι έχθρικό καί ούτε άποκρίθηκε όταν πίνοντας τό κρασί μου εΐπα : Στην ύγειά σας. — Αύτός είναι ό μεγάλος; Ό Ά νρί; — Αύτός, μάλιστα. Ούτε άνοιξε τό στόμα του νά πή μιά λέξι. Νομίζω μάλιστα ότι τούς έγνεφε μέ τρόπο νά μήν λένε πολλές κουβέντες. Ίσως άν ξεμονάχιαζα τόν γέρο σέ καμμιά ταβέρνα, λίγο πιω μένο, ν' άνοιγε περισσότερο τά χείλη του καί κάτι νά μοϋ 'λεγε. 'Εσείς τι κάνατε; — Κουβέντιασα μέ τά δυο άδέλφια τούς Μπεσσόν, πρώτα μέ τόν Σάρλ τόν βουλευτή καί ύστερα μέ τόν Τεό. 129
Καθήσανε νά φάνε, 6 Μαιγκρέ καί ό επιθεωρη τής Κασταίν. Στο τραπέζι τους βρισκότανε μιά μπουκάλα μέ κρασί λευκό και 6 Επιθεωρητής γέμισε τά δυο ποτήρια. ‘Ο Μαιγκρέ οΟτε κδν πρόσεχε καί δδειαζε τά ποτήρια πού έγέμιζε 6 Επιθεωρητής Κασταίν. "Οταν τελειώσανε τό φαγητό τους, ό Μαιγκρέ είχε μεγάλη διάθεσι να πάη νά κοιμηθή τό Απομε σήμερο. 'Ομως κάτι τόν συνεκράτησε : μιά σκέψις, μιά εδθύνη ότι δέν είχε τελειώσει τήν δουλειά το υ ... ότι βρισκότανε μπερδεμένος σέ μιά νεφελώδη κατάστασι άπό τήν όποια δέν έβγαζε κανένα συμπέ ρασμα. Αύτήν τήν συναίσθησι τής εόθύνης τήν είχε άπό τήν μικρή του ήλικία. Πολλές φορές κουρασμένος — σάν ήτανε παιδί — ένοιωθε τήν Ανάγκη νά πέση νά κοίμηθή, μά δν. δέν είχε τελειώσει' τήν μελέτη του, ή δν είχε ακόμη γραφική Εργασία, δέν Αποφά σιζε νά κοίμηθη. Είχε μιά περίεργη άντίληψι ότι δέν δούλευε άρκετά γιά νά κερδίση τό ψωμί του άν τυχόν διέκοπτε τήν Εργασία του γιά νά ξεκουραστή. Κι* όταν άκόμη πήγαινε σέ θερινές διακοπές, — τόσο σπάνια άλλως τε — αίσθανότανε Ενα είδος Ενοχής πού δέν Εργαζότανε. — Λοιπόν, έγώ τι θέλετε νΑ κάνω σήμερα; ρώ τησε ό Επιθεωρητής. — Κάνε δ,τι μπορείς. Ψ άξε... μήν σταματήσης νά ψάχνης καί νά ρωτάς. "Ισως θά μπορούσες νά ίδής καί τόν γιατρό. — Τόν κύριο Ζολλύ, τόν γιατρό τής οικογέ νειας; — Ναί. Καί τούς Ανθρώπους τού περιβάλλοντος. 'Οποιον δ ή π ο τε.,. στήν τύχη θά βαδίσης. Φρόντισε να συναντήσης κι’ Εκείνη τήν γριά δεσποινίδα Σερέ πού είχε άλλοτε τό ζαχαροπλαστείο. Α5τή θά είναι κάπως φλύαρη καί ίσιος νά τής ξεκολλήσης τίποτε. — Θέλετε νά σάς πάω πουθενά μέ τό άμάξι; 130
— Ό χ ι, ευχαριστώ. "Ηξερε ό Μαιγκρέ δτι πάντα τοΟ συνέβαινε κάτι τέτοιο, σέ μια δύσκολη ερευνά, νά συμβή νά πιή λίγο περισσότερο... μά είχε προσέξει άπό χρόνια, ότι έπινε κάπως περισσότερο τήν στιγμή πού ή ύπόθεσις άρχιζε νά παρσυσιάζη μερικά ΐρωτεινά ση μεία. Σέ κάθε Αστυνομική του ίστορία, δέν ήξερε στήν αρχή παρά μόνο όσα διάβαζε στις Αναφορές των Αστυνομικών. Τίποτε τό θετικό, τίποτε τό συγκεκρι μένο. Καί ύστερα σιγά σιγά άρχιζε νά γνωρίζη τά πρόσωπα πού είχανε βρεθή κοντά στό έγκλημα, πρόσωπα πού δέν τά γνώριζε κάν τήν προηγούμενη μέρα καί τά έβλεπε όπως βλέπουν άγνωστα πρόσωπα σέ φωτογραφίες ένός λευκώματος. Καί όλα αύτά τά πρόσωπα έπρεπε νά τά γνωρίση καλά και γρήγορα, νά τά ψυχολογήση, νά τούς κάνη έρωτήσεις, νά πιστεύη ή νά μήν πιστεύη στις Απαντήσεις τους, άποφεύγοντας νά σχηματίζη γνώ μη πολύ γρήγορα. Αύτή ήτανε ή περίοδος — σε κάθε ύπόθεσι — ■πού όλα τά πρόσωπα καί τά πράγματα δέν ήτανε [/.καθαρισμένα... καί όσο προχωρούσε, όσο έμπαινε στήν ούσία τής ιστορίας πού τόν Απασχολούσε κάθε φορά, τόσο τά πρόσωπα γινόντουσαν πιό συγ κεχυμένα, πιό μπερδεμένα καί ήτανε ύποχρεωμένος νά βαδίζη μέ μεγάλη περίσκεψι. Καί σιγά σιγά, καμμιά φορά ξαφνικά κι’ από τομα, τό πέπλο τού μυστηρίου σχιζότανε καί τά πρόσωπα φαινόντουσαν πιό καθαρά, πιό συγκεκρι μένα. Τότε ό άστυνομικός καταλάβαινε ότι δέν χρειαζότανε παρά μιά μικρή έλάχιστη προσπάθεια γιά νά φανερωθή όλη ή αλήθεια μόνη της ! Αύτά συλλογιζότανε ό Μαιγκρέ ένώ βάδιζε μό νος του κατά μήκος τού σκονισμένου δρόμου πού (οδηγούσε στήν Β ι λ λ ί τ σ α τής κυρίας Βαλενΐΐνης. Είχε τά δυό του χέρια στις τσέπες τού παν ταλονιού του, τήν πίπα του άνάμεσα στα δόντια καί 131
προχωρούσε. Καί ξαφνικά έκανε κι’ άλλη μια σκέψι, ασήμαντη και άνόητη σκέψι, μια σκέψι χωρίς με γάλη σπουδαιότητα μά πού Ισως νά έκλεινε κάποια σημασία : Πόση άπόστασις χώριζε τήν Βιλλίτσα από τό κέντρο τής μικρής πόλεως; Περίπου ένα χιλιόμε τρο; Τ ό σ ο ... όχι περισσότερο. Ή Βαλεντίνη δέν είχε τηλέφωνο στό σπίτι της. Ούτε είχε αυτοκί ν η το ... καί ασφαλώς δέν μπορούσε στήν ηλικία της νά κυκλοφορή με ποδήλατο. Ήτανε λοιπόν όλόκληρη διαδρομή για τήν κυρία Βαλεντίνη νά έπικοινωνή καθημερινά μέ τόν άλλον κόσμο καί άσφαλώς θά περνούσαν — Ιδίως τόν χειμώνα — πολλές μέρες πού θά τόχαινε νά μήν μιλήση μέ κανέναν. *Η πιο κοντινή της γειτόνισσα ήτανε ή δεσποινίς Σερέ, ή πρώην ίδιοκτήτρια τού ζαχαροπλαστείου, ή δεσποινίς Σερέ πού θά ήτανε πια ένενήντα έτών και δέν έβγαινε κΓ αυτή ποτέ από τό σπίτι της. Ποιός ψώνιζε άραγε για τήν Βαλεντίνη; 'Η Ιδια; Μήπως πήγαινε ή Ρόζα στήν άγορά; Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις ό Μαιγκρέ, έβλεπε κατά μήκος τού δρόμου τις μουριές κατά φορτες μέ χοντρά μαύρα μούρα... "Αν ήτανε παιδί, σίγουρα θά έκοβε μερικά... μά φορτωμένος μέ τις σκέψεις πού τόν άπασχολοΰσαν ούτε κάν έδωσε σημασία στις μουριές καί τά ώριμά τους μούρα. Συλλογιζότανε καί τούς δυο άδελφούς, τόν Σάρλ πού φαινότανε μεγαλεπήβολος καί σπουδαίος γιατί ήτανε βουλευτής καί τόν Τεό, πού δέν έκανε τίποτε άλλο παρά νά π ίν η ... Ναί, θά πήγαινε ό Μαιγκρέ καί στό χωριό τής Ρόζας, τό Φεκάν, νά έπισκεφθή τούς δικούς τ η ς .. . ΤΑραγε θά τόν κερνούσανε ένα ποτήρι κρασί; Θά τού προσέφεραν κάθισμα νά καθήση; Πώς θά τόν ύποδεχόντουσαν; Είχε φτάσει στό περιβολάκι τής κυρίας Βαλεντίνης. ’Έσπρωξε τήν ξύλινη πράσινη καγκελλόπορτα τού φράκτη καί μπήκε. Ή μυρουδιά τών λου132
λουδιών του έγινε άμέσως αισθητή. Έ νας άνθρωπος πού έσκαβε μ* ένα φτυάρι κίνησε τήν προσοχή του : Ή τανε ό περβολάρης ό *Ογορέ πού έσταμάτησε τό σκάψιμο γιά να κοιτάξη καλύτερα τόν επισκέπτη. Χωρίς νά τοΟ μιλήση, ό Μαιγκρέ προχώρησε πρός τό σπίτι. Περίμενε νά του άνοιξη τήν πόρτα του σπιτιού ή παραδουλεύτρα κυρία Λερουά, μά ό χ ι... *Η Ιδια ή Βαλεντίνη φάνηκε στό άνοιγμα τής πόρτας καί τόν δέχθηκε μέ χαμόγελο, σαν νά ήτανε παλαιός της γνώριμος. — Καλημέρα σ α ς ... τού είπε καί πριν προλάβη ό Μαιγκρέ νά τής άνταποδώση τόν χαιρετισμό, ή Βαλεντίνη εξακολούθησε : Είχα καί μιά έπίσκεψι σήμερα. Ναί, ήρθε ό Σάρλ νά μέ ίδ ή ... Φαινότανε πολύ πικραμένος γιατί ό άδελφός του ό Τεό σάς φέρθηκε μάλλον ψυχρά. — Σάς μίλησε γιά τήν συνομιλία μας ό Σάρλ; — Γιά ποια συνομιλία ; "Α ν α ί... Δηλαδή, μου μιλούσε κυρίως γιά τήν κυρία Μοντέ, τήν πεθερά του πού πέθανε. Τώρα είναι πλούσιος ό Σάρλ, τόσο πλούσιος όσο δεν ήτανε ποτέ. Ξέρετε ότι αύτή ή γριά μέγαιρα είχε περισσότερα άπό έξήντα σπίτια δ ι κ ά της, άπό τόν άντρα της τόν χτίστη; Τώρα Λλα αυτά τά παίρνει ό Σάρλ, χωρίς νά λογαριάσωμε μετρητά καί κανένα σακκουλάκι μέ χρυσά νομί σματα. Τί νά σας προσφέρω; — Έ να ποτήρι νερό παγωμένο... είπε ό Μαιγκ*ρέ. — *Υπό τόν όρο ότι τό νερό δεν θά είναι μόνο του. Θά συνοδεύεται καί άπό ένα ποτηράκι μέ τό ποτό εκείνο πού σάς άρέσει. Μή μοΟ άρνηθήτε νά 7ΐιήτε ένα. Νά σάς πώ τήν άμαρτία μου : δέν μου άρέσει νά πίνω μόνη μου γι’ αύτό όταν βρίσκω τήν ευκαιρία νά πιώ ένα ποτηράκι μέ κάποιον έπισκέπτη μου δέν έννοώ νά τήν χά σ ω ... Είναι φρικτό καί απαίσιο νά βλέπετε μιά γυναίκα νά πίνη μόνη τ η ς ... δέν είναι έτσι; Τΐ νά γίνη; Ό Μαιγκρέ θά έπινε κι’ άλλο μ’ όλα 133
όσα είχε π ιε ι! Όμως ένοιωθε τόν έαυτό του πολύ καλά.'Ισως νά ζεσταινότανε λίγο σ’ αύτό τό μικρό δωμάτιο πού τό χτυπούσε 6 ήλιος όλη τή μέρα. Ή Βαλεντίνη τοΟ είχε προσφέρει τήν πολυθρόνα του καί πήγαινε κι* έρχότανε στο σαλονάκι της, πάντα πρόσχαρη, πάντα διαχυτική καί ζωηρή, σάν κοριτσάκι. — Ό Σάρλ, κυρία Βαλεντίνη, σάς είπε τίποτε άλλο; — Για τί πράγμα; — Για τόν άδελφό του τόν Τεό. — ΜοΟ είπε μόνο ότι δεν κατάλαβε γιατί ό Τεό σάς φέρθηκε τόσο ψυχρά. Φαινότανε σάν νά τό έκανε έπίτηδες... Σάς βεβαιώνω πώς ήτανε Απο γοητευμένος γι' αύτό. Πάντως τόν θαυμάζει τόν άδελφό του γιατί είναι πολύ κ ύ ρ ι ο ς καί αύτό πιστεύω κι’ έγώ. Είμαι βέβαιη ότι ό Τεό δέν θά σάς μίλησε άσχημα για μένα. — Έ τσ ι είναι. — Όμως κάποιος θά μέ κακολόγησε. . . ή κόρη μου όσφαλώς, ή Άρλέττα. Τό 'λεγε αύτό χαμογελώντας μέ καλωσύνη καί άνεξικακία. — Μην φοβόσαστε καί δέν τήν προδίδετε. Δέν μοΰ τό ’κρύψε. Μόνη της μοΰ είπε ότι σάς διηγήθηκε ό,τι σκεπτότανε γιά μένα. — Φαντάζομαι ότι ή κόρη σας δέν είναι εύτυχισμένη. — Πιστεύετε πώς θά ήθελε νά είναι; Δέν ξέρω άν έχετε κάνει πολλή συντροφιά μέ γυναίκες. Ή Ρόζα, παραδείγματος χάριν, θά ήτανε πολύ δυστυχής άν δέν είχε τά διάφορα προβλήματά της, προβλή ματα φιλοσοφικά βέβαια, πού τής δημιουργούσανε άπορίες χωρίς άπάντησι. Ό ταν ήτανε βυθισμένη στις άπίθανες αύτές σκέψεις της, ούτε κάν μοΰ άπαντούσε όταν τής μιλούσα καί πλένοντας τά πιάτα, έκανε τόσο θόρυβο, σάν νά τήν έμπόδιζε 134
κάποιος νά βρή μια λύσι για την σωτηρία τοΟ κό σμου. .. — Δέν πήγαινε στους δικούς της, στό χωριό; — Πολύ σπάνια, γιατί κάθε φορά πού πήγαινε, δημιουργούσε σκηνές. — Γιατί; — Δέν μαντεύετε; Ή θελε νά τούς μυήση στα φιλοσοφικά της προβλήματα, ήθελε νά τούς δίνη συμβουλές, σύμφωνα μέ τά τελευταία βιβλία πού είχε διαβάσει καί αύτοί, άπλοι χωρικοί φυσικά, τής λέγανε πώς είναι θεοπάλαβη καί κουτή! — Φιλενάδες δέν είχε; — νΟχι, για τόν ίδιο λόγο. Καί πάντα γιά τον Ιδιο λόγο άπέφευγε νά κάνη παρέα μέ τά παλληκάρια τοϋ χωριού, πού τά εΰρισκε πολύ προσγειω μένα στήν πεζότητα τής ζωής. — Μέ άλλα λόγια, μόνο μέ σας μιλούσε καί μέ κανέναν άλλον. — Νά σάς πώ : Πήγαινε τό πρωΐ γιά ψώνια μά δέν φαντάζομαι νά άνοιγε πολύ τό στόμα της γιά κουβεντολόι. νΑ, ό χ ι . . . ξεχνώ τόν γιατρό. Μέ τόν γιατρό είχε τακτικές συζητήσεις. Είχε βρει στήν βιβλιοθήκη μου ένα Ιατρικό βιβλίο πού τό μελε τούσε συχνά καί ύστερα μοϋ έκανε σχετικές έρωτήσεις. — Δηλαδή, τί σάς έλεγε; — Μοϋ έλεγε : Έ σ εΐς τό ξέρετε πώς δέν θά ζήσω πολλά χ ρ ό ν ια ... Γιατί; τήν ρωτούσα έγώ, μήπως είσαι άρρωστη Ρόζα; Άνεκάλυπτε ξαφνικά από κάτι συμπτώματα πώς είχε καρκίνο, ύστερα μιά άλλη σπάνια άσθένεια. Αύτές οί σκέψεις τήν βασα νίζανε μερικές ήμέρες καί ύστερα μοΟ ζητούσε μιά ώρα άδεια γιά νά τρέξη στόν κύριο Ζολλύ, τόν γιατρό μ α ς ... Ίσ ω ς νά ήθελε νά βρή μιά εύκαιρία γιά νά συζητήση τά προβλήματά της μέ τόν γιατρό. Κι’ αύτός 6 καημένος τήν άκουγε μέ προσοχή, χωρίς νά τήν ειρωνεύεται, χωρίς νά γελά, χωρίς ποτέ νά τής φέρνη άντιρρήσεις. 135
— Τά βράδυα της τά περνούσε μαζύ σας; — Ποτέ δέν ήρθε να καθήση μαζύ μου. Άλλως τε αυτό δέν θά μ* ευχαριστούσε καί πολύ. Βρίσκετε πώς έχω λίγο απηρχαιωμένες άντιλήψεις; Μόλις τέλειωνε τά πιάτα της, άνέβαινε στο δωμάτιό της και χωρίς νά γδυθή πλάγιαζε στο κρεβάτι της μ’ ένα βιβλίο στά χέρια καί κάπνιζε τό τσιγάρο της. Ξέρω καλά δτι δέν τής άρεσε τό κάπνισμα, ούτε ήξερε νά καπνίση. Φαντασθήτε δτι έκλεινε τά μάτια της γιατί τήν ένωχλοϋσε στά μάτια ό καπνός, μά τό τσιγάρο ήτανε μέσα στο φιλολογικό της πρόγραμμα, νά πούμε. Ό ταν άνέβαινα νά κοιμηθώ κι' έγώ, τήν έβλεπα νά βγαίνη άπό τό δωμάτιό της μέ τό πρό σωπο κατακόκκινο, μέ μάτια πού λαμποκοπούσανε και περίμενε νά πέσω στο κρεβάτι μου γιό νά μοϋ δώση τό γιατρικό μου. Τής έλεγα πάντα : Μην ξεχάσης Ρόζα ν* άνοιξης τό παράθυρο γιά ν’ άεριστή τό δωμάτιο. Αύτό τής τό *λεγα κάθε βράδυ γιατί ό καπνός περνούσε άπό τις χαραμάδες κάτω άπό τις πόρτες καί μύριζε δλο τό σπίτι. Κι* ή Ρόζα μού άπαντοΟσε : Μάλιστα κυρία, καλή νύχτα σας κυρία... Ύστερα πήγαινε νά γδυθή κι* έκανε μέ τό γδύσιμό της τόση φασαρία, δση θά κάνανε σ’ ένα θάλαμο πολλά άτομα μαζί. Ό Μαιγκρέ άκουγε θόρυβο άπό τήν κουζίνα. Ή κυρία Λερουά, ή παραδουλεύτρα, έκανε κι* αύτή φασαρία πλένοντας τά πιάτα καί τακτοποιώντας τά σκεύη τής κουζίνας. Θά 'λεγε κανείς δτι έκανε φασαρία άπό εύχαρίστησι, άπό μιά μανία νά χαίρεται τήν άνεξαρτησία της. Καί ή κυρία Λερουά μπήκε έκείνη τή στιγμή καί δίχως νά δείχνη δτι έκοίταζε τον Μαιγκρέ, ρώτησε τήν Βαλεντίνη : — Νά βάλω τή σούπα νά βράζη, κυρία; — Ναι καί μήν ξεχάσης νά ρίξης μέσα τό χοντρό κόκκαλο μέ τό μεδούλι. Καί ή Βαλεντίνη μετά τήν όδηγία πού έδωσε στην παραδουλεύτρα, έξακολούθησε τήν συζήτησί της μέ τόν άστυνομικό : 136
— Έ τσ ι κύριε Μαιγκρέ, γνωρίσατε σιγά σιγά δλα τά μέλη τής οίκογενείας, έκτός άπό τόν σύζυγο τής Άρλέττας, τόν Ζυλιέν. Δέν λέω πώς είμαστε πολύ σπουδαία φαμίλλια, μά ούτε καί πολύ σκάρτοι δλοι μας. Ό Μ α ιγκρέ προσπαθούσε νά θύμησή τί πικρές Φράσεις είχε πει γιά τήν μητέρα της ή Ά ρλ έττα, μά δέν τό κατάφερνε.
— Θά καταντήσω νά πιστέψω, όπως λέει και ό Σάρλ, δτι αυτός 6 θάνατος τής Ρόζας είναι ένα ανεξήγητο δυστύχημα. 'Οπως βλέπετε, έγώ είμαι ακόμη ζωντανή και άν κανένας έπεχείρησε νά μέ δηλητηριάση, χωρίς νά ξέρω τό γιατί, μοΟ φαίνεται πώς μετά τήν άποτυχία του θ’ άπογοητεύθηκε. Τι λέτε καί σείς; Τΐ μπορούσε νά πή ό Μαιγκρέ; Τήν κοίταζε άπλώς, τήν κοίταζε στά μάτια πού τά ’βρίσκε πιά λίγο θαμπά μ’ δλο πού 6 ήλιος πού έπεφτε άνάμεσα στους δυό τους, τόν έμπόδιζε νά βλεπη πολύ καλά. "Ι-να άνάλαφρο χαμόγελο διάνθιζε τά χείλη του - ή γυναίκα του άν τόν έβλεπε θά πίστευε πώς ήτανε ευχαριστημένος εκείνη τήν ώρα — ένώ Αναρωτιό τανε μέ ποιόν τρόπο θά μπορούσε νά άναλύση ψυχο λογικά αύτήν τήν γηραιά κυρία, μιά τέτοια γυναίκα πού δέν είχε καμμιά διαφάνεια, πού δέν άφηνε τίποτε νά έξωτερικευθή άπό τόν εαυτό της. 'Όμως δέν βιαζότανε ό Μαιγκρέ. Τήν άφηνε νά μιλάη, τήν άκουγε μέ προσοχή, φέρνοντας πότε πότε τό ποτηράκι του μέ τό ντόπιο έκεΐνο ποτό στά χείλη του καί νοιώθοντας σ’ έκεΐνο τό άρωμα τού ποτού, τήν χαρακτηριστική μυρουδιά ένός σπι τιού, μαζύ μέ τήν μυρουδιά τής κουζίνας καί τής παρκετίνης πού έρχότανε άπό τό πάτωμα. Πραγματικά τό σπίτι τής Βαλεντίνης ήτανε πεν τακάθαρο. Σίγουρα ή γηραιά κυρία Βαλεντίνη δέν Οά έμπιστευότανε σέ καμμιά γυναίκα τό συγύρισμα τού σπιτιού της. Ό Μαιγκρέ τήν φανταζότανε μ’ ένα μαντήλι στό κεφάλι νά ξεσκονίζη μόνη της δλα 137
έκεΐνα τά κομψοτεχνήματα;πού υπήρχε φόβος νά σπάσουνε άν τά πιάνανε άλλα χέρια. — Μέ βρίσκετε έκκεντρική; τον ρώτησε σέ λίγο ή Βαλεντίνη. Ίσως καί σείς νά μέ χαρακτηρίσετε όπως όλοι σχεδόν έδώ στην μικρή μας πόλι, γιά μια γριά τρελλή. "Ομως έμένα δέν μ’ ένδιαφέρει τΐ λένε. "Οταν γερνά κανείς δέν νοιάζεται τί θά πούνε οί άλλοι όταν κάνη τά κέφια του. — Τόν Τεό τον ξσναείδατε; — "Οχι, γιατί; — Μήπως ξέρετε σέ ποιό ξενοδοχείο μένει; — Νομίζω πώς άκουσα την Κυριακή τό βράδυ πού ήτανε όλοι τους εδώ, ότι έμενε στό «’Αγγλικόν». — 'Οχι, μένει στό ξενοδοχείο τής ’Ακρογιαλιάς. — Γιατί φαντασθήκατε ότι θά μπορούσε νά ξανάρθη εδώ; — Δέν ξέρω. Μέ τήν Ρόζα είχανε γνωριμία. — Ό Τεό; Σοβαρά; — Δέν τό ξέρατε; — 'Οχι. — Βγαίνανε πότε πότε έξω μαζί. — Αύτό δέν θά συνέβαινε συχνά, γιατί ή Ρόζα σπάνια έβγαινε άπό τό σπίτι. — Τής άπαγορεύατε τήν έξοδο; — Πάντως δέν τής έπέτρεπα νά γυρίζη νύχτα στους δρόμους. — Κι’ όμως γύριζε. Πόσες φορές τόν μήνα τής έπιτρέπατε νά βγαίνη; — Δυο φορές τόν μήνα. Κάθε δεύτερη Κυριακή. "Εφευγε τό άπομεσήμερο αφού τέλειωνε τά πιάτα καί όταν πήγαινε στό χωριό της νά Ιδή τούς γονείς της έπέστρεφε τήν Δευτέρα τό πρωί, μέ τό πρώτο λεωφορείο. — Συνεπώς μένατε μόνη σας στό σπίτι. — Νομίζω ότι σάς είπα ότι δέν φοβάμαι. Καί λέτε νά είχανε σχέσεις ή Ρόζα μέ τόν Τεό; Σχέσεις ώλοκληρωμένες; — Σύμφωνα μέ τά λεγάμενα τού Τεό, όχι. Δέν 138
μιλούσαν παρά γιά τά προβλήματα της, γιά τΙς απορίες τ η ς ... Καί πρόσθεσε μέ λίγη κακεντρέχεια : — ...περπατώντας στόν δρόμο χέρι μέ χέρι ή στό αυτοκίνητο τοΟ Τεό, ένώ εκείνη άκουμποΰσε τό κεφάλι της στόν ώμο του. Ή Βαλεντίνη έσκασε στά γέλια : — Ελάτε τώρα, τοΟ είπε, δεν σάς πιστεύω. — Κι1 θμως είναι άλήθεια. Σάς βεβαιώνω ότι σήμερα 6 Σάρλ, πού τ* ακούσε όλα αύτά, δέν φαινό τανε πολύ ύπερήφανος γιά τόν αδελφό του. — Ό Τεό τά είπε όλα αύτά μπροστά στόν άδελφό του; — Άναγκαστικώς. Κατάλαβε ότι τά ήξερα ήδη. — Καί σείς πώς τά μάθατε; — Δουλειά μου είναι νά μαθαίνω. "Αλλως τε χθες τόν άπάντησα στόν δρόμο μαζύ μέ τόν αδελφό τής Ρόζος. — Τόν 'Ανρί; — Μάλιστα. Είχανε μεγάλη συζήτησι σ’ ένα μπάρ. — Μά ποΟ γνωριστήκανε; — Δέν τό ξέρω αύτό, μά κατά τά λεγάμενα τοΟ Τεό, αυτός 6 άδελφός τής Ρόζας τόν βρήκε γιά νά του ζητήση τόν λόγο πού έβγαινε περίπατο μέ τήν αδελφή του. — Μοϋ φαίνονται τόσο παράξενα όλα αύτά, ώστε άν δέν μοΟ τά λέγατε έσεΐς κύριε άστυνόμε, δέν θά τά πίστευα. Θά ’πρεπε νά γνωρίζετε τόν Τεό γιά νά καταλάβετε τήν ούσία αυτής τής ιστορίας! Ό Τεό είναι ό μεγαλύτερος σ ν ό μ π τοΟ κόσμου. Έ νας φαντασμένος καί τίποτε περισσότερο. Βαρυέται πού ζή καί δέν θέλει παρά νά βρίσκεται σέ μέρη όπου συχνάζουν άριστοκράτες ή πρόσωπα μέ κάποια διασημότητα καί θά ήτανε Ικανός νά πάη στην άκρη τοΟ κόσμου, μόνο καί μόνο γιά νά τόν δούνε παρέα μέ κάποιον άπό τούς σπουδαίους τοΟ κόσμου. — Τό ξέρω αύτό. 139
— Καν μοΰ λέτε ότι πήγαινέ περίπατο μέ τήν Ρόζα, μέ μιά ύπηρέτρια κρατώντας την άπό το χέρι. Μά είνάι νά λιγώνεται κανείς στα γέλια! 'Ακουστέ μιά ,λεπτομέρεια πού άσφαλώς .δέν-θά σκέφτηκε κανείς νά σάς τήν πή. Λυπάμαι πού τό συγγενολόι της πήρε τά πράγματά της Απ’ έδώ, Θά σάς έδειχνα τα φουστάνια της καί Ιδίως τά καπέλλα πού φορούσε. Φαντασθήτε τά πιό παράξενα και χτυπητά χρώματα, χρώματα πού γρονθοκοπούνται τό £να μέ τό άλλο. 'Η Ρόζα εΐχε πολύ πλούσιο στήθος. Όταν, έβγαινε, γιατί στό σπίτι δέν τής έπέτρεπα νά ντύνεται έτσι* φορούσε κάτι φορέματα τόσο στενά καί κόλλητά στό κορμί της, ώστε άκόμη άπορώ τό πώς άνάσαινε. Καί τις ήμέρες της έξόδου της, άπέφευγε νά τήν δΦ όταν έφευγε ή όταν έπέστρεφε, γιά νά μήν δώ πώς ήτανε βαμμένη στό πρόσωπο, μ' ένα βάψιμο τόσο έντονο καί πρόστυχο, πού θύμιζε γυναίκα τού πεζοδρομίου στό Παρίσι. Καί νά πηγαίνη μαζί της ό Τεό! Θεέ καί Κύριε! Κ ι’ ένώ γελούσε μέ τήν καρδιά της, ρώτησε πάλι : — Καί ποϋ πήγαιναν τά πουλάκια μου; — Εέρή) μόνον ότι γνωριστήκανε στό πανηγύρι τού Βωκότ καί μερικές φορές καθήσανε σ’ ένα καφε νείο, έδώ στό Έτρετά νά πιούνε κάτι. — Πάει καιρός; — Τήν τελευταία φορά ήτανε τήν περασμένη Τετάρτη. — Σάς τό ώμολόγησε 6 ίδιος 6 Τεό; — Ό χ ι βέβαια μέ τήν θέλησί του, μά τά ώμολόγησε. Αύτό δέν τό περίμενα. Ελπίζω τουλάχιστον ότι, δέν έρχότανε νά τήν βρή μέσα στό σπίτι: μου, πηδώντας άπό τό παράθυρο όπως ό έραστής τής κόρης μου τής Άρλέττας* — Λέει ότι ποτέ δέν μπήκε στό σπίτι! Καί ή κυρία Βαλεντίνη έπανέλαβε : 140
— Ό Τεό! Χριστέ και Παναγιά! ’Ακόμη δεν τό πιστεύω. Σηκώθηκε γιά νά πάρη τό μπουκάλι νά ξαναγεμίση τά ποτήρια. — Φαντάζομαι την σκηνή, πού ό Ά νρί, ό σκλη ρός τής οικογένειας, πήγε νά ζητήςη τόν λόγο από τόν άριστοκράτη τόν Τ ε ό ... Μ ά ... Σ’ αύτήν τήν συλλαβή : μ ά ... ή Βαλεντίνη στα μάτησε απότομα. Και άμέσως ενώ ή έκφρασίς της από ειρωνική έπαιρνε ύψος σοβαρό, ή Βαλεντίνη πρόσθεσε σαν νά συλλογιζότανε δυνατά : — Αυτό θά ήτανε τό κ λ ο 0 ! Δυο μήνες πρίν, ό Τεό βρισκότανε έδώ, στο Έτρετά. Μ ήπω ς... όχι, όχι, δεν τό φαντάζομαι. — Τί έννοεΐτε; Μήπο)ς τήν είχε άφήσει σέ κατάστασι ενδιαφέρουσα; — Ό χ ι, ό χ ι... δεν τό πιστεύω. Μου πέρασε μια στιγμή μιά τέτοια ιδέα άπό τήν σκέψι. Τό σκεφτήκατε καί σείς; — Γιατί όχι; — "Αλλως τε δέν θά μάς έδινε καμμιά λύσι στο πρόβλημα πού μάς άπασχολεϊ. Πίσω άπό τό τζάμια τής πόρτας, φάνηκε ή σιλουέττα του κηπουρού πού περίμενε χωρίς νά κτυπήση, βέβαιος ότι ή Βαλεντίνη θά τόν έβλεπε : — Μέ συγχωρεϊτε, είπε στόν Μαιγκρέ. Νά δώσω μιά οδηγία στόν περβολάρη μου. Ό Μαιγκρέ έμεινε μόνος στο μικρό σαλονάκι. Γότε ακούσε μέσα στήν γαλήνη τής σιωπής, τό τίκ-τάκ ένός ρολογιού πού δέν τό είχε προσέξει ώς έκείνη τήν στιγμή. . . Ό Μαιγκρέ εΐχε μισοκλείσει τά βλέφαρά του. . . άκουγε έπίσης ένα ρυθμικό έλαφρό θόρυβο καί κατάλαβε πώς ήτανε τό ροχάλισμα τής γάτας πού έρχότανε άπό τό έπάνω πάτωμα. Σί γουρα ή γάτα κοιμότανε όπως πάντα στό κρεβάτι τής Βαλεντίνης. Μέσ* άπό τήν κουζίνα, ή κυρία Λερουά έκανε πάντα θόρυβο μέ τά πιάτα καί τις κατσαρόλες...
141
Ό ήλιος πού «μπαίνε άπό τά τζάμια τής πόρτας, έπαιζε μέ τά μικρά κομψοτεχνήματα τής Βαλεντίν η ς ... Ό ταν ό Μαιγκρέ άνοιξε πάλι τά βλέφαρά του, είδε τήν κυρία Βαλεντίνη κοντά του. Το5 χα μογέλασε γιά να τόν βγάλη από τήν δύσκολη θέαι πού είχε άποκοιμηθή ένώ 6 Μσιγκρέ Αναγκαζότανε να ψιθυρίση χαμηλόφωνα : — Νομίζω πως μέ πήρε 6 ύπνος!
142
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
7
ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ Την στιγμή πού ό Μαιγκρέ έφευγε άπό το σπίτι τής Βαλεντίνης, είχε τόση εύθυμη διάθεσι καθώς καί ή κυρία Βαλεντίνη, ώστε άν τούς έβλεπε κανείς νΰ παίζουν καρπαζιές, δέν θά έπρεπε νά έκπλαγή. Ό Μαιγκρέ μόλις άπομακρύνθηκε άπό τήν Β ι λλ I τ σ α, είχε πάρει ύφος σκεπτικό καί βαρύ, ένώ προχωρούσε πρός τήν πόλι και μάλιστα προς τό σπίτι τού γιατρού Ζολλύ. Ή θελε πολύ νά μιλήση μέ τόν γιατρό για τό ζήτημα τής Ρόζας. Ξαφνικά κίδε μπροστά του τόν επιθεωρητή Κασταίν, πού φάνηκε σάν νά είχε βγή άπό κανένα τοίχο. Στήν πραγματικότητα, ό Κασταίν είχε στήσει καρτέρι (κόν Μαιγκρέ, μέσα σ’ ένα μικρό καφενεδάκι. — Μίλησα μέ τόν γιατρό, κύριε άστυνόμε, τού είπε. 'Η Ρόζα δέν είχε καμμιά άπολύτως άσθένεια. ' Υπέφερε άπό πολλή υγεία. Ό μω ς είχε τήν μανία νά πηγαίνη πότε πότε στόν γιατρό, νά τόν έρωτά γιά τούτο ή γιά έκεΐνο κι* ό γιατρός, γιά νά μήν τήν δυσαρεστή, τής έγραφε κανένα άνώδυνο φάρ μακο, κανένα σιροπάκι ή κάτι τέτοιο άκίνδυνο έντι:λώς. - ΚΓ αύτή τά ’παίρνε τά φάρμακα; - - Ναί, πιστεύοντας 5τι παίρνει διάφορες όρμόνες. Κάτι εΐχε διαβάσει περί άδένων καί νόμιζε Λτι ύποφέρει άπό τούς άδένες της. -Θ ά πάω κι’ έγώ στόν για τρ ό ... είπε ό Μαιγκρέ. — Θέλετε νά τόν ρωτήσετε τίποτε; 143
— Μια έρώτησι μόνο θέλω νά τού κάνω. Αύτό δέν είναι τό σπίτι too; — Αύτό. "Ομως τώρα δέν είναι στο σπίτι του. ’Αριστερά στόν κήπο του είναι Ενα μικρό περίπτερο κι' έκεΐ δέχεται τούς άσθενεΐς του. Ό Μαιγκρέ χαμογέλασε : — Γιατί γελάτε; — Φαντάζομαι ότι θά ύπάρχη κάποια σύζυγος πού δέν θά θόλη νά δέχεται άρρωστους στό σπίτι, παιδιά πού νά κλαίνε καί νά μυρίζη τό σπίτι φαρμα κείο. .. Γι’ αδτό, έχει έξοστρακίσει τήν Επαγγελμα τική στέγη.τοό γιατρού Εξω άπό τό σπίτι. — Κάτι τέτοιο . .. είπε γελώντας καί 6 Κασταίν, Κοιτάξτε νά σας άναγνωρίση μόλις μπήτε, γιά νά μήν περιμένετε τήν σειρά σας. Ά μ α σάς δή/ θά σάς προτίμηση άπό τούς άλλους, τούς συνηθισμένους του πελάτες. Ό Μαιγκρέ πήγε στό περίπτερο μέσα στόν κήπο* Βρέθηκε σέ μια αίθουσα άναμονής, μέ λευκούς άσβεστοχρισμένοος τοίχους καί είδε περίπου δέκα ή. δώδεκα πελάτες πού περιμένανε τήν σειρά τους. Γύναίκες, παιδιά καί γέροι ήτανε καθισμένοι σέ ξύλινους πάγκους καί περιμένανε καρτερικά. Έ να παιδί είχε δεμένο τό κεφάλι του, μιά γυναίκα προσ παθούσε νά ήσυχάση τό μωρό της πού Εκλαιγε, μιά άλλη είχε τό χέρι της δεμένο καί .κρεμασμένο άπό τόν λαιμό της. Ό λο ι αύτοί στρέψανε τά βλέμματά τους πρός τήν πόρτα τού γιατρού, περιμένοντας νά βγή 6 γιατρός καί νά πή τό κλασσικό : Ό Επόμενος πα ρακαλώ . .. Καί ό γιατρός φάνηκε. Συνώδευε μιά πελάτισσα, μιά χοντρή γυναίκα στην όποία έδινε μερικές τε λευταίες συμβουλές. Στρέφοντας όλόγυρα τά βλεμ^ ,ματά του είδε τον Μαιγκρέ καί τού είπε : — Περάστε σάς παρακαλώ... Καί γυρίζοντας στούς πελάτες πού περιμένανε, πρόσθεσε: Μού Επι τρέπετε 6υό λεπτά...
144
Ύ στερα σαν νά άλλαξε γνώμη, κοίταξε όλους τούς πελάτες του Εναν Εναν, είδε ποιους μπορούσε νά άναβάλη και διαλέγοντας τρεις τέσσερις τούς είπε : — ’Εσείς μπορείτε νά ’ρθετε αύριο τήν ίδια ώ ρ α ... Ε σείς οί άλλοι περιμένετί παρακαλώ. Έκλεισε τήν πόρτα του καί είπε στόν Μαιγκρέ : — Θά πάμε στό σπίτι μ ο υ ... Θά πάρετε βέβαια κάτι. — Δέν Εχω παρά μιάν έρώτησι νά σάς κάνω. — Ό μω ς έγώ, είπε ό γιατρός, χαίρομαι τόσο πού σάς γνωρίζω, ώστε δέν λογαριάζω νά σάς άφήσω νά φύγετε τόσο γρήγορα. Καί άνοίγοντας μιάν άλλη πόρτα πού Εβγαινε στόν κήπο, πρόσθεσε : — Θά πάμε στό σπίτι μου. Κρίμα πού ή γυναίκα μου λείπει σήμερα. Θά χαιρότανε τόσο πολύ νά σάς γνωρίση. Πραγματικά τόν ώδήγησε στό σπίτι του, λίγα βήματα μακρυά άπό τό ιατρείο του. Τό σπίτι ήτανε κομψό, άνετο μά λίγο σκοτεινό έξ αιτίας τών ύψηλών δένδρων τού κήπου. — Ό Επιθεωρητής Κασταίν μέ έπισκέφθηκε πριν άπό λίγο και τού έλεγα ότι ή Ρόζα, όχι μόνο δέν ήτανε καθόλου άρρωστη, άλλά άπεναντίας ή κράσις της καί ή ύγεία της τήν προώριζαν νά φθάση τά εκατό της χρόνια. Είμαι χρόνια καί χρόνια γιατρός καί σπάνια έχω συναντήσει μιάν οικογέ νεια σάν τήν δική της άπό άπόψεως ύγείας, Εννοώ. — Μήπως βρισκότανε σε κατάστασι Ενδιαφέ ρουσα; — Θεός φυλάξοι! Ούτε κατά φαντασίαν δέν θά μπορούσα ν’ άντιμετωπίσω μια τέτοια άποψι. Δέν είναι πολλές μέρες πού τήν έξήτασα καί δέν μού Εκανε μια τέτοια έρώτησι, ούτε μού είπε ότι είχε κωμμιά σχετική ένόχλη σ ι... Καί τρεις μήνες πρίν, πού τήν είχα Εξετάσει διεξοδικώτατα, δέν είχε κ&ν 145
διαφθαρή. "Ητανβ έκατδ τοΐς/έκατό παρθένος. Τί θά σάς προσφέρω κύριε Μαιγκρέ; — Τίποτε άπολύτως. Έρχομαι κατ' εΰθβϊαν άπό τό σττίτι τής Βαλβντίνης όπου ήπια περισσότερο άπ’ όσο θα ήθελα. Μερσί. — ΤΙ γίνεται ή Βαλεντίνη; Νά κι* άλλη γυναίκα πού &πό άπόψειος ύγείας είναι βράχος. Είμαι βέ βαιος ότι ποτέ της δεν θά χρειαστή γιατρό ή Βά λε ντίνη. Χαριτωμένη γυναίκα, δεν είναι έτσι; Τήν έγνώρισα πριν άπό τον δεύτερό της γάμο και μά λιστα πριν καί άπό τόν πρώτο. “Ήτανε πολύ όμορφο κορίτσι. Στόν τοκετό τής κόρης της, έγώ ήμουνα γιατρός της. — Πιστεύετε πώς έχει τά μυαλά της σωστά; — Γιατί μέ ρωτάτε; Επειδή κάνει καμμιά φορά τήν έκκεντρική; Αύτούς τούς ανθρώπους πού κά νουνε τούς Εκκεντρικούς, μήν τούς φοβόσαστε. Έχουνε συνήθως τά πιό γερά μυαλά. Ξέρει τΐ κάνει καί πώς ζή. Πάντα ή ξ ερ ε... Τής άρέσει ή ζωούλα της, τό σπιτάκι της, ή μικρή της Ανεσις. Κανένας δέν τήν κατηγορεί γι’ αύχό. Κι* έγώ δέν πρόκειται ποτέ νά τήν λυπηθώ, νά είσαστε βέβαιος. — Γιά τήν Ρόζα, γιατρέ, τΐ σκέπτεσθε; Ό Μαιγκρέ θυμότανε τό παιδάκι μέ τό δεμένο κεφάλι πού περίμενε στό Ιατρείο τού γιατρού, θυ μότανε τήν γυναίκα πού κρατούσε τό άρρωστο μωρό και έβλεπε ότι ό γιατρός δέν βιαζότανε νά ίδή τούς πελάτες του. Είχε μάλιστα Ανάψει κι* ένα πούρο, πού μαρτυρούσε ότι λογάριαζε να καθήση άρκετή ώρα κουβεντιάζοντας μέ τόν Αστυνομικό. — Γιά τήν Ρόζα; 'Υπάρχουν στήν Γαλλία δεκά δες χιλιάδων κορίτσιών σάν τήν Ρόζα. Ξέρετε άπό τί φαμίλλια βγήκε. Θά Εκανε τρία ή τέσσερα χρόνια στό Δημοτικό σχολείο καί ξαφνικά μπήκε Υπηρέ τρια σέ Βνα άστικό σπίτι. Βρέθηκε σέ άλλο περι βάλλον, μίλησε με Αλλους Ανθρώπους, βρήκε βιβλία καί τά διάβασε. 'Αμέσως Αρχισε νά αισθάνεται Απο ρίες γιά τήν ζωή. Ξέρετε τί μ' Ιρώτησβ μιά φορά 146
πού είχε έρθει νά μ’ έπισκεφθή; Τι γνώμη έχω για τις θεωρίες τού Φρόϋντ, μάλιστα ! Ε πίσ ης τήν άνησυχοΰσε τό σύστημα και ή λειτουργία τών άδένων της. Έπίστευε πώς είχε άδένες έλαττωματικούς πού δέν λειτουργούσαν κανονικά κι' έγώ δέν ξέρω τί άλλο. Φυσικά Ικανα πάντα δτι τήν έπαιρνα στά σοβαρά γιά νά μήν τήν άπογοητεύω. Και τής έγρα φα μερικά φάρμακα πού δέν ήτανε παρά καθαρό νεράκι. — Είχε ύφος δύσθυμο γιατρέ; — Κάθε άλλο. Ή τανε πάντα πολύ εύθυμη... όμως σάν άρχιζε νά συλλογίζεται, δπως έλεγε καί μόνη της, τότε σοβαρευότανε. Στό σπίτι τής Βαλεντίνης είχε βρεΤ μερικά έργα τού Ντοστογιέφσκι καί τά διάβασε δλα, ό λ α ... — Δέν φαντάζομαι κανένα από τά φάρμακα πού τής γράφατε νά περιείχε έστω καί χιλιοστό γραμμα ρίου αρσενικό. — Άστειεύεσθε; — Σάς ευχαριστώ γιατρέ μου. — Φεύγετε κι* δλας; Θά ήθελα νά σας κρατήσω λίγο άκόμη. — Πιστεύω πώς θά ξανάρθω. — "Αν μού δίνετε τό λόγο σ α ς ... Καί ό γιατρός άναστέναξε μέ τήν σκέψι δτι έχανε τήν συντροφιά του Μαιγκρέ, γιά νά γυρίση πάλι στούς άσθενεΤς του. Ό έπιθεωρητής Κασταίν περίμενε στόν δρόμο. — Τί λογαριάζετε νά κάνετε τώρα κύριε άστυνόμε; - Νά κάνω μιά βόλτα στό Ύπόρ. — Νά σας πάω μέ τό Δμάξι μου; - "Οχι Κασταίν. Μάλιστα σκέπτομαι δτι θά Γ.κανες πολύ καλά νά τηλεφωνούσες στήν γυναϊκα σου δτι μπορεί νά έπιστρέψης άργά άπόψε καί Ισως ΤίΥίος νά μήν έπιστρέψης καθόλου... — ΕΤναι συνηθισμένη σέ κάτι τέτοια. Μά πώς ()ά πάτε στό Ύπόρ; Τέτοια ώρα δέν έχει λεωφορείο. 147
Και είναι άδύνατο νά πάρετε τόσο δρόμο μέ τά πόδια. — Θά βρώ Ενα ταξί. — "Αν μπορέσετε νά βρήτε ελεύθερο τό Ενα από τά δύο ταξί πού ύπάρχουν στό Έτρετά. Νά, τό γραφείο τών ταξί, στήν άκρη αυτού τού μικρού δρόμου. Έ γώ τί πρέπει νά κάνω στό άναμεταξύ; — Θά βρής τόν Τεό. Καί δεν θά τόν άφήσης ούτε βήμα. Θά τόν παρακολουθής οπού κι* άν πηγαίνη. — Δέν θά ’ναι δύσκολο νά τόν βρώ. Θά πάω σ’ δλα τά μπάρ. Κάπου θά τόν τρακάρω. Καί θέλετε νά τόν παρακολουθώ; — Ναί. — Χωρίς νά μέ καταλάβη; — Δέν μέ πειράζει κι’ άν τό άντιληφθή. Μ’ Εν διαφέρει μόνο νά μήν πάη πουθενά μόνος του. "Αν τυχόν βγή άπό τήν πόλι μέ τό αύτοκίνητό του, έχεις τό άμάξι σου γιά νά τόν παρακολούθησης. Φρόντισε νά τό παρκάρης όχι μακρυά άπό τό δικό του, ώστε νά τό έχης πρόχειρο. "Αν τυχόν άπομακρυνθήτε άπό τήν πόλι, άφησέ μου ένα σημείωμα, ή κάνε ένα τηλεφώνημα στό ξενοδοχείο μου. 'Οπως δήποτε δέν φαντάζομαι οτι θ’ άπομακρυνθή πολύ άπό τήν πόλι. ■— Θά πάτε βέβαια στό σπίτι τής οίκογενείας τής Ρόζος. — Πού αλλού; — Σάς εύχομαι καλή διασκέδασι. Ό ήλιος είχε άρχίσει νά γέρνη στήν δύσι του όταν ό Μαιγκρέ έφυγε άπό τό Έ τρετά γιά τό Ύ πόρ μέ τό ταξί πού είχε βρει. Ό όδηγός γύριζε διαρκώς τό κεφάλι του γιά νά μιλάη μέ τόν Μαιγκρέ, πού φαινότανε μισοκοιμισμένος, ένώ κρατούσε τήν πίπα του στό στόμα του καί τραβούσε πού καί πού καμμιά ρουφηξιά. Πέρα στόν όρίζοντα φώτα άρχισαν ν’ άνάβουν καί πού καί πού άκουγόντουσαν τά βελάσματα τών κοπαδιών στά χωράφια. 148
To *Υπόρ ήτανε ένα μικρό ψαράδικο χωριουδάκι, μέ μερικά σπίτια στήν άκροθαλάσσιά πού νοικιά ζανε δωμάτια σέ παραθεριστάς. Ό όδηγός τού άμαξιού δέν γνώριζε την οίκογένεια Τροσύ και χρειάστηκε νά ρωτήση πού ήτανε τό σπίτι τους. Τέλος έφτασε σ9 ένα σπιτάκι Ισόγειο, γύρω άπό τό όποιο ήτανε άπλωμένα δίχτυα. — Θά σάς περιμένω; ρώτησε τόν Μαιγκρέ. — "Αν έχης τήν καλωσύνη... Πίσω άπό ένα τζάμι, ένα δυσδιάκριτο πρόσωπο φάνηκε νά κοιτάζη μέ περιέργεια στον δρόμο. μΙ-Ιτανε φανερό δτι ό θόρυβος τού αύτοκινήτου είχε κεντήσει τήν περιέργεια τής οίκογενείας. "Οταν ό Μαιγκρέ κτύπησε τήν πόρτα, άκουσε θόρυβο πηρουνιών καί πιάτων άπό μέσα. Ή οικογένεια Τροσύ βρισκότανε στό τραπέζι. — Του άνοιξε τήν πόρτα ό 'Ανρί, μπουκωμένος άκόμη άπό φαγητό. Τόν κοίταξε σιωπηλός χωρίς κάν νά τού πή νά περάση μέσα. Πίσω του έλαμπε ή φωτιά στό τζάκι καί έπάνω άπό τήν φωτιά κρε μότανε μιά μεγάλη κατσαρόλα μέ σούπα προφανώς. — Μπορώ νά μιλήσω στόν πατέρα σας; ρώτησε ό Μαιγκρέ. Ό πατέρας τόν είχε ίδεΐ τόν Μαιγκρέ άπό τό άνοιγμα τής πόρτας μά δέν εΐχε άκόμα μιλήσει. Ί Ιτανε πέντε ή έξη άτομα καθισμένα γύρω άπό ένα ξύλινο τραπέζι δίχως τραπεζομάντηλο, έχοντας μπροστά τους πιάτα πού άχνίζανε άπό τό ζεστό φαγητό, ένώ στή μέση τού τραπεζιού, ύπήρχε μιά πελώρια σουπιέρα μέ μπακαλιάρο καί πατάτες. Ή μητέρα ήτανε καθισμένη μέ τήν πλάτη προς τήν πόρτα κι9 ένα μικρό ξανθό άγόρι προσπαθούσε νά ίόή ποιος ήτανε στήν πόρτα. — "Ας περάση μέσα ό κύριος, είπε τελικά ό πατέρας στόν γυιό του. Στεγνώνοντας τά χείλη του μέ τό μανίκι τού ‘πουκαμίσου του, ό πατέρας σηκώθηκε άργά άπό τό 149
κάθισμά too μ* ένα ύφος καθησυχαστικό για τούς άλλους, σάν νά τούς έλεγε : — Μή φοβόσαστε, έγώ είμαι έδώ ... δεν μπορεί νά συμβή τίποτε. Ό ‘Ανρί παραμέρισε γιά νά περάση ό Μαιγκρέ. Δεν κάθησε μα εξακολούθησε νά στέκεται όρθιος κοντά σ* ένα σιδερένιο κρεβάτι, έν® 6 πατέρας έπαιρνε τόν λόγο : — Φαντάζομαι ότι θα είσαστε ό προϊστάμενος τού άστυνομικοΟ πού μας έπισκέφτηκε τό μεσημέρι. — Είμαι ό άστυνόμος Μαιγκρέ. — Καί τί γυρεύετε πάλι άπό μάς; Ό Μαιγκρε τόν κοίταζε. Ή τανε ένας ώραΐος τύπος ναυτικού πού δέν έβγαζε ποΐέ τοο τό κασκέτο του, άκόμη κι’ όταν έτρεμε. Φαινότανε εύρωστος πολύ, ψηλός καί γεροδεμένος καί ή μπλέ του φανέλλα τόν παρουσίαζε πιό παχύ άπ* όσο πραγμα τικά θά ήτανε. — Προσπαθώ Vs άνακαλύψω ποιός σκότω σε..„ — Τήν κόρη μου ϊ — ’Ακριβώς. Λυπάμαι πού σάς άνησυχώ, μά δέν φανταζόμουνα ότι τρώτε τόσο νωρίς. — Τ ί ώρα τρώτε έσείς γιά βράδυ; Βέβαια πολύ άργότερα άφοϋ δέν ξυπνάτε στίς τέσσερις τό πρωί γιά ψάρεμα. — Θά σάς παρακαλέσω νά έξακολουθήσετε τό φαγητό σας. Μπορώ να περιμένω. — Έ γώ έχω τελειώ σει... είπε 6 πατέρας. Οί άλλοι έξακολουθούσαν νά τρώνε μέ κινήσεις μετρημένες, χωρίς νά έγκαταλείπουν τόν Μαιγκρέ με τά βλέμματα, χωρίς νά χάνουν ούτε λέξι άπ’ δσα έλεγε ό πατέρας. Ό Ά νρΙ είχε άνάψει ένα τσιγάρο, ίσως γιά νά φαίνεται πιό άρρενωπός. Κανείς δέν προσέφερε κάθισμα στον αστυνομικό πού φαινό τανε πελώριος μέσα στο χαμηλοτάβανο έκεΐνο δω μάτιο, άπό τήν όροφή τού όποίου ήτανε κρεμα σμένα λουκάνικα. Μέσα στο δωμάτιο αύτό ύπήρχε ένα μεγάλο 150
κρεβάτι κι' ένα μικρότερο παιδικό, όμως από μια πόρτα πού ήτανε άνοιχτή, ό Μαιγκρέ διέκρινε άλλα τρία κρεβάτια. Δέν είδε μόνο νιπτήρα, πράγμα πού μαρτυρούσε οτι δλη ή οικογένεια πλενότανε έξω, στό μάρμαρο τού πηγαδιού. Καί ό Μαιγκρέ έρώτησε : — Πήρατε πίσω τά πράγματα τής κόρης σας; — Νομίζω πώς ήτανε δικαίωμά μου, ή δχι; — Δέν σάς κατηγορώ γι’ αυτό. Ίσω ς όμως νά μέ διευκόλυνε στην έρευνά μου άν ήξερα τί πρά γματα είχε. Ό πατέρας Τροσύ στράφηκε πρός τήν γυναίκα του καί ό Μαιγκρέ μόνο αύτήν τήν στιγμή μπόρεσε να ίδή τό πρόσωπό της. Φαινότανε μάλλον νέα σχετικώς μέ τόσα παιδιά πού είχε κάνει και μάλιστα παιδιά μεγάλα σαν τόν 'Ανρί καί τήν Ρόζα. Ή τανε λεπτή, φορούσε ένα μαύρο φόρεμα καί είχε κρε μασμένο στόν λαιμό της ένα μενταγιόν. Άλληλοκοιταζόντουσαν μέ αμηχανία μάλλον ένώ τά παιδιά δέν μπορούσαν νά μείνουν ακίνητα στα καθίσματα τους. — Τά πράγματα τής Ρ όζα ς... τά μοιράσαμε κΓ ολας. — Δηλαδή τά πράγματά της δέν βρίσκονται πιά εδώ; — Ή κόρη μου ή Ζάν πού δουλεύει στην Χάβρη τιήρε όλα της τά φορέματα καί τά άσπρόρρουχά της, όσα τής πηγαίνανε δηλαδή. Τά παπούτσια της δέν τά πήρε γιατί τής πέφτανε λίγο στενά. — Έγώ τά π ή ρ α ... είπε ή μικρή κόρη μέ τίς κόκκινες πλεξούδες. — 'Εσύ νά σωπαίνης. . . είπε ό πατέρας αυστηρά. — Δέν είναι τά φορέματά της πού μ’ ένδιαφέρουν τόσο, όσο τά μικροπράγματά της. Μήπως είχε γράμματα; 'Αλληλογραφία; Οί γονείς έστράφηκαν πρός τόν Ά νρ ί, τόν με γάλο γυιό πού δέν φάνηκε πολύ πρόθυμος ν’ άπαν151
τήση. Ό Μαιγκρέ άναγκάστηκέ νά έπαναλάβη την έρώτησί του. — “Οχι, είπε στο τέλος. Δέν βρέθηκαν γράμματα. -^Μ ήπως κανένα σημειωματάριο; Κανένα καρ νέ; — Δεν βρήκα παρά ένα ήμερολόγιο. — Τΐ είδους ήμερολόγιο; — ’Απ' αύτά τά ά λ μ α ν ά κ . .. "0 eAvpi πήγε στό διπλανό δωμάτιο νά φέρη τό ήμερολόγιο. Ό Μαιγκρέ τά θυμότανε αύτά τά ήμερολόγια, κακοτυπωμένα πάντα, μέ κακόγουστες και άφελεΤς εικονογραφήσεις. Τά θυμότανε άπό τόν καιρό πού ήτανε παιδί μά δέν φανταζότανε ότι ύπήρχανε πάντα αύτά τά ήμερολόγια. Κάθε μέρα τού άλμανάκ αύτοΟ συνωδευότανε άπό μιά πρόβλεψι, άπό μιά συμβουλή : 17 Αύγούστου. Μελαγχολία. 18 Αύγούστου. Μήν άναλάβης τίποτε. Πρό πάν των μήν ταξίδέψης. 19 Αύγούστου. Τό πρωινό σου θά περάση εύθυ μο. Πρόσεχε όμως τό βράδυ. Δέν μπόρεσε νά χαμογελάση, φυλλομετρώντας πάντα σοβαρά τό μικρό βιβλιαράκι, πού φαινότανε πολλές φορές ξεφυλλισμένο, μά δέν βρήκε τίποτε τό ενδιαφέρον τόν μήνα Σεπτέμβριο, ούτε στά τέλη τού Αύγούστου. — "Αλλα χαρτιά δεν βρήκατε; Τότε ή μητέρα σηκώθηκε άπό τό κάθισμά της, σηκώθηκε γιά νά πάρη αύτή τόν λόγο και καταλά βαινε κανείς ότι όλη ή οικογένεια έπεδοκίμαζε προ καταβολικά αύτά πού θά Ελεγε. — Μά πιστεύετε άληθινά κύριε άστυνομικέ, ότι έδώ θά βρήτε στοιχεία γιά ν* Ανακαλύψετε αύτό πού ζητάτε; Πιστεύετε ότι έδώ πρέπει νά κάνετε αύτές τΙς ερωτήσεις; Αύτή πού πέθανε ήτανε κόρη μου ή καμμιά ξένη; Γιατί ϋν είναι κόρη μου, δέν έπρεπε ν’ άνακρίνετε έμδς, μά κάτι ά λ λ ο υ ς πού τούς άφήνετε άνενόχλητους καί ήσυχους. 152
Κ ι’ ή άτμόσφαιρα άκόμη τού σπιτιού φαινότανε ανακουφισμένη μέ τά λόγια τής μητέρας. Καί παρά λίγο ή μικρούλα μέ τίς κόκκινες πλεξούδες νά χειροκροτήση την μητέρα της. — Βέβαια, έμεΐς είμαστε φτωχοί καί μερικοί άλλοι πού κάνουνε τούς μεγάλους. . . — Μπορώ νά σδς βεβαιώσω κυρία μου, είπε ό Μαιγκρέ, ότι έξετάζω καί τούς φτωχούς όσο καί τούς πλούσιους. — Κ ι’ αύτούς άκόμη πού κάνουν τούς πλούσιους χωρίς νά είναι; Κι* αύτές πού κάνουν τίς μεγάλες κυρίες ένώ βγήκανε άπό πιό χαμηλά άπό μάς; Ό Μαιγκρέ δέν είπε λέξι, ούτε κάν κουνήθηκε καθόλου έλπίζοντας δτι θά ’λεγε περισσότερα. Καί πραγματικά ή μητέρα εξακολούθησε : — Τήν ξέρετε καλά αύτήν τήν γυναίκα; Γιά τήν Ιίαλεντίνη σάς μιλάω. Τήν ξέρετε καλά; Έ γώ θά σάς πώ τί σόϊ γυναίκα ε ίν α ι... Ό τα ν ή μακαρίτισσα ή μητέρα μου παντρεύτηκε, πήρε ένα παιδί πού άγαπούσε πρώτα μιάν άλλη, τήν μητέρα τής Μαλεντίνης... Λοιπόν οί γονείς τού παιδιού δέν εννοούσαν νά παντρευτή τήν μητέρα τής Βαλεντίνης yn/τί ξέρανε τί βρωμογυναικο ή τα ν ε... Νά σάς πω δηλαδή ! Ό Μαιγκρέ κατάλαβε δτι ή μητέρα τής Βαλεν τίνης ήτανε άπό τίς γυναίκες έκεΐνες πού δέν πρέπει νά τις παντρευτή κανένας. — Παντρεύτηκε βέβαια άργότερα, μά πήρε έναν μπεκρή, έναν μεθύστακα, έναν άκαμάτη κι’ άχαΐρευτο. . . Νά άπό τί γονείς βγήκε ή μεγάλη κυρία. — Έ γώ δ έν . συμφωνούσα νά δουλέψη ή κόρη μου ή Ρόζα σέ μια τέτοια γυναίκα πού Ισως νά ήτανε χειρότερη κι’ άπό τή μάνα της. Μά δέν μέ άκούσανε... Καί μέ μια ματιά της ή μητέρα έκεραυνοβόλησε ιόν άνδρα της τον Τροσύ, πού είχε έπιτρέψει στην κόρη του νά μπή στο σπίτι τής Β αλεντίνης... — Κι* έξω άπ’ δλα τ’ άλλα είναι καί κακιά, 153
στριμμένη γυναίκα. Μή χαμογελάτε κύριε, ξέρω τι σάς λέω. 'Ασφαλώς σάς τύλιξε μέ τό μεγάλο της ύφος. Σάς τό ξαναλέω κύριε, είναι κακιά, ζηλεύει δλον τόν κόσμο καί τήν κορούλα μου τήν Ρόζα τήν μισούσε κυριολεκτικά. — Τότε γιατί ή Ρόζα έμεινε στό σπίτι της; — Μήπως ξέρω κι’ έγώ; Τό μόνο πού ξέρω είναι δτι καί ή Ρόζα δέν τήν αγαπούσε καθόλου τήν κυρά της. — Σάς τό είχε πει; — 'Ο χι, τό κακόμοιρο. Δέν μιλούσε ποτέ για τ’ άφεντικά της. Καί κάποτε εΐχε πάψει τελείως νά μάς κουβεντιάζη. Δέν μάς θεωρούσε άξιούς της φαίνεται. Κ ι’ αύτά τά ’κάνε ή λεγάμενη. Τής έμαθε νά περιφρονή τούς γονείς της κι* αύτό δέν θα τής τό συχωρέσω ποτέ. Τώρα ή Ρόζα μας πέθανε κι’ αότή ή στρίγγλα ήρθε στήν κηδεία νά μάς κάνη τήν με γάλη καί τήν σπουδαία, ένώ θά ’πρεπε τέτοια ώρα νά βρίσκεται στήν φυλακή. . . Ό άνδρας της τήν κοίταξε, σάν νά ήθελε νά τήν καλμάρη. — Έ τσ ι κι* αλλιώς, είπε τελικά ή μητέρα, δέν πρέπει νά ζητάτε έδώ τόν δολοφόνο... — Μού έπιτρέπετε νά πώ δυο λόγια; — ’Αφήστε τόν άνθρωπο νά μ ιλή σ η ... είπε ό Ά νρί. — Έμεϊς οί άστυνομικοί δέν είμαστε μάγοι. Πώς μπορούμε ν’ άνακαλύψωμε ποιός έκανε ένα έγκλημα, αν δέν ξέρωμε γ ι α τ ί τό έκανε; ΓΗ κόρη σας πέ θανε δηλητηριασμένη. ’Από π ο ι ό ν ; Αύτό θά τό ξέρω όταν θά μάθω γ ι α τ ί τήν φαρμακώσανε. — Αύτή ή γυναίκα τήν φαρμάκωσε. Σάς λέω δτι τήν μισούσε... — Δέν είναι άρκετό αύτό. Μήν ξεχνάτε δτι ένσς φόνος, μια δολοφονία είναι μιά πολύ σοβαρή πράξις πού έχει βαρειές συνέπειες. — ΟΙ πονηροί δέν διακινδυνεύουνε. — Πιστεύω δτι ό γυιός σας ό Ά νρ ί θά μέ κατα154
λάβη δταν πώ Οτι ή Ρόζα έκανε συντροφιά και μέ άνδρες... Ό *Ανρί φάνηκε νά στενοχωριέται. — Κ ι’ έκτός από ε ν α ν πού γνωρίζομε, ίσως νά όπάρχουν καί άλλοι πού δέν τούς μάθαμε. Γι’ αύτόν ιό ν λόγο θά ήθελα νά ίδ© τά μικροπράγματά της, τίποτε γράμματα, κανένα σημειωματάριο μέ διευθύν σεις, όνόματα, τίποτε 6©ρα πού θά είχε λάβει Ισως. Αύτήν τήν στιγμή μιά βαθειά σιωπή έπεκράτησε. Ό λ ο ι κοιτάζανε ό ένας τόν άλλον σάν νά διστά ζανε ν’ αποφασίσουν κάτι, κάποια Ισως άποκάλυψι. Καί τέλος ή μητέρα είπε στόν δνδρα της : — Νά τού δείξωμε τό δακτυλίδι; Κι’ αύτός, διστακτικά, σάν νά έπαιρνε τήν άπόψασι μέ δυσκολία, έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα παλιό πορτοφόλι μέ πολλά χωρίσματα καί άπό ένα χώρισμα πού κούμπωνε μέ μιά σούστα, τράβηξε ένα μικρό άντικείμενο τυλιγμένο σέ λεπτό χαρτί καί τό ’δώσε στόν Μαιγκρέ. νΗτανε ένα χρυσό δακτυλίδι παλιάς μόδας μέ μιά μεγάλη πράσινη πέτρα. — Φαντάζομαι δτι ή Ρόζα θά είχε καί άλλα κο σμήματα, είπε ό Μαιγκρέ. — Είχε ένα κουτί γεμάτο, μά δλα ήτανε ψευτο κοσμήματα άγορασμένα στο πανηγύρι τού Φεκάν. Τά μοιράσαμε κι“ άλας στα π α ιδιά ... Ή μικρή μέ τις κόκκινες πλεξούδες έτρεξε στό διπλανό δωμάτιο κι’ έφερε ένα άσημένιο βραχιόλι μέ πέτρες άπό πορσελάνη. — Αύτό είναι τό δικό μου μ ερ ίδιο ... είπε με καμάρι. Ό Μαιγκρέ έρριξε μιά ματιά στό βραχιόλι μέ αδιαφορία. "Υστερα έρώτησε : — Αύτό τό δακτυλίδι βρισκότανε μέ τ’ άλλα ψευτοκοσμή ματα; — Αύτό δχι. Τό βρήκα μέσα σ’ ένα παπούτσι, τυλιγμένο σέ χαρτί. Αυτά τά παπούτσια ήτανε τά κυριακάτικά της καί δέν τά είχε φορέσει παραπάνω άπό δυο φορές. 155
Ό Μαιγκρέ δέν ήτανε είδικός στο κοσμήματα, άλλως τε τό φώς τοΟ δωματίου δέν ήτανε κατάλληλο για νά κοιτάξη κανείς ένα τέτοιο δακτυλίδι. Φαινό τανε όμως Δπό την πρώτη ματιά πώς δέν έμοιαζε μέ τά άλλα ψβυτσκοσμήματα τής Ρόζος. — Έγώ τί νά σάς π ώ ; είπε πάλι ό πατέρας, έχω άναστατωθή μ* αύτό τό δακτυλίδι. Χτές πού ήμουν ατό Φεκάν, μπήκα σ’ ένα χρυσοχοείο, όπου είχα άγοράσει κάποτε τις βέρες μας. Μοϋ είπε δ χρυσοχόος τί είναι αύτή ή πέτρα καί μοϋ την έγραψε σ’ ένα χαρτάκι γιατί δέν θά μπορούσα νά τήν θυ μ η θ ώ ... Είναι σμαράγδι. Μοϋ είπε ότι κοστίζει τόσο πολύ πού θά μποροΟσα &ν τό πουλούσα ν ' άγόραζα μια μεγάλη βάρκα μέ τά λεφτά. Ό μω ς μέ συμβούλεψε ότι άν τυχόν τό έχω βρεί, καλά θά κάνω νά τό δώσω στην άστυνομία. Ό Μαιγκρέ γύρισε καί ρώτησε τόν Ά νρ ί : — Αύτό τό δακτυλίδι ήτανε ή άφορμή π ο ύ ... Ό 'Ανρί άποκρίθηκε καταφατικά μ’ ένα νεΟμα. Μά ή μητέρα μπήκε στή μέση δύσπιστη : — Τί συνεννόησι κάνετε έσείς οί δύο; "Εχετε κι’ όλος συναντηθή; — Νομίζω πώς είναι προτιμότερο νά σάς κατατοπίσωμε χαί σάς κυρία Τροσυ, είπε ό Μαιγκρέ. Είδα στό Έτρετά τόν γυιό σας μαζί μέ τόν Τεό Μπεσσόν. Μια τέτοια συντροφιά κάπως μ’ έξέπληξε, μα τώρα μπαίνω στο νόημα. Ή κόρη σας ή Ρόζο είχε βγή δυο τρείς φορές μαζί μέ τον Τεό. — Είναι άλήθεια αύτό; ρώτησε ή μητέρα τόν Ά νρί. — Α λήθεια είναι. — Καί τό ’ξερες; Καί δέν μάς τό είπες; — νΗθελα νά τόν ρωτήσω άν αύτός έδωσε τό δακτυλίδι στήν Ρόζα καί νά μοϋ πή τί σχέσεις είχε μέ τήν Αδελφή μου. —
Κ α ί τ ί σοΟ ’πε;
— Ζήτησε νά τοΟ δείξω τό δακτυλίδι μά δέν μποροΟσα άφοϋ τό είχε ό πατέρας. ΤοΟ εξήγησα
156
πώς ήτανε και τί χρώμα είχε ή πέτρα. Τότε αυτός μοΟ το νομάτισε μ’ αύτήν τήν λέξι : Σμαράγδι 1 — Αύτός τής τό ’χει δ ώ σ ει; — "Όχι. ΜοΟ ώρκίστηκε ότι ποτέ δέν τής έχει κάνει τό παραμικρό δώρο. ΜοΟ έξήγησε ότι ή Ρόζα δέν ήτανε γι’ αύτόν παρά μιά καλή φιλενάδα καί ότι τοϋ άρεσε νά κουβεντιάζη μαζύ της γιατί ήτανε έξυπνη. — Καί τόν πίστεψες; Μπορεί κανείς νά πιστεύη ό,τι βγαίνει άπό τά στόματα αυτής τής φαμίλλιας; είπε πάλι μέ κακία ή μητέρα. Ό Ά νρ ι άντί ν’ άπαντήση στήν μητέρα του μί λησε πάλι στον άστυνομικό. — Ψάχνει κι’ αύτός νά βρή την άλήθεια σ’ αυτό τό έγκλημα καί λέει ότι δέν πρόκειται νά βρή τίποτε ή ’Αστυνομία. Μάλιστα πρόσθεσε, ότι έπειδή ή Βαλεντίνη σάς κουβάλησε έδώ, είναι σαν νά εΐσαστε στήν ύπηρεσία της. — Δέν είμαι στήν υπηρεσία κανενός, εϊπε ό Μαιγκρέ θυμωμένος λίγο. — Έγώ σάς λέω τί είπε. . . — Είσαι βέβαιος Ά νρΙ ότι δέν έδωσε αύτός τό δακτυλίδι στήν άδελφή σου; ρώτησε ό πατέρας έτσι για νά πή κάτι. — Φαινότανε ειλικρινής και μοϋ είπε πώς δέν είναι πλούσιος κι* ότι άν άκόμη πουλούσε τό αύτοκίνητό του, δέν θά μπορούσε ν’ άγοράση ένα τέτοιο δακτυλίδι, αν ή πέτρα είναι αληθινή. — Καί δέν φαντάζεται ποιός μπορεϊ νά ’δώσε αυτό τό δακτυλίδι στήν Ρόζα; — Ό χ ι, δέν βάζει κανέναν στο μυαλό του. — Ή Ρόζα είχε πάει ποτέ στό Παρίσι; — Ποτέ τ η ς ... είπε ό Ά νρί. — Ούτε έγώ δέν έχω πάει στό Παρίσι, πρόσθεσε ή μητέρα. Καί ούτε θέλω νά π ά ω ... Καμμιά φορά πηγαίνω στήν Χάβρη με τό ζόρι, γιατί είναι άνάγκη καί ούτε αύτό τό κάνω μέ κέφι. — Ή Ρόζα πήγαινε στήν Χάβρη; — Πήγε μερικές φορές για νά ίδή τήν άδελφήτης. 157
— Στην Διέππη έχει πάει; — 'Ο χι, τΐ δουλειά έχει στην Διέππη; — Ή αλήθεια είναι, είπε πάλι ή μητέρα, δτι τώρα τελευταία δέν μαθαίναμε τίποτε για την Ρόζα. "Οταν έρχότανε να μας δή, στην χάση καί στήν φέξη, έρχότανε γιά λίγη ώρα μόνο γιά νά μάς κάνη κριτική γιά τό τί κάνομε καί τό τί λέμε. . . "Οταν άνοιγε τό στόμα της νά μιλήση δέν μιλούσε δπως όλοι οϊ άνθρωποι, μά έλεγε κουβέντες άκαταλαβίστικες. . . — "Ητανε πολύ συνδεδεμενη μέ την Βαλεντίνη; — Θέλετε νά πήτε άν τήν άγαποϋσε; Ή δική μου γνώμη είναι δτι τήν άπεχθανότανε, ότι τήν μι σούσε. ΚΓ αυτό τό κατάλαβα από μερικά λόγια πού τής ξεφύγανε κάποτε. — Τι λόγια ήτανε αυτά; — Δέν τά θυμάμαι τώρα, μά θυμάμαι δτι μοϋ κάνανε έντύπωσι. — Γιατί έμενε στήν υπηρεσία της; — Τήν ρώτησε πολλές φορές γι* αύτό μά δέν μοϋ ’δώσε καμμιάν άπάντησι. — Δέν σάς προσφέραμε τίποτε, κύριε άστυνόμε, εΐπε ό πατέρας. Θά πάρετε Ενα ποτήρι κρασί; Δέν σάς δίνω ποτό, γιατί δέν θά ’χετε φάει άκόμη. . . "Εχω καλό κρασί, δικό μου ! Καί δίχως νά περιμένη άπάντησι, βγήκε γιά νά πάη νά πιάση λίγο κρασί από τό βαρέλι του πού τό *χε στο ύπόστεγο δίπλα στο σπίτι του. Σέ λίγο ξαναγύρισε κι* έφερε τό κρασί σ’ Ενα πήλινο κανάτι. ’Από ένα συρτάρι πήρε μιά καθαρή πετσέτα γιά νά καθαρίση, μπροστά στόν Μαιγκρέ, δυό ποτήρια. — Μπορείτε νά μοϋ άφήσετε αυτό τό δακτυλίδι μιά ή δυό μέρες; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Γιατί όχι; Δέν είναι δικό μου. Δέν τό θεώρησα ποτέ δτι άνήκε στήν κόρη μου. Μόνο, θά πρέπη νά μοϋ δώσετε μιάν άπόδειξι δτι τό πήρατε έσεϊς γιά νά μήν βρώ καί τόν μπελά μου, άν τυχόν μοϋ τό ζητήσουνε.
158
Σέ μια γωνιά τοϋ τραπεζιού κάθησε ό Μαιγκρέ κι’ έγραψε τήν άπόδειξι. Ά δειασ ε τό ποτήρι του μέ τό κρασί, πού ήτανε λίγο ξινό, μά φυσικά είπε πώς τό βρήκε όπέροχο γιά νά κολακεύση τόν γέρο Τροσύ. — ’Ακούστε με κι’ έμένα, τού Ελ$γε ή μητέρα ένώ τόν ώδηγούσε πρός τήν πόρτα. Ή Ρόζα δέν πέθανε κατά λάθος. Αύτός πού έβαλε τό φαρμάκι στο ποτήρι, γιά τήν Ρόζα τό ’βάλε. Κι* άν τυχόν κανένας καλοθελητής θέλει νά σάς κάνη νά πιστέ ψετε τό άντίθετο, I . .. κάποιο λόγο θά ’χη γι’ αύτό ! — Ε λπίζω νά φανή σύντομα ή άλήθεια. — Λέτε νά ’ναι σύντομα; — Χ μ . .. Ισως καί πιό γρήγορα άπ’ όσο φαντά ζομαι. Ό Μαιγκρέ είχε φυλάξει τό δακτυλίδι τυλιγμένο στο χαρτάκι του, μέσα στήν τσέπη τοΟ γιλέκου του. Κοίταξε τά κρεβάτια τής οικογένειας. Σ’ αύτό τό μικρό, παιδικό κρεβάτι — συλλογιζότανε — σί γουρα θά είχε κοίμηθή μικρούλα, ή Ρ ό ζ α . . . κι’ αρ γότερα θά κοιμότανε στο άλλο δωμάτιο όπου ήτανε τά μεγαλύτερα κρεβάτια, μέ τις άδελφές της μαζί. Νά και τό τζάκι, όπου θά *χε μαγειρέψει πολλές φορές τήν ψαρόσουπα τής φαμίλλιας ή Ρόζα ! Γιατί νά τήν φαρμακώσουν; Γιατί; "Οταν Εφευγε, ή οικογένεια δλόκληρη δέν τόν Εβλεπε πια σάν έχθρό, μά πάντα μέ κάποια έπιφύλαξι, σάν άγνωστο. Μόνον ό 'Ανρί τόν συνώδευσε Εως εξω. Εως τό ταξί πού τόν περίμενε. — Στο Έτρετά δέν πηγαίνετε; ρώτησε τόν Μαιγκρέ ό 'Ανρί. — Ναί, βέβαια. . . — Σάς πειράζει νά ’ρθω μαζύ σας; — Κάθε άλλο. Πολύ εύχαρίστως. — Μ ισό λεπτό νά πάρω τό κασκέττο μου καί τόν σάκκο μου μέ τά σύνεργα. Ό Μαιγκρέ τόν άκουσε πού Ελεγε στους δικούς του : 159
— Εύκαιρία νά πάω στό - Έτρεχα με τό άμάξι τοΟ κυρίου άστυνόμου. Ά π ’ έκέί θά τραβήξω γραμμή ατά Φεκάν νά πάρω τήν βάρκα μου. 'Οταν γύρισε στό αύτοκίνητο φορούσε τό ναυ τικό του κασκέττο καί είχε κρεμασμένον στον ώμο του ένα σάκκο μέ είδη ψαρικής μέσα. 'Ο Μαιγκρέ γύρισε τό κεφάλι του πρός τό σπιτάκι καί είδε άπό τήν άνοικτή πόρτα τήν οικογένεια πού είχε καθήσει πάλι στό τραπέζι. — Ε σ είς τι λέτε; Μού είπε ψέματα ό Τεό; — Πού νά ξέρω; — Θά τού δείξετε τό δακτυλίδι; — Δεν άποκλείεται. — "Οταν πήγα νά τόν πετύχω τήν πρώτη φορά, είχα σκοπό νά τού σπάσω τά μούτρα. — Τό κατάλαβα αυτό. ’Αναρωτιέμαι μόνο πώς τά κατάφερε καί σάς καλμάρησε. — Κι* έγώ άπορώ γι* αύτό, όμως δέν τόν βρήκα όπως τόν φανταζόμουνα. Είμαι βέβαιος δτι δέν έβαλε χέρι στήν άδελφή μ ο υ . .. — Ά λ λ ο ι, πριν άπό τόν Τεό, μήπως έπεχείρησαν; — Ναί, στό χωριό κάποιος νεαρός Μπαμπέφ . .. Τόν συγύρισα γιά καλά. — 'Η Ρόζα δέν είπε ποτέ οτι θά ήθελε νά παντρευτή; — Ποιός νά τήν πάρη; Κ ι' αυτός είχε τήν γνώμη οτι κανένας δέν θά ήθελε νά παντρευτή τήν άδελφή του. Ό Μαιγκρέ τόν ρώτησε πάλι : — Έ χετε νά μού πήτε τίποτε; — Ό χ ι. — Τότε γιατί θελήσατε νά “ρθετε μαζύ μου; — Δέν ξέρω. Έ τσ ι μού ’ρθε. Έ πειτα, θά ήθελα νά τόν ξανάβλεπα. — Τόν Τεό; — Ναί. — Γιά νά τού μιλήσετε γιά τό δακτυλίδι; 160
— Καί γιά τό δακτυλίδι καί για άλλα πράγματα. Έγώ δέν είμαι μορφωμένος σαν καί σάς μά κάτι μοΰ λέει πώς σ’ αύτήν τήν ιστορία δέν υπάρχουνε πολύ στρωτά καί φυσικά πράγματα. — ΓΤοϋ λογαριάζετε νά τόν βρήτε; Στό μικρό μπαρ οπού σάς βρήκα μαζύ; — "Η σ’ αύτό ή σέ κανένα άλλο. "Ομως θά προ τιμούσα νά κατεβώ από τό αυτοκίνητο πριν φτάσωμε έκεΐ. Κατέβηκε πραγματικά πριν μπούνε στην πάλι καί ό Μαιγκρέ έξακολούθησε έως τό ξενοδοχείο του. Είχε πεΐ στον έπιθεωρητή Κασταίν νά τού άφήση ένα μήνυμα ή νά τηλεφωνήση πού θά βρι σκότανε παρακολουθώντας τόν Τεό. Δέν βρήκε μήνυμα στό ξενοδοχείο καί πήγε ώς τό Καζίνο, όπου ρώτησε τόν μπάρμαν : — Τσάρλυ; Φάνηκε ό έπιθεωρητής μου; — Ό κύριος Κασταίν; Ναι ήτανε πριν άπό λίγο έδώ. — Μαζύ μέ τόν Τεό Μπεσσόν; — Δηλαδή, 6 κύριος Μπεσσόν μπήκε πρώτος καί ύστερα ό έπιθεωρητής. — Φύγανε; — Κατά τόν ίδιο τρόπο. Πρώτος ό Μπεσσόν καί πίσω του 6 Κασταίν. Καί τού έκλεισε μέ τρόπο τό μάτι ό μπάρμαν, σάν νά τού έλεγε 6τι είχε άντιληφθή πώς ό έπιΟιιωρητής παρακολουθούσε τόν Μπεσσόν. — Θά πιήτε τίποτε; ■ — Ό χ ι Τσάρλυ, μερσί. Ό Μαιγκρέ πήγε στό ξενοδοχείο δπου έμενε ό Μπεσσόν. Βρήκε τόν Κασταίν μπροστά στήν πόρτα. — ’Εδώ είναι; — ’Εδώ κι* ένα τέταρτο μπήκε στό δωμάτιό του. Νά, βλέπετε τό φώς; "Ενα παράθυρο στόν δεύτερο δροφο ήτανε φω τισμένο. 161
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
8
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ Δυό καί τρεις φορές εκείνο τό βράδυ, ό Κασταΐν κοίταξε τόν άστυνόμο Μαιγκρέ μέ τρόπο, σάν νά ήθελε νά καταλάβη fiv πραγματικά ό Μαιγκρέ ήξερε ποΟ βάδιζε, fiv ήτανε αληθινά τό μεγάλο άστυνομικό μυαλό πού όλοι οί νεώτεροι θέλανε νά τοϋ μοιάσουν ή fiv δέν περπατούσε στην τύχη, περιμένοντας νά βρή κάποιο Ιχνος, κάποιο σημάδι γιά νά κατατοπισθή στήν έρευνά του. — Πάμε νά καθήσωμε κάπου, τοϋ είχε πει ό Μαιγκρέ όταν τόν βρήκε έξω άπό τό ξενοδοχείο όπου έκανε τήν βάρδια του. Οί καλοί και φρόνιμοι νοικοκυραΐοι πού δια μαρτύρονται έναντίον τής πληθώρας τών ποτοπω λείων, δέν φαντάζονται πόσο έξυπηρετικά είναι αύτά τά μαγαζάκια γιά τούς άστυνομικούς. Έ τσ ι κι’ αύτήν τήν φορά, ένα μικρό μπαράκι βρισκότανε σέ μιά άπόστασι πενήντα μέτρων άπό τό ξενοδοχείο τής ’Ακρογιαλιάς πού έπρεπε νά έπιτηρή ό Κασταίν. Και μάλιστα, άπό τό τραπέζι όπου έκάθησαν ό Μαιγκρέ και ό έπιθεωρητής, φαινότανε καί ή πόρτα τοϋ ξενοδοχείου καί τό παράθυρο τοϋ δωματίου τοϋ Τεό Μπεσσόν. — Τραβάει ή ψυχή μου έναν καλό καφέ... είπε ό Μαιγκρέ. ’Απόψε δέν κάνει πολλή ζέστη. — Έφαγατε γιά βράδυ; ρώτησε ό Κασταίν. - 'Ο χ ι . — Δέν θέλετε νά φάτε; Δέν πεινάτε; — Λογαριάζω νά φάω άργότερα. 162
Είχε πιει αρκετά άπό τό πρωΐ καί όμως δεν φαι νότανε ζαλισμένος κ ά ν ... — Φαντάζομαι ότι ό φίλος μας θά γδύνεται γιά νά κοιμηθή. — Θά έξακολουθήσω τήν βάρδια; — Ναι άγόρι μου, νομίζω ότι πρέπει. "Ομως μπορείς νά μείνης έδώ, αφού βλέπεις άπ’ εδώ τήν πόρτα τού ξενοδοχείου. — Καί σεις θά φύγετε; — Λογαριάζω νά πάω νά κάνω μια βίζιτα ακόμη στο σπίτι τής Βαλεντίνης. Ό μω ς κάθησε ακόμη κανένα τέταρτο τής ώρας, χωρίς νά μιλάη, χωρίς νά λέη λέξι, κοιτάζοντας άφηρημένος μπροστά του. Ό Κασταίν σεβότανε αυτή του τήν σιωπή. Μπορούσε νά μήν κουβεντιάζη μά τό μυαλό του καί ή σκέψις του δουλεύανε έντατικά. Τέλος σηκώθηκε, άφήνοντας έναν άνάλαφρο αναστεναγμό καί βγήκε άπό τό μπάρ, μέ τήν αιώνια πίπα του στό στόμα, μέ τά χέρια του στις τσέπες του. Γιά μερικά λεπτά ό Κασταίν άκουγε τά βήματά του στό λιθόστρωτο πού άπομακρυνόντουσαν... Θά ήτανε δέκα ή ώρα — νύχτα — όταν 6 Μαιγκρέ ίΐφτασε στό έξοχικό σπιτάκι τής Βαλεντίνης, τήν περίφημη Β ι λλ ί τ σ α. Στόν δρόμο πού φωτιζότανε άπό ένα άμφίβολο φεγγάρι, δεν είχε συναντήσει ψυχή άνθρώπου. Ούτε κάν γαύγισμα σκυλιού δέν είχε άκούσει, ούτε είδε καμμιά γάτα νά σκαρφαλώνη βιαστική σέ κανένα φράχτη. Μονάχα κάτι βατράχια άκουγόντουσαν σέ μια ψευτολίμνη έκεΐ κοντά, μέ τά μονότονα καί ρυθμικά τοι>ς κοάσματα. Ό Μαιγκρέ είδε άπό τόν φράχτη λίγο φώς σ’ ενα δωμάτιο τού ισογείου καί βρίσκοντας τήν πόρτα ανοιχτή, μπήκε στόν κήπο. ’Ακολουθώντας τό στενό δρομάκι τού κήπου προχώρησε πρός τό σπίτι. Δεξιά κ ι' αριστερά του πέφτανε κλαδιά δένδρων καί καθώς περνούσε έκαναν κάποιο θόρυβο, πού άσφαλώς θά 163
τόν άκουγε άπό τό σπίτι της ή Βαλεντίνη, άφού δεν είχε άκόμη κοιμηθή. Πλησιάζοντας στό φωτισμένο παράθυρο, είδε τήν Βαλεντίνη πού έκείνη την στιγμή σηκωνότανε καί έσβηνε τό φως,ίσως γιά νά μπόρεση ν’άφουγκραστή τί γινότανε έξω. Ή υγρασία τού κήπου ήτανε τόση, ώστε ό Μαιγκρέ φταρνίστηκε χωρίς νά τό θέλη. Στήν στιγμή άκούστηκε άπό μέσα ή φωνή τής Βαλεντίνης λίγο άνήσυχη. — Ποιός είναι; ρώτησε. — Έγώ, ό Μαιγκρέ. "Ενα μικρό γέλιο καί μια φράσις : — Ά , έσεΤς; Μια στιγμή ν' ανάψω φώς. Καί σάν νά μιλούσε στον εαυτό της ή Βαλεντίνη ψιθύρισε : Μά πού είναι αύτός ό διακόπτης; Φαίνεται δτι θά γύρισε δύο διακόπτες, γιατί και τό φώς του σαλονιού άναψε μά και ένα φώς στόν κήπο, έπάνω άπό τήν πόρτα τής εισόδου φωτίστηκε ταυτόχρονα, σχεδόν έπάνω άπό τό κεφάλι τού άστυνομικοΟ. — Τώρα, σάς ανοίγω ... είπε πάλι ή Βαλεντίνη άπό μέσα. Ό Μαιγκρέ τήν άκουσε πού βημάτιζε στό σπίτι της, ξεκλείδωνε μιά πόρτα, τραβούσε μιαν άμπάρα καί όταν μπήκε στό σαλονάκι της, είδε σ’ ένα τρα πέζι τά χαρτιά μιάς τράπουλας άπλωμένα γιά πασιέντζα. — Βλέπετε, είπε ή Βαλεντίνη στόν άστυνομικό, δτι δέν είμαι καί τόσο γενναία δσο λέω καί κλειδώ νομαι δταν είμαι μόνη μου. Δέν περίμενα τήν έπίσκεψί σας. Δέν ήθελε νά τον έρωτήση γιά τόν λόγο τής έπισκέψεώς του μά φαινότανε άρκετά παραξενεμένη γι’ αύτήν. — Περάστε, περάστε νά καθήσετε... Κι9 έπειδή είδε δτι 6 Μαιγκρέ είχε ρίξει μιά ματιά στα τραπουλόχαρτα,θέλησε νά δικαιολογηθή : — Τί νά κάνω; "'Οταν είναι κανείς μόνος του 164
πρέπει μέ κάτι νά διασκεδάζη. Τί νά σας προσφέρω; — Ξέρετε ότι από χτές πού βρίσκομαι στό Έτρετά δέν κάνω τίποτε άλλο παρά νά πίνω; Ό προγονός σας ό Σάρλ ήρθε τό πρωί και ρουφήξαμε μαζί δυό τρία ποτηράκια πικόν-γκρεναντίν. . . 'Έρ χεται ό Τεό, προσφέρει κΓ αύτός τά ΐδια. Βρίσκω τόν επιθεωρητή μου, μπαίνομε σ* ένα μπαράκι και πίνομε π ά λ ι... έρχομαι έδώ καί βλέπω τό μπουκάλι σας νά παρουσιάζεται αύτομάτως στό τραπεζάκι. . . Ό γιατρός τά ίδ ια . . . Πάω στό *Υπόρ καί ό πατέρας Τροσύ έπιμένει νά δοκιμάσω τό κρασί του. — "Α, πήγατε στό 'Υπόρ; Σάς δεχτήκανε καλά οί Τροσύ; — Ό χ ι καί πολύ άσχημα. — Σάς έδωσαν καμμιά ενδιαφέρουσα πληροφορία; — Ίσως. Είναι δύσκολο σέ μιά τέτοια ύπόθεσι νά κρίνη κανείς ποιά πληροφορία είναι ενδιαφέ ρουσα καί ποιά όχι. Δέν είχατε καμμιά έπίσκεψι άπό τήν ώρα πού έφυγα; — "Οχι. Έγώ άντίθετα έκανα μιάν έπίσκεψι. . . — 'Αλήθεια; Πού πήγατε άν έπιτρέπεται; — "Οχι μακρυά, εδώ δίπλα στήν γριά δεσποι νίδα Σερέ. Είναι τόσο γριά πού δέν μπορεί κάν νά κινηθή άπό τό σπίτι της. Ό λ ο ι πιστεύουν ότι δέν ζι] πιά κι’ έτσι κανείς δάν πάει νά τήν δή. — Καί πηγαίνετε τακτικά στό σπίτι της; — Πολύ συχνά. Είναι τόσο κοντινή μου γειτόνισσα. Έ νας φράχτης μάς χωρίζει. Θά μπορούσα Λάν ήμουν νεώτερη, νά σκαρφαλώσω τό φράχτη καί νά πάω στό σπίτι της. Τώρα είμαι μόνη μου... Λογάριαζα νά πάρω μιά υπηρέτρια στό σπίτι, μά τό συλλογίζομαι καί λέω μήπως δέν είναι καλύτερα νά μένω μόνη. — Δέν φοβόσαστε τήν μοναξιά; — Ναί, καμμιά φορά μέ πιάνει ένας φόβος. Τό είδατε πριν άπό λίγο, νομίζω, πού είχα κλειδαμπα ρωθώ. "Οταν άκουσα τά βήματά σας, τρόμαξα σάς 165
βεβαιώνω κι’ έχασα την ψυχραιμία μου. ’Αναρω τιέμαι τί θά κάνω civ μου ’ρθη νύχτα στο σπίτι κανένας άλήτης. Νά σας πώ δμως τι κάνω. Σβήνω τό φως μέσα στό σπίτι καί ανάβω τό φώς πού είναι στόν κήπο, έξω άπό τήν πόρτα μου. "Ετσι μπορώ νά βλέπω ποιος είναι χωρίς νά μέ βλέπη αύτός. — Τό σύστημά σας μού φαίνεται πολύ καλό. — Μονάχα τώρα πού ήρθατε ξέχασα ν* άνάψω αμέσως τό εξω φώς. Θά πρέπη νά τό συνηθίσω καί νά μήν τό ξεχνώ καί νά βρίσκω αμέσως τόν δια κόπτη. Ό Μαιγκρέ έκοίταξε τά πόδια της καί είδε δτι φορούσε παπούτσια καί όχι παντούφλες. Μά ίσως — σκέφτηκε ό Μαιγκρέ — νά μήν ήθελε νά φορά παντούφλες παρά μονάχα στό δωμάτιό της δταν πήγαινε νά κοιμηθή. — Τίποτε νεώτερο κύριε Μαιγκρέ; Είχε καθήσει στήν ίδια πολυθρόνα πού καθό τανε πάντα και τό σαλόνι τής Βαλεντίνης τού φαι νότανε πιο γνωστό, περισσότερο οικείο άπό τήν πρώτη του έπίσκεψι. Ή γάτα πού κοιμότανε σέ μια πολυθρόνα, σηκώθηκε, άφησε τήν νωχέλειά της και πήγε νά τριφτή στό πόδι του, μέ τήν ούράτης ση κωμένη. — Δέν ξέρετε τήν γλώσσα τών γάτων; τόν ρώ τησε ή Βα^χντίνη. — 'Ο χι, γιατί; — Γιατί αυτήν τήν στιγμή ή γάτα μου σάς γυ ρεύει ένα χάδι. Για πήτε μου άλήθεια, γιατί ήρθατε άπόψε; ’Ανησυχήσατε γιά μένα; — "Ηθελα νά βεβαιωθώ δτι δέν σάς συνέβη τίποτε... — Περιμένετε νά μοΰ κάνουν κανένα κακό; Δέν φαντάζομαι νά βάλετε κανέναν επιθεωρητή σας νά φυλάη βάρδια δλη τή νύχτα έξω άπό τό σπίτι μου. "Αν έχετε τέτοια πρύθεσι, προτιμώ νά μοΰ τό πήτε, γιά νά τού βάλω ένα πτυσσόμενο κρεβάτι στήν κουζίνα νά κοιμάται ό καημένος. 166
Φαινότανε πολύ εύθυμη καί τά μάτια της λαμπο κοπούσανε. Είχε φέρει τό μπουκάλι μέ τό ποτό της καί γέμιζε τά ποτήρια τους. — Ή γυναίκα σας δέν παραπονεΐται για τό επάγγελμά σας; — Τόσα χρόνια τώρα έχει συνηθίσει. Καθότανε άναπαυτικά στήν πολυθρόνα του ό Μαιγκρέ καί τής έκανε διάφορες έρωτήσεις πού φαινόντουσαν άσκοπες μά είχαν όλες τόν σκοπό τους. — Περνάτε συχνά τις ώρες σας μέ τις πασιέντζες; — Δέν ύπάρχουν πολλά παιγνίδια τράπουλας μέ ένα μόνο παίκτη. — Πώς δέν παίζατε μέ την Ρόζα; — Έπεχείρησα νά τής μάθω πρέφα μά δέν τήν καταλάβαινε. Ασφαλώς ή Βαλεντίνη θ’ αναρωτιότανε τί είχε πάει νά κάνη στό σπίτι της ό αστυνομικός. Τόν έβλεπε πού καθότανε στήν πολυθρόνα του σάν νά μισοκοιμότανε, βαρύς άπό τήν κούρασι καί άπό τά τόσα ποτήρια πού είχε κατεβάσει. Τό κατάλαβε καί μόνος του καί είπε : — Θά έκανα καλύτερα νά πήγαινα στό ξενοδο χείο μου νά κοιμηθώ ... — 'Ένα τελευταίο ποτηράκι; — Θά ττιήτε καί σείς ένα μαζύ μου; — Μά βέβαια. — Τότε τό δέχομαι. Μήν άνησυχήτε, τόν δρόμο τόν έμαθα πιά ώς τό ξενοδοχείο μου καί δέν φο βάμαι νά μήν χαθώ στά χωράφια. Φαντάζομαι ότι Οά πάτε καί σείς νά κοιμηθήτε. •— Σέ μισή ώρα θά είμαι στό κρεβάτι μου. — Θά πάρετε τό τακτικό σας ύπνωτικό; — Ό χ ι, δέν έχω άγοράσει άλλο. 'Ομολογώ ότι έπηρεάσθηκα λίγο. — “Ομως κοιμόσαστε, φαντάζομαι. — Στήν άρχή βασανίζομαι λίγο, στριφογυρίζω 167
στό κρεβάτι μου, μά στο τέλος μέ παίρνει ό ύπνος. "Αλλως τε οί ήλικιωμένοι δέν χρειάζονται πολλές ώρες ύπνου. Ψέματα; — Σας χαιρετώ λοιπόν. Καλή σας νύχτα καί αύριο πάλι. — Καλή νύχτα σας κύριε Μαιγκρέ. Ό Μαιγκρέ βγήκε στον κήπο, προχώρησε από τόν στενό δρομίσκο δημιουργώντας τον ίδιο θόρυβο πού έκανε μέ τά φύλλα τών δένδρων καί τέλος βγήκε κι’ άπό τήν καγκελλόπορτα τού περιβόλου καί βρέθηκε στόν δρόμο. Για λίγα δευτερόλεπτα στάθηκε καί κοίταξε τό σπίτι, τήν στέγη καί τήν καπνοδόχο πού διαγρα φόντουσαν στό φώς τού φεγγαριού. Σήκωσε τό γιακά τού σακκακιού του, έβαλε τά χέρια του στις τσέπες του γιατί ή ύγρασία άρχιζε νά γίνεται αισθητή καί ξεκίνησε μέ μεγάλα καί γρήγορα βήματα για τήν πόλι. "Εκανε μια βόλτα σ’ όλα τά ταβερνάκια καί μπαρ πού εύρισκε ανοιχτά, όχι γιά νά μπή μέσα μά μονάχα γιά νά ίδή μήπως θά 'βρίσκε πουθενά τόν Ά νρί, ό όποίος σίγουρα θ’ άναζητούσε τόν Τεό Μπεσσόν. Άραγε ό Ά νρί ήξερε ότι ό Τεό είχε γυρίσει στό ξενοδοχείο του; Είχε πάει άραγε στό ξενοδοχείο γιά νά ρωτήση; Ίσως νά μήν τόν είχε πετύχει πουθενά. Ό Μαιγκρέ δέν ήξερε ποιά ώρα σαλπάρανε οί ψαρόβαρκες γιά τό ψάρεμά τους. Μπήκε μιά στιγμή στό μπαρ τού Καζίνου καί βρήκε τόν μπάρμαν τόν Τσάρλυ πού μετρούσε τήν είσπραξί του. — Τσάρλυ, μήπως έτυχε νά ίδής ένα ψαρά; — Τόν Ά νρί Τροσύ; Ναι, είναι καμμιά ώρα πού πέρασε άπ’ έδώ. Οί ψαρόβαρκες έτοιμαζόντουσαν νά σαλπάρουν. — Είπε τίποτε; — "Οχι, τουλάχιστον σ' εμένα δέν μίλησε. Κάτι όμως μουρμούριζε διαρκώς μέσ’ άπό τά δόντια του. Φεύγοντας ξέχασε τόν ψαρόσακκό του έδώ καί όταν 168
τον πήρε και τόν ερριξε στους ώμους του, σάρωσε τόν πάγκο κι’ Εσπασε δύο ποτήρια. Ό Επιθεωρητής Κασταιν βρισκότανε στήν θέσι του, Εξω όμως, στόν δρόμο. Τό παράθυρο τού Τεό φαινότανε πάντα φωτισμένο. Ρώτησε τόν Μαιγκρέ : — Είδατε τόν άδελφό τής Ρόζας; — Ό χ ι. — Πέρασε πρίν άπό λίγο, σχεδόν παραπατώντας. — Μπήκε στο ξενοδοχείο; — Ούτε κατάλαβε δτι ύπάρχει ξενοδοχείο εδώ. — ΣοΟ μίλησε; — Φρόντισα νά μη μέ ίδή. Είχα κολλήσει στόν τοίχο. — Ποϋ κατευθυνότανε; — Τράβηξε ίσια τόν δρόμο και Εστριψε δεξιά. Τι Εχομε τώρα νά κάνωμε; — Τίποτε. — Θά μείνομε έδώ; — Γιατί όχι; — Λέτε δτι θά βγή άπό τό ξενοδοχείο του ό λεγάμενος; — Δέν άποκλείεται. Ό έπιθεωρητής Κασταιν Εβλεπε άπό τις απαν τήσεις τού Μαιγκρέ δτι βάδιζε άκόμη στό σκοτάδι. "Αρχιζε νά πιστεύη δτι ή μεγάλη του φήμη ήτανε δυσανάλογη μέ τήν άξία του. Καί κυρίως δέν θά ’πρεππ νά πίνη. — Πήγαινε νά ρωτήσης στό ξενοδοχείο άν τόν ζήτησε κανείς καί αν άνέβηκε κανείς στό δωμάτιό του. Ι έ λίγα λεπτά ό Κασταιν είχε Επιστρέφει μέ αρνητική άπάντησι. — Κανείς. — Είσαι βέβαιος δτι δταν τόν παρακολουθούσες δέν μίλησε μέ κανένα; — Μέ κανέναν. Μόνο γιά νά παραγγείλη τό ποτό του όπου Εμπαινε. Ή ξερε δτι τόν παρακολ ουθώ. Καί πότε πότε γύριζε νά μέ κοιτάξη μέ ύφος 169
διατακτικό. Είμαι βέβαιος ότι θά ήθελε νά με καλέση νά πιοθμε μαζί. — Μήπως τοΟ έδωσε κανείς σέ κάποιο μπάρ κανένα γράμμα; — Δέν είδα τίποτε τέτοιο. "Ομως πιστεύω ότι πρέπει νά πεινάτε. Δέν θέλετε κανένα σάντουιτς; Ό Μαίγκρέ δέν φάνηκε κάν ν* άκουσε τί τοΟ είπε ό Κασταίν. "Εβγαλε από τήν τσέπη του τήν πίπα του και τήν γέμισε καπνό. Ή ομίχλη άρχιζε νά σκοτεινιάζη περισσότερο τήν νύχτα. — Σέ μιά έβδομάδα, είπε ό Κασταίν, δέν θά ύπάρχη ούτε ένας ξένος έδώ. Μονάχα οί ντόπιοι θά μείνουνε. ’Ακόμη και τό προσωπικό τών ξενο δοχείων θά φύγη γιά τά νότια τής Γαλλίας, για ν’ άρχίση μιά καινούργια δουλειά σέ άλλες πόλεις, μέ νέους πελάτες. — Τί ώρα έχεις Κασταίν; — Είναι ένδεκα παρά είκοσι. Κάτι θά συλλογιζότανε ό Μαιγκρέ, κάποια σκέψις θά τον άνησυχοΰσε γιατί ξαφνικά σηκώθηκε και είπε στόν έπιθεωρητή : — Θά σ’ άφήσω μόνο σου γιά λίγα λεπτά. Έ χω νά κάνω ένα τηλεφώνημα άπό τό ξενοδοχείο μου. ’Από τόν τηλεφωνικό θάλαμο τού ξενοδοχείου, έκάλεσε τό κέντρο τοϋ Φεκάν καί έζήτησε τό σπίτι τοϋ βουλευτοΰ Σάρλ Μπεσσόν. — Έδώ Μαιγκρέ. Σας ζητώ συγγνώμη άν σάς ένοχλώ τέτοια ώρα. Δέν φαντάζομαι νά έχετε κοιμηθή. — "Οχι. Έ χετε κανένα νέο; Έγώ έχω πάλι μπε λάδες. Ή γυναίκα μου άρπαξε μιά βρογχίτιδα καί έπιμένει νά πάη αύριο στην κηδεία τής μητέρας της. — Γιά πήτε μου κύριε Μπεσσόν, μήπως ή γυ ναίκα σας είχε ποτέ ένα χρυσό δακτυλίδι μ’ ένα μεγάλο σμαράγδι; — "Αν έχη, τί; — Έ να χρυσό δακτυλίδι μέ σμαράγδι. 170
— 'Ο χι, τέτοιο πράγμα δέν υπάρχει στά κοσμή ματα τής γυναίκας μου. — Μήπως θυμόσαστε κανένα τέτοιο δακτυλίδι στά κοσμήματα τής οικογένειας σας γενικά; Μήπως είχε ή κυρία Άρλέττα τέτοιο δακτυλίδι; — Δέν θυμάμαι νά έχω ίδεϊ ποτέ μου σμαράγδι. — Σάς εύχαριστώ. — Κύριε Μαιγκρέ, μήν κλείνετε. — Τΐ θέλετε; — Ti ίστορία είναι πάλι αυτή μέ τό δακτυλίδι; Έ χετε βρει κανένα τέτοιο κόσμημα; — Δέν ξέρω άκόμη. Θά σάς πω όταν θά ξανασυναντηθούμε. — Πώς πηγαίνετε έκεΐ κάτω; — Γιά τήν ώρα έχομε ήσυχία. Ό Μαιγκρέ άφησε τό ακουστικό καί ύστερα άπό μικρή σκέψι ζήτησε τό Παρίσι, τον άριθμό τηλε φώνου τού σπιτιού της Άρλέττας. Τού άπάντησε μιά φωνή άνδρική. Ή τανε ό άνδρας της. — Εμπρός, έδώ Ζυλιέν Σύντρ. Ποιός παρακαλώ; — ’Αστυνόμος Μαιγκρέ. Θά ήθελα νά μιλήσω στήν κυρία Άρλέττα. Α κούσε τήν άνδρική φωνή νά λέη : — Εσένα ζητάνε. Είναι ό κύριος άστυνόμος. — Έγώ ή ίδια, είπε ή Άρλέττα στό τηλέφωνο, υπάρχει κανένα νέο κύριε Μαιγκρέ; — Νέο, όχι άκόμα. Ή θελα μόνο νά σάς έρο)τήσω κάτι. — Σάς άκούω. — Μήπως σάς κλέψανε ποτέ τίποτε κοσμήματα; — Γιατί μ’ έρωτάτε; — Απαντήστε μου σάς παρακαλώ. — "Οχι, ποτέ. — Έ χετε πολλά κοσμήματα; — Έ χω μερικά. Ό λ α δώρα τού συζύγου μου. — Είχατε ποτέ σας ένα χρυσό δακτυλίδι μέ ένα σμαράγδι άρκετά μεγάλο; — 'Ο χι, ποτέ. 171
— Μήπως θυμόσαστε κανένα τέτοιο δακτυλίδι σέ κανένα άλλο μέλος τής οικογένειας σας; — "Ο χι... Μέ σμαράγδι είπατε; "Ο χι... δεν θυμάμαι ποτέ τίποτε τέτοιο. — Καλά, σάς ευχαριστώ πολύ. — Δέν έχετε τίποτε άλλο νά μού πήτε; — ΓΥ άπόψε δχι. Ή Άρλέττα δέν ήθελε νά σταματήση την συν διάλεξή Ίσως νά ήθελε νά μιλήση ακόμη, μά όχι μπροστά στόν δνδρά της. Έρώτησε μόνο : — 'Υπάρχει τίποτε δυσάρεστο; — ’Ό χι, τίποτε. Κοιμηθήτε... Καλή νύχτα σας. — Καλή σας νύχτα! Βγαίνοντας άπό τον τηλεφωνικό θάλαμο δέν είδε παρά τον νυκτοφύλακα τοΟ ξενοδοχείου στό χώλλ. Έ κεϊ κοντά βρισκότανε ή πολυθρόνα οπού καθό τανε ή Άρλέττα τό πρώτο βράδυ πού τήν είχε γνω ρίσει. "Εξω έκανε ψύχρα. Ό Μαιγκρέ μετάνοιωσε πού δέν είχε πάρει ένα ελαφρό πανωφοράκι μαζί του, θέλησε γιά μιά στιγμή νά τηλεφωνήση στήν γυ ναίκα του γιά νά τής πή μιά καλησπέρα και ύστερα άλλάζοντας γνώμη δέν τηλεφώνησε. Γύρισε πίσω στό μπάρ όπου βρισκότανε ό Κασταίν. Καί τό ξενο δοχείο τοΟ Τεό Μπεσσόν ήτανε έρημο κι* αύτό. Ε κτός άπό δύο τρία φωτισμένα παράθυρα, δλα τά άλλα φαινόντουσαν σκοτεινά. Τό παράθυρο τοΟ δωματίου τού Τεό, ήτανε πάντα φωτισμένο. — Τι διάβολο κάνει τέτοια ώρα μέ τό φως; Μήπως διαβάζει πλαγιασμένος στό κρεβάτι του; άναρωτήθηκε ό Κασταίν. "Η μήπως άποκοιμήθηκε καί ξέχασε νά σβήση τό φώς; — Τί ώρα είναι; ρώτησε ό Μαιγκρέ. — Μεσάνυχτα. — Είσαι βέβαιος δτι κανένας δέν τοϋ μίλησε; Καί ξαφνικά ό έπιθεωρητής κτύπησε τό μέτωπό του μέ τήν παλάμη του λέγοντας : — Βρέ νά πάρη ό διάβολος. . . ηλίθιος πού είμαι! 172
— Τί συμβαίνει Κασταίν; — Βέβαια, δέν τοϋ μίλησε κανένας. Ούτε τοϋ δώσανε κανένα γράμμα, μά ξέχασα νά σάς πώ δτι την ώρα πού ήμαστε στό δεύτερο μπάρ, ό καταστη ματάρχης τού είπε : Σάς ζητάνε στό τηλέφωνο. . . — ΤΙ ώρα ήτανε; — Λίγο περασμένες άπό τις όκτώ. — Δέν είπε ποιός τον ζητούσε; — Ό χ ι. Ό Τεό μπήκε στον τηλεφωνικό Θάλαμο. Ά πό τό τζάμι τής πόρτας τού θαλάμου τον έβλεπα. Δέν μιλούσε αύτός. Αύτός άκουγε μόνο και τόν έβλεπα πού έλεγε : Ναί, ν α ί... — Αύτό είναι δλο; — Πώς διάβολο μου ξέφυγε αύτή ή λεπτομέρεια; Πώς μοϋ ξέφυγε; Ελπίζω νά μήν είναι σοβαρή ή παράλειψις. . . — Δέν ξέρω. Θά προσπαθήσωμε νά τό έξακριβώσωμε αύτό. Τί ύφος είχε όταν βγήκε άπό τόν τηλεφωνικό θάλαμο; — Δέν μπορώ νά τόν περιγράφω ακριβώς, “ίσως νά ήτανε λίγο έκπληκτος, λίγο άνήσυχος... Πάντως δέν φαινότανε θυμωμένος. — Πάμε στό ξενοδοχείο. Περίμενέ με στήν είσοδο, στό χώλλ. Μπήκε καί ρώτησε τόν νυκτερινό Θυρωρό : — Ποιό είναι τό δωμάτιο τοϋ κυρίου Μπεσσόν; — Τό 29, στον δεύτερο όροφο. Νομίζω πώς κοιμάται. Μάς άφησε έντολή νά μήν τόν άνησυχήσο>με. Ό Μαιγκρέ δέν άκουσε τόν θυρωρό. Ανέβηκε δυό δυό τά σκαλοπάτια, σταμάτησε λίγο στό πλα τύσκαλο τοϋ δευτέρου όρόφου γιά νά πάρη άνάσα καί ύστερα βλέποντας τήν πόρτα μέ τόν αριθμό 29, έκτυπη σε. Κανένας δέν τού άπήντησε. Κτύπησε πιο δυνατά, ακόμη δυνατώτερα μά καί πάλι δέν άκουσε άπάντησι άπό μέσα. Τότε έσκυψε άπό τήν σκάλα καί φώναξε τόν έπιθεωρητή του : 173
— Κ ασταίν... — Μάλιστα. — Ζήτησε από τόν θυρωρό Ενα Αντικλείδι. Θά Εχουνε κλειδί πού άνοίγει όλες τις πόρτες. Καθυστέρησε λίγο ό Κασταίν. Ίσως ό θυρωρός να Εφερνε καμμιά άντίρρησι. Φυσικά αναγκάστηκε νά ύποταχθή στήν ’Αστυνομία. Ό Μαιγκρέ άδειασε την στάχτη τής πίπας του στό στακτοδοχεΐο του διαδρόμου» μά απρόσεκτος όπως ήτανε συνήθως, άδειασε τις στάχτες στό χαλί τού διαδρόμου. Στό Αναμεταξύ φάνηκε ό θυρωρός πού Ανέβαινε μέ τόν Κασταίν πίσω του. Ό θυρωρός γκρίνιαζε καί μουρ μούριζε : — Δεν είναι σωστά αυτά τά πράγματα. Τι πάει νά πή : ’Αστυνομία; Δέν Εχει κανένας τό δικαίωμα... Διάλεξε Ενα κλειδί Από τόν όρμαθό του καί πριν άνοιξη, κτύπησε πάλι ό Ιδιος καί κόλλησε τό αύτί του στήν πόρτα για ν’ άφουγκραστή. Τέλος άνοιξε. Τό δωμάτιο ήτανε κενό. 'Ο Τεό Μπεσσόν δέν είχε κδν πέσει στό κρεβάτι του πού ήτανε Ανέπαφο. Ό Μαιγκρέ άνοιξε τό ντουλάπι καί είδε Ενα μπλέ κοστούμι, ενα ζευγάρι μαύρα παπούτσια καί μιά καμπαρντίνα. Τό ξυράφι τού Μπεσσόν καί ή όδοντόβουρτσά του, βρισκόντουσαν στό δωμάτιο τού λουτρού. — Βλέπετε ότι απουσιάζει ό κύριος Μπεσσόν, είπε ό Μαιγκρέ. — Δέν Εχει δικαίωμα νά κυκλοφορή ελεύθερος; ρώτησε ειρωνικά ό θυρωρός. — ’Ασφαλώς, μάς μένει όμως νά μάθωμε Αν τό αυτοκίνητό του είναι στό γκαράζ τού ξενοδοχείου. — Δέν είναι δύσκολο νά τό δούμε αυτό. Κατέβηκαν στό γκαράζ τού ξενοδοχείου, όπου μπήκανε Από μιά μικρή Εσωτερική πόρτα. Ό θυ ρωρός Εδειξε Ενα αυτοκίνητο καί είπε : — Νά, αύτό είναι τό Αμάξι το υ ! Ό κακομοίρης ό Κασταίν είχε ύφος μαθητού πού Εκανε μιαν άταξία καί περίμενε τήν τιμωρία του 174
καί τις συνέπειές της. Δέν ήτανε καί λίγο αυτό πού είχε κάνει : είχε άναλάβει νά παρακολουθώ τόν Τεό Μπεσσόν κι’ εκείνος τόν είχε π ο υ λ ή σ ε ι ! — Πάμε, είπε ό Μαιγκρέ. — ΠοΟ θέλετε νά πάμε; — ΠοΟ έχεις τό άμάξι σου; — Μπροστά στό ξενοδοχείο σας. — Δύο βήματα είναι. Πάμε. Μόλις φτάσανε στό άμάξι τοϋ έπιθεωρητού κι’ ένώ έτοιμαζόντουσαν νά μποΟνε μέσα, ό νυκτερι νός θυρωρός τοϋ ξενοδοχείου βγήκε τρέχοντος : — Κύριε Μαιγκρέ, κύριε Μ αιγκρέ... — ΤΙ συμβαίνει; — Έ να τηλεφώνημα για σάς. — Ποιός ήτανε; — Δέν ξέρω, δέν είπε. — Γυναικεία φωνή; — 'Ο χι άνδρική. Σάς ζητοϋσαν νά πάτε άμέσως στό σπίτι τής γριάς κυρίας. — Στής Βαλεντίνης. . . Κάτι θά συνέβη. . . Πάμε, είπε στόν Κασταίν. Σε λίγα λεπτά φτάσανε. Τό σπίτι, ή Β ι λ λ ί τ σ α, είχε φώς σέ δλα τά παράθυρα. Μπροστά στήν καγκελλόπορτα τοϋ κήπου έστάθμευε ένα αύτοκίνητο. — Είναι τό άμάξι τοϋ γιατροϋ, είπε 6 Κασταίν. Καθώς κτυπήσανε τό κουδοϋνι τής έξώθυρας, τούς άνοιξε ό Τεό Μπεσσόν, πάντα άξιοπρεπής καί ψύχραιμος. Ό Μαιγκρέ δέν μπόρεσε νά μήν έκπλαγή. — Είναι κανείς τραυματισμένος; ρώτησε ό Μαιγκρέ. Τοϋ είχε έρθει στήν μύτη μυρουδιά μπαρουτιού. Επάνω στό μικρό τραπέζι όπου δυο ώρες πριν έρριχνε τήν πασιέντζα της ή Βαλεντίνη, υπήρχε ένα παλαιό στρατιωτικό πιστόλι. Ή Βαλεντίνη ήτανε έκεΐ καί κοίταζε τόν Μαιγκρέ, σάν ύπνωτισμένη, σάν νά μήν τό έβλεπε. Στά χέρια της κρατούσε πανιά ματωμένα. 175
Επάνω στόν καναπέ, ήτανε ξαπλωμένος ένας άνδρας μέ τό στήθος γυμνό. Ό γιατρός Ζολλύ πού έσκυβε επάνω του, έκρυβε τό πρόσωπό του. Μά ό Μαιγκρέ δεν χρειαζότανε νά ίδή τό πρόσωπό του. Είχε ίδει ένα χοντρό μπλε ναυτικό πανταλόνι και είχε καταλάβει ποιός ήτανε. — Πέθανε; ρώτησε τόν γιατρό. Ό γιατρός γύρισε αποκαρδιωμένος καί άνοιξε τά δυό του χέρια μέ απελπισία : —■Έκανα 6,τ ι . μπορούσα για νά τόν σώ σω ... Στό τραπεζάκι ό Μαιγκρέ είδε μια σύριγγα ένέσεων. Τό ίατρικό βαλιτσάκι τού γιατρού βρισκότανε στό πάτωμα, άνοιχτό καί άνακατωμένο. Έ βλεπε κανείς αίμα παντού καί ό Μαιγκρέ είδε καλά στα γόνες αίματος πού βγαίνανε άπό τό δωμάτιο καί φτάνανε ώς τήν πόρτα τής εισόδου. — Ό τα ν ή Βαλεντίνη μού τηλεφώνησε, είπε ό γιατρός, έτρεξα άμέσως μά ήτανε ήδη άργά. Ή σφαίρα έχει σφηνωθή στήν ά ο ρ τή ... ’Ακόμη καί μια μετάγγισις αίματος Οά ήτανε άνώφελη πιά. — Ε σ είς γιατρέ τηλεφωνήσατε στό ξενοδοχείο μου; — Ναι, μέ παρεκάλεσε ή Βαλεντίνη νά σάς ειδοποιήσω. *Η Βαλεντίνη στεκότανε κοντά τους αμίλητη. Τά χέρια της, ή ρόμπα της ήτανε ματωμένα. — Είναι τρομερό, είπε, αυτό πού συνέβη. 'Ακόμη δέν μπορώ νά καταλάβω πώς έγινε. Τό βράδυ πού ήσαστε στό σπίτι, δέν μπορούσα νά φανταστώ τι θά γινότανε ύστερα άπό δυό ώ ρ ες... Βλέπετε πάλι ξέχασα ν’ άνάψω τό φώς τού κήπου. . . Ό Μαιγκρέ άπέφευγε νά τήν κοιτάξη στό πρό σωπο. "Εβλεπε τόν 'Ανρί Τροσύ, τόν άδελφό τής Ρόζος καί συλλογιζότανε τί άντιδράσεις θά είχε ή οίκογένειά τους. — Νά σάς έξηγήσ ω ... είπε πάλι ή Βαλεντίνη. — Δέν χρειάζεται, τά ξέρω δλα. 176
— Δεν μπορείτε νά ξέρετε. Εϊχα άνεβή στό δωμάτιό μου καί είχα πλαγιάσει. Ό Μαιγκρέ πρώτη φορά τήν Εβλεπε άτημέλητη. ΦοροΟσε μιά ρόμπα πού τήν είχε ρίξει επάνω στό νυκτικό της. Τά μαλλιά της ήτανε τυλιγμένα σέ χαρτάκια. — Νομίζω, εξακολούθησε, πώς είχα άποκοιμηθή όταν μέ ξύπνησε άπότομα ό γάτος μου πού είχε πηδήσει ξαφνικά κάτω άπό τό κρεβάτι μου. Ξύ πνησ α... Μοϋ φάνηκε πώς κάτι άκουσα... Ναί, ακόυσα ένα θόρυβο στόν κήπο, όπως καί μέ σάς, κύριε Μαιγκρέ, τήν ώρα πού ήρθατε νά μ’ έπισκεφθήτε. — Τό πιστόλι ποϋ τό είχατε; — Στό συρτάρι τοϋ κομμοδίνου μου. Είναι τό πιστόλι τοϋ μακαρίτη τοϋ άνδρα μου. Πάντα μοϋ έλεγε νά Εχω Ενα πιστόλι κοντά μου τήν νύχτα. Νομίζω πώς σάς τό είχα πεΐ αύτό. — "Όχι, άλλά δέν Εχει σημασία. — Προσπάθησα νά κοιτάξω πρώτα άπό τό παρά θυρο, μά ήτανε τόσο σκοτεινά πού δέν διέκρινα τίποτε. Φόρεσα μιά ρόμπα Επάνω άπό τό νυκτικό μου καί κατέβηκα... — Χωρίς V s άνάψετε φώς; — Δέν άναψα... Δέν Εβλεπα τίποτε μά διέκρινα τον θόρυβο πού κάνει κανείς όταν προσπαθή νά παραβιάση μιά πόρτα. Φώναξα : Ποιός είναι; Δέν άκουσα άπάντησι... — Καί πυροβολήσατε άμέσως; — Εϊλικρινώς δέν ξέρω. Μοϋ φαίνεται πώς έπανέλαβα πολλές φορές τήν έρώτησί μου : Ποιός είναι; Ποιός είν α ι... Ενώ άπ* Εξω Εξακολουθούσαν νά σκαλίζουν τήν κλειδαριά τής πόρτα ς... Τότε πυροβόλησα πίσω άπό τά τζάμια... άκουσα Ενα σώμα νά πέφτη χάμω. Γιά κάμποσα λεπτά δέν τολ μούσα νά βγώ. Τότε συλλογίστηκα ότι θά μπορούσα ν’ άνάψω τό Εξωτερικό φώς. Τό άναψα καί είδα Εναν άνδρα πεσμένον χάμω. Λίγο πιο πέρα βρισκό
177
τανε ένας σάκκος. Σκέφτηκα πώς θά ήτανε κάποιος ά λή τη ς... Τέλος βγήκα άπό την πόρτα τής κου ζίνας και ζυγώνοντας στό πλατύσκαλό μου είδα πώς αύτός ό άνθρωπος ήτανε ό Ά νρί, ό άδελφός τής Ρόζας. . . — Ζούσε άκόμη; — Δεν ξέρω. Έτρεξα στήν δεσποινίδα Σερέ, πού κάθεται δίπλα μου καί τής φώναξα δυνατά νά ξυπνήση νά μοΟ άνοιξη γιά νά τηλεφωνήσω... Τέλος μού άνοιξε καί τηλεφώνησα στόν γιατρό καί τόν παρεκάλεσα νά σάς είδοποιήση ή νά σάς πάρη μαζύ του περνώντας άπό τό ξενοδοχείο σας. — Καί ό Τεό; Πώς βρέθηκε έδώ ό Τεό; — Γυρίζοντας άπό τήν δεσποινίδα Σερέ τόν βρήκα μπροστά στήν πόρτα. — Γυρίσατε μόνη σας; — Ό χ ι. Περίμενα τόν γιατρό στόν δρόμο. Ό γιατρός είχε σκεπάσει με ένα πανί τό πρό σωπο τοΟ νεκρού καί άνέβαινε προς τό δωμάτιο του λουτρού γιά νά πλύνη τά ματωμένα του χέρια. Ό Μαιγκρέ καί ή Βαλεντίνη είχανε μείνει μόνοι τους κοντά στόν νεκρό καί ό άστυνόμος έρώτησε τήν γριά κυρία : — Τί σάς είπε ό Τεό; — Δεν ξέρ ω ... δέν θυμάμαι. Ίσως νά μή μοϋ είπε τίποτε. — Δέν σάς φάνηκε παράξενο πού τόν βρήκατε στό σπίτι σας τέτοια ώρα; — Ναί, βέβαια... μά δέν θυμάμαι καλά. Μήν ξεχνάτε ότι είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο καί τό μυαλό μου δέν λειτουργούσε κα λά ... Γιατί φαντά ζεστε ότι ό Τεό ήθελε νά ’ρθη στό σπίτι μου νύχτα; Δέν τής άπήντησε μά πήγε στό διπλανό δωμάτιο όπου ό Τεό καί ό έπιθεωρητής Κασταίν ήτανε όρθιοι καί περιμένανε χωρίς νά μιλούν. Ά πό τούς δυό τους, ό πιό άπελπισμένος φαινό τανε ό Κασταίν πού είπε στόν Μαιγκρέ : — 'Εγώ φταίω, δέν είναι έτσι;
178
— Δέν ξέρω. Δεν είμαι βέβαιος γι’ αύτό. Ό Μπεσσόν πάλι είχε ύφος στενοχωρεμένο πού είχε μπλέξει σέ τέτοια Ιστορία. — Έσεΐς, τού είπε ό Μαιγκρέ μέ ύφος μάλλον άπότομο, πιστεύω ότι τυχαία θά βρεθήκατε απ' αυτά εδώ τά μέρη. Ό Μπεσσόν δέν τοϋ άπήντησε και πήρε ύφος δήθεν συγκαταβατικό για τον άπότομο τρόπο τού άστυνομικού. — 'Εσύ Κασταίν, έλα νά σού πώ κάτι. . . Τόν πήρε έξω άπό τό σπίτι, στό πλατύσκαλο τής εισόδου. Τό αίμα ξεκινούσε άπ’ έκεΐ και συνεχι ζότανε έως μέσα στό σπίτι. Κάπου ήτανε πεσμένος 6 ψαράδικος σάκκος τού Άνρί. — Θά πεταχτής ώς τό ξενοδοχείο όπου μένει ό Μπεσσόν. Έ χω άνάγκη νά μάθω άν ό λεγάμενος κΐχε κανένα τηλεφώνημα κατά τήν διάρκεια τής βραδυάς. "Αν κατά τύχην δέν πάρης άπάντησι άπό τό ξενοδοχείο ή ϋν είναι άρνητική, θά πας σ’ όλα τά μπαρ όπου πήγε άπόψε ό Ά νρί. — Θά εϊναι κλειστά τέτοια ώρα. — Θά κτυπήσης. — Καί τι θά ρωτάω; — Ά ν ό Ά νρί τηλεφώνησε πουθενά. Ό Κασταίν δέν καταλάβαινε τι χρειαζότανε μιά τέτοια πληροφορία στον Μαιγκρέ, μά έπειδή είχε τύψεις γιά τήν γκάφφα πού είχε κάνει, πού είχε αφήσει νά τού ξεφύγη ό Τεό άπό τό ξενοδοχείο ενώ τόν φύλαγε, ξεκίνησε αμέσως με τό αυτοκίνη τό του. Ό γιατρός Ζολλύ καί ή Βαλεντίνη κατεβαίνανε άπό τό δωμάτιο τού λουτρού όπου είχαν πλύνει τά χέρια τους άπό τά αίματα. — Τής λέω κύριε Μαιγκρέ νά πέση νά κοιμηθή καί νά τής κάνω μιά ένεσι γιά νά μπορέση νά ήσυχάση μά ή Βαλεντίνη άρνεϊται. Ή άλήθεια είναι πώς έχει έκνευρισθή καί μέ τό δίκιο της. Είμαι βέβαιος ότι μόλις φύγω θά κατρακυλήση χά μ ω ... 179
άλλως τε δεν μπορώ άκόμη νά καταλάβω πώς Εκανε αυτό πού Εχει κάνει! — Έσκότωσα αυτό τό κακόμοιρο τό π α ιδ ί... μουρμούριζε διαρκώς ή Βαλεντίνη. — Σάς παρακαλώ κύριε Μαιγκρέ, νά έπιμείνετε νά τής κάνω μιά ένεσι γιά νά κοιμηθή. Έ χει μια νευρική ύπερέντασι. Θά κοιμηθή μιά χαρά καί αύριο τό πρωί θά είναι σέ θέσι νά μιλήση πιό κα θαρά. — Δέν νομίζω πώς είναι απαραίτητο α ύ τό ... είπε ψυχρά ό Μαιγκρέ. Ό γιατρός δέν μίλησε. Έκανε μιά κίνησι σάν νά παραδεχότανε αύτό πού είπε ό Μαιγκρέ, πήρε τό καπέλλο του καί ύποκλίθηκε μπροστά στήν Βα λεντίνη μέ κάποια έπισημότητα. — Πιστεύω ότι θά πρέπη νά τηλεφωνήσω στήν ’Αστυνομία τής Χάβρης, όπως τήν περασμένη Κυ ριακή, γιά νά ’ρθουν γιά τήν νεκροψία, ή όχι; — Βεβαίως νά τηλεφωνήσετε, γιατρέ. — Θέλετε νά μιλήσω κι’ εκ μέρους σας; — Γιατί όχι; Εύχαριστώ πολύ. Φεύγοντας είπε πάλι στήν Βαλεντίνη. — Έ χετε άδικο πού δέν θέλετε νά κοιμηθήτε. Γιά κάθε Ενδεχόμενο άφησα στό κομμοδΐνο σας μερικά δισκία. Μπορείτε νά πάρετε ένα γιά νά σάς έρθη ύπνος. Χαιρέτησε καί τον Τεό μέ μιά κλίσι τού κεφαλιού και είπε πάλι στόν Μαιγκρέ : — Φυσικά, θά είμαι πάντα στήν διάθεσί σας όποτε θελήσετε. "Οταν Εφυγε, σιγή έπεκράτησε στό σαλόνι τής Βαλεντίνης. Ό θόρυβος τού αύτοκινήτου άκούστηκε γιά λίγο έως ότου Απομακρύνθηκε καί έσβησε. 'Η Βαλεντίνη πήγε στόν μπουφφέ της, άνοιξε καί πήρε τό μπουκάλι μ’ έκείνο τό ντόπιο ποτό πού κερνούσε τόν Μαιγκρέ. Πήγαινε νά τό άκουμπήση στό τρα πεζάκι, όταν ό Μαιγκρέ τής άρπαξε τήν μπουκάλα 180
άπό τά χέρια καί τινάζοντας την στό πάτωμα τήν έκανε χίλια κομμάτια. — Σταματήστε πιά τό ποτό κι’ οί δυό σας καί καθήστε... τούς είπε μέ φωνή πού έτρεμε άπό τόν θυμό. Καθήσανε κι’ οί δυό τους φοβισμένοι καί ό Μαιγκρέ άρχισε νά κάνη βόλτες στό δωμάτιο, δπως συνήθιζε όταν ήτανε στό γραφείο του στήν Γενική 'Ασφάλεια, στό Παρίσι. Έ ξω στόν δρόμο ακούστηκε τό αυτοκίνητο τού Κασταιν πού έπέστρεφε.
181
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
9
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ TOY TEO Μ ΠΕΣΣΟΝ Ό έπιθεωρητής Κασταιν έσβησε τό μοτέρ και άφού στάθηκε μερικά λεπτά έξω από τήν καγκελλότιορτα τοΟ κήπου, ύστερα μπήκε. Ό Μαιγκρέ σ’ όλο αυτό τό διάστημα δεν μιλούσε. Ό Τεό, καθισμένος στην πολυθρόνα δπου καθότανε ό Μαιγκρέ συνή θως, προσπαθούσε νά κράτηση άψογη στάσι Αρι στοκράτου, ένώ ή Βαλεντίνη περιέστρεφε τά μάτια της άπό τον ένα στόν άλλο μέ τον φόβο μικρού κυνηγημένου ζώου. Ό Κασταιν μπήκε στο σαλόνι καί μένοντας κατάπληκτος άπό τήν σιγή πού έπικρατοϋσε καί τήν σπασμένη μπουκάλα στό πάτωμα, δέν ήξερε τΐ νά κάνη, ποΟ νά σταθή, τι νά πή. Δέν άνήκε στήν ύπηρεσία τής Γενικής ’Ασφαλείας τοΟ Παρισιού και άγνοούσε τά συστήματα καί τις συνήθειες τού Μαιγκρέ. — Λοιπόν, λ έ γ ε ... — Βρήκα τόν Ιδιο τόν ξενοδόχο πού είχε πέσει στό κρεβάτι του. Δεν τόν εϊδσ προσωπικά, μά τού μίλησα τηλεφωνικώς. Ναί, κάποιος τηλεφώνησε κατά τις δέκα καί μισή στό ξενοδοχείο καί ζήτησε τόν κύριο Μπεσσόν. Επειδή τά δωμάτια δέν έχουνε τηλέφωνα, ό Μπεσσόν βγήκε στόν διάδρομο όπου ύπάρχει τηλέφωνο γιά κάθε πάτωμα. Ό άνθρωπος πού μιλούσε είχε φωνή μεθυσμένου. — Έ χεις χαρτί; Μολύβι; — Έ χω τό σημειωματάριό μου. — Κάθησε λοιπόν σ’ αύτό τό τραπέζι, βολέψου 182
οσο μπορείς καλύτερα γιατί θά γράψωμε πολλά. Θέλω νά κρατδς σημείωσι άπό τις άπαντήσεις τους. Ά ρ χισ ε πάλι νά κάνη βόλτες ένώ ή Βαλεντίνη τον παρακολουθούσε μέ τό βλέμμα καί ό Τεό κοί ταζε τά παπούτσια του. Τελικά ό Μαιγκρέ στάθηκε μπροστά στον Τεό, όχι πιά θυμωμένος μά μέ φανερή περιφρόνησι στήν φωνή του : — Περιμένατε τον Ά νρ ί νά ’ρθη άπόψε στο Έτρετά; τον ρώτησε. — Ό χ ι. — Ά ν δέν σας είχε τηλεφωνήσει, θά ερχόσαστε στήν Βιλλίτσα; — Δέν ξέρω. Δέν άποκλείεται νά έρχόμουνα. — Που βρισκόσαστε όταν ό Ά νρ ί έπεσε άπό τήν σφαίρα τής κυρίας Βαλεντίνης; Στόν δρόμο; Στόν κήπο μέσα; — Μέσα στόν κήπο κοντά στόν φράχτη. Ή Βαλεντίνη τρόμαξε μέ τήν σκέψι ότι είχε περάσει κοντά στόν προγονό της όταν έτρεχε στο σπίτι τής γειτόνισσάς της, δεσποινίδος Σερέ, για νά τηλεφωνήση στόν γιατρό. — Και εΐσαστε ύπερήφανος για τήν στάσι σας; — Αύτό είναι δικός μου λογαριασμός. — Τό ξέρατε ότι ή Βαλεντίνη είχε στήν κατοχή της ένα πιστόλι; — "Ηξερα ότι είχε κρατήσει τό πιστόλι τού πατέρα μου. Μά δέν μοΟ λέτε κάτι κύριε αστυνόμε, μπορώ νά σάς κάνω μιά έρώτησι; — Καμμιά άπολύτως. Τις έρωτήσεις εγώ τις κάνω. — Κι’ άν άρνηθώ νά σάς άπαντήσω; — Δέν πρόκειται ν’ άλλάξη ή κατάστασις, άλλά 0’ αναγκαζόμουνα νά σάς δώσω ένα γερό χαστούκι, όπως έχω διάθεσι έδώ καί ένα τέταρτο τής ώρας. Μ* όλη τήν τραγικότητα τής καταστάσεως, μ’ όλο πού ύπήρχε άκόμη ό νεκρός στό διπλανό δωμάτιο, ή Βαλεντίνη δέν μπόρεσε νά συγκράτηση 183
ένα χαμόγελο ίκανοποιήσεως. Καί ό Μαιγκρέ ρώ τησε πάλι τόν Τεό Μπεσσόν : — 9Από πότε τό ξέρατε; — Ποιο πράγμα; — Άκοϋστε κύριε Μπεσσόν, σάς συμβουλεύω νά μοΟ άπαντάτε καί νά μή μοΟ κάνετε τόν ήλίθιο. ’Από πότε ξέρατε ότι ή μητρυιά σας είχε κρατήσει τά πραγματικά της κοσμήματα, τά αόθεντικά, τά γνήσια καί 6τι δέν τά εΤχε πουλήσει καί τά είχε άντικαταστήσει μέ ψεύτικα; ’Από πότε to ξέρετε; *Η Βαλεντίνη άνατρίχιασε μ* αύτήν τήν έρώτησι. Κοίταξε τόν Μαιγκρέ μέ θαυμασμό καί κατάπληξι μαζί, σαν νά κουνήθηκε στήν πολυθρόνα της θέ λοντας κάτι νά πή, μά ό Μαιγκρέ ούτε τήν πρόσεξε καθόλου. — Είχα πάντα τήν άμφιβολία, είπε ό Τεό. — Ποια αμφιβολία; — “Ό τι ή Βαλεντίνη δέν είχε πουλήσει τά κο σμήματα της καί κρατούσε πάντα τά αληθινά. — Γιατί είχατε αύτήν τήν άμφιβολία; — Γιατί γνωρίζω καλά τήν Βαλεντίνη, όπως έγνώριζα καί τόν πατέρα μου. — Θέλετε νά πήτε ότι φοβότανε τήν περίπτωσι τής φτώχειας καί ότι όπως δήποτε θά έπαιρνε τά μέτρα της; — Μάλιστα. Καί ό πατέρας μου δέν τής άρνιότανε τίποτε. — Ξέρατε άν είχανε αμοιβαία διαθήκη, ό ένας υπέρ του άλλου; — Τό ήξερα. — Σέ τί ποσόν εκτιμάτε τά κοσμήματα τής μη τρυιάς σας; — Περισσότερο από ένα εκατομμύριο φράγκα. Καί θά έχη κι’ άλλα κοσμήματα πού δέν θά γνω ρίζομε τήν υπάρξί τους, γιατί ό πατέρας μου φρόν τιζε νά τής κάνη δώρα κρυφά, για νά μήν βλέπομε έμεΓς, τά παιδιά του, πόσα έξώδευε γιά τήν γυναί κα του. 184
— "Οταν ό πατέρας σας πέθανε σ&ς είπανε δτι τά κοσμήματα είχανε πουληθή άπό καιρό; — Μάλιστα. — Τό κουβεντιάσατε αύτό τό θέμα με τόν άδελφό σας και την Άρλέττα; — 'Οχι. — Γιατί; — Δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος. — Λέτε ψέματα. Ό λόγος πού δέν τό συζητή σατε μέ τόν άδελφό σας καί μέ τήν Άρλέττα ήτανε ότι λογαριάζατε νά 'ρθετε σέ συνεννόησι μέ τήν Τδια τήν Βαλεντίνη γιά νά τής άποσπάσετε Ενα μέρος των κοσμημάτων. Κι9 ή Βαλεντίνη πού παρακολουθούσε τήν συζήτησι, δέν Εχανε ούτε μια άπό τις λέξεις τού Μαιγκρέ, ούτε μιά άπό τις άντιδράσεις τού Τεό. Μπορούσε νά καταγράφη σχεδόν, μέσα στήν μνήμη της, πε ρισσότερα άπ* όσα Εγραφε ό Κασταίν μέ τήν λίγη του στενογραφία. — Λοιπόν; Αύτό είναι; Λογαριάζατε ν9 άποσπά σετε άπό τήν Βαλεντίνη Ενα μέρος των κοσμημάτων; — Δέν θ’ άπαντήσω σ’ αότήν τήν έρωτησι. — Γιατί τήν θεωρείτε άνάξια γιά τήν άξιοπρέπειά σ α ς...Σ τή ν Βαλεντίνη είχατε ποτέ μιλήσει γιά τά κοσμήματα; — Ό χ ι. — Γιατί ξέρατε πώς είναι πιο πονηρή άπό σ&ς καί θέλατε νά βεβαιωθήτε πρώτα, άφού θά σ&ς τό Εκρυβε. Καί πότε βεβαιωθήκατε; Πώς; Μέ ποιόν τρόπο; — "Εχω πολλούς γνωστούς μου χρυσοχόους καί άδαμαντοπώλες καί αύτοί πάντα μαθαίνουν όταν Ενα σημαδιακό κόσμημα πουλιέται. 'Υπάρχουν μερικά κοσμήματα πού δέν μπορούν νά περάσουν άπαρατήρητα. ‘Όταν κάποιος θελήση ν’ άγοράση Ενα κόσμημα, πηγαίνει κι* έρωτά γιά τήν πραγματική του άξία. "Ετσι πληροφορήθηκα ότι άπ* αύτά τά κοσμήματα, κανένα δέν είχε πουληθή στήν Γαλλία
185
τουλάχιστον και Ισως ίσως και στην Ευρώπη. — Καί περιμένατε πέντε όλόκληρα χρόνια γιά νά βάλετε σ’ ένέργεια τήν σκέψι σας. — Μπορούσα νά περιμένω. Είχα μερικά χρή ματα άκόμη, έκανα καί καμμιά καλούτσικη δουλειά πότε πότε καί κέρδιζα. — Κατάλαβα. Καί φέτος, όταν είδατε ότι δεν σάς μένουν πολλά πλέον, ήρθατε νά περάσετε τις διακοπές σας στο Έτρετά. Κατά τύχην γνωρίσατε τήν Ρόζα ή έπιδιώξατε τήν γνωριμία της γι’ αύτόν τόν σκοπό; Ό Τεό δέν άπήντησε σ’ αυτήν τήν έρώτησι. — Καί τώρα σκεφθήτε καλά πριν μοϋ απαντή σετε. "Οταν γνωριστήκατε μέ τήν Ρόζα, ήξερε κι' όλας' τίποτε γιά τήν ΰπαρξι τών κοσμημάτων ή κατόπιν όδηγίας δικής σας άρχισε νά ψάχνη στο σπίτι; — “Εψαχνε άπό καιρό, πολύ πριν μέ γνωρίση. — Γιά ποιόν λόγο έψαχνε; — Ξέρω κι' έγώ; Ίσως άπό περιέργεια, Ισως γιατί μισούσε τήν κυρά της. — Είχε κανένα λόγο γιά νά τήν μισή; — Εβρισκε πώς ήτανε σκληρή καί υπερήφανη. Ζούσανε κι’ οί δυό τους στό ίδιο σπίτι, σ’ ένα διαρκή πόλεμο μεταξύ τους καί είναι ζήτημα fiv ή μία έκρυβε τό μίσος πού ένοιωθε γιά τήν άλλη. — Ή Ρόζα είχε σκεφθή ότι θά έπρεπε νά ύπάρχουν κοσμήματα στό σπίτι; — Δέν είχε σκεφθή τίποτε. Είχε άνοίξει μιά τρύπα στό ξύλινο χώρισμα μεταξύ τών δύο δωμα τίων. Ή Βαλεντινη έκανε μιά κίνησι έκπλήξεως καί διαμαρτυρίας. Θά νόμιζε κανείς ότι θά ήθελε νά σηκωθή, νά πάη έπάνω νά βεβαιωθή γιά τήν βπαρξι εκείνης τής τρύπας στό ξύλινο τοίχωμα. — Πότε έγινε αύτή ή τρύπα; — Θά είναι τώρα δεκαπέντε μέρες, ένα άπό186
γεύμα πού ή Βαλεντίνη ήτανε στο διπλανό σπίτι τής δεσποινίδος Σερέ γιά τσάϊ. — Κι’ άπό την τρύπα τί είδε ή Ρόζα; — Στήν άρχή τίποτε. "Έπρεπε νά περιμένη Αρ κετές μέρες έως δτου άντιληφθή κάτι. Μια νύχτα, ή Ρόζα προσποιήθηκε δτι κοιμότανε καί ροχάλιζε ενώ σηκώθηκε μέ τρόπο και κοιτάζοντας άπό τήν τρύπα, είδε τήν Βαλεντίνη πού άνοιγε τό ντουλάπι της, Απέναντι στό κρεβάτι της. — Ή Ρόζα δέν είχε ποτέ της κοιτάξει τί εΐχε μέσα αύτό τό ντουλάπι; —■"Ολα τά ντουλάπια, όλα τά συρτάρια τοϋ σπιτιού ήτανε πάντα κλειδωμένα καί ή Βαλεντίνη κρατούσε τά κλειδιά έπάνω της. 'Ακόμη καί γιά νά πάρη ένα κουτί σαρδέλλες, ή Ρόζα έπρεπε νά τό ζητήση άπό τήν κυρά της. — Τότε, πώς μπόρεσε νά κλέψη ένα δακτυλίδι ή Ρόζα; — Μιά μέρα πού ή κυρία της έκανε τό λουτρό της. Δέν μοΰ είχε πει τίποτε προκαταβολικώς. Είχε προετοιμάσει τό κόλπο της, Αφού τό είχε μελετήσει καλά μόνη της. — Σάς τό ’δείξε τό δακτυλίδι; — Μού τό 'δείξε. — Τί λογάριαζε νά τό κάνη; — Τίποτε. Δέν μπορούσε νά τό φορέση χωρίς νά προδοθή. Γι’ αύτήν, ή κλοπή τέτοιου δακτυλι διού, ήτανε μάλλον μιά έκδίκησις παρά ώφέλεια. — Δέν σκεφθήκατε δτι ή μητρυιά σας θ' Αντι λαμβανότανε τήν Απουσία τού δακτυλιδιού; — Τσως ναί. — Παραδεχόσαστε δτι έπίτηδες Αφήσατε τήν Ρόζα νά κλέψη τό δακτυλίδι γιά νά δήτε ποια θά ήτανε ή άντίδρασις τής Βαλεντίνης. — Δέν Αποκλείεται κι’ αύτό. — "Αν τυχόν πουλούσε ή Ρόζα τό δακτυλίδι, θά μοιραζόσαστε τό κέρδος; 187
— Δέν πρόκειται ν’ άπαντήσω σέ τέτοια έρώτησι. — Πιστεύετε ότι δέν μπορεί νά στηριχθή καμμιά κατηγορία έναντίον σας; — Έ γώ δέν σκότωσα κανέναν. — Δέν πρόκειται νά σάς κάνω άλλη έρώτησι. — Θέλετε νά βγώ έξω; — Μπορείτε νά μείνετε. — Είμαι έλεύθερος; — Μ έχρι νεωτέρσς διαταγής. Ό Μαιγκρέ άρχισε νά κάνη πάλι τις βόλτες του, γιατί λογάριαζε νά έξετάοη τήν Βαλενιίνη, — ’Ακούσατε τί είπε ό κύριος Μπεσσόν; — Ό λ α όσα είπε είναι ψέματα. Έ βγα λε τό δακτυλίδι μέ τό σμαράγδι άπό τήν τσέπη τοΟ γιλέκου του καί τό ’δείξε στην γριά κυρία : — “Αρνιόσαστε ότι τά άληθινά σας κοσμήματα βρίσκονται στό δωμάτιό σας; Θέλετε νά μοΟ δώσετε τά κλειδιά σας νά πάω νά κοιτάξω; — Είναι δικαίωμά j.lou νά £χω τά διαμαντικά μου όπου θέλω, Ό άνδρας μου ήτανε σύμφωνος γ ι’ αύτό. Έ πίστευε ότι τά δυό του άγόρια ήτανε Αρκετά μεγάλα γιά νά δημιουργήσουν τό μέλλον τους καί δέν ήθελε ν’ άφήση μια ήλικιωμένη γυ ναίκα σάν εμένα, χωρίς πόρους ζωής. Έ ά ν τά παι διά τοΟ συζύγου μου έπαιρναν τά κοσμήματα, θά τά είχανε πουλήσει καί σ’ ένα χρόνο θά βρισκόν τουσαν πάλι στην ίδια κατάστασι. — Γιατί μισούσατε τήν Ρόζα; — Δέν τήν μισούσα. 'Α πλώς δεν τής είχα έμπιστοσύνη πράγμα πού δείχνει ότι είχα δίκαιο. Εκείνη δέν με χώνευε ένώ είχα κάνει τόσα και τόσα γ ι’ αύτήν. — Πότε άντιληφθήκατε τήν άπουσία τού σμα ραγδιού; Πήγε ν’ άνοιξη τό στόμα της ν’ άπαντήση, μά αλλάζοντας σκέψι, είπε : 188
— Δέν θα σας δώσω άλλη άπάντησι. — "Οπως θέλετε. Καί γυρίζοντας στον Κασταίν τον έρώτησε : — Τά ’γραψες όλα αύτά; — Μάλιστα. — 'Εξακολούθησε νά κρατάς σημειώσεις. Καί συνεχίζοντας τις βόλτες του στό μικρό δω μάτιο, ό Μαιγκρέ έξακολούθησε : — Κατά πάσαν πιθανότητα, τήν περασμένη έβδομάδα, πριν άπό τήν Τετάρτη, κάνατε αυτήν τήν ανακάλυψι. Ή Ρόζα ήτανε τό μόνο πρόσωπο πού θά μπορούσε νά είχε ΙδεΤ καί νά είχε πάρει τό δα κτυλίδι με τό σμαράγδι. Ισ ω ς νά ψάξατε καί στα πράγματά της καί νά μήν τό βρήκατε. "Οταν έβγήκε τήν περασμένη Τετάρτη τήν πήρατε τό κατόπι καί τήν είδατε πού είχε ραντεβού μέ τον Τεό. Τότε αρχίσατε νά φοβώσαστε. Δέν ξέρατε στήν πραγμα τικότητα άν τού είχε μιλήσει ή 6χι, για τά κοσμήματά σας. Καί φανταστήκατε ότι ό Τεό Μπεσσόν εξ αίτιας αύτών τών κοσμημάτων βρισκότανε έδώ στό Έτρετά. Μ' όλο πού είχε άποφασίσει νά μήν μιλήση, ή ΒαλεντΙνη εϊπε κάτι : — ’Από τήν στιγμή πού θά ήξερε τήν ΰπαρξι των κοσμημάτων, ή ζωή μου θά κινδύνευε. — Αυτό δέν άποκλείεται. Έ σεϊς όμως τό είπατε μόνη σας. Δέν σάς έρώτησα έ γ ώ ... Τό έγραψες αυτό Κασταίν; Καί ό Μαιγκρέ έξακολούθησε πάλι χωρίς σχε δόν διακοπή : — Τότε σκεφτήκατε νά σκοτώσετε τήν Ρόζα, πριν προλάβη νά μιλήση γιά τά διαμαντικά σας, όπως ελπίζατε τουλάχιστον. Μια εύκαιρία σάς προσφερότανε : ή περίφημη ήμέρα τής 3 Σεπτεμ βρίου, ή μόνη μέρα πού όλοι σας οί συγγενείς θά μαζευόντουσαν στό σπίτι σας. Θά βρισκότανε έκεΐ ολόκληρη ή οίκογένεια πού τόσο μισούσατε άκόμη καί ή κόρη σας. 189
Και πάλι κάτι θέλησε νά π ή ή Βαλεντίνη, μά ό Μαιγκρέ έξακολούθησε σχεδόν χωρίς διακοπή : — ΈσεΤς ξέρατε καλά δτι ή Ρόζα έπαιρνε εύκολα δ,τι φάρμακο τής έδινε ό γιατρός. Είχε άληθινό πάθος γιά τά φάρμακα αυτό τό κορίτσι. Ίσιος νά πίστευε δτι δλα τά φάρμακα κάνουνε καλό. Καί δέν αποκλείεται νά έκλεβε καί τίποτε φάρμακα κρυφά άπό τό μικρό σας φαρμακείο. Τήν νύχτα άσφαλώς θ* άποτελείωνε τό ποτήρι σας μέ τις σταγόνες τού υπνωτικού πού παίρνατε. Βλέπετε αυτό τό έγκλημα, είναι έγκλημα γυναικείο καί μάλιστα μιας γυναίκας πού ζή σέ μοναξιά. Είναι έγκλημα πού τό συλλογί ζεται ό δράστης μέρες καί νύχτες πρίν τό βάλη σ’ ένέργεια καί τό σκέπτεται καί τό σχεδιάζει προσ θέτοντας πάντα καί μια μικρή λεπτομέρεια πού θά τον διασφαλίση άπό τήν άνάκρισι... Πώς νά σας ύποπτευθή κανείς άφού φαινομενικά, φ α ι ν ο μ ε ν ι κ ά λέω, τό δηλητήριο προωριζότανε γιά σάς; ’Αναγκαστικά καί σύμφωνα μέ κάθε λογική, οί όποψίες θά πέφτανε στήν κόρη σας καί σ’ όλους τούς άλλους τού περιβάλλοντός σας. Σάς έφτανε νά πήτε ότι βρήκατε τό δηλητήριο πικρό καί δτι τό είπατε καί στήν Ρόζα. "Ομως είμαι βέβαιος δτι δέν τής είπατε τίποτε. — Καί νά τής τό *λεγα, αύτή θά τό ’πίνε. Κατέ βαζε δλα τά φάρμακα πού τής πέφτανε στό χέρι. Δέν φαινότανε καταβεβλημένη ή κυρία Βαλεντίνη. Απεναντίας ήτανε σέ στάσι έπιφυλακής, άκούγοντας τό κάθε τι καί έτοιμη νά δώση τήν άπάντησι πού ήθελε. — Πιστεύατε δτι ή άνάκρισις θά γινότανε άπό τήν τοπική άστυνομία καί ότι ίσως νά μήν άνεκάλυπταν τίποτε. Ό τα ν όμως μάθατε δτι ό προγονός σας ό Σάρλ Μπεσσόν πού είναι βουλευτής, έζήτησε άπό τον ύπουργό νά άναλάβω έγώ τήν ύπόθεσι αύτή, τότε φοβηθήκατε ίσ ω ς... — Τί μετριοφροσύνη κύριε Μαιγκρέ! — Δέν ξέρω fiv είμαι μετριόφρων ή όχι, ξέρω 190
όμως ότι έκάνατε τό σφάλμα να τρέξετε στήν Γενική ’Ασφάλεια στό Παρίσι, για νά ’χετε Ενα Επιχείρημα οτι έ σ ε ϊ ς προκαλέσατε τήν άνάμιξί μου. — Καί πώς έμαθα ότι ό Σάρλ είχε σκεφθή νά άναλάβετε Εσείς; — Αύτό δέν τό ξέρω. Είναι μια λεπτομέρεια πού Οώ τήν μάθω αργότερα. — Είναι πολλά πού θά τά μάθετε άργότερα κύριε Μαιγκρέ, γιατί γιά τήν ώρα δέν έχετε καμμιά άπόδειξι γιά όσα λέτε. . . γιά όσα μέ κατηγορείτε. Ό Μαιγκρέ δέν έδωσε καμμιάν άπάντησι στήν πρόκλησι τής Βαλεντίνης κι’ Εκείνη Εξακολούθησε : — Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τά διαμαντικά μου. 'Ορίστε τά κλειδιά μου, είναι μπροστά σας στό τραπεζάκι. Πάρτε τα καί άνεβήτε στό δωμάτιό μου νά ψάξετε όπου θέλετε. Ό άστυνόμος Μαιγκρέ σταμάτησε τις βόλτες πού έκανε στό δωμάτιο και κοίταξε στά μάτια τήν γηραιά κυρία, προσπαθώντας νά βρή μιάν άπάντησι σ' αύτό πού τού εϊχε πει : — Τσως νά έπωφεληθήκατε άπό τήν μετάβασί σας στό Παρίσι γιά νά άφήσετε κάπου τά διαμαν τικά σας ! 'Οχι, δέν μοΟ φαίνεται πολύ πιθανό αύτό. Δέν θά θέλατε νά βρίσκωνται τόσο μακρυά τά κοσμήματά σας, ούτε θά τ’ άφήνατε σέ καμμιά Τρά πεζα, γιατί θά μπορούσε νά γίνη γνωστό. Τόν κοίταζε, μέ ύφος ειρωνικό σάν νά τόν προκαλοΟσε : — Πάρτε τά κλειδιά καί ψάξτε. — Δέν βιάζομαι, θά τά βρώ. — "Αν δέν τά βρήτε, όλα αότά πού λέτε καί ϊσχυρίζεσθε δέν μπορούν νά εύσταθήσουν. — Στό θέμα αύτό θά ξαναγυρίσωμε όταν θά πρέπη. Μετανοούσε πού είχε σπάσει τήν μπουκάλα μέ τό ,άλκοόλ. Θά’πινε εύχαρίστως Ενα ποτηράκι. — Μά δέν μού λέτε, όταν σήμερα τό βράδυ ήρθα στό σπίτι σας νά σδς πώ μια καλησπέρα, 191
νομίζετε πώς τυχαία πέρασα; Σκόπιμα ήρθα να σδς πώ για τίς σχέσεις πού είχε ό Τεό μέ τήν Ρόζα καί τήν συνάντησί τους τής Τετάρτης για νά Ιδώ τήν άντίδρασί σας* καί από φόβο μήπα>ς δώ τόν Τεό καί τόν Αναγκάσω νά μιλήση, σκεφθήκατε νά τόν δήτε πρώτα έσεΐς ίσως γιά νά τόν κάνετε νά σωπάση μιά καί καλή. ’Αναρωτιόμουνα πώς θά κατωρθώνατε νά έπικοινωνήσετε μαζύ τ ο υ ... Τη λέφωνο δέν έχετε, μά δέν σκέφτηκα — τό όμολογώ — πώς έχει τηλέφωνο ή γειτόνισσά σας δεσποινίς Σερέ, πού τήν έπισκέπτεσθε τακτικά. Έρώτησε τόν Τεό : — Τήν γνωρίζετε έσεϊς αύτήν τήν δεσποινίδα Σερέ; — Είναι πολλά χρόνια πού δέν τήν έχω Ιδεΐ. — Είναι άνάπηρη; — Ή τανε από τότε μισόκουφη καί σχεδόν τυ φλή. — Τότε λοιπόν, στό σπίτι της έχομε τήν έλπίδα νά βρούμε τά διαμαντικά. — ΜοΟ άρέσει. πολύ καί μέ διασκεδάζει, είπε ή Βαλεντίνη μέ δόσι κακίας, πού ψάχνετε, ψάχνετε γιά νά βρήτε κάτι πού δέν τό βρίσκετε. Κάνετε διαρκώς ύποθέσεις μέ τήν έλπίδα ότι κάποτε θά βρήτε τήν σωστή. Νομίζετε πώς είναι έξυπνάδα αύτό; Μά ό Μαιγκρέ χωρίς νά δώση σημασία στά λόγια της έξακολούθησε : — 'Από τό σπίτι τής δεσποινίδος Σερέ, τηλεφω νήσατε στόν Τεό. Ίσω ς νά κάνατε μερικά τηλεφω νήματα έως δτου τόν πετύχετε σέ κάποιο μπάρ. Τελικά τόν πετύχατε. ΤοΟ είπατε Ασφαλώς ότι θέ λετε νά τού μιλήσετε καί αύτός μπήκε στό νόημα. Στήν πραγματικότητα δέν είχατε καμμιά πρόθεσι νά τού μιλήσετε. Τά δύο σας έγκλήματα δέν είναι μόνον έγκλήματα πού τά ύπαγορεύει ή μοναξιά, μά έγκλή ματα γυναίκας σέ μεγάλη ήλικία. Εΐσαστε πολύ έξυπνη κυρία Βαλεντίνη. . . 192
Ή Βαλεντίνη δέν μίλησε."Ενοιωσε κάποιο κα μάρι πού 6 Μαιγκρέ τήν άποκαλοΟσε Εξυπνη, μά δέν είπε τίποτε. — Έπρεπε, Εξακολούθησε ό Μαιγκρέ, νά κάνετε τόν Τεό νά μή μιλήση καί ταυτόχρονα Vs άποφύγετε νά μάθω τίποτα έγώ. Βέβαιά εΙχαΐΛΕναν άλλον τρόπο γιά νά τό πετύχετε αύτό, νά προτείνετε στον Τεό νά τοΟ δώσετε τά μισά διαμαντικά σας, όμως αύτό δέν σάς άρεσ ε... ΕΤσάστε πολύ τσιγγούνα γιά κάτι τέτοιο. Ή σκέψις ότι θά ’πρεπε ν’ άποχωρίσθήτε Ενα μέρος τών κοσμημάτων σας, πού δέν σάς χρειάζονταν σέ τίποτε πλέον, άφοδ δέν πουλάτε κανένα γιά νά ζήσετε, σάς φάνηκε τόσο τρομερή, ώστε προτιμήσατε άντΐ νά άποξενωθήτε άπό μερικά άκριβά σας διαμαντικά, νά κάνετε έναν δεύτερο φόνο. Είπατε λοιπόν στον Τεό, νά σάς έπισκέφθή τά μεσάνυχτα χωρίς νά πή σε κανέναν τίποτε. Αύτό δέν σάς είπε κύριε Μπεσσόν; — Είμαι άρκετά λεπτός ώστε νά μήν μοΟ έπιτρέπεται ν3 άπαντήσω σέ τέτοια έρώτησι. — Παλιάνθρωπε! Έ νας λεπτός άνθρωπος άνακατεύει ποτέ ένα δουλικό σέ τέτοιες βρωμοδουλειές καί τό παρακινεί νά κλέψη ένα κόσμημα γιατί έτσι τόν συμφέρει; Έ νας λεπτός κι’ εύγενικός άνθρωπος στέλνει ποτέ Εναν τρίτον νά σκοτωθή στήν θέσι του; Στήν πραγματικότητα κύριε Μπεσσόν, ύστερα από τό τηλεφώνημα τής Βαλεντίνης, νοιώθατε πώς θριαμβεύατε ένώ ταυτόχρονα σάς είχε πιάσει φόβος καί τρόμος. Θριαμβεύατε γιατί βλέπατε πώς θά κερ δίζατε τό παιγνίδι σας, άφοδ τό τηλεφώνημα τής Βαλεντίνης Εδειχνε πώς ήθελε νά συνθηκολόγηση Ι.ιαζί σας. Ή σαστε όμως καί τρομαγμένος γιατί τήν ξέρατε καλά, γιατί ήσαστε βέβαιος ότι θά προσπα θούσε μέ κάθε τρόπο νά έξαγοράση τήν σιωπή σας. Μυριστήκατε παγίδα. "Ενα τέτοιο νυκτερινό ραν τεβού δέν προοιώνιζε τίποτε τό: καλό. Γυρίσατε στό ξενοδοχείο σας γιά νά σκεφθήτε. Καί γιά καλή σας τύχη, αύτός 6 κακόμοιρος ό *ΑνρΙ πού ήτανε καί 193
μεθυσμένος κάπως, σάς πήρε στό τηλέφωνο. Τό βράδυ, λίγο νωρίτερα είχα μιλήσει έγώ μέ τόν Ά νρΙ καί τόν είχα άνάψει λίγο. Είχε πιει άρκετά καί ήθελε νά μιλήση μαζύ σ α ς ... Τί ήθελε νά σάς πή δεν τό ξέρ ω ... Ισως κι’ ό ίδιος νά μήν τό ήξερε. Τότε τόν στείλατε νά πάη μπροστά, σάν προφυλακή νά πούμε, λέγοντάς του νά βρίσκεται έδώ, στήν Βιλλίτσα, τά μεσάνυχτα. Έ τσι, μ’ αυτόν τόν τρόπο, ό ‘Ανρί θά ’πεφτε στήν παγίδα τής Βαλεντίνης. Κυρία μου, τί νά σάς πω; ’Αποκαλύπτομαι μπροστά σας. Ό φόνος τής Ρόζας ήτανε μιά καταπληκτική εγκληματική σύλληψις, άλλά τό νέο σας έγκλημα ήτανε σατανικά στρωμένο! ’Ακόμη καί τό κόλπο τοΟ διακόπτη, πού δήθεν στήν ταραχή σας ξεχάσατε ν’ άνάψετε 6ταν ήρθα έγώ νά σάς δώ, άκόμη και αύτό Οά σάς έδινε μιά δικαιολογία ότι πυροβολή σατε χωρίς νά ξέρετε ποιός ήτανε έξω από τήν πόρτα σ α ς ... Κι1 έτσι σκοτώθηκε ό *Ανρί. ’Αδελ φός καί άδελφή τήν ίδια εβδομάδα... Ξέρετε τί σάς χρειάζεται; Ξέρετε τί θά έκανα άν δέν άνήκα στήν ’Αστυνομία; Θά σάς άφηνα έδώ καί θά ειδο ποιούσα στό *Υπόρ, στό χωριό τής φαμίλλιας Τροσύ, νά διηγηθώ αότήν τήν ιστορία στούς γονείς καί τό συγγενολόι τής Ρόζας καί τοϋ Ά νρί. Καί θά τούς έλεγα πώς καί γιατί, χάσανε δυό παιδιά στό άνθος τής ήλικίας τους μέσα σέ λίγες μ έρ ες... Καί θά τούς έφερνα όλους έδώ. . . όλους, μαζύ μέ τούς φί λους καί συγγενείς τους νά κάνουνε καλά μέ σ ά ς! Είδε τόν Τεό Μπεσσόν πού είχε γίνει κάτωχρος νά σφίγγη νευρικά τά μπράτσα τής πολυθρόνας του. "Οσο γιά τήν Βαλεντίνη, έκείνη σηκώθηκε άπό τό κάθισμά της, πήδησε σχεδόν επάνω τρομαγμένη καί σάν τρελλή : — Δέν έχετε τό δικαίωμα νά τό κάνετε αύτό. . . είπε μέ άπίστευτη ταραχή. Τί περιμένετε καί δέν μάς πηγαίνετε άμεσως νά μάς παραδώσετε στήν ’Αστυνομία στήν Χάβρη; Εΐσαστε ύποχρεωμένος νά 194
μάς συλλάβετε ή τουλάχιστον νά συλλάβετε εμένα, προσωπικά. — Μέ άλλο λόγια, όμολογεϊτε; — Δέν ομολογώ τίποτε, μά έφ’ 6σον μέ κατηγο ρείτε δέν έχετε τό δικαίωμα νά μέ άφήσετε έδ ώ ... Συλλογιζότανε ότι ίσως ή οίκογένεια Τροσύ είχε μάθει κι" δλας τά γεγονότα καί είχε ξεκινήσει γιά τό Έτρετά. — ΖοΟμε σέ μια χώρα πολιτισμένη και καθένας ί'χει τό δικαίωμα νά δικασθή, νομίζω. Προσπαθούσε διαρκώς ν' άφουγκρασθή τί γινό τανε έξω, στον δρόμο, άπό φόβο μήπως έρχόντουσαν κι’ δλας οί γονείς τοΟ Ά ν ρ ί... Καί μια στιγμή δταν ακούσε τόν θόρυβο ένός αυτοκινήτου πού έσταμάτησε μπροστά στήν πόρτα της, έπεσε σαν τρελλή στόν Μαιγκρέ καί πιάνοντάς τον άπό τά χέρια άρχισε νά ούρλιάζη κυριολεκτικά : — Δέν έχετε τό δικαίω μα... δέν έχετε τό δι καίωμα. .. Τό πρόσωπό της είχε χάσει τήν γλυκειά έκφρασι 7ΐοΰ είχε. Τά βλέμματά της μαρτυρούσανε τόν πανικό πού τήν είχε καταλάβει καί τά νύχια της μπαίνανε στους καρπούς τών χεριών τοΟ Μαιγκρέ άπό τήν αγωνία. Δέν ήτανε ή οικογένεια Τροσύ πού είχε φτάσει, μά τό άστυνομικό αύτοκίνητο άπό τήν Χάβρη μ* ένα μικρό φορτηγό γιά νά παραλάβη τό πτώμα. Οί αστυνομικοί κατέβηκαν καί γιά μισή ώρα δέν κάνανε τίποτε άλλο παρά νά παίρνουνε φωτογραφίες καί νά έρευνοΟν τελείως τυπικά βέβαια γιατί δέν ύπήρχε πιά μυστήριο. Φυσικά φωτογραφίσανε καί τό σπα σμένο τζάμι τής έξώθυρας, πού είχε θρυμματισθή άπό τόν πυροβολισμό. — Πηγαίνετε νά ντυθήτε, είπε ό Μαιγκρέ στήν Βαλεντίνη. — Κι* έγώ; ρώτησε ό Τεό Μπεσσόν. — Ε σείς, φαντάζομαι ότι έχετε πρώτα νά τακτοποιηθήτε μέ τήν συνείδησί σας. 195
Εκείνη την στιγμή άλλο Ενα αυτοκίνητο φρενάρησε Εξω στόν δρόμο καί ό Σάρλ Μπεσσόν μπήκε σάν σίφουνας στο σπίτι. — Τι συνέβη; ρώτησε. — Σάς περίμενα νωρίτερα, τοΟ άποκρίθηκε ό Μαιγκρέ κάπως ξερά. Ό βουλευτής θέλησε νά δικαιολογηθή : — "Εμεινα άπό λάστιχο στόν δρόμο. — Τί σάς Εκανε νά ’ρθετε έδώ; — Εκείνο πού μού είπατε στό τηλέφωνο γιά τό δακτυλίδι. — Τό φαντάστηκα. Τό άναγνωρίσατε άπό τήν περιγραφή του; — Ό χ ι, μά κατάλαβα δτι ό άδελφός μου ό Τεό εϊχε δίκαιο. — Επειδή σδς Ελεγε δτι τά διαμαντικά τής μητρυιάς σας δέν είχανε πουληθή μά υπήρχανε πάντα; Σδς τό είχε πει; ΟΙ δυο άδελφοί κοιταχτήκανε ψυχρά. — Δέν μοΟ τό είχε πεΐ μά τό είχα καταλάβει άπό τήν στάσι του δταν κάναμε τήν διανομή τής κληρονομιάς. — ΚΓ άπόψε ήρθατε γιά νά πάρετε τό μερίδιό σας; Καί λησμονήσατε δτι αύριο τό πρωί έχετε τήν κηδεία τής πεθεράς σας; — Γιατί μοΟ μιλάτε Ετσι; Έγώ δέν έχω εϊδησι άπ* δλα αυτά. Ποιόν μεταφέρανε τώρα στό φορτηγό; — Θά μοΟ πήτε πρώτα τί ήρθατε νά κάνετε έδώ τέτοια ώρα. — Μήπως ξέρω; ΜοΟ μιλήσατε στό τηλέφωνο γιά κάποιο δακτυλίδι. Κατάλαβα δτι κάτι θά είχε συμβή, κάτι κακό άσφαλώς. "Ισως ό Τεό νά είχε Επιχειρήσει νά πάρη τίποτε κοσμήματα τής μη τρυιάς μας κΓ έκείνη θά είχε άντιδράσει. — Κάτι συνέβη πραγματικά, μά ό άδελφός σας είχε τήν πρόνοια νά στείλη άλλον νά σκοτωθή στήν θέσι του. — Ποιόν; 196
— Τόν Ά νρί Τροσύ. — Κι' οί γονείς του; Τό ξέρουνε; — "Οχι άκόμη καί λογαριάζω ν’ άναθέσω σέ σάς νά πάτε νά τους τό άναγγείλετε. Στό κάτω κάτω εΐσαστε βουλευτής τους. — "Ύστερ* άπό τό σκάνδαλο πού θά ξεσπάση, δέν φαντάζομαι νά μέ ξαναβγάλουν. — Αύτό είναι δικός σας λογαριασμός. — Καί τήν Ρόζα; Ποιος τ ή ν ... — Δέν μαντεύετε; — "Όταν μοΟ μιλήσατε για τό δακτυλίδι μέ τό σμαράγδι, σκύφτηκα... — Τήν μητρυιά σας; Αύτή είναι ή φόνισσα. Καί όλα αύτά νά τά έξηγήσετε στούς έκλογεϊς σ α ς... — Μά έγώ τί φταίω; Δέν έκανα τίποτα έγώ. Ά πό πολλή ώρα ό Κασταίν είχε πάψει νά κρατά σημειώσεις. Κοίταζε τόν Μαιγκρέ μέ κατάπληξι ένώ ταυτόχρονα είχε τήν προσοχή του μέ τά δυό το») αύτιά στούς μικρούς θορύβους πού έρχόντουσαν άπό τόν έπάνω όροφο. — Εΐσαστε έτοιμη; φώναξε 6 Μαιγκρέ πρός τήν Ηαλεντίνη άπό τήν σκάλα. Κι’ έπειδή δέν άκούστηκε καμμιά άπάντησις, ό Μαιγκρέ διάβασε τήν άνησυχία στό βλέμμα τοΟ Κασταίν. Χαμογέλασε καί τόν καθησύχασε. — Μή φοβάσαι, τοΟ είπε. ΑύτοΟ τού είδους οί γυναίκες δέν αύτοκτονούν. Θά ύπερασπισθή τόν Γ:αυτό της μέ κάθε τρόπο καί θά μπόρεση νά έχη τούς καλύτερους δικηγόρους. Καί ξέρει καλά ότι σέ τέτοια ήλικία δέν κόβει κεφάλια ή δικαιοσύνη. βήματα άκούστηκαν στήν σκάλα. *Η Βαλεντίνη κατέβαινε μεγαλοπρεπέστατη, μέ ύφος μικρής μαρκησίας, όπως τήν είχε πρωτοΐδεΐ ό Μαιγκρέ στό γραφείο του. Τά μαλλιά της ήτανε άψογα κτενι σμένα, φορούσε ένα μαύρο φόρεμα φρεσκοσιδερω μένο καί στό στήθος της ήτανε καρφιτσωμένο ένα μεγάλο διαμάντι, ίσως άπό έκεΐνα τά ι μ ι τ α σ ι ό ν πού έλεγε πώς είχε. 197
— Θά μου βάλετε χειροπέδες; έρώτησε ψύχραιμα. — ’Αρχίζω νά πιστεύω 6τι θά σάς άρεσε νά σάς φορέσωμε χειροπέδες, γιατί θά σάς Εδιναν πιό θεα τρική έμφάνισι καί θά σάς πρόσέφεραν τό ύφος τού θύματος. Πάρ’ την Κ ασταίν... Ό Κασταίν έρώτησε : — Δέν 0ά 'ρθετε μαζί μας στην Χάβρη; — Τί νά κάνω; — Θά έπιστρέψετε στό Παρίσι; — Αύριο τό πρωΐ, αφού πάρω πρώτα τά διαμαν τικά τής κ υρίας... — Θά στείλετε άναφορά εσείς; — Ό χ ι Κασταίν, γράψε την μόνος σου. Τήν ξέρεις πια δλη την ιστορία άφοΟ κράτησες καί σημειώσεις. — Κι" αύτόν εδώ τί νά τόν κάνω; ρώτησε δεί χνοντας τόν Τεό. — Στήν πραγματικότητα δέν Εχει κάνει τίποτε πού νά πέφτη στήν δικαιοδοσία τοΟ Ποινικού Νό μου. Είναι πολύ άνανδρος γιά νά κάνη τίποτε. "Αφησέ τον καί τόν βρίσκεις εύκολα δποτε τόν χρειαστής. — Μπορώ νά φύγω άπό τό Έτρετά; ρώτησε ό Τεό μέ άνακούφισι. — Ό ποτε θέλετε. — Μπορείτε νά πήτε νά μέ συνοδεύσουν Εως τό ξενοδοχείο μου, νά πάρω τό άμάξι μου καί τήν βα λίτσα μου; Κι* αύτός δπως καί ή Βαλεντίνη, Ετρεμε τήν οικογένεια τού *Ανρί Τροσύ. Ό Μαιγκρέ είπε σ’ Ενα άπό τούς έπιθεωρητάς τής Χάβρης : — Πήγαινε μαζί μέ τόν κύριο. Καί σού δίνω ρητή έντολή, γιά αποχαιρετισμό, δταν θά τόν άφήσης νά τού δώσης μια κλωτσιά στόν π ισ ινό ! Τήν στιγμή πού Εφευγε άπό τήν Β ι λ λ ί τ σ α , ή Βαλεντίνη έγύρισε καί είπε στόν Μαιγκρέ : — "Εχετε τήν γνώμη πώς εΐσαστε Εξυπνος, μά δέν θά *χετε έσείς τήν τελευταία λέξι. Ό τα ν ό Μαιγκρέ κοίταξε τό ρολόι του, ή ώρα 198
ήτανε τρεις καί μισή. Δεν είχε μείνει μαζί του παρά Ενας μόνο επιθεωρητής τής ’Αστυνομίας τής Χάβρης πού έβαζε σφραγίδες στην έξώθυρα τοΟ σπιτιού καί ύ Σάρλ Μπεσσόν πού φαινότανε πολύ στενοχωρεμένος. — ’Αναρωτιέμαι, τού είπε ό Μπεσσόν, γιατί μοΰ μιλήσατε τόσο άσχημα πρίν, την στιγμή πού έγίΐ) δέν εύθύνομαι για τίποτε άπολύτως. Είχε δίκαιο καί ό Μαιγκρέ ένοιωσε μια τύψι γι’ αυτό. — Σάς ορκίζομαι ότι ούτε κάν μπορούσα νά φανταστώ ότι ή Βαλεντίνη. . . — Θέλετε νά μέ συνοδεύσετε; — ΠοΟ; — Στό Ύ πόρ. — Επιμένετε; — Έ γώ πρέπει νά πάω καί δέν Οά βρώ ταξί τέτοια ώρα. Έ χετε τό αύτοκίνητό σας καί μπορώ νά επωφελή θώ. Πήγανε. Στον δρόμο ό Μαιγκρέ σχεδόν τό με τανόησε πού πήγε μέ όδηγό τον Σάρλ. *Ήτανε τόσο νευρικός πού ώδηγοΰσε πολύ άτακτα καί άνώμαλα κάνοντας τις πιό άπότομες στροφές. Ό Μαιγκρέ τού είπε νά φρενάρη άρκετά μακρυά άπό τό σπιτάκι του γέρο Τροσύ. — Θά σάς περιμένω; ρώτησε ό Σάρλ. — Σάς παρακαλώ. Ό Σάρλ άπό τό μέρος όπου είχε παρκάρει ακούσε τον Μαιγκρέ πού κτυποΰσε τήν πόρτα τού μικρού σπιτιού. — Έ γώ είμαι ό άστυνόμος Μ αιγκρέ... ακούσε τήν φωνή του νά λέη. "Ενα φώς άναψε στό Εσωτερικό τού σπιτιού, μιά πόρτα άνοιξε καί έκλεισε πάλι. Ό Σάρλ έβγαλε ένα πούρο καί τό άναψε. Μ ισή ώρα πέρασε καί άρκετές φορές ό Σάρλ σκέφτηκε νά φύγη. Τέλος ή πόρτα άνοιξε πάλι. Τρία άτομα προχωρήσανε προς τό αυτοκίνητο. Ό 199
Μαιγκρέ άνοιξε τήν πόρτα του άμαξιοΟ καί εϊπε χαμηλόφωνα στόν Σάρλ : — Ε μένα θά μέ άφήσετε περνώντας άπό τό Έ τρ ε τά ... ύστερα θά πάτε τούς άλλους στή Χάβρη. Κάθε τόσο ή μητέρα Τροσύ άφηνε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ό πατέρας ήτανε βαρύς και άμίλητος. Ά λλω ς τε ούτε ό Μαιγκρέ μιλοΟσε καθόλου. Ό τα ν έφτασε στό ξενοδοχείο του μπροστά, ό Μαιγκρέ κατέβηκε. Θέλησε νά πή δυό λόγια στούς χαροκαμένους γονείς μά δέν βρήκε τίποτε νά πή καί άρκέσθηκε νά τούς χαιρετήση. Στό δωμάτιό του δέν γδύθηκε, ούτε κάν ξάπλωσε στό κρεβάτι του. Στις έπτά τό πρωί, εϊπε νά τοΟ φέρουνε ένα ταξί και πήγε μ9 αύτό στό σπίτι τής δεσποινίδος Σερέ. Μέ τό ίδιο ταξί πήγε στόν σιδη ροδρομικό σταθμό για νά πάρη τό τραίνο τών όκτώ. Ε κτός άπό τήν βαλίτσα του ό Μαιγκρέ κρατοΟσε κι* ένα μικρό βαλιτσάκι άπό μαροκινό δέρμα. Ή τανε τά διαμαντικά τής Βαλεντίνης πού τά είχε βρεϊ — όπως τό είχε μαντέψει — στό σπίτι τής άνάπηρης γεροντοκόρης. Τ Ε Λ Ο Σ
200