GEORGES
SIMENON
TO ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ -
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΚΑΡΩΦ
ΑΓΡΑ
GEORGES SIMENON [
1903-1989 ]
Ό Ζώρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη τό 1903. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δη μοσιογράφος στή La Gazette de Liege. To πρώτο μυθιστόρημά του, που τό υπέγραψε με τό ψευδώνυμο Georges Sim, έκδόθηκε το 1921: Αυ pont des Arches, petite histoire liegeoise. To 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σέ σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Με ταξύ του 1923 κα'ιτοΰ 1933 δημοσιεύ τηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήμα τα, πάνω από χίλιες ιστορίες καί απει ράριθμα άρθρα... Τό 1929 ό Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο του Μαιγκρέ:
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι Η Τ Α Ν Β Ρ Ο Μ ΙΚ Ο
ΑΓΡΑ : ΣΕΙΡΑ Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΚ Η Σ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ A. CONAN D o y l e : Σέρλοκ Χόλμς - Τό Σήμα των Τεσσάρων MAURICE L e b l a n c : Άρσέν Λουπέν έναντίον Χέρλοκ Σόλμς / Ή Κούφια Βελόνα RAYMOND C h a n d l e r : Αντίο, γλυκιά μου /Τ ό ψηλό παράθυρο G.K. C h e s t e r t o n , A. C h r is t i e , D. S a y er s κ.ά .: Ό πλωτός ναύαρχος ERIC A m b l e r : Ή μάσκα του Δημήτριου / Βρόμικη ιστορία ROBERT Van G u l ik : Δολοφόνοι καί ποιητές - Δικαστής ΤΙ OLIVER B a n k s : Ή μανία μέ τόν Καραβάτζο / Ό χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ MARTIN P a g e : Ό άνθρωπος πού έκλεψε τήν Τζοκόντα SE ISH I ΥΟΚΟΜΙΖΟ: Τό τσεκούρι, τό κότο καί τό χρυσάνθεμο SEICHO M aTSUMOTO : Τόκιο ’Εξπρές Α ν θ ο λ ο γ ί α Α γ γ λ ι κ ο ύ Α σ τ υ ν ο μ ικ ο ύ Δ ιη γ ή μ α τ ο ς ( 2 τ ό μ ο ι )
W.R. BURNETT: Τό τέλος της διαδρομής / ’Α ντίο, Σικάγο JEROME CHARYN : Ή άγρια Μαίριλυν / Ό Γαλανομάτης / Ή άγωγή του Πάτρικ Σίλβερ / Ό μυστικός ’Ισαάκ P aco I g n a c io Τ α ιβο I I : Ή σκιά τής σκιάς / Ή ζωή ή ίδια / Τό ποδήλατο τού Λεονάρντο / Χωρίς αίσιο τέλος / Καί σάν σκιές έπιστρέφουμε / Μέ τέσσερα χέρια / Στήν ίδια πόλη υπό βροχή / Μερικά σύννεφα / Ερωτευμένα φαντάσματα / Όνειρα συνόρων / Όταν οί νεκροί χορεύουν ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ - PACO IGNACIO Τ α ιβο I I : ’Ανήσυχοι νεκροί J a m e s E l l r o y : Ή Μαύρη Ντάλια / Τό μεγάλο πουθενά / Λευκή Τζάζ / Λ. Α. ’Εμπιστευτικό / Εγκλήματα κατά συρροήν / Αμερικανικό Ταμπλόιντ / Αμερικανικό ταξίδι θα νάτου / Ό Νυχτερινός Ταξιδιώτης - Because the Ν ight / Τό αίμα δέν σταματάει ποτέ / Ό λόφος των αύτοκτονιών JEAN-PATRICK M a NCHETTF, : Ή πρηνής θέση του σκοπευτή / Τό μελαγχολικό κομμάτι τής Δυτικής ’Α κτής / Ή πριγκίπισσα του αίματος / Μοιραία PATRICIA H ig h s m it h : Τό έγχειρίδιο του κτηνώδους φόνου γιά ζωόφιλους / Ό Ρίπλεϋ σέ βαθιά νερά / Τό γυάλινο κελί / Τά δύο πρόσωπα του ’Ιανουαρίου / Γάτες / Ό Ρίπλεϋ κάτω άπ’ τό χώμα / Τό άγόρι πού ακολουθούσε τόν Ρίπλεϋ / Τό παιχνίδι τού Ρίπλεϋ / Ό ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ ΤΟΝΙΝΟ BENAQUISTA: Ή κωμωδία των άποτυχημένων / Τά δόντια τής αυγής CHESTER H im e s : Χαμός στό Χάρλεμ / Μπαμπάκι στό Χάρλεμ DANILA COMASTRI M o n TANARI : Θάνατοι στήν Πομπηία / Σατουρνάλια / Προσοχή σκύλος! R avi S h a n k a r E t t e t h : Τό χ ρ ώ μ α τού πένθους D o n a l d W e s t l a k e : Άντιός, Σεχραζάντ ELMORE L e o n a r d : Τισομίνγκο μπλούζ / Ό Καπάτσος ΑΝΔΡΕΑΣ Α π ΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Τό χαμένο παιχνίδι / Τό φάντασμα τού Μετρό / Αστυνομικές ιστορίες γιά πέντε δεκαετίες / ’Εγκλήματα στήν Πανσιόν « Απόλλων » / Λοβοτομή / Τά πολλά πρόσωπα τού αστυνομικού μυθιστορήματος / Είσαι ό Παπαδόπουλος! ΠΑΝ. ΑΓΑΠΗΤΟΣ :Τόέβένινο λαούτο / Ό χάλκινος οφθαλμός/ Μέδουσα άπό σμάλτο ΚΩ ΣΤΑΣ Κ α α φ ΟΠΟΥΛΟΣ : Καφέ Λούκατς - Budapest Noir / “Ένα παράξενο καλοκαίρι
GEORGES SIMENON
TO ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Α Ρ ΓΥ Ρ Ω
Μ ΑΚΑΡΩ Φ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Α ΓΡ Α
Έργα του Ζώρζ Σιμενόν στίς Εκδόσεις Άγρα:
Ο Μ Α ΙΓΚ ΡΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΟ ΡΚ Η , Δεκέμβριος 2002 4 5 ° ΤΠ Ο ΣΚΙΑΝ, Ιούνιος 2003 ΤΟ ΜΠΛΕ ΔΩΜΑΤΙΟ, Δεκέμβριος 2003 Ο Κ ΙΤΡ ΙΝ Ο Σ ΣΚΥΛΟ Σ, Ιούνιος 2004 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ Ε Β Λ ΕΠ Ε ΤΑ ΤΡΕΝ Α ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ, Δεκέμβριος 2004 Ο ΤΡ Ε Λ Ο Σ ΤΟ Υ Μ Π ΕΡΖΕΡΑ Κ , Ιούνιος 2005 ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑ, Φεβρουάριος 2006 Ο Μ Α ΙΓΚ ΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΕΦΑΛΟ ΠΤΩΜΑ, Νοέμβριος 2006 Τ Ρ ΙΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΤΑΝ, Νοέμβριος 2007 ΟΙ Α ΡΡΑ ΒΩ ΝΕΣ ΤΟ Υ ΚΥΡΙΟ Υ IP, Ιούλιος 2008 Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ Α Ρ Χ Α Γ Γ Ε Λ Σ Κ , Μάιος 2009 Ο ΓΑ ΤΟ Σ, Ιούνιος 2010 Λ ΙΜ Π ΕΡΤΥ ΜΠΑΡ, Δεκέμβριος 2010 ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ Σ Π ΙΤ Ι, Ιούνιος 2011
"Ολα σε μετάφραση Ά ργνρώς Μ ακάρωφ
Τίτλος πρωτοτύπου:
L A N E IG E fiT A IT S A L E
- α' κυκλοφορία: 1948 © 1948, Georges Sim enon Lim ited, a Chorion company All rights reserved
και για την ελληνική ϋκδοση © 2011, Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Α Γ Ρ Α Α.Ε. Ζωοδόχου Πηγής 99, 114 73 Αθήνα Τηλ. 210.7011.461 - FAX 210.7018.649 http : / / www.a g r a .g r , e - m a il : in fo @ a g r a .g r
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
Μ Ε ΡΟ Σ ΠΡΩ ΤΟ
ΟΙ Π Ε Λ Α Τ Ε Σ TOT ΤΙΜΟ 11
Μ ΕΡΟ Σ ΔΕΤΤ ΕΡΟ
Ο Π Α Τ Ε Ρ Α Σ Τ Η Σ Σ ΙΣ Σ Τ 125 Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ ΙΤ Ο
Η ΓΥ Ν Α ΙΚ Α ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ 247
Μ ΕΡΟ Σ ΠΡΩ ΤΟ
ΟΙ Π Ε Λ Α Τ Ε Σ Τ Ο Υ Τ Ι Μ Ο
I.
ΩΡΙΣ ΚΑΠΟΙΟ ΤΥΧΑΙΟ ΓΕΓΟΝΟΣ, ή σημασία της πράξης
του Φράνκ Φριντμάιερ, έκείνη τή νύχτα, δέν θά ήταν παρά σχετική. Ό Φράνκ, προφανώς, δέν είχε προβλέψει 6τι ό γείτονάς του Γκέρχαρντ Χολστ θά περνούσε απ’ το δρόμο. Τό γεγονός, όμως, δτι ό Χόλστ είχε περάσει καί τόν είχε άναγνωρίσει άλλαζε τά πάντα. Αλλά άκόμη κι αύτό και 6λα 6σα θά έπακολουθοΰσαν ό Φράνκ τά δέχτηκε. Νά λοιπόν γιατί αύτό πού συνέβη έκείνη τή νύχτα, δίπλα στόν τοίχο τού βυρσοδεψείου, ήταν πολύ διαφορετικό, γιά τό παρόν και τό μέλλον, άπό τό χάσιμο μιας παρθενιάς, γιά πα ράδειγμα. Για τί, αρχικά, ό Φράνκ αύτό έφερε στό νού του, καί ό συν ειρμός τόν διασκέδασε αλλά καί τόν ένόχλησε συνάμα. Ό φί λος του ό Φρέντ Κρόμερ -ή άλήθεια είναι δτι ό Φρέντ ήταν είκοσιδύο χρόνων-, είχε σκοτώσει ξανά έναν άνθρωπο μία έβδομάδα πρίν, καί μάλιστα τήν ώρα πού έφευγε άπ’ τό μα γαζί του Τίμο, έκει όπου βρισκόταν ό Φράνκ λίγα λεπτά νω ρίτερα, προτού έρθει καί κολλήσει στόν τοίχο τού βυρσοδεψείου. Ό μω ς ό νεκρός τού Κρόμερ μέτραγε κανονικά; Ό Κρό μερ, κουμπώνοντας τή γούνα του, κατευθυνόταν προς τήν έξοδο, ως συνήθως μέ βαρύγδουπο ύφος κι ένα χοντρό ποΰ3
14
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
ρο σφηνωμένο στα σαρκώδη χείλη του. Ή φάτσα του γυά λιζε. Ό Κρόμερ πάντα γυάλιζε. Ή έπιδερμίδα του ήταν παχιά και γυαλιστερή κι έμοιαζε σαν χοντρή φλούδα πορ τοκαλιού. Κάποιος τον είχε παρομοιάσει μέ νεαρό ταύρο πού δεν κα ταφέρνει να ικανοποιηθεί. Έ ν πάση περιπτώσει, το παχύ καί γυαλιστερό πρόσωπό του, τα ύγρά του μάτια, τα πρησμένα του χείλη είχαν κάτι το σεξουαλικό. ''Ενας μικροκαμωμένος, άδύνατος, ωχρός καί νευρικός άντρας, άπό εκείνους πού ώς έπί τό πλεΐστον κυκλοφορούν τη νύχτα -βλέποντάς τον δέν θά πίστευες βτι είχε αρκετά χρή ματα γιά νά ’ρθει νά π ιει στου Τ ίμο -, του έκλεισε βλακωδώς τό δρόμο καί τού έκανε κάποιες παρατηρήσεις άρπάζοντάς τον άπ’ τό γιακά της γούνας του. Άραγε τί του είχε πουλήσει ό Κρόμερ καί ό τύπος δέν έμεινε εύχαριστημένος; Ό Κρόμερ βγήκε, κορδωμένος, ρουφώντας τό πούρο του. Ό άλλος, ό πεινασμένος, έπειδή συνοδευόταν άπό μιά γυναίκα πού πιθανόν νά ήθελε νά την έντυπωσιάσει, τον είχε ακολου θήσει στο πεζοδρόμιο καί άρχισε νά ούρλιάζει. Ό κόσμος στο δρόμο τού Τίμο δέν πτοεΐται καί πάρα πολύ άπ’ τις φωνές. Οί περίπολοι των κατακτητών περνούν άπό κεΐ πάρα πολύ σπάνια. Αλλά τέλος πάντων, αν κάποιο όχημά τους είχε περάσει άπό κοντά, θά ήταν ύποχρεωμένοι νά ρθοΰν νά δοΰν τί είχε συμβεΐ. « Ά ντε νά κοιμηθείς!» είπε ό Κρόμερ στον νάνο, πού τό κεφάλι του ήταν πολύ μεγάλο σέ σχέση μέ τό σώμα, καί τό στεφάνωνε μιά κόκκινη χαίτη.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
5
« Ό χ ι πριν άκούσεις αύτά πού έχω νά σου π ώ ...» Ά ν κάνεις έπρεπε ν’ ακούει 6λα δσα έχει νά του πει ό κό σμος, θά είχε μπουχτίσει έδώ καί καιρό. « Ά ντε νά κοιμηθείς...» Μήπως ό κοκκινομάλλης είχε π ιει άρκετά; Ή έκφρασή του πάντως έμοιαζε μέ άνθρώπου πού παίρνει ναρκωτικά. Μήπως του τά προμήθευσε ό Κρόμερ άφοΰ πριν τά είχε παρανοθεύσει; Λίγο ένδιαφέρει. Ό Κρόμερ, στο μέσο της άλέας, πού φάνταζε κατάμαυρη άνάμεσα στά δυο βουναλάκια άπο χιόνι, έβγαλε μέ τ ’ αρι στερό χέρι το πούρο απ’ το στόμα καί μέ τη δεξιά γροθιά χτύ πησε μία καί μοναδική φορά. Καί τότε είδαν νά έκτοξεύονται στον άέρα δυο πόδια καί δυο χέρια, κυριολεκτικά σάν μαριονέτα, καί τήν ίδια αύτή μαύρη μορφή νά άποτυπώνεται πάνω στο σωρό του χιονιού στήν άκρη του πεζοδρομίου. Το πιο πε ρίεργο ήταν δτι άκριβώς δίπλα στο κεφάλι ύπηρχε μιά πορτοκαλόφλουδα, κάτι πού σίγουρα δέν θά μπορούσε νά βρεθεί πουθενά άλλου σ’ ολόκληρη τήν πόλη, πάρεξ άπέναντι άπ’ το μαγαζί τού Τίμο. Ό Τίμο βγήκε χωρίς σακάκι καί χωρίς καπέλο, δπως κυ κλοφορεί καί μές στο μπάρ. Ψηλάφησε τή μαριονέτα καί της τράβηξε το κάτω χείλος. « Ξόφλησε » γρύλισε.« Πριν περάσει μία ώρα, θά έχει κοκαλώσει». Σκότωσε πράγματι ό Κρόμερ τον κοκκινομάλλη μέ μιά γροθιά; Αύτο άφήνει ό ίδιος νά εννοηθεί. Ό τύπος δέν θά τον διαψεύσει γιατί, κατόπιν ύποδείξεως τού Τίμο, πήγαν καί τον πέταξαν καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα, στήν παλιά δε
ι6
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
ξαμενή, στο σημείο πού χύνονταν οι υπόνομοι οί όποιοι έμπόδιζαν τό νερό νά παγώσει. Ό Κρόμερ μπορεί λοιπόν νά ισχυριστεί βτι σκότωσε τον άντρα. Έ σ τω κι άν ό Τίμο είχε βάλει τό χεράκι του, έστω κι άν ή μαριονέτα, τήν οποία χρειάστηκε νά έκτοξεύσουν άλλη μιά φορά στον άέρα γιά νά περάσει πάνω άπ’ τό τούβλινο πα ραπέτο, δέν ήταν άκόμη νεκρή. Απόδειξη πώς ό Κρόμερ δέν θεωρεί αύτό τό χτύπημα σο βαρό είναι δτι εξακολουθεί νά διηγείται τήν ιστορία μέ τη στραγγαλισμένη κοπέλα. Μόνο πού αύτό δέν συνέβη στήν πό λη ούτε σέ κάποιον χώρο πού γνώριζαν οί υπόλοιποι. Δέν ύπήρχαν άποδείξεις. Μέ τέτοιες προϋποθέσεις, ό καθένας μπορεί νά κοκορευτεΐ γιά οτιδήποτε. ((Ε ίχ ε μεγάλα βυζιά, σχεδόν άνύπαρκτη μύτη καί άνοιχτόχρωμα μάτια...» λέει. Πάνω σ’ αύτό δέν άλλάζει τά λόγια του. Αλλά κάθε φορά προσθέτει κι άλλες λεπτομέρειες. « Έ γ ιν ε σέ έναν άχυρώνα...» Ωραία. Όμως ό Κρόμερ δέν πήγε ποτέ στρατιώτης καί σι χαινόταν τήν έξοχή. Τ ί ζητούσε λοιπόν μέσα σέ έναν άχυρώνα; ((Κάναμε έρωτα μές στ’ άχυρα πού συνεχώς μέ γαργαλοϋσαν καί μου χάλασαν τη διάθεση...» Ό Κρόμερ διηγιόταν τήν ιστορία γλείφοντας τό πούρο του καί κοιτάζοντας ίσια μπροστά, μέ άφηρημένο βλέμμα, σάμ πως άπό μετριοφροσύνη. ‘Υπάρχει άλλη μιά λεπτομέρεια τήν οποία ποτέ δέν άλλάζει: τά λόγια της γυναίκας. ((Εύχομαι μ ’ αύτό πού κάνουμε τώρα νά μείνω έγκυος καί νά κάνω ένα π α ιδί».
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
17
Ισχυρίζεται δτι αύτή ή κουβέντα τα προκάλεσε δλα, καί δτι ή ιδέα να έχει ένα παιδί άπ’ αύτή τήν ήλίθια καί βρομερή κοπέλα, πού τή μάλαζε σαν ζύμη, τού φάνηκε γελοία καί απαράδεκτη. «Έ ν-τε-λώ ς ά-πα-ρά-δε-κτη ». Ισχυρίζεται δτι εκείνη γινόταν δλο καί πιο τρυφερή, πιο πιεστική. Καί δτι έκεινος έκσπερμάτισε, κρατώντας άνοιχτά τα μά τια καί βλέποντας ένα τεράστιο, ξανθό καί ωχρό κεφάλι, χωρίς χαρακτηριστικά, πού ήταν ύποτίθεται τό κεφάλι του παιδιού του καί της κοπέλας. Μήπως έπειδή ό Κρόμερ είναι μελαχρινός καί σκληρός σαν κορμός δένδρου; « Αύτό μέ άηδίασε » τελειώνει τήν άφήγηση, ένώ άφήνει να πέσει ή στάχτη τού πούρου. Είναι πονηρός. Οί κινήσεις του είναι μελετημένες. Έ χ ε ι κάποια τίκ πού τόν κάνουν ένδιαφέροντα. « Θεώρησα δτι ήταν πιο σίγουρο να στραγγαλίσω τή μη τέρα. ΤΗταν ή πρώτη φορά. Έ ! λοιπόν, είναι πολύ εύκολο. Καθόλου έντυπωσιακό ». Καί δεν είναι μόνο ό Κρόμερ. Ποιος άπ’ τούς θαμώνες τού Τίμο δέν έχει σκοτώσει τουλάχιστον έναν άνθρωπο; Ε ίτ ε στόν πόλεμο είτε μέ κάποιον άλλον τρόπο. Για παράδειγμα, καταγγέλλοντάς τον, πού είναι καί τό πιο εύκολο. Δέν χρειά ζεται να βάλεις ούτε καν τήν ύπογραφή σου. Ό Τίμο, δέν τό λέει σέ κανέναν, άλλα θά πρέπει να σκό τωσε μπόλικους μ ’ αύτόν τόν τρόπο, διαφορετικά οί κατακτητές δέν θ’ άφηναν τό μαγαζί του άνοιχτό δλη νύχτα χωρίς
ι8
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
νά έρχονται νά δούνε τί συμβαίνει έκ εΐ μέσα. Παρόλο πού τα παντζούρια είναι πάντα κλειστά, παρόλο πού πρέπει νά δια σχίσεις την άλέα καί νά πεις τ ’ όνομά σου άπ’ τό άνοιγμα της πόρτας, δέν είναι τόσο χαζοί ώστε νά μην ξέρουν τί γίνεται. Λοιπόν; Γιά τον Φράνκ, τό ξεπαρθένεμα, τό πραγματικό, τότε, παλιά, δέν είχε πάρα πολλή σημασία. Για τί τό περιβάλ λον τον εύνοουσε. Γ ιά άλλους είναι ολόκληρη ιστορία πού, χρόνια μετά, έξακολουθοΰν νά τη διηγούνται προσθέτοντας κι άλλες φιοριτούρες, δπως ό Κρόμερ γιά τη στραγγαλισμένη κοπέλα στον άχυρώνα. 'Ότι δεκαεννιά χρόνων ό Φράνκ σκότωσε τον πρώτο άν θρωπο, αύτό είναι ένα ξεπαρθένεμα κατά τι πιο έντυπωσιακό από τό πρώτο. Καί, δπως καί τό πρώτο, δέν ήταν προμελετημένο. ΤΗρθε μόνο του. Θά έλεγες δτι φτάνει κάποια στιγμή δπου είναι άπαραίτητο καί ταυτόχρονα φυσιολογικό νά πάρει κανείς μιάν άπόφαση ή οποία, στήν πραγματικότητα, έχει ήδη ληφθεΐ πολύ καιρό πρίν. Κανείς δέν τον παρότρυνε. Ούτε καί τον κορόιδευε κανείς. Εξάλλου, μόνο οί βλάκες άφήνονται νά τούς έντυπωσιάσουν οί φίλοι. ’Εδώ καί έβδομάδες, ίσως καί μήνες, επειδή ό ίδιος αισθάνε ται τον έαυτό του σέ κάπως μειονεκτική θέση, λέει μέσα του: « Θά πρέπει νά δοκιμάσω...» ’Ό χι πάνω σέ καβγά. Δέν είναι τού χαρακτήρα του. Στο μυαλό του, γιά νά μετρήσει, είναι άπαραίτητο νά τό κάνει έν ψυχρω-^ Ή εύκαιρία παρουσιάστηκε πρίν άπό λίγο. ’Ή μήπως έπειδή τό ήθελε άπό καιρό, τό έξέλαβε αύτό σάν εύκαιρία;
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
9
Βρίσκονταν στοΰ Τιμο, στο τραπέζι τους, δίπλα άπ’ τον πάγκο. ~Ηταν ό Κρόμερ, μέ τή γούνα πού την κρατάει ριγμένη στους ώμους άκόμη καί στους πιο ζεστούς χώρους. Καί το πούρο του, φυσικά. Καί τή γυαλιστερή του έπιδερμίδα. Καί τα μεγάλα του μάτια πού όντως έχουν κάτι το βοοειδές. Ό Κρόμερ πρέπει να πιστεύει δτι είναι διαφορετικός άπ’ τόν ύπόλοιπο κόσμο γιατί δέν κάνει τον κόπο να βάζει τα χαρτονομίσματά του σέ πορτοφόλι άλλα τα χώνει, κατατσαλακω μένα, ένα μάτσο μες στις τσέπες του. Μέ τον Κρόμερ κάθεται ένας τύπος πού ό Φράνκ δέν τον ξέρει, ένας τύπος άπό άλλο σινάφι, πού άντί να συστηθεΐ κα νονικά, είπ ε : ((Μπορείτε να μέ λέτε Μπέργκ ». Θά πρέπει να είναι τουλάχιστον σαράντα χρόνων. Δείχνει ψυχρός, κλειστός. Αύτός είναι κάποιος. Απόδειξη δτι ό Κρό μερ συμπεριφέρεται μπροστά του σχεδόν ταπεινά. Του διηγήθηκε τήν ιστορία της στραγγαλισμένης κοπέ λας, χωρίς να έπιμείνει, μέ ύφος σαν να έλεγε δτι δέν ήταν τ ί ποτα, δτι ήταν ένα άστεΐο, δτι τό άνέφερε τυχαία. ((Κοίτα, Φράνκ, τό σουγιά πού μου έδωσε ό φίλος μου ». Καί μέ τό ίδιο γόητρο πού άποκτά ένα κόσμημα πού βγαί νει άπό μιά άκριβή κοσμηματοθήκη, ό σουγιάς έμφανίστηκε μέσα άπ’ τή ζεστή γούνα καί παρουσιάστηκε πάνω στο καρώ τραπεζομάντιλο. « Δοκίμασε τήν κόψη ». « Ν α ί». ((Μπορείς νά διαβάσεις τή μάρκα;» "Ήταν ένας σουγιάς φτιαγμένος στή Σουηδία, ένας σου
20
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
γιάς μέ έλατήριο, μέ τόσο ίσια γραμμή, τόσο « εύθύς », πού έδινε την εντύπωση δτι ή λάμα είχε τη δική της μνήμη και άναζητοΰσε τό δρόμο της μέσα στις σάρκες. Ό Φράνκ, νιώθοντας σχεδόν ντροπή για τήν παιδικότητα της αύθόρμητης αντίδρασής του, είχε π ε ι: ((Δάνεισέ τον μου ». ((Τ ί να τον κάνεις;» « Τίποτα». ((Αύτά τα παιχνιδάκια δέν γεννήθηκαν για να μην κάνουν τίποτα». Ό άλλος τύπος χαμογελούσε, μ ’ ένα χαμόγελο λίγο συγ καταβατικό, σάμπως να άκουγε τις καυχησιές δυο μικρών παιδιών. ((Δάνεισέ τον μου ». Ό χ ι για να μην κάνει τίποτα, φυσικά. Ό μω ς, άκόμη δέν γνώριζε. Καί έκείνη άκριβώς τή στιγμή είδε, στο γωνιακό τραπέζι, κάτω άπό τή λάμπα μέ τό μώβ αμπαζούρ, τον χοντρό ύπαξιωματικό, μέ κόκκινο πρόσωπο -βαθύ βιολετί έξαιτίας τού φωτισμού-, να βγάζει τή ζώνη του καί να τήν άκουμπάει άνάμεσα στά ποτήρια. Αύτόν έδώ τον ύπαξιωματικό τον γνώριζαν δλοι. Ε ίχ ε γ ί νει σχεδόν ή μασκότ, ένα είδος κατοικίδιου πού έχει συνηθίσει κανείς να τό βλέπει στή θέση του. Ήταν ό μόνος άπό τούς κατακτητές πού έρχόταν τακτικά στο μαγαζί τού Τίμο χω ρίς να κρύβεται, χωρίς να παίρνει προφυλάξεις, χωρίς να είναι διακριτικός. Πρέπει να είχε δνομα, άλλα έδώ τον έλεγαν « ό Εύνοΰχος ». Γ ια τί ήταν τόσο χοντρός καί τόσο πλαδαρός πού οί σάρκες
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
21
του, κάτω άπό τή στολή, σχημάτιζαν σαμπρέλες στή μέση, στίς μασχάλες καί στα μπράτσα. Θύμιζε ματρόνα πού ξεντύ νεται καί ό κορσές της έχει σημαδέψει τή μαλακή της σάρκα. Ε ίχ ε κι άλλες σαμπρελίτσες στό σβέρκο καί στο προγούλι, καί στό κρανίο του άνέμιζαν τρελούτσικες, άχρωμες, μετα ξένιες τρίχες. Καθόταν πάντα στήν ίδια γωνιά, οπωσδήποτε μέ δύο γυ ναίκες, όποιεσδήποτε, άρκεΐ να ήταν μελαχρινές καί άδύνατες. Κυκλοφορούσε ή φήμη ότι τού άρεσαν οί τριχωτές. Ά ν οί πελάτες μπαίνοντας τρόμαζαν μέ τή θέα της στολής του -^τής Αστυνομίας των κατοχικών στρατευμάτων-, ό Τ ίμο χαμήλωνε ελάχιστα τή φωνή του για να τούς καθησυχάσει: « Μή φοβάστε. Δέν είναι επικίνδυνος ». Άραγε ό Εύνουχος τόν άκουγε; Άραγε καταλάβαινε; Παρήγγελλε τα ποτά μέ τις καράφες. Μέ τή μια γυναίκα καθι σμένη στα γόνατα καί τήν άλλη στόν καναπέ, τούς διηγιόταν ιστορίες, χαμηλόφωνα, στό αύτί, καί ξεσπούσε σέ γέλια. Έ π ινε, μιλούσε, γελούσε καί τις έκανε να πίνουν, ένώ τις χού φτωνε κάτω άπ’ τό φόρεμά τους. Κάπου στή χώρα του, πρέπει να είχε οικογένεια. Ή Νουσί, πού είχε άνοίξει το πορτοφόλι του, ισχυριζόταν ότι ήταν γεμάτο άπό φωτογραφίες παιδιών σέ διάφορες ήλικίες. Τις γυναίκες τις φώναζε μέ διαφορετικό όνομα άπ’ τό δικό τους. Αυτό τόν διασκέδαζε. Τις πλήρωνε για να φάνε. Λάτρευε να τις βλέπει να τρώνε άκριβά έδέσματα, πού δέν τα έβρισκε κα νείς παρά μόνο στού Τίμο καί σέ κάποια άλλα μαγαζιά, πιο δυσκολοπρόσιτα, γιατί, στήν ούσία, προορίζονταν σχεδόν άποκλειστικά γιά άνώτερους άξιωματικούς.
22
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Σχεδόν τις υποχρέωνε νά τρώνε. Μαζί τους έτρωγε κι εκείνος. Τις χάιδευε προκλητικά μπροστά σέ όλο τον κόσμο. Κοίταζε τά υγραμένα του δάχτυλα και γελούσε. Μετά, κανο νικά, ερχόταν κάποια στιγμή πού έβγαζε τή ζώνη του καί τήν άκουμπουσε πάνω στό τραπέζι. Σ ’ αυτή τή ζώνη ήταν περασμένη μιά θήκη πού περιείχε ένα επαναληπτικό περίστροφο. Άπό μόνα τους όλα αυτά δέν είχαν καμία σημασία. Ό ύπαξιωματικός, ό Ευνούχος, ήταν ένας χοντρός βιτσιόζος γιά τόν όποιο όλοι μιλούσαν κοροϊδευτικά. Ακόμη καί ή Λόττε, ή μητέρα τού Φράνκ. Καί έκείνη τόν ήξερε. Ό λη ή γειτονιά τόν ήξερε γιατί, γιά νά πάει στήν πόλη, όπου μάλλον βρισκόταν τό γραφείο του, διέσχιζε δυό φορές τήν ήμέρα τό δρόμο απ’ όπου περνούσε τό τράμ καί κατέβαινε μέχρι τήν παλιά γέφυρα. Δέν έμενε στό στρατόπεδο. Νοίκιαζε δωμάτιο στήν πανσιόν της κυρίας Μόρ, χήρας ένός άρχιτέκτονα, δυό σπίτια πιο πάνω άπ’ τό δρόμο τού τράμ. ΤΗταν γείτονας. Τόν έβλεπες νά πέρνα πάντα τήν ίδια ώρα, ροδαλό καί στήν τρίχα, τ;αρά τά ξενύχτια του στοΰ Τίμο. Ε ίχ ε ένα ιδιαίτερο χαμόγελο, πού σέ ορισμένους φάνταζε πο νηρό, άλλά ίσως δέν ήταν παρά χαμόγελο μωρού. Γόριζε καί κοίταζε τά μικρά κοριτσάκια, τούς έκανε χα ρές, μερικές φορές τούς έδινε καραμέλες πού έβγαζε άπ’ τις τσέπες του. « Πάω στοίχημα ότι μία των ήμερων θά τόν δούμε νά μάς έρχεται» είχε πει ή Λόττε, ή μητέρα τού Φράνκ. Τό επάγγελμά της ήταν άπαγορευμένο διά νόμου. Β έ
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
23
βαια, είχε δικαίωμα να διατηρεί ένα μαγαζί για μανικιούρ στή γειτονιά της παλιάς δεξαμενής, ακόμη καί άν, προφανέ στατα, σέ κανέναν δεν περνούσε ή ιδέα να άνέβει τρεις ορό φους, σέ ένα κτίριο φίσκα άπό ενοικιαστές, για να περιποιηθεΐ τα νύχια του. Ήταν γνωστό, όχι μόνο σέ όλο τό δρόμο, άλλα ίσως καί σέ όλη τήν πόλη, ότι πίσω υπήρχαν δωμάτια. Ό Εύνοΰχος, πού άνήκε στήν Αστυνομία των κατακτητών, θά πρέπει, επίσης, νά τό γνώριζε. « Θά δεις ότι θά έρθει». Ή Λόττε, μόλις διέκρινε έναν άντρα απ’ τό παράθυρο του τρίτου ορόφου, ήταν ικανή νά πει άν τελικά θ’ άνέβαινε ή όχι. Μπορούσε μάλιστα νά προβλέψει άκόμη καί τό χρόνο πού θά τού χρειαζόταν γιά νά τ ’ άποφασίσει καί σπάνια έπεφτε έξω. Πράγματι, ό Ευνούχος είχε έρθει, μιά Κυριακή πρωί -έξαιτίας τού ωραρίου στο γραφείο του-, έντελώς άμήχανος, σάν χαζός. Ό Φράνκ άκριβώς εκείνη τήν ώρα δέν ήταν έκ εί καί λυπήθηκε γ ι’ αυτό, γιατί ύπήρχε ό φεγγίτης πού τού έπέτρεπε νά δει τά πάντα σκαρφαλώνοντας στό τραπέζι της κουζί νας. Τού τό διηγήθηκαν. Ε κ είνη τήν ήμέρα ήταν μόνο ή Στέφι, μιά κρεμανταλού, έντελώς άχρωμη, πού ήταν ικανή μόνο γιά νά ξαπλώνει μέ ανοιχτά τά σκέλη κοιτάζοντας τό ταβάνι. Ό ύπαξιωματικός έμεινε σίγουρα άπογοητευμένος, γιατί μέ τή Στέφ ι δέν ύπήρχε τίποτε άλλο νά κάνεις άπό τό νά φτά σεις στό τέλος. Οότε κάν είχε τή φινέτσα ν’ άκούει, όπως θά άρμοζε, τις ιστορίες πού τής διηγούνταν.
24
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
« Έσύ, κορίτσι μου, δέν είσαι παρά μια τρύπα » της έπαναλάμβανε συχνά ή Λόττε. Ό Ευνούχος θά πρέπει νά είχε φανταστεί ότι τά πράγμα τα θά έξελίσσονταν διαφορετικά. Μήπως ήταν όντως άνικα νός ; Πάντως, άπό τού Τίμο δέν είχε φύγει ποτέ μέ κάποια γυναίκα. Μήπως, πάλι, ίκανοποιόταν μόνος του, χωρίς νά τον παίρ νουν οί άλλοι είδηση, τήν ώρα πού τις χούφτωνε; Πολύ πιθα νόν. Όλα είναι πιθανά μέ τούς άντρες, ό Φράνκ τό ήξερε αύτό άπό τότε πού άρχισε τήν έκπαίδευσή του, όρθιος, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κοιτάζοντας άπό τό φεγγίτη. Δέν ήταν λοιπόν φυσιολογικό πού τού ήρθε ή ιδέα, έφόσον έπρεπε νά σκοτώσει κάποιον μία των ήμερων, νά δοκιμάσει μέ τόν Ευνούχο; Καταρχάς, είχε ύποχρέωση νά χρησιμοποιήσει τό σουγιά πού μόλις είχαν έναποθέσει στά χέρια του καί ήταν πράγματι ένα όμορφο όπλο. Σοΰ ερχόταν αύθόρμητα ή επιθυμία νά τόν δοκιμάσεις, νά νιώσεις τί εντύπωση θά σοΰ έκανε τή στιγμή πού θά βυθιζόταν στις σάρκες καί θά γλιστρούσε άνάμεσα στά κόκαλα. 'Υπάρχει ένα κόλπο καί τού τό έξήγησαν: Μόλις μπει ή λεπίδα άνάμεσα στά πλευρά, στρίβεις ελαφρά τό χέρι, όπως ένα κλειδί στήν κλειδαριά. Ή ζώνη βρισκόταν πάνω στό τραπέζι καί τό βαρύ γυαλι στερό περίστροφο στή θήκη του. Καί τί δέν μπορείς νά κάνεις μ ’ ένα περίστροφο! Καί τί άντρας γίνεσαι αυτομάτως! Τέλος, ύπήρχε αυτός ό τύπος ό σαραντάρης, ό Μπέργκ, φίλος του Κρόμερ, άρα κάποιος σίγουρος, κάποιος πολύ έν-
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
25
τάξει χωρίς καμία άμφιβολία, στον όποιο θά πρέπει να έ χουν μιλήσει γιά τόν Φράνκ σάμπως να ήταν κανένα παιδαρέλι. « Δάνεισέ τον μου μόνο γιά μία ώρα καί θά στον εγκαινιά σω. Στοίχημα ότι θά επιστρέφω μ ’ ένα περίστροφο!» Όλα αύτά λοιπόν, μέχρι στιγμής, ήταν πολύ φυσιολογικά. Ό Φράνκ ήξερε τό μέρος πού θά παραφυλούσε. Στήν οδό Βέρτ, πού μοιραία θά τήν άκολουθούσε ό Ευνούχος γιά νά άνέβει άπό τή δεξαμενή καί νά φτάσει στό δρόμο άπ’ όπου περνούσε τό τράμ, ύπήρχε ένα παλιό κτίριο χωρίς παράθυρα πού τό έλεγαν άκόμη βυρσοδεψείο, παρόλο πού επί δεκαπέντε χρόνια δέν είχαν έπεξεργαστεΐ έκ εΐ ούτε ένα δέρμα. Στήν πραγματικότητα, ό Φράνκ δέν τό είχε δει ποτέ νά δουλεύει* φημολογεΐται ότι τήν εποχή πού λειτουργούσε γιά τόν στρα τό, άπασχολοΰσε μέχρι καί έξακόσιους έργάτες. Δέν είχαν άπομείνει παρά ψηλοί τοίχοι, γυμνοί, μέ μαύρα τούβλα καί ψηλά παράθυρα σάν των εκκλησιών πού ξεκ ι νούσαν στά έξι μέτρα άπ’ τό έδαφος καί όλα τά τζάμια τους ήταν σπασμένα. Έ να σκοτεινό άδιέξοδο, φάρδους μόλις ένός μέτρου, χώ ριζε τό βυρσοδεψείο άπ’ τόν ύπόλοιπο δρόμο. Ό πρώτος φωτισμένος φανοστάτης -ή πόλη ήταν γεμάτη άπό λυγισμένους ή σπασμένους φανοστάτες- βρισκόταν μα κριά, στή στάση τού τράμ. ΤΗταν λοιπόν πολύ άπλό, καθόλου συναρπαστικό. Β ρ ι σκόταν έκεΐ, στό άδιέξοδο, μέ τήν πλάτη κολλημένη στόν τοίχο τού βυρσοδεψείου, καί, έκτός άπό τά διαπεραστικά σφυρίγματα τών τρένων, στήν άπέναντι όχθη τού ποταμού,
26
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
υπήρχε γύρω του μόνο ή σιωπή. Ούτε ένα φωτισμένο παρά θυρο. Ό κόσμος κοιμόταν. Έ β λ επ ε, άνάμεσα απ’ τούς δυο τοίχους, ένα τμήμα του δρόμου, καί ό δρόμος ήταν έτσι 6πως τον ήξερε άνέκαθεν τούς μήνες τού χειμώνα: Στα πεζοδρόμια το χιόνι σχημάτιζε δυο γκριζωπά βουναλάκια, τό ένα άπ’ τήν πλευρά των σπιτιών, τό άλλο άπ’ τήν πλευρά του οδοστρώματος* άνάμεσα στά δύο ένα στενό μαυριδερό μονοπάτι, πού ό κόσμος τό συντηρούσε μέ άμμο, άλάτι ή στάχτες. Μπροστά άπό κάθε πόρτα, τό μονο πάτι κοβόταν κάθετα άπό ένα άλλο μονοπατάκι πού οδηγούσε στο οδόστρωμα, δπου τά ίχνη άπό τις ρόδες ήταν λίγο ή πολύ βαθιά, άνάλογα μέ τά σημεία. Πολύ άπλό. Νά σκοτώσει τον Εύνοΰχο. Ένστολοι σκοτώνονταν κάθε έβδομάδα καί οί κατακτητές ταλαιπωρούσαν τις πατριωτικές οργανώσεις, έκτελοΰσαν ομήρους, συμβούλους, προύχοντες ή τούς μετέφεραν ένας Θεός ξέρει πού. Πάντως, κανείς δέν άκουγε πιά γ ι’ αύτούς. Γιά τον Φράνκ τό θέμα ήταν νά σκοτώσει τον πρώτο του άν θρωπο καί νά έγκαινιάσει τον σουηδικό σουγιά τού Κρόμερ. Τίποτα περισσότερο. 'Ένα μόνο πρόβλημα είχε* βρισκόταν μέχρι τά γόνατα μές στό παγωμένο χιόνι -για τί κανείς δέν σκεφτόταν νά καθαρί σει τό άδιέξοδο- καί ένιωθε τά δάχτυλα τού δεξιού χεριού του σιγά σιγά νά κοκαλώνουν* όμως είχε άποφασίσει νά μή φορά ει γάντι.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
2 ?
Δεν ταράχτηκε άκούγοντας τά βήματα. Έξαλλου ήξερε ότι δέν ήταν ό ύπαξιωματικός του. Μέ τις βαριές μπότες του, έκεΐνος θά έκανε τό χιόνι να τρίζει περισσότερο. Απλώς ήταν περίεργος. Οί δρασκελιές ήταν μεγάλες για να είναι γυναικείες. Ή συσκότιση είχε άρχίσει πριν άπό πολλή ώρα. Παρόλο πού άνθρωποι σαν αυτόν, σαν τον Κρόμερ, σαν τούς πελάτες του Τίμο, δέν ανησυχούσαν, για ένα σωρό λό γους, οί κάτοικοι της γειτονιάς δέν συνήθιζαν να κάνουν βόλ τα το βράδυ. Ό άντρας πλησίασε στο άδιέξοδο καί ήδη, πριν άκόμη τον δει, ό Φράνκ είχε καταλάβει, μάλλον είχε μαντέψει καί το γ ε γονός 6τι είχε μαντέψει του έδωσε μια κάποια ικανοποίηση. Πράγματι, μια μικρή κίτρινη δέσμη φωτός τρεμόπαιξε πάνω στο χιόνι. Προερχόταν άπό έναν φακό πού κινιόταν ανάλογα μέ τό περπάτημα. Αυτές οί μεγάλες, σχεδόν σιωπηλές δρασκελιές, αυτό τό μαλακό καί εκπληκτικά γρήγορο βήμα, έφεραν αύτόματα στό νου του Φράνκ τή μορφή τού γείτονά του Γκέρχαρντ Χόλστ. Ή συνάντηση ήταν φυσικό νά γίνει. Ό Χόλστ έμενε στό ίδιο σπίτι μέ τή Λόττε, στον ίδιο όροφο. Ή πόρτα του διαμερίσματός του βρισκόταν άκριβώς άπέναντι άπό τή δική τους. ΤΗταν οδηγός στά τράμ καί τό ωράριο εργασίας του άλλαζε κάθε έβδομάδα, άλλοτε έφευγε πάρα πολύ νωρίς τό πρωί, πριν ξημερώσει, άλλοτε κατέβαινε τις σκάλες προς τό μέσο του άπογεύματος, πάντοτε όμως μέ τό τενεκεδένιο κουτί του ύπό μάλης. ΤΗταν πάρα πολύ ψηλός. Τά βήματά του ήταν σιγανά για τί φορούσε μπότες πού τις είχε φτιάξει ό ίδιος, άπό τσόχα καί
28
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
κουρέλια. τΗταν φυσικό ένας άντρας πού περνάει ώρες πάνω στήν πλατφόρμα του τραμ να προσπαθεί να έχει ζεστά πόδια καί όμως ό Φράνκ, χωρίς κάποιον σοβαρό λόγο, ήταν άδύνατον να κοιτάξει αυτές τΙς άμορφες μπότες, σάμπως άπό γκρί ζο στυπόχαρτο -για τί φαίνονταν σαν να ήταν φτιαγμένες άπό στυπόχαρτο- καί να μή νιώσει κάποια δυσφορία. Όλόκληρος ό άντρας ήταν γκρίζος, σαν να ήταν φτιαγμέ νος άπ’ τό ίδιο υλικό. Έ δειχνε να μή βλέπει κανέναν, να μήν ένδιαφέρεται για τίποτα, έκτός για τό τενεκεδένιο κουτί κά τω άπ’ τή μασχάλη του όπου είχε τό φαγητό του. Καί όμως ό Φράνκ έστρεφε τό κεφάλι γιά νά άποφύγει τό βλέμμα του, ή άλλοτε πάλι, κοίταζε έπίτηδες τόν Χόλστ μές στά μάτια επίμονα, μέ επιθετικό ύφος. Θά περνούσε ό Χόλστ. Καί λοιπόν; Κατά πάσα πιθανότητα θά συνέχιζε ευθεία τό δρόμο του ρίχνοντας μπροστά του, πάνω στό χιόνι καί στό μαύρο μονο πάτι, τή φωτεινή δέσμη τού φακού του. Ό Φράνκ δέν είχε κα νέναν λόγο νά κάνει θόρυβο. Κολλημένος στόν τοίχο, ούσιαστικά γινόταν άθέατος. Τότε, για τί έβηξε, άκριβώς τή στιγμή πού ό άντρας έ φτασε στό ύψος τού άδιέξοδου; Δέν ήταν συναχωμένος. Ούτε ό λαιμός του είχε ξεραθεί. Όλο τό βράδυ είχε καπνίσει ελάχι στα. Κατά βάθος, έβηξε γιά νά τραβήξει τήν προσοχή του. Καί δέν τό έκανε κάν γιά πρόκληση. Τ ί συμφέρον είχε νά προκαλέσει έναν φτωχό άνθρωπάκο πού οδηγεί τρά μ; Βέβαια, ό Χόλστ δέν ήταν πραγματικός οδηγός τράμ. "Ήταν προφανές δτι προερχόταν άπό άλλού, 6τι ή κόρη του κι
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
29
εκείνος είχαν ζήσει μιαν άλλη ζωή. Άπό τέτοιου είδους κόσμο οί δρόμοι βρίθουν, όπως καί οί ουρές μπροστά άπό τούς φούρ νους. Δέν γυρίζει πλέον κανείς νά τούς κοιτάξει. Αυτοί ντρέ πονται επειδή δέν νιώθουν ίδιοι μέ τούς άλλους καί παίρνουν αυτό τό ταπεινό ύφος. Παρ’ δλα αυτά ό Φράνκ έβηξε, έπίτηδες. Αραγε έξαιτίας της Σίσσυ, της κόρης τού Χ όλσ τ; Δέν εί χε κανένα νόημα. Δέν είναι ερωτευμένος μέ τή Σίσσυ. Αύτό τό μικροκαμωμένο δεκαεξάχρονο κορίτσι ούδόλως τον εντυ πωσιάζει. Μάλλον τό άντίθετο, έκεΐνος τήν εντυπωσιάζει. Μήπως δέν τυχαίνει νά μισανοίγει τήν πόρτα όταν τόν άκούει ν’ άνεβαίνει τή σκάλα σφυρίζοντας; "Η δέν τρέχει στο παράθυρο νά τόν δει τήν ώρα πού βγαίνει; Φαίνεται άπ’ τήν κουρτίνα πού κουνιέται. Α ν τή γούσταρε, θά τήν είχε δποτε ήθελε. Ίσως μέ λίγη ύπομονή καί κάποια νάζια, πράγμα πού δέν ήταν δύσκολο. Τό έκπληκτικό είναι 6τι ή Σίσσυ ξέρει σίγουρα ποιός είναι καί τί δουλειά κάνει ή μητέρα του. Όλο τό κτίριο τούς περιφρονεί. Ό κόσμος σπάνια τούς χαιρετάει. Ούτε ό Χόλστ τόν χαιρετάει, άλλά αύτός δέν χαιρετάει κανέναν. Ό χ ι άπό ύπερηφάνεια. Μάλλον άπό ταπεινοφροσύνη, ή γιατί δέν τόν ένδιαφέρει ό κόσμος, γιατί ζεί μέ τήν κόρη του σ’ έναν μικρό κύκλο άπ’ τόν όποιο δέν αισθάνεται τήν άνάγκη νά βγει. 'Υπάρχουν άνθρωποι πού είναι έτσι. Δέν είναι κάν μυστηριώδης. Μήπως ό Φράνκ έβηξε έτσι γιά νά παιδιαρίσει; Άλλά ή ταν πολύ άπλό, πολύ άνούσιο. Ό Χόλστ ούτε κάν τρόμαξε. Δέν επιβράδυνε τό βήμα του.
30
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Δέν του πέρασε καν ή ιδέα 6τι μπορεί να του είχαν στήσει καρτέρι στο άδιέξοδο. Ακόμη κι αύτό δέν ήταν περίεργο; Για τί, τέλος πάντων, ποιος κολλάει σ’ έναν τοίχο, έτσι στα καλά καθούμενα, μέσα στή νύχτα, μέ τό κρύο να φτάνει στους είκοσι βαθμούς υπό τό μηδέν; Μόνο τή στιγμή πού έφτασε άκριβώς μπροστά στο άδιέ ξοδο, άλλαξε έλάχιστα τήν κατεύθυνση του φακού, για κλά σματα τού δευτερολέπτου, όσο για να φωτίσει τό πρόσωπο τού Φράνκ. Εκείνος, πάλι, δέν μπήκε στον κόπο ούτε να σηκώσει τό γιακά τού παλτού του ούτε νά στρέψει αλλού τό κεφάλι. ’Έ μεινε ακάλυπτος, μ ’ αύτό τό σκεπτικό καί αποφασιστικό ύφος πού έχει πάντα, άκόμη κι 6ταν σκέφτεται άσήμαντα πράγματα. Ό Χόλστ τον είδε καί τον άναγνώρισε. Δέν τού άπέμεναν παρά άλλα έκατό μέτρα γιά νά φτάσει στο κτίριο. Θά βγάλει τό κλειδί άπό τήν τσέπη του για τί, έξαιτίας τής νυχτερινής βάρδιας, είναι ό μοναδικός ένοικος πού έχει κλειδί. Τήν έπομένη, θά μάθει άπό τις εφημερίδες -ή απλώς απ’ τήν ούρά μπροστά σέ κάποιο μαγαζί- δτι σκοτώθηκε ό ύπαξιωματικός στή γωνία τού άδιέξοδου. Άρα, θά ξέρει. Τ ί θά άποφασίσει νά κάνει; Οί κατακτητές θά άναγγείλουν κάποια άμοιβή, ύπως συνήθως ύταν πρόκειται γιά κά ποιον δικό τους, πολύ δέ περισσότερο γιά έναν βαθμοφόρο. Ό Χόλστ καί ή κόρη του είναι φτωχοί. Θά πρέπει νά τρώνε κρέας μία φορά τό δεκαπενθήμερο καί τις περισσότερες φορές
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - I
31
νά βράζουν κόκαλα μέ βλαστάρια. Άπό τις μυρωδιές πού ξε φεύγουν άπ’ τις πόρτες, καταλαβαίνει κανείς τί τρώει ό καθέ νας στο σπίτι του. Τ ί θά κάνει ό Χ όλσ τ; Σίγουρα δέν είναι εύχαριστημένος μέ τις συναλλαγές πού γίνονται στο σπίτι τής Λόττε, άκριβώς άπέναντι άπ’ τό κα τώφλι του, όπου ή Σίσσυ περνάει τις μέρες της. Δέν είναι μια εύκαιρία νά τούς ξεφορτωθεί; Καί όμως ό Φράνκ έβηξε καί δέν τού περνάει κάν ή ιδέα νά έγκαταλείψει το σχέδιό του. Ά ντιθέτω ς! Γιά λίγη ώρα, κάνει ένα είδος προσευχής ώστε νά έμφανιστεΐ ό ύπαξιωματικός άπ’ τη γωνία πριν προλάβει ό Χόλστ νά μπει στο κ τί ριο. Ό Χόλστ θά τον άκουγε, θά τον έβλεπε. Ίσως καί νά πε ρί μενε γιά μιά στιγμή, μέ τό κλειδί στο χέρι, καί έτσι νά παρευρισκόταν στο συμβάν; Αλλά δέν συνέβη. Κρίμα. Ό Φράνκ είχε ξεσηκωθεί έντελώς μ ’ αύτή την ιδέα. Ή δη τού φαίνεται 6τι υπάρχει ένας μυ στικός δεσμός άνάμεσα σ’ αύτόν καί στον άντρα, πού τώρα θά άνεβαίνει μές στο σκοτάδι τά σκαλοπάτια. Φυσικά, δέν θά σκοτώσει τον Εύνούχο λόγω τού Χόλστ, αύτό ούτως ή άλλως είχε άποφασιστεΐ νωρίτερα. Μόνο πού τότε αύτή ή πράξη του δέν είχε κανένα νόημα. Ήταν σχεδόν μιά φάρσα, ένα παιδιάρισμα. Αλήθεια, πώς τό είχε π ε ι; ''Ενα ξεπαρθένεμα. Τώρα, είναι κάτι άλλο πού έπιθυμεΐ, πού άποδέχεται, έχοντας πλήρη έπίγνωση τού θέματος. Υπάρχει ό Χόλστ, ή Σίσσυ κι αύτός· καί ό ύπαξιωματικός
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
32
περνάει σέ δεύτερο πλάνο, ό Κρόμερ καί ό φίλος του ό Μπέργκ χάνουν τή σημασία τους. ‘Υπάρχει ό Χολστ κι αύτός. Καί ήταν πράγματι σάμπως να είχε έπιλέξει τον Χόλστ, σάμπως άνέκαθεν να ήξερε 6τι ό Χόλστ θά έφτανε τή δεδομέ νη στιγμή, γιατί δέν θά τό έκανε αύτό γιά κανέναν άλλον παρά μόνο γιά τον οδηγό του τράμ. * Μισή ώρα άργότερα, χτυπούσε τήν πόρτα τού μαγαζιού τού Τίμο στο βάθος τού στενού δρόμου, όπως ήταν συμφωνημένο. Τού άνοιξε ό ίδιος ό Τίμο. Δέν υπήρχε σχεδόν κανείς καί μιά άπ’ τις κοπέλες πού έπινε προηγουμένως μέ τόν Εύνοΰχο ξερνούσε στο νεροχύτη της κουζίνας. «Έ φ υ γ ε ό Κ ρόμερ;» « Ά ! Ν α ί... Μοΰ είπε νά σέ ειδοποιήσω... Ε ίχ ε ένα ραν τεβού στήν Άνω Πόλη...» Ό σουγιάς, καλά σκουπισμένος, βρισκόταν στήν τσέπη τού Φράνκ. Ό Τίμο ξέπλενε τά ποτήρια' δέν τού έδινε σημα σία. « Θά πιεις κ ά τι;» Παρ’ ολίγο νά πει ναί. Αλλά προτίμησε ν’ άποδείξει 6τι δέν ήταν άναστατωμένος, καί 6τι δέν είχε άνάγκη άπό άλκοόλ. Καί όμως, χρειάστηκε νά έπαναλάβει τήν κίνησή του δυό φορές, έξαιτίας τού λίπους πού ήταν συσσωρευμένο στήν πλάτη τού ύπαξιωματικού. Στήν άλλη τσέπη φούσκωνε τό περίστροφο. Κ ι άν τό έδειχνε στον Τ ίμ ο ; Δέν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - I
33
Ό Τίμο δεν θά μιλούσε. Άλλα κι αύτό ήταν πολύ εύκολο. Ήταν κάτι πού θά έκανε 6λος ό κόσμος. « Καληνύχτα!» « Θά κοιμηθείς στης μητέρας σου;» Τύχαινε νά κοιμάται άπό δώ κι άπό κεΐ, μερικές φορές στο σπιτάκι πίσω άπ’ τού Τίμο, 6που έμεναν οί κονσοματρίς, άλλο τε στοΰ Κρόμερ, πού είχε ένα ωραίο δωμάτιο καί ένα ντιβάνι, άλλοτε σέ σπίτια άλλων, 6που λάχαινε. Αλλά πάντα ύπηρχε ένα ράντζο στρωμένο γ ι’ αύτον στήν κουζίνα της Λόττε. « Θά γυρίσω σπίτι μου...» Ήταν έπικίνδυνο έξαιτίας τού πτώματος πού θά βρισκό ταν άκόμη διαγώνια στο πεζοδρόμιο. Καί ήταν άκόμη πιο έπικίνδυνο νά κάνει τό γύρο άπ’ τον μεγάλο δρόμο -γιά νά ξαναβρεθεΐ στη γέφυρα- γιατί άπό κείνη τήν πλευρά κινδύνευε νά συναντήσει κάποια περίπολο. Ό σκοτεινός ογκος ήταν όντως στο πεζοδρόμιο, μισός πά νω στο μαύρο μονοπάτι καί μισός πάνω στο σωρό άπ’ τό χιό νι. Ό Φράνκ τον δρασκέλισε. Καί ήταν ή μόνη στιγμή πού φο βήθηκε. Ό χ ι μόνο έπειδή μπορεί νά άκουγε βήματα πίσω του, άλλά γιά παράδειγμα, μή τυχόν κι έβλεπε τον Εύνούχο νά σηκώνεται. Χτύπησε τό κουδούνι καί περίμενε άρκετή ώρα ώσπου ν’ άνοίξει ό θυρωρός τήν πόρτα πιέζοντας τό διακόπτη πού βρισκόταν πάνω άπ’ τό προσκέφαλό του. Ανέβηκε τά πρώτα σκαλοπάτια πολύ γρήγορα, μετά πιο σιγά καί τέλος, τη στιγμή πού έφτασε στήν πόρτα τού Χόλστ, 6που κάτω άπ’ τη χαραμάδα περνούσε φως, βάλθηκε νά σφυρίζει, γιά νά κατα λάβουν 6τι ήταν έκεΐνος.
3 4
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Δεν μπήκε στο δωμάτιο τής μητέρας του, πού κοιμόταν πάντα βαθιά. Ξεντύθηκε στήν κουζίνα, 6που είχε άνάψει τή λάμπα. Ξάπλωσε. Μύριζε ζωμό καί πράσα καί ή μυρωδιά ήταν τόσο έντονη πού τον έμπόδιζε να κοιμηθεί. Έ τ σ ι σηκώθηκε, μισάνοιξε την πίσω πόρτα καί άνασήκωσε άδιάφορα τούς ώμους. Στο κρεβάτι, έκεΐνο τό βράδυ, κοιμόταν ή Μπέρθα. Τό παχύ κορμί της ήταν πολύ ζεστό. Την έσπρωξε μέ τήν πλάτη καί έκείνη έσκουξε, τέντωσε τό μπράτσο της· τής τό ξαναδίπλωσε για να κάνει χώρο. Λίγο άργότερα, παρ’ ολίγο να κάνει έρωτα μαζί της, γιατί δεν κατάφερνε να άποκοιμηθεΐ, μετά σκέφτηκε τή Σίσσυ πού σίγουρα ήταν παρθένα. Άραγε θά τής έλεγε ό πατέρας της τί έκανε ό Φράνκ έκεί νη τή νύχτα;
II.
Ο
ΤΑΝ ΣΗΚΩΘΗΚΕ Η ΜΠΕΡΘΑ, έκεΐνος μισοξύπνησε κι
άνοιξε τά μάτια τόσο 6σο για να δει τα μεγάλα λουλού δια πού σχημάτιζε ό πάγος πάνω στα τζάμια. Ξυπόλυτη, ή παχιά κοπέλα πήγε και άναψε τό φως τής κουζίνας, καί άφησε τήν πόρτα μισάνοιχτη έτσι πού να φωτί ζεται τό δωμάτιο άπό μια άνταύγεια. Τήν άκουσε, στο βάθος τού δωματίου, πού έβαλε τίς κάλτσες της, τά έσώρουχά της, τό φόρεμά της, καί τέλος, πού βγήκε καί έκλεισε τήν πόρτα. Ό έπόμενος θόρυβος πού θά άκουγόταν, άπό δίπλα, ήταν τό ξύσιμο τής μασιάς πάνω στή σχάρα. Ή μητέρα του ήξερε νά δαμάζει τίς κοπέλες. Πάντα φρόντιζε νά κρατάει τουλάχιστον μία άπ’ αύτές γιά τή νύχτα. Ό χ ι έξαιτίας των πελατών γιατί, άπ’ τίς οχτώ τό βράδυ, όταν έκλεινε ή έξώπορτα κάτω, δέν ανέβαινε πλέον κανείς. Ό μως ή Λόττε είχε άνάγκη άπό συντροφιά. Κυρίως είχε άνάγκη νά τήν υπηρετούν. « Αρκετά ψωμολύσσαξα όταν ήμουν νέα καί χαζή, μπορώ έπιτέλους νά προσφέρω στον έαυτό μου τήν καλοπέραση. Ό καθένας μέ τή σειρά του ». Κρατούσε πάντα τήν πιό άγαθιάρα, τήν πιο φτωχή, μέ τό πρόσχημα 6τι τό σπίτι τής κοπέλας ήταν πάρα πολύ μακριά, ότι έδώ ύπήρχε φωτιά, ή 6τι είχε μαγειρέψει ένα ωραίο φαγητό. 35
36
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Ό λες φορούσαν άπό μια ίδια βαμβακερή βιολετιά ρόμπα πού των περισσοτέρων σερνόταν στο πάτωμα. Όλες ήταν με ταξύ δεκάξι καί δεκαοχτώ χρόνων, οπωσδήποτε. Μεγαλύτε ρες ή Λόττε δεν τίς ήθελε καθόλου. Καί, πλήν απειροελάχι στων έξαιρέσεων, δεν τίς κρατούσε ποτέ πάνω άπό έναν μήνα. Οί πελάτες άγαποΰν την άλλαγή. Αύτό δεν χρειαζόταν να τό λέει στις κοπέλες έκ των προτέρων. Πίστευαν 6τι βρίσκον ταν στο σπίτι τους, κυρίως όσες ήταν άπό την έπαρχία, καί ήταν σχεδόν πάντα αύτές πού έμεναν για τη νύχτα. Ή Λόττε, όπως ό Φράνκ, πρέπει να μισοκοιμόταν, έχον τας πλήρη έπίγνωση τού χρόνου καί τού χώρου όπου βρισκό ταν, των θορύβων τού διαμερίσματος καί των θορύβων τού δρόμου. Περίμενε άσυναίσθητα ν’ άκούσει τον έκκωφαντικό θόρυβο τού πρώτου τράμ, πού άντηχοΰσε άπό πολύ μακριά μέσα στο παγωμένο κενό των δρόμων, καί νόμιζε 6τι έβλεπε τό μεγάλο κίτρινο φανάρι του. Αμέσως μετά άκουγόταν ό σαματάς των δύο κουβάδων γιά τά κάρβουνα. Τό πρωί ήταν ή πιο έπίπονη δουλειά γιά την κοπέλα πού διανυκτέρευε. Μία, μάλιστα, παρόλο πού ήταν γεροδεμένη καί σκληρόπετση, έφυγε έξαιτίας αύτής τής άγγαρείας. Μέ τούς δυο μαύρους τενεκεδένιους κουβάδες άδειους, έπρεπε νά κατέβει τούς τρεις ορόφους καί άλλον έναν ώς τό υπόγειο καί νά τούς άνεβάσει γεμάτους. Όλος ό κόσμος, μες στο κτίριο, σηκωνόταν πολύ νωρίς. Λόγω των περιορισμών καί των διακοπών τού ρεύματος, οί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ήλεκτρικούς λαμπτήρες μόνο χα μηλής ισχύος καί τό κτίριο έμοιαζε μέ σπίτι φαντασμάτων. Επιπλέον δέν είχαν θέρμανση* μετά βίας τολμούσαν νά χρη
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
37
σιμοποιήσουν λίγο άέριο για νά ζεστάνουν τον καφέ τους πού ήταν από βαλανίδια. Κάθε φορά πού έβγαινε κάποια κοπέλα μέ τούς κουβάδες για τα κάρβουνα, ό Φράνκ έστηνε αύτί και το ’ίδιο έκανε καί ή Λόττε χωμένη στύ κρεβάτι της. Κάθε διαμέρισμα είχε την άποθήκη του, κλειδωμένη μέ μια αλυσίδα. Ό μω ς ποιός άλλος άπ’ τούς κατοίκους τού κ τι ρίου είχε κάρβουνα ή ξύλα; Όταν ή κοπέλα ξανανέβαινε μέ τούς κουβάδες, μέ τα χέ ρια νά κρέμονται τσιτωμένα άπ’ το βάρος καί τύ πρόσωπο πρησμένο άπ’ την προσπάθεια, ύπήρχαν σχεδόν πάντα πόρτες πού μισάνοιγαν στο πέρασμά της. Βλέμματα σκληρά καρφώ νονταν πάνω της καί πάνω στούς κουβάδες. Γυναΐκες έκαναν σχόλια μέ δυνατή φωνή. Μιά φορά, ένας ένοικιαστής τού δευ τέρου ορόφου -τον τουφέκισαν, 6χι όμως γ ι’ αύτο- είχε άναποδογυρίσει τούς δυο κουβάδες ούρλιάζοντας: « Πουτάνα!» Ό λοι τους, άπ’ τον έπάνω ώς τον κάτω όροφο τού στρα τοπέδου -για τί τό κτίριο θύμιζε στρατόπεδο-, κάθονταν κου κουλωμένοι μέ τά πανωφόρια τους, μέ δυο ή τρεις ζακέτες, οί περισσότεροι μέ γάντια. Καί ύπήρχαν παιδιά πού έπρεπε νά πάνε σχολείο. Ή Μπέρθα είχε κατέβει. Ή Μπέρθα δέν φοβόταν. "Ήταν ίσως ή μοναδική πού μπορούσε νά ύποφέρει αύτή τήν άγγαρεία γιά έξι έβδομάδες, ίσως έπειδή ήταν δυνατή καί άπαθής. Ό μω ς γιά έρωτα δέν άξιζε φράγκο. Τύχαινε, στη διάρ κεια της πράξης, νά βγάζει έναν τόσο παράξενο βρυχηθμό πού του άνδρα τού κοβόταν κάθε διάθεση.
38
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
« Μιά άγελάδα!» σκέφτηκε ό Φράνκ. 'Όπως γιά τον Κρόμερ, σκεφτόταν: ένας νεαρός ταύρος. Θά έπρεπε να τούς ζευγαρώσουν. Ή Μπέρθα άναψε τή φω τιά στις θερμάστρες, και σ’ αύτή τού δωματίου, άφήνοντας πάλι την πόρτα της κουζίνας μισάνοιχτη. 'Υπήρχαν τέσσερις έστίες φωτιάς στο διαμέρισμα, περισσότερες άπ’ 6,τι στο υπό λοιπο κτίριο, τέσσερις έστίες μόνο γ ι’ αύτούς. Ποιός ξέρει άν καμιά μέρα οί ένοικοι δέν πήγαιναν στά κλεφτά νά μαζέψουν λίγη ζέστη κολλώντας τό σώμα τους πάνω στους τοίχους τού διαμερίσματος πού ήταν μεσοτοιχία μέ τό διάδρομο; Άραγε ή Σίσσυ Χόλστ είχε φωτιά; Ό Φράνκ ήξερε τί συνέβαινε στο διαμέρισμά της* γνώριζε τή μικρή μπλε φλόγα τού καυστήρα τού άερίου πού άναβε μό νο μεταξύ έπτά καί οχτώ τό πρωί. Οί άνθρωποι ζέσταιναν τά χέρια τους στο βραστήρα. Ά λ λοι πλησίαζαν τά πόδια ή την κοιλιά τους στο μάτι της κου ζίνας. Καί όλοι ήταν τυλιγμένοι μέ παλιοκούρελα, 6λα, 6,τι είχαν, τά έριχναν στούς ώμους τους, φύρδην μίγδην. Σίσσυ. Για τί σκέφτηκε τή Σ ίσ σ υ ; Στο άπέναντι κτίριο, ακόμη πιο μίζερο άπ’ τό δικό τους, για τί καί πιο παλιό καί περισσότερο κατεστραμμένο ήταν, οί άνθρωποι, γιά νά έμποδίσουν τό κρύο, είχαν κολλήσει χαρ τιά περιτυλίγματος στά τζάμια τους, άφήνοντας μόνο κάτι τρυπούλες γιά νά περνάει τό φως καί νά μπορούν νά βλέπουν έξω. Άραγε διέκριναν τον Εύνούχο; Ε ίχ ε άνακαλύψει κανείς τό πτώ μα;
( )Ι ΠΕΛΑΤΕΣ TOY TIMO - II
39
Θά συνέβαινε άθόρυβα. Τέτοια γεγονότα δεν δημιουρ γούσαν ποτέ φασαρία. Πολλοί άνθρωποι θά είχαν ήδη φύγει γιά τή δουλειά τους, οί γυναίκες ήδη έβγαιναν νά πιάσουν σει ρά στις ούρές. Έκτος αν κάποια άπίθανη περίπολος -ποτέ δέν περνάει περίπολος άπ’ τήν οδό Βέρτ, ή οποία ούσιαστικά δέν καταλή γει πουθενά- ή οί πρώτοι, αύτοί πού σηκώνονται πολύ νωρίς, είχαν διακρίνει τον σκούρο όγκο πάνω στο χιόνι καί βιάστη καν νά τρέξουν προς τή στάση τού τράμ. Οί άλλοι, τώρα πού ξημέρωσε, θά πρέπει νά έντόπισαν τό χρώμα τής στολής. Δέν μπορούν νά ισχυριστούν 6τι δέν είδαν τίποτα. ‘Υπάρχει τηλέφωνο στη διάθεσή τους στο διάδρομο τής εισόδου τού κτιρίου. Ά π’ τήν κουζίνα έρχόταν ή μυρωδιά άπό τά προσανάμμα τα πού λαμπάδιαζαν. Μετά άκούστηκαν νά κατρακυλούν σάν χιονοστιβάδες οί στάχτες άπ’ τις ύπόλοιπες θερμάστρες, καί τέλος ό μουσικός ήχος άπό τό μύλο τού καφέ. Κακόμοιρη παχύδερμη Μπέρθα! Προηγουμένως, όρθια, πατώντας ξυπόλυτη στο χαλάκι, έτριβε όλο της τό κορμί γιά νά σβήσει τά σημάδια πού είχαν άφήσει οί πτυχώσεις τών σε ντο ν ιών πάνω του. Δέν είχε βάλει κυλόττα. Έ σ τα ζε άπό τόν ιδρώτα. Θά πρέπει νά μονολογούσε. Δυο μήνες νωρίτερα, τήν ίδια ώρα, τάιζε κότες καί σίγουρα θά τούς μιλούσε σέ μιά γλώσσα πού σ’ έκεΐνες θά ήταν κατανοητή. Τό τράμ σταμάτησε όπως πάντα άπότομα στη γωνία τού δρόμου, όπου, κάθε φορά πού φρέναρε, άπ’ τις ράγες έκτινασσόταν άμμος. Τό είχαν συνηθίσει, καί όμως όλοι έμεναν μετέω ροι περιμένοντας τόν παταγώδη θόρυβο τής έπανεκκίνησης.
40
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Ποιός άπ’ τούς θυρωρούς είχε φοβηθεί περισσότερο νά τη λεφωνήσει στις Αρχές; Ό λοι οι θυρωροί φοβούνται. Τό ’χει το έπάγγελμά τους. Μπορείς νά μαντέψεις τύν συγκεκριμένο νά μιλάει χειρονομώντας μπροστά σέ δυο ή τρία αύτοκίνητα γεμάτα άπο κατακτητές. 'Υπήρξε μία έποχή πού τέτοια ώρα θά είχαν περικυκλώσει τό οικοδομικό τετράγωνο καί θά είχαν έρευνήσει τά σπί τια ένα ένα. Είναι ήδη πολύ μακρινή. Ή έποχή των ομήρων έπίσης. Θά έλεγες 6τι οί άντρες έγιναν φιλόσοφοι κι άπ’ τή μιά κι άπ’ τήν άλλη μεριά τού οδοφράγματος. Αλλά ύπάρχει άκόμη οδόφραγμα; Θά συμπεριφερθούν σάμπως νά ύπήρχε. ''Ενας χοντρός βιτσιόζος σκοτώθηκε. Τ ί τούς νοιάζει έκείνους; Θά πρέπει νά είχαν άντιληφθεΐ τήν άξια του. Περισ σότερο θά τούς άνησυχεΐ ή έξαφάνιση τού περίστροφου, γιατί αύτός πού τό πήρε μπορεί νά σκεφτόταν νά τό χρησιμοποιή σει έναντίον τους. Τελικά, φοβούνται καί έκεΐνοι. Όλος ό κόσμος φοβάται. Δυό-τρία αύτοκίνητα περνούν καί ξαναπερνούν. Έ να άλλο πάει άπό σπίτι σέ σπίτι. Είναι γιά τό θεαθήναι. Δεν πρόκειται νά γίνει τίποτα. Εκτός, φυσικά, άν ό Χόλστ τολμήσει νά μιλήσει. Ό μω ς ό Χόλστ δεν θά μιλήσει. Ό Φράνκ τού έδειξε έμπιστοσύνη· Νά τ ο ! βρήκε τήν έξήγηση. "Ισως νά μήν είναι ό άκριβής όρος, άλλά δίνει μία ιδέα γιά τό τί σκέφτηκε άόριστα τό προη γούμενο βράδυ: Τού έδειξε έμπιστοσύνη. Ό Χόλστ μάλλον θά πρέπει νά κοιμάται. "Οχι. Αύτή τήν
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
41
ώρα έχει σηκωθεί, θά κατέβει, γιατί 6ταν δέν είναι στή δου λειά, πηγαίνει έκεΐνος καί στέκεται στίς ούρές. Ή Λόττε, μόνο για ορισμένα τρόφιμα στέλνει κάποια άπ’ τΙς κοπέλες να σταθεί στήν ούρά. Γιά άλλα, οχι. ‘Υπάρχουν πράγματα για τα όποια άξίζει τόν κόπο να ταλαιπωρηθείς. Ό λες οί ένδιάμεσες πόρτες του διαμερίσματος είναι άνοιχτές. Ή θερμάστρα τής κουζίνας διαχέει τή ζέστη της σέ 6λα τα δωμάτια καί, στήν ανάγκη, θά ήταν υπεραρκετή* ταυτό χρονα μέ τή ζέστη διαχέεται καί ή μυρωδιά του άληθινου καφέ. Άπό τήν άλλη πλευρά τής κουζίνας είναι τό σαλόνι του μανικιούρ, πού έχει πόρτα στό κεφαλόσκαλο, ακριβώς στ’ α ριστερά τής σκάλας* έκ εΐ υπάρχει μιά θερμάστρα πού καίει συνεχώς. Καί κάθε θερμάστρα, κάθε φωτιά έχει τή δική της μυρω διά, τή δική της ζωή, τόν δικό της τρόπο πού αναπνέει, τούς δικούς της ήχους, οχι πάντα καί πολύ εύχάριστους. Αύτή του σαλονιού μυρίζει λινόλαιο, καί φέρνει άμέσως στό νοΰ τό χώρο μέ τά λουστραρισμένα έπιπλα, τό όρθιο πιάνο, τά κεν τητά καί πλεκτά έργόχειρα πάνω στά τραπεζάκια καί στά μπράτσα άπ’ τις πολυθρόνες. « Οί πιό βιτσιόζοι», ισχυρίζεται ή Λ ό ττε,« είναι οί αστοί. Καί στούς αστούς άρέσει νά κάνουν τις βρομοασχήμιες τους σ’ ένα περιβάλλον πού τούς θυμίζει τό σπιτικό τους ». Αύτός είναι ό λόγος πού τά δύο τραπεζάκια γιά τό μανι κιούρ είναι μικροσκοπικά, σχεδόν αθέατα. Αντίθετα, ή Λόττε μαθαίνει στίς μικρές νά παίζουν πιάνο μέ ένα δάχτυλο. «"Οπως οί κόρες τους, καταλαβαίνεις;»
42
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Τό δωμάτιο, τό μεγάλο δωμάτιο, 6πως το ονομάζουν, αύτό στο όποιο κοιμάται τώρα ή Λόττε, είναι 6λο στρωμένο μέ χαλιά, μέ κουρτίνες, μέ άπειρα μικρά έργόχειρα. Καί πάλι ή Λόττε έπιβεβαιώ νει: « Ά ν μπορούσα να χώσω έδώ μέσα καί τή φωτογραφία του πατέρα τους, τής μάνας τους, τής γυναίκας τους καί των παιδιών τους, θά ήμουν έκατομμυριοΰχος!» Πήραν τον Εύνοΰχο άπό κ εΐ έπιτέλους; Είναι πιθανόν. Τά πήγαινε-έλα των αύτοκινήτων έχουν σταματήσει. Ό Γκέρχαρντ Χόλστ, μέ τή μακριά μύτη μελανιασμένη άπ’ τό κρύο, καί τό δίχτυ στό χέρι, πρέπει μάλλον νά περιμέ νει άκίνητος καί αξιοπρεπής σέ κάποια άπ’ τις ούρές τής γ ει τονιάς. Όρισμένοι τό δέχονται αύτό, άλλοι πάλι οχι. Ό Φράνκ δεν τό έχει δεχτεί. Γιά τίποτα στον κόσμο δέν θά στε κόταν σέ όποιαδήποτε ούρά. «Ό λ ο ι οί άλλοι, έκτος άπό σένα; » τού είπε μιά φορά ή μητέρα του, πού τον βρίσκει πολύ περήφανο. Φαντάζεται κανείς τον Κρόμερ σέ κάποια ούρά; Καί τον Τ ίμ ο ; Καί τον τάδε ή τον δείνα; Άραγε έχει κάρβουνα ή Λ ό ττε; Σ έ λίγο, όταν θά σηκω θεί, ή πρώτη της φροντίδα δέν θά είναι νά μιλήσει γιά τό φαγητό; « Στό σπίτι μου τρώ μ ε!» είχε άπαντήσει κάποτε σέ μιά κοπέλα πού δέν είχε δουλέψει μέχρι τότε σέ πορνείο καί τήν είχε ρωτήσει πόσα θά κέρδιζε. Καί είναι αλήθεια. Τρώνε. Μάλλον δέν τρώ νε: καταβροχ θίζουν. Καταβροχθίζουν άπ’ τό πρωί ως τό βράδυ. Πάντα ύπάρχουν φαγητά πάνω στό τραπέζι τής κουζίνας καί μέ
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
43
τά άποφάγια θά μπορούσαν νά θρέψουν ολόκληρη οικογένεια. Έ χ ε ι γίνει ένα είδος παιχνιδιού νά ψάχνουν νά μαγειρέ ψουν τά πιο πολύπλοκα φαγητά, μέ δσο τό δυνατόν περισσό τερες λιπαρές ούσίες καί υλικά πού ήταν δύσκολο νά βρεθούν. Ένας άθλος. ((Λαρδί; Πήγαινε νά δεις τον Κροπέτσκι έκ μέρους μου. Πές του 6τι θά τού στείλω ζάχαρη ». Καί άν προσέθεταν μανιτάρια; ((Πάρε τό τράμ καί πήγαινε στοΰ Μπλάνγκ. Πές του 6 τ ι...» Κάθε γεύμα είναι ένα στοίχημα. Στοίχημα καί πρόκληση ταυτόχρονα, γιατί οί εύωδιές της κουζίνας διαχέονται σέ δλο τό κτίριο μέσα άπ’ τίς κλειδαρότρυπες καί τις χαραμάδες απ’ τις πόρτες. Λίγο άκόμη καί θά τις άφηναν ανοιχτές. Καί έν τω μεταξύ, οί Χόλστ άρκοΰνταν σέ ένα κόκαλο καί βλαστάρια. Μά τί τού συμβαίνει καί δλο έπανέρχεται στους Χ όλσ τ; Σηκώθηκε. Βαρέθηκε νά μένει ξαπλωμένος. Μπαίνει στην κουζίνα τρίβοντας τά θολά του μάτια. Ή ώρα είναι έντεκα. “Έ χ ει φτάσει μιά κοπέλα πού δέν τή γνώριζε, μιά καινούργια, μέ φρόνιμο ύφος, σωστή έμφάνιση, πού φοράει άκόμη τό κα πέλο της καί ένα λευκό πουκάμισο, σάν δεσποινιδούλα. « Μη φοβάστε νά βάλετε ζάχαρη » της λέει ή Λόττε, πού είναι άκόμη μέ τό πενιουάρ, καί άκουμπισμένη μέ τούς άγκώνες στό τραπέζι, πίνει μέ μικρές γουλιές τον καφέ της μέ τό γάλα. Πάντα έτσι συμβαίνει. Πρέπει νά τις ήμερέψει. Στήν άρχή δέν τολμούν ν’ άπλώσουν τό χέρι. Κοιτάζουν τά κομμάτια της ζάχαρης σάν άντικείμενα ανεκτίμητης άξίας. Τό ίδιο καί
4 4
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
το γάλα, και 6λα. Και ύστερα από λίγο καιρό είσαι υποχρεω μένος να τις πετάξεις έξω γιατί άδειάζουν τα ντουλάπια. Γεγονός είναι 6τι θά τις πετοΰσε έξω καί χωρίς αύτό. Ήταν φρόνιμες. Κάθονται μέ ένωμένα γόνατα. Οί περισ σότερες φορούν ταγέρ, σαν τή Σίσσυ, σκούρα φούστα, άνοιχτόχρωμη μπλούζα. « Ά ν τουλάχιστον μπορούσαν να μήν άλλάξουν!» Αύτό αρέσει στους πελάτες. Καί οχι ή πρωινή άτημελησιά, για παράδειγμα. Καί πάλι, ποιός ξ έρ ει; Είναι 6λοι έδώ, σαν οικογένεια, άπλυτοι, ίδρωμένοι, πίνουν τον καφέ τους, τρώνε 6,τι θέλουν, καπνίζουν καί χασομερούν. ((Θά μοΰ σιδερώσεις τό παντελόνι; » ρωτάει ό Φράνκ τή μητέρα του. Ή πρίζα είναι στο σαλόνι, καί ή Λόττε τοποθετεί εκ εί μιά σανίδα ανάμεσα σέ δυό πολυθρόνες. Ό Εύνοΰχος; Οί γείτονες, σίγουρα, θά φοβήθηκαν έξαιτίας του, 6λοι έκεινοι πού άντίκρυσαν τό πτώμα τό πρωί μές στο χιόνι καί έξαιτίας αύτοΰ τού γεγονότος δέν θά νιώθουν ήσυχοι μέ τή συνείδησή τους 6λη μέρα. Ό Φράνκ δέν άνησύχησε παρά μόνο γιά τό περίστροφο. Γύρω στις έννιά, σηκώθηκε γιά λίγο, μέ τή σκέψη νά τό πάρει απ’ τό πανωφόρι του καί νά τό κρύψει. Αλλά νά τό κρύψει πού; Καί άπό ποιόν; Ή Μπέρθα είναι πολύ μαλακή, πολύ άτολμη, γιά νά άποκαλύψει οτιδήποτε, έκτος αν τό ’κάνε άπό βλακεία. Ή άλλη, ή μικρή μέ τό ταγέρ, της οποίας τό ονομα δέν τό
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
4 5
ξέρει ακόμη, θά σωπάσει για τί είναι καινούργια, για τί βρί σκεται στο σπίτι τους, γιατί πεινάει. Όσο για τή μητέρα του, δεν τον άπασχολεΐ. Εκείνος ε ί ναι τό άφεντικό. Ε κ είν η δεν πάει να κάνει 6,τι θέλει, δέν πάει να έπαναστατήσει, ορισμένες φορές ξέρει 6τι δέν έχει να πει τίποτα καί 6τι θά καταλήξει νά κάνει αύτό πού θέλει ό Φράνκ. Δέν είναι ψηλός. Είναι μάλλον κοντός. Του είχε τύχει -αλ λά συνέβη πριν άπό πολύ καιρό- νά φορέσει παπούτσια μέ ψηλά τακούνια, όπως τά γυναικεία περίπου, γιά νά δείχνει ψηλός. Ούτε παχύς είναι, άλλά γεροδεμένος, μέ τετράγωνους ώμους. “Έ χ ει άνοιχτόχρωμη έπιδερμίδα, σάν τής Λόττε, ξανθά μαλλιά, γκριζογάλανα μάτια. Γ ια τί λοιπόν, άφού δέν είναι καλά καλά ούτε δεκαεννιά χρόνων, τά κορίτσια τον φοβούνται; Κάποιες στιγμές τον έκανες παιδί. Πιθανόν νά ήταν ικανός νά γίνει τρυφερός, αν τό ήθελε. Δέν μπαίνει κάν σ’ αύτόν τον κόπο. Καί έκεινο πού έκπλήσσει άκόμη περισσότερο, γιά τήν ήλικία του, είναι ή ήρεμία του. Άπό μικρός, μόλις πού είχε άρχίσει νά περπατάει, άπό τότε πού τό κεφάλι του ήταν δυσ ανάλογα μεγάλο μέ τό σώμα του καί είχε άκόμη μπούκλες, έλεγαν ήδη 6τι τό ύφος του ήταν ύφος μικρόσωμου άντρα. Δέν άφηνιάζει. Δέν χειρονομεί. Σπάνια τον βλέπει κανείς νά τρέχει, σπάνια νά θυμώνει, καί άκόμη πιο σπάνια νά ύψώνει τον τόνο της φωνής του. Μία άπ’ τις κοπέλες, πού πήγαινε καί τήν έβρισκε συχνά στο κρεβάτι της, τού άγκάλιαζε τό κεφάλι καί τον ρωτούσε γιατί ήταν πάντα τόσο λυπημένος.
4 6
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Άρνιόταν νά τόν πιστέψει 6ταν της απαντούσε ξερά, ξεφεύγοντας απ’ το αγκάλιασμά τ η ς : « Δέν είμαι λυπημένος. Ούδέποτε στή ζωή μου υπήρξα λυπημένος ». "Ισως ήταν αλήθεια. Δέν ήταν λυπημένος, 6μως δέν ένιω θε τήν άνάγκη νά γελάσει, ούτε καί ν’ άστειευτεΐ. "Εμενε πάν τα γαλήνιος καί άναμφισβήτητα αύτο μπέρδευε τούς άνθρώπους. "Ετσ ι, καί τώρα ακόμη, πού σκέφτεται τον Χόλστ, είναι έξαιρετικά ήρεμος. Δέν νιώθει τήν παραμικρή άνησυχία. Μετά βίας είναι λίγο περίεργος. Έδώ, πίνουν καφέ μέ ζάχαρη καί άληθινή κρέμα, αλεί φουν βούτυρο στο ψωμί καί μαρμελάδα ή μέλι. Το ψωμί είναι σχεδόν άσπρο, δέν τό βρίσκεις πουθενά σέ 6λη τή γειτονιά, παρά μόνο στό μαγαζί τού Τίμο. Τ ί τρώνε άπέναντι; Τ ί τρώει ό Γκέρχαρντ Χ ό λσ τ; Τ ί τρώει ή κόρη του, ή Σ ίσ σ υ ; « Δέν έφαγες σχεδόν καθόλου » παρατηρεί ή Λόττε, πού είχε φουσκώσει, όπως συνήθως. Παλαιότερα, τήν εποχή πού οί άλλοι έτρωγαν, έκείνη είχε πεινάσει τόσο πολύ πού τώρα φοβάται 6τι ό γιός της δέν τρώει άρκετά καί είναι ικανή νά τόν ταΐσει όπως τις Χψες. Ό Φράνκ δέν έχει τό κουράγιο νά ντυθεί. Εξάλλου, εκείνη τήν ώρα δέν έχει κάτι νά κάνει έξω. Σέρνεται. Κοιτάζει τή Λόττε πού σιδερώνει τό παντελόνι του προσεκτικά καί μέ τήν άκρη των βερνικωμένων νυχιών της ξύνει κάποιους λεκέδες. Μετά παρακολουθεί μέ τό βλέμμα τήν καινούργια. Τ ή βλέπει
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
47
πού τακτοποιεί στο τραπεζάκι τα έργαλεΐα για το μανικιούρ τα όποια δέν ξέρει να χρησιμοποιεί. Στο λεπτό ακόμη σβέρκο της μέ τή φίνα έπιδερμίδα, πού τού θυμίζει κοτόπουλο, ξεφεύγουν τουφίτσες μαλλιών πού προσπαθεί μέ τό χέρι της να τα σηκώσει μέ μια άσυναίσθητη κίνηση. Ή Σίσσυ κάνει άκριβώς τήν ίδια κίνηση, συχνά, όταν άνεβαίνει ή κατεβαίνει τις σκάλες. Αύτή έδώ, όπως ήδη τής έμαθε ή Λόττε, τον άποκαλεΐ « κύριε Φράνκ ». Άπό εύγένεια, τή ρωτάει τό όνομά της. « Μ ίνα». Ή φούστα της είναι καλοραμμένη, τό ύφασμα οχι ιδιαίτε ρα φθαρμένο καί ή ίδια φαίνεται καθαρή. Αραγε έχει κάνει ήδη έρωτα; Πιθανόν, διαφορετικά δέν θά είχε έρθει στής Λότ τε. Αλλά ακόμη δέν θά πρέπει νά τό έχει κάνει γιά τά χρήμα τα, καί μέ όποιονδήποτε. Αργότερα, όταν θά ύπάρξει κανένας πελάτης, ό Φράνκ θ’ άνέβει στο τραπέζι τής κουζίνας. Είναι σίγουρος έκ των προτέρων ότι μόλις θά μείνει μέ τό κομπιναιζόν, θά γυρίσει προς τόν τοίχο καί θά παίξει αρκετή ώρα μέ τις μπρετέλες πριν μείνει γυμνή. Ή Σίσσυ είναι άκριβώς άπ’ τήν άλλη πλευρά τού κεφαλό σκαλου. "Οταν άνεβαίνει κανείς άπ’ τή σκάλα, ύπάρχει μιά πόρτα στά δεξιά, μιά άλλη στ’ άριστερά, πριν φτάσει στο διά δρομο όπου ύπάρχουν κι άλλες πόρτες. Κάποιοι ένοικιαστές έχουν ένα ολόκληρο διαμέρισμα, άλλοι μόνο ένα δωμάτιο, καί ύπάρχουν άλλοι τρεις όροφοι άπό πάνω. Ό λη τήν ώρα άκοΰς ανθρώπους ν’ άνεβοκατεβαίνουν. Οί γυναίκες κουβαλούν δί
4 8
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
χτυα μέ ψώνια, πακέτα, καί 6σο περνάει ό καιρός τόσο περισ σότερο κοπιάζουν για ν’ άνέβουν* κάποια, προ ήμερων, λιπο θύμησε στα σκαλοπάτια, παρόλο πού δέν ήταν ούτε τριάντα χρόνων. Ό Φράνκ ποτέ δέν μπήκε στο διαμέρισμα του Χόλστ. Ξ έ ρει ορισμένα έσωτερικά, για τί οί ένοικιαστές άφήνουν τήν πόρτα τους άνοιχτή, μερικές γυναίκες βάζουν μπουγάδα στο διάδρομο, παρόλο πού ό ιδιοκτήτης τό άπαγορεύει. Παντού, 6λη τή μέρα, έπικρατεΐ ένα σκληρό φως, θά τό έλεγες παγωμένο, γιατί τα παράθυρα είναι ψηλά καί φαρδιά, τό κλιμακοστάσιο καί οί διάδρομοι βαμμένοι λευκοί καί τό χιόνι άπ’ έξω άντανακλάται μέσα σέ 6λο τό κτίριο. « Μήπως μάθατε νά παίζετε πιάνο;» ρωτάει ή Λόττε τήν καινούργια. « Παίζω πολύ λίγο, κυρία ». « Έ , λοιπόν, παίξτε μας ένα κομμάτι». Τό βράδυ ή Λόττε θά τής μιλά στον ένικό, άλλά στήν άρχή πάντα σέ ύλες μιλά στον πληθυντικό. Ή Λόττε είναι ξανθοκόκκινη, χωρίς ούτε μία λευκή τρίχα* τό πρόσωπό της έχει διατηρηθεί νέο. Ά ν δέν έτρωγε τόσο πο λύ, άν δέν άφηνόταν νά πλαδαρέψει, θά ήταν πολύ ομορφη, άλλά άδιαφορει γιά τή γραμμή της, άντιθέτως μάλιστα θά έλεγες 6τι είναι πανευτυχής πού χοντραίνει* θά πρέπει νά τό κάνει επίτηδες καί άφήνει τό πενιουάρ της νά μισανοίγει στά δυο πολύ πλούσια καί πολύ τρυφερά στήθη της, πού τρεμουλιάζουν μέ κάθε κίνησή της. « Τό παντελόνι σου σιδερώθηκε. Θά β γ εις ;» « Δέν ξέρωάκόμη ».
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
49
Εύχαρίστως θά κοιμότανε 6λη μέρα. Είναι άδύνατο, γιατί πρέπει να τακτοποιήσουν τα δωμάτια καί, μερικές φορές, ήδη απ’ τις δώδεκα τό μεσημέρι τυχαίνει κάποιος πελάτης να χτυ πήσει τό κουδούνι. Τούς φίλους του δεν τούς συναντά ποτέ πριν τις πέντε. Όλοι του οί γνωστοί ξεκινούν να ζούν προς τό τέλος της μέρας, έτσι έκεΐνος έχει ώρες άτέλειωτες για να χαζεύει. Πολύ συχνά, μένει μές στήν κουζίνα, μέ τή ρόμπα του, άπλυτος κι άχτέν ιστός, μέ τα πόδια κόντρα στήν πόρτα τού φούρνου ή μές στο φούρνο, διαβάζοντας ένα όποιοδήποτε β ι βλίο, καί αν τού έρθει ή όρεξη, άνεβαίνει στο τραπέζι όταν άκούσει φωνές στο διπλανό δωμάτιο. Ε κ είνη τή μέρα, χωρίς να τό πολυσυνειδητοποιεΐ, κλωθο γυρίζει γύρω άπό τήν καινούργια πού παίζει πιάνο καί μάλι στα παίζει καθόλου άσχημα. Στήν πραγματικότητα δέν είναι αύτή πού τον ένδιαφέρει. Ό νούς του έπιστρέφει συνεχώς στον Χόλστ, στή Σίσσυ, κι αύτό τού χαλάει τα κέφια. Δέν τού άρέσει να τον τριβελίζει κάποια σκέψη, σαν μύγα πριν άπό καται γίδα. « Φράνκ, χτύπησε τό κουδούνι». Ό ήχος τού πιάνου είχε σκεπάσει σχεδόν τον ήχο τού κου δουνιού. Ή Λόττε σηκώνει τή σανίδα τού σιδερώματος, τό σίδερο, βεβαιώνεται 6τι τα πάντα είναι στή θέση τους, καί λέει στή Μ ίνα: « Συνεχίστε». Μετά μισανοίγει τήν πόρτα, άναγνωρίζει τον έπισκέπτη καί μουρμουρίζει χωρίς ένθουσιασμό: « Ε σ είς, κύριε Χάμλινγκ. Περάστε. Μίνα, άφήστε μας μόνους ».
50
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Κρατώντας μέ το ένα χέρι το πενιουάρ της κλειστό, προσ φέρει μέ τό άλλο ένα κάθισμα στόν έπισκέπτη. « Καθίστε. "Ισως θά ήταν καλύτερα να βγάζατε τις λαστι χένιες γαλότσες σας ». « Δέν θά μείνω πολλή ώρα ». Ή Μίνα συνάντησε τον Φράνκ στήν κουζίνα. Στο διπλανό δωμάτιο, ή Μπέρθα στρώνει τό κρεβάτι. Ή καινούργια είναι νευρική, άνήσυχη. « Είναι κάποιος πελάτης;» ρωτάει. « Είναι ό γενικός έπιθεωρητής της Αστυνομίας ». Ε κ είνη τρομάζει άκόμη περισσότερο ένώ ό Φράνκ παρα μένει ήρεμος, καί κάπως υπεροπτικός. « Μή φοβάστε. Είναι φίλος της μητέρας μου ». Είναι σχεδόν άλήθεια. Ε ίχ ε γνωρίσει τή Λόττε παλιά, όταν ήταν νέα κοπέλα. 'Υπήρξε κάτι μεταξύ τους; Είναι π ι θανόν. Έ ν πάση περιπτώσει, τώρα, είναι ένας άντρας γύρω στά πενήντα, γεροδεμένος, χωρίς ίχνος λίπους. Δέν πρέπει νά είναι παντρεμένος. ’Άν είναι, δέν μιλάει ποτέ γιά τή γυναίκα του καί δέν φοράει βέρα. Όλος ό κόσμος στη γειτονιά τον φοβάται, πλήν της Λόττε. « Φράνκ, μπορείς νά ρθεις ». « Καλημέρα, κύριε έπιθεωρητά ». « Καλημέρα, νεαρέ ». « Φράνκ, θά πρέπει νά προσφέρεις ένα ποτό στόν κύριο Χάμλινγκ. Εύχαρίστως θά έπινα κι έγώ ένα». Οί έπισκέψεις του γενικού έπιθεωρητη έξελίσσονται πάν τα μέ τον ίδιο τρόπο. Πάντα δίνει τήν έντύπωση, μπαίνοντας, 6τι πέρασε νά πει μιά καλημέρα σάν γείτονας, σάν φίλος. Δ έ
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
51
χεται τήν καρέκλα πού τού προσφέρουν καί το ποτό. Καπνίζει τύ πούρο του, ξεκουμπώνει τύ χοντρό μαύρο πανωφόρι του, βγάζει έναν μικρό αναστεναγμό ικανοποίησης, σαν κάποιον πού είναι εύτυχής πού ζεσταίνεται, πού έχει κάποια στιγμή ξεκούρασης μέσα σέ ένα γεμάτο θαλπωρή συμπαθητικό πε ριβάλλον. Πάντα πιστεύεις 6τι θά πει κάτι, θά κάνει κάποια έρώτηση. Τόν πρώτο καιρό, ή Λόττε ήταν πεπεισμένη 6τι προσπα θούσε νά πληροφορηθεΐ τί συνέβαινε μές στο σπίτι της. Μπορεί παλιά νά γνωρίζονταν, όμως είχαν χαθεί έπί σειρά έτών καί έκεΐνος δέν παύει νά είναι γενικός έπιθεωρητής τής Αστυνομίας. « Καλό είναι» δηλώνει, άκουμπώντας σ’ ένα τραπεζάκι τό ποτήρι μέ τό ποτό. « Είναι 6,τι καλύτερο μπορεί νά βρει κανείς σήμερα ». Μετά ή ώρα της σιωπής, καί ή σιωπή δέν ένοχλεΐ καθόλου τόν κύριο Χάμλινγκ. Ίσως τό κάνει έπίτηδες, έπειδή ξέρει 6τι αύτό άποπροσανατολίζει τούς άλλους, κυρίως τή Λόττε πού σωπαίνει μόνο 6ταν τό στόμα της είναι μπουκωμένο. Κοιτάζει ήσυχα τό ανοιχτό πιάνο, πού δείχνει τόσο αθώο, τά δυό μικρά τραπεζάκια μέ τά άναγκαΐα γιά τό μανικιούρ. Ε ίχε διακρίνει τή Μίνα τή στιγμή πού έκείνη έφευγε απ’ τό σαλόνι γιά νά πάει στήν κουζίνα. Πρέπει νά κατάλαβε 6τι έπρόκειτο γιά κάποια καινούργια. Ε ίχ ε άκούσει τό πιάνο, άπό τό κεφαλόσκαλο. Τ ί σκέφτεται; Κανείς δέν ξέρει. Είχαν γίνει πολλές συζη τήσεις σχετικά μ ’ αύτό τό θέμα. Μοιραία, θά ήταν ένήμερος γιά τή δραστηριότητα τής
52
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Λόττε. Μια φορά ήρθε άπόγευμα-ή μοναδική φορά, εξάλλου—, ενώ υπήρχε ένας πελάτης στο δωμάτιο. Στό σαλόνι άκούγονταν οί θόρυβοι πού δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν κανέναν. Μέ την πρόφαση δτι ήθελε να ρίξει μια ματιά στο ραγού, ή Λόττε πήγε στην κουζίνα καί ειδοποίησε τον άντρα νά μή βγει πριν τού κάνει σήμα. Ε κ είν η τή φορά, κατ’ έξαίρεση, ό Χάμλινγκ είχε μείνει δύο ώρες, χωρίς λόγο, χωρίς έξήγηση, πάντα μέ τό ύφος κά ποιου πού κάνει μιά εύγενική έπίσκεψη. Μήπως γνωρίζει τή Μίνα; Μήπως οί γονείς της ειδοποίη σαν τήν Αστυνομία; Ή Λόττε είναι δλο χαμόγελα. Ό Φράνκ, άντιθέτως, τον κοιτάζει ψυχρά, χωρίς νά προσπαθεί νά κρύψει τήν άντιπάθειά του. Ό Χάμλινγκ έχει σκληρά χαρακτηριστικά, γεροδεμένο σώμα, σάμπως νά είναι φτιαγμένος άπό πέτρα, καί έτσι δλο τό παρουσιαστικό του έρχεται σε ακόμη μεγαλύτερη άντίθεση μέ τά μικρά του μάτια πού έκφράζουν ένα ειρωνικό παιχνίδισμα. Τό ύφος του δείχνει πάντα δτι κοροϊδεύει τον άλλον. « Αύτοί οί κύριοι είχαν δουλειά στο δρόμο σας σήμερα». Ό Φράνκ ούτε κάν ανασκιρτά. Ή μητέρα του μόλις πού συγκρατεΐται νά μήν τον κοιτάξει, σάμπως νά ένιωσε δτι ό γιός της έχει κάποια ανάμειξη. «Δολοφόνησαν έναν χοντρό ύπαξιωματικό δίπλα στο βυρσοδεψείο, έκατό μέτρα άπό δώ. Έ βγα ινε άπ’ τού Τίμο. Τό πτώμα ήταν δλη τή νύχτα μές στο χ ιό ν ι». Όλα αύτά ειπώθηκαν δήθεν χωρίς καμία πρόθεση. Ξανα παίρνει τό ποτήρι του, τό ζεσταίνει μέ τά χέρια καί τό φέρνει αργά στά χείλη.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
53
((Δέν άκουσα τίποτα » λέει ή Λόττε. «Δ έν πυροβόλησαν. Χρησιμοποίησαν μαχαίρι. Συλλάβανε ήδη κάποιον ». Για τί ή πρώτη σκέψη του Φράνκ είναι: « Τον Χόλστ ». Είναι άνόητο. Καί κάτι περισσότερο άπό ανόητο άφοΰ βέ βαια δέν πρόκειται καθόλου για τόν οδηγό του τράμ. « Πρέπει να τόν γνωρίζετε, Φράνκ, γιατί είναι κάποιος συν ομήλικός σας πού μένει μέ τή μητέρα του σ’ αύτό τό κτίριο. Στον πρώτο όροφο, άριστερά, στό βάθος τού διαδρόμου. Παί ζει β ιο λ ί». « Συνάντησα μερικές φορές έναν νεαρό μέ μια θήκη βιο λιού ». ((Ξέχασα τ ’ όνομά του. Ισχυρίζεται 6τι δέν έφυγε στιγμή άπ’ τό διαμέρισμα 6λη νύχτα καί ή μητέρα του, φυσικά, τό έπιβεβαιώνει. Δηλώνει έπίσης 6τι ούδέποτε έχει πατήσει τό πόδι του στό μαγαζί τού Τίμο. Ε μ ά ς, αύτό δέν μάς αφορά. Αύτοί οί κύριοι ασχολούνται μέ τήν έρευνα. Έ γώ τό μόνο πού άκουσα είναι 6τι τό βιολί τού χρησιμεύει για κάλυψη, καί 6τι ή μαύρη θήκη πού κουβαλάει ύπό μάλης περιέχει τις περισ σότερες φορές διάφορα έγγραφα. Φαίνεται πώς άνήκει σέ κά ποια ομάδα τρομοκρατών ». Γ ιατί άντέδρασε ό Φράνκ; Ανάβει άλλο τσιγάρο. « Μού φάνηκε φυματικός » λέει. Ε ίχ ε συναντήσει πολλές φορές στή σκάλα ένα ψηλό κοκαλιάρικο άγόρι, πάντα ντυμένο στα μαύρα, μ ’ ένα πολύ ελα φρύ πανωφόρι καί μια θήκη βιολιού ύπό μάλης. Ήταν πάντα χλομό, μέ δυό κόκκινες κηλίδες κάτω άπ’ τα μάτια, κατακόκ-
54
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
κι να χείλη· ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, τύχαινε να σταμα τήσει για να βήξει μέχρι πού πνιγόταν απ’ τό βήχα. "Οπως οί κατακτητές, ό Χάμλινγκ είχε πει τρομοκράτης. Άλλοι χρησιμοποιούν τή λέξη πατριώτης. Άλλα αύτό δέν ση μαίνει τίποτα. Κυρίως όταν πρόκειται για έναν υπάλληλο πού δύσκολα μπορείς να μαντέψεις τί σκέφτεται. Άραγε ό Κούρτ Χάμλινγκ τούς περιφρονεΐ, τή μητέρα του κι αύτόν; Ό χ ι έξαιτίας των κοριτσιών, αύτό δέν τόν ένδιαφέρει. Μήπως για τα υπόλοιπα, για τό κάρβουνο, για τις γνω ριμίες μ ’ ένα σωρό κόσμο, για τούς αξιωματικούς πού συχνά ζουν στο σ π ίτ ι; Ά ν ύποθέσουμε 6τι ό Χ άμλινγκ θά ήθελε να κάνει κάτι έναντίον της Λόττε, τί θά συνέβαινε; Ή Λόττε θά πήγαινε νά βρει κάποια πρόσωπα πού γνώριζε στή στρατιωτική αστυνο μία, ή ό Φράνκ θά μιλούσε στον Κρόμερ, πού είχε τά μέσα. Αύτοί οί κύριοι, σε τελική άνάλυση, θά καλοΰσαν σε απο λογία τόν γενικό έπιθεωρητή καί θά τόν διέταζαν νά καθίσει ήσυχος. Γ ι’ αύτό, κατά βάθος, ή Λόττε δέν φοβάται καθόλου. Ά ραγε ό Χάμλινγκ τό ήξερε αύτό; Είναι καθισμένος σπίτι της, ζεσταίνεται στή φωτιά της, δέχεται τό ποτό πού τού προσφέρει. Καί ό Χ όλσ τ; Γιά ορισμένους κατοίκους τού κτιρίου ξέρει κανείς τί ακριβώς σκέφτονται. Οί περισσότεροι σιχαίνονται καί περιφρονούν τόν Φράνκ καί τή μητέρα του. Κάποια χείλη σφίγ γουν από θυμό στο πέρασμά τους. Μερικοί, τό κάνουν έπειδή άπλώς ή Λόττε έχει κάρβουνα
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - II
55
καί έπειδή τρώει. Ίσως αύτοί νά έκαναν τό ίδιο πράγμα αν μπορούσαν. Άλλοι, κυρίως οί ήλικιωμένες γυναίκες ή οί οικο γενειάρχες, έξαιτίας του έπαγγέλματός της. Ό μω ς υπάρχουν κάποιοι πού ή περίπτωσή τους είναι δια φορετική, ό Φράνκ τό ξέρει, τό νιώθει. Καί είναι άκριβώς αύτοί πού έκδηλώνουν έλάχιστα τα συναισθήματά τους. Αύ τοί ούτε καν τούς κοιτάζουν, προσποιούμενοι, δήθεν άπό συ στολή, ότι άγνοοΰν την ύπαρξή τους. Έ τ σ ι συμβαίνει μέ τον Χ όλσ τ; Μήπως άνήκει 6πως ό νεα ρός μέ τό βιολί σέ κάποια οργάνωση; Απίθανο. Ό Φράνκ τό σκέφτηκε κάποια στιγμή έξαιτίας της ήρεμίας του, τής έξωτερικής του γαλήνης. Καί έπίσης έπειδή δεν πρόκειται για έναν πραγματικό οδηγό τράμ, έπειδή μαντεύεις τον διανοούμενο. Μπορεί νά ήταν καθη γητής καί νά τόν άπέλυσαν γιά τις ιδέες του; ’Ή νά έγκατέλειψε έκούσια τή θέση του γιά νά μή διδάσκει πράγματα ένάντια στις πεποιθήσεις του; Έκτος άπό τις ώρες πού έργάζεται, δεν βγαίνει καθόλου, παρά μόνο γιά νά σταθεί στις ούρές. Κανείς δέν έρχεται νά τούς δει. Γνωρίζει ήδη 6τι έχουν συλλάβει τόν βιολιστή; Μοιραία θά τό μάθει. Ό θυρωρός, πού είναι ένήμερος, θά τό πει σέ ό λους τούς ένοικιαστές, πλήν τής Λόττε καί τού γιου της. Καί ό Χάμλινγκ παραμένει έκεΐ, σιωπηλός, όνειροπόλος, γλείφοντας τό πούρο καί ξεφυσώντας τόν καπνό σέ μικρά συννεφάκια. Έ σ τω κι αν γνωρίζει ή αν ύποπτεύεται κάτι, τί τόν νοιά ζει τόν Φράνκ; Ό Χάμλινγκ δέν θά τολμήσει νά μιλήσει.
56
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Αύτό πού μετράει είναι ό Γκέρχαρντ Χόλστ, πού πρέπει νά έπέστρεψε άπο την άγορά και είναι κλεισμένος μέ τη Σίσσυ στο απέναντι διαμέρισμα. Λίγα λαχανικά, βλαστάρια, ίσως ένα κομματάκι ταγγισμένο λαρδί απ’ αύτο πού μοιράζουν μια φορά στο τόσο; Καί δέν βλέπουν κανέναν, δέν μιλούν σέ κανέναν. Τ ί μπο ρεί νά λένε μεταξύ τους, οί δυό τους; Καί ή Σίσσυ περιμένει μέ αγωνία πότε θά βγει ό Φράνκ, άνασηκώνει τήν κουρτίνα γιά νά τον δει πού άπομακρύνεται στο δρόμο, μισανοίγει τήν πόρτα 6ταν ακούει το σφύριγμά του στή σκάλα. Ό Χάμλινγκ άναστενάζει, σηκώνεται. « Αλλο ένα ποτηράκι;» « "Οχι, εύχαριστώ. Πρέπει νά πηγαίνω ». Μία ωραία εύωδιά έρχεται άπ’ τήν κουζίνα, πού τήν οσ φραίνεται μηχανικά βγαίνοντας, καί ή εύωδιά γλιστράει καί τον άκολουθεΐ στο διάδρομο, εισχωρεί πιθανώς στο διαμέρι σμα των Χόλστ, κάτω άπ’ τή χαραμάδα τής πόρτας. « Είναι γερομαλάκας!» λέει ό Φράνκ ήρεμα.
I I I.
ΦΡΑΝΚ ΜΠΗΚΕ μόνο γιά νά μήν περιμένει έξω, 6μως δέν
του άρεσαν τέτοιου είδους χώροι. Κατέβαινες δυο σκα λοπάτια, πλακοστρωμένο δάπεδο σαν τής εκκλησίας, παλιά δοκάρια στό ταβάνι, ξύλινη έπένδυση στους τοίχους, ό πάγ κος από σκαλιστό ξύλο καί πολύ βαριά τραπέζια. Γνώριζε έξ οψεως τον ιδιοκτήτη καί τό ονομά του, « κύ ριος Κάμπ»* ό κύριος Κάμπ πρέπει νά τον γνώριζε, έπίσης. ΤΗταν ένας μικροκαμωμένος φαλακρός άντρας, ήσυχος καί εύγενικός, πού πάντα φορούσε παντόφλες. Θά πρέπει νά ήταν χοντρός, άλλά ή κοιλιά του είχε άρχίσει νά πέφτει, καί τά παντελόνια του τού έρχονταν πιά πολύ φαρδιά. Σ ’ αύτά τά μαγαζιά, πού τηρούν τούς κανονισμούς ή πού μπρος στούς περαστικούς πελάτες κάνουν πώς τούς τηρούν, μόλις καί μετά βίας βρίσκεις νά πιεις μιά μπίρα κι αύτή άγευστη. Νιώθεις 6τι ενοχλείς. Στού Κάμπ ύπάρχουν πάντα τέσσε ρις πέντε θαμώνες, οί γέροι της γειτονιάς, πού καπνίζουν τις μακριές πίπες τους άπό πορσελάνη ή γιούσουρι καί στα ματάνε όποιαδήποτε κουβέντα μόλις μπεις μέσα. Ό λη τήν ώρα πού κάθεσαι έκ εΐ παραμένουν άμίλητοι καί καπνίζουν τήν πίπα τους κοιτάζοντάς σε ύπομονετικά. Ό Φράνκ φοράει καινούργια παπούτσια μέ χοντρές σόλες άπό αληθινό δέρμα. Τό πανωφόρι του είναι ζεστό καί τά δερ57
58
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
μάτι να γάντια του μέ τή γούνινη έπένδυση κοστίζουν τόσο πού οποιοσδήποτε απ’ αύτούς τούς γέρους, και ή οίκογένειά του μαζί, θά περνούσαν ένα ολόκληρο μήνα. Άπο τα τετράγωνα τζαμάκια τού παραθύρου, περιμένει να δει τον Χολστ τήν ώρα πού θά φεύγει. Γιά τον Χολστ έχει βγει, γιατί θέλει νά τον κοιτάξει στά μάτια. Εφόσον ό οδηγός τού τράμ τήν προηγουμένη έπέστρεψε τά μεσάνυχτα, σήμερα πού είναι Δευτέρα, θά βγει γύρω στις δυόμιση γιά νά είναι στο ντεπό στις τρεις. Άραγε τί συζητούσαν οί γέροι όταν μπ ήκε; Τού είναι αδιάφορο. Ό ένας απ’ αύτούς είναι τσαγκάρης καί έχει ένα μαγαζάκι λίγο πιο πέρα στο δρόμο αλλά, λόγω έλλειψης των πρώτων ύλών, δέν έχει σχεδόν καθόλου δουλειά. Θά πρέπει νά άλληθωρίζει μέ τά παπούτσια τού Φράνκ ύπολογίζοντας τήν τιμ ή τους, καί νά έξοργίζεται πού ό νεαρός δέν μπαίνει στον κόπο νά τά προστατέψει φορώντας λαστιχένιες γαλότσες. Στήν πραγματικότητα, ύπάρχουν μέρη πού μπορεί νά πά ει κανείς καί μέρη όπου είναι καλύτερα νά μήν πατάει τό πόδι του. Στού Τίμο είναι στήν έδρα του. Έδώ, οχι. Τ ί θά πούν, έδώ, γ ι’ αύτόν όταν θά φ ύγει; Ό Χολστ θά πρέπει έπίσης νά ήταν χοντρός καί νά αδυνά τισε. Ό λοι αύτοί είναι μιά ξεχωριστή ράτσα, πού τούς εντο πίζεις μέ τήν πρώτη ματιά. Ό Χάμλινγκ, γιά παράδειγμα, είναι ογκώδης, αλλά τον αισθάνεσαι μυώδη. Ό Χόλστ, αν καί πολύ ψηλότερος, μέ ώμους πού θά πρέπει νά ήταν φαρδεΐς, δέν έχει πιά ένα πλαδαρό παρουσιαστικό. Καί δέν είναι μόνο τά ρούχα του πού έχουν φθαρεί καί κρέμονται. Είναι τό δέρμα
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - III
5 9
του πού έχει σακουλιάσει πάρα πολύ καί κάνει δίπλες. Ε ξ ά λ λου φαίνεται καί στο πρόσωπό του. Ό Φράνκ άπύ τήν άρχή των γεγονότων -^τότε ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων-, είχε νιώσει περιφρόνηση για τή μιζέρια καί για εκείνους πού έγκαταλείπονται σ’ αύτή. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγανάκτησης, άποστροφής. Ακόμη καί για τις κοπέλες πού έρχονται στή μητέρα του, λιπόσαρκες καί κατάλευκες καί πέφτουν μέ τα μούτρα άμέσως στο φαγητό! ‘Ορισμένες κλαΐνε άπο συγκίνηση, γεμίζουν το πιάτο τους καί μετά είναι ανίκανες να τό τελειώσουν. Ό δρόμος τού τραμ είναι λευκός καί μαύρος καί τό χιόνι έκει είναι πιό βρόμικο απ’ οπουδήποτε άλλού. Μέχρι έκεΐπού μπορεί να δει τό μάτι, οί μαύρες καί γυαλιστερές ράγες, δια γράφουν τήν προοπτική τού δρόμου, καί έκ εΐ πού σχηματίζε ται καμπύλη συναντώνται οί δύο γραμμές. Ό θόλος τού ούρανού είναι χαμηλός άλλα πολύ φωτεινός, μ ’ αύτή τή φωτεινότητα πού είναι πιό θλιβερή άπ’ τήν πραγματική μουντάδα. Αύτού τού είδους τό λευκό, ώχρό καί διάφανο, έχει κάτι τό άπελητικό, τό οριστικό, τό αέναο* τα χρώματα γίνονται σκλη ρά καί άσχημα, όπως τό καφέ ή τό βρόμικο κίτρινο των σπιτιών γιά παράδειγμα, ή τό σκούρο κόκκινο τού τράμ πού δίνει τήν έντύπωση 6τι έπιπλέει καί 6τι θ’ άνέβει στο πεζοδρόμιο. Καί απέναντι άπό τό μαγαζί τού Κάμπ, μπροστά άπ’ τήν πόρτα τού άλλαντοπώλη, άπλώνεται ή άθλια ούρά: γυναίκες τυλιγμένες μέ τό σάλι τους, κοριτσάκια μέ καχεκτικά πόδια πού φορούν ξύλινα τσόκαρα καί τά χτυπούν σάν κλακέτες γιά νά ζεσταθούν. « Τ ί χρωστάω;»
6ο
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Πληρώνει. Ή τιμή είναι αστεία. Καταντάει ένοχλητικό να ξεκουμπώνεις το πανωφόρι για τόσο μικρό ποσό. Σ ’ αύτά τα καφενεία οί τιμές είναι γελοία χαμηλές. Γεγονός είναι πώς 6,τι δίνεις παίρνεις. Ό Χόλστ βρίσκεται στήν άκρη στο πεζοδρόμιο, έντελώς γκρίζος, μέ τό μακρύ άμορφο πανωφόρι, τήν κουκούλα πού καλύπτει αύτιά και λαιμό και τις περίφημες μπότες του δε μένες σφιχτά μέ σπάγκο στούς αστραγάλους. Σ έ άλλους και ρούς, σέ άλλες χώρες, ό κόσμος θά σταματούσε να τον κοιτά ξει, έτσι γελοία ντυμένο, θά είχε έφημερίδες σίγουρα κάτω άπό τά ρούχα γιά νά τόν κρατούν ζεστό, καί αύτό τό τενεκε δένιο κουτί πού τό κρατάει εύλαβικά ύπό μάλης. Τ ί μπορεί νά παίρνει μαζί του γιά νά φάει; Ό Φράνκ πηγαίνει δίπλα του, δήθεν 6τι περιμένει κι έκεΐνος τό τράμ. Πηγαινοέρχεται- δέκα φορές βρίσκεται πρόσω πο μέ πρόσωπο μέ τόν Χόλστ καί τόν κοιτάζει κατάματα, ξεφυσώντας τόν καπνό τού τσιγάρου του. Άραγε αν πετάξει τή γόπα, ό πατέρας τής Σίσσυ θά τή μα ζέψει; Ίσως οχι μπρο στά του, άπό φόβο μήν τόν κρίνει άσχημα, παρόλο πού τό κά νουν πολλοί στήν πόλη κι ας μήν είναι ζητιάνοι, ούτε έργάτες. Δέν είδε ποτέ τόν Χόλστ νά καπνίζει. Άραγε, παλιά, κά πνιζε; Ό Φράνκ, πεισμωμένος, κάνει σάν λυσσασμένο σκυλάκι πού προσπαθεί νά τραβήξει τήν προσοχή. Στριφογυρίζει γύ ρω άπό τόν ψηλό γκρίζο άντρα καί έκεΐνος, άκίνητος, δέν φαί νεται νά άντιλαμβάνεται τήν παρουσία του. Καί 6μως, τή νύχτα, ό Χόλστ τόν είχε δει στο άδιέξοδο. Έ χ ε ι ένημερωθεΐ γιά τή δολοφονία τού ύπαξιωματικού. Ξ έ
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - III
6ΐ
ρει έπίσης καί είναι περισσότερο άπό σίγουρο -για τί ό θυ ρωρός φωνάζει έναν έναν τούς ένοικους στό θυρωρείο- 6τι συλλάβανε τον βιολιστή τού πρώτου ορόφου. Τ ό τ ε; Για τί δεν άντιδρά καθόλου; Ό Φράνκ δεν ήθελε καί πολύ για να τού άπευθύνει τό λόγο, έτσι για να τον προκαλέσει. "Ισως να κατέληγε να τό κάνει, λέγοντας οτιδήποτε, άν, τή στιγμή έκείνη, δεν έφτανε τό σκουροκόκκινο τραμ μέ τον συνηθισμένο του σαματά. Ό Φράνκ δεν θ’ άνέβει. Δέν έχει τίποτα να κάνει στήν πό λη αύτή τήν ώρα. Ή θελε άπλώς να δει τον Χόλστ καί τον είδε μέ 6λη του τήν άνεση. Ό Χόλστ στέκεται στήν μπροστινή πλατφόρμα τού βαγονιού, στρέφεται καί σκύβει τή στιγμή πού τό τραμ ξεκινάει, οχι για να δει τον Φράνκ, άλλα τό σπίτι, τό παράθυρό του, όπου διακρίνεται ένα άνοιχτόχρωμο πρό σωπο στό άνοιγμα τής κουρτίνας. Πατέρας καί κόρη άποχαιρετιοΰνται μ ’ αύτόν τον τρόπο. Τό τραμ φεύγει, ή κοπέλα μένει στό παράθυρο, γιατί ό Φράνκ είναι στό δρόμο. Καί ό Φράνκ, ξαφνικά, παίρνει μιάν άπόφαση. Άποφεύγοντας νά σηκώσει τό κεφάλι, μπαίνει στό κτίριο, χωρίς νά βιάζεται καί, μ ’ ένα έλαφρύ σφίξιμο στό στήθος, χτυπάει τήν πόρτα πού βρίσκεται άκριβώς απέναντι άπό τήν πόρτα τής Λόττε. Δέν είχε προετοιμαστεί καί δέν ήξερε τί θά πει. Ε ίχ ε άποφασίσει μόνο 6τι θά έβαζε τό πόδι του στό άνοιγμα γιά νά έμποδίσει τήν πόρτα νά ξανακλείσει, άλλά δέν ξανάκλεισε. Ή Σίσσυ τον κοιτάζει κατάπληκτη, καί έξίσου κατάπληκτος είναι κι έκεΐνος. Τής χαμογελάει. Δέν τού συμβαίνει συχνά νά χαμογελάει. Συνήθως σμίγει τά φρύδια, κοιτάζει άγρια μπρο
02
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
στά του, ακόμη κι 6ταν είναι μόνος, ή άλλοτε έχει, τόσο ανέκ φραστο ύφος πού οί άνθρωποί παγώνουν άντικρύζοντάς τον. ((Καί 6μως », λέει ή Λόττε, « 6ταν χαμογελάς, κανείς δέν μπορεί να σου άρνηθεΐ τίποτα. ’Έ χεις τό ίδιο χαμόγελο πού είχες 6ταν ήσουν δύο χρόνων ». Ε π ίτηδ ες δέν χαμογελάει. Το κάνει έπειδή νιώθει αμή χανος. Δέν βλέπει καλά τή Σίσσυ, γιατί στέκεται κόντρα στύ φως, άλλά, πάνω σ’ ένα τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο, διακρί νει μικρά πιατάκια, πινέλα, βαζάκια μέ μπογιές. Μπαίνει χωρίς νά πει τίποτα, γιατί δέν μπορεί νά κάνει διαφορετικά. Χωρίς νά ζητήσει συγγνώμη ή νά δικαιολογήσει τήν επίσκεψή του, ρωτάει: « Ζωγραφίζετε;» « Διακοσμώ φαγιάντσες. Πρέπει νά βοηθήσω τον πατέρα μου ». Ό Φράνκ είχε δει αύτά τά πιατάκια, κύπελα, σταχτοδο χεία, κηροπήγια μέ τις δήθεν καλλιτεχνικές ζωγραφιές, σέ ορισμένα μαγαζιά στο κέντρο. Τά άγοράζουν κυρίως οί κατακτητές, γιά ένθύμιο. Οί ζωγραφιές είναι συνήθως λουλού δια, ένας χωρικός μέ τή φορεσιά της περιοχής, ή ή κορυφή τού καμπαναριού του καθεδρικού ναού. Γ ια τί ή Σίσσυ τον κοιτάζει συνέχεια; Ά ν δέν τον κοι τούσε, τό έργο του θά ήταν πιό εύκολο. Τον καταβροχθίζει μέ τά μάτια, μέ τόση άφέλεια πού καταντάει ένοχλητικό. Τού θυμίζει τήν καινούργια, τή Μίνα, πού αύτή τήν ώρα ίσως νά είναι άπασχολημένη, καί πού, 6λο τό πρωί, δέν σταμάτησε νά τον κοιτάζει έξεταστικά μέ ένα είδος ήλίθιου σεβασμού. « Δουλεύετε πολύ;»
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ - III
63
« Οί μέρες είναι μεγάλες » του άπαντάει. Κ ι έκεΐνος: « Δεν βγαίνετε π ο τέ;» « Μερικές φορές ». « Τυχαίνει να πάτε σινεμά;» Για τί κοκκίνισε; Έκεΐνος το έκμεταλλεύεται άμέσως: ((Θά ήθελα να πάω καμιά φορά σινεμά μαζί σας ». Ό μω ς, δέν είναι έκείνη πού τον ένδιαφέρει περισσότερο, τώρα το άντιλαμβάνεται. Κοιτάζει γύρω του, οσφραίνεται 6πως άκριβώς ό Χάμλινγκ 6ταν έρχεται νά τούς δει. Τύ δια μέρισμα είναι πολύ μικρότερο άπ’ της Λόττε. Μπαίνεις κατ ευθείαν στήν κουζίνα 6που ύπάρχει ένα πτυσσόμενο κρεβάτι δίπλα στύν τοίχο. Σίγουρα θά κοιμάται έκ εΐ ό πατέρας της καί τά πόδια του θά πρέπει νά προεξέχουν. Μιά άνοιχτή πόρ τα άφήνει νά φανεί το δωμάτιο της Σίσσυ - άπόδειξη: δείχνει άμήχανη 6ταν τον βλέπει νά κοιτάζει προς τά κεΐ. 'Υπάρχει ένας φεγγίτης, 6πως στύ σπίτι του, άλλά στύ τζάμι έχουν βάλει χαρτόνι, για τί βλέπει στο δωμάτιο των γειτόνων. Στέκονται ορθιοι. Δέν τολμά νά τού προσφέρει κάθισμα. Έκεΐνος άπο εύγένεια, άπλώνει προς το μέρος της τήν τα μπακέρα. « Εύχαριστώ. Δέν καπνίζω ποτέ ». « Ε π ειδ ή δέν σάς άρέσει;» Πάνω στο τραπέζι ύπάρχει μιά πίπα, ένα μεταλλικό κου τί μέ γόπες. Τ ί φαντάζεται, 6τι έκεΐνος δέν καταλαβαίνει; « Δοκιμάστε ένα. Είναι πολύ μαλακά ». ((Ξέρω ».
64
ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΗΤΑΝ ΒΡΟΜΙΚΟ
Αναγνώρισε την ξένη μάρκα. Αύτά τα τσιγάρα άντιστοιχοΰν σέ πάρα πολλά χαρτονομίσματα καί 6λος ό κόσμος ξέρει πόσο κοστίζει και ένα μόνο άπ’ αύτά. Αναπηδά ξαφνιασμένη, γιατί κάποιος χτυπάει τήν πόρτα. Τού Φράνκ τού περνάει ή ίδια ιδέα 6πως έκείνης. Μήπως ξανάρθε ό Χόλστ, για έναν όποιοδήποτε λόγο, ίσως έπειδή είδε τον νεαρό στή στάση τού τρά μ; « Μέ συγχωρεΐτε, δεσποινίς Χ όλσ τ...» Είναι ένας γέρος πού ό Φράνκ τον είχε ήδη συναντήσει στο διάδρομο, ό γείτονας στού οποίου τό δωμάτιο βλέπει ό φεγγί της. Δέν προσπαθεί νά τό κρύψει, κοιτάζει τον Φράνκ σάν σκουπίδι πού τό έχει άφήσει μιά γάτα πάνω στο πάτω μα* άντιθέτως, δείχνει πολύ τρυφερός, πολύ στοργικός μέ τη Σίσσυ. «Ή ρθα νά σάς ρωτήσω μήπως έχετε νά μού δώσετε ένα σπίρτο ». « Φυσικά καί έχουμε, κύριε Β ίμμερ ». Εκείνος 6μως δέν φεύγει. Στέκεται έκεί, μέ τά χέρια τεν τωμένα πάνω από τή θερμάστρα πού είναι άκόμη ζεστή. Λέει άδιάφορα: « Θά έχουμε πάλι χιόνι σέ λίγο ». « Είναι πιθανόν ». « ‘Υπάρχουν άνθρωποι πού δέν τούς ένοχλεί τό κρύο ». Είναι σπόντα γιά τον Φράνκ, άλλά ή Σίσσυ κλείνοντάς του τό μάτι δείχνει 6τι παίρνει τό μέρος του. Ό κύριος Βίμμερ είναι γύρω στά έξηνταπέντε καί τό πρό σωπό του είναι γεμάτο άπό λευκές σκληρές τρίχες. « Θά έχουμε σίγουρα χιόνι πριν τό τέλος της βδομάδας »
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
65
έπαναλαμβάνει έκεΐνος, περιμένοντας 6τι 6 Φράνκ θά φύγει. Άλλα ό Φράνκ άπαντάει μέ θράσος. « Μέ συγχωρεΐτε, κύριε Β ίμ μ ε ρ ...» Μόλις προ ολίγου ούτε πού ήξερε τό ονομά του καί ό γέρος τον κοιτάζει προφανώς σκανδαλισμένος. «Ή δεσποινίς Χόλστ καί έγώ έτοιμαζόμασταν νά βγού με ». Ό κύριος Βίμμερ καρφώνει τό βλέμμα του στήν κοπέλα, περιμένοντας 6τι θά διαψεύσει τά λεγόμενα. « Αλήθεια θά φεύγαμε » λέει έκείνη, ξεκρεμώντας τό παλ τό της. «"Εχουμε νά κάνουμε κάτι ψώνια». Αύτή ήταν μιά άπό τις καλύτερες στιγμές. Παρ’ ολίγο νά ξεσπάσουν σέ γέλια, καί οί δύο. Δέν ήταν παρά δυο παιδιά πού έκαναν μιά ωραία σκανδαλιά - καί ό κύριος Β ίμ μερ, αν καί δέν φοράει γραβάτα καί τό χάλκινο κουμπί τού γιακά του φαί νεται πάνω άπ’ τό μήλο τού Άδάμ, μοιάζει μέ συνταξιούχο δάσκαλο. Ή Σίσσυ ρεγουλάρησε τήν έξοδο έξαερισμού τής θερμά στρας. Γύρισε πίσω γιά νά πάρει τά γάντια της. Ό Βίμμερ δέν κουνήθηκε. Θά έλεγες 6τι άπό άντίδραση θά έμενε έκεΐ, νά τον κλειδώσουν μέσα στο διαμέρισμα. Τούς κοίταξε πού κατέβηκαν τις σκάλες καί είναι άδύνατον νά μήν αίσθάνθηκε 6λη τή νιότη πού ύπήρχε στά βήματά τους. « Αναρωτιέμαι αν θά τό πει στον πατέρα μου ». « Δέν θά τό π ε ι». « Ξέρω 6τι ό μπαμπάς δέν τον συμπαθεί, άλλά...» « Οί άνθρωποι δέν λένε ποτέ τίποτα ». Τό δηλώνει αύτό μέ βεβαιότητα, γιατί είναι άλήθεια, γιατί
66
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
’έ χει τήν εμπειρία.. Μήπως ό Χόλστ πήγε νά τον καταδώσει; Φλέγεται από έπιθυμία νά μιλήσει γ ι' αύτύ στη Σίσσυ, νά τής δείξει τύ περίστροφο πού έξακολουθεΐ καί το έχει στήν τσέπη του. Μ’ αύτύ το 6πλο έπάνω του, βάζει σέ κίνδυνο τή ζωή του, καί έκείνη ούτε πού ύποψιάζεται τίποτα. Μιά φορά στο δρό μο, τον ρωτάει: ((Τ ί θά κάνουμε;» 'Υπήρξε μιά στιγμή πραγματικά θαυμάσια, εντελώς άπρόσμενη: 6ταν άπάντησε στον ήλικιωμένο κύριο ένώ έκείνη έπαιρνε το παλτό της, 6ταν πέρασαν μπροστά άπ’ τον άνθρωπάκο πού στεκόταν θλιμμένος σάν νά τον είχαν τιμωρήσει καί βάλθηκαν νά κατεβαίνουν τις σκάλες σάν νά χόρευαν. Έκείνη τή στιγμή, λίγο έλειψε νά τήν πιάσει αγκαζέ. Νά 6μως πού βρίσκονται στύ δρόμο καί ή μαγική στιγμή τελείω σε. Άραγε ή Σίσσυ το άντιλαμβάνεται; Δεν ξέρουν προς τά πού νά πάνε. Εύτυχώς πού ό Φράνκ είχε μιλήσει γιά σινεμά. Λέει, έξαιρετικά σοβαρός: ((Παίζει μιά καλή ταινία στο Λίντο ». Τύ σινεμά είναι στην άπέναντι μεριά τής γέφυρας. Δέν έχει όρεξη νά πάρει τύ τράμ μαζί της. Ό χ ι λόγω τού πατέρα της, άλλά έπειδή δέν θά ήξερε πώς νά συμπεριφερθεΐ. Πρέπει νά περάσουν άπύ τήν παλιά δεξαμενή. Σ τις γέφυρες, ό παγω μένος άέρας τούς έμποδίζει νά μιλούν καί δέν τολμάει νά πιάσει τή συνοδό του άγκαζέ, παρόλο πού έκείνη περπατάει κολ λημένη πλάι του. « Δέν πάμε ποτέ σινεμά ». « Γ ια τ ί;» Μετανιώνει άμέσως γιά τήν έρώτησή του. Προφανώς,
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
67
είναι πάρα πολύ ακριβό. Καί ή θύμηση των χρημάτων ξαφ νικά τόν στενοχωρεΐ. Γιά παράδειγμα, θά του άρεσε νά πάει νά τήν κεράσει ένα γλυκό σε ένα ζαχαροπλαστείο. 'Υπάρ χουν άκόμη ορισμένα στά όποια, αν γνωρίζουν κάποιον, τού σερβίρουν 6,τι έπιθυμεΐ. Ξέρει μάλιστα δυο μαγαζιά 6που μπορείς νά χορέψεις, καί ή Σίσσυ θά ήταν πανευτυχής νά χό ρευε. Δεν θά πρέπει νά έχει χορέψει ποτέ της. Είναι πάρα πολύ νέα. Πριν άπό τά γεγονότα, θά ήταν μικρό κοριτσάκι. Δεν έχει π ιει ποτέ λικέρ, ούτε άπεριτίφ. Ό Φράνκ δέν νιώθει καλά άπέναντί της. Στην Άνω Πόλη, τη σπρώχνει στήν είσοδο τού Λίντο 6που οί ήλεκτρικοί λαμ πτήρες είναι ήδη άναμμένοι, καί δίνουν τήν ψευδαίσθηση ήμέρας. « Δύο θέσεις θεωρείο ». Ή λέξη « θεωρείο » τον σοκάρει. Για τί έχει έρθει πολλές φορές. Οί φίλοι του κάνουν τό ίδιο. "Οταν είναι μέ μικρούλες, παίρνουν θεωρείο στο Λίντο, αύτό είναι γνωστό τοίς πάσι. Τά θεωρεία είναι πολύ σκοτεινά, μέ ψηλά σεπαρέ όπου μπορείς νά κάνεις σχεδόν 6,τι θέλεις. Μ’ αύτόν τον τρόπο πολλές φορές έχει τύχει νά προμηθεύσει κορίτσια στη Λόττε. « Δουλεύεις;» « Τό έργαστήριο έκλεισε τήν προηγούμενη έβδομάδα ». « Θά σ’ άρεσε νά κερδίσεις χρήματα;» Ή Σίσσυ τον άκολουθεί σάν τις άλλες, συγκινημένη πού μπαίνει σ’ ένα ζεστό σινεμά, πού μιά ταξιθέτρια μέ στολή καί κόκκινο καπελάκι, στο όποιο είναι ραμμένο μέ χρυσή κλωστή τό ονομα Λίντο, τήν οδηγεί σ’ ένα θεωρείο.
68
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Αύτό είναι πού τού χαλάει έντελώς τα κέφια: Είναι σαν τις άλλες. Συμπεριφέρεται άκριβώς 6πως οί άλλες. Στύ σκο τάδι, στρέφεται προς το μέρος του και τού χαμογελάει, γιατ'ι είναι εύτυχισμένη πού βρίσκεται έκεΐ, γιατί τού είναι εύγνώμων, καί δεν λέει τίποτα, παρά μόνο τρέμει έλαφρά 6ταν α πλώνει το μπράτσο του στή ράχη της πολυθρόνας της. Σ έ λίγο, αύτο τό μπράτσο θά είναι γύρω άπ’ τούς ώμους της. Οί ώμοι της είναι πολύ άδύνατοι. Περιμένει νά τη φιλή σει, έκεΐνος το ξέρει καλά, καί το κάνει μέ βαριά καρδιά. Δεν ξέρει νά φιλάει. Κρατάει το στόμα της μισάνοιχτο, καί είναι γεμάτο σάλια, λίγο ξινό. Συγχρόνως άρπάζει το χέρι του μες στο δικό της καί το σφίγγει δυνατά, καί έξακολουθεΐ νά το κρατά σάν λάφυρο. "Ιδιες είναι 6λες. Τον πιστεύει όλότελα. Τού λέει νά σωπάσει 6ταν της ψιθυρίζει στο αύτί, έπειδή προσπαθεί νά κα ταλάβει την ταινία τής οποίας έχασαν τήν άρχή, καί μερικές φορές τά δάχτυλά της τον σφίγγουν περισσότερο, ίσως έξαιτίας τού σεναρίου. « Σ ίσ σ υ ...» « Ν α ί...» « Κ ο ίτα ...» « Τ ί ;» « Στο χέρι μου...» Τής δείχνει το περίστροφο πού γυαλίζει άμυδρά στο μ ι σοσκόταδο. Ε κ είνη άνατριχάζει, κοιτάζει γύρω της. « Προσοχή!» Τήν έντυπωσίασε, 6μως δέν δείχνει ιδιαίτερα έκπληκτη. « Είναι γεμάτο;»
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
69
« Νομίζω ». « Τό έχετε χρησιμοποιήσει ήδ η;» Διστάζει. Τής λέει τήν άλήθεια. « ’Ό χι άκόμα ». Αμέσως μετά, έκμεταλλεύεται τήν περίσταση για να βά λει τό χέρι του στο γόνατό της και να της σηκώσει λίγο πιο πάνω τό φόρεμα. Καί πάλι τον άφήνει, σαν τις άλλες. Τότε τον πιάνει ένας βουβός θυμός, θυμώνει μαζί της, μέ τον εαυτό του, μέ τον Χόλστ. Ναί, μέ τον Χόλστ έπίσης, καί δεν ήξερε να πει για ποιό λόγο. «Φ ράνκ...» Ε κ είνη είπε τό όνομά του. Τό ήξερε λοιπόν. Τό έπαναλαμβάνει τη στιγμή πού δήθεν προσπαθεί να σπρώξει τό χέρι του. Τώρα, για κείνον ή συγκίνηση τελείωσε. Είναι μάλλον οργισμένος. Εικόνες χορεύουν, στήν οθόνη έμφανίζονται καί έξαφανίζονται τεράστια κεφάλια, μαύρο καί άσπρο φόντο, φω νές, μουσική. Αύτό πού θέλει να ξέρει, αύτό πού θά μάθει, ό,τι κι άν κάνει έκείνη, είναι άν είναι παρθένα, γιατί είναι τό μονα δικό πράγμα πού άπομένει για να ξαναπιαστεΐ άπό κάτι. Αύτό τον ύποχρεώνει να έξακολουθεΐ να τή φιλάει καί σέ κάθε φιλί έκείνη άφήνεται 6λο καί περισσότερο, λειώνει, έκεΐνος κερδίζει έδαφος στόν γυμνό μηρό όπου ένα χέρι σπρώ χνει άδύναμα τό δικό του πού άνεβαίνει στο ύψος τής ζαρτιέ ρας. Θά τό μάθει. Για τί, άν δέν είναι ούτε παρθένα, ό Χόλστ θά χάσει τά πάντα, θά μεταμορφωθεί σ’ ένα γελοίο ύποκείμενο.
70
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Καί ό Φράνκ έπίσης. Τ ί τον έπιασε νά άσχοληθεΐ μ ’ αύτούς τούς δύο; Ή έπιδερμίδα της θά πρέπει νά είναι κατάλευκη σάν τής Μίνας. Επιδερμίδα κοτόπουλου, σύμφωνα μέ την έκφραση τής Λόττε. Μπούτια κοτόπουλου. Άραγε ή Μίνα αύτή την ώρα θά βρίσκεται στο δωμάτιο ολόγυμνη, μ ’ έναν άγνωστο κύριο απέναντι τ η ς ; Είναι ζεστά. Τό χέρι προχωράει. Ε κ είνη δεν έχει τη δύ ναμη νά άντισταθεΐ περισσότερο καί, 6σο χάνει έδαφος, τά δάχτυλά της σφίγγουν τρυφερά τά δάχτυλα του Φράνκ, σάν σέ προσευχή. Κολλάει τό στόμα της στο αύτί του, ψ ελλίζει: «Φ ρά νκ...» Καί μέ τον τρόπο πού προφέρει τό όνομα, πού δεν χρειά στηκε νά τής τό πει ό ίδιος, ομολογεί 6τι νικήθηκε. Ε ίχ ε πει ότι τό λιγότερο σέ μία έβδομάδα θά τά κατάφερνε, καί βρισκόταν ήδη έκεΐ, δέν ήταν παρά θέμα λίγων έκατοστών, ή έπιδερμίδα ήταν πιο λεία, πιο ζεστή, έντελώς
ύγρή· Ήταν παρθένα' τό χέρι σταμάτησε άπότομα. ’Ό χι άπό οίκτο. Καί δέν ήταν ούτε συγκινημένος. Σάν τις άλλες! Άντιλήφθηκε ότι δέν ήταν έκείνη πού τον ένδιέφερε, άλλά ό πατέρας της, καί ήταν γελοίο πού σκεφτόταν τον Χόλστ όταν τό χέρι του βρισκόταν έκ εΐ πού βρισκόταν. « Μέ πόνεσες ». Τής άπάντησε εύγενικά: « Συγγνώμη ».
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
7ΐ
Καί έγινε πάλι ξαφνικά καθωσπρέπει ένώ, μές στο σκο τάδι, στο πρόσωπο της Σίσσυ θά πρέπει νά ζωγραφίστηκε ή άπογοήτευση. ’Άν μπορούσε νά τον δει, θά ήταν πολύ χειρό τερα. "Οταν ήταν καθωσπρέπει, γινόταν τρομερός, τόσο ήρε μος καί παγερός, τόσο άπόμακρος πού δεν ήξερες άπό πού νά τον πιάσεις, άκόμη καί ή Λόττε τον φοβόταν. « Μά θύμωσε έπιτέλους!» τού έλεγε έξω φρένων. « Φώ ναξε, χτύπα, κάνε κάτι, οτιδήποτε!» Τόσο τό χειρότερο γιά τή Σίσσυ. Δεν τον ένδιέφερε πιά καθόλου. Πάρα πολλές φορές, τον τελευταίο καιρό, όταν τή σκεφτόταν, έφερνε στό μυαλό του τά ζευγάρια πού περπατούν στο δρόμο, δίπλα δίπλα, τά καυτά καί άτέλειωτα φιλιά τους σέ σκοτεινές γωνιές. Ε ίχ ε πιστέψει ότι αύτό μπορεί νά ήταν συναρπαστικό. Επιπλέον, μιά λεπτομέρεια τον γοήτευε πάν τα : ή άχνα πού βγαίνει άπο τά χείλη δύο προσώπων, κάτω άπ’ τό φως ενός φανοστάτη, όταν πλησιάζουν γιά νά φιλη θούν. Τό σμίξιμο των χνότων! « Κ ι άν πηγαίναμε νά φάμε κ ά τι;» Δέν είχε παρά νά τον άκολουθήσει. Εξάλλου, θά ήταν παν ευτυχής νά έτρωγε ένα γλυκό. « Θά πάμε στό ζαχαροπλαστείο Τ έησ τ». « Λένε ότι είναι γεμάτο άξιωματικούς ». « Καί λοιπόν;» "Επρεπε νά βάλει καλά στό μυαλό της ότι δέν είχε νά κάνει μέ τον όποιοδήποτε νεαρό, μέ τον ξαδέλφο πού τού στέλνουν ραβασάκια. Δέν τήν άφησε νά δει ούτε τό τέλος της ταινίας. Τήν πήρε κι έφυγαν. Καί όταν πέρασαν μπροστά άπ’ τις φω
72
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
τισμένες βιτρίνες, είδε ότι εκείνη τον παρατηρούσε στα κρυφά μέ μια περιέργεια γεμάτη σεβασμό. « Είναι άκριβά » τόλμησε πάλι να του πει. « Καί λοιπόν;» « Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη για να μπω έδώ ». Και σ’ αύτό ήταν συνηθισμένος: στα πάρα πολύ κοντά και πάρα πολύ στενά παλτουδάκια, στά όποια είχαν προσθέσει έναν γούνινο γιακά τής μητέρας ή τής γιαγιάς. Θά συναν τούσε παρόμοια στο Τέηστ. Θά μπορούσε νά τής άπαντήσει ότι όλες έτσι είναι ντυμένες όταν έρχονται γιά πρώτη φορά. « Φράνκ...» ΤΗταν μιά άπ’ τις σπάνιες εισόδους πού τή φώτιζαν άκόμη μέ λαμμπτήρες φθορισμοΰ πού είχαν ένα άπαλό γαλάζιο χρώμα. Ό μισοφωτισμένος διάδρομος ήταν στρωμένος μ ’ ένα παχύ χαλί, έδώ όμως ή έλλειψη φωτισμού δεν είναι λόγω φτώχειας άλλά άντιθέτως γιά νά άναδείξει τή χλιδή, καί ό πορτιέρης μέ τή λιβρέα έμοιαζε μέ στρατηγό. « Μ πές...» Ανεβαίνουν στόν πρώτο όροφο. Μιά μπρούντζινη ράβδος γυαλίζει άνάμεσα σέ κάθε σκαλοπάτι καί οί ήλεκτρικές άπλίκες στούς τοίχους έχουν σχήμα κεριών. Μέσα άπό κάτι μυ στηριώδεις κουρτίνες μιά νεαρή γυναίκα άπλώνει τό χέρι γιά νά πάρει τό παλτό τής Σίσσυ. Καί ή Σίσσυ ρωτάει, ύποταγμένη: « Πρέπει νά τό δώσω;» Σάν τις άλλες. Ό Φράνκ είναι σάν στο σπίτι του. Χαμο γελάει στήν κοπέλα τού βεστιάριου, δίνει τό παλτό του, σταμα τάει μπροστά σ’ έναν καθρέφτη γιά νά χτενίσει τά μαλλιά του.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
73
Μέ τό μαύρο πλεκτό της φόρεμα, ή Σίσσυ δείχνει σαν ορφανή, ιδίως όταν μέ τό άνοιγμα μιας κουρτίνας αποκαλύ πτεται ή ζεστή καί γεμάτη άρώματα αίθουσα όπου άκούγεται μια απαλή μουσική καί όπου ή λάμψη της έπιδερμίδας των γυναικών άνταγωνίζεται έκείνη άπ’ τα γαλόνια των στολών. Προς στιγμήν, της έρχεται να βάλει τα κλάματα* 6 Φράνκ τό άντιλαμβάνεται πολύ καλά. Καί λοιπόν; * Ό Κρόμερ έφτασε στού Τίμο πολύ άργά, στις δέκα καί μισή, ενώ ό Φράνκ είχε πάνω άπό μία ώρα πού τόν περίμενε. Ό Κρό μερ έχει πιει, φαίνεται αμέσως άπό τήν πολύ τσιτωμένη επιδερ μίδα του, άπό τήν ιδιαίτερη γυαλάδα τών ματιών του, άπ’ τή βιαιότητα τών κινήσεών του. Παρ’ ολίγο να ρίξει τήν καρέκλα του προσπαθώντας να καθίσει. Τό πούρο του μυρίζει ωραία. Είναι ένα πούρο άκόμη καλύτερο άπ’ αύτά πού καπνίζει συνήθως, πα ρόλο πού επιλέγει τα πιο εκλεκτά πού μπορεί να βρει κανείς. « Μόλις δείπνησα μέ τόν στρατηγό πού έκτελεί χρέη διοι κητή » άνακοινώνει χαμηλόφωνα. Αμέσως μετά σωπαίνει, γιά νά δώσει τό χρόνο νά έκτιμηθεΐ ή βαρύτητα τών λεγομένων του. « Σοΰ έφερα τό σουγιά σου ». « Εύχαριστώ ». Τόν παίρνει δίχως νά τόν κοιτάξει καί τόν χώνει στήν τσέ πη του. Είναι πολύ άπασχολημένος μέ τόν έαυτό του γιά νά σκεφτεΐ τόν Φράνκ άλλά έπειδή θυμάται αύτά πού είπαν τήν προηγουμένη, ρωτάει άπό εύγένεια:
74
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
« Τον χρησιμοποίησες;» "Οταν ό Φράνκ έπέστρεψε στοΰ Τίμο, τή νύχτα, μετά το χτύπημα, τό έκανε για να δείξει στον Κρόμερ το περίστροφο πού είχε άποκτήσει. Το έδειξε στή Σίσσυ. ‘Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι πού θά τούς το έδειχνε, δμως τώρα, χωρίς νά ξέρει καλά καλά γιά ποιό λόγο λόγο, άπαντάει: « Δεν είχα τήν εύκαιρία ». «"Ισως είναι καλύτερα έτ σ ι... Γιά π ές... Μήπως βλέπεις πού θά μπορούσε κάνεις νά βρει ρολόγια;» Ό Κρόμερ, γιά οτιδήποτε καί νά μιλάει, πάντα δείχνει δτι συζητάει γιά πολύ σημαντικές καί μυστηριώδεις ύποθέσεις. "Οπως καί γιά τις γνωριμίες του, γιά τούς άνθρώπους μέ τούς οποίους τρώει ή πίνει. Σπάνια άναφέρει ονόματα. Ψ ιθυρίζει: «Κάποιος ύψηλά ίστάμενος... Άκούς, πολύ πολύ ύψηλά ...» « Τ ί είδους ρολόγια;» ρωτάει ό Φράνκ. « Παλιά ρολόγια, δσα πιο πολλά γίνεται. Χρειάζονται πά ρα πολλά. Ρολόγια μέ τή σέσουλα. Δέν καταλαβαίνεις, έ ;» Ό Φράνκ πίνει έπίσης πολύ. Όλος ό κόσμος πίνει. Καταρχάς, έπειδή περνάει τον περισσότερο καιρό του σέ μαγα ζιά σάν τού Τίμο. Έ πίσης γιατί τά ποτά καλής ποιότητας είναι σπάνια, δυσεύρετα καί ύπερβολικά άκριβά. Σ έ άντίθεση μέ τον υπόλοιπο κόσμο, ό Φράνκ δέν γίνεται πιο γυαλιστερός, ούτε μιλάει δυνατά καί ούτε χειρονομεί. Τό χρώμα του γίνεται πιο άπαλό, πιο θαμπό, τά χαρακτηριστικά του πιο έκφραστικά, καί τά χείλη του τόσο λεπτά πού φαί νονται σάν γραμμή χαραγμένη μέ πένα πάνω στο πρόσωπό του. Τά μάτια του έπίσης μικραίνουν, καί άποκτοΰν μιά
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
75
σκληρή καί παγωμένη λάμψη σαν να μισ εί ξαφνικά δλο τό άνθρώπινο γένος. ’Ίσως είναι καλό αύτό πού συμβαίνει. Δεν συμπαθεί τον Κρόμερ. Ούτε ό Κρόμερ τον συμπαθεί. Ό Κρόμερ, πού παίρνει εύκολα έγκάρδιο ύφος και καλού παι διού, δεν συμπαθεί κανέναν, όμως γίνεται γαλαντόμος μ ’ αύτούς πού τον θαυμάζουν, έχει πάντα πάμπολλα πράγματα στις τσέπες του, περίφημα πούρα, άναπτηρες, γραβάτες, μ ε ταξωτά μαντίλια καί τά προσφέρει άδιάφορα τή στιγμή πού δεν τό περιμένεις. « Πάρε αύτό!» Ό Φράνκ θά έμπιστευόταν περισσότερο τον Τίμο παρά αύτόν. Εξάλλου είχε προσέξει 6τι ούτε ό Τίμο έτρεφε ιδιαί τερη εμπιστοσύνη γιά τον Κρόμερ. Κάνει λαθρεμπόριο φυσικά. ‘Υπάρχουν λαθρεμπόρια πού είναι γνωστά, σού τά διηγείται μέ λεπτομέρειες, γιατί σ’ έχει άνάγκη καί σού δίνει ένα καλό μερίδιο απ’ τά κέρδη. Συνανα στρέφεται πολύ τούς κατακτητές. Αύτό είναι κάτι πού έπίσης άποφέρει κέρδος. Μέχρι πού φτάνει ακριβώς; Μέχρι πού θά ήταν ικανός νά φτάσει σέ περίπτωση πού διακυβευόταν τό συμφέρον του; Σίγουρα, ό Φράνκ δεν θά τού μιλήσει γιά τό περίστροφο. Προτιμάει νά άσχοληθεί μέ τά ρολόγια, γιατί ή λέξη ρολόι τού έφερε στο μυαλό διάφορες άναμνήσεις. « Πρόκειται άκριβώς γιά τον τύπο πού μόλις σού άνέφερα, τον στρατηγό. Ξέρεις τί έκανε, μόλις πριν δέκα χρόνια; Δού λευε έργάτης σ’ ένα έργοστάσιο πού έφτιαχνε λαμπτήρες. Τώρα είναι σαράντα χρόνων καί είναι στρατηγός. Ή πιαμε οί
76
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
δυό μας τέσσερα μπουκάλια σαμπάνια. Μου μίλησε άμέσως για τα ρολόγια. Κάνει συλλογή. Είναι τρελαμένος. Ισχυρίζε ται δτι έχει εκατοντάδες. » “ Σ έ μια πόλη σαν τή δική σας ” , μου λέει, “ δπου ζοΰσαν τόσο πολλοί άστοί, υψηλόβαθμοι υπάλληλοι καί είσοδηματίες, θά πρέπει να υπάρχει άφθονία άπό παλιά ρολόγια. Ξ έ ρετε ποιά θέλω νά π ώ : ρολόγια άσημένια ή χρυσά μέ ένα ή καί περισσότερα καπάκια. Μερικά χτυποΰν κάθε ώρα. 'Υ πάρχουν ορισμένα μέ μικροσκοπικές φιγούρες πού κινούν τα ι” . ..» Όσο μιλάει ό Κρόμερ, ό Φράνκ ξαναβλέπει τά ρολόγια τού γερο-Βιλμός, θυμάται τον γερο-Βιλμός, πάντα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, μέ τις άκτίνες τού ήλιου νά γ λ ι στρούν άνάμεσα άπ’ τίς περσίδες, νά κουρδίζει τά ρολόγια ένα ένα, νά τά βάζει στο αύτί του, νά τά ρυθμίζει νά χτυ ποΰν τήν ώρα βάζοντας σέ κίνηση τις μικροσκοπικές φι γούρες. « Θά βγάζαμε δσα θέλαμε » άναστενάζει ό Κρόμερ. « Δ ε δομένης τής κατάστασής του, καταλαβαίνεις... Είναι ή τρέλα του. Τού τρέχουν τά σάλια. Κάπου διάβασε δτι ό βασιλιάς της Αίγύπτου έχει τήν πιο δμορφη συλλογή ρολογιών στον κόσμο καί θά έδινε πολλά γιά νά κηρύξει ή χώρα του τον πόλεμο στήν Αίγυπτο ». « Μισά μισά ; » ρωτάει ψυχρά ό Φράνκ. « Ξέρεις πού νά βρεις ρολόγια;» « Μισά μισ ά ;» « Προσπάθησα ποτέ νά σέ ρίξω ;» « Ό χ ι. Μόνο πού χρειάζομαι αύτοκίνητο ».
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
77
« Αύτό είναι δύσκολο. Θά μπορούσα να ζητήσω άπ’ τόν στρατηγό, άλλά άναρωτιέμαι άν είναι έξυπνο ». « ’'Οχι. Κανονικό αύτοκίνητο. Μόνο για δυό-τρεις ώρες ». Ό Κρόμερ δεν επιμένει να μάθει λεπτομέρειες. Κατά βά θος είναι πολύ πιο προσεκτικός απ’ 6σο θέλει νά δείχνει. Ε φ ό σον ό Φράνκ τού προτείνει νά τού προμηθεύσει ρολόγια, προ τιμάει νά μήν ξέρει τήν προέλευσή τους, ούτε πώς υπολογίζει νάτά πάρει. ’Άν και ή ιστορία τού κεντρίζει τό ένδιαφέρον. Άλλά έκεΐνος πού τού κινεί πολύ περισσότερο τήν περιέργεια είναι ό Φράνκ ό ίδιος, ό τρόπος του νά παίρνει κάποια άπόφαση μέ τόσο άπόλυτη ήρεμία. « Για τί δεν παίρνεις ένα όποιοδήποτε αύτοκίνητο σταματημένο σέ κάποιο πεζοδρόμιο;» Φυσικά, είναι τό πιο άπλό, καί τή νύχτα, γιά τά τριάντα χιλιόμετρα πού έχει νά διανύσει συνολικά δέν διακινδυνεύει πολλά πράγματα. Ό μω ς ό Φράνκ δέν θέλει νά ομολογήσει 6τι δέν ξέρει νά οδηγεί. « Βρές μου ένα άμάξι, μέ κάποιον σίγουρο, κι έγώ είμαι σχεδόν βέβαιος 6τι θά έχω τά ρολόγια ». ((Τ ί έκανες σήμερα;» « Πήγα σινεμά ». ((Μέ καμιά μικρούλα;» «"Οπως πάντα». « Τ ή στρίμω ξες;» Ό Κρόμερ είναι βιτσιόζος. Τρέχει πίσω άπό πιτσιρίκες, κυρίως φτωχές πιτσιρίκες, για τί είναι πιο εύκολες καί τις διαλέγει πολύ μικρές. Μέ τά ρουθούνια διεσταλμένα καί τά
7 «
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
παχιά χείλη του, του αρέσει να μιλάει γ ι’ αύτές, χρησιμοποι ώντας τις πιο ώμές λέξεις, θέλοντας να μάθει τις πιο κρυφές λεπτομέρειες. « Τήν ξέρ ω ;» «"Ο χ ι». « Θά μου τή συστήσεις;» « Μπορεί. Είναι παρθένα». Ό Κρόμερ κουνιέται στήν καρέκλα του, γλείφει τήν άκρη του πούρου του. « Σ ’ αρέσει;» «"Ο χ ι». « Τότε, κάν’ τη μου πάσα ». « Θά δω ». « Είναι νέα;» «Δ εκ ά ξι χρόνων. Ζ ε ΐ μέ τον πατέρα της. Σκέψου γιά τ ’ αύτοκίνητο ». « Θά σου άπαντήσω αύριο. "Ελα στοΰ Λεονάρ γύρω στις πέντε ». Είναι ένα άλλο μπάρ όπου συχνάζουν, στήν Άνω Πόλη, άλλά ό Λεονάρ, λόγω τής τοποθεσίας τού μαγαζιού, είναι υποχρεωμένος νά κλείνει στις δέκα τό βράδυ. « Λέγε τί κάνατε οί δυό σας στο σινεμά... Τ ίμ ο ! .. . "Ενα μπουκάλι, φ ίλε... Λ έγ ε...» « Πάντα τό ίδιο πράγμα... Κάλτσες, ζαρτιέρες, μετά ...» « Τ ί είπε έκείνη;» « Τίποτα». Ό Φράνκ θά γυρίσει σπίτι του. 'Υπάρχει πιθανότητα ή μητέρα του νά κράτησε τή Μίνα. Τής Λόττε δεν τής άρέσει
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - III
79
πολύ νά τΙς αφήνει νά φεύγουν τις πρώτες μέρες, γιατί μ ε ρικές δεν έπιστρέφουν. Θά πάει νά τή βρει καί, στήν ούσία, θά είναι άκριβώς δπως αν ήταν ή Σίσσυ. Μες στύ σκοτάδι δεν θά καταλάβει τή δια φορά.
IV .
ΦΡΑΝΚ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ, μέ τά χέρια στις τσέπες, το γιακά
του παλτού σηκωμένο, λίγη άχνα να βγαίνει απ’ τό στό μα, στον πιό καλοφωτισμένο δρόμο τής πόλης, δπου δμως υπάρχουν καί πολλά σκοτεινά σημεία. Τό ραντεβού είναι σ’ ένα μισάωρο. F.L.A .G .M .A TEA M - G R EEK .TO Είναι Πέμπτη. Ό Κρόμερ τού μίλησε γιά τά ρολόγια την Τρίτη. Τήν Τετάρτη, δταν τον συνάντησε 6 Φράνκ στις πέντε στού Λεονάρ, ό Κρόμερ τον είχε ρω τήσει: « Πάντα άποφασισμένος;» Όρισμένοι άνθρωποι άλλης ήλικίας θά παραξενεύονταν βλέποντάς τους, έτσι νέοι καθώς είναι, πού συζητούν μέ τόση σοβαρότητα. "Ενας Θεός ξέρει βέβαια αν οί άποφάσεις πού παίρνουν είναι σοβαρές! Ό Φράνκ κοιτάζεται σ’ έναν καθρέ φτη τού καφενείου, καί άντικρύζει ένα ήρεμο καί ξανθό είδω λο, μέ ένα καλοραμμένο παλτό. «"Ε χ εις τό αύτοκίνητο;» « Μπορώ νά σού συστήσω τον οδηγό σέ πέντε λεπτά. Πε ριμένει άπέναντι». "Ενα μαγαζί πιό λαϊκό καί πιο θορυβώδες, δμως βρίσκει κανείς άκόμη άνόθευτα ποτά. Σηκώνεται ένας άντρας, γύρω στά είκοσιτρία, είκοσιτέσσερα, πολύ κοφτός, πού μοιάζει μέ φοιτητή, αν καί φορά δερμάτινο σακάκι. 8ο
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
8
((Αύτός είνα ι» είπε ό Κρόμερ δείχνοντας τον Φράνκ. Μετά στον Φράνκ: « Κάρλ Αντλερ. Μπορείς να του έχεις έμπιστοσύνη. Είναι άσος». Ήπιαν ένα ποτήρι, γιατί πάντα πίνει κανείς ένα ποτήρι. « Καί ό άλλος;» ρώτησε ό Φράνκ χαμηλόφωνα. « A ! Ναί. Μήπως χρειαστεί...» Διστάζει. Δέν του αρέσει νά μιλάει άνοιχτά καί υπάρχουν λέξεις πού προτιμάει κανείς νά μήν τις προφέρει, καί τις όποιες, κάποιοι, από δεισιδαιμονία, τις έχουν διαγράψει από τό λεξιλόγιό τους. « Μήπως χρειαστεί νά “ παιχτεί κάτι σκληρό” ;» « Είναι άπίθανο ». Ό Κρόμερ, πού γνωρίζει όλο τον κόσμο, κοιτάζει γύρω του, έντοπίζει ένα πρόσωπο ανάμεσα στούς καπνούς, έξαφανίζεται λίγη ώρα στο πεζοδόμιο ένώ κάποιος τον ακολουθεί. "Οταν επιστρέφει, τον συνοδεύει ένας νεαρός, μέ έντονα λαϊκά χαρακτηριστικά. Ό Φράνκ δέν άκουσε τό όνομά του. « Τ ί ώρα υπολογίζεις νά τελειώ σεις; Πρέπει νά έπιστρέψει στο σπίτι της μάνας του στις δέκα. Πιο άργά, ό θυρωρός άρνειται ν’ ανοίξει καί ή μητέρα του είναι άρρωστη καί τον έχει άνάγκη τή νύχτα ». Ό Φράνκ παρ’ ολίγο νά έγκαταλείψει τό σχέδιο, όχι έξαιτίας αύτοΰ του δεύτερου αγοριού, άλλά έξαιτίας τού πρώτου, τού Αντλερ, ό όποιος δέν είχε ανοίξει τό στόμα του όση ώρα περίμεναν μόνοι. Δέν είναι σίγουρος, άλλά θά έπαιρνε όρκο ότι τον είχε συναντήσει μέ τον βιολιστή τού πρώτου ορόφου. Ή κάπου άλλου, κι αύτός δέν ξέρει άκριβώς. "Ισως νά είναι ένας
82
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
απλός συνειρμός σκέψεων, πού ήταν δμως αρκετός για να τον ένοχλήσει. « Για πότε τό ραντεβού;» « Τό γρηγορότερο δυνατό ». « Αύριο; Ή ώρα σου;» «'Οχτώ τό βράδυ. Έ δώ ». « Ό χ ι έδώ » έπενέβη ό Αντλερ. «Τ ό άμάξι μου θά ε ί ναι παρκαρισμένο στον πίσω δρόμο, ακριβώς απέναντι απ’ τό ιχθυοπωλείο. Δέν έχετε παρά ν’ ανεβείτε ». "Οταν ξαναβρέθηκαν μόνοι, ό Φράνκ ρώτησε παρ’ δλ’ αύτά τον Κ ρόμερ: « Είναι σίγουροι;» « Σου έχω συστήσει κανέναν μή σίγουρο;» « Τ ί κάνει αύτός ό Α ντλερ;» Μιά άόριστη κίνηση. « Μήν άνησυχείς ». Είναι περίεργο. 'Υπάρχει δυσπιστία καί εμπιστοσύνη ταυτόχρονα. Αύτό ίσως νά συμβαίνει γιατί ό καθένας έχει, λ ί γο-πολύ, μαζεμένα ράμματα γιά τή γούνα τού άλλου καί γιατί δλος ό κόσμος, σκαλίζοντας λίγο, έχει κάποιο βάρος στή συν είδησή του. Ούσιαστικά, αν κάποιος δέν προδίδει, τό κάνει άπό φόβο μήν τον προδώσουν καί τον ίδιο μέ τή σειρά του. « Καί γιά τή μικρούλα, τό σκέφτηκες;» Ό Φράνκ δέν άπάντησε. Δέν τού είπε δτι εκείνη τή μέρα, τήν Τετάρτη -την Τρίτη είχε πάει σινεμά μαζί της-, είχε ξαναδεΐ τή Σίσσυ. "Οχι γιά πολύ. Ούτε αμέσως μετά τήν άναχώρηση του Χόλστ, τόν όποιο παρακολούθησε άπ’ τό παρά θυρο τή στιγμή πού κατευθυνόταν στή στάση τού τράμ.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - IV
83
Ε ίχ ε περιμένει μέχρι τις τέσσερις. Τελικά άνασηκώνοντας τούς ώμους μονολόγησε: « Θά δούμε!» Χτύπησε την πόρτα, δήθεν έπειδή περνούσε. Δεν είχε την πρόθεση νά μπει, έξαιτίας τού γερο-ήλίθιου πού ήταν ταμπουρωμένος πέσω απ’ τό φεγγίτη. Τής είπε άπλά: « Σ έ περιμένω κάτω. Θά κατέβεις;» Δέν χρειάστηκε νά την περιμένει πολύ. ΤΗρθε. Ε ίχε τρέξει γιά νά διασχίσει τά τελευταία μέτρα πού τούς χώριζαν, ρί χνοντας μηχανικά ένα βλέμμα πρός τά παράθυρα τού κτιρίου, μετά, σίγουρα πάλι μηχανικά, είχε περάσει τό χέρι της στο μπράτσο του. « Ό κύριος Β ίμμερ δέν μίλησε στον πατέρα μου » άνακοίνωσε αμέσως. « Γ ι ’ αύτό ήμουν σίγουρος ». « Σήμερα δέν θά μπορέσω νά μείνω πολύ ». Τ ή δεύτερη μέρα ποτέ καμιά δέν μπορεί νά μείνει πολύ. Μόλις είχε άρχίσει νά σκοτεινιάζει. Τήν είχε παρασύ ρει στο άδιέξοδο. Ε κ είνη τού έδωσε τά χείλη της και τον ρώ τησε: « Μέ σκέφτηκες καθόλου, Φράνκ;» Δέν τήν πασπάτεψε. Μόνο γλίστρησε τό χέρι του γιά μιά στιγμή κάτω απ’ τήν μπλούζα της για τί τήν προηγουμένη, στο Λίντο, δέν είχε σκεφτεΐ τά στήθη της καί δέν ήξερε άκόμη πώς είναι. Ή ιδέα τού ήρθε τή νύχτα, στο κρεβάτι τής Μίνας, πού οί θηλές της είναι σχεδόν άνύπαρκτες. Από περιέργεια λοιπόν είχε χτυπήσει τήν πόρτα τής Σ ίσ συ καί τής είχε ζητήσει νά κ α τέβει;
84
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Σήμερα, Πέμπτη, τήν ξανάδε τήν ίδια ώρα, καί ήταν έκεΐνος πού της ανήγγειλε: « Δέν είμαι έλεύθερος παρά για λίγα μόνο λεπτά ». Δέν τόλμησε να τον ρωτήσει τίποτα, παρόλο πού πολύ θά τό ήθελε. Μουρμούρισε κάνοντας έναν μορφασμό: « Μέ βρίσκεις άσχημη, Φράνκ;» "Οπως μέ τις άλλες, πάντα, έκεΐνος μέ κόπο μπορεί νά πει αν μιά κοπέλα είναι άσχημη ή όχι. Τέλος πάντων, δέν έχει σημασία. Δέν ύποσχέθηκε τίποτα στον Κρόμερ, άλλά δέν είπε καί όχι. Θά δείξει. Ή Μίνα δή λωσε ότι είναι έρωτευμένη μαζί του, 6τι, τώρα πού τον γνω ρίζει, ντρέπεται γ ι’ αύτά πού είναι ύποχρεωμένη νά κάνει μέ τούς πελάτες. Δέν στάθηκε τυχερή μέ τον πρώτο. 'Υφίσταται άκόμη τις συνέπειες. Ό Φράνκ προσπάθησε νά τήν ήρεμήσει. Επιπλέον, τώρα φοβάται γιά κείνον. Ε ίδε τό περίστροφο κι αύτό τήν πανικόβαλε. Τό άπόγευμα πρέπει νά της ύποσχέθηκε ότι έπιστρέφοντας τό βράδυ θά τήν ξυπνήσει, δ,τι ώρα καί νά ’ναι. « Εξάλλου, δέν θά κοιμηθώ » τον διαβεβαίωσε. "Ε χ ει ήδη πάνω της τή μυρωδιά τών γυναικών τού σπι τιού. Αύτό πρέπει νά προέρχεται άπ’ τά μέτρα πού τις ύποχρεώνει νά παίρνουν ή Λόττε καί άπό τό σαπούνι πού τις δί νει. "Οπως καί νά ’χει, ή μεταμόρφωση ήταν πολύ γρήγορη. Καί όλο τό πρωί περιφερόταν στο διαμέρισμα μ ’ ένα μαύρο δαντελένιο νυχτικό. Ε ίχ ε ύποσχεθεΐ στον έαυτό του νά πάει στο ραντεβού του μέ τον Αντλερ καί τον άλλον χωρίς νά ξαναδεΐ τον Κρόμερ, άλλά τήν τελευταία στιγμή δέν άντεξε. "Οχι τόσο έξαιτίας τού
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
85
Κρόμερ 6σο επειδή έχει ανάγκη νά πιαστεί από κάτι σταθερό, κάτι γνώριμο. Τό πλήθος στο δρόμο πάντα τον φοβίζει λίγο. Στο άμυδρό φως άπ’ τις βιτρίνες ή άπ’ τούς φανοστάτες, δια σταυρώνεσαι μέ πολύ ώχρα πρόσωπα, μέ τραβηγμένα χαρα κτηριστικά, καί μέ ορισμένα ζευγάρια μάτια μέ άφηρημένη ή άγρια έκφραση. Τα περισσότερα είναι άνέκφραστα. Τά πιο τρομερά είναι τά νεκρά μάτια, καί όλο καί πιο συχνά συναντάς άνθρώπους πού έχουν μάτια νεκρά. "Οπως του Χ όλστ; Δέν είναι άκριβώς τό ίδιο. Τά μάτια τού Χόλστ δέν έχουν μίσος, δέν είναι άδεια* έντούτοις αισθά νεσαι 6τι δέν ύπάρχει δυνατότητα έπαφής μαζί τους, κι αύτό είναι ταπεινωτικό. Σπρώχνει τήν πόρτα τού μπάρ του Λεονάρ. Ό Κρόμερ είναι έκ εί μ ’ έναν άντρα πού δέν μοιάζει σέ κανέναν άπ’ τούς δυό τους* είναι ό Ρέσλ, ό άρχισυντάκτης τής άπογευματινής έφημερίδας, τον όποιο πάντα άκολουθεΐένας σωματοφύλακας μέ σπασμένη μύτη. « Γνωρίζεις τον Πέτερ Ρ έσ λ;» « Γνωρίζω τό όνομά του, όπως όλος ό κόσμος ». « Ό φίλος μου Φράνκ ». «Χ αίρω πολύ ». Δίνει ένα μακρύ, οστεώδες καί κατάλευκο χέρι. Ό Φράνκ έκανε έναν μορφασμό γιατί τού θυμίζει πάρα πολύ τά χέρια τού Κάρλ Άντλερ, τού νυχτερινού οδηγού. Ή οικογένεια Ρέσλ είναι μία άπ’ τις πιο παλιές οικογένει ες τής πόλης καί ό πατέρας τού Πέτερ ήταν σύμβουλος τού κράτους. Ε ίχ ε ήδη καταστραφεΐ πριν άπό τον πόλεμο, άλλά τό Γενικό Ε π ιτελείο έγκαταστάθηκε στό άρχοντικό τους* δέν
86
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
περνάει μήνας πού νά μήν κάνουν έργα γ ι’ αύτούς τούς κυ ρίους. Λένε 6τι ό σύμβουλος Ρέσλ, πού τον βλέπει κάνεις νά περ πατά ξυστά σάν κολλημένη σκιά στά σπίτια, δέν τούς έχει άπευθύνει ποτέ το λόγο, και 6τι όποιονδήποτε άλλον στή θέση του θά τον είχαν τουφεκίσει ή κρεμάσει μέχρι τώρα. Ό Πέτερ, πού είναι δικηγόρος και παλιά είχε άσχοληθει μέ τό σινεμά, δέχτηκε άμέσως τή θέση του άρχισυντάκτη της άπογευματινής έφημερίδας. Είναι πιθανόν ό μόνος, σέ όλη τή χώρα, πού πήρε τήν άδεια νά περάσει έκτος συνόρων, γιά λό γους έντελώς μυστηριώδεις. Έ τ σ ι ταξίδεψε στή Ρώμη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο. Τό σκούρο κοστούμι πού φοράει είναι άπό τό Λονδίνο και καπνίζει επιδεικτικά έγγλέζικα τσιγάρα. Είναι ένας νευρικός νεαρός, όχι και πολύ καλά στήν ύγεία του. Λένε ότι παίρνει ναρκωτικά. Καί άλλοι λένε ότι είναι παι δεραστής. « Νόμιζα δτι είχες ένα σημαντικό ραντεβού. Τ ί θά π ιε ις ;» ρωτάει ό Κρόμερ, πολύ περήφανος πού μοστράρεται μέ τον Ρέσλ, άλλά λίγο άνήσυχος άπό τήν παρουσία του Φράνκ έκει αύτή τήν ώρα. « Περνώντας είπα νά μπω νά σέ χαιρετήσω ». « Πιές κάτι. Γκαρσόν!» Λίγα λεπτά άργότερα, τή στιγμή πού ό Φράνκ ετοιμάζε ται νά φύγει, ό Κρόμερ βγάζει άπ’ τήν τσέπη του ένα άντικείμενο καί τό ρίχνει κρυφά στήν τσέπη του φίλου του. « Κανείς ποτέ δέν ξέρ ει...» Είναι ένα πλακέ φιαλίδιο πού περιέχει άλκοόλ. « Καλή τύχη. Καί μήν ξεχάσεις τή μικρούλα...»
87
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
* Δέν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Τό αμάξι ήταν στήν πραγμα τικότητα φορτηγάκι. Ό Κάρλ Άντλερ περίμενε μέσα, μέ τό πόδι στο συμπλέκτη. « Ό μω ς ό άλλος; » άνησύχησε ό Φράνκ. « Πίσω ». Είδε, πράγματι, μές στο σκοτάδι στο πίσω μέρος του αύτοκινήτου, τήν κόκκινη καύτρα ένός τσιγάρου. « Κατεύθυνση;» « Θά διασχίσετε 6λη τήν πόλη ». Τό μάτι καρφώνεται σέ οικεία τμήματα τού δρόμου. Περ νάνε μπροστά κι άπό τό σινεμά Λίντο και γιά μιά στιγμή ό Φράνκ σκέφτεται τή Σίσσυ πού θά είναι άπασχολημένη, κά τω άπ’ τό φως της λάμπας, νά ζωγραφίζει λουλούδια περιμένοντας τον πατέρα της νά επιστρέφει. Ό τύπος πού είναι πίσω προέρχεται άπό λαϊκά στρώμα τα, ό Φράνκ τό άντιλήφθηκε αύτό τήν προηγούμενη μέρα. Έ χ ε ι φαρδιά χέρια και ή μουντζούρα έχει εισχωρήσει στήν επιδερμίδα του* τό πρόσωπο, αν ήταν καλά καθαρισμένο, θά έμοιαζε μέ τού Κρόμερ, άλλά κάπως πιο άνοιχτό, πιο ντόμ προ. Δέν φαίνεται καθόλου άνήσυχος. Παρόλο πού δέν έχει ιδέα τί πάνε νά κάνουν, δέν κάνει καμία έρώτηση. Ούτε ό Κάρλ Άντλερ. Μόνο πού έκεΐνος έχει έναν δυσάρε στο τρόπο νά κοιτάζει μπροστά του. Δείχνει στον Φράνκ ένα προφίλ ήθελημένα άδιάφορο, μέ μιά περιφρονητική έκφραση, έν πάση περιπτώσει σάν νά είναι ύπεράνω 6λων. « Καί τώρα;»
88
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
«Α ριστερά». Καθώς κανένα άμάξι δέν κυκλοφορεί χωρίς άδεια από τούς κατακτητές καί προβάλλουν καί άρκετές δυσκολίες για να τή χορηγήσουν, σίγουρα ό Άντλερ θά πρέπει να δουλεύει μαζί τους. 'Υπάρχουν πολλοί πού παίζουν διπλό παιχνίδι. Κάποτε τουφέκισαν κάποιον πού τον έβλεπαν καθημερινά παρέα μέ άνώτερους άξιωματικούς καί ήταν τόσο γνωστό σέ όλους, πού ακόμη καί τα παιδιά όταν τόν έβλεπαν έφτυναν π ί σω απ’ τήν πλάτη του. Τώρα βεβαιώνουν 6τι ήταν ήρωας. « Καί πάλι άριστερά στήν έπόμενη διασταύρωση ». Ό Φράνκ καπνίζει συνεχώς καί δίνει τσιγάρο στόν συνε πιβάτη πού κάθεται πίσω του, μάλλον πάνω άπό τή βοηθη τική ρόδα. Ό Κάρλ Άντλερ δήλωσε ότι δέν καπνίζει. Τόσο τό χειρότερο γιά κείνον. « "Οταν θά δείτε έναν πυλώνα θά στρίψετε δεξιά καί θ’ άνεβεΐτε τήν άνηφόρα ». Πλησιάζουν ήδη στο χωριό στο όποιο ό Φράνκ θά μπο ρούσε νά πάει μέ κλειστά μάτια. Θά έλεγε εύχαρίστως τό χω ριό « του », άν ύπήρχε κάτι κάπου σ’ αύτόν τόν κόσμο πού τό θεωρούσε δικό του. Άπό τότε πού τόν γέννησε ή Λόττε, στά δεκαεννιά της, καί τόν έδωσε σέ τροφό, έδώ μεγάλωσε. 'Υπάρχει μιά άνηφόρα άρκετά άπότομη, μέ μονώροφα σπιτάκια, πού 6λα είναι σχεδόν μικρές άγροικίες. Μετά, ό δρόμος φαρδαίνοντας, σχηματίζει ένα είδος μεγάλης πλατεί ας πού είναι στρωμένη μέ στρογγυλά λιθάρια καί τά αύτοκίνητα περνώντας χοροπηδούν. Ή εκκλησία είναι πίσω άπό τή λίμνη, ή οποία στήν πραγματικότητα είναι ένας μεγάλος βάλ τος, καί δίπλα τό νεκροταφείο όπου ό νεκροθάφτης -άραγε
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
89
είναι ακόμη ό γερ ο -Π ρ ο ύ σ τερ μ ό λις σκάψει μέ τήν τσάπα του σέ λιγότερο άπό ένα μέτρο συναντά νερό. «Δ εν τούς ένταφιάζω. Τούς π ν ίγ ω !» λέει όταν τά ’χει τσούξει λίγο. Οί φάροι φωτίζουν ένα ρόζ σπίτι τό όποιο στ’ άετώματά του έχει ζωγραφισμένους άγγέλους, σέ φυσικό μέγεθος. Όλο τό χωριό είναι ζωγραφισμένο όπως ένα παιχνίδι. *Υπάρχουν σπίτια ρόζ, πράσινα, μπλέ ή κίτρινα. Όλα έχουν μια κόγχη μέ μια Παναγία άπό πορσελάνη καί σέ μια γιορτή πού γίνε ται κάθε χρόνο άνάβουν κεριά μπροστά σέ όλα τά άγαλματίδια. Ό Φράνκ δέν νιώθει καμία συγκίνηση. Αποφάσισε, όταν ό Κρόμερ τού μίλησε γιά τά ρολόγια, ότι θά παρέμενε αδιά φορος. Αντίθετα, είναι μιά εύκαιρία. Δέν οφείλει τίποτα σέ όλους αύτούς τούς άνθρώπους, όπως καί σέ κανέναν εξάλλου. Είναι πολύ εύκολο νά δίνεις καραμέλες σ’ ένα παιδάκι καί νά τού μιλάς μέ γελοία φωνούλα. Έ ζη σ ε έδώ μέχρι τήν ήλικία των δέκα χρόνων καί ή μη τέρα του ερχόταν νά τον δει σχεδόν κάθε Κυριακή, τά καλο καίρια τουλάχιστον - θυμάται τά λευκά ψάθινα καπέλα της. Δέν ύπήρχε πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο. Ή τροφός, σέ κάθε έπίσκεψη, σταύρωνε τά κόκκινα χέρια της πάνω στήν κοιλιά της καί τήν κοιτούσε έκστασιασμένη. Ή Λόττε δέν ήταν πάντα μόνη της. Τέσσερις ή πέντε φορές έρχόταν ένας άντρας μαζί της -διαφορετικός κάθε φο ρά-, πού τόν κοιτούσε μέ φόβο καί τού έλεγε μέ έπιφύλαξη καί προσποιητή χαρά:
9°
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
((Καί αύτός είναι ό Φράνκ μου!» Και κάθε φορά για κάποιον λόγο κάτι πήγαινε στραβά. "Οταν τον έβαλε έσωτερικό στο κολέγιο, στήν πόλη, ό Φράνκ είχε ήδη καταλάβει και τήν παρακαλουσε νά μήν έρχεται νά τον βλέπει τήν ημέρα των έπισκέψεων, παρόλο πού έκείνη ερχόταν πάντα μέ γεμάτα χέρια. « Μά γ ια τ ί;» « Έ τ σ ι». « Σου είπαν κάτι οί φίλοι σου;» «"Ο χ ι». "Ηθελε νά τον κάνει γιατρό ή δικηγόρο. 7Ηταν ή τρέλα της. Εύτυχώς πού ξέσπασε ό πόλεμος και τά σχολεία έκλεισαν γιά πάρα πολύ καιρό. "Οταν ξανάνοιξαν, είχε περάσει τά δε καπέντε. « Δέν θά ξαναπάω στο κολέγιο » δήλωσε. « Γ ιατί, Φράνκ;» « Γ ιατί έτ σ ι!» Ό Φράνκ δέν μπόρεσε ποτέ νά μάθει αν τής θύμιζε κά ποιον αλλά από πολύ μικρός ακόμη, παρατήρησε ότι, όταν τό πρόσωπό του είχε ένα ορισμένο ύφος, ή μητέρα του δέν έπέμενε, έδειχνε τρομαγμένη καί μπορούσε νά τήν κάνει δ,τι ήθελε. Τό « αρνητικό » ύφος, όπως λέει. "Εκτοτε, ή ζωή είχε γίνει τόσο πολύπλοκη γιά 6λο τον κό σμο πού ή Λόττε δέν ασχολήθηκε μέ τήν έκπαίδευσή του. Απέκτησε τή συνήθεια νά λ έ ε ι: «Αργότερα, 6ταν τελειώσει ό πόλεμος ». Καί ή κατοχή διαρκεΐ. Καί τώρα είναι άντρας. Πριν από λίγο καιρό, κατά τή διάρκεια μιας συζήτησης στήν οποία
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
9
ήταν έξαιρετικά ήρεμος, πέταξε στή Λόττε, έν ψυχρώ, μέ μισόκλειστα μά τια : « Πουτάνα!» Τώρα, διατάζει τό ίδιο ήρεμα τον Ά ντλερ: « Σ τ ό π !» Λίγο πριν τήν πλατεία. ‘Υπάρχει ένας δρόμος στα δεξιά δπου κανείς δέν θά προσέξει τό αύτοκίνητο. Εξάλλου, δεν υπάρχει καί κανείς έξω. Σπανίζουν τά παράθυρα στά όποια διακρίνεται κάποιο φως, γιατί οι χωρικοί έχουν τά παντζού ρια τους θεόκλειστα, καί μετά βίας μαντεύεις δτι υπάρχει π ί σω τους ζωή. Τά παράθυρα τού σχολείου είναι έπίσης σκο τεινά, τά πέντε παράθυρα των οποίων είχε σπάσει άρκετές φορές τά τζάμια μέ τήν μπάλα του. « ’Έ ρχεσ τε; » είπε στον τύπο πίσω. Καί έκείνος, άξεστος άλλά φιλικός: « Λέγε με Στάν ». Χτυπώντας τις άδειες τσέπες του, προσθέτει: « Ό φίλος σου μου είπε νά μή φέρω τίποτα. Είναι έντάξ ε ι;» Ό Φράνκ έχει τό περίστροφο, άρκεΐ. Ό Άντλερ θά τούς περιμένει στο αύτοκίνητο. « Σίγουρα; » τον ρωτάει, άναζητώντας τό βλέμμα του. Καί ό Άντλερ, συγκαταβατικός, καί κάπως άηδιασμένος: « Γ ι’ αύτό είμαι έδώ !» Τό χιόνι στο δρόμο της έξοχης τρίζει περισσότερο άπ’ 6,τι στήν πόλη. Οι κήποι πίσω άπ’ τά σπίτια, τά έλατα, οί φρά χτες, 6λα είναι σκεπασμένα μέ πάγο. Τό σπίτι τού Βιλμός είναι δεξιά, στήν πλατεία, λίγο πιο πίσω άπ’ τ ’ άλλα.
92
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Δεν φαίνεται κανένα φως, δμως τα δωμάτια πού κάθονται είναι στο πίσω μέρος. « Δεν έχεις παρά να μ ’ άφήσεις να το χειριστώ ». « Καλά ». « Πιθανόν να χρειαστεί να τούς τρομάξουμε ». « Γνωστό ». « Ίσως χρειαστεί να τούς ταρακουνήσουμε λίγο ». « Σύμφωνοι». Πάνε χρόνια πού δέν έχει έρθει εδώ, δμως είναι άδύνατον τα πόδια του να μήν πατάνε τα χνάρια έκείνης τής έποχής. Ό ώρολογοποιός Βιλμύς μέ τα ρολόγια του καί ό περίφημος κήπος του είναι ίσως δ,τι τό πιο ζωντανό τού έχει άπομείνει άπό τήν παιδική του ήλικία. Πριν καλά καλά φτάσει στήν πόρτα, έχει τήν έντύπωση δτι άναγνωρίζει τή μυρωδιά τού σπιτιού* τού μύριζε γηρα τειά, γιατί ό ώρολογοποιός Βιλμός καί ή άδελφή του τού φαί νονται άπό τότε πολύ γερασμένοι. Ό Φράνκ βγάζει άπ’ τήν τσέπη του ένα σκούρο φουλάρι πού τό δένει γύρω άπ’ τό πρόσωπό του, κάτω άπ’ τά μάτια. Ό Στάν πάει νά διαμαρτυρηθεΐ. « Γιά σένα δέν είναι τό ίδιο. Δέν σέ ξέρουν. Ό μω ς άν θές...» Τού δίνει ένα άλλο ολόιδιο φουλάρι, γιατί είχε φροντίσει γιά δλα. Θυμάται άκόμη τά γλυκά τής δεσποινίδας Βιλμός, γλυκά πού μόνο στο σπίτι της έχει φάει, άνούσια, λιπαρά, πασπαλι σμένα μέ ροζ ή μπλέ ζάχαρη. Τά διατηρούσε σ’ένα κουτί μέ χρωματιστές άπεικονίσεις άπό τις περιπέτειες τού Ροβινσώνα Κρούσου.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
93
Καί είχε τή μανία να τον φωνάζει: «Χ ερ ο υ β είμ ...» Ό Βιλμός θά πρέπει να είναι τουλάχιστον ογδόντα χρό νων, ή άδελφή του γύρω στα έβδομηνταπέντε. Δυσκολεύεται να πει πόσο άκριβώς, για τί όταν είναι κανείς μικρός, εκ τι μά πολύ διαφορετικά τήν ήλικία των άνθρώπων. Γιά κείνον ήταν πάντα γέροι καί ό Βιλμός είναι ό πρώτος άνθρωπος στον κόσμο πού τού άποκάλυψε δτι μπορεί κανείς νά βγάλει δλα τά δόντια άπ’ τό στόμα μέ μία μόνο κίνηση, για τί φορούσε βέ βαια μασέλα. Είναι τσιγκούνηδες. Αδελφός καί άδελφή είναι τσιγκού νηδες, ό ένας περισσότερο άπ’ τον άλλον. « Νά χτυπήσω τό κουδούνι; » ρωτάει ό Στάν, έντυπωσιασμένος πού στέκεται έκ εΐ όρθιος σέ μιά άδεια πλατεία πού τήν λούζει τό σεληνόφως. Ό Φράνκ χτυπάει ό ίδιος, έκπληκτος πού βλέπει τό κορ δόνι τού κουδουνιού τόσο χαμηλά, ένώ παλιά έπρεπε νά άνασηκωθεΐ στις μύτες των ποδιών γιά νά τό φτάσει. Κρατάει τό περίστροφο στο δεξί χέρι του. Άκούγονται βήματα από τό βάθος, δπως στήν έκκλησία. Κ ι αύτό έπίσης είναι μιά ανά μνηση : Ό φαρδύς καί μακρύς διάδρομος, μέ τούς σκουροβαμμένους τοίχους, μέ τις πόρτες πού έκρυβαν κάποιο μυστήριο, δπως οί πόρτες τού ιερού, στρωμένος μέ γκρίζες πλάκες* δυότρεΐς άπ’ αύτές ήταν πάντα χωρίς άρμό. « Ποιός είνα ι;» Άκούγεται ή φωνή της δεσποινίδας Βιλμός, πού δέν φο βάται τίποτα. « Έ κ μέρους τού ιερέα» άπαντάει ό Φράνκ.
94
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
Τήν ακούει πού τραβάει τήν αλυσίδα, βάζει το πόδι του στο άνοιγμα της πόρτας, τό περίστροφο στήν κοιλιά της. Λέει στον Στάν, πού ξαφνικά δείχνει έντελώς άδέξιος: « Μ πές!» Μετά στή γριά γυναίκα: « Πού είναι ό Β ιλ μ ό ς;» Θεέ μου! Τ ί κοντή πού είνα ι! Και ασπρομάλλα! Ενώ νει τά χέρια της, ψελλίζει μέ σπασμένη φωνή: « Μά, καλέ μου κύριε, γνωρίζετε πολύ καλά 6τι πέθανε έδώ κι έναν χρόνο ». « Δώστε μου τά ρολόγια ». Αναγνωρίζει τό διάδρομο μέ τή σκούρα καφέ ταπετσαρία, ιμιτασιόν δέρμα τής Κόρδοβας, όπου κάποια έπίχρυσα σπει ρώματα είναι άκόμη ορατά. Τό μαγαζί είναι στ’ άριστερά, μέ τόν πάγκο έργασίας πάνω στον όποιο δούλευε σκυμμένος ό Βιλμός μέ έναν φακό μέ μαύρο σκελετό στηριγμένο στήν κόγ χη τού ματιού. « Πού είναι τά ρολόγια;» Προσθέτει πιο νευρικά: «Ή συλλογή...» Μετά, μέ τό περίστροφο νά τή σημαδεύει: « Θά ήταν καλύτερα γιά σάς νά κάνετε γρήγορα ». 'Υπήρχε περίπτωση νά μήν τά καταφέρει; Δέν είχε προβλέψει ότι ό Βιλμός θά είχε πεθάνει. Μέ κείνον θά ήταν πολύ πιο εύκολο. Ό ώρολογοποιός ήταν τόσο φοβιτσιάρης πού θά είχε δώσει τά ρολόγια αμέσως. Ή γριά μέγαιρα δέν είναι φτιαγμένη απ’ τήν ίδια στόφα. Ε ίδε πολύ καλά τό περίστροφο, αλλά τό νιώθεις 6τι ψάχνει
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
95
κάποια διέξοδο, δτι δεν αποφασίζει να καταθέσει τα δπλα, δτι θά παλέψει μέχρι τέλους, μέχρι τό τελευταίο της χαρτί. Τότε, άκούγεται μια φωνή, ή φωνή του Στάν, τον όποιο ό Φράνκ είχε ξεχάσει, πού έλεγε χωρίς να προφέρει τό « ρ » : ((Θά μπορούσαμε ίσως νά τή βοηθήσουμε νά ξαναβρεί τή μνήμη τ η ς ;» Πρέπει νά έχει τό συνήθειο. Ό Κρόμερ δεν θά διάλεγε έναν πρωτάρη. Τσως καί νά τό είπε επίτηδες, επειδή δέν έχει αρ κετή έμπιστοσύνη στον Φράνκ; Ή γριά είναι κολλημένη στον τοίχο. Μιά κίτρινη θλιβερή τούφα μαλλιών πέφτει πάνω στο πρόσωπό της. Έ χ ε ι τά χέ ρια τεντωμένα, μέ τις παλάμες στραμμένες στο ιμιτασιόν δέρμα τής Κόρδοβας. Ό Φράνκ έπαναλαμβάνει μηχανικά σχεδόν: «Τ ά ρολόγια...» Δέν έχει π ιει πολύ καί δμως νιώθει σάν μεθυσμένος. Όλα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, μόνο κάποιες λεπτομέρειες ξεχω ρίζουν μέ ύπερβολική διαύγεια: ή γκριζοκίτρινη τούφα των μαλλιών, οί κολλημένες παλάμες στον τοίχο, οί χοντρές μπλέ φλέβες τών χεριών τής γριάς γυναίκας... Αύτός πού είναι πάντα τόσο ήρεμος, μάλλον θά στράφηκε πολύ απότομα γιά νά συνεννοηθεί μέ τον Στάν καί λύθηκε τό φουλάρι. Πριν προλάβει νά τό μαζέψει, νά στρέψει άλλου τό πρόσωπο, ή γριά τον άναγνώρισε καί φωνάζει: « Φράνκ!» Καί προσθέτει αμέσως - είναι τόσο ήλίθιο: « Ό μικρός Φράνκ!» Εκείνος έπαναλαμβάνει μέ σκληρή φωνή:
96
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
«Τ ά ρολόγια!» « Ξέρω καλά δτι θά καταφέρεις τελικά νά τά βρεις. Πάντα κατάφερνες νά έχεις αύτό πού ήθελες. Αλλά μή μου κάνεις κακό. Θά σου πώ. Θεέ μου! Φράνκ! Είναι ό μικρός Φράνκ...» Είναι πιο ήρεμη καί ταυτόχρονα φοβάται πολύ περισσό τερο άπ’ 6σο προηγουμένως. Πριν αισθανόσουν δτι τό μυαλό καί τό σώμα της είχαν προς στιγμήν αδρανήσει* τώρα ξανάρ χισαν νά δουλεύουν. Πηγαίνει τρέχοντας προς τό βάθος τού διαδρόμου, προς τήν κουζίνα δπου ό Φράνκ άντικρύζει τήν ψάθινη πολυθρόνα μέ έναν χοντρό κοκκινόγατο κουλουριασμένο πάνω σ’ ένα κόκκινο μαξιλάρι. Θά έλεγες δτι ή γριά μιλάει μόνη της γιά νά άκούει τά λό για της, ή δτι λέει προσευχές, ενώ κουνάει τά κοκαλιάρικα άκρα της μέσα στά πολύ φαρδιά παλιόρουχά της. Μήπως προσπαθεί νά κερδίσει χρόνο; Ρίχνει φευγαλέες ματιές στον Στάν, άναρωτιέται αν δεν θά ήταν πιο εύκολο νά καταφέρει έκεινον νά τή συμπο νέσει. « Τ ί θά μπορέσεις νά κάνεις μ ’ αύτά; .. . Όσο σκέφτομαι τον κακόμοιρο τον άδελφό μου πόσο εύτυχισμένος ήταν δταν στά έδειχνε, πού τά έβαζε ένα ένα στ’ αύτί σου νά τ ’ άκούσεις νά χτυπούν καί γώ σού έδινα πάντα καραμέλες... Νά, τό κουτί είναι πάντα πάνω στο τζάκι, άλλά είναι άδειο... Δεν βρίσκεις πιά καραμέλες... Θά ήταν καλύτερα νά πεθάνω...» Κλαίει. Κλαίει μέ τό δικό της τρόπο, καί είναι πιθανό νά πρόκειται πάλι γιά κάποια στρατηγική. «Τ ά ρολόγια!» «Τούς άλλαζε τόσο συχνά θέση, μέ δλα αύτά τά γεγο νότα. .. Πέθανε πριν έναν χρόνο καί ούτε πού τό γνώριζες!...
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
97
Δέν ξέρει πια κάνεις τίποτα... 'Άν ήταν έδώ, είμαι σίγου
ρη· · ” Για ποιό πράγμα ήταν σίγουρη; Είναι παράλογο. Είναι καιρός να τελειώνουν. Ό Ά ντλερ θά έχει άρχίσει να άνυπομονεΐ και είναι ικανός να φύγει χωρίς αύτούς. « Που είναι τα ρολόγια;» Βρίσκει πάλι τρόπο να πάει να σκαλίσει ένα κούτσουρο στο τζάκι καί ό Φράνκ νιώθει ότι τό κάνει έπίτηδες για να τού γυρίσει τήν πλάτη καί να τού πετάξει εξοργισμένη: « Κάτω άπ’ τήν πλάκα...» « Ποιά πλάκα;» « Ξέρεις πολν καλά! Αύτή πού είναι ραγισμένη. Τήν τρί τ η ...» Ό Στάν έμεινε στήν κουζίνα, να προσέχει τή γριά, όσην ώρα ό Φράνκ έψαχνε ένα έργαλεΐο γιά νά ξεκολλήσει την πλά κα τού διαδρόμου. Τού πρόσφερε καφέ. Ό Φράνκ τήν άκουσε άμυδρά πού έλ εγ ε: « Ερχόταν νά μάς δει σχεδόν καθημερινά καί είχα πάντα γιά κείνον γλυκά μέσα σ’ αύτό τό κουτί». Μετά πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα, σάν νά μή μιλούσε μέ έναν άντρα πού τό μισό του πρόσωπο τό έκρυβε ένα φου λάρι: « Θεέ μου! Κύριε, είναι δυνατόν νά έγινε κλέφτης; Καί έχει καί όπλο! Τό περίστροφό του είναι οπλισμένο;» Ό Φράνκ βρήκε τά ρολόγια, μέ τις θήκες τους προστατευμένες μέσα σέ πολλές πάνινες σακούλες. Φωνάζει μέ κοφτή φωνή: « Σ τά ν!»
98
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Δέν έχουν παρά νά φύγουν. Τελείωσε. Βλακωδώς, ή γριά ψ ελλίζει: « Πιστεύετε 6τι θά π ιει ένα φλιτζάνι καφέ;» « Σ τά ν!» Κρεμιέται επάνω τους, τούς άκολουθεΐ στο διάδρομο. « Θεέ μου 6λα τά είδαμε π ιά ! Έ γώ πού...» Δεν έχουν παρά νά βγουν καί νά φτάσουν στύ άμάξι πού τούς περιμένει στά διακόσια μέτρα. Ακόμη κι άν ήταν ικανή νά φω νάξει πολύ δυνατά γιά νά ειδοποιήσει τούς γείτονες, δεν θά είχε καμιά σημασία, γιατί κανένα αύτοκίνητο στο χωρίο δεν έχει καύ σιμα γιά νά κινηθεί καί τύ τηλέφωνο δέν λειτουργεί τή νύχτα. Ό Φράνκ μισανοίγει τήν πόρτα, διακρίνει τήν πλατεία λουσμένη στύ φως τού φεγγαριού, χωρίς ίχνος άνθρώπινης ύπαρξης. Λέει στον σύντροφό του: ((Πήγαινε...» Καί ό άλλος καταλαβαίνει τι σημαίνει αύτό. Ή γριά είδε τον Φράνκ μέ άκάλυπτο πρόσωπο. Τον γνωρίζει. ‘Υπάρχουν περιπτώσεις πού μπορεί κανείς νά ύπολογίζει στήν προστα σία των κατακτητών. Άλλες φορές, σέ άφήνουν στο έλεος τού Θεού, χωρίς νά ξέρεις γιατί, καί ή Αστυνομία δέν παραλείπει νά το έκμεταλλευτεΐ. Δέν πάει νά τούς γνωρίζεις κάθε μέρα καί περισσότερο, παραμένουν πάντα λίγο μυστηριώδεις στή συμπεριφορά τους. Έ ν όλίγοις, κανείς δέν είναι άσφαλής. Ό Στάν κάνει λίγα βήματα έξω, κρατώντας στο ένα χέρι το σάκο πού περιέχει τά ρολόγια. Κάτω άπ’ τις σόλες των παπουτσιών του άκούγεται το παγωμένο χιόνι πού τρίζει. Ή πόρτα έκλεισε πίσω του. Πρέπει νά άκουσε μιά ύπό-
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
9 9
κωφή έκπυρσοκρότηση. Μετά ή πόρτα ξανανοίγει, βλέπει ένα φωτεινό κιτρινωπό ορθογώνιο πού σιγά σιγά πάλι άρχισε νά στενεύει μέχρι πού χάθηκε έντελώς. Βήματα συναντούν τά δικά του. 'Ένα χέρι, στή σκιά, ξα ναπαίρνει τό σάκο. Τότε, λίγο πριν φτάσουν στο αύτοκίνητο, έκμεταλλευόμενος ότι βρίσκονταν μόνο οι δυό τους, ό Στάν λ έ ε ι: « Μιά γεροντοκόρη!» Δέν παίρνει άπάντηση καί, μες στ’ αύτοκίνητο ό Φράνκ, άφοΰ τού πρόσφερε τό πακέτο τά τσιγάρα χωρίς νά στραφεί πίσω, άνάβει τό δικό του καί δίνει έντολή κοφτά: « Στήν πόλη!» Είναι μιά δύσκολη στιγμή πού πρέπει νά περάσει, άλλά νιώθει ότι δέν θά κρατήσει πολύ. Τόν έπιασε μές στ’ αύτοκί νητο. Μέχρι τώρα, κυριαρχούσε στά νεύρα του. Ξαφνικά, παραπαίουν, δέν άντέχουν. Γιά λίγο. Οι άλλοι δέν θά άντιληφθούν τίποτε απολύτως. Είναι έσωτερικό, ένα είδος τρέμουλου, ένας σπασμός. Πρέπει νά καταβάλει προσ πάθεια γιά νά μήν τρέμουν τά δάχτυλά του καί νιώθει σάν μιά φυσαλλίδα νά προσπαθεί νά ξεφύγει απ’ τό στήθος του. Κατεβάζει τό παράθυρο. Ό παγωμένος άέρας στο μέτωπό του τού κάνει καλό. Εισπνέει βαθιά. Καί μόνο ή θέα από τά φώτα, όταν πλησιάζουν στήν πόλη, άρχίζει νά τόν ήρεμεΐ. Καί δέν άγγιξε κάν τό φιαλίδιο μέ τό άλκοόλ πού τού έχωσε ό Κρόμερ στήν τσέπη. Σχεδόν πέρασε. Είναι καθαρά σωματικό. ’Έ νιωσε σχεδόν τό ίδιο πράγμα όπως καί μέ τόν ύπαξιωματικό, λιγότερο έν τονα.
100
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Είναι εύχαριστημένος. ’Έ πρεπε νά περάσει κι απ’ αύτό μια για πάντα, καί τώρα έγινε. Μέ τον Εύνοΰχο δέν μετρού σε. Δέν είχε νόημα. Ήταν καθαρά για τήν τεχνική. Καί, είναι περίεργο, άλλα του φαίνεται 6τι τώρα έκτέλεσε τήν πράξη πού ένιωθε τήν άνάγκη νά διαπράξει έδώ καί πολύ καιρό. « Πού σάς αφήνω;» Άραγε ό Άντλερ είχε υποψιαστεί τί είχε σ υμβεΐ; Δέν πρέ πει νά άκουσε τον πυροβολισμό. Δέν έκανε καμία έρώτηση. Μόνο έσπρωξε τό σάκο πού τον έμπόδιζε στήν οδήγηση γιατί βρισκόταν άνάμεσα στά πόδια τους. Ό Φράνκ είναι έτοιμος ν’ απαντήσει: « Στο σπίτι μου ». Αμέσως υπερτερεί ή δυσπιστία του. « Στού Τίμο. Ό χ ι πάρα πολύ κοντά στο μαγαζί». Σκέφτεται πάλι καί αποφασίζει νά μήν πάει κατευθείαν στού Τίμο. Δέν υπάρχει λόγος νά παραδώσει άμέσως 6λα τά ρολόγια στον Κρόμερ. Στο πίσω οίκημα, έχ ει πού μένουν οι κοπέλες, ή λεία του θά είναι περισσότερο άσφαλής. Πριν φτάσουν στήν πόλη, χώνει τό χέρι του στο σάκο, πα σπατεύει τις θήκες, γιατί υπάρχουν κάποιες πού τις άναγνωρίζει, καί παίρνει μία πού τή βάζει στήν τσέπη του. Νιώθει πάρα πολύ καλά. Χαίρεται πού θά συναντήσει τον Κρόμερ. Χαίρεται πού θά π ιει ένα ποτήρι. Τό αύτοκίνητο μόλις πού σταματά, καί ξαναφεύγει άμέ σως. Προχωράει στο βάθος της άλέας, μπαίνει στο δωμάτιο μιας άπ’ τις κονσοματρίς πού δέν είναι έκείνη τή στιγμή εκεί άλλά θά τή βρει νά κάθεται στο μπάρ τού Τίμο. Σπρώχνει τό
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - IV
101
σάκο κάτω απ’ τό κρεβάτι, άφοΰ πρώτα ρίχνει μέσα το περί στροφο πού δέν είχε το χρόνο να το καθαρίσει. Ή στιγμή είναι σχεδόν επίσημη. Αναγνωρίζει τα φώτα, τα πρόσωπα, τή μυρωδιά τού κρασιού και τών ποτών, τόν Τ ίμο πού πίσω απ’ τόν πάγκο του τόν χαιρετάει μέ μια κίνηση τού χεριού. Προχωράει αργά, μικροκαμωμένος, τυλιγμένος στο παλ τό του, μέ χαρακτηριστικά πολύ χαλαρά, μιά ελαφριά λάμψη στά μάτια. Ό Κρόμερ δέν είναι μόνος. Ποτέ δέν είναι μόνος. Ό Φράνκ ξέρει τούς δυο πού κάθονται παρέα μαζί του καί δέν έχει όρεξη νά τούς μιλήσει αμέσως. Σκύβει στον Κρόμερ. « ’Έρχεσαι μιά σ τιγ μ ή ;» Πάνε πίσω, στις τουαλέτες, καί, χωρίς νά πει λέξη, ό Φράνκ βάζει τή θήκη στο χέρι τού φίλου του. Δέν έκανε λά θος, παρ’ 0λο τό σκοτάδι μές στο αύτοκίνητο. Είναι ή μεγάλη μπλέ θήκη πού έχει ένα ρολόι μέ πορσελάνινο καντράν, όπου είναι σμιλεμένοι ένας βοσκός καί μιά βοσκοπούλα. «'Έ να μόνο;» « Έ χ ω καμιά πενηνταριά, αλλά θά πρέπει πρώτα νά μ ι λήσεις στον στρατηγό, γιά νά ξέρουμε πού βαδίζουμε ». Μήπως αύτό τού άφησε επάνω του σημάδια; Άπό πριν ήδη, κατά τήν επιστροφή, μές στο αύτοκίνητο, ό Άντλερ άπέφευγε νά στρέφεται προς τό μέρος του καί οί ώμοι τους δέν άκούμπησαν ούτε μία φορά. Τώρα ό Κρόμερ δείχνει επίσης διαφορετικός, αμήχανος. Δέν τολμάει νά κάνει ερωτήσεις καί αποφεύγει τό βλέμμα του, δέν κοιτάζει τόν Φράνκ παρά ελάχιστα, φευγαλέα.
102
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Τις άλλες φορές, 6ταν συζητούσαν για κάποια υπόθεση, ήταν εκείνος ό αρχηγός καί στο έδινε να τό καταλάβεις. Τώρα, δεν συζητάει. Βιάζεται να επιστρέφει στήν αίθου σα. Λέει πειθήνια: ((Θά προσπαθήσω να τόν δώ αύριο ». Μετά, τή στιγμή πού ξανακάθεται στο τραπέζι: « Θά πιεις κ ά τι;» Ούσιαστικά, ό Φράνκ είχε ξεχάσει νά τού επιστρέφει τό φιαλίδιο μέ τό άλκοόλ, πού δεν χρησίμεψε, καί τού τό δίνει κοιτάζοντάς τον βαθιά στά μάτια. ’Άραγε ό Κρόμερ καταλαβαίνει; Μετά πήγε καί βρήκε τή Μίνα στο κρεβάτι της, καί έκανε μαζί της έρωτα τόσο βίαια πού τήν τρόμαξε. Καί εκείνη καταλαβαίνει. Ό λοι καταλαβαίνουν!
V.
Ο
μέ τά πόδια μες στο φούρνο, αξύριστος, άπλυτος, διαβάζοντας μια φθηνή έκδοση τού Ζολά. Άραγε ή μητέρα του υποψιάζεται κ ά τι; Συνήθως, από τό μεσημέρι, τον πιέζει να πάει να πλυ θεί, γιατί δεν υπάρχει παρά ένα μπάνιο καί τό άπόγευμα τό χρειάζεται για τούς πελάτες καί τις κοπέλες. Ό μω ς, δέν είπε τίποτα. Σίγουρα άκουσε τό θόρυβο πού έκαναν τή νύχτα ή Μίνα κι εκείνος, καί ή όψη τής Μίνας δείχνει κομμένη, τό βλέμμα της αγχωμένο, περνάει τήν ώρα της ή μπροστά στο παράθυρο, σάμπως νά περιμένει νά εμφα νιστεί ή Αστυνομία, ή κοιτάζοντάς τον στά μάτια, άπογοητευμένη πού τον βλέπει ν’ ανησυχεί μόνο γιά τό συνάχι πού άρπαξε. Όσο γιά κείνον, μπουκώνεται άσπιρίνες, βάζει σταγόνες στή μύτη καί ξαναβυθίζεται στο διάβασμά του, μέ πεισμω μένο ύφος. Ή Σίσσυ θά τον περίμενε. Πολλές φορές ό Φράνκ, κυρίως μετά τήν αναχώρηση τού Χόλστ, κοίταξε τήν ώρα στο ξυπνη τήρι πού είναι πάνω από τή θερμάστρα, αλλά δέν κούνησε. Μές στο διαμέρισμα υπήρξαν διάφορα πηγαινέλα, όπως συν ήθως, φωνές πίσω απ’ τις πόρτες, θόρυβοι πού τού ήταν γνώ ριμοι. Ούτε μία φορά δέν είχε τήν περιέργεια ν’ ανεβεί στο ΛΗ ΤΗ Μ ΕΡΑ ΤΗ Ν Π Ε Ρ Α Σ Ε Σ Τ Η Ν ΚΟ ΥΖΙΝ Α,
103
104
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
τραπέζι για να κοιτάξει απ’ τό φεγγίτη. Ή Μίνα, ολόγυμνη, μέ τό χέρι στο υπογάστριο, ήρθε να πάρει μια θερμοφόρα άλλα δεν κατάφερε να άποσπάσει τήν προσοχή του. Ό Φράνκ ντύθηκε επιτέλους, μόλις σκοτείνιασε. Πέρασε μπροστά άπ’ τό κατώφλι των Χόλστ. Θά έπαιρνε 6ρκο 6τι τό φύλλο της πόρτας τρεμόπαιξε, καί 6τι ή Σίσσυ βρισκόταν π ί σω της, έτοιμη ν’ άνοίξει, άλλά συνέχισε τό δρόμο του ήρεμος, καπνίζοντας τό τσιγάρο του πού είχε γεύση μεντόλ. Ό Κρόμερ έφτασε στού Λεονάρ περασμένες εφτά. Προσ παθούσε νά κρύψει τήν υπερδιέγερσή του. ((Είδα τόν στρατηγό ». Ό Φράνκ δέν σκίρτησε κάν. Ό Κρόμερ άνέφερε ένα πολύ μεγάλο ποσό. ((Μισά δικά σου, μισά δικά μου καί άναλαμβάνω καί τούς δυο τύπους ». Ό Κρόμερ προσπαθεί ήδη νά τού συμπεριφερθεΐ 6πως παλιά, σάν ιδιαίτερα σημαντικός καί πολυάσχολος τύπος. ((Θέλω τό εξήντα τοΐς εκατό » άποφασίζει ό Φράνκ. « Ε ν τ ά ξ ε ι». Ό άλλος σκέφτεται 6τι ούτως ή άλλως θά τόν ρίξει, εφό σον ό Φράνκ δέν θά συναντήσει τόν στρατηγό καί δέν θά μάθει ποτέ πόσα έδωσε. « Ή μάλλον ο χ ι: Πενήντα, 6πως είχαμε συμφωνήσει. Μό νο πού απαιτώ καί μιά πράσινη κάρτα ». Ό Κρόμερ δέν έχει πράσινη κάρτα. Ά ν ό Φράνκ τή ζήτη σε, είναι γιατί είναι τό πιο δύσκολο πράγμα πού μπορεί κανείς νά βγάλει. Αύτές τις κάρτες, πολύ σπάνια τις βλέπεις. "Ενας άντρας σάν τόν Ρέσλ θά πρέπει νά έχει οπωσδήποτε, άλλά
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
05
προσέχει νά μή τή δείχνει. Ίεραρχικά, υπάρχουν οί άδειες για τά αύτοκίνητα, μετά για εκείνους πού έπιτρέπεται νά κυκλο φορούν τή νύχτα, και τέλος γιά εκείνους πού επιτρέπουν στον κάτοχό τους νά μπαίνει σέ ορισμένες περιοχές. Ή πράσινη κάρτα, μέ φωτογραφία και δακτυλικά αποτυ πώματα, υπογραφή τού διοικητή τού στρατού καί τού αρχη γού τής πολιτικής αστυνομίας, δίνει τήν οδηγία σέ όλες τις Αρχές νά αφήνουν τον κάτοχό τους ελεύθερο « νά έκτελέσει τήν άποστολή του ». Κανείς, μέ άλλα λόγια, δέν έχει τό δικαίωμα νά σού κάνει σωματική έρευνα. Οί περίπολοι, στή θέα μίας πράσινης κάρ τας, στέκονται προσοχή, ζητούν συγγνώμη γιά κάθε ενδεχό μενο, κάπως ανήσυχοι. Τό καταπληκτικότερο είναι 6τι ό Φράνκ δέν τό είχε σκεφτεΐ πριν από τή συζήτηση μέ τον Κρόμερ. Ή ιδέα τού ήρθε ξαφνικά, έκ ει πού συζητούσαν γιά τό ποσοστό τής αμοιβής καί αναρωτιόταν τί τό εξωφρενικό θά μπορούσε νά ζητήσει. Καί τό περίεργο είναι 6τι ό Κρόμερ, αφού αρχικά έμεινε αποσβολωμένος απ’ τήν έκπληξη, μετά δέν ξέσπασε σέ γέλια, ούτε έφερε αντίρρηση. « Μπορώ πάντα νά αναφέρω τό θέμα ». ((Νά τό ξέρεις, 6πως γουστάρει ό στρατηγός σου: "Η 6λα ή τίποτα. Ά ν θέλει τά ρολόγια, ξέρει τί πρέπει νά κάνει». Θά τήν έχει τήν πράσινη κάρτα του, είναι πεπεισμένος γ ι’ αύτό. «Ή μικρούλα;» « Τίποτα τό νεότερο. Καλά ».
ιο 6
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Τ ή στρίμωξες π ά λι;» « Ό χ ι». « Μου τήν αφήνεις;» « Μ πορεί». ((Δεν είναι πολύ αδύνατη; Είναι καθαρή;» Άραγε, γιατί τώρα ό Φράνκ έχει σχεδόν τή βεβαιότητα 6τι ή ιστορία τής στραγγαλισμένης κοπέλας στον αχυρώνα είναι απλή επινόηση; Τού είναι αδιάφορο. ΠεριφρονεΤ τον Κρόμερ. Καί είναι άστειο να σκέφτεται 6τι ένας άντρας σαν τον Κρόμερ θά κάνει τα πάντα για να τού προμηθεύσει τήν πράσινη κάρτα ένώ για τόν εαυτό του ούτε πού θά τολμούσε νά τή ζητήσει. « Γιά πές, ποιός είναι αύτός ό Κάρλ Άντλερ σου;» « Ό οδηγός τού αύτοκινήτου; Νομίζω 6τι είναι μηχανι κός, στή ραδιοφωνία ». « Τ ί κάνει ακριβώς;» «Δουλεύει μαζί τους, εντοπίζει πειρατικούς σταθμούς. Είναι εντάξει τύπος ». ((Ε μ ένα μού λ ές !» Ό Κρόμερ επανέρχεται πάλι στο θέμα πού τού έχει γίνει έμμονη ιδέα. « Γ ια τί δεν τή φέρνεις ποτέ μαζί σου;» « Ποιά;» « Τ ή μικρή». ((Στο έχω πει 6τι ζεΐ μέ τόν πατέρα της ». ((Κ ι αύτό σέ τί εμποδίζει;» « Θά δούμε. Ίσως τό κανονίσω ». Ό κόσμος πρέπει νά τόν θεωρεί σκληρό. Ακόμη κι ή μη
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
107
τέρα του φοβάται τή σκληρότητά του. Ένώ εκείνος ξαφνικά μπορεί ν’ αρχίσει να ονειροπολεί, όπως τώρα, και να κοιτάζει μια πράσινη κηλίδα μέ αληθινή τρυφερότητα. Δέν είναι τίπο τα. Πρόκειται για τό φόντο ενός διακοσμητικοΰ πίνακα, στοΰ Λεονάρ. Απεικονίζει ένα λιβάδι, όπου κάθε χόρτο ξεχωρίζει, οί μαργαρίτες έχουν όλα τους τα πέταλα. ((Τ ί σκέφτεσαι;» ((Δέν σκέφτομαι». Είναι μια ερώτηση πού τού έκανε παλιά ή τροφός του, μετά ή μητέρα του κάθε φορά πού ερχόταν νά τόν δει τις Κυ ριακές. « Τ ί σκέφτεσαι, μικρέ μου Φράνκ;» « Τίποτα». Απαντούσε μουτρωμένος, γιατί δέν τού άρεσε νά τόν άποκαλούν « μικρέ μου Φράνκ ». « Γιά π ές! 'Άν σοΰ βγάλω τήν πράσινη κάρτα σου...» « Θά τή βγάλεις ». «Καλά. Λέμε, άν. Θά μάς έπιτρέψει νά κάνουμε ενδιαφέ ροντα πράγματα, έ ;» «Ίσ ω ς ». Τό βράδυ, ξέρει πιά 6τι ή μητέρα του έχει καταλάβει. Έπέστρεψε νωρίς, για τί όντως αισθάνεται 6τι συναχώθηκε καί ανέκαθεν φοβόταν τις άρρώστιες. Κάθονταν όλες στο πρώτο δωμάτιο, πού τό λέγανε σαλόνι. ΤΗταν ή χοντρή ή Μπέρθα, πού μάνταρε κάλτσες, ή Μίνα, μέ μιά θερμοφόρα στήν κοιλιά, καί ή Λόττε πού διάβαζε εφημερίδα. Ήταν καί οί τρεις άκίνητες, τόσο ακίνητες καί σιωπηλές, μέσα στό ήσυχο σπίτι, πού θά τις έλεγε κανείς πίνακα ζω
ιο 8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
γραφικής και θά ξαφνιαζόταν άν τις άκουγε ξαφνικά νά μ ι λούν. ((Έ σ ύ ! Άπό τώρα;» Ή εφημερίδα θά πρέπει νά αναφέρει τί συνέβη στή δε σποινίδα Βιλμός. Δέν τό κάνουν θέμα, όπως παλιά, για τί άπόπειρες δολοφονίας αύτοΰ του είδους γίνονται καθημερινά. Αλλά καί τρεις σειρές νά είχαν γραφεί στήν τελευταία σελίδα, ή Λόττε δέν θά τις έχανε, ούδέποτε της ξεφεύγουν πληροφο ρίες γιά άτομα πού έχει γνωρίσει. Θά πρέπει νά κατάλαβε ένα μέρος της άλήθειας, νά μάν τεψε τήν υπόλοιπη. Ακόμη καί ό θόρυβος πού έκανε τή νύχτα μέ τή Μίνα σίγουρα θά της ήρθε στο νοΰ καί γ ι’ αύτή, πού γνωρίζει τούς άντρες τόσο καλά, τέτοιου είδους λεπτομέρειες έχουν μιά συγκεκριμένη σημασία. «Έ φ α γ ε ς ;» « Ν α ί». ((Δέν θέλεις ένα φλιτζάνι καφέ;» « Εύχαριστώ ». Τον φοβάται. Στριφογυρίζει γύρω του μέ φόβο καί, κατά βάθος, πάντα ήταν έτσι, άπλώς δέν ήταν τόσο προφανές, δέν τό είχε ομολογήσει, θά λέγαμε. « Ρουφάς τή μύτη σου)). ((Συναχώθηκα ». « Γ ια τί δέν πίνεις ένα γκρόγκ, καί δέν αφήνεις νά σου βά λω βεντούζες;» 'Ένα γκρόγκ θά τό έπινε εύχαρίστως, αλλά όχι βεντούζες. Σιχαίνεται αύτά τά γυάλινα κυπελάκια πού ή μητέρα του έχει τή μανία νά κολλάει στήν πλάτη των κοριτσιών μέ τό παρα
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
log
μικρό βήξιμο καί τούς αφήνουν κόκκινα ή καφέ στρογγυλά σημάδια στήν επιδερμίδα. ((Μπέρθα!» « Πάω έγώ » προθυμοποιείται ή Μίνα, μ ’ έναν μορφασμό πόνου τή στιγμή πού σηκώνεται. Έ χ ε ι ζέστη καί ήσυχία, ό καπνός τού τσιγάρου τού Φράνκ συγκεντρώνεται γύρω από τή λάμπα, ή φωτιά άκούγεται πού τρίζει, υπάρχουν τέσσερις θερμάστρες πού καίνε σέ 6λο τό διαμέρισμα, ενώ έξω απ’ τά τζάμια ψιλό χιόνι ξαναρχίζει νά πέφτει απ’ τον ούρανό καί αίωρεΐται αργά μες στο σκο τάδι. « Δέν θέλεις πράγματι τίποτα νά φας; Έ χ ε ι σαλάμι από συκώτι». Οί λέξεις, στήν ούσία, δέν σημαίνουν τίποτα. Χρησι μεύουν μόνο γιά νά υπάρχει επαφή. Καταλαβαίνει 6τι ή Λόττε έχει ανάγκη ν’ ακούει τή φωνή της καί μόνο αύτή, σάμπως νά ήθελε νά καταλάβει άν έχει αλλάξει ήχο. Έξαιτίας της γριάς Β ιλ μ ό ς ! Καπνίζει τό τσιγάρο του, βυθισμένος σέ μιά σκουροκόκκινη βελούδινη πολυθρόνα μέ τά πόδια τεντωμένα προς τή φωτιά. Τό πιο παράξενο είναι 6τι αισθάνεται τή μητέρα του νά έχει ένα αίσθημα ένοχης. Ά ν είχε αναγνωρίσει τά βήματά του εγκαίρως, άραγε θά είχε κρύψει τήν εφημερίδα; Κ ι εκ εί νος μήπως τό έκανε επίτηδες πού άνέβηκε δυό δυο τά σκαλο πάτια στις μύτες των ποδιών; Ή αλήθεια είναι 6τι δέν είχε σκεφτεί τή Λόττε, αλλά τή Σίσσυ, πού φοβήθηκε μήπως τή δει νά μισανοίγει τήν πόρτα τών Χόλστ.
10
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Αύτή τήν ώρα θά είναι μόνη μέ τα πιατάκια της. Αραγε πέφτει στο κρεβάτι περιμένοντας τόν πατέρα τ η ς ; "Η παρα μένει ξύπνια, ολομόναχη, μέχρι τα μεσάνυχτα; Όμολογεΐ 6τι φοβήθηκε να δει τήν πόρτα ν’ ανοίγει, να είναι υποχρεωμένος να μπει μέσα, να βρεθεί τέτ-ά-τέτ μαζί της στήν κακοφωτισμένη κουζίνα, μέ κάποια υπολείμματα φαγητού πάνω στο τραπέζι. Τό βράδυ θά πρέπει ν’ ανοίγει τό πτυσσόμενο κρεβάτι. Καί ή πόρτα τού δωματίου θά πρέπει νά μένει ανοιχτή γιά ν’ αφήνει τή ζέστη νά διαχέεται. Πρόκειται γιά μελόδραμα. Πολύ θλιβερό, πολύ άσχημο. ((Για τί δέν βγάζεις τά παπούτσια σου; Μπέρθα!» Θά τού τά βγάλει ή Μπέρθα. Καί ή Σίσσυ θά τού τά έβγα ζε, δέν θά δίσταζε νά γονατίσει. « Φαίνεσαι κουρασμένος ». ((Είναι τό συνάχι». ((Χρειάζεσαι μιά ήσυχη νύχτα ». Εξακολουθεί νά τήν καταλαβαίνει. Είναι σάμπως νά διερ μήνευε από ξένη γλώσσα. Ή Λόττε τόν συμβουλεύει νά κοι μηθεί μόνος, νά μήν κάνει έρωτα σήμερα. ‘Υπάρχει κάτι πού δέν ξέρει, πού δέν ξέρει ακόμη, γιατί καί ό ίδιος τώρα μόλις τό προαισθάνεται: είναι 6τι δέν ποθεί ούτε τή Μίνα ούτε τή Μπέρθα ούτε άκόμη καί τή Σίσσυ. Λίγο αργότερα επιβλέπει ή ίδια τό στρώσιμο τού κρεβα τιού του. ((Θά έχεις αρκετή ζέσ τη;» « Ν α ί». Δέν θά κοιμηθεί εκεί. Απόψε τό βράδυ θά ’θελε νά πάει σέ
111
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - V
όποιοδήποτε κρεβάτι, ακόμη καί σέ μιας γριάς, γιατί έχει τήν άνάγκη κάποιας παρουσίας στο πλάι του. Θά έλεγε κανείς 6τι ή Μίνα, πού ήταν άπειρη 6ταν ήρθε, καί το εσωτερικό των μηρών της σχηματίζει άκόμη τόξο 6πως στα μικρά κορίτσια, έμαθε τά πάντα μέσα σέ τρεις μ έ ρες. Απλώνει τό μπράτσο της γιά ν’ άκουμπήσει τό κεφάλι του. Φροντίζει νά μείνει σιωπηλή. Τον χαϊδεύει τρυφερά, 6πως θά έκανε μία τροφός. * Ή μητέρα του ξέρει. Δέν υπάρχει πλέον καμία άμφιβολία. Απόδειξη 6τι ή έφημερίδα, σήμερα τό πρωί, έχει έξαφανιστεΐ. Υ πάρχει καί κάτι άλλο πού παρατήρησε καί τό όποιο έκείνη σίγουρα θά άρνιόταν νά παραδεχτεί. Τ ή στιγμή πού τή φίλησε, 6πως κάθε πρωί, έκείνη, χωρίς νά τό θέλει, τραβή χτηκε πίσω. Τό μετάνιωσε άμέσως καί, τήν έπόμενη στιγμή, άρχισε νά τού συμπεριφέρεται πολύ τρυφερά. Θά τήν έχει τήν πράσινη κάρτα, είναι πεπεισμένος. Γιά άλλους αύτό θά ήταν μιά έξαιρετική επιτυχία, είναι ό στόχος πού μετά βίας ονειρεύεται κανείς νά πετύχει γιατί αύτό σέ βά ζει στήν ίδια θέση μέ αύτή τού άρχηγού δικτύου, γιά τό άλλο στρατόπεδο. Θά μπορούσε νά είναι άρχηγός δικτύου. Στήν άρχή, προσπάθησε νά καταταγεϊ, όταν πολεμούσαν άκόμη μέ τάνκς καί κανόνια, άλλά τον έστειλαν πίσω στο σχολείο. Γ ιά άρκετό καιρό γυρόφερνε έναν ένοικιαστή τού πέμπτου ορόφου, έναν έργένη καμιά σαρανταριά χρόνων, μέ μεγάλα
1 12
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
σκούρα μουστάκια και μυστηριώδες ύφος καί τον όποιο, έξάλλου, τουφέκισαν άπ’ τούς πρώτους. Άραγε τον βιολιστή τον έχουν τουφεκίσει ήδη ή τον εξό ρισαν; Μήπως τού κάνουν βασανιστήρια; Πιθανόν να μή μάθει ποτέ κανείς τίποτα καί ή μητέρα του θά χειροτερεύει μέρα μέ τή μέρα, 6πως συνέβη μέ τόσες άλλες, για ένα διά στημα θά έξακολουθήσει νά μπαίνει στήν ούρά, νά χτυπάει τις πόρτες γραφείων, νά τή διώχνουν άπό παντού, μετά θά σταματήσουν νά τή βλέπουν, ούτε πού θά τή θυμούνται πλέον, καί μιά ωραία πρωία ό θυρωρός θά άποφασίσει νά φωνάξει έναν κλειδαρά. Θά τή βρούνε στο δωμάτιό της, κοκαλωμένη, ήδη πεθα μένη πριν άπό μία έβδομάδα ή δέκα μέρες τουλάχιστον. Ό Φράνκ δέν νιώθει οίκτο. Γιά κανέναν. Ούτε γιά τον έαυτό του. Δέν ζητά καμιά λύπηση, ούτε καί δέχεται, καί είναι αύτό πού τον εκνευρίζει μέ τή Λόττε πού τού ρίχνει ύπερπροστατευτικά βλέμματα, γεμάτα άγωνία καί ταυτό χρονα πάλι τρυφερά. Αύτό πού θά τον ένδιέφερε είναι νά μιλήσει μέ τον Χόλστ, μιά φορά καί καλή, άρκετή ώρα, τέτ-ά-τέτ. Πάει πολύς καιρός πού νιώθει έντονα αύτή τήν έπιθυμία, άπό τότε άκόμη πού δέν τό είχε συνειδητοποιήσει. Για τί τον Χ όλσ τ; Ούτε ξέρει. ’Ίσως καί νά μήν τό μάθει ποτέ. Άρνεΐται νά σκεφτεΐ 6τι συμβαίνει έπειδή δέν είχε ποτέ πατέρα. Ή Σίσσυ είναι χαζή. Σήμερα τό πρωί, κάτω άπ’ τήν πόρ τα τού σαλονιού ύπηρχε ένας φάκελος μέ τό ονομα τού Φράνκ, πού τον άνακάλυψε ή Μπέρθα καθαρίζοντας. Μές στο φάκελο
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - V
3
μια σελίδα χαρτί, μέ ένα έρωτηματικό γραμμένο μέ μολύβι και μια υπογραφή: Σίσσυ. Ε π ειδ ή δέν τής έκανε σήμα χ θές! Κλαίει. Φαντάζεται πώς ή ζωή της έχει τελειώσει. Καί μόνο έξαιτίας αύτοΰ τού γεγονότος, αύτής τής έπιμονής, άποφασίζει να μήν τήν ξαναδεΐ, να πάει έν άνάγκη μόνος του σινεμά περιμένοντας τήν ώρα τού ραντεβού του μέ τον Κρόμερ. Ό μω ς εκείνη είναι περισσότερο έπίμονη απ’ 6σο τή νόμι ζε. Μόλις βρέθηκε στη σκάλα -καί πρόσεξε πολύ να μήν κάνει θόρυβο- έκείνη βγαίνει, μέ το παλτό καί τό καπέλο της, πα νέτοιμη, πράγμα πού δείχνει 6τι παραμόνευε ντυμένη έτσι π ί σω άπ’ τήν πόρτα, ίσως ώρες ολόκληρες. Δέν μπορεί να κάνει διαφορετικά άπό τό να τήν περιμένει στο πεζοδόμιο, όπου νιφάδες χιονιού πέφτουν καί λειώνουν στα χείλη του. « Δέν θέλεις πια να μέ δ εις ;» « Πώς, βέβαια». « Πάνε δυο μέρες πού μέ άποφεύγεις ». « Δέν άποφεύγω κανέναν. Ήμουν πάρα πολύ άπασχολημένος ». « Φράνκ!» Άραγε σκέφτηκε καί αύτή τή γριά Β ιλ μ ό ς ; Είναι τόσο έξυπνη ώστε νά έκανε κάποιον συσχετισμό μέ τήν πληροφο ρία τής έφημερίδας; « Για τί δέν δείχνεις έμπιστοσύνη, σέ μένα;» τον μέμφεται. « Δείχνω έμπιστοσύνη ». « Δέν μού λές τίποτε άπ’ 6,τι κάνεις ».
ι ι 4
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Γ ια τί αύτό δεν αφόρα τις γυναίκες ». « Φοβάμαι, Φράνκ ». « Τ ι φοβάσαι; » « Φοβάμαι για σένα ». « Καί τι σέ νοιάζει;» « Δέν καταλαβαίνεις;» « Πώς ». "Ε χει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τό χιόνι εξακολουθεί καί πέφτει ψιλό. "Υστερα από μια καλοκαιρινή μπόρα άδημονεΐς να δεις τον ήλιο. "Ετσι καί τώρα, μέ τό διαρκές ψιλόχιονο, κα ταλήγεις να περιμένεις μέ αδημονία μια δυνατή καί βαριά χιονόπτωση πού θά καθαρίσει τον ούρανό καί θά έπιτρέψει νά ξαναδεΐς τον ήλιο, έστω καί γιά λίγες στιγμές. «"Ε λ α ». Πλέκουν τά χέρια, κρατιούνται άγκαζέ. Αύτό άρέσει πάν τα στά κορίτσια. « Ό πατέρας σου δέν σου έχει πει τίποτα;» « Γ ια τ ί;» « Δέν υποψιάζεται τίποτα;» «Ά ν υποψιάζεται κάτι, θά είναι τρομερό ». « Ν ο μ ίζεις;» Ή αμφισβήτηση τού Φράνκ τήν κάνει νά διαμαρτυρηθεΐ. « Φράνκ!» « Είναι ένα άντρας σάν όλους τούς άλλους, ό χ ι; ’Έ χ ει κά νει κι εκείνος έρωτα, έτσι δέν είναι;» « Σώ πα». «Ή μητέρα σου πέθανε;» Ε κ είνη διστάζει, ταράζεται.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - V
115
« ’Ό χ ι». « Χωρίσανε;» «Έ φ υ γ ε ». « Μέ ποιόν;» « Μ’ έναν οδοντίατρο. ’Άς μή μιλάμε γ ι’ αύτό, Φράνκ ». ’'Εχουν περάσει τό βυρσοδεψείο. Φτάνουν στήν παλιά δε ξαμενή πού πολύ παλιότερα, πριν χτίσουν τό φράγμα, ήταν λιμάνι. Δέν έχει πια καθόλου νερό καί τα καράβια πού είχαν άφήσει άπύ τότε έκεΐ, ένας Θεός ξέρει γιατί, έχουν σαπίσει' σέ ορισμένα φαίνεται ό σκελετός. Έδώ πού περπατούν είναι ένα άνάχωμα πού τό καλοκαίρι πρασινίζει καί παίζουν τα παιδιά. « ΤΗταν όμορφος ό οδοντίατρος;» « Δέν ξέρω. ’Ήμουν πάρα πολύ μικρή ». ((Ό πατέρας σου προσπάθησε να τήν ξαναδεΐ;» ((Δέν ξέρω, Φράνκ. ’Άς μή μιλάμε για τον μπαμπά ». ((Γ ια τ ί;» « Έ τ σ ι!» « Τ ί έκανε, πρίν;» « ’Έγραφε βιβλία καί άρθρα σέ περιοδικά ». « Τ ί είδους β ιβ λ ία ;» «Ή ταν κριτικός τέχνης ». ((Πήγαινε στα μουσεία;» « Ξέρει όλα τα μουσεία τού κόσμου ». « Κ ιέ σ ύ ;» « Όρισμένα ». « Στο Π αρίσι;» « Ν α ί».
116
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Στη Ρ ώ μ η ;» «Ν α ί. Καί στο Λονδίνο, Βερολίνο, Άμστερνταμ, Βέρ νη. ..» « Πηγαίνατε σέ καλά ξενοδοχεία;» « Ναί. Για τί μέ ρωτάς αύτδ τό πράγμα;» « Τ ί κάνετε, 6ταν είστε οί δυό σας;» « Που;» « Σ π ίτι σας, 6ταν ό πατέρας σου τελειώνει τή βάρδια του ». « Δ ιαβάζει». « Κ ι έσύ;» «Δ ιαβάζει δυνατά. Μου έξηγεΐ». « Τ ί διαβάζει;» «Κ ά θε είδους βιβλία. Συχνά ποίηση». « Σ έ διασκεδάζει αύτό;» Ε κ είνη θά ήθελε τόσο πολύ νά μιλήσουν γιά κάτι άλλο! Ό μω ς τον αισθάνεται 6τι έχει γίνει σκληρός άπέναντί της, 6τι τή σιχαίνεται. Δέν πάει νά κρεμιέται πιο επίμονα στο μπρά τσο του καί νά τού σφίγγει περισσότερο τά δάχτυλα μέ τό γυ μνό της χέρι, εκείνος κάνει 6τι δέν καταλαβαίνει. « Έ λ α !» τής λέει τελικά. « Πού θέλεις νά μέ πας;» « Έδώ πολύ κοντά. Στού Τίμο. Θά δεις ». Είναι άκόμη νωρίς. Δέν έχει μουσική. Οί τύποι πού συν αντάς είναι οί συνηθισμένοι πού κάνουν λαθρεμπόριο μέ τον Τίμο ή μεταξύ τους. Δέν ύπάρχουν γυναίκες. Καί τά φώτα στούς τοίχους, τά άμπαζούρ, φαίνονται κρύα. * Εχεις τήν εν τύπωση 6τι μπαίνεις σ’ ένα θέατρο μέ τό φως τής ήμέρας, κατά τή διάρκεια τής πρόβας.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
11 7
« Φράνκ...)) « Κάθισε ». « Θά προτιμούσα νά μέ πήγαινες σινεμά ». Γιά τό σκοτάδι, έ ! Μόνο πού έκεΐνος δέν έχει καμία απο λύτως όρεξη για σκοτάδια. Ούτε για την ξινή γεύση τού σά λιου της. Ούτε νά τήν πασπατέψει στο ύψος τής ζαρτιέρας της. « Τόν ένοχλεΐ πού δέν βλέπει κανέναν;» Τής χρειάζεται κάποια ώρα γιά νά καταλάβει ότι έκεΐνος έξακολουθεΐ ν’ άναφέρεται στύν πατέρα της. α Ό χ ι. Ό χ ι, γιατί νά τόν ένοχλεΐ;» « Δέν ξέρω. Ήσασταν πλούσιοι;» « Νομίζω. Γ ιά πάρα πολύ καιρό, είχα δασκάλα ». « Κερδίζει άρκετά κάνοντας τόν οδηγό στά τρά μ;» Ε κ είνη ψάχνει τό χέρι του κάτω άπ’ τό τραπέζι, τού λέει ικετευτικά: « Φράνκ!» Φωνάζει, χωρίς νά τής δώσει σημασία: « Τ ίμ ο ! Έ λ α έδώ. Θά θέλαμε νά φάμε κάτι καλό. Πρώτα ορεκτικά. Μετά κοτολέτες, μέ πατάτες τηγανητές. Καί στεί λε μας άμέσως ένα μπουκάλι ούγγαρέζικο κρασί, ξέρεις ποιό ». Γέρνει πρός τό μέρος της. Θά τής μιλήσει πάλι γιά τόν πατέρα της. Χτυπάει τό τηλέφωνο. Ό Τίμο, σκουπίζοντας τά χέρια στήν άσπρη ποδιά του, άπαντάει, κοιτάζοντας τόν Φράνκ. « Ν α ι... να ί... Θά σάς τό βρω ... "Οχι πολύ άκριβά... ό χ ι... άλλά δέν θά είναι καί τζάμπα... Ποιός; .. . Δέν τόν είδα
118
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
σήμερα... Για παράδειγμα, ό φίλος σας ό Φράνκ είναι έδώ...» Κλείνει τδ μικρόφωνο μέ τήν παλάμη, λέγοντας στδν Φράνκ: « Είναι ό Κρόμερ. Θέλετε να του μιλήσ ετε;» Ό Φράνκ σηκώνεται, παίρνει τό άκουστικό. « Έσύ εί σαι ; Τα κατάφερες; .. . Καλά... Ν α ί... Θά στά δώσω άπόψε τό βράδυ... Που είσαι τώρα; . . . Σ π ίτι σου; .. . Είσαι ντυμένος; .. . Μόνος; . . . Καλά θά έκανες νά ’ρχόσουν νά ’κάνες μιά επίσκεψη άμέσως στον φίλο μας τόν Τ ίμ ο ... Δέν μπορώ νά σου εξηγήσω... Π ώ ς; .. . Σχεδόν αύτό... Ό χ ι! όχι σήμερα... Θά άρκεστεΐς νά κοιτάς... Άπδ μακριά... Μά ο χ ι! Ά ν κάνεις καμιά βλακεία χάθηκαν 6λα...» "Οταν ξανακάθισε στη θέση του, ή Σίσσυ τόν ρωτάει: « Ποιός ήταν;» «"Ενας φίλος ». « Θά ρ θ εΐ;» « Μά ό χ ι». « Νόμισα πώς του ζήτησες νά ρθεΐ». «"Ο χ ιτώ ρα ... Τό βράδυ...» «Ά κου, Φράνκ...» « Τ ί είναι π ά λι;» « Θέλω νά φύγω ». « Γ ια τ ί;» Τούς φέρνουν παχιές κοτολέτες καί πατάτες τηγανητές σ’ έναν άσημένιο δίσκο. Θά πρέπει νά έχει μήνες, πιθανόν καί χρόνια, πού δέν έχει φάει πατάτες τηγανητές. Καί άκόμη πε ρισσότερο κοτολέτες πανέ πού τό κόκαλό τους είναι τυλιγμέ νο μέ χάρτινο διακοσμητικό.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ ΤΙΜ Ο - V
119
((Δέν πεινάω ». « Τόσο τό χειρότερο ». Δέν τολμάει νά του πει ότι φοβάται, όμως εκείνος τό νιώ θει. « Τ ί είναι τό μαγαζί, έδώ ;» «Εστιατόριο. Μπάρ. Νυχτερινό κέντρο. Είναι 6,τι θέλεις. Είναι τό σπίτι του καλού Θεούλη. Είναι τό μαγαζί τού Τ ίμο ». «Έ ρχεσ α ι συχνά;» «Κ ά θε μέρα». Προσπαθεί νά μασήσει τό κρέας της, παραιτεΐται, άφήνει τό πιρούνι της, σαν άπαυδισμένη καί λέει άναστενάζοντας: « Σ ’ άγαπώ, Φράνκ ». « Καί είναι καταστροφή;» « Γ ιατί τό λές αύτό;» « Γ ιατί τό λές μέ τραγικό ύφος, σαν νά μιλάς γιά κατα στροφή». Επαναλαμβάνει κοιτάζοντας ίσια μπροστά της. « Σ ’ άγαπώ ». Κ ι έκεΐνος πολύ θά ήθελε νά τής απαντήσει: «Έ γ ώ , ό χ ι». Μετά ούτε πού τό σκέφτεται, γιατί μπαίνει ό Κρόμερ, μέ τή γούνα του, τό χοντρό του πούρο, μέ τό ύφος ότι έδώ, όπως κι οπουδήποτε άλλού, αύτός είναι ό πρωταγωνιστής. Χωρίς νά δείχνει ότι γνωρίζει τον Φράνκ, κατευθύνεται στο μπάρ, σκαρφαλώνει σ’ ένα ψηλό σκαμπό άναστενάζοντας ικανοποιη μένος. « Ποιός είνα ι;» ρωτάει ή Σίσσυ.
120
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
« Τ ί σέ νοιάζει;» Για τί, ένστικτωδώς, φοβάται τον Κρόμερ; Εκείνος τούς κοιτάζει, τήν κοιτάζει, εκείνη κυρίως, μέσα άπ’ τον καπνό τού πούρου του, καί 6ταν ή Σίσσυ σκύβει το κεφάλι στο πιάτο της, έκεΐνος έκμεταλλεύεται τή στιγμή γιά να κλείσει το μάτι στον Φράνκ. Βάλθηκε να τρώει, άσυναίσθητα, ίσως έπειδή δέν ήξερε τί να κάνει, γιά νά μή συναντήσει το βλέμμα τού Κρόμερ, καί τρώει μέ τέτοια επιμέλεια πού δέν αφήνει τίποτα, παρά τά κόκαλα. Τρώει ακόμη καί τό λίπος. Καθαρίζει τύ πιάτο της μέ ψωμί. « Πόσο χρόνων είναι ό πατέρας σου;» « Σαρανταπέντε. Γ ια τ ί;» « Τον έκανα έξήντα ». Μαντεύει τά δάκρυα πού της έρχονται στά μάτια καί προσ παθεί νά τά συγκρατήσει. Μαντεύει τό θυμό της πού παλεύει μ ’ ένα άλλο συναίσθημα, τήν έπιθυμία της νά τον παρατήσει εκεί, νά φύγει μόνη της, άξιοπρεπής. Θά έβρισκε άραγε τήν έξοδο; Ό Κρόμερ, πολύ ξαναμμένος, ρίχνει στον Φράνκ 6λο καί πιο εύγλωττα βλέμματα. Τότε, ό Φράνκ γνέφει καταφατικά μέ τό κεφάλι. Τόσο τό χειρότερο! « ’Έ χ ει γλυκό μόκα ». « Δέν πεινάω ». « Τίμο, φέρε δυο γλυκά μόκα ». Αύτή τήν ώρα, ό Χόλστ οδηγεί τό τράμ του, καί είναι σάν νά σπρώχνει μπροστά άπό τήν κοιλιά του ένα μεγάλο φανάρι
121
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
πού σχηματίζει κίτρινες λακκούβες πάνω στο χιόνι, τό όποιο περιχαρακώνουν άριστερά καί δεξιά οί δυο μαύρες γυαλι στερές ράγες. "Ισως να δαγκώνει πότε πότε τή φέτα τό ψωμί του καί να μασάει άργά* τα πόδια του βρίσκονται μέσα στις τσόχινες μπότες πού τις συγκρατει μέ σπάγκο γύρω άπ’ τούς άστραγάλους. « Τρώγε ». ♦ « Πιστεύεις στ’ αλήθεια 6τι μ ’ άγαπάς;» « Τολμάς καί μου κάνεις αύτή τήν έρώτηση;» « Ά ν σου ζητούσα να φύγεις μαζί μου, θά τό ’κάνες;» Τόν κοιτάζει κατάματα. Βρίσκονται σπίτι της, όπου τή συνόδεψε. Φοράει άκόμη τό παλτό καί τό καπέλο της. Ό γέ ρος θά πρέπει νά έχει στήσει αύτί πίσω άπ’ τό φεγγίτη. Σ ί γουρα θά ’ρθει. Δέν έχουν καί πολύ χρόνο μπροστά τους. « Θά ήθελες νά φύγεις, Φράνκ;» Γνέφει άρνητικά μέ τό κεφάλι. « ’Άν σού τό ζητούσα, θά πλάγιαζες μαζί μου;» Χρησιμοποιεί έπίτηδες μιά λέξη πού τή σοκάρει. Ε κ είνη εξακολουθεί καί τόν κοιτάζει κατάματα. Θά έλε γες ότι έπιθυμει μέ 6λη της τήν ψυχή νά τόν κάνει νά δει τά πάντα μέσα στά άνοιχτόχρωμα μάτια της. « Τό θέλεις; » ψελλίζει. «"Ο χι σήμερα ». (("Οπότε θελήσεις ». ((Για τί μ ’ άγαπάς;» « Δέν ξέρω».
122
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
'Υπάρχει ένας δισταγμός στή φωνή της καί τό βλέμμα της είναι λιγότερο καθαρό. Τ ί πήγε ν’ άπαντήσει; Ε ίχ ε άλλες λέ ξεις στήν άκρη της γλώσσας της. Θά ήθελε πολύ να μάθει, καί όμως δέν τολμά να έπιμείνει. Φοβάται λίγο γ ι’ αύτό πού θά μπορούσε νά τού είχε πει. Μπο ρεί καί νά γελιέται. Θά έπαιρνε όρκο -είναι άστεΐο, για τί τ ί ποτα δέν τού έπιτρέπει νά σκέφτεται κάτι τέτοιο-, θά έπαιρνε όρκο όμως 6τι έκείνη ήταν έτοιμη νά π ε ι: « Γ ια τί είσαι δυστυχισμένος ». Καί δέν είναι άλήθεια. Δέν τής τό έπιτρέπει, σέ κανέναν δέν έπιτρέπει νά σκεφτεΐ κάτι τέτοιο. Εξάλλου, τί θέλει κι άσχολεΐται μαζί του; Άκούγονται τά βήματα τού γείτονα. Ή άνάσα του πίσω άπ’ τήν πόρτα. Διστάζει νά χτυπήσει. Χτυπάει. « Συγγνώμη, δεσποινίς Σίσσυ. Έ γώ είμαι π ά λι...» Έ κείνη δέν μπορεί νά μή χαμογελάσει. Ό Φράνκ φεύγει μουρμουρίζοντας κάτι σάν καληνύχτα. Δέν πάει σπίτι του. Κατεβαίνει τά σκαλοπάτια τέσσερα τέσσερα καί κατευθύνεται προς τού Τίμο. «Α πόψε τή νύχτα; » ρωτάει ό Κρόμερ, πού τού τρέχουν τά σάλια. Ό Φράνκ τον κοιτάζει σκληρά καί άπαντάει άπότομα: « Ό χ ι» . « Τ ί σ’ έπιασε;» « Τίποτα ». « Άλλαξες γνώ μη; » « "Ο χ ι». Παραγγέλνει νά π ιει, άλλά δέν διψάει.
ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟ Υ Τ ΙΜ Ο - V
123
« Π ότε; » « Πάντως, πριν άπό τό βράδυ της Κυριακής, γιατί άπό τή Δευτέρα ό πατέρας της θά έχει πάλι πρωινή βάρδια καί θά επιστρέφει σπίτι του νωρίς τό άπόγευμα ». « Τής μίλησες;» « Δέν χρειάζεται νά ξέρ ει». « Δέν καταλαβαίνω ». Ό Κρόμερ τρομάζει προς στιγμήν. « Θ έ λ ε ις ;...» « Μά οχι. Αλλά έχω μιά ιδέα. Θά σου εξηγήσω όταν έρθει ή ώρα)). Τά μάτια του είναι πάρα πολύ μικρά. Πονάει τό κεφάλι του. Είναι ίδρωμένος καί έχει πότε πότε άνατριχίλες, όπως όταν επωάζεται ή γρίπη. «"Ε χεις την πράσινη κάρτα;)) « Πρέπει νά ρθεις μαζί μου αύριο τό πρωί νά την πάρεις άπ’ τά γραφεία ». Εμπρός λοιπόν! Ασχολούνται μέ τά ρολόγια. Ποιά άνάγκη τον σπρώχνει, λίγο πριν άπό τά μεσάνυχτα, καί τριγυρνάει μές στο δρόμο γιά νά δει τον Χόλστ νά έπιστρέφει σπίτι του; Κ ι όμως δέν θά κοιμηθεί στής Λόττε, πού ούτε κάν την ειδοποιεί, καί θά άρκεστεΐ στο ντιβάνι τού Κρόμερ.
Μ ΕΡΟ Σ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Π Α Τ Ε ΡΑ Σ Τ Η Σ Σ Ι Σ Σ Υ
I.
Η
MINA ΕΙΝΑΙ Α Ρ Ρ Ω Σ Τ Η . Τήν έβαλαν στο ράντζο στο όποιο
συνήθως κοιμάται ό Φράνκ καί τή μεταφέρουν άπ’ τό ένα δωμάτιο στ’ άλλο, άνάλογα μέ τήν ώρα, γιατί τό είδος του σπιτιού δέν σηκώνει άρρώστους. Καί στήν κατάσταση πού είναι ή Μίνα δέν μπορούν να τήν άφήσουν να έπιστρέψει στους γονείς της, άλλα ούτε καί να καλέσουν γιατρό. « Γ ιά άλλη μια φορά ό Ό τ τ ο !» είπε ή Λόττε στον γιό της. Τό έπίθετό του είναι Σόνμπεργκ. Τό πραγματικό του Ονο μα δέν είναι "Οττο. Σχεδόν 6λοι οί πελάτες έδώ έχουν ένα ειδικό όνομα, κυρίως οί πολύ γνωστοί, όπως ό Σόνμπεργκ. Είναι ήδη παππούς. Χιλιάδες οικογένειες έξαρτώνται άπ’ αύτόν καί στό δρόμο ό κόσμος τον χαιρετά μέ φόβο. « Κάθε φορά μου ύπόσχεται 6τι θά προσέξει καί κάθε φο ρά τά ίδια κάνει». Ά π’ τή μιά είναι ή Μίνα, μέ τήν κόκκινη θερμοφόρα της, ή Μίνα πού τήν πάνε άπό δωμάτιο σέ δωμάτιο καί περνάει ένα μεγάλο μέρος της ήμέρας στήν κουζίνα, μέ ύφος ντροπιασμέ νο, λές καί τό φταίξιμο ήταν δικό της. Μετά είναι ή ιστορία μέ τήν πράσινη κάρτα, πού προκάλεσε πολλά πήγαινε-έλα, για τί τήν τελευταία στιγμή χρει άστηκαν ένα σωρό χαρτιά, πέντε φωτογραφίες άντί γιά τρεις πού είχε φέρει ό Φράνκ. 27
128
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
((Πώς γίνεται καί ονομάζεστε Φριντμάιερ 6πως ή μητέρα σας; Θά έπρεπε να έχετε τό έπώνυμο του πατέρα σας ». Ό κοκκινομάλλης υπάλληλος, μέ τή χοντρή σαν πορτοκαλόφλουδα επιδερμίδα, αύτό τό βρήκε ύποπτο. Είναι εύθυνόφοβος. Ό Κρόμερ χρειάστηκε να τηλεφωνήσει απ’ τό γραφείο του υπαλλήλου, πού τον κοιτούσε μέ ταραγμένο βλέμμα, στο γραφείο τού στρατηγού. Ό Φράνκ κατάφερε να έχει έπιτέλους τήν κάρτα του, άλλα ή διαδικασία του έφαγε πολλές ώρες. Εξακολουθεί να δείχνει γριπωμένος, χωρίς ωστόσο να έχει πυρετό. Ή Λόττε τον κρυ φοκοιτάζει συνέχεια. Αναρωτιέται τί τον έχει πιάσει ξαφνικά καί βρίσκεται σέ τέτοια υπερδιέγερση. « Καλά θά κάνεις νά ξεκουραστείς, νά μείνεις μιά-δυό μέ ρες στο κρεβάτι». Καί τό Σάββατο, πού είναι ή πιο σημαντική ήμέρα γιά τή Λόττε, έκεΐνος άσχολήθηκε πάλι νά βρει άντικαταστάτρια γιά τή Μίνα. Ξέρει πού ν’ άπευθυνθει. Γνωρίζει άρκετές άπ’ αύτές τις κοπέλες. Ό λες οί δουλειές του άπαιτοΰν πολύ χρόνο. Είναι συνεχώς άπασχολημένος, καί 6μως θά νόμιζε κανείς 6τι αύτές οί δυό μέρες είναι ατέλειωτες. Τό χιόνι πάντα βρόμικο, καί οί σωροί του θά έλεγες 6τι έχουν σαπίσει, έτσι μέ τις μαύρες κηλίδες καί μέ τά σκουπί δια πού έχουν γίνει ένα σώμα. Ή λευκή πούδρα πού άποκολλάται μερικές φορές άπ’ τον ούρανό, σέ μικρές ποσότητες, 6πως ό γύψος άπό ένα ταβάνι, δέν καταφέρνει νά σκεπάσει ύλη αύτή τή βρομιά. Ξαναπήγε στο σινεμά μέ τή Σίσσυ. Ε κ είνη τή στιγμή, τά
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - I
129
πάντα είχαν άποφασιστεΐ καί κανονιστεί ανάμεσα στον Κρόμερ καί στον £διο, άλλά, φυσικά, ή Σίσσυ δέν ήξερε τίποτα. Ε κ είνη τή μέρα ρώτησε καί τή μητέρα του: « Θά βγεις την Κυριακή;» « Πιθανόν. Γ ια τ ί; » Βγαίνει κάθε Κυριακή. Πηγαίνει καί έκείνη σινεμά καί μετά κάπου νά φάει γλυκά καί ν’ άκούσει μουσική. « Πιστεύεις 6τι ή Μπέρθα θά πάει στους γονείς τ η ς ;» Τό σπίτι κάθε Κυριακή είναι κλειστό. Ή Μπέρθα θά πάει σίγουρα νά δει τούς γονείς της πού ζούν στήν επαρχία καί νο μίζουν 6τι είναι ύπηρέτρια σέ κάποιο άστικύ σπίτι. Δέν θά είναι παρά μόνο ή Μίνα στο διαμέρισμα. Δέν μπο ρεί νά γίνει διαφορετικά. Στο σινεμά -ήταν Παρασκευή- μόλις κάθισαν, ή Σίσσυ ρώτησε, μέ ύφος μικρού κοριτσιού πού ζητάει μιά χάρη. « Θέλεις νά κάνω κάτι πού έγώ θά τό ήθελα πολύ; » Άλλαξε λίγο τή θέση τού καθίσματός της, ξέσφιξε καί άνοιξε τά μπράτσα τού Φράνκ, έβγαλε τό καπέλο της καί κούρνιασε τό κεφάλι της άνάμεσα στο λαιμό καί στον ώμο του. Θά έλεγες 6τι ήταν έτοιμη νά γουργουρίσει σάν γατί, τόσο ήλίθια ικανοποίηση έξέφρασε ό πρώτος της άναστεναγμός. « Δέν είσαι πολύ άβολα; Δέν σέ πειράζει;» Δέν τής είπε τίποτα. "Ισως σήμερα νά ήταν έκείνη πού είχε 6λη τήν ώρα τά μάτια κλειστά, καί έκεΐνος νά είδε τήν ταινία. Εκείνο τό άπόγευμα, ούτε κάν τήν άγγιξε "Ενιωθε άσχη μα άκόμη καί νά τή φιλήσει. Έ κείνη κόλλησε τά χείλη της στά δικά του, άπότομα, μία μόνο φορά, 6ταν πλησίαζαν στο
130
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
κτίριο καί, τή στιγμή πού τον χαιρετούσε, τού πέταξε πολύ σύντομα ένώ ήδη έφευγε: « Εύχαριστώ, Φράνκ ». Είναι πια πάρα πολύ άργά. Τα πράγματα έχουν μέ κά ποιον τρόπο ήδη πάρει το δρόμο τους. Το Σάββατο, ή στρα τιω τική άστυνομία άποφασίζει να ρθεΐ να κάνει έρευνα στο διαμέρισμα τού βιολιστή καί της μητέρας του. Ό Φράνκ είχε βγεΐτή ν ώρα πού έφτασαν. Έπιστρέφοντας, αντιλαμβάνεται κάτι το αφύσικο στήν 6ψη τού κτιρίου, άλλα δέν θά μπορούσε νά διευκρινίσει τί άκριβώς. Στήν είσοδο, ένας άντρας μέ πο λιτικά στέκεται δίπλα στον θυρωρό πού προσπαθεί νά φερθεί φυσικά. "Οταν ό Φράνκ φτάνει στο κεφαλόσκαλο τού πρώτου ορό φου -είχ ε βγει γιά νά τηλεφωνήσει στον Κρόμερ-, βρίσκει ένστολους άντρες, τρεις ή τέσσερις, πού έμποδίζουν τήν κυ κλοφορία των ένοικιαστών πού θέλουν ν’ άνέβουν ή νά κατέβουν γιά νά βγοΰν. Όλος ό κόσμος είναι σιωπηλός. Είναι καταθλιπτικό. Δ ια κρίνει κι άλλες στολές στύ διάδρομο, μπροστά στήν πόρτα τού βιολιστή -άραγε τύν έφεραν μαζί νά παραστεί στήν έρευνα ;ή πόρτα είναι άνοιχτή καί άκούγονται θόρυβοι από σπάσιμο έπίπλων, καί ορισμένες φορές ή ικετευτική φωνή μιας ήλικιωμένης γυναίκας πού κλαίει. Ό Φράνκ, ήρεμος, βγάζει τήν πράσινη κάρτα του πού δέν τήν είχε άκόμη χρησιμοποιήσει, καί τή βλέπει 6λος ό κόσμος, όλοι γνωρίζουν τή σημασία της, οί στρατιώτες κάνουν στήν άκρη γιά νά τον άφήσουν νά περάσει, καί ή σιωπή, πίσω του, γίνεται άκόμη πιο βαριά.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
131
Τό έκανε έπίτηδες. Τήν προηγουμένη, είχε φέρει στή Μ ί να μια ρόμπα. Δέν τήν άγόρασε από μαγαζί γιατί τα μαγαζιά έδώ καί καιρό δέν έχουν ρόμπες άπό βαμβακερό σατέν. Ε ξά λ λου, δέν θά είχε μπει στόν κόπο νά σπρώξει τήν πόρτα ενός μαγαζιού γιά νά τήν αγοράσει. Ε ίχ ε ήδη στις τσέπες του δλο τό χρήμα, τό όποιο βρισκό ταν έκ εΐ άκόμη καί δέν ήξερε που νά τό βάλει, τό μερίδιό του απ’ τά ρολόγια, πάμπολλα χοντρά χαρτονομίσματα γιά νά θρέψουν μιά ολόκληρη οικογένεια ή μάλλον καί δυο καί τρεις οικογένειες έπί σειρά έτών. Σ έ μιά γωνιά στο μαγαζί του Τίμο, κάποιος ξετύλιξε τό εμπόρευμά του, όπως συμβαίνει συ χνά, καί ό Φράνκ άγόρασε τή ρόμπα. Έ νιω σ ε σάν νά τήν άγόραζε γιά τή Σίσσυ. Αλλά δέν ήταν άκριβές, έφόσον 6λα είχαν ήδη κανονιστεί, μέχρι τις παραμικρότερες λεπτομέρειες. Θά τήν έδινε στή Μίνα βέβαια, χωρίς αύτό νά τον έμποδίζει νά σκέφτεται τή Σίσσυ. Ή Λόττε θά θυμώσει. Θά ισχυριστεί 6τι είναι σάν νά ζητούν συγγνώμη άπ’ τή Μίνα γιά τό άτύχημα πού της συνέβη μ ’ αύτό τό κτήνος τόνΌ ττο. Είναι ή πρώτη φορά πού άγοράζει κάτι γιά μιά γυναίκα, ένα προσωπικό άντικείμενο καί, είτε φαίνεται τρελό είτε οχι, πίσω άπ’ 6λο αύτό βρίσκεται ή Σίσσυ. Συνέβησαν 6λα αύτά. Έ τυ χ ε νά έχει φτάσει καί ή άντικαταστάτρια τού Σαββάτου καί έχει πολύ άσχημο χαρακτήρα. Τ ί άλλο συνέβη; Τίποτα... Πάντα αύτή ή γρίπη πού δέν λέει νά τελειώσει άλλά ούτε καί νά ξεσπάσει, αύτός ό έπίμονος πονοκέφαλος, ή άτονία σέ 6λο τό σώμα, πολύ άσαφής γιά νά τήν πεις καί άρρώ-
132
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
στια. Ό ούρανός λευκός σαν σεντόνι, πιο λευκός και πιο κα θαρός άπ’ τό χιόνι, φαίνεται να έχει γίνει μια συμπαγής μάζα άπ’ τήν οποία δέν πέφτει παρά έλάχιστη παγωμένη σκόνη. Τήν Κυριακή τό πρωί, προσπάθησε να διαβάσει, μετά κόλλησε τό πρόσωπό του στά παγωμένα τζάμια τόσο πολλή ώρα καί τόσο ακίνητος πού ή Λόττε, 6λο καί περισσότερο άνήσυχη, μουρμούρισε: « Καλά θά κάνεις νά μπανιαριστείς 6σο εχει ζεστό νερό. Ή Μπέρθα περιμένει τή σειρά της. ’Άν μπει πρίν, δέν θά μείνει παρά χλιαρό γιά σένα ». Εφόσον τά δωμάτια μένουν άδεια ολόκληρη τή μέρα, θέ λησαν νά βάλουν τή Μίνα στο κρεβάτι τού μικρού δωματίου καί ή Λόττε τά έχασε όταν άκουσε τον γιό της ν’ άποφασίζει χωρίς νά σηκώνει άντίρρηση: « Ό χ ι. Θά ξαπλώσει στο μεγάλο ». Ή Λόττε κάτι διαισθάνεται. Ξέρει 6τι έκεινος περιμένει κάποια έπίσκεψη. Θά πρέπει νά μάντεψε 6τι πρόκειται γιά τή Σίσσυ. Ακριβώς γ ι’ αύτόν τό λόγο ήθελε νά κρατήσει έλεύθερο τό μεγάλο δωμάτιο, νομίζοντας 6τι θά τον εύχαριστούσε. Δέν καταλαβαίνει πιά τίποτα. «'Όπως θέλεις. Σκέφτεσαι νά μείνεις στο σ π ίτ ι;» « Δέν ξέρω καθόλου. Πάντως, θά προτιμούσα νά μήν έπιστρέψεις καί πάρα πολύ νωρίς ». Ή Μίνα βλακωδώς τού είναι εύγνώμων γιά τή ρόμπα, καί έπιμένει νά τή φορέσει έκείνη τή μέρα άκόμη καί μές στο κρε βάτι. Θεωρεί τό δώρο σάν μιά ιδιαίτερη χειρονομία άπό μέ ρους του. Καί μόνο καί μόνο έξαιτίας αύτής της αντίδρασης, έκεινος πρίν κάνει μπάνιο, έριξε τήν Μπέρθα στο κρεβάτι ή
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
133
οποία, 6πως 6λα τά πρωινά φοράει μόνο τό πενιουάρ της πά νω στο στρουμπουλό σαν μωρού σώμα της, καί έκανε έρωτα μαζί της. Δέν διαρκεϊ ούτε τρία λεπτά. Θά έλεγες 6τι είναι θυμωμέ νος, 6τι παίρνει έκδίκηση. Δέν χαϊδεύει κάν τό μάγουλο τής κοπέλας μέ τό δικό του. Τά κεφάλια τους δέν άγγίζονται. 'Όταν τελειώνει, τήν άφήνει χωρίς νά της πει μιά κουβέντα. Ό λη αύτή τήν ώρα, μιά ωραία εύωδιά διαχέεται απ’ τήν κουζίνα σέ 6λο τό σπίτι. Ό λοι τελειώνουν μέ τό μπάνιο καί ντύνονται. Τρώνε. Ή Λόττε είναι ντυμένη όπως παλιά πού έρχόταν νά τον δει στό χωριό, κατά τι πιο γερασμένη. Ό Φράνκ έχει μιά έλαφρά υπόνοια, 6τι αν έχει στήσει 6λη αύτή τήν έπιχείρηση τού μανικιούρ, άν έχει άπαρνηθεΐ νά δέχεται τούς πελάτες ή ίδια, τό έκανε έξαιτίας του. Κακώς δέν τό κάνει. Ή Μπέρθα έχει νά πάρει δυο τράμ καί φεύγει πρώτη. Μετά πουδράρεται ή Λόττε, κοιτάζεται στον καθρέφτη, χα σομεράει άκόμη λίγο, άσκοπα, πάντα άνήσυχη. « Νομίζω 6τι θά δειπνήσω στήν πόλη ». « Θά τό προτιμούσα ». Τον φιλάει σταυρωτά σέ κάθε μάγουλο, καί μετά πάλι τού δίνει άκόμη ένα φιλί. Πράγμα πού έκεΐνος σιχαίνεται, γιατί τού θυμίζει τήν τροφό. Είναι μανία σέ κάποιους άνθρώπους. Ασυναίσθητα, μετράει χαμηλόφωνα: « . . . δύο... τρ ία !» Έ φ υγε καί περιμένει κι έκείνη τό τράμ στή γωνία τού δρόμου. Ό Φράνκ ξέρει 6τι ή Μίνα, άμήχανη πού θά περάσει 6λη τή μέρα στό μεγάλο κρεβάτι τού δωματίου -τό βράδυ,
134
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
είναι τό κρεβάτι τής Λ όττε-, δέν καταφέρνει να ένδιαφερθεΐ για τό μυθιστόρημα του Ζολά πού τής δάνεισε. Περιμένει, χωρίς να τό πολυπιστεύει, ότι θά πάει να τή δει, να τής μιλήσει. Τον είχε δει κι έκείνη άπ’ τό παράθυρο παρέα μέ τή Σίσσυ. Τον άκουσε έπίσης να χτυπάει τήν πόρτα των Χόλστ. Δέν θά έπέτρεπε στον εαυτό της νά ζηλέψει, καί σέ καμία περίπτωση, νά τό δείξει. Ξέρει πολύ καλά ότι δέν ήταν παρ θένα, ότι είχε έρθει στο σπίτι τής Λόττε οίκειοθελώς, καί 6τι δέν έχει τίποτα νά έλπίζει. Κ ι όμως, ύστερα άπό μία ώρα, δοκιμάζει νά κάνει μιά μικρή πονηριά. Αρχίζει νά άναπνέει πολύ βαριά, μετά νά βογ κάει, άφήνει τό βιβλίο νά πέσει πάνω στο χαλί. « Τ ί έχ εις ; » τήν πλησιάζει καί τή ρωτάει. « Πονάω ». Παίρνει τή θερμοφόρα καί τή γεμίζει ζεστό νερό άπ’ τήν κουζίνα, τής τήν ξαναβάζει στήν κοιλιά, καί γιά νά τής δείξει ότι δέν έχει καμιά όρεξη ν’ άνοίξει συζήτηση, τής άφήνει τό βιβλίο πάνω στά σκεπάσματα. Δέν τολμάει νά τον ξαναφωνάξει. Δέν τον άκούει νά με τακινείται. Αναρωτιέται τί μπορεί νά κάνει. Δέν διαβάζει γιατί, όντας όλες οί πόρτες ορθάνοιχτες, θά τον άκουγε νά γυ ρίζει τις σελίδες. Ούτε πίνει. Ούτε κοιμάται. Πότε πότε, μό νο, πηγαίνει στό παράθυρο καί στέκεται έκ εΐ πολλή ώρα. Φοβάται γιά κείνον καί δέν άμφιβάλλει ότι αν τού τό δείξει είναι 6 καλύτερος τρόπος γιά νά τον κάνει νά θυμώσει άκόμη περισσότερο. Είναι άρκετά μεγάλος γιά νά ξέρει τί κάνει. Αύτό πού κάνει είναι αύτό πού θέλει. Καί τό κάνει έν ψυχρω.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - I
135
Του συμβαίνει μάλιστα, σήμερα τ ’ άπόγευμα, να πάει να κοι ταχτεί βιαστικά στον καθρέφτη, για να βεβαιωθεί 6τι τα χα ρακτηριστικά του δείχνουν άπόλυτα ήρεμα. Ό ίδιος δέν είναι πού τράβηξε την προσοχή τού Χόλστ, στο άδιέξοδο, ένώ δέν ήταν άπαραίτητο καί πού, χωρίς αύτο το συμβάν, ή πράξη του δέν θά είχε κανέναν άπολύτως μάρτυρα; Καί γιά τή γριά Βιλμος μήπως προσπάθησε νά ξεγελάσει ή νά παραπλανήσει κάποιον; Δέν δέχεται κανέναν οίκτο, άπο κανέναν. Κανένα συναί σθημα πού νά μοιάζει μέ οίκτο. Ούτε πρέπει νά βρεθεί, κά ποια μέρα, στήν άδυναμία, νά νιώσει οίκτο γιά τύν έαυτό του. Αύτο ποτέ τους δέν θά το καταλάβουν, ούτε ή Λόττε ούτε ή Μίνα ούτε ή Σίσσυ. Σ έ λίγο, γιά τή Σίσσυ δέν θά τίθεται θέμα. Τ ί σκεφτόταν μέ το κεφάλι άκουμπισμένο στον ώμο του, καθ’ ύλη τή διάρκεια τής ταινίας; Μερικές φορές το άνασήκωνε λίγο καί ρωτούσε: « Δέν σέ κουράζω;» Το μπράτσο του είχε μουδιάσει, μέ τίποτε 6μως δέν θά της το ομολογούσε. Ούτε ό Κρόμερ θά καταλάβει. Άπο τώρα ήδη δέν κατα λαβαίνει. Κατά βάθος, είναι άγχωμένος, παρόλο πού δέν θέλει νά τό παραδεχτεί. Άγχωμένος γιά 6λα καί γιά τίποτα. Ό Φράνκ τον άνησυχεΐ. "Οταν πήρε τήν πράσινη κάρτα, μόλις πέρασαν τό κατώφλι τής στρατιωτικής άστυνομίας, ό Κρό μερ τον είχε ρω τήσει: « Τ ί θά τήν κάνεις;» Ό Φράνκ είχε τή φοβερή ικανοποίηση νά τού άπαντήσει:
36
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
« Τίποτα». Ό Κρόμερ δέν τόν πιστεύει. Προσπαθεί να μαντέψει τούς σκοπούς του, τα σχέδιά του. Όσον άφορά το θέμα μέ τή Σίσ συ, είναι έξίσου άγχωμένος. « Σ τ ’ άλήθεια δέν τήν έχεις α γ γ ίξει;» «Τόσο όσο για να βεβαιωθώ 6τι είναι παρθένα». « Καί αύτό έσένα δέν σου λέει τίποτα;» Καί κάνοντας πώς γελάει, ό Κρόμερ κλείνει πονηρά τό μά τι: « Είσαι πολύ νέος!» Νιώθει τόσο άβολα πού ό Φράνκ, ένα μεγάλο μέρος της ήμέρας, σκέφτεται καί αναρωτιέται αν τελικά θά έρθει. Ό Κρόμερ είναι ξαναμμένος. Θά πρέπει νά σκεφτόταν τή Σίσσυ όλη τή νύχτα, στριφογυρίζοντας στό κρεβάτι του. Αλλά είναι καί ό άνθρωπος πού μπορεί νά φοβηθεί καί νά κάνει πίσω τήν τελευταία στιγμή καί άντί νά ρθεΐ στό ραντεβού, νά πάει νά μπεκρουλιάσει στού Λεονάρ ή οπουδήποτε άλλου. « Για τί δέν της είπες τήν αλήθεια;» « Γ ια τί δέν θά συμφωνούσε ». « Πιστεύεις ότι είναι έρωτευμένη μαζί σου; Αύτό θές νά π εις ;» «Ησως ». « Κ ι όταν τό άντιληφθεΐ;» « 'Υποθέτω πώς θά είναι πολύ αργά ». Κατά βάθος όλοι τον φοβούνται λίγο γιατί είναι έτοιμος νά φτάσει ως τά άκρα. « Ά ν έμφανιστεΐ ό πατέρας τ η ς ;» « Δέν έχει τό δικαίωμα νά έγκαταλείψει τό τράμ του ».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
137
Καί τά τραμ κυκλοφορούν καί τήν Κυριακή. « Ά ν οί γείτονες; . . . » Ό Φράνκ προτιμάει να μή τού μιλήσει για τόν κύριο Β ίμ μερ πού γνωρίζει πολλά καί πού, πράγματι, θά μπορούσε νά τού μπει ή ιδέα νά έπέμβει. «Τ ή ν Κυριακή, οί γείτονες βγαίνουν, τόν καθησύχασε. Στήν άνάγκη, ή θέα τής κάρτας μου θά τούς έκανε νά σωπάσουν ». Αλήθεια είναι, σέ γενικές γραμμές. Γ ια τί ύπήρξαν καί ήλίθιοι πού άφησαν νά τούς μπουζουριάσουν γιά πράγματα λιγότερο σοβαρά, γιά τήν ικανοποίηση καί μόνο νά βρίσουν, μπροστά σέ φίλους, κάτι στρατιώτες πού περνούσαν. Πρόκει ται σχεδόν πάντα γιά ρύπους τού είδους τού κυρίου Β ίμμερ. Αύτός δέν έχει πει άκόμη τίποτα στον Χόλστ. "Ισως γιατί δέν θέλει νά τόν κάνει ν’ άνησυχήσει, ή ίσως γιατί πιστεύει 6τι είναι άρκετά έξυπνος καί μπορεί νά προσέχει μόνος του τή Σ ίσ σ υ ; "Ισως πάλι γιατί μπορεί νά πιστεύει 6τι ή Σίσσυ είναι πολύ φρόνιμη καί δέν κάνει βλακείες; "Ετσι είναι οί γέροι. Συμπεριλαμβανομένων έκείνων πού έκαναν παιδί πριν παν τρευτούν. Σ τή συνέχεια τό ξεχνούν. Ή Μίνα άναστενάζει πάλι. Σκοτείνιασε. Πάει εύγενικά της ανάβει τή λάμπα, τραβάει τις κουρτίνες, καί της γεμίζει γιά τελευταία φορά τή θερμοφόρα. Θά προτιμούσε νά μήν τήν είχε έκεί, νά μήν ύπήρχε μάρ τυρας. Καί π ά λι; Δέν είναι προτιμότερο, άντιθέτως, κάποιος νά ξέρει, κάποιος πού δέν θά πει τίποτα; « Θά έρ θει;» Δέν της άπαντάει. ’Άν έπέλεξε τό πίσω δωμάτιο, πρωτί-
138
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
στως το έκανε γιατί έχει μια πόρτα πού έπικοινωνεΐ κατευ θείαν μέ το διάδρομο. Καί επίσης γιατί μπορεί κανείς να μπει κι από τήν πόρτα της κουζίνας. « Θά έρθει, Φράνκ;» Είναι λάθος τακτική. Μπροστά στή μητέρα του τον φω νάζει κύριο Φράνκ. Τον νευριάζει πού συμπεριφέρεται μέ με γαλύτερη οικειότητα όταν βρίσκονται μόνοι, οί δυό τους, καί τής απαντάει νευρικά: « Αύτό δέν σέ άφορά ». Δείχνει μετανιωμένη, όμως άμέσως μετά δέν άντέχει νά μήν τον ρω τήσει: « Είναι ή πρώτη φορά;» Ό χ ι! Κυρίως οχι τέτοια αύτή τή σ τιγ μ ή ! Νά λείπουν οί συμπόνιες, παρακαλώ! Σιχαίνεται τή συμπόνια πού δείχνουν οί κοπέλες γιά τις άλλες πού δέν έχουν περάσει άκόμη άπό κ εΐ πού πέρασαν οί ίδιες. Μήπως έτοιμάζεται νά τού προτείνει νά μήν κάνει κακό στή Σ ίσ σ υ ; Εύτυχώς πού ό Κρόμερ χτύπησε τό κουδούνι. Ήρθε παρ’ όλα αύτά. Καί μάλιστα δέκα λεπτά νωρίτερα, πράγμα πού είναι ένοχλητικό, γιατί ό Φράνκ δέν έχει καμία διάθεση γιά κουβέντα. Ό Κρόμερ έχει φροντίσει ιδιαίτερα τό πρόσωπό του* ή έπιδερμίδα του είναι πολύ ροδαλή, πολύ τσιτωμένη, μυρίζει σάν έπιδερμίδα πουτάνας. « Είσαι μόνος;» « ’Ό χ ι». «Ή μητέρα σου;» « Ό χ ι». Καί έπίτηδες, δυνατά:
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - I
139
« Είναι δίπλα μια κοπέλα πού της κατέστρεψε τήν κοιλιά ένας βιτσιόζος ». Παρ’ ολίγο ό Κρόμερ να κάνει μεταβολή, άλλα ό Φράνκ είχε φροντίσει νά κλείσει τήν πόρτα. « Μπές. Μή φοβάσαι. Βγάλε τή γούνα σου ». Παρατηρεί μέ περιφρόνηση δτι ό Κρόμερ δέν καπνίζει τό συνηθισμένο του πούρο καί 6τι πιπιλάει μιά καραμέλα. « Τ ί θά π ιε ις ;» Φοβάται νά π ιει, μή τυχόν καί τό ποτό μειώσει τις δυνά μεις του. « Έ λ α στήν κουζίνα. Έ κεΐθά περιμένεις. Στο σπίτι μας ή κουζίνα είναι ιερός τόπος ». Ό Φράνκ χαχανίζει σάν κάποιος πού έχει π ιει πολύ κι όμως τό ποτό πού πίνει μέ τον Κρόμερ είναι τό πρώτο τής ήμέρας. Εύτυχώς πού ό φίλος του αύτό δέν τό ξέρει. Θά είχε τρομοκρατηθεί έντελώς. « ‘Ορίστε. Θά γίνει όπως σου είπα ». «Ά ν άνάψει τό φως;» « Έ χ ε ις ξαναδεΐκορίτσι ν’ άνάβει τό φως σέ παρόμοια πε ρίπτωση ;» « ’Άν μου μιλήσει καί δέν της άπαντήσω;» « Δέν θά μιλήσ ει» τον διαβεβαιώνει. Ακόμη κι αύτά τά δέκα λεπτά κυλούν πολύ άργά. Παρα κολουθεί τό πέρασμά τους στο καντράν άπ’ τό ξυπνητήρι, πά νω απ’ τή θερμάστρα. «'Υπολόγισε πολύ καλά τή διαδρομή πού έχεις νά κάνεις μές στο σκοτάδι. ’Έ λα μαζί μου. Τό κρεβάτι είναι έδώ, δη λαδή αμέσως δεξιά μόλις περάσεις τήν πόρτα ».
14 0
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Ν α ί». Πρέπει νά τόν κάνει νά π ιει, διαφορετικά ό ίδιος θά τά πα ρατήσει. Καί δέν πρέπει νά τά παρατήσει, έπ’ ούδενί λόγω. Τό συναρμολόγησε 6λο αύτό σάν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, μέ τήν ίδια σχολαστικότητα πού θά τό έκανε ένα παιδί. Είναι πράγματα πού δέν έξηγοΰνται, πού είναι άνώφελο νά προσπαθείς νά δώσεις στον άλλον νά τά καταλάβει: Τό παιχνίδι πού έστησε πρέπει νά γίνει οπωσδήποτε, μετά θά είναι ήσυχος. « Τό είδες καλά;» « Ν α ί». « Δεξιά, άμέσως μετά τήν πόρτα ». « Ν α ί». « Σβήνω τό φως ». «Α λλά έσύ; Έσύ που θά είσ α ι;» « Έδώ ». « Μου ορκίζεσαι 6τι δέν θά φύγεις;» Καί νά σκεφτεί κανείς 6τι δέκα μέρες νωρίτερα θεωρούσε ακόμη τόν Κρόμερ ένήλικο, σάν έναν άντρα δυνατότερο απ’ τόν ίδιο, τόν θεωρούσε άντρα πολύ άπλά, ένώ έβλεπε τόν έαυτό του π α ιδί! <( Αρχίζεις καί κάνεις ολόκληρη μανούρα γιά τό τίποτα!» τού λέει περιφρονητικά, γιά νά κάνει τόν άλλον πιο άποφασιστικό. «Μ ά οχι, φίλε μου. Γιά σένα τό λέω. Έ γώ , δέν ξέρω τά κατατόπια. Θέλω ν’ άποφύγω...» « Σσ σς!»
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
141
Ήρθε έκείνη. Σαν ποντικάκι. Καί οί κεραίες του Φράνκ έκείνη τή στιγμή είχαν τέτοια εύκρίνεια πού άκουσαν τή Μίνα να σηκώνεται αθόρυβα, ξυπόλυτη, μέ τή ρόμπα της, καί να πη γαίνει στήν πόρτα για να στήσει αύτί. Αρα ή Μίνα άκουσε απ’ τό κρεβάτι της τήν πόρτα των Χόλστ ν’ ανοίγει καί να ξανακλείνει. Αύτό πού τήν ώθησε να πάει να δει, είναι αναμ φίβολα δτι μετά δέν ακούστηκαν βήματα στις σκάλες, όπως συνήθως. Ποιός ξ έρ ει; Όλα είναι πιθανά. Μήπως ή Μίνα είδε κι άλλη μια πόρτα πού δέν ήταν έντελώς κλειστή, πού τό φύλλο της τρεμόπαιζε, τήν πόρτα τού γερο-Β ίμ μερ; Ό Φράνκ είναι πεπεισμένος δτι ό γερο-Βίμμερ καραδοκεί. Αλλά ή Μίνα δέν τό ξέρει αύτό. Ό Φράνκ, πού τό σκέφτε ται, είναι σίγουρος δτι έκείνη δέν τό ξέρει, γιατί τότε θά φο βόταν πολύ γιά κείνον καί θά έτρεχε νά τον προειδοποιήσει. Ή Σίσσυ διέσχισε τό διάδρομο μέ τό ξύλινο δάπεδο πα τώντας στις μύτες των ποδιών της. Χτύπησε, μάλλον γρα τσούνισε έλαφρά τήν πόρτα τού μικρού δωματίου. Ό Φράνκ είχε σβήσει δλα τά φώτα. Ά ν μιλούσαν πιο δυ νατά, ό Κρόμερ, άπ’ τήν κουζίνα, θά μπορούσε νά τούς άκούσει. «Ή ρθα » είπε έκείνη. Τήν ένιωσε έντελώς άκαμπτη μές στήν αγκαλιά του. « Έσύ μου τό ζήτησες, Φράνκ ». ((Ν α ί». Εκείνος έκλεισε τήν πόρτα πίσω της, ύπήρχε δμως καί ή πόρτα της κουζίνας, πού παρέμενε μισάνοιχτη, καί ή Σίσσυ δέν μπορούσε νά τή δει μές στο σκοτάδι.
14 2
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
((Θέλεις πάντα;» Δεν έβλεπαν τίποτε άπολύτως, εκτός από μια αχνή άνταύγεια από τό φανοστάτη τής γωνίας του δρόμου πού έπε φτε πάνω στήν κουρτίνα. ((Θέλω ». Δεν χρειάστηκε να τή γδύσει ό ίδιος. Μόλις ξεκίνησε να τή γδύνει, εκείνη συνέχισε μόνη της, άμίλητη, κοντά στο κρεβάτι. Ίσως καί να τον περί φρονεί χωρίς όμως να έπαψε να τόν άγαπά. Ιδέα δέν έχει. Καί ούτε θέλει να μάθει. Ό Κρόμερ έχει στήσει αύτί. Ό Φράνκ λέει, καί βρίσκει ήλίθιες τις λέξεις πού βγαίνουν άπ’ τό στόμα του: ((Αύριο θά ήταν πολύ άργά. Ό πατέρας σου πιάνει δουλειά στήν πρωινή βάρδια ». Τώρα έχει γδυθεί έντελώς, είναι γυμνή. Νιώθει τά ρούχα της καί τά έσώρουχά της στά πόδια του. Τόν περιμένει. Απο μένει νά γίνει τό δυσκολότερο: νά τήν ξαπλώσει στό κρεβάτι. Ε κ είνη ψάχνει στό σκοτάδι νά πιάσει τό χέρι του. Μουρ μουρίζει τό ονομά του, καί είναι ή πρώτη φορά πού τό προφέ ρει μ ’ αύτή τή χροιά στή φωνή της· εύτυχώς πού ό Κρόμερ βρίσκεται πίσω άπ’ τήν πόρτα: ((Φράνκ!» Τότε, έκεΐνος, πολύ γρήγορα, χαμηλόφωνα: «Έ ρχο μα ι άμέσως...» Άκούμπησε τόν Κρόμερ τή στιγμή πού διασταυρώθηκαν. Χρειάστηκε νά τόν σπρώξει σχεδόν στό δωμάτιο. Έ κ λεισ ε άμέσως τήν πόρτα, μέ τέτοια βιασύνη πού θά τού ήταν δύσκο λο νά τήν έξηγήσει. Μένει έκεΐ, ορθιος, άκίνητος.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ -
143
Δεν υπάρχει πλέον πόλη, δεν υπάρχει ούτε Λόττε ούτε Μίνα ούτε κανείς, ούτε τραμ στη γωνία του δρόμου ούτε σινεμά καί ούτε Σόμπαν. Δεν υπάρχει τίποτε άπολύτως, πάρεξ ένα κενό πού τόν κατακλύζει, καί μία άγων ία πού κάνει τον ιδρώτα του να άναβλύζει καί να μουσκεύει τούς κροτάφους του, καί τόν ύποχρεώνει να φέρει τό χέρι στην άριστερή πλευ ρά του στήθους του. Κάποιος τόν άγγίζει καί παρ’ ολίγο να ούρλιάξει, συγκρατεΐται βάζοντας όλες του τις δυνάμεις. Ξέρει ότι είναι ή Μίνα, ή Μίνα πού άφησε μισάνοιχτη τήν πόρτα του μεγάλου δωμα τίου άπ’ όπου ξεφεύγει ένα άνεπαίσθητο φως. Άραγε μπορεί να τόν δ ε ι; Μήπως τόν είδε τή στιγμή πού μπήκε, πού τόν άγγιξε, όπως άγγίζει κανείς έναν υπνοβάτη, πριν τόν ξυπνήσει; Εκείνος μένει σιωπηλός. Θυμώνει μαζί της, θυμώνει μαζί της μέχρι θανάτου πού δέν του λέει όποιαδήποτε άνιαρή κου βέντα άπ’ αύτές πού τόσο καλά ξέρουν καί λένε οί γυναίκες. Αλλά ο χ ι! Ή Μίνα στέκεται πλάι του, τό ίδιο παγωμένη, τό ίδιο χλομή όπως κι έκεΐνος, μέσα σέ μιά άλω, πού δέν έπιτρέπει στά χαρακτηριστικά νά ξεχωρίσουν, καί θά περάσει πολλή ώρα μέχρι ό Φράνκ ν’ άντιληφθεΐ ότι του είχε πιάσει άπλώς τόν καρπό. Θά έλεγε κανείς ότι τού μετρούσε τό σφυγμό. Μήπως φαί νεται άρρωστος; Δέν της επιτρέπει νά τόν θεωρεί άρρωστο, δέν της έπιτρέπει νά έξακολουθεΐ νά τόν κοιτάζει, νά δει αύτό πού κανείς δέν έχει δικαίωμα νά δει. «Φράνκ !» Κάποιος φώναξε τό ονομά του. Ή Σίσσυ φώναξε. Ή Σ ίσ -
144
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
συ φώναξε τό δνομά του, τό δικό του όνομα, ή Σίσσυ τρέχει, ξυπόλυτη, ταρακουνάει την πόρτα του διαδρόμου, ή Σίσσυ φωνάζει βοήθεια και προσπαθεί να ξεφύγει. Ό Φράνκ δέν κινείται, ίσως λόγω του άλλου τον όποιο αντιπαθεί, πού τον περιφρονεΐ γιατί είναι χειρότερος κι από κορίτσι,ή ίσως έπειδή ή Μίνα έξακολουθεΐ άνόητα να τού κρατά τον καρπό. Ό Φράνκ δέν κινείται. Τώρα στο δωμάτιο γίνεται σαματάς, όπως όταν ή στρα τιω τική άστυνομία έρευνούσε τό διαμέρισμα τού βιολιστή. Άκούγονται τα πήγαινε-έλα δύο άνθρώπων, ξυπόλυτων, πού κυνηγιούνται, πού μαλώνουν, και ή φωνή τού Κρόμερ ό όποιος προσπαθεί να μήν πανικοβληθει. «Φ ορέστε τουλάχιστον ένα ρούχο» ικετεύει. «Έ λ ε ο ς ! ‘Ορκίζομαι να μή σάς ξαναγγίξω...» « Τό κ λειδ ί...» Αύτό θά τό θυμηθεί άργότερα. Τώρα ούτε σκέφτεται ούτε κινείται. Θά φτάσει μέχρι τό τέρμα. ‘Ορκίστηκε στον έαυτό του δτι θά φτάσει μέχρι τό τέρμα. Ό Κρόμερ, παρ’ δλα αύτά, είχε τήν έτοιμότητα νά πάρει τό κλειδί. Γεγονός είναι δτι στο δωμάτιο ύπάρχει φως. Κάτω άπ’ τήν πόρτα φαίνεται μιά λεπτή κόκκινη φωτεινή γραμμή. Αραγε ή Σίσσυ άναψε τό φως; Μήπως βρήκε τυχαία τον μικρό ήλεκτρικό διακόπτη πού κρέμεται πάνω άπ’ τό προσ κέφαλο τού κρεβατιού; Τ ί κάνουν; Κινούνται συνέχεια. Θά έλεγες μιά πάλη, μέ ύπόκωφα άνεξήγητα χτυπήματα. Ό Κρόμερ έπαναλαμβάνει σάν δίσκος γραμμοφώνου πού κόλλησε: « Ό χ ι πριν φορέσετε ένα ρούχο...»
Ο IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
145
Ε κ είνη δέν μιλάει πια καθόλου για τον Φράνκ. Άνέφερε τό όνομά του μία καί μοναδική φορά, φωνάζοντάς το μέ όλες της τις δυνάμεις. Α ν οί γείτονες είναι δίπλα, θά πρέπει να άκούν. Αύτή τή σκέψη την έκανε ή Μίνα. Ό Φράνκ έξακολουθεΐ νά παραμένει άκίνητος. Τό μόνο πού θέλει νά κάνει είναι μία μοναδική έρώτηση, καί θά τήν κάνει μέ όποιονδήποτε τρόπο, πέφτοντας καί στά γόνατα άν χρειαστεί, τόσο σημαντικές διαστάσεις άπέκτησε ξαφνικά:
« Αραγε ό Κρόμερ;...» Κάτι σπάζει μέσα του. Ε κ είνη έφυγε. Ή πόρτα έκλεισε μέ θόρυβο. Στο διάδρομο άκούστηκαν βήματα. Ή Μίνα άφησε τον καρπό του καί έτρεξε στό δωμάτιο, γιατί σκέφτεται τά πάντα, άκόμη καί νά μισανοίξει τήν πόρτα στό κεφαλόσκαλο. Ό Κρόμερ δέν έμφανίζεται άμέσως. Έ τ σ ι όπως τον ξέρει ό Φράνκ, θά πρέπει νά είναι άπασχολημένος νά φτιάξει τήν έμφάνισή του. Σπρώχνει έπιτέλους τήν πόρτα. « Έ ! λοιπόν, φίλε μου, θά μου τό πληρώσεις!» Ό Φράνκ δέν κουνά ούτε βλέφαρο. « Τ ί έχ εις ; » ((Τίποτα ». «Α ν μέ είχες προειδοποιήσει δτι υπήρχε ήλεκτρικός δια κόπτης στό προσκέφαλο, θά τό είχα κανονίσει διαφορετικά ». Ό Φράνκ δέν κινείται, καί ούτε θά κινηθεί. « Φρόντισα νά μήν της άπαντάω. Έ νιω θα τό χέρι της πού έψαχνε στό σκοτάδι, άλλά ούτε πού φανταζόμουν ότι θά άναβε τό φως ».
146
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Ό Φράνκ δέν έκανε τήν έρώτηση. Τά μάτια του έχουν μ ι κρύνει πολύ, τό βλέμμα του είναι σκληρό, τόσο σκληρό πού ό Κρόμερ φοβάται λίγο, καί προς στιγμήν αναρωτιέται άν έπε σε σέ κάποια παγίδα. Άλλα αύτό δέν θά είχε κανένα νόημα. Δέν υπήρχε κάποια έξήγηση. ((Πάντως, μπορείς να καυχιέσαι...» Μπαίνει ή Μίνα καί γυρίζει τό διακόπτη, λούζοντάς τους μ ’ ένα λευκό φως πού τούς κάνει ν’ άνοιγοκλείσουν τά μάτια. «Κ α τέβηκε τις σκάλες σάν τρελή. Δέν θέλησε νά μπει σπίτι της. ''Ενας γείτονας, ό κύριος Β ίμμερ, προσπάθησε νά τή σταματήσει. Πάω στοίχημα 8τι ούτε κάν τον είδε ». Έ ! λοιπόν, τελείω σε! Ό Κρόμερ μπορεί νά πηγαίνει. Φοβάται. Ούτε πού σκέ φτεται νά φύγει. Είναι φουρκισμένος. ((Πότε θά σέ δω ;» « Δέν ξέρω ». ((Θά ρθεΐς στού Τίμο τό βράδυ;» «Ίσ ω ς ». Ε κ είν η έφυγε καί ό κύριος Β ίμ μερ προσπάθησε νά τή σταματήσει. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. ((Γιά πές, μικρέ μου Φράνκ, μου φαίνεται 8 τ ι...» Εύτυχώς πού ό Κρόμερ διακόπτει εγκαίρως. Δέν είναι πλέον ό μικρός Φράνκ κανενός. Ποτέ του δέν ήταν. Ά ς π ί στευαν 8,τι ήθελαν. Τώρα, τή θέση του τήν είχε πληρώσει. Ρωτάει, μέ άφηρημένο βλέμμα σάν νά μήν είχε ακούσει: « Τ ί ;»
Ο IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I
147
((Τ ι έννοεΐς;» ((Τίποτα. Σ έ ρωτάω: Τ ί ;» « Κ ι έγώ σέ ρώτησα άν θά σέ δούμε το βράδυ στου Τίμο ». « Κ ι έγώ σου άπαντάω: Τ ί ;» Δέν αντέχει, άλλο. Αύτή ή αίσθηση, στ’ αριστερά, μές στο στήθος, γίνεται πραγματικά ανυπόφορη, σάν νά έπρόκειτο νά πεθάνει. « Λοιπόν, φιλαράκο...» ((Ναί, πήγαινε!» Γρήγορα κάπου νά κάτσει, γρήγορα νά ξαπλώσει. Ό άλ λος νά φεύγει. Λ ς πάει νά πει στόν Τίμο και στους φίλους του δ,τι τού αρέσει. Ό Φράνκ έκανε αύτδ πού ήθελε. Καβάντζαρε το άκρωτήρι. Είδε τήν άλλη πλευρά. Δέν είδε αύτο πού πρόσμενε νά δει. Αλλά δέν έχει πολλή σημασία! Α ντε, άς τού δ ίνει! Πρδς Θεού, ας τού δίνει λοιπόν! ((Τ ί περιμένεις;» ((Μ ά...» Ή Μίνα πού είχε πάει στο δωμάτιο, πού ποτέ δέν θά τό έπέτρεπε στον έαυτό της, πού ήταν άνίκανη νά καταλάβει αύτά τά πράγματα, έπιστρέφει μέ μιά μαύρη κάλτσα σέ κάθε χέρι. ’Έφυγε χωρίς νά βάλει τις κάλτσες της, μέ γυμνά πόδια στά παπούτσια. Ούτε καί ό Κρόμερ καταλαβαίνει. Α ν συνεχίσουν έτσι και οί δύο, θά τρελαθεί, θά σωριαστεί στο πάτωμα, θ’ αρχίσει νά δαγκώνει οτιδήποτε βρει μπροστά του.
148
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
((Στρίβε, προς Θεοΰ. Σ τ ρ ίβ ε !» Κανείς άραγε δέν θά άντιληφθεΐ 6τι βρίσκεται άπ’ τήν άλλη πλευρά τής στροφής καί 8τι δέν εχει τίποτα το κοινο μαζί τους;
II.
Σ
της τροφού, υπήρχε μόνο ένα δέντρο, μία μεγάλη φλαμουριά. Μια φορά, τήν ώρα του δειλινού, πού ό χαμηλός ούρανός φαινόταν να βαραίνει πάνω στή γή καί να σκεπάζει, όπως ή ομίχλη, σιγά σιγά τά πάντα, τό σκυλί βάλθηκε νά γαβγίζει για τί ανακάλυψε στά φυλλώματα του δέντρου μιά ξένη γάτα. Ήταν χειμώνας. Τό βρόχινο νερό, μές στό βαρέλι κάτω άπ’ τήν υδρορροή, ήταν παγωμένο. Ά π’ τό πίσω μέρος του σπιτιού, φαίνονταν τά άλλα παράθυρα στό χωριό πού φωτί ζονταν τό ένα μετά τό άλλο. Ή γάτα ήταν ξαπλωμένη στό πρώτο κλαδί, πέντε ή έξι μέτρα άπ’ τό έδαφος, καί κοίταζε κάτω. Ήταν άσπρόμαυρη καί δέν ανήκε σέ κανέναν απ’ τό χωριό, γιατί ή κυρία Πόρς, ή τροφός, γνώριζε όλες τις γάτες. ''Οταν τό σκυλί άρχισε νά γαβγίζει, μόλις είχαν γεμίσει τή σκάφη πού ήταν τοποθετημένη στήν πλακοστρωμένη κουζίνα μέ ζεστό νερό γιά τό μπάνιο τού Φράνκ. Στήν πραγματικότητα, δέν έπρόκειτο γιά κανονική σκάφη αλλά γιά μισό βαρέλι πού τό είχαν πριονίσει. Τά τζάμια ήταν θαμπά άπ’ τούς ύδρατμούς. Άπό τον κήπο άκουγόταν ή φωνή τού κυρίου Πόρς, πού δούλευε στή συντήρηση των δρόμων, καί έλεγε μέ πεποίθηση ότι μπορούσε νά κάνει τά ΤΟΝ ΚΗ ΠΟ Τ Η Σ Κ Υ Ρ ΙΑ Σ Π Ο Ρ Σ ,
149
150
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
πάντα, κυρίως 8ταν είχε π ιει καί λίγο, πράγμα πού ήταν ό κανόνας: ((Θά τη σκοτώσω μέ την καραμπίνα ». Ό Φράνκ ξεχώρισε τή λέξη καραμπίνα. Τό κυνηγετικό 8πλο κρεμόταν στον άσπρο τοίχο πάνω άπ’ τό τζάκι. Ό Φράνκ, πού είχε μισογδυθεΐ, ξανάβαλε τό παντελόνι καί τό σακάκι του. ((Προσπάθησε πρώτα να τήν πιάσεις. "Ισως καί να μήν είναι τόσο πληγωμένη ». Ε ίχε άκόμη φως καί μπορούσε κανείς να διακρίνει κόκκι νες κηλίδες πάνω στο λευκό μέρος τού τριχώματός της καί τό ένα μάτι της είχε βγει απ’ τήν κόγχη του καί κρεμόταν. Ό Φράνκ δέν θυμόταν πιά πώς είχε γίνει άκριβώς. Πολύ γρήγορα μαζεύτηκαν πέντε, δέκα άτομα, πού έβλεπαν προς τά πάνω, χωρίς νά ύπολογίσουμε τά παιδιά, καί μετά ήρθε κάποιος μέ ένα φανάρι. Προσπάθησαν νά δελεάσουν τή γάτα βάζοντας κάτω, σε έμφανές μέρος, ένα μπώλ μέ ζεστό γάλα. Φυσικά, φρόντισαν πρώτα νά δέσουν τό σκυλί στο σπιτάκι του. Ό κόσμος έκανε πίσω άποφεύγοντας τις απότομες κινήσεις. Αλλά ή γάτα δέν κουνιόταν. Πότε πότε έβγαζε ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα. ((Βλέπεις 8τι φωνάζει». « Μπορεί νά φωνάζει, αλλά οχι σέ μά ς!» Απόδειξη, όταν προσπάθησαν νά τήν πιάσουν άνεβαίνοντας σ’ ένα κάθισμα, έκείνη έδωσε ένα σάλτο σ’ ένα κλαδί πιο πάνω. Αύτό κράτησε τουλάχιστον μία ώρα. "Ήρθαν κι άλλοι γ ε ί τονες πού τούς αναγνώριζες από τις φωνές τους. "Ενας νεαρός
() IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - II
15
σκαρφάλωσε στο δέντρο καί, κάθε φορά πού άπλωνε το χέρι, ή γάτα ανέβαινε όλο καί πιο ψηλά, έτσι πού στο τέλος άπο κά τω δεν διακρινόταν παρά μιά σκούρα μπάλα. «Αριστερά, Χ έλμ ο υ τ... Στην άκρη τού χοντρού κλα διού. ..» Το καταπληκτικό ήταν ότι μόλις έγκατέλειπαν τήν προσ πάθεια τό πληγωμένο ζώο νιαούριζε όλο καί πιο δυνατά. Θά έπαιρνες όρκο ότι ένιωθε άγανακτισμένο πού τό άφηναν στη μοίρα του. Έ τ σ ι, πήγαν κι έφεραν σκάλες. Όλος ό κόσμος κατέβαλ λε πολύ κόπο, βρίσκονταν σέ μεγάλη ύπερδιέγερση, ό οδο ποιός άπειλούσε άσταμάτητα νά πάει νά φέρει τήν καραμπίνα του καί τού έλεγαν νά σωπάσει. Δέν μπόρεσαν νά πιάσουν τήν άσπρόμαυρη γάτα έκεινο τό βράδυ. Ό λοι έπρεπε νά έπιστρέψουν σπίτια τους. Άφησαν έκ εΐ τό γάλα καί ένα πατέ άπό κρέας. « Εφόσον μπόρεσε ν’ άνέβει, θά ξέρει καί νά κα τέβει». Τήν έπομένη ή γάτα έξακολουθούσε νά είναι σκαρφαλω μένη στή φλαμουριά, σχεδόν στήν κορυφή, καί νιαούριζε όλη τή μέρα. Προσπάθησαν καί πάλι νά τήν πιάσουν. Τον Φράνκ τόν εμπόδιζαν νά πηγαίνει νά τήν κοιτάζει, έξαιτίας τού μα τιού πού κρεμόταν έξω άπ’ τήν κόγχη. Ακόμη καί ή κυρία Πόρς άρρώσταινε στή θέα του. Ποτέ δέν έμαθε τό τέλος της ιστορίας. Τήν τρίτη ήμέρα τόν διαβεβαίωσαν ότι ή γάτα είχε φύγει. Ήταν άλήθεια; Ή τού τό είπαν έτσι γιά νά τόν προστατέψουν συναισθηματικά; Σήμερα συνέβη σχεδόν τό ίδιο, μόνο πού αύτή τή φορά δέν πρόκειται γιά γάτα, άλλά γιά τή Σίσσυ.
152
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
Ό Φράνκ κατέληξε νά μπ ει στο πίσω δωμάτιο, ολομόνα χος, σχεδόν μέ κατάνυξη, κλείνοντας προσεκτικά τΙς πόρτες πίσω του, όπως σχεδόν θά έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο πού υπήρ χε ένας νεκρός. Άποφεύγοντας νά κοιτάξει τά σεντόνια, ξαναέστρωσε τήν κουβέρτα και μπορεί νά ετοιμαζόταν κα'ι νά ξαπλώσει όταν άντιλήφθηκε ένα άντικείμενο πάνω στο κομοδίνο. Λίγο νωρίτερα είχε στά χέρια του τις κάλτσες της Σίσσυ, μαύρες μάλλινες κάλτσες, μανταρισμένες έξαιρετικά στις φτέρνες, όπως μαθαίνουν νά κάνουν τά κορίτσια πού μεγαλώ νουν σέ μοναστήρια. Τήν τσάντα άπό τό κομοδίνο δέν τήν πήρε άπό περιέργεια. "Ηθελε άπλώς νά τήν άγγίξει. Μπορούσε νά τό κάνει, έφόσον ήταν ολομόναχος. Και τότε τού ήρθε μιά σκέψη. Θυμήθηκε τή Λόττε, πού πάντα σχεδόν όταν έπέστρεφε χτυπούσε τό κουδούνι καί ζητούσε συγγνώμη λέγοντας: « Ξέχασα πάλι τό κλειδί στήν πρόχειρη τσάντα ». Καί ή Σίσσυ είχε ένα κλειδί, τού άπέναντι διαμερίσματος. Καί πού άλλού θά τό είχε βάλει αύτό τό κλειδί, αν όχι στή τσάντα τ η ς ; Δέν θά τό είχε σκεφτεΐ έτσι πού έφυγε τρέχοντας. Ε κ είνη τή στιγμή δέν σκεφτόταν νά επιστρέφει σπίτι της. Δέν είχε δει κάν τόν κύριο Β ίμμερ πού προσπάθησε νά τήν έμποδίσει. "Ετσ ι τό κλειδί της ήταν έκεΐ, μές στήν τσάντα, μέ ένα μαντίλι, δελτία τροφίμων, μερικά εισιτήρια, λίγα κέρματα καί ένα μολύβι. « Πού πηγαίνετε, κύριε Φράνκ;» Δέν ήταν άκόμη έξι ή ώρα. Ε ίδ ε καθαρά τούς μαύρους
() IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - II
153
δείκτες του ρολογιού, μές στήν κουζίνα. Ή Μίνα δέν είχε ξαναξαπλώσει, καί καθόταν δίπλα στή θερμάστρα. Τόν άποκαλούσε πάλι « κύριε Φράνκ » καί τόν παρακολουθούσε μέ φο βισμένο βλέμμα. Εκείνος δέν είχε άντιληφθεΐ ότι εξακολουθούσε να κρατά στό χέρι του μια μικρή μαύρη τσάντα, μουσαμαδένια, ότι δέν φορούσε καπέλο, ούτε παλτό, καί ότι είχε ανοίξει τήν πόρτα. ((Φορέστε τουλάχιστον τό παλτό σας, άν βγείτε ». "Οταν είναι κανείς άρρωστος ξεχνάει τήν αρρώστια του, άν έχει να φροντίσει κάποιον πού είναι χειρότερα. Ή Μίνα δέν ένιωθε πια τόν πόνο στήν κοιλιά της. Θά ήθελε να συνοδέψει τόν Φράνκ, άλλα ήταν σίγουρη ότι θά της τό απαγόρευε. « Θά επιστρέφετε άμέσως, έτσι δέν είνα ι; Δέν είστε κα λά». Ή απέναντι πόρτα ήταν κλειστή, χωρίς τή λεπτή κοκκι νωπή γραμμή κάτω απ’ τή χαραμάδα της πόρτας. Ό Φράνκ κατέβηκε τά σκαλιά μέ αποφασιστικό ύφος. Θά έλεγες ότι ήξερε πού θά τήν έβρισκε. Στό τέρμα της οδού Βέρτ, υπάρχει ένας δρόμος στά δεξιά, 6που βρίσκεται τό μαγαζί τού Τίμο, καί από πίσω ή παλιά δεξαμενή. Α π’ αύτόν τό δρόμο φτάνει κανείς στό δρόμο της γέφυρας καί βρίσκεται σχεδόν στό κέντρο τής πόλης, όπου έχει φώτα, μαγαζιά, διαβάτες. Ά ν άντίθετα στρίψεις αριστερά, όπως έκανε μιά φορά μέ τή Σίσσυ, δέν βλέπεις παρά τό πίσω μέρος των σπιτιών, καί άλάνες. Τ ή δεξαμενή σέ ορισμένα σημεία τήν είχαν έπιχωματώσει, σέ άλλα όχι. Είχαν ξεκινήσει νά χτίζουν ένα δημοτι κό σχολείο, ό πόλεμος έμπόδισε τήν αποπεράτωσή του, καί
154
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
τώρα είναι ένα τεράστιο γιαπί, χωρίς στέγη, μέ σιδηροδοκούς και μισόκτιστους τοίχους. Δυο σειρές δέντρα, πολύ μικρά καί καχεκτικά πού τα προστατεύουν ακόμη μέ συρματόπλεγμα, χαρακώνουν αύτο πού μια μέρα θά γίνει λεωφόρος, αλλά τώρα κόβεται από λάκκους καί σταματάει απότομα σ’ ένα νταμάρι άμμοχάλικου. Ε ίχ ε σκοτεινιάσει έντελώς. Γιά όλο αύτο το τμήμα τής πόλης δέν ύπήρχε παρά ένας μόνος φανοστάτης πού φαινόταν σάν νά είχε ξεχαστεΐ, ένώ απ’ την άλλη πλευρά τής όχθης τά φώτα σχημάτιζαν μία σχεδόν συνεχή γιρλάντα μπροστά απ’ τά σπίτια καί από έκει περνούσαν καί τράμ. Ή ξερε ότι θά τήν έβρισκε αλλά ήθελε ν’ άποφύγει νά την τρομάξει. Δέν είχε τήν πρόθεση νά τής μιλήσει. Ή θελε άπλώς νά τής δώσει τό κλειδί της. Για τί ό Χόλστ δέν θά έπέστρεφε πριν τά μεσάνυχτα, καί έκείνη δέν ήταν δυνατό νά μ εί νει έξω, μέ ολόγυμνα ποδιά μές στά παπούτσια, καί χωρίς χρήματα. Σ τή γωνία τού δρόμου πέρασε ξυστά άπό κάποιον, έναν άντρα, καί ήταν σίγουρος ότι ήταν ό κύριος Β ίμμερ. Αύθόρμητα έκανε μιά κίνηση προς τά πίσω, φοβήθηκε, γιατί άν ό άντρας είχε βάλει στο μυαλό του νά τον χτυπήσει, ήταν ύποχρεωμένος νά τον αφήσει νά τό κάνει. Καί ό κύριος Βίμμερ θά πρέπει νά έψαχνε τή Σίσσυ. Μή πως τήν είχε ακολουθήσει γιά λίγο καί έχασε τά ίχνη της μές στις αλάνες; Τ ή στιγμή πού διασταυρώθηκαν, γιά κλάσμα τού δευτε ρολέπτου, είχαν άκουμπήσει ό ένας τον άλλον. Σ έ εκείνο τό σημείο ήταν ακόμη κάπως φωτεινά. ’Άν καί τό φεγγάρι δέν
Ο IΙΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ Σ Ι Σ Σ Υ - Ι Ι
155
φαινόταν, ήταν πίσω απ’ τα σύννεφα, όμως έπέτρεπε να δια κρίνεις τό σχήμα των αντικειμένων. Μήπως ό κύριος Β ίμμερ είδε τήν τσάντα πού κρατούσε ό Φράνκ στο χέρι του; Άραγε σκέφτηκε το κ λειδ ί; Κατάλαβε άραγε τί ζητούσε εκ εί ό Φράνκ; Πάντως, τον άφησε να περάσει. Ό Φράνκ τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, σκοντάφτει πάνω στις παγωμένες στοί βες τού χιονιού, μετά σταματάει άπότομα κοιτάζοντας γύρω του. Θέλει νά φωνάξει το όνομα της Σίσσυ, άλλά θά ήταν άναμφίβολα ό καλύτερος τρόπος γιά νά τήν άπομακρύνει, γιά νά τήν κάνει νά βυθιστεί άκόμη πιο πολύ στο σκοτάδι τής άχανούς έκτασης όπου καί, όπως ή άσπρόμαυρη γάτα τού χωριού, θά μπορούσε νά κρυφτεί σέ έναν λάκκο. Πότε πότε άκούει κάτι νά κινείται, τρέχει βιαστικά προς έκείνη τήν κατεύθυνση, δέν βρίσκει τίποτα, μετά άκούει βή ματα προς μιά άλλη κατεύθυνση, τρέχει καί βλέπει πώς είναι ό κύριος Β ίμμερ πού άκολουθεΐ έναν παράλληλο δρόμο. Πάρα πολλές φορές τά βήματά του έσπασαν τήν επιφά νεια τού πάγου καί βυθίστηκε σέ λακκούβες χιονιού μέχρι τά γόνατα. Είναι εκεί. Τήν είδε. Αναγνώρισε τή σιλουέτα της καί δέν τόλμησε νά τρέξει προς τά κει, ούτε νά μιλήσει ούτε νά φω νάξει, μόνο τέντωσε το χέρι του δείχνοντας τήν τσάντα όπως έδειχναν τό πιάτο μέ τό γάλα στή γάτα. Έ κείνη ξανάφυγε ήδη. Χάθηκε σ’ ένα σκοτεινό σημείο καί, τότε μόνο, εκείνος τολμάει ν’ αρθρώσει μέ φωνή γεμάτη ντροπή, μές στήν έρημη σιω πή:
156
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
«Τ ό κ λειδ ί!» Τήν ξαναβλέπει πάλι ένώ διασχίζει ένα λευκό σημείο και τρέχει, σκοντάφτει, επαναλαμβάνει: «Τ ό κ λειδ ί!» Δέν θέλει να φωνάξει τό όνομά της για να μήν τήν τρομά ξει περισσότερο. Έ π ρεπ ε να δώσει τήν τσάντα στόν κύριο Β ίμ μερ, καί έκεινος ίσως κατάφερνε να τήν πλησιάσει. Δέν τό σκέφτηκε. Ούτε ό κύριος Βίμμερ. Άραγε ό ήλικιωμένος γείτονας θά είχε πράγματι περισσότερες πιθανότητες; Ό Φράνκ δέν τον βλέπει πια πουθενά, ούτε καί τον ακούει. Δέν είναι τής ήλικίας του να τσαλαβουτάει σ’ αύτό τό οικόπεδο πού είναι γεμάτο από παγίδες. Ε κ είνη δέν είναι μακριά, μετά βίας σέ έκατό μέτρα απόσταση. Αλλά καί ό άνθρωπος πού σκαρφάλωσε στή φλαμουριά, μές στόν κήπο τού κυρίου Πόρς, είχε πλησιάσει πολύ κοντά, αρκετές φορές, τή γάτα. Όλοι τό τε νόμιζαν ότι θά καθόταν νά τήν πιάσει. Ίσως ή γάτα νά δί σταζε τί έπρεπε νά διαλέξει, καί τελικά, τήν τελευταία στιγ μή, έδινε ένα σάλτο σ’ ένα ψηλότερο κλαδί. Τό ποτάμι είναι παγωμένο, ό ύπόνομος όμως πού εμπο δίζει νά σχηματιστεί πάγος σ’ ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του, δέν είναι μακριά. Ό Φράνκ προσπαθεί άλλη μιά φορά, δυό φορές. Αποθαρ ρημένος θέλει νά βάλει τά κλάματα. Τού έχει γίνει έμμονη ιδέα: τό κλειδί. Αύτή ή μικρή φθαρ μένη τσάντα, μέ τό μαντίλι, τά δελτία τροφίμων, τά λίγα κέρ ματα καί ένα κλειδί. Λοιπόν, έφόσον δέν είναι μακριά της, καί έφόσον θά πρέ πει νά τον βλέπει, διαλέγει τό πιο φωτεινό σημείο καί σταμα
Ο 11Α ΓΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - II
157
τάει, μένει εκεί, ολόρθος, μέ τό χέρι σηκωμένο κρατώντας τήν τσάντα, καί έπαναλαμβάνει μέ 6λη του τή δύναμη, χωρίς να νοιάζεται άν γελοιοποιείται! «Τ ό κ λειδ ί!» Κουνάει τήν τσάντα. Θέλει να είναι σίγουρος 6τι τον βλέ πει καί 6τι καταλαβαίνει. Όσο τό δυνατόν πιο επιδεικτικά, άφήνει τήν τσάντα πάνω στο χιόνι, σέ σημείο πού να φαίνε ται, καί έπαναλαμβάνει φωνάζοντας: « Τό κ λειδ ί! ... Τήν αφήνω εδώ ...» Είναι καλύτερα να φύγει, για κείνη. Όσο τριγυρνάει έδώ γύρω, έκείνη δέν θά ξεθαρρέψει. Τσαλαβουτάει πάλι στα χιό νια αποκαρδιωμένος. Φεύγει σαν να τον ξεριζώνουν κυριολε κτικά απ’ τό οικόπεδο, καί παίρνει υποχρεωτικά τις ράγες καί αύτό τό μαυριδερό μονοπάτι ανάμεσα στά δυο βουναλάκια του χιονιού πού αποτελούν τό πεζοδρόμιο τού κτιρίου. Δέν πάει στού Τίμο, πού άπέχει δυό βήματα. Περνάει μπροστά απ’ τό αδιέξοδο τού βυρσοδεψείου χωρίς νά τό κα ταλάβει. Όταν μπαίνει στήν είσοδο, ό θυρωρός τον κοιτάζει μές απ’ τά κουρτινάκια καί σίγουρα θά έχει ήδη ενημερωθεί. Σήμερα τό βράδυ, αύριο, θά τό ξέρει 6λο τό κτίριο. Ανεβαίνει τή σκάλα. Στού κυρίου Βίμμερ τό φως δέν είναι άναμμένο, άρα δέν έχει γυρίσει. Όλο αύτό αρχίζει νά σχηματίζει ένα γκρίζο, ασαφές, μο νότονο χάος. Θά προστεθούν ώρες πάνω στις ώρες. Είναι σί γουρα οί πιο ατελείωτες πού έχει ζήσει ποτέ. Σ έ σημείο πού ορισμένες φορές τού έρχεται νά ούρλιάξει βλέποντας τούς δείκτες νά είναι κολλημένοι στο ίδιο σημείο. Κ ι όμως, απ’ τό σύνολο 6λων αύτών των ωρών, δέν θά μεί-
158
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
vet τίποτε απολύτως, παρά κάποια αποκαΐδια, κάποια κατά λοιπα πού ξεπροβάλλουν απ’ τις στάχτες μέσ’ απ’ τό τζάκι. Ε π ιστρέφ ει ή μητέρα του και το άρωμά της κυριαρχεί αμέσως σέ 6λο τό δωμάτιο. Δέν τον κοίταξε παρά ένα δευτε ρόλεπτο. Μετά στρέφεται πρός τή Μίνα, και της κάνει νόημα νά τήν ακολουθήσει στο μεγάλο δωμάτιο. Νομίζουν πώς δέν τις ακούει πού μιλούν ψιθυριστά; Ά ς τά πει 6λα ή Μ ίνα! Και πράγματι, δέν περιμένει τήν άδειά του. Θεωρεί πώς είναι χρέ ος της νά τό κάνει, γιά δικό του καλό. Άπό τώρα κα'ι στο έξης θά κάνουν τά πάντα γιά νά τον προστατέψουν. Τού είναι αδιάφορο. « Θέλω νά φας, Φράνκ, έστω καί λίγο ». Ή Λόττε περιμένει 6τι θά άρνηθεί. Καί 6μως, έφαγε. Δέν θυμάται πλέον τί, αλλά έφαγε. Ή μητέρα του πήγε καί ξαναέστρωσε τό κρεβάτι στο πίσω δωμάτιο. Ή Μίνα δέν ξαναξάπλωσε. Παίρνει τό άθώο της ύφος. Κάθεται σέ μιά πολυθρόνα στο σαλόνι, 6σο δυνατόν πιο κοντά στήν πόρτα, καί στήνει αύτί. Άραγε ποιόν φοβούνται; Τον Χ όλσ τ; Τήν Αστυνομία; ’Ή τον γερο-Β ίμ μερ; Στά χείλη του διαγράφεται ένα υπεροπτικό χαμόγελο. «Φράνκ, μπορείς νά ξαπλώσεις. Τό δωμάτιό σου είναι έτοιμο. Έκτος κι αν προτιμάς τό μεγάλο δωμάτιο γιά σήμερα τό βράδυ ». Δέν πήγε νά κοιμηθεί. Θά ήταν ανίκανος νά πει τί έκανε, ή τί σκεφτόταν. Κάποιες στιγμές, καί είναι τό μοναδικό πράγμα πού θυμάται, τά αντικείμενα μπροστά στά μάτια του άρχιζαν ν’ αποκτούν ζωή, όπως τότε πού ήταν μικρός* γιά παράδειγμα,
Ο IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - II
159
το μπρούντζινο σταχτοδοχείο πού οί ανταύγειες του γίνονταν βλέμματα, ή τό ταμπουρέ πού είναι καλυμμένο μέ μια ταπισερί καί το έχουν μπροστά στή θερμάστρα, γιατί ή μητέρα του άκουμπάει έκεΐ τα πόδια της όταν τύχει κάτι να ράψει. Αύτές οί ώρες έδιναν την εντύπωση ότι δέν θά κυλούσαν καί όμως κύλησαν. Τού έδωσαν νά π ιει κάτι πού περιείχε λε μόνι καί κάποιο οινοπνευματώδες ποτό. Τού άλλαξαν κάλ τσες καί τού φόρεσαν παντόφλες. Μίλησαν γιά την Μπέρθα, πού δέν θά έπέστρεφε παρά τό πρωί της έπομένης καί θά προσπαθούσε νά φέρει ένα κομμάτι χοιρινό καί λουκάνικα. Ό κύριος Β ίμ μερ έπέστρεψε, ολομόναχος, γύρω στις οκτώ. Έπέστρεψαν κι άλλοι ένοικοι άλλων ορόφων καί ό θυ ρωρός μάλλον θά τούς ένημέρωσε έναν έναν. Μήπως ή Σίσσυ ήταν ήδη νεκρή; Ό κύρος Πόρς έλεγε διαρκώς ότι ήταν καλύτερα νά ξεμ περδεύουν μέ τή γάτα μέ μιά τουφεκιά. Μές στο κτίριο σίγου ρα θά υπάρχουν ορισμένοι πού θά σκέφτονται γιά τή Σίσσυ τό ’ίδιο πράγμα, καί άλλοι, αν τολμούσαν, εύχαρίστως θά σκό τωναν τον Φράνκ. Καί αύτό έπίσης τού είναι άδιάφορο. ((Για τί δέν πέφτεις νά κοιμηθείς;» Καθώς καί οί δυο γυναίκες ξέρουν πολύ καλά τί περιμένει, ή Λόττε προσθέτει: « Θ’ ακούσουμε έμεΐς. Σοΰ υπόσχομαι νά σέ ξυπνήσω αν υπάρξει κάποιο νέο ». Μήπως ξέσπασε σέ γ έλ ια ; Πάντως, είχε τήν έπιθυμία νά γελάσει. Πρέπει νά τελειώσει αύτό μ ’ έναν όποιοδήποτε τρόπο, καί,
ι6ο
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
γιά τή γάτα, πήρε τουλάχιστον δυο μέρες. Άραγε τό ασπρό μαυρο ζώο έφυγε πράγματι αναζητώντας τήν τύχη του έτσι μέ τό ένα μάτι βγαλμένο; Είναι πολύ πιο πιθανό τελικά ό Πόρς να χρησιμοποίησε τήν καραμπίνα του, όταν ό Φράνκ ήταν στο σχολείο, καί προ τίμησαν να του πούνε ψέματα. Τα λεπτά πριν από τά μεσάνυχτα τού φάνηκαν ακόμη πιο ατελείωτα από κείνα στις πέντε τό απόγευμα. Ε κείνα είναι ήδη τόσο μακριά πού ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Πρώτα ανατριχιάζουν οί δυο γυναίκες όταν άκούγονται βήματα στις σκάλες, αλλά κάνουν πώς δέν καταλαβαίνουν καί έξακολουθοΰν ή μία τό εργόχειρό της καί ή άλλη τό διάβασμα τού μυθιστορήματος τού Ζολά τού οποίου θά δυσκολευόταν νά διηγηθεΐ τήν πλοκή. Ακούστηκε κάτω ή πόρτα τής εισόδου. Αύτός είναι. Δέν μπορεί παρά νά είναι αύτός· στο πέρασμά του θά τον σταμα τήσει ό θυρωρός γιά νά τού αναγγείλει τά νέα. Πώς γίνεται καί άκούγονται αμέσως βήματα στις σκάλες; Είναι ακόμη συγκεχυμένα. Μέχρι τον πρώτο όροφο ό ήχος τους είναι σχεδόν ανεπαίσθητος. Άπό τον δεύτερο ό Φράνκ αναγνωρίζει τον μαλακό ήχο απ’ τις τσόχινες μπότες πάνω στά σκαλοπά τια, καί ταυτόχρονα τον ήχο κάποιων άλλων βημάτων. Τού κόβεται ή ανάσα. Ή Μίνα παρ’ ολίγο νά σηκωθεί νά μισανοίξει τήν πόρτα, αλλά ή Λόττε τής κάνει αύστηρά νόημα νά μήν κινηθεί. Τά δεύτερα βήματα είναι βήματα γυναικεία, διακρίνεται ό ήχος άπό τό πάτημα ψηλών τακουνιών, μετά άκούγεται τό κλειδί πού γυρίζει στήν κλειδαριά. Καί ή φωνή τού Χόλστ πού λέει απλά καί μέ τρυφερότητα:
ι ) ΙΙΛΙ Ι-.ΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ - II
ΐ6 ΐ
« Μ πές!» 'Ο Φράνκ δέν θά μάθει παρά μόνο πολύ άργότερα 6τι έκείνη περίμενε τον πατέρα της στο άδιέξοδο, έκει 6που κι ό ίδιος, μιά νύχτα, εΐχε κολλήσει την πλάτη του στον τοίχο. Άραγε Οά μάθει έπίσης 6τι τον εΐχε άφήσει νά προσπεράσει καί 6τι όταν ό Χόλστ εΐχε άπομακρυνθει πιά, άπ’ τη γωνιά πού ήταν κολλημένη καί μέ τις δυνάμεις της νά τήν έγκαταλείπουν, φώναξε: « Πατέρα!» Μπήκαν σπίτι τους. Ή πόρτα ξανάκλεισε. « Φράνκ, τώρα, θά πας νά κοιμηθείς. Λογικέψου ». Μαντεύει 6τι ή μητέρα του φοβάται πώς ό Χόλστ, μόλις πέσει ή κόρη του στο κρεβάτι, θά ρθεΐ νά χτυπήσει τήν πόρτα τους. Θά προτιμούσε νά τον δεχτεί μόνη της. Ά ν τό τολμούσε άλλά τό έντελώς άκαμπτο βλέμμα τού Φράνκ τήν τρομά ζει-, θά τον συμβούλευε νά πάνε νά περάσουν μέ τήν κόρη του λίγες μέρες στην έξοχή, ή στο σπίτι κάποιου φίλου. Ό μω ς, μόνο ό Θεός ξέρει πόσο τά πράγματα έξελίσσονται άπλά! Ό γερο-Βίμμερ δέν βγήκε άπ’ τη φωλιά του. Ού τε κι έκεΐνος κοιμήθηκε. Άπό τό φεγγίτη του άκούει τά πάντα. Άραγε ό Χόλστ ξάπλωσε στό κρεβάτι του έκείνη τή νύ χτα ; Γιά πολλή ώρα άκουγόταν θόρυβος στό διαμέρισμά του. Θά πρέπει νά τούς περίσσευαν λίγα ξύλα ή κάρβουνα, γιατί άναψε φωτιά πού τή συνδαύλιζε κάθε τόσο κι έβαλε νερό νά βράσει. Τό φως έμεινε άναμμένο. Ό Φράνκ μισάνοιξε δυο φορές τήν πόρτα, τήν πρώτη γύρω στη μιάμιση τό πρωί, τή δεύτερη
102
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
γύρω στις τρεις, καί πάντα υπήρχε μια κοκκινωπή γραμμή κάτω άπ’ τή χαραμάδα τής άπέναντι πόρτας. Ούτε κι έκεΐνος κοιμήθηκε. ’Έ μεινε στο σαλόνι, 6που οί γυναίκες χωρίς να σηκώνουν άντίρρηση τού έστρωσαν τό ράν τζο. Προσπάθησαν να τον ζαλίσουν μέ γκρόγκ, χωρίς να τό καταφέρουν. ’Ήπιε τα πάντα, 6,τι τού έδωσαν, καί παρέμεινε σέ πλήρη διαύγεια. Ούδέποτε στή ζωή του είχε τέτοια διαύ γεια. Σχεδόν τρόμαξε κι ό ίδιος, σάμπως 6λο αύτό να εΐχε κά τι τό υπερφυσικό. Οί γυναίκες γδύθηκαν. Ή μητέρα του περιποιήθηκε τή Μίνα. Ακούσε 6λη τήν τεχνική συζήτηση πού εΐχαν 6σον αφορά τα γυναικεία όργανα καί άνέφεραν πάλι τό ονομα τού Ό ττο. Μπορεί να νόμιζαν 6τι κοιμήθηκε. Ή Λόττε έμεινε έκ πληκτη, 6ταν, τή στιγμή πού έσβηνε τό φως, άκουσε τή φωνή τού γιού της να λέει κατηγορηματικά: « Μήν τό σβήνεις ». «"Οπως θέλεις. Προσπάθησε 6μως να ξεκουραστείς ». Γύρω στις πέντε ό Χόλστ άνοιξε τήν πόρτα του καί πήγε καί χτύπησε τήν πόρτα τού κυρίου Βίμμερ. Αναγκάστηκε να χτυπήσει πολλές φορές. Μίλησαν χαμηλόφωνα στο διάδρομο, μετά ό κύριος Βίμμερ πήγε σίγουρα να ντυθεί. Ήρθε, μέ τή σειρά του, χτύπησε στού Χόλστ, κι εκείνος τού άνοιξε άμέσως. Ό Χόλστ έφυγε. Ό Φράνκ δέν δυσκολεύτηκε να καταλά βει. Πήγε να φέρει γιατρό. Ακόμη δέν ήταν ή ώρα πού έπιτρεπόταν ή κυκλοφορία στούς δρόμους, άλλα τον Χόλστ δέν τον ένδιέφερε. Θά μπορούσε νά προσπαθήσει νά τηλεφωνήσει
π ΙΙΛΙ I Ι’ΛΣ ΓΗΣ ΣΙΣΣΥ - II
163
4πό τό τηλέφωνο κάτω. Άλλα και ό Φράνκ το ίδιο θά έκανε. ( )1 γιατροί δέν μετακινούνται καί τόσο εύκολα, καί κυρίως όταν τούς τηλεφωνούν. 11ρέπει να πάει μακριά. Στή γειτονιά δέν υπάρχει πιά για τρός, έκτός από έναν γέρο γενειοφόρο σχεδόν πάντα μεθυσμέ νο πού κανείς πλέον δέν τον εμπιστεύεται καί ή μοναδική του πελατεία είναι άπό τό γραφείο της πρόνοιας. Ό Χόλστ πρέπει νά περάσει τις γέφυρες. Τελικά βρίσκει, γιατί στις έξι ένα αύτοκίνητο σταματάει στο δρόμο. Ά ν ήταν άσθενοφόρο; Ά ν τή μετέφεραν κάπου άλλου; Ό Φράνκ τρέχει στό παράθυρο, προσπαθεί νά δει, δέν διακρίνει τίποτε άλλο έκτός άπ’ τά δύο φώτα τού αύτοκινήτου. Ανεβαίνουν τις σκάλες μόνο δυο άντρες. Ά ν μετέφεραν τή Σίσσυ, θά άνέβαιναν καί νοσοκόμοι μέ τό φορείο. Ό Φράνκ σβήνει τό φως, γιά νά μήν καταλάβει ό Χόλστ ότι έμεινε ξάγρυπνος, ίσως γιατί ντρέπεται, ίσως γιατί μπο ρεί νά φαινόταν σάν πρόκληση. Πάντως σίγουρα δέν τό κάνει άπό φόβο. Δέν φοβάται τον Χόλστ. Δέν θά κάνει τίποτα γιά νά τόν άποφύγει, τό άντίθετο μάλιστα. Ό γιατρός έμεινε άρκετή ώρα καί ξαναγέμισαν τή θερμά στρα, συνδαύλισαν τή φωτιά, έβαλαν πάλι νερό νά βράσει. Άραγε ή Σίσσυ πήγε νά πάρει τήν τσάντα της έκ εί πού τήν είχε άφήσει; Κατάλαβε τήν τακτική του; Ά ν οχι, ό πατέρας της θά πρέπει νά ξεκινήσει άτέλειωτες διαδικασίες γιά νά πά ρουν καινούργια δελτία τροφίμων. Ό γιατρός έμεινε μισή ώρα. Ό κύριος Β ίμ μερ θά ήταν καλό νά έφευγε κι αύτός. Αλλά έμεινε. Καί έμεινε μέχρι τις έπτά παρά δέκα πού ξαναπήγε στό δωμάτιό του.
164
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
’Έ τσ ι λοιπόν κύλησαν οί ώρες. Μετά ό Φράνκ κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε τόσο βαθιά πού δέν κατάλαβε κάν 6τι μετέφεραν τό ράντζο στήν κουζίνα, δίπλα στή θερμάστρα και 6τι του έβαλαν θερμοφόρα στά πόδια. Ή κουζίνα δέν βλέπει στο δρόμο. Τό φως τής ήμέρας περ νάει μόνο άπό τό φεγγίτη. Ό μω ς, 6ταν άνοιξε τά μάτια, άντιλήφθηκε άμέσως 6τι κάτι άλλαξε. Ή θερμάστρα καίει δυνατά άκριβώς δίπλα του. Αναγκάζεται νά άνασηκωθεΐγιά νά δει τό ξυπνητήρι πού δείχνει έντεκα. Αναγνωρίζει, στο δι πλανό δωμάτιο, τή φωνή τής Μπέρθας μέ τη χωριάτικη προ φορά. « Καλά θά κάνεις νά μείνεις ξαπλωμένος, Φράνκ!» λέει ή Λόττε, πού σπεύδει στήν κουζίνα. « Δέν θελήσαμε νά σέ ξυ πνήσουμε και νά σέ βάλουμε σ’ άλλο κρεβάτι, άλλά σίγουρα έχεις πυρετό ». Δέν έχει, τό ξέρει. Θά ήταν πολύ εύκολο νά άρρωστήσει. Δέν πάει νά τού βάλουν 6σα θερμόμετρα θέλουν στο στόμα ή στον πισινό. Τό χιόνι πέφτει πυκνό, σιωπηλό, τόσο πυκνό πού μετά βίας διακρίνει κάνεις τά παράθυρα τού άπέναντι σπιτιού και άκόμη και στήν κουζίνα άλλάζει ή ποιότητα τού άέρα. « Για τί δέν θέλεις ποτέ νά σέ φροντίσει κανείς;» Ούτε πού τής άπαντά. « Φράνκ, έλα μαζί μου ». Εφόσον είχε σηκωθεί και είχε φορέσει τή ρόμπα του, τον παίρνει μές στο σαλόνι 6που τό χάλι είναι μισοτυλιγμένο -κά νουν φασίνα- καί κλείνει 6λες τις πόρτες. « Δέν θέλω νά σού κάνω καμία έπίπληξη. Ξέρεις 6τι ποτέ
Ο Ι ΙΛ ΙΙ ΙΆ Σ ΤΗΣ Σ Ι Σ Σ Υ - Ι Ι
165
δέν τό έκανα. Το μόνο πού θέλω είναι να μ ’ άκούσεις. Πίστεψέ με, Φράνκ, είναι καλύτερα να μήν εμφανιστείς έξω σήμερα, ούτε για λίγες μέρες ίσως. ’Έ στειλα τήν Μπέρθα στήν άγορά. I Ιαρ’ ολίγο να μήν τήν έξυπηρετήσουν ». Δέν τήν άκούει καί έκείνη άντιλαμβάνεται τό βλέμμα πού ρίχνει προς τήν κατεύθυνση τού διαμερίσματος τού Χόλστ. Ηιάζεται να τού πει για να τον καθησυχάσει: « Σίγουρα δέν θά είναι κάτι σοβαρό ». Μήπως σκέφτεται 6τι είναι έρωτευμένος, ή 6τι έχει τύψ εις; « ΤΗρθε ό γιατρός σήμερα τό πρωί. ’Έ φερε μπαλονάκια όξυγόνου. Κρύωσε. Ό πατέρας τ η ς...» Έ ! λοιπόν; Τ ί περιμένει για να συνεχίσει; ((Ό πατέρας τ η ς ;» «Δ έν φεύγει άπ’ τό πλάι της. Οί ένοικιαστές μάζεψαν χρήματα για να τούς φέρουν λίγα κάρβουνα ». Ε κείνο ι έχουν δυο τόνους κάρβουνα κάτω στο ύπόγειο άλλα κανείς δέν θά θελήσει άπ’ αύτά. «"Οταν γίνει καλά, ό κόσμος ούτε πού θά τό θυμάται. Ακόμη κι άν έξελιχθεί σέ πνευμονία, 6πως άκούγεται, δέν διαρκεί ποτέ πάνω άπό τρεις εβδομάδες. Άκου, Φράνκ. Άκουσέ με σοβαρά, γιά μία φορά. Ε ίμα ι ή μητέρα σου ». « Έ ! άλίμονο!» « Απόψε τό βράδυ, ή ακόμη καλύτερα, τή νύχτα, έφόσον έχεις κάποιο χαρτί γιά τό όποιο προτίμησες νά μή μού μιλή σεις άλλά πού τό έχει δει 6λος ό κόσμος...» Ή πράσινη κάρτα! Ακόμη κι αύτή τήν έχει έντυπωσιάσει. I Ιρομηθεύει κορίτσια, πού μόλις ένηλικιώθηκαν, στούς κα-
ι6 6
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
τακτητές, άλλα έχει σκανδαλιστεί πού ό γιός της έχει στήν κατοχή του τήν περίφημη πράσινη κάρτα! Έν τω μεταξύ, μια πού τήν εχει, τουλάχιστον άς τήν εκμεταλλευτεί. « Καλά θά έκανες νά φύγεις για λίγες μέρες καί να μήν εμφανιστείς στή γειτονιά. Το έχεις κάνει πολλές φορές. Φ ί λους έχεις. Χρήματα έχεις. Ά ν δεν έχεις, θά σου δώσω ». Για τί το λέει αύτό, έφόσον ή Μίνα σίγουρα θά τής μίλησε για τή χοντρή δέσμη των χαρτονομισμάτων πού έχει στήν τσέπη του; Καί χωρίς άμφιβολία θά πήγε κι έκείνη νά ρίξει μια ματιά 6σο έκεΐνος κοιμόταν. Αύτό επίσης τήν τρομάζει. ‘Υπάρχουν στις τσέπες του πάρα πάρα πολλά λεφτά. Κανείς δεν μπορεί νά βγάλει τόσο πολλά χρήματα μονομιάς παρά μό νο χρησιμοποιώντας έπικίνδυνα μέσα. « ’Άν προτιμάς, θά σου βρω ένα ήσυχο δωμάτιο. Έ χ ω ένα στή διάθεσή μου, στο σπίτι μιας φίλης μέ τήν οποία βγήκα χθές καί τίποτε άλλο δέν θά τής έκανε μεγαλύτερη εύχαρίστηση άπ’ τό νά σέ φιλοξενήσει. Θά έρχομαι νά σέ βλέπω, νά σέ φροντίζω. Χρειάζεσαι ξεκούραση ». « ’Ό χ ι». Δέν θά έγκαταλείψει τό σπίτι. Κατά βάθος, ξέρει πολύ καλά τί σκέφτεται ή μητέρα του: 6τι τό παρατράβηξε. Έ κ εί νη έχει πανικοβληθεΐ, αύτή είναι ή άλήθεια. 'Όσο έκανε ήσυχα τό μικρό της έμπόριο μέ τά κορίτσια, άκόμη καί μέ τούς κατακτητές, ό κόσμος τήν περιφρονούσε, άλλά κανείς δέν τολ μούσε νά πει τίποτε. Άρκοΰνταν νά τήν άποφεύγουν, νά στρέ φουν άλλου τό κεφάλι 6ταν τή συναντούσαν στή σκάλα, ή ν’ άφήνουν πολύ χώρο γύρω της άν ποτέ τύχαινε νά βρεθεί σέ κάποια ούρά.
Ο ΙΙΛΤΚΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - II
167
Τώρα, το πράγμα εΐναι πάρα πολύ σοβαρό. ‘Υπάρχει ένα συναισθηματικό στοιχείο πού έχει ξεσηκώσει τούς ένοικιαστές, ύπάρχει μία κοπελίτσα πού είναι άρρωστη, πού ίσως πεθάνει, καί πού έπιπλέον είναι φτωχή. Ή Λόττε φοβάται, τελεία καί παύλα. Καί ή Λόττε, πού είναι φίλη μέ τον σπουδαίο Ό ττο, μέ άξιωματικούς πού έχουν τουφεκίσει ή βασανίσει δεκάδες ανθρώπους, έχει θυμώσει, μαζί του, πού πήρε αύτή την πρά σινη κάρτα, τήν οποία εκείνη ποτέ δεν τόλμησε ούτε να ονει ρευτεί. ’Άν τουλάχιστον δέν τήν είχε δείξει σέ κανέναν! Όλο τό κτίριο είναι έναντίον τους. Τό θύμα τους βρίσκεται στήν πόρτα τους, άκριβώς στο κατώφλι τους. Καί σαν να μήν έφτανε αύτό, τήν προηγουμένη 6λη ή ένταση βρισκόταν στή διαπασών λόγω τής έρευνας στο διαμέρισμα τού βιολιστή. Ακούγεται μάλιστα 6τι χτύπησαν μέ τα κοντάκια των τουφεκιών τή μητέρα για να τήν κάνουν να σωπάσει. Έ σ τω κι άν δέν τούς έμπλέκουν σ’ αύτή τήν ύπόθεση, τα πνεύματα είναι ύπέρ τό δέον όξυμμένα. Όλο τό κτίριο θά θυμάται για πολύ καιρό 6τι μόνο ό Φράνκ, αύτός 6 νεαρούλης, πέρασε άπό τό φράγμα των άστυνομικών, ήσυχα -υπήρ χαν νοικοκυρές των οποίων τα παιδιά ήταν μόνα, χωρίς φω τιά, καί δέν τις άφηναν νά περάσουν-, δείχνοντας τήν πράσινη κάρτα του. Ή Λόττε φοβάται έπίσης τον Χόλστ. « Φράνκ, σέ παρακαλώ νά μ ’ άκούσεις ». « Ό χ ι». Τόσο τό χειρότερο γιά κείνη καί γιά τά κορίτσια. Θά μ εί
ι6 8
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
νει έκεΐ. Δεν θά φύγει μόλις σκοτεινιάσει, 6πως τον πιέζει νά κάνει. Δέν θά πάει νά βρει καταφύγιο ούτε στό σπίτι τού Κρόμερ ούτε στό σπίτι τής φίλης της. « Ποτέ δέν έκανες τίποτε άλλο παρά τού κεφαλιού σου ». « Ν α ί». Καί τώρα περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά. Άπό τώρα καί στό έξης μόνο 6,τι θέλει αύτός θά κάνει, χωρίς νά νοιάζε ται γιά κανέναν, καί αύτό θά τό άντιληφθεΐ καί ή Λόττε, καί οί άλλοι έπίσης. « Πήγαινε τουλάχιστον νά ντυθείς. Μπορεί νά έρθει κα νείς ». Λίγο άργότερα, άκριβώς πριν άπό τό μεσημέρι, ή πόρτα θά χτυπήσει άλλά δέν θά είναι πελάτης. Είναι ό έπιθεωρητής της Αστυνομίας Κούρτ Χάμλινγκ, πάντα ψυχρός καί εύγενικός, πάντα μέ ύφος σάν νά επισκέπτεται έναν γείτονα. Ό Φράνκ είναι κάτω άπ’ τό ντους τή στιγμή πού μπαίνει ό έπ ι θεωρητής άλλά καθώς οί πόρτες τό πρωί είναι πάντα ορθά νοιχτες, άκούγονται 6λα 6σα λέγονται. Μεταξύ άλλων, ή συνηθισμένη φράση της μητέρας του: « Δέν θέλετε νά βγάλετε τις λαστιχένιες γαλότσες σας;» Σήμερα δέν θά ήταν πολυτέλεια. Χιονίζει γιά τά καλά καί σέ λίγο θά σχηματιστεί μιά ολόκληρη λίμνη άπό λάσπη πάνω στό χαλί, στά πόδια τής πολυθρόνας πού κάθεται ό άστυνομικός. « Εύχαριστώ. Απλώς μπήκα περνώντας ». «'Έ να ποτό;» Δέν λέει ποτέ ναί, άλλά τώρα τό δέχεται σιωπηλά. Κάνει τή διαπίστωση:
Ο 11Λ ΓΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - II
169
« Ό καιρός μαλάκωσε. Σ έ μια δυό-μέρες ό ούρανός θ’ άνοίξει». Κανείς δέν ξέρει σέ ποιόν ούρανό άναφέρεται, άλλα ό Φράνκ δέν τον φοβάται, φοράει τό μπουρνούζι του, καί έμφανίζεται έπίτηδες στό σαλόνι. ((Γιά κοίτα! Δέν ήλπιζα 6τι θά έβρισκα τον Φράνκ έδώ ». « Γ ια τ ί;» ρωτάει έκεΐνος έπιθετικά. « Μου είπαν 6τι ήσασταν στήν έξοχή ». « Έ γ ώ ;» « Ο ί άνθρωποι μιλάνε πολύ, ξέρετε. Και έμεΐς είμαστε υποχρεωμένοι νά τούς άκούμε, για τί αύτή είναι ή δουλειά μας. Εύτυχώς πού τό κάνουμε μόνο άπ’ τό ένα αύτί, διαφορε τικά θά έπρεπε νά συλλαμβάναμε 6λο τον κόσμο ». « Κρίμα ». « Τ ί πράγμα;» « Πού άκούτε μόνο άπ’ τό ένα α ύτί». « Γ ια τ ί;» « Γ ιατί θά μου άρεσε νά μέ συλλαμβάνανε. Κυρίως έσείς!» Ή Λόττε έπ εμβαίνει: « Φράνκ, ξέρεις πολύ καλά 6τι δέν μπορεί κανείς νά σέ συλλάβει». Θά έλεγες 6τι πράγματι φοβάται, για τί προσθέτει, ρί χνοντας μιά ματιά γεμάτη πρόκληση στον άστυνομικό: « Μέ τά χαρτιά πού έχ εις !» « Μά γ ι’ αύτό άκριβώς » έπιμένει έκείνος. « Τ ί θέλεις νά π εις ;» « Τίποτα διαφορετικό άπ’ αύτό πού είπα ». Σερβίρει ποτό σ’ ένα ποτήρι, τσουγκρίζει μέ τον Κούρτ
170
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Χάμλινγκ. Θά έλεγες 6τι καί οί δύο σκέφτονται τήν άπέναντι πόρτα. « Στήν ύγειά σας, κύριε έπιθεωρητά ». « Στήν ύγειά σας, νεαρέ ». Για τί άραγε έπανέρχεται στήν πρώτη του ιδέα; (( Πραγματικά πίστεψα 6τι ήσασταν στήν έξοχή ». « Ποτέ δέν είχα τήν πρόθεση νά πάω ». « Κρίμα. Ή μητέρα σας, κατά βάθος, είναι πολύ καλή γυ ναίκα ». ((Β ρ ίσ κ ετε;» « Ξέρω τί λέω. Ή μητέρα σας είναι γενναία γυναίκα καί θά ήταν λάθος σας νά άμφιβάλλετε ». Ό Φράνκ καγχάζει: « Βλέπετε, άμφιβάλλω γιά τόσο πολλά πράγματα!» Καημένη Λόττε, άδικα τού κάνει νόημα νά σωπάσει! Όλα αύτά τήν ξεπερνούν. Είναι σάν νά σφάζονται μπροστά στά μάτια της καί, αν καί έξακολουθει νά μήν καταλαβαίνει, έχει 6μως άρκετή διαίσθηση γιά νά άντιληφθεΐ 6τι 6λο αύτό μοιά ζει μέ κήρυξη πολέμου. ((Πόσων χρόνων είστε, παιδί μου;» « Παρόλο πού δέν είμαι παιδί σας, θά σάς πώ 6τι είμαι δε καοχτώ χρόνων, σέ λίγο δεκαεννιά. Ε π ιτρ έψ τε μου νά σάς ρωτήσω κάτι μέ τή σειρά μου. Ε ίσ τε προϊστάμενος έπιθεωρητής, αν δέν κάνω λάθος;» « Αύτός είναι ό βαθμός μου ίεραρχικά». « Έδώ καί πόσο καιρό;» « Πάνε έξι χρόνια ». « Πόσο καιρό ύπηρετεΐτε στήν Αστυνομία;»
• MAI Ι·ΙΆΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ - II
7
« Είκοσιοκτώ χρόνια τον προσεχή ’Ιούνιο ». « Θά μπορούσα να είμαι γιός σας, βλέπετε. Σάς οφείλω σεβασμό. Είκοσιοκτώ χρόνια να κάνετε τό ίδιο επάγγελμα, είναι πάρα πολύς καιρός, κύριε Χάμλινγκ ». ΊΙ Λόττε ετοιμάζεται να μιλήσει, να πει στον γιό της να σωπάσει, γιατί ξεπέρασε τα όρια καί τα πράγματα θά είχαν κακή έξέλιξη. Ό μω ς ό Φράνκ ξαναγεμίζει τά ποτήρια, εύγενικά, καί δίνει τό ένα στον έπιθεωρητή. « Στήν ύγειά σας!» « Στήν ύγειά σας ». « Στά είκοσιοκτώ χρόνια των χρηστών καί πιστών υπη ρεσιών σας ». Τό τράβηξαν υπερβολικά. Είναι δύσκολο νά συνεχίσουν γιά πολλή ώρα σ’ αύτόν τόν τόνο άλλά είναι καί ακόμη πιο δύσκολο νά κάνουν πίσω. « Prosit! » « Prosit! » Ό Κούρτ Χάμλινγκ κάνει πρώτος τήν υποχώρηση. « Αγαπητή μου Λόττε, καιρός νά φεύγω, γιατί ένα σωρό κόσμος θά πρέπει νά μέ περιμένει στο γραφείο μου. Φροντί στε καλά τόν νεαρό ». Φεύγει μέ τις φαρδιές τετράγωνες ώμοπλάτες του, τις πολύ μεγάλες γαλότσες του πού αφήνουν υγρά άποτυπώματα σέ 6λα τά σκαλοπάτια. Δέν αντιλαμβάνεται 6τι έχει προσφέρει στον Φράνκ τή μεγαλύτερη υπηρεσία πού θά μπορούσε νά τού είχε προσφέ ρει : ’Εδώ καί λίγα λεπτά, ό Φράνκ δέν σκέφτεται πλέον καθό λου τή γά τα!
I I I.
Τ
ΗΝ Π ΕΜ Π ΤΗ Ε Γ ΙΝ Ε Η ΣΚ Η Ν Η ΜΕ ΤΗ Ν Μ Π ΕΡΘ Α . Ήταν σχεδόν μεσημέρι καί ό Φράνκ κοιμόταν ακόμη, για τί είχε έπιστρέψει στις τέσσερις τα ξημερώματα. Ήταν ή τρίτη φορά πού συνέβαινε από τήν Κυριακή. Καί τό γεγονός ότι έμενε στό κρεβάτι τόσο αργά, καί όλες οί δουλειές τού σπι τιού έμεναν πίσω, ίσως ήταν έν μέρει, αν όχι έξ ολοκλήρου, ή αιτία τού καβγά. Αύτό πια δέν σκέφτηκε να τό ρωτήσει μετά τό έπεισόδιο. Ε ίχ ε π ιει πάρα πολύ. Ε ίχ ε τη φαεινή ιδέα νά ξεναγήσει στά νυχτερινά κέντρα δυο ζευγάρια πού δέν γνώριζε αλλά τά κερνούσε, βγάζοντας κάθε φορά άπ’ τήν τσέπη του τή δέσμη μέ τά χαρτονομίσματα. Όταν τούς σταμάτησε ή περίπολος, ένώ τραγουδούσαν στό δρόμο, έδειξε έπιδεικτικά τήν πράσινη κάρτα του καί τούς άφησαν νά περάσουν. Στό σπίτι υπήρχε μιά καινούργια κοπέλα, πού δέν τήν βρήκαν οί ’ίδιοι, άλλά παρουσιάστηκε μόνη της μέ μιά ήρεμη σιγουριά. Τήν έλεγαν Άννυ. « ’Έ χετε δουλέψει ξανά; » τή ρώτησε ή Λόττε, κοιτάζοντάς την έξεταστικά άπ’ τήν κορφή ως τά νύχια. ((Θέλετε νά ξέρετε άν έχω κάνει έρωτα; Όσο γ ι’ αύτό μπορείτε νά είστε ήσυχη. Έ χ ω κάνει πολλά περισσότερα άπ’ όσα μού χρειάζονταν ». .72
η IΙΛΊΤΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ - III
173
Καί, 6ταν ή Λόττε τή ρώτησε για τήν οίκογένειά της,
έκείνη άπάντησε: « Τ ί θά προτιμούσατε να σάς π ώ ; ''Οτι είμαι κόρη υψηλό βαθμου στρατιωτικού ή ανώτερου υπαλλήλου; Πάντως, άν έχω μια οικογένεια κάπου, δέν θά ρθεΐ νά σάς ενοχλήσει, σάς τδ υπόσχομαι». Σ έ σχέση μέ τις άλλες, 6λες εκείνες πού είχαν, έμοιαζε μέ καθαρόαιμο άλογο. Καί 6μως ήταν πολύ μικροκαμωμένη, Αδύνατη καί μέ καμπύλες συγχρόνως, καστανή, μέ έπιδερμίδα πού χρύσιζε χωρίς τό παραμικρότερο ψεγάδι. Φαινόταν σάν νά τήν είχαν σμιλέψει. Δέν ήταν ακόμη δεκαοκτώ χρό νων, άλλά ήταν ήδη δύστροπη. Γιά παράδειγμα, 6ταν είδε τις άλλες πού έπλεναν τά πιά τα, πήγε καί κάθισε στο σαλόνι κι άρχισε νά διαβάζει τά πε ριοδικά πού είχε φέρει μαζί της. Ή ίδια σκηνή έπαναλήφθηκε τό βράδυ, καί τήν έπομένη τό πρωί δήλωσε στή Λ ό ττε: « 'Υποθέτω πώς δέν περιμένετε νά σάς κάνω καί τή δούλα έπιπλέον;» Ή Μίνα ξανάρχισε νά δουλεύει, παρόλο πού άκόμη ύπέφερε. Άλλά οί πελάτες σχεδόν πάντα διάλεγαν τήν καινούρ για. Ά ν καί ήταν παράξενο. Ό Φράνκ είχε ανέβει στό τραπέζι, γεμάτος περιέργεια. Ε κ είνη διατηρούσε πάντα μιά εκπλη κτική Αξιοπρέπεια, καί ήταν οί πελάτες πού εξευτελίζονταν, πού φάνταζαν γελοίοι ή βδελυροί. Ό Φράνκ μάντευε τίς κου βέντες πού τούς έλεγε, Αγέλαστη, ψυχρή, μέ μιά αδιαφορία όλο Ανωτερότητα. « Θέλεις νά γυρίσω Απ’ τήν άλλη; Πιο ψηλά; Πιό χαμηλά; 'Ορίστε. Καί τώρα;»
174
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Ό ση ώρα τήν είχαν από κάτω, κοιτούσε τό ταβάνι μέ τα όμορφα μάτια της του άγέρωχου ζώου. ’Έ τσ ι τό βλέμμα της συνάντησε τό βλέμμα του Φράνκ, πού θά πρέπει να τόν είχε δει άμυδρά μέσα άπ’ τό τζάμι τού φεγγίτη. Εκείνος άναρωτιόταν για ώρα άν όντως τόν είχε δει, γιατί δέν σκίρτησε καθόλου, ούτε έδειξε έκπληξη, άλλα έξακολούθησε να περιμένει μέχρι να άνακουφιστεΤ ό πελάτης, ένώ σκεφτόταν άλλα πράγματα. «Ή κυρά σέ βάζει να παρακολουθείς;» τόν ρώτησε λίγο άργότερα. « Ό χ ι». « Είναι τό βίτσιο σου;» « Ο ύτε». Ε κ είνη άνασήκωσε τούς ώμους άδιάφορα. Έξαιτίας της ή Μίνα καί ή Μπέρθα κοιμούνταν στό ίδιο κρεβάτι καί ό Φράνκ ξαναβρήκε τό ράντζο του στήν κουζίνα. Τήν Τρίτη τό βράδυ πήγε στό κρεβάτι της Άννυ κι έκείνη τού ξεκαθάρισε: « ’Άν είναι γιά νά σού φύγει ή ιδέα, κάνε γρήγορα, γιατί υποθέτω πώς πρέπει νά τό κάνω μέ τόν γιο τής άφεντικίνας. Αλλά μήν υπολογίζεις νά κοιμηθείς όλη τή νύχτα στό κρεβάτι μου. Σιχαίνομαι νά κοιμάμαι μέ άλλον». Ή Μίνα προσπάθησε νά γίνει φίλη μαζί της, αλλά ή άλλη περνούσε όλο τόν καιρό της διαβάζοντας. Ό ρόλος τής Μπέρθας υποβιβαζόταν όλο καί περισσότερο στό ρόλο τής υπηρέ τριας καί άπέφευγε ν’ άπευθύνει τό λόγο στήν καινούργια, έξυπηρετώντας τη μέ άσχημο τρόπο, γιατί ή ’Άννυ τό θεωρούσε αύτονόητο ότι έπρεπε νά τήν υπηρετούν. Χρειαζόταν μάλιστα βοήθεια άκόμη καί γιά νά λουστεί ή νά στεγνώσει τά μαλλιά της.
η IΙΛΙΤΤΑΣ ΤΗΣ Σ ΙΣ Σ Υ - III
175
'() Φράνκ κοιμόταν 6ταν ξέσπασε ό καβγάς. "Οπως κάθε πρωί, είχαν σπρώξει τό ράντζο του - μ έ τόν ίδιο μέσα- στό π ί σω δωμάτιο. Πολύ αργότερα, άκουσε φωνές και άναγνώρισε τήν προφορά της Μπέρθας πού μέχρι τότε ούδέποτε τήν είχε δει νά θυμώνει. Ούτε οί λέξεις πού ξεστόμιζε άνήκαν στό κα θημερινό της λεξιλόγιο, πού μαρτυρούσε συστολή καί καλή Ανατροφή. « Βαρέθηκα πια αύτό τό μαγαζί καί δέν πρόκειται νά μ εί νω ούτε μιά μέρα παραπάνω. Εξάλλου, μέ τις βρομιές πού συμβαίνουν έδώ μέσα αύτή ή κατάσταση δέν θά διαρκέσει πο λύ καί προτιμώ νά βρίσκομαι άλλου 6ταν θά έρθουν τά χειρό τερα ». <( Μπέρθα! Σ έ παρακαλώ νά σωπάσεις, μ ’ άκούς; » τή διέ ταξε ή Λόττε στριγκλίζοντας. « Μπορείτε νά φωνάζετε Ακόμη πιο δυνατά, μιά πού αρχί σατε. Ό μω ς, δέν θά σάς τό συμβούλευα. ‘Υπάρχουν Αρκετοί Ανθρωποι στό σπίτι πού ασχολούνται μαζί σας καί θά σάς τα χτοποιούσαν γιά τά καλά, άν τολμούσαν ». « Μπέρθα, σάς διατάζω...» ((Διατάξτε I Δ ια τά ξτε! Χθές ακόμη, στήν αγορά, ένας μ ι κρός, ένα παιδαρέλι θά έλεγα, μ ’ έφτυσε κατάμουτρα, 6μως τό φτύσιμο δέν ήταν γιά μένα άλλά γιά σάς. Αναρωτιέμαι τί μέ συγκρατει καί δέν σάς τό Ανταποδίδω ». "Αραγε τό έκανε; Πιθανόν 6χι. Ήταν κοπέλα πού μάζευε έδώ καί καιρό τά παράπονά της, καί πιά άρχισαν νά βγαίνουν* είχαν συσσωρευτεί πολλά. Δέν είδε τόν Φράνκ πού μπήκε στήν κουζίνα ξυπόλυτος, μέ τις πυτζάμες καί στάθηκε πίσω της. "Ετσι, ενώ κοιτούσε τή Λόττε καί της έλεγε γιά τό φτύ
76
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
σιμό, έμεινε κατάπληκτη μέ μια ήλίθια έκφραση στό πρόσω πο, άπ’ τό σκαμπίλι πού έφαγε ξαφνικά, ένα σκαμπίλι πού της ήρθε άπο κ εΐ πού δέν τό περίμενε. "Οταν άναγνώρισε τον Φράνκ, έσφιξε τα σαγόνια της. « Ά ! έσεΐς, έσεΐς είστε μυξιάρικο; Γιά ξανακάντε το, να δούμε...» Ή Λόττε δέν πρόλαβε να έπέμβει καί ακούστηκαν σαν άστροπελέκια να πέφτουν δυο έπανωτά σκαμπίλια δπως στο τσίρκο. Ξαφνικά, ή Μπέρθα, μέ κατακόκκινο πρόσωπο, 6ρμηξε πάνω του, τον άρπαξε δπως μπορούσε, για τί έκεΐνος προσπαθούσε να τήν κρατήσει μακριά του. « Μπέρθα! ... Φράνκ! . . . » Ή Μίνα κατέφυγε στό σαλόνι ένώ ή Άννυ, πού κάπνιζε ένα τσιγάρο μέ μια μακριά πίπα άπό έλεφαντόδοντο, είχε άκουμπήσει στό άνοιγμα τής πόρτας καί παρακολουθούσε τή σκηνή. «"Ενα μικρό μυξιάρικο, μάλιστα, νά τί είσ τε... "Ενα καθαρματάκι πού νομίζει δτι δλα τού έπιτρέπονται επειδή ή μη τέρα του έχει ένα μπουρδέλο... Καί προσφέρει στον εαυτό του δλες τις βρομιές πού θά έκαναν καί τό πιο χυδαίο κορίτσι νά κοκκινίσει... Αφήστε μ ε ! ... Αφήστε με, διαφορετικά θά φω νάξω μέ δλες μου τις δυνάμεις καί θά ξεσηκώσω τούς γείτο νες. .. Ούτε μέ τό περίστροφό σας ούτε μέ τά καταραμένα τά χαρτιά σας θά μπορέσετε νά τούς ξεφορτωθείτε μόλις θά βρούν τά ίχνη σας...» « Φ ρ ά νκ !...» Τήν άφησε. Ά π’ τό μάγουλο πού τού γρατσούνισε έτρεχε λίγο αίμα.
177
() 11ΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - 111
« Περιμένετε μόνο νά σας στριμώξουν σέ καμιά γωνιά, πράγμα που δέν θ’ άργήσει νά γίνει. Δέν θά έχει πάντα ξένους στρατιωτικούς σ’ αύτή τή χώρα γιά νά σάς προστατεύουν έσάς καί τούς όμοίους σας...» « Ε λά τε νά σάς έξοφλήσω, Μπέρθα ». « Θά έρθω δποτε μ ’ άρέσει, κυρία. Θά είστε πολύ ωραία, όλοι σας, αύριο τό πρωί, δταν δέν θά υπάρχει κανείς νά ετοι μάσει τον καφέ σας καί νά αδειάσει τά δοχεία νυχτός! "Οταν σκέφτομαι δτι έπρεπε έπιπλέον νά σάς φέρνω καί χοιρινό άπ’ τό σπίτι των γονιών μου!» « Ε λά τε, Μπέρθα!» Ε κ είνη στράφηκε γιά τελευταία φορά προς τον Φράνκ, μέ μάτια πού γυάλιζαν, καί άντί γιά χαιρετισμό τον έφτυσε λέγοντάς του: « Δ ε ιλ έ ! ... Βρομοδειλέ! . . . » Καί δμως, δταν πλάγιαζε μαζί της, ήταν ή πιο τρυφερή άπ’ δλες, μέ μιά τρυφερότητα κάπως μητρική. *
I Ιιθανόν ή Μπέρθα νά μήν πει τίποτα. Ή Λόττε είναι άνήσυχη. Θά σκέφτηκε δτι είχε δει κι άλλα τέτοια. Πολλές φορές ξέσπασαν στο σπίτι της παρόμοιες σκηνές χωρίς νά ύπάρξει συνέχεια. "Οταν έφυγε ή Μπέρθα μέ τον μπόγο της, προσπά θησε νά στήσει αύτί, καί νά καταλάβει αν θά μιλούσε μέ τούς άλλους ένοίκους ή τον θυρωρό. Πράγμα άπίθανο, για τί καί τήν Μπέρθα δέν τήν έβλεπαν μέ καλό μάτι δπως καί τούς ί διους. Μήπως αύτή δέν έφτυσε ό μικρός; Καί τώρα πάλι μαζί της θά τά έβαζαν γιατί ήταν πιο εύκολο.
178
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Φαίνεται πού περιμένει το τράμ, στη γωνία τού δρόμου, μετανιωμένη ’ίσως ήδη γ ι’ αύτό πού έκανε. Ή Λόττε είχε μετανιώσει ακόμη περισσότερο. Μπορεί ή Μπέρθα να μήν ξεσήκωνε τούς άντρες, δμως πάντα κατέληγε να τούς ικανοποιεί και έπιπλέον, μ ’ εκείνη, γίνονταν σχεδόν 6λες οί δουλειές τού σπιτιού. Τώρα θά αναλάμβανε ή Μίνα, άλλα δεν είχε δύναμη καί ύπέφερε πάντα άπό τήν κοιλιά της. Όσο για την Άννυ, τό πε ρισσότερο πού μπορούσε να έλπίζει κανείς άπ’ αύτή είναι δτι τό πρωί θά έστρωνε τό κρεβάτι της. Καί ήταν καί τά ψώνια, οί ούρές στις όποιες μοιραία ερχό σουν σέ έπαφή μέ τούς γείτονες καί μέ τούς άλλους ένοίκους τού κτιρίου. «Δ εν έπρεπε νά τή χαστουκίσεις. Τέλος πάντων! Τώρα έγ ινε...» Παρατηρεί τή χλομή όψη, καί τούς κύκλους κάτω άπ’ τά μάτια τού γιού της. Ούδέποτε ό Φράνκ είχε π ιει τόσο πολύ. Ούδέποτε είχε βγει τόσες φορές, χωρίς νά πει πού πηγαίνει, μέ τό βλέμμα τόσο σκληρό, καί μέ τό γεμάτο περίστροφο στην τσέπη. « Τό βρίσκεις φρόνιμο νά περιφέρεσαι μ ’ αύτό;» Δέν κάνει τον κόπο ν’ άπαντήσει, ούτε κάν νά σηκώσει τούς ώμους άδιάφορα. Απέκτησε μιά νέα συνήθεια πού τού έγινε πολύ γρήγορα τ ίκ : Κοιτάζει τούς άνθρώπους πού τού μιλούν σάμπως νά μήν τούς βλέπει καί συμπεριφέρεται σάν νά μήν είχε άκούσει τίποτε άπολύτως. Δέν είχε ούτε μιά φορά τήν τύχη νά συναντήσει τον Χόλστ στή σκάλα, πού άνεβοκατεβαίνει πέντε-έξι φορές τήν ήμέρα,
<) 11Α ΓΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - 111
179
πολύ πιο συχνά άπ’ 6,τι συνήθως. Είναι πιθανό ό Χολστ να ζήτησε άδεια άπό την εταιρεία των τραμ για να μπορέσει να φροντίσει τήν κόρη του. Ό Φράνκ σκέφτηκε δτι θά ήταν υπο χρεωμένος νά βγαίνει, έστω και γιά τά φάρμακα ή γιά τά τρό φιμα. Αλλά τακτοποίησε διαφορετικά τό θέμα. Ό γερο-Βίμμερ χτυπάει νωρίς το πρωί τήν πόρτα των γειτόνων του καί Αναλαμβάνει δλα τά ψώνια τους. Μιά φορά πού ή πόρτα είχε μείνει μισάνοιχτη, ό Φράνκ διέκρινε τον Χολστ πού είχε φο ρέσει γυναικεία ποδιά καί έκανε το νοικοκυριό. Ό γιατρός έρχεται μία φορά τήν ήμέρα, γύρω στις δύο. Ό Φράνκ φροντίζει ώστε νά βρεθεί στο δρόμο του τήν ώρα πού φεύγει. Είναι άρκετά νέος καί μοιάζει μέ άθλητή. Δεν δείχνει Ανήσυχος. Γεγονός είναι δτι δεν πρόκειται γιά τή γυναίκα του ή τήν κόρη του. Μήπως είναι καί ό Χολστ άρρωστος; Ό Φράνκ έκανε καί αύτή τή σκέψη. Ό μω ς, τήν Τετάρτη, τήν ώρα πού περίμενε τό τράμ, σήκωσε μηχανικά τό κεφάλι καί τόν διέκρινε άνάμεσα άπ’ τις κουρτίνες. Ό Φράνκ είναι πεπει σμένος δτι τά βλέμματά τους διασταυρώθηκαν άπό μακριά. Φυσικά, δεν μπορούσε νά συμβεΐ τίποτα, δμως ό Φράνκ άναστατώθηκε άπ’ αύτή τήν έπαφή. Παρέμειναν ήρεμοι καί σο βαροί καί οί δύο, χωρίς μίσος, άλλά σάν νά υπήρχε μεταξύ τους ένα μεγάλο χάσμα. Ή μητέρα του θά άνησυχούσε άκόμη περισσότερο αν μά θαινε δτι, κάθε μέρα, πηγαίνει έπίτηδες στο μικρό καφενείο Απέναντι άπ’ τή στάση τού τράμ, σ’ έκεΐνο πού κατεβαίνεις ένα σκαλοπάτι. Αύτό άγγίζει τά δρια τής πρόκλησης, γιατί δέν έχει καμία δουλειά εκεί. Οί θαμώνες, μόλις μπαίνει, στα ματούν νά μιλούν καί έπίμονα κοιτάζουν άλλοΰ. Ό ίδιοκτή-
ιδο
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
της, ό κύριος Κάμπ, πού κάθεται σχεδόν πάντα μαζί τους -πολύ συχνά παίζουν χαρτιά- σηκώνεται μέ βαριά καρδιά γιά νά τον εξυπηρετήσει. Τ η Δευτέρα 6 Φράνκ είχε πληρώσει μ ’ ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας πού το έβγαλε άπ’ τή χοντρή δεσμίδα. « Λυπάμαι», είπε ό Κάμπ, δίνοντάς το π ίσ ω ,« δεν μπορώ νά τό χαλάσω ». Ό Φράνκ άφησε το χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο καί φεύγοντας άρκέστηκε νά π ε ι: « Κρατείστε τά ρέστα!» Την Τρίτη θά έπαιρνε 6ρκο 6τι οί θαμώνες τον περίμεναν, καί ένιωσε μιά έλαφρά ανατριχίλα. Τού συμβαίνει τώρα τε λευταία. Μιά ωραία ήμέρα, μοιραία θά συμβεΐ κάτι, άλλά πό τε ή τί ακριβώς κανείς δεν μπορεί νά τό προβλέψει. Μπορεί πολύ άνετα νά συμβεΐ σ’ αύτό τό μικρό παλιό καί ήσυχο κα φενείο. Γ ια τί κοίταζαν οί πελάτες μέ ύφος συνωμοτικό τον κύριο Κάμπ καί κρυφογελούσαν; Ό Κάμπ τού σέρβιρε τό ποτό, άμίλητος, καί μετά, τή στιγμή πού ό Φράνκ έτοιμαζόταν νά πληρώσει πήρε έναν φά κελο πού φαινόταν μπροστά στο ράφι τής έταζέρας, άνάμεσα σέ δύο μπουκάλια, καί τού τό έδωσε. Μόλις τον έπιασε, ό Φράνκ άναγνώρισε 6τι θά είχε μέσα χαρτονομίσματα καί ψιλά. "Ήταν τά ρέστα άπ’ τό μεγάλο χαρτονόμισμα τής προηγουμένης. Εύχαρίστησε καί βγήκε. Αύτό δεν τον πτοεί νά μήν ξανα πάει. Παρ’ ολίγο νά τά χαλάσει μέ τον Τίμο. τΗταν δύο τό πρωί. Ε ίχ ε π ιει πάρα πολύ. Σ έ μιά γωνιά, παρέα μέ μιά γυ ναίκα, καθόταν ένας άντρας πού δέν τού άρεσε ή φάτσα του.
η IΙΛΤΕΡΑΣ Τ Η Σ Σ Ι Σ Σ Υ - Ι Ι Ι
18 1
'() Φράνκ, πού καθόταν στο μπάρ, έδειξε τό περίστροφο στον Τίμο λέγοντας: « "Οταν φύγει αύτός έκ εΐ ό τύπος, θά τον ξεπαστρέψω!» Ό Τίμο τον κοίταξε σκληρά, χωρίς τήν παραμικρή φιλική διάθεση. « Είσαι τρελός, έτ σ ι;» « Δέν είμαι τρελός. Έ χ ε ι άσχημη φάτσα καί θά τόν ξεπα στρέψω ». « Πρόσεχε μήν ξεπαστρέψω έγώ έσένα, μέ μιά μπουνιά στή μούρη». « Τ ί είπ ες;» « Είπα 6τι δέν μ ’ αρέσουν οί τρόποι πού άρχισες νά υιοθε τείς. Πήγαινε άλλου νά τό παίξεις έτσι άν σ’ αρέσει, αλλά οχι στό μαγαζί μου. Σ έ προειδοποιώ 6τι άν αγγίξεις τόν τύπο, θά βάλω νά σέ τσιμπήσουν σούμπιτο. Αύτό είναι τό πρώτο! Ε πίσης, από τώρα καί στό έξης, καλά θά κάνεις ν’ αφήνεις τό παιχνιδάκι σου άλλου, διαφορετικά δέν θά μπαίνεις έδώ μέσα. Κι αύτό ήταν τό δεύτερο! Τώρα, άν έχω νά σου δώσω μιά συμβουλή, είναι νά πίνεις λιγότερο. Σ έ κάνει νά τό παίζεις νταής καί δέν είναι της ήλικίας σου ». Ό Τίμο, γιά νά πούμε τήν άλήθεια, λίγο αργότερα τού ζή τησε συγγνώμη. Αύτή τή φορά προσπάθησε νά τόν λογικέ ψει. «"Ισως νά τό παράκανα λίγο προηγουμένως, άλλά είναι γιά τό καλό σου. Ακόμη καί ό φίλος σου ό Κρόμερ βρίσκει 6τι γίνεσαι έπικίνδυνος. Δέν θέλω νά ξέρω τις ύποθέσεις σας. Τό μόνο πού ξέρω είναι 6τι έδώ καί λίγο καιρό νομίζεις 6τι έχεις πιάσει τήν καλή. Πιστεύεις 6τι είναι έξυπνο νά δείχνεις ένα
182
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
μάτσο χαρτονομίσματα σ’ όποιονδήποτε; Φαντάζεσαι ότι ό κόσμος δέν ξέρει πώς κερδίζονται;» Ό Φράνκ έβγαλε έπιδεικτικά τήν πράσινη κάρτα του. Ό Τίμο δέν εντυπωσιάστηκε καθόλου. Μάλλον ένοχλήθηκε. Του είπε να τήν ξαναβάλει στήν τσέπη. « Κ ι αύτήν, έπίσης, θά ήταν προτιμότερο να μήν τήν πολυεμφανίζεις ». Τον ξαναπλησίασε καί τρίτη φορά, φορτισμένος. Μέ τον Τίμο, οί συζητήσεις γίνονται τμηματικά, σε πολλές δόσεις, γιατί οί πελάτες τον φωνάζουν άσταμάτητα άπ’ όλες τις γω νιές. ((Άκου, μικρέ μου. Ξέρω ότι θά ισχυριστείς ότι είναι λόγω ζήλιας άπό μέρους μου, άλλά έγώ θά έχω κάνει αύτό πού πρέ πει νά κάνω. Αύτά έδώ τά χαρτιά δέν θά πω ότι δέν έχουν κα μιά άξία. Ό μω ς, υπάρχει καί ό τρόπος πού τά χρησιμοποιείς. Μετά ύπάρχουν πράγματα πολύ πιο πολύπλοκα...» Δέν είχε πολλή όρεξη νά δώσει περισσότερες έξηγήσεις. ((Τ ί γιά παράδειγμα;» ((Ποιό τό όφελος νά τό συζητήσουμε; Λέγονται πάντα τό σο πολλά. Τά ’χω καλά μαζί τους. Μ’ άφήνουν ήσυχο. ‘Υπάρ χουν ορισμένοι πού μου φέρνουν έμπόρευμα καί είναι σωστοί στις δοσοληψίες τους. Ίσως έπειδή βλέπω πάρα πολλά, καί κάθε λογής, ύπάρχουν κάποια πράγματα πού τά μαντεύω ». ((Τ ί ;» ((Θά σου άναφέρω μία περίπτωση. Πριν άπό έναν μήνα, ήταν εκεί, στο τρίτο τραπέζι, ένας άνώτερος άξιωματικός, ένας ωραίος τύπος νέος άκόμη, ροδαλός, γεμάτος παράσημα. Συνοδευόταν άπό δυο γυναίκες καί δέν ξέρω τί τούς διηγιό-
() 11ΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - 111
183
ταν, ήμουν άλλου απασχολημένος, πάντως γελούσαν πάρα πολύ δυνατά. Κάποια στιγμή, έβγαλε το πορτοφόλι άπ’ τήν τσέπη του, πιθανόν για νά πληρώσει. Οί γυναίκες τού τό άρ παξαν κι άρχισαν νά παίζουν. 7Ηταν κι οί τρεις τους μεθυσμέ νοι. Έβγαζαν καί περνούσαν ή μία στην άλλη χαρτιά, φωτο γραφίες. Έ γώ ήμουν στο μπάρ. Τότε είδα έναν τύπο πού ως έκείνη τή στιγμή ούτε κάν τον είχα προσέξει, νά σηκώνεται, έναν τύπο συνηθισμένο, μέ πολιτικά, σαν αύτούς πού συναντάς συνέχεια στο δρόμο. Δέν ήταν κάν καλοντυμένος. Πλησίασε τό τραπέζι τους καί ό συνταγματάρχης τον κοίταξε ένοχλημένος, προσπαθώντας νά παραμείνει χαμογελαστός. Ό άλλος τού είπε μιά λέξη, μία μόνο, καί ό άνώτερος άξιωματικός ση κώθηκε σαν αύτόματο καί στάθηκε προσοχή. Πήρε τό πορ τοφόλι άπ’ τίς δυο γυναίκες. Πλήρωσε άμέσως. Θά έπαιρνες όρκο 6τι είχε ξεφουσκώσει. Άφησε τις συνοδούς του, χωρίς καμιά έξήγηση, καί άκολούθησε τον άλλο μέ τά πολιτικά ». « Καί μέ μένα τί έχει νά κάνει;» μουρμούρισε ό Φράνκ. « Φαίνεται 6τι, τήν έπομένη, τον είδαν στο σταθμό, καί έφευγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Νά τί σημαίνει αύτό. ‘Υ πάρχουν κάποιοι πού φαίνονται ισχυροί καί πού ίσως νά είναι αύτή τή στιγμή. Αλλά ποτέ τόσο, κι αύτό νά τό θυμάσαι, δσο θέλουν νά λένε, γιατί, 6σο ισχυροί κι αν είναι, πάντα ύπάρχουν κάποιοι πού είναι άκόμη πιο ισχυροί. Ό μω ς αύτούς, συνή θως, δέν τούς γνωρίζουμε. » Δουλεύεις σ’ ένα γραφείο δπου 6λος ό κόσμος σέ χαιρετά μέ χειραψία καί νομίζεις 6τι είσαι οχυρωμένος. Μόνο πού, τήν ίδια στιγμή, σ’ ένα άλλο γραφείο πού δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τό πρώτο, έτοιμάζουν μιά καρτέλα μέ τό ονομά σου.
184
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
»Έ χουν πάρα πολλούς τομείς, άν θέλεις νά μάθεις τή βά ση τής σκέψης μου. Καί επειδή τα έχεις καλά μέ έναν τομέα δέν σημαίνει ότι μπορείς νά το διακινδυνεύεις μέ έναν άλλον ». Ό Φράνκ θυμήθηκε αύτή τήν κουβέντα το έπόμενο πρωί καί τόν απασχόλησε ακόμη πιό πολύ γιατί ήταν χάλια απ’ τό μεθύσι της προηγουμένης. Του είχε γίνει πιά συνήθειο. Κάθε πρωί υπόσχεται στον έαυτό του ότι θά προσέξει, άλλά ξαναρ χίζει αμέσως, ακριβώς έπειδή έχει ανάγκη νά π ιει γιά νά έρθει στά γράδα του. Αύτό πού τον έντυπωσιάζει είναι ό συσχετισμός πού κάνει στο μυαλό του μέ τά λεγόμενα τού Τίμο καί μιά φράση τής Λόττε, πού τή στιγμή πού τήν είχε πει δέν τής έδωσε καμία σημασία. « Φαίνεται 6τι πλησιάζουν τά Χριστούγεννα. Τά κεφάλια αρχίζουν ν' αλλάζουν ». Αύτό σημαίνει 6τι άλλάζει ή πελατεία της, τουλάχιστον όσον αφορά τούς κατακτητές. Γιά έκείνη κάθε φορά είναι μιά δυσάρεστη περίοδος, γιατί βρίσκεται σέ μία καθημερινή ανη συχία. Κάθε τρεις μήνες, ή κάθε έξι μήνες -πάντα σχεδόν συμ π ίπ τει μέ τις μεγάλες έτήσιες γιορτές, άλλά μπορεί νά είναι έντελώς συμπτωματικά-γίνονται μεταθέσεις στο προσωπι κό τόσο στό διοικητικό 6σο καί στό στρατιωτικό. Ε π ισ τρ έ φουν στή χώρα τους καί έρχονται άλλοι, πού δέν έχουν ούτε τήν ίδια συμπεριφορά καί έπιπλέον δέν γνωρίζεις τό χαρα κτήρα τους. Όλα αρχίζουν απ’ τήν αρχή. Κάθε φορά πού χτυ πάει τήν πόρτα ένας καινούργιος, ή Λόττε είναι ύποχρεωμένη νά παίζει τή μανικιουρίστα καί δέν σιγουρεύεται παρά μόνο 6ταν ό άλλος προφέρει τό ονομα τού φίλου πού τόν έχει στείλει.
(> IΙΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - I I I
185
Χωρίς νά ξέρει ακριβώς για τί, ό Φράνκ δεν θά ήθελε να φύγει ό στρατηγός του. Τόν άποκαλεΐ στρατηγό του άν καί δέν τόν γνωρίζει, ούτε καν τόν έχει δει. Ό Κρόμερ τόν γνωρί ζει. Τό πάθος του για τα ρολόγια εχει κάτι τό απλοϊκό καί τό καθησυχαστικό. Ό Φράνκ είναι σάν τή μητέρα του. Αισθάνε ται πιο άνετα μέ ανθρώπους πού έχουν κάποιο πάθος. Γιά πα ράδειγμα, ξέρουν τά βίτσια του Ό ττο, οπότε δέν είναι δυ νατόν πιά νά τόν φοβούνται. Καί πράγματι, ό "Οττο είναι ένας άπ’ αύτούς πού θά μπορούσε, μιά μέρα, νά τού φανεί τού Φράνκ χρήσιμος. Θά πλήρωνε πολύ ακριβά γιά νά μήν άποκαλύψει κανείς 6σ<χ έχει κάνει. Ξαναεΐδαν έπιτέλους τόν ήλιο, καί έκανε μιά εύχάριστη παγωνιά. Τό τελευταίο χιόνι δέν είχε προλάβει νά βρομίσει καί, σέ κάποιες γειτονιές, ή πόλη προσέλαβε ανέργους πού τό στοίβαξαν σέ μεγάλους σωρούς καί λαμπύριζαν τώρα κατά μήκος των πεζοδρομίων. "Εχει τήν έντύπωση 6τι 6 Κρόμερ τόν αποφεύγει. Ή άλήθεια είναι 6τι κι ό Φράνκ τόν αποφεύγει έπίσης. Λοιπόν, γιατί Ανησυχεί; Καί γιατί νά λέει 6τι ανησυχεί, έφόσον είναι έξαιρετικά ήρεμος καί αφού είναι ό ίδιος πού μέ τή θέλησή του, καί μέ πλήρη συνείδηση των πράξεών του, κάνει τά πάντα γιά νά τραβήξει έπάνω του τήν κακή μοίρα; Πηγαίνει στοΰ Κάμπ, γιά παράδειγμα. Έ κ εΐ σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι των διαφόρων τομέων καί των πατριω τικών οργανώσεων μεταξύ τών θαμώνων τού μικρού καφε νείου. "Οπως ύπάρχουν καί στις ούρές, τίς όποιες προσπερνά γνωρίζοντας πολύ καλά 6τι καί τά ρούχα του ή καί τά παπού τσια του μόνο άποτελοΰν πρόκληση.
86
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Συνάντησε δυο φορές τον Κάρλ Άντλερ, τον οδηγό του αύτοκινήτου πού τον οδήγησε στο χωριό, τή νύχτα της κυρίας Βιλμός. Πράγμα περίεργο: δυο φορές σέ τέσσερις μέρες, τυ χαία, καί τις δυο φορές σέ άπρόσμενα σημεία, τήν πρώτη στο πεζοδρόμιο, άπέναντι άπ’ τό Λίντο, τή δεύτερη σέ ένα μαγαζί μέ είδη καπνού στήν Άνω Πόλη. Κ ι δμως παλαιότερα ποτέ δέν τον είχε συναντήσει. ’Ή μάλλον, καθώς δέν τον γνώριζε, μπορεί καί να τον είχε σκουντήξει άπειρες φορές στο δρόμο χωρίς να τον προσέξει. Νά λοιπόν πώς σου καρφώνονται οί ιδέες! Άραγε επίτηδες, άπό σύνεση ή άπό ένα είδος έντιμότητας, έκανε ό Άντλερ πώς δέν τον γνω ρίζει; Όλα αύτά δέν είχαν καμία σημασία. Ά ν υπήρχε κάτι, κά ποια μηχανορραφία θά κρυβόταν πίσω, καί ό Φράνκ θά ήταν εύτυχής. Υ π ήρχε δμως μιά λεπτομέρεια πού τον άπασχολοΰσε. Απέναντι άπ’ τό σινεμά, ό Άντλερ δέν ήταν μόνος. 'Υπήρχε μαζί του ένας άντρας πού έμενε στο ίδιο κτίριο μέ τον Φράνκ. Είναι κάποιος μέ τον όποιο έχουν άπλώς διασταυρωθεί στις σκάλες. Ξέρει δτι μένει στον δεύτερο δροφο, προς τά αρι στερά, καί δτι είναι παντρεμένος καί έχει μία μικρή κόρη. Θά πρέπει νά είναι γύρω στά είκοσιοκτώ μέ τριάντα. Είναι άδύνατος, φαίνεται φιλάσθενος μέ πολύ ξανθά μαλλιά καί κοντά γένια. Δέν είναι έργάτης. Μήπως υπάλληλος; Ίσως. Στήν πραγματικότητα, ούτε αύτό, γιατί ό Φράνκ θυμάται δτι δέν τον συναντά συγκεκριμένες ώρες, άλλά όποιαδήποτε ώρα τής ήμέρας, καί έμφανισιακά δέν φαίνεται νά είναι καί έμπορικός άντιπρόσωπος.
η 11ΑΓΕΡΑΣ ΤΗ Σ Σ ΙΣ Σ Υ - I I I
187
Πιθανόν νά είναι τεχνικός, σαν τον Άντλερ, καί σ’ αύτή τήν περίπτωση είναι πολύ φυσικό νά γνωρίζονται. Ποτέ δέν ξέρεις ποιός ανήκει σέ κάποιο δίκτυο ή κάποια όργάνωση. Συχνά είναι οί άνθρωποι πού δείχνουν οί πιο άκακοι έξωτερικά, καί ό ξανθός του δευτέρου ορόφου, μέ τή γυ ναίκα του καί τό κοριτσάκι του, είναι ό τύπος τού ένοικου πού περνάει απαρατήρητος. Για τί νά τον έκτελέσουν αυτοί οί άνθρωποι; Δέν τούς έκα νε τίποτα. Στήν πραγματικότητα, σκοτώνουν κυρίως έκείνους πού τούς έχουν προδώσει καί ό Φράνκ δέν μπορεί νά τούς προδώσει, έφόσον δέν τούς γνωρίζει. "Οτι τον περιφρονούν, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά δπως ακριβώς καί ή μητέρα του, θά πρέπει νά φοβάται πιο πολύ τήν οργή των γειτόνων, πού βα σίζεται στή ζηλοφθονία, καί είναι θέμα κάρβουνου, ζεστών ρούχων καί άνεφοδιασμοΰ. Ή Λόττε έξάλλου μόνο τή γειτονιά φοβάται. Καταλαβαί νει, 6τι αφού, μέχρι τώρα, έχουν αφήσει ήσυχο τόν Φράνκ, δέν πρόκειται νά τόν ένοχλήσουν γιά τήν ύπόθεση τής δεσποινί δας Βιλμός. Καί ή στάση τού Κούρτ Χάμλινγκ ακόμη, τά λ ί γα λόγια πού πέταξε, οδηγούν στο συμπέρασμα γιά έναν το πικό κίνδυνο μόνο. Διαφορετικά, δέν θά ύπηρχε λόγος νά συμ βουλέψει τόν Φράνκ νά πάει νά περάσει κάποιες μέρες στήν έξοχή ή σέ φίλους. Δέν κατάφερε νά συναντήσει τόν Χόλστ, δπως τό έπιθυμούσε, αλλά ειδωθήκαν από μακριά. Ό Χόλστ, πού πρέπει ν’ άναγνωρίζει τά βήματά του, δπως ό Φράνκ αναγνωρίζει τά δικά του, τόν ακούει πού μπαινοβγαίνει δέκα φορές τή μέρα καί θά μπορούσε νά τού έπιτεθεΐ στο κεφαλόσκαλο.
ι8 8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Ό Φράνκ δέν φοβάται. Δέν πρόκειται για φόβο. Πρόκει ται για κάτι έξαιρετικά πιο λεπτό. Είναι ένα παιχνίδι πού έπινόησε, 6πως παιδί έπινοούσε παιχνίδια πού ήταν ό μόνος πού καταλάβαινε. Αύτό συνέβαινε, συνήθως τό πρωί, στο κρεβάτι του, 6ταν ή κυρία Πόρς τού έτοίμαζε τό πρωινό του, καί, κατά προτίμηση, 6ταν είχε ήλιο. Μέ κλειστά μάτια, σκε φτόταν, γιά παράδειγμα: « Μ ύγα!» Μετά μισάνοιγε τά βλέφαρα, έστιάζοντας σ’ ένα συγκεκριμμένο κομμάτι τής ταπετσαρίας. Ά ν ύπήρχε μιά μύγα, είχε κερδίσει. Τώρα, θά μπορούσε νά είχε π ε ι: « Μοίρα!» Για τί θά ήθελε ή μοίρα ν’ ασχοληθεί μαζί του, τήν έξανάγκασε, έξακολουθοΰσε νά τήν προκαλεΐ απ’ τό πρωί ως τό βρά δυ. Τήν προηγουμένη είχε πει στόν Κρόμερ, δήθεν αδιάφορα: ((Ρώτα λοιπόν τόν στρατηγό σου τί άλλο θά τόν εύχαριστοΰσε, έκτος απ’ τά ρολόγια ». Δέν είχε ανάγκη από χρήματα. Ακόμη καί μέ τό ρυθμό πού τά ξόδευε, θά είχε χρήματα γιά μήνες ατέλειωτους. Δέν είχε ανάγκη άπό τίποτα. Ε ίχ ε αγοράσει ένα παλτό ακόμη πιο φανταχτερό άπ’ τό προηγούμενο* ένα άνοιχτό μπέζ, αληθινό καμηλό παλτό πού παρόμοιά του δέν κυκλοφορούσαν στήν πόλη ούτε πέντε. Δέν ήταν άρκετά βαρύ γιά τήν έποχή, 6μως τό φορούσε γιά νά δείξει τό νταηλίκι του. "Οπως κουβαλούσε πάντα στήν τσέπη τό περίστροφο πού τό βάρος του τόν ένοχλούσε, καί πού παρά τήν πράσινη κάρτα θά μπορούσε νά τού δημιουργήσει μπελάδες.
Ο 11ΑΓΕΡΑΣ ΤΗ Σ Σ ΙΣ Σ Υ - I I I
189
Δέν είχε όρεξη νά γίνει μάρτυρας, οΰτε ένα απλό θύμα. *( )μως του έκανε καλό νά σκέφτεται καθώς διέσχιζε, κυρίως τή νύχτα, τή γειτονιά του, 6τι θά μπορούσε νά φύγει μιά σφαίρα άπό κάποια σκοτεινή κρυψώνα. Δέν άσχολοΰνταν μαζί του. Ακόμη κι ό Χόλστ δέν έδειχνε ν’ άσχολεΐται μαζί του, παρόλο πού ό Φράνκ είχε κάνει πολλά γιά νά τραβήξει τήν προσοχή του. Ή Σίσσυ θά πρέπει νά τον μισούσε. 'Οποιοσδήποτε, στή θέση τού Φράνκ, ύστερα άπ’ αύτό πού έκανε, θά είχε έγκαταλείψει τό κτίριο. Ή μοίρα κάπου είχε ταμπουρωθει. Αλλά πού; Αντί νά τήν περιμένει νά έμφανιστεΐ στήν ώρα της, ό Φράνκ προπορευό ταν, τήν άναζητούσε απεγνωσμένα ψάχνοντας παντού. Στήν ούσία, φώναζε 6πως 6ταν κρατούσε στο χέρι του τήν τσάντα μέ τό κλειδί, στή μέση της άλάνας: « Έδώ είμαι. Τ ί περιμένετε;» Δέν είχε άρκετούς έχθρούς καί έκανε τό παν γιά ν’ απο κτήσει. Αύτός δέν ήταν ό λόγος πού χαστούκισε τήν Μπέρθα; Καί τώρα, 6ταν ή Μίνα τολμούσε νά γίνει τρυφερή, ή άπλώς περιποιητική, γιά νά τήν πληγώσει, τής άπαντούσε: ((Σιχαίνομαι τις άρρωστες κοιλιές ». Έφερνε σοκολάτες στήν Αννυ, κι έκείνη ούτε πού τό σκε φτόταν νά προσφέρει στις άλλες, ούτε καί νά τον εύχαριστήσει. Τού άρεσε νά τήν κοιτάζει. Θά μπορούσε νά κοιτάζει τό κορμί της ώρες ολόκληρες, άλλά δέν τον ικανοποιούσε νά κά νει έρωτα μαζί της. Ούτε έκείνη είχε όρεξη. Τή δεύτερη φορά πού πήγε νά τή συναντήσει, άναστέναξε μουτρωμένη: ((Π ά λ ι;»
190
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Το κορμί της ήταν έργο τέχνης, άλλα είχε μόνο αύτό. Καί πάλι ήταν άψυχο, χωρίς καμία ζωντάνια. Τό τοποθετούσε βπου ήθελε ό καθένας, βπως τό ήθελε, μέ ύφος πού έλ εγ ε: ((Κοιτάξτε το, χαϊδέψτε το, κάντε μ ’ αύτό 6,τι έχετε νά κάνετε, άλλά κάντε το γρήγορα!» Τήν Πέμπτη είχε φύγει ή Μπέρθα. Τήν Παρασκευή τό άπόγευμα, στις τρεισήμισι, ό Φράνκ βρισκόταν στό δρόμο, δταν διέκρινε τον ένοικιαστή τού δευτέρου ορόφου νά χαζεύει μπροστά σε μία βιτρίνα. Πολύ άργότερα συνειδητοποίησε 6τι ήταν μία βιτρίνα μέ κορσέδες. Ε ίχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα. Πήγε μ ’ ένα δήθεν φίλο, όνόματι Κροπέτσκι, νά φάνε γλυκά στό Τέηστ. Ό Ρέσλ, ό άρχισυντάκτης, βρισκόταν φυ σικά έκει. Έδώ είναι ή πραγματική του θέση. Βρίσκεται στό έκλεπτυσμένο περιβάλλον πού τού άρμόζει καί ό Φράνκ σπά νια έχει δει γυναίκα τόσο καλοντυμένη καί τόσο άρχοντική σάν αύτή πού τόν συνόδευε. Ό Ρέσλ τού έκανε τήν τιμ ή νά τόν χαιρετήσει μέ μια κ ί νηση τού χεριού. Ό Φράνκ καί ό φίλος του άκουσαν μουσική, γιατί τό Τέηστ είναι τό μοναδικό μαγαζί 6που, άπό τις πέντε τό άπόγευμα, μπορεί κανείς άκόμη ν’ άκούσει μουσική δωμα τίου. Αύτό τόν έκανε νά σκεφτει τόν βιολιστή, για τί στήν ορχήστρα ήταν ένας βιολιστής πολύ ψηλός κι άδύνατος. Αραγε τόν τουφέκισαν; Ό κόσμος πάντα αύτό φοβάται άλλά, πολύ συχνά, βλέπει κανείς αύτούς πού θεωρούσε νε κρούς, μια ωραία ήμέρα, νά έπιστρέφουν στά σπίτια τους. Κάποιοι τότε μιλούν για βασανιστήρια, άλλά είναι σπάνιο. Μήπως οί ύπόλοιποι, αύτοί πού δέν έκφράζονται, σιωπούν γιατί τό θεωρούν πιό φρόνιμο;
() 11ΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - 111
19 1
Ή σκέψη των βασανιστηρίων έκανε τό αίμα να παγώσει τΙς φλέβες του καί όμως, κατά βάθος, τα βασανιστήρια δεν θά έπρεπε νά τον τρομάζουν. Άραγε θά άντεχε μιά τέτοια δοκι μασία ; Είναι πεπεισμένος πώς ναί. Είναι μιά σκέψη πού τήν έκανε πολύ συχνά, πού τού είναι οικεία. "Οταν ήταν μικρός, πριν ακόμη πάρει τη ζωή στά χέρια του, τον διασκέδαζε νά βασανίζει τόν έαυτό του, μπροστά στον καθρέφτη, γιά παρά δειγμα, έμπηγε μιά καρφίτσα στό δέρμα του παρατηρώντας τις συσπάσεις τού προσώπου του. Δέν θά τόν βασανίσουν. Δέν θά τολμήσουν. Καί οί άλλοι βασανίζουν, τουλάχιστον έτσι άκούγεται. Για τί νά τόν βασανίσουν, έφόσον δέν έχει νά πει τίποτα; Σ έ λίγες μέρες θά είναι Χριστούγεννα. Ψεύτικα Χριστού γεννα, γιά άλλη μιά φορά. Δέν έχει γνωρίσει, έκτος από τότε πού ήταν παιδάκι, παρά μόνο ψεύτικα Χριστούγεννα. "Οταν ήταν έπτά ή οκτώ χρόνων, είχε τύχει νά ρθεΐ στην πόλη τέ τοια εποχή, οί δρόμοι ήταν φωτισμένοι περισσότερο κι από μιά χορευτική αίθουσα, καί άντρες μέ παλτά φοδραρισμένα μέ γούνα, καί γυναίκες μέ κανονικές γούνες στριμώχνονταν στά πεζοδρόμια καί στις βιτρίνες καί έμοιαζαν έτοιμοι νά σω ριαστούν στό δρόμο απ’ τό βάρος των πακέτων πού κουβα λούσαν. Στης Λόττε θά στολίσουν ένα μικρό δεντράκι στό σαλόνι, όπως τις άλλες χρονιές. Τό έκαναν περισσότερο γιά τούς πε λάτες. Ποιός θά μ είν ει; Ή Μίνα έχει σίγουρα οικογένεια. Α κόμη κι αν δέν τούς άπασχολεΐ τόν υπόλοιπο χρόνο, τή στιγμή των γιορτών τις βλέπεις νά τό θυμούνται. Όσο γιά τήν Άννυ, άγνοούν από πού κρατάει ή σκούφια της. Αύτη ίσως μ είν ει;
192
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Το πιθανότερο είναι να ντερλικώσει και μετά να βυθιστεί στο διάβασμα των περιοδικών της. Ακόμη κι ό Κρόμερ πάει σπίτι του τα Χριστούγεννα, τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Ή Σίσσυ θά μείνει στο κρεβάτι της. Ό Χόλστ θά ξοδέψει τις τελευταίες δεκάρες του, αν τού άπέμεινε τίποτα, ή θά που λήσει μερικά βιβλία, γιά νά τής στολίσει ένα δέντρο. Θά καλέσουν τον γερο-Βίμμερ πού άνακάλυψε έπιτέλους τον προ ορισμό του και έκτελεΐ χρέη υπηρεσίας. « Τ ί σκέφτεσαι; » τον ρωτάει ό φίλος του. Ό Φράνκ άναπηδάει ξαφνιασμένος. « Έ γ ώ ;» « Ό χ ι ό πάπας ». « Τίποτα. Συγγνώμη ». « Θά έλεγε κάνεις ότι ήθελες νά στραγγαλίσεις τούς μου σικούς ». Ά ; Δέν τούς κοιτούσε κάν. Τούς είχε ξεχάσει. «Αλήθεια, θά ήθελα νά σοΰ ζητήσω μιά έξυπηρέτηση, μά δέν τολμώ ». « Πόσα;» « Δέν είναι αύτό πού νομίζεις. Δέν είναι γιά μένα. Γιά τήν αδελφή μου πρόκειται. Πάει καιρός πού πρέπει νά κάνει μιά εγχείρηση. Μού είπαν ότι έχεις πολλά λεφτά». « Τ ί έχει ή αδελφή σου; » ρωτάει ό Φράνκ, ένώ σκέφτεται μέ ειρωνεία 6τι αύτή δέν είχε περάσει απ’ τό σπίτι της Λόττε. « Κάτι έχουν τά μάτια της. 'Άν δέν τήν έγχειρήσουν, θά μείνει τυφλή ». Ό φίλος του είναι συνομήλικός του, αλλά μαλθακός, συν-
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I I I
193
εσταλμένος, γεννήθηκε για νά τον ποδοπατούν. Δάκρυα έ χουν πλημμυρίσει τα μάτια του. « Πόσα χρειάζονται;» « Δεν ξέρω άκριβώς, άλλα νομίζω πώς άν μπορείς νά μου δανείσεις...» Ό Φράνκ βγάζει τή δεσμίδα σαν ταχυδακτυλουργός. Τό έχει κάνει παιχνίδι. « Ά ν μου πεις εύχαριστώ, είσαι άκόμη πιο μαλάκας απ’ όσο νομίζω ». « Φράνκ, φίλε μου...» «Ά κόμη δέν κατάλαβες; Ά ντε νά του δίνουμε!» Πάλι γιά σύμπτωση πρόκειται τό δτι ό τύπος τού δευτέ ρου ορόφου είναι καρφωμένος λίγο πιο πέρα, μπροστά σέ μιά βιτρίνα μέ κούκλες αύτή τή φορά; Έ χ ε ι ένα κοριτσάκι. Πλη σιάζουν Χριστούγεννα. Θά μπορούσε ν’ άπαντήσει δτι είναι πολύ φυσικό νά κοιτάζει βιτρίνες. Ά ν ό Φράνκ πήγαινε κατευθείαν νά τον ρωτήσει τί θέλει, νά τού κολλήσει, έν άνάγκη, την πράσινη κάρτα ή τό περί στροφο στη μούρη; Κατά βάθος ή κουβέντα τού Τίμο είχε έπίδραση πάνω του. Συνεχίζει τό δρόμο του, στρέφεται νά δει. Ό τύπος δέν τον άκολουθει. Είναι μόνο ό Κροπέτσκι πού κόλλησε σάν βδέλα καί χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια γιά νά τον ξεφορτωθεί. Ά ν ή μοίρα παραμονεύει, δέν είναι γιά σήμερα, γιατί τό βράδυ μπορεί και τρώει στην πόλη, συναντά τον Κρόμερ -πο λυάσχολο, άπόμακρο-, πίνει σέ τρία διαφορετικά μπάρ καί πιάνει συζήτηση γιά πολλή ώρα σ’ ένα άπ’ αύτά μ ’ έναν άγνω στο, χωρίς νά συμβει τίποτα.
194
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Ά π’ τοΰ Τίμο μέχρι το σπίτι του, περνώντας μπροστά άπ’ τό βυρσοδεψείο, πάλι δέν συμβαίνει τίποτα. Θά ήταν αστείο ή μοίρα νά έβρισκε αύτήν ακριβώς τή γωνία γιά νά πα ραφυλάξει ! Αύτές είναι σκέψεις πού κάνει κανείς στις τρεις τά ξημερώματα, όταν έχει π ιει πολύ. Στού Χολστ έχουν φως. Ίσως είναι ή ώρα γιά κομπρέσες, ή γιά σταγόνες, ή ένας Θεός ξέρει γιά τί άλλο. Άφουγκράζεται μπροστά στήν πόρτα. Σίγουρα θά άκουσαν τά βήματά του. Ό Χόλστ ξέρει δτι έκεινος βρίσκεται στο κεφαλόσκαλο καί ό Φράνκ το κάνει επίτηδες καί σταματάει άρκετή ώρα, κολλώντας το αύτί στήν πόρτα. Ό Χολστ δέν άνοίγει, ούτε κινείται. « ’Η λ ίθ ιε!» Δέν έχει παρά νά πάει νά κοιμηθεί καί, αν δέν ένιωθε κου ρασμένος, θά έκανε έρωτα μέ την Αννυ, άπλώς γιά νά τή νευ ριάσει. Όσο γιά τή Μίνα, τόν αηδιάζει. Είναι τόσο ήλίθια ερωτευμένη. Θά πρέπει νά κλαίει δταν τόν σκέφτεται. Ίσως καί νά προσεύχεται. Καί ντρέπεται γιά τήν κοιλιά τη ς ! Κοιμάται ολομόναχος. Έ χ ε ι μείνει λίγη φωτιά στή θερ μάστρα καί κοιτάζει τον κόκκινο δίσκο τού άνοίγματος άπ’ 6που τή συνδαυλίζουν μέ τή μασιά. ’Η λίθ ιε! Καί συνέβη τύ πρωί, οπότε γιά άλλη μιά φορά είχε τά χά λια του άπ’ το μεθύσι της προηγουμένης. Ε ίχ ε άναζητήσει τή μοίρα παντού καί δέν ήταν πουθενά εκ εί όπου πίστευε δτι τήν μυριζόταν. Α λλη μιά σύμπτωση: στο σπίτι δέν υπάρχει τίποτα νά π ιει, οί δυο καράφες είναι άδειες, ή Λόττε έχει ξεχάσει νά τον
() IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - 111
95
ένημερώσει 6τι εδώ καί μέρες το απόθεμά τους έχει τελειώ σει. Πρέπει να πάει στού Τίμο. Γιά τέτοιου είδους πράγματα είναι καλύτερα να πηγαίνει τό πρωί. Τού Τίμο δέν τού άρέσει να πουλάει, άκόμη καί σέ πολύ ψηλή τιμή. Ισχυρίζεται 6τι πάντα χάνει, 6τι τά καλά μπουκάλια άξίζουν πολύ περισσό τερο άπ’ το βρόμικο χρήμα. Ό Φράνκ διψάει. Ή Λόττε έχει τυλίξει τά μαλλιά της μέ μπιγκουτί. Φοράει μια άνοιχτόχρωμη φαρδιά μπλούζα καί κάνει φασίνα μέ τή Μίνα ενώ ή Άννυ ούτε πού κουνιέται 6ταν σκουπίζουν κάτω άπ’ τά πόδια της. Κάθεται έκ εΐ άγέρωχη σάν θεά, βυθισμένη οχι σέ κάποιο όνειρό ή σέ σκέψεις, άλλά στύ διάβασμα τού περιοδικού της, καί τινάζει τις στάχτες τού τσιγάρου της στύ πάτωμα. « Μην άγοράζεις μεγάλη ποσότητα, Φράνκ ». Είναι παράξενο. ΤΗταν έτοιμος ν’ άφήσει το περίστροφο στύ διαμέρισμα, οχι έξαιτίας τής κουβέντας τού Τίμο άλλά γιατί βαραίνει τήν τσέπη του. Δέν τύ άφησε γιατί τού φάνηκε ότι θά ήταν σάν νά έκανε ζαβολιά. Δέν θέλει νά κάνει ζαβολιές. Συνάντησε τύν κύριο Βίμμερ πού άνέβαινε μέ τά ψώνια, ίνα δίχτυ 6που ύπήρχαν ένα λάχανο καί βλαστάρια, καί ό κύ ριος Βίμμερ δέν έβγαλε άχνα περνώντας άπύ δίπλα του. ’Η λίθιος; Θυμάται 6τι σταμάτησε στύ κεφαλόσκαλο τού δευτέρου όρόφου γιά ν’ άνάψει τύ πρώτο του τσιγάρο -έχ ει άσχημη γεύση 6πως πάντα 6ταν έχει π ιει πολύ τήν προηγουμένη- καί ότι κοίταξε μηχανικά πρύς τήν άριστερή πλευρά τού διαδρό
1 9 6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
μου. Δέν είδε τίποτα. Ό διάδρομος ήταν άδειος, μόνο ένα κα ροτσάκι στό βάθος. Άκουγόταν τό κλαψούρισμα ένός μωρού. Φτάνει κάτω, στό διάδρομο, περνάει μπροστά απ’ τό θυ ρωρείο. Ακριβώς εκείνη τή στιγμή ανοίγει ή πόρτα. Ούδέποτε είχε σκεφτεΐ ότι μπορούσε να συμβεΐ έτσι. Γιά να πούμε τήν αλήθεια, δέν αντιλαμβάνεται καν ότι συμβαίνει κάτι. Ό θυρωρός έχει τα ίδια μούτρα καί τό κασκέτο στό κεφάλι του όπως κάθε μέρα. Δίπλα του στέκεται ένας κύριος, πολύ συνηθισμένος τύπος, άμυδρά ίσως να δείχνει ξένος, φοράει ένα πολύ μακρύ πανωφόρι. Τ ή στιγμή πού περνάει ό Φράνκ, ό ξένος φέρνει τό χέρι του στό μπόρ τού καπέλου σάμπως να ήθελε να εύχαριστήσει τον θυρωρό, ακολουθεί κατά πόδας τον Φράνκ, καί τον στα ματάει πριν φτάσει στη μέση τού πεζοδρομίου. « Θά ήταν πολύ εύγενικό άπό μέρους σας αν μέ άκολουθούσατε ». Έ τ σ ι άπλά. Έ δ ειξε κάτι πού κρατούσε στήν παλάμη του, μιά κάρτα πού τήν προστάτευε ένα πλαστικό διαφανές φύλλο, μέ μιά φωτογραφία καί σφραγίδες. Κάρτα ποιας υπηρεσίας; Ό Φράνκ δέν έχει ιδέα. Λέει πολύ ήρεμα, κάπως κοφτά: « Καλώς ». « Δώστε το μου». Δέν προλαβαίνει κάν ν’ άναρωτηθεΐ τί πρέπει νά δώσει στον συνομιλητή του. Εκείνος χώνει κατευθείαν τό χέρι του στη σωστή τσέπη καί εξαφανίζει τό περίστροφο μές στό πα νωφόρι του.
»> 11ΑΓΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - I I I
197
"Αν υπήρχαν άνθρωποι πού τούς παρατηρούσαν εκείνη τή στιγμή -ο Φράνκ δέν έχει ιδέα-, δέν θά πρέπει να άντιλήφθηκαν τύ παραμικρό. Δέν ύπάρχει κανένα αύτοκίνητο κατά μήκος τού πεζοδρο μίου. Προχωρούν ό ένας δίπλα στον άλλον πρύς τή στάση τού τράμ. Περιμένουν τό τράμ, όπως όλος ό κόσμος, χωρίς όμως νά κοιτάζονται.
IV .
Ε
Κρατάει γερά. Θά κρα τήσει γερά. Ανακάλυψε ότι το όλο θέμα είναι να κρατή σει, και μόνο μ ’ αύτή τήν προϋπόθεση θά τούς τή φέρει. Ό μως γ ι’ αύτο πρόκειται στ’ άλήθεια, γιά νά τούς τή φέρει; Αύτο είναι ένα άλλο πρόβλημα, πού θά το λύσει έν καιρώ. Σκέφτηκε πολύ. Σκέφτηκε πάρα πολύ. Το νά σκέφτεται είναι επίσης επικίνδυνο. Πρέπει νά περιοριστεί σέ μία αύστηρή πειθαρχία. "Οταν σκέφτεται ότι θά τούς τή φέρει, αύτο ση μαίνει άπλώς ότι θά ξεφύγει. Καί ό όρος « ξεφύγει» δεν άφορά μόνο το χώρο στον όποιο βρίσκεται. Είναι έκπληκτικό πώς, έξω, χρησιμοποιεί κανείς λέξεις χωρίς νά άσχολεΐται μέ τήν άκριβή τους έννοια. Σίγουρα δεν είναι καί τόσο μορφωμένος, άλλά ύπάρχουν χιλιάδες σάν αύτόν, είναι ή πλειονότητα, καί τώρα άντιλαμβάνεται ότι μ έ χρι τώρα είχε άρκεστεΐ στις κατά προσέγγιση λέξεις. Τό θέμα μέ τήν έννοια τών λέξεων τού πήρε δυο μέρες. "Ισως άργότερα τό άναλύσει καί π ά λι; Έ ν πάση περιπτώσει, βρίσκεται στή δέκατη όγδοη ήμέρα καί αύτο αποτελεί απόλυτη βεβαιότητα. Προσέχει ώστε αύτή ή βεβαιότητα νά παραμείνει άπόλυτη. Διάλεξε ένα κομμάτι τού τοίχου σχεδόν παρθένο. Κάθε πρωί, χαράζει μιά γραμμή, μέ τό νύχι τού άντίχειρα. Είναι πολύ πιο δύσκολο άπ’ όσο νοΙΝΑΙ Η Δ ΕΚ Α ΤΗ Ο ΓΔΟ Η Η Μ ΕΡΑ .
ι98
() IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
ι 99
μίζει κανείς. Ό χ ι νά χαράξει τή γραμμή, παρόλο πού τό νύχι έχει φαγωθεί. Άλλα νά χαράξει μόνο μία. Νά είναι σίγουρος ότι τήν έχει ήδη χαράξει. Ό τοίχος είναι καλυμμένος μέ γύψο, πράγμα πού διευκολύνει το εγχείρημα. Αλλά δεν ήταν εύκολο νά βρει ένα σημείο καθαρό, έξαιτίας 6λων των άλλων πού είχαν προηγηθεΐ. Δεν πρέπει επίσης, κι αύτο είναι άλλη μία άπ’ τις άνακαλύψεις του, νά γίνει ιδιαίτερα σχολαστικός, νά διερωτάται πώς εκείνο ή πώς τ ’ άλλο, γιατί εδώ τείνει κάνεις νά αμφιβάλ λει, και άντιλήφθηκε 6τι αύτός πού άρχίζει νά άμφιβάλλει είναι χαμένος. Θά βρει τή λύση τού προβλήματος, μόνος του, άρκει νά είναι απόλυτα πειθαρχημένος, καί νά μήν άφήνεται νά ονει ροπολεί. Γίνεται κανείς πολύ αύστηρός σέ ορισμένα θέματα. Γιά παράδειγμα, δέν ήξερε τήν ήμερομηνία τού τελευταίου πρωινού πού βρισκόταν έξω. Έ τ σ ι μπορεί νά έγγυηθει 6τι έδώ έχει περάσει δεκαοκτώ μέρες, ενώ, γιά τήν άκριβή ήμε ρομηνία πού τον έφεραν, δέν θά τολμούσε νά πάρει 6ρκο. Νά πώς ζεΐ κανείς έδώ. Είναι πάρα πολύ πιθανόν νά είναι 7 Ίανουαρίου. Μήπως Η; Γιά 6,τι έγινε πριν τού λείπουν σαφή σημεία άναφοράς* γιά έδώ έχει εγγύηση τις γραμμές του. Ά ν άντέξει, αν δέν άφεθει, αν συγκεντρωθεί έπαρκώς -χωρίς έντούτοις νά συγκεντρωθεί ύπερβολικά-, δέν θά τού πάρει πολύ καιρό άκόμη γιά νά καταλάβει καί 6λα θά τελειώ σουν. Αύτό τού θυμίζει ένα όνειρό πού είδε πάρα πολλές φο ρές. "Οτι πετοΰσε μέσα στο χώρο. Ό χ ι έξω στον άέρα, σ’ έναν κήπο ή στο δρόμο, άλλά πάντα μέσα σ’ ένα δωμάτιο, πάντα
200
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
παρουσία μαρτύρων πού δέν μπορούσαν να πετάξουν. Τούς λέει, για παράδειγμα: « Βλέπετε πόσο εύκολο είνα ι!» Άκουμπάει τις δυό του παλάμες στο κενό και στηρίζεται επάνω τους. Ή απογείωση είναι αργή, επίπονη. Πρέπει να έπιδείξει ύπερβολική θέληση. Μόλις βρίσκεται στόν αέρα, δέν έχει παρά να κάνει έλαφρές κινήσεις, άλλοτε μέ τα χέρια, άλλοτε μέ τα πόδια. Το κεφάλι του αγγίζει το ταβάνι. Ποτέ δέν καταλαβαίνει γιατί οί άλλοι μένουν τόσο μαγεμένοι. Τούς χαμογελάει μέ συγκατάβαση. « Εφόσον σάς λέω πώς είναι εύκολο! Είναι απλώς ζήτημα θέλησης!» Έ λοιπόν, εδώ, είναι το ίδιο πράγμα, καί, αν το θέλει πάρα πολύ έντονα, θά καταλάβει. Βρίσκεται σέ δύσκολες συνθήκες. Κατάλαβε αμέσως 6τι πρέπει νά προσέξει το θέμα της μετα τόπισης. "Ενα πάρα πολύ μικρό παράδειγμα: ή άφιξή του. ΤΗταν οί τελευταίες του ώρες, τά τελευταία του λεπτά εξω. ’Ή πριν. Χρησιμοποιεί τούς δύο ορούς άδιακρίτως. Θά έπρεπε λοιπόν νά διατηρήσει γιά αύτές τις στιγμές μία ανάμνηση μέ μαθη ματική άκρίβεια. Τό έκανε. Καί τή διατηρεί εύλαβικά. Αλλά μέ τό τίμημα τής μόνιμης προσπάθειας. Κάθε μέρα κινδυ νεύει ν’ άλλάξει κάποιες λεπτομέρειες, έχει τήν τάση νά τό κάνει, ύποχρεώνεται νά επαναλαμβάνει τά γεγονότα ένα ένα, νά συνδέει κάθε εικόνα μέ τήν έπόμενη. Δέν αληθεύει λοιπόν 6τι ό Κάμπ βγήκε στό κατώφλι του ούτε 6τι οί θαμώνες ξέσπασαν σέ γέλια στό μικρό καφενείο του. ΤΗταν έτοιμος νά τό προσθέσει καί παρ’ ολίγο νά τό π ι
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
201
στέψει. Ή αλήθεια είναι ότι μέχρι να σταματήσει τό τραμ μπροστά τους, σκαμπανεβάζοντας ώς συνήθως, δέν είχε δει κανέναν, απολύτως κανέναν. Μέ τον άντρα δέν κοιτάχτηκαν για να δουν αν θ’ ανέβαιναν μπροστά ή πίσω. Θά πίστευες ότι έκεΐνος γνώριζε τις συνήθειες τού Φράνκ καί ότι ήθελε νά τόν ευχαριστήσει, για τί ανέβηκαν μπροστά. Ό Φράνκ κάπνιζε τό τσιγάρο του, ό άλλος είχε λιγότερο άπό μισό τσιγάρο στο στόμα. Θά μπορούσε νά τό πετάξει, νά ήθελε νά πάει νά καθίσει μέσα. Ό Φράνκ, όμως, έκτος άπό τό τε πού ήταν μικρός καί τού τό επέβαλλαν, ποτέ δέν κάθισε στό έσωτερικό ένός τράμ. Τόν αγχώνει, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Ό άντρας στάθηκε στην πλατφόρμα. Αύτό τό τράμ, αφού περάσει τις γέφυρες, διασχίζει σχε δόν όλη τήν πόλη γιά νά τερματίσει τή διαδρομή του σέ μιά γειτονιά μέ εργατικές κατοικίες, δυό βήματα άπό τήν έξοχή. ‘Έ τσ ι, πέρασαν κοντά άπό τά στρατιωτικά γραφεία αλλά ό άντρας δέν κατέβηκε. Τρεις δρόμους παρακάτω, έκανε νόημα στόν Φράνκ κατέβηκαν καί πήγαν καί περίμεναν ένα άλλο τράμ σέ μιά στάση κάτω άπό μιά κίτρινη στρόγγυλη πινα κίδα. Εκείνο τό πρωί ό ούρανός ήταν λαμπερός, καί είχες τήν έντύπωση ότι όλη ή πόλη ακτινοβολούσε, τά παράθυρά της, τό χιόνι, οί άσπρες στέγες. ’Ή μήπως τά παραποιεί; ‘Υπάρχει όμως μιά λεπτομέρεια πού δέν τού είχε διαφύγει. Περιμένοντας τό δεύτερο τράμ, πέταξε τή γόπα του στό χιόνι πού συν ήθως είναι σκληρό, καί καλύπτεται άπό μιά κρούστα πάγου. ' 11καύτρα θά έπρεπε λοιπόν νά έξακολουθήσει νά καίει γιά λ ί
202
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
γη ώρα. Ό μω ς τό τσιγάρο έσβησε αμέσως, τραβώντας τήν υγρασία του πάγου πού έλειωνε άπ’ τον ήλιο. Α ν γινόταν λ ι γότερο άκριβής, θά έλεγε 6τι ή γόπα βυθίστηκε στο χιόνι κά νοντας πλούφ. Αύτό είναι τό είδος των πληροφοριών μέ τις όποιες γίνεται πολύ προσεκτικός, γιατί είναι σημεία άναφορας. Χωρίς αύτά θά άφηνόταν νά σκέφτεται 6,τι τού κατέβαινε καί νά τό π ι στεύει. Τό δεύτερο τράμ πού πήραν άκολουθούσε ένα είδος περι φερειακής λεωφόρου διασχίζοντας γειτονιές πού είναι κέντρο άπόκεντρο. Πολλές φορές άνέβηκαν γυναίκες μέ τά ψώνια τους γιά πολύ μικρές διαδρομές· ό Φράνκ τις βοηθούσε χωρίς ό άντρας νά μπορεί νά τού τό άπαγορέψει. Γιά μιά στιγμή είχε άρχίσει νά άναρωτιέται μήπως έπρόκειτο γιά φάρσα. Τού Κ ρόμερ; Τού Τ ίμ ο ; Εκδίκηση τού γ ε νικού επιθεωρητή Κούρτ Χ ά μ λινγκ; Ε ίχ ε δίκιο πού δέν άφησε τίποτα νά φανεί. Σ έ γενικές γραμμές, είναι εύχαριστημένος μέ τον έαυτό του, άκόμη καί τώρα πού πέρασε άπό κόσκινο τις παραμικρότερες λεπτομέ ρειες. Α λλοι, χωρίς άμφιβολία, θά έκαναν ερωτήσεις, ή θά είχαν εξοργιστεί, ή άκόμη μπορεί καί νά είχαν αστειευτεί μέ χυδαίο τρόπο. Εκείνος, άπλά καί μέ αξιοπρέπεια, είχε προσ αρμόσει άπόλυτα τή στάση του μέ τού άντρός πού πρέπει νά είναι κάποιος κατώτερος ύπάλληλος, ένας άπλός επιθεωρη τής, χωρίς κάποιες ειδικές οδηγίες βσο τον άφορά. Θά πρέπει νά τού έδωσαν τήν εντολή: « Φέρτε μας αύτόν τον νεαρό ». Προσθέτοντας:
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
203
((Προσοχή. ‘Οπλοφορεί». Άπό συνήθειο κατάλαβε αμέσως σέ ποιά τσέπη είχε ό Φράνκ το περίστροφο. Ό Φράνκ νιώθει ακόμη πιο υπερήφα νος για τό γεγονός ύτι δεν άρχισε να καπνίζει νευρικά τό ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο. "Οταν πετοΰσε τό ένα, επέβαλλε στο μυαλό του τή σκέψη: « "Οχι άλλο πρίν από δύο στάσεις ». Κατέβηκαν σέ μια πολύ φωτεινή γειτονιά, νεόχτιστη, πού οί κάτοικοι τού κέντρου της πόλης μετά βίας γνωρίζουν, όπου τά τούβλα είναι ακόμη ρόζ, οί τοίχοι φρεσκοβαμμένοι καί, άκριβώς απέναντι απ’ τή στάση τού τράμ, ύπάρχουν διάφορα εύρύχωρα κτίρια μέ μιά τεράστια αύλή μπροστά, περιφραγ μένη μέ ψηλό κιγκλίδωμα. Πρόκειται γιά ένα σχολείο. Πολύ πιθανόν γιά ένα κολέγιο. Στήν πόρτα υπάρχει ένα φυλάκιο μέ σκοπό, αλλά ό χώρος δέν έχει τίποτα τό θλιβερό* άκριβώς απέναντι ό Φράνκ παρατή ρησε ένα μικρό καφενείο σάν τού κυρίου Κάμπ, αλλά πιο και νούργιο. « "Ισως χρειαστεί νά περιμένουμε λίγο. Φτάσαμε νωρίς ». "Ήταν τά πρώτα λόγια πού ξεστόμισε ό άντρας, έκτος άπ’ όταν τον πλησίασε. Τά είπε μέ ύφος ανήσυχο, σάμπως νά φοβόταν ύτι είχε κάνει κάποιο λάθος. Ό Φράνκ σκέφτηκε ύτι, τις άλλες μέρες, ούδέποτε κατέβαινε τόσο νωρίς καί ύτι άν τό έκανε σήμερα τό πρωί, ήταν γιατί δέν υπήρχε τίποτα νά π ιει στο σπίτι. Άραγε ή Λόττε τό ξέρει ή δ η ; Καί ό Χ όλσ τ; Καί ή Σ ίσ σ υ ; Είναι ήρεμος. ‘Υπήρξε ήρεμος ύλο αύτό τον καιρό. Όσο κι άν σκέφτηκε μετά ύλες του τις κινήσεις καί τις αντιδράσεις,
204
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
μένει ικανοποιημένος μέ τον έαυτό του. Δέν υπάρχει τίποτα το έντυπωσιακό να μπαίνεις σέ μια σχολική αύλή, έστω κι άν μπροστά στο κιγκλίδωμα υπάρχει ένα φυλάκιο μ ’ έναν σκοπό. Προχώρησαν προς τα δεξιά, ανέβηκαν λίγα σκαλιά, ό άντρας προηγήθηκε μέχρι να φτάσουν σέ μια τζαμένια πόρτα τήν οποία άνοιξε καί άφησε τον Φράνκ να περάσει πρώτος. Είναι δύσκολο να πεις σέ τί χρησίμευε αύτό τό μικρό κτίσμα παλαιότερα. Ίσως ήταν τό θυρωρείο; ‘Υπάρχει ένας πάγκος για να καθίσει’ ό χώρος χωρίζεται στα δύο από ένα ψηλό έδρανο πού μοιάζει μέ πάγκο εξυπηρέτησης. Ή μπουαζερί καί τα έπιπλα είναι βαμμένα μέ ανοιχτό γκρίζο. Ό άντρας κατευθύνθηκε στό διπλανό δωμάτιο όπου κάτι είπε, μετά έπέστρεψε καί κάθισε δίπλα στον Φράνκ. Δέν δείχνει πιο χαρούμενος άπ’ αύτόν. Αντίθετα. Δείχνει θλιμένος καί εύσυνείδητος. Κάνει τό καθήκον του χωρίς νά τό εύχαριστιέται, ή ενάντια στις πεποιθήσεις του. Κρατάει άνάμεσα στά χείλη τήν άκρη τού σαλιωμένου πιά τσιγάρου, πού έχει άρχίσει καί μυρίζει άσχημα. Δέν διαμαρτύρεται όταν ό Φράνκ πατάει τή γόπα στό πάτωμα καί άνάβει άλλο τσ ι γάρο. Είναι αύτό πού ό Φράνκ ονομάζει ένα « τίποτα », ένας τύ πος σάν τόν Κροπέτσκι, γεννημένος γιά νά τρώει σφαλιάρες. Θά πρέπει νά υπάρχουν πρόσωπα πιο σημαντικά στό διπλανό δωμάτιο τού οποίου ή πόρτα παραμένει άνοιχτή άλλά βλέπουν μόνο τό πάνω μέρος του για τί τό έδρανο κρύβει τή θέα. Ό Φράνκ καί ό συνοδός του έφτασαν σέ κάποιο διάλειμμα. Μό λις είχε ανάψει τό τσιγάρο του όταν άκούστηκε ό υπόκωφος
() IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
205
γδούπος από μια γροθιά πάνω σ’ ένα πρόσωπο’ δεν επακολού θησαν βογκητά παρά μόνο ή φωνή έκείνου πού έδωσε τή γρο θιά, ή κάποιου άλλου, πού ρώτησε: « Λοιπόν;» Ό Φράνκ λυπάται πού δεν μπορεί νά δει αλλά δέν τολμά νά σηκωθεί, ακούει μόνο τά γρονθοκοπήματα πού διαδέχον ται τό ένα τό άλλο καί τό μόνο τυς αποτέλεσμα είναι νά άποσπάσουν μιά μικρή κραυγή, μιά μοναδική φορά, απ’ αύτόν πού τά δέχεται. « Λοιπόν, γουρούνι;» Ό Φράνκ παρέμεινε απόλυτα απαθής. Είναι σίγουρος γ ι’ αύτό. Πέρασαν δεκαοκτώ μέρες πού τό σκέφτεται καί πά νω σ’ αύτό είναι πάρα πολύ ειλικρινής μέ τον έαυτό του. Τό μοναδικό συναίσθημα πού ξύπνησε μέσα του ήταν ή περιέργεια. Στήν άρχή άναρωτήθηκε: « Είναι αλήθεια 6τι τούς έχουν ολόγυμνους;» Σ έ λίγο θά έρθει πιθανότατα ή σειρά του. Για τί ξαφνικά άρχισε νά σκέφτεται τήν κοιλιά της Μίνας; Ε π ειδ ή λένε ότι σου δίνουν κλοτσιές ή γονατιές στά γεννητικά όργανα. Ή σκέ ψη τον κάνει νά χλομιάσει. Ό μω ς ό τύπος στο διπλανό δω μάτιο δέν βγάζει άχνα. Τις στιγμές της σιωπής μαντεύει κα νείς τήν κάπως σφυριχτή ανάσα του. « Εξακολουθείς νά ισχυρίζεσαι ότι δέν είσαι εσύ;» Έ να χτύπημα. Μέ λίγη εξάσκηση, θά πρέπει νά μπορεί κανείς νά καθορίσει, ανάλογα μέ τό θόρυβο, σέ ποιό μέρος τού σώματος δόθηκε τό χτύπημα. Καταιγισμός χτυπημάτων αύτή τή φορά. Μετά ένα βουβό βογκητό. Μετά τίποτα.
2θ6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Μόνο κάποιες λέξεις, ειπωμένες σέ υποτιμητικό τόνο σέ ξένη γλώσσα. Μήπως όλα αύτά τά είχαν σκηνοθετήσει για κείνον; Πρέ πει να τό μάθει. Αλλά, φυσικά, είναι δύσκολο να τό πιστέψει. Δεν σκέφτεται πλέον όπως οί άνθρωποι έξω. Ούτε όμως σκέ φτεται άκόμα όπως οί διπλανοί του. Προσπαθεί να παραμείνει διαυγής, να τά βάλει όλα σέ μια τάξη. Είναι πεπεισμένος ότι θά τά καταφέρει. Δέν θά του τή φέρουν. Κυρίως, επειδή ίσως νά πρόκειται για δοκιμασία. Δέν θά πρέπει λοιπόν νά τό πει στή Λόττε, ούτε στόν Κρόμερ ούτε καί στόν Τίμο άκόμη. Άπό τότε πού δέν τούς έχει δει, ό ίδιος έχει κάνει πολύ δρόμο. Εκείνοι οχι. Έξακουλουθούν νά ζούν τή μικρή τους ζωή, εξακολουθούν νά σκέφτονται μέ τον ίδιο τρόπο, έτσι πού δέν μπορούν νά προχωρήσουν. Τού έρχεται νά χαμογελάσει όταν σκέφτεται αύτά πού τού είπε ό Τίμο σχετικά μέ τήν πράσινη κάρτα καί τούς το μείς. Άραγε ό Φράνκ βρίσκεται τώρα σέ κάποιον τομέα, ή ο χ ι; Πρόκειται άραγε γιά σοβαρό τομέα; Ά ν ό Τίμο περνούσε άπ’ τό δρόμο καί έβλεπε τό κιγκλί δωμα μέ τή σκοπιά, δέν θά είχε καμία άπολύτως άμφιβολία. Ό μω ς πρέπει νά δει κανείς τά πράγματα άπό μέσα καί ό Φράνκ, άκριβώς, βρίσκεται μέσα. Θά τό παραδεχτεί κανείς ότι βρίσκεται μέσα; Άπό τήν πλευρά του, παραδέχεται ότι ύπήρχαν αλήθειες στά λεγόμενα τού Τίμο. Αλλά όλα αύτά ό Τίμο δέν τά είχε συνειδητοποιήσει, μιλούσε άφηρημένα, όπως μιλάνε έξω. Ή πράσινη κάρτα υπάρχει. Ά ν τή δημιούργησαν, τό έκαναν έ-
ι ) IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
207
πειδή είναι σημαντική. Καί όσο σημαντική είναι, άλλο τόσο σημαντικό είναι καί να μή γίνεται κακή χρήση. Παλιά, για να γίνει κανείς απλώς μασόνος, όπως ήταν όλοι οί υπάλληλοι, έπρεπε να ύποστεί κάποιες δοκιμασίες. Νά τί δέν κατάλαβε ό Τίμο, αύτό πού ούτε εκείνος ούτε οί άλλοι ούτε καί ό Φράνκ είχαν σκεφτεί. Δέν είναι έξαιτίας αύτής της σκέψης πού παραμένει ήρεμος, διαφορετικά θά περιφρονούσε τον έαυτό του, άλλά περνάει κάποιες ώρες τής ήμέρας μελετώντας τη διασταυρώνει πληροφορίες, έμβαθύνει όρισμένες πλευρές τού θέματος. Για τί άραγε στο γραφείο πού τόν οδήγησαν, ή διαδικασία δέν εξελίχθηκε όπως μέ τόν προηγούμενο; Εκείνον τόν μ ε τέφεραν σηκωτό δυο άντρες, ό ένας άπ’ τούς ώμους ό άλλος Απ’ τά πόδια, γιατί τις είχε φάει κάπως περισσότερο άπ’ όσο χρειαζόταν. Θά πρέπει ή διαδικασία νά εξελίχθηκε πιο γρή γορα, πιο βίαια. Ό επικεφαλής δέν είναι εύχαριστημένος. Ή λέξη πού είπε μέ ύπόκωφη φωνή, χτυπώντας τό γραφείο μ ’ έναν χαρτοκόπτη, πρέπει νά σήμαινε: ((Ό επόμενος!» Ό συνοδός τού Φράνκ σηκώθηκε καί έβαλε τό κομμάτι τού τσιγάρου στό τσεπάκι τού γιλέκου του. Ό Φράνκ σηκώ θηκε επίσης, μέ άπόλυτη φυσικότητα. Μήπως γιατί πίστευε, εκείνη τή στιγμή, ότι λίγα λεπτά άργότερα θά ξανάβγαινε ελεύθερος καί θά έπαιρνε τό τράμ πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση; Δέν είναι πλέον τόσο σίγουρος. ‘Υπάρχουν ερωτήματα πού τά έθεσε στον έαυτό του πάρα πολλές φορές, καί πού πε ριπλέκονται κάθε μέρα καί περισσότερο. ‘Υπάρχουν ορισμένα
2θ8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
πού τά φυλάει για το πρωί και άλλα για τ ’ απόγευμα, για τήν ανατολή ή για τή δύση τού ήλιου, για πριν ή μετά τή σούπα. Είναι άλλη μια πειθαρχία τήν οποία έχει επιβάλει στον έαυτό του καί τήν τηρεί αύστηρά. « Ε λ ά τ ε !» Ε ίπ ε στ’ άλήθεια ό άντρας « έ λ ά τ ε » ; Πιθανόν δχι. Δεν είχε πει τίποτα. ’Έκανε απλώς νόημα στον Φράνκ να παρακάμψει τον ψηλό πάγκο, ή μάλλον τον οδήγησε ό ίδιος εφόσον προηγείτο. Καί τότε έφτασαν στο γελοίο τής υπόθεσης. Ό επ ικε φαλής μπροστά στον όποιο παρουσιάστηκε δεν είχε καθόλου παρουσιαστικδ αρχηγού, ό κύριος Β ίμ μερ γιά παράδειγμα δεν θά τον ζήλευε σέ τίποτα. Δεν φορούσε στολή. Φορούσε γκρίζα, μέ τό σακάκι νά τού έρχεται μάλλον στενό, πολύ ψηλό κολάρο πουκαμίσου καί κακοδεμένη γραβάτα. ’Έ δειχνε στριμωγμένος μες στά ρούχα του. ΤΗταν ένας μικρόσωμος άντρας, μεσήλικος, σάν αύτούς πού είναι στά γραφεία καί μοιράζουν τά δελτία τροφίμων, τά κουπόνια γιά τό κάρβουνο, καί οτιδήποτε έχει νά κάνει μέ τά διοικητικά. Φορούσε γυαλιά μέ πολύ χοντρούς φακούς καί έδειχνε νά περιμένει μέ κάποια ανυπομονησία τήν ώρα τού φαγητού. Νά άλλη μία θεμελιώδης ερώτηση πού βρίσκεται στή βά ση τού προβλήματος: Μήπως έκαναν λάθος, ναι ή δ χ ι; Ό Τίμο φάνηκε νά ισχυρίζεται 6τι κι αύτοί είναι σάν 8λο τον κόσμο, 6τι κάποιος άπό ένα γραφείο μπορεί κάλλιστα νά αγνοεί 6λα 6σα συμβαίνουν στο διπλανό. Στήν τροφοδοσία, άνθρωποι πού δέν τό ζήτησαν προμηθεύτηκαν κατά λάθος
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
209
δύο δελτία αντί για ένα, άλλοι πάλι δεν μπορούν ν’ αντικατα στήσουν αύτο πού τυχόν έχασαν. Είναι σοβαρό. Δεν πρέπει να άφεθεΐ να ενθουσιαστεί μέ τούτη τή σκέψη, άλλα είναι απαραίτητο να σκεφτεΐ καί αύτή τήν πιθανότητα τόσο προσεκτικά όσο καί τις άλλες. Δεν πρέ πει επίσης να ξεχάσει να υπολογίσει ότι ήταν ή ώρα τού με σημεριανού γεύματος, ότι ό αρχηγός είχε πεινάσει καί ότι έδειχνε θυμωμένος έπειδή ό προηγούμενος πελάτης λιποθύ μησε. Ό μω ς είναι άδύνατον να συμπεράνει οτιδήποτε άπό τή συμπεριφορά του. Ε ίχ ε καταδεχτεί άραγε να κοιτάξει τον Φράνκ; Τον γνώ ριζε; Ε ίχ ε κάποιον φάκελο μπροστά του; Όσην ώρα ό Φράνκ περίμενε στον διπλανό χώρο, καθι σμένος στον γκρίζο πάγκο, στο γραφείο θά πρέπει νά ήταν πέντε, έφόσον τώρα άπέμειναν τρεις, ό άρχηγός καθισμένος καί άλλοι δυο όρθιοι, έκ των οποίων ό ένας πολύ νέος, νεότερος άπ’ τον Φράνκ, ντυμένος χωρίς καθόλου γούστο. Λοιπόν, δύο όρθιοι καί ένας καθιστός. Ό Φράνκ, άμέσως, άπλωσε τό χέρι καί έδωσε τήν κάρτα του πάνω άπ’ τό γραφείο. Τήν είχε έτοιμη πριν άπό μισή ώρα. Τήν έπιανε, μες στή τσέπη, σέ όλη τή διάρκεια τής διαδρομής μέ τό τράμ. ’Άν ό Τίμο είχε δίκιο, ό γέρος θά μπορούσε ν’ άνασηκώσει τούς ώμους άδιάφορα ή νά καγχάσει. Εκείνος πήρε τήν κάρτα καί, χωρίς νά τής ρίξει ούτε μιά ματιά, τήν άκούμπησε δίπλα του, πάνω σέ μιά στοίβα χαρτιά. Έν τω μεταξύ, οί δυο άλλοι έψαξαν μεθοδικότατα τις τσέπες τού Φράνκ, χωρίς βία. Δέν τού μίλησαν. Δέν τον ρώτησαν τίποτα. Εκείνος πού
2 10
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
τον είχε φέρει είχε σταθεί στο κατώφλι τής πόρτας, χωρίς να δείχνει ότι τον πρόσεχε ιδιαίτερα. Ό ήλικιωμένος κύριος φαινόταν να σκέφτεται άλλα πράγ ματα, κοίταζε προσεκτικά ένα άσχετο ντοσιέ, και χωρίς κα μία περιέργεια άφησε να στοιβάξουν σέ μια γωνιά τού γρα φείου του τό περιεχόμενο άπό τις τσέπες του Φράνκ, συμπεριλαμβανομένης τής δεσμίδας των χαρτονομισμάτων. Όταν τελείωσε ή σωματική έρευνα, σήκωσε τό κεφάλι του καί ρώτησε: « Ε ν τ ά ξ ε ι;» Ό άστυνομικός θυμήθηκε μιά λεπτομέρεια καί ήρθε καί άφησε τό περίστροφο πάνω στο γραφείο. « Αύτά είναι όλα;» Τότε, επιτέλους, μέ έναν ελαφρύ αναστεναγμό, πήρε ένα μεγάλο έντυπο, ένα φύλλο χαρτί σέ ειδικό σχήμα, μέ τυπω μένες λέξεις καί κενά πού έπρεπε νά συμπληρωθούν. « Φράνκ Φ ριντμάιερ; » ρώτησε κάπως αδιάφορα. ’Έγραψε τό όνομα μέ κεφαλαία, μετά επί ένα τέταρτο σέ μιά ειδική στήλη κατέγραφε, χωρίς νά ξεχάσει τό κουτί τά σπίρτα καί ένα κομματάκι μολύβι, όλα τά άντικείμενα πού περιείχαν οί τσέπες τού Φράνκ. Δέν τού μίλησαν άσχημα. Κανείς δέν άσχολήθηκε μαζί του. Ά ν πήγαινε προς τήν πόρτα καί τό ’βάζε στά πόδια, είναι πιθανόν ότι μόνο ό σκοπός θά τον πυροβολούσε καί θά είχε άστοχήσει. Είναι άστείο λοιπόν νά σκέφτεται ότι πρόκειται γιά δοκι μασία ; Για τί θά έδιναν πράσινη κάρτα σέ άνθρώπους πού δέν γνωρίζουν καί γιά τούς οποίους δέν είναι σίγουροι;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
21 1
Για τί δεν τον χτύπησαν όπως τον προηγούμενο; Κ ι εκ εί νον τον χτύπησαν στ’ αλήθεια; Αύτά τα πράγματα δέν υπάρ χει λόγος να συμβαίνουν μέσα σ’ ένα γραφείο πού είναι άνοιχτό στον κάθε διερχόμενο. Ό λες αύτές τις δεκαοκτώ μέρες σκέφτηκε. Σκέφτηκε τρομερά. ’Ό χι μόνο πάνω σ’ αύτό. Ε ίχ ε τον καιρό να σκεφτει για τα Χριστούγεννα, για τήν Πρωτοχρονιά, για τή Μίνα, την Άννυ, τήν Μπέρθα. Θά είχαν έκπλαγεΐ όλες για τα καλά, συμπεριλαμβανομένης τής Λόττε, αν ήξεραν όλα όσα άνακάλυψε γ ι’ αύτές. Καί όμως, δέν είναι εύκολο να σκέφτεται έξαιτίας των γ ει τόνων. Για τί έδώ, όπως άκριβώς καί στήν όδό Βέρτ, υπάρ χουν γείτονες. Μάλιστα, κύριε Χ όλσ τ! Μάλιστα, κύριε Β ίμ μ ερ ! Ή διαφορά είναι ότι δέν τούς βλέπεις, καί ότι έκ των πραγμάτων δέν μπορείς νά τούς έχεις τήν παραμικρότερη εμπιστοσύνη άπ’ οπουδήποτε άλλου. Ά π’ τήν πρώτη μέρα προσπάθησαν νά τον πάρουν μέ τό μέρος τους, άλλά φυλάχτηκε. Φυλάγεται άπ’ τούς πάντες καί τά πάντα. Μεταμορφώνεται στον πλέον δύσπιστο άντρα τού κόσμου. Καί ή μητέρα του νά έρθει νά τον δει, θά άναρωτηθεΐ αν είναι αύτοί πού τήν έστειλαν. Οί γείτονες χτυπούν τούς τοίχους, τούς σωλήνες νερού, τά καλοριφέρ. Ή θέρμανση δέν λειτουργεί, όμως οί παλιές έγκαταστάσεις ύπάρχουν άκόμη. Δέν πρέπει νά ξεχνούμε ότι δέν τον έβαλαν σέ κανονική φυλακή, άλλά σ’ ένα σχολείο, σ’ ένα κολέγιο πού άπ’ ό,τι είδε θά πρέπει νά είναι άρκετά άριστοκρατικό. Οί γείτονές του τού έστειλαν άμέσως μηνύματα. Γ ια τ ί;
2 12
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Δέν είναι καί τόσο ζαλισμένος ώστε να μήν άντιληφθεΐ τή διάταξη του χώρου καί να μή συμπεράνει ότι είναι προνο μιούχος. Πόσοι βρίσκονται στα δεξιά του; Τουλάχιστον δέ κα, απ’ όσο μπορεί να κρίνει. Σύμφωνα μέ τήν προφορά τους, γιατί τυχαίνει ν’ ακούει κάποιες κουβέντες όταν περνούν άπ’ τον έξωτερικό διάδρομο, πρόκειται κυρίως για λαϊκούς άνθρώπους ή χωρικούς. Πιθανόν είναι αύτοί πού οί έφημερίδες άποκαλούν σαμποτέρ. Αληθινοί ή ψεύτικοι. ’Ή ψεύτικοι άνακατωμένοι μέ αλη θινούς. Δέν θά άφεθεΐ να τον παγιδέψουν. Δέν τον χτύπησαν. ΤΗταν εύγενικοί μαζί του. Τον έψαξαν, άλλα τηρώντας τούς τύπους. Τού τα πήραν όλα, τα τσιγάρα του, τον άναπτήρα του, τό πορτοφόλι του, τα χαρτιά του. Τού έβγαλαν επίσης τή γραβάτα, τή ζώνη καί τα κορδόνια των παπουτσιών. Ό λη αύτή τήν ώρα, ό ήλικιωμένος κύριος, μέ άφηρημένο βλέμμα, έξακολουθούσε να συμπληρώνει τό έντυ πο καί όταν τελείωσε τού τό έδωσε μ ’ ένα στυλό, καί τού ύπέδειξε μια διακεκομμένη γραμμή λέγοντάς του, σχεδόν χωρίς προφορά: « 'Υπογράψτε εδώ ». 'Υπέγραψε. Χωρίς να σκεφτεΐ. 'Υπέγραψε άσυναίσθητα. Ούτε ξέρει τί ύπέγραψε. Μήπως ήταν λάθος; Άλλα κι άπ’ τήν άλλη, δέν τούς δίνει τήν άπόδειξη ότι δέν έχει τίποτα να προσ άψει στον έαυτό του; Δέν ύπέγραψε επειδή φοβόταν τον ξυ λοδαρμό. Απλώς κατάλαβε ότι ήταν μία άπαραίτητη διαδι κασία καί ότι δέν θά χρησίμευε σέ τίποτε να έπαναστατήσει. Καί πάνω σ’ αύτό σκέφτηκε πάρα πολύ καί δέν τό μετά-
() 1ΙΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
213
νιώνει. Το μόνο για τό όποιο μετάνιωσε ήταν τό ότι άνοιξε τό στόμα του και είπ ε : « Θά ήθελα...» Δέν είχε τό χρόνο να πει τίποτα παραπάνω. Ό ήλικιωμένος κύριος έκανε μια κίνηση μέ τό χέρι, τον πήραν καί διέσχι σαν μια δεύτερη αύλή, στρωμένη μέ πλίνθους, απ’ όσο μπο ρούσε να κρίνει άπ’ τα μονοπάτια όπου είχαν καθαρίσει τό χιόνι. Τ ί θά έλ εγ ε; "Οτι θά ήθελε τ ί ; Δικηγόρο; Σίγουρα όχι. Δέν είναι τόσο κουτός. Νά επικοινωνήσει μέ τή μητέρα του; Νά άποκαλύψει τό όνομα τού στρατηγού; Νά ειδοποιήσει τον Κρόμερ, τον Τίμο, ή τον Ρέσλ πού τον θυμήθηκε στο Τέηστ καί τού άπηύθυνε έναν χαιρετισμό; Είναι θαυμάσιο πού δέν είχε τό χρόνο νά ολοκληρώσει τήν πρότασή του. Πρέπει νά ξεσυνηθίσει νά έκφράζεται μέ άχρη στες λέξεις. Τότε δέν ήξερε άκόμη ότι 6λα 6σα έβλεπε είχαν τή σημα σία τους, ότι θ’ άποκτούσαν κάθε μέρα όλο καί μεγαλύτερη σημασία. Κάνει κάποιος τή σκέψη: «"Ενα σχολείο ». Καί έχει αμέσως μία εικόνα άπόλυτα ολοκληρωμένη. Ένώ, σέ ορισμένες περιπτώσεις, οί παραμικρότερες λε πτομέρειες άποκτούν μιά μέρα τόση αξία πού λυπάται πού δέν τό είχε κοιτάξει πιό σχολαστικά. Μιά μεγάλη έσωτερική αύλή πού δείχνει άκόμη μεγαλύ τερη έτσι όπως τή λούζει τό φως τού ήλιου. 'Υπάρχει στο βά θος ένα μακρόστενο διώροφο κτίριο, μέ καινούργια τούβλα, καί δέν θά πρέπει νά έχει έσωτερική σκάλα γιατί, όπως καί στά πλοία, εξωτερικά, βλέπει κανείς σιδερένιες σκάλες, μέ
214
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
κρεμαστούς διαδρόμους πού μοιάζουν μέ πασαρέλες και δί νουν πρόσβαση σέ όλες τις τάξεις. Πόσες τάξεις ύπάρχουν; Δεν ξέρει. Ε ίχ ε τήν εντύπωση ότι ήταν άπειρες. Α π’ τήν άπέναντι πλευρά τής αύλής ορθώ νεται ένα άλλο κτίριο, όπου είναι ή αίθουσα των έκδηλώσεων ή τό γυμναστήριο, μέ μεγάλα ψηλά παράθυρα όπως στις έκκλησίες, θυμίζει λίγο τό βυρσοδεψείο. Καί μετά είναι ή σκεπαστή αύλή τού σχολείου, πού ένα τμήμα της, εδώ καί δε καοκτώ μέρες, είναι κάτω άπ’ τά μάτια του, μέ πάγκους άπό μαύρο ξύλο, έδρανα, όλη τή σχολική επίπλωση τέλος πάντων στοιβαγμένη σ’ έναν σωρό πού φτάνει μέχρι τό στέγαστρο. Τ ί κι αν είχαν προσθέσει σίδερα στά παράθυρα, δέν πρό κειται γιά πραγματική φυλακή. Γιά νά τό πούμε ξεκάθαρα δέν βλέπει κανείς κανέναν φύλακα. Απλώς διασχίζοντας τήν αύλή, διέκρινε κάπου δυο στρατιώτες μέ πολυβόλα. Μόνο τή νύχτα όλο αύτό παίρνει μιά πιο εντυπωσιακή διάσταση μέ τούς προβολείς πού φωτίζουν όλο τό χώρο γύρω γύρω. Καθώς τά παράθυρα δέν έχουν παντζούρια, τό φώς σέ έμποδίζει νά κοιμηθείς, ή σέ ξυπνάει αιφνιδιαστικά. Έ ν όλίγοις, τό ότι δέν βλέπουν φύλακες είναι για τί στή στέγη, άπ’ όπου πέφτουν οί προβολείς, ύπάρχουν σκοπιές μέ πυροβόλα καί χειροβομβίδες. Σ έ ορισμένες ώρες άκούγονται βήματα σέ κάποια σιδερένια σκάλα πού δέν μπορεί νά οδηγεί πουθενά άλλού παρά μόνο εκ εί πάνω. Έ ν πάση περιπτώσει, μέ τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποιος κι αν είναι ό λόγος, δέν τού συμπεριφέρονται όπως στούς κοινούς φυλακισμένους. Δέν γελάστηκε καθόλου όταν
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
215
πρόσεξε τήν εύγένεια -ψυχρή μέν άλλα εύγένεια τό δίχως άλλο- του ήλικιωμένου κυρίου μέ τά γυαλιά. Στα δεξιά του, λοιπόν, υπάρχουν δέκα τουλάχιστον, μ ε ρικές φορές περισσότεροι, ποτέ δέν ξέρεις άκριβώς, γιατί διαρκώς γίνονται άλλαγές. Σ τ ’ άριστερά, είναι τρεις, μπορεί καί τέσσερις, 6 ένας έκ των οποίων άρρωστος ή τρελός. Δέν είναι κελί. Είναι αίθουσα διδασκαλίας. Γιά ποιό μά θημα τή χρησιμοποιούσαν τήν εποχή του σχολείου; Πάντως όχι για μαθήματα πού συγκέντρωναν πολλούς μαθητές, π ι θανόν για τήν τελευταία τάξη. Γ ιά αίθουσα διδασκαλίας είναι μικρή, άλλα για κελί είναι τεράστιο, δέν είναι στήν κλίμακα ένος μόνο άτόμου. Νιώθει άμήχανος, δέν ξέρει πού να σταθεί. Τό κρεβάτι του δείχνει μικροσκοπικό. Είναι ένα σιδερένιο κρεβάτι, τού παλιού στρατού, χωρίς σούστες, μέ σανίδες άντί για σομιέ. Δέν τού έδωσαν στρώμα. ’Έ χ ει μόνο μια γκρίζα σκληρή κουβέρτα πού μυρίζει άπολυμαντικό. Τον άηδιάζει πολύ περισσότερο άπ’ τό να μύριζε ιδρώτα καί άκόμη χειρότερα, άπ’ τό να είχε άπορροφήσει όλες τις άνθρώπινες έκκρίσεις. Αύτές οί οσμές χημικών προϊόντων τού θυμίζουν πτώματα. Δέν θά πρέπει να άπολυμαίνουν τις κουβέρτες παρά μόνο αν τις χρησιμοποίησαν για κάποιον νε κρό. Καί σ’ αύτή τήν αίθουσα θά πρέπει να πέθαναν άρκετοί άντρες. Κάποιες επιγραφές έχουν σβηστει μέ μεγάλη προσο χή. Βλέπεις χαραγμένες καρδιές μέ άρχικά, όπως πάνω στα δέντρα, στήν έξοχή, σημαίες πού δέν μπορείς πια να τις ξε χωρίσεις, άλλα αύτό πού έχει μείνει περισσότερο είναι τά κά θετα μπαστουνάκια πού ύποδεικνύουν τις ήμέρες, μέ μιά ορι ζόντια γραμμή γιά τις έβδομάδες.
2 l6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Δυσκολεύτηκε πολύ νά βρει ένα ολοκάθαρο σημείο, κάπου στήν άκρη, για τύ προσωπικό του μέτρημα, και βρίσκεται στήν τρίτη οριζόντια γραμμή. Στα μηνύματα δεν άπαντάει. Αποφάσισε νά μήν άπαντήσει, καί νά μήν προσπαθήσει κάν νά τά καταλάβει. Ό λη την ήμέρα, ένας στρατιώτης πηγαινοέρχεται στήν πασαρέλα καί πότε πότε κολλάει τό πρόσωπό του στά τζάμια. Τ ή νύχτα, οί φύλακες έπαφίενται στους προβολείς καί δεν άκοϋς σχεδόν καθόλου τό θόρυβο άπό τις μπότες. Καθώς σκοτεινιάζει νωρίς, πολύ γρήγορα άρχίζει τό παν δαιμόνιο στούς τοίχους, στις σωληνώσεις. Δέν καταλαβαίνει τίποτα. Θά χρειαζόταν νά καταβάλει λίγη μόνο προσπάθεια καί νά δείξει λίγη ύπομονή. Πρέπει νά μοιάζει μ ’ ένα άπλοποιημένο άλφάβητο Μόρς. Αδιαφορεί άπαξ καί διά παντός. Είναι μόνος. Τόσο τό κα λύτερο. Ε ίχ ε τήν εύνοια καί τον άφησαν μόνο καί αύτό θά έχει κάποια σημασία. Ά ν αύτό σημαίνει ότι ή περίπτωσή του είναι πιο σοβαρή, τόσο τό χειρότερο. Ό μω ς, έχει άρκετή πείρα γιά νά τό άμφισβητεΐ. Στο δεξί δωμάτιο, όπου φέρνουν άσταμάτητα καινούρ γιους, παίρνουν κάποιους καί τούς τουφεκίζουν, άν οχι καθη μερινά, πάντως πολλές φορές τήν έβδομάδα. Είναι τό δωμά τιο των διερχομένων. Θά έλεγες ότι έρχονται καί τούς ψα ρεύουν στήν τύχη, όπως σ’ ένα βιβάρι. Γίνεται άκριβώς πριν άπό τήν άνατολή τού ήλιου. Άραγε καταφέρνουν νά κοιμηθούν; Συχνά, ύπάρχουν κάποιοι πού βογκούν, ή μές στά άγρια μεσάνυχτα πατούν μιά κραυγή. Π ι θανόν οί νέοι.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - IV
2 17
Δυο στρατιώτες έρχονται άπό τήν αύλή, πάντα δύο, και τα βήματά τους άντηχοϋν στή σιδερένια σκάλα και μετά στήν πασαρέλα. Στήν άρχή, ό Φράνκ άναρωτιόταν κάθε φορά άν είχε έρθει ή σειρά του. Τώρα, ούτε πού παλεύει. Τά βήματα σταματούν μπροστά στή διπλανή τάξη. Άραγε μεταξύ των φυλακισμέ νων ύπάρχουν κάποιοι πού έκαναν μάθημα εκ εί μέσα; Τότε, ύλος ό κόσμος άρχίζει νά τραγουδάει ούρλιάζοντας ένα πατριωτικό τραγούδι, και μετά βλέπει κανείς άμυδρά μές στο λυκαυγές τούς στρατιώτες πίσω άπό δυο ή τρεις άν τρες. Ά ν τό κάνουν έσκεμμένα, είναι ύπολογισμένο μέ μεγάλη ακρίβεια. ’Έχουν διαλέξει τόσο καλά τήν ώρα, πού ό Φράνκ ούτε μιά φορά δέν κατάφερε νά διακρίνει τά χαρακτηριστικά ένός προσώπου. Μόνο σιλουέτες. Άντρες πού προχωρούν, μέ τά χέρια πίσω, χωρίς παλτά, χωρίς καπέλα, παρ’ ύλο τό κρύο. Καί οπωσδήποτε μέ τό γιακά τού σακακιού άνασηκωμένο. Θά πρέπει νά τούς οδηγούν σ’ ένα τελευταίο γραφείο, για τί περνά λίγη ώρα άκόμη, καί τή στιγμή πού τά βήματα δια σχίζουν τήν αύλή άρχίζει νά ξημερώνει. Γίνεται δίπλα στο στέγαστρο. Δυό-τρία μέτρα άκόμη καί ό Φράνκ θά μπορούσε νά τά δει ύλα άπ’ τό παράθυρο, άλλά ποτέ δέν μπόρεσε νά δια κρίνει παρά μόνο άπ’ τή μέση καί πάνω τον άξιωματικό πού διοικεί τό άπόσπασμα. Μπορεί νά ξανακοιμηθεΐ. Για τί τον άφήνουν νά κοιμάται. Αγνοεί τί συμβαίνει στις άλλες τάξεις. Σίγουρα, οχι τά ίδια, γιατί άκούγονται θόρυβοι άπό πολύ νωρίς. Αύτόν τον άφήνουν ήσυχο μέχρι τήν ώρα πού τού φέρνουν τό πρωινό, ένα άφέψη-
2 1δ
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
μα από βαλανίδια, χωρίς ζάχαρη, μέ ένα κομματάκι ψωμί σαν λάσπη. Αύτή ή αγελάδα ή Μπέρθα θά ήταν πολύ εύχαριστημένη! Καί όμως το συνήθισε. Το πίνει μέχρι τήν τελευταία σταγό να. Τρώει τα πάντα. Δεν θ’ άφήσει να τον νικήσουν. Κατέ στρωσε σχέδια, άπό τήν πρώτη ήμέρα. Δέν επιτρέπει στον έαυτό του να σκέφτεται για τό ένα ή τό άλλο θέμα παρά μόνο στήν ώρα του. ’"Εχει κάνει έναν ολό κληρο πίνακα μέσα στο κεφάλι του. ‘Ορισμένες φορές είναι δύσκολο νά υποτάσσεται στο ωράριο. Οί σκέψεις έχουν μιά τάση νά μπλέκονται. Τότε, γιά νά μπορέσει νά χαλαρώσει, καρφώνει τό βλέμμα του σ’ ένα μαύρο σημάδι πάνω στον τοί χο, αρκετά ψηλά, εκ εί πού θά πρέπει νά κρεμόταν ό Εσ τα υ ρωμένος τήν εποχή τού σχολείου. ((Ή Μπέρθα μπορεί νά είναι μιά ήλίθια πουτάνα, αλλά δέν είναι αύτή πού τον κατήγγειλε ». Αλλά, καθώς δέν είναι ή ώρα καί ή σειρά της, όπως δέν είναι κι ή σειρά τής οδού Βέρτ, ξαναπιάνει τό συλλογισμό του απ’ τό σημείο πού τον άφησε τήν προηγουμένη. Τυχαίνει νά μπαίνει στή μέση ή Σίσσυ, όπως καί ό Χόλστ. Ή Σίσσυ, γιά παράδειγμα, πού έρχεται νά μαζέψει τήν τσάν τα μέ τό κλειδί, ένώ στήν πραγματικότητα δέν ξέρει καθόλου αν πήγε έκείνη νά τήν πάρει, ούτε κάν αν τήν είχε δει. Αύτό δέν έχει σημασία, όμως άπαγορεύεται άπό τον κανόνα πού έχει θεσπίσει. Όσο γιά τον Χόλστ, έχει καταντήσει αύτό πού θά λέγαμε ό Εχθρός Νούμερο 1. Είναι αύτός πού έρχεται καί έπανέρχεται πιο συχνά, μέ τις γκρίζες τσόχινες μπότες, τό παλτό του, τό τενεκεδένιο κουτί του, τό χαλαρωμένο σουλού
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
219
πι του, καί το πιο περίεργο είναι ότι ό Φράνκ είναι άδύνατο να άναπαραστήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Δέν είναι παρά μιά μουντζούρα. Γιά τήν ακρίβεια μιά έκφραση. Τ ί είδους έκφραση; Ά ν δέν προσέξει, αφήνει το λογισμό του νά τρέχει λεπτά ολόκληρα, τέλος πάντων γιά πολλή ώρα, γιατί εδώ δέν υπάρχει τίποτα πού νά μπορεί νά μετράει τά λεπτά τής ώρας -αν ήταν άπαραίτητο, θά έπρεπε νά πιάνει τό σφυγμό του γιά νά μετρήσει τό χρόνο. Πώς θά άποκαλούσε κανείς τό βλέμμα πού άντάλλαξαν όταν ό Χόλστ στεκόταν στο παράθυρό του καί ό Φράνκ στή στάση τού τρά μ; Αύτό δέν έχει ονομασία; Έ , λοιπόν, ούτε ή έκφραση τού Χόλστ έχει ονομασία. Είναι ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα. Καί όταν κανείς βρίσκεται στην κατάσταση τού Φράνκ, δέν έχει δικαίωμα νά άσχολεΐται μέ αινίγματα, έστω καί άν, προς στιγμήν, πιστεύει ότι μπορεί νά τού κάνει καλό. Πρέπει νά ξαναπιάσεις τά έρωτήματα ένα ένα, άκούραστα, προσπαθώντας νά παραμείνεις ψυχρός, μέ πλήρη πνευ ματική διαύγεια, νά μήν άφήσεις νά σέ κυριεύσει ή νοοτροπία τού φυλακισμένου. 'Υπήρχε αύτό. Συνέβη εκείνο. Ό τάδε, ό τάδε καί ό τάδε μπορούσαν νά συμπεριφερθούν μ ’ αύτόν τον τρόπο. Χωρίς νά παραβλέπεις τίποτα, ούτε λεπτομέρειες ούτε πρόσωπα. Ό λη τήν ήμέρα φοράει τό παλτό, μέ τό γιακά σηκωμένο,
220
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
τό καπέλο στο κεφάλι, και περνάει τον περισσότερο καιρό κα θισμένος στήν άκρη του κρεβατιού του. Του άδειάζουν τον κουβά μία φορά τήν ήμέρα καί ό κουβάς αύτός δεν έχει κα πάκι. Για τί άραγε έρχεται καί του τον αδειάζει ένας άλλος φυ λακισμένος ; Για τί ό Φράνκ δεν συμμετέχει στον περίπατο, ενώ οί τρεις τουλάχιστον άπ’ τούς γείτονες άριστερά παίρνουν μέρος; Δέν έχει καμία όρεξη νά γυρίζει γύρω γύρω στήν αύλή. Δεν τούς βλέπει. Τούς άκούει. Δέν έχει όρεξη γιά τίποτε. Δέν παραπονιέται. Ποτέ δέν προσπάθησε νά καλοπιάσει τούς φύ λακες πού άλλάζουν καθημερινά, καί δέν κλαψουρίζει, όπως θά πρέπει νά κάνουν οί άλλοι, μέ τήν έλπίδα ότι θά έχουν ένα τσιγάρο, ή ότι θά τραβήξουν μόνο μιά ρουφηξιά άπ’ τό τσιγά ρο τού στρατιώτη. 'Υπήρχε αύτό. 'Υπήρχε ό Φράνκ. Μετά ύπήρχαν έκεΐνο καί τ ’ άλλο. Οί γείτονες τής οδού Βέρτ, ό Κρόμερ, ό Τίμο, ή Μπέρθα, ό Χόλστ, ή Σίσσυ, ό πατέρας Κάμπ, ό γερο-Βίμμερ, κι άλλοι άκόμη, συμπεριλαμβανομένου τού βιολιστή, τού Κάρλ Άντλερ, τού ξανθού τού δευτέρου ορόφου καί τού Ρέσλ, καί τού Κροπέτσκι επίσης. Δέν πρέπει νά παραλείψει κανέναν. Δέν έχει ούτε χαρτί ούτε μολύβι, αλλά ενημερώνει τον κατάλογό του, άκούραστα, έχοντας δίπλα στο περιθώριο οτιδήποτε πα ρουσιάζει κάποιο ένδιαφέρον, όσο μηδαμινό καί νά είναι. 'Υπήρχε ό Φράνκ... Δέν είναι τό κεφάλι τού Χόλστ, ή μάλλον ή έκφραση τού
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - IV
221
Χόλστ, πού θά τού άποστρέψει τήν προσοχή άπο τή σκέψη πού είχε ξεκινήσει. Ή Σίσσυ πιθανόν νά έχει γιατρευτεί. Να γιατρεύτηκε ή νά πέθανε. Αύτο πού μετράει είναι ό κατάλογος, είναι νά σκέφτεται, νά μήν ξεχνάει τίποτε άποφεύγοντας νά δώσει στά πράγματα μεγαλύτερη σημασία άπ’ αύτή πού έχουν. ‘Υπήρχε ό Φράνκ, ό γιος της Λ όττε... Αύτο τού θυμίζει τή Βίβλο καί χαμογελάει ύπεροπτικά γιατί μοιάζει μέ λογοπαίγνιο. Δέν ήρθε στή φυλακή γιά νά κάνει λογοπαίγνια. Εξάλλου, δέν τον έβαλαν σέ φυλακή, άλλά σ’ ένα σχολείο, κι αύτο πρέπει νά έχει κάποια σημασία.
V.
Δ
ΕΚ Α ΤΗ ΕΝ Α ΤΗ ΗΜ ΕΡΑ .
Δεν τον έβαλαν σε φυλακή, άλλα σ’ ενα σχολείο. Συνεχίζει τον ειρμό της σκέψης αύτομάτως άπό τό σημείο πού τον άφησε τήν προηγουμένη. Είναι ένα είδος γυμνα στικής. Συνηθίζει κανείς πολύ γρήγορα. Τό ξεκλείδωμα γ ί νεται τελικά μόνο του καί μετά τα γρανάζια έξακολουθούν να γυρίζουν κι αύτά μόνα τους, όπως μέσα σ’ ένα ρολόι. Κάνει τό ένα καί τό άλλο. Κάνει πάντα τις ίδιες κινήσεις τις ίδιες ώρες καί, λίγο αν προσέξει κανείς, εξακολουθεί να τον άπασχολεΐ ή ίδια σκέψη. Τό σχολείο τό ίδιο δέν έχει τίποτα τό άνησυχητικό καί άν, σύμφωνα μέ τήν έκφραση του Τίμο, ύπάρχουν τομείς, ό Φράνκ θά πρέπει νά βρίσκεται σέ κάποιον σοβαρό τομέα, για τί έδώ τουφεκίζουν σχεδόν καθημερινά. Τό πιο άνησυχητικό είναι νά έπιμείνουν νά μήν άσχολοΰνται μαζί του, ή νά ύποκρίνονται τούς άδιάφορους. Δέν τον άνέκριναν καί έξακολουθούν νά μήν τον άνακρίνουν. Ούτε τον παρακολουθούν. ’Άν παρακολουθούσαν τις κ ι νήσεις του θά τό είχε άντιληφθεί. Τον αφήνουν μόνο. Δέν τούς άπασχολεΐ τό 6τι φοράει τά ίδια ρούχα έδώ καί δεκαεννιά μ έ ρες. Ούτε μιά φορά δέν μπόρεσε νά πλυθεί 6πως θά ’πρεπε γιατί τό νερό πού τού δίνουν δέν άρκεΐ. 222
<) IΙΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
223
Δέν θυμώνει μαζί τους. Α π’ τή στιγμή πού αύτό δέν απο τελεί ένα είδος περιφρόνησης για τό πρόσωπό του, τό ίδιο του κάνει. Είναι άξύριστος. Άλλοι, στήν ήλικία του δέν έχουν ακόμη τόσο πυκνά γένια, άλλα άρχισε νά ξυρίζεται άπό πολύ νέος, έτσι γιά πλάκα. Πριν ξυριζόταν κάθε μέρα. Τώρα τά γ έ νια του έχουν μακρύνει περισσότερο άπό ένα έκατοστό. Στήν αρχή ήταν πολύ σκληρά, τώρα είναι πολύ μαλακά στήν άφή. Στήν πόλη ύπάρχει μιά άληθινή φυλακή πού τήν έχουν στήν κατοχή τους φυσικά, καί ή οποία θά πρέπει νά είναι γ ε μάτη. Δέν είναι άπαραίτητο 6τι εκεί βάζουν τις πιο ένδιαφέρουσες περιπτώσεις. Τίποτα δέν άποδεικνύει 6τι τον κοροϊδεύουν. Ά ν οί φύλα κες δέν τού μιλούν, κατάλαβε 6τι τό κάνουν γιατί δέν μιλούν τήν ίδια γλώσσα. Οί φυλακισμένοι πού τού φέρνουν τήν κα νάτα μέ τό νερό καί άδειάζουν τον κουβά του επίσης άποφεύγουν νά τού άπευθύνουν τό λόγο. Αύτοί κυκλοφορούν. Τούς βλέπεις ξυρισμένους, μέ μαλλιά κουρεμένα, πράγμα πού άποδεικνύει 6τι στο σχολείο ύπάρχει κουρέας. Ά ν δέν τον πηγαί νουν έκει, όπως τούς άλλους, γιατί νά σημαίνει 6τι τον ξε χνούν ; Μήπως σημαίνει 6τι είναι άπόρρητο πού βρίσκεται έκ εΐ; Σ τή βάση ύπήρχε κάποιος, μέ μία καταγγελία ή κάτι παρόμοιο. Επαναλαμβάνει τά ονόματα, τά τεκταινόμενα τού καθενός, μελετάει τις πιθανότητες. Αισθάνεται πάντα ντροπή όταν πηγαίνει στον κουβά του, γιατί, άπ’ αύτό τό μεγάλο πα ράθυρο μπορούν νά βλέπουν τά πάντα άπ’ τήν πασαρέλα. Ό μω ς δέν ντρέπεται πιά καθόλου πού είναι άξύριστος, ούτε γιά τά βρόμικα εσώρουχά του ούτε καί γιά τά ρούχα του πού
2 24
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
είναι έντελώς τσαλακωμένα άπο τότε πού κοιμάται μ ’ αύτά. Οί άλλοι στις έννιά κατέβηκαν για τον περίπατο. Θά πρέ πει να τούς κατεβάζουν επίτηδες τόσο νωρίς, για να κρυώ σουν, καί έπιπλέον κάποιοι δέν έχουν παλτό. Για τί να μήν πε ριμένουν να πάει έντεκα ή δώδεκα, όταν ό ήλιος θά έχει ζε στάνει τήν άτμόσφαιρα; Αύτο είναι κάτι πού δέν τον άφορά, εφόσον έκεΐνος δέν κα τεβαίνει. Ά ν κατέβαινε, δέν θά προλάβαινε λίγο άργότερα το θέαμα στο παράθυρο. Τά γρανάζια βρίσκονται σέ κίνηση, το ροκάνισμα των σκέψεων συνεχίζεται χωρίς νά τον έμποδίζει, άπο τις έννιά το πρωί, ν’ αρχίσει νά περιμένει. Δέν είναι τίποτα, λιγότερο κι άπο τίποτα. ’Άν ζοΰσε σέ άληθινή φυλακή, αύτο δέν θά ύπήρχε, γιατί πρέπει νά άποφεύγει κανείς προσεκτικά όποιαδήποτε επαφή μέ τον έξωτερικό χώρο, έστω κι άν είναι πολύ μα κριά. Κανένας, έδώ, δέν πρέπει νά σκέφτηκε αύτο το παρά θυρο. "Οντως, είναι άπερισκεψία πού δέν πήραν κάποια μ έ τρα, γιατί θά μπορούσε νά παίξει σημαντικό ρόλο. Πάνω άπο τήν αίθουσα εκδηλώσεων ή τήν αίθουσα του γυμναστηρίου, άπο τήν άπέναντι πλευρά τής εσωτερικής αύλής, μαντεύει κανείς ότι υπάρχει κενό, ίσως ένας δρόμος, ίσως χαμηλά σπίτια όπως τά περισσότερα αύτής τής γειτονιάς, μο νοκατοικίες. Πιο πέρα άκόμη, άρκετά πιο μακριά, ορθώνεται το πίσω μέρος ένος κτιρίου τουλάχιστον τριών ορόφων πού, σχεδόν έξ ολοκλήρου, τό κρύβει τό γυμναστήριο. Έξαιτίας μίας πλευρικής κλίσης τής στέγης του, είναι ορατό ένα παράθυρο, ένα μοναδικό, έντελώς έπάνω, ίσως στον τρίτο όροφο, πράγμα πού σημαίνει ότι οί ένοικοι θά είναι άρκετά φτωχοί.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
225
Κάθε πρωί, λίγο πριν τις έννιάμισι, μια γυναίκα άνοίγει τό παράθυρο, φοράει πενιουάρ -όπως ή Λόττε-, μια άνοιχτόχρωμη μαντίλα στα μαλλιά, καί τινάζει στο κενό κουβέρτες καί χαλάκια. Άπό τόσο μακριά δέν ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά της. Μέ τή σαφήνεια των κινήσεών της, τή δραστηριότητά της, συμπεραίνει ότι είναι νέα. Παρά τήν έποχή, άφήνει άρκετή ώρα τό παράθυρο άνοιχτό, ενώ έκείνη πηγαινοέρχεται, προσ έχει πράγματα στο εσωτερικό, κατσαρόλες μέ φαγητό ή ένα μωρό* σίγουρα έχει μωρό, γιατί σχεδόν καθημερινά βάζει άσπρόρουχα νά στεγνώσουν που τά κρεμά σ’ ένα σχοινί δεμέ νο κατά μήκος του παραθύρου, καί τά άσπρόρουχα είναι πάρα πολύ μικρά. Ποιός ξέρει; Πιθανόν νά τραγουδάει. Πρέπει νά είναι εύτυχισμένη. Τ ή θεωρεί εύτυχισμένη. 'Όταν ξανακλείνει τό παράθυρό της, ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, μέ τις μυρωδιές τού νοικοκυριού της νά άποκτοΰν καί πάλι τά δικαιώματά τους. Έ κείνη τήν ήμέρα, τή δέκατη ένατη, τό γεγονός ότι ήρ θαν νά τόν πάρουν στις έννιά καί τέταρτο, πάντως πριν έμφανιστεΐ στο παράθυρό της, τού χαλάει τή διάθεση. Άπό τήν ήμέρα της άφιξής του περιμένει νά ρθοΰν νά τόν πάρουν. Τό σκέφτεται διαρκώς όλες τις μέρες. Ό μω ς, τώρα πού έπιτέλους συμβαίνει, τσατίζεται γιατί τόν ενόχλησαν ένα τέταρτο νωρίτερα. Είναι ένας άντρας μέ πολιτικά πού συνοδεύεται άπό έναν στρατιώτη, καί στέκονται καί οί δύο στήν πασαρέλα, μπροστά στήν πόρτα του. Έ χ ε ι καστανά μουστάκια. Θυμίζει έπιστά-
226
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
τη γυμνασίου. Ό Φράνκ σκέφτεται άμέσως 6τι θά πρέπει να είναι ό ένας άπ’ τούς δύο πού χτυπούσαν τον τύπο τήν ήμέρα τής άφιξής του, ένώ έκεΐνος περίμενε στο πρώτο δωμάτιο. Πρόκειται για έναν άντρα πού πρέπει να χτυπάει κατόπιν δια ταγής, ήρεμα, χωρίς μίσος, μέ ζήλο, όπως άκριβώς σέ ένα γραφείο θά έκανε λογαριασμούς. ’Άραγε γ ι’ αύτο κατεβάζουν τον Φράνκ; Κανείς άπ’ τούς δύο δέν ρίχνει ούτε μιά ματιά στο δωμάτιό του. Δέν τού λένε τίποτα. Τού κάνουν άπλώς νόημα νά βγει. Ό άντρας προη γείται καί ό Φράνκ τον άκολουθεΐ, χωρίς νά θυμηθεί νά κοι τάξει στις άλλες τάξεις, πράγμα πού τόσο πολύ είχε ύποσχεθεΐ στον έαυτό του 6τι θά έκανε. 'Υπάρχει όμως κάτι καλύτε ρο. Είναι ή ώρα πού οί φυλακισμένοι κάνουν περίπατο στήν αύλή. Τούς βλέπει τόσο καλά 6σο προχωράει κατά μήκος τής πασαρέλας 6σο καί 6ταν κατεβαίνει τήν εξωτερική σκάλα. Ξεχνάει νά τούς παρατηρήσει. Αργότερα θά θυμάται μόνο ένα μακρύ σκουρόχρωμο φίδι. Προχωράνε λοιπόν ό ένας πίσω άπ’ τον άλλον, άφήνοντας περίπου ένα μέτρο άπόσταση μετα ξύ τους, καί 6λο αύτό σχηματίζει ένα κλειστό όβάλ μέ κάποιες διακυμάνσεις. Τ ί θά σημαίνει αν τον χτυπήσουν; 'Ότι έκαναν λάθος, ύτι τον ύποπτεύονται γιά παραπτώματα πού δέν έχει διαπράξει - για τί δεκάρα δέν δίνουν γιά τή δεσποινίδα Βιλμός. Είναι περίεργο, ούτε πού σκέφτεται τόν ύπαξιωματικό, τού φαίνε ται συγχωρητέο άμάρτημα καί νιώθει άθώος. Κατευθύνονται -τόν κατευθύνουν- προς τό μικρό κτίριο πού τόν δέχτηκαν τήν πρώτη ήμέρα καί άνεβαίνει τά ίδια σκαλοπάτια. Αύτή τή φορά δέν τόν άφήνουν νά περιμένει. Τόν
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
227
περνάνε κατευθείαν στο γραφείο του ήλικιωμένου κυρίου πού βρίσκεται στή θέση του, καί ό Φράνκ, κοιτάζοντας γύρω του, βλέπει τή μητέρα του. Ή πρώτη του άντίδραση ήταν να σμίξει τα φρύδια καί, πριν να τήν παρατηρήσει περισσότερο ή να τής άπευθύνει τό λόγο, περιμένει τις οδηγίες του υπαλλήλου. Εκείνος δείχνει πάντα τό ίδιο άδιάφορος. Γράφει, μέ πυκνά γράμματα, καί είναι ή Λόττε πού παίρνει πρώτη τό λόγο. Ή φωνή της για άρκετή ώρα άντηχεΐ πάρα πολύ ύπόκωφη, όπως όταν μιλά κανείς στό κενό μιάς σπηλιάς, ώσπου να βρει τόν κανονικό της τόνο. « Ό ρίστε, Φράνκ, αύτοί οί κύριοι μου έπέτρεψαν να ρθώ να σέ δώ καί να σου φέρω κάποια πράγματα. Δέν ήξερα πού βρισκόσουν ». Τις τελευταίες λέξεις τις πρόφερε πολύ γρήγορα. Θά πρέ πει νά της έχουν γίνει κάποιες συστάσεις. Σίγουρα ύπάρχουν θέματα πού έχει δικαίωμα νά θίξει καί άλλα πού άπαγορεύονται. Για τί της κάνει μούτρα; Κατά βάθος δέν αισθάνεται άνε τα. Δέν τήν έμπιστεύεται. Έ ρχετα ι άπό άλλοΰ. Μοιάζει πολύ μέ τόν έαυτό της. Είναι τρομερό πόσο μοιάζει μέ αύτό πού είναι. Αναγνωρίζει τή μυρωδιά της πούδρας της. Έ βα λε ρούζ στά ζυγωματικά της, όπως κάθε φορά πού βγαίνει. Φοράει τό άσπρο καπέλο μέ τό μισό βέλο πού σκεπάζει λίγο τά μάτια της, άπό κοκεταρία, γιά νά μή φαίνονται οί λεπτές ρυτιδοΰλες άπό τις κρεμμυδόφλουδες, όπως ονομάζει τά βλέφαρά της. Θά πέρασε τουλάχιστον μισή ώρα μπροστά στον καθρέφτη τού μεγάλου δωματίου. Τή βλέπει νά τσιτώνει όσο μπορεί τά
2 28
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
γάντια της άπό γυαλιστερό δέρμα, να κάνει πιο φλου τα μαλ λιά της πού βγαίνουν άπ’ τΙς δυό πλευρές του καπέλου. « Δέν μπορώ να μείνω πολλή ώρα, Φράνκ ». Έ βαλαν χρονικό όριο στήν επίσκεψη. Για τί δέν τό λέει μέ ειλικρίνεια; « Καλά μου φαίνεσαι. Ά ν ήξερες πόσο εύτυχισμένη είμαι πού σέ βλέπω να είσαι καλά ». Αύτό σημαίνει: « Πού σέ βλέπω ζωντανό ». Γιατ'ι πίστευε ότι ήταν νεκρός. « Πότε σέ ειδοποίησαν;» Απαντάει χαμηλόφωνα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον ήλικιωμένο κύριο: « Χθές ». « Ποιός;» Και έκείνη, μέ προσποιητό αύθορμητισμό, χωρίς νά άπαντήσει στήν έρώτησή του: « Φαντάσου 6τι μου έπέτρεψαν νά σου φέρω μερικά πραγματάκια. Και καταρχάς έσώρουχα. Θά μπορέσεις επιτέλους ν’ άλλάξεις, καημένε μου Φράνκ ». Αύτό δέν τον κάνει νά νιώσει τήν εύχαρίστηση πού π ί στευε ότι θά ένιωθε. Πριν άπό έναν μήνα, αύτή τήν εύχαρί στηση θά τήν έβαζε πάνω άπ’ όλα. Ή άντίδρασή του τή σόκαρε. Ή εμφάνισή του τήν έχει συγκλονίσει. Κοιτάζει τά τσαλακωμένα ρούχα του, τον άνασηκωμένο γιακά τού παλτού πάνω άπ’ τόν βρόμικο γιακά τού πουκαμίσου, χωρίς γραβάτα, τά άχτένιστα μαλλιά του, τά γένια των δεκαεννιά ήμερων καί τά παπούτσια του πού χά
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
229
σκουν. Φαίνεται 6τι της προκαλεΐ οίκτο. Δέν χρειάζεται τον οίκτο κανενός, κυρίως της Λόττε πού είναι άηδιαστική, μέ τα φτιασίδια καί το άσπρο καπέλο της. Άραγε τήν ποθούσε ό ήλικιωμένος κύριος; Μήπως εκείνη προσπάθησε; Σίγουρα καί για παν ένδεχόμενο θά φρόντισε τα έσώρουχά της. « Σου τα έβαλα 6λα σε μια βαλίτσα. Οί κύριοι θά σου τή δώσουν ». Άναζητάει μέ τό βλέμμα της τή βαλίτσα πού έκεΐνος τήν αναγνωρίζει δίπλα στον τοίχο. « Κυρίως δέν πρέπει νά άφεθεις...» Νά άφεθει άπο τ ί ; «Ό λος ό κόσμος ήταν πολύ εύγενικός. Ό λα πάνε πολύ καλά». « Τ ί πάει καλά;» Είναι σκληρός, σχεδόν εριστικός. Θυμώνει μέ τον έαυτό του πού είναι έτσι, όμως δέν καταφέρνει νά φερθεί διαφορε τικά. «Αποφάσισα νά κλείσω τό μαγαζί». Κρατάει κουβαριασμένο ένα μαντίλι στή χούφτα της καί είναι έτοιμη νά βάλει τά κλάματα. « Ό Χ άμλινγκ μέ συμβούλεψε νά τό κάνω. Είχες άδι κο πού δέν τόν έμπιστευόσουν. Έ κανε τά πάντα, 6,τι μπο ρούσε ». «Ή Μίνα είναι πάντα μαζί σου;» « Δέν θέλει νά μ ’ αφήσει μόνη. Σού στέλνει πολλά χαιρε τίσματα. Ά ν έβρισκα ένα άλλο διαμέρισμα, θά μετακομίζαμε, άλλά είναι σχεδόν άδύνατον νά βρεις ».
230
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Αύτή τή φορά τό βλέμμα πού της ρίχνει ό Φράνκ είναι άνελέητο, σχεδόν στυγνό. « Θά άφηνες το σ π ίτ ι;» «Ξ έρ εις πώς είναι οί άνθρωποι. Τώρα πού δεν είσαι πιά έκει, είναι χειρότερα άπό ποτέ ». Ρωτάει ξερά: «Ή Σίσσυ έχει πεθάνει;» « Μά οχι, τί λές! Τ ί έχεις βάλει μέ τό νοΰ σου;» Κοιτάζει την ώρα στο μικρό χρυσό ρολόι τού χεριού. Γιά έκείνη, ό χρόνος είναι άκόμη σημαντικός. Ξέρει πόσα λεπτά τής ύπολείπονται. « Βγαίνει έξω ;» «Δ έν βγαίνει. Ε ίν α ι... Βλέπεις, Φράνκ, δέν ξέρω τί έχει άκριβώς. Νομίζω 6τι έχει κατάθλιψη. Δέν συνέρχεται εύ κολα». « Τ ί συμβαίνει;» « Δέν ξέρω. Δέν τήν έχω δει προσωπικά. Δέν τή βλέπει κανείς, έκτος άπ’ τον πατέρα της καί τόν κύριο Β ίμμερ. Λένε 6τι έχει κάποια νευρασθένεια». « Ό Χόλστ ξαναπήγε στη δουλειά του στά τρά μ;» « Ό χ ι. Δουλεύει σπίτι του». « Τ ί κάνει;» « Ούτε αύτό τό ξέρω. Πρέπει νά κρατάει λογιστικά β ι βλία. Τά λίγα πού έμαθα είναι άπ’ τόν Χάμλινγκ ». « Τούς β λ έπ ει;» Πριν ό γενικός έπιθεωρητής γνώριζε μόνο τό ονομα των Χόλστ. « Πήγε πάρα πολλές φορές σπίτι τους ».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
231
« Γ ια τ ί;» « Μά, Φράνκ, πώς θέλεις νά σου απαντήσω; Κάνεις έρωτήσεις λες καί δέν ξέρεις το κτίριο. Δεν βλέπω κανέναν. Ή Άννυ έφυγε. Φαίνεται ότι τή συντηρεί ένας ... ( έδώ δέν έχει κανείς δικαίωμα νά μιλάει για τούς κατακτητές). ’Άν μέ είχε άφήσει καί ή Μίνα, κι εγώ δέν ξέρω τί θά γινόμουν ». « Είδες τούς δικούς μου φίλους;» « Κανέναν ». Τά ’χει χάσει, νιώθει απογοητευμένη. Θά πρέπει νά ερχό ταν καταχαρούμενη, όπως πάει νά δει κανείς έναν ασθενή στο νοσοκομείο, μέ σταφύλια ή πορτοκάλια, καί έκεΐνος δέν υπο λογίζει ούτε κάν τις καλές της προθέσεις, θά έπαιρνε δρκο κα νείς δτι τά έχει βάλει μαζί της, δτι τήν καθιστά ύπεύθυνη γιά την απογοήτευσή του. Τής δείχνει ένα πακέτο πάνω στήν καρέκλα πού είναι δί πλα της καί τή ρω τάει: « Τ ί είναι αύτό;» « Τίποτα. Κάποια πράγματα πού ήταν μές στή βαλίτσα καί δέν έχω δικαίωμα νά σου τ ’ άφήσω ». « Δέν θέλω νά μετακομίσεις ». Αναστενάζει εκνευρισμένη. Δέν καταλαβαίνει λοιπόν δτι δέν μπορεί νά του μιλήσει δπως θά ήθελε; Ναί, τό ξέρει. Αλλά τού είναι άδιάφορο. Οί ένοικοι τής κάνουν τή ζωή της άφόρητ η ; Καί λοιπόν; Τής απαγορεύει ν’ αφήσει τό σπίτι, τελεία καί παύλα. Ποιός άποφασίζει, αύτή ή αύτός; Τ ί μετράει αύτή τή σ τιγ μ ή ; « Ό Χόλστ σου μίλησ ε;» Γ ια τί άπαντάει μέ ένοχλημένο ύφος:
232
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Ό χ ι άμεσα ». « Ε ίπ ε κάποια πράγματα μέσω του Χ ά μ λινγκ ;» « Ό χ ι, Φράνκ. Για τί άσχολεΐσαι μ ’ αύτό; Δέν υπάρχει τ ί ποτα απ’ αύτή τήν πλευρά. Δέν χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Πέ ρασε ή ώρα. Ά ν θέλω νά ’χω πάλι τήν εύκαιρία να σέ ξαναδώ, δέν πρέπει νά υπερβάλουμε τήν πρώτη φορά. Θά ήθελα νά σέ φιλήσω, άλλά καλύτερα οχι. Μπορεί νά πιστέψουν ότι θά μου δώσεις κάποιο μήνυμα ή θά μου ψιθυρίσεις κάτι στ’ αύτί». Εξάλλου δέν έχει καμία όρεξη νά τδν φιλήσει. Θά πρέπει νά βρισκόταν εκ εί αρκετή ώρα πριν τδν κατεβάσουν, γιατί όταν έφτασε είχαν τδ χρόνο καί είχαν ψάξει τή βαλίτσα. ((Νά είσαι καλά. Φρόντιζε καλά τδν έαυτό σου. Κυρίως νά μήν άνησυχεΐς ». « Δέν είμαι άνήσυχος ». « Είσαι πολύ παράξενος ». Κ ι εκείνη βιάζεται νά τελειώσει δλο αύτό. Θά πάει νά πε ριμένει τδ τράμ της απέναντι άπ’ τδ κιγκλίδωμα καί θά μυ ξοκλαίει σέ δλη τή διαδρομή. « Εις τδ έπανιδεΐν, Φράνκ ». « Εις τδ έπανιδεΐν, μητέρα». « Νά φροντίζεις τδν έαυτό σου ». Μά ναί! Ν α ί! Λές καί είχε τήν πρόθεση νά τδ βάλει κάτω ! Ό ήλικιωμένος κύριος άνασηκώνει τδ κεφάλι καί τούς κοιτάζει τδν ένα μετά τδν άλλον, καί μετά μέ ένα νόημα δεί χνει τή βαλίτσα στδν Φράνκ. "Ενας άντρας μέ πολιτικά οδη γ εί τή Λόττε στήν αύλή δπου άκούγονται τά βήματά της πού άπομακρύνονται, δ ήχος των τακουνιών πάνω στδ παγωμένο χιόνι. Ό ήλικιωμένος κύριος μιλάει άργά, ψάχνοντας νά βρει
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
233
τις λέξεις. Θέλει νά χρησιμοποιήσει τήν ακριβή έκφραση καί να τήν προφέρει όσο μπορεί πιδ σωστά. Έ χ ε ι κάνει μαθήμα τα καί εξακολουθεί νά κάνει ασκήσεις. « Ε σ είς πρέπει νά πάτε νά έτοιμαστεΐτε ». Χω ρίζει τις συλλαβές μία μία. Δέν φαίνεται αύστηρός. Τδν απασχολεί μόνο νά μιλήσει σωστά. Διστάζει νά προφέρει μιά πιδ μεγάλη πρόταση, τήν επαναλαμβάνει μέσα του πριν διακινδυνεύσει νά τήν έκφράσει. « Ά ν επιθυμείτε νά ξυριστείτε, θά σάς οδηγήσει κάποιος ». Ό Φράνκ άρνήθηκε. Ήταν λάθος του. Αύτό θά του έπέτρεπε νά γνωρίσει ένα άλλο μέρος των κτιρίων. Αλλά δέν μπορεί νά πει σέ ποιό συναίσθημα υπάκουσε. Δέν έπιμένει ιδιαίτερα νά είναι βρόμικος, ούτε νά τδ παίξει άναμαλλιασμένος φυλακισμένος. Ή αλήθεια -καί θά τού πάρει μέρες νά τδ παραδεχτεί- είναι ότι δταν τού είπαν γιά τά γένια του, σκέφτηκε αμέσως τις τσόχινες μπότες του Χόλστ. Αύτδ δέν έχει καμία σχέση. Καί ήθελε, ακριβώς, νά μήν υπάρχει καμία σχέση. Προτιμάει ν’ αλλάξει τή ροή των σκέψεών του. Καί τώρα έχει μπόλικο υλικό. Τδν αφήνουν νά πάρει δ ίδιος τή βαλίτσα του. Πάλι προηγείται κάποιος μέ πολιτικά καί ό στρατιώτης τδν ακολουθεί ενώ τδν οδηγούν στήν τάξη του έχει τήν ψευδαίσθηση δτι κατευθύνεται πρδς ένα δωμάτιο ξε νοδοχείου. Ξανακλείνουν τήν πόρτα καί τδν άφήνουν μόνο. Για τί τδν διέταξαν νά έτοιμαστεΐ; Για τί γιά διαταγή πρό κειται, δέν υπάρχει καμία αμφιβολία. Έ φτασε ή στιγμή. Κά που θά τδν οδηγήσουν. Αραγε θά τού πούνε νά πάρει καί τή βαλίτσα του; Σ τή συνέχεια θά ξανάρθει εδώ ; Θά πρέπει νά
234
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
έβγαλαν τις εφημερίδες πού ήταν τυλιγμένα τα πράγματα καί όλα είναι ανακατωμένα. 'Υπάρχουν ροζ σαπουνάκια πού θυ μίζουν την επιδερμίδα της Μπέρθα, ένα καπνιστό σαλάμι, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι λαρδί, μισό κιλό ζάχαρη, καί σοκολάτες. Βρίσκει επίσης μισή ντουζίνα πουκάμισα, μερικά ζευ γάρια κάλτσες, καθώς καί ένα καινούργιο πουλόβερ πού θά πρέπει νά τού το αγόρασε ή μητέρα του. Στον πάτο υπάρχει επίσης ένα ζευγάρι πλεκτά γάντια, από πολύ χοντρό μαλλί, απ’ αύτά πού ούδέποτε θά φορούσε έξω. Αλλάζει. Έ χα σ ε τή γυναίκα στο παράθυρο. Σκέφτεται πολύ γρήγορα. Αύτό δέν μετράει. Τον πιέζουν, πράγμα πού αύξάνει τήν κακή του διάθεση. Καταλήγει νά νοσταλγεί τή μοναξιά του καί τις μικρές του συνήθειες. "Οταν επιστρέφει, άν επιστρέφει, τού χρειάζεται νά τά τακτοποιήσει δλα αύτά ξεκάθαρα μές στο μυαλό του. Δαγκώνει ένα κομμάτι σοκο λάτα, χωρίς νά αντιλαμβάνεται δτι πάνε δεκαεννιά ήμέρες πού αύτό δέν τού έχει συμβεΐ, καί τό μόνο πού έχει μείνει στήν επιφάνεια από τήν επίσκεψη τής Λόττε είναι ένα αίσθημα απογοήτευσης. Δέν ξέρει πώς θά μπορούσε νά είχε εξελιχθεί, αλλά είναι απογοητευμένος. Δέν βρήκε κανένα σημείο επαφής μαζί της. Τής έκανε ερωτήσεις καί τού φάνηκε, δπως τού φαίνεται ακό μα τώρα, δτι αύτά πού απαντούσε δέν είχαν καμία σχέση μέ κείνο πού τήν είχε ρωτήσει. Καί δμως, τού είχε δώσει νέα, δσο δυνατόν γρηγορότερα καί αμεσότερα μπορούσε. Οί Αρχές δέν θά πρέπει νά τήν εί χαν ανησυχήσει, εφόσον τήν προηγουμένη ακόμη δέν ήξερε πού τον είχαν. Αρα οί εφημερίδες δέν τον άνέφεραν καθόλου.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
235
Ή τοπική αστυνομία δεν άσχολεΐται. Θά το είχε μάθει απ’ τον Κούρτ Χάμλινγκ. Εκείνος εξακολουθεί να συχνάζει στο σπίτι, άλλα διέσχι σε τδ κατώφλι όπως διασχίζει κανείς ένα ρυάκι. Τώρα, πη γαίνει στους Χόλστ. Νά κάνει τ ί ; Ό Χόλστ δέν δουλεύει πιά στά τράμ. ‘Υπάρχει μιά λογική εξήγηση πάνω σ’ αύτό. Τδ έπάγγελμά του τον υποχρέωνε, μία εβδομάδα στις δύο, νά έπιστρέφει μεσάνυχτα, καί όσο έλειπε, ή Σίσσυ έμενε μόνη. Θά μπορούσε νά βρει μιάν άλλη δουλειά, πού δέν θά τον απα σχολούσε παρά μόνο τήν ήμέρα. Δέν αφήνουν πιά καθόλου μόνη τή Σίσσυ. Ό Φράνκ ξέρει πολύ καλά τον τρόπο μέ τον όποιο ή μητέρα του καί οί άνθρω ποι τού είδους της μιλάνε γ ι’ αύτά τά θέματα. Ά ν πρόφερε τή λέξη νευρασθένεια, άν έδειξε ενοχλημένη, σημαίνει δτι είναι πολύ πιό σοβαρά. Άραγε ή Σίσσυ είναι τρελή; Αύτός δέν φοβάται τίς λέξεις. ‘Υποχρεώνει τον εαυτό του νά τήν προφέρει δυνατά. « Τ ρ ελ ή !» Νά το, αύτό είναι. Μέ τούς δυο άντρες, τον πατέρα της καί τόν γερο-Βίμμερ, νά κάνουν βάρδιες στο προσκέφαλό της, καί τόν γενικό επιθεωρητή πού έρχεται πότε πότε καί κά θεται σέ μιά καρέκλα, χωρίς νά βγάλει τό παλτό καί τίς λα στιχένιες γαλότσες του πού άφήνουν ύγρούς λεκέδες στο πά τωμα. Θά οδηγήσουν τόν Φράνκ κάπου. Διαφορετικά δέν θά είχε κανένα νόημα νά τού ποΰν νά ετοιμαστεί. Έ λοιπόν, είναι έτοιμος πολύ πιό νωρίς. Δέν έχει τίποτα νά κάνει καί δέν άξί-
2 3 6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
ζει τον κόπο ν’ αρχίσει νά σκέφτεται σ’ αύτό τό άς τό πούμε διάλειμμα. Δέν θά κατέληγε πουθενά, καί έπιπλέον θά του μείωνε κάπως τις ίκανότητές του. Μετά τή σοκολάτα, μασουλάει σαλάμι. Ή μητέρα του δέν σκέφτηκε ότι δέν διαθέτει μαχαίρι γιά νά τό κόψει. Καί δέν έχει ούτε νερό νά πλύνει τό πρόσωπό του. Μυρίζει καπνιστό κρέας. ’Άς έρθουν γρήγορα. Ά ς τον οδηγήσουν εκ εί πού πρέπει. Καί, κυρίως, άς τον ξαναφέρουν 6σο τό δυνατόν γρηγορότερα πίσω κι άς τον άφήσουν ήσυχο. Ό ίδιος άντρας μέ τά πολιτικά όπως καί προηγουμένως. Βασικά, έκτος άπό τούς στρατιώτες πού αλλάζουν συνεχώς, οί άντρες μέ τά πολιτικά δέν είναι καί πάρα πολλοί. Όλοι τους δείχνουν σάν μία οικογένεια. Ά ν ό Τίμο έχει δίκιο, ό τομέας στον όποιο ανήκουν θά πρέπει νά είναι ένας τομέας αρκετά ανώτερος ίεραρχικά. Ό Τίμο δέν τού είχε πει ότι ό άντρας μπροστά στον όποιο άρχισε νά τρέμει ό συνταγματάρχης έδειχνε σάν κατώτερος ύπάλληλος; Έδώ είναι ή περίπτωση όλωνών. Κανείς δέν φαίνεται νά είναι εύχάριστος ή κομψός. Δέν μπορείς νά τούς φανταστείς νά κάθονται γύρω άπό ένα τραπέζι μέ πλουσιοπάροχο δεί πνο, ούτε νά χαϊδεύουν κορίτσια. Φαινομενικά, αύτοί έδώ οί άντρες έχουν φτιαχτεί σάν ύπαλληλίσκοι πού κάνουν λογα ριασμούς. Εφόσον λοιπόν, πάντα κατά τά λεγόμενα τού Τίμο, ή πραγματικότητα είναι τό αντίθετο τής φαινομενικότητας, όσο τούς αφορά, θά πρέπει νά είναι τρομερά ισχυροί. Καί πάλι στο μικρό γραφείο. Ό ήλικιωμένος κύριος δέν είναι έδώ. Μήπως πήγε νά φ άει; Ό Φράνκ βρίσκει τή γραβά
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
237
τα του καί τά κορδόνια του πάνω στο έδρανο. Του τα δείχνουν λέγοντάς του μέ άσχημη προφορά: « Μπορείτε!» Κάθεται σέ μια καρέκλα. Δέν είναι καθόλου εντυπωσια σμένος. Ά ν αύτοί οί άνθρωποι καταλάβαιναν καλύτερα τή γλώσσα του, θά άρχιζε να τούς μιλάει για οτιδήποτε. Είναι δύο πού περιμένουν μέ το καπέλο στο κεφάλι. Τήν ώρα πού βγαίνουν, ό ένας τού δίνει τσιγάρο, μετά σπίρτο. « Εύχαριστώ!» Στην αύλή είναι σταματημένο ένα άμάξι, οχι άστυνομική κλούβα, ούτε στρατιωτικό, άλλά ένα μαύρο γυαλιστερό αύτοκίνητο σάν εκείνα των πλουσίων πού συνήθως είχαν καί σωφέρ. Ξεκινάει πολύ μαλακά, άθόρυβα, περνάει τό κιγκλίδωμα καί κατευθύνεται πρός τήν πόλη άκολουθώντας τις γραμμές τού τράμ. Παρόλο πού τά τζάμια είναι κλειστά, ό άέρας έχει κάτι άπ’ τή γεύση τού έξω. Βλέπει άνθρώπους στά πεζοδρό μια, βιτρίνες, ένα μικρό πού παίζει κουτσό κλοτσώντας μισό τούβλο. Δέν τον έβαλαν νά πάρει μαζί τή βαλίτσα. Ούτε καί ύπέγραψε χαρτιά. Θά επιστρέφει. Είναι πεπεισμένος ότι θά επ ι στρέφει, ότι θά ξαναδεΐ τή γυναίκα ν’ άπλώνει τά άσπρόρουχα τού μωρού στο παράθυρο. Γιά δ ές! Ά ν είχε στραφεί εγκαί ρως, ίσως νά είχε άναγνωρίσει τό κτίριο. Πρέπει νά τό θυμη θεί στήν επιστροφή. Ό δρόμος είναι πολύ πιό σύντομος μέ αύτοκίνητο άπ’ δ,τι μέ τό τράμ. Πλησιάζουν ήδη στο κέντρο της πόλης. Κάνουν τό γύρο ένός μεγάλου κτιρίου δπου βρίσκονται τά περισσότε ρα στρατιωτικά γραφεία. Έδώ θά πρέπει νά έχει τό γραφείο
2 3 8
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
του ό στρατηγός. Σ έ όλες τις πόρτες υπάρχουν σκοποί, καί μπάρες εμποδίζουν τούς πολίτες να περάσουν απ’ τό πεζο δρόμιο. Δέν σταματούν μπροστά στήν κεντρική πύλη άλλα μπρο στά σέ μιά χαμηλή είσοδο, απ’ τον πλαϊνό δρόμο’ έκ εϊ παλιά υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα πού τώρα μεταφέρθηκε άλλου. Δέν χρειάζεται νά του κάνουν νόημα νά κατέβει. Κατάλαβε. Στέκεται γιά μιά στιγμή όρθιος, ακίνητος, στή μέση του πε ζοδρομίου, μιά πολύ μικρή στιγμή. Βλέπει ανθρώπους στήν άλλη πλευρά τού δρόμου. Δέν αναγνωρίζει κανέναν. Κανείς δέν τον αναγνωρίζει, ούτε καί τδν κοιτάζει. Δέν καθυστερεί άλλο. Σίγουρα αύτό δέν επιτρέπεται. Μπαίνει μόνος του. Περιμένει γιά νά προηγηθεΐ κάποιος απ’ τούς συνοδούς του μέσα στδ δαίδαλο των σκοτεινών καί πολύπλοκων διαδρόμων όπου στις πόρτες υπάρχουν μυστή ριες επιγραφές καί όπου πότε πότε διασταυρώνονται μέ κά ποια γραμματέα πού κουβαλάει ντοσιέ. Δέν θά τόν βασανίσουν εδώ πέρα. Δέν θά υπήρχαν τόσες υπάλληλοι μέ άνοιχτόχρωμες μπλούζες. "Οταν διασταυρώ νονται δέν τδν κοιτούν. Δέν ύπάρχει τίποτα τδ δραματικό. Είναι γραφεία, πολύ απλά, αναρίθμητα γραφεία όπου στοι βάζεται χαρτούρα καί όπου αξιωματικοί καί ύπαξιωματικοί δουλεύουν καπνίζοντας πούρα. Πάνω στις πόρτες μυστηριώ δη σήματα, γράμματα άκολουθούμενα άπδ αριθμούς, ύποδεικνύουν φυσικά τις διάφορες υπηρεσίες. Είναι ένας άλλος τομέας, δ Τίμο έχει δίκιο. Αισθάνεσαι αμέσως τή διαφορά. Αραγε είναι ένας τομέας κατώτερος ή ανώτερος; Δέν είναι ακόμη ικανός νά τδ κρίνει. Έδώ, γιά πα
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
23 9
ράδειγμα, άκούγονται φωνές, ψίθυροι, γέλια. ‘Υπάρχουν άν τρες καλοζωισμένοι πού φουσκώνουν το στέρνο καί σφίγγουν τή ζώνη πριν βγουν, μαντεύεις τα στήθη των γυναικών κάτω άπ’ τις μπλούζες, τήν απαλότητα των γοφών κάτω απ’ τις φούστες. Κάποιοι άπ’ αύτούς σίγουρα θά κάνουν έρωτα στις γωνιές τών γραφείων. Ό ίδιος ό Φράνκ συμπεριφέρεται διαφορετικά. Κοιτάζει γύρω του όπως θά έκανε οπουδήποτε έξω καί νιώθει άμήχανος πού δέν ξυρίστηκε. Κινείται όπως πρίν. Προσπάθησε νά καθρεφτιστεί στύ τζάμι μιας πόρτας καί έφερε άσυναίσθητα τύ χέρι του στύν κόμπο της γραβάτας. Φτάνουν. Βρίσκονται σχεδόν στον πάνω όροφο τού κτιρί ου. Τά δωμάτια είναι χαμηλοτάβανα, τά παράθυρα μικρότε ρα, οί διάδρομοι σκονισμένοι. Τόν βάζουν σ’ ένα γραφείο όπου δέν ύπάρχει κανείς, παρά μόνο πράσινοι φωριαμοί κατά μή κος τών τοίχων καί ένα μεγάλο άσπρο ξύλινο τραπέζι πού τό καλύπτουν βρόμικα στυπόχαρτα. Μήπως γ ελ ιέτα ι; Ό μω ς τού φαίνεται ότι οί δύο συνοδοί του δέν αισθάνονται άνετα, ότι πήραν μιά απόμακρη αλλά καί δουλική έκφραση ταυτόχρονα, ίσως μέ μιά μικρή δόση ειρω νείας, ή περιφρόνησης. Ανταλλάσσουν ένα ερωτηματικό βλέμμα πρίν ό ένας άπ’ τούς δυο χτυπήσει μιά ενδιάμεση πόρ τα. Ό συνοδός έξαφανίζεται καί επιστρέφει άμέσως, έχοντας κατά πόδας έναν χοντρό άξιωματικό μέ ξεκούμπωτο στρα τιωτικό σακάκι. Άπό τό κατώφλι τής πόρτας, ό αξιωματικός κοιτάζει τόν Φράνκ εξεταστικά άπ’ τήν κορφή ως τά νύχια, καπνίζοντας τό πούρο του μέ άγέρωχο ύφος.
2 4 0
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
Δείχνει ικανοποιημένος. Έ κ πρώτης όψεως, φάνηκε κά πως έκπληκτος πού τον είδε τόσο νέο. «Έ λ α εδώ !» Είναι καλοσυνάτος καί βλοσυρός συνάμα. Γιά να τον πε ράσει μέσα, περνάει τό χέρι στον ώμο τού Φράνκ. Οί δυο συν οδοί δέν τούς ακολουθούν στο γραφείο καί ό αξιωματικός κλεί νει τήν πόρτα. Σ έ μια γωνιά, πλάι σέ μια άλλη πόρτα, ένας νεό τερος στρατιωτικός, μέ κατώτερο βαθμό, δουλεύει μέ αναμ μένο φως, γιατί αύτό τό μέρος τού δωματίου είναι σκοτεινό. « Φριντμάιερ, έτσι δέν είνα ι;» « Είναι τό έπίθετό μου ». Ό αξιωματικός ρίχνει μια ματιά σέ μια δαχτυλογραφη μένη σελίδα. « Φράνκ Φριντμάιερ. Πολύ καλά. Κάθισε ». Τού δείχνει, άπέναντι απ’ τό γραφείο του, μιά ψάθινη κα ρέκλα, σπρώχνει προς τό μέρος του ένα πακέτο τσιγάρα, έναν αναπτήρα. Πρέπει νά είναι μιά συνηθισμένη κίνηση. Τά τσι γάρα είναι έκει γιά τούς επισκέπτες, για τί ό ίδιος καπνίζει ένα ξανθό καί αρωματικό πούρο. Έ γ ειρ ε πίσω στην πολυθρόνα του, προτάσσοντας τήν κοιλιά του. Έ χ ε ι αραιά μαλλιά καί απ’ τό χρώμα της επιδερ μίδας του δείχνει καλοφαγάς. « Λοιπόν, φίλε μου, τί λένε γιά σένα;» Μπορεί νά έχει κάποια προφορά, άλλά κατέχει άψογα τή γλώσσα, γνωρίζει τις αποχρώσεις της, καί ή χροιά οικειότη τας πού δίνει στη φωνή είναι προσποιητή. « Δέν ξέρω » λέει ό Φράνκ. « Χ ά ! Χ ά ! Δ εν ξέρω ! »
() IΙΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
24 1
Καί, γυρίζοντας προς τον άλλον αξιωματικό, μεταφράζει τήν απάντηση πού φαίνεται να τον διασκεδάζει. « Καί δμως θά πρέπει να ξέρεις πολύ καλά, έτσι δέν είνα ι; Σ ’ άφήσαμε πολύ καιρό για να σκεφτεΐς ». « Γ ιά να σκεφτώ πάνω σέ τ ί ;» Αύτή τή φορά ό άξιωματικός σμίγει τά φρύδια, σηκώνε ται, πηγαίνει προς ένα έπιπλο άπ’ όπου παίρνει ένα ντοσιέ καί τό συμβουλεύεται. Μπορεί νά είναι άπλή σκηνοθεσία. Ξανακάθεται, παίρνει πόζα, ρίχνει τή στάχτη τού πούρου μέ τό νύ χι τού μικρού δάχτυλου. « Περιμένω ». « Δέν έπιθυμώ τίποτα περισσότερο άπό τό νά άπαντήσω στις έρωτήσεις σας ». « Μάλιστα! Σ έ ποιές έρωτήσεις, έ ; Στοιχηματίζω 6τι δέν ξέρεις». « Ό χ ι». « Δέν ξέρεις τί έχεις κάνει;» « Δέν ξέρω τί πράγμα μοΰ προσάπτουν ». « Μάλιστα! Μ άλιστα!» Είναι ένα τίκ. Επαναλαμβάνει αύτή τή λέξη σέ οτιδήποτε άναφέρεται. « Θά ήθελες νά ξέρεις αύτό πού έμεΐς θέλουμε νά μάθουμε, μάλιστα! Γ ι’ αύτό πρόκειται;» « Γ ι ’ αύτό πρόκειται». « Γ ια τί, ίσως, νά ξέρεις κι άλλα πράγματα;» « Δέν ξέρω τίποτε ». « Τίποτε άπολύτως! Δέν ξέρεις τίποτε άπολύτως! Ό μω ς μέσα στήν τσέπη σου δέν βρέθηκε αύτό έδώ ;»
242
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Προς στιγμήν, ό Φράνκ περέμενε νά δει τό χέρι του αξιω ματικού, πού χάθηκε μέσα στύ συρτάρι, νά έμφανίζει τύ πε ρίστροφο. Έ χ ε ι χλομιάσει. Νιώθει 6τι παρακολουθούν τις αντιδράσεις του. Κοιτάζει χωρίς νά θέλει το χέρι τού συνομι λητή του καί μένει άποσβολωμένος δταν αναγνωρίζει τη δέ σμη των χαρτονομισμάτων πού κουβαλούσε στις τσέπες του καί έπιδείκνυε μέ κάθε εύκαιρία. « Μάλιστα! Καί αύτό, δέν είναι τίποτα, έτσι δέν είνα ι;» « Είναι χρήματα». « Ναί, είναι χρήματα. Πάρα πολλά χρήματα ». «Τ ά κέρδισα ». « Τά κέρδισες, μάλιστα! 'Όταν κερδίζει χρήματα κανείς, υπάρχει πάντα κάποιος, ή κάποια τράπεζα πού τού τά δίνει. Σωστό, ή ό χ ι; Κ ι έγώ θέλω νά ξέρω, πολύ απλά, ποιός σού έδωσε τά χρήματα. Είναι άπλό. Είναι εύκολο. Δέν έχεις παρά νά μού πεις το ονομα. Μ άλιστα!» ‘Υπάρχει μιά άπότομη σιωπή, καί ύστερα από μεγάλη παύση, ό άξιωματικος έπαναλαμβάνει περισσότερο υπαινι κτικός, μέ μάγουλα άκόμη πιο κόκκινα: « Δέν υπάρχει τίποτε άλλο παρά νά μού πεις το ονομα...» « Δέν το ξέρω». « Δέν ξέρεις ποιός σού έδωσε δλα αύτά τά χρήματα;» « Σίγουρα τά είσέπραξα από διάφορες μεριές ». «Α λ ή θ εια !» « Κάνω έμπόριο ». ((Α λήθεια!» ((Παίρνεις από δω, από κεΐ. Ανταλλάσσονται χαρτονομί σματα. Δέν σημειώνουμε τ ά ...»
I) ΠΑΤΕΡΑΣ Τ Η Σ ΣΙΣΣΥ - V
243
Άλλα ξαφνικά ό άντρας αλλάζει ύφος, ξανακλείνει το συρ τάρι πού κάνει ένα ξερύ κρότο, πριν πει κατηγορηματικά: ((Ό χ ι!» Τό ύφος του είναι θυμωμένο, άπειλητικό. Πρός στιγμήν ό Φράνκ νομίζει 6τι κάνει τό γύρο του γραφείου καί τον πλη σιάζει για να τόν χαστουκίσει. Άλλα έκεΐνος τον πιάνει άπ’ τόν ώμο καί τόν άναγκάζει να σηκωθεί, έξακολουθώντας να μιλάει σαν να μονολογεί. « Πρόκειται για λογής λογής χρήματα, έτσι δέν είναι; Πού τα παίρνει κανείς άπό δω κι άπό κ εΐ καί τα χώνει στις τσέπες χωρίς να μπει στον κόπο να τα κοιτάξει». « Ν α ί». « Ό χ ι!» Ό Φράνκ νιώθει τό λαιμό του νά σφίγγεται. Δέν ξέρει που τό πάει ό συνομιλητής του. Αισθάνεται μιά άσαφή άπειλή, ένα μυστήριο. Ε ίχ ε σκεφτεΐ φοβερά πολύ έπί δεκαοκτώ, σχεδόν δεκαεννιά ήμέρες. Προσπάθησε νά προβλέψει τά πάν τα, καί τίποτα δέν έξελλισσόταν ύπως θά έπρεπε νά έξελιχθεΐ. Μεμιάς, τόν μεταφέρουν σ’ ένα άλλο σκηνικό. Τό σχολείο, ό ήλικιωμένος κύριος μέ τά γυαλιά, άντιπροσωπεύουν ξαφνικά έναν κόσμο σχεδόν άσφαλή, καί ύμως έδώ έχει τσιγάρο στο στόμα, άκούει άπ’ τό διπλανό δωμάτιο τό χτύπημα των πλήκτρων μιας γραφομηχανής, γυναίκες περνούν στο διά δρομο. « Κοίτα καλά αύτό, Φριντμάιερ, καί πές μου άν πρόκειται γιά λογης λογής χρήμα ». Ε ίχ ε πάρει πάνω άπ’ τό γραφείο ένα άπ’ τά χαρτονομί σματα. Μέ τό ένα χέρι πάντα στον ώμο τού Φράνκ τόν σπρώ
2 44
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
χνει στο παράθυρο ένώ μέ το άλλο του βάζει σαν διαφάνεια τό χαρτονόμισμα μπροστά στα μάτια. « Πλησίασε! Μή φοβάσαι! Δέν πρέπει να φοβάσαι». Για τί άραγε οί λέξεις αύτές του άκούγονται περισσότερο άπειλητικές άπ’ τα χτυπήματα πού άκουσε τήν πρώτη μέρα στο γραφείο του ήλικιωμένου κυρίου; « Κοίταξε καλά. Στήν άριστερή γωνία. Τις μικρές τρυ πούλες. 'Έ ξι μικρές τρυπούλες. Μάλιστα! Καί οί μικρές τρυπούλες σχηματίζουν ένα σχέδιο. Καί υπάρχουν μ ι κρές τρυπούλες σαν αύτές έδώ σέ 6λα τα χαρτονομίσματα πού βρέθηκαν στήν τσέπη σου καί σέ 6λα 6σα ξόδεψες ». ’Έ χ ει μείνει χωρίς φωνή, χωρίς καμία σκέψη. Είναι σαν να άνοιξε ένα χάσμα μπροστά του στο πιο άπρόβλεπτο σημείο, σάμπως οί τοίχοι να έπαψαν να ύπάρχουν γύρω άπ’ τό παρά θυρο, άφήνοντας τούς δυο άντρες στο χείλος τού χάσματος. « Δέν ξέρω ». « Δέν ξέρεις, έτσι δέν είνα ι;» « Ό χ ι». « Καί ούτε καί ξέρεις τί σημαίνουν αύτές οί μικρές τρυ πούλες ; Μ άλιστα! Δέν ξέρεις!» « ’Ό χ ι». Είναι άλήθεια. Ούδέποτε είχε άκούσει να γίνεται λόγος γ ι’ αύτές. ’Έ χ ει τήν έντύπωση 6τι καί μόνο να ξέρει τί σημαίνει αύτό πού ό άξιωματικός ονομάζει μικρές τρυπούλες είναι τό πιο έπιβαρυντικό στοιχείο έναντίον του άπό όποιοδήποτε άλλο έγκλημα. Θέλει να τον κοιτάξουν στα μάτια, να διαβάσουν μέ σα τους τήν καλή του πίστη, τήν άπόλυτη είλικρίνειά του. « Σάς ορκίζομαι 6τι δέν ξέρω ».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΙΣΣΥ - V
245
((Ξέρω δμως έγώ ». « Τ ί σημαίνει αύτό;» « Έ γώ ξέρω. Και γ ι’ αύτό είναι απόλυτη ανάγκη να μάθω που βρήκες αύτά τα χαρτονομίσματα ». « Σάς είπ α ...» « "Ο χι!» « Σάς διαβεβαιώνω...» «Τ α χαρτονομίσματα έχουν κλαπεΐ». « Ό χ ι άπό μένα ». « Ό χ ι!» Πώς μπορεί να είναι τόσο κατηγορηματικός; Και νά πού άρθρώνει τονίζοντας μία μία τις συλλαβές: «Έ χουν κλαπεΐ άπό δώ ». Καθώς ό Φράνκ κοιτάζει τρομοκρατημένος γύρω του, ό άξιωματικός διορθώνει: « ’Έχουν κλαπεΐ άπό δώ, μέσα άπ’ αύτό τό κτίριο ». Ό Φράνκ φοβάται πώς θά λιποθυμήσει. Στο έξης θά κα ταλάβει τί σημαίνουν οί λέξεις κρύος ιδρώτας. Καταλαβαίνει κι άλλα πράγματα. Νομίζει δτι καταλαβαίνει τα πάντα. Οί μικρές τρυπούλες έγιναν πάνω στα χαρτονομίσματα άπό τούς κατακτητές. Πάνω σέ ποιά χαρτονομίσματα; Σ έ ποιά συναλλαγματικά άποθέματα; Κανείς δέν τό γνώριζε ούτε κάν τό ύποψιαζόταν, καί είναι ήδη τρομακτικό τό δτι, τώρα, γνωρίζει αύτή την πληροφορία. Μά τί στο καλό, δέν κατηγορούν αύτόν τον ίδ ιο ! Ούτε καί τόν Κρόμερ. Γνωρίζουν πολύ καλά δτι δέν είναι παρά δυο μ ι κροί μαυραγορίτες καί δτι άνθρωποι τού είδους τους δέν έχουν καμία πρόσβαση σέ ορισμένα χρηματοκιβώτια.
2 4 6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Άραγε υποπτεύονταν ήδη τον στρατηγό; Είχαν συλλάβει τόν Κ ρόμερ; Τόν άνέκριναν; ‘Ομολόγησε; Τζάμπα είχε δουλέψει ό Φράνκ έπί δεκαοκτώμισι ήμέρες. Ό λα ήταν λάθος. Βλακείες. Ασχολήθηκε μέ ανθρώπους ασή μαντους, μέ άνθρώπους του δικού του βεληνεκοΰς, λές καί ή μοίρα θά χρησιμοποιούσε ποτέ παρόμοιους έκπροσώπους. Ή μοίρα διάλεξε ένα χαρτονόμισμα, σίγουρα ένα από κεί να πού ξόδεψε στού Τίμο, ή μήπως στόν ράφτη απ’ τόν όποιο άγόρασε τό καμηλό παλτό; Μήπως ένα απ’ τα χαρτονομί σματα πού έδωσε στόν Κροπέτσκι για τα μάτια της αδελφής του; « Πρέπει λοιπόν να μάθουμε, έτσι δέν είνα ι; » λέει ό αξιω ματικός ενώ ξανακάθεται. Καί σπρώχνοντας πάλι πρός τόν Φράνκ τό κουτί μέ τά τσιγάρα: « Μάλιστα, Φριντμάιερ. Αύτή είναι ή υπόθεση ».
Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ ΙΤ Ο
Η Γ ΥΝ Α ΙΚ Α Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ
I.
Ε
στο κρεβάτι καί κοι μάται. ’Έ χ ει απόλυτα τήν έπί γνώση ότι κοιμάται. Είναι ένα πράγμα πού τό έμαθε πρόσφατα, μαζί μέ πολλά άλλα. Παλιά, μόνο πρός τό πρωί, όταν ό ήλιος είχε πια άνατείλει, είχε αύτοΰ τού είδους τήν έπίγνωση. Καί, καθώς τό συναί σθημα αύτό γινόταν περισσότερο έντονο άν είχε π ιει τήν προηγουμένη, φρόντιζε λοιπόν όταν έπινε υπερβολικά, να αργή σει ακόμη περισσότερο να έπιστρέψει σπίτι του, μέ μοναδικό σκοπό να απολαύσει αύτόν άκριβώς τον ύπνο. Παρ’ όλα αύτά δέν ήταν όπως ό καινούργιος του ύπνος. Πριν δέν κοιμόταν μπρούμυτα. Άραγε μαθαίνουν δλοι οί φυλακισμέ νοι να κοιμούνται μπρούμυτα; Αύτό δέν τό ξέρει. Καί ούτε τον νοιάζει. Ό μως, εύχαρίστως θά χρησιμοποιούσε τό πολύπλοκο σύστημα της έπικοινωνίας τους, άν είχε τήν υπομονή καί τήν όρεξη νά τό μελετήσει, μόνο καί μόνο γιά νά τούς συμβουλέψει: « Νά κοιμάστε μπρούμυτα!» Καί δέν άρκει μόνο νά είσαι άπλώς ξαπλωμένος μπρούμυ τα. Πρέπει νά συνθλίβεσαι, όπως ένα ζώο, ένα έντομο, πάνω στις σανίδες πού άποτελοΰν τό σομιέ τού κρεβατιού σου. Όσο σκληρό κι άν είναι, έχει τήν έντύπωση ότι θ’ αφήσει τό απο τύπωμα τού κορμιού του, δπως δταν ξαπλώνει κανείς κα ταγής μέσα σ’ ένα λιβάδι. ΙΝΑΙ ΞΑ ΠΛ Ω Μ ΕΝΟ Σ Μ Π ΡΟ ΤΜ ΤΤΑ
249
250
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Είναι μπρούμυτα και πονάει. Τον πονάνε κόκαλα και μύες του σώματός του, οχι μεμιάς, οχι 6λα μαζί, άλλα ακολουθών τας μια τάξη πού άρχίζει και του γίνεται γνωστή καί είναι ικανός να τήν ένορχηστρώσει, όπως σέ μία συμφωνία. ‘Υπάρ χουν οί βαρείς καί βουβοί πόνοι καί οί οξείς πόνοι, τόσο ζων τανοί πού σέ κάνουν να βλέπεις άστραπές. Κάποιοι διαρκούν μόνο έλάχιστα δευτερόλεπτα, άλλα ή έντασή τους τούς κάνει ήδονικούς σέ σημείο πού τούς άναζητάς όταν υποχωρούν, ένώ άλλοι άποτελοΰν τη βάση, άναμειγνύονται, έναρμονίζονται τόσο ωραία ώσπου στο τέλος δέν είσαι σέ θέση να καθορίσεις ποιό ήταν τό εύαίσθητο σημείο. Τό πρόσωπό του είναι κρυμμένο στό κουβαριασμένο σα κάκι του πού τού χρησιμεύει τώρα για μαξιλάρι, τό σακάκι του πού ήταν σχεδόν καινούργιο, δυστυχώς, δταν έφτασε έδώ. Καί είχε τήν ήλιθιότητα, τις πρώτες μέρες, να τό προσέχει βγάζοντάς το τό βράδυ, κι έτσι δέν μυρίζει τόσο όμορφα όπως θά μπορούσε να τό είχε κάνει. Να μυρίζει καλά τή δική του μυρωδιά. Νά μυρίζει καλά τή γη, κάτι πού ζει, πού ιδρώνει. Χώνει έπίτηδες τή μύτη του στό σημείο πού μυρίζει πιο έντονα, στις μασχάλες. Θά ήθελε νά βρομάει, όπως λένε οί άνθρωποι έξω, νά βρομάει όπως βρομάει ή γη, γιατί οί άνθρωποι έξω βρίσκουν 6τι ό άνθρωπος βρομάει, ή γη βρομάει. Νιώθει τήν καρδιά του νά χτυπάει, τή νιώθει παντού, στον κρόταφο, στον καρπό, στά δάχτυλα τών ποδιών. Νιώθει τή μυρωδιά της άνάσας του, τή ζεστασιά τής άνάσας του. Καί μπερδεύει τις εικόνες, πιο μεγάλες καί πιο άληθινές άπό τό φυσικό τους μέγεθος, πράγματα πού είδε, πράγματα πού
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
25
άκουσε καί έζησε, άλλα, πού θά μπορούσαν να είχαν συμβεί, τα μπερδεύει δλα αύτά μέ τα μάτια κλειστά, τύ σώμα άναίσθητο, και δμως περιμένει ν’ άκούσει κάποιο βήμα στή σιδε ρένια σκάλα. Κατέληξε να γίνει πολύ δυνατός σ’ αύτο το παιχνίδι. Ποιός μιλάει για πα ιχνίδι; Έδώ πρόκειται για ζωή. Στο κολέγιο, έλεγαν: « Είναι πολύ δυνατός στα μαθηματικά ». ’'Οχι για τον ίδιο, άλλα γιά έναν συμμαθητή του μέ μεγάλο κεφάλι. Ό Φράνκ τώρα είναι πολύ δυνατός στή ζωή. Ξέρει νά συνθλίβεται στις σανίδες, νά χώνει τό πρόσωπο στό σακάκι, νά κλείνει τά μάτια, νά βουλιάζει, νά πετάει τή σαβούρα, ν’ άνεβαίνει και νά κατεβαίνει δπως θέλει ό ίδιος, ή περίπου. Κάπου ύπάρχουν ημέρες, ώρες, λεπτά. Ό χ ι έδώ, δχι γιά κείνον. Με ρικές φορές τυχαίνει, δταν θέλει πραγματικά νά μετρήσει, νά μετράει σέ « βουτιές ». Άκούγεται βλακώδες. Αλλά δέν είναι βλάκας. Δέν έχασε τόν έλεγχο καί είναι περισσότερο άποφασισμένος άπό ποτέ νά μήν παραιτηθεί. Τό άντίθετο μάλιστα, σημείωσε πρόοδο. Γιά παράδειγμα, ποιό τό δφελος νά σ’ άπασχολοΰν οί ώρες, δπως άκριβώς κυλούν έξω, δταν βρίσκεσαι σ’ έναν χώρο δπου τίπο τα δέν κανονίζεται σύμφωνα μ ’ αύτές; Ά ν κανείς κόψει ένα γλυκό σέ κομμάτια καί είστε λιχού δης, σάς άπασχολεί τό δτι είναι κομμάτια; Ά ν δμως τό κόψει σέ λεπτές φετοΰλες, ή σέ μικρούς κύβους; Ό λα πρέπει νά μαθαίνονται, ξεκινώντας απ’ τόν ΰπνο. Καί νά σκεφτεί κανείς πώς οί άνθρωποι πιστεύουν δτι ξέρουν
252
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
νά κοιμούνται! Ε π ειδ ή άφιερώνουν πολλές ώρες στον ΰπνο, άν τούς άρέσει. ‘Υπάρχουν ορισμένοι πού τολμουν καί παραπονουνται 6τι είναι σκλάβοι του ξυπνητηριού τους, ενώ είναι οί ίδιοι πού το κουρδίζουν τήν ώρα πού πάνε για ΰπνο καί τυ χαίνει μάλιστα νά μισοξυπνήσουν για νά βεβαιωθούν 6τι έχουν ρυθμίσει καλά το κουμπάκι! Νά ξυπνάς από ένα ξυπνητήρι πού έχεις βάλει έσύ! Ούσιαστικά, νά ξυπνάς έσύ ό ίδιος τον έαυτό σου! Καί, μετά τούς άκοΰς νά μιλάνε γιά σκλαβιά! ’Άς μάθουν λοιπόν, καταρχάς, νά κοιμούνται μπρούμυτα, νά κοιμούνται οπουδήποτε βρίσκονται, καταγής σάν τά σκου λήκια, σάν τά έντομα. Καί, άν δέν ύπάρχει ή μυρωδιά της γης, νά μάθουν νά άρκοΰνται στή δική τους μυρωδιά. Ή Λόττε παρφουμαρίζεται μέ αρώματα κάτω άπ’ τις μα σχάλες καί σίγουρα άνάμεσα στά μπούτια, καί ύποχρεώνει τις κοπέλες της νά κάνουν τό ίδιο. Αύτό είναι άδιανόητο. Νά κοιμάται μπρούμυτα, νά ύπολογίζει σωστά, νά παρα κολουθεί, νά ένορχηστρώνει τις μυαλγίες του, νά περνάει τή γλώσσα άπ’ τό κενό πού άφησαν τά δυό δόντια πού λείπουν καί νά μονολογεί 6τι άν 6λα πάνε καλά, άν ή μέρα είναι καλή, θά δει πέρα άπ’ τις αύλές τό παράθυρο ν’ ανοίγει, πέρα μα κριά, νά κοιμάται έτσι, νά σκέφτεται έτσι, τό σύνολο 6λων αύτών προσεγγίζει ήδη τήν αλήθεια. Καί πάλι δέν πρόκειται γιά 6λη τήν άλήθεια, αύτό δέν τό αγνοεί. Ό μω ς είναι άνακουφιστικό νά ξέρει 6τι βρίσκεται σέ καλό δρόμο. Τό κουδούνι πού άκούγεται είναι άπ’ τή διπλανή τάξη, γ ι’ αύτούς πού βγαίνουν γιά διάλειμμα. Πώς νά τό πει διαφο
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
253
ρετικά; Αφού τά βήματα είναι άνάλαφρα. Ό ,τι και να κάνουν, ακόμη κι έκεΐνοι πού θά τουφεκιστοΰν αύριο, έχουν χαρούμε νο περπάτημα, ίσως γιατί δεν τό ξέρουν άκόμη; Περνούν. Ω ραία! Τό θέμα είναι να μάθει αν ό ηλικιωμένος κύριος έχει άρκετή δουλειά ή όχι. Ό ήλικιωμένος κύριος είναι ό πιο σημαντικός άπό όποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Δεν πρέπει νά είναι παντρεμένος. Κ ι αν είναι, ή γυναίκα του θά έμεινε στην πατρίδα τους, πράγμα πού καταλήγει νά είναι τό ίδιο. Όσο άπασχολημένος κι αν είναι, είναι ό άντρας πού θά σηκώσει ξαφνικά τό κεφάλι καί θά διατάξει: « Φέρτε μου τον Φράνκ Φριντμάιερ ». Εύτυχώς πού τό κάνει σπάνια αύτή την ώρα. Εύτυχώς κυρίως πού δεν ξέρει, πού κανείς δεν ξέρει, καί αύτός είναι ένας άπ’ τούς λόγους πού ό Φράνκ άπέκτησε τή συνήθεια νά κοιμάται μπρούμυτα. ’Άν μάθαινε κανείς σέ τί έχει συνεχώς τό νοΰ του, άν ύποπτευόταν έστω γιά μιά στιγμή τήν εύχαρίστηση πού του δίνει αύτό, δέν ύπάρχει καμία άμφιβολία ότι θά έκανε άνω-κάτω τά ωράρια του σχολείου. Δέν είναι πλέον χειμώνας. Συγγνώ μη! Βρισκόμαστε στην καρδιά τού χειμώνα, φυσικά. Τά μεγαλύτερα κρύα δέν πέρα σαν, άλλά άναμένονται. Συνήθως έρχονται Φλεβάρη ή Μάρ τη, καί όσο περισσότερο καθυστερούν τόσο πιο τρομερά είναι, καί διαρκούν ώς τά μέσα καί πολλές φορές ώς τά τέλη τού Απρίλη. ’Άς πούμε ότι περάσαμε τό πιο σκοτεινό σημείο τού τού νελ. Συμβαίνει αύτή τή χρονιά αύτό πού συμβαίνει πότε πότε τέλη Γενάρη, νά έχει έρθει μιά ψεύτικη άνοιξη, τουλάχιστον έτσι τήν άποκαλοΰν έξω. Ή άτμόσφαιρα κι ό ούρανός είναι
254
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
διαυγείς. Το χιόνι γυαλίζει χωρίς να λειώνει παρόλο πού δέν κάνει κρύο. Κάθε πρωί τό νερό είναι παγωμένο, ό ήλιος λάμ πει καθ’ 6λη τή διάρκεια της ημέρας σέ σημείο πού θά έπαιρ νες όρκο ότι τά πουλιά ετοιμάζονται νά χτίσουν τις φωλιές τους. Εξάλλου τά πουλιά θά πρέπει νά έχουν μπερδευτεί, για τί πετάνε δυό δυό σάν νά θέλουν νά ζευγαρώσουν. Τό παράθυρο, έκεΐ, πέρα άπ’ τήν αίθουσα γυμναστικής ή τήν αίθουσα εκδηλώσεων, παραμένει άνοιχτό γιά περισσότε ρη ώρα. Μιά φορά μάντεψε άπ’ τις κινήσεις τής γυναίκας 6τι σιδέρωνε. Καί μιάν άλλη φορά συνέβη κάτι τό ύπέροχο, τό άναπάντεχο. Σίγουρα έκείνη θά έκμεταλλεύτηκε τήν ήμέρα, πού ήταν ή πιο ζεστή, γιά νά κάνει μεγάλη φασίνα. Τό παρά θυρο παρέμεινε άνοιχτό περισσότερο άπό δυό ώρες. Έ βα λε άραγε τήν κούνια σέ άλλο δωμάτιο ή είχε σκεπάσει πολύ καλά τό μωρό πού κοιμόταν; Αέρισε 6λα τά ρούχα, μεταξύ αύτών καί άνδρικά. Τά τίναζε, τά χτυπούσε όπως τά χαλιά, καί κα θεμιά άπό τις κινήσεις της προκαλοΰσε στον Φράνκ τρομε ρούς πόνους άλλά τού έκανε καί καλό συγχρόνως. Άπό μακριά, δέν είναι πιο μεγάλη άπό μιά κούκλα. Στό δρόμο δέν θά τήν άναγνώριζε. Αύτό δέν έχει καμία σημασία, έφόσον ή εύκαιρία δέν θά παρουσιαστεί ποτέ. Δέν είναι παρά μιά κούκλα. Δέν μπορεί νά διακρίνει τά χαρακτηριστικά της. Άλλά πρόκειται καί γιά μιά γυναίκα, μιά γυναίκα πού είναι άπασχολημένη μέ τό νοικοκυριό της. Καί τό φροντίζει μέ τό σο κ έφ ι! Ό Φράνκ τό νιώθει, τό μαντεύει. Αύτή παραμονεύει κάθε πρωί. Λογικά, αύτή τήν ώρα, θά έπρεπε νά κοιμόταν βαριά. Στήν αρχή, φοβόταν μή τή χάσει. Ό μω ς, δέν τήν έχασε παρά μία καί μοναδική φορά, μία φορά
11 ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
255
πού ήταν πραγματικά έξαντλημένος. Επιπλέον ήταν την έποχή πού δέν είχε μάθει άκόμη να ένορχηστρώνει τον ύπνο του. Ε κ είνη δέν ύποψιάζεται τίποτα. Ούδέποτε θά ύποψιαστει κάτι. Είναι μιά γυναίκα, μιά γυναίκα φτωχή, όχι πλούσια, αν κρίνει κανείς άπ’ τήν περιοχή πού μένει. Έ χ ε ι άντρα καί παι δί. Ό άντρας θά πρέπει νά φεύγει πολύ νωρίς γιά τή δουλειά του, γιατί ό Φράνκ δέν τον έχει διακρίνει ποτέ. Άραγε εκείνη τού ετοιμάζει το κολατσιό του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί σάν αύτο πού έπαιρνε ό Χολστ στο τρά μ; Δέν είναι άπίθανο, ούτε άδύνατο. Αμέσως μετά, άρχίζει τις δουλειές τού σπι τιού, τού σπιτιού τους. Θά τυχαίνει νά τραγουδάει, ή νά γε λάει μέ τύ μωρό. Γ ια τί τά μωρά δέν κλαΐνε άποκλειστικά καί μόνο, 6πως ήθελε νά τύν κάνει νά πιστέψει ή τροφός του. « Όταν έκλαιγες...» «Τ ή ν ήμέρα, πού έκλαιγες πάρα πολύ δυνατά...» « Τις Κυριακές πού γινόσουν ανυπόφορος...» Ούτε μία φορά δέν τού είπ ε : «Ό τα ν γελούσες...» Καί τό κρεβάτι, τό κρεβάτι πού έχει τή μυρωδιά κι άπ’ τούς δύο. Ε κ είνη δέν ξέρει. Ά ν ήξερε, δέν θά έβγαζε έξω τά σεντόνια καί τά σκεπάσματα γιά νά τά άερίσει. Δέν θά άνοιγε κάν τό παράθυρο. Τό εύτύχημα είναι 6τι έκείνη άνήκει στόν έξω κόσμο. Σ τή θέση της θά έκλεινε τά πάντα, θά σφάλιζε τά πάντα, δέν θά άφηνε τίποτα νά ξεγλιστρήσει άπ’ τή ζωή τους. Τό πρωινό της μεγάλης φασίνας τού είχε φανεί τόσο έξαιρετικό πού δίσταζε νά πιστέψει 6τι ή μοίρα τού έπιφύλασσε άκόμη παρόμοιες χαρές. Έ κ εΐ έξω, έκείνη γιόρταζε τήν ψεύ
256
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
τικη άνοιξη μέ τον τρόπο της, άερίζοντας, καθαρίζοντας, γυα λίζοντας. Έ φ ερε τα πάντα άνω-κάτω, τα ξετίναξε. Ήταν όμορφη! Δεν την είχε δει άπό κοντά, άλλα δεν είχε σημασία: Ήταν όμορφη! Καί υπάρχει ένας άντρας, κάπου στήν πόλη, πού φεύγει τό πρωί μέ τή βεβαιότητα 6τι τό βράδυ θά ξαναβρεΐ αύτή τη γυ ναίκα, όπως καί τό μωρό στήν κούνια, καί τό κρεβάτι μέ τις μυρωδιές τους! Λίγο ένδιαφέρει τί κάνει, τί σκέφτεται. Λίγο ένδιαφέρει άν, άπό μακριά, ή γυναίκα στό παράθυρο έχει διαστάσεις μαριονέτας σέ κουκλοθέατρο. Είναι ό Φράνκ πού ζ εΐτή ζωή τους πιο έντονα. Έ σ τω κι άν, ξαπλωμένος μπρούμυτα, δέν διακινδυ νεύει να ρίξει παρά μία μόνο ματιά, γιατί, άν άντιλαμβάνονταν τί είναι αύτό πού τον παθιάζει, θά άλλαζαν τά ωράριά τους. Τούς ξέρει καλά. Ό Τίμο δέν ισχυριζόταν 6τι τούς ήξερε; Ό μω ς ό Τίμο δέν γνώριζε παρά κάποια κομμάτια της αλή θειας, μάλλον φτιαχτές άλήθειες, όπως αύτές πού διαβάζει κανείς στις εφημερίδες. Όταν ήταν μικρός, ή τροφός του, ή κυρία Πόρς, τον έξόργιζε λέγοντας: « Πάλι χτυπήθηκες μέ τον Χάνς για τί. ..» Καί τό γιατί της ήταν λάθος... Γ ια τί ό Χάνς ήταν ό γιος ένός μεγαλοκτηματία. Γ ια τί ήταν πλούσιος... Γ ια τί ήταν πιο δυνατός... Γ ια τ ί... Γ ια τ ί... Ό λη του τή ζωή είδε τούς άνθρώπους νά κάνουν λάθος μέ τά γιατί τους. Πρώτη ή Λ ό ττε! Ή Λόττε πού είχε καταλάβει πολύ λιγότερα άπό όποιονδήποτε άλλον.
11 ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
257
Δεν υπάρχουν γιατί. Είναι μια λέξη για ήλίθιους. Έ ν πάση περιπτώσει, για τούς ανθρώπους του έξω. Μέ τα για τί δεν θά ήταν καθόλου απίθανο να του δώσουν μια μέρα κάποιο μετάλ λιο πού δεν του άξιζε, ή να τον παρασημοφορήσουν μετά θά νατον. Γ ια τί τ ί ; Για τί δέν άπάντησε στόν άξιωματικό πού τού φυσούσε κατάμουτρα τον καπνό τού πούρου του, όταν τύν είχε άνακρίνει στο γενικό επιτελείο, έκει, στον τελευταίο όροφο; Δέν ήταν περισσότερο ήρωας άπό κάποιον άλλον. « Κ ι όμως θά πρέπει νά ξέρεις, Φριντμάιερ ». Αύτή ή ιστορία των χαρτονομισμάτων μέ τις τρυπούλες δέν τον άφοροΰσε. Δέν είχε παρά ν’ άπαντήσει: «Απευθυνθείτε στόν στρατηγό ». Ήταν τόσο ήλίθιο! Μιά άπλή ύπόθεση ρολογιών. Καθώς ό Φράνκ δέν γνώριζε προσωπικά τον στρατηγό, θά ήταν ύποχρεωμένος νά προσθέσει: « Παρέδωσα τά ρολόγια στόν Κρόμερ καί ό Κρόμερ μού παρέδωσε τό μερίδιό μου άπό τά χρήματα ». Δέν νιώθει κανέναν άπολύτως οίκτο γιά τον Κρόμερ. Καί άκόμη λιγότερο θά ήθελε νά έβαζε σέ κίνδυνο τή ζωή του γιά κείνον. Τό άντίθετο. Έδώ καί λίγο καιρό, ό Κρόμερ είναι ένας άπό τούς ελάχιστους άνθρώπους, άν όχι ό μοναδικός, πού ό Φράνκ θά ήθελε νά τον δει νεκρό. Τότε, λοιπόν, τί άκριβώς συνέβη έκει πάνω, στο γρα φείο; Ό άξιωματικός ήταν μπροστά του, ήσυχος άκόμη, μέ τό άνοιχτόχρωμο πούρο του, τό ροδαλό του χρώμα. Ό Φράνκ
2 58
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
δέν έχει δει ποτέ τον στρατηγό. Δέν έχει κανένα λόγο να θυ σιαστεί για κείνον. Δέν θά ήταν πιο άπλό να έλ εγ ε: « 'Ορίστε επακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα καί θά πα ραδεχτείτε δτι δέν έχω καμιά δουλειά μέ τά χαρτονομίσμα τα ». Γ ια τί δέν συμπεριφέρθηκε έ τ σ ι; Κανείς ποτέ δέν θά τό μάθει. Ούτε κι ό ίδιος. Βρήκε κάποιες έξηγήσεις, δυο μέρες, πέντε μέρες, δέκα μέρες άργότερα, όλες διαφορετικές, όλες ικανοποιητικές. Ή άληθινή, ή μοναδική, είναι ίσως ότι δέν είχε όρεξη νά ξαναβρεΐ τήν έλευθερία του, νά ξαναβρεθεΐ στη ζωή όλου του κόσμου. Τώρα ξέρει. Στήν πραγματικότητα, τό νά μιλήσει ή νά μή μιλήσει ήταν άνευ σημασίας, τουλάχιστον όσον αφορά τό τε λικό άποτέλεσμα. Δέν θά έβρισκε τίποτα ν’ άπαντήσει σέ κά ποιον ό όποιος θά έξηγουσε τή στάση του λέγοντας: « Ήξερες πολύ καλά ότι θά τό περνούσες αύτό πάντως!» Είναι προφανές. Ό χ ι ότι τό ήξερε, άλλά ότι πρέπει νά τό περάσει. Μόνο, πού αύτή τήν άλήθεια, τήν άποδέχτηκε πολύ άργότερα. Κατά βάθος, άντιστάθηκε γιά νά άντισταθεί. Σχεδόν σω ματικά. Ίσως, αν ήθελε νά έμβαθύνει κανείς τό θέμα, νά βρήκε αύτόν τον τρόπο γιά νά άμυνθεϊ στήν προσβλητική οικειότητα του άξιωματικου. Ό Φράνκ είχε άπαντήσει: « Λυπάμαι». « Λυπάσαι γ ι’ αύτό πού έκανες, έτσι δέν είνα ι;» « Λυπάμαι, σκέτο ». « Τ ί λυπάσαι;»
11 ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
259
((Λυπάμαι, για σάς, πού δεν έχω τίποτα να σάς πώ ». Καί τό ήξερε. Ε ίχ ε πλήρη έπίγνωση για τα πάντα, για τα πιθανά βασανιστήρια, για το θάνατό του, για 6λα. Θά πίστευε κανείς 6τι το έκανε επίτηδες. Δεν θυμάται πιά τίποτα. Αύτό παραμένει συγκεχυμένο. Είχε σηκώσει άνάστημα, σάν νεαρό πετεινάρι, άπέναντι σ’ αύτή τήν πελώρια δύναμη πού ορθωνόταν μπροστά του καί συμπεριφερόταν σάν παιδάκι πού θέλει νά τό χαστουκί σουν. « Λυπάσαι, έτσι δεν είναι, Φ ριντμάιερ;» « Ν α ί». Κοίταξε τον άξιωματικό κατάματα. Μήπως ήλπισε άμυδρά γιά κάποια βοήθεια άπ’ τον άλλον, πού δούλευε μέ τό φως στή γωνία, πίσω άπ’ τήν πλάτη του; ’Ή ύπολόγιζε στις δακτυλογράφους πού περνούσαν στούς διαδρόμους; Εξακολου θούσε νά λέει μέσα του: « Αύτά τά πράγματα σίγουρα δεν συμβαίνουν έδώ μέσα ». Πάντως, κράτησε καλά. Δέν θέλησε κάν νά χαμηλώσει τό βλέμμα του. Έπανέλαβε: ((Λυπάμαι!» «Α λήθεια, λυπάσαι! Πές μου άκριβώς γιά ποιό πράγμα λυπάσαι, Φριντμάιερ. Σκέψου πριν άπαντήσεις ». Έ δω σε μιά χαζή άπάντηση, άλλά επανόρθωσε στή συνέ χεια. « Δέν ξέρω ». « Λυπάσαι πού δέν έμαθες έγκαίρως 6τι κάναμε τρυπού λες στά χαρτονομίσματα, έτσι δέν είνα ι;» « Δέν ξέρω ».
200
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
((Λυπάσαι πού έδειξες αύτά τά χρήματα σέ 8λο τον κό σμο ;» « Δεν ξέρω ». « Καί, τώρα, λυπάσαι, πού ξέρεις πάρα πολλά. Μ άλιστα! Λυπάσαι πού ξέρεις πάρα πολλά, Φ ριντμάιερ!» « Έ γ ώ ...» « Σ έ λίγο, θά λυπάσαι πού δέν μίλησες!» Ό λη αύτή ή σκηνή εξελίχθηκε μέσα σ’ ένα είδος ομίχλης. Κανέναν άπ’ τούς δύο δέν τον άπασχολουσε πλέον ή έννοια των λέξεων. ΤΙς ξεστόμιζαν στα κουτουρού, όπως τις πέτρες πού άρπάζει κανείς στα τυφλά άπό κάτω. «Τώρα, θυμάσαι, πάω στοίχημα. Θά θυμηθείς». « Ό χ ι» . « Μά βέβαια. Ε ίμ α ι σίγουρος 6τι θυμάσαι». « Ό χ ι» . « Μά πώς. 'Ένα τόσο μεγάλο μάτσο χαρτονομίσματα!» Άλλοτε έδειχνε 6τι κορόιδευε καί άλλοτε έπαιρνε μιά τρο μερή έκφραση. Τύ πούρο! Ξαναβλέπει κυρίως το πούρο πού πλησίαζε κι άπομακρυνόταν άπ’ τό πρόσωπό του, καί τό άλλο πρόσωπο πού γινόταν κατακόκκινο, γέμιζε λεκέδες, καί, μετά ξαφνικά, τήν άπότομη άκινησία στις κόρες των ματιών πού είχαν τό μπλέ μεταλλικό χρώμα της φαγιάντζας. Ούδέποτε είχε δει, καί σέ τόσο μικρή απόσταση, τέτοιου είδους κόρες. «Φ ριντμάιερ, είσαι κάθαρμα». «Τ ό ξέρω». « Φριντμάιερ, θά μιλήσεις ». « Ό χ ι».
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
201
« Φ ριντμάιερ...» Είναι παράξενο, πώς οι μεγάλοι άνθρωποι σέ 6λη τους τή ζωή έξακολουθοΰν να κάνουν αύτά πού έκαναν στο σχολείο! Ό αξιωματικός συμπεριφέρθηκε πράγματι σαν μεγάλος, μ έ σα στήν τάξη, δηλαδή σαν καθηγητής σέ διαμάχη μέ έξαγριωμένο μαθητή. Ε ίχ ε φτάσει στα όριά του. Ξεφυσούσε, ικέτευε σχεδόν: «Φ ριντμά ιερ...» Ό Φράνκ είχε αποφασίσει πια άπαξ διά παντός να λέει όχι. « Φ ριντμάιερ...» Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένας χάρακας από σκέτο μπρούντζο. Ό αξιωματικός τον άρπαξε και έπανέλαβε έχοντας φτάσει στα όρια της αύτοκυριαρχίας του: « Μικρέ μου Φριντμάιερ, είναι καιρός να καταλάβεις...» « Ό χ ι!» Μήπως ό Φράνκ ήθελε νά φάει τό χάρακα κατάμουτρα; Είναι πιθανό. Πάντως αύτό συνέβη. Βίαια. Τ ή στιγμή πού δεν τό περίμενε, τή στιγμή πού και ό άλλος, ίσως, τό περίμενε άκόμη λιγότερο, αν και κρατούσε ήδη τό χάρακα στο χέρι. « Φ ριντμάιερ...» « ’'Ο χι!» Δέν είναι ούτε μάρτυρας ούτε ήρωας. Δέν είναι τίποτε απολύτως. Τό κατάλαβε, ίσως τέσσερις ίσως καί πέντε μέρες αργότερα. Τ ί θά είχε συμβεΐ, άν αντί γιά όχι, είχε πει να ί; Προφανώς, δέν θά είχε άλλάξει τίποτα γιά τούς άλλους. Ό Κρόμερ τό έχει σκάσει, γ ι’ αύτό είναι σχεδόν σίγουρος. Όσο γιά τον στρατηγό, καταρχάς τον Φράνκ ούτε πού τον
202
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
νοιάζει. Και κατά δεύτερο λόγο, δεν πρόκειται ποτέ από τή μαρτυρία ένός έξαμβλώματος του είδους του, να έξαρτηθεΐ ή τύχη ένός στρατηγού. Θά εξαφανιστεί άπ’ τήν κυκλοφορία, αν δέν τό έχει κάνει ήδη. Δέν έχει καμία σημασία. Αύτό πού μετράει, αύτό πού ό Φράνκ δέν τό άνακάλυψε παρά μόνο πολύ άργότερα, είναι 6τι είτε μιλούσε είτε δέν μ ι λούσε καί ή δική του ή τύχη ίδια θά ήταν, μέ έξαίρεση βέβαια τό χτύπημα στά μούτρα μέ τό χάρακα. Εφεξής, ξέρει ύπέρ τό δέον πολλά. Δέν άφήνουν έλεύθερα στήν κυκλοφορία παιδαρέλια πού ξέρουν τόσα 6σα αύτός. Ά ν άναγγείλουν αύριο τήν αύτοκτονία τού στρατηγού, δέν πρέπει νά ύπάρχει κανείς πού νά μπορεί νά διαδόσει παντού: « Δέν είναι άλήθεια!» ’Άν μιλάνε γιά άξιωματικούς, κανείς δέν θά πρέπει νά μπορεί π ε ι: « Αύτοί είναι κλέφτες ». Ε κ είνη τή στιγμή, έκ εΐ έπάνω, δέν τό είχε σκεφτεΐ. Ε ίχ ε πει οχι. Καί τώρα, δέν είναι σίγουρος 6τι τό έκανε γιατί ήθελε νά ύποφέρει. Σίγουρα ύπήρχε ή έλξη γιά τά βασανιστήρια, τό γεγονός 6τι ήθελε νά ξέρει άν θά άντεχε ή οχι, όπως αναρω τιόταν πολύ συχνά. Ή Λόττε λέει μέ πολλή εύκολία: « Ό Φράνκ ξεσηκώνει 6λο τό σπίτι άν έχει τήν ατυχία νά κοπεί τήν ώρα πού ξυρίζεται». Λίγο ένδιαφέρει τί λέει ή Λόττε. Δέν πρόκειται γιά κείνη. Ούτε καί γιά κάτι*πού τήν άφορά. Στό παιχνίδι δέν βρισκόταν παρά μόνο αύτός όταν είπε οχι. Αύτός μόνος του. Ούτε ό Χόλστ. Ακόμη λιγότερο δέ ή Σίσσυ.
II ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
263
Καί κυρίως, μήν αναφέρει κανείς ποτέ δτι τό έκανε από φιλία προς τον Κρόμερ, ούτε από χρέος απέναντι στον στρα τηγό. Είναι για τον ίδιο, τον Φράνκ, ούτε καν τον Φράνκ, για τον ίδιο, άπλώς καί μόνο, πού είχε πει δχι. Γιά να δ ε ι! Καί ό χοντρός άξιωματικός, τή στιγμή πού έχασε τήν ψυ χραιμία του, είχε έπαναλάβει δυό-τρεΐς φορές: « Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» Στο πρόσωπο τού Φράνκ θά πρέπει νά καθρεφτιζόταν τό πιο πεισματωμένο του ύφος, αύτό πού έχει τό χάρισμα νά έξοργίζει τή Λόττε. Έ τ σ ι έπαιρνε εκδίκηση γιά πολλά πράγ ματα -τούς ύπολογισμούς θά τούς έκανε αργότερα- πάντως, εξώθησε τον αξιωματικό επίτηδες, σχεδόν μέ έπιστημονικό τρόπο, στά άκρα. « Θά πρέπει οπωσδήποτε νά...» « Ό χ ι». « Θά πρέπει, έτσι δέν είνα ι;» « Ό χ ι». Καί σκράτς! Ό χάρακας κατάμουτρα, κατά μήκος όλου τού προσώπου. Ό Φράνκ τό ένιωσε τό χτύπημα νά έρχεται. Μέχρι τελευταία στιγμή, θά μπορούσε ν’ απαντήσει ναι ή καί κατ’ ανάγκη νά σκύψει. Δέν κούνησε, καί ακούστηκαν κόκα λα νά σπάνε. Τό ήθελε αύτό τό χτύπημα. Τό φοβόταν, αλλά τό ήθελε. Τό ένιωσε σέ δλο του τό σκελετό, απ’ τό κεφάλι ώς τά πόδια. Έ κλεισ ε τά μάτια. Πίστεψε, ήλπισε δτι θά σωριαζόταν στο πάτωμα, αλλά έμεινε όρθιος. Τό πιο δύσκολο -καί στήν ούσία, αύτό ήταν καί τό μόνο
2 6 4
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
δύσκολο- ήταν νά μή φέρει τό χέρι στό πρόσωπο. Καί 6μως, είχε τήν έντύπωση 6τι τό αριστερό μάτι του είχε πεταχτεΐ έξω από τήν κόγχη. "Οπως της γάτας στό σπίτι της κυρίας Πόρς! Ή γάτα της τροφού του τού έφερε στό νού τή Σίσσυ. "Οταν της έχει έπιβάλει αύτό πού τής έπέβαλε, έχει τό δι καίωμα νά κάνει τήν παραμικρότερη κίνηση για ένα μ ά τ ι; Αίματα κυλούσαν παντού, στό λαιμό του, στό πιγούνι του, καί δέν είπε τίποτα, ούτε σήκωσε τό χέρι για νά πιάσει τό πρόσωπό του, έξακολούθησε ν’ αντιμετωπίζει τόν αξιωματι κό μέ σηκωμένο τό κεφάλι. Αραγε τή στιγμή έκείνη σχημάτισε τήν έντύπωση 6τι, στό έξης, οτιδήποτε καί νά συνέβαινε, ήταν χαμένος, αλλά καί 6τι δέν είχε καμία σημασία; Α ν ναί, ήταν μιά στιγμιαία έντύ πωση. Τήν αληθινή ανακάλυψη τήν έκανε υπομονετικά στή γωνιά του, ξαπλωμένος μπρούμυτα. Αύτό δέν αλλάζει τίποτα. Δέν πίστευε 6τι θά προέβαιναν σέ τέτοιες πράξεις μέσα σέ γραφεία. Καί δέν είχε πέσει καί πολύ έξω. Ό αξιωματικός, αφού τόν χτύπησε, φάνηκε συγχυσμένος καί είπε κάποιες κουβέντες στόν κατώτερο αξιωματικό πού δούλευε μέ αναμ μένη τή λάμπα. Σίγουρα κάτι όπως: « Κανονίστε το μαζί του ». Διέπραξε σφάλμα πού χτύπησε μέ τόν μπρούντζινο χά ρακα, ό Φράνκ τό γνωρίζει τώρα αύτό καλά. Δέν έπρεπε νά συμβεΐ κάτι τέτοιο μέσα σέ τούτο τό κτίριο. Ποιός ξέρει άν ό αξιωματικός δέν τιμωρηθεί κι έκεΐνος μέ τή σειρά του, ή άν δέν μετατεθεί; Οί τομείς, όπως λέει ό Τίμο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ Τ Ο ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
265
Ό αξιωματικός μέ τή λάμπα, ένας ψηλός αδύνατος νέος, αναστέναξε σάμπως να μήν ήταν ή πρώτη φορά πού ό άλλος παρασύρθηκε σέ τέτοιου είδους βιαιότητες, μετά άνοιξε μιά πόρτα όπου κρεμόταν ένας έμαγιέ νιπτήρας καί μιά πετσέτα. Ό Φράνκ ήταν σίγουρος 6τι είχαν σπάσει κόκαλα ή χόν δροι. Δέν ήξερε ποιά άκριβώς. "Οταν άνοιξε τό στόμα, ξεπήδησε τό αίμα σάν χείμαρρος καί έφτυσε δυό δόντια. « Καθίστε ήρεμα. Δέν είναι τίποτα ». Ό δεύτερος άξιωματικός ήταν φανερά ταραγμένος. « "Οταν υπάρχει αιμορραγία, δέν είναι τίποτα » είπε, ανα ζητώντας τις σωστές λέξεις. Κ ι όμως έδειχνε ιδιαίτερα προβληματισμένος μέ 6λο αύτό τό αίμα πού έτρεχε πάνω στό παρκέ ένώ ό προϊστάμενός του, βάζοντας έπιδεικτικά τό πηλήκιο στό κεφάλι, βγήκε απ’ τό γραφείο. Τό ύφος του έλ εγ ε: « Δέν θ’ αλλάξει π ο τέ!» Τό μάτι δέν είχε βγει άπ’ τήν κόγχη, άλλά ό Φράνκ είχε αύτή τήν αίσθηση. Θά μπορούσε νά λιποθυμήσει. ΤΗταν πολύ εύκολο. Ό άξιωματικός αύτό φοβόταν. Άλλά ό Φράνκ ήθελε νά παραμείνει σκληρός. «Δ έν θά μείνει τίποτα. "Ενα μικρό βαβά. Τόν νευριάσα τε ». Α λίμονο! « ΤΗταν λάθος σας!» Άραγε ό νέος ήταν καλύτερος απ’ τόν άλλον; Ή έπαιζε θέατρο γιά νά τόν κάνει νά μιλήσει παρ’ δλα αύτά; Ό νέος ήταν μακρύς, άλογοειδής, αργός καί τρυφερός στις κινήσεις του. Τόν αναστάτωνε τό γεγονός 6τι τό αίμα δέν σταματούσε
206
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
νά τρέχει, νά άναβλύζει άπ’ τή μύτη, άπ’ τό στόμα, απ’ τό μά γουλο. Τέλος, μή μπορώντας νά τα βγάλει πέρα, άναγκάστηκε νά καλέσει τούς δύο μέ τά πολιτικά πού περίμεναν δίπλα. Ε κ ε ί νοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και μετά ό ένας άπ’ τούς δύο έφυγε. Τά ύπόλοιπα έγιναν στο άψε-σβήσε. Ό άντρας πού έφυγε ξαναεμφανίστηκε. Τύλιξαν τό πρόσωπο τού Φράνκ μέ μιά χοντρή σκούρα εσάρπα. *Υποβαστάζοντάς τον, ό καθένας από μιά πλευρά, τον οδήγησαν μέχρι τήν εσωτερική αύλή όπου τούς περίμενε τό αύτοκίνητο πού προηγουμένως τούς είχε άφήσει έξω. Οί κύριοι αύτοί, άραγε, είναι θυμωμένοι μεταξύ τους; Υ πάρχει όντως άντιπαλότητα άνάμεσα στούς μέν καί στούς δ έ ; Τό αύτοκίνητο ξεκίνησε. Ό Φράνκ ήταν καλά, άπλώς είχε τήν αίσθηση ότι τό κεφάλι του άδειαζε σιγά σιγά. Θυμάται ότι είχε προσπαθήσει νά εντοπίσει τό κτίριο άπ’ τό όποιο γνώριζε μόνο ένα παράθυρο αλλά, τήν τελευταία στιγμή, δέν είχε τή δύναμη ν’ ανοίξει τά μάτια. Εξακολουθούσε νά αίμορραγεΐ. Ήταν άποκαρδιωτικό. Παντού είχε αίμα. Μετά βίας διέκρινε τον ήλικιωμένο κύριο ό όποιος έδωσε τις διαταγές του μέ έλάχιστες κουβέντες. Ούτε καί έκεΐνος έδειξε εύχαριστημένος. Έ τ σ ι ό Φράνκ γνώρισε καί τό νοσηλευτήριο, πού δέν τό είχε προσέξει ποτέ, άκριβώς κάτω άπ’ τή σιδερένια σκάλα. Πρόκειται έπίσης γιά μιά σχολική τάξη, πού τήν τροποποίη σαν καί έβαλαν λακαρισμένα έπιπλα καί πάρα πολλά έργαλεία.
Μ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
267
Άραγε ό άντρας πού τον περιποιήθηκε ήταν γιατρός; Πάντως κοίταξε τήν πληγή μέ περιφρόνηση, όπως ό ήλικιωμένος κύριος μέ τα γυαλιά. Ό χ ι περιφρόνηση για τήν πληγή, άλλα για κείνον πού τήν έκανε. Φάνηκε να έκανε τή σκέψη: « Πάλι αύτός!» Καί το αύτός δέν ήταν για τον Φράνκ, άλλα για τον αξιω ματικό. Τον φρόντισαν. Του έβγαλαν κι ένα τρίτο δόντι πού κου νιόταν. Τώρα τού λείπουν τρία δόντια της οδοντοστοιχίας, τα δύο μπροστινά, τό άλλο αρκετά πίσω. Πότε πότε όταν κοιμά ται, τού δίνει εύχάριστες σουβλιές. Δέν τον ξαναοδήγησαν έκεΐ. Μήπως λόγω τού τρόπου πού συμπεριφέρθηκε ό άξιωματικός μέ τό πούρο; Σίγουρα όχι. Θυμάται τα γρονθοχτυπήματα πού είχε ακούσει έδώ, τό πρωί της άφιξής του. Είναι θέματα τακτικής. Σ έ αρκετά πράγματα, χονδρικά, ό Τίμο είχε δίκιο. Ό Τίμο δέν τά γνωρίζει όλα, αλλά έχει μιά σφαιρική ιδέα αρκετά σωστή. Έδώ τον φρόντισαν. Τον κατέβασαν στο νοσηλευτήριο πολλές φορές. Καί ήταν οδυνηρό για τί πάντα συνέβαινε τήν ώρα τού ανοιχτού παράθυρου. Μήπως γ ι’ αύτό θεραπεύτηκε τόσο γρήγορα; Σκέφτηκε πολύ. Τήν έπομένη της άφιξής του απ’ τήν πό λη έπίτηδες δέν χάραξε τήν κάθετη γραμμή πάνω στον γύψι νο τοίχο γιά νά σημειώσει τή μέρα. Τό ίδιο έγινε μέ τις έπόμενες πέντε-έξι μέρες. Τέλος προσπάθησε νά σβήσει αύτές πού είχε χαράξει παλιά. Τώρα πιά τον ενοχλούν. Αποτελούν μαρτυρία μιάς πάρω-
2 68
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
χημένης έποχής. Εκείνο τόν καιρό ακόμη δέν ήξερε. Πίστευε δτι ή ζωή ήταν έξω. Σκεφτόταν τή στιγμή πού θά έπέστρεφε έκεΐ. Είναι περίεργο, άλλα τήν ώρα πού σημείωνε μέ έπιμέλεια τήν κάθε μέρα χαράζοντας τό γύψο ήταν ή στιγμή πού ένιωθε περισσότερο άπελπισμένος. Τώρα 6χι πλέον. Έ μα θε νά κοιμάται. Έ μα θε να συνθλίβεται μπρούμυτα στίς σανίδες τού κρεβατιού του καί νά οσφραί νεται τή δική του μυρωδιά στίς μασχάλες τού σακακιού του. Ε π ίσ ης, καί κυρίως, έμαθε νά άντέχει 6σο το δυνατό πε ρισσότερο καί αύτή ή άντοχή νά έξαρτάται μόνο άπ’ τόν ίδιο. Αντέχει τόσο καλά, καί είναι τόσο ύπερήφανος γ ι’ αύτό, πού άν μπορούσε νά έπικοινωνήσει μέ τόν έξω κόσμο, θά έγραφε μία πραγματεία περί άντοχής. Πρίν άπ’ 6λα, πρέπει νά φτιάξεις τή γωνιά σου, καί νά χω θείς έκ εΐ 6σο πιο βαθιά γίνεται. Άραγε σημαίνει αύτό κάτι γιά τούς άνθρώπους πού περιφέρονται στούς δρόμους; Τουλάχιστον έπί δέκα μέρες, ό φόβος ήταν μήπως τόν φωνάξουν καί ξαναντικρύσει τή Λόττε. Τού είχε άναφέρει 6τι θά ήθελε πάλι νά τόν έπισκεφτεΐ. Δέν θά πρέπει νά της τό έπέτρεψαν γιά νά μή δει τόν Φράνκ σ’ αύτή τήν κατάσταση. Μή πως περίμεναν νά έπανέλθει τό πρόσωπό του στήν κανονική του μορφή; Τό προτιμάει αύτό. Ή Λόττε ήρθε, ή μάλλον πήγε σέ κά ποιο γραφείο, έχει άφηνιάσει, άπόδειξη 6τι πήρε δύο άκόμη δέματά της πού είχαν, όπως καί τό πρώτο, σαλάμι, λαρδί, σοκολάτες, σαπούνι καί έσώρουχα. Τ ί άλλο είχε έλπίσει νά βρει μές στά δέματα καί τά έψαξε
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
269
μέ τέτοιο τρόπο; Κάθε βράδυ, στο δωμάτιο πάνω από τήν αίθουσα γυμναστικής, τό στόρι κατεβαίνει, ανάβει ή λάμπα καί δέν άπομένει παρά ένα χρυσωπό ορθογώνιο. Άραγε ό άντρας βρίσκεται έκει εκείνη τή σ τιγ μ ή ; 'Υ πάρχει όντως ένας άντρας; Σίγουρα θά υπάρχει κάποιος έξαιτίας του παιδιού, όμως πολύ πιθανόν νά είναι κι έκεΐνος φυ λακή ή έξόριστος. Ά ν έπιστρέφει, πώς καταφέρνει, έρχόμενος απ’ έξω, νά αφομοιώσει μεμιάς τό σπίτι, τό δωμάτιο, τήν ήρεμη θαλπω ρή, τή γυναίκα, τό μωρό στήν κούνια; Καί οί μυρωδιές τής κουζίνας καί οί παντόφλες του πού τόν περιμένουν! Πρέπει, παρ’ όλα αύτά, νά έρθει ή Λόττε. Θά κάνει ότι είναι αναγκαίο γ ι’ αύτό. Θά είναι φρόνιμος, γιά ένα διάστημα. Θά τούς δείξει ότι αφήνει χαλαρά τό νήμα. Τώρα τούς γνωρίζει. Τελικά καταφέρνουν νά μάθουν όλα όσα θέλουν νά ξέρουν. Ό χ ι έκεΐνοι, τού μεγάλου κτιρίου, στήν πόλη, όπου οί αξιωματικοί καπνίζουν πούρο καί σάς προσφέ ρουν τσιγάρο πριν σάς χτυπήσουν μέ έναν μπρούντζινο χάρα κα σάν ύστερικές γυναίκες! Εκείνους ό Φράνκ είναι σύμφω νος νά τούς βαθμολογήσει μέ μηδέν. Οί αληθινοί είναι αύτοί σάν τόν ήλικιωμένο κύριο μέ τά γυαλιά. Μέ αύτόν ή μάχη είναι διαφορετική: Ό ,τι κι άν συμβεΐ, όποιες κι άν είναι οί περιπέτειες τού αγώνα, γιά τόν Φράνκ θά είναι τό τέλος. Ό ήλικιωμένος κύριος θά κερδίσει. Τό μόνο πού μπορεί νά κάνει ό Φράνκ είναι νά τόν έμποδίσει νά κερδί σει πάρα πολύ γρήγορα. 'Υπάρχει τρόπος, κερδίζοντας χρόνο, μέ πολλές προσπάθειες καί αύτοκυριαρχία.
2 7 0
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Ό ήλικιωμένος κύριος δέν χτυπάει. Ούτε βάζει νά χτυπή σουν τον Φράνκ. Ό Φράνκ, ύστερα από δύο έβδομάδες προ σωπικής έμπειρίας, είναι έτοιμος νά διαβεβαιώσει 6τι άν τήν ήμέρα τής άφιξής του χτύπησαν κάποιον έδώ, είναι γιατί αύτός ό κάποιος τό άξιζε. Δέν χτυπάει και ούτε τσιγκουνεύεται τό χρόνο του. Δέν ξέρει τί θά πει ανυπομονησία. Δείχνει νά άγνοεί τά περί στρα τηγού καί χαρτονομισμάτων γιά τά όποια ούδέποτε έκανε την παραμικρότερη νύξη. Πρόκειται πράγματι γιά διαφορετικό τομέα; ‘Υπάρχουν μεταξύ των τομέων στεγανά; Μήπως άντιζηλίες ή τίποτα χειρότερα; Πάντως, ό ήλικιωμένος κύριος είχε κοιτάξει τήν ούλή καί έξακολουθεΐ νά τήν κοιτάζει κάθε μέρα μέ στενοχω ρημένο ύφος. Ή περιφρόνησή του δέν άπευθύνεται στον Φράνκ αλλά στον αξιωματικό μέ τό ξανθό πούρο. Δέν λέει τίποτα γ ι’ αύτόν, κάνει 6τι αγνοεί τήν ύπαρξή του. Δέν λέει ποτέ κουβέντα έκτός από τήν ώρα τής ανάκρισης, ή όποια 6σο κι άν φαίνεται 6τι δέν έχει διάταξη, 6σο κι άν είναι περίπλοκη, παρ’ 6λα αύτά ακολουθεί μία τρομακτικά εύθεία οδό. Έδώ δέν τού προσφέρουν τσιγάρο. Δέν τον φωνάζουν Φριντμάιερ, δέν τού δίνουν χτυπηματάκια στόν ώμο, ούτε μπαίνουν στόν κόπο νά δείξουν φιλικοί. Είναι ένας άλλος κόσμος. Ό Φράνκ, στό κολέγιο, δέν κα τάλαβε ποτέ τά μαθηματικά καί ή ίδια ή λέξη πάντα τού φαι νόταν λίγο μυστηριώδης. Έ λοιπόν, έδώ, κάνουν μαθηματικά. Είναι ένας κόσμος χωρίς 6ρια, λουσμένος σ’ ένα σκληρό φώς, μέσα στόν όποιο
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
27
δέν κινούνται άνθρωποι άλλα οντότητες, ονόματα, αριθμοί, σημεία πού καθημερινά αλλάζουν θέση καί αξία. Καί ό όρος μαθηματικά δέν είναι άπόλυτα άκριβής. Πώς ονομάζεται ό χώρος όπου κινούνται τα ούράνια σώματα; Δέν βρίσκει τή λέξη. ‘Υπάρχουν στιγμές πού νιώθει τόσο πολύ κουρασμένος! Χωρίς νά ύπολογίσουμε ότι καί αύτές οί διευ κρινίσεις δέν έχουν πλέον καμία σημασία. Αύτό πού μετράει είναι νά τον καταλάβουν, είναι νά καταλάβει τον εαυτό του. Ό Κρόμερ, για ένα ολόκληρο χρονικό διάστημα, είχε σχή μα ούράνιου σώματος πρώτου μεγέθους. Αύτό πού ό Φράνκ ονομάζει« γιά ένα ολόκληρο χρονικό διάστημα », είναι ό χρό νος μεταξύ δύο άνακρίσεων γιά παράδειγμα. Καί οί άνακρίσεις αύτές εδώ δέν μοιάζουν σέ τίποτα μέ κείνη τού άξιωματικού, ούτε στό ρυθμό ούτε στή διάρκεια. Ό μω ς, τώρα, ό Κρόμερ έχει σχεδόν ξεχαστεΐ, πλανάται εκεί πάνω άνάμεσα σέ άνώνυμους άστερισμούς άπ’ όπου τον βγάζουν άπό καιρού εις καιρόν -τόν ψαρεύουν- μέ μια άδιάφορη κίνηση, γιά μια ή δυο ερωτήσεις, πριν τόν ξαναρίξουν καί πάλι εκεί. ‘Υπάρχει ή λογική τών μέν καί ή λογική τών δέ. 'Υπάρχει εκείνη τού άξιωματικού, πού δέν σκεφτόταν παρά μόνο τά χαρτονομίσματα καί πιθανόν τόν στρατηγό, καί εκείνη τού ήλικιωμένου κυρίου, ό όποιος, καί ό Φράνκ θά έπαιρνε όρκο γ ι’ αύτό, δέν ξέρει τίποτα, ή καί άν ξέρει άδιαφορεϊ εντελώς. Αύτό μοιραία καταλήγει στό ίδιο σημείο. Δέν άφήνεις ελεύθερο έναν άντρα πού ξέρει αύτά πού ξέρει. Έ ν όλίγοις, γιά τόν άξιωματικό, είναι ήδη νεκρός. Τόν χτύπησε κατάμουτρα καί ό Φράνκ δέν μίλησε.
272
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Νεκρός! Μόνο πού υπάρχει καί ό ήλικιωμένος κύριος πού εμφανί ζεται μέ τή σειρά του, πού οσφραίνεται, πού αποφασίζει: « Ό χ ι έντελώς νεκρός ακόμη!» Γ ια τί άκόμη κι από έναν νεκρό, ή κατά τα τρία τέταρτα νεκρό, μπορεί κανείς κάτι να άπομυζήσει. Καί τό επάγγελμα τού ήλικιωμένου κυρίου είναι να απομυζά τούς ανθρώπους. Λίγο ένδιαφέρουν τα χαρτονομίσματα καί ό στρατηγός, αρκεί να υπάρχει κάτι. Και μοιραία υπάρχει κάτι, εφόσον ό Φράνκ βρίσκεται εκεί. Α ν δέν ήταν ό Φράνκ, θά ήταν κάποιος άλλος και θά υ πήρχε πάντα κάτι. Αύτό πού είναι σημαντικό, γιά νά μπορεί ν’ άντισταθεΐ στόν ήλικιωμένο κύριο, είναι νά κοιμηθεί. Ό κύριος δέν κοι μάται. Δέν έχει ανάγκη άπό ύπνο. Α ν άποκοιμιέται, τότε θά πρέπει νά ρυθμίζει τόν εαυτό του σάν ξυπνητήρι, γιά νά μπο ρεί νά είναι πάντα τόσο ξεκούραστος, τόσο ψυχρός, τόσο δι αυγής τήν ώρα πού έχει καθορίσει. Είναι ψάρι, άνθρωπος μέ αίμα ψαριού. Τό αίμα των ψα ριών είναι κρύο. Σίγουρα δέν οσφραίνεται τή μυρωδιά απ’ τις μασχάλες του και δέν παραμονεύει μιά γυναικεία σιλουέτα σέ μέγεθος μαριονέτας σ’ ένα παράθυρο πού βρίσκεται μακριά. Ό ήλικιωμένος θά κερδίσει. Ή παρτίδα έχει άποφασιστει. Έ χ ε ι όλα τά ατού στά χέρια του καί, επιπλέον, άν θέλει, μπο ρεί νά κάνει και ζαβολιές. Γιά τόν Φράνκ πάει πιά πολύς καιρός πού δέν τίθεται θέμα νά κερδίσει. Αραγε, άν υπήρχε δυνατότητα, θά ήθελε ακόμα νά κερδί σει ;
11 ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - I
273
Δεν είναι σίγουρο. Είναι απίθανο. Αύτό πού μετράει είναι να διαρκέσει, να διαρκέσει πολύ καιρό, να μπορεί να βλέπει κάθε πρω'ι το παράθυρο, τή γυναίκα πού σκύβει έξω, τις πά νες πού στεγνώνουν στον ήλιο άπλωμένες στο τεντωμένο σχοινί πάνω άπ’ το κενό. Αύτό πού προέχει, κάθε μέρα, είναι να κερδίζει μία μέρα άκόμη. Νά γιατί είναι γελοίο να χαράζει στο σοβά τού τοίχου τα μπαστουνάκια πού δεν έχουν πια κανένα νόημα. Τό θέμα είναι νά μην ύποχωρήσει, όχι άπό θέμα άρχής, όχι γιά νά σώσει όποιονδήποτε, όχι γιά κάποιον λόγο τιμής, άλλά γιατί μιά μέρα, τότε πού άκόμη δεν ήξερε γιατί, είχε άποφασίσει νά μήν ύποχωρήσει. Αραγε ό ήλικιωμένος κύριος κοιμάται μ ’ ένα μάτι όπως κι ό ίδιος; Τότε θά πρόκειται γιά ένα μάτι ψαριού, ολοστρόγγυλο, χωρίς ματοτσίνορα, εντελώς άκίνητο, ενώ ό Φράνκ, επίτηδες, βυθίζει ήδονικά τό ύπογάστριό του μές στη γη όπως σέ μιά γυναίκα.
II.
Δουλειά τους είναι νά προσπα θούν, μ ’ 6λα τα μέσα, νά κάμψουν τήν αντίστασή του. Σκέφτονται 6τι μπορούν νά το πετύχουν μέ τό θέμα του ύπνου. Τό κανονίζουν έτσι ώστε νά μήν τόν αφήνουν ποτέ νά κοιμάται πολλές συνεχόμενες ώρες και δέν υποψιάζονται -δέν πρέπει επ’ ούδενί λόγω νά τό υποψιαστούν- 6τι τώρα έχει μάθει νά κοιμάται καί 6τι, ούσιαστικά, εκείνοι τού τό έμα θαν. Εφόσον τό απέναντι παράθυρο έκλεισε, ξέρει 6τι δέν θ’ άργήσουν νά τόν καλέσουν. Ποτέ δέν συμβαίνει τήν ίδια ώρα δύο συνεχόμενες μέρες. ’Άλλο ένα άπ’ τά μικρά τεχνάσματά τους. Διαφορετικά θά ήταν πολύ εύκολο. Γιά τις απο γευματινές παραστάσεις, καί κυρίως τις νυχτερινές, συχνά μεσολαβούν μεγάλα χρονικά διαστήματα. Γιά τήν πρωινή είναι μικρότερα. Οί φυλακισμένοι από δίπλα έπέστρεψαν απ’ τόν περίπατό τους. Πρέπει νά τόν σιχαίνονται, νά τόν θεω ρούν προδότη. ’Ό χι μόνο δέν ακούει καί δέν άποκρίνεται στά μηνύματά τους, άλλά ούτε καί άποτελεΐ κρίκο τής άλυσίδας. Αύτό είναι επίσης κάτι πού κατάλαβε. Τά μηνύματα μεταδί δονται από τάξη σέ τάξη, από τοίχο σέ τοίχο, έστω κι άν δέν τά καταλαβαίνεις, γιατί ύπάρχει πιθανότητα νά φτάσουν σέ κάποιον γιά τόν όποιο μπορεί νά είναι πολύτιμα.
Δ
ΕΝ Τ Α Β Α Ζ ΕΙ ΜΑΖΙ Τ Ο Τ Σ .
274
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
275
Δέν φταίει αύτός. Είναι γιατί δέν έχει χρόνο. Επιπλέον δέν του αρέσει. Τό βρίσκει παιδαριώδες. Αύτοί οί άνθρωποι άσχολοΰνται μέ τό έξω, μέ τη ζωή τους, μέ παιδιαρίσματα. Αδικα τα βάζουν μαζί του. Εκείνος ξέρει 6τι παίζει ένα παι χνίδι πολύ πιο σημαντικό απ’ τό δικό τους, καί 6τι αύτό τό παιχνίδι πρέπει να τό κερδίσει. Θά ήταν τρομερό να φύγει χωρίς να έχει παίξει μέχρι τέλους. Κοιμάται. Κοιμάται αμέσως μόλις κλείσει τό παράθυρο. Βυθίζεται 6σο περισσότερο μπορεί στον ύπνο, για να άνακτήσει δυνάμεις. Ακούει βήματα στη διπλανή τάξη, βογκητά απ’ τό δωμάτιο στ’ άριστερά όπου κάποιος, σίγουρα γέρος ή πάρα πολύ νέος, περνάει τον καιρό του σκούζοντας. ''Οπως πάντα, ή σχεδόν πάντα, θά έρθουν πριν τη σούπα. Ό Φράνκ έχει λίγο λαρδί άκόμη καί ένα κομμάτι σαλάμι. Αναρωτιέται, εξάλλου, γιατί τού έδωσαν τά δύο δέματα, εφό σον χωρίς αύτά θά έξασθενοΰσε πολύ περισσότερο. Είναι έτοιμος μάλιστα ν’ άναγνωρίσει στον ήλικιωμένο κύριο κάποια τιμιότητα ώς προς τά μέσα πού χρησιμοποιεί, ένα είδος fa ir play. Εκείνος πάλι μήπως τό κάνει γιατί τού άρέσουν οί δύσκολες υποθέσεις; ’Ή μήπως έξαιτίας τής ήλικίας τού Φράνκ, πού θά πρέπει νά τον θεωρεί παιδαρέλι, επ ι μένει νά τού δώσει μία εύκαιρία άκόμη, γιά νά μη νιώθει ντρο πιασμένος γιά την ήττα του; Γ ιά τη σούπα, πάντως, τού κάνουν τά ίδια καί σήμε ρα. Δέν έχει σημασία σε ποιά μέρα βρίσκεται, εφόσον πλέον δέν μετράει ούτε μέ τις μέρες ούτε μέ τις εβδομάδες. ’Έ χ ει άλλα σημεία άναφοράς. ‘Υπολογίζει σύμφωνα μέ τό κύριο θέμα των άνακρίσεων, άν μπορεί κανείς νά μιλάει γιά κύριο
2 7 6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
θέμα μέ έναν άντρα πού, από εύχαρίστηση και μόνο, μπουρ δουκλώνει τά πάντα. Είναι ή μέρα μετά τήν Μπέρθα, τέσσερις μέρες μετά τή μεγάλη φασίνα του δωματίου μέ τό ανοιχτό παράθυρο. Αύτό άρκει. Εξάλλου, τό περίμενε. Έ χ ε ι αναγνωρίσει ένα είδος ρυθ μού, σάν τό πήγαινε-έλα της παλλίροιας. Μιά μέρα τον καλούν πάρα πολύ νωρίς, μιάν άλλη άρκετά αργά, άλλοτε λίγο μόλις πρίν μοιράσουν τή σούπα, τή στιγμή πού άκούγεται στις σι δερένιες σκάλες ή φασαρία απ’ τά κατσαρολικά. Στήν άρχή δεν πρέπει νά τήν έτρωγε μέχρι τήν τελευταία σταγόνα. Δεν είναι νόστιμη. Δέν είναι παρά ζεστό νερό, μέ βλαστάρια καί μερικές φορές δυό-τρία ξερά φασόλια. Ό μω ς κάποιες φορές επιπλέουν, σάν μάτια, στρογγυλές κηλίδες λ ί πους, όπως στο νερό πού έχει πλύνει κανείς τά πιάτα, καί έχει τύχει ν’ άνακαλύψει στον πάτο ένα μικροσκοπικό κομματάκι γκριζωπό κρέας. Αύτό δέν θά έπρεπε νά τον ενδιαφέρει εφόσον έχει λαρδί καί σαλάμι. Αλλά τού άρέσει νά κάθεται στήν άκρη τού κρε βατιού του, μέ τήν καραβάνα του ανάμεσα στά γόνατα, νά νιώθει τή ζεστασιά πού κατεβαίνει άπ’ τό λαιμό στο στομάχι. Ό ήλικιωμένος κύριος, τον όποιο ποτέ δέν βλέπει στήν αύλή, πόσο μάλλον στήν πασαρέλα, θά πρέπει νά τό μάντεψε αύ τό, γιατί πάντα ζητά νά τον κατεβάσουν πρίν από τή σούπα. Ό Φράνκ άναγνώρισε τά βήματα μέσα στον ύπνο του: δύο ειδών βήματα, άπ’ τά κανονικά παπούτσια τού άντρα μέ τά πολιτικά καί από τις μπότες τού στρατιώτη. Είναι γιά κείνον. Αύτοί οί δύο είναι οπωσδήποτε γιά κείνον. Θά έλεγες ότι είναι
Μ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
277
ό μοναδικός φυλακισμένος πού ανακρίνουν. Δεν χάνει ψίχουλο ύπνου. Περιμένει ν’ ακούσει την πόρτα ν’ ανοίγει. Καί τότε άκόμη, κάνει ύτι ροχαλίζει για να κερδίσει μερικά δευτερό λεπτα. Πρέπει να τον σκουντήξουν στον ώμο. Τό έχει κάνει παιχνίδι, άλλα αύτό δέν πρέπει να τό άντιληφθοΰν. Ούσιαστικά πια ούτε πλένεται για να κερδίσει χρόνο. Τό σύνολο τού χρόνου πού διαθέτει είναι άφιερωμένο στον ύπνο. Καί αύτό πού ό ίδιος εννοεί τώρα ώς ύπνο είναι άπείρως πιο σημαντικό άπό τόν ύπνο όλου τού κόσμου. Διαφορετικά, δέν θά άξιζε τόν κόπο νά μαζεύει καί τά παραμικρότερα ψίχουλα τού χρόνου ύπως κάνει. Δέν τούς χαμογελάει. Ούτε καλημερίζονται. Όλα γίνον ται σιωπηλά, μέ μιά μελαγχολική αδιαφορία. Βγάζει τό παλ τό του γιά νά βάλει τό σακάκι του. Κάτω κάνει πολλή ζέστη. Τις πρώτες μέρες ύπέφερε γιατί φορούσε τό παλτό. Α ξίζει νά πάρει τό ρίσκο νά κρυολογήσει στήν πασαρέλα ή στις σκάλες. Ή ζεστασιά τού σώματός του δέν μπορεί νά εξανεμιστεί σέ μιά τόσο μικρή απόσταση. Δέν έχει καθρέφτη, άλλά νιώθει ύτι τά βλέφαρά του είναι κόκκινα, ύπως αύτών πού δέν κοιμούνται πολύ. Είναι ζεστά καί τσούζουν. Ή επιδερμίδα του είναι τσιτωμένη καί πολύ εύαίσθητη. Όσην ώρα προχωράει, έχοντας μπροστά τόν άντρα μέ τά πολιτικά καί πίσω τόν στρατιώτη, εξακολουθεί καί κοιμάται. Κοιμάται άκόμη κι ύταν μπαίνει στο μικρό κτίριο ύπου τόν οδηγούν, καί τόν αφήνουν νά περιμένει πολλή ώρα -μία ολό κληρη στο πρώτο δωμάτιο, καθισμένος στον πάγκο, παρό λο πού δέν υπάρχει κανείς μέσα μέ τόν ήλικιωμένο κύριο.
2 7 8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Εξακολουθεί νά άνακτά δυνάμεις. Είναι θέμα συνήθειας. Άκούγονται θόρυβοι, μερικές φορές ομιλίες καί, σέ τακτά διαστήματα, τό πανδαιμόνιο του τραμ απ’ τό δρόμο. Ακόμη καί φωνές παιδιών καταφτάνουν στ’ αύτιά του, σίγουρα άπό κάποιο κοντινό σχολείο την ώρα πού σχολάνε. Τα παιδιά έχουν έναν δάσκαλο. Στο κολέγιο είναι οί κα θηγητές, καί υπάρχει πάντα ένας μεταξύ τους πού παίζει γιά κάποιον άλλον τό ρόλο τού ήλικιωμένου κυρίου. Γιά τούς πε ρισσότερους ένηλίκους ύπάρχει τό άφεντικό, 6 προϊστάμενος τού γραφείου ή τού εργαστηρίου, ό ιδιοκτήτης. Κάθε άνθρωπος έχει τον ήλικιωμένο κύριό του. Τώρα κα τάλαβε γιατί δέν τού κρατάει κακία. Δίπλα φυλλομετρούν σε λίδες, σκαλίζουν χαρτιά. Μετά κάποιος μέ πολιτικά εμφανί ζεται στο άνοιγμα της πόρτας καί τού κάνει νόημα, όπως στον οδοντίατρο ή στον γιατρό, καί τότε σηκώνεται. Για τί παραμένουν πάντα δύο άντρες μέ πολιτικά μές στο δωμάτιο; Τό έχει σκεφτεΐκα ί αύτό. Βρήκε πολλές πιθανές λύσεις, άλλά δέν τον ικανοποιούν. Πότε είναι εκείνοι πού τον οδήγησαν στην πόλη τή μέρα μέ τον μπρούντζινο χάρακα, άλλοτε άναγνωρίζει εκείνον πού τον συνέλαβε στην οδό Βέρτ, καί άλλοτε άλλοι, άλλά δέν είναι πολλοί, επτά ή όκτω στο σύν ολο, πού άλλάζουν βάρδιες. Δέν κάνουν τίποτα. Δέν κάθονται ποτέ πίσω άπό ένα γραφείο. Ποτέ δέν συμμετέχουν, γιά 6ποιονδήποτε λόγο, στήν άνάκριση, καί σίγουρα ποτέ δέν θά τό τολμούσαν. Στέκονται όρθιοι μέ άδιάφορο ύφος. Γιά νά τον εμποδίσουν μήπως τό σκάσει, ή μήπως πνίξει τον ήλικιωμένο κύριο; Είναι πιθανόν. Είναι ή άπάντηση πού τού έρχεται πρώτα στο νού. Παρ’ όλα αύτά, υπάρχουν όπλι-
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
2?9
σμένοι στρατιώτες στην αύλή. Θά μπορούσαν να βάλουν έναν μπροστά άπό κάθε πόρτα. Πιθανόν βέβαια και νά μήν εμπιστεύονται ό ένας τον άλλον. Μπορεί έκ πρώτης όψεως νά φαίνεται αλλόκοτο, αλλά δεν απορρίπτει τήν ιδέα 6τι αύτοί οί άντρες είναι έκ εΐ γιά νά παρακολουθούν τά τεκταινόμενα τού ήλικιωμένου κυρίου καί νά καταγράφουν τά λόγια του. Ποιός ξέρ ει; Μπορεί νά υπάρ χει κάποιος μεταξύ τους πού νά είναι πιο ισχυρός άπό κείνον; Μπορεί 6 ήλικιωμένος κύριος νά μήν ξέρει ποιός είναι, καί μπορεί, στην πραγματικότητα, νά τρέμει μέ τήν ιδέα των άναφορών πού γίνονται γιά κείνον σέ κάποια ανώτερη υπη ρεσία ; Φαινομενικά, δείχνουν νά είναι ή ακολουθία του. Θ υμί ζουν τά παιδιά της χορωδίας πού περιβάλλουν τον ιερέα στις λειτουργίες. Δεν κάθονται, ούτε καπνίζουν. Ένώ 6 ήλικιωμένος κύριος καπνίζει συνέχεια. Είναι σχε δόν ή μόνη ανθρώπινη πλευρά του. Καπνίζει τό ένα τσιγάρο μετά τό άλλο. Στο γραφείο του ύπάρχει ένα πάρα πολύ μικρό σταχτοδοχείο, καί 6 Φράνκ παραξενεύεται πού κανείς δεν σκέφτεται νά τό αντικαταστήσει μ ’ ένα μεγαλύτερο. Είναι ένα πράσινο σταχτοδοχείο, σέ σχήμα άμπελόφυλλου. "Ηδη απ’ τήν πρώτη ανάκριση ξεχειλίζει πάντα άπό γόπες καί στά χτη Μές στο δωμάτιο υπάρχει μιά θερμάστρα, κι ένας κουβάς μέ κάρβουνα. Στήν ανάγκη, θά μπορούσαν πότε πότε, έστω καί μιά-δυό φορές τήν ήμέρα, νά άδειάσουν τό σταχτοδοχείο στον κουβά. Δέν κάνουν τίποτα. Μήπως δέν θ έλει; Οί γόπες συσσω
28ο
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
ρεύονται, καί είναι πολύ βρόμικες γόπες. Ό ήλικιωμένος κύ ριος καπνίζει άτσαλα, χωρίς ποτέ να βγάζει τό τσιγάρο απ’ τό στόμα. Τό σαλιώνει, τό άφήνει καί σβήνει πολλές φορές, τό ξανανάβει, μουσκεύει τό χαρτί, μασουλάει κομματάκια κα πνό. Οί γόπες είναι καφετιές. Τα δόντια του επίσης. Δυό καφέ κηλίδες, στό πάνω καί κάτω χείλος σηματοδοτούν τή θέση τού τσιγάρου. Τό πιο άπρόσμενο, άπό μέρους ενός άνθρώπου σαν αύτόν, είναι 6τι στρίβει τα τσιγάρα μόνος του. Δείχνει να μή δίνει κα μία σημασία στα υλικά άγαθά της καθημερινής ζωής. Ανα ρωτιέσαι πότε τρώει, πότε κοιμάται, πότε ξυρίζεται. Ό Φράνκ δέν θυμάται να τόν έχει δει φρεσκοξυρισμένο. Εντού τοις, μπαίνει στόν κόπο, άκόμη καί στό μέσον μιάς άνάκρισης, νά βγάλει άπ’ τήν τσέπη του μιά πέτσινη καπνοσακούλα. Α π’ τήν τσέπη τού γιλέκου του βγάζει τα τσιγαρόχαρτα. Τό κάνει μέ πολλή επιμέλεια. Ή 6λη διαδικασία παίρνει χρόνο, εξωφρενικά επιπλέον, γιατί όλο αύτό τό διάστημα όλα μένουν μετέωρα. Μήπως είναι καί τούτο ένα τέχνασμα; Ε κ είνη τή νύχτα, σχεδόν ξημερώματα, πρός τό τέλος τής άνάκρισης, τού μίλησε γιά τήν Μπέρθα. Τό έκανε, όπως πάν τα όταν φέρνει ένα καινούργιο πρόσωπο στό προσκήνιο, μέ τόν πιό άπρόσμενο τρόπο. Δέν άνέφερε τό επίθετό της. Θά νό μιζες 6τι ό ήλικιωμένος κύριος ήταν θαμώνας τού σπιτιού, ή ένας άντρας τού τύπου τού γενικού επιθεωρητή Χάμλινγκ, γιά τόν όποιο οί μικρολοβιτούρες τής Λόττε δέν είχαν τίποτα κρυφό. « Γ ια τί σάς έγκατέλειψε ή Μπέρθα;»
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
2δΐ
Ό Φράνκ έμαθε νά κερδίζει χρόνο. Αποκλειστικά καί μό νο γ ι’ αύτό δέν βρίσκεται έδώ ; ((Δέν έγκατέλειψε έμένα. Τ ή μητέρα μου έγκατέλειψε ». ((Είναι τό ίδιο πράγμα ». (("Οχι. Ποτέ δέν ασχολήθηκα μέ τις υποθέσεις της μητέ ρας μου ». ((Άλλα πλαγιάζατε μέ τήν Μπέρθα». Ξέρουν τα πάντα. "Ενας Θεός ξέρει πόσους ανθρώπους θά πρέπει νά ρώτησαν γιά νά μάθουν 6λα αύτά πού γνωρίζουν* ένας Θεός ξέρει σέ πόσες ώρες δουλειάς αντιστοιχούν καί σέ πόσα πήγαινε-έλα. ((Γ ια τί πλαγιάζατε μέ τήν Μπέρθα, έτσι δέν είνα ι; » « Μου έχει τ ύ χ ει». ((Συχνά; » ((Αγνοώ τί ονομάζετε συχνά ». ((Μιά φορά, δυο φορές, τρεις φορές τήν έβδομάδα; » ((Είναι δύσκολο νά πώ. Αύτό έξαρτιόταν». ((Τήν άγαπούσατε; » «"Ο χ ι». ((Αλλά πλαγιάζατε μαζί τ η ς ;» « Α ν δινόταν ή εύκαιρία ». ((Καί της μιλούσατε; » «"Ο χ ι». « Πλαγιάζατε μαζί της καί δέν της μιλούσατε; » "Οταν τόν ώθούν σέ θέματα όπως αύτό, τού ’ρχεται ή έπιθυμία ν’ άπαντήσει μέ μιά βρισιά. "Οπως στό σχολείο. Αλλά δέν βρίζεις τόν καθηγητή σου. Ούτε τόν ήλικιωμένο κύριο. Αύτουνού ό ρόλος δέν είναι νά έξάπτεται.
282
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
« ’Άς πούμε 8τι έλεγα τό μίνιμουμ των λέξεων ». « Δηλαδή;» <( Δεν ξέρω ». ((Δεν τύχαινε νά τής πείτε τί κάνατε κατά τή διάρκεια τής μέρας;» « Ό χ ι». ((Ούτε νά τή ρωτήσετε έκείνη τί έκανε;» « Ακόμη λιγότερο ». ((Δέν τής μιλούσατε γιά τούς άντρες πού πλαγιάζανε μαζί τ η ς ;» « Δέν ήμουν ζηλιάρης ». Αύτό ήταν το ύφος. Μόνο, πού πρέπει νά λάβει κανείς ύπόψη 6τι ό ήλικιωμένος κύριος ψάχνει τις λέξεις του μέ προ σοχή, τις περνάει άπό κόσκινο πριν τις προφέρει, πράγμα πού είναι χρονοβόρο. Το γραφείο του είναι ένα ογκώδες άμερικανικό γραφείο μέ χωρίσματα καί άπειρα συρτάρια. Είναι γε μάτο άπό σημειώματα πού δείχνουν άσήμαντα, τά βγάζει άπό δω κι άπό κεΐ, κάποια συγκεκριμένη στιγμή, άνάλογα μέ τις άνάγκες του, καί τούς ρίχνει μιά ματιά. Ό Φράνκ τά ξέρει αύτά τά σημειώματα. Έδώ δέν υπάρχει γραμματέας. Κανείς δέν καταγράφει τις άπαντήσεις του. Οί δυο άντρες, πού στέκονται πάντα ορθιοι δίπλα στην πόρτα, δέν έχουν ούτε στυλό ούτε μολύβι. Τον Φράνκ δέν θά τον έξέπληττε καθόλου νά μην ήξεραν καί νά γράφουν. Έδώ γράφει μόνο ό ήλικιωμένος κύριος σέ κομματά κια χαρτί, σέ κομμάτια άπό παλιούς φακέλους, στο κάτω μ έ ρος έπιστολών ή έγκυκλίων πού τά κόβει μετά προσεκτικά. Κάνει πολύ μικροσκοπικά γραμματάκια, μέ άπίστευτη δε-
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
283
ξιοτεχνία, πού μόνο αύτός θά πρέπει νά μπορεί νά τά δια βάζει. ’Άν υπάρχει μές στις άρχειοθήκες του ένα κομμάτι χαρτί 6που γίνεται άναφορά στήν Μπέρθα, αύτό σημαίνει δτι ή χοντρή κοπέλα θά πρέπει νά έχει άνακριθεΐ. Έ τ σ ι δέν θά πρέ πει νά τό έρμηνεύσει; Ό Φράνκ, μπαίνοντας στύ δωμάτιο, τυ χαίνει νά οσμιστεί, νά άναζητήσει μυρωδιές, ίχνη από κάποι ον πού μπορεί νά τον έφεραν δσο αύτός δέν ήταν έκεΐ. ((Ή μητέρα σας δεχόταν άξιωματικούς, ύπαλλήλους ». « Πιθανόν ». ((Βρισκόσασταν συχνά στο διαμέρισμα κατά τη διάρκεια αύτών των έπισκέψεων;» « Έ χ ε ι τύ χ ει». « Ε ίσ τε νέος, περίεργος ». « Ε ίμ α ι νέος, άλλά δέν είμαι περίεργος καί, έν πάση περιπτώσει, δέν είμαι έκφυλος ». « Έ χ ε τ ε φίλους, γνωριμίες. Τούς ένδιαφέρει νά ξέρουν τί κάνουν καί τί λένε οί αξιωματικοί». «Ε μ έν α ο χ ι». «Ή φίλη σας ή Μπέρθα...» « Δέν ήταν φίλη μου...» « Δέν είναι πλέον, έφόσον σάς έγκατέλειψε, έσάς καί τη μητέρα σας. Αναρωτιέμαι γιατί άκούστηκαν φωνές, έκείνη τήν ήμέρα, μές στο διαμέρισμα σέ σημείο πού άναστατώθηκαν οί ύπόλοιποι ένοικοι». Ποιοι ένοικοι; Ποιόν ρώτησαν; Σκέφτεται τον γερο-Βίμμερ, άλλά δέν τον ύποπτεύεται. « Είναι περίεργο δτι ή Μπέρθα, ή όποια, σύμφωνα μέ τά
2 84
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
λεγόμενα της μητέρας σας, ήταν λίγο σαν μέλος της οικογέ νειας, σας έγκατέλειψε ακριβώς έκείνη τή στιγμή ». Ε π ίτηδες τό έκανε καί άφησε να φανεί δτι άνέκριναν τήν Λ ό ττε; Ό Φράνκ δέν ταράζεται καθόλου. Έ χ ε ι άκούσει τόσα άλλα. ((Ή Μπέρθα ήταν πολύτιμη για τή μαμά σας ». ( Δέν ξέρει 6τι ό Φράνκ ποτέ δέν άποκάλεσε τή μητέρα του έτσι, δτι κα νείς δέν άποκαλεΐ μία Λόττε « μαμά ».) « Δέν θυμάμαι ποιός είπε » -κάνει δτι ψάχνει τα χαρτάκια του- « δτι ήταν δυνατή σαν άλογο ». ((Σαν φοράδα». «Σ α ν φοράδα, μάλιστα. Θά πρέπει νά ξαναμιλήσουμε σχετικά ». Στήν αρχή ό Φράνκ σκέφτηκε δτι ήταν λόγια τού αέρα, ένας τρόπος νά τον φοβίσει. Δέν φανταζόταν δτι δλα δσα έκα νε κι δσα έλεγε, είχαν τόση σημασία στά μάτια τού ήλικιωμένου κυρίου, ώστε νά βάλουν μπρδς έναν μηχανισμό τόσο πολύπλοκο σάν αύτόν πού δούλευε τώρα. Τό έκπληκτικότερο είναι, καί είναι ή άποψή του, δτι ό ήλικιωμένος κύριος δέν έχει άδικο. Ξέρει πού βαδίζει. Τό ξέ ρει καλύτερα άπ’ τον Φράνκ, ό όποιος μόλις τώρα άρχισε νά ανακαλύπτει μυστικά γιά τά όποια δέν είχε ιδέα. Μέσα σ’ αύτό τό κτίριο δέν πετάνε κουβέντες στόν άέρα. Δέν μπλοφάρουν. ’Άν ό ήλικιωμένος κύριος λ έ ε ι: <( Θά πρέπει νά ξαναμιλήσουμε σχετικά...» Αύτό θά κάνει καί κάτι περισσότερο άπ’ τό νά μιλήσουν. Κακόμοιρη, χοντροηλίθια Μπέρθα! Ό μω ς, ό Φράνκ οχι μόνο γιά κείνη, άλλά καί γιά κανέναν
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
285
δέν αισθάνεται πραγματικό οίκτο. Πέρασε αύτό τό στάδιο. Δέν είναι θυμωμένος μαζί της. Δέν τήν περιφρονεΐ. Ούτε τή μισεί. Καταλήγει να βλέπει ορισμένους ανθρώπους μέ μάτια ψαριού σαν του ήλικιωμένου κυρίου, σαν μέσα απ’ τό τζάμι ένός ένυδρείου. Τήν άπόδειξη ότι ό ήλικιωμένος κύριος δέν πετά λόγια στον αέρα τήν είχε στο θέμα τού Κρόμερ. Ήταν άρχή άρχή, τότε πού δέν είχε καταλάβει ακόμη. Φανταζόταν 6τι, όπως καί στόν άξιωματικό μέ τό χάρακα, άρκούσε να άρνεΐται. « Γ νωρίζετε κάποιον Φρέντ Κρόμερ;» « "Ο χ ι». ((Ούδέποτε έχετε συναντήσει κάποιον μ ’ αύτό τό όνομα;» « Δέν τον θυμάμαι». ((Ό μω ς συχνάζει στα ίδια μέρη μέ σάς, στα ίδια έστιατόρια, στα ίδια μπάρ ». ((Είναι πιθανόν ». ((Ε ίσ τε σίγουρος ότι δέν έχετε π ιει σαμπάνιες μαζί του στοΰ Τ ίμ ο ; » Τού δίνει τήν εύκαιρία να έπανορθώσει. ((* Υπάρχουν τόσοι μέ τούς οποίους έτυχε να πιω στού Τ ί μο, άκόμη καί σαμπάνια!» Απερισκεψία του. Τό άντιλαμβάνεται αμέσως, άλλα πολύ αργά. Ό ήλικιωμένος κύριος πληθαίνει τα γράμματα ψείρες πάνω στα χαρτάκια του. Αύτά μπορεί να φαίνονται ότι δέν είναι σοβαρά για έναν άντρα τής ήλικίας του καί της θέσης του. Καί όμως, ούτε ένα απ’ αύτά τά χαρτάκια δέν χάνεται, δέν ύπάρχει κάποιο πού νά μήν έπανεμφανίζεται τήν ώρα πού πρέπει.
2 8 6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
((Δέν τον ξέρετε καν ούτε μέ τό ονομα Φ ρέντ; 'Ορισμένα άτομα, σέ ορισμένους χώρους είναι γνωστά μόνο μέ τό μικρό τους ονομα. Γιά παράδειγμα, πάρα πολλοί άνθρωποι απ’ αύτούς πού συναντούσατε σχεδόν καθημερινά θά λέγαμε δέν ξέ ρουν ότι ονομάζεστε Φριντμάιερ ». « Δέν είναι ή ίδια περίπτωση ». ((Δέν είναι ή ίδια περίπτωση όπως γιά τον Κρόμερ;» Όλα μετράνε. Όλα καταγράφονται. Όλα διαπιστώνον ται. Περνάει δύο έξαντλητικές ώρες νά άρνεΐται τις σχέσεις του μέ τον Κρόμερ, χωρίς λόγο, έτσι έπειδή ήταν μέσα στο πλαίσιο της συμπεριφοράς πού υιοθέτησε. Τήν έπομένη καί τις έπόμενες μέρες, δέν ξανάγινε καμία νύξη γιά τόν φίλο του. Νομίζει ότι τόν ξέχασαν. Μετά, στή μέση μιάς νυχτερινής παράστασης, ένώ κυριολεκτικά παραπαίει, τά μάτια του τσούζουν, καί τόν κρατούν έπίτηδες όρθιο, τού έμφανίζουν μιά έρασιτεχνική φωτογραφία πού τόν άπεικονίζει παρέα μέ τόν Κρόμερ καί δυό γυναίκες, καλοκαίρι, στίς όχθες ένός πο ταμού. Είχαν βγάλει τά σακάκια. "Ήταν κι αύτό μέρος τού έκδρομικού σκηνικού. Ό Κρόμερ είχε νιώσει τήν άνάγκη νά χουφτώσει μέ τή χερούκλα του τό στήθος τής συνοδού του. « Δέν τόν άναγνωρίζετε;» « Δέν θυμάμαι τό όνομά του ». ((Ούτε καί των κοριτσιών;» « Ά ν έπρεπε νά θυμάμαι τά ονόματα όλων των κοριτσιών πού κάναμε μαζί βαρκάδα!» (('Υπάρχει μία, αύτή ή καστανή, πού τή λένε Αιλή ». ((Σάς πιστεύω ». ((Ό πατέρας της είναι δημοτικός ύπάλληλος ».
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
287
« Πιθανόν ». ((Καί ό φίλος σας, είναι ό Κρόμερ ». « Α α ;» Δέν θυμόταν τή φωτογραφία, απ’ τήν οποία δέν είχε ούδέποτε κάποια άλλη έκτύπωση στα χέρια του. Αύτδ πού θυμάται είναι ότι έκείνη τήν ήμέρα ήταν πέντε, τρεις άντρες καί δυο γυναίκες, άλλα αύτο δέν δικαιολογεί τίποτε απολύ τως. Ό τρίτος ήταν άπασχολημένος μέ τις φωτογραφίες. Ε πίσης τραβούσε κουπί. Καί να ήθελε να αναφέρει το όνομά του στον ήλικιωμένο κύριο ό Φράνκ δέν θά ήταν σέ θέση να το κάνει. Αύτο άποδεικνύει τή σοβαρότητα μέ τήν οποία έρευνοΰν. Ένας Θεός ξέρει από πού ξετρύπωσαν τή φωτογραφία. Αρα γε έκαναν έρευνα στο σπίτι τού Κρόμερ; Είναι περίεργο πού ό Φράνκ δέν είχε δει ποτέ τή φωτογραφία, άν βρισκόταν φυ σικά έκεΐ. Στο σπίτι τού άλλου φίλου; Στο φωτογραφείο πού έμφάνισε τύ φ ίλ μ ; Ακριβώς αύτο είναι το καλό μέ τον ήλικιωμένο κύριο, αύτύ είναι πού τον ένθαρρύνει, πού τού δίνει έλπίδες. Ό άξιωματικος σίγουρα θά τον είχε τουφεκίσει αμέσως, γιά νά τον ξεφορτωθεί, γιά νά μήν τού δυσκολεύει τή ζωή. Μέ αύτον έδώ έχει καιρό μπροστά του. Γιά νά πει τήν αλήθεια, αύτο πού σκέφτεται κατά βάθος είναι ότι έχει τήν πεποίθηση —όχι, γιά πίστη πρόκειται παρά γιά πεποίθηση- πώς αύτύ δέν έξαρτάται παρά άπο τον ίδιο. "Οπως οί άνθρωποι πού κοιμούνται λίγο, πού έχουν μάθει νά κοιμούνται, σκέφτεται κυρίως μέσα άπο παραστάσεις, άπο αισθήσεις.
288
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Θά πρέπει νά έπανέλθει στο όνειρό του όπου πετάει, τότε πού δέν είχε παρά νά πατήσει στις παλάμες του, νά στηριχτεί στο κενό μέ όλες του τ'ις δυνάμεις, μέ όλη του τή θέληση, καί νά άνασηκωθεΐ, άργά στήν άρχή, μετά μέ άνεση, μέχρι πού τό κεφάλι του νά φτάσει στό ταβάνι. Δέν μπορεί νά μιλήσει γ ι’ αύτό. Καί ό ίδιος ό Χόλστ νά ήταν έδώ προσωπικά δέν θά τού ομολογούσε τήν κρυφή του έλπίδα. "Οχι άκόμη. Είναι άκριβώς όπως στό όνειρο, καί είναι ύπέροχο πού έχει δει αύτό τό όνειρο έπανειλημμένως, γιατί τώρα τον βοηθάει. Μπορεί κι αύτό πού ζεΐ νά είναι ένα όνειρο. Είναι φορές, πού έξαιτίας της νύστας, δέν ξέρει πιά τί γίνεται. Γιά άλλη μιά φορά, έξαρτάται άπ’ έκεΐνον, άπ’ τή θέλησή του. Ά ν έχει τήν ένέργεια, άν έξακολουθεΐ νά έχει πίστη, αύτό θά διαρκέσει όσο καιρό χρειαστεί. Δέν τίθεται θέμα νά έπιστρέψει έξω. Γ ιά κείνον δέν τίθε ται θέμα έλπίδων, σάν αύτές πού θά πρέπει νά τρέφουν οί φυ λακισμένοι της διπλανής τάξης. Αύτού του είδους οί έλπίδες δέν τον ένδιαφέρουν, μάλλον τον προσβάλλουν. Ό καθένας κάνει δ,τι μπορεί. Δέν είναι δικό τους λάθος. Γ ιά κείνον προέχει νά κερδίσει ένα χρονικό διάστημα. ’Άν τον ρωτούσαν γιά τό μέγεθος αύτού τού χρονικού διαστήμα τος, νά τό καθορίσει γιά παράδειγμα σέ μέρες, σέ έβδομάδες, σέ μήνες, θά ήταν άνίκανος ν’ άπαντήσει. Κ ι άν τον ρωτούσαν τί θά πρέπει νά υπάρχει στό τέλος; Ά ν τ ε ! Είναι προτιμότερο νά τό συζητήσει αύτό μέ τον ήλικιωμένο κύριο. Υπάρχουν οί κατάλληλες ώρες γιά τό κα θετί. Πρόκειται γιά μία άνάκριση όπου είναι όρθιος. Διαχω ρίζει τις άνακρίσεις σέ καθιστές καί όρθιες. Στήν ούσία, πρό-
11 ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
289
κειται γιά ένα τέχνασμα άρκετά κουτό, πού έχει πάντα στόχο να τον φέρει σέ κατάσταση μικρότερης άντίστασης. Δέν τούς άφήνει να δουν ότι προτιμάει να είναι όρθιος. 'Όταν τον βά ζουν να κάτσει, κάθεται σέ ταμπουρέ χωρίς πλάτη καί, μέ την ώρα, ή στάση αύτή γίνεται πολύ κουραστική. Ό ήλικιωμένος κύριος δέν σηκώνεται ποτέ, δέν νιώθει ποτέ τήν άνάγκη να κάνει μερικά βήματα για να ξεμουδιά σει. Ούτε μία φορά, άκόμη καί σέ πεντάωρη άνάκριση, δέν άπομακρύνθηκε για κάποια άνάγκη ή για να π ιει ένα ποτήρι νερό. Δέν πίνει τίποτα. Πάνω στο γραφείο του, δέν ύπάρχει τίποτα για νά πίνει. Άρκεΐται να καπνίζει τα τσιγάρα του, καί πάλι τ ’ άφήνει καί σβήνουν κανονικά δυό-τρεΐς φορές το κα θένα. Χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα. Αύτό, γιά παράδειγ μα, πού άφήνει πάντα τό περίστροφο τού Φράνκ πάνω στο γραφείο, σάμπως κάποιος νά τό είχε ξεχάσει, σάμπως νά ήταν ένα άνώνυμο άντικείμενο, κάτι τό άσήμαντο. Τό χρησι μοποιεί σάν πρές-παπιέ. Άπό τήν πρώτη μέρα, άπό τότε πού τό βρήκαν έπάνω του, δέν έκανε ούδέποτε κάποια νύξη. Τό όπλο παρ’ όλα αύτά βρίσκεται έκεΐ, σάν άπειλή. Πρέπει νά λογικευτεί. Δέν ύπάρχει μόνο ό Φράνκ στον το μέα αύτόν. Παρά τό χρόνο πού τού άφιερώνει ό ήλικιωμένος κύριος καί πού πρέπει νά είναι σημαντικός, ύποτίθεται ότι ένας άντρας της δικής του ισχύος έχει νά λύσει κι άλλα προ βλήματα καί νά άνακρίνει κι άλλους φυλακισμένους. Τό πε ρίστροφο παραμένει έκεΐ όσο άνακρίνει τούς άλλους; Μήπως πρόκειται γιά ένα σκηνικό πού άλλάζει γιά τον καθέναν; Κά ποιες στιγμές τό περίστροφο δέν άντικαθίσταται άπό τό ένα
290
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚ Ο
ή το άλλο αντικείμενο, άπό ένα στιλέτο, ένα τσέκ, ένα γράμμα ή όποιοδήποτε άλλο άποδεικτικό στοιχείο; Πώς να έξηγήσει ότι αύτός έδώ ό άνθρωπος είναι μία εύλογία σταλμένη άπό ψηλά; Κάποιοι δέν θά τόν καταλάβαι ναν, θά τόν μισούσαν. Ό Φράνκ, χωρίς αύτόν, δέν θά είχε, πάντα παρούσα, την αίσθηση τού χρόνου πού τού μένει. Χ ω ρίς αύτόν, χωρίς τις έξαντλητικές του άνακρίσεις, μπορεί νά μην είχε διανοηθεΐ ότι υπάρχει τούτη ή πνευματική διαύγεια τήν οποία γνωρίζει τώρα καί μοιάζει τόσο λίγο μέ κείνο πού παλαιότερα άποκαλούσε έτσι μ ’ αύτή τή λέξη. Πρέπει νά είναι πολύ προσεκτικός, νά μην τού αφήνει πολύ λάσκα τό νήμα μέ μιά φορά. Θά κινδύνευε νά πάει πάρα πολύ γρήγορα καί θά έφταναν αμέσως στο τέλος. Δέν πρέπει νά τελειώσει άπό τώρα. Ό Φράνκ έχει ακόμη πάρα πολλά πράγματα νά διευθετήσει. Ή διαδικασία είναι αργή. Γρήγορη καί άργή ταυτόχρονα. Αύτό τόν έμποδίζει νά άσχοληθεΐ μέ τούς άντρες τούς όποιους έρχονται καί τούς παίρνουν άπ’ τή διπλανή τάξη, μέ τό χάραμα τής μέρας, γιά νά τούς τουφεκίσουν. Βασικά, τό πιο έντυπωσιακό είναι ή ώρα τής μέρας πού έπέλεξαν γ ι’ αύ τή τήν πράξη, πού οί άγουροξυπνημένοι φυλακισμένοι είναι πανικόβλητοι, άπλυτοι, άξύριστοι, μέ τό στομάχι άδειο χωρίς καφέ, καί τό κρύο τούς αναγκάζει, όλους άνεξαιρέτως, νά ση κώσουν τό γιακά τού σακακιού τους. Για τί δέν τούς άφήνουν νά φορέσουν τά παλτά τους; Μυστήριο. Δέν είναι λόγω τής άξίας τού ρούχου. Καί τό ύφασμα, 6σο χοντρό καί νά ’ναι, δέν έμποδίζει τις σφαίρες νά περάσουν. "Ισως νά είναι έτσι γιά νά γίνεται άκριβώς θλιβερό;
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
291
Ό Φράνκ άραγε θά ανέβαζε τό γιακά του σακακιού του; Είναι πιθανόν. Ούτε πού σκέφτεται αύτό τό πράγμα. Τό σκέ φτεται σπάνια. Εξάλλου έχει τήν πεποίθηση 6τι δεν θά τον τουφεκίσουν στήν αύλή, δίπλα άπ’ τό υπόστεγο πού είναι στοιβαγμένα τά θρανία. Αύτοί έδώ είναι άντρες πού έχουν δικαστεί, πού έκαναν ένα έγκλημα γιά τό όποιο γίνεται δίκη καί έχει καταγραφεΐ στά κατάστοιχα τού δικαστηρίου. Στήν άνάγκη μπορεί νά χρειάστηκε νά γίνει κάποια ψευδομαρτυρία. Τόν Φράνκ, άν έπρεπε νά τον δικάσουν, είναι πολύ πιθανόν νά τόν ξαναπήγαιναν στόν αξιωματικό μέ τόν μπρούντζινο χάρακα. "Οταν τελειώσει 6λο αύτό, 6ταν ό ήλικιωμένος κύριος, μέ καθαρή τή συνείδησή του, κρίνει 6τι άπομύζησε 6,τ ι ήταν δυ νατό νά άπομυζήσει, θά τόν έξαφανίσουν χωρίς έπισημότητες, τό πού 6μως δέν τό ξέρει άκόμη, για τί δεν γνωρίζει άρκετά τό κτίριο* θά τού ρίξουν μιά σφαίρα πισώπλατα, σέ καμιά σκάλα ή σέ κάποιο διάδρομο. Θά πρέπει νά ύπάρχει κά ποιο ύπόγειο πού χρησιμεύει γ ι’ αύτό. Ε κ είνη τή στιγμή θά τού είναι άδιάφορο. Δέν φοβάται. Ό μόνος φόβος του, ή έμμονη ιδέα του, είναι μήπως αύτό γίνει πάρα πολύ γρήγορα, πριν άπό τήν ώρα πού θά έχει άποφασίσει, πριν νά έχει τελειώσει. ’Άν έπιμένουν, έκεΐνος θά τούς πει πρώτος: « Κάντε τ ο !» Ά ν ύπήρχε κάτι πού θά ήθελε γιά τό τέλος, μιά τελευταία έπιθυμία, είναι νά τούς ζητήσει νά προβούν στο εγχείρημά τους όταν θά είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του.
292
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Ό λα αύτά δεν άποδεικνύουν 6τι 6 -ηλικιωμένος κύριος είναι σταλμένος απ’ τον ούρανό; Θά βρει κι άλλα καινούργια πράγματα. Κάθε μέρα υπάρχει κάτι καινούργιο. Πρέπει να βρίσκεται σέ έγρήγορση για 6λα τα μέτωπα συγχρόνως, να σκέφτεται τόσο για τούς άνθρώπους στοϋ Τίμο 6σο καί για έκείνους πού συνάντησε στο Τέηστ, τό ζαχαροπλαστείο, καί τούς ανώνυμους ένοικιαστές τού κτιρίου. Τα περιπλέκει 6λα τόσο πολύ, αύτός ό -ηλικιωμένος δαίμονας μέ τα γυαλιά, επ ί τηδες. Ποιό είναι τό τελευταίο του εύρημα; Να σκουπίζει επί ώρα τα γυαλιά του μ ’ ένα τεράστιο χρωματιστό μαντίλι, πού μισοκρέμεται πάντα άπ’ τήν τσέπη τού παντελονιού του. Έ π α ιξε, 6πως πάντα, μέ τα χαρτάκια του. Γιά κάποιον πού θά τον έβλεπε άπ’ τό παράθυρο καί δεν γνώριζε τί γίνεται, θά νόμιζε 6τι έπρόκειτο γιά λαχεία, ή γιά λόττο. Σ τ ’ αλήθεια δεί χνει νά ψαρεύει στήν τύχη. Μετά στρίβει ένα τσιγάρο, μέ τήν έκνευριστική βραδύτητα τού μανιακού. Βγάζει τή γλώσσα γιά νά σαλιώσει καί νά κολλήσει τό τσιγαρόχαρτο, ψάχνει τό κουτί μέ τά σπίρτα. Χάνει συνεχώς τά σπίρτα του, πνιγμένα κάτω άπ’ τό χαρτομάνι. Δέν κοιτάζει τον Φράνκ. Σπάνια συμβαίνει νά τον άντικρύζει κατάφατσα κι 6ταν συμβαίνει παραμένει απόλυτα άδιάφορος. Ποιός ξέρει άν οί δυο άλλοι, τά παιδιά τής χορω δίας, δέν βρίσκονται έκεΐ, άκριβώς, γιά νά κατασκοπεύουν τις άντιδράσεις τού Φράνκ καί άν, μετά, δέν κάνουν τήν άναφορά τους; « Γνωρίζετε τήν Άννα Λ έμ π ;» Ό Φράνκ παραμένει άνέκφραστος. Πάει καιρός πού δέν
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
293
σαλεύει καθόλου. Τό όνομα δεν τό γνωρίζει, άλλα αύτό δεν σημαίνει τίποτα έκ των προτέρων. Για τήν ακρίβεια γνωρίζει τό όνομα Λέμπ, όπως όλος ό κόσμος, από τό ζυθοποιείο Λέμπ, καί πίνει τήν μπίρα του από τήν ήλικία πού τού έπιτρεπόταν να πιει. Τό όνομα είναι γραμμένο παντού μέ φαρδιά πλατιά γράμματα, πάνω στά άετώματα των σπιτιών, στις τζαμαρίες των καφενείων, στά παντοπωλεία, σέ ήμερολόγια, άκόμη καί στά παράθυρα των τράμ. « Γνωρίζω τήν μπίρα ». « Σάς ρωτώ άν γνωρίζετε τήν Άννα Λέμπ ». « Ό χ ι». « Κ ι όμως, ήταν μία άπ’ τίς οίκοτρόφους τής μητέρας σας ». Άρα πρόκειται γιά κάποιαν άλλη μ ’ αύτό τό όνομα. « Μπορεί νά έχετε δίκιο. Δεν ξέρω ». « Μήπως αύτό θά σάς βοηθούσε νά θυμηθείτε;» Τού δείχνει μια φωτογραφία πού έβγαλε άπό ένα συρτάρι. Είναι ό άνθρωπος πού έχει πάντα φωτογραφίες σέ έφεδρεία. Ό Φράνκ συγκρατείται γιά νά μή φωνάξει: «Ή Ά ννυ !» Γ ια τί γ ι’ αύτή πρόκειται, άλλά είναι μιά Άννυ διαφορε τική άπ’ αύτή πού έχει γνωρίσει, ίσως για τί είναι ντυμένη, φοράει ένα καλοκαιρινό φόρεμα, μ ’ ένα μεγάλο ψάθινο καπέ λο, είναι χαμογελαστή, καί τήν κρατάει κάποιος άγκαζέ, άλ λά ό άντίχειρας τού ήλικιωμένου κυρίου τού κρύβει τό πρό σωπο. « Τήν άναγνωρίζετε;» « Δεν είμαι σίγουρος ».
294
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
« Ζούσε στο ίδιο διαμέρισμα μέ σας, τον τελευταίο και ρό». « Είναι πιθανόν ». « Δήλωσε 6τι πλάγιασε μαζί σας ». « Ε π ίσ ης είναι πιθανόν ». « Πόσες φορές;» « Δεν ξέρω». Άραγε συλλάβανε τήν Ά ννυ; Μ’ αύτούς ποτέ κανείς δέν ξέρει. Τούς συμφέρει νά έπικαλοϋνται τό ψέμα για νά βρουν τήν αλήθεια. Αποτελεί μέρος της δουλειάς τους. Ό Φράνκ δέν πιάνεται έντελώς κορόιδο μέ τα χαρτάκια. « Για τί τήν πήγατε στή μητέρα σας;» « Έ γ ώ ;» « Μάλιστα ». « Μά δέν τήν πήγα έγώ στή μητέρα μου ». « Τότε, ποιός τήν π ή γ ε;» « Αγνοώ». ((Θέλετε νά πείτε 6τι παρουσιάστηκε μέ τή θέλησή τ η ς ;» « Δέν είναι κάτι το παράδοξο ». « Σ ’ αύτή τήν περίπτωση, θά πρέπει νά υποθέσουμε δτι κάποιος τής έδωσε τή διεύθυνσή σας ». Ακόμη δέν καταλαβαίνει, μυρίζεται κάποια παγίδα, δέν άπαντάει. ’Έ τσ ι υπάρχουν μακρές σιωπές, πού κάνουν τις άνακρίσεις νά διαρκούν ώς τήν αιωνιότητα. «Ή δραστηριότητα τής μητέρας σας είναι παράνομη καί πάνω σ’ αύτό δέν είναι άναγκαιο νά έπανέλθουμε ». Τ ί σημαίνει άραγε αύτό, δτι συλλάβανε καί τή Λ ό ττε; « Άρα τή μητέρα σας τή συνέφερε νά τό γνωστοποιεί αύ-
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
29 5
τό σέ όσο τό δυνατόν λιγότερους ανθρώπους. Ά ν ή Άννα Λέμπ παρουσιάστηκε σπίτι της, είναι έπειδή ήξερε δτι μπο ρούσε εκ εί να βρει καταφύγιο ». Ή λέξη καταφύγιο προειδοποιεί τον Φράνκ, πού έχει να παλέψει ταυτόχρονα έναντίον τής νύστας καί εναντίον των άφηρημένων σκέψεων οί όποιες, μέ τήν παραμικρότερη απρο σεξία, τον κατακλύζουν καί πρέπει να τις άπομακρύνει μέ βα ριά καρδιά, γιατί στήν πραγματικότητα αύτές είναι τώρα 6λη του ή ζωή. Επαναλαμβάνει σαν υπνοβάτης. « Καταφύγιο;» « Ισχυρίζεστε ότι αγνοείτε τό παρελθόν της Άννας Λ έμ π ;» « Δεν ήξερα καν τό όνομά της ». « Πώς ζήτησε να τή φωνάζετε;» Αύτό είναι πού ονομάζει: λασκάρισμα τού νήματος. Ε ί ναι υποχρεωμένος. «Ά ννυ ». « Ποιός τήν έστειλε στο σπίτι σας;» « Κανείς ». « Τ ή δέχτηκε ή μητέρα σας χωρίς καμία σύσταση;» « ΤΗταν όμορφη κοπέλα καί έκανε έρωτα. Ή μητέρα μου δεν ζητά περισσότερα ». « Πόσες φορές πλαγιάσατε μαζί τ η ς ;» « Δέν θυμάμαι». « "Ησασταν έρωτευμένος μαζί τ η ς ;» « "Ο χ ι». « Ε κ είνη ήταν;» « Δέν νομίζω ». «Ό μ ω ς πλαγιάσατε μα ζί».
2 9 6
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Μήπως ήταν πουριτανός, ή έκφυλος, πού έδινε τόση βα ρύτητα σέ τέτοιου είδους έρωτήσεις; ’Ή μήπως ήταν άνίκανος; Ε ίχ ε κάνει ακριβώς τό ίδιο καί μέ τήν Μπέρθα. « Τ ί σάς είπ ε ;» « Δέν έλεγε ποτέ τίποτε ». « Πώς περνούσε τον καιρό τ η ς ;» « Διαβάζοντας περιοδικά ». « Περιοδικά πού πηγαίνατε να της αγοράσετε έσ είς;» « "Ο χ ι». « Πώς τα προμηθευόταν; "Εβγαινε έκ είνη;» «"Ο χι. Νομίζω 6τι δέν βγήκε ποτέ ». « Γ ια τ ί;» « Δέν ξέρω. Ε ίχ ε μείνει μόνο μερικές μέρες ». « Κρυβόταν;» « Δέν είχα αύτή τήν έντύπωση ». «Ά πό πού προέρχονταν τά περιοδικά τ η ς ;» « Πρέπει να τά έφερε μαζί της ». « Ποιός τής ταχυδρομούσε τά γράμματά τ η ς ;» « Κανείς, υποθέτω ». « Δέν σάς ζήτησε ποτέ νά τής ταχυδρομήσετε γράμμα τ α ;» «"Ο χ ι». « Ούτε νά μεταφέρετε κάποιο μήνυμα γιά κ είνη;» « "Ο χ ι». Είναι εύκολο, έφόσον είναι ή άλήθεια. « Πλάγιαζε μέ τούς πελάτες;» ((Αναπόφευκτα ». « Μέ ποιόν;»
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
29 7
« Δέν ξέρω. Δέν ήμουν πάντα έ κ ε ΐ». «Ά λλα δταν ήσασταν έ κ ε ΐ;» « Δέν μ ’ απασχολούσε τό θέμα ». « Δέν ζηλεύατε;» « Καθόλου ». « Κ ι 6μως είναι όμορφη ». « Ε ίμ α ι συνηθισμένος ». « Υπήρχαν πελάτες πού έρχονταν μόνο για κείνη;» « Αύτό πρέπει να τό ρωτήσετε στή μητέρα μου ». « Τ ή ρωτήσαμε ». « Τ ί απάντησε;» Τον άναγκάζουν έτσι, σχεδόν κάθε μέρα, να ξαναζήσει τή ζωή του σπιτιού του. Μιλάει γ ι’ αύτό μέ κάποια αδιαφορία, πράγμα πού εκπλήσσει προφανώς τόν ήλικιωμένο κύριο, και ακόμη περισσότερο 6ταν τόν βλέπει 6τι είναι ειλικρινής. « Τ ή ζήτησε ποτέ κανείς στο τηλέφωνο;» « Σ έ 6λο τό κτίριο ύπάρχει μόνο μία συσκευή πού λειτουρ γεί, αύτή τού θυρωρού ». «Τ ό ξέρω ». Τ ό τ ε; Τ ί θέλει να μά θει; « Έ χ ε τ ε δει ποτέ αύτόν τόν άντρα;» « Ό χ ι» . « Κ ι αύτόν εδώ ;» « ’Ό χ ι». « Αύτόν;» « Ό χ ι». Δέν τούς γνωρίζει αύτούς τούς άνδρες. Για τί φροντίζει ό ήλικιωμένος κύριος να σκεπάζει ένα μέρος τών φωτογρα
298
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
φιών, άφήνοντάς τον νά βλέπει μόνο τά πρόσωπα, καί έμποδίζοντάς τον νά διακρίνει τά ρούχα; Για τί είναι αξιωματικοί, διάολε! "Ισως ανώτεροι αξιωμα τικοί ; « Γνωρίζατε 6τι ή Άννα Λ έμπ κατεζητεΐτο;» « Δεν είχα ακούσει ποτέ νά μιλούν σχετικά ». « Αγνοούσατε επίσης 6τι ό πατέρας της είχε τουφεκιστει;» Πράγματι, πριν περίπου έναν χρόνο, ό ζυθοποιός Λέμπ είχε τουφεκιστει, για τί είχαν άνακαλύψει μές στά βαρέλια τού ζυθοποιείου ένα ολόκληρο παράνομο οπλοστάσιο. «Αγνοούσα 6τι ήταν ό πατέρας της. Ποτέ δέν ήξερα τό έπίθετό της ». « Κ ι όμως, ήρθε νά κρυφτεί στο σπίτι σας ». Πράγματι, είναι έκπληκτικό. Πλάγιασε δυο ή τρεις φορές μέ τήν κόρη τού ζυθοποιού Λέμπ, πού ήταν ένας άπό τούς πλουσιότερους καί διασημότερους άντρες της πόλης, καί δέν είχε ιδέα. Κάθε μέρα, χάρη στον ήλικιωμένο κύριο, άνακαλύπ τει καινούργιες ύπόγειες διαβάσεις. « Σας έγκατέλειψε;» «Δ έν ξέρω. Νομίζω 6τι ήταν άκόμη στο σπίτι όταν μέ συλλάβατε ». « Δέν είστε σίγουρος;» Τ ί πρέπει ν’ άπαντησει; Τ ί ξέρουν; Ποτέ δέν συμπάθησε τήν Άννυ, πού είχε αύτο τό τόσο περιφρονητικό ύφος -ούτε κάν, μάλλον άγέρωχο, πράγμα πού ήταν χειρότερο- 6ταν έ καναν έρωτα. Τώρα, 6λα αύτά δέν μετράνε. Άραγε τή συλλάβανε; "Εχουν προβεΐ σέ μαζικές συλλήψεις άπό τότε πού είναι στή φυλακή;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
299
« Νομίζω. Είχα π ιει πολύ τήν προηγουμένη ». « Στοΰ Τ ίμ ο ;» «"Ισως. Κ ι άλλου». « Μέ τον Κρόμερ;» Δέν ξεχνάει τίποτε, ό γερο-κροκόδειλος! « Μέ πολύ κόσμο ». « Πριν καταφύγει στο σπίτι σας, ή Άννα Λέμπ ύπήρξε έρωμένη πολλών αξιωματικών διαδοχικά καί τούς έπέλεγε μέ πολλή προσοχή ».
«Άα!» « Περισσότερο για τή θέση πού είχαν παρά γιά τήν εξω τερική τους έμφάνιση ή τά χρήματά τους ». Δέν άπαντάει. Εξάλλου δέν τον ρώτησαν τίποτα. « Δούλευε γιά κάποια ξένη δύναμη καί ήρθε νά βρει κρυ ψώνα στό σπίτι σας ». ((Δέν είναι δύσκολο γιά μιά γυναίκα καλοκαμωμένη νά γ ί νει δεκτή σ’ ένα πορνείο ». « Παραδέχεστε 6τι ήταν πορνείο;» « Π είτε το όπως θέλετε. ‘Υπήρχαν γυναίκες πού έκαναν έρωτα μέ τούς πελάτες ». « Συμπεριλαμβανομένων άξιωματικών;» « "Ισως. Δέν είχα υπηρεσία μπροστά στήν πόρτα ». « Ούτε στό φ εγγίτη;» Ξέρει τά πάντα! Μαντεύει τά πάντα! Θά πρέπει νά έπισκέφτηκε τό διαμέρισμα μέ ιδιαίτερη προσοχή. ((Γ νωρίζετε τά όνόματά τους;» « "Ο χ ι». Μήπως, τυχόν, 6 τομέας τού ήλικιωμένου κυρίου έργαζό-
300
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
ταν έναντίον του άλλου τομέα, εκείνου 6που έφαγε τό χτύπη μα μέ τόν μπρούντζινο χάρακα; Πάντως ή λέξη άξιωματικός άκούγεται μέ μία συχνότητα πού τού κινεί τήν περιέργεια. « Θά τούς άναγνωρίζατε;» « Ό χ ι». « Τύχαινε να μείνουν άρκετή ώρα, έτσι δεν είνα ι;» «Τ ή ν ώρα πού χρειαζόταν για αύτο πού ήρθαν να κά νουν ». « Μιλούσαν;» « Δέν ήμουν μές στό δωμάτιο ». « Μιλούσαν » λέει κατηγορηματικά ό ήλικιωμένος κύριος. « Οίάντρες πάντα μιλάνε». Θά έλεγες 6τι έχει τήν έμπειρία τής Λόττε. Ξέρει πού πη γαίνει, μέ ύπομονή καί σχολαστικότητα. Βλέπει μακριά. ’Έ χει 0λο το χρόνο μπροστά του. Πιάνει τήν άκρη τού νήματος, προσεκτικά, καί ξετυλίγει τό κουβάρι. Ή ώρα τής σούπας πέρασε. Ό Φράνκ θά βρει τό ύγρό πα γωμένο στήν καραβάνα του, 6πως σχεδόν κάθε μέρα. « Όταν οί γυναίκες κάνουν έναν άντρα νά μιλήσει, έπαναλαμβάνουν σέ κάποιον άλλον αύτά πού τούς είπε ». Άνασηκώνει τούς ώμους. «Ή Άννα Λέμπ έκανε έρωτα μαζί σας, άλλά ισχυρίζε στε ότι δέν σάς έλεγε τίποτα. Δέν έβγαινε, καί όμως έστελνε μηνύματα ». Τό κεφάλι του γυρίζει. Πρέπει νά κρατήσει μέχρι τό τέ λος, μέχρι τό κρεβάτι, μέχρι τις σανίδες πάνω στις όποιες θά συνθλίβει έπιτέλους, μέ μάτια κλειστά, αύτιά πού βουίζουν, νά άκούσει τό αίμα του πού κυλάει στις φλέβες, νά νιώσει τό
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - II
301
σώμα του νά ζεΐ, νά σκεφτεΐ επιτέλους κάτι άλλο, καί όχι πια αύτές τις μαλακίες πού του έπιτρέπουν ν’ αντέχει, νά σκεφτεΐ Ινα παράθυρο, τέσσερις τοίχους, ένα δωμάτιο μ ’ ένα κρεβάτι, μια κουζίνα -δέν τολμάει νά προσθέσει τήν κούνια-, έναν άν τρα πού φεύγει το πρωί ξέροντας 6τι θά ξαναγυρίσει, μία γυ ναίκα πού μένει πίσω καί πού ξέρει ότι δέν είναι μόνη, ότι δέν θά είναι ποτέ μόνη, τον ήλιο πού άνατέλλει καί δύει πάντα στά ίδια σημεία, ένα τενεκεδένιο κουτί πού κουβαλάει κά ποιος ύπό μάλης σάν θησαυρό, τσόχινες γκρίζες μπότες, ένα γεράνι πού ανθίζει, απλά πράγματα πού κανείς δέν τά ξέρει, ή πού τά περιφρονεΐ, καί καμία φορά καταλήγει καί νά παρα πονιέται όταν τά έχει. Ό χρόνος του είναι τόσο μετρημένος!
III.
Ε
είχε ύποστεΐ μία από τις πιο έξαντλητικές ανακρίσεις. Πρέπει να τόν ξύπνησαν μές στή νύ χτα καί βρισκόταν ακόμη στό γραφείο όταν ακούστηκε σειρά πυροβολισμών από τήν αύλή, καί μετά ένας, μεμονωμένος, πιό αδύναμος απ’ 6,τι συνήθως. Κοίταξε τά παράθυρα καί άντιλήφθηκε 6τι μόλις είχε αρχίσει νά ξημερώνει. Ήταν μιά απ’ τις σπάνιες φορές πού παρ’ ολίγο νά έκνευριστεΐ. Ε ίχ ε πράγματι τήν έντύπωση 6τι τραβούσαν τήν άνάκριση έπίτηδες σέ μάκρος, καί 6τι τού έκαναν όποιεσδήποτε έρωτήσεις στά κουτουρού. Μεταξύ άλλων τού άνέφεραν τόν Ρέσλ, τόν αρχισυντάκτη. Ό Φράνκ απάντησε 6τι δέν τόν γνώριζε, κι 6τι μίλησαν μία μόνο φορά. « Ποιός σάς σύστησε;» Πάντα ό Κρόμερ. Θά ήταν πολύ πιό άπλό καί λιγότερο έξουθενωτικό νά τόν έβαζε ό Φράνκ μιά καί καλή στό παιχνί δι, καί τώρα ένας λόγος παραπάνω, έφόσον κατάφερε καί τρύ πωσε κάπου εκτός της έμβέλειάς τους, απ’ 6σο τουλάχιστον μπόρεσε νά κρίνει. Τού άνέφεραν άνθρώπους πού δέν γνωρίζει. Τού έδειξαν φωτογραφίες. Ή τό κάνουν γιά νά τόν κουράσουν, νά τόν φέ ρουν στά όριά του, ή φαντάζονται 6τι γνωρίζει πολλά περισ σότερα απ’ 6σα ξέρει στήν πραγματικότητα. ΚΕΙΝ Ο TO Β Ρ Α Δ Τ
302
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
303
Ό αέρας, όταν βγήκε απ’ τό γραφείο, μύριζε ξημέρωμα, καί είχε τή γεύση άπ’ τούς καπνούς των καπνοδόχων της γ ει τονιάς. Ε ίδε τό παράθυρο ανοιχτό; Δεν θυμάται πιά. Τό είδε, άλλα δεν θά ήταν σέ θέση να τό διαβεβαιώσει στον ήλικιωμένο κύριο, για παράδειγμα, ούτε καί να άποτελεΐ απάντηση στή συγκεκριμένη έρώτηση, αν έπρόκειτο για όνειρο ή όχι. Τα μάτια όμως θά πρέπει νά τά είχε άνοιχτά, είναι πεπεισμένος γ ι’ αύτό. Τελικά, δεν θυμάται τίποτα πλέον. Καί νά πού τόν βγά ζουν πάλι άπ’ τό κρεβάτι του. Προχωράει, έχοντας τόν άντρα μέ τά πολιτικά μπροστά, τόν στρατιώτη πίσω, πλαισιωμένος άπ’ τό θόρυβο πού κάνουν οί σόλες άπ’ τά δύο διαφορετικά ζεύγη παπουτσιών. Εξακολουθεί νά κοιμάται. Έ χ ε ι χρόνο. Συνήθως, τόν άφήνουν νά περιμένει στόν γκρίζο πάγκο. Αύτή τή φορά δέν τό κάνουν, διασχίζουν τό δωμάτιο χωρίς νά στα ματήσουν καί μπαίνουν κατευθείαν στό γραφείο. Καί μές στό γραφείο στέκονται ή Λόττε καί ή Μίνα. Μήπως τις κοιτάζει μέ δυσαρεστημένο ύφος; Πάντως δέν τό άντιλαμβάνεται. Βλέπει τή μητέρα του ν’ άνασκιρτά, ν’ άνοίγει τό στόμα σάν νά θέλει νά βγάλει μιά κραυγή, νά συγκρατεΐται, καί νά ψελλίζει, μέ φωνή γεμάτη οίκτο, τόν όποιο έκεΐνος δέν καταλαβαίνει τί της τόν προκάλεσε: ((Φράνκ!» Σκουπίζει τά μάτια καί τή μύτη της σ’ ένα άπ’ αύτά τά δαντελένια μαντίλια πού έχει τή μανία νά τά άρωματίζει ύπερβολικά. Ή Μίνα δέν κινείται, δέν λέει τίποτα, τή βλέπει, έντελώς στητή, κατάχλομη, μέ δάκρυα νά κυλούν άπ’ τά μά τια της.
304
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Ούτε πού το σκεφτόταν πλέον: Έξαιτίας των δοντιών πού τού λείπουν, έξαιτίας της γενειάδας του, καί πολύ πιθανόν καί των κατακόκκινων ματιών του, τού σακακιού πού δέν έχει πια καμία μορφή. Καί δέν μπήκε στον κόπο ν’ αλλάξει που κάμισο. Προφανώς 6λα αύτά τις αναστατώνουν. Τον ίδιο καθόλου. ’'Ε χει τό ίδιο παγερό ύφος μέ τον ήλικιωμένο κύριο. Μέ τήν πρώτη ματιά παρατήρησε 6τι ή μητέρα του φορούσε γκρίζα καί άσπρα. Είναι παλιά της μανία καί τό κάνει κάθε φορά δταν θέ λει νά δείχνει αριστοκρατική. Ντυνόταν έτσι περίπου κάθε φορά πού έρχόταν νά τον δει στο κολέγιο -στο αληθινό- καί, ήδη από τότε, παρόλο πού ή μόδα δέν έπανήλθε, φορούσε καπελάκια μέ άνοιχτόχρωμο βέλος πού της μισόκρυβαν τά μάτια. Μοσχοβολάει καθαριότητα. Μοσχοβολάει πούδρα. Άρα έρχεται απ’ τό σπίτι. ’Άν ήταν στή φυλακή, δέν θά μπορούσε νά είναι τόσο περιποιημένη. Για τί έφερε μαζί της τή Μ ίνα; Βλέποντάς τες, θά έλεγες πράγματι 6τι είναι ή μαμά καί ή μικρή έξαδέλφη πού ήρθαν νά έπισκεφτοΰν τον νεαρό. Ή Μίνα μοιάζει μέ σεμνή έξαδέλ φη, μ ’ αύτό τό σκούρο μπλέ ταγέρ, τό άσπρο πουκάμισο, έτσι άβαφη. Έ χ ε ι αδυνατίσει. Άναζητά μέ τά μάτια τή βαλίτσα, τό δέμα πού τού έφε ραν. Δέν ύπάρχει τίποτα μές στο δωμάτιο καί νομίζει 6τι κα ταλαβαίνει, έξάλλου ή αμηχανία τής Λόττε άποδεικνύει 6τι έχει δίκαιο. Ε κ είνη δέν ξέρει πώς ν’ αρχίσει. Κοιτάζει περισ σότερο τον ήλικιωμένο κύριο παρά τον γιο της, ίσως μέ τήν πρόθεση νά γίνει αντιληπτό 6τι δέν ήταν έκ εΐ μέ τή θέλησή της;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
305
«Ε ίχ α ν τήν καλοσύνη να μου έπιτρέψουν να σέ δώ, Φράνκ. Ζήτησα, λοιπόν, αν μπορούσα να φέρω μαζί τη Μίνα, πού 6λο μιλάει για σένα, καί ό κύριός μας έδωσε εύχαρίστως τήν άδεια ». Δεν είναι αλήθεια. Θά έπαιρνε όρκο, 6τι είναι ιδέα τού ήλικιωμένου κυρίου. Πριν από δεκαπέντε μέρες άσχολήθηκε μέ τήν Μπέρθα, πάνε οκτώ μέρες πού μίλησε για τήν Άννυ. Τώ ρα, μ ’ αύτό τό ύφος 6τι δήθεν χαζεύει στο δρόμο, έφτασε στή Μίνα. Δέν χρειάζεται να βιάζεται κάν, έφόσον τήν έχει χειρο πιαστή. Ή Μίνα, άμήχανη, στρέφει άλλου τό κεφάλι. Είναι παρ’ δλα αυτά πολύ έντονο. Ό Φράνκ δέν πιστεύει στο τυχαίο. Ό ήλικιωμένος κύριος κατέληξε νά καταλάβει 6τι άν, μεταξύ όλων των κοριτσιών πού παρέλασαν απ’ τό σπίτι ύπήρχε ένα γιά τό όποιο ό Φράνκ θά μπορούσε νά τρέφει κά ποιο συναίσθημα κάπως διαφορετικό, αύτό ήταν ή Μίνα. Στήν πραγματικότητα, ό Φράνκ δέν τήν άγαπάει. ‘Υπήρ ξε σκληρός μαζί της, έπίτηδες. Δέν θυμάται πιά άκριβώς τί τής είχε κάνει. ‘Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα πού είχε κάνει, έξω, καί τά είχε διαγράψει άπ’ τή μνήμη του. Παρ’ 6λα αύτά άπέναντι στή Μίνα νιώθει κάπως ταπεινωμένος. "Ε χει συνειδητοποιήσει 6τι τής φέρθηκε πάρα πολύ άσχημα. Καί οί τρεις στέκονται όρθιοι. Είναι λίγο άστεΐο. Ό ήλικιωμένος κύριος τό παρατηρεί πρώτος καί λέει νά φέρουν κα ρέκλες γιά τή Λόττε καί τή Μίνα, ένώ μέ τό χέρι δείχνει στον Φράνκ δτι μπορεί νά χρησιμοποιήσει τό ταμπουρέ πού χρη σίμευε γιά τις ανακρίσεις κατά τις όποιες ήταν καθιστός. Μετά παίρνει πάλι τό άπορροφημένο του ύφος. Βλέποντάς τον, θά έπαιρνες όρκο πώς οτιδήποτε συμβαίνει δέν τον
3 °6
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
αφορά διόλου. Ξεφυλλίζει ντοσιέ, ξαναβρίσκει καί τακτοποιεί σημειωματάκια. « Φράνκ, πρέπει να σου μιλήσω. Μή φοβάσαι». Για τί πρόσθεσε αύτές τις δυο λέξεις; Τ ί θά μπορούσε να φοβηθεί; ((Σκέφτηκα πάρα πολύ έδώ καί έξι εβδομάδες ». 'Έ ξι έβδομάδες, κιόλας; ’Ή μόνο; Ή λέξη τού κάνει έντύπωση. Θά ήθελε νά μπορούσε νά κοιτάζει τή μητέρα του λιγό τερο αύστηρά, άλλά δεν τά καταφέρνει. Άπό τήν πλευρά της, δέν τολμάει νά σηκώσει τά μάτια της έπάνω του άπό φόβο μήν ξεσπάσει σέ λυγμούς. Είναι τόσο τρομακτικός στήν όψη; Ε π ε ι δή τού λείπουν δυο μπροστινά δόντια καί είναι άτημέλητος; ((Βλέπεις, Φράνκ, είμαι σίγουρη ότι άν έχεις κάνει κάτι κακό, ή κάτι σοβαρό, τό έκανες γιατί παρασύρθηκες. Είσαι πολύ νέος. Σ έ ξέρω. Ήταν λάθος μου πού σ’ άφησα νά κάνεις παρέα μέ φίλους μεγαλύτερους στήν ήλικία ». Παραεΐναι προφανές ότι λέει ψέματα. Συνήθως ή Λόττε ξέρει πολύ καλά νά ψεύδεται. 'Όταν μιλάει μέ τούς πελάτες της, μέ τούς άντρες γενικά, παινεύεται ότι τούς ξεγελάει όπως θέλει αύτή. Μήπως τό κάνει έπίτηδες, νά φαίνεται ότι λέει ψέ ματα, γιά νά τού δείξει ότι βρίσκεται έδώ κατόπιν διαταγής; Δέν ύπάρχει κανένα άμάξι στήν αύλή. Θά πρέπει νά ήρθαν μέ τό τράμ. « Φράνκ, μέ συμβούλεψαν άνθρωποι σοβαροί». « Ποιός;» ((Ό κύριος Χάμλινγκ, γιά παράδειγμα ». ’Άν άναφέρει τό όνομά του, πάει νά πει ότι έχει τήν άδεια νά τό κάνει.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
307
((Ξέρω καλά ότι δεν τόν συμπαθείς ιδιαίτερα άλλα έχεις άδικο. Θά τό καταλάβεις πολύ αργότερα. Είναι ένας παλιός φίλος, ίσως ό μοναδικός μου. Μέ γνώρισε όταν ήμουν νέα κο πέλα, κι άν δέν ήμουν τόσο ηλίθια ...» Οί κόρες των ματιών του Φράνκ μίκρυναν. Τού ήρθε ξαφ νικά μιά ιδέα πού ποτέ άλλοτε δέν είχε σκεφτεΐ. ’Άν ό γενικός έπιθεωρητής έρχεται νά τούς δει τόσο συχνά, μέ τόση οικειό τητα, παρά την ύπέρ τό δέον παράνομη δραστηριότητα τής Λόττε, άν δείχνει άμυδρά ότι τήν έχει ύπό τήν προστασία του καί άν σφετερίζεται τό δικαίωμα νά μιλήσει στον Φράνκ όπως έξάλλου τό έκανε, δέν σημαίνει ότι έχει έναν καλό λόγο πού τό κάνει; Είναι σχεδόν τό ίδιο τσιτωμένος όπως παλιά. Πρός σ τιγ μήν, ξαναβρήκε τή φυσιογνωμία των πιό κακών ήμερών τής οδού Βέρτ καί ή Λόττε, πού έδειχνε ότι ήταν έτοιμη νά τού έκμυστηρευτεΐ κάτι, φάνηκε νά μετανιώνει. Τό προτιμάει αύτό. Ά ν ό Κούρτ Χάμλινγκ είναι κατά λά θος ό πατέρας του, δέν θέλει νά τό ξέρει επ’ ούδενί λόγω. « Ένδιαφερόταν πάντα γιά μάς, γιά σένα...» Τήν κόβει: ((Ω ραία!» « Σ έ ξέρει καλύτερα απ’ όσο νομίζεις. Είναι κι έκεΐνος πε πεισμένος ότι παρασύρθηκες καί ότι θά άρνηθεΐς νά τό ομο λογήσεις. "Οπως πολύ καλά λέει, νά τό κάνεις γιά λόγους τιμής είναι λάθος, Φράνκ ». «Δ έν έχω τ ιμ ή ». «Α ύτοί οί κύριοι είναι ύπομονετικοί μαζί σου, τό ξέ ρω».
3 °8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Ά α ; Τ ί σημαίνει αύτό; «Άφησαν να πάρεις δέματα. Μου έπέτρεψαν σήμερα να ρθώ μέ τή Μίνα, πού αγωνία τόσο πολύ για σένα ». « Είναι άρρωστη;» ((Ποιός;» «Ή Μίνα ». Για τί της διακόπτει τον ειρμό των σκέψεων; Νά τη τώρα πού δέν ξέρει τί νά απαντήσει, καί προσπαθεί νά ρωτήσει μέ τό βλέμμα τον ήλικιωμένο κύριο. « Μά όχι, δέν είναι άρρωστη. Πώς σου ήρθε αύτή ή ιδέα; Τής έκανα πάλι έξετάσεις την προηγούμενη έβδομάδα. "Ενας νεαρός γιατρός, πού δέν ξέρει πολλά πράγματα, ήθελε νά τήν έγχειρήσει, άλλά ό άλλος είπε ότι δέν είναι άναγκαΐο. Πάει ήδη πολύ καλύτερα ». Προαισθάνεται ότι ύπάρχει κάτι τό μυστηριώδες, κάτι πού άποσιωπήθηκε. Πετάει κάτι έπ ίτηδες: « Επιτέλους, τώρα έχει τό χρόνο νά ξεκουραστεί». Ή μητέρα του διστάζει. Για τί άραγε; Μετά, καθώς ό ήλικιωμένος κύριος δέν δείχνει νά θέλει νά παρέμβει, έκείνη τολ μάει νά π ε ι: « Ξανανοίξαμε τό σ π ίτ ι». ((Μέ γυναίκες;» « Υπάρχουν δύο, καινούργιες, έκτος άπ’ τή Μίνα ». ((Νόμιζα ότι ό φίλος σου ό Χάμλινγκ σέ είχε συμβουλέψει νά τό κλείσεις». ((Ναί, έκείνη τήν έποχή. Δέν ήξερε άκόμη τί τό κακό μπο ρούσε νά είχε κάνει ή Άννυ ». Κατάλαβε. Καταλαβαίνει ξαφνικά γιατί βρίσκονται έδώ.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
309
Καταλαβαίνει τα πάντα. Ό ήλικιωμένος κύριος δέν αφήνει τ ί ποτα στήν τύχη. ((Σου ζήτησαν να συνεχίσεις;» ((Μου έξήγησαν ότι είναι καλύτερα, από κάθε άποψη ». Μέ άλλα λόγια, τό διαμέρισμα τής οδού Βέρτ έγινε ένα είδος ποντικοπαγίδας. Ποιός, για λογαριασμό αυτών των κυ ρίων, βλέπει απ’ τό φεγγίτη καί προσπαθεί ν’ ακούσει τις συ ζητήσεις; Νά γιατί ή Λόττε είναι τόσο άμήχανη. ((Έ ν όλίγοις, 6λα βαίνουν καλώς στο σ π ίτ ι» τής λέει ανό ρεχτα, χωρίς ίχνος ειρωνείας. ((Πολύ καλά ». «Ή Σίσσυ είναι καλύτερα;» ί( Νομίζω ». « Δέν τήν έχεις δ ε ι;» ((Ξέρεις, υπάρχει τόσο πολλή δουλειά. Δέν ξέρω άν είναι ή έπ οχή...» Τ ί άλλο μπορούν νά ποΰν; Χωριστοί κόσμοι, ένα άπέραντο κενό. Μέχρι κι αύτό τό αρωματισμένο μαντιλάκι πιάνει τόσο πολύ χώρο στό δωμάτιο, πού ή Λόττε τό άντιλαμβάνεται καί τό χώνει βιαστικά στήν τσάντα της. «Ά κουσέ με, Φράνκ...» « Μάλιστα ». « Είσαι νέος...» ((Μοΰ τό είπες ήδη ». ((Ξέρω καλύτερα άπό σένα 6τι δέν είσαι κακός. Μή μέ κοι τάζεις έτσι. Θέλω νά ξέρεις 6τι πάντα μόνο έσένα σκεφτόμουν, ότι 6λα 6σα έχω κάνει, άπό τότε πού γεννήθηκες, τά έχω
3 10
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
κάνει για σένα καί 6τι τώρα θά έδινα καί τήν υπόλοιπη ζωή μου για να είσαι εύτυχισμένος ». Δεν είναι λάθος του αν άφαιρεΐται χωρίς να τό θέλει. Μό λις αντιλαμβάνεται τήν έννοια των λέξεων. Κοιτάζει τήν τσάντα της Μίνας. Είναι άκριβώς ίδια, άλλα κόκκινη, σαν τή μαύρη της Σίσσυ, τήν περίφημη τσάντα μέ τό κλειδί, πού της τήν έδειχνε μέ σηκωμένο χέρι μέσα στήν άλάνα καί τήν άφησε τελικά πάνω στο σωρό απ’ τό χιόνι. Ποτέ δέν έμαθε άν πήγε νά τήν πάρει. ((Τούς είπα 6τι γνώριζες τόν Κρόμερ, για τί είναι αλήθεια. Ήταν ό φίλος σου καί δέν θέλω νά τό άρνηθεΐς. Δέν θά μου βγάλεις απ’ τό μυαλό 6τι ήταν κακός σύμβουλος γιά σένα καί αρκετά έξυπνος, μέ τόν εαυτό του, γιά νά τό σκάσει καί νά σ’ έγκαταλείψει». Αυτό τελικά ήρθε νά τού π ε ι: ότι ό Κρόμερ βρίσκεται σέ άσφαλές μέρος; Κάθεται πολύ κοντά στή σόμπα. Ζεσταίνε ται. Ά π’ τό παράθυρο -είναι ή πρώτη φορά πού κάθεται σ’ αύτό τό μέρος- άνακαλύπτει τό κιγκλίδωμα, τό φυλάκιο, τόν στρατιώτη πού φυλάει σκοπιά καί ένα τμήμα τού δρόμου. Δέν τού κάνει καμία αίσθηση πού ξαναβλέπει τό δρόμο, πού ξαναβλέπει τά τράμ πού περνούν. ((Είναι άπαραίτητο νά τούς πεις τήν αλήθεια, 6λα 6σα ξέ ρεις, καί θά τό λάβουν ύπόψη. Είμα ι σίγουρη. ’'Εχω έμπιστοσύνη ». Ούδέποτε ό ήλικιωμένος κύριος είχε δείξει τόσο άπορροφημένος. « Αύριο, ίσως έχω τό δικαίωμα νά ρθώ νά φέρω ένα δέμα. Τ ί θά σοΰ άρεσε νά βάλω μέσα;»
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
3
Ντρέπεται για κείνη, για τον ίδιο, για όλους αύτούς. Είναι κουρασμένος. Θέλει να τής άπαντήσει: « Σ κ α τά !» Παλιά θά τδ είχε πει. Έ κ το τε έχει άποκτήσει υπομονή. ’Ή μήπως πρόκειται γιά άδυναμία. Μουρμούρισε άνάμεσα στά δόντια: « Ό ,τ ι θέλεις ». « Είναι άδικο νά πληρώνεις γιά τούς άλλους, καταλαβαί νεις ; Κ ι έγώ, χωρίς νά το θέλω, έκανα πολύ κακό, τώρα το άντιλαμβάνομαι». Καί το πληρώνει, δεχόμενη νά γίνει το πορνείο της μιά παγίδα γιά τούς έκφυλους! Το πιύ έκπληκτικο είναι ότι αύτο θά είχε φανεί πάρα πολύ φυσικό στον Φράνκ πριν άπο τέσσε ρις ή πέντε μήνες. Εξάλλου δέν είναι καί κάτι πού τον εξορ γίζει. Σκέφτεται άλλα πράγματα. Καθ’ όλη τή διάρκεια τής συζήτησης σκεφτόταν άλλα πράγματα, χωρίς ν’ άντιλαμβάνεται ότι δέν άφηνε άπ’ τά μάτια του την τσάντα τής Μίνας. « Πές τους είλικρινά δ,τι ξέρεις. Μην προσπαθείς νά το παίξεις πιο έξυπνος άπ’ αύτούς. Θά βγεις άπο δω μέσα, θά δεις... Θά σέ φροντίσω κ α ί...» Δέν άκούει πιά. Είναι πολύ μακριά. Είναι γεγονός ότι έξακολουθεί νά νυστάζει, καί κάποιες ώρες τής μέρας, κυρίως τό πρωί, τον πιάνει ίλιγγος. Φταίει ή κούραση. Ή Λόττε σηκώνεται. Μυρίζει ωραία. Ακτινοβολεί, έτσι μές στά φρουφρού καί στη γούνα πού έχει γύρω άπ’ τό λαιμό της. «'Υποσχέσου μου, Φράνκ. 'Υποσχέσου στη μητέρα σου. Μίνα, πές του κι έσύ...»
3 12
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Ή Μίνα, πού δέν τολμά νά τον κοιτάξει, αρθρώνει μέ κό πο : « Φράνκ, είμαι πολύ δυστυχισμένη!» Και ή Λόττε συμπληρώνει: « Δέν μου είπες ακόμη τί έπιθυμεΐς νά σου φέρω ». Τότε ξεστομίζει τήν φράση. Πρώτος έκπλήσσεται ό ίδιος μ ’ αύτό. Νόμιζε 6τι θά τού συνέβαινε πολύ αργότερα, έντελώς προς τό τέλος. Ξαφνικά αισθάνεται πιά πάρα πολύ κουρασμέ νος. Μιλάει χωρίς νά σκέφτεται, χωρίς νά έχει τήν έντύπωση ότι είχε πάρει κάποια απόφαση. Λέει, διστακτικά, μέ πλήρη συνείδηση τί σημαίνουν αύτά τά λόγια γιά κείνον, άλλά αποκλειστικά καί μόνο γιά κείνον: « Δέν θά μπορούσα νά δώ τον Χ όλσ τ;» Αύτό πού συμβαίνει αύτή τή στιγμή είναι καταπληκτικό. Δέν άπαντά ή μητέρα του. Εξάλλου, δέν θά πρέπει νά κατά λαβε, τά έχει έντελώς χαμένα. Ή Μίνα συγκράτησε έναν λυγμό πού θά μπορούσε νά θεωρηθεί καί λόξυγγας. Ή Μίνα γνωρίζει πολλά περισσότερα πάνω σ’ αύτό τό θέμα παρά ή Λόττε. Ό ήλικιωμένος κύριος, όμως, σήκωσε αμέσως τό κεφάλι, τον κοίταξε καί τον ρωτάει: « Άναφέρεστε στον Γκέρχαρντ Χ όλσ τ;» « Μάλιστα». « Περίεργο ». Σκαλίζει μέσα στά χαρτάκια του, καταλήγει ν’ ανακαλύ ψει ένα, τό έξετάζει προσεκτικά, καί όλο αύτό τό διάστημα ό Φράνκ σταματάει νά άναπνέει. «'Υ πέβαλε άκριβώς αίτηση γιά έπίσκεψη ».
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
313
« Ε π ίσ κεψ η σέ μένα;» « Μάλιστα ». Έ δέν θά πετάξει κι άπ’ τή χαρά του, δέν θ’ άρχίσει να χο ροπηδά μπροστά τους! Παρ’ όλα αύτά τό πρόσωπό του μετα μορφώνεται. Τώρα, είναι έκεινοΰ τα μάτια βουρκωμένα, σαν της Μίνας. Κι όμως, δέν τολμάει άκόμη να τό πιστέψει. Θά ήταν πολύ ωραίο. Θά σήμαινε 6τι δέν είχε γελαστεί. Θά σήμαινε... « Ζήτησε νά μέ δ ε ι;» « Σ τα θ είτε... ’'Ο χι...» Παγώνει. Τελικά ό ήλικιωμένος κύριος πρέπει νά είναι σαδιστής. « Δέν συμβαίνει έτσι άκριβώς. Κάποιος Γκέρχαρντ Χόλστ υπέβαλε στις άνώτατες Αρχές μιά αίτηση γιά έπίσκέψη. Απευθύνθηκε σέ πολύ ύψηλά ίστάμενους. Αλλά δέν είναι γιά τον ίδιο ». Γρήγορα, Θεέ μου! Καί ή Λόττε τό άκούει αύτό λές κι άκούει ραδιόφωνο! « Είναι γιά τήν κόρη του ». Ό χ ι! Ό χ ι! Ό χ ι! Δέν πρέπει νά κλάψει. Πρέπει νά κάνει οτιδήποτε, άλλά όχι νά κλάψει. Διαφορετικά κινδυνεύει νά χαλάσει τά πάντα. Δέν είναι αλήθεια! Δέν είναι δυνατόν! Ό ήλικιωμένος κύριος θά άρπάξει κάποιο άλλο χαρτάκι καί θ’ άνακαλύψει 6τι έκανε λάθος. « Βλέπεις, Φράνκ », λέει ή Λόττε μέ συγκινημένη φωνή, συγκλονιστικά συγκινημένη, σάν τό ραδιόφωνό της νά είχε βάλει ένα αισθηματικό τραγούδι,« βλέπεις πού όλος ό κόσμος σου έχει έμπιστοσύνη. Καλά σου έλεγα ότι πρέπει νά βγεις άπό δω μέσα καί, γ ι’ αύτό, ν’ άκούς αύτούς τούς κυρίους ».
314
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
’Η λίθια ! Χ α ζ ή ! Δέν μπορεί ούτε καν να θυμώσει μαζί της καί είναι προτιμότερο πού δέν υπολογίζει ποτέ το χάσμα πού ύπάρχει μεταξύ τους. Καί πάλι έκείνη επεμβαίνει καί ρωτάει μέ ύφος θεούσας πού απευθύνεται στον σεβασμιότατο: « Τής δώσατε τήν άδεια, κύριε;» « ’'Οχι ακόμη. Αύτή ή αίτηση μόλις στάλθηκε άπο κάποιο άλλο γραφείο. Δέν είχα τό χρόνο να τη μελετήσω ». « Πιστεύω δτι θά της δίνατε πολύ μεγάλη χαρά! Πρόκει ται για τη γειτόνισσά μας τού διπλανού διαμερίσματος. Πάνε χρόνια πού γνωρίζονται». Δέν είναι άλήθεια. Ά ς σωπάσει έπιτέλους! ’Ή μάλλον, τί σημασία εχει δ,τι καί να π ε ι; Τώρα, ακόμη κι άν αύτο δέν γ ι νόταν, ακόμη κι άν έκείνη δέν έρχόταν, ύπήρχε παρ’ δλα αύτά το γεγονός δτι ό Χόλστ είχε διατυπώσει τό αίτημά του. Κατάλαβαν ό ένας τον άλλον. Ό Φράνκ είχε δίκιο. Καί ό Χόλστ να ρθεΐ τό ίδιο θά είναι, ίσως δχι άκριβώς, πάντως θά εχει τήν ίδια σημασία. ’Άς τελειώσουν, Θεέ μου! Ά ς τού κάνουν τη χάρη νά μην τον ανακρίνουν πιά άλλο αύτό τό πρωί, κι άς τον άφήσουν ν’ άνέβει στο σπίτι του. Γιά φαντάσου! Σκέφτεται, πολύ α πλά «σ το σπίτι του». Νά χωθεί στο κρεβάτι του, μαζί μ ’ αύτή τήν πολύ νωπή ζεστή άλήθεια, νά τή σφίξει μέσα του καί νά τήν έμποδίσει νά έξατμιστεΐ. « Είναι μιά πολύ καθωσπρέπει κοπελίτσα, μιά πραγμα τική δεσποινίς, πρέπει νά μέ πιστέψετε ». Πώς μπορεί νά νευριάσει κανείς μέ κάποιον τόσο ήλίθιο, έστω κι άν πρόκειται γιά τήν ίδια τή μητέρα του; Καί ή άλλη,
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
315
μέ τό ψεύτικο ύφος της ξαδέλφης, πού έκμετελλεύεται τύ γε γονός ότι όλοι στέκονται όρθιοι καί προσπαθεί να τόν πλησιά σει, για να τόν αγγίξει χωρίς να την άντιληφθούν! «Ν όμισ α », έπεμβαίνει ό ήλικιωμένος κύριος, «ό τι προ ηγουμένως ζητήσατε να δείτε τόν Γκέρχαρντ Χ όλσ τ;» « Εκείνον ή εκείνη ». « Δέν έχετε κάποια προτίμηση;» Μακάρι αύτή τή στιγμή να μην έκανε κάποια γκάφα. « ’'Ο χι». Μια ματιά μέσα απ’ τα γυαλιά ήταν άρκετή γιά νά υπο δείξει σ’ έναν μυστακοφόρο της χορωδίας ότι ήταν ώρα νά τόν οδηγήσουν πίσω. Δέν θυμάται πώς βγήκε άπό τό γραφείο. Ή μητέρα του καί ή Μίνα έμειναν έκεΐ. Άραγε τί άλλο θά διηγηθεΐ ή Λόττε σέ σχέση μέ τή Σ ίσ σ υ ; Φτάνει στό δωμάτιό του συγχρόνως σχεδόν μέ τήν καυτή καραβάνα καί άρκεΐται νά τή σφίξει άνάμεσα στά γόνατά του, χωρίς νά φάει, μόνο γιά νά διαποτιστεΐ απ’ τή θερμότητά της. Τό παράθυρο, έκεΐ, πέρα άπ’ τό γυμναστήριο, είναι κλειστό. Δέν πειράζει. Στό έξης, κατ’ ανάγκη, μπορεί καί νά τό ξεπεράσει. Ό λαιμός του είναι σφιγμένος. Θά ήθελε νά μιλήσει. Νά μιλήσει στον Χόλστ, σάμπως ό Χόλστ νά ήταν έδώ. Πριν άπ’ όλα, έχει νά τού κάνει μιά βασική έρώτηση: « Πώς τό καταλάβατε;» Μοιάζει αδύνατο. Θά ήταν υπέροχο παρόμοιο πράγμα νά είναι δυνατόν νά συμβεΐ. Ό Φράνκ έκανε τά πάντα γιά νά μήν καταλάβει κανείς. Εξάλλου, δέν καταλάβαινε ούτε κι ό ίδιος. Τού άρκούσε νά περιφέρεται γύρω άπ’ τόν Χόλστ καί, κά ποιες στιγμές, πίεζε τόν έαυτό του νά πιστέψει ότι τόν σιχαι
3 l6
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
νόταν, ή ότι τον περιφρονοΰσε, γελούσε μέ τό τενεκεδένιο κουτί καί τις κακοφτιαγμένες μπότες. Πότε συνέβη; Μήπως τή νύχτα πού ό Χόλστ, έπιστρέφοντας άπ’ τό ντεπό των τράμ, τόν είχε βρει κολλημένο στον τοίχο τού βυρ σοδεψείου, μέ έτοιμο τό σουγιά στο χ έ ρ ι; Πρέπει να σταματήσει. Βρίσκεται σε πλήρη υπερδιέγερ ση. Πρέπει να μείνει ήρεμος, να μείνει καθισμένος στήν άκρη τού κρεβατιού του, φρόνιμα. Δέν πρέπει έπίσης να κοιμηθεί, γιατί θά είναι χειρότερα. Παρ’ όλα αύτά δέν γίνεται καί ν’ αρ χίσει νά ούρλιάζει κοιτάζοντας τό παράθυρο. Δέν θά τρελαθεί. Δέν είναι ή στιγμή. Θά ξανάβρει σιγά σιγά τήν ψυχραιμία του. Ά ν συνέβη αύτό, τότε σημαίνει ότι πλησιάζει τό τέλος. Ά π’ τήν άρχή τό είχε καταλάβει. Είναι μιά άπ’ τις βεβαιό τητες πού δέν προσπαθείς νά έξηγήσεις. ’'Ετσι κι αλλιώς δέν θά είχε τή δύναμη ν’ άντέξει περισσότερο. Ό Χόλστ είχε καταλάβει! Καί ή Σ ίσ σ υ ; Μήπως άνέκαθεν γνώριζε, καί έκείνη, 6τι θά συνέβαινε έτσ ι; Ό Φράνκ τό ήξερε. Ό Χόλστ τό ήξερε. Είναι τρο'μερό νά τό λέει κανείς. Μοιάζει μέ βλασφημία. Αλλά είναι ή άλήθεια. Ό Χόλστ θά έπρεπε νά είχε έρθει νά τόν σκοτώσει, τήν Κυριακή, κατά τή διάρκεια τής νύχτας, ή τήν έπομένη τό πρωί, καί δέν τό έκανε. ’'Επρεπε νά συμβεΐ μ ’ αύτόν τόν τρόπο. Ό Φράνκ δέν μπο ρούσε νά κάνει τίποτε άλλο. Δέν ήξερε άκόμη γιατί, αλλά τό αισθανόταν.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
3 *7
’Άν δέν φοβήθηκε ποτέ τά βασανιστήρια, τον άξιωματικό μέ το χάρακα ή τον ήλικιωμένο κύριο μέ τούς άκολούθους του, είναι γιατί ποτέ κανείς δέν θά μπορέσει να τον κάνει να πονέσει δσο πόνεσε ό ίδιος τον έαυτό του τή στιγμή πού έσπρωξε τον Κρόμερ μές στο δωμάτιο. Θά πει άραγε ναι ό ήλικιωμένος κύριος; Πρέπει οπωσδήποτε νά τού δώσει κάποια έλπίδα, κάτι πού νά πιστέψει δτι θά τού είναι χρήσιμο. Ό Φράνκ άνυπομονεί νά έρθουν νά τον ζητήσουν. Δέν θά ύποσχεθεΐ τίποτα, γιατί θά ήταν λάθος κίνηση, άλλά θά άφήσει νά έννοηθει 6τι θά είναι πολύ πιο ομιλητικός μετά. ’Άς έρθουν νά τον πάρουν γρήγορα. Θά λασκάρει τό νήμα. Σήμερα, θά άφήσει αρκετό, ένα με γάλο κομμάτι. Γιά όποιοδήποτε θέμα θελήσουν. Γιά τον Κρό μερ, γιά παράδειγμα, εφόσον πλέον δέν έχει σημασία, άπ’ τή στιγμή πού είναι ασφαλής. Κατά βάθος τού τυχαίνει νά άναρωτιέται τί θά προτιμού σε περισσότερο: νά μιλήσει στον Χόλστ ή στή Σ ίσ σ υ ; Στήν πραγματικότητα, στή Σίσσυ δέν έχει νά πει τίποτα. Πρέπει μόνο νά τήν κοιτάξει. Καί νά τον κοιτάξει κι έκείνη. « Π είτε μου, κύριε Χ όλσ τ...» « Πώς ανακαλύψατε, κύριε Χόλστ, δτι ό άντρας, οποίος κι άν είνα ι...» Δέν βρίσκει τις λέξεις. Καμία δέν έκφράζει αύτό πού ήθε λε νά πει. « Μπορεί κανείς νά οδηγεί 'ένα τραμ, η ό,τιδήποτε, έτσι δεν είναι; Μπορεί κανείς νά φοράει μπότες στο δρόμο που προκαλοϋν τήν περιέργεια των μικρών παιδιών ή τήν ειρωνεία τών
3ΐ8
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
νεαρών. Μπορεί κανείς... Μπορεί... Καταλαβαίνω τ ί θά πείτε. ..Δ εν είναι αυτό πού μετράει... Άρχει να φέρει σε πέρας αυτό πού έχει κάνεις άναλάβει να κάνει, για τί δλα είναι ίσης σπουδαιότητας... "Ομως εγώ, κύριε Χόλστ, εγώ, πώς Θά μπορούσα;» Δέν είναι δυνατόν ό Χόλστ να ζήτησε άδεια επί σκέψης για τή Σίσσυ. Ό Φράνκ άρχίζει να ξαφουσκώνει, να άναρωτιέται, να αμφιβάλλει. Μήπως πρόκειται για σκευωρία του ήλικιωμένου κυρίου; Τότε, τότε, αν ήταν έτσι, μέ πόσο τρομερό μίσος θά τον ακολουθούσε ό Φράνκ μέχρι τα έγκατα της κόλασης; Καί ό Χόλστ, πού άποφεύγει όποιαδήποτε έπαφή μέ τούς κατακτητές, πού πρέπει να ύπέφερε έξαιτίας τους, άπευθύνθηκε, όπως είπε ό ηλικιωμένος κύριος, σέ κάποια πολύ ανώ τερη Α ρχ ή! Γιά να τό κάνει αύτό, θά ύποχρεώθηκε να περά σει άπό ένδιάμεσους, να συμβιβαστεί, να έξευτελιστεΐ μπρο στά σ’ αύτούς τούς άνθρώπους! Δέν έρχονται να τόν πάρουν. Ό χρόνος κυλάει άργά. Δέν είναι σέ θέση να κοιμηθεί. Δέν θέλει να κοιμηθεί. Θά ήθελε νά ξεμπερδέψει μ ’ αύτό τό θέμα, άμέσως. Ξάπλωσε, όμως χωρίς νά τό θέλει. Δέν θυμάται άν άκούμπησε καταγής τήν καραβάνα μέ τή σούπα. Ά ν τήν άναποδογύριζε, θά μύριζε άσχημα 6λη τή νύχτα. Τού είχε συμβεΐ, μια φορά. Θέλει νά κλάψει. Δέν θά πει στόν Χόλστ 6τι έκλαψε. Σ έ κανέναν. Κανείς δέν τόν βλέπει. Απλώνει τό χέρι, σάμπως νά ύπηρχε κάποιος πλάι του, λές καί ήταν άκόμη δυνατόν νά είχε μια μέρα κάποιον κοντά του. Αύτό θά μπορούσε νά συμβεΐ, άλλά χρειάστηκε 6λα νά γ ί νουν διαφορετικά!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
319
Δέν δέχεται για πατέρα του τον γενικό έπιθεωρητή Κούρτ Χάμλινγκ. Για τί σκέφτεται αύτό τό θέμα ; Δέν σκέφτεται τίποτα. Κλαίει σαν μωρό. Νυστάζει. Ή τροφός του, σ’ αύτή τήν περίπτωση, θά του έβαζε ένα μπ ιμπερό στο στόμα και έκεΐνος θά ρουφούσε δυό-τρεΐς φορές, θά τό πιπιλούσε καί θά ήρεμουσε. Δέν θά διαρκέσει πολύ. Καί ό χρόνος δέν έχει καμία ση μασία. Πόσων χρόνων είναι ή γυναίκα στο παράθυρο; Είκοσι δύο; Είκοσιτριών; Πού θά βρίσκεται σέ δέκα χρόνια, ή σέ πέν τε ; *Ίσως ό σύντροφός της νά μή ζεΐ π ιά ; ’'Ισως μές στο κορμί της νά έπωάζεται κάποια άρρώστια πού θά τήν πεθάνει; Τ ί θά του πει ό Χ όλσ τ; Πώς θά συμπεριφερθεΐ; Ή Σίσσυ θά μείνει σιωπηλή, τό ξέρει. ’Ή άπλώς μόνο θά π ει: « Φράνκ!» Ό ήλικιωμένος κύριος θά είναι παρών αλλά αύτό δέν έχει καμία σημασία. Ζεσταίνεται. Μήπως έχει πυρετό; Τουλάχι στον νά μην άρρωστήσει, ακριβώς αύτή τή στιγμή. Ό ήλικιωμένος κύριος φοράει γυαλιά, είναι ντυμένος στά μαύρα άπ’ τήν κορφή ως τά νύχια. Για τί, έφόσον συνήθως φοράει γκρίζα; Ό Φράνκ είναι ρωμαιοκαθολικός. Ε ίχ ε φίλους προτεστάντες και έτυχε νά παραστει σέ λειτουργίες τους. Ε ίδε κληρικούς. Πρέπει νά προσέξει γιατί τό άμερικανικό γραφείο αλλάζει σχήμα. Γίνεται ένα είδος Αγίας Τράπεζας. Ή Λόττε είναι γε λοία μέ τά ρούχα πού φοράει. Τής συμβαίνει κάθε φορά πού τό θεωρεί αναγκαίο 6τι πρέπει νά φαίνεται άριστοκρατική.
320
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
'Υπερβάλλει τότε μέ τά γκρίζα καί τα λευκά. Θυμάται άμυδρά τή φωτογραφία μιας βασίλισσας πού ντυνόταν έτσι άλλα μέ περισσότερο φαρδιά καί άραχνουφαντα ρούχα. Όσο για την κακόμοιρη τή Μίνα, μοιάζει σαν να βγήκε μόλις απ’ το μοναστήρι. Είναι ή έξαδέλφη Μίνα. Για τί κλαίει ή Λ ό ττε; Αφήνει το κουβαριασμένο μαντίλι της να πέσει, σκύβει ό Χολστ να τό μαζέψει καί, άπλώνοντας το μακρύ του χέρι, της τό δίνει. Δέν της λέει τίποτα, γιατί δέν είναι στιγμή για λόγια. Ό ήλικιωμένος κύριος διαβάζει τά χαρ τάκια του καί κινδυνεύει νά τ ’ ανακατώσει. Σάν νά πρόκειται γιά μιά ιδιαίτερα περίπλοκη προσευχή μεγίστης σημασίας. Ή Σίσσυ κοιτάζει τον Φράνκ μές στά μάτια, μέ τέτοια ένταση πού τού πονούν οί κόρες. Δέν ύπάρχει πλέον περίστροφο, αλλά ένα κλειδί. Θά τούς δώσουν ένα κλειδί αντί γιά δαχτυλίδια. Δέν είναι κακή ιδέα. Ποτέ δέν είχε άκούσει ότι συνηθιζόταν, άλλά είναι πολύ καλά έτσι. Σ έ ποιόν θά τό δώσουν; Είναι προφανώς τό κλειδί ένός δωματίου, μέ παράθυρο καί στόρι. Έ χ ε ι ήδη σκοτεινιάσει. Τό στόρι πρέπει νά κατεβεΐ καί νά άνάψει ή λάμπα. Κοιτάζει. Τά μάτια του είναι ανοιχτά. Ό άντρας μέ τά πο λιτικά στέκεται όρθιος δίπλα στο κρεβάτι, ό στρατιώτης πε ριμένει στήν πόρτα. « ’'Ερχομαι...» μουρμουρίζει.« Σας διαβεβαιώνω πώς έρ χομαι. ..» Δέν κινείται. Είναι ύποχρεωμένος νά καταβάλει έντονη προσπάθεια. Άναψαν τό λαμπτήρα μές στήν τάξη του. Τά πόδια του κοκαλωμένα, τού πονάει ή πλάτη. Ό άντρας περι μένει. Ή αύλή είναι θεοσκότεινη. Ό προβολέας τή σαρώνει
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
32 1
όπως ένας φάρος τήν επιφάνεια της θάλασσας. Ό Φράνκ δέν έχει δει ποτέ τή θάλασσα. Δέν θά τή δει ποτέ. Τ ή γνωρίζει μόνο άπ’ τις ταινίες καί υπάρχει πάντα ένας φάρος. Ε ίχ ε πάει σινεμά μέ τή Σίσσυ, δυο φορές. Δυο φορές! « ’'Ερχομαι...» Ξαναβάζει τό σακάκι του. ’"Εχει τήν έντύπωση ότι κάτι ξεχνάει. Ά ! μάλιστα, πρέπει να φανεί πολύ εύγενικός μέ τον ήλικιωμένο κύριο, για να τον ένθαρρύνει. Το μικρό γραφείο. Ό ρόγχος τής θερμάστρας. Κάνει υ περβολική ζέστη. Ίσως κι αύτό τό κάνουν έπίτηδες. Τον άφήνουν να σταθεί όρθιος, είναι άνάκριση στα όρθια, ενώ σήμερα, άγνοεί για ποιό λόγο, θά ένιωθε άνακούφιση αν καθόταν. «Ά ν μου μιλούσατε λίγο γιά τον Κρόμερ...» Αύτός έδώ ό τύπος, τίποτα δέν άφήνει νά του ξεφ ύγει! Αντιλαμβάνεται ότι είναι ή κατάλληλη στιγμή. « Θά τό κάνω εύχαρίστως ». Θά προτιμούσε νά μιλήσει γιά τό περίστροφο πού τό δια κρίνει πάνω στο γραφείο. ’Έ τσ ι θά είχε ξεμπερδέψει μ ’ αύτή τήν άπειλή, πού πρέπει νά τού τή φυλούν γιά τό τέλος. « Για τί σάς έδωσε χρήματα;» « Γ ια τί τού προμήθευσα έμπο ρεύματα ». « Τ ί είδους έμπορεύματα;» « Ρολόγια ». « ’Έκανε έμπόριο ρολογιών;» Ό Φράνκ θέλει νά παρακαλέσει: « Θά δώσετε τήν άδεια έπίσκεψης;» Σ έ όλη τή διάρκεια τής άνάκρισης θά καταπίνει τό σάλιο του γιά νά μήν κάνει αύτή τήν ερώτηση.
322
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Κάποιος του ζήτησε ρολόγια ». « Ποιός;» « Νομίζω ότι είναι ένας αξιωματικός ». « Ν ο μίζετε;» « Μου τό είπε ». « Ποιός αξιωματικός;» « Δ έν ξέρω τό όνομά του. 'Ένας άνώτερος άξιωματικός πού συλλέγει ρολόγια». « Που τον συναντήσατε;» « Δέν τον έχω δει ποτέ ». ((Πώς σάς πλήρωσε;» « Πλήρωσε τόν Κρόμερ, πού μου έδωσε τό μερίδιό μου ». « Πόσο ήταν;» « Τ ό μισό ». « Που άγοράσατε τα ρολόγια;» « Δέν τα άγόρασα ». «Τ α κλέψατε;» «Τ α πήρα ». «Ά πό π ο υ;» «Ά π ό έναν ώρολογοποιό πού γνώριζα και πού έχει πεθάνει». « Ε σ είς τόν σκοτώσατε;» « "Οχι. Έ χ ε ι πεθάνει εδώ κι έναν χρόνο ». Πάει πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα. Κανονικά, όλο αύτό θά ήταν ύλικό για δύο ή τρεις άνακρίσεις, άλλα τόν έχει πιάσει ίλιγγος. Θά έλεγε κανείς ότι τώρα ό Φράνκ επιταχύνει τή διαδικασία, γιά νά φτάσει πιο γρήγορα στο τέλος. « Ποιός είχε στήν κατοχή του τά ρολόγια;»
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
323
Ό ήλικιωμένος κύριος συμβουλεύεται ένα χαρτάκι. Ξ έ ρουν. Ό Φράνκ θά έπαιρνε όρκο ότι αύτό τό ήξεραν από τήν αρχή. Λοιπόν, ποιός ό λόγος να παίξουν όλη αύτή τήν κωμω δία ; Τ ί περισσότερο θέλουν να μάθουν; Τ ί έλπίζουν; Για τί, τέλος πάντων, εκείνοι χάνουν τό χρόνο τους κι όχι αύτός. «Ή ταν κρυμμένα στής αδελφής του τό σπίτι. Πήγα εκεί. Πήρα τα ρολόγια καί έφυγα ». « Αύτό είναι όλο;» 'Ομολογεί, μουτρωμένος, σαν παιδάκι πού τό έπιασαν να κάνει ζημιές. « Έπέστρεψα για να τή σκοτώσω ». « Γ ια τ ί;» « Γ ια τί μέ είχε αναγνωρίσει». « Ποιός άλλος ήταν μαζί σας;» « Ήμουν ολομόναχος ». « Που συνέβη αύτό;» « Στην επαρχία ». « Μακριά απ’ τήν πόλη;» « Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα ». « Πήγατε πεζός;» « Ν α ί». « Ό χ ι!» « "Εχετε δ ίκιο: "Ο χι». « Πώς π ήγατε;» « Μέ ποδήλατο)). « Δέν έχετε ποδήλατο ». « Μου δάνεισαν ένα ». « Ποιός;»
324
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Τ ο νοίκιασα ». « Που;» « Δέν θυμάμαι. Σ ’ ένα συνεργείο στην Άνω Πόλη ». «Θ ά αναγνωρίζατε τό συνεργείο, αν σάς οδηγούσαμε στήν Άνω Π όλη;» « Δέν ξέρω ». « Καί αν σάς δείχναμε τό φορτηγάκι πού χρησιμοποιήσα τε, θά τό άναγνωρίζατε;» Κ ι αύτό τό ξέρουν. Είναι έξουθενωτικό. « Θά τό δείτε αύριο τό πρωί μές στήν αύλή ». Δέν άπαντάει. Διψάει. Τό πουκάμισό του είναι μούσκεμα στις μασχάλες καί οί κρόταφοί του άρχίζουν νά παίζουν τύμ πανο. « Πώς γνωρίσατε τον Κάρλ Ά ντλερ;» « Δέν τον γνωρίζω ». « Κ ι βμως οδηγούσε τό φορτηγάκι)). «Ή ταν σκοτάδι». « Τ ί ξέρετε γιά κείνον;» « Τίποτα». « Δέν θά άγνοεΐτε βτι άσχολειται μέ τό ραδιόφωνο;» « Δέν τό ήξερα ». « Ε ίχ ε έναν ραδιοπομπό μές στο φορτηγάκι». « Δέν τον είδα. Ήταν πολύ σκοτεινά. Δέν κοίταξα πίσω μου ». « Ποιός ήταν πίσ ω ;» « Δέν ξέρω». « Υ π ήρχε κάποιος ». « Ν α ί».
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
3 2 5
« Θά πρέπει λοιπάν κάποιος νά σάς τόν σύστησε. Ποιός;» « Ό Κρόμερ ». « Που;» « Σ ’ ένα μπάρ, απέναντι απ’ τό σινεμά ». « Μέ ποιόν ήταν;» «Ή ταν μόνος του». « Μέ ποιά ονόματα σάς σύστησε τούς φίλους του;» ((Δέν είπε ονόματα ». « Θά αναγνωρίζατε αύτόν πού καθόταν π ίσ ω ;» « Δέν νομίζω ». « Περιγράψτε τον ». «Ή ταν αρκετά παχύς, μέ μουστάκια». Λέει ψέματα. Είναι κερδισμένος χρόνος. « Συνεχίστε ». « Φορούσε έργατική φόρμα ». « Μές στό μπάρ;» « Ν α ί». Αύτόν τον δεύτερο, δέν πρέπει νά τον γνωρίζουν, αύτο φαίνεται. Ό Φράνκ δέν εχει νά χάσει λοιπόν τίποτα. « Σταθείτε. Νομίζω 6τι είχε μία ούλή ». « Που;» Σκέφτεται τόν μπρούντζινο χάρακα. Αύτοσχεδιάζει: «Κ α τά μήκος του ένός μάγουλου... Στό αριστερό... Ν α ί...» « Λέτε ψέματα, έτσι δέν είνα ι;»
« Ό χ ι». « Θά λυπόμουν πολύ άν λέτε ψέματα, για τί αύτό θά μέ εμπόδιζε a priori νά δώσω τήν άδεια πού μου ζητήθηκε ».
326
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
« Σας ορκίζομαι ότι δέν τον γνωρίζω ». «Ή ούλή;» « Δέν ξέρω». «Ή περιγραφή;» «Ε π ίσ η ς δέν ξέρω. Σίγουρα, θά τον αναγνώριζα αν τον έβλεπα, όμως δέν είμαι σέ θέση να τον περιγράφω ». «Τ ο μπ ά ρ;» « Είναι αλήθεια ». « Ό Κάρλ Ά ντλερ;» «Αναρωτιέμαι γιατί συγκράτησα το δνομά του. Τον ξαναεϊδα δυο φορές στο δρόμο. Εκείνος δέν μέ αναγνώρισε. ’Ή έκανε επίτηδες πώς δέν μέ γνώριζε ». « Ό ραδιοπομπός;» « Δέν μου μίλησαν σχετικά ». Άραγε θά πετύχει τήν άδεια γιά τήν έπ ίσκεψ η; Μέ αγω νία κοιτάζει εξεταστικά τον ήλικιωμένο κύριο πού θά πρέπει νά νιώθει κρυφή ικανοποίηση έχοντας αύτό τό ύφος πού είναι πιο κλειστό άπό όποιαδήποτε άλλη φορά. Σ τρίβει ένα τσιγά ρο. Μετά λέει ήρεμα, σιγανά: « Ό Κάρλ Άντλερ τουφεκίστηκε χθές άπό μιά άλλη ύπηρεσία. Δέν μίλησε. Είναι άναγκαΐο νά βρούμε τούς συνεργά τες του ». Τότε, ξαφνικά, τού Φράνκ τού ανεβαίνει τό αίμα στο κε φάλι. Θά τού προτείνουν κάποια συμφωνία σάν αύτή πού δέ χτηκε ή Λ ό ττε; Είναι άλήθεια ότι δέν ξέρει τίποτα. Τελικά θά πρέπει νά πειστούν γ ι’ αύτό. Ό μω ς θά μπορούσε νά μάθει. Θά μπο ρούσαν νά τον χρησιμοποιήσουν γιά νά μάθουν.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - III
327
Αναπνέει μέ δυσκολία. Δεν ξέρει που να κοιτάξει. Νιώθει ντροπή, για άλλη μια φορά. Τ ί θά κάνει αν του θέσουν ξαφ νικά τό έρώτημα, αν του προτείνουν τή συμφωνία; Τ ί θά έκα νε ό Χ όλσ τ; Κλείνει τά μάτια, τσιτώνεται. Ήταν πολύ ωραίο. Τώρα πιά δεν πρέπει νά υπολογίζει σ’ αύτό. Σίγουρα δεν πρόκειται νά συμβεΐ ποτέ. Δέν κλαίει. Ποτέ δέν θά άρχιζε νά κλαίει σέ μιά τέτοια στιγμή. Περιμένει. Ό ήλικιωμένος κύριος πρέπει νά παίζει μέ τά χαρτάκια του. Γ ια τί παραμένει σιωπηλός; Δέν άκούγεται παρά ό ρόγχος τής θερμάστρας. Περνάει ώρα. Μετά ό Φράνκ τολμάει ν’ άνοίξει τά μάτια καί βλέπει τον άκόλουθο, όρθιο δί πλα του, πού περιμένει νά τον οδηγήσει στην τάξη. Ό στρα τιώτης βρίσκεται ήδη στην πόρτα. Τελείωσε. Ίσως σέ λίγο, ίσως μέχρι αύριο; Δέν χαιρετιούνται. Έδώ ποτέ κανείς δέν χαιρετάει. Θά πρέπει νά είναι μία άπ’ τις συνήθειες τού τομέα καί αύτο άφήνει τήν εντύπωση ενός κενού. Έ ξ ω κάνει πάρα πολύ κρύο, πολύ περισσότερο άπό τις προηγούμενες μέρες. Ό ούρανός είναι λαμπερός σάν λάμα μα χαιριού, τά άετώματα των σπιτιών φαντάζουν πιο αιχμηρά άπ’ ό,τι συνήθως. Αύριο τό πρωί στά τζάμια θά σχηματιστούν λουλούδια άπό πάγο.
IV .
Ε
Πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος της ζωής του - ω ! πραγματικά τό μεγαλύτερο- μισώντας τή μοίρα, μέ ένα μίσος καθαρά προσωπικό, έφτασε σέ σημείο νά τήν άναζητά στις γωνιές του δρόμου γιά νά τήν προκαλέσει, γιά νά πιαστεί στά χέρια μαζί της. Καί νά πού ξαφνικά, τή στιγμή άκριβώς πού ούτε κάν πιά τό περιμένει, ή μοίρα τού κάνει ένα δώρο. Δέν είναι δυνατόν νά τό πει διαφορετικά. Φυσικά, μπορεί κανείς νά σκεφτεΐ ότι ό ήλικιωμένος κύριος, παρά τό κρύο αίμα του, είχε κάποια στιγμή άδυναμίας, τρυφερότητας. Μπορεί έπίσης νά έκανε κάποιο λάθος στήν τεχνική του, άλλά φαίνεται άπίθανο, για τί, μέχρι τώρα, ύπήρξε άλάνθαστος. Πιθανότερο είναι νά συνέβη άλλου, σ’ έναν άλλον τομέα, τόν πολύ άνώτερο τομέα στον όποιο άπευθύνθηκε ό Χόλστ καί όπου κάποιος, πού δέν γνώριζε τίποτα γιά τήν ύπόθεση, έβαλε στο αίτημά του μιά τζίφρα πού σήμαινε ναί. Ό Χόλστ είναι κάτω ! Ό Χόλστ είναι στο μικρό γραφείο, κοντά στή θερμάστρα, καί, δίπλα του, λίγο πιο πίσω, στέκε ται ή Σίσσυ. Είναι έδώ καί οί δύο! Ό Φράνκ δέν είχε ειδοποιηθεί. ’Ηρθαν νά τόν πάρουν σάν νά ήθελαν νά τόν άνακρίνουν. Πέρασαν ήδη πέντε μέρες πού ΙΝΑΙ Α Σ Τ Ε ΙΟ .
328
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - IV
3 2 9
είχαν έρθει ή μητέρα του καί ή Μίνα, μεσολάβησαν δώδεκα ή δεκαπέντε ανακρίσεις, είχε αφήσει σχεδόν όλο του τό νήμα μέχρι τήν άκρη καί ένιωθε τόσο αδύναμος πού είχε κάποιες στιγμές άμνησίας. Ό Χόλστ είναι εδώ καί ό Φράνκ έμεινε στήλη άλατος άντικρύζοντάς τον. Ε ίδε τή Σίσσυ, άλλα εξακολούθησε να κοιτά ζει τόν Χόλστ μή μπορώντας πλέον να κουνήσει ούτε πόδια ούτε σώμα. Τό υπέροχο είναι ότι ό Χόλστ δέν διανοείται καν ν’ άνοίξει τό στόμα του. Γιά να πει τ ί ; Λές καί καταλάβαινε τήν ερώτηση πού περιείχε τό βλέμ μα τού Φράνκ καί σαν να άπαντοΰσε σ’ αύτή, σπρώχνει ελα φρά μπροστά τή Σίσσυ. Ό ήλικιωμένος κύριος είναι σίγουρα εκεί, καθισμένος π ί σω άπ’ τό ύπουργικό του γραφείο. Οί άκόλουθοί του βρίσκον ται κι αύτοί στο πόστο τους, γιά παν ένδεχόμενο. 'Υπάρχουν επίσης ή θερμάστρα, τό παράθυρο, ή αύλή, ό φύλακας στή σκοπιά του. Στήν πραγματικότητα δέν ύπάρχει τίποτε άπολύτως. 'Υ πάρχει ή Σίσσυ, μές στο μαύρο παλτό της πού τήν κάνει πάρα πολύ άδύνατη, μέ έναν μαύρο μπερέ άπ’ βπου ξεπροβάλλουν ξανθές τούφες άπ’ τά μαλλιά της. Τόν κοιτάζει. Δέν θέλει νά κλάψει όπως ή Λόττε. Δέν φανερώνει συμπόνια, σάν τή Μίνα. Ίσως καί νά μήν παρατήρησε καθόλου τά δυο δόντια πού τού λεί πουν, ούτε τά γένια του ούτε καί τά τσαλακωμένα ρούχα του. Δέν προχωράει τόσο ώστε νά φτάσει κοντά του. Δέν τολ μούν, ούτε ό ένας ούτε ό άλλος. Θά τό έκαναν, αν τολμούσαν; Δέν είναι σίγουρο.
33 °
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Μισανοίγει τό στόμα. Θά μιλήσει. Ψ ελλίζει στήν αρχή, όπως τό είχε προβλέψει ό Φράνκ από καιρό: « Φ ράνκ...» Θέλει να του πει κι άλλα καί τον πιάνει φόβος. «Ή ρθα για να σου π ώ ...» Εκείνος μουρμουρίζει άμήχανος: « Ξέρω ». Νόμισε ότι θά του έλεγε, φοβήθηκε μάλλον ότι μπορεί νά του έλ εγ ε: « . . . ότι δέν σου κρατώ κακία ». ’Ή επ ίσης: « . . . ότι σέ συγχωρώ ». Αλλά δέν είναι αύτές οί λέξεις πού προφέρει. Εξακολουθεί νά τον κοιτάζει. Είναι άδύνατο δυο άνθρώπινες υπάρξεις νά έχουν κοιταχτεί ποτέ μέ τέτοια ένταση. Του λέει άπλά: «Ή ρθα γιά νά σου πώ ότι σ’ άγαπώ ». Κρατάει στο χέρι τήν τσάντα της, τό μαύρο τσαντάκι. Τά γεγονότα έξελίσσονται σχεδόν όπως στο όνειρό του, μέ μόνη έξαίρεση τον ήλικιωμένο κύριο, πού έχει μόλις στρίψει προ σεκτικά ένα τσιγάρο, καί έβγαλε τη γλώσσα του γιά νά κολ λήσει τό τσιγαρόχαρτο. Ό Φράνκ δέν άπαντάει. Δέν έχει κάτι ν’ άπαντήσει. Δέν έχει δικαίωμα νά άπαντήσει γιά οτιδήποτε. Πρέπει νά βια στεί νά τήν κοιτάξει. Πρέπει επίσης νά κοιτάξει τον Χόλστ, ό όποιος δέν φοράει τις τσόχινες μπότες του πού φορούσε γιά νά οδηγήσει τό τράμ. Φοράει παπούτσια όπως όλος ό κόσμος. Είναι ντυμένος στά γκρίζα. Κρατάει τό καπέλο του στο χέρι. Ό Φράνκ παραμένει άκίνητος, δέν τολμάει νά κινηθεί.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - IV
33ΐ
Νιώθει τά χείλη του νά κινούνται, άλλα όχι για να μιλήσουν. Ίσως είναι νευρικό, δέν ξέρει. Τότε, ό Χόλστ προχωράει προς τό μέρος του, χωρίς νά τον απασχολεί ό ήλικιωμένος κύριος καί τά μυστακοφόρα παιδιά τής χορωδίας, καί άκουμπάει τό ένα χέρι στον ώμο του, έτσι ακριβώς όπως σκεφτόταν πάντα ό Φράνκ ότι θά έκανε ένας πατέρας. Άραγε ό Χόλστ πιστεύει ότι του χρωστάει κάποια εξήγη ση ; Μήπως φοβάται ότι ό Φράνκ δέν έχει καταλάβει έντελώς; Διατηρεί κάποια έπιφύλαξη; Τό χέρι του πιέζει έλαφρά τον ώμο καί μέ φωνή στεντόρεια καί ταυτόχρονα ούδέτερη πού θυμίζει άκολουθίες τής Μεγά λης Εβδομάδας, καί μοιάζει πράγματι μέ άπαγγελία, λ έ ε ι: « Είχα έναν γιό, ένα άγόρι στήν ίδια ήλικία περίπου μέ τή δική σας. Φιλοδοξούσε νά γίνει μεγάλος γιατρός. Ή Ιατρική ήταν τό πάθος του καί γιά κείνον τίποτε άλλο δέν μετρούσε. ''Οταν δέν είχα πιά άλλα χρήματα, άποφάσισε νά συνεχίσει τις σπουδές του πάση θυσία. » Μιά μέρα, χάθηκαν άπό τό έργαστήριο τής Φυσικής άκριβά υλικά, υδράργυρος, πλατίνα. Μετά άρχισαν νά παραπονοΰνται ότι στο πανεπιστήμιο γίνονταν μικροκλοπές. Τ έ λος, ένας φοιτητής πού μπήκε ξαφνικά στο βεστιάριο, βρήκε τον γιό μου νά κλέβει ένα πορτοφόλι. » 7Ηταν είκοσιενός έτών. Τήν ώρα πού τον οδηγούσαν στο γραφείο τού πρύτανη, πήδηξε άπό ένα παράθυρο τού δευτέρου ορόφου ». Τά δάχτυλα έσφιξαν πιο δυνατά τον ώμο. Ό Φράνκ θά ήθελε νά τού πει κάτι. Τό πράγμα κυρίως πού θά ήθελε νά τού πει, άλλά πού δέν σημαίνει τίποτα, καί θά
332
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
μπορούσε ίσως νά παρερμηνευτεί, είνα ι: ότι θά ήθελε να ήταν ό γιος του Χόλστ, θά μπορούσε νά είναι ό γιος του Χόλστ. Θά γινόταν τόσο εύτυχισμένος -καί θά έφευγε άπό πάνω του ένα τέτοιο βάρος- νά μπορούσε νά πει τή λέξη: « Πατέρα! )> Ή Σίσσυ έχει αύτό τό δικαίωμα. Ή Σίσσυ δέν ξεκολλά τά μάτια άπό πάνω του. Δέν θά μπορούσε νά πει, όπως γιά τή Μίνα, αν έχει άδυνατίσει περισσότερο, ή αν είναι πιο χλομή. Αύτό δέν μετράει. 7Η ρθε! Ε κ είνη θέλησε νά ρθει καί ό Χόλστ δέχτηκε, ό Χόλστ την πήρε απ’ τό χέρι καί την οδήγησε πλάι στον Φράνκ. « Αύτό είναι όλο, κατέληξε. Δύσκολη δουλειά νά είναι κα νείς άντρας!» Θά έλεγες ότι χαμογέλασε άμυδρά προφέροντας αύτά τά λόγια, σάν νά ζητούσε συγγνώμη. «Ή Σίσσυ μιλάει όλη τήν ημέρα γιά σάς στον κύριο Β ίμ μερ. Βρήκα δουλειά σ’ ένα γραφείο, άλλά σχολάω νωρίς)). Στρέφεται προς τό παράθυρο, γιά νά μπορέσουν νά κοιτα χτούν μόνο οί δυό τους. Δέν υπάρχουν βέρες. Δέν υπάρχει τό κλειδί. Δέν υπάρχουν ούτε καί προσευχές, όμως τά λόγια τού Χόλστ τά άντικαθιστοΰν όλα αύτά. Ή Σίσσυ είναι έκεΐ. Ό Χόλστ είναι έκεΐ. Δέν θά πρέπει νά μείνουν πολλή ώρα, γιατί ό Φράνκ ίσως δέν θά μπορέσει νά τό άντέξει. Δέν έχει παρά μόνο αύτό. Δέν θά είχε παρά μόνο αύτό. Αύτό είναι όλο τό μερίδιό του. Δέν έγινε τίποτα πριν καί δέν θά υπάρχει μετά. Αύτός είναι ό δικός του γάμος! Είναι ό δικός του μήνας
Η ΓΥΝΑΙΚΑ Σ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - IV
333
του μέλιτος, ή δική του ζωή πού πρέπει νά τή ζήσει σέ μία μό νο δόση, συμπυκνωμένη, δίπλα στον ήλικιωμένο κύριο πού σκαλίζει τα χαρτάκια του. Δέν θά έχουν παράθυρο ν’ ανοίγει, μέ ασπρόρουχα νά στε γνώνουν, ούτε κούνια. ’Άν είχαν ύπάρξει δλα αύτά, ίσως νά μήν ύπήρχε αργότερα τίποτε άλλο παρά μόνο ένας Φράνκ πού θά λυσσομανούσε ένάντια στή μοίρα του. Ή διάρκεια δέν έχει καμία σημασία, αύτό πού μετράει είναι δτι γίνεται στ’ αλήθεια. « Σ ίσ σ υ ...» Δέν ξέρει άν μουρμούρισε τό όνομά της ή άν τό σκέφτηκε. Τά χείλη του κινήθηκαν, άλλά δέν μπορεί νά τά έμποδίσει νά κινούνται. Τά χέρια του έπίσης κινούνται, απλώνονται συν εχώς μπροστά, μέ μιά κίνηση πού τή σταματά πάντα έγκαίρως. Τής Σίσσυ κάνουν τό ίδιο πράγμα. Ή Σίσσυ βρήκε τρό πο νά έμποδίσει τήν κίνησή τους άγκιστρώνοντάς τα στήν τσάντα. Καί γιά κείνη, δπως καί γιά τον Χόλστ, δέν πρέπει νά διαρκέσει πολλή ώρα. « Θά προσπαθήσουμε νά ξανάρθουμε » λέει ό Χόλστ. Ό Φράνκ χαμογελάει, έξακολουθώντας νά κοιτάζει τή Σίσσυ, καί συγκατανεύει γνωρίζοντας καλά δτι δέν είναι αλή θεια, δπως τό γνωρίζει καί ό Χόλστ καί σίγουρα καί ή Σίσσυ. « Ναί, θά ξανάρθετε ». Αύτό είναι δλο. Τά μάτια του δέν αντέχουν άλλο. Φοβάται πώς θά λιποθυμήσει. Δέν έχει φάει τίποτα από τήν προηγουμένη. Έ χ ε ι περάσει μία έβδομάδα πού σχεδόν δέν έχει κοι μηθεί.
334
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟ Μ ΙΚΟ
Ό Χόλστ προχωράει προς τήν κόρη του, τήν πιάνει αγκα ζέ, γυρίζει καί του λ έ ε ι: « Κουράγιο, Φράνκ )>. Ή Σίσσυ παραμένει άμίλητη. Αφήνεται να τήν οδηγή σουν, μέ τό κεφάλι στραμμένο πάντα προς τό μέρος του καί μέ μια έκφραση πού ούδέποτε είχε ξαναδεΐ παρόμοιά της σέ άνθρώπινα μάτια. Δέν άκούμπησε ό ένας τον άλλον, ούτε καν τα δάχτυλά τους. Δέν ήταν άπαραίτητο. Έφυγαν. Τούς βλέπει άκόμη άπ’ τύ παράθυρο, μές στο λευκό της αύλής, καί το πρόσωπο τής Σίσσυ έξακολουθεΐ να είναι στραμμένο έπάνω του. Γρήγορα! Θά ούρλιάξει! Είναι πάρα πολύ έντονο! Γρήγορα! Δέν μπορεί να κρατηθεί στή θέση του, προχωράει προς τον ήλικιωμένο κύριο, άνοίγει το στόμα. Θά κάνει χειρονο μίες, θά μιλήσει ορμητικά, όμως κανένας ήχος δέν βγαίνει απ’ το λαιμό του καί παραμένει παγωμένος. Ήρθε. Είναι έκει. Είναι μέσα του. Είναι δική του. Ό Χολστ τούς εύλόγησε. Βάσει ποιου παραλογισμοΰ ή βάσει ποιας άναπάντεχης γενναιοδωρίας ή μοίρα, ύστερα άπο ένα τέτοιο δώρο, 6πως σέ έλάχιστους έχει κάνει, τού προσφέρει άλλο ένα; Αντί νά τον άνακρίνουν, δπως θά έπρεπε νά γίνει κατά τά φαινόμενα, ό ηλι κιωμένος κύριος σηκώνεται, πάει καί βάζει το καπέλο του καί το παλτό μέ τη γούνινη έπένδυση, πράγμα πού συμβαίνει γιά πρώτη φορά, ένώ οδηγούν τύν Φράνκ πίσω στο δωμάτιό του. *
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - IV
335
’'Οφείλε νά περάσει τή νύχτα τού γάμου του ξάγρυπνος καί δέν τον διέκοψαν. Είναι καλύτερα πού δέν νιώθει πλέον τήν κούρασή του, πού είναι τόσο ήρεμος δταν σηκώνεται, τόσο κύριος τού εαυ τού του. Τούς περιμένει. Κοιτάζει τό παράθυρο, έκει πέρα, δμως λίγο τον ενδιαφέρει αν έρθουν νά τον πάρουν πριν άκόμη άνοίξει. Ή Σίσσυ είναι μέσα του. Ακολουθεί τον άντρα μέ τα πολιτικά, προπορεύεται τού στρατιώτη. Τον άφήνουν νά περιμένει καί δέν τον ένοχλεΐ. Είναι ή τελευταία φορά. Πρέπει νά είναι ή τελευταία φορά. Σίγουρα στο πρόσωπό του άντανακλάται μιά καινούργια εικόνα, για τί ό ήλικιωμένος κύριος, σηκώνοντας τό κεφάλι του, μένει προς στιγμήν άναυδος, μετά τόν παρατηρεί μέ άνήσυχη περιέργεια. « Καθίστε ». « "Ο χ ι». Δέν θά είναι άνάκριση πού θά μείνει καθιστός στο ταμπουρέ, έτσι τό έχει άποφασίσει. (( Πριν απ’ δλα, σάς ζητώ τήν άδεια νά κάνω μιά σημαν τική δήλωση ». Θά μιλήσει άργά. Αύτό θά δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στά λόγια του. «"Εκλεψα τά ρολόγια καί σκότωσα τή δεσποινίδα Β ιλ μός, τήν άδελφή τού ώρολογοποιού τού χωριού μου. Είχα ήδη σκοτώσει έναν άξιωματικό σας, στή γωνία τής παρόδου τού βυρσοδεψείου, γιά νά τού πάρω τό περίστροφο, για τί ήθελα πολύ νά έχω ένα περίστροφο. Διέπραξα πράξεις πολύ
336
Τ Ο Χ ΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
πιο ειδεχθείς, διέπραξα τό μεγαλύτερο έγκλημα τού κόσμου, δμως αύτό δέν σάς αφορά. Δεν είμαι ούτε φανατικός ούτε τα ραχοποιός ούτε πατριώτης. Ε ίμα ι ένα κάθαρμα. Άπό τότε πού αρχίσατε τις ανακρίσεις, κάνω τό πάν για να κερδίσω χρόνο, γιατί ήταν απαραίτητο να τον κερδίσω. Τώρα αύτό τε λείωσε ». Δέν παίρνει άνάσα. Θά έλεγε κανείς ότι θέλει να υιοθετή σει τήν παγωμένη φωνή τού ήλικιωμένου κυρίου, αλλά, κά ποιες στιγμές, ή φωνή του μοιάζει περισσότερο μέ τη φωνή τού Χόλστ. « Σχετικά μέ 6λα αύτά πού έσεΐς θά θέλατε νά μάθετε, δέν ξέρω τίποτα. Σάς διαβεβαιώνω γ ι’ αύτό. ’Άν ήξερα κάτι, δέν θά σάς τό έλεγα. Μπορείτε στο έξης νά μέ ανακρίνετε 6σο σάς αρέσει, δέν θ’ απαντήσω ούτε μέ μιά λέξη. Έ χ ε τ ε τή δυνατό τητα νά μέ βασανίσετε. Δέν φοβάμαι τά βασανιστήρια. "Ε χ ε τε τή δυνατότητα νά μου ύποσχεθεΐτε τή ζωή. Δέν τή θέλω. Επ ιθυμώ νά πεθάνω, τό ταχύτερο δυνατό, μέ τον τρόπο πού έσεΐς θέλετε καί θά αποφασίσετε. » Μήν μου κρατάτε κακία πού σάς μιλώ έτσι. Προσωπικά δέν έχω τίποτα έναντίον σας. Έσεΐς κάνατε τή δουλειά σας. Έ γώ , αποφάσισα νά σωπάσω καί αύτά είναι τά τελευταία λό για πού σάς απευθύνω ». * Τον χτύπησαν. Τον κατέβασαν τρεις ή τέσσερις φορές γιά νά τον χτυπήσουν. Τήν τελευταία φορά, στο γραφείο, τον ξεγύ μνωσαν έντελώς. Οί μυστακοφόροι άντρες κάνουν τή δουλειά τους χωρίς ζέση, σάν νά μή νιώθουν κακία. Σίγουρα έκτελών-
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - IV
337
τας διαταγές, του έδωσαν δυνατές γονατιές στα γεννητικά όργανα καί ντράπηκε, γιατί προς στιγμήν σκέφτηκε τον Κρόμερ καί τή Σίσσυ. Δέν έχει να φάει παρά μόνο τή σούπα. Τού πήραν δλα τα υπόλοιπα. Δέν θά διαρκέσει πιά πολύ. Ά ν δέν βιαστούν, θά μπορούσε νά έρθει μόνο του. Ε λ π ίζ ει ακόμη δτι θά τον πάνε στο υπόγειο. Ούσιαστικά είναι ή παλιά του μανία νά ζητάει πάντα διαφορετική μετα χείριση απ’ τούς άλλους. Υ πάρχει πάντα πάνω απ’ τήν αίθουσα γυμναστηρίου τό παράθυρο πού θά μπορούσε νά είναι τό παράθυρό του, ή γυ ναίκα πού θά μπορούσε νά είναι ή Σίσσυ. Επιτέλους τό αποφασίζουν, ένα πρωί πού ξανάρχισε νά χιονίζει. Θά έλεγες δτι ήρθαν πιο νωρίς γιατί ό ούρανός είναι σκοτεινός καί πολύ χαμηλά. Πρώτα πήγαν στή διπλανή τάξη. Δέν τό σκέφτηκε δτι θά τον έπαιρναν κι αύτόν. Μετά, αφή νοντας τούς τρεις άντρες πού έπέλεξαν νά περιμένουν έξω στήν πασαρέλα, άνοιξαν τήν πόρτα του σπρώχνοντάς τη από τομα. Είναι έτοιμος. Είναι άνώφελο νά βάλει τό παλτό του. Ε ί ναι ένημερωμένος. Κάνει γρήγορα. Δέν θέλει νά κάνει τούς τρεις άλλους, πού θά κρυώνουν έξω, νά περιμένουν. Στο μ ι σοσκόταδο, προσπαθεί νά διακρίνει τά χαρακτηριστικά τους καί είναι ή πρώτη φορά πού εκδηλώνει ένδιαφέρον γιά αύτούς τής άλλης τάξης. Τούς βάζουν νά προχωρήσουν ό ένας πίσω απ’ τον άλλον κατά μήκος τού ύπόστεγου.
33»
Τ Ο ΧΙΟ Ν Ι ΗΤΑΝ ΒΡΟΜ ΙΚΟ
Γιά δές! Άνασήκωσε τύ γιακά του σακακιού του, σαν τούς άλλους! Καί ξεχνάει να κοιτάξει το παράθυρο, ξεχνάει να σκέφτε ται. Ή αλήθεια είναι δτι θά έχει δλο το χρόνο μετά. -
Τουσόν ( Ά ριζόνα ) 20 Μ αρτίου 1948
Πιέτρ ό Λετονός. Τό βιβλίο κυκλοφό ρησε στις εκδόσεις Fayard τό 1931 καί ό επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντο μα εξαιρετικά δημοφιλής. Ό Σιμενόν έγραψε συνολικά έβδομηνταδύο περι πέτειες μέ τον Μαιγκρέ (καθώς καί πολλές συλλογές διηγημάτων). Λίγο αργότερα, δ Σιμενόν άρχισε νά γράφει αυτά που ονόμαζε « μυθιστορήματαμυθιστορήματα» ή «σκληρά μυθι στορήματα»: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από τό Ξενοδοχείο τής Αλσατίας (1 9 3 1 ) μέχρι τούς 1Αθώους (1972). Παράλληλα μέ αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα έκανε πολλά ταξί δια. ‘Από τό 1972 αποφάσισε νά σταματήσει τό γράψιμο. Άφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσιδύο Υπαγο ρεύσεις του καί κατόπιν συνέταξε τά ογκώδη απομνημονεύματα M imoires intimes (1981). Πέθανε στη Λωζάνητό 1989. Πολλά μυθιστορήμα τα του έχουν διασκευαστεί γιά τον κι νηματογράφο καί τήν τηλεόραση.
« “Έκλεψα τά ρολόγια καί σκότωσα τή δεσποινίδα Βιλμός, την αδελφή τοϋ ώρολογοποιοϋ τοΰ χωρίου μου.
SI MENON
Είχα ήδη σκοτώσει έναν άξιωμαπκό σας, στή γωνία τής παρόδου τοϋ βυρ σοδεψείου, για νά τοϋ πάρω τό περίστροφο, γιατί ήθελα πολύ να έχω ένα πε ρίστροφο. Διέπραξα πράξεις πολύ πιό ειδεχθείς, διέπραξα τό μεγαλύτερο έγκλημα τοϋ κόσμου, όμως αύτό δέν σάς αφορά. Αέν είμαι ούτε φανατικός, ούτε ταραχοποιός, ούτε πατριώτης. Είμαι ενα κάθαρμα».
Η
Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Ε Ν Ο Σ Π Ο Λ Υ Κ Α Κ Ο Υ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Υ πού ζεΤ σέ πολύ σκοτεινούς και
ρούς. Τό χιόνι ήταν βρόμικο, πού έκδόθηκε τό 1948, είναι τό πιο ζοφε
ρό, τό πιό σκοτεινό μυθιστόρημα τού Σιμενόν. Α νήκει στη σειρά των romans durs [σκληρά μυθιστορήματα], όπως τά άποκαλοΰσε ό συγγραφέας τους. Μια κατεχόμενη χώρα στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Ό Φράνκ Φριντμάιερ, δεκαοκτώ ετών, λύκος μες στούς λύκους, πεινασμένος κι άνελέητος. Μόνο στο αίμα και στο χρήμα βρίσκει ικανοποίηση. Χωρίς ηθικές αρχές καί χωρίς στόχο, ξεκίνα τήν καριέρα τοϋ εγκληματία, μέ πρώτη πράξη τό μαχαίρωμα ενός Γερμανού αξιωματικού αργά τό βράδυ. ’Έπειτα διαπράπει κι άλλον φόνο - μ έ θύμα κάποια συγχωριανή το υ - στη διάρκεια μιας διάρρηξης. Εξαπατά καί ταπεινώνει ερωτικά μια νεαρή γυναίκα πού μένει δίπλα στο δια μέρισμα της μητέρας του, πού διατηρεί πορνείο μέσα στο σπίτι της, γιά νά την τιμωρήσει καταπώς φαίνεται γιά την έλξη πού νιώθει πρός αυτόν. Καθώς στό τέλος τον φυλακίζουν γιά ένα έγκλημα πού δέν έκανε, βιώνοντας τή βία τών κατακτητών, ό Φράνκ γίνεται ένας σκληροτράχηλος άσκτρης, στό πρότυπο πού έκανε διάσημο αργότερα ό Ζάν Ζενέ στήν Παναγία τών λουλουδιών. «Συχνά τό παρομοιάζουν μέ τον Ξένο τοΰ Καμύ - πρόκειται γιά τήν ιστο ρία ένός νέου πού βυθίζεται στό ήθικό κενό. Ά π ό ορισμένες άπόφεις, Τό χιόνι ήταν βρόμικο είναι καλύτερο άπό τον Ξένο. Είναι λιγότερο εγκεφαλικό καί πιό βαθύ. Τό ύφος δέν είναι βέβαια τόσο φροντισμένο, μοιάζει δμως περισσότερο άληθινό καί σκληρό. [ . . . βρόμικο είναι ενα αριστούργημα».
] Θά έφτανα νά πω ότι Τό χιόνι ήταν -
JAMES HYNES