Τ6ίπη<
ΛΚΚΙΜ
ΚΑΒΕΠΕΜΠΤΗ ΟΘΑΥΜΑΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΒΙΒΛ'Ο
Π η τερ Ισ ε ν ε ϋ
PETER CHEYNEY Cet homme est dangereux Μετάφραση πλήρης, χωρίς συντομεύσεις
Τ Ο Κ Ε ΙΜ Ε Ν Ο
Κ Α Ι Η Ε ΙΚ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Σ Η
Τ Ο Υ Β Ι Β Λ ΙΟ Υ Α Υ Τ Ο Υ
Ε Ι Ν Α Ι Ι Α ΙΟ Κ Τ Η Σ ίΑ Τ Ο Υ Ε Κ Α Ο Τ ΙΚ Ο Υ Ο ΙΚ Ο Υ Α Γ Κ Υ Ρ Α — Π ΡΩ Τ Η Ε Κ Α Ο Σ Η
Σ Ε Π Τ Ε Μ Β Ρ ΙΟ Σ
COPTRIGHT ΒΤ
ΑΗΜ. Α. Π Α Π Α Α Η Μ Η Τ Ρ ΙΟ Υ
1971
«Α Ν G Τ R Α»
MADE AND PRINTED IN GREECE BT «ANGTRA» PUBLISHING HOUSE
τσέπης
άγκύρας
^
ά σ τ υ ν ο μ ικ ά
ΠΗΤΕΡ ΤΣΕΝΕΫ Α Υ Τ Ο Σ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠ ΙΚΙΝΔΥΝΟΣ
μετάφ ραση Λ ΙΛ ΙΚ Α Σ
Γ. Τ Σ Ο Υ Κ Α Λ Α
έπ ιμ έ λ ε ια
έχδ ό σ εω ς Κ Ω Σ Τ Α ι. τ ς α ο υ ϊ η
έξ ώ φ υ λ λ ο
Κ Ο Υ Λ Η Ε. Ζ Α Χ Α Ρ ΙΑ Δ Η
Ε Κ Δ Ο Τ ΙΚ Ο Σ Ο ΙΚ Ο Σ
<Α Γ Κ Υ Ρ Α>
ΔΗΜ. ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΤ ΟΔΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 1β — ΑΘΗΝΑΙ
ένα πάθημα Τίποτα δέν Θά μπορούσε νά μέ τραβήξη άπό τή Θέα πού είχα στή γωνία της Χαιημάρκετ ,καί τού Πικαντίλυ, οΰίέ κι αυτή ή Μιράντα Βάν Ζέλντεν. ΤΗταν ,μιά άπό κείνες τις νύχτες... καταλαβαίνετε τ( Θέ λω νά πώ. "Οταν δλα είναι διάφανα, δταον είσαι Ετοιμος γιά Επίθεση, δταν παραμονεύης γιά όλες τΙς ικομπίνες κι Εχης βάλει τούς άλλους στήν τσέπη σου’Ελάτε, 'κοιτάξτε με : λέγομαι Λέμυ Κώσιον, αύτό είναι τό άληθινό μου'δναμα, άλλά Εχω τόσα ψευδώνυμα πού με ρικές φορές δέν ξέρω πιά άν λέγωμαι Ντάτσενοκ ή άν εί μαστε στήν Τετάρτη. Στό Τσικάγο — τήν πόλη πού οΐ κα τεργάρηδες τή λένε «Τσί» γιά νά σάς δείξουν πώς Εχουν διαβάσει άστυνομικά μυθιστορήματα γραμμένα άπό Εναν όπσιοδήποτε άξιοθρήνητο τύπο, Εναν άπ’ αύτούς πού λένε πώς λίγο Ελειψε νά τούς καθαρίσουν οΐ πυροβολητές τού 'Ά λ Κατπόνε, άλλά πώς δέν τά κατάφεραν — στό Τσικά γο, μου είχαν δώσει τό παρατσούκλι «Φοδραρισμένος», γιατί Ελεγαν πώς, γιά νά μέ συλλάβουν, Επρεπε νά μέ γα ζώσουν τουλάχιστον μέ δυό ριξιές σκάγια στό πετσί, καί στον ύπόλοιπο κόσμο, όπου οί άστυναμυκοί γίνονται Εξαλ λοι δταν μέ σκέφτονται, είμαι γνωστός μέ τό δνομα ««Το λέδο». Σάς λέω πώς είμαι κάποιος κι άν. δέ μέ πιστεύετε, πη γαίνετε νά ρωτήσετε σέ όποιοδήποτε γραφείο δπου Απα σχολούνται μέ ποινικά μητρώα καί δαχτυλικά Αποτυπώμα τα, κι Επειτα δέ θά θέλετε πιά νά μ’ άφήσετε νά σάς ξεφύγω. "Ολ' αυτά είναι πολύ όμορφα άλλά δέ μάς όδηγοΰν που θενά· αύτά δέν βοηθάνε νά πρσχωρήση ούτε βήμα ή υπόθε ση της Μιράντας Βάν Ζέλντεν. μιάς μικρούλας πολύ κατα τοπισμένης καί πού μοΰ δημιούργησε δχι καί λίγους μπε λάδες, σάς τό λέω χωρίς περιστροφέςΠάντως τό Χαιημάρκετ μου Εκανε μεγάλη έντυπωση. Πρέπει νά μέ κατοίλάβετε. δέν Εχω ποτέ πριν πατήσει τ·ή πόδι μου στό Λονδίνο, καί δέ μπορώ νά μή διεκδικήσυ μ ε τάλλιο δταν σκέφτωμαι μέ ποιο τρόπο Εφτασα έδώ ί κ; κάτω, στή Νέα Ύόρκη. κάποιος μοΰ είχε πει πώς οί ί γ-
c
Π ήτερ T
ofvcW
γλέζοι μυστικοί -είναι τόσο φαντασμένοι, πού περνούν τόν καιρό τους συλλαμβάνοντας δ Ενας τόν άλλον μόνο καί μόνο γιά νά έζασκοΰνται· μέ είχαν προειδοποιήσει πώς είχα σχεδόν τόσες πιθανότητες νά περάσω άπό τόν Ελεγχο των διαβατηρίων όσες καί μιά μικρή ζανθιά νά με(νη παρθένα μέσα στό ιμπορντέλο της μ αμόκ; Λίβοκατ, στή γωνία της λεωφόρου των "Ελλήνων καί τής Δευτέρας 'Οδού. . . 'Ε , λοιπόν, σ' αύτό γελάστηκαν. Τά κατάφερα. “Εκοψα άπό τή Μασσαλία, κι έκεϊ, Ενας γέρο - κουτσός, πού θεωρεί τιμή του νά ζεγελάη τούς τύ πους των τελωνείων, μού κοτσάρει Ενα διαβατήριο Αμερι κανικό, άλλά πρώτης γραμμής, γιά τετρακόσια δολλάρια, μέ τό όνομα ένός πραγματικού τύπου έπάνω καί μιά φω τογραφία πού θά μπορούσα νά είμαι έγώ, <5ν είχα γουρ λώσει τά μάτια τρώγοντας ψητά κάστανα. Γυροφέρνω στό Χαιημάρκετ, είναι ή ώρα Εντεκα, Εχω κάνει Ενα καταπληκτικό δείπνο καί φοράω σμόκιν καί μαύρο καπέλο. "Αν θέλετε νά μάθετε γιά μένα περισσότε ρα, τότε θά σας πώ πώς ζυγίζω ένενηνταπέντε κλά, πώς κάνω τΙς κυράτσες νά λιγώνονται, γιατί Ετσι Αλλάζουν ά πό τούς τύπους των ρωσικών μπαλλέτων- Πέρα Απ’ αύτό, κάτι κόβει τό τσερβέλο μου κι βταν σας ·ηώ πώς μιά κού κλά» τού Τολέδο λίγο Ελειψε νά πάθη στ ρίψη των έντέρων Από τό νοθευμένο οίνόπνευμα, καί μόνο γιατί τήν είχα πα ρατήσει, τότε θά βεβαιωθήτε έντελώς. "Σας είπα πώς ήταν μιά νύχτα καταπληκτική. Χάζευα κατά μήκος τής Χαιημάρκετ ήσυχα - ήσυχα, γιατί δέ θάπρεπε νά νομίσετε πώς είμαι κανένα άπό τά παιδάκια πού ριψοκινδυνεύουν χωρίς λόγο. Αύτή ή Ιστορία τής Μιράντας Boev Ζέλντεν, δέν Εχει καμιά σχέση μέ τίς ιστορίες γιά μι κρά παιδιά, σας τό λέω έγώ, καί ήζερά πώς ύπήρχαν Ενας δύο τύποι Ετοιμοι νά ιυέ κάνουν τόπι στήν πρώτη γωνιά τού δρόμου, άν είχοτν μάθει τί μαγειρευόταν. “ Ισως Εχετε κιόλας Ακούσει γιά τήν κουπίνα των «Απα γωγών». 'Αρπάζουν Εναν τύπο ή μιά άγαθή γυναίκας ή κι Ενα παιδάκι — πρέπει νά είναι Από τήν καλή κοινωνία, φυσικά — καί τούς κροτούν Απλώς κάπου κρυμμένους μέ χρι ν’ άποφασίση ή οίκογένεια νά πληρόση. Ξέρω Ενα σω ρό τύπους καθώς πρέπει πού κερδίζουν τό ψωμί τους μ’ αύ τό τόν τρόπο. Είναι μιά δουλειά περιωπής, πού άποφέρει, Αρκεί νά ϋή σέ τσιμπήσουν οί «Φεντέ..». Αύτό μάς ζαναφέρνει Ακριβώς στό σημείο πού είχα υείνει. Ετσι; Οί «Φεντέ...» είναι οί είδικοί πράκτορες τού ύπουργείου Δικαιοσύνης, τά παιδάκια πού δέν ζέρουν, παοά τήν τιμή καί τό καθήκον. Λοιπόν, Εχω τήν Ιδέα πως ύπήρ χαν τέτοιοι τύποι πάνω στό βαπόρι πού Ερχόμουν Από τή
Α ύ τό ς 6 άνθρω πος είναι έπικίνβίΓνος
7
Μασσαλία. . . , άλλα στό κάτω-κάτω, πάντα θά είναι και ρός νά ξαναγυρίσω σ’ αυτό άργότερα. Καί τώρα, νά σας παρουσιάσω τή Μιράντα Βάν Ζέλντεν — τήν προσωποποίηση τής όμορφιάς- "Ενα μικρό χει ροκρότημα, κυρίες καί κύριοι. Καί τώρα που τή γνωρίσα τε, θά σάς πώ όλα τά σχετικά μέ τό άτομό της. Αύτή ή μικρούλα είναι κληρονόμος δεκαεφτά Εκατομμυρίων δολλαρίων — αύτό σάς κόβει τήν άνάσα, Ε; Πέρα άπ’ αύτό, είναι τό πιά καταπληκτικό θηλυκό πού μποίρεϊ νά όνειρευτη Ενας κουρασμένος πολυάσχολος άντρας, κάποιο βράδυ πού μένει άργά στό γραφείο. Τήν πρώτη φορά πού άπηύθυνα τά λόγο στή Μιράιντα, ή ταν στό «Αγιόκλημα καί τό Γιασεμί», feva πςτνδοχεΐο στό μεγάλο δρόμο του Τολέιδο, σέ κάποια άπόσταση άπό τήν πόλη. ΤΗταν τό βράδυ πού ό Φρέντσυ ΣκουΙλς άποφάσισε νά Εξηγηθή μέ τή συμμορία του Λακάσαρ, πού είναι ό Ιδιοχτήτης του 'πανδοχείου. Μπορείτε νά ιμέ πιστέψετε άν σάς πώ ότι είναι προτιμότερο νά μή μιλήσω γιά 8,τι Εγινε Εκεί νη τή νύχτα στό «Αγιόκλημα καλ τό Γιασεμί». ΤΗταν σχεδόν μία τό πρωί, κι έγώ βρίσκομαι έκεΐ άκουμπημίνος σέ μιάν άπό τις σκαλιστές κολόνες τοΰ ντάνσιγκ, περιμένοντας τά ξεσπάση λίγη φασαρία. Συγχρόνως τό μάτι μου παίρνει τή Μιράντα, πού χόρευε μ’ Εναν άπό τούς χιμπατζήδες τής παρέας τοΰ Λακάσαρ — Εκείνη τή στιγμή ένδιαφερόταν γιά τούς γκάγκαίερς — καί λέω μέ σα μου πώς ή Μιράντα άξίζει τόν κόπο- εύλύγιστη σάν πάνθηρας, Ενα κορμί πού νά φεύγη ό νους καί μαζί μ’ αό-' τό, Ελαφριά σάν νεράιδα. "Αν θέλετε τή γνώμη μου, τό βρίσκω Εντελώς άνόητο μιά καταπληκατική μικρούλα σάν αύτή νά συχνάζη σ’ αύτό τό είδος τίς μπουάτ, μόνο καί μό νο ψάχνοντας νά βρή συγκινήσεις μέ τό νά τρίβεται πάνω σ’ Ενα σωρό βρωμιάρηδες πού δέν είναι άξιοι ούτε τό άμάξι της νά ξεφορτώσουν. Προτού προχωρήσω περισσότερο, θάπρεπε ίσως νά σάς Εξηγήσω σέ ποιό άκριβώς σημείο βρίσκονταν τά πράγμα τα στό Τολέδο, μ’ αδτούς τούς τύπους. "Οσο γιά τό τί γύ ρευα έγώ Εκεί, γι’ αύτό δέν πρέπει νά είστε πολύ πειρίεργοι. Γυροφέρνω άπλούστατα ψάχνοντας γιά καυγά κάθε φορά πού Εχω τήν Εντύπωση πώς αύτό μπορεί κάτι νά βγάλη, καί είχα πάει έκεΐ, φεύγοντας άπό τήν Όκλαχόμα 8που τά πράγματα άρχιζαν νά γίνωνται κάπως ύπερβολι κά θερμά γιά μένα, κ* Επειτα είχα Επίσης άκούσει νά μι λούν γιά τή Μιράντα. Δέν ήξερε πιά κανείς καλά - καλά ποιός κυνηγούσε τόν άλλον. Ό κύριος Ροΰζβΐλτ, Πρόεδρος τών Ηνωμένων Πο
ft
Γ Ιή τ ερ ΐ a Jm iv
λιτειών, καί κάποιος "Ενγκαρ Χοΰβερ του Υπουργείου τής Δικαιοσύνης, είχαν δηλώσει πώς θά ξεκαθάριζαν τούς κακοποιούς. Σ ’ αύτό έπάνω, καί ή άστυνομία είχε π ε ι; «Ωραία, κι έμεΐς τό ίδιο». ’Αλλά, στό μεταξύ, κανείς δέν ήξερε σίγουρα άν ή άστυνομία κυνηγούσε τούς γκάγ,κστερς ή τό άντίθετο. Ή άρση τής ποτοαποσγορεύσεως δέν είχε άλλάξιει τίποτα. Γίνονταν περισσότερες κομπίνες καί λαθρεμπόριο παρά πρίν. Ό Φρέντσυ Σκουίλς είχε βάλει στό νοΰ του πώς άντιπροσώπευε τό νόμο στό Τολέδο. ΤΗταν ένας χοντρός άν θρωπος πού έμοιαζε μέ λαθρέμπορο οινοπνευματωδών, πειρατή, κι όλα τά παράμουα, μέχρι τόν έρχομό τοΟ Τόνυ Λακάσαρ. Ό Τόνυ τό είχε σκάσει άπό τό Σικάγο Επειτ* άπό Εναν καυγά σ’ Ενα γκαράζ όπου τέσσερις άστυνομιικοί. τρεις «είδυκοί» κι Ενας πλασιέ πού ήταν τυφλοί σέ σημείο νά θέλη νά μπή στό άμάξι του άπό τό καπό, Ε φαγαν δλοι Τόσα σκάγια στό πετσί τους πού ήταν νά σκάς στά γέλια. Ό Τόνυ σκόφτηκε πώς μιά άλλαγή άέρα θά τούκανε καλό, κι Ετσι είχε ξεμπαρκάρει στό Τολέδο μαζί μέ τήν πιό όμορφη κλίκα άπό παλιανθρώπους πού Εχει δει τό συνάφι. "Εχω δει πολλούς σκληρούς, άλλά ή συμμορία του Αακάσάρ ήταν σκέτο βιτριόλι. Ό Τόνυ άρχιζε ι νά φέρνη βόλτα, κι όταν ό Τόνυ φέρνη βόλτα γυά νά βάλη χέρι σέ μιά μπουάτ, δέν πάει μέ τό σταυρό στό χέρι. Ό Φρέντσυ προσπαθεί νά τοϋ μπή μπρο στά, άλλά όταν άνακαλύπτουν εναν άπό τούς άνθρώπους του καρφωμένο σ’ Ενα δέντρο κοντά στον όρμο του Μόμη μέ πρόκες άπό πέταλα άλόγου καί χωμένο στό στόμα Ενα σημείωμα τοΰ Τόνυ πού Εστελνε τούς χαιρετισμούς |του στόν Φρέντσυ, φάνηικε πώς ό Φρέντσυ είχε βγή πιά άπό τήν κούρσα. Γίνεται μιά συνάντηση καί συμφωνούν σ' Ενα είδος Εκε χειρίας. Τά πράγματα φαίνονται νά ήσυχάζουν γιά λίγον καιρό, κι ώστόσο, παρόλο πού ό Φρέντσυ δέν Εχει πιά παρά μιά μόνο μπουάτ δική του — τό πανδοχείο Τοΰ «'Α γιοκλήματος καί τού Γιασεμιού», Ενα καμπαρέ όπου ό,τιδήποτε μπορεί νά συμβή — ό Τόνυ δέν είναι καί πάλι Ικανοποιημένος. Τοΰ χρΗΐ,άζεται κι αύτό. Καί φαίνεται νάβαλε στό νοΰ νά κάνη δικό του τό κοαμπαρέ άκριβώς τή βραδιά πού γι’ αυτή σάς μιλούσα πρίν λίγο. Ά πό μιάν άποψη, αύτό μ ’ ένδιέφερ-, ’ Ελεγα μέσα μου πώς όταν αύτοί οί άλήτες θά τά κανόνιζαν μπ αξύ τουε, ίσως είχα κι έγώ κάτι νά κερδίσω άπό τό κόλπο, καί εί μαι υπομονετικό άνθρωπό κι* Πήρα παράσημα ιιι μιμένοντας Ενα σωρό κοκότες, άνακριτές καί παιδιά ιήι. πιάτσας
Α ίιτύς ό όίνίίρωπος είνιη έπικίνδυνος
9
— κι έπειτα υπήρχε καί κάτι άλλο πού μ' ένδιέφερε. "Η ξερα πολύ καλά πώς ό Λακάοαρ δέν ήταν 6 άρχηγός — υποπτευόμουν πάντα πώς υπήρχε κάποιος γιά νά κάνη τις μαριονέτες νά κινούνται καί πώς δ Λακάοαρ δέν ήταν πα ρά Μνας μεγάλος στύλος πού πίσω του κρυβόταν τό πραγ ματικό άφεντικό. Καί είχα μιά Ιδέα πώς τό παλικάρι αυ τό ήταν κάποιος μέ τ’ όνομα Σιγκέλα, πού είναι πραγμα τικά κάποιος, καί κάποιος πού δέν είναι καθόλου βολικός. Για τό τί μπόρεσε νά κάνη αύτό τό παιδάκι ό Σιγκέλα, δέν έχετε Ιδέα. Σάς έλεγα πώς ήταν σχεδόν μία ή ώρα τό πρωί κι έγώ βρίσκομαι έκεΐ μέ τήν πλάτη άικουμπημένη σέ μιά κολόνα νά κοιτάζω τή Μιράντα νά σαλιαρίζη μέ τόν Γιόνι Μάλας — τό βασιλιά του μυδραλιοβόλου τής παρέας του Λακάσαρ. Ό Μάλας δέν είναι καθόλου άσχημο παιδί· κι όσο γιά τό χορό, ξέρει νά χορεΰη. Καί ή Μιράντα τό ίδιο. Αυ τοί οί δυό κάνουν ένα περίεργο ζευγάρι, σάς τό λέω έγώ αύτό. Αλλά παρόλ’ αυτά, μοϋ δίνει στά νεύρα νά βλέπω ένα τέτοιο κομμάτι σάν τή Μιράντα νά τραβιέται μ’ αύτό τό κάθαρμα τό Γιόνι. "Εκανε μιά ζέστη..., ήταν μιά άπ’ αύτές τις νύχτες όπου σέ κάθε άναπνσή άναρωτιέται κανείς πού θά βρή τόν άέρα γιά τήν έπόμενη. Ό γιακάς μου άρχιζε νά μούσκευη. "Ενιωθα όπως, όταν κανείς έπιθυμή νά βρέξη ή νά φυσήξη άέρας ή ό,τιδήποτε, άρκεϊ νά καθάριζε κάπως ·τήν Α τμόσφαιρα. Ή σάλα τοϋ χορού ήταν ευρύχωρη, άλλά ή άτμόσφαιρα ήταν πνιγερή. Τά ντάνσιγκ έχουν πάντα πνι γερή άτμόσψαιρα. "Ολο τό σπίτι ήταν ξέχειλο άπό κα κοποιούς, κοκότες, κι άλλα τέτοια ύποκείμενα πού βρί σκει κανείς πάντα στα καμπαρέ αύτού τού είδους. ΜοΟ φαίνεται πώς, μέσα στό σωρό, τά τριάντα τοΐς έκοττό του λάχιστον είχαν πάνω τους κρυμμένο ένα περίστροφο καί ήξεραν νά τό χρησιμοποιήσουν. Σέ μιά στιγμή, προχωρώ πρός τό μπάρ πού είναι στό βάθος τής σάλας καί παραγγέλνω ένα ούίοκυ μέ σόδα. —Είναι όμορφα έδώ, λέω στό μπάρμαν—’Αλήθεια! Τό βρήκατε έντελώς μόνος σας αύτό; Κι έ πειτα: κάνει. —"Q, καλά! του άπαντάω. Λέιν είναι άνάγκη νά θυμώ νετε. Αύτό πού είπα ήτοπ/ γιά νά περνάη ή ώρα. —Μή σάς νοιάζει. Δέ βλάπτει κανέναν πού περνάει ή ώρα κι οώτό δέν κοστίζει τίποτε, άλλά τό ούίσκυ κοστίζει ένα δολλάριο. Τού λέω πώς κατά τή γνώμη μου, ένα δολλάριο δέν εί ναι άκριβά γιά ένα ποτήρι ούίσκυ, κι αύτός μου άπαντάει πώς ύπάρχουν άνθρωποι πού γι' αύτούς ένα δολλάριο εί
10
Π ή τ ε ρ Τ σ ένεϋ
ναι Ενα σωρό λεφτά. Γιά τήν ώρα κατέληξα στό συμπέρα σμα πώς σάν πηγή πληροφοριών αύτό τό παλικάρι θά μοΰ είναι τό ίδιο πολύτιμο μέ μιάν άλογόμυγα. Τότε δια σχίζω πάλι τήν πίστα, περνάω στή βεράντα καί φέρνω Ενα γύρο τό σπίτι. Τό γκαράζ πού βρίσκεται πίσω άπό τό χτίριο είναι Ενα μακρύ υπόστεγο, παράλληλο σ' Ενα στενό δρομάκι πού συναντάει τό μεγάλο δρόμο άκριβώς μπροστά στό πανδο χείο. Στήν άκρη τοΰ ύπόστεγου, στηριγμένον σ' Ενα στύ λο, διακρίνω Εγον τύπο πού παρακολουθεί τό δρόμο. Φο ράει σμόκιν καί άσπρο καπέλο. Καπνίζει τσιγάρο καί δέ σκέφτεται άπολύτως τίποτα. "Εχω δει κι άλλους μέχρι τώρα μ' αύτό τό (5ψος· είναι συνήθως άνθρωποι πού τούς άναθέτουν νά κρατανε1 τσί λιες δταν περιμένουν κάτι ξαφνικό. Μέ βλέπει, μ' έξετάζει προσεχτικά καί χώνει τό χέρι στή δεξιά τσέπη τοΰ σακα κιού του, κι δταν Ιχη κανείς ζήσει τόσον καιρό στήν ’Α μερική δσο Ενώ, αύτό είναι Ενα κόλπο πού δέν περνάει άπαρατήρητο. Πετάω τή γόπα μου καί προχωρώ πρός τό μέ ρος του. —Πώς πάει, φίλε; τοΰ κάνω. Μήπως Εχης λίγη φωτιά: Βγάζω άπό τήν τσέπη μου δυό τσιγάρα καί τοΰ δίνω τό Ενα. Μέ κοιτάζει καί καταλαβαίνω άπό τά μάτια του πώς αύτό τό παλικάρι παίρνει ναρκωτικά. Είναι Εκεί, στημέ νος μπροστά μου. χαμογελώντας μακάρια. Βγάζει Εναν άναπτήρα καί μοΰ δίνει φωτιά. "Επειτα γυρίζει άπό τ’ άλ λο μέρος καί συνεχίζει τίς τσίλιες του. — Δέ σοΰ άρέσει Εκεί μιέσα; κάνει. Σκουπίζω τό σβέρκο μου. —Είναι άποπνιχτικά. Κάνει τρομερή ζέστη. ’Αρκετά πνίγεται κανείς Εδώ. Είναι ν’ άπορης τΐ Ερχόμαστε νά κά νουμε σ* Ενα τέτοιο μέρος. "Οταν σκέφτεται κανείς πόσα Ενδιαφέροντα πράγματα θά μποροΰσε νά κάνη άντί νά σέρνεται σ’ Ενα τέτοιο καμπαρέ, γιά νά πίνη άηδίες καί νά πεθαίνη της πείνας. . . Μέ κοιτάζει. —“Αν δέ σ’ άρέσει, άγόρι, λέει; τί σέ Εμποδίζει νά μήν έρθης; —Δέ ζητάω τίποτε Καλύτερο άλλά πού νά πάω; άπαντάω Εγώ. Ά λλά οΟτε καί σ’ Εσένα φαίνεται ν’ άρέση πε ρισσότερο, παρατηρώ. "Αν πηγαίναμε νά πιούμε κάτι; Ξαναβάζει τό χέρι στήν τσέπη του: -"Ακούσε δώ, μικρέ μου, άν διψάω, είμαι άρκετά με γάλος γιά νά πληρώσω Ενα ποτήρι κρασί. Καλά θάκανες νά τοΰ δίνης. "Εχω δουλειά. Τινάζω τή στάχτη τοΰ τσιγάρου μου.
Λ υ τ ό ς ό άνθρω πος είναι έπικίνδννος
η
—”Ω, συγγνώμη, φίλε, λέω. Δέ μπορούσα νά τό ξέρω. Περιμένεις κανέναν; Μοΰ ρίχνει Μνα βλέμμα δλο φαρμάκι. —"Ακούσε, κούκλα, μού κάνει. Δέν άκουσες δταν σού είπα νά τού δίνης; Είσαι πάρα πολύ περίεργος γιά τήν ήλικία σου, θά βρής μπελάδες. Πετάω τή γόπα μου. —Καλά, καλά. Δέν είναι άνάγκη νά θυμώνης. Πές πώς δέν είπα τίποτα. Καληνύχτα. ’Επιθεωρώ ήσυχα τά γύρω. Ούτε γάτ?ρ^. Τότε, κάνω πώς 6ά γυρίσω άπό τήν άλλη ιμεριά καί θά φύγω, άλλά συγχρόνως στρίβω πάνω στις φτέρνες μου καί τού κατα φέρνω μιά γροθιά άκριβώς άνάμεσα στά ®υό μάτια. Πέ φτει σά λουλούδι. Τόν πιάνω άπό τό γιάκάι του σακακιού καί τόν σέρνω μέχρι τό βάθος τού γκαράζ, σέ μιά σκοτει νή γωνιά, καί τόν άκουμπάω μέ τήν πλάτη πάνω σ’ ένα άμάξι. "Επειτα τόν ψάχνω. Αύτός ό τύπος έχει ένα περίστροφο Σμίθ καί Γουέσον κάτω άπό τόν άριστερό ώμο κι ένα αύτόματο Κόλτ των 38 στή δεξιά τσέπη τού σακακιού τού σμόκιν του. Στή ζώ νη του είναι περασμένο ένα σουηδικό μαχαίρι ναυτικού μέ μιά λάμα είκοσι έικατσστών καί στήν άρισχερή τσέπη τού παντελονιού του, μιά μικρή χειροβομβίδα σάν αύγό. Σω στό όπλοστάσιο. Τόν άνασηκώνω στόν τοίχο καί άρχίζω νά τού τσιμπάω τά ρουθούνια, ένα καλό κόλπο γιά νά τόν κάνω νά συνέλθη· σέ μερικά δευτερόλεπτα κουνάει τό κεφάλι. "Επειτα άνοίγει τά μάτια. 1 —’Εντάξει, μϊκροκατεργάρη, μουρμουρίζει'. Δέ θά χά σης τίποτε άν περιμένης. θ ά μού τό πλήρωσής αύτό, πάλιόμουτρο. "Οταν έξηγηθοΟμε, ούτε ή ίδια ή μάνα σου δέ θά θέλη νά σ’ άινταλλάξη μ’ ένα παλιό ζευγάρι παπούτσια. Περίμενε μόνο νά σου βάλη χέρι ό Λακάσαρ. —Κάτω τά χέρι, του λέω, ξαναδίνοντάς του μιά γροθιά στά δόντια. "Ακουσέ με, σού μιλάω αύτή τή στιγιμή. Δέν θέλω νά σού κάνω κακό, έννοώ μόνο νά μάθω γιά ποιόν περιμένεις καί σέ προειδοποιώ πώς είναι άνώφελο νά προσπαθήσης νά μοΰ κάνης κορδελάκια, γιατί έχω τόν όπλισμό σου στις τσέπες μου. Καί τώρα, όμορφούλη μου, εί μαστε σύμφωνοι, ή σού κάνω ένα μασάζ στά μούτρα μέ σι δερένιες γροθιές; —Μιά στιγμή, μιά στιγμή, κάνει. Είχα βγή άπλώς γιά νά πάρω άέρα. Δέ μπορεί λοιπόν κανείς πια νά πάρη άέρα; —Ψευτιές, άπαντάω έγώ. Σέ είδα νάσχεοαι, φίλε, εί σαι άπό τή συμμορία τού Λακάσαρ, δέν εΐν’ έτσι; Πές μου
12
ΙΙ ή τ ε ρ Τ σ ένεϋ
λοιπόν, μέ νομίζεις αρκετά βλάκα γιά νά μήν έχω κατα λάβει πώς τό ιμισό προσωπικό της μπουάτ είναι άνθρωποι δικοί του; 'Υπάρχουν σερβιτόροι πού δέν έχουν 'σερβίρει τί ποτα καί κανέναν πρωτύτερα — έκτός άπό άστυνομικούς ίσως — καί πού περιμένουν νά ξεσπάση κάποια φασαρία. Ό μαιτρ ντ' ότέλ φαίνεται παραμορφωμένος μέ τήν καμ πούρα πού κάνει ή θήκη πού φοράει κάτω άπό τό άριστε'ρό μπράτσο κι άν ό μπάρμαν δέν έχη ένα Σμίθ καί Γουέσον σέ κάθε τσέπη, τότε έχω είμαι ’Ινδή πριγκίπισσα. Πραγματικά, θάλεγε κανείς πώς ύπάρχει κάποια παρά ξενη μυρουδιά στόν άέρα άπόψε, γύρω άπό αύτό τό κατα γώγιο, καί θά φτάσω μάλιστα στό σημείο νά πώ πώς βρω μάει μπαρούτι. Λοιπόν αύτό πού σοϋ μένει νά κάνεις είναι νά πής δ,τι ξέρεις, καί γρήγορα μάλιστα, μικρέ μου, για τί άλλιώς θά' δοκιμάσης τή σιδερένια γροθιά. —”Ω, σκατά, κάνει- Στό κάτω - κάτω, δέ βλέπω γιά ποιό λόγο νά κάνω ιστορίες. Είναι άλήθεια πώς μπορεί νάχουμε λίγη φασαρία άπόψε. —Πολύ ωραία, λέω έγώ. Νά πού πήρα τις πληροφορίες μου. Κάνει μιά γκριμάτσα πού μοιάζει μέ χαμόγελο. —Αυτό δέν είναι τίποτα, φίλε' μου. Καί τώρα, έλπίζω πώς θά μου δώσης τά έργαλεΐα μου... Τοΰ λέω νά μή λέη άνοησίες, καί ξαναρχίζω τά χτυπή ματα. Πέφτει σάν κούτσουρο καί τόν δένω μέ ήλεκτρικό καλώδιο πού βρίσκω σέ μιά γωνιά. "Επειτα τοΟ χώνω ένα μαντίλι στό στόμα καί τόν κλείνω σ' Ινα άμάξι πού βρίσκε ται έκεΐ καί πού τοΰ λείπει μιά ρόδα. Φαντάζομαι πώς κα νείς δέ θά χρησιμοποιήση αύτό τό άμάξι προτού περάση κάμποσος καιρός. "Επειτα κάνω μερικά βήματα στό δρόμο καί άνάβω τό τσιγάρο μου- "Επειτ’ άπό μιά στιγμή ξαναγυρίζω στό γκαράζ καί κάνω μιά έπιθεώρηση στ' αυτοκίνητα. Καί νά πού πέφτω πάνω σ’ Ινα μεγάλο άμάξι πού οι πόρτες του έχουν τή μάρκα Μ. Βάν Ζ ... Τό βάζω λοιπόν μπροστά καί τό όδηγώ στό στενό δρομάκι πού είναι λίγο πιό πέρα άπό τό παιδοχεΐο. Τό κολλάω σέ μιά μικρή σκοτεινή γωνιά, πίσω άπό τρία δέντρα, καί κατεβαίνω, άφήνοντας τή μηχανή νά δουλεύη. "Επειτα ξαναγυρίζω μέ τά πόδια. Μετά άπό έκατό μέ τρα, ό δρόμος άρχίζει ν' άνηφορίζη, καί άπό τήν κορυφή τού υψώματος βλέπω μιά μακριά κορδέλα δρόμου πού κό βει τό τοπίο σέ μιά πλαγιά άρκετά άπότομη. Τήν ίδια στι γμή, βλέπω φάρους νά φέγγουν μακριά, καί σκέφτομαι πώς πρέπει νά είναι τ’ αύτοκίνητα του Φρέντσυ. Σκέφτομαι
Α ύ τ ό ς 6 άνθρω πος είνα ι επικίνδυνος
13
άχόμη πώς θαρθούν νά σταθούν κατά μήκος αύτού τού δρόμου 6χι μακριά άπό τό μεγάλο δρόμο, καί Ισως κολλη* τά σ’ ένα είδος φράχτη πού βρίσκεται καμιά πενηνταριά μέτρα μπροστά μου. Δέν έκανα λάθος, γιατί ένα τέταρτο της ώρας Αργότε ρα, σταματούν άκιριβώς σ’ αύτό τό μέρος, καί βλέπω μέ σα στό πρώτο αύτοκίνητο έναν τύπο πού δέν είναι άλλος άπό τόν Ιδιο τόν Φρέντσυ. Νομίζω πώς είναι πιά καιρός νά ξα να γυρίσω στό πανδοχείο, κι έτσι τρυπώνω πίσω άπό τό χτίριο, διασχίζω τή βεράντα καί ξαναγυρίζω στήν αίθου σα. Κατευθύνομαι πρός τό μπάρ, προσφέρω στόν έαυτό μου ένα δεύτερο ούίσκυ μέ σόδα, καί πηγαίνω νά καθίσω σέ μιά γωνιά. Μιά στιγμή μετά, κάνω νόημα σέ μιά μικρή πού πουλάει τσιγάρα' έρχεται κοντά. —ιΠές μου, κούκλα, της λέω, έχεις όρεξη νά κερδίσης πέντε δολλάρια; Μέ κοιτάζει καί χαμογελάει. Είναι νόστιμη, αύτή ή μι κρή. —Τί πρέπει νά κάνω; λέει. Τής βάζω στό χέρι τό φιλοδώρημα. —Βλέπεις τή μικρούλα πού είναι έκεΐ κάτω; Αύτή πού χορεύει μέ,τόν ψηλό; θ ά πας νά τή βρής καί νά τής πής πώς τή ζητούν ϊπειγόντως στό τηλέφωνο. Κατάλαβες; Κι έγώ στή θέση σου θά πήγαινα άμέσως. Πές της πώς <·>ά μιλήση στό θάλαμο πού είναι στό βάθος. —Πολύ καλά, λέει ή κοπέλα, αύτό είναι εύκολο. Διασχίζει τή σάλα καί προχωρεί πρός τή Μιράντα καί τόν Μάλας πού χορεύουν. Βλέπω τή Μιράντα νά σταματάη. νά λέη κάτι στόν Μάλας καί νά τόν άφήνη γιά νά πάη πρός τό διάδρομο μέ τούς τηλεφωνικούς θαλάμους. Λοιπόν, νομίζω πώς δέν ύπολόγισα άσχημα τό κόλπο μου, γιατί άκριβώς τή στιγμή πού ή Μιράντα βγαίνει άπό τήν πίστα, ή όρχήστρα σταματάει. Σταματάει γιά έναν Ι διαίτερο λόγο. Σταματάει γιατί τό σαξόφωνο δέχτηκε μιά σφαίρα στά σωθικά του καί κυλάει στήν έξέδρα ξεφωνίζον τας. Τήν Ιδια στιγμή, τά τζάμια τής σάλας τοΰ χορού πρός τό μέρος τής βεράντας γίνονται θρύψαλα, καί σέ λιγότε ρο άπό δυό δευτερόλεπτα ένα παλικάρι Αρχίζει νά ρίχνη μέ τό μυδράλιο στό ψαχνό μιας όμάδας άπό Ανθρώπους τού Λακάσαρ: πέντε τύπους πού πίνουν συνεχώς ούίσκυ στό βάθος. Τήν Ιδια στιγμή, τρία άπό τά γκαρσόνια, όλα τής συμμορίας τού Λακάσαρ, βγάζουν τά όπλα τους κι Αρχί ζουν νά πυροβολούν πρός τά παράθυρα. Μέσα σέ λιγότερο άπό πέντε λεπτά, τό ντάνσιγκ μοιάζει μέ λουτρό κρεοπώ λη κάποιο Σάββατο βράδυ. 'Υπάρχει έκεΐ ένας χοντρός — πού θάπρεπε νά βρίσκε-
14
Π ή τ ε ο Τα ένβϋ
rai στό σπίτι του μέ τή γυναίκα τού καί τά παιδιά του — πού δέν τραβήχτηκε άρκετά γρήγορα Από την πίστα, καί πού σέρνεται στό πάτωμα μέ τό πόδι του σπασμένο άπό έ να βλήμα μυδράλιου- 'Αλλά δέν καταφέρνει νά φτάση στήν άκρη. Αύτή τή φορά, τρώει μία στήν κοιλιά κι Αποφασίζει νά μείνη νεκρός. Ή πωλήτρια των τσιγάρων, πού κρατάει Ακόμη τό νό μισμά μου των πέντε δολλαρίων στά σφιγμένα δάχτυλά της, τρώει μία, Ακριβώς καθώς φτάνει στό βάθος τής σά λας. Τρικλίζει μέ ύφος έκπληκτο, στηρίζοντας τό χέρι της, αύτό πού κρατάει τό νόμισμα, στήν κοιλιά της. πού βάφε ται κόκκινη... Δύστυχη μικρή! ’Εγώ, μένω Απλώς καρφωμένος έικεΐ, μέ τήν πλάτη στόν τοίχο. Άπό διεξίά, μέ προστατεύει μιά ξύλινη κολόνα, καί λέω μέσα μόυ πώς έχω τίς Ιδιες πιθανότητες μ’ έναν άλ λον νά γλυτώσω. Μέ τήν άκρη τοϋ ματιού, βλέπω τή Μι ράντα, πού κατέληξε νά καταλάβη πώς τό τηλεφώνημα ή ταν κόλπο, καί πού άκουσε κι αύτή τή φασαρία άπό τή μάχη' στέκεται στήν είσοδο τοΟ διαδρόμου μέ τούς τηλε φωνικούς θαλάμους καί τεντώνει τό κεφάλι γιά νά δή τόν πόλεμο. Σας όρκίζομαι πώς είναι καταπληκτική, αύτή ή κοπέ λα, μέ τά ξαναμμένα μάγουλά της καί τά μάτια της πού Αστράφτουν άπό έξαψη. "Εχει μιά ξανθιά μπουκλίτσα πού τής πέφτει διαρκώς στό Αριστερό μάτι καί τήν ά νασηκώ νει συνεχώς γιά νά βλέπη καλύτερα, θάλεγε στ’ Αλήθεια κανείς πώς αύτή ή κούκλα παρακολουθεί κάποιο διαγωνι σμό σκοποβολής ή κάποιο μάτς μπέιζ- μπώλΝά πού τά πράγματα φαίνονται νά καλμάρουν λιγάκι. Μερικοί άπό τούς μπράβους του Λοοκάσαρ, πού είχαν μεί νει έξω, κυνήγησαν τούς Ανθρώπους τοΰ Φρέντσυ καί ή μάχη Απομακρύνεται σ ιγά-σ ιγά στό μάκρος τοϋ στενού δρόμου, πρός τό μέρος δπου ό Φρέντσυ είχε παρκάρει τό αύτοκίνητό του. "Εχω τήν έντύπωση πώς τελικά ύπερίσχυσε αύτός καί, κατά τήν γνώμη μου, πρέπει νά σέρνη μαζί του Αρκετούς άντρες γιά νά έπιχειρήση κάτι έναντίον τοϋ Λακάσαρ, πού ήταν μάλιστα προετοιμασμένος νά τόν δεχτή. —Λοιπόν, μίς Βάν Ζέλντεν, τί περιμέινετε γιά νά στρί βετε Από δώ; Δέν είναι τόπος γιά σάς μικρή μου κοπέλα. "Οταν αύτοί οί νεαροί θάχουν έξηγηθή μεταξύ τους, δέ θά ακοτιστοϋν καθόλου άν σάς χτυπήσουν. —Τί θέλετε νά κάνω; είπε ή νέα. Τό άμάξι μου είναι στό γκαράζ. Δέ βλέπω μέ ποιό τρόπο μπορώ νά φτάσω έκεΐ. Βρίσκονται βλοι έκεΐ κάτω καί χτυπιούνται. —Μή φαντάζεστε τίποτα τέτοιο, μίς Βάν Ζέλντεν. Τό ά μάξι σας είναι στό δρομάκι κοντά στό ύπόστεγο, Από τήν
Α υ τ ό ς ό Ανθρω πος είνα ι έπικίνδννος
15
όίλλη πλευρά του πανδοχείου, Θά τό βρήτε παρκαρισμένο πίσω άπό τρία δέντρα, 6υό βήματα πιό μέσα άπό τό δρό μο. ’Εγώ τόβαλα έκεϊ. Καί τώρα, Ακολουθήστε τή συμ βουλή μου, καί φύγετε γρήγορα. —Σύμφωνοι, κάνει δλο χαρά. ’Αλλά, πείτε μου, αύτό είναι εύγενικό άπό μέρους σας. Δέ σας γνωρίζω άλλά μοΟ είστε πολύ συμπαθής. —Μή φοβάστε, θάχετε τήν ευκαιρία νά μέ ξαναδήτε. Αντίο, μικρούλα. Ή νέα κάνει μεταβολή καί διασχίζει τό διάδρομο. Τήν παρακολουθώ καί τρία-τέσσερα λεπτά Αργότερα, καθώς στέκομαι ατό σκοτάδι κοντά σήν είσοδο τοΰ καμπαρέ, βλέ πω τήν κόκκινη λάμψη τοΰ πίσω φαναριού της νά χάνεται μέσα στη νύχτα. Αύτό ήταν κάποιο κέρδος. Ή νέα δέν ήταν ίϊΐά μέσα στή φασαρία. ’Αλλά, νά συνεννοούμαστε. Μή φανταστήτε πώς είμαι ό γενναίος Ιππότης πού περνάει τόν καιρό του βοη θώντας τΙς έγκαταλειμμένες δύστυχες μικρούλες, γιατί δέν πρόκειται γι’ αύτό. "Α, μά καθόλου. ’’Ας ποϋμε μονάχα πώς δέ θά μέ συνέφερε καθόλου νά βρεθή μπερδεμένη σέ μιά βρώμικη Ιστορία σ’ αύτή τή γωνία ή μικρή Βάν Ζέλντεν. Σχεδίαζα κάτι άλλο γι’ αύτή τήν κούκλα. Βρίσκομαι έκεΐ κοιτάζοντας τό πίσω φανάρι της πόύ μι κραίνει σ ιγά-σιγά δλο μακρύτερα, δταν ξαφνικά νιώθω πώς πρέπει νά ύπάρχη κάποιος σ’ έκεΐνα τά μέρη. Γυρίζω τό κεφάλι καί διακρίνω τόν Σιγκέλα, πού παρακολουθού σε κι αύτός τό άμάξι τής Μιράντας. Γιά τήν περίπτωση πού δέν θά τόν ξέρατε, ό Σιγκέλα εί ναι ένας τύπος ψηλός, σχεδόν τό ίδιο δυνατός μ’ έμένα. Λε πτός στο σώμα, μέ τό πρόσωπο μυτερό σάν λεπίδι μαχαιριοΟ καί τή μύτη Αδύνατη καί καμπουρωτή. "Εχει μικρά διαπεραστικά μάτια σάν τρυπάνια, καί μέσα άπό αύτά τά μάτια σάς κοιτάζει δλη ή παλιανθρωπιά του κόσμου. ΜοΟ χαμογελάει. "Επειτα, κοιτάζει άκόμη μιά φορά τό πίσω φώς τοΰ άμαξιοΟ, καί ξαναγυρίζει πρός τό μέρος μου. —Καλό κομμάτι, έ, μικρέ; Παίρνω δφος έκπληκτο: —Δέν ξέρω τί θέλετε νά πήτε, φίλε μου, του κάνω* άλ λά, έδώ πού τά λέμε, τό Ιδιο μοΟ κάνει. Τό γεγονός πώς ό Σιγκέλα βρίσκεται κοντά στό παν δοχείο σέ μιά τέτοια στιγμή μοΟ Αποδείχνει πώς δέν είχα πέσει έξω δταν σκεφτόμουν πώς αύτός πατρονάριζε τό Λακάσαρ καί τώρα περιμένει σέ κάθε λεπτό νά δεχτή κάποιος ένα κομμάτι καυτό μολύβι στά ψαχνά. Άλλά τίποτα δέν γίνεται.
16
Ι Ι ή τ ε ρ Τ ο εν εϋ
Ό Σιγκέλα βγάζει άπό τήν τσέπη του μιά ταμπακιέρα καί μου τήν άπλώνει. Παίρνω Ινα τσιγάρο κι’ αύτός έπίσης. ’Έπειτα βγάζει τόν άναπτήρα του καί μοϋ δίνει φωτιά. Στή φλόγα τοϋ άναπτήρα τόν βλέπω πού χαμογελάει ει ρωνικά. Κλείνει τόν άναπτήρα καί τόν ξαναβάζει στήν τσέπη του. —Λοιπόν, ώρβουάρ γιά μιάν άπ* αύτές τις μέρες, λέει γνέφοντας μέ τό κεφάλι. Διασχίζει τό διάδρομο πού όδηγεΐ στή σάλα χοροϋ δπου δλα είναι ήσυχα τώρα. Πάω καί παίρνω τό καπέλο μου άπό τό βεστιάριο. ’Έ πειτα, βγαίνω άπό μιά κρυφή πόρτα και φτάνω στό κοντι νό δ,ρομάκι, μένοντας δσο μπορούσα στά σκοτεινά, μέχρι τό σημείο δπου Ιχω παρκάρει τό άμάξι μου. Πατάω γκάζι, γιατί, όπως είχα ήδη τήν τιμή νά σας πώ, δέν είμαι τύπος πού νά ριψοκινδυνεύω άσκοπα, άλλά ώστόσο, είμαι νευρια σμένος. Καθώς καταβροχθίζω τά χιλιόμετρα, σκέφτομαι τήν κουβέντα πού μόϋ πέταζε ό Σιγκέλα... «Καλό ικσμμάτι, I, μικρέ;» Αναρωτιέμαι· άν καιτά τύχη ό Σιγκέληι είχε μυριστή τήν κομπίνα μου... Είναι φοβερό πόσο γρήγορα τρέχει ή σκέψη. "Ολ^ι αύτά μούφεραν τήν Ιδέα νά κάνω μιά βόλτα στό Χαιημάρκετ, στό Λονδίνο. Αύτή τή στιγμή, βρίσκομαι στό ϋψος τοΰ Βα σιλικού θεάτρου. Ή παράσταση τελείωσε πριν άπό λίγο καί οΐ άνθρωποι άρχίζουν νά βγαίνουν. Μένω καρφωμένος έκεΐ γιά μιά στιγμή χωρίς νά σαλεύω, γιατί βλέπω ν’ ά· νεβαΐνη σ’ Ινα άμάξι σταματημένο μπροστά στό άπένοτντι πεζοδρόμιο μιά κοκότα πρώτης τάξεως κι δταν ιέγώ σας λέω πώς μιά κοκότα είναι πρώτης τάξεως, μπορείτε νά μέ πιστέψετε γιατί Ιτσι άκριβώς είναι. Κι Ιχει έπίσης Ινα ά μάξι δ,τι πιό όμορφο ύπάρχει. Καί κοιτάζοντάς τη νά μπαίνη μέσα, Ιχω τήν ιδέα πώς μούριξε τό γνωστό βλέμ μα μέ τά ύπονοούμενα καί πώς άνοιξε ή τύχη μου. "Οπως καί νά είναι, ένώ άναρωτιέμαι άν έγώ κάνω λά θος ή άν στ’ άλήθεια χτύπησα πραγματικά στό μάτι θύ της της κούκλας, τό αυτοκίνητο ξεκινάει. Διασχίζει τή λεω φόρο καί προχωρεί κατά μήκος τοϋ πεζοδρομίου λίγα μέ τρα μπροστά άπό μένα. Άπό τό πίσω τζάμι βλέπω τήν κοκότα πού λέγαμε νά μέ κοιτάζη χαμογελώντας, αύτή τή φορά δέν ύπάρχει άμφιβολία. Καί τότε τό αύτοκίνητο σταματάει. Έ γώ , είμαι τής γνώμης πώς δέν πρέπει ποτέ ν’ άφήνης νά περνάη μιά καλή εύκαιρία, κι έιξάλλου τί θά είχατε κά νει έσεΐς στή θέση μου; Προχωρώ πρός τήν πόρτα καί βγάζω τό καπέλο μου. Μέ κοιτάζει μέσ’ άπό τό κρύσταλ λο, καί σας όρκίζομαι πώς αύτή ή μικρούλα είναι όμορφη
Λ υ τό ς ό δνΟβίοπος είνη ι έπικίνδι>νος
17
σάν άγγελος. Εχει άπ’ αύτό κι άπό κείνο, καί ξέρει νά ντύνεται. "Εχω δει ντουζίνες τέτοιες στή ζωή μου, άλλ’ αυτή έδώ έχει ένα περίεργο χυμό, σάς τό λέω. —Λοιπόν, Λέμυ, κάνει, έτσι τό σκδνε ατούς φίλους; Τής λέω γελώντας: —Συχωράτε με, μικρή μου κυρία, σδς βρίσκω χαριτω μένη καί υποθέτω πώς θά μέ περάσετε για τό μεγαλύτερο βλάκα δν σάς πω πώς δέν σάς θυμάμαι καθόλου, καί γιά νά ξεχάσω μιά κούκλα σάν κι έσάς άναρωτιέμαι στ’ άλήθεια τί μπορεί νά μούπεσε στό κεφάλιΧαμογέλασε καί μοΰ δείχνει δυό όμορφες σειρές άπό μι κρά μαργαριτάρια. —’Έλα τώρα, Λέμυ. Δέ θυμάσαι έκεΐνο τό βράδυ στή Νέα Ύόρκη, όταν είχες πιει τόσες άηιδίες ποό χρειάστηκε νά σέ πάω έγώ στό σπίτι σου; Ξέρεις, σ’ ιίκείνη τήν περί φημη δεξίωση πού έδωσε ό Σοϋλερ στό Ρίτς . .. Δέ θυμά σαι ποιός σέ πήγε στό σπίτι μέ αύτοκίνήτο; Σφυρίζω σιγανά. —Αύτό πιά. . . ’ Ώστε, έσύ ήσουν. . . Λοιπόν, μπορεί νά πή κανείς πώς ή ζωή είναι παράξενη, ώστόσο. . . Τή θυμάμαι. Είχα βρεθή σέ κείνη τή δεξίωση καί είχα πιει όχι καί λίγο νοθευμένο οινόπνευμα. . . Αύτή είναι πού μέ είχε ξαναπάει στό σπίτι μου, τουλάχιστον έτσι Ισχυρι ζόταν, κι έπρεπε πραγματικά νά είναι αύτή, άλλιώς πώς θά τόξερε; —Λοιπόν, τί άποφασίζουμε; τή ρωτάω. —’Ανέβα, Λέμυ. ’Έχω νά σοΰ μιλήσω. Σάς τό έπαναλαμβάνω, δέν πρέπει ποτέ ν’ άφήνης νά χάνεται μιά καλή εύκαιρία, λοιπόν άνεβαίνω. Τό άμάξι ξεκ ινάει καί στρίβει στό Πώλ ΜπΙλ. Δέ χωράει άμφιβολία πώς αύτή ή κούκλα μέ γνωρίζει γιατί μοΰ μιλάει γιά ένα σω ρό άνθρώπους καί μέρη πού σύχναζα. Μοΰ μιλάει έπίσης γιάιμιά συνάδελφό της, τή Λίλιαν Σούλτς, πού τή γνωρΙζ«5· Φαίνεται πώς τή συνόδεψε στήν ’Αγγλία καί προτείνει νά πάμε νά πιούμε ένα ούίσκυ γιά νά γιορτάσουμε τή συνάν τησή μας. Καθώς συζητάμε, προσέχω πώς βρισκόμαστε στό Νάιτσμπριτζ. Λίγο μετά, τό άμάξι άφήνει τή λεωφόρο καί παίρνει έναν κάθετο δρόμο, έπειτα έναν άλλον, καί στα ματάει τέλος μπροστά σ’ ένα παλιό χτίριο. Κατεβαίνουμε καί παίρνουμε. τό άσοτνσέρ. Φτάνοντας στήν πόρτα του διαμερίσματος γυρίζει καί μέ κοιτάζει : —Ξέρεις, Λέμυ, είναι θαυμάσιο πού έπεσα έτσι τυχαία πάνω σου, κάνει. Είναι καταπληκτικό νά συναντάς έναν παλιόφιλο μέσα σ’ αύτή τήν κοσμοχαλασιά. Μου περνούν ένα σωρό ιδέες άπό τό μυαλό. Λέω μέσα μου πώς είναι τρέλα αύτό πού κάνω, νά τριγυρνάω μέ μιά
tS Πήτεο Τσενεϋ κοκότα, ένώ ήρθα έδώ γιά ν’ άπασχοληθώ μέ τή μικρή Μιράντα. Καί, συγχρόνως, σκέφτομαι πώς ένας άντρας έ χει άσφαλώς τό δικαίωμα νά ζήση κιόλας, πώς αύτη ή μι κρούλα είναι στ' άλήθεια ζάχαρη, καί άναρωτιέμαι τί άκριβώς νά σκέφτεται γιά μένα. Στό μεταξύ, έκείνη άνοίγει τήν πόρτα καί μέ περνάει σ’ ένα χώλ. Γυρίζει τό διακόπτη. —Βγάλε τό παλτό σου καί τό καπέλο σου, Λέμυ, λέει, καί πέρασε. . . Εξαφανίζεται άπό μιαν άριστερή πόρτα στό διάδρομο. ’Από μέσα άκούω νά κουδουνίζη ό πάγος στά ποτήρια καί άμολογώ πώς ό ήχος αύτός μοϋ είναι πολύ συμπαθητικός. Κρεμάω τό πα\»ώφόρι μου στό πόρτ - μαντώ καί τήν άκολουθώ, καί μόλις βρέθηκα άπό τ’ άλλο μέρος τής πόρτας σταματάω σά στήλη άλατος, γιατί στόν άπέναντι κοτναπέ, μέ ·ςό παλιό του περίστροφο στραμμένο κατευθείαν έπάνω μου, βλέπω τό Σιγκέλα. —Λοιπόν, περιστεράκι, κάνει, θά μπής;
Χ ρ ή μ α τ α ά π ό τ ή ν π α τ ρ ίδ α Μένω έχει γιά δέκα δευτερόλεπτα χωρίς νά ξέρω σέ ποιό πόδι νά στηριχτώ. "Αν μέ φυσούσε κανείς θάπεφτα. . . Γιατί βρισκόμαστε στό Λονδίνο, στήν ’Αγγλία, κι έχω έκεΐ, μπροστά μου, όλόκληρη τή συμμορία Σιγκέλα- Αύτός ό Ιδιος, είναι στρογγυλοκαθισμένος στόν καναπέ· είναι ντυ μένος στήν τρίχα καί μοιάζει μέ τά μαννεκέν τής βιτρίνας τοΰ Σκουάιρ, τοϋ ράφτη τής άριστοκρατίας. Σκορπισμένοι στό δωμάτιο, οί άλλοι μέ κοιτάζουν ·μ’ ένα χαμόγελο πού μέ γεμίζει άνησυχία. Είναι κεΐ ό Γιόνι Μάλας, ό Σκάτερμπυ, πού τόν λένε «ό Ζερβοχέρης>, «ό Άποπλανητής», ό ’Εγγλέζος λιμοκοντόρος πού τό είχε σκάσει άπό τή φυλα κή τοΰ "Ομπορν, χάρη σ’ ένα χαρτονένιο πιστόλι, ό Σούλτς ό Γερμανός, ό Βίλυ Κάρνατζι καί ό άδελφός του Γκίντο. ή πιό όμορφη κλίκα δολοφόνων πού μπορεί νά συναντήση κανείς. Πίσω άπό τό Σιγκέλα, διακρίνω τόν Τόνυ Ρίο, τό Φράνκ Καπαράτζα, τόν Τζίμυ Ρίσκιν τό Σουηδό, κι άλλους άκόμη κακοποιούς πού δέν τούς γνωρίζω, θ ά λ εια μάλιστα
Α ντί»; ό ά νθ ρ ω π ο ; είνα ι Επικίνδυνος
Vrf
πώς <ϋν δέν ήξερα πώς είμαι στό Λονδίνο, θά μπορούσα νά ιίχα νομίσει πώς βρίσκομαι στό Παρί - Κλάμπ τοϋ Τολέδο, ή σέ όποιοδήποτε καταφύγιο γκάγκστερς. Κοίταζα τή γυναίκα. Είχε καθίσει σ’ ένα ντιβάνι καί περίμενε νά τής έτοιμάιση 6 Μάλας ένα ούίσκυ μέ σόδα. Καί καθώς μέ κοίταζε, μοϋ χαμογελούσε μέ ϋφος εΙρωνικό. —Κορόιδευε έσύ, κούκλα, τής λέω. Είναι καλή δουλειά, δέ λέω τό άντίθετο. Δέ σέ κούρασα καί πολύ, έ; Φαντάσου λοιπόν, νά μέ δουλέψης σάν τόν πρώτο τυχόντα βλάκα! Ωραία, έτσι; Είσαι ή μικρή πρωταθλήτρια κι έγώ τό με γάλο κορόιδο, λοιπόν κορόιδευε καλά δσσ έχεις τήν ευ καιρία, γιατί ένα άπ’ αύτά τά τέσσερα πρωινά θά σου τό άνταποδώσω μέ χαστούκια τ’ όμορφο $*μογελάκι σου. παλιοθήλυκο. Νάτους κιόλας πού όλοι τους ξεσηκώνονται βλέποντάς με νά τά βάζω μ’ αύτή τήν κοκότα, κι αύτό άκριβώς είναι πού ζητάω κι έγώ γιατί έχω άνάγκη άπό μιά στιγμή άνάπαυλας γιά νά συνέλθω. Τά πράγματα παίρνουν μιά τρο πή πού δέν μοϋ άρέσει. Ό Σιγκέλα κάνέί νόημα στό Μά λας καί ό Μάλας πλησιάζει γιά νά μέ ψάξη. Πρέπει νά ξέ ρετε πώς μπορεί ν’ άφήσω νά μέ ψάξη ένα κουτορνίθι, άλλά όσο γιά ν’ άφήσω τό Μάλας νά μοϋ πάρη άπό τήν τσέ πη ένα περίστροφο πού δέ βρίσκεται έκεΐ, έ αύτό όχι! "Ετσι, παρόλο πού ό Σιγκέλα μέ κρατάει πάντα κάτω άπό τήν άπειλή τοϋ πιστολιού του, κάνω τό Γιόνι νά δοκιμάση μιά όμορφη λαβή ζίου - ζίτσου, ένα μικρό ξερό χτύπημα στό καρύδι τοϋ λαιμού καί ό Γιόνι κατρακυλάει καταγής. Ό Σιγκέλα δείχνει τά δόντια, άλλά τόν περιλαβάίνω πρίν προλάβη ν’ άνοιξη τό στόμα. —"Αικου δώ, Σιγκέλα, τοϋ κάνω, δέν ξέρω τ( συμβαίνει κι οΟτε μέ νοιάζει άλλ’ άν νομίζης πώς θ’ άφήσω νά μέ κά νη καλά ή συμμορία σου, είσαι γελασμένος. Δοκίμασε κι άλλο ένα τέτοιο κόλπο, καί θά κάνη τέτοιο χαλασμό πού κάποιος θ' άναγκαστή νά φωνάξη τούς πυροσβέστες. "Αν έχης όρεξη νά παίξης μ$ άνοιχτά χαρτιά, σ’ άκούω, άλλά σέ προειδοποιώ πώς δέν θ' άφήσω νά μέ κανονίσουν οί μπράβοι σου. Κατάλαβες; —Κατάλαβα, Λέμυ, κάνει ό Σιγκέλα. Γυρίζει πρός τόν Μάλας- πού ξαναστέκεται όρθιος τρί βοντας τό σβέρκο. "Επειτα προσθέτει : —’Αλλά δέ νομίζεις πώς προχωρείς λιγάκι άπότομα; —"Οχι. Μά, πές μου λοιπόν, τοϋ κάνω- Σκέψου μιά στιγ μή. Δέν είμαστε στό Τολέδο, οότε στό Σικάγο, οότε κάν στή Νέα Ύόρκη. Είμαστε στό Λονδίνο, κι άν νομίζης πώς μπορείς νά τά κάνης αυτά σ' αύτό τό χωριό, θά πή πώς δέν είσαι τόσο έξυπνος όσο νόμιζα.
20
I I i|Tfy Ταένκϋ
Ό Σιγκέλα γυρίζει πάλι πρός τόν Μάλας. —’Έχει δπλο πάνω του; Ό Μάλας γνέψει άρνητικά. Ό Σιγκέλα χαμογελάει μέ την άκρη των χειλιών. —Πάει καλά, Λέμυ, μοϋ λέει. Τώρα, θά σου πω κάτι, θ ά δουλέψης γιά μένα, καταλαβαίνεις; Και πρέπει να περ πατάς Ισια έπιπλέον, ικαί τό πρώτο πράγμα πού πρέπει νά ξέρης είναι πώς άν πω στό Γιόνι νά σέ ψάξη, θά σέ ψά ξη ! Καί γιά νά μή μπής στόν πειρασμό νά τό ξεχάσης, τά παιδιά θά σέ ξεσκουριάσουν λιγάκι, κι αμέσως μάλιστα καί μετά άπ’ αύτό θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοϋμε δταν συνέλθης άπό τό κώμα. Ό Σιγκέλα κάνει Ινα νόημα στόν Σκάτερμπυ καί τόν Σοΰλτς κι αυτοί προχωρούν καταπάνω μου, δταν ξαφνικά άπλώνω τό μπράτσο, άρπάζω τό Γιόνι Μάλας άπό τό λαι μό και τοϋ κάνω μιά γιαπωνέζικη λαβή· Τόν κρατάω μπροστά μου σάν άσπίδα, έτσι πού άν έρθη ή δρεξη στό Σιγκέλα — πού έχει σιγαστήρα στό περίστροφό του — νά μέ πυροβολήση, θά χτυπήση πρώτα τόν Μάλας, κι αύτό ό Μάλας τό καταλαβαίνει πολύ καλά, άν κρίνη άπό τήν πά λη πού κάνει γιά νά γλυτώση. —"Ακου, Σιγκέλα, τοΰ λέω. Κάνε μου τή χάρη \*ά πής οτούς μπράβους σου νά καθίσουν φρόνημα προτού κάνω τό κόλπο τού κουνελιού σ’ αύτό τόν άλήτη, θέλεις; Κι άν κά ποιος δοκιμάση άκόμα νά μοϋ έπιτεθή, σου όρκίζομαι πώς θά τοϋ τσακίσω τό σβέρκο, τόσο σίγουρα δσο έσύ είσαι £νας άπατεώνας τοΰ ΡιτάλΌ Σιγκέλα γίνεται κατακίτρινος, άλλά καταλαβαίνει πώς αύτή τή φορά τόν κρατάω γερά. Κατεβάζει τά χέριά κι δλοι αύτοί οΐ νεαροί ξανακάθονται. Κρίνω πώς είναι ή στιγμή νά κάνω αύτό πού οΐ πολίτικοι λένε μιά «χειρονομία», κι έτσι τήν κάνω. Τινάζω τό Γιόνι Μάλας μ’ δλες μου τΙς δυνάμεις πρός τόν τοίχο κι αύτός θάλεγες πώς ζαρώνει, καί σωριάζεται καταγής άναίσθητος. Καί τώρα, τό λιγότερο πού μπορεί νά πη κανείς είναι πώς ή κατάσταση είναι αύτό πού λένε «τεταμένη». Μπορεί νά συμβή ό,τιδήποτε. Ό Σούλτς ό Γερμανός έχει κιόλας βάλει τό χέρι στήν τσέπη του, ό Βίλυ καί ό Γκίντο Κάρνατζι σηκώνονται γιά νά όρμήσουν πάνω μου δταν ξαφνι κά ό μικρούλα άργίζει νά μιλάη. Σημειώστε πώς αύτή ή κούκλα έχει κάτι τό πολύ έλκυστικό. Δέ μπορεί νά πή κα νείς πώς είναι ή κλασική κοκότα τοΟ γκάγκστερ. "Εχει στύλ, μέ τόν τρόπο της, είναι ψηλή, χαριτωμένη κι έχει μιά φωνή μάλλον σοβαρή, μέ βραχνούς τόνους. Ξέρω ξνα σωρό μάγ κες, πού θά τά παρατούσαν δλα σύξυλα γιά νά τρέξουν πί σω της.
Λι’ιτός ό Α νθρω πος είναι έπ ιχίνδυ νο ς
21
—’Ελάτε, παιδιά, λέει. Πού νομίζετε πώς είσαστε; Σέ κανένα καταγώγιο τοΰ Φάρ - Ούέστ; " Εχω τήν έντύπωση πώς υπάρχουν έδώ μερικοί πού Θά χρειάζονταν μιά καλή κούρα αέ κλινική. Χαλάω την ήσυχία μου γιά νά πάω νά βρω τόν Αέμυ καί νά τόν φέρω έδώ γιά νά συνεννοηθη μαζί μας κι έσεΐς βιάζεστε νά τά κάνετε δλα θάλασσα, σαν νά θέλατε σώνει καί καλά νά τελειώση αυτή ή βραδιά στό νεκροτομείο. "Ελα Φέρντι, λέει στόν Σιγκέλα. Βάλε στη θήκη τό δπλο σου καί δείξου λογικός, θάπρβπε νά ξερής πώς ό Λέμυ δέν είναι κανένας τύπος πού νά φοβηθη δταν τοΰ βάζουν ένα περίστροφο κάτω άπό τή μύτη. Ό Γιόνι έπαθε αυτό πού του άξιζε. Καί τώρα, άρκετά τά σαλατοποιήσάτε. "Ας πιούμε ένα ποτήρι κι άς κουβεντιάσουμε τό κόλπο σάν κανονικοί άνθρωποι. Αύτό είναι γιά μένα δ,τι πρέπει, άλλά δέν άφήνω νά κα ταλάβουν τίποτα. Προσποιούμαι τόν άδιάφορο καί προχωρώ πρός τή γωνιά δπου δ Γιόνι Μάλας κάνει μιά προσπάθεια ν’ άνασηκωθή. Τόν άρπάζω άπό τό γιακά τοΰ σακακιού του καί, μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο, τόν ξαναστήνω μ’ ένα τράν ταγμα στά πόδια του. —Πές μου, λοιπόν, Γιόνι, τού κάνω, ξέρεις, κατά κάποιο τρόπο, λυπάμαι πού υποχρεώθηκα νά σέ βγάλω νόκ - άουτ, φίλε μου, άλλά δταν σού σπάνε τά πόδια, ξέρεις τί θά πη. .. Προσπαθεί νά χαμογελάση. Τό ΰφος του είναι σάν τής Ιχιδνας. —Ώ , δέν πειράζει, άγοράκι I λέει στό τέλος. Δέν ξεψυχάω, έπομένως άς μή μιλάμε πιά γι’ αύτό. Ό Σιγκέλα έξαφανίζει τό περίστροφό του. —Στό βάθος, πιστεύω πώς ή Κόνι έχει δίκιο, λέει. Τίπο τα καλό δέ θά βγή μέ τό νά τσακωνόμαστε έδώ. "Ας δώση ένας άπό σάς ένα ούίσκυ στόν Λέμυ, κι άς κουβεντιά σουμε. Κάθομαι σέ μιά μεγάλη πολυθρόνα καί ή Κόνι μου έτοιμάζει ένα ούίσκυ μέ σόδα. Τή στιγμή πού μοϋ τό φέρνει τήν παρακολουθώ κρυφά καί προσέχω πώς μέ κοιτάζει μέ τρόπο πολύ πονηρό. Καί μούρχεται στό νού ή Ιιδέα πώς θά ήταν πολύ νόστι μο νάχω μιά σοβαρή έπαφή μέ τή μικρούλα τοΰ Σιγκέλα γιατί τότε θά μπορούσα νά τά κανονίσω γιά νά του κά νω τή ζωή δύσκολη, αύτουνοΰ του βρωμομετανάστη. Δίνοντάς μου τό ποτήρι ή μικρή μέ κοιτάζει κατευθείαν στά μάτια καί, θέλετε πιστέψτε με θέλετε δχι, αύτό έχει έπίδραση πάνω μ ο υ ... Χαμογελάω στό Σιγκέλα πού μέ κοιτάζει, καί πίνω μιά ρουφηξιά. —Λοιπόν, άς κουβεντιάσουμε, λέω. Κρατάει τό ποτήρι του στό φώς καί τό κοιτάζει. Τόν
22
Π ή τ ε ρ Τ σ έν εϋ
παρακολουθώ καί βλέπω πώς έχει πραγματικά άπαίσια μάτια έρπετοΰ. Σας τό λέω έγώ: ό Σιγκέλα είναι συμπυ κνωμένο δηλητήριο. —Λοιπόν, νά, Λέμυ, μοϋ φαίνεατι πώς μπορείς νά μας είσαι χρήσιμος, κι έχω τήν Ιδέα πώς καλά θάκανες ναρθής μαζί μας, άλλιώς ό λογαριασμός σου θά κανονιοτή. Μέ ξέρεις καί ξέρεις πώς β,τι μοϋ πάει κόντρα ατό δρό μο μου, τό έξαφανίζω. Ξέρω τ[ είναι αυτό πού σέ φέρ νει σ’ αύτό τόν τόπο. "Εχω τήν Ιδέα πώς είσαι στήν ίδια κομπίνα μ’ έιμδς καί νομίζω πώς ξέρω πότε σοϋ ήρθε ή Ιδέα γι' αύτό γιά πρώτη φορά. νΗρθες έδώ γιά τή Μιράν τα Βάν Ζέλντεν. Λοιπόν, κατάλαβα καλά ή όχι; —"Ισως, να(, Ισως όχι, άπάντάω έγώ. —Πολύ ώραΐα- Καί τώρα θά σοϋ πώ πώς πάει καιρός πού σχεδιάζω ν’ άπαγάγω τή Μιράντα, άλλα δέν τολμώ νά πραγματοποιήσω ένα τέτοιο κόλπο στίς ’Ηνωμένες Πο λιτείες. Ή χώρα δέ θά ήταν άρκετά μεγάλη γιά τόν τύ πο πού θά έκλεβε τήν κόρη τοΰ Βάν Ζέλντεν. Πάνε μή νες λοιπόν πού τήν παρακολουθούμε- ξέραμε πώς θά κα τέληγε, τή μιά ή τήν άλλη μέρα, ναρθη στήν Εύρώπη, καί τά είχα προετοιμάσει όλα ώστε νά μπορούμε νά τήν πα ρακολουθήσουμε- "Ολα τά παιδιά τής παρέάς μου έφοδιάστηκαν μέ κανονικό διαβατήριο, καί βρίσκονται όλοι λίγο πολύ σέ ταξίδια γιά δουλειές. "Ολοι μεγαλοεπιχειρηματίες, καταλαβαίνεις I Πρέπει νά παραδεχτής πώς ή ιδέα δέν είναι άσχημη. ’Αρπάζουμε τή Μιράντα στήν ’Αγ γλία κι έκβιάζουμε τό γέρο μέ τό ύπερατλαντικό τηλέ φωνο. Δέν ξέρει κάν σέ ποιά χώρα βρίσκεται, ή κόρη τουθ ά τού πουν Ισως πώς τήν κρατούν κρυυιιένη στή Γαλ λία, ή στΐ; Γερμανία, ή στήν ’Ιτα λ ία ... Μέ άλλα λόγια, θά είναι τόσο πανικόβλητος πού δέ θά ξέρη πού βρίσκεται ή κορούλα του, καί θά είναι έτοιμος νά πληρώση άκριβά άν τοΰ άφήσουν μιά πιθανότητα νά τήν ξαναβρή. Τόν βά ζουμε νά πληρώση διά μέσου τής όλλανδικής Τραπέζης τού Ρότερνταμ. θ ά χρειαστή νά καταθέση τρία έκατομμύρια δολλάρια, κι όταν θάχουμε άποσύρει τά ψιλά, τότε Ισως άφήσουμε έλεύθερη τή μικρή, Ισως καί νά μήν τήν άφήσουμε. ’Εγώ γνέφω άρνητικά: —Δέν θά ήταν Ισως φρόνιμο νά τήν άφήσουμε έλεύθε ρη άφοΰ θάχης τσιμπήσει τά ψιλά, Σιγκέλα, τού λέω, θά διηγηθή Ιστορίες, δέν είν’ έτσι; Κι έχουμε όλοι σκοπό νά ξαναγυρίσουμε στήν πατρίδα κάποια μέρα, νομίζω. Ό Σιγκέλα γελάει σαρκαστικά. —Δέν πιστεύω πώς θά τήν άφήσουμε νά ξαναγυρίση στό σπίτι της. "Ισως τή χρησιμοποιήσουμε μέ κάποιον άλλο
Λι'ιτύς 6 άνθρωπος είναι έπιχίνδυνος
21
τρόπο, κι έπειτα άπ’ αύτό, μά τήν πίστη μου. .. θά τά κανονίσουμε ώστε νά συμβή κάποιο Ατύχημα, 6, παιδιά; Ρίχνει μιά ματιά γύρω. Είναι δλοι έκεΐ μαζεμένοι. "Αν τούς είχατε δει! Συνεχίζει: --Πολύ καλά. Τώρα, θά σοΰ πώ πώς σέ παρακολου θούσα στό Τολέδο, Λέμυ. 'Υποπτευόμουν πώς δέν έτρεχες διαρκώς πίσω άπό τη Μιράντα μόνο γιά νάχης τήν εύχάρίστηση νά τήν καμαρώνης, κι βταν τή φέραμε έδώ κι έού πάλι βρέθηκες πίσω της, δέ χρειαζόταν νά είναι κανείς πολύ έξυπνος γιά νά βγάλη τό συμπέρασμα πώς είχες στό νοΟ σου κάποια καμπίνα πού ήταν σχετική μ* αύτήν. Σύμ φωνοι; , ■"Ας τό δεχτούμε, λέω. Είναι άλήθεια πώς είχα ένα σχέδιο. Καταλαβαίνεις, έλεγα μέσα μου πώς αύτή ή μι κρούλα θά μπορούσε Ισως νά ένδιαφερθή γιά τόν ταπει νό σας ύπηρέτη· της μίλησα δυό τρεις φορές καί μοΰ φάνηκε πώς τσιμπούσε. Τότε μοΰ ήρθε ή Ιδέα νά τήν Ακολουθήσω μέχρις έδώ καί νά της κάνω πρόταση γάμου. "Επειτα άπ’ αύτό είχα ύπολογίσει πώς ό γέρος, μαθαί νοντας πώς ή κόρη του είχε παντρευτη έναν γκάγκστερ, θά μέ πλήρωνε άκριβά γιά νά χωρίσω στά γρήγορα. Ό Σιγκέλα έπιδοκιμάζει μ’ ένα γνέψιμο τού κεφαλιού. —Αύτό δέν είναι κουτό, άλλά δέν είναι τίποτα μπρο στά σ’ αύτό πού σχέδιασα έγώ. Ό Ζέλντεν θάδινε ίσως μβιρί'κά χιλιάρικα γιά ένα διαζύγιο, άλλά ποτέ γιά νά ξαναπάρη τή Μιράντα. θέλω τρία έκατομμύρια, καί θά τάχω ! *0 Σιγκέλα σηκώνεται καί προχωρεί πρός τό μέρος μου. Μοΰ παίρνει τό άδειο μου ποτήρι άπό τά χέρια καί μού έτοιμάζει ένα ούίσκυ μέ σόδα. "Επειτα μου τό φέρ νει. —"Ακουσέ με καλά, Λέμυ. Σ ’ έχω γράψει στόν κατάλο γο. "Εχω πάρει πληροφορίες γιά σένα. Χτύπησες δυό Α στυνομικούς στήν Όκλαχόμα πρίν τέσσερα χρόνια. Σέ τι μώρησαν μέ πέντε χρόνια φυλακή, καί κατάφερες νά τό σκάσης σ’ ένάμιση. Αύτό ήταν καλή δουλειά, Λέμυ- Μιάν άπ' αύτές τίς ήμέρες, θά μου διηγηθης τό κόλπο σου. ‘Ε κείνο τόν καιρό παρουσιαζόσουν σάν Πράις Φρέμερ, δέν είν’ έτσι; Δούλεψες λίγον καιρό μέ μιά συμμορία του Κάνσας κι άναγκάστηκες νά του δίνης άπό κεΐ βιαστικά, κι άν δέν κάνω λάθος, σκότωσες άλλον έναν Αστυνομικό στή γωνία, κι άπό κεΐ καί πέρα, χώνεσαι σέ όποιαδήπστε κομπίνα κάθε φορά πού μπορείς καί πρόκειται νά κερδίσης. Είσαι Ακριβώς ό τύπος πού χρειάζομαι, Λέμυ, γιατί Ιχείς ένα φάκελο πάρα πολύ φορτωμένο ώστε νάχης συμ φέρον νά μας καταδώσης, καί γιατί μέ γνωρίζεις άρκετά
24
I I n tr y TflEvri·
«ϊιστε νά ξέρης πώς δέν δέχομαι άνοησίες άπό κανέναν. Δούλεψε γιά μένα καί θ’ άνταμειφθης, άλλά προσοχή: ά πό τή στιγμή πού θά πέρασης τήν πόρτα άπόψε, θάχης κάποιον νά σέ παρακολουθη, κι άν ξεφύγης έστω καί μιά τρίχα άπό τό πρόγραμμα πού θά σου καθορίσω, είσαι χα μένος, γιατί θά σοΰ κανονίσω στό λογαριασμό σου, είτε βρίσκεσαι στήν ’Αγγλία, ή στή Γερμανία, στή Γαλλία ή τή Γροιλανδία, τό Ιδιο σίγουρα δσο μέ λένε Σιγκέλα. Δέν όστειευόταν. Παίρνω άδιάφορο ύφος καί τού λέω: —Αύτά είναι κόλπα γιά τήν έπιχείρηση, Σιγκέλα. Αύτό πού μπορώ νά σοΰ πώ έγώ είναι πώς θά προχωρήσω μα ζί σου άν είσαι έντάξει καί δέν δουλεύω γιά πενταροδε κάρες, σέ προειδοποιώ. ΤΙ θάχω έγώ άπ’ αυτή τή δου λειά; Ό Σιγκέλα βγάζει ένα κομμάτι χαρτί άπό τή μέσα τσέπη τοΰ σακακιού του. —Είμαστε είκοσιπέντε στό κόλπο, λέει ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω, καί τό μερίδιο τοΰ καθενός έχει κανονιστή. Κάνε αύτό πού σοΰ λένε, φίλε μου Λέμυ, κοτνόνισέ τα νά πετΰχη ή δουλειά, κι έχεις διακόσια πενήντα χιλιάρικα I Μοΰ κόπηκε ή άνάσα. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολλάρια, αύτά είναι λεφτά. ’Οφείλω νά πώ πώς αύτό τό παιδί έδινε τήν έντύπωση πώς έβλεπε τά πράγματα πολύ πλατιά. —’Εντάξει, τοΰ λέω. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες, αύτό είναι κάτι. Μετά άπ’ αύτό, θά πάρω τή σύνταξή μου καί θά κάνω όρνιθοτροφεΐο, ή κάτι άλλο. ’Αλλά δέ μοΰ είπες τί πρέπει νά κάνω. Ό Σιγκέλα άρχίζει τά γέλια. —Δέν είναι δύσκολο. Συνέχισε άπλώς αύτό πού σκό πευες νά κάνης. Φρόντισε νά βλέπης τή Μιράντα, κάνε της παρέα, νά βγαίνης μαζί της, περιποιήσου την. Ξέρεις πο λύ καλά πώς μπορείς νά τήν κάνης νά σ’ έρωτευτη άν τό θέλης, Λέμυ- "Ελα τώρα, μεταξύ μας — κι έδώ στρέφεται πρός τούς άλλους χαμογελώντας — ποιός μπορεί νά σοΰ παραβγή σ’ αύτό στις Ηνωμένες Πολιτείες; Δέν ξέρω οΰτε έναν τύπο πού νά τά καταφέρνη σάν « ι έσένα μέ τις μι κρούλες 1 Καί τώρα, γιά νά ξαναγυρίσουμέ στή Μιράντα, ξέρουμε δλοι τί είναι άκριβώς. Είναι μιά μικρούλα, πού είναι εΰκολη, άλλά πού δέ θέλει νά φαίνεται τέτοια. Εί ναι τό είδος της κοπέλας πού πάντα έκανε δ,τι ήθελε στό σπίτι της. Κατά τή γνώμη μου, πρέπει νά τή ρίξης μέ τό πρώτο. Μόνο πού πρέπει νάχης υπομονή. "Εχω τή γνώ μη πώς θά σοΰ χρειαστούν δυό τρεις έβδομάδες γιά νά τσιμπηθή γιά καλά ή Μιράντα. Τότε, θά δργανώσω ένα μεγάλο σουρπράιζ - πάρτυ στήν έξοχή. "Εχω κιόλας τό
Λι'ιτλ; 6 Ανθρω πος είναι #πι*ίνδι»νος
2S
σπίτι, Ενα μικρό πύργο Εποχής μέ άτμόσφαιρα. Θά όργανώσω μια δεξίωση κι έσύ Θά φέρης Εκεί τή Μιράντα. Θά πρέπει νά της πης ότι αυτή ή δεξίωση είναι κάτι τό έντε* λώς Ιδιαίτερο, πώς Θά συνάντηση σ’ αυτήν Ενα σωρό άνΘρώπους καταπληκτικούς. Μέ δυό λόγια, πώς άν της άρέΟη τό άπρόοπτο, θά βρή δ,τι της χρειάζεται. Καί κυρίως φρόντισε ναρθη μόνη. Δέ θέλω νά δω καμαριέρες οΟτε γραμματείς νά τή συνοδεύουν. 'Επιδοκιμάζω μ’ Ενα κούνημα τοΰ κεφαλιού. —Δέν Εχει κανέναν νά τήν προσέχη; ρωτάω. “Ακου λόγιαI Δέν φαντάζεσαι πώς ό γέρο - Βάν Ζέλντεν είναι τόσο βλάκας γιά ν’ άφήνη τήν κόρη του νά τριγυρνάη στήν Εύρώπη χωρίς φύλακα. ’Εκείνη δέν τό ξέ ρπ, άλλά Εχει βάλει νά τήν παρακολουθή Ενας ιδιωτικός ντετέκτιβ, κάποιος όνόματι Γκάλατ. "Οπου κι άν πάη, ό I κάλατ τήν άκολουθεΐ. Μένει στό πιό κοντινό ξενοδοχείο καί δέν τήν άφήνει ρούπι. —Τί θά τόν κάνουμε αύτόν; ρωτάω. Ό Σιγκέλα γελάει σαρκαστικά καί ρίχνει μιά ματιά στόν Γιόνι, καί ό Γιόνι άρχιζει νά γελάη σαρκαστικά κι «ύτός. —"Ασε, λοιπόν, φίλε μου, λέει. Μή σέ νοιάζει γιά τόν Γκάλατ, θά τόν άναλάβουμε Εμείς αύτόν, καί γρήγορα. Ή δουλειά θά φτιαχτή τόσο όμορφα πού δέν θά μάθη ποτέ τί τοΰ συνέβη. Λοιπόν, όρίστε, αύτό είναι όλο κι όλο πού Εχεις νά κάνης. Φέρε τή Μιράντα στό σπίτι πού είπαμε καί ή δουλειά σου θάχη σχεδόν τελειώσει. »Μετά άπ’ αύτό θά πρέπει κι έσύ νά έξαφοπνιστής άπό τήν κυκλοφορία, γιατί όλος ό κόσμος θά σ’ Εχη δει μα ζί της. Άφοΰ τή φέρεις Εκεί κάτω, δέν είναι άνάγκη πιά νά σκοτιστής γι’ αΰτήν, θ’ άσχοληθοϋμε έμεΐς μέ τή Μιιράντα 'Εσύ, νά τί θά κάνης: θά έπιστρέψης στό Λονδίνο καί θά ζητήσης Εναν άριθμό στή Νέα Ύόρκη, μέ τό ύπερατλαντι κό τηλέφωνο, θ ά σου δώσω τν όνομα καί τή διεύθυνση τού τύπου. Αύτό τό παιδί θά πάη νά δη τό Βάν Ζέλντεν γιά νά του πη πώς άπήγαναν τόν κόρη του, καί θά τά κανονίση, ώστε ό γέρος ναρθή σ’ Επικοινωνία μ’ Εσένα τήν άλλη μέ ρα γιά νά πάρη λεπτομέρειες. Τό μόνο πού Εχεις νά κάνης, είναι νά πης στό γέρο πώς άπήγαγαν τήν κόρη του, πώς Εσύ ό ίδιος δέν ξέρεις πού βρίσκεται, άλλά πώς κατά ΐή γνώμη σου πρέπει νά τήν πήγαν στή Γερμανία ή κάπου άλ λοϋ. Έ χω έδω μιά θαλαμηγό, καί μόλις τή φέρης στό Ε ξοχικό σπίτι, θά τή μεταφέρω Εξω άπό τήν ’Αγγλία άμέ· σως. θ ά πής τότε στό Βάν Ζέλντεν πώς πρέπει νά κατα· θέση τρία Εκατομμύρια δολλάμια γιά λογαριασμό μου οιήν όλλανδική Τράπεζα τοΰ Ρότνρνταμ. Μπορεί νά τό κάνη.
26
Π η τ ε ο Τ ο ένκ ϋ
έχει σχεδόν είκοσι έκαταμμύρια. και θα ,μπορής νά τοϋ πης άκόμη πώς άν τά λεφτά δέν είναι κεΐ, μέσα σε δέκα μέρες, υπολογίζοντας άπό τήν παραμονή τοΟ τηλεφωνήματός σου, θά του στείλω ένα άφτί της κόρης του μέ ταχυδρομικό δέ μα. θ ά του πης άκόμη πώς άν τά λεφτά δέν είναι έκεΐ, μέσα σ’ αύτές τίς δεκαπέντε μέρες, δέν θά τήν ξαναδή πο τέ, θά πεθάνη! Καί μπορείς νά προσθέσης πώς δέ θά βγή τίποτα μέ τό ν’ άπευθυνθη στην άστυναμία, γιατί καμία Α στυνομία της Ευρώπης δέ θά μπορή νά τοΰ πή που είναι ή Μιράντα. Ρίχνει πάλι στό ποτήρι μου λίγο ούίσκυ. —Αυτό μοΰ φαίνεται σάν καλή κομπίνα, λέω. Δέ θά μπορέση νά μή στείλη τό παραδάκι. —’Ακριβώς, συμφωνεί ό Σιγκέλα. Καί θά πάω έκεΐ κά τω νά τά είσπράξω έγώ ό ίδιος. Κι έσύ, μετά άπ’ αύτό, θά πρέπει νά είσαι προσεχτικός, θ ά περάσης άκόμη δε καπέντε μέρες στό Λονδίνο, κι έπειτα θά πάρης ένα βαπό ρι γιά τή Νέα Ύόρκη. ’Αλλά προτού φύγης, θά σου δώσω μιά διεύθυνση κοντά στήν 42α όδό. Πήγαινε κεΐ καί θά βρής νά σέ περιμένουν 250 χιλιάρικα. Σύμφωνοι; —Σύμφωνοι, Σιγκέλα. Αύτό μοΰ φαίνεται άπλό σάν τό «καλημέρα». Χωρίς Αστεία, είναι καλά πληρωμένο γιά β,τι έχω νά κάνω. —Διάβολε, δέ λέω πώς έχεις τόση δουλειά δση μερικοί άλλοι άπό τούς συντρόφους, άλλ’ άπό μιάν άλλη άποψη, Ισως είναι ή πιο σπουδαία. Δέ μπορούμε ν’ άπαγάγουμε τή μικρή μέσα στό Λονδίνο, έτσι πρέπει κανείς νά μή μάθη που θά πάη. Πρέπει νά τά κανονίσης ώστε νά τή φέρης έ κεΐ κάτω έτσι, ξαφνικά, νά μήν έχη τόν καιρό νά είδοποιήση οΰτε τήν καμαριέρα της οΰτε δποιονδήποτε άλλον. Γι’ αύτό είναι πού σέ πληρώνω. Καί μ’ ένα χαμόγελο: —’Εγώ στή θέση σου, Λέμυ, θά προσπαθούσα νά παίξω τίμιο -παιγνίδι γιατί άλιώς θά σέ τσάκωνα γρήγορα καί θά μετάνιωνες σκληρά. —Μήν Ανησυχείς y ι’ αύτό, τοΰ κάνω. Ή ύπόθεση είναι σίγουρη. —Πολύ καλά, λέει ό Σιγκέλα. Μοΰ Απλώνει τό χέρι καί σφίγγουμε τά χέρια. —Καί τώρα, δίνε του, κάνει. Ξέρω ποΰ μένεις. "Εχεις ένα διαμέρισμα στήν Τζέρμιν Στρήτ. "Εχω βάλει νά σέ παρακολουθούν άπό κάμποσο καιρό, Ακριβώς άπό τή μέ ρα πού ξεμπαρκάρησες σ’ αύτή τή χώρα. Στρώσου στή δουλειά άπό αύριο τό πρωί. Σηκώνομαι. —’Εντάξει, τοΰ λέω. Φεύγω.
ΛΓ<τός ό Α νθοω π ος είνα ι Επ ικίνδυνος
27
—Σύμφωνοι, Λέμυ. Θά σέ δώ χωρίς άλλο σέ λίγο. Κα ληνύχτα. Του λέω καληνύχτα, καί κάνω Ενα νόημα τού κεφαλιού στους άλλους. Παίρνω τό καπέλο μου στό χώλ, κατεβαί νω τή σκάλα καί βγαίνω στό δρόμο. ΑίσΘάνομαι κεφάτος, γιατί Εχω τήν Ιδέα πώς είναι καλό κόλπο γιά μένα νά μπω στήν κομπίνα τοΰ Σιγκέλα κι Ισως, άν λαδώσω τό μυαλό μου, νά μπορέσω νά βρω κάποιον τρόπο νά κανονίσω αυ τόν τό βρομιάρη τόν Σιγκέλα. Είναι περασμένες μία τή νύχτα. "Οταν φτάνω στό Νάτσμπριτζ, καταβρέχουν τούς δρόμους. Ή νύχτα είναι θαυ μάσια καί περπατάω μέ βήμα χαρούμενο, άπόλυτα Ικανο ποιημένος άπό τόν έαυτό μου. Στή σκέψη πώς Θά μπορού σα νάχω διακόσια πενήντα χιλιάρικα τά χάνω έλαφρά., Καταλαβαίνετε τί Θά μπορούσε νά κάνη Ενας άνθρωπος μ* βλα αύτά τά χρήματα. ‘Εκείνη τή στιγμή είχα φτάσει στό ύψος του στάθμου του Γκρήν Πάρκ* βλέποντας Εναν άστυνομικό, τόν ρωτάω άν ύπηρχε κανένας δημόσιος τη λεφωνικός θάλαμος έκεϊ γύρω. ΜοΟ λέει πώς υπάρχει Ε νας στό σταθμό, κι Ετσι ξαναγυρίζω μέσα. "Εχω τόν άριθμό τοΰ Μάκ Φήν γραμμένον μέ μολύβι στήν έτικέτα του ράφτη πού βρίσκεται στήν έσωτερική τσέπη τοΰ σακακιοΟ μου. "Εχω τόν Φή,ν άμέσως στήν άλλη άκρη τοΰ σύρμα τος. —Γειά σου, Μάκ, τί γίνεσαι; —Δέν πάω κι άσχημα, μικρέ μου φίλε. Κι έσύ; —Δέν παραπονιέμαι- Πές μου λοιπόν, Μ άκ... Ερχομαι άπό μιά σύσκεψη. —‘Αδύνατον I —Ναί σοϋ λέω. "Αφησα τόν Σιγκέλα πριν μιά στιγμή. “Εχει σκοπό ν’ άπαγάγη τή Μιράντα, καί μ’ Εβαλε κι έμένα στό κόλπο, καί θάθελα νά σου πώ πώς θάχω Ενα ό μορφο μερίδιο, μικρό μου άγόρι. Τόν άκούω νά σφυρίζη. —Νόστιμο αύτό, Λέμυ. θ ά μέ χρειαστης; —"Οχι γιά τήν ώρα, μικρέ μου. Πρέπει νά προχωρήσω στά μαλακά σ’ αυτή τήν Ιστορία, γιατί ξέρεις τόν Σιγκέλα. Δέν μπορείς νά τόν γελάσης. Λοιπόν νά είσαι φρόνι μος καί θά σοϋ κάνω σινιάλο σέ μιά δυό μέρες. —Σύμφωνοι, φίλε. ’Ανάβω Ενα τσιγάρο, σκαρφαλώνω τά σκαλιά καί βγαί νω άπό τό σταθμό. ‘Ακριβώς μπροστά άπό τήν είσοδο, βλέπω Ενα υπέροχο άμάξι, πλάι στό πεζοδρόμιο. Τό προ σέχω καλύτερα καί βλέπω τήν Κόνι, τή φίλη τοΰ Σιγκέλα, τή μικρή πού μ’ είχε καταφέρει σάν πρωτάρη, καθι σμένη στό τιμόνι. Μέ κοιτάζει καί χαμογελάει-
28
Π rjxey Τσένεν
—Πήγε καλά τό τηλεφώνημά σου, Λέμυ; —"Ω ! άκου, Κόνι, είσαι πολύ περίεργη-, ‘Αναγκάστηκα νά τηλεφωνήσω γιατί, σάν βλάκας, ξέχασα τό κλειδί μου στό σπίτι μου. Τηλεφώνησα στο θυρωρό γιά νά βεβαιω θώ πώς ήταν ξύπνιος γιατί άλλιώς δέν θά μπορούσα νά γυρίσω. —θ ά σε Αφήσω περνώντας, Λέμυ. ’Ανέβα, έχω νά σου μιλήσω. ’Ανεβαίνω πλάι της καί μέ άφήνει στό σπίτι μου, κι έκεΐ, βρίσκομαι Αναγκασμένος νά παίξω μιά όλόκληρη κω μωδία καί νά χτυπήσω τήν πόρτα δυνατά γιά νά μου Α νοίξουν, ένώ είχα τό κλειδί στήν τσέπη μου. "Οταν ό θυ ρωρός άνοίγη, ή Κόνι βρίσκεται Ακόμη έκεϊ. —Κάλεσέ με ν’ Ανεβώ νά πάρω ένα ποτήρι, Λέμυ. Πρέ πει νά σου μιλήσω. —Πάντα ευγενικός μέ τις κυρίες, Αγαπητή μου. ’Ανέβα, Κόνι. Τήν όδηγώ πάνω, τήν περνάω μέσα, της βγάζω τό παλ τό της καί της έτοιμάζω ένα οΰίσκυ-σόδα. Βλέποντάς την έκεΐ, όρθια στή μέση του δωματίου, μένω ώστόσο έκπλη κτος Από τό γεγονός πώς είναι στ’ Αλήθεια μιά πρώτης τάξεως μικρούλα. ’Αναρωτιέμαι μέχρι ποιό σημείο μπο ρώ νά τήν έμπιστευτώ, Αν υποθέσουμε πώς θέλω νά ρίξω τόν Σιγκέλα. ’Αλλά δέν Αργεί νά μέ διαφωτίση πάνω σ’ αυτό τό σημείο. "Ερχεται νά καθίση στό μπράτσο της πο λυθρόνας μου. —"Ακουσέ με καλά, Λέμυ, λέει. Σ ' Αγαπώ πολύ. Είσαι έντάξει τύπος κι έχεις κάτι πάνω σου πού μ ’ Αρέσει καί δέ θά χρειαζόταν πολύ γιά νά σ’ έρωτευτώ. "Οπως καί νά είναι, δέν Ανέβηκα έδώ γιά νά σου πώ αυτό τό πράγμα. Ό Σ ιγκέλα μ’ έστειλε γιά νά σου δώσω αυτό έδώ. Δέν ή θελε νά σοΰ τό δώση μπροστά στούς άλλους. Ρίχνει ένα φάκελο πάνω στό τραπέζι. —Μέσα σ' αύτό τό φάκελο θά βρής δέκα χιλιάδες δολλάρια. Είναι γιά τά έξοδά σου, γιά νά κάνης τόν καβαλιέ ρο στή Μιράντα. Ό Σιγκέλα έννοεϊ νά κάνης σωστά τή δουλειά σου, χωρίς νά σκεφτής τά έξοδα. Καί τώρα, Λέ μυ, Ακούσε προσεχτικά. Ξέρω τόν τύπο σου, είσαι γεννη μένος Απατεώνας, ένας λωποδύτης έπιδέξιος καί σου Αρέ σει ή φίνα δουλειά. Ξέρουμε δλα τά σχετικά μ’ έσένα, πώς δούλευες πάντα μόνος σου καί πώς γ ι’ αύτό ίσως νά μή σ’ ένδιαφέρη νά δουλέψης μέ τόν Σιγκέλα καί τήν παρέα too. ’Αλλά σέ προειδοποιώ. Κάνε ό,τι σοΰ είπαν καί προχώρα όμορφα, γιατί ό Σιγκέλα ξέρει πολύ καλά πώς εί σαι ικανός νά του κάνης μιά βρωμοδουλειά- Προσοχή, δέν είναι πολύ σίγουρος γιά σένα, γ ι’ αύτό θά σέ περιμένη στή
Λ υ τό ς 6 ά νθρ ω π ος ε ίν α ι Επικίνδυνος
2!>
γωνία, κι άν κάνης καμιά στραβοτιμονιά, Θά σέ τσακώση, άκόμη κι άν χρειαστή νά κανονίση τ6 λογαριασμό σου μέ τά ίδια του τά χέρια. Ή Κόνι παίρνει Ενα τσιγάρο άπό τό κουτί πού είναι πλάι της καί συνεχίζει: --Καταλαβαίνεις, υπολογίζει πολύ στήν υπόθεση αύτή. Ή άστυναμία τόν κυνηγάει στήν ’Αμερική' Εχει Εκεί κάτω Κνα φάκελο τόσο φορτωμένο πού ό διάβολος θάμοιαζε μέ παιδάκι της Εκκλησιαστικής χορωδίας πλάι σ’ αύτόν. Χρειάζεται πολλά λεφτά καί τά χρειάζεται άμέσως γιά νά ταχτοποιήση τις δουλειές του. "Εχει βάλει στό νοΰ του ν' άπαγάγη τή Μιράντα, κι Εχει τόσο καλά ύπολογίσει τό κόλπο του πού είμαι σίγουρη πώς θά πετύχη. Πλησιάζει στό μέρος πού κάθομαι, κοντά στό τζάκι, στέ κεται όρθια μπροστά μου, μέ κοιτάζει κατάματα. ‘Η μικρή Κόνι Εχει μάτια καστανά, πολύ βαθιά. Σάς Εχω πει κι άλ λη φορά πώς είναι κάτι τό (καταπληκτικό. —"Ελα, Λέμυ, κάνει, προχώρησε μαζί μας, δείξου Εντά ξει. Κάνε τή δουλειά σου καί πέρασε άπό τό ταμείο. Πηγαίνει νά πάρη τό πααωφόρι της άπό τήν καρέκλα. —"Οταν θάχουν όλα κανονιστή, Ισως Εχουμε κάτι νά ποΟμε έμεΐς οί Βυό. Ξέρεις, θά μπορούσα θαυμάσια νά Ε ρωτευτώ Εναν τύπο σάν κι Εσένα, Λέμυ, προσθέτει μέ κάπως μιλαγχολικό ΰφος. Χαμογελάω: —"Ω, λά λ·ά! Μήν ξεχνάς πώς είσαι ή φίλη τοϋ ?ιγ κίλα. Τό πρόσωπό της φωτίζεται. —Ωστόσο, Ετσι είναι, Λέμυ. Μήν τό κάνεις τούμπανο, άλλά δέν άγαπώ τόν Φέρντι Σιγκέλα, μόνο τί θέλεις νά κά νω; Πρέπει ν’ άκολουθήσω κι έγώ τήν κίνηση, καί είμαι άρκετά Εξυπνη γιά νά τό στρίψω. "Ας άφήσουμε πού Εχω όλο τόν καιρό μπροστά μου. Βάζω τά γέλια: —Σύμφωνοι, κούκλα. "Οσο γιά τό νά ξέρω νά περιμέ νω, Βέ φοβάμαι κανέναν άρκεϊ αύτό ν’ άξίζη τόν κόπο άλλά γιά νά ξαναγυρίοουμε γιά λίγο στή μεγάλη υπόθε ση, είναι κάτι πού δέ μου πολυαρέσει σ’ αύτήν, κι αυτό είναι αύτός ό Γκάλατ. Ή Κόνι γελάει —"Ασε. τ ’ άστεΐα, Λέμυ. Αύτό τό παιδί είναι βυζανιά ρικο, Ενα καλοφτιαγμένο παλικάρι πού μόλις βγήκε άπό τό κολέγιο καί πού ό γέρο - Οάν Ζέλντεν τό χρησιμοποιεί σάν φύλακα γιά νά προσεχή τή Μιράντα. ’Αλλά μή σκοτί ζεσαι γ ι’ αύτόν, ό Σιγκέλα θά τον άγαλάβη. ’ Ας τό παραδεχτούμε. Ωστόσο όμως είναι σόλικο ν’
30
Π ή τ Ε μ Τ σ εν εϋ
άρχίσω τή δουλειά γιά τή Μιράντα μ’ αύτό τόν τύπο νά τριγυρίζη έδώ γύρω. Δέν βλέπεις πώς μυρίζεται τήν καμ πίνα; —"Ελα νά μέ βοηθήσης νά φορέσω τό πανωφόρι μου, Λέμυ, λέει. Τήν ώρα πού τή βοηθάω μου ρίχνει μιά ματιά πάνω άπό τόν ώμο. —"Ακούσε, μικρέ μου, κάνει τρυφερά- Μήν άνησυχεΐς γιά τόν Γκάλατ. Αυτή τή στιγμή έχει Ενα δωμάτιο στό Στράντ Τσάμπερς, πλάι στό ξενοδοχείο της μικρής Βάν Ζέλντεν. Λοιπόν, αύριο τό βράδυ θά πάρη Ενα τηλεφώνη μα, καταλαβαίνεις. .. Τόν ζητάνε δήθεν Επειγόντως, καί θά πάη στό ραντεβού. "Εχω τήν Ιδέα πώς μετά άπ’ αύτό δέν θά σ’ ένοχλήση πιά π ο λ ύ ... Χαμογελάω μέ κατανόησή. —Ό Σιγκέλα θά τόν πάρη νά κάνη μιά βόλτα, Ε; —Μήν είσαι τόσο περίεργος καί φίλησέ με, Λέμυ, κάνει. Πώς ξέρει νά φιλάη, αύτή ή μικρή I Σ ’ Ενα λεπτό κατευθύνεται πρός τήν πόρτα. —Γειά σου, Λέμυ. Τή συνοδεύω μέχρι τό δρόμο, τή βάζω στό άμάξι καί τή βλέπω ν’ άπομακρύνεται. Είναι καταπληκτικό πού αύ τή ή κούκλα μέ άφησε νά καταλάβω πώς θά μπορούσα ί σως νά τή ρίξω μιάν άπ' αύτές τις μέρες. "Επειτα, ξανανεβαίνω στό διαμέρισμά μου καί κλειδώνω τήν πόρτα. Με τά άνοίγω τό φάκελο πού είναι πάνω στό τραπέζι. Δέν εί ναι άστεΐα, δέκα χιλιάρικα βρίσκονται στ’ άλήθεια μέσα, είκοσι χαρτονομίσματα των πενταικοσίων δολλαρίων. Μέ νω γιά μιά στιγμή νά τά κοιτάζω βταιν ξαφνικά μούρχεται μιά Ιδέα. Πηγαίνω στό δωμάτιό μου κι άνοίγω τή ντουλάπα μου, Στό κάτω συρτάρι υπάρχει Ενα βιβλίο- Αύτό τό βιβλίο εί ναι μιά συλλογή άπό άποκόμματα Εφημερίδων καί μέσα Ε χω κολλήσει άποσπάαματα άπό άναφορές τής 'Ομοσπον διακής ’Αστυνομίας των 'Ηνωμένων Πολιτειών, γιατί κατά λαβα πώς αύτό εΐχε γιά μένα μεγάλο Ενδιαφέρον. Αύτό μέ πληροφορεί γιά τις ραδιουργίες τών συμμοριών τών γκάγκστερς καί γ ι’ αύτούς πού άναζητεΐ ή άστυνομία. Δέν άργώ νά 6ρώ αύτό πού ζητάω. Είναι μιά άναφορά τής άστυνομίας πού άφορά τή ληστεία τής ’Εθνικής Κτηματι κής Τραπέζης τού Άρκάνσας. Λάβετε ύπόψη πώς ΰλοι ξέ ρουν πώς αύτό είναι κόλπο τής συμμορίας τού Λακάσαρ, πράγμα πού σημαίνει πώς ό Λακάσαρ βρισκόταν άπό πί σω. Στήν Επόμενη σελίδα, Ενα άπόσπασμα τής Εφημερίδας τής άστυνομίας δίνει τούς άριθμούς τών κλεμμένων χαρτο νομισμάτων.
Λιϊτός ό άνθρωπος είναι έπικίνδυνος
31
Φέρνω τό βιβλίο στό σαλόνι καί συγκρίνω μέ τούς άριθμούς των χαρτονομισμάτων πού μου έδωσε ή Κόνι. "Εκαψα διάνα. Ό Σιγκέλα είναι αύτός πού όργάνωσε τό κόλπο τής Τράπεζας του Άρκάνσας, καί τά δέκα χιλιάρικα πού μούστειλε, είναι άπό κείνα πού λήστεψε έκεΐ κάτω. Ξανα βάζω τά χαρτονομίσματα μέσα στό φάκελο, θ ά είναι εύ κολο νά χαλάσω αύτά τά χρήματα στό Λονδίνο. Ή λη στεία έγινε στό Άρκάνσας πριν έξη μήνες, καί είμαι ήσυ χος πώς δέ θά τ’ άναγνωρίσουν σ’ αυτήν έδώ τή χώρα. Παίρνω τό φάκελο καί τόν βάζω σ' ένα συρτάρι τής κρεβατοκάμαράς μου. Αύτήν άκ'ριβώς τή στιγμή, άρχίζω νά σκέφτωμαι τόν Γκάλατ, τό φύλακα - άγγελο τής Μι ράντας, πού αύτή δέν ξέρει γ ι’ αυτόν τίποτα. Φαντάζομαι ιιύτόν τόν τύπο: ένας ψηλός πιτσιρίκος πού μόλις βγήκε Λπο τό λύκεια, πού δέν έχει κουκούτσι ιμαυλό- “Εχω τή γνώμη πώς αύτό τό παιδί δέν θά βαστάξη πολύ δταν τό περιλάβη ό Σιγκέλα. ’Αλλά νομίζω πώς θά ήταν καλή Ιδέα νά μιλήσω σέ κάποιον πού γνωρίζω γ ι’ αύτή τήν Ι στορία Γκάλατ, κι έτσι ξαναγυρίζω στό σαλόνι καί τηλε φωνώ στόν Μάκ Φήν. ΤοΟ μιλάω γιά τήν κατάσταση, καί τοΟ λέω πώς ό νεαρός Γκάλατ είναι σημαδεμένας καί πώς 6 Σιγκέλα θά τόν καθαρίση ίσως αύριο τό βράδυ, καί πώς θά ήταιν προτιμότερο νά βρίσκεται ό Μάκ Φήν έκεΐ γύρω νιά νά παρακολουθή, ώστε νά βεβαιωθώ άπόλυτα πώς 6λα ξεκαθάρισαν δπως πρέπει. Μετά ξοτπλώνω, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος έπειτα άπό μιά μέρα τόσο φορτωμένη. Καθώς μέ παίρνει ό ύπνος, βλέπω τά καστανά μάτια τής Κόνι — έχει όμορφα μάτια αύτή ή μικρούλα — πού μέ κοιτάζουν. Μου έρχονται παρά ξενες Ιδέες σχετικά μ’ αύτή τήν πονηρούλα.
'Ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι
6
Γ κ ό γ ια ζ
"Οταν ξυπνάω τήν άλλη μέρα, ό ήλιος λάμπει κι αίσθάνομαι τόν έαυτό μου σέ πλήρη φόρμα. Παίρνω ένα θαυμάσιο πρωινό, μέ έξη φλυτζάνια καφέ, καί καθώς τά καταβρο χθίζω, παραδίνομαι ήσυχα σέ μιά σειρά συλλογισμούς πού άφοροΰν τήν υπόθεση Σιγκέλα.
92
I I ή τερ Τ ο έν εϋ
Μπορεί κάνει νά στοιχηματίση δλο τόν καφέ της Βραζι· λίας μ' ένα ποτό πώς ό Σιγκέλα έχει μιά καταπληκτική όργάνωση σ’ άύτή τη χώρα· κι δλο τό τσάι της Κεϋλάνης μέ μιά ρίζα δυόσμο πώς δέν είχα δει οϋτε τό τέταρτο άπό τούς Ανθρώπους του. Ή παρέα των σκληρών πού συνάντη σα στό διαμέρισμα τού Νάιτσμπριτζ είναι δλοι — έκτος ίσως άπό μισή ντουζίνα —τύποι πού τούς έχω δει κάπου στις 'Ηνωμένες Πολιτείες. ’Έχω τή γνώμη πώς πρέπει νά ύπάρχουν άκόμη ένα σωρό άνθρωποι σ’ αύτή την Ιστορία. Ά πό τή στιγμή πού ό Σιγκέλα έχει θάλει κάποιον νά μέ παρακολουθή, πρέπει αυτός νά είναι κάποιος πού δέν τόν γνωρίζω — άλλιώς θά τόν καταλάβω άμέσως, καί ό Σιγκέλα δέν είναι τόσο κουτός. Τήν ώρα πού έχω τελειώσει τόν καφέ μου κι έχω βάλει μπροστά μιά μποτίλια κρασί, σπάω τό κεφάλι μου για νά βρω πώς θά μπορούσα νά τά κανονίσω ώστε νά μάθω δλη τή συμμορία του Σιγκέλα. Είμαι ένα Ασήμαντο Ανθρωπάκι, πού θέλει πολύ νά ξέρη τί κάνει καί τί γίνεται γύρω, θ έ λω βέβαια νά ριψοκινδυνέψω, άλλά δχι καί νά όρ^ιήσω μέσα στά σκοτάδια. Καθώς τά σκέφτομαι αύτά, χτυπάει τό τηλέφωνο: είναι δ Σιγκέλα. -Λοιπόν, Λέμυ, πώς αισθάνεσαι σήμερα τό πρωί ; ’Απαντάω πώς είμαι καλά, κάποτε μέ ρωτάει &ν έχω τά ψιλά πού είπε στήν Κόνι νά μοΰ δώση, δέκα χιλιάδες δολλάρια. Τοΰ λέω πώς πραγματικά τά πήρα. Τού λέω έπίσης πώς ξέρω άπό πού τά έχει, καί τόν άκούω πού κοροϊ δεύει. —’Εσύ τουλάχιστον δέν έχεις πίτουρα στό κεφάλι, λέει. Ξαφνικά ή φωνή του γίνεται σοβαρή. Είναι παράξενο κορμί ό Σιγκέλα- δταν έχη κάτι σοβαρό νά πη, θάλειες πώς ή φωνή του σβήνεται - χάνει έντελώς τόν ήχο της καί γίνεται σιγανή καί άπιιλητική. —’ Ακούσε μικρέ μου. Τώρα πρέπει νά ξεκινήσης. Είμα στε βιαστικοί καί πρέπει νά βάλης κι έσύ ένα χεράκι. Ή μικρή σου συντρόφισσα μένει στό «Κάρλτον». *Άν πήγαι νες καί άρχιζες τή δουλειά, έ; θέλω νά δώ αύτή τήν ύπόθεση νά μπαίνη μπροστά τό συντομότερο. —Είμαι σύμφωνος. Μόλις τελειώσω τή μπουκάλα μου μέ τό κρασί, βάζω μπροστά —Πολύ καλά, Λέμυ. Γειά σου. —Σύμφωνοι, κούκλε μου. Κι άν μπής στόν πειρασμό νά κάνης καμιά στραβοτιμονιά, σκέψου τή μανούλα σου. Πάνω σ’ αύτό, άκουμπάω τό Ακουστικό καί ζαναβυθίζομαι ατούς συλλογισμούς μου. Τό μεσημέρι ντύνομαι — έχω ρούχα πολύ κομψά καί μεταξωτά πουκάμισα καταπληκτι κά πού τ’ Αγόρασα τήν προηγούμενη μέρα — κι δταν είμαι
Αύτύς Α άνθρωπος είναι, έπικίνδννος
33
md Ετοιμος νά πάω νά δρω τή. Μιράντα, είμαι φρέσκος καί κρμψός σάν άνοιξιάτιικο μπουκέτο. Τελειώνω τό κρασί, κατεβαίνω τή Χαιημάρκετ καί μπαίνω στό «Κάρλταν». Ι,τήν υπηρεσία υποδοχής ζητάω τή ιμίς Βάν Ζέλντεν. Μου (VwivtoOv πώς ή μίς Ζέλντον δέν είναι στό διαμέρισμά της· ΟΟτε ξέρουν πότε ή μίς Βάν Ζέλντεν Θά γυρίση. Νομίζουν πώς λείπει γιά μερικές ή μ έρ ες... Αύτό είναι άσχημο γιά τή δουλειά, σκέφτομαι μέσα μου. Ρωτάω Επειτα άν ή μίς Βάν Ζέλντεν Εχει μιά γραμματέα ή μιά καμαριέρα, γιατί Εχω κάτι πολύ έπεΐγον νά της πω. κι Επειτα άπό Ενα σωρό λόγια, άνεβαίνω στό άσανσέρ κοά μ* περνάνε σ’ Ενα σαλόνι. Δίνω τ’ όνομά μου στό παιδί, κάθομαι καί περιμένω. Καί νά πού Ερχεται μιά μικρή, πού φαντάζομαι πώς εί ναι ή καμαριέρα. Καί δέν πέφτω Εξω. Αύτή ή κούκλα εί ναι άκριβώς ό τύπος της καμαριέρας, λεπτοκαμωμένη ό πως συνήθως καί πού ξέρει τι θέλει. ΜοΟ λέει πώς ή μίς Ηάν Ζέλντεν θ’ άπουσιάση γιά μερικές ήμέρες. "Οταν τε λείωσε, σηκώνομαι. —Άκούστέ, μικρή μου, της λέω. "Εχω ύποθέσεις πολύ Ενδιαφέρουσες μέ τή μίς Βάν Ζέλντεν, καί δέ χρειάζεται παρά νά μέ άναγγείλετε, είναι πάντα έδω γιά μένα· "Εχω άπόλυτη άνάγκη νά τή δω, λοιπόν είναι άνώφελο νά μου λΕτ* πώς δέν είναι έδω καί πώς δέν ξέρετε που βρίσκεται. 1Ελάτε, μικρή μου, ποϋ είναι; Καθώς μιλάω, βγάζω άπό τήν τσέπη μου Ενα χαρτονό μισμα τών πενήντα δολλαρίων κι άρχίζω νά τό διπλώνω προσεχτικά. Βλέπω τό βλέμμα της νά καρφώνεται στά χέ ρια μου. —Σ τ’ άλήθεια, σας διαβεβαιώ πώς δέν ξέρω γι’ αύτό τί ποτα, κύριε Κώσιον, λέει. ’Αλλά ϊσως αύτό νά σας πληροφορήσηΕξαφανίζεται καί ξοαναγυρίζει σχεδόν άμέσως μ’ Ενα Κομμάτι χαρτί, πού μοΟ τό δίνει: —Τό βρήκα αύτό γιά μένα όταν τής Εφερα τό πρωινό της, λέει. Κοιτάζω τό σημείωμα, γράφει: «θά
λείψω
γι ά
δυό
τ ρ ε ι ς ήμέιρες» Μ. Βάν Ζέλντεν»
Δίνω πενήντα δολλάρια στήν καμαριέρα·. —Καί δέν έχετε τήν παροεμικρή ιδέα γιά τό μέρος πού μπορεί νά πήγε: S
34
Π fjxeg Τσένβΰ·
’Εκείνη γνέψει Αρνητικά. —Σας όρκίζομαι πώς δέν ξέρω τίποτα γ ι’ αύτό. Τής φουρνίζω ένα δυό ,χωρατά κι Ιπειτα τά μαζεύω"Όταν βγαίνω έξω, παίρνω τό δρόμο δπου — κατά τήν Κόνστανς — μένει ό Γκάλατ, ό φύλακας τής Μιράντας, καί καθώς περπατάω, άρχίζω νά συλλογίζομαι. Πρώτα - πρώτα μου φαίνεται λίγο παράξενο νά μήν εί ναι ή (Μιράντα έκεϊ άκριβώς τή στιγμή πού ό Σιγκέλα μοϋ άναθέτει ναρθώ σ’ έπαφή μαζί της. Ξέρω πώς ό Σιγκέλα, δέν είναι άπό τά παιδιά πού δέν ξέρουν τί λογαριάζουν νά κάνουν. Αύτό δέν μου άρέσει καθόλου. Φτάνω σέ λίγο στό Στράντ Τσάμπερς, πολύ κοντά στήν Τ-ραφάλγκαρ Σκουαίαρ. Μπαίνω στό άκίνητο καί διοασχίζω ένα μακρύ διάδρομο μέχρι ένα παράθυρο τής προσόψεως, πού βλέπει στό δρόμο. ’Επιθεωρώ μέ προσοχή τά γύρω καί, στό άντίικρινό πεζοδρόμιο, άνακαλύπτω έναν τύπο πού είναι κολλημένος στόν τοίχο ικαί κάνει πώς δια βάζει τήν έφημερίδα. 'Υποπτεύομαι πώς αύτό τό παλι κάρι έχει άναλάβει νά παρακολουθή τόν Γκάλατ. Είναι έ νας χοντρός, ιμελαχρσινός τύπος, πού μοιάζει μέ γκάγκστερ, άλλά πού δέν τόν γνωρίζω στήν όψη. "Ισως άνήκη στή συμμορία του Σιγκέλα, ίσως όχι. Ξαναγυρίζω πρός τό άσανσέρ, καί ρωτάω τόν όδηγό άν ό κύριος Γκάλατ είναι στό διαμέρισμά του. ΜοΟ λέει πώς είναι, κι έτσι άνεβαίνουμε. Στό τρίτο μέ κατεβάζει κοΛ μέ όδηγεϊ, διασχίζοντας ένα διάδρομο, μέχρι μιά πόρτα. Χτυπάει καί μπαίνω. Μέσα στό δωμάτιο, ένας ψηλός τύ πος μέ πολύ νεανικό ύφος παίρνει τό πρωινό του διαβάζον τας τήν έφημερίδα. Είναι ξανθός κι έχει ένα άγαθό πρό σωπο παιδιού—Σέ τί μπορώ νά σας έξυπηρετήσω; λέει. Κι άπό τόν τρόπο πού τό λέει, μούρχεται ή Ιδέα πώς αύτό τό παιδί περιμένει νά δή νά συμβαίνη κάτι, άλλά δέν ξέρει τί άκριβώς, καί γΓ αύτό τό λόγο έχει δώσει τή δια ταγή ν’ άνεήάζουν Αμέσως όλους αύτούς πού θαρθούν νά τόν ζητήσουν. —Γιά τήν ώρα, θά μπορούσατε νά μου προσφέρετε ένα ποτήρι, Γκάλατ, κι έπειτα θά μπορέσουμε νά κουβεντιά σουμε οί δυό μας. Καί μ’ αύτή τήν εύκαιρία, λέω άδιάψορα, μήπως περιμένατε κανέναν; Πάει νά πάρη μιά μπστίλια ούίακυ κι ένα ποτήρι άπό ένα ντουλάπι, μού γεμίζει τό ποτήρι καί μου τό δίνει. Μέ κοι τάζει νά πίνω. Άκουμπάω τό ποτήρι καί άνάβω ένα τσι γάρο. —Μόπως ξέρετε, κατά τύχην, πού είναι ή μίς Βάν Ζέλντεν; κάνει.
Α ιΗ λ ς ό Α νθ ρ ω π ο ς είν α ι έπ ικίνδ υ ν ο ς
85
’Αφήνω μιά τουλίπα καπνού καί του χαμογελάω. —Μά γιά σταβητε, φίλε μου, νόμιζα πώς ήταν δική σας δουλειά νά ξέρετε ποΟ είναι αύτή ή μικρή καί τί κάνει... —Καί πώς τό ξέρετε σεις αύτό; ρωτάει. Τονίζω περισσότερο τό χαμόγελο. --'Υπάρχει μιά παλιά παροιμία πού λέει πώς δυό σκύ λοι - φύλακες άξίζουν καλύτερα, παρά Ενας. Σκέφτεται γιά μιά στιγμή πάνω σ’ αύτό. -Π ότε άντιληφθήκατε πώς είχε φύγει; λέει έπε'ιτ’ άπό μιά στιγμή. Αύτή τή στιγμή, πηγαίνοντας νά τή δω στό διαμέρι σμά της. Καταλαβαίνετε, Εχω συναλλαγές μαζί της. Πάει λίγος καιρός πού τή γνωρίζω. Γνέφει καταφατικά. Νομίζω πώς γνωρίζω πολλούς ύποπτους τύπους ΙγοΟ είδους σας, λέει. Σηκώνομαι. Εύχαριστώ γιά τό ούίσκυ, φίλε μου. Καί ώρβουάρ. "Αν δέν ξέρετε που είναι, δέν μπορείτε νά μου κάνετε σπουδαία Εξυπηρέτηση. Τήν καλημέρα μου στούς δικούς σας ΰταν θά γράψετε. Σηκώνεται κι αύτός. -Πείτε μου λοιπόν, κάνει, ποιός άκριβώς είστε; Είμαι δ Τζών Μάλιγκαν, πράκτωρ της Ε ταιρίας ΆΟψαλειών του Ίλινόις Τράστ. ‘Η μίς Βάν Ζέλντεν Εχει άαλ(σει τά κοσμήματά της σ’ έμας γιά Ενα σημαντικό π ο ν, καί ή έταιρία μας δέν είναι καθόλου σίγουρη πώς ή ύπόθεση άξίζει τόν κόπο. Ξέρετε πώς είναι, τρέχοντος & ξιά κι άριστερά, κοτταλήγει νά χάση τά κοσμήματά της ή νά τ' άφήση πρόχειρα στόν πρώτο τυχόντα πού θάχη 6ρ«ξη νά της τά κλίψη. Ό Γκάλατ συμφωνεί μέ μιά κίνηση τοΰ κεφαλιού καί λέω μέσα μου πώς άρχίζει σιγά - σιγά νά τσιμπάη. —Μέ δυό λόγια, μου έχουν άναθέσει νά παρακολουθώ Τή μίς Βάν Ζέλντβν γιά νά Εξακριβώσω γιά τό ποσοστό Κινδύνου, κι άν ή άναφορά μου είναι δυσμενής, τότε ή φίρμα δέ θ’ άνανεώση τήν άσφάλεια, αύτό είναι όλο. Πέ ρασα νά τή δώ σήμερα τό πρωί, καί ή καμαριέρα μου είπε πώς έφυγε άφήνοντας δυό λόγια καί πώς θά ξαναγυρίση Οέ μερικές ή μέρες. Αύτό μοΰ φάνηκε άρκετά παράξενο. Γνώριζα τήιν ύπαρξή σας, γιατί ή έταιρία μου πληροφορήβηκε πώς ό γέρο - Βάν Ζέλντεν σας είχε προσλάβει γιά νά προσέχετε τήν κόρη του, καί σκέφτηκα πώς ίσως γνω ρίζατε κάτι, αύτό είναι δλο. Παίρνει^ τό ποτήρι μου, τό πηγαίνει στό ντουλάπι καί τό ξαναγεμίζει.
3
36
Π ήτερ Τσένευ
—Συγχωρήστε με πού φάνηκα άπότομος, Μάλιγκαν, άλλά είμαι λίγο νευριασμένος έξαιτίας αύτής της κοπέλας, θάδινα πολλά γιά νά μάθω ποΟ βρίσκεται. "Εχω βάλει ένα δικό μου άνθρωπο στό ξενοδοχείο της, άλλά δέ μπό ρεσε νά μου πη τίποτα. Ξανακάθομαι καί άνάβω πάλι τσιγάρο. Τό ούίσκυ δέν είναι πολύ άσχημο, ώστόσο, δμως, δχι τόσο καλό σάν τό κρασί μου. —’Ακούστε, Γκάλατ, τοΟ λέω. "Ας πούμε πώς είμαι πιό ■μεγάλος άπό σας καί πώς έχω δει όχι καί λίγα πράγμα τα. Λοιπόν, καθώς έρχόμουν έδω, πριν δυό λεπτά, πήρε τό ιμάτι ιμου στό άπέναντι πεζοδρόμιο, έναιν άνθρωπάκο πού έχει άναλάβει νά παρακολουθη τό σπίτι· 'Ωραία, καί τώρα ή ή Μιράντα έξαφανίστηκε γιά μιά ή δυό μέρες, για τί είχε κάποια δική της κομπίνα, ή άλλιώς, συμβαίνει κάτι πού δέν είναι φυσιολογικό. "Αν συμβαίνη κάτι ύποπτο, τό τε όποιος κι άν είναι ό τύπος πού έκανε τή βρομοδου λειά, θά στήσουν κάποιον μπροστά σας, για νά δή ποιυά θά είναι ή Αντίδρασή σας κι έχω τήν έντύπωση πώς αύτό Ακριβώς συμβαίνει αύτή τή στιγμή. Τόν φέρνω στό παράθυρο καί του δείχνω τόν τύπο στδν άπέναντι δρόμο, πού διάβαζε πάντα Ιτήν έφημερίδα. Ό Γκάλατ ξανάρχεται στό τραπέζι. —Αύτή ή Ιστορία δέ μου λέει τίποτε καλό, κάνει. —Λοιπόν, τ( πρόκειται νά κάνετε; "Εχετε τά χέρια δε μένα. "Αν κάνετε φασαρία καί ξεσηκώσετε τούς Αστυνομι κούς καί ή Μιράντα έχει φύγει, άπλώς γιά νά κάνη μιά βόλτα, θά σας βγάλη τά μάτια καί θά γίνη έξω φρενών μέ τό γέρο της, γιατί έβαλε νά τήν παρακολουθούν· δέν μπορείτε νά τό ριψοκινδυνέψετε αύτό. —Λοιπόν, τί θέλετε νά κάνω; —θ ά σας τό πω. Μήν κουνηθήτε άπό δώ μέχρι σήμερα τό βράδυ στις όχτώ. "Εχετε τό νοϋ σας στόν τύπο πού πα ραφυλάει άπέναντι καί κοιτάζετε ποιός θαρθη νά τόν άντικαταστήση. "Επειτα, στις όχτώ, πάρτε μιά βαλίτσα — σάν νά φεύγατε γιά ταίξίδι — κατεβήτε καί καλέστε ένα τα ξί. Πείτε νά σας όδηγήση στό Πράιορυ - Γκρόουβ 4, στό Χάμπσταντ. Είτε κάνω μεγάλο λάθος, είτε ό τύπος ή ό Αν τικαταστάτης του θά σας πάρουν άπό πίσω. "Οταν φτά σετε στό δρόμο του Πράιορυ, κατεβήτε άπό τό ταξί καί άκολουθήστε τό διάδρομο μέχρι τήν έξοδο του βάθους. Ό τύπος θά σας παρακολουθήση, δέν είν’ έτσι; Ω ραία, λοι πόν έγώ, θά τόν περιμένω σ’ αύτό τό μέρος καί θά τόν περιλάβω. Μπορεί νά καταφέρω νά τόν κάνω νά μιλήση. Μετά άπ’ αύτό, θά γυρίσετε έδώ όσο μπορείτε πιό γρήγο ρα καί θά περιμένετε νά σας δώσω σήμα.
Λ ύ τ λ ς b ά νθρ ω π ος ε ίν α ι έπικίνδυ νο ς
37
Φαίνεται Ανακουφισμένος. -Καλή Ιδέα, λέει. Είναι εύγενικό Από μέρους σας νά ηΑνετε βλον αυτόν τόν κόπο. Χαμογελάω. --•Μήν τό σκέφτεστε. ’Εγώ Εχω τή δουλειά μου νά κΑ ναι, καί δέ μπορώ νά φτιάξω τήν Αναφορά μου προτού δώ τή μίς Βάν Ζέλντεν καί ν’ Αντιληφθώ τ[ Εχει πίσω άπό τό κεφάλι της. Σ ας βεβαιώ πώς ή Εταιρία μου άνησυχεΐ πολύ γιά τούς κινδύνους πού διατρέχουν αύτά τά κοσμήματα. Σταθήτε, civ θέλετε νά ρίξετε μιά ματιά σ’ αύτό.' Βγάζω άπό τήν τσέπη μου μιά δερμάτινη θήκη καί του 1ή δείχνω. Είναι μιά έπίσημη κάρτα της ύπηρεσίας 'Ανα ζητήσεων της 'Εταιρίας ’Ασφαλειών Μλινόις Τράστ. Τήν •Ιχα κλέψει Από Εναν τύπο πριν μερικά χρόνια καί πολ λές φορές μοΟ φάνηκε πολύ χρήσιμη. ’Αμέσως ή υπόθεση τακτοποιήθηκε. —Αύτό μου άρκεΐ, κάνει, θ ά κάνω αύτό πού μοΟ είπατε. —Σύμφωνοι, φίλε. Και τώρα, βάλτε καλά στό μυαλό σας αύτό : Ξεκινάτε άπό δω Απόψε στις όχτώ, παίρνετε Ινα ταξί καί πηγαίνετε στό νούμερο 4 τοΟ Πράιορυ - Γκ,ρουυ·, στό Χάμπσταντ, διασχίζετε κατευθείαν τό διάδρομο καί ξαναγυρίζετε Αμέσως έδώ. Καταλάβατε; ΜοΟ λέει «ναί». Τότε τί κάνω; Περνάω Από τό σπίτι ιμου καί τηλεφωνώ στόν Μάκ Φήν. Περιμένω δέκα λεπτά. Ίρώω Ελαφρά σ' Ενα ύπόγειο του Πικσντίλυ- Σέ δυό ώρες παίρνω Ενα ταξί- ΤοΟ λέω νά μέ πάη στό σταθμό του Γκρήν Πάρκ καί πιαίρνω τόν ύπόγειο σιδηρόδρομο μέχρι Τό Νάιτσμπριτζ. Έ κεΐ, κατεβαίνω, παίρνω Ενα δεύτερο τα ξί, πού μέ φέρνει μέχρι τήν άκρη τοΟ Πάρκ Λαίην. ΑλλΑ ζω Ακόμη μιά φορϋά ταξί καί φτάνω τέλος στόν Αριθμό 4 Τής όδοΟ Πράιορυ. ’Εκεί μένει ό Μάκ Φήν. "Εχω τή γνώμη πώς κατάφερα πιά νά ξεφύγω Από τά παιδιά πού μπορεί νύ μέ παρακολουθούσαν Στρωμένος μπροστά σ’ Ενα τραπέζι, Λ Μάκ Φήν plχνπι μιά πασιέντσα, πίνοντας ούίσκυ. Γιά νά σδς κατατοπί σω, μάθετε πώς ό Μάκ Φήν είναι Ενας τύπος μετρίου Ανα στήματος, μέ πρόσωπο μακρουλό, πού διαρκώς Εχει Ενα ΐΐδος χαμόγελου, πού τίποτε δέν κατάφερε ποτέ νά τοΰ τό σβήση. ΜοΟ δίνετ τή μποτίλια. —Λοιπόν, τί νέα, Λέμυ; —"Ακούσε, Μάκ Φήν, κάτι θά γίνη πρός τά δώ. Σή μερα τό πρωί ό Σιγκέλα μου τηλεφωνάει ναρθώ σ’ έπαΦή μέ τή Μιράντα. Μένει στό «Κάρλτον*, πηγαίνω έκεΐ, καί τό είχε σκάσει Αφήνοντας δυό λέξεις στήν καμαριέρα της, λέγοντας πώς θ’ Απουσίαζε γιά δυό τρεις ή μέρες. "Ολ’ αύτά μου φαίνονται πολύ Ανησυχητικά, γιατί μπο
38
Πήτεο Τσένεϋ
ρείς νά βάλης στοίχημα, -πώς άν ή Μιράντα είχε σκοπό νά πάη κάπου, ό Σ ιγκέλα θά τό είχε μάθει. Λοιπόν, κάνω κά τι πού δέν ήθελα νά κάνω: πάω νά βρω τόν Γκάλατ, για τί νά πώς βλέπω τό κόλπο : άς υποθέσουμε πώς κάποιος πήρε πραγματικά τή Μιράντα έξω άπό τό Λονδίνο. "Ε, λοιπόν, αύτός δέν είναι ό Σ ιγκέλα, έπομένως πρέπει νά μάθω ποιός είναι. ’Απέναντι άπό τό σπίτι του Γκάλατ, εί ναι ένας τύπος πού παραμονεύει, κι αύτός ό τύπος μοιά ζει γιά γκάγκστερ. Πάω νά δω τόν Γκάλατ καί φαίνεται άναστατωμένος. Ξέρει πώς ή Μιράντα έχει φύγει καί δέν ξέρει γιά που. Αύτό τό παιδί μοιάζει μέ σκύλο πού τρέχει πίσω άπό τήν ούρά του. Του διηγούμαι ένα σωρό Ιστορίες· πώς λέγομαι Τζών Μάλιγκαν, πράκτορας άσφαλετών τοΰ Ίλινόις Τράστ, πού έχει άσφαλίσει τά κοσμήματα της Μι ράντας καί πώς ήρθα νά παρακολουθήσω τούς κινδύνους πού διατρέχει ή Έταιρια. Τό πιστεύει. ΤοΟ λέω έπίσης νά μείνη στό σπίτι του μέχρι τις όχτώ τό βράδυ, έπειτα νά βγή μέ μιά βαλίτσα, σά νόφευγε γιά ένα μικρό ταξίδι, καί πώς ό τύπος πού έχει άναλάβει νά τόν παρακολουθή θά τόν πάρη σίγουρα τό κατόπι. Είπα λοιπόν στόν Γκάλατ νά πάη πρός τό δρόμο του Πράιορυ, κι έχω τήν Ιδέα πώς θά τόν δής νά καταφτάνη καπά τις όχτώμιση. Λοι πόν, άκου, Μάκ. ΣτΙς 8 καί 20, κατέβασε τό άσανσέρ στό Ισόγειο- ‘Ο Γκάλατ θά διάσχιση τό διάδρομο χωρίς νά σταματήση καί θά βγή άπό τήν πόρτα τοΰ βάθους' έπειτα θά ξαναγυρίση κατευθείαν στό διαμέρισμά του. "Αν ό τύ πος πού έχει άναλάβει νά παρακολουθή τόν Γκάλοττ εΐναι έστω καί λίγο σοβαρός, θά τόν πάρη άπό πίσω μέσα στό διάδρομο. Αύτή τή στιγμή θά τόν συλλάβης — έγώ θά βρίσκωμαι πίσω του. *0 Μάκ Φήν γνέφει καταφατικά. —θ ά τσακώσουμε τόν μικρό καί θά τόν στριμώξουμε, καταλαβαίνεις; θ ά μας πή που είναι ή Μιράντα, άν δε χτούμε πώς τό ξέρει. Κατάλαβες τό κόλπο; Ό Μάκ Φήκ γνέφει καταφατικά. —Κατάλαβα- θ ά τόν περιποιηθής; —Δέ μπορεί κανείς νά σοΰ κρύψη τίποτα, μικρέ. Λοι πόν, αύτή είναι ή ύπόθεση, κι έτσι πρέπει νά είναι γιατί έ χω τήν έντύπωση πώς είναι καί κάποιος άλλος πού προσ παθεί νά μπή στήν κομπίνα καί πρέπει νά μάθω ποιός είναι. —Σύμφωνοι, λέει ό Μάκ Φήν. Πίνω ένα ποτήρι μαζί του, κι έπειτα ξαναγυρίζω στό διαμέρισμά μου τής Τζέρμιν Στρήτ. Ξαπλώνω, γιατί νιώ θω πώς πρόκειται νάχω πολλή δουλειά τό βράδυ, κοιμάμαι μέχρι τις πέντε ή ώρα, έπειτα παίρνω ένα φλυτζάνι καφέ — μέ τόν άγγλικό τρόπο—, ένα μπάνιο, καί μένω έκεϊ άνυ-
Αι'ιτός ό Λ νθοω πος είνα ι επ ικίνδυ νος
39
πομονώντας μέχρι τις έφτάμιση. Στις έφτάμιση, παίρνω έ να ταξί καί λέω νά μέ πάη στό Στράντ κάνοντας βόλτα άπό τό Λόγικ “Ακρ. Στήν Τραφάλγκαιρ Σκουαίαρ, πληρώ νω τόν σωφέρ καί προχωρώ μέ τά πόδια μέχρι τό Στράντ I αάμπερς. Σέ καμιά πενητνταριά μέτρα άπό κεΐ σταματάω, καί κοιτάζω προσεχτικά γύρω. “Οπως περίμενα, ύπάρχει ένας τύπος άκουμπημένος ιμέ τήν πλάτη στόν τοίχο. Στριμώχνο μαι κάτω άπό ,μιάν αύλόπορτα καί περιμένω. Στις όχτώ ή ώρα, δ Γκάλατ βγαίνει άπό τό Στράνς Τσάμπερς, καί παίζει τό ρόλο του θαυμάσια. Φοράει ένα φαρδύ, ταξιδιωτι κό πανωφόρι καί κρατάει μιά βαλίτσα στό χέρι. Μένει μεικά λεπτά στό πεζοδρόμιο καί φωνάζει ένα ταξί. Άνεαίντι καί τό ταξί ξεκινάει. Ό τύπος πού είναι άπέναντι φωνάζει ένα άλλο ταξί καί παρακολουθεί τόν Γκάλατ. Τότε έγώ παίρνω ένα τρίτο κι άκολουθώ τά δύο άλλα. *0 Γκάλατ είναι άρκετά πονηρός. Τριγυρνάει όλόκληρο τό Λονδίνο, προτού πάρη τό δρόμο ΐοΟ Χάμπσταντ, .μ’ αύτό τόν τύπο πού τούχβι κολλήσει ά«ό πίσω. ’Επιτέλους, στις έννιά παρά τέταρτο, ό Γκάλατ σταματάει μπροστά στόν άριθμό 4 του Πράιορυ Γκρόουβ. Ί ό άλλο άμάξι βρίσκεται περίπου έκατό μέτρα πίσω, καί Τό δικό μου ατήν Ιδια άπόσταση άπό τό δεύτερο. Ό Γκά λοπ κατεβαίνει, πληρώνει τό ταξί καί τό δεύτερο ταξί
£
•τα μ α τά ει-
Ιταματάω κι έγώ. Δίνω ένα χαρτονόμισμα μιας λίρας 9T0V σωφέρ. Διασχίζω τό δρόμο καί παρακολουθώ κρυφά. Ό τύπος του δεύτερου ταξί ρίχνει μιά ματιά γύρω μέχρι «ού είδε τόν Γκάλατ νά μπαίνη στό Πράιορυ Κώρτ, καί τόf t ήσυχα - ήσυχα τόν άκολουθεΐ. Μ’ ένα πήδημα, διασχίζω ΐλ δρόμο καί χώνομαι στό Πράιορυ Κώρτ πίσω άπό τόν Ιόπο. Βλέπουμε τόν Γκάλατ νά προχωρή στό διάδρομο καί νά |γα(νη άπό τήν είσοδο της ύπηρεσίας. Ό τύπος πού τόν παρακολουθεί βρίσκεται σχεδόν στή μέση τοΟ διαδρόμου, βΤΟ ύψος του άσανσέρ, βταν έμφανίζεται ό Μάκ Φήν. -Μ ιά στιγμή, μικρέ μου, κάνει. “Εχω δυό λόγια νά σοΟ πώ. Τό Πράιορυ Κώρτ, είναι ένα μέρος άρκετά έρημο. Δέν ύπάρχει κανείς γύρω. ’Ενώ ό Μάκ Φήν τόν φωνάζει, ό τύ πος γλιστράει τό χέρι πρός τήν τσέπη του μέ τό περίστρο φο, άλλά προτού πρσφτάση νά κάνη ό,τιδήποτε, ρίχνομαι πάνω του. Τού παίρνω τό όπλο καί τή στιγμή πού γυρίζει πρός τό μέρος μου, τού σκάω μιά γροθιά στά ρουθούνια. —“Ακου, μικρέ μου, τού λέω, κολλώντας του τό ίδιο του τό περίστροφο στό στομάχι, μέ τρώει τό δάχτυλό μου,
40
Πήτβο Τσένβϋ
γ ι’ αύτό σέ συμβουλεύω ν’ άνεβής στό άσανσέρ χωρίς νά κάνης ιστορίες. ’Ανεβαίνει στό άσανσέρ, Ό Μάκ Φήν ικι έγώ άνεβαοίνου· με πίσω του. Ό Μάκ Φήν μανουβράρει τά κουμπιά κι Α νεβαίνουμε. Παίρνουμε τόν τύπο στό δωμάτιο του Μάκ Φήν. Είναι Ενα νέο παιδί, καλοντυμένο πού Εχει τό φέρ σιμο τοΰ μικρού κλασικού γκάγκστερ πού συναντάει κα νείς σέ όπσιαδήπχχτε πόλη. Τού λέω νά καθίση. —‘Άκου, μικρέ μου, δέν Εχουμε πολύ καιρό γιά χάσιμο. Σοΰ είχαν Αναθέσει νά παρακολουθης τόν Γκάλατ στό Στράντ Τσάμπερς. Τί σημαίνει αύτό; Γιά ποιόν δουλεύεις καί ποΰ είναι ή Μιράντα Βάν Ζέλντεν; Καγχάζει. —Συνέχισε τήν κουβέντα, μ’ Ενδιαφέρεις, Απαντάει. Ό Μάκ Φήν μέ κοιτάζει. —"Ακου, κοριτσάκι, λέω στόν τύπο, δέν θέλουμε νά σοΰ φερθούμε άσχημα, άλλα σοΰ Εγγυώμαι πώς θά μιλήσης, καταλαβαίνεις; Λοιπόν θ’ άποφασίσης νά τό άνοιξης ή προτιμάς νά σοΰ σπάσουμε τά μούτρα; Βγάζει μιά όδοντογλυφίδα Από τήν τσέπη του καί Αρ χίζει νά καθαρίζη τά δόντια του—Μέ κάνετε νά διασκεδάζω, λέει. Τόν πλησιάζω καί τοΰ καταφέρνω μιά γροθιά άκριβώς Ανάμεσα στά δυό μάτια. Κουτρουβαλάει μαζί μέ τήν κα ρέκλα του. Σηκώνεται καί στέκεται Από τό άλλο μέρος τού τραπεζιού. Ό Μάκ Φήν τόν περιλαβαίνει μέ τήν σει ρά του. Ό τύπος ξαναστέκεται όρθιος καί φτόιει δυό - τρία δόντια. Προχωρώ πρός τό μέρος του καί τόν ξανακαθίζω μέ τό ζόρι στήν καρέκλα. Άνασηκώνω τήν καρέκλα καί τό Ανθρωπάκι, καί ζυγιάζω όλόκληρο τό πακέτο πάνω στόν τοίχο. *Η καρέκλα σπάει καί ό τόπος κατρακυλάει καταγής. Είναι γεμάτος αίματα καί δέν Εχει πιά τό ζωη ρό ύφος του· Μόλις πάη ν’ Ανασηκωθη, ό Μάκ Φήν τού κολλάει μιά γροθιά στήν άκρη τού σαγονιοΰ. Ξαναπέφτει. Προχωρώ πμός τό μέρος του. —Λοιπόν, θά μιλήσης, φιλαράκο μου, τοΰ λέω, ή πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τά μεγάλα μέσα ; Στηρίζεται μέ τήν πλάτη στόν τοίχο- ή μύτη του είναι σπασμένη καί τό Ενα του μάτι κλειστό. Πιάνει τό σαγόνι του γιά νά δή πόσα δόντια τοΰ μένουν. —Πάει καλά, λέει. Κατάλαβα. Ρωτήστε με τί θέλετε. —Μπράβο, μάγκα I "Αν Επινες μιά γουλιά πρίν; Τόν βάζω σέ μιά καρέκλα καί τοΰ δίνω νά πιή. "Επειτα κάθονται καί οί δύο. —Καί τώρα, στρώσου, τοΰ λέω.
Α ϊτ ό ς δ ά νθρω πος είν α ι επ ικίνδυ νος
41
Καταπίνει μιά γουλιά. —Δέν ξέρω πολλά πράγματα, κάνει. ΜοΟ άνέθεσαν νά παρακολουθώ τόν Γκάλατ. Καταλαβαίνετε, τό άφεντικό δέν ήταν σίγουρο γιά τό τί άκριβώς ήξιερε. Δουλεύω γιά τόν Γκόγιαζ. 'Αλλάζω μιά ματιά μέ τόν Μάκ Φήν. '—Λοιπόν ό Γκόγιαζ είναι στό κόλπο; Που είναι ή Μι ράντα Βάν Ζέλντεν; Ό τύπος Ιχει μπελάδες μέ τήν μύτη του, γ ι’ αύτό του δανείζω τό μαντίλι μου. —Δέν ξέρω, άλλά νά τί συμβαίνη: ό Γκόγιαζ συνεργά ζεται μέ τόν Κάστλιν, καί νομίζω πώς θά σκέφτηκε δτι ή Μιράντα Βάν Ζέλντεν θάμπαινε σέ πειρασμό μέ τή ρουλέ τα. Κάνει τή γνωριμία της κάπου καί τήν παρασύρει μ’ αύτό τό τέχνασμα γιατί τής περνάει ή Ιδέα πώς τό παι γνίδι θά της δώση συγκινήσεις—Καί ποΟ παίζουν; ρωτάω. —Δέν ξέρω τίποτα γι’ αύτό, άπαντάει. Ό Μάκ Φήν προχωρεί πρός τό μέρος του, κι αύτός ση κώνει τά χέρια. —Άρκβτά μέ χτυπήσατε, κλαψουρίζει. Σας λέω πώς δέν ξέρω. Κάνω νόημα στόν Μάκ Φήν νά στοοματήση. —Πάει καλά, όμορφούλη μου, τώρα πές μου, ποΟ είναι τό γενικό στρατηγείο του Γκόγιαζ, που τόν έβλεπες; ΜοΟ δίνει μιά διεύθυνση πρός' τό μέρος τής Μπαίηκερ Στρήτ. Δένουμε τόν νεαρό καί τόν ρίχνουμε στήν καρβου ναποθήκη τοΰ Μάκ Φήν- Εύχομαι νά ξανακάνουμε καμιά βόλτα ό Μάκ Φήν ή έγώ πρός τά δω σέ δυό τρεις ήμέρες γιά νά τόν βγάλουμε, άλλιώς δέν τήν έχει καλά ό μικρός. Μετά άπ’ αύτό, στρίβουμε. —ΤΙ κάνουμε τώρα, μπέμπη; λέει ό Μάκ Φήν. —Νά, μικρό ψαροκέψαλο, πρέπει νά καταφέρουμε νά μά θουμε που βρίσκεται ή Μιράντα. "Εχω σκοπό νά πάω νά κάνω μιά βόλτα πρός τό μέρος τής Μπαίηκερ Στρήτ. "Ι σως τούς τό κάνω γιά έκφοβισμό. Μήν τό κουνήσεις άπό δώ γιά μιά ώρα, κι άν δέν έχης νέα μου μέχρι τότε, πή γαινε νά βρής τόν Γκάλατ στό Στράντ Τσάμπερς. Πές του πώς δουλεύεις μαζί μου, μέ τόν Τζών Μάλιγκαν, μέ τήν Ε ταιρία ’Ασφαλειών Μλινόις Τράστ, καί κάνετε ύπομονή μέχρι νά σας δώσω σννιάλο- Υπάρχουν πιθανότητες νά σας τηλεφωνήσω πρίν τά μεσάνυχτα. —Καί ό τύπος πού είναι έκεϊ κάτω; κάνει δείχνοντας μ* τό δάχτυλο τήν καρβουναποθήκη. —Σέ συμβουλεύω νά μήν άνησυχής. . . "Αφησέ τον λοι πόν έκεΐ. "Αν ξανάρθης σέ μιά δυό μέρες, θά τόν ξανα-
42
Πήτβο Τσένεϋ
βρής ίσως σέ καλή κατάσταση. ’Αλλιώς θά χρειαστή νά βρής κάποια καμπίνα, καί μήν ξεχνάς, δταον δής τόν Γκά λοπ, πώς λέγομαι 'Γζών Μάλιγκοον, της έταχρίιας Ίλινόις Τράστ. —Σύμφωνοι, μικρέ μου φίλε. ’Αλλά ξέρεις, 6 φίλος μου 6 Γκόγιαζ δέ μου λέει τίποτα καλό. —Οΰτε καί σ’ έμένα. Είναι κιόλας άρκετά δύσκολο νά είμαστε ύποχρεωμένοι ν’ άνεχτοΰμε τόν Σιγκέλα, άλλά μέ τόν Ρκόγιαζ άπό -πάνω, είναι σάν νά παίρνουμε τό τσάι μέ δηλητηριώδη φίδια. —Αύτό είναι, κάνει ό Μάκ Φήν. θυμάσαι τόν καιρό πού είχαμε άποφασίσει νά τά παρατήσουμε δλα καί νά κάνου με όρνιθοπροφεΐο στό Μιυσούρι — ξέρεις, τότε πού ό ΚρΙμπ σοϋ είχε σφηνώσει ένα βλήμα στά πισινά. —”Ω, πάψεΙ τοϋ λέω. Ά λλά κατεβαίνοντας μέ τό άσανσέρ, λέω μέσα μου πώς ό Μάκ Φήν δέν Ιχει Ισως καί τόσο άδικο, καί πώς θά ή ταν προτιμότερο γιά τήν ύγεία μου νά κάνω όρνιθστροφεΐο στό Μισούρι, παρά ν’ άνακατεόωμαι μέ συμμορίες ληστών. “Εξω, παίρνω τό ταξί καί λέω στό σωφέρ νά μέ πάη στή Μπαίηκερ Στρήτ.
Ο Σ ι γ κ έ λ α ε ίν α ι κ ο ρ ό ι δ ο Μέ τήν πλάτη άκουμπημένη στά μαξιλάρια του ταξί, σκέ φτομαι τόν Γκόγιαζ καί προσπαθώ νά ξεδιαλύνω αύτό τό μπέρδεμα. Ό Γκόγιαζ είναι ένας τύπος πού δέν θά σάς τό συνιστουσα καθόλου. *Ηταιν κιόλας έπικεφαλής μιάς συμμορίας τήν έποχή πού οί άντρες ήταν άληθινοί άντρες καί ή ληστεία ένα βμορφο έπάγγελμα. Είχε βρεθη άνακατεμένος σ’ δλα τά κάπως σπουδαία έγκλήματα πού είχαν γίνει έκεΐ κάτω, καί ό Φλόυτ Μπόν-Μπούιζ, πού είχε δώσει ένα χεράκι στήν ύπόθεση τής σφαγής του Κάνσας Σίτυ, δπου τέσσερα παιδιά είχαν σκοτωθή γιατί θέλησαν νά σώσουν ικάποιον ληστή πού δέν έννοοϋαε νά σωθή, ό Φλόυτ Μπόν - Μπούιζ θά μπορούσε νά πάρη μαθήματα άπ’ αύτόν. Ό Γκόγιαζ είχε συνεργαστή στενά μέ τόν Σ ιγκέλα άλ·
Λι'ιιΛς λ Ανθρωπος είνα ι Επικίνδυνο;
43
Kurt. Ή ειδικότητά του ήταν κυρίως τό χαρτοπαίγνιο- εΐχ* Ινα πλοίο, τό «Πρίνσες Κρίσταμπελ», πού Εμενε στ’ ά* νοιχτά των παραλιακών πόλεων, κι όπου Επαιζαν τόσο χοντρό παιγνίδι πού Ενας Εκατομμυριούχος θά μπορούσε νά χάση καί τΙς τιράντες του μένοντας άδιάφορος. Τά χαρ* ΐιΛ ήταν σημαδεμένα — πράγμα πού δ Εν Επιτρέπεται — κι όλοι όσοι άπό κάποιο θαύμα κέρδιζαν δέν κατάφερναν ιιοτέ νά πάρουν τά ψιλά στό σπίτι τους. "Η τούς τάκλεβαν 0 1 ό βαπόρι ή τούς πετούσαν άπό τό κατάστρωμα της βενζΐνας πού τούς μετέψερε στήν ξηρά, καί τούς Εκαναν Εκ βιασμό προτού τούς τραβήξουν άπό τό νερό. Ξέρω πώς μιά φορά, ά Σιγκέλα είχε Ερθει σέ λόγια ιόν Γκόγιαζ γιά μιάν άπαγωγή πού είχε σχεδιάσει καί noil είχε βάλει στό νοΰ του νά χρησιμοποιήση γι’ αύτήν ιό πλοίο τού Γκόγιαζ. ’Αλλά Εκείνο πού είναι όλοφάνερο. •Ivui πώς ό τύπος πού πιάσαμε δέν είναι άνθρωπος τού 1 1 γκέλα — τόν κάναμε πολύ εύκολα νά μιλήση' Ενας άν θρωπος τού Σιγκέλα δέ θά ξεφούσκωνε τόσο γρήγορα! Κι αύτό πού μοΰ άποδείχνει Επίσης πώς σ’ αύτή τήν ύπόθεβη ό Σιγκέλα καί ό Γκόγιαζ δέν συνεργάζονται, είναι Ιΐώς αύτός ό τύπος μδς είπε πώς ό Γκόγιαζ συνεργαζόταν μέ τόν Κάστλιν —ό Κάστλιν είναι Ενας χοντράνθρωπος πού δουλεύει γιά όποιονδήποτε. Συνεργάζεται τίς πιό πολλές φορές μέ τό Γκόγιαζ, γιατί ξέρει γιά τήν ύπόθεση τού Ιοπίοριοΰ, καί ξέρω πώς ό Σιγκέλα δέ θάθελε νά μπερΙβυτή μέ τόν Κάστλιν γιά όλο τό χρυσάφι τού κόσμου· Δέ μπορεί νά τόν άνεχτη καί δέν τοΰ Εχε* τήν παραμικρή Ιμπιστοσύνη. “Ωστε, τ( συμπέρασμα πρέπει νά βγάλουμε άπ’ όλα αΰtd ; Λοιπόν πρέπει νά βγάλουμε τό συμπέρασμα πώς ό Γκόγιαζ πρέπει νά μυρίστηκε τί μαγείρευε ό Σιγκέλα, 8ΤΙ προσπάθησε νά τού κλέψη τήν κομπίνα άρπάζοντας τή Μιράντα, καέ φαίνεται νά πέτυχε στό κόλπο του. Αύτό ση μαίνει πώς ό Σιγκέλα είναι κορόιδο, καί τί κορόιδο! Βλέ πω άπό τώρα τί θά κάνη στή συμμορία Γκόγιαζ-Κάστλιν δταιν μάθη τί Εγινε I Φαίνεται Επίσης πώς ξέμπλεξε άπ’ δλα μιά χαρά γιά δι κό του όφελος ό Γκόγιαζ. Πρέπει νά παρακολούθησε τή Μιράντα καί νάκανε τή γνωριμία της σέ κάποια δεξίωση, κάποιο πάρτυ, ή δέν ξέρω σέ ποιά κομπίνα. Πρέπει νά σάς πώ πώς ό Γκόγιαζ εΐνακι όμορφο παιδί, πολύ εύγενικό, ειδικευμένος στή σλάβικη γοητεία κι όλα τά παρεπό μενά της. "Επειτα άπ’ αύτό, πρέπει νά της μίλησε γιά τό σαλόνι του πού παίζουν χαρτιά στό βαπόρι, καί ή Μι ράντα δάγκωσε τή φόλα δπως ό σκύλος τά λουκάνικα. Τίποτα τό καταπληκτικό σ’ αύτό. Είναι άκριβώς άπό τά
44
Π ή τ ε ρ Τσένεϋ
πράγματα πού πρέπει νά τήν τραβούν περισσότερο. Ή Ιδέα νά πάη ν’ άκουμπήση δλο της τό παραδάκι πάνω σ’ ένα πλοίο πρέπει νά της φάνηκε δ,ΐι πιό τέλειο υπάρχει σέ δ.τι άφορα τήν ψυχαγωγία. Δέ θά σταματήση ούτε γιά ένα δευτερόλεπτο στή σκέψη πώς θά μπορούσαν νά τήν κατακλέψουν τόσο άνοιχτά σάν νά της άναποδογύριζαν τίς τσέπες. "Οχι, πρέπει νά πάη. Πρέπει ν’ άποδείξη πώς έχει κάποια τόλμη, ή μικρή Μιράντα. Καθώς τά σκεφτόμουν αύτά, φτάσαμε στή Μπαίηκερ Στρήτ. Πληρώνω τήν κούρσα καί πηγαίνω μέ τά πόδΰχ πρός τό μέρος πού μοΰ μίλησε ό μπράβος τοΰ Γκόγκαζ. Στρίβω σ’ έιναν πλαϊνό δρόμο, κι έκεΐ, λίγο πιό μακριά, βλέπω μεγάλους στάβλους. Προχωρώ κατά μήκος τοΰ τοί χου κι έντελώς στήν άκρη διακρίνω τό σπίτι πού είναι πάνω άπό τόν παλιό σταθμό. Οί κουρτίνες άφήνουν νά περ νούν άχτίνες άπό φως. Στήν τσέπη τοΰ σακακιοΰ μου παίζω μ’ ένα μικρό αύτόματο των 20, ένα άπ’ αύτά τά παιγνιδάκια γιά νά σκο τώνουμε τΙς μύγες. Τό πήρα μαζί μέ τό περίστροφο των 38 πού έχω μέσα στήν τσέπη. Τό βγάζω άπό τήν τσέπη μου καί τό στερεώνω μέ μιά είδιική πένσα ατό έσωτερικό τοΰ καπέλου μου άπό μαλακό φέτρ — είναι ένα παλιό δεκό μου κόλπο, καί μοΰ φάνηκε χρήσιμο πολλές φορές. Μ’ αύτό τόν τρόπο, τό περίστροφο είναι άκουμπημένο στό κεφά λι μου καί τό συγκροτεί τό καπέλο μου. ’Ανάβω ένα τσιγάρο, καί σκαρφαλώνω στήν πόρτα τοΰ διαμερίσματος, πάνω άπό τούς παλιούς στάβλους, καί χτυ πάω δυό τρεις φορές. "Επειτα άπό μιά στιγμή, ή πόρτα μισοανοίγει έλαφρά κι ένας Γιαπωνέζος μέ κοιτάζει μέ μι σό μάτι άπό τό άνοιγμα, κι αύτό κάνει άμέσως τήν καρδιά μου νά σκιρτήση, γιατί ξέρω πώς ό Γκόγιαζ είχε πάντα ύπηρέτες Γιαπωνέζους. —Ό κύριος Γκόγααζ είναι δω ; ρωτάω. Γιατί Ιχω άνάγκη νά τόν δω άμέσως._ ’Ανοίγει τήν πόρτα. —’Εσείς νά περυμένη έδώ. Έγώ πηγαίνει νά δώ. Καθώς γυρίζει, τοΰ κολλάω μιά άκριβώς πίσω άπό τ' άφτί — στήν ένωση τοΰ ικρανίου μέ τό λαιμό μιά πολύ όμορφη γροθιά μέ τό δεζί καί τόν άρπάζω στόν άέρα i t κριβώς τή στιγμή πού κουτρουβαλάει. Έπειτα, τόν κολ λάω στόν τοίχο, ξανακλείνω τήν πόρτα καί άνεβαίνω. Στήν κορυφή της σκάλας, ύπάρχει μιά πόρτα. Τήν άνοίγω καί βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα διάδρομο βπου βλέπουν πολλά δωμάτια άπό τίς δυό πλευρές. Στό βάθος, άριστερά, βλέπω φως άπό μιά μισάνοιχτη πόρτα, καί άκούω θό ρυβο άπό φωνές καί κουδουνίσματα ποτηριών. Ι1|>οχωρώ
Α ύ το ς 6 άνθρωπος είναι επικίνδυνος
45
στις, μύτες των ποδιών, περνάω τό κεφάλι μου άπό τό ά νοιγμα της πόρτας καί μπαίνω. Είναι έκεΐ τέσσερις τύποι καθισμένοι γύρω άπό £να τρα πέζι καί παίζουν πόκερ. Σέ μιά γωνιά τοΰ δωματίου, ξε“ κουράζονται τά παιδιά σέ μιά καρέκλα, ή Λότι Φρίτς, ή φίλη τοΰ Κάστλιιν διαβάζει τήν έφημερίδα. Έ χω τήν έντύπωση πώς δέ μου λείπει ή έπιδεξιότητα. —Λοιπόν, «παιδιά», κάνω, πώς πάει τό παιγνίδι; “Εχω βγάλει τό όπλο άπό τήν τσέπη μου Kod τό γυρί ζω πρός τό μέρος τους. Δέ σοιλεύουν, άπλώνουν μονάχα τά χέρια τους μπροστά τους πάνω στό τραπέζι, σύμφωνα μέ μιά όμορφη παλιά άμερικανική συνήθεια. —Καλησπέρα, Λότι, λέω. Πώς πάει ό Κάστλιν; ’Ακου στέ, γενναίοι μου, είναι άσκοπο νά έκνευριζόμαστε καί νά τσακωνόμαστε. "Ας προχωρήσουμε μέ τά χέρια ένωμένα, θέλετε; Δέ θέλω νά σάς κάνω νά χάνετε τόν καιρό σας οϋτε σείς τόν δικό μου. Δώστε μου μόνο μερικές πληροφο ρίες καί θά μπορέσετε νά ξαναγυρίσετε στά όμορφα έρ γ α σας. Ό τύπος πού είναι άπέναντί μου — ένας ψηλός γκάγ.κστερ μέ λαδωμένα μαλλιά — καγχάζει καί λέει: —Μπά, μπά! Μά αυτός είναι ό Λέμυ Κώσιον, μά τήν πί στη μου! Ποιός θά τό περίμενε νά σέ δω έδώ — καί μ’ ένα περίστροφο μάλιστα! Αύτό είναι πολύ όμορφο! Πές μου, λοιπόν, μικρέ, δέν σου περνάει άπό τό μυαλό πώς μπορεί νά μάς κάνης τό κόλπο της έπιθέσεως κατά τοΰ λεωφο ρείου, έτσι; —’Ακούστε, μικρά μου παλικάρια, τούς λέω μ’ ένα κο ροϊδευτικό χαμόγελο, μέ γνωρίζετε άρκετά ώστε νά ξέ ρετε πώς δέ θά ήταν ή πρώτη φορά. Λοιπόν, νά πάψουν οί σαχλαμάρες. Ποϋ είναι ό Γκόγιαζ; —Δέν τόν έχω πάνω μου, άπαντάει. Δέν ξέρουμε ποϋ εί ναι, δέν είν’ έτσι, έσεΐς οί άλλοι, κι άν τό ξέραμε, θά τά κανονίζαμε νά τό ξεχάσουμε. Μά πές μου, λοιπόν, Λέμυ, έγώ πίστευα πώς ήσουν στά βάθη τοϋ Μισούρι έτοιμάζοντας κάποια καμπίνα σχετική μέ τήν ποτοαπαγόρευση. .. —Σκασμός, τοΰ κάνω, άρκετά άστειεύτηκες. "Αν δέ μοΰ •πης που βρίσκεται ό Γκόγιαζ, σου τινάζω τή μύτη. Ή κοκότα έπεμβαίνει. —”Ω διάβολε! λέει. Γιά ποιό λόγο λοιπόν τόσο μυστή ριο; "Αν θέλη νά μάθη ποϋ είναι ό Γκόγιαζ δέν έχεις πα ρά νά τοϋ τό πης. Ό Γκόγιαζ είναι άρκετά μεγάλος ώστε νά φροντίση γιά τόν έαυτό του, μέ τόν τρόπο του. Τί ζη τάς, Λέμυ; Προσπαθείς νά χώσης τή μεγάλη σου μύτη σέ μιά όποιαδήποτε κομπίνα; ’'Εκανες λάθος στή διεύθυνση, σοΰ τό λέω έγώ.
46
Π ήτες) Τσενεϋ
— Αρκετά, Λότι! Δέν ήμουν ποτέ πιό σοβαρός στή ζωή μου. Πού είναι ό Πκόγιαζ; —"Εχω κεΐ τή διεύθυνσή του, λέει ή γυναίκα άνασηκώνοντας τούς ώμους. Είναι κάπου στήν έξοχή. Παίρνει άπό τό τραπέζι μιά μικρή μεταξωτή μαύρη τσάντα καί τήν άνοίγει. ’Εγώ νομίζω πώς πάει άπλώς νά πάρη ένα κομμάτι χαρτί άπό τή τσάντα, κι έκεΐ καταλα βαίνω πώς Εχω άκόμη όχι καί λίγα πράγματα νά μάθω καί πώς μπορώ νά τήν πάθω σάν πρωτάρης, γιατί αύτή ή βρωμερή Εχει Ενα μικροσκοπικό αυτόματο στήν τσάντα της, κι άπό κεΐ μέσα πυροβολεί. Κάνει διάνα. "Εχω ξαφνικά τήν Εντύπωση πώς μούχωσαν μιά καυτή τσιμπίδα μέσα στό δεξί χέρι. Ό καρπός τοΰ χεριού μου κατεβαίνει καί προτού προλάβω νά πω λέ ξη, οι τέσσερις άλήτες Εχουν χυμήξει πάνω μου. Μέ κά νουν τού άλατιοΰ. "Οταν αύτή ή όμάδα των στραγγαλι στών τελειώνη μέ μένα, τά χάλια μου είναι άπερίγραπτα. Στό τέλος, μέ δένουν σφιχτά μ’ Ενα σχοινί πού φέρνει ό Γιαπωνέζος ύπηρέτης, κι Επειτα μέ κολλάνε στάν τοίχο. Ό τύπος μέ τά λαδωμένα μαλλιά μοΰ ψάχνει τΙς τσέ πες, καί συγχαίρω τόν έαυτό μου πού δέν Εχω τά 10-000 δολλάρια πάνω μου. Δέν Εχω παρά 1.000 άπό τά δικά μου χρήματα καί παίρνουν τό μάτσο. Μετά άπ’ αύτό, ό τύπος κάνει πιό πίσω καί μέ κοιτάζει. —Λοιπόν, περιστεράκι, λέει κοροϊδευτικά, τ( λές γι’ αύ τό, Τό φαντάζεσαι, ό Λέμυ Κώσιον ό διάσημος γκάγκστερ,. πού τόν ξεπουπουλιάζουν σάν κοινό κοτόπουλο; Δέν μπορούσες ν’ άσχοληθής μέ τά κρεμμυδάκια σου; Ή Λότι κάνει τό γύρο τοΰ τραπεζιού κι Ερχεται κοντά. Μέ κοιτάζει καί άρχίζει τά γέλια: —ΤΙ παραπονιέσαι; κάνει. Δέν σοΰ είχαν πει ποτέ πώς οΐ γυναίκες, είναι φορές πού Εχουν Ενα όπλο μέσα στήν τσάντα τους; Σ'άσου, πάρε λοιπόν μιά μερίδα μποτίνι, άγάπη μου. Κάνει πιό πίσω καί μοΰ δίνει μιά κλωτσιά στό πρόσωπο. Δέν ξέρω &ν δεχτήκατε ποτέ άπό μιά γυναικούλα κανένα χτύπημα μέ τό παπούτσι κατάμουτρα, άλλά τά τακούνια Λουί Κένζ πονούν τρομερά. Μοΰ τρέχει αίμα άπό παντού, καί τό δεξί μου μπράτσο μέ κάνει νά χορεύω μιάν άστεία πόλκα. —Πάει καλά, μικροί μου χωρατατζήδες, τούς κάνω. Πε ριμένετε μόνο. "Οχι, άλλά φανταζόσαστε πώς Ενας Απα τεώνας σάν τόν Γκόγιαζ είναι Ικανός νά κοροιδέψη Εναν τύπο σάν τόν Σιγκέλα; Τί νομίζετε πώς θά συμβή όταν μάθη αύτό πού Εγινε; Ή Λότι σκάει στά γέλια.
Α υτός 6 άνθρωπος είναι Επικίνδυνος
47
—Μή λές λοιπόν βλακείες, άπό τούτη τή βραδιά, καινείς δέν Θά μας δή πιά σ’ αυτή τή χώρα. Καί 6 Σιγκέλα πο λύ λιγότερο άπό τούς άλλους. Νιώθω νά χάνω τις δυνάμεις μου. ’Ακουμπημένος μέ τήν πλάτη στόν τοίχο, στριφογυρίζω προσπαθώντας νά βρω μιά θέση πιό βολική. Μοΰ Εχουν δέσει τά χέρια πίσω άπό τήν πλάτη, καί ό πόνος στό δεξί μου μπράτσο δέν Εχει τί ποτα τό εύχάριστο. "Εχω τήν Ιδέα πώς ή σφαίρα της Λότι πρέπει νά πέρασε μερικά Εκατοστά πάνω άπό τόν καρπό τοϋ χεριού, άλλά ή αίμορραγία φαίνεται νά καλμάρη, κι Εχω τήν Εντύπωση πώς πέρασε πλάι άπό τό κόκαλο καί τήν άρτηρία, κι αυτό είναι μεγάλη τύχη. ‘Η Λότι ξαναγυρίζει νά καθίση καί ξαναπαίρνει τήν έφημερίδα της. Μπορώ νά διακρίνω τόν τίτλο του άρθρου πού διαβάζει, είναι: «Μεταχειριστητε τή γοητεία σας». Λοι πόν, σάς παρακαλώ νά πιστέψετε πώς άν χρησιμοποιούσε τή γοητεία της τόσο δμορφα όσο καί τό πόδι της, θά πή γαινε μπροστά, ή μικρή κυρία. ΟΙ τέσσερις άλλοι τύποι ξανάπιασαν τήν παρτίδα τους τοΰ πόκερ καί πίνουν ούίσκυ μέ σόδα. Κάπου έκεΐ κοντά, Ενα ρολόι χτυπάει δέκα. Νιώθω άποκαρδιωμένος, καί λέω μέσα μου πώς είμαι σκέτος βλά κας ναρθώ όλομόναχος μέσα σ’ αύτή τήν καρμανιόλα. Καί πέρα άπ’ αύτό, ποιός νά τό φανταστη, πώς θά μέ κατάψερνε μιά πόρνη σάν τή Λότι; "Επειτα άπό ιμιά ώρα, ό τύπος μέ τά λαδωμένα μαλλιά πού φαίνεται νά ξετίναξε τούς άλλους τρεις, σηκώνεται καί φοράει τό σακάκι του. —’Ελάτε, παιδιά, φωνάζει, είναι καιρός νά τού δίνουμε. Λότι, τί θά τόν κάνουμε αύτόν Εδώ; Μέ κοιτάζει, είμαι πάντα άκουμπημένος μέ τήν πλάτη στόν τοίχο, μέ τά μάτια κλειστά' κάνω σά νά είμαι Ετοι μος νά σωριαστώ κάτω. —Μή σκοτιζόσαστε γι’ αύτόν. Φύγετε, παιδιά, ό Χίσκα κι έγώ θά τό μεταφέρουμε. Ό Γκόγιαζ θά τόν άναλάβη μετά. Ή Λότι περνάει σ’ Ενα άλλο δωμάτιο. ΟΙ τέσσερις τύποι παίρνουν τά πράγματά τους καί φεύγουν, καί δ Γιαπωνέ ζος πού τόν είπαν Χίσκα Ερχεται καί άρχίζει νά καθαρίζη. Κάπου μέσα στό διαμέρισμα άκούω τή Λότι νά τραγουδάη. Τό καπέλο μου είναι άκριβώς κάτω άπό τό τραπέζι. Ακόμη μιά τύχη πού δταν οι τέσσερις άλήτες μοΰ ρίχτη καν, τό καπέλο μου Επεσε, κι Επεσε άπό τήν καλή μεριά. Κάτω άπό τό φουσκωτό μέρος τοΰ καπέλου, στό Εσωτερι κό, ύπάρχει τό μικρό μου περίστροφο, κι άν καταφέρω νά ξελύσω τά χέρια μου, ίσως καταφέρω πάλι νά τούς κάνω
48
Π ή τ β ο Τσένεϋ
νά ξαφνιαστούν. ’Ανοίγω τά μάτια καί φωνάζω τό Γιαπω νέζο: —Πές μου λοιπόν, Εσύ, γιατί δέν ιμ' άκοϋς; Δέν θά σέ ώφελήση καί πολύ αύτό Εκεί πού κάνεις, ξέρεις. “Ενα άπ’ αύτά τά πρωινά θά σέ περιλάβω κι αύτά πού θά σοΰ κάνω 6έν θά ξαναγυρίσης στό σπίτι σου νά τά πης, παλιοκιτρινιάρη I —Έσύ έμένα κάνει διασκεδάζει, λέει. Τήν ίδια στιγμή, μπαίνει ή Λότι. —"Ακούσε, μικρή μου κοπέλα, τής κάνω μ’ Εναν τόνο κλαψιάρικο, δείξε ώστόσο λίγη καρδιά, θεέ μου, ξέρεις, δμως πολύ καλά πώς μού φύτεψες μιά σφαίρα στό Βεξί μπράτσο. Καί τό αίμα τρέχει σάν τά συντριβάνια των Βερσάλιών, θά μπορούσες ίσως νά μού βάλης Ειναν έπίδεσμο ή κάτι, έκτός &ν έπιδιώκης νά σοΰ μείνω στά χέρια —"Αν άκουγα τόν έαυτό μου, θά σούχωνα Ενα κοσκινι σμένο σίδερο μέσα, άγάπη μου, λέει. ’Αλλά Εχεις ίσως δί κιο, στό κάτω - κάτω. ’Ανοίγει την τσάντα της καί βγάζει τό περίστροφό της. —"Ελα, Χίσκα, λύσε του τά χέρια, είναι άνίκανος νά κουνηθή — καί δέσ’ του μιά πετσέτα ή δ,τι άλλο βρεις γύρω άπό τό μπράτσο, βρωμίζει τό χαλί μου. Καί προ σοχή, Λέμυ, στήν παραμικρή κίνηση σοΰ κάνω μιά τρύπα στό λαρύγγι, καί ξέρεις δτι πυροβολώ μέ άκρίβεια. —Μά βέβαια, κούκλα, Βέν Εχεις τίποτε νά φοβηθης. *0 Γιαπωνέζος βγαίνει καί ξανάρχεται μέ μιά πετσέτα, γάζες κι Εναν έπίδεσμο. Κόβει τό σκοινί, καί τότε κουνάω τό μπράτσο μου καί τό Εξετάζω. “Οπως τό φανταζόμουν, ή Λότι μοΰ τρύπησε τό κάτω μέρος τού μπράτσου' ή σφαί ρα ξαναβγηκε άπό τήν άλλη πλευρά. Ό Γιαπωνέζος κό βει τό μανίκι τού σακακιού μου, πλένει τήν πληγή, γεμίζει τις Βυό άκρες μ’ Ενα ταμπόν άπό γάζα, καί τά τυλί γει δλα μέ μιά λουρίδα έπίδεσμο. "Εχω τήν Εντύπωση πώς Εχω Ενα χέρι άπό ξύλο, καί ό Γιαπωνέζος, πού θυμάται τή γροθιά πού Εφαγε, πριν λίγο, Βέν μέ περιποιείται καί πολύ. Σωριάζομαι πάνω στόν τοίχο, μέ τά μάτια κλειστά, καί άρχίζω νά μουγκρίζω. "Ορθια, άπό τήν άλλη πλευρά του τραπεζιού, μέ τό περίστροφο στό χέρι, ή Λότι μέ παρακο λουθεί. Ό Γιαπωνέζος μόλις Εχει άνασηκωθη, καί στέκεται βρθιος δεξιά μου. —Λοιπόν, περιστεράκι, αύτό δέ φαίνεται νά σ’ άρέση; κάνει. Νόμιζα πώς ήσουν Ικανός νά τις γευτης! ’Αφήνω Ενα στεναγμό. —"Q, αισθάνομαι άσχημα! μουρμουρίζω. Λέγοντας αύτά, κάνω μιά βουτιά -ρρός τά Εμπρός, καί κλωτσάω μέ τά Βυό πόδια, πού είναι δεμένα, πάνω στίς
Α υτός ό άνθρωπος είναι, επικίνδυνος
49
γάμπες τοΰ Γιαπωνέζου. Πέφτει πάνω μου άκριβώς τό δευ τερόλεπτο πού ή Λότι πατάει τή σκανδάλη. Τήν τρώει ό Γιαπωνέζος. ’Αρχίζει νά ούρλιάζη. Τόν πα ραμερίζω μέ τό άριστερό μπράτσο καί κάνω βουτιά κάτω άπό τό τραπέζι, ένώ ή Λότι ξαναρχίζει νά πυροβολή. Τό καπέλο μου είναι λίγο μακρύτερα άπό τό άριστερό χέρι μου καί οι άστράγαλοι τής Λότι πενήντα έκατοστά πιο μα κριά. ’Αφήνω τό καπέλο γιά τήν ώρα. Ξαναβουτάω, άρπάζω τόν άστράγαλό της μέ τό άριστερό χέρι καί τραβάω. Στρώνεται χάμω φαρδιά πλατιά· πιάνω τό μπράτσο της πού κρατάει τό περίστροφο καί τό στρίβω. ’Ανοίγει τό χέ ρι καί άφήνει νά πέση τό δπλο. Ρίχνω μιά βιαστική ματιά πάνω άπό τόν ώμο μου, καί βλέπω πώς ό Γιαπωνέζος είναι άρκετά άσχημα. Είναι πε σμένος στο πλάι καί δέν σταματάει νά βήχη. "Εχω τήν Ι δέα πώς ή Λότι τοΰ φύτεψε μιά σφαίρα στόν πνεύμονα. Τήν τραβάω κάτω άπό τό τραπέζι, καί βάζω τις γάμπες μου, πού είναι πάντα δεμένες, έπάνω της, μέ τρόπο πού νά τήν έμποδίζουν νά κινηβή. "Επειτα, μέ τό άριστερό χέρι, πιάνω τό καπέλο μου, καί πέρνω τό περίστροφο πού βρίσκεται μέσα—Καί τώρα, μικρούλα μου, λύσε τις γάμπες μου, καί γρήγορα. Κάνει αύτό πού τής λέω. Σέ λιγότερο άπό δυό λεπτά, βρίσκομαι δρθιος πλάι στό τραπέζι έτοιμάζοντας ένα ούίσκυ μέ σόδα. Ό Γιαπωνέζος έξακολουθεί νά βήχη ξαπλω μένος στό πάτωμα, καί ή Λότι καθισμένη άπό τήν άλλη πλευρά τοΰ δωματίου καπνίζει ένα τσιγάρο· Δέ φαίνεται καί πολύ εύχαριστημένη. —Λοιπόν, μικρούλα, τής λέω, τί γνώμη έχεις γιά 6λ’ σύτά τώρα; Μοΰ τή λέει, χωρίς περιστροφές. Μοϋ λέει τί σκέφτεται γιά μένα, γιά τόν πατέρα μου, γιά τή μάνα μου καί τί εύχεται νά συμβή στούς πιθανούς άπογόνους μου. "Εχω άκούσει πόρνες νά βρίζουν στή ζωή μου, άλλ’ αύτή έδώ θά ξεπερνοΰσε ένα όλάκληρο σύνταγμα λεγεωνάριων καί θά τούς είχε άφήσει σύξυλους. Βάζω τέρμα στήν παράσταση πετώντας της ένα μοοξιλάρι πού τήν κάνει νά κουτρουβαλήση άπό τήν καρέκλα. Άνασηκώνεται. —Τί κάνουμε τώρα; ρωτάει. —Μή σπας τό κεφάλι σου, κούκλα, θά κάνουμε μιά βόλ τα οί δυό μας, άλλά πρώτα θά γυρίσουμε αύτόν έκεΐ, καί θά δούμε τί έχει. Γυρίζει τόν Γιαπωνέζο. "Οπως τό φανταζόμουν, τόν χτύ πησε πίσω άπό τόν ώμο καί, κατά τή γνώμη μου, ή σφαί
50
Π ή τ ε ρ Τ οένεϋ
ρα πρέπει νά υρύπηαε τήν κορυφή του πνεύμονα. Τήν άναγ,κάζω νά τόν δέση, καί νά τάν στήση στόν τοίχο. —Ποΰ είναι τό άμάξι, Λότι; τή ρωτάω. —Στό γκαράζ πού είναι πλάι. —Ωραία, θά δέσουμε τώρα αύτό τό λεβέντη έτσι πού νά μή μπορή πιά νά κουνηθη, κι έπειτα θ’ άνεβοΰμε στό αύτοκίνητο καί οι δυό μας, ικαί σέ συμβουλεύω νά μή δοκιμάσης νά κάνης φασαρίες στό δρόμο. Άφοϋ δέθηκε ό Γιαπωνέζος κατεβαίνουμε. Τό γκαράζ είναι άμέσως πλάι καί μέσα σ’ αύτό ύπάρχει ένα μεγάλο άμάξι. Τήν άναγκάζω νά τό φέρη μπροστά στήν είσοδο τού διαμερίσματος, κι έπειτα άν&βαίνουμε πάνω. —Καί τώρα, κόρη μου, βάλε καλά στό μυαλό σου αύτό πού θά σοΰ πώ: Δέν πρόκειται ν’ άφήσω αύτό τό κάθαρμα τόν Γκόγιαζ καί τό φιλαράκο του τόν Κάστλιν νά κάνουν τσαλιμάκια μέ τή Μιράντα. Ποΰ είναι ό Γκόγιαζ, ό Κάστλιν καί ή Μιράντα; Μέ κοιτάζει καί γελάει κοροϊδευτικά: —Μήν άνησυχεΐς, χοντρέ μου, μού πετάει' δοκίμασε ο,τι θέλεις, έχω τό στόμα μου ραμμένο. Τής χαμογελάω στραβώνοντας τό στόμα. —"Οπως θέλεις άγάπη μου. Δέν είσαι ή πρώτη κοκότα πού μού φουρνίζει αυτές τις βλακείες. Πήγαινε νά βάλης τό χαριτωμένο σου καπελάκι, μωρό μου, θά κάνουμε μια βόλτα, έσύ κι έγώ. Τήν όδηγώ στό άλλο δωμάτιο, καί τήν περιμένω νά 6άλη τό καπέλο της καί νά πουδράρη τή μύτη της. "Επειτα, κατεβαίνουμε. Κλείνω τήν πόρτα τού διαμερίσματος, τήν κολλάω στό τιμόνι καί κάθομαι πίσω. —Πηγαίνουμε στό Νάιτσμπριτζ, της λέω. —Πάει καλά, Λέμυ, άπαντάει. ’Αλλά θυμίσου αύτό πού θά σοΰ πώ. Μιάν άπ’ αύτές τις ήμέρες, 6 μικρός μου Κάστλιν θά σέ περιλάβη, καί σου ύπόσχσμαι ένα μονάχα πραγματάκι: θά σέ κάνη νά πάρης ένα μπάνιο μέ παραφίνη, κι έγώ θά έχω τήν εύχαρίστηση νά τό άνάψω. Μιάμιση περίπου ώρα άργότερα, τό άμάξι σταματάει μπροστά στό διαμέρισμα τού Νάιτσμπριτζ τό μέρος πού μέ είχε φέρει ή Κόνι. Παρακαλώ δλους τούς άγιους τού πα ραδείσου νά βοηθήσουν ώστε ή Κόνστανς νά μένη άκόμη σ’ αύτή τήν τρώγλη, γιατί άλλιώς είμαι χαμένος. Μόλις φτάνω, γλιστράω τό περίστροφό μου στή δεξιά τσέπη μου, καί παρακαλάω τή Λότι νά καπεβή. Παίρνουμε τό άσανσέρ καί κατεβαίνουμε στό κεφαλό σκαλο- Χτυπάω έλαφρά τήν πόρτα καί, σας βεβαιώνω, ή καρδιά μου τινάζεται δταν ή Κόνι έρχεται ν’ άνοιξη, φο
Α υτός 6 Ανθρωπος είναι έπικίνδυνος
51
ράει Ενα τέτοιο, νεγκλιζέ πού ή βασίλισσα του Σαββά Θά* μοιάζε μέ παραδουλεύτρα πλάι της. —Μπά, μπά!. . κάνει. Μά πές μου λοιπόν, τϊ σημαίνει ιχύτό; —“Ακούσε, Κόνστανς, της λέω, έρχόμαστε σ’ έσένα να κάνουμε ένα μικρό οικογενειακό συμβούλιο. Βλέπεις αύ τή τή μικρή μούμια; Λοιπόν, σοϋ ζητάω άπλώς νά Εχης τό νοϋ σου. Δουλεύει μέ τόν Κάστλιν και τόν Γκόγιαζ κι Ε χουν άπαγάγει τή Μιράντα. —“Α, ώστε Ετσι λοιπόν; λέει ή Κόνι. Πέρασε, μικρή. Αρπάζει τή Λότι άπό τή μύτη καί τή σέρνει μέσα οτό διαμέρισμα, Επειτα της δίνει μιά κλωτσιά πού τή στέλνει νά μετρήση τό δωμάτιο- *Η Λότι σκάει πάνω στόν τοίχο καί τελειώνει τήν κούρσα της πάνω στό χαλί, καί σδς πα ρακαλώ νά πιστέψετε πώς είναι σωστό ράκος. —Καί τώρα, Κόνι, της λέω, τί δουλειά Εχει ό Γκόγιαζ σ’ αύτή τήν Ιστορία; —Λοιπόν, νά, Λέμυ, δέν είναι περίπλοκο. Ό Γκόγιαζ ή ταν μαζί μας στήν ύπόθεση της άποτγωγής στήν άρχή, θά χρησιμοποιούσαμε τό πλοίο του. ’Αλλά Επειτα, Εκαίνε ιστορίες σχετικά μέ τό παραδάκι καί ό Σιγκέλα τόν Ε διωξε. θέλησε νά έκδικηθη, προσπαθώντας νά τόν ρίζη, αύτό είναι δλο. —"Ακου λόγια! "Οσο γιά νά τόν ρίζη, τόν Εριζε! Βλέπω άπό δώ πώς Εγινε: ό Γκόγιαζ κάνει τή γνωριμία της Μι ράντας, της υπόσχεται πώς θά διασκέδαζε τρελά στό γιώτκαζίνο του κάπου στή θάλασσα, τήν καταφέρνει ν’ άνεβή στό βαπόρι κι άν δεν κουνηθούμε νά κάνουμε κάτι, δέ θά ξαναδούμε ποτέ αύτή τή μικρή 1 Ή Κόνστανς συμφωνεί μ’ Ενα νεύμα τού κεφαλιού. —"Εχεις δίκιο. Πού είναι αύτό τό πλοίο καί ποΰ βρίσκε ται ό Γκόγιαζ; —Ρώτησέ τη. ’Αλλά λέει πώς δέ θά μιλήση! Δείχνω μέ τό δάχτυλο τή Λότι πού κάθεται σέ μιά κα ρέκλα καί τρίβει τούς γοφούς της· θάλεγες, φτυστή ή πε θερά τού σατανά. —Μπά, μπά, δέ θέλει νά μιλήση; Γιά φαντάσου! Προχωρεί πρός τή Λότι. —"Ακου, ιμικρή, κάνει, θά μιλήσης κι άμέσως μάλιστα. "Ελα λιγάκι άπό δώ μαζί μου. 'Αρπάζει τή Λότι άπό τό δέρμα τού λαιμού καί τή στή νει δ ρθια. Ξεφεύγοντας άπότομα ή Λότι τη£ δίνει μιά κλω τσιά στή γάμπα. Τότε ή Κόνι ρίχνεται στή δουλειά. Είναι μιά ψηλή καί όμορφη κοπέλα, καί περιποιείται τή Λότι μιά χαρά. Στό τέλος τή σέρνει στό άλλο δωμάτιο. Παίρνω Ενα τσιγάρο άπό Ενα κουτί πού είναι στό τρα
52
Π ή τ ε ρ Τβένείΐ
πέζι καί τό Ανάβω. Τό δεξί μου χέρι δσο πάει και γίνεται άλύγιστο, κι αύτό δέν μου λέει τίποτε καλό. Ξαφνικά άκούω μιά πνιγμένη στριγγλιά όπιό τό διπλανό δωμάτιο, κι άπ' αύτό συμπεραίνω πώς ή Κόνι περιποιείται τή Λότι, άφοΟ της έβαλε ένα μαξιλάρι στό πρόσωπο, γιά να μήν άνησυχή τούς γείτονες. Σωστά τό μάντεψα. Δυό λεπτά άργότερα, ή Κόνι πα ρουσιάζεται στήν πόρτα. "Εχει τό χαμόγελο τοΰ γάτου πού τραγάνισε τό καναρίνι. Άπό μέσα, άκούω τή Λότι νά κλαψουρίζη. —"Ολα πάνε καλά, Λέμυ. Ή μικρή ιμίλησε. Ό Γκόγιαζ έχει Αγκυροβολήσει τό βαπόρι του ιμέσα στό δριο των τριών μιλίων(*) ,κοντά στό νησί του Μέρσυ, μιά γωνιά πού πρέ πει νά βρίσκεται δχι μακριά άπό τό Κόλτσεστερ. ’Αλλά δέν έχουμε νά φοβηθούμε τίποτε γιατί τό πλοίο δέ φεύγει παρά στις έξη αύριο τό πρωί. "Εχουμε δλο τόν καιρό. —Δέν έχουμε καθόλου, τής λέω. Ή Κόνι κοιτάζει τή Λότι μέ τήν άκρη τοΰ ματιού κι έ πειτα ξαναγυρίζει στό δωμάτιο άφοΰ ικλιείνει τήν πόρτα. —Μή σέ νοιάζει γι’ αύτήν. Τώρα δέν μπορεί νά κουνήση ούτε τό μικρό της δαχτυλάκι. Λοιπόν, τί θά κάνουμε τώ ρα; θάταν προτιμότερο νά είδοποιήσω τό Σιγκέλα. Νά κάτι πού δέ μ’ Ινθουσιάζει καθόλου. —"Αφησέ το, Κόνι. Νά τί θά κάνουμε: ξέρω τή συμμο ρία Γκόγιαζ — Κάστλιν. Είναι γκάγικστερς πού πάνε γιά ψίχουλα, θ ά παίξω τή μεγάλη σκηνή τοΰ εύγενικοΰ Ιππό τη όλομόναχος. Καταλαβαίνεις πόσο άγαπητός θά γίνω στή Μιράντα άν αύτό πάη καλά; Στό κάτω-κάτω, είμαι τό Βασιλόπουλο τοΰ παραμυθιού καί μπορώ νά τήν κάνω δ,τι θέλω. Ή Κόνι έπιδοκιμάζει μ’ ένα γνέψιμο τοΰ κεφαλιοΰ. — "Εχεις δίκιο, Λέμυ. Μέ κοιτάζει πονηρά. —Μά γιά πές μου λοιπόν, κάνει, μήπως είσαι τσιμπημέ νος μέ τή Μιράντα, έ; Ξέρεις πώς είναι άμορφη ή μικρή. —"Ω, μέ στενοχωρεΐς, ΚόνιΙ Ξέρεις καλά πώς δέν τρέ χω πίσω άπό τά φουστάνια. *Η Μιράντα δέν είναι άσχημη, άλλά δέν είναι τό Ιδιο πράγμα μ’ έσένα, έτσι κούκλα; Τή σφίγγω πάνω μου. —Πάει καλά, Λέμυ. Σταμάτα, έχουμε δουλειά νά κά νουμε. (*) Σ .τ .μ .: «"Οριο τριών μιλίων*: Στην ’Αγγλία δπως καί στην ’Αμερική, τό χαρτοπαίγνιο (καθώς καί τό οινόπνευμα στή διάρκεια τής ποτοβπαγορεύσειος), δέν έπιτρεπόταν παρά μόνο σέ τρία μίλια άπό τήν ακτή.
Α υ τό ς ό Ανθρωπος είνα ι έιακίνδυνος
53
—'Εμένα μοϋ λέςΙ Τό πρώτο πού έχουμε νά κάνουμε εί ναι νά περιποιηθής τό χέρι μου. "Εχω τήν έντύπωση πώς μέσα στό μανίκι μου έχω Αναμμένες τσιμπίδες. Ή Κόνι μπαίνει σέ κίνηση. Τρέχει στό άλλο δωμάτιο νά ρίξη μιά ματιά σιή Λότι. Γιά περισσότερη άσ<)>άλ£ΐα δένει αύτή τή μικρή στό πόδι τοϋ κρεβατιού μέ πετσέτες. Δέ νομίζω νάχω δει ποτέ πιό άστεΐο Θέαμα άπό τή Λότι ΦρΙτς αύτή τή στιγμή. * —Λοιπόν, λέει ή Κόνι, τώρα τρέχω νά βρω δ,τι χρειά ζεται γιά νά περιποιηθω τό χέρι σου, θά γυρίσω Αμέσως—Σύμφωνοι, λύκαινά μου. Καί φέρε πάλι τό Αμάξι για τί θά πάμε νά κάνουμε μιά βόλτα πρός τό μέρος τοΰ νη σιού ΜΑτσιν - σουέτ, τό γρηγορότερο. Βγαίνει. Περιμένω μέχρι ν’ Ακούσω νά κατεβαίνη τό Ασανσέρ. "Επειτα, παίρνω τόν τηλεφωνικό κατάλογο, βρί,σκω— τόν. άριθμό τοΰ Στράντ Τσάμπερς καί καλώ τόν Γκάλατ. Παρακαλάω μέσα μου τόν Πανάγαθο κι δλους τούς Αγίους νά μήν έπιχειρήση ό Σιγκέλα νά καθαρίση τόν Γκάλατ Απόψε, γιατί Αλλιώς αύτό θά μπορούσε νά προκαλέση σωστό δργιο, μέ τόν Μάκ Φήν έκεΐ γύρω. Ό Γκάλατ μοϋ Απαντάει καί τοΰ λέω νά μοΰ δώση τόν Μάκ Φήν. —"Ακούσε μέ προσοχή, .Μάκ: έδώ γίνεται ένα τρομερό Ανακάτεμα. Δέν μπορείς νά καταλάβης. Μέ δυό λόγια, συμβαίνει τό έξης: ό Γκόγιαζ καί ό Κάστλιν Απήγαγαν τή Μιράντα καί τήν πήραν πάνω σ’ ένα πλοίο, ίσως τό «Πρίνσες - Κρίσταμπελ», μέ Αλλο δνομα, πού είναι Αγ κυροβολημένο στ’ Ανοιχτά τοΰ νησιοΰ Μέρσυ, μέσα στό ό ριο τών τριών μιλίων. Πήγαινε κεΐ μαζί μέ τό Γκάλατ, Αλ λά νά είσαι έπιφυλακτικός μέχρι ναρθώ. θά μέ φέρη έκεΐ ή Κόνι, ή φίλη τοΰ Σιγκέλα. Πρέπει νά φροντίσω νά τήν ξεφορτωθώ κάπου προτού συναντηθούμε έμεΐς οί τρεις. "Οταν φτάσετε έκεΐ, προσπαθήστε ν’ Ανακαλύψετε καδέ να σημείο τής προκυμαίας δπου θά μπορούσε νά δεθή μιά μηχανοκίνητη βάρκα τοΰ «Πρίνσες-Κρίσταμπελ», κρυφτήτε μέχρι νά φτάσω κι έγώ. Σύμφωνοι, κάνει ό Μάκ Φήν. Πόση ώρα χρειάζεται; Κοιτάζω τό ρολόι στό Αριστερό μου χέρι. —"Ακούσε, Μάκ, είναι μεσάνυχτα παρά τέταρτο. Τό μέ ρος Απέχει περίπου έκατό χιλιόμετρα Από δώ, κι Ας πού με πώς θάμαστε κεΐ κατά τή μία. Γειά σου. —Σύμφωνοι, φίλε, 'καλήν Αντάμωση. Άκουμπάω τό Ακουστικό καί Ανάβω Αλλο τσιγάρο. Πέν τε λεπτά Αργότερα γυρίζει ή Κόνι. Κουβαλάει ένα σωρό φάρμακα, βάμμα Ιωδίου καί τά σχετικά, κι Αρχίζει νά φροντίζη τό χέρι μου. Σας έχω πει κιόλας πώς ή μικρή
Λ4
Π ητερ Tervtii
Κόνι ήταν δλο χυμούς. Είναι καλοφτιαγμένη κι Εχει μακρυά χέρια ιμέ λεπτά και μακρουλά δάχτυλα. Ένω περυποιεϊται τό χέρι μου, τό άρωμά της μοϋ χαϊδεύει εύχάριοτα τή μύτη. Μου ταχτοποιεί ώραΐα τό χέρι καί μοϋ βάζει τόν Επίδεσμο. —"Εχεις θάρρος, Λέμυ. Είναι άλήθεια πώς είσαι σκλη ρός. Ε; —Ωραίο κομπλιμέντο. Κανείς δέν τό προσέχει. Ή Κόνι χαμογελάει. —Μήν τό νομίζεις αύτό, Λέμυ. Μέ φιλάει, καί γιά Ενα λεπτό ΰλα π one περίπατο. Δέν ξέ ρω γιά ποιό λόγο, νά πού άρχίζω νά σκέφτομαι τό όρνιθοτροφεΐο στό Μισούρι. "Επειτα συνέρχομαι. —’Εμπρός, Ελα, Κόνι, πρέπει νά τοϋ δίνουμε. Μέ στενό χωρε! πού πρέπει νά σέ πάρω μαζί, άλλά πρέπει νά όδηγήσης Εσύ. —Καί βέβαια πρέπει νά μέ πάρης μαζί. Πρέπει νά ξαναβροϋμε τή Μιράντα. Βλέπεις άπό δώ τή λύσσα τοϋ Σιγκέλα δταν μάθη τί συμβαίνει. ΤΙ Εχουν νά πάθουν, ό Γκόγιαζ καί ή παρέα του! Πάει νά μοϋ φέρη τό καπέλο μου καί ρίχνει μιά τελευ ταία ματιά στή Λότι. Αύτή ή μικρή τραντάζεται τόσο άπό τό κλάμα πού δέν είναι Ικανή ν’ άρθρώση λέξη. —θ ά ξανάρθω νά σέ δώ γρήγορα, της λέει ή Κόνι, καί τότε θά σου πώ τί θά σοΰ κάνω. Σκέψου το, μικρό μου, αύτό θά σέ βοηθήση νά περάσης τήν ώρα σου. Κατεβαίνουμε μέ τό άσανσέρ- Τό άμάξι μάς περιμένει Εξω. ’Ανεβαίνουμε, καί ή Κόνι βάζει μπροστά. Καθώς τό άμάξι ξεκινάει, ή Κόνι βγάζε.1 Ενα βαρύ περίστροφο άπό τή θήκη της πόρτας. —"Ελα, πάρ' το, Λέμυ. "Εχω τήν έντύπωση πώς θά τά χρειαστης άπόψε. "Αν τό χρειάστηκα λέει!
Τ ό π α ρ ά π ο ν ο τω ν γ α λ ά ζιω ν κ υ μ ά τω ν Ή Κόνστανς είναι άδίσταχτη δταν όδηγή. Τό κοντέρ δέν κατεβαίνει κάτω άπό τά έκατόν δέκα παρά μόνο δταν φαί
Λ υ τ ό ς ό άνθρωπος είνα ι επικίνδυνος
55
νεται κανένας Αστυνομικός. Διασχίζουμε τό Λονδίνο, καί σέ λίγο νάμας στό Στράρφοντ — είναι αυτή τή στιγμή μιαή μετά τά μεσάνυχτα περίπου — καί σπάω τό ξερό μου γιά νά βρω πώς Θά ξεφορτωθώ τή μικρή, γιατί δέ θά μέ συνέφερε καθόλου νά συναντήση τό Γκάλατ καί τό Μάκ Φήν γύρω άπό τό νησί του Μέρσυ. θ ά δυσκολευτώ πολύ νά πουλήσω τή μικρή Κόνι, γιατί, δπως μπορείτε νά κατα λάβετε, δέν είναι άπό τά παιδάκια πού μπορείς νά τά κοροϊδέψης. ’Εγώ πάντως, πρέπει νά βρώ τρόπο νά τήν ξεφορτωθώ μέ τόν Μνα ή τόν άλλο τρόπο, προτοϋ φτάσω στό Μέρσυ. Μπροστά μου, βλέπω νά έξέχη άπό τή θήκη τοϋ αυτοκινή του ένας όδηγός της Αύτοκινητιστικής Λέσχης κι ένας ήλεκτρικός φακός. Παίρνω τό βιβλίο, άνάβω τό φακό καί παρασταίνω τόν κύριο πού ύπολογίζει τά χιλιόμετρα άπό τό τάδε μέρος στό δείνα, άλλ’ αύτό πού στήν πραγματικότη τα ψάχνω \νά βρώ είναι ποϋ πέφτει τό πιό κοντινό γκαράζ. " Επειτά άπό μιά στιγμή, βρίσκω αύτό πού ζητάω. ‘Υπάρχει ένα γκαράζ δεκαπέντε χιλιόμετρα πιό πέρα άπό τό μέρος πού βρισκόμαστε. Παρακολουθώ τό κοντέρ καί περιμένω νά περάσουμε τά δέκα. "Επειτα, άρχίζω νά ψή νω τή δουλειά. —"Ελα Κόνι, κάνω. Σταμάτησε ένα δευτερόλεπτο, θέ λεις; Κάνει έναν άσχημο θόρυβο πίσω καί δέν μ’ άρέσει αύ τό. Μοιάζει νάρχεται άπό τήν Αριστερή ρόδα. Δέ μάς συμ φέρει νάχουμε κανένα Ατύχημα, γι’ αύτό σταμάτησε γιά λίγο νά δώ τί συμβαίνει. Αυτό είναι ένα παλιό κόλπο, πού κι άλλη φορά τό χρη σιμοποίησα μ’ έπιτυχία. Στήν τσέπη τού γιλέκου μου έχω πάντα ένα παλιό ξυραφάκι στερεωμένο υέ κόλπο· αύτό μοΰ χρησιμεύει νά κόβω τά πούρα καθώς καί γι’ άλλα πράγματα. Κατεβαίνω, φέρνω βόλτα τό αύτοκϊνητο καί χώνω τό ξυραφάκι στό κάλυμμα της Αριστερής πίσω ρόδας. Τό Αφήνω έκεϊ γιατί έχω τήν Ιδέα πώς έπειτα άπό μισή ντου ζίνα στροφών, τό σύστημά μου θά κάνη νά σκάση τό λά στιχο- "Επειτα άπό μιά στιγμή, ξαναπαίρνω τή θέση μου, λέγοντας πώς δλα πάνε καλά, καί ξεκινάμε πάλι. Τό κόλπο πιάνει. Κάνουμε Ακόμη γύρω στά τρία χιλιό μετρα καί ή Κόνι πλησιάζει τά έκατό, δταν τό λάστιχο οπάη. Τό άμάξι κάνει ένα καταπληκτικό ντεραπάρισμα, καί γλυτώνουμε τό χαντάκι μόνο χάρη στήν έπιβεξιότητα της μικρής μου φίλης. Κοπεβαίνω νά κοιτάξω τό λά στιχο—Διάβολε, αύτό μάς έλειπε, λέω. ‘Ορίστε οί γυναίκεςI Δέν είναι Ικανές νάχουν μιά ρεζέρβα I *Η Κόνι κατεβάζει τά μούτρα-
56
Πήτεο Τσένεϋ
—Τό λάθος εΐναι δικό μου. "Εσκασα τή ρεζέρβα καί τήν έδωσα γιά έπιδιόρθωσι στό γκαράζ. —Τώρα προκόψαμε. Πάντως, δέ μπορείς νά όδηγήσης §τσι· Μήν κουνηθής άπό δώ, θά δώ άν μπορώ νά βρω έ να γκαράζ. Ξαναπαίρνω τόν 'Οδηγό καί της λέω πώς υπάρχει ένα, τρία χιλιόμετρα πιό πέρα, καί πώς θά πάω νά βρω ένα άμάξι καί θαρθώ νά τή βρω πάλι. Λέει <καλά. Ξεκινάω σι γά-σιγά καί φτάνω σέ λίγο στό γκαράζ πού λέγαμε, πού δέν εΐναι καί τόσο μακριά. Τό χέρι μου μέ πονάει τρομε ρά. "Εχουν μιά Σεβρολέτ γιά νοίκιααμα. Τήν παίρνω, κι έπειται γράφω ένα σημείωμα στήν Κόνι. Τής λέω πώς, κα τά τή γνώμη μου, εΐναι τόσο άργά, πού φεύγω άμέσως γιά τό νησί τοϋ Μέρσυ, πώς της στέλνω τόν άνθρωπο τοϋ γκαράζ γιά νά διορθώση τό λάστιχό της, καί πώς θάκανε καλά ναρθή νά μέ συναντήση μετά- Πώς όταν βρεθή έκεΐ κάτω, τό καλύτερο γι’ αυτή θά ήταν νά πέράση άπό τόν πιό κοντινό σταθμό νά μέ πάρη, γιατί αυτό εΐναι τό μόνο μέρος πού μοϋ έρχεται στό νοΰΔίνω αύτό τό σημείωμα μ’ ένα χαρτονόμισμα μιας λί ρας στόν άνθρωπο του γκαράζ καί μοϋ λέει πώς θά φροντίση γιά τήν Κόνι. Ξεκινάω σά βολίδα. Στοιχηματίζω πώς κανείς σ’ αύτό τόν τόπο δέν είδε ποτέ κανέναν νά όδηγή άμάξι όπως έγώ όδηγοϋσα αύτή τή Σεβρολέτ. Φτάνω στό νησί Μέρσυ κατά τις δύο παρά τέταρτο. Δέν πρόκειται άλ λωστε στήν πραγματικότητα γιά νησί. 'Υπάρχει γύρω θά λασσα, έκτός άπό τό πίσω μέρος, δπου_ ύπάρχΕΐ ένα μι κρό ρεΰμα νερού μέ μιά γέφυρα &πό πάνω. Είναι ένα μέ ρος παράξενο, σκοτεινό καί ύγρό. \ Συνεχίζω νά περνάω τή γέφυρα μέχρι πού συναντάω έ ναν τύπο. Τόν ρωτάω μήπως ύπάρχη καμιά προκυμοόία ή μώλος γιά άποβίβαση έκεΐ γύρω καί μοϋ δείχνει τό μέ ρος. Φτάνω τέλος έκεΐ καί παρκάρω τό άμάξι πλάι σ’ ένα φράχτη πού εΐναι στήν άκρη τοϋ δρόμου, κι έπειτα πη γαίνω μέ τά πόδια μέχρι τό σημείο της άποβάθρας πού χρησίμευε γιά έπιβίβαση. Είναι ένα είδος πλατφόρμας πάνω σέ πασσάλους. Τό μέρος είναι έντελώς έρημο. Κοιτάζω προσεχτικά γύρω, άλλά δέ βλέπω ούτε Μάκ Φήν, ούτε Γκάλοπ. ’Αρχίζω ν’ άναρωτιέμαι μήπως είχαν κι αύτοί κανένα άτύχημα ή κάτι τέτοιο ή άν ό Μάκ Φήν νομίζοντας πώς μοϋ συνέβη καμιά κεραμίδα, προχώρησε μέσα στά δλα κι άνέβηκε άτό «ΠρΙνσες Κρίσταμπελ». "Αδικα πηγαινοέρχομαι δεξιά καί άριστερά, δέ βλέπω κοτνένα. Μακριά, βλέπω νά λαμπυρίζουν τά φώτα ένός πλοίου, καί ύποπτεύομαι πώς σίγουρα αύτό εΐναι τό γιώτ
Α υτός ό <5ν#οωπος είναι ίταχίνδυνος
57
του Γκόγιαζ. 'Απομακρύνομαι άπό τήν άποβάθρα καί παίρ νω Ενα πλαϊνό δρομάκι, πού βγάζει στό μεγάλο δρόμο άπό δπου ήρθα. Λίγο μακρύτερα, πρός τά δεξιά, βλέπω νά φέγγη φως σ’ Ενα παράθυρο. Είναι Ενα είδος ψαροκαλύβας καί στό κατώφλι στέκεται Ενας τύπος μέ μπλέ πουλόβερ καπνίζον τας πίπα. —Γειά σου, φίλε, του κάνω. Δέν είναι καί πολύ όμορφος ό καιρός, Ε; Μήπως κατά τύχη είδατε δυό παλικάρια πρός τά δω; Είχαμε ραντεβού έκεΐ κάτω στήν άποβάθρα. ’Εξακολουθεί νά τραβάη τήν πίπα του γιά μισό λεπτό προτού άποφασίση ν’ άπαντήση. Τέλος, λέει: —Ά , ναί! Είδα δυό άντρες άπό δω. Νομίζω πώς Εψα χναν νά σας βρουν. “Επειτα σκέφτηκαν πώς δέ θαρχόσαστε Ισιος, καί πώς ίσως νά είχατε φασαρίες στό δρόμο. —Πολύ ώραΐα, λέω. Τοϋ δίνω Ενα χαρτονόμισμα δέκα σελινίων. —’Από ποιό μέρος πήγαν, φίλε; τόν ρωτάω. —Πήγαν σ’ αύτό τό πλοίο πού είναι έκεΐ πάνω. Νοίκια σαν τή βάρκα άπό τόν Τζίμ Κάρντιν. —Πότε Εγινε αύτό; —Ώ . πάνε πέντε λεπτά, σχεδόνI.. "Ας πούμε μισή ώ ρα. Δέν ξέρω άκριβώς. .. —Έ χετε κανένα άλλο πλοιάριο έδώ; ρωτάω. Τέλος πάντων, Ενα όποιοδήποτε μέσον γιά νά μέ μεταφέρη έκεΐ κάτω; Κουνάει άρνητικά τό κεφάλι. —Ό Κάρντιν είναι ό μόνος στόν τόπο πού Εχει μιά μηχανοκίνητη βάρκα, καί άρχίζει νά θυμώνη γιατί δέν θέλησαν νά τόν πάρουν μαζί τους. Νοίκιασαν τή βάρκα κι Εφυγαν όλομόναχοι. Πρέπει νά πούμε πώς τούς στοίχι σε άκοιβά. Αύτό τήν ώρα δέ θά βρήτε κανένα νά σας μεταφέρη έκεΐ κάτω μέ κουπιά, ή παλίρροια είναι πολύ Ι σχυρή, δέ θά τά καπάφερνε κανείς. —Εύχαριστώ, φίλε μου, μοΰ κάνατε μιά σπουδαία έξι> πηρέτηση I Λέω καληνύχτα καί ξαναγυρίζω άπό τό δρόμο μέχρι τήν άποβάθρα. Βρίσκομαι σέ άδιέξοδο καί δέ βλέπω τ( θά μπορούσα νά κάνω, άλλά μοΰ φαίνεται άνώφελο νά μένω στημένος έκεΐ χωρίς νά κάνω τίποτα κι έξάλλου, προτι μώ νά περπατάω δταν σκέφτομαι. Λοιπόν άφήνω τήν άπο βάθρα καί ξανανεβαίνω τό δρόμο περνώντας τό μέρος δπου είχα άφήσει τό αύτοκίνητο, ένώ άναρωτιόμουν τί διάβολο θά μπορούσα νά μηχανευτώΙ θ ά είχα κάνει έκατό μέτρα δταν άκούω μηχανή αύτοκινήτου. ’Από τόν ήχο, μοΰ φαίνεται νά είναι φορτηγό. Ξαφνικά,
58
Πήτεο Τβένεϋ
μούρχεται μιά Ιδέα. "Αν υποθέσουμε, έτσι για νά γίνεται κουβέντα, πώς ο'ι τέσσερις γκάγκστερς πού ήταν μέ τή Λότι Φρίτς στή Μπαίηκερ Στρήτ, έφυγαν τόσο γρήγορα μόνο καί μόνο έπειδή έπρεπε' νά πάρουν προμήθειες ή ύλικά γιά τό «Πρίνσες Κρίσταμπελ», κι έτσι μπορεί νά ήταν αύτοί I Στέκομαι στό σκοτάδι τοϋ φράχτη, στό πλάι του δρό μου, καί μιά στιγμή άργότερα τό καμιόνι φτάνει. Δίνω συγχαρητήρια στόν έαυτό μου γιατί μάντεψε σωστά. Εί ναι ένα μεγάλο καμιόνι δέκα τόννων φορτωμένο μ’ ένα σω ρό κιβώτια κι έμπορεύματτα. Στήν κορυφή, ή κουκούλα είναι έλαφρά άνασηκωμένη καί παίρνει τό μάτι μου ένα κιβώτιο μέ ούίσκυ. *0 τύπος μέ τά λαδωμένα μαλλιά κρατάει τό τιμόνι. Υπάρχουν άλλοι δυό λεβέντες πλάι του, καί λέω μέσα μου πώς ό τέταρτος πρέπει νά είναι κάπου στό πίσω μέρος. Τό φορτηγό περνάει δίπλα μου, άλλ’ άν τί νά προχωρήση πρός τήν άποβάθρα, στρίβει δεξιά καί προχωρεί πρός τήν καλύβα του ψαρά, πού είδα πρίν λίγο. ΓΊάτο πού σταματάει. Σέρνομαι μέσα στό χορτάρι πρός τό μέρος του, κι άπό τίς κουβέντες πού άκούω, φαίνεται πώς ό σωφέρ έκανε λάθος στό δρόμο κι έτοιμάζεται νά κά νη δπισθεν γιά νά πάρη τό σωστό δρόμο καί νά προχω ρήση πρός τό μώλο. Ό δρόμος είναι πολύ στενός, κι ένώ αύτός πολεμάει νά μανουβράρη τή μηχανή του, έγώ ξαναγυρίζω στό αύτοκίνητό μου, μπαίνω μέσα καί τό φέρνω πάνω στό μικρό δρόμο. "Οταν φτάνω έκεΐ, τό κολλάω κα ταμεσής του δρόμου. "Επειτα κατεβαίνω καί στήνομαι πί σω άπό τό αυτοκίνητο· Δυό λεπτά άργότερα, τό φορτηγό κάνει πίσω καί στέκεται τρία μέτρα μακρύτερα άπό τά φανάρια μου. Ό όδηγός βγάζει τό κεφάλι του καί μου φωνάζει βρίζοντας νά πάρω τό σαράβαλό μου άπό κεΐ, ό τι είμαι στραβός πού δέν βλέπω πώς προσπαθεί νά ψτάση στήν άποβάθρα, καί άλλα τέτοια. ’Εγώ δέ βγάζω τσιμουδιά. Κάθομαι μόνο πάνω στις φτέρνες μου πίσω άπό τό αύτοκίνητο. Μιά στιγμή άργότε ρα, τούς άκούω νά κατεβαίνουν. Καθώς περνάνε μπροστά άπό τά φανάρια μου βλέπω πώς πηγαίνουν καί οί τέσ σερις μαζεμένοι- Κάνουν τό γύρο του αύτοκινήτου καί, έγώ, τούς περιμένω στό πίσω μέρος, μέ τό περίστροφο στό Χέρι—Ψηλά τά χέρια, κανάγιες, τούς λέω. Λοιπόν, πώς πά με; Δέν περιμένατε νά μέ δητε, έ; Ό τύπος μέ τά λαδωμένα μαλλιά δέ φαίνεται πολύ εύχαριστημένος. —Παλιόμουτρο, λέει. Κατάφερες νά τό σκάσης, έ; —Καί πώς! τοϋ κάνω. Πέρα άπ’ αύτό, θάχης τήν καλό·
λ υ τ ό ς ό άνθρωπος είνα ι έιακίνδυνος
59
σύνη νά μου πης τΐ θά μ’ Εμπόδιζε νά σάς κολλήσω στάν καθένας σας δυό κομματάκια σιδερικό στό πετσί ικαί νά σας πετάξω στό νερό! ’Εμπρός, μπητε στή σειρά μπροστά στό άμάξι, μέ τήν πλάτη γυρισμένη σ’ έμένα, καί γρήγορα ! Μπαίνουν στή σειρά, μέ τά χέρια ψηλά, καί πρέπει νά πω πώς είναι μεγάλη τύχη πού αυτή ή γωνιά του νησιού Μέρσυ είναι έρημη καί πώς κανείς δέν φαίνεται πρός τά δω, γιατί άλλιώς θά μάς είχαν περάσει γιά τό τσίρκο Μπάρνουμ, χωρίς άλλο. Τούς κάνω έρευνα. "Εχουν βλοι άπό ένα δπλο. Κάνω έ να μικρό σωρό γύρω μου μ’ αύτά. Παίρνω τά 1000 δολλάρια, πού ό λαδωμένος τύπος μοΟ είχε τσιμπήσει ατούς στάβλους της Μπαίηκερ Στρήτ, μαζί μέ τά 400 πού είχε κερδίσει σ φ πόκερ μέ τούς άλλους. Δέν υπάρχει λόγος νά μήν ώφεληθω καί κάτι άπ* αύτή τήν υπόθεση. Φυσικά, ό τύ πος δέν -είναι εύχαριστημένος καί γίνεται έξαιρετικά έπιβετικός άπέναντί μου. Τότε, θυμώνω. Κοπανάω ατούς τρεις πρώτους άπό μία μέ τή λαβή το0 περιστρόφου μου στήν κορυφή του κεφα λιού- Σωριάζονται καταγής. "Επειτα κουβεντιάζω τό θέ μα μέ τόν τέταρτο, τόν πιό μικροκαμωμένο. —"Ακούσε, μάγκα. Είμαι τύπος δχι καί τόσο βολικός καί δέ θάθελα νά σέ δώ νά πεθαίνης πριν τήν ώρα σου. Νά τί θά κάνης : θά φορτώσης αύτούς τούς τρεις άλήτες στό καμιόνι σου καί θά τοϋ δίνης γιά τό Λονδίνο, καί σέ συμ βουλεύω νά μήν καθυστερήσης στό δρόμο, γιατί άν ποτέ σέ συναντήσω πουθενά, θά σέ κάνω νά δής τόν ούρανό σφοντύλι. Λοιπόν, δρόιμο, καί μή σταματήσεις πριν άπό τό Τσάριγκ Κρός. Φαίνεται νάχη σοβαρό κλονισμό. ΆφοΟ παιδεύτηκε τρο μερά, φόρτωσε τά τρία ρεμάλια στό καμιόνι. Παραμερίζω τό άμάξι μου κι αύτός φτάνει στό μεγάλο δρόμο κάνον τας δπισθεν. -"Ακούσε φίλε, τοϋ λέω μια στιγμή προτού φυγή. Μέ σα σέ πέντε λεπτά, θάχης έγκαταλείψει τό νησί, βλέπεις τό τηλέφωνο, έκεΐ κάτω; Δείχνω τόν τηλεφωνικό θάλαμο πού είναι στήν άκρη τοΟ μώλου—Λοιπόν, μετά πέντε λεπτά άπό τή στιγμή πού θά φύΥης, θά καλέσω τήν άστυνομία τοϋ "Εσσεξ. θ ά τούς πώ πώς είμαι ένας κάτοικος της περιοχής καί πώς είδα ένα φορτηγό πού τό όδηγοϋσε ένας ύποπτος τύπος, μέ τρεις λιποθυμισμένους τύπους μέσα, νά παίρνη τό δρόμο τοϋ Λονδίνου. Κοιτά τή γνώμη μου, άν βάλω νά σέ τσακώσουν οί ’Εγγλέζοι άστυνομικοί, θά σούκσηκχν ένα σωρό έρωτήσεις, δέν είν’ έτσι. Αύτό θά ήταν άσχημο γιά σένα. Καί θά
60
Πήτερ Τσένεϋ
ήταν άσχημο καί γιά τόν 'Γκόγιαζ καί τόν Κάστλιν. Λοι πόν, άδειασέ μου τή γωνιά καί μή γυρίσεις νά δής πίσω ατό δρόμο σου- Κατάλαβες; —Καλά, έιντάξει, λέει. Μόνο, μπορείς νά μένης ήσυχος πώς αυτό θά πληρωθή μιά μέρα, δλα αύτά, καί θά πληρω θούν Ακριβά 1 —iΜή μέ κάνεις νά θυμώσω, όμορφούλη μου. Ξεχουμπί σου γιά νά μή σέ καθαρίσω. Φεύγει, καί βλέπω τά κόκκινα φώτα του νά χάνωνται μέσα στή νύχτα. Φαντάζομαι πώς δέν Εχω τίποτε νά φο βηθώ άπ’ αύτόν τό λεβέντη. Δέ χρειάζεται νά σας πώ πώς δέν τηλεφωνώ σέ καμιάν άστυνομία γιατί αύτή τή στι γμή, δέν έχω δρεξη νά δημιουργήσω σχέσεις μέ κανενός είδους άστυνομικούς. "Επειτα, πετάω τά δπλα στό νερό καί μαζεύομαι σέ μιά γωνιά καί πέφτω σέ συλλογή. Δυό πράγματα είναι σίγουρα: τό πρώτο είναι, πώς κά ποια βάρκα του «Πρίναες Κρίσταμπελ> θαρθή στήν Αποβάθρα, γιά νά φορτώση τό φορτίο του φορτηγού, καί τό δεύ τερο είναι, πώς πρέπει νά κάνω κάτι μέ τήν Κόνστανς πού θά γεράση, περιμένοντάς με στό σταθμό — δέν ξέρω άλ λωστε πρός τά ποΰ πέφτει — καί θά κάνη τά δικά της Αν δέν έπέμβω. Ή Κόνστανς κάτι θά σοφιστή χωρίς άλλο, γιατί δέν είναι άπό τις μικρούλες πού κάθονται νά χτυ πιούνται σέ μιά τέτοια στιγμή. Επομένως, τό πρώτο πιόνι πού πρέπει νά παίξω, είναι ή Κόνστανς. Λοιπόν, βάζω μπροστά καί ξεκινάω. Υπάρχουν πιθανότητες ό σταθμός νά βρίσκεται κάπου στό μεγάλο δρόμο άπ’ δπου ήρθα- δέ μοΰ χρειάζεται πολύ γιά νά διαπιστώσω πώς δέν Επεσα Εξω. Ό σταθμός είναι Ενα μικρό χτίριο πού βρίσκεται στ* Α ριστερά καί λίγο παράμερα άπό τό δρόμο. Ή γωνιά εί ναι ήσυχη κςιΐ φαίνεται Εγκαταλειμμένη, γιατί στό νησάκι αυτό, τό τραίνο δέν περνάει παρά τήν ήμέρα της Πρω τοχρονιάς ατούς δίσεχτους χρόνους. Διακρίνω τό άμάξι τής Κόνι, παρκαριομένο κοντά στό φράχτη. Αύτή ή νέα φαίνεται πολύ εύχαριστημένη πού μέ βλέπει. Κάθεται στό τιμόνι καί καπνίζει τσιγάρο. —Γειά σου, Λέμυ, κάνει. Χαίρομαι πού σέ βλέπω. Πές μου, λοιπόν, τί σ" Επιασε νά τό σκάσης; Γιατί μέ ξεφορ τώθηκες μ' αύτό τόν τρόπο; —"Εκανα πάρα πολύ καλός τής λέω. Τής διηγούμαι τί συνέβη καί τής Αποδείχνω πώς Αν δέν ήμουν έκεΐ, οι τέσσερις λεβέντες θά είχαν φτάσει στό «Πρίνσες Κρίσταμπελ», κι έμένα μπορεί νά μ’ Εψαχναν Αν Ανέβαινα στό καράβι. Φαίνεται συλλογισμένη. —Πές μου Λέμυ, τι Ακριβώς θά γίνη δταν θά βρεθής
Α υτός ό άνθρωπος είναι έπικίνδννος
61
έκεΐ, στό καράβι, τ[ νομίζεις πώς ό Γκόγιαζ θά σοΟ κά νη; Δέν φαντάζεσαι βέβαια πώς θά μείνη Ικανοποιημένος βλέποντάς σε. Αύτός ό τύπος θά σέ καθαρίση καί θά σέ ρίξη στά σκουπίδια μετά, κι άν δέν γίνη έτσι, νά μή λέ νε Κόνστανς. —Μή λές άνοησίες, άμορφούλα μου. "Ακούσε καλύτε ρα : Ό Γκόγιαζ δέν ξέρει τί ρόλο παίζω σ’ αύτή τήν Ιστο ρία, δέν είν* έτσι; ‘Ωραία, λοιπόν, φτάνοντας στό καράβι, θά τοϋ φουσκώσω τά μυαλά λέγοντάς του πώς κάτι τύποι, πού τά πίναμε μαζί στήν πόλη, μέ ειδοποίησαν πώς έχωνε τή μύτη του στή «δουλειά» του Σιγκέλα. Τοΰ διηγούμαι άκόμη πώς ό Σιγκέλα τό μυρίστηκε καί πώς τού άχρήστεψε πριν λίγο τό φορτηγό του μέ τό φορτίο, πού προορι ζόταν γιά τό «Πρίνσες Κρίσταμπελ», άφοϋ κανόνισε τούς συντρόφους του. Τότε ό Γκόγιαζ, θά ύποχρεωθη νά μέ Ακούση, δχι; "Επειτα θά περιμένω μιάν εύκαιρία γιά νά τόν πιάσω καί μπορείς νά είσαι σίγουρη πώς θά τή βρω. —“Οπως θέλεις, Λέμυ. Στό κάτω-κάτω, έσύ θά βρης τό μπελά σου. —Μπορεί, άλλά τώρα κλεϊσ’ το γιά ένα δευτερόλεπτο kl έλα μαζί μου. Είναι σίγουρο πώς κάποια βάρκα θαρθή γιά νά φορτώση τό ύλικό πού είναι στό φορτηγό. Οαρθης μαζί μου στό μώλο. "Οταν ή βάρκα έρθη κοντά, θά πρέπει νά προσπαθήσης νά δής πόσοι είναι μέσα, κι έπειτα θά είναι δική σου δουλειά νά καταφέρης νά'τούς βγάλης στή στεριά. : ί "Επειτα τΙς λέω νά παρκάρη τό αυτοκίνητό της κοντά στό φράχτη. Τή βάζω ιμέσα στό δικό μου καί ξεκινάμε γιά τό μώλο. "Οταν φτάνουμε κεΐ παρκάρω σέ μιά γωνιά δπου δέ θά μπορούν νά δούν τό αύτσκίνητο, καί περιμέ νουμε. Κοιτά τίς τρεις, άκούγεται τό τσάφ - τσάφ μιας βεινζίνας, πού σέ λίγο έρχεται νά σταματήση μπροστά στούς στύ λους της Αποβάθρας. Είναι δυό τύποι μέσα. Ό ένας δένει τή βενζίνα ένώ ό άλλος κατεβαίνει κι έπιθεωρεΐ τά γύρω. Ή Κόνι, δπως σύμφωνη αμε, στέκεται Ακίνητη στήν άκρη τοΰ μώλου· βγαίνει Από τό σκοτάδι καί προχωρεί πρός τόν τύπο. —Είμαι ή Κόνι, κάνει, ή φίλη τής Λότι Φρίτς. Τά πράγ ματα δέν πάνε και τόσο καλά, τό φορτηγό είχε ένα Ατύ χημα, τρία χιλιόμετρα πιο πέρα : μιά ρόδα χάλασε. Ή Λότι μοΰ άνέθεσε νά σάς πώ νά δώσετε ένα χεράκι έκεί κάτω, καί οί δυό σας. —’Αλήθεια; κάνει ό τύπος. Πού είναι; —Πιό μακριά, στό δρόμο.
62
Π ή τ ε ρ Τσένεϋ
Ό τύπος πάει νά βρή τόν άλλον πού είναι στή βάρκα χαΐ τοΟ λέει μερικές κουβέντες- "Επειτα ξανάρχεται. —Πάει καλά, λέει. "Ερχομαι μαζί σας, άλλά πρέπει 6 άλλος νά μείνη μέ τή βάρκα. Φεύγει πρός τό δρόμο μαζί μέ τήν Κόνι. Περιμένω δέκα λεπτά κι έπειτα χώνομαι στό χορτάρι καί προχωράω μέ προσοχή ιμέχρι τό μεγάλο δρόμο. "Οταν φτάνω έχει, προ χωράω μέ προφύλαξη πρός τό μώλο. Ό τύπος πού είναι στή βενζινάκατο, καθισμένος ατό πίσω ιμέρος, καπνίζει. Τόν φωνάζω. —Έ, φίλε!, Σέ χρειαζόμαστε. "Ελα νά δώσης ένα χε ράκι- δέν είμαστε άρκετοί—Ναι; λέει. Λοιπόν, δέ γίνεται τίποτα, μένω έδώ. "Ολη αύτή ή Ιστορία δέν μοΟ φαίνεται καί τόσο σόι. Λυπάμαι πού πρέπει νά φανώ κακός, άλλά δέν μπο ρώ νά κάνω άλλιώς. —Βγές άπό κεΐ, παλικαράκι, του λέω, καί γρήγορα, άλ λιώς δέν έγγυώμαι γιά τό 75άρι μουΌ τύπος δέ λέει τίποτα, βγαίνει άπλά-άπλά άπό τήν βενζίνα καί πατάει τό πόδι του στό μώλο. Τή στιγμή πού πάει νά σηκώση τό κεφάλι του, τόν ύποδέχομαι μέ μιά άριστερή γροθιά πού τόν κλονίζει άρκετά! Γίνεται ένα κου βάρι καί τόν μεταφέρω μέχρι τό αύτοκίνητο. "Επειτα τόν σηκώνω καί τόν βάζω μέσα. Τόν ψάχνω, άλλά δέν είναι όπλιαμένοςΜέ στενόχωρε! πού θ' άφήσω τήν Κόνι νά ξεμπλέξη όλομόναχη, άλλά δέ μπορώ νά κάνω άλλιώς. Ξαναγυρίζω τρέχοντας ατό μώλο, πηδάω μέσα στή βενζίνα, τή λύνω καί βάζω μπροστά. Γυρίζω τήν πλώρη πρός τ' άνοιχτά- Μα κριά βλέπω νά λάμπουν τά φώτα του «Πρίναες Κρίσταμπελ». Ή νύχτα είναι όμορφη, παρόλο πού είναι σκοτεινά- Τό ρεύμα είναι δυνατό καί είμαι τρομερά εύχαριστημένος πού δέν δοκίμασα νά ξεκινήσω μέ τό κουπί- 'Ανάβω ένα τσιγάρο κι άρχίζω ν' άνακεφαλαιώνω όλα όσα μούπεσαν στήν καμπούρα μου άπό τήν προχτεσινή μέρα, όταν έκανα περίπατο στή Χαιημάρκετ, άκριβώς προτού μέ ξεσηκώση ή Κόνι. Είναι καταπληκτικό, ώστόσο, νά σου συμβαίνουν δλ' αυτά έτσι μαζεμένα. ’Αλλά τάχω λιγάκι χαμένα: τί πρό κειται νά μου συμβή όταν θανεβώ σ’ αύτό τό πλοίο, αυ τό δέν τό ξέρω. Δέν ξέρω τί έκαναν οι Μάκ Φήν καί ό Γκάλατ, άν τά κατάφεραν ή άν τους τσάκωσαν. ’Αναρωτιέ μαι έπίσης, τί θά κάνη ή Κόνι μέ τόν τύπο πού πήρε μα ζί της δήθεν γιά νά έπιδιορθώση τό φορτηγό, όταν αύτός θά καταλάβη πώς είναι κόλπο, καί τί θά κάνη ό λεβέντης πού άφησα μέσα στό άμάξι όταν συνέλθη.
Α υτός ό άνθρωπος είναι έπικίνδυνος
63
'Από τό άλλο μέρος, λέω μέσα μου πώς ή Κόνι είναι άρκειίά έξυπνη γιά νά .κανονίση αυτή τή δουλειά μόνη της. Συγχρόνως σκέφτομαι πώς πρέπει νά Θυμηθώ, όταν ξαναγυρίσω στήν ξηρά, άν ποτέ αύτό μοΰ συμβή, νά ξεκα θαρίσω τήν ύπόθεση τοΰ τύπου πού άφησα στήν άποθήκη τοΰ Μάκ Φήν. "Εχω τήν Ιδέα πώς τό παλικάρι πρέπει νά στενοχωριέται άρκετά, αύτή τήν ώρα, άλλά ίσως νά τού άρέση τό σκοτάδι, στο κάτω - κάτω! Ή ώρα μού φαίνεται άτελείωτη μέχρι νά φτάσω στό «Πρίνσες Κρίσταμπελ». Διευθύνω τή βενζινάκατό μου πρός τήν πρύμνη, καί σάς παρακαλώ νά πιστέψετε πώς γί νεται μιά περίεργη φασαρία πάνω σ’ αύτό τό πλοίο. ^ Τό «ΠρΙνσές Κρίσταμπελ» είναι ένα μακρύ γιώτ. μέ πολυτε λή έμφάνιση* πού είχε κατασκευασατή γιά κάποιον έκατσμμυριοϋχο. Δέν ξέρω πώς τό προμηθεύτηκε ό Γκόγιαζ, πάντως, αύτό τό καράβι τού έφερε άπίβανο παραδάκι. Τώρα, βλέπω νά λάμπουν τά φώτα στά φινιστρίνια, καί άκούω τή μουσική άπό μιά όρχήστρα. Λέω μέσα μου, πώς ό Γκόγιαζ κάνει τις δουλειές του μέ μεγαλοπρέπεια. "Ε χω σαταματήσει τή μηχανή, γιατί βρίσκομαι κάτω άπό τήν πρύμνη. "Ολος σχεδόν ό θόρυβος έρχεται άπό τό μπροστινά μέρος καί τό μεγάλο σαλόνι τοΰ κέντρου. Ριψικινδυνεύω τό κόλπο. Μέσα στή βάρκα, ύπάρχει ένα ρόλο σχοινί- όφοΰ τό πέταξα πέντε έξη φορές, καταφέρνω νά περάσω τήν άκρη πάνω άπό τήν κουπαστή καί νά τήν ξαναφέρω πρός τό μέρος μου. "Επειτα, δένω τις δύο άκρες τού σχοινιού στή βάρκα \καί σκαρφαλώνω. Σέ λίγα δευτερόλεπτα βρίσκομαι πάνω στό πλοίο. Τό πίσω μέρος είναι έρημο. Τά τρία τέ ταρτα της γέφυρας, τά πιάνει τό σαλόνι, άπό δπου άκούγεται μιά διαβολεμένη φασαρία. Στό μπροστινό μέρος, διακρίνω ζευγάρια μέ βραδινό ένδυμα, κάτω άπό τό πανωφόρι ή τό μαντώ, καθισμένα σέ άναπαυτικές πολυθρόνες, ένώ δυό τρεΐς τύποι μέ μορ φή πειρατή καί άσπρο σακάκι, κυκλοφορούν μεταφέροντας άναψυκτικά. "Οταν τό άεράκι φυσάη πρός τό μέρος μου, άκούω κομμάτια άπό φράσεις στά γαλλικά κι αύτό μέ κάνει νά σκεφτώ πώς δ Γκόγιαζ πρέπει νάκανε σκάλα σέ κάποιο γαλλικό λιμάνι προτού σηκώση άγκυρα γιά τήν ’Αγγλία. "Η κάνω μεγάλο λάθος, ή πήρε στό βαπόρι του τή συνηθισμένη κλίκα τών μπράβων τού καμπαρέ καί τών κοριτσιών τους. Πρέπει νά παραδεχτούμε, πώς δ λεβέντης ό Γκόγιαζ, εί ναι πολύ έξυπνος πού ήρθε νά έγκατασταθή σ’ αύτό τό μέ ρος τού κόσμου μέ τό πλωτό χαρτοπαίγνιό του, τό ίδιο άκριβώς σάν νά βρισκόταν στ’ άνοιχτά τοΰ Σάν-Πέντρο
64
Π ή τ ε ρ Τ ο ένεϋ
ή όποιασδήποτε άλλης γωνίας των Ηνωμένων Πολιτειών δπου οΐ άντρες -είναι άντρες πρός μεγάλη χαρά των γυναι κών. Ή Ιδέα ναρθη νά κάνη τό κόλπο του άκριβώς στό δριο τών τριών μιλίων στ’ άνοιχτά τών άγγλικών παραλί ων είναι έξαιρετική, γιατί κανένας άλλος δέν θά τό είχε σκεφτή. Πέρα άπό τά τρία μίλια, μπορείτε νά κάνετε δ,τι σάς άρέσει, χωρίς νά κινδυνεύετε νά σάς τσιμπήσουν. Νομίζω πώς μυρίστηκα τήν καμπίνα του Γκόγιαζ. Κα θώς τό είχε πεΐ ή Κόνι, ό Γκόγιαζ ήταν στήν άρχή μέσα στό κόλπο της άπαγωγής της Μιράντας μαζί μέ τό Σιγκέλα· ό Γκόγιαζ θάπαιρνε δλο του τό πλήρωμα πάνω στό πλοίο, θά τόφέρνε στήν ’Αγγλία, θά έπιβίβαζε τή Μι ράντα καί θά σήκωνε άγκυρα. ‘Αλλά θά ήθελε δλο τό παραδάκι, καί πέρα άπ’ αύτό, δταν ό Σιγκέλα μυρίστηκε πώς ό Γκόγιαζ συνεργαζόταν μέ τόν. Κάστλιν, τούς παρά τησε καί τούς δυό. Ό Σιγκέλα δέ μπορούσε νάχη έμπιστοσύνη στόν Κάστλιν, πού έχει στό ένεργητικό του μιά βρώμικη Ιστορία άπό τόν καιρό πού κατέθεσε σαν μάρτυ ρας κατηγορίας στή δίκη τού Φρέντυ Φρίκελ — τού τύπου πού. καθώς ήταν μεθυσμένος, είχε σκοτώσει δυό νυχτοφύ λακες; πού τούς νόμισε γι’ άστυνομικούς — καί είχε, μ’ αύτό τόν τρόπο, άποφύγει τήν ήλεκτρική καρέκλα. Ό Φρέντι Φρίκελ είχε γίνει ψητός κι ό Κάστλιν είχε έλευθερωθη. Τό χέρι μου έξακολουθεΐ νά μέ άνησυχή· έχω τήν έντύπωση πώς έχει ξυλιάσει μέχρι τόν ώμο, καί παρόλο πού μπορώ νά τό χρησιμοποισω, φοβάμαι μήπως έχω μπελάδες άπ’ αύτή τήν Ιστορία. Παρόλα αύτά, λέω στόν.έαυτό μου πώς καί πάλι ήμουν τυχερός πού μέ περιποιήθηκε ή Κό νι, γιατί ξέρει άπό αύτά. Καθισμένος έκεΐ, μέσα στό σκοτάδι, άναρωτιέμαι πού νά είχε ξετρυπώσει ό Σιγκέλα τήν Κόνι. Αύτός ό τύπος είναι ξύπνιος, δέ μπορεί κανείς νά τό άρνηθή, καί δέ σκο τίζεται καί πολύ γιά τις γυναίκες. Πόσοι άνθρωποι τού συναφιοΰ — καί τύποι πού ξέρουν καλά τή δουλειά, νά λά βετε ύπόψη σας — έκαναν τήν κουταμάρα νά μή διαλέξουν καλά τις φιλενάδες. "Ενα σωρό γκάγκστερς τούς τσίμπη σαν οί άστυναμικοί γιατί κάποια μικρή Ιπαθε μιά κρίση ζήλιας, καί μίλησε. Κατά τή γνώμη μου, μέ τις γυναίκες τά πάς καλά δσο δέν τούς λές τίποτα κι δσο Εχεις μικροσυναλλαγές μέ πολλές συγχρόνως. ‘Η άποκλειστική φιλενάδα είναι πού σέ βάζει μέσα. "Οσο τρέχεις άπό τή μιά στήν άλλη, δλα πάνε κα λά. ’Αλλά πάρε μιάν άπ' αύτές στό σπίτι σου, τάπιασες τά λεφτά σου: κάποιο ώραΐο πρωί θάχεχε ένα μικροκαυγαδάκι οί δυό σας, κι έπειτα αύτή θά πάη ν’ άκουμπήση
Α υ τό ς ό άνθρωπος είνα ι έπικίνδυνος
65
τ’ δμϋρφο κεφαλάκι της στόν ώμο ένός Αστυνομικού κ<*1 νά δαγκώση τή λαμαρίνα καί, έννέα φορές στις δέκα, ό Αστυνομικός αύτός πού είναι τόσο εύγενικός καί τόσο πο νετικός, είναι ένας πράκτορας της όμοσπονδιακής Αστυνο μίας ή ένας όποιοσδήποτε μυστικός καί μετά Απ’ αύτό. τό πυροτέχνημα Αρχίζει καί ή μικρή τό μετανιώνει πικρά στήν ύπόλοιπη ζωή της. Κι έτσι είναι κανείς πανέτοιμος νά ξεκινήση για μιαν Ατέλειωτη κούρα άναπαύσεως στήν ήλεκτρ κή καρέκλα. Μή μοϋ μιλάτε γι’ αύτό. ’Αλλά μέ τήν Κόνστανς, δέν είναι έντελώς τό ίδιο πράγ μα. Σφιγγόταν ή καρδιά μου νά τήν βλέπω μ’ έναν τό πο σάν τόν Σιγκέλα. “Ολ’ αύτά μοϋ τριβελίζουν τό μυα λό, ένώ κάθομαι μέσα στό σκοτάδι ξεφυσώντας και προσ παθώντας νά καταστρώσω ένα όποιοδήποτε σχέδιο δρασεως. Βλαστημάω σάν κολασμένος τόν Μάκ Φήν: δέν κατα λαβαίνω, γιατί αυτός ό ήλίθιος δέ μέ περίμενε 8πως είχα με συμφωνήσει. Ή μόνη έξήγηση πού μπορώ νά του βρω, είναι πώς αύτός ό Πκάλατ ήταν Ισως τόσο έρεθισμένος ξέ ροντας πώς ή Μιράντα βρισκόταν στό καράβι καί Ανυπομονοϋσε νά πάη νά τή βρή, πού ό Μάκ Φήν δέ μπόρεσε νά τόν κρατήση, καί βρέθηκε Αναγκασμένος νά τόν Ακόλου θή ση. θυμάμαι πώς, δταν ήμουν παιδί, είχα Ακούσει μιά πα ροιμία πού λέει: δταν έχης Αμφιβολία, νά μήν κάνης τί ποτα, Αλλά νά περιμένης. Αύτή βρήκα πάντα πώς ήταν μιά έξαιρετική παροιμία, καί κάθε φορά πού μοϋ συμβαί νει νά βρίσκωμαι σέ Αμφιβολία γιά μιά όποιοδήποτε' Ιστο ρία, μένω άπλούστατα έκεΐ πού βρίσκομαι στριφογυρίζον τας τήν υπόθεση στό μυαλό μου καί, στό τέλος, πάντα κ ά τι βγαίνει. Κατά τή γνώμη μου πρέπει νά ύπάρχουν ένα σωρό μπράβοι σ’ αύτό τό πλοίο. Τούς βλέπω νά βγαίνουν λίγο πιό πέρα, καί δέ χωράει Αμφιβολία πώς οι περισσότεροι είναι φουσκωμένοι σάν Ασκιά. Ξέροντας πόσο φτηνό οινό πνευμα σερβίρει συνήθως ό Γκόγιαζ στό γιώτ του, έχω τήν Ιδέα πώς θά είναι σχεδόν δλοι τόσο τύφλα πού θά μπορέ σω νά γλιστρήσω άνάμεσά τους χωρίς νά μέ προσέξη koc νείς, έκτός Ισως Από τόν Γκόγιαζ ή τόν Κάστλιν καί τούς τύπους τοϋ πληρώματος ή τής συμμορίας, πού δέ θάξεροον πιά ποϋ νά πάνε νά κρυφτοϋν &ν ήξεραν πώς ό Λέμυ Κώσιον βρίσκεται στό βαπόρι’Ακριβώς έκείνη τή στιγμή μέσα στό σκοτάδι, μιά Από τις πόρτες Ανοίγει καί βγαίνει μιά κοκότα. Είναι μιά ψη λή ξανθιά, δμορφη κοπέλα, γεροδεμένη, μέ άσπρη τουα λέτα, γεμάτη μπιχλιμπίδια, δέν ξέρω πιά πώς λέγονται 3
66
Πητερ Τσένεϋ
αύτά, πούλιες, νομίζω... θάλεγες πώς τήν είχαν τραβή ξει πο&αρό&ρομο Ανάμεσα σέ δυό τρεις φράχτες. Τά μαλ λιά της είναι τελείως ξεχτένιστα καί τρικλίζει σάν νά μήν ξέρη ποΟ βρίσκεται. Κατά τή γνώμη μου, ή αύτή ή γυναι κούλα δέ σηκώνει τό πιοτό, ή τήν έχουν ξυλοφορτώσει. "Ερχεται τρικλίζοντας πρός τό μέρος μου. Τότε λέω μέ σα μου πώς καιρός είναι νά σαλέψω. Σηκώνομαι. —Λοιπόν, μικρό μου, της κάνω, τί συμβαίνει; Δέ φαίνε ται νά πηγαίνουν καί τόσο καλά τά πράγματα. .. Γυρίζει τό βλέμμα της πρός τό μέρος μου και βλέπω πώς τά μάτια της είναι σάν γυάλινα. Δέν είναι καθόλου ά σχημη. Τό στόμα της είναι όμορφο, άλλά τό κραγιόνι της δέν είναι στό χρώμα πού θάπρεπε καί περνάει τή γλώσσα της πάνω στά χείλη της πού μού φαίνονται νά είναι μάλ λον στεγνά. Μέ κοιτάζει σάν νά μή βλέπη. —Νοιώθω πολύ άσχημα, κάνει. Πές μου λοιπόν, δέν βρί σκεις πώς ό Γκόγιαζ είναι στ’ Αλήθεια βλάκας μέ τό ν’ άρχίζη αύτοΟ τού είδους τά κόλπα πάνω σ’ αύτό τό πλοίο; ’Αρκετές άσχημες Ιστορίες ύπάρχουν σ’ αύτόν τόν μάταιο κόσμο’ δέν είναι Ανάγκη νά μάς δημιουργή κι άλλες. Φάίνεται στ’ Αλήθεια έτοιμη νά πέση κάτω. Τότε πτρνάω τό μπράτσο μου γύρω Από τή μέση της καί τήν πάω νά καθίση κοντά στήν κουπαστή της πίσω γέφυρας. —Τί θάδινα γιά ένα ποτήρι νερό! —'Ησύχασε, κοριτσάκι μου. Τί σέ βασανίζει; Τί συμβαί νει σ’ αύτή τή γωνιά; —Αύτοί — έκεΐ οί άλλοι... οί πεθαμένοι... “Οταν Α φήσαμε τ’ Αμερικανικά παράλια, είπα στόν Γκόγιαζ πώς κατά τή γνώμη μου θά γίνονταν φασαρίες σ’ αύτό τό πλοίο- Δέ μπορούσε νά καθίση ήσυχος καί νά μείνη έκεΐ κάτω, δπου έπιανε συνήθως άφθονο παρά; "Οχι. έπρεπε νά φέρη τό πλοίο του στή Γαλλία κι αύτός ό βλάκας δέν κά θεται στό όριο των τριών μιλιών Αλλά πρόκειται ν’ Αλλά ξουμε πορεία. Καί τώρα έρχεται πρός τά δώ έχοντας δέν ξέρω ποιά κομπίνα στό νοΰ. Παίρνει μιά γυναικούλα στό καράβι καί τί λεφτά της ξαφρίζει! Βάζω στοίχημα πώς ή μικρή έχασε γύρω στά είκοσι χιλιάρικα Απόψε. Τεντώνω τό Αφτί. Πρόκειται Ασφαλώς γιά τή Μιράντα. —"Q, δέ βαρυέσαι, κούκλα! Αύτά έχει ή ζωή. Κι έπει τα έδώ ό Γκόγιαζ δέν φοβάται τίποτα, βρίσκεται πέρα Α πό τά τρία μίλια Από τήν Ακτή. Ή κοπέλα μέ ξανακοιτάζει—Δέν ξέρεις τί λές, κάνέι. Τρία μίλια ή δχι, δέ θά κατάφερνε νά ξεφύγη Από πουθενά μ’ αύτό πού έκανε Από ψε- ώ, πόσο θάθελα ένα ποτήρι νερό, θεέ μου! Σκύβει πάνω Από τήν κουπαστή καί λέω μέσα μου πώς
Α υτός ό άνθρωπος είνα ι Επικίνδυνος
67
Εχει τέτοια δίψα πού δέν θ’ άργήση νά πηδήση μέσα. Φαί νεται όλοκάθαρα πώς αύτή ή μικρή δέν είναι πολύ στά καλά της. Τή χτυπάω έλαψρά στόν ώμο. —Έ λα , μικρά, της λέω. 'Ησύχασε, βά πάω νά σού φέρω νά πιής. Σηκώνομαι καί κάνω μερικά βήματα στή γέφυρα- Ξα φνικά, μιά πόρτα Απέναντι άνοίγει, καί βγαίνει Ενας τύ πος μέ άσπρο σακάκι. Τό ριψοκινδυνεύω. —"Ε ! Γκαρσόν! ’Ελάτε νά δήτε. Ό άνθρωπος μέ κοιτάζει, κι Επειτα προχωρεί πρός τό μέρος μου.
τ ρ ία σ τεφ ά ν ια Δέ νιώθω καί πολύ άνετα βλέποντας νά πλησιάζη τό γκαρσόνι, άλλα καταλαβαίνω άμέσως πώς δέν ύπάρχει κίνδυνος. Ό τύπος Εχει πιει τόσο πολύ πού δέν ξέρει πιά καί πολύ καλά τί τού γίνεται- Μέ ρωτάει τί θέλω. —Είναι κεΐ μιά κυρία πού δέν αίσθάνεται πολύ καλά, τοΰ λέω. Πηγαίνετε σάς παρακαλώ νά της φέρετε Ενα ποτήρι νερό κι Ενα γεμάτο ποτήρι ούίσκυ γιά μένα. Αύτό θά μοϋ κάνη καλό. Φεύγει κι έγώ ξαναγυρίζω κοντά στήν κοπέλα- Σχεδόν άμέσως, ό τύπος μέ τό άσπρο σακάκι ξαναγυρίζει- Φέρνει μιά μποτίλια ούίσκυ, μία καράφα νερό καί δυό ποτήρια- τά παίρνω καί τόν άφήνω νά φύγη. Γεμίζω Ενα ποτήρι νερό γιά τή μικρή κι έγώ κοπανάω μιά καλή ρουφηξιά ούίσκυ, κι Επειτα Απ’ αύτό νιώθω πολύ καλύτερα. —"Ελα, όμορφούλα μου, λέω στή μικρή, δέν πρέπει νά βασανίζεσαι τόσο. Ή ζωή δέν είναι τόσο άσχημη. Πώς ήρ θες σ’ αύτό τό πλοίο; Πάει καιρός πού είσαι μέ τόν Γκόγιαζ; Γνέψει καταφατικά μέ τό κεφάλι. —Πάνε χρόνια πού συνεργάζομαι μαζί του- Δουλεύω στά λιμάνια καί τΙς παραλιακές πόλεις. Τούς παρασύρω στό πλοίο γιά νά τούς μαδήσουν. ΣτΙς 'Ηνωμένες Πολιτείες τό κόλπο Επιανε, όλλά ή Ιδέα ν’ άφήσουμε τ’ Αμερικανικά παράλια γιά νόρθουμε άπό δώ, αύτό δέ μοϋ άρεσε καθό
68
Πήτερ Τσενευ
λου. 'Υποψιάστηκα άπόψε δταν μου είπε νά μήν πλησιάσω στήν καμπίνα, αυτή πού έχει μετατρέψει σέ γραφείο. Ξέ ρεις τ[ συμβαίνει, φίλε, ιμου, 6; ’Αρκεί νά τού άπαγορέψουν νά κάνης κάττι γιά νά σου γεννηθή μεγαλύτερη περιέργεια. "Οταν άρχισε τό παιγνίδι, πήγα νά κάνω μιά βόλτα πρός τά κεΐ και πέρασα τό κεφάλι γιά νά ρίξω μιά ματιά, κι αΰτό δέν ήταν δμορφο. Συμφωνώ μ’ ένα γνέψιμο τοϋ κεφαλιού. —"Οταν βγήκες άπό κεΐ, πριν λίγο; Άπό κείνη τήν πόρ τα, έκεΐ κάτω; —’Ακριβώς, δέν ήθελα νά ξαναγυρίσω άπό τόν Ιδιο δρό μο, γιατί θά υποψιάζονταν πώς κάτι έτρεχε, έτσι πέρασα άπό τις κουζίνες καί βγήκα άπό δώ. —Πάει καλά, τής λέω. Τώρα, άκου, μικρό μου. Πρέπει νάχης παγώσει, μοΰ φαίνεται... Κάνε μιά βόλτα στή γέ φυρα γιά νά ζεσταθής καί γύρισε στό σαλόνι, άπό κεΐ πού έφυγε τό γκαρσόνι. *0 Γκόγιαζ δέ θά προσέξη τίποτα, θά νομίση πώς βγήκες στή γέφυρα νά πάρης άέρα. Άρκεΐται νά κάνη μόνο μιά κίνηση τού κεφαλιού κι έ πειτα σηκώνεται καί φεύγει μέ βήμα δχι καί τόσο στα θερό. "Οπως φαίνεται, αύτή ή μικρή δέν είναι καί τόσο Ικανοποιημένη άπό τόν έαυτό της. Καί νά πού νιώθω ξα φνικά μία ζέστα στό σβέρκο, άπό μιά δυό Ιδέες πού μοΰ περνούν στό μυαλό καί πού δέν είναι καθόλου άνόητες. Μόλις ή κοπέλα έφυγε σηκώνομαι καί προχωρώ πρός τήν πόρτα άπ* δπου βγήκε. Γλιστράω στό έσωτερικό* είναι σκοτάδι πίσσα, άλλα έκεΐ κάτω, στό βάθος τού διαδρόμου, διακρίνω φώς καί άκούω ν’ άνακατευουν πιατικά. Προχω ρώ στις μύτες των ποδιών καί κοιτάζω άπό τήν πόρτα τού βάθους. Μοΰ φαίνεται πώς βρίσκομαι στήν κουζίνα, γιατί βλέπω έκεΐ δυό τρεις άνθρώπους νά πλένουν πιάτα καί ν’ άνοίγουν μπουκάλια. Μένω έκεΐ γιά μιά στιγμή- έπειτα περνάω κατευθείαν άπέναντι. "Εχω τήν Ιδέα πώς ύπάρχουν τόσοι τόποι σ’ «ύτό τό πλοίο, πού ένας περισσότερο ή λιγότερο δέν θά κάνη έντυπωση. Πάντως κανένας δέ μοΰ λέει τίποτα. Τότε δια σχίζω τήν κουζίνα καί βγαίνω άπό τήν άπέναντι πόρτα. Βρίσκομαι σ’ έναν άλλο διάδρομο πιό στενό. Ύπάρχουν δυό πόρτες στή δεξιά πλευρά καί τρεις στήν άριστερή. ’Ανοίγω τις δυό πόρτες δεξιά, άλλά είναι άπλώς κουκέ τες — άδειες. Τότε, δοκιμάζω άριστερά. 01 δυό πρώτες είναι άνοιχτές, είναι κι αυτές κουκέτες, άλλά ή τρίτη είναι κλειστή, κι άν είναι ή καμπίνα πού γι’ αύτή μού μίλησε ή κοπέλα πριν λίγο, πρέπει νάχω ένα κλειδί γιά νά μπώ μέσα. Μέ τό νά είναι αύτή ή πόρτα κλειστή ή περιέργειά μου
Α ύ τό ς ό άνθρωπος είνα ι Επικίνδυνος
69
έξάπτεται. ‘Η κλειδαριά είναι παιγνιδάκι γιά παιδιά· οέ λιγότερο άπό δυο λεπτά τήν Εχω παραβιάσει. Μπαίνω καί ξαινακλείνω τήν πόρτα πίσω ιμου. Είναι τό ίδιο σκοτεινά μέ τήν καρβουναποθήκη τοϋ Μάκ Φήν καί, δέν ξέρω γιά ποιό λόγο, Εχω ξαφνικά τήν Εντύπωση πώς θάχω μιά δυό Εκ πλήξεις δχι πολύ εύχάριστες. ’Ανάβω Ενα σπίρτο καί κοιτάζω γύρω μου, καί δέν Ε χω πέσει Εξω, σας παρακαλώ νά τό πιστέψετε. 'Υπάρχει Ε να πορτατίφ στό γραφείο πού είναι στή μέση τοϋ δωμα τίου καί πατάω τό κουμπί του. Ξαπλωμένα μέσα σέ μιά λίμνη αίματος, κοίτονται δυό πτώματα. Δέ μοΰ χρειάζεται πολύ γιά νά καταλάβω πώς είναι ό Γκάλατ καί ό Φήν. Εί ναι βέβαιο πώς είναι νεκροί. Ό Γκάλατ Εχει δεχτή δυό τρεις σφαίρες στήν κοιλιά, Ενώ ό Μάκ Φήν Εχει χτυπηθη στό λαιμό καί στό κεφάλι. “Οπως είναι φανερό, αύτά τά δυό παιδιά δέν είχαν τύχη. Φαντάζεστε βέβαια πώς Εχω δει δχι καί λίγα Εγκλήμα τα στή ζωή μου, καί δέ γίνομαι Εξαλλος κάθε φορά πού καθαρίζουν Ενα λεβεντόπαιδο, άλλά λυπάμαι πού αύτά τά παιδιά τήν Επαθαν Ετσι, Ιδίως γιά τόν Φήν πού είναι πα λιός μου συνεργάτης καί πού δέν ξέρω πόσα χρόνια συν εργαζόμαστε μαζί. Πάνω στό τραπέζι υπάρχουν δυό περίστροφα. ’Αναγνω ρίζω τό δπλο τοϋ Μάκ Φήν, καί ύποθέτω πώς τό άλλο εί ναι τοϋ Γκάλατ. ’Εξετάζω τά δπλα καί τά μυρίζομαι. ΟΟτε τό Ενα οΰτε τό άλλο Εχουν χρησιμοποιηθη, κι αύτό άποδείχνει πώς ό τύπος πού τούς καθάρισε καί τούς δυό τούς ξεπάστρεψε σά σκυλιά χωρίς νά τούς άφήση τήν παραμι κρή εύκαιρία. “Ετσι, λέω μέσα μου, πώς πρέπει νά είναι αύτό τό κάθαρμα ό Γκόγιαζ. Περνάω τό περίστροφο του Μάκ Φήν στή ζώνη μου, για τί Εχω τήν Ιδέα πώς καλά θά Εκανα νάχω Ενα ρεζέρβα γιά τήν περίπτωση πού θαρχόταν σέ κάποιον ή δρεξη νά ξαναρχίση τή φασαρία. "Επειτα σβήνω τό φώς, άνοίγω τήν πόρτα της καμπίνας, βγαίνω στό διάδρομο γιά νά ξανα πάω στό πίσω μέρος άπό τά μαγειρεία. Φτάνοντας στή γέ φυρα, περνάω μπροστά άπό μιά ντουζίνα ζευγαριών πού χαϊδολογιούνται ή κουβεντιάζουν γιά χαρτιά, λεφτά ή κά τι άλλο, καί λίγο πιό μακριά διακρίνω τή μικρή πού είδα πρίν, σκυμμένη πάνω άπό τήν κουπαστή. Τό φανταζόμουν πώς δέ θά ξαναγύριζε στό σαλόνι, άπό φόβο μήπως ό Γκό γιαζ τή ρωτήση άπό ποϋ Ερχόταν. —Γειά σου, κούκλα, της λέω. "Ελα νά περπατήσης λίγο μαζί μου. "Εχω κάτι νά σοΰ πω. Τήν παίρνω άπό τό μπράτσο καί τήν ξαναφέρνω πρός τό πίσω μέρος. Είναι ύποταχτική σάν άρνάκι. "Εχω τήν Εντύ
70
Πήτερ ΤσένεΟ
πωση πώς αύτή ή κοπέλα είναι Ετοιμη νά κάνη δ,τι της πεϊ ό πρώτος τυχών. Τή βάζω νά καθίση έκεϊ πού ήμαστε πρίν λίγο. —"Ακου μικρό μου. Νομίζω πώς ΰσα μου είπες γ ι’ αΰτή τήν παρέα είναι σωστά, καί νομίζω άκόμη πώς ό Γκόγιαζ Βέν άξίζει πεντάρα 1 Πές μου, λοιπόν, της κάνω, ξέ ρεις πώς τά κατάφεραν νά κανονίσουν τούς Βυό αύτούς τύπους πού είναι νεκροί στήν καμπίνα;' Μέ κοιτάζει μέ μάτια γουρλωμένα καί πιό γυάλινα πα ρά ποτέ. —"Ωστε, πήγες έκεΐ κάτω; Μά στ’ άλήθεια, λέει άλλά· ζοντας τόνο, ποιός είσαι; —Μήν κάνεις Ερωτήσεις, θά σοϋ άπαντήσο ιέ ψέματα. Ισως είμαι ό "Αη - Βασίλης, κι Ισως δχι. ’Αλλά έσύ, άν εΐσα γνωστικό κοριτσάκι, θά μοϋ πής τΐ συνέβη Εδώ άπόψε. Είδες αύτούς τούς Βυό τύπους ν* άνε&αίνουν ατό κα ράβι; Ή κοπέλα άρχίζει νά κλαίη. "Εχω άκόμη τήν άρχή πώς δταν μιά γυναίκα άρχίζη τά κλάματα, Βέν πρέπει ποτέ νά τή σταματάς· νιώθουν πάντα καλύτερα Επειτα. Κάθεται έ κεΐ, κλαίγοντας καί τρέμοντας σάν νά είχε στ’ άλήθεια με γάλο βάρος σ τ ή ν καρδιά γιά τόν Ενα ή τόν άλλο λόγο. "Επειτα νάτη πού καλμάρει λίγο. —"Ελα, μικρό μου, τής λέω, άποφάσισε ν’ άνοιξης τό> στόμα σου. θ ά χρειαστή νά μιλήσης κάποτε, ξέρεις. Καταπίνει τό σάλιο της. —Ήμουν μέ τόν Γκόγιαζ στό σαλόνι, κάνει, δταν αύτοί οί Βυό τύποι άνέβηκαν στό πλοίο. Ή ρθαν μέ μιά μηχανο κίνητη βάρκα, νομίζω. Ό Σελέτι, ό άρχισερβιτόρος του· — Ενας άπό τούς μπράβους τοϋ Γκόγιαζ — Ερχεται καί στέ κεται Βίπλα στό άφεντικό. Ό Γκόγιαζ δέ λέει τίποτα, γιά μιά στιγμή, άλλά σκέφτεται, καί σκέφτεται σκληρά. Τέ λος, μοϋ κάνει νόημα νά πάω κοντά του. Μοϋ λέει πώς εί ναι Βυό τύποι πού μόλις Εφτασαν στό πλοίο καί πού είναι Ικανοί νά μάς προξενήσουν Ενα σωρό μπελάδες άν τούς κα πνίση, κι άκριβώς αύτή τή στιγμή δέν θέλει νάχη μπελά δες. Τόν ρωτάω τί νά κάνω, καί τότε μοΟ λέει ν’ άνεβώ στή γέφυρα καί νά παρασύρω αύτούς τούς Βυό τύπους μέ χρι τήν καμπίνα του, λέγοντάς τους πώς θαρθή νά τούς δή άμέσως- ΜοΟ λέει νά τά κανονίσω, ώστε νά σταθούν μπροστά στό γραφείο δσο θά τούς μιλάω, καί μόλις άκούσω νά μπαίνη μπροστά Ενα γραμμόφωνο στήν πλαϊνή καμ πίνα, θά πρέπει νά παραμερίσω πρός τά δεξιά. Μοϋ περ νάει άπό τό μυαλό ή Ιδέα πώς ό Γκόγιαζ μαγειρεύει Ενα βρώμικο κόλπο, καί τοϋ άπαντάω πώς δέν θέλω ν’ άνακατευτώ σέ Ιστορίες πού μπορεί νά γίνουν σοβαρές, άλλά ξέ
Α υ τό ς ό δνθρω πος είνα ι επικίνδυνος
71
ρει πάρα πολλά γιά μένα, μ’ έχει στό χέρι, μέ προειδο ποιεί πώς άν δέν κάνω αύτό πού μού ζητάει, θά μού στοιχί ση άκριβά. ’Εκείνη τή στιγμή μέ κοιτάζει» καί προσέχει πώς δέν είμαι καί πολύ έντάξει καί τότε μου λέει νά τ’ ά* ψήσω καί βάζει τή Φρήντα — μιά συνάδελφο πού δουλεύει έπίσης γι' αύτόν — στό κόλπο άντί γιά μένα. Τή Φρήντα δέν τή νοιάζει. Είναι πιό σκληρή κι άπό τό πιό σκληρόπε τσο κρέας- ’Ανεβαίνει στή γέφυρα, άλλά έγώ, φλέγομαι ά πό τήν έπιθυμία να δώ τί γίνεται μέσα σ’ αύτή τήν καμπί να. "Επειτ’ άπό μιά στιγμή, βλέπω τό Γκόγιαζ νά φεύγη* τότε βγαίνω άπό τήν άλλη πόρτα, πρός τήν άριστερή πλευ ρά του πλοίου, και πάω νά κοιτάξω άπό τόν έξαεριστήρα αύτής της καμπίνας πού δέν είναι έντελώς κλεισμένος. Βλέ πω μέσα τή Φρήντα νά κουβεντιάζη μ’ αύτούς τούς τύπους. Τήν Ιδια στιγμή, άκούω νάρχεται κάποιος, τρέχω καί κρύ βομαι στά σκοτεινά, κι άκούω άμέσως ένα γραμμόφωνο πού άρχίζε ι νά παίζη. Ό Γκόγιαζ φτάνει στό διάδρομο. Κρατάει στό χέρι ένα περίστροφο έφοδιασμένο μέ σιγα στήρα, καί τραβάει έξη πυροβολισμούς άπό τό άνοιγμα του έξαεριστήρα. "Επειτα φεύγει καί τό γραμμόφωνο σταμα τάει. Ή κοπέλα ξαναρχίζει τά κλάματα. Τότε άνάβω άλλο έ να τσιγάρο, καί τήν κοιτάζω. “Επειτα άπό μιά στιγμή, τό κλάμα δυναμώνει. —"Ελα, μικρούλα μου, δέ βγαίνει τίποτα μέ τά κλάμα τα. "Ο,τι έγινε έγινε, οί πεθαμένοι δέ θά ξαναγυρίσουν, της λέω- Στό κάτω - κάτω, αύτοί πήγαν γυρεύοντας άψοΰ ήρ θαν στό πλοίο χωρίς νά τούς προσκαλέσουν, καί ό Γκό γιαζ πρέπει νά ύπερασπίση τά ύπάρχοντά του, δέν εΐν’ έ τσι; Τίποτα δέν άποβείχνει πώς αύτοί οί δυό τύποι δέν ήταν κακοποιοί. —’Ακόμη κι άν είναι έτσι, κάνει, έπρεπε νά τούς δώση μιά εύκαιρία αύτό τό κάθαρμα. Ξαφνικά τής έρχεται μιά Ιδέα καχύποπτη, καί μού ρί χνει ένα λοξό βλέμμα. —’Αλλά, γιά πές μου, κάνει, δέν ξέρω άκόμη ποιός εί σαι, φίλε μου. Δέν σ’ έχω ξαναδεΐ στό καράβι. —Σωστά, όμορφούλα μου, κι άν δέν σταματήσης τίς έρωτήσεις, δέ θά δής πιά κανέναν, γιατί άν σέ ξανακούσω νά ρωτάς θά σέ πετάξω στή θάλασσα, τόσο σίγουρα δσο μέ λένε Λέμυ ΚώσιονΙ —"Οχι δά; Είστε 6 Λέμυ Κώσιον; Διάβολε, μπορώ νά πώ πώς έχω άκούσει νά μιλάνε γιά σάς. —Ναί, τής κάνω, καί τί άκουσες νά λένε γιά μένα, μι κρούλα; —Πώς είσαστε ό χειρότερος άπό τούς γκάγκστερς.
72
Π ήτερ Τσένεί)
—Ναι, λοιπόν, Ετσι περίπου είναι, κι άν ήμουν Εγώ στή θέση σου, μικρή μου, θά πρόσεχα πολύ νά τό βουλώσω, γιατί άν Εχης τήν άτυχία νά πάς νά πης σαχλαμάρες, ότι είμαι στό πλοίο ή ό,τιδήποτε άλλο γιά μένα, θά σέ κανο νίσω μιά χαρά, κι Ετσι θά μάθης πώς αύτά πού Ακόυσες δέν ήταν λόγια I —*Ώ, τό βουλώνω I κλαψουρίζει- Μού φτάνουν οΐ μπελά δες μου μέχρι τώρα. —'Ωραία. Και τώρα πού είμαστε σύμφωνοι, μικρό μου, δίνε του και ξ αναγύρισε νά φιγουράρης στό πρόγραμμα των άπολαύσεων της βραδιάς, άλλά ούτε λέξη γιά μένα, άλλιώς θά τά βρής σκούρα. —Δέν ύπάρχει φόβος, μουρμουρίζει, είμαι κουφή καί μουγγήΤότε Εκείνη φεύγει, κι έγώ άνάβω Ενα τσιγάρο. Δέν μοΰ είναι καθόλου βολικό πού αύτή ή κοπέλα βρίσκεται σέ τέ τοια κατάσταση, γιατί Εχω τήν ιδέα πώς άν ήταν άλλιώς θά μπορούσε νά μού φανή χρήσιμη. Πρέπει νά σάς πώ πώς άρχιζα νά νιώθω άνήσυχος, όλομόναχος πάνω σ’ αυτό τά πλοίο, γιατί ήταν όλοφάνερο πώς ό Γκόγιαζ δέν καλοδε χόταν καί τόσο αυτούς πού Ερχονταν ν’ Ανακατευτούν στις κομπίνες του, καί πώς άντί γιά κουβέντες χρησιμοποιούσε σφαίρες. Πρέπει νά πώ πώς τόν είχα πολύ στό ρουθούνι τόν Γκόγιαζ. Τού χρωστούσα μιά ρεβάνς γιά τόν Μάκ Φήν"Εμεινα καθισμένος Εκεί μιά στιγμή, κι Επειτα πήρα τήν άπόφαση νά πάω νά δώ στό μπροστινό μέρος τί συνέβαινε. Τή στιγμή πού σηκωνόμουν, 'άκουσα τό τσάφ-τσάφ μιάς μηχανοκίνητης βάρκας κοντά μου, κι Ετσι περίμενα λίγο.. Καί νά πού διακρίνω μιά μικρή βάρκα πού κατευθύνεται πρός τήν πρύμνη. Τό φεγγάρι τώρα Εχει βγή καί δέ μού κάνει Εντύπωση καθώς βλέπω πώς ό τύπος πού όδηγεΐ τή βάρκα δέν είναι άλλος άπό τόν Γιόνι Μάλατ, τόν άνθρωπο τού Σιγκέλα. Αύτό είναι τύχη. ’Αμέσως τού κάνω σινιάλο καί μέ βλέ πει. Φέρνει τή βάρκα του κάτω άπό τήν πρύμνη καί τή δέ νει στή δική μου. Σηκώνει τό κεφάλι καί τό πρόσωπό τοι> είναι δλο χαρά. —Λοιπόν, φίλε μου Λέμυ, όσο γιά σύμπτωση, αύτό εί ναι σύμπτωση, Ε; —Δέν ξέρω τίποτα, μιικμέ μου. Αύτό είναι Ερώτηση ή Ε πιβεβαίωση; "Ας άφήσουμε όμως τίς σαχλαμάρες, κοίταξε νά σκαρφαλώσης στό πλοίο, Εχω νά σοΰ μιλήσω σοβαρά. ‘Αρπάζει τό σχοινί καί Ανεβαίνει μέ τήν άνεση Ακροβά τη. Καβαλικεύει τήν κουπαστή κι Ερχεται νά καθίση πλάι μου.
Α υτός ό άνθρωπος είνα ι έπικίνδννος
73
—Λοιπόν, παλιάτσε μου, τΐ γυρεύεις έδώ; τόν ρωτάω. —Τό ρωτάς; κάνει. "Οταν ή Κόνι βγήκε ν’ άγοράση δ,τι χρειαζόταν γιά νά σού περιποιηθή τό χέρι, τηλεφώνησε στόν Σιγκέλα και τοΟ είπε πώς καλά θά Εκανα νά τρέξω έδώ δσο πιό γρήγορα μπορούσα καί νάχω τό νού μου μή πως σέ καθαρίση κανείς. Σκέφτηκε πώς θά είχες ίσως άνάγκη άπό βοήθεια καί μού είπε νά μπω κάτω άπό τΙς διαταγές σου. Κάνει μιά γκριιμάτσα σά χαμόγελο. —Ή Κόνι μοΰπε νά σοϋ πώ Ενα σωρό πράγματα. ‘Εξ άλλου, θά σοϋ τά πη κι ή Ιδια, δταν σέ δή. —Πρέπει νά είναι Εξω φρένων, ή μικρή, Ε; Μονάχα, νά, δέ μπορούσα νά κάνω άλλιώς, Γιόνι, Επρεπε μέ κάθε τρό πο ν’ άνεβώ στό πλοίο. —"Οχι, δέ λέει τίποτα. Αλλά εύτυχώς πού ήρθα: Φτά νοντας πρός τά δω πήρε τό μάτι μου τό άμάξι σταματημένο κοντά στό σταθμό, καί τή βλέπω νά διαπληκτίζεται μέ τούς Βυό τύπους πού άφησες στήν ξηρά. Καί δέν φαίνον ται και τόσο έύχαριστημένοι. Επιτέλους τούς κάλμαρε. Βρίσκονται δεμένοι στό μώλο, δέν πρόκειται πιά νά Ενο χλήσουν κανένα. Λοιπόν, πώς πάνε τά πράγματα έδώ; Σκέφτομαι γιά μιά στιγμή. —Πές μου, λοιπόν, Γιόνι, στοιχηματίζω πώς ό Σιγκέλα θάχη λυσσάξει, Ε; Γελάει ειρωνικά. —"Αν Εχη λυσσάξει; ”Α, τί πρόκειται νά σκαρώση στόν Γκόγιαζ, δέ μπορείς νά τό φανταστής! Δέ μπορεί νά τό χωνέψη πώς ό άλλος προσπάθησε νά τοΰ κλέψη τήν κομπίνα του, κι έμένα αύτό δέν μέ βολεύει καθόλου, γιατί άπόψε Επρεπε νά καθαρίσουμε τόν Γκάλατ. —’Αλήθεια; Καί πώς; —Ό φίλος μένει στό Στράντ Τσάμπερς, μού λέει ό Γιό νι. Λοιπόν θά τού δριζα Ενα ραντεβού μέ τό τηλέφωνο μέ όποιαδήπστε δικαιολογία. "Οταν θά βρισκόμουν έκεΐ, εί χαμε συμφωνήσει πώς θά τόν σπρώχναμε σ’ Ενα αύτοκίνητο, θά τόν κανονίζαμε, καί θά πηγαίναμε νά τόν πετάξουμε κάπου στά περίχωρα, άλλά δταν τοΰ τηλεφωνώ, δέν ύπάρχει κανείς. ’Αρχίζω νά μπουχτίζω άπ' αύτή τήν ιστο ρία, άλλά νά πού Ερχεται Ενας συνάδελφος άπό μέρους τού Σιγκέλα, καί μού λέει πώς ή Κόνι τηλεφώνησε δτι ό Γκόγιαζ άπήγαγε τή Μιράντα, καί πώς ξεκινήσατε καί οί δυό γιά νά τή βρήτε. Ό Σιγκέλα μού παραγγέλνει νά παρακολουθήσω τήν ύπόθεση. Συγχρόνως τηλεφωνώ γιά νά μού προμηθέψουν μιά βάρκα μόλις φτάσω, καί νά με. Τί κάνουμε τώρα; —Μήν κάνεις τόσες Ερωτήσεις, τοΰ λέω, κι άκου, Γιόνι.
74
Π ή τ ε ρ Το ένεϋ
Δέν Εχεις πιά Ανάγκη νά σκοτίζεσαι γιά τόν Γκάλατ, γιατί ό Γκόγιαζ τόν κανόνισε, αύτόν κι Εναν άπό τούς φίλους του. Γουρλώνει τά μάτια. —"Οχι δάΙ Αλήθεια; κάνει. —Είναι όπως στα λέω. θεωρώ τότε ύποχ'ρέωσή μου νά τόν κατατοπίσω γιά δ,τι Εγινε στό πλοΐο, μόνο πού τοΰ λέω πώς ό Μάκ Φήν ήταν φίλος του Γκάλατ καί δέν τόν γνωρίζω. —Καί τώρα, Γιόνι, συνεχίζω, νά πώς παρουσιάζονται τά πράγματα: τό κυριότερο είναι νά πάρουμε τή Μιράντα Απ’ αύτό τό πλοΐο, κι δσο πιό γρήγορα τόσο τό καλύτε ρο. "Εχω τήν έντύπωση πώς δλοι σχεδόν οί τύποι στό βα πόρι είναι δπλισμένοι, λοιπόν τό θέμα είναι ν’ άποψασίσουμε άν θά Ενεργήσουμε πονηρά, ή άν θά μπούμε μέσα στά δλα. ’Αρχίζει νά γελάη σαρκαστικά. —Φιλαράκο μου Λέμυ, άν είναι δλοι κύκλο, ριχνόμαστε στό σωρό. .. Ή αίθουσα τοΰ παιγνιδιοΰ είναι στό μπροστι νό μέρος. Πάμε πρός τά κεΐ. Παίρνω τό αυτόματό μου στό δεξί χέρι καί τό περί στροφο του Μάκ Φήν πού είχα κολλήσει στή ζώνη μου, στό Αριστερό μου χέρι. Ό Γιόνι κρατάει δύο, Ενα κάτω ά πό κάθε ώμο. Περνάμε τήν άριστερή πλευρά- ’Αρχίζει νά κάνη Αρκετό κρύο καί τά περισσότερα παιδιά Εχουν μπη μέσα. Νιώθω τέτοια Εξαψη πού ξεχνάω τό χέρι μου,' πού μέ πονάει ώστόσο πολύ. Μόλις φτάνουμε στό μπροστινό μέρος, κάνω νόημα στό Γιόνι νά σταματήση, καί κοιτάζουμε άπό Εναν Εξαεριστή ρα. Τό σαλόνι είναι πολύ εύρύχωρο καί πιάνει σχεδόν τό μισό μάκρος του γιώτ. Είναι ξέχειλο καί σάς παρακαλώ νά πιστέψετε πώς δέν Εχω ξαναδεΐ τέτοια συντροφιά. *Υι πάρχουν τύποι μέ τις κοκότες τους πού τούς Εχω δεΐ γιά χρόνια νά λυμαίνωνται τις Αμερικανικές παραλιακές πό λεις. Ό Μάρτυ Σπινέλα, ό διαβόητος ληστής της Όκλαχόμα, καί ό Πήρς Μπάυρον, πού είχε σκοτώσει τήν "Οτζι Σίκινς έξ Επαφής στό σπίτι της μαμάς Λίκοβατ, μέ τό πρό σχημα πώς τό χρώμα τοΰ μισοφοριού της δέν τοΰ άρεσε* είναι άκόμη ό Σκήτς ό Καιτσαρομάλλης, Από τό Μισούρι, καί ή Ράκελ Μάντα, ή φιλενάδα του· είναι ό Γουέλτ, άπό τό Λός "Αντζελες, καί ό Περνάτζα, Από τό Σάν Πέντρο. "Ολοι αυτοί οί τύποι Εχουν Ερθει μέ τις φιλενάδες τους, πού οι περισσότερες είναι πόρνες καί κάνουν δλοι έκεϊ τις διακοπές τους, καθώς φαντάζεστε. Δέν Εχω δεΐ ποτέ τέτοια συμμορία κακοποιών. 'Εκτός Απ'
Α υτός & Ανθρωπος είνα ι έπιχίνδυνο;
75
άύτούς, υπάρχουν κάπου πενήντα πρόσωπα πού δέν τά γνω ρίζω. Ά λλ’ άπό τό φέρσιμό τους, βλέπεις άμέσως πώς δέν είναι "Αγγλοι, ικι αύτό άποδείχνει πώς 6 Γκόγιαζ φυλάχτηκε άπό τό νά φέρη άνθρώπους άπό τήν άγγλική παραλία. Δεί χνει φρονιμάδα και νομίζω πώς έχει δίκιο. Καταμεσής στό σαλόνι, υπάρχει ένα τραπέζι ρουλέτας καί ΰλοι είναι μαζεμένοι γύρω, 'ϋ Γκόγιαζ κρατάει τή μπάνκα, καί στήν άκρη τοϋ τραπέζιου, μπροστά μας, διακρίνω τή Μιράντα. Τό πρόσωπό της είναι όλορόδινο άπό τή συγκί νηση καί τά ξανθά της μαλλιά πετοΰν άνταύγειες κάτω άπό τό ήλεκτρικό φως. Φοράει μία καταπληκτική τουαλέτα, καί λαμποκοπάει άνάμεσα στους άλλους, δπως ένα έκατομμύριο δολλάρια στόν ήλιο. Χωρίς άστεΐα, ή μικρή είναι έξαιρετική! Ρίχνω μιά ματιά στόν Γιόνι πάνω άπό τόν ώμο μου. ’Ανάβει ένα τσιγάρο. Λίγο πιό πέρα, μιά περιστρεφόμενη πόρτα φέρνει στό σαλόνι. —’Εμπρός, τους τσακώνουμε, Γιόνι, κάνω καί μπαίνουμε. Είναι δλοι τόσο άπορροφημένοι άπό τό παιγνίδι πού κα νένας δέν μας προσέχει, πρίν ό Γιόνι άρχίση νά φωνάζη: —Ψηλά τά χέρια, συμμορίτες, άλλιώς σάς τήν άναψα I θάπρεπε νά βλέπατε τή φάτσα αώτων των άνθρώπων τή στιγμή ποΰ γυρίζουν καί ιμάς βλέπουν. Κάπου όγδόντα ζευ γάρια χέρια σηκώνονται πρός τό ταβάνι συγχρόνως. Βλέ ποντας πώς σηκώνουν τά χέρια είναι φανερό πώς δέν είναι ή πρώτη φορά ποΰ τους συμβαίνει αώτου του είδους ή έκπληξη. —Καί τώρα, κυρίες καί κύριοι, τούς λέω, άν καδένας έχη όρεξη νά μιλήση, τόν συμβουλεύω ν’ άρχίση άμέσως, γιατί δέιν έχουμε καιρό νά χάνουμε, καί δέν είμαστε καθό λου ευγενικοί. Κοιτάζω τόν Γκόγιαζ. Είναι όρθιος στή μέση τοϋ τραζιοϋ, μέ Οφος πολύ καταβεβλημένο, άλλά κάνει ωστόσο μιά προσπάθεια νά χαμογελάση. —Μά γιά πείτε μου, κάνει, τί συμβαίνει; —ΤΙ φαντάζεσαι, τοϋ λέω, πώς ήρθαμε νά ψάλλουμε τρο πάρια; Παίρνει Οφος δλο καί πιό ευγενικό. —Τί θέλετε, φίλοι ιμου; λέει. —"Οχι μεγάλα πράγματα, Γκόγιαζ. θέλουμε άπλώς τή μις Βάν Ζέλντεν. "Εχω τήν έντύπωση πώς 6 γέρος της δέν θάταν καθόλου ευχαριστημένος άν μάθαινε πώς είχες στό νοΰ σου ν’ άπαγάγης αύτή τή μικρή. Βλέποντας πώς ό Γιόνι κρατάει τά όπλα στό χέρι, ξανα βάζω στή θήκη τό όπλοστάσιό μου καί φέρνω βόλτα τό τραπέζι. Ό κόσμος παραμερίζει καί πλησιάζω τή Μιράντα.
76
Π ήτερ Τσένεϋ
—Πώς πάει, μίς Βάν Ζέλντεν; της κάνω. ’Εκείνη χαμογελάει. "Εχει κάτι δόντιαI —Μπά, ό κύριος Κώσιον! Μά τέλος πάντων τί σημαίνει αύτό; "Εχω την έντύπωση πώς κάθε φορά που πάω κάποο σάς βρίσκω μπροστά ιμου. —’Ακούστε, μικρή μου κυρία. Είμαι ή καλή σας νεράιδα, άλλά δέν τό ξέρατε. Μέ λένε έπίσης Ά η - Βασίλη, γιατί μπαίνω άπό τήν καπνοδόχο, θυμόσαστε τό πανδοχείο τοΰ «‘Αγιοκλήματος καί τοΟ Γιασεμιού», στό Τολέδο; Ή Μιράντα δάζει τά γέλια. —Ποτέ δέ θά τό ζεχάσω, κάνει- Τί συγκινήσεις δοκίμασα, έκεΐνο τό βράδυ I —’Αγαπάτε πάρα πολύ τις συγκινήσεις καί τις παράξε νες έντυπώσεις, κούκλα μου, της κάνω. Μιάν άπ’ αύτές τίς ήμέρες, ψάχνοντας γιά τή μεγάλη συγκίνηση, θά βρεθητε στό ψυγείο τού νεκροτομείου, κι έκεΐ θά έζυπηρετηθητε. Δείχνω τόν Γκόγιαζ. —θά σάς πω δυό τρία μικροπράγματα γι’ αύτό τό λε βέντη και γιά τά υπόλοιπα παλικάρια. Πρώτα - πρώτα τό παιγνίδι είναι μπλοφαρισμένο, κι αύτό άπαγορεύεται. Δεύ τερον, όλοι αύτοί οί Απατεώνες πού βλέπετε έδώ έχουν κά νει τόσες βρωμοδουλειές, πού πλάι τους ή κόλαση θάμοια£ε σάν συγκέντρωση των φιλάνθρωπων κυριών της ‘Αγίας Πελαγίας, στό Κόουλτ Σπρίγκς της Πενσυλβανίας. Τρίτον, αύτός ό χοντροκέφαλος έτοιμαζόταν νά σάς άπαγάγη τό πρωί, νά σάς κρύψη καί νά ζητήση λύτρα- Καί τώρα, τί λέ τε γι’ αυτά; Ή Μιράντα ένώνει τά χέρια μέ ϋφος ένθουσιασμένο. —Δέν είναι δυνατόν! Αύτό είναι τρομερά ένδιαφέρον! Άλλά, γιά πρώτη φορά στή ζωή μου, βλέπω πώς φαίνε ται άπορημένη. —Κι δμως, έτσι είναι, μικρή μου, της κάνω. Καί τώρα, πόσα έχετε χάσει; —Είχα δέκα χιλιάδες δολλάρια δταν έφτασα έδώ Από ψε, λέει, κι έχω τήν έντύπωση πώς Απ’ αύτά μου μένουν σχεδόν πεντακόσια. —Πολύ καλά. λέω. Στρέφομαι πρός τόν Γκόγιαζ. —Αύτό θά σοϋ στοιχίση Ακριβός Γκόγιαζ, τοΰ κόινω. θ ά μού δώσης τίς έννιάμιση χιλιάδες δολλάρια πού έχει χάσει ή μίς καί θά πάρω δέκα χιλιάδες γιά τόκους, άν αύτό δέν σέ πειράζη. —“Ε! συγγνώμη..., Αρχίζει αύτός, άλλά τήν ίδια στιγ μή ό Γιόνι τοΰ κολλάει ένα περίστροφο στήν πλάτη καί τό βουλώνει.
Αντος
ό άνΰρωπος είναι Επικίνδυνος
77
—Πάει καλά, λέει υποταγμένος, άλλα θά τό θυμάμαι αυ τό. —Σέ ποιόν τό λές; τοΰ άπαντάω. Κι έγώ τό ίδιο. Βάζω στό χέρι τις είκοσι χιλιάδες πού είναι πάνω στό τραπέζι καί δίνω τά μισά άπό αύτά στή Μιράντα. —Καί τώρα, κούκλα, ξαναγυρίζουμε στό μπαμπά. Ή νέα δέν λέει λέξη. Ή κάπα της είναι άκουμπημένη στή ράχη τής καρέκλας, πίσω της. Τη ρίχνει στούς ώμους της. "Επειτα πηγαίνουμε πρός τήν πόρτα, ένώ μάς καλύπτει πάν τα ό Γιόνι πού μάς άκολουθεΐ όπισθοχωρώντας. "Οταν φτά νουμε έχει, τούς μιλάω: —’Ακούστε, συμμορία των ήλιθίων. “Αν κάποιος άπό σάς θέληση νά κουνηθή πριν άπό δέκα λεπτά, θά τήν άρπάξη. καταλάδατε; Κατάλαβαν πολύ καλά. Βγαίνουμε στή γέφυρα καί κλεί νω τήν πόρτα. Τούς όδηγώ στό πίσω μέρος. —Γιόνι, νά τί θά κάνης έσύ. ’Ανέβα στή βάρκα τής μις Βάν Ζέλντεν, όδήγησέ τη στό μώλο κι έμπιστέψου τη στή φίλη μου τήν Κόνστανς. Τοΰ κλείνω τό μάτι- καταλαβαίνει τό κόλπο. —Μά έσύ; ρωτάει. Δέν έχεις σκοπό νά μείνης πάνω σ’ αυτό τό πλοίο, έ; —Δέ γίνεται λόγος. ’Αλλά ξέχασα κάτι σπουδαίο. Δίνε του. Τούς κοιτάζω νά φεύγουν καί οι δυό καί βλέπω τόν Γιόνι καί τή Μιράντα νά πιάνονται στό σχοινί. ’Ενώ έκείνη κα τεβαίνει, τή βλέπω πού γελάει. "Εχω τήν έντύπωση πώς πρέπει νά τό βρίσκη αύτό τρομερά διεγερτικό. "Επειτα, ό Γιόνι κατεβαίνει μέ τή σειρά του καί λίγα λεπτά άργότερα τό τσάφ - τσάφ ένός μοτέρ μέ πληροφορεί πώς ζαναφτάνουν στήν άποβάθρα. Ξαναγυρίζω στό σαλόνι καί άνοίγω τήν πόρτα μέ τό πε ρίστροφο στό χέρι. Αύτοί οί λεβέντες δέν έχουν σαλέψει. Τούς έχουν τόσο καλά ντρεσάρει πού μόλις έβαλα τό πόδι μέσα όλα τά χέρια σηκώθηκαν αύτσμάτως. —Λοιπόν, Γκόγιαζ, έχω νά σου μιλήσω. "Ελα άπό δώ καί κράτα τά χέρια ψηλά. Δρασκελίζω τήν πόρτα όπισθοχωρώντας καί περιμένω νά περάση κι αύτός. —Καί τώρα, παιδιά, λέω στόν κόσμο, μήν ξεχνάτε πώς ό σύντροφός μου σάς παρακολουθεί άπό τό άνοιγμα τοΰ έξαεριστήρα στήν άλλη άκρη τοΰ σαλονιού, λοιπόν μείνετε άκόμη ήσυχοι γιά δέκα λεπτά. Ξανακλείνω τήν πόρτα. —Τί σημαίνει αυτό, Λέμυ; κάνει ό Γκόγιαζ. Πρώτα - πρώ τα, τί ήρθες νά κάνης έδώ, τί ζητάς;
78
Π ή τ ε ρ Τσένεϋ
—"Ελα μαζί μου, του άπαντάω, θά οοϋ τό πώ· Τόν παίρνω στό πίσω μέρος. "Οταν φτάνουμε έκεΐ, του λέω νά καθίση. Κάθεται. Φαίνεται άπορημένος γιατί δέν μπορεί νά καταλάβη ποϋ θέλω νά καταλήξω. —’Επιτέλους. Λέμυ, δέ σέ καταλαβαίνω. Τί σέ πιάνει νάρχεσαι μέ τά περίστροφα καί νά μοΰ βουτάς είκοσι χιλιά ρικα άπό πάνω; Μήπως ένδιαφέρεσαι γιά τή μικρή Μιράν τα κατά τύχη; "Αν πρόκειται γι’ αύτό, μπορούμε πάντα νά τά κανονίσουμε. Είμαι τύπος πού μπορείς νά συνεννοηθης μαζί μου. —Βούλωσέ το, Γκόγιαζ. "Ακουσέ με καλά: δέ μπορώ νά σέ υποφέρω, κι αύτό δέν είναι σημερινό. Ξέρεις τί πρόκει ται νά σου κάνω; Σηκώνει τό κεφάλι γιά νά μέ κοιτάξη καί βλέπω στό μέτωπό του νά γυαλίζουν σταγόνες Ιδρώτα. —θ ά σέ κανονίσω, κάθαρμα. ’Αρχίζει νά κλαψουρίζη. —"Ω, φίλε μου, Λέμυ, άφησέ μου μιά ευκαιρία. . . μήν τό κάνεις αύτό! θ ά σοϋ δώσω όσα χρήματα θελήσεις. Δέ σούκανα ποτέ τίποτε, δέν είμ α ι... —Κάτω τά χέρια, του κάνω. "Αφησες μιά περίφημη ευ καιρία στόν Μάκ Φήν καί τόν Γκάλατ, άπόψε, έ; Καί ξαφνικά σκάω ένα πλατύ χαμόγελο. —"Ελα, μπορεί νάκανα λάθος, Γκόγιαζ, του λέω. "Ημουν λιγάκι θυμωμένος έναντίον σου, άλλά στό κάτω - κάτω, δέ λέω πώς αύτό δέν μπορεί νά ταχτοποιηθη. ”Ω, στάσου, ρί ξε μιά ματιά έικεΐ! Κοιτάζω πάνω άπό τόν ώμο του, σά νά είχα προσέξει κά τι έπάνω στό νερό. Σηκώνεται καί γυρίζει γιά νά δη, καί τότε του κανονίζω τό λογαριασμό του. Του τραβάω πέντε στήν καρδιά καί τή σπονδυλική στήλη, δύο γιά τόν Γκάλας, δύο γιά τόν Μάκ Φήν καί μία γιά μένα. Σωριάζεται πάνω στήν κουπαστή. Περνάω τό πόδι μου κάτω άπό τις γάμπες του καί τόν άνασηκώνω μ' ένα τίναγμα. Γλιστράει μέ τό κεφάλι κάτω καί τό κορμί του κάνει πλάφ.μέσα στό νερό. ~ανανυρ(Γω νά ρίξω μιά ματιά στό σαλόνι. "Ολα είναι ήρεμα- "Επειτα, σκαρφαλώνω πάλι στό σαλόνι σάν τόν χιμπαντζή καί κατεβαίνω στή βάρκα μου, βάζω μπρός καί γυρίζω τήν πλώρη πρός τήν άκτή. *Η όμίχλη σηκώνεται καί τά φώτα τοϋ «Πρίνσες - λ'ρίσταμπελ* χάνονται σιγά - σιγά. Τότε άρχίζει ή φασαρία. Ακούω φελούς άπό σαμπάνια νά τινάζωνται καί κάποιος βάζει ένα χορευτικό σκοπό στό ραδιόφωνο. Καθισμένος στό πηδάλιο, καπνίζοντας ήσυχα ένα τσιγά
Α υ τό ς ό άνθρωπος είνα ι Επικίνδυνος
79
ρο, δέν Ενιωθα καθόλου δυσαρε στημένος άπό αύτή τή βρα διά. "Αν Εξαιρέσουμε τόν Μάκ Φήν, ήταν άμορφη δουλειά.
Ή Λ ό χ Α π ά λ ι έπ ΐ σ κ η ν ή ς 'Ενώ προχωρούσα πρός τούς στύλους της άποβάθρας, άναρωτιάμουν πώς θάβρισκα τά πράγματα. "Ελεγα μέσα μου πώς ό Γιόνι καί ή Κόνστανς είχαν δλο τόν ικαιρό γιά νά ξε φορτωθούν τούς μπράβους τοΟ Γκόγιαζ πού είχαν δέσει στό μώλο. Καί δέν Επεφτα Εξω. Δέν ύπήρχε κανένας γύρω, έκτός ·άπό τήν Κόνστανς, τόν Γιόνι καί τή Μ.ράντα. Κατευθυνόμαστε πρός τό άμάξι. ‘Η Κόνστανς ξαναπαίρ νει τό δικό της, καί ό Γιόνι άνεβαίνει στό 6 lk6 του γιά νά τό πάη στό γκαράζ. ’Εγώ, παίρνω θέση πλάι στή Μι ράντα, μέσα στό αύτοκϊνητό της πού τό είχε άφήσει στό γειτονικό γκαράζ. Στό δρόμο της Επιστροφής, ή Μιράντα δέν σταματάει τή φλυαρία γύρω άπό τά γεγονότα αύτης της βρσδιας. Πόσο χαρούμενη φαίνεται. Άκούγοντάς την, θά νόμιζε κανείς πώς τό δτι άφησε νά μπλεχτή σέ μιά τέτοια Ιστορία άπό δπου τήν Εβγαλαν άμέσως μετά, είναι γι’ αύτήν τό πιό διασκεδαστικό πράγμα τοϋ κόσμου. Κατά τή γνώμη μου αύτή ή μικρή Εχει μιά περίεργη άντίληψη γιά τό τΐ είναι άστεΐο, άλλά, στό κάτω - κάτω, ύπάρχουν πολλές σάν κι αύτή. Πρέπει νάχετε καταλάβει πώς ή ήθική δέν είναι τό φόρ τε μου, άλλά ώστόσο, είμαι ύποχρεωμένος νά διαπιστώσω πώς οί περισσότερες άπό τις κυράτσες πού ό πατέρας τους είναι φουσκωμένος άπό παροδάκι Εχουν δλες κάποια βί δα. ’Εννιά φορές στις δέκα, ό γέρος άρχίζει στή ζωή σάν ύπηρέτης σέ κάποιο άπουακρυσμένο άγρόχτημα, δουλεύει σάν νέγρος δεκαπέντε ώρες τή μέρα, φεύγει γιά τή μεγά λη πόλη δπου δλα γυαλίζουν καί άστράφτουν. δουλεύει άκόμη πιό σκληρά άπό πριν καί καμιά φορά πετυχαίνει Ενα δυό καλά κόλπα πού τοϋ άπσφέρουν μερικά Εκατομμύρια. ‘Ακριβώς τή στιγμή πού άποφασίζει νά γεράση, νά πού Ε να άπό τά παιδιά του άρχίζει νά τινάζεται στόν άέρα, νά γυρίζη Εδώ κι έκεΐ καί νά βημιουργή βρωμοΐστορίες άνα-
80
Ι Ιή τ ε ρ Τοενεϋ
ζητώντας τή μεγάλη συγκίνηση, κι δλα αύτά γιατί πιστεύει πως αύτό είναι ή πεμπτουσία τής ζωής καί γιατί δέν τοΰ έχουν πει ποτέ τό άντίθετο. Αύτό άσφαλώς είναι ή περίπτω ση τής Μιράντας. Κι ώστόσο, αύτή ή μικρή έχει κάτι μέσα ο ίυ iOfcpocAo της.
’Ενώ δλά αύτά μοΰ περνούν άπό τό μυαλό, έ/κείνη μοΰ διηγείται πώς βρέθηκε μπερδεμένη στα πόδια τοΰ Γκόγιαζ. Καθώς φαίνεται κάποιο βράδυ βγαίνει νά δειπνήση όλομόναχη σ’ ένα μέρος πολύ άρυστοκρατικό. Έπειτα, πηγαίνει στό θέατρο. Στήν έξοδο, ένας όμορφονιός τή πλησιάζει καί τής λέει πώς τήν έχει γνωρίσει κάπου στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Ή Μιράντα έχει γνωρίσει τόσους τύπους πού, όπωσδήπστε, δέν θά τούς θυμόταν, κι Ετσι πέφτει στήν πα γίδα. Πάνω σ’ αύτό, ό λεβέντης άρχίζει νά τήζ φουσκώνη τό μυαλό σχετικά μέ τό πλωτό καζίνο τοΰ Γκόγιαζ καί φυσικά, ή Μιράντα θέλει μ’ δλη της τήν καρδιά νά τήν πάη έκεΐ. Καί τήν πηγαίνει. Σ ’ δλο αύτό τό διάστημα, περιμένω νά μέ ρωτήση πώς έμαθα πώς είχε πάει έκεΐ κι όλα τά σχετικά· τότε άρχίζω νά τής ξεφουρνίζω νοερά μιά Ιστοριούλα. Λίγο μετά, προ σέχει πώς τό μπράτσο μου φαίνεται νά μέ βοοσανίζη καί ή άλήθεια είναι πώς Ιχω τήν Εντύπωση δτι υπάρχει μιά σι δερένια βέργα μέσα στό μανίκι ιμου. Τότε κείνη παίρνει τό τιμόνι. 'Οδηγεί τόσο γρήγορα πού δέν έχει καθόλου τόν καιρό νά μιλήση, κι αύτό μέ βολεύει περίφημα καί μου δί νει δλο τόν καιρό νά σκαρώσω τήν ιστορία μου. Τής λέω πώς τήν είδα νά βγαίνη άπό τό «Κάρλτον» τίς προάλλες καί πώς είχα πάει λίγο άργότερα γιά νά τής πώ μιά καλημέρα, άλλά πώς ή καμαριέρα της μοΰ είχε άναγγείλει πώς είχε φύγει γιά δυό τρεις ήμέρες. Βγαίνοντας άπό κεΐ, συναντάω έναν άπό τούς τύπους τοΰ Γκόγιαζ· πίνουμε μα ζί ένα ποτήρι καί μοΰ λέει πώς καπά τήν γνώμη του πρέ πει νά πήγε νά παίξη στό πλοίο. Τής λέω πώς ήξερα δτι τό παιγνίδι τ»ΰ Γκόγιαζ ήταν μπλοφαρισμένο καί πώς, όπωσδήποτε, θά προσπαθούσε ί σως νά τήν άπανάγη, καί τότε έρχουαι μαζί μέ τήν άδελφή μου κι ένα φίλο γιά νά τόν σταματήσω. Μέ κοιτάζει μέ τήν άκρη του ματιού πολύ παιγνιδιάρικα. —Γιατί δέν ειδοποιήσατε τήν άστυναμία, Λέμυ; —Ακούστε, Μιράντα, καλά θά κάνατε νά προσέχετε λι γάκι ποΰ πάτε, γιατί άλλιώς θά βρεθούμε στό χαντάκι, κι δσο γιά τίς κουβέντες μέ τήν άστυνσμία, θάπρεπε νά ξέ ρετε πώς δέν συιιπαθώ τούε άστυνσυικούε. —Τό φαντάζομαι, στ* άλήθεια, λέει. Ά λλα πείτε μου, τί άκριβώς κάνετε; Είστε γκάγκστερ, δέν εΐν’ έτσι; Ποιά εί ναι ή εΙδικότητά σας;
Αύτ&ς ό άνθρωπος είνα ι έπικίνόννος
81
Χαμογελάω, καταλαβαίνω πώς καλά θάικανα νά φανώ μικρός ή,ρωας, δσο Εχω τήν ευκαιρία. —"Ω ! θεέ μου, I, κι άν παραδεχτούμε πώς είμαι Ενας... Κι Επειτα;. . . ’Αλλά Εχω μπή στήν Εφεδρεία. Πάει καιρός πού δέν Εχω δώσει άφορμή νά μιλήσουν γιά μ ένα... Ή νέα χαμογελάει. —Δέν σκοτώσατε Εναν άστυφόλακα στήν Όκλαχόμα; Τής λέω ναί. —’Αναγκάστηκα νά τό ρίξω αυτό τό παλικάρι, άλλιώς θά ιμέ καθάριζε αυτός. Τό θέμα ήταν απλώς ποιός θά πυ ροβολούσε πρώτος. Κι Εξακολουθώ νά της φουσκώνω τό μυαλό μιλώντας της γιά μένα, τόσο πού στό τέλος, αύτή ή κυράτσα πρέπει νά μέ νομίζη γιά Ενα μίγμα Ρομπέν των Δασών, Ζάν ντ’ "Αρκ κι δ,τι άλλο θέλετε. —Τό μπράτσο σας δέν φαίνεται νά πηγαίνη καλά, Λέμυ. Τί σάς συνέβη; —"Αν σάς τό πώ, θά μ έ1κοροϊδέψετε, της κάνω. Σκαρ φαλώνοντας στήν κουπαστή, άπόψε, εΤχα τό δπλο μου στό χέρι. Γλίστρησα καί τό δπλο Εκπυρσοκρότησε κι Εφαγα μία στό μπράτσο, θ ά βάλω νά τό περιποιηθοϋν γυρίζον τας στό Λονδίνο. Πρέπει άπλώς ν’ άλλάζω τόν Επίδεσμο. —θ ά τό κάνω Εγώ, Λέμυ, λέει ήρεμα ή νέα. Είναι Εφτά τό πρωί δταν φτάνουμε στό «Κάρλτον». ‘Α νεβαίνουμε στό διαμέρισμα της Μιράντας· καλεΐ τήν 'καμα ριέρα -me καί τή στέλνει νά φέρη Ενα σωρό πράγματα γιά τό μπράτσο μου. Στό βάθος, είμαι άρκετά τυχερός, γιοττί ή πληγή φαίνεται καθαρή, καί δέν ύπάρχει φλεγμονή. Πρέ πει νά πώ πώς είμαι άρκετά σκληρό καρύδι, καί νομίζω πώς μέσα σέ σαρανταοχτώ ώρες θάχη περάσει. ’Ενώ ή Μιράντα μοϋ δένει τό χέρι, Εγώ παρακολουθώ μέ τό βλέμμα τή μικρή καμαριέρα πού παλεύει μέ τά κύπελα, τό ζεστό νερό καί τούς Επιδέσμους. Είναι νόστιμο κομματάκι, αύτή ή μικρούλα, καί συγχρόνως Εχω τήν Εν τύπωση πώς δέν είναι καθόλου βλάκας. Λέω μέσα μου πώς θά μπόρεση Ισως νά μοϋ φανή χρήσιμη. ’Αφού τελείωσε ή Επίδεση τού τραύματος, παίρνουμε τόν καφέ, κι Επειτα λέω στή Μιράντα πώς πρέπει νά τού δίνω. Λέει «καλά», άλλά Εννοεί νά μέ ζαναδή καί μοΰ προτείνει ναρθώ νά δειπνήσω μαζί της τό βράδυ, στις Εννέα. Αύτό μέ βολεύει μιά χαρά. Σέ λίγο φεύγω* τής Μιράντας κοντεύει νά τής φύνη ή μασέλα άπό τό χασμουρητό. Τής λέω πώς θάκανε καλά νά πάη νά κοιμηθή. Ή καυαριέρα ιΐιέ συνοδεύει στήν πόρτα καί μέ όδηγεΐ μέσα άπό Ενα διάδρμο μέχρι τό άσανσέρ. Τήν κοιτάζω.
82
Πήτερ Τσένεν
—Πές μου μικρό μου. σου Εχουν ξαναπεΐ πώς είσαι χα ριτωμένη ; Αύτή χαμογελάει. —Νομίζω πώς θυμάμαι δτι Ενας τύπος μοϋ τό είπε μιά φορά, άλλ' αυτό δέν Εβγαλε καί μεγάλα πράγματα. —Κρίμα, της λέω. Πρέπει ν’ Απασχοληθούμε σοβαρά μέ τό θέμα. "Αν παίρναμε Ενα κύπελο τσόπ - σουα(η(*) μα ζί Ενα άπ' αυτά τά βράδια, δηλαδή άν Εχουν τσόπ-σουαίη σ' αύτή τη χώρα; Πάλι χαμογελάει ήσυχα. Είναι στ' άλήθεια Ενας περίερ γος τύπός μικρής μοιραίας. —"Ω, τί Εχω νά χάίσω; κάνει. —Λοιπόν, σύμφωνοι. Βγαίνεις καμιά φορά; —Αύριο τό βράδυ. *Η μίς Βάν Ζέλντεν θά δειπνήση μέ φίλους. —Πολύ ώραΐα. Κλείνω ραντεβού μαζί της σ’ Ενα Εστιατόριο της Γκρήκ Στοήτ πού Εέοω. καί φεύγωΠερνάω τό Πώλ Μώλ, κι Επειτα τή ΣαΙν Τζαίημς Στρήτ. Φτάνοντας στήν Τζέρμυ Στρήτ, Εξετάζω τά πέριζ. Δέν ύπάρχει άμφιβολία, Απέναντι μου διακρίνω Εναν τύπο πού καπνίζει. Λέω μέσα μου πώς πρέπει νά είναι κάποιος Από τούς άνθρώπους του Σιγκέλα πού Εχουν άναλάβει νά πα ρακολουθούν τό διαμέρισμά μου, γιά την περίπτωση πού θά χανόμουν ή δέν ζέρω τί άλλο, κι αύτό Αποδείχνει πώς ό Σιγκέλα δέν Εγει Ακόμη σ’ έμένα παρά Αρκετά περιορι σμένη Εμπιστοσύνη. Μπαίνοντας στό διαμέρισμά μου, κοπανάω Ενα ποτήρι ούίσκυ καί κάθομαι γιά νά σκεφτω λιγάκι. Κατά τή γνώ μη μου, δλα φαίνονται νά ταχτοποιούνται στήν τοίγα, Αλ λά Ενω ττιν Εντύπωση πώς ν ά τόν Σιγκέλα κυοίωιταχτοποιούνται στήν τρίχα- Σκέφομαι Ακόμη πώς καθώς ό Μάκ Φήν πήγε Ετσι χαμένος, αύτό δέν μοϋ διευκολύνει τά πράγματα, καί δέν είμαι Ικανοποιημένος, ά! μά καθό λου. ’Αλλά, στό κάτω - κάτω, Εχω τήν Ιδέα πώς είναι Ανώφε λο νά σπάΓω τό κεφάλι μου γιά νά σκέφτωμαι αύτή τή στ'νμ ή... Είμαι τσακισμένος, καί τό νίοι μου «ιέ πονάει, Ετσι θά πάω νά πέσω στό κρεβάτι. Είναι στ’ Αλήθεια ώ ρα Ια Εφεύρεση τό κρεβάτι. Ύπάρνουν Ενα σωρό τύποι πού δέ θάκαναν άσχημα νά τό καταλάβουν καί νά πεονοΰν σ’ αύτό λίγο περισσότερο καιρό, Αντί νά τρέχουν δεξιά καί Αριστερά. Σ.τ.μ. Τσόπ - σοναίη: τής Νέας 'Τό^κης.
σπεσιαλιτέ τών κινέζικων Εστιατορίων
Αύτός ό &vftQCMto: είναι έπικίνδυνος
83
Είναι τώρα έξη τό βράδυ, δταν ό καμαριέρης του δια μερίσματος μου έρχεται νά μοΰ άναγγείλη πώς κάποιος κύριος Σιγκέλα έπιθυμεΐ νά μοΰ μιλήση. Του λέω καλά, νά τόν πέραση μέσα καί νά φέρη ούίσκυ καί καφέ. "Ενα λεπτό Αργότερα, ξαναγυρίζετ μαζί μέ τόν Σιγκέλα. Φαίνεται πολύ σέ φόρμα ό μετανάστης. Φοράει βρα δινό ένδυμα, άσπρη γραβάτα, κι έχω τήν ιδέα πώς τά μπι χλιμπίδια του πλαστρόν του πρέπει νά του κόστισαν άκριβά. Κάθομαι στό κρεβάτι καί χασμουριέμαι. —Λοιπόν, Σιγκέλα, πάμε καλά; Κάθεται καί παίρνει ένα τσιγάρο άπό μιά πλατινένια σιγαροθήκη. Τό λεπτό στόμα του χαμογελάει. Ό Σιγκέλα μοΰ φαίνεται νά είναι άπό τούς τύπους πού χαμογελουν πάντα μέ τό στόμα καί ποτέ μέ τά μάτια. Μένουν διαρκώς ψυχροί καί σκληροί, σάν μικρά κομμάτια άπό πάγο. Οί περισσότεροι άπό τούς γκάγκστερς περιωπής έχουν τέτοια μάτια. ’Ανάβει τό τσιγάρο του, τραβάει μερικές ρουφηξιές, κι έπειτα μέ κοιτάζει. —Ξέρεις, Λέμυ, λέει. ΣοΟ βγάζω τό καπέλο. Φάνηκες άληθινά στό ύψος σου, χτές τό βράδυ, στό «Πρίνσες Κρίσταμπελ». Είσαι καταπληκτικός, δταν τό θελήσης. —"Q ί σύμφωνοι, άλλά δέν ύπάρχει λόγος νά μεγαλο ποιούμε αύτή τήν ιστορία· Δέν ήταν καί τίποτα σπουδαίο, τί είναι ό Γκόγιαζ; Γελάει σαρκαστικά καί άφήνει έναν κύκλο καπνού μέσα στό δωμάτιο. —"Εχω τήν Ιδέα πώς ό Γκόγιαζ δέ θά ένοχλήση πιά κα νένα, λέει. Μέ κοιτάζει κατευθείαν στά μάτια—ΤΙ θές νά πής, Σιγκέλα; —θέλω νά πω πώς ήταν καλή δουλειά, Λέμυ. Αύτός ό λεβέντης είναι καλύτερα έκεΐ πού βρίσκεται παρά νά μπερ δεύεται μέσα στά πόδια μας. Είμαι εύχαριστημένος πού τόν κανόνισες. —’Αλήθεια; Απαντάω. Κι άπό που ξέρεις πώς τόν κανό νισα; Γελάει σαρκαστικά. "Εχει πολύ βμορφα δόντια—ΤΙ νομίζεις πώς έκανα, χτές τό βράδυ, 'Λέμυ; "Οταν ή Κόνσταντς μου τηλεφώνησε γιά νά μοΰ πη πώς ό Γκόγιαζ είχε παρασύρει τή Μιράντα ατό πλοίο του, καί ξέροντας Ιδίως πώς έσένα σέ είχε τσουβαλιάσει στή Μπαίηκερ Στρήτ ή Λότι μέ τήν παρέα της, τότε έσπευσα έγώ. "Ηξερες τί ποτα, γι’ αύτό; προσθέτει, άλλά χτές τό βράδυ, έμεινα έπί τρεις ώρες μαζί μ’ έξη παιδιά μέσα σέ μιά βάρκα, κολλητά στό «Πρίνσες Κρίσταμπελ», άπό τό μέρος τοΰ πελάγους, γιά τήν περίπτωση πού θάκανες κάποια στραβοτιμο
84
Πήτερ Τσενεϋ
νιά- "Οταν σέ είδαμε νά σπρώχνης τόν Γκόγιαζ νά κάνη τή βουτιά άττό ψηλά, είπα μέσα μου πώς ήταν περιττό, κι έτσι γυρίσαμε πίσω. —"Ω, τ( θέλεις; του κάνω. Αύτά είναι πράγματα πού συμβαίνουν. Ό Γκόγιαζ άρχιζε νά κάνη πολύ τόν έξυπνο. Γνέψει καταφατικά. —Δέν τάβγαλες πέ,ρα καί πολύ άσχημα χτές τό βράδυ Λέμυ! "Εδωσες τις δέκα χιλιάδες δολλάρια στή μις Βάν Ζέλντεν; Τ'ις δέκα χιλιάδες δολλάρια πού είχε χάσει; —Λοιπόν; Φυσικά καί της τάδωσα — κι αύτό ήταν άπόλυτα σωστό — κι έπιπλέον, προσθέτω, έβγαλα άλλα δέκα χιλιάριικα άπό τό κόλπο, πού τά πήρα άπό τόν Γκόγιαζ καί πού δέν τής τάδωσα- Δέν ύπάρχει λόγος νάχη καί Ο φελος άπ’ αύτή τή δουλειά. —Σύμφωνοι, λέει. Λοιπόν, δέν είσαι καί πολύ άτυχος, φιλαράκο μου Λέμυ- Τσιμπάς δέκα χιλιάρικα άπό μένα γιά τά έξοδά σου, δέκα χιλιάρικα άπό τόν Γκόγιαζ, πέρα άπό τήν ευχαρίστηση νά τόν κανονίσης. Είσαι εύχαριστημένος, δέν είν’ έτσι; —’Άκου λόγια άν είμαι εύχαριστημένος I “Εδωσα κιό λας συγχαρητήρια στόν έαυτό μου, μπορείς νά μένης ήσυχ°ς ’Αφήνει ένα μικρό χελάκι καί ρίχνει στό ποτήρι του λί γο ούίσκυ. —Λοιπόν, έννοω πάντα νά γίνεται έτσι, Λέμυ- θέλω νά βλέπω τούς άιθρώπους εύχαριστημένους γύρω μου. "Εγώ τή γνώμη πώς είσαι γενναίο παιδί κοΑ πώς κάνεις Ομορφα τή δουλειά σου. Λοιπόν, άπλώς καί μόνο γιά νά σου δεί ξω πώς δέν κάνω τό κορόιδο, καί γιά νά αισθάνεσαι εύχέρεια στήν τσέπη, πάρε άκόμη πέντε χιλιάρικα. Μού άπλώνει πέντε χιλιάρικα πάνω στό τραπέζι καί μέ κοιτάζει χαμογελώντας. —Αύτά είναι γιά τό χέρι σου, κάνει. Ξέρειις, Λέμυ, έχω ένα σωρό σχέδια γιά μας τούς δυό. "Εχω τή γνώμη, άφοΰ ταχτοποιήσουμε τόν άπανωγή τής Μιράντας, θά ξαναγυρίσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι έμεΐς οι δυό, θά βάλουμε στό χέρι Ολες τις κλίκες τής χώρας'Αρχίζω τά γέλια. —Φιλαράκο μου Σ ιγκέλα, Οταν θάχω τσιμπήσει τό με ρίδιό μου άπ’ αύτή τήν ύπόθεση, δέν θάνω πιά άνάγκη νά κάνω τόν γκάγκστερ. Διακόσια πενήντα χιλιάρικα μέ φτάνουν—Τί θά κάνης, Λέμυ; —"Ω, δέν ξέρω καί καλάΙ ’Αλλά έχω Ορεξη ν’ άσχοληθώ μέ τήν Ορνιθοτροφία. Κοιτάζω τά μακριά καί ώχρά του δάχτυλα. "Αν μπορή
Α υ τό ς ό δνθρω πος είνα ι έιακίνδννος
85
νά πη κανείς γιά Ενα χέρι πώς είναι σκληρό, σάς έγγυώμαι πώς αύτός ό τύπος έχει τά πιό σκληρά χέρια τοΰ κό σμου. —Σέ βλέπω άπό δώ ν’ άνατρέφης κότες, φίλε μου Λέμυ· θά περνάς τόν καιρό σου στρίβοντάς τους τό λαιμό γιά νά μήν ξεχάσης τήν τέχνη. Καί τώρα, άς ζαναγυρίσουμε στή δουλειά μας. Φέρνει μιά καρέκλα κοντά στό κρεβάτι καί άνάβει πάλι τσιγάρο. Παίρνω κι έγώ ένα καί τόν κοιτάζω άνάμεσ’ ά πό τόν καπνό. —Πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε τήν υπόθεση αύτή τή έβδομάδα, τό Σαββατοκύριακο, Λέμυ- Σήμερα είναι Τετάρτη. Τήν Πέμπτη, φέρνω τήν παρέα στό σπίτι πού έχω νοικιά σει. Λέγεται Μπράντερς "Εντ κι είναι πολύ κοντά στό θάμ. EIvol παλαιού στύλ καί δέν είναι καθόλου άσχημο, θ ά φέρω έκεΐ καμιά τριανταριά ζευγάρια. Είναι δλοι πολύ κα θώς πρέπει κι εύγενικοί καί μέ γνωρίζουν άπό καιρό. Λοι πόν, σκαρφίστηκες τίποτα γιά νά φέρης τή Μιράντα έκεΐ κάτω; —Αύτό είναι εΟκολο τοΟ Απαντάω. Ή Μιράντα μου δεί χνει συμπάθεια, Ιδίως έπειτ· άπό τήν Ιστορία τοΟ «Πρίνσες Κρίστοομπελ». θ ά τής φουρνίσω ένα σωρό Ιστορίες πώς βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, τέλος πάντων πώς είμαι μπλεγμένος σέ μιά βρομοδουλειά, πού θά μπορούσε νά μέ βοηθήση νά τήν ταχτοποιήσω άν έρχόταν μαζί μου στό Μπράντερς "Εντ; κάτι τόσο προσωπικό καί τόσο έμπιστευτικό πού κανείς δέν πρέπει νά μάθη πώς έρχεται έκεΐ κάτω μαζί μου. Μεταξύ μας, τή γλύτωσα μιά δυό φορές άπό δύσκολες καταστάσεις, καί δέν πιστεύω πώς μπορεί νά μοϋ πή δχι. Ό Σιγκέλα χαμογελάει, έπειτα περνάει τή γλώσσα του πάνω άπό τά χείλη του — ένα τίκ πού έχει. —Ω ραία τό σκάρωσες, Λέμυ. Φέρ’ την τό Σάββατο τό βράδυ, καί ή δουλειά θάχη πιά σχεδόν τελειώσει γιά σένα. —Καί μετά άπ’ αύτό; —“£11 "Οχι πιά σπουδαία πράγματα I Γυρίζεις στό Λον δίνο τήν Κυριακή καί κάνεις ένα τηλεφώνημα σ’ έναν τύ πο πού θά σου δώσω τή διεύθυνσή του έκεΐ κάτω. Αύτός θά τά κανονίση ώστε ό γέρο - Βάν Ζέλντεν προσωπικώς νά σέ καλέση τή Δευτέρα τό πρωί, καί τότε του ξεφουρνίζεις τήν ύπόθεση. Του λές πώς τήν κόρη του τήν άπήγαγον καί πώς μέσα σέ τρεις ήμερες θά τήν βγάλουν άπό τήν ’Αγ γλία. Του λές πώς τοΰ άφήνουμε μιά έβδομάδα γιά νά καταθέση τά τρία έκατομμύρια σέ πίστωση τοΰ λογαριασμού μου στήν όλλανδική Τράπεζα του Ρότερνταμ. ’Αλλιώς — κι έδώ ό Σιγκέλα ξαναρχίζει νά γελάη σαρκαστικά — θά
86
Πήτβφ Τσένεϋ
του πης πώς μάς ήρθε μιά καταπληκτική Ιδέα. Ρώτησέ τον άν θ’ Αναγνώριζε τά δόντια της κόρης του, γιατί, σέ κάθε έβδομάδα που θά περνάη, τήν άλλη μέρα, θά τοΟ στέλνου με ένα άπό τά δόντια της ιμέ ταχυδρομικό δέμα; καί μήν ξεχάοθΐς νά τοΰ πης πώς δέν θά τήν κοιμίζουμε γιά νά της τό ξερριζώνουμε. Σηκώνεται. —Φεύγω, Λέμυ. Υπάρχει μόνο ένα πραγματάκι πού έννοώ νά διευκρινίσω προτοϋ φύγω. Είσαι πολύ ξύπνιος καί σκληρός. Φαντάζεσαι ίσως πώς είσαι τό Ιδιο πονηρός μ' έμένα — δέν λέω βχι, πρόσεξε, άλλά μή οοϋ περάσει Αϊτό τό μυαλό νά δοκιμάσης νά μοΰ τή φέρης. Νά θυμάσαι πώς δέν μπορείς νά πάς πουθενά, ούτε νά κάνης ό,τιδήποτε χω ρίς νά τό μάθω. Δέν πρόκειται πώς δυσπιστώ Ιδιαίτερα γιά σένα, άλλ’ άπλώς γιατί είμαι ένας τύπος πού Βέν Αφή νω τίποτα στήν τύχη, κι άν προσπαθήσης νά μοΰ τή φέρης, θά τό ξέρω προτού Ακόμη τό κάνης. Είναι έκεΐ, όρθιος μπροστά μου, κοιτάζοντάς με σάν μιά όλόκληρη οίκογένεια Από φίδια- Του στέλνω ένα χαμογελάκι. —’Επιτέλους, τί έπιζητεΐς; Νά μέ φοβίοης γιΑ ν’ Απο συρθώ; τού λέω. Μήν κάνεις λοιπόν παιδιαρίσματα, Σιγ* κέλα. ’Από τή στιγμή πού έχω όφελος δουλεύοντας μαζί σου, προχωρώ, θέλω τά διακόσια πενήντα χιλιάρικα. -Πάει καλά, Λέμυ, παίξε τό ρόλο σου και θά τάχης. ΏρβουΑρ. Βγαίνει. ’Αφού ό Σιγκέλα έφυγε, έγώ μένω ξαπλωμέ νος στό κρεβάτι μου, καπνίζοντας καί κοιτάζοντας τό τα βάνι. Βάλτε καλά στό νοϋ σας πώς λυσσάω έναντίον αύτοϋ τού γουρουνιού τού Σιγκέλα. Πρώτα-πρώτα, γιατί μοΰ κάνει πολύ τόν καμπόσο, καί δεύτερον, Αναγνωρίζω πώς έχει δίκιο όταν Ισχυρίζεται πώς τοΰ κόβει ικαί μέ βά ζει στή θέση μου γιατί φαντάζομαι πώς είμαι τό ίδιο ξύ πνιος μ* αύτόν. Μπορεί νά είμαι καί μπορεί καί βχι, Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο, πώς προτού τελειώσω μ’ αύτή τήν ιστορία, τού φυλάω μιά περιποιημένη αύτουνού τού σαρκαστή γιά τά μούτρα του στή γωνιά τού δρόμου, πού δέ θά τήν ξεχάση εύκολα, έγώ σάς τό λέω. Αλλά πρέπει νάχω τό νοΰ μου. "Οταν έλεγε πώς άν δο κίμαζα νά τόν γελάσω θά μ’ έπιανε, δέν έπεφτε καί πολύ Εξω. Καί καθώς θυμόμουν δλα τά κατορθώματα τοΰ Σιγκέλα στήν Αμερική, ήμουν υποχρεωμένος νά παραδεχτώ πώς θάπρεπε νάμαι πολύ ξύπνιος γιά νά τόν ρίξω. Χρόνια όλόκληρα ή 'Ομοσπονδιακή ’Αστυνομία Κι δλες οί άλλες κατηγορίες Αστυνομικών τόν κυνηγούσαν λυσσασμένα, άλ λά δέν είχαν καταφέρει ποτέ νά τόν τσακώσουν, γιατί αύ-
Α υ τό ς ό όνθοωπος elva i έηικίνόυ νο;
87
τός 6 φιλαράκος δέν έμπαινε ποτέ μπροστά· τά κανόνιζε πάντα ώστε νάχη κάποιον πού τοΟ χρησίμευε γιά προκά λυμμα Ανω αύτός κατάστρωνε τΙς ικομπίνες. Ό Σιγκέλα είχε πάντα έπιβολή στους γκάγκστερς χω ρίς νά φέρνεται σκληρά, γιαπί, κατά κάποιο τρόπο, είχε μια κάποια μόρφωση, κι άκόμη γιαπί κανείς ποτέ Βέν ήξε ρε ποιός δούλευε γι’ αύτόν. ’Αλλά, δσο γιά νά συνεργαστώ μαζί του σέ μεγάλες δουλειές, μετά τό ξεικαθάρισμα της ύποθέσεως τής Μιράντας, ά, δλα κι δλα. Καλύτερα νά μοι ραζόμουν τό κρεβάτι μου μ’ ένα ζευγάρι βόες. Δέ χωρούσε τίποτα, ήμουν μια χαρά μπλεγμένος στήν άπαγωγή της Μιράντας. Ό Σιγκέλα μέ κρατούσε χωρίς νά μπορώ νά γλυτώσω άπ’ αύτό. Είχα ύπολογίσει στόν Μάκ Φήν γιά νά ιμέ βσηθηση, κι ήταν άνάγκη αύτός 6 ήλίθιος νά πάη νά τόν καθαρίσουν άκριβώς τή στιγμή πού τόν χρειαζόμουν) "Εσπαζα τό κεφάλι μου γιά νά βρώ έναν τρόπο νά τόν τσακώσω ποίν τό Σ αββατοκύριακο. ’Ήταν σίγουρο πώς άφοΰ θά τοΰ πήγαινα τή Μιράντα στό Μπράντερς "Εντ θά μ' έβαζε νά ζαναφύγω γιά τό Λονδίνο, γιά νά τηλεφωνή σω, δπως είχαμε συμφωνήσει, νά ζητήσω τά λύτρα κι έ πειτα νά τό σκάσω γιά τή Νέα Ύόρκη νά πάρω τό παραδάκι μου καί νά πάω νά ήσυχάσω. Είμαι στ’ άλήθεια σέ άδιέξοδο, γιατί τώρα πού ό Μάκ Φήν είναι νεκρός, δέν ύπάιρχει πιά κανείς πού νά μπορώ νά τοΰ έμπιστευτώ τό παραμικρό. Δέ μπορώ νά προειδο ποιήσω τή Μιράντα γιά τό τ( πρόκειται νά συμβή, γιατί τό μόνο πού θά Εκανε θά ήταν νά τό σκάση άπό τό Λονδίνο, καί ό Σ ιγκέλα θά τήν ξανάπιανε - άλλου, ήταν σίγουρο, τόσο πού έχω τήν Ιδέα πώς ό μόνος τρόπος γιά νά τοΰ χαλάσω τή δουλειά του θά ήταν νά πάω νά είβοποιήσω τούς άστυνομικούς, άλλά κι αύτό θά ήταν πολύ άνόητο, γιατί ό Σιγκέλα δέν έχει ποινικό μητρώο σ’ αύτή τή χώρα — οί Αστυνομικοί δέν τόν έχουν ποτέ τσακώσει γιά ό,τιδήποτε. κι έτσι άπλώς θά κορόιδευε περμένοντας νά βρή τόν τρό πο νά παρασύρη τή Μιράντα στή Γαλλία ή τήν Ισπανία καί νά τόν άπαγάγη έκεΐ κάτω. Ξαφνικά, μοϋ περνάει μιά Ιδέα άπό τό τσερβέλο, πώς ό Σιγκέλα θά εΤχε Τσως κι άλλους σκοπούς γιά τή Μιράν τα, έκτός άπό τά λύτρα. ΕΤχε μεγάλη κλίση στίς γυναίκες καί δέν τούλειπε τό νοΰστο. Απόδειξη Λ Κόνι. πού εΤναι β.τι πιδ νόστιμο ύπάρχει, σάς τό Χέω 6γώ — καί μπορού σε θαυμάσια νά πάρη τό παραδάκι κι έπειτα νάχη σκοπό νά καλοπεράση μέ τή Μιράντα. Μετά, δέν εΤναι άνάνκη νά είναι κανείς υεγάλος προφήτης γιά υπντέφη τ) θά ουνέβαινε σ* αότή τήν μικρή, δταν ό Σιγκέλα τή βαρυόταν.
88
Πήτ*ρ Τσένεϋ
Κατά τή γνώμη μου, θάπαιρνε τά λύτραι. θ ά τάπαιμνε γιατί μιλοΰσε σοβαρά δταν έλεγε πώς θάοτελνε κάθε μέρα ένα άπό τά δόντια της στό γέρο - Βάν Ζέλντεν. Κα μιά Αμφιβολία πώς θά τόκανε καί πώς, έπιπλέον, θά ξερο γλειφόταν σ’ αυτή τήν Επιχείρηση. Τέτοιος τύπος ήταν, θυ μάμαι τόν Μάκ Φήν πού μούλεγε πώς στήν άπαγωγή πού είχε κάνει ή συμμορία τοΰ Λακάσαρ στό Κάνσας Σίτυ — ένα κόλπο πού είχε προετοιμάσει ό Σ «γκέλα—, όπου ό σύζυγος της γυναίκας πού είχαν άπαγάγελ δέν είχε θελή σει νά πληρώση, τούστελνε -κάθε πρωί μιά χούφτα μαλλιά πού της ξερρίζωνε, κι δταν κατέληξε νά πάρη τά χρήμα τα των λύτρων, ή γυναίκα ήταν σχεδόν τόσο φαλακρή σάν μιά πετούγια της πόρτας. Αύτή έπρεπε νά είναι ή Αντίλη ψή του τοΰ χιούμορ — σας λέω πώς ό Σ «γκέλα δέν είχε καί τόσο καλά σφιγμένες τΙς βίδες ατό κεφάλι του, γιά νάχη τήν Ιδέα πώς μ’ αύτό τόν τρόπο μπορούσαν νά δια σκεδάσουν. Μέ δυό λόγια, πρέπει νά είναι πονηρός γιά νά έμαθε πώς είχα σκοτώσει τόν Γκόγιαζ, ποτέ δέ θά μοΰ είχε περάσει άπό τό μυαλό πώς κάποιος μπορούσε νά τό ξέρη, καί ή ταν πολύ σπουδαίο άπό μέρους του νά μείνη στημένος μέ σα στό σκοτάδι πίσω άπό τό «ΠρΙναες Κρίσταμπελ» γιά νά δη τί πήγαινα νά μαγειρέψω, άψου Εδιωξα τό Γιόνι Μάλας καί τή Μιράντα. Αύτό άπόδευχνε άπλώς πώς ό φίλος ό Σιγκέλα δέν Εμπιστευόταν κανέναν, καί πώς στίς δου λειές ήταν τρομερά Ικανός. Στό τέλος, λέω μέσα μου πώς τό μόνο πράγμα πού Ε χω νά κάνω είναι νά συνεχίσω τή δουλειά, κι Επειτ* άπό λίγη ώρα σηκώνομαι και πηγαίνω νά κοιτάξω τά πέντε χιλιάρικα πού &ρησε πάνω στό τραπέζι- Πάω καί βρίσκω τή συλλογή μου μέ τ’ Αποκόμματα των Εφημερίδων, συγ κρίνω μέ τά χαρτονομίσματα, καί βλέπω πώς κι αύτό τό δέμα προέρχεται άπό τή ληστεία της Τράπεζας τοΰ Άρκάνσας. Τά στοιβάζω μαζί μέ τ’ άλλος γκχτί έχω σκοπό νά βάλω δσο περισσότερα χρήματα μπορώ στήν άκρη σ’ αύ τή τήν Ιστορία, κι άν τό κσλοεξετάσουμε, δέν είμαι καί άξ'ολύπητος μέ τό παραδάκι πού πήρα άπό τόν Γκόγιαζ ά πό τό ένα μέρος καί τά δεκαπέντε χιλιάρικα πού μούδωσε ό Σιγκέλα. Πρέπει νά πω πώς στά χρηματικά ζητήματα δέν είναι τσιγκούνης. Είναι τώρα σχεδόν όχτώ ή ώρα- σηκώνομαι λοιπόν, κά νω ένα ντούς καί φοράω τό σμόκιν μου. Δέν βιάζομαι κα θόλου καί γυροφέρνω καθώς ντύνομαι καί συλλογίζομαι καί λιγάκι. Σας έχω ήδη Αφήσει νά καταλάβετε πώς είχα μιά Ιδέα πίσω άπό τό καύκαλό μου, Αλλά δέν Εχω σκοπό νά δώσω σ’ αύτό συνέχεια, γιατί μοΰ φαίνεται λιγάκι τολ
Α υ τό ς ό άνθρωπος είνα ι έπικίνδυνος
89
μηρό. ’Αλλά έχω σκοπό νά έπανέλθω σ’ αύτό, πριν τό ραν τεβού μου τό βράδυ της Πέμπτης μέ την καμαριέρα της Μι ράντας. ’Αρχίζω νά βαρυέμαι πιά νά βασανίζω τό μυαλό μου μ’ αύτή τήν υπόθεση· άνάβω λοιπόν Ενα τσιγάρο καί βγαίνω. *Η νύχτα είναι πολύ δμορφη, καί είναι στ’ άλήθεια πολύ εύχάριστη ή Ιδέα αύτοΰ τοϋ δείπνου μέ τή Μιράντα. Μέ περίμενε στό χώλ του «ιΚάρλτον» καί πρέπει νά πώ πώς άξιζε τόν κόπο- Φοράει ιμιά τουαλέτα άπό λαμέ ή κά τι τέτοιο, τέλος πάντων κάτι πού της κολλάει πάνω στό σώμα. “Οταν μέ βλέπη, έρχεται πρός τό μέρος μου, μέ τό χέρι άπλωμένο, χαμογελώντας πονηρά. —Είμαι εύχαριστημένη πού σας βλέπω, Λέμυ. Πώς πάει τό χέρι; Τής λέω πώς πάει πολύ καλά, κι έπειτα βγαίνουμε καί Ανεβαίνουμε στό άμάξι της. ’Αφού κουβεντιάσαμε λίγο για τό μέρος πού θά πηγαίναμε νά φάμε, καταλήγουμε' ν’ άποφασίσουμε για τό καφέ ντέ Παρί, στό δρόμο τοϋ Μάιντενχεντ. Καθισμένος στό τιμόνι πλάι στή Μιράντα, αισθανόμουν σέ πλήρη φόρμα. Δέν μου λέει πολλά πράγματα' άκουμπάει μόνο τό χέρι της στό μπράτσο μου, μέ φλικό τρόπο, κι αύτό μ’ ευχαριστεί· ’Αναρωτιέμαι τί θάλεγε αύτή ή μι κρή άν ήξερε πώς είμαι βουτηγμένος μέχρι τό λαιμό σέ μια συνωμοσία γιά νά τήν άπαγάγουν μέσα σέ δυό τρεις ή μέρες, άλλά καθώς ή αισθηματικότητα δέν είναι τό φόρ τε μου, άφήνω δλες αυτές τις Ανοησίες. Μόλις φτάνουμε στό δρόμο του Κίνγκστον, πατάω γκά ζι καί τό άμάξι πετάγεται μπροστά. ’Εκείνη τή στιγμή κοι τάζω στόν καθρέφτη κι έχω τήν έντύπωση πώς ένα μεγάλο μαΰρο άμάξι είναι άκριβώς πίσω μας, σέ καμιά πενηντα ριά μέτρα. Κάθε φορά πού μεγαλώνω τήν ταχύτητα, αύτό τό άμάξι κάνει τό ίδιο- Είναι ένα πολύ δυνατό Στάτς πού θά μπορούσε νά μας ξεπεράση εύκολα άν τό ήθελε. Γιά μιά στιγμή, Αναρωτιέμαι μήπως κατά τύχη ό Σιγκέλα είχε βάλει νά μέ παρακολουθούν άλλά είναι γνω στό πώς άν συνέβαινε αύτό — καί ύπάρχουν πολύ λίγες πι θανότητες νά βάλη νά μέ παρακολουθούν δσο είμαι μαζί μέ τή Μιράντα — θά φρόντιζε νά τό κάνη μέ κάπως πε ρισσότερη διακριτικότητα. Πραγματικά, έχω καθαρά τήν έντύπωση πώς οί τύποι πού είναι στό άμάξι κάνουν δ,τι μπορούν γιά νά μου δείξουν πώς μέ παρακολουθούν. Δέ λέω τίποτα στή Μιράντα, κι δταν φθάνουμε στό Κα φέ ντέ Παρί πού είπαμε, ένω έκείνη πάει νά φτιαχτή, έγώ παρακολουθώ τή μανούβρα τού άμαξιοΰ πού μάς έχει ξε· περάσει καί πού τώρα ξαναγυρίζει. Στρίβει καί μπαίνει
90
Πήτερ ΤσένεΟ
στήν αυλή πού είναι μπροστά στό χτίριο καί σταματάει. Χαϊδεύω τό περίστροφό μου μέσα στή θήκη του κάτω άπό τόν άριστερό ώμο, Επειτα γλιστράω τό χέρι πάνω στή λα βή γιά τήν περίπτωση άνάγκης, δταν ή πόρτα άνοίγη καί κατεβαίνει ή Λότι Φρίτς. Ρίχνει μιά ματιά γύρω κι Επειτα προχωρεί πρός τό μέρος μου. Απομακρύνομαι λίγο πρός μιά γωνιά της αΰλής όπου δέ μπορούν νά μέ δουν άπ* Ε ξω /κι αύτή μέ άκολουθεΐ. Παρακολουθώ μέ τήν άκρη του ματιού τήν πόρτα της τουαλέτας κυριών, γιά τήν περίπτωση πού ή Μιράντα θά ξεφύτρωνε ξαφνικά, άλλά δλα πάνε καλά. —Πώς πάνε τά πράγματα, Λότι, έλπίζω πώς δέν Εχεις σκοπό νά έπιχειρήσης άνοησίες. .. —ιΜή λές κουταμάρες, Λέμυ, ξέρω μέ ποιόν Εχω νά κά νω. Μπορείς νάχης έμπιστασύνη σέ αυτά πού θά σοΰ πώ, μιλάω είλικρινά. Λοιπόν όρίστε: τό «Πρίνσες Κρίσταμπελ» σήκωσε άγκυρα νωρίς σήμερα τό πρωί, άλλά ό Κάστλιν ξεμπαρκάρισε έδώ. Δέ φεύγει! “Ενας τύπος — άνθρωπος τού Σιγικέλα, ύπσθέτω — καθάρισε τόν Γκόγιαζ' ό Κάστλιν λοιπόν πούλησε τό πλοίο καί ξεμπαρκάρισε. Τώρα, νά περί τίνος πρόκειται: εΐχα τήν Εντύπωση πώς δούλευες γιά λογαριασμό σου προχτές τό βράδυ, μόνο πού είχες φέ ρει μαζί σου τόν Γιόνι Μάλας, καθώς φαίνεται — κι ό Μάλας δουλεύει μαζί μέ τόν Σ-ιγκέλα, είναι ό άνθρωπος της Εμπιστοσύνης του. Τότε ό Κάστλιν κιι Εγώ είπαμε πώς άν ήθελες νά συνεργαστής μαζί μας θά τόν κάναμε1τά σκάση τόν Σιγκέλα. θ ά τόν κανονίζαμε όπωσδήποτε, καί θά μπο ρούσαμε νά τά οικονομήσουμε Εμείς. Λοιπόν, μ’ άκοϋς; —Αύτό θά μπορούσε νά μ’ Ενδιαφέρη, της άπαντάω. Λέω μέσα μου πώς μπορεί Ισως νά μοΰ σταθούν χρήσι μα αϋτά τά παιδιά. "Οπως καί νάναι τή ρωτάω πού θά μπορούσαιιε νά κουβεντιάσουυε. —Ό Κάστλιν κι Εγώ μένουμε στό Παρκσάιντ 'Οτέλ, “Ε λα νά μάς 6ης κατά τίς δύο μέ τρεις τή νύχτα άπόψε. "Ε χουμε δώσει τ’ δνομα /κύριος καί κυιρία Σούλτς, άπό τή Νέα Ύόρκη. —Πολύ καλά, μωρό, θαρθω, άλλ’ άν ήμουν στή θέση σου, δέν θά δοκίμαζα κανένα κόλπο. ’Αλήθεια, πώς πάει ό Γιαπωνέζος; Καθώς χαμογελάω, χαμογελάει κι Εκείνη. —Μπορεί νά πη κανείς πώς μάς συγύρισες, Λέμυ. Αύτό, πρέπει νά τό παραδεχτώ. Τέλος πάντων, δσο γιά τό Για πωνέζο, δέν πάει καί πολύ άσχημα, Εκτός δτι κάθε φορά πού 6Λνι=ι βάλενε κανείς πώς άνεβαίνει ή παλίρροια. Λοι πόν, θαρθής, Λέμυ; Γνέφω καταφατικά.
Αυτός & άνθρωπος ·ίναι έπιχίνδυνος
91
—Θά είμαι έκεϊ άνάμεσα στις δύο μέ τρεις. Καί προει δοποίησε τόν Κάστλιν, πώς θέν Θέλω Ιστορίες, άλλιώς Θά τά πάμε Ασχημα. Kod τώρα, στρίβε. Ή Λότι Ανεβαίνει πάλι ατό άμάζι της καί φεύγει Αμέ σως. Τή στιγμή πού κάνει στροφή, μοΟ φαίνεται πώς δια κρίνω τόν Κάστλιν στό πίσω μέρος, καί λέω μέσα μου πώς αύτό ταιριάζει σ' ένα κάθαρμα αύτοΰ τοΟ είδους, νά κά νη τίς παραγγελίες του μέ μιά γυναίικα. 'Εκείνη τή στιγμή, ή· Μιράντα βγαίνει καί πηγαίνουμε νά φάμε. Κουβεντιάζουμε γιά ένα σωρό πράγματα, καί κά νουμε ένα δείπνο καταπληκτικό. Μοϋ περνάει ή Ιδέα πώς ή Μιράντα μου έχει στ’ Αλήθεια συμπάθεια, λοιπόν φαντά ζεστε τί μεγάλο παιγνίδι της παίζω. "Επειτα πηγαίνουμε νά χορέψουμε, καί μετά τριγυρίζουμε μέ τ' άμάζι Ασκοπα μέχρι τά μεσάνυχτα. Δέν ύπάρχει τίποτα καλύτερο Από τήν ’Αγγλία γιά βόλτες μέ άμάζι, τή νύχτα. Είναι μία ή ώρα δίαν σταματάω τό άμάζι μπροστά στό «Κάρλτον». Ή Μιράντα κατεβαίνει καί μέλει έκεΐ νά μέ κοιτάζη. —Δέν θ' Ανεβήτε νά πάρετε ένα ούίσκυ μέ σόδα, Λέμυ; μοΟ λέει μέ μιά παράζενη έκφραση στό βλέμμα. ’Απαντάω βχι, γιατί Ανυπομονώ νά πάω νά δω τόν Κάστλιν· τότε έκείνη πειράζεται. —θαρθή ίσως μιά μέρα που θά μοϋ ζητήσετε σείς νά σας προσφέρω ένα ούίσκυ μέ σόδα, κι Ισως έκείνη τή στι γμή νά μήν έχω βρεζη. Νομίζω πώς τώρα είναι ή κατάλληλη στιγμή ή ποτέ- έ τσι, ζεσπαθώνω. —'Ακούστε, Μιράντα, πρέπει νά πάω κάπου τώρα, εΤναι πολύ σπουδαίο, Αλλ' Αν θέλετε νά κάνετε κάτι γιά μένα, θά μ’ έζυπηρετούσατε πολύ γιατί 6έ γνωρίζω κανέναν άλ λο σ’ αύτό τό μέρος πού νά μπορέση νά τό κάνη. Πλησιάζει πολύ κοντά στό άμάζι καί μέ κοιτάζει—Γιατί λοιπόν, τί συμβαίνει, Λέμυ; Της τό λέω, καί σας παρακαλώ νά πιστέψετε πώς τά καταφέρνω μιά χαρά. Τής λέω πώς είμαι θύμα ένός έκβααμοΰ Από μέρους μιας γυναίκας πού έχει στά χέρια της χαρτιά γιά μένα, χαρτιά πού μέ έκθέτουν, καί πώς αύτή ή κυρία πρόκειται νά πάη νά περάση τό Σαββατο κύριακο σέ μιά βίλα κοντά στόν Τάμεση, δπου πρέπει νά πάω νά τή βρω. Ρωτάω λοιπόν τή Μιράντα Αν θέλη ναρθή νά κάνη μιά προσπάθεια, μήπως κατάφερνε νά ρΚη τήν κυράτσα αύτή και νά της ζαναπάρη τά χαρτιά μου. 'Εκείνη τσιμπάει στό κόλπο, δπως τό πουλί στό σκουλή κι, καί μοϋ ύπόσχεται πώς δέ θά μιλήση γι’ αύτό σέ κα νέναν καί πώς κανείς δέ θά ζέρη ποΰ πήγε, γιά νά μή μοϋ δήμιουργήση μπελάδες. Τής λέω πώς θά περάσω νά τήν
a2
Π ήτερ Τσένεϋ
πάρω τό Σ άββατο στις τέσσερις τό άπόγεύμα καΑ πώς θά πάμε ιμαζί έκεΐ κάτω. "Επειτα, τής λέω 'καληνύχτα. Σφίγ γουμε τά χέρια- ιμέ κοιτάζει καί τά μάτια της Αστράφτουν σάν άστέρια—Καληνύχτα, Λέμυ- ξέρεις, νομίζω πώς θάκανα ό,τιδήποτε γιά σένα. . . Τότε' τής λέω κάτι. . . ένα Λιτό κείνα τά πράγματα πού λέμε σ’ αύτές τις στιγμές, άλλά δέν σκεφτόμουν τί έλεγαάναρωτιόμουν πώς θά παρουσιαζόταν ή ύπόθεση Κάστλιν κι άν θά κατάφερνα νά χρησιμοποιήσω αύτούς τούς άλήτες γιά νά ρίξω τόν μετανάστη.
ή Σ ά ν τι Γ κ ρ ή ν Είναι λοιπόν δυόμιση ή ώρα όταν φτάνω στό Παρκσάιντ Ότέλ κι έχω τήν Ιδέα πώς αύτή τή στιγμή πρέπει νάχω ξεφορτωθή τούς Ανθρώπους πού είχε βάλει ό Σιγκέλα νά μέ παρακολουθούν. ’Αφού άφησα τή Μιράντα, νοίκιασα ένα άμάξι σ' ένα γκαράζ, έπειτα κατευθύνθηκα πρός τό Γουόντσγουορθ, γιά νά βεβαιωθώ άπόλυτα πώς κανείς δέν μέ παρακολουθούσε, άφησα τό άμάζι έκεΐ κάτω, ξαναγύρυσα μέ ταξί πρός τό Χάμεραμιθ καί μπήκα στό ξενοδοχείο Λ πό τήν πόρτα τής ύπηρεσίας. Ό θυρωρός τής νύχτας ιμέ περίμενε καί μέ άνέβασε μέ τό άσανσέο Μέσα σ’ ένα σαλόνι τού τρίτου όρόφου, βιρήκα τή Λότι Φρίτς, τόν Κάστλιν, τούς τέσσερς τύπους πού μέ είχαν περιπο ηθή στή Μπα'ηκερ Στρότ καί τρεις ή τέσσε ρις άλλους λεβέντες. Υποθέτω πώς αύτοι ήταν ϊ,τ άπέμεινε άπό τή συμμορία τού Πκόγιαζ πού συνεργαζόταν μαζί του σ' αύτό τόν τόπο. Πάνω στό τραπέζι ύπάρχουν πούρα καί άφθονο οίνόπνευμα. Ό Κάστλιν είναι ένας χοντρός τύπος· κάθεται σέ μιά γωνιά μέ ύφος πολύ τοπτεινωμένο. Σάς έχω πει κι άλ λοτε πώς δέν θέλω μπερδέματα μέ τόν Κάστλιν. Είναι φου σκωμένο άσκί καί μεγάλη άιιάιη, άλλά έκεΐ στεκόταν σάν κυνηγημένος, καί δταν ένα τύπος νιώθη κυνηγημένος, με ρικές φορές γίνεται θαρραλέος, γιατί δέ μπορεί νά κάνη αλλιώς. "Οπως καί νάναι, πρέπει νά τούς παραδεχτώ δπως είναι- είμαι στριμωγμένος καί δέν έχω τό δικαίωμα τής
Α υ τό ς ό άνθρωπος είνα ι έπικίνδυνος
93
έκλογης· Ό Κάστλιν είναι γερμανικής καταγωγής καί μι λάει άργά, ξεχωρίζοντας τήν κάθε συλλαβή, λές καί τό νά μιλάη ήταν κάτι πολύ κουραστικό. —"Ακούσε, Κώσιον, λέει. Κατά τή γνώμη μου, θάπρεπε νά έξηγηθούμε. "Ετσι, έβαλα τή Λότι νά σέ παρακολουθήση- Τής είπα νά σέ φέρη έδω, γιατί είμαστε οτριμωγμενοι καί ήθελα να σέ δώ. Αύτή έξηγεΐται καλύτερα άπό μέ να, κι έτσι θα μιλήση αύτή. Ή Λότι, πού φοιράει ένα σάλι άπό ρόζ μεταξωτό καί γούνινα πασουμάκια, σηκώνεται καί μοΰ γεμίζει τό ποτή ρι μέ ούίσκυ. Μοΰ σπρώχνει τά τσιγάρα στό τραπέζι. —"Ακούσε νά δής, Λέμυ, λέει έινώ κάθεται καί ζανανά βει τσιγάρο. ’Εσύ είσαι πιό δυνατός, κι είσαι σέ καλύτερη θέση άπό μας, άλλά θά σ' ένδιέφερε ίσως παρ’ δλ' αύτά, νά κάνης κάτι μαζί μας; —Σ ’ άκούω ιλότι. Είμαι πάντα έτοιμος νά μκλήσω γιά δουλειές. ’Εκείνη έπιδοικιμάζει μ’ ένα νεύμα τοϋ κεφαλιού. —Λοιπόν νά, Λέμυ- Δέν ξέρω &ν είσαι έντελώς ένήμερος γιά τήν κομπίνα του Σιγκέλα· δέ ξέρω έπίσης άν ήσόυν jr5 κόλπο άπό τήν άρχή —παρόλο πού δέν τό πιστεύω — καί δέ ξέρω &ν βρέθηκες άπλώς κατά τύχη σ’ αύτή τή χώρα καί μπήκες μέσα στά δλα γιά λογαριασμό σου χτές τό βράδυ. Γιατί μοΰ φαίνεται πώς αύτό δέ θά ήταν ή πρώτη φαρά· άλλά ό Σιγκέλα, πού είναι ιμεγάλη άπάτη, μας ξε τίναξε, καί μας ξετίναξε γιά καλά, κι αύτό δέ μάς άρέσει καθόλου, μπορείς νά τό πιστέψης. —Δέν ήσαστε στό κόλπο μαζί του, στήν άρχή; —Άκοΰς λέει, κάνει ή Λότι, τινάζοντας τή στάχτη τού τσιγάρου της. Σου λέω πώς έμεΐς είμαστε πού βρήκαμε τό παραδάκι γι’ αύτή τή δουλειά. Τό πράγμα άρχίζει νά μ’ ένδιαφέρη. —Καί λοιπόν; λέω. Λοιπόν, νά. "Ενας άπεσταλμένος του Σιγκέλα έρχε ται νά βρή τόν Γκόγιαζ καί τόν Κάστλιν καί μάς λέει πώς έχει μιά καταπληκτική Ιδέα καί πώς δέν πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ, παρά γιά τήν άπαγωγή τής Μιράντας Βάν Ζέλντεν. Ά λλά λέει πώς είναι ένα κόλπο πού πρέπει νά όργανωθή καλά. Ή μικρή θά κάνη ένα ταξίδι στήν Εύρώπη αύτό τό χρόνο, καί τό κόλπο είναι νά τήν άπαγάγουμε κάπου έξω άπό τις 'Ηνωμένες Πολιτείες. Γι’ αύτό, χρειάζονται δυό πράγματα: λεφτά κι ένα πλοίο. Τότε μπαίνουν στήν υπόθεση δ Γκόγιαζ καί ό Κάστλιν, γιατί ό Γκόγιαζ είναι ό μόνος άνθρωπος στήν ’Αμερική πού έχει ένα πλοίο γιά τήν άνοιχτή θάλασσα, μ' έναν άληθινό κα πετάνιο καί μέ πλήρωμα άντρες πού γνωρίζουν τό έπάγ-
94
Π-ήτερ Tcxeveii
γελμά τους 'καί ξέρουν νά κρατούν τή γλώσσα τους καί νά κοιτάνε τή δουλειά τους. Πρέπει νά πώ πώς γιά μιά φορά 6 Σιγικέλα δείχνεται στό ΰψος του, γιατί τοϋ έρχε ται μιά καταπληκ«ική Ιδέα γιά νά προμηθευτή τό ποοραδάκι. Τότε άκριδώς είχε τό βέτο στή συμμορία Λακάσαρ κι αυτό δέν Αρέσει στόν Τζαίηικ Λακάσαρ, πού έχει τή γνώμη πώς ό Σιγικέλα τόν έριξε. Τότε ό Σιγικέλα Αποφασίζει νά πυάση μ’ Ενα σμπάρο δυό τρυγόνια, παίρνοντας τά λεφτά τοϋ Λακάσαρ καί γλυτώνοντας Απ’ αύτόν συγχρόνως. Τό πράγμα προχωρεί μόνο του. Αφήνουν τόν Τζαίηκ νά κα· ταλάβη πώς Θά ήταν καλή δουλειά νά ληστέψη τήν ’Εθνι κή Κτημααική Τράιτεζα τοϋ Άρκάνσας. Ή δουλειά δέν ή ταν καθόλου άσχημη κι 6 Τζαίηκ λέει Εντάξει, άλλά 6 Σιγκέλα τόν περιμένει στή στροφή γιά νά τόν κανονίση, γιατί ή κομπίνα είναι πώς ό Τζαίηικ καί οί τρεις άντρες πού κά νουν τό κόλπο μαζί του πρέπει ν’ Αλλάξουν Αμάξι σ’ ένα σταυροδρόμι κοντά στό Λίτλ Ρόκ. "Εχει συμφωνηθή πώς οί Ανθρωποι τοϋ Γκόγιαζ θά τούς περιμένουν έκεΐ μ’ Ενα άλ λο Αμάξι, τότε ό τύπος τοϋ Σιγκέλα προτείνει Αντί νά τό δώσουν στόν Λακάσαρ καί νά τόν Αφήσουν νά γλυτώση, νά τόν κανονίσουν αύτοί καί τούς τρεις συντρόφους του καί νά πάρουν τό παραδάκι. "Ετσι έχουμε μ* ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Πληρώνουμε τήν Απαγωγή τής Μιράντας καί καθαρίζουμε τόν Λακάσαρ. Κι αύτό πετυχαίνει. Τρεις άν θρωποι τοϋ Γκόγιαζ περιμένουν αύτούς τούς Αλήτες στό σταυροδρόμι τοϋ Λίτλ Ρόκ, καί δταν τό Αμάξι τοϋ Λακά σαρ φτάνη, τούς καθαρίζουν καί τούς τέσσερις. Παίρνουν τό χρήμα καί τό δίνουν στόν Σιγκέλα. Τώρα, ή δουλειά εί ναι στρωμένη. "Εχουμε τά λεφτά καί τό πλοίο. Ετοιμά ζουμε Ενα σχέδιο. Μόνο πού μπορείς νά μένης ήσυχος πώς τούς στοιχίζει βχι καί λίγα, στόν Γκόγιαζ καί τόν Φρίτς πού είναι έκεΐ, γιά νά φέρουν τό πλοίο έδώ, καί γιά νά με ταφέρουν δλον αύτό τόν κόαμο Από τις Ηνωμένες Πολι τείες. "Οταν φτάνουμε έιδώ. Ερχόμαστε σ’ Επαφή μέ τό Σιγκέλα κι αύτό τό κάθαρμα μας ρίχνει μέ τό χειρότερο τρόπο. Μας πετάει μιά μπαρούφα πώς δέν θέλει νά δουλέψη μέ τόν Φρίτς, καί λέει στόν Γκόγιαζ πώς άν αύτό δέν τοϋ άρέση, μπορεί νά στρίβη. »Καθώς φαίνεται προμηθεύτηκε ένα γιώτ, μ’ ένα μέρος Από τά λεφτά πού έκλεψε Από τόν Λακάσαρ, καί μ* αύτό αισθάνεται δυνατός. Τότε τΐ μπορούσαμε νά κάνουυε; Ό Σιγκέλα έχει Εδώ μιά συμμοοία Από γορίλες πού θάβαζαν νά ψήσουν μικρά παιδιά, έτσι, γιά νά διασκεδάσουν, κι αύτό Ανοτνκά^ει τόν Γ^όνι rrf ν* ιτη ναι '-ΛτΛ δέν Αρέ σει ούτε σ’ αύτόν, ούτε στόν Φρίτς, οϋτε σ’ Ευένα. "Αν μπορούσατε νά δήτε αύτήν τήν κυράτσα, καθισμένη
Α ϋ το ς ό άνθρωπος είνα ι επικίνδυνος
95
Εκεί μέ τά μάτια της ν’ άστράφτουν σαν της Εχιδνας, Ενιω θες πως αν είχε τό Σιγκέλα μπροστά της, δεμένον χειρο πόδαρα, Θά τόν περιποιόταν. ’Ανάβει πάλι τσιγάρο. —υΛέπεις, πως οεν μπορείς να μάς όσμωσης πού δοκι μάσαμε νά τόν ρίξουμε, Ε, Λέμυ; ΠροσποιηΘήκαμε πώς άδιαοφοροΰμε γιά τήν ύπόθεση, άλλα μέσα του ό Γκόγιαζ λέ ει πώς θά είναι εύκολο νά φέρουμε τή μικρή Βάν Ζέλντεν σ’ αϋτό τό πλοίο έξαιτίας τοΰ παιγνιδιού. Καί δέν πέφτει Εξω σ’ αυτό. Μερικοί άπό τούς συντρόφους βαριέστησαν καί ξαναγύρισαν στίς 'Ηνωμένες Πολιτείες, άλλά παρόλα αύτά, μένει μιά όλόκληρη παρέα άκόμη έδώ, καί σκεφτό μαστε πώς είμαστε σέ θέση νά φέρουμε σέ πέρας τήν άπαγογή της Μιράντας Εμείς οι ίδιοι. »Καί θά τό πετυχαίναμε, άν δέν παρουσιάζονταν δυό πράγματα: πρώτα-πρώτα Ενας Ιδιωτικός ντετέκτιΛ, πού Εχει άναλάβει νά προσέ)(η τή Μιράντα καί πού μαθαίνει — δέν ξέρω πώς — δτι πρόκειται ναρθή στό πλοίο. Αύτός ό τύπος, κάποιος όνόματι» Πκάλατ, Ερχεται στό βαπόρι μαζί μ’ Εναν άλλο λεβέντη πού δέν τόν γνωρίζει κανείς καί, άν· τί νά τούς χρυσώσουμε ήσυχα τό χάπι,, ό Γκόγιαζ, πού γιά μιά φορά αίσθάνεται τολμηρός, χρησιμοποιεί τό περίστρο φο. Στό μεταξύ — κανένας δέν ξέρει γιατί — νά πού Ε πεμβαίνεις έσύ σ' <χύτή τήν Ιστορία, Λέμυ, καί γιά νά μπερδευτή άκόμη πιό πολύ αυτή ή άνακατωσουρα, τώρα πού ό Γκόγιαζ είναι νεκρός — καί δέν ξέρουν ποιός τόν καθάρισε άλλ’ υποψιάζονται πώς αυτός είναι ό Γκόνι Μάλας — ό Φρέντσυ, ό καπετάνιος τοΰ γιώτ, ειδοποιεί τόν Κάστλιν πώς βαρέθηκε καί πώς σηκώνει άγκυρα. Αύτό δη μιουργεί Εναν τρομερό 'καυγά στό πλοίο, καί καθώς έκτός άπ’ αύτό, .μερικοί άπό τούς συντρόφους στό πλοίο άρχίζουν νά .κάνουν νερά, ό Φρίτς Εκνευρίζεται, ξεμπαρκάρει καί άφήνει τό πλοίο νά φύγη. Καί τώρα, νά: δέν τά κατάφερες καί πολύ άσχημα σ’ δλη αύτή τήν Ιστορία, ΛέμυΞαλάψρωσες τό Γκόγιαζ άπό είκοσι γιλάριικα. δέκα πού είχε πάρει άπό τή Βάν Ζέλντεν καί δέκα άκόμη γιά νά στρογγυλέψης τό λογαριασμό. Στήν άρχή, <χύτό δέν είναι καί άσχημο, μεταξύ μας. Έ γώ χαμογελάω. —Σύμφωνοι, άλλά τι θέλεις νά κάνω μέ είκοσι χιλιάρι κα; Ξέρω τί σημαίνει νάχης λεφτά. Δέν θά πάω μακριά μέ είκοσι γιλιάβες. —’Εμένα μοΰ λέςΙ ’Αλλά νομίζω πώς μπορούμε άκόμη νά κερδίσουμε βχι καί λίγο μέ τήν ύπόθεση Βάν Ζέλντεν, Λέμυ. .. Ξαναγεμίζω τό ποτήρι μου. —Λοιπόν, έμπρός, σ’ άκούω. ’Ανυπομονώ νά μάθω πώς.
96
Π ή τ ε ρ 'Γσένεϋ
—Αύτό είναι εύκολο. Είμαι βέβαιος πώς ό Σιγκέλα θ' άπαγάγη τή μιικρή καί πώς αύτό δέν θ' άργήση νά γίνη. Καλά, άλλα έμεϊς, δέν ξεμωραθήκαμε άκόμη τόσο, ώστε νάμαστε γιά πέταμα, καί ξέρουμε πώς κι έσύ είσαι στό κόλ πο μαζί μέτό Σιγκέλα. "Οσο δΓκόγιαζ έδινε διαταγές, τά πράγματα δέν πήγαιναν καί πολύ σπουδαία, άλλά έχω τή γνώμη πώς άν ήθελες νά πάρης έσύ τή δουλειά στά χέρια, Αέμυ, καί νά μπης έπικεφαλής της άμάδας μας, θά μπο ρούσαμε νά πάμε μακριά, καί κυρίως θά μπορούσαμε νά τόν πληρώσουμε δπως πρέπει αύτόντό βρωμο - Σιγκέλα, γιατί έσύ είσαι σκληρός, έχεις Ιδέες, καί χρόνια τώρα κά νεις δ,τι θέλεις στις 'Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς οι άστυναμικοί νάχουν ποτέ καταφέρει νά σέ στριμώξουν. Ό Σιγ· κέλα πίστευε πώς ή δουλειά θά του άπέφερε τρία έκατομμύρια, λοιπόν νά ποιά είναι ή πρότασή μας: "Ελα μαζί μας, μπές έπικεφαλής της συμμορίας —έχουμε έννιά παλι κάρια πού σ’ αύτά μπορείς νά ύπολογίζης — άς πέσουμε πάνω στόν Σιγκέλα, κι άς τοΰ πάρουμε έμεΐς τή μικρή. Λοιπόν, πώς σοΟ φαίνεται αύτό; —Διάβολε, σάν καλό φαίνεται, άπαντάο. Πόσα τσιμπάω έγώ; —"Εχουμε μιλήσει γι’ αύτό, κάνει έκείνη. "Εχουμε συμ φωνήσει πώς θάπαυρνες έσύ δυό έκατομμύρια καί πώς έ μεΐς θά μοιραζόμαστε τό τρίτο. Δέν μπορείς νάχης παρά πονο, έ, Λέμυ; —’Εντάξει. Ά λλά πώς θά κάνουμε γιά νά βγάλουμε τή μικρή άπό τήν ’Αγγλία, γιατί οι ’Εγγλέζοι άστυναμυιοι δέν άστειεύονται καί παρόλο πού δέν ξέρουν τι μαγειρεύε ται έδώ, μόλις άρχίζουν νά χώνουν τή μύτη τους κάπου, μπορεί νά γίνουν πολύ ένοχλητικοί, κι έπιπλέον φαίνεται πώς δέν έξαγοράζονται. —Αύτό είναι άρκετά σωστό, λέει ή Λότι, άλλά δέν ύπάρχει άμφιβολία, πώς ό Σιγκέλα έχει στήσει κάπου τό βαπόρι του περιμένοντας. Γιατί νά μήν τόν άφήσουμε νά κάνη τό κόλπο του καί ν’ άπαγάγη τή μικρή; "Επειτα δέν έχουμε πιά παρά νά βάλουμε χέρι σ' αύτό τό πλοίο καί νά τό κρατήσουμε. —Αυτό είναι μιά ιδέα, Λότι, άλλά χρειάζεται σκέψη. Μένω σιωπηλός γιά μιά στιγμή, κι έπειτα μονομιάς παίρνω τήν άπόφασί μου. —’Ακούστε, παιδιά μου, θά σάς πώ κάτι. Ό Σ ιγκέλα θ' άπαγάγη τή μικρή τό Σαββατοκύριακο. Τό ξέρω γιατί έγώ πρόκειται νά τήν πάω στό μέρος δπου έχουν άποφασίσει νά κάνουν τό κόλπο. Λοιπόν, όρίστε, θά προχωρήσω μαζί σας, έγώ θά διατάζω άπό δώ κι έμπρός, καί θά πά ρω τά δύο τρίτα άπό τό παραδάκι. Καί κατ, άλλο άκόμη:
Α υ τό ς ό ά νθρω πος είνα ι έηυάνΒννος
97
Θά πρέπει νά μέ ύπακούετε χωρίς άντιρρήσεις. Σάς διαβεβαιώνω πώς κι έγώ Θέλω νά τόν κανονίσω τό Σ ιγκέλα καί νομίζω πώς μπορούμε νά τό καταφέρουμε- Τώρα, μπορώ νά σάς πω ότι, κατά τή γνώμη μου, δέν έχουμε άνάγκη άπό πλοίο, γιατί έχω τήν έντύπωση πώς ή μικρή Μιράντα άρχίζει νά ένδιαφέρεται γιά τάν υποφαινόμενο. Ό Σιγικέλα έχει έτοιμάσει τό κόλπο μέ τόν άκόλουθο τρόπο : μό λις θά του τήν πάω τό Σάββατο, φαντάζομαι πώς θά της πή περί τίνος πρόκειται· Έ γώ έχω άναλάβει νά ξαναγυρϊίσω στό Λονδίνο, νά τηλεφωνήσω γιά τά λύτρα. Μετά άπ’ αυτό, φαίνεται πώς ή δουλειά μου τελειώνει. »Δέν ξέρω που πρόκειται νά τή μεταφέρουν, ούτε ποϋ βρίσκεται τό πλοίο τους ή ό,τιβήποτε άλλο, καί υπάρχουν πολύ λίγες πιθανότητες νά μοΟ τό πη ό Σιγκέλα, γιατί αύτός ό άλήτης δέ θέλει νά μ’ έμπιστευτή. »Λοιπόν, όρίστε τί θά γίνη: πρέπει νά τά κανονίσουμε ώστε τό Σάββατο ή τήν Κυριακή, οί άντρες σας νά είναι στημένοι κάπου κοντά στό σπίτι τοΰ Σιγκέλα. θ ά πρέπει νά περιμένουμε ώστε 6 Σιγκέλα νάχη ξεφουρνίσει τήν ύπόθεση στή μικρή Βάν Ζέλντεν. ’Αντί νά ξαναγυρίσω στήν πόλη νά τηλεφωνήσω γιά τά λύτοος νομίζω πώΓ θά πρέπει νά μείνω στήν άκρη, θ ά διαλέξουμε τήν κατάλληλη στιγ μή καί θά του πάρουμε τή Μιράντα, Μέ άλλα λόγια, θά χρειαστή νά της ξαναπαίξουμε τήν κωμωδία της διασώσεως. Καί θά πρέπει νά τό κάνουμε αύτό στά μαλακά καί νά ένεργήσουμε προσεχτικά, θ ά έχουιμε ίσως φασαρία, κι ί σως όχι. "Αν έχουμε, θά τήν άρχίσουμε έμεΐς, άλλα θά ήταν προτιμότερο νά προσπαθήσουμε νά τό άποφύγουμε. »Καταλαβαίνετε, μόλις πάρουμε τή Μιράντα άπό τά χέ ρια αύτής τής κλίκας καί θά βρίσκεται άσφαλισμένη στό Λονδίνο, κραταμε στά χέρια μας τό Σιγκέλα. γιατί έχου με ω ά κατηγορία έναντίον του, καί ή Μιοάντα ή ίδια θά μπορέση νά τήν άποδείξη. Μήν ξεχνάτε, συνεχίζω, πώς κα νένας δέν έχει τίποτα έναντίον τοΰ Σιγκέλα σ' αύτό τόν τόπο, καί πώς μέχρι ν’ άπαγάγη άληθινά τή' μικρή, νομί ζω δέν ένει τίποτα νά φοβάται, άλλά μ·ά καί κάνει τό κόλ πο κι έμεΐς πάρουμε στά χέρια μας τή Μιράντα, έ τότε, εί μαστε έντάξει. Κατά τή γνώμη μου, δταν ό Σιγκέλα καταλάβη πώς τήν έπαθε, δέν θά τοΟ μένη πιά παρά ένα πράγ μα νά κάνη, νά πάη νά βρή τό πλοίο του καί νά τοΰ δί νη γιά τις ‘Ηνωμένες Πολιτείες, γιά τήν περίπτωση πού ή Μ· ράντα θά πήγαινε νά βρή τούς άστυνσμι κούς έδώ, καί τότε, τό πεδίο γιά μας μένει έλεύθερο- Βρισκόμαστε σέ άγαθές ανέσεις μέ τή Μιράντα καί ξαναγυρίζουμε στήν πρώτή μου Ιδέα, έκείνη πού μ* έφερε έδώ. Ή Λότι μέ κοιτάζει καί σηκώνει τά φρύδια.
4
ye
Π ήτεο Τσένεϋ
—Καί ποια ήταν ή Ιδέα σου, Λέιμυ; —'Απλώς αύτή έδώ: έχω σκοπό νά πάρω τή Μιράντα στή Γαλλία καί νά τήν παντρευτώ, <κι έχω τήν Ιδέα πώς δταν ό γέρο - Βάν Ζέλντεν τό μάθη αύτό, θά χρειαστή νά πλήρωσή καλά γιά νά γλυτώση τή μοναδική του κόρη άπό τά νύχια ένός γκάγκστερ πρώτης τάξεως, όπως έγώ, Ιδίως γιατί θά είναι ή τρίτη φορά πού σώνω αύτή τήν κυρά τσα τή στιγμή πού έτοιμάζονται νά τήν άπαγάγουν. Ή Λότι κοπανάει άλλο ενα ούίσκυ. 'Ολόγυρα στό δωμά τιο, βλέπω τούς τύπους μου πού άρχίζουν νά ένθουσιάζωνται —"Ω, Αέμυ, κάνει ή Λότι, είσαι τέλος πάντων τρομε ρός! Μπορείς νά παραδεχτής πως τό μυαλό σου κόβει! Τής λέω νά τ’ άφήση αύτά γιατί τά κομπλιμέντα γιά έ ναν τύπο σαν κι έμένα είναι περιττά. “Επειτα, άρχίζω νά διοργανώνω τή δουλειά· Πρώτα-πρώτα, πρέπει νά προσ παθήσω νά φανταστώ τί θα ουμβή στή Μιράντα τό Σάβ βατο τό βράδυ, καί μέ ποιό τρόπο, άκριβώς, μπορώ νά ρί ξω τό Σιγκέλα καί νά τό σκάσω μέ τή μικρή καί δεύτερον πρέπει άπό τήν πλευρά του Κάστλιν, ή καμπίνα νά στηθή, καί νά φαίνεται δσο γίνεται έντάξει. 'Όσο γιά τόν Κάστλιν προσωπικά, αύτός δέν μέ άνησυχεΐ καί πολύ γιατί όποιοσδήποτε μπορεί νά τόν ρίξη, άλλά ή Λότι Φρίτς δέν είναι άπό κείνες πού τά τρώνε· γνωρί ζει δχι καί λίγα, αύτή ή κούκλα, έγώ είμαι πού σας τό λέω' είναι άπό κείνες πού μπορεί νά σου τήν άνάψουν στό πΐ καί φΐ, άν καταλάβη πώς πάς νά τή ρ'ξης. Καπνίζω άλλα δυό τρία τσιγάρα. Ή Λότι φέρνει καφέ κι έξετάζουμε τήν ύπόθεση μέ κάθε λεπτομέρεια. Φαίνε ται πώς πέντε άπό τούς τύπους είναι σέ θέση νά φέρουν τή δουλειά σέ πέρας. Είναι πρώτα - πρώτα οί τέσσερις τύ ποι πού μέ περιποιήθηκαν στή Μπαίηκερ Στρήτ — ό Μέρις, ό τύπος μέ τά λαδωμένα μαλλιά, δ Ντάριεντ, ό Κόυλ, ένας μετανάστης Καναδός, κι ένας άλλος, ό Σπέγκλα’Εκτός άπ’ αύτούς, υπάρχει άκόμη κι ένας άλλος τύπος, έτεροθαλής άδελφός τής Λότι, καθώς φαίνεται. Ή Λότι έχει ένα μυδράλιο πού 6 Κάστλιν — πού ξεμπαρκάρισε άπό τό «Πρίνσες Κρίσταμπελ» μαζί μέ τόν έτεροθαλή άδελφό τής Λότι — έφερε μαζί του, κι έχω τήν ιδέα πώς αύτό τό έργαλεΐο θά μοϋ είναι τρομερά χρήσιμο. “Επειτα άπό μιά στιγιιή. τούς δίνω τις όδηνίες μου, Νά πώς βλέπω έγώ τό πράγμα : 6 Μέρις, ό Ντάριεντ καί ό Κόυλ θά πάρουν τό τραίνο πολύ νωρίς τό Σάββατο τό πρωί γιά τό θάμ. Άπό κεΐ, θά πάνε νά βροΰν τό Μπράντεος "Εντ. Καί οί τοεΐς μαζί θά πάνε, νά μείνουν σ’ ένα mκρό πανδοχείο έκεΐ. κοντά, καί δέ θά τό κουνήσουν δλη
Αύτός ό άνθρωπος είναι έπυάνδιτνος
99
τή μέρα. Δέν πρέπει νά τούς πάρη τό .μάτι χανενός άπό τούς χιπαντζή&ες τού Σιγκέλα. Τό Σάββατο, άργά τό βράδυ, ό Σπέγκλα καί ό έτεροθαλής άδελφός της Λότι, ό Βίλυ Μπρόσκο, θά ξεκινήσουν μέ τό άμάξι μαζί μέ τό μυδράλιο, καί έκτός άπ’ αύτό, δλοι θάχουν ένα ■περίστρο φο, στήν άνάγκη. Υποθέτω πώς ή Μιράντα κι έγώ θά φτάσουμε στό Μπράντερς “Εντ κατά τίς πέντε ή ώρα τό Σάββατο, καί κατά τή γνώμη μου, 6 Σιγκέλα θά μείνη ήσυχος έκείνη τή μέρα. Δέν θά κάνη τίποτα, θ ά δώση τή δεξίωση πού έχει όργανώσει καί μετά άπ* αύτό, νωρίς τήν Κυριακή τό πρωί, φαντάζομαι, θά φανερώση τό παιγνίδι του στή Μι ράντα καί — κατά τή συνήθειά του — θά τήν άναγκάση νά γράψη ένα γράμμα στό γέρο - Βάν Ζέλνιεν, λέγοντάς του νά κάνη δπως μπορεί γιά νά δώση τά λύτρα, ώστε αύτό τό γράμμα νά φτάση στόν πατέρα Βάν Ζέλντεν πέντε έξη μέρες μετά τήν τηλεφωνική προειδοποίηση πού θάχη πάρει, καί νά τόν παρακινήση νά βιαστή νά στείλη τό παραδάκι. Κατά τή γνώμη μου ή Μιράντα θ' άντιδράση καί θ’ άρνηθη νά γράψη τό γράμμα. Τότε ό Σιγκέλα θ* άρχίση ν’ άνάβη καί θά τήν κάνη νά περάση ένα άσχημο τέταρτο της ώρας, τή μικρή. Ά ν δλα γίνουν δπως τά προβλέπω, θά τή φέρη στό πλοίο του —- έχει πού τόχει καί περιμένει — τήν Κυριακή, καί θά του δίνη. Επομένως, έχω τή γνώμη πώς πρέπει νά σκαρώσουμε τήν Ιστορία μας γιά τήν Κυριακή τό πρωί, πολύ vcopic Διαλέγω αυτή τή στιγμή, γιατί δλοι θά φαντάζονται πώς ή δουλειά είναι τελειωμένη, κι άκόμη, γιατί τά τρία τέ ταρτα των άστυνομιχών θά είναι στουπί αύτή τήν ώρα. Ή Λότι μένει σύμφωνη o t δλα. “Ο,τι λέω είναι Εύαγγέλιο γι’ αύτήν. Λοιπόν, τελικά, συμφωνάμε πώς κατά τά μεσάνυχτα τοΰ Σαββάτου, ό Μέρις καί οί άλλοι θά συναν τηθούν σ’ ένα μέρος κοντά στό Μπράντερς “Εντ. θ ά πλη σιάσουν σ’ αύτό δσο μπορούν περισσότερο, κι έγώ θά βγω γιά νά προσπαθήσω νά τούς βρω καί ναρθώ σ' έπαφή μαζί τους. “Επειτα, μέ τήν πρώτη ευκαιρία, τό σκάω μαζί μέ τή Μιράντα κι άν οί τύποι του Σιγκέλα άρχιζουν νά γυ ρεύουν Ιστορίες, ό Μέρις καί οί άλλοι θά βάλουν μπροστά τό μυδράλιο καί θά καλύψουν τή φυγή μας. ’Αφού θά είμαστε πιά μακριά, θά κρατάμε τήν υπόθε ση στό χέρι, γιατί 6 Σιγκέλα, πού θά τάχη δλα έτοιαάαει γιά δρόμο, θ’ άναγκαστή νά έπωφεληθή άπ’ αύτό, γ ι ά τήν περίπωση πού θαρχόταν ή Ιδέα στή Μιράντα νά πάτι νά διαλαλήση τήν ιστορία αύτή. Μέ δυό λόγια καθόμαστε δλοι γύρω καί κουβεντιάζουμε γιά τήν ύπόθεση μέχρι νά κανονιστούν δλες οι λεπτομέρειες, καί ό καθένας νά ξέ-
100
Πήτερ Τσένεϋ
ρη άκριβώς που και πώς θά έπέμδη στο γενικό σχέδιο. Καί μένουμε σύμφωνοι, πώς ό ΒΊλυ Μπόσκο θά είναι ό σύνδεσμός μας, καί πώς τό Σάββατο θά τά κανονίση, ώ στε να μου οωση ενα χαρτί .με τό σχέδιο τού σπιτιού πού είπαμε. "Εχω τήν Ιδέα πώς αύτό δέν είναι έπικίνδυνο, γιατί τότε πιά ό Σιγκέλα θάχη σταματήσει πιά τήν παρακο λούθησή ιμου. ’Αφού τά ,κατάστρωσα δλα, Χέω καληνύχτα σ' δλη τή συμμορία καί δγαίνω άπό τό ξενοδοχείο άπό τήν είσοδο της ύπηρεσίας, βπως μπήκα. Είναι άργά, παρόλ’ αύτά γυροφέρνω μιά στιγμή γύρω άπό τό Χάυντ Πήρκ, φέρ νοντας στο μυαλό μου δλα αύτά τά ζητήματα, καί φτάνω στό συμπέρασμα πώς είναι πολύ παρακινδυνευμένο νά έμπιστεύωμαι έντελώς στή Λότι Φρίτς καί τή συμμορία Κάστλιν. Στό κάτω - κάτω, τί θά έμπόδιζε αύτά τά παλικάρια νά μού παίζουν τό Ιδιο παιγνίδι πού πρόκειται νά παίξου με στό Σιγκέλα; "Ολες αύτές οΐ κλίκες των Απατεώνων είναι Ιδιες, καί τις γνωρίζω πάρα πολύ καλά γιά νά διατρέξω τόν κίνδυνο. 'Αλλά παρόλ’ αύτά, πρέπει νά παραδεχτώ, πώς τό γε γονός δτι ήρθα σέ συμφωνία μέ τή Λότι καί τό ύπόλοιπο της συμμορίας του Γκόγιαζ, θά μέ δοηθήση κάπως γιά νά κανονίσω τό Σιγκέλα, καί ύπάρχουν στιγμές πού πρέπει κανείς νά τό ρισκάρη. Τήν ώρα πού φτάνω στό διαμέρισμά μου, είμαι άρκετά εύχαριστημένος άπό τόν τρόπο πού κανονίστηκαν τά πράγ ματα, άνοίγω τήν έζώπορτα καί άρχίζω ν’ άνεδαίνω μέ τά πόδια, πράγμα πού άντιπαθώ τρομερά, άλλά φυσικά τό άσανσέρ δέ δουλεύει καί είμαι ξεθεωμένος. Φτάνοντας στά τελευταία σκαλοπάτια, τά πόδια μου βρίσκονται στό Ιδιο έπίπεδο μέ τό πιάνω κεφαλόσκαλο. Κοιτάζω στό διάδρομο καί διακρίνω φώς κάτω άπό τήν πόρτα του σαλονιού τού διαμερίσματός μου. Σταματάω καί κάνω μιά έσωτερική συζήτηση υέ τόν έαυτό μου. ΤΙ μπορεί άραγε νά σημαίνη αύτό; θ ά μπο ρούσε νά είναι ό Σιγκέλα, δπως θά μπορούσε νά είναι ή Κόνστανς, άλλά ύποθέτω πώς κανένας άπ’ αύτούς δέ θάκανε τόν κόπο ναρθή νά ι^τηθη στό σπίτι μου, ένώ θά τούς ήταν τόσο εύκολο νά τηλεφωνήσουνΒγάζω τό περίστροφό μου καί προχωρώ στά κλεφτά "Οταν φτάνω μπροστά στήν πόρτα, τήν άνοίγω άπότσμα καί μπαίνω. Καθισμένη σέ μιά πολυθρόνα μπροστά στό τζάκι, δλέ. πω τήν καμαριέρα τής Μιράντας, πού εΐγα μαζί της ραν τεβού. Μο'άζει ξεπανιασυένη καί δ'πλώνεται μέσα στό πα νωφόρι της. Σας έχω κιόλας πει, πώς αύτή ή μικρή είναι
Α υ τό ς ό Ανθρωπος είνα ι έπικίνδυνος
101
ένα Αμορφο κομματάκι. "Εχει ένα Αμορφο, φρέσκο δέρμα, μεγάλα γαλανά μάτια, ένα πρόσωπο Αλο ειλικρίνεια, τέ λος πάντων, φαίνεται να είναι άπό κείνες τις μικρούλες — κι αύτό δέν είναι συνηθισμένο, σρ.ς τό λέω έγώ — πού Θά ήσαν ανίκανες να σάς τις φέρουν, άκόμη κι άν τις πλήρωναν γι' αύτό. Σηκώνεται, ρίχνω τό καπέλο μου στό ντιβάνι καί ξαναβάζω τό δπλο μου στή Θήκη του. —Μπά, ιμπά, αύτή είναι ή μικρή Σάντι. Λοιπόν, κούκλα, ποιόν πάτησ-. τό αύτοκίνητο, ή τί άλλο; Εκτός άν αύτό όφείλεται στό σέξ άπήλ μου. .. Πόσην ώρα είσαι έδω; ’Εκείνη καταπίνει τό σάλιο της. —Πρέπει νά είναι ώρες πού σάς περιμένω, κύριε Κώσιον, γιατί κοντεύω ν’ άρρωστησω άπό τήν άιτρυχία καί δέν ξέρω τί νά κάνω- "Ετσι άποφάσισα ναρθώ νά σάς δώ, κι έφτασα έδω λίγο πριν τά μεσάνυχτα. Είπα στόν καμα ριέρη πώς έπρεπε δπωσδήποτε νά σάς μιλήσω, πώς ήταν πολύ σπουδαίο, καί τότε ιμοΰ άπάντησε πώς δέν ήξερε πότε θά γυρίζατε καί πώς μπορούσα νά σάς περιμένω έδω. Τής λέω νά ικαθίση καί άνάβω τσιγάρο. —Μή στενοχωριέστε, μικρό μου, της λέω, δέν ύπάρχει ποτέ τίποτα τόσο σοβαρό πού νά μή μπορή νά είναι χει ρότερο, κι έπειτα, άλλωστε, είναι κακό γιά τά μάτια νά χλαΐτε. Τί συμβαίνει; Μου άπλώνει ένα φάκελο, καί μέσα ύπάρχει ένα γράμ μα. Τό βγάζω, τό διαβάζω καί σιγά-σιγά καταλαβαίνω πώς ό Γκάλατ δέν ήταν και τόσο κουτός, Ασο είχα φανταστη. Τό γράμμα Απευθύνεται στή μις Σάντι Γκρήν, ατήν υπηρεσία τής Μιράντας Βάν Ζέλντεν, ξενοδοχείο «Κάρλτον» καί νά τί λέει: Α γαπητή μις Γκρήν δν σάς γράφω, είναι γιατί είναι Α νάγκη νά έπικοινωνήσω μέ κάποιον άπό τό περιβάλλον τής μις Βάν Ζέλντεν. Μέ χρησιμοποιεί σάν ιδιωτικό ντετέκτιβ δ κύριος Β άν Ζέλντεν, καί συγχρόνως γιά νά τήν προσέχω. Ξέρετε πώς έχει τή συνήθεια νά δημιουργή φιλίες Ανάμεσα στους πιό παράξενους Ανθρώπους καί νά έπίζητή μέ κάθε θυ σία διασκεδάσεις καί έντυπωσεις, πού δέν είναι πάντα σύμ φωνες μέ την άσφάλειά της. Ή ρ θ α σ’ έπαφή μ’ έναν υπάλληλο τοΰ «Κάρλτον* κι έ μαθα πώς ή μις Βάν Ζέλντεν έχει έξαφανιστή. Ή ρ θ α έπίσης σ’ έπαφή μέ δύο Αλλα πρόσωπα, που τό Ινα άπ’ αυτά παρουσιάστηκε σάν ντετέκτιβ μιας Ασφαλιστικής έταιρίας, δπου ή μις Βάν Ζέλντεν έχει Ασφαλίσει τά κοσμήματά της, Μέ τή συμβουλή αυτών των Ανθρώπων φεύγω γιά τό νησί
102
Πήτ«ς> Τσένεϋ
τοΰ Μέφσυ γιατί μέ βιαβεβαιώνονν πώς ή μις Β άν Ζέλντεν βρίσκεται έχει. 'Αλλά, θά σάς όμολογήσω είλικρινά, πώς δεν είμαι ήσυ χος. Αισθάνομαι την ανάγκη στό μέλλον, μιας πιά στενής παρακολουθήσεως των κινήσεων τής μις Βάν Ζέλντεν, κι Iχω σκοπό, μόλις γυρίσω άπ’ αΰτό τό ταξίδι, ναρθώ σ’ επι κοινωνία μαζί σας καί, μέ τη δοήθειά σας, νά προσέχω άπό δώ κι εμπρός την μίς Βάν Ζέλντεν άπό πιο κοντά. 'Τπολυ γίζω πώς θά θελήσετε νά μέ βοηθήσετε, γιατί ξέρετε πώς αΰτό θά έπιθυμοΰσε καί ό πατέρας της. Φυσικά, δέν θά μιλήσετε γι' αΰτό στή μίς Βάν Ζέλντεν, πού ·6έ θ ’ άνεχόταν κανενός είδους παρακολούθηση. Θαρθώ λοιπόν σ’ έπικοινωνία μαζί σας σχεδόν τον ίδιο καιρό πού θά λάβετε αΰτό τό γράμμ". "Αν δέν έχετε νέα μου πριν τά μεσάνυχτα, τής μέρας πού θά τό λάβετε, τότε θά μπορήτε νά συμπεράνετε απ' αΰτό, πώς μοΰ συνέβη κάτι σοβαρό, καί θά σάς παρακαλέσω νά τηλεφωνήσετε άμέσως στό γενι κό στρατηγείο τής άγγλικής αστυνομίας, στή Σκότλαντ Γυάρντ καί άφοϋ τούς δείξετε αΰτό τό γράμμα νά τούς ζητή σετε βοήθεια. Είλικρινά δικός σας Ρ Ο Μ Π Ε Ρ Τ ΓΚΑΛΑΝΤ
Διπλώνω τό γράμμα, ένω Αναρωτιέμαι τί Ακριβώς νάχη κάνει αύτή ή μικρή. —Τό πήρα αΰτό σήμερα τό πρωί, κύριε Κώσιον, λέει, καί περίμενα όλη τή μέρα γιά νά δω drv ό κύριος Γκάλατ Θά γύριζε, άλλά τίποτα- ‘Απόψε, κατά τις έντεκα ή ώρα, σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στήν ’Αστυνομία δπως μοΰ εί χε πεϊ, άλλά είπα μέσα μου πώς άν τόκανα αύτό κι έ φτανε στ’ άφτιά τής μίς Βάν Ζέλντεν, Θά μ’ έδιωχνε άμέ σως. Τότε είναι πού σκέφτηκα έσάς. "Ηξερα πώς ήσα στε μαζί της. έκεΐ πού είχε πάει, άφοϋ έσεΐς τήν είχατε φέρει, κι έπειτα όμολογώ πώς μοΰ είσαστε συμπαθητικός. Πείτε μου, κύριε Κώοιον, τί πρέπει νά κάνω; Τής χαμογελάω. —Είσαστε μιά γενναία ιμιικρή, τής λέω, άλλά βασανίζε τε τό ξανθό κεφαλάκι σας γιά τό τίποτα. Ό Γκάλατ εί ναι σωστός βλάκας, καί ή άλήθεια είναι πώς τόν κορόιδεψαν. Νά ή ιστορία: Ό Γκάλατ φαντάζεται πώς είναι ό άσσος των ντετέκτιβς. γι' αυτό μιά παρέα — φίλοι τής μίς Βάν Ζέλντεν — τόν κορόιδεψαν, λέγοντας του πώς έ φυγε γιά τή Γαλλία. Κι αυτός ό βλάκας ξεκίνησε νά τή βρή, κι ύποθέτω πώς σάς έγραψε αύτό τό γράμμα προτού φύγη. "Οπως καί νάχουν τά πράγματα δμως. προσθέτω, δέν είναι Ανάγκη ν’ άνησυχήτε. Μπορείτε νά μέ πιστέψετε
Αυτός ό άνθρωπος είναι έπικίνδυνος
103
δταν σας λέω πώς δλα πάνε καλά, καί πώς δέν υπάρχει κίνδυνος. Φαίνεται Ανακουφισμένη, κι έγώ τό ίδιο, γιατί αύτή ή Ιστορία άρχίζει νά μέ χτυπάη στά νεΟρα. Αϋτό τό γράμ μα τοΰ Γκάλατ Θά μπορούσε νά μού προξενήση δχι καί λίγους μπελάδες άν ή μικρή είχε πάει νά τό δείζη παν τού. —"Ω, πόσο ευτυχισμένη, είμαι, κύριε Κώσιον! "Αρχιζα ν’ άνησυχώ τόσο κι Ιπειτα δέν ήξερα τί νά κάνω- Ξέρετε πώς δέν είναι εύκολο νά είσαι καμαριέρα της μις Βάν Ζελντεν. "Ενα τίποτε άρκεϊ νά τήν κάνη Ιξω φρένων, καί δέν ήθελα γιά τίποτα στόν κόσμο νά είμαι υπεύθυνη νιά Ινα τέτοιο πράγμα. Λοιπόν, είμαι ικανοποιημένη πού 7>ρθα καί νομίζω πώς είναι καιρός νά πηγαίνω. Σηκώνομαι, τήν πλησιάζω καί τή σφίγγω στήν άγκαλιά μου. Αύτό δέν (φαίνεται νά μήν της άρέση’Ενώ αύτή μιλούσε, έγώ σκεφτόμουν, κι έτοίμασα κιό λας στό μυαλό μου ένα όλόκληρο σχέδιο γιά νά τά βγά λω πέρα στό Μπράντερς "Εντ, άν υποθέσουμε πώς θά κατάφερνα νά πείσω τή μικρή Σάντι νά κάνη αυτό πού σιναρφιστηκα. —Μή φεύγετε άκόμη, κούκλα, της λέω, Ιχω νά σάς μι λήσω- Είμαι ευχαριστημένος πού ήρθατε έδώ άπόψε, για τι Ιχω στό νοΰ κάτι σχετικά μέ τή μις Βάν Ζέλντεν, πού έτοιμαζόμουν νά σάς πω δταν σάς είδα. Δέν είναι τίποτα σοβαρό, μή φοβάστε, είναι άπλώς Ινα πραγματάκι πού θά μπορέσετε νά ι άνετρ. καί πού θά σάς άπαλλάξη άπό Ινσ σωρό μπεί.αόες, καί, -τέρα άπ' αύτό. δέν θά χάσετε τόν καιρό σας γιατί, γυριν-\τας στις ’Ηνωμένες Πολιτείες λο,αριάςω νά πάω νά βρω τό γέρο - Βάν Ζέλντεν, καί νά τού πω πώς φερθήκατε καλά, καί ύπάρχουν πιθανότητες νά σάς κάνη Ινα καλό δωοάκι. Φαίνεται ικανοποιημένη. —Είμαι πάντα έτοιμη νά φανώ χρήσιμη, καί είναι σί γουρο πώς θάθελα νά εύχαριστήσω τόν κύριο Βάν Ζέλ ντεν. Τής λέω νά καθίση. "Επειτα πηγαίνω νά φτιάξω καφέ και τόν φέρνω. Τής σερβίρω Ινα φλυτζάνι μ’ Ινα τσιγά ρο κι Ιπειτα άρχίζω νά τής διηγούμαι μιά ιστορία παρά λογη, γιατί κατά τή γνώμη μου, είναι Ανίκανη νά μέ βλάψη όπωσδήποτε κι άπό τήν Αλλη, Αν πιάση, τότε νομίζω πώς αύτό θά μοΰ έπιτρέψη νά γλυτώσω άπό όποιαδήποτε βρωμοδουλειά μπορούσαν νάχουν δρεξη νά μού σκαρώ σουν ή Λότι καί ή συμμορία τού Γκόγιαζ, έκεΐ κάτω, στό θάμ. Κάθεται, μέ τό φλυτζάνι της τοΰ καφέ στό χέρι, κοιτά-
10-1
Πήτερ Τσένεϋ
ζοντάς με μέ τό άγνό βλέμμα των μεγάλων γαλάζιων μα τιών της. —'’Ακούστε, μικρό μου, τής λέω, νά περί τίνος πρόκει ται.
Σ η μ ε ιω μ έ ν α χ α ρ τ ο ν ο μ ίσ μ α τ α Κάθεται λοιπόν έκεΐ, πίνοντας τόν καφέ της, καπνίζοντας ϊνα τσιγάρο, και κοιτάζοντάς με. Τότε άρχίζω νά τής διη γούμαι μια καταπληκτική Ιστορία: πώς πρέπει νά πάρκο τή μις Boev Ζέλντεν σέ μιά δεξίωση τό Σάββατο τό άπόγευμα, καί ό τύπος πού δίνει αύτό τό πάρτυ είναι σοβαρά έρωτοχτυπημένος για τη μικρή Βάν Ζέλντεν. Τής λέω πώς θά τή συνοδέψω, γιατί φοβάμαι μήπως αύτός ό λεβέντης Εχη στό νού του νά τήν κλέψη, άλλα πώς δέν έχει άνάγκη νά στενοχωριέται γι’ αύτό, γιατί άν τοΰ έρχόταν τέ τοια Ιδέα, θά τόν κανόνιζα έγώ όπως τοΰ πρέπει. Αύτή τά πιστεύει, μοϋ λέει πώς τά ξέρει αύτά, πώς υ πάρχουν τέτοιοι τύποι πού δέν μπορούν νά έρωτευτοΟν μιά γυναίκα χωρίς άμέσως νά γίνουν άνυπόψοροι· της λέω πώς αύτό είναι σωστό, καί βλέπω πώς τσιμπάει έντελώς. "Επειτα άπ’ αύτό, τήν άφήνω νά καταλάβη πώς ίσως γινόταν λιγάκι φασαρία σ’ αύτή τή δεξίωση, καί πώς τό δτι ήρθε νά μέ δή γι’ αύτή τήν ιστορία του Γκάλατ, μούδωσε μιά ικαλή Ιδέα. Τής λέω πώς θά τής προτείνω νά ξεκινήση τό Σάββατο τό βράδυ κατά τις Εξη, καί χωρ>ίς νά πή τίποτα στή.ν κυρία της, νά πάρη τό τραίνο, νά κατεβή σ’ Ενα ξενοδοχείο των περιχώρων καί νά πεμιμένη έκεΐ γιά τήν περίπτωση πού ή δεξίωση θά κατέληγε τόσο άσχημα πού έκεΐ θά μπορούσα νά είχα τήν έπιθυμία νά μεταφέρω τή μίς Βάν Ζέλντεν—Κατάλαβα, κύριε Κώσιον, κάνει, θέλετε νά πήτε πώς άν αύτοί οΐ άνθρωποι πού θά πάτε δέν Eyouv πολύ καθώς πρέπει τρόπους, θά μοϋ φέρετε τή μίς Βάν Ζέλντεν στό ξενοδοχείο γιά νά τή φροντίσω; —’Ακριβώς Σάντι, κι άπό τήν άλλη, άν κατά σύμπτωση δλα πάνε καλά, τότε φαντάζομαι πώς θά θελήσετε νά γυ-
Αύτος & άνθρωπος είναι έπικίνβι*νος
106
ρίοετε στό ξενοδοχείο «Κάρλτον* προτού έπιστρέψη ή κό ρια σας τήν Κυριακή. Ή Σάντι λέει «ναι, Ετσι είναι». "Επειτα, συμφωνούμε πώς θά τηΛεφωνήοη άπο το ςενσοοχειο της τού θαμ στό σπίτι τού Μπράντερς "Εντ. Τής λέω πώς θά 6ρή τόν άριθμό στόν τηλεφωνικό κατάλογο. Τής λέω άκάμη νά περιμένη μέχρι τις τρεις τό πρωί της Κυριακής, κι άν μέχρι αύτή τή στιγμή δέν Εχη Οεΐ την κυρία της ή έμένα, τότε θά πρέπει νά τηλεψωνήση στό Μπράντερς "Εντ για νά μέ ζητήση. Αύτό μου φαίνεται φρόνιμη προφύλαξη, yicrrl ύπολογίζω πώς στις τρεις ή ώρα, τό πρωί της Κυριακής, θά ξέρω πώς πάνε τά πράγματα στό Μπράντερς "Εντ, δηλαδή πώς ή ό Σ ιγκέλα θάχη φανερώσει τό παιγνίδι του, καί σ’ αύ τή τήν περίπτωση θά τόν Εχουμε ρίξει παίρνοντας τή Μι ράντα άπό τή σφηκοφωλιά, ή ή Λότι Φρίτς ικαί ή παρέα της, άφοΰ γίνει ή δουλειά, θάχουν τόν καιρό νά βγάλουν στή μέση τό κόλπο τους. ’Εκείνη τή στιγμή, ή παρουσία της Σάντι σ’ Ενα γειτο νικό ξενοδοχείο θά μου είναι τρομερά χρήσιμη. Πρώτα πρώτα, άν τό πράγμα πάη άσχημα γιά μένα, καί δεύτε ρον θάχω στό χέρι κάποιον γιά νά κάνη τηλεφωνήματα άν παρουσιαστή άνάγκη. ’Ενώ ή Σάντι πάει νά πάρη κι άλλο φλυτζάνι καφέ, έγώ παίρνω τόν κατάλογο τής Αύτοκινητιστικής Λέσχης καί ψάχνω νά δρώ Ενα ξενοδοχείο. "Επειτα, σέ μιά κάρτα πού μου φέρνει ό καμαριέρης, παίρνει τό μάτι μου τό ξενοδο χείο «Χόλυμπας» πού άπέχει κάπου είκοσιπέντε χιλιόμε τρα άπό τό Μπράντερς "Εντ. Αύτό μού φαίνεται πώς είναι τό μόνο 'κατάλληλο μέρος γιά τή Σάντι, γιατί δέν θέλω νά τή βλέπω χωμένη γύ ρω άπό τή συμμορία, θ ά μπορούσε νά τή δή καί ν’ άνακαλύψη τί ήρθε νά κάνη έδώ. Τό μόνο μειονέκτημα αύτοϋ τοϋ ξενοδοχείου είναι πώς δέν βλέπει στό μεγάλο δρόμο, καί πώς ό δρόμος πού φέρνει σ’ αύτό ξεκινώντας άπό τό Μπράντερς "Εντ είναι άσχημος, κι Ετσι θά χάσω άρκετό χρόνο γιά νά πάω έκεΐ μέ αυτοκίνητο. Παρόλα αύτά, Εχω τήν Ιδέα πώς άν δέν είμαι βιαστικός, ή κατάσταση του δρόμου λίγο θά μ’ ένδιαφέρη, κι άν είμαι, δέν θάχω τόν καιρό ν’ άπασχοληθώ μ’ αύτό, κι Ετσι άς τό άφήσουμε. θ ά πήτε Ισως πώς είμαι βλάκας νά βάλω τή Σάντι Γκρήν στό κόλπο, άλλά καλός είσαστε κι έσεΐς, τί θέλατε νά κάνω: ’Υποπτευόμουν πώς θά βρισκόμουν στριμωγμένος σ’ αύτό τό καταραμένο Μπράντερς "Εντ, άνάμεσα στήν πιό δμορφη συμμορία δολοφόνων πού ψάχνει νά δάλη χέ ρι σέ παραβάκι. Καί μαζί μ’ αύτό θά χρειαστή νά σέρνη
106
Π ή τ ε ρ Τσένβϋ
μιά γυναικούλα πού έχει χαραχτήρα μάλλον δύσκολο — τή Μιράντα πού λέγαμε. ’Ενώ ή Σάντι πίνει τό δεύτερο φλυτζάνι του καφέ της, έγώ έξακολουθώ νά της κάνω τά γλυκά μάτια. Τής λέω πώς Ιχει τά πιό άμορφα μάτια πού Ιχω δει ποτέ μου, έκτός Ισως άπό τά μάτια ίμιας σταρ του κινηματογράφου πού είγα συναντήσει τυχαία στό Χόλλυγουντ, κι δταν φούρ νισα τήν Ιστορία μου σ' αΰτή τή μικρή, είναι Ιτοιμη νά πάρη άντίδωρο άπό τό χέρι μου. ΆφοΟ καταλαβαίνω πώς τήν Ιψησα πιά καί τήν Ιχω του χεριού μου, της λέω πώς αύτό τό τηλεφώνμα πού πρέπει νά μου κάνη στό Μπράντερς "Εντ, πρέπει να γίνη στις τρεις τό πρωί Ακριβώς, καί πώς άν έκείνη τήν στιγμή δλα Ιχουν πάει καλά, θά της τό πω καί δέ θάχη πιά παρά νά σηκωθή νωρίς τήν Κυριακή καί νά ξαναγυρίση στό «.Κάρλτον», γιά τήν περίπτωση πού ή Μιράντα θ’ Αποφάσι ζε νά γυρίση έκείνη τή μέρα. "Αν κάτι δέν πάη καλά έ* κείνη τή στιγμή, θά της πώ τι θά πρέπει νά κάνη. Γιά νά πώ τήν άλήθεια, αύτή ή Ιστορία του τηλεφωνή ματος μέ βασανίζει λιγάκι γιατί δέν ξέρω καθόλου πώς θά είναι τά πράγματα έκεϊ κάτω, στό Μπράντερς "Εντ, κοιτά τις τρεις ή ώρα, άλλά είχα πάντα τήν γνώμη πώς Ιπρεπε νά ξέρη κανείς νά ριψοκινδυνεύη. Ή Σάντι μπαίνει στό νόημα. Αύτή ή μικρή μοϋ φαίνε ται πολύ ξύπνια καί, ,κοιτά τή γνώμη μου, είναι ένθουσιασμένη πού Ανακατεύτηκε σ' αύτή τήν Ιστορία. Τής δίνω έκατό δολλάρια γιά νά τήν καλοπιάσω, περιμένω νά τελειώση τόν καφέ της καί κατεβαίνω νά ρίξω μιά ματιά στό δρόμο. Δέν ύπάρχει κανείς γύρω. ’Ανεβαίνω πάλι νά τής πώ πώς μπορεί νά φύγη, καί φεύγει. Καί τώρα λέω μέσα μου πώς έκανα σχεδόν δ,τι μπο ρούσα νά κάνω σχετικά μ’ αύτή τήν ύπόθεση. Δέν Ιχω πιά παρά νά πάρω μιά πολυθρόνα καί νά καθίσω γιά νά δώ τί θά γίνη, άλλά είμαι ήσυχος πώς άν μπορέσω νά ρί ξω τόν Σιγκέλα, χάρη στή συμμορία του Γκόγιαζ, κι άν έπιζητήσουν νά μοϋ τή φέρουν μετά, στή μικρή Σάντι Γκρήν θάπρεπε νά ύπολογίζω γιά νά γλυτώσω άπ’ αύτούςΠάνω σ’ αύτό, πέφτω νά κοιμηθώ. Τήν άλλη μέρα, Παρασκευή, δέν τό κουνάω άπό τό σπί τι μου καί δέν κάνω σπουδαία πράγματα. Είχα άκυρώσει τό ραντεβού μου στό κινέζικο έστιατόριο μέ τή Σάντι Γκρήν, γιατί, κατά τή γνώμη μου, δέν ήταν πολύ φρόνιμο νά κυκλοφορώ παοέα μ’ αύτή τή μικρή γιά τήν ώρα. Μέ νω έκεΐ σχεδόν δλη τήν ώρα καπνίζοντας, γιατί Ιχω τήν Ιδέα πώς ό Σιγκέλα θά ζητήση ναρθή σ’ έπαφή μαζί μου
Α υτός ό άνθρωπος είνα ι έιακίνδυνος
107
κάποια στιγμή, καί δέν κάνω λάθος γιατί στις έφτά πα ρουσιάζεται ή Κόνστανς. tuvai μιά χαρά ή μικρή, καί ντυμένη σάν δούκισσα. Πρέπει στ’ Αλήθεια ό Σιγκέλα νά τήν προσέχη· τί της πλη ρώνει γιά έξοδα! Ή Κόνστανς μοΰ Αναγγέλλει πώς δλα είναι έτοιμα, πώς ό Σιγκέλα καί τα παλικάρια του έχουν φύγει κιόλας γιά τό Μπράντερς *Έντ καί πώς θά μέ περιμένουν κατά τις πέντε η ώρα τήν Αλλη μέρα. Μοΰ λέει πώς είμαι καλεσμέ νος νά περάσω τή δ ροϊδιά του Σαββάτου έχει γιατί, κα θώς φαίνεται, θά είναι μιά δεξίωση καταπληκτική, γιά νά ξαναφΰγω τήν Κυριακή τό πρωί. Αύτό έρχεται νά έπιβεβαιώση τήν Ιδέα μου πώς ό Σιγκέλα δέν θά έπιχειροΰσε τίποτα τό Σάββατο βράδυ. Ή Κόνι μου λέει πώς δταν γυρίσω τήν Κυριαική θά πρέπει νά μείνω στό σπίτι μου μέχρι ναρθή νά μέ βρή ή νά μοΰ τηλεφωνήση τήν Κυριακή τό βράδυ ή τή Δευτέρα τό πρωί γιά νά μοΰ πή τ’ όνομα τοΰ τύπου πού θά πάρω στό τηλέφωνο στή Νέα Ύόρκη, αυτόν πού θ’ άναλάβη νά είδοποιήση τόν Βάν Ζέλντεν, καί νά τόν φέρη σ’ έπαφή μαζί μου. Τής Απαντάω πώς δλα αύτά μοΰ φαίνονται πολύ καλά. "Επειτα τή ρωτάω τί λογαριάζει Ακριβώς νά κάνη μέ τή Μιράντα τό άφεντυκό της, τήν Κυριαική. ’Εκείνη χαμογε λάει. —"Ακούσε, Λέμυ, θάπρεπε νά ντρέπεσαι στήν ήλικία σου. Δέν ξέρεις πώς ή περιέργεια είναι πού σκότωσε τήν κότα μέ τά χρυσά Αβγά; Βάλε καλά στό μυαλό σου πώς μιας καί μεταφέρεις αύτή τήν πηδηχτούλα έκεΐ κάτω, ή δουλειά σου έχει τελειώσει. Δέν θά σοΰ μένει πιά παρά νά τσιμπήσης τό παραδάκι καί νά καθίσης erf άβγά σου. —Έγώ, τό θέλω πολύ, τής λέω, Αλλά μήν ξεχνάς μιά μικρή λεπτομέρεια- Κατά τή γνώμη μου, αύτό πού σάς έ κανε νά μέ βάλετε στό κόλπο είναι πώς σκεφτήκατε δτι τά κατάφερνα πάντα νά ξεμπλέκω κάθε φορά πού είχα Ιστο ρίες. Ωραία. Τώρα, είναι εΰκολο γιά σας νά λέτε πώς μιάς καί φέρω τή μικρή έχει κάτω, ή δουλειά μου έχει τε λειώσει· Πρέπει Ακόμη κανείς νά μή σκεφτή ν’ άρχίση φασαρίες μετά, κι δλα αύτά νά μή φτάσουν στ’ Αφτιά τής Αστυνομίας. Γιατί Αλλιώς, τίποτε δέ θάγη τελειώσει. Έ γώ, αύτό πού θάθελα νά σιγουρευτώ, είναι πώς ό Σιγκέλα έχει λάβει τά μέτρα του γιά νά μήν ύπάρξουν συνέ πειες καί πώς δέν κιτδυνεύω νά μούρθη καμιά κεραμίδα στό κεφάλι δταν τελειώση τό κόλπο μου. Ή Κόνστανς Αρχίζει νά γελάη. —Σοβαρέψου λοιπόν, Λέμυ. Ξέρεις πολύ καλά πώς δέν
108
ΙΤήτερ Τσένεϋ
υπάρχει κανένας φόβος. Γνωρίζεις άρκετά τό Φέρντυ γιά νά ξέρης, πώς προτού κουνηθη Εναν πόντο, γυρίζει καί ξαναγυρίζει τό κόλπο Εφτακόσιες φορές τουλάχιστον στό μυαλό του καί τά περνάη δλα άπό τό φακό. Τά κανονί ζει ολα ώστε νά μή μπορή νά γίνη λάθος, κι είμαι σίγου ρη πώς Εχει κανονίσει στήν τρίχα τήν υπόθεση αύτή. Πάν τως. Λέμυ, κανείς δέν θά πάη νά είδοποιήση τούς άστυνομικούς ή όποιονδήποτε άλλον, γιατί μπορείς νά είσαι ήσυ χος, πώς drv ποτέ ό Σιγκέλα μυριστη κάτι πού νά μοιάζη μέ ρίξιμο, συγυρίζει τήν κυρά κι άντε νά τόν βρής. "Ε πειτα άπ’ αύτό, ό καθένας γιά τόν έαυτό του- Δέν είσαι άσχημα πληρωμένος, γι’ αυτό πού κάνεις ξέρεις, Λέμυ. Λέω καλά, γιατί Εχω τήν ίόέα πώς ή Κόνι δέν Εχει δρεξη νά μέ κατατόπιση, καί ικατά τή γνώμη μου, δέν θά ήταν καλή τακτική νά προσπαθήσω νά της τ’ άποσπάσω μέ τό ζάρι. —Πολύ καλά, Κόνι, της κάνω, δέ θάθελα νά είμαι πολύ περίεργος, άλλά όμολογώ πώς θάθελα νά ξέρω πότε θά ξαναϊδωθοΰμε. Ή Κόνι σκέφτεται μιά στιγμή, κι Επειτα άπαντάει. —Μή φοβάσαι, Λέμυ, θά με ξαναδής. Φαντάζομαι νά εί μαι στήν πόλη τή Δευτέρα πρωί καί θά μπορέσω κάπου νά σέ δω. "Ισως σοϋ τηλεφωνήσω. Νά κάτι πού μέ βάζει σέ συλλογή, γιατί, άν ή Κόνι βρί σκεται έκεΐ γύρω τή Δευτέρα, αύτό θά πη πώς δέ θά συνσδέψπ τόν Σιγκέλα μετά ττνν άπαγωγή της Μιράντας. "Ι σως Εχη στό νου του νά φύγη μέ δυό τρεις τύπους και τή μικρή Μιράντα, καί νά μή βέλη νά φορτωθη κι άλλη μιά γυναίκα. Γεμίζω τό ποτήρι της Κόνστανς, αύτή κοιτάζει τό ρολόι της καί λέει πώς θάκανε καλά νά τού δίνη, γιατί πρέπει νά πάη κατευθείαν στό Μπράντερς "Εντ μέ τό άμάξι της. Μένει άκόμη μερικά λεπτά άστειευάμενη μαζί μου, Επει τα πλησιάζει καί νάτη πού μέ φιλάει, άλλά πώς. .. Ξέρε τε. μ’ Ενα φιλί πού σέ κάνει νά σηκωθούν οι τρίχες τού κε φαλιού σου — κι Επειτα φεύγει. Τή συνοδεύω μέχρι τήν πόρτα καί σφίγνουιιε τά χέρια. —Λοιπόν χοντρό δμορφο κτήνος μου, λέει ή Κόνστανς, Εχω τήν Ιδέα πώς δέ θ’ άργήσω νά σού κάνω σινιάλο, άλ λά μήν πάς νά κυνηγήσης αύτή τή μιικρή τή Μιράντα στό δρόμο- Σέ ξέρω, έσένα καί τά φερσίματά σου μέ τις κο πέλες. —Κουταμάρες, θεά μου, τής λέω, άπό τότε πού σέ γνω ρίζω, δέν Εχω ούτε τά μάτια μου ρίξει σ’ άλλη γυναίκα, Εχω πάντα τή φωτογραφία σου πάνω στήν καρδιά μου, καί μούχει μάλιστα κάψει τό φανελένιο γιλέκο μου. ..
Α υ τό ς ό δνόφωπος είνα ι έπυάγδννος
109
Ή Κόνστανς μοΰ χαμογελάει, καί άνεβαίνει στό άμάξι της. -Είσαι ό μικρός κατεργαράκος, έ, Λέμυ; Μή σέ νοιά ζει, περίμενε μόνο νά ξεμπλέξουμε μέ τήν υπόθεση Μιράν τα, καί τότε, έχω τήν έντΟπωση πώς θάχω λιγάκι καιρό νά σοΟ παραχωρήσω. Καληνύχτα, κούκλε μου, καί μήν κά νεις περισσότερα άστεϊα άπ’ όσα κάνω έγώ. Βάζει μπροστά καί ξεκινάει, κι έγώ κοιτάζω τό άμάξι της νά φεύγη. Παράξενο -κορίτσι, ή μικρή Κόνστανς, σας τό λέω έγώ. Είναι τό είδος της γυναίκας πού δέν ξέρεις ποτέ άπό ποΰ νά τήν πιάσης· δέν μπορείς νά ξέρης άν, γιά νά της άρέσης, πρέπει νά τήν ξαφνιάσης ή νά χρησιμοποιήσης τήν παλιά τακτική του ψυγείου. Σας λέω πώς είναι άπό τις κυράτσες πού δέν ξέρεις ποτέ τί σκέφτονται. ’Αλ λά συγχρόνως είναι άπό τις γυναίκες πού βρίσκονται μπροστά σ’ δλους τούς μπελάδες. "Οταν κοιτάζω πρός τά πίσω καί ξαναθυμάμαι δλες τις βλακείες πού έχουν κάνει οί κλίκες των γκάγκοτερς, ένα πράγίμα χτυπάει στό μάτι, πώς χωρίς αυτές τις γυναικούλες σάν τήν Κόνι θά ύπηρχαν τόσα λίγα σκληρά κόλπα πού δέν θάξιζε τόν κόπο νά ,μιλάη κανείς γι’ αυτά. 01 λεβέντες μπαίνουν στό χο ρό γιατί θέλουν νά τούς πάρουν γιά σκληρούς, τότε νάτους πού άρχίζουν τό τουψεκίδι, σκαρώνουν κάθε είδους κομπίνες, κλαδεύουν άστυνομικούς, σκοτώνονται μεταξύ τους, ληστεύουν τις Τράπεζες, κάνουν άπαγωγές καί γενι κά κάνουν μιά φασαρία τού διαβόλου. Δ'άβασα μιά φορά δέν ξέρω σέ ποιό περιοδικό, πώς τό έγκλημα κόστιζε στούς ’Αμερικανούς τέσσερα έκατομμύρια δολλάρια τό χρόνο, λοιπόν, έχω τήν Ιδέα πώς άν κά ποιος είχε σκεφτη νά χώση τήν Κόνστανς μέσα σ’ ένα κου βά μέ παγωμένο νερό πέντε λεπτά ιμετά τή γέννησή της, αύτό θά είνε Ισως άπαλλάξει άπό ένα έκατσ ιιιύρ- ο τούς φορολογουμένους, κι αύτό άποδείχνει πώς δέν της έχω καί μικρή έκτίμηση. της μικρής. ’Αλλά, όσον άφορα έμένα, άναρωτιέμαι άν της λέω στ’ άλήθεΐα τίποτα ή άν μέ δοιιλ πι'ιη άπλώτ σάν τόν πρώτο τυνόντα. "Ενα δυό λεπτά άργότερα, ξανανεβαίνω κι έτοιμάζω ένα ούίσκυ - σόδα. ’Ετοιμάζομαι νά τό κοπανίσω, βταν χτυπάη τό τηλέφωνο- αύτή τή φορά είναι ό Βίλυ Μπόσκο. Τού είχα δώσει τόν άριθμό δταν συναντηθήκαμε στό Ποορσάιντ. γιά τήν περίπτωση πού θά ξαναρχόταν. —"Ολα πάν= καλά. Λλ·ιι> μο*> κάνει Ή δουλειά πινιχωρεΐ δπως είχαμε προβλέψει. Ό Σιγκέλα καί ή παρέα του ξεκίνησαν μέ αύτοκίνητο, πριν άπό δυό ώρες περίπου, τούς είδαμε νά φεύγουν καί μετά άπ- αύτό. ήηθα νά κάνω ιι «ά βόλτα στό νειτονιά σου ν ά νά ποοσπαθόσω νά σέ δώ σχετικά μέ τό Μπράντερς “Εντ. Είδα μόλις πριν λίγο
110
Π ήτερ Τσενεϋ
τήν κοκότα του Σιγκέλα νά βγαίνη άπό τό σπίτι σου, κι έτσι σκέφτηκα πώς δέν θά σ' ένοχλοΰσε τό τηλεφώνημά μου. —Καλά έκανες, Βίλυ, τού λέω. ’Αλλά καθώς μιλάω δίνω μιά ατό χοντροκέψαλό μου, γιατί δέν είχα ιδέα πώς ή Λότι καί ό Κάστλιν ήξεραν που βρισκόταν ό Σιγκέλα στό Λονδίνο — πράγμα πού ούτε κι έγώ ήξερα — καί χάρη σ' αύτό τόν είχαν δει νά φεόγη ά πό τό σπίτι μου κι αύτό μέ κάνει ν' άναρωτιέμαι τί άλλο άκόμη μπορούν νά μου κρύβουν. Συνεχίζει: —Ρίξαμε μιά ματιά στό μέρος, Λέμυ. Τό Μπράντερς "Εντ είναι ένα μεγάλο σπίτι, χτισμένο στή μέση ένός χτή ματος. πεντακόσια περίπου μέτρα άπό τό μεγάλο δρόμο. ‘Υπάρχει ένας τοίχος γύρω, άλλά όχι άρκετά ψηλός ώστε νά έμποδίση όποιονδήποτε νά μπή μέσα. 'Ολόγυρα στό σπίτι, υπάρχει ένα είδος παρτεριού, μέ άλέες πού ξεκινούν άπό κεϊ καί καταλήγουν ή καθεμιά σέ μιάν αυλόπορτα, στόν μαντρότοιχο- Τό πίσω μέρος, είναι γεμάτο μέ θά μνους καί χαμόδεντρα, κι δλα αΰτά τά διασχίζουν δυο ά λέες. Ή μία όδηγεϊ κατευθείαν σέ μιάν αύλόπορτα στό μαντρότοιχο, άκριβώς άπέναντι άπό τήν πίσω πόρτα, κι ή άλλη πού είναι πολύ μικρή, μάλλον ένα μονοπάτι, φέρνει σ' ένα μέρος δπου ό τοίχος είναι γκρεμισμένος κι άπ' 6που μπορεί κανείς νά περάση. Αύτή είναι πού πρέπει νά πάρης, γιατί τάχουμε κανονίσει νά σταθή ό Μέρις σ' αύ τό τό μέρος τού τοίχου, άπό τό Σάββατο βράδυ άργά μέ χρι νά τοΰ κάνης σινιάλο πώς μπορεί νά πηγαίνη. ’Από τό άλλο μέρος τού τοίχου, ύπάρχει ένας παλιός δρόμος πού περνάει άνάμεσα στά δέντρα, καί πιού φέρνει στό δρόμο τοΰ Λονδίνου. Είπαμε πώς θά μπορούσαμε εύκολα νά στή σουμε έκεΐ δυό άμάξια σ’ αύτή τή γωνιά, έτσι πού νά μπο ρούν νά τό σκάσουν γρήγορα. »’Εκτός άπ’ αύτό, ό Κόυλ πήγε νά ψάξη στά περίχωρα, χτές τό βράδυ, καί ξετρύπωσε μιά βίλα έπιπλωμένη πού νοικιάζεται, πεντακόσια μέτρα πιό πέρα άπό τό Μπράν τερς “Εντ. Τήν πιάσαμε γιά ένα μήνα, πληρώσαμε τό νοί κι μπροστά 'κι δλη ή παρέα είναι έκεΐ. "Εχουν στηθή έ κεΐ κι έχουν κρύψει τό άμάξι κάτω άπό τούς θάμνους, ά κριβώς πίσω άπό τή βίλα. Κανείς δέν Θά ξεμυτίση άπό κεΐ δσο δέ θάχης δώσει έσύ τό σήμα γιά τήν άναχώρηση, έ τσι δέν ύπάρχει φόβος νά ύποπτευτή ό Σιγκέλα πώς είναι στημένοι έκεΐ κοντά. 'Εγώ φεύγω γιά κεΐ κάτω άπόψε μέ τή Λότι, γιατί έχει τήν ιδέα πώς μπορεί νά μάς είναι χρή σιμη. ’Αφήνουμε τόν Κάστλιν στό Λονδίνο γιατί είναι βλά κας, καί συνηθίζει νά παβαίνη τράκ τήν τελευταία στιγμή καί νά τά χαλάη δλα. *Παίρνω τό μυδράλιο καί μισή ντουζίνα χειροβομβίδες
Α ν τό ς ό άνθρωπος είνα ι έπικίνδννος
111
στό άμάξι' Θά του δίνουμε κατευθείαν γιά τή βίλα καί θά παρκάρουμε τό άμάξι μέσα στούς θάμνους μαζί μέ τό άλλο. »θά γεμίσουμε τά δυό ντεπόζιτα καί θάχουμε καί μπιτόνια ρεζέρβα γιά νάμακπε έτοιμοι νά τό σκάσουμε στά γρή γορα αΟριο τό βράδυ. Ρίξαμε μιά ματιά καί κάναμε ένα σχεδιάγραμμα σ' δλους τούς γύρω δρόμους κι άν είσαι σύμφωνος, νά τ( άποφασίσαμε νά κάνουμε: »Άφοΰ άπαγάγουμε τήν καρά, τοϋ δίνουμε δσο μπορού με πιό γρήγορα γιά τό Ντύμτσερτς, στό μέρος δπου υ πάρχει ένας μώλος. Βουτάμε τά άμάξια μέσα στό νερό καί τ’ άφήνουμε έκεΐ, άνεβαίνουμε στή βάρκα, καί τήν Κυ ριακή τό πρωί, νωρίς - νωρίς, ξεμπαρκάρουμε στή γαλλι κή άκτή. Ό Κάστλιν έτοιμάζει πλαστά διαβατήρια γιά δλη τήν παρέα καί γιά τή μικρή Μιράντα· ή Λότι έχει τήν ιδέα νά της δώση δυό τρία χαπάκια πού θά τήν κρατή σουν ήσυχη, ώστε νά μπορέσουμε νά τήν κάνουμε νά περάση γιά άρρωστη. "Οταν φτάσουμε στό Παρίσι, είμαστε σίγουροι, γιατί ή Λότι γνωρίζει κόσμο έκεΐ κάτω, έτσι δέ θάχουμε πιά παρά \ά κρυφτούμε καί νά σ’ άφήσουμε νά κανονίσης τήν υπόθεση δπως καταλαβαίνεις. Εντάξει; —Δέν είναι καθόλου έντάξει, τοϋ λέω- ΟΟτε λόγος νά πάμε νά τριγυρνάμε στή Γαλλία. "Οταν πάρουμε τή μι κρή, δέ θά πάμε άλλοΟ παρά στό Λονδίνο. "Οσο γιά τή Γαλλία, δέν θέλω ούτε νά γίνεται λόγος γι’ αυτή, βάλτε το καλά αύτό στό μυαλό σας. —Πάει καλά, Λέμυ, κάνει ό Βίλυ- θ ά κάνης δπως νο μίζεις. μόνο πού ή Λότι δέν είναι ήσυχη γιατί ό Σιγκέλα δέν θά μείνη μέ σταυρωμένα τά χέρια καί, σ’ αύτή τήν πε ρίπτωση, είναι άπό τούς τύπους πού μπορεί νά σέ άρχίση στούς πυροβολισμούς μέσα στήν καρδιά του Χάυντ Πάρκ. Τόν ξέρεις, δέν έχει καθόλου τρόπους, δέν λογαριάζει τί ποτε άν τόν πατήση κανείς στόν κάλο. —Αύτό, Βίλυ, είναι ένας κίνδυνος πού θά τόν ρισκάρου με, άπαντάω. Κι έκτός άπό τήν κρουαζιέρα ψυχαγωγίας, δλα τ' άλλα στό σχέδιό σου μ’ άρέσουν- Καί τώρα, προ σέξτε καλά: θαρθω έκεΐ κάτω μαζί μέ τή Μιράντα άνάμεσα στις πέντε μ’ έξη αύριο βράδυ. Καθώς πρόκειται γιά σουρπράιζ - πάρτυ, έχω τήν Ιδέα πώς κατά τις έντεκα ή ώ ρα δλος ό κόσμος θάχη έρθει. Ειδοποίησε τόν Μέρις πώς μισή ώρα μετά τά μεσάνυχτα, θά τά καταφέρω νά βγω άπό τό σπίτι καί θά πάρω τό μονοπάτι πού είναι κρυμμένο στούς θάμνους στό πίσω μέρος — ξέρεις, αύτό πού φέρνει στήν τρύπα του τοίχου- Πές του νά βρίσκεται έκεΐ γύρω κατά τά μεσάνυχτα καί μισή, γιατί έικείνη τήν ώρα θάχω δει τί γίνεται καί θάχω μιά ιδέα γιά τό πώς θά προχωρή σουμε τό κόλπο- θ ά πρέπει δλη ή παρέα νά είναι στό πό
Ηί
Π ή τ κ ο Τ σ έ ν εϋ
δι Από κείνη τή στιγμή, καί τ’ Αμάξια έτοιμα νά ξεκινή σουν, μέ τή μηχανή Αναμμένη, Αλλά τά φώτα σβηστά, πί σω άπό τή βίλα. Κρατήστε ένα Απ’ αύτά διαθέσιμο γιά την περίπτωση πού θά σας πώ νά τό φέρετε στήν τρύπα του τοίχου καί φρόντισε,, τά παιδιά πού θά τά όδηγήσουν νά μήν είναι βλάκες. ♦Φρόντισε ώστε νάχουν δλοι σιωπητήρα στό περίστροφό τους, κί άν άναγκαστης νά χρησυμοποιήσης τό μυδράλιό σου, πράγμα πού δέν τό θέλω καθόλου, τότε τύλιξέ το σέ μιά κουβέρτα ή ό,τιδήποτε άλλο θέλεις καί τράβα μέσα Απ’ αύτό. γιατί δέν θέλω οί ντόπιοι νά νομίσουν πώς κη ρύχτηκε γιά μιά άκόμη φορά πόλεμος έναντίον της ’Αγ γλίας. Καί κάτι άλλο: άν ποτέ δω κάποιον άπό σας πού νά φαίνεται νά έτοιμάζη κάποιο κόλπο, θά του κάνω ένα μασάζ μέ σιδερένιο ραβδί. Καί γιά νά τελειώνουμε, δταν ή Λότι κι έσύ φτάσετε στή βίλα, άπόψε, θά μείνετε μέσα καί δέν θέλω κανείς νά ξεμυτίση, έκτός άπό τόν Μέρις, καί μόνο δταν θαρθή ή στιγμή γι’ αυτόν ναρθη σ’ έπαφή μαζί μου. αύριο βράδυ. Κατάλαβες, ΒΙλυ; —Κατάλαβα, άφεντικό, λέει έκεΐνος. Λοιπόν, πηγαίνου με καί καλή τύχη. —Κι έγώ, ξέρεις τί σου λέω; του άπαντάω. Λοιπόν, γειά σου. Άκουμπάω τό Ακουστικό. Υποθέτω νάχετε άκούσει όλοι γι’ αύτό τό κόλπο πού λέγεται ένστικτο, έ, λοιπόν, άπ* αύτό έχω. Πρέπει νά ύποπτεύεστε πώς ένας τύπος πού έ6ώ καί δυό τρία χρόνια έχει σχέσεις μέ δλες τις κλίκες των γ.κάγκστερς της χώρας καταλήγει νάχη Αρκετή, ό σφρηση ώστε νά μυρίζεται δταν κάτι καίγεται στήν κατσα ρόλα, κι Ακριβώς μιά τέτοια Ιδέα μου έρχεται μετά τή συζήτησή μου μέ τόν ΒΙλυ Μπόσκο· τίποτα τό συγκεκρι μένο, σημειώστε, άπλώς ή Αόριστη έντύπωση πώς κάτι ύ ποπτο ύπάρχει κάπου. "Ολη αύτή ή κομπίνα της βάρκας των δέκσ μέτρων, της μεταφοράς της Μιράντας στή Γαλλία, όλα αύτά δέν μοϋ φαίνονται πολύ όρβόδοξα Ιδίως μετά τό σπάσιμο του κεφαλ οΰ μου γιά νά τούς άποδείξω πώς Αναλάβαινα νά φέρω τήν ύπόθεση σέ αίσιο τέρμα άν μέ άφηναν νά δουλέψω ό πως έγώ έννοούσα καί νά φουρνίσω στή Μιράντα τήν Ι στορία πού είχα έτοιμάσει. Άκάμη κάτι πού δέν μου Αρέσει, είναι πώς 6 ΒΙλυ Μπόσκο έκρινε καλό νά μοϋ τηλεφωνήση Αντί, όπως είχε συμφωνηθή, νά περιμένη. γιά νά μέ πληροψορήση ποιά στιγμή πρέπει νά πάω νά ζητήσω τή Μιράντα άπό ατό «ΚΑρλτον». Είναι Αλήθεια πώς έδωσα τόν Αριθμό μου σ’ αύτό τό παιδί ώστε νά μπορή νά μοϋ πετάξη ένα τηλεφώνημα στήν πε ρίπτωση πού κάτι θά πήγαινε στραβά, Αλλά δέν τσΰ είχα
Αυτό; A dv&Qowroj elvat AnuttvAvvo;
118
ποτέ ζητήσει νά μοΰ τηλεφωνήση τΙς λεπτομέρειες της έπιχειρήσεως, γιατί ξέρω άπό πείρα πώς οΐ συζητήσεις ά πό τό τηλέφωνο είναι φορές πού μπορεί νά βλάψουν* τό νά κουβεντιάζης αύτά τά πράγματα άπό τό τηλέφωνο είναι σάν ν’ άρχίζης νά φλύαρης μέ μιά γυναικούλα. Ένώ φοράω τήν ρόμπα μου κάνω μιά μικρή άνακεψαλαίωση καί προσπαθώ νά δω ποΰ άκριβώς βρίσκομαι. Πρώτα - πρώτα, ύ Σ ιγκέλα δέν είναι τύπος πού μπορείς νά ύποτιμήσης. Τό μυαλό του κόβει κι άν καταλάβη δτι τόν έριζαν, δέν τον σταματάει τίποτα- θά καθαρίση τόν πρώτο πού θά του παίζη άσχημο παιγνίδι χωρίς νά νοιαστη καθόλου. Καί δέν είμαι καθόλου σίγουρος πώς ό Σιγκέλα δέν ύποπτεύεται πώς κάτι βρώμικο σκαρώνω. Στή θέ ση του κι έγώ θά δυσπιστοΰσα. Κάτι άλλο. "Ας φανταστούμε, έχαι γιά νά γίνεται κου βέντα, πώς αύτό τό κάθαρμα, μου παίζει ένα άσχημο παι γνίδι. "Ας παραδεχτούμε πώς άφοΰ τού φέρω τή Μιράντα, λέει μέσα του, πώς δέν ύπάρχει καί τόση άνάγκη νά τριγυρνάω έγώ έκεΐ γύρω. “Αν τού περάση μιά τέτοια ιδέα άπό τό μυαλό θά τού χρειαστούν τρία λεπτά μονάχα γιά νά μέ καθαρίση καί νά μέ ρίζη στόν υπόνομο. Βάλτε στό νου σας πώς έχει καθαρίσει ένα σωρό λεβέντες, καί μέχρι τώρα ξεμπέρδεψε μιά χαρά. ' Εξάλλου, θά βρή εύ κολα κάποιον τύπο γιά νά τηλεφωνήση άντί γιά μένα στό γέρο - Bcrv Ζέλντεν στή Νέα Ύόρκη, γιά νά τού ζητήση νά πληρώση τά λύτρα... Αύτό είναι τό.πιό εύκολο πράγμα τού κόσμου. Αύτό μέ άναγκάζει νά βρώ τώρα ή ποτέ κάτι γιά νά γλυτώσω, στήν περίπτωση πού τά πράγματα θάπαιρναν άσχημη τροπή στό Μπράντιρς "Εντ, γιατί παρόλο πού δέν έδίοτασα ποτέ νά ριψοκινδυνέψω, δέν αισθάνομαι τόν πα ραμικρό ένθουσιασμό στήν Ιδέα νά δω τόν έαυτό μου νά γίνεται μακαρίτης, δπως ό Μάκ Φήν καί ύ Γκάλατ, προ τού περάσουν >μερυκά χρόνια, γιατί έχω άκόμη βχι καί λί γα πράγματα νά κάνω προτού μοΰ πάρουν τά μέτρα γιά ένα ζευγάρι φτερά άγγέλου, ή νά παίζω μιάν άρπα άντί γιά τό αύτόματό μου. ’Αλλά ό Σι γκέλα ζέχααε μόνο μιά μικρή λεπτομέρεια καί σ' αύτό δέν δείχτηκε στό ύψος του. Πεονάω στό άλλο δωμάτιο, άνοίγω τό συρτάρι της βα λίτσας - ντουλάπας μου καί παίρνω άπό κεΐ τά χρήματα πού μούδωσε ό Σιγκέλα. Υπάρχουν έκεΐ δεκαπέντε χιλιά ρικα, κι αύτά τά δεκαπέντε χιλιάρικα είναι μέρος άπό τό παραδάκι πού προέρχεται άπό τή ληστεία της ‘Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης τού Άρπάνσας. Φέρνω τά χαρτονομίσυατα στό δωιιάτιο. παίονω τλ γραΛαυηγανή πού ένω έκεΐ, Ενα φύλλο χαρτί χωρίς τίτλο, κάθομαι καί γράφω στή μηχανή Ενα γράμμα πρός τόν βοηθό - γραμματέα τής
ιΐ*
Π ήτερ Τσένεϋ
Πρεσβείας της ’Αμερικής στό Λονδίνο, ,μέ τό παρακάτω περιεχόμενο : 'Αγαπητέ Κύριε, θ ά σάς ένδιαφέρη ίσως νά μάθετε πώς κάποιος όνόματι Λεμυ Κώσιον, που μπήκε στην ’Α γγλία μέ πλαστό διαβατή ριο, αντάλλαξε σήμερα μέ αγγλικό νόμισμα δεκαπέντε χαρ τονομίσματα τών χιλίων δολλαρίων, στό υποκατάστημα τής ’Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης, στό Π ώ λ Μώλ. Αυτός & Λεμυ Κώσιόν, μένει στά Κάρφαξ ’Απάρτμεντς, στή Τζέρμιν Στρήτ, καί, παρόλο ποΰ 6έν έχω αποδείξει; δτι πήρε μέρος σ’ εκείνη τή ληστεία τού Άρκάνσας, έχω την Ιδέα πώς στις Η νω μένες Πολιτείες, οί αστυνομικοί θά εί χαν νά τού κάνοιτν μερικές ερωτήσεις σχετικά μέ τον τρόπο πού προμηθεύτηκε αύτά τά χρήματα γιατί θά ξέρετε πώς ή αστυνομία ψάχνει ακόμη νά δρή τούς τύπους πού έκαναν το κόλπο. Ό Κώσιον θά λειψή γιά τό Σαββατοκύριακο δπως μοϋ είπε αλλά κατά τή γνώμη μου θά ξαναγυρίση στό Λονδίνο τό βράδυ τής Κυριακής, έτσι θά μπορούσατε ίσως νά ειδο ποιήσετε τούς Ά γ γ λ ο υ ς αστυνομικούς, γιά την περίπτωση πού θά είχαν τήν έπιθυμία νά τον ρωτήσουν περί τίνος πρό κειται. "Αν σάς δίνω αυτές τις πληροφορίες, είναι γιατί έννοώ νά φανώ καλός πολίτης κι έπίσης γιατί αυτός ό τύπος, μούκλεψε μιά φορά έκατό δολλάρια στό πόκερ, καί καθώς είχα όρκιστή στον έαυτό μου πώς αύτό δέν θά τόν έστελνε στόν παράδεισο, νομίζω πώς τό γραμματάκι μου δέ θά ταχτοποιήση καθόλου τις δουλειές του.
Κάτω- κάτω, βάζω σάν υπογραφή: «"Ενας φίλος τής τάξεως καί τοΟ νόμου», πράγμα πού, μεταξύ μας, είναι τρομερά άστεΐοΙ "Επειτα, κλείνω τό γράμμα καί κολλάω ένα γραμματόσημο έπάνω, γιατί αύριο τό πρωί Θά πάω ν’ άλλάξω τις δεκαπέντε χιλιάδες δολλάρια καί νά ρίξω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο, ώστε ή πρεσβεία νά τό λάβη τό Σάββαττο τό βράδυΚαί τώρα, έχω τήν ιδέα πώς άν ποτέ ό Σιγκέλα φανή πώς Θέλει νά μοΰ κάνη καμιά τρικλοποδιά στό Μπράντερς "Εντ, Θά του πω ήσυχα-ήσυχα πώς Ιχω σοβαρούς λόγους νά πιστεύω πώς οί "Αγγλοι άστυναμικοί βρίσκονται στά Ιχνη μου έξαιτίας αυτών τών χρημάτων, πώς ή ‘Αγγλία δέν είναι καί πολύ μεγάλη σάν χώρα καί πώς διάβασα μιά φοοά σ’ ένα βιβλίο, πώς αύτά τά παιδιά δταν βάλουν στό νοϋ τους νά ξεκαθαρίσουν μιά υπόθεση, τήν τελειώ νουν στό άψε - σβήσε. Κ ατά τή γνώ μ η μ ου, α ύ τό θ ά κάνη τό Σ ι γ κ έ λ α ν ά σκε-
Α υ τό ς & άνθρωπος είναι επικίνδυνος
115
φτη, γιατί ξέρει πολύ καλά πώς ζωντανός μπορώ πάντα νά καταφέρω νά ξεμπλέξω μέ μιά έξήγηση, γιατί όσο γιά έξηγήαειςστούς άστυνομικούς, δέν είναι ή πρώτη φορά πού δίνω, ένώ άν είμαι νεκρός, θά Θελήσουν νά μάθουν γιατί καί θά παρακολουθούν στενά τούς σταθμούς καί τά άεροδρόμια, κι αύτό θά δυσκολέψη τό Σιγκέλα νά τό σκάση μαζί μέ τή μικρή Μιράντα. Μέ άλλα λόγια, νομίζω πώς τά κανόνισα ώστε ν' άναγκαστή ό Σιγκέλα νά ακεφθη, άν τοΰρθη ή όρεξη νά μοΰ τή φέρη, πώς είναι προτιμότερο γι’ αύτόν νά κυκλοφορώ, παρά νά βρίσκωμαι δυό μέτρα μέσα στή γη. "Επειτ’ άπ' αύτό, κοπανάω ένα ποτήρι ούίσκυ καί άνάβω ένα τσιγάρο. "Εχω τήν ιδέα πώς δέ μπορώ νά κάνω τίποτα περισσότερο καί πώς άπό δώ κι έμπρός ή υπόθε ση είναι στά χέρια της θείας Πρόνοιας, όπως έλεγε καί ό τύπος πού κουτρουβαλούσε άπό τόν ουρανοξύστη. Σίγουρο καί βέβαιο πώς αύτό τό κάθαρμα ό Σιγκέλα δέν είναι καθόλου κουτός άλλά πρέπει έπίσης νά πώ πώς τή μέρα πού μοίραζαν τά δελτία γιά τή φαιά ούσία, ό μι κρός Λέμυ δέν έμεινε τελευταίος στήν ούρά. Σηκώνω τά μάτια καί βλέπω τόν έαυτό μου στόν κα θρέφτη πάνω άπό τό τζάκι, στημένον έκεΐ όρθιον, μ’ ένα ποτήρι ούίσκυ στό χέρι: «Στήν ύγειά σου, Λέμυ», λέω, «καί στήν ύγειά της Μιράντας»· κατεβάζω τό ούίσκυ καί πηγαίνω νά πλαγιάσω, γιατί όπως είχα τή τιμή κι άλλη φορά νά σας πώ, τό κρεβάτι είναι μιά ώραία έφεΰρεση, γι’ αυτούς πού τό άγαποΰν.
Ή
άπα^ω γή
Ό ήλιος λάμπει κι αίσθάνομαι τόν έαυτό μου σέ θαυμάσια φόρμα, ένώ τσουλάω πρός τήν κατεύθυνση τού θάμ, μέ τή Μιράντα στό πλάι μου. Φοράει ένα φόρεμα μέ λουλούδια μ’ ένα κοκέτικο παλτουδάκι κι ένα καπελάκι. καί μοιάζει μέ τή βασίλισσα τού Σοβά, άλλά είναι πιό όμορφη. Κρα τώντας μιά μέτρια ταχύτητα ένενηνταπτέντε χιλιομέτρων σ’ ένα κομμάτι τού δρόμου πού δέν είναι τόσο χαλό, μπορώ νά πώ ότι άν δέν είχα τό κεφάλι μου παραγεμισμένο μ’ έ
lie
Π ήτερ Τσένεϋ
να σωρό Ιστορίες τή ιμιά πιό μπερδεμένη όπιό την άλλη, θά μπορούσα νά νιώσω ξένοιαστος, για μιά φορά. Καί ή μικρή τΐ χαρά πού έχει! Αύτή ή Ιδέα πού της έβαλα στό μυαλό πώς πρόκειται νά μέ γλυτώση άπό μιά δύσκολη κατάσταση, την κάνει τόσο εύτυχισμένη! "Οταν τήν είχα δει στό «Κάρλτον», της είχα πει πώς ή κυρά πού μούκανε τόν Εκβιασμό Εχει γράμματά μου, γράμ ματα πολύ Ενοχοποιητικά γιά μένα καί πώς, κατά τή γνώ μη μου, Επειδή τή γνώριζα καλά, ή Μιράντα 6έν μπορού σε, παρά νά τής άρέση κι δτι ή καμπίνα ήταν άκριβώς νά της παίζη τό κόλπο της φιλίας — στό κοκταίηλ πάρτυ — κι δταν ή κυρά πού λέμε, Επινε Ενα δυό ποτήρια, πράγμα πού δέν μπορούσε παρά νά συμβή, ή Μιράντα δέν θά δυ σκολευόταν νά ξετρυπώση τό δωμάτιο αυτής τής τίγραινας καί δέν θά είχε πιά παρά νά σκαρφαλώση έκεΐ πάνω καί νά προσπαθήση νά βάλη χέρι στά γράμματα, θ ά μοΰ πήτε πώς δλα αύτά είναι μιά περίεργη σαλάτα, άλλά Εγώ θά σάς άπαντήσω πώς αύτό είναι δ,τι καλύτερο βρήκα καί τό σπουδαιότερο είναι πώς αύτό μοΰ Επιτρέπει νά τραβάω τή Μιράντα άπό τή μύτη. Επομένως είναι δ,τι χρειάζεται. Στό δρόμο, προσπαθεί νά μέ ψήση δσο μπορεί. Είναι όλοφάνερο πώς ή Μιράντα Ενδιαφέρεται τρομερά γιά μένα καί πώς αν μοΰ κάνη μέ τό μαλακό Ενα σωρό Ερωτήσεις γι’ αύτό ή γιά κείνο, είναι γιά νά προσπαθήση ν’ άποσπάση δσο περισσότερες πληροφορίες μπορεί· άν λάβουμε δμως υπόψη πώς τή δουλεύω κι έγώ, δέν πρόκειται νά βγάλη τίποτα. "Οταν σταματάω μπροστά στό Μπράντερς "Εντ, τό ρο λόι μου δείχνει Εξη παρά τέταρτο· μπορώ νά σας πώ πώς ό Βίλυ Μπρόσκο δέν ήταν ύπερβολικός δταν μοΰ είπε πώς ήταν περίφημο. "Εχω δει έπαύλεις Εκατομμυριούχων στό Λόγκ - "Αΐλαντ, Ε, λο'ιπόν, δέν ήταν καλύτερες. Είναι Ενα μεγάλο σπίτι, χτισμένο άρκετά μακριά άπό τό κεντρικό δρόμο καί τιριγυρισμένο άπό Εναν τοίχο πάνω άπό τρία μέτρα ψηλό. Μπαίνουμε άπό μιά μεγάλη σιδε ρένια αύλόπορτα καί άκολουθούμε μιά μεγάλη άμαξιτή άλέα πού περνάει άνάμεσα άπό τά παρτέρια καί τίς συστά δες των θάμνων μέχρι πού διακρίνουμε τό σπίτι. Πίσω άπό τό χτίριο άπλώνεται Ενας χώρος σέ σχπυα ήμικυκλικό, γεμάτος δέντρα καί πυκνούς θάμνους, Ενώ ά πό κάθε πλευρά καί άπό τό μπροστινό μέρος τού παρ τεριού, πού τριγυρίζει τό σπίτι, ξεκινούν τά μονοπάτια πού μας άνάψερε ύ Βίλυ Μπόσκο. Ό Σιγκέλα καί ή Κόνστανς μας περιμένουν στό πάνω μέρος της Εξωτερικής σκάλας καί πίσω τους διακρίνω κι άλλους άνθρώπους. 'Υπάρχει Ενας μαιτρ ντ’ ότέλ, τουλά χιστον ύπάρχει Ενας τύπος μέ τ ’ δνομα Τσίκαγ.κο Μπούλ
Λντος ό Ανθφωπος είναι έπιχίνδϋνος
11?
— πού γνώριζα στις Ηνωμένες Πολιτείες καί πού γλύτω σε άπό μιά καταδίκη γιά δολοφονία συνοθευόμενη άπό δραπέτευση καί πού παριστάνει τόν ,μαιτρ ντ’ ότέλ — κι άπ’ δ,τι μπορώ νά κρίνω, τό σπίτι μοΰ φαίνεται πλημμυ ρισμένο άπό Ανθρώπους, ύπηρέτες, κι δλα τά Επακόλουθα. Γιατί πρέπει νά παραδεχτώ πώς δταν ό Σιγκέλα βάλη στό νοϋ του νά κάνη κάτι, τό κάνει καλά. Ή Κόνστανς παίρνει τή Μιράντα στήν τουαλέτα γιά νά φτιαχτή, κι έγώ κάθομαι Ακόμη στό τιμόνι δταν 6 Σιγκέλα ,κατεβάίνη τά σκαλοπάτια καί σκύβει πρός τό μέ ρος μου. —Καλά παιγμένο, Λέμυ, μοΰ κάνει. Τώρα, ή δουλειά Αρ χίζει νά μπαίνη στό δρόμο της. "Ετσι μοΰ φαίνεται πώς θά είσαι σέ λίγο έκαταμμυριοΰχος, ή σχεδόν, καί πώς θά μπορέσης ν’ άγοράσης τό Αγρόκτημα στό Μισούρι καί ν’ Ασχοληθης μέ τις κότες σου. .. —'(Εγώ, δέν ιείΐυαι δύσκολος, του Απαντάω χαγανίΕοντας, Αρκεί οί κότες νά γεννάνε χρυσά Αβγά, αύτό μόνο ζητάω. Καί πάνω σ’ αύτό, ξαναβάζω μπροστά καί φέρνω βόλ τα τό σπίτι γιά νά πάω στό γκαράζ, πού βρίσκεται στό πίσω ,νιέρος τού σπιτιού, καθώς φαίνεται. ’Ενώ Εμπιστεύομαι τό άμάξι στόν τύπο πού Απασχολεί ται μέ τό γκαράζ. έπιθεωρώ τά γύρω ώστε νά μοΰ άποτυπωθη καλά ή γωνιά πού βρίσκεται πίσω Από τό σπίτι. Πρώτα-πρώτα ύπάρχει Ενα παρτέρι πού μπορεί νάχη τριάντα μέτρα πλάτος κι άπό τήν Αλλη πλευρά Ενα δασάκι Απλώνεται σ' δλο τό πίσω μέρος. Μακρύτερα στ’ Αρι στερά, παρατηρώ μιά πλατιά Αλέα πού χώνεται κάτω Α πό τά δέντρα, ένώ άπό κεΐ πού βρίσκομαι, Απέναντι στό δάσος, στά δεξιά μου, διακρίνω τό μονοπατάκι πού μοΰ είπε ό Βίλυ Μπόσκο. Καθώς αύτά είναι δσα θέλω νά δώ. ξαναγυρίζω στό μπροστινό μέρος τού σπιτιού καί μπαίνω μέσα. Περνάω τή δίφυλλη πόρτα καί βρίσκομαι σ’ Ενα χώλ μέ μεγάλη πολυτέλεια, πού οί τοίχοι του είναι έπενδυυένοι μέ παλιά δρϋ. κι δλα αι’ττά μοΰ Φαίνονται πολύ δμορφα, παρ όλο πού δέν είναι πολύ φωτισμένα κατά τό γούστο μου. Π·Λ πέρα, στά δεξιά αύτοΰ τοΰ χώλ. ύπάργει Ενα μπάρ, κι Απέναντι στ’ Λοιστεοά, ύπάοχει κι Αλλο Ενα. καί γύρω Α πό αύτά τά βυό μπάρ βλέπω Ενα σωρό λεβέντες καί κο πέλες πού Εχουν ριχτή στό πιοτό σάν νά μήν είχαν ποτέ τους δοκιμάσει τό οινόπνευμα πριν Ερθουν έδώ. Καί βλέπω Ενα σωρό Ανθρώπους πού γνωρίζω, μπορείτε νά μέ πιστέψετε. “Ολος αυτός ό κόσμος είναι ντυμένος σάν νά πρόκειται νά πάη σέ μιά δεξίωσι τοΰ Λευκού Οί κου, Αλλά μέσα στό σωρό παίρνει τό μάτι μου καί μερι-
118
Πήτερ Τσένεϋ
κοΰς πού έχω γνωρίσει στίς ’Ηνωμένες Πολιτείες καί είναι βλοι κακά παιδιά πού περηφανεύονται πώς είναι, κι άπό πάνω. Είμαι σίγουρος πώς δυό τρεις άπ' αύτούς τούς πελά τες πού βρίσκονται έκεΐ γύρω άπό τά μπάρ είναι δολοφόνοι καί πώς άνάμεοα στίς γυναίκες, ύπάρχουν μερικές πο λύ εύκίνητες ατά δάχτυλα, ιδίως στό δείχτη πού πατάει τή σκανδάλη, 'μπορείτε νά μέ πιστέψετεΠέρα άπ* αύτό, τό ξένο στοιχείο έπικροπεϊ σ’ αύτό τό μπουκέτο. ’Ιδίως οΐ Γάλλοι καί οί Γερμανοί, καί δυό τρεις ’Ιταλοί πού δέν τούς γνωρίζω, θάλεγε κανείς πώς 6 Σιγκέλα έτοιμάζει κανένα ύποκατάστημα της Κοινωνίας τών ’Εθνών σήν έπαυλή του. Πάω νά περιποιηθω τόν έαυτό μου σ’ ένα δωμάτιο πού είναι συνεχόμενο μέ τό χώλ, έπειτα πηγαίνω στό μπάρ καί παραγγέλνω ένα διπλό ούίσκυ’Αρχίζω ν' άστειεύωμαι μέ μερικούς άπό αύτούς τούς τύ πους κι δλος ό κόσμος παριστάνει τόν εύγενικό, τόν κα λοαναθρεμμένο καί τά παρόμοια, έτσι πού νά νομίζης πώς δέν υπάρχει ούτε ένας άπ’ αύτούς πού νά ζέρη τί θα πη κάτεργο, κι όμως άν πρόσθετες τά χρόνια πού έχουν κάνει ατή φυλακή βλοι αύτοί οί λεβέντες, θά μάζευες άρκετά γιά νά σέ φτάσουν νά πληρώσης τόν τελευταίο σου λογαριασμό γιά τήν τραπεζαρία σου Έρίκου 2ου καί τό πιάνο σου μέ ούρά, κι αύτό δέν είναι μικρό πράγμα. Ό Σιγκέλα, άρχίζει νά κυκλοφορή άνάμεοα ατούς κα λεσμένους του, μέ μιά εύγενική λέξη πότε δω καί πότε κεϊ, παίζοντας τέλος πάντων τό ρόλο του άμεμπτου οίκοδε σπότη, άμ πώς! Φαντάζομαι πώς ξεσκάλισε κάποιο έγχειρίδιο καλής συμπεριφοράς, γιατί τά καταφέρνει μιά χα ρά, αύτό πρέπει νά τό πώ. Νά πού χτυπάει ένα καμπανάκι καί ό καθένας πάει νά κάνη τό φριζέ του γιά τό δείπνο. Έγώ, δέ τό κουνάω για τί δέν βάζω βραδινό ένδυμα. Δέν έχω φέρει δ,τι χρειάζε ται γιά ν’ άλλάξω άφοΰ δέν θά μείνω, άλλά τά περνάω μιά χαρά στό μπάρ, γιαπί τό πιοτό είναι πρώτης τάξε ως καί δέν είναι καθόλου δυσάρεστο δταν τό καττεβάζης. "Επειτ' άπό μιά στιγμή άρχίζω νά βολτάρω λιγάκι, έ τσι γιά νά όξοικειωθώ μέ τό σπίτι. ’Ακριβώς πίσω άπό τό χώλ, ύπάρχουν πάλι μεγάλες πόρτες καί άπέναντι είναι ή τραπεζαρία. ΤΙ σάλα! Είναι πελώριος μέ μεγάλα παρά θυρα, άλλά δλες οί κουρτίνες είναι τραβηγμένες παρόλο πού έχει άκόμη φως. ‘Υπάρχει ένα μεγάλο τροπτέζι, πού ξεκινάει άπό τό κέντρο της αίθουσας, στρωμένο κιόλας καί ύπολογίζω κάπου έξήντα μ ’ έβδομήντα καρέκλες 6λόγυρα"Επειτ’ άπό μιά στιγμή, ξανοτγυρίζω στό μπάρ, βπου οί άντρες έχουν άρχίσει πάλι νά μαζεύωνται, κοή βλέπω σέ λίγο νά φτάνη ή Μιράντα. Φαίνεται πώς ή Μιράντα είναι
Α υτός ό δν^ρω πος είνα ι έπυά νδυνο;
119
ένθουσιασμένη πού ήρθε σ’ αύτή τή δεξίωση, γιατί χαμο γελάει κοιτάζει όλόγυρά της καί μοΰ λέει πώς παρόλο πού ή όμήγυρη της φαίνεται λίγο παράξενη, διασκεδάζει. Ιή βάςω να καοίση σ’ ένα τραπέζι μέσα σ’ ένα δωμάτιο δεξιά άπό τό χώλ πού χρησιμεύει σάν μπάρ - καπνιστήριο μέ παλικάρια μέ άσπρο σακάκι πού σερβίρουν καί της παραγγέλνω ένα ποτο. Τό πίνει καί μέ ρωτάει που είναι ή κυράτστα πού θέλει νά μ’ έκβιάση, αύτή πού έχει τά γραμιματα. Τότε της λέω πώς τήν έχω χάσει κι ώσπου νά τή βρω, καλύτερα νά σκέφτεται άλλα πράγματα καί νά προσπαθή νά περάοη δσο μπορεί καλύτερα τή βραδιά της. —Πολύ καλά, Λέμυ, λέει ή Μιράντα. Ξαφνικά, ή φωνή της άλλάζει, σκύβει πάνω άπό τό τρά πεζα καί μου λέει μέ τόνο έμπιστευτικό: —Ξέρεις, Λέμυ, ΰπάρχει σ’ έσένα κάτι πού μ’ άρέσει. Δέν ξέρω τί είναι αύτό, άλλά έτσι είναι. Τ( άκριβώς εΤναι. κατά τή γνώμη σου; Δέν λέω τίποτα, γιατί άν αύτή ή μικρή ήξερε τί τής έτοιμάζουν, δχι μόνο δέ θά μούκανε πιά τά γλυκά μάτισ, άλλά θά τά μάζευε άμέσως καί θά τόβαζε στά πόδια σάν νά τήν f κυνηγούσαν φίδια. Λίγο άργότερα, ένας τύπος έρχεται ν’ άναγγείλη πώς τό δείπνο σερβιρίστηκε. Τότε μπαίνουμε δλοι στήν μεγάλη τραπεζαρία. *0 Σιγκέλα έρχεται καί φέρνει μαζί του τή Μιράντα, κι έγώ βρίσκω μιά κάρτα μέ τ' δνομά μου πά νω πρός τή μέση τού τραπεζιού. 'Ο Σινκέλα κάθεται σέ μιάν άκρη μέ τή Μιράντα δεξιά του καί τήν Κόνι στ’ άριστερά του καί τόν βλέπω πού προ χωρεί τή δουλειά καί μιλάει στή Μιράντα, πού τού Αντα ποδίδει τά χαμόγελά του καί Αστειεύεται μέ τό Σιγκέλα. Τό δείπνο Αρχίζει καί ήταν περίφημο. Δέν ξέρω ποιός είχε όργανώσει τήν ύπόθεση, άλλά ήταν καλό, καί τό σερ βίρισμα, τά κρασιά, τέλος πάντων δλα ήταν τέλεια. 'Εκ τός άπό αύτό, ήταν ένα γεύμα πού άργησε νά τελείωση, κι έπειτα άπό μιά σχεδόν ώρα, βλέπω πώς ένα σωρό άπ’ αύτούς τούς λεβέντες καί τις φιλενάδες τους φαίνεται νά τάχουν κοπανίσει. Είναι κι άλλος ένας τύπος κοντά μου πού είναι κιόλας τελείως τύφλα καί πιό πέρα δυό κού κλες βγάζουν τ* άττλυτά τους στή φόρα καί προσπαθούν ή μία νά μαχαιρώση τήν άλλη. 01 δυό φίλοι τους Αγωνί ζονται νά τίς συγκρατήσου ν. Κοντά στήν άκρη τού τραπε ζιού βλέπω τόν Γιόνι Μάλας’ πίνει νερό καί προσέχει τά πάντα. "Οταν τό βλέιιιια του συναντάι τό Λινό μου. ιιοΰ κλείνει τό μάτι κι έγώ τού κάνω τό Ιδιο. Ό Γιόνι φαίνεται μάλλον Ικανοπο'ΤΗΐένοΓ άπό τόν έαυτό του κι ένω τήν ιδέα πώς πρέπει νά λέη μέσα του βτι αύτή ή δουλίτσα τής άπαγωγής θά τόν λαδώση γιά καλά.
120
Πήτεο Τσένβϋ
Τελικά, έπειτα άπό πολλή ώρα, ή Κόνστανς σηκώνεται καί οΐ γυναίκες φεύγουν άπό τό τραπέζι. Μερικές άπ’ αύτές δέν μπορούν να περπατήσουν Ισια καί είναι μ(α πού είχε Ανακατέψει σαμπάνια μέ ρούμι και πού έχει αρχίσει τό τραγούδι, προσπαθώντας νά τό άκομπανιάρη πάνω σ’ ένα άσημένιο πιάτο φρούτων, πού τό παίρνει γιά χαδανέ ζικη κιθάρα- ’Αλλά όλόγυρα στό τραπέζι, παρακολουθών τας δ.τι συμβαίνει καί στημένοι σάν Αγάλματα, υπάρχουν οΐ ύπηρέτες μέ τόν μαίτρ ντ’ ότέλ — τόν Τσίκαγκο Μπούλ — πού έχει τό μάτι του παντού. Πηγαίνω στό χώλ· ή Μιράντα φαίνεται νάχη έξαφανιστη" έπειτα άπό λίγο έρχεται νά μέ βρή ή Κόνστανς καί μού Αναγγέλλει πώς ό Σιγκέλα τήν πήρε μαζί του νά δη μιά συλλογή φωτογραφιών μέ πολύ ένδιαφέρον’ πού έχει κεΐ πάνω, στό σαλόνι τού πρώτου όρόφου. Λέω στόν έαυτό μου πώς είναι καιρός νά όργανωθώ λι γάκι’ τότε παίρνω τήν Κόνστανς μέχρι τό μπάρ - καπνιστή ριο. πού ξανάνθιζε, καί Αρχίζω νά τά κοπανάω δσο καλύ τερα μπορώ καί νά κάνω πώς μέθυσα. Βλέπω τό χείλι της Κόνστανς νά κάνη ένα μορφασμό περιφρονήσεως δταν Αρχίζω τό λόξυγκα, καί νομίζω πώς τό πιστεύει. λίγο Αργότερα ένα σωρό Ανθρωποι Ανεβαίνουν στό σα λόνι έπάνω δπου δίνουν ένα κονσέρτο ή κάτι τέτοιο· τότε Ανεβαίνω μέ τήν Κόνστανς, καθόμαστε σ’ ένα είδος κανα πέ καί Αρχίζουμε νά συζητάμε γιά τό κόλπο. ’Ενώ ή Κόνι λέει τίς φλυαρίες της, έγώ παρατηρώ τή Μιράντα πού ξεφυλλίζει τό Αλμπουμ φωτογραφιών τού Σιγκέλα. Φο ράει ένα όμορφο λουλουδάτο φόρεμα καί μέ τά ξανθά κυ ματιστά μαλλιά της, σας παρακαλώ νά πιστέψετε πώς εί ναι σάν ζωγραφιά. Καθισμένη κοντά μου, ή Κόνι, μέ μαύ ρο φόρεμα καί μιά χοντρή καρφίτσα μέ διαμάντια, μέ τά μαύρα μαλλιά της, είναι πολύ χαριτωμένη, καί λέω μέσα μου πώς δέν θά ήμουν Ασχημα, καθόλου Ασχημα μέ τή μία ή τήν Αλλη Απ’ αύτές τίς δύο μικρές, μέ τήν προϋπόθεση πώς θά είχα γραπτή ύπόσχεση πώς ή Κόνι δέ θαρχόταν νά μού κόψη τό λαιμό τήν ώρα πού κοιμόμουν. Σ ’ δλο αυτό τό διάστημα, τά γκαρσόνια καί Αλλοι τύ ποι φέρνουν συνεχώς πούρα, καφέ καί πάλι οίνόπνευμα, κι έγώ συνεχίζω νά πίνω καί νά κάνω πώς ιιεθάω δλο καί περισσότερο- "Επειτα άπό μιά στιγμή, σηκώνομαι, πηγαί νω στό χώλ καί παίρνω άπό τό γκαρσόνι πού είναι έκεΐ, ένα γεμάτο ποτήρι ρούμι Μπακάρντι, κι έπειτα τό ξερνάω δλο, έπειτα ξαναγυρίζω έκεΐ πάνω τρικλίζοντας κάπως καί σωριάζομαι στόν καναπέ, κοντά στήν Κόνι. Τή στιγμή πού νυρί^ει ποόο τό ιιέροτ μου tfic Φυλάω τή μύτη καί κρεμάει τά μούτρα της μέχρι έκεΐ κάτω καθώς τήν παίρ νει ή ιμπόχα τού Μπακάρντι κατάμουτρα.
Α υ τό ς ό άνθρω πος είνα ι έπιβάνδυνος
121
—Έ λα, Λέμυ, δέν είσαι λίγο ζαλισμένος; μου κάνει. ΟΟτε Ιδέα νά πιής Ενα Μπακάρντι Επειτα άπό δλα αυτά που Εχεις κιόλας κατεβάσει. Καλά Θάκανες νά τ’ άφήσης αυτά, άλλιώς θά γίνης πτώμα πολύ γρήγορα. ’Αφήνω Ενα λόξυγκα γιά ν’ άκουστή χιλιόμετρα μακριά. —Σέ ποιόν τό λίές, Κόνι; «άνω. Ξέρεις, είσαι γλυκιά κοπέλα ν’ άνησυχής Ετσι γιά τόν μεγάλο κακό άδελφό σου. Λοιπόν, Κόνι, νομίζω πώς δέν πάω καί τόσο καλά, θέλω να παω νά ξαπΛωσω λιγάκι. Ή Κόνι σηκώνεται. —Έ λα, Λέμυ, λέει. Μέ στενοχωρεΐς. Νόμιζα πώς ήξε ρες νά πιής. 'Αρχίζω νά μουρμουρίζω Ενα σωρό άνοησίες πώς δέν ή μουν κοΑ τόσο καλά δλη τή μέρα, τότε μέ πηγαίνει άπό Ενα μακρύ διάδρομο στόν πρώτο δροφο, μου λέει νά ξα πλώσω μιά στιγμή, Επειτα νά ξαλαφρώσω ατό δωμάτιο τού μπαν.ου πού Επικοινωνεί μέ τό δωμάτιο κι Επειτα νά ξαναγυρίσω στό σαλόνι. Λέω καλά, ξαπλώνω στό κρεβάτι καέ κάνω σάν νά μέ πήρε ό ύπνος. Είμαι έκεΐ ξαπλωμένος, άναπνέοντας μέ τυση διακριτικότητα σάν Ενα τρίο άπό Ελέφαντες ένώ Ε κείνη μέ παρατηρεί δρθια κοντά στό κρεβάτι. "Επειτα ά πό μιά στιγμή, σβήνει τό φως και άκούω πού φεύγει σιγοτραγουδώντας. Περιμένω μιά στιγμή, κι Επειτα σηκώνομαι καί πηγαίνω στό παράθυρο. ΚοιτάΓω Εξω καί βλέπω πώς τό δωμάτιο πού βρίσκομαι είναι στή δυτική πτέρυγα τού σπιτιού δταν τό βλέπης άπό τή φάτσα καί πώς ύπάρχει, κοντά στό φαράθυρο, Ενα λούκι πού θά μπορούσα νά τό χρησιμοποιήσω σάν άσανσέρ γιά νά κατεβώ στό ΙσόγειοΚοιτάζω τό ρολόι μου ικαί μένω μάλλον Εκπληκτος βλέ ποντας πώς είναι μία παρά είκοσι, καί πώς ή ώρα πέρα σε χωρίς νά τό καταλάβω. Λέω μέσα μου πώς είναι και ρός νά μπώ σέ κίνηση. Άνοίνω τό παράθυρο, περνάω τή γάμπα καί προσπα θώ νά φτάσω στό λούκι. Καταφέρνω νά τό φτάσω καί άντέχει παρά τό βάρος μου. Δέν μοΰ χρειάζεται πολύ γιά νά γλιστρήσω μέχρι κάτω καί νά πεταγτώ μέχρι τή γων·ά τού σπιτιού άπό δπου παίρνει τό μάτι μου τό μονοπα τάκι πού φέρνει άνάι^σα άπό τά δέντρα στό μέρος πού πρέπει νά περιμένη ό Μέρις. "Ενω τή ννώιιη πώς άν φέρω τά παιδιά τοϋ Γκόνιαί έκεϊ μέσα καί τά συγκεντρώσω κοντά στήν άκρη του δά σους, άπό κεΐ θά μπορούσαμε εύκολα νά τρυπώσουμε μέ χρι τό σπίτι καί νά τσουβαλιάσουμε δλο τό συνάφι. ’Ακολουθώ μέ βήμα κλεφτό τήν άκρη τού παρτεριού πί σω άπό τό σπίτι μέχρι νά φτάσω τή σκιά των δέντρων, κι
122
Πήτερ Τσένεϋ
άπό κεΐ τρέχω μέχρι τό μονοπάτι. Προτού μπω στό δασάκι, γυρίζω τό κεφάλι μου γιά νά κοιτάξω τό σπίτι. Τά πα ράθυρα τοϋ πίσω μέρους είναι όλα κατάφωτα κι άκούω ένα θόρυβο άπό γέλια καί συζητήσεις. "Ολα αυτά μου άρέσουν πολύ γιατί σημαίνουν πώς ή γιορτή συνεχίζεται. "Επειτα, κάνω μεταβολή καί άρχίζω νά προχωρώ άργά άνάμεσα στά δέντρα, κατά μήκος αύτοϋ τού μονοπα τιού. Δέ μπορώ νά προχωρήσω γρήγορα γιατί τό μονο πάτι στριφογυρίζει άδιάκοπα καί υπάρχουν παντού κλω νάρια σπασμένα κι άλλα διάφορα έμπόδιαΕΙναι σκοτάδι πίσσα καί άρχίζω ν’ άδημονώ, γιατί τό τελευταίο πράγμα πού πρέπει νά χάσω τώρα, είναι ή έπαφή μου μέ τή συμμορία Γκόγιαζ, πού δέν πρόκειται νά στενοχωρηθούν άν άναλάβουν κάτι όλομόναχοι, άν δέν μέ δουν νάρχωμαι, γιατί έχω στήν Ιδέα πώς ή Λότι Φρίτς τόν έχει άσχημα στή μΰτη; αυτόν τόν Σιγκέλα, καί θά πλή ρωνε άκριβά τήν ευχαρίστηση νά τού άδειάση τίς σφαί ρες ένός μυδράλιου στήν κοιλιά. "Επειτα άπό μιά στιγμή τά δέντρα άρχίζουν ν’ άραιώνουν καί διακρίνω σέ λίγο τή μαύρη σκιά τοΰ τοίχου πού έχω μπροστά μου καί τό χάλασμα άπό όπου λάμπει ή πανσέληνος. Κατά τή γνώμη μου, τό καλύτερο πού έχω νά κάνω, -είναι νά προχωρήσω μέχρι αυτή τή βίλα βπου έχει μαζευτή ή συμμορία, γιά νά δώ τί έμπόδισε αυτούς τούς νέους. Τότε διασχίζω τά χωράφια μέ κατεύθυνση τό φως. γιατί έχω τήν ίδέα πώς αύτό πρέπει νά είναι ή έζοχική βίλα πού είπαμε άφοΰ μοΰ φαίνεται νά είναι τό μό νο σπίτι πού ύπάρχει σ’ αύτό τό μέρος- Βαδίζω καί βα δίζω. άλλά δέν αισθάνομαι καθόλου άνετα. Τό γεγονός ότι ύπάρχει κάπου μιά άμυχή δέν μοΰ λέει τίποτε καλό, καί άναρωτιέμαι πώς μπόρεσε νά γίνη αύτό. Κοντεύει τώρα μιάμιση ή ώρα καί δέν μοΰ μένει πολύς καιρός γιά χάσιμο. Σέ λίγο φτάνω στό σπίτι. Γύρω-γύ ρω υπάρχει ένα είδος φράχτη καί μιά μικρή άσπρη καγκελόπορτα. Περνάω τήν καγκελόπορτα καί φέρνω βόλτα τό σπίτι, κι έκεΐ βλέπω δυο αυτοκίνητα. Τά φανάρια τους είναι σβηαμένα, άλλά οί μηχανέτ δουλεύουν, κι αύτό μέ κάνει νά σκεφτώ πώς δέν πρέπει νάχω κάνει λάθος στό μέροςΦτάνω στήν πίσω πόρτα καί κοιτάζω άπό τό παράθυ ρο πού βρίσκεται άμέσως δεξιά της. Μέσα βλέπω ένα δω μάτιο μέ φώς καί διακρίνω ένα τροπτέζι γεμάτο βρώμικα π άτα, ποτήρια καί Μπουκάλια ούίσκυ άνοιγμένα. άλλά δέν ύπάρχει κανείς. Δοκιμάζω τήν πόρτα καί καθώς δέν είναι κλειδωμένη, μπαίνω. ’Ερευνώ τό Ισόγειο καί δέ βλέ πω ούτε γάτα. "Επειτα άνεβαίνω στό πρώτο καί κοιτάζω παντού. Είναι τόσο άδειο δσο καί ή τσέπη ένός δημοσίου
Α ύ τό ς 6 ά νθρω πος είνα ι έπ ιχίνβ ννο ;
128
υπαλλήλου τήν παραμονή της πληρωμής του, κι αύτό μού φαίνεται κακό σημάδι. Παντοΰ βλέπω άποδείξεις πώς ή συντροφιά πρέπει νά χρησιμοποίησε αύτό τό καταφύγιο μέχρι πρίν άπό λίγο. Κάτω, τό φως είναι άναμμένο καί σέ μιάν άκρη του τρα πεζιού τοΰ σαλονιού, ύπάρχει Μνα άποτσίγαρο ζεστό άκόμη. Κατά τή γνώμη μου, ή συμμορία έπρεπε νά είναι άκόμη έδώ πρίν άπό είκοσι τό πολύ λεπτά. Πρέπει νά σας πώ πώς είμαι τύπος άρκετά σκληρόπε τσος καί 6έν έχω τή συνήθεια ν’ άφήνω τόν έαυτό μου νά έντυπωσιάζεται εύκολα, άλλα μπορώ νά σάς δμολογήσω πώς δέ μπορώ νά βρώ άκρη βλέποντας όλα αύτά καί Βέν έχω καθόλου όρεξη νά κάθωμαι Ικεΐ κλαίγοντας τή μοί ρα μου! Βγαίνω άπό τό σπίτι καί κατευθΰνομαι πρός τ’ αύτοκίνητα. Βάζω τό χέρι πάνω στά ραΒιατέρ καί βλέπω πώς τ’ άμάξια μόλις άρχίζουν νά ζεσταίνωνται- Συμπε ραίνω άπό αύτό πώς πρέπει νά τάβαλαν μπροστά πρίν εί κοσι μέ είκοσιπέντε λεπτά κι όσο γιά τό τ( συνέβη άπό τή στιγμή πού κάποιος έβαλε μπροστά τή μηχανή μέχρι τώρα, ή γιά τό τί μπορεί νά συνέβη στόν Μέρις, τή Λότι καί τούς άλλους, δέν έχω ιδέα κι ούτε είμαι ίκανός νά τό μαντέψω. ’Ανοίγω τις πόρτες καί κοιτάζω στό έσωτερικό. Στό έ να υπάρχουν περίστροφα καί πέντε βόμβες. ΟΙ υπόλοιπες βόμβες είναι μέσα στό άλλο, άλλά λείπει κάτι’ άδικα κοι τάζω παντού, δέν βλέπω Ιχνος άπό τό μυδράλιο πού 6 Βίλυ Μπόακο καί ή Λότι έπρόκειτο νά φέρουν μαζί τους Κάθομαι στό μαρσπιέ τοΰ ένός άπό τ' αύτοκίνητα. ’Α νάβω ένα τσιγάρο καί σκέφτομαι λιγάκι. "Εχω τήν έντύπωση πώς κάποιος μοΰ τήν έφερε πολύ όμορφα, γιατί κά ποιος — καί στοιχηματίζω έξη μέ τέσσερα, πώς αύτός ό κάποιος δέν είναι άλλος άπό τόν Σιγκέλα — μού φαίνε ται πώς πληροφορήθηχε γιά τά μέτρα πού είχα λάβει γι' άπόψε καί μούβαλε τρικλοποδιά. Ξαφνικά μούρχεται μιά Ιδέα: ή Σάντι Γκρήν. Αύτό μέ φέρνει σέ τέτοια κατάσταση πού σηκώνομαι μονομιάς καί άρχίζω νά πηγαινοέρχομαι σάν τρελός. Κι άν ή Σάντι Γκρήν δέν ήταν ή άθώα κοπελίτσα μέ τά γαλανά μάτια πού νόμισα πώς είναι; Κι άν συνεργαζόταν μέ τό Σιγ· κέλα; Νά κάτι πού μού φαίνεται πολύ λογικό, γιατί στό κά τω - κάτω φαντάζομαι πώς άιν αύτός ό κύριος Σιγκέλα ήθελε νά βάλη αύτή τή μικρή νά Βουλέψη γι’ αύτόν, θά προσπαθούσε νά τό πετύχη μέ όλα τά μέσα, και δέν ή ταν ή έκλογή τών μέσων πού τόν στενογωροΰσε. Τέλος, μέ δυό λόγια, έχω τήν έντύπωση πώς άρκετό καιρό έχασα κιόλας έδώ, κι έτσι παίρνω τις βόμβες άπό
124
Πήτερ Τσένεϋ
τό δεύτερο άμάξι, τις βάζω στό πρώτο, Επειτα πηδάω μέ σα καί άκολουθώ τήν άλέα μέχρι τό μεγάλο δρόμο. Πρώ τα - πρώτα Λεω μέσα μου, πως είναι π ιό σκόπιμο να ξαναγυρίσω κατευθείαν στο Μπράντερς "Εντ, για τήν περί πτωση πού θά είχαν προσέξει τήν άπουσία μου, άλλά Ε πειτα άπό σκέψη, φτάνω στό συμπέρασμα πώς θάταν προ τιμότερο νά παω να δώ άν ή Σάντι βρίσκεται πραγματι κά στό Χόλυμπας Ότέλ βπως συμφωνήσαμε, γιατί αν δέν είναι κεϊ, τότε μπορώ νά στοιχηματίσω πώς μ* Εριξε ή μόνη που νόμιζα Εξω άπό τό κόλπο καί τώρα πρέπει νάχω κάνει μεγάλη γκάφα. Τρέχω μέ δαιμονισμένη ταχύτητα καί στΙς δύο παρά τέταρτο φτάνω μπροστά στό ξενοδοχείο. "Ολα είναι σκο τεινά, άλλά χτυπάω μέ κλωτσιές τήν πόρτα κι Επεττα ά πό Ενα τέταρτο ό τύπος πού είναι φύλακας σηκώνεται καί άνοίγει τήν πόρτα. Σωστά τό είχα μαντέψει άμέσως' αύτός ό λεβέντης μου λέει πώς δέν ύπήρχε ποτέ Σάντι Πκρήν στό ξενοδο χείο. Λέω «πολύ ώραΐα» καί τοΰ βάζω στό χέρι μισή λί ρα. "Επειτα άνάβω Ενα τσιγάρο γιατί Εχω τήν Ιδέα πώς θά χρειαστή νά έξηγηθη κι άμέσως μάλιστα- ‘Ανεβαίνω πάλι στό άμάξι καί ξαναγυρίζω στή βίλα. Λέω στόν Εαυ τό μου πώς θ’ άνακαλύψω ίσως κάτι Εκεί κάτω, άλλά τήν ξαναβρίσκω στήν κατάσταση πού τήν είχα άφήσει. Σβήνω τά φώτα, κλείνω τό σπίτι καί ξαναφτάνω άνάμεσα άπό τά χωράφια στό χάλασμα τοΰ τοίχου στό Μπράν τερς "Εντ. Πάντα κανένα ίχνος τοΰ Μέρις ούτε κανένας γύρω. Διασχίζω τό δασάκι καί, φτάνοντας στήν άκρη του παρτεριού μένω 'κατάπληκτος βλέποντας πώς δλο τό σπί τι είνοβι βυθισμένο στό σκοτάδι. Ούτε τό Ελάχιστο φως ούτε ό έλάγιστος ήχος. Είναι ήσυχο σάν νεκροτομείο κι αυτό μού δίνει τήν Εντύπωση πώς είναι παράρτημά του. Μένω Εκεί στημένος γιά λίγο κι Επειτα προχωρώ μέσα άπό τό παρτέρι πρός τήν πίσω πόρτα. Δέν είναι κι άστεϊο πράγμα, νά διασχίσω τό παρτέρι, γιατί περιμένω κάθε στιγμή νά δεχτώ μιά σφαίρα, άλλά δέν συμβαίνει τίποτα. Φέρνω βόλτα τήν άριστερή πτέρυγα του σπιτιού γιά νά φτάσω στή μεγάλη Εξώπορτα, άλλά δλα μένουν σιωπη λά, κι όταν σπρώχνω τά δυό φύλλα τής πόρτας, αυτά άνοίγουν. Μπαίνω μέσα. ’Ανάβω τόν άναπτόρα μου βρί σκω τό διακόπτη καί άνάβω τό φώς. Τά δυό μπάρ είναι πάντα φορτωμένα μέ μπουκάλια καί ποτήρια, άλλά δέν ύπάρχει ψυχή ούτε μπ;ροστά ούτε πίσω άπ’ αΰτά. Μπαίνω στήν τραπεζαρία, κι έκεΐ τά ίδια. ’Ανεβαίνω στό σαλόνι τοΰ πρώτου όρόφου, κι Εκεί νέκρα. Τό Μπράντερς "Εντ είναι Ερημο, κι άν δέν υπήρχαν δλα αΰτά τά ύπολείμμα-
Α ΰ το ς δ άνθρωπος είνα ι έπικίνδυνος
125
τα παντού, θάλεγε κανείς πώς άπό χρόνια δέν είχε πατή σει κανείς τό πόδι του. ’Ανάβω πάλι τσιγάρο, μένω όκεϊ καί σκέφτομαι, παρό λο πού δέ φαίνεται ή σκέψη νά μοΰ βγαίνη σέ καλό, για τί οΐ περισσότερες Ιδέες ιμου βγήκαν λανθασμένες. Είναι όλοφάνερο πώς ό Σιγκέλα μοΰ τήν έφερε, γιατί τά κα νόνισε νά τό σκάση στα γρήγορα άπ' αύτή τήν έπαυλη, καί Ισως άν ήμουν έδώ, νά μέ είχε καθαρίσει κι έμένα. Είvat ίσως μεγάλη τύχη πού βρέθηκα έξω. Βγαίνω άπό τό σαλόνι καί διασχίζω τό διάδρομο μέ χρι τό δωμάτιο πού μ’ είχε συνοδέψει ή Κόνι γιά ν’ άναπαυτώ καί κοιτάζω μέσα, άλλά δέν υπάρχει κανείς. Στή μέση αύτοϋ τοϋ διαδρόμου βρίσκω άλλον ένα διακόπτη κι άνάβω τό φως. "Επειτα συνεχίζω κατά μήκος τοϋ δια δρόμου, μέ τό περίστροφο στό χέρι, γιά τήν περίπτωση πού θά είχε άφήσει ένα λεβέντη πίσω γιά νά μέ καθαρίση. Στήν άκρη αυτού τού διαδρόμου ύπάρχει μιά πόρτα, κι αυτή ή πόρτα βρίσκεται στήν κορυφή δυό μικρών σκαλοπατιών — αύτά είναι πράγματα πού συμβαίνουν στα παλιά σπίτια — καί βλέπω κάτι πού δέν μοΰ λέει τίποτε καλό- κάτω άιτό τή χαραμάδα τής πόρτας καί πάνω στά δυό μικρά σκαλιά υπάρχει αίμα. Γυρίζω τήν πετούγια τής πόρτας καί τήν άνοίγω. Στέκομαι έκεΐ μέ τό περίστρο φο στό χέρι, περιμένσντας νά ξεσπάση δέν ξέρω τί, άλ λα δέν ξεσκάει τίποτα. "Επειτα, ψηλαφώνας άριστερά ά πό τήν πόρτα, βρίσκω τό διακόπτη καί άνάβω τό φώς. Έδώ είναι ένα δωμάτιο, στή δεξιά γωνία άπέναντί μου υπάρχει ένα παράθυρο άνοιχτό, καί σ’ αύτή τήν ίδια γω νία, κάθεται ή Λότι Φρίτς, μέ τήν πλάτη στον τοίχο καί τό μυδράλιο στό δεξί της χέρι κι αύτός πού τής κανόνι σε τό λογαριασμό δέν φάνηκε καθόλου εύγενικός γιατί τό σώμα της είναι κόσκινο, τρυπημένο σέ δεκαπέντε του λάχιστον μέρη. Πλησιάζω γιά νά τή δώ άπό λίγο πιό κοντά. "Επειτα έξετάζω τό γεμιστή τοϋ δπλου πού έχει, δπως σας είπα ήδη, ένα σιγαστήρα στήν κάννη, καί διαπιστώνω πώς ή Λότι πρέπει νάριξε είκοσι σφαίρες άπό τό δπλο τηε προ τού τήν καθαρίσουν. Βλέπω έπίσης τά σημάδια άπό τις σφαίρες στον άπέναντί τοίχο. Σκύβω άπό τό παράθυρο γιά νά κοιτάξω έξω καί βλέπω μιά σκάλα στηριγμένη πά νω στό περβάζι. Αύτό μου δίνει τή λύση δλης ττ[ς Ιστορίας. Φαίνεται ά πό ένα μίλι μακριά πώς ό Μέρις καί ή υπόλοιπη συμμο ρία έδωσαν τή Λότι στόν Σιγκέλα. "Η αύτός είχε πληροφορηθή τί έτοιμαζότοτν ή αύτοί τό υποψιάστηκαν. Κατά
126
Πτιτεο Τσίνεϋ
τή γνώμη μου, ή Λότι πρέπει νά τούς Ακούσε να μιλούν γι' αυτό ή αυτοί πουλήθηκαν μέ τόν ένα τρόπο ή τόν Αλ λο, καί τότε έκείνη βγήκε Από τή βίλα, πήρε τό μυδρά λιο, ήρθε ατό σπίτι Από τό χάλασμα του τοίχου,, έβαλε τή σκάλα στόν τοίχο καί πέρασε άπό τό παράθυρο· κι έ χω τήν έντΰπωση πώς έπρεπε νά την περιμένουν καί πώς τή στιγμή πού Αρχισε νά πυροβολή, τήν καθάρισαν. Βγάζω πό σκέπασμα του κρεβατιού καί τό ρίχνω πάνω στή Λότι, γιατί μπορεί νά μήν ήταν τόσο έντάξει, άλλά τόλεγε" ή καρδιά της, κι αυτό δέν συνέβαινε μέ τούς Αλ λους. "Επειτα κατεβαίνω στό χώλ δπου είδα ένα τηλέφω νο. Σηκώνω τό Ακουστικό, παίρνω τόν Αριθμό τού Παρκσάιντ στό Λονδίνο καί ζητάω τόν κύριο Σούλτς, γιατί λέω μέσα μου πώς Αν δέν ειδοποίησε ικανείς τόν Κάστλιν πώς σκότωσαν τή Λότι καί πώς τά ύπόλοιπα παιδιά τοΰ Γκόγιαζ πήγαν μαζί μέ τό Σιγκέλα, έχει πολλές πιθανό τητες νά τήν πά©η κι αύτός. Υποθέτω πώς δέν πρόκειται νά τόν Αφήσουν νά ψάχνη όλόκληρο τό Λονδίνο για νά προσπαθή νά μάθη πού είναι ή Λότι. "Επειτα άπό μιά στιγμή ό ύπάλληλος τοΰ Παρκσάιντ ξανάρχεται στό Ακουστικό καί μοΰ λέει πώς ό κύριος Σούλτς έφυγε, κι δταν τόν ρωτάω πού πήγε, τό παιδί μοΰ Απαντάει πώς ή κυρία Σούλτς τόν κάλεσε μέσω τοΰ κέν τρου νά πάη Αμέσως νά τή συναντήση κάιτου, καί πώς ό Σούλτς έτοίμασε τή βαλίτσα του, πλήρωσε τό λογαρια σμό του κι έφυγε. Λέω «ευχαριστώ πολύ» καί κλείνω. Νομίζω πώς έφτα σα πολύ Αργά, γιατί ύποπτεύομαι πώς ή κυρία Σούλτς δέν τηλεφώνησε, Αφού βρίσκεται ξαπλωμένη έκεϊ πάνω, κάτω Από τό κάλυμμα τοΰ κρεβατιοΰ, κόσκινο "Εχω τήν ιδέα πώς ή δήθεν κυρία Σούλτς ήταν άπλοόστατα ή Κόνι, καί πώς δταν ό Κάστλιν θά φτάση στό ραντεβού θά τόν καθαρίαουν κι αύτόν. ’Αρχίζω νά μή νιώθω τ,ά καθόλου καλά. Κρατοΰν τή Μιράντα καί τώρα ό έπόμενος πού θάχη σειρά είμαι έγώ. 'Αλλά τί τα θέλετε, έτσι είναι. Περνάω πίσω Από τόν πάγ κο κι έτοιμάζω ένα ξεγυρισμένο ποτήρι ούίσκυ. Δέν ύπάρχει τίποτε καλύτερο άπό τό ούίσκυ δταν πρόκειται V Αντιμετώπισης ένα σκληρό χτύπημα κι δοο πιό σκληρό τό χτύπημα, έ λοιπόν, μά τήν πίστη μου, τόσο πιό δυνατό τό ούίσκυ. Κι έκτος Απ’ αυτό., είμαι Από τά παιδάκια πού δέν νο μίζουν πώς ξόφλησαν, δσο μποροΰν άκόμη νά κανονίσουν τούς λογαριασμούς τους κι έχω ιδέες πολύ σταθερές πά νω σ’ αύτό. Γιά τήν ώρα είναι σίγουρο πώς ό Φέρντι Σιγκέλα μέ στρίμωξε Ασχημα. Φαίνεται μάλιστα πώς μέ πρό-
Α υτός ό άνθρωπος είνα ι Επικίνδυνο;
127
δώσε καί μέ πούλησε αυτό τά άρχι κάθαρμα ό Μέρις καί οΐ υπόλοιποι της συμμορίας. "Εχω τήν ιδέα πώς άν είχα φτιάξει τή δουλειά μου όλομόναχος μαζί μέ τή Λότι, οί δυό μας θά μπορούσαμε νάχουμε πετύχει, άλλα δέ μπο ροΰσα νά ξέρω πώς αύτή ή συμμορία των ψειριάρηδων θά μούκανε αύτές τ'ις βρωμοδουλειές, δέν εΐν" έτσι; Κι έπειτα μοΰ χρειάζεται μιά κλωτσιά κάπου γιατί δέν πρόσεξα ένα σωρό κόλπα πού θάπρεπε νάχω προσέξει" μετά, άρχίζω νά σκέφτωμαι τή Μιράντα. ’Αναρωτιέμαι ποΰ μπορεί άραγε νά είναι αύτή ή μικρή καί τί νά τής συ νέβη. Εντελώς μεταξύ μας, δέν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αύτή. Πρώτα-πρώτα, γιατί είναι μιά μικρή πού έχει θάρρος καί είναι ικανή νά φτύση κατάμουτρα τόν Σιγκέλα άρχίση νά τή δουλεύη. Κι άν τό κάνη αύτό, αύτός 6 βρωμο - μετανάστης θά τής κάνη τά χειρότερα βασανι. στήρια καί, παρόλο πού ή Μιραντα είναι άμυαλη, είναι μιά μικρούλα μέ θάρρος κι έγώ, τΙς μικρούλες πού έχουν θάρρος, τΙς συμπαθώ. "Ολ" αύτά, γιά νά σας άποδείξω πώς αύτοί πού λένε πώς είμαι σκληρόπετσος κάνουν λάθος. Στήν πραγματι κότητα, είμαι ένας τύπος δσο γίνεται πιό τρυφερός, μόνο πού τά πραγματα μπερδεύονται μέ τέτοιο τρόπο πού δέν Ιχω συχνά τήν εύκαιρία νά τό θυμάμαι αύτό, τουλάχιστον δχι άρκετά ώστε νά φαίνεται.
Τ ο ύ ς τ σ ιμ π ά ν ε Ολομόναχος μέσα σ’ αύτό τό χώλ, μ’ ένα άδειο ποτήρι στο χέρι, άκουμπώντας τήν πλάτη στό μπάρ, άρχίζω νά τά βάζω μέ τόν έαυτό μου, άλλά σέ λίγο καταλαβαίνω πώς αύτό δέν θά μέ βοηθούσε σέ τίποτε καί πώς άν Επρεπε νά ξαναπεράσω άπό τις ίδιες καταστάσεις, θά είχα χρησιμο ποιήσει τήν ίδια τακτική. Είχα δώσει Εμπιστοσύνη στήν όμάδα Γκόγιαζ, γιατί Ετσι Επρεπε καί γιατί γιά μένα δέν ύπήρχέ καμιά άμψιβολία πώς 6 Λότι ήταν Εντάξει, καθώς καί ό Κάστλιν. Φλέγονταν άπό τήν Επιθυμία νά Εκδικη θούν τό Σιγκέλα καί είχαν άποφασίσει νά παίξουν τίμιο παιγνίδι μαζί μου δέν είναι δικό τους λάθος άν ό Μέρις
118
ΙΙή τερ Τσένεν
καί οί υπόλοιποι άλήτες αύτης της συμμορίας τούς είχαν προδώσει. *0 Μέρις ή κάποιος άπό τούς άλλους πρέπει νά είχε ip βει σ’ έπαφή μέ τό Σιγκέλα λίγο πρίν άπό τό άπόγευμα τσΟ Σαββάτου καί νάφαγε τό χάπι κι ό μετανάστης άπό κείνη τή στιγμή άπλούστατα μέ δούλευε. Αύτό πού μου κά νει έντύπωση είναι πώς 6έν δοκίμασε νά ιμέ καθαρίση άμέσως, άλλά φαντάζομαι πώς πρέπει νά μαγειρεύη κάτι περιποιημένο γιά μένα. Τόν ξέρω τόν Φέρντι Σιγκέλα καί υποπτεύομαι σίγουρα πώς μοϋ σκαρώνει κάποια βρομο δουλειά καί καλά θά κάνω νά προσέξω. Περνάω πίσω άπό τόν πάγκο, έτοιμάζω ένα πολύ δυνα τό ποτό, μετά άνεβαίνω πάνω γιά νά προσπαθήσω νά φρον τίσω λιγάκι τή Λότι. "Επειτα κάνω μιά βόλτα στό σπίτι γιά νά προσπαθήσω ν’ άνακαλύψω κάτι ένδιαφέρον, άλλά δέν ύπάρχει τίποτε ν’ άνακαλύψω. *Η έντύπωση πού βγαί νει άπό δλα αύτά είναι πώς δλος ό κόσμος Ικλεισε τΙς βα λίτσες του καί τόσκασε ξαφνικά έγκαταλείποντας τά πάντα. Κάτω στό ύπόγειο, ύπάρχουν άσπρα σακάκια καί σκού φοι μαγείρων, κρεμασμένα καί βαλμένα στή σειρά προσε χτικά. Καθώς είναι φανερό, ό Σιγκέλα είχε προβλέψει τήν περίπτωση πού κάποιος θά είχε νά τού ρίξη ένα πετραδάκι στή μηχανή του, κι έτσι σταμάτησε άπότομα τή λει τουργία της καί τή μετέφερε κάπου άλλου ΰπου τά είχε δλα έτοιμάσει. Καί δέν ύπηρχε λόγος νά μήν τό σκάση γιά τή Γαλλία ή άλλου μαζί μέ τή Μιράντα. Δέν ύπάρχει λοιπόν άμψιβολία πώς άποφάσισε νά στερηθή τίς ύπηρεσίες μου. 'Ομολογώ πώς παρόλ’ αύτά Ιχω ένα είδος θαυμα σμού γι’ αύτό τό παιδί. Ξαναγυρίζω στό μπάρ γιά νά βάλω άλλο ένα ούίσκυ μέ σόδα* έπειτα κάθομαι στόν πάγκο καί προσπαθώ νά δώ ποΰ βρίσκομαι καί πώς νά μανουβράρω. Δέν είναι δύσκο λο νά φανταστώ τί συνέβη. "Ενας τύπος άπό τή συμμορία τοΰ Γκόγιαζ — ό Σπέγκλα, αύτός ό άλλος μετανάστης, υποθέτω — άφοΰ μπήκε μπροστά δλη ή κομπίνα μας, πρέ πει νά φόβισε τούς άλλους γιά νά πάνε μέ τό μέρος τοΰ Σιγκέλα κι’ αύτοί, σάν βρομιάρηδες πού είναι, δέ ζήτη σαν τίποτε καλύτερο, άφοΰ μάλιστα ό Σιγκέλα πρέπει νά τούς πλήρωσε καλά. 'Αλλά δέν είπαν τίποτε στή Λότι, φυ σικά. Αύτή είχε έρθει, δπως είχε συμφωνηθή, περιμένοντας νά δή τήν υπόθεση νά προχωρή σύμφωνα μέ τά σχέδιά μας, κι έχω τήν Ιδέα πώς άνάμεσα στή στιγμή πού δρα σκέλισα τό παράθυρο τοΰ μπάνιου, γιά νά πάω πρώτα στή βίλα κι έπειτα στό ξενοδοχείο «Χόλυμπας» καί τή στιγμή πού ξαναγύρισα, ή Λότι είχε πάρει τήν άπόφαση νά έξηγηθή μέ τό Φέρντι Σιγκέλα — φαντάζομαι πώς οί άλλοι
Α υ τό ς 6 άνθρω πος είνα ι έπυάνδννυς
129
τό είχαν άπλώς σκάσει χωρίς νά πουν λέξη, άφήνοντας νά δουλεύουν οΐ μηχανές γιά νά τήν κάνουν νά πιστέψη πώς δλα προχωρούσαν δπως είχα προβλέψει. Α λλά ή Λότι — πού δέν ήταν βλάκας — είχε μυριστη τά βρώμικα, είχε βγάλει τό μυδράλιο άπό τό άμάξι καί είχε έρθει στό Μπράντερς "Εντ γιά νά κάνη ,μιά μικρή έρευνα. Μπορεί ν’ άφησαν κάποιον πίσω γιά νά της ξοφλήση τό λογαριασμό της, κι αύτός ό κάποιος της είχε άσφαλώς ξοφλήσει τό λογαριασμόΣέ λίγο βγαίνω πίσω άπό τόν πάγκο, περνάω τή μεγά λη έξώπορτα, τήν κλείνω, φέρνω βόλτα τό σπίτι καί προ χωρώ μέ προσοχή μέχρι τή βίλα. Τίποτε δέν άλλαξε'άπό τή στιγμή πού τήν άφησα. "Ολα είναι σκοτεινά. Μΐΐαίνω καί ψάχνω παντού γιά νά προσπαθήσω νά βρω ένα δποιοδήποτε άτομο νά μέ πληροφορήση γιά τό τί συνέβη έδώ· Α λλά δέν ύπάρχει τίποτε- Τότε βγαίνω, παίρνω τά πε ρίστροφα καί τΙς χειροβρμβίδες άπό τό άμάξι. Λίγα βήμα τα π ιό πέρα, βλέπω ένα τέλμα καί ρίχνω δλα τά δπλα μέ σα. "Επειτα ξαναγυρίζω στό άμάξι. βάζω μπροστά, καί τού δίνω γιά τό Μπράντερς "Εντ. Προχωρώ κατευθείαν μέχρι τό γκαράζ πού είναι πίσω άπό τό σπίτι. Ή πόρτα είναι άρθάνοιχτη καί είναι άδε·ο. τήν τελευταία φορά πού τό είχα δει, ύπηρχαν κάπου τρι άντα μέ σαράντα άμάξια μέσα ή μπροστά άπό αύτό. Λέω μέσα μου — καθώς 6 καιρός δέν είναι ύγρός καί ύπάρχει σκόνη — πώς θά καταφέρω Ισως ν’ άνακαλύψω τά Ιχνη άπό τά λάστιχα πού θά μοΟ δώσουν μιά Ιδέα γιά τήν κα τεύθυνση πού πήρε ή συμμορία, άλλά δυστυχώς υπάρ χουν ένα σωρό Ιχνη άπό λάστιχα μέχρι τή μεγάλη αυλό πορτα στήν άκρη τοΰ άμαξιτου δρομάκου, άλλά, άπό κεΐ καί πέρα, πηγαίνουν πρός δλες τίς κατευθύνσεις, θαρρείς πώς μερικοί είχαν πάρει τό ένα μέρος καί οί ύπόλοιποι τό άλλο. Υποθέτω πώς τόκαναν αύτό γιά νά χαθούν τά ίχνη τους. Σταματώ πρός τό μέρος τοΰ δρόμου καί άρχίζω νά σκέφτωμαι. “Ενα πράγμα είναι σίγουρο, δέν ύπάρχει άμφιβολία πώς δέν έχω ξοφλήσει μέ τό Σιγκέλα. ούτε κι αύ τός μ’ έμένα, άλλά παρόλο πού αύτό μπορεί νά σας φανή παράξενο σέ μιά τέτοια στιγμή, κάτι μοΟ λέει πώς αύτή τή φορά τόν κρατάω τό Σιγκέλα' θά μοΟ πήτε πώς αύτός ιμέ κυνηγάει, σύμφωνοι, άλλά μέ λίγη τύχη τό γράμ μα πού έχω στείλει στήν άμερικανική πρεσβεία θά μπο ρούσε νά γίνη ένα περίφημο χαρτί στό παιγνίδι μου. “Ο ταν ξανασκέφτωμαι αύτό τό μικρό έξυπνο κόλπο, 5έν εί μαι καθόλου δυσαρεστημένος άπό τόν έαυτό μου. ’Αλλάζω πορεία, κι έπειτα άπό ένα τελευταίο βλέμμα 5
1Β0
Π ή τ ε ρ Τ σ ενεϋ
ατό Μπράντερς "Εντ, παίρνω τό δρόμο τού Λονδίνου. Δέ βάζω ταχύτητα, γιατί πρέπει νά σκεφτώ σοβαρά τ( θάκανε ό Σιγκέλα καί νά προσπαθήσω νά μαντέψω ποιό πιόνι θά μετακινήση. ’Επιπλέον, Εχω τά μάτια άνοιχτά μήπως περάσω άπό κανένα τηλεφωνικό θάλαμο, άλλ’ αύτό τό μέρος μου φαίνεται Ερημο καί δέ βλέπω άπό ποΰ θά μπο ρέσω νά τηλεφωνήσω. "Επειτ' άπό λίγο, βλέπω κάποιον πού Ερχεται σέ συν άντησή μου μέ μοτοσυκλέτα, κι δταν φτάνη στό δψος μου, βλέπω πώς αυτό τό παλικάρι είναι Ενας Αστυνομικός. Στα ματάω καί τοΰ κάνω νόημα. "Ερχεται κοντά καί μέ κοι τάζει μέσα άπό τό τζάμι της πόρτας. —Καλημέρα, κύριε, λέει. Δέν είναι θαυμάσιο ν’ ' άκοϋς Εναν άστυνομικό νά λέη «κύριε»; Τώρα καταλαβαίνω γιατί ή 'Αγγλία είναι μιά χαριτωμένη χώρα: είναι γιατί οι άνθρωποι δέν φοβούνται νά πουν «κύριε» ή «τί μπορώ νά κάνω γιά σάς;». —"Ενα πράγμα πολύ άπλό, κύριε Αστυφύλακα, τοΰ Α παντάω, Αλλά πού θά μπορούσε νά σάς Αποφέρη πολλά. "Εχετε Ενα σημειωματάριο; Ωραία. Πόση ώρα σάς χρειά ζεται γιά νά μοΰ βρήτε Ενα τηλέφωνο; Φαίνεται κάπως παραζενεμένος, Αλλά μοΰ Απαντάει πώς τό σπίτι του εΤναι κάπου τρία χιλιόμετρα μακρύτερα καί πώς Εχει τηλέφωνο. —Πολύ καλά, τοΰ λέω. Νά τί θά ήθελα νά κάνετε. Μό λις φτάσετε σπίτι σας, θά καλέσετε τήν Αμερικανική πρε σβεία στό Λονδίνο κι δταν σάς τή δώσουν, θά ζητήσετε τόν δεύτερο γραμματέα καί θά τοΰ πητε πώς πρόκειται γιά τό σημείωμα πού Ελαβε χτές σχετικά μέ τό Λέμυ Κώσιον πώς αύτό τό παλικάρι βρίσκεται στό δρόμο γιά τό διαμέρισμά του τής Τζέρμυν Στρήτ καί πώς θάκαναν Ι σως καλά ν’ Απασχοληθούν μ’ αύτόν γιά νά μή βρεθούν ύποχρεωμένοι νά τόν μαζέψουν μέ τό σεντόνι γιατί θά γίνη μιά παράξενη ταυρομαχία στό Λονδίνο άν δέν τόν κλει δώσουν Αμέσως. ’Αρχίζει νά κουβεντιάζη γιατί μένει κάπως Εκπληκτος, άλλ’- Αφού τούβαλα στό χέρι Βυό τρία χαρτονομίσματα της μιάς λίρας λέγοντάς του νά φανη εύγενικός καί νά πάη, λέει καλά, θά κάνη τό τηλεφώνημα καί νάτον πού φεύγει κι Ελπίζω πώς θά τό πάρη σοβαρά γιατί Εχω Αόριστα τήν Εντύπωση πώς 6 κύριος Σιγκέλα μοΰ προετοιμάζει μιά περιποίηση πρώτης τάξεως, καί πολύ σύντομα μάλιστα. ’Αφού Εφυγε ό Αστυνομικός ξεκινάω πάλι, βάζω δλη μου τήν ταχύτητα καί φτάνω στό Λονδίνο στις τέσσερις. ’Αφήνω τό Αμάξι σ’ Ενα γκαράζ λέγοντας πώς θά πάω
Α ύτός 6 άνθρωπος είναι ίπ ιχϊνόννο;
151
νά τό πάρω τήν άλλη μέρα τό πρωί καί προχωρώ προσε χτικά πρός τό διαμέρισμά μου τής Τζέρμυν Στρήτ ένώ Αναρωτιέμαι τί πρόκειται νά μοΰ συβή κι έλπίζω πώς αύτό δέ θ’ άργήση γιατί, μεταξύ μας, άρχίζω κάπως νά έκνευρίζωμαι- Δυό τρεις φορές στή διάρκεια τής διαδρομής, βλέπω τύπους στημένους στίς γωνιές, άλλά δέν δίνω ση μασία καί συνεχίζω τό δρόμο μου σά νά μήν είδα τίποτε. 'Ανοίγω τήν έξώπορτα τοϋ Κάρφαξ Άπάρτμεντς καί όρμάω στή σκάλα Ανεβαίνοντας τέσσερα - τέσσερα τά σκα λιά, γιατί δέ θά μούκανε καθόλου έντύπωση, πιστέψτε με, άν έβρισκα τόν Γιόνι Μάλας ή κάποιον άλλον άπό τή συμ μορία καθισμένον στό σπίτι μου νά μέ περιμένη γιά νά μοΰ κάνη δώρο ένα κομματάκι μολύβι καί εΐμαι Αποφα σισμένος, άν χρειαστή νά γίνη σκοποβολή στό σπίτι μου, νά πάρω κι έγώ μέρος. “Οταν φτάνω πάνω, παίρνω τό διάδρομο στίς μύτες τών ποδιών καί περιμένω μπροστά στήν πόρτα τοϋ σαλονιού μου. Δέν υπάρχει τίποτε' τότε Ανοίγω τήν πόρτα, μπαίνω καί βρίσκω τόν διακόπτη. Καί ή Κόστανς βρίσκεται έκεΐ, σέ φυσικό μέγεθος καί μέ Οφος δυό φορές πιό Αληθινό Από τό φυσικό, ντυμένη μ’ ένα μακρύ πανωφόρι Από μαΰρο βελούδο μέ μεγάλο για κά Από άσπρη ρενάρ, καπνίζοντας τσιγάρο καί κοιτάζοντάς με μ’ ένα χαμόγελο πού σκότωνε φίδι. Γλιστράω τό χέρι μου κάτω Από τό μπράτσο γιά τό περίστροφο μου, άλλ’ αύτή μοΰ κάνει νόημα μέ τό χέρι καί γελάει σαρκα στικά. —Μήν έκνευρίζεσαι, Λέμυ, λέει. Δέν ήρθα έδώ γιά \'ά σέ σκοτώσω γιατί αύτό δέν θά ήταν σκόπιμο γιά τήν ώρα, έστω κι άν θά πλήρωνα εύχαρίατως μερικά χιλιάρικα γιά τήν ευχαρίστηση νά σοΰ τρυπήσω τ’ άντερα, βρωαογούρουνο καί τά παρόμοια. ΤΗρθα άπλώς γιά νά σοΰ πώ δυό λό για κι έπειτα φεύγω κι έλπίζω νά μήν ζαναδώ ποτέ τό βρωμόμουτρό σου, γιατί θά σοΰ πώ τί είσαι. . . Ή Κόστανς Αρχίζει τότε νά μρϋ λέη τί είμαι. Λοιπόν έχω Ακούσει δχι καί λίγες περιγραφές τοϋ έαυτοΰ μου δσο ζώ, άλλά ποτέ σάν κι αύτή πού μοΰ κάνει ή Κόνι. Μέ μεταχειρίζεται μέ δλα σχεδόν τά άνόματα πού μπορεί κα νείς νά φανταστή, χωρίς νά λογαριάσουμε ένα σωρό άλ λα πού πρέπει νά έπινάησε ή Ιδια γιατί δέν μοΰ τά είχαν ποτέ μέχρι τότε πει. Μέ περιλαβαίνει γιά τή μέρα πού γεν νήθηκα, τό έπάγγελμα τής μαμάς μου, τόν τρόπο πού ήρ θα στόν κόσμο, τί θά συνέβαινε στά παιδιά πού θά μπο ρούσα ν’ άποχτήσω, τέλος πάντων ένα σωρό πράγματα γο ητευτικά κι εύγενικά, καί σταματάει δταν τό πρόσωπό της έγινε μελανό γιατί δέν έπαιρνε άνάσα.
132
ΙΙήτερ Τσενεϋ
Πηγαίνω στό τραπέζι καί βάζω ούίσκυ γιά μένα καί γι’ αυτή. Τής τό δίνω καί τό πετάει μέσα στό τζάκ.. —Φαντάζεσαι πώς θάπινα μαζί σου, βρωμοπουλημένε; μοϋ κάνει, θ ά προτιμούσα νά πέσω στή λίμνη μέ μιά πέ τρα στό λαιμό. —Καλή Ιδέα, όμορφοΰλα μου, τής άπαντάω, κι άν χρει άζεσαι κανέναν νά σέ σπρώξη μέσα μή στενοχωριέσαι, κά νε μου σινιάλο, θά προσπαθήσω νά είμαι έλεύθερος. ’Εντά ξει, «τώρα που ξεφούρνισες 6,τι ήθελες, θ’ άκούσης τό θείο Πήτερ νά σοΟ τραγουδάη ένα νανούρισμα. Κάθομαι άπέναντί της· Σάς βεβαιώ πώς είναι όμορφη σαν άγγελος, όταν δείχνη τ’ άσπρα δοντάκια της μέ τά μάτια της πού πετάνε άστραπές, άληθινή μαινάδα—"Ακουάε, στρίγγλα, τί έρχεσαι νά ξεράσης έδώ, μέ τό πρόσχημα πώς δοκίμασα νά σάς βάλω τρικλοποδιά πού δέν πέτυχε; "Εχεις μεγάλο θράσος νάρχεσαι στό σπίτι μου καί νά ξερνάς όλο σου τ’ άμορφο λεξιλόγιο. Μήπως είμαι έγώ πού σάς ζήτησα νά μέ βάλετε στό κόλπο, πές μου. Μή πως είμαι έγώ πού ζήτησα νά μπω στήν κομπίνα σας ή έσύ μούπαιξες τή μεγάλη σκηνή μέ τό τρίο Χαιημάρκετ γιά νά μέ φέρης στό καταφύγιό σας στό Νάιτσμπριτζ, όπου 6 Σιγκέλα μέ παρακάλεσε τόσο εύγενικά νά δεχτώ τήν πρό τασή του ή νά κάνω τήν προσευχή μου; "Οχι, μά, είναι άλήθεια αύτό ή δέν είναι άλήθεια; Τί νομίζεις; ’Εγώ ήμουν ό πρώτος στήν ύπόθεση Μιράντα, τή θεωρούσα σά μικρό μου βασίλειο κι έγώ θά τήν πάρω, μέ τόν τρόπο πού θά μου άρέση, κι ό πρώτος πού θαρθή νά χώση τή μύτη του σ’ αύτή τήν Ιστορία μπορεί νά περιμένη πώς θά τόν ρίξω, δπως θέλησα νά ρίξω τό Σιγκέλα. Ή Κόνστανς άρχίζει νά γελάη. —'Εσύ, νά ρίξης τό Σιγκέλα, κάνει. Κακομοίρη μου, έ· σύ δέν μπορείς νά ρίξης ένα βόδι. Είσαι τόσο βλάκας πού θά σου άξιζε νά σέ κλείσουν στό στάβλο μέ τ’ άλογα. Ξέ ρεις τί είσαι; “Ενα μηδενικό. Σέ βάζουν σ* ένα μεγάλο κόλπο καί δέν μπορείς ούτε καν νά φτάσης στήν άκρη, πρέ πει νά πάς νά μαγειρεύης μέ τίς βρεμένες κότες τοΰ Πκόγιαζ καί νά τό κάνης αύτό μέ τή βοήθεια της Σάντι Γκρήν πού συνεργάζεται μαζί μας άπό τότε πού τή βάλαμε στήν οίκογένεια Βάν Ζέλντεν. "Εχεις τίποτε άλλο άπό άέρα στό μυαλό, πές μου λοιπόν; Γιατί σέ προειδοποιώ, πώς πρέπει νάχης καί κάτι άλλο γιά νά καταφέρης νά γλυτώσης. Έ γώ γελάω σαρκαστικά. —Πάει καλά, κούκλα, τής λέω, κι άν αύτά είναι όσα εί χες νά μου πής, μπορείς νά καβαλήσης τό καλάμι σου καί νά κάνης μιά βουτιά στή λίμνη καί μέ τήν ίδια εύκαιρία μπορείς νά πής στό Φέρντι Σιγκέλα πώς θά ξανανταμώ-
Α υτός & άνθρ ω πο ; είναι έπικίνόννος
133
οουμε στις ‘Ηνωμένες Πολιτείες καί πώς θά τοΟ ύποβάλω τά σέβη μου στήν άκρη ένός αυτόματου. Ή Κόνι κουνάει τό κεφάλι της μέ ύφος κουρασμένο. —’Άκου, Λέμυ, λέει, πάψε λοιπόν νά κάνης τόν κόκορα. Ξέρεις τό Ιδιο καλά μέ μένα πώς ποτέ ό Σιγκέλα δέ θά σ’ άφήση νά φέρνης βόλτα έλεύθερος μετά άπό αύτό πούγινε απόψε, έτσι; Είσαι σημειωμένος, τό ξέρεις πολύ κα λά, καί θά σέ καθαρίση άμέσως. Άπό αύριο τό βράδυ θά ψέλνης ύμνους έκεΐ πάνω μέ άρκετά βόλια στό κορμί ώσ τε νά μοιάζης μέ ρεκλάμα έργοστασίου πολεμοφοδίων. —'Ίσως ναι, Ισως δχι, λέω. Τώρα είμαι λιγάικι κουρα σμένος καί άρχίζεις νά μ’ ένοχλής, Κόνι. λοιπόν άν τελεί ωσες τή σερενάτα σου κάνε ύπόκλιση καί δίνε του καί μα λακά τήν πόρτα γιατί δέ μ* άρέσειό θόρυβοςΉ Κόνι σηκώνεται. —’Άκου, λουκάνικο, κάνει, ό Σιγκέλα θά σοΰ προσφέρη μιά τελευταία ευκαιρία κι έγώ στή θέση σου δέ θά τήν άφηνα νά φΰγη. Απόψε στή μάχη μέ τή Λότι Φρίτς, δταν έδωσε άψορμή νά τή σκοτώσουν, αύτός ό δήθεν άδελψός της, ό Βίλυ Μπόσκο, κατάψερε νά ξεψυγη' ό Μπόσκο ή ταν στό κόλπο μαζί της καί δέ 'θέληοε νά τήν άψήοη γιά ν’ άκολουθήση τήν υπόλοιπη συμμορία. ΤΗταν άρκετά βλά κας ώστε νά νομίση πώς μπορούσε νά παίξη τό χαρτί του μ’ έσας τούς δυό έναντίον του Σιγκέλα. Τέλος πάντων, αύτή τή στιγμή τρέχει, κι αύτό πού είναι σίγουρο είναι πώς θά δοκιμάση ναρθή σ' έπαψή μαζί σου, κι αύτό πού είναι δχι λιγότερο σίγουρο, είναι πώς θαρθή έδώ. Λοιπόν νά, ό Σιγκέλα λέει πώς πρέπει νά τόν καθαρίση. άκριβώς όπως καί τή Λότι καί λέει πώς έσύ θά τό άναλάβης αύτό καί λέει πώς άν δέν έχης καθαρίσει τό Βίλυ Μπόσκο άπό τώ ρα μέχρι αύριο τό πρωί, τότε θά σέ καθαρίση έσένα αύριο τό άπόγευμα ή τό βράδυ. Τί λές γι’ αύτό; —“Ωστε ό Σιγικέλα φοβάται τόν Μπόσκο, τώρα; λέω. ’Ά ς γελάσω. 'Υποθέτω δτι φοβάται μήπως ό Μπόσκο πάη νά βρή τούς άστυνομικοΰς; —Μήν κάνεις τό βλάκα, ό Μπόσκο δέν μπορεί ν’ άπευθυνθή στούς άστυνομικούς περισσότερο άπό σένα. ‘Ο Μπό σκο καθάρισε τόν Πράις Γκέρλαν χτές τό βράδυ τή στιγ μή πού σκοτώθηκε ή Λότι — ήταν μαζί της δταν έκείνη άρ χισε νά παίζη τό μυδράλιο — κι ό Πράις είναι νεκρός. Βλέπεις πώς αύτό θάφερνε όμορφο άποτέλεσμα άν πήγαι νε νά βρή τούς άστυνομικούς. Κι έσύ, λοιπόνI Βέβαια, τί ποτε δέν σ' έμποδίζει νά πάς σ’ άύτοός, μόνο πού τό δυσά ρεστο είναι δτι δέν θά κουράζονταν πολύ νά βρουν άρκετές άποδείξεις δτι έσύ σκότωσες τόν Γκόγιαζ πάνω στό «Πρίνσες - Κρίσταμπελ» γιά νά σέ καθίσουν στήν ήλεκτρι-
134
r ifjt E y Τ σ ένεϋ
κή καρέκλα· λοιπόν θάκανες καλά νά συζητήσης μαζί μου γιά δουλειές. —Δέν θά μιλήσω γιά τίποτα, Κόνι, της άπαντάω: τ’ άφτιά μου μέ πονάνε άπό τό νά σέ άκούω. Πρόσεξε καλά: δέ θά καθαρίσω οϋτε τόν Μπόσκο, οϋτε όποιονδήποτε άλ λον γιά νά εύχαρυστήσω τόν Σιγκέλα. ’Εξάλλου, ό Μπό σκο πρέπει νά είναι καλό παιδάκι, δπως καί νάναι, κρά τησε τήν συμφωνία που ή Λότι είχε κάνει μαζί μου, άντί νά πάη νά πουληθή στή συμμορία σας των δολοφόνων, καί νά τό βάλη στά πόδια ένώ ή Λότι σκοτωνόταν. Λοιπόν μπο ρείς νά τό πής αυτό στό φιλαράκο σου τό Φέρντι, καί μπο ρείς νά προσθέσης πώς δέν έχει καθόλου γούστο σέ δ,τι άφορά τις γυναίκες, καί μπορείς νά μου άδειάζης τή γω νιά καί νά μή σέ ξαναδοΰν τά μάτια μου, γιατί νομίζω πώς άξίζεις λιγότερο άπό μιά φωλιά φιδιών, καί μόνο που σέ βλέπω μου γυρίζεις τ’ άντερα. 'Αρπάζει μιά μπουκάλα ούίσκυ πού είναι στό τραπέ ζι καί μοΰ τήν πετάει στό κεφάλι, τήν άποφεύγω. άιτλώνω τό μπράτσο, τήν άρπάζω, τή στρώνω στά γόνατά μου καί της δίνω ένα γερό ξύλο. “Οταν τήν άφήνω νά φύγη, είναι κατακίτρινη άπό λύσσα καί σας παρακαλώ νά πι στέψετε πώς άν είχε ένα δπλο θά δοκίμαζε νά μέ καθαρίση, μά τήν άλήθεια, δπως μέ λένε Λέμυ. —Πάει καλά, Λέμυ. . . , λέει. Είσαι δυνατούλης, έ . .. ’Αλλά μή γελιέσαι, δταν θάχω ξεμπερδέψει μ' έσένα, θά μοιάζης μ’ έκεΐνα τ’ άποφάγια πού φέρνουν οί γάτοι στό σπίτι, άλλά γιά τήν ώρα χάνεις τόν καιρό σου προσπα θώντας νά μέ κάνης νά θυμώσω. Σέ προειδοποιώ άπλώς γιά τό τί πρόκειται νά συμβή. Ό Βίλυ Μπόσκο θαρθή πρός τά δώ. Είναι άναγκασμένος νά τό κάνη. Δέν έχει φίλους οϋτε λεφτά, γιατί πρέπει νά σοΰ πώ πώς φροντί σαμε γιά τόν Κάστλιν πού δέ θά ένοχλήση πιά κανέναν. Κι δταν ό Μπόσκο έρθη, θά τόν καθαρίσης, κι έπειτα θαρθής νά μου τό πής στό διαμέρισμά μου, στό Νάιτσμπριτζ, κι ίσως τότε άποφασίσω τί πρέπει νά κάνω μέ σένα. Κι άν δέν μούχης δώσει νέα σου άπό -τώρα μέχρι αΟριο τό βράδυ, τότε θά τά κανονίσω γιά νά σοΰ ξοφλήσω τό λογαριασμό σου τό συντομότερο. Τραβάει τό πανωφόρι της στούς ώμους καί σηκώνεται. —’Άκου, μικρή, της λέω, προτοϋ φύγης θά σοΰ πώ δυό λόγια. Καταλαβαίνω καλά πώς ψυχορραγείς μετά τίς ξυλιές πού έφαγες στόν πισινό, κι έκτός άπ’ αύτό νομίζω πώς αύτό σ’ έτσουξε περισσότερο άπό μένα, άλλά δέν θά καθαρίσω τόν Μπόσκο καί δέν θά κάνω τίποτε άλλο οΰτε καί γιά τόν Φέρντι Σιγκέλα. 'Εξάλλου, δέν πρόκει
Αί'τός ό άνθρωπος είναι έπικίνδι νος
135
ται ναρθή νά μέ σκοτώση γιατί δέν θάχη ιτιά τήν ευκαι ρία, καί νά γιατί. Τήν ένημερώνω τότε γιά τό δτι τό Σάββατο τό πρωί άλλαξα τά δεκαπέντε χιλιάρικα, πού ό Σιγκέλα μοΰ εί χε δώσει, μέ άγγλικά χρήματα στό πρακτορείο τής ’Ε θνικής Κτηματικής Τραπέζης στό Πώλ Μώλ, κι έπειτα τής μιλάω γιά τό γράμμα πού έστειλα στήν άμερικαινική πρε σβεία. Στέκεται έκεϊ μαρμαρομένη σάν άγαλμα, καί τή βλέπω πού σκέφτεται δσο μπορεί. Γιά μιά φορά, ή Κόνστανς μοΰ φαίνεται παράξενα Αναστατωμένη. —'Καί τώρα, γλυκιά μου, τ( γίνεται; Άπλούστατα αύτό — κι αύτός είναι ό λόγος πού 6 Σιγκέλα δέν θά καταφέρη τίποτα έναντίον μου — μένω ήσυχα - ήσυχα στό σπίτι μου μέχρι νάρθή ή άγγλική άστυνομία νά μέ μαζέψη. Τόπιασες; ΑΟριο τό πρωί, άν όχι νωρίτερα, οι Α στυνομικοί θά μπουν σέ κίνηση, θ ά πρέπει νά μέ βάλουν φυλακή, λοιπόν θά μέ βάλουν φυλακή, θ ά τούς διηγηθώ σχετικά μ’ αύτά τά χρήματα μιά Ιστορία πού νά κοιμά σαι δρθιος. θ ά τούς άφήσω περισσότερο ή λιγότερο νά καταλάβουν πώς κάποιο ρόλο είχα παίξει στήν έπίθεση έναντίον τής Τράπεζας τοΰ Άρκάνσας. Ή Αμερικανική πρεσβεία θά κινηθή στήν ιδέα νά τσιμπήση τόν τύπο πού λήστεψε ένα έκατομμύριο δολλάρια, καί θά ζητήση τήν έκδοση. Κι έγώ δέν θά φέρω Αντίρρηση.. Καταλαβαίνεις; θ ά περιμένω νά γυρίσουν τά χαρτιά καί θά ξαναφύγω γιά τις 'Ηνωμένες Πολιτείες. Κι άν 6 φίλος σου ό Σιγκέλα θέλη νά μέ πιάση, θά χρειαστή νά πολιορκήση τή φυλακή, κι δταν φύγω, θάχω δυό τρεις μυστικούς σάν σωματοφύλακες .Τί λές γι’ αύτά, περιστεράκι μου, έ; Είναι έκεΐ στημένη, άκίνητη, πράσινη άπό λύσσα. Είναι τόσο ραγισμένη πού δέν βρίσκει οϋτε μιά λέξη ν’ άπαντήση. —Πήγαινε νά πής στόν μικρό σου Φρέντι πώς γιά νά πιά ση τόν Λέμυ Κώσιον πρέπει νά ξυπνήση άπό πολύ νωρίς, καί μπορείς έπίσης νά τοΰ πής καί κάτι άλλο. Άφοΰ ξαναγυρίοω στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορώ νά ξεμπερδέψω άπό αύτή τήν Ιστορία. Μπορώ ν' Αποδείξω πώς ήμουν χί λιες λεύγες μακριά άπό τό Άρκάνσας δταν έγινε τό κόλ πο. "Ημουν στή Νέα Ύόρκη, φαντάσου! Τότε, θά μέ άφήσουν έλεύθερο, θά κυνηγήσω τόν Σιγκέλα μέ τέτοιο τρό πο, πού θά νομίζη πώς τόν κυνηγάει κάποιο Αλεξικέραυνο, θ ά ξεσηκώσω δλους τούς Ανθρώπους τοΰ χεριού μου στή Νέα Ύόρκη, θά τόν κυνηγήσω μέχρι τήν Κίνα άν χρειαστή, καί θά τόν κάνω κόσκινο, τόν μετανάστη σου, έκτός άν Α ποφασίσω νά τόν κάψω ζωντανό, ή κάτι άλλο παρόμοιοΚαί τώρα δίνε του, καί πήγαινε νά τοΰ πής αύτό πού σοϋ είπα, καί δρόμο δσο είμαι στις καλές μου, γιατί άν δέν έ-
136
Π ήτερ Ταενεϋ
ξαφανιστής μέσα σέ δυό λεπτά, θά ξεκρεμάσω μιά λουρίδα καί θα σοΰ δείξω τί θά πή ξύλο, μικρή μου Κόνστανς, για τί είσαι στ* άλήθεια πολύ μπασμένη στις βρομοδουλειές καί είμαι σίγουρος πώς ή μαμά σου έπρεπε νάταν κλεφτοκοτοϋ. —Πάει καλά, Λέμυ, λέει μέ φωνή παγωμένη. Φεύγω, άλλά νά θυμάσαι καλά αύτό: θά σέ πιάσω. Μπορεί νά μάς έφτιαξες αύτό τό κόλπο, άλλά θάγουμε, τό πετσί σου, έδώ δταν βγής άπό τή φυλακή, ή δταν θά σέ μεταφέρουν στίς Ηνωμένες Πολιτείες, δπως μέ βλέπεις καί σέ βλέπω ... κι δταν θά σ’ έχουμε στά χέρια μας, θά σέ βάλουμε νά ψηθης λιγάκι προτού σ’ άφήσουμε νά ψοφήσης. —Δώσε τό χέρι, της λέω μέ μιά ύπόκλιση. “Οταν δής τό Σιγκέλα, πές τρυ πώς τόν προσκαλώ νά πάρη πάγο μέ ρετσινόλαδο μιάν Απ' αύτές τΙς ή μέρες, καί ξεκουμπήσου γιατί βαρέθηκα νά σέ βλέπω ,μοιάζεις ύπερβολικά μέ βάζο μέ ταγγισμένο λίπος. Κατευθύνεται πρός τήν πόρτα και τή συνοδεύω γιατί νο μίζω πώς είναι καλή προφύλαξη τό νά συνοδέψω τήν Κόνι μέχρι τό δρόμο. “Οταν φτάνουμε στην έξώπορτα, τής λέω νά περιμένη μιά στιγμή γιατί πήρε τό μάτι μου ένα ταξί άδειο. Του κάνω νόημα καί σταματάει. —’Έ, σωφέρ, λέω, έχετε τήν καλοσύνη νά όδηγήσετε αύτή τήν ώραία κυρία στό σπίτι της; Ό σωφέρ χαμογελάει, κατεβαίνει καί άνοίγει τήν πόρτα στήν Κόνι. Ξαφνικά, δυό λεβέντες πετάγονται άπό μιά πλαϊνή έξώπορτα. Ό ένας άπ’ αύτούς μέ γραπώνει άπό τό μπράτσο καί ό άλλος, γρήγορος σάν άστραπή, μοΰ παίρνει μέ τρόπο ταχυδαχτυλουργικό τό περίστροφο πού έχω κάτω άπό τόν ώμο. Βλέπω τήν Κόνι νά μέ κοιτάζη, κατάπληκτη, άπό τήν πόρτα τοϋ αύτοκινήτου, μέ τά μάτια έξω άπό τίς κόγχες. —Είσαστε ό Λέμυ Κώσιον; μοΰ λέει ένας άπ’ αύτομς τούς λεβέντες. “Οταν άπαντάω ναι, συνεχίζει: —Είμαι άστυνομικός έπιθεωρητής κι έχω ένα ένταλμα συλλήψεως έγαντίον σας. Κατηγορεΐσθε γιά άνταλλαγή χαρτονομισμάτων πού άνηκαν στήν ’Ομοσπονδιακή Κυβέρ νηση τών Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τό γεγονός δτι γνω ρίζατε πώς αύτά τά χαρτονομίσματα ήταν τό προϊόν λη στείας. Σάς συλλαμβάνω έπειτα άπό αίτηση τής ώς άνω Κυβερνήσεως έπί σκοπώ έκδόσεως, κι όφείλω νά σάς προ ειδοποιήσω πώς δ,τι πείτε μπορεί νά χρησιμοποιηθή έναντίον σας κατά τή δίκη τής έκδόσεως. Ή Κόνι μέ κοιτάζει πάντα άπό τήν πόρτα του ταξί· τότε σηκώνω τά μάτια καί τής χαμογελάω. —Βλέπεις, τρυγόνα μου, τής λέω, τή στιγμή πού ό σω-
Α υ τό ς ό ανδρωπος είναι επικίνδυνος
137
φέρ κερνάει μπροστά, τί σούλεγα!. Πές τά δέοντα στή Μι ράντα, γλυκιά μου, καί προσπάθησε νά είσαι φρόνιμη σάν εΙκόνισμα, άλλιώς άλίμονο στά πισινά σου! Τό ταξί ξεκινάει. Λίγο άργότερα, φτάνει ένα άστυνομικό άμάξι καί δυό τύποι μέ βάζουν μέσα. Κι έχουν πάρει τις προφυλάξεις τους, μπορείτε νά μέ πιστέψετε, βλέπω πίσω μας ένα άλλο άστυνομικό άμάξι. Φτάνουμε: Τζέρμυν Στρήτ—Σκότλαντ - Γυάρντ σέ λιγό τερο άπό τέσσερα λεπτά- Μέ χώνουν στό μικρό άστυνομι κό τμήμα πού ύπάρχει έκεΐ- μέ,νω έκεΐ τέσσερα πέντε1 λε πτά, κι έπειτα μέ άνεβάζουν πάνω καί μέ όδηγοΰν κατά μήκος ένός διαδρόμου. ’Ανοίγουν μιά πόρτα καί μπαίνω. ‘Υπάρχουν έκεΐ έξη τύποι καθισμένοι γύρω άπό ένα τρα πέζι. Τούς δύο δέν τούς γνωρίζω, άλλά οι τέσσερις είναι: Ό Γκράντ, ύπογραμματεύς στήν πρεσβεία, ό Σήντρατ, έ νας ειδικός πράκτορας πού δούλεψε κάποτε μαζί μου, ό Λίντελ, σύνδεσμος στήν Ούάσιγκτον καί 6 άδελφός τοΟ Μάκ Φήν, ό ΛάρυΌ τύπος πού μοΰ είχε πάρει τό περίστοοφο μου τό δίνει, καί ό Γκράντ, τής πρεσβείας, μοΰ άπλώνει τό χέρι καί μέ συστήνει στόν τύπο πού είναι στήν άκρη τού τραπέζιου. —Κύριε άστυνόμε, λέει, σας παρουσιάζω τόν Λέμυ Κώσιον, ειδικό πράκτορα του ‘Υπουργείου τής Δικαιοσύνης, έπιφορτισμένον μέ τήν ύπόθεση Βάν Ζέλντεν. Καί σ’ έμένα: —'Ο συνταγαατάρχης σέρ Ούίλλιαμ Χότζγουορβ, άστυνομικός διευθυντής. Σφίγγουμε τά χέρια. Καί μέ τούς άλλους έπίσης. —Λοιπόν, Λέμυ, λέει ό Σήντρατ, όμολογώ πώς αύτή τή φορά νομίζαμε πώς ήσουν ξοφλημένος. Πώς πας; —Πολύ καλά, άπαντάω, άλλά πείτε μου, χωρίς νά θέλω νά προσβάλω κανέναν, βάλατε νά παρακολουθούν τή μικρή φίλη μας Κόνι; —Μήν άνησυχεΐτε, κύριε Κώσιον. Ό σωφέρ πού τή φόρ τωσε μπροστά στό σπίτι σας ξέρει τή δουλειά του. —Πολύ ώραΐα, λέω, καί μ’ αύτήν τήν εύκαιρία, κύριε ά στυνόμε, γιά νά έπικυρώσουμε θάλεγε κανείς αύτή τή διε θνή άστυνομική συνεργασία, μήπως έχετε κανένα μικροπραγματάκι στήν άκρη; Ό Σήντρατ χαμογελάει καί κάνει μιά χειρονομία πρός τήν τσέπη του - περίστροφο, τή μικρή του φορητή άποθήκη. —"Ελα, Λέμυ, μοΰ λέει μ' ένα χαμόγελο στόν άστυνόμο, δέν έχεις άκόμα έγκλιματιστή, καθώς βλέπω. Δέν ξέρεις λοιπόν πώς δέν κρατούν αύτά τά πραγματάκια μέσα στ* άστυνομικά τμήματα, σ’ αύτή τή χώρα;
δ ικ ο λ α β ισ μ ο ί Τό άλλο πρωί, δταν ξυπνάω, κάνω τουλάχιστον πέντε λε πτά γιά νά συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, γιατί είμαι στή φυλακή τοΰ Μπρίξτον, καί σας παρακαλώ νά πιστέψε τε πώς οί λίγες ώρες άναπαύσεως που περνάω σ’ αύτή τή φυλακή, δπου δλοι σκοτώνονται νά μέ περιποιηθοϋν, μοϋ έκαναν άφάνταστα καλό. Πρίν έρθω έδώ, είχα περάσει μιά ώρα στή Σκότλαντ Γυάρντ γιά νά έτοιμάσω τό σχέδιο δράσεώς μας κι δλα κανονίστηκαν μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια. Ό άστυνομικός ό μεταμφιεσμένος σέ σωφέρ ταξί, πού είχε μεταφέ ρει τήν Κόνι τήν προηγουμένη, τήν όδήγησε στό διαμέρι σμα τοΰ Νάιτσμπριτζ που οί "Αγγλοι ντετέκτιβς έθεσαν υ πό παρακολουθήση, καί φαίνεται πώς ή Κόνι δέν έχει σκο πό νά τό κουνήση άπό κεΐ. Καί τώρα, σκέφτηκα αυτό τό κόλπο τοΰ Βίλυ Μπόσκο. Πρώτα-πρώτος είχα μείνει έκπληκτος, γυρίζοντας στό δια μέρισμά μου, στήν Τζέρμυν Στρήτ, ποΰ δέν είδα νά μέ όποδέχεται ή άκρη τής κάννης ένός περιστρόφου- κι δταν ή Κόνι είχε άρχίσει νά μοϋ βγάζη τό μικρό της λογίδριο,. εί χα σκεφτη πώς έπρεπε νά συμβοΰν πράγματα παράξενα καί πώς ό Σιγκέλα καί ή συμμορία του, ειδοποιημένος έ πρεπε πάντα νά βρίσκωνται κάπου έκεΐ γύρω. Λοιπόν, αυ τή ή Ιδέα φαίνεται νά έπιβεβαιώνεται άπό τό γεγονός δτι ή Κόνστανς βρίσκεται πάντα έκεΐ, γιατί δέν φαντάζομαι κα θόλου ό Σιγκέλα νά τό σκάση καί ν’ άφήση τήν Κόνι σύ ξυλη. ’Αλλά, σέ δλα αύτά, τό πιό ένδιαφέρον είναι ή Ιστορία τοΰ Βίλυ Μπόσκο. Αύτό πού διηγήθηκε ή Κόνι είναι άπόλυτα σωστό. Ό Βίλυ τόσκασε έπειτα άπό κείνο τό βράδυ στό Μπράντερς "Εντ. Δέν έχει χρήματα, οΰτε φίλους, έπομένως θαρθή νά μέ βρή, χωρίς καμιά άμφιβολία. ’Αλ λά γιατί κάνουν δλη αύτή τή φασαρία γύρω άπό τόν Βίλυ Μπόσκο; Ή Κόνι είχε δίκιο δταν έλεγε πώς δέν μπορούσε νά καταφύγη στούς άστυνομικούς γιατί ό φάκελός του ή ταν δχι καί λίγο φορτωμένος, άλλά σ’ αύτή τήν περίπτω ση, τί σημαίνει δλη αύτή ή Ιστορία πού κάνουν μέ τό νά θέλουν νά τόν καθαρίσουν, καί τά παρόμοια;
Α ρτος ό άνθρωπος r iv a l Επικίνδυνο;
13!,
Μοϋ φαίνεται πώς 6 λόγος είναι αυτός: ό Βίλυ Μπόσκο πρέπει νά ξέρη κάτι - κάτι τόσο σοβαρό πού πρέπει μέ κά θε τρόπο νά φύγη άπό τή μέση. Φαίνεται νά νομίζουν πώς θαρθή στό σπίτι μου άκριβώς γιά νά μ’ ένημερώση κι έπιπλέον, πώς όταν Ενημερωθώ θάχω γίνει Ενας κίνδυνος γιά τόν Σιγκέλα, έπομένως συμπεραίνω άπ’ αύτό, πώς οί πλη ροφορίες ποΰ θά μοϋ δώση ό Βίλυ Μπόσκο, είναι, ποΰ Ε χουν καταφύγει ό Σιγκέλα καί ή Μιράντα. Κατά τή γνώμη μου, τήν ώρα ποΰ Εψαχνε γύρω άπό τό Μπράντερς "Εντ γυρεύοντας τή Λότι, άκριβώς πριν άπό τό τουφεκίδι, ό Μπόσκο θ’ άκουσε ίσως κάτι. Πάντως ή άγγλική άστυνομία άπλωσε τό δίχτυ της γιά νά τόν πιάση κι Ελπίζουν, μέ λίγη τύχη, νά τόν Εχουν στό χέρι μέσα σέ εΐκοσιτέσσερις ώρες, κι έγώ τό Ελπίζω'Επίσης. Γιατί, σέ άντίθεΐη περίπτωση, θά τόν ξετρυπώσουν ή Κόνι ή κάποιος άλλος της συμμορίας, Ενας μετανάστης· τότε, άντίο Βίλυ. Στίς Εντεκα, ό Σήντρατ Ερχεται νά μοϋ κάνη Επίσκεψη. Σηκώνομαι καί παίρνω τό πρωινό μου στό γραφείο τοϋ άρχιδεσμοφύλακα, καί ό Σήντρατ μοϋ δείχνει τίς πρωινές Εφημερίδες, δπου διαπιστώνω πώς αύτό πού είχαν σχεδιά σει τήν προηγουμένη μπήκε σ’ Εκτέλεση. Μιά Επικεφαλίδα στή μία Εφημερίδα, άναγγέλλει πώς Ενας γκάγκστερ. όνόματι Λέμυ Κώσιον, συνελήφθη τήν προηγουμένη στό διαμέ ρισμά του τής Τζέρμυν Στρήτ, γιατί είχε στήν κατοχή του καί είχε άνταλλάζει χαρτονομίσματα πού προέρχονταν ά πό τή ληστεία τής Τραπέζης τοϋ Άρκάνσας. ’Ακολουθεί μιά μακριά άφήγηση μέ χοντρά γράμματα γιά τή ληστεία, τόν άριθμό των θυμάτων, κι Ενα σωρό άλλα κόλπα. Τό τέλος του άρθρου άφήνει νά έννοηθή πώς ή σύλληψη Εγινε Επειτα άπό αίτηση των άμερικανικών άρχών, πού ζή τησαν τήν Εκδοση τοϋ Ενόχου, καί πώς αυτός ό Λέμυ Κώ σιον θά έμφανιστή τήν Τρίτη Ενώπιον τοϋ δικαστηρίου τής Μπάου Στρήτ. Πάντα σύμφωνα μέ τό άρθρο, ό Ενοχος άρνεΐται τίς κατηγορίες πού τόν βαρύνουν καί άπαιτεΐ νά τόν άφήσουν Ελεύθερο μέ Εγγύηση, καί άναμένεται νά όρίση ό δικαστής Ενα μεγόώ,ο ποσό σάν Εγγύηση. Αύτό τό τέχνασμα μοϋ φαίνεται πώς πρέπει νά πιάση θαυμάσια, γιατί νά τί σκέφτομαι: *Άς ύποθέσουμε πώς ό Σιγκέλα δέν Εχει άκόμη τσακώσει τόν Βίλυ Μπόσκο, άπό τώρα μέχρι νά μ’ άφήσουν Ελεύθερο μέ Εγγύηση — πράγ μα φυσικά πού Εχει κανονιστή άπό πρίν — τότε δέν θά ύπάρχη άμφιβολία γι’ αύτόν πώς ό Βίλυ Μπόσκο πού δέν μπορεί παρά νά διαβάση τίς Εφημερίδες, θά προσπαθήοη άμέσως ναρθή σ’ Επαφή μαζί μου, θά σκεφτή Επίσης πώς ό Βίλυ θά μοϋ δώση τίς πληροφορίες πού μπορεί νά ξέρη καί, κατά τή γνώμη μου, ό Σιγκέλα θά προσπαθήση Επειτα
140
Π ή τ ε ρ Τσένείί
νά μάς καθαρίση καί τούς δυό, καί μετά άπ' αύτο βά ήσυχάση. Ύπολογίζοντάς τα δλα καλά, φτάνω ατό συμπέρασμα πώς δ Σιγκέλα είναι πιθανό πώς έχει μετακομίσει σέ κά ποια γωνιά άπό δπου θά τού είναι εΟκολο νά περάση στήν Εύρώπη, κι άπό τήν άλλη νομίζω πώς δέν θά χρησιμοποίη ση πλοίο. "Εχω τήν έντύπωση πώς είχε διώξει τή συμμο ρία Γκόγιαζ—Κάστλιν στήν άρχή, γιατί είχε άλλάξει τά σχέδιά του καί άποψασίσει πώς ένα άεροπλάνο θάκανε τή δουλειά καλύτερα. Μέ λίγα λόγια, άν βρίσκεται αυτή τή στιγμή κάπου στήν άκτή μαζί μέ τή Μιράντα, μπορεί άκόμη νά πετύχη τό κόλπο του μέ λίγη τύχη, γιατί παρόλο πού τά λιμάνια καί τά άεροδρόμια θά παραχολουθοϋντσι, δέν είναι τόσο δύσκολο νά είδοποιήση ναρθοϋν τή νύχτα έ να δυό άεροπλάνα πού θά προσγειώνονταν σέ κάποιο χω ράφι καί θά τούς μετέφεραν άπό τήν άλλη πλευρά τής θά λασσας, γι’ αύτό καιρός είναι νά κουνηθούν. Ό Σήντρατ μού άναγγέλλει πώς ή μικρή κωμωδία της δίκης μου θά παίχτη στή Μπάουν Στρήτ κατά τις τρεις ή ώρα, ώστε ν’ άφήση στήν Κόνστανς καί τούς άλλους δλο τόν καιρό νά διαβάσουν τις έφημερίδες, γιατί έτσι μούρχεται μιά Ιδέα πώς ή Κόνι θά προσφερθή νά πληρώση τήν έγγύησή μου, κι άκόμη θά γελάση πολύ στήν Ιδέα νά μέ βγάλη άπό τή φυλακή έπειτα άπ’ δλο τόν κόπο πού έκανα γιά νά ξαναγυρίσω έκεΐ. Ό Σήντρατ κι έγώ είμαστε της γνώμης πώς 9ά γελάση στ’ άλήθεια, άλλά μαύρο γέλιο δταν θά μάθη πώς είμαι «ειδικός πράκτωρ» καί πώς δλο αύτό τό θέατρο σκηνοθετήθηκε γιά τό χατίρι της. Λίγο άργότερα, ό Σήντρατ φεύγει γιατί είναι σύνδεσμος άνάμεσα σ’ έμένα καί σ’ έναν άλλο τύπο, τόν άρχηγό έπιθεωρητή Χέρικ, -ηού διευθύνει δλη τήν άγγλική πλευρά στήν ύπόθεση. Προτού φύγη, μού άφήνει τό μπουκαλάκι του τής τσέπης, πράγμα πολύ χρήσιμο, γιατί δέν υπάρχει μπάρ σ' αύτή τή φυλακή τού Μπρίζτον καί μέ κουράζει νά στέλνω διαρκώς ν’ άγοράζω ούίσκυ έξω, καί δέν μ’ άφήνει νά τελειώσω δλη τήν άλληλογραφία πού άντάλλαξαν δ άρχηγός μου στήν Ούάσιγκτον καί ή άγγλική άστυνομία. "Οταν έμεινα μόνος, ξαπλώνω στον καναπέ καί τά δια βάζω. Χρονολογείται άπό όχτώ μήνες πρίν. Υπουργείο Δικαιοσύνης Κυβέρνηση των 'Ηνωμένων Πολιτειών, Ούάσιγκτον Ό επί τής Δικαιοσύνης 'Τπουργός τής Κνβερνησεως τών Η νω μένων Πολιτειών εχει τήν τιμήν ν’ άπευθύνη τούς χαι-
Λ υ τό ς ό άνθρωπος είναι έπικίνδυνος
141
ρετισμούς του στόν έπί χών ’Εσωτερικών ’Τπουογύν τής Κυβερνήσεως τής Αυτής Μεγαλειότητος τής Βρεταννίας καί να τόν ευχαρίστηση για την συνεργασίαν κατό.τν τής αΐτήσεω; πού άπηύθυνε τελευταίως στόν αστυνομικόν Διευθυντήν. Έ θεωρήσαμεν σκόπιμον ν ’ άποσαφηνισθιύν με τήν παρούσα οί συνθήκες αυτής τής συνεργασίας μεταξύ τής όμοσπονδιακής υπηρεσίας αναζητήσεων τού 'Τπουο/είου Δικαιοσύνης τών ’Ηνωμένων Πολιτειών καί δυνάμε.υ/ τής ασφαλείας πού δρουν στη Μεγάλη Βρεταννία. Κατά τά τρία τελευταία χρόνια, ή όμοππονδια/ή υπηρεσία άναζητήσεων, έπιδόθηκε σέ μια μακρά έρευνα τών συνθη κών κάτω άπό τις όποιες γίνονται μερικές εγκληματικές ένέργειες, δχι μόνο στό σύνολο τής ιμερικανικής επικράτειας, άλλα καί σέ άλλες χώρες. Φτάνοντας μέχρι τών αρχών, ή έ ρευνα άπέδειξε πώς ό οργανωτής αυτής της διεθνούς συμ μορίας ήταν ένας ’Αμερικανός πολίτης ιταλικής καταγωγής, ό Φερντινάντο Φίλιπ Ένρίκο Σιγκέλα. Ά λ λ ’ ή Ακρίβεια καί ή ευφυΐα τών μεθόδων πού έχρησιμοποιοϋσε αυτός ό άνθρωπος έμπόδισαν τήν αστυνομία διαφόρων κρατών, όπου αυτός έ δρασε, νά συγκέντρωση έπαρκείς αποδείξεις γιά νά μπόρεση νά κινηθή έναντίον του με κάποια πιθανότητα έπιτυχίας. Π ρέπει νά σημειωθή ότι ή Απαγωγή καί ή απόκρυψη τής μικρής Θέλμας Μάραιη Ρομπού, πού διαπράχτηκαν πριν δε καοχτώ μήνες, κοντά στις Βερσαλλίες, στη Γαλλία, ήταν έργο αύτής τής εγκληματικής όργανώσεως, καί θά υπεν θυμίσουμε ότι παρά τήν άμεση καταβολή-άπό τούς γονείς ε νός σεβαστού- ποσού λύτρων, τό πτώμα τοϋ· δυστυχούς παιδιού ανακαλύφθηκε έφτά μήνες αργότερα έντός ί:νός κιΓιοτίου, σέ μια μικρή πόλη τού Μισούρι. Ή όμοσπονδιακή άστυνομία διεξήγαγε έρευνες έπί πέντε έντελώς διαφορετικών υποθέσεων απαγωγών, στις 'Ηνωμένες Πολιτεΐετ, τραόν στην Γερμανία, καί μέχρι τή Σκανδιναβία, καί σέ κάθε περίπτιοση, οί εν δείξεις πού συγκεντρώθηκαν τείνουν νά αποδείξουν ότι πρό κειται περί τής Ιδιας συμμορίας. ΤΗταν λοιπόν έπεΐγον νά ληφθοΰν τά πλέον δραστήρια μέ τρα προκειμένον νά συγκεντρωθούν τεκμήρια καί αποδείξεις τά όποια θά ήταν αρκετά νά στηρίξουν μιά συγκεκριμένη κατηγορία έναντίον τού Σιγκέλα. Π ρό μερικών μηνών μία σειρά άπό ληστείες Τραπεζών διεπράχθησαν σέ διάφορες πολιτείες τής αμερικανικής ήπείρου. Τά λάφυρα αυτών τών Απαγωγών υπήρξαν Αξιόλογα καί ή λεία, ή είσπράχθηκε ή ρευστοποιήθηκε άπό τήν όργάνωση τού Σιγκέλα. Ωστόσο, Αξιοσημείωτο είναι ότι ούτε ένα άπό τά κλαπέντα χαρτονομίσματα δέν βλέπομε στήν κυκλοφορία, Απ’ όπου καί υποθέτομε ότι αυτά τά χρήματα φυλάχτηκαν για νά χρησιμέψουν σαν κεφάλαιο γιά όρισμένο σκοπό. Σέ. διάστη
142
Π ήτιjp Τσένεϋ μα μικρότερο τοΰ ενός έτους άψ' δτου oi ύπηρεσίες μας έπέτυχαν νά έχουν αποδείξεις δυνάμενες ν ’ αποδείξουν δτι 6 Σιγκέλα ήταν πραγματικά 6 αρχηγός αυτής τής εγκληματι κής όργανώσεως καί ό έμπνευστής τών απαγωγών, πάρθηκαν μέτρα γιά μια δραατήρια παρουαία ατίς έρευνες. Ή τ α ν γε γονός δτι τό μεγαλύτερο μέρος τών εί&ικών πρακτόρων πού συνεργάζονταν μέ τίς υπηρεσίες μας ήταν γνωστοί στον Σιγκέλα ή τουλάχιστον στίς λιγότερο σπουδαίες οργανώσεις πού έργάζονταν κάτω άπά τον Ιλεγχό του καί σ’· έναν είδικό πράκτορα πρώτης τάξεω ς — τον Λέμυ Κώσιον — πού εί χε έργαστή έπί πέντε χρόνια στίς Φιλιππίνες, σαν μυστικός πράκτορας καί πού μετακλήθηκε γ ι’ αυτό τό λόγο στίς 'Η νω μένες Π ολιτείες. Ό Κώσιον, ώστόσο, δεν ήρθε νά παρουσιαστή στο γενικό στρατηγείο. ’Ε γκατέλειπε τίς Φιλιππίνες κατευθείαν γιά τη Νέα 'Τόρκη, χάρη σ’ ένα κλεμμένο διαβατήριο, κι άπό τή στιγμή πού έπέστρεψε, διέπραξε μια σειρά αδικημάτων πού τόν έφεραν σιγά - σιγά στην παρανομία καί γενικά στάθηκε αρκετά στό περιθώριο τοΰ νόμου ώστε νά μπορέσουν νά τόν ύποπτευθοΰν γιά έγκληματική δραστηριότητα. Συνελήφθη δύο φορές στό διάστημα τών έξη τελευταίων μηνών. Την πρώτη φορά, τόν άφησαν έλεύθερο υπό έπιτήρηση, έπειτα ά πό μερικές έβδομάδες φυλακίσεως, αλλά τή δεύτερη φορά, πέρασε δυο μήνες στη φυλακή. Στή συνέχεια, έκανε νά μιλούν γ ι’ αυτόν σέ δυό - τρεις Π ολιτείες τής ’Αμερικής. Πράκτο ρες πού. ανήκαν στίς υπηρεσίες μας καί πού κρατούσε μυστι κά έπαφή μαζί τους, φρόντισαν νά συλληφθή έπανειλημμένως μέ διάφορες κατηγορίες. Τέλος, συνελήφθη πάλι γιά μιά υπόθεση τέλεια σκηνοθετημένη. Κατηγορήθηκε πώς είχε σκοτώσει έναν άστύνομικό καί καταδικάστηκε σ έ ; είκοσι χρόνια φυλακή· ή δραπέτευσή του καταστρώθηκε έπίσης μέ τρόπο πού θεωρήθηκε σάν έπιτυχία ένός σχεδίου πού μελετήθηκε κι έτοιμάστηκε δέκα μή νες πριν. ’Από τότε, ό ειδικός πράκτορας Κώσιον κατέκτησε μιά στέρεη φήμη γκάγκστερ τοΰ χειρότερου είδους’ καί μέ τις μα νούβρες του κατάφερε νά πλησιάση άργ.ά άλλά σταθερά τήν Λργάνώση Σιγκέλα, χάρη στίς «γνωριμίες* πού είχε δημιουργήσει στους έγκληματικούς κύκλους. Λίγο άργότερα ανακάλυψαν πώς ό Σιγκέλα έτοίμαζε ένα μεγάλο κόλπο. Έπρόκειτο γιά τήν απαγωγή τής Μ ιράντας Ηάν Ζέλντβν, μοναχοκόρης τού Γκούσταβ Βάν Ζέλντεν, άπό τίς πιό μεγάλες περιουσίες τών Η νω μένω ν Πολιτειών. Δυστυχώς, ή προσωπικότητα καί ό χαραχτήρας τής μις Β άν Ζέλντεν έπιβοηθούσαν τήν έπιτυχία αυτού τού σχεδίου. Σ ’ αυτό τό νεαρό πρόσωπο, πού είχε χαραχτήρα πείσματά-
Λ υ τ ό ς ό άνθρω πος είναι Επικίνδυνος
143
ρικο καί θεληματικό, ήταν κάτι συνηθισμένο τό νά φεύγη βια στικά γιά τις πιό διαφορετικός χώρες. ’Εξάλλου, νομίζοντας πώς έτσι σπουδάζει τη ζωή, κι Επιζητώντας αδιάκοπα και νούργιες Εντυπώσεις καί συγκινήσεις πού δεν είχε δοκιμάσει, σύχναζε μέ κακοποιούς καί συνδεόταν με τά πιό ύποπτα πρό σωπα. Ό κύριος Κώσιον Εχει τη γνώμη, κι αυτή είναι καί ή γνιίιμη των υπηρεσιών μας, πώς ή σπείρα Σιγκέλα Εχει σκοπό νά 6άλη σ’ εφαρμογή τά σχέδιά του έναντίον τής μις Βάν Ζέλντεν μέ τήν ευκαιρία τοΰ προσεχούς ταξιδιού της στήν ’Α γ γλία. Τό πράγμα είναι Εξαιρετικά πιθανό, άν λάβουμε υπόψη μ ας τήν επιτυχία στή Γαλλία καί τή Γερμανία κακουργημά των αύτοϋ τοΰ είδους, καί τις ευνοϊκές πιθανότητες πού φαί νεται νά προσφέρη Ενα σχέοιο, πού αποβλέπει ν’ άπαγάγη τό θύμα στήν ’Α γγλία, νά τό μεταφέρη μερικές ώρες αργότερα στήν Ευρώπη καί ν ’ άποσπάση Ενα τεράστο ποσόν λύτρων άπό τον πατέρα της. Ά π ’ δλα ιιύτά βγαίνει τό συμπέρασμα πώς οί υπηρεσίες μας είναι αποφασισμένες νά κατευθύνουν τήν ύπόθεση άφήνοντας νά όδηγηθοΰν άπό δύο πρωταρχικές σκέψεις. Π ρώτον, Εχουν τή γνώμη πώς ή όργάνωση Σιγκέλα θάπρεπε νά Ενθαρρυνθή — αν έπιτρέπεται νά χρησιμοποιηθή αυτός ό δρος —· στό νά διαπράξη αυτή τήν άπαγωγή μόλις μπορέση, σέ τρόπο πού είναι δινατόν νά διατυπωθούν μιά σειρά άπό κα τηγορίες συγκεκριμένες, άνέκκλητες, έναντίον αυτού τού Σιγκέλα καί δλων των μελών αυτής τής εγκληματικής σπείρας μέ τις διεθνείς διακλαδώσεις, καί, δεύτερον, πώς θά ήταν άπαραίτητο, πολύ πριν έκδηλωθή ή δραστηριότητά της, νά Εξασφαλίσουν τή συνεργασία τής βρεταννικής αστυνομίας. Συμφωνήθηκε λοιπόν, δτι οί αποφάσεις πού πάρθηκαν στή διάρκεια τών συζητήσεων πού Ελαβαν ήδη χώραν μεταξύ τοΰ έντιμοτάτου κυρίου Ντέρεκ Κ. Γουόσμπερν, τών υπηρεσιών μας, τού Εκπροσώπου τού 'Τπουργείου ’Εσωτερικών τής Αυ τής Μεγαλειότητος τής Βρεταννίας καί τού άρχηγού τής λανδρέζικης αστυνομίας καί κατά τις όποιες συνεστήθη ή όργάνωσις πού προορίζεται ν’ άντιταχθή σέ. κάθε έγκληματική α πόπειρα έναντίον τοΰ προσώπου τής μις Βάν Ζέλντεν κατά τή διάρκεια τής παραμονής της στήν ’Αγγλία, πρέπει νά τε θούν σέ Εφαρμογή, σέ συμφωνία μέ τό σχέδιο δράσεώς πού ιέοθετήθηκε κατά τή διάρκεια τών παραπάνω συζητήσεων. Ή πορεία πού θ ’ άκολουθηθη, μπορεί Ετσι νά συνοψισθή στις γενικές γραμμές της στά Εξής: Κατά τήν περίοδο πού μεσολαβεί μεταξύ τής συντάξεως τού παρόντος Εγγράφου καί τοΰ προσεχούς ταξιδιού τής μις Β άν Ζέλντεν στή Μεγάλη Βρεταννία, ό κύριος Κώσιον, υ πό τήν ιδιότητά του τοΰ γκάγκστερ πού οί υπηρεσίες του εί
144
Γ.ί ήτερ Τσένεύ ναι στη διάθεση όποιουδήποτε είναι διατεθειμένος νά Ή ; πληρώση, θά προσπαθήση, κατά τά φαινόμενα, νά ίρθη σ’ έπιχοινωνία μέ τή μις Βάν Ζέλντεν καί νά κάνη τη γνωριμία, της. Κατά πάσαν πιθανότητα, κάνοντας το αυτό, θά έπισύρη την προσοχή τής σπείρας τον Σιγκέλα, που βέν θ ’ άργήση νά βγάλη τά συμπέρασμα δτι ά γκάγκστερ Κώσιον Ιχει κι αύτάς βλέψεις σχετικά μέ τή μίς Ζέλντεν. Μόλις ή μίς Βάν Ζελντεν 6άλη σ’ έφαρμογή τά σχόδιό της νά εγκατάλειψη τις Ή νιομένες Π ολιτείες μέ προορισμό την ’Α γγλία καί, γ ι’ αυτά τά σκοπό, ζητήση τά. διαβατήριό της, 6 Κώσιον θά κάνη κι αύτάς τήν αίτηση του γιά νά πά θη διαβατήριο γιά τή Μεγάλη Βρεταννία, άλλά μέ ψεύτικο άνομα. Σ ’ αυτή τήν αίτηση έπισήμως θά τού άπαντήσουν άρνητικά, καί ό Κώσιον θά τά κανονίση ώστε ν’ άκολουθήση τή μις Βάν Ζέλντεν μέ παράνομο τρόπο. Αυτά τά μέτρα προψυλάξεως υπαγορεύονται άπά τήν άνάγκη, γιά τάν κύριο Κώσιον, νά συνέχιση νά παίζη, σέ δ,τι κάνει, τά ρόλο τοΰ γκάγκστερ' πού κατάφερε νά κρατήση μέ έπιτυχία έδώ καί δυά χρόνια. Στο ίδιο πλοίο, 6 ειδικός πράκωρ Τζαίημς Β. Μάκ Φήν, έφοδιασμένος μέ αμερικάνικο διαβατήριο, καί ταξιδεύοντας μέ τήν ιδιότητα τοΰ ειδικού πράκτορος τοΰ 'Τπουργείου Δικαιο σύνης, θά κατευθυνθή ανεπίσημα στήν ’Αγγλία, γιά νά χρησιμέψη σάν βοηθάς στάν Κώσιον. Μόλις φτάσουν στήν ’Α γγλία ή μίς Βάν Ζέλντεν καί 6 Κοισιον, θά πρέπει ν’ άφεθή κάθε έλευθερία σ’ αύτάν τάν τε λευταίο νά ένεργήση δπως αύτάς νομίζει καί νά κρατήση, στά μέτρο τοΰ δυνατού, τήν έπαφή μέ τή βοήθεια τοΰ ειδικού πράκτορος Μάκ Φήν. "Αν ό γκάγκστερ Σιγκέλα έπιθυμή νά θέση σ’ έκτέλεση τήν απαγωγή πού σχεδιάζει, ή -φανερή παρουσία τοΰ Κώσιον στήν ’Αγγλία θά τοΰ ύποβάλη τήν Ιδέα πώς ό Κώσιον, κι αυτός, Ιχει στά νοΰ του κάποιο κόλπο καί υπάρχει κάθε λόγος νά πιστεύη κανείς πώς ό Σιγκέλα, σύμφωνα μέ τήν τακτική πού χρησιμοποιεί συνήθως στις περιπτώσεις πού σκέφτεται νά συ νάντηση άντίδραση, θά βρή τά μέσον ναρθή σ’ επικοινωνία με τον Κώσιον καί νά τοΰ κάνη ίσως μιάν άξιόλογη προσφο ρά γιά μιά συνεργασία. Αύτό θά τά εύχόμαστε μέ δλη μας τήν καρδιά καί, άπά κεί καί πέρα, &ν δεχτούμε πώς συμβαίνει αύτό, ό Κώσιον θά προσπαθήση ν’ άνακαλύψη ακριβώς τάν τρόπο ένεργείας πού ή όργάνωση Σιγκέλα λογαριάζει νά χρησιμοποιήση καί θά πρέπει, σέ συνεννόηση μέ τάν Μάκ Φήν καί τη βρεταννική αστυνομία, νά πάρη δλα τά μέτρα πού χρειάζονται γιά νά έξασφαλίση τήν προστασία της μις Βάν Ζέλντέν καί τή σύλλη ψη τοΰ Σιγκέλα καί τών συνεργατών του.
λ υ τ ό ς ό άνθρω πος είναι έπικίνδυνος
145
Δυστυχώς, θά χρειαστή Ισως νά έπιτρέψη στόν Σιγκέλα νά πάρη τή μις Βάν Ζέλντεν, ώστε οΐ κατηγορίες πού θά Iγερθοΰν έναντίσν του νά μπορέσουν νά στηφίχθσύν απόλυτα. "Αν τά πράγματα μπορούν νά πάρουν αυτή τήν τφοπή με τήν έπέμδαση τού ειδικού πράκτορος Κώσιον, τότε ή κυβέρνηση των 'Ηνωμένων Πολιτειών θά ζητήση τήν έκδοση τοΰ Σιγκέλα καί τών συνενόχων του, ώστε οΐ πολυάφίθμες άλλες κα τηγορίες πού έχουν, χάφη στή δωφοβοκία ή άλλες παφόμοιες μεθόδους, στίς πφοηγοΰμενες περιπτώσεις, νά μπορέσουν νά στηφίχτσΰν κι αυτές, και αυτή ή «ημιμόρια έγκληματιών νά έξουδετερωθή μιά γιά πάντα.
'Υπήρχαν άκόμη πολλά πάνω σ’ αυτό κι έπίσης τά άντίγραφα τών συζητήσεων άνάμεσα στά παιδιά τά δικά μας καί τούς "Αγγλους άστυνομ ιχούς' βλα αύτά τάβρισκα πο λύ ώραΐα, μόνο πού άνησυχοϋσα λιγάκι γιά τή μικρή Βάν Ζέλντεν. Μέ δσα σάς έχω πει μέχρι τώρα μπορέσατε νά πάρετε μιά Ιδέα γι’ αύτόν τό μετανάστη τόν Σιγκέλα. Νομίζω πώς ή ζωή του δέν είχε γι' αυτόν πολύ περισσότερη άξια άπό όποιονδήποτε άλλον, καί ήμουν σχεδόν σίγουρος πώς άν κατέληγε νά ύποπτευβή πώς ή άστυνομία έπρόκειτο νά τόν πιάση στήν άπόχη της, Θάρχιζε σκοτώνοντας τή Μιράντα καί θά τάβαζε έπειτα μέ'τούς άστυνομικούς. Γι’ αύτό ύπολογίζω σ’ αύτή τήν κομπίνα της έγγυήσεως πού θά μοΰ έπιτρέψη νά ξανάρθω σ’ έπαφή μέ τή συμμορίαέχω τήν Ιδέα πώς ό Σιγκέλα θά πιστέψη δτι θ’ άποχτήσω γένια στή φυλακή, καί νομίζει πώς φαντάζομαι δτι τόσκα· σε άπό αύτή τή χώρα' πρέπει σίγουρα νά λέη μέσα του πώς μόλις βγώ, θά όρμήση πάνω μου καί θά καθαρίσουμε έμεΐς οι δΟό· Περνάω ήσυχα δλη τή μέρα, χωρίς νά κάνω άλλο τί ποτε παρά νά καπνίζω, νά πίνω ούίσκυ καί νά παίζω ντάμες μ’ ένα φύλακα, πού είναι τύπος άνόητος πού μιλάει τό σο παράξενα τ’ άγγλικά πού μοΰ δίνει στά νεύρα, κι έπει τα διαβάζω τις βραδινές έκδόσεις καί βλέπω σ’ αύτές ένα σωρό σαχλαμάρες γιά λογαριασμό μου, πώς πρέπει λέει νά παρουσιαστώ αΰριο μπροστά στό δικαστήριο της Μπάου Στρήτ, κι ένα σωρό άλλες άνοησίες. ’Αλλά στις έφτότμέ περιμένει μιά περίεργη έκπληξη. Ό Σήντρατ έρχεται καί μοΰ άνάγγέλλει πώς κάποιος "Αγ γλος δικηγόρος παρακλήθηκε άπό έναν άπό τούς άλλους φίλους μου ν’ άσχοληθή μ* ,έμένα καί πώς μπήκε κιόλας σέ κίνηση καί πρέπει ναρθή αύριο γιά νά παίξη τή μεγά λη σκηνή γιά νά καταφέρη νά πετύχη τήν άπόλυσή μου,
146
I I ήτερ Τ σ ένεϋ
πληρώνοντας έγγύηση- Λέει πώς οί Αστυνομικοί πού έβα λαν στό νοΟ τους να μέ συλλάβουν καί νά μέ κολλήσουν έδώ δέν ύστεροΰν Από Αναίδεια, γιατί ό Αμερικανικός .φά κελός μου δέν μπορεί νΑ κριθή Από τ’ Αγγλικά δικαστή ρια, καί πώς έπομένως, Αν κάποιος καταθέση τήν έγγύηση γιά μένα, θά είναι υποχρεωμένοι νά μέ Αποφυλακίσουν αύ ριο. Κατά τις δέκα ή ώρα έρχεται ό φύλακας καί μοΰ λέει πώς ένας τύπος μέ ζητάει καί μοΰ δίνει ένα έπισκεπτήριο' τό διαβάζω, καί πάνω ύπάρχει: Άλφόνσος Κράνζ, έκπρόσωπος των κ.κ. Σόουντ-ερς, Σχήμ καί Χύφτεν, δικηγόρων, Πολιτεία Νέας Ύόρκης. Τότε λϊω, έντάζει, θά τόν δω. Μέ ζαναχώνουν βιαστικά σ’ ένα κελί μέ κλειδώνουν, καί λίγο Αργότερα νά πού κατεβαίνει ό λεβέντης ό Κράνζ. Μέ ύφος δόλιο καί πονηρό, δπως τό περίμενα, τό χρυσό μου. Δέ μοΰ χρειάζεται πολλή φαντασία, βλέποντάς τον, γιά νά καταλάβω πώς οί Σόουντερς, Σχήμ καί Χύφτεν, πού είναι μιά φίρμα δικηγόρων στή Νέα ‘Υόρκη δ,τι πιό σκάρτο ύπάρχει, συνεργάζονται μέ τή σπείρα Σιγκέλα κι έτοιμάζονται, αύτή μάλιστα τή στιγμή, νά μοΰ παίζουν ένα έξυπνο παιγνίδι Αν τούς Αφήσω νά ϊνεργήσουν. Ό Κράνζ Αρχίζει νά μοΰ πουλάη ένα σωρό σαλάτες. καί τελικά, Από δλα αύτά βγαίνει πώς έχει λάβει όδηγίες Από τήν κυρία Κόστανς Γκάλερτζιν .—.καί δέν είχα ποτέ μάθει πώς ή Κόνι ήταν παντρεμένη, ούτε πώς λεγόταν Γκάλερτζιν — νά μέ έκπροσωπήση καί νά ένεργήση νά μέ άφήσουν έλεύθερο μέ έγγύηση. Λέω: δλ* αύτά είναι πολύ καλά, Αλλά Ισως δέν έχω κα θόλου δρεζη ν’ Αφεθώ έλεύθέρος μ’ αύτούς τούς δρους. καί τότε ό λεβέντης Αρχίζει νά μοΰ φουρνίζη ένα σωρό σαχλαμάρες πώς τάχα έγινε μιά παρεξήγηση Ανάμεσα στήν κυ ρία Γκάλερτζιν καί σ’ έμένα, Αλλά πώς μπορώ νά τό πιστέ ψω δταν μοΰ λέη δτι στό βάθος αύτό ταχτοποιείται καί πώς Αν θέλω νά -είμαι καλό παιδί καί νά κάνω αύτά πού λένε, ή Κόστανς καί οί φίλοι της — κι έχω τήν Ιδέα πώς πρόκει ται γιά τόν Σιγκέλα — θά μέ φροντίσουν, κι δταν θά μέ βγάλουν, θά είμαστε δλοι φίλοι, καί τά λοιπά καί τά λοιπά. Άφοΰ τόν Αφησα νά μέ παρακαλέση κάμποση ώρα, λέω έντάζει, καί τότε ό τύπος μοΰ Αναγγέλλει πώς θά παρουσιαστη μπροστά στό δικαστή τήν Αλλη μέρα καί πώς θά έχω έναν πολύ καλό δικηγόρο γιά νά μέ ύπερασπίση, πώς ή Κόστανς θά- προσφερθη νά πληρώση τήν έγγύησή μου Αν τό θέλουν καί πώς θά βγή τό Ιδιο βράδυ. "Επειτα φεύγει, κι έγώ Αρχίζω πάλι νά συλλογίζωμαιΠρώτα - πρώτα έχω τή γνώμη πώς είναι εύφυέστατο Από μέρους τής Κόστανς νά φροντίση νά μέ βγάλη Από αύ-
Λυτός ό άνθρωπος είναι επικίνδυνος
147
τή τή φυλακή όπου Εφτυσα αίμα γιά νά μπω, καί νά πλή ρωσή τήν Εγγύηση μου σέ γερό χρήμα, κι όλα αυτά γιά νά μέ καθαρίση δταν περάσω τήν πόρτα, άλλ’ dtv τά ζυγίσω καλά δλα, λέω μέσα μου πώς τά πράγματα μου φαίνονται πολύ πιό μπερδεμένα, κι dtv θέλετε τή γνώμη μου, νομίζω πώς ό Σιγκέλα Εχει κρυφτή κάπου καί πώς ή Κόστανς τά άνέλαβε δλα καί τρώγεται μέ τό τί θά κάνη ό Βίλυ Μπόσκο, dtv υποθέσουμε, δπως τό πιστεύώ, πώς Εχει μάθει κάτι πού δέν πρέπει νά ζέρη, καί πώς αύτό δέν θά είναι καθό λου καλό γιά τή φίρμα Σιγκέλα καί Σία. Πραγματικά, Εφτασα στό συμπέρασμα πώς ή μεγάλη σκη νή τής Κ<όνι στό διαμέρισμά μου τής Τζέρμυν Στρήτ, ήταν άπλούστατα φιάσκο. ’Έφτασα στό συμπέρασμα πώς οΟτε ή Κόνι, οϋτε ό, Σιγκέλα, Εχουν τήν ιϊαραμικρή Επιθυμία νά μέ καθαρίσουν. Είμαι άκόμη πάρα πολύ χρήσιμος. Μέ χρει άζονται γιά κάτι προηγουμένως καί ή κωμωδία των άπειλών πού μοΰ Επαιξε ή Κόνι, ήταν μόνο καί μόνο γιά νά μέ φέρη στήν κατάλληλη ψυχολογική κατάσταση. Είναι ή ώρα Εντεκα καί ρίχνω πασιέντσες μέσα στό γρα φείο τοΰ διευθυντή, δταν ξαφνικά ό Σήντρατ μπαίνη σάν βολίδα καί άναγγέλλει πώς οί άστυνομικοί Επιασαν τόν Βί λυ Μπ<όσκο· Τόν κρατάνε σ’ Ενα άστυνομικό τμήμα, πρός τό μέρος του Χάμπτανς' τόν τσάκισαν σάν ύποπτο καί φωνά ζει νά μοΰ τηλεφωνήσουν στήν Τζέρμυν Στρήτ, προσθέτον τας πώς είναι καλό παιδί, περιοδεύων πλασιέ ή κάτι, τέτοιο άπ’ δπου συμπεραίνω πώς ό Βίλυ Μπόσκο πρέπει νά ήταν τόσο άπασχολημένος μέ τό νά τρέχη στό Λονδίνο πού δέν είδε στις Εφημερίδες πώς κι έμένα μέ είχαν τσιμπήσει καί καλύτερα, γιατί άλλιώς δέν θά τολμούσε νά μέ ζητήση. Νά κάτι πού μοΰ φαίνεται πολύ ίΕνδιαφέρον- Λίγα λεπτά άργότερα ό άρχηγός Επιθεωρητής Χέρικ — πού φαίνεται νά τοΰ κόβη — ό Σήντρατ κι Εγώ, άνεβαίνουμε σ’ Ενα άμάξι τής άστυνομίας καί φεύγουμε γιά τό τμήμα τοΰ Χάμπσταντ. Κατεβαίνουμε άπό τό αύτοκίνητο καί βρίσκουμε Εκεί τόν Βίλυ Μπόσκο, μέσα σ’ Ενα κελί. *0 Βίλυ δέν Εχει καί πο λύ καλή Εμφάνιση. Είναι άξύριστος τρεις ήμέρες καί δί νει τήν Εντύπωση δτι πέρασε τόν περισσότερο καιρό του τρέχοντας άνάμεσα άπό φράχτες, καί πd>oo εύχαριστη μένος είναι πού μέ βλέπει! —"Ω, δκουσε νά δής. ΛέμυΙ, μοΰ κάνει. Αύτά τά πα>Λΐρια λένε πώς είμαι ϋποπτος ή κάτι τέτοιο, κι Εγώ» χέρι, ρω ποΰ θέλουν νά καταλήζουν. Πάντως, δέν άνο^τερα, ά μα μου κι άν θέλης νά μοΰ βρής Ενα δικηγόρ^ω τή Λότι —"Αστα αύτά, Μπόσκο, τοΰ λέω. Ψάχνω μέσα στήν τσέπη μου καί τοΰ δεί^κατευτώ, τότε στή σκάλα. Ά-
148
ΙΙή τ β ρ Toevett
—Είμαι είδικός πράκτορας των υπηρεσιών τής όμοσπονδιακής δικαιοσύνης των 'Ηνωμένων Πολιτειών, ΒΙλυ, λέω, καί είμαι έπιφορτισμένος, μαζί μέ τόν άρχηγό έπιθεωρητη Χέρικ, τής άγγλικής άστυνομίας, νά καταστρέψω τήν σπεί ρα τοϋ Σιγκέλα. Καί τώρα, άκου... Τά μάτια τοϋ Βίλυ βγαίνουν άπό τις κόγχες τους, τό στό μα του άνοίγει όρθάνοιχτο καί σταγόνες Ιδρώτα άρχίζουν νά λάμπουν στό μέτωπό του. —Διάολε, τραυλίζει. Έσύ, Λέμυ Κώσιον, τής Αμέσου Δράσεως; "Ενας μυστικός! θέλω νά μ έ ... —Πολύ ώραΐα, Βίλυ, τοϋ λέω. Καί τώρα θά κουβεντιά σουμε ήσυχα, οί δυό μας. Μπορείς νά μείνης ήσυχος πώς μέσα σέ τρεις ή μέρες θά τά κανονίσουμε ώστε να στριμώζουμε τόν Σιγκέλα·. Στό μεταξύ, δέν φαίνονται καί πολύ ρόδινα τά πράγματα γιά σένα, μικρό μου, I; Γιατί τί θά συμβή ; Μέσα σέ δυό τρεις έβδομάδες θά σέ τσιμπήσουν καί θά σε φέρουν έδώ γιά νά σέ έκδώσουν, αύτό είναι έντελώς σίγουρο. Καί πάλι, ύπό τόν 8ρο πώς ή Αγγλική άστυνομία δέν σέ καταζητεί γιά τά μικροκολπάκια πού πρέπει νάχης κάνει έδώ. »Καί τώρα, Ιχω τήν ιδέα πώς ό έπιθεωρητής Χέρικ θά εί ναι σύμφωνος σ’ αύτό πού θά σοϋ πώ: άν άδειάσης τό σα κούλι σου σάν καλό παιδάκι, θά τά κανονίσω ώστε οί όμοβπονδιακές υπηρεσίες νά ζητήσουν άπό τήν άγγλική άστυνομία νά περάση τό σφουγγάρι σέ 8,τι μπορούν νάχουν έναντίον σου έδώ. θ ά έκδοθής καί θά δικαστής άπό ένα όμοσπονδιακό δικαστήριο γιά συνενοχή σέ μιά άπόπειρα άπαγωγής- Στέλνω έγώ μιά είδική άναφορά πώς ^πρόαφερες ύπηρεσίες στήν έζόντωση τής συμμορίας Σιγκέλα, καί τότε, άν καθίσης ήσυχος, θά κάνω 8,τι πρέπει γιά νά γλυτώσης μέ δυό τρία χρονάκια. ’Αλλιώς μικρό μου, έχω μέ τί νά βάλω νά -σέ ψήσουν. Λοιπόν, θά τό άνοιξης; Ό Βίλυ δέν άργεΐ. —Καλά, νά. ... λέει. ’Εσύ, μυστικός! Τέλος πάντων, θά σοΰ τά πώ 8λα, Λέμυ. —Καλά, τοϋ κάνω. “Ακουσέ με. Πρώτα - πρώτα, θέλω νά μάθω τί σάς συνέβη κεΐ κάτω, στό Μπάντερς ”Εντ, κι έπει τα θά μοϋ διηγηθής πώς καθάρισαν τή Λότι. —θ ά στό πώ μοϋ άπαντάει. Ή Λότι κι έγώ πήγαμε κεΐ, ,τό Σάββατο τό βράδυ. Είχαμε πάρει τό μυδράλιο μαζί μας θά εΛστό άμάξι. Φτάσαμε στή βίλα κατά τις έντεκα ή ώρα. πώς ή ι. τέσσερα τελευταία χιλιόμετρα τά κάναμε μέ σβημου άν τό «.-νάρια καί λίγο πριν φτάσουμε, πήραμε τά χωφεύγει, κι έγω>τάσουμε' άπό τό πίσω μέρος, ώστε νά μή μάς Πρώτα - πμάραμε τό άμάζι έζω, πλάι στό άλλο, κι έάπό μέρους τής Κ-ό σπίτι. Βλέπουμε δλο τόν κόσμο έκεΐ.
Λι’ιτός ό ανΑρωπο; είναι ίπικίνδιηο;
149
Περνάει μιά στιγμή, ώσπου νά πιοΰμε ένα ποτήρι, καί τά μεσάνυχτα παρά τέταρτο ό Μέρις μάς λέει πώς είναι και ρός νά τοϋ δίνη γιά νά πάη νά σέ βρή δπως είχε συμφωνηθή. Φεύγει λοιπόν. Στή μία παρά τέταρτο ζανα γυρίζει καί μάς λέει πώς σέ είδε καί πώς πρέπει οι συνάδελφοι νά πάνε μαζί ίου νά στηθούν στό βάθος τοΟ μικρού δάσους πού είναι πίσω άπό τό σπίτι, ώστε δλα νά είναι έτοιμα δταν τούς χρειαστής. »Βέβαια, δλα αύτά ήταν φιάσκο* μάς τήν είχαν φέρει, άπλούστατα, άλλά φαινόταν νά είναι έντάζει, άφοΰ έτσι είχε προβλεφθή. Ή Λότι κι έγ,ώ, πάμε νά τούς Ακολουθήσουμε άλλά ό Μέρις λέει δχι, πώς είπες δτι αύτή κι έγώ θά μεί νουμε πίσω καί οί δυό μας άκόμη ένα τέταρτο τής ώρας μέσα στή βίλα κι έπειτα νά βάλουμε τ’ αύτοκίνητα μπρο στά γιά νά ζεσταθούν οί μηχανές γιά νά είναι έτοιμες ό ταν τά χρειαστούμε· "Ετσι μένουμε έκεΐ. ^Περιμένουμε ένα τέταρτο της ώρας, έπειτα βγαίνουμε καί βάζουμε τ’ αύτοκίνητα μπροστά, άλλά νά πού ή Λότι λέει μέσα της πώς κάτι ύποπτο υπάρχει έδώ. γιατί προσέ χει πώς οί άλλοι δέν πήραν τό μυδράλιο, τά περίστροφα πού είχαν Αφήσει γι’ Ανταλλαγή μέσα στις θήκες πού έχουν οί πόρτες, ούτε τις χειρομβοβίδες. Ή Λότι μοΟ λέει πώς προαισθάνεται δτι τά πράγματα δέν πάνε καλά άπό τήν πλευρά τοΟ σπιτιού. Φεύγει. Έγώ, μένω έκεΐ, γιά λίγο, άλ λά ή Λότι δέν ζαναγυρίζει, καί δέν μπορώ νά φανταστώ τί συνέβη. *"Ολα αύτά μοΟ φαίνονται λίγο ϋποπτα, τότε παίρ νω τό μυδράλιο στό Αμάξι καί τρέχω μέσα άπό τά χωρά φια, μένοντας στό σκοτάδι, μέχρι πού φτάνω στό χάλασμα τοϋ τοίχου. Δέν βλέπω ίχνος άπό τή Λότι ούτε άπό κανέναν άλλον· τότε Αρχίζω νά προχωρώ προσεχτικά μέσα στό μικρό δάσος πίσω άπό τό σπίτι, κι Ακριβώς καθώς φτάνω κοντά στούς θάμνους, παίρνει τό μάτι μου τή Λότι πού κρύβεται πίσω άπό μιά συστάδα. Τό πίσω μέρος τού σπιτιού είναι βυ θισμένο στό σκοτάδι, έκτός άπό ένα δωμάτιο στό δεύτερο δπου ύπάρχει φώς, μέ τό παράθυρο Ανοιχτό. Καταγής πλάι στό δεξιό τοίχο, βλέπουμε μιά μακρυά σκάλα, τότε ή Λότι κι έγώ στηρίζουμε αύτή τή σκάλα στό παράθυρο χωρίς νά κάνουμε θόρυβο. Ή Λότι μοΰ παίρνει τό μυδράλιο άπό τά χέρια καί μοΰ λέει νά περιμένω, πώς πάει νά δή λιγάκι τί συμβαίνει. Σκαρφαλώνει στή σκάλα καί τή βλέπω νά γλιστράη στό άνοιγμα τού παραθύρου μέ τό δπλο στό χέρι. ’Έπειτα, μπαίνει στό δωμάτιο. "Ενα λεπτό Αργότερα, Α κούω έναν πυροβολισμό, μόνο έναν, έπειτα Ακούω τή Λότι νά ρίχνη κάπου μιά ντουζίνα. »Λέω μέσα μου πώς πρέπει ωστόσο ν’ Ανακατευτώ, τότε βγάζω τό περίστροφό μου καί Ανεβαίνω στή σκάλα. Ά-
150
11ήτερ T οένκϋ
κριβώς τή στιγμή πού φτάνω στήν κορφή, βλέπω τή Λότι στό παράθυρο. Εΐναι άσχημα χτυπημένη, γιατί δλο τό μπρο στινό μέρος της μπλούζας της εΐναι αίμα, άλλά κρατάει πάντα τό μυδράλιο, καθώς καί μιά χοντρή δερμάτινη τσάν τα. Μοΰ τήν πετάει, καί μου λέει: «Βίλυ, πιάσ’ την». "Επει τα γυρίζει άπό τό άλλο μέρος, ρίχνει Εναν άλλο καταιγι σμό άπό σφαίρες, Επειτα άκούγονται άκόμη μερικοί σπορα δικοί πυροβολισμοί καί άκούω τή Λότι νά κάνη κάτι σάν γδούπο. Σκέφτομαι πώς δέν Εχω πιά πολλά πράγματα νά βρω έκεΐ. Κατεβαίνω τή σκάλα όλοταχώς, διασχίζω τό δά σος. φτάνω στήν τρύπα τοϋ τοίχου άλλά φοβάμαι νά ξαναγυρίσω στή βίλα γιά νά πάρω Ενα άπό τ’ άμάζια, γιατί Εχω. τήν Ιδέα πώς ό Μέρις καί οι ύπόλοιποι μάς Εχουν προδώαει, τότε κόβω δεξιά καί τό βάζω στά πόδια μέσα άπό τά χωράφια πρός τήν κατεύθυνση. τού Λονδίνου. Λίγη dipu άργότερα, σταματάω καί νά, άπόψε, οί άστυνομικοί μέ τσάκωσοτν! —Καλά, Βίλυ, τοϋ λέω, άλλά αύτά δλα δέν μου Εζηγοϋν Ενα σωρό πράγματα. Ξέρεις τ( είχε μέσα ή τσάντα πού Εχεις καί ποΰ βρίσκεται; —Κάτω άπό τις σανίδες τοϋ πατώματος στό δωματιάκι πού Εχω κοντά στό Κίγκ Κρός, λέει, οι άστυνομικοί ούτε κάν τόψαζαν. —Τί ύπηρχε μέσα, Βίλυ; ρωτάωΛέει σαρκαστικά: —“Ενα σωρό κόλπα λέει, είμαι βέβαιος πώς θά ύπάρχουν άρκετά μέσα σ’ αύτή τήν τσάντα γιά νά στείλουν τόν Σ ιγκέλα καί τήν παρέα του πάνω άπό διακόσιες φορές τόν- κα θένα νά ψηθοΰν στήν ήλεκτρική καρέκλα. —Πάει καλά, Βίλυ, λέω, μείνε ήσυχος καί ίσως φροντί σω γιά σένα, δπως σοΰ είπα. Ό Χέρικ, ό Σήντρατ κι έγώ, άνεβαίνουμε πάλι στό άμάζι καί φεύγουμε γιά τό Μπρίξτον. Είμαστε άρκετά Ικα νοποιημένοι άπό τόν έαυτό μας. "Ολα μοΰ φαίνονται καθα ρά τώρα. Ξέρω γιατί ή Κόστανς Επιμένει τόσο νά μέ άποφυλακίση. Ξέρω γιατί θέλει νά καθαρίσω τόν Μπόσκο· Εν νοεί νά ζαναπάρη αύτά τά ντοκουμέντα. Λοιπόν, δλα μοϋ φαίνεται πώς ταχτοποιοϋνται δχι καί άσχημα. "Εχω τήν Εν τύπωση πώς ό Σιγκέλα, ή Μιράντα καί δλη ή παρέα Εχουν άποτραβηχτη στή δασώδη Εκταση, δσο ή Κόνι μένει έδώ γιά νά προσπαθήση νά ζαναπάρη τά χαρτιά. Κατά τή γνώμη μου, τό σχέδιό τους είναι νά μέ κάνουν νά βγώ, ναρθη νά μέ βρή ό Βίλυ Μπόσκο, γιατί καθώς δέν ξέρουν πώς είμαι άστυνομικός, νομίζει πώς εΐμάι ό μόνος
Λυτός ό άνβρυιπος είναι Επικίνδυνος
151
φίλο πού τοϋ μένει. Ή Κόνι ξέρει δτι Λ Μπόσκο θά μοϋ δώση τά χαρτιά, γιατί Ιχει τή γνώμη πώς αύτό θά μοϋ έπιτρέψη νά κλείσω μιά συμφωνία γι' αύτόν καί γιά μένα.
σ α λ ά τες Ό Χέρικ, ό Σήντρατ κι έγώ άποχαιρετάμε μέ συγκίνηση τόν Βίλυ Μπόσκο, πού, γιά τήν ώρα, δέν ξέρει πιά πολύ καλά dtv τό κεφάλι του είναι στΐ| θέση του η άνάποδα ’Ανεβαίνουμε πάλι στό άμάξι καί κατευθυνόμαστε προς τήν διεύθυνση τοϋ ΚΙγκ Κρός πού μας εΐπε ό Μπόσκο. Πρό κειται γιά Ενα Επιπλωμένο δωμάτιο στό βάθος ένός μικρού δρόμου πίσω άπό τό σταθμό τοϋ ΚΙγκ Κρός, καί πιστέψτε με dtv θέλετε, άλλά έκεΐ, κάτω άπό τΙς σανίδες τοϋ πατώ ματος, βρίσκουμε τή δερμάτινη τσάντα. Ρίχνουμε μιά βιαστική ματιά σ' δλα τά χαρτιά πού ύπάρχουν έκεΐ μέσα, καί σχηματίζω άμέσως τήν έντύπωση πώς ό Βίλυ ήταν κάπως ύπερβολικός δταν ισχυριζόταν πώς αύτά πού είχε μέσα μπορούσαν νά στείλουν τή συμ μορία τού. Σιγκέλα στήν ηλεκτρική καρέκλα, γιατί κατα λαβαίνω πώς τά περισσότερα άπ’ αύτά τά χαρτιά πρέπει νά είναι γραμμένα σέ κώδικα, ή κάτι άλλο. ’Εκτός άπ’ αύτό υπάρχουν έκεΐ μέσα Ενα σωρό μετεω ρολογικά στοιχεία, μέ Ενδείξεις γιά τήν κατεύθυνση των άνέμων, τό κόλπο πού χρησιμοποιούν γιά τήν άεροπορία, κι άκόμη χάρτες δρομολογίων άέρος γιά νυχτερινές πτή σεις. ΟΙ μετεωρολογικές προβλέψεις άφοροΰν τήν έρχομένη Εβδομάδα, κι Εχω τήν ιδέα πώς ό Σιγκέλα, δπως τό φανταζιόμουν, δέν Εχει καβόλου σκοπό νά πάρη πλοίο, άλ λά θά μεταψέρη τή Μιράντα, ή Εχει σκοπό νά τή μεταφέρη, μέ άεροπλάνο. ‘Ο Χέρικ μοΰ λέει πώς τό γεγονός δτι αύτά τά Εγγραφα ι Ιναι γραμμένα μέ κωδικούς δέν πρέπει· νά μάς στενόχωρη καθόλου, γιατί στή Σκότλαντ Γυάρντ ύπάρχουν άνθρωποι Ικανοί νά τ’ άποκρυπτογραφήσουν· σ’ Ελάχιστο χρόνο· Ετσι, φεύγουμε δσο μπορούμε πιό γρήγορα γιά κεΐ, καί δίνει τά χαρτιά στήν υπηρεσία πού θ’ άναλάβη αύτή τή δου λειά.
152
ΙΙ ή τ ε ρ Τσένεϋ
’Ενώ βρισκόμαστε έκεΐ, Αναγγέλλω στόν Λάρυ Μάκ Φήν πώς σκότωσαν τόν Αδελφό του καί τόσο Αναιστατώνεται πού θέλει νά φύγη Αμέσως γιά νά πΑη νά καθαρίση έναν δυό Απ’ αύτούς. Του λέω νά μή στενοχωριέται καί πολύ σύντο μα ΘΑχουμε καθαρίσει θλους αύτούς τούς λεβέντες, κι ΰπως τόύς πρέπει. Συγχρόνως δεχόμαστε ένδιαφέρουσες Α ναφορές Από τόν Αστυνομικό διευθυντή, πού μόλις πήρε έ να τηλεγράφημα Από τή Νέα Ύόρκη. Σύμφωνα μ’ αύτό τό τηλεγράφημα, ό Σιγκέλα προχωρεί τό κόλπο δπως εί χε προβλεφθή. Φαίνεται πώς έβαλε νά πλησιάσουν τό γέ ρο - Βάν Ζέλντεν γιά τό θέμα των λύτρων μέ δέν ξέρω ποιόν τύπο τής Νέας Ύόρκης, Από τό Σάββατο τό πρωί κιόλας, κι αύτό Αποδείχνει πώς δέν είχα πέσει. £ξω δταν μού πέρασε ή Ιδέα πώς αύτό τό κάθαρμα ό Μέρις είχε πουλήσει τή Λότι, Αργά τήν Παρασκευή τό βράδυ, μιά ώρα περίπου μετά τή συνάντησή μας στό ξενοδοχείο «Παρκσάιντ». Τό Αϊτόκρυπτογ ραφή μένο μήνυμα δίνει τα παρα κάτω: ' Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών. Δικαιοσύνη U.S.A. Πρός τόν εκπρόσωπο τον 'Ομοσπονδιακόν Γραφείου παρά τή ’Αμερικανική Πρεσβεία Λονδίνου, ’Αγγλία στόπ. Ειδο ποιήστε Κώσιον καί αγγλικήν υπηρεσίαν, Γκοΰσταβ Βάν Ζέλτεν' έλαβε τηλεφώνημα κόρη τον Μιράντα άπήχθη, λύτρα τρία έκατομμύρια δολλάρια πληρωτέα 'Ολλανδικήν Τράπε ζαν Ρότερνταμ, προθεσμία δέκα ήμερων, σέ χαρτονομίσματα διεθνή ανταλλάξιμα παντού, fiv δέν έπιτευχθή άμεσος τηλεφιονική συμφωνία μέσω αγνώστου Νέας 'Τόρκης ένα δόντι θύματος θ’ άποστέλλεται κάθε μέρα μέ συστημένο αεροπορι κό δέμα μέχρι λήψεως αποδοχής. Κάθε απόπειρα αστυνομι κής έπεμβάσεως προκαλέσει βασανισμον θύματος στόπ. Π ροθεσμία αποδοχής δριον καί λήψεως μέτρων καταθέσεως λύ τρων έχπνέει σέ τέσσερις ήμέρες, στόπ. "Εχετε τέσσερις ή μερες έπιχειρήσετε διάσωση θύματος, άλλως Βάν Ζέλντεν έπμιένει πληρώση λύτρα, στόπ. Ά ρνεϊται δώση πίστη διαβεβαιιόσεοις υπηρεσιών μας δτι θύμα δολοφονηθη οπωσδήποτε. ’Επί προηγοτ^ιένης άναφοράς σας ’Αρχεία 'Τπηρεσιών ταυ τίζουν Κόνστανς μέ κυρίαν Κόνστανς Γκάλερτζι, πρώην σύζνγο γκάγκστερ Ιταλικής μαφίας Π άτρικ Γκάλερτζι, νυν σύ ζυγον Γιόνι Μάλας τής συμμορίας Σιγκέλα, στόπ. Τήν κατα ζητούν γιά έγκλημα καί άπόδρααη δύο Πολιτείες, στόπ. Δι ευθυντής ’Ομοσπονδιακού Γραφείου ’Ερευνών παρά Κυβερ νήσει Η .Π .Α . στέλνει ευχαριστίες γιά συνεργασία βρεταννικής άστυνομίας, στόπ. Παράκλησις πληροφορήσετε Κόισιον ’Ομοσπονδιακού Γραφείου, τού στέλνει καλύτερες ευχές έπιτυχίαν, στόπ.
Α υτός 6 άνθρωπος είναι έπιχίνΑ υνυ;
lf»S
Γιά τήν ώρα, είμαστε δλοι άρκετά ξεθεωμένοι, έτσι ό Χέρικ, ό Σήντρατ, ό Μάκ Φήν κι έγώ Επιστρέφουμε στό Μπρίξτον καί δίνουμε Ενα μάθημα πόκερ στόν Χέρικ- Αύτό τό παιδί φανταζόταν πώς ήξερε νά πα(ζη πρωτύτερα, τΙ τοϋ κάνουμε! "Επειτα, ρίχνω άκόμη μιά γουλιά άπό τό ούίσκυ τοΟ Σήντρατ στό λαιμό μου, καί πάω νά πλα γιάσω. Τό άλλο πρωί, ή μικρή κωμωδία άρχίζει. ΣτΙς όχτώ ή ώρα, ό Σήντρατ καί ό Λάρυ Μάκ Φήν Ερχονται ξαναμμέ νοι μέ τήν άποκρυπτογράφηση των χαρτιών τοϋ Σιγκέλα πού Εχουν κάνει οι σχετικές υπηρεσίες. Καί βρέθηκε στ’ άλήθεια σπουδαίο ύλικό- 'Υπήρχαν έκεΐ μέσα τά Ανόματα σχεδόν όλων των ύποταχτικών τοϋ Σιγκέλα σέ τρεις χώ ρες, καί σύμφωνα μέ τά . δελτία τών σταθμών γιά νυχτερι νές μεταφορές, διαπιστώνω πώς ό Σιγκέλα Εχει δυό τρία άεροπλάνα πού δουλεύουν γιά λογαριασμό του μεταξύ της 'Αγγλίας, τής Γαλλίας καί τής Ιταλίας, πράγμα πού έξηγεΐ αύτές τίς μυστηριώδεις Ιστορίες νυχτερινών άεροπλάνων πού είχαν γεμίσει τΙς στήλες τών Εφημερίδων πριν Ενα χρόνο, όταν Ενα σωρό άνθρωποι είχαν άκούσει τή νύ χτα κατά διαστήματα θορύβους άπό μηχοαΈς άεροπλάνων, πού κανείς δέν ήξερε άπό ποϋ Ερχονταν καί πού πήγαιναν. "Οσο γιά τήν ύπόθεση Ριμπού, αύτή τή μικρή Γαλλίδα πού είχε έξαψανιστή, μοϋ φαίνεται πώς είχε άπαχθή μέ άεροπλάνο, είχε μεταφερθή στή Γερμανία, κι άπό κεϊ είχε μπαρ κάρει γιά τίς 'Ηνωμένες Πολιτείες. Ό Σιγκέλα Εκανε μιά γκάφα, τή μνημειώδη γκάφα πού κάθε γκάγκστερ καταλήγει νά κάνη, όταν άρχίζη ν* άνεβαίνη. Χρειάστηκε νά πάη νά τά κάνη δλα αύτά γραπτά. Σχεδόν δλα τά κιχθάρματα πού τσίμπησε τό 'Ομοσπονδια κό Γραφείο κατά τά τελευταία δυό χρόνια, τήν Επαθαν ή άπό τίς οίκανομικές ύπηρεσίες, ή άπό τούς Ελεγκτές τής Εφορίας. "Οταν δέν πρόκειται παρά γιά Ενα μικρό κομπιναδόρο, αύτό δέν λογαριάζεται. Δέν Εχει νά σπάη τό κεφάλι του νά κρατάη βιβλία, άλλά μόλις άρχίζη νά πλουτίζη, τόν πιάνει ή Επιθυμία νά ξέρη άπό ποϋ προέρχεται τό παραδάκι καί ποϋ πηγαίνει. Οί γκάγκστερς οίκων άνοχής κάνουν τόσο χρυσές δουλειές πού Εχουν άνάγκη νά προσλαμβάνουν λο γιστές. Αύτοί οί λεβέντες κάνουν άναφορές, καί μόλις υ πάρξουν χαρτιά ύπάρχουν Ιστορίες γιατί στό τέλος κά ποιος καταλήγει πάντα νά τούς προδώση, ή νά τά βάλη στό χέρι μέ τόν ενα ή τόν άλλο τρόπο, άκριβώς δπως τό Εκανε ό Μπόσκο"Ενα μόνο πράγμα δέν ύπάρχει μέσα σ’ αύτά τά ντο κουμέντα, κι αύτό είναι, ποϋ βρίσκονται ό Σιγκέλα καί
1.Γ»4
Ι Ι ή τ ϊ ρ Τ α ένεϋ
ή Μιράντα αύτή τή στιγμή, κι Εχω τήν Εντύπωση πώς και ρός θά ήταν νά τό άνακαλύψω γιατί ξέρω καλά αύτό τό μετανάστη, κι άν λέη πώς θά στέλνη Ενα δόντι της Μι ράντας στό γέρο της κάθε μέρα άν δέν του στέλνουν τά λύτρα, μπορείτε νά είστε ήσυχος πώς θά τό κάνη, καί Ι σως μάλιστα νά προσθέση σ’ αύτό κι Ενα δυό δάχτυλα γιά νά πλειοδοτήση. Σάς Εχω πεί ήδη πώς ό λεβέντης ό Σιγκέλα είχε βάλει νά καρφώσουν Εναν τύπο σ’ Ενα δέντρο, στό Τολέδο. "Ενας άπό τούς πράκτορές μου πού βρισκόταν Εκεί γιά δουλειά, μοΰ διηγήθηκε πώς αύτό τό κάθαρμα είχε μείνει έκεϊ μέ χρι τήν τελευταία στιγμή, μόνο καί μόνο γιά νά δή τόν τύπο νά πεθαίνηΞέρω βέβαια πώς ή Μιράντα χρειάζεται Ενα καλό μά θημα γιά νά μάθη νά μήν τραβολογιέται μ’ αύτούς τούς παλιανθρώπους καί νά γυρίζη ό θεός ξέρει ποΰ, Ετσι μικρή πού είναι, άλλά νομίζω πώς αύτή τήν ώρα τόχει πάρει, καί ή ιδέα πώς τά όμορφα άσπρα δοντάκια της θά μπορούσε νά της τά ξερριζώση κάποιος κακοποιός, σάν τόν Γιόνι Μάλας, δέν μού λέει τίποτε καλό, καί μάλιστα βασανίζο μαι λιγάκι δταν άναρωτιέμαι τί νά της συνέβη μέχρι τώ ρα. ’Αλλά Εχω ήδη μιάν άόριστη Ιδέα γιά τόν τρόπο πού θά μπορέση νά τά βγάλη πέρα σ’ αύτή τήν κομπίνα, πα ρόλο πού, ώστόσο, Εχω μερικές Επιφυλάξεις, γιατί σκέ φτομαι πώς αύτό δέν θά είναι Ισως πολύ ώφέλιμο γιά τήν ΰγεία μου. Καθισμένος Εκεί μέσα στό γραφείο του διευθυντή της φυλακής τού Μπρίξτον, μέ τά χαρτιά τού Σιγκέλα μπρο στά μου, φέρνω στό μυαλό μου τή μαρμάρινη πλάκα πού είναι Εντοιχισμένη στόν τοίχο του μεγάλου χώλ τής είσόδου τού 'Ομοσπονδιακού Γραφείου ’Ερευνών στήν Ούάσιγκτον. "Υπάρχει Ενας μακρύς κατάλογος μέ όνόματα πάνω σ’ αύτή τήν πλάκα· είναι τά όνόματα των είδικών πρακτόρων τού Γραφείου ’Ερευνών πού σκοτώθηκαν σέ διατεταγμένη ύπηρεσία, κι Εχω θάλεγε κανείς τήν Εντύπωση, πώς βλέπω τ’ δνομά μου στό κάτω μέρος τού καταλόγου, κι αύτό δέν μέ διασκεδάζει καθόλου, γιατί παρόλο πού παρά τρίχα νά μέ καθαρίσουν δέν ξέρω πόσες φορές, αύτό Εγινε πάν τα γιά κάτι πού άξιζε τόν κόπο' Ενώ ή Ιδέα νά πάω νά τήν πάθω άπλώς γιατί άρέσει σ’ αύτή τή μικρή ξεμυαλι σμένη τή Μιράντα πού άλητεύη δεξιά καί άριστερά — καί νά ζαχαρώνη μ’ Ενα σωρό γκάγκστερς καί γενικά νά φέρ νεται σάν σωστή πόρνη, Ε, αύτό δέν μού δίνει κι Εξαιρετι κή εύχαρίστηση, ή έν πάση περιπτώσει, δχι τόση ώστε αύ τό νά φαίνεται. Πάντως, ξεφορτώνομαι αύτή τήν Εγνια χάρη σέ μιά γεν·
Α υτός 6 άνδρωπος είνα ι έποανδυνος
156
ναία δόση άπό τό ούΐσκυ τοϋ Σήντρατ, κι Επειτα dnt’ αυ τό ό κόσμος παίρνει μιάν δψη πολύ πιό εύχάριστη. Κατε βάζω Ενα καλό πρόγευμα, κι Επειτα παίζω τήν κωμωδία μου. “Ενας τόπος μου περνάει Ενα ζευγάρι χειροπέδες, μέ χώνουν σέ μιά κλούβα καί μέ μεταφέρουν στή Μπάου Στρήτ. Μέ κατεβάζουν στό υπόγειο, κι έκεΐ, Ενας άστυνσμικός Ερχεται κοντά μου, μέ πιάνει άπό τό μπράτσο, μέ όδηγεΐ έκεΐ πάνω καί μέ περνάει στό έδώλιο τοΰ κατη γορουμένου. 'Υπάρχει πολύς κόσμος μέσα στήν αίθουσα τοΰ δικαστη ρίου, γιατί οί Λονδρέζοι μοΰ φαίνονται πολύ περίεργοι νά δοΰν τό μοΰτρο αΰτοϋ τοϋ ληστή, πού γι’ αύτόν τούς Ε φαγαν τ’ άφτιά οί Εφημερίδες. Στόν πάγκο των μαρτύρων διακρίνω τόν Χέρικ, τόν Σήντ,ρατ καά τόν Λάρυ Μάκ Φήν πού δλοι τους παίρνούν ΰφος σοβαρό. Παίρνει Επίσης τό μάτι μου τόν νομικό σύμβουλο της πρεσβείας, πού κάθεται πλάι τους. Κοιτάζω δλους αύτούς τούς λεβέντες μέ ΰφος περιφρονητικό, Ακριβώς δπως καί οί γκάγκστερς στόν κινημοτΓογράφο, μονάχα πού 6έν φτύνωΤότε ή συνεδρίαση άρχίζει. “Ενας τύπος σηκώνεται καί άρχίζει Εναν Εξάψαλμο Εναντίον μου δτι τάχα είμαι περί που ό πιό άπίθανος τύπος πού τούς Ετυχε ποτέ. “Οταν τελειώνη, δλος ό κόσμος φαντάζεται πώς Εγώ είμαι πού Ε μαθα τήν τέχνη του στόν “Αλ Καπόνε, καί μέσα στό δικα στήριο οί άνθρωποι άλληλοκοιτάζονται κι Αναρωτιούνται άν θά τούς βγάλω Ενα μυδράλιο άπό τήν τρύπα τοΰ άφτιοΰ. Ό δικαστής δέν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ άκούη. μέ τό κεφάλι σκυμμένο μπροστά, καθισμένος λιγάκι μπρο στά στήν πολυθρόνα του, Αλλά δλα είναι ήσυχα καί ήρε μα, οί άνθρωποι δέν πετανε σαχλαμάρες οΰτε σχόλια, δ πως συμβαίνει στις 'Ηνωμένες Πολιτείες, καί δέν χρειά ζονται χτυπήματα στήν Εδρα μέ τό σφυράκι γιά ν’ Αποκατασταθή ή τάξη; Τελικά, ό τύπος ξανακάθεται καί οί δυό μάγκες πού μ' Επιασαν στήν Τζέρμυν Στρήτ Ερχονται νά καταθέσουν καί νά διηγηθοΰν πώς είχα μαζί μου Ενα περίστροφο τή στιγ μή πού μέ συνέλαβαν. “Επειτα άπ’ αυτό, Ενας άλλος τύ πος πού δέν είναι καθόλου άσχημος, Εξάλλου, καί πού εί ναι γύρω στά σαρανταπέντε καί κάθεται πλάι στόν Κάνζ, πού δουλεύει γιά τήν Κόνι, σηκώνεται, καί πρέπει νά πω πώς ό τύπος βάζει τά δυνατά του γιά νά μέ βγάλη λάδι. Λέει πρώτα - πρώτα πώς τά δεκαπέντε χιλιάρικα πού άλλαξα στήν Τράπεζα, τ’ άλλαξα Εντελώς φανερά καί πώς άν ήξερα πώς αύτά τά λεφτά ήταν κλεμμένα, δέν θά είχα πάει νά τ’ άλλάξω σέ μιά Τράπεζα. Λέει Επίσης πώς δέν είμαι καθόλου γκάγκστερ, πώς είμαι θύμα τών περιστά-
1όβ
11fjteρ T οένκϋ
οεων καί πώς παρόλο πού τά φαινόμενα είναι έναντίον μου, είμαι Ενας Επιχειρηματίας πολύ γνωστός τού Κάνσας Σίτυ. Πώς βρίσκομαι Εδώ γιά λόγους ύγείας καί πώς τό γεγονός δτι κουβαλάω Ενα περίστροφο δέν σημαίνει τίπο τα, γιατί δλος ό κόσμος μπόρεσε νά διαβάση στίς έφημερίδες πώς αύτό ήταν πράγμα συνηθισμένο στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Λένε άκόμα, πώς παρόλο πού δέν τήν έχω πά νω μου, μοϋ Εχουν δώσει μιαν άδεια όπλοφορίας στήν ’Α μερική, Εξαιτίας των άπειλών πού μοϋ Εκαναν έκεΐ κάτω. "Επειτα προσθέτει πώς δέν Εχω καμιάν άντίρρηση γιά τήν Εκδοση, καί άφήνει νά Εννοηθή πώς ή μόνη μου σκέψη εί ναι νί_έ_πιστρέψω στίς Ηνωμένες Πολιτείες γιά ν’ άντικρούσω τίςΚατηγορίες πού μοϋ άποδίδονταί· Ό δικαστής Εξακολουθεί νά κουνάη τό κεφάλι μέ ύφος σοβαρό, κι άν λάβουμε ύπόψη πώς δλη αύτή ή Ιστορία εί ναι φιάσκο, είμαι της γνώμης πώς παίζει τέλεια τό ρόλο του. Ό τύπος πού κρατάει τό πτυελοδοχείο λέει Επειτα πώς δέν ύπάρχει λόγος νά μήν Εφαρμοστούν σ’ Εμένα οί κανονικές διατυπώσεις έκδόσεως, άλλά δτι θάπρεπε νά μοϋ άφήσουν πέντε Εξη μέρες γιά νά τελειώσω τίς δουλειές μου σ' αύτή τή χώρα, καί πώς φίλοι μου είναι Ετοιμοι νά κα ταθέσουν μιά λογική Εγγύηση &ν τό άπαιτήσουν, καί πώς στό διάστημα αύτης της περιόδου πού θά είμαι ύπό Εκδο ση, δέν Εχω καμιάν άντίρρηση νά δίνω παρόν κάθε μέρα στήν άστυνομία. Ό δικαστής ρωτάει τότε τόν Χέρικ άν Εχη καμιάν άντίρρηση νά μέ άφήσουν Ελεύθερο μέ Εγγύηση, καί ό Χέ ρικ άπαντάει πώς δέν βλέπει καμιάν άντίρρηση, ύπό τόν δρο νά όρισθη Ενα ποσόν άρκετά υψηλό. Ό δικαστής λέει τότε πώς δέχεται τήν άπόλυσή μου άν κατατεθούν δυό Εγγυήσεις 5-000 λιρών ’Αγγλίας ή καθεμιά, καί τότε ό φίλος ό Κράνζ σηκώνεται σάν διάβολος μ* Ελατήριο καί λέει πώς αύτό θά γίνη άμέσως. "Ολα αύτά φαίνεται νά κολλάνε, άλλά νά τώρα ό Χέ ρικ πού σηκώνεται γι’ άλλη μιά φορά κι Επισύρει τήν προ σοχή τοΰ δικαστή σέ μιά δεύτερη παράβασή μου, κι αύτή είναι, τό δτι είχα στήν κατοχή μου Ενα αύτόματο Λοϋγκερ, χωρίς άδεια, Αύτό είναι πολύ πετυχημένο άπό μέρους τοϋ Χέρικ, γιατί δίνει Εναν άέρα αύθεντικό σ’ δλα αύτά’ λένε άκόμη Ενα σωρό παλάβρες σχετικά μ’ αύτό τό περίστροφο, καί στό τέλος καταδικάζομαι σ’ Ενα πρόστιμο σαράντα σελι* νιών καί στήν κατάσχεση τοΰ όπλου μου. "Επειτα μέ βγάζουν άπό τό Εδώλιο γιά νά μέ μεταφέ ρουν σ’ Ενα γραφείο όπου υπάρχουν Ενα σωρό χαρτιά καί κόλπα γιά νά ύπογράψω καί μετά άπό μιά στιγμή 6 Χέ·
Α υ τό ς ό άνΑραιπος είναι επικίνδυνος
157
ρικ έρχεται πρός τό μέρος μου, μέ ϋφος πολύ σοβαρό, καί μοΰ άνκιγγέλλει πώς θά πρέπει νά παρουσιάζωμαι κάθε βράδυ στό Κάνον Ρόου, καί πώς άν δέν τό κάνω αύτό καί δέν κάθωμαι φρόνιμος, τότε θά μοΟ τσιμπήσουν τις δέκα χιλιάδες λίρες καί θά μέ τσιμπήσουν κι έμένα, καί τότε θά βρεθώ σέ πολύ δύσκολη θέση. Λέω «εύχαριστώ πολύ» καί βγαίνω έξω. Στό κάτω μέ ρος τής Εξωτερικής σκάλας τοΰ δικαστηρίου βλέπω τό α μάξι τής Κόνι, μέ τήν Κόνι μέσα. Μοΰ κάνει νόημα άπά τό παραθυράκι τής πόρτας καί μοΰ χαμογελάει. Πλησιάζω. —Λοιπόν, Λέμυ, κάνει, έλα, άνέβα. Πρέπει νά πώ πώς μάς πότισες φαρμάκια, άλλά μή φανταστής πώς θά μάς γλυτώσης. Βάζω τά γέλια. —Πάντως σάς κόστισε δέκα χιλιάρικα γιά νά μέ βγάλε τε, μιικρή μου Κόνι, τής λέω, καί γιά τήν ώρα διψάω. Κι έπειτα δέν Εχω δεκάρα, γιατί αύτά τά παλικάρια μοΰ πή ραν δ,τι είχα πάνω μου καί θά μοΰ τά δώσουν μόνο αΰριο. —Πάει καλά, Λέμυ, λέει ή Κόνι, θά φροντίσουμε έμεΐς γιά σένα. Στό μεταξύ, είναι προτιμότερο νά φύγουμε άπό δω. Ξεκινάει καί μέ πηγαίνει σ’ ένα ζαχαροπλαστείο τοΰ Πικαντίλυ δπου παίρνουμε τό τσάι. Στή διαδρομή, ή Κόνι δέν λέει μεγάλα πράγματα, άλλά καθώς τήν κοιτάζω έ τσι, άπό τό πλάι, λέω μέσα μου πώς Εχει μιά έκφραση πο λύ γλυκιά κι εύγενική γιά 'μ ιά πόρνη πού τήν καταζητούν γιά έγκλημα μέ άπόδραση καί πού, δπως καί νά είναι, εί ναι ή νόμιμη γυναίκα τοΰ Γιόνι Μάλας. Μετά τό τσάι, πού δσο κρατάει τής ξεφουρνίζω δλες τις ψευτιές πού μοΰ περ νούν άπό τό μυαλό, ή Κόνι άποψασίζει νά μοΰ βάλη τά πράγματα στή θέση τους. —“Ακουσέ με καλά, Λέμυ, κάνει, είχα μιά μεγάλη τηλε φωνική συζήτηση μέ τό Σιγκέλα σχετικά μ’ έσένα, καί παρόλο πού νομίζεις πώς είναι τύπος κουτός, μπορεί με ρικές φορές νάχη πολλή κατανόηση καί βρήκα πώς κατα λάβαινε πολύ καλά τήν άποψή σου. Στό κάτω - κάτω, αύ τό πού έλεγες ήταν σωστό, δούλευες στήν άρχή τήν ύπόθεση Μιράντα γιά δικό σου λογαριασμό, καί σοΰ τήν πή ραν άπό τό χέρι. Τέλος, δοκίμασες νά τόν ρίξης καί δέν έκανες δπως σοΰ είχε πει, άλλ’ αύτός δέν σοΰ κρατάει κα κία. Κρατάμε τή Μιράντα καί ό γερο-Βάν Ζέλντεν θά στείλη τό -παραδάκι, καί θά τό στείλη γρήγορα. ' Εμείς, καθαρίσαμε. Έσύ, ξέρεις πολύ καλά πώς θάξιζες νά σέ καθαρίσουν, καί ξέρεις πολύ καλά πώς άν έπρόκειτο γιά κάποιον άλλον άπά σένα, ό Σιγκέλα θά τόκανε άμέοως χωρίς νά ένοχληθή καθόλου. ’Αλλά* σκέφτεται πώς είσαι
158
Π ή τ ε ρ Τ σ ένεϋ
£νας τύπος καταπληκτικός καί πώς είναι όλοφάνερο πώς θάπρεπε νά δουλέψετε μαζί, καί πώς έσας τούς δυό, όταν τελειώση ή Οπόθεση Μιράντα, δέν θά ύπήρχε κανείς γιά νά σάς συναγωνιστή. —"Ελα τώρα, Κόνι, της άπαντάω, θά σέ πείραζε ν’ άλλάξης δίσκο, γιατί &ν λογαριάζης νά μέ άποκοιμίσης μέ τά παραμύθια σου, δέν θά τό καιταφέρης. θέλεις νά μέ κά νης νά πιστέψω πώς αύτός ό μετανάστης Ικανέ τόν κόπο νά μέ βγάλη άπό τή ψυλακή χωρίς κανένα σκοπό, καί σέ παρακαλώ νά πιστέψης πώς Ικανέ άρκετό κόπο, καί μετα ξύ μας, μπορείς νά μένης άπόλυτα ήσυχη πώς δέν θά τά ξαναδή πιά τά σαράντα του- χιλιάδες δολλάρια γιατί Ιχω σταθερή άπόψαση νά τό σκάσω μόλις μπορέσω- Βαρέθη κα τις φυλακές τους έδώ. Δέν μου άρέσουν, κι έπιπλέον δέν μου άρέσουν τά ίδια καί τά ίδια. —Μήν παραπονιέσαι, έσΰ μόνος σου πήγες καί μπήκες έκεΐ μέσα, λέει ή Κόνι, καί γιά μιά στιγμή σκεφτόμαστε νά σ’ άφήσουμε, άλλά Ιχεις δίκιο σ’ Ινα πράγμα: ό Σιγκέλα Ιχει άνάγκη άπό σένα, κι αύτό πού θέλουν νά κά νης, σέ συμβουλεύω νά τό κάνης, τόσο γιά σένα δσο καί γι’ αύτόν. Μοϋ διηγείται τότε τήν ιστορία των έγγράφων, καί σύμ φωνα μ' αυτά πού μοϋ λέει, έκτός άπό μερικά ψέμαπα πού γλιστράει έδώ κι έκεΐ, φαίνεται πραγματικά πώς δταν ή Λότι Φρίτς είχε σκαρφαλώσει στή σκάλα, ό Σιγκέλα ήταν άκριβώς μέσα σ’ αύτό τό δωμάτιο κουβεντιάζοντας τό κόλ πο μέ τόν Μάλας καί μερικούς άλλους τύπους της συμ μορίας του, δίνοντάς τους όδηγίες, κι είχε δλα αύτά τά χαρτιά πάνω στό τραπέζι μπροστά του. Άφοϋ τελείωσε, ξαναβάζει δλα τά χαρτιά μέσα στήν τσάντα κι δλοι διασχίζουν τό δωμάτιο καί βγαίνουν άπό τήν πόρτα. Ό Γιόνι Μάλας, ή Κόνι καί ό Σιγκέλα βγαί νουν τελευταίοι, καί τή στιγμή πού φτάνουν στήν πόρτα γυρίζουν τό κεφάλι τους καί βλέπουν τή Λότι νά σκαρφαλώνη στό παράθυρο στήν άλλη άκρη τοϋ δωματίουΤή στιγμή πού στρέφουν, ή Λότι άνοίγει πυρ, άλλά σκο πεύει άσχημα καί στέλνει τόν πρώτο της καταιγισμό στόν τοίχο. Αύτοί ήταν οι πυροβολισμοί πού ό Βίλυ είχε άκούσει ένώ στεκόταν στή βάση τής σκάλας. Ά λλά ό Γιόνι Iχει τό δάχτυλο γρήγορο, ξαπλώνει μέ τήν κοιλιά, βγάζει τό πιστόλι του καί κολλάει δυό σφαίρες στό πλεμόνι τής Λότι, άλλά ή Λότι καιταφέρνει νά χωθή κάτω άπό τό τραπέ ζι καί πετάει τήν τσάντα άπό τό παράθυρο. "Επρεπε νά ύποπτεΰεται πώς αύτά τά χαρτιά είχαν μεγάλη άξία καί πώς ό Σιγκέλα θά λύσσαγε άν τάπαιρνε ό Μπόσκο- Αύτό Ιγινε μέσα σ' έλάχιστο χρόνο, καί τότε σωριάζεται στό
Αυτό; ό άνθρω πος είνα ι Επικίνδυνος
159
πάτωμα, άλλά κάνει μιά τελευταία προσπάθεια, άρπάζει τό μυδράλιο καί καταφέρνει νά ρίξη άκόμη μερικούς πυ ροβολισμούς, άλλά Εκείνη τή στιγμή είναι άρκετά άσχημα κι έτσι δέν χτυπάει κανέναν. Στό μεταξύ, ό Γιόνι Εξακο λουθεί νά της ρίχνη κι δταν Εχη άδειάση τό δπλο του, ή Λότι είναι πιά νεκρή. Ό καιρός γιά νά στείλη τούς άλλους νά βρουν τόν Μπόσκο, είχε πιά περάσει—Αύτή είναι δλη ή Ιστορία, λέει ή Κόνι· Εκτός άπ’ αυτό, τά χαρτιά πού είπαμε .^μπορούν νά μάς Εκθέσουν άρκετά . .. καί κάτι άλλο, Λέμυ, κάνει μέ ϋφος Ελαφρά σαρκαστι κό, τ’ όνομά σου βρίσκεται μέσα σ’ αύτά τά χαρτιά, θ ά βρής τό μπελά σου άν κάποιος τά βρή. ’Επιδοκιμάζω μέ μιά κίνηση τοΰ κεφαλιού. —Κι Επειτα; κάνω. —"Ελα, Ελα, Λέμυ, μήν παιδιαρίζεις, λέει. Δέν κατα λαβαίνεις; Μπορείς νά είσαι ήσυχος, όπου κι άν κρύβεται ό Μπόσκο, βρίσκεται στό Λονδίνο, καί μπορείς νά είσαι ήσυχος πώς δταν διαβάση στίς Εφημερίδες πώς σέ άφησαν Ελεύθερο, θαρθή νά σέ βρή, γιατί δέν Εχει χρήματα ούτε κανένα μέρος γιά νά πάη, άλλ* άντίθετα Εχει τά χαρτιά καί ξέρει πάρα πολύ καλά, πώς άν τά είχες Εσύ, θά μπο ρούσες νά διαπραγματευτής μέ τόν Σιγκέλα· ξέρει πώς ό Σιγκέλα είναι Ετοιμος ν' άκριβοπληρώση γιά νά τά ξαναπάρη, καί 6 Μπόσκο κι Εσύ θά πιάνατε τήν καλή. Γνέφω καταφατικά. —Αύτό Εννοείται, λέω, κι Επειτα; Παίρνει Ενα τσιγάρο άπό τήν ταμπακιέρα μου πού είναι πάνω στό τραπέζι, τό άνάβει καί μέ κοιτάζει άνάμεσα άπό τόν καπνό. —"Ακου, χοντρέ μου, κάνει. Πρέπει νά τού δίνουμε άπό δω, όλοι. Τά προβλέψαμε καί τά κανονίσαμε όλα μέ τό δευτερόλεπτο. Είναι Ετοιμα I ’Αλλά προτού φύγουμε, μάς χρειάζονται αύτά τά χαρτιά, καί μάς χρειάζεται ό Βίλυ. "Ακουσέ με, τώρα: θά ξανοτγυρίσης στό διαμέρισμά σου τής Τζέρμυν Στρήτ· είναι σίγουρο πώς ό Μπόσκο θά σοΰ τηλεφωνήση σέ μιά δεδομένη στιγμή της ήμέρας. Πές του νά περάση νά σέ δη άργά τό βράδυ, θαρθή καί θά φέρη τά χαρτιά μαζί του. Λοιπόν, τότε, ή.υπόθεση είναι γιά μι κρά παιδιά" μόλις θά ξέρης τήν ώρα πού πρόκειται ναρθη, μού πετάς Ενα τηλεφώνημα — θά σού δώσω τόν άριθμό μου — κι όταν Ερθη στό σπίτι σου τόν καθαρίζεις, παίρνεις τά χαρτιά, κι Εγώ θά σέ περιμένω μέσα σ’ Ενα Α μάξι κάπου Εκεί κοντά. Ά πό τώρα μέχρι αόριο τό πρωί, χοντρέ μου, Εσύ κι Εγώ, ή Μιράντα κι όλη ή παρέα, θά' πάμε νά δροσίσουμε τις πατούσες των ποδιών μας σέ μιά γωνίτσα τής Κορσικής, όλα θά πάνε στήν Εντέλεια, κι όχι
160
Ι ΐή τ ΐφ T o iv e ii
μόνο αύτό, άλλα άν φερθης καλά, λέει χαμογελώντας, καί όταν κάνης σωστά τή δουλειά σου, τσιμπάς τό έκατομμύριο. Ό Σγκέλα τό είπε αύτό. Παίρνω Ενα φλυτζάνι τσάι, τήν κοιτάζω, Επειτα τό πίνω, καί πιάνω τό χέρι της Κόνι. —Σύμφωνοι! της λέω. Σέ λίγο, άποχαιρετάω τήν Κόνι καί φεύγω γιά τό δια μέρισμά μου, στή Τζέρμυν Στρήτ. Προτού μ’ άφήση, ή Κόνι μούδωσε Εναν άριθμό τηλεφώνου του Νάιτσμπριτζ πού μου φαίνεται νά είναι τό διαμέρισμα δπου Επρεπε νά Εμενε δλον αύτό τόν καιρό; Στό διαμέρισμά μου υπήρχε Ενα πακετάκι πού μέ περίμενε. Τό άνοίγω, καί μέσα βρίσκω τό περίστροφό μου, μέ δυό λόγια τού Χέρικ. Προνοητικό, αύτό τό παιδί. Δέν μιλούσε πολύ, άλλά μιλούσε γιά νά πη κάτι. Σ ’ αύτό τό σημείωμα μούλεγε πώς μέσα στό δωμάτιο τού μπάνιου θά βρω μιά τηλεφωνική γραμμή πού συνδέεται άπ* ευθείας μέ τό γραφείο του της Σκότλαντ Γυάρντ — κι αύτό τό λέω καλή δουλειά καί γρήγορη άπό πάνω — καί πώς είχε νά μοΰ μιλήση. Σηκώνω άμέσως τό άκουστικό καί τόν ένημερώνω γιά τή συνάντησή μου μέ τήν Κόνι καί γι' αύτά πού μαγειρεύ ονται. "Επειτα άπ’ αύτό, τά κανονίζουμε μ’ αύτό τόν τρόπο πο: Ό Βίλυ Μπόσκο θ’ άφεθή Ελεύθερος, θ ά τού δώσουν τήν τσάντα πού περιέχει τά χαρτιά, καί μόλις βγή, θά μοΰ τηλεφωνήση στήν Τζέρμυν Στρήτ. "Οταν θά τόν Εχω στό τηλέφωνο, θά τού πώ νά περάση νά μέ δή κατά τις Εντε κα τό βράδυ — δέν θέλουμε ναρθή νά μέ δή προτού νυχτώση, γιατί Εχουμε στό νοΰ Ενα δυό κόλπα. Μόλις φτάση στό σπίτι μου, Εχει συμφωνηθη πώς θά τού δώσω κι άλ λες όδηγίες. "Επειτα κανονίζω μέ τόν Χέρικ τί θά κάνουμε μετά, γιατί δπως βλέπω τά πράγματα, στήν παραμικρή στρα βοτιμονιά, ή υπόθεση μπορεί νά γυρίση άσχημα γιά τή Μιράντα καί γιά μένα. Είναι μάλιστα βέβαιο πώς έμεΐς οι δυό τήν Εχουμε άσχημα. ’Αλλά ό Χέρικ μοΰ λέει πώς δέν Εχω νά στενοχωριέμαι γιά τό πώς θά ένεργήση αύτός — καθώς φαίνεται στήν ’Αγγλία αυτοί οί άνθρωποι Εχουν Ενα σύστημα άσυρμάτου πού συνδέεται μέ τ' αύτοκίνητα τής άστυνομίας — κι Ετσι ό Χέρικ μέ διαβεβαιώνει πώς ά πό τήν πλευρά του τά πράγματα θά πάνε καλά. Ό Σήντρατ καί ό Λάρυ Μάκ Φήν θά πάνε μαζί τΡυ ’Α φού συμφωνήσαμε γιά δλα αύτά, παίρνω Ενα ντούς καί' τε λειώνω τό μπουκάλι μέ τό ούίσκυ τού Σήντρατ, που είνα: πολύ καλό, μεταξύ μας, κι άκριβώς αύτή τή στιγμή, ό Βίλυ Μπόσκο μέ παίρνει στό τηλέφωνο. Καί νά πού άρχίζει
Α ύ τ ό ; ό ά νθρω πος είνα ι Επικίνδυνος
161
νά ξανοίγεται καί νά μου κάνη Ενα σωρό Ερωτήσεις, άλλά τοΟ λέω νά τό βουλώση καί νά κάνη αύτό πού του εί παν, άλλιώς υπάρχει μεγάλος φόβος νά πάη νά στρωθή οτό νεκροτομείο πολύ σύντομα. Τοΰ λέω πώς Εχει συμφωνηθή, ότι πρέπει νά περάση νά μέ 6η στήν Τζέρμυν Στρήτ στις Εντεκα άκριβώς. Ναρθή μέ τά πόδια, περνώντας άπό τήν Σάφτσμπερυ "Αβενιου καί τό Πικαντίλυ Σίρκους, σέ τρόπο πού, άν κανένας τόν παρακολουθή, νά δουν ΐιώς Ερχεται οτό διαμέρισμά μου. θ ά κρατάη τήν τσάντα κάτω όπιό τή μασχάλη, κι δταν φτάση στό σπίτι μου, 9ά τόν άνεβάσουν άμέσως. Λέει, «Εντάξει» καί μετά άπ’ αύτό, έγώ πάω νά πλαγιάσω γιατί, άν τά καλοεξετάση κανείς δλα, Εχω τήν Εντύπωση πώς θάχω μιά νύχτα μάλλον φορτωμένη. Στις Εννέα ή ώρα παίρνω στό τηλέφωνο τήν Κόνι, καί πρέπει νά πώ πώς στό τηλέφωνο είναι στ’ άλήθεια πολύ λεπτή* πραγματικά, άν δέν ήξερα πώς αύτή ή κυρά είναι άληθινό συμπυκνωμένο δηλητήριο, θά ήμουν Ετοιμος νά τήν μεταλάβω χωρίς Εξομολόγηση. Τής άναγγέλλω πώς 6 Μπόσκο μοϋ τηλεφώνησε, καί πώς πρέπει νά περάση νά μέ 6ή κατά τις Εντεκα καί νά φέρη τά χαρτιά μαζί του. Τής λέω δτι ό Βίλυ πιστεύει πώς Εχει πιάσει τήν καλή, τώρα πού Εχει αύτά τά χαρτιά πάνω του, δτι φαντάζεται πώς ό Σιγκέλα Εχει έγκαταλείψει τή χώρα, καί δτι· Εχει τήν Ιδέα νά τηλεφωνήση στή Νέα Ύάρκη σ' Ενα φίλο τοϋ Σιγκέλα, γιά νά τόν βάλη νά τοΟ πή νά μάς στείλη μερικά μάτσα παραδάκι Εδώ στήν Α γγλία, άλλιώς θά πάμε νά κάνουμε μιά βόλτα πρός τό μέρος τής άμεριικανικής πρεσβείας μα ζί μέ τά χαρτιά αύτά. Λέω στήν Κόνι, δτι άπάντησα στόν Βίλυ πώς αύτό ήταν καλή. Ιδέα, καί πώς Εμείς οι δυό κρατούσαμε τόν Σιγκέλα, καί πώς τώρα ό Βίλυ είναι πολύ Ικανοποιημένος άπό τόν Εαυτό του. Προσθέτω, πώς δταν Ερθη ό Βίλυ, θά τόν άναλάβω έγώ, άλλά ύπολογίζω σ’ αύτή γιά νά τά κανο νίσω Ετσι, ώστε νά μπορέσω νά κάνω πανιά στά γρήγορα. —"Ακούσε, Λέμυ, λέει, μήν άνησυχεΐς γι’ αύτό, φρόντισε μονάχα γιά τόν Βίλυ, κι Ελα μαζί μέ τά χαρτιά. Α λή θεια, πές μου, «ατά ποιάν ώρα ύπολογίζεις νάχης τελειώ σει αύτή τή δουλειά; Τής άπαντάω πώς αύτό πού σκοπεύω νά κάνω στόν Βίλυ δέν θά μου πάρη πολλή ώρα. Γύρω στά τιρία δευτερόλεπτα, Ετσι θάπρεπε νά μπορώ νά είμαι στή διάθεσή της κατά τις Εντεκα καί τέταρτο. Μου λέει πώς κατά τις Εντεκα καί τέταρτο θά βρίσκεται μέσα σ’ Ενα άμάξι πού θά περνάη τό κάτω μέρος τής Ρήτζεντ Στρήτ καθώς έρχόμαστε άπό τό Πώλ Μώλ, μέ κομμένη τήν ταχύτητα, ιίαί ύπολογίζει πώς τό άμάξι θά φτάση στή γωνία τής Τζέρμυν Στρήτ στις 6
162
I I ήτες· ΊΓσρνεϋ
Εντεκα καί τέταρτο, καί πώς &ν δέν είμαι κεΐ νά τήν περι μένω, θά στρίψη δεξιά στό ΠικαντΙλυ ΣΙρκους, θά κατεβή στό Χαιημάρκετ, θά κόψη άκόμή μιά φορά δεξιά, καί θά ξανανεβή τή Ρήτζεντ Στρήτ. "Εχει έπίσης προσέξει τά σήματα της κυκλοφορίας καί μοΰ 3^ει πώς ύπάρχει Ενα στή γωνία τής Ρήτζεντ Στρήτ καί του Πικαντίλυ ΣΙρκους. 'Υπάρχουν πιθανότητες νά σταματήση τό άμάξι στό σταυ ροδρόμι, κι αύτό θά μοΰ έπιτρέψη νά πηδήσω ιμέσα, θ ά είναι Ενα Βέ—θ πράσινο σκούρο, μέ φτερά μαΰρα. Λέω «Εντάξει», καί πώς στίς Εντεκα καί τέταρτο θά είμαι στή γωνία της Τζέρμυν Στρήτ. Μόλις ή Κόνι Εκλεισε, πη γαίνω στό δωμάτιο τοϋ μπάνιου, ξαναζητάω τόν Χέρικ καί του δίνω τά χαραχτηριστικά τοϋ αύτοκινήτου. "Επειτα, ξαναγυρίζω στό κρεβάτι, γιατί, δπως είχα ήδη τήν τιμή νά σας τό πω, τό κρεβάτι είναι μιά Εφεύρεση πού τήν έκτιμώ άφάνταστα. Σηκώνομαι στίς δέκα καί τέταρτο καί παραγγέλνω στόν καμαριέρη νά μοΰ φέρη μιά μπριτζόλα ξεγυρισμένη. "Ε πειτα ντύνομαι, στερεώνω κάτω άπό τόν ώμο μου τή θήκη πού περιέχει τό Λοϋγκερ μου, παρόλο πού ύποθέτω πώς αύτό τό περίστροφο δέν θά μοΰ χρησιμέψη σέ μεγάλα πράγματα. Στις Εντεκα καί πέντε, ό Βίλυ Μπόσκο Ερχεται. "Εχει τήν τσάντα, καί μέσα τά χαρτιά πού Εχουν φωτογραφηθή. Τοϋ προσφέρω Ενα ποτήρι ούίσκυ, καί του λέω νά μήν κουνήση άπό κεΐ περιμένοντας ναρθοϋν οΐ άστυνομικοί νά τόν πάρουν. Τοϋ λέω άκόμη πώς Εχω μιλήσει γι’ αύτόν στόν Σήντρατ καί πώς, στήν περίπτωση πού θά είχα μικροστενοχώριες, ό Σήντρατ θά τά κανονίση ώστε νά φροντίση γ ι’ αύτόν δταν ξαναγυρίση στίς 'Ηνωμένες Πολιτείες, καί πώς μέ λίγη τύχη, θά γλυτώοη μέ δυό τρία χρόνια φυ λακή. Ό Βίλυ λέει εύχαριστώ πολύ γιά τό ούίσκυ. Μένω έκεί μέχρι τίς Εντεκα καί δεκαέξη· Επειτα βγάζω τό ξυραφάκι μου τοϋ ξυρίσματος καί χαράζω τήν άκρη τοϋ δακτύλου τοϋ Βίλυ Μπόσκο, καί πασαλείβω μέ αίμα τήν άριστερή μου μανσέτα. "Επειτα, λέω άντίο στόν Μπόσκο συστήνοντάς του νά μήν άποκοιμηθή πάνω στό ούίσκυ, μαζεύω τήν τσάντα καί βγαίνω Εξω. Προχωρώντας στήν Τζέρμυν Στρήτ πρός τήν κατεύθυν ση Τής Ρήτζεντ Στρήτ, σκέφτομαι πώς αύτή ή Επιχείρηση θά είναι μάλλον Επικίνδυνη, άλλά δέν βλέπω άλλο τρόπο νά τή διευθύνω, γιατί, &ν κάποιος ήταν Ικανός νά μοϋ ύποδείξη Εναν άλλον, θά τόν είχα άκολουθήοει. Στό τέλος τής Τζέρμυν Στρήτ, στήνομαι στή γωνιά τοϋ πεζοδρομίου καί σέ δυό - τρία λεπτά, βλέπω νάρχεται άργά
Α υ τό ς 6 Ανθρω πος είνα ι έπ ικίνδυ νο ;
1S.1
Ενα Βέ—8 -πράσινο σκούρο, καί Αναγνωρίζω τήν Κόνι στό τιμόνι. Δέν διακρίνω κανέναν στό πίσω μέρος. Ή Κόνι περ νάει μπροστά Από Ενα λεωφορείο, κόβει περισσότερο ταχύ τητα, σκύβει καί Ανοίγει τήν πόρτα. ’Εκείνη τή στιγμή τό Αμάξι προχωρεί μέ τήν ταχύτητα Ενός πεζού Ανθρώπου. ’Ανεβαίνω, κάθομαι πλάι της, καί μόλις κάθωμαι, τό πρά σινο φανάρι Ανάβει. Ή Κόννι πατάει γκάζι καί στρίβουμε γύρω Από τό Πικαντίλυ. —Λοιπόν, Λέμυ, λέει, καί τή βλέπω πού κοιτάζει Από τό πλάι τή μανσέτα μου. . . — γιατί ή Κόνι Εχει τό μάτι ξύ πνιο — βλέπω δτι Εχεις τά χαρτιά. Ό Μπόσκο σέ κούρασε; —Μπα, Απαντάω, τά είχα πολύ καλά κανονίσει. "Οταν τύν καθάρισα, τόν δίπλωσα στά δύο καί τόν στρίμωξα μέσα στό σεντούκι μου, κι είμαι ήσυχος πώς δέν θά τόν βρουν Α μέσως. ’Ορίστε I Καί τώρα, πού πάμε; τή ρωτάω γιατί Ε χω τήν Ιδέα πώς μέ πηγαίνει πρός τό μέρος τοϋ διαμερί σματος του Νάιτσμπριτζ. Γυρίζει πρός τό μέρος μου καί μοΰ χαμογελάει. —Πάμε νά δούμε τή Μιράντα, Απαντάει. Δέν βρίσκεται μακριά Από τήν 'Οξφόρδη. Ό Σιγκέλα είναι έκεΐ κάτω μαζί μέ δέκα Από τούς Ανθρώπους του καί φεύγουμε Από ψε Αεροπορικώς.
έ ξ η γ ή σ ε ις Μπαίνουμε στό Κένσινγκτον καί διασχίζουμε μέ μεγάλη τα χύτητα τήν Γουέστερν "Αβενιου, καί βλέποντας πώς τά κα ταφέρνει ή Κόνι, καταλαβαίνω πώς πρέπει νά κάνη συχνά αϋτό τό δρόμο. Δέν λέω πολλά πράγματα, έκτός γιά νά κάνω Από και ρό σέ καιρό μια περαστική παρατήρηση γι’ αύτό ή γιά κείνο. Αλλά Εχω τά μάτια Ανοιχτά στό παραμικρό, καί δέν μπορώ νά μή θαυμάσω τόν τρόπο πού κάνουν τή δουλειά τους οι Αστυνομικοί έδώ. Πρός τό Κένσινγκτον μάς Ακολουθούσε Ενα διθέσιο Ανοι χτό Αμάξι μέ δυό νέους μέ σπόρ κοστούμι μέσα, κι αύτή ή παρέα μάς άφησε πρός τό μέρος τού Κένσινγκτον, ,καί τή θέση της παίρνει Ενα φορτηγάκι Ανθοπώλη. ΟΙ τύποι πού
tt>4
ΙΙή τ κ ρ Τ β εν εϋ
ιό όδηγοΰν γίνονται σκόνη φτάνοντας στή Γουέστερν Ά βενιου, άλλα τρία ή τέοσερα χιλιόμετρα μακρύτερα, Ενας νέος καί μιά νέα σέ στύλ σπορτίφ, ξεμπουκάρουν άπό μιά γωνιά τοΰ δρόμου, μάς άκολουθοΰν έπί Ενα δυό χιλιόμε τρα κι Επειτα συνεχίζουμε νά τσουλάμε γιά μιά στιγμή χω ρίς συνοδεία, γιατί υποθέτω πώς οι άστυνομικοί στέλνουν μεταξύ τους μηνύματα μέ τόν άσύρματο συνεχώς καί μάς πιάνουν δπου τούς άρέσειΆλλά κάνω προσευχές ό άσύρματός τους νά μή μπλοκαριτση, γιατί άν περιμένουν νά συνεχίσουν νά τσουλάνε γιά λίγη ώρα Ετσι, καί» τ’ άμάξια πού πρέπει ν’ άντικαταστήσουν τ’ άλλα γιά τήν παρακολούθηση είναι κάπως πά ρα πολύ μακριά μπροστά μας, καί κατά σύμπτωση στρί ψουμε άπότομα σέ κάποιο πλαϊνό δρόμο, τότε, τήν πατήσαμε — έγώ, τουλάχιστον — καί μπορώ νά σάς πώ, πώς ή Ιδέα ένός τέτ—ά τέτ μέ τό Σιγκέλα, δέ μέ βάζει καί πολύ σέ πειρασμό, έκτός άν βρίσκωμαι άπό τήν καλή πλευρά τοΰ περίστροφου, γιατί Εχω τήν Ιδέα πώς δέν θ’ άργήσουμε νά έξηγηθοΰμε, κι δταν φτάση αυτή ή στιγμή, έννοώ νάχω όλους τούς φίλους μου κοντός άλλιώς δέ θ’ άξίζω πεντάρα. Σέ καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα άπό τό Χάι Γουάικομπ, φτάνουμε σ’ Ενα είδος στενού δρόμου πού άνεβαίνει Ενα ύψωματάκι στ’ άριστερά τοΰ δρόμου. Ή Κόνι Επιθεω ρεί μέ τό βλέμμα τά γύρω, μά δέ φαίνεται ,κανείς, τότε στρίβουμε σ’ αυτό τό δρόμο καί στήν κορυφή του βγαίνου με σ’ Ενα είδος άλέας πού σέρνεται άνάμεσα στά δέντρα, καί στήν άκρη αύτης της άλέας ύπάρχει Ενα σπίτι. Δέν βλέπω κανέναν γύρω, ούτε αύτοκίνητα, καί φαίνεται πώς Εκείνο πού φοβόμουν Εγινε, δηλαδή πώς τό Ερχόμενο αυτοκίνητο της άστυνομίας πού πρέπει νά μάς ξαναπιάση είναι πολύ μακριά μπροστά μας. Πάντως άύτό συμβαίνει κι είναι άνώφελο νά κλαψουρίζω γι’ αύτό. Παρατηρώ, στ* άριστερά αυτού τού σπιτιού, Ενα πε λώριο Επίπεδο χωράφι πού θά γινόταν εύκολα Ενα περίφη μο γήπεδο άπογειώσεως ή προσγετώσεως καί δέν κάνω φαί νεται λάθος, γιατί στις τέσσερις γωνίες τοΰ γηπέδου παίρ νει τό μάτι μου Ενα είδος μικρού προστεγάσματος, κι Εχω τήν Ιδέα πώς αύτό πρέπει νά προστατεύη Ενα είδος αύτόματου φωτισμού, προορισμένου νά δείχνη τό γήπεδο γιά νυ χτερινή προσγείωση Καμιά άμψιβολία πώς ό Σιγκέλα Εχει θαυμάσια όργανώσει τό κόλπο του, καί λέω μέσα μου πώς άν ήμουν γκάγκστερ θά μού άρεσε σίγουρα νά δουλεύω γιά Εναν τύπο σάν κι αύτόν, γιατί δέν τού λείπει ή Εξυπνά δα, παρόλο πού Εχει Εναν κτηνώδη τρόπο νά τή χρησιμοποιή. Ή Κόνι γυρίζει μέ τό όπισθεν τό άμάξι μέσα στό γκαράζ
Αυτός ό Ανθρωπος είναι επικίνδυνο;
ΚίΓι
πού βρίσκεται πίσω άπό τό σπίτι. ‘Υπάρχουν άκόμη άλλα δύο τρία έκεί, κι αύτό τό σημειώνω γι’ άργότερα. "Επειτα φέρνουμε μέ τά πόδια βόλτα στήν πτέρυγα του σπιτιού, φτάνουμε μπροστά στήν έξώπορτα πού κάποιος τήν άνοίγει άπό μέσα, καί μπροστά μας, μέσα ατό χώλ, μέ ύφος Ιλαρό, βλέπω τό Σιγκέλα. "Εχει ύφος άρκετά Γκανοποιημένο άπό τόν έαυτό του καί κρατάει ένα ποτήρι άπό τό ένα χέρι κι ένα μπουκάλι άπό τό άλλο, καί τή στιγμή πού περνάω τήν πόρτα, μοϋ γεμί ζει ένα καί μοϋ τό δίνει. —"Ελα λοιπόν, Λέμύ, κάνει, ένώ έγώ κατεβάζω τό ούίσκυ — καί ήταν πρώτης, σάς όρκίζομαι — χωρίς κοτκία, έ; "Ας πούμε πώς κάναμε μιά ζαβολιά ό ένας στόν άλλον καί οι δυό μας, καί τώρα είμαστε πάτσι. —’Εντάξει, άπαντάω. "Ο,τι έγινε, έγινε, ξεκινάμε πάλι άπό τό μηδέν- Ά λλ’ αύτό πού μέ στενοχωρεΐ, είναι πού ά φησα στούς άστυνομικούς σαράντα χιλιάδες δολλάρια πού Θά τά τσεπώσουν χωρίς άλλο. Βάζει τά γέλια. —"Εχεις πολύ άδικο νά στενοχωριέσαι γι’ αύτό, λέει. Σκέψου, λοιπόν, σέ όχτώ μέρες άπό σήμερα Θά πάρουμε στό χέρι πάνω άπό ένα έκατομμύριο ό καθένας, τότε θά μπορούμε στ’ άλήθεια ν’ άρχίσουμε νά μέγαλοπιανόμαστε. Περνάει μπροστά καί ή Κόνι κι έγώ τόν Ακολουθούμε σ’ ένα είδος σαλονιού πού είναι έκεΐ στό Ισόγειο. Κουβα λάω τήν τσάντα κάτω άπό τή μασχάλη μου, άλλά μέχρι τώρα δέν μου ζήτησε τίποτα, τότε, κι έγώ, τήν πετάω άπλούστατα πάνω σέ μιάν άπό τΙς πολυθρόνες. Ή Κόνι κάθεται, γεμίζει τό ποτήρι της, καί ό Σιγκέλα πάει στό παράθυρο καί χασομεράει θαυμάζοντας τήν παν σέληνο- Παρατηρώ πώς τά περισσότερα άπό τά παράθυρα είναι έφοδιασμένα μέ σιδερένια κάγκελα στό έξω μέρος καί μέ παντζούρια πού κλείνουν άπό τό μέσα μέρος. ’Α νάβω ένα τσιγάρο. —Πώς πάει ή Μιράντα; ρωτάω. —Πολύ καλά, λέει. Σημείωσε πώς δέ θά φτάσω μέχρι νά πώ πώς είναι ένθουσιασμένη άπό αύτή τήν κατάσταση πραγμάτων — κι έκανε όχι λίγα κλάματα —, άλλά έκτός άπ’ αυτό, πάει καλά. Σέ δυό τρεις ήμέρες θά τή δαμάσου με λιγάκι, αύτό θά της κάνη καλό. ’Αστειεύομαι. —1Φαντάζομαι πώς δέν τή βάλατε ν’ άρχίση τά κλάματα καί τά παρακάλια γιά νά συγκινήση τό γέρο - Βάν Ζέλντεν; ρωτάω. Νόμιζα πώς συνηθιζόταν νά τούς βάζουν νά γράψουν ένα γρ ά μ μ α ... —'Έχεις δίκιο, Λέμυ, λέει, παίρνοντας ένα πούρο άπό έ-
1(>(ί
Ι ίή τ ε ρ Τ ο ένεϋ
να πελώριο κουτί καί Ανάβοντάς το. Μας Εστειλε στό διά βολο, Αλλ’ αυτό δέν Ιχει σημασία, τό άντίθετο, Ετσι μ' Α ρέσουν Εμένα. “Αλλωστε, δταν θάχουμε μεταφέρει αύτή τή νεαρή σέ κάποιαν άλλη χώρα, Εχω τήν Εντύπωση πώς θά της μιλήσουμε μιαν Αλλη γλώσσαΠροχωρεί πρός τό μέρος μου ρουφώντας τό Αρωμα τοϋ πούρου του. —Τί θάλεγες ν' Ανεβής νά τής πης δυό λόγια, Λέμυ; κά νει. "Αν δοκίμαζες τό κόλπο τοΰ σέξ-Απήλ καί της σλάβικης γοητείας μαζί, σ’ αύτή τή μικρή; ’Οδήγησέ τον έκεϊ πάνω, Κόνι, νά εύχαριστηθή λίγο τό μάτι της Μιράντας. —’Εντάξει, λέει ή Κόνι, Αλλά τή βαρέθηκα αύτή τήν κυρά, καί τό ότι Ανέχεσαι δλες αύτές τις Ιστορίες της, άντί νά της άστράψης μιά καλή φάπα δταν τό άνοίγη κάπως υπερβολικά, αύτό δέν τό καταλαβαίνω. Ξέρω καλά τί θάθελα νά της κάνω, θάθελα νά της κάνω δ,τι Εκανα στή Λότι Φρίτς, έκεΐ κάτω στό Νάιτσμπριτζ. —θάχης δλο τόν καιρό, Ελα, λέει ό Σιγκέλα. *Η Κόνι σηκώνεται, καί τήν Ακολουθώ. ’Ανεβαίνουμε δύο πατώματα, Ακολουθούμε Ενα διάδρομο καί υπάρχει έκεΐ Ε νας τύπος στημένος μπροστά σέ μιά πόρτα, πού καπνίζει. Ή Κόνι τοϋ παίρνει Ενα κλειδί Ανοίγει τήν πόρτα, καί μπαίνουμε. Ή Μιράντα στέκεται Από τήν άλλη πλευρά τοϋ δωματίου, ζαρωμένη στό παράθυρο, πού είναι Εφοδιασμένο μέ κάγκελα, δπως καί τ’ άλλα. Τό δωμάτιο είναι «άνετο, όμορφο καί καλοεπιπλωμένο- Τά χέρια της είναι δεμένα μ’ Ενα σχοινί. Φαίνεται σέ καλή φόρμα, λίγο ώχρή Ισως, καί δταν μέ βλέπη, μέ κοιτάζει σάν νά ήμουν Ενα τέλμα άπό μπύρα. —Λοιπόν, νάτην, Λέμυ, λέει ή Κόνστανς, τή βλέπεις τήν κληρονόμο σου. Είχε Επιθυμία νά γνωρίοη τούς γκάγκστερς καί, προοθέτει ή Κόνι καγχάζοντας, τούς γνώρισε... λοι πόν νά! Μοϋ δίνει τό κλειδί—Κλείσε τήν πόρτα δταν κατεβής, Λέμυ. Πάω νά πλυθώ λιγάκι, κι άν σου κάνη κέφι νά διασκεδάσης λιγάκι μαζί της, μή στενοχωρηθης. Δέν μπορεί νά σοϋ κάνη τίποτα, Ε χει μόνο τό δικαίωμα νά είναι φρόνιμη, αύτό είναι δλο. Μου ρίχνει μιάν Απ’ αύτές τις ματιές πού λένε πολλά καί φεύγει- ’Ακούω νά λιγοστεύη ό θόρυβος Από τά βήμα τά της στή σκάλα κι Επειτα βγάζω τήν τοομπακ ιέ ρα μου καί προσφέρω Ενα τσιγάρο στή Μιράντα. ’Εκείνη δέχεται, τότε τής τό βάζω στό στόμα καί τό Ανάβω. —Λοιπόν, Λέμυ, κάνει, υποθέτω πώς πήγαινα γυρεύον τας καί πώς θά είχα άδικα νά παραπονιέμαι, Αλλά μέ Απο γοητέψατε. Δέν ξέρω γιατί, Αλλά κατά κάποιον τρόπο δέν
Α υτός ό άνθρωπος είναι Επικίνδυνος
167
θά είχα ποτέ φανταστη πώς μπορούσατε νά εΐσαστε άνακατεμένος σ’ αύτοϋ τοϋ είδους τίς Ιστορίες. ... Τήν κοιτάζω καί καταλαβαίνω πώς πρέπει νάχη κλάψει δσο άντεχε—"Ολη ή δήθεν φιλική στάσις σας, καί δλες οί περιποιή σεις σας, ήταν άπάτη, άν καταλαβαίνω καλά, συνέχισε. Μέ δουλεύατε, για νά μέ όδηγήσετε τελικά έδώ, καί τώρα, φαντάζομαι πώς λέτε καλά νά πάθω!. . —Γιατί δχι; της άπαντάω. Ξέρατε πώς ήμουν γκάγκστερ, δέν είν’ έτσι; Κι Εξάλλου τ( περιμένατε; —Δέν ξέρω, κάνει ή κοπέλα, φέρθηκα χωρίς άλλο σάν άνόητη, καί είναι πιθανό πώς δταν κανείς φέρνεται σάν Α νόητος, καταλήγει νά δρέψη κάτι τέτοιο. —Πολύ σωστά, Μιράντα, της άπαντάω, καί γιατί θέλατε νά είναι άλλιώς; ΟΙ άνθρωποι πού παίζουν μέ τη φωτιά κα ταλήγουν νά καοϋν, καί τό πιό χειρότερο είναι πώς κατα λήγουν νά βάλουν καί τούς άλλους νά καοϋν, άπό πάνω! —Δηλαδή; —Δηλαδή, τίποτα. Βγάζω τή λεπίδα μου άσφαλείας κι άρχίζω νά κόβω τό σχοινί πού έχει στά χέρια. —Καί τώρα, κρατήστε τήν ψυχραιμία καί κλείστε το. Δέν είναι ή στιγμή νά μοϋ κάνετε άσκοπες Ερωτήσεις, λέω. Κά νετε αύτό πού σάς λένε κι Ισως νάχουμε μιά μικρή Ελπί δα νά γλυτώσουμε, λέω Ισως, γιατί σύμφωνα μέ τήν τρο πή πού παίρνουν τά πράγματα Εδώ, στήν παραμικρή άναποδιά θά γίνουμε μακαρίτες. Πρώτα - πρώτα, μή φανταστητε πώς θά είναι εϋκολο νά γλυτώσετε άπό δώ. ’Ακόμη κι άν ό γέρος σας πλήρωνε δέκα φορές τά λύτρα, δέν θά ξα νάβλεπε ποτέ πιά τό μικρό του θησαυρό τή Μιράντα, γιατί ό Σιγκέλα είναι άποφασισμένος νά σάς σκοτώση μόλις 6άλη στό χέρι τά λύτρα, τουλάχιστον άφοϋ αύτός κι δλοι αύτοί οί μικροί του σύντροφοι, πού τούς άρέσετε, θάχουν ξεμπερδέψει μαζί σας κι Εδώ πού τά λέμε, δέν πιστεύω πώς αυτό θά είναι πολύ εύχάριστο γιά σάς; γιατί δέν είναι κα θόλου εύγενικοί καί δέν έχουν μάθει τούς καλούς τρόπους στήν ’Οξφόρδη. Τό τΐ δέν θά σάς έκαναν προτού νά σάς ξοφλήση τό λογαριασμό σας, δέν άξίζει κάν νά τό λέμε. Μέ κοιτάζει μέ ϋφος άρκετά τρομαγμένο καί πρέπει νά πώ δτι είναι ή πρώτη φορά πού τή βλέπω μ’ αύτό τό ϋφος. —Τί θέλετε άκριβώς νά πητε, Αέμυ Κώσισν; ρωτάει. Στό μεταξύ, έχω κόψει τό σχοινί καί τρίβει τούς καρ πούς τών χεριών της πού μοϋ φαίνονται παράξενα μουδια σμένοι. —Δέν καταλαβαίνω, Λέμυ .., άρχίζει, άλλά τή διακόπτω. —Δέν χρειάζεται, της λέω. Αύτό πού σάς ζητώ είναι νά
168
ΙΙήτερ Τσένεϋ
σωπάσετε καί ν’ άκούσετε προτού χάσω τήν υπομονή μου καί άρχίσω νά κουνάω τ’ άφτιά. ’Αναγκάστηκα ναρθώ έδώ μόνο καί μόνο γιά νά μάθω που βρισκόσαστε, άλλιώς θά είχα πληρώσει πολλά γιά νά μήν πλησιάσω αύτή τήν καρμανιόλα, γιατί άν δέν είναι τέτοια αυτή τή στιγμή, μπορεί νά γίνη καί πολύ γρήγορα! Καί τώρα, άκουσε προ* σεχτικά. ’Αγαπάω τή ζωή καί θά βάλω δλα τά δυνατά γιά νά προσπαθήσω νά συνεχίσω νά ζώ — στήν παραμικρή στραβοτιμονιά θάμαστε καί οΐ δυό χαμένοι. Μετά άπ’ αυτό, τής άναγγέλλω πώς είμαι τής 'Ομο σπονδιακής ’Αστυνομίας καί πώς αυτή τήν ώρα, οΐ "Αγ γλοι άστυνομικοί πρέπει νάχουν περικυκλώσει τό σπίτι, τής λέω πώς δέν μπορούν νά άναλάβουν καμιά δράση προτού τούς δώσω έγώ σινιάλο, γιατί ξέρουν πολύ καλά πώς ή παραμικρή άστοχη ένέργεια θά είναι τό τέλος μας. Τότε άρχίζει νά κλαίη. ΤΙ κόλπο είναι κι αύτό πού πιάνει τις κυράτσες άκριβώς στήν πιό άκατάλληλη στιγμή! ’Ησυχά ζει άμέσως, καί μέ κοιτάζει σά νά ήμουν ό γερτός πύργος τής Πίζας, καί νάτην πού όρμάει στή μεγάλη σκηνή τοΰ ντουέτου. —"Οχι τέτοια, μικρή, τής λέω. "Αν βρίσκωμαι έδώ, είναι γιατί αύτή είναι ή δουλειά μου καί πληρώνομαι γιά νά τήν κάνω, καί μπορώ νά σάς πώ πώς αισθάνομαι λύσσα πού εί μαι ύποχρεωμένος ν’ άσχοληθώ μέ μιά. ξεμυαλισμένη σάν κι έσάς πού δέν έχει ούτε τό μυαλό νά προστατευτή δταν βρέχη. Τότε σταματάει καί άρχίζει νά σκουπίζη τά μάτια μ’ έ να μαντίλι πού έχει περίπου τό μέγεθος τού γραμματοσή μου. Σ ’ αύτό τό μεταξύ, έγώ σπάω τό ξερό μου, γιατί δέν ξέρω καθόλου τι πρόκειται νά κάνω άπό δω κι έμπρός. Τό θέμα είναι νά μάθω άν ό Χέρικ, ό Σήντρατ καί οί άλ λοι άνακάλυψίχν τό σπίτι, κι άν μπόρεσαν νά μάς παρακο λουθήσουν μέχρι τέλους. Πάντως, τό μέρος είναι πολ£» δύ σκολο νά τό πλησιάρη κανείς, γιατί έχω τήν Ιδέα πώς ό Σιγκέλα θάχη βάλει ένα γύρω τούς άνθρώπους πού κρατάνε συνήθως τσίλιες’ κι έπί πλέον, ή νύχτα είναι θαυμά σια, άκριβώς αύτό πού δέν ήθελα, καί δέν ύπάρχει τρόπος νά πλησιάση κανείς σέ μικρή άπόσταση άπό τό σπίτι χω ρίς νά τόν δοΰν. Στό μεταξύ, ή Μιράντα έχει σταματήσει τό νούμερό της τού σκουπίσματος τών ματιών’ τότε βγάζω τό περίστροφό μου καί τό βάζω κάτω άπό τό στρώμα τού κρεβατιού πού είναι στή γωνία τοΰ δωματίου. Κουβεντιάσαμε τό κόλπο άρκετά χαμηλόφωνα, γιά τήν περίπτωση πού ό λεβέντης πού φύλαγε σκοπός θά είχε μεγάλα άφτιά, καί πλησιάζω τήν πόρτα γιά νά ρίξω μιά ματιά έξω. Βλέπω πώς ό τύ
Α ύ τό ς ό άνθρωπος κίναι επικίνδυνο;
l«9
πος πού λέγαμε Θαυμάζει Από τό παράθυρο τή θέα πρός τά χωράφια καί μέ κάνει νά σκεφτώ πώς βρίσκεται έκεΐ γιά δυό λόγους: νάχη τό νοϋ του στή Μιράντα κα'ι νά προσέχη τήν Αλέα άπ’ δπου ήρθαμε, ή Κόνι κι έγώ. —Τώρα, λέω στή Μιράντα, βάλτε καλά στό μυαλό σας αύτό: κάτω άπό τό στρώμα ύπάρχει Ενα περίστροφο, καί είναι τό μοναδικό πού Εχω. Μήν τό χρησιμοποιήσετε παρά άν είναι άπολύτως άπαραίτητο, άλλ’ άν πυροβολήσετε, προσπαθήστε νά κάνετε διάνα, ώστε ό τύπος νά μείνη νε κρός, γιατί &ν φτάσουμε έκεΐ, τότε τά πράγματα δέν εί ναι άστεΐα. Κατεβαίνω νά δώ τό Σιγκέλα' θά τοϋ πώ πώς καταλήξατε νά λογικευτητε, πώς θά κάνετε αύτό πού σάς ζητούν, κι Επειτα θά τά κανονίσώ ώστε νά πάω νά κάνω μιά βόλτα μέ κάποιο πρόσχημα πού πρέπει νά βρω. "Αν πάρη τό μάτι μου άστυνομικούς έδώ γύρω, τότε Επιχειρώ κάτι στή.ν περίπτωση πού θά ήξερα πώς αύτό θά κανονι ζόταν γρήγορα, κι άν άκούσετε πυροβολισμούς, τότε Αρ πάξτε αύτό τό περίστροφο καί χρησιμοποιήστε το γιά ν' Ανοίξετε δρόμο νά βγήτε Εξω άπό δω, γιατί αύτό θά σημαίνη πώς μού συνέβη κάτι καί πώς δέν μπορώ νά σάς συν οδέψω- "Οταν θά βγήτε άπό δώ, Ακολουθήστε τό μονοπάτι μέχρι αύτό τό λοφίσκο πού ύπάρχει έκεΐ κάτω, καί δταν βρεθήτε στό μεγάλο δρόμο θά συναντήσετε σίγουρα κάποι ον, γιατί, έκτός Απροόπτου, αύτό τό μέρος τού κόσμου πρέπει νά βράζη άπό Αστυνομικούς. —Πάει καλά, Λέμυ, λέει ή Μιράντα. 'Υποθέτω πώς δ,τι κι άν Ελεγα τώρα δέν θά χρησίμευε σέ τίποτα. Αλλά σέ βρίσκω ύπέροχο, κι άν ποτέ βγω άπό δώ, θά βρώ σίγουρα Εναν τρόπο νά σάς τό Αποδείξω—Σύμφωνοι, της λέω. Είμαι Απόλυτα σύμφωνος, καί μάλιστα άν θέλετε, θά μπορούσατε νά πείσετε τό γέρο Βάν Ζέλντεν, νά βάλη νά μου στήσουν Ενα δυό μνημεία σάν τή στήλη τού Νέλσονα, κάπου πρός τήν πλευρά τής 42ας όδοϋ, στή γωνία πού συχνάζουν οι φίλοι. Κι έκεΐ πάνω, βγαίνω. “Οταν βρέθηκα στό διάδρομο, γυ ρίζω, κλείνω τήν πόρτα κάνοντας πώς δίνω μιά βόλτα στό κλειδί. Κρατάω στό χέρι Ενα κλειδί πού τό πήρα άπό τό μάτσο των κλειδιών μου, Επειτα διασχίζω τό διάδρομο καί δίνω αύτό τό κλειδί — πού δέν είναι καθόλου τό κλειδί τής πόρτας — στόν τύπο πού κρατάει τσίλιες στό παράθυ ρο. Είναι Ενας Λεβαντίνος βρωμιάρης, πιό φαρμακερός Από Ενα ζευγάρι φίδια, κι Αναρωτιέμαι πού Εχω ξαναδεΐ αύτό τό μούτρο"Επειτα, κατεβαίνω στό σαλόνι. Ό Σιγκέλα κάθεται στό τραπέζι, καπνίζοντας τό πούρο του καί ξεφυλλίζοντας Ενα σωρό παλιόχαρτα. Ή Κόνι κάθεται σέ μιά γωνιά τού δω
170
ΙΙ ή τ ε ρ Τοε-νεί).
ματίου Απασχολημένη νά κοιτάζη εικόνες γιά τή μόδα κά ποιου γυναικείου περιοδικού, καί υπάρχουν άκόμη δυό δί δυμα ξαδέρφια χιμπαντζήδων, πού δέν κάνουν τίποτα. Ό Σιγκέλα σηκώνει τό κεφάλι. —Λοιπόν, πώς πάει ή μικρή, Λέμυ; ρωτάει. Κατέληξε νά βάλη μυαλό; Έ γώ χαμογελάω. —”Ω, θά στρώση! τοϋ Απαντάω. Είναι μόνο λίγο έκνευρισμένη, αυτό είναι δλο, κι έσύ τό ίδιο θά ήσουν άν σέ εί χαν άπαγάγει, φαντάζομαι. Τής μίλησα και μ’ άκουσε, μεί νε ήσυχος καί μέ βεβαίωσε πώς θά προχωρήση σωστά καί θά είναι καλό κορίτσι, γιατί της είπα τΐ είχε νά κάνη άν ήθελε νά ζαναδή τό-χωριό της. ‘Ο Σιγκέλα κουνάει τό κεφάλι. —’Εμένα μοΰ λές, κάνει. Μόνο πού δ,τι κι άν κάνη, δέν πρόκειται νά τό ζαναδή ποτέ τό χωριό της. Ξαναρχίζει τό χαμόγελό του, καί σάς βεβαιώνω πώς θάδινα πολλά γιά νά μπορούσα νά του τό έζαφανίσω, χτυ πώντας τον μέ τόν κόπανο τοΟ μπεϊζμπώλ, τό χαμόγε λό του. —“Οταν θά πάρουμε τό παραδάκι άπό τά λύτρα, ξέρω έναν τόπο στήν ’Αργεντινή πού δέν θάθελε τίποτε καλύτε ρο άπό τό νά δώση ένα γερό ποσόν γιά νά μάς άπαλλάξη άπό τή Μιράντα, λέει, κι αύτός είναι ό καλύτερος τρόπος γιά νά ξεμπερδέψουμε άπό την ύπόθεση, γιατί δταν ό γέ ρος της δέν θά τή δή, θά μπορούμε πάντα νά τοϋ πούμε πώς έφυγε γιά τό Μπουένος “Αύρες καί πώς δέν μπορέσα με νά τήν έμποδίσουμε νά τό κάνη. Καί θά τά κανονίσου με, ώστε νά μπορέσουμε ν’ Αποδείξουμε πώς έφυγε γιά κεΐ μόνη της. Κι άν έπιμένη όπωσδήποτε νά πάη νά δή τί τής συνέβη, αύτό είναι δική του δουλειά. Παίρνω ένα πούρο άπό τό κουτί καί τό άνάβω. —Νομίζεις στ’ Αλήθεια πώς αύτό είναι Απαραίτητο; τόν ρωτάω. Τί θά μάς έμποδίση ν’ άφήσουμε τή μικρή, άφοϋ πάρουμε τό παραδάκι; θ ά δημιουργηθοΰν φασαρίες άν δέν παρουσιαστή. —Μή λές Ανοησίες, Λέμυ. Φαντάζεσαι πώς θ’ Αφήσω αύτή τήν κυρά νά πάη νά διαλαλήση στά πέρατα τοϋ κόσμου γιά μάς ; Μάς γνωρίζει, ξέρει τήν κομπίνα, κι άν νομίζης πώς θά ριψοκινδυνέψω νά μέ τσιμπήσουν έξαιτίας μιάς μι κρής πού άπήγαγα καί πού μπορεί νά μέ Αναγνώριση, έ χεις μεγάλο λάθος. Είναι προτιμότερο νά τή στείλουμε στήν ’Αργεντινή παρά νά τήν καθαρίσουμε, γιατί νομίζω πώς μετά όχτώ μέρες θά είναι τόσο πολύ εύχαριστημένη, ώστε νά τινάζη τά μυαλά της στόν Αέρα. Ό τύπος πού θά
Λ υ τό ς ό άνθρωπος είναι έπιχίνδυνος
171
τή στείλουμε, δέν Εχει τόν βμοιό του γιά νά σπρώχνη τΙς μικρές στήν αυτοκτονία. Σηκώνομαι. —Πάει καλά, λέω, έσύ διατάζεις. Λοιπόν, Θά πάω νά πάρω λίγο άέρα, αύτό Θά μου κάνη καλό’ τά κελιά τοΟ Μπρίξτον μύριζαν κλεισούρα, μ' δλο πού άερίζονταν πολύ καλύτερα άπό τά κελιά δυό τριών φυλακών πού ξέρω κα λά έκεϊ· κάτω στήν πατρίδα. —Πήγαινε, λέει ό Σιγκέλα. Πήγαινε- νά περπατήσης, Λέμυ, άλλα πρόσεχε νά μήν άπομακρυνθής πολύ. "Εχω παιδιά δικά μου σ’ δλες τις συστάδες, καί τούς φράχτες γιά νά παρακολουθούν τά γύρω, γιατί βπου νδναι θ’ άνάψουν ένα δυό σινιάλα για νά ξέρη ποΰ θά προσγειωθή τό άεροπλάνο. Μετά μία ώρα περίπου θάχουμε τελειώσει, καί τότε, άντίο ’Αγγλία. Βγαίνω άπό τό δωμάτιο, περνάω τό διάδρομο, άνοίγω τή κυρία είσοδο καί βρίσκομαι έξω. Είναι μιά νύχτα κα ταπληκτική καί βλέπεις σά νά είναι μέρα. Κάνω τό γύρο τού σπιτιού καί δέ βλέπω τίποτα τό Ιδιαίτερο, μόνο σέ δυό τρία μέρη βλέπω τύπους πού κρατανε βάρδια, κι έπει τα προχωρώ κατά μήκος τής άλέας άπ’ δπου είχαμε έρθει ή Κόνι κι έγώ μέ τ’ αύτοκίνητο — αύτής πού φέρνει στόν μεγάλο δρόμοΑυτή ή άλέα, πού είναι μάλλον ένα άμαξιτό μονοπάτι, πλαισιώνεται άπό τή μιά πλευρά άπό ένα δασάκι κι άπό τήν άλλη άπό χωράφια, πού τά χωρίζουν φράχτες. Πιό μακριά, στά δεξιά, καί στήν κορυφή τοΰ λόφου, είναι ένα εί δος ύπερυψωμένο πλάτωμα* έκεϊ είναι πού θά προσγειωθούν καί θ’ άπογειωθοΰν τ' άεροπλάνα καί σάς παρακαλώ νά πιστέψετε πώς ό Σιγκέλα διάλεξε πολύ δμορφα τή γωνιά του, γιατί αύτό τό μέρος είναι πιό έρημο κι άπό τή Σαχά ρα, κι &ν δέν τάχαμε δλα άνακαλύψει, έχω τήν Ιδέα πώς θά είχε πετύχει τό κόλπο του! Καί δέν είμαι καθόλου σίγουρος πώς δέν θά τό πετύχη άκόμα, τήν ώρα αύτή. Ψάχνω μέ τό βλέμμα δλη τήν περιο χή καί παρόλο πού άπό κεΐ πού βρίσκομαι, μέ τήν πλάτη άκουμπημένη σ’ ένα δέντρο πλάι στό μονοπάτι διακρίνω καθαρά τό μεγάλο δρόμο πού χάνεται μακριά, δέ βλέπω τό παραμικρό αύτοκίνητο, ούτε τόν έλάχιστο άστυνομικό ούτε τίποτα, κι άρχίζω νά πιστεύω πώς τά πράγματα πάνε πολύ άσχημα, πώς ό άσύρματός τους χάλασε, δπως τόν είχα δει νά χαλάη προηγουμένως, καί πώς ό Χέρικ καί οΐ άστυνομικοί του πήγαν άλλοΰ. ’Ενώ τά σκέφτομαι αύτά, νά πού ξαφνικά, στό δρόμο πούρχεται άπό τό Χάι ΓουάιΛομπ πρός τό μέρος μου, βλέ πω ένα αύτοκίνητο πού τρέχει σάν τρελό. Γιά μιά στιγμή
172
Π
TafVFi*
λέω μέσα μου πώς είναι Ισως τό Επικεφαλής αυτοκίνητο τής άμέσου δράσεως, άλλα κάνω λάθος,, γιατί δταν Εφτα σε στό μέρος πού είχαμε στρίψει έμεΐς, άλλάζει πορεία μέ βλη του τήν ταχύτητα καί μετά Ενα δυό λεπτά τό βλέπω πού σκαρφαλώνει τό λόφο κι είναι όλοφάνερο πώς θά πε ράσει μπροστά μου καί θά πάη κατευθείαν πρός τό σπίτι. Κι αύτός πού τ’ όδηγεΐ, δποιος κι άν είναι, πρέπει νά εί ναι ή τελείως μεθυσμένος ή τελείως βλαμμένος, γιατί τό αύτοκίνητο ντεραπάρει συνεχώς. Μένω στημένος στήν άκρη κρατώντας άρκετό περιθώριο, καί μερικά δευτερόλεπτα άργότερα, τό αύτοκίνητο Ερχε ται καταπάνω μου. "Εχει άρκετά κόψει ταχύτητα καί δια πιστώνω πώς είναι Ενα μεγάλο άμάζι σπόρ, πού τ’ όδηγεΐ 6 Γιόνι Μάλας. Φοράει μιά τραγιάσκα χωμένη στά μάτια, άλλα κάτω άπό τό κασκέτο βλέπω πώς Εχει τό κεφάλι δε μένο μ’ Επιδέσμους καί τό αίμα τρέχει στό Ενα μέρος του προσώπου του. Κάνω Ενα πήδημα στό δρόμο καί κουνάω τό χέρι. Σταματάει καί πλησιάζω. —Μπά, Γιόνι, λέω, τί συμβαίνει; Είσαι πολύ χτυπημέ νος; Γιά νά δώ λίγο. 'Ανασαίνει μέ δυσκολία καί θάπρεπε νά είναι κανείς στραβός γιά νά μή δη πώς είναι άσχημα χτυπημένος. —"Ελα νά δής, Λέμυ, κάνει, Εχω κάτι νά σου πώ. Σκύβω στήν πόρτα καί τότε βγάζει άπότομα τό κεφάλι, μέ άρπάζει άπό τό γιακά τοΰ σακακιού μου καί βλέπω πώς Εχει Ενα περίστροφο στό άλλο χέρι. "Όταν μέ κοιτάζη, μοιάζει μ’ δλους τούς δαίμονες τής κολάσεως, καί βλέπω νά κυλάη πάνω στό σβέρκο μου μιά μικρή γραμμή άπό αί μα πού προέρχεται άπό τή σφαίρα πού δέχτηκε κάπου στό κεφάλι. —’Επιτέλους, σέ κρατάω, κάνει, γουρούνι, πουλημένε άστυνομικέ. θά σέ καθαρίσω, κι άμέσως μάλιστα! —“Ακου Γιόνι, άπαντάω έγώ· Τί σ' Επιασε, "Υψιστε θεέ; Μήπως τρελάθηκες; —“Ωστε Ετσι, κανόνισες τό λογαριασμό του στόν Μπόσκο, Ε, κάθαρμα; κάνει. Λοιπόν έγώ, θά σου πώ κάτι- δέν είμαι τόσο βλάκας δσο φανταζόσουν, κι άφού έσύ βγήκες άπό τό διαμέρισμα τής Τζέρμυν Στρήτ, έγώ Εμεινα έκεΐ καί είδα τούς άστυνομικούς νά μεταφέρουν τό Βίλυ Μπόσκο άπό τό σπίτι σου, καί τόν καθάρισα, τόν άλήτη, τή στιγ μή πού τόν άνέβαζαν στό αμάξι, δπως θά σέ καθαρίσω κι έσένα, μπάσταρδε, σαπίλα. —Μήν κάνεις τό βλάκα, Γιόνι, τού λέω, προσοχή, νάτους! Κάνει αύτό πού περίιμενα- Στρίβει τό κεφάλι γιά Ενα δευτερόλεπτο, καί τού καταφέρνω στό κεφάλι Ενα γερό
Α ύτός ό άνθρωπος είναι έπικίνδιτνος
173
χτύπημα, ένώ παίρνω τό περίστροφο άπό τό χέρι του. ’Αν τιστέκεται λιγάκι, άλλά 6έν βαστιέται πιά ατά πόδια του, καί δέν δυσκολεύομαι νά τού πάρω τό δπλο του. Σάν ήλίθιος, νομίζω πώς είμαι κύριος της καταστάσεως καί παρα μερίζω λιγάκι, δταν νά πού πατάει τό πόδι του στό γκάζι, καί τό άμάξι τινάζεται μπροστά. Σημαδεύω ένα άπό τά πίσω λάστιχα, καί πυροβολώ, καί σ’ αυτό τό μεταξύ, ό Γιόνι, που έχει ένα άλλο περίστροφο στό αύτοκίνητό του, στρέ φεται στό τιμόνι καί μου στέλνει δυό τρεις σφαίρες. "Αρπάζω μιά άπ’ αύτές τυχαία, άκριβώς στόν ώμο, στό μέρος τοΰ νεύρου" τότε άφήνω μιά φωνή καί τά παρατάω γιατί αύτό τό διαβολόνευρο πονάει τρομερά, κι ώσπου νά πάρω τό περίστροφό μου στό άλλο χέρι καί ν’ άλλάξω θέση, ό Γιόνι είναι κιόλας στά μισά τοΰ λόφουΤραβάω άκόμα πέντε σφαίρες κι έλπίζω νά τόν πέτυχα πού νά πάρη ό διάβολος" έπειτα άρχίζω νά τρέχω σάν τρε λός πίσω του, γιατί λέω μέσα μου τώρα πού τό παιγνίδι ξεσκεπάστηκε, άν ποτέ ό Γιόνι φτάση μέ τήν καλή είδηση, θά καθαρίσουν τή Μιράντα άμέσως. Ή μόνη μου πιθανότητα — καί παίζω πάνω σ’ αύτή — είναι πώς έχω μία μέσα στά ψαχνά αύτοΟ τοΰ παλικα ριού καί μ’ αύτή που κουβαλάει ήδη μαζί του, δέν θά κρατήση μέχρι τό σπίτι. Κι δταν φτάνω στήν κορφή τοΰ λόφου, μου φαίνεται πώς έτσι είναι, γιατί βλέπω μπροστά μου τό άμάξι πού δέν προχωρεί πιά παρά πολύ άργά καί πού κάνει τρομερά ζίγκ -ζάγκ, μέ τόν Γιόνι πεσμένον πάνω στό τιμόνι, πού φαίνεται πώς μαζεύει τά μπογαλάκια του. Τρέχω δσο μπορώ, γιατί λέω μέσα μου πώς πρέπει νά φτάσω στό σπίτι, κι αύτός άμέσως μαντεύει τό σκοπό μου γιατί κάνει μιά προσπάθεια καί πατάει πάλι γκάζι. Τό ά μάξι πετάγεται μπροστά, άκριβώς τή στιγμή πού φτάνω στό ΰψος του, καί ό Γιόνι όρμάει κατευθείαν πάνω στό προστύλιο, σκαρφαλώνει τά σκαλιά, περνάει άπό τήν πόρ τα πού είναι όλάνοιχτη καί πάει νά σκάση πάνω στόν άριστερό τοίχο. Λέω μέσα μου πώς έχω ίσως άκόμη μιβτν ευκαιρία, τότε δίνω μιά τρεχάλα καί φτάνω στό διάδρομο, άκριβώς τή στιγμή πού ό Σιγκέλα, ή Κόνι καί μερικοί άλλοι κακο ποιοί βγαίνουν άπό τό σαλόνι. Ό Γιόνι στηρίζεται πάνω στό τιμόνι, καί καταφέρνει V άνασηκωθη. "Εχει τό πρόσω πο σκεπασμένο μέ αίμα καί βλέπω τό μέρος πού ή σφαί ρα μου τοΟ πέρασε τό λαιμό. Μέ δείχνει μέ τό δάχτυλο. —Μάς τήν έφεραν, λέει μέσα σ’ ένα λόξυγκα, τό κάθαρ μα. . . οί άστυνομικοί!. . Οί άστυνομικοί t . .
έ ν α κ ό λ π ο τή ς Κ ό ν ι Βγάζω τό περίστροφό μου κι έτοιμάζομαι ν’ Αρχίσω νά πυροβολώ, όταν Αντιλαμβάνωμαι πώς είναι Αδειο, καί προ τού προλάβω νά πω λέξη, δέχομαι μισή ντουζίνα καθάρμα τα στήν πλάτη καί πρέπει νά πιστέψετε πώς δέν δείχνον ται καί Ιδιαίτερα τρυφεροίΣτό τέλος, δταν καταφέρνω νά σταθώ δρθιος, βλέπω τόν Σιγκέλα, πού είναι σκυμμένος πάνω Από τόν Γιόνι· έπειτα άνασηκώνεται καί μέ κοιτάζει μ’ αύτό τό ειρωνικό χαμόγελο, πού είναι χαραχτηριστικό του. —Κλείστε τίς πόρτες, παιδιά μου, λέει, καί φροντίστε νά μή μπορέσουν νά τίς άνοίξουν, 'Επειτα μέ κοιτάζει. —Λοιπόν, δέν μπόρεσες νά μή τό κάνης τελικά αύτό! λέει. Πήγες νά μας παραδώσης στήν ά στυνομία έ; Πο λύ καλά, πολύ καλά! θ ά δής τί έχεις νά πάθης. Άνασηκώνομαι. Άπό πάνω, κι άπό τ’ άλλα δωμάτια του Ισογείου ένα σωρό τύποι ξεχύνονται μέσα στό δωμάτιο. Αυτά τά παλικάρια είναι κάπου πενήντα δλοι μαζί, καί σκληρά καρύδια, πού δέ φοβούνται τίποτα. —Μιά στιγμή, Σιγκέλα του λέω: δέ σάς πούλησα στούς Αστυνομικούς, άφοΰ είμαι κι έγώ Αστυνομικός, καταλα βαίνεις, καί σέ τσουβαλιάζω, έσένα καί τήν παρέα σου. Αρχίζει νά είρωνεύεται. —“Ωστε ό κύριος είδικός πράκτορας μάς τσουβαλιάζει; Μπά, μπά, τό βλέπετε αύτό! "Οχι μόνο δέ θά μάς τσουβαλιάση κανείς, Αλλά θά σέ βάλω νά κάνης ένα μπανάκι μέ παραφίνη, καί ή Κόνστανς θ' Αναλάβη νά τήν ΑνάψηΠροσπαθώ νά κερδίσω καιρό. —Άκου λοιπόν, φάτσα ποντικού, τού λέω. Νά τί συμ βαίνει: δέν έχεις τήν παραμικρή πιθανότητα νά γλυτώσης, ύπάρχουν Αστυνομικοί παντού. ’Εξάλλου, θά είναι έδώ σ’ ένα λεπτό, θά τό δής μόνος σου. Μήν κάνεις λοιπόν τό βλάκα καί μήν έπιβαρύνεις τή θέση σου—Ά στα αύτά, κάνει 6 Σιγκέλα, μοΰ φέρνεις Αηδία έσύ καί τό τενεκεδένιο παράσημό σου. Είναι σάν τή μικρή κομπίνα πού είχες έτοιμάσει, έκεΐ πάνω, μέ τή Μιράντα. ’Αξιολύπητη! 'Η Κόνι τής πήρε τό περίστροφο, δταν αύ-
Α υτός ό άνθρωπος είναι έπυάνδννος
175
τή δοκίμασε νά παίξη τή μεγάλη της σκηνή του Φάρ Ούέστ μ’ αύτό, καί θά περάση έκεϊ έπίσης. . . , Αύτή τή στιγμή, Μνας τύπος άνεβαίνει τρέχοντας τή σκά λα—‘Αφεντικό, τραυλίζει μέ βραχνή φωνή, είναι έκεϊ! 'Υ πάρχουν άπ’ αυτούς παντού. "Ερχονται άπό τήν καλύβα πού είναι στήν άλλη πλευρά τού γηπέδου. . . κατευθύνονται πρός τά δώ. —Πάει καλά, λέει δ Σιγκέλα άρχίζοντας νά καγχάζη. θ ά πρέπει νά έξηγηθοΰμε, παιδιά μου, λέει. Φράξτε όλες τΙς έξόδους. Κλείστε τά παραθυρόφυλλα καί τοποθετήστε δυό μυδράλια στή στέγη. Αυτοί ή έμεΐς, γιατί άν ύπάρχη κι Μνας άνάμεσά μας πού έλπίζει νά γλυτώση μέ πε νήντα χρόνια φυλακή, μπορεί πάντα νά τά κερδίση 1 Κάνει Μνα νόημα στόν Ρίτσκιν. —Πάρ’ τον έκεϊ πάνω καί πέταξέ τον στό δωμάτιο της Μιράντας, λέει, κι έπειτα φρόντισε νά φέρης ένα τύπο μα λακά μέχρι τό γκαράζ, στό πίσω μέρος, γιά νά ψάξη γιά πέντε Μξη μπιτόνια βενζίνης. Πείτε μου λοιπόν, παιδιά, θυ μόσαστε αύτό πού κάναμε σέ κείνο τόν τύπο τού Τζόφιν — αύτόν πού μάς είχε πουλήσει έκεϊ κάτω, λοιπόν θά τό ξαναπιάνουμε αύτό. Γυρίζει πρός τό μέρος μου. —Λέμυ, λέει, έχω τήν Ιδέα πώς έδώ θά τά τινάξω, καί θέλω νά τά κανονίσω ώστε ν’ άναχωρήσης πριν άπό μέναΣέ πέντε λεπτά θ’ άφήσουν νά γεμίση ένα καλό μπανάκι κι ή Μιράντα θά μπορέση νά σέ κοιτάζη νά τό παίρνης προ τού της κανονίσουν τό λογαριασμό της. Τό σπίτι γεμίζει άπό περίστροφα καί μυδράλια, τή στιμή πού ό Ρίτσκιν μέ βάζει ν' άνεβώ τή σκάλα. Αίσθάνομαι άρκετά άσχημα, έξαιτίας αύτης της πληγής στόν ώ μο πού μέ τραβάει τρομερά. Ό Ρίτσκιν μέ όδηγεϊ στό δω μάτιο πού άφησα τή Μιράντα, κι Μνας άλλος τύπος πού μάς συνοδεύει μοΰ δένει τά χέρια· Μπειτα μέ ρίχνουν μέ σα στό δωμάτιο καί ξανακλείνουν τήν πόρτα κλειδώνοντάς τη. Ή Μιράντα βρίσκεται έκεϊ, δεμένη στό πόδι τού κρεβατιού, καί βλέποντάς με κάνει μιά προσπάθεια νά χαμογελάση. ’Ακριβώς αύτή τή στιγμή, Μνας καταιγισμός άπό σφαί ρες ξεκινάει πάνω άπό μάς, κι άπ' αύτό συμπεραίνω, πώς κάποιος πού βρίσκεται στή στέγη άνοιξε πΰρ μέ μυδράλιο έναντίον των άστυνομικών πού είναι κάτω. ’Αρ χίζουν νά πέφτουν πυροβολισμοί άπό δλες τίς πλευρές, τώρα. Ξαπλώνω μέ τήν κοιλιά στό πάτωμα κολλητά στόν τοί χο, γιατί Μχω τήν έντύπωση πώς αύτό είναι τό τέλος τού
176
Π ή τ ε ο Τσένεϋ
ρομάντσου για μένα, ,καί γιά τή Μιράντα, έχω τήν Ιδέα δτι τά πράγματα δέν πάνε καλύτερα. Και νά πού, ξαφνικά, άρχιζε ι νά κλαίη. —Τί θά μας κάνουν, Λέμυ; Προσπαθώ νά χαμογελάσω. —Γιά ποιό λόγο νά μέ ρωτάτε; άπαντάω. Τί φαντάζε στε; θ ά μούκανε έντύπωση άν μας χάριζαν τά κλειδιά της πόλεως. — νομίζω μάλλον πώς θά μάς καθαρίσουν. Λύτό είναι ·τό τέλος μας, Μιράντα, κι άν πιστεύετε σέ κα μιά θρησκεία, έγώ στή θέση σας θάπεφτα στά γόνατα άμέσως, καί θάρχιζα τις προσευχές μου, γιατί μόλις πού προφταίνετεΈνω της μιλάω, ή πόρτα άνοίγει καί βλέπω νά παρου σιάζεται ή Κόνι. Τό τουφεκίδι έχει έλαφρά λιγοστέψει κι έχει άπομακρυνθη λιγάκι, δέν άκουγόταν πιά παρά ένα κροτάλισμα άπό μυδράλιο πού έρχόταν άπό τή στέγη. Ό διάδρομος είναι φωτισμένος, καί πίσω άπό τήν Κόνι βλέπω νά περνάη ένας τύπος πού κουβαλάει ένα σωρό μπε* τόνια- Άπό τό βάθος του διαδρόμου, άκούω νά τ’ άδειάζη μέσα σέ μιά μπανιέρα. Άπό καιρό σέ καιρό, ένα Εκτυφλω τικό φως φωτίζει τό παράθυρο, κι αύτό μέ κάνει νά σκεφτώ πώς οί άστυνομικοί πρέπει νάχουν ρίξει προβολείς πάνω στό σπίτι, άλλά δέν βλέπω σέ τί αύτό μπορεί νά μέ ώφελήση, άφοΰ δέν έχουν σκοπό νά Επιχειρήσουν Επίθεση έναντίον του σπιτιού τώρα, άφοΰ μάλιστα δρέπει νά νομίζουν πώς τή Μιράντα κι έμένα μάς έχουν καθαρίσει. Γιά τήν ώρα, αύτό πού θάθελα περισσότερο στόν κόσμο θά ήταν νάχω ένα τσιγάρο. Αύτή τή στιγμή, ή Κόνι άνοίγει όρθάνοιχτα τήν πόρτα καί μπαίνει μέσα- Πλησιάζει κοντά μου, μου βάζει ένα τσιγάρο στό στόμα καί μου τό άνάβει, έπειτα κάνει τό Ι διο καί γιά τή Μιράντα, Άπό τή στέγη άκούγεται ένακ; καινούργιος καταιγι σμός καί κάτω, κάποιος άρχίζει νά μουγγρίζη άφοΰ έφα γε ένα κομμάτι καυτό μολύβι. —"Ελα λοιπόν, Λέμυ, μου -κάνει ή Κόνι, έχω κάτι νά σοΰ πώ. Σηκώνω τά μάτια πάνω της. "Εχει ξανακλείσει τήν πόρτα, άλλά τώρα τό φως του φεγγαριού μπαίνει άπό τό παράθυρο καί τήν βλέπω άρκετά καθαρά. Μέ τό Ινα χέρι κρατάει ένα αύτόματο, καί μέ τό άλλο Ενα τσιγάρο, καί χα μογελάει μ’ ένα είδος άπόκοσμου χαμόγελου. Πάντως ξέρω πώς ή Κόνι είναι σωστό παλιοθήλυκο. καί δέν έχω καμιά Εμπιστοσύνη στά λόγια της. "Εχω τήιν Ιδέα πώς θά μάς παίξη κωμωδία γιατί όταν βλέπω αύτή τήν άπόκοσμη έκφραση στά μάτια, είμαι σίγουρος πώς
Α υτός ό άνθρωπος είναι επικίνδυνος
177
πρόκειται νά μιλήση γιά έρωτα ή γιά κάποιο κόλπο αύτοϋ τοΟ είδους. Ή Μιράντα τήν κοιτάζει, Επειτα τά μάτια της πέφτουν πάνω μου, καί μοιάζει μέ τίγρη. "Εχω την έντύπωση πώς άν ή Μιράντα καί ή Κόνι άποφάοιζαν νά Εξηγηθούν, θά γίνονταν μαλλιά κουβάρια, γιατί δέν θά μπορούσες νά βρής δυό γυναίκες πιό άνόμοιες. Ή Μιράντα ήταν τό εί δος της νεαράς σπορτίβ πού Επιζητεί διαρκώς καινούρ γιες συγκινήσεις, συνηθισμένη άπό μικρή νά πιστεύη πώς 6 κόσμος ήταν στά πόδια ΐης καί πώς δλα της τά χρω στούσαν, Ενώ ή Κόνι, δπως δλες οί κοπέλες τού κύκλου της, είχε μάθει νά ξέρη τί άκριβώς ήθελε, καί ν’ άγωνίζεται σκληρά γιά νά τό πετύχη. Πάντως ή Κόνι πλησιάζει έκεΐ πού ήμουν ξαπλωμένος καί μένει έκεΐ στημένη μπροστά μου κοιτάζοντάς με, καί διαπιστώνω πώς Εχει γάμπες καί σφυρά στ’ άλήθεια κα ταπληκτικά, κι αύτό είναι κρίμα, Ετσι στριμωγμένος δπως είμαι, χωρίς νά Ελπίζω πολλά πράγματα, λοιπόν, νά πού άρχίζω νά κάνω σύγκριση' άνάμεσα στά σφυρά της Κόνι καί της Μιράντας, κι αύτό άποδείχνει πώς ύπάρχουν τύ ποι πού τούς λείπει κάποια βίδα, δέν είναι Ετσι; ’Εκείνη τή στιγμή, ή Κόνι ύψώνει τή φωνή. —"Ακουσέ με, χοντρέ μου. λέει, Εχω νά σοΰ μιλήσω, καί δέν Εχω καιρό νά χάνω, λοιπόν θ ’ άνοιξης τ’ άφτιά σου· καί θά σκεφτής στά γρήγορα. Δέν ξέρω πώς συμβαί νει αύτό, άλλά ξέρεις, Λέμυ, είχα πάντα μιάν άδυναμία γιά σένα, καί φαντάζομαι πώς στό βάθος δέν είμαι άλλιώτικα φτιαγμένη άπό μιάν άλλη γυναίκα. —"Οσο γι’ αύτό, δέν ξέρω τίποτα, Κόνι, της λέω. Δέν Εχω κοιτάξει άλλά θέλω νά πιστέψω στό λόγο σου. Τέλος πάντων, πού θέλεις νά καταλήξης; —Λοιπόν, όρίστε, άπαντάει. Σοΰ προτείνω μιά συμφω νία. Νομίζω πώς μπορώ νά σάς γλυτώσω καί τούς δυό ά πό δώ, κι έσύ θά μπορούσες νά μοΰ διευκολΰνης τή θέση μου. ’Εξάλλου, ή άστυνομία δέν Εχει τίποτα Εναντίον μου, έκτός άπό αύτή τήν ύπόθεση άπαγωγής, κι άν βγάλω τή Μιράντα άπό δώ, τότε φαντάζομαι πώς άθωώνομαι; —Είσαι στ’ άλήθεια άπίθανη, Κόνι, της λέω, Ελπίζοντας πώς ή Μιράντα θά διώξη αύτή τή λάμψη Ελπίδας πού φά νηκε στά μάτια της, μήν ξεχνάς πώς ήσουν συνένοχος ά πό τήν άρχή· τό μόνο πού μπορώ νά κάνω γιά σένα, εί ναι ν' άποδείξω πώς Εκανες δ,τι μπόρεσες γιά νά μάς γλυτώσης άπό δώ, δταν είδες πώς 6 Σιγκέλα ήταν στριμωγμένος καί ή κομπίνα είχε άποτύχει' άλλ’ άν σέ φτάνη αύτό, τότε προχωρώ. —Πολύ καλά; λέει. Τότε σοΰ προτείνω κάτι άλλο: Ε
178
I1 t)teq Τσένεϋ
χω ένα άμάξι πού είναι παρκαριομένο έδώ κοντά· Τόχω κρύψει πριν δυό μέρες μέσα ατούς θάμνους στήν άκρη του δρόμου. "Αν σας βγάλω καί τούς δυό άπό δω, μέ άφήνεις νά πάρω τό άμάξι μου καί νά δοκιμάσω τήν τύχη μου; Νομίζω πώς αύτό είναι κανονικό. .. "Αν μέ πιάσουν οι άστυνομικοί, μ’ έπιασαν, άλλ’ άν καταφέρω νά τούς ξεφύγω, τόσο τό καλύτερο γιά μένα, δέν μπορείς νά πεις δτι σέ έκθέτω; —Δέν είναι άσχημο, λέω, άλλά ό Σιγκέλα τί κάνει σ’ αύτό τό διάστημα; Ή Κόνι χαμογελάει. —Δέν καταλαβαίνεις λοιπόν πώς έσύ μ’ ένδιαφέρεις, Λέμυ; λέει, θέλω νά σου τό πώ, πάντα σέ συμπαθούσα, καί δέν μπορώ νά ύποφέρω τήν Ιδέα νά σ’ άφήσω νά πεθάνης μέσα στά χέρια τού Σιγκέλα. Δέν βλέπεις λοιπόν πώς θέ λω στ’ άλήθεια νά σέ βοηθήσω, καθώς κι αύτή τή μικρή άνόητη; Ξαναρχίζω νά παίρνω άνάσα γιατί έχω τήν έντύπωση πώς ή Κόνι είναι ειλικρινής, καί ή Ιδέα πού έχω έστω καί τήν έλάχιστη δυνατότητα νά βγω άπ’ αύτή τήν κόλαση δέν μέ δυσάρεστε! καθόλου, σας βεβαιώ. —Πάει καλά, της λέω, άλλά πρέπει πρώτα - πρώτα νά μου λύσης τά χέρια μου καί νά μου δώσης ένα περίστρο φο, έπειτα άπ' αύτό θά πώ σύμφωνοι, όχι πρΙν. Δέν άπαντάει τίποτα. Πλησιάζει μόνο, παίρνει άπό τήν τσέπη μου τήν ξυριστική μου λεπίδα, καί κόβει τό σχοινί πού είναι γύρω στούς καρπούς τών χεριών μου· έπειτα ξαναρχίζει τά Ιδια μέ τή Μιράντα, καί μετά μου δίνει τό περίστροφο. —Δέν μπορώ νά παίξω πιό τίμιο παιγνίδι άπ’ αύτό μαζί σου, δέν είν’ έτσι, Λέμυ; λέει μέ κάπως ταπεινή φωνή. Σηκώνω τά μάτια καί βλέπω νά γυαλίζουν δάκρυα στά μάτια της. —Καί τώρα άκου, συνεχίζει. Σ ’ ένα λεπτό, ό Σιγκέλα θά πάη σ’ ένα άπό τά δωμάτια τού Ισογείου νά κάψη χαρ τιά πού δέν θέλει νά τ’ άφήση στά χέρια τών άστυνομι κών ’Εγώ, θά προμηθευτώ ένα άλλο περίστροφο, κι όταν θά βρίσκεται έκεΐ θά τού κανονίσω τό λογαριασμό του. “Εχω τήν ιδέα πώς ήρθε γιά μένα ή στιγμή νά διαλέξω άνάμεσα σ’ έσάς τούς δυό, Λέμυ, καί διαλέγω έσένα. —Αύτό μέ συγκινεΐ, Κόνι, άλλά ύπάρχει κάτι πού γιί αύτό θέλω νά είμαι σίγουρος. Κι αύτό είναι, νά πάρη αύτό τό κάθαρμα ό Σιγκέλα τή δόση σέ μολύβι, κι δχι στά ψέματα. —Δέν έχεις λοιπόν έμπιστοσύνη σ’ έμένα, Λέμυ; κάνει. —Νάχω έμπιστοσύνη I άπαντάω. Έγώ, τά φουσκωμένα
Α υ τ ό ; ό άνθρωπος είνα ι έπυάνδννος
179
λόγια, ξέρεις, τ’ άκούω άπό τή μέρα πού άρχισα νά κά νω παρέα μ' όλες τΙς κλίκες σας των δολοφόνων, κι αύτό δέν μέ. ώφέλησε σέ τίποτα, έτσι είμαι δύσπιστος. Προχωρώ πρός τό μέρος της. —“Ακου, όμορφούλα μου, της κάνω( τό μόνο πού μ’ ένδιαφέρει, είναι νά βγή άπό τή μέση ό Σιγκέλα τό γρη γορότερο, πρώτον γιατί έτσι θ’ άποφΰγουμε ένα σωρό φα σαρίες, καί δεύτερον θ* άποφΰγουμε, δταν βρεθη μπρο στά στό δικαστήριο — άν δεχτούμε πώς τόν στέλνουν στίς ‘Ηνωμένες Πολιτείες δταν τόν πιάσουν — νά τή γλυτώση χάρη στίς συνηθισμένες του κομπΐνες δωροδοκίας κι έξαγορας. Μήν ξεχνάς πώς αυτός ό λεβέντης έχει πολλά κόλπα ρεζέρβα, καί περισσότερα μέσα στή διάθεσή του έκεΐ κάτω παρά έδώ. ’Αλλά άν οΐ άστυνομικοΐ τόν τσιμ πήσουν, τότε έχω τήν Ιδέα πώς ό θειος Σάμ θά θελήση νά είναι ό πρώτος πού θά τόν δικάση, κι αύτό θά τοΰ άφήση μιά πιθανότητα νά δοκιμάση τά κόλπα του, καί Ισως σώση τό πετσί του, αύτός είναι δ λόγος πού δέχομαι τήν έκτέλεση έπιτόπου, καί δέν βλέπω κανέναν πιό κατάλληλο άπό σένα νά τό άναλάβη αύτό, κι άν τό κάνης αύτό, τό τε θά είμαι σίγουρος πώς παίζεις τίμιο παιγνίδι μαζί μου. Ή Κόνι μέ ξανακοιτάζει μέ ύφος κάπως ταπεινό. —Τόν άναλαμβάνω, Λέμυ, λέει, θέλω νά σέ υποχρεώσω νάχης έμπιστοσύνη σ’ έμένα. θέλω νά σοΰ άποδείξω πώς προσπαθώ στ’ άλήθεια νά φερθώ καλά- Κάνε υπομονή έ να λεπτό καί θά δής άν τοΰ κανονίσω τό λογαριασμό του. —Σύμφωνοι, της κάνω- Άλλά_ είναι περίεργο, βλέπεις, δέ θά φανταζόμουν πως θ’ άφηνες τόν Σιγκέλα τόσο εΟκολα... Μοϋ φαίνεσαι νάχης παράξενα άλλάξει. ξαφνικά. ’Ήταν σχεδόν στήν πόρτα, δταν κάνει άπότομα μετα βολή. —θέλεις Ισως νά σοΰ κάνω ένα σχεδιάγραμμα; λέειΤέλος πάντων, Λέμυ, δέν είσαι ώστόσο τόσο βλάκας πού νά μήν καταλαβαίνης- ·οί άστυνομικοί κυκλώνουν τό σπί τι' υπάρχει μιά όμάδα πού έρχεται άπό τό βάθος του γη πέδου- Κ,ρατοΰν τό μεγάλο δρόμο καί δέν είναι πιά παρά ζήτημα ώρας γιά νά μάς πέσουν έπάνω. Λοιπόν, γιατί δέν θά δοκίμαζα τήν τύχη μου; Κι έξάλλου, τί έκανε ποτέ δ Σιγκέλα γιά μένα; Στό βάθος, τόν μισώ, αύτό τό κάθαρ μα' θά τόν κανονίσω, κι άμέσως μάλιστα, κι αύτό θά μ' εύχαριστήση κιόλας. .. —Πάει καλά, πήγαινε, κούκλα. Μόνο, προσοχή νά μή σέ άκούση νάρχεσαι. Γιατί, άλλιώς θά ήταν Ικανός νά πυροβολήση πρώτος, καί τότε τί θά κάναμε χωρίς τή μικρή μας Κόνστανς; Στή μέση τής φράσεώς μου, άκούω ένα βογγητό πίσω
180
I I ήτκο Τσένεϋ
άπό τήν πόρτα. Ό τύπος πού κρατούσε τσίλιες στό παρά θυρο έφαγε κάποια σφαίρα. "Ενας άστυνομικός τούριξε μιά στό σβέρκο καί τό παλικάρι κατρακυλάει στό δάπεδο καί μένει ξερό. Ή Κόνι πλησιάζει, του παίρνει τό περί στροφο πού κρατούσε στό χέρι, μέ κοιτάζει πάνω άπό τόν ώμο της μέ ύφος συνενόχου καί φεύγει- ‘Η Μιράντα ξα νάρχεται στήν έπιφάνεια. . . . —"Ω, Λέμυ, αύτό είναι θαυμάσιο 1 λέει, θά βγούμε ά πό δώ. Ποτέ δέν θά πίστευα πώς αύτό μπορούσε νά γίνη... -^Πιό σιγά, μικρή μου. ., της κάνω, καί μή βιάζεσαι τό σο πολύ... Ξαναγυρίζω στό παράθυρο, στρέφοντας τήν πλάτη στή Μιράντα, καί βγάζω τό γεμιστή τοΰ περιστρόφου πού μούδωσε πριν άπό λίγο ή Κόνι. Είναι άδειος. Ούτε μιά σφαί ρα μέσα, κι αύτό άποδείχνει τ( θαυμάσιο κάθαρμα είναι αύτή ή κοπέλα. —’Ακούσε, Μιράντα, λέω στή μικρή πού τρίβει άκόμη τά χέρια της, άν νομίζετε πώς βγήκατε άπό τή δύσκολη θέση, μήν τό πιστεύετε. Αύτό δέν συμβαίνει, καί Ισως νά μή συμβή ποτέ. Αύτό τό παλιοθήλυκο ή Κόνι μούδωσε ένα περίστροφο άδειο, κι αύτό δέν μοΰ άρέσει, καί, καθώς τήν ξέρω καλά θά μας παίξη κάποιο κόλπο πολύ σύντομα. Δύο λεπτά άργότερα, άκοΰμε τήν Κόνι πού ξανάρχεται. Μπαίνει μέ τό πρόσωπο κλαμμένο, καί κλαίγοντας σά μω ρό παιδί. —Τό έκανα, Λέμυ, λέει. Τόν σκότωσα. ΤΗταν μέσα στό δωμάτιο τοΰ βάθους καί πυροβόλησα. "Επεσε πάνω στό γραφείο καί είχα τήν έντύπωση πώς μέ κοίταζε . .. μέ πα ράξενο ύφος... Είναι φοβερό, τι έντύπωση μούκανε αύ τό. "Ω! έλα, γρήγορα, άς βγούμε άπό δώ! Μέ όδηγεΐ κατά μήκος τού διαδρόμου' διασχίζουμε ένα δωμάτιο στό βάθος, κατεβαίνουμε μιά σκάλα, περνάμε σ’ ένα άλλο δωμάτιο τού Ισογείου, περνάμε άπό ένα είδος μπαλκονιού κι άπό κεΐ κατρακυλάμε στό γκαράζ. Ή Κόνι προχωράει μπροστά, κρατάει τήν τσάντα της κάτω άπό τή μασχάλη της καί. άκριβώς τή στιγμή πού φτάνει στή μεγάλη πόρτα τοΰ γκαράζ, της άρπάζω τήν τσάντα καί τήν άνοίγω. —Μήν έκνευρίζεσαι, μικρή μου, τής λέω, γιατί έκεΐ πά νω μούδωσες ένα περίστροφο πού δέν είχε τίποτα μέσα κι έγώ, δταν χρησιμοποιώ ένα περίστροφο, προτιμώ νάχω ένα πού έχει σφαίρες. Παίρνω αύτό πού είναι μέσα στήν τσάντα, καί βάζω τό δικό μου στή θέση του. Ή Κόνι δέν λέει τίποτα, μάς όδηγεί άπλώς έξω άπό τό γκαράζ, καί μετά άρχίζουμε νά κόβουμε πρός τό μονοπάτι πού φέρνει στό μεγάλο δρόμο.
Αυτός; ό άνθρωπος είναι επικίνδυνος
181
Μακριά, πρός τά δεξιά μου, Ακούω πυκνούς πυροβολι σμούς· άπ' αύτό συμπεραίνω πώς άπό κείνο τό μέρος οί Αστυνομικοί Θά έπιτεθοΰν στό σπίτι καί πώς δέν πρέπει νά νοιάζονται γι’ αύτή τήν πλευρά, γιατί έχουν γεμίσει τό δρόμο μέ Ανθρώπους τους καί φαντάζομαι σίγουρα πώς κανείς δέν θά μπορούσε νά τό σκάση Από κεΐ. ’Ακολουθούμε τό μονοπάτι καμιά έκατοστή μέτρα, έ πειτα ή Κόνι παίρνει ένα μικρό δρομάκι στ’ Αριστερός προχωρεί γιά μιά στιγμή κατά μήκος αύτού τού στενού δρόμου, δταν σέ μιά στροφή βλέπω λίγο μακρύτερα ένα ξέφωτο καί πέρα Απ’ αύτό τό ξέφωτο, ύπάρχει ένα Αμάξι πού ή καρότσα του γυαλίζει στό φώς τοϋ φεγγαριού. Καί ή δσφρησή μου μοϋ λέει πώς κάτι ύποπτο ύπάρχει σ’ αυτή τήν Ιστορία, κι αύτό μέ κάνει ν' άφήσω τήν Κόνι νά προχωρήση Αρκετά μπροστά, μέ τή Μιράντα πίσω ά πό μένα κι είμαι έτοιμος νά πώ μέσα μου πώς δέν θ’ άργήση νά συμβή κάτι, δταν ξαφνικά, Ακριβώς τή στιγμή πού βγαίνει στό ξέφωτο, αύτό συμβαίνει. Ό Σιγκέλα φανερώνεται πίσω άπό τό Αμάξι, δπου είχε κρυφτή. Γελάει σαρκαστικά, σά μιά οικογένεια άπό ύαι νες. "Εχει ένα περίστροφο στό χέρι καί δέ φαίνεται ν’ άνησυχή γιά τό δικά μου. "Εχω ξαφνικά τήν αίσθηση πώς κάτι δέν πάει καλά καί μ’ αύτόν. Ξαφνικά ή Κόνι κάνει ένα πήδημα μπροστά καί πάει νά βρή τόν Σιγκέλα πίσω Από τό Αμάξι. Σηκώνω τό πε ρίστροφό μου κι αύτή βάζει τά γέλια. —Μήν παιδιαρίζεις, Λέμυ, λέει, ούτε κι αύτό είναι γε μάτο. Είχα σκεφτή πώς θά μπορούσες νά ύποπτευθής τό κόλπο γιά τό πρώτο καί νά μοΰ πάρης τό δικό μου, γι' αύτό τό είχα άδειάσει. Λοιπόν, τί λές γι’ αύτό; —Πετυχημένο, Κόνι, Απαντάω, Αλλά ένα Απ’ αύτά τά πρωινά κάποιος θά σέ τσακώση κάί τότε θά γελάσης πιό ώραΐαΌ Σιγκέλα βάζει τά γέλια κι αύτός μέ τή σειρά του. Γυρίζει τό περίστροφό του πάνω μου, καί ή φάτσα του εί ναι δλο χαρά. —Λοιπόν, περιστεράκι, λέει, θά σάς καθαρίσω καί τούς δυό. "Εχω τήν έντύπωση πώς ή Κόνι σέ κατάφερε μέ τό τροπάρι της, έ; "Ισως καταφέρουμε νά γλυτώσουμε, καί ίσως νά μήν καταφέρουμε, Αλλά ένα πράγμα είναι σίγου ρο, πώς έσεΐς θά πεθάνετε καί οί δυό. Λοιπόν, Αν πιστεύης στόν "Αη Βασίλη, μπορείς νά κάνης τήν προσευχή σου, γιατί θά σοΰ τρυπήσω τ' Αντερα. Ή Μιράντα είχε μείνει στηλωμένη πίσω άπό μένα. Τήν αίσθάνομαι νά κινηται. Προχωρεί στό πλάι μου.
182
ΓΙήτερ Τσένεϋ
—Μιά στιγμή, κύριε Σιγκέλα, λέει, έχω τήν έντύπωση πώς ξεχνάτε μόνο κάτι. Κάνει δύο τρία βήματα μπροστά μέ ϋφος τόσο φυσικό πού αύτός δέν σαλεύει, καί τότε, γρήγορη σαν άστραπή, του πετάει τό παπούτσι της κατάμουτρα. Τό είχε βγάλει δσο στεκόταν πίσω μου· "Ο Σιγκέλα πυροβολεί, άλλά τό χτύπημα έκανε τό χέ ρι του νά χάση τήν Ισορροπία του. Τρώω τή σφαίρα στόν ώμο' είναι ή .δεύτερη άπόψε. Λέω μέσα μου πώς δέν μοϋ μένει πιά παρά ένα πράγμα νά κάνω, τότε ρίχνομαι κα ταπάνω του, κι είμαι τυχερός γιατί, αύτή τή φορά, τό αύτόματο παθαίνει έμπλοκή, πράγμα πολύ εύχάριστο δταν ένας τύπος πυροβολή καταπάνω σας. Περνάω πίσω άπ* τό άμάξι κι αύτός όπισθοχωρεΐ κα θώς πλησιάζω. Όρμάω καταπάνω του και του άνάβω μιάν δμορφη — ένα παλιό κόλπο πού είχα μάθει στίς Φι λιππίνες. Ό Σιγκέλα δέν τό βάζει εύκολα κάτω, και στήν πάλη σώμα μέ σώμα ξέρει νά φερθη' μοϋ κολλάει μιά μέ τό γόνατο κάτω άπό τήν κοιλιά, πού μοϋ κόβει τήν άνάσα· πιανόμαστε καί κυλάμε και οί δυό σ’ ένα χαντάκι, στή ρίζα μιας μικρής πλαγιάς. Παλεύει δπως δέν έχει παλαίψει ποτέ, τό κάθαρμα. ’Ε γώ δέν είμαι καί πολύ σπουδαίος, γιατί ό ώμος μου μέ πονάει τρομερά, άλλά του δίνω ένα σωρό χτυπήματα στά κρυφά, πού τάμαθα δταν έκανα παρέα μέ τούς κακο ποιούς, κι δταν, τελικά, κατάφερα νά του κολλήσω τά δυό μου δάχτυλα στό μάτι, σφίγγοντάς του συγχρόνως τό λαιμό στό κοίλωμα πού κάνει τό γόνατό μου καί χτυ πώντας του τό μούτρο μέ τό τακούνι κάθε φορά πού ρί χνει τό κεφάλι πρός τά πίσω, δέ νιώθει κι αύτός πιό σπου δαία άπό μένα. Άλλά ξέρω πώς έξασθενίζω δλο καί πιό πολύ, γιατί νιώθω πώς άπό τόν ώμο μου τρέχει αίμα, ένώ αύτό τό γουρούνι είναι σέ καλή φυσική κατάσταση, καί λέω μέσα μου πώς είναι καιρός νά τοϋ καταφέρω μιά καλή, άλλιώς ό Λέμυ είναι χαμένος. Τότε, ξαφνικά, άφήνω τόν έαυτό μου νά χαλαρώση, σαν νά είχα πιά τελείως άποκάμει. ’Ανοίγω τά χέρια, ζαρώ νω άναστενάζοντας, καί τό κάθαρμα τσιμπάει στό κόλπο. Για μισό δευτερόλεπτο μέ άφήνεΓ τότε, τήν ίδια στιγμή, τόν πιάνω σάν ψαλίδι, τόν ρίχνω κάτω^ μέ τά μούτρα, έ πειτα. πριν προλάβη νά κινηθή, τοϋ κάνω μιά λαβή μέ τή γάμπα γύρω άπό τό λαιμό, κι άμέσως μετά τοϋ πιάνω τό κεφάλι σέ μιά γιαπωνέζικη λαβή, πού είναι σωστό θαύμα. Τώρα, τόν κρατάω μπρούμυτα, μέ τό πρόσωπο στό χώ
Α υ τό ς ό άνθρωπος εΓναι έπινίνόυνος
183
μα, καί χτυπιέται σάν δαιμονισμένος καί παλεύει μέ τό δεξί μου μπράτσο πού είναι περασμένο κάτω άπό τό λαιμό του, ένώ προσπαθεί νά μετατοπίση τό άριστερό μου μπρά τσο, γιαπί ξέρει πώς είμαι τραυματισμένος σ’ αύτό τόν ώ μο, άλλά κυρτώνω τό άριστερό μου μπράτσο πάνω στήν άριστερή μου γάμπα, καί δέν μπορεί νά κάνη τίποτα. Δοκιμάζει νά μέ ρίξη άνάσκελα, άλλά τού κοπανάω μιά κλωτσιά στό σβέρκο καί σφίγγω περισσότερο τή λαβή μου στό λαιμό του. —"Ακούσε, κάθαρμα, τού λέω, καί καλά θάκανες νά μέ προσέξης, γιατί αυτά είναι τά τελευταία λόγια πού θ’ άκούσης. θ ά σέ καθαρίσω μιά γιά πάντα, βρομόσκυλο! Κατάλαβες; Κλαψουρίζει. —Λέμυ, λέει λαχανιάζοντας, μπορώ νά σοϋ δώσω 8σα λεφτά θέλεις. Μπορώ νά σέ κάνω νά γίνη σπουδαίος... Μπορώ. . . Τού κοπανάω μιά στό σβέρκο. —Δέν μπορείς άπολύτως τίποτα, τού λέω. Καί, άπό δώ κι έμπρός, δέ θά κάνης πιά ποτέ τίποτα, χρυσέ μου, έκτός άπό τό νά κατουράνε πάνω σου έκεΐ πού θά θάψουν τό βρωμερό σου σαρκίο. Άλλά, προτού σέ ξαποστείλω, θ’ άκούσης πρώτα αυτό πού έχω νά σοΰ πώ. Πάνε δυό χρόνια καί μερικοί μήνες πού κάνω παρέα μέ τούς γκάγκστερς σου καί τρώω ψωμί μέ τούς φίλους σου πού είναι συμμο ρία καθαρμάτων, πρέπει νά στό π ώ ... "Ημουν υποχρεωμέ νος νά τό κάνω αύτό, γιατί έτσι δουλεύει ό θείος Σάμ τώρα, καί δέν είχα τό δικαίωμα της έκλογής. Έσύ καί οί δμοιοί σου, δέν άξίζετε ούτε τό σχοινί γιά νά σάς κρεμάση κανείς, θ ά πουλούσες τήν Ιδια σου τή μάνα, άκριβώς δπως έσύ καί ή φιλεναδίτσα σου ή Κόνι πουλήσατε δλη τήν παρέα πού έμεινε έκεΐ κάτω μέσα στό σπίτι. ΟΟτε κι αύτοί οί λεβέντες άζίζουν τίποτα περισσότερο, άλλά φάνη καν τουλάχιστον άρκετά έντάξει ώστε νά μή σάς άφήσουν, κι έσεΐς τούς προδίν-ετε, δπως θά ήσαστε έτοιμοι νά κάνε τε γιά όποιονδήποτε. Καί θά παράδινες τή μικρή Μιράντα στό φιλαράκο σου τής ‘Αργεντινής, δταν θάπαιρνες τά λύ τρα, έ; Καί τόβρισκες καταπληκτικό νά σκέφτεσαι πώς δέ θάντεχε ούτε ένα μήνα στή ζωή πού θάβρισκε έκεΐ κά τω. θ ’ αύτσκτονοΰσε, καί πάνω σ’ αύτό ύπολόγιζες. "Α κου, μικρέ μου, ξέρουμε πώς έσύ είσαι πού άπήγαγες αύτή τή μικρή στή Γαλλία καί πού. τήν άφησες νά πεθάνη μέ σα σ’ ένα κιβώτιο, άφοΰ τσίμπησες τά λύτρα. Ξέρουμε πώς έσύ είσαι πού άπήγαγες τίς δυό μικρές Γκρότζνερ τόν περασμένο χρόνο, κι έγώ ό ντετέκτιβ είμαι πού τίς άνακά-
Πήτερ Τσένεϋ
184
λυψα μέσα σ’ ένα μπορνΐέλο, όπου τΙς είχες ξαποστείλει δταν τις βαρέθηκες. »Λοιπόν, νομίζω πώς υπάρχουν κοπριές άπό καθάρματα μέσα στίς συμμορίες των γκάγκστερς πού ξέρω, άλλα οΐ πιό βρωμεροί πού έχω δει ήσαστε πάντα έσύ καί δ Γκόγιαζ. Τοϋ έχωσα πέντε στό κρέας, δύο για τόν Μάκ Φήν, δύο γιά τόν Γκάλατ, ένα δυστυχισμένο τύπο, καί μιά γιά μένα* καί τώρα, ήρθε ή σειρά σου να σέ καθαρίσω. Δέ θάχης τήν εύκαιρία νά φροντίσης νά σ’ Εκδώσουν για νά δοκιμάσης Επειτα νά έξαγοράσης τούς Ενόρκους ή νά βάλης νά Εκβιάσουν όποιονδήποτε. Τέρμα στίς κομπίνες σου νά δωροδοκής υπαλλήλους, γιατί ό μοναδικός ύπάλληλός, Ε δώ, είμαι έγώ- ’Έχω την Ιδέα πώς είμαι συγχρόνως δικα στής, ένορκος, δικαστήριο καί τά πάντα, καί σέ καταδικά ζω Σιγκέλα, βαστήξου καλάΙ Κάνω μοχλό μέ τό δεξί μου μπράτσο, σπρώχνω μ’ δλες μου τις δυνάμεις Επάνω στό Αριστερό, στηρίζομαι έπάνω στά δυό μέ τήν άριστερή μου γάμπα, καί τό κόλπο πετυ χαίνει· Ή σπονδυλική του στήλη σπάει σάν σάπιο κλαδί. Σηκώνομαι καί τόν κοιτάζω. Κοίτεται κεϊ, ζαρωμένος, σάν Αξιοθρήνητος καραγκιόζης. Σκαρφαλώνω στήν πλαγιά καί, στήν κορυφή, βρίσκω τή Μιράντα πού μέ άναζητοΰσε παντού. Ή Κόνστανς τό εί χε σκάσει, Αλλά δέν σκοτίζομαι γι’ αύτή τήν κούκλα, για τί ξέρω πώς δέν μπορεί νά πάη μακριά. Ό ώμος μέ πονάει τρομερά· τότε κάθομαι άκουμπώντας σ' ένα δέντρο. Πιό πέρα, δεξιά μου, μέσ' Από τούς θά μνους. Ακούω τούς Αστυνομικούς νά πολιορκούν τό σπίτι. Τό ντουφεκίδι λιγοστεύει καί διακρίνω τόν Σήντρατ νά πί.νη άπό τό φλασκί του της τσέπης. Νά κάτι πού μού φαίνεται φαεινή ιδέα, έτσι, στέλνω τή Μιράντα νά ζητήση άπό τόν Σήντρατ νά μού δανείση τό φλασκί του γιά πέντε λεπτά, προτού τό άδειάση. Τήν κοιτάζω ν’ Απομακρύνεται Ανάμεσα στά δέντρα καί σκέφτομαι πώς ή μικρή Μιράντα έχει ένα περίφημο βάδι σμα — καταλαβαίνετε τί θέλω νά πώ —, περπατάει μ’ έναν τρόπο πού σοΰ φέρνει ένα σωρό Ιδέες πού δέν βρίσκονται μέσα στά Εγχειρίδια διδασκαλίας των νέων, καί λέω μέ σα μου πώς θά μπορούσα νά περιποιηθώ όμορφα τή Μι ράντα, χωρίς τ’ Αστεία, καί λέω μέσα μου πώς, δταν όλη αύτή ή υπόθεση θάχη ξεμπερδέψει, θ’ Απασχοληθώ μ’ αύτό. Καί τί θά είχατε κάνει στή θέση μου, Εσείς; ΤΕΛΟΣ
τό βιβλίο τόεηηζ αγκυραζ πού θ'άγοράόετε ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ i w
i i i K
xmami* vwmm
« .η ;:w ? . ι * ϊ g fs t -!
ϋ λ Η Γ Ν ΙΝ 0 ΖΑΒΟΑΙΑΡΙΣ.
Λένε ότι υπάρχουν επιτυχημένοι και αποτυχημένοι στη ζωή. Μην πιστεύεις τίποτα. Ό επιτυχημένος μπο ρεί νά σάς πή δτι έχασε άσκοπα τη ζωή του, ό αποτυ χημένος δτι τη «χόρτασε» τη «γεύτηκε». "Ολα είναι ένα τρελό παιγνίδι, καί τό πιο δύσκολο είναι νά ξέρης νά ζής. Ξέχασε τη μοίρα σου, ξέχασέ τα δλα. Διάβασε τό «ζαβολιάρη» καί γέλα. Γέλα μπροστά στον καθένα καί στο κάθε τι.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Τ Η * ΝΕΑ* ΕΛΛΗΝΙΚΗ* ΓΕΝΙΑ* Ό Εκδοτικός Οίκος «"Αγκυρα* τοΰ κ. Δ. Παπαδημητρίου θά παρουσιάση σέ μιά πανηγυρικά έκδοση των βιβλίων τής σειράς «Τσέπης Άγκυρας» την ποίηση τής νέας έλληνικής γενιάς. Ή όνθολογία αυτά θά είναι μοναδικά στό χώρο τής νεωτέρας έλληνικής ποιήσεως καί θά συμπεριλάβη σχε δόν κάθε ποιητή τής νέας γενιάς, κεθιερωμένο ή μή, καί πού άρχισε νά γράφη άπό τό 1950 και μετά. Στάν όνθολογία αυτά θά ύπάρξη μία καινοτομία. Ή άνθολόγηση δέ θά γίνη άπό είδικούς άλλά άπό τούς Ι διους τούς ποιητές. Κάθε ποιητής της νέας γενιάς πού έπιθυμεϊ νά παρουσιάση δείγματα χοΰ έργου του, καλείται νά άποστείλη τρία ποιήματα, δημοσιευμένα ή άδημοοίευτα, αυτά πού ό Ιδιος νομίζει δτι τόν έκπροσωποΰν περιοοότερο. Καλείται έπίσης νά δώση μιά σειρά προτιμήσεως σχά τρία αυτά ποιήματα, γΐά χήν περίπτωση πού θά δημοσιεύ ονται τά δυο R τό ένα. Μέ χόν τρόπο αυτό θά ύπάρξη μία όλοκάθαρη εικόνα τής ποιήσεως τής νέας έλληνικής γενιάς, άφοΰ οΐ Ιδιοι oi ποιητές θά είναι καί oi άνθολόγοι. Τά ποιήματα, μαζί μ' ένα σύντομο βιογραφικό σημείω μα, πρέπει νά άποσταλλοΰν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1971 στάν παρακάτω διεύθυνση:
’Εκδόσεις «Τσέπης ’Αγκύρας» Δ. ΠαπαδημητρΙου Πειραιώς 18 ’Αδήναι (101) τηλ. 528-135
«μέ Λένε ΚαίΤιε Σχά δεκάξη χρόνια μου έφυγα άπό χό οπίχι. Ζήλεψα χή δόξα χών νεαρών, χών βυγκροχημάχων χής πόπ μουοικής. Πήγα κονχά χους. »Ώραίο νά μέ βλέπη ό κόομος δίπλα χους», βκέφχηκα. Ύπέκυψα βχά πάθη χους. Σέξ μέ χόν μεγάλο χής ήμέρας. Ναρκωχικά μέ δλους. “Εγινα γκρουπιέρα. »*Έζηοα μια άλλόκοχη ζωή άνάμεοα βχήν ηδονή καί βχό γκρεμό. Δέχχηκα νά μέ χαπεινώβουν. Νά κάνω αΰχό που οΐ κανονικοί άν θρωποι όνομάζουν «άφύοικο» έρωχα. Τά δέ χχηκα δλα. Γιά χή φήμη καί χή δόξα. “Εστω άπό χρίχο χέρι. ^Παράξενος ό κόομος χής ξέφρενης βύγχρονης γενιάς. Τάν έζηοα οέ δλες χΐς οχιγμές χου. Είδα χους φίλους μου νά χρελαίνωνχαι άπό ναρκωχικά... Άπελπιβία καί ούγχυοη. »Ξέρεχε πολλά κορίχοια. Κανένα οάν καί μέ να. Είμαι κάχι άλλο. Καί μή περιμένεχε νά μάθεχε οέ πένχε γραμμές αυχό που είμαι. >’Έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο· ναί έγώ ή ίδια. Τά λέω δλα μέ χό νί καί μέ χό οίγμα. "Αν εΐοαι οεμνός, κολλημένος οχήν παράδοβη δέν βας ουνιοχώ νά χό διαβάοεχε. »’Ά ν δχι, βημειώβχε χήν ήμερομηνία, που κυκλοφορεί χό βιβλίο μου βχά 'Ελληνικά καί έλαχε νά μέ ουνανχήβεχε. Τό βιβλίο μου έχει χόν χίχλο:
ΓΚ ΡΟ ΥΠ ΙΕ Τό πραγμαχικό μου δνομα είναι Τζέννυ Φάμπιαν, κόρη διευθυνχοΰ άγγλικοΰ κολλεγίου. Λοιπόν; θά γνωριοχοϋμε; Τό βιβλίο μου κυκλοφορεί άπό χής έκδόοεις
«τόεπηζ αγκυραζ» τήν ΠΕΜΠΤΗ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΕ 14 ΔΡΧ
ΤΟ ΕΚ ΔΟ ΤΙΚ Ο Γ Ε Γ Ο Ν Ο Σ T O Y 1971
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Ο Υ Ε Α Σ σέ δυό κομψούς τόμους 16.000
Α Ν Τ ΙΤ Υ Π Α πουλήθηκαν σέ δυό βδομάδες
ΕΣΥ
άγόρασες τό ά ν ε κ τ ί μ η τ ο αύτό βιβλίο πού προσφέρουν τά «ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ» στήν άπίστευτα χαμηλή τιμή των 14 δρχ. γιά κάδε τόμο;
Τό χιούμορ οτίς καλύτερες οτιγμές του 15
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΧΟΤΖΑ
16
Ε Β Ρ Α Ϊ Κ Α ΑΝΕΚΔΟΤΑ
44
ΣΚΩΤΣΕΖΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
45
ΑΡΑΒΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΕΝΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΧΙΟΥΜΟΡΙ ΣΤΙΚΟ ΣΕΤ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΣΤΑ ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΜΕ 14 ΔΡΑΧΜΕΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΤΟΜΟ.
ΕΝΑΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΟ ΣΕΤ ΓΙΑ ΝΑ ΓΕΛΑΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΘΥΜΗΤΕ ΣΕ ΟΛΗ ΣΑΣ ΤΗ ΖΩΗ
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
τόεππζ αγκυραζ Και στην τιμή τών
14 ΔΡΑΧΜΩΝ
Γ ιά κ ά θ ε τ ό μ ο θά βρήτε τά παρακάτω διαλεχτά δργα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ 4 Η ΩΡΑΙΑ ΤΗ Σ ΗΜ ΕΡΑΣ, Ζ. Κεσοέλ 6 Ο ΤΡ ΙΤΟ Σ Α Ν Θ ΡΩ Π Ο Σ, Γχράχαμ Γκρήν 7 Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ, Ντενίς Ντιντερό 8 ΔΟΚΤΩΡ ΤΖΕΚΤΛ - ΤΟ ΔΙΑΜ ΑΝ ΤΙ ΤΟ Τ Μ Α ΧΑ ΡΑ ΓΙΑ , Λ. Στήβενσον 10 ΚΑΡΜΕΝ, Πρόσπερ Μεριμέ 11 ΓΚ ΡΑ Τ ΣΙΕ Λ Α , Ά λ . Λαμαρτίνος 12 24 ΩΡΕΣ Α Π Ο ΤΗ ΖΩΗ Μ ΙΑΣ ΓΤΝ Α ΙΚ Α Σ - ΑΜΟΚ, Στ. Τσόάιχ 19 ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΙΙιέρ Λουίς 20 ΤΟ ΦΩΣ Π Ο Τ ΣΒΗΝΕΙ, Ρ. Κίπλινγκ 22 Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕ ΡΑ Σ, Φρ. Μπράουν 80 Η ΚΤΡΙΑ ΜΕ ΤΑ Σ ΚΑΜ ΕΛΙΑΣ, Ά λ . Δουμάς, ιΛός 42 ΚΟΤΡΑΣΜΕΝΗ ΕΤΑΙΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜ ΑΤΑ, Άλμπ. Μοράβια 48 Ο ΝΕΚΡΟΣ ΚΤΡΙΕΤΕΙ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ, Ά νρΙ Τρουαγιά 49 Ο Π Α ΙΧ Τ Η Σ , Φ. Ντοστογιέφσκυ 52 ΤΟ ΕΝΤΔΡΕΙΟ, Ά νρΙ Τρουαγιά 55 Ο Π Ο ΔΟ ΣΦ Α ΙΡ ΙΣΤ Η Σ, Κ. Σαγιέ 5ϋ ΑΝΔΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΓΤΝ ΑΙΚ ΕΣ, Χεμινγουαίη 58 ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ, Κρόνιν 59 ΑΝΘ ΡΩ Π Ο Ι ΚΑΙ Π Ο Ν Τ ΙΚ ΙΑ '- ΤΟ Μ ΑΡΓΑ ΡΙΤΑΡΙ, Τζ. Στάινμπεχ 62 ΟΙ ΙΙΕ Ρ ΙΙΙΕ Τ Ε ΙΕ Σ TO T ΖΕΡΟΜ Μ Π Α Ρ Ν Τ ΙΝ Ι, Ζ. Ζιρωντοΰ 66 ΜΑΝΟΝ ΛΕΣΚΩ, Ά 6 6 ά ΓΙρεβώ 6.9 ΖΑ Β Ο ΑΙΑ ΡΗ Σ, Σ ασά Γχιτρΰ
Α Σ Τ Τ Ν Ο Μ Ι Κ Α 1 Ο ΤΕΛ ΕΤΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΕΞ, Σ. Α. Στήμαν 2 Ο Α Π Ο Κ ΕΦ Α Λ ΙΣΤΗ Σ, ,Έ ντγκαρ Ούάλλας
3 5
9 13 23 24 25 26 27 28 29 31 32 33 36 37 36 39 40 41 43 47 53 57 60 63 64 65 67
66
ΔΕΚΑ ΜΙΚΡΟΙ ΝΕΓΡΟΙ, Ά γκάθα Κρίστι ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ Ε ΚΚΛΗ ΣΙΑ, Ζώρζ Σιμενόν Ο ΑΛΗ ΤΗ Σ, Έ ντγκαρ Ούάλλας Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ Σ Κ ΙΑ , Ζώρζ Σιμενόν Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΕΞΙΛΕΩΣΗ, “ Εντγκαρ Ούάλλας ΕΔΩ Ο Α ΓΙΟ Σ, Λέσλυ Τσάρτερις Η ΑΠ ΟΔΕΙΞΗ ΕΙΝ ΑΙ ΣΤΟ ΒΤΘΟ, Ρ. Κΐνγκ Ο Π Τ Ρ ΓΟ Σ TOT ΤΡΟΜΟΤ, “ Εντγκαρ Ούάλλας Η Α Σ Π Ρ Η Μ ΑΣΚΑ, “Εντγκαρ Ούάλλας Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΚΟΜ ΙΣΣΑ, “ Εντγκαρ Ούάλλας ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΗΝΤΜΑ, Χένρυ Χόλτ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ Α ΙΜ Α ΤΟ Σ, Ά γκάθα Κρίστι ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΓΙΑ ΤΗΝ Κ ΤΡΙΑ, Χένρυ Χόλτ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Π ΑΡΑΜΟΝΕΤΕ, Χένρυ Χόλτ Η «ΜΠΛΟΦΑ>, “ Ανταμς ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ, Ά γκάθα Κρίστι Ο Α ΓΙΟ Σ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΙΔΟΤΞ, Λέσλυ Τσάρτερις ΟΙ ΜΑΝΙΑΚΟΙ, Ντάσιελ Χάμετ ΤΟ ΜΑΤΡΟ ΔΩΜ ΑΤΙΟ, Σεσίλ Γουίλς Η ΝΤΧΤΑ ΣΤΟ ΣΤΑ ΤΡΟ ΔΡΟ Μ Ι, Ζώρζ Σιμενόν Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΤΜ Μ ΟΡΙΑ, “Εντγκαρ Ούάλλας ΒΓΑΙΝ ΕΙ ΤΗ Ν ΤΧ ΤΑ , Τζ. Ντ. Κάρ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ Χ Ε ΡΙ, Τζ. Ντ. Κάρ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΩΡΑ Ε Κ ΣΤΑ ΣΕ Ω Σ, Νάιο Μάρς Π Ο ΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΤΡΑ ΤΗ ΓΟ , Ντ. Σεγιέρς Ε ΙΣΙΤΗ ΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ, Μπ. Χαλλινταίη ΠΑΝΩ Α Π Ο ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΜΟΤ ΣΩΜΑ, Ρ. Στάουτ ΗΤΑΝ Ο Τ Π Ν Ο Β Α Τ Η Σ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ, "Ερλ Στ. Γκάρτνερ ΑΤΤΟΣ Ο ΑΝ Θ ΡΩ Π Ο Σ ΕΙΝΑΙ Ε Π ΙΚ ΙΝ ΔΤΝ Ο Σ, Π. Τσένεϋ Μ ΟΝΤΕΣΤΤ Μ ΙΙΛ Α ΙΗ Ζ - ΣΑΛΑΜ ΑΝΤΡΑ 4, Π. Ο ’ Ντόνελ
Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Η
Φ Α Ν Τ Α Σ Ι Α —
Π Ε Ρ Ι Π Ε Τ Ε Ι Α
14 17 18
21 34 35 54
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝ Θ ΡΩ Π Ο Σ, Ούέλς ΟΙ Π ΡΩ ΤΟ Ι Α Ν Θ ΡΩ Π Ο Ι ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ, Ούέλς Α Ν Θ ΡΩ Π Ο Ι ΚΑΙ ΖΩΑ, “Αλβξ Μάνθ Η ΜΗΧΑΝΗ Π Ο Τ ΤΑΞΙΔΕΤΕΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ, Ούέλς Ο ΠΟΛΕΜ ΟΣ ΤΗ Σ Φ ΩΤΙΑΣ, Τζ. Ρόνυ Ο ΓΙΟ Σ ΤΗ Σ ΓΗ Σ, Τζ. Ρόνυ ΟΙ ΔΡ Α Π Ε Τ Ε Σ ΤΟΤ 4000 Μ.Χ.
61 ΚΡΑΤΓΗ Α Π Ο ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, Ζάκ Σπίτζ
Ε Γ Κ Τ Κ Λ Ο 47 5« 51
Π Α Ι Δ Ι Κ Α
ΣΤΝΤΟΜΗ Π ΑΓΚΟΣΜ ΙΑ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ , Ούέλς Π Ο Τ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΛΑΘΟΣ 0 ΜΑΡΞ, Ρ. Κόνκουεστ Η ΙΣΤ Ο Ρ ΙΑ ΤΟ Τ ΣΕΞ, Τζ. Σίμονς X I Ο Τ Μ Ο Ρ
15 16 44 45
ΕΝΕΚΔΟΤΑ ΧΟΤΖΑ Ε Β Ρ Α Τ Κ Α ΑΝΕΚΔΟΤΑ, Γ .Ρ έιμ οντ ΣΚΩΤΣΕΖΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ, Π . Άντωνοπόύλου ΑΡΑΒΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ, Π . Άντωνοπουλου
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑ Θ Ε ΣΙΣ Β ΙΒ Λ ΙΟ Π ΩΛΕΙΟΝ ΑΓΚ ΤΡΑΣ Π Ε ΙΡΑ ΙΩ Σ 18, ΑΘΗΝΑΙ - ΤΗΛ. 523-694 ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΑ ΤΗ Σ ΕΛΛΑΔΟΣ
ε ίν α ι e n in v d D V o e ΠΗΤΕΡ ΤΣΕΝΕΫ -—Είμαι ό Λέμυ Κώβιον. • — Σ έ ξέρουμε, θά μου Time.
—Λάθος κάνετε, θά βας πώ. Είμαι άγνωοτος. Μόλις δραπότευοα άιπά τις φυλακές της Όκλαχάμα. Μεταμφιέζομαι καί χτυΐ'ΰ). Είμαι έ ν α ς 'αν θρωοιος έ π ι κ ί νό υ ν ο ς. »Καί τό χειρότερο άτι" δλα γιά βας: βρί σκομαι διαρκώς μηροοτά οας. »Νά οας ηώ κι ένα μυοτικό: οτό βιβλίο αυτά είμαι οέ μεγάλη φόρυα. Δέ θ’ άνακαλύψετε ποτέ το έϊΓ0· '.οο που. Μή" r δ’οφωνηται:
Α ω ΟΛ λ Ω» ΠΕΙΡΑΙΩΣ 18
Πα Π α ΛΚ ..i.'iO , -
ΑΘΗΝΑΙ ’*