ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟ 8ο
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ: ΒΙΒΛΙΟ 1ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 2ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ ΒΙΒΛΙΟ 3ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΒΙΒΛΙΟ 4ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟ 5ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΟ ΒΙΒΛΙΟ 6ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ 7ο: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ «ΚΑΡΕΛ» ΑΠΟ ΤΗΝ WORLD SCIENCE FICTION ASSOCIATION
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΑΣΟΣ Σειρά Επιστημονική Φαντασίας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος .................................. 7 Τζώρτζ Χέρνυ Σμιθ: Το Ιμάτζικον.............11 Ρέυ Μπράντμπερυ: Νυχτερινή συνάντηση.....25 Τζων Μπράννερ: Ο πατέρας του ψεύδους.....41 Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ: Ο άνθρωπος από το άγνωστο........................... 137 Τσαρλς Χάρνες: Η νέα
πραγματικότητα......165 Ρόμπερτ Σέκλυ: Οι δαίμονες................233 Άρθουρ Κλαρκ: Το τείχος ίου σκότους......253 Ρίτσαρντ Μάθεσον: Ταχυδακτυλουργική παράσταση ........................... 285 Υπήρχε — ναι υπήρχε — κάποτε ένας φιλόσοφος που τον έλεγαν Ντεκάρτ ή Καρτέσιο, ο οποίος είπε: Gogito ergo sum.
Και πίστεψε ο δύστυχος ότι έτσι έλυσε το πρόβλημα! Μετά πέθανε. Ο Ντεκάρτ, γιατί το πρόβλημα εξακολουθεί να ζει. Όχι, το πρόβλημα δεν είναι πού θα βρούμε κάποιον που να ξέρει λατινικά για να μας μεταφράσει τι είπε ο Ντεκάρτ. Αυτό λύνεται εύκολα. Ανοίγουμε ένα λεξικό και ανακαλύπτουμε ότι τα λόγια του Ντεκάρτ μεταφράζονται κάπως έτσι: Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Λαμπρά. Αλλά για ν’ αποδείξω ότι «σκέφτομαι» πρέπει να έχω ήδη αποδείξει ότι «υπάρχω», και το όλο ζήτημα είναι
ταυτόσημο με το άλλο περιβόητο φιλοσοφικό πρόβλημα: η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα; Τελικά το μόνο σίγουρο που αποδεικνύει το Cogito ergo sum είναι κάποιες γνώσεις λατινικών από τη μεριά του Ντεκάρτ. Εξάλλου, αν πάρουμε σαν μέτρο της πραγματικότητας τη ρήση του Ντεκάρτ, τότε πάρα πολύ ελάχιστοι άνθρωποι πρέπει να υπάρχουν σε τούτο τον κόσμο. Γιατί; Σκεφτείτε το! Σκεφτείτε το! Σκεφτείτε το — για το δικό σας το
καλό — γιατί μπορεί τελικά ο Ντεκάρτ να έχει δίκιο. Μη σας πάρω στο λαιμό μου. Ευτυχώς, σχεδόν όλα τα διηγήματα τούτης της ανθολογίας απαιτούν από τον αναγνώστη να σκεφτεί. Και επειδή η σκέψη είναι συχνά πικρή, μπορεί να την πάρει κανείς σε χάπι ζαχαρωμένο με ψυχαγωγία. Άλλωστε η συνταγή — σκέψη με ζαχαρένια φλούδα ψυχαγωγίας — είναι και μια ακόμη περιγραφή της Επιστημονικής Φαντασίας. Αν και, όπως ανέφερα πιο πάνω, η σκέψη δεν είναι και τόσο σίγουρη εγγύηση της ύπαρξης, είναι καλύτερα να σκέφτεστε δίχως να υπάρχετε, παρά να υπάρχετε δίχως να σκέφτεστε.
Όμως, κάποιος Μπέρκλυ ήταν φιλόσοφος, και νομίζω ότι είχε θίξει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα όψη του όλου προβλήματος της ύπαρξης: Υπάρχει πραγματικότητα δίχως κάποια συνείδηση που να την αντιλαμβάνεται; είχε αναρωτηθεί. Αν η πραγματικότητα εξαρτάται από τη συνείδηση, μήπως η πραγματικότητα είναι απλώς δημιούργημα της συνείδησης; Μήπως δεν είναι κάτι το συγκεκριμένο, αλλά αλλάζει όταν αλλάζει και η συνείδηση που την αντιλαμβάνεται; Αλλά γιατί να περιοριστούμε στον παλιό, φίλτατο επίσκοπο Μπέρκλυ; Μήπως δεν έχουμε
την πολύ πιο σύγχρονη επιστήμη της Χαολο-γίας; Ήδη από το 1931, με το μεταθεώρημα του Γκαίν-τελ, είχε αμφισβητηθεί το απόλυτο των μαθηματικών αξιών. Χάος υπάρχει στη διαδικασία της φύσης, υποστηρίζει και ο Δρ. Κέννεθ Ουίλσον που κέρδισε το Νομπέλ Φυσικής του 1960. Και σήμερα, ο Δρ. Μίτσελ Φάιγκενμπάουμ αποδεικνύει ότι όχι μόνο η προέκταση και των πιο απλών μαθηματικών εξισώσεων καταλήγει στο χάος αλλά και η όποια τάξη πιστεύουμε ότι υπάρχει στο σύμπαν είναι προέκταση του δικού μας μυαλού και όχι κάτι αυθύπαρκτο.
Κοντολογίς, δεν υπάρχει καν πραγματικότητα, μια και η έννοια της μη σταθερής, της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας είναι τελικά αυτοανάιρούμενη. Τότε, τι υπάρχει; Μα σκέτες λέξεις, που κι αυτές χάνονται όταν δεν υπάρχει και κάποιος να τις σκεφτεί. Και τι μας μένει; Το χάος! Το χάος είναι η εύπλαστη, η άμορφη... η πέρα από τις λέξεις ουσία-που-δενείναι-ουσία του σύμπαντος. Από εκεί το μυαλό μας αντλεί υλικό και πλάθει
πραγματικότητες. Το χάος είναι σαν ζυμάρι. Η επίσημη πραγματικότητα δεν είναι παρά αυτό το ζυμάρι ψημένο και σταθεροποιημένο σ’ ένα καρβέλι ψωμί. Αλλά όταν φάμε και χωνέψουμε το ψωμί μπορούμε να πλάσουμε ένα άλλο, με άλλο σχήμα. Δεν έχουμε παρά να πλάσουμε μια νέα πραγματικότητα από το χάος. Το χάος, ο τάφος κάθε ουτοπίας, γιατί η κάθε ουτοπία είναι στατική και η κάθε στατικότητα είναι δυστο-πία. Το απίθανο, το εκπληκτικό, το σαγηνευτικό, το ελεύθερο, το δημιουργικό χάος. Το χάος, όπου τα
πάντα μπορούν να συμβούν και τα πάντα συμβαίνουν. Το χάος απ’ όπου ξεπήδησαν οι θεοί, και στο οποίο θα ξαναγυρίσουν για να ξαναγεννηθούν. Γιατί το χάος είναι σαν την πηγή της αιώνιας νιότης, όπου καθετί διαλύεται όταν γεράσει γιο να ξαναγεννηθεί νέο σ’ έναν καινούριο κόσμο. Το Χάος είναι το λίκνο του Φοίνικα. Και ο κάθε καινούριος κόσμος είναι οπωσδήποτε καλύτερος από τον παλιό; Όχι βέβαια. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αλλά αυτό κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον το πράγμα.
Γιώργος Μπαλάνος
TO IMATZIKON του Τζωρτζ Χένρυ Σμιθ
Το πρόβλημα των τεχνητών παραδείσων είναι βέβαια ένα από τα πιο γνωστά της εποχής μας. Λέγεται ότι τα ναρκωτικά διαδίδονται ταχύτατα παντού,
ακόμη και σε μέρη που δύσκολα θα φανταζόμαστε. Για παράδειγμα, ψιθυρίζεται ότι πρόσφατα ο Άγιος Πέτρος έπιασε ένα αγγελάκι που αντί να κάθεται πάνω σ’ένα σύννεφο καθόταν κάτω από ένα σύννεφο. Αυτό δε θα ήταν ιδιαίτερα περίεργο αν το σύννεφο δεν έβγαινε από το στόμα του μικρού αγγέλου. Όπως αποκαλύφθηκε στην ανάκριση, το αγγελάκι, αντί να χρησιμοποιήσει το λιβάνι του σε κάποιο θυμιατό, το είχε βάλει σε μια πίπα και το κάπνιζε. Βέβαια, περιττό να σας πω πού ξαπόστειλαν ύστερα το αγγελάκι... αλλά το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Αυτό που αναρωτιέμαι είναι τι σόι τεχνητούς παραδείσους προσπαθούσε να βρει το αγγελάκι.
Και πού είναι η Άλλη Πραγματικότητα; Α... θα τη δείτε διαβάζοντας το διήγημα. Γ. Μ. Ο Ντάντορ έγειρε πίσω στο ζεστό μετάξι του καναπέ και τεντώθηκε νωχελικά. Ύστερα άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο ψηλό ταβάνι του παλατιού του και μετά να χαμηλώσουν στην όμορφη ξανθιά που ήταν γονατισμένη στα πόδια του. Η ξανθιά τέλειωνε τη φροντίδα του άψογου πεντικιούρ του, ενώ η φιλήδονη καστανομάλλα με τους χυτούς γοφούς και τα σαρκώδη κόκκινα χείλη έσκυβε να του ρίξει άλλη μια ρόγα σταφυλιού στο
στόμα. Ο Ντάντορ περιεργάστηκε την ξανθιά, που τ’ όνομά της ήταν Σέσιλυ, κι αναλογίστηκε τις άλλες υπηρεσίες που του είχε προσφέρει στη διάρκεια της νύχτας. Ήταν καλή... πολύ καλή. Αλλά σήμερα την έβρισκε βαρετή, όπως βαρετή έβρισκε και την καστανομάλλα — πώς τη λέγαν αυτή, αλήθεια; — όπως βαρετές έβρισκε και τις χυμώδεις δίδυμες κοκκινομάλλες, όπως.... Ο Ντάντορ Χασμουρήθηκε. Μα, γιατί,. Θεέ μου, ήταν όλες τους τόσο εκνευριστικά ερωτιάρες, και τόσο πρόθυμες να του ικανοποιήσουν το κάθε κέφι και καπρίτσιο;
Θα’ λεγε κανείς, σκέφτηκε με μια πικρόχολη γκριμάτσα, ότι όλες ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του. Ή μάλλον — και μόνο που δε γέλασε στη σκέψη — σαν να ’ταν δημιουργήματα της μεγαλύτερης απ’ όλες τις εφευρέσεις του ανθρώπου, του Ιμάτζικον. «Ορίστε, δεν είναι ωραία; » έκανε η Σέσιλυ, και τραβήχτηκε πίσω για να θαυμάσει με καμάρι τη δουλειά της. Ο Ντάντορ ένιωσε γελοίος. Ύστερα η Σέσιλυ τον έκανε να νιώσει ακόμη πιο γελοίος, όταν έσκυψε και φίλησε με φλογερά κόκκινα χείλη το δεξί
του πόδι. «Ω Ντάντορ! Δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω! » του ψιθύρισε. Ο Ντάντορ αντιστάθηκε στον πειρασμό να δώσει μια γερή κλοτσιά με το φρεσκοπεριποιημένο πόδι του στα στρογγυλά και προκλητικά της πισινά. Συγκρατήθηκε όμως, γιατί ακόμη και σε κάτι τέτοιες στιγμές, όταν η ζωή με τούτες τις γυναίκες άρχιζε να του φαίνεται εξωπραγματική, προσπαθούσε να είναι όσο μπορούσε πιο ευγενικός μαζί τους. Ακόμη και όταν η λατρεία και η αγάπη τους απειλούσαν να τον πεθάνουν από βαρεμάρα, προσπαθούσε να είναι καλός κι ευγενικός. Έτσι, αντί να κλοτσήσει τη Σέσιλυ,
προτίμησε να χασμουρηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν το ίδιο. Τα γαλανά μάτια της άνοιξαν διάπλατα από φόβο. Ακόμη και η καστανομάλλα σήκωσε τα πελώρια μάτια της από το σταφύλι που κρατούσε, και τα χείλη της άρχισαν να τρεμουλιάζουν. «Δε... δε σκοπεύεις να μας εγκαταλείψεις, ε; » ψέλλισε με αγωνία η Σέσιλυ. Ο Ντάντορ Χασμουρήθηκε πάλι και της χάιδεψε αφηρημένα το κεφάλι. «Μονάχα για λίγο, αγαπούλα». «Ω
Ντάντορ!
»
έσκουξε
η
καστανομάλλα. «Δε μας αγαπάς; » «Ντάντορ, μη μας αφήνεις, σε παρακαλώ», έκανε η ξανθιά ικετευτικά. «Θα κάναμε το παν για να σε κάνουμε ευτυχισμένο! » «Το ξέρω», τη διαβεβαίωσε, στέκοντας όρθιος και τεντώνοντας το κορμί του. «Είστε και οι δυο πολύ γλυ-κιές. Αλλά κατά κάποιο τρόπο νιώθω μέσα μου να με τραβά—» «Μείνε σε παρακαλώ», τον παρακάλεσε η καστανομάλλα, πέφτοντας στα πόδια του. «Θα κάνουμε ένα ωραίο πάρτι με σαμπάνιες. Θα σου προσφέρουμε ό, τι ποθεί η ψυχή σου. Θα
πάμε να φωνάξουμε και τις άλλες κοπέλες... Θα χορέψω για χάρη σου... » «Λυπάμαι, Δάφνη», την έκοψε, έχοντας θυμηθεί τελικά τ’ όνομά της. «Αλλά, κορίτσια, αρχίσατε να μου φαίνεστε εξωπραγματικές. Και όταν συμβαίνει αυτό, είμαι αναγκασμένος να φύγω». «Μα... » — η Σέσιλυ έκλαιγε τώρα με τέτοια αναφιλητά που με δυσκολία έβγαζε τις λέξεις — «όταν μας αφήνεις... είναι σχε... σχεδόν... σαν να... να μας γυρίζεις... το διακόπτη». Τα λόγια της τον μελαγχόλησαν κάπως, γιατί, από μια άποψη, ήταν αλήθεια. Όταν
έφευγε ήταν σχεδόν σαν να τις έσβηνε γυρίζοντας ένα διακόπτη. Αλλά, αλήθεια ή όχι, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί η έλξη που ένιωθε να τον τραβά σ’ εκείνο τον άλλο κόσμο ήταν ακατανίκητη. Έριξε μια τελευταία ματιά στην απίστευτη χλιδή του τεράστιου παλατιού του, στην ομορφιά των γυναικών και στο ζεστό ήλιο που χυνόταν μέσα από τα παράθυρα- ύστερα από λίγο όλα αυτά είχαν χαθεί.
Το πρώτο πράγμα που άκουσε βγαίνοντας από το Ιμάτζικον ήταν το
ουρλιαχτό του ανέμου- το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν το φοβερό κρύο. Το επόμενο που τον χτύπησε στ’ αφτιά ηταν η τραχιά φωνή της γυναίκας του. «Ώστε δέησες επιτέλους να βγεις από δαύτο, αχαΐρευτε; » του φώναξε. «Καιρός ήταν, χαραμοφάη, μισή μερίδα άντρα! »
Είχε στ' αλήθεια επιστρέψει στον Νεστρόντ, στην πιο παγωμένη κόλαση που ο άνθρωπος είχε αποικίσει στο σύμπαν. Κατ' επανάληψη ο Ντάντορ είχε πάρει την απόφαση να μην ξαναγυρίσει ποτέ εκεί. Αλλά ξαναγύριζε... πίσω στον Νεστρόντ, και στη γυναίκα του τη Νόνα.
«Αρκετό καιρό έλειψες, αναίσθητε! » βρυχήθηκε η Νόνα Ηταν μια πελώρια κοκαλιάρα, με λιγδιάρικα μαλλιά που κρέμονταν σαν μαύροι σπάγκοι. Το πρόσωπά της ήταν φαρδύ και πλακουτσό, με στενά χείλη και στραβά, κιτρινισμένα δόντια θεέ μου, είναι κακάσχημη, συλλογίστηκε ο Ντάντορ κοιτάζοντάς τη. Δίπλα της η Σέσιλυ και οι άλλες ήταν θεές. «Και καλά έκανες που γύρισες, γιατί οι τταγόλυκοι έχουν αρχίσει να ξεθαρρεύουν, και χρειαζόμαστε παγωμένη τύρφη για τη φωτιά, και... »
Ο Ντάντορ στεκόταν ασάλευτος εκεί, ακούγοντας το ατελείωτο κατεβατό από τις αγγαρείες που του είχε ετοιμάσει η- γυναίκα του. Μα αναρωτήθηκε από μέ-σα του γιατί η Νονα δε φώναζε κάποιον από τους αγα πητικούς της από τα ορυχεία να τις κάνουν; Ηξερε, δίχως να χρειάζεται να του το πουν ότι οι εραστές. της μπαινόβγαιναν συνέχεια εκεί όταν εκείνος απου-
σίαζε. Η Νόνα ήταν τόσο άπιστη όσο και ασχημομούρα. Κι εφόσον αναλογούσαν είκοσι άντρες για κάθε γυναίκα σε τούτο τον πλανήτη, της δίνονταν άφθονες
ευκαιρίες να τον κερατώνει. Και ο στάβλος χρειάζεται νέα στέγη. τέλειωσε η γυναίκα του. Μην παίρνοντας άμεση απάντηση κόλλησε απειλητικά
το πρόσωπό της στο δικό του. Μ' άκουσες τι σου είπα; Αυτές οι δουλειές πρέπει να γίνουνε. Σ' άκουσα αναστέναξε καρτερικά ο Ντάντορ. «Τότε τι στέκεσαι σαν κόπανος; Κάτσε να περιδρο μιάσεις το πρωινό σου και μετά τράβα έξω να δουλέ ψεις». Το πρωινό ήταν ένα χοντρό, σιτεμένο κομμάτι χοι ρινό, όλο ξίγκι, κι ένα
πιάτο χλιαρός χυλός. Του κάθι σε στο λαιμό, αλλά τελικά κατάφερε να το πάει κάτω Ύστερα φόρεσε τη θερμοφόρμα και τις γούνες του και κίνησε για την πόρτα. «Ξέχασες, ζωντόβολο! » του φώναξε η γυναίκα του. παίρνοντας μια προστατευτική μάσκα προσώπου από τα συμπράγκαλα που γέμιζαν το τραπέζι και πετώντας την προς το μέρος του. «θες να ξυλιάσει η μύτη σου και να σου πέσει; » Ο Ντάντορ φόρεσε τη μάσκα του γοργά για να κρύψει την οργή από το πρόσωπό του ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ο άνεμος τον
χαστούκισε στο πρόσωπο, στέλνοντας ένα χαλάζι από παγοκρύσταλλο στη μάσκα του. Ο Νεστρόντ! θεέ μου, γιατί στον Νεστρόντ; Ατενίζοντας το παγερό τοπίο, αναλογίστηκε με λαχτάρα τη σχετική ζεστασιά της καλύβας του. Η σκέψη του πέταξε στο μαύρο θαλαμίσκο του Ιμάτζι-κον. Στεκόταν στη μόνη λεύτερη γωνιά της καλύβας, και ήταν ο μοναδικός δρόμος φυγής πίσω προς,.. Αλλά όχι, δεν μπορούσε να γυρίσει τόσο σύντομα. Τον περίμεναν τόσες και τόσες δουλειές εδώ. Έτσι, με το τσεκούρι στον ώμο, άρχισε να βαδίζει στην παγωμένη ερημιά του αρχαίου βάλτου απ όπου προμηθεύονταν την
παγωμένη τύρφη που χρησιμοποιούσαν για καύσιμο. Όλο το πρωί, με τον άνεμο να λυσσομανά γύρω του και το φοβερό κρύο να κάνη μαρτύριο την κάθε του ανάσα, έκοβε και στοίβαζε τα κομμάτια της παγωμένης τύρφης. Κάποια στιγμή, ο ξεπλυμένος κίτρινος ήλιος έσκασε μύτη φευγαλέα πίσω από τα σύννεφα των παγοκρυστάλλων ο Ντάντορ κοίταξε και είδε ότι ήταν σχεδόν πάνω από το κεφάλι του. Καιρός να γυρίσει. Έδεσε μια μεγάλη στοίβα από τις πλάκες της τύρφης, τις ζαλώθηκε στον ώμο του και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τις ελεεινές καλύβες
του οικισμού του Νεστρόντ. Η Νόνα του πέταξε μπροστά του ένα μπολ με νερουλή σούπα κι ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, αποκαλώντας το γεύμα. Ο Ντάντορ τα έφαγε αμίλητος και μετά τράβηξε για το πίσω μέρος της καλύβας για να περάσει το απόγευμα σκάβοντας το νέο βόθρο. Το σκάψιμο έκανε την πρωινή δουλειά να μοιάζει με κούρα ανάπαυσης. Το χώμα ήταν παγωμένο σαν πέτρα από τη μέρα που ο Νεστρόντ πρωτάρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον αδύναμο ήλιο του. Ωσπου να σουρουπώσει, η ράχη, η μέση και τα πόδια του πονούοαν αβάσταχτα. Αν και
δεν είχε προχωρήσει ούτε μισό μέτρο, ο ερχομός της νύχτας τον υποχρέωσε να σταματήσει τη δουλειά- επέστρεψε ξεθεωμένος στην καλύβα με μία μονάχα σκέψη στο μυαλό του., να κοιμηθεί. Το ουρλιαχτό που τον έκανε να τιναχτεί από τον πρώτο ανήσυχο ύπνο του φαινόταν να ’ρχεται από τα βάθη της ίδιας της κόλασης. «Τι... τι ’ταν αυτό; » μουρμούρισε νυσταγμένα. «Οι παγόλυκοι, ηλίθιε! Τι άλλο; » γρύλισε η Νόνα από δίπλα του. «Λιμπίζονται τα ζωντανά μας και
προσπαθούν να μπουν στο στάβλο! Άντε έξω να τους σταματήσεις! » Ο Ντάντορ σηκώθηκε μουδιασμένος και άρχισε να ντύνεται, ενώ άλλο ένα δαιμονικό ουρλιαχτό έσκισε τη νύχτα απέξω. Άπλωσε το χέρι για το ντουφέκι λέιζερ, όταν η Νόνα γκάρισε πάλι. «Άντε, παρ’ τα πόδια σου! Αυτά τα θηρία μπορούν να κομματιάσουν τους I TO IMATZIKON 19
I
-
κορμούς στον τοίχο του στάβλου σαν να ’ταν σπιρτόξυλα».
Ο Ντάντορ στάθηκε έξω από την πόρτα με το φακό στο ένα χέρι και το ντουφέκι στο άλλο. Είδε τους παγόλυκους σχεδόν αμέσως. Ήταν δύο φοβερά εξάπο-δα τέρατα. Το ένα τους στεκόταν στα τέσσερα πίσω πόδια του και με τα πελώρια σαγόνια του έκοβε κομμάτια ολόκληρα από τον τοίχο του στάβλου. Ο Ντάντορ μπορούσε ν’ ακούσει τα τρομαγμένα μουγκανητά των αγελάδων από μέσα. Άρχισε να βαδίζει με δυσκολία στο χιόνι προς το θηρίο. Εκείνο τον άκουσε και γύρισε τα φλογερά κόκκινα μάτια προς το μέρος του. Για μια στιγμή συνέχισε να κομματιάζει τα ξύλα του τοίχου, αλλά μετά γύρισε και
όρμησε με μεγάλα σάλτα καταπάνω του. Αιφνιδιασμένος ο Ντάντορ δεν πρόλαβε να πετάξει το φακό και να σηκώσει το όπλο του σε θέση βολής. Έτσι αναγκάστηκε να ρίξει από το ύψος της μέσης, και η ακτίνα πέτυχε το τέρας στον ώμο. Δεν έφτανε αυτό για να το σταματήσει. Ο Ντάντορ παραμέρισε σβέλτα καθώς το πελώριο πλάσμα περνούσε από δίπλα του, και μετά του διέλυσε το κεφάλι. Το ακέφαλο κουφάρι γλίστρησε τσουλιστά στο χιόνι σκορπίζοντας αίμα παντού, και τότε λίγο έλειψε να χάσει και ο Ντάντορ τη ζωή
του. Αυτό γιατί, για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, είχε ξεχάσει ότι το πλάσμα είχε και σύντροφο. Το θυμήθηκε μονάχα όταν το θηρίο τον χτύπησε από πίσω και τον έστειλε να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στην παγωμένη γη. Την άλλη στιγμή το τερατώδες πλάσμα βρισκόταν από πάνω του ο Ντάντορ ούρλιαξε νιώθοντας ένα νύχι ν’ αποσπά κομμάτια από τη σάρκα του μηρού του, ενώ τα πελώρια σαγόνια ζύγωσαν προς το λαιμό του. Ο φακός είχε γλιστρήσει από το χέρι του, αλλά το ντουφέκι εξακολουθούσε να κρέμεται με το λουρί από τον ώμο του. Το δάχτυλό του βρήκε τη σκανδάλη και
την τράβηξε με την ισχύ του στο φουλ. Η ακτίνα λέιζερ διέλυσε το ένα πόδι του παγόλυκου από το γλουτό και κάτω, και το πλάσμα έπεσε πέρα νεκρό καθώς το έβρισκε και μια δεύτερη. Ύστερα ο Ντάντορ ένιωσε το σκοτάδι να τον τυλίγει. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του είδε ότι ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι της καλύβας. Η Νόνα και ένας άγνωστος έσκυβαν από πάνω του. «Ωραία τα Κατάφερες και πετσοκόφτηκες τούτη τη φορά! » γρύλισε η Νόνα μόλις τον είδε ν’ ανοίγει τα μάτια του.
«Το πόδι χρειάζεται ακρωτηριασμό», είπε ο ξένος. «Είσαι γιατρός; » ρώτησε ο Ντάντορ με βραχνό ψίθυρο. «Ο μοναδικός που θα βρεις από δω ώς τον Άλφα του Κενταύρου», αποκρίθηκε ο άλλος. «Ο πόνος είναι αβάσταχτος... δεν μπορείς να μου δώσεις τίποτα για τον πόνο; » «Σου έδωσα ήδη την τελευταία μου μορφίνη. Πίσω στη Γη μπορεί να σώζαμε το πόδι σου, αλλά εδώ... » Έκανε μια αόριστη κίνηση ανημποριάς.
Ο Ντάντορ ένιωθε το σκισμένο πόδι του σαν να ’ταν βουτηγμένο σε λιωμένο σίδερο. Έκανε ένα μορφασμό πόνου και μετά είδε το αχνό χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη της Νόνα καθώς έλεγε, «Δίχως μορφίνη ή άλλο παυσίπονο, το κόψιμο του ποδιού του θα πονάει σαν μαρτύριο της κόλασης, ε, γιατρέ; » «Έχω φέρει ουίσκι στο αμάξι μου», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Θα πάω να το φέρω». Όταν απομακρύνθηκε ο γιατρός, η Νόνα έσκυψε πάνω από τον Ντάντορ και τον κοίταξε στα μάτια. «Θα βλαστημήσεις την ώρα που γεννήθηκες, κούκλε μου. Θα σε πονέσει όσο με
πονούσες κι εσύ κάθε φορά που έφευγες και με παράταγες έτσι. Κάθε φορά που χωνόσουν σ’ εκείνο το μαύρο σου κουτί». «Όχι, Νόνα, όχι! Δεν πονούσες! Εσύ δεν—» Σκόπευε να πει ότι αυτή δεν είχε καν την ικανότητα να πονά. Αλλά συγκρατήθηκε, γιατί δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν αλήθεια. «Μ’ ένα πόδι μονάχα δε θα μπορείς να φτάσεις από μόνος σου σ’ εκείνο το καταραμένο μηχάνημα», του είπε μοχθηρά. «Έτσι θα μένεις πάντοτε εδώ και θα είσαι καλός μαζί μου». «Νόνα! Όχι! Δεν καταλαβαίνεις! » Ο
Ντάντορ άρχισε να την ικετεύει, αλλά εκείνη την ώρα γύρισε ο γιατρός, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι στη μαύρη τσάντα του. «Έλα, ρούφα του γρήγορα», είπε, δίνοντας στον Ντάντορ το μπουκάλι. Ο Ντάντορ το ήπιε σχεδόν μονορούφι. Αλλά το ουίσκι δεν τον βοήθησε και πολύ. Ο γιατρός έκοβε και πριόνιζε. Ο Ντάντορ ήταν σίγουρος ότι το κρανίο του θα άνοιγε στα δυο από τα ουρλιαχτά του και μόνο. Ήταν στιγμές που αναρωτιόταν γιατί οι κατάρες του δεν έσπαζαν τα λουριά που τον κρατούσαν ακίνητο ή δεν έκαναν επιτόπου στάχτη τους δυο
βασανιστές του. «Νομίζω τελειώσαμε», είπε κάποια στιγμή ο γιατρός, καθώς ο αβάσταχτος πόνος έσυρε πάλι ανελέητα τον Ντάντορ από τα βάθη της λιποθυμίας του. «Μένει μονάχα να καυτηριάσουμε την πληγή, αλλιώς θα πεθάνει από αιμορραγία. Βλέπεις, δεν έχω και τίποτα καλύτερο από τη φωτιά για δαύτο. Έλα να με βοηθήσεις να πυρώσω τούτη τη μασιά, γυναίκα». Ο Ντάντορ συνήλθε εντελώς προλαβαίνοντας τη ματιά που του έριξε η Νόνα πάνω από τον ώμο της, πριν κοιτάξει με μίσος προς το Ιμάτζικον. Ήταν σαν να του έλεγε καθαρά, «Ανήκεις
σε μένα τώρα... σε μένα και μόνο. Τέρμα τα ξεπορτίσματά σου με δαύτο». Δεν μπορεί να του το ’κανε αυτό! Ήταν αδύνατο! Γιατί του συμπεριφερόταν έτσι; αναρωτήθηκε ο Ντάντορ μέσα από τη θολούρα της μορφίνης, του αλκοόλ και του πόνου. Αλλά δεν μπορούσε να βρει καμιά απάντηση. Ενώ η γυναίκα του κι ο γιατρός απομακρύνονταν για να ετοιμάσουν το σίδερο με το οποίο θα καυτηρίαζαν το απομεινάρι του ποδιού του, το μαύρο, στενόμακρο σαν φέρετρο κουτί του Ιμάτζικον γέμισε τα μάτια και το μυαλό του.
Αν ο πόνος δεν ήταν τόσο αβάσταχτος και πέρα από κάθε λογική, ίσως ο Ντάντορ να μην έβρισκε το κουράγιο να κυλήσει από το τραπέζι στο πάτωμα και ν’ αρχίσει να σέρνεται προς το μαύρο θαλαμίσκο, αφήνοντας πίσω του μια γραμμή αίματος. Ο μαύρος θαλαμίσκος... Κατά κάποιο τρόπο το ’ξερε ότι αντιπροσώπευε την ανακούφιση από τον πόνο, μια υπόσχεση ενός έσχατου καταφύγιου. Κατάφερε να τον φτάσει δίχως να τον πάρουν είδηση και, με μια υπέρτατη προσπάθεια, μπόρεσε ν’ ανασηκωθεί αρκετά για να πιέσει την παλάμη του στο κατάλληλο σημείο. Ο αισθητήρας της συσκευής, που ήταν το μοναδικό εμπόδιο
ανάμεσα σε τούτο και σ’ εκείνο το άλλο σύμπαν, αναγνώρισε αμέσως την ταυτότητά του και του άνοιξε. Περισσότερο νεκρός από ζωντανός, ο Ντάντορ σωριάστηκε μέσα στο Ιμάτζικον, και η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του.
«Ω, Ντάντορ! Ντάντορ, καλέ μου! » φώναξε χαρούμενα η Σέσιλυ μόλις τον είδε, αγκαλιάζοντας τον με τα βελούδινα, ζεστά χέρια της. «Αγαπούλη, ξαναγύρισες! ψιθύρισε χαδιάρικα η Δάφνη.
»
του
«Είμαστε τόσο ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε! » γουργούρισε σιγανά η κοκκινομάλλα Τέρρι. «Είμαστε τόσο ευτυχισμένες που σε ξαναβλέπουμε! » επανάλαβε και η δίδυμη αδερφή της, η Τζέρρι. «Κι εγώ είμαι ο ευτυχέστερος απ’ όλους! » τις διαβεβαίωσε ο Ντάντορ κοιτάζοντας κάτω στο πόδι του... στο εντελώς ανέπαφο και γερό πόδι του. Δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο τώρα. «Δόξατω Θεώ! » ψιθύρισε. «Δόξα τω Θεώ! Ξαναγύρισα! » Το Ιμάτζικον είχε κάνει καλά τη δουλειά του! Την είχε κάνει τέλεια, για
μια ακόμη φορά! Τον είχε μεταφέρει πέρα σ’ ένα κόσμο φαντασίας, και μετά τον είχε φέρει πάλι πίσω στην πραγματικότητα... στην υπέροχη, τη θεσπέσια πραγματικότητα! Ο Ντάντορ ανακάθισε και κοίταξε ολόγυρα στο ζεστό, θαυμάσιο κόσμο του. Ήταν ο κόσμος της Γης του 22300 μ. Χ., ο κόσμος εκατό χρόνια μετά το Λοιμό. Η επιδημία του είχε χτυπήσει εκλεκτικά στα αρσενικά γονίδια μειώνοντας τον αντρικό πληθυσμό σε λίγες χιλιάδες άτομα, κάνοντας έτσι τον κάθε άντρα επίκεντρο λατρείας και πάθους ενός χαρεμιού γυναικών. Πολλοί από τους επιζήσαντες άντρες
δεν είχαν καταφέρει ν’ αντέξουν το στρες. Μια ζωή όπου ήταν αντικείμενα λατρείας ενός πλήθους γυναικών, μια ζωή όπου τα πάντα ήταν δικά τους, είχε αποδειχτεί αφόρητη γι αυτούς. Μετά είχε έρθει ο Ιμάτζικον, μια εφεύρεση που έφτιαχνε όποιο κόσμο επιθυμούσε ο καθένας, έναν κόσμο που φαινόταν απόλυτα πραγματικός. Μερικοί άντρες είχαν χρησιμοποιήσει το Ιμάτζικον για να πλά-σουν ακόμη πιο εξωτικούς και θαυμαστούς κόσμους από εκείνον όπου ζούσαν, αλλ’ αυτό ήταν απλώς μια πιο χορταστική μερίδα από το ίδιο φαγητό. Το αποτέλεσμα ήταν να νιώθουν πιο ανικανοποίητοι από ποτέ.
Ο Ντάντορ είχε φερθεί πολύ φρόνιμα. Με το δικό του Ιμάτζικον είχε δημιουργήσει έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο... έναν κόσμο παγωνιάς και τρόμου, που λεγόταν Νεστρόντ. Ο Ντάντορ είχε συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια. Τι αξίζει ο ουρανός δίχως κάτι να τον συγκρίνεις; Δίχως μια γεύση κόλασης από καιρό σε καιρό, πώς θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει τον παράδεισο;
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
του Ρέυ Μπράντμπερυ
Ο Ρέυ Μπράντμπερυ είναι ένας από τους συγγραφείς που ειλικρινά τους ζηλεύω, για τη μαγεία της πένας τους. Οπωσδήποτε είναι και ένας από εκείνους — όχι ο μόνος — που επηρέασαν το δικό μου ύφος γραφής. Κάθε διήγημα του Μπράντμπερυ είναι ένα μικρό ή μεγάλο αριστούργημα — και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας. Έχουν ένα λυρισμό που δε γίνεται ποτέ γλυκερός, μια
ποίηση που ποτέ δεν είναι ψεύτικη και μια φιλοσοφία που ποτέ δεν είναι κουλτουριάρικη. Και πάνω απ' όλα, έχουν μια ανείπωτη νοσταλγία για όλα εκείνα που τα νιώθουμε, αλλά δύσκολα μπαίνουν σε λέξεις. Στη Νυχτερινή Συνάντηση, με μια απλότητα που μονάχα ένας μεγάλος συγγραφέας μπορεί να πετύχει δίχως να γίνει γελοίος, ο Μπράντμπερυ θίγει τη βασική ουσία της έννοιας «πραγματικότητα»: ότι είναι μια καθαρά ανθρώπινη, εντελώς σχετική αντίληψη. Και αν δε συμφωνήσετε μαζί μου, μην το παίρνετε κατάκαρδα. Σ’ αυτούς τους προλόγους δεν εκφράζω παρά μονάχα
την καθαρά προσωπική μου γνώμη. Γ. Μ. Πριν πάρει την ανηφοριά για τους γαλάζιους λόφους, ο Τόμας Γκομέζ σταμάτησε για καύσιμα στο απόμακρο βενζινάδικο. «Σαν πολλή μοναξιά έχεις εδώ, ε, παππού; » έκανε ο Τόμας. Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρ-μπρίζ του μικρού φορτηγού. «Δεν είναι κι άσκημα». «Πώς σου φαίνεται ο Άρης, παππού; »
«Καλός είναι. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις. Όταν πρωτόρθα εδώ πέρυσι το ’χα πάρει απόφαση να μην περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε. Πρέπει να μας απασχολεί μονάχα αυτό που έχουμε εδώ, και το πόσο διαφορετικό είναι. Και μόνο το να παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καυτός σαν την κόλαση τη μέρα, παγερός σαν το θάνατο τη νύχτα. Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή. Ήρθα στον Άρη για να περάσω τα γεράματά μου, και ήθελα να βρω έναν τόπο όπου το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει
ανάγκη από διαφορετικά πράγματα, ξέρεις. Οι νεαροί δεν κάνουν κέφι να κουβεντιάζουν μαζί του, και τους συνομηλίκους του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα ότι το καλύτερο που ’χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ’ αρκούσε ν’ ανοίξω τα μάτια μου για να δω και κάτι το ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο. Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο παλιό δρόμο όπου δεν έχει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα ίσα όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν’ απολαμβάνω τα διαφορετικά πράγματα που υπάρχουν εδώ».
«Ανακάλυψες τη φιλοσοφία της ζωής, παππού», χαμογέλασε ο Τόμας, με τα μελαχρινά χέρια του ακουμπισμένα χαλαρά στο τιμόνι. Ένιωθε ωραία. Δούλευε σε μια από τις καινούριες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δύο σχόλη, και τώρα πήγαινε σ’ ένα γλέντι. «Τίποτα δε με ξαφνιάζει πια» συνέχισε ο γέρος. «Απλώς κοιτάζω. Απλώς ρουφώ εμπειρίες. Αν δεν μπορείς να δεχτείς τον Άρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό εδώ πέρα, το χώμα, ο αέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς — δεν έχω δει κανέναν ακόμη, αλλ’ ακούω ότι υπάρχουν — ως και τα ρολόγια. Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι,
ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός εδώ πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σαν να ’μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σε όλο τον πλανήτη. Θα ’βαζα και στοίχημα γι’ αυτό. Άλλες φορές, πάλι, νιώθω σαν οχτάχρονο παιδί, και με ανάλογο μπόι, ενώ το καθετί γύρω μου είναι ψηλότερο. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο! Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατάει ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο Άρης; Μοιάζει με κάτι που μου έκαναν δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δεν ξέρω αν τα ’χεις δει ποτέ- λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχαν χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δεν ξέρω τι μέσα σ’ ένα σωλήνα. Τα κρατούσες στον ήλιο, κοίταζες από την άλλη μεριά, και το θέαμα σου ’κοβε την
ανάσα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σχέδια έβλεπες! Λοιπόν, κάπως έτσι είναι κι ο Άρης. Απόλαυσέ τον. Μη ζητάς τίποτε άλλο απ’ αυτό που είναι. Χριστέ μου, το ’ξερες ότι τούτος δω ο δρόμος φτιάχτηκε από τους Αρειανούς κι έχει ηλικία πάνω από δεκάξι αιώνες; Και δες πόσο καλά κρατάει ακόμη! Ενάμισι δολάριο για τη βενζίνα, ευχαριστώ, και καλή σου νύχτα». Ο Τόμας πήρε πάλι τον αρχαίο δρόμο, γελώντας σιγανά. Ηταν ένας μακρύς δρόμος που ξετυλιγόταν μέσα στο σκοτάδι και τους λόφους. Κρατούσε το τιμόνι και, κατά καιρούς, άπλωνε το χέρι στο καλάθι με το
κολατσιό δίπλα του και τσίμπαγε κάτι. Οδηγούσε σταθερά για καμιά ώρα τώρα, δίχως να έχει συναντήσει άλλο αμάξι στο δρόμο, δίχως να έχει δει κανένα φως μονάχα ο δρόμος που τραβούσε μπροστά, το βουητό τη μηχανής του, και ο Άρης σιωπηλός ολόγυρα. Ο Άρης ήταν πάντοτε σιωπηλός κόσμος, αλλά η αποψινή νύχτα ήταν πιο ήσυχη από κάθε άλλη. Η έρημος και οι άδειες κοίτες των θαλασσών έφευγαν δεξιά κι αριστερά του, με τα βουνά ν’ αχνοφαίνονται στο φόντο των άστρων. Απόψε η μυρωδιά του Χρόνου πλανιόταν στον αέρα. Ο Τόμας χαμογέλασε κι έπαιξε μ’ αυτή τη φαντασία στο μυαλό του. Ήταν κι αυτή
μια σκέψη. Ποια να ’ταν στ’ αλήθεια η μυρωδιά του Χρόνου; Μύριζε σκόνη, ρολόγια κι ανθρώπους. Κι αν αναρωτιόσουν ποιος να ’ταν ο ήχος του Χρόνου, αυτός ήταν σαν νερό που κελάρυζε σε μια σκοτεινή σπηλιά και σαν απόμακρες φωνές και σαν χώμα που έπεφτε σε άδεια καπάκια κουτιών, και σαν βροχή. Και για να το πάει ακόμη πιο πέρα, σαν τι έμοιαζε τάχατες ο Χρόνος; Ο Χρόνος έμοιαζε σαν νιφάδες χιονιού που έπεφταν σιωπηλά σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο ή σαν βουβή ταινία σ’ έναν παλιό κινηματογράφο ή σαν εκατό δισεκατομμύρια πρόσωπα να πέφτουν αργά σαν μπαλόνια, κάτι προς το χάος και το τίποτα. Και απόψε — ο Τόμας έβγαλε το χέρι του από το παράθυρο να
νιώσει τον άνεμο — απόψε μπορούσες σχεδόν και ν’ αγγίξεις το Χρόνο. Οδηγούσε το φορτηγό του μέσα από τους λόφους του Χρόνου... Ένιωσε μια ανατριχίλα στο σβέρκο και ανακάθισε απότομα, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά. Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια μικρή, νεκρή, αρειανή πόλη, έσβησε τη μηχανή και άφησε τη σιγαλιά ολόγυρα να τον τυλίξει. Κάθισε εκεί, δίχως ν’ ανασαίνει, αγναντεύοντας πέρα τα άσπρα κτίρια στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ακατοίκητα από αιώνες. Τέλεια και άψογα ερειπωμένα, ναι, αλλά τέλεια.
Άναψε πάλι τη μηχανή κι έκανε κάνα δυο χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, πριν σταματήσει πάλι. Εκεί βγήκε από το αμάξι, πήρε μαζί του το καλάθι με το φαγητό και τράβηξε ώς ένα μικρό ύψωμα απ’ όπου μπορούσε ν’ αγναντέψει τη σκονισμένη πόλη που άφησε πίσω του. Άνοιξε το θέρμος του και γέμισε ένα φλιτζάνι με καφέ. Ένα νυχτοπούλι φτερούγισε πάνω από το κεφάλι του. Ο Τόμας ένιωθε πολύ ωραία εκεί, πολύ γαλήνια. Θα είχε περάσει κάνα πεντάλεπτο, όταν ακούστηκε ένας ήχος. Πέρα στους λόφους, εκεί που έστριβε ο αρχαίος δρόμος, το μάτι του έπιασε μια κίνηση. Διέκρινε ένα αμυδρό φως και μετά
άκουσε κάτι σαν μουρμουρητό. Ο Τόμας γύρισε αργά με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. Και είδε να προβάλλει από τους λόφους κάτι το παράξενο. Ήταν μια μηχανή που έμοιαζε με σμαραγδοπράσινο έντομο, σαν αλογάκι της Παναγίας που ταξίδευε ντελικάτο στον κρύο αέρα, δυσδιάκριτο, με αμέτρητα πράσινα πετράδια να τρεμοσβήνουν σ’ όλο του το κορμί, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν, ίδια με κόκκινα πολυπρισματικά ρουμπίνια. Τα έξι πόδια της μηχανής ανεβοκατέβαιναν στον αρχαίο δρόμο, μ’ έναν ήχο σαν
περαστικό πρωτοβρόχι. Και από τη ράχη της μηχανής ένας Αρειανός με μάτια από αναλυτό χρυσάφι ατένιζε από ψηλά τον Τόμας σαν να κοίταζε στα βάθη ενός πηγαδιού. Ο Τόμας σήκωσε το χέρι του και σκέφτηκε Καλησπέρα, αυτόματα, αλλά δε σάλεψε τα χείλη του γιατί τούτος ήταν ένας Αρειανός. Αλλά ο Τόμας είχε ταξιδέψει στα γαλάζια ποτάμια της Γης, είχε ανταμωθεί με ξένους στο δρόμο, κι είχε φάει με ξένους ανθρώπους σε ξένα σπίτια, με μοναδικό του όπλο πάντοτε το χαμόγελο. Δεν κρατούσε ντουφέκι, ούτε και ένιωθε τώρα την ανάγκη για κάτι τέτοιο, έστω κι αν η καρδιά του πετάρισε για λίγο.
Τα χέρια του Αρειανού ήταν κι αυτά άδεια. Για μια στιγμή έμειναν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στο δροσερό αέρα. Πρώτος αντέδρασε ο Τόμας. «Καλησπέρα! » είπε. «Καλησπέρα! » είπε και ο Αρειανός στη γλώσσα του. Δεν κατάλαβαν ο ένας τον άλλο. «Είπες καλησπέρα; » ρώτησαν και οι δυο. «Τι είπες; » ρώτησαν πάλι και οι δυο, ο
καθένας σε διαφορετική γλώσσα. Στάθηκαν κι συνοφρυωμένοι.
οι
δυο
τους
«Πώς σε λένε; » ρώτησε ο Τόμας στ’ αγγλικά. «Τι γυρεύεις εδώ; » ρώτησε ο άλλος στ’ αρειανά. «Πού πηγαίνεις; » ρώτησαν και οι δυο, σαστισμένα. «Με λένε Τόμας Γκομέζ» «Με λένε Μουέ Κα».
Κανένας δεν κατάλαβε, αλλά με τα λόγια χτύπησαν το δάχτυλο στο στήθος τους και το μήνυμα έγινε σαφές. Ύστερα ο Αρειανός γέλασε. «Περίμενε! » Ο Τόμας ένιωσε ένα άγγιγμα στο κεφάλι του, αν και κανένα χέρι δεν τον είχε ακουμπήσει. «Ορίστε! » είπε ο Αρειανός στ’ αγγλικά. «Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε! » «Έμαθες τόσο γρήγορα τη γλώσσα μου! » «Απλό πράγμα! » Κοίταξαν για μια στιγμή, σιωπηλοί κι αμήχανοι και οι δύο, το φλιτζάνι του
αχνιστού καφέ στο χέρι του Τόμας. «Κάτι διαφορετικό; » ρώτησε ο Αρειανός, κοιτάζοντας μια τον Τόμας μια τον καφέ, εννοώντας ίσως και τα δυο. «Να σου προσφέρω μια κούπα; » προθυμοποιήθηκε ο Τόμας. «Ευχαριστώ». Ο Αρειανός κατέβηκε από τη μηχανή του. Ο Τόμας γέμισε ένα ακόμα φλιτζάνι με αχνιστό καφέ και το πρότεινε προς τον Αρειανό. Τα χέρια τους συναντήθηκαν και — σαν ομίχλη — πέρασαν το ένα μέσα από το άλλο.
«Ιησούς Χριστός! » φώναξε ο Τόμας, αφήνοντας να του πέσει το φλιτζάνι. «Στο όνομα των θεών! » έκανε και ο Αρειανός στη γλώσσα του. Μια παγωνιά κι ένας τρόμος τους είχε τυλίξει. Ο Αρειανός έσκυψε να πιάσει το φλιτζάνι, αλλά δεν μπόρεσε να το αγγίξει. «Χριστέ μου! » ψέλλισε πάλι ο Τόμας. Ο Αρειανός προσπάθησε πάλι και πάλι να πιάσει το φλιτζάνι, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά σηκώθηκε, έμεινε για
μια στιγμή συλλογισμένος, και μετά τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του. «Έι! » φώναξε αλαφιασμένος ο Τόμας. «Με παρεξήγησες. Έλα, πιασ’ το! » τον παρότρυνε ο Αρειανός και του το πέταξε. Ο Τόμας έκανε χούφτα τις παλάμες του, αλλά το μαχαίρι πέρασε μέσα από τα χέρια του κι έπεσε στο χώμα. Έσκυψε να το σηκώσει, αλλά δεν μπόρεσε καν να το αγγίξει, και σηκώθηκε πάλι ανατριχιάζοντας. Γύρισε και κοίταξε προς τον Αρειανό και τον ουρανό πίσω του.
«Τ’ άστρα! » είπε «Τ’ άστρα! » είπε και ο Αρειανός, κοιτάζοντας με τη σειρά του προς τον Τόμας. Τ α άστρα φαίνονταν αστραφτερά και καθάρια πίσω από τη φιγούρα του Αρειανού, σαν σπίθες ενσωματωμένες στη διάφανη φωσφορική μάζα μιας θαλάσσιας μέδουσας. Μπορούσες να δεις τ’ άστρα να τρεμοφέγγουν σαν βιολετιά μάτια στο στομάχι και το στήθος του Αρειανού, και να στραφταλίζουν σαν κοσμήματα στον καρπό του. «Μπορώ να δω από μέσα σου! » είπε
ο Τόμας. «Κι εγώ το ίδιο! » αποκρίθηκε ο Αρειανός, κάνοντας παραπίσω. Ο Τόμας ψαχούλεψε το κορμί του, ένιωσε τη ζεστασιά και αναθάρρησε. Είμαι αληθινός, σκέφτηκε. Ο Αρειανός άγγιξε τη μύτη και τα χείλη του. « Έχω σάρκα», είπε σχεδόν από μέσα του. «Είμαι ζωντανός». Ο Τόμας κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια τον ξένο. «Και αν εγώ είμαι αληθινός, τότε εσύ πρέπει να ’σαι πεθαμένος». «Όχι, εσύ είσαι ο πεθαμένος! »
«Είσαι φάντασμα! » «Είσαι οπτασία! » Στέκονταν δείχνοντας ο ένας τον άλλο, με τ’ άστρα να φέγγουν μέσ’ από το κορμί τους σαν στιλέτα, σαν παγοκρύσταλλο και σαν πυγολαμπίδες. Μετά άρχισαν να ψηλαφίζονται πάλι, ο καθένας βρίσκοντας τον εαυτό του γερό, ζεστό, ταραγμένο, σαστισμένο, τρομαγμένοκαι ο άλλος, α ναι, ο άλλος παρέκει ήταν ο εξωπραγματικός, ένα φασματικό πρίσμα που λαμπύριζε με το φως των μακρινών κόσμων.
Είμαι μεθυσμένος, σκέφτηκε ο Τόμας. Δε θα πω λέξη σε κανέναν αύριο για τούτη την ιστορία, τίποτα, το παραμικρό. Στέκονταν εκεί στον αρχαίο δρόμο, σαν μαρμαρωμένοι και οι δυο. «Από πού ήρθες; » ρώτησε τελικά ο Αρειανός. «Από τη Γη» «Πού είν’ αυτή; » «Εκεί». Ο Τόμας έγνεψε προς τον ουρανό.
«Πότε; » «Φτάσαμε πριν ένα χρόνο και βάλε, δεν το θυμάσαι; » «Όχι» «Και όλοι εσείς είχατε πεθάνει, εκτός από ελάχιστους. Είσαι σπάνιο είδος, δεν το ’ξερες; » «Δεν είναι αλήθεια». «Ναι, νεκροί, όλοι σας. Είδα τα κουφάρια σας. Μαυρισμένα μέσα σε δωμάτια, σε σπίτια, εντελώς άψυχα. Χιλιάδες τέτοια»
«Είναι γελοίο αυτό που λες. Είμαστε ολοζώντανοι! » «Φίλε μου, δεχτήκατε εισβολή, μονάχα που δεν το ξέρετε. Ελόγου σου θα πρέπει να ξέφυγες». «Δεν ξέφυγα- δεν υπήρχε τίποτα για νατού ξεφύγω. Τι θες να πεις; Εγώ πηγαίνω τώρα σε μια γιορτή στο κανάλι, κοντά στα Όρη Ενιάλ. Εκεί ήμουν και χτες βράδυ. Δε βλέπεις την πόλη εκεί κάτω; » ρώτησε δείχνοντας ο Αρειανός. Ο Τόμας κοίταξε και είδε τα ερείπια. «Μα, η πόλη
που μου δείχνεις είναι νεκρή εδώ και χιλιάδες χρόνια». Ο Αρειανός γέλασε. «Άκου νεκρή! Εκεί κοιμήθηκα χτες! » «Κι εγώ ήμουν εκεί την περασμένη βδομάδα, και την προπερασμένη, και μόλις πριν λίγο πέρασα από μέσα. Είναι σκέτα ερείπια. Δε βλέπεις τις γκρεμισμένες κολόνες; » «Τις κολόνες; Τις βλέπω και πολύ καθαρά μάλιστα. Το φεγγαρόφωτο βοηθάει. Οι κολόνες είναι ολόρθες». «Η σκόνη σκεπάζει τους δρόμους», είπε ο Τόμας. «Οι δρόμοι είναι
ολοκάθαροι! » «Τα κανάλια είναι κατάξερα εκεί». «Τα κανάλια είναι γεμάτα μενεξελί κρασί». «Η πόλη είναι νεκρή». «Είναι ολοζώντανη! » επέμεινε ο Αρειανός, γελώντας πιο πολύ τώρα. «Α, κάνεις μεγάλο λάθος. Δε βλέπεις τα φώτα της γιορτής; Υπάρχουν όμορφες γόνδολες, λεπτόκορμες σαν κοπελιές, και όμορφες κοπελιές λεπτόκορμες σαν γόνδολες κοπελιές με το χρώμα της άμμου, κοπελιές με φλογερά λουλούδια στα χέρια. Τις βλέπω, μικροσκοπικές
φιγούρες, να τρέχουν στους δρόμους εκεί κάτω. Εκεί πηγαίνω κι εγώ τώρα, στη γιορτή. Θα κάνουμε βαρκάδες στα νερά όλη τη νύχτα- θα τραγουδήσουμε, θα πιούμε, θα κάνουμε έρωτα. Μα πώς δεν τα βλέπεις; » «Φίλε, η πόλη που μου λες είναι πεθαμένη, σαν ξεραμένη από τον ήλιο σαύρα. Ρώτησε όποιον θες από μας. Εγώ, που λες, πάω στην Πράσινη Πόλη απόψε-είναι η νέα κοινότητα που στήσαμε κοντά στο δρόμο του Ιλλινόις. Τα ’χεις μπερδέψει τα πράγματα. Φέραμε μαζί ένα εκατομμύριο κυβικά πόδια ξυλείας από το Όρεγκον και δυο ντουζίνες τόνους καλά ατσάλινα
καρφιά και φτιάξαμε με δαύτα τα ομορφότερα χωριουδάκια που είδες ποτέ. Απόψε θα καεί το πελεκούδι σ’ ένα απ’ αυτά. Δυο ρουκέτες φτάνουν από τη Γη με τις γυναίκες και τα κορίτσια μας. Θα έχουμε χορούς, και ουίσκι—» Ο Αρειανός φάνηκε να ταράζεται τώρα. «Προς τα κει, είπες; » «Να και οι ρουκέτες». Ο Τόμας προχώρησε ώς το φρύδι του λόφου κι έδειξε πέρα χαμηλά. «Τις βλέπεις; » «Όχι» «Μα, πανάθεμά σε, εκεί είναι! Εκείνα
τα μακρόστενα ασημένια πράγματα». «Δε βλέπω τίποτα». Τώρα ήταν η σειρά του Τόμας να γελάσει. «Μα εσύ είσαι εντελώς στραβός! » «Σου λέω ότι βλέπω θαυμάσια. Εσύ πρέπει να είσαι ο στραβός». «Όμως βλέπεις την καινούρια πόλη έτσι δεν είναι; »
«Βλέπω μονάχα τον ωκεανό, με τα νερά σε άμπωτη».
«Τα νερά, που λες, έχουν εξατμιστεί εδώ και σαράντα αιώνες». «Έλα, τέρμα παρατράβηξες».
τ’
αστεία.
Το
«Είναι αλήθεια, σου λέω». Ο Αρειανός σοβάρεψε απότομα. «Για πες μου πάλι, στ’ αλήθεια δε βλέπεις την πόλη όπως σ’ την περιγράφω; Με τις κολόνες της κατάλευκες, τις ντελικάτες βάρκες της, τα φώτα της γιορτής — εγώ τα βλέπω ολοκάθαρα! Και άκου! Δεν ακούς τη μουσική; Δεν είναι διόλου μακριά». Ο Τόμας αφουγκράστηκε και μετά
κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ακούω τίποτα». «Κι εγώ, από την άλλη μεριά», είπε ο Αρειανός, «δεν μπορώ να δω τα όσα μου περιγράφεις. Τι να πει κανείς; » Και πάλι ένιωσαν παγωνιά. Ήταν σαν να έρρεε πάγος στις φλέβες τους. «Λες να...; » «Τι πράγμα; » «Είπες ήρθατε από τον ουρανό; » «Από τη Γη»
«Το “Γη” είν’ ένα όνομα, ένα τίποτα», απάντησε ο Αρειανός. «Αλλά... καθώς ανέβαινα τα πέρασμα πριν από μια ώρα... » Άγγιξε το σβέρκο του. «Ένιωσα... » «Μια παγωνιά μήπως; » «Ακριβώς» «Και τώρα τι νιώθεις; » «Πάλι μια παγωνιά. Κάτι περίεργο. Ήταν σαν κάτι ν’ άλλαξε στο φως, στους λόφους, στο δρόμο», μουρμούρισε ο Αρειανός. «Κάτι το παράξενο στο δρόμο και το φως, και για μια στιγμή ένιωσα σαν να ήμουν ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος στον κόσμο... »
«Το ίδιο κι εγώ! » έκανε ο Τόμας, και ήταν σαν να μιλούσε σ’ έναν παλιό, αγαπημένο φίλο, με τον οποίο αντάλλασσε τα μυστικά της καρδιάς του, νιώθοντας να τον ζεσταίνει η κουβέντα. Ο Αρειανός έκλεισε τα μάτια του και μετά τ’ άνοιξε πάλι. «Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Πρέπει να έχει να κάνει με το Χρόνο. Είσαι μια εικόνα από το Παρελθόν! » «Όχι, εσύ είναι από το Παρελθόν», είπε ο Γήινος, έχοντας τον καιρό να συλλογιστεί καλύτερα. «Φαίνεσαι τόσο σίγουρος. Πώς μπορείς ν’ αποδείξεις ποιος είναι από το
Παρελθόν και ποιος από το Μέλλον; Σε ποια χρονιά είμαστε; » «Στο δύο χιλιάδες ένα! » «Και τι σημαίνει αυτό για μένα; » Ο Τόμας το συλλογίστηκε και ανασήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα». «Είναι σαν να σου έλεγα ότι είμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαίνει τίποτα ή και κάτι λιγότερο από το τίποτα! Πού είναι το ρολόι για να μας δείξει πώς είναι τ’ άστρα; » «Μα τα ερείπια το αποδεικνύουν! Μαρτυρούν ότι εγώ είμαι το Μέλλον, εγώ
είμαι ο ζωντανός ενώ εσύ είσαι ο νεκρός! » «Το καθετί μέσα μου το αρνείται αυτό. Η καρδιά μου χτυπά, το στομάχι μου πεινά, το στόμα μου διψά. Όχι, όχι, κανένας από τους δυο μας δεν είναι ούτε νεκρός ούτε ζωντανός. Κι όμως είμαστε πιο ζωντανοί από καθετί άλλο. Είμαστε κάπου ανάμεσα, θα ήταν ίσως το πιο σωστό. Δυο περαστικοί ξένοι που αντάμωσαν μέσα στη νύχτα, αυτό είμαστε. Δυο περαστικοί ξένοι. Ερείπια, είπες; » «Ναι. Φοβάσαι; » «Ποιος θέλει να δει το Μέλλον; Ποιος
το βλέπει ποτέ; Ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το Παρελθόν, αλλά να σκεφτεί ότι — οι κολόνες είναι γκρεμισμένες, είπες; Και οι θάλασσες άδειες, τα κανάλια ξερά, οι κοπελιές πεθαμένες και τα λουλούδια μαραμένα; » Ο Αρειανός έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, αλλά μετά κοίταξε μπροστά. «Μαε/Voi εκεί. Τα βλέπω. Δε μου φτάνει αυτό; Είναι εκεί τώρα, και με περιμένουν, ό, τι κι αν λες εσύ». Και τον Τόμας τον περίμεναν οι ρουκέτες, εκεί μακριά, και η πόλη, και οι γυναίκες από τη Γη. «Δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ», μουρμούρισε. «Ας
συμφωνήσουμε
να
διαφωνήσουμε», είπε ο Αρειανός. «Τι σημασία έχει ποιος είναι το Παρελθόν και ποιος το Μέλλον, αν είμαστε και οι δύο ζωντανοί; Ό, τι είναι να γίνει θα γίνει, αύριο ή και σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Πώς ξέρεις αν εκείνοι οι ναοί εκεί κάτω δεν είναι οι ναοί του δικού σου πολιτισμού εκατό αιώνες από σήμερα, ερειπωμένοι καί γκρεμισμένοι; Δεν το ξέρεις. Τότε μη ρωτάς. Αλλά η νύχτα δεν κρατά πολύ. Δες, οι σπίθες από τις φωτιές της γιορτής πετούν κιόλας στον ουρανό, μαζί με τα πουλιά». Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του. Ο Αρειανός έκανε το ίδιο. Οι παλάμες τους δεν άγγιξαν πέρασαν
η μια μέσα απ’ την άλλη. «©’ ανταμωθούμε ξανά; ». «Ποιος ξέρει; Ίσως καμιά άλλη νύχτα». «Θα ’θελα να ’ρθω μαζί σου στη γιορτή». «Κι εγώ θα ’θελα να ’ρθω στη νέα πόλη σας, να δω τα σκάφη που μου λες, να δω εκείνους τους ανθρώπους και ν’ ακούσω τα όσα συνέβησαν». «Έχε γεια», είπε ο Τόμας. «Καλή σου νύχτα».
Ο Αρειανός ξεμάκρυνε σιωπηλός με το πράσινο μετάλλινο όχημά του και χάθηκε πέρα στους λόφους. Ο Τόμας γύρισε στο φορτηγό του και ξεκίνησε το ίδιο σιωπηλός προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Θεέ μου, τι όνειρο κι αυτό! » αναστέναξε ο Τόμας, με τα χέρια του στο τιμόνι, με τη σκέψη του στις ρουκέτες, τις γυναίκες, το δυνατό ουίσκι, τους χορούς της Βιρτζίνια, και το γλέντι. «Τι παράξενο όραμα κι αυτό! », σκεφτόταν ο Αρειανός, τραβώντας γοργά το δρόμο του, με τη σκέψη του στη γιορτή, τα κανάλια, τις βάρκες, τις γυναίκες με τα χρυσαφένια μάτια, και τα τραγούδια.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα φεγγάρια είχαν δύσει. Τ’ άστρα λαμπύριζαν στον άδειο δρόμο όπου τώρα απλωνόταν σιγαλιά. Δε σάλευε το παραμικρό εκεί, ούτε ήχος, οΰτε αμάξι, ούτε πρόσωπο ούτε τίποτα. Και έτσι έμεινε για όλη την υπόλοιπη, δροσερή, σκοτεινή νυ-χτα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ
Του Τζων Μπράννερ
Τι θα λέγατε αν ένας δράκος άρχιζε ξαφνικά να τρώει τα γελάδια σας; Σίγουρα θα λέγατε, «Αδύνατο! Δεν έχω γελάδια». Μην το λέτε, γιατί όλα είναι δυνατά στην επιστημονική φαντασία. Όμως... σαν να το πιάσαμε στραβά το πράγμα. Αυτά παθαίνει όποιος ασχολείται υπερβολικά με την επιστημονική φαντασία. Εξοικειώνεται τόσο με το παράξενο που συχνά αντιστρέφονται οι όροι της
πραγματικότητας. Και δεν του κάνει καμία εντύπωση αν ακούσει ότι δράκοι κυκλοφορούν στους δρόμους. Όλα τα διηγήματα αυτού του βιβλίου δείχνουν ακριβώς ότι η πραγματικότητα είναι, τελικά, μια κενή λέξη, που αποκτά περιεχόμενο μονάχα μέσα στο μυαλό μας. Κι αν στο μυαλό μας κυκλοφορούν δράκοι και γίγαντες, και ιππότες για να σώζουν τις ωραίες παρθένες από τους δράκους και τους γίγαντες... ε, τότε αυτή είναι η πραγματικότητα για μας μια ακόμη πραγματικότητα μέσα στις τόσες. Στο διήγημα αυτό του Μπράννερ, το ενδιαφέρον είναι ότι η πραγματικότητα αυτή ξεφεύγει από τα όρια ενός μυαλού
και ξεχύνεται για ν’ αγκαλιάσει μια ολόκληρη περιοχή... και τότε όλα είναι δυνατά. Ο Τζων Μπράννερ γεννήθηκε το 1934 στο Όξφορ-ντσερ της Αγγλίας και είναι ένας από τους πιο γνωστούς και πολυγραφότερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Πούλησε την πρώτη του ιστορία σε ηλικία 17 ετών, και από τότε δεν έχει αφήσει την πένα από το χέρι του. Και, μια και το θυμήθηκα, ο τίτλος, Ο Πατέρας του Ψεύδους, είναι μια προσωνυμία του Διαβόλου ή Σατανά. Γ.
Μ. Ο Μάιλς Κρότον πάτησε ήρεμα το φρένο, και το αμάξι σταμάτησε μαλακά. Ύστερα έκανε πίσω λίγα μέτρα, με το ένα μάτι μόνο στον πίσω καθρέφτη αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του ήταν στραμμένο στο πλάσμα στον αγρό πέρα από το δρόμο. Απλώνοντας το χέρι του τράβηξε κάτω από το ταμπλό ένα μικρόφωνο με καλώδιο σπιράλ. Το δάχτυλό του χτύπησε στο κουμπί το σήμα της κλίσης: ντιτ-ντιτ-ντιτ-ντα-ντιτ, ντιντ-ντιτ-ντιτ-ντα-ντιτ. «Τι τρέχει; » ακούστηκε η φωνή του Κόλιν από το μεγάφωνο κάτω από το ταμπλό.
Μισοκλείνοντας τα μάτια του στην αντηλιά, ο Μάιλς κοίταξε πέρα, «Ένας δράκος», είπε. «Γύρω στα δώδεκα χιλιόμετρα από το χωριό». «Πώς είναι ο δρόμος σ’ εκείνο το σημείο; » ρώτησε ο Κόλιν. «Αρκετά καλός ακόμη. Σκυρόστρωμα ώς εκεί που φτάνει το μάτι μου, δηλαδή καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Κρίνοντας από τη φθορά του, πρέπει να είναι της δεκαετίας του είκοσι ή του τριάντα». «Δεν έχει πολλή κίνηση», παρατήρησε ο Κόλιν.
«Μάλλον καθόλου κίνηση, κατά τα φαινόμενα. Οι θάμνοι μπορεί να τον κλείνουν εντελώς το καλοκαίρι. Ήδη είναι αρκετά πυκνοί, και είμαστε ακόμη στις αρχές του Απρίλη». «Κατάλαβα.... Και ο δράκος που είπες; » Ένας ήχος σαν ξύσιμο ή θρόισμα έβγαινε από το μεγάφωνο. Από το μυαλό του Μάιλς πέρασε φεύγαλέα η εικόνα ενός σοβαρού Κόλιν να κρατά στενογραφικές σημειώσεις σ’ ένα καρνέ μπροστά του, παρά το γεγονός ότι η κουβέντα τους γραφόταν, βέβαια, σε μαγνητόφωνο.
«Είναι πελώριος», απάντησε. «Είχα δει τη ράχη του δυο φορές πριν συνειδητοποιήσω τι πράγμα ήταν. Στέκεται κάτω από μια συστάδα. Κάπου τρία μέτρα ψηλός ίσαμε τη ράχη, και μακρύς δέκα με δώδεκα μέτρα, χώρια η ουρά. Σε χρώμα είναι προς το μαύρο του ανθρακίτη, μουντό, εκτός από τα σημεία που γυαλίζουν στο φως. Λαιμός φιδίσιος και στόμα αρκετά μεγάλο για να κάνει μια χαψιά το αμάξι κι εμένα μαζί». «Ανασαίνει φωτιά; » ρώτησε ο Κόλιν. «Όχι, απ’ όσο μπορώ να δω». «Φτερά; »
ό
«Κάτι σαν φτερούγες νυχτερίδας, διπλωμένες στα πλευρά του, με ένα είδος πτυχώσεων που κάνει δυσδιάκριτες τις λεπτομέρειες». Ο Μάιλς σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή των τριάντα πέντε χιλιοστών που κρεμόταν με κοντό λουρί από το λαιμό του. Την εστία-σε ενώ μιλούσε. «Προσπαθώ να τον φωτογραφίσω, αλλά είναι σε άβολη θέση για καθαρή φωτογραφία, και δε θέλω να βγω από το αυτοκίνητο». Τράβηξε τη φωτογραφία, όπλισε πάλι και πήρε μια δεύτερη. «Άκουσα τα κλικ», είπε ο Κόλιν. «Εντάξει. Τώρα τι λες να κάνεις; Θα
συνεχίσεις; » «Δεν είμαι σίγουρος. Λέω μάλλον να μην το κουνήσω από δω μέχρι ν’ απομακρυνθεί εκείνο το πλάσμα. Δείχνει... πώς να το πούμε; Δείχνει απειλητικό». «Γύρω στα δώδεκα χιλιόμετρα από το χωριό, είπες; » «Ναι, με τις δικές μου μετρήσεις. Συμφωνώ ότι είναι απίθανο, αλλά και τι είναι πιθανό σε τούτη τη σχιζοφρενική γωνιά του κόσμου; » «Τόσο μακριά από το χωριό δε θα
πρέπει να είναι επικίνδυνο», παρατήρησε ο Κόλιν. «Ωστόσο, αυτό το αφήνω στην κρίση σου. Τι—» «Για περίμενε! » τον διέκοψε ο Μάιλς. «Ο δράκος άρχισε να κινείται. Α, πανάθεμά τον! Τούτος ο δρόμος είναι μονάχα τρία μέτρα φαρδύς, και τώρα δεν ξέρω αν έρχεται για μένα, οπότε πρέπει να κάνω στροφή για να φύγω ή απλώς ξεκίνησε για σουλάτσο, οπότε θα ήταν καλύτερα να μη βάλω μπροστά και με το θόρυβο του τραβήξω την προσοχή». Από το μεγάφωνο άκουσε τον ήχο της βαριάς ανάσας του Κόλιν. Δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον δράκο, έπιασε τη ράχη του διπλανού καθίσματος
και την έγειρε μπροστά. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν ελαφρά στο δροσερό, λείο κοντάκι του επαναληπτικού ντουφεκιού που ήταν κρυμμένο από κάτω. Δίχως να δώσει σημασία στο φράχτη των δύο μέτρων που σχημάτιζαν τα ανθισμένα αγκαθωτά βάτα, ο δράκος τα τσαλαπάτησε και βγήκε από τον αγρό στο δρόμο. Για μια αγωνιώδη στιγμή το ηλίθιο κεφάλι με το τεράστιο στόμα τον κοίταξε από την άλλη μεριά του στενού δρόμου. Ύστερα, ο δράκος έστριψε με αρ-γή μεγαλοπρέπεια και άρχισε να κινείται προς την αν-τίθετη κατεύθυνση. Η ουρά του άφηνε πίσω της μια λασπερή γραμμή ανάμεσα στα πελώρια λασπερά χνά-ρια του.
Ο Μάιλς τράβηξε δύο ακόμη φωτογραφίες πριν α-νοίξει πάλι το στόμα του. «Ένα τέτοιο πλάσμα — και τόσο μακριά από το χωριό! » μουρμούρισε. | «Καταλαβαίνω τι θες να πεις», αποκρίθηκε ο Κόλιν. Μετά ακούστηκε κάτι σαν σιγανό κροτάλισμα ήταν εκείνη η εκνευριστική συνήθειά του να χτυπά το στυλό του πάνω κάτω, ανάμεσα στα δόντια του. «Πώς πάει το όπλο σου; Δουλεύει ακόμη; » Ο Μάιλς πάγωσε για μια στιγμή ύστερα γέλασε, αλλά πιο νευρικά απ’ όσο θα ήθελε. «Τι μου το θύμισες,
πανάθεμά σε; Πάλι καλά που δε μου το ανέφερες νωρίτερα. Καθόμουν εδώ κοκαλωμένος, με το χέρι στο ντουφέκι, ενώ ο δράκος με κοίταζε. Τώρα αναρωτιέμαι αν βγήκαν καν οι φωτογραφίες που τράβηξα». «Αν η μηχανή του αυτοκινήτου σου δουλεύει ακόμη, τότε μάλλον θα βγήκαν κι αυτές». «Καλή ιδέα», συμφώνησε ο Μάιλς. Νιώθοντας ανακούφιση, πάτησε δοκιμαστικά το πεντάλ του γκαζιού. Το μουγκρητό του κινητήρα, καθώς ανέβασε στροφές, ήταν ενθαρρυντικό. «Θα ’θελα να μπορούσαμε κάποτε να κάναμε εναέρια αναγνώριση της
περιοχής» «Θα γίνει κι αυτό. Εν καιρώ. Όταν μας περισσέψουν τα λεφτά. Λοιπόν, τι λες να κάνουμε τώρα; » Ο Μάιλς έγειρε κοιτάζοντας μπροστά. «Νομίζω ότι... Ναι, καλά το φαντάστηκα! Ο δράκος μόλις άνοιξε τα φτερά του κι απογειώθηκε. Πρέπει να είναι κάνα χιλιόμετρο μπροστά μου. Θεέ μου, τι θέαμα! Έχει κάτι φτερούγες σαν κι εγώ δεν ξέρω τι». Κοίταζε γοητευμένος τον όγκο του τέρατος που φτεροκοπούσε νωχελικά ανεβαίνοντας προς τον ουρανό, πάνω από το γαλήνιο εξοχικό τοπίο.
«Εξακολουθεί να βρίσκεται πέρα από το όριο των δώδεκα χιλιομέτρων», παρατήρησε ο πάντοτε πρακτικός Κόλιν. «Η έκταση μεγαλώνει, τι λες; » «Έτσι φαίνεται», απάντησε ο Μάιλς. «Σίγουρα δε θα μπορέσω να προχωρήσω πέρα από εκείνο το σημείο με το αμάξι. Θα συνεχίσω με το αυτοκίνητο, όσο μπορώ να το κάνω με ασφάλεια, και μετά θα το στρίψω ανάποδα στο δρόμο και θα το αφήσω εκεί έτοιμο για το γυρισμό μου. Πάντως, θα ένιωθα πολύ πιο άνετα αν ήξερα πού βγάζει ο δρόμος».
«Μάλλον περνά μπροστά από τη σπηλιά του γίγαντα», απάντησε ο Κόλιν. «Αυτό το ξέρουμε από τις αναφορές του Χιου, και μέχρι στιγμής η χαρτογράφησή μας δείχνει ότι οι συντεταγμένες του χώρου παραμένουν φυσιολογικές στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής» «Στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής», μουρμούρισε ο Μάιλς. «Εντάξει. Υποθέτω ότι είναι ασφαλές να συνεχίσω τώρα. Συνέχισε να κρατάς ανοιχτή τη γραμμή». Ακούμπησε το μικρόφωνο στο πάνω μέρος του ταμπλό απ’ όπου θα μπορούσε να πιάνει τη φωνή του αν
μιλούσε δυνατά, και έριξε την πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο. Με τα μάτια ορθάνοιχτα και τ’ αφτιά τεντωμένα, ξεκίνησε μαλακά, όταν η σκοτεινή σιλουέτα του δράκοντα ήταν μια απλή κουκκίδα στον ουρανό. Όπως είχε μαντέψει από την απόσταση που ο δράκος είχε απογειωθεί, ύστερα από κάνα χιλιόμετρο ο δρόμος άρχισε να χάνεται μετά από μια στροφή. Για λίγες εκατοντάδες μέτρα ακόμη υπήρχαν ίχνη σκυροστρώματος, αλλά οι λασπολακούβες γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερες, και σίγουρα πιο κάτω δεν απόμενε παρά ένας ανώμαλος κατσικόδρομος. Σταμάτησε και γύρισε
το αμάξι προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Κόλιν», είπε στο μικρόφωνο. «Καθόρισε, αν μπορείς, το στίγμα του σημείου που βρίσκομαι τώρα. Είμαι σχεδόν στο τέλος του δρόμου». «Έγινε», αποκρίθηκε ο Κόλιν, και μια στιγμή αργότερα ακούστηκε να σφυρίζει εντυπωσιασμένος. «Στ* αλήθεια η περιοχή μεγαλώνει! », πρόσθεσε. «Βρίσκεσαι σίγουρα γεμάτα δέκα χιλιόμετρα έξω από τα ! προηγούμενα όρια». ! «Αναρωτιέμαι αν πρέπει να συνεχίσω τελικά»,
μουρμούρισε ο Μάιλς διστακτικά. «Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ», απάντησε ο Κόλιν. «Δε νομίζω να σε κατηγορήσει κανένας αν γυρίσεις πίσω». Ο Μάιλς το συλλογίστηκε. «Όχι», δήλωσε τελικά. «Θα συνεχίσω για λίγο ακόμη και μετά βλέπουμε. Να δω αν μπορέσω να εντοπίσω μερικά αναγνωριστικά σημεία». «Όπως νομίζεις». Έσβησε τη μηχανή, αφήνοντας το κλειδί στη θέση του, και βγήκε από το αμάξι. Εκεί κοντοστάθηκε για λίγο ν’ αφουγκραστεί. Δεν άκουσε παρά μονάχα
το θρόισμα της αύρας στα φύλλα κι ένιωσε το ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο. Ύστερα πήγε στο πίσω μέρος και έβγαλε ένα μεγάλο τσεκούρι ξυλοκόπου από το πορτμπαγκάζ. Ηταν ευχάριστο να κρατά κάποιο όπλο που δεν υπήρχε φόβος να τον εγκαταλείψει. Το δοκίμασε σκίζοντας τον αέρα, αλλά, ξαφνικά το χέρι του έμεινε μετέωρο και κοκάλωσε στη θέση που βρισκόταν. Μια στιγμή αργότερα πλησίασε στο σημείο όπου οι λακκούβες άρχιζαν να σπάνε την επιφάνεια του δρόμου. Εκεί στάθηκε και περιεργάστηκε σκεφτικός το έδαφος για κάνα μισάλεπτο. Ύστερα γύρισε πάλι στο αμάξι και σήκωσε το μικρόφωνο.
«Κόλιν! Μάλλον πρέπει να συνεχίσω. Άκου, και πες μου τι συμπέρασμα βγάζεις. Υπάρχουν ίχνη από λάστιχα στο δρόμο που προχωρούν και πέρα απ’ αυτό το σημείο». «Ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτου; » «Πολύ καθαρά, μάλιστα. Και πρόσφατα. Μπορώ να διακρίνω ότι πρόκειται για λάστιχα Ντάνλοπ». «Έχεις δίκιο πρέπει να συνεχίσεις», συμφώνησε ο Κόλιν ύστερα από σύντομη σκέψη. «Αλλά μην κάνεις καμιά κουτουράδα, έτσι; » «Θα προσέχω. Ελπίζω ο Χιου να έκανε
λάθος σχετικά με την τοποθεσία της σπηλιάς του γίγαντα». «Το ίδιο ελπίζω κι εγώ. Λοιπόν... άντε, και καλή τύχη» «Ευχαριστώ». Ο Μάιλς άφησέ το μικρόφωνο στη θέση του και έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Πριν ξεκινήσει, φρόντισε προνοητικά να μπερδέψει λίγο τα γένια του με τα δάχτυλα και ν’ ανακατέψει τα μαλλιά του. Ύστερα έριξε το τσεκούρι στον ώμο του και άρχισε να βαδίζει με κάθε προφύλαξη στο δρόμο. Όπως
το
περίμενε,
ο
δρόμος
εκφυλιζόταν σύντομα σ’ ένα απλό μονοπάτι. Το έδαφος κατηφόριζε ελαφρά, γεγονός που συμφωνούσε με την αβέβαιη εικόνα που είχε για τη γενική μορφολογία της περιοχής. Υπήρχε ένα αρκετά πλατύ ρυάκι κάπου κοντά, και η κατεύθυνση του δρόμου έδειχνε ότι μάλλον τα δυο τους θα διασταυρώνονταν πιο κάτω. Μπορεί να υπήρχε γέφυρα, αν και αυτό ήταν αμφίβολο- το πιο πιθανό ήταν να βρει καμιά απλή περασιά. Και... να τη! Η περασιά. Και ακριβώς καταμεσής στο ρέμα ένα αυτοκίνητο ήταν κολλημένο στη λάσπη, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Ο Μάιλς κατέβασε το τσεκούρι από τον
ώμο του, το ζύγιασε και με τα δυο χέρια, και τα δόντια του σφίχτηκαν αποφασιστικά. Υπήρχε μια σειρά από γλιστερές πέτρες για πάτημα που διέσχιζαν το ρέμα παράλληλα στο δρόμο. Προχώρησε πάνω σ’ αυτές, αφού πρώτα επιθεώρησε προσεκτικά το περιβάλλον δίχως να δει κανέναν, και στάθηκε καταμεσής στο ρέμα να εξετάσει το αυτοκίνητο. Απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν υπήρχαν ίχνη βίας. Φαινόταν σαν ο οδηγός να είχε παρατήσει το αυτοκίνητο εκεί και να είχε φύγει για να βρει κανέναν αγρότη με τρακτέρ να του το ρυμουλκήσει από τη λάσπη. Ο Μάιλς ευχήθηκε με όλη του την ψυχή ο άγνωστος οδηγός να είχε πάρει το
δρόμο που ο ίδιος είχε έρθει, και να μην είχε συνεχίσει μπροστά. Ύστερα πρόσεξε μια μικρή λάμψη στο ταμπλό του αυτοκινήτου, και έσκυψε πιο κοντά. Τα όργανα του ταμπλό ήταν αναμμένα. Παρατηρώντας καλύτερα, πρόσεξε ότι το ίδιο ίσχυε και για τα φώτα. Στην πρωινή αντηλιά δεν είχε προσέξει την αμυδρή λάμψη τους όταν πλησίαζε. Άπλωσε το χέρι του μέσα και γύρισε το διακόπτη. Το γεγονός ήταν ανησυχητικό. Σήμαινε ότι το αμάξι είχε κολλήσει εδώ στη διάρκεια της νύχτας, και ο οδηγός θα είχε αφήσει τα φώτα αναμμένα για να βλέπουν οι άλλοι το εμπόδιο. Στην περίπτωση αυτή, μην μπορώντας να δει πόσο χάλια ήταν
μπροστά ο δρόμος, μπορεί να είχε συνεχίσει αντί να γυρίσει πίσω. Δε φαίνονταν πατημασιές στην αντικρινή πλευρά της περασιάς, αλλά το μονοπάτι ήταν χορταριασμένο εκεί, έτσι αυτό δε σήμαινε τίποτε. Ο Μάιλς συνέχισε το δρόμο του συνοφρυωμένος. Όπως γενικά στην περιοχή ολόγυρα, το περιβάλλον έδινε μια περίεργη αίσθηση κλεισούρας. Αν και ο ουρανός ήταν ανοιχτός ψηλά, ένιωθε σαν να βρισκόταν σε κλειστό χώρο. Οι φράχτες των θάμνων — οι βατουλιές — ήταν ψηλοί και αφρόντιστοι. Πέρα από τα σποραδικά
διάκενα διακρίνονταν μονάχα χέρσοι αγροί, με νέο χορτάρι να φυτρώνει ανάμεσα στα κίτρινα κοτσάνια του παλιού. Στις άκρες των αγρών υπήρχαν πάντοτε δέντρα, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα να δει τι υπήρχε πιο πέρα. Μπορεί κανείς να το θεωρούσε τυχαίο που δεν υπήρχε αίσθηση απόστασης ή τοπίου. Ο Μάιλς ήξερε ότι δεν ήταν διόλου τυχαίο. Σαν αποτέλεσμα περπατούσε σε πλήρη ετοιμότητα, έτοιμος ν’ αντιδράσει στον παραμικρό θόρυβο. Έτσι, όταν άκουσε τις μακρινές κραυγές, η πρώτη του κίνηση ήταν να σφίξει καλά το τσεκούρι και να τεντώσει τ’ αφτιά του για να εντοπίσει
από πού προέρχονταν. Έφταναν από τ’ αριστερά, από κάποια απόσταση ακόμη. Δίχως να διστάσει ο Μάιλς όρμησε προς το κοντινότερο από τα σπάνια διάκενα της βατουλιάς και πέρασε από μέσα αδιαφορώντας για τις γρατζουνιές. Στον αγρό που βρέθηκε φύτρωνε μια μοναχική βελανιδιά. Εκεί κοντοστάθηκε και, χώνοντας βιαστικά τη τη λαβή του τσεκουριού στη ζώνη του, αρπάχτηκε και ανέβηκε σ’ ένα από τα χαμηλότερα κλαριά της. Από κει είχε καλή θέα για να εντοπίσει την πηγή των κραυγών.
Όχι πολύ μακριά, κάμποσοι άνθρωποι με βρόμικα, κουρελιασμένα ρούχα, έχοντας επικεφαλής τους έναν καλοντυμένο, έφιππο νεαρό, ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από μια βραχώδη προεξοχή σε μια απότομη πλαγιά. Ένα σπήλαιο έχασκε στη βάση του βράχου — μεγάλο και σκοτεινό — ενώ λίγο πιο κει υπήρχε ένας πάσσαλος μπηγμένος στη γη. Οι περισσότεροι από τους κουρελήδες έκαναν κάτι γύρω από κείνον τον πάσσαλο, αλλά τα κορμιά τους τον εμπόδιζαν να δει τι ακριβώς. Αυτός που είχε αρχίσει τις φωνές ήταν ο έφιππος νεαρός, δείχνοντας ταυτόχρονα κάτι στον ουρανό. Μια σκούρα κηλίδα φαινόταν εκεί, που μεγάλωνε με την κάθε
στιγμή που περνούσε. Ήταν, ασφαλώς, ο δράκος. Υστερα... Ναι, είχε δίκιο! Εκείνοι γύρω από τον πάσσαλο τέλειωσαν αυτό που έκαναν και βιάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. Ο νεαρός καβαλάρης χτύπησε κι αυτός το άλογό του στα καπούλια και άρχισε να καλπάζει μπροστά από τους άλλους. Καθώς απομακρύνονταν, ο Μάιλς μπόρεσε να δει καθαρά σε τι χρησίμευε ο πάσσαλος. Αν είχε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα να σκεφτεί, θα το είχε μάλλον μαντέψει πριν καν το δει.
Δίχως το παραμικρό ρούχο, με μοναδικό ένδυμα έναν υπέροχο καταρράκτη από λαμπερά καστανά μαλλιά, ένα κορίτσι ήταν δεμένο εκεί στον πάσσαλο, προσφορά στο δράκο που επέστρεφε. 2
Ο Κόλιν Γκρέης έγειρε πίσω την καρέκλα του, σταύρωσε τα πόδια του και χτένισε με κουρασμένα δάχτυλα τη σγουρή μαύρη γενειάδα του. Ήταν πολύ φρέσκια ακόμη, και δεν την είχε συνηθίσει. Από το πακέτο στο τραπέζι
δίπλα στον πομπό και το μαγνητόφωνο τράβηξε κι άναψε ένα τσιγάρο. Ύστερα κοίταξε τους συντρόφους του ολόγυρα και είπε, «Λοιπόν; ». «Δε θα ’πρεπε να τον αφήσουμε να πάει μόνος του», απάντησε σιγανά η Μάιρα Ουίλσον. Ηταν μια στρογγυλοπρόσωπη κοπέλα, και τα γυαλιά της έδιναν μια αστεία κουκουβαγίσια έκφραση, που φαινόταν μάλλον να της αρέσει. «Και ο Χιου είχε πάει μόνος», παρατήρησε ο Κόλιν. Ο Χιου Μπέηκερ ανασάλεψε κάπως
αμήχανα στην καρέκλα του. Ήταν καθισμένος ανάποδα όπως το συνήθιζε, με τα πελώρια γυμνά μπράτσα του με τις ξανθές τριχούλες ακουμπισμένα στη ράχη της καρέκλας. «Ναι, σωστά», είπε. «Αλλά... διάολε, πρέπει να τ’ ομολογήσω. Αν ήξερα με τι έμπλεκα, δε θα ήμουν τόσο πρόθυμος». 0 Κόλιν τράβηξε πάλι μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και κοίταξε το χάρτη στον τοίχο, τον 1: 50. 000 του τοπογραφικοί) στρατιωτικού χάρτη με τα περίεργα σφάλματα από τα οποία είχε ξεκινήσει η όλη ιστορία. «Εγώ νομίζω ότι είμαστε όλοι τρελοί», δήλωσε. «Το ξέρετε; »
«Ασφαλώς και είμαστε τρελοί», συμφώνησε η Μάι-ρα. «Μου δίνεις σε παρακαλώ ένα τσιγάρο; Μου τέλειωσαν τα δικά μου. Ο Μπάρρυ είπε ότι θα μου έφερνε, αλλά σαν πολύ άργησε να γυρίσει». «Θα βρήκε τίποτα δυσκολίες», είπε ο Χιου. «Αν θυμάστε καλά, ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι έψαχνε. Και τα αρχεία μπορεί να μην είναι πλήρη». Ο Κόλιν πέταξε το πακέτο του στη Μάιρα και μετά σηκώθηκε να περιεργαστεί τον περίεργο χάρτη από πιο κοντά. Τελικά έβγαλε ένα κόκκινο μολύβι από την τσέπη του και σχεδίασε μια καμπύλη στο χάρτη — μια καμπύλη
που άρχιζε και τέλειωνε στην τομή δύο γραμμών συντεταγμένων δίχως να τις ακολουθεί. Ύστερα πρόσθεσε ένα σταυρό και μια σειρά από κουκίδες. «Άφησε το αυτοκίνητο περίπου εδώ», εξήγησε, και χτύπησε στο σταυρό που είχε σχεδιάσει. «Συνεπώς ο δρόμος είναι καλός σχεδόν ώς το σημείο που είχαμε υπολογίσει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσες, Χιου, η σπηλιά του γίγαντα ήταν στις παρυφές αυτής της περιοχής, έτσι; » Ο Χιου έγνεψε καταφατικά, κάνοντας να κυματίσει μια γενειάδα που θύμιζε αρχαίο Βίκινγκ- είχε αρχίσει να τρέφει γενειάδα δυο χρόνια πριν από τους
άλλους. «Στην άλλη πλευρά από κει που μπήκα. Φαντάζομαι ότι αυτό εννοούσαν». «Τι συμπέρασμα βγάζετε από εκείνα τα ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου; » ρώτησε η Μάιρα. «Δεν περιμέναμε τίποτα τέτοιο». «Φαντάζομαι ότι διάφοροι έχουν μπει κατά καιρούς στην περιοχή», αποκρίθηκε ο Κόλιν σμίγοντας τα φρύδια του. «Αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν έχουν ξαναβγεί. Περαστικοί που δεν πήγαιναν κάπου συγκεκριμένα — εκδρομείς που έψαχναν πού να κάνουν πικνίκ ή κάτι τέτοιο». «Δεν μπορεί να υπήρξαν πολλοί
τέτοιοι», σχολίασε η Μάιρα. «Η περιοχή είναι πολύ απόκεντρη, ακόμη και σήμερα». «Πάντως εμείς μπήκαμε», παρατήρησε ο Χιου. «Και δίχως καμιά δυσκολία». «Μμμ... ναι, αυτό είν’ αλήθεια». Ο Κόλιν τίναξε τη στάχτη του στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στο τραπεζάκι με τον ασύρματο. «Θα ’δινα κι εγώ δεν ξέρω τι για να μάθω πώς ακριβώς δουλεύει αυτό το φαινόμενο της απομόνωσης. Πρόκειται για αρκετά εκτεταμένη περιοχή, ξέρετε. Ζει αρκετός κόσμος εκεί μέσα. Θα περίμενε κανείς ότι κάποια επαφή θα υπήρχε με τον έξω κόσμο».
«Τα έχουμε ξανακουβεντιάσει όλ’ αυτά», είπε η Μάιρα, σπρώχνοντας πίσω τα μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό της. «Και δεν καταλήξαμε πουθενά. Χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία. Και περισσότερους ανθρώπους». «Αυτό ακριβώς εννοούσα λέγοντας ότι είμαστε τρελοί», αποκρίθηκε ο Κόλιν. «Μονάχα εφτά άνθρωποι για να ερευνήσουν ένα τέτοιο φαινόμενο! Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τεράστιο — ασύλληπτο — αίνιγμα που απαιτεί σοβαρότερα μέσα απ’ ό, τι μπορεί να διαθέσει μια παρέα από ερασιτέχνες». «Αυτά τα ξέρουμε», τον έκοψε ο Χιου. «Μην κουράζεσαι».
Ένας θόρυβος κινητήρα ακούστηκε απέξω- ο Κόλιν γύρισε προς το παράθυρο. «Ήρθε το τζιπ», είπε. «Βάζω στοίχημα ότι πάλι θα ξέχασε κάτι ο Μπάρρυ παρά την ώρα που έφαγε. Μας γνέφει — άντε να του δώσετε ένα χεράκι με τα πράγματα. Εγώ καλύτερα να μείνω εδώ μήπως και μας καλέσει ο Μάιλς». Οι άλλοι έγνεψαν καταφατικά και βγήκαν έξω, αφήνοντας την πόρτα — όπως συνήθως — μισάνοιχτη. Δεν έκλεινε- είχε σκεβρώσει, χρόνια τώρα εκτεθειμένη στον ήλιο και τη βροχή. Τούτη η τριζάτη, μουχλιασμένη αγροικία ήταν ακατοίκητη από την εποχή που θυμόταν κανείς, αλλά είχε
γίνει αρκετά κατοικήσιμη τώρα που είχαν επισκευάσει το ταβάνι και είχαν καρφώσει σανίδια στα σάπια σημεία του πατώματος. Εξάλλου, ήταν η μοναδική εκλογή που είχαν για τη συγκεκριμένη δουλειά. Ήταν τουλάχιστον καλύτερα από το να μένουν σε σκηνή — κάπως καλύτερα. Ο Κόλιν συλλογίστηκε τις τέσσερις ταλαίπωρες βδομάδες που είχε περάσει πριν δυο χρόνια στο Λοχ Ρούιν περιμένοντας να φανεί το υποθετικό τέρας του, και τις τρεις από δαύτες έβρεχε συνέχεια. Από την άλλη μεριά ήταν πολύ πιο βολικό το να μη βρίσκεις αυτό που
ψάχνεις. Έτσι και είχαν καταφέρει να εντοπίσουν τότε το τέρας του Λοχ Ρούιν, που υποτίθεται ότι είχε βουλιάξει και κάμποσες βάρκες με καμιά ντουζίνα επιβάτες, δε θα ήξεραν μετά τι να κάνουν με δαύτο. Εδώ είχαν βρει πολύ περισσότερα απ’ όσα φαντάζονταν. «Πιάσαμε την τίγρη από την ουρά και άντε τώρα να την αφήσουμε», μουρμούρισε ο Κόλιν μέσα από τα δόντια του, και ξεφύλλισε τις σελίδες των στενογραφημένων σημειώσεων κοιτάζοντας τις απρόσωπες λέξεις που υπήρχαν εκεί. Ήταν η αναφορά
του Μάιλς σχετικά με το δράκοντα. Ήδη ο Μπάρρυ και οι άλλοι γύριζαν από το υπόστεγο όπου συνήθως πάρκαραν το τζιπ, φορτωμένοι με τρόφιμα, καύσιμα και τσιγάρα. Μιλούσαν ξαναμμένα μπαίνοντας. «Ο Μπάρρυ νομίζει ότι το βρήκε», είπε ο Χιου, καθώς έσπρωχνε με τον ώμο την πόρτα που διαμαρτυρόταν με τους σκουριασμένους μεντεσέδες της. «Έλα Μπάρρυ — πες του τι ανακάλυψες». «Ελπίζω να είναι κάτι ενθαρρυντικό», είπε ο Κόλιν ξερά, και τίναξε κάτω τη στάχτη του τσιγάρου του. «Ειλικρινά, έχουν αρχίσει να μου τεντώνονται τα
νεύρα». Ο Μπάρρυ ακούμπησε τα πράγματα που κουβαλούσε στο τραπέζι και άρχισε να τα τακτοποιεί ενώ μιλούσε. Ήταν ένας μικροκαμωμένος νευρικός κι ευαίσθητος νεαρός, και η φωνή του γινόταν κάποτε αγορίστικα ψιλή όταν ένιωθε ταραχή. Και τώρα ήταν ταραγμένος. «Πήγα στο Επαρχιακό Αρχειοφυλακείο», εξήγησε. «Κουβέντιασα κάμποση ώρα με τον υπεύθυνο και επίσης είδα για λίγο τον τοπογράφο της περιοχής. Νομίζω ότι ξέρω το όνομα του χωριού». «Για συνέχισε», τον ενθάρρυνε ο
Κόλιν, τυλίγοντας το πόδι του σ’ εκείνο της καρέκλας και γυρίζοντάς την έτσι ώστε να κάθεται με τη ράχη προς τον ασύρματο. «Είπα ότι μένουμε σ’ αυτή την αγροικία και ότι εν-διαφερόμαστε να μάθουμε κάτι σχετικά με την ιστο-ρία της», εξήγησε ο Μπάρρυ. «Φρόντισα, βέβαια, να τονίσω ότι ήταν από απλή περιέργεια και με άφησαν να εξετάσω όλα τα υπάρχοντα αρχεία — που ήταν πολύ ελάχιστα, βέβαια. Αλλά τούτο το οίκημα χτίστηκε, όπως το είχα υπολογίσει, στα 1836, και εκείνη την εποχή
ανήκε
στην
ενορία
του
Ντιντσγουότερ. Επί τη ευκαιρία, φαίνεται να έχει να κατοικηθεί από το 1914 — αργότερα απ’ ό, τι φανταζόμαστε! » Ο Κόλιν πρόσεξε τον τρόπο που το είπε ο Μπάρρυ. «Όπως το είχα υπολογίσει», για εκείνο που είχε βγει σωστό. «Αργότερα απ’ό, τι φανταζόμαστε», για εκείνο που είχε βγει λάθος. Αλλά δεν το σχολίασε. «Λοιπόν, η ενορία του Ντιντσγουώτερ εξαφανίστηκε. Σίγουρα δεν αναφέρεται σε κανένα από τα αρχεία που μου έδειξαν, μεταγενέστερα του 1945.
Ταιριάζει, έτσι; » «Αρκετά», συμφώνησε ο «Αλλά τι βγαίνει μ’ αυτό; »
Κόλιν.
«Τι εννοείς; » φώναξε ο Μπάρρυ, έτοιμος αμέσως για καβγά. «Αυτό ακριβώς που είπα. Με το να ξέρουμε το όνομα του χωριού δε θα πει ότι μάθαμε και τι αντιμετωπίζουμε εδώ» «Θα μ’ αφήσεις πρώτα να τελειώσω; » γρύλισε ο Μπάρρυ φουντώνοντας. «Θα βρήκε κάτι πιο ουσιαστικό, φαντάζομαι», παρενέβη ο Χιου, βγάζοντας τις κονσέρβες από το κουτί
που είχε φέρει από το τζιπ και στοιβάζοντάς τες στο ξεχαρβαλωμένο ράφι της γωνιάς. «Εντάξει, συγνώμη», είπε ο Κόλιν. «Ανησυχώ για τον Μάιλς, αυτό είν’ όλο». «Ναι, ο Χιου και η Μάιρα μου είπαν σχετικά». Ο Μπάρρυ πήρε την καρέκλα που προηγουμένως χρησιμοποιούσε ο Χιου και κάθισε αντίκρυ στον Κόλιν. «Κάτι που μπορεί να μας βγάλει κάπου — όπως το έθεσες — είναι το εξής. Ο ιδιοκτήτης της αγροικίας το 1845 ήταν κάποιος λόρδος Ντέηβινσάιντ. Κι εδώ είναι που αρχίζουν να δένουν τα γεγονότα. Θυμάσαι που ανέ-
φερα ότι μάλλον το όλο φαινόμενο δείχνει να έχει κάποια σχέση με τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου; » «Μμμ... ναι». Ο Μπάρρυ τον κοίταξε κάπως λοξά, αλλά συνέχισε δίχως σχόλια. «Λοιπόν, τυχαίνει ανάμεσα στα χαρτιά που άφησε πεθαίνοντας ο ποιητής Τέννυσον να υπάρχει κάτι περίεργο. Πρόκειται για —» κοντοστάθηκε για να δώσει δραματική έμφαση στα λόγια του. «Την επιστολή Ντέηβινσάιντ», ολοκλήρωσε η Μάιρα. «Ασφαλώς. Έχει ενδιαφέρον, Μπάρρυ. Για συνέχισε».
Ο Μπάρρυ δίστασε για μια στιγμή, αναποφάσιστος αν έπρεπε να θυμώσει που του χαλούσαν την έκπληξη ή να κολακευτεί για το κομπλιμέντο. Τελικά, ανασήκωσε τους ώμους του και στάθηκε όρθιος. «Τι είναι πάλι αυτό; » ρώτησε ο Χιου. «Αυτή η επιστολή, θέλω να πω». «Κάτι το παράξενο. Κανένας δεν μπόρεσε να την εξηγήσει ποτέ». Ο Μπάρρυ έκανε μια κίνηση με τα χέρια του. «Έχει χρονολογία 1842 - τη χρονιά που ο Τέννυσον κυκλοφόρησε το Θάνατο του Αρθούρου και μερικά άλλα ποιήματα του αρθουριανού κύκλου — και ήταν, κατά τα φαινόμενα, ένας
ψευτομεσαιωνικός λί-βελος εναντίον του ποιητή και της δουλειάς του. Γ ια ποιο λόγο ο Τέννυσον φύλαξε την επιστολή, κανένας δεν ξέρει, αλλά πιστεύεται γενικά ότι το έκανε για να τη δείχνει στους φίλους του σαν κάτι το διασκεδαστικό. Και ας προσθέσω ένα ακόμη στοιχείο που νομίζω ότι σχετίζεται με την υπόθεσή μας. Ηταν το 1845 που σχεδίαζαν τη γραμμή των Μητροπολιτικών και Επαρχιακών Σιδηροδρόμων, και ήθελαν να την περάσουν μέσα από το κτήματα του λόρδου Ντέηβινσάιντ. Η εταιρία έστειλε δυο τοπογράφους που μπήκαν στο κτήμα δίχως να ζητήσουν την άδειά του, και ο ίδιος ο λόρδος τους κυνήγησε από κει, μαζί με τα σκυλιά του».
Ο Μπάρρυ έγνεψε προς το χάρτη στον τοίχο. «Όπως βλέπετε, η σιδηροδρομική γραμμή κάνει κύκλο γύρω από την περιοχή. Η παράκαμψη αυτή θα πρέπει να τους κόστισε χιλιάδες λίρες». Ο Χιομ και η Μάιρα κούνησαν το κεφάλι συλλογισμένα. Ο Κόλιν έσβησε το τσιγάρο του και παρατηρή-σε, «Ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε βγαίνει τίποτα». «Τι θες να πεις; » ρώτησε ο Μπάρρυ επιθετικά. «Νομίζω ότι συμπεριφερόμαστε σαν ηλίθιοι», αποκρίθηκε ο Κόλιν, και στάθηκε στα πόδια του. «Ας δούμε την
αλήθεια καταπρόσωπο! Τούτη η υπόθεση έχει πάψει να ’ναι κάτι που μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε σαν ένα είδος διασκέδασης φοιτητικών διακοπών, όπως οι έρευνες στο Λοχ Νες και το Λοχ Ρούιν. Είχες δίκιο, Μπάρρυ- υπάρχει μια τρύπα εδώ στο χάρτη. Υπάρχει μια περιοχή όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει κυλήσει προς τα πίσω, αντί για μπροστά. Υπάρχει ένα κομμάτι της υπαίθρου όπου εδώ και γενιές ολόκληρες κανένας δε φαίνεται να έχει μπει — οι δρόμοι σβήνουν σε δύσβατα μονοπάτια, οι ντόπιοι χωρικοί φαίνεται να μη ζυγώνουν καν εκεί όταν βγαίνουν για κυνήγι και οι κάτοικοι των γύρω χωριών διηγούνται ιστορίες για μυθικά τέρατα. Με κάποια αμηχανία, αλλά πάντως τις διηγούνται.
«Έχουμε και λέμε: ο Χιου μπήκε στην περιοχή, την είδε και κουβέντιασε εκεί με ανθρώπους που εξακολουθούν να μιλούν μια διάλεκτο που έχει χαθεί από την Αγγλία εδώ και αιώνες. Είδε ένα κάστρο και άκουσε να λένε για έναν γίγαντα, και τώρα, μόλις σήμερα, ο Μάιλς ανέφερε ότι είδε έναν ιπτάμενο δράκο. Ξέρουμε αρκετά για να καταλάβουμε ότι δεν ξέρουμε αρκετά. Το πιο λογικό θα ήταν να συμβουλέψω τον Μάιλς να γυρίσει πίσω πριν δει εκείνα τα ίχνη από ρόδες που τον έπεισαν να συνεχίσει. Εδώ έχουμε μπλέξει με κάτι το απίστευτο». «Απίστευτο, καλά το είπες», συμφώνησε ο Μπάρρυ. «Αλλά σε ποιον, σε ρωτώ, θέλεις να φορτώσουμε την
υπόθεση; Σε κανέναν αστυφύλακα; Ή στο στρατό; Θα γελάσουν και μόνο που θα τ’ ακούσουν. Συμφωνήσαμε ότι θα ερευνούσαμε το φαινόμενο έστω και αν μας έτρωγε μήνες μέχρι να συγκεντρώσουμε ακλόνητα στοιχεία. Και μπορούμε να το κάνουμε — αν δε με διαψεύσεις για την εμπιστοσύνη που σου έδειξα όταν σου ζήτησα να βοηθήσεις». «Ο Μπάρρυ έχει δίκιο», συμφώνησε και η Μάιρα. «Δεν είναι κάτι που πρέπει να ξεφτιλιστεί και να καταντήσει ένα παραμυθάκι στις εφημερίδες λαϊκής κατανάλωσης. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό για κάτι τέτοιο»: «Σωστά», απάντησε ο Κόλιν. «Μονάχα
που θα ’θελα να το ’χαμε πάρει στα σοβαρά από την αρχή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, δε θα στέλναμε εκεί μέσα τον Μάιλς ολομόναχο. Τώρα τρέμω μήπως και δε γυρίσει! » 3
Για μια ατέλειωτη στιγμή, αφού είδε καθαρά τι έκαναν εκεί στον πάσσαλο δίπλα στο στόμιο της σπηλιάς, ο Μάιλς ένιωσε το σύμπαν γύρω του να κλονίζεται και να μπαίνει σ’ ένα καινούριο κανάλι. Όταν συνήλθε, βρήκε τον εαυτό του ιδρωμένο και να τρέμει σύγκορμος, με
τον απόηχο μιας βουβής ερώτησης να σβήνει στο μυαλό του. Τι στο διάβολο κάνω εδώ πέρα; Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όταν βρέθηκε πάνω στο κλωνάρι της μοναχικής βελανιδιάς, με το βάρος ενός τσεκουριού στη ζώνη του και ντυμένος με προσεκτικά διαλεγμένα κουρέλια ώστε να μην ξεχωρίζει από τους ντόπιους που τυχόν θα συναντούσε, το πράγμα ήταν σαν ένα παιχνίδι. Δε σκεφτόταν συνειδητά αυτό που έκανε- απλώς ήταν μέρος του ρόλου του. Ακόμη και η θέα του δράκοντα, που την είχε δεχτεί τόσο ατάραχα, δεν είχε
κλονίσει το θωρακισμένο από το σκεπτικισμό μυαλό του. Τα γεγονότα στα οποία ήταν μπλεγμένος δεν ήταν πιο πραγματικά από τα λόγια που τα περιέγραψαν. Θεωρούσε δεδομένο ότι θα υπήρχε κάποια απλή, λογική εξήγηση, και όντας σίγουρος ότι θα την έβρισκε κάποτε, δεν το προβλημάτιζε ότι εδώ συνέβαιναν πράγματα που ήταν αδύνατο να συμβαίνουν. Αλλά τώρα— Πανάθεμά με, συλλογίστηκε. Ήταν αληθινοί άνθρωποι εκείνοι κει κάτω! Κοίταξε προς το φευγάτο τσούρμο, αλλά μονάχα οι πιο αργοκίνητοι και ο
καβαλάρης αρχηγός τους δεν είχαν ακόμη εξαφανιστεί ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους της αντικρινής πλευράς. Και βέβαια, πίσω είχε μείνει η κοπέλα που ήταν δεμένη στον πάσσαλο. Απ’ όποιον περίεργο θρύλο και αν πήγαζε η πράξη, ο σκοπός ήταν σαφής. Ο Μάιλς είχε μπροστά του το αρχαίο έθιμο της θυσίας μιας παρθένας εκείνη η μαύρη, βαριά και άχαρη μορφή στον ουρανό ήταν ένας δράκοντας — και αυτός, εδώ, τώρα, ήταν ο Μάιλς Κρότον. Εδώ... Τώρα... Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι δυο τόσο απλές λεξούλες θα μπορούσαν να περιέχουν τόσο αφόρητο τρόμο.
Το να παραμείνει εκεί σαν απλός θεατής προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι οι δράκοι ήταν πλάσματα του παραμυθιού του ήταν αδιανόητο — ή, μάλλον, όχι και τόσο αδιανόητο, γιατί του πέρασε από το νου η ιδέα, αλλά την απέρριψε αμέσως σαν ανεφάρμοστη για την περίπτωση. Το τράνταγμα που ένιωσε πηδώντας στο χώμα ήταν άλλη μια υπενθύμιση της πραγματικότητας, διαπερνώντας το θώρακα του σκεπτικισμού του. Τα πρωτόγονα, χειροποίητα σαντάλια του έδιναν πιστή αναφορά στις πατούσες του για τις πέτρες που υπήρχαν από κάτω καθώς άρχισε ν’ απομακρύνεται από τη βελανιδιά όπου ήταν σκαρφαλωμένος.
Ασυναίσθητα άρχισε να τρέχει, τραβώντας το τσεκούρι από τη ζώνη του και ρίχνοντας ταυτόχρονα μια τρομαγμένη ματιά προς τη μεριά του δράκοντα. Ύστερα, περνώντας μέσα από το διάκενο μιας ακόμη αγκαθωτής βατουλιάς, έφτασε σχεδόν μπροστά στη σπηλιά. Η δεμένη κοπέλα τον κοίταξε με τρόμο και μια στριγκλιά ξέφυγε από τα χείλη της. Ο Μάιλς, με όλες του τις αισθήσεις οξυμένες σε υπερφυσικό βαθμό, καταγράφοντας την εικόνα του κόσμου ολόγυρα ώς και την παραμικρή λεπτομέρεια, είδε τις γραμμές του λαιμού της να συσπώνται μια στιγμή πριν ακούσει την κραυγή της. Θα ήθελε να
σπαταλήσει μια πολύτιμη ανάσα για να της φωνάξει να μη φοβάται, αλλά σκέφτηκε ότι μάλλον δε θα τον καταλάβαινε. Και η θέα του, καθώς ορμούσε κατά πάνω της με το τσεκούρι σηκωμένο, θα ήταν ήδη αρκετά τρομακτική, δίχως να χρειάζεται να την τονίσει με μια ακατανόητη κραυγή. Η απόσταση που τους χώριζε φαινόταν ατέλειωτη καθώς ο Μάιλς έτρεχε προς το μέρος της, με τα πόδια του ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν έμβολα, αλλά κάποτε έφτασε κοντά της. Εκείνη είχε σταματήσει να στριγκλίζει. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του, σαν λαγού που αντίκριζε φίδι, με το πρόσωπό της χλωμό και παγωμένο. Ήταν δεμένη με
λουριά από ακατέργαστο πετσί, τυλιγμένα γύρω από το λαιμό, τη μέση και τους αστραγάλους της. Αν ο δράκος δεν είχε γυρίσει πρόωρα στη σπηλιά του, θα της είχαν σφίξει το πάνω λουρί στραγγαλίζοντάς τη για λόγους ανθρωπισμού — όπως κάποτε έβαζαν βρεγμένα φρύγανα πριν ανεβάσουν έναν αιρετικό στην πυρά, έτσι ώστε να πεθάνει από ασφυξία πριν αρχίσει να καίγεται από τις φλόγες. Ο Μάιλς έριξε άλλη μια ξέφρενη ματιά προς τον ουρανό, βλέποντας ότι ο δράκος φάνταζε πελώριος τώρα, και ανεβοκατέβασε το τσεκούρι του πάνω στον πάσσαλο. Μία... δύο... τρεις φορές, και τα λουριά κόπηκαν, αφήνοντας πίσω
τους άσπρες χαρακιές στο σκούρο ξύλο. Μια κραυγή ξέφυγε από την κοπέλα, που θα έπεφτε κάτω αν ο Μάιλς δεν προλάβαινε ν’ αλλάξει χέρι στο τσεκούρι του και να την αρπάξει από τον καρπό. Από μέσα του προσευχήθηκε να μην του λιποθυμήσει τώρα. Ευτυχώς εκείνη ξαναβρήκε την ισορροπία της και διατηρούσε ακόμη αρκετή αυτοκυριαρχία για να καταλάβει ότι δεν της επιτίθονταν αλλά τη λευτέρωναν. Η μόνη τώρα εκλογή του Μάιλς ήταν να τρέξουν προς την ίδια κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει. Της έδειξε με το τσεκούρι, φωνάζοντας κάτι έξαλλο και άναρθρο, και άρχισε να τρέχει τραβολογώντας την πίσω του.
Στα μισά περίπου του αγρού μια σκιά πέρασε ξαφνικά από πάνω τους, και για μια στιγμή τους ξεκούφα-νε ένα δυνατό σφύριγμα σαν ατμός που ξέφευγε από βαλβίδα ατμομηχανής. Η κοπέλα ξεφώνισε πάλι, και ο Μάιλς κόντεψε να φάει τα μούτρα του γυρίζοντας να κοιτάξει πίσω του. Σκεφτόταν ότι το τσεκούρι του ήταν σαν σπιρτόξυλο μπροστά στο δράκοντα. Αλλά το τέρας είχε προσγειωθεί μπροστά στη σπηλιά του, με όλη του την προσοχή στραμμένη στο κουφάρι ενός βοδιού που κουβαλούσε. Δε σπατάλησε πάνω από μια δυο στιγμές μυρίζοντας τον πάσσαλο και το γύρω έδαφος πριν καρφώσει τα δόντια του στο κουφάρι και
αρχίσει να το καταβροχθίζει. Δίχως να χάσει λεπτό, ο Μάιλς συνέχισε να τρέχει τραβώντας πίσω του την κοπέλα. Φτάνοντας στο άνοιγμα της βα-τουλιάς την έσπρωξε από μέσα, αδιαφορώντας για τις κόκκινες χαρακιές που άφηναν τ’ αγκάθια στο χρυσαφένιο δέρμα της. Φτάνοντας στη ρίζα της βελανιδιάς, ο Μάιλς κοντοστάθηκε να προσανατολιστεί, και η κοπέλα σωριάστηκε στο χώμα λαχανιασμένη και ξεσπώντας σε κλάματα. Προσπάθησε να την καθησυχάσει με λίγα λόγια στην αρχαϊκή προφορά του τόπου. Είχε πάρει σχετικά μαθήματα από τον Μπάρρυ και τον Κόλιν σε κάποιον, όπως του φαινόταν τώρα, άλλον κόσμο. Αλλά το
κορίτσι τον κοίταζε σαν να μην καταλάβαινε λέξη, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένα. Φαίνεται ότι ο Μάιλς δεν είχε μάθει καλά το μάθημά του. Το βλέμμα του ξεκόλλησε με κάποια δυσκολία από πάνω της. Έβλεπε τώρα ότι ήταν πολύ όμορφη από τα μακριά ώς τη μέση σγουρά της μαλλιά και τα απαλά σαρκώδη χείλη ώς τα μικρά, λασπωμένα πόδια της. Μια πέτρα την είχε πληγώσει στη φτέρνα και Κούτσαινε. Ύστερα ο Μάιλς γύρισε και περιεργάστηκε τις αγκαθωτές βατουλιές ολόγυρα που του έκοβαν τη θέα. Προσπάθησε να ξεχωρίσει το άνοιγμα που έβγαζε στο μονοπάτι, στην αρχή του οποίου είχε αφήσει το
αυτοκίνητό του. Σίγουρα ήταν εκείνο εκεί... Ή μήπως όχι; Το ρυάκι έπρεπε να βρίσκεται σε ρεματιά, ενώ το έδαφος πίσω από το άνοιγμα φαινόταν ν’ ανηφορίζει... Ένα καινούριο είδος φόβου άρχισε να του σφίγγει την καρδιά. Αλλά πριν τον καταλάβει εντελώς ο φόβος, η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της και του μίλησε τρεμουλιαστό. Τα λόγια της έβγαιναν σπασμωδικά, όσο της επέτρεπαν τα διψασμένα γι’ αέρα πνευμόνια της. «Τι τόπος είναι αυτός; Ποιος είσαι συ; Τι μου συνέβη; » Ο Μάιλς την κοίταξε εμβρόντητος, μην
πιστεύοντας τ’ αφτιά του. Ύστερα πρόσεξε ότι το δέρμα της, εκτός από τα σημεία που το είχαν πιτσιλίσει οι λάσπες, ήταν καθαρό, με ομοιόμορφα χρυσαφένιο χρώμα. Ήταν ψηλή σχεδόν όσο κι ο ίδιος, με επίπεδη, σφιχτή κοιλιά και μικρά στητά στήθη. Το όλο παρουσιαστικό της ήταν σαφώς — πώς να το πούμε; — μοντέρνο. Η ηλικία της ήταν γύρω στα είκοσι, όσο και η δική του. Για μια ακόμη φορά πράγματα που είχαν χάσει κάθε νόημα στο νου του έγιναν αληθινά, αποκτώντας πάλι σάρκα και οστά. Αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει- η κοπέλα είχε σηκώσει τρεμάμενο το χέρι προς το στήθος του. «Θεέ μου, μια φωτογραφική μηχανή! » ψέλλισε. «Τι σόι παιχνίδι παίζετε σε τούτα τα μέρη, δε μου λες; » Ο Μάιλς κοίταξε κάτω έκπληκτος. Αν ήταν δυνατό, αλλά το ’χε ξεχάσει! Θα πρέπει να ήταν
η θέα από κείνα τα χνάρια από ρόδες που τον είχαν κάνει να ξεχάσει εντελώς τη φωτογραφική μηχανή. Τόση ώρα, αν και η μηχανή χοροπηδούσε στο στήθος του καθώς έτρεχε, θα πρέπει να την είχε υποσυνείδητα αγνοήσει με βάση το δεδομένο ότι όλα σ’ αυτό το περιβάλλον ήταν πρωτόγονα. Μια φωτογραφική μηχανή... Με τα βρόμικα, κολλημένα μαλλιά, το τσεκούρι, τη ζωνάτη πουκαμίσα, το κουρελιασμένο υφαντό παντελόνι και τα χοντροκομμένα χειροποίητα σαντάλια του θα πρέπει να ήταν ένα φοβερό θέαμα, συλλογίστηκε ο Μάιλς. «Εσύ οδηγούσες το αμάξι που κόλλησε στο ρέμα; » τη ρώτησε, πέφτοντας στο ένα γόνατο δίπλα της. «Εγώ; » έκανε εκείνη. «Ω Θεέ μου! Εγώ ήμουν εκείνη; Δεν ξέρω ούτε ποια είμαι ούτε τι
μου συνέβη το μόνο σίγουρο είναι ότι έχω χάσει τα λογικά μου». Τα χέρια της σφίχτηκαν στους κροτάφους της και το κορμί της λικνίστηκε πέρα δώθε εκεί που καθόταν. «Όχι, δεν είσαι τρελή», βιάστηκε να την καθησυχάσει ο Μάιλς. «Δεν μπορώ να σ’ τα εξηγήσω όλα τώρα, αλλά μπορώ να σε πάρω από δω. Έχω ένα αυτοκίνητο κάνα δυο χιλιόμετρα πιο πάνω στο δρόμο». Έβγαλε την πουκαμίσα του. «Έλα, ρίξε τούτο δω πάνω σου! Καλύτερα να βάλεις και τα παπούτσια μου». Το κορίτσι έτριψε τα μάτια της και φάνηκε να συνέρχεται κάπως, βάζοντας όλη τη δύναμη της θέλησής της. «Όχι, μπορώ να βαδίσω», απάντησε. «Είμαι συνηθισμένη να περπατώ ξυπόλητη, Απλώς έγδαρα τη φτέρνα μου σε μια πέτρα, αυτό είν’ όλο. Τίποτα το σπουδαίο».
Πήρε την πουκαμίσα, την κοίταξε με κάποια περιέργεια και μετά τη φόρεσε, αφήνοντάς τα πλούσια μαλλιά της να χυθούν σε στιλπνό καστανό καταρράχτη στη ράχη της. Ύστερα προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Ο Μάιλς τη βοήθησε με το ένα χέρι, εξακολουθώντας να κρατά το τσεκούρι με το άλλο. «Πώς σε λένε; » τον ρώτησε. «Μάιλς Κρότον. Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να περπατήσεις; » Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. «Προς τα πού πάμε; » «Προς τα εκεί», αποκρίθηκε ο Μάιλς δείχνοντας. Απέφυγε να προσθέσει ότι δεν ήταν και τόσο σίγουρος. «Από κείνο το άνοιγμα στη βατουλιά».
Η κοπέλα έσφιξε αποφασιστικά τα δόντια και άρχισε να βαδίζει, φυλάγοντας την πληγωμένη φτέρνα της. Έτοιμος για το παραμικρό προμήνυμα κινδύνου, ο Μάιλς την ακολουθούσε περπατώντας λίγα βήματα πιο πίσω, σφίγγοντας το τσεκούρι και με τα δυο χέρια. Παντού επικρατούσε πάλι σιγαλιά. Ένα πουλί τιτίβιζε κάπου στους θάμνους, με γλυκές, καθάριες νότες. Ο Μάιλς έλπιζε ν’ ακούσει το κελάρυσμα του ρυακιού που θα τους οδηγούσε πίσω στο πέρασμα και στη γνώριμη περιοχή, αλλά δεν άκουγε το παραμικρό. Αναθεμάτιζε την απρονοησία του να εγκαταλείψει το μονοπάτι δίχως να σημαδέψει πρώτα το δρόμο του. Και αναθεμάτιζε την έμφυτη ανεμελιά ενός ανθρώπου της πόλης. Θυμήθηκε ιστορίες που είχε ακούσει για άβγαλτους επισκέπτες στα θαμνοτόπια της Αφρικής, οι οποίοι είχαν χαθεί ούτε εκατό μέτρα από τον καταυλισμό τους. Τώρα άρχιζε να καταλαβαίνει πώς μπορούσε να συμβεί κάτι
τέτοιο. Ωστόσο, εκείνο το δέντρο ήταν σίγουρα η βελανιδιά που είχε σκαρφαλώσει. Αν τα πράγματα έφταναν στο απροχώρητο, θα μπορούσαν σαν τελευταία λύση να δοκιμάσουν το κάθε άνοιγμα στις βατουλιές γύρω από τον αγρό, και κάποιο από δαύτα πρέπει να τους έβγαζε στο μονοπάτι. Και ίσως από κει να κατάφερναν ν’ ακολουθήσουν τα δικά του χνάρια ώς την περασιά του ρέματος. Τη στιγμή που η κοπέλα έφτανε στο συγκεκριμένο άνοιγμα της βατουλιάς, ο Μάιλς της φώναξε να σταθεί για να προχωρήσει αυτός μπροστά. Ο σκοπός του ήταν να ρίξει απλώς μια ματιά για να δει κατά πόσο υπήρχε το μονοπάτι πιο πέρα. Αλλά δεν είχε ρίξει καλά καλά αυτή τη ματιά, όταν τινάχτηκε πίσω, με την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή.
«Γρήγορα! » της ψιθύρισε με αγωνία, αρπάζοντάς την από το μπράτσο. «Σ’ εκείνο το δέντρο! » «Τι είναι; » «Τρέχα! » της σφύριξε, τραβώντας την πίσω του. «Πίσω από τον κορμό του... όχι, καλύτερα να σκαρφαλώσουμε και να κρυφτούμε ανάμεσα στα κλαδιά του αν προλάβουμε! » Η κοπέλα έκανε να τον ρωτήσει κάτι, αλλά μετά είδε την έκφρασή του και άλλαξε γνώμη. Με το ένα χέρι τη βοήθησε να ανέβει στο χαμηλότερο κλαδί που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος πιο πριν, και την ακολούθησε με τη σβελτάδα που του έδινε ο πανικός. Ύστερα γύρισε και κοίταξε προς το άνοιγμα της βατουλιάς. Φαινόταν τόσο αθώο, μόλο που έκρυβε θανάσιμο κίνδυνο.
«Τι είδες; » ρώτησε ψιθυριστά η κοπέλα. Ο ψίθυρος φαινόταν εντελώς φυσικός τώρα, έστω και αν βρίσκονταν ολομόναχοι στη μέση του αγρού. «Κόλλησε στον κορμό», πρόσταξε ο Μάιλς με την ίδια σιγανή φωνή «Ισως να μη μας δει έτσι». «Είναι κανένας από κείνους τους τρελούς που μ’ έδεσαν στον πάσσαλο; » ρώτησε η κοπέλα με μια ανατριχίλα φόβου. «Κάτι χειρότερο», αποκρίθηκε ο Μάιλς. «Είχα ακούσει ότι κάπου στην περιοχή υπήρχε ένας γίγαντας και, πανάθεμά με, λίγο έλειψε να πέσω πάνω του. Ω... Θεέ μου! » Την έσπρωξε προς την πίσω μεριά του κορμού, με τα πόδια τους στηριγμένα αβέβαια στα γλιστερά κλαριά, και μετά προσπάθησε να
γίνει κι ο ίδιος ένα με το φλοιό του δέντρου. Σαν μαγνητισμένος, κοίταξε με γουρλωμένα μάτια το τέρας που έβγαινε στον αγρό. Άκουσε την κοπέλα να πνίγει στο λαρύγγι της μια κραυγή. Της έριξε μια φευγαλέα ματιά και την είδε να δαγκώνει το χέρι της για να συγκροτηθεί. Της χαμογέλασε ενθαρρυντικά, αλλά όχι με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο. Ναι, αυτός πρέπει να ήταν ο γίγαντας για τον οποίο είχε ακούσει φήμες ο Χιου όταν είχε εισχωρήσει από την αντίθετη πλευρά της περιοχής. Ήταν σαν δέντρο! Δυόμισι μέτρα ψηλός — μπορεί και τρία — γυμνός και αποκρουστικό ζωώδης. Ένα λιγδιάρικο τρίχωμα σκέπαζε το κορμί του, ενώ το δέρμα από κάτω είχε ένα βρόμικο σταχτορόδινο χρώμα, σαν του αγριογούρουνου. Στο κεφάλι, την κοιλιά και τα πόδια, το τρίχωμα ήταν πιο σκούρο και πιο πυκνό. Τα φαρδιά ρουθούνια του ξεφυσούσαν
πάνω από ένα πλαδαρό, στραβοχυμένα στόμα γεμάτο στραβά, κίτρινα σκυλόδοντα, και στον ώμο του είχε ριγμένο ένα πελώριο ρόπαλο φτιαγμένο από ολόκληρο κλωνάρι νεαρού δέντρου. Αν ένας ενήλικος γορίλας ζύγιζε διακόσια πενήντα κιλά, ο Μάιλς υπολόγισε ότι τούτος ο κτηνάνθρωπος πρέπει να ζύγιζε πάνω από τριακόσια πενήντα. Περίμενε να νιώσει τη γη να τρέμει στο κάθε του βήμα. Η σκέψη του πέταξε στο ντουφέκι που είχε παρατήσει στο αυτοκίνητο. Είχαν αποφασίσει ότι ήταν άσκοπο να κουβαλούν όπλα στην περιοχή. Πέρα από ένα ορισμένο σημείο οι κινητήρες των αυτοκινήτων σταματούσαν να δουλεύουν, οι φωτογραφικές μηχανές δεν έβγαζαν φωτογραφίες και οι ασύρματοι δε λειτουργούσαν. Έτσι, είχαν συμπεράνει ότι και τα ντουφέκια δε θα πυροβολούσαν. Είχαν καταλήξει στο τσεκούρι σαν την καλύτερη εναλλακτική επιλογή- ένα σπαθί χρειαζόταν
τέχνη να το δουλέψεις. Αλλά τότε, βέβαια, όλα ήταν ένα εγκεφαλικό παιχνίδι λέξεων. Ενώ τώρα... Ο γίγαντας κοντοστάθηκε και οσμίστηκε καχύποπτα τον αέρα. Το τερατώδες κεφάλι του στράφηκε προς το δέντρο. Μια στιγμή αργότερα άρχισε να βαδίζει προς το μέρος τους.
4
Οι πιο τρελές κι ασύνδετες σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζονται ξέφρενα στο μυαλό του Μάιλς: Δεν ήταν αλήθεια... Έπρεπε να χειριστεί το τσεκούρι με το ένα χέρι για να κρατιέται με το άλλο από το κλαδί... Ήταν πολύ βαρύ για το ένα χέρι... Θα είχε αρκετή δύναμη το χτύπημα
για να σκοτώσει και, τελικά, τι θα σκότωνε — άνθρωπο ή ζώο; Κάπου μακριά, πέρα από τούτο το δαιμονικά σχεδιασμένο λαβύρινθο με τις βατουλιές, τα δέντρα και τους λόφους, υπήρχε ένας κόσμος δίχως δράκους και γίγαντες, με πολιτισμένες πόλεις όπου βασίλευαν οι νόμοι της επιστήμης. Αν η σκέψη μπορούσε από μόνη της να τον μεταφέρει πίσω, ο Μάιλς θα εξαφανιζόταν στη στιγμή από κει. Πελώριος, τερατώδης, ανείπωτα φριχτός, ο γίγαντας ζύγωνε με τις πλατιές ποδάρες του. Τα χαζά, ζωώδη μάτια κάτω από το γερτό μέτωπο είχαν διακρίνει το νεαρό πίσω από τ’ αραιά φυλλώματα του δέντρου και τον είχαν βρει καλή λεία. Ο Μάιλς ξεκόλλησε για μια στιγμή το βλέμμα του από το γίγαντα για να κοιτάξει την κοπέλα.
Ήταν κολλημένη πάνω στον κορμό, με το πρόσωπο άσπρο σαν πανί από το σοκ και τη δυσπιστία. Ο Μάιλς δε βρήκε την έκφρασή της διόλου ενθαρρυντική. Ένα τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε, θα έπρεπε να έχει συμβεί στον Χιου Μπέηκερ, όχι στον ίδιο. Ο Χιου, με το μυώδες κορμί και τα σβέλτα, επιθετικά αντανακλαστικά, μπορεί να ευχαριστιόταν κιόλας την πρόκληση μιας τέτοιας συνάντησης. Αλλά ο ίδιος ήταν γέννημα θρέμμα της πόλης, άνθρωπος μαθημένος να χρησιμοποιεί το μυαλό μάλλον παρά τα μπράτσα του. Γι’ αυτόν τούτη η ιστορία ήταν σκέτος εφιάλτης. Ωστόσο, κάτι έπρεπε να κάνει. Ο γίγαντας ζύγωνε με το πάσο του. Ο Μάιλς προσπάθησε να βρει μια σταθερή θέση για να μπορεί να χρησιμοποιήσει πιο άνετα το τσεκούρι του, και το σήκωσε ψηλά έτοιμος να το κατεβάσει. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και τον έτσουζε στα μάτια. Η κίνηση του τσεκουριού δεν είχε
περάσει απαρατήρητη. Ο γίγαντας — αν και ηλίθιος με τα ανθρώπινα κριτήρια — διέθετε κάποιο είδος ζωώδους πονηριάς. Άρχισε να ζυγώνει στο πλάι, κοιτάζοντας ψηλά, έξω από την ακτίνα δράσης του τσεκουριού. Μετά η ανυπομονησία του υπερίσχυσε της φρονιμάδας. Αντί να προσπαθήσει να ζυγώσει από την άλλη μεριά του δέντρου ή να πηδήσει για ν’ αρπάξει το κλαδί όπου βρισκόταν ο Μάιλς, λυγίζοντας και ίσως σπά-ζοντάς το με το φοβερό βάρος του, ήρθε κατά μέτωπο, με το ρόπαλο ακόμη στον ώμο του, και σήκωσε το ένα χέρι για ν’ αρπάξει τα πόδια του Μάιλς. Η κοπέλα στρίγκλισε ξαφνικά. Κατά πάσα πιθανότητα ο γίγαντας δεν είχε προσέξει ώς τότε ότι υπήρχαν δυο άνθρωποι στο δέντρο. Όπως και να ’χε, η προσοχή του περισπάστηκε για μια πολύτιμη στιγμή. Τότε ο Μάιλς κατέβασε το τσεκούρι του. ,
Το χτύπημά του δεν ήταν σωστά ζυγιασμένο. Αντί να βρει το στόχο με την κόψη της λεπίδας, πέρασε από πάνω του, και μόνο το ξύλινο κοντάρι έκανε επαφή. Αλλά ο νεαρός είχε ρίξει όλη του τη δύναμη στο χτύπημα, και ο γίγαντας μούγκρισε από πόνο και τινάχτηκε πίσω, χώνοντας τον πονεμένο καρπό του στο γεμάτο σάλια στόμα του. Με την άστοχη μετατόπιση του βάρους, ο Μάιλς έχασε την ισορροπία του και για μια φοβερή στιγμή νόμισε ότι θα γκρεμιζόταν στο χώμα. Όμως, ανεμίζοντας τρελά τα χέρια του, κατάφερε να ξαναβρεί την ισορροπία του και να συγκροτηθεί, στηρίζοντας το κεφάλι του τσεκουριού στη φαρδιά επιφάνεια του κλαδιού που πατούσε. Ο πόνος του γίγαντα μεταβλήθηκε σχεδόν αμέσως σε άγρια οργή. Αφήνοντας ένα εκκωφαντικό μουγκρητό, άφησε το χτυπημένο χέρι του να πέσει και σήκωσε το ρόπαλο με το άλλο, κάνοντας μπροστά για να τσακίσει με δαύτο τα πόδια του Μάιλς. Τουλάχιστον φάνηκε
να είναι η πρόθεσή του. Ο Μάιλς απέφυγε το πρώτο χτύπημα, και μετά το δεύτερο, αλλά με κόστος το χάσιμο της ισορροπίας του. Έτσι, με αναπάντεχο βρόντο βρέθηκε καθισμένος καβαλητά στο κλαδί. Το οδυνηρό τράνταγμα τον στράβωσε για μια στιγμή, γεμίζοντας δάκρυα τα μάτια του. Ο βρομιάρης, φασαριατζής αντίπαλός του ήταν τώρα μια αόριστη κινούμενη θολούρα. Μια κραυγή πόνου ξέφυγε από τα χείλη του Μάιλς, που κατέβασε στα τυφλά το τσεκούρι του. Στα όρια της τροχιάς της η λεπίδα βρήκε μια μαλακιά αντίσταση, σκίζοντας κάτι στο διάβα της. Ένα ουρλιαχτό θανάσιμου πόνου αντήχησε στον αέρα. Ο Μάιλς ένιωσε τη λαβή ν’ αποσπάται βίαια από τα χέρια του και το τράβηγμα τον γκρέμισε στο χώμα. Το κορίτσι στρίγκλισε ξανά. Ο Μάιλς τίναξε τα δάκρυα από τα μάπα του και στάθηκε στα
πόδια του σε μια παρωδία επιθετικής στάσης παλαιστή. Δεν ήξερε αν αυτή θα ’ταν η τελευταία του στιγμή, αλλά κατά βάση αυτό περίμενε. Η όρασή του ξεκαθάρισε σιγά σιγά. Λίγα βήματα πιο πέρα ο γίγαντας βρισκόταν σωριασμένος στο μαλακό ανοιξιάτικο γρασίδι, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Πλάι του, βουτηγμένο στο αίμα από τη λεπίδα ώς τη λαβή, ήταν πεσμένο το τσεκούρι του. Σκούζοντας αξιολύπητα, σαν λαβωμένο ζώο, ο γίγαντας πάσχιζε να σταματήσει το αίμα του, που έτρεχε ποτάμι. Μια βαθιά πληγή άρχιζε από τον ώμο του και κατέβαινε ώς τους πεταχτούς μυώνες του στήθους του. Ενώ ο Μάιλς στεκόταν στα πόδια του, ο γίγαντας βόγκηξε πάλι. Με το ένα χέρι του — εκείνο από τη σώα πλευρά του — σήκωσε το άλλο και το κοίταξε ηλίθια, σαν να μην του
ανήκε πια. Προφανώς η τυχερή τσεκουριά είχε κόψει τους μυώνες των ώμων τόσο βαθιά που το χέρι αυτό ήταν πια άχρηστο. Νιώθοντας το στομάχι του ν’ ανακατεύεται από την αναγούλα, ο Μάιλς συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει. Ζυγώνοντας προσεκτικά πήρε από κάτω το τσεκούρι. Προσπαθώντας να μην κοιτάζει τα γλιστερά από το αίμα χέρια του, σήκωσε το τσεκούρι και πλησίασε το γίγαντα. Κατά περίεργο τρόπο, ήταν σαν να έκοβε ένα σάπιο κούτσουρο.
Με μάτια φοβισμένα και σπασμωδικές κινήσεις, η κοπέλα κατέβηκε από το δέντρο και ήρθε να σταθεί πλάι του, κοιτάζοντας κάτω στο πτώμα. «Τι... τι πλάσμα είναι αυτό; » ρώτησε.
«Κανένα είδος... πιθήκου που ξέφυγε από κάπου; » Ο Μάιλς γύρισε το κεφάλι του. Με την κίνηση είδε μια τούφα από καθαρό γρασίδι και σκούπισε πάνω της τα χέρια του όσο καλύτερα μπορούσε. Ύστερα άρχισε να κόβει κι άλλο χορτάρι, από πιο πέρα, για να καθαρίσει το τσεκούρι του. «Όχι, ήταν ένας γίγαντας», αποκρίθηκε. «Και δεν είχε ξεφύγει από — διάβολε, δεν μπορώ να σου εξηγήσω μεμονωμένα ένα από τα όσα συμβαίνουν εδώ. Θα έπρεπε να σου εξηγήσω το καθετί». Η κοπέλα δεν είπε τίποτε για μια στιγμή. Μετά συνέχισε πιο σιγανά, «Νόμιζα ότι αυτό το πλάσμα θα... Αλλά, ευτυχώς, δεν τα κατάφερε. Πώς μπόρεσες να κρατήσεις την ψυχραιμία σου; Είσαι συνηθισμένος σ’ αυτά τα
πράγματα; » Υπήρχε μια διαπεραστική νότα ψεύτικου σαρκασμού στα τελευταία λόγια της. Ο Μάιλς την κοίταξε και μπόρεσε να διαβάσει στο πρόσωπό της τη μάχη που γινόταν μέσα της ανάμεσα στην υστερία και την ψυχραιμία. «Ας φεύγουμε από δω», γρύλισε απότομα, πλησιάζοντας και πιάνοντάς την από το χέρι. «Ας του δίνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα». Σαν τρομαγμένοι λαγοί που πιλαλούσαν για την τρύπα τους, διέσχισαν τρέχοντας τον αγρό προς το άνοιγμα της βατουλιάς. Τούτη τη φορά κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο πρέπει να τον καθοδήγησε, συμπέρανε ο Μάιλς, γιατί περνώντας μέσ’ από τα αγκάθια βγήκαν εκεί ακριβώς που έλπιζε- στο μονοπάτι που οδηγούσε στον έξω κόσμο.
Το ακολούθησαν αποφασιστικά. Η κοπέλα περπατούσε φυλάγοντας τη λαβωμένη φτέρνα της και διαλέγοντας μαλακά σημεία για να πατήσει. Ο Μάιλς προπορευόταν κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, έτοιμος να σηκώσει στη στιγμή το τσεκούρι που τους είχε σώσει τη ζωή. Όλα φαίνονταν απίστευτα ειρηνικά εδώ. Ο ήλιος έλαμπε, τα πουλιά κελαηδούσαν, και τα πρώτα φύλλα της άνοιξης, ακόμη και λουλούδια, σημάδευαν το μονοπάτι τους. Κι ωστόσο, πίσω από κάθε θάμνο ή δέντρο μπορεί να παραμόνευε ο θάνατος. Ή και τίποτα χειρότερο. «Πλησιάζουμε στο σημείο όπου κόλλησε το αμάξι σου», της είπε ο Μάιλς. «Δεν πρέπει να ’ναι μακριά». «Δόξα τω Θεώ», αναστέναξε η κοπέλα. Δίχως να το προσέξουν, είχαν ταχύνει το
βήμα τους. Ήταν αυτή η λαχτάρα και η ανυπομονησία τους να δουν και πάλι το πέρασμα και το αυτοκίνητο που τους έκανε τη ζημιά. Αλλ’ αυτό ο Μάιλς το κατάλαβε πολύ αργότερα. Είχε ασυγχώρητα επιτρέψει στον εαυτό του να χαλαρώσει την επαγρύπνησή του-όταν τους ρίχτηκαν εκείνοι που τους την είχαν στήσει στην τελευταία στροφή πριν από το πέρασμα, δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει παρά μόνο με μια πνιχτή κραυγή. Ύστερα ένα στιβαρό χέρι τυλίχτηκε στο λαιμό του, και ο Μάιλς έχασε τις αισθήσεις του.
Ολη μέρα στην αγροικία η υπερένταση δυνάμωνε με κάθε στιγμή που περνούσε. Περίμεναν με αγωνία δίπλα στον ασύρματο, κοιτάζοντάς τον κάθε τόσο σαν να μπορούσαν με το βλέμμα να τον αναγκάσουν να φέρει μήνυμα του Μάιλς. Κάπνιζαν το ένα τσιγάρο
πάνω στο άλλο, μέχρι που ο λαιμός τους είχε γίνει σαν γυαλόχαρτο και το στόμα τους φαρμάκι. Τουλάχιστον δέκα φορές Κάλεσαν τον Ισαάκ και την Ενίντ στην αντικρινή πλευρά αυτής της τρομερής λευκής περιοχής, μόλο που ήξεραν ότι αυτό δεν είχε νόημα. Ο Μάιλς δεν είχε σκοπό να διασχίσει όλη την περιοχή, αλλά μόνο να εισχωρήσει κάνα δυο χιλιόμετρα και στη συνέχεια να γυρίσει με το αμάξι του. Αργά το απόγευμα, η Μάιρα ετοίμασε κάτι πρόχειρο για φαγητό και μοίρασε σε όλους φλιτζάνια με δυνατό στιγμιαίο καφέ, πηχτό από το άφθονο γάλα εβαπορέ και την μπόλικη ζάχαρη. Το διάλειμμα ήταν ευχάριστο. Πέρασε τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας πριν ο Χιου ανασαλέψει και μουρμουρίσει κάτι που είχαν αναρωτηθεί όλοι τους τουλάχιστον είκοσι φορές από το πρωί, με την ίδια κουρασμένη φωνή.
«Μα τι στο διάβολο μπορεί να του συνέβη;
» Ο Κόλιν άναψε κι άλλο τσιγάρο- μετά την πρώτη ρουφηξιά το πέταξε και το πάτησε στις πλάκες του δαπέδου. «Μπορεί να τον έφαγε ο δράκο?, », παρατήρησε. Η Μάιρα κοντοστάθηκε τη στιγμή που γέμιζε άλλο ένα φλιτζάνι με καφέ και τον κοίταξε αλαφιασμένα. «Κόλιν! Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά! » «Και γιατί όχι, δε μου λες; » ξέσπασε ο Κόλιν, πηδώντας πάνω. «Ένας Θεός μόνο ξέρει τι γίνεται μέσα σ’ εκείνη την περιοχή. Αν ένας δράκος είναι αρκετά αληθινός για να τον βλέπει κανείς, μπορεί να είναι κι αρκετά αληθινός για να καταβροχθίσει έναν άνθρωπο. Ή εκείνος ο γίγαντας για τον οποίο ο Χιου άκουσε να
μιλάνε, μπορεί να του τσάκισε το κεφάλι. Ή μπορεί να συνάντησε κάποιον που τον πήρε για διάβολο. Μπορεί κάποιος να είδε το αυτοκίνητό του». «Ανοησίες», γρύλισε ο Μπάρρυ τραχιά. Αυτός έδειχνε λιγότερο ανήσυχος από τους συντρόφους του. Φαινόταν εντελώς απρόσβλητος από κάθε ανησυχία για τον Μάιλς, λες και η πρωινή του ανακάλυψη για την πιθανή προέλευση του φαινομένου είχε συμπληρώσει το ωράριο της δουλειάς του και δεν του έμενε αντοχή για τίποτε άλλο. «Γιατί ανοησίες; » φώναξε ο Κόλιν. «Για εξήγησέ μας! » Ο Μπάρρυ κοκκίνισε ολόκληρος. «Άφησε το αμάξι του σ’ ένα σημείο στρωμένου δρόμου — ή έτσι τουλάχιστον μου
είπατε! Αυτό σημαίνει ότι βρισκόταν αρκετά μακριά από το χωριό». «Δώδεκα χιλιόμετρα», παραδέχτηκε ο Κόλιν. «Και όμως είδε ένα δράκοντα». Έσκυψε μπροστά, πλησιάζοντας το κεφάλι του στο πρόσωπο του Μπάρρυ. «Τώρα για απάντησέ μου σ’ αυτό. Υπόθεσε ότι — ο όποιος είναι υπεύθυνος για το φαινόμενο — έμαθε για τις προηγούμενες επισκέψεις μας στην περιοχή και κατάλαβε ότι κάποιοι βρίσκονταν στα ίχνη του. Υπόθεσε ότι αυτός ο άγνωστος αποφάσισε να επεκτείνει τα όριά της, έτσι; Τι θα τον εμπόδιζε νά κάνει κάτι τέτοιο, μπορείς να μου πεις; » «Το μόνο εύκολο», απάντησε ο Μπάρρυ περιφρονητικά. «Γιατί να δαγκώσει περισσότερο απ’ όσο μπορεί να καταπιεί; Αν, δηλαδή, υπάρχει πραγματικά κάποιος άνθρωπος πίσω απ’ όλα αυτά».
«Ώστε τώρα το θεωρείς τυχαίο φυσικό φαινόμενο, ε; » έκανε ο Κόλιν. «Ακριβώς». Ο Μπάρρυ έγνεψε καταφατικά και γύρισε πίσω στην καρέκλα του. «Δε σταματάτε τους καβγάδες, λέω γω! » επενέβη απότομα η Μάιρα. «Δε μας βοηθάνε σε τίποτα». Ο Χιου ανασάλεψε ανήσυχα στην καρέκλα του. «Αν δεν έχει γυρίσει ώς το σούρουπο», είπε, «πρέπει να πάμε να τον αναζητήσουμε, ξέρετε». Ο Μπάρρυ στράφηκε απότομα προς το μέρος του. «Τρελάθηκες; » έσκουξε, με τη φωνή του να παίρνει το γνωστό τσιριχτό τόνο της. «Να μπούμε εκεί μέσα νυχτιάτικα; » Οι άλλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο
Μπάρρυ ένιωσε τα εχθρικά βλέμματα πάνω του, έμεινε ασάλευτος για μια στιγμή και μετά κουνήθηκε σπασμωδικά, σαν μαριονέτα στις κλωστές της. «Τι άλλο μένει να κάνουμε; » ρώτησε τελικά ο Χιου. «Να τον αφήσουμε στην τύχη του; Να τον εγκαταλεί-ψουμε; » «Νομίζω ότι αυτό ακριβώς θα έκανε ο Μπάρρυ», παρατήρησε η Μάιρα. Το είπε έκπληκτα, σαν μόλις η πιθανότητα να της είχε περάσει από το νου. «Δεν πας στο διάολο, λέω γω! », έκανε ο Μπάρρυ πνιχτά. «Ήταν πολύ πρόστυχο αυτό που είπες». «Τότε γιατί λες ότι δεν πρέπει να πάμε να ψάξουμε για τον Μάιλς; » του πέταξε ο Κόλιν.
«Γιατί—» Ο Μπάρρυ κοντοστάθηκε και ξεροκατάπιε. Σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπό του. «Νομίζω», άρχισε πάλι, «ότι θα ήταν ανόητο να τον αναζητήσουμε σε άγνωστη περιοχή μέσα στο σκοτάδι. Είτε πρέπει να περιμένουμε να ξημερώσει πρώτα, είτε να ξεκινήσουμε αμέσως τώρα». «Τότε θα ξεκινήσουμε αμέσως! » είπε ο Κόλιν ενώ σηκωνόταν όρθιος. «Συμφωνώ», έκανε και c Χιου μιμούμενος το παράδειγμά του. «Θ’ αφήσουμε τη Μάιρα εδώ με τον ασύρματο, για κάθε ενδεχόμενο. Κόλιν, καλύτερα να πάμε οι δύο μας — με τον Μπάρρυ στο αυτοκίνητο. Μπορεί να χρειαστούμε κάποιον έτοιμο για να φύγουμε βιαστικά». Ο Μπάρρυ δε σάλεψε καν από τη θέση του. Το πρόσωπό του ήταν κατάχλομο. «Νομίζω ότι καλύτερα να—» άρχισε να λέει.
«Να μην πάμε; » τον έκοψε ο Χιου σαρκαστικά. «Της ίδιας γνώμης είμαι κι εγώ. Αλλά εφόσον ο Μάιλς μπορεί να κινδυνεύει, θα πάμε. Συνεννοηθήκαμε; » «Για να σου πω! » φώναξε θυμωμένα ο Μπάρρυ. Η Μάιρα δεν τον άφησέ να συνεχίσει. «Η ώρα περνάει», τους θύμισε. «Μη χάνετε το χρόνο σας με καβγάδες! » Παραμερίζοντας τον Μπάρρυ, πλησίασε στον ασύρματο, λέγοντας, «Θα ενημερώσω αμέσως τον Ισαάκ για το τι σκοπεύουμε να κάνουμε». «Έλα πάμε», είπε ο Χιου στον Μπάρρυ, δείχνοντας με το κεφάλι προς την πόρτα. Ύστερα από ένα σύντομο δισταγμό και τρέμοντας ελαφρά, ο Μπάρρυ σηκώθηκε και τον ακολούθησε έξω.
Περιμένοντας τη Μάιρα να συνδεθεί με τον ασύρ ματο και να ενημερώσει τον Ισαάκ, ο Κόλιν κοίταξε το τζιπ από το παράθυρο. Κατά τα φαινόμενα υπήρχε κάποιο πρόβλημα, γιατί λίγες στιγμές αργότερα ο Χιου επέστρεψε στην αγροικία ανοίγοντας εκνευρισμένα την πόρτα. «Δεν εννοεί να πάρει μπροστά το αναθεματισμένο! » φώναξε. «Μήπως ο Μπάρρυ το πείραξε δίχως να τον πάρουμε είδηση για να —» «Έλα, κοψ’ το! » γρύλισε ο Κόλιν. «Ο Μπάρρυ δεν πείραξε τίποτα. Ηρέμησε. Αν δεν παίρνει μπροστά γι’ αυτό θα φταίει—» «Κόλιν! » τον διέκοψε η φωνή της Μάιρα από πίσω. «Κάτι έπαθε ο ασύρματος. Δεν πιάνω ούτε καν παράσιτα». «Είσαι σίγουρη; » ρώτησε ο Κόλιν γυρίζοντας
προς το μέρος της. «Απόλυτα. Να πάρει η οργή, άκουσες με τ’ αφτιά σου τον Ισαάκ μόλις πριν ένα λεπτό! » Τον κοίταξε με το πρόσωπό της χλομό. Ο Κόλιν δοκίμασε τα κουμπιά της συσκευής. Ηταν αλήθεια. Ο ασύρματος ήταν εντελώς νεκρός- το μεγάφωνο βούιζε σαν να ήταν ταπωμένο με μπαμπάκι. «Μα τι γίνεται; » ρώτησε ο Χιου κοιτάζοντας από τον ένα στον άλλο. Ο Κόλιν δεν απάντησε για μια στιγμή κοιτάζοντας ασάλευτος το τζιπ έξω από το παράθυρο. Ο Μπάρρυ καυχιόταν για της μηχανικές γνώσεις του- τώρα είχε ανασηκώσει το καπό και επιθεωρούσε τη μηχανή.
«Χιου», είπε τελικά, «όταν προσπάθησες να βάλεις μπροστά — ήταν ότι απλώς δεν έπαιρνε ο κινητήρας ή μήπως η μίζα δε λειτουργούσε καθόλου; » «Δε δούλευε τίποτα. Σαν να ήταν άδεια η μπαταρία», αποκρίθηκε ο Χιου. «Δεν άναψε ούτε καν το φωτάκι της μίζας». «Τότε, μία εξήγηση υπάρχει», συμπέρανε ο Κόλιν. «Διαλέξαμε τούτη την αγροικία σαν το πιο κοντινό κατοικήσιμο σημείο έξω από τα όρια της ανώμαλης περιοχής. Αν δεν κάνω λάθος, τώρα είναι το πιο κοντινό σημείο μέσα στα όρια αυτής της περιοχής. Η παρουσία μας έγινε γνωστή και κάποιος — όποιος κι αν είναι αυτός ο κάποιος — έκανε την πρώτη κίνηση εναντίον μας». Κοίταξε το τοπίο που απλωνόταν απέξω. Οι σκιές είχαν αρχίσει κιόλας να μακραίνουν
καθώς ο ήλιος έγερνε προς τη δύση.
5
«Μάιλς, Μάιλς, εγώ είμαι, η Βίβιεν! Ξύπνα! Ω, Θεέ μου, γιατί δεν ξυπνάς; » Ο αγωνιώδης, τρομαγμένος ψίθυρος έφτασε στ’ αφτιά του από πολύ κοντά, μαζί με το άγγιγμα μιας ζεστής ανάσας. Τ ον υπογράμμιζε το χάδι μιας μπούκλας από μεταξένια μαλλιά στο μάγουλό του, πολύ πιο ευχάριστο από τις αχυροβελόνες όπου ήταν ξαπλωμένος, σαν σε κρεβάτι φακίρη. Ξύπνησε τότε, απότομα, νιώθοντας το διάχυτο αίσθημα κακουχίας να εντοπίζεται στον
πονεμένο λαιμό και τα μελανιασμένα πλευρά του, καθώς και στο τραχύ έδαφος και τις ενοχλητικές αχυροβελόνες. Στον αέρα πλανιόταν μια γλυκερή, βαριά μυρουδιά. Προσπάθησε να βρει τι του θύμιζε, και μετά κατάλαβε ότι ήταν μυρουδιά στάβλου. Μερικές στιγμές αργότερα, σαν επιβεβαίωση, άκουσε ένα θόρυβο σαν μασούλημα χόρτου από κάπου κοντά και αμέσως μετά τον ήχο της μπουκιάς που πήγαινε κάτω. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, αλλά τα χτυπημένα παϊδια του τον έκαναν να μορφάσει από πόνο. Κατάφερε να πνίξει κάπως το βογκητό του, αλλά η Βίβιεν τον άκουσε και βιάστηκε να γονατίσει στο πλευρό του. Πέρασε το χέρι της πίσω από τον ώμο του και τον βοήθησε ν’ ανακαθίσει. «Είσαι καλά τώρα; » τον ρώτησε σιγανά.
«Μάλλον», αποκρίθηκε ο Μάιλς. Και πρόσθεσε κάπως χαζά, «Δε μου είχες πει ότι σε λένε Βίβιεν» «Βίβιεν Χιλ», επιβεβαίωσε η κοπέλα. Ο Μάιλς μάζεψε τα γόνατά του, τ’ αγκάλιασε με τα χέρια του και κοίταξε γύρω στο σκοτάδι. Από παντού ολόγυρα τους έζωναν μαύροι τοίχοι με σποραδικές ασημένιες γραμμές — ναι, πρέπει να ήταν χαραματιές απ’ όπου τρύπωνε το φεγγαρόφωτο. Το φως μόλις κι ήταν αρκετό για να διακρίνουν ο ένας τη σιλουέτα του άλλου στο σκοτάδι. Μια ασημένια λουρίδα ήταν πιο φαρδιά από τις άλλες σίγουρα κάποια κακοκλεισμένη πόρτα, συμπέρανε ο Μάιλς. Αλλά το κακοκλεισμένη ήταν πολύ σχετικό. Σίγουρα θα ήταν καλά ασφαλισμένη, χώρια που κάποιοι θα τη φρουρούσαν.
«Δεν μπορείς να δεις τίποτα», είπε η Βίβιεν. «Κοίταξα απ’ όλες τις χαραματιές που μπορούσα να φτάσω. Διακρίνονται μονάχα η νύχτα, τ’ άστρα, ένα μισοφέγγαρο, μερικά μαύρα δέντρα κι ένα σκοτεινό σπίτι καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά. Και ακούγονται κάτι περίεργοι θόρυβοι από την άλλη μεριά του τοίχου πίσω σου». «Αγελάδες», εξήγησε ο Μάιλς. «Είναι ο θόρυβος που κάνουν όταν μηρυκάζουν». Απλώνοντας το χέρι του άγγιξε τον κοντινότερο τοίχο. Τα δάχτυλά του ένιωσαν την τραχιά επιφάνεια από απλάνιστες, χοντροκομμένες σανίδες, μερικές ακόμη με τη φλούδα πάνω. ψαχούλεψε πιο πέρα, και το χέρι του βρήκε ένα όρθιο χοντρό δοκάρι με κάτι που κρεμόταν απ’ αυτό: ένα πέτσινο λουρί ή σκοινί που είχε γίνει λείο από τη χρήση. «Μπορεί να είμαστε στο στάβλο του ταύρου»,
παρατήρησε ο Μάιλς. «Στην περίπτωση αυτή, θα είναι γεροφτιαγμένος». Έλπιζε η φωνή του να ήταν ενθαρρυντικά έμπειρη. Στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ του ζήσει σε αγρόκτημα και δεν είχε ιδέα από αγροτικές δουλειές, πόσο μάλλον για εκείνες ενός σχεδόν αρχαϊκού κόσμου σαν αυτόν όπου βρίσκονταν αιχμάλωτοι. Ένιωσε τη Βίβιεν να σαλεύει δίπλα του. Σήκωσε τα χέρια της κι έσφιξε τους κροτάφους της. «Πολύ ενδιαφέρον», μουρμούρισε η κοπέλα με απόμακρη φωνή. «Βρίσκομαι στο στάβλο ενός ταύρου. Βρομάει, είναι παγωμένος, και μοναδικό μας στρώμα είναι αυτό το απαίσιο, αγκαθωτό άχυρο. Φοράω τούτο το... τούτο το κουρέλι, και όλοι φαίνονται να το έχουν σκάσει από κάποιο τρελάδικο, κι εγώ μαζί». Ο Μάιλς γύρισε και την κοίταξε ανήσυχος.
«Αυτό που θα ήθελα να μάθω», συνέχισε η Βίβιεν στον ίδιο τόνο, «είναι κάτι απλό, πολύ απλό. Βρίσκομαι, λες, σ’ ένα στάβλο — ωραία και θαυμάσια! Αλλά γιατί βρίσκομαι σ’ ένα στάβλο; Γιατί μου ρίχτηκαν όταν απομακρύνθηκα από το αμάξι μου; Γ ιατί μ’ έγδυσαν και μ’ έδεσαν σ’ εκείνο τον πάσσαλο; Τι γίνεται τελοσπάντων; Για όνομα του Θεού, πες μου, π γίνεται εδώ; » Τα χέρια της τον έσφιξαν με ξαφνική υστερία, και τα μάτια της άστραψαν σε μια φευγαλέα φεγγαραχτί-δα από κάποια χαραματιά, πελώρια και τρομαγμένα, λίγους πόντους από το πρόσωπο του Μάιλς. «Είσαι σκληρό καρύδι», της αποκρίθηκε ο Μάιλς με κατανόηση και συμπόνια. «Οποιαδήποτε άλλη πρέπει να είχε σπάσει προ πολλού».
«Μην ανησυχείς», του απάντησε εκείνη με σπασμένη φωνή. «Κι εγώ μόλις και κρατιέμαι». Ο Μάιλς την τράβηξε πάνω του, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τον ώμο της για να της δώσει κουράγιο. Αυτό, ύστερα από λίγα λεπτά, είχε σαν αποτέλεσμα και κάποια ευχάριστη ζεστασιά, γιατί η νύχτα ήταν παγερή. «Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω», της είπε. «Το θέμα είναι πολύπλοκο αλλά — τελοσπάντων, ας αρχίσω έτσι. Πού πήγαινες; Τι γύρευες ολομόναχη σ’ εκείνο το δρόμο; » Το χέρι της έτριψε κουρασμένα το μέτωπό της. «Α... Ερχόμουν συχνά σε τούτα τα μέρη, πριν δύο ή τρία χρόνια. Με μια φίλη που έμενε εδώ κοντά. Υπήρχε μια τοποθεσία που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε για πικνίκ, μ’ ένα ρυάκι και πολλά δέντρα- εκεί μπορούσες να κολυμπήσεις και μετά να ξαπλώσεις στον ήλιο. Όλο το χειμώνα τον έβγαλα στην πόλη και
ήθελα να περάσω ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή, αυτό είν’ όλο. Σκέφτηκα λοιπόν να έρθω στο μέρος που ήξερα. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι εκδρομείς εκεί, κι έτσι έφυγα για κανένα άλλο μέρος με περισσότερη ησυχία. Η ώρα ήταν προχωρημένη. Διάλεξα ένα δρόμο που δε φαινόταν να οδηγεί πουθενά». «Και έτσι βρέθηκες κολλημένη στο ρέμα», συμπέρανε ο Μάιλς. «Ακριβώς. Διανύοντας απόσταση αρκετών χιλιομέτρων δεν είχα συναντήσει κανένα σπίτιγι’ αυτό και σκέφτηκα να προχωρήσω, αλλ’ ανακάλυψα πως ο δρόμος είχε τα χάλια του. Αποφάσισα λοιπόν να περάσω τη νύχτα μου στο αμάξι. Έτσι κι έγινε. Κατά το χάραμα είδα κάποιον να πλησιάζει και βγήκα να του μιλήσω, αλλά δεν καταλάβαινα λέξη από τα λόγια του. Εκείνος φώναξε κάτι άλλους — δεν ξέρω από πού ξεφύτρωσαν — που όρμησαν
πάνω μου, μ’ έδεσαν και με φόρτωσαν σ’ ένα άλογο. Ύστερα με πήγαν σ’ ένα φριχτό, ελεεινό και τρισάθλιο χωριό, όπου ζούσαν και άλλοι τέτοιοι παλαβοί... » Η φωνή της είχε αρχίσει να σπάει, έτοιμη να την πάρουν τα κλάματα. Ο Μάιλς βιάστηκε να τη σταματήσει. «Εντάξει, κατάλαβα», της είπε. «Τώρα θα σου πω πώς έμπλεξα εγώ σε τούτη την ιστορία. Και όχι μόνο εγώ, αλλά όλη η παρέα μας. Είμαστε εφτά συνολικά. Οι άλλοι βρίσκονται ακόμη απέξω, και από αύριο θ’ αρχίσουν να με ψάχνουν. Θα έρθουν και θα μας πάρουν από δω». Έλπιζε η φωνή του να έδειχνε σιγουριά, κάτι που ο ίδιος δεν πολυένιωθε. «Όπως και να ’χει», βιάστηκε να συνεχίσει, «να πώς έχουν τα πράγματα. Ήμαστε παρέα από το πανεπιστήμιο- μερικοί από μας είχαν
ανακατευτεί με την έρευνα του Λοχ Ρούιν — την έχεις ακουστά; » «Ναι... κάτι έχω υπόψη μου», αποκρίθηκε η Βίβιεν, «Είχατε πάει να ερευνήσετε για κάποιο τέρας που υποτίθεται ότι ήταν μεγαλύτερο από εκείνο του Λοχ Νες». «Ακριβώς. Όχι, εγώ, προσωπικά, αλλά μερικοί από τους άλλους. Ο Μπάρρυ Χίγκλετ ήταν αυτός που έριξε την ιδέα. Κανένας δεν τον συμπαθεί ιδιαίτερα, αλλά ήταν πολύ πειστικός και είχε κάνει μια περίεργη ανακάλυψη σχετικά μ’ ένα χάρτη τούτης της περιοχής. Είχε έρθει σ’ αυτά τα μέρη — είναι το χόμπυ του να ερευνά παράξενες φήμες σαν εκείνη για το τέρας του Λοχ Ρούιν — και παρουσίασε τα στοιχεία του σε μερικούς από μας. Θα θυμάσαι ότι οι εφημερίδες μας είχαν κάνει μεγάλη καζούρα για την έρευνα του Λοχ Ρούιν. Έτσι μερικοί από την ομάδα αγανάκτησαν και δεν ήθελαν να
ξανακούσουν άλλη ιδέα του Μπάρρυ. Αλλά τούτη τη φορά φαινόταν να έχει βρει κάτι καλό. Μας έδειξε τους χάρτες του και μερικά από τα παλιά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει, και, τελικά, μισή ντουζίνα από μας υποκύψαμε στον πειρασμό να το ερευνήσουμε. Αλλά, ύστερα από το φιάσκο με την έρευνα του Λοχ Ρούιν, αποφασίσαμε να μην αφήσουμε να ξεφύγει κουβέντα στον τύπο ή σε οποιονδήποτε εκτός της παρέας. «Μερικοί από μας ήρθαμε εδώ στις προηγούμενες διακοπές των Χριστουγέννων. Κάναμε μερικές προκαταρκτικές έρευνες. Μιλήσαμε με ανθρώπους που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή σε τούτα τα μέρη. Και ανακαλύψαμε ότι υπήρχε στ’ αλήθεια ένα είδος... λευκής περιοχής, όπως την ονομάσαμε ελλείψει καλύτερου όρου. Υπάρχουν δρόμοι που κανένας δε φαίνεται να έχει χρησιμοποιήσει από τον τελευταίο πόλεμο. Μερικοί, μάλιστα, φαίνεται να μην έχουν χρησιμοποιηθεί από τον
περασμένο αιώνα. Έναν απ’ αυτούς είχες πάρει με το αμάξι σου. Υπάρχουν αγροί που οι ντόπιοι δεν τους πλησιάζουν, αν και είναι εντελώς χέρσοι πια και γίνονται φυτώριο για ζιζάνια που ενοχλούν τα σπαρτά τους. Υπάρχουν δάση που τα παιδιά των ντόπιων δε ζυγώνουν όταν βγαίνουν να μαζέψουν μανιτάρια ή βατόμουρα. Και, πιο σημαντικό απ’ όλα, υπάρχουν σφάλματα στο στρατιωτικό τοπογραφικό χάρτη της περιοχής. Μια ολόκληρη περιοχή, περίπου κυκλική, έκτασης τριακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων δεν είναι όπως τη δείχνει ο χάρτης». Η Βίβιεν φαινόταν ν’ ανασαίνει γοργά και σπασμωδικά- ο ήχος έφτιαχνε ένα ακανόνιστο ακομπανιαμέν-το στην αφήγησή του. «Στην πρώτη μας αποστολή δεν είχαμε καιρό παρά μονάχα για προκαταρκτικές έρευνες», συνέχισε ο Μάιλς. «Πάντως κάναμε μια
προσπάθεια ν’ ακολουθήσουμε έναν από τους δρόμους που υπολογίζαμε ότι έμπαιναν στη λευκή περιοχή, αλλά το αυτοκίνητο μας εγκατέλειψε σ’ ένα σημείο. Είχαμε τόσο αγανακτήσει σπρώχνοντάς το κάνα δυο χιλιόμετρα πάλι πίσω — όπου άρχισε πάλι να δουλεύει κανονικά — που αναβάλαμε την προσπάθεια για άλλη φορά». «Και το δικό μου αμάξι σταμάτησε έτσι», είπε η Βίβιεν. «Στη μέση της περασιάς. Ξαφνικά έπαψε να δουλεύει». «Ανακαλύψαμε αργότερα το γιατί», έγνεψε ο Μάιλς, ξεχνώντας το σκοτάδι. «Για κάποιο λόγο, τίποτα δε φαίνεται να έχει εξελιχτεί στο εσωτερικό της λευκής περιοχής. Τα πράγματα, κρίνοντας από το όλο περιβάλλον, καθώς κι αυτούς που ζουν εκεί, φαίνεται να έχουν παραμείνει όπως ήταν πριν από αιώνες. Στη διάρκεια της χειμωνιάτικης έρευνάς μας κάναμε
το γύρο των βόρειων ορίων της περιοχής- μόλις πριν λίγες βδομάδες αρχίσαμε την έρευνα εδώ κάτω. Νοικιάσαμε μια αγροικία σε μικρή απόσταση έξω από τα όρια της περιοχής και δημιουργήσαμε μια αρκετά καλή οργάνωση — διαθέτουμε ραδιοτηλέφωνο στο αμάξι μου για επαφή με την αγροικία και την άλλη βάση μας που λειτουργεί σε αντίσκηνο έξω από τα βόρεια όρια. Αυτό, βέβαια, για τον εντοπισμό της θέσης- χρειάζονται, ξέρεις, δύο σημεία αναφοράς για κάτι τέτοιο. «Αμέσως μόλις φτάσαμε εδώ τούτη τη φορά, αρχίσαμε τις εξορμήσεις μέσα στη λευκή περιοχή. Προχωρούσαμε αργά, εξαιτίας των φαινομένων που παρατηρούνται εκεί. Οι κινητήρες των αυτοκινήτων δε δουλεύουν πέρα από ένα σημείο, όπως το εξακρίβωσες κι εσύ. Το ίδιο και οι φωτογραφικές μηχανές. Είχα ένα ντουφέκι στο αμάξι μου, αλλά μάλλον ούτε κι αυτό θα λειτουργούσε αν το έπαιρνα μαζί. Ο
Χιου — ο Χιου Μπέηκερ είναι ένας της παρέας μας — μπήκε μόνος στην περιοχή πριν καμιά δεκαριά μέρες και συνάντησε μερικούς από τους ανθρώπους που ζουν εδώ. Ευτυχώς είχε σπουδάσει αρχαία αγγλικά και είχε ντυθεί σαν χωρικός. Έτσι κατάφερε να μάθει αρκετά πράγματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά είπε ότι δε θα ξανατολμούσε κάτι τέτοιο μονάχος του. Δεν ξέρω τι μ’ έκανε να επιχειρήσω την ίδια προσπάθεια εγώ. Θα πρέπει να ήμουν τρελός. Γιατί, βλέπεις, στον Χιου είχαν ήδη κάνει λόγο για ένα γίγαντα που ζούσε στην άλλη πλευρά της περιοχής — και είδαμε όχι μονάχα το γίγαντα, αλλά κι ένα δράκο». Άκουσε τα δόντια της να κροταλίζουν λίγο, μάλλον από το φόβο παρά από το κρύο. «Μα... μα», τραύλισε η κοπέλα, «αυτό είναι τρελό! » «Τρελό ξετρελό, φαίνεται πραγματικό», απάντησε ο Μάιλς σοβαρά. «Δεν είναι απλώς
ότι ο χρόνος εδώ έχει σταματήσει, όπως φανταζόμαστε αρχικά — όσο κι αν αυτό θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι μάλλον κάτι σαν ένα — δεν ξέρω πώς να το πω — άλλο επίπεδο ύπαρξης να συνυπάρχει εδώ με τον αληθινό κόσμο. Ένα επίπεδο όπου οι γίγαντες και οι δράκοι των παραμυθιών, με κάποιο τρόπο, αποκτούν σάρκα και οστά, και όπου η πρόοδος εμποδίζεται να περάσει, από κάποιο αόρατο φράγμα. Το ίδιο ακριβώς φράγμα κάνει τους ντόπιους ν’ αποφεύγουν να χρησιμοποιούν αυτούς τους δρόμους ή να μπαίνουν στα απαγορευμένα δάση, νιώθοντας μια υποσυνείδητη απροθυμία να σπάσουν κάτι που πρέπει να τους έχει γίνει πια συνήθεια». «Εγώ—» άρχισε να λέει η κοπέλα, αλλά σταμάτησε απότομα. Το χέρι της σφίχτηκε σπασμωδικά στον ώμο του. «Κοίτα! » του σφύριξε ψιθυριστά, κολλώντας πάνω του.
Ο Μάιλς είδε σχεδόν ταυτόχρονα εκείνο που είχε τραβήξει την προσοχή της. Πίσω από τις χαραματιές ανάμεσά στις τραχιές σανίδες μπορούσε να δει μια κινούμενη κίτρινη λάμψη, τη φλόγα ενός πυρσού. Ήδη ακούγονταν και ήχοι απέξω- οπλές αλόγων, κροταλί-σματα από σαγή, σιγανά μουρμουρητά ανθρώπων και, τελικά, βήματα που ζύγωναν. Στάθηκαν στα πόδια τους δίχως άλλη κουβέντα. Η πόρτα της φυλακής τους άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο ξύλου πάνω σε ξύλο. Στο κατώφλι της στέκονταν τέσσερις γεροδεμένοι άντρες οπλισμένοι με ρόπαλα και, ανάμεσά τους, ένας άλλος με μανδύα που φάνταζε πλούσια κόκκινος στο τρεμουλιαστό φως των πυρσών. Ο Μάιλς αναγνώρισε στο πρόσωπό του το νεαρό καβαλάρη που είχε επιβλέψει το δέσιμο της Βίβιεν στον πάσσαλο. «Βγείτε έξω! » πρόσταξε ο άντρας με το
μανδύα, μιλώντας με την τραχιά, αρχαία διάλεκτο που ο Μάιλς είχε αρχίσει να καταλαβαίνει χάρη στα εντατικά μαθήματα του Χιου. «Στ’ όνομα του σταυρού, σας προστάζω να βγείτε έξω! » Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να υπακούσουν.
6
Ο Μπάρρυ σήκωσε το κεφάλι του από τη μηχανή του τζιπ, καθώς οι άλλοι τον πλησίαζαν βγαίνοντας από την αγροικία. «Πολύ αστείο! έκανε με την τσιριχτή φωνή του. «Πολύ έξυπνο! Τα συγχαρητήριά μου σε
όποιον σκαρφίστηκε αυτό το αστείο! » «Δεν είναι αστείο», αποκρίθηκε σκληρά ο Κόλιν. «Ούτε ο ασύρματος λειτουργεί». «Όχι», έκανε ο Μπάρρυ. Τα μάτια του πέταξαν από πρόσωπο σε πρόσωπο, σαν παγιδευμένα ζώο. «Όχι», έκανε πάλι. «Δεν μπορεί! Κάποιος μας κάνει φάρσα. Και την παρατράβηξε». «Η όλη υπόθεση έχει παρατραβήξει επικίνδυνα», απάντησε ο Κόλιν. «Και δεν είναι καθόλου φάρσα». Με το πίσω μέρος της παλάμης του σφούγγισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. «Όπως και να ’χει, θα πρέπει να πάμε σε βοήθεια του Μάιλς. Με τα πόδια, αν χρειαστεί», δήλωσε ο Χιου. «Προτείνω να πάρουμε μαζί μας τσεκούρια. Επίσης κάτι για ν’ ανάβουμε φωτιά,
καθώς και τρόφιμα». «Τι έκανε λέει; » φώναξε ο Μπάρρυ. «Για ξαναπέ-στο! » Η Μάιρα έκανε μια κίνηση με τους ώμους της και χαμήλωσε τα μάτια στο χώμα. «Ο Χιου έχει δίκιο», είπε δίχως ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ο Μπάρρυ φάνηκε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Έκανε ένα βήμα πέρα από το άχρηστο τζιπ και στάθηκε αντίκρυ στον Χιου και τον Κόλιν. «Για να δούμε αν κατάλαβα καλά», είπε. «Εννοείτε ότι κατά κάποιο τρόπο η λευκή περιοχή μεγάλωσε; » «Ακριβώς», γρύλισε ο Κόλιν. «Και τώρα
είμαστε μέσα σε δαύτη». «Και είναι αλήθεια για τον ασύρματο; » Ο Μπάρρυ κοίταξε προς τη Μάιρα. «Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε και μόνος σου! » απάντησε τραχιά η κοπέλα. «Μα τότε! » ψέλλισε ο Μπάρρυ. Από την τσέπη του έβγαλε ένα μαντίλι κι άρχισε να σκουπίζει τα χέρια του από τα λάδια της μηχανής. «Μα τότε! Να φύγουμε αμέσως από δω! Εγώ αυτό θα κάνω! Πρέπει να παραμείνουμε έξω από την περιοχή — να συνεχίσει να λειτουργεί η βάση μας. Πρέπει να τρελαθήκατε όλοι σας! Ακούς να πάμε να γυρέψουμε τον Μάιλς πεζοί! Είστε—»
Ο Κόλιν κοίταξε με νόημα τον Χιου, που η έκφρασή του πρόδινε αγανάκτηση ανάμεικτη με θυμό. Ο Χιου ανασήκωσε τους ώμους του, έγνεψε καταφατικά και κινήθηκε προς τον Μπάρρυ. Κάνοντας το ίδιο, ο Κόλιν είπε, «Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, Μπάρρυ, τούτη τη στιγμή. Μ’ έχεις φέρει ώς εδώ με τη συμπεριφορά σου. Το ίδιο και τους άλλους. Εσύ μας έμπλεξες σ’ αυτή την ιστορία. Δε λέω, ήρθαμε με ανοιχτά τα μάτια, αλλά φαίνεται ότι δεν έγινε το ίδιο μ’ εσένα. Εσύ μάλλον περίμενες άλλη μια εκδρομούλα τύπου Λοχ Ρούιν: λίγη ακίνδυνη ψυχαγωγία με μια δόση μυστηρίου σαν πιπέρι. Αλλά τούτη η υπόθεση αποδείχτηκε θανάσιμα σοβαρή, με γνήσια μυστήρια και αληθινούς κινδύνους. Δεχτήκαμε να συμμετάσχουμε επειδή ήσουν τόσο πειστικός τώρα που τα πράγματα έφτασαν εκεί που έφτασαν, είμαστε έτοιμοι να τ’ αντιμετωπίσουμε ανάλογα. Σου λέμε να κάνεις
κι εσύ το ίδιο, συνεννοηθήκαμε; Τούτη η ιστορία δεν είναι κανένα παιχνιδάκι με χαρτιά και λόγια- δεν είναι κανένα απλό, γουστόζικο χόμπυ για να περνάς την ώρα σου όταν βαριέσαι και δεν έχεις τι άλλο να κάνεις. Είναι κάτι πολύ σοβαρό, και σαν τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε». «Π ρέπει να βοηθήσουμε τον Μάιλς», δήλωσε η Μάιρα. «Αν, δηλαδή, είμαστε σε θέση πια». «Γιατί τα ρίχνετε όλα πάνω μου; » διαμαρτυρήθηκε ο Μπάρρυ. Έχωσε το μαντίλι του στην τσέπη, αλλά χρειάστηκε δυο προσπάθειες να το βολέψει όλο μέσα. «Εγώ είπα στον Μάιλς να ρισκάρει το κεφάλι του; Πέστε μου, εγώ τον έβαλα να το κάνει; » «Το πράγμα δεν είναι πια παιχνίδι», τον έκοψε ο Κόλιν. «Και σταμάτα να παίζεις με τις λέξεις, εντάξει; Ας
γυρίσουμε τώρα σπίτι να ντυθούμε με τα κατάλληλα ρούχα. Εσύ, Χιου, φρόντισε για τα τσεκούρια. Μάιρα, ετοίμασε ό, τι εφόδια χρειαζόμαστε. Πιστεύω ότι τα σπίρτα θα συνεχίσουν ν’ ανάβουν και μέσα στην περιοχή — η τριβή είναι βασική λειτουργία. Θα πάρουμε μπόλικα μαζί μας. Ελάτε». Γύρισε και τράβηξε προς το σπίτι. Οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, μαζί κι ο Μπάρρυ. Ο τελευταίος δίστασε για μια στιγμή, αλλά η προοπτική να μείνει μόνος ανάμεσα σε φανταστικούς κινδύνους νίκησε την απροθυμία του, και βιάστηκε να τρέξει πίσω τους.
Άραγε, σε ποιο σημείο το παιχνίδι είχε αρχίσει να γίνεται σκληρή πραγματικότητα; Η ερώτηση κλωθογύριζε στο μυαλό του Κόλιν. Αυτό που έκαναν εξακολουθούσε να
είναι φαινομενικά παιχνίδι- μέχρι πρό-. σφατα ήταν και κάτι παραπάνω από παιχνίδι. Είχαν, βέβαια, πραγματικά γεγονότα για να τους απασχολήσουν — αλλά τα είχαν αντιμετωπίσει σαν προβλήματα στο σκάκι ή σαν τα «φτιαχτά» γεγονότα ενός θρίλερ, που περιέχουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία για ένα φονιά τον οποίο ποτέ δεν πρόκειται να τον κρεμάσουν. Ήταν παράξενο να περπατούν στο λυκόφωτο σε τούτη την ειρηνική ύπαιθρο, παράλληλα στο δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Μάιλς, μασκαρεμένοι με πα-λιόρουχα και κουρέλια, και να σκέπτονται για δράκοντες. Το μυαλό δυσκολευόταν να δεχτεί το γεγονός ότι ο Μάιλς είχε μιλήσει για ένα δράκο και ο Χιου για ένα γίγαντα, σαν να ήταν κάτι κοινό, όπως ένα λεωφορείο ή ένας αστυφύλακας.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Επικρατούσε απίστευτη γαλήνη, αν μπορούσες να το δεις έτσι. Κι αυτοί σίγουρα δεν μπορούσαν. Σκέφτονταν τους κινδύνους που μπορεί να καραδοκούσαν στο λυκόφωτο. Στ’ αριστερά ο Μπάρρυ έπαιζε ασταμάτητα με το κινητό ουραίο του δεύτερου ντουφεκιού τους- είχαν μόνο εφτά φυσίγγια γι’ αυτό, αν και διέθεταν περισσότερα για το άλλο που είχε πάρει — και ίσως εξακολουθούσε να έχει — στο αμάξι του ο Μάιλς. Ο θόρυβος ακουγόταν εξοργιστικά δυνατός στη σιγαλιά. Ο Κόλιν είχε αρχίσει να νευριάζει, και χάρηκε όταν η υπομονή του Χιου εξαντλήθηκε πρώτη και γύρισε απότομα προς τον Μπάρρυ. «Να πάρει η οργή, θα σταματήσεις καμιά φορά; » γρύλισε. «Αν θέλαμε να διατυμπανίσουμε τον ερχομό μας θα παίρναμε
μαζί την μπάντα του δήμου! » «Ένας θεός ξέρει τι το ’θελε το ντουφέκι μαζί του», είπε η Μάιρα βλοσυρά. «Μάλλον δεν πρόκειται να δουλέψει. Πολύ εμπιστοσύνη έχει στις ιδέες του, έτσι; » «Βούλωσ’ το, Μάιρα», την έκοψε ο Κόλιν πριν ο Μπάρρυ προλάβει να διαμαρτυρηθεί μ’ εκείνη τη διαπεραστική του φωνή. «Κι εσύ το ίδιο, Μπάρρυ— και να βαδίζεις πιο ήσυχα, Χιου. Περπατάς σαν ελέφαντας». Συνέχισαν να προχωρούν σιωπηλοί για λίγα λεπτά. Ο δρόμος άρχισε να χαλάει. Ο Κόλιν σκεφτόταν ότι το αυτοκίνητο του Μάιλς έπρεπε να είναι κάπου εκεί κοντά, και την ίδια στιγμή το είδε παρκαρισμένο στο πλάι του δρόμου μετά την επόμενη στροφή. Ευτυχώς δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, ούτε καμιά
ένδειξη ότι το αυτοκίνητο είχε πειραχτεί. Αλλά ήταν εντελώς ακινητοποιημένο από την ίδια παράξενη, διάχυτη δύναμη που είχε αχρηστέψει και το τζιπ. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό - το άφησαν εκεί που το βρήκαν. Με κάποια χαρά ο Μπάρρυ άλλαξε το ντουφέκι του μ’ εκείνο που ήταν κάτω από το κάθισμα του αυτοκινήτου, και γέμισε τις τσέπες του μ’ εφεδρικά πυρομαχικά. «Τι κάθεσαι και ασχολείσαι; > τον ρώτησε η Μάιρα. «Επειδή —»άρχισε να λέει ο Μπάρρυ, αλλά σώπασε απότομα. Ο Χιου μπήκε ανάμεσά τους μ’ έναν κουρασμένο αναστεναγμό. «Ας το εξακριβώσουμε μια κι έξω, τώρα», δήλωσε. Πήρε το όπλο από τα χέρια του Μπάρρυ και το έσφιξε στον ώμο του, με την κάνη γυρισμένη προς το φεγγάρι. Ύστερα
τράβηξε τη σκανδάλη. Δεν έγινε τίποτα, εκτός από το κλικ της απελευθέρωσης του επικρουστήρα. Πέταξε έξω το πρώτο φυσίγγι και δοκίμασε το δεύτερο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Μετά χαμήλωσε το όπλο, το άδειασε με έμπειρες κινήσεις και το ξανάβαλε πίσω στο αυτοκίνητο. Όταν τέλειωσε, στράφηκε προς τον Μπάρρυ και είπε σαρκαστικά. «Ελπίζω να καταφέραμε να σε πείσουμε να δοκιμάσεις ένα τσεκούρι». «Μην το κάνεις», είπε η Μάιρα. «Με τρομάζει».
«Σκασμός! » γρύλισε ο Κόλιν. «Σταματήστε να τσιγκλάτε τον Μπάρρυ, για όνομα του Θεού! Κοιτάξτε καλύτερα μήπως μπορέσετε να εντοπίσετε εκείνα τα χνάρια από ρόδες που ανέφερε ο Μάιλς. Κάντε κάτι εποικοδομητικό,
έτσι για ποικιλία! » Ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στους άλλους, ο Μπάρρυ υπάκουσε, και ύστερα από λίγες στιγμές ανακάλυψε τα χνάρια λίγο πιο κάτω. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω τους για ένα μικρό πολεμικό συμβούλιο και κα-τάληξαν στη μόνη λογική απόφαση να τ’ ακολουθήσουν, μια και ήταν η μοναδική τους ένδειξη για τη διαδρομή του Μάιλς. Συνέχισαν το δρόμο τους δίχως να μιλάνε για κάμποση ώρα. Ύστερα ο Κόλιν έσπασε τη σιωπή μουρμουρίζοντας σιγανά, «Μακάρι να μην ήμουνα τόσο παιδί της πόλης. Τώρα που το σκέφτομαι, το ίδιο ήταν κι ο Μάιλς». «Γιατί το λες αυτό; » ρώτησε ο Χιου, που πήγαινε πιο μπροστά, γυρίζοντας το κεφάλι. «Όλος τούτος ο κόσμος... » Ο Κόλιν έκανε
μια αόριστη γενική χειρονομία. «Η σκέψη ότι πέφτει σκοτάδι τόσο πυκνό που δε βλέπεις τη μύτη σου... Ένας που έχει ζήσει στην πόλη όλη του τη ζωή, όπως εγώ, πρέπει να κάνει συνειδητή προσπάθειά και για να το σκεφτεί ακόμη. Στην πόλη απλώς πατάς ένα διακόπτη και ανάβεις το φως. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν διακόπτες ή φώτα». «Υπάρχει το φεγγαρόφωτο», του θύμισε ο Χιου. «Το φεγγάρι ήδη ανεβαίνει». «Ίσως δεν μπορώ να το εξηγήσω σωστά», ανασήκωσε τους ώμους του ο Κόλιν. «Είναι απλώς κάτι σαν εφιαλτική εντύπωση ότι ο εκτός πόλης κόσμος είναι ανεξέλεγκτος; Μια πόλη είναι κάτι ελεγχόμενο από τον άνθρωπο — ένας τόπος για να κουρνιάζουν όλοι μαζί μακριά από τους τρόμους της φύσης».
«Της φύσης; » Ο Μπάρρυ είχε ακούσει την τελευταία πρόταση. «Ποιας φύσης; Θεωρείς φυσικά πράγματα τους δράκους και τους γίγαντες; » «Χαίρομαι που τελικά συνειδητοποίησες τι αντιμετωπίζουμε», παρατήρησε ο Κόλιν. «Α, φτάνει πια! » φούντωσε ο Μπάρρυ. «Όχι, δεν το είπα για να σε πειράξω», προσπάθησε να τον κατευνάσει ο Κόλιν. «Σταμάτα να ’σαι τόσο μυγιάγγιχτος, έτσι; Ήθελα να πω, χαίρομαι που κατάλαβες ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι που αρκεί να το φωτίσουμε με το άπλετο φως του σκεπτικισμού για να ζαρώσει αμέσως και να γίνει σκόνη. Απεναντίας, έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε κάτι αληθινά επικίνδυνο».
«Αυτό το είπες και πριν», γρύλισε ο Μπάρυ. «Δεν αρχίζεις να πηγαίνεις εσύ μπροστά, έτσι γι’ αλλαγή; » «Γιατί όχι; » αποκρίθηκε ο Κόλιν και τάχυνε το βήμα του.
Στο πέρασμα του ρέματος βρήκαν το άλλο αυτοκίνητο κολλημένο στη λάσπη, και ολόγυρα πολλές πατημασιές που δεν διακρίνονταν καθαρά στο σκοτάδι. Από περιέργεια η Μάιρα δοκίμασε να τρίψει ένα σπίρτο άναψε κανονικά, χαρίζοντάς τους λίγα δευτερόλεπτα από μια λαμπερή κίτρινη φλόγα πριν της κάψει τα δάχτυλα. Το γεγονός ότι τα σπίρτα άναβαν ήταν μια κάποια ανακούφιση. Αντάλλαξαν αχνά χαμόγελα στο φως του. Πέρα όμως από το ρέμα μόλις και μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν το πνιγμένο από
τους θάμνους μονοπάτι, κάνοντας παράλληλα εικασίες για την τύχη του οδηγού του εγκαταλειμμένου αυτοκινήτου. Ελπίζοντας ν’ ανακαλύψουν κάποια ένδειξη για το τι είχε γίνει ο Μάιλς, άρχισαν να κοιτάζουν προσεκτικά μέσα από κάθε άνοιγμα που συναντούσαν στις βατουλιές. Αυτό δεν είχε και πολύ νόημα, αλλά απαιτούσε να εισχωρήσουν γρήγορα στην καρδιά της περιοχής. Ύστερα όμως ο Χιου είδε κάτι πεσμένο στο χώμα ενός γειτονικού αγρού, που τον έκανε να βγάλει μια ξαφνιασμένη κραυγή και να δείξει προς τα κει. «Τι στο διάβολο είναι πάλι αυτό; » ρώτησε ο Κόλιν ; κοιτάζοντας προς το αντικείμενο. «Μοιάζει πολύ με πτώμα, κι αυτό δε μου αρέσει καθόλου», μουρμούρισε ο Χιου, και πέρασε από το άνοιγ-μα της βατουλιάς. Οι άλλοι, με το μυαλό τους γεμάτο από μισοσχηματισμένες υποψίες και φόβους, τον
ακολούθησαν. Με τα μακριά κανιά του ο Χιου έφτασε πρώτος, και πριν καν οι άλλοι πλησιάσουν γύρισε να τους φωνάξει, «Όχι, δόξα τω Θεώ, δεν είναι ο Μάιλς. Αλλά τι σόι πλάσμα είναι; » Ο Κόλιν έφτασε δίπλα του και στάθηκε να περιεργαστεί το κουφάρι. Με την άκρη του ματιού του είδε τη Μάιρα και τον Μπάρρυ ν’ αποστρέφουν το πρόσωπο με γκριμάτσες αναγούλας. «Λες αυτό να εννοούσαν λέγοντας "γίγαντα" σε τούτα τα μέρη; » ρώτησε τελικά, δείχνοντας το αποτρόπαιο πτώμα. «Έτσι φαίνεται», απάντησε ο Χιου. «Αλλά... τι κτήνος, Χριστέ μου! Θα πρέπει να είχε δυόμισι μέτρα μπόι! »
Παρά τον ενστικτώδη του αποτροπιασμό, ο Κόλιν γονάτισε στο ένα πόδι και περιεργάστηκε από κοντά τη λαβωματιά στον ώμο του τέρατος. Υπήρχε και μια άλλη, που έσκιζε το κρανίο, αλλά αυτή ήταν γεμάτη κόμπους πηγμένου αίματος και δε διακρινόταν καθαρά. «Νομίζω ότι πρόκειται για τσεκουριά», είπε τελικά. «Τι λες κι εσύ; » Ο Χιου έσκυψε κι εκείνος από πάνω. «Μάλλον έχεις δίκιο», είπε μια στιγμή αργότερα. «Αυτό σημαίνει ότι ο Μάιλς πολέμησε καλά — αν, δηλαδή, ήταν ο Μάιλς». «Ε, σεις οι δυο! » Η αλαφιασμένη φωνή της Μάιρα έσπασε ξαφνικά τη σιωπή. «Παρατάτε το να φεύγουμε από δω! Νομίζω ότι πλησιάζουν άνθρωποι — και πολλοί μάλιστα! » Ο Χιου και ο Κόλιν τινάχτηκαν πάνω σαν μαριονέτες που τους είχαν τραβήξει απότομα
το σπάγκο. Η Μάιρα είχε δίκιο ακούγονταν καθαρά φωνές και το χλιμίντρισμα ενός αλόγου. «Πρέπει να κρυφτούμε! » είπε ο Χιου. «Εκεί πέρα... Κάτω από κείνους του θάμνους... Γρήγορα! » Οι υπόλοιποι άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση που είχε διαλέξει ο Χιου, και μια στιγμή αργότερα βρίσκονταν ξαπλωμένοι μαζί στις σκιές κάτω από τους αγκαθωτούς θάμνους. Σηκώνοντας προσεκτικά το κεφάλι είδαν ένα τσούρμο ανθρώπων να μπαίνει στον αγρό, όλοι πεζοί, εκτός από έναν επικεφαλής καβαλάρη. Το άλογο του τελευταίου, ίσως μυρίζοντας το θάνατο στο νυχτερινό αέρα, τίναξε πάνω το κεφάλι του ανήσυχα και χλιμίντρισε μπαίνοντας στον αγρό. Ο καβαλάρης, μην καταφέρνοντας να το κουμαντάρει, αναγκάστηκε να ξεπεζέψει και να προχωρήσει κι αυτός πεζός μαζί με τους
άλλους. Οι νεοφερμένοι φαινόταν να ξέρουν για το πτώμα του γίγαντα, γιατί κανένας δεν τράβηξε κατά κει* αντίθετα, προχώρησαν προς μια μοναχική βελανιδιά καμιά εικοσαριά βήματα πιο πέρα, και εκεί σχημάτισαν ημικύκλιο. Πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι άτομα, υπολόγισε ο Κόλιν. Στέκονταν σιωπηλοί σαν να περίμεναν κάτι. Από ανάμεσά τους ξεπρόβαλε ο αρχηγός τους που στάθηκε αντίκρυ στη βελανιδιά. Εκεί σήκωσε ψηλά τα χέρια του. Ίσως να ήταν ψευδαίσθηση, αλλά η σιγαλιά φάνηκε ξαφνικά να γίνεται διπλά πιο έντονη. Ύστερα άρχισε να ψέλνει με μια αλλόκοτη φωνή που, κατά κάποιο τρόπο, τους έγδερνε τ’ αφτιά. Ο Κόλιν πρόσεξε τους άλλους είκοσι που στέκονταν κάτω από τα κλαδιά του δέντρου να
τρεμουλιάζουν και να μαζεύονται πιο κοντά ο ένας στον άλλο. «Το ακούσατε αυτό; » ρώτησε ο Χιου σιγανά από τη θέση του, μισό μέτρο πιο πέρα, κάτω από το βάτο. «Το ακούσατε; » «Σςςς! » σφύριξε η Μάιρα. «Θα σ’ ακούσουν». «Είναι—» έκανε ο Χιου με φωνή που μόλις ακουγόταν, και μετά σταμάτησε απότομα. Ύστερα σήκωσε το χέρι του κι έδειξε προς τη βελανιδιά. Οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι κάτω από το δέντρο είχαν σκύψει τα κεφάλια τους, όλοι εκτός από εκείνον που έψελνε. Και τώρα τους απαντούσε μια άλλη φωνή! Ήταν μια μπάσα φωνή, που έλεγε λέξεις το νόημα των οποίων ο Κόλιν μόλις κι έπιανε, δίχως να καταλαβαίνει το παραμικρό. Η φωνή είχε έναν περίεργο
απόηχο, σαν να έβγαινε μέσα από το δέντρο.
7
Η εμπειρία πρέπει να ήταν χειρότερη για τη Βίβιεν παρά για τον ίδιο, συλλογίστηκε ο Μάιλς. Εκείνος μπορούσε τουλάχιστον να παρακολουθήσει κάπως την τραχιά διάλεκτο με τις διάσπαρτες, αρχαϊκές γαλλικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι. Όμως, παρά τα μαθήματα που είχε πάρει από τον Χιου, και ο ίδιος δεν έπιανε παρά μόνο το γενικό νόημα των όσων έλεγαν. Από μια άποψη, αυτά που άκουγε ήταν ταυτόχρονα και ενθαρρυντικά και ανησυχητικά. Αυτός και η Βίβιεν οδηγήθηκαν με συνοδεία έξω από την πρόχειρη φυλακή τους, διέσχισαν
τη φεγγαροφώτιστη αυλή και άρχισαν να βαδίζουν με το φως των πυρσών σ’ ένα αυλακωμένο από τροχούς κάρων χωματόδρομο. Μπροστά τους πήγαιναν οι τέσσερις οπλισμένοι άντρες και πίσω τους ακολουθούσε ο καβαλάρης. Μιλούσαν ψιθυριστά και με δέος για κάποιον που τον αποκαλούσαν «εκείνο», με μια μικρή, ανεπαίσθητη παύση πριν και μετά τη λέξη. Στην ομάδα τους, μην έχοντας καμιά καλύτερη εξήγηση, είχαν υποθέσει ότι το φαινόμενο της λευκής περιοχής μπορεί να οφειλόταν σε κάποιον με παραψυχικές δυνάμεις, που το προκαλούσε σκόπιμα. Αν τούτοι δω μιλούσαν για κάποιο μυστηριώδες άτομο, αυτό έδειχνε ότι η υπόθεσή τους ήταν σωστή. Μέχρις εδώ το πράγμα ήταν ενθαρρυντικό. Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι αυτοί φαίνονταν σίγουρα τρομοκρατημένοι. Σχεδόν
μπορούσε κανείς να μυρίσει τον τρόμο τους, που ίσως να ντρέπονταν και να ομολογήσουν μεταξύ τους. Όμως τον διάβαζες στα μάτια τους καθώς περιεργάζονταν τους αιχμαλώτους τους. Ακόμη και ο καβαλάρης, με το μακρύ, οβάλ πρόσωπό του να φεγγίζει ασημένιο στο αμυδρό φεγγαρόφωτο, τους κοίταζε πολύ μαζεμένα. Ήταν μακρύς ο δρόμος τους στο φως των πυρσών. Ο Μάιλς υπολόγιζε ότι θα περπατούσαν γύρω στη μισή ώρα. Οι συνοδοί τους αντάλλασσαν νευρικά πειράγματα, και μερικές φορές κουβέντιαζαν μεταξύ τους για τη σημασία των πρόσφατων γεγονότων. Ο καβαλάρης μιλούσε ελάχιστα- μονάχα μια δυο φορές άνοιξε το στόμα του, κι αυτό για να επιπλήξει κάποιον από τους άντρες του για έλλειψη εμπιστοσύνης στο μυστηριώδη αφέντη τους.
Ο Μάιλς περπατούσε χέρι χέρι με τη Βίβιεν, παρακαλώντας από μέσα του να τους δινόταν ευκαιρία να μιλήσουν οι δυο τους. Όμως, μια φορά που το αποτόλμησε, το αποτέλεσμα ήταν ένα δυνατό χτύπημα στον ώμο από εκείνον που ερχόταν πίσω τους, και μια κοφτή διαταγή από τον καβαλάρη να το βουλώσει. Ο λόγος γι’ αυτή τους τη βάναυση συμπεριφορά αποκαλύ-φθηκε αργότερα από τα λόγια των συνοδών τους. Πί-στευαν ότι ο Μάιλς δεν ήταν άνθρωπος αλλά δαίμονας, αφού είχε καταφέρει να σκοτώσει το γίγαν-τα. Συνεπώς, αν τον άφηναν να μιλήσει στην άγνωστη — γι αυτούς — γλώσσα του, μπορεί να καλούσε με μαγικά λόγια τα πνεύματα για να λευτερώσουν αυτόν και την κοπέλα. Από τις σκόρπιες κουβέντες τους που άκουσε στη διάρκεια της πορείας, κάμποσα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό του Μάιλς. Τούτοι οι άνθρωποι ζούσαν σε έναν περίεργο, ενδιάμεσο κόσμο, μεταξύ θρύλου και
πραγματικότητας, και ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την ιδέα των θαυμάτων. Υπόμεναν καρτερικά τις καταστροφές από τη μεριά του δράκοντα και αποδέχονταν την αναγκαιότητα της μαγείας-μια δυο φορές μάλιστα έκαναν λόγο για φυλαχτά που φορούσαν για να προστατεύονται απ’ αυτόν. Εξάλλου είχαν μεγαλώσει ξέροντας για το γίγαντα και τις άγριες συνήθειές του. Όλ’ αυτά τα θεωρούσαν μέρος της καθημερινής πραγματικότητας- δεν είχαν λόγους να τ’ αμφισβητήσουν. Τώρα ο κόσμος τους είχε παράξενα κλονιστεί. Ο γίγαντας ήταν νεκρός, και δεν ήταν μόνο αυτό. Τούτη η γυναίκα — εννοούσαν τη Βίβιεν, και την κοίταζαν με φόβο — είχε ξεφυτρώσει ανάμεσά τους ντυμένη μ’ εξωτική φορεσιά και μιλώντας μια γλώσσα που κα-νένας δεν μπορούσε να καταλάβει. Την είχαν γδύσει και την είχαν ψάξει για σημάδια μάγισσας, και
τα είχαν βρει- ένας, μάλιστα, από τους άντρες περιέγραψε παραστατικά αυτή τη δουλειά του ψαξίματος. Ο Μάιλς ερμήνευε αυτόματα τις πληροφορίες στη σύγχρονη ορολογία. Αυτό που είχαν περάσει για σημάδι μάγισσας πρέπει να ήταν ουλή από εμβόλιο ή κάτι τέτοιο. Ο Μάιλς δεν μπόρεσε να εξακριβώσει ποιος είχε πρώτος την ιδέα να βάλουν τη μάγισσα ν’ αναμετρη-θεί με τον αρχαίο εχθρό τους, το δράκο, αλλά ήταν σαφές ότι η πρόταση τους άρεσε. Και ύστερα την είχε σώσει... ένας ξένος! Αλλά στον κόσμο τους δεν υπήρχαν ξένοι. Ή τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν ξένοι. Ο Μάιλς δεν ήταν ο πρώτος- άλλος ένας άντρας, με ξανθό γένι, που μιλούσε με περίεργη προφορά, είχε αναφερθεί να παρουσιάζεται στην άλλη μεριά του χωριού πριν από λίγο καιρό. Αυτός θα πρέπει να ήταν ο Χιου Μπέηκερ.
συμπέρανε ο Μάιλς. Είχε μιλήσει με κάμποσους ντόπιους χωρικούς. Του είχαν συμπεριφερθεί με αμήχανη ευγένεια, όπως εξήγησε αργότερα στους άλλους της παρέας, και ήταν φανερό ότι τον έβλεπαν με δέος. Η απόπειρα να θυσιάσουν τη Βίβιεν στο δράκο είχε αποτύχει. Ο γίγαντας ήταν. νεκρός. Σε τούτο τον απομονωμένο κόσμο, οι κοινοί θνητοί δεν είχαν καταφέρει ν’ απαλλαγούν από τους απίστευτους Παρείσακτους. Έτσι είχαν απευθυνθεί σε κάποιο — μαντείο; Μάγο; Η λέξη που χρησιμοποίησαν σήμαινε «βελανιδιά», «δρυς», στη διάλεκτό τους, αλλά ο Μάιλς υπέθεσε ότι θα ήταν συμβολικό όνομα για κάποιον που τον αντιμετώπιζαν σχεδόν με το ίδιο δέος όσο κι «εκείνον». Και η συμβουλή που τους δόθηκε ήταν να μεταφέρουν τους αιχμαλώτους στον ηγεμόνα του κάστρου, που εξούσιαζε το χωριό, και ο
οποίος ήταν προφανώς «εκείνος». Λίγο λίγο, συνειδητά και εσκεμμένα, ο Μάιλς επανήλθε στον τρόπο σκέψης που είχε πριν αποτολμήσει, τόσο απερίσκεπτα, να μπει στη λευκή περιοχή. Ήταν η μόνη δυνατή μέθοδος για να θωρακίσει τον εαυτό του ενάντια στο φόβο που του ροκάνιζε τα σωθικά για το τι έμελλε να τους συμβεί. Στο κάτω κάτω, είχε πάψει να δίνει σημεία ζωής από πολλές ώρες τώρα, και οι άλλοι σίγουρα θα έκαναν προσπάθειες να τον βρουν. Πέρα απ’ αυτό, υπήρχε η πιθανότητα και κάποιοι άλλοι να ήξεραν ότι η Βίβιεν θα περνούσε από δω... αλλά, όχι- στο τελευταίο δεν έπρεπε να ελπίζει. Η μόνη του ελπίδα για να στηριχτεί ήταν το γεγονός πως είχε φίλους που θα τον αναζητούσαν — αυτό, και μια αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί ν’ αποδεικνυόταν, αν όχι πιο δυνατός, τουλάχιστον πιο έξυπνος από το
μυστηριώδη άρχοντα αυτού του παράξενου τόπου. Σιγά σιγά το σημείο προορισμού τους άρχισε να παίρνει μορφή, μια μαύρη μάζα στο βάθος μπροστά τους, σε μαύρο φόντο. Ήταν το κάστρο. Ο Χιου το είχε δει από μακριά, με το χωριό μαζεμένο ολόγυρα. Τώρα το ξεπλυμένο φεγγαρόφωτο πρόσθετε μερικές αση-μιές πινελιές στη στέγη και τους πύργους του, που άφηναν να εννοηθεί ο όγκος του αλλά δίχως να προδίδουν λεπτομέρειες. Το οικοδόμημα φαινόταν σκυμμένο απειλητικά πάνω από τα χαμόσπιτα του χωριού σαν μια άμορφη σφήγκα. Σχεδόν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι κατά καιρούς το τέρας άπλωνε το βαρύ πόδι του για να χτυπήσει κάτι που το είχε δυσαρεστήσει στο χωριό, γιατί τα σπίτια ήταν ρημαγμένα από το χρόνο, με τους τοίχους να γέρνουν ετοιμόρροποι προς τα έξω και τις στέγες τους μισογκρεμισμένες.
Επικρατούσε μια φοβερά απόκοσμη ατμόσφαιρα στο χωριό. Πουθενά δεν έλαμπαν φώτα, αλλά καθώς μαζί με τη Βίβιεν διέσχιζαν γοργά το μοναδικό χωματόδρομο, ο Μάιλς είχε την εντύπωση ότι κάποιοι τους παρακολουθούσαν. Ήταν σαν το κάθε τυφλό παράθυρο σ’ εκείνους τους ετοιμόρροπους τοίχους να ήταν και από ένα μάτι. Οι τελευταίες λίγες εκατοντάδες μέτρα της διαδρομής ήταν μια απότομη ανηφοριά όλο λακκούβες. Το κάστρο ηταν χτισμένο σε ψηλότερο επίπεδο από το χωριό, και το έδαφος εξακολουθούσε ν’ ανηφορίζει πιο πέρα. Καθώς η ομάδα πλησίαζε, μια αχτίδα φωτός φάνηκε σε μια από τις πολεμίστρες. Μια φωνή ακούστηκε να φωνάζει, και ένα δεύτερο φως — ένας δαυλός κρατημένος ψηλά — ξεφύτρωσε σαν να τον είχε ξεράσει το πελώριο σκοτεινό τείχος ακριβώς μπροστά τους, και ο καβαλάρης τράβηξε μπροστά από τους άλλους για την αναγνώριση.
Ο άνθρωπος με το δαυλό είχε βγει από ένα μικρό παραπόρτι της μεγάλης κεντρικής πύλης, που θα ήταν τουλάχιστον έξι μέτρα ψηλή. Ο Μάιλς διέκρινε αχνές εικόνες από το περιβάλλον τους, καθώς η φλόγα του δαυλού αντιφέγγιζε εδώ κι εκεί: στα μεγάλα σιδερόκαρφα της ξύλινης πύλης, στα νωπά από το πούσι τείχη και στα πρόσωπα των αντρών που πλησιάσαν σιωπηλά να παραλάβουν το άλογο του καβαλάρη και να περιεργαστούν τους αιχμαλώτους. Ο Μάιλς και η Βίβιεν σπρώχτηκαν βάναυσα μέσα από το παραπόρτι και μπήκαν στον περίβολο του κάστρου. Στη στιγμή ο αέρας φάνηκε να γίνεται ακόμη πιο παγερός, και μια μυρουδιά μούχλας και παλιάς υγρασίας τους χτύπησε στα ρουθούνια. Το φως των δαυλών έπαιζε τώρα πάνω σε κισσούς και άλλα αναρριχητικά φυτά που σκαρφάλωναν στους τοίχους, και πάνω σε τούφες από γρασίδι ανάμεσα στις ακανόνιστες πλάκες που
έστρωναν την αυλή. Ένας γέρικος, σχεδόν ξεδοντιάρης σκύλος σηκώθηκε στα πόδια του στην άκρη μιας σκουριασμένης αλυσίδας κι έκανε να γαβγίσει στους Παρείσακτους. Το χέρι της Βίβιεν έσφιγγε τόσο δυνατά το δικό του που σχεδόν τον πονούσε. Ο Μάιλς γύρισε και της χάρισε ένα προσποιητό ενθαρρυντικό χαμόγελο, που όμως δεν άλλαξε στο ελάχιστο την παγερή μάσκα του τρόμου στο όμορφο πρόσωπό της. Η κοπέλα δάγκωνε το κάτω χείλος της τόσο δυνατά που μια σταγόνα αίμα φάνηκε εκεί. Ο Μάιλς ανατρίχιασε, και έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθειά να μη χάσει την ψυχραιμία του. «Ελάτε! » τους πρόσταξε ο καβαλάρης, και με μια χειρονομία τους έδωσε να καταλάβουν ότι
έπρεπε ν’ ακολουθήσουν εκείνον με το δαυλό Διέσχισαν σιωπηλά τις ξεχαρβαλωμένες πλάκες του περίβολου, με μοναδικό ήχο το κουδούνισμα από τα σπιρούνια στις μπότες του οδηγού τους. Κατά καιρούς διέκριναν φευγαλέα το πρόσωπό του- ήταν χλομό, τσακισμένο, με τον ιδρώτα να γυαλίζει στο μέτωπό του. Έφτασαν σε μια πόρτα με σιδερόκαρφα στην αντικρινή πλευρά της αυλής. Εκεί ο άντρας με το δαυλό κοντοστάθηκε και χτύπησε τρεις φορές με τη γροθιά του. Επακολούθησε μια σύντομη αναμονή, μετά ακούστηκαν να τραβιούνται σκουριασμένες μπάρες και η πόρτα άνοιξε. «Μπείτε! » τους πρόσταξε ο άντρας, και προχώρησαν μέσα. Υπήρχαν κεριά εδώ, πολλά κεριά, σε απλίκες
και κηροπήγια ή απλώς στερεωμένα σε πεζούλια κάτω από παράθυρα σκεπασμένα με κανναβάτσο σε ξύλινα πλαίσια. Στο φως τους, σχεδόν εκτυφλωτικό ύστερα από το σκοτάδι της νύχτας, ο Μάιλς και η Βίβιεν διαπίστωσαν ότι βρίσκονταν σε μια μεγάλη αίθουσα, μάλλον την αίθουσα συμποσίων του κάστρου. Από τα δοκάρια της οροφής κρέμονταν απόκοσμα πέπλα από γκρίζους ιστούς αράχνης που αναδεύονταν στο ζεστό, ανοδικό ρεύμα αέρα από τα κεριά. Μια φωτιά τρι-ζοβολούσε στη σιδερένια σχάρα ενός τζακιού αρκετά μεγάλου για να ψήσεις και βόδι. Μια σιδερένια σούβλα, μαύρη από την καπνιά και τη λίγδα, ήταν στηριγμένη πάνω από τη φωτιά. Οι τοίχοι ήταν από γυμνή πέτρα, στολισμένη εδώ κι εκεί με φανταχτερό αλλά ξεθωριασμένα λάβαρα. Μερικά παρουσίαζαν οικόσημα, ενώ άλλα
σκηνές από καθημερινά γεγονότα, με πράσινο ύφασμα για τη χλόη, μπλε για τον ουρανό, και μαύρες στυλιζαρισμέ-νες ανθρώπινες μορφές. Το δάπεδο ήταν επίσης από γυμνή πέτρα, με μερικά ξεφτισμένα χαλιά μπροστά στο τζάκι. Δυο κοριτσάκια δέκα με δώδεκα χρονών, που ο Μάιλς είχε περάσει αρχικά για αγάλματα, έστεκαν ασάλευτα δίπλα από το τζάκι. Είχαν χλομά, τρομαγμένα πρόσωπα και πελώρια μάτια. Φορούσαν χειροποίητες πουκαμίσες, και ήταν ξυπόλητα. Αυτά σαν γενικό σκηνικό. Το επίκεντρο ωστόσο του ενδιαφέροντος ξεχώριζε σαν τραχιά, παράφωνη νότα σε μονότονο μουσικό φόντο. Ο νεαρός που τους οδηγούσε γύρισε μπαίνοντας, έγειρε το κεφάλι και δίπλωσε υποταχτικά τα χέρια του στο στήθος. «Αδερφέ! » είπε με πνιχτή φωνή. «Έγινε το
θέλημά σου και βρίσκονται εδώ». «Πές τους να πλησιάσουν», ακούστηκε μια φωνή, με κάτι το τόσο αποκρουστικό στον τόνο της που, δίχως να θέλει, ο Μάιλς έσφιξε σπασμωδικά τις γροθιές του. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα, και τα μάτια του αντίκρισαν για πρώτη φορά τον ηγεμόνα τούτου του απίστευτου κόσμου. Ακριβώς στο κέντρο της αίθουσας, κάτω από ένα κρεμαστό καντηλέρι κατάφορτο με κεριά, υπήρχε ένα τραπέζι, ένα στρογγυλό τραπέζι. Ολόγυρα στο τραπέζι υπήρχαν καρέκλες με σαρακοφαγωμένες ράχες και πόδια. Μερικές ήταν άδειες, ενώ σε άλλες υπήρχαν καθισμένες άδειες πανοπλίες, γυαλισμένες και στηριγμένες εκεί σε ασάλευτες παρωδίες ανθρώπων. Το γείσο στα κράνη ήταν κατεβασμένο- τα αλυσιδωτά γάντια ήταν ακουμπισμένα στην άκρη του
τραπεζιού,, με το πετσί στις παλάμες τους τριμμένο και γεμάτο τρύπες. Το κέντρο του τραπεζιού ήταν λεκιασμένο από τα σταξίματα των κεριών ψηλά. Μερικά σερβίτσια από γυαλί και πορσελάνη ήταν απλωμένα ολόγυρα, ενώ σε πιάτα υπήρχαν απομεινάρια από κόκαλα και ψωμί. Αντικριστά στην πόρτα υπήρχαν τρία καθίσματα σε κάπως καλύτερη κατάσταση από εκείνα που κάθονταν οι άδειες πανοπλίες. Στο ένα καθόταν μια γυναίκα με απλανή μάτια, που φορούσε εσθήτα κεντημένη με ξεθωριασμένες χρυσές και ασημιές δαντέλες. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ έναν ατημέλητο κότσο στην κορφή του κεφαλιού της, και πάνω τους ήταν τοποθετημένη μια γελοία κορόνα από την οποία έλειπαν πολλά από τα ψεύτικα πετράδια της. Το δεύτερο κάθισμα ήταν άδειο, και στη ράχη του υπήρχαν κάτι γράμματα, κεντημένα από την ίδια ξεθωριασμένη χρυσή κλωστή με την εσθήτα της γυναίκας.
Και στο τρίτο — το κάθισμα ακριβώς αντίκρυ στον Μάιλς και τη Βίβιεν — καθόταν ένα πλάσμα με το κορμί δωδεκάχρονου παιδιού. Στο πρόσωπό του μπορούσε κανείς να διακρίνει τη σκιά μιας ομοιότητας με τον ωραίο, χλομό νεαρό άντρα που τους είχε φέρει εδώ. Το κεφάλι ήταν μωρουδίστικο φαλακρό, και από πίσω εξογκωνόταν σε ένα είδος σάκκου με τσιτωμένο δέρμα όπου ξεχώριζε ένα δίχτυ από φλέβες. Τα μάτια σ’ αυτό το πρόσωπο, παιδικά και γέρικα ταυτόχρονα, καρφώθηκαν στους νεοφερμένους σαν ατσάλινες βελόνες. Η φρικαλέα φωνή, όπου υπήρχε ανάμεικτη ο παιδικός θυμός και η τρέλα, μίλησε πάλι. «Δυσκολεύτηκες καθόλου, αδερφέ Κέυ; » Ο νεαρός ξεροκατάπιε, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ψέλλισε άναρθρα κάτι.
«Ωραία, πολύ ωραία! » τσίριξε το παιδόμορφο πλάσμα, και ξέσπασε σ’ ένα αποτρόπαιο γέλιο σαν χρεμέ-τισμα αλόγου. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, αδερφέ Κέυ, αλλά κάνεις λάθος, ναι, λάθος! Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να κάνουν για σένα, πληβείε, παλιοχωριάτη, μασκαρά. Τώρα, που είναι εδώ, θα είναι κι αυτοί υποχρεωμένοι να κάνουν ό, τι τους προστάζω, όπως όλοι! Χα, χα! » Τέλειωσε σ’ ένα γουργουριστό γέλιο που έκανε λίγο σάλιο να τρέξει στο στενό, μυτερό σαγόνι του. «Πέστε μου τα ονόματά σας, αμέσως! » διέταξε μετά από μια στιγμή. «Ποιοι είστε και από πού έρχεστε για να μ’ ενοχλήσετε στο ιδιωτικό μου βασίλειο του Λόγκρες; » Την άλλη στιγμή, σαν να τον είχε φωτίσει το Άγιο Πνεύμα, ο Μάιλς κατάλαβε τι ακριβώς
είχε δημιουργήσει αυτή τη φανταστική γωνία του κόσμου, και τι έπρεπε να κάνει για να σωθούν. Έτσι, τίναξε πίσω το κεφάλι του περήφανα και ανακοίνωσε με καμπανιστή φωνή: «Από δω είναι η Λαίδη Βίβιεν του Λόφου! Και εγώ ο ιππότης που η μοίρα θέλησε να καταλάβω τη θέση στα δεξιά σου! » «Τι; » φώναξε το παιδόμορφο πλάσμα, και άρχισε να τρέμει. Ο Μάιλς άφησε το χέρι της Βίβιεν και έκανε μπροστά, μην τολμώντας να δείξει κανένα δισταγμό ή αβεβαιότητα. Ήδη μπορούσε να διαβάσει καθαρά τα λόγια που ήταν κεντημένα στη ράχη του καθίσματος.
Siege Perilous*, έγραφε εκεί. Ύστερα έκανε μεταβολή και κάθισε.
Σ. τ. Μ.: «Siege Perilous» σημαίνει «Επικίνδυνο Κάθισμα» στα αρχαϊκά αγγλικά. Σύμφωνα με τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου, μονάχα ο ιδανικός ιππότης που ήταν προορισμένος να βρει το Άγιο Δισκοπότηρο θα μπορούσε να καθίσει εκεί δίχως να πεθάνει.
8
Μια φράση ξεπήδησε στο μυαλό του Κόλιν και συνέχισε να επαναλαμβάνεται πάλι και πάλι: τούτο είναι το πιο παράξενο που
συνέβη ποτέ, τούτο είναι το πιο παράξενο που συνέβη ποτέ...
Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από τα σύννεφα της δύσης, και μαζί με τ’ αστέρια είχε έρθει και η βραδινή δροσιά. Το αχνό φεγγαρόφωτο έπαιζε στο κουφάρι του γίγαντα, ασάλευτο και ακίνδυνο πια στο γρασίδι, και στους είκοσι ανθρώπους που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά από τη μοναχική βελανιδιά. Εκεί, κάτω από τους θάμνους που ήταν κρυμμένη η τετραμελής συντροφιά των νεαρών, δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, εκτός ίσως από κάποιο σποραδικό βογκητό φόβου από τη μεριά του Μπάρρυ. Ωστόσο ήταν τόσο σιγανό που ο Κόλιν δεν ανησυχούσε μήπως το ακούσει κανείς από εκείνους στο δέντρο. Ό, τι κι αν γινόταν εκεί, φαινόταν να είναι αργή και χρονοβόρα διαδικασία. Ο νεαρός που είχε ψάλει εκείνα τα λόγια στην αρχή της τελετουργίας — αυτή ήταν μάλλον η σωστή λέξη — έκανε τώρα ερωτήσεις, αλλά πολύ σιγανά για να τις ακούσουν οι τέσσερις φίλοι στην άκρη του αγρού. Μετά την κάθε ερώτηση
ερχόταν η απάντηση μ’ εκείνη την παράξενη, υπόκωφη, βαριά φωνή που φαινόταν να βγαίνει μέσα από το ίδιο το δέντρο. Μην τολμώντας να βγάλουν άχνα, οι τέσσερις αντάλλασσαν ερωτήσεις μονάχα με τα μάτια τους. Και στο τελευταίο φως της μέρας ο Κόλιν είχε την εντύπωση ότι ο Χιου είχε μαντέψει κάτι από τα όσα συνέβαιναν. Όπως και να ’χε κουνούσε καταφατικά το κεφάλι, με το γένι του άσπρο στο φεγγαρόφωτο, καθώς κοιτούσε απορροφημένος πέρα προς το δέντρο. Κάποτε η τελετουργία τέλειωσε, και ο νεαρός άρχισε να ψέλνει για δεύτερη φορά, κάνοντας περίεργες, ημιτελείς παύσεις στην απόκοσμη μελωδία. Ύστερα, γυρίζοντας το κεφάλι, μίλησε προστακτικά σε κάποιον κοντά του, κι εκείνος έτρεξε να φέρει ένα άλογο που περίμενε στην άκρη του αγρού. Ο νεαρός το καβά-λησε και άρχισε ν’ απομακρύνεται από τον αγρό, με τους
υπόλοιπους μπουλούκι.
ν’ ακολουθούν
σε
σκόρπιο
«Έφυγαν, δόξα τω Θεώ! » ψιθύρισε η Μάιρα. Προ-σεκτικά, μουδιασμένοι από τις άβολες στάσεις τους, στάθηκαν στα γόνατα τρίβοντας την υγρασία της νωπής χλόης που είχε ποτίσει τα ρούχα τους. «Να φύγουμε από δω», ψέλλισε ο Μπάρρυ με τρεμουλιαστή, έντρομη φωνή. «Για όνομα του Θεού, ας φύγουμε από δω! » «Σκάσε», του είπε ο Κόλιν ψυχρά. «Αν δε σκιάζεσαι να φύγεις μόνος σου, δε σε κρατά κανείς. Αλλά μην περιμένεις να τρέξουμε μετά να σε βοηθήσουμε, έτσι; » Ο Μπάρρυ ζάρωσε στο άκουσμα της περιφρόνησης στη φωνή του Κόλιν και δεν έβγαλε άλλη κουβέντα. Ο μόνος ήχος που
ξέφευγε από τα χείλη του ήταν από το κροτάλισμα των δοντιών του. Ο Κόλιν δεν του έδωσε άλλη σημασία και στράφηκε προς τον Χιου. «Μου φάνηκε σαν κάτι να αντιλήφθηκες από όλα εκείνα τα καμώματα», παρατήρησε σιγανά. «Τι έκαναν; Κατάλαβες; » «Ναι», αποκρίθηκε ο Χιου. «Τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θα πρέπει να το ρισκάρουμε έτσι κι αλλιώς, δε συμφωνείτε; » «Μήπως έχουμε κι άλλη λύση; » έκανε η Μάιρα. «Αν δε μας θέλει η τύχη, τι να κάνουμε; » «Αν μάντεψα σωστά», παρατήρησε ο Κόλιν, «η τύχη εδώ είναι εντελώς άλλο πράγμα από κείνο που ξέρουμε. Συνέχισε, Χιου- τι
συμπέρασμα έβγαλες; » Ο Χιου δίστασε για μια στιγμή. Τελικά κούνησε το κεφάλι του. «Θα σας φανεί τρελό», απάντησε. «Αλλά, λέω καλύτερα να το δοκιμάσουμε. Αν δεν πιάσει, δε χάνουμε και τίποτα. Πόσο καλός είσαι στο τσεκούρι, Κόλιν; » «Μμμ... δεν ξέρω. Φαντάζομαι ότι κάπως θα μπορούσα να το δουλέψω». «Θα χρειαστεί να το δουλέψεις, ξέρεις. Γ ιατί θα πάμε να κόψουμε εκείνη τη βελανιδιά». «Τι θα κάνουμε λέει; » ρώτησε σαστισμένος ο Κόλιν, ενώ μια κραυγή απόγνωσης ακούστηκε ταυτόχρονα από τη μεριά του Μπάρρυ.
«Όχι! Είσαι τρελός! Δεν μπορείτε να αρχίσετε να κόβετε δέντρα! Θα μας ακούσουν και θα έρθουν να μας αρπάξουν! Και τι θα γίνουμε μετά; » «Τότε χαμήλωσε τη φωνή σου, αν φοβάσαι μήπως μας ακούσουν! » γρύλισε η Μάιρα. «Εξήγησέ μας, Χιου. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Τι θα κερδίζαμε κόβοντας το δέντρο; » «Αν ο Μπάρρυ σταματούσε τα κλαψουρίσματα και άρχιζε να σκέπτεται, θα μπορούσε να σας πει», απάντησε καυστικά ο Χιου. «Ήταν αρχικά δική του ιδέα ότι τούτη η υπόθεση έχει κάποια σχέση με τους θρύλους του Αρθούρου. Λοιπόν, εδώ έχουμε μια βελανιδιά και μερικούς ανθρώπους που ήρθαν για να της μιλήσουν. Σας λέει τίποτα αυτό; ». Ο Κόλιν σήκωσε από κάτω το τσεκούρι του κι έγνεψε καταφατικά. «Έχει κάποιο παράλογο
νόημα, αν το δούμε απ’ αυτό το πρίσμα τουλάχιστον. Άντε, ας αρχίσουμε». «Όχι, δε θ’ αρχίσετε τίποτα! » φώναξε ο Μπάρρυ, κι έκανε μπροστά για ν’ αρπάξει τον Χιου από το μπράτσο. Ο μεγαλόσωμος νεαρός αντέδρασε απρόθυμα αλλ’ αποφασιστικά. Μια στιγμή αργότερα ο Μπάρρυ βρισκόταν πεσμένος φαρδύς πλατύς στο χώμα, σφίγγοντας το στομάχι του, με όλο τον αέρα να έχει φύγει από τα πνευμόνια του. «Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα», μουρμούρισε ο Χιου, κοιτάζοντας τον Κόλιν. Ο τελευταίος ανασήκωσε φιλοσοφικά τους ώμους, σήκωσε το τσεκούρι και άρχισε να βαδίζει προς το δέντρο. Όταν έφτασαν κοντά, Κοντοστάθηκαν. Ο κορμός φαινόταν πολύ χοντρός και σκληρός- το κόψιμό του θα ήταν σίγουρα αργή και
κοπιαστική δουλειά. Ο Χιου έφτυσε στις παλάμες του και τις έτριψε στο στειλιάρι του τσεκουριού. «Ένας από την κάθε πλευρά», είπε. «Εσύ πήγαινε από πίσω». Το τσεκούρι του ανεβοκατέβαινε με δύναμη σκλήθρες τινάχτηκαν πέρα. Το δέντρο φάνηκε ξαφνικά και απίστευτα να σφαδάζει σαν ζωντανό, με όλο τον κορμό και τα κλαδιά του. Ο Κόλιν κοκάλωσε με το τσεκούρι μετέωρο, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να χτυπήσει από την άλλη μεριά. «Φαίνεται σαν σωστά να το μάντεψες», είπε με φωνή που έτρεμε κάπως. «Τότε, βιάσου, τι κάθεσαι; » απάντησε ο Χιου
άγρια, κι αμέσως έριξε τη δεύτερη τσεκουριά.
Τα χέρια του Κόλιν είχαν πιαστεί - το λαρύγγι του ήταν ξερό και πονούσε από τις συνεχείς λαχανιαστές ανάσες. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια δουλειά και είχε αρχίσει να χάνει χτυπήματα, μην καταφέρνοντας να βαθύνει την κοψιά του στον κορμό. Ο Χιου, αν και πιο αργά απ’ ό, τι στην αρχή, κατάφερνε να διατηρεί ένα σταθερό ρυθμό. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά τώρα, και τα φυλλώματα δεν άφηναν το φεγγαρόφωτο να φωτίσει τον κορμό. Τα μάτια του Κόλιν πάσχιζαν να τον διακρίνουν από το γύρω φόντο. Κατά παράξενο τρόπο, το δέντρο φάνηκε ν’ ανασαλεύει ξανά. Ο Κόλιν κοντοστάθηκε με το κεφάλι του τσεκουριού ακουμπισμένο στο χώμα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά—
«Προσέχετε! » φώναξε η ξαφνικά η Μάιρα, και ο Κόλιν σάλταρε πίσω βλέποντας ότι ο Χιου είχε κάνει το ίδιο μια στιγμή πριν. Σαν άνθρωπος που ανέμιζε τρελά τα μπράτσα του, τα ψηλότερα κλαδιά σάλευαν δίχως άνεμο. Μια χαραματιά είχε ανοίξει στο πλάι του κορμού. Ξεροί ήχοι σαν κόκαλα που έσπαζαν γέμιζαν τον αέρα. Και ύστερα, ξεχωρίζοντας αμυδρά μέσα στους άλλους αρχικούς θορύβους, ακούστηκε ένα σπαραχτικό βογκητό σαν άνθρωπος που ήταν λαβωμένος θανάσιμα. Κοιτούσαν το δέντρο καθώς αυτό λικνιζόταν σπασμωδικά στην πελεκημένη βάση του, εκεί που τα τσεκούρια το είχαν κόψει βαθιά. Η χαραματιά μεγάλωσε, και η μια ολόκληρη πλευρά του δέντρου γκρεμίστηκε με πάταγο. «Βοηθήστε τον! » φώναξε η Μάιρα κάνοντας μπροστά.
Στην αρχή ο Κόλιν δεν κατάλαβε τι εννοούσε η κοπέλα. Ύστερα έτριψε τα μάτια του, κοίταξε πάλι, και τότε είδε κάτι να βγαίνει από το δέντρο — ναι, από το δέντρο! — σαν φάντασμα μέσ’ από τους πόρους ενός τοίχου. Ήταν μια χλομή, ταλαιπωρημένη μορφή: ένας άνθρωπος. Ένας γέρος, ζαρωμένος και γυμνός άντρας, αδύναμος κι αποσκελετωμένος, μ’ ένα μαδημένο άσπρο γένι στο σαγόνι του. Ο γέρος πάτησε στο χώμα. Αν η Μάιρα δεν προλάβαινε να τον συγκρατήσει, θα είχε σωριαστεί καταγής. Αλλά, βρίσκοντας στήριγμα στο χέρι της, κατάφερε να στηριχτεί και να ορθώσει το κορμί του με κάτι σαν θλιβερή αξιοπρέπεια. Ύστερα έγνεψε πρώτα προς την κοπέλα και μετά προς τον Χιου και τον Κόλιν. «Σας ευχαριστώ, κύριοι, που με σώσατε», είπε με λαχανιαστή φωνή. «Η αιχμαλωσία μου υπήρξε πολύχρονη κι αφόρητη, και είχα προ
πολλού χάσει κάθε ελπίδα ότι ξαναστεκόμουν ποτέ στα πόδια μου».
θα
Ο Κόλιν έβγαλε το κουρελιασμένο πανωφόρι του και το έριξε γύρω από τους ώμους του γέρου. «Μα... ποιος είστε εσείς; » ρώτησε. «Εγώ, κύριέ μου; » Ο γέρος επιχείρησε ένα αποτυχημένο σαρδόνιο γέλιο που εξελίχτηκε σε σπασμωδικά βήχα. Όταν συνήλθε συνέχισε: «Εγώ, κύριέ μου, αν και δε θα το φανταζόσαστε κρίνοντας από την τωρινή μου κατάντια, είμαι ο Τζέημς Ρίτσαρντ, έβδομος βαρόνος του Ντέηβινσάιντ, και εξαιρετικά ευγνώμων για τη βοήθειά σας». «Λοιπόν, αυτό είναι... » Έκανε ο Κόλιν αργά, και μετά γύρισε το κεφάλι. «Μπάρρυ! Τ’ άκουσες αυτό; » Αλλά, εκτός από τους τέσσερίς τους κάτω
από το τσακισμένο δέντρο, ο αγρός ήταν άδειο. Ο Μπάρρυ είχε εξαφανιστεί. «Πού χάθηκε; » ρώτησε ο Χιου. «Μάιρα! Τον είδες πού πήγε; » «Μακάρι να ’ξερα», απάντησε η κοπέλα. «Δεν τον είδα να φεύγει». «Α, τον ηλίθιο! » έκανε ο Κόλιν. «Α, το ζωντόβολο! Ποιος ξέρει τι σκαρφίστηκε να κάνει. Τι ελπίδα έχει να ξεφύγει μονάχος του από δω; » «Αποκλείεται να πάμε να τον ψάξουμε», δήλωσε ο Χιου. «Δεν μπορούμε να το διακινδυνέψουμε». «Ασφαλώς και δεν μπορούμε», γρύλισε τραχιά ο Κόλιν. «Αλλά για την ώρα, ασ’ τον να πάει στο διάβολο.... Εκείνο που προέχει είναι να
μάθουμε τι συμβαίνει εδώ». Γύρισε προς το λόρδο Ντέηβινσάιντ. «Λοιπόν, σερ», του είπε. «Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί τόσο ασυνήθιστα πράγματα συμβαίνουν σε τούτη την περιοχή; ». Ο γέρος άρχισε πάλι να βήχει, σφίγγοντας το στήθος του. «Αν δεν κάνω λάθος», είπε μόλις του πέρασε ο βήχας, «έρχεστε από τον έξω κόσμο, όπου τα πράγματα ακολουθούν τη φορά του χρόνου μάλλον παρά την αντίστροφη. Το γεγονός ότι χρησιμοποιήσατε μια ήπια λέξη όπως το “ασυνήθιστα” για να περιγράφετε τα πράγματα δείχνει ή πολλές γνώσεις ή μεγάλη αυτοπεποίθηση. Μπορώ να σας πω τι συνέβη αλλά όχι και γιατί ή πώς συνέβη». Ο γέρος τρίκλισε μερικά βήματα γύρω, με τα χέρια απλωμένα ψαχουλευτά. «Θα ήθελα να καθίσω», έκανε εξαντλημένα. «Μετά θα σας εξηγήσω τι έγινε εδώ».
9
Καμία άλλη φορά στη ζωή του, απ’ όσο θυμόταν ο Μάιλς, δεν είχε χρειαστεί να καταβάλει τόση προσπάθεια γι’ αυτοκυριαρχία όσο τώρα, για να κάνει εκείνα τα λίγα βήματα γύρω από το τραπέζι της εφιαλτικής αίθουσας μέχρι να πλησιάσει και να καθίσει πλάι στο παιδόμορφο πλάσμα που ήταν ο αφέντης του κάστρου. Σαν μοναδικό του οδηγό είχε εκείνη την ξαφνική έμπνευση, ενώ αντλούσε δύναμη από την αβέβαιη ελπίδα για βοήθεια που μπορεί να έφτανε από τους φίλους του. Εφιαλτικές σκέψεις για τους πιθανούς κινδύνους φτεροκοπούσαν στο μυαλό του.
Μήπως δεν είχε μαντέψει σωστά; Μήπως οι λέξεις που ήταν κεντημένες στη ράχη της καρέκλας — Siege Perilous — δεν είχαν απλώς το συμβολικό νόημα ενός παιδιάστικου παιχνιδιού; Μήπως εκείνη η τρομερή φαντασία, που ήδη είχε μπορέσει να πλάσει ένα δράκο και ένα γίγαντα σαν απαραίτητα στοιχεία του προσωπικού της βασιλείου, είχε τη δύναμη να τον σκοτώσει εκεί που καθόταν;... Ωστόσο ενάντια σ’ αυτή τη δύναμη μπορούσε ν’ αν-τιτάξει μονάχα λίγη ψυχραιμία και λογική γνώση. Τι άλλο μπορούσε να εξηγήσει την αδυναμία των μηχανών να λειτουργήσουν εδώ, εκτός από κάποια παρα-ψυχική δύναμη που έδινε σάρκα και οστά στο φανταστικό και το μυθικό; Πράγματα σαν κι αυτά δεν είχαν θέση στον αληθινό κόσμο απέξω, στο μεγάλο κόσμο όπου ανήκε ο Μάιλς. Και τούτο το πλάσμα, εδώ, ήταν κατά βάση
ένα παιδί. Ο Μάιλς κάθισε στο Επικίνδυνο Κάθισμα, κλείνοντας τα μάτια του για μια στιγμή. Οταν τα άνοιξε πάλι, κοίταξε το χλομό πρόσωπο της Βίβιεν στην άλλη μεριά του τραπεζιού και της χαμογέλασε. Γυρίζοντας, χάρισε το ίδιο χαμόγελο στο παιδό-μορφο πλάσμα. «Βλέπεις; » του είπε. «Κάθομαι στη θέση που μου ανήκει». Το κάθισμα δεν ήταν παρά ένα κάθισμα και τίποτε άλλο. Μερικές από τις χρυσές κλωστές στη ράχη είχαν σπάσει ή ξεφτίσει, και του τσιμπούσαν την επιδερμίδα καθώς ακουμπούσε πάνω τους. Αυτό ήταν όλο. Αλλά ούτε που τολμούσε να σκεφτεί τι θα
μπορούσε να έχει συμβεί αν είχε μαντέψει λάθος. Μια έκφραση δυσάρεστης έκπληξης φάνηκε στο ρυτιδωμένο, γέρικο παιδικό πρόσωπο του πλάσματος. «Από πού έρχεσαι, λοιπόν; » ρώτησε τελικά. «Ήρθα από πολύ μακριά κι έζησα πολλές περιπέτειες στο δρόμο», αποκρίθηκε ο Μάιλς σοβαρά, έχοντας πλήρη επίγνωση του πόσο θανάσιμο ήταν το παιχνίδι που έπαιζε. «Ήρθα καβάλα σ’ ένα άτι που ανά-σαινε φωτιές και καπνούς, και έχοντας για όπλα μου τον κεραυνό και την αστραπή». Πέρα από το παιδόμορφο πλάσμα η γυναίκα με την ξεθωριασμένη εσθήτα κάρφωσε τα απλανή γαλανά μάτια της πάνω στον επισκέπτη. Μια αναλαμπή λογικής έπαιξε για μια στιγμή
στο πρόσωπό της, παρέμεινε για λίγο, αλλά έσβησε πάλι. Ο Μάιλς ένιωσε να φουντώνει μέσα του μια ανείπωτη απέχθεια για τούτο τον τόπο και τον αφέντη του. «Όμως είσαι ιππότης», παρατήρησε το παιδόμορ-φο πλάσμα. «Όχι μάγος». Κάτι σαν απληστία χρωμάτιζε τα λόγια του. «Ελάχιστοι από μας έχουν την τύχη να είναι και τα δύο», απάντησε ο Μάιλς. «Όμως ήμουν... φίλος κάποιων μάγων». Η ρόδινη γλώσσα του παιδόμορφου πλάσματος έπαιξε για μια στιγμή ανάμεσα στα χείλη του. «Γνώρισες παράξενες περιπέτειες, είπες; Πρέπει να μου τις αφηγηθείς. Ελφριντάλ! Υβέτ! Φέρτε κρασί! Προσφέρετε ένα κάθισμα στη λαίδη — πώς είπες ότι ονομάζεται; » Τα δυο ασάλευτα σαν αγάλματα κοριτσάκια
δίπλα στο τζάκι υπάκουσαν, βγάζοντας άναρθρα σιγανά τσιρίγματα σαν σκιουράκια. Το ένα βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα και χάθηκε, ενώ το άλλο έσπρωξε με κόπο μια βαριά καρέκλα για να καθίσει η Βίβιεν ανάμεσα σε δυο πανοπλίες. Η κοπέλα κάθισε νευρικά, με τα μάτια της να μην ξεκολλούν στιγμή από τον Μάιλς. «Λαίδη Βίβιεν του Λόφου», απάντησε ο Μάιλς. Αμέσως μια έκφραση καχυποψίας σκοτείνιασε το πρόσωπο του παιδόμορφου πλάσματος. «Η λαίδη Βίβιεν; » έκανε. «Η μάγισσα Βίβιεν; Όχι, δεν μπορεί! » Έσκυψε μπροστά για να περιεργαστεί τη Βίβιεν, και το εξόγκωμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τρεμούλιασε αηδιαστικά. Ηταν
φαινομενικά τόσο εύκολο, συλλογίστηκε ο Μάιλς, να χτυπήσει τώρα να σηκώσει το χέρι του από πίσω — αλλά σίγουρα μια τέτοια κίνηση θα ήταν μοιραία γι’ αυτούς, γιατί μετά οι άνθρωποι του κάστρου και του χωριού θα έπαιρναν εκδίκηση για τον τρελό αφέντη τους. Με όσο πιο ατάραχη φωνή μπορούσε, βιάστηκε να πει, «Ας μιλήσουμε για τις περιπέτειες που έζησα στις ξωτικές χώρες, που σίγουρα θα τις βρεις πολύ συναρπαστικές». Η εχθρότητα στο βλέμμα του παιδόμορφου πλάσματος έσβησε λίγο λίγο. Τελικά έγειρε πάλι πίσω, γνέφοντάς καταφατικά. «Μίλησε, τότε», είπε. «Ειλικρινά, η ζωή γίνεται συχνά βαρετή στο Λόγκρες, και θα πρέπε να είσαι μεγάλος ήρωας για να σκοτώσεις το γίγαντα. Βέβαια, γίγαντες έχουν σκοτωθεί και στο
παρελθόν, αλλά ξαναγεννιούνται σαν το μυθικό φοίνικα από τη στάχτη του. Αλλά, σίγουρα θα τα γνωρίζεις όλα αυτά». Ο Μάιλς δίστασε για μια στιγμή. Η μικρή που είχε βγει από την αίθουσα γύρισε πριν εκείνος προλάβει να μιλήσει, φέρνοντας μαζί της ένα συνηθισμένο πορ-σελάνινο κανάτι από παλιό σετ λαβομάνου κρεβατοκάμαρας. Ήταν γεμάτο και φαινόταν πολύ βαρύ για τα λεπτά χεράκια της. Ο Μάιλς το κοίταξε σαν υπνωτισμένος. Ταίριαζε με την όλη εικόνα, και ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση για τις υποψίες του. Το άλλο κοριτσάκι ακούμπησε ένα ραγισμένο ποτήρι μπροστά στη Βίβιεν και το γέμισε με κάτι παχύρρευστο και μαύρο. Το ίδιο έκανε και για τον Μάιλς. Αυτός με τη σειρά του, απρόθυμα, σήκωσε το ποτήρι στα χείλη του
βλέποντας τα σκουπιδάκια και τις σκόνες που κολυμπούσαν στο σιροπώδες υγρό. «Το κρασί μου είναι καλό», είπε το παιδόμορφο πλάσμα με καμάρι. «Δοκίμασέ το και θα δεις». Ο Μάιλς ήπιε επιφυλακτικά μια γουλιά. Ήταν κάτι από φρούτα — ίσως βατόμουρα — και σχεδόν ανα-γουλιαστικά γλυκό. Αλλά προσποιήθηκε ότι δήθεν του άρεσε και πλατάγιασε τα χείλη του. Το παιδόμορφο πλάσμα γέλασε κακαριστά, με τη διάθεσή του να μεταλλάσσεται εύκολα σαν τη θάλασσα. «Φημιζόμαστε για τη φιλοξενία μας, ξέρεις! », δήλωσε. «Βλέπουμε ελάχιστους ξένους, αλλά εκείνους που περνούν από τα μέρη μας τους περιποιούμαστε καλά». «Όμως δεν ξέρουν όλοι οι υπήκοοί σου να
συμπεριφέρονται ανάλογα στους παρατήρησε ξαφνικά η Βίβιεν.
ξένους»,
Ο Μάιλς γύρισε και την κοίταξε ανήσυχος. «Τι είπες; » ρώτησε το παιδόμορφο πλάσμα. «Τι είπες για τους υπηκόους μου; » «Ήταν ευγενικό που μ’ έγδυσαν και μ’ έδεσαν να με φάει ο δράκος, πράγμα που θα συνέβαινε αν δεν έτρεχε να με σώσει ο σερ Μάιλς; » Με μια φοβερή έκπληξη που τον αιφνιδίασε ολότελα, ο Μάιλς κατάλαβε ότι η Βίβιεν πρέπει να είχε συμπεράνει από μόνη της τι ακριβώς συνέβαινε εδώ. Αλλ’ αυτό ήταν θαυμάσιο! Σήμαινε ότι δεν ήταν μόνος σ’ αυτή τη λεκτική μονομαχία. «Ναι, ήταν στ’ αλήθεια απαράδεκτη συμπεριφορά», συμφώνησε με αυστηρή φωνή. «Ήταν μόνο μια δυσάρεστη κακοτυχία! »
δικαιολο-γήθηκε το παιδόμορφο πλάσμα. «Ξέρετε, από πολλά χρόνια ο δράκος κάνει μεγάλες καταστροφές στη γη μας, και ο κόσμος τον φοβάται και τον τρέμει. Έτσι προσπαθούν να τον εξευμενίσουν για να προστατέψουν τα γελάδια και τα πρόβατά τους, αλλά είναι γραμμένο — ναι, είναι γραμμένο.. » Τα μάτια του πήραν ένα απόμακρο βλέμμα, και το κεφάλι του άρχισε να κινείται πέρα δώθε στον αδύνατο λαιμό του. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε στο νεαρό που τον είχε αποκαλέσει αδερφό Κέυ. Ο τελευταίος στεκόταν ασάλευτος δίπλα στην πόρτα, ελπίζοντας μάλλον να μην τραβήξει πάλι την προσοχή. Το παιδόμορφο πλάσμα σήκωσε το χέρι του δείχνοντας, και μια έκφραση διαβολικής μοχθηρίας φάνηκε στο πρόσωπό του. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν χαιρέκακα διαπεραστική.
«Ένας γενναίος ιππότης από ευγενική γενιά θα έρθει κάποτε! Για να σώσει μια όμορφη παρθένα! Για να σκοτώσει το γίγαντα που τρώει των ανθρώπων τα παιδιά! Ναι! Ναι! Και ένας δολερός συγγενής του βασιλιά θα προσπαθήσει να τα χαλάσει όλα αυτά και — εσύ είσαι αυτός, προδότη αδερφέ μου! Εσύ! » Ο Κέυ κλονίστηκε ολόκληρος. «Όχι, αδερφέ μου», ψέλλισε με έντρομη φωνή. «Όχι, σ’ το ορκίζομαι, δεν είν’ αλήθεια! Γ ιατί να συνωμοτήσω ενάντια στον ίδιο μου τον αδερφό; »
«Πάντοτε συνωμοτούσες εναντίον μου», απάντησε το παιδόμορφο πλάσμα, με τη φωνή του να στάζει φαρμάκι. «Δεν εννοείς να κάνεις αυτό που σου λέω! Διαδίδεις κακά πράγματα για μένα, λες ψέματα και ισχυρίζεσαι πως είναι αλήθεια- έτσι έκανες πάντοτε. Προσπάθησες να —»
Σταμάτησε απότομα ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα με τ’ απλανή μάτια που καθόταν δίπλα του, και ένας πνιχτός λυγμός συγκλόνισε το στήθος του. Ένα κωμικό δάκρυ έτρεξε στο ρουφηγμένο του μάγουλο. Φάνηκε να πασχίζει να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. «Προσπαθείς να κλέψεις από μένα την αγάπη της βασίλισσας», συνέχισε σφυριχτά. «Εγκληματία, προδότη, δειλέ και αχρείε! Δολερέ αδερφέ Κέυ, δεν πρόκειται να το ανεχτώ άλλο. Ζώσου τ’ άρματά σου! Εδώ είναι ένας ιππότης έτοιμος να μονομαχήσει στο όνομα της βασίλισσας! Καθαρίστε το πάτωμα, και θα γίνει μια μάχη που οι άνθρωποι θα τη θυμούνται για γενιές και για πάντα, μέχρι το μαύρο αίμα σου να χυθεί από το λαιμό σου». Η φωνή του είχε πάρει ένα ρυθμό ψαλμωδίας. Ρίχνοντάς του μια λοξή ματιά ο Μάιλς πρόσεξε με αποτροπιασμό ότι σάλια έτρεχαν στο σαγόνι
του παιδό-μορφου πλάσματος. Ο Κέυ στεκόταν τώρα ασάλευτος σαν άγαλμα. Μονάχα τα μάτια και τα χείλη του σάλευαν. «Μάρτυς μου ο Θεός, αδερφέ μου», επικαλέστηκε, «αυτό είναι ψέμα. Ποτέ μου δεν έκανα τέτοια πράγματα! » «Ελφρίντα! » φώναξε το παιδόμορφο πλάσμα. «Φέρ’ του μια πανοπλία! Φέρε και άλλη μια για τον εκπρόσωπο ιππότη μου! » Το κοριτσάκι βιάστηκε να συμμορφωθεί με τη διαταγή- έτρεξε στο κοντινότερο κάθισμα κι άρχισε να λύνει τους σπόγγους που κρατούσαν την πανοπλία σε παρωδία ανθρώπινης στάσης. Ο Κέυ δε σάλεψε από τη θέση του. «Φόρεσέ την! » τσίριξε το παιδόμορφο πλάσμα. «Ή θες να φωνάξω τους άντρες μου να σ’ τη φορέσουν με το ζόρι και μετά να σε
ψήσουν ζωντανό μέσα σ’ αυτή; » Έγειρε μανιασμένα μπροστά, σχεδόν πέφτοντας από το μεγάλο βάρος του αποκρουστικού κεφαλιού του, με τα κοκαλιάρικο χέρια του να σφίγγουν τα μπράτσα του καθίσματος του. Θα μπορούσε να κάνει αυτό που έλεγε, σκεφτόταν ο Μάιλς. Κοίταξε τη Βίβιεν και βεβαιώθηκε ότι πραγματικά η κοπέλα καταλάβαινε τι συνέβαινε εδώ και ήξερε κι εκείνη το ίδιο καλά πως δεν επρόκειτο για κούφια απειλή. Κάτι έπρεπε να γίνει, κι αμέσως μάλιστα. Ο Μάιλς άρπαξε το ποτήρι του από το τραπέζι και το βρόντησε στην τάβλα. «Δεν ήρθα εδώ για να χύσω το αίμα ενός ξένου! » φώναξε. «Ήρθα για να... για να σκοτώσω το δράκο που απειλεί το χωριό! »
«Έτσι είναι! » τον σιγοντάρισε η Βίβιεν, και ο Μάιλς θαύμασε τον ψύχραιμο τόνο της φωνής της. «Και τότε θα γίνει μια μάχη που θ’ αναγαλλιάσουν τα μάτια, και ηρωισμοί που θα τους διηγούνται—» Συνειδητοποιώντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, η κοπέλα σταμάτησε απότομα. Έγλειψε νευρικά τα χείλη της και μαζεύτηκε πάλι στην καρέκλα της. «Ω χο! »έκανε το παιδόμορφο πλάσμα. «Ω χο! Τώρα βλέπουμε την αλήθεια, να λάμπει σαν αστέρι στη σκοτεινιά. Ψεύτρα, δολερή! » Η φωνή του ήταν ανατριχιαστικά απαλή, σχεδόν χαϊδευτική. «Δεν ήταν χωρίς λόγο, το βλέπω τώρα, γιατί σε λένε Βίβιεν, η γλυκό-γλωσση ψεύτρα και πλανεύτρα». Η κοπέλα έφερε το χέρι στο στόμα της.
«Κι εσύ, είσαι ένας δόλιος ιππότης ανάξιος του τίτλου σου! »συνέχισε το παιδόμορφο πλάσμα γυρίζοντας προς τον Μάιλς. Απλώνοντας το χέρι του, έσφιξε τα δάχτυλά του γύρω από το ποτήρι του Μάιλς. «Ήρθες για να σκοτώσεις το δράκο, ε; Γ ια να σκοτώσεις το δράκο! Ηλίθιε! » Εντελώς αναπάντεχα, σήκωσε το ποτήρι από το τραπέζι και τίναξε το περιεχόμενό του στο πρόσωπο του Μάιλς. Ο νεαρός έπεσε πίσω σαστισμένος. Επειτα, σκουπίζοντας τα μάτια του, στάθηκε πάλι στα πόδια του. «Για να σκοτώσεις το δράκο! » τσίριξε πάλι μανιασμένα το παιδόμορφο πλάσμα. «Μα ανόητε, αχρείε παλιάνθρωπε — ο δράκος είναι το παιχνίδι μου. Εγώ τον έφτιαξα και είναι δικός μου, δικός μου, δικός μου! Υβέτ, φώναξε τους πιστούς μου πολεμιστές για να τιμωρήσουν αυτούς τους κακούς ανθρώπους
όπως τους αξίζει». Τ ο κοριτσάκι όρμησε έξω με διαπεραστικά ξεφωνητά, και η Βίβιεν σηκώθηκε από τη θέση της με το πρόσωπο πανιασμένο. Η γυναίκα με την ξεθωριασμένη αι-σθήτα, που κοίταζε με απλανές, χαζεμένο βλέμμα το κόκκινο από το φρουτόκρασο πρόσωπο του Μάιλς, εντελώς απροσδόκητα ξέσπασε σ’ ένα ατέλειωτο, στριγκά, ανισόρροπο γέλιο που έστειλε τρελούς αντίλαλους να φτερουγίσουν ανάμεσα στα δοκάρια της στέγης και έκανε τη σκόνη από τις αράχνες να στροβιλιστεί πέφτοντας στο φως των κεριών. Το παιδόμορφο πλάσμα της έριξε μια τρυφερή, λοξή ματιά. «Λοιπόν, έχεις δίκιο να γελάς», της είπε, «αλλά σύντομα θα έχεις πιο ενδιαφέροντα πράγματα να διασκεδάσεις, καλή μου. Τι θα τους κάνουμε αυτούς τους κακούς ανθρώπους που ήρθαν εδώ για να μας αρπάξουν
ό, τι μας ανήκει; Λες να τους σουβλίσουμε πάνω από τη φωτιά σ’ εκείνο το τζάκι; Ή να τους δέσουμε σε μια κορφή δέντρου για να τους ξεκοκαλίσουν τα κοράκια; Ή θα ’ταν καλύτερα να τους θάψουμε ώς το λαιμό στην κοπριά — τι λες, ποια είναι η τιμωρία που τους αξίζει; » Η γυναίκα σταμάτησε να γελά, το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει. Ύστερα από μια στιγμή κούνησε το κεφάλι της χωρίς κανένα νόημα. Κοίταξε τη λιμνούλα του χυμένου φρουτόκρασου στο τραπέζι, έβρεξε το δάχτυλό της στο υγρό και το έβαλε στο στόμα της. Το παιδόμορφο πλάσμα τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της, κι άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. «Τέλος πάντων, θα κάνουμε το ένα ή το άλλο», είπε, και άρχισε να κατεβαίνει από το κάθισμά του. Τα πόδια του δεν έφταναν ώς το
πάτωμα. Γ ια πρώτη φορά ο Μάιλς πρόσεξε ότι φορούσε μια βελούδινη φορεσιά σε πλούσια καστανή απόχρωση, κι ένα δαντελένιο κολάρο που καθόταν στους ώμους του. Ο ένας ώμος του ήταν ψηλότερος από τον άλλο. Όταν περπατούσε, το κορμί του σκαμπανέβαζε ακανόνιστα, κουτσαίνοντας από το ένα πόδι και γέρνοντας μπροστά σαν το βάρος του κεφαλιού του να κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή ν’ ανατρέψει την ισορροπία του. Ο Μάιλς πισωπάτησε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Φαινόταν γελοίο να υποχωρεί έτσι μπροστά σε τούτο το πλάσμα που έφτανε — τώρα που στεκόταν στο πάτωμα — ώς τον αγκώνα του. Κι ωστόσο υπήρχαν δύο σοβαροί λόγοι που τον υποχρέωναν να το κάνει. Ο πρώτος ήταν ότι δεν ήξερε αν υπήρχαν όρια στη δύναμη αυτού του παιδόμορφου πλάσματος ο δεύτερος, ότι μόλις είχε καλέσει τους ανθρώπους του να το βοηθήσουν.
Η Βίβιεν έτρεξε στο πλευρό του. Όταν ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του, ο Μάιλς ένιωσε ότι το κορμί της έτρεμε λες κι ήταν έτοιμο να διαλυθεί. «Μάλιστα! » έκανε το παιδόμορφο πλάσμα. «Με φοβάστε, έτσι; Φρόνιμο αυτό! Χαίρομαι που με φοβάστε. Θέλω όλοι να με φοβούνται. Όλοι στο Λόγκρες πρέπει να με φοβούνται είστε στο Λόγκρες και με φοβάστε. Α, υ-πέ-ρο-χα! Υ-πέ-ρο-χα! » Μονολογώντας αυτάρεσκα, άρχισε πάλι να κουνά το κεφάλι του πέρα δώθε. Γ ια μια ακόμη φορά ο Μάιλς και η Βίβιεν πισωπάτησαν κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, και το πλάσμα τους ακολούθησε χωλαίνον-τας. Έμοιαζε σαν μια τερατώδης αράχνη, καθώς κάποιο σκέρτσο του φωτός έριχνε στον τοίχο πίσω του μια πελώρια σκιά τέσσερα μέτρα ψηλή. «Πού είναι οι άντρες που ζήτησα; » φώναξε ξαφνικά με οργή. «Ελφριντάλ! Πήγαινε κι εσύ
όπως η Υβέτ και φέρ’ τους εδώ. Πες τους ότι τους περιμένουν είκοσι βουρδουλιές το πρωί επειδή άργησαν να πάρουν τα πόδια τους! » Το κορίτσι υπάκουσε στη στιγμή, και η φωνή της ακούστηκε να μακραίνει έξω στο σκοτάδι, σαν σκούξιμο δαίμονα. Γ ια μια ακόμη φορά επαναλήφθηκε εκείνος ο ανόητος χορός γύρω από το τραπέζι, γύρω από τις ασάλευτες πανοπλίες στις φοβερές στάσεις τους, γύρω από τη γυναίκα με την ξεθωριασμένη εσθήτα, που προσπαθούσε να γλείψει τις τελευταίες σταγόνες από το ποτήρι που το παιδόμορφο πλάσμα είχε πετάξει στον Μάιλς. «Τι μπορούμε να κάνουμε; » ρώτησε ψιθυριστά η Βίβιεν. «Φαίνεται τόσο αδύναμος, τόσο... αξιολύπητος! » Ο Μάιλς δίστασε. Από την άκρη του ματιού του πρόσεξε ότι η πανοπλία στην επόμενη
καρέκλα είχε ένα σπαθί στο θηκάρι που κρεμόταν στο πλευρό της. Θα ήταν μια κίνηση απόγνωσης η προσπάθεια να το τραβήξει- και ποιος ξέρει αν δεν ήταν κολλημένο εκεί από τη σκουριά; Αλλά η στιγμή απαιτούσε απεγνωσμένες κινήσεις. «Κάνε πέρα! » φώναξε τραχιά στη Βίβιεν, και σάλταρε για ν’ αδράξει το σπαθί. Στα αμέσως επόμενα λίγα δευτερόλεπτα συνέβησαν εκπληκτικά πράγματα. Η λαβή του σπαθιού αντιστάθηκε για μια στιγμή, αλλά μετά γλίστρησε έξω από το θηκάρι. Ο Μάιλς την τράβηξε, την κοίταξε και είδε ότι δεν κρατούσε σπαθί αλλά το απομεινάρι μιας λεπίδας. Η σκουριά είχε καταφάει το μέταλλο. Στάθηκε κοιτάζοντάς το χαζά, για αιώνες όπως του φάνηκε. Η Βίβιεν άφησε ένα ξεφωνητό, και το παιδόμορφο πλάσμα ξέσπασε σ’ εκείνο το διαπεραστικό, αλογίσιο γέλιο του.
Κάτι επρόκειτο να συμβεί. Το ’νιωθες στον αέρα, σαν τη βαριά ατμόσφαιρα που προμηνύει καταιγίδα. Και τότε — κάτι σκοτεινό φάνηκε να σηκώνεται στον αέρα πίσω από το πρησμένο κεφάλι. Ίσως ένα ραβδί. Ένα μπαστούνι ή ρόπαλο. Έμεινε μετέωρο για μια στιγμή, και μετά κατέβηκε με όλη τη δύναμη που μπορούσε να δώσει στο χτύπημα πάνω από ένας αιώνας μίσους. Το ραβδί βούλιαξε στην πλαδαρή σακκου-λειδή απόφυση, που έκρυβε ίσως την πηγή της μυστηριώδους, ανίερης δύναμης του άρχοντα του ψευτο-Λόγκρες. Αίμα ανάβλυσε από την πληγή, μια πονεμένη παιδική κραυγή έσκισε τον αέρα, και μετά ηρεμία. Το παιδόμορφο πλάσμα έπεσε. Και πίσω του στη σκιά, με το πρόσωπο πανιασμένο από την πρώτη συνειδητοποίηση της πράξης του, στεκόταν ο ξεχασμένος αδερφός Κέυ. Κοίταξε
πρώτα τα χέρια του, μετά το κουφάρι που ήταν πεσμένο μπροστά του, και άρχισε να γελά — να γελά ασταμάτητα με το απαίσια υστερικό γέλιο ενός τρελού. Κάπως καθυστερημένα, ο Μάιλς αναλογίστηκε εκείνους που θα έφταναν απαντώντας στο κάλεσμα του παιδόμορφου πλάσματος, και κοίταξε ξέφρενα ολόγυρα για κανένα όπλο. Ύστερα είδε στο τραπέζι ένα μεγάλο μαχαίρι για το κόψιμο του κρέατος, και βιάστηκε να το αρπάξει. Όμως, όταν η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και όρμησαν μέσα άνθρωποι για να βρουν τον αφέντη τους νεκρό, με τον Κέυ, τον Μάιλς και τη Βίβιεν δίπλα του, δεν έκαναν καμία κίνηση να τους συλλάβουν. Αντίθετα, έκαναν πίσω και στάθηκαν με την πλάτη στον τοίχο μιλώντας ψιθυριστά μεταξύ τους, ενώ ολοένα και περισσότερος κόσμος χυνόταν στην αίθουσα. Εμβρόντητος, ο Μάιλς δεν ήθελε να πιστέψει
στα μάτια του. Του φάνηκε πως είδε τον Χιου, τον Κόλιν... ακόμη και τη Μάιρα, εκεί στο κατώφλι. Έκανε να τους μιλήσει. Τον είδαν, τον αναγνώρισαν, του χαμογέλασαν κουρασμένα, με ανακούφιση που τον έβλεπαν ζωντανό, αλλά τους έγνεψαν αυτός και η Βίβιεν να παραμείνουν στη θέση τους. Ένας γέρος στεκόταν με δυσκολία ανάμεσά τους, φορώντας ένα παλιό πανωφόρι και σαντάλια πολύ μεγάλα για τα πόδια του. Παρά την ηλικία και τα κουρέλια του, διατηρούσε μια αξιοπρέπεια στο παρουσιαστικό του. Στηριγμένος στα μπράτσα του Χιου και του Κόλιν, ο γέρος κοίταζε την όλη σκηνή. Είδε το κουφάρι του παιδόμορφου πλάσματος σωριασμένο στο πάτωμα, είδε τον Κέυ, που το γέλιο του είχε αλλάξει τώρα σε φοβερά αναφιλητά και χτυπούσε τον τοίχο με τις γροθιές του, και είδε την αποτρόπαιη παρωδία
του συμποσίου των ιπποτών του Αρθούρου, όπου τόσα χρόνια προέδρευε το παιδόμορφο πλάσμα. Τρέμοντας, άφησε τα μπράτσα του Χιου και του Κόλιν, προχώρησε με ασταθή βήματα και στάθηκε πλάι στο πτώμα. Ύστερα χαμήλωσε το κορμί του με κόπο, στηριγμένος από τη ράχη ενός καθίσματος, μέχρι που μπόρεσε να γονατίσει. «Ώς εδώ ήταν, λοιπόν! », μουρμούρισε. «Αυτό έμελλε να είναι το τέλος του — ήταν επόμενο. Τώρα ο διάβολος μπορεί να πάρει ό, τι του ανήκε. Ας βάλει ένα τέρμα σε τούτο το ψέμα ο ίδιος ο πατέρας του ψεύδους. Ένας Θεός ξέρει — ναι, ένας Θεός ξέρει, ότι κράτησε πάρα πολύ! » Έσκυψε το κεφάλι, με το αραιό γενάκι ν’ αγγίζει το στήθος του. Η γυναίκα με την ξεθωριασμένη εσθή-τα τον κοιτούσε διαπεραστικά, με σμιγμένα τα φρύδια. Ήταν σαν
να πάλευε να επαναφέρει μια αχνή, πολύ αχνή θύμηση του προσώπου του γέρου. Γ ια μια στιγμή απόλυτη σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα- ακόμη και ο Κέυ είχε σταματήσει τ’ αναφιλητά του. Ύστερα ο γέρος φάνηκε να καταρρέει- το κορμί του λύγισε και σωριάστηκε — για να μην ξανασηκωθεί ποτέ — πάνω στο άψυχο κορμί του πλάσματος που κάποτε ήταν γιος του.
10
Οι άνθρωποι του κάστρου δεν ενόχλησαν τους ξένους. Κάποιος ξέθαψε από κάπου μια παλιά τελετουργία που έπρεπε να τηρηθεί σε περίπτωση θανάτου του άρχοντα του πύργου-
τώρα και οι δυο τους άρχοντες ήταν νεκροί, και πολλά έπρεπε να γίνουν στη μεγάλη αίθουσα όπου το μόνο φως ήταν τα κεριά που έκαιγαν πλάι στους νεκρούς. Ήταν κάπως τρομακτικό — αλλά όχι πιο παράξενο από τα όσα είχαν προηγηθεί — να στέκονται μπροστά στο τζάκι με συντροφιά τους τους νεκρούς και τις άδειες πανοπλίες, ενώ μιλούσαν ψιθυριστά και προσπαθούσαν να εξηγήσουν οι μεν στους δε αυτά που είχαν συμβεί. «Το κλειδί της όλης υπόθεσης ήταν, βέβαια, ο Αρθούρος», είπε η Βίβιεν. Ο Μάιλς την κοίταξε, και θυμήθηκε με εκτίμηση πως η κοπέλα είχε μαντέψει από μόνη της την αλήθεια παρά τον τρόμο της. «Ναι, πράγματι», αποκρίθηκε. «Κόλιν, ποιος ήταν εκείνος ο γέρος; »
Ο Κόλιν εξήγησε με λίγα λόγια πώς τον είχαν βρει, και συνέχισε, «Είπε ότι ήθελε να μας πει το καθετί για να ξαλαφρώσει την ψυχή του. Κατά την άποψή του, δικό του ήταν το φταίξιμο για όλα. Νομίζω ότι ήταν κι ο ίδιος λιγάκι τρελός πολύ πριν ο γιος του τον φυλακίσει μέσα στη βελανιδιά. «Ήταν ο βαρόνος Ντέηβινσάιντ. Ήταν εκκεντρικός τύπος, σίγουρα, για να μην πούμε και μονομανής. Λάτρευε τους αρθουριανούς θρύλους, ήταν ποτισμένος ώς το κόκαλο από δαύτους, και είχε προσπαθήσει ν’ άναπλάσει μια μεσαιωνική ατμόσφαιρα στον πύργο και τα κτήματά του. Ίσως από κει άρχισε το κακό. Η πρώτη του γυναίκα ήταν μια κοπέλα που την αγαπούσε πολύ όπως είπε — η μητέρα του Κέυ — που πέθανε στη γέννα. Ίσως το γεγονός αυτό συνέβαλε στο να του στρίψει για τα καλά, γιατί σκαρφίστηκε ένα φοβερό σχέδιο για να περισώσει την οικογενειακή περιουσία.
«Υπήρχε μια γυναίκα, μοναχοκόρη και κληρονόμος μιας πλούσιας φαμίλιας της γειτονικής κομητείας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει και είχε γράψει όλη την περιουσία της στην ίδια με τον όρο να περάσει στο μεγαλύτερο γιο της όταν εκείνη παντρευόταν. Ο λόγος που ήταν ανύπαντρη ήταν απλός: ήταν εντελώς τρελή». «Τότε... » έκανε η Βίβιεν σιγανά. «Την είδες», αποκρίθηκε ο Μάιλς. «Ήταν η γυναίκα που καθόταν δίπλα... σ’ αυτόν». Έδειξε το κορμί στο τραπέζι ανάμεσα στα κεριά. Ο Κόλιν έγνεψε καταφατικά. Η φωνή του πήρε έναν απόμακρο τόνο. «Την παντρεύτηκε, ναι, και δε σταμάτησε εκεί, αλλ’ απόκτησε και παιδί μαζί της. Εκείνο
το παιδί- η ελπίδα του πλούτου για το λόρδο Ντέηβινσάιντ αν κατάφερνε να το μεγαλώσει ώς την ηλικία που θα κληρονομούσε την περιουσία. Καταλαβαίνεις; » «Θεέ μου, είναι φοβερό», έκανε η Μάιρα με πάθος. «Νομίζω ότι του άξιζε να πάθει ό, τι έπαθε». «Το ίδιο είπε κι αυτός, στο τέλος», της θύμισε ο Κόλιν. «Βέβαια, σκόπευε ο γιος του να μην είναι ποτέ σε θέση να απαιτήσει την κληρονομιά του, και να τη διαχειρίζεται του λόγου του. «Αλλά ο γιος που γεννήθηκε δεν ήταν συνηθισμένο παιδί. Ήταν σακάτης, ναι, αλλά με πρωτοφανή νοημοσύνη, και κάτι παραπάνω — κάτι που το μυστικό του κρυβόταν μάλλον σ’ εκείνη την αποκρουστική απόφυση του εγκεφάλου του. Λίγο λίγο, συντείνοντας και το
πάθος του πατέρα του για τους αρθουριανούς θρύλους, άρχισε να πλάθει γύρω του έναν κόσμο όπου θα ’ταν αυτός ο βασιλιάς. «Τον πατέρα του τον μισούσε, τον φοβόταν και τον σεβόταν ταυτόχρονα. Τον μισούσε, γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε ίχνος αληθινής αγάπης ανάμεσά τους-τον φοβόταν, γιατί ήταν το ισχυρό πρόσωπο στην οικογένειά- τον σεβόταν, γιατί ήταν η πηγή της σοφίας που αντλούσε για τις φαντασιώσεις του». «Ταιριάζει», μουρμούρισε ο Χιου. «Αυτή η ιστορία τα εξηγεί όλα τέλεια». Ο Κόλιν έγνεψε καταφατικά. «Ήθελε να τον αγαπά και η μητέρα του, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Εκείνη μόλις και είχε συναίσθηση της ύπαρξής του — αυτού ή
οποιουδήποτε ά-λου — γιατί το μυαλό της ήταν βυθισμένο στις καταχνιές της τρέλας. Αλλά ο ίδιος πίστευε ότι την αγάπη της την είχε κλέψει ο ετεροθαλής αδερφός του, ο Κέυ. Ο τελευταίος δεν είχε δική του μητέρα, και τον εξόργιζε όταν αρνιόταν να συμμετάσχει στα πολύπλοκα παιχνίδια αναβίωσης του αρθουριανών θρύλων. «Σε ποιο στάδιο τα παιχνίδια αυτά έγιναν φριχτή πραγματικότητα, ίσως δε θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά. Συνέβη όταν ήταν δέκα με δώδεκα χρονών, και ο Κέυ πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Μπορεί η δύναμή του, σε λανθάνουσα κατάσταση ώς τότε, να ωρίμασε. Και τότε, εντελώς απότομα, ο κόσμος ολόγυρα μεταβλήθηκε σε έναν εφιάλτη για τους πάντες. Η χώρα των θρύλων ξέφυγε από τα όρια του μυαλού του και απλώθηκε στον αληθινό κόσμο». Ο Κόλιν κοντοστάθηκε και κοίταξε τον
Χιου, ζητώντας του με το βλέμμα να συνεχίσει εκείνος την αφήγηση. «Ο πατέρας του, βλέπετε», συνέχισε ο Χιου σκυθρωπά, «τον φώναζε Αρθούρο. Ισως σαν αστείο. Έτσι ο μικρός αποφάσισε μια μέρα ότι αυτός ο άνθρωπος που έλεγε πως ήταν ο πατέρας του, δεν ήταν αυτός αλλά, αντίθετα, ήταν ο μάγος Μέρλιν, που τον είχαν φυλακίσει στον κορμό μιας βελανιδιάς. Αυτό ταίριαζε με τα συναισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα του. Αυτή ήταν η πρώτη τρομερή και σκόπιμη πράξη του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να μας πει πώς το έκανε, και τώρα, που είναι νεκρός, δε θα το μάθουμε ποτέ — πάντως το έκανε. Ήξερε για μια μοναχική βελανιδιά στα κτήματά τους, και φυλάκισε τον πατέρα του μέσα της, αφήνοντάς του μόνο τη δύναμη να μιλά όταν τον καλούσαν με την κατάλληλη τελετουργία».
«Μου δόθηκε η εντύπωση», παρατήρησε ο Μάιλς ύστερα από μια στιγμή, «ότι αυτό το — το Λόγκρες του, ήταν ένα παράξενο κράμα παιδιάστικου παραμυθιού και πραγματικότητας». «Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έτσι ήταν», συμφώνησε ο Χιου. «Για παράδειγμα — ο μικρός ήταν απίστευτα έξυπνος, με τον τρόπο του. Μπορούσε να διαβάσει τους θρύλους του Αρθούρου στο πρωτότυπο του Μάλορυ, και ίσως και τα πιο παλιά κείμενα που του έδειξε ο πατέρας του. Γνώριζε τη σωστή διάλεκτο που υποτίθεται ότι μιλούσαν την εποχή του Αθρούρου κι έτσι, χάρη σε κάποια ασύλληπτη δύναμη που διέθετε, έκανε τους ανθρώπους που τον υπηρετούσαν να μιλάνε αποκλειστικά μ’ αυτή τη γλώσσα». «Αλλά σ’ εμάς μίλησε με τα σύγχρονα αγγλικά της εποχής του», παρατήρησε ο Μάιλς.
«Και όταν πρόσταξε τα κοριτσάκια να μας φέρουν κρασί, εκείνα το έφεραν σε μια συνηθισμένη κανάτα από κάποιο λαβομά-νο. Και δεν ήταν καν κρασί, αλλά ένα αναγουλιαστικό σιρόπι από βατόμουρα». «Λογικό», είπε ο Κόλιν. «Πιθανόν, σαν τα περισσότερα παιδιά, να του άρεσαν τα γλυκά πράγματα. Αυτή ήταν η εντύπωση που είχε για το καλό ποτό, κι αυτή ήταν η εικόνα για το κρασί στο μυαλό του». «Όμως εκείνος ο δράκος! » έκανε η Βίβιεν. «Και ο γίγαντας! » «Μπορούμε να τα εξηγήσουμε — ή μάλλον να κάνουμε εικασίες — και γι’ αυτά», απάντησε ο Χιου. «Ήξερε ότι κάθε αρθούρειο βασίλειο, άξιο του ονόματός του, όφειλε να έχει τους δράκους και τους γίγαντές του. Έτσι, όταν τα κτήματά του έγιναν το Λόγκρες, υπήρχε σ’ αυτά
ένας δράκος και ένας γίγαντας. Διόλου απίθανο να είχε προσθέσει και άλλα παράξενα πλάσματα. Ήδη ξέρουμε ότι είχε φυλακίσει ένα μάγο στον κορμό ενός δέντρου. Στη φαντασία του, κάποιο μέρος της περιοχής πρέπει να ήταν η Κοιλάδα του Α-βαλον, και κάπου μπορεί να υπάρχει κι ένα Άγιο Δισκοπότηρο». «Θα ’λεγα, μάλλον όχι», παρενέβη ο Κόλιν. «Στο θρύλο, η εμφάνιση του οράματος του Δισκοπότηρου είχε σαν αποτέλεσμα να σκορπίσει η ομάδα των ιπποτών έτσι μάλλον θα προτίμησε ν’ αγνοήσει αυτό το σημείο». «Ωστόσο είχε το Επικίνδυνο Κάθισμα», έσμιξε τα φρύδια του ο Μάιλς. «Αλλά, βέβαια, δε φαινόταν να το παίρνει στα σοβαρά». Μια ιδέα του πέρασε ξαφνικά από το μυαλό. «Τώρα καταλαβαίνω! Όταν είπα ότι είχα έρθει να σκοτώσω το δράκο, πειράχτηκε και θύμωσε. Θα πρέπει να με είδε σαν έναν από εκείνους τους
ενοχλητικούς και μισητούς ενήλικες που θέλουν να επεμβαίνουν παντού, και που είχε έρθει να του πάρει το παιχνίδι του». «Έτσι ακριβώς το χαρακτήρισε, παιχνίδι του», πετάχτηκε η Βίβιεν. «Δεν το θυμάσαι; » «Ναι, σωστά. Έτσι είχε το βασίλειό του, τη μητέρα του να παίζει το ρόλο της βασίλισσας, και τη φανταστική του δύναμη για να επιβάλλει τη θέλησή του στη γύρω περιοχή. Δόξα τω Θεώ που η δύναμή του ήταν περιορισμένη! Μονάχα ένα μικρό κομμάτι του κόσμου είχε αποκλειστεί έτσι, θα μπορούσε να ’ναι ολόκληρη η Αγγλία! » Ξαφνικά κάτι θυμήθηκε. «Έι! » φώναξε. «Πού είναι ο Μπάρρυ; Γ ιατί δεν είναι μαζί σας; » Οι άλλοι αντάλλαξαν ματιές με νόημα.
Ύστερα ο Κόλιν πήρε το λόγο και εξήγησε με λίγα λόγια ότι το κουράγιο είχε εγκαταλείψει το φίλο τους και ότι είχε εξαφανιστεί μόλις άρχισαν να κόβουν το δέντρο. «Τι λέτε να έγινε αυτός; » ρώτησε η Μάιρα μετά από σύντομη σκέψη. «Ένας Θεός ξέρει», απάντησε ο Χιου σαρκαστικά. «Αλλά αν του έκοψε αρκετά για να μην μπλέξει πουθενά ώς τώρα, μάλλον θα είναι σώος και αβλαβής το πρωί, και κάπου θα τον βρούμε τότε». «Τι θα κάνουμε με τούτους τους ανθρώπους εδώ; » συνέχισε η Μάιρα. «Σε τελευταία ανάλυση, είναι δική μας ευθύνη, κατά κάποιο τρόπο. Τους αποσπάσαμε βίαια από το γνώριμο μικρό τους κόσμο, και από αύριο θα βρεθούν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τον εικοστό αιώνα. Το σοκ θα είναι φοβερό γι’ αυτούς! »
«Άραγε θα μας αφήσουν ανενόχλητους, όπως έκαναν ώς τώρα; » ρώτησε ανήσυχα η Βίβιεν. «Θέλω να πω, είμαστε υπεύθυνοι για το θάνατο του αφέντη και κυρίου τους και δεν αποκλείεται κάποιοι να μας θεωρήσουν ενόχους και για το θάνατο του γερο-λόρδου». «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, ευτυχώς», την καθησύχασε ο Κόλιν. «Όταν φτάσαμε στο κάστρο, ο γερο-λόρδος Ντέηβινσάιντ μίλησε σε μερικούς από τους ανθρώπους του. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια σχετική έννοια του χρόνου είχαν αυτοί οι άνθρωποι-μερικοί, όπως ο ίδιος ο Αρθούρος, δεν έχουν γεράσει εδώ και πάνω από έναν αιώνα, ενώ άλλοι γέρασαν και πέθαναν φυσιολογικά... Τέλος πάντων, αυτό μπορεί να διευκρινιστεί αργότερα. Όπως έλεγα, ο λόρδος μίλησε με μερικούς από τους ανθρώπους του, που τον αναγνώρισαν, και τους πρόσταξε να μας δεχτούν σαν φίλους. Έτσι δεν έχουμε λόγους ν’ ανησυχούμε».
«Πολύ παρήγορο αυτό—» άρχισε να λέει ο Μάιλς, όταν ακούστηκε κάποια οχλαγωγία απέξω. Δυνατοί θόρυβοι, μαζί με τσιριχτές φωνές, και μετά ο ήχος από πόδια που έτρεχαν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και όλοι μαζί όρμησαν προς την πόρτα. Απέξω, στην άλλη άκρη της αυλής του κάστρου, έλαμπαν φώτα. Πλήθη είχαν μαζευτεί στην είσοδο του περίβολου, και η πύλη άνοιγε τρίζοντας. Γνώριμοι ήχοι ξεχώριζαν μέσα στον όλο αυτό το σαματά: μουγκρητό από κινητήρες αυτοκινήτων και αυστηρές φωνές με την προφορά του εικοστού αιώνα. «Δες φίλε μου! » γρύλισε απότομα ο Χιου. «Στοιχηματίζω ό, τι θέλετε ότι εκείνος ο λεχρίτης κατάφερε να φτάσει έξω! Ποτέ δε θα φανταζόμουν ότι θα είχε το μυαλό ή το κουράγιο να το καταφέρει! »
Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μετά άρχισε να τρέχει προς την αυλή. «Ποιος; Για ποιον μιλάει; » ρώτησε η Βίβιεν. «Πρέπει να εννοεί τον Μπάρρυ», εξήγησε ο Μάιλς. «Ένας Θεός ξέρει τι ιστορία τους ξεφούρνισε για να μαζέψει τόσο κόσμο εδώ! Θα ’λεγε κανείς ότι κουβάλησε ολόκληρο στρατό! » «Δε με νοιάζει ποιους κουβάλησε», έκανε η Βίβιεν, με ξαφνική εξάντληση στη φωνή της. «Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι αν μπορούν να μας πάρουν από δω, πίσω στον ωραίο μας, βολικό κόσμο όπου δεν έχει κανείς να φοβάται παρά μονάχα τις ατομικές βόμβες. Ούτε δράκους, ούτε γίγαντες, ούτε μάγους... Θεέ μου, Μάιλς! Κάθισες ποτέ να σκεφτείς σε τι φοβερό κόσμο ζουν στ’ αλήθεια τα παιδιά; » «Τα παιδιά είναι απάνθρωπα πλάσματα»
αποκρίθηκε ο Μάιλς. «Πρέπει να μάθουν πριν γίνουν άνθρωποι, αργά και επώδυνα. Και πάρα πολλά δε μαθαίνουν ποτέ, ακόμη κι όταν είναι πια ενήλικες. Από ένα παιδί που γεννήθηκε από τρελή μητέρα, γεμάτο φθόνο για τον ετεροθαλή αδερφό του, δίχως την αγάπη του πατέρας του, που το έβλεπε μονάχα σαν πηγή μελλοντικού πλούτου — τι άλλο θα περίμενε κανείς; Έλα, πάμε! Καιρός να φεύγουμε από δω. Ο δικός μας ρόλος τέλειωσε». Η κοπέλα τον κοίταξε και χαμογέλασε. Μια στιγμή αργότερα έγνεψε καταφατικά και πέρασε το μπράτσο της στο δικό του. Οι δυο τους άρχισαν να διασχίζουν τον περίβολο του κάστρου για να παρακολουθήσουν μαζί το γυρισμό του Λόγκρες στον αληθινό κόσμο.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ
ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ του Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ
Λίγα πράγματα δίνουν τόσο έντονα την αίσθηση μιας άλλης πραγματικότητας όσο οι πίνακες των σουρεαλιστών ζωγράφων, όπου οι κανόνες της λογικής και τη αλληλοσυσχέτισης των πραγμάτων ακολουθούν δικούς τους νόμους ή, μάλλον, κανένα νόμο.
Και ακόμη πιο σημαντικό, δεν περιορίζονται μόνο στο να δείξουν ότι υπάρχουν άλλες πραγματικότητες. Όχι, αυτό δεν είναι αρκετό. Στο κάτω κάτω, μια άλλη πραγματικότητα δεν είναι παρά μια ακόμη πραγματικότητα, το ίδιο δεσμευτικά στατική. Οι σουρεαλιστές — πάνω απ’ όλα — αφήνουν να διαφανεί ότι η κάθε πραγματικότητα είναι κατά βάθος πλαστική και ρευστή. όχι στατική. Οι πίνακες του Νταλί αποτελούν κλασικό παράδειγμα, και φαντάζομαι ότι όλοι θα έχετε δει κάπου τα περίφημα «λιωμένα ρολόγια» του που ρέουν σαν αναλυτό κερί. Κάτι στο διήγημα αυτό του Φρανκ
Μπέλκναπ Λονγκ φέρνει στο νου τον Νταλί. Ο « Άνθρωπος από το Α γνωστό» είναι η ιστορία κάποιου για τον οποίο αυτό που λέμε «πραγματικότητα» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κομμάτι ζεστό κερί. Γ. Μ. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ του γεννηθεί, ο Ρεβέλ δεν ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους. Χαμογελούσε εγκάρδια όταν συναντούσε φίλους, έτρωγε σε εστιατόριο, έμενε σε μια σοφίτα -ατελιέ του Γκρένιτς Βιλατζκαι ένιωθε την αναμενόμενη ευχαρίστηση όταν κάποιος επαινούσε τη
δουλειά του. Ζωγράφιζε για να βγάλει το ψωμί του. Οι πίνακές του δεν ήταν απλώς ασυνήθιστοι, ήταν το κάτι άλλο. Οι φίλοι του τον θεωρούσαν ιδιοφυία του φανταστικού. Τα ηλιοβασιλέματα του ήταν εντελώς απόκοσμα, πράσινα μάλλον παρά κόκκινα, και όταν ζωγράφιζε άστρα τα ’βλεπες κι έτριβες τα μάτια σου. Τ’ άστρα του Ρεβέλ έμοιαζαν με εκτυφλωτικούς άσπρους σκαντζόχοιρους κουλουριασμένους στον ουρανό. Επίσης ζωγράφιζε και ζώα που σου έδιναν την εντύπωση ότι μόλις είχαν ζωντανέψει από κάποια ονειροφαντασία. Πάντως όλοι όσοι ήξεραν τον Ρεβέλ έλεγαν ότι ήταν εντάξει τύπος. Ο Ρεβέλ ήταν ιδιοφυία, και σαν ιδιοφυία είχε το δικαίωμα να εκφράζει τις δικές του απόψεις για τη φύση. Όπως και να ’χε, η φύση δεν ήταν και καμιά σπουδαία καλλιτέχνις,
χώρια που πάντοτε γκρίνιαζε ότι υπήρχε τάχατες αιτιοκρατία και τα παρόμοια. Στους πίνακες του Ρεβέλ υπήρχαν εικόνες που, κατά κάποιο τρόπο, έβαζαν το κάρο μπροστά από τ’ άλογο, αντιστρέφοντας τη λογική των πραγμάτων. Όπως, για παράδειγμα, σε ξάστερο ουρανό μπορούσε να λυσσομανά μια καταιγίδα, με νεροποντή και αστραπές, ενώ οι άνθρωποι έτρεχαν πισωπατώντας στα στεγνά πεζοδρόμια για να προστατευτούν στο βρεγμένο εσωτερικό των κτιρίων. Ή έβλεπες ένα υποβρύχιο να τορπιλίζει ένα πλοίο, και το πλήρωμα του πλοίου να στέκεται ήρεμα στο κατάστρωμα και να χα* ζεύει την τορπίλη που εξακοντιζόταν προς τον ουρανό. Ο Τζιμ Νορθ γνώρισε τον Ρεβέλ σ’ ένα πάρτι καλλιτεχνών του Γκρένιτς Βίλατζ. Την ώρα εκείνη ο Νορθ καθόταν στο πάτωμα και κουβέντιαζε με μια ελκυστική, μελαχρινή
κοπέλα σχολιάζοντας τα ηλιοβασιλέματα του Ρεβέλ. Η κοπέλα του χαμογελούσε, με τα μεγάλα, ελαφίσια μάτια της να λάμπουν ζεστά στο μουντό φως. Αν και δεν ήταν τύπος διανοούμενης, ωστόσο άρεσε στον Νορθ. Ήταν καλή ακροάτρια. Η μελαχρινή της ομορφιά σου γαλήνευε την ψυχή, ενώ οι φωνητικές της χορδές είχαν το καλό να μη δουλεύουν πολύ. Φαινόταν να συμφωνεί με το καθετί που έλεγε ο Νορθ. Ήταν το αντίθετο της Έλεν Κίλντεϋ. Η Έλεν πάντοτε κριτικάριζε το καθετί που έλεγε και τον μεταχειριζόταν σαν να ’ταν παιδί. Η Έλεν δεν εκτιμούσε καν τα ηλιοβασιλέματα του Ρεβέλ. Θεωρούσε το ζωγράφο τσαρλατάνο και κορόιδευε τον Νορθ, που τον θαύμαζε. Ο Νορθ έσφιγγε το χέρι της μελαχρινής. «Και τον Πικάσο τον ειρωνευόταν», της εξηγούσε. «Αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από την
πεπατημένη δίχως να προκαλέσεις το φθόνο και την εχθρότητα. Ο Ρεβέλ είναι πρωτοπόρος. Χαράζει νέους δρόμους στις ανεξερεύνητες ερημιές». «Νιώθω εξαιρετικά κολακευμένος», ακούστηκε μια φωνή από πάνω του. Ο Νορθ σήκωσε το βλέμμα του ξαφνιασμένος και κοίταξε τον άλλο ανήσυχα. Ο Ρεβέλ ήταν κάτι παραπάνω από ελαφρά μεθυσμένος. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα, και τα μάτια του έλαμπαν με μια φασματική απόκοσμη λάμψη που έκανε τον Νορθ ν’ ανατριχιάσει. Φαίνονταν να βλέπουν πράγματα που ο Νορθ δεν μπορούσε να δε<. Ηταν σαν να κοίταζαν μέσα από τους τοίχους της αίθουσας, πέρα στο διάστημα. «Ζητώ συγνώμη αν κρυφάκουσα», είπε ο Ρεβέλ. «Αλλά στο γλυκό μεθύσι που είμαι επιτρέπεται να στήνω και λιγάκι αφτί. Είμαι
απλά ένας ουδέτερος παρατηρητής, κάτι σαν σούπερ-εκπρόσωπος του Ο Η Ε». Δεν πρόλαβε καλά καλά ν’ αποσώσει τα λόγια του, και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς κάτω, με φοβερό γδούπο. Το κοντοδεμένο κορμί του τραντάχτηκε ολόκληρο χτυπώντας στο πάτωμα. Στην πτώση του παρέσυρε κι ένα τραπεζάκι του οικοδεσπότη τους με αποτέλεσμα να σκορπίσει ολόγυρα σάντουιτς και τυροπιτάκια. Ο Νορθ άφησέ μια πνιχτή κραυγή και τινάχτηκε να τον βοηθήσει. Αλλά ο Ρεβέλ δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν. Έσπρωξε πέρα το χέρι που του πρόσφερε ο Νορθ και σηκώθηκε μ’ εκπληκτική σβελτάδα. Στάθηκε πρώτα στους αγκώνες και τα γόνατα και μετά βρέθηκε όρθιος, δίνοντας την εντύπωση ότι το μεθύσι του είχε χαθεί ως δια μαγείας.
«Εντάξει, μου πέρασε», δήλωσε. «Δεν το είχα πάρει είδηση πόσο ύπουλα με χτύπησε στο κεφάλι το πιοτό». Ο Νορθ έγνεψε με κατανόηση. «Έτσι την πατάμε πάντα», τον παρηγόρησε. «Θες να σου φέρω λίγο σκέτο καφέ; » Ο Ρεβέλ χαμογέλασε. «Λίγος καθαρός αέρας θα με βόλευε καλύτερα. Έχω διάθεση για έναν περίπατο». «Το ίδιο κι εγώ, θα ’λεγα», απάντησε ο Νορθ. «Σκόπευα να φύγω εδώ και μια ώρα. Αν περιμένεις μια στιγμή να πάρω το παλτό μου, θα σου κάνω παρέα». «Εντάξει», συμφώνησε ο Ρεβέλ. «Κάπου εδώ πρέπει να τριγυρίζει κι ένα δικό μου παλτό». Πέντε λεπτά αργότερα οι δυο τους βάδιζαν
πλάι πλάι στην οδό Τσαρλς, με τη γεροδεμένη μορφή του καλλιτέχνη τυλιγμένη σ’ ένα καρό παλτό. «Φοβάμαι ότι έγινα θέαμα», μουρμούρισε ο Ρεβέλ. «Είχα κατεβάσει επτά Μαρτίνι κι ένα Τομ Κόλλινς. Αλλά είμαι εντελώς νηφάλιος τώρα». Ο Νορθ γύρισε και τον κοίταξε απορημένα. «Δεν καταλαβαίνω πώς ξεμέθυσες έτσι γρήγορα», είπε. «Ήταν εύκολο», τον διαβεβαίωσε ο Ρεβέλ. «Απλώς ξεήπια εκείνα τα κοκτέιλ». «77 έκανες, λέει; » Ο Ρεβέλ αναστέναξε καρτερικά. «Φοβάμαι ότι δε θα μπορούσες να καταλάβεις»,
αποκρίθηκε. «Διαθέτω... περίεργα χαρίσματα». Ο Νορθ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Μετά είπε κάπως απότομα: «Είμαι κι εγώ καλλιτέχνης, ξέρεις. Ίσως θα ’πρεπε να πω, πειραματίζομαι με την τέχνη». «Ναι; » έκανε ο Ρεβέλ. «Λοιπόν, για να πούμε την αλήθεια, το ίδιο κι εγώ. Μ’ αρέσει ν’ αποτυπώνω το παράξενο στο κανναβάτσο, κυρίως για το δικό μου κέφι. Δε δίνω πεντάρα τι σκέφτονται οι άλλοι». «Οι πίνακές σου είναι όντως παράξενοι», συμφώνησε ο Νορθ. «Αλλά εδώ στο Βίλατζ οι άνθρωποι φαίνεται να τους καταλαβαίνουν. Ο γκαλερίστας σου έχει πνιγεί στις παραγγελίες». «Ναι», παραδέχτηκε ο Ρεβέλ. «Με κάθε μετριοφροσύνη, μπορώ να πω ότι είμαι εμπορικά πετυχημένος. Αλλά δεν είναι αυτό ο
βασικός αντικειμενικός μου σκοπός. Βέβαια, χαίρομαι όταν πουλιούνται τα έργα μου, γιατί πρέπει κι εγώ να φάω, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που ζωγραφίζω». «Γιατί ζωγραφίζεις; » «Για να ξεθυμάνω με ακίνδυνο τρόπο. Η ζωγραφική είναι για μένα ένα είδος ψυχικής κάθαρσης». «Να ξεθυμάνεις για τι; » ρώτησε ο Νορθ σμίγοντας τα φρύδια του. Ο Ρεβέλ αναστέναξε και συνέχισε τα βήματά του στο μακρύ, μελαγχολικό δρόμο. Το τετράγωνο που περνούσαν είχε σαφώς μια δική του ατμόσφαιρα. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν αμυδρά φωτισμένα μπαρά-κια και υπόγεια καμπαρέ. Κόκκινες και πράσινες φωτεινές πινακίδες φιγουράριζαν τίτλους όπως, «Το
Στέκι του Τόνυ», «Ελ Μοντεράντο», «Η Μαύρη Ψιψίνα», «Ο Φούρνος του Διαβόλου»... Σ’ ολόκληρο το τετράγωνο δε φαινόταν ψυχή, γιατί η ώρα ήταν πολύ προχωρημένη. Οι ξένοι επισκέπτες που αναζητούσαν ατμόσφαιρα σπάνια έμεναν στο μποέμικο περιβάλλον της οδού Τσαρλς ώς τις μικρές ώρες, και οι ντόπιοι του Βίλατζ δεν είχαν ξεπροβάλει ακόμη από την ολονύχτια οινοποσία τους στα υπόγεια στέκια. Ο Ρεβέλ σήκωσε το χέρι του αργά. «Από τον πειρασμό να κάνω αυτό», αποκρίθηκε στον Νορθ. Ο δρόμος άρχισε ξαφνικά να παίρνει σαφή κλίση. Ήταν κάτι το φρικαλέο, το τρομακτικό. Το πεζοδρόμιο κάτω από τα πόδια τους φαινόταν να βουλιάζει και τα κτίρια μπροστά να κυματίζουν και ν’ απομακρύνονται.
Οι ίδιες οι φωτεινές επιγραφές άλλαξαν. Γύρω από τους κόκκινους και πράσινους λαμπτήρες φαίνονταν να χορεύουν γραμμές ζιγκ-ζαγκ σαν την αύρα της ημικρανίας, και ένας άνεμος άρχισε να ουρλιάζει στ’ αφτιά τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα φάνηκαν να βγαίνουν πισωπατώντας και τρικλίζοντας από ένα υπόγειο καμπαρέ. Ο άντρας διαμαρτυρόταν μεγαλόφωνα, σύροντας τα λόγια του από το μεθύσι. «Νόμισσσα ότι ’θελεςςς να πιούμε άλλο ένα», παραπονιόταν. «Τι σσσού ’ρθε τώρα; » «Δεν ήταν δική μου η ιδέα να βγούμε», τσίριξε θυμωμένα η γυναίκα. «Μόλις μπαίναμε μέσα». Ο άντρας σταμάτησε ξαφνικά να τρικλίζει. Ενώ διέσχιζε με τη γυναίκα το δρόμο, οι ώμοι
του ίσιωσαν και η φωνή του έχασε το συριχτό τόνο του μεθυσιού. «Κοίτα, Τζέην», είπε στη γυναίκα. «Είμαι εντάξει τώρα. Περπατάω και μόνος μου. Σταμάτα να με σέρνεις ανάποδα». «Μα τι πάθαμε; » αναρωτήθηκε απορημένα η γυναίκα. «Μια στιγμή πριν ήμαστε τύφλα στο μεθύσι και τώρα... τώρα είμαστε εντελώς νηφάλιοι». Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Μάλλον θα χάσαμε τον μπούσουλα», παρατήρησε. Ο Ρεβέλ χαμήλωσε το χέρι του. Ο δρόμος ίσιωσε αργά μέχρι που έγινε πάλι επίπεδος. Το ζευγάρι ξαναγύρισε στο καμπαρέ, με τα κορμιά τους να λικνίζονται καθώς περνούσαν από την καφασωτή πόρτα και κατέβαιναν τις ξύλινες σκάλες προς τις βραχνές νότες μιας ορχήστρας
χορού. Ο Ρεβέλ σκούπισε με το πίσω μέρος της παλάμης του το ιδρωμένο μέτωπό του. «Είναι πάντοτε κουραστικό», είπε, «αλλά απολαμβάνω να το κάνω». Ο Νορθ έτρεμε ολόκληρος. Το σαγόνι του κρεμόταν μια σπιθαμή και το πρόσωπό του είχε πάρει μια γκριζωπή, μανιταρίσια απόχρωση. «θεέ και Κύριε! » τραύλισε. «Το πιοτό πρέπει να με χτύπησε κατακούτελα. Μπορεί να μην ήπια εφτά Μαρτίνι, αλλά πάντως ήπια αρκετά». ( «Έτσι, ε; » έκανε ο Ρεβέλ, με ένα ειρωνικό
χαμόγελο να παίζει στα γενειοφόρο χείλη του. «Τι λες, θα τα καταφέρεις να γυρίσεις σπίτι δίχως βοήθεια; »
«Μένω εδώ πιο πάνω, δυτικά της λεωφόρου Γκρέ-νιτς», απάντησε ο Νορθ. «Δεν υπάρχει πρόβλημα». «Ωραία.. Φαίνεται ότι είμαστε και γείτονες. Εδώ είναι το σπίτι μου». Ο Ρεβέλ είχε σταματήσει κι έδειχνε με το σαγόνι προς τα κόκκινα τούβλα της πρόσοψης ενός σπιτιού που πρέπει να είχε χτιστεί γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα. Ηταν ένα απομεινάρι του παρελθόντος, τυπικό για το Βίλατζ. Η παμπάλαια καμινάδα του πρέπει να είχε δει από ψηλά γενιές και γενιές Νεοϋορκέζων πριν η περιοχή γίνει ένα είδος «Καρτιέ Λατέν», μια καλλιτεχνική γειτονιά. Ο Ρεβέλ του άπλωσε το χέρι. «Πέρασε αύριο ή μεθαύριο να τα πούμε», του πρότεινε. «Αυτή την περίοδο δουλεύω σε κάτι που νομίζω θα σ ενδιαφέρει. Έχει σχεδόν τελειώσει, αλλά δε με
ικανοποιεί. Μπορεί να το ξαναπιάσω από την αρχή και να ξεζωγραφίσω κάτι εδώ, κάτι εκεί». «Ευχαριστώ» μουρμούρισε ο Νορθ. «θα., θα περά-σω σίγουρα, Ρεβέλ».
Ήταν παράξενο, αλλά δεν ένιωθε διόλου μεθυσμένος. Τα μακριά, καλλιτεχνικά δάχτυλα του Ρεβέλ έμειναν για μια στιγμή στην παλάμη του, σφίγγοντάς του φιλικά το χέρι. «θα σε ξαναδώ τότε», είπε. Ο Νορθ δεν πρόσεξε αμέσως το μυρμήγκιασμα Μονάχα όταν διέσχισε την Έβδομη Λεωφόρο και βρισκόταν μισό τετράγωνο από το διαμέρισμά του στο κτίριο Άσλαντ, συνειδητοποίησε ότι
ένιωθε κάπως αφύσικα το χέρι του. Στην αρχή σκέφτηκε ότι θα έφταιγε το Οινόπνευμα. που έκανε να μυρμηγκιάζουν οι άκρες των δαχτύλων του. Θα πρέπει να βάλω φρένο στο πιοτό, συλλογίστηκε. Η αλκοολική νευρίτιδα δεν ήταν αστεία υπόθεση. Έτσι και δεν πρόσεχε, μπορεί να κατέληγε στο τρελάδικο. Ξαφνικά σήκωσε το χέρι του και το κοίταξε. Όλο το χρώμα χάθηκε από το πρόσωπό του, που έγινε στα-χτί. Ο αντίχειρας και ο δείκτης του ήταν εντάξει, αλλά τα υπόλοιπα δάχτυλα ήταν σαν να μην είχαν κόκαλα! Κουλουριάζονταν σαν φίδια και συστρέφονταν γυρισμένα προς την έξω μεριά του χεριού του.,
Κουλουριάζονταν και συστρέφονταν — στο αμυδρό φως το χέρι του έμοιαζε σαν ένα αεικίνητο εχινό-δερμο που έκανε διαδρομή σε μια φωλιά σκουληκιών. Το μεσαίο του δάχτυλο ήταν η χειρότερη περίπτωση. Είχε κουλουριαστεί σε σφιχτή μπάλα στο έξω μέρος του χεριού του. Σαν τη μαζεμένη κεραία μιας πεταλούδας. Σαν — Παρομοιώσεις από το ζωικό βασίλειο ξεπηδούσαν απρόσκλητες στο μυαλό του. Παγωμένος από τον τρόμο, γύρισε και άρχισε να διασχίζει τρικλίζοντας τυφλά το δρόμο. Η κοπέλα με το πανίσχυρο σπορ αμάξι είχε κιόλας διασχίσει τη μισή πόλη τρέχοντας με εκατό κατά μέσο όρο. Τη στιγμή που ο Νορθ άφηνε παραπατώντας το πεζοδρόμιο, η κοπέλα έδειχνε στο αγόρι δίπλα της ότι μπορούσε να οδηγήσει με το ένα χέρι ακόμη και μεθυσμένη.
Μια άγρια στριγκλιά ξέφυγε από τα χείλη της βλέποντας την ψηλή σιλουέτα του Νορθ να τινάζεται σαν τόπι πάνω από το παρ-μπρίζ και να εκτοξεύεται βολίδα πέρα, κάθετα προς το δρόμο. Το να χτυπάει άνθρωπο ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία γι’ αυτή, και για μια στιγμή έχασε κάθε έλεγχο. Το αμάξι, κάνοντας τρελά ζιγκ-ζαγκ, διέσχισε την Έβδομη Λεωφόρο και μπήκε σπινάροντας στις δυο ρόδες στη σκοτεινή οδό Τσαρλς. Ο νεαρός δίπλα της χαχάνισε πνιχτά. «Πάτα το, κούκλα», της είπε. «Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη ώς το Νιου Χέιβεν».
Η Έλεν Κίλντεϋ, φουντωμένη από θυμό, έβγαλε μ’ ένα σουγιαδάκι το χαρτί με το οποίο ο Νορθ είχε ταπώσει το χωνάκι του σωλήνα στο
πρωτόγονο θυροτηλέφωνο. Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Ο Νορθ περνούσε μια από τις κρίσεις του απομόνωσης. Το τάπωμα σήμαινε ότι δεν ήθελε ενοχλήσεις από νεαρές επισκέ-πτριες σαν την αφεντιά της. Ήταν πολύ κρίμα. Ο νεαρός κόντευε να λιώσει στο καβαλέτο. Μα γιατί δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται πολιτισμένα και σαν άνθρωπος στους φίλους του όταν τον επισκέπτονταν; Ήταν ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό και το Βί-λατζ έσφυζε από αισιοδοξία και νέα ζωή. Μικρά πράσινα αγριόχορτα φύτρωναν ανάμεσα στις χαραματιές του πεζοδρομίου μπροστά από το κτίριο όπου έμενε ο Νορθ, κι ένας αλητόγατος χουζούρευε στη λιακάδα ξαπλωμένος στα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάτω στο δωμάτιο του θυρωρού. Στο δρόμο αντίκρυ δυο «ιθαγενείς» του Βίλατζ
πήγαιναν αγκαζέ, με την κοπέλα να κρατάει ένα καβαλέτο, και το νεαρό να δείχνει φοβερά ευτυχής που η μοίρα δεν τον είχε κάνει υπάλληλο σε γραφείο. Η Έλεν Κίλντεϋ άρχισε να χτυπάει το κουδούνι του Νορθ και να γκαρίζει στο χωνάκι. «Ε, εσύ εκεί μέσα! Εγώ είμαι, η Έλεν. Ν’ ανέβω πάνω; Εμπρός, μ’ ακούς; » Δεν πήρε καμία απάντηση. Έσμιξε τα φρύδια της και χτύπησε ένα άλλο κουδούνι. Ήταν βρόμικο κόλπο, αλλά με κάποιο τρόπο έπρεπε να μπει στο κτίριο. Μια φωνή ακούστηκε θυμωμένη από ένα άλλο χωνάκι: «Κοίτα, Τζέρυ. Σου είπα, δεν έχω πέντε δολάρια.
Αντε, πάρε δρόμο τώρα και άσε μένα τελειώσω εκείνο το μυθιστόρημα». Η Έλεν χτύπησε ένα τρίτο κουδούνι. Τούτη τη φορά ο μηχανισμός της πόρτας έκανε ένα ευπρόσδεκτο κλικ. Η Έλεν την άνοιξε, μπήκε, και ανέβηκε τα τρία πατώματα ώς το διαμπερές διαμέρισμα του Νορθ. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν μισάνοιχτη. Η Έλεν τη ζύγωσε αθόρυβα- είχε κεντριστεί η γυναικεία της περιέργεια. Ο Νορθ μιλούσε με κάποιον. Άκουγε καθαρά τη φωνή του: ήταν τρεμουλιαστή σαν από κάποιο σοκ. «Λες ότι το ατύχημα συνέβη πριν με χτυπήσει το αμάξι. Μα, που να πάρει, ξέρεις τι μου λες, άνθρωπέ μου; » «Ξέρω πολύ καλά τι σου λέω», απάντησε μια
φωνή που φάνηκε άγνωστη στην Έλεν. «Το ατύχημα έγινε κατά το ήμισυ.. Γ ι’ αυτό μονάχα ταρακουνήθηκες λίγο και τίποτε άλλο». «Μα το χέρι μου—» «Το χέρι σου είν’ εντάξει τώρα, δεν είναι; Πάψε, λοιπόν, ν’ ανησυχείς. Σου εξήγησα τι συνέβη. Ένιωθα λίγο στρεσαρισμένος χτες βράδυ και έχασα κάπως τον έλεγχό μου. Κουράζεται κανείς με το να δουλεύει αποκλειστικά με τα χρώματα. Ήξερα ότι λίγη από την.. την... αστάθεια θα σου μεταδιδόταν όταν σου έσφιξα το χέρι. Αλλά φαίνεται να καταλαβαίνεις ότι σου έσωσα τη ζωή». «Ασφαλώς και σου είμαι ευγνώμων», απάντησε ο Νορθ. «Αν φυσικά αυτό που λες είναι αλήθεια—» «Και βέβαια είναι αλήθεια. Σου είπα, διαθέτω
μερικά περίεργα χαρίσματα. Τίποτα το ολοκληρωμένο δε θα μπορούσε να σου συμβεί χτες τη νύχτα. Εκείνη η χειραψία σ’ έσωσε. Σε μετατόπισε σε... σε, ας πούμε, μια ζώνη ασφαλείας». «Και τώρα η επίδραση πέρασε; » «Εντελώς. Πάντως, χαίρομαι που μου τηλεφώνησες, Νορθ. Δε θα ήθελα να νομίζεις ότι δεν έχω κατανόηση». Η αγανάκτηση πλημμύρισε την Έλεν Κίλντεϋ εκεί που στεκόταν κολλητή στην πόρτα κρυφακούοντας. Ο Νορθ δε ζωγράφιζε καθόλου. Στις δέκα το πρωί μιλούσε για μεταμεσονύχτιες τρέλες του με κάποιον το ίδιο παλαβό σαν ελόγου του. Έξω φρενών, η Έλεν άνοιξε την πόρτα και
μπήκε ορμητική στο διαμέρισμα. Το στόμα του Νορθ άνοιξε μια σπιθαμή αντικρίζον-τάς τη. Στεκόταν ακίνητος και ορθός πλάι στο τζάκι του καθιστικού-ατελιέ. Η ψηλή αγορίστικη σιλουέτα του διαγραφόταν στο ηλιόφωτο που περνούσε από το παράθυρο δεξιά του. Το πρόσωπό του ήταν φοβερά χλωμό και κομμένο. Το δεξί του μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό, ενώ ένα φαρδύ λευκοπλάστ σκέπαζε το σαγόνι του, αλλάζοντας κατά κάποιο τρόπο το όλο παρουσιαστικό του. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα συμπόνιας μαλάκωσε αρκετά την οργή της Έλεν Κίλντεϋ. Το σαγόνι του Νορθ ήταν το πιο δυνατό χαρακτηριστικό του. Δίχως την πρόσθετη αρρενωπότητα του σαγονιού του, φαινόταν σαν παιδάκι που χρειαζόταν βοήθεια. Ο Νορθ κάπνιζε ένα τσιγάρο εκείνη τη στιγμή, αλλά μόλις την είδε να μπαίνει το πέταξε στο τζάκι μ’
ένα ξαφνιασμένο σκίρτημα. «Γιατί δε χτύπησες το κουδούνι; » της φώναξε. «Δε σε περίμενα». «Θ’ ακούσεις το κουδούνι να χτυπά σε λίγα λεπτά», είπε ο καλεσμένος του Νορθ. Ο τελευταίος στεκόταν δίπλα στο παράθυρο. Ήταν ένας κοντοδεμένος ώριμος άντρας με φαρδιές πλάτες, γκριζαρισμένα μαλλιά και με χλωμά, αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Κοιτούσε την Έλεν Κίλντεϋ με βλέμμα τόσο ντόμπρο και ήρεμο που κάτι σαν παγωμένο χέρι της έσφιξε την καρδιά. «Το κουδούνι δε χτύπησε ακόμα», διευκρίνισε ο άγνωστος. «Φοβάμαι ότι η παρουσία μου εδώ εμπόδισε την όλη άφιξη της
δεσποινίδας». Μια ξαφνική λάμψη φάνηκε στα βάθη των ήρεμων ματιών του επισκέπτη. «Ειλικρινά, Νορθ, χαίρομαι που δεν περίμενα για κείνο το δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Ο πρώτος με ζεμάτισε, τον άφησα κάτω, και κείνος ο αναθεματισμένος εξαφανίστηκε με μια δίνη. Σαν ένας μικρός σίφουνας στο φλιτζάνι. Έτσι γίνεται όταν θυμώνω ή εκνευρίζομαι με κάτι. Συγκεντρώνω την προσοχή μου σ’ ένα αντικείμενο και —
πουφ». Ο Νορθ τον κοίταξε απορημένος. «Καφές; Ποιος καφές; Δεν καταλαβαίνω—» Ο Ρεβέλ — γιατί αυτός ήταν — αναστέναξε. «Είμαι ανόητος, με συγχωρείς. Το μυαλό μου πηδάει μπροστά και ξεχνάω ότι εσύ βρίσκεσαι σε διαφορετική ζώνη. Πρέπει να πάψω να σκέφτομαι μεγαλόφωνα, ελλειπτικά. Αυτό που
προσπαθώ να σου πω είναι ότι χαίρομαι που ήρθα εδώ δίχως ν’ αποτελειώσω το πρωινό μου. Τούτη η δεσποινίδα είναι από σωματική άποψη τέλεια. Το ήξερα ότι θα τη συναντούσα, αφού ήδη έχω κάνει το πορτραίτο της, αλλά δε φανταζόμουν ότι αυτό θα συνέβαινε σήμερα». Ένα κουδούνισμα αντήχησε ξαφνικά στο δωμάτιο. «Να, ορίστε», συνέχισε ο Ρεβέλ. «Τώρα η δεσποινίδα έφτασε εντελώς. Βρίσκεται όχι μόνο εδώ στο δωμάτιο, αλλά χτύπησε και το κουδούνι και ανέβηκε τις σκάλες». Η Έλεν Κίλντεϋ ένιωθε σχεδόν σωματικά άρρωστη. Ο ξένος την κοιτούσε πάλι μ’ εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα του. Τα μάτια του την περιεργάζονταν με μια ευθύτητα που, κατά κάποιο τρόπο, την τρόμαζε. Δεν ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό πρωτόγονο θράσος. Τις ματιές
των πρωτόγονων αρσενικών μπορούσε να τις αποκρούσει με περιφρονητική ευκολία και άνεση, αλλά δε διέθετε όπλα για ν’ αντιμετωπίσει τούτη την ανελέητη επιθεώρηση του Ρεβέλ. «Δε θα μας συστήσεις, Νορθ; » είπε ο Ρεβέλ. «Θα πρέπει να μου ποζάρει αργότερα αλλά, όταν μάθει ποιος είμαι, σίγουρα δε θα φέρει αντίρρηση. Οι γυναίκες, από ένστικτο, εμπιστεύονται τους άντρες που μπορούν να έχουν πάθος δίχως να συμπεριφέρονται σαν πίθηκοι». Η κοπέλα άκουσε τη σιγανή φωνή του Νορθ να μουρμουρίζει απρόθυμα, «Έλεν, από δω ο Χένρυ Ρεβέλ. Μ’ έχεις ακούσει να κάνω λόγο για τη δουλειά του». Ο Ρεβέλ της χαμογέλασε. «Ελπίζω να μη με θεωρήσετε θρασύ», της είπε, «αλλ’ απλά
προσπαθώ να δια-σώσω έναν από τους καλύτερους πίνακές μου. Βλέπετε, μόλις πρόσφατα τέλειωσα ένα πορτραίτο σας, και αν δε δεχτείτε τώρα να μου ποζάρετε, θα ξεζωγραφι-στεί». Υπήρχε τώρα κάτι το εντελώς ακαταμάχητο στο βλέμμα του. Η Έλεν ένιωσε την αντίστασή της να κάμπτεται λίγο λίγο, και να χάνεται. Εκείνος ο άντρας δεν την τρόμαζε πια. Υπήρχε κάτι το παράξενα ηρεμιστικά στην παρουσία του. Το πρόσωπό του είχε γίνει μια θολούρα σαγηνευτικού σκοταδιού που ευωδίαζε γλυκά σαν ρόδο. Ο Ρεβέλ ξεκόλλησε απότομα το βλέμμα από πάνω της. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Πρέπει να πηγαίνω», δήλωσε. «Λοιπόν, δεσποινίς Κίλντεϋ, θα σας περιμένω στις δύο το απόγευμα».
Δυο λεπτά αργότερα η Έλεν Κίλντεϋ πάσχιζε απεγνωσμένα να θυμηθεί πώς ακριβώς ήταν η μορφή του Ρεβέλ. Έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να φέρει στη μνήμη της το πρόσωπο και το παρουσιαστικό του. Ανατρίχιασε λίγο, μ’ ένα ηδονικό μυρμήγκιασμα να διατρέχει το κορμί της καθώς έφερνε πάλι μπροστά της το σκιερό περίγραμμα της μύτης και του μετώπου του. Το γένι του ήταν επίσης ελκυστικό, αλλά η Έλεν δεν μπορούσε να θυμηθεί αν ήταν μαύρο ή ψαρό. Ο Νορθ στεκόταν ανήσυχος μπροστά της, κοιτάζον-τας από το ύψος του τα λαμπερά πυρρόξανθα μαλλιά της. Η απρόσμενη πρόσκληση του Ρεβέλ ήταν ένα δυσάρεστο σοκ γι’ αυτόν. Προσπάθησε ν’ αποδιώξει την ανησυχητική εικόνα που ξεπήδησε στο μυαλό του. Αγαπούσε την Έλεν και δεν του άρεσε η ιδέα να ποζάρει για τον Ρεβέλ. Ένιωθε ζήλεια για τον άλλο ζωγράφο και οργή για τον εαυτό
του. Η Έλεν ήταν ο τύπος της κοπέλας του σπιτιού, και ήταν φοβερό το ότι ήθελε να την παντρευτεί. Από την πρώτη κιόλας στιγμή θα έχανε έτσι την ανεξαρτησία του. Πραγματικά, το να την παντρευτεί θα ήταν σχεδόν το ίδιο φοβερό όσο και το να μην την παντρευτεί. Ήταν τραγικό το ότι είχε να επιλέξει ανάμεσα στη θυσία της ανεξαρτησίας του και σε μια ζωή αφόρητης, θλιβερής μοναξιάς. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να πας μόνη στο ατελιέ του», δήλωσε ξαφνικά. «Δεν τον εμπιστεύομαι». Η Έλεν σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε θυμωμένα. «Λυπάμαι που είσαι τόσο στενόμυαλος», του είπε. «Θα εμπιστευόσουν τη ζωή μου σ’ ένα μεγάλο χειρουργό ή όχι; »
«Μα οι καλλιτέχνες είναι άλλο πράγμα, Έλεν. Δεν είναι σαν τους χειρούργους. Οι καλλιτέχνες είναι όλοι τους λίγο τρελοί, και η ζωγραφική του Ρεβέλ είναι λίγο... λίγο τολμηρή». «Και η δική σου δεν πάει πίσω», του πέταξε εκείνη. «Θα πάω να του ποζάρω, και δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις».
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Νορθ έφτασε σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Ηταν σκνίπα στο μεθύσι. Ένιωθε τις σκάλες να γλιστράνε κάτω από τα πόδια του, σε μια ανάβαση που του φαινόταν ατέλειωτη στο σκοτάδι. Βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του το θυρωρό που δεν είχε φροντίσει ν’ αφήσει ένα φως στον κάτω διάδρομο. Πλήρωνε ένα εξωφρενικό νοίκι μόνο και μόνο για το προνόμιο να μένει στο Βίλατζ, και σίγουρα είχε δικαίωμα για λίγο φως όταν το χρειαζόταν. Όχι σαν εκείνο που έκαιγε μέσα
του, αλλά σαν το άλλο που έβγαζαν οι ηλεκτρικές λάμπες στο ταβάνι του διαδρόμου. Οι τοίχοι συνωμοτούσαν εναντίον του. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες φαίνονταν να γέρνουν και να τον αγκαλιάζουν. Τον έπνιγαν εκεί στις σκάλες. Βρισκόταν στο στομάχι μιας φάλαινας. Ηταν ο Ιωνάς. Ήταν ο κυβερνήτης γερμανικού υποβρυχίου στον πόλεμο που είχε αρπάξει μια ξεγυρισμένη στο σαγόνι από εγγλέζικο πολεμικό. Ήταν ο Δρ Πικάρ στο βαθυσκάφος του-βαθιά κάτω από τη θάλασσα, κοιτάζοντας τα φανταστικά ψάρια της αβύσσου να κολυμπούν στο σκοτάδι. Το σκοτάδι φάνηκε να σπάζει καθώς ανέβαινε προς τον πάνω διάδρομο. Ένα φως φαινόταν να λάμπει στο διαμέρισμά του και χυνόταν πέρα ώς τις σκάλες. Η πόρτα του έχασκε μισάνοιχτη, και από μέσα φαίνονταν να βγαίνουν κάτι πνιχτά αναφιλητά.
Κάποιος έκλαιγε μέσα στο διαμέρισμά του. Τρικλίζοντας, πλησίασε ψαχουλευτά στην πόρτα. Την έσπρωξε με το χέρι και μπήκε. Δεν έπιασε το πόμολο-απλώς ακούμπησε πάνω την παλάμη του και έσπρωξε. Η πόρτα ήταν σαν ένα αχυρένιο σκιάχτρο στο δρόμο του. Έτσι το ’κανε πέρα με μια σπρωξιά για να φτάσει πιο γρήγορα στον όποιο έκλαιγε μέσα. Μπήκε τρικλίζοντας βαριά στο δωμάτιο, με τα πόδια του να τρεμουλιάζουν σαν βελόνες σεισμογρά-ψου. Ένιωθε τα μάτια του να κολυμπούν σαν σε μεγάλη απόσταση από το πρόσωπό του, σπαρταρώντας ανήμπορα σαν ψάρια σε μια θάλασσα από φως. Μια καρέκλα και δυο τραπέζια εμφανίστηκαν τρεμοπαίζοντας μπροστά του. Ύστερα το γείσο και η σχάρα του τζακιού, και μετά ένας καναπές με μια λεπτή μορφή ξαπλωμένη πάνω. Η μορφή φαινόταν να σαλεύει ελαφρά. Είχε μακριά
άσπρα χέρια. Ήταν τα πιο μακριά χέρια που είχε δει ποτέ, αγκαλιασμένα στη ράχη του καναπέ. Στάθηκε κοιτάζοντας εμβρόντητος, με το στόμα του κατάξερο από αγωνία. Ένα τέτοιο κορμί δεν μπορούσε να είναι ανθρώπινο. Ήταν πάρα πολύ μακρύ για ν’ ανήκει σε άνθρωπο, πάρα πολύ λιγνό. Σίγουρα ξεπερνούσε κατά πολύ τα δύο μέτρα. Αλλά κουνιόταν και σάλευε. Λυγμοί έβγαιναν απ’ αυτό. Μακρύ, χλωμό και λιγνό — τα πόδια κρέμονταν σαν λαστιχένια από την άκρη του καναπέ και σέρνονταν στο πάτωμα. Δεν υπήρχε λογική στο ντύσιμο της μορφής. Φορούσε μονάχα κάτι σαν μικρό, ζαρωμένο χιτώνα που σκέπαζε το μεσαίο τμήμα του κορμιού. Όχι, για στάσου... Δεν ήταν χιτώνας. Ήταν ένα καλοραμμένο τα
γιέρ. Είχε φούστα και ζακέτα, αλλά ήταν... Θεέ μου, ήταν φριχτό! Έμοιαζε σαν φόρεμα κούκλας που το φορούσε κάποιος μεγάλος, μονάχα που τούτο δω ήταν αρκετά φαρδύ για να χωρά το σώμα, αλλά όχι κι ανάλογα μακρύ. Ήταν αυτή η αφύσικη αναλογία που το έκανε να φαίνεται σαν ζαρωμένο. Το μακρύ, λιγνό κορμί στον καναπέ φαινόταν να φορά ένα ταγέρ πολύ κοντό για το μήκος του. Ο Νορθ ένιωσε να του σηκώνονται οι τρίχες. Όλο το μεθύσι του πέρασε στη στιγμή. Το πρόσωπο της μορφής ήταν χωμένο σ’ ένα μαξιλάρι, αλλά ξαφνικά γύρισε προς το μέρος του και ανασηκώθηκε αργά. Τα χέρια απλώθηκαν προς το μέρος του σε σπαρακτική ικεσία. «Εσύ είσαι, Τζιμ; Δεν μπορώ να δω καθαρά. Κάτι έχουν πάθει τα μάτια μου».
Η ραχοκοκαλιά του Νορθ πάγωσε στη θέση που ήταν. Εκείνο το πρόσωπο που τον κοιτούσε ήταν μια στενόμακρη, φρικαλέα καρικατούρα του προσώπου της Έλεν Κίλντεϋ. Η σάρκα του φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση ροής. Τ ο στόμα κατσάρωνε σαν πλαστικό που καιγόταν. Το μέτωπο στένευε σ’ ένα στενό, τρεμουλιαστό κώνο. Τα μάτια ήταν απλές κάθετες σχισμές κοντά-κοντά πάνω από μια μύτη που έλιωνε κι έσταζε, σαν κερί κάτω από έναν καυτό ήλιο. Η φωνή ήταν η φωνή της Έλεν, και τα μαλλιά που ξεφύτρωναν από το κωνικό κρανίο ήταν τα μαλλιά της Έλεν — είχαν το δικό της στιλπνό, πλούσιο, πυρρόξανθο χρώμα. Αλλά το υπόλοιπο κορμί ήταν μια αποτρόπαιη παρωδία του σώματος της κοπέλας που αγαπούσε. Χέρια κυματιστά σαν πλοκάμια κουλουριάστη-καν γύρω από το λαιμό του και αγκάλιασαν τους ώμους του.
«Βοήθησέ με, Τζιμ. Δεν μπορώ να σηκωθώ». Ο λαιμός της Έλεν Κίλντεϋ ήταν μια ρευστή άσπρη θάλασσα, μια ασταθής μάζα αναλυτής σάρκας. «Ένιωθα καλά όταν έφυγα από το ατελιέ», την άκουσε να βογκά. «Με... με συνόδεψε εκείνος μέχρι έξω. Είπε ότι η ένταση γινόταν αβάσταχτη. Είπε ότι δεν ήθελε να μου κάνει κακό». Ο πόνος έσφιξε την καρδιά του Νορθ έτσι που δεν μπορούσε να μιλήσει. Την κοίταξε, και όλο του το είναι σπάραζε από πόνο. Την έπιασε από τους καρπούς και ξεδίπλωσε μαλακά τα μακριά, παγωμένα χέρια της. Μια μανία που πρώτη φορά ένιωθε σε τέτοια ένταση άρχισε να φουντώνει μέσα του.
Χρειαζόταν λίγο βερονάλ και ένα πιστόλι... Βερο-νάλ για να την κοιμίσει, ενώ εκείνος θα πήγαινε να λύσει τις διαφορές του με τον Ρεβέλ. Με ένα πιστόλι γυρισμένο κατά πάνω του, ο Ρεβέλ θα ήταν αναγκασμένος να κάνει κάτι. Και θα το έκανε αυτό το κάτι. Θα το έκανε ή... «Θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα, Ρεβέλ. Θα σε κάνω κόσκινο» ή... «Σώσ’ τη, Ρεβέλ. Ξανακάν’ την όπως ήταν αλλιώς θα σου λιανίσω το αρρωστημένο πράγμα που ’χεις για κεφάλι». Ο Νορθ παραμιλούσε μονάχος του, καθώς βάδιζε πάλι τρικλίζοντας μέσα στη νύχτα. Η Έλεν μπορούσε ακόμη να καταπίνει, δόξα τω Θεώ, και έτσι τώρα κοιμόταν. Το υπνωτικό είχε
καταλαγιάσει τη φρίκη της πραγματικότητας στο μυαλό της. Ηταν ξαπλωμένη εκεί, με το μακρύ σώμα της γαληνεμένο, έχοντας χάσει κάτι από τη ρευστότητά του χάρη στο φάρμακο. Τα δάχτυλα του Νορθ σφίχτηκαν στο πιστόλι στην τσέπη του. Ήταν ένα Μάουζερ τσέπης, μικρό, αλλά αρκετά δυνατό για να ρίξει κάποιον νεκρό όταν το χρησιμοποιούσες από κοντινή απόσταση. Τα μάτια του σάρωναν το δρόμο ολόγυρα καθώς βάδιζε στην Έβδομη Λεωφόρο. Οι ιθαγενείς είχαν αρχίσει να ξεμπουκάρουν από τα υπόγεια καμπαρέ και τα ισόγεια μπαρ, και η νύχτα αντιλαλούσε από κουβέντες. Κεφάτες, ανέμελες φωνές που αντάλλασσαν μεταμεσονύχτιους αποχαιρετισμούς. Το
ουρλιαχτό
της
σειρήνας
μιας
πυροσβεστικής αντλίας σκέπασε ξαφνικά τα μεθυσμένα «κ’ νύχτα» με την άγρια αυθάδεια ενός θηρίου που ριχνόταν στη λεία του. Ο δρόμος λούστηκε με μια κόκκινη λάμψη, που στράβωσε τους σαστισμένους ξενύχτηδες και τους έκανε να ξεχάσουν κάθε ιδέα για άλλα παραπατήματα εκείνη τη νύχτα. Όλοι στάθηκαν ασάλευτοι μπροστά στα σκοτεινά κατώφλια, με το κέφι τους να σβήνει καθώς μια αντλία με τα καμπανάκια και τις σκάλες της πέρασε ουρλιάζοντας από το δρόμο. Την ακολουθούσαν τρεις μηχανοκίνητες μονάδες πυροσβεστών. Το αυτοκίνητο του αρχηγού πέρασε τελευταίο, σαν ένας κόκκινος κομήτης με φλογερή, φωτεινή ουρά. Μια πνιχτή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του Νορθ, και γύρισε ανήσυχα το κεφάλι. Ανεξήγητα, κακά προαισθήματα τον πλημμύρισαν. Προχώρησε στη μέση του δρόμου
και στάθηκε να κοιτάξει πέρα στο μακρύ οικοδομικό τετράγωνο. Το βλέμμα του πέταξε γοργά πάνω από τη φωτεινή θολούρα της Έβδομης Λεωφόρου και στάθηκε τελικά στη διάχυτη κόκκινη ανταύγεια που τρεμόπαιζε στην οδό Τσαρλς. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει εκεί ήταν μια μαυρίλα που τη σπάθιζαν γλώσσες φωτιάς. Οι φλόγες φαίνονταν να ξεχύνονται από ένα κτίριο στη μέση του τετραγώνου. Μια σπασμωδική ανατριχίλα συγκλόνισε τον Νορθ. Κατά κάποιο τρόπο ήξερε, μάντευε ποιο σπίτι καιγόταν. Άρχισε να τρέχει. Χρειάστηκε πέντε λεπτά για να φτάσει τον Ρεβέλ. Η αστυνομία τον είχε προλάβει. Είχαν φτιάξει κλοιό στο δρόμο και απομάκρυναν τον κύκλο των περιέργων σε ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση.
«Εμπρός, κουνηθείτε. Κάνετε πίσω. Θέλετε να σκοτωθείτε; » «Μα εκεί μέσα μένω, κύριε αστυφύλακα». «Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται τίποτα, φίλε. Κάντε πίσω». Ο Νορθ έτρεξε διαγώνια στο δρόμο και χώθηκε σ’ ένα στενό, σκοτεινό σοκάκι ακριβώς αντίκρυ στο φλεγόμενο κτίριο. Εκεί στάθηκε και κοίταξε ψηλά, με την καρδιά του να βροντά τρελά στο στήθος του. Το παμπάλαιο κτίριο από κόκκινα τούβλα ήταν κιόλας μια πύρινη κόλαση. Βλοσυροί πυροσβέστες έστελναν πίδακες νερού στα παράθυρα που ξερνού-σαν καπνούς και φλόγες. Η αψιδωτή κεντρική είσοδος ήταν μια μανιασμένη πύρινη μάζα. Η στέγη δε φαινόταν πίσω από τα πυκνά σύννεφα καπνού που
στροβιλίζονταν ώς κάτω στο δρόμο, μπουκώνοντας τα πνευμόνια του Νορθ και κάνοντάς τον να πνιγεί και να βήχει. Οι άγριες, θεόρατες φλόγες έστελναν την κάψα τους σ’ ολόκληρο το δρόμο. Ο Νορθ μπορούσε να νιώσει τη φοβερή θερμότητα ακόμη και κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του. Παρά τις συνεχείς κρίσεις του σπασμωδικού βήχα που τον συγκλόνιζαν, έμεινε στη θέση του κοιτάζοντας ψηλά προς τη στέγη. Κάτι φαινόταν να σαλεύει εκεί. Μιά σκοτεινή σιλουέτα που κινιόταν ανάμεσα στις φλόγες. «Είναι ένας άνθρωπος εκεί πάνω! » στρίγκλισε μια γυναίκα υστερικά. «Θα πηδήσει! Ω, Θεέ μου θα πηδήσει! » Ο Ρεβέλ στεκόταν στο χείλος της στέγης κοιτάζοντας κάτω προς το δρόμο. Το
κοντοδεμένο κορμί του ήταν τριγυρισμένο από τις φλόγες και το πρόσωπό του ήταν συσπασμένο σαν μια σφιχτή, μελαγχολική μάσκα. Οι κόκκινες ανταύγειες έδιναν κάτι το σατανικό στην έκφρασή του — σαν να κατοικούσε εδώ κι αμέτρητα χρόνια στην κόλαση και είχε μάθει ν’ αντέχει τις αιώνιες φωτιές δίχως παράπονο. Ήταν ολοφάνερο ότι ετοιμαζόταν να πηδήσει. Η στάση του ήταν στάση ανθρώπου έτοιμου να βουτήξει στο κενό αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. Ο Νορθ πάγωσε ολόκληρος. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει τον Ρεβέλ να πηδήσει. Έπρεπε να εμποδίσει την αυτοκτονία του. Αν πέθαινε ο Ρεβέλ, τότε η Έλεν Κίλντεϋ θα ήταν καλύτερα να πέθαινε κι αυτή. Με μια κραυγή απόγνωσης ο Νορθ έτρεξε έξω στο δρόμο. «Ρεβέλ, περίμενε! » φώναξε. «Φέρνουν δίχτυ. Μην πηδάς, Ρεβέλ».
Ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Ο Ρεβέλ δεν περίμενε καθόλου. Έκανε τα χέρια του πίσω και πήδησε αδίστακτα από τη στέγη. Μια κραυγή ξέφυγε από το πλήθος, καθώς το ανοδικά κινούμενο κορμί του χτύπησε ξώφαλτσα στη στέγη του γειτονικού κτιρίου και άρχισε να πέφτει, αλλά προς τον ουρανό! Η μορφή του απομακρυνόταν με τα πόδια μπροστά και με το σακκάκι του να φουσκώνει πάνω από το κεφάλι του. Στο μυαλό του Νορθ δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Ρεβέλ έπεφτε στ’ αλήθεια. Οι κραυγές του συγκεντρωμένου πλήθους κόπηκαν τόσο απότομα που ο Νορθ κατάλαβε ότι κι οι άλλοι είχαν νιώσει το ίδιο. Ο Ρεβέλ έπεφτε προς τον ουρανό. Κανονικά θα έπρεπε να δίνει την εντύπωση ότι ανέβαινε, αλλά μέσα σου ένιωθες ακριβώς το αντίθετο. Σηκώνοντας το βλέμμα του, ο Νορθ έπαψε να
έχει συνείδηση του πάνω και του κάτω. Απλά έβλεπε τα μακρινά, λαμπερά άστρα και τον Ρεβέλ να μικραίνει ολοένα στο νυχτερινό ουρανό, να γίνεται μια αχνή κουκκίδα και τελικά να χάνεται για πάντα. Ο Νορθ έσφιξε με απόγνωση τα χέρια στους κροτάφους του και τρίκλισε πισωπατώντας προς το πλήθος. Ένας αστυφύλακας τον άρπαξε από τον αγκώνα και τον έφερε τραχιά βόλτα. «Την άλλη φορά που θα βγεις από τη γραμμή, φίλε, θα σε πάω μέσα. Κείνο το κτίριο θα πέσει από στιγμή σε στιγμή». Το πρόσωπο του Νορθ ήταν σαν κερί και το κορμί του τιναζόταν από ασυγκράτητα νευρικά τικ καθώς έπαιρνε τρικλίζοντας την Έβδομη Λεωφόρο στο δρόμο του γυρισμού.
Δεν ήταν μεθυσμένος πια. Η αγωνία και η φρίκη είχαν εξουδετερώσει το οινόπνευμα μέσα του. Η ζαλάδα που ένιωθε τώρα οφειλόταν μονάχα στην απόγνωση. Η μόνη παρηγοριά που του απόμενε ήταν το πιστόλι στην τσέπη του- κάθε άλλη ελπίδα είχε χαθεί. Θα σκότωνε την Έλεν και μετά θ’ αυτοκτονούσε. Δε θα μπορούσε να ζήσει δίχως αυτή, και σίγουρα η κοπέλα θα έβρισκε ευπρόσδεκτο το θάνατο. Τ όσο βαθιά ήταν βυθισμένος στη δυστυχία του που δεν ένιωθε καν ότι τα βήματά του ακολουθούσαν μηχανικά τη σωστή διαδρομή. Έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματός του δίχως να καταλάβει ότι είχε αφήσει το δρόμο. Τα πόδια του κινούνταν μηχανικά, και το κορμί του ήταν αλύγιστο σαν κορμί υπνοβάτη.
Άρχισε να ψάχνεται μηχανικά για τα κλειδιά του του, ενώ το μυαλό του ήταν μια ανταριασμένη θάλασσα απόγνωσης. Μια συμφωνία διπλής αυτοκτονίας. Ήταν η μόνη λύση, και η Έλεν θα έβρισκε το θάνατο καλοδεχούμενο. Συνήλθε ξαφνικά συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν μόνος. Μια γυναίκα ήταν σφιγμένη πάνω του κλαίγοντας. Στέκονταν στο σκοτεινό χολάκι του διαμερίσματος του με μια γυναίκα στην αγκαλιά του. Γ ια μια φοβερή στιγμή αναρωτήθηκε μήπως ήταν πια ολότελα τρελός. Δεν είχε νόημα. Καμιά γυναίκα δε θα έπεφτε έτσι στην αγκαλιά ενός μεθυσμένου ξένουκαμιά γυναίκα δε θα ερχόταν δίχως λόγο μες στο σκοτάδι να τον φιλήσει με τα ζεστά, πρόθυμα χείλη της. Είχε το μπόι της Έλεν, η μέση της ήταν λεπτή σαν της Έλεν, και τα φιλιά της —
Τον συγκλόνισε ένας ξαφνικός χείμαρρος χαράς. Το καθετί πάνω της ήταν γνώριμο, ακόμη και ο τρόπος που ψεύδιζε ελαφρά η φωνή της όταν ξεχείλιζε από συγκίνηση. «Τζιμ, είμαι καλά τώρα. Μπορώ και βλέπω πάλι. Αλλά γιατί με άφησες έτσι και έφυγες; Όταν ξύπνησα και είδα ότι έλειπες, τρόμαξα. Ύστερα σκέφτηκα ότι μπορεί να είχες πάει να φωνάξεις γιατρό. Έτρεξα κάτω ελπίζοντας να σε προλάβω και να σου φωνάξω να γυρίσεις. Και... βρήκα αυτό το σημείωμα στη θυρίδα της αλληλογραφίας σου. Στην αρχή νόμισα ότι το είχες αφήσει εκεί για μένα. Αλλά είναι από εκείνον, Τζιμ. Άναψα ένα σπίρτο για να διαβάσω τη διεύθυνση και—» Η Έλεν του έβαζε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτιού στο χέρι. «Καλύτερα να το διαβάσεις, Τζιμ. Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό».
Ο Νορθ διάβασε το σημείωμα στο φως ενός φακού της τσέπης. Κρατούσε το χέρι της σφιχτά, γιατί ακόμη κι ένα σημείωμα από τον Ρεβέλ ήταν κάτι το επικίνδυνο. Μπορεί να ήταν ένας απόκρυφος δυναμίτης. Κάτι που ίσως να έκανε κομμάτια την ευτυχία τους, ακόμη και τώρα. Ο Νορθ ήθελε να αισθάνεται ότι την προστάτευε με όλο του το είναι — με σώμα, νου και ψυχή. Διάβασε το σημείωμα μεγαλόφωνα, με τη φωνή του ένα βραχνό ψίθυρο από την αγωνία. Αγαπητέ μου Νορθ, Οταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα θα είμαι πολύ μακριά. Σιχαίνομαι τις εξηγήσεις και τις απολογίες, αλλά με θεωρούσες φίλο σου και θα ήθελα να παραμείνω φίλος. Είναι η μοναδική ανθρώπινη αδυναμία που θα πάρω φεύγοντας μαζί μου — την επιθυμία να με θυμάται κάποιος στη Γη.
Βλέπεις, δεν προέρχομαι από τον ανθρώπινο κόσμο σας. Από τη δική σας προοπτική, είμαι ένας άνθρωπος από το άγνωστο. Το σώμα που φορούσα φτιάχτηκε με την αργή, επώδυνη διαδικασία της δοκιμής και του σφάλματος. Δεν έχεις ιδέα πόσο καιρό μου πήρε να πετύχω τον εγκέφαλο σωστά. Θα ήταν αδύνατον να περιγράψω την αληθινή φύση μου με την ανθρώπινη γλώσσα αλλά, αν θέλεις, μπορείς να με φαντάζεσαι σαν ένα είδος θερμότητας. Μια θερμότητα που μπορεί να λιώσει και να διαλύσει το καθετί στον κόσμο σου. Συγκρατιόμουν όσο μπορούσα. Αγωνιζόμουν ενάντια στον πειρασμό να το κάνω σε επικίνδυνα μεγάλη έκταση. Όσο ζούσα μαζί σας μπορούσα να λιώνω τα γεγονότα, να τ’ αλλοιώνω, να τα μεταλλάσσω ή ακόμη και να τ’ αναιρώ εντελώς — να τα κάνω να ξεσυμ-
βαίνουν. Αλλά κάπου έπρεπε να διοχετεύω αυτή τη φυσική μου παρόρμηση, κι αυτό το έκανα στο καννα-βάτσο. Ζωγράφιζα λιωμένα γεγονότα, και βέβαια στα μάτια σας φαίνονταν εντελώς εξωπραγματικά. Αλλά σου άρεσαν τα έργα μου, δεν είν’ έτσι; Κάτι σ’ ευχαριστούσε σ’ αυτά. Το ίδιο συνέβαινε με όλους. Οι πάντες τα θαύμαζαν. Αυτό ήταν που μου άρεσε με το Βίλατζ, Νορθ. Δε δεσμεύονται από γελοίες συμβατικότητες σ’ αυτή τη γειτονιά. Μπορούσα να ζωγραφίσω ακόμη και τα σμαραγδένια ηλιοβασιλέματα και τα εκτυφλωτικά άστρα της πατρίδας μου. Μπορεί κανείς να ζωγραφίσει καλά όταν ξέρει ότι απευθύνεται σε κοινό που τον καταλαβαίνει. Πρέπει να τελειώνω. Όλο το απόγευμα νιώθω την πίεση μέσα μου να θεριεύει. Δεν μπορώ να
παραμείνω άλλο στον κόσμο σας, Νορθ. Μπορεί να τον λιώσω, να καταστρέψω τα πάντα — ακόμη και το μεγάλο νεφέλωμα της Ανδρομέδας. Σου έστειλα την Έλεν πίσω όταν ένιωσα αυτό το δυνάμωμα της εσωτερικής πίεσης. Δεν ήθελα να τη λιώσω μόνιμα. Μπορεί για λίγες ώρες να παραμείνει κάπως πλαστική. Καθόταν τόσο κοντά μου που φοβάμαι ότι την επηρέασα λίγο. Αλλά το ισχυρό ανθρώπινο καλούπι θα ξαναπήξει στην αρχική του μορφή. Και το δικό σου χέρι είν’ εντάξει τώρα, έτσι; Ελπίζω να την κάνεις γυναίκα σου, Νορθ. Θα είναι μια καλή σύζυγος. Και, Νορθ — αν αποκτήσετε παιδιά και το ένα είναι αγόρι, βαφτίστε το Χένρυ Ρεβέλ Νορθ. Θα είναι θαυμάσιο να ξέρω ότι κάπου στο Γκρένιτς Βίλατζ δε θα με ξεχάσουν ποτέ, ότι θα υπάρχει εκεί ένα αγόρι με τ’ όνομά μου, ο γιος ενός
μακρινού ανθρώπινου φίλου. Εύχομαι μονάχα να κληρονομήσει το ταλέντο σου και να ονειρεύεται τα αθάνατα όνειρα της νιότης στο ατελιέ μιας σοφίτας κοντά στ άστρα.
Με θερμή φιλία
Χένρυ Ρεβέλ
Η ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
του Τσαρλς Χάρνες
Το διήγημα που ακολουθεί είναι ένα από τα εκπληκτικότερα που γράφτηκαν ποτέ στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας. Μάλιστα, θεωρείται το καλύτερο μιας ειδικής θεματολογίας Ε. Φ. την οποία, ωστόσο, δεν μπορώ να κατονομάσω δίχως ν’αποκαλύψω το τέλος του. Σαν διήγημα δε διεκδικεί κανένα λογοτεχνικό βραβείο τα πρωτεία του δε βρίσκονται στην ποιότητα γραφής. Δεν
είναι καν διήγημα που διαβάζεται στα πεταχτά-απεναντίας, απαιτεί από τον αναγνώστη να βάλει το μυαλό του να δουλέψει σωστά. Όμως τον επιβραβεύει με το παραπάνω για την προσπάθεια αυτή! Το διήγημα στηρίζεται αποκλειστικά σε ήδη υπάρ-χουσες γνώσεις και δεδομένα, και με αυτά χτυπά κατευθείαν στα θεμέλια κάθε βασικής αντίληψης που είχαμε για τον κόσμο και το σύμπαν. Όχι μόνο απορρίπτει την ύπαρξη αυτού που ονομάζουμε «πραγματικότητα», αλλά και προτείνει ένα τρόπο ακαριαίας διάλυσης και ανασύνθεσης του σύμπαντος!
Και αυτό όχι με κάποια φανταστική, υποθετική συσκευή του μέλλοντος, αλλά με ένα κοινό κρυστάλλινο πρίσμα και μια απλή λάμπα φωτισμού! Σας φαίνεται τρελό και απίθανο; Αν ναι, επιτρέψτε μου να χαμογελάσω σατανικά. Ο Τσαρλς Χάρνες γεννήθηκε το 1915 στο Τέξας, και σχεδόν όλα του τα έργα θίγουν βασικές αντιλήψεις για τη φύση και τη δομή του σύμπαντος και της πραγματικότητας, αναζητώντας απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα μεταφυσικής, οντολογίας και τελε-ολογίας.
Θυμάστε εκείνο το παλιό ανέκδοτο για το ποιο επά-γελμα είναι το παλιότερο στον κόσμο; Ο χειρουργός είπε το δικό του, γιατί με εγχείρηση έφτιαξε ο Θεός την Εύα από τον Αδάμ. Ο αρχιτέκτονας είπε το δικό του, γιατί ο Θεός έφτιαξε πρώτα τον κόσμο. Αλλά κέρδισε ο δικηγόρος, ρωτώντας τους προηγούμενους δυο, «Ναι, αλλά ποιος έφτιαξε το αρχέγονο χάος; » Συμπτωματικά, ο Τσαρλς Χάρνες είναι δικηγόρος...
Γ. Μ. Ο Πρέντις μπήκε στο αυτοκίνητο, τράβηξε το
βύσμα του κρυφού μικροφώνου λαιμού από το ειδικό στήριγμα κάτω από το δεξί μανίκι του και το έχωσε στην αθέατη υποδοχή του ταμπλό. Μια στιγμή αργότερα έλεγε λακωνικά στο μικρόφωνο: «Δώσε μου τη Λογοκρίτρια». Μερικά δευτερόλεπτα κύλησαν με τα κλικκλακ της σύνδεσης. Ύστερα άκουσε με γυναικεία φωνή. «Εδώ Ε». «Πρέντις, γλύκα μου». «Λέγε με απλά "Ε", Πρέντις. Τι έχεις ν’ αναφέρεις; » «Παρακολούθησα πέντε παραδόσεις του καθηγητή Λους. Διαθέτει ιδιωτικό εργαστήριο.
Δεν εμπιστεύεται τους τελειοφοίτους του. Κατά τα φαινόμενα κάνει μυστικά πειράματα στη συγκριτική ψυχολογία. Ξέρεις, με ποντίκια και τέτοια. Τίποτα το φανερά λογο-κρίσιμο». «Κατάλαβα. Ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα; » «Θα βάλω να ερευνήσουν το εργαστήριό του απόψε. Αν δε βγει τίποτα, θα συστήσω να μη δοθεί συνέχεια». «Θα προτιμούσα να έκανες ο ίδιος την έρευνα». Ο Πρέντις Ρότζερς κατάφερε να κρύψει την έκπληξη και την ενόχλησή του. «Πολύ καλά». Εκνευρισμένος και απορημένος τράβηξε το βύσμα από την υποδοχή του, έβαλε μπροστά το αμάξι και
βγήκε στο δρόμο που ήταν πλάι στο πανεπιστήμιο. Μα δεν καταλάβαινε η κοπελιά ότι ήταν ένας πολυάσχολος Τομεάρχης με διακόσιους άντρες στην ευθύνη του, όλους ικανούς για να κάνουν μια νυχτερινή έρευνα ρουτίνας; Προφανώς το ήξερε, αλλά παρ’ όλα αυτά του είχε ζητήσει να κάνει αυτός την έρευνα. Για-τί; Και γιατί είχε αναθέσει τον καθηγητή Λους σ’ αυτόν προσωπικά, αναγκάζοντάς τον να σπαταλήσει τόσες πολύτιμες ώρες; Μισή ντουζίνα από τους πανέξυπνους νεαρούς φυσικούς φιλοσόφους που είχε στη διάθεσή του θα μπορούσαν να κάνουν θαυμάσια αυτή τη δουλειά. Όμως η Ε, κρυμμένη πίσω από τη μεγαλόπρεπη ανωνυμία του αρχικού της, είχε φανεί ανυποχώρητη. Όμως, έτσι κι αλλιώς, ο Πρέντις ποτέ δε θα μπορούσε ν’ ανταλλάξει πικρά λόγια με μια τέτοια υπέροχη καλλονή.
Κάνα δυο χιλιόμετρα πιο πέρα το αμάξι του μπήκε σ’ ένα γκαράζ μιας ερημικής παρόδου και σταμάτησε δίπλα σε μια Κάντιλακ. Ο Κρας πετάχτηκε έξω από τη μεγάλη λιμουζίνα και του άνοιξε σιωπηλά την πίσω πόρτα. Ο Π ρέντις πέρασε και κάθισε. « Εχουμε μια δουλειά γι απόψε» είπε στον άλλο. Ο βοηθός του δίστασε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν βροντήσει την πόρτα πίσω του. Ο Πρέντις κατάλαβε ότι ο κοντόχοντρος ασθματικός ανθρωπάκος είχε ξαφνιαστεί και καταχαρεί από το νέο. Ο Κρας ποτέ δε θα καταλάβαινε ότι ο έλεγχος της ανθρώπινης γνώσης ήταν μια απαίσια και μισητή δουλειά, και όχι ένα είδος απάνθρωπης διασκέδασης.
«Πολύ καλά, κύριε Ρότζερς», έκανε με τη σφυριχτή ανάσα του ο Κρας, ενώ καθόταν μπροστά στο τιμόνι. «Να φροντίσω για υπνοδωμάτιο στο Γ ραφείο για την περίπτωση; » «Δε θα ’χω καιρό για ύπνο», γρύλισε ο Πρέντις. «Το γραφείο μου είναι τόσο φορτωμένο με χαρτιά που δε βλέπω τι γίνεται πιο πέρα. Εσύ μπορείς να πάρεις έναν υπνάκο αν θέλεις». «Εντάξει, κύριε Ρότζερς. Αν νυστάξω». Ο οντολόγος έριξε μια πικρόχολη ματιά στο σβέρκο του βοηθού του. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση ο Κρας να κοιμηθεί, αλλά όχι γιατί ο προβληματισμός θα του έκοβε τον ύπνο. Απομεινάρι μιας εποχής που ένας πράκτορας της Λογοκρισίας διέθετε μονάχα άγρυπνη
περιέργεια και έναν Γκάιγκερ τσέπης, ο Κρας παρέμενε μακάρια απροβλημάτιστος με τις επικίνδυνες και απρόβλεπτες επιπτώσεις της φιλοσοφικής πυρηνικής. Γ ια τον Κρας η «οντολογία» ήταν απλά ένας ακόμη ορισμός του λεξικού: «Η επιστήμη της πραγματικότητας». Ο κοντούλης βοηθός τού Πρέντις ποτέ δε θα έπιανε την ιδέα ότι εκτός και αν υπήρχε ένα παγκόσμιο, λογικά δομημένο σύστημα επίβλεψης της πυρηνικής έρευνας, κάποιος στην άλλη άκρη του κόσμου — ή και στο διπλανό σπίτι — μπορεί να πατούσε ένα κουμπί και ν’ άλλαζε τη μορφή αυτής της πραγματικότητας. Αυτό ήταν κι εκείνο που έκανε τον Κρας τόσο πολύτιμο: δεν ήξερε αρκετά για να φοβάται...
Το παράθυρο του υπόγειου εργαστηρίου ήταν
στο επίπεδο του εδάφους. Ο Πρέντις είχε ψαλιδίσει τις τριχούλες από τα ρουθούνια του και μέχρι στιγμής είχε καταφέρει ν’ ανασαίνει εντελώς αθόρυβα. Αλλά τώρα, καθώς εκείνο το σπηλαιώδες πρόσωπο γύριζε προς το σημείο όπου ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, αθέατος στο σκοτάδι, ένας ευδιάκριτος ήχος σπασμωδικής ανάσας ξέφυγε από τα πνευμόνια του. Τα συνήθως ήπια, ευγενικά και κάπως αφηρημένα χαρακτηριστικά του καθηγητή Λους φαίνονταν τώρα εντελώς αλλαγμένα. Το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο και τα λεπτά χείλη του ήταν τραβηγμένα πίσω σε μια σιωπηλή γκριμάτσα δαιμονικής χαράς. Στα σπηλαιώδη μαύρα μάτια του χόρευαν μικρές σπίθες κόκκινης φλόγας. βάζοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του, ο οντο-λόγος κατάφερε να στρέψει πάλι την προσοχή του στον αρουραίο.
Τέσσερις φορές μέσα στα τελευταία λίγα λεπτά είχε δει το ζώο να τρέχει σ’ ένα κατηφορικό λούκι ώς ένα σημείο διακλάδωσης, να διαλέγει τη μια διακλάδωση, να δέχεται ένα ισχυρό ηλεκτρικό σοκ και μετά να τοποθετείται πάλι στην αρχή της διαδρομής για μια νέα προσπάθεια. Άσχετα ποια διακλάδωση διάλεγε, το ζώο δεχόταν πάντοτε ένα ισχυρό ηλεκτρικό σοκ. Στην πέμπτη προσπάθεια, παρά τα συνεχή σπρωξίματα από τα κύματα του πεπιεσμένου αέρα που δεχόταν στο λούκι, ο αρουραίος δε φαινόταν πρόθυμος να τρέξει. Και λίγο πριν φτάσει στη διακλάδωση, σταμάτησε εντελώς. Ο πεπιεσμένος αέρας έσπρωξε πάλι το ζώο, κάνοντας μικρές τούφες από γκρίζες τρίχες ν’ ανασηκώνοντας στη ράχη και τα
πισινά του. Σιγά σιγά το κορμί του ζώου έπαψε να τρέμει και ο ιδρώτας του έπεσε στο φυσιολογικό. Στον Πρέντις φάνηκε ότι τα μάτια του ήταν κλεισμένα. Τα ρεύματα του αέρα χτύπησαν πάλι τον αρουραίο. Το ζώο δεν τους έδωσε καμιά σημασία- έμεινε ασάλευτο εκεί, σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση. Κοιτάζοντας από το παράθυρο ο Πρέντις είδε τον ψηλό άντρα να πλησιάζει νωχελικά το ζώο και να το αγγίζει με το δάχτυλο στη ράχη. Καμία αντίδραση. Ύστερα ο καθηγητής είπε κάτι με σιγανή, μασημένη φωνή, γιατί ο Πρέντις δυσκολεύτηκε να διαβάσει τα χείλη του. «... όταν και οι δύο εναλλακτικοί οδοί δε σου
κάνουν,
αλλά
παρ’ όλα αυτά είσαι αναγκασμένος να διαλέξεις, διστάζεις, δεν είν’ έτσι φιλαράκο; Κοντοστέκεσαι, κι έτσι πας χαμένος. Παύεις να είσαι πια αρουραίος. Ξέρεις ποια θα ήταν η μοίρα του σύμπαντος αν ένα φωτόνιο κοντοστεκόταν σαν ελόγου σου; Δεν ξέρεις; Έχεις ποτέ κόψει καμιά δαγκωνίτσα σε μπαλόνι, φιλαράκο μου; Μια μικρούλα, τόση δα δαγκωματιά; » Ο Πρέντις βλαστήμησε από μέσα του. Ο καθηγητής είχε γυρίσει και βάδιζε τώρα προς τα κλουβιά κρατώντας το ζώο. Προφανώς μονολογούσε ακόμη, αλλά τα χείλη του δε φαίνονταν πια. Αφού ασφάλισε την πόρτα του κλουβιού, ο καθηγητής προχώρησε προς την έξοδο του εργαστηρίου κοιτάζοντας προσεκτικά ολόγυρα. Ύστερα, καθώς άπλωνε το χέρι για να σβήσει το φως, το πρόσωπό του γύρισε προς το παράθυρο
του Πρέντις. Γ ια μια στιγμή ο πράκτορας ήταν σίγουρος ότι, με κάποια μυστηριώδη δύναμη, ο καθηγητής έβλεπε έξω στο σκοτάδι, ίσια στα μάτια του. Ο Πρέντις άφησε την ανάσα να βγει αργά από τα πνευμόνια του. Ηταν εντελώς παράλογο, βέβαια. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο πράκτορας σκίρτησε και έκλεισε τα μάτια του. Δε θα είχε λόγους ν’ ανησυχεί μήπως χάσει το θήραμά του μέχρι που θ’ άκουγε ν’ ανοίγει η εξωτερική πόρτα του εργαστηρίου, στην άλλη πλευρά του μικρού κτιρίου. Η πόρτα δεν ακούστηκε ν’ ανοίγει. Ο Π ρέντις συνέχισε να έχει καρφωμένα τα μάτια του
στο σκοτάδι που τύλιγε το δωμάτιο. Εκεί όπου πριν υπήρχε το κεφάλι του καθηγητή λαμπύριζαν τώρα δυο μικροσκοπικές κόκκινες φλογί-τσες, σαν κεριά. Κάτι έπρεπε ν’ αντανακλάται στα μάτια του καθηγητή. Αλλά το δωμάτιο ήταν σκοτεινό- δεν υπήρχε κανένα φως ν’ αντανακλάται εκεί. Τα φλογερά μάτια συνέχισαν να του δίνουν την ψευδαίσθηση ότι τον παρατηρούσαν. Οι τρίχες είχαν αρχίσει να σηκώνονται στο σβέρκο του Πρέντις, όταν οι δίδυμες φλογίτσες χάθηκαν τελικά κι ακούστηκε η πόρτα του εργαστηρίου ν’ ανοίγει. Ενώ τα βαριά βήματα έσβηναν πέρα στο λιθόστρωτο του δρόμου, ο Πρέντις ξεροκατάπιε μια τεράστια ποσότητα κρύου νυχτερινού αέρα και σφούγγισε το ιδρωμένο του πρόσωπο με το
μανίκι του. Μα τι είχε πάθει; Συμπεριφερόταν σαν κανένα άπειρο μαθητούδι. Ήταν ευτύχημα που ο Κρας είχε μείνει πίσω για να χειρίζεται την τηλεκάμερα στην Κάντι-λακ και δεν μπορούσε να τον δει. Ο Πρέντις ανασηκώθηκε στα χέρια και τα γόνατα και σύρθηκε σιωπηλά προς το σκοτεινό παράθυρο. Είχε ένα απλό συρόμενο παντζούρι και λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για ν’ ανοίξει μια τρύπα στο τζάμι και να περάσει ένα αγκιστρωτό σύρμα ώς το μηχανισμό. Οι αρουραίοι άρχισαν να τσιρίζουν φοβισμένα στα κλουβιά τους όταν τον άκουσαν να μπαίνει στον υπόγειο χώρο. «Ο καθηγητής γυρίζει πίσω! » τον προειδοποίησε ψιθυριστά η ασθματική φωνή του Κρας στ’ ακουστικά του.
Ο Πρέντις βλαστήμησε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του, αλλά δε σταμάτησε την κίνηση να βγάλει τον ηλεκτρονικό αναγνώστη υπερύθρων από την τσέπη του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το μικρόφωνο στο λαιμό του. «Σφύρα μου πότε θα φτάσει στη στροφή της αλέ-ας», πρόσταξε σιγανά. «Και φρόντισε να τα καταγράφεις όλα στην κάμερα». Οι συσκευές στο εργαστήριο ήταν εκείνες που τον απασχόλησαν πρωταρχικά. Ο πράκτορας είχε απομνημονεύσει τέλεια τη θέση της καθεμιάς. Πλησιάζοντας όσο πιο κοντά τολμούσε στο σκοτάδι, «σάρωσε» με τον αναγνώστη του μερικά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όργανα που είχε προσέξει πριν στο τραπέζι. Ύστερα στράφηκε προς τα βιβλία στο γραφείο, βλαστημώντας από μέσα του που δεν
είχε περισσότερη ώρα για να καταγράψει κάτι παραπάνω από λίγες σελίδες. «Έφτασε στη στροφή», τον προειδοποίησε η φωνή του Κρας. «Εντάξει», μουρμούρισε ο Πρέντις, περνώντας τα ευαίσθητα δάχτυλά του από τις ράχες των βιβλίων. Διάλεξε ένα, το άνοιξε στην τύχη, και πέρασε τον αναγνώστη υπερύθρων πάνω από τις αθέατες σελίδες. «Σου έρχεται η εικόνα; » ρώτησε.
«Αρχηγέ, είναι στην πόρτα! » Ο Πρέντις αναγκάστηκε να βάλει τον τόμο πίσω στη θέση του δίχως να διαβάσει περισσότερο. Μόλις και είχε κλείσει το παντζούρι πίσω του, όταν άνοιξε η πόρτα του εργαστηρίου.
Κεφάλαιο 2
Δυο ώρες αργότερα ο οντολόγος πέταξε ένα κυνικά «Καλημέρα» στη ρεσεψιονίστ του και στις γραμματείς και μπήκε στο προσωπικό του γραφείο. Άφησέ
το κουρασμένο κορμί και το προβληματισμένο κεφάλι του να σωριαστούν στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του και έβγαλε από το φάκελο τις φωτογραφικές κό-πιες που ο Κρας είχε ετοιμάσει στο εμφανιστήριο της Κάντιλακ. Η σελίδα από το παλιό γερμανικό ημερολόγιο ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Γ ια μια ακόμη φορά την ξαναδιάβασε μεταφράζοντας με
δυσκολία:
Όσο περισσότερο εμβάθυνα στο χειρόγραφο, τόσο ένιωθα το στόμα μου να στεγνώνει και την καρδιά μου να σφυροκοπά. Τούτο δω, ήξερα, ήταν μια προσφορά στη γνώση που όμοιά της η φαμίλια μου είχε να δει από την εποχή του Κοπέρνικου ή του Ρότζερ Μπέηκον, αν όχι και του Αριστοτέλη. Μου φαινόταν απίστευτο ότι αυτός ο λιγόλογος άνθρωπος, ο Καντ, που ποτέ δεν είχε κάνει βήμα πέρα από την πόλη του Καί-νιγκσμπεργκ, θα μπορούσε να κατέχει το κλειδί του
σύμπαντος — την Κριτική του Καθαρού Λόγου, όπως το αποκαλεί. Αμφιβάλλω αν ακόμη κι αυτός ο ίδιος αντιλαμβάνεται τι σημαίνουν τελικά αυτά που γράφει, γιατί λέει ότι είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αληθινή μορφή ή φύση του οιουδήποτε πράγματος, δηλαδή του Πράγματος καθ’ Εαυτό (του Dingan-Sich όπως το αποκαλεί), του νοούμενου. Υποστηρίζει ότι η έσχατη γνώση ανήκει μονάχα στους θεούς. Δεν υποψιάζεται καν ότι, με το πέρασμα των αιώνων, η ανθρωπότητα πλησιάζει ολοένα και
περισσότερο στην τελική κατανόηση των έσχατων εννοιών. Φαντάζομαι ότι ακόμη κι αυτός ο μεγαλοφυής φιλόσοφος δεν αμφέβαλλε ότι και το 600 π. Χ. η Γη ήταν στρογγυλή όπως είναι σήμερα. Αλλά εγώ ξέρω ότι ήταν επίπεδη τότε — τόσο επίπεδη όσο είναι αληθινά σφαιρική σήμερα. Τι έχει αλλάξει από τότε; Σίγουρα όχι το Πράγμα καθ’ Εαυτό που λέγεται Γ η. Όχι είναι ο νους του ανθρώπου που άλλαξε. Αλλά στην απίστευτη τυφλότητα που τον χαρακτηρίζει, ο άνθρωπος παρερμηνεύει την αλλαγή της πραγματικότητας, αποδίδοντάς τη στην πρόοδο της επιστημονικής γνώσης και σε δήθεν πιο ακριβείς μεθόδους μέτρησης —
Ο Πρέντις χαμογέλασε. Ο Λους ήταν αναμφίβολα ένας συλλέκτης φιλοσοφικών αρχέτυπων. Παράξενο χόμπυ, αλλά δεν μπορούσε να είναι τίποτα περισσότερο από χόμπυ. Προφανώς η Γη δεν ήταν ποτέ επίπεδη, και δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά το σχήμα της στα τελευταία δύο δισεκατομμύρια χρόνια. Σίγουρα οι όποιες αντιλήψεις περί επίπεδης γης που είχε ο πρωτόγονος άνθρωπος πριν λίγες χιλιάδες χρόνια, ή ακόμη και οι σύγχρονοι του Καντ, οφείλονταν στην άγνοιά τους μάλλον παρά σε ακριβείς παρατηρήσεις, και ένας άνθρωπος με τη μόρφωση του Λους όφειλε απλώς να τις βρίσκει διασκεδαστικές. Και πάλι ο Πρέντις έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά με την υπεροπτική ανεκτικότητα ανθρώπου που στηρίζεται σε είκοσι αιώνες επιστημονικής εξέλιξης. Οι πρωτόγονοι, βέβαια, έκαναν ό, τι το καλύτερο μπορούσαν.
Απλώς δεν είχαν αρκετές γνώσεις. Εργάζονταν με βάση παιδαριώδεις συλλογισμούς και νηπιακά όργανα. Τα φρύδια του έσμιξαν σκεφτικά. Το να δεχτεί ότι οι παλιοί έκαναν απλώς παιδαριώδεις συλλογισμούς ήταν κάπως αμφισβητήσιμο. Από την άλλη μεριά, άξιζε τον κόπο να το σκέφτεται; Το πολύ πολύ ν’ ανακάλυπτε μερικές περιπτώσεις όπου η χρήση πρωτόγονων οργάνων σε συνδυασμό με μερικά απλοϊκά συμπεράσματα είχαν οδηγήσει σε μια υπεραπλουστευμένη εικόνα του κόσμου. Από την άλλη μεριά, καθετί που ενδιέφερε τον παράξενο Δρ. Λους ενδιέφερε αυτόματα και τον ίδιο, τουλάχιστον μέχρι να έκλεινε αυτή η υπόθεση. Ο Πρέντις έσκυψε και υπαγόρευσε στο φωνοεκτυπωτή:
«Υπόμνημα προς το Τμήμα Γεωδεσίας. Αποστείλα-τέ μου επειγόντως μια συνοπτική ιστορία για την εξέλιξη των ιδεών σχετικά με το σχήμα της Γης. Πρέν-τις». Έχοντας κάνει το καθήκον του. το θέμα έπαψε να τον απασχολεί και στράφηκε πάλι προς το σωρό των αναφορών που στοιβάζονταν στο γραφείο του. Ένα τέταρτο αργότερα ο φωνοεκτυπωτής κουδούνισε και άρχισε να τυπώνει ένα εισερχόμενο μήνυμα.
Προς Διευθυντή. Θέμα: Αίτησή σας για μια συνοπτική ιστορία ιδεών ως προς τη μορφή της Γης. Οι Χαλδαίοι και οι Βαβυλώνιοι (πηγή: πήλινες πινακίδες της βιβλιοθήκης του Ασσουμπα-νιμπάλ), οι Αιγύπτιοι (πηγή: πάπυρος του Άχ-μες, περί
το 1700 π. Χ. ), οι Κρήτες (πηγή: επιγραφές της βασιλικής βιβλιοθήκης της Κνωσού, περί το 1300 π. Χ. ), οι Κινέζοι (πηγή: χειρόγραφα Τσου Κουνγκ, περί το 1100 π. Χ. ), οι Εβραίοι (πηγή: άγνωστος βιβλικός ιστορικός, περί το 850 π. Χ. ) και οι Έλληνες (πηγή: χάρτης πολυταξιδεμένου γεωγράφου Εκαταίου, 517 π. Χ. ) πίστευαν ότι η Γη ήταν επίπεδος δίσκος. Αλλά από τον 5ο αιώνα π. Χ. και μετέπειτα η σφαιρικότητα της
Γης ήταν πλέον παγκόσμια αποδεκτή...
Ακολουθούσαν μερικές ακόμη αράδες, καταλήγον-τας με τις σχετικές εργασίες διόρθωσης των μετρήσεων λόγω της πεπλάτυνσης των πόλων, αλλά ο Πρέν-
τις είχε κιόλας χάσει το ενδιαφέρον του. Η αναφορά δεν έριχνε κανένα φως στο χόμπυ του Λους και το πράγμα δε φαινόταν να παρουσιάζει οντολογικές επιπτώσεις. Πέταξε το χαρτί στο καλάθι των αχρήστων και ξαναγύρισε στις αναφορές που είχε μπροστά του. Λίγα λεπτά αργότερα στριφογύρισε νευρικά στην καρέκλα του, κοίταξε συνοφρυωμένος το φωνοεκτυπωτή, αλλά συγκρατήθηκε και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Μπα, δε γινόταν τίποτα. Κάτι τον έτρωγε...
Βρίζοντας τον εαυτό του ηλίθιο που δεν εννοούσε να ξεχάσει την υπόθεση, έσκυψε και γρύλισε στη μηχανή: «Υπόμνημα προς Τμήμα Γεωδεσίας. θέμα: αναφορά περί σχήματος Γης. Πώς εξηγείτε τη μεταλλαγή στη νέα αντίληψη ότι η γη είναι σφαιρική μετά τον Εκαταίο; Επείγον. Πρέντις». Τα δευτερόλεπτα άρχισαν να κυλούν αργά. Τα δάχτυλά του έπαιζαν ανυπόμονα τύμπανο πάνω στο γραφείο, ύστερα σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Οταν αντήχησε το κουδούνι του φωνοεκτυπωτή, σάλταρε πίσω και έσκυψε πάνω από το μηχάνημα για να διαβάσει ανυπόμονα τις λέξεις ενώ γράφονταν.
Οι μεταγενέστεροι Έλληνες βάσισαν την αντίληψη περί σφαιρικότητας στην παρατήρηση ότι τα κατάρτια ενός πλοίου που πλησίαζε εμφανίζονταν πρώτα και μετά η πλώρη του. Άγνωστο γιατί το γεγονός δεν είχε παρατηρηθεί και από προγενέστερους ναυτικούς... Ο Πρέντις έτριψε το μάγουλό του προβληματισμένος. Μα τι πάσχιζε να βρει έτσι;
Καταχώρησε κάπου στο μυαλό του την αόριστη ακόμη εικασία ότι μπορεί η Γη να ήταν πράγματι επίπεδη κάποτε. Αφήνοντας τη Γη κατά μέρος, τι θα είχε να πει κανείς για τον ουρανό; Σίγουρα δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ο ουρανός είχε αλλάξει στη διάρκεια της σύντομης ιστορίας της ανθρωπότητας. Θα έκανε μια ακόμη προσπάθεια και μετά θα τα παρατούσε. «Υπόμνημα για Τμήμα Αστρονομίας. Επείγον. Αποστείλατε συνοπτική συγκριτική ιστορία μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων αντιλήψεων για το μέγεθος και την απόσταση του ήλιου». Λίγα λεπτά αργότερα διάβασε την απάντηση:
Αν εξαιρέσουμε τον Πλάτωνα, τα στοιχεία του οποίου κρίνονται εντελώς αβάσιμα (υπολόγισε την απόσταση του ήλιου ως διπλάσια εκείνης της σελήνης), φθάνουμε στην αρχαιότερη αναγνωρισμένη «αυθεντία». Ο Πτολεμαίος (Αλ-μαγέστη, περί το 140 π. Χ. ) μέτρησε την ακτίνα του ηλίου ως 5, 5 εκείνης της Γης (έναντι 109 της πραγματικής), και την απόσταση του ηλίου ως 1210 (έναντι 23. 000 της πραγματικής). Οι πρώτες σχετικά ακριβείς μετρήσεις χρονολογούνται όχι νωρίτερα από το 17ο και 18ο αιώνα...
Κάπου τα είχε ξαναδιαβάσει όλα αυτά. Οι διαφορές εξηγούνταν εύκολα αν λάβουμε υπόψη τα πρωτόγονα όργανα που διέθεταν τότε οι άνθρωποι. Ήταν ανόητο νά συνεχίζει αυτή την ιστορία...
Αλλά ήταν πολύ αργά και να την ξεχάσει. «Υπόμνημα προς Τμήμα Αστρονομίας. Οι εσφαλμένες μετρήσεις του Πτολεμαίου οφείλονταν στην έλλειψη ακρίβειας των οργάνων του; » Η απάντηση έφτασε σύντομα.
Προς Διευθυντή. Δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για τα σφάλματα του Πτολεμαίου στις ηλιακές μετρήσεις. Χρησιμοποίησε αστροβόλο ακρίβειας 10 δευτέρων και το βελτιωμένο μοντέλο κλεψύδρας του Ήρωνα. Με τα ίδια όργανα, και χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη τιμή του π, ο Πτολεμαίος μέτρησε σωστά την ακτίνα της σελήνης (0, 29 της γήινης έναντι 0, 273 της πραγματικής), καθώς και την απόσταση
(59 έναντι 60 1/3 της πραγματικής). Συνεπώς τα όργανά του διέθεταν επαρκή ακρίβεια. Σημειώστε, επίσης, ότι και ο Κοπέρνικος, χρησιμοποιώντας σχεδόν σύγχρονα όργανα και τεχνικές, «επιβεβαίωσε» τον πτολεμαϊκό υπολογισμό της απόστασης του ηλίου στις 1200 ακτίνες της Γης. Δεν υπάρχει καμία επαρκής εξήγηση για το οφθαλμοφανές λάθος.
Εκτός και αν, ψιθύρισε κάτι στο μυαλό του Πρέντις, ο ήλιος ήταν στ’ αλήθεια πιο κοντινός και πολύ διαφορετικός πριν από το 17ο αιώνα, όταν ο Νεύτων πληροφόρησε τον κόσμο πόσο μακριά και πόσο μεγάλος ο ήλιος όφειλε να είναι. Αλλά αυτή η εκδοχή ήταν πολύ παράλογη για να τη συζητήσει περισσότερο. Θα ήταν πιο εύκολο να δεχτεί απλά ότι ήταν εντελώς τρελός.
Προβληματισμένος ο οντολόγος στεκόταν μασουλώντας το κάτω χείλος του και κοιτάζοντας σκεφτικά το μήνυμα στο μηχάνημα. Όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, έπιασε κάποια στιγμή το βλέμμα του καρφωμένο στο σύμβολο «π» που ανέφερε το μήνυμα. Αυτό τουλάχιστον ήταν κάτι που πάντοτε ήταν το ίδιο και δε θ’ άλλαζε στην αιωνιότητα — ή μήπως όχι; Άπλωνε ν’ αδειάσει το τσιμπούκι του στο μεγάλο κυκλικό τασάκι δίπλα στο φωνοεκτυπωτή, και το χέρι του έμεινε μετέωρο στο δεύτερο χτύπημα. Από ένα συρτάρι του γραφείου του έβγαλε μια μετροταινία και μέτρησε τη διάμετρο που είχε το τασάκι. Είκοσι πέντε και μισό εκατοστά. Ύστερα μέτρησε την περίμετρο. Ογδόντα εκατοστά. Αρκετά σωστά για μια πρόχειρη μέτρηση. Ηταν ένα αποτέλεσμα που θα έβρισκε κάθε περίεργο σχολιαρό-παιδο.
Στράφηκε πάλι προς το φωνοεκτυπωτή. «Υπόμνημα προς Μαθηματικό Τμήμα. Επείγον. Αποστείλατε συνοπτική ιστορία της τιμής του π. Πρέν-τις. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ.
Προς Διευθυντή. Θέμα: ιστορία του «π». Οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν την τιμή 3, 00. 0 Αριστοτέλης έκανε μερικές αρκετά ακριβείς πρακτικές και θεωρητικές εκτιμήσεις. Ο Αρχιμήδης ήταν ο πρώτος που κατέληξε στη σύγχρονη τιμή, χρησιμοποιώντας τη θεωρία των ορίων...
Υπήρχαν κι άλλα στοιχεία, αλλά ο Πρέντις ούτε που τα κοίταζε πια. Ήταν αδιανόητο,
βέβαια, το π να έχει μεγαλώσει στις δύο χιλιετίες που χώριζαν τους Βαβυλώνιους από τον Αρχιμήδη. Και ωστόσο ήταν ε-
ξοργιστικά ακατανόητο. Γιατί οι πρώτοι δεν είχαν βρει κάτι ακριβέστερο από το 3, 00; Ακόμη κι ένα παιδάκι μ’ ένα σπάγκο θα μπορούσε να τους δείξει το λάθος τους. Αμέτρητες γενιές από σοφούς, προσεκτικούς Βαβυλώνιους αστρονόμους, που μετρούσαν το χρόνο και τις θέσεις των άστρων με εκπληκτική ακρίβεια, είχαν σκοντάψει σ’ ένα σπάγκο και το π! Δεν είχε νόημα. Και ασφαλώς δεν μπορεί το π να είχε μεγαλώσει, όπως δεν είχε μεγαλώσει και το έτος των 360 ημερών επανέλαβε ο Πρέντις στον εαυτό του. Απλώς οι αρχαίοι δεν είχαν κάνει ακριβείς μετρήσεις, αυτό ήταν όλο. Δεν
μπορεί να υπήρχε άλλη εξήγηση. Έλπιζε να μην υπήρχε. Ο Πρέντις κάθισε πάλι στο γραφείο του, πήρε το καρνέ του και έγραψε:
Να ελέγξω την ιστορία του βαρύτητας-επιτάχυνσης. Πιστεύεται ότι ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε να εντοπίσει την επιτάχυνση. Ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε τα ίδια όργανα, όπως και την ίδια πρωτόγονη κλεψύδρα, και τη βρήκε. Γιατί;... Γ ια έλεγχο: Έχουν αναφερθεί
διαβάσεις του υποθετικού πλανήτη Βουλκάν μετά το 1914, όταν ο Αϊνστάιν εξήγησε την εκκεντρικότητα της τροχιάς του Ερμή με τη σχετικότητα αντί με την ύπαρξη κάποιου εσωτερικού πλανήτη;... Πώς γίνεται και ο Όλιβερ Λοτζ εντόπισε αιθερική μετατόπιση και ο Μάικλσον όχι; Υπάρχει περίπτωση η συστολή Λόρεντζ να μην ήταν φυσικό γεγονός πριν από το πείραμα του Μάικλσον;... Πόσα χημικά στοιχεία είχαν προβλεφθεί πριν από την ανακάλυψή τους; Ο Πρέντις χτύπησε μερικές φορές αφηρημένα το μολύβι του στο καρνέ και
μετά κάλεσε να του στείλουν έναν επιστημονικό σύμβουλο. Μόλις και πρόλαβε να του εξηγήσει τι ήθελε πριν από την ώρα που έπρεπε να φύγει για την παράδοση του Λους. Αλλά ακόμη δεν μπορούσε να φανταστεί τι σχέση μπορεί να είχαν εκείνοι οι αρουραίοι. Κεφάλαιο 3
Ο καθηγητής Λους έκλεισε το μάθημα της ημέρας.
«Λοιπόν, κύριοι», είπε. «Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε το θέμα μας στην επόμενη παράδοση. Νομίζω ότι αρκετά για σήμερα. Είστε ελεύθεροι. Α... κύριε Πρέντις! » Ο πράκτορας τον κοίταξε αιφνιδιασμένος. «Ναι, κύριε Καθηγητά». Το πλακέ όπλο στη θήκη της μασχάλης του έγινε ξαφνικά ένα ευχάριστο αισθητό βάρος για τον Πρέντις. Καταλάβαινε ότι η κρίσιμη στιγμή πλησίαζε και ότι πριν εγκαταλείψει τον πανεπιστημιακό χώρο θα ήξερε οριστικά κατά πόσο τούτος ο παράξενος άνθρωπος ήταν ένας άκακος φυσικός αφοσιωμένος
στη δουλειά και στο περίεργο χόμπυ του, ή ένας ζωντανός κίνδυνος για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο καθηγητής έκανε τώρα μια απρόβλεπτη κίνηση, κι αυτό ήταν μια απρόσμενη ευκαιρία. «Κύριε Πρέντις», συνέχισε ο Λους από την έδρα του, «μπορώ να σας δω για μια στιγμή στο γραφείο μου πριν φύγετε; » «Ευχαρίστως», αποκρίθηκε ο Πρέντις. Ενώ οι υπόλοιποι ακροατές αναχωρούσαν, ακολούθησε τον κο καλιάρη επιστήμονα και πέρασαν από την πόρτα που έβγαζε στο μικρό γραφείο του Λους, πίσω από την αίθουσα διαλέξεων. Στο
κατώφλι
δίστασε
σχεδόν
ανεπαίσθητα- ο Λους το πρόσεξε και υποκλίθηκε σαρδόνια. «Περάστε, παρακαλώ! » Ύστερα ο ψηλός, αδύνατος άντρας έδειξε μια πολυθρόνα κοντά στο γραφείο του. «Καθίστε, κύριε Πρέντις». Κάθισαν, και για μια στιγμή στάθηκαν να περιεργαστούν ο ένας τον άλλο. Τελικά ο καθηγητής άνοιξε το στόμα του. «Πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια ένας μεγαλοφυής νεαρός ονόματι Ρότζερς υπέβαλε μια διδακτορική διατριβή στο πανεπιστήμιο της Βιέννης με τίτλο, "Ακούσια Προσαρμογή των Αισθητηρίων Συνειρμών ως προς την Ενόραση της Μάζας"».
Ο Πρέντις άρχισε να ψάχνεται για το τσιμπούκι του. «Ναι; Ενδιαφέρον». «Ένα αντίγραφο αυτής της διατριβής στάλθηκε στο Ίδρυμα Υποτροφιών που χρηματοδοτούσε τις μελέτες του. Όλα τα υπόλοιπα κατασχέθηκαν από το Διεθνές Γραφείο Λογοκρισίας, το οποίο ζήτησε να του παραδοθεί και το αντίγραφο του Ιδρύματος Υποτροφιών. Δυστυχώς, όμως, αυτό στάθηκε αδύνατο να βρεθεί». Ο Πρέντις πάσχιζε νευρικά ν’ ανάψει την πίπα του. Αναρωτήθηκε αν ήταν φανερό το ελαφρό τρέμουλο της φλόγας του σπίρτου του.
Ο καθηγητής έσκυψε στο γραφείο του, άνοιξε το πάνω συρτάρι κι έβγαλε ένα λεπτό βιβλίο δεμένο με μαύρο δέρμα. Ο Πρέντις πνίγηκε ξαφνικά, και ξεφύσηξε ένα σύννεφο καπνού. Ο καθηγητής δε φάνηκε να το προσέχει- απλώς γύρισε το εξώφυλλο και άρχισε να διαβάζει: «—μια διαΤΣΑΡΛΣ ΧΑΡΝΕΣ τριβή ως μερική ένδειξη των απαιτουμένων προσόντων για τον τίτλο του Διδάκτορος της Φιλοσοφίας
του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Α. Π. Ρότζερς, Βιέννη». Ο Λους έκλεισε το βιβλιαράκι και το κοίταξε για μια στιγμή σκεφτικός. Ύστερα είπε: «Άνταμ Πρέντις Ρότζερς — ο κάτοχος ενός μυαλού που δε βρίσκεται ούτε μία φορά στον αιώνα. Ο άνθρωπος που εξέθεσε τους θεούς... και μετά εξαφανίστηκε». 184
Ο Πρέντις συγκράτησε μια ανατριχίλα καθώς το βλέμμα του συναντούσε εκείνα τα χωμένα στις κόχες τους, αμείλικτα, σκοτεινά μάτια. Το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό είχε τελειώσει. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον
ανακούφισε. «Γιατί εξαφανιστήκατε τότε, κύριε Πρέντις-Ρότζερς; » ρώτησε ο Λους. «Και γιατί ξαναεμφανιστή-κατε πάλι τώρα; » Ο πράκτορας φύσηξε ένα συννεφάκι καπνού προς το χαμηλό ταβάνι. «Για να εμποδίσω ανθρώπους σαν εσάς από το να εισάγουν αισθητήριους συνειρμούς που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στην τρέχουσα ενόραση της μάζας. Με απλά λόγια, για να διαφυλάξω την πραγματικότητα όπως έχει. Νομίζω ότι αυτό απαντά και στις δύο ερωτήσεις σας».
Ο άλλος χαμογέλασε. Δεν ήταν ευχάριστο χαμόγελο. «Και το Καταφέρατε; »
«Δεν ξέρω. Μέχρι στιγμής, υποθέτω ναι». Ο κοκαλιάρης καθηγητής έκανε μια κίνηση με τους ώμους του. «Τότε δε λαμβάνετε υπόψη το αύριο. Νομίζω ότι αποτύχατε αλλά, βέβαια, δεν μπορώ να το πω με σιγουριά μέχρι να κάνω το πείραμα που θα δημιουργήσει νέους αισθητήριους συνειρμούς». Ο Λους έσκυψε προς τον επισκέπτη του και συνέχισε. «Ας έρθουμε τώρα και επί της ουσίας, κύριε Πρέντις-Ρότζερς. Αν εξαιρέσουμε εσάς — και ίσως και τη Λογοκρίτρια — γνωρίζω περισσότερα από κά-θε άλλο άνθρωπο στον κόσμο για τη μαθηματική προ-σέγιση στο πρόβλημα της πραγματικότητας. Μπορεί μάλιστα να ξέρω και ένα δυο πραγματάκια που
αγνοείτε εσείς. Στις άλλες όψεις του προβλήματος είμαι αδύνατος — γιατί επεξέτεινα τα δικά σας συμπεράσματα με βάση την απλή λογική μάλλον παρά την ενό-ραση. Και η λογική, όπως όλοι ξέρουμε, μπορεί να έχει εφαρμογή μονάχα μέσα σε απροσδιόριστα αλλά περιορισμένα όρια. Όμως στο θέμα των πρακτικών εφαρμογών — στην κατασκευή μιας αληθινής συσκευής — για τη γενική αλλαγή των αισθητηρίων συνειρμών, βρίσκομαι πολύ πιο μπροστά από σας. Είδατε τη συσκευή μου χτες τη νύχτα, κύριε Πρέντις-Ρότζερς; Α, ελάτε τώρα, μην ντρέπεστε». Ο Πρέντις πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιμπούκι του. «Την είδα». «Την καταλάβατε; »
«Όχι. Δεν ήταν ολοκληρωμένη. Τουλάχιστον εκείνη που είδα εγώ στο τραπέζι δεν ήταν πλήρης. Σίγουρα θα συμπεριλαμβάνει και κάτι παραπάνω από ένα πρίσμα Νικόλ και ένα γωνιόμετρο». «Α, είστε πολύ έξυπνος, βλέπω! Ναι, είχα τη σύνεση να μη σας επιτρέψω να παραμείνετε εκεί για πολύ — μονάχα όσο χρειαζόταν για να σας κεντρίσω το ενδιαφέρον. Λοιπόν, ακούστε με! Σας προτείνω συνεργασία. Εσείς θ’ αναλάβετε να ελέγξετε τα στοιχεία και τη συσκευή μου - σε αντάλλαγμα θα μπορείτε να είστε παρών όταν κάνω το πείραμα. Θ’ αποκτήσουμε μαζί τη φώτιση. Θα είμαστε παντογνώστες. Θα γίνουμε θεοί! » «Και τι θα γίνει με τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια
των συνανθρώπων μας; » ρώτησε ο Πρέντις, πλησιάζοντας διακριτικά το χέρι στη θήκη της μασχάλης του. Ο καθηγητής χαμογέλασε αχνά. «Μπορεί η παραφροσύνη που τους διακρίνει — αν, βέβαια, συνεχίσουν να υπάρχουν — να τονιστεί λιγάκι περισσότερο. Αλλά γιατί ανησυχείτε γι’ αυτούς; » Το λυκίσιο χαμόγελο έγινε ακόμη πιο έντονο στα χείλη του Λους. «Αφήστε κατά μέρος τα παραμύθια περί αλτρουισμού, κύριε Πρέντις-Ρότζερς. Νομίζω ότι απλώς φοβάστε ν’ αντικρίσετε αυτό που βρίσκεται πίσω από τη δήθεν πραγματικότητά" μας». «Τουλάχιστον εγώ είμαι δειλός για ένα καλό σκοπό». Ο Πρέντις σηκώθηκε όρθιος. «Έχουμε τίποτε άλλο να πούμε; » Καταλάβαινε ότι απλώς τηρούσε τα προσχήματα. Ο Λους θα πρέπει να ήξερε ότι σε
ισάριθμα λεπτά είχε δώσει μισή ντουζίνα αιτίες για τη σύλληψή του: η κατοχή του χαμένου αντιγράφου της διατριβής, η κυνική ομολογία ότι σχεδίαζε να πειραματιστεί με την αλλαγή της πραγματικότητας, η απόπειρα δωροδοκίας ανώτερου στελέχους της Λογοκρισίας... Κι ωστόσο η όλη στάση του δεν έδειχνε άνθρωπο που τον ανησυχούσε το ενδεχόμενο να διακοπεί άδοξα η καριέρα του στη μέση. Τα μάγουλα του Λους φούσκωσαν σ’ ένα σύντομο αναστεναγμό. «Λυπάμαι που δε φαίνεστε έξυπνος σ’ αυτό το θέμα, κύριε Πρέντις-Ρότζερς. Ωστόσο θα έρθει η στιγμή, ξέρετε, που θ’ αναγκαστείτε ν’ αποφασίσετε κατά πόσο θα... διαβείτε το κατώφλι, ας το πούμε. Εδώ που τα λέμε, θα χρειαστεί να βασιστούμε πολύ ο ένας στη συντροφιά του άλλου... εκεί έξω. Ακόμη και οι θεοί έχουν κατά καιρούς την ανάγκη να σκοτώσουν την ώρα τους- και υποψιάζομαι ότι εσείς κι εγώ θα
είμαστε πολύ κολλητοί σύντομα. Γι’ αυτό ας μη χωριστούμε σαν εχθροί τώρα». Το χέρι του Πρέντις γλίστρησε κάτω από το σακκάκι του και τράβηξε το κουτσομούρικο αυτόματο. Είχε τη δυσάρεστη προαίσθηση ότι ήταν μια μάταιη κίνηση, και ότι ο καθηγητής γελούσε από μέσα του σε βάρος του, αλλά δεν είχε και άλλη εκλογή. «Συλλαμβάνεστε», είπε στον Λους με ουδέτερη φωνή. «Είστε υποχρεωμένος να με ακολουθήσετε». Ο άλλος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του- μετά κάτι σαν γέλιο, κοροϊδευτικά σιωπηλό, ανέβηκε ώς το λαιμό του. «Ασφαλώς, κύριε Πρέντις-Ρότζερς». Σηκώθηκε.
Το δωμάτιο βυθίστηκε ξαφνικά στο σκοτάδι. Ο Πρέντις πυροβόλησε τρεις φορές, φωτίζοντας με την κάθε λάμψη τη λιπόσαρκη μορφή. «Μη σπαταλάτε τις σφαίρες σας, κύριε Πρέντις-Ρότζερς. Τα βλήματα δεν μπορούν να περάσουν ένα ισχυρό διαμαγνητικό φράγμα. Σας συνιστώ να μελετήσετε το μαγνητικό αποσβεστήρα σ’ έναν εργαστηριακό ζυγό μόλις ξαναβρεθείτε στο Κτίριο Λογοκρισίας! » Κάπου ακούστηκε να βροντά μια πόρτα.
Μερικές ώρες αργότερα ο Πρέντις κοίταζε βλοσυρά το βοηθό του με απροκάλυπτο εκνευρισμό. Ο Κρας ήξερε ότι τον προϊστάμενό του τον είχε καλέσει η Ε σε συνδιάσκεψη για να εξετάσουν τις επιπτώσεις της δραπέτευσης του
Λους, και ότι το αφεντικό του γνώριζε την κρυφή συμπόνια που ένιωθε γι’ αυτόν. Αλλά ο Πρέντις δεν ήταν άνθρωπος που ανεχόταν τη συμπόνια των άλλων. Θα προτιμούσε ο ασθματικός βοηθός του να του έλεγε στα ίσια ότι είχε φερθεί σαν ηλίθιος. «Τι θέλεις; » γρύλισε. «Κύριε Πρέντις», έκανε ο Κρας απολογητικά, «έχω μια αναφορά για κείνη τη συσκευή που καταγράψατε στο εργαστήριο του Λους». Ο Πρέντις μαλάκωσε στη στιγμή, αλλά απέφυγε να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Για λέγε». «Με λίγα λόγια», άρχισε ασθμαίνοντας ο Κρας, «ήταν απλώς ένα πρίσμα Νικόλ στερεωμένο σ’ ένα γωνιόμετρο. Σύμφωνα με την έρευνα ρουτίνας, η λείανσή του έγινε από
έναν άσημο οπτικό που κατανάλωσε εννέα χρόνια για τη δουλειά, και σχεδόν όλα για τη μία επιφάνεια του πρίσματος. Σας λέει τίποτε αυτό; » «Όχι ακόμη. Γ ιατί του πήρε τόσο καιρό; » «Για να πετύχει απόλυτα ίσια ακμή, τουλάχιστον έτσι είπε». «Περίεργο. Αυτό σημαίνει λείανση όπου τα μόρια είναι του αυτού κρυσταλλικού επιπέδου, κάτι που έχει να επιχειρηθεί από την εποχή του κατόπτρου του Πά-λομαρ». «Μάλιστα, κύριε Πρέντις. Και μετά υπάρχει κι εκείνο το πλαίσιο του γωνιομέτρου με μονάχα μία ένδειξη — σαράντα πέντε μοίρες».
«Προφανώς», παρατήρησε ο Πρέντις, «το Νικόλ προορίζεται να χρησιμοποιηθεί μονάχα σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών ως προς το προσπίπτον φως. Αυτό σημαίνει ότι έχει εξαιρετική σημασία — δεν ξέρω γιατί — η γωνία να είναι ακριβώς σαράντα πέντε μοιρών. Κάτι τέτοιο απαιτεί, βέβαια, μια τελείως επίπεδη επιφάνεια. Μαντεύω ότι θα μου πεις πως και το σύστημα γωνιομετρικής ρύθμισης είναι ανάλογα εξαιρετικής ακρίβειας». Ο Πρέντις συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο Κρας τον κοίταζε με ανάμεικτη υποψία και θαυμασμό. «Λοιπόν; » ρώτησε ο οντολόγος εκνευρισμένα. «Πώς ακριβώς είναι ο μηχανισμός ρύθμισης; Σίγουρα
όχι μηχανικός. Έτσι δε θα είχε και πολλή
ακρίβεια. Οπτικός μήπως; » Ο Κρας ξεφύσηξε έκπληκτος στο μαντίλι του. «Μάλιστα, κύριε Πρέντις. Το πρίσμα περιστρέφεται πολύ αργά σε μια λεπτότατη ακτίνα φωτός. Έτσι ένα μέρος της ακτίνας ανακλάται και ένα άλλο διαθλάται. Φαίνεται ότι ακριβώς στις σαράντα πέντε μοίρες, σύμφωνα με το νόμο του Τζόρνταν, η μισή ακριβώς ακτίνα ανακλάται και η μισή διαθλάται. Οι δύο αυτές ακτίνες ελέγχονται από φωτοκυτταρικό ρελέ που σταματά το μηχανισμό περιστροφής μόλις μετρηθεί ακριβώς ίση φωτεινότητα και στις δυο ακτίνες». Ο Πρέντις άρχισε να παίζει νευρικά με
το αφτί του. Ηταν πολύ περίεργο. Τι μπορεί να μαγείρευε ο Λους μ’ ένα τέτοιο τέλεια λειασμένο πρίσμα Νικόλ; Τη στιγμή εκείνη θα έδινε δέκα χρόνια της ζωής του για να μάθει ποια ήταν η συσκευή που συμπλήρωνε αυτό το πρίσμα. Σίγουρα θα ήταν κάποιο οπτικό κατασκεύασμα, κάτι που σχετιζόταν μ’ εκείνους τους νευρωτικούς αρουραίους. Τι ήταν αυτό που είχε πει ο Λους το βράδυ στο εργαστήριό του; Κάτι για επιβράδυνση ενός φωτονίου... Και τι υποτίθεται ότι θα προκαλούσε αυτό στο σύμπαν; Κάτι αντίστοιχο με το να κάνεις μια απειροελάχιστη τρύπα σ’ ένα μπαλόνι, είχε πει ο Λους. Και πώς συνδέονταν όλα αυτά με
ορισμένα, απίθανα αλλά συλλογιστικά αναπόφευκτα συμπεράσματα που προέκυπταν από την πρόσφατη έρευνά του στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης; Δεν ήταν σίγουρος. Αλλά για ένα ήταν σίγουρος: ο Λους ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει τη συσκευή του για ν’ αλλάξει το αισθητό σύμπαν να το αλλάξει σε τέτοια κοσμική κλίμακα που η ανθρωπότητα θα εξαφανιζόταν στην επακόλουθη ανακατάταξη. Αλλά ο Πρέντις θα έπρεπε να πείσει και την Ε γι’ αυτό. Αν δε το κατάφερνε, θα κυνηγούσε
μόνος του τον Λους και θα τον σκότωνε έστω και με τα χέρια του. Αργότερα θα σκεφτόταν και τους συγκεκριμένους λόγους για την πράξη του. Γ ια την ώρα είχε σαν οδηγό το καθαρό ένστικτο, αλλά καλά θα έκανε να οργανώσει και τις σκέψεις του πριν αντιμετωπίσει την Ε. «Τι λέτε, να πηγαίνουμε; » άκουσε τη φωνή του Κρας. «Η γραμματέας σας λέει ότι το τζετ περιμένει... » Ο ζωγραφικός πίνακας έδειχνε έναν άντρα με κόκκινο σκούφο και μαύρα ράσα καθισμένο πίσω από μια ψηλή
δικαστική έδρα. Πέντε άλλοι άντρες με κόκκινους σκούφους ήταν καθισμένοι σε χαμηλότερη έδρα στα δεξιά του, και άλλοι τέσσερις στ’ αριστερά. Μπροστά στην έδρα ήταν γονατισμένη μια μορφή, μοναχική κι απελπισμένη.
Σε καταδικάζουμε, Γκαλιλέο Γκαλιλέι, όπως εγ κλειστείς εις την φυλακήν της Ιεράς Εξετάσεως δια διάρκειαν ήτις θα αποφασιστεί εν καιρώ κατά την κρί-σιν μας. Και υπό μορφήν επωφελούς τιμωρίας σε διατάσσομεν όπως, κατά τα τρία επόμενα έτη, απαγγέλλεις άπαξ της εβδομάδος, τους επτά Ψαλμούς Μετά-νοίας.
Ο Πρέντις τράβηξε το βλέμμα του από τη λεζάντα του πίνακα προς το λιγότερο ευανάγνωστο πρόσωπο της Ε. Εκείνο το οβάλ, σταρόχρωμο πρόσωπο ήταν λείο, αρυτίδωτο, ακόμη και γύρω από τα μάτια. Τα μαύρα μαλλιά είχαν χωρίστρα στο πλάι και ήταν μαζεμένα σε κότσο στον αυχένα της. Δε φορούσε μέικ-απ, και προφανώς δεν το χρειαζόταν. Ήταν ντυμένη μ’ ένα μαύρο, εφαρμοστό ταγέρ που τόνιζε το άψογα χυτό κορμί της. «Ξέρεις», της είπε θαρρετά ο Πρέντις. «Νομίζω ότι σ’ αρέσει να είσαι η Λογοκρίτρια. Το ’χεις στο αίμα σου». «Έχεις απόλυτο δίκιο. Ναι, μ’αρέσει να είμαι η Λο-γοκρίτρια. Σύμφωνα με
τον Σπέερ, έτσι εξιδανικεύω αποτελεσματικά ένα σύμπλεγμα ενοχής που είναι τόσο παράξενο όσο και αβάσιμο». «Πολύ ενδιαφέρον. Ένα είδος εξιλέωσης του προπατορικού συμπλέγματος ενοχής, ε; » «Τι εννοείς μ’ αυτό; » «Η γυναίκα έσπρωξε τον άντρα στο δρόμο της απόκτησης της γνώσης και της αυτοκαταστροφής, και από τότε προσπαθεί μάταια να σταματήσει αυτή τη χιονοστιβάδα. Σε σένα, ειδικά, το συναίσθημα ευθύνης και ενοχής είναι ιδιαίτερα δυνατό, και στοιχηματίζω ότι
θα ξυπνάς συχνά τις νύχτες λουσμένη σε κρύο ιδρώτα, με την εντύπωση ότι μόλις πριν λίγο δοκίμασες κάποιον απαγορευμένο καρπό». Η Ε κοίταξε παγερά το πειραχτικό χαμόγελο του πράκτορα. «Το μόνο που θα πρέπει να μας απασχολεί», δήλωσε ξερά, «είναι το κατά πόσο ο Λους κάνει οντολογικά πειράματα, και αν ναι, κατά πόσο είναι επικίνδυνα; » Ο Πρέντις αναστέναξε. «Είναι ανακατεμένος ώς το λαιμό. Αλλά για το τι ακριβώς σκαρώνει και πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, μονάχα εικασίες μπορώ να κάνω».
«Τότε κάν’ τες». «Ο Λους πιστεύει ότι κατασκεύασε μια συσκευή που μπορεί ν’ αλλάξει στην πράξη και με προβλέψιμο τρόπο την πραγματικότητα. Ελπίζει ότι μ’ αυτή θα διαλύσει κυριολεκτικά τους φυσικούς νόμους. Η πραγματικότητα που θα προκύψει έτσι θα είναι αγνώριστη, ακόμη και για έναν επαγγελματία οντολόγο, πόσο μάλλον για τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας». «Φαίνεσαι πεισμένος ότι μπορεί να το καταφέρει αυτό». «Οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες».
«Λογική απάντηση. Μονάχα με τις πιθανότητες δουλεύουμε, έτσι κι αλλιώς. Το ασφαλέστερο, βέβαια, θα είναι να εντοπίσουμε τον Λους και να τον σκοτώσουμε επί τόπου. Από την άλλη μεριά, η παραμικρή μυρωδιά σκανδάλου, και το Κογκρέσο θα χιμήξει να μας φάει. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πολύ προσεκτικά». «Αν ο Λους είναι σε θέση να κάνει αυτό που λέει», παρατήρησε σκυθρωπά ο Πρέντις, «και τον αφήσουμε να το κάνει, δε θα υπάρχουμε μετά ούτε εμείς ούτε το Κογκρέσο για να μας απασχολεί». «Το ξέρω. Μείνε ήσυχος. Αν κρίνω ότι
ο Λους είναι επικίνδυνος και πρέπει να πεθάνει, δε θ’ αφήσω να με σταματήσει ούτε η ζωή ούτε η καριέρα κανενός, ούτε ακόμη κι αυτή η δική μου». Ο Πρέντις κούνησε το κεφάλι καταφατικά, αναρωτώμενος αν η Ε πίστευε στ’ αλήθεια αυτό που έλεγε. «Για πρώτη φορά», συνέχισε η γυναίκα, «αντιμετωπίζουμε μια πιθανή παραβίαση από κάποιον της εντολής μας που απαγορεύει τα οντολογικά πειράματα. Συνήθως εξουδετερώνουμε την κάθε απειλή τέτοιας παραβίασης σκοτώνοντας τον επίδοξο παραβάτη. Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε οριστικά το κατά πόσο επιβάλλεται και
τώρα να ξαναθίξουμε το όλο ερώτημα των οντολογικών πειραμάτων και των πιθανών τους επιπτώσεων». Ο Πρέντις βόγκηξε απελπισμένα από μέσα του. Σε τόσο σημαντικά θέματα τα στελέχη αποφάσιζαν με ψηφοφορία. Φαντάστηκε για μια στιγμή τον εαυτό του να προσπαθεί να πείσει τους πραγματιστές επιστήμονες της υπηρεσίας ότι η «πραγματικότητα» της ανθρωπότητας άλλαζε από αιώνα σε αιώνα — ότι μέχρι σχετικά πρόσφατα η Γη ήταν «επίπεδη». Ναι, ήδη είχε αρχίσει να το πιστεύει κι αυτός! «Έλα, ακολούθησέ με, σε παρακαλώ», είπε η Ε.
Κεφάλαιο 4
Καθισμένος στα δεξιά της Ε ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Σπέερ, ο διάσημος ψυχολόγος. Στ’ αριστερά καθόταν ο Γκόριγκ, επιτελικός σύμβουλος στα πυρηνικά- δίπλα του ο Μπέρτσαρντ, περίφημος χημικός και διευθυντής του Δυτικού Τομέα, μετά ο Πρέντις, και τέλος ο Ντομπς, ο φημισμένος μεταλλουργός και διευθυντής του Κεντρικού Τομέα. Ο Πρέντις αντιπαθούσε τον Ντομπς, ο
οποίος είχε καταψηφίσει την προαγωγή του σε διευθυντή του Ανατολικού Τομέα. «Μπορούμε ν’ αρχίσουμε αυτή την επίσημη συζήτηση», ανακοίνωσε η Ε, «με μια ανασκόπηση των θεμελιωδών αρχών. Κύριε Πρέντις, τι ακριβώς είναι αυτό που λέμε πραγματικότητα; » Ο Πρέντις έκανε μια φευγαλέα γκριμάτσα. Είχαν χρειαστεί διακόσιες σελίδες στη διδακτορική διατριβή του απλά και μόνο για να σκιαγραφήσει τη θεωρία της πραγματικότητας. Και παρ’ όλα αυτά, υποψιαζόταν ότι είχε γίνει αποδεκτή από τους εξεταστές χάρη και μόνο στο γεγονός ότι ήταν εντελώς ακατανόητη
— και, κατ’ επέκταση, έργο μεγαλοφυΐας. «Κατ’ αρχή», άρχισε με ξερό τόνο, «οφείλω να σας ομολογήσω ότι δεν ξέρω τι είναι η αληθινή πραγματικότητα. Αυτό που οι περισσότεροι θεωρούμε ως πραγματικότητα είναι απλώς η συνολική σύνθεση των όσων πληροφοριών μας στέλνουν οι αισθήσεις. Σαν τέτοια, η πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εικασία στο νου του καθενός μας, και η οποία βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς αναθεώρησης. Στο παρελθόν η διαδικασία αυτή ήταν αργή και ασφαλής. Αλλά τώρα πρέπει να λάβουμε υπόψη το ενδεχόμενο μιας ακαριαίας και ολικής αναθεώρησης — μιας αναθεώρησης με τόσο
συνταρακτικές επιπτώσεις που μπορεί να εξωθήσει την ανθρωπότητα να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την αληθινή πραγματικότητα, τον κόσμο των Καθ’ Εαυτό Πραγμάτων, των νοούμενων του Καντ. «Αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν τόσο καταστροφικό όσο και το να εγκαταλείψεις μια ομάδα παιδιών καταμεσής ενός δάσους. Τα παιδιά θα ήταν αναγκασμένα να μάθουν εξαρχής και τα πιο απλούστερο πράγματα: πώς να τρέφονται, πώς να προστατεύονται από τα στοιχεία της φύσης, ακόμη και μια καινούρια γλώσσα που να καλύπτει τα καινούρια τους προβλήματα. Ελάχιστα θα έβγαιναν ζωντανά από την εμπειρία.
«Αυτό είναι που θέλουμε ν’ αποφύγουμε- και μπορούμε να το πετύχουμε αν παρεμποδίσουμε κάθε ξαφνική, σαρωτική αλλαγή στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της τωρινής μας πραγματικότητας». Ο Πρέντις περιεργάστηκε εξεταστικά τα πρόσωπα ολόγυρά του. Στα ρυτιδωμένα χαρακτηριστικά του Σπέερ ήταν απλωμένο ένα γαλήνιο χαμόγελο- ο ψυχολόγος φαινόταν να παρακολουθεί στοχαστικά τον αέρα πάνω από το κεφάλι του Πρέντις. Ο Γκόριγκ τον κοίταζε με σοβαρά, ανέκφραστα μάτια. Η Ε του έγνεψε ελαφρά καθώς το βλέμμα του την προσπερνούσε φευγαλέα πριν σταθεί για λίγο στο προβληματισμένο πρόσωπο του
Μπέρτσαρντ και, τέλος, στο φανερά πε ριφρονητικό του Ντομπς. Ο Σπέερ και ο Γκόριγκ φαίνονταν πιο δεκτικοί. Ο Σπέερ χάρη στο γεγονός ότι του έλειπε η υποδομή στις θετικές επιστήμες, και ο Γκόρινγκ επειδή η πυρηνική φυσική ήταν σε τέτοια κατάσταση συνεχούς ροής που ήδη οι επιστήμονές της εξέφραζαν τις σοβαρότερες αμφιβολίες για την εγκυρότητα των νόμων που προσκυνούσαν οι Μπέρτσαρντ και Ντομπς. Γ ια τον Μπέρτσαρντ υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα. Όσο για τον Ντομπς...
«Δεν κατάλαβα λέξη απ’ όσα μας είπες», δήλωσε ο Ντομπς. Και από τον τόνο του ήταν φανερό ότι θα ήθελε να προσθέσει, «Και αμφιβάλλω αν καταλαβαίνεις κι εσύ! » , Αλλά και ο Πρέντις αμφέβαλλε για το αν καταλάβαινε. Υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις, η οντολογία ήταν κάτι άπιαστο και ασαφές. «Διαφωνώ με τον όρο "αληθινή πραγματικότητα», συνέχισε ο Ντομπς. «Ενα πράγμα ή είναι πραγματικό ή δεν είναι. Κανένα φαντεζίστικο φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Και αν κάτι είναι πραγματικό, μας στέλνει προβλέψιμα, αναπαραγόμε-να,
αισθητικά ερεθίσματα που δεν επιδέχονται καμία τροποποίηση εκτός μόνο στο μυαλό των τρελών». Ο Πρέντις άρχισε ν’ ανασαίνει πιο άνετα. Η τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσει ήταν σαφής. Έπρεπε να συγκεντρώσει τα πυρά του στον Ντομπς, με λίγες πλευρικές βολές στον Μπέρτσαρντ. Οι Σπέερ και Γκό-ρινγκ ούτε που θα υποψιάζονταν ότι τα επιχειρήματά του είχαν αυτούς για στόχο. Από το τσεπάκι του γιλέκου του έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα και το έσπρωξε στο τραπέζι προς τον Ντομπς, φροντίζοντας να μην το κάνει να κροταλίσει. «Είσαι μεταλλουργός», του είπε. «Μας λες σε παρακαλώ τι είναι
αυτό: » Ο Ντομπς σήκωσε το νόμισμα και το εξέτασε καχύποπτα. «Προφανώς είναι ένα χρυσό πενταδόλαρο που κόπηκε το 1962 στο Φορτ Ουόρθ. Θα μπορούσα να σου δώσω και τη συγκεκριμένη του σύνθεση, αν τη θες». «Αμφιβάλλω αν θα το μπορούσες», απάντησε ο Πρέντις ατάραχα. «Γιατί, βλέπεις, κρατάς ένα κίβδηλο νόμισμα που φτιάχτηκε μόλις πριν μια εβδομάδα στο εργαστήριό μου ειδικά για τη συνδιάσκεψη αυτή. Γ ια να πούμε την αλήθεια, και με συγχωρείς γι’ αυτό, είχα ειδικά εσένα υπόψη μου όταν ζήτησα να μου το φτιάξουν. Δεν περιέχει ούτε ίχνος
χρυσού. Άσ’ το να χτυπήσει στο τραπέζι, και θα καταλάβεις». Το νόμισμα αφέθηκε να πέσει από τα δάχτυλα του σαστισμένου μεταλλουργού και κροτάλισε πάνω στο δρύινο τραπέζι. «Άκουσες το ψεύτικο κουδούνισμα; » ρώτησε σκληρά ο Πρέντις. Κατακόκκινος ο Ντομπς ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και περιεργάστηκε το νόμισμα πιο προσεκτικά. «Και πού ήθελες να το ξέρω; Δεν είναι ντροπή, έτσι; Πολλά καλοφτιαγμένα κίβδηλα δεν εντοπίζονται παρά μονάχα στο εργαστήριο. Πρόσεξα ότι το χρώμα ήταν μάλλον πολύ
κοκκινωπό, αλλά γι’ αυτό μπορεί να έφταιγε ο φωτισμός της αίθουσας. Και βέβαια δεν το πέρασα από ακουστικό τεστ πριν μιλήσω. Ναι, ο ήχος του είναι σαφώς κούφιος. Πρόκειται σίγουρα για κάποιο κράμα χαλκού-μολύβδου, ίσως με λίγο ασήμι μέσα για να βελτιωθεί ο ήχος του. Εντάξει, βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα. Και τι έγινε; Τι αποδεικνύει αυτό; » «Αποδεικνύει ότι κατέληξες σε δύο ξεχωριστές, σαφείς και αλληλοαποκλειόμενες πραγματικότητες, ξεκινώντας με βάση τα ίδια αισθητικά ερεθίσματα. Αποδεικνύει πόσο εύκολα αναθεωρείται η πραγματικότητα. Και δεν είναι μονάχα αυτό, όπως αμέσως θα—»
«Εντάξει», τον έκοψε ο Ντομπς πειραγμένο. «Αλλά, σε δεύτερη σκέψη παραδέχτηκα ότι ήταν κίβδηλο, έτσι; » «Πράγμα που δείχνει μια ακόμη αδυναμία στη συνήθη διαδικασία λήψης και αξιολόγησης των προεπεξεργασμένων πληροφοριών. Όταν ένας αναμφισβήτητα ειδικός μας διαβεβαιώνει ότι κάτι είναι γεγονός, εμείς, αμέσως και δίχως συνειδητή σκέψη, τροποποιούμε τα ερεθίσματα που δεχόμαστε έτσι ώστε να προσαρμοστούν με το γεγονός αυτό. Έτσι, όταν σου είπα ότι είναι πλαστό, είδες το νόμισμα ν’ αποκτά την κοκκινωπή απόχρωση του χαλκού και έναν κούφιο ήχο στο αφτί».
«Τον κούφιο ήχο θα τον έπιανα έτσι κι αλλιώς», επέμεινε πεισματικά ο Ντομπς, «και δίχως να μου το πει ο "αναμφισβήτητα ειδικός". Ο ήχος θα ήταν ο ίδιος, άσχετα από τα λόγια σου». Με την άκρη του ματιού του ο Πρέντις πρόσεξε ότι ο Σπέερ χαμογελούσε πλατιά. Άραγε ο γεροψυχολόγος είχε μυριστεί το παιχνίδι του; Θα το ρισκάριζε. «Δρ Σπέερ», είπε γυρίζοντας προς το μέρος του. «Νομίζω ότι κάτι έχετε να πείτε στο δύσπιστο φίλο μας». Ο Σπέερ χαμογέλασε στεγνά. «Ήσουν ένα τέλειο πειραματόζωο, Ντόμπσι, φίλε
μου. Το νόμισμα είναι γνήσιο». Το σαγόνι του μεταλλουργού κρεμάστηκε μια σπιθαμή καθώς κοίταζε χαζά από τον ένα στον άλλο. Ύστερα τα προγούλια του έγιναν κόκκινα σαν παντζάρι. Με μια οργισμένη κίνηση πέταξε το νόμισμα στο τραπέζι. «Μπορεί να είμαι πειραματόζωο, αλλά είμαι και ρεαλιστής. Π ιστεύω ότι τούτο δω είναι ένα κομμάτι μέταλλο. Μπορείτε να με ξεγελάσετε ως προς το χρώμα ή τη σύνθεσή του αλλά, στην ουσία και κατά βάση, είναι ένα κομμάτι μέταλλο». Τα μάτια του κοίταξαν άγρια τον Πρέντις και τον Σπέερ. «Μήπως κανείς από σας το αμφισβητεί αυτό; »
«Ασφαλώς όχι», απάντησε ο Πρέντις. «Τα κουτάκια καταχώρησης πληροφοριών στο μυαλό μας δε διαφέρουν στο σημείο αυτό. Δέχονται τους ίδιους αισθητικούς ερεθισμούς και μεταφράζονται σε "κομμάτι μέταλλο" ή "νόμισμα". Ό, τι κι αν είναι το αντικείμενο, παράγει ερεθίσματα που το μυαλό μας μπορεί να καταγράφει και ν’ αποδέχεται ως "νόμισμα". Πρόσεξε όμως: εμείς το κάνουμε να είναι νόμισμα. Ωστόσο, αν μπορούσα ν’ αναδιατάξω τα κουτάκια αυτά του εγκεφάλου μου, μπορεί να έβρισκα ότι δεν είναι νόμισμα, αλλά καρέκλα ή βαγόνι τρένου, μπορεί και με το Δρ. Ντομπς μέσα. Αλλά, αν η αναδιάταξη ξεπερνούσε ορισμένα όρια, μπορεί να μην απόμενε καν σημειωτικό
πρότυπο — με πιο απλά λόγια, να μην υπήρχαν πια λέξεις που να περιγράφουν τα εισερχόμενα ερεθίσματα. Τότε δε θα υπήρχε ούτε νόμισμα ούτε τίποτα! » «Βέβαια», έκανε ειρωνικά ο Ντομπς. «Θα μπορούσες και να περάσεις από μέσα μου». «Γιατί όχι; » απάντησε ο Πρέντις σοβαρά. «Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνουμε καθημερινά. Η ύλη είναι το πιο άδειο πράγμα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Αν συμπίεζες αυτό το νόμισμα ώστε να εξαφανιστούν τα κενά ανάμεσα στα άτομα και τα ηλεκτρόνιά του, θα ήταν αδύνατο να το δεις ακόμη και στο μικροσκόπιο».
Ο Ντομπς κοίταξε το αινιγματικό Νόμισμα σαν να φοβόταν ότι μπορεί να άνοιγε ένα τεράστιο στόμα να τον καταπιεί. Ύστερα δήλωσε ξερά. «Όχι. Δεν το πιστεύω. Τούτο εδώ υπάρχει σαν νόμισμα, και μόνο σαν νόμισμα — είτε το ξέρω είτε όχι». «Λοιπόν, ποια είναι η δική σου γνώμη, Δρ Γκό-ρινγκ; » αποτόλμησε την ερώτηση ο Πρέντις. «Είναι αληθινό τούτο το νόμισμα για σένα; » Ο πυρηνικός επιστήμονας χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν δεν καθίσω να το πολυσκε-φτώ, είναι αρκετά αληθινό. Αλλά... »
Το πρόσωπο του Ντομπς σκοτείνιασε. «Αλλά, τι; Ορίστε, μπροστά σου το ’χεις. Αμφιβάλλεις για τη μαρτυρία των ματιών σου; » «Εκεί είναι η δυσκολία», αποκρίθηκε ο Γκόρινγκ γέρνοντας μπροστά. «Τα μάτια μου μου λένε ότι είναι νόμισμα. Η θεωρία μου λέει ότι είναι ένα σύνολο από υποθετικές διαταραχές σ’ έναν υποθετικό υπο-αιθέρα σ’ έναν υποθετικό αιθέρα. Η αρχή της απροσδιοριστίας μου λέει ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να ξέρω και τη μάζα και τη θέση αυτών των υποθετικών διαταραχών. Ως φυσικός γνωρίζω ότι το ίδιο το γεγονός της παρατήρησης αρκεί για ν’ αλλάξει κάτι από την κατάσταση που ήταν πριν από την παρατήρηση.
Όπως και να ’χει, συμβιβάζομαι αφήνοντας τις αισθήσεις μου και την πρακτική εμπειρία να κολλήσουν μια ονομαστική ταμπελίτσα σ’ αυτό το συγκεκριμένο αγνωσιακό X. Όταν αυτό το X γίνει αντιληπτό από το νου μου (ό, τι κι αν είναι αυτό! ) τότε δέχομαι ότι X ίσον νόμισμα. Μια απλή εξίσωση με δυο αγνώστους δεν έχει λύση. Το καλύτερο που μπορώ να πω είναι ότι πρόκειται για ένα νόμισμα, αλλά πολύ πιθανό και να μην είναι—». «Χα! » έκανε ο Μπέρτσαρντ. «Μπορώ ν’ αποδείξω πολύ εύκολα το σφάλμα του συγκεκριμένου συλλογισμού. Αν είναι ο νους που φτιάχνει αυτό το νόμισμα, τότε είναι ο νους μας που φτιάχνει και τούτο
το τασάκι, εκείνο το παράθυρο ή τούτη την καρέκλα που κάθομαι. Μπορείς έτσι να πεις ότι εμείς φτιάχνουμε τον αέρα που αναπνέουμε ή και όλα τ’ άστρα και τους πλανήτες. Μα... αν ακολουθήσουμε την ιδέα του Πρέντις ώς τη λογική της κατάληξη, τότε ολόκληρο το σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου — ένα συμπέρασμα στο οποίο σίγουρα δε νομίζω ότι ο Πρέντις επιδιώκει να καταλήξουμε». «Α, μα αυτό ακριβώς επιδιώκω», δήλωσε ο Πρέντις. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει να παρακάμπτει άλλο το κεντρικό πρόβλημα. Έπρεπε να λάβει σαφή θέση. «Και για να μην υπάρχουν περιθώρια
παρεξήγησης, δηλώνω κατηγορηματικά, είτε συμφωνείτε μαζί μου είτε όχι, ότι πιστεύω πως το φαινομενικό σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου». Ακόμη και η Ε φάνηκε να αιφνιδιάζεται, παρόλο που δεν είπε τίποτε. Ο οντολόγος συνέχισε γοργά. «Όλοι σας σίγουρα αναρωτιέστε αν έχασα τα λογικά μου. Πριν από μια βδομάδα το ίδιο θ’ αναρωτιόμουν κι εγώ. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε ερεύνησα αρκετά το θέμα της ιστορίας της επιστήμης. Και επαναλαμβάνω τη θέση μου: το σύμπαν είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η αρχή της
ύπαρξης του ανθρώπου βρίσκεται σε κάποια απίστευτη απλή λέξη: το αρχικό και αληθινό νοούμενον του σημερινού σύμπαντος. Και ότι με το πέρασμα των αιώνων ο άνθρωπος επεξέτεινε τον αρχικά μικρό κόσμο του ώς τη σημερινή του απεραντοσύνη και ασύλληπτη πολυπλοκότητα αποκλειστικά και μόνο με τη δύναμη της φαντασίας του. «Συμπερασματικά, πιστεύω ότι αυτό που οι περισσότεροι από σας αποκαλούν "αληθινό" κόσμο είναι κάτι που αλλάζει ξαφνικά συνεχώς από την εποχή που οι πρόγονοί μας άρχισαν να σκέπτονται». Ο Ντομπς χαμογέλασε περιφρονητικά.
«Έλα τώρα, Πρέντις. Αυτή είναι απλώς μια μεταφορική περιγραφή της επιστημονικής προόδου στο πέρασμα των αιώνων. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να πω ότι τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα έχουν μικρύνει τον κόσμο. Όμως, ασφαλώς, θα παραδέχεσαι πως η φυσική κατάσταση των πραγμάτων παραμένει κατά βάση σταθερή από τότε που γεννήθηκαν οι γαλαξίες και η Γη άρχισε να ψύχεται, και πως τα απλά κοσμολογικά συστήματα των πρώτων ανθρώπων οφείλονταν απλώς στην αδυναμία τους να συλλέξουν τις απαιτούμενες αρκετά ακριβείς πληροφορίες».
«Δεν παραδέχομαι τίποτα τέτοιο», τον αντέκρουσε ο Πρέντις απερίφραστα. «Απεναντίας, υποστηρίζω ότι οι πληροφορίες τους ήταν κατά βάση αρκετά ακριβείς. Υποστηρίζω ότι σε κάποια εποχή της ιστορίας μας η Γη ήταν επίπεδη, τόσο επίπεδη όσο σφαιρική είναι τώρα, και πως κανένας πριν από την εποχή του Εκαταίου, έστω και με τα καλύτερα σύγχρονα όργανα στη διάθεσή του, δε θα μπορούσε ν’ αποδείξει το αντίθετο. Το μυαλό του θα ήταν προσαρμοσμένο σ’ έναν δισδιάστατο κόσμο. Αν κάποιοι από μας εδώ ήταν δυνατό να μεταφερθούμε στον κόσμο του Εκαταίου θα μπορούσαμε, βέβαια, ν’ αποδείξουμε σχετικά σύντομα τη
σφαιρικότητα της Γης. Αυτό γιατί το δικό μας μυαλό είναι προσαρμοσμένο σ’ έναν τρισδιάστατο κόσμο. Μπορεί να έρθει κάποτε μια μέρα όταν μια τετραδιάστατη Γη θα είναι κάτι το αυτονόητο, ακόμη και για τα παιδιά του δημοτικού, γιατί τότε το δικό τους μυαλό θα έχει διαισθητικά προσαρμοστεί στις σχετικιστι-κές αντιλήψεις». Ο Πρέντις κοντοστάθηκε και μετά πρόσθεσε ειρωνικά: «Και δεν αποκλείεται οι πιο αργόστροφοι της εποχής εκείνης να προσπαθήσουν ν’ αποδώσουν τη δίκιά μας απλοϊκή, τρισδιάστατη αντίληψη
του κόσμου στα δήθεν πρωτόγονα και ανακριβή όργανά μας. Γιατί, βέβαια, για κείνους θα είναι φως φανάρι ότι ο κόσμος τους είναι τετραδιάστατος! » Κεφάλαιο 5 Ο Ντομπς ρουθούνισε σαρκαστικά στην εκπληκτική αυτή άποψη. Οι άλλοι επιστήμονες κοίταξαν τον Πρέντις με δέος και δυσπιστία συνάμα. «Σε ακολουθώ ώς ένα σημείο», δήλωσε επιφυλακτικά ο Γ κόρινγκ. «Καταλαβαίνω ότι τα μέλη μιας
πρωτόγονης κοινωνίας μπορεί να ξεκινήσουν μ’ έναν περιορισμένο αριθμό γεγονότων. Θα επινοούσαν θεωρίες για να εναρμονίσουν και να συνδέσουν τα υπάρχοντα γεγονότα, και ύστερα αυτές οι πρώτες θεωρίες θ’ απαιτούσαν την ύπαρξη νέων, επιπρόσθετων γεγονότων. Στην έρευνά τους γι’ αυτά τα συμπληρωματικά γεγονότα, θα προέκυπταν και άσχετα γεγονότα που θα ήταν ασυμβίβαστα με τις πρώτες θεωρίες. Αυτό θ’ απαιτούσε δευτερογενείς θεωρίες, από τις οποίες θα προέκυπταν απρόσμενα γεγονότα, η επιβεβαίωση των οποίων θα έφερνε στο φως περισσότερες ασυνέπειες. Έτσι η αλυσίδα γεγονότων που γεννούν θεωρίες που γεννούν γεγονότα που γεννούν θεωρίες και ούτω
καθεξής, θα οδηγούσε τελικά στην παρούσα κατάσταση γνώσης. Κάτι τέτοιο δε λέει η θεωρία σου; » Ο Πρέντις έγνεψε καταφατικά. «Όμως δεν παραδέχεσαι ότι τα γεγονότα υπήρχαν εξαρχής, και ότι απλώς ήταν θέμα ανακάλυψής τους; » «Το απλό, θεμελιακό νοούμενον υπήρχε εξαρχής, ναι. Αλλά κάθε νέο γεγονός — κάθε νέα ερμηνεία του ανθρώπου για το νοούμενον — ήταν γενικά καθαρή επινόηση, ένα νοητικό δημιούργημα, αν το θες. Μπορείς να το κατανοήσεις καλύτερα αν αναλογιστείς ότι σπάνια προκύπτει ένα νέο γεγονός αν
δεν υπάρχει ήδη η θεωρία που απαιτεί την ερμηνεία του. Στη συνηθισμένη επιστημονική έρευνα, η θεωρία προηγείται, και αμέσως ακολουθεί η "ανακάλυψη" των διαφόρων γεγονότων που συνάγονται από αυτή». Ο Γκόρινγκ δε φάνηκε να έχει πειστεί ακόμη. «Μα ούτε κι αυτό αποδεικνύει ότι το γεγονός δεν υπήρχε εξαρχής». «Έτσι λες; Γ ια σκέψου τα υπάρχοντα στοιχεία. Ποτέ δε σου έκανε εντύπωση γιατί τόσες και τόσες φορές ολοφάνερα γεγονότα "παραβλέφθηκαν" ώς τη στιγμή που κάποιος έβγαλε τη θεωρία που απαιτούσε την ύπαρξή τους; Πάρε, αν θες, τα δικά σου πυρηνικά σωματίδια που
συνθέτουν την ύλη. Τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια εντοπίστηκαν στην πράξη μονάχα αφού ο Ράδερφορντ απέδειξε ότι έπρεπε να υπάρχουν. Και όταν αργότερα ο ίδιος ο Ράδερφορντ ανακάλυψε ότι τα δυο τους δεν ήταν αρκετά για να φτιάξουν όλα τα άτομα του περιοδικού πίνακα των στοιχείων, υπέθεσε και την ύπαρξη του νετρονίου. Και, βέβαια, πολύ βολικά, το νετρόνιο "ανακαλύφθηκε" σ’ ένα θάλαμο Ουίλσον». Ο Γ κόρινγκ σούφρωσε σκεφτικά τα χείλη του. «Μα ο θάλαμος Ουίλσον θα το είχε δείξει κανονικά και πριν από τη θεωρία αν κανένας είχε απλώς σκεφτεί να τον χρησιμοποιήσει. Το γεγονός ότι ο Ουίλσον δεν εφεύρε το θάλαμό του παρά
το 1912 και ο Γκάιγκερ το μετρητή του το 1913, δεν εμποδίζει τα υπο-ατομικά σωματίδια να προϋπήρχαν αυτών των συσκευών ανίχνευσής τους». «Δεν έπιασες αυτό που προσπαθώ να σου πω», είπε ο Πρέντις. «Το αρχέγονο, αδιαφοροποίητο νοούμενον που σήμερα το παρατηρούμε σαν υπο-ατομικά σωματίδια προϋπήρχε του 1912, δεκτό, αλλά όχι και τα υποατομικά σωματίδια» «Τι να σου πω, δεν ξέρω... » Ο Γκόρινγκ έξυσε το σαγόνι του. «Τι έχεις να πεις για τις θεμελιώδεις δυνάμεις; Σίγουρα ο ηλεκτρισμός προϋπήρχε του Γκαλβά-νι, σωστά; Ακόμη και οι
Έλληνες ήξεραν πώς να συγκεντρώνουν ηλεκτροστατικά φορτία στο κεχριμπάρι». «Ο ηλεκτρισμός των Ελλήνων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ηλεκτροστατικά φορτία. Τίποτα παραπάνω δεν ήταν δυνατό να γίνει μέχρι που ο Γκαλβάνι εισήγαγε την ιδέα του ηλεκτρικού ρεύματος». «Θέλεις να πεις ότι το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε πριν από τον Γκαλβάνι; » παρενέβη ο Μπέρτσαρντ. «Ούτε καν όταν ένας κεραυνός χτυπούσε έναν αγωγό; » «Ούτε ακόμη και τότε. Δεν ξέρουμε και πολλά για τη φύση των κεραυνών πριν από την εποχή του Γ καλβάνι. Αν και
πιθανόν να έκρυβαν πολλή δύναμη, η καταστροφικότητά τους δεν πρέπει να οφειλόταν σε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι Κινέζοι πετούσαν χαρταετούς επί αιώνες πριν ο Φρανκλίνος διατυπώσει τη θεωρία ότι ο κεραυνός και ο γαλβανικός ηλεκτρισμός ήταν ένα και το αυτό. Αλλά πουθενά δεν έχει αναφερθεί καμία κεραυνοπληξία από σπάγκο χαρταετού που ο σοφός μας Βενιαμίν Φρανκλίνος τράβηξε έναν έτσι το 1765. Σήμερα, μονάχα ένας βλάκας θα δοκίμαζε να πετάξει χαρταετό στη διάρκεια καταιγίδας. Όλα ακολουθούν τον κανόνα: η θεωρία προηγείται, και μετά "αλλάζουμε" την πραγματικότητα για να τη συνταιριάξουμε με τη θεωρία».
«Τότε», επέμεινε ο Μπέρτσαρντ, «φαντάζομαι ότι θα μας πεις και ότι τα ενενήντα δύο χημικά στοιχεία είναι επινοήματα της φαντασίας μας». «Ακριβώς», απάντησε ο Πρέντις. «Πιστεύω ότι στην αρχή υπήρχαν μονάχα τέσσερα νοούμενα στοιχεία. Ο άνθρωπος απλώς τα πολλαπλασίασε σύμφωνα με τις ανάγκες της αυξανόμενης επιστήμης του. Είναι ο άνθρωπος που τα έκανε τόσα όσα είναι σήμερα — και, σε μία περίπτωση, τα ξε-έκανε. Θυμάστε τι σάλο προκάλεσε ο Μεντελέγιεφ με τον περιοδικό του νόμο; Ισχυρίστηκε ότι όλα τα στοιχεία έπρεπε ν’ ακολουθούν σειρές σθένους αυξανόμενου ατομικού βάρους, και όταν είδε ότι τα στοιχεία δεν το
’καναν, επέμεινε ότι ο νόμος του ήταν σωστός και τα ατομικά βάρη λάθος. Αυτό θα πρέπει να έκανε τους Στας και Μπερτζέλιους να στριφογυρίσουν στον τάφο τους, γιατί οι δυο τους είχαν υπολογίσει με θαυμαστή ακρίβεια τα δήθεν εσφαλμένα ατομικά βάρη. Το παράξενο ήταν πως όταν τα βάρη ξαναμετρήθηκαν, βρέθηκαν να ταιριάζουν με τον περιοδικό πίνακα του Μεντελέγιεφ. Και δεν ήταν μονάχα αυτό. Ο καλός μας ο Μεντελέγιεφ υπέδειξε ότι υπήρχαν κενά σημεία στον πίνακά του, και υποστήριξε ότι υπήρχαν και άλλα στοιχεία που δεν είχαν ώς τότε ανακαλυφθεί. Έφτασε μάλιστα ώς το σημείο να προβλέψει και τις ιδιότητές τους. Αλλά ήταν πολύ σεμνός. Δηλώνω
στα ίσια ότι ο Νίλσον, ο Ουίνκλερ και ο Ντε Μπουασμπωντράν απλώς ανακάλυψαν το σκάν-διο, το γερμάνιο και το γάλλιο- ήταν ο Μεντελέφιεφ που τα δημιούργησε από την αρχική τετραστοιχειακή ουσία». «Αυτό είναι κομματάκι βαρύ», παρατήρησε η Ε γέρνοντας μπροστά. «Πές μου, αν ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τα στοιχεία και το σύμπαν για να τα συνταιριά-ξει με την εικόνα που τον βόλευε, ποια μορφή θα είχε το σύμπαν πριν εμφανιστεί ο άνθρωπος; » «Δεν υπήρχε καν σύμπαν», αποκρίθηκε ο Πρέντις. «Θυμήσου: εξ ορισμού, το "σύμπαν" ή η
πραγματικότητα" είναι απλώς η άποψη που έχει ο άνθρωπος για το έσχατο νοούμενο σύμπαν. Το "σύμπαν", όπως το ξέρουμε, εμφανίζεται και εξαφανίζεται μαζί με τον ανθρώπινο νου. Κατά συνέπεια, η Γη — όπως έχει — δεν υπήρχε καν πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου». «Και αγνοείς τη μαρτυρία των πετρωμάτων; » διαμαρτυρήθηκε η Ε. «Χρειάζονταν ν’ ασκηθούν δυνάμεις επί εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια χρόνια για να πάρουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Εκτός κι αν υποστηρίζεις την ύπαρξη ενός παντοδύναμου θεού που τα έφτιαξε
έτσι σε μια μέρα». «Υποστηρίζω μονάχα την ύπαρξη του παντοδύναμου ανθρώπινου νου», δήλωσε ο Πρέντις. «Στο 17ο αιώνα οι Χουκ, Ρέυ, Γούντγουορντ κι ένα σωρό άλλοι μελέτησαν κοιτάσματα κιμωλίας, αμμοχάλικων, μαρμάρου, ακόμη και άνθρακα, δίχως να βρουν τίποτε που να έρχεται σε αντίθεση με τη βιβλική αντίληψη του Κατακλυσμού. Αλλά τώρα που αποφασίσαμε ότι η Γη είναι αρχαιότερη, άρχισαν και οι βράχοι της να μας φαίνονται αρχαιότεροι». «Και πώς εξηγείς την εξέλιξη; » επέμεινε ο Μπέρ-τσαρντ. «Σίγουρα δεν μπορεί να ήταν θέμα μονάχα λίγων
αιώνων». «Αλήθεια; » έκανε ο Πρέντις. «Και πάλι, γιατί να υποθέσουμε ότι τα γεγονότα προηγήθηκαν της θεωρίας; Όλα τα στοιχειά δείχνουν το αντίθετο. Ο Αριστοτέλης ήταν ένας θαυμάσιος πειραματικός βιολόγος, και ξέρουμε ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ζωή γεννιέται αυτόματα. Πριν από την εποχή του Δαρβίνου δεν υπήρχε κανένας λόγος εξέλιξης για τα διάφορα είδη, επειδή τα πλάσματα γεννιόνταν αυτόματα από την ανόργανη ύλη. Ακόμη και στα τέλη του 18ου αιώνα ο Νήνταμ, χρησιμοποιώντας μικροσκόπιο, ανέφερε ότι είδε μικρόβια να γεννιούνται αυτόματα από
αποστειρωμένο υλικό καλλιέργειας. Εκείνοι οι αβιογενετιστές έχασαν αργότερα το κύρος τους, και τα πειράματά τους βρέθηκαν ότι δεν ήταν επαναλήψιμα. Αλλά αυτό μονάχα αφού είχε γίνει προφανές ότι τα υπάρχοντα αβιογενετικά γεγονότα δε συμβιβάζονταν με τα μεταγενέστερα "γεγονότα" που προέκυψαν από τις νεότερες βιολογικές θεωρίες» «Λοιπόν», είπε ο Γκόρινγκ, «έστω ότι, για χάρη της συζήτησης, δεχόμαστε την άποψή σου ότι ο άνθρωπος έχει αλλάξει τα αρχικά νοούμενα πλάθοντας έτσι την τωρινή πραγματικότητα. Τότε ποιον κίνδυνο γι’ αυτή την πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ο Λους; Πώς θα
μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, ακόμη κι αν έχει τέτοια πρόθεση; Τι ακριβώς επιδιώκει να καταφέρει; » «Σε γενικές γραμμές», απάντησε ο Πρέντις, «ο Λους σκοπεύει να καταστρέψει το αϊνστάνειο σύμπαν». Ο Μπέρτσαρντ έσμιξε τα φρύδια του και κούνησε το κεφάλι του. «Μη βιάζεσαι. Κατά πρώτο, πώς μπορεί κανείς να πιστεύει ότι μπορεί να καταστρέψει τούτο τον πλανήτη; Πόσο μάλλον ολόκληρο το σύμπαν. Και γιατί λες το “αϊνστάνειο” σύμπαν. Στο σύμπαν όποιο επίθετο και να δώσεις, πάλι το ίδιο σύμπαν δεν είναι; »
«Αυτό που εννοεί ο Δρ Πρέντις», εξήγησε η Ε, «είναι ότι ο Λους θέλει ν’ ανατρέψει οριστικά και αμετάκλητα την τωρινή αντίληψη που έχουμε για το σύμπαν, η οποία τυγχάνει να είναι η αϊνστάνεια. Αυτό γιατί πιστεύει ότι η τελική του μορφή θα είναι και η αληθινή — και κατανοητή μονάχα από τον Λους και ίσως μερικούς άλλους ειδικούς οντολόγους». «Δεν το πιάνω», δήλωσε ο Ντομπς εκνευρισμένος. «Προφανώς αυτός ο Λους δε σχεδιάζει τίποτε περισσότερο από τη δημοσίευση κάποιας καινούριας επιστημονικής θεωρίας. Πώς μπορεί να είναι κάτι τόσο τραγικό; Μια απλή θεωρία δεν μπορεί να βλάψει κανέναν —
πόσο μάλλον όταν μονάχα δυο τρεις άνθρωποι μπορούν να την καταλάβουν». «Εσύ... και μερικά δισεκατομμύρια άλλοι», απάντησε ο Πρέντις ήρεμα, «νομίζουν ότι η “πραγματικότητα” δεν μπορεί να επηρεαστεί από καμία θεωρία- ότι είναι στο χέρι σας να την αποδεχτείτε ή να την απορρίψετε. Στο παρελθόν αυτό ήταν αλήθεια. Αν οι πτολε-μαϊκοί ήθελαν ένα γεωκεντρικό σύμπαν, αρκεί ν’ αγνοούσαν τον Κοπέρνικο. Αν το τετραδιάστατο συνεχές του Αϊνστάιν και του Μινκόφσκι φαινόταν ακατανόητο στους οπαδούς του Νεύτωνα, δεν είχαν παρά να το απορρίψουν, και οι πλανήτες συνέχιζαν
να περιστρέφονται σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις προβλέψεις του Νεύτωνα. Αλλά τούτο δω είναι κάτι άλλο. «Για πρώτη φορά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πιθανότητα η απλή κοινοποίηση μιας θεωρίας να επιβάλλει μια νέα ασύλληπτη πραγματικότητα στο μυαλό μας. Δε θα είναι στο χέρι μας αν θα την αποδεχτούμε ή όχι». «Λοιπόν», παρατήρησε ο Μπέρτσαρντ, «αν με το “κοινοποίηση μιας θεωρίας” εννοείς κάτι σαν την εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας και της σχετικότητας στην παραγωγή της ατομικής ενέργειας, που βέβαια άλλαξε τη μορφή του
πολιτισμού της περασμένης γενιάς, είτε το ήθελαν είτε όχι, αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά αν εννοείς ότι ο Λους θα κάνει ένα ασήμαντο πειραματάκι που ίσως επαληθεύσει κάποια νέα θεωρία, και ότι από αυτό και μόνο η πραγματικότητα θ’ ανατραπεί ακαριαία, ε... αυτό θα το θεωρούσα ανοησία». «Θα ήθελε κανείς να μαντέψει», ρώτησε ο Πρέντις σιγανά, «τι θα γινόταν αν ο Λους μπορούσε να καταστρέψει ένα φωτόνιο; » Ο Γκόρινγκ άφησε ένα μικρό γελάκι. «Το ερώτημα είναι άνευ περιεχομένου. Η υπόσταση μάζας-ενέργειας, το τρισδιάστατο προφίλ της οποίας απο-
καλούμε φωτόνιο, είναι αδύνατο να καταστραφεί». «Αλλά αν υποθέσουμε ότι ήταν δυνατό να καταστραφεί; » επέμεινε ο Πρέντις. «Ποια θα ήταν η μορφή του σύμπαντος μετά; » «Τι θ’ άλλαζε μ’ αυτό», ρώτησε επιθετικά ο Ντομπς. «Τι σημασία θα είχε ένα φωτόνιο παραπάνω ή παρακάτω; » «Τεράστια», αποκρίθηκε ο Γ κόρινγκ. «Σύμφωνα με τη θεωρία του Αϊνστάιν, κάθε σωματίδιο ύλης-ενέργειας έχει ένα βαρυτικό δυναμικό λάμδα, και μπορεί να υπολογιστεί ότι ο ολικός αριθμός αυτών των λάμδα είναι ακριβώς εκείνος που
απαιτείται για να μην αναδιπλωθεί στον εαυτό του το τετραδιάστατο συνεχές. Έτσι και αφαιρέσεις ένα λάμδα — Ω Θεέ μου! Το σύμπαν θα άνοιγε σαν καρπούζι! » «Ακριβώς», συμφώνησε ο Πρέντις. «Αντί για ένα συνεχές, η “πραγματικότητά” μας θα γινόταν ένα ανείπωτο χάος από ασύνδετα τρισδιάστατα αντικείμενα. Ο χρόνος, αν συνέχιζε να υπάρχει, δε θα είχε καμία σχέση με τ’ αντικείμενα του χώρου. Μονάχα μια αυθεντία της οντολογίας θα μπορούσε να επανασυν-θέσει κάποιο νόημα από μια τέτοια "πραγματικότητα"».
«Τέλος πάντων», είπε ο Ντομπς. «Όπως και να ’χει, εγώ δε θ’ ανησυχούσα ιδιαίτερα. Δε νομίζω ότι θα μπορέσει ποτέ κανείς να καταστρέψει ένα φωτόνιο». Ξεφύσηξε ειρωνικά. «Θα πρέπει πρώτα να το πιάσει! » «Ο Λους μπορεί να το πιάσει», δήλωσε ο Πρέντις ήρεμα. «Και μπορεί να το καταστρέψει. Τούτη τη στιγμή κάποιο ασύλληπτο μετα-αϊνστάνειο σύμπαν βρίσκεται στην παλάμη του χεριού του. Ίσως να είναι η τελική, η αληθινή πραγματικότητα. Αλλά δεν είμαστε έτοιμοι γι αυτή. Ο Καντ, ίσως, ή ο Χόμο Σουπέριορ, αλλά όχι και ο μέσος Χόμο Σάπιενς. Εμείς θα βγαίναμε νοκ-άουτ».
Κοντοστάθηκε. Δίχως να κοιτάξει προς τον Γκό-ρινγκ, ήξερε ότι τον είχε πείσει. Ο Πρέντις χαλάρωσε με φανερή ανακούφιση. Ήταν καιρός για την ψηφοφορία. Έπρεπε να χτυπήσει πριν ο Σπέερ και ο Γκόρινγκ αλλάξουν γνώμη. «Κυρία», είπε ρίχνοντας μια ερωτηματική ματιά προς τη γυναίκα, «από στιγμή σε στιγμή περιμένω οι άντρες μου ν’ αναφέρουν τον εντοπισμό του Λους. Αν η ομάδα μας κρίνει αναγκαίο το μέτρο, πρέπει νά είμαι έτοιμος να τους δώσω τη διαταγή για την εκτέλεση. Ζητώ να γίνει ψηφοφορία στελεχών! » . «Δεκτό», απάντησε αμέσως η Ε. «Όσοι
είναι υπέρ της άμεσης εκτέλεσης του Λους να σηκώσουν το δεξί τους χέρι». Ο Πρέντις και ο ο Γ κόρινγκ έκαναν την κίνηση αυτή. Ο Σπέερ έμεινε ασάλευτος. Ο Πρέντις ένιωσε την καρδιά του να παγώνει. Είχε πέσει έξω στην κρίση του; «Ψηφίζω κατά αυτού του εγκλήματος», δήλωσε ο Ντομπς. «Γιατί τέτοιο το θεωρώ: καθαρό έγκλημα». «Συμφωνώ με τον Ντομπς», δήλωσε ο Μπέρτσαρντ λακωνικά.
Τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς τον ψυχολόγο. «Υποθέτω ότι θα υποστηρίξεις τη θέση μας, Δρ Σπέερ», έκανε ο Ντομπς βλοσυρά. «Εμένα μη με υπολογίζετε στο παιχνίδι, κύριοι. Ποτέ δε θα επενέβαινα σε κάτι τόσο αναπόφευκτο όσο το πεπρωμένο του ανθρώπου. Όλοι σας παραβλέπετε μία βασική πλευρά της ανθρώπινης φύσης: την ακόρεστη δίψα του ανθρώπου για αλλαγή, για οτιδήποτε το διαφορετικό από εκείνο που ήδη έχει. Ο ίδιος ο Πρέν-τις υποστήριξε ότι κάθε φορά που ο άνθρωπος αρχίζει
να νιώθει ανικανοποίητος με την τρέχουσα πραγματικότητα, αρχίζει να την αλλάζει, και όποιον πάρει ο χάρος. Ο Λους δε συμβολίζει παρά τον κακό άγγελο της ράτσας μας στην πορεία της τόσο προς την αποθέωση όσο και προς την καταστροφή. Όμως τα σύμβολα, έτσι και γεννηθούν, δεν πεθαίνουν με τίποτα. Είναι πολύ αργά πια για ν’ αρχίσουμε να σκοτώνουμε τους διάφορους Λους. Ήταν ήδη πολύ αργά από την εποχή που ο πρώτος άνθρωπος δοκίμασε το μήλο. «Πέρα απ’ αυτό, νομίζω ότι ο Πρέντις υπερεκτιμά τις συνέπειες της αναμενόμενης επιτυχίας του Λους στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ας υποθέσουμε
ότι ο Λους καταφέρνει πράγματι να ξεφύγει από το χώρο και το χρόνο και ν’ ακινητοποιήσει τον κόσμο στη χρονική στατικότητα της τωρινής ψευτοπραγματικότη-τας. Έστω ότι αυτός και λίγοι ειδήμονες οντολόγοι καταφέρνουν να εισχωρήσουν στην έσχατη, την αληθινή πραγματικότητα. Για πόσο νομίζετε ότι θ’ αντισταθούν στον πειρασμό να την αλλάξουν; Ο Πρέντις έχει δίκιο* κάποτε οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους θα φτάσουν να ζουν σ’ ένα σύμπαν τόσο πολύπλοκο και αφόρητο όσο κι εκείνο που εγκατέλειψαν, ενώ εμείς, από κάθε πρακτική άποψη, θα έχουμε τη χαρά να είμαστε μακαρίτες.
«Όχι κύριοι, δεν ψηφίζω ούτε υπέρ ούτε κατά». ■Τότε ανήκει σε μένα το προνόμιο να σπάσω την ισοψηφία», παρατήρησε ψύχραιμα η Ε. «Ψηφίζω υπέρ της εκτέλεσης του Λους. Αφήστε κατά μέρος τις διαμαρτυρίες σας, Δρ Ντομπς. Η ώρα είναι περασμένα μεσάνυχτα. Η συνδιάσκεψη έληξε». Και σηκώθηκε αμέσως ορθή, δείχνοντας αυτό που εννοούσε. Σε λίγο, ένας ένας οι άντρες άρχισαν να εγκαταλείπουν την αίθουσα. Η Ε άφησε το τραπέζι και προχώρησε προς τα παράθυρα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Ο Πρέντις δίστασε για μια στιγμή, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. «Κι εσύ, Πρέντις», φώναξε η Ε πάνω από τον ώμο της. Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Σπέερ, τον τελευταίο της ομάδας, εκτός από τον Πρέντις. Ο Πρέντις πλησίασε και στάθηκε πίσω από την Ε. Εκείνη δεν έδειξε ν’ αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Δυο μέτρα μακριά, ο οντολόγος κοντοστάθηκε και την περιεργάστηκε.
Είτε καθόταν είτε στεκόταν όρθια είτε βάδιζε, ήταν πανέμορφη. Από μέσα του τη συνέκρινε με την Αφροδίτη του Βελάσκεθ. Υπήρχαν οι ίδιες λεπτές, εξαίσιες αναλογίες μηρών, γοφών και μπούστου. Και ο Πρέντις ήξερε ότι η Ε είχε πλήρη επίγνωση της καλλονής της, και επιπλέον ότι πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει το επιδοκιμαστικά βλέμμα του. Οι ώμοι της καμπούριασαν ξαφνικά και, όταν μίλησε, η φωνή της ακούστηκε πολύ κουρασμένη. «Ώστε δεν έφυγες ακόμη, Πρέντις. Πιστεύεις στη διαίσθηση; »
«Όχι συχνά». «Ο Σπέερ είχε δίκιο. Πάντοτε έχει δίκιο. Ο Λους θα πετύχει». Άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της και γύρισε προς το μέρος του. «Τότε επίτρεψέ μου, αγαπούλα, να σου ζητήσω και πάλι να με παντρευτείς και ας ξεχάσουμε για λίγους μήνες το όλο θέμα του ελέγχου της γνώσης». «Αυτό αποκλείεται εντελώς, Πρέντις. Οι χαρακτήρες μας είναι εντελώς αντίθετοι. Εσύ είσαι αδιόρθωτα περίεργος, ενώ εγώ είμαι αδιόρθωτα, μπορεί και νευρωτικά, συντηρητική. Εξάλλου, πώς μπορείς να σκέ-
φτεσαι αυτά τα πράγματα όταν έχουμε να σταματήσουμε τον Λους; » Η απάντησή του διακόπηκε από το τσίριγμα του ίντερκομ. «Μήνυμα για τον κύριο Πρέντις. Επείγον μήνυμα για τον κύριο Πρέντις. Ο Λους εντοπίστηκε. Επείγον μήνυμα... »
Κεφάλαιο 6
Ο Κρας έδειξε με το μολύβι του τη μαρκαρισμένη περιοχή στο χάρτη.
«Αυτό είναι το κτήμα του Λους. τα "Φιδίσια Μάτια, φημισμένο εκτροφείο θηραμάτων και ζωολογικός κήπος. Περίπου στο κέντρο κάπου εδώ νομίζω — υπάρχει μια πέτρινη αγροικία. Ένα φορτηγό ξεφόρτωσε εργαστηριακό εξοπλισμό εκεί σήμερα το πρωί». «Πρέντις», είπε η Ε, «πόσο καιρό υπολογίζεις ότι θα του πάρει για να εγκαταστήσει ό, τι χρειάζεται για το πείραμα; » Ο οντολόγος απάντησε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.
Εξακολουθώ να μην μπορώ να φανταστώ τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι είναι κάτι που πρέπει να γίνει σε απόλυτο σκοτάδι. Ο έλεγχος των οργάνων δε θα του πάρει πάνω από λίγα λεπτά το πολύ». Η γυναίκα άρχισε να κόβει νευρικά βόλτες πάνω κάτω. «Το ήξερα. Δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε.
Δεν προλαβαίνουμε». «Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό», έκανε ο Πρέντις. «Τι ξέρεις γι’ αυτή την πέτρινη αγροικία, Κρας; Είναι πολύ παλιά; » «Χρονολογείται από το 18ο αιώνα, κύριε Πρέντις». «Ορίστε η απάντηση», είπε ο Πρέντις. «Είναι μάλλον γεμάτη τρύπες στα σημεία που έχουν πέσει οι σοβάδες. Γ ια να έχει απόλυτο σκοτάδι θα πρέπει να περιμένει να δύσει το φεγγάρι». «Δύει στις τρεις και τριάντα τέσσερις
το πρωί», παρατήρησε ο Κρας. «Τότε προλαβαίνουμε σταματήσουμε», είπε η Ε.
να
τον
Ο Κρας έδειξε ν’ αμφιβάλλει γι αυτό. «Το πράγμα δεν είναι τόσο απλό», παρατήρησε. «Το κτήμα είναι οχυρωμένο και μπορεί ν αντέξει ενάντια σ ένα μικρό στρατό. Ο Λους θα μπορούσε να κρατήσει για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες οποιαδήποτε δύναμη που θα ήταν δυνατό να στείλει το Γ ραφείο». «Μια ατομική βόμβα, περιποιημένη; » πρότεινε ο Πρέντις. «Αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση,
βέβαια», συμφώνησε η Ε. «Αλλά ξέρεις όσο κι εγώ ποια θα ’ναι η αντίδραση του Κογκρέσου σε τέτοια δραστικά μέτρα. Θα γίνουν ανακρίσεις, το Γ ραφείο θα καταργηθεί και όλοι οι υπεύθυνοι για μια τέτοια πράξη θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ισόβια κάθειρξη αν όχι και θάνατο». Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, και μετά αναστέναξε και είπε: «Ας γίνει κι έτσι. Αν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, θα διατάξω τη ρίψη της βόμβας». «Μπορεί να υπάρχει τρόπος», είπε ο Πρέντις.
και
άλλος
«Δηλαδή; » «Εκεί όπου ένας στρατός δε θα
μπορούσε να περάσει. ίσως ένας άντρας μόνος του τα κατάφερνε. Και αν τα κατάφερνε, θα μπορούσες ν’ ανακαλέσεις τη ρίψη της βόμβας». Η Ε φύσηξε αργά ένα συννεφάκι καπνού και κοίταξε σκεφτικά την καύτρα του τσιγάρου της. Τελικά γύρισε και, για πρώτη φορά από τη συνδιάσκεψη, κοίταξε στα μάτια τον οντολόγο. «Δε θα πας εσύ». «Τότε ποιος; » Η Ε χαμήλωσε τα μάτια της. «Έχεις δίκιο, βέβαια. Αλλά η βόμβα θα
πέσει αν δεν τα καταφέρεις. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το καταλαβαίνεις αυτό; » Ο Πρέντις γέλασε. «Το καταλαβαίνω». Ύστερα στράφηκε προς το βοηθό του. «Κρας, αφήνω σε σένα τις λεπτομέρειες για τη βόμβα και το καθετί. Θα συναντηθούμε σε τούτο το σημείο» — έδειξε στο χάρτη — «στις τρεις ακριβώς. Είναι ήδη περασμένες μία. Καλύτερα να ξεκινάς». «Μάλιστα, κύριε Πρέντις», είπε ο Κρας κι αναχώρησε ασθμαίνοντας από την αίθουσα. Οταν η πόρτα έκλεισε, ο Πρέντις
γύρισε προς την Ε. «Κάνοντας έναρξη από αύριο το απόγευμα — ή μάλλον σήμερα το απόγευμα — όταν τελειώσω με τον Λους, θέλω εξάμηνη άδεια». «Δεκτό», μουρμούρισε η Ε. «Θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου. Θέλω ν’ ανακαλύψω τι ακριβώς υπάρχει ανάμεσά μας. Μονάχα οι δυο μας. Μπορεί να μας πάρει κάμποσο χρόνο». Η Ε χαμογέλασε λοξά. «Αν είμαστε ακόμη ζωντανοί στις τρεις και τριάντα πέντε, αν εξακολουθεί να υπάρχει αυτό που λέγεται μήνας και αν συνεχίζεις να θέλεις να ξοδέψεις έξι απ’ αυτούς μαζί μου, θα το δεχτώ. Και σ αντάλλαγμα
θέλω μια χάρη από σένα». «Τι χάρη; » «Εσύ, καλύτερα ακόμη κι από τον Λους, έχεις τις περισσότερες πιθανότητες να προσαρμοστείς στην τελική πραγματικότητα αν ο Λους καταφέρει να καταστρέψει ένα φωτόνιο. Εγώ είμαι αμφίβολη περίπτωση. Αν και όταν έρθει μια τέτοια στιγμή, θα χρειαστώ όλη τη βοήθεια που μπορείς να μου δώσεις. Θα το θυμάσαι αυτό; » «Θα το θυμάμαι», υποσχέθηκε ο Πρέντις.
Στις 3: 00 συναντήθηκε με τον Κρας. «Υπάρχουν τουλάχιστον εφτά κάμερες υπερύθρων στο κτήμα», ανέφερε ο βοηθός του, «χώρια ένα πολύπλοκο δίκτυο από φωτοκύτταρα συναγερμού. Μετά υπάρχει ένας συρμάτινος φράχτης γύρω από το εργαστήριο όπου σουλατσάρουν τα μεγάλα αιλουροειδή. Ο Λους πρέπει ν’ άφησε λεύτερα όλα τα ζώα του». Ο ανθρωπάκος βοήθησε απρόθυμα τον Πρέντις να φορέσει την απορροφητική στολή υπερύθρων. «Δε θα ’ταν σωστό να γίνετε μεζές για τίγρεις, κύριε Πρέντις. Καλύτερα να το ματαιώσετε». Ο Πρέντις έκλεισε την καλύπτρα του
κράνους του και έκανε μια γκριμάτσα κοιτάζοντας προς το φεγγαροφώτιστο μισόφωτο του κήπου με τις μηλιές. «Θ’ αναλάβεις εσύ να εξουδετερώσεις τα φωτοκύτταρα συναγερμού; » «Ασφαλώς. Χρησιμοποιεί φωτοκύτταρα ευαίσθητα στο υπεριώδες φάσμα. Στις τρεις και δέκα θα πλημμυρίσουμε την περιοχή με προβολέα υπεριωδών». Ο Πρέντις αφουγκράστηκε, αλλά δεν μπόρεσε ν’ ακούσει το ελικόπτερο που θα είχε τον προβολέα υπεριωδών και τη βόμβα. «Θα έρθει μην ανησυχείτε», τον
διαβεβαίωσε ο Κρας. «Έτσι κι αλλιώς, δε θα κάνει θόρυβο. Εκείνο που πρέπει να σας απασχολεί σοβαρά είναι τα θηρία». Ο Πρέντις οσμίστηκε το νυχτερινό αέρα. «Πολύ λίγη αύρα». «Ναι», συμφώνησε ο Κρας. «Και πολύ ευμετάβλητη η όποια υπάρχει. Δεν μπορείτε να είστε σίγουρος από ποια μεριά θα έρχεται η μυρωδιά. Θέλετε να δημιουργήσουμε κάποιον αντιπερισπασμό στην άλλη άκρη για να τραβήξουμε εκεί τα ζώα; » «Θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Στην ανάγκη, θα χρησιμοποιήσω το σπρέι της
φορμαλδεΰδης». Άπλωσε το χέρι του στον άλλο. «Γεια σου, Κρας». Ο ασθματικός βοηθός του. του έσφιξε το χέρι του με ειλικρινή θέρμη. «Καλή τύχη, κύριε Πρέντις. Και μην ξεχάσετε τη βόμβα. Θα υποχρεωθούμε να τη ρίξουμε στις τρεις και τριάντα τέσσερα ακριβώς». Αλλά ο Πρέντις είχε κιόλας χαθεί στο σκοτάδι. Λίγα λεπτά αργότερα εξέταζε τους φωτεινούς δείκτες του ρολογιού του. Προφανώς η κάλυψη των υπεριωδών είχε τεθεί σ’ εφαρμογή. Το μόνο που έπρεπε να προσέχει στα επόμενα σαράντα δευτερόλεπτα ήταν να μη σκοντάψει
άμεσα σε κανένα φωτοκύτταρο. Αλλά οι άντρες του Κρας είχαν κάνει καλή δουλειά. Έφτασε στο φράχτη με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα με κάμποσα δευτερόλεπτα περίσσευμα. Στάθηκε για μια στιγμή ν’ αφουγκραστεί και μετά, με την αθόρυβη άνεση της πείρας, πέρασε το φράχτη. Το αεράκι, που για μια στιγμή πριν φυσούσε στο πρόσωπό του, είχε σβήσει εντελώς. Ο αέρας της νύχτας κρεμόταν τώρα ολόγυρά του σαν ασάλευτες κουρτίνες. Από το πέτρινο κτίριο καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα φαινόταν
μονάχα μια μικρή αχτίδα φωτός. Ο Πρέντις τράβηξε το πιστόλι του με το σιλανσιέ και άρχισε να βαδίζει με γοργά και προσεκτικά βήματα. Φρόντιζε να πατά στο χώμα με το τακούνι πρώτα, ελέγχοντας το χαρακτήρα του εδάφους κάτω από τη λεπτή σόλα των παπουτσιών του πριν από το κάθε βήμα. Ένα τρίξιμο κλαδιού θα ήταν ίσως αρκετό για να στείλει κάποιο από τα θηρία ίσια καταπάνω του. Ξαφνικά κοκάλωσε με το ένα πόδι ακόμη στον αέρα. Από μια συστάδα μερικά μέτρα στα
δεξιά του είχε ακουστεί ένα απειλητικό σούρσιμο και μετά ένα σιγανό γρύλισμα. Ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει στη στιγμή ενώ έστησε αφτί και γύριζε αργά το κεφάλι του προς τον ήχο. Και μετά ακούστηκε ο ήχος από κάτι βαρύ που ορμούσε εναντίον του. Η μεγάλη γάτα ήταν σχεδόν πάνω του πριν πυροβολήσει, και μετά το σιγανό βογκητό του χτυπημένου ζώου αντήχησε στ’ αφτιά του πιο δυνατά από το πνιχτό βήξιμο του πυροβολισμού.
Ανασαίνοντας βαριά ο Πρέντις απομακρύνθηκε σβέλτα από το ετοιμοθάνατο θηρίο, μάλλον κάποιον πάνθηρα, και αφουγκράστηκε πάλι για κάμποσες στιγμές πριν συνεχίσει προς το σπίτι. Τα ασυνήθιστα μέτρα του Λους για να παρεμποδίσει τους απρόσκλητους επισκέπτες επιβεβαίωναν τις υποψίες του. Απόψε ήταν η τελευταία νύχτα που είχαν περιθώρια να σταματήσουν τον καθηγητή. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του να τα καθαρίσει από τον τσουχτερό ιδρώτα και έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ήταν 3: 15. Κατά τα φαινόμενα τα άλλα ζώα δεν τον είχαν πάρει είδηση. Ξεκίνησε
πάλι, και προς μεγάλη ανακούφιση πρόσεξε ότι το αεράκι φυσούσε τώρα σταθερά και σχεδόν ίσια προς το πρόσωπό του. Τρία λεπτά αργότερα στεκόταν μπροστά στη βαριά πόρτα του κτιρίου, πασπατεύοντας με έμπειρα δάχτυλα τους πελώριους σιδερένιους μεντεσέδες και την κλειδαριά. Αναμφίβολα θα έτριζαν στο άνοιγμα, και δεν υπήρχε χρόνος να χρησιμοποιήσει λάδι και να περιμένει να ποτίσει. Όσο για την κλειδαριά, δε θα δυσκολευόταν να τη διαρρήξει. Όμως, έτσι κι αλλιώς, το τρίξιμο ενός σκουριασμένου μεντεσέ μάλλον
δε θα χειροτέρευε τα πράγματα. Ένας πανούργος τύπος σαν τον Λους σίγουρα θα είχε εγκαταστήσει και κάποιο σύστημα συναγερμού. Δεν μπορούσε να πιστέψει την αρνητική αναφορά του Κρας στο σημείο αυτό. Αλλά δεν μπορούσε να χάσει άλλο την ώρα του. Τελικά, μονάχα ένας τρόπος υπήρχε να μπει ζωντανός και γρήγορα μέσα. Σιγογελώντας με την τρέλα του, ο Πρέντις άρχισε να βροντά με τη γροθιά του την πόρτα. Μπορούσε να φανταστεί το σβήσιμο
εκείνης της φωτεινής αχτίδας πάνω από το κεφάλι του, και ήξερε ότι κάπου μέσα στο κτίριο δυο φλογερά μάτια τον περιεργάζονταν σε μια οθόνη υπερύθρων. Ο Πρέντις προσπάθησε ταυτόχρονα ν’ ακούσει τα πνιχτά τσιρίγματα των ποντικών πίσω από την πελώρια πόρτα και τις γοργές, μαλακές πατημασιές κάποιου μεγάλου ζώου που ζύγωνε από πίσω του. «Λους! » φώναξε. «Είμαι ο Πρέντις! Άνοιξέ μου! » Μια μπάρα ακούστηκε να τραβιέται, και η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα. Ο
Πρέντις πέταξε το όπλο του πάνω στα δυο μάτια που σάλταραν από πίσω του, έπλεξε τα δάχτυλά του πάνω στο κεφάλι του και βούτηξε στο σκοτάδι μεσα. Παρά την προστασία των χεριών του, το φοβερό χτύπημα που άρπαξε στον κρόταφο από το λαστιχένιο ροπαλάκι μόνο που δεν τον σώριασε αναίσθητο. Ωστόσο έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε να σωριαστεί στο πάτωμα. Με ικανοποίηση ένιωσε να του δένουν τα χέρια πίσω του. Όπως το περίμενε, ήταν μια
αδέξια δουλειά, έστω και χωρίς την ανεπαίσθητη "συμμετοχή” του. Ύστερα μακριά δάχτυλα άρχισαν να τον ερευνούν για τυχόν πρόσθετα όπλα. Το τσίμπημα μιας υποδόριας βελόνας τον έτσουξε στο μπράτσο. Τα φώτα άναψαν. Ο Πρέντις ανασάλεψε αδύναμα, άφησε ένα πειστικό βογκητό και προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. Το παράξενο πρόσωπο του Δρ Λους τον κοίταξε από ψηλά. Στον Πρέντις φάνηκε σαν να το φώτιζε κάποια
ανίερη, εσωτερική φωτιά. «Τι ώρα είναι; » ρώτησε ο Πρέντις. «Τρεις και είκοσι περίπου». «Χμμ. Οι γάτες σου μου επιφύλαξαν μια καλή υποδοχή, αγαπητέ μου Καθηγητά». «Τέτοια που αρμόζει σε έναν μη συνεργάσιμο Παρείσακτο». «Λοιπόν, και τι σκοπεύεις να με κάνεις τώρα; » «Να σε σκοτώσω».
Ο Λους έβγαλε ένα πιστόλι από την τσέπη του σακ-κακιού του. Ο Πρέντις σάλιωσε τα χείλη του. Στα δέκα χρόνια που είχε στο Γ ραφείο πρώτη φορά αντιμετώπιζε κάποιο σαν τον Λους. Ο κοκαλιάρης άντρας ήταν η προσωποποίηση της μεγαλομανίας σε πρωτοφανή κλίμακα, που ο Πρέντις δε θα φανταζόταν καν ότι ήταν δυνατή σε άνθρωπο. Και συνειδητοποίησε με ανατριχίλα ότι ο Λους ήταν πολύ πιθανό να πραγματοποιούσε τις προοπτικές — όχι παρανοϊκές ιδέες! — μεγαλείου.
Με ολοένα αυξανόμενη ανησυχία είδε τον Λους να σηκώνει την ασφάλεια του πιστολιού του. Υπήρχαν δυο πιθανότητες για να συνεχίσει να ζει και ύστερα από τα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα. Το δάχτυλο του Λους άρχισε να σφίγγεται γύρω από τη σκανδάλη. Μια από αυτές ήταν να κάνει έκκληση στη μεγαλομανία του Λους, να τον μεταχειριστεί σαν ανθρώπινο πλάσμα. Να του πει κάτι σαν, «Ξέρω ότι δε θα με σκοτώσεις πριν εκμεταλλευτείς την ευκαιρία ν’ απολαύσεις τη νίκη σου — να εξηγήσεις σε μένα, τον άνθρωπο που
επινόησε την οντολογική σύνθεση, το πώς βρήκες ένα πρακτικό τρόπο εφαρμογής της». Όχι, δεν έκανε. Θα ήταν πολύ ψεύτικο για κάποιον με τη νοημοσύνη του Λους. Η άλλη μέθοδος θα ήταν να του φερθεί σαν σε ημίθεο, με ταπεινοφροσύνη. Αρκετά παράξενο, αλλά η περιέργειά του ήταν στ’ αλήθεια ανάμεικτη με σεβασμό. Ο Λους είχε πραγματικά κάτι. Ο Πρέντις έγλειψε πάλι τα χείλη του και είπε βιαστικά. «Αν είναι γραφτό να πεθάνω, τι να γίνει; Αλλά δε θα μπορούσες να μου δείξεις — είναι πολύ να σου ζητήσω να μου δείξεις τι ακριβώς επιδιώκεις να κάνεις; »
Το όπλο χαμήλωσε μερικά χιλιοστά. Ο Λους κοίταξε τον άλλο καχύποπτα. «Σε παρακαλώ», συνέχισε ο Πρέντις. Η φωνή του ήταν ψιθυριστή, σπασμένη. «Από τότε που ανακάλυψα ότι είναι δυνατό να συνθέσει κανείς νέες πραγματικότητες, δεν έπαψα ν’ αναρωτιέμαι κατά πόσο ο Χόμο Σάπιενς θα μπορούσε να βρει ποτέ μια πρακτική μέθοδο για ν’ αποκαλύψει την αληθινή πραγματικότητα. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το πρόβλημα επέμεναν ότι μονάχα ένα μυαλό σχεδόν του επιπέδου των αγγέλων θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο κατόρθωμα». Ο Πρέντις ξερόβηξε απολογητικά. «Δυσκολεύομαι να
πιστέψω ότι ένας κοινός θνητός μπόρεσε να καταφέρει αυτό που ισχυρίζεσαι — και ωστόσο έχεις κάτι πάνω σου... ». Άφησε τη φωνή του να σβήσει αόριστα, και γέλασε σαν να έβρισκε κι ο ίδιος απίθανο αυτό που έλεγε. Ο Λους τσίμπησε το δόλωμα. Το πιστόλι μπήκε πάλι στην τσέπη. του. «Ώστε κατάλαβες τελικά την ήττα σου», παρατήρησε κοροϊδευτικά. «Λοιπόν, λέω να σ’ αφήσω να ζήσεις για λίγο ακόμη». Ο καθηγητής έκανε μερικά βήματα και τράβηξε μια μαύρη κουρτίνα. «Άραγε διαθέτει ο ασυναγώνιστος οντολόγος μας το
απαιτούμενο μυαλό για να καταλάβει τι είναι τούτο δω; » ρώτησε ειρωνικά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που αντίκρισε τη συσκευή όλα ήταν δυσάρεστα καθαρά στο μυαλό του. Ο Πρέντις ήταν αναγκασμένος τώρα να εγκαταλείψει κάθε τελευταία ελπίδα ότι είτε η μέθοδος είτε η συσκευή του Λους θα είχαν κάποιο αδύνατο σημείο. Αλλά τόσο η σε κενό θάλαμο τοποθετημένη συσκευή όσο και η ιδέα πίσω της ήταν άψογες από κάθε άποψη. Βασικά, η συμπληρωματική μονάδα, που τώρα την έβλεπε για πρώτη φορά, ήταν μια απλή
φωτιστική λάμπα ατμών νατρίου. Ήταν εντελώς καλυμμένη με μαύρο, αδιαφανές χρώμα, αφήνοντας μονάχα ένα μικρό σημείο για να περνά το φως. Μπροστά από αυτό το μικροσκοπικά παράθυρο υπήρχε μια σειρά από μάλλον εκατοντάδες μαύρους δίσκους που μπορούσαν να περιστραφούν γύρω από κοινό άξονα. Ο κάθε τέτοιος δίσκος έφερε μια λεπτή ακτινωτή χαραματιά. Αν και δεν μπορούσε να δει όλο το μηχανισμό περιστροφής τους, ο Πρέντις μάντευε ότι οι δίσκοι ήταν υπολογισμένοι να μειώνουν διαδοχικά το φως που περνούσε από μέσα, επιτρέποντας τελικά μονάχα σ’
ένα άπιαστο φωτόνιο να βγει από την άλλη άκρη της σειράς τους. Εκεί το φωτόνιο θα περνούσε μέσα από ένα ηλεκτρο-οπτικό πεδίο Κερ και θα πολωνόταν. Το φωτόνιο αυτό θα διέσχιζε μετά το ένα εκατοστό απόστασης που το χώριζε από το εκπληκτικής ακρίβειας πρίσμα Νικόλ, η μια επιφάνεια του οποίου ήταν λειασμένη στο ίδιο επίπεδο μοριακής στοιβάδας. Η επιφάνεια αυτή περιστρεφόταν με ένα εξίσου εκπληκτικής ακρίβειας γωνιόμετρο για να συναντήσει το φωτόνιο ακριβώς υπό γωνία 45 μοιρών... Και μετά θα επακολουθούσε το χάος.
Η ψύχραιμη φωνή της Ε ακούστηκε στο μικροσκοπικά δέκτη του αφτιού του. «Πρέντις, η ώρα είναι τρεις και τριάντα. Αν καταλαβαίνεις τη συσκευή και τη βρίσκεις επικίνδυνη, μπορείς να μ’ ενημερώσεις. Αν είναι δυνατό, περίγραψέ τη για το μαγνητόφωνο». «Καταλαβαίνω απόλυτα τη συσκευή σου», είπε ο Πρέντις. Ο Λους, κάπως εκνευρισμένος και κάπως περίεργος, άφησέ ένα γρύλισμα. «Να σου εξηγήσω πώς οδηγήθηκες στη συγκεκριμένη κατασκευή; » βιάστηκε να πει ο Πρέντις.
«Αν νομίζεις ότι μπορείς». «Θα έχεις αναμφίβολα δει τον ήλιο ν’ αντανακλάται από την επιφάνεια της θάλασσας». Ο Λους έγνεψε καταφατικά. «Αλλά και τα ψάρια κάτω από την επιφάνεια μπορούν να δουν τον ήλιο», συνέχισε ο Πρέντις. «Μερικά από τα φωτόνια ανακλώνται και φτάνουν στα μάτια σου, ενώ μερικά άλλα διαθλώνται και φτάνουν στα μάτια των ψαριών. Αλλά, για ένα δοθέν μήκος κύματος, τα φωτόνια είναι πανομοιότυπα. Τι είναι εκείνο που κάνει το ένα ν’ απορροφάται και το άλλο ν’ αντανακλάται; »
«Είσαι στο σωστό παραδέχτηκε ο Λους,
δρόμο»,
«αλλά δε θα μπορούσες να εξηγήσεις αυτή τη συμπεριφορά τους με το νόμο του Τζόρνταν; » «Στατιστικά, ναι. Γ ια το καθένα ξεχωριστά, όχι. Το 1934 ο Τζόρνταν έδειξε ότι μια ακτίνα πολωμένου φωτός διασπάται όταν χτυπήσει σ’ ένα πρίσμα Νικόλ. Απέδειξε ότι όταν το πρίσμα σχηματίσει μια γωνία άλφα με το επίπεδο πόλωσης του πρίσματος, ένα κλάσμα του φωτός ίσον με συνημίτονο2άλφα περνάει μέσα από το πρίσμα. Το υπόλοιπο ημίτονο2άλφα ανακλάται. Για
παράδειγμα, αν το άλφα είναι 60 μοίρες, τα τρία τέταρτα των φωτονίων ανακλώνται και το ένα τέταρτο διαθλάται. Αλλά σημείωσε ότι ο νόμος του Τζόρνταν ισχύει μονάχα για ρεύματα ηλεκτρονίων, ενώ εσύ εδώ έχεις ένα μονάχα φωτόνιο το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια γωνία ακριβώς 45 μοιρών. Και πώς μπορεί ένα φωτόνιο ν’ αποφασίσει — αν το πούμε απόφαση — όταν η πιθανότητα ν’ ανακλαστεί είναι ακριβώς ίση με την πιθανότητα να διαθλαστεί; Βέβαια, αν το φωτόνιό μας δεν είναι παρά ένα μέσα σε δισεκατομμύρια άλλα που συνθέτουν μια ακτίνα, μπορούμε να φανταστούμε την πορεία του να καθορίζεται από ένα είδος στατιστικού
τροχονόμου τοποθετημένου κάπου στην ακτίνα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένα φωτόνιο που ανήκει σε ακτίνα ξέρει αρκετά καλά πόσα από τ’ αδέρφια του έχουν ήδη ανακλαστεί και πόσα διαθλαστεί, και συνεπώς ξέρει και τι πρέπει να κάνει το ίδιο». «Αλλά αν υποθέσουμε ότι ένα φωτόνιο δεν ανήκει καθόλου σε ακτίνα; » ρώτησε ο Λους. «Η συσκευή σου», αποκρίθηκε ο Πρέντις, «ακριβώς ένα τέτοιο φωτόνιο αποβλέπει να δημιουργήσει. Και νομίζω ότι θα είναι ένα πολύ δύστυχο και αναποφάσιστο φωτόνιο, όπως
ακριβώς εκείνος ο αρουραίος με τον οποίο πειραματιζόσουν πριν λίγα μόλις βράδια. Νομίζω πως ήταν ο Σραίντινγκερ που είπε ότι αυτά τα φυσικά σωματίδια δείχνουν να συμπεριφέρονται εκπληκτικά ανθρώπινα από πολλές απόψεις. Ναι, το φωτόνιό σου θα έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δυο ίσες πιθανότητες- να ανακλαστεί ή να διαθλαστεί. Οι πιθανότητες είναι ακριβώς ισομοιρασμένες στο 50 τοις εκατό. Δε θα έχει λόγους να διαλέξει τον ένα δρόμο αντί για τον άλλο. Θα μπερδευτεί, προσπαθώντας ν’ ανταποκριθεί σ’ ένα πρωτόφαντο δίλημμα, και θα κοντοσταθεί. Και όταν κοντοσταθεί θα πάψει να είναι φωτόνιο-
ένα φωτόνιο ή ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός ή παύει να υφίσταται. Όπως ο αρουραίος σου, όπως και πολλά ανθρώπινα πλάσματα, δίνει λύση σ’ ένα άλυτο πρόβλημα με τη μέθοδο της αυτοκαταστροφής». «Και όταν συμβεί αυτό», συνέχισε ο Λους, «εξαφανίζεται έτσι ένα από τα λάμδα που διατηρούν σε συνοχή το αϊνστάνειο χωροχρονικό συνεχές. Και έτσι και χαθεί αυτό το συνεχές, το μόνο που απομένει είναι η τελική πραγματικότητα, ανόθευτη και απαλλαγμένη από τις θεωρίες και τη φαντασία. Βρίσκεις κανένα αδύνατο σημείο στο σχέδιό μου; »
Κεφάλαιο 7
Ενώ δοκίμαζε διακριτικά τα δεσμά του, ο Πρέντις συμπέρανε ότι δεν υπήρχε κανένα αδύνατο σημείο στη λογική του άλλου, και ότι το κάθε ανθρώπινο πλάσμα στη Γ η ζούσε τώρα σε δανεισμένο χρόνο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν τρόπο να τον σταματήσει- δεν απόμενε τίποτε άλλο από την ωμή απειλή της βόμβας. «Αν δεν παραδοθείς δίχως αντίσταση μέσα στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα»,
του είπε ξερά, «μια ατομική βόμβα θα πέσει εδώ». Ο ιδρώτας έτσουζε πάλι τα μάτια του, και τ’ ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές να καθαρίσουν. Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά του Λους συσπάστηκαν, μετά χαλάρωσαν και τέλος διαμορφώθηκαν σ’ ένα τραχύ χαμόγελο. «Η φίλη σου θα φτάσει πολύ αργά», απάντησε με βλοσυρό κέφι. «Επί αιώνες τώρα οι πρόγονοί της πάσχιζαν να σαμποτάρουν τα όσα προσπαθούσαν να κάνουν οι δικοί μου. Αλλά πετυχαίνουμε πάντοτε... ναι, πάντοτε!
Όπως θα πετύχω κι εγώ απόψε, οριστικά και για πάντα». Ο Πρέντις είχε καταφέρει λευτερώσει το ένα του χέρι.
να
Λίγα δευτερόλεπτα ακόμη και θα ριχνόταν στο λαιμό του άλλου. Ήδη με απεγνωσμένη βιάση πάσχιζε να χαλαρώσει τα σκοινιά από τον καρπό του. Η φωνή της Ε ακούστηκε πάλι στο αφτί του. «Έπρεπε να το κάνω! » Ο τόνος τους ήταν παράξενα μελαγχολικός, γεμάτος ενοχή και τύψεις. Τι ήταν αυτό που έπρεπε να το κάνει;
Και τότε το μουδιασμένο του μυαλό προσπάθησε να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η Ε είχε μόλις υπογράψει την καταδίκη του. «Η βόμβα έπεσε πριν δέκα δευτερόλεπτα», άκουσε τη φωνή της να συνεχίζει. Ακουγόταν σχεδόν παρακλητική, με τα λόγια κολλητά το ένα στο άλλο. «Ήσουν αιχμάλωτός του, ανίκανος να τον σκοτώσεις. Είχα ένα ξαφνικό προαίσθημα για το πώς θα ήταν ο κόσμος — μετά — ακόμη και για κείνους που θα επιζήσουν. Συγχώρεσέ με». Σχεδόν μηχανικά, ο Πρέντις συνέχιζε την προσπάθεια να λευτερωθεί.
Ο Λους κοίταξε ξαφνικά ψηλά. «Τι είναι αυτό; » «Ποιο; » ρώτησέ ο Πρέντις με άχρωμη φωνή. «Δεν ακούω τίποτα». «Ασφαλώς και ακούς! Άκου! » Ο καρπός του λευτερώθηκε. Μερικά πράγματα ταυτόχρονα.
συνέβησαν
Εκείνο το μακρινό σφύριγμα στους ουρανούς δυνάμωνε σ’ ένα εκκωφαντικό αποκορύφωμα ολέθρου. Σαν ένας άνθρωπος, ο Πρέντις και ο
Λους τινάχτηκαν προς τους διακόπτες της μηχανής. Ο Λους κατάφερε να φτάσει πρώτος — ένα απειροελάχιστο κλάσμα χρόνου πριν οι τοίχοι διαλυθούν γύρω τους. Επακολούθησε ένα σύντομο διάστημα σιωπής και απόλυτης μαυρίλας. Και μετά ο Πρέντις ένιωσε κάτι σαν ένα τιτάνιο πέτρινο τοίχο να συντρίβεται πάνω στο μυαλό του και να τον πλακώνει, κρατώντας τον βουβό και ασάλευτο. Αλλά δεν ήταν νεκρός. Γιατί αυτός ο τιτάνιος, ασύλληπτος
τοίχος δεν ήταν η βόμβα, αλλά ο ίδιος ο Χρόνος. Σε μια στιγμιαία λάμψη ενόρασης κατάλαβε ότι για τα πλάσματα με αισθήσεις και σκέψη, ο Χρόνος είχε ξαφνικά γίνει όχι ένας ατέλειωτος δρόμος, αλλά μάλλον ένα φράγμα. Η έκρηξη της βόμβας... οι καταρρέοντες τοίχοι του σπιτιού... όλα βρίσκονταν ασάλευτα κάπου, εντελώς παγωμένα σε μια αμετάβλητη, αιώνια κατάσταση στάσης. Ο Λους είχε διαχωρίσει την άπιαστη, αθέατη διάσταση του Χρόνου από τα πλάσματα και τ’ αντικείμενα που ώς
τότε έρρεαν μαζί της. Δεν υπάρχει ύπαρξη δίχως αλλαγή σε ένα χρονικό συνεχές. Και τώρα αυτό το συνεχές είχε θρυμματιστεί. Αυτή λοιπόν ήταν η μοίρα όλων των απτών πραγμάτων — όλης της ανθρωπότητας; Κανένας τους — ούτε κι εκείνοι που κατανοούσαν τις έννοιες της ανώτερης οντολογίας — δε θα μπορούσαν να περάσουν το φράγμα; Δεν υπήρχε τίποτα ολόγυρα, εκτός από μια μαύρη, αλλόκοτη σιωπή. Οι αισθήσεις του ήταν άχρηστες.
Αμφέβαλλε καν αν είχε αισθήσεις. Απ’ όσο ήταν σε θέση να κρίνει, τώρα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια σκέτη νοημοσύνη που πλανιόταν στο διάστημα. Αλλά δεν μπορούσε να ’ναι σίγουρος ούτε καν γι’ αυτό. Νοημοσύνη... διάστημα... οι λέξεις δε διατηρούσαν απαραίτητα το παλιό τους νόημα. Το μόνο για το οποίο μπορούσε να είναι σίγουρος ήταν ότι αμφέβαλλε. Αμφέβαλλε για το καθετί εκτός από το ίδιο το γεγονός ότι αμφέβαλλε. Τι είχε πει ο Ντεκάρτ;
Αμφιβάλλω σημαίνει σκέπτομαι!
Ergo sum! Άρα υπάρχω! Αμέσως ένιωσε επιφυλάξεις... Υπήρχε, ναι, αλλά δεν ήταν απαραίτητα ο Άνταμ Πρέντις Ρότζερς. Γ ιατί το νοούμενον του Ανταμ Πρέντις Ρότζερς μπορεί να ήταν... ποιος; Αλλά ήταν ασφαλής. Θα περνούσε το φράγμα. Χαλάρωσε, προσαρμόσου, πρόσταξε το στροβιλισμένο μυαλό του. Είσαι στο κατώφλι μιας θαυμαστής εμπειρίας.
Του φάνηκε σαν να μπορούσε ν’ ακούσει τον εαυτό του να μιλά, και χάρηκε γι’ αυτό. Μια άφωνη, σιωπηλή τελική πραγματικότητα θα ήταν κάτι το ανυπόφορο. Αποτόλμησε ένα δοκιμαστικό ψίθυρο.
«Ε; » Από κάπου μακριά ένιωσε κάτι σαν γυναικείο λυγμό. «Εσύ είσαι Ε; » φώναξε με λαχτάρα στο μαύρο χάος. Κάτι ακατάληπτο και τρομακτικό του απάντησε.
παράξενα
«Μην προσπαθείς να κρατηθείς στον εαυτό σου», φώναξε. «Άφησε λεύτερο το είναι σου! Θυμήσου: δε θα είσαι πια η Ε, αλλά το νοούμενον, η πεμπτουσία της Ε. Εκτός κι αν αλλάξεις αρκετά για να επιτρέψεις στο νοούμενά ν σου να κυριαρχήσει στην παλιά σου ταυτότητα, θ’ αναγκαστείς να μείνεις πίσω». «Μα είμαι εγώ! » ακούστηκε ένα βογκητό. «Όχι, δεν είσαι εσύ... όχι ο αληθινός εαυτός σου», βιάστηκε να της φωνάξει ικετευτικά. «Είσαι απλώς μια όψη ενός μεγαλύτερου συμβολικού εσύ — του νοούμενου της Ε. Είναι δικό σου αν το θες. Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι
σου και ν’ αρπάξεις τη μορφή της τελικής πραγματικότητας και πρέπει να το κάνεις, αλλιώς θα πάψεις να υπάρχεις! » «Όμως τι θα συμβεί στο σώμα μου; » ακούστηκε θρηνητικά. Ο οντολόγος αχνογέλασε. «Μακάρι να ’ξερα. Πάντως, αν αλλάξει, εγώ θα λυπηθώ περισσότερο από σένα! » Επακολούθησε σιωπή. «Ε! » της φώναξε πάλι. Καμία απάντηση.
«Ε! Κατάφερες να περάσεις; Ε! » Οι άδειοι αντίλαλοι φτερούγισαν μέσα στα τοιχώματα της στενής μαυρίλας που τον περιέβαλε. Μήπως η γυναίκα είχε χάσει ακόμη και την ασταθή, ενδιάμεση ύπαρξή της; Οποτεδήποτε, οτιδήποτε ή οπουδήποτε κι αν βρισκόταν η Ε τώρα, δεν μπορούσε, πια να την εντοπίσει. Κατά κάποιο τρόπο πάντοτε πίστευε ότι, αν τα πράγματα έφταναν ποτέ ώς εδώ, θα ήταν κι εκείνη μαζί του — οι δυο τους και μόνο.
Μουδιασμένος κι ανήσυχος, άρχισε ν’ αναρωτιέται ποια θα ήταν η ύπαρξή του από τώρα και στο εξής. Και τι μπορεί να είχε γίνει ο Λους; Άραγε ο δαιμονικός καθηγητής διέθετε την απαιτούμενη νοητική ελαστικότητα για να περάσει το φράγμα; Και αν ναι, πώς ακριβώς να ήταν το δικό του νοούμενον... ο αληθινός Λους; Θα το εξακρίβωνε σύντομα. Ο οντολόγος χαλάρωσε πάλι και
άρχισε να πλανιέται σαν ανάερη σαπουνόφουσκα μέσα σ’ έναν ονειρικό χώρο από σκοτάδι και φως. Μια αμυδρή ανταύγεια άρχισε να διαφαίνεται αχνά μπροστά στα μάτια του, και σκιερές μορφές άρχισαν να σχηματίζονται, να δια-λίονται και να σχηματίζονται πάλι. Κάτι σαν κύμα ευγνωμοσύνης τον πλημμύρισε. Τουλάχιστον θα μπορούσε να δει τη μορφή της τελικής πραγματικότητας. Και τότε, περίπου στο σημείο όπου προηγουμένως στεκόταν ο Λους, είδε τα Μάτια — δυο μικροσκοπικές κόκκινες φλογίτσες, να τον
καρφώνουν με απύθμενη μανία. Ήταν τα ίδια μάτια που έφεγγαν καρφωμένα στα δικά του εκείνη τη νύχτα της πρώτης του έρευνας! Ο Λους είχε περάσει — αλλά... για μια στιγμή! Μια ανίερη λάμψη τρεμόπαιζε γύρω από τη φιδίσια σκιά που έφερε εκείνα τα φλογερά μάτια. Τα μάτια αυτά ήταν σαν δύο αστραφτερά, φρικαλέα πετράδια γεμάτα μίσος, στο κεφάλι ενός πελώριου, κουλουριασμένου ερπετού! Τα Φιδίσια Μάτια!
Με συνεχώς αυξανόμενο δέος και φόβο ο οντολό-γος κατάλαβε ότι ο Λους είχε περάσει το φράγμα... αλλά όχι σαν Λους! Κατάλαβε ότι το νοούμενον, η πεμπτουσία του Λους... δεν ήταν ανθρώπινη. Ότι ο Λους, ο φορέας του φωτός, ο επίδοξος θεός, δεν ήταν απλώς ο Λους! Στο αχνό φως άρχισε να κάνει πίσω από το κουλουριασμένο τέρας, και με την κίνησή του αυτή πρόσεξε ότι ο εαυτός του, τουλάχιστον, εξακολουθούσε να έχει ανθρώπινη μορφή. Το είδε αυτό, γιατί ήταν εντελώς γυμνός. Ο ίδιος παρέμενε ακόμη άνθρωπος,
αλλά όχι και το φιδίσιο πλάσμα — και συνεπώς ο Λους δεν ήταν ποτέ άνθρωπος. Τότε πρόσεξε ότι η πέτρινη αγροικία είχε εξαφανιστεί, και ότι μια ρόδινη ανταύγεια είχε αρχίσει να φέγγει στην ανατολή. Πριν προλάβει να κάνει έξι βήματα, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο. Χτες δεν υπήρχαν δέντρα σε ακτίνα τριακοσίων μέτρων από την αγροικία. Αλλά το πράγμα δεν ήταν παράλογο, αφού δεν υπήρχε πια ούτε αγροικία ούτε χτες. Ο Κρας έπρεπε να περιμένει κάπου
εδώ έξω — μονάχα που ο Κρας δεν είχε περάσει, και συνεπώς δεν υπήρχε καν. Στάθηκε από την άλλη μεριά του δέντρου. Ο κορ-μος του έκρυψε το φιδίσιο πλάσμα για μια στιγμή, και όταν προσπάθησε πάλι να το δει, εκείνο είχε χαθεί. Ένιωσε κάποια ανακούφιση απ’ αυτό, και άρχισε να κοιτάζει ολόγυρά του στο μισόφωτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα θηρία, αν εξακολουθούσαν να υπάρχουν, είχαν εξαφανιστεί με τον ερχομό της αυγής. Η διάστικτη από λουλούδια χλόη αστραποβολούσε
σαν γεμάτη σμαράγδια στο πρωινό πούσι. Από κάπου ακουγόταν το κελάρυσμα από τρεχούμενο νερό. Το μετα-σύμπαν, ή όπως αλλιώς λεγόταν, ήταν πανέμορφο σαν ένας υπέροχος κήπος. Ήταν κρίμα που θα ήταν αναγκασμένος να ζήσει και να πεθάνει εδώ μόνος, με μοναδική του συντροφιά μερικά ζώα. Θα έδινε πρόθυμα ένα χέρι του ή ένα πλευρό του για— «Άνταμ Πρέντις! Άνταμ! » Στριφογύρισε αμέσως προς τη μεριά της φωνής και κοίταξε προς το φρουτόκηπο μην τολμώντας να πιστέψει στα μάτια του.
«Ε! Εύα! » Και εκείνη είχε περάσει το φράγμα! Ένας ολόκληρος κόσμος, και μονάχα οι δυο τους! Ή καρδιά του σφυροκοπούσε εκστατικά καθώς άρχισε να τρέχει με λυγερό κορμί κόντρα στον άνεμο. Και θα κρατούσαν τον κόσμο τους έτσι, απλό και γλυκό, για πάντα, γι’ αυτούς και για τα παιδιά τους. Στο διάβολο η επιστήμη και η πρόοδος! (Μέσα σε λογικά όρια, τελοσπάντων). Καθώς
έτρεχε,
στα τρεμουλιαστό
ρουθούνια του έφτασε σαν χάδι η σαγηνευτική ευωδιά από τα άνθη της μηλιάς.
01 ΔΑΙΜΟΝΕΣ του Ρόμπερτ Σέκλυ
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον επεισόδιο από την περίοδο του αποικισμού της Αμερικής. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά έγινε κάπως έτσι. Είχαν φτάσει
δυο ξεχωριστές ομάδες αποίκων, μία από τη νότια Ευρώπη και μία από τη βόρεια — Ολλανδοί νομίζω — και ξεκίνησαν προς τη Δύση: Κανένας από τους νοτίους δεν είχε δει ερυθρόδερμους Ινδιάνους ούτε ήξερε ακόμη τίποτα γι’ αυτούς, απλώς τους είχαν ακουστά σαν «κοκκι-νόπετσους δαίμονες». Σε κάποιο σημείο της διαδρομής οι νότιοι είδαν τους κατακόκκινους από τον ήλιο βόρειους, τους πέρασαν για... ερυθρόδερμους και ρίχτηκαν να τους εξοντώσουν. Το αστείο της υπόθεσης — αν εξαιρέσουμε ότι επακολούθησε αληθινή σφαγή — είναι ότι ούτε οι
αληθινοί Ινδιάνοι είχαν ποτέ στ’ αλήθεια κόκκινο δέρμα. Οι «ερυθρόδερμοι» ήταν απλώς μια λέξη που είχε αποκτήσει δική της πραγματικότητα.
Μήπως κάποια ανάλογη παρεξήγηση συμβαίνει και με τους «αληθινούς» δαίμονες; Μήπως δεν είναι υπερφυσικά όντα, άγγελοι που επαναστάτησαν κατά του Θεού, αλλά πλάσματα σαν κι εμάς που απλώς ζουν σε μια άλλη πραγματικότητα; Και, αν συμβαίνει αυτό, μήπως μας έχουν παρεξη γήσει κι εκείνοι; Και μήπως όλα αυτά
οδηγούν σε μια τρίτη παρεξήγηση; Γ. Μ.
Περπατώντας στη Δεύτερη Λεωφόρο ο Άρθουρ Γκάμμετ σκεφτόταν ότι ήταν μια αρκετά καλή ανοιξιάτικη μέρα. Ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζεστή, δροσερή ίσα ίσα για να σε τονώνει. Μια ιδανική μέρα για να πουλήσει ασφαλιστικά συμβόλαια, συμπέρανε. Στη γωνιά της Ενάτης Οδού κατέβηκε αμέριμνα από το πεζοδρόμιο. Και εξαφανίστηκε.
«Το ’δες αυτό; » ρώτησε εμβρόντητος ένας βοηθός χασάπη το αφεντικό του. Οι δυο τους στέκονταν μπροστά στο μαγαζί τους, χαζεύοντας τους διαβάτες που περνούσαν. «Τι να δω; » ρώτησε ο χασάπης, ένας παχύς άντρας με ροδαλή φάτσα. «Εκείνον τον τύπο με το παλτό. Εξαφανίστηκε». «Ε, και τι έγινε; » έκανε ο χασάπης. «Θα έστριψε στην Ενάτη. Τι μ’ αυτό; » Ο βοηθός του χασάπη δεν είχε δει τον Άρθουρ ούτε να στρίβει στην Ενάτη Οδό, ούτε να την κατεβαίνει, ούτε να διασχίζει
τη Δευτέρα Λεωφόρο. Τον είχε δει να εξαφανίζεται. Αλλά ήταν φρόνιμο να επιμείνει σ’ αυτό; Λένε ποτέ στο αφεντικό ότι κάνει λάθος; Μάλλον θα του ’βγαίνε ξινό. Χώρια που, τελικά, μπορεί ο τύπος να είχε στρίψει στην Ενάτη. Πού αλλού να ’χε πάει άλλωστε; Αλλά ο Άρθουρ Γ κάμμετ δεν ήταν πια στη Νέα Υόρκη. Είχε στ’ αλήθεια εξαφανιστεί εντελώς. Κάπου αλλού, όχι απαραίτητα στη Γ η, ένα πλάσμα που λεγόταν Νεελζεβούλ είχε τα μάτια του καρφωμένα σ’ ένα πεντάγωνο σχεδιασμένο στο πάτωμα. Μέσα εκεί είχε υλοποιηθεί κάτι, αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενε. Ο Νεελζεβούλ
κάρφωσε το πλάσμα μ’ ένα πικρόχολο βλέμμα, νιώθοντας ότι ο θυμός του ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Είχε ξοδέψει χρόνια και χρόνια ψάχνοντας για παλιές μαγικές συνταγές, κάνοντας πειράματα με βότανα και αποστάγματα, και διαβάζοντας τα καλύτερα βιβλία αποκρυφισμού και μαγείας. Είχε ξοδέψει ό, τι είχε και δεν είχε σε μια τεράστια προσπάθειά- και ποιο το αποτέλεσμα; Είχε εμφανιστεί λάθος δαίμονας! Υπήρχαν, βέβαια, πολλά που μπορεί να είχαν πάει στραβά. Το κομμένο χέρι του πτώματος, λόγου χάρη, μπορεί να ήταν από κανέναν αυτόχειρα- ακόμη και τους καλύτερους προμηθευτές υλικών δεν ήταν να τους εμπιστεύεται κανείς. Ή ίσως
η γραμμή του πενταγώνου να μην ήταν απόλυτα ίσια σε κάποιο σημείο, και κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο. Ή μπορεί τα λόγια της επίκλησης να μην ήταν στη σωστή σειρά. Ακόμη και η λαθεμένη προφορά μιας συλλαβής ήταν αρκετή για να χαλάσει η δουλειά. Όπως και να ’χε, η ζημιά είχε γίνει. Ο Νεελζεβούλ έγειρε τον κόκκινο, φολιδωτό ώμο του στην πελώρια μπουκάλα πίσω του και έξυσε τη ράχη του μ’ ένα νύχι σαν γιαταγάνι. Όπως γινόταν συνήθως όταν τον προβλημάτιζε κάτι, η αγκαθωτή ουρά του χτυπούσε κάτω νευρικά. Όμως, από το τίποτα, κάτι ήταν κι
αυτό. Τουλάχιστον είχε καταφέρει να καλέσει κάποιο δαίμονα. Αλλά το πλάσμα μέσα στο πεντάγωνο δεν έμοιαζε με κανένα συνηθισμένο δαίμονα. Εκείνη η μαλακιά, γκριζωπή σάρκα του για παράδειγμα.... Αλλά, από την άλλη μεριά, οι ιστορικές περιγραφές των δαιμόνων ήταν περιβόητα ανακριβείς. Ό, τι σόι υπερφυσικό πλάσμα κι αν ήταν τούτο, θα τον υπάκουε απόλυτα. Γι’ αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο Νεελζεβούλ δίπλωσε πιο άνετα τα κατσικοπόδαρά του κάτω από το κορμί του και περίμενε το παράξενο πλάσμα να μιλήσει... Ο Άρθουρ Γ κάμμετ ήταν ακόμη πολύ
εμβρόντητος για ν’ αρθρώσει λέξη. Μια στιγμή προηγουμένως περπατούσε προς το ασφαλιστικό γραφείο του, δίχως να ενοχλεί κανέναν, απολαμβάνοντας τον ευχάριστα δροσερό αέρα των πρώτων ημερών της άνοιξης. Στη γωνιά Δεύτερης και Ενάτης είχε κατέβει από το πεζοδρόμιο — και είχε βρεθεί εδώ. Όπου τελοσπάντων κι αν ηταν αυτό το εδώ. Τρικλίζοντας ελαφρά στα πόδια του, διέκρινε μέσα από τις πυκνές ομίχλες που γέμιζαν το δωμάτιο ένα πελώριο τέρας με κόκκινα λέπια να κάθεται σταυροπόδι πιο πέρα. Δίπλα του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με πελώρια μπουκάλα, τουλάχιστον τρία μέτρα ψηλή. Το πλάσμα είχε και ουρά με αγκαθωτή άκρη και τώρα έξυνε το κεφάλι
του με δαύτη, αγριοκοιτάζοντας τον Άρθουρ με τα μικρά γουρουνίσια μάτια του. Ο Άρθουρ, αλαφιασμένα, προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά δεν κατάφερε να σαλέψει πάνω από ένα βήμα. Τότε παρατήρησε ότι βρισκόταν μέσα σ’ ένα σχεδιάγραμμα φτιαγμένο με κιμωλία και, για κάποιο λόγο, ήταν αδύνατο να περάσει τις άσπρες γραμμές του. «Α χα! » γρύλισε το κόκκινο πλάσμα. «Σε μάγκωσα τελικά». Τα λόγια του δεν ήταν ακριβώς αυτά οι ήχοι που έβγαζε από το στόμα του ήταν εντελώς απόκοσμοι. Αλλά, κατά περίεργο τρόπο, ο Άρθουρ μπορούσε να καταλάβει τα λόγια. Δεν ήταν τηλεπάθεια, αλλά
μάλλον σαν να μπορούσε να μεταφράζει αυτόματα την ξένη γλώσσα στη δική του. «Οφείλω να ομολογήσω ότι μάλλον με απογοήτευσες», συνέχισε ο Νεελζεβούλ όταν δεν πήρε καμία απάντηση από τον αιχμάλωτο δαίμονα μέσα στο πεντάγωνο. «Όλοι οι θρύλοι μας λένε ότι οι δαίμονες είναι φοβερά πλάσματα, με μπόι πέντε μέτρα, με φτερούγες και μικροσκοπικά κεφάλια, και μια τρύπα στο στήθος από την οποία εκτοξεύουν παγωμένο νερό». Ο Άρθουρ Γκάμμετ έβγαλε το παλτό του, αφήνον-τάς το να πέσει μουλιασμένο στα πόδια του. Αφηρημένα,
συλλογίστηκε ότι ήταν επόμενο οι δαίμονες εδώ να εκτοξεύουν παγωμένο νερό. Το δωμάτιο ήταν καυτό σαν φούρνος. Ήδη το γκρίζο καρό κοστούμι του ήταν μια μουσκεμένη, ζαρωμένη μάζα από ύφασμα και ιδρώτα. Και με τη σκέψη αυτή αποδέχτηκε την πραγματικότητα του πράγματος — το κόκκινο πλάσμα, το σχέδιο με την κιμωλία που δεν μπορούσε να διαβεί, το αφόρητα ζεστό δωμάτιο... το καθετί. Είχε προσέξει ότι στα βιβλία, τα περιοδικά και τον κινηματογράφο, όταν ένας άνθρωπος ερχόταν αντιμέτωπος με κάτι εντελώς παράξενο, συνήθως φώναζε κάτι σαν, «Τσίμπα με! Δεν μπορεί να ’ναι
αλήθεια», ή «Θεέ και Κύριε! Ή κοιμάμαι κι ονειρεύομαι ή είμαι τρελός ή μεθυσμένος». Ο Άρθουρ δεν είχε σκοπό να ξεφουρνίσει τίποτα το τόσο καταφανώς παράλογο. Κατά πρώτο λόγο, ήταν σίγουρος ότι στο πελώριο κόκκινο πλάσμα δε θ’ άρεσε κάτι τέτοιο. Κατά δεύτερο, ήξερε ότι ούτε ονειρευόταν, ούτε ήταν τρελός, ούτε ήταν μεθυσμένος. Στο λεξιλόγιο του Άρθουρ Γ κάμμετ δεν υπήρχαν λόγια να περιγράψει την εμπειρία του, αλλά ήταν σίγουρος γι’ αυτή πέρα από κάθε αμφιβολία. Άλλο πράγμα ένα όνειρο κι άλλο τούτο δω. «Οι θρύλοι ποτέ δεν έκαναν λόγο ότι μπορείτε να ξεφλουδίζετε το δέρμα σας», παρατήρησε σκεφτικά ο Νεελζεβούλ
κοιτάζοντας το παλτό στα πόδια του Άρθουρ. «Ενδιαφέρον». «Κάνεις κάποιο λάθος», δήλωσε αποφασιστικά ο Άρθουρ. Η πείρα που είχε ως ασφαλιστής αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη τώρα. Ήταν συνηθισμένος να συναντά κάθε λογής ανθρώπους και να βρίσκει την άκρη και στην πιο μπλεγμένη κατάσταση. Τούτο το πλάσμα, προφανώς, είχε προσπαθήσει να καλέσει ένα δαίμονα. Γ ια κάποιο λόγο, αντί για δαίμονα, είχε καλέσει τον Άρθουρ Γκάμμετ, και τώρα είχε τη λαθεμένη εντύπωση ότι ο Άρθουρ ήταν δαίμονας. Το λάθος έπρεπε να διορθωθεί αμέσως. «Είμαι ασφαλιστής», εξήγησε στο
πλάσμα. Εκείνο κούνησε οργισμένα το τεράστιο κερασφόρο κεφάλι του. Η ουρά του πλατάγιασε πέρα δώθε με ανησυχητικό τρόπο. «Το τι κάνεις στον άλλο κόσμο δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου», γρύλισε ο Νεελζεβούλ. «Σε διαβεβαιώνω, δε δίνω πεντάρα ποιας κατηγορίας δαίμονας είσαι». «Μα σου λέω δεν είμαι—» «Δεν πιάνουν αυτά σε μένα! » βρυχήθηκε απότομα ο Νεελζεβούλ, κοιτάζοντας άγρια τον Άρθουρ από την άκρη του πενταγώνου. «Το ξέρω ότι είσαι δαίμονας. Και θέλω ντραστ! »
«Ντραστ; Δε νομίζω ότι—» «Ξέρω απέξω κι ανακατωτά όλα τα κόλπα εσάς των διαμονών», τον έκοψε πάλι ο Νεελζεβούλ, με μια φανερή προσπάθεια να συγκρατήσει τα νεύρα του. «Το ξέρω — και το ξέρεις — πως όταν καλείς ένα δαίμονα, αυτός είναι υποχρεωμένος να σου ικανοποιήσει μία επιθυμία. Λοιπόν, σε κάλεσα, και θέλω ντραστ. Πέντε τόνους ντραστ». «Το ντραστ... » άρχισε αμήχανα ο Άρθουρ, στέκοντας στη γωνιά του πενταγώνου που απείχε περισσότερο από εκείνη την αγκαθωτή ουρά. «Ντραστ,
βουτ,
χακατίνι,
σουπντερούπε, όπως θες πέσ’ το. Το ίδιο πράγμα είναι». Ο Άρθουρ κατάλαβε ότι το πλάσμα μιλούσε για λεφτά. Οι λέξεις του ήταν άγνωστες, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι σήμαιναν. Αναμφίβολα το ντραστ ήταν το νόμισμα του τόπου. «Πέντε τόνοι ντραστ δεν είναι πολύ», παρατήρησε ο Νεελζεβούλ με πονηρό χαμόγελο. «Δεν είναι τίποτα για ένα δαίμονα. Θα ’πρεπε να χαίρεσαι που δεν είμαι κανένας από κείνους του βλάκες που ζητάνε αθανασία και τέτοια». Ο Άρθουρ συμφώνησε μαζί του.
«Και αν δε σου φέρω το ντραστ; » ρώτησε. «Στην περίπτωση αυτή», αποκρίθηκε ο Νεελζεβούλ, αλλάζοντας το χαμόγελο μ’ ένα άγριο βλέμμα, «θα σε καλέσω πάλι, αλλά μέσα στην μπουκάλα αυτή τη φορά». Ο Άρθουρ κοίταζε στην πελώρια μπουκάλα που ήταν πιο ψηλή και από τον Νεελζεβούλ. Πλατιά στη βάση της, στένευε πολύ προς το στόμιο. Έτσι και τούτο το πλάσμα κατάφερνε να τον κλείσει εκεί μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να βγει από κείνο το στενό λαιμό. Και ο Άρθουρ ήταν σίγουρος ότι η απειλή του πλάσματος δεν ήταν λόγια του
αέρα. «Βέβαια», συνέχισε ο Νεελζεβούλ, με χαμόγελο ακόμη πιο πονηρό από πριν, «δεν υπάρχει λόγος για τέτοια δραστικά μέτρα. Πέντε τόνοι από το καλό μας σουπντερούπ είναι παιχνιδάκι για σένα. Γ ια μένα είναι αμύθητα πλούτη, αλλά συ έτσι να κουνήσεις το δαχτυλάκι σου, το βρήκες». Κοντοστάθηκε, και το χαμόγελό του έγινε κάπως παρακλητικό. «Ξέρεις», συνέχισε σιγανά, «ειλικρινά, έχω φάει χρόνια και χρόνια σε τούτη την προσπάθεια. Διάβασα ένα σωρό βιβλία και ξόδεψα ένα κάρο βουτ». Η ουρά του
μαστίγωσε ξαφνικά το πάτωμα, με κρότο σαν σφαίρα που αποστρακιζόταν από γρανίτη. «Γι’ αυτό αλίμονό σου αν προσπαθήσεις να με γελάσεις! » βρυχήθηκε. Ο Άρθουρ ανακάλυψε ότι η δύναμη που έβγαινε από το πεντάγωνο έφτανε τουλάχιστον ώς εκεί που έφτανε κι ο ίδιος. Επιφυλακτικά στην αρχή, έγειρε πάνω στον αόρατο τοίχο, διαπίστωσε ότι άντεχε στο βάρος του, και στηρίχτηκε κανονικά πάνω του. Πέντε τόνους ντραστ, συλλογίστηκε. Κατά τα φαινόμενα, το πλάσμα ήταν μάγος, ένας θεός ήξερε από πού. Ίσως από κάποιον άλλο πλανήτη. Το πλάσμα
είχε επιχειρήσει να καλέσει ένα δαίμονα για να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία, αλλά είχε καλέσει αυτόν. Τώρα ή θα του πραγματοποιούσε την επιθυμία, ή θα κλεινόταν στην μπουκάλα. Πολύ παράλογα όλ’ αυτά, αλλά ο Άρθουρ Γκάμμετ είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι όλοι οι μάγοι ήταν παλαβοί. «Θα προσπαθήσω να σου βρω το ντραστ που θέλεις», είπε ο Άρθουρ, νιώθοντας ότι κάτι έπρεπε να πει. «Αλλά θα πρέπει να γυρίσω στον... στον άλλο κόσμο για να το κάνω. Πάνε αυτά που ήξερες η μέθοδος με το σκέτο κούνημα του δαχτύλου δεν έχει πέραση πια». «Σύμφωνοι», αποκρίθηκε το τέρας,
στέκοντας στην άκρη του πενταγώνου και κοιτάζοντάς τον χαιρέκακα. «Σ’ εμπιστεύομαι. Αλλά να θυμάσαι, μπορώ να σε ξα-νακαλέσω όποια στιγμή θέλω. Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις, ξέρεις, γι’ αυτό μην το δοκιμάσεις καν. Και να σου συστηθώ: με λένε Νεελζεβούλ». «Καμιά συγγένεια με τον Βεελζεβούλ; » ρώτησε ο Άρθουρ. «Προπάππος μου» αποκρίθηκε ο Νεελζεβούλ κοιτάζοντας καχύποπτα τον Άρθουρ. «Ηταν στρατιωτικός, ξέρεις. Δυστυχώς γι’ αυτόν —» Ο Νεελζεβούλ σταμάτησε απότομα καρφώνοντας τον Άρθουρ μ’ ένα άγριο βλέμμα. «Αλλά εσείς οι δαίμονες τα ξέρετε καλύτερα από
μένα όλ’ αυτά. Άπαγε! Και να μου φέρεις εκείνο το ντραστ! »
Ο Άρθουρ Γκάμμετ εξαφανίστηκε πάλι.
Υλοποιήθηκε στη γωνιά της Δεύτερης Λεωφόρου με την Ενάτη Οδό, ακριβώς στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί αρχικά. Το παλτό του ήταν ριγμένο στα πόδια του και τα ρούχα ήταν νωπά από ιδρώτα. Παραπάτησε μια στιγμή πριν ξαναβρεί στην ισορροπία του — γιατί ήταν ακουμπισμένος στον αόρατο τοίχο όταν ο Νεελζεβούλ τον εξαφάνισε — σήκωσε το
παλτό του και ξεκίνησε γοργά για το σπίτι του. Ευτυχώς δεν υπήρχαν κοντά και πολλοί περαστικοί τη στιγμή της εμφάνισής του. Δυο νοικοκυρές ξεροκατάπιαν, ανοιγό-κλεισαν εμβρόντητες τα μάτια τους και βιάστηκαν ν’ απομακρυνθούν. Ενας παλαβά ντυμένος άντρας ανοιγόκλεισε κι αυτός τα μάτια του κάμποσες φορές, έκανε ένα βήμα μπροστά σαν να ’θελε να ρωτήσει κάτι, αλλά μετά φάνηκε ν’ αλλάζει γνώμη κι απομακρύνθηκε προς την Ογδόη Οδό. Οι υπόλοιποι διαβάτες είτε δεν τον είχαν δει είτε δεν τους καιγόταν καρφάκι. Φτάνοντας στο δυάρι που έμενε ο Άρθουρ έκανε μια χλιαρή προσπάθεια ν’ αγνοήσει το όλο γεγονός αποδίδοντάς το
σε όνειρο. Όταν απέτυχε παταγωδώς, άρχισε να συλλογίζεται σοβαρά το πρόβλημά του. Μπορούσε να βρει το ντραστ. Δηλαδή, ίσως μπορούσε να το βρει φτάνει ν’ ανακάλυπτε τι σόι πράγμα ήταν. Ένα υλικό που για τον Νεελζεβούλ ήταν πολύτιμο μπορεί, τελικά, να ήταν κάτι κοινό. Μολύβι, σίδερο.. οτιδήποτε. Αλλά ακόμη κι αν ήταν κάτι τέτοιο, θα εξαντλούσε εντελώς το ασθενικό πορτοφόλι του. Μια άλλη λύση θα ήταν να καταφύγει στην αστυνομία. Και, βέβαια, θα τον έκλειναν στο πρώτο διαθέσιμο άσυλο. Ασ’ το καλύτερα. Ή θα μπορούσε να μην
παραδώσει εκείνο το ντραστ — και να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του σε μια μπουκάλα. Ασ’ το κι αυτό. to μόνο που του έμενε να κάνει θα ήταν να περιμένει μέχρι να τον ξανακαλέσει ο Νεελζεβούλ και να τον ρωτήσει τι ήταν αυτό το ντραστ. Μπορεί να ήταν και απλό χώμα. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να το μαζέψει από τη φάρμα του μπάρμπα του στο Νιου Τζέρσυ, φτάνει ο Νεελζεβούλ να του έβρισκε μεταφορικό μέσο. Ο Άρθουρ Γ κάμμετ τηλεφώνησε στο γραφείο του, δήλωσε ότι ήταν άρρωστος και ότι, κατά τα φαινόμενα, θα παρέμενε άρρωστος για κάμποσες ακόμη μέρες.
Ύστερα ετοίμασε κάτι για φαγητό στο κουζινάκι του, περήφανος που ένιωθε ορεξάτος. Δεν ήταν και πολλοί εκείνοι που θα μπορούσαν να φάνε τόσο καλά με τη σκέψη ότι μπορεί να τους έκλειναν ισόβια σε μια μπουκάλα. Όταν τέλειωσε, συμμάζεψε το διαμέρισμα και φόρεσε ένα ελαφρό καλοκαιριάτικο κοστούμι. Η ώρα ηταν τέσσερις και μισή το απόγευμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και περίμενε. Στις εννιά και μισή εξαφανίστηκε. «Πάλι άλλαξες το δέρμα σου; » παρατήρησε ο Νεελζεβούλ. «Πού είναι το ντραστ; » Η ουρά του πλατάγιζε ανυπόμονα καθώς έκανε το γύρο του πενταγώνου.
«Δεν το ’χω κρυμμένο πίσω μου», τον διαβεβαίωσε ο Άρθουρ, γυρίζοντάς να κοιτάξει προς τον Νεελζεβούλ. «Χρειάζομαι μερικά πρόσθετα στοιχεία». Πήρε μια ατάραχη πόζα, ακουμπώντας με ύφος στον αόρατο τοίχο που σχημάτιζαν οι γραμμές της κιμωλίας. «Και θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα με ξαναενοχλήσεις αν σ’ το φέρω». «Ασφαλώς», αποκρίθηκε πρόθυμα ο Νεελζεβούλ. «Έτσι κι αλλιώς, δε δικαιούμαι πάνω από μία επιθυμία. Λοιπόν, κοίτα να δεις. Θα σου ορκιστώ το μεγάλο όρκο του Σατανά. Είναι απόλυτα δεσμευτικός, ξέρεις». «Του Σατανά; »
«Είναι ένας από τους προέδρους μας», εξήγησε ο Νεελζεβούλ με ευλαβικό ύφος. «Ο προπάππος μου, ο Βεελζεβούλ, υπηρέτησε υπό τις διαταγές του... Αλλά τι κάθομαι και σ’ τα λέω όλ’ αυτά; Αφού τα ξέρεις». Ο Νεελζεβούλ ορκίστηκε επίσημα το μεγάλο όρκο του Σατανά και, πραγματικά, ήταν εντυπωσιακός όρκος. Οι μπλε ομίχλες στο δωμάτιο πήραν κόκκινες αποχρώσεις όταν τέλειωσε, και το περίγραμμα του πελώριου μπουκαλιού λαμπύρισε άγρια στο μισόφωτο. Στο μεταξύ ο Άρθουρ είχε πάλι μουσκέψει στον ιδρώτα, παρά το καλοκαιρινό του κοστούμι. Ευχόταν να ήταν στ’ αλήθεια
εκείνος ο δαίμονας με το παγωμένο νερό. «Αυτό ήταν», δήλωσε ο Νεελζεβούλ στέκοντας όρθιος στη μέση του δωματίου με την ουρά τυλιγμένη γύρω από τον καρπό του. Υπήρχε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του, σαν ν’ αναπολούσε περασμένα μεγαλεία και δόξες. «Τώρα λέγε, τι σόι πρόσθετα στοιχεία θέλεις; » Ο Νεελζεβούλ άρχισε να κόβει βόλτες πέρα δώθε μπροστά στο πεντάγωνο, με την ουρά του να σέρνεται κάτω. «Θέλω να μου περιγράφεις το ντραστ». «Λοιπόν, είναι μαλακό, βαρύ... »
Θα μπορούσε να ’ναι μολύβι. «Και κίτρινο» Χρυσάφι! «Χμμ», μουρμούρισε ο Άρθουρ κοιτάζοντας ανήσυχα την μπουκάλα. «Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι γκρίζο, έτσι; Ούτε σκούρο καστανό; » «Όχι. Είναι πάντοτε κίτρινο. Κάποτε με κόκκινες αποχρώσεις». Πάλι χρυσάφι. Ο Άρθουρ κοίταξε συλλογισμένα το κόκκινο, φολιδωτό τέρας μπροστά του,
που βημάτιζε πέρα δώθε με φανερή ανυπομονησία. Πέντε τόνοι χρυσάφι! Αυτό θα κόστιζε... Μπα, καλύτερα να μην το σκέφτεται. Ήταν αδύνατο. «Θα χρειαστώ λίγο χρόνο», είπε ο Άρθουρ. «Καμιά εξηνταριά, εβδομήντα χρόνια πάνω κάτω. Λοιπόν, κοίτα να δεις. Θα σε ειδοποιήσω αμέσως μόλις—» Ο Νεελζεβούλ τον διέκοψε μ’ ένα τρανταχτό γέλιο. Φαίνεται ότι ο Άρθουρ είχε κεντρίσει την ελάχιστη αίσθηση του χιούμορ του, γιατί ήδη το τέρας έσφιγγε τα πλευρά του και χτυπιόταν από τα γέλια. «Εξήντα εβδομήντα χρόνια! » γκάριξε ο
Νεελζεβούλ, και ακόμη και οι γραμμές του πενταγώνου φάνηκαν να τρεμουλιάζουν. «Θα σου δώσω εξήντα ή εβδομήντα λεπτά! Μετά, το ντραστ ή η μπουκάλα! » «Για στάσου μια στιγμή», διαμαρτυρήθηκε ο Άρθουρ έχοντας πισωπατήσει στην πιο μακρινή πλευρά του πενταγώνου. «Θα χρειαστώ λίγο— Περίμενε! Κάτι σκέφτηκα! » Μόλις του είχε κατέβει μια ιδέα, και ήταν σίγουρα η καλύτερη ιδέα που του είχε κατέβει ποτέ. Ακόμη πιο σημαντικό, ήταν δική του. «Θα χρειαστεί να μου δώσεις τη συγκεκριμένη συν-ταγη της τελετής που έκανες για να με καλέσεις», εξήγησε ο
Άρθουρ. «Πρέπει να την ελέγξει το κεντρικό γραφείο μας για να εξακριβωθεί αν όλα είναι σύμφωνα με τους τύπους». Το τέρας άρχισε ν’ αφρίζει και να βρίζει, ενώ ο αέρας πήρε ένα μαύρο και πορφυρό χρώμα. Η μπουκάλα κουδούνιζε αρμονικά, έχοντας συντονιστεί στους βρυχηθμούς του Νεελζεβούλ, ενώ ακόμη και οι τοίχοι φαίνονταν να τρεμουλιάζουν. Αλλά ο Άρθουρ Γ κάμμετ κράτησε ακλόνητος τη θέση του. Εξήγησε υπομονετικά στον Νεελζεβούλ — εφτά ή οχτώ φορές — ότι δε θα κέρδιζε τίποτα εμφυαλώνοντάς τον, αφού έτσι ποτέ δε θα έπαιρνε το χρυσάφι του. Το μόνο που του ζητούσε ήταν η συνταγή, και σίγουρα αυτό δεν μπορεί
να... Τελικά την πήρε. «Και τέρμα τα κόλπα, ε; » βρυχήθηκε τελικά ο Νεελζεβούλ, δείχνοντας με νόημα την μπουκάλα με τα δυο χέρια και την ουρά του. Ο Άρθουρ έγνεψε αδύναμα και υλοποιήθηκε πάλι στο δωμάτιό του.
Τις επόμενες λίγες μέρες τις ξόδεψε σε μια ξέφρενη έρευνα στη Νέα Υόρκη. Μερικά από τα συστατικά της συνταγής ήταν εύκολο να τα βρει — το κλαδάκι του γκι και το θειάφι, λόγου χάρη, τα προμηθεύτηκε από ένα ανθοκομείο. Η μούχλα από μνήματα και το αριστερό
φτερό νυχτερίδας τον δυσκόλεψαν κάπως. Εκεί όμως που σκόνταψε πραγματικά ήταν το κομμένο χέρι ενός σκοτωμένου. Τελικά κατάφερε να το βρει από ένα μαγαζί που εξυπηρετούσε φοιτητές της ιατρικής. Ο πωλητής του εγγυήθηκε ότι ο άνθρωπος στον οποίο ανήκε το χέρι είχε πεθάνει από βίαιο θάνατο. Ο Άρθουρ υποψιαζόταν ότι ο πωλητής μάλλον τον δούλευε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Μεταξύ άλλων αγόρασε και μια μεγάλη μπουκάλα. Ηταν απρόσμενα φτηνή. Τελικά υπήρχαν αντισταθμιστικά οφέλη στο να ζει κανείς στη Νέα Υόρκη, συμπέρανε. Δε φαινόταν να υπάρχει τίποτα, κυριολεκτικά τίποτα που να μην
μπορεί να το αγοράσει. Μέσα σε τρεις μέρες είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλα τα υλικά, και τα μεσάνυχτα της τρίτης μέρας τα τοποθέτησε όπως έπρεπε στο πάτωμα του διαμερίσματος του. Το φως από το φεγγάρι των τριών τέταρτων χυνόταν μέσ από το παράθυρο — η συνταγή δεν καθόριζε σε ποια φάση της*σελήνης έπρεπε να γίνει η δουλειά — και όλα φαίνονταν να είναι εντάξει. Ο Άρθουρ σχεδίασε το πεντάγωνο, άναψε τα κεριά και το λιβάνι, και άρχισε ν’ απαγγέλλει τα λόγια. Υπολόγιζε ότι, αν ακολουθούσε τις οδηγίες προσεκτικά, θα έπρεπε να καλέσει έτσι τον Νεελζεβούλ. Η μοναδική του επιθυμία θα ήταν να τον αφήσει στην
ησυχία του. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αποτύχει. Οι μπλε καταχνιές γέμισαν το δωμάτιο καθώς μουρμούριζε τα μαγικά λόγια, και σύντομα είδε ότι κάτι είχε αρχίσει να υλοποιείται στο κέντρο του πενταγώνου. «Νεελζεβούλ! » φώναξε. Αλλά δεν ήταν ο Νεελζεβούλ. Όταν τέλειωσε η επίκληση, το πλάσμα στο πεντάγωνο ήταν γύρω στα πέντε μέτρα ψηλό. Αναγκαζόταν νά σκύβει σχεδόν ώς το πάτωμα για να χωρά κάτω από το ταβάνι του Άρθουρ. Ηταν φοβερό σε εμφάνιση, με φτερούγες,
μικροσκοπικά κεφάλι και μια τρύπα στο στήθος. Ο Άρθουρ είχε καλέσει λάθος δαίμονα. «Τι σημαίνουν όλα αυτά; » φώναξε ο δαίμονας, εκτοξεύοντας έναν πίδακα παγωμένου νερού από το στήθος του. Το νερό χτύπησε και σκόρπισε πάνω στον αόρατο τοίχο του πενταγώνου πριν χυθεί στο πάτωμα. Θα πρέπει να ήταν καθαρά αντανακλαστική κίνηση, γιατί το δωμάτιο του Άρθουρ ήταν ευχάριστα δροσερό.
«Θέλω να μου πραγματοποιήσεις τη μία επιθυμία που δικαιούμαι», αποκρίθηκε ο Άρθουρ. Ο δαίμονας ήταν μπλε χρώματος και απίστευτα αδύνατος. Οι φτερούγες του ήταν εντελώς υποτυπώδεις. Τις ανέμισε κάνα δυο φορές στους κοκαλιάρι-κους ώμους του πριν απαντήσει. «Δεν ξέρω πώς μ’ έφερες εδώ, αλλά ήταν έξυπνο κόλπο. Σίγουρα πολύ έξυπνο». «Άσε την κουβέντα», γρύλισε ο Άρθουρ νευρικά, αναρωτώμενος πότε θα τον καλούσε πάλι ο Νεελζεβούλ.
«Θέλω πέντε τόνους χρυσάφι. Το λένε και ντραστ, χακατίνι ή σουπντερούπ». Αγωνιούσε στη σκέψη ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έβρισκε τον εαυτό του μέσα σε μια μπουκάλα. «Κοίτα να δεις», είπε ο δαίμονας με το παγωμένο νερό. «Μάλλον έχεις τη λαθεμένη εντύπωση ότι εγώ είμαι—» «Έχεις είκοσι τέσσερις διορία», τον έκοψε ο Άρθουρ.
ώρες
«Δεν είμαι κάνας πλούσιος», διαμαρτυρήθηκε ο δαίμονας με το παγωμένο νερό. «Μικροεπιχειρηματίας είμαι. Αλλά, αν ίσως μου έδινες λίγο καιρό—»
«Αλλιώς σε περιμένει η μπουκάλα», τον προειδοποίησε ο Άρθουρ, δείχνοντάς του τη μεγάλη μπουκάλα στη γωνιά. Μετά συνειδητοποίησε ότι η μπουκάλα ήταν αδύνατο να χωρέσει τα πέντε μέτρα του δαίμονα. Την άλλη φορά που θα σε καλέσω θα φροντίσω να έχω μια στα μέτρα σου», πρόσθεσε. «Δεν ήξερα ότι ήσουν τόσο ψηλός». «Και κυκλοφορούσαν κάτι ιστορίες για εξαφανίσεις ανθρώπων», μουρμούρισε σκεφτικά ο δαίμονας. «Ώστε αυτό ήταν που τους συνέβη! Βρέθηκαν στον κάτω κόσμο. Πάντως, δε νομίζω να με πίστευε κανένας αν του το ’λεγα».
«Φρόντισε να μου φέρεις το ντραστ», πρόσταξε ο Άρθουρ. «Άπαγε». Ο δαίμονας εξαφανίστηκε.
με
το
κρύο
νερό
Ο Άρθουρ Γ κάμμετ ήξερε ότι δεν μπορούσε να το διακινδυνέψει για περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Ίσως κι αυτό ακόμη ήταν πολύ, συλλογίστηκε. Κανένας δεν ήξερε τι θα έκανε το κόκκινο, φολιδωτό τέρας έτσι και το απογοήτευε για τρίτη φορά. Προς το τέλος της μέρας ο Άρθουρ έπιασε τον εαυτό του να σφίγγει το σωλήνα του καλοριφέρ. Όχι ότι θα τον βοηθούσε σε τίποτα αν τον καλούσαν, αλλά ήταν ευχάριστο να νιώθει ότι κρατιόταν από
κάτι σταθερό. Εξάλλου, ένιωθε τύψεις που είχε μεταχειριστεί έτσι εκείνον το δαίμονα με το παγωμένο νερό. Ήταν φως φανάρι ότι ο δύστυχος δεν ήταν περισσότερο δαίμονας απ’ όσο ήταν ο Άρθουρ. Όπως και να ’χε, δε σκόπευε να πραγματοποιήσει ποτέ την απειλή του και να τον κλείσει στην μπουκάλα. Δε θα τον ωφελούσε σε τίποτα αν ο Νεελζεβούλ δεν έμενε ευχαριστημένος.
Τελικά ο Άρθουρ επανέλαβε την επίκληση. «Θα πρέπει να κάνεις τούτο το
πεντάγωνο λίγο πιο φαρδύ», παραπονέθηκε ο δαίμονας με το κρύο νερό προσπαθώντας να βολευτεί μέσα. «Δεν υπάρχει αρκετός χώρος να—» «Άπαγε! » φώναξε ο Άρθουρ και έσβησε βιαστικά το πεντάγωνο. Το σχεδίασε πάλι από την αρχή τούτη τη φορά χρησιμοποιώντας όλο το διαθέσιμο χώρο του δωματίου του. Κουβάλησε την μπουκάλα στην κουζίνα, — την ίδια, γιατί δεν είχε βρει καμία των πέντε μέτρων — ο ίδιος στριμώχτηκε στην ντουλάπα και επανέλαβε την επίκληση. Γ ια μια ακόμη φορά οι μπλε ομίχλες άρχισαν να
στροβιλίζονται στο δωμάτιο.
«Μην είμαστε και τόσο βιαστικοί! » φώναξε ο δαίμονας με το κρύο νερό. «Δε βρήκα ακόμη εκείνο το σουπντερούπ. Υπάρχει κάποιο μπλέξιμο, αλλά μπορώ να σ’ τα εξηγήσω όλα». Ανέμισε τις φτερούγες του για να διαλύσει την μπλε καταχνιά. Δίπλα του είχε μια μπουκάλα, τρία μέτρα ψηλή. Μέσα, πράσινος από το κακό του, ήταν ο Νεελζεβούλ. Φαινόταν να γκαρίζει κάτι, αλλά η μπουκάλα ήταν ταπωμένη και κανένας ήχος δεν έφτανε ώς έξω. «Βρήκα τη συνταγή της τελετής στη
βιβλιοθήκη», εξήγησε ο δαίμονας με το κρύο νερό. «Κόντεψα να πέσω ξερός όταν είδα ότι η μέθοδος έπιανε πραγματικά. Ποτέ δεν τα πίστευα αυτά τα μαγικά. Αλλά όταν κάτι είναι γεγονός, πάει τέλειωσε. Τέλος πάντων, κάλεσα που λες τούτο το δαίμονα από δω», έδειξε με τον κοκαλιάρικο αντίχειρά του την μπουκάλα, «αλλά δεν ε-νοούσε να μου το φέρει το πράγμα. Έτσι τον εμφυά-λωσα». Ο δαίμονας με το κρύο νερό πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης βλέποντας τον Άρθουρ να χαμογελά. Όλα έδειχναν ότι μάλλον φτηνά θα τη γλίτωνε.
«Ειλικρινά, δε θέλω να με κλείσεις κι εμένα σε μπουκάλα», συνέχισε ο δαίμονας με το κρύο νερό. «Είμαι οικογενειάρχης άνθρωπος με γυναίκα και τρία παιδιά. Δύσκολα τα φέρνω βόλτα, καταλαβαίνεις. Με την κρίση, λίγοι κάνουν ασφάλειες στις μέρες μας. Ο κόσμος να χαλάσει, θα μου ήταν αδύνατο να βρω πέντε τόνους ντραστ. Αλλά μόλις καταφέρω να πείσω τούτο το δαίμονα από δω—» «Μωρέ ξέχασε το ντραστ», τον διέκοψε ο Άρθουρ. «φρόντισε μόνο φεύγοντας να πάρεις και το δαίμονα μαζί σου. Και φρόντισε να τον ασφαλίσεις
κάπου. Μέσα στην μπουκάλα, βέβαια». «Αυτό γίνεται», είπε ο συνάδελφος ασφαλιστής με τις μπλε φτερούγες. «Σχετικά μ’ εκείνο το ντραστ τώρα—» «Είπα, ξέχασέ το», επανέλαβε ο Άρθουρ εγκάρδια. Στο κάτω κάτω, οι συνάδελφοι οφείλουν να συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο. «Πες μου, αλήθεια, αναλαμβάνεις ασφάλειες κατά πυρκαγιάς και κλοπής; » «Ειδικεύομαι περισσότερο στις γενικές ατυχημάτων», αποκρίθηκε ο άλλος. «Αλλά ξέρεις, σκεφτόμουν να—» Ο Νεελζεβούλ
λυσσομανούσε κι
άφριζε μέσα στην μπουκάλα του, ενώ οι δυο ασφαλιστές συνέχισαν να κουβεντιάζουν φιλικά και ανέμελα τα μυστήρια του επαγγέλματός τους.
ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ TOY ΣΚΟΤΟΥΣ του Αρθουρ Κλαρκ
Ζούμε σε μια φυλακή, καμία αμφιβολία γι’αυτό, αλλά είναι
τουλάχιστον αρκετά απέραντη για να μη μας προβληματίζει — ακόμη — το γεγονός. Αυτό γιατί στη φυλακή μας υπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες με δισεκατομμύρια άστρα ο καθένας, αρκετά για να μας απασχολήσουν μια αιωνιότητα πριν αναζητήσουμε μια Πόρτα για κάτι πιο πέρα. Αλλά σκεφτείτε ένα σύμπαν — ένα ολόκληρο σύμπαν! — με ένα και μοναδικό άστρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ένας και μοναδικός πλανήτης... Ένα τέτοιο σύμπαν είναι σίγουρα μια φυλακή, με όλη την κυριολεξία της λέξης. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένα
φοβερό τείχος κόβει το μοναδικό κόσμο στα δυο. Πιο πέρα υπάρχει το σκοτάδι ή και η τρέλα. Αλλά πάντοτε υπάρχει κάποιος τολμηρός που θέλει να δει τι υπάρχει πέρα από το σκοτάδι και — γιατί όχι; — πέρα από την τρέλα. Και — ίσως είναι η μεγαλύτερη τραγωδία κάθε εξερευνητή — βρίσκει αυτό που αναζητά: την απάντηση στα ερωτήματά του. Και τι μένει όταν απαντηθούν τα ερωτήματα; Για το Βρετανό συγγραφέα και επιστήμονα Άρ-
θουρ Τσαρλς Κλαρκ δε χρειάζεται να πούμε τίποτα-είναι ήδη αρκετά γνωστός. Μας έχει χαρίσει μερικές από τις πιο μεγαλειώδεις συμπαντικές εικόνες που αγγίζουν τα όρια της φαντασίας. Σε τούτο το διήγημά του μας περιηγεί πέρα ακόμη κι από το δικό μας σύμπαν, σε μια Άλλη Πραγματικότητα.
Γ. Μ. Πολλά και παράξενα είναι τα σύμπαντα που παρα-σύρονται σαν φυσαλίδες αφρού πάνω στον Ποταμό του Χρόνου. Μερικά — πολύ λίγα — κινούνται κόντρα ή κάθετα στο ρεύμα. Και άλλα, ακόμη λιγότερο, είναι εκείνα που
βρίσκονται παντοτινά πέρα από τις όχθες του, δίχως να ξέρουν τι θα πει μέλλον ή παρελθόν. Το μικροσκοπικά σύμπαν όπου ζούσε ο Σερβέιν δεν ήταν ένα από αυτά- η παραξενιά του ήταν άλλου είδους. Περιείχε μονάχα έναν πλανήτη — τον κόσμο της φυλής του Σερβέιν — και ένα μοναδικό άστρο, το μεγάλο άστρο Τράιλορν που χάριζε στον πλανήτη ζωή και φως. Ο Σερβέιν δεν ήξερε τι θα πει νύχτα, γιατί ο Τράιλορν ήταν πάντοτε ψηλά στον ουρανό και απλώς έγερνε λίγο προς τον ορίζοντα μονάχα στους ατέλειωτους μήνες του χειμώνα. Ήταν αλήθεια πως πέρα από τα όρια της Χώρας της Σκιάς ερχόταν μια εποχή που ο Τράιλορν
χανόταν πίσω από το χείλος του κόσμου. Και τότε έπεφτε ένα σκοτάδι στο οποίο τίποτα δεν μπορούσε να ζήσει. Αλλά ακόμη και τότε το σκοτάδι δεν ήταν απόλυτο, έστω κι αν δεν υπήρχαν άστρα να το απαλύνουν. Μονάχος στο μικρό του σύμπαν, στρέφοντας πάντοτε την ίδια του πλευρά προς το μοναδικό ήλιο, ο κόσμος του Σερβέιν ήταν το τελευταίο και το πιο παράξενο χωρατό του Δημιουργού των Άστρων. Ωστόσο, καθώς ο Σερβέιν αγνάντευε πέρα προς τους αγρούς του πατέρα του, οι σκέψεις που γέμιζαν το μυαλό του ήταν ίδιες μ’ εκείνες που μπορεί να έκανε
και κάθε ανθρώπινο παιδί. Ένιωθε δέος, περιέργεια και λίγο φόβο, αλλά πάνω απ’ όλα τον κέντριζε μια λαχτάρα να περπατήσει και να γνωρίσει τον απέραντο κόσμο που απλωνόταν μπροστά του. Ήταν πολύ νέος ακόμη για να κάνει αυτά τα πράγματα, αλλά το παμπάλαιο σπίτι του δέσποζε στο υψηλότερο σημείο για χιλιόμετρα ολόγυρα, και ο Σερβέιν μπορούσε ν’ αγναντέψει πέρα τη γη που μια μέρα θα γινόταν δική του. Όταν στρεφόταν να κοιτάξει προς το βορρά, με τον Τράιλορν να λούζει το πρόσωπό του, μπορούσε να διακρίνει χιλιόμετρα μακριά τη μεγάλη γραμμή των βουνών που καμπύλωνε προς τα δεξιά. Οι κορφές του ορθώνονταν ολοένα και πιο ψηλές,
ώσπου χάνονταν πίσω του προς την κατεύθυνση της Χώρας της Σκιάς. Μια μέρα, όταν θα μεγάλωνε, θα διάβαινε εκείνα τα βουνά από το πέρασμα που οδηγούσε στις μεγάλες χώρες της ανατολής. Στ’ αριστερά του απλωνόταν ο ωκεανός, μονάχα λίγα χιλιόμετρα μακριά, και μερικές φορές ο Σερβέιν μπορούσε ν’ ακούσει τον αχό των κυμάτων καθώς χτυπούσαν κι άφριζαν στις ομαλές αμμουδερές ακτές. Κανένας δεν ήξερε μέχρι πού έφτανε ο ωκεανός. Πλοία είχαν σαλπάρει σ’ αυτόν τραβώντας προς το βορρά, με τον Τράιλορν να φαίνεται όλο και πιο ψηλά στον ορίζοντα και με την κάψα από τις ακτίνες του να γίνεται
ολοένα και πιο δυνατή. Πολύ πριν δουν το μεγάλο ήλιο να φτάνει στο ζενίθ του τα πλοία είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν. Αν υπήρχαν οι μυθικές Χώρες της Φωτιάς, κανένας άνθρωπος δεν είχε ελπίδα να φτάσει στις φλογερές τους ακτές — εκτός κι αν οι θρύλοι ήταν αληθινοί. Κάποτε, λέγαν οι θρύλοι αυτοί, υπήρχαν γοργά μετάλλινα πλοία που μπορούσαν να διασχίσουν τον ωκεανό παρά την κάψα του Τράιλορν, και έτσι έφταναν στις χώρες της άλλης άκρης του κόσμου. Τώρα τις χώρες αυτές μπορούσε κανείς να τις φτάσει μονάχα με κοπιαστικό ταξίδι πάνω από στεριές και θάλασσες. Ελάχιστα μπορούσε κανείς να
συντομέψει το δρόμο αυτό, ταξιδεύοντας όσο πιο βορινά μπορούσε. Όλες οι κατοικημένες χώρες του κόσμου του Σερ-βέιν βρίσκονταν στη στενή ζώνη ανάμεσα στις περιοχές της αβάσταχτης ζέστης και της ανυπόφορης παγωνιάς. Γ ια κάθε κατοικημένη γη ο βορράς ήταν ένα απλησίαστο καμίνι από τη φοβερή κάψα του Τράιλορν. Και νότια όλων των χωρών απλωνόταν η απέραντη και σκυθρωπή Χώρα της Σκιάς. Εκεί ο Τράιλορν δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο από ένας χλωμός δίσκος στον ορίζοντα, και πολλές φορές ούτε που φαινόταν καθόλου. Όλ’ αυτά ο Σερβέιν τα είχε μάθει από
τα παιδικά του χρόνια, αλλά εκείνα τα χρόνια δεν ένιωθε ακόμη τη λαχτάρα να φύγει από τις κοιλάδες ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα. Από την αυγή ακόμη του χρόνου οι πρόγονοί του, και οι φυλές πριν απ’ αυτούς, είχαν μοχθήσει για να κάνουν τούτο τον τόπο τον πιο όμορφο στον κόσμο τους και το είχαν πετύχει σχεδόν απόλυτα. Υπήρχαν εδώ θαυμαστοί κήποι με παράξενα λουλούδια, και ρυάκια που κελάρυζαν κυλώντας ήρεμα ανάμεσα από βρυοσκέπαστους βράχους, για να χυθούν τελικά στα καθάρια νερά της δίχως παλίρροιες θάλασσας. Υπήρχαν αγροί γεμάτοι σπαρτά που θρόιζαν αδιάκοπα στον άνεμο, λες κι οι γενιές των ακόμη
αγέννητων καρπών κουβέντιαζαν η μια με την άλλη. Στα μεγάλα λιβάδια και κάτω από τα δέντρα, τα φιλικά ζωντανά τριγύριζαν αμέριμνα εδώ κι εκεί με τις αστείες κραυγές τους. Και υπήρχε τέλος το πελώριο σπίτι, με τα τεράστια δωμάτια και τους ατέλειωτους διαδρόμους, πραγματικά απέραντο, και που φαινόταν ακόμη πιο μεγάλο στα μάτια ενός παιδιού. Αυτός ήταν ο κόσμος όπου ο Σερβέιν είχε περάσει τα χρόνια του, ο κόσμος που τον ήξερε και τον αγαπούσε. Κι όσο για το τι υπήρχε πέρα από τα όριά του, αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ακόμη απασχολήσει το μυαλό του. Αλλά το σύμπαν του Σερβέιν δεν ήταν από κείνα που είναι απαλλαγμένα από την
εξουσία του χρόνου. Τα σπαρτά μέστωναν και θερίζονταν, για να φυλαχτούν μετά στις σιταποθήκες- ο Τράιλορν λικνιζόταν αργά στο μικρό τόξο που διέγραφε στον ουρανό, και με το πέρασμα των εποχών το κορμί και το μυαλό του Σερβέιν μεγάλωναν κι ωρίμαζαν. Τώρα η γη τους του φαινόταν μικρότερη: τα βουνά φάνταζαν πιο κοντινά, και η θάλασσα μονάχα ένας σύντομος περίπατος από το μεγάλο σπίτι. Άρχισε να μαθαίνει για τον κόσμο στον οποίο ζούσε, και να ετοιμάζεται για το ρόλο που θα έπαιζε στη διαμόρφωσή του. Μερικά από τα πράγματα αυτά τα έμαθε από τον πατέρα του, τον Σερβάλ, αλλά τα περισσότερα τα διδάχτηκε από
τον Γκρέιλ, που είχε διασχίσει τα βουνά στις μέρες του παππού του, και ήταν τώρα δάσκαλος τριών γενιών της φαμίλιας του Σερβέιν. Αγαπούσε τον Γ κρέιλ, αν και ο γέρος επέμενε να τον διδάσκει πολλά πράγματα που ο Σερβέιν δεν ήθελε να μάθει. Ο χρόνος περνούσε αρκετά ευχάριστα ώσπου έφτασε η εποχή για να διαβεί κι αυτός τα βουνά προς τις χώρες πιο πέρα. Πριν από γενιές η φαμίλια του είχε φτάσει εδώ από τις μεγάλες χώρες της ανατολής, και από τότε, σε κάθε γενιά, ο μεγαλύτερος γιος έκανε κάτι σαν προσκύνημα διαθέτοντας ένα χρόνο της νιότης του κοντά στα μακρινά ξαδέρφια τους. Ήταν ένα σοφό έθιμο, γιατί πολλές
από τις γνώσεις του παρελθόντος επιζούσαν ακόμη πέρα από τα βουνά. Εκεί μπορούσε κανείς να συναντήσει ανθρώπους από άλλες χώρες και να μελετήσει τα ήθη και τα έθιμά τους. Την τελευταία άνοιξη πριν από την αναχώρηση του γιού του, ο Σερβάλ μάζεψε τρεις από τους υπηρέτες του και ορισμένα ζώα που είναι πιο εύκολο να τα λέμε άλογα, και ξεκίνησε με τον Σερβέιν για να του δείξει εκείνα τα μέρη της χώρας που ο μικρός ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Τράβηξαν δυτικά ώς τη θάλασσα και ακολούθησαν την ακτή για πολλές μέρες, ώσπου ο Τράιλορν φαινόταν αρκετά πιο χαμηλά στον ορίζοντα. Όμως συνέχισαν να προχωρούν
νότια, με τις σκιές του να μακραίνουν μπροστά τους, γυρίζοντας πάλι προς τ’ ανατολικά μονάχα όταν οι αχτίδες του ήλιου άρχισαν να χάνουν όλη τη ζεστασιά τους. Τώρα βρίσκονταν αρκετά μέσα στην οριακή ζώνη της χώρας της Σκιάς, και δε θα ήταν φρόνιμο να προχωρήσουν πιο νότια πριν το καλοκαίρι φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ο Σερβέιν πήγαινε καβάλα δίπλα στον πατέρα του χαζεύοντας το εναλλασσόμενο τοπίο με την αχόρτα-γη περιέργεια ενός αγοριού που αντικρίζει για πρώτη φορά μια ξένη χώρα. Ο πατέρας του μιλούσε για το χώμα, εξηγώντας στον Σερβέιν τι σπαρτά μπορούσαν να μεγαλώσουν εκεί και τι
όχι. Αλλά η προσοχή του Σερβέιν ήταν δοσμένη αλλού: αγνάντευε πέρα στην ειρηνική Χώρα της Σκιάς, κι αναρωτιόταν ώς πού έφτανε και τι μυστήρια μπορεί να έκρυβε. «Πατέρα», δεν κρατήθηκε τελικά, «αν πήγαινες νότια σ’ ευθεία γραμμή, ίσια μέσα στη Χώρα της Σκιάς, θα έφτανες έτσι την άλλη πλευρά του κόσμου; » Ο πατέρας του χαμογέλασε. «Αιώνες τώρα οι άνθρωποι κάνουν αυτή την ερώτηση», απάντησε, «αλλά υπάρχουν δυο λόγοι που αποκλείουν να μάθουμε
αυτή την απάντηση» «Και ποιοι είν’ αυτοί; » «Ο πρώτος είναι, βέβαια, το σκοτάδι και το κρύο. Ακόμη κι εδώ που βρισκόμαστε, τίποτα δεν μπορεί να ζήσει τους μήνες του χειμώνα. Αλλά υπάρχει κι ένας σοβαρότερος λόγος, αν και βλέπω ότι ο Γκρέιλ δε σου μίλησε ποτέ σχετικά». «Δε νομίζω να μου είπε τίποτα. Τουλάχιστο, δεν το θυμάμαι». Ο πατέρας του έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Ύστερα σηκώθηκε στους αναβολείς του κι αγνάντεψε τη
γη προς το νότο. «Κάποτε ήξερα τούτο το μέρος καλά», είπε στον Σερβέιν. «Έλα... Έχω κάτι να σου δείξω». Άφησαν το μονοπάτι που ακολουθούσαν και συνέχισαν για μερικές ώρες ταξιδεύοντας νότια, για μια ακόμη φορά με τη ράχη προς τον ήλιο. Το έδαφος ανηφόριζε ομαλά τώρα, και ο Σερβέιν πρόσεξε ότι σκαρφάλωναν μια μεγάλη βραχώδη πλαγιά που χωνόταν σαν στιλέτο στην καρδιά της Χώρας της Σκιάς. Τελικά έφτασαν σ’ ένα λόφο πολύ απότομο για να τον ανέβουν τ’ άλογα, κι εκεί ξεπέζεψαν και άφησαν τα ζώα στη
φροντίδα των υπηρετών. «Υπάρχει ένας περιφερειακός δρόμος», εξήγησε ο Σερβάλ, «αλλά είναι πιο σύντομο να σκαρφαλώσουμε με τα πόδια παρά να κάνουμε το γύρο με τ’ άλογα». Ο λόφος, αν και απότομος, ήταν χαμηλός, και μπόρεσαν να φτάσουν στην κορφή του σε λίγα λεπτά. Στην αρχή ο Σερβέιν δε διέκρινε τίποτα που δεν το ’χε ξαναδεί. Υπήρχαν μονάχα τα ίδια κυματιστά εδάφη που γίνονταν ολοένα και πιο σκοτεινά και εχθρικά, με το κάθε μέτρο που απομακρύνονταν από το φως του Τράιλορν.
Ο Σερβέιν γύρισε προς τον πατέρα του με κάποια απορία, αλλά ο Σερβάλ του έδειξε πέρα στο νότο και διέγραψε προσεκτικά με το χέρι του μια γραμμή στον ορίζοντα. «Δεν είναι εύκολο να το δεις», είπε σιγανά. «Κι εμένα μου το έδειξε ο πατέρας μου από τούτο το ίδιο σημείο, πολλά χρόνια προτού γεννηθείς». Ο Σερβέιν κοίταξε πέρα στο αφώτιστο τοπίο. Ο νότιος ουρανός ήταν τόσο σκοτεινός που φάνταζε σχεδόν μαύρος εκεί που συναντιόταν με το χείλος του κόσμου. Αλλά όχι απόλυτα, γιατί κατά μήκος του ορίζοντα, σε μια μεγάλη καμπύλη που χώριζε τη γη από τον
ουρανό δίχως ωστόσο να φαίνεται ν’ ανήκει σ’ ένα από τα δυο, ξεχώριζε μια γραμμή από βαθύτερο σκοτάδι, μαύρο σαν τη νύχτα που ο Σερβέιν δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Την κοίταξε έντονα για πολλή ώρα, και ίσως κάποια προαίσθηση από το μέλλον ξύπνησε στην ψυχή του, γιατί εκείνη η σκοτεινή γραμμή του φάνηκε ξαφνικά σαν να ήταν ζωντανή και να περίμενε. Οταν τελικά ξεκόλλησε με το ζόρι τα μάτια του, ήξερε ότι τίποτα πια δε θα ήταν ξανά το ίδιο, αν και ήταν ακόμη πολύ νέος για ν’ αναγνωρίσει την αληθινή φύση της πρόκλησης. Κι έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή του,
ο Σερβέιν αντίκρισε το Τείχος.
Στην αρχή της άνοιξης ο Σερβέιν αποχαιρέτησε τους δικούς του και πέρασε μ’ έναν υπηρέτη τα βουνά για να φτάσει στις μεγάλες χώρες του ανατολικού κόσμου. Εκεί συνάντησε τους ανθρώπους με τους οποίους είχε κοινούς προγόνους, και εκεί μελέτησε την ιστορία της φυλής του, τις τέχνες που είχαν καλλιεργηθεί από τ’ αρχαία χρόνια, και τις επιστήμες που εξουσίαζαν τη ζωή των ανθρώπων. Στους τόπους της μάθησης έπιασε φιλίες με άλλα αγόρια που είχαν έρθει από χώρες ακόμη πιο ανατολικές. Λίγους από
αυτούς υπήρχε περίπτωσή να ξαναδεί ποτέ, αλλά ένας, ο Μπρέιλντον, έμελλε να παίξει πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή του απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς τότε. Ο πατέρας του Μπρέιλντον ήταν ένας φημισμένος αρχιτέκτονας, αλλά ο γιος τους το ’χε βάλει σκοπό να τον επισκιάσει. Ταξίδευε από χώρα σε χώρα, πάντοτε μαθαίνοντας, παρατηρώντας και κάνοντας ερωτήσεις. Αν και ήταν κατά ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τον Σερβέιν, οι γνώσεις του για τον κόσμο ήταν ασύγκριτα περισσότερες — ή έτσι τουλάχιστον φαίνονταν στο νεαρότερο αγόρι. Οι δυο τους χαλούσαν κι ξανάφτιαχναν
νοερά τον κόσμο σύμφωνα με τα όσα επιθυμούσαν. Ο Μπρέιλντον ονειρευόταν λαμπρές πόλεις που οι πλατιές λεωφόροι και τα περίτρανα κτίριά τους θα ντρόπιαζαν ακόμη και τα θαύματα του παρελθόντος, αλλά τα ενδιαφέροντα του Σερβέιν αφορούσαν περισσότερο στους ανθρώπους που θα κατοικούσαν στις πόλεις αυτές, και στο πώς θα ρύθμιζαν τη ζωή τους. Κουβέντιαζαν συχνά για το Τείχος, που ο Μπρέιλντον το ήξερε από τις ιστορίες των συμπατριωτών του, αν και ο ίδιος δεν το ’χε αντικρίσει ποτέ. Πέρα στο νότο της κάθε χώρας, όπως είχε μάθει ο Σερβέιν, το Τείχος εκτεινόταν σαν ένα τεράστιο φράγμα κατά μήκος των ορίων της
Χώρας της Σκιάς. Στην καρδιά του καλοκαιριού μπορούσε κανείς να φτάσει ώς εκεί, αν και με δυσκολία, αλλά πουθενά δεν υπήρχε σημείο να το διαβείς. Έτσι κανένας δεν ήξερε τι υπήρχε πιο πέρα. Απομονώνοντας έναν ολόκληρο κόσμο, δίχως να διακόπτεται πουθενά ακόμη κι όταν έφτανε σε ύψος εκατονταπλάσιο του ανθρώπου, το Τείχος έκανε τον κύκλο της παγωμένης θάλασσας που έβρεχε τις ακτές της Χώρας της Σκιάς. Ταξιδιώτες είχαν σταθεί σ’ εκείνες τις ερημικές ακτές που μόλις και τις ζέσταιναν οι τελευταίες αδύναμες αχτίδες του Τρέιλορν, και είχαν δει, σαν σκοτεινή σκιά, το Τείχος να
συνεχίζει ακάθεκτο μέσα στη θάλασσα, περιφρονώντας τα κύματα που έγλειφαν ανήμπορα τα πόδια του. Και στις πιο μακρινές ακτές, άλλοι ταξιδιώτες το είχαν δει να βγαίνει από τον ωκεανό και να συνεχίζει το δρόμο του ολόγυρα στον κόσμο. «Ένας από τους θείους μου», παρατήρησε ο Μπρέιλντον, «έφτασε ώς το Τείχος όταν ήταν νέος. Το έκανε για να κερδίσει ένα στοίχημα, και ταξίδευε για δέκα μέρες πριν φτάσει στη βάση του. Νομίζω ότι τον τρόμαξε η θέα του — ήταν τόσο πελώριο και παγερό. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν φτιαγμένο από μέταλλο ή από πέτρα, και όταν φώναξε δεν ακουγόταν καμία ηχώ,
αλλά η φωνή του έσβηνε γοργά σαν το Τείχος να κατάπινε τον ήχο. Οι συμπατριώτες μου πιστεύουν ότι εκεί τελειώνει ο κόσμος και ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο πέρα». «Αν αυτό ήταν αλήθεια», αποκρίθηκε ο Σερβέιν με ακαταμάχητη λογική, «ο ωκεανός θα είχε χυθεί από το χείλος του κόσμου πολύ πριν κατασκευαστεί το Τείχος». «Όχι αν το έφτιαξε ο Κυρόν όταν έφτιαξε και τον κόσμο». Ο Σερβέιν δε συμφώνησε σ’ αυτή τη θεολογική άποψη.
«Οι δικοί μου συμπατριώτες πιστεύουν ότι είναι έργο ανθρώπου — ίσως των μηχανικών της Πρώτης Δυναστείας που έφτιαξαν πολλά θαυμαστά πράγματα. Αν διέθεταν στ’ αλήθεια πλοία που μπορούσαν να φτάσουν στις Χώρες της Φωτιάς — ή ακόμη και πλοία που πετούσαν — μπορεί να διέθεταν και αρκετή σοφία για να φτιάξουν το Τείχος». Ο Μπρέιλντον ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα πρέπει να είχαν πολύ σοβαρούς λόγους για να το κάνουν», παρατήρησε. «Αλλά αφού ποτέ δε θα μάθουμε την απάντηση, γιατί να προβληματιζόμαστε; »
Όπως είχε ανακαλύψει ο Σερβέιν, αυτή η καθαρά πρακτική συμβουλή ήταν και η μόνη που είχαν να του δώσουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Μονάχα οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονταν για τις αναπάντητες ερωτήσεις. Γ ια τους περισσότερους ανθρώπους το αίνιγμα του Τείχους, όπως και το πρόβλημα της ίδιας της ύπαρξης, ήταν κάτι που ελάχιστα απασχολούσε το μυαλό τους. Και όλοι οι φιλόσοφοι του είχαν δώσει διαφορετικές απαντήσεις. Πρώτος ήταν ο Γ κρέιλ, που τον είχε ρωτήσει όταν επέστρεψαν από τη Χώρα της Σκιάς. Ο γέρος τον είχε κοιτάξει σιωπηλός και μετά του είπε:
«Έχω ακούσει ότι μονάχα ένα πράγμα υπάρχει πέρα από το τείχος. Κι αυτό είναι η τρέλα». Ύστερα ήταν ο Άρτεξ, ο οποίος ήταν τόσο γέρος που με δυσκολία μπορούσε ν’ ακούσει τις διατακτικές ερωτήσεις του Σερβέιν. Κοίταξε το αγόρι πίσω από βλέφαρα που φαίνονταν πολύ κουρασμένα για ν’ ανοίξουν εντελώς, και ύστερα από κάμποση ώρα απάντησε: «Το Τείχος το έφτιαξε ο Κυρόν την τρίτη μέρα τής δημιουργίας του κόσμου. Το τι βρίσκεται πιο πέρα θα το ανακαλύψουμε όταν πεθάνουμε — γιατί εκεί πάνε οι ψυχές όλων των νεκρών».
Ωστόσο ο Ίργκαν, που ζούσε στην ίδια πόλη, αυτό το αντέκρουσε κατηγορηματικά. «Μονάχα η μνήμη μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σου, γιε μου. Γιατί πίσω από το Τείχος απλώνεται η γη όπου ζούσαμε πριν γεννηθούμε». Ποιον να πιστέψει; Η αλήθεια ήταν ότι κανένας δεν ήξερε. Αν η απάντηση ήταν γνωστή κάποτε, σίγουρα είχε χαθεί προ πολλού. Αν και η αναζήτησή του υπήρξε ανεπιτυχής, ο Σερβέιν έμαθε πολλά άλλα
πράγματα στο χρόνο της μελέτης του. Όταν ξαναγύρισε η άνοιξη αποχαιρέτησε τον Μπρέιλντον και τους άλλους φίλους που είχε γνωρίσει σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, και πήρε τον αρχαίο δρόμο που θα τον οδηγούσε πίσω στη χώρα του. Για μια ακόμη φορά έκανε το επικίνδυνο ταξίδι από το μεγάλο πέρασμα ανάμεσα στα βουνά, όπου μεγάλοι όγκοι πάγων κρέμονταν απειλητικά πάνω από το κεφάλι του. Κάποτε έφτασε στο σημείο όπου ο δρόμος άρχισε πάλι να κατηφορίζει προς τον κόσμο των ανθρώπων, σε τόπους με ζεστασιά και τρεχούμενο νερό, και όπου τα πνευμόνια του δε χρειάζονταν να λαχανιάζουν στον παγωμένο αέρα. Εκεί,
στην κορφή της τελευταίας ανηφοριάς, πριν ο δρόμος αρχίσει να κατηφορίζει προς την κοιλάδα, μπορούσε κανείς να διακρίνει πέρα στον ορίζοντα το μακρινό στραφτάλισμα του ωκεανού. Και εκεί, σχεδόν χαμένη στις καταχνιές της άκρης του κόσμου, ο Σερβέιν μπορούσε να δει τη γραμμή της σκιάς που ήταν η γη του. Κατηφόρισε τη μεγάλη πέτρινη κορδέλα του δρόμου ώσπου έφτασε στη γέφυρα που οι άνθρωποι είχαν φτιάξει κατά την αρχαιότητα πάνω από τον καταρράκτη, όταν το μοναδικό άλλο πέρασμα είχε καταστραφεί από σεισμό. Αλλά η γέφυρα δεν υπήρχε πια: οι νεροποντές και οι κατολισθήσεις των αρχών της άνοιξης είχαν παρασύρει ένα
από τα μεγάλα υποστηρίγματα, και το όμορφο μετάλλινο τόξο ήταν τώρα τσακισμένα συντρίμμια στ’ αφρισμένα νερά τριακόσια μέτρα πιο κάτω. Το καλοκαίρι θα ’ρχόταν και θα ’φεύγε πριν σταθεί δυνατό ν’ ανοίξει πάλι αυτός ο δρόμος. Έτσι ο Σερβέιν πήρε μελαγχολικός το δρόμο του γυρισμού, ξέροντας ότι θα περνούσε ένας ακόμη χρόνος πριν μπορέσει να ξαναδεί το σπίτι του. Ο Μπρέιλντον ήταν ακόμη στην πόλη όταν ο Σερβέιν επέστρεψε. Ξαφνιάστηκε και χάρηκε βλέποντας το φίλο του, και οι δυο τους κουβέντιασαν το τι έπρεπε να γίνει
μέχρι να περάσει κι αυτή η χρονιά. Τα ξαδέρφια του Σερβέιν, που είχαν συμπαθήσει το νεαρό τους φιλοξενούμενο, δε δυσαρεστήθηκαν που τον είδαν να ξαναγυρίζει, αλλά η καλοπροαίρετη πρότασή τους ν’ αφιερώσει κι αυτή τη χρονιά στη μελέτη δεν έγινε αποδεκτή. Το σχέδιο του Σερβέιν ωρίμασε αργά στο μυαλό του, συναντώντας σημαντική αντίσταση στο περιβάλλον του. Ακόμη και ο Μπρέιλντον δεν ήταν ενθουσιώδης στην αρχή, και χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις κι επιχειρήματα πριν δεχτεί να μετάσχει. Ύστερα απ’ αυτό, τ> συγκατάθεση του όποιου άλλου μετρούσε η γνώμη
του ήταν απλώς θέμα χρόνου: Το καλοκαίρι πλησίαζε όταν τα δυο αγόρια πήραν το δρόμο για την πατρίδα του Μπρέιλντον. Ταξίδευαν γοργά καβάλα στ’ άλογά τους, γιατί το ταξίδι ήταν μακρύ και έπρεπε να τελειώσει πριν ο Τράιλορν μπει στη χειμερινή τροχιά του. Όταν έφτασαν στα μέρη που ο Μπρέιλντον γνώριζε, σταμάτησαν να κάνουν μερικές ερωτήσεις που έγιναν δεκτές με πολλά δύσπιστα κουνήματα κεφαλιών. Αλλά οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν ήταν ακριβείς, και σύντομα βάδιζαν στη Χώρα της Σκιάς. Και κάποτε, για δεύτερη φορά στη ζωή του, ο Σερβέιν είδε το Τείχος.
Δε φαινόταν μακριά όταν το πρωταντίκρισαν να ορθώνεται από μια παγερή κι ερημική πεδιάδα. Παρ’ όλα αυτά ταξίδευαν ατέλειωτα σ’ εκείνη την πεδιάδα πριν δουν το Τείχος να μεγαλώνει και να πλησιάζει. Από την άλλη μεριά είχαν φτάσει σχεδόν στη βάση του πριν συνειδητοποιήσουν πόσο κοντά βρίσκονταν, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να μαντέψει κανείς την απόστασή του μέχρι που θ’ άπλωνε το χέρι του να το αγγίξει. Όταν ο Σερβέιν σήκωσε το βλέμμα του προς τον τιτάνιο εβένινο όγκο που τόσο καιρό απασχολούσε το μυαλό του, του φάνηκε σαν να κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του έτοιμος να πέσει και να τον
συντρίψει. Με δυσκολία ξεκόλλησε τα μάτια του από το υπνωτικό θέαμα και ζύγωσε πιο κοντά για να περιεργαστεί το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένο το Τείχος. Ήταν αλήθεια αυτό που του είχε πει ο Μπρέιλντον το Τείχος ήταν κρύο στην αφή, πιο κρύο απ’ όσο θα ήταν φυσικό ακόμη και σε τούτη την τόσο φτωχή σε ήλιο γη. Δεν ήταν ούτε σκληρό ούτε μαλακό στο άγγιγμα, γιατί η υφή του είχε μια αίσθηση στα δάχτυλα που ήταν δύσκολο να περιγράφει. Ο Σερβέιν είχε την εντύπωση ότι κάτι τον εμπόδιζε από το ν’ αγγίξει πραγματικά την επιφάνειά του- και ωστόσο δεν μπορούσε να διακρίνει καμιά απόσταση ανάμεσα στο
Τείχος και τα δάχτυλά του όταν τα πίεζε πάνω του. Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν εκείνη η μυστηριακή σιγαλιά για την οποία είχε κάνει λόγο ο θείος του Μπρέιλντον. Η κάθε λέξη τους φαινόταν να ρουφιέται από το μαύρο όγκο, και όλοι οι ήχοι έσβηναν με αφύσικη γρηγοράδα. Ο Μπρέιλντον είχε ξεφορτώσει μερικά εργαλεία και όργανα από τα μεταφορικά ζώα τους, και άρχισε τώρα να εξετάζει την επιφάνεια του Τείχους. Πολύ γρήγορα ανακάλυψε ότι κανένα τρυπάνι και κανένα καλέμι δεν μπορούσε να σημαδέψει στο ελάχιστο την επιφάνειά, και τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα στο οποίο ήδη είχε καταλήξει ο Σερβέιν. Το
τείχος δεν ήταν απλώς σκληρό σαν διαμάντι- ήταν αδύνατο καν ν’ αγγιχτεί. Τελικά, εκνευρισμένος, πήρε έναν απόλυτα ίσιο μεταλλικό χάρακα και ακούμπησε την κόψη του πάνω στο Τείχος. Ύστερα, ενώ ο Σερβέιν κρατούσε έναν καθρέφτη έτσι που ν’ αντανακλά το λιγοστό φως του Τράιλορν κατά μήκος της γραμμής επαφής, ο Μπρέιλντον έσκυψε και κοίταξε στο χάρακα από την άλλη μεριά. Ήταν όπως το περίμενε: μια απειροελάχιστα στενή φωτεινή γραμμή φαινόταν ανάμεσα στις δυο επιφάνειες. Ο Μπρέιλντον κοίταξε σκεφτικά το φίλο του.
«Σερβέιν», είπε τελικά, «πιστεύω ότι το Τείχος δεν είναι φτιαγμένο από ύλη σαν αυτή που ξέρουμε». «Τότε ίσως είχαν δίκιο οι θρύλοι που λέγαν ότι δε φτιάχτηκε ποτέ, αλλά δημιουργήθηκε μεμιάς όπως το βλέπουμε τώρα». «Κι εγώ έτσι νομίζω», απάντησε ο Μπρέιλντον. «Οι μηχανικοί της Πρώτης Δυναστείας διέθεταν τέτοιες δυνάμεις. Υπάρχουν μερικά πολύ αρχαία κτίρια στον τόπο μου που φαίνονται να ’ναι φτιαγμένα μονοκόμματα από υλικό που δε δείχνει κανένα ίχνος φθοράς. Αν ήταν μαύρο αντί για χρωματιστό, θα έμοιαζε πολύ με το υλικό του Τείχους».
Ο Μπρέιλντον παράτησε τα άχρηστα εργαλεία του και άρχισε να στήνει έναν απλό φορητό θεοδόχιλο. «Αν δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο», δήλωσε με πικρό χαμόγελο, «μπορώ τουλάχιστον να μετρήσω το ύψος του». Όταν φεύγοντας κοίταξαν πίσω για να έχουν μια τελευταία εικόνα από το Τείχος, ο Σερβέιν αναρωτήθηκε αν θα το ξανάβλεπε ποτέ. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να μπορεί να μάθει. Στο μέλλον έπρεπε να ξεχάσει εκείνο το νοητό όνειρο ότι μπορεί μια μέρα να γινόταν κάτοχος του μυστικού του. Ίσως και να μην υπήρχε κανένα μυστικό — ίσως πέρα από το Τείχος η Χώρα της Σκιάς εκτεινόταν
γύρω από τον κόσμο ώσπου συναντούσε πάλι το ίδιο φράγμα. Αυτό φαινόταν και το πιο πιθανό. Αλλά, αν ήταν έτσι, για ποιο λόγο είχε φτιαχτεί το Τείχος, και από ποιον; Με μια σχεδόν οργισμένη προσπάθεια έδιωξε αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό του και συνέχισε το δρόμο του προς το φως του Τράιλορν. Αναρωτιόταν κιόλας πώς θα ήταν ένα μέλλον όπου το Τείχος δε θα έπαιζε πιο σπουδαίο ρόλο από εκείνον που έπαιζε στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Έτσι πέρασαν δυο χρόνια πριν ο Σερβέιν μπορέσει να γυρίσει στον τόπο
του. Σε δυο χρόνια, ιδίως όταν είναι κανείς τόσο νέος, πολλά μπορεί να ξεχαστούν. Ακόμη κι εκείνα που είναι πιο κοντά στην καρδιά χάνουν κάτι από την αρχική σαφήνειά τους, έτσι που δύσκολα ξανάρχονται στο νου. Όταν ο Σερβέιν πέρασε και από τα τελευταία ριζοβούνια και βρέθηκε πάλι στον τόπο της παιδικής του ηλικίας, η χαρά του γυρισμού ήταν ανάμεικτη με μια παράξενη λύπη. Τόσα και τόσα πράγματα είχαν ξεχαστεί, πράγματα που κάποτε πίστευε ότι θα μένουν στο μυαλό του για πάντα. Τα νέα της επιστροφής του είχαν προηγηθεί, και σύντομα είδε πέρα στο δρόμο άλογα να έρχονται καλπάζοντας προς το μέρος του. Τάχυνε κι αυτός
ανυπόμονα το δικό του, αναρωτώμενος αν ο Σερβάλ θα ήταν εκεί να τον προϋπαντήσει. Απογοητεύτηκε λίγο όταν είδε ότι επικεφαλής των καβαλάρηδων ήταν ο Γκρέιλ. Ο Σερβέιν κοντοστάθηκε περιμένοντας το γέρο να τον πλησιάσει. Ύστερα ο Γ κρέιλ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Σερβέιν, αλλά για μια στιγμή γύρισε πέρα το κεφάλι του και δεν μπορούσε να μιλήσει. Τελικά ο Σερβέιν έμαθε ότι οι καταιγίδες της περασμένης χρονιάς δεν είχαν καταστρέψει μονάχα την αρχαία γέφυρα- οι κεραυνοί είχαν κάνει ερείπια και το πατρικό του. Χρόνια πριν από την
προβλεπόμενη ώρα, η μοίρα θέλησε όλα τα κτήματα του Σερβάλ να περάσουν στην κατοχή του γιού του. Και όχι μονάχα αυτά, γιατί, όπως ήταν το ετήσιο έθιμο, ολόκληρη η φαμίλια ήταν συγκεντρωμένη στο μεγάλο σπίτι όταν το χτύπησε η φωτιά από τον ουρανό. Μέσα σε μια μονάχα στιγμή, το καθετί ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα, το κληρονόμησε ο Σερβέιν. Ήταν τώρα ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας του εδώ και γενιές- όμως όλ’ αυτά τα πλούτη θα τα ’δινε μετά χαράς για να μπορέσει ν’ αντικρίσει πάλι τα ήρεμα γκρίζα μάτια του πατέρα του που δε θα ξανάβλεπε ποτέ.
Ο Τράιλορν είχε ανηφορίσει και κατηφορίσει πολλές φορές στον ουρανό από τη μέρα που, εκεί στο δρόμο μπροστά στα βουνά, ο Σερβέιν αποχαιρέτησε για πάντα τα παιδικά του χρόνια. Η γη του είχε προκόψει στο πέρασμα των χρόνων, και η περιουσία που τόσο ξαφνικά είχε γίνει δική του αυξανόταν σταθερά στο διάστημα αυτό. Ο Σερβέιν είχε δουλέψει καλά αυτή τη γη, και τώρα, για μια ακόμη φορά είχε και πάλι το χρόνο να ονειρεύεται. Και κάτι ακόμη πιο σπουδαίο — είχε και τα πλούτη για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Συχνά περνούσαν μαντάτα από τα
βουνά για τα επιτεύγματα του Μπρέιλντον στην ανατολή. Αν και οι δυο φίλοι δεν είχαν ξανασυναντηθεί από τα νιάτα τους, αντάλλασσαν τακτικά επιστολές. Ο Μπρέιλντον είχε πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Όχι μονάχα τα δυο μεγαλύτερα οικοδομήματα που είχαν φτιαχτεί από την αρχαιότητα ήταν δικό του έργο, αλλά του είχε ανατεθεί και ο σχεδιασμός μιας ολόκληρος πόλης, αν και ένα τέτοιο έργο δεν υπήρχε ελπίδα να τελειώσει στη διάρκεια της ζωής του. Μαθαίνοντας γι’ αυτά τα πράγματα ο Σερβέιν θυμήθηκε τις φιλοδοξίες της δικής του νιότης, και το μυαλό του πέταξε πίσω στα χρόνια... Θυμήθηκε τη
μέρα που είχαν σταθεί οι δυο τους κάτω από το μεγαλείο του Τείχους. Για πολύ καιρό πάλευε με τις σκέψεις τουφοβόταν να ξυπνήσει παλιούς πόθους που ίσως μετά να μην μπορούσε να κατασιγάσει. Αλλά τελικά πήρε την απόφασή του και έγραψε στον Μπρέιλντον — γιατί, τι νόημα είχαν τα πλούτη και η δύναμη αν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση των ονείρων ενός ανθρώπου; Ύστερα ο Σερβέιν περίμενε, ανησυχώντας μήπως ο Μπρέιλντον είχε ξεχάσει το παρελθόν στα χρόνια που του
είχαν φέρει τη φήμη. Αλλά δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Ο Μπρέιλντον του έγραψε ότι δεν μπορούσε να έρθει αμέσως, γιατί είχε κάτι μεγάλες δουλειές που έπρεπε πρώτα να τελειώσει, αλλά μετά θα ερχόταν να συναντήσει τον παλιό φίλο του. Ο Σερβέιν του είχε απευθύνει μια πρόκληση αντάξια της τέχνης του — και που αν ανταποκρινόταν, αυτό θα του πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση από καθετί άλλο που είχε πετύχει ώς τότε. Ο Μπρέιλντον έφτασε στις αρχές εκείνου του καλοκαιριού, και ο Σερβέιν τον συνάντησε στο δρόμο κάτω από τη γέφυρα. Ήταν ακόμη παιδιά την τελευταία φορά που είχαν χωρίσει, και τώρα ήταν σχεδόν μεσόκοποι. Ωστόσο,
καθώς χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο, τα χρόνια φάνηκαν να χάνονται από πάνω τους και μυστικά, μέσα τους, χάρηκαν βλέποντας πόσο ανάλαφρα ο Χρόνος είχε αγγίξει το φίλο που θυμόντουσαν. Ξόδεψαν πολλές μέρες σε συζητήσεις, εξετάζοντας τα σχέδια που είχε ετοιμάσει ο Μπρέιλντον. Το έργο ήταν τιτάνιο, και θα απαιτούσε πολλά χρόνια να τελειώσει, αλλά δεν ήταν ακατόρθωτο για έναν άνθρωπο με τα πλούτη του Σερβέιν. Πριν δώσει την τελική του έγκριση, πήρε το φίλο του να πάνε να δουν τον Γ κρέιλ. Εδώ και κάμποσα χρόνια ο γέρος ζούσε σ’ ένα σπιτάκι που είχε φτιάξει ο Σερβέιν για χάρη του. Από πολύ καιρό τώρα είχε πάψει να συμμετέχει ενεργά
στη ζωή του πλούσιου σπιτιού, αλλά η συμβουλή του ήταν πάντοτε διαθέσιμη όταν του τη ζητούσαν, και ήταν δίχως εξαίρεση σοφή. Ο γέρος ήξερε το λόγο του ερχομού του Μπρέιλντον, και δεν έδειξε έκπληξη όταν ο αρχιτέκτονας του έδειξε τα σχέδιά του. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν το υψομετρικό διάγραμμα του Τείχους, με μια τεράστια ράμπα που ανέβαινε κλιμακωτά την πρόσοψή του ξεκινώντας από τη βάση του στο έδαφος της κοιλάδας. Σε έξι κανονικά διαστήματα η μεγάλη ανηφορική ράμπα οριζοντιωνόταν σε ευρύχωρες εξέδρες, η τελευταία από τις οποίες απείχε ελάχιστα από την κορφή του Τείχους. Από καμιά εικοσαριά σημεία
εξείχαν υποστηρικτικά αντερείσματα που, στο μάτι του Γκρέιλ, φαίνονταν πολύ λεπτά και αδύναμα για τη δουλειά που προορίζονταν να κάνουν. Ύστερα κατάλαβε ότι η μεγάλη ράμπα θα ήταν κυρίως αυτοστηρι-ζόμενη, και από τη μια πλευρά όλη την πλευρική ώση της θα τη σήκωνε το ίδιο το Τείχος. Γ ια μερικές στιγμές κοίταξε σιωπηλός το σχεδιάγραμμα, και μετά παρατήρησε σιγανά. «Πάντοτε κατάφερνες να γίνεται το δικό σου, Σερ-βέιν. Θα ’πρεπε να το περιμένω ότι θα έφτανες κάποτε και σ’ αυτό»:
«Ώστε το βρίσκεις καλή ιδέα; » ρώτησε ο Σερβέιν. Ποτέ δεν είχε πάει κοντά στις συμβουλές του γέρου και δε θα ήθελε να το κάνει τώρα. Όπως συνήθως, ο Γκρέιλ έθιξε κατευθείαν την καρδιά του προβλήματος. «Πόσο θα κοστίσει; » ρώτησε. Ο Μπρέιλντον του είπε, και για μια στιγμή επακολούθησε η σιωπή του σοκ από το άκουσμα του ποσού. «Αυτό συμπεριλαμβάνει», βιάστηκε να εξηγήσει ο αρχιτέκτονας, «και την κατασκευή ενός καλού δρόμου που να διασχίζει τη Χώρα της Σκιάς, καθώς και ενός μικρού οικισμού για τη διαβίωση
των εργατών. Η ίδια η ράμπα θα γίνει από ένα περίπου εκατομμύριο ομοιόμορφους κυβόλιθους που θα συναρμολογηθούν με τρόπο που να κάνουν ανθεκτική την όλη δομή. Αυτοί θα προέλθουν από τα ορυκτά που, ελπίζω, να βρούμε στη Χώρα της Σκιάς». Κοντοστάθηκε και αναστέναξε λίγο πριν συνεχίσει. «Θα προτιμούσα να έφτιαχνα μια ράμπα με σκελετό από μετάλλινες βέργες, αλλά κάτι τέτοιο θα κόστιζε ακόμη περισσότερο, γιατί όλο το υλικό θα ήταν αναγκαίο να έρθει από την άλλη μεριά των βουνών».
Ο Γκρέίλ μελέτησε το σχέδιο πιο προσεκτικά. «Γιατί σταμάτησες λίγο πριν την κορφή; » ρώτησε. Ο Μπρέιλντον κοίταξε τον Σερβέιν, ο οποίος απάντησε με κάποια δόση αμηχανίας. «Θέλω να είμαι ο μόνος που θα επιχειρήσει την πρώτη άνοδο», εξήγησε. «Το τελευταίο στάδιο θα γίνει με ανυψωτική μηχανή από την υψηλότερη εξέδρα. Μπορεί να υπάρχει κίνδυνος, γι’ αυτό σκοπεύω να είμαι μόνος». Δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος, αλλά
ήταν αρκετά καλός. Πέρα από το Τείχος, όπως είχε πει κάποτε ο Γκρέιλ, υπήρχε μονάχα η τρέλα. Αν ήταν αλήθεια αυτό, δεν υπήρχε λόγος να το διακινδυνέψει και άλλος. Ο Γ κρέιλ μίλησε πάλι μ’ εκείνη την ήρεμη, ονειροπόλα φωνή του. «Στην περίπτωση αυτή», είπε, «η ενέργειά σου ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει, γιατί αφορά εσένα και μόνο. Αν το Τείχος φτιάχτηκε για να προστατεύει τον κόσμο μας από κάτι, το φράγμα δε θα πάψει να είναι αξεπέραστο για οτιδήποτε τυχόν παραμονεύει από την άλλη πλευρά». Ο Μπρέιλντον έγνεψε καταφατικά. «Το
λάβαμε υπόψη κι αυτό», είπε με κάποιο καμάρι στη φωνή. «Σε περίπτωση ανάγκης η ράμπα θα μπορεί να καταστραφεί μέσα σε μια στιγμή με εκρηκτικά τοποθετημένα σ’ επιλεγμένα σημεία». «Αυτό είναι φρόνιμο», συμφώνησε ο γέρος. «Αν και δεν πιστεύω σ’ εκείνες τις ιστορίες, δε βλάπτει να είναι κανείς προνοητικός. Ελπίζω μονάχα να ζω ακόμη όταν τελειώσει το έργο. Και τώρα θα προσπαθήσω να θυμηθώ τι έχω ακούσει για το Τείχος από τότε που ήμουν παιδαρέλι όσο κι εσύ, Σερβέιν, όταν με πρωτο-ρώτησες σχετικά».
Πριν φτάσει ο χειμώνας, ο δρόμος προς το Τείχος είχε κιόλας χαραχτεί και είχαν μπει τα θεμέλια του προσωρινού οικισμού. Ο Μπρέιλντον δεν είχε δυσκολευτεί να βρει τα περισσότερα από τα υλικά που χρειαζόταν, γιατί η Χώρα της Σκιάς ήταν πλούσια σε ορυκτά. Επίσης είχε μελετήσει το ίδιο το Τείχος και είχε επιλέξει το σημείο για τη ράμπα του. Όταν ο Τ ράιλορν άρχισε να χάνεται πίσω από τον ορίζοντα, ο Μπρέιλντον ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά που είχε γίνει ώς τότε. Ώς το επόμενο καλοκαίρι ο πρώτος από τους μυριάδες κυβόλιθους είχε κοπεί και δοκιμαστεί από τον Μπρείλντον. Τον
είχε βρει ικανοποιητικής αντοχής, και πριν ξανάρθει ο χειμώνας είχαν κιόλας κοπεί μερικές χιλιάδες και είχε θεμελιωθεί ένα μέρος της όλης κατασκευής. Αφήνοντας έναν έμπιστο βοηθό του να διευθύνει το εργοτάξιο, ο Μπρέιλντον επέστρεψε στη συνηθισμένη του δουλειά που την είχε διακόψει. Όταν θα είχαν ετοιμαστεί αρκετοί κυβόλιθοι θα ξαναγύριζε να επιθεωρήσει την κατασκευή, αλλά ώς τότε η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη. Δυο ή τρεις φορές κάθε χρονιά, ο Σερβέιν ερχόταν να παρακολουθήσει τις πέτρες να κόβονται και να στοιβάζονται σε μεγάλες πυραμίδες, και τέσσερα
χρόνια αργότερα ο Μπρέιλντον επέστρεψε μαζί του. Στρώμα με στρώμα, οι γραμμές της πέτρας άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο πλάι του Τείχους, και τα λεπτά αντερείσματα άρχισαν ν’ αποκτούν μορφή. Στην αρχή η κατασκευή της ράμπας προχωρούσε αργά, αλλά όσο στένευε προς την κορφή, η πρόοδος γινόταν ολοένα και πιο γοργή. Γ ια το ένα τρίτο της κάθε χρονιάς η δουλειά έπρεπε να διακόπτεται, κι επακολουθούσαν μήνες ανυπόμονης αδράνειας μέχρι να περάσει ο μεγάλος χειμώνας. Στη διάρκειά του ο Σερβέιν πήγαινε συχνά να σταθεί στα όρια της Χώρας της Σκιάς, ακούγοντας με αγωνία τις καταιγίδες που λυσσομανούσαν πέρα στο πηχτό
σκοτάδι. Αλλά ο Μπρέιλντον είχε κάνει καλή δουλειά, και κάθε άνοιξη έβρισκαν την κατασκευή σώα, σαν να ’ταν φτιαγμένη για ν’ αντέξει πιο πολύ κι από το ίδιο το Τείχος. Οι τελευταίες πέτρες τοποθετήθηκαν εφτά χρόνια μετά την έναρξη της δουλειάς. Στέκοντας κάνα δυο χιλιόμετρα μακριά, ώστε να μπορεί να θαυμάσει την κατασκευή στο σύνολό της, ο Σερβέιν αναλογιζόταν με δέος πώς όλα αυτά είχαν προκύψει από απλά σχέδια που του είχε δείξει ο Μπρέιλντον πριν χρόνια. Στη θέα της ένιωσε κάτι από κείνο που πρέπει να αισθάνεται ο καλλιτέχνης σαν βλέπει τ’ όνειρό του να
γίνεται πραγματικότητα. Και θυμήθηκε ακόμη εκείνη τη μέρα που, παιδί στο πλευρό του πατέρα του, είχε αντικρίσει για πρώτη φορά το Τείχος στα όρια του σκοτεινού ορίζοντα της Χώρας της Σκιάς. Υπήρχαν προστατευτικά κιγκλιδώματα στην υψηλότερη εξέδρα, αλλά ο Σερβέιν δεν ήθελε να ζυγώσει στο χείλος. Το έδαφος φαινόταν σε ιλιγγιώδη βάθη, και προσπάθησε να ξεχάσει το ύψος βοηθώντας τον Μπρέιλντον και τους εργάτες στην εγκατάσταση του απλού αναβατήρα που θα τον ανέβαζε τα υπόλοιπα έξι μέτρα ώς την κορφή του Τείχους. Όταν ετοιμάστηκε κι αυτός, ανέβηκε στο μηχάνημα και γύρισε προς το φίλο του με όλο το κουράγιο που
μπορούσε να συγκεντρώσει. «Θα λείψω μονάχα λίγα λεπτά», είπε με σκόπιμα ατάραχη φωνή. «Άσχετα τι θα βρω, θα επιστρέψω αμέσως. Δε θα μπορούσε, βέβαια, να μαντέψει πόσο μικρά θα ήταν τα περιθώρια εκλογής του. Ο Γ κρέιλ ήταν πια σχεδόν τυφλός και δε θα προλάβαινε να χαρεί την επόμενη άνοιξη. Αλλά αναγνώρισε τα βήματα που πλησίαζαν και χαιρέτησε τον Μπρέιλντον με τ’ όνομά του πριν ο επισκέπτης προλάβει να μιλήσει.
«Χαίρομαι που ήρθες», του είπε. «Σκεφτόμουν κάτι που μου είχες πει, και πιστεύω ότι τελικά ξέρω την α-λήθεια. Ίσως τη μάντεψες κι εσύ». «Όχι», αποκρίθηκε ο Μπρέιλντον. «Φοβόμουν έστω και να το συλλογιστώ». Ο γέρος χαμογέλασε αχνά. «Γιατί να φοβάται κανείς κάτι μόνο και μόνο επειδή είναι παράξενο; Το Τείχος είναι κάτι το θαυμαστό, ναι — αλλά δεν έχει τίποτε το τρομακτικό για κείνους που μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν θαρραλέα το μυστικό του.
«Όταν ήμουν παιδί, Μπρέιλντον, ο παλιός μου αφέντης είπε κάποτε ότι ο χρόνος ποτέ δεν μπορεί να καταστρέψει την αλήθεια — μπορεί μονάχα να την κρύψει μέσα στους θρύλους. Είχε δίκιο. Απ’ όλους τους θρύλους που συγκέντρωσα για το Τείχος, μπορώ τώρα να επιλέξω εκείνους που είναι εν μέρει αληθινοί. «Πριν πολλά χρόνια, Μπρέιλντον, όταν η Πρώτη Δυναστεία βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, ο Τράιλορν ήταν πιο καυτός απ’ ό, τι είναι σήμερα, και η Χώρα της Σκιάς ήταν εύφορη και κατοικημένη — όπως θα γίνουν ίσως κάποτε και οι Χώρες της Φωτιάς. Οι άνθρωποι τότε μπορούσαν να ταξιδέψουν
όσο νότια τους έκανε κέφι, γιατί δεν υπήρχε Τείχος να τους φράζει το δρόμο. Πολλοί πρέπει να το επιχείρησαν, αναζητώντας νέα εδάφη για να εγκατασταθούν. Ό, τι συνέβη και με τον Σερβέιν πρέπει να συνέβη και μ’ εκείνους, και πολλών τα λογικά θα χάθηκαν έτσι — τόσων πολλών που οι επιστήμονες της Πρώτης Δυναστείας ύψωσαν το Τείχος για να εμποδίσουν την τρέλα να εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι αλήθεια, αλλά ο θρύλος λέει ότι το Τείχος ξεφύτρωσε μέσα μία μέρα, δίχως κόπο, από ένα σύννεφο που τύλιξε τον κόσμο». Ο Γ κρέιλ βυθίστηκε στους στοχασμούς του, και ο Μπρέιλντον
περίμενε, μη θέλοντας να τον ενοχλήσει. Ο νους του πλανιόταν πίσω στο παρελθόν, βλέποντας τον κόσμο τους σαν μια τέλεια σφαίρα ν’ αρμενίζει στο διάστημα, ενώ οι Αρχαίοι έφτιαχναν αυτή τη ζώνη γύρω από τον ισημερινό. Αν και η εικόνα αυτή ήταν λαθεμένη στην πιο σημαντική της λεπτομέρεια, ποτέ δε θα μπορούσε να τη σβήσει ολότελα από το μυαλό του. Καθώς τα τελευταία λίγα μέτρα του Τείχους περνούσαν αργά μπροστά από τα μάτια του, ο Σερβέιν χρειάστηκε όλο του το κουράγιο για να μη φωνάξει να τον κατεβάσουν πάλι. Θυμόταν ορισμένες τρομερές ιστορίες που κάποτε τις είχε απορρίψει γελώντας, γιατί καταγόταν από
μια ράτσα απαλλαγμένη από δεισιδαιμονίες. Αλλά τι θα γινόταν αν, τελικά, αυτές οι ιστορίες ήταν αληθινές, και το Τείχος είχε φτιαχτεί για να προστατεύει τον κόσμο από κάποιο ασύλληπτο τρόμο; Προσπάθησε να βγάλει από το νου του αυτές τις σκέψεις, και δε δυσκολεύτηκε να το κάνει όταν έφτασε στο υψηλότερο σημείο του Τείχους. Στην αρχή το μυαλό του δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την εικόνα που του έδειχναν τα μάτια του. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι μπροστά του απλωνόταν μια ομοιόμορφη μαύρη επιφάνεια που το πλάτος της ήταν αδύνατο να υπολογίσει.
Η μικρή πλατφόρμα του αναβατήρα σταμάτησε, και αναλογίστηκε με σχεδόν ασυνείδητο θαυμασμό πόσο ακριβείς ήταν οι υπολογισμοί του Μπρέιλντον. Ύστερα, μια τελευταία κουβέντα για να καθησυχάσει εκείνους που περίμεναν από κάτω, πάτησε το πόδι του στην κορφή του Τείχους και άρχισε να βαδίζει σταθερά μπροστά. Στην αρχή είχε την εντύπωση ότι η πεδιάδα μπροστά ήταν άπειρη, γιατί η μαυρίλα της ήταν ένα με τον ουρανό. Αλλά συνέχισε να βαδίζει αποφασιστικά, με την πλάτη γυρισμένη προς το φως του Τράιλορν. Θα ήθελε να μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη σκιά του σαν οδηγό, αλλ’ αυτή χανόταν στο βαθύτερο σκοτάδι
κάτω από τα πόδια του. Κάτι δεν πήγαινε καλά... Το περιβάλλον του σκοτείνιαζε με το κάθε βήμα που έκανε. Απορημένος, γύρισε το κεφάλι και είδε ότι ο δίσκος του Τράιλορν είχε γίνει αχνός και θολός, σαν να τον έβλεπε πίσω από μαυρισμένο γυαλί. Με το φόβο να θεριεύει γοργά μέσα του, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αυτό το μόνο παράξενο — ο Τράιλορν φαινόταν τώρα μικρότερος από τον ήλιο που ήξερε μια ζωή. 0 Σερβέιν κούνησε το κεφάλι με μια οργισμένη κίνηση σαν να προκαλούσε
κάποιον αντίπαλο. Αυτά τα πράγματα ήταν της φαντασίας του- ναι, πρέπει να τα φανταζόταν. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο αντίθετα σε κάθε εμπειρία που έπαψαν να του προκαλούν τρόμο, και συνέχισε αποφασιστικά το δρόμο του με μονάχα μια ματιά στον ήλιο πίσω του. Όταν ο Τράιλορν έγινε μικροσκοπικός σαν κουκκίδα και το σκοτάδι τον τύλιγε από παντού, έκρινε ότι καιρός ήταν να παρατήσει κάθε προσποίηση. Ένας πιο φρόνιμος άνθρωπος θα έκανε μεταβολή επιτόπου και θα γύριζε πίσω. Γ ια μια στιγμή ο Σερβέιν είχε ένα εφιαλτικό όραμα, βλέποντας τον εαυτό του να περιπλανιέται χαμένος σε τούτο το αιώνιο λυκόφωτο, ανάμεσα στη γη και τον
ουρανό, ανήμπορος να ξαναβρεί το δρόμο του γυρισμού. Ύστερα θυμήθηκε ότι για όσο θα συνέχιζε να βλέπει τον Τ ράιλορν δεν είχε να φοβάται μήπως χαθεί. Κάπως αβέβαιος τώρα συνέχισε το δρόμο του ρίχνοντας συχνές ματιές πίσω του, στο αχνό φως που τον καθοδηγούσε. Ο ίδιος ο Τράιλορν είχε χαθεί, αλλά ένα αμυδρό φως εξακολουθούσε να δείχνει τη θέ ση του στον ουρανό. Και τελικά ο Σερβέιν έπαψε να χρειάζεται κι αυτή τη βοήθεια, γιατί πέρα μπροστά του διέκρινε ένα άλλο φως ν’ αχνοφέγγει στον ουρανό. Στην αρχή φαινόταν εξαιρετικά αμυδρό και, όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν
οφθαλμαπάτη, κοίταξε πίσω και διαπίστωσε ότι στο μεταξύ ο Τράιλορν είχε χαθεί εντελώς. Αλλά ένιωθε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τώρα, και καθώς βάδιζε μπροστά, το νέο φως τον βοήθησε να κατασιγάσει τους φόβους του. Όταν κατάλαβε ότι αυτό που πλησίαζε ήταν ένας άλλος ήλιος, και βεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι μεγάλωνε μπροστά του όπως πιο πριν μίκραινε ο Τ ράιλορν, έπνιξε στα βάθη του νου του την κατάπληξη που τον πλημμύρισε. Γ ια την ώρα μπορούσε μονάχα να παρατηρεί και να καταγράφει εντυπώσεις αργότερα θα είχε όλο το χρόνο και να σκεφτεί αυτά που έβλεπε. Το ότι μπορεί ο κόσμος του
να είχε δύο ήλιους, τον ένα να λάμπει από τη μια πλευρά και τον άλλον από την άλλη, ήταν εντελώς ασύλληπτο. Τώρα μπορούσε επιτέλους να διακρίνει, αμυδρά μέσ’ από το σκοτάδι, την εβένινη γραμμή που σημάδευε το άλλο χείλος του Τείχους. Σύντομα θα γινόταν ο πρώτος άνθρωπος εδώ και χιλιάδες χρόνια, ίσως στην αιωνιότητα, που θ’ αντίκριζε τις χώρες που ξανοίγονταν από την άλλη μεριά του κόσμου του. Θα ήταν άραγε όμορφες σαν τις δικές τους; Και θα υπήρχαν άραγε άνθρωποι εκεί που θα χαιρόταν να τους συναντήσει; Αλλά το ότι θα τον περίμεναν, και
μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ήταν κάτι που δεν είχε καν φανταστεί.
Ο Γ κρέιλ άπλωσε το χέρι του προς το γραφείο δίπλα του και πασπάτεψε τυφλά για ένα φύλλο χαρτιού που βρισκόταν εκεί. Ο Μπρέιλντον τον κοίταζε σιωπηλός, και ο γέρος συνέχισε: «Πόσες φορές δεν έχουμε όλοι μας ακούσει τις εικασίες για το μέγεθος του σύμπαντος και για το κατά πόσο έχει ή δεν έχει όρια; Δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα τέρμα στο διάστημα, κι ωστόσο ο νους μας επαναστατεί στην ιδέα του απείρου. Μερικοί φιλόσοφοι έχουν φανταστεί ότι ο χώρος είναι
πεπερασμένος από μια κλειστή καμπύλωση σε ανώτερη διάσταση — υποθέτω ότι ξέρεις τη σχετική θεωρία. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια για άλλα σύμπαντα, αν υπάρχουν, αλλά για το δικό μας η απάντηση είναι πιο δυσνόητη. «Στα όρια του Τείχους, Μπρέιλντον, το σύμπαν μας τελειώνει — και ταυτόχρονα δεν τελειώνει. Πριν κατασκευαστεί το Τείχος δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή, τίποτα που να εμποδίζει κάποιον να προχωρήσει δίχως να φτάνει πουθενά. Το ίδιο το Τείχος είναι απλώς ένα φράγμα φτιαγμένο από άνθρωπο, και έχει τις ίδιες ιδιότητες με το χώρο στον οποίο βρίσκεται. Αυτές οι ιδιότητες υπήρχαν πάντοτε εκεί- το Τείχος δεν τους
πρόσθεσε τίποτα». Ο Γκρέιλ έδειξε στον Μπρέιλντον το χαρτί που κρατούσε και το περιέστρεψε αργά. «Εδώ», είπε, «έχουμε ένα απλό χαρτί. Έχει βέβαια δυο πλευρές. Μπορείς να φανταστείς ένα χαρτί που να μην έχει καμία; » «Αυτό είναι αδύνατο - γελοίο! » «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; » ρώτησε ο Γ κρέιλ σιγανά. Άπλωσε πάλι το χέρι του προς το γραφείο και τα δάχτυλά του ψαχούλεψαν στα συρτάρια του. Βγήκαν πάλι κρατώντας μια μακρόστενη,
ευλύγιστη λουρίδα χαρτιού. Ύστερα γύρισε τα τυφλά μάτια του προς τον Μπρέιλντον που περίμενε σιωπηλός. «Δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τις διάνοιες της Πρώτης Δυναστείας, αλλά ό, τι το μυαλό τους μπορούσε να συλλάβει άμεσα εμείς μπορούμε να το προσεγγίσουμε με αναλογίες. Τούτο το απλό τέχνασμα, που φαίνεται τόσο ασήμαντο, ίσως σε βοηθήσει να πιάσεις κάτι από την αλήθεια». Με τα δάχτυλά του λύγισε τη λουρίδα του χαρτιού και ένωσε τις άκρες της φτιάχνοντας ένα στεφάνι.
«Έχω εδώ ένα σχήμα που θα σου είναι απόλυτα γνώριμο — την τομή ενός κυλίνδρου. Διατρέχω με το δάχτυλό μου τη μέσα πλευρά... και τώρα την απέξω. Οι δυο επιφάνειες είναι σαφώς ξεχωριστές. Μπορείς να πας από τη μια στην άλλη μονάχα αν κινηθείς δια μέσου του πάχους του χαρτιού. Δε συμφωνείς; » «Ασφαλώς», αποκρίθηκε ο Μπρέιλντον, ακόμη απορημένος. «Αλλα τι αποδεικνύει αυτό; » «Τίποτα», απάντησε ο Γ κρέιλ. «Αλλά κοίτα τώρα—»
Τούτος ο ήλιος, συμπέρανε ο Σερβέιν, ήταν ο δίδυμος του Τράιλορν. Το σκοτάδι είχε τώρα διαλυθεί εντελώς, και δεν υπήρχε πια η ακατανόητη εντύπωση ότι βάδιζε σε μια άπειρη πεδιάδα. Περπατούσε αργά τώρα, γιατί δεν είχε καμία διάθεση να φτάσει απότομα σ’ εκείνο το ιλιγγιώδες χείλος του Τείχους. Σε λίγο μπόρεσε να διακρίνει ένα μακρινό ορίζοντα με χαμηλούς λόφους, γυμνούς και έρημους σαν εκείνους που είχε αφήσει πίσω του. Αυτό δεν τον αποθάρρυνε, γιατί και η πρώτη θέα της δικής του γης δε θα ήταν πιο ελκυστική από αυτή.
Έτσι συνέχισε να προχωρεί... Και όταν τελικά ένα παγερό χέρι του έσφιξε την καρδιά δε σταμάτησε, όπως ίσως θα έκανε κάποιος με λιγότερο κουράγιο. Δίχως να λιποψυχήσει, κοίταξε το συγκλονιστικά γνώριμο τοπίο που αποκαλυπτόταν σιγά σιγά γύρω του, ώσπου αντίκρισε την πεδιάδα απ’ όπου είχε ξεκινήσει το ταξίδι του, τη μεγάλη ράμπα και, τελικά, το ανήσυχο πρόσωπο του Μπρέιλντον που τον περίμενε. Ο Γ κρέιλ ένωσε και πάλι τις δυο άκρες της λουρίδας του χαρτιού, αλλά τούτη τη φορά είχε δώσει μισή στροφή στη μια
άκρη. Ύστερα έδειξε το αποτέλεσμα στον Μπρέιλντον. «Για γλίστρησε τώρα το δάχτυλό σου πάνω της», είπε ήρεμα. Ο Μπρέιλντον δε χρειαζόταν να το κάνει μπορούσε τώρα να καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε ο γέρος. «Καταλαβαίνω», αποκρίθηκε. «Δεν υπάρχουν πια ξεχωριστές επιφάνειες. Τώρα σχηματίζεται μία μόνο συνεχής πλευρά —μία μονόπλευρη επιφάνεια — κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται απολύτως αδύνατο». «Ναι», έκανε ο Γκρέιλ σιγανά. «Το
περίμενα ότι θα το καταλάβαινες. Μία μονόπλευρη επιφάνεια. Ίσως αντιλαμβάνεσαι τώρα γιατί τούτο το σύμβολο της συ-στραμμένης λουρίδας είναι τόσο κοινό στις αρχαίες θρησκείες, αν και το νόημά του έχει ξεχαστεί εντελώς. Βέβαια, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια χοντροκομμένη και απλή αναλογία — ένα παράδειγμα που δείχνει σε δύο διαστάσεις κάτι που πραγματικά συμβαίνει σε τρεις. Αλλά προσεγγίζει την αλήθεια όσο είναι δυνατό για το μυαλό μας». Η σιωπή που επακολούθησε ήταν βαριά, γεμάτη στοχασμούς. Ύστερα ο Γ κρέιλ αναστέναξε βαθιά και γύρισε προς τον Μπρέιλντον σαν να μπορούσε ακόμη
να δει το πρόσωπό του. «Γιατί γύρισες πίσω πριν από τον Σερβέιν; » ρώτησε, αν και ήξερε καλά την απάντηση. «Έπρεπε να το κάνουμε», αποκρίθηκε ο Μπρέιλντον μελαγχολικό, «αλλά δεν άντεχα να δω την καταστροφή του έργου μου». Ο Γ κρέιλ κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Σε καταλαβαίνω», είπε.
Ο Σερβέιν κοίταζε τα ατέλειωτα σκαλοπάτια της ράμπας που τα πόδια του δε θα ξαναπατούσαν ποτέ. Δε μετάνιωνε ιδιαίτερα. Είχε αγωνιστεί, και κανένας δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Η νίκη, αν μπορούσε να ειπωθεί έτσι, ήταν δική του. Αργά, σήκωσε το χέρι του κι έδωσε το σινιάλο. Το Τείχος κατάπιε την έκρηξη όπως απορροφούσε και κάθε άλλο ήχο. Αλλά η νωχελική χάρη με την οποία κατέρρεαν και γκρεμίζονταν οι σειρές της πέτρας ήταν μια σκηνή που θ’ αποτυπωνόταν στη μνήμη του για όλη του τη ζωή. Γ ια μια στιγμή στο νου του έλαμψε ένα ξαφνικό, ανείπωτα
σπαραχτικό όραμα μιας άλλης ράμπας, που την έβλεπε ένας άλλος Σερβέιν, να σωριάζεται στα ίδια συντρίμμια στην άλλη πλευρά του Τείχους. Αλλ’ αυτό, συλλογίστηκε, ήταν μια ανόητη σκέψη. Γ ιατί κανένας δεν ήξερε καλύτερα από τον ίδιο ότι το Τείχος δεν είχε άλλη πλευρά.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΙΚ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ του Ρίτσαρντ Μάθεσον
Επιτρέψτε μου να παραφράσω λίγο τον Ντεκάρτ: Scribo Ergo Sum. «Γράφω άρα υπάρχω». Ή, μάλλον, όσο γράφω θα υπάρχω. Κάπως έτσι θα μπορούσα να συνοψίσω τούτο το διήγημα. Είναι γραμμένο από ένα συγγραφέα, έχει για ήρωα έναν άλλο συγγραφέα, και για μεταφραστή έναν τρίτο συγγραφέα. Αλλά το γράψιμο δεν είναι σίγουρη εγγύηση ύπαρξης, ούτε καν πριν από την επιβολή του ΦΠΑ.
Η εμπειρία της αυτοΰπαρξης είναι ασφαλώς το έσχατο επιχείρημα ότι υπάρχει και κάτι το σίγουρο στο σύμπαν. Οταν κολλήσουμε με την πλάτη στον τοίχο, το μόνο που μας απομένει είναι να πούμε, «Δεν ξέρω για τ’ άλλα, αλλά για τον εαυτό μου είμαι σίγουρος ότι υπάρχει». Έτσι; Μη στοιχηματίσετε όλο το μισθό σας γι’ αυτό. Ακόμη και το ρήμα «υπάρχω» πρέπει πάντοτε να συντάσσεται με ερωτηματικό. Η κεντρική ιδέα του διηγήματος δεν είναι πρωτότυπη στην επιστημονική φαντασία, όπως δεν είναι πρωτότυπη η ιδέα του
Ρομπότ, της Χρονομηχανής κ. τ. λ. Όμως η αληθινή πρωτοτυπία βρίσκεται στον τρόπο που αντιμετωπίζει το πρόβλημα ο κάθε συγγραφέας. Ο Ρίτσαρντ Μάθεσον γεννήθηκε το 1926 στο Νιου Τζέρσυ, σπούδασε δημοσιογραφία και, εκτός από συγγραφέας, είναι και ένας από τους πιο γνωστούς σεναριογράφους ταινιών φαντασίας. «Ο Άνθρωπος που Αντίκρισε την Κόλαση» και «Ο Άνθρωπος που Ζάρωνε» είναι δυο από τις πιο γνωστές ταινίες, βασισμένες σε δικά του σενάρια από επίσης δικά του βιβλία. Οι σημειώσεις αυτές ήταν γραμμένες σ’ ένα σχολικό τετράδιο που βρέθηκε πριν
δυο βδομάδες σ’ ένα ζαχαροπλαστείο του Μπρούκλυν. Δίπλα από το τετράδιο, στο τραπεζάκι, υπήρχε ένα μισοτελειωμένο φλιτζάνι καφέ. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είπε ότι κανένας πελάτης δεν είχε καθίσει εκεί για τουλάχιστον τρεις ώρες από τη στιγμή που πρόσεξε το τετράδιο. Σάββατο, νωρίς το πρωί: Δε θα ’πρεπε να τα γράψω αυτά. Τι θα γινόταν αν το τετράδιο έπεφτε στα χέρια της Μαίρης; Ποιες θα ’ταν οι συνέπειες; Όλα θα τέλειωναν μεταξύ μας. Πέντε χρόνια πεταμένα από το παράθυρο- αυτές θα ’ταν οι συνέπειες.
Αλλά νιώθω την ανάγκη να τα γράψω. Έγραφα τόσα χρόνια, βλέπετε. Δε θα μπορέσω να γαληνέψω αν δεν τα περάσω στο χαρτί. Πρέπει να τα βγάλω από μέσα μου και να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Αλλά είναι τόσο δύσκολο ν’ απλοποιήσει κανείς τα πράγματα, και τόσο εύκολο να τα κάνει ακόμη πιο πολύπλοκα. Αναλογίζομαι τους μήνες που πέρασαν. Πώς ξεκίνησαν όλα; Μ’ έναν καβγά, βέβαια. Θα πρέπει να είχαμε χιλιάδες τέτοιους από τη μέρα που παντρευτήκαμε. Και πάντοτε με το ίδιο θέμα. Αυτό είναι το φοβερό.
Τα χρήματα. «Δεν είναι θέμα κατά πόσο έχω εμπιστοσύνη στο συγγραφικό σου ταλέντο», έλεγε η Μαίρη. «Είναι καθαρά θέμα λογαριασμών και κατά πόσο θα μπορέσουμε ή όχι να τους ξοφλήσουμε». «Λογαριασμούς για τι; » έλεγα εγώ. «Για τ’ αναγκαία; Όχι. Είναι για πράγματα που δε μας χρειάζονται καν». «Δε μας χρειάζονται, σου λέει ο άλλος! » Και έτσι φούντωνε ο καβγάς. Θεέ μου, πόσο αφόρητη γίνεται η ζωή δίχως τα λεφτά! Τίποτα δεν μπορεί να λύσει το
πρόβλημα. Τα λεφτά είναι το παν όταν δεν τα ’χεις. Πώς θα μπορούσα να συγκεντρωθώ και να γράψω όταν με κυνηγούσαν συνέχεια σκοτούρες με λεφτά... λεφτά... λεφτά; Η τηλεόρασή, το ψυγείο, το πλυντήριο — τίποτα από δαύτα δεν είχε πληρωθεί ακόμη. Κι εκείνο το κρεβάτι μας που θέλει... Αλλά, παρ’ όλα αυτά, εγώ... εγώ, με την αχαρακτήριστη βλακεία μου, συνέχιζα να ρίχνω λάδι στη φωτιά. Τι ήθελα να φύγω από το διαμέρισμα βροντώντας πίσω μου την πόρτα εκείνη την πρώτη φορά; Είχαμε καβγαδίσει, δε λέω, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά. Η ματαιοδοξία μου, αυτή έφταιγε για όλα.
Ύστερα από εφτά χρόνια — ναι, εφτά! — συγγραφικής δουλειάς είχε βγάλει 316 δολάρια όλα κι όλα. Και εξακολουθώ να είμαι αναγκασμένος να δουλεύω σε ένα γραφείο τα βράδια κάνοντας εκείνες τις απαίσιες δακτυλογραφήσεις. Και η Μαίρη είναι υποχρεωμένη να δουλεύει κι αυτή μαζί μου. Ένας Θεός ξέρει ότι έχει κάθε δικαίωμα ν’ αμφιβάλλει για το ταλέντο μου. Κάθε δικαίωμα να επιμένει να δεχτώ εκείνη τη δουλειά πλήρους απασχόλησης που μου προσφέρει ο Τζιμ στο περιοδικό του. Όλα ήταν στο χέρι μου. Αρκεί να παραδεχόμουν την αδυναμία μου να πετύχω σαν συγγραφέας, να έ-
κανα τη σωστή κίνηση και όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Τέρμα η νυχτερινή εργασία. Η Μαίρη θα μπορούσε να μένει σπίτι όπως το θέλει, όπως θα ’ταν το σωστό άλλωστε. Η σωστή κίνηση, αυτό ήταν όλο. Κι εγώ πήγα κι έκανα τη λαθεμένη κίνηση. Θεέ μου, είναι ν’ αγανακτείς! Βλέπεις, ο Μάικ κι εγώ θέλαμε τσιλιμπουρδίσματα. Και οι δυο μας, εντελώς ξεμωραμένοι και ηλίθιοι, θέλαμε γλύκες με την Τζην και με τη Σάλλυ. Γ ια μήνες τώρα αρνιόμαστε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα: ότι ήμαστε δυο σκέτοι κόπανοι. Ξεχνιόμαστε στην καινούρια μας εμπειρία. Ήμαστε δυο τέλεια ρεμάλια.
Και χτες βράδυ, παντρεμένοι άνθρωποι και οι δυο, θελήσαμε να πάμε στο διαμέρισμά τους στην πανσιόν που μένουν και... Γιατί δεν το λέω στα ίσια; Το φοβάμαι; Ντρέπομαι να το πω; Τι ζωντόβολο που είμαι! Μοιχός, αυτή είναι η λέξη που μου ταιριάζει. Πώς γίνεται και μπλέκουν έτσι τα πράγματα; Την αγαπώ τη Μαίρη. Την αγαπώ πολύ. Κι ωστόσο, αν και την αγαπώ, πήγα κι έκανα αυτό που έκανα. Και για να δείτε πόσο πιο μπερδεμένα
είναι τα πράγματα, μου άρεσε κιόλας. Η Τζην είναι γλυκιά, θερμή και γεμάτη κατανόηση, ένα σύμβολο των χαμένων πραγμάτων. Ήταν υπέροχο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν. Αλλά πώς μπορεί κάτι σκάρτο να είναι θαυμάσιο; Πώς μπορεί μια μπαμπεσιά να είναι τόσο απολαυστική; Όλα είναι τα πάνω κάτω στη ζωή - μπερδεμένα, ανάκατα και εκνευριστικά.
Σάββατο απόγευμα: Με συγχώρεσε, δόξα τω Θεώ. Δεν πρόκειται να ξα-
ναδώ την Τζην. Όλα θα πάνε καλά. Σήμερα το πρωί πήγα και κάθισα στο κρεβάτι και η Μαίρη ξύπνησε. Μου έριξε μια ματιά, και μετά κοίταξε το ρολόι. Φαινόταν κλαμένη. «Πού ήσουν; » με ρώτησε μ’ εκείνο το σιγανό, κοριτσίστικο τόνο φωνής που παίρνει όταν είναι φοβισμένη. «Με τον Μάικ», της αποκρίθηκα. «Πίναμε και κουβεντιάζαμε όλη νύχτα» Με κοίταξε έντονα για άλλη μια φορά. Ύστερα πήρε το χέρι μου και το έσφιξε στο μάγουλό της.
«Λυπάμαι», μου είπε, και τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Αναγκάστηκα ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου πλάι στο δικό της για να μη δει το πρόσωπό μου. «Ω, Μαίρη», μουρμούρισα, «Λυπάμαι κι εγώ». Ποτέ δε θα της το πω. Η Μαίρη είναι το καθετί για μένα. Δεν πρέπει να τη χάσω.
Σάββατο βράδυ: Σήμερα το απόγευμα πήγαμε στην έκθεση επίπλων του Μάντελ και παραγγείλαμε ένα καινούριο κρεβάτι.
«Δεν είναι για το πορτοφόλι μας, καλέ μου», είπε η Μαίρη. «Δεν πειράζει», αποκρίθηκα. «Ξέρεις τι χάλια έχει το παλιό. Θέλω το κορίτσι μου να κοιμάται με στυλ». Μου φίλησε χαρούμενα το μάγουλο. Ύστερα άρχισε να χοροπηδά στο κρεβάτι σαν κεφάτο παιδί. «Α, κάτσε να δεις πόσο μαλακό είναι! » μου φώναξε. Όλα είναι εντάξει. Όλα εκτός από την καινούρια στοίβα των λογαριασμών που κατέφθασε με το σημερινό ταχυδρομείο. Όλα εκτός από το τελευταίο μου διήγημα που δεν εννοεί ν’ αρχίσει. Όλα εκτός από το μυθιστόρημά μου που
επιστράφηκε ήδη από πέντε εκδότες. Ο Οίκος Μπάρνυ πρέπει, τελικά, να το δεχτεί. Αρκετό καιρό το έχει κρατήσει. Βασίζομαι σ’ αυτό. Τα πράγματα πλησιάζουν σε κάποια κρίσιμη καμπή σε ό, τι αφορά στο γράψιμό μου — σε ό, τι αφορά στο καθετί. Η εντύπωση ότι είμαι ένα κουρδισμένο ελατήριο γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Λοιπόν, η Μαίρη είναι πολύ εντάξει κοπέλα.
Κυριακή νύχτα: Κι άλλα προβλήματα. Άλλη μια
λογομαχία. Δεν ξέρω καν ποιο ήταν το θέμα της. Εκείνη είναι μουτρωμέ-νη. Εγώ φοβερά νευριασμένος. Δεν μπορώ να γράψω όταν είμαι σε υπερένταση. Και η Μαίρη το ξέρει αυτό. Έτσι μου έρχεται να τηλεφωνήσω στην Τζην. Εκείνη τουλάχιστον ενδιαφερόταν για τη δουλειά μου. Έτσι μου ’ρχεται να πω «άει στο διάολο! » και να τα χτυπήσω όλα κάτω. Να πάω να γίνω στουπί στο μεθύσι, να πηδήσω από μια γέφυρα ή οτιδήποτε. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που τα μωρά είναι ευτυχισμένα. Η ζωή είναι τόσο απλή γι’ αυτά. Τι ανάγκη έχουν; Λίγη πείνα, λίγο κρύο, κάποιος μικρός φόβος του σκοταδιού. Αυτά είν’ όλα κι όλα τα προβλήματά τους. Τι κάθονται και
μεγαλώνουν; Δεν ξέρουν ότι η ζωή είναι φοβερά πολύπλοκο πράγμα; Μόλις η Μαίρη με φώναξε για φαγητό. Δεν έχω διάθεση να βάλω μπουκιά στο στόμα. Δεν έχω διάθεση καν να μείνω σπίτι. Μπορεί να τηλεφωνήσω στην Τζην αργότερα. Έτσι, για να της πω μια καλησπέρα.
Δευτέρα πρωί: Ανάθεμα και τρισανάθεμα! Δε φτάνει που μου κράτησαν το βιβλίο για πάνω από τρεις μήνες — όχι, όχι, δεν τους έφτανε αυτό! Έπρεπε να χύσουν και
καφέ σ’ όλο το χειρόγραφο και να μου στείλουν έντυπη αρνητική απάντηση από πάνω. Ευχαρίστως θα τους στραγγάλιζα με τα ίδια μου τα χέρια! Αναρωτιέμαι αν ξέρουν τι τους γίνεται. Η Μαίρη είδε την απάντηση. «Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; » ρώτησε σαν να μην άντεχε πια. Προσπάθησα να μην εκραγώ. «Τώρα; » ρώτησα. «Εξακολουθείς να νομίζεις ότι έχεις ταλέντο; » με ρώτησε.
Η έκρηξη έγινε. «Α, ώστε αυτοί είναι το ανώτατο δικαστήριο και οι κριτές μου, ε; » βρυχήθηκα έξαλλος. «Αυτοί έχουν τον τελικό λόγο για τα γραφτά μου, ε; » «Μα γράφεις εφτά χρόνια», μου θύμισε. «Και δεν έγινε τίποτα» «Ε, θα γράφω άλλα εφτά», φώναξα. «Άλλα εκατό, άλλα χίλια! » «Δε θα δεχτείς εκείνη τη δουλειά στο περιοδικό του Τζιμ; » «Όχι, δε θα τη δεχτώ».
«Μα είπες ότι θα έλεγες το ναι, αν δεν έπιανε το βιβλίο σου». « Εγώ έχω δουλειά», απάντησα. «Και εσύ έχεις δουλειά, κι έτσι έχει η κατάσταση κι έτσι θα παραμείνει». «Όχι για μένα! » μου δήλωσε κοφτά. Δεν αποκλείεται η Μαίρη να μ’ εγκαταλείψει. Σκασίλα μου! Έτσι κι αλλιώς, έχω πια σιχαθεί το καθετί. Λογαριασμοί, λογαριασμοί. Γ ράψιμο, γράψιμο. Αποτυχίες, αποτυχίες, αποτυχίες! Και η ίδια παλιά ζωή να συνεχίζεται έτσι, απελπιστική κι αφόρητη, ορθώνοντας γύρω μας σαν τείχη τις πολύπλοκες
σπαζοκεφαλιές της, σαν ένα ηλίθιο παιδί που παίζει με τους κύβους του. Δεν άντεχα άλλο. «Εσύ! Εσύ που κουμαντάρεις τον κόσμο! Εσύ που κανείς το σύμπαν! Αν υπάρχεις και μ’ ακούς, κάνε τον κόσμο απλούστερο! Δεν πιστεύω σε τίποτα, αλλά θα έδινα... τα πάντα γι’ αυτό! Φτάνει μόνο να... » Α. τι νόημα έχει: Δε με νοιάζει για τίποτα πια. Θα τηλεφωνήσω στην Τζην απόψε.
Δευτέρα απόγευμα: Μόλις κατέβηκα κάτω να τηλεφωνήσω στην Τζην να κανονίσουμε για το απόγευμα του Σαββάτου. Η Μαίρη είναι να πάει στο σπίτι της αδερφής της εκείνο το βράδυ. Δεν έκανε λόγο να τη συνοδέψω- έτσι, εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται να της το προτείνω. Τηλεφώνησα στην Τζην και χτες βράδυ, αλλά η τηλεφωνήτρια της Πανσιόν Στάνλυ είπε ότι είχε βγει έξω. Φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να την πετύχω σήμερα στο γραφείο της. Έτσι κατέβηκα ώς το ζαχαροπλαστείο
της γωνίας για να κοιτάξω τον αριθμό της δουλειάς της. Κανονικά θα έπρεπε να τον θυμάμαι απέξω- αρκετές φορές της έχω τηλεφωνήσει εκεί. Όπως και να ’χει, δεν είχα μπει στον κόπο να τον απομνημονεύσω. Τι στο διάολο, υπάρχουν και οι τηλεφωνικοί κατάλογοι. Η Τζην δουλεύει σ’ ένα περιοδικό που λέγεται Οδηγός Διακόσμησης η Οδηγός Διακοσμητικής ή κάτι τέτοιο. Λοιπόν, είναι παράξενο που δε θυμάμαι ούτε τον τίτλο του. Φαίνεται ότι ποτέ δε με απασχόλησε ιδιαίτερα. Πάντως δεν έχω ξεχάσει πού είναι τα γραφεία της επιχείρησης. Είχα περάσει από κει πριν λίγους μήνες και την πήρα
για να φάμε έξω μαζί. Νομίζω ότι στη Μαίρη είχα πει πως πήγα στη βιβλιοθήκη εκείνη τη μέ-ρα. Λοιπόν, όπως θυμάμαι καλά, ο αριθμός του γραφείου της Τζην ήταν στην πάνω δεξιά γωνία της δεξιάς σελίδας του καταλόγου. Τον είχα κοιτάξει δεκάδες φορές και εκεί ήταν πάντοτε. Ε, σήμερα δεν ήταν. Βρήκα τη λέξη Διακόσμηση σε διάφορες επαγελ-ματικές εκδόσεις που την είχαν στον τίτλο τους. Αλλά όλες ήταν στην κάτω αριστερή γωνία της αριστερής σελίδας, ακριβώς αντίθετα. Και στάθηκε αδύνατο να βρω κανέναν
τίτλο που να ταίριαζε. Συνήθως κάθε φορά που το μάτι μου έπεφτε στο όνομα του περιοδικού, έλεγα αυτόματα: να το. Ύστερα κοίταζα τον αριθμό. Σήμερα δεν ήταν διόλου έτσι. Κοίταζα και ξανακοίταζα και ξεφύλλιζα τον κατάλογο, αλλά στάθηκε αδύνατο να βρω οτιδήποτε που να μοιάζει σαν Οδηγός Διακόσμησης. Τελικά κατέληξα στο Περιοδικό Διακοσμητικής, αλλά είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν αυτό που γύρευα. Λέωνα... Θα συνεχίσω αργότερα. Μόλις με φώναξε η Μαίρη για το γεύμα, το δείπνο, όπως θέλετε πέστε το. Γ ια το κύριο πιάτο της ημέρας, τελοσπάντων,
αφού και οι δυο εργαζόμαστε τα βράδια. Αργότερα: Ήταν καλό φαγητό. Η Μαίρη είναι σίγουρα καλή μαγείρισσα. Αν δεν είχαμε μόνο εκείνες τις λογομαχίες... Αναρωτιέμαι αν η Τζην ξέρει να μαγειρεύει. Όπως να ’χει, το φαγητό με στύλωσε λίγο. Το χρειαζόμουν. Ένιωθα κάποια νευρικότητα σχετικά μ’ εκείνο το τηλεφώνημα. Πήρα το νούμερο. Το σήκωσε μια γυναίκα.
«Περιοδικό πληροφόρησε.
Διακοσμητικής»,
με
«Θα ήθελα να μιλήσω με τη δεσποινίδα Λέην», της είπα. «Με ποια; » «Τη δεσποινίδα Λέην» «Μια στιγμή παρακαλώ» Από την απάντηση κατάλαβα ότι είχα πάρει λάθος νούμερο. Κάθε άλλη φορά που είχα τηλεφωνήσει η γυναίκα που το σήκωνε μου έλεγε απλώς, «Εντάξει», και με συνέδεε αμέσως με την Τζην.
«Πώς είπατε πάλι το όνομα; » με ξαναρώτησε. «Λέην. Αν δεν τη γνωρίζετε, μάλλον θα πήρα λάθος αριθμό». «Θα εννοείτε τον κύριο Πέην». «Όχι, όχι. Η γραμματέας που απαντούσε στο τηλέφωνο ήξερε πάντοτε το πρόσωπο που ζητούσα. Πρέπει να πήρα λάθος αριθμό. Με συγχωρείτε». Κατέβασα το ακουστικό. Ένιωθα πολύ εκνευρισμένος. Είχα κοιτάξει εκείνο τον αριθμό τόσες φορές που το πράγμα δεν ήταν διόλου αστείο.
Και τώρα δεν μπορώ να τον βρω. Βέβαια δεν προβληματίστηκα ιδιαίτερα στην αρχή. Σκέφτηκα ότι μπορεί ο κατάλογος του ζαχαροπλαστείου να ήταν παλιός. Έτσι κατέβηκα και Πετάχτηκα ώς το φαρμακείο. Είχε τον ίδιο κατάλογο. Λοιπόν, θ’ αναγκαστώ να της τηλεφωνήσω από τη δουλειά μου απόψε. Αλλά ήθελα να τη βρω νωρίς σήμερα για να σιγουρευτώ ότι δε θα έκλεινε το βράδυ της του Σαββάτου. Μόλις σκέφτηκα κάτι. Εκείνη η γραμματέας στο τηλέφωνο.... Η φωνή της... Ήταν η ίδια που μου απαντούσε όταν τηλεφωνούσα στον Οδηγό
Διακόσμη-σης. Μα... Μπα, η ιδέα μου θα ’ναι.
Δευτέρα βράδυ: Τηλεφώνησα στην πανσιόν κάποια στιγμή που η Μαίρη είχε βγει από το γραφείο για να ετοιμάσει καφέ για τους δυο μας. Μίλησα στην τηλεφωνήτρια όπως το ’χα κάνει δεκάδες φορές στο παρελθόν. «Παρακαλώ, θα ήθελα να μιλήσω με τη δεσποινίδα Λέην».
«Μάλιστα, παρακαλώ».
κύριε.
Μια
στιγμή,
Το ακουστικό έμεινε βουβό για κάμποση ώρα. Άρχισα πάλι να εκνευρίζομαι. Ύστερα άκουσα ένα κλικ. «Πώς είπατε πάλι το όνομα; » Ήταν η τηλεφωνήτρια. «Δεσποινίς Λέην. Λέην», της τόνισα. «Την έχω ζητήσει και άλλες φορές». «Θα κοιτάξω πάλι στη λίστα μου», αποκρίθηκε. Περίμενα κάμποσο ακόμη. Ύστερα
άκουσα πάλι τη φωνή της. «Λυπάμαι. Καμία με αυτό το όνομα δε μένει εδώ». «Μα της έχω δεκάδες φορές».
τηλεφωνήσει εκεί
«Είστε σίγουρος ότι πήρατε το σωστό αριθμό; » «Ναι, σιγουρότατος. Πανσιόν Στάνλυ, έτσι; » «Μάλιστα». «Τότε σωστά τηλεφωνώ»
Είστε
η
«Δεν ξέρω τι να πω», απάντησε η γυναίκα. «Το μόνο που μπορώ να εγγυηθώ είναι ότι δε μένει καμία με το όνομα αυτό εδώ». «Μα μόλις χτες βράδυ την πήρα εκεί! Εσείς η ίδια μου είπατε ότι είχε βγει έξω». «Λυπάμαι, περίπτωση».
δε
θυμάμαι
την
«Είστε σίγουρη; Απόλυτα σίγουρη; » «Κοιτάξτε, αν θέλετε μπορώ να ξανακοιτάξω μια ματιά στη λίστα. Αλλά καμία με τ’ όνομα αυτό δε μένει εδώ, αυτό είναι σίγουρο».
«Μήπως καμιά Λέην μετακόμισε από κει στις τελευταίες λίγες μέρες; » «Έχει ν’ αδειάσει δωμάτιο εδώ κι ένα χρόνο. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, ξέρετε». «Το ξέρω», είπα, και κατέβασα το ακουστικό. Γύρισα πίσω στο γραφείο μου. Η Μαίρη είχε στο μεταξύ επιστρέψει απ’ έξω. Μου είπε ότι ο καφές μου κρύωνε. Της είπα ότι τηλεφωνούσα στον Τζιμ σχετικά μ’ εκείνη τη δουλειά. Ήταν πολύ αστόχαστο ψέμα. Τώρα θ’ αρχίσει πάλι μ’ εκείνη την ιστορία.
Ήπια τον καφέ μου και έκανα λίγη δακτυλογράφηση. Αλλά ούτε που έβλεπα τι έγραφα. Ήταν δύσκολο να συγκεντρωθώ. Η Τζην κάπου έπρεπε να βρίσκεται, σκεφτόμουν. Δεν ήταν δυνατό να είχα ονειρευτεί όλες εκείνες τις στιγμές που περάσαμε μαζί. Σίγουρα δεν ήταν της φαντασίας μου όλες εκείνες οι αγωνίες για να μην το μάθει η Μαίρη. Κι άλλο τόσο σίγουρα, ο Μάικλ και η Σάλλυ δεν... Η Σάλλυ! Η Σάλλυ έμενε κι εκείνη στην πανσιόν Στάνλυ. Δικαιολογήθηκα στη Μαίρη ότι είχα
πονοκέφαλο και ότι θα έβγαινα να πάρω καμιά ασπιρίνη. Μου είπε ότι έπρεπε να υπάρχουν μερικές στο γραφείο. Απάντησα ότι το είδος αυτό με πείραζε στο στομάχι. Αναγκάζομαι να ξεφουρνίζω όλο και πιο απίθανα ψέματα! Πήγα σχεδόν τρέχοντας ώς τον πλησιέστερο τηλεφωνικό θάλαμο. Φυσικά δεν ήθελα να πάρω πάλι από τη δουλειά. Ήταν η ίδια τηλεφωνήτρια που μου απάντησε. «Είναι η δεσποινίδα Σάλυ Νόρτον εκεί; » ρώτησα.
«Μια στιγμή παρακαλώ». Ένιωσα ένα κρύο χέρι να μου σφίγγει το στομάχι. Πάντοτε στο παρελθόν η τηλεφωνήτρια αναγνώριζε από την πρώτη στιγμή τα ονόματα των παλιών ενοίκων. Και η Τζην και η Σάλλυ έμεναν εκεί εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια. «Λυπάμαι», άκουσα την ίδια φωνή να λέει. «Καμία με αυτό το όνομα δε μένει εδώ». «Ω Θε μου! » βόγκηξα. «Σας συμβαίνει τίποτα; »
«Ώστε καμία Τζην Λέην ή Σάλλυ Νόρτον δε μένει εκεί; » «Είστε ο ίδιος που τηλεφώνησε πριν κάμποση ώρα; » «Ναι, ο ίδιος». «Κοιτάξτε, αν έχετε διάθεση γι’ αστεία —» «Αστεία! Άκου αστεία! Χτες βράδυ σας τηλεφώνησα και μου είπατε ότι η δεσποινίδα Λέην είχε βγει και με ρωτήσατε αν ήθελα να της αφήσω κανένα μήνυμα. Απάντησα όχι. Σας τηλεφωνώ πάλι απόψε και μου λέτε ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί μ’ αυτό το
όνομα». «Λυπάμαι, Δεν ξέρω τι να πω. Ήμουν βάρδια εδώ χτες βράδυ, αλλά δε θυμάμαι τίποτε απ’ αυτά που μου λέτε. Αν θέλετε να σας συνδέσω με τη διεύθυνση; » «Αφήστε το, δεν πειράζει», γρύλισα, και κατέβασα το ακουστικό. Στη συνέχεια πήρα τον αριθμό του Μάικ. Δεν ήταν σπίτι του. Μου απάντησε η γυναίκα του, η Γκλάντυς, και με πληροφόρησε ότι ο Μάικ είχε βγει για ένα παιχνίδι μπόουλινγκ. Ένιωθα αρκετά νευρικός, αλλιώς δε
θα μου ξέφευγε η κοτσάνα. «Με τ’ αγόρια της παρέας; » ρώτησα. «Έτσι ελπίζω», απάντησε η Γκάντυς με κάπως πει-ραγμένη φωνή. Άρχισα να φοβάμαι για τα καλά.
Τρίτη βράδυ: Απόψε τηλεφώνησα πάλι στον Μάικ. Τον πέτυχα εκεί και τον ρώτησα για τη Σάλλυ. «Ποια είπες; » «Τη Σάλλυ; »
«Ποια Σάλλυ; » «Ξέρεις πολύ καλά ποια Σάλλυ εννοώ, παλιομπερ-μπάντη». «Πλάκα μου κάνεις; » με ρώτησε. «Μάλλον εσύ μου κάνεις πλάκα», απάντησα. «Τι λες; Δεν την κόβεις; » «Για να το πιάσουμε πάλι από την αρχή», μου είπε. «Ποια στο διάβολο είναι αυτή η Σάλλυ; » «Θες να πεις ότι δεν ξέρεις τη Σάλλυ Νόρτον; » «Όχι. Ποια είναι; »
«Δε βγήκες ποτέ ραντεβουδάκι μαζί της, με την Τζην Λέην κι εμένα; » «Άλλη πάλι αυτή η Τζην Λέην; Μα τι μου λες τώρα; » «Δεν ξέρεις ούτε την Τζην Λέην; » «Όχι, δεν την ξέρω, και το πράγμα δεν το βρίσκω διόλου αστείο. Δεν ξέρω τι προσπαθείς να σκαρώσεις, αλλά κόψ’ το ό, τι και να ’ναι. Είμαστε παντρεμένοι άνθρωποι και—» «Άκου με! » τον διέκοψα σχεδόν υστερικά. «Πού ήσουν το σαββατόβραδο πριν τρεις βδομάδες; »
Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Δεν ήταν το βράδυ που οι δυο μας τη βγάλαμε ερ-γένικα επειδή η Μαίρη και η Γκλάντυς πήγαν σε κάποια επίδειξη μόδας στο... » «Εργένικα! Δεν ήταν κανένας άλλος μαζί μας; » «Ποιος; » «Καμιά κοπέλα; Η Σάλλυ; Η Τζην; » «Α, πάλι τα ίδια αρχίσαμε», αναστέναξε αγανακτισμένο. «Κοίτα να δεις, φίλε. Σου συμβαίνει τίποτα; Μπορώ να σε
βοηθήσω σε κάτι; » Ακούμπησα βαριά στον τοίχο του τηλεφωνικού θαλάμου. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν καλά. «Όχι», απάντησα με τρεμάμενη φωνή. «Όχι, δε μου συμβαίνει τίποτα». «Είσαι σίγουρος ότι δε σου συμβαίνει τίποτα; Μου φαίνεσαι φοβερά ταραγμένος». Κατέβασα το ακουστικό. Είμαι ταραγμένος! Ταραγμένος δε θα πει τίποτα! Αισθάνομαι σαν κάποιος που πεθαίνει της πείνας και δεν υπάρχει ψίχουλο σε όλο τον κόσμο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τετάρτη απόγευμα: Μονάχα ένας τρόπος υπήρχε να διαπιστώσω αν η Σάλλυ και η Τζην είχαν στ’ αλήθεια εξαφανιστεί. Την Τζην την είχα γνωρίσει από ένα παλιό φίλο από το κολέγιο. Η Τζην είναι από το Σικάγο, κι εκεί μένει και ο φίλος μου ο Ντέηβ. Αυτός μου έδωσε τη διεύθυνσή της στη Νέα Υόρκη, στην Πανσιόν Στάνλυ. Φυσικά δεν είχα πει στον Ντέηβ ότι ήμουν παντρεμένος.
Έτσι γνωρίστηκα με την Τζην και άρχισα να βγαίνω μαζί της, και ο Μάικ άρχισε να βγαίνει με τη φίλη της τη Σάλλυ. Έτσι έγιναν τα πράγματα- έτσι ξέρω ότι έγιναν. Σήμερα κάθισα κι έγραψα ένα γράμμα στον Ντέηβ. Του εξήγησα όλα όσα είχαν συμβεί. Τον παρακάλεσα να μάθει τίποτα από το σπίτι της και να μου γράψει το ταχύτερο δυνατό, λέγοντάς μου αν ήταν καμιά φάρσα ή κάποια σειρά από απίθανες συμπτώσεις. Ύστερα έβγαλα το καρνέ μου με τις διευθύνσεις. Το όνομα του Ντέηβ είχε εξαφανιστεί από το καρνέ.
Μήπως άρχισα να τρελαίνομαι; Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι η διεύθυνσή του ήταν γραμμένη εκεί. Θυμάμαι ακόμη το βράδυ, πριν χρόνια, όταν την έγραψα προσεκτικά, με θέλοντας να χάσουμε επαφή μετά την αποφοίτηση από το κολέγιο. Θυμάμαι ακόμη και τη μουντζούρα της μελάνης που έγινε από το ελαττωματικό στυλό μου. Η σελίδα είναι εντελώς λευκή. Θυμάμαι το όνομά του, το παρουσιαστικό του, τον τόνο της φωνής του, τα πράγματα που λέγαμε, τα μαθήματα που παρακολουθήσαμε μαζί. Είχα ακόμη και ένα γράμμα του, που
μου είχε στείλει στις πασχαλινές διακοπές ενώ ήμουν ακόμη στη σχολή. Θυμάμαι ότι ο Μάικ είχε έρθει τότε να μ’επισκεφθεί στο δωμάτιό μου. Επειδή τα σπίτια μας ήταν στη Νέα Υόρκη, δεν προλαβαίναμε να γυρίσουμε εκεί, μια και οι διακοπές διαρκούσαν πολύ λίγες μέρες. Αλλά ο Ντέηβ είχε φύγει για το σπίτι του στο Σικάγο και από κει μας είχε στείλει ένα πολύ αστείο γράμμα, επείγον και συστημένο. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι το είχε σφραγίσει με το αποτύπωμα του δαχτυλιδιού του σε βουλοκέρι, έτσι για πλάκα. Το γράμμα δεν υπάρχει στο συρτάρι
όπου το φύλαγα πάντοτε. Και είχε τρεις φωτογραφίες του Ντέηβ, τραβηγμένες τη μέρα της αποφοίτησης. Δύο απ’ αυτές τις είχα στο άλμπουμ μου. Εκεί είναι ακόμη... Αλλά ο Ντέηβ δεν είναι σ’ αυτές. Είναι απλές φωτογραφίες που δείχνουν μονάχα μια γενική άποψη του χώρου με τα πανεπιστημιακά κτίρια στο βάθος. Φοβάμαι να συνεχίσω το ψάξιμο. Θα μπορούσε να γράψω στο κολέγιο και να ζητήσω να μάθω αν ο Ντέηβ φοίτησε ποτέ εκεί...
Αλλά φοβάμαι να το κάνω... Πέμπτη απόγευμα: Σήμερα πήγα ώς το Χέμπστεντ να δω τον Τζιμ. Ανέβηκα στο γραφείο του. Ξαφνιάστηκε βλέποντάς με. Ήθελε να μάθει γιατί έκανα τόσο δρόμο έτσι για να τον δω. «Μη μου πεις ότι αποφάσισες να δεχτείς εκείνη την προσφορά μου για δουλειά», μου είπε. «Τζιμ», τον ρώτησα, «με άκουσες ποτέ να κάνω λόγο για κάποια Τζην στη Νέα Υόρκη; »
«Τζην; Όχι, δε νομίζω» «Έλα τώρα, Τζιμ. Σου είχα μιλήσει σχετικά. Δε θυμάσαι την τελευταία φορά που εσύ, εγώ κι ο Μάικ παίξαμε πόκερ; Ήταν τότε που σου μίλησα γι’ αυτή». «Δε θυμάμαι, Μπομπ. Τι τρέχει μ’ αυτή την Τζην; » «Δεν μπορώ να τη βρω. Και δεν μπορώ να βρω ούτε και την κοπέλα με την οποία έβγαινε ο Μάικ. Αλλά και ο Μάικ αρνείται ότι γνώριζε ποτέ οποιαδήποτε από τις δύο» Ο Τζιμ φάνηκε να μπερδεύεται και του επανέλαβα τα ίδια λόγια. Ύστερα με
κοίταξε περίεργα και είπε, «Τι καμώματα είναι πάλι αυτά; Παντρεμένοι άνθρωποι και τσιλιμπουρδίσματα με—» «Ήταν απλές φίλες», τον έκοψα. «Τις γνώρισα μέσω κάποιου παλιού φίλου από το κολέγιο. Μην κάνεις πονηρές σκέψεις» «Καλά, καλά, εντάξει. Εγώ τι σχέση έχω; » «Σου είπα: δεν μπορώ να τις βρω. Εξαφανίστηκαν. Δεν μπορώ καν ν’ αποδείξω ότι υπήρξαν». Ο Τζιμ έκανε μια κίνηση με τους ώμους του. «Ε, και; » Ύστερα με ρώτησε
αν τα ήξερε η Μαίρη όλα αυτά. Δεν απάντησα. «Δε σου ανέφερα ποτέ για καμιά Τζην στα γράμματά μου; » επέμεινα. «Δε θυμάμαι. Ποτέ δε φυλάω παλιά γράμματα» Τον αποχαιρέτησα λίγο αργότερα. Είχε αρχίσει να γίνεται πολύ περίεργος. Μπορώ να μαντέψω τη συνεχεία. Θα το πει στη γυναίκα του, εκείνη θα το πει στη Μαίρη και... μπουμ! Όταν έφτασα στη δουλειά νωρίς εκείνο το βράδυ, είχα το πολύ δυσάρεστο συναίσθημα ότι ήμουν κάτι προσωρινό.
Όταν κάθισα στην καρέκλα μου, ήταν σαν να καθόμουν πάνω σε αέρα. Φαίνεται ότι έχει αρχίσει να μου λασκάρει κάποια βίδα. Σκεφτείτε ότι έπεσα επίτηδες πάνω σ’ ένα γέρο για να διαπιστώσω αν μ’ έβλεπε και μ’ ένιωθε. Ο άνθρωπος έγινε, βέβαια, έξω φρενών και με αποκάλεσε αδέξιο και ηλίθιο. Δεν ξέρετε πόσο μ’ ανακούφισε αυτό. Πέμπτη βράδυ: Απόψε στη δουλειά τηλεφώνησα πάλι στον Μάικ, για να τον ρωτήσω αν θυμόταν τον Ντέηβ από το κολέγιο.
Άκουσα το τηλέφωνο να κουδουνίζει και μετά η γραμμή κόπηκε απότομα. Ύστερα άκουσα την τηλεφωνήτρια του κέντρου να με ρωτά: «Τι αριθμό παίρνετε; » Μια ανατριχίλα μου διαπέρασε το κορμί. Της είπα το νούμερο. Μου απάντησε ότι δεν υπήρχε τέτοιος αριθμός. Το ακουστικό ξέφυγε από το χέρι μου κι έπεσε κροταλίζοντας στο πάτωμα. Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι από το γραφείο της και με κοίταξε περίεργα. Η τηλεφωνήτρια συνέχιζε να λέει, «Εμπρός, εμπρός... » Σήκωσα βιαστικά το ακουστικό και το ακούμπησα στη θέση του.
«Τι συνέβη; » με ρώτησε η Μαίρη μόλις γύρισα στη θέση μου. «Μου έπεσε αποκρίθηκα.
το
ακουστικό»,
Κάθισα και συνέχισα τη δουλειά μου, τρέμοντας κάθε τόσο από την παγωνιά που με είχε κυριέψει. Φοβάμαι να ρωτήσω τη Μαίρη για τον Μάικ και τη γυναίκα του, την Γκλάντυς. Φοβάμαι πως ούτε που τους έχει ακούσει ποτέ.
Παρασκευή Σήμερα ερεύνησα πάλι το θέμα του Οδηγού Διακό-σμησης. Πήρα τις πληροφορίες, αλλά με διαβεβαίω-σαν ότι δεν υπήρχε καταχωρημένο κανένα τέτοιο περιοδικό. Ωστόσο κατέβηκα στην πόλη, έτσι κι αλλιώς. Η Μαίρη θύμωσε με αυτή μου την έξοδο. Όμως δε γινόταν διαφορετικά- έπρεπε να πάω. Έφτασα στο κτίριο κι επιθεώρησα τις πινακίδες στο χολ. Αν και ήξερα ότι δε θα έβρισκα το περιοδικό περασμένο εκεί, παρ’ όλα αυτά, το σοκ με άφησε μουδιασμένο και άδειο.
Το κεφάλι μου γύριζε καθώς το ασανσέρ με ανέβαζε πάνω. Ένιωθα σαν να παρασυρόμουν στο χάος, χάνοντας επαφή με το καθετί. Κατέβηκα στο τρίτο πάτωμα, ακριβώς εκεί που είχα βγει και την άλλη φορά όταν επισκέφθηκα την Τζην. Τώρα ήταν μια εταιρία υφασμάτων εκεί. «Δεν υπήρχε ποτέ κάποιο περιοδικό εδώ; » ρώτησα την κοπέλα της ρεσεψιόν. «Όχι, τουλάχιστον από τότε που
εργάζομαι εδώ», με διαβεβαίωσε. «Βέβαια είμαι στη δουλειά μόλις τρία χρόνια». Γύρισα σπίτι. Δικαιολογήθηκα στη Μαίρη ότι ήμουν αδιάθετος και ότι δε θα πήγαινα απόψε στη δουλειά. Μου απάντησε ότι τότε δε θα πήγαινε κι αυτή. Κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα για να μείνω μόνος. Στάθηκα στο σημείο που θα βάζαμε το καινούριο κρεβάτι όταν θα μας το έφερναν την άλλη βδομάδα. Η Μαίρη ήρθε να δει πώς ήμουν. Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτα
κοιτάζοντάς με. «Μπομπ, τι σου συμβαίνει; » με ρώτησε ανήσυχα. «Δεν πρέπει να το μάθω κι εγώ; » «Δεν έχω τίποτα», απάντησα. «Α, μη μου λες ψέματα! Ξέρω ότι κάτι σου συμβαίνει». Έκανα να πλησιάσω προς το μέρος της. Μετάνιω-σα και γύρισα το πρόσωπο προς την άλλη μεριά. «Έχω... έχω να γράψω ένα γράμμα», μουρμούρισα.
«Σε ποιον; » «Αυτό είναι δική μου δουλειά! » ξέσπασα. Ύστερα της εξήγησα ότι θα ήταν για τον Τζιμ. Μου γύρισε το κεφάλι της. «Μακάρι να μπορούσα να σε πιστέψω», μουρμούρισε. «Τι θες να πεις, δηλαδή; » φώναξα. Με κοίταξε έντονα για κάμποσες στιγμές και μετά γύρισε πάλι το πρόσωπο. «Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Τζιμ», μου είπε με σπασμένη φωνή. Ο τρόπος που το είπε μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω.
Κάθισα και έγραψε εκείνο το γράμμα στον Τζιμ. Σκέφτηκα ότι κάτι μπορεί να έβγαινε έτσι. Τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα που η μυστικότητα δεν είχε πια σημασία. Του έγραψα ότι και ο Μάικ είχε εξαφανιστεί. Τον ρωτούσα αν θυμόταν κανένα Μάικ. Ήταν παράξενο, αλλά το χέρι μου δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου. Ίσως έτσι γίνεται όταν είσαι πια χαμένος για χαμένος. Σάββατο: Η Μαίρη είχα να κάνει κάποια έξτρα δακτυλογράφηση σήμερα. Έφυγε νωρίς.
Αφού έφαγα πρωινό, πήρα το βιβλιάριο των καταθέσεων από τη μετάλλινη κασετίνα του στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας. Θα κατέβαινα ώς την τράπεζα να κάνω ανάληψη για να πληρώσω το κρεβάτι. Στην τράπεζα συμπλήρωσα το έντυπο για ανάληψη 97 δολαρίων. Ύστερα στάθηκα στην ουρά και, όταν έφτασε η σειρά μου, έδωσα το έντυπο και το βιβλιάριο στον ταμία. Το άνοιξε και μετά με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Πλάκα μου κάνετε; » με ρώτησε.
«Το εννοείτε, πλάκα; » Έσπρωξε το βιβλιάριο πάλι προς το μέρος μου. «Ο επόμενος», είπε. Έβαλα τις φωνές. «Τι συμπεριφορά είναι αυτή! » Με την άκρη του ματιού μου είδα κάποιον υπάλληλο από τα γραφεία να σηκώνεται και να πλησιάζει γοργά. Μια γυναίκα από πίσω μου είπε, «Προχωρήστε, παρακαλώ. Κλείνετε το γκισέ». Ο τύπος με ζύγωσε όλο ενδιαφέρον. «Τι πρόβλημα έχετε, κύριέ μου; » με
ρώτησε. «Ο ταμίας σας αρνείται να μου δώσει τα λεφτά μου, εξήγησα. Ο τύπος μου ζήτησε το βιβλιάριο και του το έδωσα. Το άνοιξε και το περιεργάστηκε. Ύστερα με κοίταξε σαστισμένος. «Μα τούτο το βιβλιάριο είναι λευκό», είπε σιγανά. Τ ου το άρπαξα από το χέρι και το κοίταξα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τύμπανο. Το βιβλιάριο ήταν εντελώς άγραφο.
«Ω Θεέ μου! » έκανα πνιχτά. «Ίσως μπορέσουμε να το ελέγξουμε από τον αριθμό του», μου είπε ο υπάλληλος. «Έρχεστε, παρακαλώ, ώς το γραφείο μου; » Αλλά έβλεπα και μόνος μου ότι δεν υπήρχε κανένας αριθμός στο βιβλιάριο. Το έβλεπα ολοκάθαρα. Και ένιωσα τα δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα μάτια μου. «Όχι», τραύλισα. «Όχι! » Τον άφησα και τράβηξα προς την πόρτα. «Μια στιγμή, κύριε», φώναξε ο άλλος πίσω μου.
Δεν του έδωσα σημασία. Βγήκα τρέχοντας, και τρέχοντας γύρισα σπίτι. Περίμενα στο σαλόνι τη Μαίρη να γυρίσει σπίτι. Την περιμένω ακόμη. Κοιτάζω το βιβλιάριο της τράπεζας. Στη γραμμή όπου είχαμε και οι δυο υπογράψει τα ονόματά μας. Όλα τα σημεία όπου είχαν περαστεί οι καταθέσεις μας. Πενήντα δολάρια δώρο από τους γονείς της στην πρώτη επέτειο των γάμων μας. Διακόσια τριάντα δολάρια από τα μερίσματα της ασφάλειάς μου. Είκοσι δολάρια εδώ... Δέκα δολάρια εκεί... Τα πάντα κενά.
Όλα χάνονται. Η Τζην. Η Σάλλυ. Ο Μάικ. Ονόματα που παρασέρνει ο άνεμος και μαζί τους ανθρώπους στους οποίους ανήκαν. Τώρα κι αυτό. Ποιος άλλος έχει σειρά; Αργότερα: Ξέρω. Η Μαίρη δε γύρισε σπίτι. Τηλεφώνησα στο γραφείο. Άκουσα τη φωνή του Σαμ στο ακουστικό και τον ρώτησα αν η Μαίρη ήταν εκεί. Μου είπε ότι μάλλον θα είχα πάρει λάθος νούμερο,
γιατί καμία Μαίρη δεν εργαζόταν εκεί. Του είπα το όνομά μου και τον ρώτησα αν εγώ εργαζόμουν εκεί. «Έλα, άσε την πλάκα», μου είπε. «Θα σε δω τη Δευτέρα το βράδυ». Τηλεφώνησα στον ξάδερφό μου, στην αδερφή μου, στην ξαδέρφη της, στην αδερφή της, στους γονείς της. Καμία απάντηση. Ούτε καν κουδούνισμα στην άλλη άκρη της γραμμής. Κανένας από τους αριθμούς τους δεν καλεί. Όλοι τους έχουν εξαφανιστεί.
Κυριακή: Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Όλη μέρα κάθομαι στο σαλόνι μας κοιτάζοντας έξω στο δρόμο. Περιμένω μήπως περάσει από μπροστά κανένας γνωστός. Αλλά δεν περνά κανείς. Μονάχα ξένοι. Φοβάμαι να βγω από το σπίτι. Είναι το μόνο που απόμεινε. Τα έπιπλά μας και τα ρούχα μας. Εννοώ τα ρούχα μου. Η δική της ντουλάπα είναι άδεια. Το έλεγξα σήμερα το πρωί, αμέσως μόλις σηκώθηκα. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος από τα φορέματά της εκεί. Είναι σαν ταχυδακτυλουργική
παράσταση, με το εξαφανίζεται. Είναι σαν..
καθετί
να
Γέλασα. Πρέπει να είμαι... Τηλεφώνησα στο επιπλάδικο. Ανοίγει τ’ απογεύματα της Κυριακής. Μου απάντησαν ότι δεν είχαν στα βιβλία τους καμία παραγγελία μου για κρεβάτι. Και με ρώτησαν αν ήθελα να πάω να το ελέγξω προσωπικά. Κατέβασα το ακουστικό και κοίταξα πάλι έξω από το παράθυρο. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στη θεία μου στο Ντη-τρόιτ. Αλλά είναι αδύνατο να θυμηθώ τον αριθμό. Ούτε και υπάρχει
πια στο καρνέ μου. Ολόκληρο το καρνέ είναι άγραφο. Μονάχα τ’ όνομά μου υπάρχει στο εξώφυλλο, σταμπωτό με χρυσά γράμματα. Το όνομά μου. Μονάχα το όνομά μου. Τι μπορώ να πω; Τι μπορώ να κάνω; Το καθετί είναι πια τόσο απλό. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω. Κοιτάζω το φωτογραφικό μου άλμπουμ. Σχεδόν όλες οι φωτογραφίες εκεί είναι αλλαγμένες. Δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο σ’ αυτές. Η Μαίρη έχει εξαφανιστεί, το ίδιο και όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς μας.
Είναι αστείο. Στη φωτογραφία του γαμήλιου δείπνου κάθομαι ολομόναχος σ’ ένα τεράστιο τραπέζι φορτωμένο φαγητά. Το αριστερό μου μπράτσο είναι ανασηκωμένο και λυγισμένο σαν ν’ αγκαλιάζω μια αόρατη νύφη. Και ολόγυρα στο τραπέζι ποτήρια κρασιού φαίνονται μετέωρα στον αέρα. Πρόποση για ανθόσπαρτο.
ένα
μοναχικό
βίο
Δευτέρα πρωί: Μόλις γύρισε πίσω το γράμμα που είχα στείλει στον Τζιμ. Μια σφραγίδα απέξω
γράφει: «Άγνωστος παραλήπτης». Προσπάθησα να προλάβω τον ταχυδρόμο, αλλά δεν τα κατάφερα. Είχε φύγει πριν ξυπνήσω. Κατέβηκα στο μπακάλικο μπροστά στο κτίριο. Ο μπακάλης με ήξερε. Αλλά όταν του έκανα λόγο για τη Μαίρη, μου είπε ν’ αφήσω τ’ αστεία, αφού και οι δυο ξέραμε ότι ήμουν φανατικό γεροντοπαλίκαρο. Υπάρχει ακόμη μια ιδέα να δοκιμάσω. Έχει κάποιο ρίσκο, αλλά πρέπει να το αποτολμήσω. Πρέπει να βγω από το σπίτι και να περάσω από τη στρατολογία. Θέλω να δω αν υπάρχει εκεί ο φάκελός μου. Αν υπάρχει, θ’ αναφέρει και
στοιχεία για τις σπουδές μου, το γάμο μου και τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Θα πάρω και τούτο το τετράδιο μαζί μου. Δε θέλω να το χάσω. Αν το χάσω, δε θ’ απομείνει τίποτα στον κόσμο που να μου θυμίζει ότι δεν είμαι τρελός. Δευτέρα βράδυ: Το σπίτι δεν υπάρχει πια Είμαι καθισμένος στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας. Όταν γύρισα από τη στρατολογία βρήκα στη θέση του σπιτιού ένα άδειο
οικόπεδο. Ρώτησα μερικά από τα παιδιά που είδα να παίζουν εκεί αν με ήξεραν. Απάντησαν αρνητικά. Μετά τα ρώτησα τι είχε γίνει το σπίτι που ήταν πρώτα εκεί. Απάντησαν ότι έπαιζαν σ’ εκείνο το οικόπεδο από μικρά. Η στρατολογία δεν είχε κανένα στοιχείο για μένα. Τίποτα. Το παραμικρό. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι πια ούτε καν υπαρκτό πρόσωπο. Το μόνο που μου απομένει είναι αυτό που είμαι: το κορμί και τα ρούχα μου. Κάθε χαρτί που αναφερόταν στην ταυτότητά μου έχει χαθεί από το πορτοφόλι μου. Το ρολόι μου χάθηκε κι αυτό. Έτσι
απλά. Εκεί, από τον καρπό μου. Είχε κάποια αφιέρωση χαραγμένη πίσω του. Τη θυμάμαι. Στον καλό μου, με αγάπη, Μαίρη. Πίνω μια γουλιά καφέ από το φλι ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Τζωρτζ Χένρυ Σμιθ,
ΤΟ ΙΜΑΤΖΙΚΟΝ
Ρέυ Μπράντμπερυ, ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ
Τζων Μπράννερ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ Τσαρλς ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ρόμπερτ Σέκλυ, Αρθουρ ΣΚΟΤΟΥΣ
Χάρνες,
Η
ΝΕΑ
ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Κλαρκ,
ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ
Ρίτσαρντ Μάθεσον, ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Υπήρχε — ναι υπήρχε — κάποτε ένας φιλόσοφος που τον έλεγαν Ντεκάρτ ή Καρτέσιο, ο οποίος είπε: Cogito ergo sum. Καί πίστεψε ο δύστυχος ότι έτσι έλυσε το πρόβλημα! Μετά πέθανε. Ο Ντεκάρτ, γιατί το πρόβλημα εξακολουθεί να ζει. Όχι, το πρόβλημα δεν είναι πού θα βρούμε κάποιον που να ξέρει λατινικά για να μας μεταφράσει τι είπε ο Ντεκάρτ. Αυτό λύνεται εύκολα. Ανοίγουμε ένα λεξικό και ανακαλύπτουμε ότι τα λόγια του Ντεκάρτ μεταφράζονται κάπως έτσι:
Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Λαμπρά. Αλλά για ν’ αποδείξω ότι «σκέφτομαι» πρέπει να έχω ήδη αποδείξει ότι «υπάρχω», και το όλο ζήτημα είναι ταυτόσημο με το άλλο περιβόητο φιλοσοφικό πρόβλημα: η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα; Τελικά το μόνο σίγουρο που αποδεικνύει το Cogito ergo sum είναι κάποιες γνώσεις λατινικών από τη μεριά του Ντεκάρτ. Εξάλλου, αν πάρουμε σαν μέτρο της πραγματικότητας τη ρήση του Ντεκάρτ, τότε πάρα πολύ ελάχιστοι άνθρωποι πρέπει να υπάρχουν σε τούτο τον κόσμο. Γ ιατί;
Δρχ. 600