ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Οι Κληρονόμοι του Άσωτου Πρίγκιπα Τα Δάκρυα της Χαράς Ο Εραστής του Σαββατοκύριακου Ο Θησαυρός της Αγάπης Το Μυστικό της Βεατρίκης Το Τέλος Όταν Σβήσανε τα Φώτα της Σιωπής Μια Υπέροχη Ζωή Η Αεροσυνοδός Τα Καλύτερά μου Χρόνια Χωρίσαμε την Ίδια Εποχή
Αλεξάνδρα Ένα Κομμάτι Ουρανού (συλλογικό)
ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥ
Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σειρά: EΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος: Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Συγγραφέας: ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥ Γλωσσική επιμέλεια: ΑΝΘΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ Copyright © Βάσω Παπάκου Copyright © 2012: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα.
Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2520-7
Δεν μπορεί να υπάρξει φιλία ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Υπάρχει πάθος, μίσος, λατρεία, αγάπη, αλλά όχι φιλία. Όσκαρ Ουάιλντ
1 Το Προξενιό ΤO ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ τρύπωνε κλεφτά μέσα από τα σύννεφα κι έλουζε το αρχοντικό με μια απόκοσμη λάμψη. Ο απόηχος από τον παφλασμό της θάλασσας που σμίλευε τα βράχια κι έγλειφε την αμμουδιά έφτανε ρυθμικός στα αφτιά της Μυρτώς, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Δαντελένιες κουρτίνες οι σκιές από τα φύλλα της συκιάς, αργοσάλευαν στον τοίχο της κάμαράς της, κι εκείνη, σαν να την καλούσε για μία φορά ακόμα η καλή της μοίρα, πετάχτηκε με λαχτάρα στο παράθυρο για να ανταποκριθεί στο κάλεσμά της. Κοίταξε μαγεμένη την πλάση και το βλέμμα της στάθηκε στη θάλασσα, που απλωνόταν μπροστά της ασάλευτη, αρυτίδωτη, σαν απέραντος παλιός καθρέφτης. Μια βάρκα με κουπιά πρόβαλε στ’ ανοιχτά, και η σκέψη της πέταξε μεμιάς στον άντρα της, τον καπετάν Νικολή. Κόντευε χρόνος από το τελευταίο του μπάρκο, και η καρδούλα της το ’ξερε πόσο πολύ τον είχε αποθυμήσει. Από τη Μαύρη Θάλασσα της είχε γράψει πως θα ερχόταν για Πάσχα στο νησί, κι εκείνη ονειρευόταν την ώρα και τη στιγμή που θα την έσφιγγε και
πάλι στην αγκαλιά του. Ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της, κι ας τον παντρεύτηκε με προξενιό σε μια εποχή όπου οι γάμοι από έρωτα είχαν τον πρώτο λόγο. «Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του πατέρα μου, που είχε τη φαεινή ιδέα να μου τον προξενέψει», συλλογιζόταν συχνά και τον μακάριζε. Ο καπετάν Γιώργης είχε διαλέξει για τη μοναχοκόρη του τον καλύτερο γαμπρό. Λεβέντης ήταν ο Νικολής, ψηλός, γεροδεμένος, με σπινθηροβόλο βλέμμα και καρδιά περιβόλι, και όποιος τον γνώριζε σκλαβωνόταν από τους τρόπους του με την πρώτη. Γι’ αυτό και όλα τα πληρώματα μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για εκείνον και πολλοί καπεταναίοι τον ζαχάρωναν για γαμπρό τους. Επιστρέφοντας ο καπετάν Γιώργης στο σπιτικό του έπειτα από ένα μεγάλο ταξίδι, αγκάλιασε τη γυναίκα του και την κόρη του και περιχαρής τούς μίλησε για τον Νικολή και το προξενιό που είχε στα σκαριά. Η κυρία Μαρκέλλα, η γυναίκα του, χαμογέλασε ευχαριστημένη, ενώ η Μυρτώ κατέβασε τα μούτρα κι έβαλε τις φωνές. – Αυτά είναι παλιομοδίτικα πράγματα. Εγώ αποκλείεται να παντρευτώ από προξενιό! δήλωσε και μπέλα φούρκα κλείστηκε στην κάμαρά της. Ο πατέρας της ξαφνιάστηκε.
– Απαιτώ υπακοή και σεβασμό! βροντοφώναξε και, ανάβοντας το τσιμπούκι του, άνοιξε την εξώπορτα κι έφυγε οργισμένος. Η μάνα της, που την κανάκευε από μικρή και ήξερε να την κουλαντρίζει, την άφησε στην ησυχία της να της περάσει ο θυμός και, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, της είπε τα δικά της. – Σύνελθε, κόρη μου όμορφη. Μη φέρνεις τον κατακλυσμό. Ο πατέρας σου μια κουβέντα είπε, κι αυτό για το καλό σου. Δε σε υποχρέωσε κανείς να παντρευτείς με το στανιό. Όμως είναι κρίμα κι άδικο να αρνιέσαι το παλικάρι πριν καν το γνωρίσεις. – Δε θέλω να παντρευτώ από προξενιό! Πόσες φορές θα σ’ το πω; – Μα ο πατέρας σου κάνει λόγο για έναν εξαιρετικό νέο. Αποκλείεται να τον ερωτευτείς μόλις τον δεις; – Τόσα προσόντα έχει αυτός ο άνθρωπος; – Μήπως πονάει το δοντάκι σου για κάποιον άλλο; Όμως, απ’ ό,τι ξέρω, ακόμα δε φάνηκε ο εκλεκτός της καρδιάς σου... – Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για
όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα πράγματα στο νου μου. Άλλωστε, μόλις τώρα τέλειωσα το γυμνάσιο. Θέλω να φύγω από το νησί, να πάω στην πρωτεύουσα, να σπουδάσω, να βρω δουλειά, να κάνω κάτι για εμένα. Είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για γάμο. Θα ’ρθει κι αυτός, με τη σειρά του. Προς το παρόν, ούτε που σκέφτομαι αυτή την προοπτική. – Καλά, καλά, μη ζορίζεσαι. Συζήτηση κάνουμε, όμως εγώ ένα έχω να σου πω εκ πείρας: σαν έρθει η ώρα, είναι καλύτερα να διαλέξεις άντρα με το μυαλό, παρά με την καρδιά. Όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, η αγάπη έρχεται μετά, με τον καιρό. Άλλωστε, οι άνθρωποι με τις χάρες τους αγαπιούνται. Οι έρωτες, όσο μεγάλοι κι αν είναι, σαν το συνάχι περνούν και σβήνουν, κι εκείνο που μένει μετά, αν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, είναι η αγάπη για το σύντροφό σου. Στα θεμέλια αυτής της αγάπης χτίζεται μια σωστή οικογένεια. Και, μα το Θεό, Μυρτώ, σε διαβεβαιώνω πως όλα τα καλά του κόσμου ξεκινούν από τη σωστή οικογένεια. Μπορεί να βάλεις πολλούς στόχους στη ζωή σου και να τους πετύχεις. Αν, όμως, δε φροντίσεις όσο είσαι νέα να δημιουργήσεις οικογένεια, θα συνειδητοποιήσεις κάποτε, όταν ο πατέρας σου κι εγώ δε θα είμαστε πια κοντά σου, πως τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την οικογενειακή εστία και θαλπωρή. Και πίνοντας μια γουλιά νερό, η κυρία Μαρκέλλα συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, με διδακτικό ύφος:
Αν θες να σου μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια, θα σου πω πως ο γάμος είναι, σε τελική ανάλυση, μια συναλλαγή, ένας συνεταιρισμός, μια σπουδαία συμφωνία. Ο γάμος και το επάγγελμα που θα ακολουθήσουμε είναι οι σοβαρότερες αποφάσεις της ζωής μας, γι’ αυτό πρέπει να υπολογίζουμε προσεκτικά όλες τις παραμέτρους. Η ζωή δεν είναι πάντα ανθόσπαρτη. Έχει και αγκάθια και κακοτοπιές. Μόνο με το συναίσθημα δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα. Χρειάζεται, επίσης, μυαλό, σύμπνοια, σύνεση και φρονιμάδα για να προχωρήσει ένα ζευγάρι αγαπημένο. Δε φαντάζεσαι πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια, και δικαιολογημένα, γιατί είσαι νέα ακόμα κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Όμως, όπως στρώσεις, κόρη μου, θα κοιμηθείς, κατέληξε με στόμφο η κυρία Μαρκέλλα, σαν να έλεγε κάτι εξαιρετικά σπουδαίο, ενώ η Μυρτώ την κοίταζε με βλέμμα κουρασμένο. – Δε βαρέθηκες πια να λες τα ίδια και τα ίδια; Εγώ απηύδησα να σ’ ακούω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχεις αλλάξει τροπάρι. Έλεος πια! – Εσείς, η νέα γενιά, όλα τα βρίσκετε βαρετά. Κάποτε θα με θυμηθείς. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Η Τύχη δε χτυπάει την πόρτα σου κάθε μέρα. – Άντε ξανά μανά. – Σε παρακαλώ, κάν’ το για το δικό μου το χατίρι. Δέξου
να δεις τον υποψήφιο. Μόνο να τον δεις. Δώσε, έστω, την ικανοποίηση στον πατέρα σου, που με τόσο ενθουσιασμό ήρθε από τα ξένα φέρνοντάς σου αυτό το προξενιό. Η Μυρτώ είδε πως δε θα γλίτωνε από το στενό μαρκάρισμα και τις ατέλειωτες συμβουλές της μάνας της, κι έτσι, για να ησυχάσει το κεφάλι της, κατένευσε τελικά, μα τόσο απρόθυμα, σαν να έλεγε: «Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Ας τον δω πια αυτό το μορφονιό. Δεν έχω να χάσω και τίποτα». Η κυρία Μαρκέλλα, διαπιστώνοντας την υποχώρηση της κόρη της, αμέσως αναθάρρησε. – Το ’ξερα εγώ πως έχεις μυαλό, είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι έσπευσε να ντύσει το σπίτι στα γιορτινά του και να ετοιμάσει, σαν καλή νοικοκυρά που ήταν, μεζέδες και γλυκίσματα για να τρατάρει τον καλεσμένο. Μόλις ο δόκιμος ανθυποπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, Νικόλαος Μαρκάκης, πέρασε το κατώφλι του αρχοντικού του καπετάν Γιώργη με ένα κουτί λουκούμια στα χέρια, η Μυρτώ, που στο μεταξύ έβραζε στο ζουμί της, ανασήκωσε ανόρεχτα τα μάτια να τον κοιτάξει και αυτοστιγμεί έπαθε τέτοιο ταράκουλο, που της κόπηκε η λαλιά. Με κόπο κατάφερε να ψελλίσει:
– Καλώς ορίσατε. – Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δεσποινίς Μυρτώ. Έχω ακούσει τόσα για εσάς από τον πατέρα σας που σας υπεραγαπάει, γι’ αυτό και ήρθα με ιδιαίτερη χαρά να σας γνωρίσω από κοντά, είπε εκείνος με την άνεση και τη σιγουριά που χαρακτηρίζει τους άντρες με προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση. Η Μυρτώ, με ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη, χάθηκε μέσα στο βλέμμα του, που το ένιωθε να διεισδύει στα κατάβαθα του είναι της. «Θεέ μου, τι άντρας είναι αυτός!» σκέφτηκε και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. – Περάστε, καθίστε! του πρότεινε η μητέρα της, δείχνοντάς του το βελούδινο καναπέ του σαλονιού, ενώ ο καπετάν Γιώργης τον υποδέχτηκε μ’ ένα πατρικό χτύπημα στην πλάτη και μια πρόσχαρη έκφραση. – Να σου βάλω ένα ουζάκι, Νικολή; τον ρώτησε μετά, μόλις κάθισε αντίκρυ του. – Μετά χαράς, καπετάνιε μου, απάντησε εκείνος, και η Μυρτώ τσακίστηκε να φέρει το ούζο και τους μεζέδες που είχε ετοιμάσει η μητέρα της από νωρίς: αχινοσαλάτα, χταποδάκι ξιδάτο, μπουκιές από ζυμωτό ψωμί, ελιές και μαριναρισμένο γαύρο.
Όταν το καραφάκι άδειασε στο ποτήρι του Νικολή, ο καπετάν Γιώργης ξεστόμισε αυθόρμητα την κλασική ευχή: – Άντε, θα καλοπαντρευτείς. Οι δύο άντρες γέλασαν, ενώ οι γυναίκες τούς κοίταζαν συγκρατημένες. Πότε με μπουνάτσα, πότε με φουρτούνα, ένα χρόνο στο ίδιο βαπόρι, ο καπετάν Γιώργης με τον Νικολή είχαν μοιραστεί πολλά. Και όσο ξετύλιγαν τις αναμνήσεις τους απ’ όσα είχαν ζήσει μαζί, με το κέφι και το πάθος που μαρτυρούσε τη μεγάλη τους αγάπη για τη θάλασσα, η Μυρτώ τούς άκουγε με προσοχή. Η μητέρα της, μπαινοβγαίνοντας στην κουζίνα, περνούσε από κόσκινο το γαμπρό και, επειδή τον έβρισκε εξαιρετικά συμπαθητικό, είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. Από εμφάνιση ήταν πολύ ανώτερος των προσδοκιών της. Αν ήταν και άξιος και καλός, όπως της είχε πει ο άντρας της, που τον γνώριζε καλύτερα, τότε σίγουρα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κόρη της. Ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Μυρτώ, της έκλεισε πονηρά το μάτι σαν να της έλεγε: «Είδες που είχα δίκιο; Ο άνθρωπος είναι αστέρι. Βάλε τα δυνατά σου να τον κατακτήσεις». Και με μια βαθιά ικανοποίηση, ευχαρίστησε νοερά την Αγία Μαρκέλλα, που πίστευε στη χάρη της, και μπήκε με φούρια στην τραπεζαρία να στρώσει το
τραπέζι για το φαγητό. Ο Νικολής, εκείνη την ώρα, μιλούσε για τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τα σύγχρονα τέρατα που απάντησαν στο Πορτ Χάρκουρτ της Νιγηρίας. Ο καπετάν Γιώργης κούνησε συνοφρυωμένος το κεφάλι. – Κακό μπελά βρήκαμε με δαύτους. Έτσι και τους μιμηθούν κι άλλοι, ζήτω που καήκαμε. Οι πειρατές ξανάρχονται. Πρέπει να πάρουμε μέτρα πριν είναι αργά. Πριν θρηνήσουμε θύματα. – Πάντως, φτηνά τη γλιτώσαμε τότε, καπετάνιε. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Μέσα σε τόσα καράβια που ήταν στριμωγμένα στο λιμάνι για να ξεφορτώσουν τσιμέντο, τα μόνα που την έβγαλαν καθαρή από το πλιάτσικο της μαύρης συμμορίας ήταν το δικό μας και το ρωσικό πλάι μας, που το πλήρωμά του ήταν οπλισμένο. Τράβηξε πιστόλια και ξεπάστρεψε τα καφούρια στο πιτς φιτίλι. – Ενώ εμείς, κατά πως φάνηκε, γλιτώσαμε μόνο γιατί είχαμε άγιο. Οι ληστές τα κακάρωσαν και δεν πρόλαβαν να σκαρφαλώσουν στο δικό μας πλοίο. Η Μυρτώ κοίταζε μια τον πατέρα της και μια τον Νικολή και ρώτησε ανήσυχη: – Δηλαδή, κινδυνέψατε;
– Πολύ, απάντησε ο καπετάν Γιώργης κουνώντας το κεφάλι. Αν δε μας σκότωναν, μπορεί να μας ξαπόστελναν στα βάθη της ζούγκλας και να ζητούσαν λύτρα. Και πίνοντας μια γουλιά ούζο, πρόσθεσε αναστενάζοντας: Δεν το χωράει ο νους μου να κινδυνεύουμε από πειρατές στις μέρες μας. Αυτοί αποτελούσαν μάστιγα σε παλιές εποχές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν να παρατηρηθούν κρούσματα πειρατείας. Εγώ είμαι ένας γερο-θαλασσόλυκος και, απ’ ό,τι θυμάμαι, μόνο εκεί στις αρχές του 1960 είχαμε κάτι δυσάρεστα συμβάντα στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, από τα τοπικά πλοιάρια, τα σαμπάν, που πλησίαζαν τα καράβια δήθεν για να ζητήσουν βοήθεια κι έκαναν κατάληψη και λήστευαν το πλήρωμα και το φορτίο. Όμως μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα. Πήραν χαμπάρι οι ναυτικοί το κόλπο τους και όπου φύγει φύγει. Έτσι αρμενίζαμε και πάλι ελεύθερα, μέχρι που το 1970, στο Στενό της Μαλάκα, μεταξύ Σουμάτρας και Μαλαισίας, στήθηκε άλλο πανηγύρι. Νέα μορφή πειρατείας. Οι σχιστομάτηδες ανέβαιναν νύχτα στο πλοίο και υποχρέωναν τον καπετάνιο, με το όπλο στον κρόταφο, να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Η επιχείρηση ήταν τόσο γρήγορη, που σε πολλές περιπτώσεις η βάρδια στη γέφυρα δεν έπαιρνε είδηση. Όσο ο καπετάν Γιώργης μιλούσε, ο Νικολής και η Μυρτώ αντίκρυ του έδειχναν να κρέμονται από τα χείλη του, ενώ κατά βάθος είχαν το νου τους στη γνωριμία τους. Αυτό, βέβαια, το εξομολογήθηκε ο ένας στον άλλο πολύ αργότερα,
όταν εκείνη η πρώτη τους συνάντηση είχε ως συνέχεια τη γέννηση ενός μεγάλου έρωτα. – Περάστε στην τραπεζαρία. Το φαγητό είναι έτοιμο, ανακοίνωσε η κυρία Μαρκέλλα. Ο άντρας της, που είχε πάρει φόρα με το θέμα της πειρατείας, σταμάτησε το λογύδριό του για να της πει: – Τώρα, σε λίγο ερχόμαστε. Οι δύο ακροατές του αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά και χαμογέλασαν, ενώ ο καπετάν Γιώργης, που δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει την κουβέντα του στη μέση, συνέχισε απτόητος: – Λοιπόν, που λέτε, το θέμα πήρε μεγάλη έκταση τότε. Οι πλοιοκτήτες και οι ασφαλιστικές εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα και αναγκάστηκαν οι κυβερνήσεις των γύρω κρατών να συγκροτήσουν περιπολίες με πολεμικά σκάφη στην επικίνδυνη περιοχή κοντά στο Στενό της Μαλάκα. – Το φαγητό θα κρυώσει! ακούστηκε ξανά η φωνή της κυρίας Μαρκέλλας, οπότε ο καπετάν Γιώργης αποφάσισε να της κάνει τη χάρη και να πάρει θέση στην τραπεζαρία, ακολουθούμενος από τους δύο νέους. – Πάντως, Νικολή, συνέχισε μόλις κάθισαν όλοι,
ανεξάρτητα από τις περιπολίες στην επικίνδυνη αυτή ζώνη, όλα τα εμπορικά πλοία πρέπει να έχουν αυξημένη ετοιμότητα. Το χέρι των επίδοξων πειρατών το οπλίζει η πείνα. Κι αυτή είναι μεγάλη μάστιγα στη Νοτιοανατολική Ασία. – Μήπως δεν είναι στην Αφρική; Εκεί κι αν λιμοκτονούν οι άνθρωποι. – Κι αυτό τι θα πει; Πως πρέπει να μας ληστεύουν και να μας σκοτώνουν; – Όχι βέβαια! Όμως η πείνα κάνει τον άνθρωπο άγριο θηρίο. – Οι αναπτυγμένοι λαοί της Δύσης πρέπει να βοηθήσουν αυτούς τους άμοιρους, είπε η Μυρτώ, και ο πατέρας της χαμογέλασε. – Τώρα... μάλιστα! Λες να μην το ξέρουν; Εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν από την πείνα κάθε χρόνο και από την άλλη μεριά εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται για εξοπλισμούς. Για να σκοτώνει ο ένας άνθρωπος τον άλλο. Φτάσαμε στο φεγγάρι και ακόμα δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Είμαστε έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να αλληλοφαγωθούμε. Η κυρία Μαρκέλλα άκουσε αυτή την τελευταία φράση κι
έκανε το σταυρό της. – Συζήτηση που πιάσατε! διαμαρτυρήθηκε. Και βάζοντας την κουτάλα μέσα στη σουπιέρα, άρχισε να σερβίρει την αχνιστή σούπα στα βαθιά πιάτα. – Η συναγρίδα σπαρταρούσε ακόμα όταν την αγόρασα. Την έβγαλε το καΐκι σήμερα το πρωί, είπε ο καπετάν Γιώργης. Κακά τα ψέματα! Τα ψάρια τα δικά μας έχουν άλλη νοστιμιά. Οι θάλασσές μας είναι ευλογημένες. Ούτε μουσώνες ούτε κυκλώνες ούτε θαλάσσια τέρατα. – Στον Ινδικό εμφανίστηκε μια φάλαινα μήκους 15 μέτρων. Ανήκουστο! Να το βρεις στη ρότα σου ένα τέτοιο κήτος και να πάθεις. – Σαν τι μπορεί να πάθεις εσύ, Νικολή, με το υπερωκεάνιο που θα κυβερνάς; σχολίασε ο καπετάν Γιώργης, και ο νέος χαμογέλασε. – Έχω να φάω, καπετάνιε, πολλά ψωμιά μέχρι να κυβερνήσω πλοίο, και έως τότε, σίγουρα, τίποτα δε θα με σκιάζει. Όπως εσάς, που σας βλέπω και σας θαυμάζω, δήλωσε ο Νικολής κι έκανε τον καπετάν Γιώργη να φουσκώσει σαν διάνος. Έπειτα έπεσε σιωπή. Όλοι έσκυψαν πάνω από τα πιάτα τους αμίλητοι, σαν να πρόσεχαν μην τους σταθεί κανένα
κόκαλο στο λαιμό. Η συνάντηση και το τραπέζωμα είχαν ως απώτερο σκοπό το προξενιό, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε γίνει λόγος για το φλέγον θέμα. Η Μυρτώ, ενώ ήταν συνεσταλμένη στην αρχή και την είχε πιάσει γλωσσοδέτης, σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει και να βρίσκει τον εαυτό της, καθώς η θετική αύρα του Νικολή την περιέβαλε από την πρώτη στιγμή με τέτοια ζεστασιά, που γρήγορα έσπασε ο πάγος και είχε την αίσθηση πως τον ωραίο νέο που καθόταν αντίκρυ της τον γνώριζε από παλιά. Μόλις τέλειωσαν το φαγητό και πέρασαν ξανά στο σαλόνι για τον καφέ, το λικέρ και το γλυκό, κοιτάχτηκαν οι δυο τους στα μάτια και, χωρίς λόγια, συνομολόγησαν τη χαρά τους για τη γνωριμία τους. Μετά άρχισαν να μιλούν για τη ζωή τους, για την καθημερινότητά τους και για τα μελλοντικά τους σχέδια. – Η Μυρτώ σκοπεύει να γίνει δασκάλα. Όπως ήταν και η μητέρα της πριν με παντρευτεί, πετάχτηκε και είπε τότε ο καπετάν Γιώργης, που ήθελε οπωσδήποτε να συμμετέχει στη συζήτηση. Έχει αδυναμία στα μικρά παιδιά. Τα καλοκαίρια μαζεύει τα γειτονόπουλα στην αυλή μας και τους μαθαίνει τραγούδια. Ο Νικολής χαμογέλασε.
– Τι τυχερά που είναι! παρατήρησε και μ’ ένα ύφος κάπως μελαγχολικό εξήγησε στις δύο γυναίκες: Εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Ο καπετάνιος ξέρει. Ο νέος είχε χάσει τους γονείς του και τα αδέρφια του σε ναυάγιο και ήταν ο μόνος που επέζησε από αυτή την τραγωδία. Τον είχαν βρει αναίσθητο σε μια βραχονησίδα του Κρητικού πελάγους. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών και τόσο σοκαρισμένος, ώστε αρνιόταν να περιγράψει πώς βούλιαξε το καΐκι του πατέρα του με το οποίο είχαν βγει όλοι μαζί για ψάρεμα. Μόνο τα ουρλιαχτά της μάνας του αντηχούσαν στα αφτιά του, και μόλις συνήλθε και βρέθηκε σε ξένη αγκαλιά, τη μάνα του ζήτησε μ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα. Και δεν έπαψε να κλαίει και να τη ζητάει για πολύ καιρό, μέχρι που αντάμωσε με άλλα ορφανά σ’ ένα ίδρυμα στον Πειραιά όπου τον έστειλαν, αφού κανένας από τους συγγενείς του δε δεχόταν να τον αναλάβει. Έτσι, υποτάχτηκε στη μοίρα του και στο ριζικό του. Ο Νικολής ήταν ένα υπάκουο και καλόβολο παιδί και από πολύ νωρίς έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Στο γυμνάσιο, οι καθηγητές του είχαν να λένε για την ευστροφία και την επιμέλειά του. Οι επιδόσεις του ήταν άριστες σε όλα τα μαθήματα, γι’ αυτό και τον προέτρεπαν να δώσει εξετάσεις στις λεγόμενες «πρώτες» σχολές. Θα μπορούσε να γίνει γιατρός, δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός και να σπουδάσει με υποτροφία ακόμα και σ’ ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο του
εξωτερικού. Εκείνος, όμως, επέλεξε να γίνει ναυτικός. Τη θάλασσα, που του στέρησε το μητρικό χάδι από τότε που ένιωσε τον εαυτό του, πήρε όρκο να τη γνωρίσει καλά, να την κατακτήσει. – Θα γίνω πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, είπε στους καθηγητές του κι έβαλε πρώτη επιλογή τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων στις Οινούσσες, που είχε ιδρυθεί το 1965, μαζί με τη Σχολή Μηχανικών της Χίου, χάρη στην πρωτοβουλία και, προπαντός, τη γενναιοδωρία των ντόπιων εφοπλιστών, οι οποίοι παρείχαν υποτροφίες στους αριστούχους απόφοιτους και επαίνους με χρηματικά έπαθλα. Αν και ο τόπος καταγωγής του Νικολή ήταν ένα ψαροχώρι της Κρήτης, προτίμησε να μην πάει στη σχολή του νησιού του, καθώς δε διατηρούσε κανένα δεσμό με τη γενέτειρά του. Όσα χρόνια ήταν στο ορφανοτροφείο, ούτε ένας από τους στενούς του συγγενείς –τα αδέρφια της μάνας του και του πατέρα του– δεν πήγε να τον δει. Όσο για τις Οινούσσες, το νησάκι κοντά στη Χίο, αποφάσισε να πάει εκεί μόνο και μόνο γιατί έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στους Χιώτες, μιας και οι δύο καλύτεροί του φίλοι στο ίδρυμα, ο Πέτρος και ο Μιχάλης, έτυχε να είναι Χιώτες και είχαν μπέσα και φιλότιμο. Άλλωστε, κι εκείνοι ναυτικοί θα γίνονταν, οπότε κίνησαν όλοι μαζί.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Νικολής αποφοίτησε με άριστα και με το πέρας των σπουδών του βρέθηκε στο πρώτο του μπάρκο, ως δόκιμος ανθυποπλοίαρχος, στο πλευρό του καπετάν Γιώργη, κερδίζοντας πολύ γρήγορα τη συμπάθειά του. Κι έτσι το ένα έφερε το άλλο, και να τος τώρα ο φέρελπις νέος υποψήφιος γαμπρός. «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε από μέσα του ο καπετάν Γιώργης καμαρώνοντας αντίκρυ του τον Νικολή και τη Μυρτώ, που, όπως το φαντάστηκε, θα μπορούσαν να γίνουν πράγματι ζευγάρι ταιριαστό. Εκείνος, από τη μεριά του, είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τους σμίξει. Από εκεί και πέρα, το λόγο είχαν οι καρδιές. Καθώς έπρεπε να γνωριστούν καλύτερα για να υπάρξει αίσια έκβαση. Βέβαια, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, όμως μια πίστωση χρόνου ήταν απαραίτητη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. «Όλοι είμαστε καλοί μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου», συλλογίστηκε και, πίνοντας τη μαστίχα που είχε στο ποτηράκι του λικέρ, του ήρθε μια γλυκιά ζάλη. Πριν αρχίσει να κουτουλάει, είπε νυσταγμένα: – Εμένα θα μου επιτρέψετε, να πάω να ρίξω έναν υπνάκο για λίγο. – Κι εγώ να πηγαίνω, τότε, είπε ο Νικολής, κοιτάζοντας συνεσταλμένα μια τον καπετάνιο και μια τη γυναίκα του.
– Όχι, μη βιάζεστε. Δεν υπάρχει λόγος να φύγετε από τώρα. Είναι ακόμα νωρίς, πετάχτηκε η κυρία Μαρκέλλα, γιατί είχε δει στα μάτια της κόρης της πόσο πολύ της άρεσε η παρέα του νέου, αλλά και πόσο γοητευμένος έδειχνε εκείνος από την παρουσία της Μυρτώς. Έτσι αποσύρθηκε διακριτικά στην κουζίνα για να τους αφήσει μόνους να τα πουν. «Αχ, μακάρι να καταλήξουν σε γάμο γρήγορα, όσο ο Γιώργης είναι εδώ. Πριν φύγει για το καινούριο μπάρκο», σκέφτηκε και άρχισε να κάνει όνειρα κιόλας για το πρώτο εγγόνι. Κορίτσι ή αγόρι, ούτε που την ένοιαζε. «Φτάνει, Αγία Μαρκέλλα μου, να ’ναι γερό παιδί», ευχήθηκε. «Τα ψάρια στο γιαλό, το τηγάνι ετοιμάσαμε», συμπλήρωσε από μέσα της και γέλασε με το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις της. Η επιθυμία της για ένα εγγόνι ήταν τόσο μεγάλη, που ώρες ώρες υπερέβαλλε. Έριχνε, όμως, και ένα δίκιο στον εαυτό της, καθώς η ίδια είχε προσπαθήσει πολύ για να αποκτήσει τη μοναχοκόρη της. Κόντευε τα σαράντα όταν τη γέννησε, γι’ αυτό και οι φαρμακόγλωσσες στο νησί την αποκαλούσαν Σάρα, σαν τη γυναίκα του Αβραάμ, που έφερε στον κόσμο το γιο τους, Ισαάκ, σε μεγάλη ηλικία. Πού να ’ξεραν τον καημό της... Και ο άντρας της, αυτός ο άγιος άνθρωπος, που αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά, ποτέ δεν την αποπήρε. Ποτέ δεν της έριξε ευθύνη που δεν έμενε έγκυος. Ποτέ δε γύρισε να κοιτάξει άλλη γυναίκα στο νησί, που θα μπορούσε να του δώσει ό,τι δε χαιρόταν από εκείνη. Έκανε υπομονή. Κι όταν
κόντευαν πια να εξαντληθούν τα κουράγια τους και οι ελπίδες τους, επισκέφτηκε μαζί της ένα γνωστό μαιευτήρα στην Αθήνα και, έπειτα από μια λεπτή γυναικολογική επέμβαση, η κυρία Μαρκέλλα απόλαυσε τον πολυπόθητο καρπό της κοιλίας. Η γέννηση της κόρης τους τον βρήκε τον καπετάν Γιώργη στην Ιαπωνία, καθώς πήγαινε να δέσει στο λιμάνι της Γιοκοχάμα. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, που έστησε στο κατάστρωμα πανηγύρι τρικούβερτο. Οι Ιάπωνες πράκτορες που ανέβηκαν στο καράβι για τις τυπικές διαδικασίες της φορτοεκφόρτωσης, τα ’χασαν. Οι άντρες του πληρώματος, με ούζο, χταπόδι και ψαρομεζέδες, βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι και τους υποδέχτηκαν μερακλωμένοι, με τα νησιώτικα τραγούδια της πατρίδας να ακούγονται στη διαπασών από ένα μαγνητόφωνο: «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα», «Μες στου Αιγαίου τα νερά», και πάει λέγοντας. Κάποιος τους πρόσφερε να πιουν. – Αριγκάτο! ευχαρίστησαν αυτοί. – Στην υγειά σας! απάντησαν οι Έλληνες ναυτικοί και, κοιτάζοντας τον καπετάν Γιώργη, του ευχήθηκαν για μία φορά ακόμα να του ζήσει η κόρη. Και τι δε θα ’δινε εκείνος να έμπαινε σ’ ένα αεροπλάνο και να πήγαινε ίσια στο νεογέννητο και στη λεχώνα γυναίκα του.
Τόσα όνειρα έκανε για την ευλογημένη αυτή στιγμή. Είχαν γκριζάρει τα μαλλιά του μέχρι να γίνει πατέρας. Η λαχτάρα του να δει το παιδί του ήταν μεγάλη, όμως το καθήκον τον καλούσε, κι έτσι έμεινε στο πλοίο και γιόρτασε με το πλήρωμά του το χαρμόσυνο γεγονός. Όταν ήρθε η ώρα να βγει και πάλι στη στεριά, η μονάκριβή του είχε γίνει έξι μηνών και η γυναίκα του, με τη μικρή στην αγκαλιά, τον υποδέχτηκαν στο λιμάνι του Πειραιά. Ένα δάκρυ χαράς κύλησε στα αργασμένα από την αλμύρα μάγουλά του μόλις αντίκρισε την κόρη του, κι εκείνη, σαν να τον αναγνώρισε, του έσκασε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο, που τον έκανε να λιώσει. – Παναγία μου, πόσο όμορφη είναι! είπε και, αφού πέρασε στο λαιμό της ένα χρυσό σταυρό κι ένα ματόχαντρο, ευχαρίστησε τη γυναίκα του για το ανεκτίμητο δώρο που του χάρισε. Έπειτα κίνησαν για το σπίτι τους, να απολαύσουν απερίσπαστοι την ευτυχία τους. Η μόνιμη κατοικία του καπετάν Γιώργη ήταν στη Χίο, λίγο έξω από τη Χώρα, όμως ύστερα από τόσα χρόνια στη θάλασσα είχε κατορθώσει με τις οικονομίες του να αγοράσει και ένα ρετιρέ στο Πασαλιμάνι, και ας μην τον ενδιέφερε να μείνει σε αυτό ποτέ. Κυρίως το χρησιμοποιούσε η κυρία Μαρκέλλα. Τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες που λυσσομανούσαν οι βοριάδες στο νησί και με το σούρουπο
μόνο φαντάσματα κυκλοφορούσαν στους δρόμους, εκείνη, που δεν άντεχε την κλεισούρα, μετακόμιζε εκεί. Η θέα, από τη μια, στους πολυσύχναστους δρόμους και, από την άλλη, στο Σαρωνικό και στο λιμάνι όπου ήταν αραγμένα τα πολυτελή κότερα, τη μάγευε. Με τις ώρες αγνάντευε τα πλοία που πηγαινοέρχονταν στα νησιά κι έκανε όνειρα για την ώρα και τη στιγμή που θα αντάμωνε και πάλι με τον άντρα της. Εκείνος, το λίγο διάστημα που έμενε στη στεριά, δεν άλλαζε τη διαμονή του στο νησί με κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Σχεδόν πάντα διάλεγε να ξαποσταίνει από τα μπάρκα τους ανοιξιάτικους μήνες, που κόπαζαν οι βοριάδες και η φύση φορούσε τα γιορτινά της, ενώ ο αέρας μοσχοβολούσε θυμάρι και μαστίχα. Ήταν παραμονές του Πάσχα όταν έφτασαν με τη μικρή στο νησί. – Μετά την Ανάσταση να τη βαφτίσουμε. Μυρτώ να την πούμε, όπως τη μάνα μου, είπε στη γυναίκα του ο καπετάν Γιώργης και κάλεσε από το Λονδίνο τον κουμπάρο τους, τον καπετάν Πέτρο με το όνομα. Γνωρίζονταν οι δυο τους από παιδιά. Μάλιστα, τα πρώτα τους μπάρκα τα έκαναν μαζί. Όμως, αν κι είχαν ξεκινήσει και οι δύο με τις ίδιες προϋποθέσεις, ο ένας έφτασε να γίνει απλώς ένας καλός καπετάνιος και ο άλλος πλοιοκτήτης, μ’ έναν αξιοζήλευτο στόλο στην κατοχή του.
– Λίγοι άνθρωποι είναι γεννημένοι για μεγάλους στόχους. Οι μεγάλοι στόχοι χρειάζονται τεράστια προσπάθεια, αποθέματα ψυχής, επιμονή, υπομονή και γερό συκώτι, έλεγε ο καπετάν Γιώργης και θαύμαζε το φίλο του, που είχε γίνει σπουδαίος και τρανός, ρισκάροντας, βέβαια, τα πάντα. Ακόμα και τη ζωή του. – Είχε την εύνοια της τύχης, σχολίαζε η κυρία Μαρκέλλα. – Έστω, όμως διέθετε και κότσια. Είχε τα κότσια να την προκαλέσει. Ενώ εγώ ούτε που διανοήθηκα τότε, μετά τον πόλεμο, που ο κόσμος ακόμα πεινούσε, να ρίξω το μικρό μου κομπόδεμα στη θάλασσα. Φοβήθηκα να μη μείνω και πάλι στον άσο. Κακώς, πολύ κακώς, γιατί χωρίς ρίσκο δε γίνεται καμία μεγάλη δουλειά. Αυτό, φυσικά, το συνειδητοποίησα κατόπιν εορτής. «Κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο», λέει η παροιμία, κι έτσι έχασα την ευκαιρία με τα Λίμπερτι, που την τσάκωσε ο Πέτρος και τόσοι άλλοι οι οποίοι ήταν διορατικοί και είδαν μπροστά. »Αυτά τα Λίμπερτι που έριξαν οι Αμερικανοί στην αγορά ήταν φτηνά, γιατί είχαν κατασκευαστεί με τη μέθοδο της ηλεκτροσυγκόλλησης, που κόστιζε πολύ λιγότερο από τη μέθοδο του καρφώματος που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για τη σύνδεση των μεταλλικών ελασμάτων των σκαφών. »Εγώ τα φοβήθηκα, καθώς στην αρχή αρκετά από αυτά
κόπηκαν στη μέση και χάθηκαν αύτανδρα στο βυθό της θάλασσας. Όμως πολύ γρήγορα η μέθοδος κατασκευής τους βελτιώθηκε και η ναυτιλιακή επιτροπή της Αμερικής αποφάσισε την πώλησή τους σε συμμαχικές χώρες, όπως η Ελλάδα, ή σε μεμονωμένους εφοπλιστές με κρατική εγγύηση. Και καθώς η ελληνική ναυτιλία εκείνη την εποχή είχε τα χάλια της, αφού στη λαίλαπα του πολέμου χάθηκαν κοντά πεντακόσια ποντοπόρα φορτηγά καράβια και σώθηκαν μόνο καμιά ενενηνταριά, η ελληνική κυβέρνηση, τον Απρίλη του 1946, εγγυήθηκε την αγορά εκατό Λίμπερτι. Αυτή η αγορά ήταν και ο θεμέλιος λίθος της μεταπολεμικής ελληνικής ναυτιλίας. Απέφερε εξαιρετικά κέρδη στους πλοιοκτήτες, γιατί τα σκάφη τα αγόρασαν σε πολύ χαμηλή τιμή, ενώ οι ναύλοι διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα. »Λίγες μετοχές πρόλαβε και πήρε ο Πέτρος σ’ ένα Λίμπερτι, και με αυτές αβγάτισε τα χρήματά του. Έτσι, μέσα σε δύο χρόνια αξιώθηκε να αγοράσει το δικό του καράβι, και μετά το ένα έφερε το άλλο, και ο Πέτρος έγινε αυτός που είναι σήμερα. »Όμως δεν τον πλάνεψε η επιτυχία, δεν του πήρε το χρήμα τα μυαλά. Δεν έγινε ο Πέτρος υπερόπτης και αλαζόνας, όπως τόσοι άλλοι. Ο Πέτρος έμεινε απλός και ποτέ δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε, κατέληξε ο καπετάν Γιώργης καμαρώνοντας για το φίλο του.
Τον πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο και του ζήτησε να έρθει στο νησί να του βαφτίσει την κόρη. Τότε κι εκείνος, αν και ήταν τόσο πολυάσχολος, καθώς τα μεγάλα καράβια έχουν και μεγάλες φουρτούνες, κατά το κοινώς λεγόμενο, αποδέχτηκε μετά χαράς την πρόσκληση και η βάφτιση της Μυρτώς εξελίχτηκε σε κοσμικό γεγονός. Ένα σωρό καλεσμένοι κατέφθασαν από την Αθήνα, τον Πειραιά και τα νησιά – τα Ψαρά, τις Οινούσσες, τη Λέσβο, τη Σάμο, ακόμα και από τη Σύρο. Στη βασιλική του Αγίου Ισίδωρου, με τα αξιοθαύμαστα ψηφιδωτά που σώζονται από τη βυζαντινή περίοδο, τελέστηκε το Μυστήριο, και οι συριγμοί από τα κότερα αντηχούσαν σε όλο το νησί. Ο καπετάν Πέτρος και η φαμίλια του ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί. Η γυναίκα του, η κυρία Ασπασία, υπήρξε δασκάλα στα νιάτα της, όπως και η κυρία Μαρκέλλα, και οι δυο τους γνωρίζονταν από παλιά. Με τον καπετάν Πέτρο απέκτησαν πέντε παιδιά: τέσσερις κόρες και ένα γιο. Μπορεί τα παιδιά να ζούσαν στο Λονδίνο λόγω της δουλειάς του πατέρα τους, όμως οι δεσμοί με τον τόπο καταγωγής τους ήταν αρραγείς και δεν έχαναν ευκαιρία να επισκέπτονται την Ελλάδα. Η Ελλάδα σήμαινε γι’ αυτά διακοπές, ήλιο, θάλασσα, ξεγνοιασιά. – Μακάρι να μέναμε για πάντα στο νησί, έλεγε το στερνοπούλι της οικογένειας, ο Πάρης, που απολάμβανε την αγάπη του κόσμου. Στη Χίο όλοι μάς χαιρετούν. Ενώ στο
Λονδίνο οι άνθρωποι είναι ψυχροί. Δεν το θέλω το Λονδίνο, φώναζε στη μαμά του όταν τέλειωναν οι διακοπές τους κι έπρεπε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Πλάνταζε, τότε, στο κλάμα και από τη στενοχώρια τού κοβόταν η όρεξη και μέχρι να ξαναβρεί τον εαυτό του περνούσε καιρός. Όταν άκουσε εκείνο το Πάσχα πως θα ταξίδευαν στην Ελλάδα για τη βάφτιση της κόρης του καπετάν Γιώργη, πέταξε από τη χαρά του και ζήτησε από τον πατέρα του να γίνει εκείνος νονός. – Είσαι μικρός, δε γίνεται. Δεν αφήνει ο παπάς. Ο παπάς, όμως, δεν είχε καμία αντίρρηση να συμμετέχει και ο Πάρης στο Μυστήριο, κι έτσι η Μυρτώ βαφτίστηκε και από τον καπετάν Πέτρο και από το γιο του. Όταν την παρέδωσαν μυρωμένη στη μητέρα της, «να είστε πάντα άξιοι» τους ευχήθηκαν όλοι και μετά «να ζήσει να τη χαίρεστε» είπαν στους ευτυχείς γονείς. Στη συνέχεια, στο αρχοντικό του καπετάν Πέτρου, τίμησαν δεόντως τους εκλεκτούς μεζέδες που είχαν ετοιμάσει οι καλύτερες μαγείρισσες του νησιού. Νέες κοπέλες ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες χαιρετούσαν μικρούς και μεγάλους και κοίταζαν να απασχολήσουν τα παιδιά με χορούς, τραγούδια και ομαδικά
παιχνίδια. Αφού τους μοίρασαν από ένα ροζ μπαλόνι, τα έβαλαν να φάνε τα κεφτεδάκια και τις πατάτες τους και τους είπαν να αφήσουν ελεύθερα τα μπαλόνια. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και δεν ξέφυγε από την προσοχή της νεοφώτιστης Μυρτώς, που τα έδειχνε με τα χεράκια της βγάζοντας χαρούμενες φωνούλες. Κάποια στιγμή, οι γιαγιάδες πήραν για ύπνο τα παιδιά που είχαν κουραστεί από την έξαψη της μέρας, και μόλις έπεσε το σκοτάδι, η μουσική δυνάμωσε. Τότε, το γλέντι άναψε για τα καλά και οι καλεσμένοι το ’ριξαν στο χορό και το τραγούδι. Ο καπετάν Πέτρος, μέσα σε όλα. – Στην υγειά σου, κουμπάρε! του φώναζαν οι γλεντοκόποι. – Σήμερα βαφτίσια έχουμε ή γάμο; αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα μπροστά σε τέτοιο ξεφάντωμα. – Να ζήσει η Μυρτώ, να την καμαρώσετε και νυφούλα, ακούγονταν από παντού ευχές. Η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε καθώς τα θυμήθηκε όλα αυτά. «Θεέ μου, πότε πέρασαν τόσα χρόνια! Νομίζω πως ήταν χτες που βαφτίσαμε τη Μυρτώ, και κοίτα πώς μεγάλωσε κι έγινε κοτζάμ κοπέλα και ο πατέρας της της έφερε και προξενιό. Για φαντάσου, μου φαίνεται απίστευτο...»
σκέφτηκε, κοιτάζοντας στα κλεφτά από τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας την κόρη της να χαριεντίζεται στο σαλόνι με τον υποψήφιο γαμπρό, το λεβεντόπαιδο τον Νικολή. «Μακάρι να είναι πράγματι ο άντρας της ζωής της και να πάνε όλα κατ’ ευχήν».
2 Στη φοιτητική κοινότητα ΟΠΩΣ ΦΑΝΗΚΕ από εκείνη την πρώτη συνάντηση, ο Νικολής με τη Μυρτώ ήταν γραφτό να γίνουν ζευγάρι. Αφού με την πρώτη ματιά οι καρδιές τους χτύπησαν στον ίδιο ρυθμό, δεν είχαν νόημα οι καθυστερήσεις. Αυτά αποφάσισαν αναμεταξύ τους, συνεπαρμένοι από το πρωτόγνωρο ερωτικό σκίρτημα, και πάνω στο μήνα ανακοίνωσαν και τους αρραβώνες τους. Σε στενό οικογενειακό κύκλο, χωρίς ιδιαίτερη επισημότητα, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, άλλαξαν τα δαχτυλίδια, αλλά δεν όρισαν ακριβή ημερομηνία για το γάμο τους. Μόλις μπήκε το καλοκαίρι, ο καπετάν Γιώργης, που τόσα χρόνια είχε φάει την αλμύρα με το κουτάλι, έφυγε για το τελευταίο του μπάρκο προς τη Νότια Αμερική, ενώ ο Νικολής, αν και επιθυμούσε διακαώς να τον ακολουθήσει, ήταν υποχρεωμένος να παραμείνει για να παρουσιαστεί στα όπλα. Να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό σε μια εποχή όπου ο λαός ασφυκτιούσε κάτω από τη χούντα των συνταγματαρχών και το ναυτικό ήταν καζάνι που έβραζε.
Οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση υφίσταντο λογοκρισία και η μόνη πηγή αξιόπιστης πληροφόρησης για τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα ήταν οι ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutsche Welle. Ο Νικολής παρουσιάστηκε στο ναυτικό τέλη Ιούνη του 1973, ένα μήνα ακριβώς μετά την αποχώρηση του πολεμικού πλοίου «Βέλος» από την άσκηση του ΝΑΤΟ και τον κατάπλου του στην Ιταλία, όπου το πλήρωμά του ζήτησε πολιτικό άσυλο. Η ανταρσία αυτή κυριάρχησε για πολλές μέρες στη διεθνή ειδησεογραφία. Οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί την πρόβαλλαν έντονα, ξεσηκώνοντας τα δημοκρατικά φρονήματα των Ελλήνων απανταχού της Γης. – Μπράβο, παιδιά! Επιτέλους, κάντε κάτι. Δεν πάει άλλο. Αρκετά μας κάθισαν στο σβέρκο με το έτσι θέλω οι καραβανάδες, οι κολονέλοι, έλεγε ο Νικολής με τον ενθουσιασμό της νιότης του, και η Μυρτώ, που είχε μάθει από μικρή να ζυγιάζει τις κουβέντες της, σκιαζόταν που τον άκουγε. – Και οι τοίχοι έχουν αφτιά. Πάψε, μη μιλάς. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι δίπλα σου. Στο στρατό πας για να υπηρετήσεις τη θητεία σου και να ξεμπερδεύεις. Άσε τα λόγια και τις παλικαριές. Οι μέρες είναι πονηρές. Μόλις το προηγούμενο βράδυ, από το σταθμό της
Deutsche Welle είχε μεταδοθεί η είδηση πως ένα καλά οργανωμένο κίνημα στο ναυτικό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί προδόθηκε. Ακολούθησαν συλλήψεις των εμπλεκόμενων αξιωματικών. – Σε παρακαλώ, αγάπη μου, κράτα το στόμα σου κλειστό, είπε ψιθυριστά η Μυρτώ στον αρραβωνιαστικό της τη στιγμή του αποχαιρετισμού, κι εκείνος, που σε όλη του τη ζωή δεν είχε κανέναν να τον νοιάζεται και να χολοσκάει, χαμογέλασε. – Πόσο λίγο με ξέρεις! μουρμούρισε, αγκαλιάζοντάς τη με το γλυκό, ζεστό του βλέμμα, και πρόσθεσε δίνοντάς της ένα φιλί: Δεν έχω ανάγκη εγώ. Μη με φοβάσαι. Εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου και να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και σε δύο χρόνια θα γυρίσω να σε παντρευτώ. Έπειτα, με το σάκο στον ώμο, ανέβηκε ο Νικολής στο πλοίο, και όταν η Μυρτώ τον έχασε από τα μάτια της βούρκωσε. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, η ψυχή της ήταν σφιγμένη σαν κουβάρι. Μόλις τον γνώρισε, μόλις χτύπησε η καρδιά της για εκείνον, δεν πρόλαβε να τον χαρεί και δοκίμασε την πίκρα του αποχωρισμού. Τότε κατάλαβε τον πόνο της μάνας της. Κάθε φορά που ο πατέρας της μπάρκαρε, η κυρία Μαρκέλλα κλεινόταν στον εαυτό της και για μία εβδομάδα, τουλάχιστον, δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Με το που συνήθιζε να ζει με τον άντρα της, να τον έχει πλάι της, να νιώθει την ανάσα του στο προσκεφάλι της και το χάδι
του στο κορμί της, ήταν αναγκασμένη να τον αποχαιρετήσει πάλι. Κι αυτό, τόσα χρόνια παντρεμένοι, δεν μπόρεσε ποτέ να το συνηθίσει. Να υπήρχε κάποιος τρόπος να πάει μαζί του... Τα τελευταία χρόνια, οι σύζυγοι των αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού, με την άδεια του πλοιοκτήτη, μπορούσαν να ταξιδεύουν, έστω για λίγες μέρες, με τους άντρες τους. Εκείνη, όμως, ούτε που τολμούσε να προτείνει στον Γιώργη κάτι τέτοιο, γιατί σκεφτόταν τη Μυρτώ. Οι άλλες γυναίκες είχαν μεγάλα παιδιά, αποκαταστημένα, ή υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες που έμεναν στο σπίτι και τα πρόσεχαν. Η κυρία Μαρκέλλα δεν είχε κανέναν. Χώρια του ότι δεν ήθελε να αποχωριστεί ούτε στιγμή τη Μυρτώ όσο ήταν μικρή και, από την ώρα που έκανε τα πρώτα της βήματα, την ακολουθούσε καταπόδας. Ως δασκάλα που ήταν, της έμαθε τα πρώτα της γράμματα και τη συνόδευε παντού, μέχρι που έφτασε η Μυρτώ στην εφηβεία και άρχισε να αντιδρά και να νευριάζει με την επιτήρηση της μητέρας της. Αυτός ήταν και ένας λόγος που μήνυσε η κυρία Μαρκέλλα στον άντρα της να κοιτάξει να βρει γαμπρό για την κόρη τους πριν πάρουν τα μυαλά της αέρα και δε μαζεύεται με τίποτα. «Ευτυχώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν, ο έρωτας έκανε το θαύμα του», συλλογιζόταν χαρούμενη, όμως όταν είδε εκείνο το απόγευμα την κόρη της κλαμένη, κατάλαβε ότι της είχε στρώσει μια ζωή γεμάτη αποχωρισμούς, όπως τους ζούσε και η ίδια.
– Πάει, έφυγε, ψέλλισε η Μυρτώ και, γέρνοντας στην αγκαλιά της μάνας της, ξέσπασε σ’ ένα γοερό κλάμα. – Είναι γρουσουζιά να κλαις πίσω από την πλάτη του ανθρώπου που αγαπάς. Όσο και να σε πονάει ο αποχωρισμός, πρέπει να τον συνηθίσεις και να εύχεσαι να είναι ο άνθρωπός σου καλά. Τώρα έφυγε για να υπηρετήσει την πατρίδα, αύριο θα φεύγει λόγω της δουλειάς του. Για όνομα του Θεού, Μυρτώ, μην κάνεις σαν μωρό. Ξέρω, είναι σκληρό, όμως θα κάνεις πέτρα την καρδιά σου και θα το αντέξεις, όπως το άντεξα κι εγώ και τόσες άλλες γυναίκες που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Κάθε αρχή και δύσκολη, δε λέω, όμως θα συνηθίσεις, και όσο πιο πολύ σου λείπει ο άντρας σου τόσο περισσότερο θα απολαμβάνεις τη στιγμή που θα σμίγετε ξανά έπειτα από καιρό. Θα τον περιμένεις με λαχτάρα και θα νιώθεις τόσο έντονα συναισθήματα, σαν να τον ερωτεύεσαι πάλι από την αρχή. Κάθε μέρα μαζί του θα είναι γιορτή, που θα διακόπτεται από το νέο του μπάρκο και θα ξαναρχίζει πάλι με την επιστροφή του. Όσο και να προσπαθούσε, όμως, η κυρία Μαρκέλλα να ωραιοποιήσει την κατάσταση για να παρηγορήσει την κόρη της, δεν τα κατάφερνε. Αφότου η Μυρτώ αποχαιρέτησε τον Νικολή, κυκλοφορούσε μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα, ενώ τη μελέτη της για τις εισαγωγικές εξετάσεις την είχε παραμελήσει τελείως. Ανόρεχτα άνοιγε τα βιβλία και ο νους της ταξίδευε σ’ εκείνον. Η μητέρα της, που παρακολουθούσε
τα φερσίματά της, απορούσε: «Τι σου είναι ο έρωτας! Για πότε δυο άγνωστους τους κάνει ένα». Όταν η κόρη της έλαβε γράμμα από τον αρραβωνιαστικό της, ένιωσε εξίσου μεγάλη χαρά μ’ εκείνη. «Σ’ έχω πεθυμήσει πολύ. Θα έρθω το Δεκαπενταύγουστο με μια σαρανταοκτάωρη άδεια», έγραφε ο Νικολής, και το χειλάκι της Μυρτώς γέλασε ξανά και άρχισε να κάνει όνειρα για τη στιγμή της αντάμωσης. Η κυρία Μαρκέλλα σκέφτηκε να ετοιμάσουν ένα δωμάτιο για να τον φιλοξενήσουν. Όμως αυτή η σκέψη της ήταν πολύ προχωρημένη για την εποχή. Από τη στιγμή που ο καπετάν Γιώργης έλειπε, δεν ήταν σωστό η σύζυγος και η κόρη του, δύο γυναίκες μόνες, να κοιμίσουν στο σπίτι τους τον Νικολή. Θα τις έπιαναν στο στόμα τους οι κουτσομπόλες της γειτονιάς και θα τις έκαναν βούκινο. Άλλο μνηστήρας και άλλο σύζυγος. Έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα, να τηρήσουν τους άγραφους νόμους της μικρής τους κοινωνίας και να σεβαστούν τις παραδόσεις και τις αρχές περί ηθικής. Ο καπετάν Γιώργης περπατούσε με το κεφάλι ψηλά στο νησί. Έτσι, λοιπόν, νοίκιασαν ένα δωμάτιο για τον Νικολή σε ένα ξενοδοχείο κοντά τους, και όταν ήρθε η πολυπόθητη στιγμή της αντάμωσης, μάνα και κόρη τον υποδέχτηκαν στο λιμάνι και, μετά τους εναγκαλισμούς, τον πήραν στο σπίτι για φαγητό. Στη συνέχεια, πολύ διακριτικά, η κυρία Μαρκέλλα
προφασίστηκε πως έπρεπε να πάει στην εκκλησία για τον εσπερινό και άφησε το ζευγάρι να χαρεί τον έρωτά του. Ως σύγχρονη γυναίκα που ήταν, καταλάβαινε απόλυτα τις ανάγκες και τις επιθυμίες των δύο νέων. Εκείνοι, μόλις έμειναν επιτέλους μόνοι, αγκαλιάστηκαν με λαχτάρα και αφέθηκαν ελεύθεροι να απολαύσουν αυτές τις στιγμές. – Πόσο πολύ μου έλειψες! ψέλλισε η Μυρτώ, και ο Νικολής τής έκλεισε το στόμα μ’ ένα τόσο παθιασμένο φιλί, που εκείνη έχασε τον κόσμο. – Αγάπη μου, ήρθες για να δώσεις άλλο νόημα στη ζωή μου. Ήρθες για να στολίσεις τα όνειρά μου. – Σ’ αγαπώ, είπαν και οι δύο και υπέκυψαν στο κάλεσμα της φύσης. Όταν επέστρεψε η κυρία Μαρκέλλα από την εκκλησία, δεν τόλμησε να βάλει το κλειδί στην πόρτα. Ξεροβήχοντας, χάιδεψε το σκυλί τους που έτρεξε γαβγίζοντας να τριφτεί στα πόδια της και μετά, αφού έδωσε λίγο χρόνο ακόμα στους μνηστευμένους για να πάρουν τη σωστή τους θέση στο σαλόνι, χτύπησε το κουδούνι. Ο Νικολής και η Μυρτώ, ξαναμμένοι, τη χαιρέτησαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και μελιστάλαχτες φωνές, που αντήχησαν στα αφτιά της σαν
ερωτική μελωδία. Η ευτυχία ξεχείλιζε από το είναι τους κι έκανε τα πρόσωπά τους να λάμπουν. «Θεέ μου, τι ομορφιά!» σκέφτηκε η κυρία Μαρκέλλα, νιώθοντας ευφορία με την εικόνα των δύο νέων. Έμειναν για λίγο όλοι σιωπηλοί, να κοιτάζονται στα μάτια και να μοιράζονται αμίλητοι τα ωραία συναισθήματα που είχαν στην ψυχή τους. – Είναι αργά, πρέπει να πηγαίνω, είπε τότε ανόρεχτα ο Νικολής και, αφού αποχαιρέτησε με μια ζεστή χειραψία την κυρία Μαρκέλλα, φίλησε τη μνηστή του στο μάγουλο. Εκείνη, που δεν ήθελε να τον αποχωριστεί, αυθόρμητα σφίχτηκε στην αγκαλιά του και άθελά της τον έκανε να νιώσει άβολα κάτω από το βλέμμα της μητέρας της και να τραβηχτεί απότομα. Η κυρία Μαρκέλλα, υπομειδιώντας, έφυγε βιαστικά από το σαλόνι. Την άλλη μέρα το πρωί που γιόρταζε η Μεγαλόχαρη, πήγε στην εκκλησία να μεταλάβει παρέα με την κόρη της και το μέλλοντα γαμπρό της. Αυτή ήταν και η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νικολή στο πλευρό της Μυρτώς, και όλοι οι γείτονες, οι γνωστοί και οι φίλοι, όταν τον είδαν από κοντά, εντυπωσιάστηκαν από τη λεβεντιά και το παράστημά του.
– Να ζήσουν, η ώρα η καλή, ευχήθηκαν άλλοι με την καρδιά τους και άλλοι με μια κρυφή ζήλια, και η κυρία Μαρκέλλα, για να ξορκίσει το κακό μάτι –γιατί μπορεί να είχε προοδευτικές ιδέες, αλλά έπαιρνε και τα μέτρα της–, μόλις επέστρεψαν στο σπίτι, άναψε δυο καρβουνάκια στο θυμιατό και λιβάνισε. Δύο μέρες πέρασαν μαζί η Μυρτώ και ο Νικολής, και ήταν αρκετές για να αλλάξει η διάθεσή της και να ξαναγίνει και πάλι το χαμογελαστό κορίτσι. Εκείνος, μετά το πέρας της βασικής του εκπαίδευσης, αποσπάστηκε σε μια φρεγάτα που έκανε περιπολίες στο Αιγαίο. Μόλις έπιανε λιμάνι, έσπευδε να τηλεφωνήσει στην αγαπημένη του, να της πει με δυο λέξεις τα νέα του, να ακούσει τα δικά της και να την αποχαιρετήσει με τη φράση που την ανέβαζε στα ουράνια: – Σ’ αγαπώ. Είσαι ό,τι πολυτιμότερο έχω στον κόσμο αυτό. Η Μυρτώ δεν μπορούσε να μαζέψει τα μυαλά της. Σαν αλλοπαρμένη πλησίαζε στο παράθυρο και, ατενίζοντας τη θάλασσα, άφηνε τη σκέψη της να περιπλανηθεί στο χρόνο – στο χτες, στο σήμερα, στο αύριο. Τότε αγκάλιαζε νοερά τον αγαπημένο της κι έκανε όνειρα για το μέλλον τους, μέχρι που η νύχτα κατέβαινε ακροπατώντας από τα αντικρινά βουνά της
Μικράς Ασίας. Μόλις άναβαν τα αστέρια στο στερέωμα και τα φώτα στα σπίτια, σφάλιζε το παραθύρι της και μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό άνοιγε τα βιβλία της και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη μελέτη της. Έτσι κύλησε το καλοκαίρι και στα μέσα Σεπτέμβρη, αν και δεν ήταν καλά προετοιμασμένη, καθώς ο έρωτας την είχε ξελογιάσει, έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις και –ω του θαύματος!– πέρασε στη σχολή της προτίμησής της, τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. – Φέτος είναι η χρονιά σου, της είπε περιχαρής η μητέρα της, ενώ ο πατέρας της της τηλεφώνησε από τη Νότια Αμερική για να της πει πόσο πολύ περήφανος ήταν για εκείνη. Ο μνηστήρας της, με τη σειρά του, χάρηκε για την επιτυχία της και κανόνισαν να τη γιορτάσουν στην επόμενη άδειά του. Όμως, όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα, αυτή η άδεια θα αργούσε πολύ να του δοθεί, καθότι ακολούθησε η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου και η βίαιη καταστολή της από τη χούντα, που έθεσε στη συνέχεια σε επιφυλακή τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Ο Νικολής, όπως και όλοι οι στρατευμένοι, μάθαιναν τα νέα από τα επίσημα μέσα ενημέρωσης, καθώς οι σταθμοί του BBC και της Deutsche Welle σιωπούσαν στους στρατώνες.
«Εγενικεύθη ο σάλος εις την ανωτάτην παιδείαν. Για τρίτη μέρα το Πολυτεχνείο κατέχεται από σπουδαστάς», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα του ημερήσιου Τύπου, και ο Νικολής από τη μια χαιρόταν για το σθένος των φοιτητών που είχαν ορθώσει το ανάστημά τους μπροστά στα τανκς και από την άλλη κάπου μέσα του ανησυχούσε για την τύχη της αγαπημένης του. Το τηλέφωνό της στο σπίτι της στον Πειραιά βούιζε συνέχεια σαν να ήταν κατειλημμένο. Από τις 13 Νοεμβρίου είχε να μιλήσει μαζί της. – Συνήθισα να πηγαινοέρχομαι με τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά στην Αθήνα, του είχε πει. Όλη αυτή η κίνηση, μετά την απόλυτη ησυχία της Χίου, μου φαίνεται παράξενη, όμως μου αρέσει. Μου δίνει ζωντάνια, καθώς η σχολή μου βρίσκεται στο κέντρο, στο Κολωνάκι. Η Μυρτώ πρώτη φορά ξεμύτιζε από την αγκαλιά της μάνας της και τα βήματά της στους δρόμους της πρωτεύουσας ήταν διστακτικά, όμως γρήγορα ξεθάρρεψε και άρχισε να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Το καλομαθημένο άβγαλτο κορίτσι του νησιού ανήκε πλέον στη φοιτητική κοινότητα. Και με περίσσιο ενθουσιασμό παρακολουθούσε από κοντά την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου. Νιώθοντας απεριόριστο θαυμασμό για το θάρρος και την τόλμη τους, τους αγκάλιασε με τη σκέψη της σαν σύγχρονους ήρωες και μαζί με πλήθος κόσμου έσπευσε προς συμπαράσταση. «Χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν γύρω
από το Μετσόβιο. Και στην Πάτρα 800 φοιτητές κλείστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Όλα δείχνουν πως τρίζουν τα θεμέλια της χούντας των συνταγματαρχών», ανακοίνωσε το ελληνόφωνο πρόγραμμα του BBC, και οι πιο πολλοί Έλληνες που το άκουσαν έκαναν το σταυρό τους, λέγοντας «αμήν και πότε». Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, η χούντα, προκειμένου να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής ζωής του τόπου ευθύς εξαρχής, απαγόρευσε τις φοιτητικές εκλογές και επέβαλε στους συλλόγους της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδας (ΕΦΕΕ) μη εκλεγμένους αρχηγούς. Τους φοιτητές που τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι τούς αποκαλούσαν «αντιδραστικούς» και τους στρατολογούσαν υποχρεωτικά, αναγκάζοντάς τους να παρατήσουν τις σπουδές τους στη μέση. Η Μυρτώ, που ζούσε στο γυάλινο κόσμο της μέχρι πριν λίγο καιρό, δεν είχε ιδέα για όλα αυτά που συνέβαιναν, κι έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα τα έμαθε μαζεμένα και της ήρθε ταμπλάς. – Η πρώτη φοιτητική εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της χούντας έγινε φέτος το Φλεβάρη. Πού ζεις; Είναι δυνατό να μην άκουσες τίποτα; της είπε μια φοιτήτρια της Νομικής, που μπήκε στον κόπο να της ανοίξει τα μάτια. – Φυσικά και γνωρίζω για την κατάληψη της Νομικής,
όπως όλο το πανελλήνιο, όμως λίγοι είναι εκείνοι που ξέρουν τις λεπτομέρειες. – Άκου, λοιπόν, μικρή, για να μάθεις. Το χειμώνα που πέρασε, κάναμε κατάληψη στο κτίριο της Νομικής, ζητώντας την ανάκληση του χουντικού νόμου που επέβαλε την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών. Εκείνο το μήνα είχαν στρατολογηθεί 88 συμφοιτητές μας. Έτσι, όλοι μαζί ορκιστήκαμε στο όνομα της ελευθερίας να αγωνιστούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών μας ελευθεριών και του πανεπιστημιακού ασύλου. Η Μυρτώ, που κρεμόταν από τα χείλη της, τη ρώτησε γεμάτη περιέργεια: – Και, τελικά, τι έγινε; – Οι δικτάτορες, για πρώτη φορά καθώς φάνηκε, αποφάσισαν να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους. Η φωνή μας εισακούστηκε. Η αστυνομία, αν και θα μπορούσε να μας ρίξει στο ψαχνό, το μόνο που έκανε ήταν να συλλάβει κάποιους φοιτητές που διαμαρτύρονταν στους δρόμους γύρω από το Πανεπιστήμιο, χωρίς να τολμήσει να παραβιάσει το πανεπιστημιακό άσυλο. – Πάλι καλά. – Έτσι, το φοιτητικό κίνημα πήρε τα πάνω του. Η
κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη ήταν, να ξέρεις, ο προάγγελος της σημερινής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, κατέληξε η κοπέλα και μαζί με τη Μυρτώ ανακατεύτηκαν με το πλήθος που συνωστιζόταν στους δρόμους. Ήταν 16 Νοέμβρη και οι φοιτητές του Πολυτεχνείου είχαν αποφασίσει από την προπροηγούμενη μέρα να κάνουν αποχή από τα μαθήματά τους και δυναμικές κινητοποιήσεις κατά της χούντας. Κλεισμένοι στο κτίριο, ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού τους. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Λαέ της Ελλάδας, σας ομιλούν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι φοιτητές. Το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού μας αγώνα κατά της δικτατορίας και υπέρ της δημοκρατίας». – Μπράβο, παιδιά! φώναζε το πλήθος απέξω, και τότε ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις με κλομπ, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ ντουμ επιτέθηκαν εναντίον του για να το διαλύσουν. Η Μυρτώ, φεύγοντας από τις αναταραχές, γύρισε κάποια στιγμή αναψοκοκκινισμένη στο σπίτι της στον Πειραιά, και η μάνα της, που κόντευε να πεθάνει από την αγωνία, μόλις την είδε μπροστά της σταυροκοπήθηκε. – Δόξα τω Θεώ, είπε και, αφού διαπίστωσε πως η κόρη της ήταν καλά, της έστησε τρικούβερτο καβγά: Τι χάλια είναι
αυτά; Πού γυρνάς; Δεν ντρέπεσαι; Δε σε αναγνωρίζω. Ξεμυαλίστηκες με τις καινούριες παρέες σου και ξέχασες πως έχεις μια μάνα που σε περιμένει στο σπίτι κι έναν αρραβωνιαστικό που έσπασε τα τηλέφωνα όλη μέρα. – Πήρε ο Νικολής; Μα το τηλέφωνο ήταν εκτός λειτουργίας, μουρμούρισε η Μυρτώ και ρώτησε αμέσως αναστατωμένη: Τι κάνει; Τι σου είπε; – Ανησυχεί για εσένα. Οι μέρες είναι πονηρές. Καίγεται η Αθήνα. Αυτά τα παλιόπαιδα στο Πολυτεχνείο θα φέρουν μεγάλη συμφορά. – Έχεις μεσάνυχτα, μαμά, απάντησε απότομα η Μυρτώ, και η κυρία Μαρκέλλα εξεμάνη. – Σε ποιον μιλάς έτσι; Αυτή την ανατροφή σού έδωσα; Έχασες κάθε σεβασμό. – Πάρ’ το απόφαση. Δεν είμαι πια κοριτσάκι να έρχομαι γύρω από τα φουστάνια σου. Μεγάλωσα. Δεν μπορείς πλέον να με σέρνεις από τη μύτη. Έχω τη δική μου γνώμη για όλα όσα γίνονται γύρω μου. Και, σε παρακαλώ, να προσέχεις τα λόγια σου. Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου, αυτή τη στιγμή, δίνουν τον αγώνα τους για την ελευθερία και τη δημοκρατία, όλος ο κόσμος είναι στο πλευρό τους. Απορώ μ’ εσένα, μαμά. Πώς μπόρεσες να τους κατηγορήσεις, πώς μπόρεσες...
– Αχ, κόρη μου, δεν τους κατηγορώ. Έχουν δει τα μάτια μου πολλά και φοβάμαι. Τι μπορούν να κάνουν μια χούφτα παιδιά; Οι δικτάτορες είναι παντοδύναμοι, έχουν το στρατό με το μέρος τους. Δεν πρόκειται να παρατήσουν έτσι εύκολα την εξουσία. Μόλις δουν τα σκούρα, θα κατεβάσουν το στρατό στην Αθήνα, και όποιον πάρει ο Χάρος. Θα κλάψουν μανούλες! – Ηττοπάθειες. Αν όλοι σκέφτονταν έτσι, αλίμονό μας. Οι αγώνες δεν κερδίζονται από τους βολεμένους σαν εσένα, μαμά, που παρακολουθούν τις εξελίξεις από τον καναπέ του σπιτιού τους. Οι αγώνες απαιτούν θυσίες, ψυχική αντοχή, αυτοπεποίθηση, κουράγιο, αυταπάρνηση. «Για τα δέντρα που θέλουν να φτάσουν σε περήφανα ύψη είναι απαραίτητη η καταιγίδα», λέει ο Νίτσε. Η κυρία Μαρκέλλα συνοφρυώθηκε. Γνώριζε πολύ καλά πως η κόρη της μιλούσε λογικά, όμως ο φόβος της μην μπλεχτεί σε καμιά φοιτητική συμπλοκή με την αστυνομία την έκανε να κωφεύει. – Εγώ για εσένα νοιάζομαι. Για να μην κακοπάθεις, τόλμησε μόνο να πει, και η Μυρτώ ίσα που δεν της όρμησε. – Δε με γέννησες για να με κλείσεις σαν το χρυσόψαρο στη γυάλα. Άσε με να ζήσω τη ζωή μου. Να κάνω τον κύκλο μου, όπως εγώ θέλω, και όχι όπως επιθυμείς εσύ. Εσύ κοίτα τον
εαυτό σου. Αρκετά ασχολήθηκες μαζί μου. Με μεγάλωσες, με ανάθρεψες με καλές αρχές, τώρα ήρθε η ώρα να πετάξω με τα δικά μου φτερά. Μην μπαίνεις εμπόδιο στις αποφάσεις μου και στις επιλογές μου. Θα με βρεις αντιμέτωπη. Η ευθύνη των πράξεών μου ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα. – Δεν αντιλέγω, όμως άκουσέ με. Kάτι ξέρω περισσότερο. Κι εγώ από τα λάθη μου έμαθα και θέλω να σε προλάβω να μην κάνεις τα ίδια. – Ό,τι και να πεις, δεν πρόκειται να σε ακούσω, μαμά. Μιλάς με τη γλώσσα της γενιάς σου και κοιτάζεις πίσω. Όποιος, όμως, κοιτάζει πίσω δεν μπορεί ποτέ να πάει μπροστά. – Ποιος σου τα ’μαθε αυτά; – Οπωσδήποτε δεν τα άκουσα στη γειτονιά. Κάπου τα διάβασα, απάντησε η Μυρτώ σε έντονο ύφος και για να σταματήσει αυτό τον εκνευριστικό διάλογο με τη μητέρα της, που δεν έβγαζε πουθενά, άνοιξε το ραδιόφωνο και προσπάθησε να πιάσει το σταθμό του Πολυτεχνείου. Ακούγοντας τα μηνύματα, αναρίγησε. Η κυρία Μαρκέλλα, που είχε σταθεί δίπλα της, συνειδητοποίησε ξαφνικά τον ηρωικό αγώνα των φοιτητών, κοκάλωσε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μάνα και κόρη,
όπως και τόσες άλλες ελληνικές οικογένειες, έμειναν ξάγρυπνες τη νύχτα εκείνη. Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, η χούντα έδωσε εντολή στο στρατό να επέμβει και, όταν ένα από τα τρία τανκς που είχαν παραταχθεί έξω από το Πολυτεχνείο γκρέμισε την κεντρική πύλη, τότε ακούστηκαν από το ραδιοφωνικό σταθμό οι εκκλήσεις των φοιτητών προς τους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και να γίνουν ένα μαζί τους. Την ίδια στιγμή, ο εκφωνητής απήγγειλε τον εθνικό ύμνο και απότομα έπεσε σιγή. Η Μυρτώ κοίταξε τη μάνα της αλαφιασμένη και στο βλέμμα της διάβασε τις σκέψεις που έκανε και η ίδια. Ανάθεμα σε αυτούς που είχαν αποφασίσει να πνίξουν την εξέγερση των φοιτητών στο αίμα. Την άλλη μέρα έμαθαν πως, την ώρα που έπεσε η κεντρική πύλη, παρέσυρε μια κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στα κάγκελα και κρατούσε στα χέρια της την ελληνική σημαία. Επικράτησε σύγχυση και πανικός, καθώς δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού μπήκαν στο Πολυτεχνείο και οι φοιτητές έφευγαν για να γλιτώσουν. Τους κυνηγούσαν, και κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στις γειτονικές πολυκατοικίες, ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Στο μεταξύ έπεφταν πυροβολισμοί και πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν. Τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου κάνοντας λόγο για 34 νεκρούς
και χιλιάδες τραυματίες. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε για μία φορά ακόμα στρατιωτικό νόμο. – Αυτός πήρε πολύ σοβαρά το ρόλο του, σχολίασε η Μυρτώ και χαμογέλασε ειρωνικά. – Λίγα είναι τα ψωμιά του, είπε η κυρία Μαρκέλλα, και όταν άκουσαν στο τέλος της επόμενης εβδομάδας πως τον ανέτρεψαν οι δικοί του με καινούριο πραξικόπημα, γέλασαν πολύ. «Τώρα που άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, θα τους φάει όλους το σκοτάδι», σκέφτηκε η Μυρτώ, λαχταρώντας να κουβεντιάσει όλα αυτά τα φλέγοντα θέματα με τον αρραβωνιαστικό της, όμως εκείνος δεν έλεγε να φανεί. Γνωρίζοντας το φιλελεύθερο πνεύμα του και τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις, ήξερε πως ο Νικολής θα ασφυκτιούσε και, όπως όλοι οι Έλληνες, θα περίμενε εναγωνίως κάποιες εξελίξεις. Όταν η ορκωμοσία του νέου προέδρου της χουντικής κυβέρνησης, αντιστράτηγου Φαίδωνα Γκιζίκη, προβλήθηκε από την τηλεόραση, η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε. – Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, σχολίασε και, βλέποντας στη συνέχεια την ορκωμοσία του
νέου πρωθυπουργού-ανδρείκελου, Αδαμάντιου Ανδριτσόπουλου, αναρωτήθηκε: Ποιος είναι πάλι αυτός; Από πού ξεφύτρωσε; Ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει. Τι έχουν να δουν ακόμα τα μάτια μας! Σιγά σιγά, η καθημερινότητα άρχισε να βρίσκει και πάλι τους παλιούς της ρυθμούς. Ο «Άγνωστος Πόλεμος», η θρυλική τηλεοπτική σειρά του Νίκου Φώσκολου, συνέχιζε να προβάλλεται κανονικά από την τηλεόραση με εξαιρετική επιτυχία. Και καθώς όλοι, μικροί και μεγάλοι, καθηλώνονταν μπροστά στους δέκτες τους για να παρακολουθήσουν τα κατορθώματα του συνταγματάρχη Βαρτάνη, οι δρόμοι ερήμωναν την ώρα της μετάδοσης και όλα έδειχναν πως ησυχία, τάξη και ασφάλεια απλώνονταν ανά την επικράτεια. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν ξανά τις πόρτες τους και τα μαθήματα γίνονταν κανονικά. Με βαθιά πικρία, οι φοιτητές γύρισαν στις σπουδές τους, ενώ στους κύκλους τους, όπως και σε όλο το πανελλήνιο, κυκλοφορούσε ευρέως η φήμη πως τα ηνία του νέου δικτατορικού σχήματος τα κρατούσε ο διοικητής της ΕΣΑ, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης. Όσοι από τους φοιτητές είχαν πέσει στα χέρια του κατά την περίοδο της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου είχαν να λένε για την απάνθρωπη συμπεριφορά του. Η Μυρτώ, με την εισαγωγή της στη Μαράσλειο
Παιδαγωγική Ακαδημία, έστρεψε και το ενδιαφέρον της προς τα κοινά και μέσα σε δύο μήνες η σκέψη της ωρίμασε. Ο Νικολής, που είχε να τη δει τόσο καιρό εξαιτίας των γεγονότων, όταν κατάφερε τελικά να πάρει την πολυπόθητη άδεια και να πάει κοντά της, την έσφιξε στην αγκαλιά του με λαχτάρα και στα μάτια της αντίκρισε μια άλλη Μυρτώ. Μέσα στο βλέμμα της δεν ήταν ζωγραφισμένη πια η ξεγνοιασιά. Εκείνη, δείχνοντας να έχει μεγαλώσει ξαφνικά, τον κοίταξε με αγάπη και στοργή, του είπε πόσο πολύ τον αποθύμησε, πόσο πολύ της έλειψε, αλλά μετά τα πρώτα φιλιά τον κοίταξε σοβαρά και τα λόγια ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος από μέσα της, περιγράφοντάς του όλα όσα έζησε τον περασμένο μήνα μέσα στη φοιτητική κοινότητα. – Έπρεπε να είσαι από μια μεριά να τους έβλεπες, είπε με θαυμασμό για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Όμως ποιο το όφελος; Δεν έγινε τίποτα, πρόσθεσε απογοητευμένη. Η χούντα καλά κρατεί. Ο Νικολής, ως πιο ώριμος και πιο ενήμερος, την έκλεισε στην αγκαλιά του και της είπε ήρεμα: – Μπράβο στα παιδιά που τα έβαλαν με τους δικτάτορες. Έχουν τσαγανό. Χτύπησαν τη γροθιά τους στο μαχαίρι. Πάντως, για να ξέρεις, η δικτατορία στην πατρίδα μας είναι μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, ενός κύματος δικτατοριών στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Η Μυρτώ, που τον άκουγε με προσοχή, τον διέκοψε για να τον ρωτήσει δειλά, κοκκινίζοντας για την άγνοιά της: – Τι είναι ο Ψυχρός Πόλεμος; Πολύς λόγος γίνεται, κι εγώ έχω μεσάνυχτα. – Είναι η ιδεολογική και, προπαντός, η οικονομική αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στον κόσμο, Μυρτώ. ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς καθεμία αγωνίζεται για τα συμφέροντά της, επιδιώκει να προσεταιριστεί όλο και περισσότερα κράτη υπό την επιρροή της. Για το σκοπό αυτό, οι μεν Σοβιετικοί ενισχύουν όπου μπορούν τις φιλοκομουνιστικές ομάδες, οι δε Δυτικοί ενισχύουν στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα, τα οποία, όπως συμβαίνει τα χρόνια αυτά στον τόπο μας, προβάλλουν τον κομουνιστικό κίνδυνο και εδραιώνονται στην εξουσία περιορίζοντας τις πολιτικές ελευθερίες. Όμως με το «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» δεν κυβερνιούνται οι λαοί στις μέρες μας. Η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου μπορεί να μην έριξε ακόμα τη χούντα, εντούτοις ανέβασε το ηθικό μας. Το ηθικό του καταπιεσμένου λαού μας. Περιέσωσε την αξιοπρέπειά μας διεθνώς, κάνοντας σε όλο τον κόσμο γνωστή την αντίδρασή μας. Θα ακολουθήσουν κι άλλες εξεγέρσεις. Να μου το θυμάσαι. Οι φίλοι μας οι Αμερικανοί το ξέρουν αυτό, και να δεις που θα αλλάξουν πολιτική και πρώτοι εκείνοι θα γυρίσουν την πλάτη τους στους δικτάτορες. Θα τους αδειάσουν μέσα σε μια νύχτα.
Η Μυρτώ κούνησε αναστενάζοντας το κεφάλι. – Είχαμε τόσο καιρό να ιδωθούμε, κι εγώ σε ζάλισα με τις αναλύσεις μου, είπε ο Νικολής. – Όχι, όχι, καλά έκανες. Είμαι φοιτήτρια πια και θα πρέπει να έχω γνώση και άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω μου. Καθώς ξέρεις, τα ενδιαφέροντά μου μέχρι χτες ήταν περιορισμένα. Αν και η μητέρα μου εργαζόταν ως δασκάλα προτού παντρευτεί και είχε πιο ευρύ νου, εντούτοις δεν παρέλειπε να μου διαβάζει και παραμύθια που μιλούσαν για βασιλόπουλα. Έτσι κι εγώ, μέχρι το τέλος της εφηβείας μου, ονειρευόμουν αυτόν που θα ερχόταν πάνω σε ένα άσπρο άλογο να μου χτυπήσει την πόρτα. Βλέπεις, ήμουν μοσχαναθρεμμένη. Ο πατέρας μου, οργώνοντας τις θάλασσες, φρόντιζε να τα έχουμε όλα πλουσιοπάροχα. Να μη μας λείπει τίποτα. Και η επιθυμία του ήταν να με καμαρώσει μια μέρα νυφούλα, να με δει αποκαταστημένη, μ’ ένα τσούρμο παιδιά, και να κλείσει τα μάτια του ήσυχος. Τα προβλήματα δε μας άγγιζαν, ήταν ξένα προς εμάς. Στο νησί, η ζωή μας κυλούσε ήρεμα. Δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει με την πολιτική κατάσταση. Ο Νικολής την κοίταξε κατάματα και είπε χαμογελώντας: – Mου φαίνεται πως μέσα σε δύο μήνες μεγάλωσες απότομα. Είδες πιο σφαιρικά τον κόσμο. Σε άφησα ένα
ονειροπαρμένο κοριτσάκι και σε βρίσκω μια κοπέλα προσγειωμένη, στο πνεύμα της εποχής, με ανησυχίες και οράματα για ένα καλύτερο αύριο. Η Μυρτώ χαμήλωσε το βλέμμα συγκινημένη. – Θεέ μου, πόσο πολύ σ’ αγαπώ! πρόσθεσε ο Νικολής και την έσφιξε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας τα κυματιστά της μαλλιά.
3 Στο Λονδίνο ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ, στο άλλο ημισφαίριο της Γης, στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο, ο πατέρας της Μυρτώς παρέδιδε το καράβι του στο νέο καπετάνιο που ήρθε αεροπορικώς από την Ελλάδα για να τον αντικαταστήσει. Σοβαροί λόγοι υγείας τον ανάγκαζαν να ξεμπαρκάρει, και αυτό το έφερε βαρέως. Βρισκόταν καταμεσής στον Ατλαντικό όταν έμαθε για τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου και αμέσως επικοινώνησε με την οικογένειά του τηλεγραφικά. «Όλα βαίνουν καλώς», ήταν η απάντηση της συμβίας του.
Πιάνοντας στεριά, δεν πρόλαβε να της μιλήσει στο τηλέφωνο, γιατί μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο σφαδάζοντας από πόνους στην κοιλιά. Οξεία σκωληκοειδίτιδα διέγνωσαν οι γιατροί και τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο. Κατά την επέμβαση, όμως , διαπίστωσαν πως , εκτός από τη σκωληκοειδίτιδα, είχε κι έναν όγκο στο περιτόναιο και, διά παν ενδεχόμενο, τον αφαίρεσαν κι αυτόν. Η βιοψία έδειξε, δυστυχώς , πως ήταν κακοήθης , και από εκεί άρχισε η περιπέτεια της υγείας του καπετάν Γιώργη.
Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, όμως από την άλλη άκρη της Γης ούτε που διανοήθηκε να αποκαλύψει το παραμικρό στην κυρία Μαρκέλλα και τη Μυρτώ. Κι εκείνες, βέβαια, δεν τον ζάλιζαν με σκοτούρες όταν ταξίδευε. Στο πρακτορείο της πλοιοκτήτριας εταιρείας στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον περίμεναν τα γράμματά τους, στα οποία του έγραφαν πόσο τον είχαν αποθυμήσει. Τα ξένα ραδιόφωνα βούιζαν ακόμα για τα γεγονότα του Νοέμβρη στην Ελλάδα, αλλά η γυναίκα και η κόρη του δεν έκαναν λόγο για το θέμα. Όλα καλά και όλα ωραία τού τα παρουσίαζαν. Αυτή ήταν η πάγια τακτική της κυρίας Μαρκέλλας, που την είχε επιβάλει και στη Μυρτώ. Αρκετές φουρτούνες αντιμετώπιζε εκείνος. Δεν ήταν ανάγκη να χολοσκάει και για το τι συνέβαινε πίσω. «Εμείς είμαστε καλά και σε περιμένουμε εναγωνίως», του έγραφε η γυναίκα του. «Ο καιρός περνάει γρήγορα. Δε θα αργήσει η Λαμπρή, και μαζί της ο ερχομός σου. Και όσο σκέφτομαι πως αυτή τη φορά θα μείνεις για πάντα κοντά μας, αγαπημένε μου Γιώργη, ευχαριστώ το Θεό και τον παρακαλώ να σ’ έχει γερό και να χαρείς τους κόπους σου. Καλές θάλασσες. Σε ασπάζομαι γλυκά, με αγάπη, Μαρκέλλα». Ο καπετάν Γιώργης δίπλωσε με αργές κινήσεις τα γράμματα και κοίταξε με δακρυσμένα μάτια τον υποπλοίαρχο που έστεκε πλάι του. – Σαράντα χρόνια στη θάλασσα, πρώτη φορά έπαθα
τέτοιο κάζο, είπε και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, πρόσθεσε: Δε θέλω να μάθει ακόμα τίποτα η οικογένειά μου για το μαύρο μου το χάλι. Μόλις ο αντικαταστάτης του έφτασε από την Ελλάδα, ο καπετάν Γιώργης ζήτησε να τον δει και να του παραδώσει ο ίδιος το πλοίο. Υποβασταζόμενος από τον υποπλοίαρχο, ανέβηκε στο πρώτο κατάστρωμα και, αφού έσφιξε το χέρι του καινούριου καπετάνιου, που τον γνώριζε από παλιά, αποχαιρέτησε στη συνέχεια τους άντρες του πληρώματος και τους ευχήθηκε καλή επάνοδο το Πάσχα στην πατρίδα. Τότε ο υποπλοίαρχος, ενώπιον όλων, είπε: – Οι Άγγλοι λένε ότι ο καλός καπετάνιος πρέπει να κερδίσει την αναγνώριση του πληρώματός του ως γενναίος άντρας, το θαυμασμό ως ναυτικός και το σεβασμό ως κύριος. Με καμάρι σάς διαβεβαιώνουμε, καπετάν Γιώργη, πως εσείς τα κερδίσατε όλα αυτά από εμάς. Όλοι χειροκρότησαν, και όταν ο καπετάν Γιώργης άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, οι ναύτες έβαλαν τις σφυρίχτρες τους στο στόμα και μ’ ένα παρατεταμένο σφύριγμα τον κατευόδωσαν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από τη συγκίνηση. Με κόπο κρατιόταν για να μην καταρρεύσει. Κάνοντας δύο
βήματα προς το αυτοκίνητο που προβλήτα, έστρεψε το βλέμμα ψηλά κυμάτιζε η γαλανόλευκη παιχνιδίζοντας όσο και να προσπάθησε, εκείνος δεν συγκρατήσει τα δάκρυά του.
τον περίμενε στην στον ουρανό, όπου με τους γλάρους, και κατάφερε τελικά να
Την ίδια στιγμή, κάποιοι έλυσαν τους κάβους, οι μηχανές πήραν μπροστά και, μόλις ακούστηκε η μπουρού τρεις φορές, ανακοινώνοντας την αναχώρηση του πλοίου, ο καπετάν Γιώργης το κοίταξε για τελευταία φορά και, κάνοντας πέτρα την καρδιά του, μπήκε στο αυτοκίνητο για να πάει στο αεροδρόμιο. «Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν για πάντα», είπε από μέσα του καταστενοχωρημένος. Η πολύωρη υπερατλαντική πτήση μέχρι τη Μαδρίτη ήταν νυχτερινή. Οι πιο πολλοί επιβάτες είχαν αποκοιμηθεί στο κάθισμά τους. Ο καπετάν Γιώργης, όμως, είχε τέτοιο εκνευρισμό και τόση ανησυχία, που δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Οι σκέψεις του πετούσαν μια στο πλοίο που άφησε πίσω του και μια στη γυναίκα και στην κόρη του. Πώς θα τους έλεγε τα καθέκαστα; Οι γιατροί τού είχαν συστήσει περαιτέρω θεραπεία, με ακτινοβολίες σε ειδικό αντικαρκινικό κέντρο. Εκείνος, που ήταν γερός και δυνατός σε όλη του τη ζωή και δεν ήξερε ούτε πονοκέφαλος τι θα πει, ξαφνικά κινδύνευε να πεθάνει. Δεν το χωρούσε ο νους του. «Από τη μια μέρα στην άλλη να με βρει τέτοιο κακό;» αναρωτιόταν και προσπαθούσε να σκεφτεί ψύχραιμα τα
πράγματα. «Έτσι και τα κακαρώσω, η κόρη μου και η γυναίκα μου δε θα χαθούν. Έχουν να λαβαίνουν από εμένα αρκετά. Δύο σπίτια και μετρητά. Ο γαμπρός είναι στα σκαριά, το θέμα είναι πώς θα τους μιλήσω τώρα για το σοβαρό πρόβλημα της υγείας μου». Από το αεροδρόμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο είχε τηλεφωνήσει στη γυναίκα του για να την προετοιμάσει για την ξαφνική επάνοδό του στην Ελλάδα. – Είσαι καλά; τον είχε ρωτήσει εκείνη με αγωνία. – Καλά. Άλλαξε ρότα και πλήρωμα το πλοίο, της είχε πει για δικαιολογία. Η κυρία Μαρκέλλα από τη μια χάρηκε και από την άλλη ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Η διαίσθησή της δεν τη γελούσε. Είχε μέρες που κοιμόταν ανήσυχη κι έβλεπε άσχημα όνειρα. Σύμφωνα με την ερμηνεία που τους έδινε, ερχόταν μεγάλη συμφορά. Με καταρρακτώδη βροχή προσγειώθηκε το αεροπλάνο της Iberia που έφερε τον καπετάν Γιώργη από τη Μαδρίτη στην Αθήνα, και λίγο έλειψε να βγει έξω από το διάδρομο λόγω της ολισθηρότητας. Η κυρία Μαρκέλλα, στημένη από νωρίς κάτω από το υπόστεγο του εξώστη του αεροδρομίου, κοψοχολιάστηκε, μα αμέσως είδε τα νερά της βροχής να
τινάζονται σαν σιντριβάνι στον αέρα και το αεροπλάνο να φρενάρει μουγκρίζοντας. Μετά, έστριψε αργά, κατευθυνόμενο προς την πύλη που βρισκόταν κάτω από τα πόδια της, όπου και σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν και ανάμεσα στους επιβάτες που κατέβαιναν τον διέκρινε και με ένα χαμόγελο κίνησε για να τον ανταμώσει. Λαχταρούσε να πέσει στην αγκαλιά του. Ύστερα από τόσους μήνες που έλειπε μακριά της, τον είχε αποθυμήσει πολύ. Όμως ανέκοψε τη φόρα της μόλις τον είδε στην αίθουσα αφίξεων, σκυφτό και καταβεβλημένο, να ακολουθεί το καρότσι με τις βαλίτσες που έσερνε ο αχθοφόρος. Το χαλκοκίτρινο χρώμα του και το θολό βλέμμα του αμέσως την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι επέστρεφε άρρωστος, και κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. «Ευτυχώς που η Μυρτώ είχε διαγώνισμα και δεν ήρθε μαζί μου», σκέφτηκε η κυρία Μαρκέλλα. – Καλώς όρισες! τον υποδέχτηκε με φωνή που πίεσε τον εαυτό της να ακουστεί ανάλαφρη και χαρούμενη. Ο άντρας της την αγκάλιασε συγκρατημένος και για λίγο έμειναν ακίνητοι και βουβοί. – Έλα, πάμε! της είπε εκείνος μετά, περνώντας το χέρι γύρω από τους ώμους της.
Με ένα ταξί πήγαν στο διαμέρισμά τους στον Πειραιά κι εκεί, μόλις έκλεισαν την πόρτα και κάθισαν αντικριστά στο σαλόνι, ο καπετάν Γιώργης τής αποκάλυψε την περιπέτεια με την υγεία του. – Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό. Αύριο κιόλας να φύγουμε για το εξωτερικό. Για την Αγγλία. Η επιστήμη κάνει θαύματα στις μέρες μας. Ο καρκίνος αντιμετωπίζεται με επιτυχία. Αρκεί να τον προλάβουμε, είπε η κυρία Μαρκέλλα, και ο νους της πήγε κατευθείαν στον κουμπάρο τους, που ζούσε μόνιμα στο Λονδίνο, προσθέτοντας: Να ειδοποιήσουμε τον καπετάν Πέτρο, αυτός θα μας βοηθήσει. Θα μας στείλει στους καλύτερους γιατρούς. Σίγουρα ξέρει ήδη τι σου συμβαίνει. Και σαν να είχε τηλεπάθεια, την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή του ανθρώπου που μελετούσε. – Μαρκέλλα! – Καπετάν Πέτρο! Τώρα μιλούσαμε για εσένα. – Ήρθε ο Γιώργης; – Ήρθε, ήρθε. Τον έχω εδώ, πλάι μου. Ο άντρας της έπιασε το ακουστικό.
– Τι κάνεις, παλιόφιλε; – Εγώ είμαι καλά. Εσύ τι κάνεις; – Εγώ έμπλεξα. Για μια σκωληκοειδίτιδα μπήκα στο νοσοκομείο και άλλο μού βρήκαν. – Γι’ αυτό σε πήρα. Παράτα τα όλα και έλα στο Λονδίνο. Εγώ είμαι εδώ. Μη σε νοιάζει τίποτα. – Δε θέλω να σε αναστατώσω. Αρκετές σκοτούρες έχεις στο κεφάλι σου. Θα κάνω εδώ θεραπεία. – Μην ακούω τέτοια από εσένα, αδερφέ. Σε περιμένω με τη γυναίκα σου. Μην το καθυστερείς. Πάρτε την πρωινή πτήση της Ολυμπιακής και ελάτε. Θα στείλω το σοφέρ μου στο Χίθροου να σας παραλάβει. – Σ’ ευχαριστώ, όμως... – Δε σηκώνω κουβέντα. Όπως είπαμε, δήλωσε ο καπετάν Πέτρος κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ο καπετάν Γιώργης χαμογέλασε. – Αυτός είναι φίλος, είπε με βαθιά ικανοποίηση. Και όπως ήταν εξαντλημένος από το υπερατλαντικό ταξίδι, έκανε ένα μπάνιο, έφαγε σπιτικό φαγάκι που του είχε λείψει και
πλάγιασε να κοιμηθεί. Η Μυρτώ, όταν γύρισε από το Πανεπιστήμιο, τον βρήκε ακόμα να κοιμάται. – Τι συμβαίνει; Τι έγινε; ρώτησε χαμηλόφωνα τη μητέρα της βλέποντάς τη να ετοιμάζει βαλίτσες. Ακόμα δεν ήρθε ο μπαμπάς, πάλι θα φύγει; – Αυτή τη φορά θα πάω κι εγώ μαζί του, απάντησε η κυρία Μαρκέλλα και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του. Μακάρι να τη γλιτώσει. Μακάρι ο καρκίνος που τον βρήκε να μην είναι επιθετικός. Η κοπέλα παραλίγο να πέσει κάτω ξερή από το σοκ. Δεν πίστευε στα αφτιά της. – Μας βρήκε μεγάλο κακό, της είπε η μάνα της. Πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή. Να του δώσουμε κουράγιο. Να μη μας δει να κλαίμε και του σπαράξουμε την καρδιά. Ο πατέρας σου είναι δυνατός και θα το παλέψει. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Το κρύο του Δεκέμβρη περόνιαζε τα κόκαλα. Με χιονόνερο απογειώθηκαν από την Αθήνα και, πλησιάζοντας στην αγγλική πρωτεύουσα, την είδαν από ψηλά ντυμένη στα λευκά και σκιάχτηκαν. – Πώς θα προσγειωθεί το αεροπλάνο με τόσο χιόνι;
αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα, που ήταν αμάθητη από ταξίδια. Μέχρι τώρα, τα μόνα που είχε κάνει ήταν από τη Χίο στον Πειραιά με το πλοίο, και το αντίστροφο. Ποτέ δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να πάει ένα ταξίδι με αεροπλάνο, μακρινό, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, άλλα ήθη και έθιμα. Ο άντρας της μια ζωή ταξίδευε, και όλα τα νέα του έξω κόσμου τα μάθαινε από εκείνον, αυτό τής ήταν αρκετό. Άλλωστε, αφού ο Γιώργης της έλειπε, δεν της έκανε κέφι να πάει κάπου μόνη της. Τον περίμενε πάντα να τον αγκαλιάσει και να ακούσει από το στόμα του τις ναυτικές του ιστορίες, άλλοτε διασκεδαστικές και άλλοτε αγωνιώδεις. Το λίγο διάστημα που έμενε μαζί της στο νησί, ανάμεσα σε κάθε μπάρκο, ούτε που είχε διανοηθεί ποτέ να του προτείνει να φύγουν για ένα ταξιδάκι αναψυχής παρέα. Μπουχτισμένος όπως ήταν από τα απανωτά ταξίδια, στο σπίτι του αναζητούσε την οικογενειακή θαλπωρή και γαλήνη, και εκείνη φρόντιζε να του τις προσφέρει απλόχερα. – Λόγω εναέριας κυκλοφορίας η προσγείωσή μας θα καθυστερήσει πέντε λεπτά, ακούστηκε από το μεγάφωνο ο πιλότος, και η κυρία Μαρκέλλα κοίταξε τριγύρω ανήσυχη. Ίδρωσε, ξεΐδρωσε, αιώνας τής φάνηκαν αυτά τα πέντε λεπτά, και όταν κάποτε το αεροπλάνο με το καλό προσγειώθηκε, έκανε το σταυρό της. Έξω από την αίθουσα αφίξεων τους περίμενε ο σοφέρ του καπετάν Πέτρου, και μόλις τακτοποιήθηκαν στη λιμουζίνα
και κίνησαν για το σπίτι του, εκείνη ομολόγησε πως η πτήση ήταν πράγματι μια μοναδική εμπειρία. Τα χιονισμένα δέντρα στα πεζοδρόμια των πολυσύχναστων δρόμων ήταν στολισμένα με χιλιάδες φωτάκια. – Λες να περάσουμε τα Χριστούγεννα εδώ; ρώτησε η κυρία Μαρκέλλα τον άντρα της, κι εκείνος κούνησε αδιάφορα το κεφάλι. – Διόλου απίθανο. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, δε με νοιάζει τίποτα. Αρκεί που σ’ έχω πλάι μου, της είπε και της έσφιξε το χέρι. Το πολύ πολύ να πούμε και της Μυρτώς να έρθει, συμπλήρωσε και χαμογέλασε. – Μακάρι να έρθει για λίγο κοντά μας. Όμως έχει και τον αρραβωνιαστικό της. Όλο και κάποια άδεια θα πάρει εκείνος για να περάσουν τις γιορτινές μέρες μαζί. – Την έχουμε αφήσει σε καλά χέρια. – Ευτυχώς που έκανες αυτό το προξενιό. Ταίριαξαν μια χαρά. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο, δε βλέπουν την ώρα να παντρευτούν. – Θα γίνει κι αυτό, ας έχουμε την υγειά μας...
– Θα την έχουμε, θα την έχουμε. Όλα θα πάνε καλά. Ο κουμπάρος μας σίγουρα θα μας έχει ήδη κλείσει ραντεβού με τον καλύτερο ογκολόγο της Αγγλίας. – Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, απάντησε ο καπετάν Γιώργης και με ανεβασμένο ηθικό πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του παιδικού του φίλου, που ήταν σωστό παλάτι. Με ένα πλατύ χαμόγελο τους οδήγησε η οικονόμος στη σάλα υποδοχής, και η κυρία Μαρκέλλα θαμπώθηκε από την πολυτέλεια που αντίκρισαν τα μάτια της και δεν ήξερε πού να καθίσει. – Η κυρία θα έρθει σε λίγο, τους πληροφόρησε η οικονόμος και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να πιουν καφέ, τσάι ή αναψυκτικό. – Τίποτα, ευχαριστούμε, απάντησαν και οι δύο και, μόλις έμειναν μόνοι, αντάλλαξαν μια ματιά γεμάτη θαυμασμό για την εξαιρετική διακόσμηση του χώρου. Το βλέμμα τους στάθηκε στους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Η θάλασσα ήταν το κυρίαρχο θέμα τους και οι αποχρώσεις του γαλάζιου τράβηξαν την προσοχή τους. Η κυρία Μαρκέλλα έκανε διάφορα επιδοκιμαστικά σχόλια, ενώ ο άντρας της δεν έλεγε κουβέντα. Παρέμενε σιωπηλός και, όσο η οικοδέσποινα δεν έλεγε να φανεί, άρχισε να
δυσανασχετεί. Ο κουμπάρος τους λογικά βρισκόταν στο γραφείο του τέτοια ώρα, η γυναίκα του όμως; Κοιτάζοντας νευρικά το ρολόι του, άκουσε βήματα κάποια στιγμή και την είδε να προβάλλει στο κατώφλι της σάλας. Σηκώθηκε από τη θέση του για να τη χαιρετήσει. – Καλώς ορίσατε! Λυπάμαι πολύ, συγχωρέστε με που σας έκανα να περιμένετε. Δε συνεννοήθηκα καλά με τον Πέτρο. Δεν ήξερα πως θα φτάνατε τόσο νωρίς. Όλα αυτά τα είπε μαζεμένα και μετά, με ένα καρφιτσωμένο χαμόγελο στα χείλη, πλησίασε και κάθισε αντίκρυ τους. Ποιος καλός άνεμος σάς έφερε στην Αγγλία; τους ρώτησε ανέμελα και τους έκανε να παγώσουν. Βλέποντάς τους συνοφρυωμένους, απόρησε: Τι έχετε; Τι πάθατε; – Δε σου είπε ο Πέτρος; – Πού να βρει το χρόνο να μιλήσει μαζί μου; Ο άντρας μου είναι τόσο πολυάσχολος, που μόνο για έναν ύπνο έρχεται στο σπίτι. Τι νομίζετε, πως εγώ καλοπερνάω εδώ μέσα; Με έχει φάει η μοναξιά. Από τότε που μεγάλωσαν τα παιδιά και πήρε καθένα το δρόμο του, γυρίζω σαν το βρικόλακα σε τέσσερα ντουβάρια. Ο Θεός να με συγχωρέσει, άρχισα να το βλέπω σαν μαυσωλείο. Τι να σας πω... Μόνο στο νησί ζω κι εγώ σαν άνθρωπος, γι’ αυτό και περιμένω πώς και πώς...
Ενόσω έλεγε όλα αυτά, η κυρία Μαρκέλλα την παρατηρούσε με προσοχή και δεν την αναγνώριζε. Η ομιλία της είχε κάτι το ψεύτικο, το προσποιητό, που την έκανε απόμακρη. Καμία σχέση δεν είχε η γυναίκα αυτή με την Ασπασία που γνώριζε άλλοτε, που μεγάλωσαν μαζί, στην ίδια γειτονιά, που μοιράστηκαν τα κοριτσίστικα μυστικά και τα νεανικά τους όνειρα. Αφού εκείνη είπε τα δικά της χωρίς να πάρει ανάσα, κάλεσε με ένα καμπανάκι την οικονόμο και τη ρώτησε ποιο ήταν το μενού της μέρας. – Σήμερα έχουμε ελληνική κουζίνα, κυρία. – Δηλαδή; – Μουσακά, κεφτεδάκια, χωριάτικη σαλάτα και χιώτικο γλυκό του κουταλιού, πορτοκάλι. – Μπράβο, περίφημα! Τότε γυρίζοντας προς τους κουμπάρους της, τους πρότεινε να καθίσουν να φάνε. Η κυρία Μαρκέλλα κοίταξε συνεσταλμένα τον άντρα της, κι εκείνος, που τόση ώρα οι αντοχές του δοκιμάζονταν, ρώτησε απότομα την Ασπασία:
– Τι ώρα θα έρθει ο καπετάν Πέτρος; – Κύριος οίδε, ήταν η απάντησή της. Τότε ο καπετάν Γιώργης σηκώθηκε και πήγε ίσια στο τηλέφωνο, που βρισκόταν πάνω στη ροτόντα της εισόδου, δίπλα από ένα μεγάλο βάζο με λουλούδια. Δεν πρόλαβε, όμως, να σχηματίσει τον αριθμό, γιατί μόλις σήκωσε το ακουστικό, η δίφυλλη δρύινη εξώπορτα άνοιξε και ο νοικοκύρης του σπιτιού έκανε την εμφάνισή του με ένα κουτί σοκολατάκια για την κουμπάρα του και ένα κουτί πούρα Αβάνας για τον κουμπάρο του. Η άφιξή του κινητοποίησε το προσωπικό. – Με τέτοιο χιονιά δεν είναι να κυκλοφορεί κανείς έξω, σχολίασε δίνοντας το χιονισμένο καπέλο του και το παλτό του σε μια υπηρέτρια και, αφού καλωσόρισε τους μουσαφίρηδες και τους πρόσφερε τα δώρα του, αγκάλιασε τον καπετάν Γιώργη και του είπε πως τα είχε κανονίσει όλα: Αύριο το απόγευμα στις 5 θα σε δει ο δόκτωρ Μίλερ στο ιατρείο του. Η γραμματέας μου κατάφερε να κλείσει μαζί του τόσο σύντομα ραντεβού. Θα σε δεχτεί κατ’ εξαίρεση, γιατί κανονικά θα έπρεπε να περιμένουμε ένα μήνα. Ευτυχώς που έχουμε τις γνωριμίες μας. Οι δημόσιες σχέσεις πάντα παίζουν το ρόλο τους, είπε, και ο καπετάν Γιώργης χαμογέλασε. – Μα, τι συμβαίνει; Τι λέτε εσείς οι δύο; ρώτησε η
Ασπασία κι έμαθε τότε το λόγο που τους έφερε εσπευσμένα, μες στο καταχείμωνο, στην Αγγλία. Περαστικά. Ποπό, πόσο λυπάμαι! Είναι κακιά αρρώστια ο καρκίνος, σχολίασε απερίσκεπτα. Ο άντρας της την κάρφωσε με το βλέμμα του, λέγοντας: – Εσύ κάνε κουμάντο για να φάμε. Σε λίγο κάθισαν και οι τέσσερις στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και, αφού τίμησαν δεόντως το φαγητό, πέρασαν στο σαλόνι να πιουν μια χωνευτική μαστίχα κι ένα τσάι για να χαλαρώσουν. Ένας υπηρέτης έβαλε δύο κούτσουρα στο τζάκι με μπόλικο προσάναμμα, η φωτιά δυνάμωσε και οι φλόγες σκόρπιζαν μια ωραία ζεστασιά, που σήκωνε ποτό και κουβέντα. – Ας μη μιλήσουμε άλλο για αρρώστιες. Λοιπόν, τι νέα μάς φέρνετε από την πατρίδα; ρώτησε ο οικοδεσπότης, και ο καπετάν Γιώργης ανασήκωσε τους ώμους. – Εγώ μέχρι προχτές ήμουν στη Βραζιλία. Ξέρω ό,τι ξέρεις, αδερφέ. Η Μαρκέλλα θα μας πει περισσότερα. – Τον περασμένο μήνα έγινε χαμός, σκοτώθηκαν τόσα νέα παιδιά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. – Πήγαν άδικα. Φταίνε αυτοί που τα ξεσήκωσαν,
πετάχτηκε και είπε η Ασπασία με στόμφο. – Η καταπίεση τα ξεσήκωσε, Ασπασία, και η στέρηση βασικών ελευθεριών, απάντησε η φίλη της. Μέχρι πότε οι δικτάτορες θα μας βουλώνουν το στόμα; Μέχρι πότε θα μεταχειρίζονται τόσους ανθρώπους βάναυσα; Οι φοιτητές έχουν άποψη και οράματα για το μέλλον της πατρίδας. Για τον εκδημοκρατισμό της. Το αίμα τους βράζει. Δεν τους κρατάει τίποτα. Λίγα είναι τα ψωμιά της χούντας. Η άλλη φούντωσε. – Κι όμως, η δικτατορία ήρθε την κατάλληλη στιγμή και επέβαλε την τάξη. Γλίτωσε την ψωροκώσταινα από το χείλος του γκρεμού, όπου την οδήγησαν οι άχρηστοι πολιτικοί της. – Το ρωμαίικο θέλει ειδική μεταχείριση. Δεν παίρνει με το βούρδουλα. Εξαγριώνεται και επαναστατεί, είπε ο καπετάν Πέτρος. Ρωτήστε κι εμένα που έχω στη δούλεψή μου τόσους συμπατριώτες μας. Τους ρίχνω στο φιλότιμο. Γι’ αυτό και κουλαντρίζω τα βαπόρια μου από το γραφείο μου με άνεση και σιγουριά. Δεν αφήνω, όμως, τίποτα στην τύχη. Άλλωστε, έτσι έφτασα εδώ όπου είμαι. Ε, Γιώργη, θυμάσαι; ρώτησε το φίλο του, που τον άκουγε με προσοχή. – Πώς δε θυμάμαι, είπε εκείνος. Ήσουν γεννημένος για μεγάλα πράγματα. Και μακάρι να σου πηγαίνουν όλα πάντα
καλά. – Ας έχει την υγειά του κι ας κάνει και λίγο κράτει. Το παράκανε πια. Το αγώι τρώει τον αγωγιάτη, σχολίασε η Ασπασία, και πάλι χωρίς να σκεφτεί ότι είχε μπροστά της έναν άνθρωπο με σοβαρό πρόβλημα υγείας. – Φάε τη γλώσσα σου. Τι είναι αυτά που λες; Εμένα η δουλειά αυτή είναι το οξυγόνο μου. Είναι η ζωή μου ολόκληρη. Κι έχω χρέος να διατηρήσω τους καρπούς των κόπων μου και να τους αφήσω κληρονομιά στα παιδιά μας. – Αυτή η συζήτηση θαρρείς και σε τρέφει. Από πού ξεκινήσαμε και πού καταλήξαμε. Μιλούσαμε για τη χούντα των συνταγματαρχών, που η κουμπάρα μας από εδώ μας είπε πως παραπαίει και είναι μισητή στη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. – Για να το λέει η κουμπάρα μας που ζει στην Ελλάδα, έτσι μάλλον θα είναι. Εγώ που ζω στο Λονδίνο και διαθέτω ένα μικρό στόλο, έχω να σας πω πως η δικτατορία των συνταγματαρχών καθιέρωσε ένα φοροαπαλλακτικό καθεστώς παρόμοιο με το αγγλικό. Και με αυτές τις ευνοϊκές προϋποθέσεις έφερε νέο αίμα στην ελληνική ναυτιλία και δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας, κάνοντας μεγάλο καλό στην οικονομία του τόπου. Επίσης, στήριξε τον τουρισμό. Ξέρετε πόσα δάνεια δόθηκαν για τη δημιουργία σύγχρονων
ξενοδοχειακών μονάδων; – Μπορεί να συνέβη αυτό, όμως το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Αυτοί που πήραν τα χρήματα δε σεβάστηκαν καν το περιβάλλον. Αλλοίωσαν το παραδοσιακό χρώμα, γεμίζοντας τα νησιά μας με κακόγουστα μαμούθ εξαμβλώματα. – Πού τα είδες εσύ, Μαρκέλλα; ρώτησε η οικοδέσποινα με ειρωνεία. – Πρώτα πρώτα στο νησί μας. Δεν ξέρεις τι γίνεται; – Καλά, δε θα τσακωθούμε τώρα γι’ αυτά, όμως τα θεωρώ υπερβολές. Είμαστε αχάριστοι εμείς οι Έλληνες. Ό,τι και να μας προσφέρουν, ποτέ δε μένουμε ευχαριστημένοι. – Εσείς θα λύσετε το πολιτικό ζήτημα της Ελλάδας; παρενέβη τότε ο καπετάν Πέτρος για να κατευνάσει τα πνεύματα και, ανάβοντας ένα πούρο, στράφηκε στον κουμπάρο του. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Μόλις καθαρίσεις με το θέμα της υγείας σου, λες να αράξεις στο νησί; – Αυτό είναι το όνειρό μου. – Εμάς τους θαλασσινούς δε μας σηκώνει για πολύ η στεριά. Μέχρι να προσαρμοστείς, θα ζοριστείς, σ’ το λέω. Ακόμα και η θαλπωρή του σπιτιού σου ή η γυναίκα σου που
θα τη βλέπεις καθημερινά θα σου τη δίνουν. Εμείς συνηθίσαμε από μικρή ηλικία να ζούμε μακριά από την οικογένεια και τους φίλους. Εγκλιματιστήκαμε στη ζωή της θάλασσας, αρχής γενομένης από τον περιορισμένο χώρο, τις περιορισμένες κινήσεις, τις περιορισμένες παρέες, την περιορισμένη διασκέδαση. – Ε, όσο για τη θάλασσα, αυτή δεν πρόκειται να μου λείψει. Το σπίτι μου στο νησί είναι πάνω στο γιαλό. Θα τη βλέπω όσο ζω και θα ανοίγει η καρδιά μου. Μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να δω εγγόνια και να τους λέω σαν παραμύθι τις περιπέτειες που σημάδεψαν τη ναυτική ζωή μου. Μπορεί όλα όσα έζησα και πόνεσα και χάρηκα στις θάλασσες τόσα χρόνια που τις διασχίζω, να γίνουν παράδειγμα στους μεταγενέστερους προς μίμηση ή προς αποφυγή. Και ας μην κατόρθωσα σαν κι εσένα, που είχες τσαγανό, να αποκτήσω ούτε μοναχοβάπορο. – Το έχεις παράπονο; – Όχι βέβαια. Ό,τι μπόρεσα έκανα. Δεν είχα το σθένος να περπατήσω στην κόψη του ξυραφιού, όπως εσύ, είπε ο καπετάν Γιώργης και κοίταξε με θαυμασμό τον Έλληνα εφοπλιστή. Το ίδιο έκανε και η κυρία Μαρκέλλα, ενώ η γυναίκα του, που τραβούσε το δικό της κουπί, καθώς υπέφερε από την
ανία της απραγίας, στραβομουτσούνιασε. – Εμείς ό,τι κάναμε κάναμε, Γιώργη, σχολίασε ο καπετάν Πέτρος. Σειρά έχουν τώρα τα παιδιά. Τον Πάρη τον έμπασα στο πνεύμα της δουλειάς από μικρό. Κάθε καλοκαίρι, πριν έρθει στο νησί, τον στέλνω ένα μήνα να μαθητεύσει πάνω σε κάποιο βαπόρι, να ψηθεί με την αλμύρα και τη φουρτούνα, να νιώσει την παγωνιά της Βόρειας Θάλασσας και την κάψα του Ισημερινού. Τον άλλο καιρό, τον έχω κοντά μου στο γραφείο, να ακούει και να μαθαίνει όσον αφορά τα θέματα της ναυτιλίας. Αν και γεννήθηκε στο Λονδίνο, μιλάει τέλεια τα ελληνικά. Η κυρία Ασπασία φρόντισε γι’ αυτό, δεν μπορώ να πω. Ο Πάρης νιώθει πιο Έλληνας από τους Έλληνες που γεννήθηκαν στο νησί. Εμείς εδώ, όλη η κοινότητα της ελληνικής ναυτιλίας του Λονδίνου, διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Εκκλησιαζόμαστε στην ορθόδοξη εκκλησία μας, την Αγία Σοφία, και τα κορίτσια μας κοιτάμε να τα παντρέψουμε με συμπατριώτες μας, και μάλιστα από το σινάφι μας. Τέσσερις κόρες έχω και, καθώς ξέρεις, και οι τέσσερις πήραν ναυτικούς. Δικούς μας, Χιώτες οι τρεις μεγαλύτερες, Κεφαλλονίτη η μικρή. Μέσα σε λίγα χρόνια όλοι έγιναν καπεταναίοι και ταξιδεύουν με τα γκαζάδικα. Εκείνες, μέχρι να μείνουν έγκυες, τους ακολουθούσαν στα ταξίδια τους. Ακούς; Αυτά δεν τόλμησαν να τα κάνουν οι δικές μας γυναίκες. – Κι όμως, εγώ θυμάμαι κάποιο καλοκαίρι δύο κυρίες που
ήρθαν σ’ ένα μπάρκο προς την Ιαπωνία και μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή, γιατί κάηκαν από τη ζέστη μόλις φύγαμε από τον Περσικό. Ήταν η γυναίκα του υποπλοίαρχου και η γυναίκα του ανθυποπλοίαρχου. Με ένα βιβλίο ή μ’ ένα κέντημα στο χέρι περνούσαν τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού και, επειδή ανακατεύτηκαν μια δυο φορές στην κουζίνα και από τα χεράκια τους έφαγε όλο το πλήρωμα σπιτικό φαγητό, στενοχωρηθήκαμε όταν μας αποχαιρέτησαν στη Σιγκαπούρη. – Να σου πω την αλήθεια, Γιώργη, μέσα σε τόσους σερνικούς δε μου αρέσει να κυκλοφορούν γυναίκες στο βαπόρι. – Μα ποιος σου είπε πως κυκλοφορούν σε όλους τους χώρους; Το πολύ πολύ ανεβαίνουν στη γέφυρα όταν έχει ο άντρας τους βάρδια. Τις πιο πολλές ώρες τη βγάζουν στην καμπίνα. Άλλωστε, όπως ξέρεις, τα πληρώματά μας εκτελούν τα καθήκοντά τους με στρατιωτική συνέπεια και πειθαρχία και τρέφουν απόλυτο σεβασμό προς τους ανωτέρους τους. Κανείς δε θα τολμήσει ποτέ να ρίξει τα μάτια του στη γυναίκα του καπετάνιου ή του αξιωματικού που την κάλεσε για λίγο να ταξιδέψουν παρέα. – Αυτά μού είπαν και οι κόρες μου και τώρα που απέκτησαν παιδιά σκέφτονται να μπαρκάρουν για λίγες μέρες μαζί με τα νήπια στα βαπόρια που ταξιδεύουν οι άντρες τους. Εγώ έχω τις αντιρρήσεις μου, μα εκείνες επιμένουν.
Βάλθηκαν να μου κάνουν τα βαπόρια παιδική χαρά. Και καλά να ’χει μπουνάτσα. Έτσι και πέσουν σε καμιά τρικυμία, είναι ανάγκη τα εγγόνια μου να ξεράσουν τα σωθικά τους; Χώρια του ότι θα φοβηθούν τη θάλασσα βλέποντας τα τεράστια κύματα να πέφτουν με πάταγο στο κατάστρωμα και να παρασέρνουν ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ που έμαθα να ζω από τη θάλασσα δε θα το ήθελα καθόλου αυτό. Στα εγγόνια μου βλέπω τους συνεχιστές του έργου μου, και αυτή η προοπτική με γεμίζει χαρά και όρεξη για περισσότερη δημιουργία, είπε ο καπετάν Πέτρος και μετά ρώτησε για τη Μυρτώ. Τι κάνει η βαφτιστήρα μου; – Το καλοκαίρι την αρραβώνιασα. – Ναι, κάτι μου είπες τότε από το τηλέφωνο. – Εγώ της έκανα το προξενιό μ’ ένα δόκιμο ανθυποπλοίαρχο που είχα στο βαπόρι και, απ’ ό,τι μου λέει η μάνα της, πέτυχα διάνα. Αυτοί οι δύο φαίνεται ότι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Αγαπήθηκαν με την πρώτη ματιά. – Ε, άντε, καλά στέφανα. – Αφού μου τη βάφτισες, κουμπάρε, πρέπει και να την παντρέψεις. Ο καπετάν Πέτρος τον κοίταξε συλλογισμένος.
– Να την παντρέψω, δεν έχω καμία αντίρρηση. Όμως θαρρώ πως της πέφτω λίγο μεγάλος για κουμπάρος. Καλύτερα να την παντρέψει ο Πάρης, ο γιος μου, που είναι επίσης νονός της, είπε. Η γυναίκα του και η κυρία Μαρκέλλα συμφώνησαν μαζί του. Η Μυρτώ είχε να δει τον Πάρη από τότε που ήταν κοριτσάκι κι εκείνος έφηβος. Κι επειδή δεν της είχε δώσει καμιά σημασία, τον ξέχασε και ούτε ποτέ τον ανέφερε ως νονό της. Τα δώρα εκ μέρους του, κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, φρόντιζε να τα στέλνει η μητέρα του, όπως έκανε και με όλα τους τα βαφτιστήρια. Τα καλοκαίρια, το μεγάλο της νονό, τον καπετάν Πέτρο, η Μυρτώ τον είχε δει κάποιες φορές, όταν μαζί με τους γονείς της τον επισκέπτονταν στο σπίτι του στο νησί. Πάντα ήταν τριγυρισμένος από κόσμο και όλοι έπιναν στην υγειά του και τον ευχαριστούσαν για κάποιο μεγάλο καλό που είχε κάνει στη φαμίλια τους. Ο καπετάν Πέτρος ήταν καλόκαρδος και γενναιόδωρος και στους συντοπίτες του είχε προσφέρει πολλά, γι’ αυτό και ήταν τόσο αγαπητός σε όλους. Η Μυρτώ άκουγε από μικρή να τον εγκωμιάζουν και μέσα στο μυαλό της τον είχε εξιδανικεύσει και καμάρωνε που ήταν βαφτιστήρα του. Όταν τηλεφώνησε στο σπίτι του, στο Λονδίνο, το βράδυ εκείνο, για να μάθει πώς έφτασαν οι γονείς της και πότε θα έβλεπαν το γιατρό, ο καπετάν Πέτρος την ενημέρωσε
λεπτομερώς και της είπε να μείνει ήσυχη, γιατί ο ίδιος θα τους συνόδευε την επομένη στο ραντεβού. Πριν κλείσει το τηλέφωνο, θυμήθηκε να τη συγχαρεί για τον αρραβώνα της και να της προτείνει για κουμπάρο το γιο του, τον Πάρη. – Με μεγάλη μου χαρά, απάντησε η κοπέλα και μετά μίλησε με τη μητέρα της και τον πατέρα της. Και τι δε θα ’δινε, αυτές τις δύσκολες ώρες, να είχε στο πλάι της τον Νικολή. Του είχε έρθει ξαφνικά μετάθεση για το αρματαγωγό «Λέσβος» και ετοιμαζόταν για ταξίδι μακρινό. Αυτό το νέο το έμαθε η Μυρτώ το πρωί και, αν δεν ήταν υποχρεωμένη να δίνει παρουσίες στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, θα πήγαινε να συναντήσει τους γονείς της στο Λονδίνο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έμενε ολομόναχη στο σπίτι και δεν τη χωρούσε ο τόπος. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να κοιμηθεί και την επομένη κίνησε ανόρεχτα για τα μαθήματά της, ενώ η σκέψη της ήταν κολλημένη στο Λονδίνο.
4 Στην κλινική Ο ΟΓΚΟΛΟΓΟΣ που εξέτασε τον καπετάν Γιώργη έκρινε ότι η περίπτωσή του ήταν πολύ σοβαρή και του σύστησε άμεση εισαγωγή σε νοσοκομείο. – Κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί και νέα επέμβαση, στο παχύ έντερο αυτή τη φορά, διέγνωσε, και αμέσως ο ασθενής διακομίστηκε σ’ ένα ογκολογικό κέντρο κοντά στη Γέφυρα του Πύργου, δίπλα ακριβώς στον Τάμεση. Ο καπετάν Πέτρος φρόντισε να του δώσουν δωμάτιο πρώτης θέσης, με θέα στο ποτάμι, και αυτό η κυρία Μαρκέλλα το θεώρησε υπερβολικό. – Δεν είμαστε μαθημένοι, κουμπάρε, σε τέτοιες πολυτέλειες. Το μόνο που μας νοιάζει είναι η καλή περίθαλψη. Οι καλοί γιατροί. Άλλωστε, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τόσο υψηλά νοσήλια, τόλμησε να του πει ιδιαιτέρως, κι εκείνος έγινε κατακόκκινος και την παρακάλεσε να του επιτρέψει να αναλάβει όλα τα έξοδα. – Ο Γιώργης δεν είναι απλός φίλος. Είναι αδερφός. Μεγαλώσαμε μαζί, μας ενώνουν πολλά. Μη μου στερήσεις αυτή τη χαρά. Εδώ κάνω τόσα για τους ξένους. Δε θα κάνω
για τον άντρα σου, που τον ξέρω από παιδί; Η γυναίκα ένιωσε άβολα, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έτσι μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο δέχτηκε τη γενναιόδωρη προσφορά του. – Με τόσα καλά που κάνει ο καπετάν Πέτρος, θα αγιάσει, είπε την άλλη μέρα στην Ασπασία, αλλά εκείνη, αντί να χαμογελάσει ευχαριστημένη, κούνησε απλώς το κεφάλι. Τότε η κυρία Μαρκέλλα δεν άντεξε άλλο και τη ρώτησε: Τι έχεις, Ασπασία; Μήπως σου γίνομαι βάρος; Μήπως είναι καλύτερα να πάω να μείνω σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο νοσοκομείο; Ο Γιώργης μου αύριο θα χειρουργηθεί και μετά έχει μπροστά του μια μακρά θεραπεία. Βλέπεις, αυτή η παλιαρρώστια είναι ύπουλη. Λερναία Ύδρα. Εκεί που κόβεις έναν όγκο, φυτρώνει άλλος. Η οικοδέσποινα χαμήλωσε το βλέμμα. – Βρε το φουκαρά τον Γιώργη, είπε και, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της, συμβούλεψε την κουμπάρα της να κάνει υπομονή. Τώρα πρέπει να φανείς δυνατή. Να κρατηθείς στα πόδια σου. Να του δώσεις κουράγιο. Να τον στηρίξεις. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας και σε λίγο η οικονόμος παρουσιάστηκε στην τραπεζαρία για να της πει:
– Κυρία, ήρθε η μασέζ σας. – Ευχαριστώ. Ποιο είναι το πρόγραμμά μου για σήμερα; – Στις 11 θα έρθει η κομμώτρια να σας χτενίσει και στη 1 είστε καλεσμένη για φαγητό. – Α, ναι. Στης Χατζηπέτρου. Θα ’χει άλλες τριάντα κυρίες της Φιλοζωικής. Και ρίχνοντας μια ματιά στην κουμπάρα της, πρόσθεσε: Εμένα θα μου επιτρέψεις. Θα σε δω το βράδυ στο δείπνο. – Εγώ θα πάω στον άντρα μου και μετά θα προτιμούσα, όπως σου είπα, να πήγαινα σε ξενοδοχείο. – Όχι, όχι, αυτό δε γίνεται. Δε θα αρέσει καθόλου στον Πέτρο. Πήγαινε στο καλό και γύρισε όποτε θες. Το προσωπικό θα σου ανοίξει την πόρτα και θα σου σερβίρει να φας. Αλήθεια, δε σε ρώτησα, κοιμηθήκατε καλά στον ξενώνα; Είχε αρκετή ζέστη; Γιατί, ενώ έχει ωραία θέα στον κήπο, αυτό το δωμάτιο είναι βορινό και ο ήλιος δεν το βλέπει ποτέ τώρα το χειμώνα. Αν κρυώνατε, φαντάζομαι να σας έκοψε να ρίξετε πάνω σας δυο κουβέρτες. Το ένα μέρος της ντουλάπας είναι γεμάτο από κλινοσκεπάσματα. Η κυρία Μαρκέλλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, ενώ από μέσα της κάτι άρχισε να την τρώει.
– Λοιπόν, όπως είπαμε. Μη διανοηθείς να πας σε ξενοδοχείο, γιατί ο Πέτρος θα θυμώσει πολύ. Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα της Ασπασίας εκείνο το πρωί και η κυρία Μαρκέλλα, από εκεί που έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τη φίλη της, μούδιασε, τσιτώθηκε και μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που αποδέχτηκε τη φιλοξενία της. Ενώ είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονιά και ξεκίνησαν τη ζωή τους με τις ίδιες προϋποθέσεις, καθώς ήταν και οι δύο δασκάλες και οι άντρες που παντρεύτηκαν ναυτικοί, στην πορεία πήραν άλλη κατεύθυνση. Η μία έγινε μια μεγαλοκυρία του Λονδίνου και άλλαξαν ριζικά οι τρόποι της, ενώ η άλλη παρέμεινε η απλή νησιωτοπούλα που ήταν από μικρή. Το χάσμα της ταξικής διαφοράς ορθώθηκε ανάμεσά τους και οι δύο παλιές φίλες και κουμπάρες δε μιλούσαν πλέον την ίδια γλώσσα, ούτε είχαν, φυσικά, τα ίδια ενδιαφέροντα, και οι αναμνήσεις από το παρελθόν που τις ένωναν είχαν πλέον ξεθωριάσει. «Τι παριστάνουμε τώρα εμείς εδώ, τους φτωχούς συγγενείς;» αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα, όμως στον άντρα της που την περίμενε εναγωνίως στο νοσοκομείο δεν είπε τίποτα. Άλλωστε, ο καπετάν Πέτρος ήταν το ίδιο απλός και προσιτός όπως πάντα. Δεν είχε την έπαρση της γυναίκας του. Τα πλούτη δεν είχαν επηρεάσει καθόλου το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του. Παρέμενε ο άνθρωπος που ήξεραν, ο οποίος τους αγκάλιασε εγκάρδια και έκανε το παν για να
τους βοηθήσει. Οι γιατροί, μετά τις εργαστηριακές εξετάσεις, έβαλαν τον καπετάν Γιώργη στο χειρουργείο, και η αγωνία της γυναίκας του για την έκβαση της εγχείρησης ήταν μεγάλη. Στο πλευρό της, για συμπαράσταση, βρισκόταν ο καπετάν Πέτρος, ενώ η κουμπάρα της έλαμψε διά της απουσίας της. – Συγχωρήστε με, είμαι λιπόψυχη, δεν αντέχω τα νοσοκομεία. Η μυρωδιά τους με ανακατεύει, είπε, και ο άντρας της, που είχε συνηθίσει τις ιδιοτροπίες της, δεν έδωσε καμιά σημασία. Ευτυχώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε ο καπετάν Γιώργης είχε απόλυτη επιτυχία, είπαν οι γιατροί. Όταν άνοιξε τα μάτια μετά την πολύωρη νάρκωση και αντίκρισε τη γυναίκα του και τον αδερφικό του φίλο, χαμογέλασε αμυδρά και με ξεψυχισμένη, βραχνή φωνή αναζήτησε την κόρη του. – Μαρκέλλα, πού είναι το παιδί; Θέλω να το δω, ψέλλισε, κι έτσι το άλλο πρωί κατέφθασε η Μυρτώ γεμάτη αγωνία στο Λονδίνο. Ο νονός της έστειλε το σοφέρ του να την παραλάβει από το αεροδρόμιο και η Ασπασία, με βαριά καρδιά, έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να ετοιμάσει και το δεύτερο
ξενώνα του σπιτιού. Είχε μεγάλα σχέδια για εκείνα τα Χριστούγεννα. Είχε προγραμματίσει δύο γυναικείες συγκεντρώσεις με φιλανθρωπικό σκοπό, υπέρ των λιμοκτονούντων παιδιών της Ουγκάντας και της Αιθιοπίας, και μια χοροεσπερίδα για τους Έλληνες πλοιοκτήτες του Λονδίνου, καθώς επίσης δύο οικογενειακές μαζώξεις για να χαρεί τα παιδιά και τα εγγόνια της και να τους μοιράσει τα δώρα τους. Οι μουσαφίρηδες από την Ελλάδα δεν κολλούσαν σε όλα αυτά, γι’ αυτό και είχε ξινιστεί. «Βέβαια, οι άνθρωποι έχουν σοβαρό πρόβλημα», σκέφτηκε. «Όμως εμείς τι φταίμε; Κι αν πω στον άντρα μου τον ψυχοπονιάρη να τους στείλει σε ξενοδοχείο, θα τα βάλει μαζί μου. Χρονιάρες μέρες θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Μακάρι να αναρρώσει ο καπετάν Γιώργης μια ώρα αρχύτερα και να περάσει αυτές τις άγιες μέρες με την οικογένειά του στη γενέτειρά του, στο νησί». Πάνω στην ώρα έκανε την εμφάνισή της η Μυρτώ. Η οικονόμος την οδήγησε στο σαλόνι, και η Ασπασία, έτσι όπως ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της, τρόμαξε να τη γνωρίσει. – Νονά! αναφώνησε η κοπέλα. Η οικοδέσποινα της έριξε μια απορημένη ματιά και με σφιγμένα χείλη είπε:
– Εσύ είσαι η Μυρτώ; Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να σε δω; Σε θυμόμουν κοριτσάκι και... Ξαφνικά, μια παγωμένη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους, η Μυρτώ άρχισε να μουδιάζει. – Πώς είναι ο μπαμπάς; ρώτησε χαμηλόφωνα και στα εκφραστικά βαθυγάλαζα μάτια της ζωγραφίστηκε η ανησυχία της. – Δεν ξέρω και πολλά, μη νομίζεις, έχω κι εγώ τα δικά μου. Η μάνα σου διανυκτέρευσε στο προσκεφάλι του χτες. Δεν την είδα για να μου πει λεπτομέρειες. Βλέπεις, πέσαμε πάνω στις γιορτές, κι εγώ, καθώς καταλαβαίνεις, πνίγομαι στις δουλειές. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δύο συνεργεία δουλεύουν εδώ μέσα για να ετοιμάσουν το σπίτι για τα Χριστούγεννα. Με έχει φάει το άγχος. Τα θέλω όλα στην εντέλεια. Είμαι τελειομανής και τρέχω πίσω από τους εργάτες, πρόσθεσε. Η Μυρτώ, θολωμένη απ’ όσα άκουσαν τα αφτιά της, ξεστόμισε αυθόρμητα: – Τότε κακώς, πολύ κακώς με έφερε ο οδηγός σας εδώ. Έπρεπε να με πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο. – Μα σ’ έφερε εδώ για να ξεκουραστείς λίγο. Για να τακτοποιηθείς στο δωμάτιό σου, να ανοίξεις τη βαλίτσα
σου... – Θα πάω σε ξενοδοχείο. Η μητέρα μου κι εγώ δεν έχουμε καμιά δουλειά να βρισκόμαστε μες στα πόδια σας χρονιάρες μέρες. Κοιτάξτε το σπιτικό σας, κι εμείς τώρα αμέσως θα σας απαλλάξουμε από την παρουσία μας, νονά, είπε σοβαρά η κοπέλα και σηκώθηκε να φύγει. – Στάσου, πού πας; – Στο νοσοκομείο. Χάρηκα που σας είδα. Καλά Χριστούγεννα. – Όχι, όχι, μη φεύγεις. Μια στιγμή να καλέσω τον οδηγό, πώς θα πας μέχρι εκεί; – Υπάρχουν λεωφορεία, υπόγειος σιδηρόδρομος, υπάρχουν εν ανάγκη και ταξί. Τόσος κόσμος πώς κυκλοφορεί; Λίγοι έχουν σοφέρ όπως εσείς, πρόσθεσε δηκτικά η Μυρτώ και φουρκισμένη, με τη βαλίτσα στο χέρι, έγινε καπνός. Οι διακοσμήτριες έβαζαν τις τελευταίες πινελιές στη μεγάλη σάλα υποδοχής και οι ηλεκτρολόγοι κρεμούσαν γιρλάντες με δεκάδες λαμπιόνια στο χιονισμένο φράχτη του κήπου. Βλέποντας τη Μυρτώ να βγαίνει βιαστικά στον έρημο δρόμο, παραξενεύτηκαν.
– Good morning, της είπαν. – Good morning, απάντησε εκείνη. I am looking for a taxi, πρόσθεσε, και ένας απ’ όλους προθυμοποιήθηκε να την πάει με το φορτηγάκι του στην πλησιέστερη πιάτσα. Πολύ σύντομα έφτασε στο ογκολογικό κέντρο όπου νοσηλευόταν ο πατέρας της. Ευτυχώς, η όψη του ήταν καλύτερη απ’ ό,τι περίμενε. Η μετεγχειρητική του πορεία έβαινε καλώς, την ενημέρωσαν οι θεράποντες γιατροί. Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το ωχρό του πρόσωπο μόλις την είδε να πλησιάζει στο προσκεφάλι του, και η Μυρτώ αμέσως αναγάλλιασε. – Μπαμπά μου, πώς αισθάνεσαι; τον ρώτησε συγκινημένη και, σκύβοντας να τον φιλήσει στο μέτωπο, δάκρυα χαράς κύλησαν από τα μάτια της κι έσταξαν στα μάγουλά του. Θέλω να γίνεις γρήγορα καλά. Να φύγουμε από εδώ, να γυρίσουμε στο σπίτι μας στο νησί. Από μικρή, όταν μου έλειπες πολύ, ονειρευόμουν τη στιγμή που θα γύριζες για πάντα κοντά μας. Που θα άφηνες τη θάλασσα και θα ζούσες στη στεριά μαζί μας. Ήρθε η ώρα, επιτέλους, η μαμά κι εγώ να σε χαρούμε όσο θέλουμε, χωρίς να πρέπει να σε αποχωριστούμε τα Χριστούγεννα και όλες τις μεγάλες γιορτές που οι οικογένειες τις περνούν μαζί. Ο καπετάν Γιώργης άκουγε την κόρη του να λέει τα δικά
της και, όταν εκείνη πήρε μια ανάσα, τη ρώτησε: – Τι κάνει ο Νικολής; Η κοπέλα χαμογέλασε. – Είναι καλά, μπαμπά, και σου στέλνει τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση. Σ’ αγαπάει σαν να είσαι πατέρας του. Δε βλέπει την ώρα να ξεμπερδεύει με τη θητεία του και να ανταμώσουμε όλοι στο νησί. Τώρα ταξιδεύει με ένα αρματαγωγό προς την Κύπρο. – Μόλις απολυθεί με το καλό, θα κάνουμε το γάμο, κόρη μου. – Πρώτα ο Θεός. Γίνε εσύ καλά και μας περιμένουν μεγάλες χαρές. – Θα σας παντρέψει ο μικρός νονός σου, ο Πάρης. Είναι επιθυμία του πατέρα του. – Ναι, μου το είπε ο καπετάν Πέτρος από το τηλέφωνο. Αν και δεν τον ξέρω εγώ. Μόνο μία φορά τον είδα στο νησί, όταν ήμουν κοριτσάκι. – Δεν έχει σημασία. Αφού αυτό θέλει ο καπετάν Πέτρος, ας γίνει το θέλημά του.
– Και βέβαια θα γίνει, απάντησε η Μυρτώ. Μόλις ο πατέρας της έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε ευχαριστημένος, πήρε τη μητέρα της και πήγαν μέχρι την πλησιέστερη καφετέρια να πιουν έναν καφέ και να κολατσίσουν κάτι στα γρήγορα. Εκεί τα είπαν και για τη στάση της Ασπασίας. – Τι τουπέ έχει! Ποια νομίζει ότι είναι; σχολίασε η κυρία Μαρκέλλα. Με συγχωρείς, παιδί μου, αλλά θα το πω γιατί μου καίει τη γλώσσα. Με το πορτοφόλι του άντρα της καβάλησε το καλάμι κι έγινε ψηλομύτα, ακατάδεκτη και αφιλόξενη. Κρίμα, με απογοήτευσε. Και να φανταστείς πως υπήρξαμε κολλητές φίλες κάποτε. Το λίγο που τη συναντούσα αργότερα, τα καλοκαίρια στο νησί, ήταν πάντα εγκάρδια και ζεστή μαζί μου, όπως τότε που ήμαστε κοπέλες. Τι άλλαξε; Τι έπαθε εδώ στο Λονδίνο; Τι της έκανα και έγινε τόσο απρόσιτη; – Τίποτα δεν της έκανες εσύ, μαμά. Εκείνη έχει το πρόβλημα. Εδώ στο Λονδίνο νιώθει αλλιώς. Προφανώς, θα συναναστρέφεται τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, κι εσύ της πέφτεις λίγη. Εσύ ήσουν και παραμένεις μια γυναίκα απλή. Αντί να καμαρώνει η ανόητη, το παίζει γαλαζοαίματη και φοβάται μην την πιάσουν στο στόμα τους οι κουτσομπόλες της αριστοκρατίας. Εμείς στον τόπο μας δεν έχουμε αριστοκράτες.
– Ποσώς με ενδιαφέρει. Εγώ ξέρω να πω, κόρη μου, πως κάθε άνθρωπος έχει την αξία του και πρέπει όλοι να είμαστε σεμνοί και ταπεινοί και να δίνουμε την πρέπουσα προσοχή στο συνάνθρωπό μας, πόσο μάλλον στους ανθρώπους με τους οποίους μας δένουν κάποια πράγματα, όπως μια παλιά φιλία ή κουμπαριά. Ο καπετάν Πέτρος έχει πιάσει το νόημα. Γι’ αυτό και δεν άλλαξε. Μας φέρθηκε άψογα. Ενώ η γυναίκα του, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο σπίτι της, με αντιμετώπισε σαν να ήμουν κουνούπι. – Το ίδιο έκανε και μ’ εμένα, γι’ αυτό πήρα τη βαλίτσα μου και έφυγα αμέσως. – Καλά έκανες. – Τώρα πρέπει να βρούμε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά. – Να ρωτήσουμε το νοσοκομείου.
γραφείο
πληροφοριών
του
– Δε χρειάζεται. Μου φαίνεται πως πήρε το μάτι μου μια πανσιόν στην απέναντι γωνία. – Ε, τότε ας πάμε μέχρι εκεί. Μια μεσόκοπη Ινδή καθόταν πίσω από το γκισέ της εισόδου, μπροστά στον πίνακα με τα κλειδιά.
– Τι μπορώ να κάνω για εσάς; τις ρώτησε ευγενικά. Οι δύο γυναίκες εξήγησαν ότι ήθελαν ένα δίκλινο δωμάτιο. Η άλλη τις κοίταξε διστακτικά και είπε: – Μόλις άδειασε ένα στη σοφίτα. Ελάτε να σας το δείξω, και αν σας αρέσει... Παλιές ξεφτισμένες ταπετσαρίες κάλυπταν τους τοίχους και το μοναδικό παράθυρο είχε θέα σ’ έναν ακάλυπτο εσωτερικό χώρο όπου έπαιζαν χιονοπόλεμο δύο μελαψά παιδάκια. Η τιμή του ήταν αρκετά προσιτή, γι’ αυτό και η Μυρτώ το έκλεισε αμέσως. – Θα μπορούσαμε να μείνουμε κάπου καλύτερα, παρατήρησε ξινίζοντας τα μούτρα της η κυρία Μαρκέλλα. – Δε χρειάζεται. Για έναν ύπνο το θέλουμε, της απάντησε η Μυρτώ και, κοιτάζοντας τα καλοσιδερωμένα λευκά σεντόνια, πρόσθεσε: Φτάνει που είναι καθαρό. Η Ινδή τούς παρέδωσε το κλειδί κι έφυγε. Μάνα και κόρη αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νοσοκομείο. Καθώς κατέβαιναν τα σκαλιά, μια πόρτα άνοιξε και από το δωμάτιο πίσω της βγήκε ένα αλλοπρόσαλλο ζευγάρι. Ο άντρας ήταν προχωρημένης ηλικίας, ενώ η γυναίκα που τον τραβούσε από το χέρι ήταν μια μικρή λολίτα, που κάλλιστα θα μπορούσε να την πει κανείς εγγονή του.
– Τι δουλειά έχει ο παλιόγερος με το κοριτσάκι; αναρωτήθηκε η Μυρτώ, και η μητέρα της έγινε κόκκινη σαν το παντζάρι, καθώς της πέρασε από το νου πως η πανσιόν που διάλεξαν να μείνουν ήταν στέκι του αγοραίου έρωτα. – Άσε το κλειδί και πάμε γρήγορα να φύγουμε από εδώ μέσα, είπε ψιθυριστά στην κόρη της, καθώς πλησίαζαν στην υποδοχή. Τότε το βλέμμα της Μυρτώς αντάμωσε με το βλέμμα ενός νέου καλοβαλμένου καστανού άντρα που την κοίταζε επίμονα. Πλάι του στεκόταν μια κοκκινομάλλα νταρντάνα, τυλιγμένη σ’ ένα λεοπάρ οικολογικό παλτό, κι έτσι όπως το είχε ξεκούμπωτο, από το βαθύ ντεκολτέ της ξεχείλιζαν προκλητικά τα πλούσια, τροφαντά στήθη της. Η κυρία Μαρκέλλα κόντεψε να πάθει συγκοπή με την εμφάνιση της γυναίκας. – Μυρτώ, κάνε γρήγορα, της ξέφυγε και είπε δυνατά αυτή τη φο ρά. – Καλά, καλά, απάντησε εκείνη. Τότε ο νέος άντρας τής χαμογέλασε πλατιά. – Ελληνίδα είστε; τη ρώτησε στα ελληνικά. Καλά το κατάλαβα.
– Μυρτώ! φώναξε για άλλη μία φορά η κυρία Μαρκέλλα, και στη στιγμή μάνα και κόρη βρέθηκαν στο δρόμο. – Τι έπαθες, μαμά; Τι σ’ έπιασε; – Κάνεις ότι δεν κατάλαβες; Κουκουλώσου να μην παγώσεις. Τώρα χιονίζει για τα καλά. – Δε θα ήταν άσχημα να αποκλειστούμε στο Λονδίνο. Να μια καλή ευκαιρία να το γνωρίσουμε. Να πάμε και στο μουσείο της Μαντάμ Τισό, στην Πινακοθήκη, στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ... – Πόσο επιπόλαια είσαι, Μυρτώ! Ο πατέρας σου... – Ο πατέρας μου μέχρι τα Χριστούγεννα θα είναι περδίκι και θα τα γιορτάσουμε όλοι μαζί. – Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. – Πες ό,τι θες. Εγώ πάντως είμαι αισιόδοξη. Κάτι μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά, τόνισε η Μυρτώ και, μπαίνοντας και οι δύο ακροπατώντας στο δωμάτιο του καπετάν Γιώργη, τον βρήκαν ξύπνιο και του χαμογέλασαν. – Πού είστε; Ανησύχησα. Σας περιμένω τόση ώρα. – Πήγαμε να τσιμπήσουμε κάτι.
Για την επίσκεψή τους στην πανσιόν δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Πλησιάζοντας η κυρία Μαρκέλλα στο προσκεφάλι του, του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά άρχισε να τον κανακεύει σαν μωρό. Έσιαξε τα στρωσίδια στο κρεβάτι του, ανασήκωσε τα μαξιλάρια για να βολευτεί εκείνος καλύτερα, του έδωσε με το καλαμάκι να πιει χυμό και μετά δρόσισε το πρόσωπό του με λίγο νερό και χτένισε προσεκτικά τα γκρίζα μαλλιά του. – Αύριο θα φέρω κουρέα να σε κουρέψει και να σε ξυρίσει. – Ναι, πρόσεχε μην παραλείψεις. Για γαμπρός πάω; Άρρωστος άνθρωπος είμαι. Τι περιμένεις; – Μη θυμώνεις, Γιώργη μου. Εγώ για το καλό σου το λέω. – Δίκιο έχει η μαμά, παρενέβη η Μυρτώ. – Τρελαθήκατε και οι δύο; Ας γίνω καλά και μετά... – Τώρα πάνε πια τα δύσκολα, πέρασαν. Έτσι είπαν οι γιατροί. – Δόξα τω Θεώ, ψιθύρισε ο καπετάν Γιώργης και το βλέμμα του στάθηκε στις πυκνές νιφάδες που έπεφταν έξω. Με τέτοια χιονοθύελλα δε νομίζω να έρθει ο Πέτρος να με δει
σήμερα, πρόσθεσε και τα μάτια του συνέχισαν να κοιτάζουν μια το παράθυρο και μια την πόρτα, μέχρι που κάποια στιγμή, όταν σκοτείνιασε και άναψαν τα φώτα, του φάνηκε πως άκουσε μια γνώριμη φωνή στο διάδρομο και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Μαρκέλλα, μου φαίνεται ότι ήρθε ο κουμπάρος μας, είπε, και πράγματι δεν είχε άδικο. Ο καπετάν Πέτρος μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενος από έναν καστανό νέο άντρα, που δεν ήταν άλλος από το μοναχογιό του, τον Πάρη. – Καλώς τους, τους υποδέχτηκε η κυρία Μαρκέλλα. – Δεν ήταν ανάγκη, παλιόφιλε, να έρθεις να με δεις με τούτο το χιονιά, παρατήρησε ο καπετάν Γιώργης. Η Μυρτώ χαιρέτησε τον καπετάν Πέτρο, που της είπε: – Ήρθε, επιτέλους, η ώρα να γνωρίσεις, βαφτιστήρα, και τον άλλο σου νονό. Τότε τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον Πάρη, και η Μυρτώ, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον καλοβαλμένο άντρα που της είχε μιλήσει λίγες ώρες πριν στην είσοδο της πανσιόν, συνοδευόμενος από εκείνη την προκλητική γυναίκα, έμεινε άναυδη. «Τι μικρός που είναι ο κόσμος!» σκέφτηκε τη στιγμή που ο Πάρης έσφιγγε μες στην παλάμη του το χέρι της και μ’ ένα γοητευτικό χαμόγελο της έλεγε:
– Χάρηκα πολύ. Κρίμα που δεν τo ’ξερα τόσο καιρό πως είχα μια τόσο ωραία βαφτιστήρα. Η Μυρτώ χαμογέλασε σφιγμένα. – Κι όμως, κάπου σ’ έχω ξαναδεί, συμπλήρωσε εκείνος, και τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της γεμάτο θαυμασμό, χωρίς να νοιάζεται που τους κοίταζαν όλοι. «Έχει πολύ μεγάλο θράσος ο τύπος», συλλογίστηκε η Μυρτώ, και ενώ οι γονείς της με το νονό της κουβέντιαζαν τα δικά τους, εκείνη ένιωθε αμηχανία από το βλέμμα του Πάρη, που την έγδυνε, κι ευχαρίστως θα του άστραφτε ένα χαστούκι αν μπορούσε. Όμως, καθώς δεν μπορούσε, αποφάσισε να τον αγνοήσει. Τότε ο νέος άντρας την πλησίασε και της είπε σχεδόν ψιθυριστά: – Σε αναγνώρισα αμέσως. Μη βλέπεις που έκανα το κορόιδο και δεν το έδειξα. Είσαι η όμορφη άγνωστη της πανσιόν. Της έκλεισε πονηρά το μάτι, και η Μυρτώ έγινε κατακόκκινη. – Είχαμε πάει με τη μητέρα μου για να κλείσουμε δωμάτιο, μουρμούρισε ντροπαλά. – Πού; Στην πανσιόν της Σίντι; είπε εκείνος και κάγχασε, κάνοντας τους άλλους να γυρίσουν και να τον κοιτάξουν περίεργα.
Η Μυρτώ ευχόταν να άνοιγε η γη και να την καταπιεί. Εντούτοις κατάφερε να πει: – Δεν ξέρω πού είναι το αστείο. Πρώτη φορά ήρθαμε στο Λονδίνο. Δεν ξέραμε... – Δεν ξέρατε, δε ρωτούσατε; – Θέλαμε ένα κατάλυμα πηγαινοερχόμαστε εύκολα.
εδώ
κοντά,
για
να
Ο Πάρης πρόσεξε την αμηχανία της και αμέσως σοβαρεύτηκε. – Καλά που μου το είπες. Θα το φροντίσω εγώ τώρα αμέσως, δήλωσε και, πλησιάζοντας αποφασιστικά κοντά στο κρεβάτι του αρρώστου, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου που βρισκόταν στο κομοδίνο και έκλεισε ένα δίκλινο δωμάτιο στο πλησιέστερο πεντάστερο ξενοδοχείο της περιοχής. Ο πατέρας του τον κοίταξε με απορία. – Τι έκανες, γιε μου; Γιατί; Αφού μένουν στο σπίτι μας. – Τους πέφτει λίγο μακριά, απάντησε ο Πάρης και, ρίχνοντας το βλέμμα του στη Μυρτώ, που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα, της χαμογέλασε.
Την ίδια στιγμή, μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο για να τους αναγγείλει πως το επισκεπτήριο τέλειωσε, και τότε, ένας ένας, αφού ασπάστηκαν τον καπετάν Γιώργη και του ευχήθηκαν «καλό ξημέρωμα», αναχώρησαν. Ο Πάρης, ευγενικός, παρά τις αντιρρήσεις της Μυρτώς, κουβάλησε τη βαλίτσα της μέχρι την έξοδο. Η λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου τούς περίμενε εκεί. Το χιόνι είχε κοπάσει και μέσα στην παγωνιά οι ανάσες τους άχνιζαν, δημιουργώντας συννεφάκια. Ο σοφέρ άνοιξε την πόρτα στο αφεντικό του να καθίσει πλάι του μπροστά, ενώ ο Πάρης, κοιτάζοντας τη Μυρτώ και τη μητέρα της, τις παρότρυνε να μπουν γρήγορα στο αυτοκίνητο, πριν παγώσουν τα χέρια και η μύτη τους. – Θα πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο να αφήσουμε τις κυρίες, έδωσε εντολή στον οδηγό, μόλις κάθισε κι εκείνος στο πίσω κάθισμα, δίπλα στη Μυρτώ. Στη μικρή διαδρομή, η κοπέλα μαζευόταν προς τη μεριά της μητέρας της για να αφήσει άνεση χώρου στον Πάρη, μα σε μια στροφή το αυτοκίνητο γλίστρησε στο χιόνι και απότομα βρέθηκε στην αγκαλιά του. – Παναγιά μου! φώναξε φοβισμένη, ενώ η μητέρα της έκανε το σταυρό της.
– Δεν είναι τίποτα. Μην ανησυχείτε, τις καθησύχασε ο καπετάν Πέτρος, ενώ ο σοφέρ ζήτησε συγνώμη και ο Πάρης είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Φτάνοντας στο πολυτελές ξενοδοχείο, συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι τη ρεσεψιόν, συμπλήρωσε ο ίδιος το σχετικό έντυπο και τους ευχήθηκε «καλή διαμονή». – Δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω, παιδί μου, του είπε τότε η κυρία Μαρκέλλα, ενώ η Μυρτώ τον κοίταξε μ’ ένα ζεστό βλέμμα, ευχαριστώντας τον κι εκείνη. – Δεν είναι τίποτα. Αλίμονο! Ξένοι είμαστε; Καληνύχτα, κι αν χρειαστείτε κάτι, πάρτε με τηλέφωνο, πρόσθεσε, βάζοντας στο χέρι της Μυρτώς την κάρτα του. – Σκίστηκε να μας βοηθήσει ο Πάρης. Να είναι καλά. Φαίνεται ότι έμοιασε του πατέρα του, σχολίασε η κυρία Μαρκέλλα όταν έπεσε εξουθενωμένη από την κούραση της μέρας στο άνετο κρεβάτι. Η Μυρτώ χαμογέλασε με νόημα, ενώ την ίδια στιγμή ο νους της πήγε στον Νικολή, τον άντρα της καρδιάς της. «Αχ, αγάπη μου, πού να ’σαι τώρα;» αναρωτήθηκε και, κλείνοντας τα μάτια, τον έφερε με τη σκέψη της κοντά της. Προσπάθησε να χαλαρώσει και να κοιμηθεί, όμως ο ύπνος δεν έλεγε να την πάρει. Τότε ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά:
– Μαμά, κοιμάσαι; – Όχι, δεν μπορώ. – Το ίδιο κι εγώ. Έχω εκνευρισμό. – Ηρέμησε. – Μαμά, ξέρεις ποιος είναι αυτός ο Πάρης; – Είπαμε, ο δεύτερος νονός σου. – Καλά, ευχαριστώ. Δεν εννοώ αυτό. – Θεού θέλοντος, θα γίνει και κουμπάρος σου. Θα σε παντρέψει. – Το ξέρω αυτό, το κατάλαβα. Δεν είμαι χαζή. – Διαλογική συζήτηση θα πιάσουμε μες στη νύχτα; Μας περιμένει δύσκολη μέρα αύριο. Άσε τις φλυαρίες και κοιμήσου. – Θυμάσαι εκείνη την κοκκινομάλλα νταρντάνα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ που είδαμε στην πανσιόν; – Πώς σου ήρθε τώρα στο νου; Τη θυμάμαι. – Ο Πάρης τη συνόδευε.
– Αποκλείεται. Κάνεις λάθος. Άντρας είναι, δε λέω, όμως αν ήθελε να πάει με κοκότα, θα μπορούσε να διαλέξει την ωραιότερη της Αγγλίας. Αυτή είχε το χάλι της. – Εγώ δεν κολλάω σε αυτό. Άλλο μού κάνει εντύπωση. Γιατί ένας νέος άντρας της εποχής μας, σαν τον Πάρη, να συχνάζει στα παλιοξενοδοχεία με τέτοιες γυναίκες; Σίγουρα κάποιο βίτσιο θα έχει... – Πάψε πια. Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Κλείσε το στόμα σου να κοιμηθούμε. Τι μας νοιάζει τι κάνει στο κρεβάτι του ο Πάρης; Κι έπειτα από μια παύση, αφού το δούλεψε λίγο το θέμα στο μυαλό της, πρόσθεσε: Το βίτσιο με τις κοκότες το έχουν οι ναυτικοί. Δεν έχεις ακούσει που λένε κάθε λιμάνι και καημός; Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι; Επειδή στερούνται τις γυναίκες τους, αναζητούν τον αγοραίο έρωτα, κι έτσι μαθαίνουν να γλυκαίνονται με κοκότες. Η Μυρτώ αναστέναξε. Ο νους της έφυγε ξαφνικά από τον Πάρη και πέταξε πάλι στον αρραβωνιαστικό της. Μόνο που τον φαντάστηκε σε ξένη αγκαλιά, φούντωσε ολόκληρη. «Σε θέλω δικό μου, καταδικό μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως θα σε μοιραστώ με κάποια άλλη. Είσαι άνθρωπος, δε λέω, και έχεις τις αδυναμίες σου, όμως οι εφήμεροι έρωτες της μιας βραδιάς εγκυμονούν κινδύνους για εσένα, για εμένα, για την αγάπη μας, για το μέλλον μας. Τι κι αν είσαι ναυτικός; Οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Άλλωστε, εσύ δεν είσαι
σαν όλους τους άλλους. Είσαι μοναδικός. Γι’ αυτό σ’ αγάπησα με την πρώτη ματιά», αναλογίστηκε και, σιγά σιγά, με τη σκέψη της κολλημένη στον Νικολή, χαλάρωσε και αποκοιμήθηκε γλυκά έως το άλλο πρωί, που το κουδούνισμα του τηλεφώνου την πέταξε από το βαθύ ύπνο της. – Το τηλέφωνο, μαμά, δεν ακούς; φώναξε. Η κυρία Μαρκέλλα έκανε ντους εκείνη τη στιγμή, κι έτσι η Μυρτώ, θέλοντας και μη, σήκωσε αγουροξυπνημένη το ακουστικό. – Καλημέρα, καρδούλα μου, άκουσε μια αντρική φωνή να της λέει. – Ποιος είναι; ρώτησε απότομα και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πως στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ο αρραβωνιαστικός της και ξύπνησε για τα καλά. Νικολή, εσύ; Δεν το πιστεύω. Πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω. Θα πρέπει να επικοινωνούμε με τηλεπάθεια. Όλη τη νύχτα σε είχα στο νου μου. Κοιμήθηκα με τη σκέψη σου. – Τι σύμπτωση! Κι εγώ. – Πιάσατε στην Κύπρο; – Ναι, στην Κερύνεια. Από εδώ σου τηλεφωνώ. Σε λίγο θα σαλπάρουμε για Ελλάδα.
– Ποιος σου είπε ότι μένουμε σε αυτό το ξενοδοχείο; – Σιγά το δύσκολο. Πήρα τα γραφεία του καπετάν Πέτρου στο Λονδίνο και ζήτησα να μιλήσω με τον ίδιο. Είναι θαυμάσιος άνθρωπος, με κατατόπισε πλήρως για την υγεία του πατέρα σου και μου είπε και για εσένα. Αν όλα πάνε καλά, ελπίζω τα Χριστούγεννα να πάρω άδεια και να τα περάσουμε όλοι μαζί στο νησί. – Μακάρι, αγάπη μου. Να ’ξερες πόσο πολύ σ’ έχω αποθυμήσει. – Εγώ να δεις! – Καλό ταξίδι. – Καλή αντάμωση, είπε ο Νικολής και έκλεισε. Η Μυρτώ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Η κυρία Μαρκέλλα είδε τη λάμψη στα μάτια της και χαμογέλασε. – Έτσι και ο μπαμπάς είναι καλά, μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα γυρίσουμε στην Ελλάδα για τα Χριστούγεννα. – Άλλα έλεγες χτες, κόρη μου. – Είπα, ξείπα. Ο Νικολής είναι το άλφα και το ωμέγα για εμένα και, αν πάρει άδεια, τίποτα δε με κρατάει μακριά του.
– Κι αν αποκλειστούμε από τα χιόνια; – Μην κακομελετάς. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Είμαι ικανή να κινήσω γη και ουρανό για χάρη του. Η κυρία Μαρκέλλα έριξε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο και, κουνώντας το κεφάλι, συλλογίστηκε: «Αχ, τα νιάτα! Κουβαλούν τρέλα, γι’ αυτό και βλέπουν τον κόσμο με άλλα μάτια. Παθιάζονται και ενθουσιάζονται με τον έρωτα. Όμως ακόμα και οι μεγάλοι έρωτες ξεθωριάζουν και σβήνουν, κι εκείνο που μένει είναι η ανάμνηση των στιγμών, γι’ αυτό και αξίζει να ζούμε εμπειρίες όσο είμαστε νέοι. Να ζυμωνόμαστε με τις χαρές και τις λύπες της ζωής και όχι να παραμένουμε απλοί θεατές της». Στο μεταξύ έκανε και η Μυρτώ ντους και ντύθηκε στα γρήγορα. Κοιτάζοντας τη μητέρα της που έστεκε τόση ώρα μπροστά στο παράθυρο σαν αποσβολωμένη, απόρησε. – Μαμά, τι θα γίνει; Θα φύγουμε καμιά φορά; – Πάμε, παιδί μου. Ο πατέρας σου μας περιμένει.
5 Ο Πάρης ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ και ο χλομός ήλιος είχε αρχίσει να παίζει το συνηθισμένο του κρυφτούλι με τα γκρίζα σύννεφα. Τα εκχιονιστικά μηχανήματα είχαν στοιβάξει σωρούς από χιόνι στις άκρες των δρόμων και στα πεζοδρόμια και οι πρωινοί διαβάτες βάδιζαν με προσοχή. – Πρέπει να πατάμε σταθερά για να μη γλιστρήσουμε, συμβούλεψε η κυρία Μαρκέλλα την κόρη της, καθώς κρατιούνταν από το χέρι. Μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο, που απείχε μόλις δύο τετράγωνα από το ξενοδοχείο, είδαν κι έπαθαν. – Η χιονοθύελλα σταμάτησε, αλλά από το κρύο έχουν παγώσει τα πάντα, είπαν στον καπετάν Γιώργη μπαίνοντας στο δωμάτιό του με τα δόντια τους να χτυπούν, κι εκείνος χαμογέλασε. – Μπαμπά, είσαι καλύτερα από χτες, παρατήρησε η Μυρτώ. Το βλέπω στα μάτια σου. Πότε θα σου κόψουν τα ράμματα να πάμε στο καλό; Τηλεφώνησε ο Νικολής και...
– Όλα τα ξέρω. Πήρε κι εδώ. Συνεννοηθείτε με το γιατρό, ήταν η απάντησή του, και από εκεί και μετά η Μυρτώ πήρε σβάρνα τους διαδρόμους και τα γραφεία για να μάθει για την πορεία της υγείας του πατέρα της, όπως και την πιθανή ημερομηνία εξόδου του. – Σε δύο μέρες, εκτός απροόπτου, θα είναι σε θέση να πάρει εξιτήριο ο πατέρας σας, δεσποινίς, και να συνεχίσει τις χημειοθεραπείες στα εξωτερικά μας ιατρεία, της είπε ο γιατρός που τον παρακολουθούσε, και η Μυρτώ αναστατώθηκε. – Τις χημειοθεραπείες δε θα μπορούσε να τις κάνει στην Ελλάδα; Μας είναι πολύ δύσκολο να παραμείνουμε κι άλλο εδώ, ψέλλισε αγχωμένη. – Τότε πράξτε κατά συνείδηση. Η κατάσταση της υγείας του είναι πολύ σοβαρή. Δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο. Σας υπενθυμίζω πως πάσχει από επιθετική μορφή καρκίνου, της τόνισε ο γιατρός και της έκοψε τη φόρα. Από εκεί που ήταν αισιόδοξη και ευδιάθετη, σφίχτηκε πάλι η ψυχή της και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να παίξει θέατρο μπροστά στους γονείς της για να μην τους αποκαρδιώσει κι εκείνους. Όταν άνοιξε η πόρτα το σούρουπο και είδε μπροστά της
τον καπετάν Πέτρο με το γιο του, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει στον Πάρη. Μπορεί την πρώτη στιγμή να μην της έκανε τόσο καλή εντύπωση, όμως από την ώρα που προθυμοποιήθηκε να την πάει μαζί με τη μητέρα της στο ξενοδοχείο, κέρδισε τη συμπάθειά της. Άλλωστε, εκτός από νονός της, θα γινόταν και κουμπάρος της. Με αυτή τη σκέψη πήρε το θάρρος να του πει: – Κύριε Πάρη, πνίγομαι. Μη βλέπετε που χαμογελάω, παίζω θέατρο. Ο Πάρης την πήρε κατά μέρος, για να μην τους ακούσουν οι άλλοι. – Τι έχεις; τη ρώτησε. Εγώ είμαι εδώ για εσένα. Αφού σου έδωσα το τηλέφωνό μου. Γιατί δε μου τηλεφώνησες όλη μέρα; – Ο μπαμπάς δεν είναι καλά. Μη βλέπετε... – Αυτό είναι γνωστό. Ο καρκίνος δεν αντιμετωπίζεται έτσι εύκολα. – Θέλω να τον πάρω να φύγουμε στην Ελλάδα. Να κάνει τις χημειοθεραπείες εκεί. – Και γιατί, παρακαλώ, τόση βιασύνη;
– Μη με παρεξηγείτε, όμως θέλω αυτά τα Χριστούγεννα να τα περάσουμε οικογενειακά στο νησί μας. Θα πάρει και ο αρραβωνιαστικός μου την άδειά του... – Τι πράγματα είναι αυτά; Εκείνο που προέχει είναι η υγεία του πατέρα σου. Υπάρχουν προτεραιότητες στη ζωή. Τι σου είπε ο γιατρός; – Να πράξω κατά συνείδηση. – Πολύ σωστά. Αυτό πρέπει να κάνεις. Όμως νομίζω πως τον πρώτο λόγο τον έχει ο ο πατέρας σου, που είναι και ο παθών. – Εκείνος θα κάνει ό,τι του πω εγώ. – Και η μητέρα σου; Δεν πρέπει να ερωτηθεί; Η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι. – Η μαμά θα κάνει ό,τι της πει ο μπαμπάς. – Και ο μπαμπάς ό,τι του πεις εσύ, η μικρή ατομίστρια, που βάζεις πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου. Την προσωπική σου επιθυμία να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα συντροφιά με τον αρραβωνιαστικό σου. – Κακό είναι αυτό; Τον αγαπώ και θέλω να είμαι κοντά
του. – Τότε άσε τους γονείς σου εδώ και πήγαινε στην Ελλάδα να τον βρεις. – Δυο τρεις μέρες μόνο θα λείψω, γιατί τόση θα είναι η άδειά του. Αυτή τη στιγμή υπηρετεί τη θητεία του σ’ ένα αρματαγωγό. – Άντε, καλός πολίτης, είπε ο Πάρης. – Τι λέει η νεολαία μας; ρώτησε ο πατέρας του από την άλλη άκρη. – Εδώ, η Μυρτώ μού λέει για τον αρραβωνιαστικό της. Πόσο πολύ τον αγαπάει. Μίλησε με την τύχη του ο λεβέντης, πρόσθεσε πιο σιγανά, μα όλοι τον άκουσαν και χαμογέλασαν. – Είναι πράγματι λεβεντόπαιδο. Αξίζει την αγάπη της, απάντησε ο καπετάν Γιώργης και κοίταξε τη Μυρτώ με ένα βλέμμα όλο χαρά. – Και στα δικά σας, κύριε Πάρη, ευχήθηκε η κοπέλα, αλλά εκείνος, αντί να πει ένα τυπικό, έστω, «ευχαριστώ», συνοφρυώθηκε. – Είσαι η Μυρτώ και είμαι ο Πάρης σκέτο. Σε παρακαλώ,
πάψε να μου μιλάς στον πληθυντικό. Μου τη δίνει. Δεν είμαι δα και τόσο μεγαλύτερός σου, της είπε σχεδόν ψιθυριστά. Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που το επισκεπτήριο τέλειωσε και η νοσοκόμα τούς έδειξε την πόρτα. Μόλις βρέθηκαν όλοι μαζί στην έξοδο, είπε ο Πάρης: – Πεινάω σαν λύκος. – Όλοι πεινάμε, δήλωσε ο πατέρας του και, κοιτάζοντας την κουμπάρα του και τη βαφτιστήρα του, τους πρότεινε να δειπνήσουν παρέα στο σπίτι του. Η Ασπασία μάς περιμένει. Λυπήθηκε πολύ που μετακομίσατε στο ξενοδοχείο. Θέλει οπωσδήποτε να σας ξαναδεί. – Και βέβαια θα ξαναβρεθούμε πριν φύγουμε για την πατρίδα. Όμως, κουμπάρε, για σήμερα εγώ δεν μπορώ. Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο από το πρωί. Καλύτερα να πάω να τσιμπήσω κάτι πρόχειρο στο ξενοδοχείο και να αναπαυτώ, είπε η κυρία Μαρκέλλα. Ο καπετάν Πέτρος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και στράφηκε προς τη Μυρτώ. – Η μητέρα σου απαλλάσσεται, όμως εσύ θα έρθεις να φας μαζί μας, είπε αποφασιστικά, και η Μυρτώ ούτε που τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Μπροστά στον άντρα της και στο γιο της, η νονά της σίγουρα θα έδειχνε το καλό της
πρόσωπο, σκέφτηκε και μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο μπήκε στη λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου. Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του, το βλέμμα της ήταν κολλημένο στο παράθυρο. – Λοιπόν, Μυρτώ, πώς σου φαίνεται το χιονισμένο, φωταγωγημένο Λονδίνο, ντυμένο στα γιορτινά του; τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Πάρης, που καθόταν πλάι της. – Τα μάτια μου δε χορταίνουν τόση ομορφιά. Είναι ένας μοναδικός συνδυασμός ιστορίας, αρχιτεκτονικής και μνημείων. Έχω εντυπωσιαστεί. Θα το πω στον Νικολή. Μακάρι να μπορέσουμε να περάσουμε το μήνα του μέλιτος εδώ. Στο ξενοδοχείο διάβασα τον τουριστικό οδηγό με όλα τα αξιοθέατα της πόλης και έχω πολύ μεγάλη λαχτάρα να τα δω. – Είσαι νέα, παιδί μου. Σίγουρα θα σου δοθεί η ευκαιρία να τα δεις όλα πολλές φορές, παρατήρησε ο καπετάν Πέτρος, ενώ ο γιος του δεν έκανε κανένα σχόλιο. Πλησιάζοντας στο σπίτι, το είδαν να λαμποκοπάει φωτισμένο από ένα μεγάλο αστέρι, που δέσποζε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου, και από δεκάδες πολύχρωμα λαμπιόνια. – Η μαμά μεγαλούργησε πάλι. Τόσο εντυπωσιακό χριστουγεννιάτικο στολισμό μόνο εμείς έχουμε στο δρόμο
αυτό, σχολίασε ο Πάρης, ο οποίος επισκεπτόταν το πατρικό του αραιά και πού, καθώς προτιμούσε να μένει στο κέντρο της πόλης. Μόλις η λιμουζίνα πέρασε την καγκελόπορτα και γλίστρησε στο χαλικόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο γκαράζ, τα δύο ροτβάιλερ του καπετάν Πέτρου έτρεξαν να τον υποδεχτούν, και η Μυρτώ σκιάχτηκε. – Πού ήταν αυτά κρυμμένα; Δεν τα είδα την άλλη φορά. – Τη μέρα είναι δεμένα. Μόνο το βράδυ τα λύνουμε για να μας φυλάνε. Ο σοφέρ άνοιξε την πίσω πόρτα για να βγει η Μυρτώ, κι εκείνη κοντοστάθηκε. – Σας παρακαλώ, κύριε Πάρη, να δέσετε τα σκυλιά, τα φοβάμαι. – Μάλιστα, δεσποινίς Μυρτώ, απάντησε εκείνος μ’ ένα ύφος θεατρικό και την ίδια στιγμή φώναξε έναν υπηρέτη να τα μαζέψει. Μήπως έχετε και κάποια άλλη επιθυμία; τη ρώτησε μετά και, πιάνοντάς την από το χέρι, ανέβηκαν μαζί τη μαρμάρινη σκάλα μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού. Η μητέρα του, ντυμένη στην πένα, τους περίμενε στο κατώφλι. Ο άντρας της είχε προηγηθεί.
– Καλώς όρισες, πουλάκι μου, υποδέχτηκε το γιο της δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο, ενώ ταυτόχρονα το βλέμμα της έπεσε στη Μυρτώ. Έμαθα πως η κατάσταση της υγείας του πατέρα σου εξελίσσεται καλά και χάρηκα, μικρή μου, της είπε. – Ε, όχι και μικρή, ολόκληρη κοπέλα, της παντρειάς, σχολίασε ο Πάρης. Η Ασπασία φόρεσε το καλό της χαμόγελο και αγκάλιασε τη Μυρτώ με ζεστασιά. – Πώς περνούν τα χρόνια, γλυκιά μου! Σε θυμάμαι μωρό στο καροτσάκι. Ήσουν ένα πανέμορφο κοριτσάκι. – Μήπως τώρα τι είναι; είπε ο Πάρης, κοιτάζοντας τη Μυρτώ με ένα βλέμμα που την έκανε να νιώσει και πάλι άβολα. – Ευχαριστώ, ψέλλισε εκείνη. Η μητέρα του, βλέποντας το σκηνικό, ξερόβηξε και, δυναμώνοντας τη φωνή της, τους κάλεσε να περάσουν στην τραπεζαρία. Ο καπετάν Πέτρος είχε πάρει ήδη τη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού. – Έλα, βαφτιστήρα, κάτσε εδώ πλάι μου, είπε μόλις είδε τη Μυρτώ να πλησιάζει συνεσταλμένα.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο μ’ ένα ολοκέντητο λευκό τραπεζομάντιλο από φίνο λινό ύφασμα και οι πορσελάνες, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια λαμποκοπούσαν κάτω από το μεγάλο πολυέλαιο που κρεμόταν με μια χρυσή αλυσίδα από την οροφή. – Έχετε κάποια γιορτή; ρώτησε η Μυρτώ τον Πάρη, που κάθισε στα δεξιά του πατέρα του, κι εκείνος χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Τότε η μητέρα του, από την άλλη άκρη του τραπεζιού, έκανε νόημα στη σερβιτόρα να γεμίσει τα ποτήρια τους με κρασί κοκκινέλι της πατρίδας και, κοιτάζοντας ακριβώς απέναντι τον άντρα της και μετά το γιο της και τη Μυρτώ, ύψωσε το ποτήρι της και έκανε μια πρόποση: – Καλά Χριστούγεννα. Με υγεία και αγάπη και καλές δουλειές. – Αμήν, απάντησαν πατέρας και γιος. – Αμήν, είπε σιγανά και η Μυρτώ. Στη συνέχεια άρχισε το σερβίρισμα του φαγητού. Λαχανοντολμάδες αβγολέμονο και κατσικάκι ριγανάτο στη λαδόκολλα με πατάτες φούρνου. Οι άντρες, ξελιγωμένοι της πείνας, άρχισαν να τρώνε, και τότε η οικοδέσποινα βρήκε την ευκαιρία να πει τα δικά της στη Μυρτώ:
– Ο άντρας μου τρελαίνεται για την ελληνική κουζίνα. Ζούμε τόσα χρόνια στο Λονδίνο, κι όμως ακολουθούμε τη μεσογειακή διατροφή. Η μαγείρισσά μας, που είναι από την Ελλάδα, όπως και όλο το προσωπικό, χρησιμοποιεί μόνο εξαιρετικά αγνό παρθένο ελαιόλαδο σε όλα τα φαγητά. Τα κρέατα, τα τυριά και τα φρούτα μάς έρχονται ολόφρεσκα καθημερινά, αεροπορικώς από την πατρίδα. Μας κοστίζουν κάτι παραπάνω, αλλά ο καπετάνιος είναι ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Πέτρο; κατέληξε κοιτάζοντάς τον. – Τι έλεγες; – Το παράπονό μου είναι πως δε με προσέχεις ποτέ. Εγώ μιλάω κι εσύ έχεις το νου σου αλλού. Εκείνος κατάπιε την μπουκιά του και στράφηκε στη Μυρτώ, αγνοώντας το σχόλιο της συμβίας του. – Κρίμα που δεν ήρθε η μητέρα σου. Έχασε. – Δεν πειράζει, μια άλλη φορά, νονέ. – Τα Χριστούγεννα προβλέπω να τα γιορτάσουμε με τους γονείς σου παρέα εδώ, είπε ο Πάρης, καρφώνοντας τη Μυρτώ με τη ματιά του. Η μητέρα του ξερόβηξε, ενώ ο πατέρας του αναφώνησε:
– Ασφαλώς, όλοι μαζί, εξυπακούεται! – Ευχαριστώ, αλλά εγώ δε θα μπορέσω, μουρμούρισε η Μυρτώ. – Γιατί, κόρη μου, πού θα πας; – Θα γυρίσω στην Ελλάδα. Έχω και έναν αρραβωνιαστικό. Ο νους μου είναι σ’ εκείνον. Έτσι και του δώσουν άδεια... – Να του μηνύσεις να έρθει στο Λονδίνο. – Υπηρετεί τη θητεία του, δεν ξέρω αν μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό, είπε η Μυρτώ, ενώ από μέσα της σκέφτηκε πως, και να μπορούσε, δε θα είχε την οικονομική ευχέρεια για να το κάνει. Οι οικονομίες του Νικολή από το πρώτο του μπάρκο ως δόκιμου ανθυποπλοίαρχου ήταν περιορισμένες. Ο αρραβωνιαστικός της ήταν ένα φτωχόπαιδο μεγαλωμένο σε ορφανοτροφείο, δεν είχε πλάτες όπως ο Πάρης. Ξαφνικά, κάτι μέσα της κλότσησε και ήθελε να φύγει από εκεί. Έτσι πρόσθεσε: Σας ευχαριστώ πολύ. Το φαγητό ήταν περίφημο και η παρέα σας ακόμα πιο καλή. Αλλά είναι ώρα να πηγαίνω. Η μαμά είναι μόνη και... μήπως μπορείτε να καλέσετε ένα ταξί; κατέληξε με τα χίλια ζόρια, κοιτάζοντας κατάματα τον Πάρη που κρεμόταν από τα χείλη της. Εκείνος, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, σηκώθηκε από τη θέση
του λέγοντας: – Αφού μένω στο κέντρο, εγώ θα σε πάω. Η μητέρα του του έριξε μια παραξενεμένη ματιά. – Μα... ακόμα δεν πήραμε επιδόρπιο, δε φάγαμε τον μπακλαβά. – Τον λόγο τον έχει η Μυρτώ. – Τα αποφεύγω τα γλυκά, νονά, απάντησε εκείνη και, αφού της έσφιξε το χέρι, την ευχαρίστησε για άλλη μία φορά και την καληνύχτισε. Το ίδιο έκανε και με το νονό της και ακολούθησε τον Πάρη που βρισκόταν ήδη στη σκάλα. Στο γκαράζ, εκτός από τη λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου, ήταν παρκαρισμένα δύο σπορ πολυτελή αυτοκίνητα. Μια Τζάγκουαρ και μια Άστον Μάρτιν. Ο Πάρης τα έδειξε στη Μυρτώ με καμάρι. – Σου αρέσουν; – Είναι πολύ ωραία. Να τα χαίρεστε, κύριε Πάρη. – Κερί και λιβάνι. Επίτηδες το κάνεις; Σου απαγορεύω να μου μιλάς στον πληθυντικό, της είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου, και η Μυρτώ μαζεύτηκε.
«Είναι θεόμουρλος ο άνθρωπος», σκέφτηκε χαμήλωσε το βλέμμα της για να αποφύγει τη ματιά του.
και
– Λοιπόν, θα μου πεις με ποιο αμάξι προτιμάς να σε πάω στο Σίτι; – Με όποιο θέλεις, ψέλλισε εκείνη, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά ενικό. – Έτσι μπράβο! Βλέπω πως, επιτέλους, άρχισες να παίρνεις από λόγια, σχολίασε ο νέος άντρας μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ανοίγοντάς της την πόρτα της Τζάγκουαρ για να περάσει. – Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του, είπε η Μυρτώ αόριστα, κι εκείνος, βάζοντας μπρος τη μηχανή, σχολίασε ειρωνικά: – Τάδε έφη Μυρτώ. – Όχι βέβαια. Τάδε έφη Θουκυδίδης, τον 4o αιώνα π.Χ. – Θες να μου πεις πως διαβάζεις και αρχαίους συγγραφείς; – Αφού σπουδάζω στην Παιδαγωγική Ακαδημία...
– Δηλαδή, οι φιλοδοξίες σου είναι να γίνεις μια δασκαλίτσα σε κάποιο σχολειό και να παντρευτείς το ναυτάκι του Αιγαίου; – Ο Νικολής είναι απόφοιτος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων των Οινουσσών. Μια μέρα θα γίνει καπετάνιος όπως ο πατέρας μου και μετά μπορεί να ασχοληθεί και με το εμπόριο της θάλασσας και να γίνει πλοιοκτήτης. Τίποτα δεν αποκλείεται. Είναι νέος, ικανός και φιλόδοξος. Και, πάνω απ’ όλα, μ’ αγαπάει και τον αγαπάω, δήλωσε σε έντονο ύφος η Μυρτώ, γιατί τα υπονοούμενα και οι μπηχτές του Πάρη την είχαν νευριάσει πολύ. «Κακώς, πολύ κακώς δέχτηκα να με πάει στο ξενοδοχείο», σκέφτηκε, όμως δεν του το είπε. Καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, από μέσα της έβραζε. «Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Δε σέβεται τίποτα», συνέχισε τις σκέψεις της. Και εφόσον βρισκόταν μόνη πλέον μαζί του, προετοίμαζε τον εαυτό της για το πώς θα αντιδρούσε αν και εφόσον ο Πάρης αποθρασυνόταν τελείως και άπλωνε χέρι πάνω της. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν τόλμησε να το κάνει, όμως για να την τσιτώσει πάτησε το γκάζι. Η Μυρτώ τσίμπησε. – Σε παρακαλώ, σταμάτα να κατέβω. Φοβάμαι. – Φοβάσαι; Κρίμα, κοριτσάκι, κι εγώ που νόμιζα πως είσαι θαρραλέα, της είπε και ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα.
– Ούτε κοριτσάκι είμαι ούτε κουβαλάω την τρέλα τη δικιά σου. Αρκετά, σταμάτα τις αηδίες. Το παράκανες. Θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Ολόκληρος μαντράχαλος και φέρεσαι σαν παιδί. Στο μεταξύ είχαν μπει στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, κι έτσι εκείνος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. – Τι κατάλαβες τώρα; Να, ορίστε, πάμε σαν σαλιγκάρια. Μου την έσπασες. Και είχα σχέδια για τους δυο μας απόψε. Να σου δείξω το νυχτερινό Λονδίνο. – Να μου λείπει. Ή σταμάτα σε μια πιάτσα να πάρω ένα ταξί ή πήγαινέ με κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που μπήκα στο αυτοκίνητό σου. Να το ξέρεις. – Άσε την γκρίνια και κοίτα μπροστά σου. Η Γέφυρα του Πύργου. Ανοίγει στα δύο και επιτρέπει στα μεγάλα πλοία, σαν αυτό που έρχεται από εκεί κάτω, να περάσουν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι τη Γέφυρα του Λονδίνου. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, και η γέφυρα άνοιξε. – Αυτό είναι καταπληκτικό. Τώρα υποχρεωτικά θα παραμείνουμε εδώ μέχρι να ξανακλείσει. Το ξενοδοχείο σου βρίσκεται στην απέναντι όχθη του Τάμεση.
– Τι γκαντεμιά! – Γιατί το λες αυτό; Δε χαίρεσαι που θα είμαστε κι άλλο μαζί; – Δεν είσαι καλά. Πρέπει να σε δει γιατρός. – Να τα μας. Η μικρή έβγαλε γλώσσα. – Μικρό είναι το μάτι σου. Αρκετά σε ανέχτηκα. Δε βλέπω την ώρα να φτάσω στο ξενοδοχείο για να γλιτώσω από εσένα τον κυκλοθυμικό. – Πήρες φόρα, βλέπω. – Καλά κάνω. Εκείνη τη στιγμή, το φωταγωγημένο καράβι περνούσε ανάμεσα από τους δύο πύργους της ανασηκωμένης γέφυρας και το θέαμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό. – Η κρουαζιέρα στον Τάμεση θα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Διάβασα στον τουριστικό οδηγό πως τα ποταμόπλοια πηγαίνουν μέχρι το Γκρίνουιτς. Έχεις πάει; – Άλλη όρεξη δεν είχα, να κάνω βόλτες στον Τάμεση. Αυτά είναι για τους τουρίστες ή για τους αδαείς που έρχονται στο Λονδίνο για πρώτη φορά, σαν κι εσένα.
– Για τη δικιά μου γλώσσα λες, αλλά και η δικιά σου δεν πάει πίσω. Φαρμάκι στάζει. Αντί να μου πεις μια καλή κουβέντα για να ξεχάσω τη στενοχώρια με τον πατέρα μου, εσύ με τσιγκλάς συνέχεια και, εμμέσως πλην σαφώς, με μειώνεις. Πριν είπες τον αρραβωνιαστικό μου ναυτάκι. – Ναυτάκι δεν είναι; – Τώρα λες εμένα αδαή. – Αφού δεν έχεις ξανάρθει στο Λονδίνο. Τι κόμπλεξ κουβαλάς και λες πως σε μειώνω; Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εγώ, με όλη μου την καλοσύνη, πήγα να σε βοηθήσω και βρήκα τον μπελά μου. Αντί να μου πεις «ευχαριστώ»... – Καλά, καλά μη θυμώνεις. Αν είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω, ας την πάρει το ποτάμι. Να δω πότε θα ξεκολλήσουμε από εδώ. Πότε θα κλείσει αυτή η γέφυρα να περάσουμε απέναντι. Έχασες το βράδυ σου μαζί μου. Θα μπορούσες να είσαι με τις παρέες σου. – Αυτές τις έχω όποτε θέλω. Εσένα, όμως... Ακόμα δε σε γνώρισα, θα σε αποχωριστώ. – Και τι με αυτό; είπε αδιάφορα η Μυρτώ, και ο Πάρης ξεσπάθωσε. – Μη μου κάνεις τη χαζή. Είναι ολοφάνερο πως κάτι με
τραβάει κοντά σου. Κάτι πρωτόγνωρο. Κάτι καταπληκτικό. Το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στην πανσιόν της Σίντι. Ήσουν η άγνωστη που αγάπησα προτού τη γνωρίσω. «Κρίμα, κρίμα το παλικάρι», σκέφτηκε η Μυρτώ και κοκάλωσε στη θέση της. «Δεν είναι καλά στα μυαλά του. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο». – Είσαι η γυναίκα των ονείρων μου, συνέχισε εκείνος. Ευτυχώς, πάνω στην ώρα έκλεισε η γέφυρα και του έκοψε τον ειρμό. Η Μυρτώ άφησε ένα επιφώνημα ανακούφισης. – Αχ, δόξα τω Θεώ! Επιτέλους, περνάμε. Τότε ο Πάρης, θέλοντας και μη, γύρισε το κλειδί στη μίζα και, όταν σε λίγα λεπτά σταμάτησε το αυτοκίνητό του έξω από το ξενοδοχείο, έπιασε το χέρι της Μυρτώς και την παρακάλεσε να μείνει λίγο ακόμα μαζί του. – Μη με παρεξηγείς. Ασφαλώς θα νομίζεις πως είμαι τρελός. Σε διαβεβαιώνω πως έχω σώας τας φρένας και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό που κάνω τώρα μαζί σου είναι ανεπίτρεπτο. Είναι πέρα για πέρα παράλογο. Όμως έτσι νιώθω, έτσι κάνω. Δεν ξέρω να υποκρίνομαι. Σε θέλω πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. – Εσύ μπορεί να με θέλεις, όμως εγώ δε σε θέλω. Αγαπώ
τον Νικολή και δεν τον αλλάζω με κανέναν. Χάνεις τα λόγια σου αυτή τη στιγμή. Άντε, καληνύχτα και καλά μυαλά, είπε η Μυρτώ αναψοκοκκινισμένη απ’ όσα άκουσαν τα αφτιά της και, ανοίγοντας την πόρτα της Τζάγκουαρ, βγήκε άρον άρον. Στο μεταξύ, η κυρία Μαρκέλλα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Το έμπειρο μάτι της είχε πάρει είδηση από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον του Πάρη για την κόρη της, γι’ αυτό όσο καθυστερούσε εκείνη να φανεί τόσο την έζωναν τα μαύρα φίδια. Ο νεαρός είχε επιδιώξει να μείνει μόνος μαζί της, και τα κατάφερε. Η κουμπαριά και η παλιά φιλία των οικογενειών τους δε θα κατέπνιγαν τη λαχτάρα του για τη Μυρτώ, σκέφτηκε η κυρία Μαρκέλλα, και η ανησυχία της εντάθηκε. Προς στιγμήν τα έβαλε με τον εαυτό της και τον καταραμένο πονοκέφαλο που την έπιασε και την κράτησε στο ξενοδοχείο. Βέβαια, η Μυρτώ δεν ήταν καμιά άβγαλτη, ούτε καμιά άμυαλη, που θα μπορούσε ο Πάρης να τη φέρει εύκολα στα νερά του. Άλλωστε, ήταν τρελά ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της και σίγουρα θα κολλούσε στον τοίχο κάθε επίδοξο καρδιοκατακτητή. «Ο Πάρης είναι απλώς ένα κακομαθημένο παιδί. Επομένως η Μυρτώ δεν κινδυνεύει και άδικα έχω την έννοια της», είπε από μέσα της η κυρία Μαρκέλλα. – Το γαϊδούρι! ήταν το πρώτο που είπε η Μυρτώ μπαίνοντας στο δωμάτιο. Πού μπλέξαμε, μαμά; Αυτός ο Πάρης είναι μεγάλο νούμερο. Νομίζει πως επειδή έχει λεφτά
μπορεί να πηδήξει όλες τις γυναίκες. Μου τα ’ριξε στα ίσια, δε σεβάστηκε τίποτα. Για να πετύχει το σκοπό του, μου πούλησε έρωτα ο βλάκας. Χτες με γνώρισε και σήμερα είναι τρελός και παλαβός μαζί μου. Είμαι η γυναίκα των ονείρων του. Αυτό τόλμησε να μου πει ο πανηλίθιος. Σαν να είμαι καμιά ανεγκέφαλη. Αφού μου μοστράρισε τα αμάξια του και τα πλούτη του, μου έκανε και ερωτική εξομολόγηση. Και ας ξέρει πως είμαι αρραβωνιασμένη. Δεν τον σταμάτησε τίποτα. Νομίζει πως είναι κάποιος, ενώ στην ουσία είναι ένας τενεκές ξεγάνωτος. Δε θέλω να τον ξαναδώ στα μάτια μου. – Μην τον ξαναδείς, κόρη μου. Πάρε το πρώτο αεροπλάνο το πρωί και γύρισε στην Ελλάδα. Ο πατέρας σου πάει καλύτερα. Δεν έχει νόημα να βρισκόμαστε και οι δύο στο προσκεφάλι του. – Τι θα γίνει με τις χημειοθεραπείες; Θα τις κάνει εδώ ή στην Ελλάδα; Μακάρι να μπορούσε να τις κάνει στην Ελλάδα... Θα μιλήσω αύριο ξανά με τους γιατρούς. – Το έκανα ήδη εγώ. Δε βλέπω την ώρα να γυρίσουμε σπίτι μας. Ο καπετάν Πέτρος θα θυμώσει, όμως πού να ξέρει ο δόλιος πως η γυναίκα του και ο γιος του μας υποχρέωσαν με τη συμπεριφορά τους. Μάνα και κόρη έπεσαν να κοιμηθούν και από την ταραχή ύπνος δεν τους κολλούσε. Από τη μια σκέφτονταν τον
άνθρωπό τους που ήταν άρρωστος και από την άλλη τα καμώματα της κουμπάρας και του Πάρη. – Αυτός ούτε μία γυναίκα δεν είναι ικανός να βγάλει με την αξία του. Έπρεπε να το καταλάβουμε από την πρώτη στιγμή που πέσαμε πάνω του στην πανσιόν. – Ξέχνα τον τώρα, Μυρτώ. – Είναι ανώμαλος, να το ξέρεις. – Ό,τι και να ’ναι, δε μας νοιάζει. Κοιμήσου. – Και να φανταστείς πως θα γίνει και κουμπάρος μας. Θα μας παντρέψει. Ποιος; Αυτός ο... – Φτάνει πια, τον έθαψες για τα καλά. – Είναι κατάπτυστος... Είναι... – Μη συγχύζεσαι άλλο. Μη χάνεις τον ύπνο σου για χάρη του. Δεν αξίζει τον κόπο. – Αν μάθει ο Νικολής ότι μου τα ’ριξε, αλίμονό του. – Καλά θα κάνεις, τώρα που το είπες σ’ εμένα και ξέσπασες, να κλείσεις το στόμα σου και να το ξεχάσεις. Δε χρειάζεται να ανοίξουμε βεντέτα. Ο πατέρας του Πάρη είναι ένας άγιος άνθρωπος και μας φέρθηκε άψογα. Για χάρη του
αξίζει να κάνουμε τα στραβά μάτια και να μη θίξουμε ποτέ τα κακώς κείμενα. Άλλωστε, πότε θα τους ξαναδούμε; Αυτοί μένουν μόνιμα στην Αγγλία κι εμείς στην Ελλάδα. Για λίγες μέρες που έρχονται στο νησί το καλοκαίρι, δεν αξίζει να χαλάσουμε τις καρδιές μας, παιδί μου. Ακούς; – Ακούω, μαμά, όμως σου δηλώνω κατηγορηματικά πως δεν υπάρχει περίπτωση να με στεφανώσει ο Πάρης. – Καλά, ας έρθει εκείνη η ώρα και βλέπουμε. – Τι να δούμε; Δεν τον θέλω και θα του το ξεκόψω μαχαίρι, για να ξέρει. – Ποτέ μην αφήνεις να σε καθοδηγεί ο θυμός. Άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, είπε η κυρία Μαρκέλλα και αποκοιμήθηκε, ενώ η Μυρτώ, με τα μάτια ανοιχτά μες στο σκοτάδι, παρακαλούσε να την αφήσουν επιτέλους ήσυχη οι φωνές του μυαλού της.
6 Τελευταία αποθυμιά ΑΡΓΟΣΥΡΤΑ ΚΥΛΗΣΕ ΤΟ ΒΡΑΔΥ εκείνο και μια νέα χιονοθύελλα έγινε αφορμή το άλλο πρωί να κλείσουν τα αεροδρόμια της αγγλικής πρωτεύουσας και να αναβληθούν επ’ αόριστον όλες οι πτήσεις. Έτσι, η Μυρτώ αναγκάστηκε να παραμείνει στο Λονδίνο και μαζί με τη μητέρα της, ντυμένες όσο πιο ζεστά γινόταν, πήγαν νωρίς νωρίς στο νοσοκομείο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο του καπετάν Γιώργη, τον βρήκαν προσηλωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης, που συμπτωματικά εκείνη τη στιγμή πρόβαλλε εικόνες από ηλιόλουστα ελληνικά ακρογιάλια. Από το παράθυρο τρύπωνε κλεφτά το λιγοστό φως του πρωινού, που προμήνυε μια μέρα μουντή και γκρίζα. Η Μυρτώ, πιο πολύ από συνήθεια, πλησίασε ακροπατώντας το κρεβάτι του άρρωστου πατέρα της. – Καλημέρα, προσκεφάλι του.
μπαμπά,
ψιθύρισε
φτάνοντας
στο
Εκείνος, παίρνοντας τα μάτια από την τηλεόραση, της χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο.
– Πώς είσαι σήμερα; – Έχω τις μαύρες μου και θέλω να φύγω από εδώ μέσα. Αποθύμησα τον ήλιο της πατρίδας. – Κάνε υπομονή, Γιώργη μου, να δούμε τι θα πουν οι γιατροί. Βλέπεις, έπεται και συνέχεια με τις χημειοθεραπείες, είπε η γυναίκα του, κουνώντας το κεφάλι με νόημα. – «Πρέπει να κάνουμε υπομονή για τα παρόντα και να έχουμε θάρρος για τα μέλλοντα», λένε οι σοφοί, μπαμπά, πρόσθεσε η Μυρτώ. – Εκείνοι καλώς τα λένε. Εγώ, όμως, δεν αντέχω άλλο. Και στρέφοντας το βλέμμα προς το παράθυρο, συμπλήρωσε αναστενάζοντας: Έχω ψυχοπλακωθεί. Και άμα υποφέρει η ψυχή που είναι από φως, τι να σου κάνει το σώμα που είναι από χώμα; Αν μείνω λίγο ακόμα εδώ, θα με πάρει η κάτω βόλτα και ο καρκίνος θα φουντώσει και θα με στείλει μια ώρα αρχύτερα στον τάφο. Θέλω να πάω στο σπίτι μου, στο νησί μου. Θέλω αυτά τα Χριστούγεννα να τα περάσουμε οικογενειακά εκεί. Η Μυρτώ, άλλο που δεν ήθελε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε και από εκεί και μετά ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ταξίδι της επιστροφής. – Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, αύριο τέτοια
ώρα θα βρισκόμαστε στην Ελλάδα, είπε στον Πάρη θριαμβευτικά, όταν το απόγευμα, σαν να μη συνέβη τίποτε αναμεταξύ τους, κατέφθασε με τον πατέρα του στην κλινική. – Πέτρο, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για ό,τι κάνατε για εμάς. Δε θα το ξεχάσουμε ποτέ, δήλωσε η κυρία Μαρκέλλα, και οι δύο άντρες έμειναν για λίγο άφωνοι, να κοιτάζουν μια τη μάνα και τη κόρη, μια τον καπετάν Γιώργη στο κρεβάτι. Το θολό βλέμμα του δεν άφηνε καμία αμφιβολία. Ήταν σαν να τους έλεγε: «Πάω να αράξω για πάντα στο λιμάνι μου. Στο λιμάνι όπου πρωτοείδα το φως, όπου γνώρισα τον κόσμο». Ωστόσο, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, εκείνος ψέλλισε βραχνά: – Καλό το Λονδίνο, αλλά αυτή η καταχνιά μού σφίγγει την ψυχή. Θέλω ήλιο, θέλω αέρα, θέλω θάλασσα. – Όπως αγαπάς, Γιώργη, ακούστηκε να λέει χαμηλόφωνα ο καπετάν Πέτρος, ενώ ο Πάρης, αφού του ευχήθηκε «περαστικά», έριξε ένα ζεστό βλέμμα στη Μυρτώ λέγοντας: – Εγένετο το θέλημά σου. Να πας στο καλό και, αν χρειαστείς κάτι από εμένα, μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις. – Ευχαριστώ πολύ, μουρμούρισε εκείνη, ενώ από μέσα της είπε ειρωνικά: «Μείνε ήσυχος, δε θα παραλείψω». Η πτήση τους για Ελλάδα, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών
συνθηκών που επικρατούσαν, είχε αναταράξεις. Δεμένοι στις θέσεις τους, κοίταζαν τα μαύρα σύννεφα από κάτω, αδημονώντας να φτάσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα στον προορισμό τους. Καθώς το αεροπλάνο έμπαινε στον ελληνικό εναέριο χώρο, άκουσαν τη σχετική αναγγελία από τα μεγάφωνα και ανακουφίστηκαν. – Αυτή τη στιγμή πετάμε πάνω από την Κέρκυρα, είπε ο πιλότος, και ο καπετάν Γιώργης, με τα μάτια κολλημένα στο μικρό παράθυρο, είδε ολοκάθαρα το νησί των Φαιάκων από ψηλά, περιτριγυρισμένο από μια θάλασσα γαλάζια, να λαμποκοπάει στο φως του ήλιου, και ευφράνθηκε η ψυχή του. – Εδώ είναι άλλος θεός. Αυτός ο τόπος είναι ευλογημένος, σχολίασε, και το χλομό του πρόσωπο φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο. Το αεροπλάνο άρχισε την κάθοδο, τα νησιά του Ιονίου πρόβαλλαν το ένα μετά το άλλο. Ύστερα φάνηκε ο Κορινθιακός κόλπος, ο Ισθμός, η Σαλαμίνα και μετά ο Πειραιάς. – Μακάρι να προλάβουμε να φύγουμε σήμερα για το νησί μας, πρόσθεσε, αντικρίζοντας από ψηλά το γνώριμο λιμάνι. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, που αν και ένιωθε
καταπονημένος από την αρρώστια και το ταξίδι, εντούτοις έκανε κουράγιο και το ίδιο απόγευμα που προσγειώθηκαν στο Ελληνικό μπήκαν κατευθείαν στο καράβι για τη Χίο. Με μια ασυνήθιστη μπουνάτσα για την εποχή, έφτασαν τα χαράματα στο νησί, και ο καπετάν Γιώργης, όταν αντίκρισε από μακριά τους τρούλους και τα καμπαναριά, ένα δάκρυ χαράς κύλησε στα ρυτιδωμένα μάγουλά του. «Τώρα δε με νοιάζει τίποτα. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει», είπε από μέσα του, και τα μάτια του, μόλις βγήκε στην αποβάθρα, δε χόρταιναν να κοιτάζουν την εικόνα της Χώρας και τα απέναντι βουνά της Μικράς Ασίας, τυλιγμένα στα ροδαλά πέπλα της αυγής. Όταν λίγο αργότερα έφτασαν μ’ ένα αγοραίο σπίτι τους, όλη η πλάση είχε ξυπνήσει και τα ψαροκάικα επέστρεφαν από τα ανοιχτά. Με το που τα είδε ο καπετάν Γιώργης από μακριά, πετάχτηκε στο μόλο. Η πρωινή αύρα εισχώρησε στα πνευμόνια του, και αναζωογονημένος στάθηκε στο αγνάντι κι έστησε καρτέρι στα καΐκια. Ήθελε να μιλήσει με τους ψαράδες, να δει την ψαριά τους και να διαλέξει μέσα από τα δίχτυα τους σπαρταριστά ψάρια. Του είχε ανοίξει η όρεξη για μια ζεστή κακαβιά και μια συναγρίδα στα κάρβουνα. «Τα πιο νόστιμα ψάρια του κόσμου βγαίνουν στις θάλασσες τις δικές μας», συλλογίστηκε και, μόλις το πρώτο καΐκι έδεσε στο λιμάνι, πήδηξε πρώτος στην κουβέρτα του.
– Καλώς τον καπετάν Γιώργη! Τι χαμπάρια; Τι νέα μάς φέρνεις από τα ξένα; τον υποδέχτηκε ο γερο-καπετάνιος, αλλά, πριν πάρει απάντηση, αντίκρισε το χαλκοκίτρινο χρώμα του άλλου και βουβάθηκε. Μπορεί να μην τον έβλεπε τακτικά, όμως τον γνώριζε από τα γεννοφάσκια του. «Πέρασες αρρώστια, καπετάν Γιώργη;» πήγε να τον ρωτήσει, όμως το μετάνιωσε. «Καλύτερα να μην ξύνω πληγές», σκέφτηκε και, δείχνοντάς του με καμάρι τα δίχτυα, του είπε: Διάλεξε ό,τι αγαπάει η καρδιά σου. Καθώς βλέπεις, έχω πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει. Οι δύο θαλασσόλυκοι γέλασαν, ο καπετάν Γιώργης διάλεξε τον αφρό και, όταν γύρισε φορτωμένος στο σπιτικό του, ένιωσε μια βαθιά ικανοποίηση. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το νησί έσφυζε από δραστηριότητα. Οι νοικοκυρές πηγαινοέρχονταν με τα ζεμπίλια στην αγορά για να προμηθευτούν όλα τα χρειαζούμενα για το γιορτινό τραπέζι. Κάθε οικογένεια είχε κι από έναν, τουλάχιστον, ναυτικό και, αν αυτός τύχαινε να βρίσκεται ξέμπαρκος τέτοιες γιορτινές μέρες, στο σπίτι του γιόρταζαν διπλά. Τα φαγοπότια, τα γλέντια και οι χοροί, τα κεράσματα και οι επισκέψεις έδιναν κι έπαιρναν. Χωρίς χριστουγεννιάτικα δέντρα, χωρίς αστέρια και πολύχρωμες γιρλάντες, χωρίς όλα αυτά τα ξενόφερτα στολίδια, μόνο μ’ ένα καράβι φωτισμένο στη σάλα του σπιτιού γιόρταζαν οι νησιώτες τα Χριστούγεννα. Την
παραμονή, μόλις οι καμπάνες σήμαιναν χαρμόσυνα, τα παιδιά της γειτονιάς, και αυτά μ’ ένα μικρό καράβι στα χέρια που έκανε χρέη κουμπαρά, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα. Ο καπετάν Γιώργης, που είχε χρόνια να κάνει Χριστούγεννα στο σπιτικό του, όταν τα παιδιά τού χτύπησαν την πόρτα εκείνο το πρωί, συγκινήθηκε. – Μπράβο, να ’στε καλά και του χρόνου, τους είπε, γεμίζοντας το καραβάκι τους με κέρματα, και οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας ήρθαν μαζεμένες στο μυαλό του. Τότε θυμήθηκε που με το φίλο του τον Πέτρο έφερναν βόλτα όλα τα σπίτια. Και με τι χαρά μετρούσαν το απομεσήμερο τις δεκάρες που είχαν μαζέψει και πήγαιναν να αγοράσουν ζαχαρωτά για να γλυκαθούν. «Αχ, χρόνια ξέγνοιαστα! Με πόσα λίγα πράγματα χαιρόμασταν!» σκέφτηκε και είδε τον εαυτό του με κοντά παντελονάκια, να κλοτσάει μια πάνινη μπάλα φτιαγμένη από τα χεράκια της προκομμένης της μάνας του. «Σαν να σε βλέπω, κυραΜυρτώ», μονολόγησε, «καθισμένη στον οντά να μπαλώνεις τις βράκες του πατέρα και μετά το απομεσήμερο να κεντάς πάνω στους τσεβρέδες άνθη και σοφά λόγια για να τα κάνεις κάδρα και να τα πουλήσεις στο παζάρι». «Οσάκις εμίλησα, πολλάκις μετάνιωσα. Οσάκις δεν
εμίλησα, ουδέποτε μετάνιωσα», και άλλα τέτοια έγραφαν τα κάδρα που κρέμονταν στους τοίχους του μικρού πέτρινου σπιτιού τους, και μόνο που τα έφερε στο νου του, ο καπετάν Γιώργης χαμογέλασε. Τα ρητά αυτά τα ξεσήκωνε η μάνα του από το ημερολόγιο που κρεμόταν στην κουζίνα. Κάθε πρωί ξεκολλούσε κι έναν ημεροδείκτη και, πριν τον πετάξει, τον γύριζε ανάποδα και διάβαζε προσεκτικά αυτό που ήταν γραμμένο πίσω. Αν της άρεσε, το κεντούσε με καλλιγραφικά γράμματα στον τσεβρέ. «Είναι απορίας άξιο πώς μια γυναίκα σαν τη κυρα-Μυρτώ, που δεν κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό και ίσα που γνώριζε ανάγνωση και γραφή, είχε τόσο ωραίο γραφικό χαρακτήρα. Ανάρπαστα γίνονταν τα κάδρα της στο παζάρι», θυμήθηκε ο καπετάν Γιώργης και, με τις αναμνήσεις εκείνης της παλιάς εποχής, αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα. Η γυναίκα του και η κόρη του είχαν φωνάξει μια γειτόνισσα να τις βοηθήσει στις δουλειές και, αφού ξεσκόνισαν και πάστρεψαν το σπίτι, έστρωσαν το καλό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι και μπήκαν στην κουζίνα να ετοιμάσουν την κακαβιά και τους ψαρομεζέδες. – Μακάρι να ερχόταν και ο Νικολής, να είμαστε όλοι μαζί την άγια νύχτα, είπε η Μυρτώ, που από την ώρα που έφτασαν στο νησί ο νους της ήταν συνέχεια στον αρραβωνιαστικό της. Τέσσερις μέρες έχουν περάσει από τότε που μου τηλεφώνησε στο Λονδίνο και μου είπε πως θα έκαναν σκάντζα τους
στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ στην Κερύνεια και θα γύριζαν πίσω στην Ελλάδα. Κανονικά θα πρέπει να έχουν φτάσει. Να δεις, μαμά, που θα μας ψάχνει ο Νικολής στο Λονδίνο ή στον Πειραιά, κατέληξε και την ίδια στιγμή το τηλέφωνο στο χολ άρχισε να κουδουνίζει. Η Μυρτώ έτρεξε σαν σίφουνας να το σηκώσει, υπό τα πειράγματα της μητέρας της: – Σιγά, παιδάκι μου, θα παρασύρεις τα πάντα! – Εμπρός; Λέγετε! είπε με αδημονία η κοπέλα. – Τι έπαθες, κούκλα μου, και ακούγεσαι αγχωμένη; ρώτησε η γνώριμη αντρική φωνή, και η Μυρτώ φωτίστηκε ολόκληρη από τη χαρά της. – Αγάπη μου, πού είσαι; – Στη Σαλαμίνα. Επιστρέψαμε χτες. – Κι εμείς. – Χρόνια πολλά, καρδιά μου! Πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω. – Εγώ να δεις! – Πώς είναι ο πατέρας σου;
– Καλά. Δηλαδή, ας τα λέμε καλά. Θα σου πω από κοντά. Πότε θα σε δω; Σ’ έχω αποθυμήσει τόσο. Δεν αντέχω μακριά σου. Τι έγινε με την άδεια που μου έλεγες; Ο μπαμπάς περιμένει πώς και πώς να σε δει. Θέλει να περάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα εδώ, στο νησί. – Σε μία ώρα το πλοίο σαλπάρει. Το χάραμα θα είμαι κοντά σου. – Αχ, τι ωραία! Θα σε περιμένω στο λιμάνι. – Όχι, όχι, δεν υπάρχει λόγος. Ξέρω ότι πηγαίνετε όλοι μαζί στη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία. Να πας καλύτερα στην εκκλησία με τους γονείς σου. Κι εγώ, μόλις βγω, θα έρθω να σε βρω εκεί. Σ’ αγαπώ πολύ. – Κι εγώ. Φιλάκια και καλή αντάμωση, είπε η Μυρτώ και, ακουμπώντας το ακουστικό στη θέση του, ένιωσε μια γλυκιά ευφορία. Μου φαίνεται πως τα Χριστούγεννα αυτά θα είναι από τα πιο ωραία της ζωής μας, μαμά, δήλωσε επιστρέφοντας στην κουζίνα, και η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε πλατιά. Τα αστέρια δεν είχαν σβήσει ακόμα στον ουρανό όταν οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα για τη γέννηση του θείου βρέφους. Η Μυρτώ, έτσι κι αλλιώς, από την ανυπομονησία της να ανταμώσει τον Νικολή, δεν κατάφερε να κλείσει μάτι
τη νύχτα εκείνη. Πρώτη πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της, για να ετοιμαστεί για την εκκλησία. Όλοι οι γείτονες, ντυμένοι με τα γιορτινά τους, κρατώντας φαναράκια στα χέρια και ανταλλάσσοντας ευχές, ακολουθούσαν την ίδια πορεία. – Χρόνια πολλά, με υγεία και χαρά! – Κι εσείς να χαίρεστε την οικογένειά σας! «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως», έψαλλε ο ιερέας, και μαζί του οι πιστοί, ενώ η Μυρτώ, που είχε το νου της στην άφιξη του Νικολή, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και, ψιθυρίζοντας δυο λόγια στη μητέρα της, αποτραβήχτηκε προς την έξοδο. Τότε άκουσε ανάμεσα από τις ψαλμωδίες την μπουρού του πλοίου που ερχόταν από Πειραιά και δεν την κρατούσε τίποτα. Άλλα είχε συμφωνήσει με τον Νικολή και άλλα έκανε. Τα πόδια της έβγαλαν φτερά και σε λίγα λεπτά βρέθηκε στο λιμάνι. Γλυκοχάραζε η αυγή όταν οι λιγοστοί επιβάτες άρχισαν να βγαίνουν στη στεριά και, μόλις η Μυρτώ διέκρινε ανάμεσά τους τον αρραβωνιαστικό της, έτρεξε προς το μέρος του και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος την έσφιξε με λαχτάρα. – Κορίτσι μου, αγάπη μου! Πόσο μου έλειψες! της είπε.
Είχαν απομείνει πια οι δυο τους στην αποβάθρα, και ο καπετάνιος του πλοίου, που τους είδε από τη γέφυρα, χαμογέλασε και τους αποχαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του χεριού. Αμέσως μετά έβαλε πλώρη για τη Λέσβο, ενώ η Μυρτώ με τον Νικολή, αγκαλιασμένοι, προχώρησαν προς το λιμενοβραχίονα. Η υγρασία και το πρωινό αγιάζι περόνιαζαν τα κόκαλα, όμως εκείνων το αίμα έβραζε κι έλιωναν από τη λαχτάρα να γίνουν ένα. Μέσα σε ένα παρατημένο σκαρί βρήκαν καταφύγιο για να υμνήσουν τον έρωτά τους. Τα χείλη τους ενώθηκαν μ’ ένα φιλί που τους παρέσυρε σ’ ένα παράφορο σμίξιμο πάνω στην ξεχαρβαλωμένη κουκέτα του άγνωστου καραβοκύρη. Λόγια που έβγαιναν μέσα από την καρδιά της ψιθύριζε η Μυρτώ, καθώς τα χέρια του Νικολή χάιδευαν το κορμί της με πόθο. Σε λίγο, και οι δυο μαζί, μαγεμένοι, με ένταση και πάθος έφταναν στον ερωτικό παράδεισο και συγκλονισμένοι από τη δόνηση κοιτάχτηκαν στα μάτια και δάκρυσαν. Γεύτηκαν ξετρελαμένοι ο ένας τον άλλο και ούτε που σκέφτηκαν πόση ώρα έμειναν εκεί, στον κόσμο το δικό τους, ενώ όλοι οι άλλοι γιόρταζαν τη γέννηση του θεανθρώπου. Σφιχταγκαλιασμένοι απόλαυσαν, έπειτα από τόσο καιρό, το νέκταρ της ηδονής. «Μακάρι αυτές οι στιγμές να μην τέλειωναν ποτέ», συνομολόγησαν κι ένα χαμόγελο πλήρωσης και απόλυτης ευτυχίας ήταν χαραγμένο στα χείλη
τους, καθώς κοίταζαν με ονειροπόλο βλέμμα, μέσα από το αλατισμένο, θολό φινιστρίνι, τα κύματα που έσπαζαν με ορμή στον κυματοθραύστη. – Θα έχει φουρτούνα στ’ ανοιχτά. Ο καιρός άλλαξε. Αυτά τα σύννεφα θα φέρουν βροχή, είπε ο Νικολής έπειτα από μια παρατεταμένη σιωπή και, έτσι όπως κρατούσε τη Μυρτώ στην αγκαλιά του, χαλάρωσε τα χέρια του και της ψιθύρισε πως ήταν ώρα να πηγαίνουν. Η Μυρτώ, από τον έβδομο ουρανό, επανήλθε ξαφνικά στην πεζή πραγματικότητα και την έπιασαν οι βιασύνες. Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία μόλις είχε τελειώσει και οι πιστοί είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, οπότε ανακατεύτηκαν μαζί τους και βάδισαν με την ησυχία τους προς το σπίτι. Η κυρία Μαρκέλλα είχε προλάβει να ανάψει το τζάκι και ο καπετάν Γιώργης, καθισμένος στην πολυθρόνα του, είχε το νου του στην πόρτα. Όταν είδε την κόρη του με τον αρραβωνιαστικό της να περνούν το κατώφλι, η καρδιά του φτερούγισε. – Καλώς τα παιδιά μου! αναφώνησε. Ο Νικολής τον αγκάλιασε με ζεστασιά και συγκίνηση, όπως θα αγκάλιαζε τον αληθινό του πατέρα, τον φίλησε στο μάγουλο και, κοιτάζοντάς τον, του είπε:
– Καπετάν Γιώργη, είσαι λεβεντιά. Μπράβο, σε βλέπω μια χαρά! Εκείνος κούνησε το κεφάλι. – Δεν το βάζω κάτω, Νικολή. Θα το παλέψω το κακό που με βρήκε. Είναι παλιαρρώστια ο καρκίνος, όμως διάλεξε το λάθος άνθρωπο. Δε θα με νικήσει εύκολα. Γι’ αυτό και ζήτησα να γυρίσω στον τόπο μου. Για να δώσω τον αγώνα μου εντός έδρας, που νιώθω πιο άνετα. Ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο. Το Λονδίνο με έπνιγε. Ενώ, από την ώρα που πάτησα το πόδι μου εδώ, νιώθω σαν να έγινα τελείως καλά, είπε και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, φώναξε: Γυναίκα, στρώσε να φάμε. Χριστούγεννα έχουμε. Το γιορτινό τραπέζι, με τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκά, ήταν ήδη έτοιμο. Η κυρία Μαρκέλλα έφερε την τσαγιέρα με το μυρωδάτο τσάι του βουνού και μ’ ένα καλό πρωινό ξεκίνησε το φαγοπότι της γιορτής. – Μεγάλη η χάρη σου, Κύριε. Δοξασμένο το όνομά Σου! Μας έδωσες πλούσια τα ελέη. Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, είπε ο καπετάν Γιώργης βλέποντας τη φαμίλια του τριγύρω και, καθώς έπινε αργά αργά το τσάι του, καμάρωνε το αρραβωνιασμένο ζευγάρι αντίκρυ του, στο οποίο έδωσε για μία ακόμα φορά την ευχή του: Να ζήσετε και να ευτυχήσετε,
παιδιά μου. Ο Θεός να σας χαρίσει υγεία, αγάπη και καλούς απογόνους. Η Μυρτώ και ο Νικολής τον ευχαρίστησαν, ενώ η λάμψη της ευτυχίας περιέβαλλε σαν φωτοστέφανο τα πρόσωπά τους. – Φτου να μη βασκαθείτε! είπε και η κυρία Μαρκέλλα και την ίδια στιγμή πρότεινε στο γαμπρό της να φάει έναν ακόμα κουραμπιέ. – Κράτα την όρεξή σου, Νικολή, για το μεσημέρι, που θα έχουμε εκλεκτή ψαροφαγία, παρενέβη ο καπετάν Γιώργης και άρχισε να λέει τα δικά του: Βαρέθηκα τα κρέατα και τα άνοστα ψάρια του ωκεανού. Λαχτάρησα τα νόστιμα ψάρια τα δικά μας. Θυμάμαι πώς τα μαγείρευε η συχωρεμένη η μάνα μου. Εκείνη έκανε τη γυναίκα μου ξεφτέρι στη μαγειρική. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, κυρα-Μυρτώ, πρόσθεσε σαν να την έβλεπε μπροστά του, και η κυρία Μαρκέλλα παραξενεύτηκε. «Πού τη θυμήθηκε; Λες να μας βρει κάνα αναπάντεχο;» είπε με το νου της και την ίδια στιγμή δάγκωσε τη γλώσσα της. «Έξω από εδώ και μακριά, χρονιάρες μέρες. Θεός φυλάξοι. Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά». – Γυναίκα, στρώσε στον Νικολή να ξαπλώσει λίγο. Είναι ξάγρυπνο το παιδί. Όλη νύχτα ταξίδευε. Μυρτώ, κοίτα να
περιποιηθείς τον αρραβωνιαστικό σου. Άναψε το θερμοσίφωνα να κάνει ένα μπάνιο ζεστό, έδωσε εντολές ο καπετάν Γιώργης, και οι δύο γυναίκες κούνησαν καταφατικά το κεφάλι. Μετά το λουκούλλειο μεσημεριανό γεύμα, τον καφέ και το γλυκό, ο νοικοκύρης έγειρε ευχαριστημένος στην πολυθρόνα του για να πάρει έναν υπνάκο. – Άσε τον μπαμπά να κοιμηθεί, συνέστησε η Μυρτώ στη μάνα της και του έκλεισε την πόρτα, να τον αφήσει στην ησυχία του. Το απόγευμα, τρεις ξέμπαρκοι ναυτικοί φίλοι του ήρθαν να τον δουν, μα εκείνος δεν κατάφερε να τους δεχτεί, καθώς είχε φύγει για πάντα από τη ζωή. Ήσυχα, ήρεμα και γλυκά, πέρασε από τον ένα κόσμο στον άλλο χωρίς να το καταλάβει. Μες στο βαθύ ύπνο του έπαθε ανακοπή, διέγνωσε ο γιατρός του νησιού που κατέφθασε μόλις τον ειδοποίησαν. – Ο Θεός τον αγαπούσε και τον πήρε χωρίς να τον ταλαιπωρήσει, είπαν οι φίλοι του που βρέθηκαν εκείνη την ώρα στο σπίτι. Η είδηση του θανάτου πέρασε γρήγορα από στόμα σε στόμα και οι πάντες στενοχωρήθηκαν. – Κρίμα, ήταν καλός άνθρωπος. Δεν πρόλαβε να χαρεί
τους κόπους του. Τώρα που θα έμενε στη στεριά, κοντά στη φαμίλια του... Κρίμα, κρίμα. Έφυγε πρόωρα, έλεγαν μεταξύ τους οι συντοπίτες του. Το βράδυ τηλεφώνησε και ο καπετάν Πέτρος για να ευχηθεί και να μάθει πώς ήταν τα πράγματα. Όταν πληροφορήθηκε από τη Μυρτώ τα κακά μαντάτα, του έπεσε το ακουστικό από το χέρι και λίγο έλειψε να του έρθει ταμπλάς. – Δεν έπρεπε να φύγει από εδώ. Αν ήταν μέσα στο νοσοκομείο, θα τον προλάβαιναν, είπε μόλις συνήλθε από το πρώτο σοκ. Και ενώ το σπίτι του στο Λονδίνο, ανήμερα τα Χριστούγεννα, πλημμύριζε από χαρούμενες παιδικές φωνές, γέλια και συζητήσεις, τους παράτησε όλους σύξυλους και ετοιμάστηκε να πάρει την τελευταία πτήση για Ελλάδα. Μάταια η γυναίκα του προσπάθησε να τον πείσει να φύγει το πρωί. – Σήμερα έχουμε εδώ τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, θα ανταλλάξουμε δώρα. – Έχασα τον αδερφό μου. Δεν έχω όρεξη για τίποτα. Αχ, γιατί τον άφησα να φύγει; είπε και ένας λυγμός τον έπνιξε. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε και ο γιος του και, βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση, σοκαρίστηκε. Ήταν η
πρώτη φορά που τον έβλεπε να κλαίει. – Πατέρα, για το Θεό! προσπάθησε να τον συνεφέρει. Έπειτα, μαθαίνοντας για το θάνατο του καπετάν Γιώργη, του πρότεινε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα για το τελευταίο «αντίο». – Όχι, όχι. – Δεν μπορώ να σ’ αφήσω μόνο σου, πατέρα. Άλλωστε, τον ήξερα κι εγώ, και ειλικρινά λυπάμαι πολύ που έφυγε έτσι ξαφνικά. – Δεν είχε ελπίδες, και το διαισθανόταν, γι’ αυτό ζήτησε να επιστρέψει στο νησί. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο καπετάν Πέτρος και ο γιος του έφτασαν στην Αθήνα. Για λίγες ώρες κατέλυσαν σ’ ένα ξενοδοχείο του Φαλήρου και πρωί πρωί πέταξαν με ένα μικρό αεροπλάνο για το νησί. Στο σπίτι του συχωρεμένου, η πόρτα ήταν ανοιχτή, καθώς συγγενείς, φίλοι και συντοπίτες μπαινόβγαιναν μαυροφορεμένοι. Κατέφθαναν σκυθρωποί να συλλυπηθούν τη χήρα και την κόρη του. Ανάμεσά τους, ο Νικολής, μ’ ένα θλιμμένο αλλά ψύχραιμο ύφος, δεχόταν κι εκείνος τα συλλυπητήρια και κοίταζε να στηρίζει με τον τρόπο του την αρραβωνιαστικιά του και τη μητέρα της, που από τη μεγάλη
τους πίκρα μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους. Πρώτος εκείνος είδε στη σάλα τον καπετάν Πέτρο και το γιο του και παρότι τους έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του από κοντά, αμέσως τους αναγνώρισε, καθώς οι φωτογραφίες τους δημοσιεύονταν συχνά στις τοπικές εφημερίδες και στα ναυτιλιακά περιοδικά. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος τους. Η Μυρτώ, αντικρίζοντας τον Πάρη, τον κοίταξε με απορία, επειδή ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενε να βρίσκεται εκεί τη στιγμή εκείνη. Αυτός πλησίασε κοντά της με αργά βήματα και, τείνοντας το χέρι να τη συλλυπηθεί, αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο. – Ζωή σε λόγου σας, της είπε, ενώ ο πατέρας του έλεγε τα ίδια λόγια στη μητέρα της δίπλα, που συντετριμμένη έγειρε στον ώμο του και ξέσπασε σε νέους θρήνους και οδυρμούς. – Δυστυχώς, με τα κλάματα δεν τον φέρνουμε πίσω, προσπάθησε να τη συνεφέρει ο Νικολής. Οι κουμπάροι συμφώνησαν, και τότε βρήκε την ευκαιρία να τους συστηθεί. – Νικόλαος Μαρκάκης, ο αρραβωνιαστικός της Μυρτώς,
είπε σοβαρά. Ο Πάρης τον κοίταξε καλά καλά. «Είναι ωραίος ο τύπος», σκέφτηκε. – Ο συχωρεμένος σε αγαπούσε πολύ, λεβέντη μου, δήλωσε ο καπετάν Πέτρος. Κρίμα, δεν πρόλαβε να ζήσει τις χαρές σας. – Εγώ θα σας παντρέψω, πρόσθεσε τότε ο Πάρης, και ο Νικολής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. – Το έμαθα και σας διαβεβαιώ πως χάρηκα πάρα πολύ. Μου είστε πολύ συμπαθής, και εσείς και ο πατέρας σας. Μπορεί να σας βλέπω για πρώτη φορά σήμερα εδώ, όμως σας παρακολουθώ και σας θαυμάζω από καιρό. Είστε από τους σημαντικούς παράγοντες της ναυτιλίας μας... Ωραία και καλά ήταν όλα αυτά, όμως ελέχθησαν σε ακατάλληλο χρόνο και τόπο, γι’ αυτό και ο καπετάν Πέτρος δεν έδωσε σημασία. Ο Πάρης, όμως, για τους δικούς του προσωπικούς λόγους, συνέχισε απτόητος την κουβέντα του με τον Νικολή, που εξαιτίας του τον απέρριψε η Μυρτώ, και από εκείνη τη μέρα της κηδείας του καπετάν Γιώργη οι δύο νέοι άντρες αντάλλαξαν τηλέφωνα και άρχισαν να επικοινωνούν. Έτσι ξεκίνησε μια φιλία που έμελλε να περάσει από σαράντα κύματα, να δοκιμαστεί από
αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και συναισθήματα και να κρατήσει μια ζωή. Τη σορό του καπετάν Γιώργη συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία σχεδόν όλο το νησί. Στη βασιλική του Αγίου Ισίδωρου εψάλη η εξόδιος ακολουθία και στο λιμάνι οι σημαίες στα καράβια κυμάτιζαν μεσίστιες. Επικήδειους εκφώνησαν οι φίλοι του εκλιπόντος που έτυχε να βρίσκονται στη στεριά, ενώ όλοι οι άλλοι που ταξίδευαν στις θάλασσες έστειλαν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα. – Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μου φίλε και αδερφέ, είπε με τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Πέτρος, ρίχνοντας μια χούφτα χώμα στο φέρετρο κατά την ταφή. Και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πρόσθεσε: Ο καπετάν Γιώργης ήταν ένα άξιο τέκνο της ναυτικής μας οικογένειας. Ας είναι καλοτάξιδος.
7 Το μοιραίο λάθος – «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΑΣ και θάνατος. Γονιμοποιεί, γεννάει και σκοτώνει», γράφει κάπου ο Καζαντζάκης, είπε μια μέρα η Μυρτώ στη μητέρα της, που πάνω στο μεγάλο της πένθος τα είχε βάλει μαζί Του. Η ζωή συνεχίζεται, μαμά. Ας βρούμε τους ρυθμούς μας και ας κοιτάξουμε μπροστά. Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Πρέπει να φανούμε δυνατές. Κάθε αρχή και δύσκολη, το ξέρω, όμως θα τα καταφέρουμε θέλοντας και μη. – Μα θαρρώ πως τον βλέπω τον πατέρα σου ακόμα μπροστά μου. Ώρες ώρες παραλογίζομαι. Του μιλώ λες και τον έχω αντίκρυ μου. – Μήπως θα ήταν καλύτερα, τώρα που όλα τέλειωσαν, να έρθεις μαζί μου στον Πειραιά; Εγώ πρέπει να γυρίσω στη σχολή μου. Εσύ τι θα κάνεις εδώ; – Είναι νωπός ο χαμός του. Δεν μπορώ να του το κάνω αυτό. Μετά το μνημόσυνο, αν νιώσω καλύτερα, θα έρθω να σε βρω. Τώρα πήγαινε στο καλό. Κοίτα τη ζωή σου, κοίτα την πρόοδό σου. Ο πατέρας σου, πριν φύγει, φρόντισε για όλα. Έχουμε να πορευτούμε. Θα βγάλω και τη σύνταξη από το
ΝΑΤ. Με τούτα και μ’ εκείνα, πέρασαν οι πρώτες μέρες του πένθους, ήρθε η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνια και ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού η Μυρτώ μπήκε στο καράβι για τον Πειραιά. Αν και έτρεφε μια κρυφή ελπίδα πως στο λιμάνι θα την περίμενε ο αγαπημένος της, εντούτοις η λαχτάρα της να τον ανταμώσει σκιάστηκε από μια ζάλη και μια κακοκεφιά που της ανακάτεψε τα σωθικά. Η ναυτία τής ήταν άγνωστη, καθώς μπαινόβγαινε από μικρή στα καράβια και είχε συνηθίσει τους κλυδωνισμούς και τις φουρτούνες. «Τι έπαθα, που να πάρει η ευχή;» αναρωτήθηκε σε μια στιγμή και, βγαίνοντας με φούρια από την καμπίνα της, στάθηκε στο κατάστρωμα της πλώρης να πάρει αέρα. Το κρύο του Γενάρη ήταν τσουχτερό. Τα μάτια της δάκρυσαν από το μαστίγωμα του δαιμονισμένου αέρα. Τα δόντια της κροτάλιζαν. Πιασμένη γερά από τα ρέλια, ανάσανε βαθιά και μ’ ένα βογκητό άδειασε το στομάχι της στη θάλασσα. Μετά, κίτρινη σαν το φλουρί, μπήκε ξανά στην καμπίνα της κι έπεσε ξερή στην κουκέτα, μα δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Όσα είχαν γίνει τον τελευταίο καιρό ήρθαν στο νου της ξανά. Το προξενιό με τον Νικολή, ο έρωτας με την πρώτη ματιά, ο αρραβώνας, η θητεία του, η φοιτητική ζωή, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η περιπέτεια της υγείας του πατέρα της που κατέληξε στο θάνατό του, η συνάντησή της με τον Πάρη. Της ήρθε στο νου και πάλι η απαράδεκτη συμπεριφορά του στο Λονδίνο. «Κι όμως, με την οικογένειά του, με τον πατέρα του,
μας συνδέουν τόσα πολλά. Ο Πάρης είναι ένα κακομαθημένο παιδί», κατέληξε, θέλοντας μέσα της να τον δικαιολογήσει. «Έμαθε, καθώς φαίνεται, από μικρός να κάνει πείσματα εκεί όπου του περνάει. Μ’ εμένα έφαγε τα μούτρα του και μαζεύτηκε. Τελικά, τις πιο πολλές φορές, από εμάς τους ίδιους εξαρτάται η συμπεριφορά των άλλων. Γι’ αυτό στην κηδεία ήταν μετρημένος, σοβαρός και ευγενικός με τον Νικολή». Χαλαρώνοντας κάπως με αυτές τις σκέψεις, νανουρίστηκε για λίγο, όμως το πρώτο φως της μέρας τρύπωσε κλεφτά από το φινιστρίνι κι έκανε τα βλέφαρά της να τρεμοπαίξουν. «Φτάνουμε», είπε από μέσα της και, μόλις ανασηκώθηκε στην κουκέτα της, είδε την ανατολή να ροδίζει στον ορίζοντα και άκουσε από τα μεγάφωνα τη σχετική ανακοίνωση της άφιξής τους στον Πειραιά. «Αν έχει πάρει άδεια ο Νικολής, σίγουρα θα με περιμένει στην αποβάθρα», σκέφτηκε και κοίταξε στα γρήγορα να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της και να σουλουπωθεί. Να χτενιστεί, να βάλει λίγο ρουζ... Μην τη δει ο αγαπημένος της ωχρή σαν φάντασμα και τρομάξει. Ευτυχώς, το στομάχι της το ένιωθε πολύ καλύτερα. Μόνο το στόμα της ήταν πικρό και πήγε στο μπαρ να πιει ένα τσάι με ζάχαρη και λεμόνι για να συνέλθει. Δεν πρόλαβε να το κατεβάσει και ανακατώθηκε ξανά. Το πλοίο έμπαινε αργά αργά στο λιμάνι, οι ταξιδιώτες συνωστίζονταν στις στενές καραβόσκαλες με τα μπαγκάζια
τους και τα αγουροξυπνημένα παιδιά τους, και η Μυρτώ κοίταξε να βρει πέρασμα για να πάει στο κατάστρωμα να βγάλει τα σωθικά της. Κάποιοι πρόσεξαν ότι ήταν διπλωμένη στα δύο και της έκαναν χώρο, γλιτώνοντάς την από το ρεζιλίκι. Η Μυρτώ άδειασε το στομάχι της για δεύτερη φορά στη θάλασσα και βγήκε τρεκλίζοντας στη στεριά. Μέσα στον κόσμο που περίμενε να υποδεχτεί τους δικούς του, διέκρινε κάτι ναύτες, αλλά δεν ήταν πουθενά ο Νικολής της. Φτάνοντας στο σπίτι της μ’ ένα ταξί, ένιωθε τόσο εξουθενωμένη, που αποφάσισε να τηλεφωνήσει αμέσως σε γιατρό. Πλησιάζοντας στο τηλέφωνο, την πρόλαβε το κουδούνισμά του, και από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή του αρραβωνιαστικού της. – Καλώς όρισες, αγάπη μου, της είπε γλυκά και τρυφερά. Λυπήθηκα πολύ που δεν ήρθα να σε παραλάβω. Σε λίγο σαλπάρουμε και πάλι για το Αιγαίο. Δεν ήταν δυνατό να πάρω άδεια. Είσαι καλά; Δε σ’ ακούω. Εμπρός, εμπρός... – Εντάξει είμαι. Καλό σου ταξίδι, απάντησε η Μυρτώ ξεψυχισμένα και, αφού του είπε πόσο τον αγαπάει, έκλεισε. Ξεφυλλίζοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο βρήκε τον αριθμό κάποιου παθολόγου που είχε κουράρει τη μητέρα της
την προηγούμενη χρονιά, όταν είχε αρρωστήσει από πνευμονία. Έτσι, έκλεισε ραντεβού μαζί του για να την εξετάσει το ίδιο απόγευμα. Στο ιατρείο του, του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα συμπτώματα, κι εκείνος, αφού την άκουσε προσεκτικά, της ψηλάφισε την κοιλιά και στη συνέχεια της έκανε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τον κύκλο της. – Γιατί με ρωτάτε όλα αυτά, γιατρέ; ζήτησε να μάθει η Μυρτώ. – Η μήτρα σου, κορίτσι μου, φαίνεται διογκωμένη. Θα πρέπει να επισκεφτείς κάποιο γυναικολόγο. – Γυναικολόγο; είπε εκείνη κι ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. – Μπορεί οι ζαλάδες, οι εμετοί και η ναυτία να είναι συμπτώματα εγκυμοσύνης. Η Μυρτώ κόντεψε να πέσει ξερή. «Αυτό μας έλειπε», είπε από μέσα της και κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. «Πάνω στο πένθος, να αναγκαστούμε να κάνουμε και γάμο εσπευσμένα, εξαιτίας μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Τι θα πει ο κόσμος! Οι γείτονές μας, οι γνωστοί μας, οι φίλοι μας! Θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα στον τάφο. Στο νησί, οι άνθρωποι είναι αυστηροί με αυτά τα ζητήματα. Αχ, Νικολή! Τι κάναμε; Πώς
δεν προσέξαμε; Πώς αφεθήκαμε στη δίνη του πάθους; Παναγία μου, βάλε το χέρι σου. Κάνε να μην είναι αλήθεια. Κάνε να μην είμαι έγκυος», ευχήθηκε η Μυρτώ, μα η επίσκεψή της στο γυναικολόγο την επομένη επιβεβαίωσε την υποψία του παθολόγου. Εκείνη, πανικόβλητη, έβαλε τα κλάματα. – Μην κάνεις έτσι, κορίτσι μου. Όλα διορθώνονται στις μέρες μας. Δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, της είπε η βοηθός του γιατρού, που την είδε να φεύγει κλαμένη, και η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι. Από τη μια δεν ήθελε να πάρει την αμαρτία στο λαιμό της και από την άλλη ήταν βουνό η γέννηση ενός παιδιού στη φάση εκείνη της ζωής της. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», σκεφτόταν και δεν τολμούσε ένα τόσο σοβαρό θέμα να το κουβεντιάσει με κανέναν. Ο Νικολής, που ήταν ο άμεσα ενδιαφερόμενος, αρμένιζε στο πέλαγος και η επικοινωνία μαζί του ήταν αδύνατη. Όσο για να το εξομολογηθεί στη μητέρα της, ούτε λόγος. Πάνω στην απελπισία της, και αφού έχασε τον ύπνο της επί τρία ολόκληρα βράδια, έριξε τα μούτρα της και με βαριά καρδιά εμπιστεύτηκε το πρόβλημά της σε μια συμφοιτήτριά της, τη Μαρίνα, που είχε ήδη κάνει μια άμβλωση και ήξερε να της δείξει το δρόμο.
– Οι αμβλώσεις απαγορεύονται διά νόμου και οι γιατροί τις κάνουν με κάθε προφύλαξη. Ευτυχώς που έχω ξάδερφο γυναικολόγο και μπορώ να του το ζητήσω. Αν δεν έχεις λεφτά, θα τον πληρώσεις με δόσεις. Μη χολοσκάς. Δεν είναι τίποτα. Δέκα λεπτά υπόθεση. Θα είσαι νηστική, θα σε ναρκώσουν και δε θα καταλάβεις τίποτα, της είπε η Μαρίνα και το άλλο πρωί τη συνόδευσε στο ιατρείο του ξαδέρφου της στα Εξάρχεια. Η Μυρτώ, τρέμοντας από την αγωνία και το φόβο, ανέβηκε τα σκαλιά του παλιού κτιρίου που μύριζε υγρασία. Ένας κοντόχοντρος, φαλακρός ανθρωπάκος την καλημέρισε, που φορούσε λευκή μισοτριμμένη μπλούζα, κι εκείνη, αν δεν έβλεπε τη συμφοιτήτριά της να τον χαιρετάει με οικειότητα, θα τον περνούσε κάλλιστα για χασάπη. Η νοσοκόμα, μια κακομούτσουνη μεσόκοπη γυναίκα, μπήκε ανάμεσά τους και, κοιτάζοντας τη Μυρτώ στα μάτια, της είπε ψιθυριστά να πάει να ουρήσει και στη συνέχεια της υπέδειξε να καθίσει στη γυναικολογική καρέκλα με τα πόδια ανοιχτά. Δένοντάς τα στη θέση αυτή με τα λουριά, κάλεσε το γιατρό και την αναισθησιολόγο κι έκλεισε την πόρτα του δωματίου, αφήνοντας τη Μαρίνα να περιμένει στο χολ. Η Μυρτώ άκουγε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και νόμιζε πως θα σπάσει.
– Χαλάρωσε, κορίτσι μου, να σου βάλω το μητροσκόπιο, είπε ο κοντοπίθαρος γιατρός, και η Μυρτώ, όπως είχε τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, είδε μια αράχνη να κρέμεται από τον ιστό της και ταράχτηκε. «Χειρουργείο είναι αυτό ή σφαγείο;» αναρωτήθηκε και την ίδια στιγμή την κυρίευσε πανικός, μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε και ήθελε να φύγει. – Όχι, μη! Μην προχωράτε! φώναξε δυνατά. Όμως ήταν πλέον αργά. Η αναισθησιολόγος είχε τρυπήσει τη φλέβα της και το κορμί της άρχισε να χαλαρώνει, τα βλέφαρά της βάρυναν και το ταβάνι με την αράχνη έπεφτε σαν ταφόπλακα και την πλάκωνε. Δεν καταλάβαινε πλέον τίποτα. Όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια, βρισκόταν σ’ ένα φορείο. Και με το νοσοκομειακό μεταφερόταν επειγόντως για μετάγγιση αίματος στον «Ευαγγελισμό». Δυστυχώς για εκείνη, πάνω στην επέμβαση την έπιασε ακατάσχετη αιμορραγία και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή της. Ο χασάπης γιατρός φοβήθηκε το αυτόφωρο και εξαφανίστηκε, ενώ η συμφοιτήτριά της που είχε τη φαεινή ιδέα να της τον συστήσει, από τη μια καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που ανακατεύτηκε και κόντεψε να την πάρει στο λαιμό της και από την άλλη έψαχνε εναγωνίως να βρει αιμοδότες. Οι συμφοιτητές της προσφέρθηκαν, μα το προσωπικό
θέμα της Μυρτώς πέρασε από στόμα σε στόμα κι έγινε σε όλους γνωστό. Οι θεράποντες γιατροί στον «Ευαγγελισμό» έκαναν το καθήκον τους, σεβόμενοι το ιατρικό απόρρητο, όμως το πάθημά της διέρρευσε στις εφημερίδες και ανακοινώθηκε από το δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ, ως παράδειγμα προς αποφυγήν για τις νέες κοπέλες που πιθανώς βρίσκονταν στην ίδια θέση με τη Μυρτώ. Πήγε η δόλια να γλιτώσει το ρεζιλίκι στο νησί κι έγινε βούκινο στο πανελλήνιο. Μια γειτόνισσα το πρόλαβε με μισόλογα στη μάνα της και, όπως ήταν φυσικό, η κυρία Μαρκέλλα δεν πίστευε στα αφτιά της. – Όχι, για το Θεό. Χτες μίλησα μαζί της, είπε αλαφιασμένη. Την άκουσα καλά. Πότε έγινε αυτό; Είχε εξετάσεις το πρωί. Τώρα, κανονικά, θα πρέπει να έχει γυρίσει στο σπίτι. Με νευρικές κινήσεις σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού τους στον Πειραιά και, όσο άκουγε το τηλέφωνο να χτυπάει τόσο έτρεμε από την αγωνία, μέχρι που της ήρθε ζαλάδα και σωριάστηκε βαριά σε μια καρέκλα με το ακουστικό στο χέρι. Είχε αντιληφθεί πια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα βιαστικά έριξε πάνω της ένα πανωφόρι, έχωσε στην τσάντα της όσα λεφτά είχε καταχωνιασμένα στο συρτάρι και πήρε δρόμο κι έφυγε για το λιμάνι. Ίσα που πρόλαβε να μπει
στο πλοίο της γραμμής και, μέχρι να φτάσει στον Πειραιά το άλλο πρωί, είδε κι έπαθε. Ένα ταξίδι μιας βραδιάς τής φάνηκε αιώνας. Παρακαλούσε το Θεό να κάνει το θαύμα Του και να φυλάξει την κόρη της από κάθε κακό. «Ας τη βρω ζωντανή κι ας πεθάνω. Δε με νοιάζει η δικιά μου η ζωή. Εγώ έζησα και χάρηκα και πόνεσα. Φτάνει η κόρη μου να είναι καλά. Αχ, Θεέ μου, κόψε χρόνια από εμένα και δώσ’ τα σ’ εκείνη», έλεγε και ξανάλεγε, μέχρι που ξημέρωσε. Η κυρία Μαρκέλλα μ’ ένα ταξί πήγε ίσια στον «Ευαγγελισμό» και, όταν αντίκρισε την κόρη της ωχρή κι εξαντλημένη, σπάραξε η ψυχή της, όμως χαμογέλασε για να της δώσει κουράγιο. – Μαμά! ψέλλισε με πανιασμένα χείλη η Μυρτώ και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι από τα μάτια της. – Μην κλαις, πουλάκι μου. Μην κλαις, κοριτσάκι μου. Φτάνει που είσαι καλά. Όλα θα περάσουν και θα τα ξεχάσουμε. – Συγχώρα με, μανούλα μου, συγχώρα με. Δεν πρόσεξα και... – Σώπα, κοριτσάκι μου. Ηρέμησε. Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία. Η φύση δε λαθεύει. Εμείς οι άνθρωποι βάλαμε απαγορευτικά για να μη γεννιούνται νόθα παιδιά. Εσύ, όμως,
είσαι αρραβωνιασμένη κοπέλα, δεν πήγες με κανέναν τυχόντα. Βιάστηκες, έπρεπε να με συμβουλευτείς. Εγώ ποτέ δε θα σε άφηνα να πέσεις στα χέρια κάποιου χασάπη. Ποτέ δε θα σε άφηνα να ρίξεις το παιδί. – Σκέφτηκα τον κόσμο, την ντροπή. Κηδείες και γάμοι μαζί... – Αφού έτσι ήθελε ο Θεός... – Ποιος Θεός; Το μυαλό μου το κλούβιο φταίει, που δεν πήρα τα μέτρα μου. – Εσύ ή ο Νικολής; – Και οι δύο. – Τέλος πάντων, τώρα ό,τι έγινε έγινε, είπε η κυρία Μαρκέλλα και αυθόρμητα αναστέναξε. Τι ανάγκη έχουν οι άντρες; Όλα εμείς τα τραβάμε. Ο Νικολής ταξιδεύει, κι εσύ είδες το Χάρο με τα μάτια σου. Πόσες μέρες έχεις να μιλήσεις μαζί του; – Από τη Δευτέρα, και σήμερα είναι Παρασκευή. Λογικά, θα πρέπει να έχει πιάσει το καράβι του σε λιμάνι και να με ψάχνει στο τηλέφωνο. Πού να ξέρει... – Τα κακά μαντάτα διαδίδονται γρήγορα, απάντησε η
κυρία Μαρκέλλα καθώς σκέφτηκε τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες, αλλά προτίμησε να μην κάνει κανένα σχόλιο. Η Μυρτώ υπέθεσε πως τη μητέρα της την ειδοποίησε η Μαρίνα, μόλις είδε τα σκούρα. – Σε αναστάτωσα, μανούλα μου. Έχεις τον πόνο σου, έχεις και τη δικιά μου έγνοια. Αχ, αυτή η Μαρίνα, δεν έπρεπε να σου τηλεφωνήσει. – Τι λες, παιδάκι μου, μάνα σου είμαι. Αν δε σταθώ εγώ στο πλευρό σου, ποιος θα σταθεί; Έλα, ξέχνα τα τώρα αυτά και κοίτα να γίνεις καλά. Να φας, να δυναμώσεις. Έχασες τόσο αίμα! Ευτυχώς που έτρεξαν τα παιδιά να σε σώσουν. – Τα παιδιά; Ποια παιδιά; Η κυρία Μαρκέλλα τής εξήγησε και η Μυρτώ ευχόταν να άνοιγε η γη να την καταπιεί από την ντροπή της. – Με τέτοιο ρεζιλίκι, δε θα ’χω μούτρα να ξαναπατήσω στη σχολή. – Υπερβολές! Και ενώ η μάνα προσπαθούσε να παρηγορήσει και να καθησυχάσει την κόρη της, μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και πίσω της ακολουθούσε ένας νεαρός με μια
ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα. – Για την κοπελιά στο βάθος είναι τα λουλούδια, είπε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο η νοσοκόμα, και οι άλλες δύο ασθενείς που νοσηλεύονταν μαζί με τη Μυρτώ ανασηκώθηκαν στα κρεβάτια τους. – Θα είναι από τον αρραβωνιαστικό μου, υπέθεσε εκείνη και το χλομό της πρόσωπο φωτίστηκε προς στιγμήν και αμέσως μετά σκοτείνιασε. «Δεν είναι δυνατό. Πώς το έμαθε; Ποιος του το είπε;» σκέφτηκε και πρόσθεσε φωναχτά, απευθυνόμενη στη νοσοκόμα: Λάθος κάνετε. Αλλά τότε παρενέβη ο νεαρός που έφερε την ανθοδέσμη. – Η κάρτα που συνοδεύει τα λουλούδια έχει το όνομά σας, δεσποινίς. Η κυρία Μαρκέλλα πήρε την ανθοδέσμη και του έδωσε φιλοδώρημα, λέγοντάς του να πάει στο καλό, ενώ η Μυρτώ άνοιξε βιαστικά την κάρτα κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της. – Δεν είμαστε καλά, είπε ξεροκαταπίνοντας το σάλιο της. Πού στην ευχή με ανακάλυψε αυτός εδώ μέσα; – Ποιος είναι αυτός; Ο Νικολής;
– Όχι βέβαια. Ο Πάρης. – Ποιος; – Ο Πάρης, ο κουμπάρος. Μου έστειλε από το Λονδίνο λουλούδια και ευχές για ταχεία ανάρρωση. «Θα τα πούμε σύντομα από κοντά», γράφει. Η κυρία Μαρκέλλα έμεινε βουβή, να κοιτάζει μια την κόρη της και μια τα κόκκινα τριαντάφυλλα που είχε τακτοποιήσει σ’ ένα βάζο στο κομοδίνο. Καθώς ο Πάρης παρακολουθούσε ανελλιπώς τα πράγματα στην Ελλάδα και διάβαζε κάθε μέρα τις ελληνικές εφημερίδες που έφταναν αεροπορικώς στο Λονδίνο, μετά τα πρωτοσέλιδα με τα κατορθώματα της χούντας του Ιωαννίδη, τα μάτια του έπεσαν κάποια στιγμή σ’ ένα άρθρο για τις αμβλώσεις· για τον απαγορευτικό νόμο, για τα ταμπού και τις απαρχαιωμένες αντιλήψεις, ενώ στην ίδια σελίδα ήταν καταχωρισμένη η είδηση της άτυχης σπουδάστριας από τη Χίο, που διακομίστηκε με ακατάσχετη αιμορραγία στον «Ευαγγελισμό», και διαβάζοντας το όνομά της συνοφρυώθηκε. Προς στιγμήν υπέθεσε πως επρόκειτο για συνωνυμία, όμως η αναφορά στη Χίο τον έβαλε σε σκέψεις. «Τέτοια σύμπτωση;» είπε από μέσα του και, γεμάτος περιέργεια,
σήκωσε το ακουστικό, κάνοντας μια προσπάθεια να τη βρει στο τηλέφωνο. Μάταια. Τότε τηλεφώνησε στον «Ευαγγελισμό» και την εντόπισε. Ευτυχώς, η Μυρτώ είχε διαφύγει πλέον τον κίνδυνο, κι εκείνος χαμογέλασε με ανακούφιση. Από την άλλη, ο Νικολής, μόλις βγήκε από το καράβι στη Ρόδο, έτρεξε αμέσως σ’ ένα περίπτερο για να τηλεφωνήσει στην αγαπημένη του, αλλά, όπως ήταν φυσικό, εκείνη δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Τσατισμένος, αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα και μια εφημερίδα και κάθισε σ’ ένα παγκάκι να τη διαβάσει. Όταν πληροφορήθηκε κι αυτός τα καθέκαστα, έπεσε από τα σύννεφα. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια», σκέφτηκε. «Πότε, πώς και γιατί; Πώς είναι δυνατό η Μυρτώ να έκανε κάτι τέτοιο χωρίς να μου το πει; Το παιδί αυτό ήταν και δικό μου. Ήταν ο καρπός του έρωτά μας. Μπορεί να έμεινε έγκυος σε ακατάλληλη στιγμή, όμως τι με αυτό; Αφού αγαπιόμαστε. Αφού αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Τι τώρα, τι αύριο. Δεν έχει καμιά σημασία. Θεέ μου, θα τρελαθώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω», κατέληξε με σφιγμένα χείλη και από τα νεύρα του έκανε την εφημερίδα κομμάτια. «Τι ατυχία να βρίσκομαι μακριά και να μην μπορώ να επικοινωνήσω μαζί της! Κάτι τρέχει», μονολόγησε και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ξανατηλεφώνησε στο σπίτι στον Πειραιά. Και πάλι, τίποτα. Αμέσως μετά ζήτησε από τις πληροφορίες το τηλέφωνο
του «Ευαγγελισμού». Μόλις του επιβεβαίωσαν πως πράγματι η Μυρτώ νοσηλευόταν εκεί, κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. – Είναι καλά; ρώτησε γεμάτος αγωνία και, παίρνοντας καθησυχαστική απάντηση, έκλεισε τη γραμμή και τα ’βαλε με την καλή του και τις επαρχιώτικες αντιλήψεις της. «Κρίμα, κι εγώ νόμιζα πως είχες απαγκιστρωθεί πλέον από τα νοσηρά “πρέπει”, Μυρτώ. Από τα ταμπού που καθιέρωσαν άνθρωποι στενόμυαλοι μιας άλλης εποχής. Και το χειρότερο είναι πως για ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορά και τους δυο μας, με αγνόησες παντελώς κι έκανες του κεφαλιού σου. Πώς μπορώ από εδώ και μπρος να σ’ εμπιστευτώ; Πώς θα μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου όταν στο βάθος του μυαλού μου θα γνωρίζω πως είσαι απρόβλεπτη, παρορμητική και επιπόλαιη; Αχ, Μυρτώ! Τα κατέστρεψες όλα», αναλογίστηκε. Το καθήκον τον καλούσε πίσω στο καράβι, κι έτσι πήρε με βαριά βήματα το δρόμο της επιστροφής. Ατενίζοντας τα μεσαιωνικά τείχη της παλιάς πόλης των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, κοντοστάθηκε. Το αίμα του έβραζε και τα μηνίγγια του χτυπούσαν από θυμό. Με τέτοια χάλια, δεν ήταν σε θέση να μιλήσει σε κανέναν. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, είδε πως είχε λίγο ακόμα χρόνο στη διάθεσή του. Έτσι, αντί να πάει προς το λιμάνι, πέρασε τη μεγάλη πύλη του κάστρου και ανηφόρισε προς την Οδό των Ιπποτών. Ο αέρας βούιζε στα αφτιά του κι έφερνε, θαρρείς, ήχους
από το παρελθόν. «Τα καταλύματα των ιπποτών, με τους θυρεούς στις εισόδους, σώζονται ακέραια μέσα στους αιώνες. Εμείς οι άνθρωποι, όμως, είμαστε περαστικοί από τη ζωή, φθαρτοί. Και αντί να χαιρόμαστε την κάθε στιγμή που είναι μοναδική, όλο και κάτι βρίσκουμε για να δηλητηριάζουμε την καθημερινότητά μας», σκέφτηκε. Και φιλοσοφώντας πάνω σε αυτό, ανακατεύτηκε με τους χειμερινούς τουρίστες της Ρόδου και προχώρησε μαζί τους μέχρι το επιβλητικό παλάτι του μεγάλου μαγίστρου, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του κάστρου, στο τέρμα της Οδού των Ιπποτών, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. – Το παλάτι αυτό χτίστηκε το 14ο αιώνα, στη θέση της βυζαντινής ακρόπολης, από τους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι έκαναν νέες προσθήκες στο αρχικό οικοδόμημα, με σκοπό να αποτελέσει διοικητικό κέντρο του ιπποτικού κράτους, είπε η ξεναγός, και ο νους του Νικολή ξέφυγε από το πρόβλημα που τον βασάνιζε, ενώ ο θυμός του άρχισε να ξεθυμαίνει. Όταν κατηφόρισε προς την πύλη του λιμανιού, που πλαισιώνεται από δύο πύργους και βρίσκεται στο νότιο μέρος του κάστρου, είχε ανακτήσει την ψυχραιμία του και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, βάδισε σταθερά προς το σημείο όπου ήταν δεμένο το καράβι του πολεμικού ναυτικού. Μετά το προσκλητήριο, οι ναύτες και οι αξιωματικοί βρέθηκαν στο πόστο τους και ο καπετάνιος έβαλε πλώρη για άλλο νησί του
Ανατολικού Αιγαίου. Την ίδια στιγμή η Μυρτώ, στον «Ευαγγελισμό», βλέποντας τα τριαντάφυλλα του Πάρη στο κομοδίνο, άναβε και κόρωνε, μέχρι που ζήτησε από τη μητέρα της να τα πετάξει από το παράθυρο. – Τι σου φταίνε τα λουλούδια, κόρη μου; Θα τα βγάλω στο διάδρομο, μην κάνεις έτσι. Πολλά νεύρα έχεις, ηρέμησε. – Πώς να ηρεμήσω; Ποιος θα το πίστευε πως η κακοτυχία μου θα μ’ έκανε διάσημη και πως θα έφταναν τα χαμπέρια μου μέχρι το Λονδίνο; – Κι αυτοί οι παλιοδημοσιογράφοι ψοφάνε για κάτι τέτοια. Τα σερβίρουν τάχα μου δήθεν ως παραδείγματα προς αποφυγήν και, για να κάνουν ντόρο, την τρίχα την κάνουν τριχιά. Άντε να χαθούν. Μη δίνεις σημασία. Αύριο θα βρουν να καταπιαστούν με κάποιο άλλο θέμα και η περίπτωσή σου θα ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν τόσες άλλες. Δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Εκείνο που προέχει είναι να γιάνεις και το πάθημα να σου γίνει μάθημα. Η Μυρτώ κούνησε πικραμένη το κεφάλι. – Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, είπε σοβαρά και την ίδια στιγμή ο νους της πήγε στον αρραβωνιαστικό της και αναστέναξε. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, να δεις
που θα τα ’χει μάθει τα κατορθώματά μου κι ο Νικολής από τις εφημερίδες. – Διόλου απίθανο. – Ε, τότε γιατί δεν έστειλε έστω ένα τηλεγράφημα; – Δεν ξέρω, τι να σου πω; – Θα σου πω εγώ, μαμά. Γιατί του ’ρθε ταμπλάς. Έπαθε την πλάκα του και σίγουρα δε θα θέλει να με ξαναδεί. Και με το δίκιο του, βέβαια. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, θα τρελάθηκε ο άνθρωπος. Ξέρεις τι θα πει να μάθει κάτι τέτοιο από τις εφημερίδες; Τι διάολος με καβάλησε; Θέλω σκότωμα. Τα κατέστρεψα, τα γκρέμισα όλα μέσα σε μια στιγμή, είπε αναψοκοκκινισμένη η Μυρτώ κι έβαλε τα κλάματα. Πάνω στην ώρα, στο θάλαμο μπήκε η προϊσταμένη για να της αναγγείλει πως την επομένη θα έπαιρνε εξιτήριο, καθώς ο αιματοκρίτης της είχε επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα. – Δόξα τω Θεώ! αναφώνησε η κυρία Μαρκέλλα. – Καλύτερα να πέθαινα, πρόλαβε να πει η Μυρτώ μέσα από τους λυγμούς της και από εκεί και πέρα η μόνη της έννοια ήταν ο Νικολής.
Την άλλη μέρα, μόλις μπήκαν στο σπίτι τους στον Πειραιά, η κυρία Μαρκέλλα άφησε τη Μυρτώ να ξεκουραστεί και βγήκε να κάνει κάποια ψώνια. Επιστρέφοντας, βρήκε τη Μυρτώ στο χολ κοντά στο τηλέφωνο και τη ρώτησε γεμάτη περιέργεια: – Τι έγινε, κοριτσάκι μου, σε πήρε; – Ποιος; – Ο Νικολής. – Όχι, δυστυχώς. Με πήρε κάποιος άγνωστος από ένα ανθοπωλείο και ζήτησε να μάθει τη διεύθυνσή μας για να μας φέρει λουλούδια. – Λουλούδια; Αυτή τη φορά, σίγουρα θα τα στέλνει ο Νικολής. Άδικα των αδίκων ανησύχησες κι έχασες τον ύπνο σου. Ο Νικολής σ’ αγαπάει. Πάνω στην ώρα ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας και στο κατώφλι τους πρόβαλε ένας νεαρός με μια ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα. Η κυρία Μαρκέλλα χαμογέλασε πλατιά και η Μυρτώ βουβάθηκε. Ο αρραβωνιαστικός της ήταν ένας απλός έφεδρος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να στείλει μια τόσο εντυπωσιακή ανθοδέσμη, σκέφτηκε και χαμήλωσε το βλέμμα, μαντεύοντας από ποιον προερχόταν.
– Τι ωραία τριαντάφυλλα μπακαρά! Είναι ολόφρεσκα, είπε η κυρία Μαρκέλλα ανυποψίαστη, και επειδή η Μυρτώ τα περιφρόνησε και δεν άπλωσε το χέρι να πάρει ούτε την κάρτα που τα συνόδευε, την κίνηση αυτή την έκανε εκείνη. Έλα, διάβασε, πουλάκι μου, να δεις τι σου γράφει ο καλός σου. Τι έπαθες ξαφνικά; Αντί να γελάς, κατσουφιάζεις; Η Μυρτώ έριξε μια θλιμμένη ματιά στην κάρτα και, διαβάζοντας πάλι το όνομα του Πάρη, την τσαλάκωσε μες στη χούφτα της και την έκανε χίλια κομμάτια. – Αυτός βάλθηκε να μας τρελάνει, σχολίασε και τα μάτια της πέταξαν σπίθες από οργή. Άλλα λουλούδια χτες, άλλα σήμερα... Μπορείς να μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά; φώναξε στην εμβρόντητη μάνα της, ρίχνοντας την ανθοδέσμη στον κουβά με τα σκουπίδια. – Μην εξάπτεσαι, κόρη μου. Μην κάνεις σαν μανιακή. Επειδή μας δένουν δεσμοί φιλίας με την οικογένειά του και κουμπαριές, είχε την καλοσύνη να σου στείλει τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση με δυο αγκαλιές λουλούδια. Δεν έκανε και κανένα έγκλημα ο άνθρωπος. Αν το θεωρείς υπερβολή, σου θυμίζω πως όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα. – Μαμά, για το Θεό, μη μου κάνεις τη χαζή. Ξέρεις πολύ καλά πού το πάει ο τύπος. Έτσι και το μάθει ο Νικολής,
αλίμονό του, είπε και αναστέναξε και ο νους της πέταξε σ’ εκείνον για τον οποίο χτυπούσε η καρδιά της. «Πού είσαι, αγάπη μου; Δε βλέπω την ώρα να με σφίξεις και πάλι στην αγκαλιά σου, να σου ζητήσω μέσα από τα βάθη της ψυχής μου να με συγχωρέσεις. Δεν ήθελα τώρα που υπηρετείς τη θητεία σου να σε αναστατώσω. Αλλά φοβήθηκα, πελάγωσα, μου σάλεψε το μυαλό. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Τώρα πια ξέρω, δε ζω χωρίς εσένα. Εσύ είσαι η αγάπη μου, ο έρωτάς μου, η ζωή μου. Εσύ είσαι το πεπρωμένο μου», σκέφτηκε η Μυρτώ και, ρίχνοντας μια αγωνιώδη ματιά στο τηλέφωνο, το άκουσε να χτυπάει και σκίρτησε η ψυχή της. «Παναγίτσα μου, κάνε να είναι ο Νικολής», είπε από μέσα της. Και πράγματι αυτός ήταν. Όταν από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε τη φωνή του, την έπιασε ταραχή. – Αγάπη μου, αγάπη μου! μουρμούρισε και, έπειτα από μια στιγμιαία σιωπή, ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. – Είσαι καλά; – Δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Έγιναν τόσα πολλά. – Το ξέρω, θα τα πούμε από κοντά. Αύριο θα βρίσκομαι στον Πειραιά, της είπε, και η Μυρτώ φωτίστηκε ολόκληρη, βρήκε ξαφνικά το κέφι της και τον εαυτό της και κοίταξε να καλλωπιστεί και να προετοιμαστεί κατάλληλα για να
υποδεχτεί τον αρραβωνιαστικό της.
8 Στο μνημόσυνο «ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ, πρέπει να αντέξεις τη βροχή», λέει μια σοφή παροιμία, και η Μυρτώ οπλίστηκε με υπομονή. Σκυθρωπός, ψυχρός και απόμακρος σαν ξένος ήταν ο Νικολής σ’ εκείνη τη συνάντησή τους. Η Μυρτώ έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά του, μα δε βρήκε ανταπόκριση και μαζεύτηκε. Ο έρωτάς τους, που άλλοτε έσφυζε από πάθος και ζωντάνια, γέμισε μαύρα σύννεφα. Κάθισαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο πάνω από τα βράχια της Πειραϊκής και αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά. – Σε παρακαλώ, δώσ’ μου άλλη μία ευκαιρία, ψέλλισε η Μυρτώ έπειτα από μια παγωμένη σιωπή. Ο Νικολής παρέμεινε ανέκφραστος, με σφιγμένα χείλη. – Μίλα μου, πες μου κάτι, βρίσε με. Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι. Το ύφος σου με σκοτώνει. Έκανα ένα μεγάλο λάθος και σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Πέρασα τραγικές στιγμές.
– Εγώ να δεις..., είπε ο Νικολής μ’ ένα πικρό παράπονο. Η Μυρτώ τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα. – Θέλω να τα ξεχάσουμε όλα και να συνεχίσουμε τη ζωή μας. – Δεν είναι τόσο εύκολο για εμένα που πίστεψα στον καθαρό, ακέραιο χαρακτήρα σου, στην ειλικρίνειά σου. – Μα σ’ αγαπώ πολύ. – Κι εγώ σ’ αγαπώ, όμως δε θα τολμούσα ποτέ να κάνω κάτι τόσο σοβαρό πίσω από την πλάτη σου... Νόμιζα πως ήσουν το άλλο μου μισό και απογοητεύτηκα. – Πόσο ανόητα φέρθηκα! ψιθύρισε η Μυρτώ και, νιώθοντας ένα λυγμό να ανεβαίνει στο λαιμό της, προσπάθησε να συγκρατηθεί, γιατί κατάλαβε ότι με τα κλάματα δε θα γινόταν τίποτα. Τα κλάματα θα επιβάρυναν μόνο το ήδη άσχημο κλίμα, καθώς αυτές οι πληγές δεν επουλώνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλουν το χρόνο τους και με υπομονή, επιμονή κι αγάπη ίσως υπήρχαν ελπίδες ο ήλιος να ανατείλει ξανά και όλα να γίνουν όπως πρώτα. Εκείνο το απόγευμα, όταν είδε η Μυρτώ ότι ο καλός της ήταν βαθιά πληγωμένος και δεν έπαιρνε από λόγια, αναγκάστηκε
να τον αποχαιρετήσει με βαριά καρδιά. Επέστρεψε στο σπίτι της και κλείστηκε στην κάμαρά της, αποφασισμένη να μαζέψει τα μυαλά της, να δει πού βρίσκεται και να βάλει μια τάξη στη ζωή της. Ο Γενάρης κόντευε να τελειώσει, κι εκείνη, με τα δεινοπαθήματα, είχε παραμελήσει τα μαθήματά της. Αν συνέχιζε το ίδιο βιολί, τη χρονιά την είχε σίγουρα χαμένη. Για να αναπληρώσει τις ελλείψεις της, έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη. Στην αρχή, τα γράμματα χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Δέκα φορές διάβαζε το ίδιο κεφάλαιο, ενώ ο νους της στριφογύριζε πότε στον Νικολή και πότε στους συμφοιτητές της, που ντρεπόταν να τους κοιτάξει στα μάτια. – Ποιος ξέρει τι θα λένε πίσω από την πλάτη μου, είπε μια μέρα στη Μαρίνα, αλλά εκείνη την αποπήρε. – Άλλη όρεξη δεν έχουν, να ασχολούνται μαζί σου. Τρελάθηκες, μωρέ; Πού ζεις; Εδώ έγινε χαμός πάλι χτες. – Τι έγινε; Δεν έχω ιδέα. Εγώ μετά το μάθημα έφυγα. – Για το τίποτα, για έναν ασήμαντο διαπληκτισμό, ήρθαν οι ΕΣΑτζήδες να μας τρίξουν τα δόντια και όσοι από τους φοιτητές τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν βρέθηκαν μπλεγμένοι. Ανάμεσά τους ήταν και ο δικός μου, ο Βύρων,
είπε η Μαρίνα, και η φωνή της ακούστηκε βραχνή. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, πρόσθεσε με αγανάκτηση. Τους μπουζούριασαν όλους στα κρατητήρια της ΕΣΑ και, αφού τους περιποιήθηκαν ανάλογα, το ξημέρωμα τους έστειλαν στα κέντρα νεοσυλλέκτων. Από την Κόρινθο μου τηλεφώνησε ο Βύρων σήμερα το πρωί και μου είπε τα μαντάτα, κι εγώ, καθώς καταλαβαίνεις, από εκείνη την ώρα έχω τρελαθεί. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως από τη μια στιγμή στην άλλη ο αγαπημένος μου βρέθηκε στο στρατό και οι σπουδές του κόπηκαν απότομα στη μέση. Τόσοι και τόσοι αγώνες έγιναν από πέρσι τέτοιο καιρό για την κατάργηση αυτού του καταραμένου νόμου που επιβάλλει την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών, αλλά δυστυχώς δεν καταφέραμε τίποτα. Τύφλα να ’χει ο Παπαδόπουλος μπροστά σε αυτό τον Ιωαννίδη. Αυτός είναι πιο σκληρό καρύδι και μέχρι στιγμής δε φαίνεται πουθενά. Κινεί τα νήματα από τα παρασκήνια. Μέσα σε δύο μήνες εξόρισε όλους τους αμνηστευμένους από τον Παπαδόπουλο πολιτικούς, και μαζί με αυτούς εξόρισε και απλούς αριστερούς πολίτες, ηθοποιούς, ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων. Τα ξερονήσια του Αιγαίου έχουν πάλι γεμίσει. Ο κόσμος ασφυκτιά και οι δικτάτορες διατυμπανίζουν από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση πως είναι στο πλευρό του λαού, στο πλευρό του αγρότη και πως όλοι μαζί, με πίστη και σεβασμό στις ελληνοχριστιανικές αρχές, θα πάμε μπροστά. Ποιον κοροϊδεύουν; Το παρατράβηξαν πια. Δεν πάει άλλο.
Ως πότε ο λαός θα σκύβει το κεφάλι; Κάποτε θα εκραγεί. Θα τους πάρει φαλάγγι και, με τέτοιο άχτι που τους έχει, θα τους λιντσάρει, να γλιτώσουμε από το βραχνά τους. – Αμήν και πότε, είπε η Μυρτώ και ο νους της πήγε στον αγαπημένο της, που σίγουρα θα είχε τα δικά του άγχη, αλλά από τότε που ψυχράνθηκαν οι σχέσεις τους δεν τα μοιραζόταν πλέον μαζί της, αν και κάθε φορά που έδενε το καράβι του σε λιμάνι δεν παρέλειπε να της τηλεφωνήσει. Μπορεί να ήταν μετρημένα τα λόγια του, όμως μόνο που άκουγε η Μυρτώ τη φωνή του ησύχαζε και οι φόβοι της για την οριστική διάλυση του αρραβώνα τους καταλάγιαζαν. «Αφού κρατάει τις πόρτες ανοιχτές, θα πει πως με θέλει. Πως ακόμα μ’ αγαπάει», σκεφτόταν και αναθαρρούσε με τη σκέψη αυτή, και στη φίλη της τη Μαρίνα που το είπε, εκείνη συμφώνησε μαζί της. – Είναι θέμα χρόνου. Όπου να ’ναι, όλα θα περάσουν και θα τα ξεχάσετε. Γιατί αγαπιέστε, Μυρτώ. Εκείνη χαμογέλασε. Η φίλη της, αν και είχε τον πόνο της με τον αγαπημένο της που τον αποχωρίστηκε ξαφνικά, εντούτοις τη στήριζε όσο μπορούσε, και η Μυρτώ ένιωσε καλύτερα. – «Πόνος που μοιράζεται αμέσως μετριάζεται», έλεγε η γιαγιά μου, πρόσθεσε η Μαρίνα, και από τότε οι δυο τους ήρθαν πιο κοντά κι έγιναν αχώριστες.
Η κυρία Μαρκέλλα, έπειτα απ’ όσα έγιναν, για να μην ξύνει πληγές, έπαψε να ρωτάει την κόρη της για τον Νικολή. – Το μόνο που με νοιάζει, Μυρτώ μου, είναι να ’χεις την υγειά σου και να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, της είπε ένα πρωί στις αρχές Φλεβάρη, προτού φύγει για το νησί, προκειμένου να ετοιμάσει το μνημόσυνο του συχωρεμένου του άντρα της. Κόντευαν σαράντα μέρες από το θάνατό του, η ψυχή του στριφογύριζε ακόμα ανάμεσά τους και το καντήλι του ήταν σβηστό. «Θεέ μου, εσύ που ξέρεις τα βάσανά μου, συγχώρα με», είπε στην προσευχή της, και όταν το απομεσήμερο το μικρό αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Χίου, εκείνη, χωρίς να ξαποστάσει, πήγε ίσια στο νεκροταφείο να κάνει ένα τρισάγιο στον τάφο του συχωρεμένου του καπετάν Γιώργη. Σουρούπωνε όταν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της, και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η υγρασία από τη θάλασσα περόνιαζε τα κόκαλα και ο άνεμος λυσσομανούσε, κάνοντας τα παραθυρόφυλλα να τρίζουν. Η κυρία Μαρκέλλα κοντοστάθηκε στη σάλα και, αντικρίζοντας στο μισοσκόταδο το γνώριμο χώρο, αναρίγησε. Της φάνηκε σαν μαυσωλείο, παγωμένος και έρημος. Η οσμή της κλεισούρας μπούκωσε τα ρουθούνια της και της έφερε έναν ξερόβηχα που κόντεψε να την πνίξει. Πηγαίνοντας στην κουζίνα να πιει λίγο νερό, σκόνταψε στην κουνιστή πολυθρόνα του καπετάν Γιώργη και σκιάχτηκε. «Έλα Χριστέ και Παναγιά!» μονολόγησε και
άρχισε να ανάβει ένα ένα όλα τα φώτα, στο σαλόνι, στις κρεβατοκάμαρες, στις βεράντες, και να κοιτάζει τριγύρω, σαν να περίμενε να εμφανιστεί από καμιά μεριά εκείνος που έχασε για πάντα. Μετά, επειδή τουρτούριζε, άναψε με ένα προσάναμμα τα κούτσουρα στο τζάκι και κάθισε να παρατηρεί τις φλόγες που ξεπηδούσαν σαν πύρινες γλώσσες και σκόρπιζαν ζεστασιά. Χαλαρώνοντας σιγά σιγά, βάλθηκε να αναπολεί τις ωραίες στιγμές που έζησε με τον άντρα της και την κόρη της μέσα σε αυτό το σπίτι. «Όλα είναι ωραία με τους αγαπημένους μας παρέα», συλλογίστηκε αναστενάζοντας κι έπειτα, φέρνοντας ένα γύρο το βλέμμα στο καλοστημένο νοικοκυριό της, στάθηκε στο πορτρέτο του άντρα της που δέσποζε στο σαλόνι. Βουρκωμένη, αντί να ξεσπάσει σ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα, ευχαρίστησε το Θεό που την αξίωσε να ζήσει όσα έζησε μ’ εκείνον που αγαπούσε. «Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει μόνιμη ευτυχία. Υπάρχουν μόνο στιγμές ευτυχίας, κι εγώ έζησα πολλές τέτοιες στιγμές μαζί σου, αγαπημένε μου. Η ανάμνησή τους θα μου κρατάει συντροφιά μέχρι τη μέρα που θα ’ρθω να σε ανταμώσω», είπε η κυρία Μαρκέλλα και ευθύς αμέσως ήρθε στα συγκαλά της και, πλησιάζοντας το τηλέφωνο, άρχισε να καλεί φίλους και γνωστούς για το μνημόσυνο, που θα γινόταν την Κυριακή, μετά τη θεία λειτουργία. Μες στο καταχείμωνο, όπως ήταν φυσικό, οι πιο πολλοί
φίλοι του συχωρεμένου καπετάν Γιώργη, ναυτικοί κι εκείνοι, ταξίδευαν στις θάλασσες. Όμως οι γυναίκες τους δεν υπήρχε περίπτωση να λείψουν. Τηλεφώνησε και στο Λονδίνο, και όταν η κουμπάρα της, η Ασπασία, άκουσε τη φωνή της, άρχισε τα γνωστά της. – Πότε πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες! Θαρρώ πως τον βλέπω μπροστά μου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Όμως εμείς δεν μπορούμε να παραβρεθούμε στο μνημόσυνο. Την άλλη φορά που ήρθε ο άντρας μου στην κηδεία, αρρώστησε και ακόμα τραβιέται, Μαρκέλλα μου. Θέλω να με καταλάβεις και να μας συγχωρέσεις, είπε μελιστάλαχτα. Ο γιος της, που την άκουσε, έμαθε έτσι για το μνημόσυνο του πατέρα της Μυρτώς και προθυμοποιήθηκε να εκπροσωπήσει εκείνος την οικογένειά τους. – Όχι, για το Θεό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρέχεις. Να καθίσεις στ’ αβγά σου. Αρκετά πια. Αφού πήγες στην κηδεία, δεν είναι ανάγκη να πας και στο μνημόσυνο, τον απέτρεψε η μάνα του. Όμως ο Πάρης δε θα έχανε με τίποτα την ευκαιρία να βρεθεί κοντά στη Μυρτώ, που η μορφή της είχε καρφωθεί στο μυαλό του και δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Από τόσες και
τόσες κοπέλες που γνώρισε, αυτή ήταν η μόνη που του γύρισε την πλάτη, και το έφερε βαρέως. Ήταν αδύνατο να το καταπιεί. Κι επειδή δεν είχε μάθει στη ζωή του να υποχωρεί, επιστράτευσε όλα τα μέσα για να πετύχει το σκοπό του: να δει τη Μυρτώ να πέφτει στα πόδια του, όπως είδε όλες τις άλλες που έβαζε κατά καιρούς στο μάτι. Για να μην πάει μόνος του στην Ελλάδα, ξεσήκωσε και δύο από τους φίλους του, τους έκανε τα έξοδα, και όλοι μαζί, μόλις έφτασαν αεροπορικώς στην Αθήνα, πήγαν ίσια στον Πειραιά να πάρουν το πλοίο της γραμμής για το νησί. Ήταν Παρασκευή απόγευμα. Η Μυρτώ με τη φίλη της τη Μαρίνα είχαν κανονίσει να ταξιδέψουν κι εκείνες την ίδια μέρα με το ίδιο πλοίο. Φτάνοντας στο λιμάνι, στριμώχτηκαν ανάμεσα στους άλλους ταξιδιώτες και κοίταξαν να προφυλαχτούν από το μαστίγωμα του ανέμου που λυσσομανούσε σε θάλασσα και στεριά. – Πού πάμε με τέτοιο καιρό; Θα πνιγούμε, ψέλλισε τρομαγμένη η Μαρίνα, που ήταν αμάθητη. – Έλα, μη φοβάσαι. Αυτά τα πλοία δεν έχουν ανάγκη. Είναι φτιαγμένα για πολλά μποφόρ. Άλλωστε, αν υπήρχε κίνδυνος, το λιμεναρχείο θα είχε απαγορεύσει τον απόπλου, απάντησε η Μυρτώ και, ανεβαίνοντας βιαστικά την καραβόσκαλα, είδε μπροστά της τον Πάρη μ’ ένα κόκκινο
μαντίλι στο κεφάλι, σαν κουρσάρος, να την κοιτάζει επίμονα, κι έμεινε στήλη άλατος. – Χριστός και Παναγία! αναφώνησε. Πάρη! Τι γυρεύεις εσύ εδώ; – Σουτ, πιο σιγά. Μη φωνάζεις. Ταξιδεύω ινκόγκνιτο, της είπε χαριτολογώντας, και οι φίλοι του ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. – Ποια είναι τα παιδιά; ρώτησε η Μαρίνα, και τότε έγιναν οι συστάσεις και όλοι μαζί κάθισαν στο σαλόνι της πρώτης θέσης. Η Μυρτώ όσο άκουγε τον Πάρη να μιλάει για τα ράλι, το σκι και το σαφάρι που έκανε στην Αφρική τόσο βαριόταν και ήθελε να φύγει. – Κουράστηκα, θέλω να πάω στην καμπίνα μου να ξαπλώσω, δήλωσε κάποια στιγμή απότομα και, χωρίς άλλη κουβέντα, έκανε νόημα στη Μαρίνα να φύγουν. – Έχουμε ολόκληρο ταξίδι μπροστά μας. Είναι ανάγκη να πάτε να κλειστείτε από τώρα στον τάφο του Ινδού; παρατήρησε ο Πάρης, και οι φίλοι του το βρήκαν πολύ αστείο και γέλασαν ξανά. Όταν επιτέλους οι δύο κοπέλες μπήκαν στην καμπίνα
τους κι έκλεισαν την πόρτα, ανάσαναν με ανακούφιση. – Τι έπαρση έχει αυτός ο Πάρης! Ποιος νομίζει ότι είναι; Όλο βλακείες λέει. Κι εκείνοι οι δύο, οι φίλοι του, που τον κοιτάζουν σαν θεό και γελάνε, οι ανεγκέφαλοι, με τις κρυάδες του; Γλοιώδεις και εμετικοί σαν αυλοκόλακες είναι. – «Ο ισχυρός έχει σκλάβους, ο πλούσιος κόλακες και ο σοφός φίλους», λέει ο Ισοκράτης, Μαρίνα. – Βλέπω πως το έμαθες καλά το μάθημά σου. – Μην το γελάς! – Ο Πάρης έχει τόσα πολλά λεφτά όσα δείχνει; – Έχει, αλλά δεν τα έκανε μόνος του, τα βρήκε από τον πατέρα του. – Έτσι εξηγούνται όλα. Γι’ αυτό προσελκύει τους κόλακες όπως το μέλι τις μύγες. Εκείνοι, για να αποκομίσουν οφέλη, είναι μαζί του ευχάριστοι και σίγουρα θα επικροτούν κάθε του ενέργεια και θα τα βρίσκουν όλα τέλεια πάνω του. – Μάντισσα είσαι; – Μην κοροϊδεύεις. Θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του, κερδίζοντας τη συμπάθεια και τη φιλία του, για το προσωπικό
τους συμφέρον. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Ε, λοιπόν, εσύ αδικείσαι. Κακώς πας για δασκάλα. Εσύ είσαι γεννημένη ψυχολόγος. Δεν πρόλαβες να τους δεις τους ανθρώπους και τους έραψες κοστούμι. Τους έκανες και το ψυχογράφημα. – Εγώ δε λαθεύω. Ο Πάρης, όμως, μπορείς να μου πεις πώς τους ανέχεται; Δεν είναι κανένας χαζός. – Ασφαλώς και δεν είναι. Ξέρει πολύ καλά ποιοι τον περιβάλλουν, όμως είναι κακομαθημένος και έχει συνηθίσει να τους έχει όλους του χεριού του. Να τους βλέπει να υποκλίνονται μπροστά στα καπρίτσια του και στα «θέλω» του. Να τους χρησιμοποιεί σαν πιόνια του. Εγώ, Μαρίνα μου, από τη στιγμή που τον γνώρισα στο Λονδίνο, αμέσως κατάλαβα πως ο άνθρωπος είναι εγωπαθής, νάρκισσος και υπερόπτης, γι’ αυτό και ήμουν πολύ συγκρατημένη μαζί του. Όταν έφτασε στο σημείο να μου τα ρίξει στα ίσια, του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι. – Τι είπες; Σου ρίχτηκε, ενώ αρραβωνιασμένη με τον Νικολή; – Μάλιστα.
ήξερε πως
είσαι
– Για κάτι τέτοιους τύπους, η απόρριψη δεν υφίσταται, Μυρτώ. – Πράγματι, δεν το βάζει κάτω. Όσο εγώ του γυρίζω την πλάτη τόσο εκείνος επιμένει. Δεν ξέρω από ποια παλιοφυλλάδα έμαθε για τη νοσηλεία μου στον «Ευαγγελισμό» και μου έστειλε ανθοδέσμη δύο φορές. Κι ενώ τον έγραψα κανονικά και ούτε ένα τηλέφωνο δεν τον πήρα για «ευχαριστώ», αυτός κίνησε να έρθει στο μνημόσυνο του πατέρα μου. – Αυτό είναι το πρόσχημα. – Λες να μην το ξέρω; – Είναι αποφασισμένος να κάνει το παν για να σε δελεάσει, να σε φέρει στα νερά του, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον αρρωστημένο εγωισμό του. Κι έτσι και τα καταφέρει, θα σε πετάξει κι εσένα σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όπως προφανώς θα πέταξε τόσες άλλες. – Λάθος πόρτα χτύπησε. Εγώ δε θα παίξω το παιχνίδι του. Δεν είμαι κανένα τσακλοκούδουνο. Τι ανάγκη τον έχω; – Καμία, κι αυτό είναι που του τη δίνει. Μπορεί να σκαρφιστεί, όμως, κάτι και να σε μπλέξει στα δίχτυα του χωρίς να το καταλάβεις.
– Με τα λεφτά του πατέρα του έμαθε να εξαγοράζει τα πάντα. Ακόμα και τους φίλους και την αγάπη και τον έρωτα. – Ασφαλώς θα πιστεύει πως όλα έχουν μια τιμή. Φτάνει να υπάρχουν χρήματα. Κι αφού διαθέτει τόσα πολλά, δεν κωλώνει πουθενά. – Άντε να δούμε τι άλλο θα κάνει για να κερδίσει την προσοχή μου. Κατά βάθος τον λυπάμαι, Μαρίνα. Είναι προβληματικό άτομο. – Τι είναι αυτά που λες; Σιγά που θα τον λυπηθείς, ολόκληρο μαντράχαλο. Ο Θεός έδωσε μυαλό στον άνθρωπο για να σκέφτεται και πόδια για να περπατάει και να βρίσκει το δρόμο του. Δεν έχεις καμιά δουλειά μαζί του. Εσύ ήδη έχεις κάνει τις επιλογές σου, και μακάρι να σου βγουν σε καλό. – Έτσι και φτιάξουν τα πράγματα με τον Νικολή, ο Πάρης θα μας παντρέψει. – Τι είπες; Αυτό είναι τελείως κουφό. – Είναι επιθυμία του πατέρα του, που είναι και νονός μου. Με την οικογένειά του μας δένουν δεσμοί φιλίας πολλών ετών και κουμπαριές. Η θέση μου είναι πολύ λεπτή, γι’ αυτό και πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική και τυπική μαζί του. Δε χρειάζεται να τραβήξω το σκοινί. Θα κρατήσω τις αποστάσεις και δε θα του επιτρέψω ποτέ να υπερβεί τα όρια.
–Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα, ακόμα και για τον εαυτό μας. Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος. – Άσε τις παροιμίες και κοίτα να κλείσεις τα μάτια σου. Σαν κουνουπίδια θα βγούμε το πρωί στο νησί. – Μην αλλάζεις κουβέντα, έτσι; Μου φαίνεται πως το ενδιαφέρον του Πάρη σε κολακεύει. Κατά βάθος, το γουστάρεις. – Έχεις νοσηρή φαντασία, Μαρίνα. Δε με ξέρεις καλά. Εγώ έμαθα από μικρή το «ναι» μου να είναι «ναι» και το «όχι», «όχι». Δεν άγομαι και φέρομαι. Τον Νικολή τον αγαπώ. Είναι ο άντρας της καρδιάς μου και δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς εκείνον. Η ψυχή μου το ξέρει πώς περνάω αυτό τον καιρό μακριά του. Συνέχεια ταξιδεύει. Κάποτε έπαιρνε και μια άδεια. Τώρα με τον Ιωαννίδη, τα πράγματα αγριέψανε. Δεν τους αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ποιος ξέρει τι μαγειρεύει ο δικτάτορας και οι ένοπλες δυνάμεις είναι συνέχεια σε επιφυλακή. «Πολύ λυπάμαι που δε θα μπορέσω να παραβρεθώ στο μνημόσυνο του πατέρα σου», μου είπε από το τηλέφωνο. «Ξέρεις πόσο πολύ τον αγαπούσα», πρόσθεσε, και η χροιά της φωνής του έσταξε βάλσαμο στην ψυχή μου, όμως δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τα συναισθήματά μου. Η γραμμή έκλεισε, κι εγώ ζω με τη σκέψη
του. Η Μαρίνα δεν έκανε κανένα σχόλιο. Με τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, έβλεπε τα αγριεμένα κύματα να χτυπούν στο φινιστρίνι και σκεφτόταν το δικό της αγαπημένο. Σε λίγο, παρά το ταρακούνημα του πλοίου από τη θαλασσοταραχή, ένας γλυκός ύπνος ήρθε να την πάρει. Αντίθετα η Μυρτώ, στην κουκέτα ακριβώς από πάνω της, δεν κατάφερε να κλείσει μάτι. Την άλλη μέρα στο μνημόσυνο, μόνο που έβλεπε να στέκει πλάι της ο Πάρης και όχι ο Νικολής, της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Άψογος μέσα στο μαύρο κοστούμι του, είχε πάρει ένα θλιμμένο βλέμμα, και πολλοί ήταν εκείνοι που τον πέρασαν για τον Νικολή. – Άξιο παλικάρι φαίνεται ο γαμπρός, ψιθύρισαν στην κυρία Μαρκέλλα, κι εκείνη κάτω από τη μαύρη πλερέζα της έγινε κατακόκκινη. – Αυτός δεν είναι ο γαμπρός, είναι ο κουμπάρος, αναγκάστηκε να πει και, χωρίς να το θέλει, έδωσε τροφή στις κουτσομπόλες του νησιού για πολύ καιρό. Ο Πάρης, αφού επέβαλε την παρουσία του στο πλευρό της Μυρτώς, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο, ακόμα και στον καφέ της παρηγοριάς, στη συνέχεια πρώτος και καλύτερος
κάθισε στο οικογενειακό τραπέζι και, αφού ευχήθηκε υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του τεθνεώτος, κοίταξε τη χήρα του και της υποσχέθηκε πως ήταν έτοιμος να της συμπαρασταθεί σε οποιαδήποτε ανάγκη της. – Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, μουρμούρισε εκείνη, που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. – Αυτό ισχύει και για εσένα, πρόσθεσε μετά ο Πάρης, απευθυνόμενος στη Μυρτώ. Η κοπέλα, για να τον αποφύγει, σηκώθηκε διακριτικά και βγήκε έξω. Μια ξερολιθιά χώριζε την αυλή από την ακτή, και η φουρτουνιασμένη θάλασσα ξέσπαγε το θυμό της στα βράχια και μετά εισχωρούσε στο μικρό λιμανάκι μ’ έναν απαλό κυματισμό, που έσβηνε παφλάζοντας ρυθμικά στην άμμο. Ήταν απομεσήμερο, και μες στο καταχείμωνο ο ήλιος μάτωνε νωρίς νωρίς τον ορίζοντα, όπως έγερνε στη δύση του. Η Μυρτώ, ξαναμμένη από την ένταση της μέρας, δε λογάριασε το αγιάζι και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στην ακροθαλασσιά. Ο αέρας τής ανακάτευε τα μαλλιά και εισχωρούσε στα ρουθούνια της ψυχρός κι αλμυρός, όμως δεν την ένοιαζε. Είχε ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη, να φύγει από την παράσταση που έδινε μέσα στο σπίτι της ο Πάρης. Οι
στενοί συγγενείς, οι θείες και οι ξαδέρφες της, όπως και οι φίλοι του που τους κουβάλησε από την Αγγλία, τον παρακολουθούσαν με προσοχή και είχαν εντυπωσιαστεί από το ενδιαφέρον του για εκείνη και τη μητέρα της. «Ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται», σκέφτηκαν, και μόνο που αναλογίστηκαν τα πλούτη του νεαρού, ζήλεψαν την τύχη της Μυρτώς. «Το παίζει σε διπλό ταμπλό. Κρατάει καβάτζα τον αρραβωνιαστικό μέχρι να αποσπάσει την επίσημη πρόταση γάμου του κουμπάρου», είπαν από μέσα τους οι θείες μόλις σηκώθηκαν από το τραπέζι και, κοιτάζοντας τις κόρες τους, που δεν είχε βγει ακόμα το τυχερό τους, αναστέναξαν. Σκυθρωπές αποχαιρέτησαν την κυρία Μαρκέλλα, ενώ ο Πάρης στο πλάι της προθυμοποιήθηκε να τις ξεπροβοδίσει μέχρι έξω. Τότε είδε στην πεζούλα μπροστά στο λιμανάκι τη Μυρτώ να αγναντεύει τη θάλασσα και πλησίασε κοντά της. – Ο καιρός χάλασε. Έλα μέσα, θα πουντιάσεις, της φώναξε και άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει για να την προστατέψει τάχα μου δήθεν από το κρύο. – Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που κάνεις; Θα μας δει κανένα μάτι και θα νομίζουν... – Άσε τον κόσμο να νομίζει ό,τι θέλει.
– Πάρη, σε παρακαλώ, σύνελθε. Εδώ είναι νησί. Η κοινωνία είναι πολύ μικρή. Και το σούσουρο θα πάει σύννεφο. – Και λοιπόν; Εγώ είμαι εδώ. Όσο έχεις εμένα πλάι σου, μη φοβάσαι κανέναν. – Μα είμαι αρραβωνιασμένη κοπέλα. Σεβάσου τη θέση μου. – Είσαι τόσο γλυκιά! Και τόσο καλή και τρυφερή, που με σκλαβώνεις. – Δε θέλω να τσακωθώ μαζί σου. Όμως μην το παρακάνεις. Αρκετά έγινα ρεζίλι στο νησί με τα πρόσφατα κατορθώματά μου. Δεν είναι ανάγκη να γίνω και μ’ εσένα. Άσε με στην ησυχία μου. – Μα εγώ σ’ έχω στην καρδιά μου. Ό,τι και να μου πεις, δεν μπορώ να πάψω να σε σκέφτομαι και να σε νοιάζομαι. Είσαι η μόνη γυναίκα που θα μπορούσα να παντρευτώ. – Πάρη, για το Θεό! Μη λες χαζομάρες. Αφού ξέρεις, εγώ αγαπώ τον Νικολή και δε βλέπω την ώρα να απολυθεί για να παντρευτούμε. Δεν έχω μάτια για κανέναν άλλο, παρά μόνο για εκείνον. Πάρ’ το απόφαση. – Τα συναισθήματα δε λειτουργούν κατά παραγγελία,
Μυρτώ. Είναι αυθόρμητα. Και όσο συμπιέζονται τόσο φουντώνουν... Από τη στιγμή που σε πρωτοείδα τυχαία στο Λονδίνο, σ’ εκείνη την παλιοπανσιόν, έπαθα κάτι. Ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο, κάτι συγκλονιστικό, που με ταρακούνησε ολόκληρο, και ήθελα να τρέξω από πίσω σου να σε σταματήσω, να σου μιλήσω, να σε γνωρίσω. Ωραίες κοπέλες γνώρισα πολλές και καλές, όμως καμιά δε με τράβηξε κοντά της σαν μαγνήτης όπως εσύ. Η έλξη αυτή μ’ έχει κάνει να χάσω το μυαλό μου. Όπου βρεθώ και όπου σταθώ, σε σκέφτομαι. Και όσο βλέπω να με αποφεύγεις τόσο πιο πολύ σε θέλω και πεισμώνω και τρελαίνομαι. Παράτησα τη δουλειά μου και όλα μου τα ενδιαφέροντα. Δεν το βλέπεις πόσο υποφέρω για εσένα; Η Μυρτώ δεν απάντησε. – Μίλα μου. Γιατί δε μου μιλάς; Είμαι τρελός και παλαβός μαζί σου. Τι άλλο θέλεις να σου πω; Τι άλλο θέλεις να κάνω για να κερδίσω, έστω, τη συμπάθειά σου; Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι απόμακρη. Θέλω να καταλάβεις πως είμαι δικός σου άνθρωπος. Κι είμαι σίγουρος πως σιγά σιγά, με τον καιρό, θα μ’ αγαπήσεις κι εσύ. – Μα πόσες φορές πρέπει να σου πω πως αγαπώ άλλον; – Και τι μ’ αυτό;
– Δύο αγάπες δε χωρούν σε μια καρδιά. Γι’ αυτό μην τρέφεις ελπίδες. – Ποτέ δεν ξέρεις. Μην είσαι τόσο απόλυτη. Ο επιμένων νικά. Κι εγώ δεν έμαθα στη ζωή μου να χάνω. – Αυτό είναι το κακό, σχολίασε η Μυρτώ μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στις άκρες των χειλιών της. Ο Πάρης δεν πτοήθηκε. – Τουλάχιστον, αφού δε θέλεις προς το παρόν να γίνουμε ζευγάρι, μπορούμε να είμαστε φίλοι; – Τη φιλία μου ποτέ δε σου την αρνήθηκα. Γι’ αυτό και αποδέχτηκα ευχαρίστως την πρόταση του πατέρα σου να γίνεις εσύ ο κουμπάρος στο γάμο μου με τον Νικολή, είπε και, ύστερα από μια στιγμιαία σιωπή, κοιτάχτηκαν στα μάτια και η Μυρτώ συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: Όταν έρθει η ώρα η καλή. – Αλήθεια, πού βρίσκεται τώρα ο ναύτης σου; – Ταξιδεύει με το οχηματαγωγό «Λέσβος». Από τότε που ήρθε στα πράγματα ο Ιωαννίδης, τον βλέπω αραιά και πού, ομολόγησε εκείνη συνοφρυωμένη, γιατί θυμήθηκε πόσο απόμακρος και ψυχρός ήταν ο Νικολής μαζί της στην τελευταία τους συνάντηση, όμως δεν έβγαλε άχνα.
– Κάτι μου κρύβεις εσύ. Κάτι συμβαίνει. Η Μυρτώ, με σφιγμένα χείλη, κοίταξε πέρα μακριά τον ορίζοντα, που είχε γίνει ένα με τη θάλασσα. – Σουρούπωσε, είναι ώρα να πηγαίνουμε. Έχω παγώσει, είπε όταν κάποτε μίλησε, και ο Πάρης χαμογέλασε. – Μην πας να μου ξεφύγεις, κάτι σε ρώτησα. Και αν θες να είμαι καλός σου φίλος, δικαιούμαι μια απάντηση. Τι σε βασανίζει; Τι σε πονάει; Μήπως έχει σχέση με την υγεία σου; – Απ’ ό,τι βλέπεις, είμαι καλά. Έκανα μια τρέλα και την πλήρωσα ακριβά. – Αφού είσαι τώρα καλά, ξέχασέ το. Κι εμένα να με συγχωρείς που σου το θύμισα, παρατήρησε εκείνος και την κοίταξε στοργικά στα μάτια. – Ας φύγουμε, είπε τότε η Μυρτώ, και οι δυο τους γύρισαν βιαστικά στο σπίτι. Η κυρία Μαρκέλλα, στο μεταξύ, είχε ανάψει το τζάκι, και η Μαρίνα με τους φίλους του Πάρη κάθονταν ολόγυρα και μιλούσαν για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. – Ο αόρατος δικτάτορας λύνει και δένει. Με τη βία κρατάει στα χέρια του την τύχη του λαού μας, όμως μέχρι
πότε; Δεν πάει άλλο πια. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι. – Στο εξωτερικό έχει πολύ άσχημη φήμη. Μετά τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη και τις αντιδικτατορικές πορείες διαμαρτυρίας που διοργάνωσε η Μελίνα Μερκούρη στο Παρίσι, όλος ο κόσμος έχει ευαισθητοποιηθεί κι έχει στρέψει το βλέμμα του στην Ελλάδα. Ο ευρωπαϊκός Τύπος αναφέρεται στον ελληνικό λαό που ασφυκτιά κάτω από τη χούντα. – Η Μελίνα και ο Μίκης έχουν κάνει σπουδαία δουλειά. Χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη τους, κατάφεραν να πλησιάσουν προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους και τις έπεισαν, καθώς φαίνεται, να στραφούν δημόσια κατά του καθεστώτος. – Γι’ αυτό οι δικτάτορες αφαίρεσαν από τη Μελίνα την ελληνική υπηκοότητα και αποπειράθηκαν δυο τρεις φορές να τη δολοφονήσουν. – Η τελευταία λίγο έλειψε να είναι και η φαρμακερή και να της στερήσει για πάντα τη ζωή, συμπλήρωσε ο Πάρης, που μπαίνοντας στη σάλα άκουσε την κουβέντα τους και έσπευσε να πάρει μέρος. Η Μυρτώ άπλωσε τα χέρια της στη φωτιά να τα ζεστάνει και κάθισε σε μια μαξιλάρα πλάι στη Μαρίνα. Οι δύο φίλες
διψούσαν να μάθουν πώς εξελισσόταν ο αντιδικτατορικός αγώνας στο εξωτερικό. Ο Πάρης, σαν να οσμίστηκε το ενδιαφέρον τους, είπε πως είχε την εξαιρετική τύχη να παρακολουθήσει μια συναυλία στο Παρίσι, όπου η Μελίνα και η Μαρία Φαραντούρη τραγούδησαν τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. – Όσοι Έλληνες βρισκόμασταν στο συναυλιακό χώρο, είχαμε καταληφθεί από μεγάλη συγκίνηση. Και να φανταστείτε πως τότε ο μεγάλος συνθέτης βρισκόταν υπό περιορισμό στην Ελλάδα και τα τραγούδια που έγραφε τα έστελνε κρυφά στη Μελίνα στο Παρίσι. Το έργο του αγαπήθηκε από το ευρωπαϊκό κοινό και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ιβ Μοντάν και ο Λόρενς Ολίβιε, δημιούργησαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του και, τελικά, οι συνταγματάρχες, υπό τη διεθνή πίεση, αναγκάστηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο. Την άφιξή του στο Παρίσι, το 1970, όπου τον υποδέχτηκε, μεταξύ άλλων, και η Μελίνα Μερκούρη, την έδειξε η τηλεόραση. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε, όμως συνεχίζει να δίνει συνεντεύξεις σε όλα τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης και να κάνει δηλώσεις για τη δικτατορία στην Ελλάδα και την επαναφορά της δημοκρατίας. – Καιρός είναι τα λόγια του να πιάσουν τόπο, είπε η Μυρτώ.
Ο Πάρης χαμογέλασε και πρόσθεσε: – Περιοδεύει σε όλο τον κόσμο και δίνει συναυλίες, που γίνονται αφορμή διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για άλλους λαούς που ζουν υπό δικτατορικό καθεστώς και αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ιρανοί, Χιλιανοί, και δεν ξέρω πόσοι άλλοι, τραγουδούν μεταφρασμένα τα τραγούδια του που μιλούν στην ψυχή τους. Η Μυρτώ και η φίλη της κρέμονταν από τα χείλη του, κι εκείνος ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που είχε καταφέρει να προσελκύσει την προσοχή τους. Η κυρία Μαρκέλλα, αφού σήκωσε τα πιάτα από το τραπέζι και τακτοποίησε την κουζίνα της, πήρε θέση στη σάλα και κοίταζε από απόσταση τα νιάτα που είχαν στήσει πηγαδάκι και μιλούσαν για τις ανησυχίες τους και τους προβληματισμούς τους. Ο Πάρης πρωτοστατούσε στην κουβέντα και της έκανε εντύπωση η ευφράδειά του. Προς στιγμήν, τα έβαλε με την κόρη της που δεν τον συμπαθούσε. Είχε, βέβαια, τα δίκια της, όμως εκείνος έδειξε μεταμέλεια μετά την κακή συμπεριφορά του στο Λονδίνο, και αυτό έπρεπε να το λάβει υπόψη της η Μυρτώ και να είναι πιο διαλλακτική μαζί του. Μετά ο νους της πήγε στον Νικολή. Από τότε που έμαθε
πως κρατούσε στην κόρη της μούτρα, μπορεί να μην της είπε τίποτα, όμως της ίδιας της κακοφάνηκε πολύ. «Καλά έκανε στην αρχή και θύμωσε με την τρέλα της Μυρτώς, όμως το παράκανε. Επιτρέπεται να το κρατήσει μανιάτικο και να μη στείλει ούτε ένα τηλεγράφημα για το μνημόσυνο του συχωρεμένου; Εγώ τι του έφταιξα; Όμως ας όψεται η κόρη μου που του έδειξε μεγάλη αδυναμία και το πήρε πάνω του», είπε από μέσα της και, κοιτάζοντας πάλι τον Πάρη, συνέχισε τις σκέψεις της: «Μπορεί ο Νικολής να είναι ένας φέρελπις νέος, όμως και ο Πάρης δεν πάει πίσω». Τότε, αστραπιαία, φαντάστηκε στη θέση του αρραβωνιαστικού της Μυρτώς το μοναχογιό του καπετάν Πέτρου, που έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την κόρη της και είχε ολόκληρο στόλο δικό του, και το θλιμμένο της πρόσωπο άλλαξε έκφραση.
9 Η μεταπολίτευση
«ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ μου έτυχε ν’ ανακαλύψω, περιδιαβάζοντας τον κόσμο, πως μου λείπουνε λέξεις. Έτυχε να ιδώ τοπία ωραία ή πρόσωπα. Έτυχε απ’ την άλλη να ιδώ αγωνίες, τραύματα, φόβους, αλλά δεν μπόρεσα. Δεν είχα τ’ απαιτούμενα να τ’ αναπαραστήσω. Υπήρχαν πράγματα χωρίς λέξεις. Έτσι κατάλαβα πως είναι η γλώσσα μου γυμνή. Πως στέκομαι όπως ένας ψευδός μπρος σε μια θάλασσα ανέκφραστη που βουίζει, βουίζει, βουίζει,
βουίζει, ατελεύτητη». Αυτό το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου διάβασε ο Νικολής σ’ εκείνο το ταξίδι, που του έδωσε αφορμές για να σκεφτεί. Ένα κουβάρι η ψυχή του και βαθιά μέσα του ένιωθε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ένα μεγάλο «γιατί» τον βασάνιζε. Πελαγωμένος, όσες φορές έβγαινε σε λιμάνι και πλησίαζε τηλέφωνο, σχηματίζοντας τον αριθμό της Μυρτώς, μόλις άκουγε τη φωνή της, δίσταζε, κόμπιαζε, έχανε τα λόγια του και, επειδή ένιωθε ανήμπορος να εκφράσει τα συναισθήματά του, συνήθως με μια φράση λακωνική την αποχαιρετούσε. Κι ενώ η Μυρτώ λαχταρούσε να μάθει τα νέα του, να της πει πότε, επιτέλους, θα γύριζε κοντά της, εκείνος έκλεινε απότομα τη γραμμή, και η κοπέλα έμενε με τη γλύκα. Σαν να έφτανε διψασμένη στην πηγή και να την έβρισκε στερεμένη. «Αχ, Νικολή. Γιατί μου το κάνεις αυτό;» αναρωτιόταν με πόνο και περίμενε υπομονετικά τον άνεμο της λησμονιάς να πάρει μακριά τα μαύρα σύννεφα που είχαν σκεπάσει την αγάπη τους. Από την άλλη μεριά, ο Πάρης από το Λονδίνο, για να μη χάνει επαφή, της τηλεφωνούσε στην αρχή δυο τρεις φορές την εβδομάδα και μετά καθημερινά. Ό,τι ανέφερε ο ημερήσιος βρετανικός Τύπος για τα πολιτικά πράγματα της
Ελλάδας, της το αναμετέδιδε, γιατί ήξερε πως την ενδιέφερε και τον άκουγε με προσοχή. Άλλα ήθελε, βέβαια, να της πει, όμως τα φύλαγε να τα σερβίρει την κατάλληλη στιγμή. «Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι», λέει η λαϊκή παροιμία, και ο Πάρης όσο άκουγε τη Μυρτώ να του μιλάει ευγενικά και να σχολιάζει μαζί του από τηλεφώνου την ελληνική επικαιρότητα τόσο έπαιρνε τα πάνω του και ήταν σίγουρος πως αργά ή γρήγορα θα την έφερνε στα νερά του. Μέρα τη μέρα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη οικειότητα και, παρότι τους χώριζαν τόσα μίλια, έρχονταν όλο και πιο κοντά. «Τη φιλία μου θέλεις, Μυρτώ; Θα την έχεις», έλεγε ο Πάρης από μέσα του και χαμογελούσε, γιατί γνώριζε καλά πως η φιλική σχέση μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε ερωτική, ενώ το αντίθετο αποκλείεται. Δύο παλιοί εραστές είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να γίνουν φίλοι. Πάντα θα αιωρείται ανάμεσά τους το πάθος, που έσβησε αφήνοντας πληγές. «Ο Πάρης, ως φίλος, θα μπορούσε να είναι ιδανικός», σκεφτόταν η Μυρτώ και κάθε μέρα τον συμπαθούσε όλο και πιο πολύ. Όταν τη ρωτούσε για τον αρραβωνιαστικό της, ποτέ δεν τόλμησε να του πει πως είχαν ψυχρανθεί. – Είναι καλά ο Νικολής μου. Ταξιδεύει, και δε βλέπω την ώρα να τον ανταμώσω, ήταν η απάντησή της, κι εκείνος έσφιγγε τα χείλη και έλεγε στη συνέχεια:
– Όταν μιλήσεις μαζί του, να του δώσεις τους χαιρετισμούς μου. – Δε θα το παραλείψω, μονολογούσε μ’ ένα πικρό χαμόγελο η Μυρτώ, μόλις έβαζε το ακουστικό στη θέση του και ο νους της πήγαινε ξανά σ’ εκείνον που αγαπούσε. Να πάρει η ευχή το γινάτι σου, Νικολή. Μίλα μας και μη μας αγαπάς, ψιθύριζε οργισμένη, ενώ στα βάθη της καρδιάς της ήταν σίγουρη πως εκείνος την αγαπούσε. Αν μάθαινε για τις τηλεφωνικές συνομιλίες της με τον Πάρη, το πιο πιθανό να ζήλευε. Και ή θα πείσμωνε περισσότερο ή θα αναζωπυρωνόταν το ενδιαφέρον του για εκείνη από το φόβο μην τη χάσει, σκέφτηκε ως πονηρό θηλυκό η Μυρτώ. Τότε, σ’ ένα από τα σύντομα τηλεφωνήματα του αρραβωνιαστικού της, πρόλαβε να του διαβιβάσει τους χαιρετισμούς του κουμπάρου τους, και ο Νικολής, από εκεί που της κρατούσε πόζα και της μιλούσε ψυχρά, ξαφνικά έβαλε ζάχαρη στη φωνή του. – Τρέφω αφάνταστη εκτίμηση στον καπετάν Πέτρο και το γιο του. Μόλις απολυθώ, θα πάω να τους βρω. Μακάρι να μπαρκάρω σ’ ένα από τα καράβια τους. Έχω ακούσει ότι είναι από τους πιο ξηγημένους εργοδότες, σχολίασε ο Νικολής, που σύνδεσε αμέσως τους χαιρετισμούς του κουμπάρου με τη μελλοντική επαγγελματική του αποκατάσταση.
– Όλα θα γίνουν. Φτάνει να είμαστε καλά, Νικολή, ψέλλισε η Μυρτώ και, έπειτα από μια στιγμιαία σιωπή, πρόσθεσε τρέμοντας από τη συγκίνηση: Σ’ αγαπώ. Περιμένω πώς και πώς να με σφίξεις και πάλι στην αγκαλιά σου. Πότε θα γυρίσεις να σε δω έστω για λίγο; – Ένας Θεός ξέρει. Είμαστε σε διαρκή κίνηση. Τώρα κατηφορίζουμε και πάλι προς την Κερύνεια, για να κάνουμε σκάντζα τους άντρες της ΕΛΔΥΚ με νεότερους συναδέλφους τους. – Σ’ αποθύμησα. – Κι εγώ, απάντησε εκείνος κάπως απόμακρος, ωστόσο η Μυρτώ πέταξε στα ουράνια. – Ο αρραβωνιαστικός μου σε συμπαθεί πολύ, είπε το ίδιο βράδυ στον Πάρη, ο οποίος δεν έκανε κανένα σχόλιο, όμως από την άλλη μέρα, προφανώς για να δημιουργήσει ακόμα καλύτερες εντυπώσεις, άρχισε να τηλεφωνεί και στη μητέρα της. Η κυρία Μαρκέλλα, όταν άκουσε έτσι ξαφνικά τη φωνή του, τα ’χασε. Νόμισε πως κάποιο κακό μαντάτο είχε να της πει για τους γονείς του και ρώτησε με αγωνία: – Έπαθαν τίποτα οι δικοί σου; Ο πατέρας σου, η μητέρα σου είναι καλά;
– Εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε όλοι καλά. Εσείς τι κάνετε; – Τι να κάνω, παιδί μου; Είναι πρόσφατο το πένθος μου και, τώρα που μαζεύτηκα στο κονάκι μου, πονάω ακόμα πιο πολύ. Βλέπεις, σε όλη μου τη ζωή είχα μάθει να περιμένω τον Γιώργη μου να γυρίσει από τα ξένα, και τώρα ώρες ώρες ξεγελιέμαι και έχω την ίδια ψευδαίσθηση. Αγναντεύω τη θάλασσα και ενδόμυχα περιμένω εκείνον που πήρε το δρόμο χωρίς γυρισμό. Οι αναμνήσεις από τα περασμένα έρχονται και μου κρατούν συντροφιά. Τον αγαπούσα πολύ και δεν τον βγάζω από το μυαλό μου. – Μόνο η αγάπη και η μνήμη είναι ικανές να ακυρώσουν το θάνατο, κυρία Μαρκέλλα. Το ότι με την αγάπη σας κρατάτε τον άνθρωπό σας ζωντανό στη μνήμη σας, αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Η γυναίκα χαμογέλασε. Αναπτερωμένη, ευχαρίστησε τον Πάρη που είχε την ευγενή καλοσύνη να της τηλεφωνήσει και να της πει δυο λόγια παρηγοριάς και συγκινημένη το είπε στη Μυρτώ. – Ο Πάρης παρεξήγησες.
έχει σπάνια αισθήματα. Κακώς
τον
– Τώρα πια τον θεωρώ καλό μου φίλο, απάντησε εκείνη σοβαρά. Ευτυχώς που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω
καλύτερα, γιατί, τελικά, δεν είναι ο επιπόλαιος, καλοπερασάκιας τύπος που νόμιζα. «Φαίνεται πολύ ξηγημένος», μου είπε ο Νικολής. – Πότε πρόλαβε να τον γνωρίσει και έχει και άποψη; Αυτός έφυγε κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Σαν να τον κατάπιε η θάλασσα. – Δάγκωσε τη γλώσσα σου. Δεν ντρέπεσαι; Τι κακίες είναι αυτές που ξεστομίζεις; Χτες μου τηλεφώνησε. Τραβάνε ζόρια στο ναυτικό. Διαταγές εκτελούν. Οι χουντικοί έχουν τρελαθεί τελείως. Βλέπουν μέρα τη μέρα το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους και δεν ξέρουν από πού να πιαστούν. – Έχω την αίσθηση ότι προμηνύονται γεγονότα. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του, γιατί θα κλάψουν μανούλες. Θα χυθεί αίμα, είπε η κυρία Μαρκέλλα αναστενάζοντας και συμβούλεψε την κόρη της να προσέχει πολύ. Να κοιτάζει τις σπουδές της και να κρατάει το στόμα της κλειστό. Δε χρειάζεται να κάνεις την έξυπνη. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Με τούτα και μ’ εκείνα, ο χρόνος κύλησε και τον Ιούνη η Μυρτώ πέρασε τις εξετάσεις του πρώτου έτους με επιτυχία, ενώ ο Νικολής συνέχιζε να ταξιδεύει και ο Πάρης από το Λονδίνο να τηλεφωνεί.
Στις 15 Ιούλη την πήρε ανάστατος για να της πει για την ανατροπή του Μακαρίου με πραξικόπημα οργανωμένο από τη χούντα του Ιωαννίδη. – Ο Μακάριος είναι ζωντανός; ρώτησε ανήσυχη η Μυρτώ. – Ευτυχώς, σώθηκε την τελευταία στιγμή και διέφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις μάθω νεότερα θα σου πω. – Ο Νικολής έφυγε προχτές πάλι για Κύπρο. Να πάρει η ευχή, οι μέρες είναι πονηρές και φοβάμαι. Βέβαια, το ταξίδι αυτό το έχει κάνει και άλλες φορές. Μεταφέρουν από την Ελλάδα άντρες της ΕΛΔΥΚ για να αντικαταστήσουν τους παλαιότερους που υπηρέτησαν ήδη στην Κύπρο και επαναπατρίζονται. – Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. Ο καλός σου δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, απάντησε ο Πάρης και, από εκεί και πέρα, άρχισε να παρακολουθεί επισταμένως τις εξελίξεις. «Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, μέσω Μάλτας, κατευθύνεται στο Λονδίνο», μετέδωσε το BBC την επομένη. Η Μυρτώ, κολλημένη στο τηλέφωνο, περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ακούσει τη φωνή του Νικολή και άκουγε μόνο του Πάρη.
– Τι γίνεται, που να πάρει η ευχή; Πότε στο καλό θα φτάσει το καράβι του Νικολή στην Κύπρο; Ανησυχώ πολύ. – Πρόεδρος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης της Κύπρου, μετά την ανατροπή του Μακαρίου, ανέλαβε ο Νίκος Σαμψών. – Σκασίλα μου μεγάλη. Ούτε που με νοιάζει ποιος είναι ο κύριος και από πού κρατάει η σκούφια του. – Ήταν αγωνιστής δημοσιογράφος.
της
ΕΟΚΑ
και
γνωστός
– Δεν πα να ήταν και πάπας της Ρώμης; Εμένα μόνο το πού βρίσκεται ο Νικολής με απασχολεί αυτή τη στιγμή. Με κουπιά πάει το καράβι του στην Κύπρο; Έλεος πια. Πότε θα φτάσει; Ο Πάρης τσιτώθηκε, αλλά δεν το έδειξε. – Κάνε υπομονή, είπε μόνο κι έκλεισε το τηλέφωνο. Και επειδή τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία, αλλά στην Ελλάδα έφταναν πάντα καθυστερημένα, αφού συνέχιζαν να περνούν πρώτα από τη χουντική λογοκρισία, ο Πάρης, μόλις έμαθε κάτι για το «Λέσβος», τηλεφώνησε αμέσως στη Μυρτώ να της πει την ευχάριστη είδηση.
– Σήμερα το πρωί έφτασε στην Αμμόχωστο. Άδικα των αδίκων έφερες τον κατακλυσμό. Όπου να ’ναι θα σε πάρει ο Νικολής. Και ξεροβήχοντας πρόσθεσε: Χαιρετίσματα να του πεις κι από εμένα. Εκείνη τη μέρα η Μυρτώ την πέρασε δίπλα στο τηλέφωνο. Συμπτωματικά, όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί της θυμήθηκαν να της τηλεφωνήσουν, εκτός από τον αρραβωνιαστικό της. Η ίδια είχε άσχημο προαίσθημα, κι αυτό ενέτεινε την αγωνία της. Όταν κάποτε, αργά τη νύχτα, τα βλέφαρά της βάρυναν κι αποκαμωμένη έγειρε να κοιμηθεί, ξύπνησε κατατρομαγμένη από ένα φοβερό εφιάλτη. Μούσκεμα στον ιδρώτα, πετάχτηκε από το κρεβάτι της να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, και τότε είδε το ραδιόφωνο στο κομοδίνο της και κοντοστάθηκε. Προσπάθησε να πιάσει το BBC για να μάθει κάποιο νέο. Καθώς γύριζε το κουμπί των συχνοτήτων, άκουσε στρατιωτικά εμβατήρια από τους σταθμούς της ελληνικής ραδιοφωνίας και χαμογέλασε ειρωνικά. «Ωραίο πρωινό ξύπνημα μας κάνουν οι καραβανάδες», σκέφτηκε και την ίδια στιγμή το τηλέφωνο χτύπησε. Από τη βιασύνη της να απαντήσει, σκόνταψε στο χαλί και στραμπούλιξε το πόδι της. – Ναι, ποιος είναι; ρώτησε με ξεψυχισμένη φωνή, μόλις κατάφερε να σηκώσει το ακουστικό. Πάρη, εσύ; Δε σε ακούω καλά. Πώς και με θυμήθηκες πρωί πρωί;
– Μίλησες χτες με τον Νικολή; – Όχι. Και κοντεύω να τρελαθώ. – Σήμερα το πρωί οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στην Κύπρο. Σκούρα τα πράγματα, Μυρτώ. Την ανατροπή του Μακαρίου από τη χούντα τη χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα η Τουρκία, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε τα τουρκικά στρατεύματα σφυροκοπούν τη Βόρεια Κύπρο από ξηράς και αέρος. Ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας. – Χριστέ μου! Ο Νικολής βρίσκεται μες στη φωτιά. – Μην κάνεις έτσι. Αφού το καράβι του βρισκόταν χτες στην Αμμόχωστο, λογικά θα πρέπει να άφησε εκεί τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, να πήρε τους παλιούς προς επαναπατρισμό και να επιστρέφει στην Ελλάδα. – Στο μεταξύ, όμως, έγινε η τουρκική εισβολή. Είναι δυνατό να επιστρέφουν στην Ελλάδα; Θα έμειναν εκεί για να πολεμήσουν. – Μα οι Τούρκοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά. – Και να βρίσκονταν μεσοπέλαγα, σίγουρα θα τους γύρισαν πίσω, είπε η Μυρτώ, και δεν είχε άδικο.
Όπως έμαθε εκ των υστέρων από τον ίδιο τον Νικολή, την αποφράδα εκείνη μέρα της 20ής Ιουλίου 1974, ο κυβερνήτης τους άκουσε από το ραδιόφωνο της Κύπρου για την τουρκική εισβολή, όπως και για την κήρυξη γενικής επιστράτευσης. Ενώ βρίσκονταν εν πλω προς την Ελλάδα, επικοινώνησε αμέσως με το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και του δόθηκε η διαταγή να επιστρέψει στην Κύπρο και να αποβιβάσει τους 450 επαναπατριζόμενους στρατιώτες στην Πάφο. Το απομεσήμερο, με κίνδυνο να βυθιστεί από την τουρκική αεροπορία, το οχηματαγωγό «Λέσβος» έφτασε στην Πάφο και με τρία πλοιάρια άρχισε η αποβίβαση των οπλιτών. Ο επικεφαλής αξιωματικός τούς ζήτησε, μόλις αποβιβάζονταν, να πουν, για να αναπτερώσουν το ηθικό των Κυπρίων, πως είναι ο στρατός που ήρθε από την Ελλάδα για να ενισχύσει την Εθνοφρουρά. Γι’ αυτό και το όλο πράγμα έγινε θεαματικά. Οι στρατιώτες μεταπήδησαν από το πλοίο στα αποβατικά πλοιάρια με σκοινιά, ενώ με κανονιοβολισμούς χτύπησαν το μιναρέ του τζαμιού στον τουρκοκυπριακό θύλακο. Στη συνέχεια, το πλοίο απέπλευσε ολοταχώς, και ο κυβερνήτης ακολούθησε νότια πορεία, προς τις αιγυπτιακές ακτές, παραπλανώντας έτσι την τουρκική αεροπορία, που είχε βγει προς αναζήτησή του. Το αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων ήταν η σύγχυση των Τούρκων, και τα μαχητικά αεροσκάφη τους βύθισαν κατά λάθος ένα δικό τους πλοίο, καθώς το πέρασαν για το ελληνικό.
Έπειτα από ώρες, ο κυβερνήτης έκρινε σκόπιμο να πάρει την κανονική του πορεία προς τα βορειοδυτικά, κι έτσι επέστρεψαν στην Ελλάδα πλήρωμα και καράβι, σώοι και αβλαβείς. Όταν όλα πέρασαν και αποτελούσαν πια ιστορία, την περιπέτειά του αυτή με το οχηματαγωγό «Λέσβος» ο Νικολής τη διηγήθηκε πάρα πολλές φορές σε παλιούς και νέους φίλους. Η Μυρτώ, βέβαια, ήταν η πρώτη που την άκουσε από τα χείλη του, όταν καταταλαιπωρημένος ψυχικά και σωματικά εμφανίστηκε και πάλι, ύστερα από καιρό, μπροστά της. Εκείνο το καλοκαίρι, όλος ο ελληνισμός ανά την υφήλιο ήταν ανάστατος. Και για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους, μόλις το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974 η Μυρτώ επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Πάρη και έμαθε για τις σειρήνες του πολέμου, που σήμαναν στην ευαίσθητη περιοχή της Κύπρου, άνοιξε το ραδιόφωνο και άκουσε το διάγγελμα της χουντικής κυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό: «Η Τουρκία ενήργησε σήμερον, κατά παράβασιν των υφισταμένων συνθηκών και συμμαχικών υποχρεώσεων και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, απόβασιν στρατιωτικών δυνάμεων εις την Κύπρον».
– Μυρτώ, τρελάθηκες κι έβαλες το ραδιόφωνο στη διαπασών; Με ξεκούφανες! φώναξε η κυρία Μαρκέλλα από την κρεβατοκάμαρά της και αγουροξυπνημένη πετάχτηκε από το κρεβάτι της να κατσαδιάσει την κόρη της. Πλησιάζοντας κοντά της, άκουσε καθαρά την τελευταία φράση: «Ενόψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως διετάχθη γενική επιστράτευσις». – Επιστράτευση; αναρωτήθηκε φωναχτά η κυρία Μαρκέλλα, τρίβοντας με την ανάστροφη του χεριού τα μάτια της, και η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι. – Έχουμε πόλεμο, μαμά! – Ο Θεός να βάλει το χέρι Του, είπε εκείνη ξεψυχισμένα. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και από την άλλη άκρη της γραμμής ήταν πάλι ο Πάρης από την Αγγλία, που είπε: – Μυρτώ, αυτή τη στιγμή που σου μιλώ, βλέπω στην τηλεόραση τον ουρανό της Βόρειας Κύπρου να σκοτεινιάζει από τα τουρκικά αεροπλάνα και τους εκατοντάδες αλεξιπτωτιστές που πέφτουν σωρηδόν. Παράλληλα, το τουρκικό πεζικό που αποβιβάστηκε στις παραλίες της Κερύνειας προελαύνει χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση προς το
εσωτερικό. Η τουρκική εισβολή που έχει το όνομα «Αττίλας» βρίσκεται σε εξέλιξη. – Πάρη, φτάνει, δεν μπορώ να ακούω άλλο. Καλύτερα να μην ξέρω τίποτα. Εδώ, η χούντα κήρυξε γενική επιστράτευση. – Το άκουσα κι αυτό, αλλά ευελπιστώ πως οι μεγάλοι θα αποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. – Μακάρι. – Έτσι κι αλλιώς, όμως, εγώ είμαι υποχρεωμένος να έρθω στην Ελλάδα, να παρουσιαστώ στο ναυτικό. – Υπηρέτησες κι εσύ; – Γιατί, εγώ δεν είμαι Έλληνας; Και βέβαια υπηρέτησα, Μυρτώ. Τι με πέρασες; Ανυπότακτο; Υπηρέτησα κανονικά. Μπορεί να μην μπήκα σε καράβι όπως ο Νικολής και να την πέρασα τη θητεία μου σε κάποιο γραφείο της Σχολής Δοκίμων, όμως το καθήκον μου στην πατρίδα το έκανα, και τώρα που με καλεί, θα έρθω ευχαρίστως να το ξανακάνω, είπε ο Πάρης, αλλά τελικά δε χρειάστηκε, καθώς η χούντα, στα χάλια που είχε, δεν αντέδρασε κατά της Τουρκίας. Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη συνήλθε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποφάσισε την άμεση κατάπαυση του πυρός από τις 4 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου. Λίγο
μετά, η χούντα, μπροστά στο χάος που δημιούργησε με τις αλόγιστες κινήσεις της, αποφάσισε να παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας στους εξόριστους πολιτικούς. Η πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος έπειτα από επτά χρόνια ήταν σπουδαίο γεγονός. Τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση και, όπως ήταν φυσικό, στην Ελλάδα ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους να πανηγυρίσει. Ο Πάρης, ενθουσιασμένος, τηλεφώνησε στη Μυρτώ. – Επιτέλους, ξεκουμπίστηκαν. – Δόξα τω Θεώ! Και την επομένη την πήρε πάλι να της πει: – Το βράδυ καταφθάνει από το Παρίσι ο Καραμανλής με αεροπλάνο που του παραχώρησε ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. – Καλώς να ορίσει, απάντησε η Μυρτώ συγκινημένη και μαζί με τη μητέρα της και τη φίλη της τη Μαρίνα, που ήρθε για λίγες μέρες κοντά τους στο νησί, στήθηκαν μπροστά στην τηλεόραση να δουν τη λαοθάλασσα που πλημμύρισε τους δρόμους της Αθήνας μέχρι το αεροδρόμιο. Νέοι, γέροι και παιδιά, με αναμμένες λαμπάδες στα χέρια, πήγαιναν χαρούμενοι να υποδεχτούν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σαν μεσσία έπειτα από έντεκα χρόνια
αυτοεξορίας του στο Παρίσι. Λίγο πριν ξημερώσει η 24η Ιουλίου, ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας και το πρωί της ίδιας μέρας ανέλαβε αμέσως τα καθήκοντά της για να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Η Μυρτώ, κολλημένη στην τηλεόραση, ενημερωνόταν για τις εξελίξεις και περίμενε από λεπτό σε λεπτό να χτυπήσει το τηλέφωνο και να πάρει, επιτέλους, κάποια είδηση από τον αρραβωνιαστικό της. Το ένστικτό της της έλεγε πως βρισκόταν εκτός κινδύνου, όμως δεν έπαυε να αγωνιά. «Ας ακούσω τη φωνή σου, να ξέρω σίγουρα πως είσαι καλά, αγαπημένε μου, και μετά δε με νοιάζει αν μου κρατάς ακόμα μούτρα», έλεγε από μέσα της και κοίταζε το τηλέφωνο σαν να του έστελνε τηλεπαθητικά κύματα. Η μητέρα της, που συμμεριζόταν την αγωνία της, αν και δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα πλέον για τον Νικολή, πήρε το θυμιατό και άρχισε να λιβανίζει. Το λιβάνι μπούκωσε τα ρουθούνια της Μυρτώς και της έφερε ναυτία. – Φτάνει, θα πνιγώ, είπε ξεροβήχοντας. Έτσι, η κυρία Μαρκέλλα άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα να γίνει ρεύμα και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει μια
φανουρόπιτα. – Να δεις που ο Άγιος Φανούρης θα σου φανερώσει ό,τι αγαπάς, είπε μετά στην κόρη της και την παρότρυνε να πάει η ίδια τη φανουρόπιτα στην εκκλησία. Η Μυρτώ, αν και δεν ήταν και τόσο προσκολλημένη στα θεία, πήρε τη φανουρόπιτα να πάει να τη διαβάσει ο παπάς, και η Μαρίνα, μόλις την είδε, έβαλε τα γέλια. – Με τον πόνο μου παίζεις; είπε νευριασμένη η Μυρτώ, και η φίλη της μαζεύτηκε. Μάλιστα, την ακολούθησε στην εκκλησία, και μετά οι δυο τους μοίρασαν μαζί τη φανουρόπιτα στον κόσμο που έτυχε να βρίσκεται εκεί. Μόλις γύρισαν και πάλι στο σπίτι, έμειναν εμβρόντητες μαθαίνοντας από την κυρία Μαρκέλλα πως ο Νικολής είχε δώσει σημεία ζωής. – Τηλεφώνησε πριν λίγο από την Κρήτη. Είπε πως χαίρει άκρας υγείας. Είχε μια περιπέτεια, αλλά, αφού πέρασε, ευελπιστεί πως σύντομα θα γυρίσει στον Πειραιά. – Μακάρι! Κρίμα που δεν ήμουν εδώ να του μιλήσω. Ήθελα τόσο πολύ να ακούσω τη φωνή του. – Αν τα καταφέρει, θα σε ξαναπάρει, Μυρτώ. Του είπα πως αγωνιάς για εκείνον και πως πήγες φανουρόπιτα στην
εκκλησία για να σου τον φανερώσει ο Άγιος Φανούρης. – Φαίνεται ότι το έκανε το θαύμα του, απάντησε η Μυρτώ και σταυροκοπήθηκε, ενώ η Μαρίνα πλάι της την κοίταζε με απορία. Και ο δικός της, ο Βύρων, υπηρετούσε τη θητεία του σε παραμεθόρια περιοχή στον Έβρο και είχε μέρες να επικοινωνήσει μαζί της, οπότε την επομένη έκανε κι εκείνη μια φανουρόπιτα, γιατί «δεν ξέρεις καμιά φορά», είπε από μέσα της. Και ενώ οι δύο κοπελιές αδημονούσαν να έρθουν σε επαφή με τους αγαπημένους τους, παρακολουθούσαν συγχρόνως με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Λόγω των συγκλονιστικών γεγονότων στην Κύπρο, ο εγκάθετος πρόεδρος Νίκος Σαμψών παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Την άλλη μέρα θα άρχιζαν στη Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών, της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Αγγλίας. Έπειτα από πέντε μέρες, στα τέλη Ιούλη 1974, άκουσαν από το ραδιόφωνο ότι επιτέλους επετεύχθη συμφωνία και οι τρεις υπουργοί Εξωτερικών, Μαύρος, Γκιουνές και Κάλαχαν, υπέγραψαν διακήρυξη, που τα κύρια σημεία της ήταν: 1) Η μη
επέκταση των περιοχών που έχουν κάτω από τον έλεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις. 2) Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων. 3) Η εκκένωση των τουρκικών θυλάκων από την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. 4) Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας. 5) Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού. – Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αρκεί να τηρηθούν, σχολίασε η Μυρτώ κλείνοντας το ραδιόφωνο, και η μητέρα της είπε αναστενάζοντας: – Πολύ αμφιβάλλω, κόρη μου. Η Ιστορία έχει δείξει πως δεν έχουν μπέσα οι Τούρκοι. – Μην κακομελετάς. Σκέψου θετικά. Όλα θα πάνε καλά και θα γυρίσουν τα παλικάρια μας στα σπίτια τους. Φτάνουν πια τόσοι θάνατοι και τόσο κακό που έγινε. Να βρεθεί μια λύση ειρηνική, οι αντιπαλότητες και οι πόλεμοι δε μας βγάζουν πουθενά. Είναι ψυχοφθόροι και για τους νικημένους και για τους νικητές. – Οι επιθετικές τουρκικές ενέργειες πρέπει να σταματήσουν εδώ. Αυτό δήλωσαν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι σχολιαστές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όμως, δυστυχώς, δεν ιδρώνει το αφτί των Τούρκων, καθώς τη διχοτόμηση της Κύπρου την
είχαν προγραμματίσει από το 1964, είπε ο Πάρης από το τηλέφωνο, καθώς παρακολουθούσε το ζήτημα. – Δηλαδή, η διακήρυξη που υπογράφηκε λες να μείνει στα χαρτιά; τον ρώτησε έπειτα από λίγες μέρες η Μυρτώ, όταν άκουσε από το ραδιόφωνο για τη δεύτερη φάση των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης. – Κάτι τέτοιο προβλέπουν οι Κασσάνδρες διεθνώς, απάντησε εκείνος, και δυστυχώς βγήκε αληθινός. Ο νέος κύκλος των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στη Γενεύη έληξε με παταγώδη αποτυχία και το πρωί της 14ης Αυγούστου, παραμονή της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, ξεκίνησε το δεύτερο κύμα επίθεσης των Τούρκων, με τον «Αττίλα 2» και την κατάληψη της Αμμοχώστου και συνολικά του 36% του κυπριακού εδάφους. – Οι Τούρκοι, τροπαιοφόροι, μόλις πέτυχαν τους στρατιωτικούς τους σκοπούς με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ, αποδέχτηκαν την κατάπαυση του πυρός, είπε ο Πάρης στη Μυρτώ, όταν της τηλεφώνησε μετά το Δεκαπενταύγουστο, κι εκείνη αναστέναξε. – Δεν το χωράει ο νους μου. Τι είδους συμμαχία είναι αυτό το ΝΑΤΟ που επέτρεψε σε δύο μέλη της να συγκρουστούν; – Αχ, καημένη Μυρτώ! Μεγάλα παιχνίδια παίζονται πάνω
στις πλάτες των μικρών, ανίσχυρων λαών. – Μα σκοτώθηκε τόσος κόσμος. Σφαγιάστηκαν γυναικόπαιδα. Εκδιώχτηκαν τόσοι άνθρωποι από τα σπίτια τους, λεηλατήθηκαν οι περιουσίες τους. – Και λοιπόν; Δεν κατάλαβες ακόμα πως καμιά αξία δεν έχουν οι ανθρώπινες απώλειες μπροστά στα συμφέροντα των μεγάλων; Μην ακούς αυτά που μας σερβίρουν επίσημα με βαρύγδουπες δηλώσεις. Όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι γνωρίζουν πλέον ότι πίσω από το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή βρίσκεται το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό ο Καραμανλής, με το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του. – Ναι, το άκουσα και ήθελα να σε ρωτήσω. – Ποιος ξέρει τι προκλήσεις δέχτηκε! Προφανώς, οι Άγγλοι τάχτηκαν υπέρ της Τουρκίας και, βλέποντάς τους ο Έλληνας πρωθυπουργός να ενισχύουν με τη στάση τους τους εισβολείς και να αγνοούν παντελώς τις ελληνικές θέσεις, αγανάκτησε και τα μάζεψε κι έφυγε. Οι επιπτώσεις αυτής της ενέργειάς του θα φανούν αργότερα. Το έγκλημα κατά του κυπριακού λαού θα μας πονάει πάντα. Όμως εκείνο που προέχει τώρα είναι να επουλώσουμε τις πληγές μας, να ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις μας και να κοιτάξουμε
μπροστά, είπε ο Πάρης και μετά θυμήθηκε να τη ρωτήσει για τον Νικολή. – Λογικά, όπου να ’ναι θα φανεί, απάντησε εκείνη, και με αυτή την ελπίδα φωτίστηκε ξαφνικά το πρόσωπό της από ένα πλατύ χαμόγελο.
10 Στο νησί «Η ΖΩΗ, ΠΑΡΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ, τους πόνους και τις λύπες της, είναι και θα παραμείνει θαυμαστή», σκέφτηκε η Μυρτώ, νιώθοντας συγκίνηση όταν άκουσε, επιτέλους, τη φωνή του αγαπημένου της από το τηλέφωνο. Ό,τι είχε σκιάσει την αγάπη τους, διαλύθηκε μονομιάς. Οι χτύποι της καρδιάς της αυξήθηκαν και μια απέραντη ευεξία απλώθηκε στα κύτταρα του κορμιού της. Είχε την αίσθηση ότι πετούσε στα ουράνια. Όλα τα έβλεπε τόσο αγγελικά πλασμένα, που νόμιζε πως βρισκόταν στον Παράδεισο. – Σε αποθύμησα! της είπε ο αρραβωνιαστικός της τρυφερά, και ο ήχος της φωνής του ξεσήκωσε όλα τα ωραία συναισθήματα που είχε φυλαγμένα για εκείνον στον κόρφο της. – Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ! ψέλλισε η Μυρτώ. – Αύριο, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρίσκομαι στο νησί, της δήλωσε, και οι ώρες της προσμονής τής φάνηκαν αιώνες. Από τα άγρια χαράματα κατέβηκε η Μυρτώ στο λιμάνι.
Δυο τρεις αγωγιάτες και κάποιοι λιμενικοί ήταν οι μόνοι που βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί. Η πρωινή αύρα δρόσιζε το πρόσωπό της και της ανακάτευε τα μαλλιά. Με ένα ρυθμικό παφλασμό, η φουσκωμένη θάλασσα έσκαγε στη στεριά και έλουζε τα βράχια και τις πλάκες του λιμενοβραχίονα. Εκείνη, με τα μάτια στυλωμένα στ’ ανοιχτά, μόλις είδε να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα το πλοίο της γραμμής, άρχισε να τρέχει προς την προβλήτα. Έτσι όπως είχε βγάλει στα πόδια της φτερά, ξαφνικά περδουκλώθηκε κι έπεσε, χτυπώντας με δύναμη το κεφάλι πάνω στις πλάκες. – Κοπελιά, είσαι καλά; τη ρώτησε ένας λιμενικός που έτυχε να βρίσκεται κοντά της. Χτύπησες άσχημα, μην έπαθες διάσειση; πρόσθεσε και προθυμοποιήθηκε να την πάει μέχρι το νοσοκομείο. – Όχι, όχι, καλά είμαι, μουρμούρισε η Μυρτώ, κι ας τα έβλεπε όλα γύρω της διπλά, κι ας βούιζε το κεφάλι της σαν κυψέλη. Σε πόση ώρα θα δέσει το πλοίο; ρώτησε ξεψυχισμένα και, κάνοντας μια προσπάθεια να σηκωθεί, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. «Αχ, Νικολή, τι περνάω για χάρη σου!» είπε από μέσα της και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συμπλήρωσε: «Χριστέ μου, βόηθα με να αντέξω». Το στομάχι της ανακατευόταν και είχε τάση για εμετό. Τι ατυχία! μονολόγησε και, για να μη σωριαστεί καταγής για δεύτερη φορά, έκανε κουράγιο και αργά αργά βάδισε μέχρι το πρώτο
παγκάκι της προκυμαίας. Κλείνοντας για λίγο τα μάτια, προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί και να διώξει τη ζάλη και το βουητό μέσα στο κεφάλι της, όμως οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να συνέλθει και να τη δει ο Νικολής στα συγκαλά της. Η μπουρού αντήχησε πέρα έως πέρα. Το καράβι πλεύρισε, οι ναύτες έδεσαν τα σκοινιά στους ντόκους, οι πρώτοι ταξιδιώτες, αγουροξυπνημένοι, άρχισαν να αποβιβάζονται. Αγοραία και φορτηγά κατέκλυσαν ξαφνικά τον παραλιακό δρόμο. Το λιμάνι, μέσα σε λίγα λεπτά, είχε ζωντανέψει. Οι γλάροι πότε πετούσαν ψηλά στον ουρανό και πότε χαμηλά, πάνω από το νερό, βουτώντας να αρπάξουν με το ράμφος τους κανένα αφρόψαρο. Η Μυρτώ, καθισμένη στο παγκάκι, με το βλέμμα θολό, είδε από μακριά τον αρραβωνιαστικό της να βαδίζει στην αποβάθρα. Σηκώθηκε τρέμοντας και φώναξε με όση δύναμη είχε: – Νικολή! Εδώ είμαι. Εκείνος την εντόπισε και, τρέχοντας με λαχτάρα προς το μέρος της, την είδε κατακίτρινη σαν το φλουρί και φοβήθηκε. – Τι έχεις, αγάπη μου; Τι έπαθες; ρώτησε με αγωνία. Άπλωσε τα χέρια για να την αγκαλιάσει, κι εκείνη αφέθηκε
στην αγκαλιά του. – Το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου! ψέλλισε με κόπο κι έγειρε λιπόθυμη. Ανέκτησε τις αισθήσεις της στο νοσοκομείο του νησιού και είδε τον αγαπημένο της να στέκεται γεμάτος αγωνία στο προσκεφάλι της. Εγκεφαλική διάσειση διέγνωσαν οι γιατροί και σύστησαν κατάκλιση τουλάχιστον για μία εβδομάδα, ελαφριά τροφή, ηρεμία και ησυχία. Στο σπίτι πια, η Μυρτώ θέλησε να απολογηθεί. – Τι υποδοχή σού επιφύλαξα, ε; σχολίασε. Μήνες περίμενα τη στιγμή που θα βρισκόμουν στην αγκαλιά σου, και να πώς κατέληξε. Ο Νικολής την κοίταξε στοργικά. – Κοίτα να γίνεις καλά, και όλα θα φτιάξουν. Δεν ξέρεις πόσο πολύ σε χρειάζομαι. – Σ’ αγαπώ. – Κι εγώ σ’ αγαπώ, κορίτσι μου, γι’ αυτό πόνεσα τόσο πολύ και ταλαντεύτηκα και πέρασα μαύρες μέρες μακριά σου, μέχρι που αντίκρισα στην Κύπρο το θάνατο από κοντά και τότε λογικεύτηκα. Η ζωή μας κρέμεται από μια κλωστή.
Κανείς δεν ξέρει το αύριο τι θα φέρει. Πρέπει να ζούμε με χαρά την κάθε στιγμή και να μην τη χαραμίζουμε σε πείσματα και ανόητες αντιπαραθέσεις. Εμείς αγαπηθήκαμε πολύ. Λόγω μιας λανθασμένης πράξης σου με απογοήτευσες, δε λέω, όμως αφού κατάλαβες το σφάλμα σου, έπρεπε να σε συγχωρήσω αμέσως. Όποιος αγαπάει, Μυρτώ, πρέπει να ξέρει κα να συγχωρεί. Η αγάπη όλα τα υπομένει. Η αγάπη όλα τα συγχωρεί. «Απ’ όπου περνάει ο όλεθρος, έρχεται οικοδόμος η αγάπη», λέει μια σοφή ρήση. – Βάλσαμο στην καρδιά μου στάζουν τα λόγια σου, άγγελέ μου, ψέλλισε η Μυρτώ. Την ίδια στιγμή κουδούνισε το τηλέφωνο και την ξάφνιασε. Ο ήχος του έστειλε σουβλιές στο πονεμένο κεφάλι της. – Σε παρακαλώ, Νικολή, σήκωσέ το. Δεν αντέχω, είπε ενοχλημένη, και ο αρραβωνιαστικός της έσπευσε να υπακούσει, καθώς εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο οι δυο τους στο σπίτι. Η κυρία Μαρκέλλα είχε πάει στην εκκλησία για τον εσπερινό. Είχε περάσει μεγάλες λαχτάρες με την κόρη της και όλο παρακλήσεις και προσευχές έκανε, πότε στον Άγιο Ισίδωρο και πότε στην Αγία Μαρκέλλα τη θαυματουργή. – Εμπρός. Ποιος είναι; είπε ο Νικολής και, όταν έφτασε στα αφτιά του από την άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του
Πάρη, έμεινε εμβρόντητος. Πώς ήταν αυτό; Είστε όλοι καλά; ρώτησε, μη γνωρίζοντας ότι ο γιος του καπετάν Πέτρου είχε τόσα πάρε δώσε με την αρραβωνιαστικιά του. – Καλά, καλά. Εγώ τηλεφωνώ τακτικά. Δε σου το είπε η Μυρτώ; Όσο έλειπες, έστω κι από μακριά, έκανα το καθήκον μου ως κουμπάρος, φίλος και αδερφός. Μήπως θα μπορούσα να πω δυο λόγια και σ’ εκείνη; – Δυστυχώς, δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο, γιατί έπαθε διάσειση και... – Διάσειση; Σοβαρά; Πότε; Πολύ λυπάμαι. Δώσ’ της τους χαιρετισμούς μου και πες της «περαστικά». Αύριο θα ξαναπάρω να δω πώς πάει. Ο Νικολής, όταν έκλεισε το τηλέφωνο, κοίταξε τη Μυρτώ με απορία. Το ενδιαφέρον του Πάρη τού φάνηκε υπερβολικό, όμως μολονότι από τη μια τον τσίτωσε, από την άλλη τον ευχαρίστησε. Τρεις μέρες έμεινε στο νησί κοντά στην αγαπημένη του, τρεις φορές μίλησε στο τηλέφωνο με τον Πάρη, και εκτός από τα σχετικά για την υγεία της Μυρτώς, είπαν κι άλλα πολλά. Για την εισβολή στην Κύπρο, για το οχηματαγωγό «Λέσβος», για τη σωτηρία του πληρώματος από του Χάρου τα δόντια λόγω του εύστοχου παραπλανητικού ελιγμού του κυβερνήτη,
για το τέλος της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση. – Τώρα που ησύχασαν τα πράγματα, θα κοιτάξω να έρθω στο νησί με τους δικούς μου για λίγες μέρες. Μπορεί να μας δοθεί η ευκαιρία να τα πούμε κι από κοντά, είπε ο Πάρης. – Μακάρι, αλλά λίγο χλομό το βλέπω. Δύο φορές άδεια μέσα στον ίδιο μήνα μάλλον αποκλείεται να μου δώσουν. – Έστω. Όταν απολυθείς, έλα να με βρεις. – Αυτή η μέρα αργεί ακόμα πολύ. – Πότε υπολογίζεις; – Του χρόνου τέτοιο καιρό. – Τι είναι ένας χρόνος μπροστά στην αιωνιότητα; απάντησε ο Πάρης και γέλασε με το αστείο του, ενώ ο Νικολής έμεινε άφωνος. – Περίεργος τύπος μού φαίνεται ο κουμπάρος μας, είπε στη Μυρτώ μετά. Το σχόλιό του το άκουσε η κυρία Μαρκέλλα, που πετάχτηκε φουριόζα από την κουζίνα και υπερασπίστηκε τον Πάρη. – Είναι ένας εξαίρετος νέος και μας αγαπάει πολύ. Ο Θεός
τον έστειλε κοντά μας. «Ό,τι και να χρειαστείς, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις», μου είπε την άλλη φορά και με συγκίνησε. – Ποια άλλη φορά; – Τότε που ήρθε για το μνημόσυνο του συχωρεμένου. – Το χειμώνα; – Ναι, τότε που εσύ αρμένιζες... – Μαμά! φώναξε η Μυρτώ από το κρεβάτι της για να της κόψει τη φόρα. Τον Νικολή δεν τον είχε καλοδεχτεί η κυρία Μαρκέλλα όπως παλιά, του κρατούσε πόζα. «Κάτι έχει βάλει στο νου της αυτή», σκέφτηκε η Μυρτώ και κούνησε το κεφάλι. Όταν ήρθε η δύσκολη ώρα του αποχωρισμού, οι δύο μνηστευμένοι κοιτάχτηκαν στα μάτια και το βλέμμα τους φανέρωνε πίκρα. – Θα μου λείψεις. Θα μετράω τις μέρες μέχρι να σε ανταμώσω. – Και πού είσαι ακόμα! Πρέπει να συνηθίσουμε. Οι αποχωρισμοί θα είναι κομμάτι της ζωής μας. Θα παντρευτείς
ναυτικό, Μυρτώ. Αυτό μην το ξεχνάς. Σκέψου καλά τι πας να κάνεις, έχεις έναν ολόκληρο χρόνο ακόμα μπροστά σου. – Τι είναι αυτά που λες; Εγώ τις αποφάσεις μου τις έχω πάρει προ πολλού. Σ’ αγαπώ. Τι άλλο θέλεις να σου πω; Ο Νικολής τής έκλεισε το στόμα μ’ ένα φιλί, κι έπειτα έμειναν αγκαλιασμένοι, να ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους. – Να πας στο καλό. Θα σε σκέφτομαι κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, είπε η Μυρτώ, που μίλησε πρώτη μετά τη σιωπή. Ο Νικολής την κοίταξε γαλήνια, και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο. – Καλή αντάμωση, καλή μου, ευχήθηκε κι έφυγε βιαστικά. – Ώρα καλή στην πρύμη σου και αέρα στα πανιά σου! μουρμούρισε η κυρία Μαρκέλλα, που παρακολουθούσε το ζευγάρι. Από τη μέρα που της μπήκε στο νου πως τη θέση αυτού του απλού ναυτικού στο πλευρό της κόρης της θα μπορούσε να την πάρει ο γιος του εφοπλιστή, του καπετάν Πέτρου, δεν μπορούσε ούτε να τον κοιτάξει. Αν και έκανε κάποιες προσπάθειες να του γλυκομιλήσει, εντούτοις δεν της έβγαινε
και σε πρώτη ευκαιρία τής ξέφευγαν κουβέντες που έσταζαν φαρμάκι. Ενώ γνώριζε το μεγάλο έρωτα της κόρης της για τον Νικολή, δεν έπαυε να ελπίζει σε κάποια ανατροπή. «Μέσα σ’ ένα χρόνο που θα είναι έτοιμος ο Νικολής να παντρευτεί τη Μυρτώ, πολλά μπορεί να συμβούν», σκέφτηκε, καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται. Την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, κι εκείνη έσπευσε με φούρια να το σηκώσει. – Χαιρετώ την αγαπητή κυρία Μαρκέλλα, άκουσε να της λέει η γνώριμη φωνή του Πάρη. Αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο. – Τι κάνεις, παιδί μου; τον ρώτησε μελιστάλαχτα. Πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω! Οι δικοί σου, καλά; – Είμαστε υπ’ ατμόν για το ταξίδι μας στην Ελλάδα. – Καλώς να ορίσετε. Μην παραλείψετε να περάσετε από το σπίτι. Θα σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά. Πες μου ποιο είναι το αγαπημένο σου ελληνικό φαγητό κι εγώ θα σου το φτιάξω. – Όχι, όχι, δε χρειάζεται. Μην κάνετε τον κόπο.
– Κόπος είναι για εμένα, Πάρη μου, που ξέρω πόσο μας αγαπάς και μας σκέφτεσαι; Μην το ξαναπείς αυτό. Είναι χαρά μου μεγάλη να σε περιποιηθώ. – Τι κάνει η Μυρτώ; – Πάει καλύτερα. Δεν έχει πια τάση για εμετό. Θα τη φώναζα να σου μιλήσει, όμως ο γιατρός δεν της επιτρέπει ακόμα να σηκωθεί από το κρεβάτι. Φτηνά τη γλίτωσε. Έπεσε άσχημα. Αφού δεν άνοιξε το κεφάλι της στα δύο σαν καρπούζι, πάλι καλά. Είχε άγιο, πρόσθεσε και, αφού συζήτησε για λίγο ακόμα μαζί του, έβαλε το ακουστικό στη θέση του και πήγε στο δωμάτιο της κόρης της να της πει τα μαντάτα: Έρχεται ο καπετάν Πέτρος με τη φαμίλια του. – Και λοιπόν; – Μακάρι να έχεις σηκωθεί μέχρι τότε. Να σε δουν καλά. – Γιατί, δεν κατάλαβα. Για νύφη πάω; – Άσε τις φλυαρίες. Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τους που μας σκέφτονται και μας τηλεφωνούν οι άνθρωποι. – Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Ποιοι μας σκέφτονται και μας τηλεφωνούν; Μόνο ο γιος τους. Η βασιλομήτωρ Ασπασία δεν καταδέχτηκε να πατήσει ούτε στην κηδεία του μπαμπά και ο καπετάν Πέτρος είναι πνιγμένος με τις δουλειές
του. – Έστω, ο γιος τους. Λίγο το θεωρείς αυτό; Από τότε που σε συνάντησε στο Λονδίνο, κοντεύει να γίνει χαλί να τον πατήσεις. Άνοιξε τα μάτια σου. Αυτός είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Κοιμάται και ξυπνάει με τη σκέψη σου. – Και λοιπόν; Εγώ τι φταίω; Εγώ τον βλέπω σαν φίλο, κι έτσι σκοπεύω να τον κρατήσω. Αν εκείνος έχει βάλει άλλα με το νου του, πρόβλημά του. Όμως δε νομίζω. Από τότε που ξεκαθάρισα τη θέση μου και του είπα ορθά κοφτά ότι αγαπώ τον Νικολή, έπαψε να με πολιορκεί. Μάλιστα, οι δυο τους έχουν μια πολύ καλή σχέση. Γι’ αυτό και ο Νικολής, όταν με το καλό απολυθεί, σκοπεύει να ζητήσει δουλειά στην εταιρεία του πατέρα του Πάρη. Φορτωμένος δώρα χτύπησε την πόρτα τους ο Πάρης την πρώτη Κυριακή του Σεπτέμβρη. Την ώρα εκείνη, η κυρία Μαρκέλλα έλειπε στην εκκλησία, ενώ η Μυρτώ, φορώντας τη λευκή δαντελένια ρομπίτσα της, έπαιρνε το πρωινό της στη βεράντα που έβλεπε στη θάλασσα. Τα πυρόξανθα κυματιστά μαλλιά της αγκάλιαζαν με χάρη το αγγελικό της πρόσωπο, που είχε πάρει πάλι το ροδαλό χρώμα της υγείας. – Σε βλέπω μια χαρά, της είπε εκείνος μόλις βολεύτηκε στον καναπέ πλάι της.
– Ευτυχώς, νιώθω περίφημα. Πάει, πέρασε κι αυτό. Δε θέλω να το θυμάμαι. Στα καλά καθούμενα κόντεψα να μείνω στον τόπο. Εσύ πώς τα πας; – Μία από τα ίδια. – Δηλαδή; – Όπως τα ξέρεις. Ρουτίνα. Κάθε μέρα είναι απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Τίποτα καινούριο. Τίποτα συνταρακτικό. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. – Είναι καιρός να βάλεις κι άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή σου. Η ζωή δεν είναι δύο πράγματα μόνο. Είναι ένα σωρό επιλογές, και για έναν άντρα της ηλικίας σου, της τάξης σου και της οικονομικής σου επιφάνειας, οι δυνατότητες είναι άπειρες. – Όλα τα δοκίμασα και όλα τα βαρέθηκα. – Δεν ντρέπεσαι να λες κάτι τέτοιο; Είναι αμαρτία, είναι αχαριστία στην ίδια τη ζωή που σου πρόσφερε τα πάντα απλόχερα. Είσαι γερός, δυνατός, νέος, μορφωμένος, πλούσιος, τι άλλο θέλεις; Πολλοί θα ζήλευαν τη θέση σου. Μόνο που εσύ δεν έχεις μάτια να ξεχωρίσεις τη χαρά, γιατί στο μυαλό σου κουβαλάς εμμονές, που σε τυφλώνουν και σε ρίχνουν στο σκοτάδι.
– Πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; – Μα τόσο καιρό που επικοινωνούμε τηλεφωνικά και γίναμε φίλοι, είδα καθαρά πως οι εμμονές σου σε βασανίζουν και σε κρατούν δέσμιο. Ξεκόλλα. Η ζωή είναι ωραία. – Όταν έχω εσένα πλάι μου, όταν νιώθω την αύρα σου να με αγκαλιάζει, τότε γίνομαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. «Πάλι τα ίδια», είπε η Μυρτώ από μέσα της και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στη θάλασσα που απλωνόταν γαλήνια μπροστά της. Η στιγμιαία σιωπή έπεσε βαριά, και ο Πάρης δυσανασχέτησε. – Τι έπαθες; Γιατί σταμάτησες απότομα να μιλάς; Αν είπα κάτι που δεν έπρεπε, συγχώρα με. Παρασύρθηκα από τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που νιώθω για εσένα. – Πάρη, μήπως σου κάνει κακό που ήρθες εδώ να με δεις; Μήπως είναι καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ πια; Σέβομαι τα συναισθήματά σου για εμένα, όμως ξέρεις καλά πως δεν είναι αμοιβαία και, αν δεν αποδεχτείς την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι. Και σου ορκίζομαι στο Θεό, τη φιλία σου τη θέλω και αληθινά σ’ αγαπώ φιλικά. Νιώθω τόσο άνετα μαζί σου. Με τον τρόπο σου, τόσους μήνες που μιλάμε από το τηλέφωνο,
κέρδισες την εμπιστοσύνη μου και, πίστεψέ με, αν τύχει και δε μιλήσουμε κάποιες μέρες, μου λείπεις και σε αναζητώ. – Κάτι είναι κι αυτό, σχολίασε ο Πάρης μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, και η Μυρτώ, για να αλλάξει το κλίμα, τον ξεσήκωσε να πάνε μια βόλτα μέχρι εκεί όπου έδεναν τα ψαροκάικα. – Κοίτα, ένα ένα γυρίζουν. Πάμε να διαλέξουμε μια καλή ψαριά για το μεσημέρι. – Θα ανάψουμε την ψησταριά; – Βέβαια. – Να σταματήσουμε και στο μανάβη να πάρουμε φρέσκες ντομάτες για σαλάτα. – Πάμε, πάμε να πάρουμε απ’ όλα. – Και παστέλι και χαλβά και βανίλια με άρωμα μαστίχας. – Ό,τι θες. Τα καλούδια του νησιού μας είναι πολλά. – Το ξέρω. Θα κάνουμε τσιμπούσι. – Αν θες, πες και στους δικούς σου. Η μητέρα μου θα γυρίσει όπου να ’ναι από την εκκλησία και θα φάμε το μεσημέρι όλοι μαζί στην αυλή μας. Κάτω από την
κληματαριά. Ο Πάρης ενθουσιάστηκε με την ιδέα, ωστόσο φάνηκε να το σκέφτεται. – Θα ήταν υπέροχα να τρώγαμε όλοι μαζί εδώ, όμως ο πατέρας μου είναι πολυάσχολος. Το ίδιο και η μητέρα. Σίγουρα θα έχουν κάνει το πρόγραμμά τους για σήμερα το μεσημέρι. – Μα πώς; Αφού ήρθαν για διακοπές. Οι διακοπές προϋποθέτουν ελευθερία κινήσεων. Ξεγνοιασιά, έξω καρδιά, όσα πάνε κι όσα έρθουν. Αρκετό ζόρι τραβούν οι άνθρωποι στις πόλεις με τα πιεστικά ωράρια, που τους αγχώνουν και τους αναγκάζουν να τρέχουν. Στις διακοπές πηγαίνουν για να χαλαρώσουν. – Αυτό ισχύει για τους απλούς ανθρώπους. Όχι για τον πατέρα μου, που τα καράβια του πηγαινοέρχονται στα πέρατα της Γης. Όλο και κάτι τυχαίνει και τα τηλέφωνα δε σταματούν να χτυπούν. «Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες», λέει ο σοφός λαός. Για να μη μιλήσω για τη μητέρα μου, που εξαιτίας της αβάσταχτης μοναξιάς της βρίσκει διέξοδο στα φιλανθρωπικά σωματεία και στις συγκεντρώσεις που οργανώνουν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
– Καλά κάνει. – Όμως και εκεί, αντί να βρίσκει κάποιο νόημα στη ζωή της, την τρώει το σαράκι του ανταγωνισμού. – Τι εννοείς; – Η γυναικεία ματαιοδοξία σε όλο της το μεγαλείο. Κυρίες καθωσπρέπει κοιτάζουν πώς θα υπερέχει η μία της άλλης και τρώγονται για το ποια θα φοράει τα ακριβότερα παρισινά μοντέλα και κοσμήματα. – Έλυσαν όλα τους τα προβλήματα και αγχώνονται για να ξεχωρίσουν; ρώτησε η Μυρτώ, και ο Πάρης κούνησε το κεφάλι. – Ναι, δυστυχώς. – Δεν το χωράει ο νους μου. Το θεωρώ –και με συγχωρείς που το λέω, γιατί αφορά και τη μητέρα σου–, πολύ ποταπό και ανόητο. Αυτές οι γυναίκες δεν μπορεί να γεννήθηκαν πλούσιες. Αυτές είναι σίγουρα νεόπλουτες. Δεν έχουν χορτάσει τα πλούτη. Δεν έχουν συνηθίσει στα χρήματα, γι’ αυτό και δεν ξέρουν πώς να τα διαχειριστούν. Τα χρήματα είναι το μέσο για να βελτιώσουμε το επίπεδο και την ποιότητα της ζωής μας, όχι για να τα επιδεικνύουμε. Σε τελική ανάλυση, τι σημασία έχει πόσα διαθέτει καθένας στον τραπεζικό του λογαριασμό; Αυτό που έχει σημασία, κατά την
άποψή μου, είναι να συμπεριφέρεται κόσμια και να αγαπάει τους συνανθρώπους του. Αν έχει βάλει στόχο να ξεχωρίσει, θα τον παραδεχτώ μόνο όταν έχει κατορθώσει να γίνει εξαιρετικός επιστήμονας ή καλλιτέχνης που με το έργο του θα συμβάλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Βέβαια, και στους πλούσιους βγάζω το καπέλο αν χρησιμοποιούν μέρος από τα πλούτη τους για κοινωφελή έργα, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι ευεργέτες στον τόπο μας. – Τι ωραία που τα λες! Όμως ο νεοπλουτισμός είναι αρρώστια. Όσοι πάσχουν, δεν τους αρκεί να είναι πλούσιοι. Θέλουν και να φαίνεται ότι είναι. Η μισή χαρά του πλούτου τους είναι να τον απολαμβάνουν και η άλλη μισή να τον δείχνουν, είπε ο Πάρης και, χτυπώντας την τρυφερά στην πλάτη, την παρότρυνε να πάει να ντυθεί για να φύγουν για τα ψώνια τους. – Δε θα αργήσω, σε ένα λεπτό θα είμαι έτοιμη, απάντησε εκείνη. Πράγματι, σε λίγο εμφανίστηκε και πάλι μπροστά του με ένα τζιν και ένα μακό μπλουζάκι. Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε. – Να ’ξερες πόσο μου αρέσει η απλότητά σου. Μείνε αυτή που είσαι. Ατόφια και ανεπιτήδευτη. Μην αλλάξεις ποτέ.
– Έλα, πάμε. Τι σ’ έπιασε τώρα; Τι είναι αυτά που λες; Γιατί να αλλάξω; Ο Πάρης κούνησε το κεφάλι και προχώρησε προς την αυλόπορτα χωρίς να μιλήσει. Αυτό που είχε κατά νου να πει το άφησε να το πάρει το ποτάμι. Θεωρούσε ότι οι άνθρωποι, δυστυχώς, επηρεάζονται από το βιοτικό τους επίπεδο και τις πιο πολλές φορές αλλάζουν και συνήθειες και γούστα και συμπεριφορά. Λοξοκοιτάζοντας τη Μυρτώ που βάδιζε αμέριμνη στο πλάι του, σκέφτηκε πως ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε πάει με κάποιον από τους δικούς του να διαλέξουν ψάρια από το καφάσι του ψαρά. Πάντα τα έβρισκε καλοσερβιρισμένα στο πιάτο του και δεν τον ένοιαζε η προέλευσή τους. Αυτή τη γνώριζε μόνο η μητέρα του και η οικονόμος τους, που ήταν υπεύθυνη για τις παραγγελίες και τον ανεφοδιασμό του σπιτιού σε τρόφιμα. Και όλα έφταναν με ένα τηλεφώνημα. Ακούγοντας έπειτα από λίγο τους ψαράδες να διαλαλούν την ψαριά τους, πλησίασε χαμογελαστός κοντά τους. Σκύβοντας να διαλέξει τα ψάρια της αρεσκείας του, ζήτησε και τη γνώμη της Μυρτώς, και αφού γέμισαν μια σακούλα με σπαρταριστά μπαρμπούνια για το τηγάνι και μια άλλη με ένα φαγκρόπουλο για ψητό, έφυγαν από την ιχθυόσκαλα και πήγαν ίσια στα μανάβικα να αγοράσουν ντομάτες και φρέσκα σταφύλια της εποχής. Αυτή η μικρή βόλτα μέχρι την αγορά έδωσε στον Πάρη ιδιαίτερη χαρά. Κάθε λίγο και λιγάκι
σταματούσε και χάζευε και ρωτούσε και όλο και κάτι αγόραζε. – Η καρδιά κάθε τόπου χτυπάει στην αγορά, σχολίασε μετά. Και τίποτα να μην πάρεις, μόνο που θα δεις τόσα καλούδια και θα ανακατευτείς με τόσο κόσμο, σίγουρα θα ξεσκάσεις. Γι’ αυτό οι ψυχολόγοι συμβουλεύουν τους καταθλιπτικούς να βγαίνουν συχνά στα μαγαζιά. Η κίνηση της αγοράς, οι βιτρίνες, τα εμπορεύματα τραβούν την προσοχή και κάνουν το μυαλό να ξεφεύγει από τα προβλήματα που το απασχολούν. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Σε βλέπω ευχαριστημένο και χαίρομαι, του είπε, κι εκείνος της έκλεισε το μάτι. – Πάμε τώρα στο σπίτι. Εσύ θα αναλάβεις το τηγάνι κι εγώ την ψησταριά. Αχ! Ξεχάσαμε να πάρουμε κάρβουνα. – Δε χρειάζεται. Θα πρέπει να έχουμε. Ο Νικολής κουβάλησε τις προάλλες. Δεν μπορεί να σώθηκαν. Μία φορά μόνο έψησε. Ο Πάρης, μόνο που άκουσε το όνομα του Νικολή, απότομα βουβάθηκε. Η Μυρτώ το πρόσεξε, όμως δεν πτοήθηκε. «Πρέπει να συνηθίσει. Πρέπει να καταλάβει πως εγώ με τον Νικολή είμαστε ζευγάρι. Αν με θέλει για φίλη του τόσο πολύ, θα πρέπει να αποδεχτεί και την παρουσία του
Νικολή», σκέφτηκε και συνέχισε να μιλάει για εκείνον. – Κρίμα που δεν είναι εδώ. Θα κάνατε περίφημη παρέα οι δυο σας. Ο Νικολής είναι έξω καρδιά και ξέρει να περνάει καλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, με πολύ λίγα πράγματα. Είναι αισιόδοξος κι έχει πάντα μια καλή κουβέντα για όλους. Γι’ αυτό και ο πατέρας μου τον ξεχώρισε σ’ εκείνο το μπάρκο που τον είχε μαζί του και τον αγάπησε τόσο πολύ, ώστε έφτασε στο σημείο να μου τον προξενέψει. – Τι είπες; Ο πατέρας σου σου τον γνώρισε; – Ναι, εκείνος είχε τη φαεινή ιδέα να τον φέρει στο σπίτι μας για γαμπρό, και ήταν της τύχης γραφτό να δέσει αμέσως το γλυκό, είπε η Μυρτώ, και ο Πάρης χαμογέλασε. – «Αν έχεις τύχη διάβαινε...» που λένε. Εγώ, όμως, θεωρώ πως τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχουμε εμείς οι ίδιοι. – «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Αν δεν κινηθούμε κι εμείς, μην περιμένουμε να πέσει η τύχη στα πόδια μας. Πρέπει να την προκαλέσουμε. Ο Νικολής την προκάλεσε την τύχη του όταν αποδέχτηκε την πρόταση του συχωρεμένου του πατέρα μου να με γνωρίσει, και να που μας βγήκε σε καλό. Οι τυχερές στιγμές είναι πολλές και αναλογούν σε όλους μας, αρκεί να είμαστε ανοιχτοί κι έτοιμοι να τις δεχτούμε. Η τύχη δεν περιμένει. Σου
χαμογελάει, κι αν δεν ανταποκριθείς, φεύγει. Και μετά μην την είδατε! Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο, λοιπόν, άδειασε το μυαλό σου από τις εμμονές, τις προκαταλήψεις, τα ταμπού και θα δεις πως τα απλά, καθημερινά πράγματα μπορούν να γεμίσουν τη ζωή σου. Τότε εκεί που δεν το περιμένεις θα ανταμώσεις το άλλο σου μισό. – Δεν το νομίζω. Είμαι πολύ δύσκολος. – Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ. Για να σου πάνε τα πράγματα καλά θα πρέπει πάντα να σκέφτεσαι θετικά, για να αγκαλιάσει η θετική ενέργεια την αύρα σου. Είναι σαν να μιλάς με το Θεό. Σαν να προσεύχεσαι για το καλό. Γι’ αυτό και η δύναμη της προσευχής, όταν τη λέει κανείς με την ψυχή του, μπορεί να κάνει θαύματα. – Δηλαδή, τι θες να πεις; Να προσευχηθώ για να μου στείλει ο Θεός μια καλή κοπέλα σαν κι εσένα; Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Απλώς σου προτείνω να καλομελετάς και να πάψεις, επιτέλους, να είσαι μια σκέτη άρνηση, πεισματάρης και πνεύμα αντιλογίας. – Μου τα ψέλνεις για τα καλά κι εγώ κάθομαι και σ’ ακούω ευχαρίστως. Αυτό πώς το βρίσκεις; Αν μ’ έβλεπε από καμιά μεριά κάποιος από τους γνωστούς μου, δε θα πίστευε
στα μάτια του. Έχεις ένα δικό σου τρόπο να λες αυτό που θέλεις χωρίς να εξοργίζεις τον άλλο. – Αν παραμείνουμε φίλοι, να ξέρεις ότι εγώ πάντα θα σου λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Όπως τα αντιλαμβάνομαι, τουλάχιστον. Δε διεκδικώ το αλάθητο. Είναι πολύ πιθανό να πέφτω έξω στην κρίση μου, όμως να είσαι σίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να σου γλυκάνω το χάπι. Και το ίδιο θα ήθελα να κάνεις κι εσύ για εμένα. Η μεταξύ μας ειλικρίνεια θα είναι το σύνθημά μας. Οι υπεκφυγές και οι κολακείες είναι για λυκοφιλίες. Όχι για εμάς, που μας δένει και η μακρόχρονη καρδιακή φιλία των πατεράδων μας. – Πιστεύεις, αλήθεια, στην πηγαία, ανιδιοτελή φιλία ανάμεσα σ’ έναν άντρα και σε μια γυναίκα; – Τι σου λέω, Πάρη, τόση ώρα; Και βέβαια πιστεύω. Φτάνει να είναι μεταξύ τους ξεκάθαροι από την αρχή. – Μα η έλξη του αρσενικού για το θηλυκό πάντα θα αιωρείται. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Η φύση γέννησε αρσενικά και θηλυκά για να διασταυρώνονται. – Αυτό ισχύει για τα ζώα. Όχι για τον άνθρωπο, που διαθέτει νου και κρίση και μπορεί να ελέγχει τις σεξουαλικές του ορμές. Ο Πάρης στράφηκε και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα
γαλήνιο, χωρίς να σχολιάσει την τελευταία της φράση. Βάδισαν για λίγο σιωπηλοί και, φτάνοντας στο σπίτι, αντάλλαξαν μια φευγαλέα ματιά κι έπιασαν αμέσως δουλειά. Η κυρία Μαρκέλλα είχε στο μεταξύ γυρίσει από την εκκλησία και, όταν τους είδε στο νεροχύτη να καθαρίζουν τα ψάρια παρέα, χαμογέλασε ευτυχισμένη και απομακρύνθηκε διακριτικά από κοντά τους. Η Μυρτώ αλεύρωσε τα μπαρμπούνια και τα έβαλε στο τηγάνι, ενώ ο Πάρης προσπάθησε αδέξια να ανάψει τα κάρβουνα στην ψησταριά για να ψήσει το φαγκρόπουλο, αλλά έτσι ανίδεος που ήταν καταμουντζουρώθηκε. Επιπλέον, το ψάρι το άφησε παραπάνω και άρπαξε η πέτσα του και το έβγαλε από τη σχάρα διαλυμένο. Η Μυρτώ έστρωσε ένα λουλουδάτο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι κάτω από την κληματαριά και, όταν εμφανίστηκε με τα φρεσκοτηγανισμένα μπαρμπούνια στην πιατέλα, ο Πάρης κοίταξε μια τα μπαρμπούνια και μια το φαγκρόπουλο και κατσούφιασε σαν μικρό παιδί. – Μου φαίνεται πως τα φαγκρόπουλο, το έκανα μαντάρα.
θαλάσσωσα.
Πάει το
– Μπορεί να είναι πεντανόστιμο, είπε εκείνη κι έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της, που ήταν πικρή σαν φαρμάκι, και την
κατάπιε με το ζόρι. – Λοιπόν, ακόμα επιμένεις πως είναι πεντανόστιμο; – Για να είμαι ειλικρινής, όπως σου υποσχέθηκα, αυτή η πρώτη σου απόπειρα δε στέφθηκε και με τόση επιτυχία. Την επόμενη φορά είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις καλύτερα. Ευτυχώς, τα μπαρμπούνια είναι αρκετά. Με σαλάτα και φρέσκο ψωμί που έφερε η μητέρα μου, θα φάμε περίφημα. Θα πιούμε και μια μαστίχα χωνευτική και αργότερα, πριν πέσει ο ήλιος, θα κάνουμε και μια βουτιά εδώ μπροστά στο λιμανάκι μας. Όση ώρα μιλούσε η Μυρτώ, χρωματίζοντας τη φωνή της, ο Πάρης την άκουγε προσεκτικά, σαν να του έλεγε κάτι σπουδαίο. Κάτι πρωτάκουστο. Οι απλές συνήθειες μιας κυριακάτικης μέρας στο νησί τού έδωσαν χαρά και μια πρωτόγνωρη αίσθηση ανεμελιάς. Με τη Μυρτώ και τη μητέρα της κάθισαν στο τραπέζι, απόλαυσαν το φαγητό τους και, αφού όλοι μαζί συμμάζεψαν μετά, πήγαν για μια σιέστα. Ο Πάρης διάλεξε να ξαπλώσει στην αιώρα που κρεμόταν από δυο μουριές, η κυρία Μαρκέλλα κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά της και η Μυρτώ διάλεξε την ντιβανοκασέλα της σάλας, όπου υπήρχε ανεμιστήρας. Η ζέστη του Σεπτέμβρη μπορεί να μην ήταν αφόρητη, όμως εκείνη την πρώτη εβδομάδα ακόμα καλά κρατούσε.
Ο νέος άντρας, που ήταν καλομαθημένος και τον ενοχλούσαν τα έντομα, οι μύγες και τα κουνούπια, κοιμήθηκε εντούτοις του καλού καιρού στην αιώρα, απολαμβάνοντας την αύρα της θάλασσας που δρόσιζε την αυλή κι έφερνε την αλμύρα του πελάγους. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πάντοτε περιορισμένος. Η υπερπροστατευτική μητέρα του, όταν ήταν μικρός, φοβόταν μην κακοπάθει ο κανακάρης της, που τον απέκτησε ύστερα από τέσσερα θηλυκά, και τον είχε συνέχεια υπό επιτήρηση. Δύο νταντάδες είχαν αναλάβει τη φροντίδα του, και δύο δασκάλες, μια Αγγλίδα και μια Ελληνίδα, του έμαθαν τα πρώτα του γράμματα. Όταν εκείνος ενηλικιώθηκε και ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία του στον ελληνικό στρατό, η κυρία Ασπασία επαναστάτησε. – Εμείς είμαστε μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού. Στην Ελλάδα πηγαίνουμε μόνο για διακοπές το καλοκαίρι. Ο Πάρης δεν έχει καμιά δουλειά να τρέχει στα κατσάβραχα. Θα πληρώσουμε για την απαλλαγή του και θα ξεμπερδεύει, φώναξε στον άντρα της και τον έβγαλε από τα ρούχα του. – Ποιος είναι ο γιος μας που θα πληρώσουμε για να μην πάει στρατό; Κανένας μαλθακός ή κανένας ντιντής; Θα πάει να παρουσιαστεί και να υπηρετήσει κανονικά, όπως όλα τα παιδιά της Ελλάδας. – Μα εμείς μένουμε εκτός Ελλάδας. Έπειτα, είναι μοναχογιός. Αν γίνει καμιά στραβή; Δικτατορία έχουν εκεί
κάτω. Οι συνταγματάρχες δεν αστειεύονται. – Τι λες, ανόητη γυναίκα; Κρίμα, ήσουν και δασκάλα. Ο γιος μας θα υπηρετήσει κανονικά τη θητεία του, όπως την υπηρετούν όλοι οι Έλληνες του εξωτερικού που διατηρούν την ελληνική ιθαγένεια. Δεν τον κάναμε για να τον έχεις γύρω από τα φουστάνια σου, φώναξε έξαλλος ο καπετάν Πέτρος, κι έτσι υπηρέτησε κανονικά ο Πάρης στο ναυτικό. Βέβαια, σε πόστο εκλεκτό. Μακριά από αντάρες και φουρτούνες. Στη Σχολή Δοκίμων. Ως αγγλόφωνος και πτυχιούχος ναυτιλιακών σπουδών, φάνηκε χρήσιμος εκεί. Όμως δε ζορίστηκε, για να δει τι σημαίνει σκληραγωγία. «Τέλος πάντων, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα», σκέφτηκε ο πατέρας του όταν ο Πάρης επέστρεψε στην Αγγλία με το απολυτήριο στα χέρια, κι από εκεί και μετά τον έστρωσε στη δουλειά. Το ένα μπάρκο διαδεχόταν το άλλο. – Αν δε γεμίσουν τα ρουθούνια σου με την αλμύρα της θάλασσας, του έλεγε, δε θα μπορέσεις ποτέ να έρθεις στη θέση μου. Να κοντρολάρεις τόσα καράβια και τόσα πληρώματα από το γραφείο σου στο Λονδίνο. Για να πετύχεις στη δουλειά σου πρέπει να έχεις τα πληρώματα με το μέρος σου. Οι καπετάνιοι θα είναι δικοί σου. Αν είναι δυνατό, συγγενείς σου. Δεν πάντρεψα κατά τύχη τις αδερφές σου με καπετάνιους. Το σκέφτηκα καλά. Μέσα σε τόσους που γνώρισα, διάλεξα τους καλύτερους, για να κάνουν οικογένειες
σωστές και να πάει και η δουλειά μας καλά. Κι εσύ πρέπει να πάρεις μια κοπελιά δικιά μας. Να ξέρει τις χαρές και τις πίκρες της θάλασσας. Να νιώθει τον ιδρώτα σου και τις αγωνίες σου. Σε άφησα όσο ήσουν νέος να χαρείς τον ποδόγυρο, μα μόλις πάμε το καλοκαίρι στο νησί, ετοιμάσου να δεχτείς προξενιά. Έχουμε προτάσεις πολλές. Κοπέλες από άριστες οικογένειες. Στόλους ολόκληρους έχουν οι πατεράδες τους. Θα διαλέξεις εκείνη που θα μιλήσει, γιε μου, στην καρδιά σου. Μετά, τα άλλα, άσ’ τα σ’ εμένα. Θα τα μιλήσω εγώ με τους δικούς της και με το γάμο σας θα φτιάξουμε αυτοκρατορία. Ακούς, γιε μου; Αυτοκρατορία.
11 Στην Αρμάτα Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να ανακαλύψει νέους ωκεανούς αν δεν έχει το θάρρος να απομακρυνθεί από την ακτή. Όταν, όμως, πάρει φόρα, τις πιο πολλές φορές δεν τον σταματάει τίποτα. Όπως τον καπετάν Πέτρο, που ακόμα και τους γάμους των παιδιών του τους σχεδίαζε με πρωταρχικό γνώμονα το συμφέρον της δουλειάς του. Βέβαια, στην περίπτωση του μοναχογιού του λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Πάρη, που φούντωνε από θυμό κάθε φορά που άκουγε τον πατέρα του να κάνει σχέδια για το δικό του μέλλον. Για να μην αρπαχτεί μαζί του και τον κακοκαρδίσει, άλλαζε αμέσως κουβέντα και του ξεγλιστρούσε. Εκείνη την πρώτη Κυριακή των διακοπών του στο νησί, ούτε που εμφανίστηκε όλη μέρα στην έπαυλη της οικογένειάς του που βρισκόταν σ’ έναν πανέμορφο όρμο στο βορειοανατολικό μέρος, περιτριγυρισμένη από ένοπλους φρουρούς. Οι απαγωγές ήταν και είναι ο φόβος των πλουσίων, γι’ αυτό και ο καπετάν Πέτρος έπαιρνε τα μέτρα του. – Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά, έλεγε και
αγόγγυστα πλήρωνε για την ασφάλειά του, τον προσωπικό του σωματοφύλακα που ήταν και ο οδηγός του στο Λονδίνο, όπως και τους μόνιμους φρουρούς ή τους έκτακτους που προσλάμβανε κατά καιρούς, ανάλογα με τις μετακινήσεις του. Ο Πάρης, μόνο που τους έβλεπε, ανακατευόταν. Ένιωθε εγκλωβισμένος, σαν να ζούσε σε χρυσή φυλακή. Γι’ αυτό πέρασε θαυμάσια με την παρέα της Μυρτώς. Γιατί ένιωθε ελεύθερος. Ψώνισαν, μαγείρεψαν, έφαγαν, ήπιαν, αναπαύτηκαν και το απογευματάκι κολύμπησαν κι έκαναν βαρκάδα μέχρι να γείρει ο ήλιος. Ο Πάρης τραβούσε το κουπί και η Μυρτώ τού διηγούνταν τις ιστορίες που της έλεγε ο πατέρας της από τα ταξίδια του στην Άπω Ανατολή. – Όταν παντρευτούμε με τον Νικολή, θέλω να πάμε γαμήλιο ταξίδι στη μακρινή Ιαπωνία. Στο Τόκιο, στο Κιότο, στη Γιοκοχάμα. Εκεί έμαθε ο πατέρας μου πως η μητέρα μου ήταν έγκυος σ’ εμένα και έστησε μαζί με τους ναύτες του γλέντι τρικούβερτο. Μακάρι, βρε Πάρη, να γνώριζες κι εσύ τη γυναίκα της ζωής σου και να το κάναμε το ταξίδι αυτό όλοι μαζί. Ο Πάρης δεν απάντησε. Απέφυγε να την κοιτάξει και ο
νους του πήγε στον πατέρα του και στα προξενιά που είχε στα σκαριά. – Κάτι ετοιμάζει ο πατέρας για εμένα, είπε ξαφνικά, περισσότερο για να της κεντρίσει τη ζήλια, γιατί βαθιά μέσα του πίστευε πως την ενδιέφερε, αλλά εκείνη δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Ωστόσο η Μυρτώ χαμογέλασε χαρούμενη. – Μακάρι, μακάρι να σου κάτσει. Μακάρι να είναι αυτή που περιμένεις. Να τα ταιριάξετε, να αγαπηθείτε με την πρώτη ματιά. Τότε ο Πάρης δεν άντεξε. – Μυρτώ, με δουλεύεις; Αυτά γίνονται μόνο στο σινεμά. Είναι δυνατό στην εποχή μας να πάρω γυναίκα με προξενιό; – Και τι με αυτό; Έτσι κι αλλιώς, κάπου θα τη γνωρίσεις. Κάποιος θα σου τη γνωρίσει. Όπως έγινε μ’ εμένα και τον Νικολή. Έπεσε μεταξύ τους σιωπή, όμως το ύφος του Πάρη έδειχνε πως ήταν έτοιμος να εκραγεί. Με γρήγορο κουπί γύρισε πίσω στο λιμανάκι κι έβγαλε τη βαρκούλα του συχωρεμένου του καπετάν Γιώργη στη στεριά.
– Γιατί θύμωσες; Είπα κάτι που δεν έπρεπε; τον ρώτησε τότε η Μυρτώ. Δε σε ανάγκασε κανείς να παντρευτείς με το στανιό. Κουβέντα κάναμε. Ευχαρίστως θα την κατσάδιαζε εκείνη τη στιγμή. «Κανονικά πρέπει να πάρω δρόμο και να φύγω και να μην την ξαναδώ. Εγώ κάνω το παν για να την ευχαριστήσω κι εκείνη μ’ έχει πρήξει με τον Νικολή. Επίτηδες το κάνει; Δεν ξέρω, ίσως, μπορεί...» σκέφτηκε, μα μόλις την άφησε στην πόρτα της, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα βουνά. Κι ένα ολόγιομο φεγγάρι καθρεφτιζόταν στο πέλαγος και άστραφτε η πλάση. «Τι κρίμα μια τόσο ωραία βραδιά να είμαι μόνος!» είπε από μέσα του ο Πάρης, αγναντεύοντας από το μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς του. Το σαλόνι της έπαυλης, οι κήποι και οι εξώστες ήταν γεμάτοι κόσμο. Οι σερβιτόροι γέμιζαν τους μπουφέδες με εκλεκτά εδέσματα, η ορχήστρα είχε πάρει τη θέση της κάτω από το κιόσκι κι έπαιζε νησιώτικους χορούς, ενώ η ρακή, το κρασί και η σαμπάνια έρρεαν άφθονα. – Καλώς ορίσατε! Καλές διακοπές! έλεγαν οι καλεσμένοι και τσούγκριζαν τα ποτήρια τους πότε με τον καπετάν Πέτρο και πότε με τη γυναίκα του. Οι ομιλίες, τα γέλια και η μουσική έφταναν ανακατεμένα στα αφτιά του Πάρη και τον ζάλιζαν. Ο πατέρας του, έπειτα
από μεγάλη πίεση, του είχε αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα παραβρισκόταν έστω για λίγο στη δεξίωση, αλλά εκείνος, μόνο που έβλεπε από μακριά όλο αυτό το νταβαντούρι, αντί να ευθυμήσει, πάθαινε ψυχοπλάκωμα. Και τι δε θα ’δινε να περνούσε και το βράδυ του κοντά στη Μυρτώ. Και ας τον κακοκάρδισε πριν αποχωριστούν. Πέρασε μαζί της όλη τη μέρα τόσο ήρεμα, τόσο απλά, τόσο ανθρώπινα. «Τι τις θέλουν οι γονείς μου αυτές τις βεγγέρες;» αναρωτήθηκε και απότομα έκλεισε την μπαλκονόπορτα για να μην ακούει. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, μπήκε ανόρεχτα στο μπάνιο. Όλοι οι πλοιοκτήτες του νησιού με τις φαμίλιες τους διασκέδαζαν εκείνη την ώρα στο σπίτι τους. «Θεέ μου, πόσο τα βαριέμαι όλα αυτά!» είπε από μέσα του, κοιτάζοντας το πρόσωπό του στον καθρέφτη καθώς ξυριζόταν. «Μάλλον ματαιοπονώ με τη Μυρτώ», συνέχισε τις σκέψεις του, αλλά στη στιγμή άλλαξε γνώμη. «Δε θα καταθέσω τα όπλα. Κάποια φρούρια πέφτουν αμέσως και κάποια άλλα έπειτα από μακροχρόνια πολιορκία. Δε θα παραιτηθώ έτσι εύκολα. Θα γίνω η σκιά της. Όσο ο αρραβωνιαστικός της βρίσκεται μακριά, έχω το χρόνο με το μέρος μου, καθώς μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται», κατέληξε και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Η ολιγόλεπτη παρουσία του στη γιορτή εκείνο το βράδυ έδωσε ιδιαίτερη χαρά στον πατέρα του, που τον περίμενε εναγωνίως για να τον συστήσει με καμάρι στις ελεύθερες κόρες των συναδέλφων του. Μια χαρά κοπέλες ήταν οι πιο
πολλές. Καλομεγαλωμένες, με εκλεπτυσμένους τρόπους και συμπεριφορά, όμως ο Πάρης δεν είχε μάτια για καμία. Αφού αντάλλαξε δυο τυπικές κουβέντες με όλες, τις άφησε να χορέψουν τους νησιώτικους χορούς και με ελαφρά πηδηματάκια αποσύρθηκε στα ιδιαίτερά του. Η μουσική συνέχιζε να παίζει έως αργά. Εκείνος, όσο και να προσπάθησε, δεν τα κατάφερε να κλείσει μάτι. Μπαινοβγαίνοντας στο μπαλκόνι, κοίταζε τον έναστρο ουρανό και παρακαλούσε να ξημερώσει η καινούρια μέρα για να πάει να χτυπήσει και πάλι την πόρτα της Μυρτώς. Χλομός και κουρασμένος από το ξενύχτι έφτασε στο κατώφλι της το άλλο πρωί και της ζήτησε έναν καφέ ελληνικό. Όταν του τον έφερε σερβιρισμένο στο δίσκο με το κολλαριστό δαντελένιο πετσετάκι, συνοδευόμενο από δύο σπιτικά κουλουράκια, την κοίταξε με τρυφερότητα. – Πώς τα πέρασες χτες; Τι έγινε τελικά; Ήταν ωραία η γιορτή; – Όπως το περίμενα. Μια βαρετή βραδιά. – Γιατί; Δεν ήρθαν οι κοπελιές; Δεν έγινε γλέντι; Δεν είχαν κέφι; Δε χορέψατε; – Σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη. Μη μου το θυμίζεις. Δε θέλω να μιλάω για ένα ακόμα βράδυ στο οποίο
σκυλοβαρέθηκα. – Αλήθεια, τι έγιναν οι κολλητοί σου; Πώς και δεν τους κουβάλησες μαζί σου αυτή τη φορά; – Τους βαρέθηκα κι αυτούς. Όλα τα βαρέθηκα. Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου ριζικά. Δε νιώθω ευχαριστημένος πουθενά. Μόνο μαζί σου περνάω καλά, γι’ αυτό, αν δε σε ενοχλώ, θα έρχομαι καθημερινά να σε βλέπω όσο βρίσκομαι στο νησί. – Να έρχεσαι, να έρχεσαι, η παρέα σου μου δίνει χαρά. – Να έρθω αύριο να σε πάρω με το σκάφος του πατέρα να πάμε στα απέναντι παράλια; Θα κολυμπήσουμε, θα ψαρέψουμε, θα κάνουμε σκι. – Δεν ξέρω σκι. – Και λοιπόν; Να μια καλή ευκαιρία να μάθεις. Τίποτα δεν είναι. Λίγη δύναμη στα πόδια και με τεντωμένα χέρια κρατάς το σκοινί και γλιστράς πάνω στο νερό. Έτσι ανάλαφρη που είσαι εσύ, αμέσως θα σηκωθείς. – Μου αρέσει η ιδέα, όμως τι να σου πω; Θα προτιμούσα να οργανώναμε μια τέτοια εκδρομούλα αν είχαμε μαζί μας και τον Νικολή, που ξέρει από σκάφη και θα κάνατε ωραία παρέα οι δυο σας.
Ο Πάρης δεν κόμπιασε. – Θα γίνει κι αυτό. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα γίνει σίγουρα. Όμως, προς το παρόν, ο καλός σου κωλύεται. – Μου τηλεφώνησε χτες βράδυ. Βγήκε για λίγο στον Πειραιά. Με ρώτησε για εσένα και τον πατέρα σου. Του είπα πως σου κάνει προξενιά, και ο Νικολής σού στέλνει τις ευχές του. – Ευχαριστώ, απάντησε ο Πάρης με μια μικρή καθυστέρηση. Η λέξη «προξενιά» αντήχησε στα αφτιά του σαν βρισιά, αλλά δεν τη σχολίασε. Η μέρα τους γέμισε μετά με μπάνιο στη θάλασσα, ψώνια, μαγείρεμα, φαγητό και κουβέντα. Ο διάλογος φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Αυτό πίστευε ο Πάρης κι αυτό έκανε. – Σου αρέσει το ψάρεμα; – Μου αρέσει. – Σου αρέσει να παίζεις ρακέτες στην άμμο; – Με τρελαίνει. – Πάμε, λοιπόν! Τι καθόμαστε; Διακοπές έχουμε και πρέπει να τις χαρούμε.
Έτσι ο Πάρης συνέχισε να επισκέπτεται καθημερινά τη Μυρτώ, με την ανοχή, βέβαια, και τις ευλογίες της μητέρας της, που τον ήθελε πολύ περισσότερο από τον Νικολή για γαμπρό της τώρα πια. Ο Νικολής μπορεί να ήταν λεβέντης, αθλητικός και να υπερείχε σε εμφάνιση από τον Πάρη, που ήταν μετρίου αναστήματος, με γαμψή μύτη και αραιά μαλλιά, αλλά ο Πάρης ήταν ο μοναχογιός του καπετάν Πέτρου. Του μεγάλου και τρανού καπετάν Πέτρου, που η φήμη του έφτανε στα πέρατα του κόσμου. Η κόρη της, αν παντρευόταν τον Πάρη, θα γινόταν βασίλισσα. Θα ζούσε ζωή χαρισάμενη. Θα είχε πάντα το σύντροφό της στο πλευρό της και δε θα τραβούσε τα βάσανα και τις ατέλειωτες μοναξιές της γυναίκας του ναυτικού, που πέρασε και η ίδια. «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει γρήγορα, Παναγιά μου», ευχόταν η κυρία Μαρκέλλα και σταύρωνε κι έφτυνε την κόρη της. Ήδη το νησί βούιζε και τα στόματα έκοβαν κι έραβαν στη γειτονιά, στο παζάρι, στο λιμάνι, στην πλατεία, αφού η Μυρτώ και ο Πάρης περιφέρονταν απροκάλυπτα παρέα. Στο μεταξύ, η κυρία Μαρκέλλα περίμενε ένα τηλεφώνημα ή μια επίσκεψη από τον πατέρα του Πάρη, όσο βρισκόταν στο νησί, όμως αυτός δεν έκανε καμία κίνηση. Σαν να είχαν κοπεί οι δεσμοί που τους ένωναν μετά το θάνατο του άντρα της. Ο κουμπάρος τους την είχε αγνοήσει τελείως, και δεν περίμενε μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους του. Από τη γυναίκα του, την Ασπασία, την περίμενε. Όχι, όμως, από τον καπετάν Πέτρο. «Λες να έμαθε για τις καθημερινές επισκέψεις του γιου
του και να του κακοφάνηκε που τον μαζεύω στο σπίτι, ενώ ο γαμπρός μου λείπει;» αναρωτήθηκε η κυρία Μαρκέλλα. «Ίσως», απάντησε στον εαυτό της, χωρίς να τη νοιάξει και πολύ. «Άλλωστε, μετράει πάνω απ’ όλα τι θέλει ο Πάρης. Και, σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν πάρουν άλλη τροπή οι σχέσεις της Μυρτώς και του Πάρη, που το εύχομαι ολόψυχα, άμα θέλει η νύφη και ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός. Τύφλα να ’χει ο κόσμος όλος», κατέληξε μέσα της η κυρία Μαρκέλλα και χαμογέλασε. Πλησίαζε το δεύτερο σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη, και ο Πάρης, που περνούσε τις καλύτερες διακοπές της ζωής του με τη Μυρτώ, δεν ήθελε να σκεφτεί πως πολύ σύντομα ήταν υποχρεωμένος να την αποχωριστεί. Εκείνη έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα για τις σπουδές της κι αυτός στο Λονδίνο για τη δουλειά του. Ο αρραβωνιαστικός της, που βρισκόταν στη Κρήτη, της τηλεφωνούσε κάθε βράδυ την ίδια πάντα ώρα, μάθαινε τα νέα της, της έστελνε την αγάπη του και, πριν κλείσει το τηλέφωνο, δεν παρέλειπε να της πει να δώσει χαιρετισμούς στο μέλλοντα κουμπάρο τους. Ήταν τόσο σίγουρος για τη σχέση τους, που δεν καταδέχτηκε καν να σχολιάσει τις καθημερινές επισκέψεις του Πάρη στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. – Την Παρασκευή που μας έρχεται είναι πολύ πιθανό να πιάσουμε στον Πειραιά και να πάρω για λίγες ώρες άδεια, ενημέρωσε την αγαπημένη του, και τη Μυρτώ δεν την
κρατούσε τίποτα και ξεσηκώθηκε να φύγει από το νησί. – Έτσι κι αλλιώς, την άλλη εβδομάδα ξεκινούν τα μαθήματα στη σχολή. Τι τότε, τι τώρα, είπε στον Πάρη, αλλά εκείνος, αντί να κατσουφιάσει, χαμογέλασε. – Να σου πω την αλήθεια, Μυρτώ, κι εγώ είχα κατά νου να πάω στις Σπέτσες αυτό το σαββατοκύριακο για την αναπαράσταση της ναυμαχίας της 8ης Σεπτεμβρίου 1822. – Ναι, έχω ακούσει πως, κάθε χρόνο, το δεύτερο σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη είναι αφιερωμένο στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Παναγίας της Αρμάτας και της επετείου της ναυμαχίας. Μάλιστα, έχω δει και φωτογραφίες στις εφημερίδες από την πυρπόληση του ομοιώματος της τουρκικής ναυαρχίδας, που βούλιαξε μπροστά στο λιμάνι, όμως δεν έτυχε να βρεθώ ποτέ σε αυτή τη γιορτή. – Λοιπόν, άκου, είναι ευκαιρία να πάμε μαζί. Θα δεις τον αγαπημένο σου την Παρασκευή στον Πειραιά και το Σάββατο το πρωί θα σε πάρω με το κότερο και θα πάμε μαζί στις Σπέτσες. Η Μυρτώ τον κοίταξε σκεφτική. – Μπορεί να καταφέρει ο Νικολής να πάρει όλο το τριήμερο άδεια και να έρθει μαζί μας, της είπε τότε για να την
καθησυχάσει, και της Μυρτώς της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα, αλλά δεν το έδειξε. Ο Πάρης συνέχιζε να προσπαθεί να την πείσει: Οι πιο πολλοί Έλληνες πλοιοκτήτες που βρίσκονται αυτή την εποχή στην Ελλάδα με τα κότερά τους θα βάλουν πλώρη για τις Σπέτσες. Καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει. Η αναπαράσταση της ναυμαχίας είναι εκπληκτική. Δεν πρέπει να τη χάσουμε, Μυρτώ, θέλω πολύ να τη δω. Της μιλούσε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, και η κοπέλα, με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, τελικά κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η μητέρα της, όταν η Μυρτώ την πληροφόρησε για τα σχέδια του Πάρη, είπε χαμογελώντας πλατιά: – Να πας στο καλό και να περάσεις καλά. Είσαι μεγάλη κοπέλα. Εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Η ζωή είναι δικιά σου. Σου ανοίγονται δρόμοι πολλοί. Κοίτα να επιλέξεις τον καλύτερο. Με το πλοίο της γραμμής έφτασε η Μυρτώ την Παρασκευή το πρωί στον Πειραιά, και σε μία ώρα από την άφιξή της στο διαμέρισμα, την πόρτα της χτύπησε ο Νικολής. Αντικρίζοντάς τον μπροστά της με την κατάλευκη στολή του και το αγέρωχο ύφος του, έπεσε στην αγκαλιά του και αφέθηκε στα χάδια του και τα φιλιά του.
– Σ’ αγαπώ. – Κι εγώ σ’ αγαπώ, κορίτσι μου. – Είσαι ο θησαυρός μου. Είμαι τυχερή που έχω εσένα πλάι μου, ακριβέ μου. Η λαχτάρα της για εκείνον ήταν τόσο μεγάλη, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του. – Τι έπαθες; – Με τρελαίνεις. Δε σε χορταίνω. Σε αποθύμησα τόσο πολύ! Και όσο σκέφτομαι ότι θα φύγεις σε λίγο και ποιος ξέρει έπειτα από πόσο καιρό θα σε ξαναδώ, κάτι παθαίνω. – Το καλύτερο σου το άφησα για το τέλος, της είπε τότε εκείνος και μ’ ένα πονηρό χαμόγελο της έκλεισε το μάτι. Το καράβι θα παραμείνει στη Σαλαμίνα και ο κυβερνήτης μού έδωσε τριήμερη άδεια. Η Μυρτώ έμεινε κόκαλο. – Το λες αλήθεια; – Αλήθεια. – Αυτό είναι θαυμάσιο! Καταπληκτικό! Αν ήξερες τι πρόταση έχουμε γι’ αυτό το σαββατοκύριακο! Ο Πάρης μάς κάλεσε να πάμε μαζί του στις Σπέτσες για την Αρμάτα, την
αναπαράσταση της ναυμαχίας. Ο Νικολής παρέμεινε για λίγο σιωπηλός. – Είναι ευκαιρία να τον γνωρίσεις κι εσύ καλύτερα, πρόσθεσε η Μυρτώ, και ο αρραβωνιαστικός της χαμογέλασε. – Μου αρέσει η ιδέα, και αυτή η ναυτική γιορτή είναι το κάτι άλλο. Πρόσφατα ξαναδιάβασα για τη ναυμαχία των Σπετσών. Θέλεις να σου φρεσκάρω λίγο τη μνήμη σου; – Και βέβαια θέλω, απάντησε η Μυρτώ και κούρνιασε πλάι του. – Ο τουρκικός στόλος, ορμώμενος από τη Μονεμβασιά, κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο, που το πολιορκούσαν από ξηράς οι δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντη και από θαλάσσης οι δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Μόλις έφτασαν στη Σπετσοπούλα, τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν αντιμέτωπα με το στόλο των τριών ένδοξων νησιών μας, των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών. Τότε ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έδωσε διαταγή να κινηθεί ο ελληνικός στόλος προς τον Αργοσαρωνικό, για να εγκλωβίσει εκεί τον τουρκικό. Οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι, όμως, για να μην αφήσουν τις Σπέτσες ανυπεράσπιστες στο έλεος των Τούρκων, αγνόησαν τη διαταγή του Μιαούλη και επιτέθηκαν εναντίον τους. Η σφοδρότητα της ναυμαχίας
ήταν τέτοια, που οι Υδραίοι έβλεπαν τον καπνό και νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονται. »Μέσα σε αυτή την αντάρα, ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, αψηφώντας τον κίνδυνο, όρμησε με το πυρπολικό του στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού και πυρπόλησε την εχθρική ναυαρχίδα, που βούλιαξε μπροστά στο λιμάνι. Έτσι, ο τουρκικός στόλος υποχώρησε άπρακτος, είπε ο Νικολής, και η Μυρτώ, έτσι όπως είχε γείρει στην αγκαλιά του και τον άκουγε προσεκτικά, σαν να της έλεγε παραμύθι, όταν έπαψε εκείνος να μιλάει, της κακοφάνηκε. – Και μετά; ρώτησε γεμάτη περιέργεια. Ο Νικολής γέλασε. – Τη συνέχεια θα τη μάθεις αύριο στις Σπέτσες. Εγώ ό,τι ήξερα σου το είπα. Το τηλέφωνο κουδούνισε νωρίς το πρωί και με μια κεφάτη φωνή ο Πάρης καλημέρισε τη Μυρτώ. – Βρίσκομαι κοντά σου. Στο λιμάνι της Ζέας. Έχει μια μπουνάτσα μούρλια. Λάδι η θάλασσα. Δεν κουνιέται φύλλο. Σε δύο ώρες θα είμαστε στις Σπέτσες. Κάνε γρήγορα. Σου θυμίζω, «Ασπασία» λένε το κότερο και είναι νηολογημένο στο Σαουθάμπτον.
– Καλά, καλά, ερχόμαστε, είπε η Μυρτώ και δεν πρόλαβε να του μιλήσει για τον Νικολή, γιατί ο Πάρης έκλεισε το τηλέφωνο. Μόλις έβαλε το ακουστικό στη θέση του, συνειδητοποίησε την τελευταία λέξη που άκουσε και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Την τύχη μου μέσα!» σκέφτηκε τσατισμένος. «Τώρα βρήκε να βγει ο ναύτης στη στεριά; Λες να κάνω λάθος; Όμως άκουσα καλά. Μίλησε στον πληθυντικό. “Ερχόμαστε”, είπε. Αποκλείεται να έρχεται με τη μάνα της, σίγουρα έρχεται με το μορφονιό. Φταίω κι εγώ που τον κάλεσα. Όμως το έκανα μόνο και μόνο για να την πείσω να έρθει μαζί μου. Έπαιξα κι έχασα», κατέληξε, και από εκεί που ήταν ευδιάθετος, κατέβασε τα μούτρα και με σφιγμένα χείλη περίμενε να δει τι άλλο του έμελλε να πάθει για χάρη της Μυρτώς. Όταν την είδε σεινάμενη κουνάμενη να καταφθάνει με τον αρραβωνιαστικό της, ήθελε να φουντάρει στη θάλασσα. Πιο όμορφη από ποτέ, με τα πλούσια μαλλιά της να πέφτουν ανάλαφρα στους ώμους της, που άφηνε ακάλυπτους το εξώπλατο μπλουζάκι της, με το τζιν εφαρμοστό παντελόνι να τονίζει τις καλλίγραμμες καμπύλες της, πριν ανέβει στο σκάφος έσκυψε να βγάλει τα πέδιλά της, και ο αγαπημένος της, που δεν την άφηνε από τα μάτια του, την κράτησε από το
χέρι για να μην παραπατήσει. Ο Πάρης, που ήθελε τόσο πολύ να βρισκόταν στη θέση του, αναστέναξε. «Έχει αστέρι ο τύπος», είπε από μέσα του και, ξεροβήχοντας για να διώξει τον κόμπο που του στάθηκε στο λαιμό από τη ζήλια, πήρε μια βαθιά ανάσα και καρφίτσωσε στα χείλη του ένα πλατύ χαμόγελο. – Καλημέρα, καλώς τους, καλώς ορίσατε! είπε με βραχνή φωνή. – Καλώς σε βρήκαμε, απάντησε ο Νικολής και του έσφιξε εγκάρδια το χέρι. Η Μυρτώ, στο πλάι του, του ’σκασε ένα γλυκό χαμόγελο και κάθισε στον κατάλευκο δερμάτινο καναπέ της πρύμης. Την ίδια στιγμή, το πλήρωμα, ο καπετάνιος, ο μηχανικός και οι τέσσερις ναύτες, φορώντας απαστράπτουσες λευκές στολές, πέρασαν ένας ένας και καλωσόρισαν τους καλεσμένους. Ένας καμαρότος πήρε τις αποσκευές τους και τις κατέβασε στην καμπίνα τους, ενώ ένας άλλος τούς πρόσφερε φρέσκο φρουτοχυμό. – Εις υγείαν. Καλό μας ταξίδι και καλά να περάσουμε, είπε ο Νικολής και, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω στο πολυτελέστατο κότερο, άφησε ένα θαυμαστικό επιφώνημα. Ποπό! Καλοτάξιδο να είναι. Σπουδαίο σκαρί. Να το χαίρεσαι,
κουμπάρε. Μπράβο! – Ευχαριστώ, όμως δεν είναι δικό μου, είναι του πατέρα μου. Γι’ αυτό κι έχει το όνομα της μητέρας μου. Το δικό μου θα έχει το όνομα της γυναίκας μου, παρατήρησε ο Πάρης λοξοκοιτάζοντας τη Μυρτώ και, κουνώντας το κεφάλι, πρόσθεσε: Αλλά ακόμα δε βρέθηκε η κατάλληλη. – Σου εύχομαι να βρεις την καλύτερη, και θα τη βρεις. Ο Πάρης δε μίλησε. – Τι γίνεται; Γιατί δε φεύγουμε; ρώτησε έπειτα από παύση ο Νικολής. – Περιμένουμε τους γονείς μου. Πήγαν για ψώνια στον Πειραιά, και όπου να ’ναι θα φανούν. – Α, θα είμαστε μεγάλη παρέα! Τον πατέρα σου τον συμπαθώ ιδιαίτερα. Άκουσα τόσες ιστορίες από το συχωρεμένο τον πεθερό μου για εκείνον. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε πολύ για τη διορατικότητα και το θάρρος του. Ενώ ο Πάρης, από την ώρα που είδε τον Νικολή, με το ζόρι άνοιγε το στόμα να μιλήσει, ο Νικολής ήταν λαλίστατος και τόσο άνετος μαζί του, που του έκανε εντύπωση. Ύστερα από την πρώτη κρυάδα, άρχισε σιγά σιγά κι εκείνος να ξεμουδιάζει και να σκέφτεται λογικά. «Στους δύο τρίτος δε
χωρεί». Αυτό το ήξερε από την αρχή και κανονικά έπρεπε να βγάλει από το νου του τη Μυρτώ. Το φταίξιμο ήταν δικό του, γι’ αυτό και θα υφίστατο αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες. Εδώ όπου είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ούτε να τους πετάξει στη θάλασσα ούτε να τους διαολοστείλει. Ολόκληρο παραμύθι πούλησε στον πατέρα του για να τον πείσει να περάσουν από τη Ζέα και να πάρουν στις Σπέτσες μαζί τους και τη Μυρτώ. – Το καημένο το κορίτσι, που είναι ολομόναχο, κλεισμένο στο πένθιμο σπίτι με τη μάνα της τη χαροκαμένη. Κοντεύει να καλογερέψει. – Μα αφού είναι αρραβωνιασμένη. – Λείπει ο αρραβωνιαστικός της, υπηρετεί τη θητεία του. Να την πάρουμε μαζί μας να ανοίξει λίγο η ψυχή της. Είναι τόσο καλή, πατέρα, και τόσο ευγενική. Ειλικρινά τη λυπάμαι. Γι’ αυτό. – Καλά, καλά, εντάξει, απάντησε ο καπετάν Πέτρος, ενώ η συμβία του είχε τις αντιρρήσεις της. – Κολλάει στον κύκλο μας ή θα πετάξει τίποτα μαργαριτάρια και θα μας κάνει ρεζίλι; Στο Λονδίνο που την είδα μου φάνηκε τσαούσα και γλωσσού. – Μαμά, μη γίνεσαι άδικη. Μια χαρά κοπέλα είναι.
Νόστιμη, καλλιεργημένη, δασκάλα θέλει να γίνει, σαν κι εσένα. Επειδή δεν έχει τη δικιά μας οικονομική ευχέρεια και τα ρούχα της δεν είναι σινιέ, πρέπει να την υποτιμάμε; – Οχ, αδερφέ! Τι χαζομάρες είναι αυτές! Πες στο κορίτσι να έρθει μαζί μας να χαρεί κι αυτό. Να γελάσει λίγο το χειλάκι του. Αρκετά δάκρυα έχυσε, είπε ο πατέρας του, κι έγινε το θέλημά του. Μόλις η λιμουζίνα του καπετάν Πέτρου έφτασε στο λιμάνι και σταμάτησε έξω από το σκάφος του, όλο το πλήρωμα τέθηκε σε εγρήγορση. Η Μυρτώ, που καθόταν στα καρφιά από την ώρα που άκουσε πως θα συνταξίδευε στις Σπέτσες με την αντιπαθητική μητέρα του Πάρη, όταν την είδε μπροστά της, αναγκαστικά φέρθηκε ευγενικά. – Γεια σου, παιδί μου, της είπε η άλλη ψυχρά, κοιτάζοντας στο πλάι της τον ωραίο καστανό άντρα. – Νικολής Μαρκάκης, ο αρραβωνιαστικός της Μυρτώς, συστήθηκε εκείνος με τη ζεστή του τη φωνή, καθώς έσφιγγε το χέρι της μέσα στο δικό του, και αυτή η επαφή, σαν να της μετέδωσε ξαφνικά θετική ενέργεια, έκανε το πρόσωπό της να φωτιστεί από ένα πλατύ χαμόγελο. Τότε κοίταξε ξανά μια τον Νικολή και μια τη Μυρτώ και –ω του θαύματος!– τους αγκάλιασε και τους δύο μ’ ένα βλέμμα ζεστό, επιδοκιμαστικό.
– Είστε πανέμορφο ζευγάρι, σας εύχομαι καλά στέφανα και καλούς απογόνους, είπε με την καρδιά της, αν και συνήθως ήταν φειδωλή στις ευχές και στις καλές κουβέντες. Φαίνεται πως ο Νικολής είχε κερδίσει τη συμπάθειά της από την πρώτη στιγμή, κι αυτό διευκόλυνε, βέβαια, και τη θέση της Μυρτώς, που, όπως και να το κάνουμε, δε θα μπορούσε να χαλαρώσει και να περάσει καλά με τη δυσάρεστη παρουσία της Ασπασίας. Η πρώτη τους συνάντηση στο Λονδίνο της είχε μείνει... αλησμόνητη. Ο καπετάν Πέτρος, από την άλλη, άνετος και απλός, αγκάλιασε τους δύο μνηστευμένους και είπε πολλές φορές πόσο χάρηκε που κατάφερε την τελευταία στιγμή να πάρει άδεια ο Νικολής και να είναι μαζί τους. Ρώτησε για την υγεία της κυρίας Μαρκέλλας και διαβεβαίωσε πως όταν ευκαιρούσε θα πήγαινε να την επισκεφτεί. Ο μόνος δυσαρεστημένος σ’ εκείνο το σκάφος ήταν ο Πάρης, που αλλιώς τα λογάριασε και αλλιώς τού ήρθαν τα πράγματα. Κι ενώ όλοι περνούσαν μια χαρά, εκείνος καθόταν σε μια μεριά σιωπηλός και από μέσα του έβραζε. Ο Νικολής πρόσεξε το ύφος του, που έδειχνε πως κάτι τον απασχολούσε, και πλησίασε κοντά του. Χωρίς να τον ρωτήσει τι του συνέβαινε, από διακριτικότητα, τον παρότρυνε να πάνε στη γέφυρα κοντά στον καπετάνιο. – Αν μου το επιτρέψει, θα ήθελα να κρατήσω για λίγο το
τιμόνι αυτού του θαυμάσιου πλεούμενου. Ο Πάρης τού έκανε το χατίρι ανόρεχτα. Όταν ανέβηκαν στη γέφυρα, ο Νικολής αντίκρισε τα πιο σύγχρονα ναυτιλιακά όργανα και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, που με αυθορμητισμό δήλωσε: – Έτσι και μου πέσει το λαχείο, το πρώτο που θα πάρω είναι ένα τέτοιο σκάφος. – Αυτό το σκάφος έχει τεράστια έξοδα για να κινηθεί. Θα πρέπει να σου πέσουν άλλα δύο λαχεία για να μπορείς να το συντηρείς. – Δίκιο έχεις, απάντησε ο Νικολής εύθυμα. Δεν αρκεί να κερδίσω ένα λαχείο. Πρέπει να κερδίσω τρία για να βγει το όνειρό μου αληθινό. Οπότε θα βολευτώ, προς το παρόν, με το βαρκάκι που μας άφησε ο καπετάν Γιώργης και, αν θέλω πολυτέλειες, θα έρχομαι μαζί σου. «Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κάνει κανείς ακίνδυνους τους φτωχούς είναι να τους μάθει να μιμούνται τους πλούσιους», σκέφτηκε την ίδια στιγμή ο Πάρης και χαμογέλασε, γιατί του πέρασε από το νου πως θα μπορούσε ο Νικολής να γίνει του χεριού του. Όπως οι υποτακτικοί φίλοι του. Μόνο τότε θα ξέπεφτε στα μάτια της Μυρτώς. Έτσι κοίταξε από εκείνη τη στιγμή και μετά πώς να τον δελεάσει,
για να τον σκλαβώσει και να τον κάνει κάποια μέρα υποχείριό του. Να του τσακίσει τον εγωισμό, την έπαρση και την περηφάνια και να τον αναγκάσει να κατέβει άδοξα από το βάθρο του. Το σκάφος, διασχίζοντας τα ήρεμα νερά του Αργοσαρωνικού, παρέπλεε τα νησιά, και ο συναρπαστικός συνδυασμός του πράσινου της στεριάς και του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας μαγνήτισε τα βλέμματα της μικρής παρέας, και όλοι κοίταζαν με θαυμασμό τα διαμάντια του τόπου μας. Καθένα με τη χάρη του, η Αίγινα, ο Πόρος, η Ύδρα. Καθώς πλησίαζαν στις Σπέτσες, φάνηκε το παλιό λιμάνι. Τα κότερα που είχαν ήδη αράξει εκεί ήταν τόσο πολλά, που μετά βίας άφηναν άδειο χώρο για να φανεί και λίγη θάλασσα. Το ένα δίπλα στο άλλο, περιτριγυρισμένα από τα λεγόμενα μπαλόνια για να μην τρίβονται αναμεταξύ τους, σχημάτιζαν τρεις σειρές από την προκυμαία κι έμοιαζαν από μακριά σαν πυκνοκατοικημένη συνοικία με φλάμπουρα και κατάρτια. – Πού θα δέσουμε, καπετάνιε; ρώτησε ο Νικολής. Πότε πρόλαβαν και ήρθαν όλοι αυτοί; – Όπου γάμος και γιορτή, εμείς οι Έλληνες είμαστε πρώτοι, φίλε, είπε ο θαλασσόλυκος, ενώ ο Πάρης στο πλάι του κούνησε απλώς το κεφάλι. Πάμε προς την Ντάπια, το νέο
λιμάνι, και αν δε βρούμε κι εκεί θέση, θα αναγκαστούμε να μείνουμε αρόδο ή να πάμε απέναντι στο Πόρτο Χέλι. Εκεί σίγουρα θα βρούμε. – Πάντως ο πατέρας δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Παρά την κοσμοσυρροή, θα μας περιμένει θέση στο νέο λιμάνι, πετάχτηκε και είπε ο Πάρης με σιγουριά. Ο καπετάνιος χαμογέλασε. – Με το χέρι στην τσέπη βρίσκεις και ψύλλους στ’ άχυρα, σχολίασε. – Γι’ αυτό επιλέγονται σε όλα τα κρατικά πόστα οι αρεστοί και όχι οι άριστοι, είπε ο Νικολής, και ο Πάρης τον κοίταξε καλά καλά. – Οχ, αδερφέ! Αρκεί να κάνουμε τη δουλειά μας, είπε τότε ο καπετάνιος και, κόβοντας ταχύτητα, πέρασε μπροστά από τα καφενεδάκια της Ντάπιας και, μόλις πρόβαλε το «Ποσειδώνιο», το παλιό αρχοντικό ξενοδοχείο, είδε πράγματι πλάι στα πολυτελή κότερα που ήταν δεμένα στο μόλο μια θέση να τους περιμένει κι έκανε μανούβρα για να ρίξει άγκυρα και να πλευρίσει εκεί με προσοχή. Οι ναύτες, επί ποδός, άλλοι κρεμούσαν δεξιά κι αριστερά τα μπαλόνια και άλλοι πήδηξαν στη στεριά να δέσουν τα σκοινιά. Ο καπετάν Πέτρος εμφανίστηκε περιχαρής στην
πρύμη, όπου κάθονταν οι γυναίκες της παρέας, και όταν έσβησαν οι μηχανές, κάθισε κι εκείνος ανάμεσά τους να πιει το καφεδάκι του και να απολαύσει τη χαρούμενη εορταστική ατμόσφαιρα. Στη σημαιοστολισμένη προβλήτα, οι νησιώτες έκαναν τη βόλτα τους και κοντοστέκονταν να χαζέψουν τα κότερα των πλουσίων που κατέκλυσαν το νησί τους εξαιτίας της γιορτής. Με το χαμόγελο στα χείλη καλημέριζαν τους εκλεκτούς επισκέπτες, κι εκείνοι ανταπέδιδαν το χαιρετισμό. Τα άλογα με τις άμαξες πηγαινοέφερναν τον κόσμο, και τάκα τάκα τα πέταλά τους πάνω στα πλακόστρωτα δρομάκια έδιναν μια ατμόσφαιρα άλλης εποχής. Λουκούμια, αμυγδαλωτά, σάμαλι και παστέλι πουλούσαν οι μικροπωλητές στο δρόμο που ανηφόριζε προς την εκκλησία της Παναγίας, και το άρωμα του ροδόνερου και της βανίλιας ήταν διάχυτο στον αέρα κι άνοιγε την όρεξη για ένα παραδοσιακό γλυκό. Άλλοι το έτρωγαν στο πόδι και άλλοι στα ζαχαροπλαστεία της Ντάπιας ή στο καφενείο του «Ποσειδώνιου», που η αρχιτεκτονική του με τους πυργίσκους στη σκεπή το έκανε να μοιάζει με ξενοδοχείο της Αγγλίας. Η Μυρτώ αγκάλιασε με το βλέμμα της όλο το σκηνικό, μα καθώς κοίταζε αμέριμνη το ξενοδοχείο, αφαιρέθηκε προς
στιγμήν και φαντάστηκε πως έβλεπε στα μπαλκόνια του τους ήρωες της Άγκαθα Κρίστι να λιάζονται κάτω από το μεσογειακό ήλιο του Σεπτέμβρη. – Πού τρέχει ο λογισμός σου; τη ρώτησε ο Πάρης, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της, κι εκείνη χαμογέλασε. – Ονειρεύομαι, απάντησε απλά και γλυκά. – Άσε, κορίτσι μου, τα όνειρα και πήγαινε να βάλεις το μαγιό σου, είπε ο Νικολής, που ήρθε στο κατόπι του Πάρη. Ο μέλλων κουμπάρος μας θέλει να μας πάρει να πάμε με το κρις κραφτ απέναντι στη Χινίτσα για μια βουτιά. – Η θάλασσα είναι περίφημη. Να πάτε! πετάχτηκε και είπε ο καπετάν Πέτρος. – Γιατί δεν πάμε κι εμείς μαζί τους; πρότεινε η γυναίκα του. Εκείνος χαμογέλασε. – Τι δουλειά έχουμε εμείς, μεγάλοι άνθρωποι, με τη νεολαία, γυναίκα; Εκτός αυτού, δεν έχουμε τις ίδιες αντοχές. Κάτσε στ’ αβγά σου, λοιπόν. Δε μας παίρνει. Από την άλλη, η κολλητή παρέα μαζί μας τους τη σπάει. Δε νιώθουν άνετα. Δεν ξεδίνουν, δε χαλαρώνουν, δεν ανοίγονται να πουν τα δικά τους, να γελάσουν.
– Τότε τι ήρθαν να κάνουν μαζί μας; – Απλώς για να δουν το βράδυ τη γιορτή που έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μικρούς και μεγάλους, είπε ο καπετάν Πέτρος. Την ίδια στιγμή, ένας ναύτης ήρθε να τον ειδοποιήσει πως τον καλούσαν στο ραδιοτηλέφωνο από τον Παναμά. – Όχι που θα με άφηναν στην ησυχία μου, μουρμούρισε εκείνος καθώς έφευγε με φούρια, ενώ η Ασπασία, που έμεινε μόνη της, έβγαλε, ως συνήθως, από την τσάντα της την τράπουλα και άρχισε να ρίχνει πασιέντζες. Η μέρα της στις Σπέτσες ξεκίνησε σαν όλες τις άλλες. Με μοναξιά και βαρεμάρα. Το μεσημέρι κάθισε στην πολυτελέστατη τραπεζαρία του σκάφους να γευματίσει ανόρεχτα ένα άνοστο στήθος από κοτόπουλο με χορταρικά, που το μαγείρεψε ο μάγειρας σύμφωνα με τις οδηγίες που της είχε δώσει ο διαιτολόγος της. Απέναντί της, η θέση του συζύγου της ήταν άδεια, καθώς συνέχιζαν να τον απασχολούν τα προβλήματα της δουλειάς του, που δε σταματούσε ούτε τις Κυριακές ούτε τις γιορτές. Αντίθετα, η Μυρτώ με τον αρραβωνιαστικό της και τον Πάρη πέρασαν υπέροχα. Αξέχαστα τους έμειναν τα γέλια με τον Νικολή, που βάλθηκε, σώνει και ντε, να μάθει σκι μέσα σ’ ένα πρωί. Ο Πάρης, σαν να το έκανε επίτηδες, πατούσε το
γκάζι της μηχανής στο φουλ, και ο Νικολής έτρωγε τη μια τούμπα μετά την άλλη, μέχρι που βρήκε κάποτε την ισορροπία του και άρχισε πραγματικά να το απολαμβάνει. – Μου αρέσει το σκι, Μυρτώ, η σειρά σου, δοκίμασε κι εσύ. – Να μου λείπει. Δε θέλω να βρέξω τα μαλλιά μου, τόλμησε να πει, και τότε οι δύο νέοι άντρες, σαν να ήταν συνεννοημένοι, την έπιασαν ο ένας από τα πόδια και ο άλλος από τα χέρια και την πέταξαν στη θάλασσα. – Όχι, μη! πρόλαβε να φωνάξει εκείνη πριν βυθιστεί στο νερό. Μόλις βγήκε για να πάρει αναπνοή, κάποιος της έκανε πατητή και βρέθηκε πάλι στο βυθό. Αϊ στο καλό! Θα με πνίξετε. Φτάνει! είπε μετά αγριεμένη, και ο Νικολής την έσφιξε στην αγκαλιά του. – Εντάξει, μια πλάκα κάναμε, προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Πάρης, που είδε τα μάτια της να πετούν σπίθες από το θυμό. Βγαίνοντας ο ένας μετά τον άλλο στην ακροθαλασσιά, κάθισαν στην αμμουδιά για να ξαποστάσουν, κι εκεί τους άνοιξε η όρεξη για έναν ουζομεζέ. Έτσι βρέθηκαν στο ταβερνάκι της παραλίας, κι επειδή το ένα ούζο έφερε το άλλο, τους έπιασε νύστα και, αντί να γυρίσουν πίσω στο σκάφος να
κοιμηθούν, άπλωσαν τις πετσέτες τους κάτω από ένα δέντρο και άραξαν ο ένας πλάι στον άλλο. Τα τζιτζίκια από πάνω τους τους νανούριζαν, ενώ το αγέρι της θάλασσας φυσούσε απαλά και δρόσιζε τα ηλιοκαμένα τους κορμιά. – Τι ωραία που είναι εδώ! Νιώθω θαυμάσια. Είχα καιρό να ξεδώσω, είπε ο Νικολής όταν ξύπνησαν. – Κι εγώ το ίδιο, απάντησε ο Πάρης. Η Μυρτώ χαμογέλασε. «Τελικά, ο Πάρης είναι ανώτερος άνθρωπος», συλλογίστηκε, βλέποντας πόσο καλά φερόταν εκείνος στον αρραβωνιαστικό της. «Ψυχούλα, κι εγώ η ανόητη τον αδίκησα τόσο στην αρχή που τον γνώρισα». Άνοιξε τα μάτια της και τον αγκάλιασε μ’ ένα ζεστό βλέμμα. – Λοιπόν, κουμπάρε, τι έχει το πρόγραμμα από εδώ και μπρος; τον ρώτησε. – Εμένα ρωτάς; – Εσένα, ποιον άλλο; Εσύ έχεις τις καλές ιδέες. – Μυρτώ, με δουλεύεις; – Νικολή, πες του. – Πάρη, συμφωνώ κι εγώ. Περνάμε μαζί σου θαυμάσια,
δήλωσε ο Νικολής με ενθουσιώδη τόνο στη φωνή του. Ο Πάρης χαμογέλασε από μέσα του πονηρά. Με τη δύση του ήλιου ξεκίνησε η μεγάλη ναυτική γιορτή. Ψαρόβαρκες, ψαροκάικα και όλα τα πλεούμενα της Αργολίδας, εφοδιασμένα με πυροτεχνήματα, παρατάχτηκαν σε σχηματισμό γύρω από το ομοίωμα της τουρκικής φρεγάτας. Η Μυρτώ, επιστρέφοντας στο σκάφος, αφού έλουσε τα μαλλιά της και φρεσκαρίστηκε, κάθισε απαστράπτουσα στο πάνω κατάστρωμα, ανάμεσα στον αρραβωνιαστικό της και τον Πάρη. Ο καπετάν Πέτρος και η Ασπασία έκαναν βίζιτα στο διπλανό σκάφος και προτίμησαν να παρακολουθήσουν τη γιορτή από εκεί. Η ορχήστρα είχε πάρει τη θέση της στην προβλήτα και από τα μεγάφωνα ακούγονταν γνωστά νησιώτικα τραγούδια, ενώ νέοι και νέες με παραδοσιακές φορεσιές χόρευαν μπάλο, ζευγαρωτό, συρτό και πεντοζάλη. Ο Νικολής, ευδιάθετος όπως ήταν, τραγουδούσε και μερακλωμένος έριχνε γλυκές ματιές στην καλή του, ενώ ο Πάρης δίπλα του άκουγε αδιάφορα. – Κάτι πρέπει να γίνει με την περίπτωσή σου, κουμπάρε, του είπε ο Νικολής και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
– Τι εννοείς; – Ένα παλικάρι σαν του λόγου σου δεν πρέπει να κυκλοφορεί αζευγάρωτο. Ο Πάρης, από εκεί που ήταν χαλαρός, σοβαρεύτηκε. Η Μυρτώ το πρόσεξε. – Επιλογή του είναι. Εσύ τι ανακατεύεσαι; – Εγώ μόνο αν βρω κάποια κοπέλα σαν τη Μυρτώ θα παντρευτώ, απάντησε ο Πάρης στα ίσια, και ο Νικολής χαμογέλασε όλο καμάρι. Πάνω στην ώρα άρχισε η αναπαράσταση της ναυμαχίας των Σπετσών. Η μουσική σταμάτησε, οι χορευτές αποχώρησαν και η προβλήτα σειόταν από τις κροτίδες που έσκαγαν σωρηδόν και ακούγονταν σαν κανονιοβολισμοί. Τότε το πυρπολικό του μπουρλοτιέρη πλησίασε τη ναυαρχίδα και της έβαλε φωτιά, και η νύχτα έγινε μέρα μαζί με τα πυροτεχνήματα που άστραφταν στον ουρανό. Όταν η καμένη ναυαρχίδα βούλιαξε στο βυθό, οι συριγμοί από τα πλεούμενα, μεγάλα και μικρά, σήμαναν το τέλος της γιορτής. Ο Πάρης, η Μυρτώ και ο Νικολής έμειναν λίγο ακόμα στο κατάστρωμα και, αφού καληνύχτισαν τον καπετάν Πέτρο και τη συμβία του που επέστρεψαν για ύπνο, κίνησαν για
νυχτοπερπατήματα στα μπαράκια και στα μπουζουκομάγαζα του νησιού.
12 Ο γάμος «ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτό δε γίνεται χωρίς να έχει υποκειμενική διάσταση. Η ανιδιοτέλεια είναι έννοια σπάνια, που τη συναντάμε πλέον στις μέρες μας μόνο στα μικρά παιδιά», διάβασε σ’ ένα από τα βιβλία της σχολής της η Μυρτώ, και ο νους της ξέφυγε από τη μελέτη και πήγε πάλι στον Πάρη και σε όλα όσα έκανε για εκείνη και τον Νικολή το σαββατοκύριακο που πέρασαν όλοι μαζί στις Σπέτσες. Σκίστηκε να τους περιποιηθεί. Οι μαγαζάτορες στα μπαρ και στα μπουζούκια έκαναν χρυσές δουλειές. Οι πλούσιοι πελάτες συναγωνίζονταν ποιος θα ξοδέψει τα πιο πολλά λεφτά και πετούσαν βουνά τα λουλούδια στην πίστα, ενώ άνοιγαν με τις ντουζίνες τα ουίσκι και τις σαμπάνιες για να κεράσουν την παρέα τους και όλους τους παρατρεχάμενους. Ο Πάρης, αφού ήπιε στην καθισιά του ένα μπουκάλι ουίσκι, άρχισε να ραίνει με γαρίφαλα τον Νικολή, που σηκώθηκε να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, και αφού πλήρωσε ένα κάρο λεφτά στη λουλουδού, της άφησε και κάμποσα χιλιάρικα για πουρμπουάρ να τον θυμάται. Αυτή η απλοχεριά εντυπωσίασε τον Νικολή και, όταν γύρισαν το πρωί με την
αυγούλα στο σκάφος, ψιθύρισε ευχαριστημένος: – Του στοίχισε του Πάρη ο κούκος αηδόνι το σαββατοκύριακο. Και όλα αυτά για να μας ευχαριστήσει. – Μην το λες αυτό. Δεν το έκανε μόνο για εμάς. Κι εκείνος πέρασε καλά με την παρέα μας. – Εξυπακούεται, όμως... Εγώ τον πάω τον τύπο, κι επειδή βλέπω πόσο πολύ με συμπαθεί, θα κοιτάξω να γίνω κολλητός του. Αυτή η κουμπαριά θα μας βγει σε καλό. Να μου το θυμάσαι, πρόλαβε να πει στη Μυρτώ, πριν τον πάρει ο ύπνος στο διπλό κρεβάτι της πολυτελέστατης καμπίνας που τους παραχώρησαν. Μεγαλωμένος στο ορφανοτροφείο, ο Νικολής ούτε που είχε φανταστεί τον εαυτό του σε τέτοια μεγαλεία. Ούτε που είχε διανοηθεί πως κάποιος θα ξόδευε μέσα σ’ ένα βράδυ όσα περίπου κέρδισε αυτός στο πρώτο του μπάρκο. Όταν κάποτε ξύπνησαν εκείνη την Κυριακή στις Σπέτσες, τα φρεσκοψημένα κρουασάν και ο μυρωδάτος καφές τούς έσπασαν τη μύτη. Ανεβαίνοντας στην τραπεζαρία, ο Πάρης τούς καλημέρισε με μια βραχνή φωνή, που μετά βίας έβγαινε. – Τι έπαθες; Δεν ξύπνησες με τα κέφια σου; Ή μήπως άρπαξες καμιά πούντα;
– Είναι από το ξενύχτι, σε λίγο θα είμαι περδίκι, είπε και, αποτελειώνοντας τον καφέ που είχε στο φλιτζάνι του, τους ρώτησε αν ήθελαν να περάσουν τη μέρα τους στο νησί του καπετάν Ανδρέα. Όπως ήταν φυσικό, ο Νικολής με τη Μυρτώ δεν είχαν καμιά αντίρρηση. – Ό,τι πεις, κουμπάρε, μόνο που δεν τον γνωρίζουμε τον άνθρωπο. – Δεν πειράζει. Είναι φίλος του πατέρα, και η πρόσκληση ισχύει για όλους μας. Το νησί που ήταν ακατοίκητο μέχρι πρότινος, ανήκει πλέον σε αυτόν. Οι αρχιτέκτονες που προσέλαβε, σεβόμενοι το φυσικό περιβάλλον, το μετέτρεψαν σε επίγειο παράδεισο. Είναι ευκαιρία, μια που βρισκόμαστε τόσο κοντά, να πάμε. Όταν έφτασαν στο νησί του καπετάν Ανδρέα, ο οδηγός του τους παρέλαβε με το τζιπ και τους έκανε μια μικρή περιήγηση στις ακρογιαλιές, πριν τους αφήσει στην πλατεία όπου ήταν η εκκλησία και τα κύρια κτίσματα. Η ταβέρνα, το καφενείο, το πέτρινο σπίτι του ιδιοκτήτη με τα γήπεδα του τένις και του βόλεϊ, η πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων και οι παραθαλάσσιες βίλες για τους καλεσμένους. Στο λιμανάκι, εκτός από το κότερο του καπετάν Ανδρέα, ήταν δεμένα και τα κότερα των καλεσμένων του, ενώ στο ελικοδρόμιο που
βρισκόταν στο απογειωθεί.
ύψωμα, ένα
ελικόπτερο
περίμενε να
– Είναι θαυμάσιο. Έχω ενθουσιαστεί, είπε ο Πάρης. Εδώ ο καπετάν Ανδρέας θα βρίσκει πράγματι την ησυχία του. Εδώ θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, μακριά από τα βλέμματα γειτόνων, ξένων και περαστικών. Έχει τις ανέσεις του, τους φίλους του και τη μοναξιά του, όταν και εφόσον την επιθυμεί. – Να μου λείπει, απάντησε αυθόρμητα η Μυρτώ, και ο Πάρης συνοφρυώθηκε. – Γιατί το λες αυτό; – Είναι κατάρα η μοναξιά. – Κι όμως, χωρίς μοναξιά, καμιά σοβαρή δουλειά δεν μπορεί να γίνει. Και αν θες να ξέρεις, ο μεγάλος Γκαίτε είπε πως ο άνθρωπος μπορεί να μάθει πολλά πράγματα από την κοινωνία, όμως αν θέλει να εμπνευστεί για να δημιουργήσει θα πρέπει να μείνει μόνος. Άλλωστε, είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν είμαστε μόνοι μας. – Πες ό,τι θες, Πάρη. Εμένα η μοναξιά με τρομάζει και δε θέλω ούτε καν να φανταστώ τον εαυτό μου μόνο, έστω και πάνω σε αυτό το νησί, που είναι πράγματι ένας επίγειος παράδεισος, απάντησε η Μυρτώ και στράφηκε να κοιτάξει τον αρραβωνιαστικό της. Εσύ τι λες; τον ρώτησε.
– Εγώ νομίζω πως η μοναξιά, από τη μια, εκφράζει τη λύπη τού να είσαι μόνος και, από την άλλη, τη χαρά τού να είσαι μόνος. Τα έχει και τα δύο, είπε εκείνος και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο πρόσθεσε: Διαλέγετε και παίρνετε. – Πολύ διπλωματικό. Ζύγιασες τις δύο εκδοχές και μας τις σέρβιρες, σχολίασε ο Πάρης. – Όπως και να ’χουν τα πράγματα, παντού και πάντα υπάρχουν τα θετικά και τα αρνητικά. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι. Η οικονόμος του καπετάν Ανδρέα πλησίασε χαμογελαστή κοντά τους, τους καλωσόρισε ευγενικά και τους οδήγησε σε δύο κουκλίστικες καμπάνες πάνω στη θάλασσα. – Ο καπετάν Ανδρέας και η κυρία θα σας περιμένουν σε μία ώρα στο κιόσκι της ταβέρνας για φαγητό, τους είπε και, μόλις απομακρύνθηκε από κοντά τους, ο Πάρης κοίταξε με θαυμασμό για άλλη μία φορά το ησυχαστήριο του οικοδεσπότη τους και είπε με ζέση: – Πόσο τον ζηλεύω! Μακάρι να καταφέρω να αποκτήσω κι εγώ μια μέρα λίγα στρέμματα καταπράσινης γης μεσοπέλαγα. – Σου το εύχομαι, φίλε, απάντησε ο Νικολής, ενώ η Μυρτώ κοίταξε τον Πάρη σαν να ήταν μικρός μαθητής και
παρατήρησε: – Είσαι από τους πολύ τυχερούς της ζωής. Δε σου λείπει τίποτα. Εσύ, ειδικά, δεν πρέπει να ζηλεύεις κανέναν. Σε αυτή τη ζωή πάντα θα υπάρχουν πιο πλούσιοι, όπως και πιο φτωχοί. Πάντα ορισμένοι άνθρωποι θα είναι σε ευνοϊκότερη θέση από τους άλλους, όπως και σε χειρότερη. Άλλωστε, όπως διάβαζα στο βιβλίο της ψυχολογίας που κάνω στη σχολή, η ψυχική γαλήνη και η ουσία της ζωής δεν εξασφαλίζονται με το συνεχή αγώνα για την κατάκτηση της όλο και πιο ψηλής κορυφής, αλλά με την προσοχή μας στην ίδια τη ζωή, στην ομορφιά κάθε στιγμής. – Η Μυρτώ είναι πολύ ρομαντική, πετάχτηκε και είπε τότε ο Νικολής και, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, έσκυψε και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ο Πάρης πήρε απότομα τα μάτια του από πάνω τους. «Πάω καλά;» αναρωτήθηκε μετά, όταν μπήκε στην καμπάνα του κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Μόνο το φανάρι που δεν έχω κρατήσει ακόμα στη Μυρτώ και σε αυτό το μορφονιό», σκέφτηκε αναστενάζοντας, αλλά ούτε που διανοήθηκε να κάνει πίσω. Ο καπετάν Ανδρέας, περιτριγυρισμένος από τους καλεσμένους του, που άλλους τους γνώριζε και άλλους τους έβλεπε για πρώτη φορά, όπως τον Νικολή και τη Μυρτώ, ίσα
που πρόλαβε να τσουγκρίσει το ποτήρι του μαζί τους και να ακούσει τις ευχές τους για υγεία και καλές δουλειές. Ο γραμματέας του τον πλησίασε ξαφνικά, του ψιθύρισε κάτι, και ο καπετάν Ανδρέας αποσύρθηκε διακριτικά στα ιδιαίτερά του. Πιστός στη συστηματική μέθοδο αγοραπωλησιών, αγόραζε όταν οι άλλοι πουλούσαν και πουλούσε όταν οι άλλοι αγόραζαν. Με την κρίση της ναυτιλίας εκείνη τη χρονιά, πολλοί ήταν οι μικροεφοπλιστές που βρέθηκαν ξαφνικά σε δυσχέρεια να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις στις τράπεζες του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης και αναγκάζονταν να πουλήσουν τα πλοία τους έστω και κάτω του κόστους, μόνο και μόνο για να μην τους τα βγάλουν οι τράπεζες στο σφυρί και τους τα πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί. Ο καπετάν Ανδρέας, εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, έκανε σκληρό παζάρι για τρία τέτοια πλοία, που ανήκαν στην ίδια ναυτιλιακή εταιρεία. Χωρίς να δείχνει το πραγματικό του ενδιαφέρον, καραδοκούσε τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης τους θα περιόριζε τις απαιτήσεις του στο ελάχιστο. – Ήρθε στα μέτρα μας, του σφύριξε ο γραμματέας του εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι και τον έκανε με την μπουκιά στο στόμα να τρέξει στο τηλέφωνο. Ο βασικός κανόνας της αγοράς απαιτεί ταχύτητα κινήσεων. Εφόσον γίνεται η επιθυμητή αντιπρόταση, η συμφωνία πρέπει να κλείσει πάραυτα, καθώς η παραμικρή
καθυστέρηση μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Ο καπετάν Ανδρέας το γνώριζε πολύ καλά αυτό, αφού την επιτυχημένη πορεία του στο χώρο της ναυτιλίας την όφειλε κατά ένα μεγάλο μέρος και στις αγοραπωλησίες των πλοίων. Τι κι αν πήγε στο ιδιόκτητο νησί του για να ησυχάσει, να κάνει διακοπές αποκομμένος από τα άγχη και τα προβλήματα της καθημερινότητάς του; Ως εφοπλιστής που διαχειριζόταν ένα διεθνή στόλο έπρεπε πρωτίστως να έχει το νου του στα καράβια του. Αλλιώς πολύ εύκολα μπορούσε να τον πάρει η κάτω βόλτα. Και τότε αλίμονο. Δεν τον έσωζε τίποτα. Όσο γρήγορα πλουτίζει κανείς από τη θάλασσα, ακόμα πιο γρήγορα είναι δυνατό να βουλιάξει και να πνιγεί στα χρέη. Τα καλέσματα, λοιπόν, στο νησί του και τα τραπεζώματα ήταν δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στη συμφωνία που ήθελε να κλείσει. Και όταν άκουσε το μεγάλο «ναι» από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής κι έκλεισε τη δουλειά με τους όρους που ήθελε, γέλασαν και τα μουστάκια του. – Συγχαρητήρια, καλορίζικα! του ευχήθηκε ο γραμματέας του, και ο καπετάν Ανδρέας, ενθουσιασμένος, του υποσχέθηκε ένα καλό ρεγάλο. Έπειτα, επιστρέφοντας στην παρέα του, έστησε γλέντι τρικούβερτο, μέχρι που ο ήλιος πήρε να γέρνει προς τη δύση του και ένας ένας οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν.
Όταν το σκάφος του καπετάν Πέτρου έδεσε στο λιμάνι της Ζέας, η Μυρτώ και ο Νικολής ευχαρίστησαν από καρδιάς τον Πάρη και τους γονείς του. – Μας δώσατε μια μοναδική ευκαιρία να περάσουμε μαζί σας ένα αξέχαστο σαββατοκύριακο, είπε η Μυρτώ, ενώ ο αρραβωνιαστικός της, χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον Πάρη, συμπλήρωσε: – Έκανες πολλά για εμένα, φίλε. Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία και επιφυλάσσομαι μια μέρα να σου την ανταποδώσω. Ο Πάρης χαμογέλασε και ο Νικολής απτόητος συνέχισε: Ελπίζω αυτή η μέρα να μην αργήσει πολύ. Έτσι και απολυθώ από το ναυτικό, ποιος με πιάνει. Έχω όρεξη να κάνω πολλά. Έχω όνειρα μεγάλα. Με λίγη τύχη και με πολλή προσπάθεια θα τα καταφέρω. Θέλω να τα καταφέρω. Θέλω να ξεφύγω από τη μετριότητα. Θέλω να πετάξω ψηλά. – Σου εύχομαι το καλύτερο, απάντησε ο Πάρης, προφανώς για να δείξει την ανωτερότητά του στη Μυρτώ, που κρεμόταν από τα χείλη του αρραβωνιαστικού της. Ο καπετάν Πέτρος που στεκόταν παραδίπλα, κοίταξε καλοσυνάτα τον Νικολή και τον ενθάρρυνε: – Φτάνει να υπάρχουν όνειρα και στόχοι υψηλοί. Με τέτοια νιάτα, παλικάρι μου, και με τόση λεβεντιά, όλος ο
κόσμος είναι δικός σου. Μη σταματάς πουθενά, πρόσθεσε τονίζοντας την τελευταία φράση. Ο Νικολής, που είχε την έπαρση στο αίμα του, φούσκωσε ακόμα πιο πολύ. – Θα σε κάνω βασίλισσα, είπε στη Μυρτώ το άλλο πρωί, όταν φόρεσε και πάλι την κατάλευκη στολή του και έσκυψε να την αποχαιρετήσει μ’ ένα φιλί. – Στη ζωή τίποτα δε μας χαρίζεται. Όλα κερδίζονται με κόπους, του απάντησε εκείνη και σκεφτική πήρε το δρόμο για τη σχολή της στην Αθήνα. Εκεί αντάμωσε με τη φίλη της τη Μαρίνα, που είχε να τη δει καιρό και, αφού έκαναν την εγγραφή και πήραν το πρόγραμμα σπουδών για τη νέα χρονιά, ανηφόρισαν προς το Λυκαβηττό και κάθισαν σ’ ένα καφενεδάκι να πουν τα δικά τους. Στην ηλικία τους, οι σχέσεις ήταν το κύριο μέλημά τους, γι’ αυτό και πίνοντας αργά αργά το αναψυκτικό τους μίλησαν για τους άντρες της καρδιάς τους. – Ο δικός μου μου κάνει νερά. Ίσως με αντικατέστησε με κάποια από την Αλεξανδρούπολη, όπου υπηρετεί αυτή την εποχή, είπε η Μαρίνα, και η Μυρτώ κοίταξε να της δώσει κουράγιο. – Ποιος ξέρει τι ζόρια περνάει, κι εσύ με το μυαλό σου
κοντεύεις να τον παντρέψεις. – Τέλος πάντων, ό,τι να ’ναι θα φανεί. Προς το παρόν, κάνω υπομονή μέχρι να γυρίσει να εξηγηθούμε από κοντά. Όμως άσε με εμένα. Εσύ πώς τα πας; Σε βλέπω μαυρισμένη, ανανεωμένη, ξεκούραστη, μες στην καλή χαρά. Τότε η Μυρτώ άρχισε να της μιλάει για το σαββατοκύριακο που πέρασε στις Σπέτσες με τον αρραβωνιαστικό της και τον κουμπάρο, και η Μαρίνα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. – Δηλαδή ο Πάρης με τον Νικολή έγιναν φίλοι; – Ναι, τι σου λέω τόση ώρα; Ο Πάρης, τελικά, είναι ανώτερος άνθρωπος. Άδικα τον παρεξηγήσαμε. Να δεις πόσο άψογα φέρθηκε στον Νικολή... – Μην είσαι αφελής, φιλενάδα. Κάπου αποβλέπει. Του γυάλισες και δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν κάνει το δικό του. Τα είπαμε αυτά, μην τα ξαναλέμε. Ο τύπος είναι τρελός για εσένα. – Εγώ ξεκαθάρισα τη θέση μου κι έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Είμαι σίγουρη πως το πήρε πια απόφαση ότι θα παντρευτώ τον Νικολή, γι’ αυτό και μας αγκάλιασε και τους δύο σαν φίλους.
– Καλά, επικοινωνείς ή τρελάθηκες; – Ο Νικολής, πάντως, ενθουσιάστηκε μαζί του. – Ο Θεός να με βγάλει ψεύτρα, αλλά να δεις πως θα τον καθαρίσει με το γάντι. – Έχεις αρρωστημένη φαντασία. Τι τον πέρασες τον Πάρη, εγκληματία; Πολλά αστυνομικά φαίνεται πως διάβασες το καλοκαίρι. – Να δεις που τον έχει από κοντά για να τον ρίξει σιγά σιγά στα μάτια σου. – Πώς; Με τι τρόπο; Ο Νικολής είναι για εμένα το παν. Και το ξέρει αυτό ο Πάρης πολύ καλά. – Τι λέει η μητέρα σου για όλα αυτά; – Τον Πάρη τον συμπαθεί ιδιαίτερα. Άλλωστε δεν είναι όποιος κι όποιος. Όλοι στο νησί μας τον υπολήπτονται και τον συμπαθούν. Ο πατέρας του έχει κάνει τόσα καλά στις οικογένειες των ναυτικών μας, που δίκαια πίνει ο κόσμος νερό στο όνομά του. – Αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο σου πρώτα ο Νικολής, θα μπορούσες να τον ερωτευτείς;
– Ερώτημα θέλει; Και βέβαια θα μπορούσα. Ο Πάρης μπορεί να μην είναι ωραίος άντρας, όμως είναι πολύ συμπαθητικός. – Με τα χρήματα του πατέρα του σίγουρα είναι και ερωτεύσιμος, σχολίασε η Μαρίνα μ’ ένα σαρκαστικό τόνο στη φωνή της. Έπειτα έμειναν για λίγο σιωπηλές, κοιτάζοντας αφηρημένα την τσιμεντούπολη που απλωνόταν στα πόδια τους. Και καθώς η σκέψη τους στριφογύριζε πότε στα τωρινά και πότε στα μελλούμενα, μια φαεινή ιδέα κατέβηκε στο μυαλό της Μυρτώς και την είπε. – Έτσι και τα χαλάσεις, τελικά, με τον δικό σου, θες να σου προξενέψω τον Πάρη; – Τι κουφό ήταν αυτό, φιλενάδα; Σκέφτηκες πολύ για να το πεις; – Γιατί; Θα βρεις κάποιον καλύτερο; Είναι λίγο ιδιόρρυθμος, όμως εσύ είσαι ξύπνια και θα τον φέρεις στα νερά σου. – Άσε τις χαζομάρες. Αφού αυτός είναι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. – Πες μου εσύ το «ναι» και άσε τα υπόλοιπα πάνω μου.
Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Όταν ξανάρθει στην Αθήνα, θα του προτείνω να βγούμε παρέα, και ό,τι ήθελε προκύψει. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Από εκεί που δεν το περιμένεις, μπορεί να τα βρείτε και να αλλάξει η τύχη σου. Η Μαρίνα κούνησε το κεφάλι και η Μυρτώ τσατίστηκε. – Εγώ σοβαρολογώ κι εσύ κοροϊδεύεις, είπε με πίκα. Η φίλη της χαμογέλασε. – Καλά, μη θυμώνεις. Αφού θες σώνει και καλά να το παίξεις προξενήτρα, δε θα σου χαλάσω το χατίρι. Το ίδιο βράδυ η Μυρτώ, μόλις την πήρε ο Πάρης από το Λονδίνο για να της πει τα δικά του, του το ’σκασε το παραμύθι, κι εκείνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. – Πού το βλέπεις το αστείο; Πρόκειται για μια κοπέλα με τα όλα της. Όμορφη, καλλιεργημένη, ανοιχτόκαρδη. Πρέπει να τη θυμάσαι, είναι η Μαρίνα, η συμφοιτήτριά μου, που γνώρισες πέρυσι στο μνημόσυνο του πατέρα μου. Ο Πάρης έμεινε ξεροβήχοντας, είπε:
για
λίγο
αμίλητος
κι
έπειτα,
– Δε μου λες, Μυρτώ, πλάκα μού κάνεις; Πού την είδες
την ομορφιά της; Αυτή η Μαρίνα είναι μια σπαστικιά. – Κάνεις λάθος, δεν τη θυμάσαι καλά. – Έστω, μπορεί. Αφού δεν έχω μάτια για καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο, κουμπαρούλα μου, πρόσθεσε μετά μ’ ένα γλυκό τόνο στη φωνή του, και η Μυρτώ, που είχε συνηθίσει τόσο καιρό να ακούει τα κολακευτικά του λόγια, χαμογέλασε. Όταν σε λιγάκι τηλεφώνησε ο αρραβωνιαστικός της, δεν παρέλειψε να του πει πως μίλησε με τον Πάρη, κι εκείνος χάρηκε. Οι μέρες κύλησαν, μπήκε ο Οκτώβρης, και η Μυρτώ, κάθε βράδυ, πριν πέσει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί, μιλούσε στο τηλέφωνο πότε με τον Πάρη και πότε με τον Νικολή. – Σε σκέφτομαι, σε νοιάζομαι, έλεγε ο ένας. – Σ’ αγαπώ, δε βλέπω την ώρα πότε θα σε ξαναδώ, έλεγε ο άλλος, και η Μυρτώ, ευτυχισμένη, έκλεινε τα ματάκια της και ονειρευόταν και τους δύο, καθώς και οι δύο πλέον είχαν πάρει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Τα μαθήματα στην Ακαδημία συνεχίζονταν κανονικά και η φοιτητική κοινότητα άρχισε να συσπειρώνεται ανάλογα με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις των κομμάτων, που θα
λάβαιναν μέρος στις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της χούντας. Με το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», η Νέα Δημοκρατία θριάμβευσε το Νοέμβρη του 1974, και ο αρχηγός της, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρωθυπουργός της χώρας, νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Τρεις Κυριακές αργότερα, στις 8 Δεκέμβρη, ο λαός αποφάσισε με δημοψήφισμα πως θέλει αβασίλευτη προεδρευομένη δημοκρατία. – Ο λαός, επιτέλους, έπειτα από τόσα χρόνια που του κρατούσαν το στόμα κλειστό, ανάσανε με ανακούφιση και απολαμβάνει τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, είπε η Μυρτώ στον Πάρη, που μαζί σχολίαζαν από το τηλέφωνο την ελληνική επικαιρότητα, όπως έκαναν και τις τελευταίες μέρες της χούντας, μόνο που τότε ο Πάρης ήταν πιο ενημερωμένος, ενώ μετά τη μεταπολίτευση οι όροι αντιστράφηκαν. Προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας ανέλαβε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Μιχάλης Στασινόπουλος, συμπλήρωσε η κοπέλα. – Σκασίλα μου μεγάλη. Αυτόν δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Άλλη ακτινοβολία έχει ένας βασιλιάς. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, λυπήθηκα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Τον τέως βασιλιά τον γνωρίζω προσωπικά. Εδώ, στην ελληνική κοινότητα του Λονδίνου, είναι πολύ δημοφιλής, έχει μια τέλεια οικογένεια, να χαίρεσαι να τη βλέπεις.
– Δεν αντιλέγω. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, όμως ας κάτσει εκεί όπου κάθεται. Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Άλλωστε, ο κυρίαρχος λαός αποφάσισε πλέον οριστικά και αμετάκλητα για το πολίτευμα της χώρας. – Μυρτώ, βλέπω πως σε απασχολούν πολύ τα πολιτικά πράγματα του τόπου μας. Λες αντί για δασκάλα να γίνεις πολιτικός; – Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό; Απλώς συμβαδίζω με το πνεύμα της εποχής. Για το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας έχουν δοθεί αιματηροί αγώνες. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν θυσιαστεί. Η γενιά μας είναι τυχερή. Βέβαια, πρόσφατα απαλλαχθήκαμε από τη χούντα. Δεν είναι δυνατό, ως διά μαγείας, να λυθούν με τη μία όλα τα προβλήματα που συσσωρεύονταν τόσο καιρό. «Πρέπει να κάνουμε υπομονή για τα παρόντα και να έχουμε θάρρος για τα μέλλοντα», είπε ο Ισοκράτης. – Πόσο ωραία τα λες! σχολίασε ο Πάρης. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε και από κοντά. Έρχονται Χριστούγεννα, σκέφτεσαι να πας στο νησί; – Όλα θα εξαρτηθούν από τον Νικολή. Δεν ξέρω αν θα του δώσουν άδεια. Με τις εκλογές και το δημοψήφισμα ήταν συνέχεια επιφυλακή.
– Μου το είπες. Μακάρι να μπορούσατε να έρθετε στο Λονδίνο να περάσουμε τις γιορτές εδώ, παρέα. – Αστειεύεσαι; Δεν μπορεί ο Νικολής στη φάση αυτή να ταξιδέψει στο εξωτερικό, αφού υπηρετεί τη θητεία του. Πάντως, συνέχεια με ρωτάει για εσένα. Δεν ξέρω τι του έχεις κάνει και τον έχεις μαγέψει, είπε η Μυρτώ, και ο Πάρης στράβωσε τα μούτρα του. «Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα», σκέφτηκε κλείνοντας το τηλέφωνο και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισε να περιμένει κάποιο φως στην άκρη του τούνελ, όμως αυτό δεν έλεγε να φανεί. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήρθαν και πέρασαν χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Χωρίς εκπλήξεις και γεγονότα σημαντικά για τον Πάρη. Με ένα ταξίδι αστραπή στην Ελλάδα, με δύο σύντομες συναντήσεις με τη Μυρτώ στο ρετιρέ του Πειραιά, παρουσία της μητέρας της, και με ατέλειωτα τηλεφωνήματα και ευχές από τον Νικολή, που βαρέθηκε να υπηρετεί στο ναυτικό και δεν έβλεπε την ώρα να απολυθεί. Έτσι γύρισε ο χρόνος. Ο ελληνικός λαός, πανηγυρίζοντας τη λευτεριά του, υποδέχτηκε τον καινούριο, και όλοι άρχισαν να βρίσκουν τους ρυθμούς της ζωής με τα νέα δεδομένα. Το συνδικαλιστικό κίνημα, που βρισκόταν σε ύπνωση τόσα χρόνια, ενεργοποιήθηκε δυναμικά. Έτσι κι αλλιώς, μετά τη
μεταπολίτευση, όλοι έδειχναν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και τα κόμματα βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα κοινωνικά στρώματα, προσπαθώντας να κερδίσουν ψήφους στις επόμενες εκλογές. Η Μυρτώ τέλειωσε με επιτυχία την Παιδαγωγική Ακαδημία και ο αρραβωνιαστικός της πήρε, επιτέλους, το πολυπόθητο απολυτήριό του. Ο Πάρης τού τηλεφώνησε από το Λονδίνο και του ευχήθηκε εγκάρδια «καλός πολίτης», ενώ για να τον ξεφορτωθεί προφανώς μια ώρα αρχύτερα του πρότεινε να μπαρκάρει άμεσα σ’ ένα από τα τάνκερ του πατέρα του που φόρτωνε πετρέλαιο από τον Περσικό κόλπο και το μετέφερε στην Ιαπωνία. – Είναι μοναδική ευκαιρία για εσένα να αρχίσεις τη σταδιοδρομία σου από τον Περσικό. – Δεν πάω πουθενά αν δεν κατέβεις πρώτα στην Ελλάδα να μας παντρέψεις, είπε ορθά κοφτά ο Νικολής, και ο Πάρης ξαφνιάστηκε. «Δεν είμαστε καλά. Σήκωσε μούρη ο μορφονιός», συλλογίστηκε και πήρε ανάποδες. – Πνίγομαι στη δουλειά αυτό τον καιρό. Λυπάμαι, αλλά δε θα μπορέσω. – Όπως νομίζεις, ήταν η ενοχλημένη απάντηση του Νικολή, και τότε ο Πάρης μαλάκωσε κάπως και πρόσθεσε:
– Δεν το καταλαβαίνω, τι πάθατε ξαφνικά; Γιατί τόση βιασύνη; Εσύ δεν έχεις καν δουλειά. – Δεν πάω πουθενά, σου είπα, αν δεν την παντρευτώ, δήλωσε ο Νικολής, και ο Πάρης έκλεισε φουρκισμένος το τηλέφωνο. – Ο γάμος μας θα γίνει την άλλη Κυριακή, είπε το ζευγάρι στην κυρία Μαρκέλλα, όταν πήγε να την επισκεφτεί στο νησί. Κι εκείνη, που είχε βάλει άλλα με το νου της, αντί να χαρεί, αναστέναξε. – Ακόμα έχω πένθος. Πώς θα έρθω στις χαρές σας; Δε μου πάει να βγάλω τα μαύρα από τώρα. Κάντε λίγο κράτει. Δε σας πήραν τα χρόνια... Τότε η κόρη της την κατακεραύνωσε με το βλέμμα και την έκανε να μετανιώσει για τα λόγια της. – Βέβαια, εσείς ξέρετε, προσπάθησε η κυρία Μαρκέλλα να τα μπαλώσει. Εμένα τι λόγος μού πέφτει; Δικιά σας είναι η ζωή. Όμως, να, σαν μάνα κι εγώ, είπα τα δικά μου. Μη με παρεξηγείτε. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Θέλω να παντρευτείτε με δόξες και τιμές, και όχι να κουκουλωθείτε στα βιαστικά και γρήγορα. Αν ζούσε ο πατέρας σου, το ίδιο θα σου έλεγε, Μυρτώ. Έκανε τόσα όνειρα ο καημένος για εσένα και τον Νικολή!
– Σου είπαμε, παντρευόμαστε την άλλη Κυριακή. – Τι θα προλάβουμε να κάνουμε μέχρι τότε; Νυφικό θα διαλέξουμε ή το δώρο του κουμπάρου, που θα πρέπει να είναι κάτι ιδιαίτερο και εκλεκτό, γιατί ο Πάρης είναι... – Είναι πρώτα απ’ όλα φίλος μας, μαμά. Αν και πνιγόταν στη δουλειά, τελικά θα τα βροντήξει όλα και θα έρθει να μας παντρέψει. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου μιλούσε μία ώρα. Μας αγαπάει και το κάνει με την καρδιά του. Δεν τον νοιάζουν τα δώρα και οι πολυτέλειες. Έχει χορτάσει. Έτσι κι αλλιώς, τα οικονομικά μας είναι πολύ περιορισμένα, και το ξέρει. – Γι’ αυτό σου λέω, κόρη μου. Κανονικά θα ’πρεπε να μπαρκάρει πρώτα ο Νικολής, να μαζέψει κάποια λεφτουδάκια, και μετά, όταν γυρίσει με το καλό, να γίνουν όλα όπως πρέπει. – Όταν γυρίσει, μπορεί να είναι πλέον αργά. Οι μακροχρόνιοι αρραβώνες, μαμά, πολλές φορές έχουν δυσάρεστη κατάληξη. Κι επειδή στη βράση κολλάει το σίδερο, τώρα που αγαπιόμαστε τρελά θα παντρευτούμε, τελεία και παύλα, δήλωσε η Μυρτώ, και ο τόνος της φωνής της έδειχνε ότι δε σήκωνε άλλη κουβέντα. Την επόμενη Κυριακή, ο Πάρης, με βαριά καρδιά, κατέφθασε
από το Λονδίνο, και ένας Θεός ξέρει τι δοκιμασία πέρασε τη μέρα εκείνη. Βλέποντας την αγαπημένη του με το αραχνοΰφαντο νυφικό της να ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας, το μυαλό του θόλωσε. Οι χτύποι της καρδιάς του δυνάμωσαν και κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Με δυσκολία έμεινε στη θέση του και δεν έτρεξε να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να βροντοφωνάξει τα αισθήματά του. «Θεέ μου, δώσ’ μου τη δύναμη να αντέξω», είπε από μέσα του, ενώ ένιωθε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του. Την ίδια στιγμή, ο Νικολής με το γαμπριάτικο κοστούμι του και τη νυφική ανθοδέσμη στα χέρια, όπως ήταν ψηλός και θεωρητικός, φάνταζε στο κεφαλόσκαλο σαν κινηματογραφικός αστέρας, και όλοι οι καλεσμένοι είχαν να λένε για εκείνον. – Τυχερή η Μυρτώ, παίρνει λεβέντη, σχολίαζαν αναμεταξύ τους. – Είναι ζευγάρι ταιριαστό. Να ζήσουν και να ευτυχήσουν. – Άντε, και καλούς απογόνους, τους εύχονταν μετά, αλλά δίσταζαν να δώσουν τις ευχές τους και στον κουμπάρο, που έστεκε πλάι στους νεόνυμφους ωχρός, αγέλαστος και ψυχρός. Κι επειδή τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, όλοι
γνώριζαν τη συμπάθειά του για τη νύφη. Όλοι τούς είχαν δει το περασμένο καλοκαίρι στις ακρογιαλιές, στην ιχθυόσκαλα και στην αγορά. Τελικά, το πλουσιόπαιδο έμεινε μπουκάλα. Του την άρπαξε μέσα από τα χέρια το παλικάρι. Γι’ αυτό και είχε τα χάλια του ο καημένος. – Σιγά μη λυπηθούμε το γιο του καπετάν Πέτρου, που έχει ένα στόλο με τάνκερ δικό του και άλλον ένα γενικού φορτίου. Με τόσα πλούτη, έτσι και κουνήσει το δαχτυλάκι του, όλος ο γυναικείος πληθυσμός είναι στα πόδια του. – Απ’ ό,τι είδες, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η Μυρτώ γύρισε την πλάτη στα πλούτη του και πήρε τον άντρα της καρδιάς της. Και σε πληροφορώ πως είναι πολλές σαν τη Μυρτώ. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Αναντίρρητα, τα πλούτη έχουν μεγάλη δύναμη, όμως δεν μπορούν να εξαγοράσουν τα συναισθήματα. Να εξαγοράσουν την ευτυχία, την αγάπη, τη χαρά. Η χαρά δεν πάει πακέτο με τον παρά. Η αγάπη είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να διεισδύσει στα σκοτάδια του εγώ και να τα διαλύσει. Με την αγάπη οδηγό πήρε η Μυρτώ τις αποφάσεις της, χωρίς αναβολές. Άλλωστε, η ζωή μας δεν αναβάλλεται. Η ζωή κυλάει και οι συνέπειες ακολουθούν τις επιλογές μας, είπαν κάποιοι που παραβρέθηκαν στο γάμο. Το ζευγάρι, το ίδιο βράδυ, έζησε το δικό του μύθο και γεύτηκε στη νυφική παστάδα το μεγαλείο της απέραντης ευτυχίας.
– Σ’ αγαπώ. – Εγώ σ’ αγαπώ πιο πολύ, ψέλλισε η Μυρτώ, και ο Νικολής, άντρας της πια, όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, την κοίταξε στα μάτια και της ψιθύρισε τρυφερά: – Η αγάπη δεν έχει υπέρτατο βαθμό. Τα αστέρια δεν έχουν αριθμό και η θάλασσα δεν έχει αναπαμό. Φτάνει που μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ.
13 Απ’ τη χαρά στη λύπη «ΣΟΡΟΚΟΣ 7 ΜΠΟΦΟΡ, με αστραπιαία προβέντζα μαΐστρου 8-9 και βαρομετρικό χαμηλό» έδινε το δελτίο της ΕΜΥ την ώρα που μπάρκαρε ο Νικολής. Μες στο κατακαλόκαιρο, κι όμως ο ουρανός ήταν ένα με τη θάλασσα, σε χρώμα μολυβί. Το καράβι του καπετάν Πέτρου, μόλις βγήκε από το λιμάνι, άρχισε να χτυπιέται ανάμεσα στα αφρισμένα κύματα, μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. – Στο καλό, ακριβέ μου. Να ’χεις το νου σου αδειανό, να ’χεις και πρίμα τον καιρό, ψιθύρισε η Μυρτώ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια που έλεγε η μητέρα της όταν αποχαιρετούσε το συχωρεμένο τον πατέρα της, και με σκυμμένο το κεφάλι κίνησε για το σπίτι της. Εκείνη η πρώτη μέρα του αποχωρισμού ήταν μαρτυρική. Το ήξερε και είχε προετοιμαστεί να κάνει πέτρα την καρδιά της και να μη σκιρτήσει, να μη λυγίσει, να μη δακρύσει. Να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αγέρωχη, σαν άξια γυναίκα ναυτικού. Πολύ βαρύ το τίμημα, όμως μπροστά στην αγάπη της για τον Νικολή δε λογάριασε τίποτα.
– Στο καλό, ακριβέ μου, ψιθύρισε ξανά και, όπως προχωρούσε, άρχισαν ξαφνικά οι αστραπές και τα μπουμπουνητά και ξέσπασε μια τόσο δυνατή μπόρα, που την έκανε μούσκεμα. Αν και οι δρόμοι μέσα σε λίγα λεπτά μετατράπηκαν σε ρυάκια που παρέσυραν ό,τι σκουπίδια έβρισκαν στο πέρασμά τους, εντούτοις η Μυρτώ, αντί να ψάξει να βρει κάποιο στέγαστρο για να προστατευτεί, συνέχιζε απτόητη να περπατάει στη βροχή. – Κάνε στην άκρη, κοπελιά, της φώναξε κάποιος από ένα αυτοκίνητο που πέρασε ξυστά δίπλα της και πέταξε σαν σιντριβάνι τα νερά της βροχής. «Δεν έχω ανάγκη εγώ, άνθρωπέ μου. Πατώ στη στεριά. Αλίμονο σ’ εκείνους που ταξιδεύουν στη θάλασσα με τέτοιο καιρό», είπε από μέσα της, και η ψυχή της σφίχτηκε ακόμα πιο πολύ. Όταν κάποτε έφτασε στο διαμέρισμα στο Πασαλιμάνι, έκανε ένα μπάνιο και κάθισε μπροστά στην τζαμαρία. Περίμενε να περάσει η θεομηνία, αλλά τότε ένα δυνατό χαλάζι, χοντρό σαν ρεβίθι, άρχισε να κοπανάει τα τζάμια. Επειδή φοβήθηκε μη σπάσουν, κατέβασε αμέσως τα ρολά και κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους μέχρι να κοπάσει το κακό.
Γυροφέρνοντας νευρικά το βλέμμα της στο γνώριμο χώρο, τα μάτια της στάθηκαν στο χολ κι έπεσαν πάνω στο τηλέφωνο. Έτσι όπως είχε τις μαύρες της, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή αναζήτησε τον Πάρη. Είχε ανάγκη να μιλήσει μαζί του, να ανοίξει τα εσώψυχά της, για να της φύγει το βάρος από μέσα της και να ξαλαφρώσει. Τον ένιωθε δικό της άνθρωπο. Πολλές φορές είχε πει στον άντρα της πως τον Πάρη τον θεωρούσε αδερφό της. Ήταν ο μόνος, εκτός από τον Νικολή, που εμπιστευόταν απόλυτα. Τον τελευταίο καιρό δεν τον είχε ακούσει στο τηλέφωνο και της είχε λείψει. Μετά το γάμο εξαφανίστηκε, σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Ούτε στο γαμήλιο τραπέζι δεν ήταν παρών. Προβάλλοντας ως δικαιολογία μια ξαφνική αδιαθεσία, έφυγε σαν κυνηγημένος, και μετά μην τον είδατε. Έγινε άφαντος. Μάταια η Μυρτώ και ο Νικολής τον αναζήτησαν παντού. – Το βράδυ του γάμου διανυκτέρευσε εδώ και το πρωί ήρθε ελικόπτερο από την Αθήνα και τον πήρε, έμαθαν από τον επιστάτη της έπαυλης. Στο μεταξύ εκείνοι, αντί να πάνε γαμήλιο ταξίδι στην Ιαπωνία, όπως ήταν το όνειρο της Μυρτώς, πήγαν με το καράβι της γραμμής μέχρι τη Μυτιλήνη. Σ’ ένα πέτρινο παραδοσιακό σπιτάκι, ανάμεσα στο ασημοπράσινο των ελαιώνων και το βαθυγάλαζο του Αιγαίου, πέρασαν την
εβδομάδα του μέλιτος, καθώς για μήνα του μέλιτος ούτε λόγος. Τα χρήματά τους ήταν μετρημένα και δεν ήθελαν να βάλουν χέρι στα έτοιμα, που κληρονόμησαν από τον καπετάν Γιώργη. Επιστρέφοντας τρισευτυχισμένοι, τηλεφώνησαν στον κουμπάρο τους για να κανονίσει το μπάρκο του Νικολή, όμως δεν τον βρήκαν και πάλι πουθενά. Τότε η Μυρτώ μίλησε απευθείας στο νονό της, κι εκείνος, χωρίς χρονοτριβή, έπραξε τα δέοντα. Έτσι μπάρκαρε ο Νικολής ως ανθυποπλοίαρχος στο πρώτο καράβι του καπετάν Πέτρου που αναχωρούσε εκείνη τη χρονική περίοδο από το λιμάνι του Πειραιά. «Ας είναι καλά ο νονός μου! Ο Θεός να του δώσει ό,τι αγαπάει», ευχήθηκε από την καρδιά της η Μυρτώ και την ίδια στιγμή ο νους της πήγε στον Πάρη και με μια πικρία αναρωτήθηκε γιατί είχε εξαφανιστεί. «Τι του κάναμε; Γιατί δεν απαντάει στα τηλέφωνα; Γιατί μας αποφεύγει; Από εκεί που μας αγκάλιασε τόσο εγκάρδια, μας γύρισε την πλάτη. Είναι λογικά πράγματα αυτά; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Σίγουρα κάτι του κάθισε στραβά. Όμως τι; Πάντως, ο άντρας μου κι εγώ ήμαστε ειλικρινείς και ξεκάθαροι μαζί του από την αρχή. Να πάρει η ευχή, μας οφείλει μια εξήγηση», είπε από μέσα της εκείνο το απόγευμα η Μυρτώ και προσπάθησε για πολλοστή φορά να επικοινωνήσει μαζί του.
Σχηματίζοντας τον αριθμό του, άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει πάνω από δέκα φορές. Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να το κλείσει, άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του και ανάσανε με ανακούφιση. – Πάρη, εσύ; ρώτησε τότε για να σιγουρευτεί. – Εγώ, απάντησε εκείνος ψυχρά και απότομα, όμως η Μυρτώ αγνόησε τον τόνο της φωνής του και πρόσθεσε: – Είσαι καλά; Ανησύχησα. Σε ψάχνω τόσες μέρες. – Με δουλεύεις; Αφού έλειπες γαμήλιο ταξίδι. – Αυτό πάει, τέλειωσε. Μία εβδομάδα κράτησε μόνο. Βλέπεις, όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα. – Το ξέρω. – Ο Νικολής έφυγε τελικά. Μπάρκαρε σήμερα. – Κι αυτό το ξέρω. – Νιώθω ένα απέραντο κενό. Πώς θα συνηθίσω να ζω μακριά του τόσο πολύ καιρό; – Θα τα καταφέρεις εσύ. Είσαι δυνατή, απάντησε σοβαρά εκείνος, κι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Έχεις τίποτε άλλο να μου πεις; ρώτησε ύστερα από αυτή την παύση ο Πάρης.
Η Μυρτώ, έτσι όπως ήταν βαλαντωμένη, ψέλλισε αργά: – Έχω πολλά να σου πω. Και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Τότε ο Πάρης, όσο και να προσπάθησε να κάνει τον σκληρό, λύγισε. Οι λυγμοί της ράγιζαν την καρδιά του και όλα τα ωραία συναισθήματα που είχε κρυμμένα εκεί, μόνο για εκείνη, ξεπήδησαν μονομιάς και τον τρέλαναν. – Τι κρίμα να μην είμαι κοντά σου αυτή τη στιγμή! – Σε χρειάζομαι, είπε η Μυρτώ με τρεμάμενη φωνή, και ο Πάρης έλιωσε. «Τι κι αν παντρεύτηκε!» σκέφτηκε αστραπιαία. «Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να την αγαπώ. Άλλωστε, δεν αποκλείεται σιγά σιγά, με τον καιρό, να με αγαπήσει κι εκείνη. Επειδή παντρεύτηκε τον Νικολή, δεν πάει να πει πως θα τον αγαπάει σε όλη της τη ζωή. Τα αισθήματα των ανθρώπων αλλάζουν. Σπάνια παραμένουν τα ίδια. Πόσα ζευγάρια που αγαπήθηκαν κάποτε πολύ, έγιναν έπειτα από χρόνια άσπονδοι εχθροί ή κοιτάζονται σαν ξένοι. Όλα παίζονται». – Πάρη, μ’ ακούς; ρώτησε τότε η Μυρτώ και, σκουπίζοντας με την παλάμη τα δάκρυά της, τον άκουσε να λέει:
– Και βέβαια σ’ ακούω, καλή μου. Εγώ πάντα θα σ’ ακούω. Κοίτα να ηρεμήσεις. Να βρεις τον εαυτό σου και τα ενδιαφέροντά σου. Εγώ είμαι εδώ για εσένα. Σ’ έχω στην καρδιά μου και είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσία για χάρη σου. Φτάνει να σ’ ακούω να γελάς. Φτάνει να σε βλέπω ευτυχισμένη. – Είσαι μεγάλη ψυχή, Πάρη. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Να ’ξερες πόσο ανακουφίστηκα που μίλησα μαζί σου! – Θα σε πάρω αύριο να τα ξαναπούμε. – Θα περιμένω, απάντησε η Μυρτώ κι έκλεισε το τηλέφωνο. Τότε, ανοίγοντας ένα ένα τα ρολά, είδε τα μαύρα σύννεφα να φεύγουν μακριά και ένα ουράνιο τόξο να προβάλλει απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό. «Πάει, πέρασε η μπόρα», συλλογίστηκε και μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα της για να επιστρέψει στο νησί. Την ίδια στιγμή, ο Πάρης στο Λονδίνο τεντώθηκε νωχελικά και, αφού έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε στα γρήγορα κι έφυγε. Οι πεταλούδες της νύχτας τον είχαν μάθει πλέον τόσα χρόνια και τον περίμεναν στα στέκια του αγοραίου έρωτα για να ανακουφίσουν τις ορμές του. Ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος μαζί τους, γι’ αυτό και σκίζονταν να τον ευχαριστήσουν. Κι επειδή όσες σχέσεις έκανε κατά καιρούς με καθωσπρέπει κοπέλες πήγαν όλες κατά διαόλου εξαιτίας της
αδυναμίας του να λειτουργήσει μαζί τους σεξουαλικά, εμπιστεύτηκε το πρόβλημά του σε έναν ψυχολόγο. Ύστερα από αρκετές συνεδρίες, εκείνος διαπίστωσε πως καμία από τις κοπέλες αυτές δεν τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα, γι’ αυτό και του είπε: – Να δεις που όταν γνωρίσεις την κοπέλα που θα μιλήσει στην καρδιά σου και θα αγγίξει το είναι σου από την πρώτη στιγμή, θα νιώσεις αλλιώς. Συνεπαρμένος από την πρωτόγνωρη έλξη, θα γίνεις ένα μαζί της και θα ανταποκριθείς στο κάλεσμα της φύσης. Με σώμα και ψυχή, η ένταση της ερωτικής κορύφωσης είναι το κάτι άλλο. Είναι το τέλειο. Είναι το θεϊκό. Γι’ αυτό και ο Πάρης χρόνια έψαχνε να βρει τη γυναίκα που θα τον συγκινούσε με την πρώτη ματιά, κι αυτή έτυχε συμπτωματικά να είναι η Μυρτώ, που ήταν ήδη αρραβωνιασμένη και τρελά ερωτευμένη. Ήρθε αργά στο δρόμο της ζωής του και, έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα με τον αιφνίδιο γάμο της, πήγε να χάσει τις ελπίδες του, όμως και μόνο που άκουσε από το τηλέφωνο τη φωνή της, αμέσως αναθάρρησε κα συνέχισε υπομονετικά να ζει στη σκιά της. Ανήμερα της Αγίας Μαρκέλλας, στις 22 Ιούλη, έφτασε η Μυρτώ μ’ ένα κουτί γλυκά στο πατρικό της και μόλις που
πρόλαβε την εορτάζουσα μητέρα της στο σπίτι για να της ευχηθεί «χρόνια πολλά». Είχε ξεσηκωθεί από τα άγρια χαράματα με άλλες τρεις γειτόνισσες να πάνε για το πανηγύρι στο μοναστήρι που βρισκόταν στα βορειοδυτικά του νησιού. – Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Δε χρειάζεται, μανούλα μου, να πας τόσο δρόμο. – Θέλω να κάνω μια δέηση για όλους μας υπέρ υγείας και μια άλλη υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του πατέρα σου. – Άναψε το καντήλι και προσευχήσου εδώ, στο εικονοστάσι μας. Μη φεύγεις τώρα που ήρθα εγώ κι έχουμε τόσα να πούμε. Ακόμα δεν προλάβαμε να μιλήσουμε για το γάμο, για τα κουτσομπολιά που σίγουρα θα έγιναν πίσω από την πλάτη μας. – Έχουμε καιρό. Θα τα πούμε με την ησυχία μας το βράδυ που θα γυρίσω. Συγχώρα με, Μυρτώ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα το έχω βάρος στην ψυχή μου. Μεγάλη η χάρη της Αγίας Μαρκέλλας που φέρω το όνομά της. Είναι και θαυματουργή. Γι’ αυτό συγκεντρώνονται προσκυνητές απ’ όλη την Ελλάδα κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο πανηγύρι της. Εγώ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχω λείψει ούτε μία φορά και πάντα μετά το προσκύνημα γυρίζω γαλήνια, με ένα μπουκαλάκι αγιασμό που αναβλύζει από τον τόπο του μαρτυρίου της και ραντίζω το σπιτικό μας για να
έχουμε την ευλογία της. Έλα, κόρη μου, κι εσύ να πάμε να προσκυνήσουμε φέτος μαζί την Αγία Μαρκέλλα, που τη φθόνησε ο εωσφόρος κι έστειλε τον παράφρονα πατέρα της να την αποκεφαλίσει. – Να μου λείπει. Δεν έχω καμία όρεξη να τραβήξω τόση ταλαιπωρία, άσε που είμαι κουρασμένη από το ταξίδι. Μετά, για να σου πω την αλήθεια, και ο Θεός ας με συγχωρέσει, εγώ αυτά τα πανηγύρια τα θεωρώ σκέτη καπηλεία. Οι επιτήδειοι πλουτίζουν πουλώντας στους πιστούς εικόνες, σταυρούς, κομποσκοίνια, βίους αγίων, ακόμα και άδεια κουτιά, γιατί γράφουν με χρυσά γράμματα πως περιέχουν... άγιο αέρα. Αρνούμαι να παραβρεθώ σε αυτό το παραεμπόριο και θα ήθελα κι εσύ να κάνεις το ίδιο, μαμά. – Μα εγώ πάω για την αγία και όχι για το παζάρι, απάντησε η κυρία Μαρκέλλα και μαζί με τις άλλες γειτόνισσες κίνησαν μ’ ένα αγοραίο για το μοναστήρι, όπου ήταν της μοίρας γραφτό να μη φτάσουν ποτέ. Σε μια απότομη στροφή πετάχτηκε ένα σκυλί στο δρόμο, και για να το αποφύγει ο οδηγός έστριψε το τιμόνι και έριξε το αυτοκίνητο στον γκρεμό. Οι επιβάτισσες μαζί με τον οδηγό ανασύρθηκαν από τα συνεργεία διάσωσης ημιθανείς, και η κυρία Μαρκέλλα που είχε χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι άφησε την τελευταία της πνοή καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.
Η Μυρτώ, ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού, εκεί που γλάρωνε και πήγαινε να την πάρει ο ύπνος, άκουσε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και ξαφνιασμένη πετάχτηκε σαν ελατήριο. – Ποιος είναι; φώναξε με μια βραχνάδα στη φωνή της και, ρίχνοντας μια ρόμπα πάνω της, άνοιξε την εξώπορτα. Είδε να στέκονται στο κατώφλι δύο αστυφύλακες και παραξενεύτηκε. – Καλημέρα σας. – Καλημέρα. Τι συμβαίνει; Τι ζητάτε; τους ρώτησε απορημένη. – Είστε η κόρη της κυρίας Μαρκέλλας; – Μάλιστα. Έπειτα από στιγμιαία σιωπή, ο ένας είπε κομπιάζοντας: – Η μητέρα σας... – Η μητέρα μου απουσιάζει. Πήγε στο μοναστήρι της αγίας... – Περί αυτού πρόκειται, πετάχτηκε και είπε ο άλλος, και η Μυρτώ αμέσως κατάλαβε πως δεν ήρθαν για καλό κι έχασε το χρώμα της.
– Τι έγινε; Θα μου πείτε επιτέλους; – Η μητέρα σας, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στο νοσοκομείο. – Τραυματίστηκε σε τροχαίο. – Παναγία μου! Τι λέτε; Είναι σοβαρά; Μια στιγμή να ντυθώ κι έρχομαι. – Μη βιάζεστε. Δεν υπάρχει πλέον λόγος να βιάζεστε... – Πώς; Τι; Έτσι έμαθε η Μυρτώ για το χαμό της μητέρας της και με θρήνους και οδυρμούς πήγε μέχρι το νοσοκομείο να παραλάβει τη σορό της και να φροντίσει τα της κηδείας. Η δυσάρεστη είδηση πέρασε αστραπιαία από στόμα σε στόμα και μαθεύτηκε σε όλο το νησί. Μέσα σε λίγη ώρα, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί κατέφθασαν στο καπετανόσπιτο να θρηνήσουν την αδικοχαμένη γυναίκα. – Ίσα που πρόλαβε η δόλια να καμαρώσει την κόρη της νυφούλα. – Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα της. – Βιάστηκε να πάει να βρει τον κύρη της.
– Γιατί, Θεέ μου; Γιατί; αναρωτιόταν η Μυρτώ και σπάραζε στο κλάμα. Αν είχε στο πλευρό της τον άντρα της, θα ήταν αλλιώς. Θα τη στήριζε, θα την παρηγορούσε, θα της έδινε κουράγιο, κι εκείνη δε θα ένιωθε τόσο μόνη. Κοιτάζοντας τριγύρω τα γνώριμα πρόσωπα, ήταν έτοιμη να τους πει να την αφήσουν στο πόνο της και να φύγουν. Εκείνοι ήρθαν για συμπαράσταση και η Μυρτώ δεν ήθελε ούτε τη λύπη τους ούτε τη συμπόνια τους. Δεν ήθελε τίποτε από κανέναν. Μόνο τον άντρα της ήθελε, που βρισκόταν, όμως, εν πλω και ήταν παντελώς αδύνατο να σταθεί στο πλευρό της, γι’ αυτό και απέφυγε να του στείλει κάποιο τηλεγράφημα με τη δυσάρεστη είδηση. Και ενώ το σπίτι της ήταν βουτηγμένο στο πένθος και τα κλάματα και τα μοιρολόγια αντηχούσαν σε όλη τη γειτονιά, ο Πάρης, ανίδεος όπως ήταν, έκανε το καθιερωμένο του τηλεφώνημα στη Μυρτώ κι έμεινε κόκαλο μόλις πληροφορήθηκε τα συμβάντα. – Δεν το πιστεύω! είπε έπειτα από παύση. Πότε; Πώς; Πόσο λυπάμαι! Αυτά έχει η ζωή. Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε. Βρε την καημένη την κυρία Μαρκέλλα! Ο Θεός να τη συγχωρέσει, πρόσθεσε. Σε αυτά τα λόγια, η Μυρτώ ξέσπασε σε αναφιλητά.
– Έλα, κορίτσι μου, σε παρακαλώ, μην κάνεις έτσι, μου σπαράζεις τη καρδιά, μουρμούρισε ο Πάρης από την άλλη άκρη της γραμμής. Θέλω να φανείς δυνατή, κι εγώ θα κοιτάξω να έρθω το συντομότερο. – Όχι, Πάρη, δε χρειάζεται. Μην κάνεις τόσο κόπο, ψέλλισε η Μυρτώ μέσα από τα αναφιλητά της. – Μην το ξαναπείς. Δεν είναι δυνατό να σε αφήσω ολομόναχη αυτές τις δύσκολες ώρες. – Μα, έτσι κι αλλιώς, δεν προλαβαίνεις. Η κηδεία θα γίνει αύριο το απόγευμα. – Θα πάρω την πρώτη πτήση για Αθήνα και από εκεί θα έρθω με ελικόπτερο στο νησί. – Αχ, Πάρη! Είναι πολύ αυτό που θα κάνεις για εμένα! Να αφήσεις τις δουλειές σου και να τρέχεις εδώ πέρα! – Κοίτα να φροντίσεις τον εαυτό σου, κι εγώ θα κάνω αυτό που αισθάνομαι. Οι δουλειές μπορούν να περιμένουν, είπε και τα παράτησε όλα για να φτάσει εγκαίρως στο νησί και να συνοδεύσει μαζί με την κουμπάρα του και όλους τους νησιώτες τη σορό της κυρίας Μαρκέλλας στην τελευταία της κατοικία. Μετά την κηδεία, βέβαια, και τους καφέδες της
παρηγοριάς σ’ ένα καφενείο της παραλίας, τα κουτσομπολιά πήραν κι έδωσαν. Όλοι ξέχασαν την αδικοχαμένη και έπιασαν στο στόμα τους την κόρη της και τον κουμπάρο, που ήρθε άρον άρον για την κηδεία και για να κρατήσει συντροφιά στη βαρυπενθούσα. – Ο άντρας της θαλασσοπνίγεται και αυτή έμπασε στο σπίτι τον άλλο, είπαν οι κακές γλώσσες, και οι καλοθελητές το μετέφεραν στη Μυρτώ. – Δεν πα να λένε ό,τι θέλουν... Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, απάντησε εκείνη και συνέχισε να φιλοξενεί τον Πάρη. Πάνω στο μεγάλο της πόνο, το τριήμερο που παρέμεινε κοντά της της έκανε καλό. Μοιράστηκε τον καημό της μαζί του, κι εκείνος προσπάθησε με τον τρόπο του και την κουβέντα να κάνει το μυαλό της να ξεφύγει, έστω για λίγο, από την εικόνα της νεκρής μάνας της. – Άλλο να χάσεις κάποιο δικό σου άνθρωπο έπειτα από μακροχρόνια αρρώστια και άλλο να τον χάσεις στα ξαφνικά, είπε κάποια στιγμή η Μυρτώ. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Στη μια περίπτωση προετοιμάζεσαι ψυχολογικά για το μοιραίο και το παίρνεις απόφαση, ενώ στην άλλη σου ’ρχεται ταμπλάς, και μέχρι να το συνειδητοποιήσεις και να το χωνέψεις, περνάει καιρός. – Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, απάντησε ο Πάρης και
πρόσθεσε: Στάθηκες τυχερή που δεν πήγες μαζί με τη μητέρα σου στο πανηγύρι. – Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά, από τότε που διάβασα το βίο της Αγίας Μαρκέλλας, πολύ αμφιβάλλω αν ήταν πράγματι υπαρκτό πρόσωπο ή δημιούργημα της νοσηρής φαντασίας κάποιου ιερωμένου του Μεσαίωνα. Βέβαια, για να πω και τη μαύρη αλήθεια, δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα. Αν και πιστεύω στο Θεό, δηλαδή σε μια ανώτερη δύναμη, και συχνά επικαλούμαι τη χάρη Του και τη βοήθειά Του, μόνο αραιά και πού πηγαίνω στην εκκλησία, κι αυτό γίνεται συνήθως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. – Δε μου λες κάτι καινούριο. Το ίδιο κάνω κι εγώ. – Μακάρι να μην έπεφτε ποτέ στα χέρια μου το βιβλιαράκι με το βίο της Αγίας Μαρκέλλας. – Τι σου κάθισε στραβά; – Είναι παραμύθι για παιδιά. – Δηλαδή; – Ένα καλό κορίτσι που γεννήθηκε από πατέρα ειδωλολάτρη και μητέρα χριστιανή κι έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανή. Μεγαλώνοντας, ο πατέρας της άρχισε να την
επιθυμεί ερωτικά και να την κυνηγάει. Τότε η Μαρκέλλα, για να γλιτώσει από τις κτηνώδεις ορέξεις του, εγκατέλειψε το πατρικό της και πήρε τα βουνά. Ο πατέρας της έψαξε λυσσαλέα να τη βρει, κι ενώ εκείνη κρύφτηκε μέσα σε μια μεγάλη βάτο, ένας βοσκός την πρόδωσε και ο σαρκολάτρης πατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγει έξω. Η Μαρκέλλα κατάφερε να βρει διέξοδο ανάμεσα από τους καπνούς και, τρέχοντας στο ξέφωτο πάνω στα βράχια κοντά στη θάλασσα, την πήρε το μάτι του πατέρα της και τρελός από θυμό τη σημάδεψε με το τόξο του και την πλήγωσε. Τα βράχια βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα της, όμως εκείνη συνέχισε να τρέχει, μέχρι που οι δυνάμεις της άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Τότε ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό και παρακάλεσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της το Θεό να σκίσει το βράχο που πατούσε και να την κρύψει μέσα. Η παράκλησή της εισακούστηκε και στη στιγμή ο βράχος άνοιξε και δέχτηκε το σώμα της Μαρκέλλας μέχρι το στήθος. Ο πατέρας της, τρελαμένος, έτρεξε κοντά της και, αντικρίζοντας το παράδοξο θέαμα, άφρισε από το κακό του και μ’ ένα μαχαίρι έκοψε τους μαστούς της κόρης του και τους πέταξε στα βράχια και μετά έκοψε το κεφάλι της και το πέταξε στη θάλασσα. – Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, πετάχτηκε και είπε ειρωνικά ο Πάρης. – Μη βιάζεσαι, δεν τέλειωσε ακόμα. Δεν άκουσες το
καλύτερο. Ο σκισμένος βράχος, που δέχτηκε το σώμα της Μαρκέλλας, σώζεται μέχρι σήμερα. Η Μαρκέλλα, που ήταν από μικρή προικισμένη με σοφία και αμέτρητα ψυχικά χαρίσματα, μετά το μαρτυρικό της θάνατο έγινε αγία και όσοι προσκυνητές προσεύχονται με πίστη βλέπουν καθαρά πάνω στο βράχο τα κόκκινα σημάδια από το αίμα της, ενώ το νερό που αναβλύζει στον τόπο του μαρτυρίου της είναι αγίασμα και έχει ιαματικές ιδιότητες. Για να γεμίσει ένα μπουκαλάκι με αυτό το θαυματουργό νερό κίνησε η μανούλα μου τη μέρα της γιορτής της να πάει στο μοναστήρι της αγίας και χάθηκε για πάντα, κατέληξε η Μυρτώ και τα μάτια της βούρκωσαν ξανά. Έχεις να πεις τίποτα; ρώτησε τον Πάρη και, αλλάζοντας τόνο, πρόσθεσε: Όλα αυτά συμβαίνουν στον 20ό αιώνα. Ο άνθρωπος κατάφερε να πατήσει το πόδι του στο φεγγάρι και ακόμα πιστεύει σε τέτοια παραμύθια. – Μη σε παραξενεύει, Μυρτώ. Οι θρησκείες έχουν τον τρόπο τους να μετατρέπουν το φιλόθεο άνθρωπο, τον πονεμένο, τον αδύναμο, που στηρίζει τις ελπίδες του στο Θεό, σε φιλόθρησκο. Και σιγά σιγά τον φανατίζουν και μπορεί να τον μεταβάλουν σε στρατιώτη που υπακούει τυφλά και διαπράττει στο όνομα του Θεού τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα. – Η Ιστορία έχει να μας δώσει άπειρα τέτοια παραδείγματα. Η Ιερά Εξέταση, οι σταυροφορίες, ακόμα και οι ιεροί πόλεμοι, από ποιους έγιναν; Από φανατισμένους
πιστούς. – Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, εμένα δύο πράγματα με γεμίζουν θαυμασμό και δέος. Ο ουρανός με τα άστρα που είναι πάνω από το κεφάλι μας και ο ηθικός νόμος, η φωνή της συνείδησής μας, που μιλάει μέσα μας και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε και τι να αποφεύγουμε. – «Ο ηθικός νόμος είναι κατά πολύ ανώτερος του γραπτού νόμου της πολιτείας και αφορά ζητήματα μεγαλύτερης σημασίας», γράφει ο Αριστοτέλης. Ο άρχοντας, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ασφαλής από το γραπτό νόμο, όχι όμως και από τον ηθικό. – Οι σημερινοί άρχοντες της πολιτείας δυστυχώς θεωρούν πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό, απάντησε ο Πάρης και, κοιτάζοντας κατάματα τη Μυρτώ, ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, γιατί κατάφερε με τούτα και μ’ εκείνα να την κάνει να ξεχάσει έστω για λίγο το μεγάλο της πόνο από τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας της.
14 Χριστούγεννα σε λιμάνια ξένα ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ, ο βαθυκόκκινος ήλιος ακτινοβολούσε μελαγχολία. Στο θλιμμένο φόντο του ουρανού, η γνώριμη μορφή του Νικολή πρόβαλε ξανά, και η Μυρτώ, καθώς την κοίταζε, αναρίγησε. Ήταν τόσο μεγάλη η αποθυμιά της για τον αγαπημένο της, που τον έφερνε ολοζώντανο στη σκέψη της και τα μάτια της τον έβλεπαν καθαρά να δεσπόζει στο οπτικό της πεδίο. Στο αγνάντι όπου καθόταν τα δειλινά αναπολούσε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν μαζί. Από την ώρα που τον πρωτογνώρισε στη σάλα του σπιτιού της, τότε που τον έφερε ο πατέρας της για γαμπρό, μέχρι και την τελευταία νύχτα πριν μπαρκάρει για λιμάνια ξένα. Σφιχταγκαλιασμένοι ξημερώθηκαν μέχρι το πρωί και, σαν να μην τους αρκούσαν οι γαμήλιοι όρκοι που έδωσαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έδωσαν και άλλους τόσους αναμεταξύ τους τη νύχτα εκείνη. – Κάθε μέρα θέλω να μου γράφεις με δυο λέξεις πώς πέρασες. Θα το κάνεις; – Σου τ’ ορκίζομαι. – Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Θέλω να μαθαίνω τα πάντα για
εσένα. Θα ζω με τη σκέψη σου. «Το μεγαλύτερο βάσανο της γυναίκας του ναυτικού, ειδικά όταν δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, είναι η μοναξιά», θυμήθηκε η Μυρτώ πως έλεγε η συχωρεμένη η μανούλα της, που είδε κι έπαθε να μείνει έγκυος και στη διάρκεια της μακράς προσπάθειας κοίταζε να βρίσκει νέα ενδιαφέροντα για να γεμίζει τις ώρες της και να ξεδίνει ο νους της. Γι’ αυτό, εκτός από τα μαθήματα που παρέδιδε στο σχολείο τα πρωινά, τα απογεύματα προγύμναζε δωρεάν τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς στην αριθμητική και τα πιο μικρά τα μάθαινε ανάγνωση και γραφή. «Κάτι ανάλογο πρέπει να φροντίσω να κάνω κι εγώ, ειδάλλως θα τρελαθώ», σκέφτηκε η Μυρτώ, καθώς ο χρόνος της χωρίς δημιουργική απασχόληση δεν περνούσε με τίποτα. Το καλοκαίρι εκείνο που έχασε και τη μητέρα της της φαινόταν ατέλειωτο. Όταν ο Νικολής έλαβε το γράμμα της με τη δυσάρεστη είδηση, είχαν ήδη περάσει είκοσι μέρες από την κηδεία. Απάντησε γράφοντας πόσο πολύ του στοίχισε ο θάνατος της πεθεράς του και πόσο λυπήθηκε που αυτές τις δύσκολες ώρες απουσίαζε από το πλευρό της γυναίκας του. Εκείνη, ως κόρη και σύζυγος ναυτικού, γνώριζε καλά ότι εκ των πραγμάτων θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει τα
μεγάλα και τα μικρά προβλήματα της καθημερινότητάς της μόνη, γι’ αυτό και δε δυσανασχέτησε. Η γυναίκα του ναυτικού είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας. Είναι η σύγχρονη Πηνελόπη που υφαίνει τον πέπλο προσμένοντας το δικό της Οδυσσέα. Εκείνος, για να προσκομίσει τα προς το ζην, θαλασσοδέρνεται, κι εκείνη αγωνίζεται να κρατήσει σε ομαλή πορεία το σπιτικό της. Να αντιμετωπίσει αρρώστιες, θανάτους, γέννες, να αναθρέψει τα παιδιά της σαν μάνα και πατέρας μαζί και να φροντίσει για τη σωστή διαπαιδαγώγησή τους και την άρτια μόρφωσή τους. Έχει ακόμα την ευθύνη να κρατήσει ψηλά το όνομα της οικογένειας και πολλές φορές να έρχεται αντιμέτωπη με την κριτική και τα κουτσομπολιά του περίγυρου. Η ίδια αποφασίζει για όλα, και η μεγάλη ευθύνη για τις επιλογές της, κάποιες φορές, τη ζορίζει πολύ και αναρωτιέται αν έχει πράξει το σωστό, καθώς δε θέλει να επιβαρύνει τον άντρα της με πρόσθετες έγνοιες. Η Μυρτώ, τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της το καλοκαίρι εκείνο, θυμήθηκε τη συμβολή της μητέρας της στην ισορροπία της δικής τους οικογένειας και αναπόλησε την παιδική της ηλικία. Ήταν ένα χαρούμενο παιδί, που είχε μεγαλώσει με αμέριστη αγάπη και στοργή σ’ ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό, άρτια οργανωμένο από την κυρία Μαρκέλλα. Ως δασκάλα που ήταν, δεν παρέλειπε κάθε βράδυ να τη νανουρίζει μ’ ένα διδακτικό παραμύθι, που οι ήρωές του συχνά ζωντάνευαν στα όνειρά της. Τότε ξυπνούσε το πρωί με ένα γλυκό αίσθημα δικαίωσης, καθώς όλα τα
παραμύθια που διάλεγε η μητέρα της να της πει είχαν τέλος καλό. Ο κακός έπαιρνε την τιμωρία που του άξιζε και ο καλός την επιβράβευση. Ο ένας κατρακυλούσε στα Τάρταρα και ο άλλος απολάμβανε στον Παράδεισο όλα τα καλά του Θεού. – Τέτοια παραμύθια θα λέω κι εγώ στην κόρη μου, ξεστόμισε αυθόρμητα κάποια από τις πολλές φορές που έκανε αναπόληση του παρελθόντος, και ασυναίσθητα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε την κοιλιά της. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τότε που ο άντρας της μπάρκαρε για τα ξένα και, προφανώς, η εβδομάδα του μέλιτος που πέρασαν στη Μυτιλήνη υμνώντας το μεγάλο τους έρωτα δε συνέπεσε με τις γόνιμες μέρες της Μυρτώς. Αυτό σκέφτηκε, και ενώ με τον Νικολή δεν είχαν προλάβει να εκφράσουν την επιθυμία τους για ένα παιδί, εκείνη, πάνω στη μοναξιά της, το λαχτάρησε πολύ. Τότε θυμήθηκε τη μεγάλη αμαρτία που είχε κάνει δύο χρόνια πριν και αναστέναξε. «Έχουμε καιρό. Είμαστε ακόμα τόσο νέοι», συλλογίστηκε μετά για να παρηγορηθεί. «Ας ξεμπερδεύω και με τις σπουδές και έχει ο Θεός. Τρία παιδιά θα τα κάνουμε οπωσδήποτε. Ο Νικολής τα αγαπάει τα παιδιά, κι εγώ, όταν έρθει η ώρα, θα φροντίσω να τους στήσω ένα ζεστό σπιτικό. Θα κάνω το παν για να δημιουργήσω μια οικογένεια γεμάτη ευτυχία και αγάπη. Και ενώ η Μυρτώ είχε το νου της στον άντρα της και στα
παιδιά που ονειρευόταν να αποκτήσει μαζί του, ο Πάρης συνέχιζε να της τηλεφωνεί καθημερινά. Μετά τα τριήμερα της μητέρας της επέστρεψε στη δουλειά του στο Λονδίνο και ξαναήρθε στο νησί για τα σαράντα. Ήταν τέλη Αυγούστου, και οι γονείς του βρίσκονταν ήδη στην έπαυλή τους, οπότε δεν παρέλειψαν να παραβρεθούν στο μνημόσυνο. Βλέποντας το γιο τους στο πλευρό της Μυρτώς, κάτι έπαθαν. Το βλέμμα του πρόδιδε τα βαθιά αισθήματά του για εκείνη, κι επειδή οι φήμες για τον ερωτοχτυπημένο κουμπάρο έφτασαν στα αφτιά τους, έφυγαν σαν κυνηγημένοι και από την άλλη μέρα άρχισαν να οργανώνουν βεγγέρες για προξενιά. Ο Πάρης τα έβρισκε τόσο ανιαρά όλα αυτά, που ούτε τα μάτια του δε σήκωνε να κοιτάξει την εκάστοτε υποψήφια νύφη. – Ζω μια φρίκη. Σκέφτομαι να τα μαζέψω και να φύγω. Δεν αντέχω πια να μου ορίζουν τη ζωή μου. Δεν είμαι κανένα παιδαρέλι. Έχω προ πολλού περάσει τα τριάντα και είμαι κύριος του εαυτού μου. Αρκετά. Ο γάμος είναι προσωπική υπόθεση. Το είπα χίλιες φορές στον πατέρα, αλλά δε θέλει να το καταλάβει. Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, μόλις πατάει το πόδι του στο νησί, κάνει τα ίδια. Αν δεν ήσουν εσύ εδώ, σου τ’ ορκίζομαι, Μυρτώ, δεν υπήρχε περίπτωση να έρθω. Υπάρχουν κι άλλα νησιά για να πάω διακοπές, της έλεγε με αγανάκτηση
τα πρωινά που την επισκεπτόταν, κι εκείνη πάντα φρόντιζε να τον ηρεμήσει. – Μεγάλος άνθρωπος είναι, Πάρη μου, ο πατέρας σου. Μην τον παρεξηγείς. Για εκείνον πάντα θα είσαι το μικρό του αγοράκι. Άλλωστε, τι έκανε; Για το καλό σου νοιάζεται. Μέχρι πότε θα είσαι μόνος; Πρέπει κι εσύ να κοιτάξεις, κάποια στιγμή, να βρεις την κατάλληλη σύντροφο. – Μυρτώ, πάψε, σε παρακαλώ. Αυτή η κουβέντα μού τη δίνει. Μη μου ξαναπείς τίποτα. Δε θέλω να επαναλαμβάνω τα ίδια. Κουράστηκα. Βαρέθηκα..., τόνισε κι έκοψε τη φράση του στη μέση. Από τότε που η αγαπημένη του Μυρτώ στεφανώθηκε με τον Νικολή, κρατούσε τα προσχήματα και απέφευγε να τη φέρει σε δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε πολύ καλά πως δεν είχε, προς το παρόν, καμία ελπίδα. Όμως, μόνο που άκουγε τη φωνή της, μόνο που αντίκριζε το ζεστό βλέμμα της, αγαλλίαζε κι επέστρεφε στις υποχρεώσεις του με άλλο κουράγιο. Εκείνο το μακρόσυρτο καλοκαίρι κάποτε τέλειωσε, και στην Ελλάδα το γεγονός που μονοπώλησε την επικαιρότητα ήταν η δίκη των πρωταιτίων της χούντας. Στα τέλη Αυγούστου βγήκε η απόφαση, και οι επικεφαλής καταδικάστηκαν σε θάνατο. Έπειτα από δύο μέρες, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα τη μετατροπή των θανατικών ποινών σε ισόβια δεσμά, και ο πρωθυπουργός της χώρας,
Κωνσταντίνος Καραμανλής, διαβεβαίωσε σε ομιλία του το λαό ότι «όταν ομιλούμε για ισόβια δεσμά, εννοούμε ισόβια δεσμά». Με αυτή την απόφαση, που δεν άρεσε σε πολλούς οι οποίοι διώχτηκαν άγρια από τη χούντα και βασανίστηκαν βάναυσα, η πολιτική ηγεσία της μεταπολίτευσης προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες στο χουντοκρατούμενο μηχανισμό του κράτους και του στρατεύματος. Στα τέλη Σεπτέμβρη, η Μυρτώ άφησε το νησί της και εγκαταστάθηκε και πάλι στο ρετιρέ του Πειραιά. Με προτεραιότητα τη συνέχιση των σπουδών της για άλλα δύο χρόνια στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, όπου μετεκπαιδεύονταν οι απόφοιτοι της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, κοίταξε να μαζέψει τα μυαλά της και να οργανώσει τη ζωή της. Τα πρωινά κυλούσαν γρήγορα, όμως όταν επέστρεφε το βράδυ στο άδειο σπίτι, ένιωθε ένα τεράστιο κενό και οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα. Αν την περίμενε η μητέρα της θα ήταν αλλιώς, σκεφτόταν συχνά και ξεσπούσε σε κλάματα. Τότε έβρισκε παρηγοριά στα γράμματα που έφταναν μαζεμένα από τα ξένα και τα διάβαζε ξανά και ξανά. «Ευτυχώς που υπάρχεις εσύ, άγγελέ μου», έλεγε από μέσα της και ηρεμούσε. Η ζωή του ναυτικού είναι πολύ σκληρή. Αυτό, τουλάχιστον, το γνώριζε καλά η Μυρτώ, όμως ο
άντρας της απέφευγε να της γράψει για τις αντίξοες συνθήκες της δουλειάς του, για τις φουρτούνες που έκαναν το βαπόρι τους πότε να καβαλάει σαν καρυδότσουφλο τα υδάτινα βουνά και πότε να χάνεται ανάμεσα στις κορυφές τους. Τα γράμματά του, στο σύνολό τους, ήταν ένας ύμνος στην αγάπη τους. Κάποιες φορές τής έγραφε και κάτι για τους ξένους τόπους που γνώριζε, κι επειδή μία εικόνα ισούται συχνά με χίλιες λέξεις, της έστελνε και καρτ ποστάλ. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, και η Μυρτώ, μόνο που σκεφτόταν πως τις άγιες μέρες θα τις περνούσε μόνη, ένιωθε την ψυχή της να σφίγγεται. Το ίδιο ακριβώς ένιωθε και ο άντρας της, που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά της. Οι άλλοι αξιωματικοί του πληρώματος τον έβλεπαν μελαγχολικό και κουνούσαν σκεφτικοί το κεφάλι. – Τι το ’θελες να γίνεις ναυτικός; Δεν το ’ξερες πως για εμάς όλες οι μέρες του χρόνου είναι ίδιες; τόλμησε να του πει ο υποπλοίαρχος, και ο Νικολής έγινε κατακόκκινος. Το γόητρό του δε σήκωνε τέτοια. Ήταν έτοιμος να λογομαχήσει με τον ανώτερό του, όμως τελικά έδωσε τόπο στην οργή και δεν έβγαλε άχνα. Όταν διάλεξε να γίνει αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, γνώριζε πάρα πολύ καλά τα μειονεκτήματα της δουλειάς. Όμως τότε δεν είχε βρεθεί στο δρόμο του η Μυρτώ. Ήταν ολομόναχος, ελεύθερος και ωραίος, και δεν τον έδενε τίποτα με τη στεριά. «Μελλοντικά, όταν αποκτήσω γυναίκα και παιδιά, θα τον αντιμετωπίσω τον
πόνο του αποχωρισμού, όπως όλοι οι ναυτικοί», είχε πει στον εαυτό του και προχώρησε. Δεν είχε διανοηθεί τότε πως θα πλησίαζαν Χριστούγεννα και θα έχανε τον ύπνο του μόνο και μόνο γιατί δε θα μπορούσε τις άγιες μέρες να τις περάσει συντροφιά με τη γυναίκα του. «Μακάρι να μην ξημέρωναν Χριστούγεννα, να μην έρχονταν γιορτές», συλλογίστηκε όταν το βαπόρι έδεσε στο Πόρτου Αλέγκρε της Βραζιλίας για να ξεφορτώσει την παρτίδα ποτάσας που είχε φορτώσει στη Λετονία. Οι λιμενεργάτες έκαναν στα γρήγορα τη δουλειά τους, τους ευχήθηκαν «Φελίς Ναβιδάδ» κι έφυγαν χαμογελαστοί για τα σπίτια τους. Από την εκκλησία που βρισκόταν κοντά στην αποβάθρα, ακούγονταν ψαλμωδίες. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει. Ο κόσμος είχε μαζευτεί να γιορτάσει οικογενειακά τη γέννηση του Κυρίου. Ο Νικολής και το πλήρωμα αγωνιούσαν. Ήθελαν να ξεμπερδέψουν μια ώρα αρχύτερα με τα καθήκοντά τους στο πλοίο για να βγουν στη στεριά. Οι ναύτες, με τις μάνικες στα χέρια, ιδροκοπούσαν μέσα στην αφόρητη ζέστη για να καθαρίσουν τα αμπάρια. Να τα ετοιμάσουν για να δεχτούν τις ντάνες με το βραζιλιάνικο καφέ που προορίζονταν για τα λιμάνια της Ευρώπης. Ο καφές ήταν κλειδωμένος στις αποθήκες. Εξαιτίας της μεγάλης γιορτής, έπρεπε κι εκείνος να περιμένει για να φορτωθεί όταν οι λιμενεργάτες θα επέστρεφαν στο πόστο τους. Τελειώνοντας τις προβλεπόμενες εργασίες, οι άντρες του
πληρώματος φρεσκαρίστηκαν κι ετοιμάστηκαν για τη βραδινή έξοδο. Φτάνοντας με βιαστικά βήματα στην πύλη του λιμανιού, έδειξαν τα ναυτικά τους φυλλάδια στο φύλακα και με τις ευχές του για καλές γιορτές απομακρύνθηκαν. Μόλις βρέθηκαν στην κεντρική λεωφόρο, που ήταν παντελώς άδεια, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους περίεργα. Τα λαμπιόνια των διακοσμητικών αγγέλων και των χριστουγεννιάτικων δέντρων στα κομβικά σημεία αναβόσβηναν κανονικά, οι σηματοδότες της τροχαίας το ίδιο, μόνο που εκτός από εκείνους δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους ψυχή ζώσα. Ψάχνοντας ανάμεσα στα στενά να βρουν τα καμπαρέ και τα μπαρ όπου οι γυναίκες τούς περίμεναν συνήθως με ανοιχτές αγκάλες, τα βρήκαν κι αυτά κλειστά και απηυδισμένοι γύρισαν χρονιάρα μέρα όλο τσατίλα στο καράβι. Ο Νικολής, μόλις κατέβηκε από το καράβι, πήγε ίσια στην εκκλησία. Άναψε ένα καντηλάκι για το καλό και μετά, με τη σκέψη του στη Μυρτώ, βάδισε για ώρα πολλή στην κεντρική λεωφόρο που οδηγούσε στο πάρκο της πόλης. Νεκρική σιγή βασίλευε κι εκεί. Ακόμα και οι συνηθισμένοι κάτοικοί του, οι άστεγοι, τα πρεζόνια και οι τσιγγάνοι, πήγαν να περάσουν τα Χριστούγεννα σε κάποιο άλλο λημέρι, σκέφτηκε και αναστέναξε. Κοιτάζοντας αφηρημένα το φωτισμένο
σιντριβάνι, αφουγκράστηκε για λίγο το νερό που έπεφτε ρυθμικά, σπάζοντας την απόλυτη σιωπή, και τότε διέκρινε ανάμεσα στα δέντρα έναν τηλεφωνικό θάλαμο, και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Μακάρι να λειτουργεί», είπε με το νου του, επιταχύνοντας το βήμα του. Μόλις σήκωσε το ακουστικό και άκουσε το σήμα, αναγάλλιασε. Ευτυχώς, η τσέπη του ήταν γεμάτη με βραζιλιάνικα κέρματα που είχε φροντίσει να πάρει από το καράβι. Σχηματίζοντας τον αριθμό του σπιτιού στο νησί, τον έπιασε τρέμουλο. Το τηλέφωνο, όμως, δεν απαντούσε. «Πού είναι, άραγε; Είναι δυνατό μια τέτοια μέρα να έμεινε μόνη της στον Πειραιά; Τουλάχιστον στη Χίο θα είχε τις ξαδέρφες της, τις θείες της, θα περνούσε οικογενειακά. Αχ, Μυρτώ, αγάπη μου! Τι κρίμα να μη σ’ έχω κοντά μου! Μόλις πάρω βαθμούς, θα έχω το δικαίωμα να σε παίρνω μαζί μου. Και τότε σου υπόσχομαι πως όλα τα Χριστούγεννα της ζωής μας θα τα περνάμε παρέα», συλλογίστηκε και σχημάτισε τον αριθμό του ρετιρέ στον Πειραιά. Η Μυρτώ, έτσι κακόκεφη που ήταν, κοίταξε με αποστροφή την τηλεφωνική συσκευή. Με τον Πάρη, όπως και με τη Μαρίνα και κάποιες άλλες συμφοιτήτριές της, είχαν ήδη ανταλλάξει ευχές από νωρίς και δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει με κανέναν άλλο. Όλοι είχαν τα κέφια τους. Όλοι ένιωθαν χαρά, κι εκείνη ένιωθε μόνο θλίψη. Ο Πάρης τη θερμοπαρακάλεσε να πάει στο Λονδίνο για τα Χριστούγεννα,
μα ήταν ανένδοτη. – Αφού ο άντρας μου ταξιδεύει, δεν έχω καμία δουλειά να πάω πουθενά. Άλλωστε, δεν είμαι εγώ για γιορτές. Φρέσκος είναι ακόμα ο τάφος της μητέρας μου. Καλά Χριστούγεννα, κουμπάρε, ήταν η τελευταία της φράση. – Ευχαριστώ, είπε εκείνος, χωρίς να προσπαθήσει άλλο να τη μεταπείσει, γιατί γνώριζε καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει. Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει. – Εμπρός, απάντησε η Μυρτώ απότομα και ψυχρά. Κι έπειτα, ακούγοντας τη γνώριμη, ζεστή φωνή του Νικολή, έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και από την έξαψη φούντωσε ολόκληρη. Αγάπη μου! Πού είσαι; φώναξε. Η φωνή του ξεσήκωσε ξαφνικά όλες τις αισθήσεις της. – Καλά Χριστούγεννα, της ευχήθηκε, κι εκείνη πλημμύρισε χαρά. Ο Νικολής, συγκινημένος, ήθελε να έβγαζε φτερά και να πετούσε στην αγκαλιά της. Ένας κόμπος τού στάθηκε στο λαιμό και δεν κατάφερε να πει πολλά. Μ’ ένα «σ’ αγαπώ» έδωσε τέλος στη συνομιλία και, βγαίνοντας από τον τηλεφωνικό θάλαμο, τα πόδια του έτρεμαν και ο ιδρώτας του
έτρεχε ποτάμι. Στη Βραζιλία, τα Χριστούγεννα έπεφταν κατακαλόκαιρο. Σ’ ένα παγκάκι πλάι στο σιντριβάνι κάθισε για λίγο να ξαποστάσει και να βρει τον εαυτό του. Μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, ήταν σκληραγωγημένος από μικρός και μαθημένος να κάνει πέτρα την καρδιά του και να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τις δύσκολες στιγμές. Βουτώντας τα χέρια του στη λιμνούλα που σχημάτιζε το σιντριβάνι, δρόσισε το πρόσωπό του και ανασήκωσε το κεφάλι. «Είναι ώρα να πηγαίνω. Το πλήρωμα θα με περιμένει», είπε με το νου του και κίνησε για το καράβι. Πλησιάζοντας στην αποβάθρα, είδε από μακριά την ελληνική σημαία να κυματίζει στον ουρανό του νότιου ημισφαιρίου και ένιωσε σαν να επέστρεφε στο σπίτι του. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και πήγε στο καπνιστήριο των αξιωματικών. Τους βρήκε όλους εκεί. Ο καπετάνιος, ο υποπλοίαρχος, ο αʹ μηχανικός, ο γραμματικός, ο βʹ μηχανικός, ο μαρκόνης, ο ηλεκτρολόγος, ο άλλος ανθυποπλοίαρχος, οι γʹ μηχανικοί, ο δόκιμος μηχανικός και ο μάγειρας, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του και τον χαιρέτησαν μ’ ένα νεύμα. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Οι γιορτές, γεμάτες οικογενειακή θαλπωρή και ζεστασιά για τον περισσότερο κόσμο, είναι βουβές και πένθιμες για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους.
Έτσι άχαρα κύλησαν οι ώρες μέχρι τα μεσάνυχτα που χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, αναγγέλλοντας τη γέννηση του Κυρίου. Το πλήρωμα βγήκε στο κατάστρωμα, ενώ οι άδειοι δρόμοι, τα πάρκα και οι πλατείες γέμισαν ξαφνικά κόσμο. Ο ουρανός αστραφτοκοπούσε από τα βεγγαλικά. Ο απόηχος από τις χαρούμενες φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια των κατοίκων αυτής της πόλης έφτανε στα αφτιά των ναυτικών. Ο καπετάνιος γέμισε το ποτήρι του με κρασί. – Εβίβα, λεβέντες. Χρόνια πολλά! ευχήθηκε στους άντρες με τη βροντερή του φωνή. Όλοι τον κοίταξαν μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη και, γεμίζοντας κι εκείνοι τα ποτήρια τους, ήπιαν για το καλό. Μετά, άλλοι βγήκαν για νυχτοπερπατήματα στα στενοσόκακα του λιμανιού και άλλοι πλάγιασαν στις κουκέτες τους. «Δε βαριέσαι, μια ιδέα είναι και οι γιορτές. Πάνε, πέρασαν κι αυτές», σκέφτηκαν όταν σε μία εβδομάδα γύρισε ο χρόνος και τους βρήκε στη μέση του Ατλαντικού, με πορεία προς το Γιβραλτάρ. Ο Νικολής είχε τελειώσει τη βάρδια του και, έχοντας αποσυρθεί στην καμπίνα του, προσπαθούσε να γράψει το καθιερωμένο του γράμμα στη Μυρτώ, αλλά δεν τα κατάφερνε. Tο στιλό που κρατούσε χοροπηδούσε πάνω στο χαρτί, καθώς το πλοίο κοπανιόταν από θεόρατα κύματα.
Όμως, τόσο διάστημα στη θάλασσα, εκείνος είχε συνηθίσει πια τα τερτίπια της. Κλείνοντας το επιστολόχαρτο στο συρτάρι του, κοίταξε από το φινιστρίνι τους λευκούς αφρούς που περιέλουζαν την πλώρη και την κουκούλωναν σαν να ήταν υποβρύχιο το καράβι, κι ένιωσε την αδρεναλίνη του στο κόκκινο. «Ό,τι κρύβει κίνδυνο, κρύβει και μαγεία», σκέφτηκε και αναρίγησε από υπερδιέγερση. Μπροστά στα στοιχεία της φύσης δε δείλιαζε, δεν υποχωρούσε. Αντίθετα, ένιωθε πιο δυνατός, έτοιμος να παλέψει μαζί τους και να βγει νικητής, σαν σύγχρονος Ηρακλής. Αυτή η αίσθηση που έκρυβε την ηδονή του κινδύνου ήταν πάρα πολύ επικίνδυνη, του είχαν μάθει στη σχολή. Τα ατυχήματα στη θάλασσα, όπως και στον αέρα, συμβαίνουν, ως επί το πλείστον, από ανθρώπινα λάθη, που οφείλονται κυρίως στην υπερεκτίμηση δυνάμεων. Ο καπετάνιος πρέπει να είναι τολμηρός, αλλά και σχολαστικός συνάμα. Οφείλει να τηρεί τους κανόνες της ναυσιπλοΐας κατά γράμμα. Ο Νικολής όσο ταξίδευε τόσο καλύτερα μάθαινε τη ναυτική τέχνη που είχε μελετήσει στα θρανία. Σ’ εκείνη τη φουρτούνα, όπως και σε όλες τις άλλες, έτρεξε αμέσως στο πλευρό του καπετάνιου, πρώτα για να εκτελέσει τις διαταγές του και μετά για να διδαχτεί από την εμπειρία του. Η γυναίκα του στον Πειραιά, την ίδια στιγμή, μόλις
τέλειωσε τις εργασίες της, έπιασε να του γράψει γράμμα, καταλήγοντας με την ίδια στερεότυπη φράση όπως και στα τόσα άλλα: «Ζω με τη σκέψη σου. Σ’ αγαπώ. Δε βλέπω την ώρα να σφιχτώ στην αγκαλιά σου. Φιλάκια. Καλή αντάμωση». Έτσι κύλησε ο καιρός για το νιόπαντρο ζευγάρι, κι ενώ ο Νικολής είχε μπαρκάρει μόνο για ένα χρόνο, η πλοιοκτήτρια εταιρεία, δηλαδή ο καπετάν Πέτρος ή ο γιος του, έδωσαν την ευκαιρία σε όσα μέλη του πληρώματος το επιθυμούσαν να παρατείνουν το μπάρκο τους στο ίδιο καράβι για άλλον ένα χρόνο. Δύο χρόνια διαρκούς θαλάσσιας εργασίας απαιτούνταν για να πάρει ο Νικολής, έπειτα από εξετάσεις, την πολυπόθητη προαγωγή του, γι’ αυτό και την πρόταση τη βρήκε πολύ ελκυστική. Από την άλλη μεριά, όμως, ήθελε τόσο πολύ να ανταμώσει με τη γυναίκα του, που ώρες ώρες νόμιζε πως θα τρελαινόταν αν δεν την έβλεπε. Η λαχτάρα του να τη σφίξει στην αγκαλιά του ήταν τόσο μεγάλη, που τιναζόταν μέσα στον ύπνο του φωνάζοντας το όνομά της. Εκείνη, από τη μεριά της, μόλις τέλειωσε και το τρίτο έτος των σπουδών της, επέστρεψε στο νησί, να ετοιμάσει το σπίτι, να ασπρίσει και να καθαρίσει για να υποδεχτεί τον άντρα της. Τόσα όνειρα έκανε έναν ολόκληρο χρόνο γι’ αυτή τη στιγμή. «Πλησιάζει η μεγάλη ώρα, Χριστέ μου, σ’ ευχαριστώ», έλεγε
από μέσα της και μετρούσε μία μία τις μέρες, μέχρι που ένα απόγευμα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την Ολλανδία και δεν πίστευε στα αφτιά της. – Μωρό μου, πάρε το πρώτο αεροπλάνο και έλα στο Άμστερνταμ. Θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο. Το καράβι θα παραμείνει μία εβδομάδα εδώ για επισκευές και αλλαγή πληρώματος. – Αγάπη μου, τι είναι αυτά που λες; Σε περιμένω στο σπίτι. Τι τις θέλουμε τις διακοπές στην Ολλανδία; Το νησί μας είναι Παράδεισος αυτή την εποχή. – Μυρτώ, έλα σε παρακαλώ. Υπάρχει λόγος. Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση. – Τι έχεις; Μήπως δεν είσαι καλά στην υγεία σου; – Όχι, όχι. Μην πάει ο νους σου στο κακό. Είμαι μια χαρά. – Τότε μίλα μου καθαρά. Άσε τα μισόλογα. – Θα σ’ τα πω όλα από κοντά, απάντησε ο Νικολής, και η Μυρτώ, αλαφιασμένη, ετοίμασε τη βαλίτσα της και το ίδιο βράδυ μπήκε στο πλοίο της γραμμής και με την πρωινή πτήση της Ολυμπιακής πέταξε για το Άμστερνταμ. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Κάτι σοβαρό συνέβαινε στον
άντρα της, όμως δεν πήγαινε κάπου ο νους της. «Αφού έχει την υγειά του, ό,τι και να είναι, θα το ξεπεράσουμε», σκέφτηκε κι έκανε κουράγιο. Ένα χρόνο ολόκληρο περίμενε για να τον ανταμώσει και τρεισήμισι ώρες πτήση μέχρι το Άμστερνταμ της φάνηκαν ατέλειωτες. Όταν κάποτε ακούστηκε από τα μεγάφωνα η αναγγελία της προσγείωσης, η Μυρτώ ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς της να δυναμώνουν και τα χέρια της να παγώνουν. Το αεροπλάνο, μετά την τροχοδρόμηση, σταμάτησε μπροστά στο κτίριο των αφίξεων, κι εκείνη, μόλις βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα, προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοερχόταν τον άνθρωπό της. Όταν το βλέμμα της τον εντόπισε έξω από το τελωνείο, δεν την κρατούσε τίποτα. Εκείνος, όπως ήταν ψηλός και θεωρητικός, της κούνησε το χέρι από μακριά, και η Μυρτώ, αδιαφορώντας για το βάρος της βαλίτσας της, έτρεξε κι έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του. Τα χέρια του την κράτησαν σφιχτά κάμποσα λεπτά, και όσο και να προσπάθησε δεν τα κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα χαράς που κύλησαν από τα μάτια του κι έγιναν ένα με τα δικά της. – Αγάπη μου, αγάπη μου, ψέλλισαν και οι δύο, και μ’ ένα ταξί πήγαν ίσια σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Εκεί ξημερώθηκαν με ολονύχτιους ύμνους στον
έρωτά τους και, όταν κάποτε ξεδίψασαν πίνοντας το νέκταρ της ηδονής, κοιτάχτηκαν ευτυχισμένοι και χαμογέλασαν. – Επιτέλους! Πάλι μαζί! είπε η Μυρτώ. – Πάντα μαζί, απάντησε ο άντρας της. – Θα μου πεις γιατί μ’ έφερες εδώ; Εγώ ετοίμασα το σπίτι κι εσύ... – Σ’ αγαπώ, Μυρτώ. Είσαι ο κόσμος όλος για εμένα. – Το ξέρω. – Θέλω να γίνω ένας καλός καπετάνιος. – Κι αυτό το ξέρω. Και είμαι σίγουρη πως θα γίνεις. – Η επιτυχημένη καριέρα, ειδικά για έναν άντρα, είναι σημαντική καταξίωση. – Το ίδιο ισχύει και για μια γυναίκα στις μέρες μας. – Όχι ακριβώς, αλλά τέλος πάντων. Αφού πρεσβεύεις την ισότητα των δύο φύλων, εγώ δε θα σου πάω κόντρα. Άλλωστε, με τέτοιο σκεπτικό, θα ’ρθεις στη θέση μου και θα με καταλάβεις καλύτερα. – Πού θες να καταλήξεις, αγάπη μου; Προς τι όλος αυτός
ο πρόλογος; – Για να γίνω μια μέρα καπετάνιος, πρέπει να περάσω απ’ όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, και για καθένα από αυτά χρειάζονται δύο χρόνια διαρκούς θαλάσσιας εργασίας. Όσο και να το θέλω, Μυρτώ, δε θα βγω στη στεριά φέτος, καρδιά μου. Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, που θα δώσω εξετάσεις και για το δίπλωμα του υποπλοίαρχου. Η Μυρτώ τον άκουσε ατάραχη. – Η ναυτοσύνη απαιτεί θυσίες, το ξέρω. Εγώ δεν πρόκειται να σταθώ εμπόδιο στην καριέρα σου. Έτσι κι αλλιώς, αφού έβαλες στο νου σου να προχωρήσεις, ακόμα και να έβγαινες στη στεριά φέτος, έστω και για δύο μήνες, θα καθόσουν στα καρφιά. Θα σε είχα πλάι μου ξέμπαρκο και φευγάτο. Κάνε αυτό που νομίζεις, Νικολή, κι εγώ μαζί σου. Εγώ θα σε περιμένω. Μακάρι να μείνω έγκυος και, μέχρι να γυρίσεις, να έχω γεννήσει και το πρώτο μας παιδί, είπε σοβαρά η Μυρτώ και κούρνιασε και πάλι στην αγκαλιά του. Μία εβδομάδα στο Άμστερνταμ, σε αυτή την πανέμορφη ρομαντική πόλη του Βορρά, ήθελαν να χορτάσουν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, ώστε δεν ξεμύτισαν καν από το ξενοδοχείο. Να κάνουν μια βόλτα με το βαπορέτο στα κανάλια, να επισκεφτούν το μουσείο του Βαν Γκογκ ή κάποιο άλλο, καθώς η πόλη διαθέτει καμιά πενηνταριά. Να πάνε έναν
περίπατο στο ιστορικό κέντρο για να θαυμάσουν την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Να καθίσουν σ’ ένα παραδοσιακό ταβερνάκι για να πιουν την μπίρα τους και να απολαύσουν ένα γεύμα εκλεκτό. Δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για όλα αυτά. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η αγάπη τους, ο έρωτάς τους, η αγκαλιά. Έτσι πέρασαν μια δεύτερη εβδομάδα του μέλιτος, που τους έμεινε αξέχαστη, και όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, αυτή τη φορά πόνεσαν διπλά. Μαζί πήγαν στο αεροδρόμιο και, μόλις εκείνος έσκυψε να τη φιλήσει, η Μυρτώ γαντζώθηκε πάνω του και δεν ήθελε να τον αφήσει. Μόνο όταν η αναγγελία για την αναχώρηση της πτήσης για Αθήνα ακούστηκε από τα μεγάφωνα, μόνο τότε χαλάρωσε τα χέρια της και με σκυμμένο κεφάλι έφυγε βιαστικά. Ο Νικολής, με βαριά καρδιά, πήρε το τρένο για το Ρότερνταμ, όπου είχε δέσει το καράβι. Φτάνοντας στο λιμάνι, μόλις τον φύσηξε ο θαλασσινός αέρας, άλλαξε, θαρρείς, απότομα η διάθεσή του και με το κεφάλι ψηλά βάδισε γοργά προς τον ντόκο και το «Πάρης». Τον τελευταίο χρόνο, ο καπετάν Πέτρος είχε αποφασίσει να κάνει μια δίκαιη μοιρασιά του στόλου του στις κόρες του και στο γιο του. Οι γαμπροί του, που δούλευαν στα καράβια του ως καπετάνιοι, του ζήτησαν κάποιες μετοχές, κι εκείνος,
για να μην μπλέξει στην περιουσία του ξένα ονόματα, έγραψε στα παιδιά του ό,τι ανήκε στο καθένα, τους έδωσε την ψιλή κυριότητα και ο ίδιος κράτησε την επικαρπία. Το συγκεκριμένο καράβι με το οποίο θα ταξίδευε ο Νικολής για δεύτερη χρονιά ήταν του Πάρη. Ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα, παρουσιάστηκε στον καινούριο καπετάνιο, τον χαιρέτησε με τον πρέποντα σεβασμό και, βλέποντας στον τοίχο πίσω από το γραφείο του ένα κάδρο με τη φωτογραφία του κουμπάρου του, χαμογέλασε. – Τι συμβαίνει, ανθυποπλοίαρχε; Γιατί μειδιάς; τον ρώτησε ο καπετάνιος σοβαρά, και τότε ο Νικολής εξήγησε τη σχέση του με τον εικονιζόμενο στο κάδρο, που προφανώς το κρέμασαν πρόσφατα, γιατί στο προηγούμενο μπάρκο του δεν υπήρχε. – Κουμπάρος σου είναι; Κρίμα. Αν ερχόσουν πιο νωρίς, θα τον προλάβαινες εδώ. – Αλήθεια; Ειλικρινά λυπάμαι, ήταν η απάντηση του Νικολή και, αφού συστήθηκε στους άλλους αξιωματικούς του πληρώματος που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο καπνιστήριο, πήγε στην καμπίνα του να τακτοποιήσει τα πράγματά του, να αλλάξει ρούχα και να πιάσει δουλειά. Την ίδια στιγμή, η γυναίκα του πετούσε με το αεροπλάνο
της Ολυμπιακής για Αθήνα, αλλά αντί να κάθεται στην τουριστική θέση, όπως είχε πληρώσει, καθόταν σ’ ένα αναπαυτικό κάθισμα της πρώτης θέσης, πλάι στον Πάρη. Η έκπληξή της ήταν μεγάλη όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. Εκείνη περίμενε στην ουρά για να τσεκάρει το εισιτήριό της και, έτσι όπως ήταν σκεφτική και θλιμμένη, άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει το όνομά της και σάστισε. Ανασηκώνοντας το θολό βλέμμα της, σίγουρη για την ταυτότητα εκείνου που την καλούσε, τον κοίταξε με απορία. – Πόσο μικρός είναι ο κόσμος, Χριστέ μου! Δεν το πιστεύω. Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; – Πάω στην Αθήνα. Πού το βρίσκεις το περίεργο; – Θα φύγεις τώρα με την Ολυμπιακή; – Έτσι λέω, απάντησε ο Πάρης, που παρακολουθούσε τις κινήσεις της και τα είχε όλα προσχεδιασμένα. Δώσε μου το εισιτήριό σου. Δεν είναι δυνατό να πετάξουμε με το ίδιο αεροπλάνο και να καθίσουμε χώρια, της είπε αποφασιστικά και στη στιγμή έκανε την αλλαγή, πλήρωσε τη διαφορά και από εκεί και πέρα την είχε συνέχεια από κοντά. Εκείνη του έλεγε τον πόνο της που αποχωρίστηκε πάλι τον άντρα της, κι εκείνος έδειχνε πως τη συμπονούσε, ενώ
απολάμβανε την παρουσία της στο πλευρό του και δεν έδινε καμία σημασία στα λεγόμενά της. «Πού θα πάει, θα τον βαρεθεί τον δικό της. Με μία εβδομάδα το χρόνο δεν κρατιέται γάμος», σκεφτόταν. Αφού την άφησε, λοιπόν, να ξεσπάσει, της είπε τα σχέδια του για εκείνο το καλοκαίρι. – Πριν πάω στο νησί, θα ήθελα να μείνω λίγες μέρες στην Αθήνα. Αύριο έχει παράσταση στο Ηρώδειο το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και δε θέλω να τη χάσω. Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού. Και μεθαύριο το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει στην Επίδαυρο τη Μήδεια, με πρωταγωνιστές την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Νίκο Τζόγια. Η Μυρτώ έκανε πως δεν άκουσε. – Ξέρω πως σ’ ενδιαφέρουν και οι δύο παραστάσεις. Με μεγάλη μου χαρά θα σε συνοδεύσω, εάν και εφόσον το επιθυμείς, της είπε σοβαρά, και η Μυρτώ τον κοίταξε διστακτικά. – Βρε Πάρη, δε βλέπεις που έχω τα χάλια μου; Δεν είμαι καλή παρέα. Δεν υπάρχει λόγος, επειδή έχω εγώ τις μαύρες μου, να σου χαλάσω κι εσένα το κέφι. Δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ στο Λονδίνο όλο το χρόνο κι έρχεσαι λίγες μέρες στην Ελλάδα να ξεκουραστείς και να ξεδώσει ο νους σου. Είναι ανάγκη να έχεις κι εμένα, τη μουρτζούφλα, πλάι σου;
– Πώς το είπες αυτό; – Μουρτζούφλα. – Πρώτη φορά την ακούω αυτή τη λέξη και δεν είναι καθόλου εύηχη. Να μην την ξαναπείς. Εσύ είσαι μια λεπτή ύπαρξη. Με το δίκιο σου είσαι στενοχωρημένη σήμερα, όμως αύριο θα σου περάσει. Ο άντρας σου είναι μια χαρά. Δουλεύει ο άνθρωπος. Δεν έπαθε, Θεός φυλάξοι, κανένα κακό για να ’χεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα. Την ίδια στιγμή η αεροσυνοδός πλησίασε κοντά του με ένα μπουκάλι σαμπάνια και τον ρώτησε αν ήθελε να γεμίσει το ποτήρι του. – Ναι, ευχαριστώ, ήταν η απάντησή του. Έπειτα η αεροσυνοδός, κοιτάζοντας τη Μυρτώ στο πλάι του, που είχε στραμμένο το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, στο κενό, ρώτησε: – Η κυρία σας; Θα πιει λίγη σαμπάνια ακόμα; «Η κυρία μου», επανέλαβε εκείνος από μέσα του και, αγγίζοντας απαλά τον ώμο της Μυρτώς, την έκανε να στραφεί. Εκείνη κοίταξε μια τον Πάρη και μια την αεροσυνοδό και
είπε: – Όχι, ευχαριστώ. Ο Πάρης χαμογέλασε. – Γιατί δεν πίνεις, βρε κοριτσάκι μου, ένα ποτήρι ακόμα να χαλαρώσεις; της πρότεινε τρυφερά, ενώ η προσφώνηση της αεροσυνοδού αντηχούσε ακόμα στα αφτιά του. «Η κυρία μου. Ναι, η κυρία μου», σκέφτηκε λοξοκοιτάζοντας την κουμπάρα του και, μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, τη συνόδευσε με μια λιμουζίνα μέχρι τον Πειραιά. Αντί να την αφήσει, όμως, στο σπίτι της στο Πασαλιμάνι, την έπεισε να κάνουν μια στάση πρώτα στο Μικρολίμανο, για να φάνε φρέσκο ψαράκι. – Εγώ ξέρεις καλά πως δεν έχω φίλους στην Ελλάδα. Μόνο κάποιους γνωστούς στο νησί. Μη με αφήσεις να πάω μόνος μου στο θέατρο, δε θα το αντέξω. Δεν είναι δυνατό να μου κάνεις αυτό το κακό, της είπε χαριτολογώντας. Η Μυρτώ απέφυγε να απαντήσει. Ο Πάρης, τρώγοντας τα μπαρμπούνια του και πίνοντας το κρασάκι του, κάποια στιγμή την ξαναρώτησε: – Λοιπόν, τι θα γίνει;
– Τι θες να γίνει; Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Αυτή τη στιγμή είμαι τόσο κουρασμένη, τόσο εξουθενωμένη από τη συγκινησιακή φόρτιση του αποχωρισμού, που δεν έχω όρεξη για τίποτα. Δε θέλω να σου χαλάσω το χατίρι, όμως αν συνεχίσω και αύριο να νιώθω έτσι, με συγχωρείς πολύ, δε θα μπορέσω να έρθω. – Καλά. Όπως νομίζεις. Εγώ, πάντως, έχω ήδη φροντίσει να βγάλω εισιτήρια, κι αν δεν έρθεις, θα πάνε χαμένα. Η Μυρτώ δυσανασχέτησε. – Μα πότε πρόλαβες; Πού ήξερες πως θα μ’ έβρισκες στο αεροδρόμιο; – Λίγο πολύ γνωρίζω τις κινήσεις σου. Ο άντρας σου δουλεύει σε δικό μου καράβι. Αυτό μην το ξεχνάς.
15 Η θεά της ευγονίας «ΜΟΝΟ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ, αγάπη και αμοιβαίες υποχωρήσεις διατηρείται μια φιλία. Πολλές φορές, χρειάζεται για τους φίλους μας να κάνουμε και κάποια θυσία», σκέφτηκε η Μυρτώ το βράδυ εκείνο, μόλις έμεινε μόνη, και η σκέψη αυτή την αναστάτωσε και της δημιούργησε ενοχές. «Δεν έπρεπε να είμαι τόσο αρνητική με τον Πάρη. Εκείνος είχε όλη τη διάθεση να με πάρει μαζί του στις καλύτερες παραστάσεις του καλοκαιριού, κι εγώ τον αποπήρα. Είναι τόσο καλός, που να πάρει η ευχή, ώστε ώρες ώρες με σκλαβώνει. Φέρεται τόσο άψογα, είναι τόσο ζεστός και φιλικός». Έτσι, την άλλη μέρα το μεσημέρι που της τηλεφώνησε εκείνος, απολογήθηκε για τη στάση της. – Κάθε φορά που φεύγει ο Νικολής, εγώ τα βλέπω όλα μαύρα. Συγχώρα με, Πάρη μου. Εσύ δε φταις σε τίποτα, είπε και αποφάσισε να ντυθεί και να στολιστεί για να πάει μαζί του στο Ηρώδειο. Η παράσταση ήταν εκπληκτική. Το κατάμεστο θέατρο σειόταν από τα χειροκροτήματα του κόσμου, που αποθέωνε τους σπουδαίους ηθοποιούς και το σκηνοθέτη Μίνω
Βολανάκη. Η Μυρτώ ενθουσιάστηκε. – Μπράβο, ήταν υπέροχα, είπε από καρδιάς. Πάρη, σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να ζήσω αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία. – Άλλη φορά να μ’ ακούς, της απάντησε εκείνος μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Φεύγοντας από το Ηρώδειο, στράφηκαν και κοίταξαν πίσω τους τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, με τα μεγαλειώδη, φωτισμένα μνημεία. – Θεέ μου, τι όμορφα που είναι! είπε η Μυρτώ. Ο Πάρης τη συνόδευσε για δείπνο στο εστιατόριο ακριβώς απέναντι, για να φάνε απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα. Με τα σχόλια για το καταπληκτικό περιβάλλον και την παράσταση, πέρασε η βραδιά και, πριν χωριστούν, ο Πάρης τής θύμισε πως είχαν να δουν και τη Μήδεια στην Επίδαυρο. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Εσύ είσαι ένας κοσμοπολίτης κι εγώ μια νησιωτοπούλα μεγαλωμένη σ’ ένα κλειστό περιβάλλον. Να φανταστείς πως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δεν είχα την τύχη μέχρι
σήμερα να το επισκεφτώ. Άκουσα πως ο δρόμος έχει πολλές στροφές, ανεβοκατεβαίνεις βουνά για να φτάσεις, κι εγώ, Πάρη μου, ζαλίζομαι με τις στροφές. Δεν τις μπορώ καθόλου. – Μα τι δουλειά έχουμε εμείς με τις στροφές; Εμείς θα πάμε με το σκάφος του πατέρα. Είναι ήδη δεμένο στη Ζέα και μας περιμένει για να σαλπάρουμε το πρωί. Η Μυρτώ ξαφνικά κόμπιασε. Έπειτα από μια στιγμιαία σιωπή, ρώτησε δειλά: – Θα είναι και οι γονείς σου; – Όχι, δεν έχουν έρθει ακόμα στην Ελλάδα. Θα είμαστε μόνοι μας με το πλήρωμα. Εκείνη τον κοίταξε διστακτικά. – Μη με παρεξηγήσεις, αλλά πολύ τολμηρό ακούγεται. Τι θα λένε οι άνθρωποι για εμένα; Ο άντρας μου λείπει κι εγώ πάω βόλτες με τον κουμπάρο; – Και λοιπόν; Πού το είδες το κακό; Τι είμαι εγώ; Κανένας άξεστος ή κανένας παλιάνθρωπος που θα εκμεταλλευτώ την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε εσύ και ο άντρας σου; Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε, Μυρτώ. Για να συμβεί κάτι αναμεταξύ μας, θα πρέπει να το θέλουμε και οι δύο.
– Εγώ σ’ το έχω ξαναπεί. Σε θεωρώ τον πιο δικό μου άνθρωπο και σ’ αγαπώ. Τώρα που έχασα και τους δύο γονείς μου, σε βλέπω παραπάνω από αδερφό μου. «Αυτό είναι το κακό», συλλογίστηκε ο Πάρης, αλλά έκρυψε τη σκέψη του με ένα χαμόγελο. – Για να τελειώνουμε με το θέμα αυτό. Δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Θέλω να ξεφύγεις από τις στενόμυαλες επαρχιώτικες αντιλήψεις. Είμαστε άνθρωποι προοδευτικοί και φιλελεύθεροι και οι δύο, και κοιτάμε μπροστά. Η νοοτροπία της κλειστής κοινωνίας του νησιού μάς αφήνει αδιάφορους. Να δεις που και ο Νικολής έχει την ίδια άποψη. Λίγο τον έχω συναναστραφεί, αλλά μου έδωσε την εντύπωση πως έχει ανοιχτό μυαλό. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Έχω άντρα λεβέντη, είπε με καμάρι και, όταν περασμένα μεσάνυχτα γύρισε στο σπίτι της, κάθισε να του γράψει για την παράσταση που είχε παρακολουθήσει στο Ηρώδειο. Ο Πάρης, που δεν την έβγαλε από το νου του τη νύχτα εκείνη, έστειλε νωρίς το πρωί μια λιμουζίνα να την πάρει από το σπίτι της και να την πάει στο σκάφος στη Ζέα. Η Μυρτώ που δεν ήταν μαθημένη σε πολυτέλειες, όταν ο οδηγός τής άνοιξε την πόρτα για να βγει και το πλήρωμα
στην πρύμη την υποδέχτηκε με υποκλίσεις, ένιωσε κάπως άβολα. Όχι πως δεν της άρεσε αυτή η υποδοχή, όμως για εκείνη, που ήταν απλή κοπέλα, της φάνηκε υπερβολική. – Πάρη, με κακομαθαίνεις, του είπε μόλις τον είδε στο σαλόνι, κι εκείνος την καλημέρισε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο και έδωσε εντολή στον καμαρότο να τακτοποιήσει την αποσκευή της στην καμπίνα της. – Ο καιρός είναι υπέροχος, σε δυόμισι ώρες θα είμαστε στην Επίδαυρο, εκτός αν θέλετε να σταματήσουμε σε κανένα νησί του Αργοσαρωνικού για μπάνιο, είπε ο καπετάνιος στον Πάρη, κι εκείνος κοίταξε τη Μυρτώ. – Τι λες, καλή μου; Η Μυρτώ δεν ήξερε τι να πει. Αμάθητη όπως ήταν, κάπως κόμπλαρε προς στιγμήν. – Δε λέω τίποτα. Αφήνω τη μοίρα μου στα χέρια σου σήμερα, απάντησε χαριτολογώντας, και ο Πάρης χαμογέλασε. – Αυτό είναι θαυμάσιο, καταπληκτικό. Να δεις που δε θα το μετανιώσεις. – Αν κρίνω από το χτεσινό βράδυ!
– Και πού είσαι ακόμα..., είπε εκείνος και την ίδια στιγμή, αλλάζοντας τόνο, έδωσε εντολή στον καπετάνιο να βάλει πλώρη για Αίγινα. Κάλεσε κι ένα ταξί να μας πάει στον αρχαίο ναό της Αφαίας, πρόσθεσε μετά και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στη Μυρτώ και συνέχισε: Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός με γοητεύει. Όταν επισκέπτομαι τα αρχαία ιερά, νιώθω δέος. Οι πρόγονοί μας διάλεξαν να τα χτίσουν στα ωραιότερα μέρη του τόπου μας. Έχω ξαναεπισκεφτεί αυτό το ναό στην Αίγινα πριν από χρόνια. Είναι χτισμένος στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού. Αξίζει να καλέσουμε και μια ξεναγό για να μας ξεναγήσει, κατέληξε, και όλα έγιναν όπως τα προγραμμάτισε, συνοδεύοντας τη φιλομαθή Μυρτώ στον αρχαίο ναό με πριβέ ξεναγό. – Αφαία ή Άφα θα πει «άφαντη», άρχισε να τους εξηγεί εκείνη. Η θεότητα αυτή, σύμφωνα με τη μυθολογία, ταυτίζεται με τη Δίκτυνα ή Βριτόμαρτη της Κρήτης. Ο βασιλιάς Μίνωας την ερωτεύτηκε και την κυνηγούσε, κι εκείνη, για να γλιτώσει, έπεσε στη θάλασσα. Οι ψαράδες που την έσωσαν τη μετέφεραν στην Αίγινα, μα μόλις βγήκε στη στεριά άρχισε να την κυνηγάει ένας από αυτούς. Τότε, πάνω στην απόγνωσή της, κατέφυγε στο ιερό άλσος της θεάς Άρτεμης και με τη βοήθειά της εξαφανίστηκε. Όταν οι Αιγινήτες έψαξαν να τη βρουν, αντί για εκείνη, βρήκαν ένα άγαλμα, κι έτσι την ονόμασαν Αφαία. Στη θέση αυτή ίδρυσαν ένα ιερό, όπου αργότερα χτίστηκε ναός. Το ιερό της Αφαίας
το αναφέρει και ο Παυσανίας και, πριν βρεθούν οι επιγραφές, το θεωρούσαν ιερό της Αθηνάς ή του Ηρακλή. Γι’ αυτό και από πολλούς ονομάζεται ναός της Αθηνάς Αφαίας. Όπως βλέπετε, είναι περίπτερος, δηλαδή έχει κολόνες γύρω γύρω, δωρικού ρυθμού, 12 στις μακριές πλευρές και 6 στις στενές. Ο χώρος του ιερού παρουσιάζει ίχνη λατρείας μιας γυναικείας θεότητας από την ύστερη ακόμα μυκηναϊκή περίοδο. Γύρω στο 1300 π.Χ., στη σπηλιά που, σύμφωνα με το μύθο, κρύφτηκε η Βριτόμαρτη όταν ήρθε στην Αίγινα, μετά τις ανασκαφές, βρέθηκαν ειδώλια προελληνικής θεότητας της ευγονίας. Η Μυρτώ, ακούγοντας αυτό το χαρακτηρισμό, ένιωσε κάπως περίεργα. – Ο ναός θεωρείται κορυφαία δημιουργία της αρχαϊκής αρχιτεκτονικής, συνέχισε η ξεναγός. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως αποτέλεσε το πρότυπο για τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, Ικτίνο και Καλλικράτη. Το μυαλό της Μυρτώς είχε κολλήσει στη θεότητα της ευγονίας. «Προφανώς, εδώ έρχονταν οι στείρες γυναίκες της αρχαιότητας, άφηναν το τάμα τους κι έκαναν παράκληση για να απολαύσουν τον πολυπόθητο καρπό της κοιλίας», σκέφτηκε και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πόσο οδυνηρό πράγματι είναι για μια γυναίκα να μην μπορεί να αποκτήσει παιδί και αυθόρμητα αναστέναξε.
Ο Πάρης, πλάι της, το αντιλήφθηκε και την κοίταξε ανήσυχος. – Τι έχεις, καλή μου; Τι έπαθες ξαφνικά; Μήπως σε κούρασε η ξενάγηση; Καμιά φορά, οι τόσες πληροφορίες γίνονται κουραστικές, της ψιθύρισε. Εκείνη χαμογέλασε. – Μην ανησυχείς. Μια χαρά τα λέει η ξεναγός. – Τότε τι έπαθες; – Τίποτα, τίποτα, θα σου πω μετά. Αυτή η επιμονή του Πάρη να ρωτάει τα πάντα και να παρακολουθεί ακόμα και τον αέρα που ανέπνεε η Μυρτώ, ήταν μία από τις συνήθειές του που πολύ συχνά την έφερναν σε δύσκολη θέση. Δεν ήταν άντρας της, κουμπάρος της ήταν, και δεν μπορούσε να μοιραστεί όλες τις σκέψεις της μαζί του. Υπήρχαν πράγματα που λέγονταν και άλλα που δε λέγονταν. Πώς να του ομολογούσε πως επιθυμούσε διακαώς να κάνει παιδί και αγωνιούσε μήπως και δεν τα κατάφερνε; Αν την κατέστρεψε εκείνος ο γιατρός; Η θύμηση της έκτρωσης που είχε κάνει την κατέτρυχε όλο και πιο συχνά τελευταία. «Μόνο όταν αξιωθώ να μείνω έγκυος και γεννήσω ένα γερό παιδί, μόνο τότε θα γλιτώσω από τις τύψεις που με βασανίζουν και την ιδέα που μου έχει καρφωθεί ότι μπορεί να έχω μείνει
στείρα», σκέφτηκε, τη στιγμή που η ξεναγός, αφού έκανε ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για να δροσίσει το λαρύγγι της με λίγο νερό, έλεγε σε πόσο καλή κατάσταση σωζόταν ο αρχαίος ναός. – Αυτός που βλέπουμε τώρα, χτίστηκε γύρω στο 500 με 490 π.Χ., μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε αυτό το πανέμορφο πευκόφυτο τοπίο με θέα την απέραντη γαλάζια θάλασσα. Σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει τόσο καθαρή ατμόσφαιρα. Όταν, όμως, η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, από εδώ φαίνεται ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, από τη μια, και ο Παρθενώνας, από την άλλη. Οι τρεις αυτοί αρχαίοι ναοί σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Μπορεί να το έχετε ακουστά. Είναι το περίφημο ιερό τρίγωνο της αρχαιότητας. Τότε οι ακροατές της την ευχαρίστησαν, και εκείνη, αφού πήρε την αμοιβή της, τους άφησε να απολαύσουν με την ησυχία τους το χώρο. – Λοιπόν, ακούω εντυπώσεις, είπε ο Πάρης στη Μυρτώ μόλις έμειναν μόνοι. Πώς σου φάνηκε η ιδέα μου; – Καταπληκτική. Άξιζε τον κόπο να έρθουμε. Σ’ ευχαριστώ πολύ. – Γιατί; – Θέλει και ρώτημα; Μου έδωσες την ευκαιρία να δω από
κοντά ένα τόσο σημαντικό μνημείο, που το γνώριζα μόνο από τα βιβλία. Από χτες μέχρι σήμερα έχω πλουτίσει τις γνώσεις μου κατά πολύ. – Όρεξη να ’χεις, κι εγώ είμαι έτοιμος να σου δείξω όλο τον κόσμο. – Κάτι τέτοια λες και με σκλαβώνεις. Ο Πάρης χαμογέλασε. ευχαριστημένος.
Έδειχνε
ξέγνοιαστος
και
Βαδίζοντας αργά, πλάι πλάι, απομακρύνθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο και κάθισαν σ’ ένα καφενεδάκι να πιουν ένα αναψυκτικό και να ξαποστάσουν. Τότε εκείνος βρήκε την ευκαιρία να την ευχαριστήσει με τη σειρά του. – Μαζί σου περνώ υπέροχα. Άλλωστε, το βλέπεις, το νιώθεις. Είσαι καλή παρέα, Μυρτώ. Με ηρεμείς. Με καμιά άλλη γυναίκα δεν έχω αισθανθεί έτσι. Σ’ το έχω ξαναπεί. Η Μυρτώ, ξεροκαταπίνοντας, πήγε να αλλάξει κουβέντα, γιατί φοβήθηκε τα χειρότερα. Κατά βάθος ήξερε πολύ καλά τι ένιωθε ο Πάρης για εκείνη, αλλά το κουκούλωνε. Το προσπερνούσε. Έπαιρνε αυτά που ήθελε: το ενδιαφέρον του, τη φροντίδα του, τη φιλία του. – Εμείς, πέρα από κουμπάροι, είμαστε φίλοι καρδιακοί,
τόνισε για να τον φέρει στα ίσια του. Εκείνος, μ’ ένα στοχαστικό βλέμμα, έκανε τότε το εξής σχόλιο: – Η φιλία, κάποιες φορές, γεννάει αισθήματα δυνατά όπως ο έρωτας. Η Μυρτώ χαμήλωσε τα μάτια και σφάλισε το στόμα της. – Η φιλία είναι έρωτας χωρίς σεξ, συμπλήρωσε ο Πάρης. Ευτυχώς, η σερβιτόρα τούς πλησίασε για να τους προσφέρει λουκούμι, και η Μυρτώ βιάστηκε να το καταπιεί, παροτρύνοντας και τον Πάρη να δοκιμάσει. Έτσι παρέκαμψε το σκόπελο. – Κάνει ζέστη, είπε μετά, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό της. – Ώρα για καμιά βουτιά, απάντησε εκείνος, και λίγο αργότερα κολυμπούσαν και οι δύο κοντά στην Αγία Μαρίνα, σ’ έναν όρμο κλειστό, προσβάσιμο μόνο από τη θάλασσα. Τα απόκρημνα βράχια που ορθώνονταν από πάνω τους είχαν μια γοητευτική αγριάδα. Αφού απόλαυσαν το μπάνιο τους, έφαγαν ένα γεύμα λιτό στο σκάφος και κίνησαν για την Επίδαυρο. Μια παγωμένη
σιωπή απλώθηκε τότε ανάμεσά τους, και η Μυρτώ άρχισε να δυσανασχετεί και να νιώθει άβολα. Για να κρύψει την αμηχανία της, το ’ριξε στη μελέτη του αρχαίου δράματος που θα έβλεπαν το βράδυ. Ο Πάρης, αντίκρυ της, ενώ άρχισε να λύνει σταυρόλεξα, γρήγορα τα βαρέθηκε και τα παράτησε. – Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Νιώθω πως είμαστε μαζί και χώρια, είπε, και η Μυρτώ ανασήκωσε τα μάτια από τη Μήδεια του Ευριπίδη, που την είχε βρει σ’ ένα τραπεζάκι στο κότερο, και τον κοίταξε σοβαρά. – Έχεις δίκιο. Κάτι δεν πάει καλά. Ο χώρος είναι μικρός, και αυτή η εγγύτητα μάς τη βαράει. – Αν ήμαστε εραστές, θα ήταν αλλιώς. – Ασφαλώς. Αυτό το είπαμε, το ξεκαθαρίσαμε και δεν υπάρχει κανένας λόγος να επανερχόμαστε στα ίδια. Μη με κάνεις να μετανιώσω που ήρθα μαζί σου. – Καλά, καλά, μη θυμώνεις. Μια κουβέντα είπα. Θέλεις να παίξουμε χαρτιά; – Να μια καλή ιδέα. Και βέβαια θέλω. Έτσι, αντί να
απολαύσουν
την
ωραία
διαδρομή
καθισμένοι στο κατάστρωμα, κάθισαν στο σαλόνι για κουμκάν. Ο Πάρης είχε ρέντα, ενώ η Μυρτώ δεν μπορούσε να κάνει ούτε τρίτη. – Μην τσατίζεσαι. Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, την πείραξε. – Βαρέθηκα. Δεν παίζεσαι με τίποτα, του απάντησε και, αφήνοντας την τράπουλα, έπιασε πάλι τη Μήδεια στα χέρια της. Πώς βρέθηκε αυτό το βιβλιαράκι εδώ; ζήτησε να της λύσει την απορία. – Το αγόρασα μαζί με τα εισιτήρια. – Έχεις ξαναδεί άλλη παράσταση της Μήδειας; – Όχι. Όμως ξέρω καλά περί τίνος πρόκειται. – Σε αυτή την τραγωδία ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον αιώνιο τύπο της γυναίκας που από τη μεγάλη αγάπη στον άντρα της, όταν τον βλέπει να την παραμερίζει και να την περιφρονεί, αποφασίζει να τον εκδικηθεί με το χειρότερο τρόπο. Γίνεται μανιακή και φόνισσα και σκοτώνει τα παιδιά της. – Η απόρριψη δεν καταπίνεται εύκολα από κανέναν, Μυρτώ. Κακά τα ψέματα, απάντησε ο Πάρης και από μέσα του έκανε διάφορες σκέψεις.
Σε λίγη ώρα το σκάφος έδεσε στο μικρό λιμάνι της Επιδαύρου, κι εκείνοι, μέχρι να μπανιαριστούν και να φρεσκαριστούν, έσπρωξαν το χρόνο έως το βραδάκι, που κίνησαν μ’ ένα ταξί για το αρχαίο θέατρο. Ο χώρος άφησε άναυδη τη Μυρτώ, η παράσταση ήταν καταπληκτική και η Ελένη Χατζηαργύρη, στο ρόλο της Μήδειας, ανεπανάληπτη. Δίκαια την αποθέωσαν με το χειροκρότημά τους 12.000 θεατές, Έλληνες και ξένοι. Η Μυρτώ, από τη χαρά της, αγκάλιασε ενθουσιασμένη τον Πάρη και τον ευχαρίστησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Επιστρέφοντας στο σκάφος, το πρώτο μέλημά της ήταν να γράψει και πάλι στον άντρα της για ό,τι είδε το βράδυ εκείνο, να του στείλει τους χαιρετισμούς και την αγάπη του κουμπάρου τους και να του ευχηθεί, όπως πάντα, «καλά ταξίδια». Κλείνοντας, θυμήθηκε να προσθέσει σε υστερόγραφο το απωθημένο της: «Μακάρι την εβδομάδα που περάσαμε στην Ολλανδία να σκαρώσαμε το πρώτο μας παιδί. Το θέλω σαν τρελή». Ο μήνας κύλησε και, απ’ ό,τι φάνηκε, ούτε η δεύτερη εβδομάδα του μέλιτος συνέπεσε με τις γόνιμες μέρες της Μυρτώς. Αυτή τη φορά κόντεψε να σκάσει από τη στενοχώρια της.
Ο Πάρης, επιστρέφοντας στην Αγγλία, σταθερός στη συνήθεια που είχε υιοθετήσει, της τηλεφωνούσε καθημερινά και από τη χροιά της φωνής της καταλάβαινε πως εκείνη δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση και ρωτούσε να μάθει τι τη βασάνιζε. Η Μυρτώ απέφευγε να του πει την αλήθεια, αλλά κάποιο βράδυ που οι τύψεις από την παλιά αμαρτία την έπνιξαν, του άνοιξε αυθόρμητα τα εσώψυχά της και, σαν να μιλούσε στον πνευματικό της, τα είπε όλα και στο τέλος ζήτησε τη βοήθειά του. – Θέλω να βρεις τον καλύτερο γυναικολόγο της Αγγλίας, Πάρη. Σε ξορκίζω. Μην πεις τίποτα σε κανέναν, όμως νομίζω πως με κατέστρεψε μια για πάντα εκείνος ο αλμπάνης. – Σώπα, βρε κορίτσι μου, μη φέρνεις τον κατακλυσμό. Νιόπαντρη είσαι ακόμα. Έτσι εύκολα πιάνονται τα παιδιά; Οι αδερφές μου, μέχρι να μείνουν έγκυες, ταξίδευαν μήνες μαζί με τους γαμπρούς μου, είπε αυθόρμητα και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Αλλά ήταν αργά για να πάρει την κουβέντα του πίσω. – Δηλαδή, τι θες να πεις; Θα έπρεπε να μπαρκάρω κι εγώ μαζί με τον Νικολή; – Μην είσαι τόσο βιαστική. Κάνε προς το παρόν υπομονή,
δε σε πήραν τα χρόνια. Έτσι πέρασαν οι εβδομάδες, οι μήνες, ο χρόνος, και ο Νικολής ξεμπάρκαρε κι έδωσε εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του δεύτερου. Περιχαρής αντάμωσε με τη γυναίκα του στο νησί. Εκείνη, από την πλευρά της, είχε ξεμπερδέψει με τις σπουδές της, και κατάφεραν επιτέλους, έπειτα από τόσο καιρό που ήταν παντρεμένοι, να περάσουν μια νέα περίοδο του μέλιτος, που αυτή τη φορά κράτησε δύο μήνες ολόκληρους και όχι μόνο μία εβδομάδα. Όμως, δυστυχώς, ο πελαργός δεν έλεγε να φανεί. Τότε την έζωσαν τη Μυρτώ τα μαύρα φίδια, και πριν μπαρκάρει ξανά ο άντρας της, επισκέφτηκαν μαζί τους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας. Ο Νικολής δεν είχε πρόβλημα κανένα, εκείνη, όμως, ό,τι φοβόταν έπαθε. Ο γιατρός την είχε κατακρεουργήσει. – Ακόμα κι έπειτα από λεπτές επεμβάσεις στις σάλπιγγες και τις ωοθήκες, οι πιθανότητες να μείνει έγκυος είναι μηδαμινές, εμπιστεύτηκαν οι γιατροί στον Νικολή, κι αυτός απέφυγε να πει της γυναίκας του τη μαύρη αλήθεια για να μην την απογοητεύσει. «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», σκέφτηκε και αναχώρησε με βαριά καρδιά για το νέο του
μπάρκο. Τότε η Μυρτώ, πάνω στην απελπισία της, πήρε τηλέφωνο τον Πάρη και τον παρακάλεσε για μία φορά ακόμα να της βρει τον καλύτερο γυναικολόγο της Αγγλίας. – Δεν εμπιστεύομαι κανέναν εδώ. Όλοι οι Έλληνες γιατροί μού απαντούν με μισόλογα, σαν να είμαι καμιά χαζή. Κάτι πολύ σοβαρό μού συμβαίνει. – Ησύχασε, καλή μου. Η επιστήμη, στις μέρες μας, κάνει θαύματα. – Ο άντρας μου λείπει, κι εγώ πρέπει ολομόναχη να αντιμετωπίσω ένα τόσο σοβαρό θέμα. – Δεν είσαι μόνη σου, Μυρτώ. Εγώ είμαι εδώ. Πόσες φορές θες να σ’ το πω; Έτσι ο Πάρης κίνησε γη και ουρανό και, αφού κανόνισε ραντεβού με τους κορυφαίους γυναικολόγους της Αγγλίας, κάλεσε τη Μυρτώ στο Λονδίνο. Μάλιστα, για να μη νιώσει εκείνη άβολα στο σπίτι του, της έκλεισε σουίτα σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και, μ’ ένα εφηβικό καρδιοχτύπι, πήγε να την παραλάβει από το αεροδρόμιο του Χίθροου. Όταν την είδε να τον πλησιάζει, ένιωσε όλο του το είναι να πάλλεται από ευφορία. Από τότε που τη γνώρισε, πάμπολλες
φορές την είχε καλέσει στο Λονδίνο, όμως εκείνη ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις του. Πάντα έβρισκε μια δικαιολογία και τον άφηνε ξεκρέμαστο. – Καλώς όρισες, Μυρτώ, είπε τη στιγμή που εκείνη έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό της κι έγειρε στον ώμο του. Είχες καλό ταξίδι; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, και καθώς βάδιζαν προς την έξοδο, τα βλέμματά τους αντάμωσαν και του είπε από καρδιάς: – Πάρη, σ’ ευχαριστώ. – Μα δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Δύο τηλεφωνήματα μόνο. – Το ότι βρίσκεσαι εδώ αυτή τη στιγμή είναι πολύ σπουδαίο. Η παρουσία σου μου εμπνέει ασφάλεια και σιγουριά. Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος. «Είμαι, που να πάρει η ευχή, και μου αξίζουν πολλά, όμως εσύ δεν το βλέπεις», είπε με το νου του και όλο ευγένεια της έδωσε το προβάδισμα στην έξοδο. Ο οδηγός του τους παρέλαβε από εκεί με το αυτοκίνητο και τους πήγε ίσια στο ξενοδοχείο. Ανεβαίνοντας στη σουίτα του έκτου ορόφου, η Μυρτώ θαμπώθηκε από την πολυτέλεια.
Εκτός από την κρεβατοκάμαρα με το υπέρδιπλο κρεβάτι, είχε και ένα σαλόνι πιο μεγάλο από του σπιτιού της, με θέα στο ποτάμι. Τα κόκκινα μπακαρά τριαντάφυλλα στα βάζα έδιναν όψη γιορτινή στο χώρο. – Πάρη, για το Θεό! αναφώνησε η Μυρτώ. Τι τις ήθελες τώρα αυτές τις υπερβολές; Εγώ δεν είμαι μαθημένη σε τέτοιες πολυτέλειες. Άλλωστε, τα οικονομικά μου δε μου τις επιτρέπουν. – Τις επιτρέπουν, όμως, τα δικά μου, Μυρτώ. Κι επειδή σε θεωρώ πολύ δικό μου άνθρωπο, έκανα ό,τι θα έκανα για τη γυναίκα μου. – Σ’ ευχαριστώ, όμως τι να σου πω τώρα, πως με στενοχωρείς; – Δε θέλω να το κουβεντιάσομε άλλο το θέμα, αρκετά. Από τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου στο Λονδίνο, είσαι φιλοξενούμενή μου και θα σε περιποιηθώ όπως νομίζω εγώ. Στους δύο κορυφαίους γυναικολόγους της Αγγλίας τη συνόδευσε σαν να ήταν άντρας της. Συγκλονισμένος, άκουσε μετά τις εξετάσεις πόσο σοβαρή ήταν η περίπτωσή της και η ψυχή του έγινε κουβάρι. «Κρίμα, μια τόσο ωραία γυναίκα, που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο πανέμορφα και γερά παιδιά, να μείνει στείρα», σκέφτηκε και κοίταξε να κάνει τα
αδύνατα δυνατά για να βρεθεί λύση, γι’ αυτό και κάλεσε ιατρικό συμβούλιο. Η Μυρτώ, όλες αυτές τις μέρες που πηγαινοερχόταν στους γιατρούς, ήταν ένα ψυχολογικό ράκος. – Μην κάνεις έτσι, γλυκιά μου. Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα. Η περίπτωσή σου είναι δύσκολη, όμως να δεις πως με την επέμβαση που πρότειναν οι γιατροί, όλα θα πάνε καλά, της έδινε κουράγιο εκείνος. – Αχ, Πάρη! Είσαι θησαυρός. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που σ’ έχω πλάι μου. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Τι θα έκανα χωρίς εσένα! Πρέπει να τα γράψω όλα στον Νικολή, να ξέρει πόσο μου συμπαραστέκεσαι σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής μου. Ο Πάρης, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο και ένα γαλήνιο βλέμμα, την κοίταξε στα μάτια. Η Μυρτώ, συγκινημένη, του έπιασε το χέρι κι έμειναν έτσι για λίγο, μεταβιβάζοντας ο ένας στον άλλο βαθιά και ειλικρινή συναισθήματα. Η γυναικολογική επέμβαση κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες, και ο Πάρης στην αίθουσα αναμονής κόντεψε να λιώσει από την αγωνία του. Την ίδια ώρα, ο άντρας της από το Βανκούβερ προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις ιατρικές
εξετάσεις της γυναίκας του. Για το χειρουργείο δεν του είχε αναφέρει τίποτα εκείνη στο γράμμα της, ώστε να μην τον αγχώσει. Από το γραφείο του Πάρη του έδωσαν κανονικό ραπόρτο, και ο Νικολής τον ζήτησε στο τηλέφωνο της κλινικής. Ο Πάρης ξαφνιάστηκε. Όταν άκουσε τη φωνή του κουμπάρου του από την άλλη άκρη της γραμμής, του ήρθε να τον στείλει στο διάολο. – Πάρη, εσύ; Δε σ’ ακούω καλά. Τι κάνει η Μυρτώ; Ανησυχώ. – Δεν υπάρχει τίποτα νεότερο. Για μία ακόμα εξέταση βρίσκεται εδώ. – Μπορώ να της μιλήσω; – Όχι βέβαια. Είναι με το γιατρό. Μόλις τελειώσει, θα σου στείλει τηλεγράφημα. – Σ’ ευχαριστώ για όλα, κουμπάρε. Να είσαι καλά. Μ’ έχεις καταϋποχρεώσει. – Ναι, ναι, για εσένα κάνω ό,τι κάνω, μονολόγησε ο Πάρης ειρωνικά, βάζοντας το ακουστικό στη θέση του και επιστρέφοντας στην αίθουσα αναμονής.
Τότε είδε το φορείο με τη Μυρτώ να βγαίνει από το χειρουργείο και να το πηγαίνουν οι νοσοκόμοι προς τα δωμάτια της πρώτης θέσης, οπότε έτρεξε ξοπίσω τους. Εκείνη μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη νάρκωση. Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της, αντίκρισε τον Πάρη μέσα στη θολούρα της, και στα πανιασμένα χείλη της ζωγραφίστηκε μια υποψία χαμόγελου. – Όλα τέλειωσαν. Όλα πήγαν καλά, της είπε εκείνος χαϊδεύοντας το ωχρό της πρόσωπο. – Σ’ ευχαριστώ πολύ, ψέλλισε η Μυρτώ με δυσκολία. Μια νοσοκόμα την τακτοποίησε στο κρεβάτι, της έβαλε ορό και με μια βρεγμένη γάζα δρόσισε τα χείλη της. Ο Πάρης, εκείνη την πρώτη μέρα της εγχείρησης, δεν το κούνησε ρούπι από το προσκεφάλι της. – Ούτε άντρας μου να ήσουν, Πάρη μου, του είπε το άλλο πρωί, όταν συνήλθε για τα καλά. Σε κούρασα πολύ. Θα σου είμαι ευγνώμων όσο ζω. Ο Θεός να σου ανταποδώσει το μεγάλο καλό που έκανες σ’ εμένα. Εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος. Ένιωθε να έρχεται όλο και πιο κοντά του η Μυρτώ, και αυτή η συναισθηματική προσέγγιση τον γέμιζε ικανοποίηση.
Κάποια στιγμή, αφού εκείνη έφαγε το νερόβραστο κοτόπουλο της κλινικής και ήπιε και το χυμό της, έριξε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό, μουντό και καταθλιπτικό. – Μήπως θέλει κάτι η κυρία; τη ρώτησε η αποκλειστική νοσοκόμα που καθόταν στην πολυθρόνα πλάι της. Και ο Πάρης, που έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση, στράφηκε και την κοίταξε απότομα. Τότε η Μυρτώ, αναστενάζοντας, είπε: – Να ’ξερε ο άντρας μου πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή! – Αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος. Ο ναυτικός μπορεί να ξενιτεύεται, όμως γλιτώνει και από τις σκοτούρες της οικογένειας, ξεστόμισε ο Πάρης, αλλά επειδή η Μυρτώ άλλαξε αμέσως ύφος, βιάστηκε να ομολογήσει ξεροκαταπίνοντας πως είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Νικολή. – Αλήθεια; είπε με απορία η Μυρτώ. Γιατί δε μου το είπες; – Ήσουν ακόμα στο χειρουργείο. – Με σκέφτεται. Έχει την έννοια μου. Δε φαντάζομαι να του είπες για την επέμβαση.
– Όχι βέβαια. Γιος καπετάνιου είμαι κι εγώ και ξέρω τον καημό... Δε θα έκανα ποτέ μια τέτοια γκάφα. – Μόλις γίνω καλά, θα πάω στο πρώτο λιμάνι όπου θα δέσει το καράβι του να τον ανταμώσω. Ο Πάρης ταράχτηκε και ξέσπασε σ’ έναν ξερόβηχα, όμως η Μυρτώ, απτόητη, συνέχισε: – Θα μπαρκάρω κι εγώ. Θα εγκατασταθώ στην καμπίνα του Νικολή και θα ταξιδέψω μαζί του όσο χρειαστεί, όπως έκαναν και οι αδερφές σου μέχρι να μείνουν έγκυες. Εσύ μου το είπες. Εκείνος δαγκώθηκε, του ήρθε να μουντζωθεί. – Εκείνο που προέχει τώρα είναι να γίνεις καλά. Να πάρεις εξιτήριο και να κοιτάξεις να αναλάβεις. Να βρεις τον εαυτό σου. Τα ενδιαφέροντά σου. Και όταν έρθει η ώρα, θα μείνεις και έγκυος. Δεν είναι ανάγκη να θαλασσοπνιγείς για να συλλάβεις. Κι αν μέχρι να το αντιληφθείς συμβεί κάτι και αποβάλεις; Έχεις κακό ιστορικό. Δεν είσαι σαν τις αδερφές μου. Από εδώ και πέρα δεν πρέπει να διακινδυνεύσεις. Ξέχνα τα ταξίδια. Η θάλασσα δεν αστειεύεται. – Και πώς θα μείνω έγκυος, με τον κρίνο; Μακάρι να είχε το θάρρος να της πει τη φράση που είχε
στο στόμα του. Όμως το’ξερε πως ήταν παντελώς ακατάλληλη στιγμή για να την ξεστομίσει, γι’ αυτό και την κατάπιε. Η Μυρτώ, μόλις συνήλθε, παρά την επιμονή του Πάρη, επέστρεψε στην Ελλάδα. Και αφού έκανε συστηματικά τη θεραπεία που της σύστησαν οι γιατροί, χωρίς δεύτερη σκέψη, την άνοιξη μπήκε στο αεροπλάνο και πέταξε στην αγκαλιά του Νικολή, που την περίμενε στη μακρινή Σιγκαπούρη. Με την άδεια του καπετάνιου, ταξίδεψε μαζί του τρεις μήνες. Τρεις μήνες στο καράβι, μέσα σε τόσους άντρες, δεν ήταν απλή υπόθεση. Η θέση της ήταν πολύ λεπτή κι έπρεπε να προσέχει. Να μην κυκλοφορεί σε όλους τους χώρους και να ντύνεται σεμνά. Τα λόγια της ήταν μετρημένα και οι κουβέντες περιορισμένες στον κύκλο των αξιωματικών, και αυτό μόνο την ώρα του φαγητού. Στο καράβι ανέβηκε με ένα σκοπό, και αυτόν βάλθηκε να φέρει σε πέρας μέσα στη μικρή καμπίνα του Νικολή. Ευτυχώς, η κουκέτα ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρέσει τον έρωτα των δύο συζύγων, που έπειτα από τρία χρόνια γάμου ένιωθαν ακόμα σαν νιόπαντροι, αφού άλλωστε δεν είχαν προλάβει να χορτάσουν το πάθος τους. Το καράβι, ανηφορίζοντας προς την Ιαπωνία, έδενε κάθε τόσο σε κάποιο λιμάνι της Άπω Ανατολής, ξεφόρτωνε το
φορτίο του, φόρτωνε καινούριο και συνέχιζε τη ρότα του. Φιλιππίνες, Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, όλα τα λιμάνια, μικρά ή μεγάλα, είχαν την ίδια όψη. Με τις μαούνες, τους γερανούς, τα φορτηγά αυτοκίνητα και τον ατέλειωτο μόχθο των εργατών, μελαψών, λευκών ή κίτρινων. Φτάνοντας στη Γιοκοχάμα, ο Νικολής πήρε άδεια από τον καπετάνιο να μείνει λίγο περισσότερο στη στεριά. Ήθελε να δείξει στη γυναίκα του τις παραδόσεις του τόπου που ήταν όνειρο ζωής για εκείνη, μετά τις ατέλειωτες αφηγήσεις του πατέρα της. Μ’ ένα ταξί πήγαν σε μια παραδοσιακή παγόδα, κι εκεί η Μυρτώ, από το λίγο που είδαν τα μάτια της, κατάλαβε πως η Ιαπωνία είναι το βασίλειο των αντρών. Οι δύο γκέισες που τους καλωσόρισαν με υπόκλιση στην είσοδο τους συνόδευσαν σ’ ένα σεπαρέ, πήραν τα πανωφόρια τους, τους έδωσαν σαγιονάρες και κιμονό, βοήθησαν μόνο τον Νικολή να φορέσει το δικό του και στη συνέχεια τους έβαλαν να καθίσουν σε μαξιλάρες. Σε μικρά ατομικά τραπεζάκια που τοποθέτησαν μπροστά τους σέρβιραν τα τοπικά εδέσματα – σουκιγιάκι, σούσι, τεμπούρα–, γέμισαν τα ποτήρια τους με σάκε, και από εκεί και πέρα άρχισαν τα ωραία. Η μία γκέισα, με ρυθμική κίνηση, γονάτισε μπροστά στον Νικολή και άρχισε να του εξηγεί τι ακριβώς ήταν το κάθε φαγητό, ενώ η άλλη, στη γωνιά, ούτε που στράφηκε να
κοιτάξει τη Μυρτώ. Όλη η ιεροτελεστία του δείπνου γινόταν, θαρρείς, αποκλειστικά για τον άντρα, ενώ τη γυναίκα την είχαν, στην κυριολεξία, παραμελημένη. Αφού τέλειωσε ο Νικολής το φαγητό του, εκείνες, όλο χαμόγελα, σήκωσαν τα πιάτα και στήθηκαν μπροστά του να τον διασκεδάσουν. Η μία άρχισε να παίζει ένα έγχορδο μουσικό όργανο και να τραγουδάει, ενώ η άλλη χόρευε αισθησιακά, ρίχνοντας λάγνες ματιές στον Νικολή που λοξοκοίταζε τη γυναίκα του και παραλίγο με το ύφος της να βάλει τα γέλια. – Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η γιαπωνέζικη φιλοξενία; τη ρώτησε όταν έφυγαν από την παγόδα. – Τώρα κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου αγαπούσε τόσο πολύ τη χώρα αυτή και είχε τόσα να μας πει, απάντησε η Μυρτώ, ανταποδίδοντας στον άντρα της το πονηρό βλέμμα. Το καράβι, μετά την Ιαπωνία, έβαλε πλώρη για την άλλη μεριά του Ειρηνικού, το Βανκούβερ του Καναδά, με ενδιάμεσο σταθμό στα νησιά της Χαβάης. Μέρες είχαν να δουν στεριά, και όσο ο Νικολής έκανε τη βάρδια του στη γέφυρα, η Μυρτώ στην καμπίνα ή διάβαζε ξανά και ξανά την ποιητική συλλογή Μαραμπού του Νίκου Καββαδία, που μιλούσε στην ψυχή κάθε ναυτικού, ή ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Πριν φύγει από το σπίτι της, είχε φροντίσει να πάρει μαζί της μια βαλίτσα
βιβλία. – Οι ατέλειωτες μέρες στη θάλασσα δεν περνούν χωρίς βιβλίο, της είχε πει ο άντρας της, πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να ταξιδέψει μαζί του. Όταν κουράζονταν τα μάτια της από το διάβασμα, καθόταν μπροστά στο φινιστρίνι και, ατενίζοντας τον απέραντο ωκεανό, έπλαθε όνειρα για το παιδί που λαχταρούσε να αποκτήσει. Δυστυχώς, όμως, μήνα το μήνα, τα όνειρα αυτά αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να τα ξεχάσει, καθώς, παρά τις προσπάθειες, δεν έβλεπε φως. Τότε την έπιανε μελαγχολία και ο Νικολής προσπαθούσε να βρει λόγια για να τη συνεφέρει. – Η ζωή είναι ωραία. Μακάρι να έχουμε την υγειά μας και την αγάπη μας και να πορευτούμε παρέα μέχρι τα βαθιά μας γεράματα. – Ένα παιδί θα ολοκλήρωνε την ευτυχία μας, ψέλλισε με παράπονο η Μυρτώ μια τέτοια στιγμή. – Δίκιο έχεις. Αν, όμως, δεν έρθει, δε θα πεθάνουμε κιόλας, δε θα καταστραφεί η ζωή μας. Υπάρχουν τόσα ορφανά παιδάκια στον κόσμο που περιμένουν μια ζεστή αγκαλιά, γονείς να τα μεγαλώσουν με αγάπη και στοργή. Ρώτα κι εμένα που μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο, είπε ο
Νικολής, και η ζεστή φωνή του έσταξε βάλσαμο στην ψυχή της.
16 Η Ροδάνθη – ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΜΗ ΝΙΩΘΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ, είναι καλύτερα να νιώθεις κάτι, είτε αυτό είναι ευχάριστο είτε δυσάρεστο, απάντησε ο ψυχολόγος στον Πάρη, όταν του εμπιστεύτηκε το μεγάλο του καημό για τη Μυρτώ. Η τρίμηνη απουσία της ήταν μαχαιριά στην καρδιά του. Είχε χάσει τον ύπνο του και κόντευε να τρελαθεί. «Δεν τη θέλω τέτοια ζωή», έφτασε να σκέφτεται. Μπορεί να ζούσαν μακριά, όμως άλλοτε επικοινωνούσαν καθημερινά, κάτι που ήταν αδύνατο να γίνει πια όσο εκείνη ταξίδευε με τον άντρα της. – Αργά ή γρήγορα θα τον βγάλω από τη μέση. Ποιος είναι αυτός ο τυχάρπαστος, ο άσημος, ο άσχετος, μπροστά σ’ εμένα; έλεγε στον ψυχολόγο του, κι εκείνος ήρεμα και σοβαρά, με λογικά επιχειρήματα, προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά και να τον κάνει να δει καθαρά πως ο άντρας της αγαπημένης του Μυρτώς δεν του έφταιγε σε τίποτα και κακώς, πολύ κακώς τα έβαζε μαζί του. – Το λάθος είναι δικό σου. Για φαντάσου να ορεγόταν κάποιος τη γυναίκα σου και να τη διεκδικούσε, όπως κάνεις
τώρα εσύ. Θα σου άρεσε; Όχι βέβαια, γι’ αυτό ποτέ μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν. Ο Πάρης συνοφρυώθηκε. – Σε ψυχολόγο ήρθα ή σε παπά; ξεστόμισε φουρκισμένος και τα μάτια του πέταξαν σπίθες. – Μην προσπαθείς να με φέρεις στα νερά σου. Μην περιμένεις να πάρεις από εμένα την απάντηση που σε βολεύει. Εγώ είμαι παρατηρητής, και η δουλειά μου είναι να σου πω τα πράγματα με το όνομά τους και να σε κάνω να ανοίξεις τα μάτια σου και να δεις την αλήθεια. Και για να έρθουμε και πάλι στο διά ταύτα. Άδικα αναλώνεσαι με την κουμπάρα σου. Κάνε πέρα. Η γυναίκα αγαπάει τον άντρα της. – Αυτός τα φταίει όλα. Αν δεν ήταν αυτός, θα την είχα δικιά μου. Αυτός μου στερεί την ευτυχία μου! Τον μισώ! φώναξε ο Πάρης υστερικά, και ο ψυχολόγος τον είδε σε μεγάλη ένταση, γι’ αυτό αμίλητος τον άφησε να πει ό,τι του κατέβαινε στο νου για να ξεσπάσει. Όταν ο χρόνος της επίσκεψης κόντευε να συμπληρωθεί, μόνο τότε τον διέκοψε. – Θα τα πούμε στην επόμενη συνεδρία. Το μόνο που θέλω από εσένα είναι να σκεφτείς με την ησυχία σου όσα κουβεντιάσαμε σήμερα. Έστω για μία φορά, προσπάθησε να
βάλεις στην άκρη το εγώ σου, και τότε θα δεις τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Όλοι έχουμε την αξία μας. Μεγάλη ή μικρή, δεν έχει σημασία. Βέβαια, είναι δικαίωμά σου να θεωρείς τον εαυτό σου σπουδαίο. Άσε, όμως, να σ’ το πουν οι άλλοι. Ο Πάρης, έτσι βαλαντωμένος που ήταν, αποχαιρέτησε τυπικά το γιατρό και, μόλις βγήκε στο δρόμο και τον φύσηξε ο αέρας, πήγε ολοταχώς στα γνωστά λημέρια του αγοραίου έρωτα και επιδόθηκε σε ολονύχτια ερωτικά παιχνίδια για να ξεδώσει. Μεσημέριασε μέχρι να πάει στο γραφείο του την άλλη μέρα, και η πρώτη του δουλειά ήταν να επικοινωνήσει με το καράβι με το οποίο ταξίδευε η γυναίκα που ποθούσε. Μίλησε με τον καπετάνιο και, αφού συζήτησαν κάποιες λεπτομέρειες για το φορτίο, δε δίστασε να ζητήσει στο ραδιοτηλέφωνο την κυρία Μυρτώ Μαρκάκη. – Ο άντρας της είναι εδώ πλάι μου, απάντησε ο καπετάνιος, δίνοντας βιαστικά το ακουστικό στον Νικολή. – Τι γίνεται, κουμπάρε; Πώς πάνε τα κέφια; Πολύ χαίρομαι που σ’ ακούω. «Εγώ να δεις», είπε από μέσα του ο Πάρης και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
– Δε μου λες; Τι κάνει η γυναίκα σου εκεί τόσο καιρό; Δεν έπηξε ακόμα; – Η καρδούλα της το ξέρει. Πάντως εγώ τη βλέπω μια χαρά. Το έχει ρίξει στο διάβασμα. «Και στις αγκαλιές!» σκέφτηκε ο Πάρης και φούντωσε ολόκληρος. – Πες της να ετοιμάζεται. Καιρός είναι να τη σκατζάρει κάποια άλλη κυρία. Έχουν κι άλλοι αξιωματικοί ψυχή, δήλωσε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Του Νικολή του κακοφάνηκε, αλλά δεν το έδειξε μπροστά στον καπετάνιο. – Μπορείς να μου πεις τι μύγα τσίμπησε ξαφνικά τον κουμπάρο μας; ρώτησε αργότερα τη γυναίκα του. – Γιατί; Τι έγινε; – Σε ζήτησε στο ραδιοτηλέφωνο. – Εμένα; Τι να με κάνει; – Θέλει να κατέβεις στο πρώτο λιμάνι. Η Μυρτώ έμεινε κόκαλο.
– Και γιατί, παρακαλώ; Δεν ξέρει πως ήρθα για σκοπό ιερό; Αυτή τη στιγμή δε με δένει τίποτα με τη στεριά. Δεν πάω πουθενά! είπε στον άντρα της, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της, κι εκείνος χαμογέλασε με πίκρα. – Ευσεβείς πόθοι! Ακόμα και δικό μας να ήταν το καράβι, δε θα μπορούσες να ταξίδευες ες αεί μαζί μου, Μυρτώ. Πάψε να σκέφτεσαι σαν κακομαθημένο παιδί. Για να μιλήσει έτσι ο κουμπάρος, σίγουρα ο καπετάνιος θα του διαβίβασε κάποια παράπονα από τους άλλους αξιωματικούς. Άλλωστε, το είπε καθαρά. «Έχουν κι άλλοι ψυχή». Η Μυρτώ πολλά έβαλε με το νου της, αλλά απέφυγε να τα κουβεντιάσει με τον Νικολή. – Πόσες γυναίκες αξιωματικών μπορούν να ταξιδεύουν συγχρόνως στο ίδιο καράβι; τον ρώτησε για να λύσει την απορία της. – Απ’ ό,τι ξέρω, μία ή, το πολύ, δύο. Βέβαια, την τελική απόφαση την έχει ο καπετάνιος, σε συνεννόηση με τον πλοιοκτήτη. Η Μυρτώ κατσούφιασε. «Μπράβο, κουμπάρε, κατά πάσα πιθανότητα έβαλες το δαχτυλάκι σου για να με βγάλεις μια ώρα αρχύτερα στη στεριά», είπε από μέσα της και αναψοκοκκίνισε. Ο θυμός της ήταν μεγάλος. Ξαφνικά ξέχασε
όλα τα καλά που είχε κάνει ο Πάρης για εκείνη, κι έτσι και τον έβλεπε μπροστά της θα του ’στηνε καβγά τρικούβερτο. Στη Σιγκαπούρη, όπου είχε επιβιβαστεί στο πλοίο με τόσα όνειρα και ελπίδες, αποβιβάστηκε έπειτα από τρεις μήνες με βαριά καρδιά και με τσακισμένα τα φτερά. Στη διάρκεια της πολύωρης πτήσης με το αεροπλάνο της Ολυμπιακής προς Αθήνα, ο νους της στριφογύριζε στο μεγάλο της πρόβλημα. Ελπίζοντας πως η τελευταία βραδιά που κοιμήθηκε με τον άντρα της ήταν και η τυχερή, μάζεψε τα μυαλά της και, φτάνοντας ξημερώματα στην Αθήνα, πήγε ίσια στο σπίτι της στο Πασαλιμάνι. Η σκόνη και η μυρωδιά της κλεισούρας ήταν ανυπόφορες, όμως δεν είχε το κουράγιο, έπειτα από τόσες ώρες ταξίδι, να ασχοληθεί και με την καθαριότητα. Το μόνο που έκανε ήταν να ανοίξει τα παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας, και κατάκοπη έπεσε να κοιμηθεί. Με την αλλαγή της ώρας από τόπο σε τόπο, το βιολογικό της ρολόι είχε απορυθμιστεί και τα μάτια της έτσουζαν και ήταν κατακόκκινα. Από την υπερένταση, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι, δε βολευόταν πουθενά. «Θεέ μου, δώσε μου λίγο ύπνο, σε παρακαλώ», ευχήθηκε, και αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που σκέφτηκε να πάρει κάποιο ηρεμιστικό.
Τότε θυμήθηκε πως η συχωρεμένη η μάνα της έπαιρνε κάπου κάπου κάτι φυτικά χαπάκια με βαλεριάνα για να κοιμάται και, ψαχουλεύοντας στο ντουλάπι του μπάνιου, τα βρήκε. Για να είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα, κατάπιε δύο μαζεμένα και –ω του θαύματος!– χαλάρωσε και κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε το απόγευμα για να πάρει το πλοίο για το νησί, αλλά τα μεσάνυχτα από το τηλέφωνο που κουδούνιζε ασταμάτητα. Έσυρε τα βήματά της μέχρι το χολ. – Ναι, ποιος είναι; ρώτησε νυσταγμένα. – Τι έχεις, κορίτσι μου, είσαι καλά; Κοντεύω να τρελαθώ, από το πρωί σε παίρνω. – Πάρη, εσύ; – Εγώ. Έχω ανησυχήσει πολύ. Έρχομαι αμέσως. – Πού; Εδώ; Τρελάθηκες; Κοιμάμαι, είμαι ψόφια. Καλά, εσύ δεν είσαι στην Αγγλία; – Όχι, βρίσκομαι στην Ελλάδα. Έχω μεγάλα σχέδια, θα σου πω. – Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Άσε με να κοιμηθώ. Θα τα πούμε άλλη στιγμή, είπε και, κλείνοντας απότομα το
ακουστικό, πήγε να συνεχίσει τον ύπνο της, αλλά δεν τα κατάφερε. «Αϊ στο καλό. Με τάραξε μες στον ύπνο μου», σκέφτηκε φουρκισμένη και, αφού χασμουρήθηκε δυο τρεις φορές απανωτά, τεντώθηκε και ξύπνησε για τα καλά. «Έχει αποθρασυνθεί τελείως. Δεν υπολογίζει τίποτα. Τι θα κάνω εγώ τώρα μέχρι να ξημερώσει; Θα ’θελε εκείνος να τον ενοχλήσω ενώ κοιμάται; Ανησύχησε. Άκου ανησύχησε! Μ’ έφερε άρον άρον στην Αθήνα και θέλει να κάνει κι ό,τι γουστάρει; Ας τολμήσει να περάσει από εδώ και θα του σούρω τα εξ αμάξης. Καιρός είναι πλέον να του μιλήσω έξω από τα δόντια. Αρκετά. Για ποια με πέρασε; Επειδή ο άντρας μου βρίσκεται στη δούλεψή του, θαρρεί πως μπορεί να μας έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε; Ας γίνει καπετάνιος ο Νικολής, και μετά να δούμε ποιος θα μπορεί να του μιλήσει γιατί έφερε τη γυναίκα του στο πλοίο». Με αυτές τις σκέψεις πέρασε τη νύχτα και πρωί πρωί, αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο, κατέβηκε να πάει μέχρι την πλατεία να αγοράσει κάτι για φαγητό, γιατί τα ντουλάπια της ήταν άδεια. Μόλις το ασανσέρ σταμάτησε στο ισόγειο, την πόρτα την άνοιξε ο Πάρης, φορτωμένος με κρουασάν, χυμούς, φρούτα, μαρμελάδες και όλα τα σχετικά για ένα καλό πρωινό, και η Μυρτώ έμεινε κάγκελο. Ξαφνιασμένη, τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, ενώ εκείνος την καλημέρισε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
– Καλώς όρισες, της είπε μετά, σκύβοντας να τη φιλήσει στο μάγουλο, και οι δύο μαζί ανέβηκαν στο σπίτι της. Μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, το κλίμα έγινε βαρύ κι ασήκωτο. Αμίλητοι μπήκαν στην αραχνιασμένη κουζίνα να φτιάξουν έναν καφέ, και ο Πάρης με νευρικές κινήσεις ξεσκόνισε το τραπέζι και άπλωσε τις σακούλες με τα καλούδια. – Εδώ μέσα είναι παντελώς αφιλόξενα, είπε μετά, προφανώς για να πει κάτι, κι εκείνη, που ήταν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, τον κοίταξε αγριεμένη. – Τι περίμενες, δηλαδή, έπειτα από τόσους μήνες που λείπω; Εγώ δεν έχω την άνεση σαν κι εσένα να στείλω τους υπηρέτες μου να μου ετοιμάσουν το σπίτι. Εγώ είμαι μια απλή θνητή, ενώ εσύ είσαι βασιλικότερος του βασιλέως. Άσε με να ζήσω στον κόσμο μου κι εσύ μείνε στο δικό σου. – Αν ήθελες, θα μπορούσα να σε κάνω βασίλισσα, όμως εσύ... – Εγώ αγαπώ τον άντρα μου και θα τον περιμένω σαν τη πιστή Πηνελόπη. Πάρ’ το απόφαση. Δεν τον αλλάζω με κανέναν. Πόσες φορές θες να σ’ το πω για να το καταλάβεις; – Μη θυμώνεις. Δεν ήρθα εδώ για να τσακωθούμε. Εγώ τρέφω τα καλύτερα αισθήματα για εσένα. Ήρθα να σου πω
πόσο πολύ μου έλειψες αυτούς τους μήνες που ταξίδευες. – Γι’ αυτό έδωσες εντολή να κατέβω στο πρώτο λιμάνι; Εσύ είσαι που μ’ αγαπάς και θέλεις το καλό μου; Μόνο τον εαυτό σου αγαπάς, Πάρη. Δε θα πάθαινες τίποτε αν με άφηνες λίγο ακόμα στο καράβι, μέχρι να έμενα έγκυος. Τότε ο Πάρης απότομα σοβάρεψε και την κοίταξε κατάματα. – Επιτέλους, Μυρτώ, θεωρώ χρέος μου να σου πω την αλήθεια, για να πάψεις να βασανίζεσαι. Το τρένο της μητρότητας, καθώς δείχνουν τα πράγματα, το έχεις χάσει μια για πάντα. Ακόμα και μετά την επέμβαση, οι γιατροί έδωσαν ελάχιστες πιθανότητες. Μην τα βάζεις, λοιπόν, μαζί μου. Τι θα ’θελες να κάνω; Να σε αφήσω να ταξιδεύεις με τον άντρα σου περιμένοντας ένα θαύμα; Στο μεταξύ έγιναν παράπονα κι από το πλήρωμα για άνιση μεταχείριση. Η εταιρεία μας, για να πάει μπροστά, πρέπει όλοι να δουλεύουν με κέφι και μεράκι. Αν είναι δυσαρεστημένοι, δεν αποδίδουν όπως πρέπει και οι επιπτώσεις βαραίνουν τον καπετάνιο και, προπαντός, τον πλοιοκτήτη. Η Μυρτώ πάγωσε. Ενώ ενδόμυχα γνώριζε την αλήθεια, εντούτοις δεν ήθελε να την αποδεχτεί. – Θα το πάρω απόφαση. Πού θα πάει; ψέλλισε αργά. Κι
από εκεί που ήθελε να βρίσει τον Πάρη, ξαφνικά βούρκωσε και του ζήτησε να τη συγχωρέσει. Έγινα αφόρητη με τη συμπεριφορά μου. Όλα μού φταίνε. Παντού βλέπω εχθρούς. Και ο μόνος εχθρός μου είναι ο εαυτός μου. Εγώ τα έκανα όλα... – Μην επανέρχεσαι στα ίδια, Μυρτώ. Αρκετά. Φτάνει πια. Η ευτυχία στη ζωή δεν εξαρτάται από ένα παιδί. – Κι όμως, να ’ξερες πόσο πολύ το ήθελα! είπε τότε εκείνη και ξέσπασε σ’ ένα βουβό κλάμα. Όσο ο Πάρης προσπαθούσε να την παρηγορήσει, άθελά του την έκανε να νιώθει χειρότερα. Πολλές φορές, τα λόγια της παρηγοριάς, αντί να κατευνάσουν τα πνεύματα, λειτουργούν αντίθετα. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά. – Τι φταις εσύ, κορίτσι μου; Ήταν της μοίρας γραφτό. – Τη μοίρα μου την έγραψα μόνη μου. Έβαλα τα χέρια μου κι έβγαλα τα μάτια μου! Καλά να πάθω! Ο Θεός με τιμώρησε! φώναξε υστερικά, και ο Πάρης κούνησε το κεφάλι. – Είναι αλήθεια πως η ευθύνη για ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή βαραίνει ως επί το πλείστον εμάς. – Αυτό σου λέω κι εγώ τόση ώρα, κι εσύ προσπαθείς να μου γλυκάνεις το χάπι, είπε η Μυρτώ. Λοξοκοιτάζοντας τον
Πάρη, που έπινε αργά αργά τον καφέ του, ένιωσε τύψεις. Γι’ αυτό πρόσθεσε: Σ’ έπρηξα πια με τα δικά μου. Κι εσύ είσαι άνθρωπος κι έχεις προβλήματα, όμως... Κόβοντας απότομα τη φράση της στη μέση, τον ρώτησε: Αλήθεια, πώς βρέθηκες στην Αθήνα τέτοια εποχή; Αποκλείεται να άφησες τη δουλειά σου για εμένα. Αυτό πάει πολύ... Ο Πάρης χαμογέλασε. – Όχι βέβαια. Αποφάσισα να μεταφέρω τα γραφεία μου στον Πειραιά. Η έδρα της εταιρείας μας θα παραμείνει στην Αγγλία, οπότε θα το έχω δίπορτο. Σκέφτομαι να αγοράσω κι ένα σπίτι στην Εκάλη. Καθώς καταλαβαίνεις, έχω δουλειές με φούντες. – Εύχομαι όλα να σου πάνε καλά. Κι επειδή σ’ αγαπώ, θα χαρώ ιδιαίτερα, να το ξέρεις, αν μάθω πως βρήκες και την κατάλληλη γυναίκα για να παντρευτείς. – Κάτι παίζει τελευταία, απάντησε τότε αυθόρμητα ο Πάρης. Η Μυρτώ δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο και γι’ αυτό τον κοίταξε με απορία. – Αλήθεια; Δεν το πιστεύω... – Να το πιστέψεις.
– Δηλαδή, βρήκες το άλλο σου μισό; – Είναι νωρίς ακόμα για να ξέρω, όμως έχει όλες τις προϋποθέσεις. – Δόξα τω Θεώ. – Ντρέπομαι που το λέω, αλλά έπειτα από τόσα προξενιά που με άφησαν αδιάφορο, το τελευταίο, με την κόρη του Βρετόπουλου, του μεγαλοεφοπλιστή, μου κάθισε καλά. – Πώς τη λένε την κοπελιά; – Ροδάνθη, και είναι τόσο πρόσχαρη, τόσο αυθόρμητη και τόσο απλή, που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα. Το βλέμμα της είναι πεντακάθαρο σαν το δικό σου. Έχετε πολλά κοινά. Εσύ είσαι δασκάλα για παιδιά του δημοτικού κι εκείνη παιδαγωγός για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μέχρι στιγμής προσφέρει τις υπηρεσίες της δωρεάν. Η Μυρτώ τον αγκάλιασε μ’ ένα ζεστό βλέμμα και του έδωσε τις καλύτερες ευχές της, ενώ από μέσα της ένιωσε κάπως περίεργα. Κάτι ήταν αυτό που της κακοφάνηκε, αλλά προσπάθησε να μη δώσει σημασία. Αφού τα συναισθήματά της ήταν ξεκάθαρα, έπρεπε να χαρεί ολόψυχα για τον Πάρη και όχι να προσποιηθεί τη χαρούμενη. – Είχες σπουδαία νέα να μου πεις, γι’ αυτό ήρθες πρωί
πρωί, σχολίασε, κι εκείνος χαμογέλασε. – Ήθελα να τα μάθεις πρώτη. – Καλά έκανες, Πάρη μου, και λυπάμαι ειλικρινά που δε με βρήκες στις καλές μου. – Σκέφτομαι να σε καλέσω σε δείπνο στο κλαμπ της Εκάλης για να σου γνωρίσω τη Ροδάνθη. – Πολύ ευχαρίστως, όμως εγώ το απόγευμα θα φύγω για το νησί. Δεν πειράζει. Άσ’ το για μια άλλη φορά. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να χαθούμε, αφού θα μετοικήσεις και στην Ελλάδα. – Γιατί θα φύγεις τόσο γρήγορα για το νησί; – Δεν έχει κανένα νόημα να μείνω πλέον εδώ. Καλύτερα να πάω εκεί όπου είναι οι ρίζες μου και να κοιτάξω να στρώσω τη ζωή μου. Ο Πάρης δεν προσπάθησε να τη μεταπείσει, όπως θα έκανε άλλες φορές. – Στο καλό να πας, της είπε γλυκά και μ’ ένα φιλί στο μάγουλο την αποχαιρέτησε κι έφυγε. Μόλις η Μυρτώ έμεινε μόνη, περιέφερε το βλέμμα της
ολόγυρα στο άδειο σπίτι, έχοντας την αίσθηση πως θα έπεφταν οι τοίχοι και θα την πλάκωναν. Με νευρικές κινήσεις άρχισε να αδειάζει τις ντουλάπες της σε δύο βαλίτσες, ενώ το μυαλό της ήταν κολλημένο στον Πάρη. Από τότε που τον γνώρισε, η σχέση τους πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Στην αρχή τον μίσησε που είχε το θράσος να της κολλήσει στα ίσια, ενώ γνώριζε πως ήταν αρραβωνιασμένη, στη συνέχεια τον αποδέχτηκε για τα θετικά του στοιχεία και στο τέλος τον συνήθισε στη σκιά της, με όλα τα θετικά του και τα αρνητικά του. Ο γάμος του με τη Ροδάνθη θα άλλαζε τη μεταξύ τους σχέση, σκέφτηκε και αναστέναξε. «Αχ, Πάρη!» είπε από μέσα της και τα ’βαλε πάλι με τον εαυτό της. «Είσαι και πολύ εγωίστρια, κυρία Μυρτώ. Τα θέλεις όλα δικά σου. Και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο. Ο Πάρης έχει δικαίωμα να φτιάξει τη ζωή του. Ευτυχώς που βρέθηκε αυτή η Ροδάνθη για να ξεκολλήσει από εσένα, που βάλθηκες σώνει και καλά να τον έχεις φίλο σου καρδιακό. Να τον βλέπεις σαν αδερφό, γιατί έτσι σε βόλευε. Σαν να μην ήξερες, εσύ που διάβασες τόσα βιβλία, πως είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει αγνή φιλία ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα. Μπορεί να υπάρξει πάθος, μίσος, λατρεία, αγάπη, αλλά ποτέ φιλία, λένε αυτοί που ξέρουν. Ο άντρας σου έλειπε κι εσύ σκότωνες τη μοναξιά σου με την τηλεφωνική παρέα του Πάρη. Το ενδιαφέρον του σου ανέβαζε το ηθικό, σε κολάκευε. Κακά τα ψέματα». Η αυτοκριτική της συνοδεύτηκε από τύψεις που την ταλαιπώρησαν σε όλο το ταξίδι της μέχρι το νησί.
Φτάνοντας στο πατρικό της το χάραμα, αποφάσισε να γυρίσει σελίδα και να κοιτάξει μπροστά. Ήταν μια σύζυγος ναυτικού σαν τις πιο πολλές γυναίκες του νησιού. Αφού δεν είχε δικά της παιδιά και οι ελπίδες για να αποκτήσει είχαν σχεδόν σβήσει, σκέφτηκε να αγκαλιάσει τα παιδιά της γειτονιάς της και να τους μάθει τα πρώτα τους γράμματα, όπως έκανε πριν από χρόνια η μητέρα της. Το οικόπεδο όπου ήταν χτισμένο το σπίτι της ήταν αρκετά μεγάλο. Δίπλα στο κιόσκι με την κληματαριά, όπου συνήθιζαν να παίρνουν τον καφέ τους τα καλοκαιρινά πρωινά, έστησε ένα λυόμενο ξύλινο σπιτάκι κι εκεί, με ιδιαίτερη χαρά, άρχισε να δίνει τα φώτα της στα γειτονόπουλα. Ανάμεσα στα δέντρα του κήπου έστησε και μια μικρή παιδική χαρά, με κούνια, τραμπάλα και τσουλήθρα, και όταν τέλειωναν το μάθημα της ανάγνωσης και της γραφής, έβγαζε τα παιδιά στον κήπο για να παίξουν μέχρι να έρθουν οι μητέρες τους να τα πάρουν. Η δημιουργική αυτή απασχόληση έδωσε άλλο νόημα στη ζωή της. Οι χαρούμενες παιδικές φωνές ζέσταιναν την ψυχή της κι έκαναν το μεγάλο πρόβλημα που την ταλάνιζε τόσο καιρό να γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο μικρό. Εκείνο το καλοκαίρι που ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα παιδιά της γειτονιάς της, μπήκαν οι βάσεις για τη μελλοντική πορεία της. Η φήμη της πέρασε από στόμα σε στόμα και οι μικροί της μαθητές, από τρεις που ήταν στην αρχή, γρήγορα έγιναν δεκατρείς, και μόνη της δεν μπορούσε πλέον να τα
βγάλει πέρα μαζί τους. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να πάρει μια βοηθό νηπιαγωγό, και τότε η ερασιτεχνική της απασχόληση μετατράπηκε σε επαγγελματική. Το λυόμενο στην αυλή δεν ήταν πλέον κατάλληλο, γι’ αυτό και αναζήτησε νέο χώρο. Ξοδεύοντας ένα σημαντικό ποσό από τα χρήματα που της άφησε ο πατέρας της, δημιούργησε ένα πρότυπο νηπιαγωγείο, το οποίο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα προεκτάθηκε και σε δημοτικό σχολείο. Ο άντρας της, πότε από κοντά και πότε από μακριά, μάθαινε για την πρόοδό της και χαιρόταν διπλά. – Είσαι σπουδαία, Μυρτώ. Μπράβο! Πάντα πίστευα σ’ εσένα. Είσαι άξια και δυνατή. – Τη δύναμή μου την αντλώ από τα παιδιά. Η χαρά τους είναι και χαρά μου. Η πρόοδός τους είναι και δική μου. Στα αθώα μάτια τους βλέπω την αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα πιο καθάριο στον κόσμο αυτό από το παιδικό βλέμμα. Επικοινωνώ απευθείας με την ψυχή τους. Ας είναι καλά. Όλα τα παιδιά τα αγαπώ το ίδιο. Σαν να είμαι μάνα τους. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Ο Πάρης, από την άλλη μεριά, από τότε που αποχαιρέτησε τη Μυρτώ στο σπίτι της στο Πασαλιμάνι, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και χάθηκε τελείως. Μόνο μια χριστουγεννιάτικη κάρτα τής έστειλε τις γιορτές, κι αυτό ήταν
όλο. «Κανονικά, θα πρέπει να έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Μπορεί και να παντρεύτηκε, ποιος ξέρει», αναλογιζόταν η Μυρτώ, όταν αραιά και πού τον έφερνε στο μυαλό της, και του έστελνε νοερά τις ευχές της. «Ας είναι καλά. Έχει κι αυτός τις ασχολίες του και τα ενδιαφέροντά του. Όλοι μας μπλεκόμαστε με τις υποχρεώσεις μας και ξεχνιόμαστε. Ο Πάρης, με το γάμο του, θα μπήκε σε άλλα κανάλια». Κάποια μέρα, προς μεγάλη της έκπληξη, έλαβε ένα γαμήλιο προσκλητήριο αλλιώτικο από τα συνηθισμένα. Αντί να είναι σε φάκελο, ήταν μέσα σ’ ένα μπουκάλι, σαν τα μηνύματα των ναυαγών μιας άλλης εποχής. Βγάζοντας προσεκτικά το μικρό ρολό από πάπυρο, διάβασε για τον επικείμενο γάμο του Πάρη και της Ροδάνθης και χαμογέλασε πλατιά. – Δε μας ξέχασες, κουμπάρε, ψιθύρισε η Μυρτώ και, μόλις ξαναδιάβασε την ημερομηνία του γάμου, θυμήθηκε πως ο άντρας της θα ξεμπάρκαρε δύο μέρες νωρίτερα και χάρηκε διπλά. Στο παρεκκλήσι των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που βρισκόταν στην έπαυλη του καπετάν Πέτρου στο νησί, θα γινόταν το Μυστήριο και θα ακολουθούσε δεξίωση.
Πλησίαζε Πάσχα. Η φύση είχε ντυθεί στα χρώματα της άνοιξης, και η Μυρτώ, τα βράδια πριν την πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν το γάμο του Πάρη. Οι εφημερίδες τού είχαν δώσει μεγάλη δημοσιότητα και τον παρουσίαζαν ως το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Όλη η αφρόκρεμα θα έδινε το παρών. Εκείνη, από τότε που άρχισε να αναπτύσσει επαγγελματική και επιχειρηματική δραστηριότητα, ενδιαφερόταν για τις δημόσιες σχέσεις και τις γνωριμίες με παράγοντες: δημόσιους λειτουργούς, μεγαλέμπορους, εφοπλιστές. Με όραμα να καταστήσει το νηπιαγωγείο της επιχείρηση προσοδοφόρα, κοίταξε να επεκτείνει την πελατεία της και στα νήπια των επιφανών οικογενειών του νησιού. Κι ενώ ποτέ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο ντύσιμό της, για το γάμο του Πάρη την έπιασε η κοκεταρία της. Και τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τις διακοπές του Πάσχα, πήρε το αεροπλάνο για Αθήνα, μόνο και μόνο για να αγοράσει από του Τσεκλένη ένα φόρεμα ανάλογο της περίστασης, που να ταιριάζει στον τύπο της. Τελικά επέλεξε μια αραχνοΰφαντη μουσελίνα σε χρώμα σμαραγδί και ευχαριστημένη πήγε και στου Κάρλου μ’ ένα παλιό κοστούμι του Νικολή και στα ίδια μέτρα τού αγόρασε ένα καινούριο σε ανοιχτό μπεζ. Πήρε και την ανάλογη γραβάτα, διάλεξε και για δώρο του γάμου ένα καλό ασημικό και με τα πακέτα στα χέρια επέστρεψε πανέτοιμη στο νησί το Μεγάλο Σάββατο. Ανάσταση θα έκανε με τις θείες της.
Αυτές φιλοξενούσαν κάτι ανίψια τους από την Αμερική, που ήθελαν οπωσδήποτε να δουν το ρουκετοπόλεμο στο Βροντάδο, κι έτσι πήγαν όλοι μαζί στην Παναγιά την Ερυθιανή. Αν και ήταν γέννημα θρέμμα Χιώτισσα, η Μυρτώ πρώτη φορά θα έκανε Ανάσταση σε αυτή την εκκλησία. Η μητέρα της απεχθανόταν τις κροτίδες και τα βεγγαλικά, γι’ αυτό και ποτέ δεν την πήγε να δει το φαντασμαγορικό έθιμο στο Βροντάδο, που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία και προσελκύει κάθε χρόνο επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο. Μόλις ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη», οι ενορίες της Παναγίας Ερυθιανής και του Αγίου Μάρκου άρχισαν να εξαπολύουν ρουκέτες, με στόχο τα καμπαναριά των δύο εκκλησιών. Δεκάδες χιλιάδες αυτοσχέδιες ρουκέτες εκτοξεύονταν από τις δύο πλευρές, και η Μυρτώ ήθελε να φύγει τρέχοντας από εκείνο το μέρος, που θύμιζε πεδίο μάχης. Στην προσπάθειά της να γλιτώσει, πήγε να βρει καταφύγιο στο αυτοκίνητο, αλλά μόλις απομακρύνθηκε από τον πολύ κόσμο, την πήρε ξυστά μια κροτίδα στο κεφάλι κι έπεσε πάνω στους αγκαθωτούς θάμνους που πλαισίωναν το πλακόστρωτο δρομάκι. – Παναγία μου! φώναξε πιάνοντας πρώτα το κεφάλι και μετά το μάτι της.
Όμως δεν την άκουγε κανείς. Κάνοντας μια προσπάθεια να σηκωθεί, ζαλίστηκε και έπεσε πάλι φαρδιά πλατιά πάνω στα αγκάθια. Εκεί τη βρήκαν οι θείες της και τα ξαδέρφια της από την Αμερική και, αντί να πάνε όλοι μαζί στο σπίτι τους να φάνε τη μαγειρίτσα, πήγαν στο νοσοκομείο. – Φτηνά τη γλίτωσε η κυρία με τρία ράμματα στο κεφάλι, είπε ο εφημερεύων γιατρός, που πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες. Βέβαια, τα αγκάθια θα μπορούσαν να της είχαν βγάλει το μάτι, όμως φαίνεται ότι πρόλαβε και το έκλεισε, κι έτσι έχει μόνο εξωτερικές εκδορές. Όσο για τους μώλωπες σε όλο της το κορμί, αυτοί δεν είναι τίποτα. Θα περάσουν με τον καιρό. Ευτυχώς, ήταν μικρό το κακό. – Ευχαριστούμε, γιατρέ. Χριστός Ανέστη, του ευχήθηκαν οι θείες. – Αληθώς, απάντησε εκείνος, και η Μυρτώ, σοκαρισμένη, όταν έφτασε κάποτε στο σπίτι της, έκανε το σταυρό της. «Τελικά, ό,τι φοβόμουν έπαθα», σκέφτηκε και αναρίγησε. «Κοίτα που με τη σκέψη μου προσέλκυσα το κακό. Ποτέ μην κακομελετάς, λέει ο σοφός λαός, κι εγώ... Τέλος πάντων. Ό,τι έγινε έγινε. Να δω πώς θα πάω με αυτά τα χάλια στο γάμο, που έκανα τόσα σχέδια, που ήθελα κι εγώ μια φορά στη ζωή μου να εντυπωσιάσω με την εμφάνισή μου. Με το μπλαβισμένο μάτι και τη γάζα στο κεφάλι, η μουσελίνα του
Τσεκλένη με μάρανε». Οι θείες της της χτύπησαν νωρίς το πρωί την πόρτα με ένα καλάθι κόκκινα πασχαλινά αυγά, κουλούρια και τσουρέκια. Ήπιαν το καφεδάκι τους, της έδωσαν τις ευχές τους για ταχεία ανάρρωση κι έφυγαν. Σε λίγο, η πόρτα της χτύπησε ξανά, κι αυτή τη φορά, προς μεγάλη της έκπληξη, αντίκρισε στο κατώφλι της τον Πάρη, με ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα σοκολατένιο αβγό στα χέρια, κι έμεινε. – Πάρη! Πώς ήταν αυτό; Πόσο χαίρομαι! Πόσο καιρό έχω να σε δω! αναφώνησε, κι εκείνος την αγκάλιασε μ’ ένα ζεστό και τρυφερό βλέμμα, γεμάτο στοργή. – Έμαθα για τον τραυματισμό σου και τρελάθηκα. Σε μια μικρή κοινωνία σαν τη δικιά μας, τα νέα τρέχουν γρήγορα. Τι έπαθες, κορίτσι μου; Σ’ εσένα έτυχε; ρώτησε ανήσυχος βλέποντας το χάλι της. Μόλις πέρασε στο σαλόνι της και κάθισαν αντικριστά, η Μυρτώ τον κοίταξε βουρκωμένη. – Λυπάμαι πολύ, αλλά, καθώς καταλαβαίνεις, δε θα μπορέσω να παραβρεθώ την άλλη Κυριακή στο γάμο σου. Το ήθελα τόσο πολύ, όμως...
– Αυτό είναι το λιγότερο. Εσύ να γίνεις καλά. Ένα χτύπημα στο κεφάλι μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες, είπε και της έπιασε στοργικά το χέρι. Θα καλέσω ελικόπτερο να σε πάω στην Αθήνα. – Δε συντρέχει λόγος. Τα τραύματά μου είναι επιπόλαια. Ο γιατρός έκρινε ότι δε χρειαζόταν καν να παραμείνω στο νοσοκομείο. Άλλωστε νιώθω καλά. Μη με βλέπεις έτσι μπανταρισμένη και τρομάζεις. – Αχ, Μυρτώ! Αν ήξερες τι είσαι για εμένα, δε θα το ’λεγες αυτό. Η Μυρτώ χαμήλωσε το βλέμμα. «Παναγία μου, τι έγινε πάλι; Τι έπαθε;» αναρωτήθηκε από μέσα της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. – Ό,τι και να κάνω, δεν μπορώ να σε ξεχάσω, συνέχισε εκείνος. Όσο και να προσπάθησα, δεν κατάφερα να σε σβήσω από τη σκέψη μου. Είσαι η γυναίκα των ονείρων μου, η αγάπη μου, η ζωή μου. Τόσο απροκάλυπτα της μιλούσε για πρώτη φορά μετά το γάμο της με τον Νικολή, και αυτό το έκανε μία εβδομάδα ακριβώς πριν παντρευτεί τη Ροδάνθη. Η Μυρτώ, κάπου κολακεύτηκε, αλλά και κάπου ενοχλήθηκε με αυτά τα αμφίρροπα συναισθήματα και δεν ήξερε τι να πει και τι να
κάνει. – Πάμε να φύγουμε από εδώ, της είπε εκείνος. – Πού να πάμε; – Όλος ο κόσμος είναι δικός μας. Φτάνει να μου πεις το «ναι». Έχεις αισθήματα για εμένα, το ξέρω. Το νιώθω. Το βλέπω στα μάτια σου. Το είδα και τότε που σου είπα για τη γνωριμία μου με τη Ροδάνθη. Είχες χάσει το χρώμα σου, κι εγώ σε άφησα τόσο καιρό ανενόχλητη μόνο και μόνο για να το σκεφτείς καλύτερα και να κατασταλάξεις. – Πάρη, για το Θεό, σύνελθε. Εγώ πάντα θα είμαι εδώ και θα σ’ αγαπώ σαν φίλο, όπως χιλιάδες φορές σού έχω πει. Τώρα που βρήκες αυτή την κοπέλα, μην κάνεις πίσω. Μην την πικράνεις. Μην γκρεμίσεις τα όνειρά της. Άνθρωπος είναι κι έχει ψυχή. Και, απ’ ό,τι μου έχεις πει, είναι καλός άνθρωπος. – Πράγματι. Είναι καλοπροαίρετη, υπομονετική και, προπαντός, αυθεντική. Είναι ο εαυτός της, όπως κι εσύ. – Μη διστάζεις, λοιπόν. Τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται όπως ακριβώς τα θέλουμε πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις καταστάσεις και να κινούμαστε ανάλογα. Είδες τι έκανα εγώ από τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να αποκτήσω δικό μου
παιδί; Αγκάλιασα τα ξένα παιδιά σαν να είναι δικά μου και γέμισα, κατά κάποιον τρόπο, το μεγάλο κενό της ψυχής μου. – Το έμαθα, Μυρτώ, και χάρηκα πολύ. Μπράβο! Βρήκες μια διέξοδο. Το νηπιαγωγείο ήταν η καλύτερη λύση για την περίπτωσή σου και σου αφήνει και χρήματα. – Δεν είναι τόσο τα χρήματα όσο το γεγονός ότι κάνω κάτι στο οποίο αξίζει να αφιερωθώ. Πολλές φορές, τη ζωή μας δεν την πάμε εμείς, αλλά μας πάει εκείνη. Εμείς απλώς κάνουμε μια εκτίμηση των καταστάσεων, ζυγιάζουμε τα δεδομένα και προχωρούμε. Εσύ, Πάρη, είσαι από τους πολύ τυχερούς ανθρώπους, σ’ το έχω ξαναπεί πολλές φορές, γιατί έχεις ξεκινήσει από διαφορετική βάση, αλλά δε θες να το καταλάβεις. Κολλάς και υποφέρεις άδικα. Αυτή ήταν η τελευταία τους κουβέντα πριν από το γάμο. Ο Πάρης την αποχωρίστηκε με βαριά καρδιά την Κυριακή του Πάσχα και την Κυριακή του Θωμά χόρεψε το χορό του Ησαΐα με τη Ροδάνθη στο παρεκκλήσι της έπαυλης του πατέρα του. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Μυρτώ, εξαιτίας του τραυματισμού της, δεν παραβρέθηκε στο γάμο. Όμως μεταξύ των εκλεκτών καλεσμένων έλαμψε ο άντρας της. Μετά το Μυστήριο και το μεγάλο φαγοπότι που ακολούθησε στη δεξίωση, όταν στήθηκε ο χορός, πάνω στο τσακίρ κέφι σηκώθηκε να χορέψει εκείνος ένα ζεϊμπέκικο κι έγινε χαμός.
Με τη λεβέντικη κορμοστασιά του, το βαρύ πάτημα του ποδιού και το περήφανο τίναγμα του χεριού, ακολουθούσε άψογα τις μπουζουκοπενιές , χτυπώντας την παλάμη του πότε στο μηρό και πότε στο πάτωμα. Ξεδιπλώνοντας το αντρίκειο κορμί του έπαιρνε στροφή και, καθώς άνοιγε τα χέρια σαν φτερούγες , θύμιζε περήφανο αετό έτοιμο να πετάξει. Με τέτοια λεβεντιά και χάρη, δίκαια τράβηξε όλα τα βλέμματα. Άντρες και γυναίκες , παντρεμένες και ανύπαντρες , τον καταχειροκρότησαν. Στη συνέχεια, οι κοπελιές είχαν να λένε για τον ωραίο υποπλοίαρχο Νικολή Μαρκάκη, που έκλεψε με τη γοητεία του την παράσταση. – Τι παίδαρος είναι αυτός! Να τον χαίρεται όποια τον έχει. – Είναι ο άντρας της δασκάλας της Μυρτώς. – Βρε την τυχερή! Τα σχόλια έφτασαν και στα αφτιά της νύφης, που εστιάζοντας το βλέμμα της πάνω του, χαμογέλασε. – Ο ωραίος χορευτής είναι ο κουμπάρος σου; ρώτησε ψιθυριστά τον άντρα της, και ο Πάρης, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, χαιρέτησε τον Νικολή από μακριά με ένα του νεύμα. Τότε ο Νικολής πλησίασε στο τραπέζι της νύφης και του γαμπρού.
– Είναι όλα υπέροχα. Συγχαρητήρια! Κρίμα που λείπει η γυναίκα μου από τις χαρές σας. Είχε ένα ατύχημα στην Ανάσταση. – Το έμαθα, είπε η νύφη. «Χωρίς να είναι όμορφη, είναι πολύ συμπαθής», σκέφτηκε ο Νικολής και συνέχισε να μιλάει άνετα μαζί της. – Όσο θα βρίσκομαι στη στεριά φαντάζομαι να μας δοθεί η ευκαιρία να ιδωθούμε ξανά και να τα πούμε καλύτερα. – Βεβαίως. Έχω ακούσει τόσα καλά λόγια από τον Πάρη για εσάς και τη σύζυγό σας. – Ο Πάρης δε μας έχει παντρέψει μόνο. Είναι, πάνω απ’ όλα, φίλος μας, δήλωσε ο Νικολής κι έκλεισε το μάτι στον Πάρη. Εκείνος χαμογέλασε. «Ο μορφονιός είναι στα κέφια του», είπε από μέσα του και όσο τον έβλεπε να περιφέρεται ανάμεσα στους καλεσμένους, να μιλάει με όλους, να αγκαλιάζει πότε τον πατέρα του και πότε το συμπέθερο, να πίνει και να χορεύει και να γελάει, τόσο το μυαλό του στριφογύριζε στη Μυρτώ, που την είχε ο τυχεράκιας δικιά του, καταδικιά του, και ο Πάρης υπέφερε από ζήλια και φθόνο.
17 Η δελεαστική πρόταση ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ πως πολλές φορές κατά το παρελθόν αυτή η ζηλοφθονία του Πάρη για τον Νικολή τον είχε φέρει στο αμήν. Με τόσα χρήματα που διέθετε, ήταν το μόνο εύκολο να βάλει κάποιον να τον βγάλει από τη μέση μια για πάντα. Τόσα και τόσα γίνονταν. Όμως, για να φτάσει στο έγκλημα, θα πρέπει να είχε χάσει τελείως τα λογικά του. Να ήταν τρελός για δέσιμο. Κάτι που δε συνέβαινε, βέβαια. Μπορεί να μπαινόβγαινε σε ψυχίατρους και ψυχολόγους εδώ και χρόνια, όμως κανένας δεν είχε διαγνώσει σχιζοφρένεια ή άλλη βαριά ψυχολογική πάθηση. Ο Πάρης είχε πρόβλημα στο σεξουαλικό τομέα, που του προέκυψε από μια κακή συνήθεια της εφηβείας, το να ικανοποιείται, δηλαδή, μόνο με γυναίκες ελευθερίων ηθών, και σε αυτό οφείλονταν τα ψυχονευρωτικά του συμπτώματα. Ο χωρίς ανταπόκριση έρωτάς του για τη Μυρτώ τον πείσμωνε και τον κατέτρωγε, και όταν τον έπιανε κρίση, άφριζε από το κακό του και έβριζε και καταριόταν τον υπαίτιο της μοίρας του, δηλαδή τον Νικολή.
– Θα τον σκοτώσω! Θα τον εξαφανίσω! Θα τον πατήσω σαν το σκουλήκι! φώναζε τότε έξαλλος, όμως αυτά ήταν μόνο λόγια. Ποτέ δε θα έφτανε στα άκρα. Όσο και να μισούσε τον Νικολή, έψαχνε να βρει άλλους τρόπος για να τον απομακρύνει από τη Μυρτώ, όμως ό,τι και να σοφίστηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε καταφέρει τίποτα. Εκείνοι οι δύο ήταν ένα ζευγάρι ευτυχισμένο, κι ας ζούσαν ελάχιστα μαζί. Με την αγάπη τους για οδηγό, είχαν δρομολογήσει τη ζωή τους κι έκαναν προσπάθειες για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους και τις φιλοδοξίες τους. Ο Νικολής ήθελε να γίνει το γρηγορότερο καπετάνιος και η Μυρτώ να επεκτείνει την επιχείρησή της. Και οι δύο είχαν ήδη κάνει μια επιτυχημένη αρχή και η επαγγελματική τους πορεία διαφαινόταν λαμπρή. Σαν το νερό στο αυλάκι κύλησαν τα χρόνια, και η νέα δεκαετία του 1980 τούς βρήκε απόλυτα ικανοποιημένους από την επίτευξη των στόχων τους. Ο Πάρης, που παρακολουθούσε τη ζωή τους από κοντά, όταν έμαθε πως ο Νικολής πήρε το πτυχίο του πρώτου καπετάνιου, τον κάλεσε στο γραφείο του στον Πειραιά και, αφού του έδωσε τα συγχαρητήριά του, γνωρίζοντας πόσο φιλόδοξο άτομο ήταν, του έκανε μια δελεαστική πρόταση. – Εσύ, κουμπάρε, αξίζεις πολλά. Έχεις μεγάλες ικανότητες, έχεις κότσια και τσαγανό για να κάνεις ένα κάπως
ριψοκίνδυνο μπάρκο που θα σου αποφέρει πάρα πολλά. Ο Νικολής δε χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα για να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Μόλις πριν ένα μήνα, στις 22 Σεπτέμβρη του 1980, το Ιράκ είχε επιτεθεί εναντίον του Ιράν με ταυτόχρονη εισβολή από ξηράς και αέρος. – Ο πόλεμος στον Περσικό ίσως είναι μια μεγάλη ευκαιρία για εσένα, πρόσθεσε ο Πάρης, και ο Νικολής, που ούτε καν φαντάστηκε πως η πρόταση του είχε γίνει εκ του πονηρού, με υστεροβουλία, χαμογέλασε πλατιά. – Εμείς οι Έλληνες έχουμε παράδοση σε ριψοκίνδυνες αποστολές. Η ελεύθερη ναυσιπλοΐα δεν πρέπει να επηρεάζεται από πολιτικά παιχνίδια και πολέμους, απάντησε. Ο Πάρης, αυτή τη φορά, σηκώθηκε από τη θέση του και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. – Έτσι μπράβο! Σε βρίσκω ενήμερο. – Αλίμονο! Από πού κατέβηκα, από τον Άρη; Στη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου, ελληνικά πλοία μετέφεραν όπλα και άλλα εφόδια και για τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Και στον Πόλεμο της Κορέας, ένας από τους πιο γνωστούς εφοπλιστές μας ονομάστηκε από τον αμερικανικό Τύπο «κόκκινος καρχαρίας», επειδή τα βαπόρια του μετέφεραν πολεμοφόδια
τόσο στη Νότια όσο και στη Βόρεια Κορέα. Μετά, όταν η Κίνα υπέστη το αμερικανικό εμπάργκο, τη δεκαετία του 1950, μην ξεχνάς πως μόνο τα ελληνικά πλοία εξακολούθησαν να μεταφέρουν φορτία στα κινεζικά λιμάνια. Το ίδιο έκαναν και στον Πόλεμο του Βιετνάμ. – Είχαν, όμως, καπετάνιους λεβέντες, που έβραζε το αίμα τους σαν και το δικό σου, του είπε για να τον κολακέψει ο Πάρης, και ο Νικολής σοβαρεύτηκε. – Άσε τα μεγάλα λόγια. Δεν είμαστε παιδιά. Αλισβερίσι γίνεται, και οι καπετάνιοι, ανάλογα με τα ρίσκα τους, απαιτούν και τις αμοιβές τους. Άλλωστε, εκείνος που παίρνει τη μερίδα του λέοντος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα ο πλοιοκτήτης. Ο Πάρης ήταν έτοιμος να του δώσει την κατάλληλη απάντηση. Να του πει: «Αυτό μας έλειπε. Δε φτάνει που ρισκάρει ο άνθρωπος τα καράβια του μες στη φωτιά», αλλά δεν είπε τίποτα, καθώς αμέσως σκέφτηκε πως οι ανθρώπινες απώλειες σε κάθε συμφορά δε συγκρίνονται ποτέ με τις υλικές. Θα τον έκανε τον Νικολή ηφαίστειο μια τέτοια κουβέντα. Και ο Πάρης το είχε αυτό το καλό. Πριν ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, βουτούσε πρώτα τη γλώσσα στο μυαλό του. Ειδικά όταν είχε απέναντί του ένα συνομιλητή σαν τον Νικολή. «Ποτέ μην υποτιμάς τη νοημοσύνη των άλλων. Ιδίως των συνεργατών σου», του είχε μάθει ο πατέρας του,
που είχε πείρα από τις συναλλαγές του με τα πληρώματα. «Οι ναυτικοί είναι ως επί το πλείστον αψείς και οξύθυμοι χαρακτήρες εξαιτίας της φύσης της δουλειάς τους. Από το τίποτα μπορεί να προκύψει παρεξήγηση, που μπορεί να αποβεί εις βάρος μας. Γι’ αυτό με το μαλακό. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Με πολιτική». «Καπετάν Πέτρο, πόσα σου χρωστάω!» είπε ο Πάρης με το νου του μόλις συλλογίστηκε τα λόγια του πατέρα του, και εκείνη τη στιγμή βρήκε ο Νικολής να του πει: – Ο πατέρας σου τα ξέρει καλύτερα όλα αυτά, γιατί τα έζησε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, τα καράβια Ελλήνων εφοπλιστών μετέφεραν φορτία στα σοβιετικά λιμάνια. Άλλοι, πάλι, έγιναν πλούσιοι παραβιάζοντας, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τον αποκλεισμό της Ροδεσίας από τους Βρετανούς. Ο Πάρης κούνησε το κεφάλι. – Ε, τώρα έχουμε κι εμείς σειρά. Τα βαπόρια μου, με κάποιους άξιους καπετάνιους σαν κι εσένα, πρέπει να παραβιάσουν τον αποκλεισμό στον Περσικό κόλπο. Ο Νικολής δεν απάντησε. – Λοιπόν, πώς βρίσκεις την ιδέα μου, κουμπάρε;
– Θα τη μελετήσω και θα σου πω, δήλωσε σοβαρά, και ο Πάρης έγινε κατακόκκινος. – Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Στη βράση κολλάει το σίδερο. Ό,τι προλάβουμε τώρα. Αύριο μπορεί ο πόλεμος στον Περσικό να τελειώσει, και όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε. Ήδη έχει περάσει ένας μήνας από την έναρξή του. – Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα, ήταν η τελευταία κουβέντα του Νικολή, που έκανε τον Πάρη τούρμπο. – Ε, αϊ στο διάολο! είπε μετά, μόλις έμεινε μόνος στο γραφείο του. Πίστευε πως η πρότασή του θα ήταν εξαιρετικά δελεαστική για το φιλόδοξο κουμπάρο του, αλλά έπεσε έξω. Ο Νικολής γνώριζε καλά πως οι εμπόλεμες ζώνες στις μέρες μας, με τόσο εξελιγμένα όπλα μαζικής καταστροφής, αποτελούν ναρκοπέδια για τους παραβάτες θαλάσσιων αποκλεισμών. Το ρίσκο ήταν πολύ μεγαλύτερο από των προγενέστερων καπετάνιων που το είχαν τολμήσει, κι έτσι αποκόμισαν τεράστια κέρδη και για την πλοιοκτήτρια εταιρεία και για τον εαυτό τους. Πέραν τούτου, η περιοχή του Περσικού κόλπου εγκυμονούσε και άλλους κινδύνους, λόγω των υφάλων που βρίθουν στις βόρειες ακτές, αλλά και των καταιγίδων και των σφοδρών ανέμων που πνέουν συνήθως εκεί, γι’ αυτό και ο
Περσικός χαρακτηρίζεται από τους ναυτικούς «άξενος κόλπος». Όλα αυτά σκέφτηκε ο Νικολής και, επειδή δεν είχε αποκτήσει ακόμα πείρα ως καπετάνιος σε τάνκερ, αρνήθηκε την ευκαιρία για γρήγορο πλουτισμό που του πρότεινε ο κουμπάρος του. Παρόλο που η εισβολή στο Ιράν έγινε με σκοπό να εκμεταλλευτεί το Ιράκ το χάος που είχε προκαλέσει στη χώρα η επανάσταση και η ανατροπή του σάχη, το Ιράκ δεν κατάφερε να επιτύχει σπουδαία πράγματα. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η προέλαση των ιρακινών στρατευμάτων του Σαντάμ Χουσεΐν αναχαιτίστηκε από τα ιρανικά στρατεύματα του Αγιατολάχ Χομεϊνί και, μέχρι τον Ιούνη του 1982, οι Ιρανοί επανέκτησαν όλα τα χαμένα εδάφη τους. Από εκεί και μετά οι όροι αντιστράφηκαν, και το Ιράν πέρασε στην επίθεση. Τότε ο Πάρης ξανακάλεσε στο γραφείο του τον Νικολή, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το τελευταίο του μπάρκο, που επιδίωξε να το κάνει με τάνκερ για να αποκτήσει πείρα. – Λοιπόν, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Ο πόλεμος στον Περσικό συνεχίζεται. Πολλοί είναι εκείνοι από τους δικούς μας που έχουν κάνει ήδη την τύχη τους. Να δεις πόσοι καπετάνιοι θα γίνουν, έπειτα από αυτό το πανηγύρι,
εφοπλιστές στο άψε σβήσε. – Βάζοντας το κεφάλι στον τορβά λόγω των αμερικανικών πυραύλων που πέφτουν σαν βροχή, σχολίασε χαμηλόφωνα ο Νικολής, αλλά ο Πάρης τον άκουσε και του είπε ειρωνικά: – Άμα δε φας θεριό, δε θεριεύεις. Ο Νικολής έμεινε συλλογισμένος για μερικές στιγμές και μετά ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του, που έδειχνε πως σκεφτόταν να τολμήσει κι εκείνος να παραβιάσει το εμπάργκο στον Περσικό. – Δε χάνω τίποτα να δοκιμάσω. Μέχρι τον Κόλπο του Ομάν δεν υπάρχει πρόβλημα. Από τα στενά του Ορμούζ και πάνω θέλει γερά νεύρα, μου είπαν οι συνάδελφοί μου που πήραν ήδη το βάπτισμα του πυρός, παρατήρησε σοβαρά. Ο Πάρης χαμογέλασε πλατιά. – Μπράβο, έτσι σε θέλω. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Αν δε ρισκάρει κανείς, δεν κάνει ποτέ τα όνειρά του πραγματικότητα. Οι μεγάλες αποφάσεις σαν κι αυτή που πήρες μόλις τώρα, έχουν πάντα ρίσκο. Όμως, ακόμα κι αν δεν καταφέρεις να φτάσεις εκεί όπου στοχεύεις, θα έχεις την ικανοποίηση ότι προσπάθησες. Ότι δεν έμεινες στάσιμος. Η πρώτη απόπειρα του Νικολή να περάσει τα Στενά του
Ορμούζ και να ανηφορίσει προς τα αποκλεισμένα λιμάνια του Ιράν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Έτσι, από εκεί και μετά πήρε φόρα, έμαθε να αποφεύγει τις κακοτοπιές και όσο έβλεπε τις απολαβές του να μεγαλώνουν τόσο συνέχιζε να πηγαινοέρχεται στον Περσικό, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Παρόλο που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε επανειλημμένα σε κατάπαυση του πυρός τα δύο αντιμαχόμενα κράτη, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν μέχρι τον Αύγουστο του 1988. Όταν κάποτε η Μυρτώ έμαθε πως ο άντρας της διακινδύνευε τη ζωή του στην εμπόλεμη ζώνη, έπεσε να πεθάνει και κοίταξε παντοιοτρόπως να τον πείσει να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει κοντά της. Τα δακρύβρεχτα γράμματά της και τα παρακάλια της τον έκαναν κουρέλι, όμως δε στάθηκαν ικανά να τον σταματήσουν. Μεθυσμένος από την επιτυχία και τα λεφτά, φανταζόταν τον εαυτό του πλοιοκτήτη κι έκανε όνειρα να προσφέρει στην αγαπημένη του Μυρτώ μια χλιδάτη ζωή, με τις πολυτέλειες που απολάμβαναν οι σύζυγοι των άλλων πλοιοκτητών. «Θα την κάνω βασίλισσα. Θα της φτιάξω ένα παλάτι στο νησί που όμοιό του δε θα υπάρχει», έλεγε από μέσα του κάθε φορά που την έφερνε στη σκέψη του, και όταν ξεμπάρκαρε και γύριζε κοντά της, την αγκάλιαζε τρυφερά και της ορκιζόταν πως το επόμενο ταξίδι του στον Περσικό θα ήταν και το
τελευταίο. Όμως επειδή ο καταραμένος πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, αυτό το τελευταίο ταξίδι έπαιρνε διαρκώς και νέα αναβολή. Απηυδισμένη η Μυρτώ, κάποια στιγμή πάνω στην απελπισία της επισκέφτηκε τον κουμπάρο της στο γραφείο του στον Πειραιά. Ήταν τόσο πολύ στενοχωρημένη, τόσο βαλαντωμένη, που ήθελε οπωσδήποτε να τον δει από κοντά και να του τα ψάλει για τα καλά, καθώς ήταν σίγουρη πως με τις ευλογίες του έπαιζε ο άντρας της κορόνα γράμματα τη ζωή του. Ο Πάρης, που είχε προβλέψει αυτή την επίσκεψη και ενδόμυχα την περίμενε, όταν ειδοποιήθηκε από τη γραμματέα του για την άφιξη της κυρίας Μαρκάκη, έτριψε τα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος να την προϋπαντήσει. – Μυρτώ! Πώς από εδώ; Να ’ξερες τι χαρά μου δίνεις. Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε στον Πειραιά; είπε με στόμφο και αυθόρμητα την αγκάλιασε. Η Μυρτώ τραβήχτηκε απότομα. – Πάρη, κόψε την πλάκα. Αρκετά, του απάντησε ξερά και τον αγριοκοίταξε.
– Για το Θεό. Τι έπαθες; Το ύφος σου με φοβίζει. Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. – Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Το σκέφτηκες πολύ να στείλεις τον άντρα μου μες στη φωτιά; – Δεν κατάλαβα. Τι είναι ο άντρας σου, Μυρτώ; Κανένα ανήλικο παιδάκι; Ολόκληρος καπετάνιος, που έχει φάει τη θάλασσα με το κουτάλι, και θα του πω εγώ τι πρέπει να κάνει; Θα επηρεάσω εγώ τις επιλογές του και την επαγγελματική του πορεία; Μήπως τρελάθηκες; Η Μυρτώ, ενώ είχε μπει με άγριες διαθέσεις στο γραφείο του, άρχισε να μαζεύεται. Ο Πάρης το πρόσεξε και συνέχισε απόλυτα σοβαρός: – Εγώ είμαι απλώς ο εργοδότης του Νικολή Μαρκάκη. Αύριο αυτός μπορεί κάλλιστα να παρατήσει τα καράβια μου και να δουλέψει σε κάποια άλλη εταιρεία, ή ακόμα να αξιωθεί να αποκτήσει δικά του. Ο άντρας σου είναι φιλόδοξος, Μυρτώ. Στοχεύει ψηλά. Δεν το ’ξερες αυτό; Τώρα το μαθαίνεις; Επειδή διάλεξε να πάει στον Περσικό για να πλουτίσει μια ώρα αρχύτερα, εγώ τι φταίω; Μην τρελαθούμε τελείως. – Κι όμως, εγώ πιστεύω πως, αν ήθελες, θα μπορούσες να τον αποτρέψεις.
– Αφού δεν τα κατάφερες εσύ που είσαι γυναίκα του και σε υπεραγαπάει, θα τα καταφέρω εγώ που είμαι απέξω; Επικοινωνείς ή όχι; Η Μυρτώ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Πάρης τη λοξοκοίταξε και αμέσως μαλάκωσε. – Στις δουλειές δε χωρούν συναισθηματισμοί. Κακά τα ψέματα. Ο άντρας σου κάνει τη δουλειά του κι εγώ κάνω τη δικιά μου. Άλλωστε, δεν είναι ο μοναδικός καπετάνιος που μπαινοβγαίνει αυτή τη στιγμή στον Περσικό. Όλοι όσοι το λέει η καρδούλα τους το ίδιο κάνουν. – Μα ο Νικολής δεν έχει κανένα λόγο να προκαλεί την τύχη του. Όλα τα έχουμε, δε μας λείπει τίποτα. Αν αποκτήσει καράβι δικό του, τι θα αλλάξει; Απλώς οι σκοτούρες του θα μεγαλώσουν. – Θα αλλάξει το βιοτικό σας επίπεδο. Θα νιώσετε πιο ελεύθεροι και, επιτέλους, δε θα είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να θαλασσοδέρνεται για τον επιούσιο. Θα κάθεται σ’ ένα γραφείο, όπως εγώ, και θα κουμαντάρει τα καράβια του εκ του ασφαλούς. Από τη στεριά. – Ωραία και καλά είναι αυτά που λες, όμως είναι πολύ δύσκολο να βγουν αληθινά.
– Αν ήταν εύκολο, Μυρτώ, όλοι θα είχαν γίνει εφοπλιστές. Αυτές οι δουλειές είναι για τους τολμηρούς σαν τον Νικολή. Μη χτυπιέσαι και οδύρεσαι, λοιπόν, γιατί έτσι δεν πρόκειται να βγάλεις τίποτα. Μακάρι να σταθεί τυχερός, πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο, ενώ από μέσα του ευχήθηκε ακριβώς το αντίθετο. Η Μυρτώ, από τη στιγμή που άνοιξε τα εσώψυχά της, ένιωσε κάπως καλύτερα. – Ο Θεός μαζί του, ψέλλισε και, ρίχνοντας το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, στο πολυσύχναστο λιμάνι, κίνησε να φύγει. – Πού πας από τώρα; – Αρκετά σε απασχόλησα από τη δουλειά σου. Έχω κι εγώ δουλειά στο νησί. – Έμαθα πως άνοιξες συνεταιρικά και δημοτικό σχολείο. Μπράβο! – Δόξα τω Θεώ, τα βολεύω μια χαρά. Όλη η έγνοια μου αυτή τη στιγμή είναι για τον άντρα μου, που δε θέλει να καταλάβει πως εμένα δε με ενδιαφέρουν τα πλούτη και τα μεγαλεία. – Ενδιαφέρουν, όμως, εκείνον, Μυρτώ, και είναι πολύ
εγωιστικό εκ μέρους σου να θέλεις να του επιβάλεις με το στανιό τις επιθυμίες σου. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και κανένας δεν είναι απόλυτα όμοιος με τον άλλο. Η συμβίωση απαιτεί σεβασμό στις προσωπικές επιθυμίες του συντρόφου σου. Η Μυρτώ τον κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα. – Άσε με εμένα. Αρκετά. Ως συνήθως, σε ζάλισα πάλι. Πες μου για εσένα. Πώς πάει ο γάμος σου; Είσαι τόσο καιρό παντρεμένος, κι εγώ δεν αξιώθηκα ακόμα να γνωρίσω τη γυναίκα σου. – Δεν έχασες και τίποτα σπουδαίο. Η Μυρτώ έμεινε άφωνη με την απάντησή του. – Δηλαδή; ρώτησε ύστερα από μερικές στιγμές. – Ο γάμος μου ήταν πράξη συμφέροντος, κι ενώ ελπίζαμε και οι δύο σε μια καλύτερη επαφή με την πάροδο του χρόνου, δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Η Ροδάνθη ζει τον περισσότερο καιρό στην Αγγλία, προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε σπαστικά παιδιά, κι εγώ πηγαινοέρχομαι. Το σπίτι μας στο Λονδίνο λειτουργεί θαυμάσια με εξαμελές προσωπικό, με βεγγέρες στις ονομαστικές εορτές και στα γενέθλια, με φαγοπότια και όλα τα σχετικά, μόνο που εμείς, ως ζευγάρι, δεν είμαστε μαζί, κοιμόμαστε σε χωριστές
κρεβατοκάμαρες... – Κρίμα, λυπάμαι. Κι εγώ που νόμιζα... Τελικά τα κάναμε ρόιδο και οι δύο. Εγώ ζω μες στην αγωνία... – Κι εγώ μες στην ανία, είπε αυθόρμητα ο Πάρης, και η Μυρτώ κούνησε το κεφάλι. – Εσύ μπορείς να το σταματήσεις όλο αυτό ανά πάσα στιγμή με ένα συναινετικό διαζύγιο. Εγώ, όμως; Έτσι και πάθει κάτι κακό ο Νικολής, δεν πρόκειται να ζήσω. Του έχω τόσο μεγάλη αδυναμία, που θα τον ακολουθήσω στον τάφο, να το ξέρεις. – Πάψε να λες χαζομάρες. Δεν μπορώ να ακούω. Διώξε από το μυαλό σου αυτές τις μακάβριες σκέψεις. – Αν είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε παιδί, ίσως και να μην ένιωθα τόσο εξαρτημένη από τον Νικολή. Ο Πάρης άλλαξε απότομα ύφος και, έπειτα από μια στιγμιαία σιωπή, χτύπησε την παλάμη του στο γραφείο λέγοντας: – Πάμε μια βόλτα, δεν έχω όρεξη για δουλειά. Πατώντας το κουμπί της ενδοσυνεννόησης, ζήτησε από τη γραμματέα του να αναβάλει όλα τα ραντεβού του για
εκείνη τη μέρα και να ειδοποιήσει το σοφέρ του να φέρει το αυτοκίνητο. Ήταν μία από τις αλκυονίδες μέρες του Γενάρη. Μες στο καταχείμωνο, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, και οι αργόσχολοι κάθονταν στις καφετέριες απολαμβάνοντας το καφεδάκι τους στον ανοιχτό αέρα. Κατηφορίζοντας προς την παραλιακή λεωφόρο, η Μυρτώ, καθισμένη πλάι στον Πάρη, κοίταζε αφηρημένα τις γνώριμες εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια της, και ο νους της έτρεχε στον Νικολή. Και τι δε θα ’δινε την ώρα εκείνη να τον είχε κοντά της. Να ένιωθε την αύρα του να την περιβάλλει, να άκουγε τη φωνή του, να αντίκριζε το τρυφερό βλέμμα του, το χαμόγελό του. «Αρκετά τον στερήθηκα. Δεν αντέχω άλλο να ζούμε χώρια», σκέφτηκε και, ασυναίσθητα, πήρε περίλυπο ύφος. – Τι συμβαίνει; Τι έπαθες; τη ρώτησε τότε ο Πάρης, που δεν την άφηνε από τα μάτια του. – Τίποτα, τίποτα. Τι όμορφη μέρα! προσπάθησε εκείνη να υπεκφύγει. Ο Πάρης χαμογέλασε. – Από τότε που εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Ελλάδα, πίστεψέ με, Μυρτώ, νιώθω άλλος άνθρωπος, δήλωσε. Το υπέροχο κλίμα και ο καταγάλανος αττικός ουρανός με
μαγεύουν. Μου φτιάχνουν τη διάθεση. – Είμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτή την πανέμορφη χώρα. Ο Νικολής, κάθε φορά που ξεμπαρκάρει, αυτό μου λέει. «Ο Νικολής, πάλι ο Νικολής», είπε από μέσα του ο Πάρης και κατσούφιασε. «Αυτός ο μπάσταρδος δε θα με αφήσει να ησυχάσω. Ελπίζω να φάει τα μούτρα του με την απληστία του». Μετά το γεύμα με φρέσκα θαλασσινά, σε ένα από τα ταβερνάκια της παραλίας, ο Πάρης και η Μυρτώ αποχαιρετίστηκαν. Εκείνη αναχώρησε με το αεροπλάνο της Ολυμπιακής για το νησί, ενώ εκείνος γύρισε στο γραφείο του για να επικοινωνήσει με το βαπόρι που κυβερνούσε ο Νικολής. «Άραγε, πήρε το μεγάλο ρίσκο να σπάσει τον αποκλεισμό στο Βόρειο Περσικό, πλησιάζοντας στο λιμάνι της Μπαντάρ ε Μπουσέρ, ή συνεχίζει να πηγαινοέρχεται στην είσοδο του κόλπου;» αναρωτήθηκε. – Όλα βαίνουν καλώς, του απάντησε ο ασυρματιστής στο ραδιοτηλέφωνο, και όταν μίλησε μαζί του ο Νικολής και του έδωσε την ίδια απάντηση, ο Πάρης ζήτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, όμως άρχισε βομβαρδισμός και η επικοινωνία διακόπηκε απότομα.
Όσο και να προσπάθησε να ξαναεπικοινωνήσει, δεν τα κατάφερε. Πόλεις, λιμάνια και εγκαταστάσεις επεξεργασίας και εξόρυξης πετρελαίου βομβαρδίστηκαν και έγιναν παρανάλωμα του πυρός, ενώ όσα πλοία έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή έβαλαν ολοταχώς πλώρη για το Νότο, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την Κόλαση. «Η σύγκρουση του Ιράν και του Ιράκ για την κυριαρχία στο Σατέλ Αράμπ διαρκώς εντείνεται και η περιοχή του Περσικού κόλπου είναι τυλιγμένη στις φλόγες», μετέδωσαν τα δελτία ειδήσεων το άλλο πρωί, και ο Πάρης κούνησε το κεφάλι. «Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια», σκέφτηκε, αναλογιζόμενος τη δυσχερή θέση του κουμπάρου του, ενώ η Μυρτώ, μόλις άκουσε τα νέα, πνίγηκε στο κλάμα. – Σε παρακαλώ, Νικολή, σε ξορκίζω, γύρνα πίσω, του είπε μόλις επικοινώνησε μαζί της. Παράτα τα. Φτάνει πια. Δεν έχουμε ανάγκη. Με έχει φάει η αγωνία για εσένα. Σύνελθε. Έλα στα συγκαλά σου. Είναι κρίμα κι άδικο να χάσεις τη ζωή σου για τα λεφτά. Τι θα τα κάνεις τότε τα πλούτη; Μήπως έχουμε παιδιά, ώστε να τα χαρούν, τουλάχιστον, εκείνα; Στάχτη και μπούλμπερη θα γίνουν όλα. Όμως ο Νικολής, δυστυχώς, δεν έπαιρνε από λόγια. – Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, αγάπη μου, και θα είμαστε μετά για πάντα μαζί. Δε θα χρειαστεί να ξαναφύγω από κοντά
σου. Θα ζω εγώ για εσένα κι εσύ για εμένα. – Κάνε μου τώρα το χατίρι, σε παρακαλώ. – Μυρτώ μου, κατάλαβέ με. Δεν το αντέχει η περηφάνια μου να φύγω σαν δειλός, με την ουρά στα σκέλια. Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω, απάντησε, και όσο εκείνος έπαιζε με τη φωτιά, η Μυρτώ έβρισκε παρηγοριά στα θεία. Εκείνη την περίοδο της ζωής της έγινε πιο θρήσκα από ποτέ. Γονυπετής παρακαλούσε την Παναγία και όλους τους αγίους να φέρουν τον άντρα της σώο και αβλαβή στην αγκαλιά της. Ποιος να της το ’λεγε! Μέχρι και στο μοναστήρι της Αγίας Μαρκέλλας, που δεν πίστευε άλλοτε στη χάρη της, πήγε κι έταξε λαμπάδα ίσαμε το μπόι της για την επιστροφή του συζύγου της. «Αγία Μαρκέλλα μου, κάνε το θαύμα σου», προσευχήθηκε. «Συγχώρα με την άπιστη. Έπρεπε να δοκιμαστώ για να αποθέσω τις ελπίδες μου στο Θεό και στη χάρη όλων των αγίων». Ύστερα απ’ όλες αυτές τις προσευχές, επέστρεφε στο σπίτι της κάπως ανακουφισμένη και κοίταζε να συνεχίσει την καθημερινότητά της, σαν να έλειπε ο άντρας της σ’ ένα ταξίδι συνηθισμένο, προσπαθώντας να βγάλει από τη σκέψη της το κακό για να μπορέσει να λειτουργήσει. Να αγκαλιάσει τους μικρούς της μαθητές και να τους δώσει τα φώτα της.
Ο Νικολής συνέχισε να πηγαινοέρχεται στον Περσικό, μες στην αντάρα του πολέμου, μέχρι τον Αύγουστο του 1988, που σήμανε επιτέλους η λήξη του. Μετά την επίσημη ανακοίνωση, όταν η Μυρτώ τον είδε να στέκεται στο κατώφλι της, έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά του, χωρίς να πει λέξη. Δεν έβρισκε λόγια για να εκφράσει τη συγκίνηση και τη χαρά της. Το βλέμμα της φωτίστηκε, και μες στα χέρια του ένιωθε τόσο ανάλαφρη, σαν να πετούσε. – Αυτό ήταν. Τα βάσανά μας τέλειωσαν, Μυρτώ, της ψιθύρισε εκείνος. – Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Τρισευτυχισμένοι κι οι δύο, έπειτα από τόσα χρόνια γάμου έσμιξαν ξανά σαν να ήταν η πρώτη τους φορά και μέχρι το άλλο πρωί αντάλλασσαν λόγια αγάπης, πίστης και αφοσίωσης. Η σιρμαγιά του Νικολή από τα επικίνδυνα μπάρκα ήταν μεγάλη. Πλην όμως δεν έφτανε για να αποκτήσει το μοναχοκάραβο των ονείρων του, καθώς οι συγκυρίες δεν ήταν κατάλληλες. Η ναυτιλία είχε τα πάνω της και, κατά συνέπεια, οι τιμές των καραβιών βρίσκονταν σε υψηλά επίπεδα. Γι’ αυτό ο Νικολής τοποθέτησε τα λεφτά του σε μια τράπεζα του Λονδίνου και καιροφυλακτούσε να παρουσιαστεί ευκαιρία για να τα επενδύσει.
Τα σχέδιά του τα εμπιστεύτηκε στον Πάρη, κι εκείνος, ενώ τον άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή και του ευχήθηκε τα καλύτερα, μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του τον έστειλε στο διάολο. «Είναι τυχερός ο μορφονιός», είπε με το νου του και κόντεψε να σκάσει από τη ζήλια του. Όσο περνούσε ο καιρός και τον έβλεπε να δυναμώνει και να θεριεύει, ένιωθε πως έχανε την αγαπημένη του Μυρτώ για πάντα και σκύλιαζε. Έτσι, βάλθηκε να σκαρφιστεί κάποια καινούρια παγίδα για να του στήσει. Κι ενώ ο Νικολής βρισκόταν ξέμπαρκος στο νησί και απολάμβανε με τη γυναίκα του τις χαρές της θάλασσας, πηγαίνοντας καθημερινά πότε για μπάνιο και πότε για ψάρεμα, κατέφθασε ο Πάρης με το σκάφος του πατέρα του και τους ξεσήκωσε να πάνε όλοι μαζί μια μικρή κρουαζιέρα μέχρι τη Σάμο. – Θα έρθει και η γυναίκα σου; Είναι ευκαιρία, επιτέλους, να τη γνωρίσω, είπε η Μυρτώ, αλλά ο Πάρης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. – Η Ροδάνθη απεχθάνεται τις κρουαζιέρες. Παθαίνει ναυτία. – Κρίμα! Και θα κάναμε καλή παρέα, πετάχτηκε και είπε ο Νικολής.
– Δεν πειράζει, θα πάμε οι τρεις μας. Τη Ροδάνθη θα τη δείτε μια άλλη φορά. Προς το παρόν έχει εγκατασταθεί στην έπαυλη του πατέρα και κάνει παρέα με τις αδερφές μου. Παίζουν από το πρωί μπιρίμπα. – Αφού αυτό τις ξεκουράζει, καλά κάνουν. Εγώ δε θα άντεχα να κάθομαι όλη μέρα και να παίζω χαρτιά. Είμαι νευρόσπαστο, φαίνεται. – Όχι βέβαια. Είσαι μια χαρά γυναίκα. Απλώς δε σου αρέσει να περνάς έτσι την ώρα σου. Σε θυμάμαι και στο καράβι, τότε που ταξίδεψες μαζί μου τρεις ολόκληρους μήνες. Ούτε μία φορά δεν έπιασες στα χέρια σου την τράπουλα, είπε ο Νικολής. Όταν επιβιβάστηκαν στο κότερο, κοίταξε τους γνώριμους χώρους του και είπε με θαυμασμό: – Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που πρωτοπάτησα το πόδι μου εδώ, και ακόμα το βρίσκω εντυπωσιακό. Είναι σε άριστη κατάσταση. Ο πατέρας σου, κουμπάρε, το συντηρεί περίφημα. – Όντως. Όμως ο καπετάν Πέτρος γέρασε πια και δεν το χαίρεται ούτε εκείνος ούτε κανείς από εμάς. Η γυναίκα μου δε θέλει να το δει στα μάτια της, οι γαμπροί μας έχουν τα δικά τους, και το «Ασπασία», αυτό το υπέροχο σκαρί, θα το
βγάλουμε προς πώληση. Αν ξέρεις κανένα μερακλή να ενδιαφέρεται... – Όλα εξαρτώνται από την τιμή. Όσο καλοδιατηρημένο και να είναι, έχει πέσει στη θάλασσα πριν από πολύ καιρό. Τα έχει τα χρονάκια του και τη φθορά του, κι ας φαίνεται ακόμα ολοκαίνουριο, είπε ο Νικολής, και ο Πάρης χαμογέλασε. – Αν είναι να το πάρεις εσύ, η τιμή, καθώς καταλαβαίνεις, θα είναι φιλική. Στην πιάτσα είσαι. Ρώτα και μάθε, κι εγώ θα πείσω τον πατέρα να σου το δώσει κοψοχρονιά. – Και τζάμπα να μας το δώσει, δεν μπορούμε να το πάρουμε, είπε η Μυρτώ, και οι δύο άντρες την κοίταξαν καλά καλά. – Γιατί το λες αυτό; Το σκάφος είναι τζιτζί. Το βλέπεις. Θέλει έναν τιμονιέρη μαγκιόρο σαν τον άντρα σου, είπε ο Πάρης θέλοντας να κολακέψει τον Νικολή. – Εγώ, από εδώ και πέρα, δεν πρόκειται να ξαναμπαρκάρω για περισσότερο από ένα οκτάμηνο. Θέλω να χαρώ τη ζωή μου, δήλωσε εκείνος κοιτάζοντας κατάματα τη Μυρτώ και συμπλήρωσε: Θα επιστρέφω το Πάσχα στο νησί και, μόλις κλείνουν τα σχολεία, θα φεύγουμε με το κότερο για κρουαζιέρα στο Αιγαίο, στο Ιόνιο ή όπου αλλού τραβάει η ψυχή σου, αγάπη μου. Ποιον έχουμε ανάγκη; Τι μας κρατάει
στη στεριά; Τα παιδιά ή τα σκυλιά; Η Μυρτώ άκουγε τον άντρα της να μιλάει με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού και δεν ήθελε να τον αποκαρδιώσει, όμως η ιδέα να πάρουν ένα τέτοιο σκάφος τής φαινόταν πέρα για πέρα τρελή. – Και όταν θα λείπεις, θα σκουριάζει στο λιμάνι; ρώτησε μ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο, για να τον φρενάρει κάπως. – Όχι, βέβαια. Θα συμβληθούμε μ’ ένα γραφείο ενοικιάσεως σκαφών και θα μας το νοικιάζουν σε τουρίστες για να βγάζουμε τα έξοδά του. – Δεν ξέρω τι να σου πω, άσε να το σκεφτούμε, είπε εκείνη. – Θα αλλάξει η ζωή σας, Μυρτώ, παρενέβη ο Πάρης. – Το σκάφος αυτό δεν είναι για τα μέτρα μας. Είναι για ανθρώπους πλούσιους σαν εσένα και τον πατέρα σου. – Μα και ο άντρας σου είναι πλούσιος τώρα. Ξεφορτώσου πια αυτή τη συντηρητική νοοτροπία. – Καλά σου λέει, Μυρτώ. Τόσα και τόσα περάσαμε. Μας αξίζει, επιτέλους, να ζήσουμε βασιλικά, πρόσθεσε ο Νικολής, και εκεί η συζήτηση έλαβε τέλος.
– Θέλεις σκότωμα, είπε η Μυρτώ κάποια στιγμή στον Πάρη. Πολύ κακώς φουσκώνεις τα μυαλά του άντρα μου. Αν μείνει ξενοίκιαστο, πώς θα το συντηρήσουμε εμείς αυτό το μεγαθήριο; Θα αναγκαστεί ο Νικολής να ριψοκινδυνέψει ξανά για να αντεπεξέλθει στις νέες υποχρεώσεις που πάει να δημιουργήσει και θα γίνει η ζωή μας κόλαση. Όχι, για το Θεό, θα μπλέξουμε σε περιπέτεια μεγάλη. – Αν βρεθείτε σε ανάγκη, ξέρεις πολύ καλά πως εγώ θα είμαι στο πλευρό σας. – Σ’ ευχαριστώ, όμως καλά θα κάνεις να κλείσεις το στόμα σου και να μην ξεσηκώνεις τον άντρα μου για μεγαλεία. Εγώ έμαθα να ξανοίγομαι μέχρι εκεί όπου φτάνει το χέρι μου και να μην πετάω στα σύννεφα. Δεν το θέλω αυτό το σκάφος. Η βαρκούλα του πατέρα μου μου φτάνει, του είπε σοβαρά, πίσω από την πλάτη του Νικολή, όμως ο Πάρης είχε ήδη προλάβει να του βάλει το μικρόβιο στο μυαλό, και από εκεί και μετά η Μυρτώ είδε κι έπαθε να τον μεταπείσει. – Άσε, κουμπάρε, δεν είναι καιρός για σκάφη αναψυχής. Κοίτα να το δώσεις αλλού. Προέχει να αγοράσω ένα καράβι για να κάνω τη δουλειά μου, κατέληξε ο Νικολής λίγο αργότερα. Ο Πάρης, πυρ και μανία μετά την αποτυχία του να του τη στήσει, αποφάσισε να του πετάξει καινούρια
μπανανόφλουδα, για να την πατήσει, επιτέλους, ο Νικολής αυτή τη φορά και να εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Εντούτοις, παρά το μίσος που έτρεφε για εκείνον, ήταν απορίας άξιο πόσο καλά το έκρυβε και πόσο πειστικά του έκανε το φίλο. Ούτε επαγγελματίας ηθοποιός να ήταν. Τόσο καλά έπαιζε το ρόλο του. Με το δεύτερο πόλεμο στον Περσικό κόλπο, του ήρθε νέα φαεινή ιδέα. Τον Αύγουστο του 1990, μόλις το Ιράκ κατέλαβε αιφνιδιαστικά το Κουβέιτ, με την πρόφαση ότι το Κουβέιτ έκανε γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και με τον τρόπο αυτό έκλεβε το ιρακινό πετρέλαιο, ο Πάρης τηλεφώνησε αμέσως στον Νικολή. – Μου φαίνεται πως παρουσιάστηκε η ευκαιρία της ζωής σου. Όσα σου λείπουν για να αγοράσεις το δικό σου γκαζάδικο θα τα αποκτήσεις τώρα. Σκέψου και αποφάσισε, του είπε. – Έχει μεγάλο ρίσκο. – Το ξέρω. Η Μυρτώ, μόλις άκουσε από την τηλεόραση τα νέα, αμέσως της μπήκαν ψύλλοι στα αφτιά, και επειδή είδε τον άντρα της να κάθεται στα καρφιά, διαισθάνθηκε τις διαθέσεις του και τον άρπαξε από τα μούτρα.
– Έτσι και διανοηθείς να πας πάλι στη φωτιά, αν σταθείς τυχερός και γυρίσεις σώος, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να με βρεις εδώ. Τελεία και παύλα. Εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να ξαναζήσω το ίδιο μαρτύριο. Ο γάμος μας θα τελειώσει εδώ και τώρα. Το κατάλαβες; Ο Νικολής δεν έβγαλε άχνα. – Πάντως εγώ σου εξηγήθηκα ντόμπρα και σταράτα. Η απόφαση είναι δική σου. – Ηρέμησε, ησύχασε, δεν πάω πουθενά, ήταν η απάντησή του και κάθισε στ’ αβγά του. Τριάντα ένα κράτη υπό την αρχηγία των ΗΠΑ και την εξουσιοδότηση του ΟΗΕ συμμάχησαν για την εκδίωξη του ιρακινού στρατού από το Κουβέιτ και την απελευθέρωσή του. Αμέσως μετά την εισβολή, επιβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις από τον ΟΗΕ και οι εχθροπραξίες άρχισαν τον Ιανουάριο του 1991 και κατέληξαν στην ολοκληρωτική νίκη των συμμαχικών δυνάμεων. Ο Νικολής, που παρακολουθούσε με προσοχή τις επιχειρήσεις, σχολίασε τις εξελίξεις με τον κουμπάρο του και στο τέλος τού είπε. – Έτσι και πήγαινα εκεί, δε θα είχα καμία τύχη. Ευτυχώς που δε σε άκουσα.
– Ευτυχώς, απάντησε εκείνος μέσ’ από τα δόντια του κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο, διπλωμένος στα δύο από έναν πόνο στην κοιλιά σαν σφάχτη.
18 Αποκριάτικος χορός «OΣΟ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ και δε βλέπω άκρη τόσο προσπαθώ να βρω το τέλος της αγάπης μου, αλλά σταματώ γιατί είναι απέραντη. Καλή αντάμωση. Νικολής, 3 Μαρτίου 1976». Τα γράμματα από την πολυκαιρία είχαν ξεθωριάσει, το κιτρινισμένο επιστολόχαρτο ήταν μισοσκισμένο, όμως η Μυρτώ το ξεδίπλωσε προσεκτικά και το διάβασε για πολλοστή φορά. Εκείνο το βράδυ δεν ένιωθε καλά. Ήταν Απόκριες. Οι γείτονες διασκέδαζαν. Γέλια, χάχανα, τραγούδια έφταναν στα αφτιά της, και αντί να ευθυμήσει κι εκείνη, είχε μελαγχολήσει. «Θάλασσα κι αλμυρό νερό, να σε ξεχάσω δεν μπορώ...» τραγουδούσαν δίπλα και χόρευαν, και η Μυρτώ, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, έμεινε ξάγρυπνη μέχρι το πρωί, με τη σκέψη της στον Νικολή. Σε δύο μήνες το πολύ, θα ήταν και πάλι κοντά της. Καθώς εκείνος ξεμπάρκαρε συνήθως κοντά στο Πάσχα, άρχισε να μετράει αντίστροφα τις μέρες κι έκανε σχέδια πώς να τον υποδεχτεί. Τι αλλαγές έπρεπε να κάνει στο σπίτι, τι αγορές, τι προετοιμασίες, τι μαγειρέματα.
Η επιστροφή του στο σπίτι ήταν, από την αρχή του γάμου τους, το σπουδαιότερο γεγονός της ζωής της, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Αυτός ο αναγκαστικός αποχωρισμός εξαιτίας της δουλειάς του, αντί να τους αποξενώσει με τον καιρό, τους είχε φέρει πιο κοντά. Κρατούσε ζωντανή τη σχέση τους και τον έρωτά τους, γι’ αυτό και περίμεναν με λαχτάρα και οι δύο τη στιγμή που θα αντάμωναν. Στο μακροχρόνιο έγγαμο βίο τους, οι καβγάδες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, και αιτία τους όλες τις φορές τα ριψοκίνδυνα μπάρκα του Νικολή. – Ευτυχώς, γλιτώσαμε κι απ’ αυτά, μονολόγησε η Μυρτώ και, κλείνοντας το μπαουλάκι με τα αμέτρητα γράμματα του συζύγου της, που ήταν στο σύνολό τους κατάθεση ψυχής, ένιωσε πολύ καλύτερα. Γέρνοντας στο μαξιλάρι της, το ξημέρωμα της καινούριας μέρας τη βρήκε να κοιμάται ήσυχα. Οι πρωινές ηλιαχτίδες τρύπωσαν κλεφτά από τις γρίλιες και, σαν να ήταν συνεννοημένες, αντάμωσαν πάνω από το κεφάλι της, σχηματίζοντας φωτοστέφανο. Κι ενώ ήταν παραδομένη στις αγκάλες του Μορφέα, το ξαφνικό κουδούνισμα του τηλεφώνου την τάραξε μες στον ύπνο της. Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της, τα άνοιξε απότομα και, τυφλωμένη από το φως, τα έκλεισε ξανά.
Το τηλέφωνο συνέχιζε να κουδουνίζει στο κομοδίνο πλάι της. Αγουροξυπνημένη, σήκωσε το ακουστικό. – Ναι, ποιος είναι; ρώτησε άκεφα. – Μυρτώ, πεθαίνω, άκουσε να της λέει η γνώριμη φωνή του Πάρη από την άλλη άκρη της γραμμής, κι εκείνη, σαστισμένη, ανακάθισε στο κρεβάτι. – Τι έπαθες; Τι έχεις; – Πεθαίνω, σου είπα. – Πάρη, για το Θεό, τι λες; Πού βρίσκεσαι; – Στο «Υγεία». – Γιατί; – Είμαι του θανατά. Καρκίνο στο παχύ έντερο διέγνωσαν οι γιατροί, και η πρώτη που το μαθαίνεις είσαι εσύ. – Όχι, αποκλείεται, είπε αυθόρμητα η Μυρτώ και μετά έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Είναι αλήθεια πως τους τελευταίους μήνες ο Πάρης, εκτός από τις ψυχονευρωτικές του διαταραχές, υπέφερε αρκετά συχνά πότε από πόνους σε όλο του το κορμί και πότε στην κοιλιά. Στην αρχή πορεύτηκε με παυσίπονα, αλλά οι πόνοι
δεν πέρασαν, έτσι αποφάσισε να μπει σε ένα νοσοκομείο για εξονυχιστικό έλεγχο. Δυστυχώς, τα ευρήματα ήταν τόσο απελπιστικά, που δεν άντεξε και πήρε αμέσως στο τηλέφωνο την αγαπημένη του Μυρτώ. – Ποιος είναι πλάι σου; τον ρώτησε εκείνη. – Κανείς. – Πού είναι η γυναίκα σου; – Τι μου λες τώρα; Σαν να μην ξέρεις. Ποτέ δεν είχα άλλη γυναίκα εκτός από εσένα. – Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες; – Ξέρεις πολύ καλά τι λέω. Μη μου κάνεις τη χαζή. Αρκετά. Ήρθε ο καιρός να πέσουν οι μάσκες. Η Μυρτώ αναρίγησε. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Ήταν αλήθεια τόσο σοβαρά άρρωστος ο Πάρης ή σκαρφίστηκε κάποιο καινούριο τέχνασμα για να τραβήξει ο αθεράπευτα πεισματάρης την προσοχή της; αναρωτήθηκε και κομπιάζοντας τον ρώτησε: – Δηλαδή, τι έγινε με τη Ροδάνθη;
– Όλα τέλειωσαν. Οριστικά και με το νόμο. Δε συντρέχει πλέον κανένας λόγος να παίζουμε τους παντρεμένους. Πήραμε διαζύγιο. – Λυπάμαι πολύ. – Γιατί λυπάσαι; Απαλλάχτηκα, επιτέλους, από αυτό το βραχνά. Ποτέ δε ρώτησες πώς πέρασα τόσο καιρό μέσα στο ψέμα. Και όλα αυτά για να κάνω το χατίρι του πατέρα μου. Εγώ σας σκέφτομαι όλους, κι εμένα δε με σκέφτεται κανείς. – Έχεις παράπονο από εμένα που δε σε ξεχωρίζω από αδερφό μου; – Έχω ήδη τέσσερις αδερφές, δε μου χρειάζεται και πέμπτη. – Πάρη, είσαι θυμωμένος. Έχεις τα νεύρα σου και δεν ξέρεις τι λες. Θα πάρω το αεροπλάνο και θα έρθω να σε δω. – Όχι, δε χρειάζεται. Δε θέλω τον οίκτο σου. Την αγάπη σου θέλω. – Ας μην παίζουμε πρωί πρωί με τις λέξεις. Αρκετά. Μέχρι το απόγευμα θα βρίσκομαι κοντά σου. Ό,τι χρειαστείς, θα είμαι στο πλευρό σου. – Ο λόγος σου με χόρτασε και το φαΐ σου φά’ το. Δε
χρειάζεται να κάνεις τον κόπο. – Είσαι στ’ αλήθεια άρρωστος; ρώτησε τότε αυθόρμητα η Μυρτώ, και ο Πάρης, ως απάντηση, της έκλεισε το τηλέφωνο. «Είναι τρελός για δέσιμο», σκέφτηκε εκείνη βάζοντας το ακουστικό στη θέση του και την ίδια στιγμή προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον άντρα της για να του πει τα μαντάτα. – Κρίνω πως πρέπει να τον επισκεφτείς στο νοσοκομείο. Κουμπάρος μας είναι και, αν πράγματι βρίσκεται σε τόσο δυσχερή θέση, χρειάζεται συμπαράσταση, της είπε ο Νικολής. Έτσι, το τριήμερο της τελευταίας Αποκριάς, η Μυρτώ το πέρασε στην Αθήνα, προσπαθώντας να τον συναντήσει. Στο «Υγεία» που τον αναζήτησε, της είπαν πως είχε παραμείνει ένα βράδυ για έλεγχο ρουτίνας και είχε φύγει το πρωί. – Μήπως γνωρίζετε τα αποτελέσματα των εξετάσεων; ρώτησε βλακωδώς, και η αδελφή προϊσταμένη την αγριοκοίταξε. – Για όνομα του Θεού, κυρία μου! Ακόμα και να τα γνωρίζουμε, είναι δυνατό να σας τα πούμε; Δεν μπορούμε να παραβούμε το ιατρικό απόρρητο. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων γνωστοποιούνται μόνο στον ασθενή και στους πλησιέστερους συγγενείς.
Η Μυρτώ έγινε κατακόκκινη με την γκάφα της. Στην προσπάθειά της να τη διορθώσει, τα έκανε χειρότερα. – Μα εγώ, ξέρετε, είμαι συγγενής του. – Η σύζυγος; – Όχι, η κουμπάρα του. Η άλλη χαμογέλασε ειρωνικά, και η Μυρτώ, για να μην της πει καμιά βαριά κουβέντα, έφυγε βιαστικά. «Έπεσα σε κομπλεξική», είπε με το νου της μόλις μπήκε στο ταξί και ζήτησε από τον οδηγό να την πάει ίσια στον Πειραιά, στα γραφεία του Πάρη. Μπορεί, λόγω της αργίας της Καθαράς Δευτέρας, να ήταν κλειστά, όμως λογικά θα υπήρχε προσωπικό ασφαλείας εκεί, γιατί τα καράβια που ταξίδευαν στα πέρατα της Γης δε σταματούσαν κατά τις γιορτές και αργίες, κι έπρεπε κάποιος να έχει την έννοια τους, να λαβαίνει τα μηνύματά τους. Στο γραφείο του Πάρη την πληροφόρησαν πως το αφεντικό έλειπε στο Λονδίνο για το τριήμερο. Απηυδισμένη, πήγε στο σπίτι της στον Πειραιά και βάλθηκε να τον ψάχνει στο τηλέφωνο. Η οικονόμος του στο Λονδίνο τής είπε πως βρισκόταν στην Ελλάδα και η άλλη οικονόμος του στη βίλα της Εκάλης τής είπε πως απουσίαζε στο Λονδίνο.
«Αχ, Πάρη! Με αναστάτωσες καλά καλά και τώρα έγινες καπνός», σκέφτηκε τσατισμένη η Μυρτώ και την ίδια στιγμή έβαλε τα γέλια. «Κουβαλάς μεγάλη τρέλα. Αυτό το ξέρω χρόνια τώρα. Ας είναι ψέματα όσα μου είπες στο τηλέφωνο και δε θα σου κρατήσω κακία που με έφερες άρον άρον στην Αθήνα». Και μια που δεν είχε τι άλλο κάνει, αποφάσισε να γυρίσει στο νησί. Κοιτάζοντας το ρολόι της, διαπίστωσε πως το αεροπλάνο το είχε χάσει και δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει το πλοίο της γραμμής, όπως παλιά. Έτσι, άνοιξε τα παράθυρα να αερίσει το σπίτι. Η θυρωρός, από τότε που η Μυρτώ άρχισε να της δίνει ένα μηνιαίο χαρτζιλίκι, το συντηρούσε περίφημα, όμως η μυρωδιά της κλεισούρας, μια που δεν κατοικούνταν, ήταν διάχυτη. Βγαίνοντας στη βεράντα, ατένισε για λίγο, πέρα στ’ ανοιχτά, τα μεγάλα καράβια που είχαν βάλει πλώρη για το λιμάνι του Πειραιά, και αυτόματα ο νους της πήγε στον άντρα της. Στη διάρκεια τόσων χρόνων σχέσης και γάμου, ποτέ δεν είχε τύχει να περάσουν την Αποκριά μαζί. Να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να ξεφαντώσουν. Εκείνη την Αποκριά, ο Νικολής είχε αράξει σε κάποιο βραζιλιάνικο λιμάνι και ασφαλώς θα παρακολουθούσε το
τρελό καρναβάλι, υπέθεσε η Μυρτώ, ενώ η ίδια, μέχρι ώρας, δεν είχε δει ούτε μια χούφτα κομφετί. Ούτε μια σερπαντίνα. Τότε της ήρθε να τηλεφωνήσει στην παλιά φίλη της, τη Μαρίνα. Ναυτικό είχε παντρευτεί τελικά κι εκείνη και είχε αποκτήσει δύο τρισχαριτωμένα κοριτσάκια. Μόλις άκουσε τη φωνή της Μυρτώς στο τηλέφωνο, αναφώνησε με ενθουσιασμό: – Φιλενάδα! Τι έκπληξη ήταν αυτή! Μη μου πεις πως βρίσκεσαι εδώ; – Εδώ βρίσκομαι. – Ο Νικολής; – Ταξιδεύει. – Ο δικός μου είναι ξέμπαρκος και το βράδυ θα πάμε στο χορό των εμποροπλοιάρχων, στο «Intercontinental». – Σας εύχομαι καλή διασκέδαση. – Να έρθεις κι εσύ. Μη μου το χαλάσεις. Ευκαιρία να σε δω ύστερα από τόσο καιρό. – Θα το ήθελα πολύ, όμως... δεν είμαι προετοιμασμένη, δεν έχω αμφίεση.
– Αυτό είναι λεπτομέρεια. Έλα από εδώ και όλο και κάτι θα βρούμε. Άλλωστε, δε θα πάμε στο χορό των ανακτόρων, στο χορό των εμποροπλοιάρχων θα πάμε και θα λάμψουμε με το κέφι μας και την ακτινοβολία μας. – Δεν έχεις άδικο, όμως δεν το βλέπω να γίνεται, απάντησε η Μυρτώ διστακτικά, σαν να έλεγε «τραβάτε με κι ας κλαίω». – Μην το ζαλίζεις άλλο. Πάρε ένα ταξί κι έλα στο σπίτι μου. Μέχρι τις δέκα που είναι ο χορός, έχουμε ώρα μπροστά μας να γίνουμε πιο κούκλες από τις κούκλες. Η Μυρτώ χαμογέλασε και, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, μπήκε αμέσως στο μπάνιο να φρεσκαριστεί. Είχε κι εκείνη το δικαίωμα να πάει σ’ έναν αποκριάτικο χορό. Και μολονότι δε θα συνοδευόταν από τον άντρα της, δε θα έδειχνε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Το περιβάλλον ήταν οικείο. Μαζί με όλες τις κυρίες θα χόρευε κι εκείνη τους γνωστούς νησιώτικους χορούς. Ποιος είπε πως, επειδή ο άντρας της έλειπε στα ξένα, εκείνη έπρεπε να κλειδωθεί στο σπίτι; Γι’ αυτό ντύθηκε χωρίς κανέναν ενδοιασμό, σενιαρίστηκε και, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη, έμεινε απόλυτα ικανοποιημένη από την εμφάνισή της, οπότε σκέφτηκε ότι δε χρειαζόταν να περάσει από το σπίτι της Μαρίνας για να φτιαχτεί.
– Θα σας περιμένω στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, της είπε στο τηλέφωνο. – Όπως νομίζεις. Θα είμαστε στην ώρα μας εκεί. Η Μυρτώ, απαστράπτουσα, πέρασε την περιστρεφόμενη είσοδο του «Intercontinental» και, κάνοντας δύο βήματα προς το σαλόνι, είδε μπροστά της τον Πάρη κι έμεινε στήλη άλατος. – Δεν το πιστεύω! αναφώνησε εκείνος. Ποιος σου είπε πώς είμαι εδώ; – Ο καλός μου άγγελος, απάντησε εκείνη μ’ ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Ο Πάρης τής έπιασε το χέρι και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τόσο διεισδυτικό, που την έκανε να νιώσει πως έβλεπε την ψυχή της. – Ανησύχησα πολύ με όσα μου είπες το πρωί, του ομολόγησε. Πες μου πως είναι ψέματα. Εκείνος, αντί για απάντηση, την τράβηξε από το χέρι και την οδήγησε στο μπαρ. – Έλα να πιούμε ένα ποτό να πάνε τα φαρμάκια κάτω, της πρότεινε μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο.
– Τι σου συμβαίνει; Θα μου πεις, επιτέλους, την αλήθεια; – Την ξέρεις εδώ και πολλά χρόνια. – Άσε τις υπεκφυγές, μίλα μου καθαρά. Είσαι καλά; Ξέρω πως έκανες ένα τσεκάπ ρουτίνας, όπως με ενημέρωσαν στο νοσοκομείο. Τι έδειξαν οι εξετάσεις; Ο Πάρης δαγκώθηκε. – Τα είπαμε αυτά. Δε θέλω να τα ξαναλέω. – Γιατί παίζεις με τα νεύρα μου; Από τη στιγμή που μου τηλεφώνησες, μ’ έχει φάει η αγωνία. Έχω αισθήματα για εσένα, το καταλαβαίνεις; – Εγώ να δεις! της αντιγύρισε και, για να διώξει τον κόμπο που του στάθηκε στο λαιμό, ήπιε μονορούφι το ουίσκι που ήταν στο ποτήρι του. Κάνοντας νεύμα στον μπάρμαν να του φέρει ένα ακόμα, έστρεψε το βλέμμα προς την είσοδο και είδε τα καλοντυμένα ζευγάρια να έρχονται για το χορό. Λοιπόν, θα μου πεις πώς βρέθηκες εδώ; ρώτησε τότε τη Μυρτώ. – Αφού έφαγα γη και ουρανό για να σε βρω, έκανα ένα τηλεφώνημα στη Μαρίνα, τη φίλη μου, θα πρέπει να τη θυμάσαι, και... ήταν της τύχης γραφτό να σε δω. – Πόσο χαίρομαι, να ’ξερες!
– Τότε γιατί μου κρυβόσουν; – Δεν ήθελα να δεις τα χάλια μου. – Πάρη, τρελάθηκες; Για ποια χάλια μιλάς; Εγώ σε βλέπω μια χαρά. Μου φαίνεται πως θέλεις να ψαρέψεις κομπλιμέντα. Το χρώμα σου είναι περίφημο. Το μαγουλάκι σου ροδαλό ροδαλό, όπως πάντα. – Μη βλέπεις τώρα, έχει βοηθήσει και το ποτό. – Θα πας στο χορό; – Δε νομίζω. Εκτός κι αν μου κάνεις την τιμή να σε συνοδεύσω. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Έχω ήδη κανονίσει να καθίσω με τη Μαρίνα. Όμως δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει πρόβλημα να βάλουν και μια καρέκλα για εσένα. – Δεν κατάλαβες καλά. Εγώ έχω τιμητική πρόσκληση από τον πρόεδρο του συλλόγου να καθίσω με την παρέα μου στο πρώτο τραπέζι. – Καλά, δε θα τα χαλάσουμε τώρα για τη θέση. Το πολύ πολύ να πούμε στη Μαρίνα και στον άντρα της να καθίσουν
μαζί μας. Ο Πάρης, ευχαριστημένος, την κοίταξε με τρυφερότητα. – Είσαι η ζωή μου, ξεστόμισε αυθόρμητα, και η Μυρτώ παραξενεύτηκε. – Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό; – Πριν από λίγο είχα τις μαύρες μου, είχα αποφασίσει να βράσω τους χορούς και τα πανηγύρια, να κλειστώ στο δωμάτιό μου και μ’ ένα υπνωτικό χάπι να ξεραθώ. Από τη στιγμή, όμως, που σε είδα, έγινα άλλος άνθρωπος. Σαν να ήμουν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψα. Είσαι η ζωή μου, Μυρτώ, επανέλαβε γλυκά, αγγίζοντας απαλά το χέρι της. Πάνω στην ώρα, είδε η Μυρτώ από μακριά τη φίλη της με τον άντρα της να βαδίζουν προς το ασανσέρ για να κατέβουν στην αίθουσα του χορού και φώναξε το όνομά της, κόβοντας απότομα τις τρυφερότητες του Πάρη. Αν δεν της είχε τόσο μεγάλη αδυναμία, σίγουρα θα τσατιζόταν, όμως το άφησε να το πάρει το ποτάμι. – Πάρη, πάμε, τα παιδιά μάς περιμένουν, του είπε εκείνη σαν να ήταν ακόμα στην πρώτη τους νιότη, και με ενθουσιασμό τον τράβηξε από το χέρι. Η Μαρίνα, βλέποντάς τη να πλησιάζει κοντά της με τον
Πάρη, αν και είχε να τον δει χρόνια, αμέσως τον αναγνώρισε. Κι επειδή θυμόταν πως αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελά ερωτευμένος με τη φίλη της από τα νιάτα τους, έβαλε με το πονηρό μυαλό της άλλα και συνοφρυώθηκε. «Καθώς φαίνεται, η Μυρτώ το παίζει σε διπλό ταμπλό», είπε από μέσα της. Συμπτωματικά, ο άντρας της έκανε ακριβώς την ίδια σκέψη και δεν έδωσε καμία σημασία στη Μυρτώ, ενώ τον πλοιοκτήτη στο πλάι της τον χαιρέτησε εγκάρδια και αποδέχτηκε ευχαρίστως την πρότασή του να καθίσουν όλοι μαζί στο τραπέζι του. Ο πρόεδρος του συλλόγου των πλοιάρχων και των αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού πήρε το λόγο, καλωσορίζοντας από μικροφώνου πρώτα τους υψηλούς καλεσμένους – τον υπουργό Ναυτιλίας και όλους τους πλοιοκτήτες που τους τιμούσαν με την παρουσία τους. Η Μυρτώ λοξοκοίταξε με θαυμασμό τον Πάρη, κι εκείνος ήταν όλο καμάρι. Η Μαρίνα το πρόσεξε και σκούντησε με τρόπο τον άντρα της. Στο μεταξύ, ο ομιλητής έκανε ευχές για όλους τους απόντες πλοιάρχους και αξιωματικούς που βρίσκονταν την αποκριάτικη εκείνη βραδιά εν υπηρεσία. – Στην υγειά του Νικολή! φώναξε τότε κεφάτα η Μυρτώ, υψώνοντας το ποτήρι της, μα κανείς στο τραπέζι δεν
επανέλαβε την ευχή της. Η Μαρίνα με τον άντρα της την κοίταξαν αδιάφορα, ενώ ο Πάρης κατέβασε τα μούτρα του. – Σας εύχομαι να περάσετε μια αξέχαστη βραδιά, κατέληξε ο ομιλητής, και η ορχήστρα άρχισε να παίζει γνωστές μελωδίες. Μόλις τέλειωσε το σερβίρισμα του φαγητού, τα πρώτα ζευγάρια σηκώθηκαν να χορέψουν στην πίστα ένα βαλς. – Κυρία μου, μου χαρίζετε αυτό το χορό; ψιθύρισε ο Πάρης στο αφτί της Μυρτώς με ύφος θεατρικό, κι εκείνη του χαμογέλασε πλατιά. Μόλις την αγκάλιασε, ένιωσε να την εξουσιάζει απόλυτα, καθώς τον ακολουθούσε στο ρυθμό του, και στριφογυρίζοντας είχε την αίσθηση πως ήταν έτοιμος να πετάξει μαζί της στον έβδομο ουρανό. – Σ’ ευχαριστώ, της είπε στο τέλος του πρώτου χορού, κι εκείνη χαμογέλασε ξανά. Μετά το βαλς ακούστηκαν οι νότες ενός παθιασμένου τανγκό, κι έτσι ενθουσιασμένος που ήταν ο Πάρης, την έσφιξε στην αγκαλιά του, τρέμοντας από τη συγκίνηση.
Η Μυρτώ έκανε να τραβηχτεί, όμως εκείνος δεν την άφησε. Κράτησε κολλημένο το κορμί της στο δικό του και, αγγίζοντας με το μάγουλό του το μάγουλό της, ένιωσε τη ζεστή ανάσα της στο αφτί του και τρελάθηκε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να ήταν πρωτάρης έφηβος. – Μυρτώ, σ’ αγαπώ, ψέλλισε. Τότε εκείνη, με μια κίνηση νευρική, τον έκανε πέρα. – Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω, του είπε. Φαίνεται πως με τον τρόπο μου σε άφησα μια ζωή να τρέφεις φρούδες ελπίδες. Ο Πάρης έγινε κατακόκκινος. – Είσαι η αγάπη μου, η ανάσα μου, η ψυχή μου. Χωρίς εσένα, η ζωή μου είναι άδεια. Δεν έχω άλλες αντοχές. Βαρέθηκα, κουράστηκα να παίζω το φίλο και τον κουμπάρο. Είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα. Δεν έχω πολλά περιθώρια. Οι μέρες μου από εδώ και μπρος είναι μετρημένες. – Τι είναι αυτά που λες; Σε λίγο θα γίνουμε περίγελος. Όλος ο κόσμος ξέρει ποιος είσαι εσύ και ποια είμαι εγώ. – Πάμε πάνω στο δωμάτιό μου να σ’ τα πω με την ησυχία μου. – Εδώ μένεις;
– Εδώ. Όταν είμαι ταραγμένος, προτιμώ το ξενοδοχείο από το σπίτι. Στο ξενοδοχείο νιώθω πιο ελεύθερος. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Ακόμα και μια γλυκιά αμαρτία, χωρίς να με πάρει είδηση κανείς. Μακριά από τα βλέμματα του υπηρετικού προσωπικού, που με παρακολουθούν μέρα νύχτα. Έλα, σε παρακαλώ. Αρκετά μείναμε. Πάμε να φύγουμε. – Τι θα πούμε στους φίλους μου; – Δεν έχουμε να λογοδοτήσουμε σε κανέναν. «Ευχαριστούμε πολύ για την παρέα σας, καληνύχτα σας και καλή Σαρακοστή». Νομίζω πως είναι αρκετό, είπε, κι έτσι έκανε. Η Μαρίνα, παγωμένη στη θέση της, κοίταζε τη Μυρτώ να φεύγει με τον κουμπάρο της και δεν ήξερε πώς να τη δικαιολογήσει στον άντρα της. – Καλή τσούλα είναι η φίλη σου, είπε εκείνος και την άλλη μέρα την έβγαλε βούκινο. Τα κουτσομπολιά πέρασαν αστραπιαία τον Ατλαντικό κι έφτασαν στη Βραζιλία και στου Νικολή τα αφτιά, μα εκείνος, αντί να θυμώσει, αντί να γίνει Τούρκος, γέλασε. Ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και για την αγάπη της γυναίκας του, που ούτε στιγμή δεν πίστεψε πως θα μπορούσε να του κάνει απιστία με τον κουμπάρο. Άλλωστε, το ότι ο Πάρης είχε
αδυναμία στη Μυρτώ και πολύ θα την ήθελε για γυναίκα του το γνώριζε καλά. Ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται. Μόνο χαζός δεν ήταν ο Νικολής . Όμως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Στο μόνο που υπερτερούσε ο Πάρης έναντί του ήταν το χρήμα. Μα η Μυρτώ δεν έδινε καμία σημασία στα πλούτη και τα μεγαλεία. Ήθελε να ζει μια άνετη ζωή με τον άντρα της καρδιάς της , κι αυτό έκανε. Μπορεί η αγάπη του Πάρη να την κολάκευε ως γυναίκα, όμως όλα είχαν τα όριά τους , και η Μυρτώ γνώριζε καλά να κρατάει τη θέση της . Το ότι έφυγε από το χορό παρέα με τον Πάρη, αυτό το θεώρησε ο Νικολής παντελώς φυσιολογικό.
Με ποιον έπρεπε να φύγει δηλαδή, με κανέναν άσχετο; Ο Πάρης ήταν κατ’ αρχάς νονός της και μετά κουμπάρος τους. Τον γνώριζε από μικρή. Αντιμετώπιζε και κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας ο άνθρωπος εκείνη την εποχή και όφειλε να του συμπαρασταθεί. Μέσα στη βαβούρα του χορού και του κεφιού δε θα μπορούσε, όπως ήταν φυσικό, να της ανοίξει την καρδιά του. Να της πει τον πόνο του, για να ξαλαφρώσει κάπως από το σοβαρό πρόβλημά του. Αυτά σκέφτηκε ο Νικολής και συνέχισε αμέριμνος να κάνει τη δουλειά του στο άλλο ημισφαίριο της Γης. Κι εδώ που τα λέμε, δεν έπεσε έξω στους συλλογισμούς του. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Η Μυρτώ αρνήθηκε, βέβαια, να ακολουθήσει τον Πάρη στο δωμάτιό του.
– Προτιμώ να καθίσουμε να τα πούμε εδώ στο σαλόνι, πλάι στο τζάκι, του είπε, κι εκείνος συγκατατέθηκε. Αφού πήραν από μια βότκα, κοιτάχτηκαν στα μάτια κι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Πάρης δεν έλεγε να ανοίξει το στόμα του, κι έτσι η Μυρτώ μίλησε πρώτη. – Πόσο χαίρομαι να σε βλέπω ήρεμο. – Είπαμε, αυτό το οφείλω σ’ εσένα και σ’ ευχαριστώ. Για τελευταία φορά θα σου το πω, θέλω να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου. – Πάρη, σύνελθε. Ας μη λέμε πράγματα χιλιοειπωμένα. Κάτι τέτοιο αποκλείεται και το ξέρεις καλά. Αγαπώ τον άντρα μου πιο πολύ κι από τον εαυτό μου. – Το ξέρω. – Τότε βγάλ’ το από το νου σου. – Προσπάθησα, είναι κάτι υπεράνω των δυνάμεών μου. Από τη στιγμή, δε, που έμαθα ότι είναι περιορισμένος ο χρόνος της ζωής μου, έχω τρελαθεί. Θέλω να χαρώ ό,τι δε χάρηκα. Θέλω να σου χαρίσω τον κόσμο μου, τον κόσμο όλο. – Τι συμβαίνει ακριβώς, μπορώ να μάθω επιτέλους;
– Σ’ τα είπα ήδη. Οι γιατροί μού έδωσαν δύο τρία χρόνια ζωής. Εκτός κι αν γίνει ένα θαύμα. Η Μυρτώ έμεινε για λίγο αμίλητη. – Και βέβαια θα γίνει θαύμα, είπε μετά βεβαιότητος και στη συνέχεια, κουνώντας το κεφάλι, άλλαξε τόνο φωνής και πρόσθεσε: Είναι πολύ πιθανό οι γιατροί του «Υγεία» που έκαναν αυτή τη διάγνωση να έχουν πέσει έξω. Κανονικά, θα έπρεπε να πας και αλλού για να διασταυρώσεις απόψεις. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα χρειάζεται εξονυχιστικός έλεγχος. Εγώ, αν ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα να με κοιτάξουν οι γιατροί στο Λονδίνο ή ακόμα και στην Αμερική. – Αυτό έχω κατά νου να κάνω. Όμως δε θέλω να πεις τίποτα σε κανέναν. Άσε να δούμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα. – Είμαι σίγουρη πως θα πάνε όλα καλά. Άλλωστε, ο καρκίνος στις μέρες μας αντιμετωπίζεται. – Μόνο όταν βρίσκεται στα πρώτα στάδια, και ο δικός μου, καθώς φαίνεται, είναι προχωρημένος. – «Think positive», λένε οι φίλοι σου οι Άγγλοι. Με αυτή την κουβέντα, ξαφνικά το κλίμα έγινε βαρύ. Ο Πάρης παράγγειλε δύο βότκες ακόμα, αλλά η Μυρτώ
κούνησε αρνητικά το κεφάλι. – Ήπιαμε πολύ. Κι εγώ δεν το σηκώνω το ποτό. – Το ξέρω. Όμως ίσως είναι η τελευταία μας βραδιά, σχολίασε εκείνος και της έπιασε τρυφερά το χέρι. – Πάρη, σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω να σε ακούω να μου μιλάς έτσι. – Πάντως, ό,τι και να γίνει, να θυμάσαι πως σ’ αγάπησα πολύ. – Δε θα γίνει απολύτως τίποτα. – Παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του. – Πάρη, θα σε μαλώσω. Φτάνει πια. Δεν είναι λόγια αυτά. «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου, σ’ το ’χω πει και πάντα θα σ’ το λέω», έπαιζε η ορχήστρα στην αίθουσα χορού και, καθώς άνοιξαν προς στιγμήν οι πόρτες, ο απόηχος έφτασε στο σαλόνι. – Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου, επανέλαβε ο Πάρης, προσπαθώντας να διαλύσει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα. «Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είναι η ζωή, να γελάς και να κλαις βράδυ και πρωί», ακούστηκε από την αίθουσα
χορού όταν άνοιξαν πάλι οι πόρτες, και αυτή τη φορά η Μυρτώ ήταν εκείνη που επανέλαβε τους στίχους του τραγουδιού μ’ ένα αισιόδοξο χαμόγελο. Τότε ο Πάρης έγινε πιο τολμηρός. Την κοίταξε φιλήδονα, κι εκείνη μαζεύτηκε. – Πόσο θα ’θελα να κοιμηθώ μαζί σου απόψε... Χάρισέ μου μία βραδιά. Μόνο μία βραδιά, αγάπη μου, μοναδική μου αγάπη, ψέλλισε, και την ίδια στιγμή ένιωσε το χέρι της Μυρτώς να παγώνει μέσα στο δικό του. Τα μάτια της βούρκωσαν και, όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της. – Γιατί μου το κάνεις αυτό; Ζήτα μου ό,τι άλλο θες. Αφού ξέρεις... Τον άντρα μου τον έχω κορόνα στο κεφάλι μου και δεν πρόκειται ποτέ να τον προδώσω, του είπε σοβαρά και, σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης τα δάκρυά της, αναδεύτηκε στη θέση της και, κοιτάζοντας προς τη ρεσεψιόν, πρόσθεσε: Πρέπει να καλέσω ένα ταξί. Είναι ώρα να πηγαίνω. Μόλις σηκώθηκε όρθια, ο Πάρης τη βοήθησε να φορέσει το πανωφόρι της, κι εκείνη τον αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο, λέγοντας: – Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά. Μπόρα είναι και θα περάσει. Θέλω να σταθώ στο πλευρό σου. Αν το θέλεις,
βέβαια, κι εσύ. – Δε χρειάζεται, Μυρτώ. Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν, δήλωσε, παίρνοντας μια παγερή έκφραση. Η Μυρτώ, με γρήγορα βήματα, προχώρησε προς την περιστρεφόμενη πόρτα και βγαίνοντας στράφηκε και κοίταξε για τελευταία φορά προς το μέρος του Πάρη, αλλά εκείνος δε βρισκόταν πια εκεί όπου τον είχε αφήσει.
19 Η Θεώνη ΜΠΗΚΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. Οι μέρες περνούσαν, όμως η Μυρτώ άργησε πολύ να συνέλθει από την ταραχή. Η ερωτική εξομολόγηση του Πάρη, το βράδυ εκείνο στο «Intercontinental», καρφώθηκε στην καρδιά της σαν μαχαιριά. Δεν ήθελε να τη θυμάται, γιατί την πονούσε πολύ. Γι’ αυτό και στον άντρα της που τη ρώτησε πώς πέρασε σ’ εκείνο τον αποκριάτικο χορό με τον κουμπάρο τους, αρκέστηκε να του πει πως ήταν μια βραδιά θλιβερή. – Φαίνεται πως περνάει ο δόλιος πολύ δύσκολες στιγμές με την υγεία του, σχολίασε εκείνος, και όσο και να προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, δεν τα κατάφεραν. Σαν να είχε χαθεί από προσώπου Γης, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τη διεύθυνση της εταιρείας του την είχε αναθέσει στους γαμπρούς του και τα σταθερά τηλέφωνα των σπιτιών του σε Αθήνα και Λονδίνο, όπως και τα κινητά του, είχαν αλλάξει. «Όλα τελειώνουν εδώ», είχε πει στη Μυρτώ, και, καθώς φάνηκε, το εννοούσε. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι για όλους μας», σκέφτηκε
εκείνη και σιγά σιγά επικεντρώθηκε στις ασχολίες της καθημερινότητάς της και τον έφερνε στο νου της αραιά και πού. «Αφού δε μαθαίνω νέα του, θα πει πως είναι καλά. “No news, good news”», συμπέραινε και γύριζε στα δικά της. Δόξα τω Θεώ, όλα τής πήγαιναν καλά. Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της. Ο Νικολής συνέχιζε να μπαρκάρει, με διαστήματα ανάπαυλας στην αγκαλιά της, είχαν την υγειά τους, την αγάπη τους και τις καταθέσεις τους σε τράπεζα της Αγγλίας, που όλο και αυξάνονταν. Με την πρώτη ευκαιρία, το όνειρο του άντρα της να αποκτήσουν ένα καράβι ήταν πλέον βέβαιο πως θα έβγαινε αληθινό. Το σχολείο της Μυρτώς δούλευε ρολόι. Με τους συνεταίρους της τα πήγαινε θαυμάσια. Έκανε με ζήλο και μεράκι τη δουλειά της, και οι μικροί μαθητές της διαισθάνονταν πόσο πολύ τους αγαπούσε και της ανταπέδιδαν αυτή την αγάπη με κάθε τρόπο. Πότε με μια ζωγραφιά, πότε με ένα αγριολούλουδο, πότε με μια ζεστή αγκαλιά. «Παίρνω μεγάλη χαρά από τα παιδιά. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ», έλεγε από καρδιάς και τα έβλεπε όλα σαν να ήταν δικά της. Τα καλοκαίρια, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, που έκλειναν τα σχολεία για τις διακοπές και ήταν αναγκασμένη να τα αποχωριστεί, μέχρι να το συνηθίσει, στενοχωριόταν πολύ. Τότε ευχόταν να είχε ένα δικό της παιδί και σκεφτόταν σοβαρά να υιοθετήσει. Ο άντρας της ήταν απόλυτα σύμφωνος με αυτή την ιδέα. Όμως, επειδή δεν τους είχαν πάρει και τα χρόνια, διατηρούσαν μια κρυφή ελπίδα μήπως
και από θαύμα τούς επισκεπτόταν ο πελαργός, γι’ αυτό και δεν είχαν βάλει μπρος τη διαδικασία της υιοθεσίας. Πλησίαζε Πάσχα. Το ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε στον αστροκέντητο ουρανό και σκόρπιζε στην πλάση μια απόκοσμη ασημένια λάμψη. Η Μυρτώ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τα μάτια ανοιχτά, θωρούσε έξω από το παράθυρο τη φεγγαρόλουστη νυχτιά και μες στην απόλυτη ησυχία αφουγκραζόταν όλους τους ήχους. Ο ρυθμικός παφλασμός από το κύμα που έσπαζε στην ακροθαλασσιά μπροστά στο καπετανόσπιτο, εκεί που τη νανούριζε, έφτασε ξαφνικά στα αφτιά της αλλιώτικος και την παραξένεψε. «Τι να συμβαίνει άραγε;» είπε με το νου της και άνοιξε το παράθυρο. Μια βάρκα με κουπιά τής φάνηκε ότι ερχόταν από τα ανοιχτά, μα ως διά μαγείας εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο. Τρίβοντας τα μάτια της, έκανε μια γκριμάτσα μονολογώντας: – Δεν είμαι στα καλά μου. Έχω παραισθήσεις φαίνεται. Την ίδια στιγμή, οι σκιές από τα φύλλα της συκιάς αργοσάλευαν στον τοίχο της κάμαράς της σαν δαντελένιες κουρτίνες, μαγνητίζοντας το βλέμμα της. Τότε, σαν μαγεμένη, στάθηκε εκεί και, χωρίς να το καταλάβει, η σκέψη της έτρεξε
στα περασμένα. Όλη της η ζωή ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια της. Όταν κάποτε γύρισε και πάλι στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί, δεν πρόλαβε να ακουμπήσει το κεφάλι της στο μαξιλάρι και άκουσε μωρουδίστικα κλάματα. «Χριστός και Παναγία, πού βρέθηκε το μωρό μες στη νύχτα;» σκέφτηκε και πετάχτηκε στη βεράντα. Αυτή τη φορά, ούτε η ακοή της ούτε η όρασή της την ξεγελούσαν. Το μωρουδίστικο κλάμα ερχόταν από τη βάρκα του πατέρα της που ήταν αραγμένη στο λιμανάκι μπροστά στο σπίτι. Τρελαμένη κατέβηκε φουριόζα τα σκαλιά, άρπαξε ένα φανάρι από τον κήπο και πλησίασε γοργά στο σημείο απ’ όπου ακούγονταν τα κλάματα. Αντικρίζοντας μέσα σ’ ένα ψαράδικο πανέρι ένα μωράκι τυλιγμένο σε μια κουβερτούλα να σπαράζει στο κλάμα, έκανε το σταυρό της. – Κύριε ελέησον, δεν είναι δυνατό! Ποια άκαρδη μάνα σ’ εγκατέλειψε εδώ, πουλάκι μου; Σώπα, καρδούλα μου. Σώπα, ψυχή μου, είπε και, φέρνοντας ένα γύρο το βλέμμα της στα βράχια του μικρού λιμανιού, μήπως και πάρει το μάτι της κάποια ανθρώπινη φιγούρα να παραφυλάει, σήκωσε προσεκτικά το πανέρι με το μωρό και το πήγε στο σπίτι της. Μόλις το κράτησε στον κόρφο της, το μωρό σταμάτησε
να κλαίει. Βλέποντας καθαρά το προσωπάκι του στο φως, «Χριστέ μου, πόσο όμορφο είσαι!» είπε η Μυρτώ και αμέσως αναρωτήθηκε αν ήταν κορίτσι ή αγόρι. Τότε, θέλοντας να δει το φύλο του, βρήκε μέσα στην κουβερτούλα του ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε με δακτυλογραφημένα γράμματα: «Είμαι η κόρη της θάλασσας, θέλω η δασκάλα η Μυρτώ να με αναθρέψει σαν δικό της παιδί». Διαβάζοντάς το, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Νόμιζε πως ονειρεύεται. Τα χέρια της έτρεμαν και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα από τη συγκίνηση. «Ποιος, Χριστέ μου, ποιος έστειλε σ’ εμένα αυτό το θείο δώρο;» αναρωτήθηκε και δε χόρταινε να κοιτάζει το μωρό, μέχρι που εκείνο έβαλε και πάλι τα κλάματα. – Πεινάς; Πεινάς, καρδούλα μου, κι εγώ η άσχετη, αντί να σε ταΐσω λίγο γαλατάκι, κάθομαι και σε κοιτάζω; ψιθύρισε, βγάζοντας από το ψυγείο το μπουκάλι με το γάλα, που το άδειασε σ’ ένα κατσαρολάκι για να το ζεστάνει, και τότε συνειδητοποίησε πως δεν είχε μπιμπερό. Έτσι, αποφάσισε να χτυπήσει μες στη νύχτα την πόρτα της γειτόνισσας που είχε μικρά παιδιά, για να της ζητήσει τη βοήθειά της. Την επόμενη μέρα όλη η γειτονιά είχε μάθει πως η δασκάλα απέκτησε κόρη και όλοι αναρωτιούνταν ποια,
άραγε, κοπελιά γέννησε μούλικο και της το πάσαρε. Η Μυρτώ, μόλις συνήλθε από το ξαφνικό, κάλεσε τον παιδίατρο να εξετάσει το βρέφος. – Είναι σαράντα ημερών, απόλυτα υγιές, της είπε και, δίνοντάς της οδηγίες για τη φροντίδα του, της ευχήθηκε να της ζήσει. – Σας ευχαριστώ, γιατρέ. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως το εγκατέλειψαν. – Μα το εμπιστεύτηκαν σ’ εσάς. – Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να εμφανιστεί η μάνα του μετανιωμένη και να ζητήσει να το πάρει πίσω. Γι’ αυτό, όσο και να με ενθουσιάζει η ιδέα πως θα μπορούσε το παιδί αυτό να γίνει δικό μου, συγκρατώ τα συναισθήματά μου για να μην πικραθώ αν χρειαστεί να το αποχωριστώ. Να φανταστείτε πως στον άντρα μου δεν έχω πει τίποτα μέχρι στιγμής. – Σας εύχομαι το καλύτερο για όλους. Ελπίζω μέχρι να ξεμπαρκάρει ο σύζυγός σας να έχει ξεδιαλύνει το μυστήριο με τη μικρή άγνωστη. Καλό Πάσχα, είπε ο παιδίατρος κι έφυγε, και η Μυρτώ άφησε το μωρό στη γειτόνισσα και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα χέρια, δηλαδή το ψαράδικο πανέρι, την κουβερτούλα και το
δακτυλογραφημένο χαρτί, πήγε να δηλώσει το περιστατικό στην αστυνομία. – Κάντε ό,τι είναι δυνατό, σας παρακαλώ, για να βρεθεί η μάνα της μικρής το συντομότερο, ζήτησε. Θέλω να με καταλάβετε. Αν δεθώ με αυτό το πλασματάκι και μου το πάρουν ξαφνικά από την αγκαλιά μου, θα τρελαθώ. – Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, κυρία Μαρκάκη. Μείνετε ήσυχη. Αν δε βγάλουμε άκρη σύντομα, θα δώσουμε την ανάλογη δημοσιότητα στο θέμα. – Σας ευχαριστώ πολύ. Θα περιμένω με μεγάλη αγωνία νέα σας, είπε η Μυρτώ και έπειτα από λίγες μέρες όλα τα δελτία ειδήσεων ανακοίνωναν την εγκατάλειψη βρέφους σε βάρκα μπροστά στο σπίτι του καπετάν Νικολή Μαρκάκη στη Χίο. «Όποιος γνωρίζει κάτι σχετικό με την περίπτωση της μικρής παρακαλείται να επικοινωνήσει με τις τοπικές Αρχές κ.λπ.» Οι μέρες κύλησαν και οι τοπικές Αρχές δε δέχτηκαν ούτε ένα τηλεφώνημα σχετικά με το βρέφος. Σαν να το γέννησε στ’ αλήθεια η θάλασσα για να το χαρίσει στη Μυρτώ, που τόσο πολύ λαχταρούσε να αποκτήσει παιδί. Και όσο εκείνη το κρατούσε στον κόρφο της και το τάιζε και το νανούριζε και το κανάκευε τόσο περισσότερο το ένιωθε σαν δικό της. Προίκα ολόκληρη του αγόρασε: καροτσάκι, πορτμπεμπέ, φορμίτσες,
κουβερτούλες, κούνια, κρεβατάκι, κουδουνίστρες, μπανιέρα, όλα τα καλά.
κουνουπιέρα,
Ανήμερα το Πάσχα επέστρεψε από τα ξένα στο σπίτι του ο Νικολής και, αντικρίζοντας τη γυναίκα του με το μωρό στην αγκαλιά, έπαθε την πλάκα του. – Τίνος είναι το παιδί, γυναίκα; ρώτησε με απορία. Εκείνη κοίταξε το βρέφος όλο λατρεία, λέγοντας αργά: – Είναι η κόρη της θάλασσας, Νικολή. Και στη συνέχεια, αφού την έβαλε στη φρουφρουδένια κούνια της, άρχισε με κάθε λεπτομέρεια να εξιστορεί στον άντρα της πώς βρέθηκε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Όσο η Μυρτώ μιλούσε, ο Νικολής είχε κολλημένα τα μάτια του στην κούνια και παρατηρούσε με προσοχή το μικρό αγγελούδι, που πότε σούφρωνε τα χειλάκια του και πότε άνοιγε το στοματάκι του σαν να του χαμογελούσε. – Τι χαρούμενη φατσούλα είναι αυτή; Είσαι όμορφη. Είσαι πολύ όμορφη, είπε στο μωρό ενθουσιασμένος και, απλώνοντας τα χέρια να το πάρει στην αγκαλιά του, πρόσθεσε: Τι ωραία που μυρίζουν τα μωρά! Σαν κουφέτο. Έλα, γλυκιά μου, έλα σ’ εμένα. – Πρόσεχε, Νικολή, πιάσε πρώτα το κεφαλάκι της.
– Είναι τόσο μικρή και τόσο εύθραυστη. Φοβάμαι να την αγγίξω. Τότε η Μυρτώ, που είχε ήδη εξοικειωθεί, την πήρε στην αγκαλιά της και την έβαλε προσεκτικά στη δικιά του. Ο Νικολής την κράτησε για λίγο και, όταν την έδωσε και πάλι στη γυναίκα του, της είπε με λαχτάρα: – Μακάρι να μας την άφηναν για πάντα. – Είναι τόσο καλή και τόσο ήσυχη, το κλάμα της μόνο την πρώτη βραδιά ακούστηκε. Από την ώρα που ήρθε στο σπίτι μας, μας έφερε χαρά. Αν, τελικά, εμφανιστεί η μάνα της μετανιωμένη και μας την πάρει, θα την παρακαλέσουμε τουλάχιστον να τη βαφτίσουμε. Αν δε γίνουμε οι θετοί της γονείς, ας γίνουμε οι πνευματικοί της. – Κάτι είναι κι αυτό, είπε ο Νικολής. Το Πάσχα πέρασε. Ήρθε η Κυριακή του Θωμά, και η κόρη της θάλασσας παρέμενε στα αζήτητα. Οι έρευνες της αστυνομίας για τον εντοπισμό της βιολογικής της μητέρας απέβησαν άκαρπες και τότε ο Νικολής με τη Μυρτώ ανέθεσαν την υπόθεση σε ένα δικηγόρο και υπέβαλαν αίτηση υιοθεσίας. Μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση και να βγει η απόφαση, κόντεψαν να τρελαθούν από την αγωνία τους, γιατί το παιδί το είχαν ήδη αγαπήσει πολύ και φοβούνταν μήπως την
τελευταία στιγμή συμβεί κάτι και το στερηθούν. Ευτυχώς, όμως, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και η κόρη της θάλασσας έγινε και με το νόμο κόρη της Μυρτώς και του Νικολή. Με συγκίνηση άκουσαν τη δικαστική απόφαση οι θετοί γονείς και, αγκαλιάζοντας κι οι δυο τη μικρή τους πριγκίπισσα με στοργή, αποφάσισαν να την ονομάσουν Θεώνη, γιατί ήταν πράγματι θεόσταλτη. – Καλά θα είναι η βάφτισή της να γίνει πριν το νέο μου μπάρκο, είπε μια μέρα ο Νικολής καθώς γύριζαν με τη γυναίκα του και την κόρη του από το πάρκο, και ο νους του πήγε αμέσως στον κουμπάρο τους. Τι να κάνει άραγε αυτή η ψυχή; αναρωτήθηκε φωναχτά. Τόσος ντόρος που έγινε με το παιδί μας, θα πρέπει, αν βρίσκεται στην Ελλάδα, όλο και κάτι να έμαθε. Όμως ούτε φωνή ούτε ακρόαση. – Ο άνθρωπος έχει το μεγάλο του πρόβλημα. Παλεύει με την επάρατη νόσο. Μ’ εμάς θα ασχολείται; – Αν βρίσκεται σε ανάρρωση, θα ήθελα να το ξέρω, για να του προτείνω να μας βαφτίσει τη μικρή. Αφού μας πάντρεψε, κανονικά πρέπει να μας βαφτίσει και το πρώτο μας παιδί. – Ωραία και καλά είναι αυτά, όταν υπάρχει υγεία. Αν ο άνθρωπος πνέει τα λοίσθια αυτή τη στιγμή, σκοτίστηκε για το δικό μας το παιδί.
– Πνέει τα λοίσθια; Φάε τη γλώσσα σου, χτύπα ξύλο. – Δύο με τρία χρόνια, το πολύ, του είχαν δώσει οι γιατροί στο «Υγεία». Έτσι, τουλάχιστον, μου είχε πει τότε, κι έχουν περάσει ήδη τα δύο. – Μακάρι να τους βγάλει ψεύτες τους γιατρούς. – Μακάρι, ποιος δεν το θέλει αυτό; Ο Πάρης μπορεί να είναι ιδιόρρυθμος, αλλά είναι πολύ καλός άνθρωπος. – Και σου έχει μεγάλη αδυναμία. Η Μυρτώ χαμογέλασε. – Κι εγώ τον αγαπώ, Νικολή, σαν αδερφό μου. Και ειλικρινά σου λέω, με πονάει πολύ που μας έχει κάνει πέρα, τώρα που περνάει δύσκολα. Θα ήθελα να του συμπαρασταθώ, όμως εκείνος μου το απέκλεισε. Βλέπεις, αυτή η καταραμένη αρρώστια ξεφτιλίζει τον άνθρωπο. Τον κάνει να μοιάζει με ζωντανό λείψανο. Έχει εγωισμό ο Πάρης. Δε θέλει να τον δούμε σε τέτοια χάλια. Γι’ αυτό χάθηκε. – Το ξέρω. Όμως αν έχει κάποια βελτίωση, μπορεί και να δεχτεί να μας βαφτίσει τη μικρή, έστω σ’ ένα ξωκλήσι. Μακριά από τον κόσμο. Μόνο εμείς θα παραβρεθούμε στο Μυστήριο.
– Μας αγαπάει πολύ και αν είναι σε θέση να γίνει νονός του παιδιού μας, σίγουρα θα το κάνει ευχαρίστως. – Θα προσπαθήσω πάλι να τον βρω σε κάποιο τηλέφωνο. Θα ζητήσω από την εταιρεία του το καινούριο κινητό του. Κι αν δεν τα καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί του, θα πάω στην έπαυλη του πατέρα του εδώ στο νησί. Συνήθως όλο και κάποιος από την οικογένεια βρίσκεται τέτοια εποχή εκεί. Το πρόσωπο είναι σπαθί. Άλλο να τον γυρεύουμε στο τηλέφωνο και άλλο να τον γυρεύουμε στο σπίτι του. – Σίγουρα. Συμφωνώ. Έτσι πρέπει να κάνουμε, είπε η Μυρτώ. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους από την απογευματινή βόλτα, ασχολήθηκαν με χαρά κι οι δύο με την κορούλα τους. Την έλουσαν, άφησαν το κορμάκι της να χαλαρώσει μες στο ζεστό νερό, τη σαπούνισαν, την ξέβγαλαν και την τύλιξαν στο μπουρνούζι της. Όλη αυτή την ιεροτελεστία του μπάνιου της τη χαίρονταν καθημερινά μαζί και μετά αναλάμβανε η Μυρτώ να την ταΐσει και να τη βάλει για ύπνο. Εκείνο το βράδυ, μόλις βασίλεψαν τα ματάκια της, απομακρύνθηκε σιγά σιγά από κοντά της, και ο Νικολής, που την περίμενε στη βεράντα, τη ρώτησε ψιθυριστά: – Κοιμήθηκε;
– Σαν αγγελούδι. Είναι ήρεμο μωρό. – Ας είναι γερό και καλότυχο, είπε ο Νικολής και, κοιτάζοντας τη γυναίκα του στα μάτια, έσκυψε και τη φίλησε. Είμαστε τυχεροί. Μας τα έδωσε όλα η ζωή, συμπλήρωσε. Δε φαντάζομαι να έχεις παράπονο. – Αυτό το καλοκαίρι περνώ μαζί μ’ εσένα και το παιδί μας τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Νικολή μου, έρχονται στιγμές, σαν τούτη εδώ, που νιώθω τέτοια πληρότητα, τέτοια ολοκλήρωση, ώστε φοβάμαι. Αυτή η απόλυτη ευτυχία με φοβίζει. – Ζήσε, κορίτσι μου, το σήμερα. Το όνειρο της ζωής μας βγήκε αληθινό. Η ευτυχία δεν είναι παντοτινή. Έχει περιορισμένη διάρκεια. Γι’ αυτό ας μη χάνουμε καιρό. Τώρα που χτύπησε την πόρτα μας, ας την απολαύσουμε στο ακέραιο. Άσε, λοιπόν, τον εαυτό σου ελεύθερο. Μας τη χρωστούσε η ζωή και μας την έδωσε απλόχερα. Τι άλλο θέλεις; – Να τη μοιραστούμε, αν είναι δυνατό, με τον κουμπάρο μας, που δοκιμάζεται αυτή τη στιγμή. Έτσι, την άλλη μέρα, αφού προσπάθησε ο Νικολής να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Πάρη και δεν τα κατάφερε, πήρε το απογευματάκι τη γυναίκα του και την κορούλα του
και πήγαν στην έπαυλη του καπετάν Πέτρου. Τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού ήταν κλειστά. Όμως ο θυρωρός βρισκόταν στη θέση του στο σπιτάκι παραπλεύρως της καγκελόπορτας. Όταν είδε το ζευγάρι με το μωρό, τους κοίταξε περίεργα. – Ποιον γυρεύετε; ρώτησε βγαίνοντας από το σπιτάκι. – Τον κουμπάρο μας, τον Πάρη, απάντησε ο Νικολής. – Δεν περιμένει κάποια επίσκεψη ο κύριος Πάρης, είπε αυθόρμητα ο θυρωρός και την ίδια στιγμή ξεροβήχοντας πρόσθεσε: Πώς είναι, άλλωστε, δυνατό να περιμένει επίσκεψη αφού απουσιάζει; – Πού βρίσκεται; – Κανείς δεν ξέρει. Τα μεγάλα αφεντικά δε μας δίνουν λογαριασμό, καπετάνιε. Ο Νικολής χαμογέλασε. – Πού το ξέρεις πως είμαι καπετάνιος; – Είμαι χρόνια στη δούλεψη του καπετάν Πέτρου και του γιου του. Ξέρω πρόσωπα και πράγματα. – Μήπως είναι εδώ η κυρία Ασπασία; ρώτησε τότε η
Μυρτώ το θυρωρό, κι εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. – Δεν είναι κανείς εδώ για κανέναν, απάντησε ξερά και την ίδια στιγμή πλησίασαν κοντά τους δύο ένστολοι φρουροί. – Τι συμβαίνει, πατριώτη; ρώτησαν και οι δύο μαζί τον Νικολή, κι εκείνος, αφού τους έδωσε τις ανάλογες εξηγήσεις, άφησε στο θυρωρό ένα γράμμα για τον κουμπάρο του, που το είχε ετοιμάσει από το σπίτι. «Αγαπημένε μας κουμπάρε», του έγραφε, «είσαι παλικάρι, είσαι λεβέντης, είσαι μαχητής. Έχεις τη δύναμη να βγαίνεις πάντα νικητής. Σ’ εκτιμάμε απεριόριστα και σε θαυμάζουμε. Η γυναίκα μου κι εγώ πιστεύουμε σ’ εσένα. Η νίκη θα είναι δική σου και αυτή τη φορά. Μόλις μπορέσεις, επικοινώνησε μαζί μας. Έχουμε κάτι πολύ σπουδαίο να σου πούμε. Εντελώς ανέλπιστα, αποκτήσαμε κόρη και από τα βάθη της καρδιάς μας επιθυμούμε να γίνεις ο νονός της. Περιμένουμε την απάντησή σου. Με όλη μας την αγάπη, Νικολής, Μυρτώ». – Ο Πάρης είναι εδώ, να το ξέρεις, είπε η Μυρτώ στον άντρα της μόλις απομακρύνθηκαν από την έπαυλη. Ο θυρωρός μπέρδεψε τα λόγια του. – Όντως, τα έκανε μούσκεμα. «Δεν είναι κανείς εδώ για κανέναν», ήταν η φράση του. Σαν να μας έλεγε, έτσι μου είπαν να σας πω και έτσι σας λέω. Τέλος πάντων. Τι νόημα
έχει; Πάντως το γράμμα θα το δώσει σίγουρα στον Πάρη. – Αν εκείνος δε βρίσκεται στα τελευταία του, τουλάχιστον τηλεφωνικά θα επικοινωνήσει μαζί μας, είπε η Μυρτώ και, επιστρέφοντας στο σπίτι τους, περίμενε εναγωνίως το τηλεφώνημα του κουμπάρου τους. Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές, αλλά μέχρι να το σηκώσει σταμάτησε. Μετά ήταν η ώρα για να μπανιάρει τη μικρή μαζί με τον Νικολή, και το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και πάλι της ήταν αδύνατο να απαντήσει. Όταν κάποτε έβαλαν τη μικρή να κοιμηθεί και κάθισαν στη βεράντα να ρεμβάσουν, είχαν και οι δύο το νου τους στον Πάρη. Με την έννοια του πέρασαν το βράδυ εκείνο και το άλλο πρωί ένας νεαρός τούς έφερε μια ανθοδέσμη με αμέτρητα ροζ τριαντάφυλλα. Η κάρτα που τη συνόδευε έγραφε: «Να σας ζήσει, να τη χαίρεστε την κόρη της θάλασσας που σας διάλεξε για γονείς της. Εφόσον τόσο πολύ το επιθυμείτε, ανυπομονώ να τη βαφτίσω το συντομότερο. Ο κουμπάρος σας Πάρης». Η Μυρτώ διάβασε προσεκτικά την κάρτα και κοίταξε με απορία τον άντρα της. – Κόρη της θάλασσας αποκάλεσε τη μικρή. Αυτό θα πει πως είναι ενήμερος. – Με τέτοια δημοσιότητα που έδωσε η αστυνομία στο
θέμα, την ξέρει το πανελλήνιο. Τι σου φαίνεται περίεργο, Μυρτώ; – Ήξερε τόσο καιρό ο Πάρης πως αποκτήσαμε κόρη και σιωπούσε; – Μην επανέρχεσαι στα ίδια. Το αποτέλεσμα μετράει. Ίσως περίμενε την πρώτη κίνηση από εμάς. – Το τηλέφωνό του δεν είναι γραμμένο στην κάρτα. Θα πρέπει να ξαναπάμε στην έπαυλη του πατέρα του και να αφήσουμε καινούριο γράμμα. – Αν δε μας τηλεφωνήσει μέχρι το βράδυ... – Σήμερα είναι Τρίτη, μέχρι την Κυριακή μακάρι να έχουμε κάνει τη βάφτιση. – Από εκείνον εξαρτάται. Ο Πάρης, από τη μεριά του, δεν μπήκε στον κόπο να τους τηλεφωνήσει. Έκαναν τις συνεννοήσεις για τη βάφτιση δι’ αλληλογραφίας. – Τι καμώματα είναι αυτά; Γιατί, άραγε, δε μας μιλάει ούτε στο τηλέφωνο; – Ποιος ξέρει. Μπορεί η επάρατη νόσος να έχει προσβάλει
και τις φωνητικές του χορδές, είπε ο Νικολής και κάπου μέσα του μετάνιωσε που αναστάτωσε τον κουμπάρο τους, αφού γνώριζε την κατάσταση της υγείας του. Μόλις έλαβαν το γράμμα που επιβεβαίωνε πως η βάφτιση θα γινόταν στο παρεκκλήσι της έπαυλης του καπετάν Πέτρου την προσεχή Κυριακή, στις 11 το πρωί, ο Νικολής με τη Μυρτώ αναγάλλιασαν. – Ας έρθει η άγια η ώρα, είπαν, κρύβοντας ο ένας από τον άλλο μια ανησυχία για την πραγματοποίηση του Μυστηρίου. Στο παρεκκλήσι έφτασαν την Κυριακή, με τη μικρή τους πριγκίπισσα στο καροτσάκι, μία ώρα νωρίτερα και το βρήκαν στολισμένο με εκατοντάδες ροζ τριαντάφυλλα. Η κολυμπήθρα αστραφτοκοπούσε σαν μαλαματένια και τα ρούχα για τη νεοφώτιστη με τη λαμπάδα της βρίσκονταν σε ένα τραπεζάκι. Η Μυρτώ άναψε ένα κερί κι έκανε ευλαβικά το σταυρό της. Το ίδιο έκανε και ο άντρας της και μετά έπιασαν από ένα στασίδι περιμένοντας υπομονετικά. Η μικρή, από εκεί που ήταν ήσυχη, μέσα στον κλειστό άγνωστο χώρο άρχισε να δυσανασχετεί. Η Μυρτώ πήγαινε πέρα δώθε το καρότσι της για να της αποσπάσει την προσοχή και να σταματήσει την γκρίνια. Εκείνη, όμως, σαν να ήταν βαλτή, αντί να ηρεμήσει, άρχισε να κλαίει μ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα.
Τότε η Μυρτώ την άρπαξε στην αγκαλιά της και, βγαίνοντας από το παρεκκλήσι, έπεσε πάνω στον Πάρη και ξαφνιάστηκε. Ενώ περίμενε να τον δει αδύνατο και καταβεβλημένο, τον είδε τροφαντό τροφαντό. Θα είχε πάρει τουλάχιστον πέντε έξι κιλά, τα μαλλιά στο κεφάλι του ήταν όπως πάντα αραιά και τίποτα στην όψη του δε θύμιζε άρρωστο βαριά. «Χριστέ και Παναγιά!» είπε από μέσα της και έμεινε να τον κοιτάζει με απορία, σαν να έβλεπε κανέναν ξένο. Ο Πάρης έριξε τα μάτια του μόνο στη μικρή. – Να σας ζήσει, Μυρτώ, είναι όμορφη και δυνατή. Ακούς πώς κλαίει; Ξεσήκωσε τον τόπο. – Συνήθως είναι χαμογελαστή. – Φαίνεται πως σ’ εμένα επιφύλαξε μια τέτοια υποδοχή. Για να δούμε τι θα κάνει στη συνέχεια..., είπε, κι εκείνη τη στιγμή ο Νικολής έσπευσε να τον χαιρετήσει με μια θερμή χειραψία. – Πόσο χαίρομαι που, επιτέλους, σε βλέπω. Μας έλειψες πολύ. – Έτσι έπρεπε να γίνει, απάντησε εκείνος αόριστα, και ο Νικολής, από λεπτότητα, δε ρώτησε τίποτε απολύτως για την
κατάσταση της υγείας του. Το μόνο που είπε ήταν: – Σε βλέπω μια χαρά. – Παρομοίως, παρατήρησε εκείνος σοβαρά, αλλά τότε ο ιερέας, που βρισκόταν στο ιερό, παρουσιάστηκε στην Ωραία Πύλη και σε λίγο άρχισε το Μυστήριο. Μόλις κράτησε ο Πάρης τη μικρή στην αγκαλιά του, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο, κι εκείνη, αν και τον έβλεπε για πρώτη φορά, του έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο που τον σκλάβωσε. – Είσαι πολύ γλυκιά, ψέλλισε, και η Μυρτώ, που δεν τους άφηνε από τα μάτια της, είδε στο πρόσωπο του Πάρη ζωγραφισμένη τη χαρά και τη συγκίνηση κι ένιωσε μια βαθιά ευχαρίστηση. «Δόξα τω Θεώ. Φαίνεται πως το ξεπέρασε το πρόβλημά του», συλλογίστηκε. – Απετάξω τω Σατανά; τον ρώτησε ο ιερέας τρεις φορές. – Απεταξάμην, απάντησε εκείνος και μετά, παραδίδοντας το κοριτσάκι στη Μυρτώ για να το ξεντύσει και να το ετοιμάσει για την κολυμπήθρα, ήταν η πρώτη φορά που αντάμωσαν τα βλέμματά τους και ήταν σαν να συνομολογούσαν ανακωχή εξαιτίας του Μυστηρίου.
– Βαπτίζεται η δούλη του Θεού, Θεώνη, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είπε ο ιερέας βουτώντας τη μικρή στο νερό της κολυμπήθρας, κι εκείνη ξαφνιασμένη έβαλε τα κλάματα και άρπαξε τον ιερέα από τα μακριά του γένια. Μόλις ο νονός της άπλωσε το χέρι του στο κορμάκι της να τη λαδώσει, ενώ γάνιαζε στο κλάμα, ξαφνικά σταμάτησε. Και μέχρι να την παραδώσει στη Μυρτώ ντυμένη και μυρωμένη, η φωνούλα της δεν ξανακούστηκε. – Πάντα άξιος, κουμπάρε, του ευχήθηκαν η Μυρτώ και ο άντρας της και βγήκαν όλοι μαζί με το χαμόγελο στα χείλη από το παρεκκλήσι. – Δε θα θέλαμε να τελειώσει εδώ η σημερινή μέρα, είπε τότε η Μυρτώ. – Ποιος είπε τέτοιο πράγμα; απάντησε αυθόρμητα ο Πάρης, κι εκείνη του χαμογέλασε ζεστά, λέγοντας: – Πάμε να πάρουμε ένα μεζεδάκι στο σπίτι μας για το καλό. – Έχω ήδη φροντίσει να γευματίσουμε εδώ. Αν δεν έχετε, βέβαια, αντίρρηση, παρατήρησε ο κουμπάρος τους, σαν να μιλούσε σε κάποιους γνωστούς και όχι σε ανθρώπους με τους οποίους τον έδενε φιλία από τα νιάτα τους.
Ανηφορίζοντας όλοι μαζί προς την έπαυλη, όλη του η έννοια ήταν στη Θεώνη. Έσπρωχνε το καροτσάκι της κι είχε μάτια μόνο για εκείνη, που πότε του έσκαγε χαμόγελα και πότε κατσούφιαζε. – Είσαι σαν τη θάλασσα. Πότε γαληνεύεις και πότε αγριεύεις. Εκείνος που σ’ έβγαλε κόρη της θάλασσας, κάτι ήξερε, είπε κάποια στιγμή στη μικρή, που βέβαια δεν τον καταλάβαινε. – Αυτό το παιδί μού έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου. Ο Θεός το έστειλε, δήλωσε η Μυρτώ πλησιάζοντας κοντά του. – Το ξέρω, το ξέρω. – Το αγαπώ τόσο πολύ. Είμαι ικανή να θυσιαστώ για χάρη του, αν χρειαστεί. – Το ξέρω, Μυρτώ. Και εύχομαι να είσαι πάντα γερή και δυνατή για να το μεγαλώσεις και να το αναθρέψεις σωστά. – Τα λόγια σου με συγκινούν, όμως το ύφος σου είναι απόμακρο. Μιλάω μαζί σου και νομίζω πως δε μιλάω με τον Πάρη που ξέρω. Εκείνος δεν απάντησε. Τότε ο Νικολής, που είχε μείνει για λίγο πίσω τους, ζήτησε να μάθει τι κουβέντιαζαν.
– Μιλάμε για τη Θεώνη. Ποιος ξέρει πού και πώς γεννήθηκε και την έστειλαν στην αγκαλιά μας, είπε η Μυρτώ. – Τα αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή το ψαράδικο πανέρι, η κουβερτούλα και το σημείωμα, δείχνουν ότι τη γέννησε κάποια φτωχή κοπέλα, που γνώριζε καλά τη Μυρτώ και της εμπιστεύτηκε τον καρπό του παράνομου έρωτά της, σχολίασε τότε ο Πάρης, και οι άλλοι δύο συμφώνησαν κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, ενώ από μέσα τους απόρησαν με τη λεπτομερή ενημέρωση του Πάρη για τη μικρή. Στη μεγάλη τραπεζαρία της έπαυλης, τα κρυστάλλινα βάζα ήταν στολισμένα με ροζ τριαντάφυλλα και ένα ροζ κεντημένο τραπεζομάντιλο από οργαντίνα ήταν στρωμένο στο τραπέζι. Η Μυρτώ, με τη Θεώνη στην αγκαλιά, κάθισε ακριβώς απέναντι από τον Νικολή, και ανάμεσά τους, στην κεφαλή του τραπεζιού, πήρε θέση ο Πάρης. Θαλασσινά και φρέσκο ψάρι περιλάμβανε το μενού, όμως, πριν σερβιριστεί, ήπιε η Θεώνη το γαλατάκι της, ρεύτηκε, την άλλαξαν, και όταν έκλεισε τα ματάκια της για να πάρει το μεσημεριανό της υπνάκο, μόνο τότε οι γονείς της και ο νονός της έκαναν μια πρόποση στην υγειά της και άρχισαν να γευματίζουν. Η Μυρτώ έβλεπε τον Πάρη να τρώει με όρεξη και ήθελε πολλά πράγματα να τον ρωτήσει σχετικά με την υγεία του, που παρουσίαζε μια τόσο θεαματική βελτίωση, αλλά το
απόμακρο ύφος του τη συγκράτησε. Έτσι η κουβέντα περιορίστηκε στη βάφτιση της Θεώνης. – Ήταν χάρμα οφθαλμών. Και τι ζόρικη! Τράβηξε τον παπά από τα γένια. – Η Θεώνη μού φαίνεται ότι θα γίνει πολύ ζωηρή και τσαούσα. – Έτσι ζωηρός ήμουν κι εγώ, είπε ο Πάρης μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. – Εγώ δεν ξέρω αν ήμουν ζωηρός ή ήσυχος. Σε ορφανοτροφείο μεγάλωσα. Δεν πρόλαβα να ζήσω πολύ με τη μάνα μου για να μου πει πώς ήμουν μικρός, παρατήρησε ο Νικολής. – Εγώ ξέρω πως ήμουν καλόβολο μωρό. Και μετά, μεγαλώνοντας, έγινα ένα καλό και υπάκουο κορίτσι, δήλωσε η Μυρτώ. – Έτσι είναι. Μπορεί να ήμουν εννιά χρόνων όταν σε βάφτισα μαζί με τον πατέρα μου, όμως θυμάμαι καλά πως ούτε η φωνούλα σου δεν ακούστηκε όταν σ’ έβαλαν στην κολυμπήθρα. – Πώς είναι δυνατό να το θυμάσαι έπειτα από τόσα χρόνια;
– Ήσουν το πρώτο μωρό που είχα κρατήσει στην αγκαλιά μου και η κόρη της θάλασσας είναι το δεύτερο. Η Μυρτώ είχε πάρει ένα γλυκανάλατο ύφος όσο άκουγε τον Πάρη να φλυαρεί, μα ξαφνικά στο άκουσμα του χαρακτηρισμού «κόρη της θάλασσας» κατσούφιασε. – Σε παρακαλώ, όσο και να σ’ αγαπώ και να σ’ εκτιμώ, δε θέλω να ξαναπείς την κόρη μας έτσι. Έχει και μάνα και πατέρα και νονό και είναι και θεόσταλτη, γι’ αυτό τη βαφτίσαμε Θεώνη. Ο Πάρης, από εκεί που ένιωθε μες στο σπίτι του ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, κατάπιε τη γλώσσα του και αναδεύτηκε νευρικά στην πολυθρόνα του, ρίχνοντας μια παγερή ματιά στους κουμπάρους του. Την ίδια στιγμή, το βλέμμα του έπεσε στο αγγελούδι που κοιμόταν στο καροτσάκι του και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κατάφερε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Ευτυχώς, γιατί τον τελευταίο καιρό αρπαζόταν με το παραμικρό και θα μπορούσε να τους διαολοστείλει. Πάντως η ατμόσφαιρα είχε γίνει τόσο βαριά, που προκάλεσε δυσφορία σε όλους. – Καλύτερα να πηγαίνουμε. Να αφήσουμε τον κουμπάρο μας να ξεκουραστεί, είπε τότε ο Νικολής κοιτάζοντας τη γυναίκα του, που είχε πάρει ένα ύφος σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει.
Εκείνη τη στιγμή τούς σέρβιραν την πουτίγκα. Έπειτα ένας σερβιτόρος άνοιξε μια ροζέ σαμπάνια για το καλό και, μόλις την άδειασε στα ποτήρια τους, όλοι κοιτάχτηκαν ανέκφραστοι. Ο Πάρης, ξεροβήχοντας για να διώξει τον κόμπο που του είχε σταθεί στο λαιμό, ύψωσε το ποτήρι του και αγέλαστος έκανε μια πρόποση. – Να ζήσει η Θεώνη. Να τη χαιρόμαστε. – Πάντα άξιος, κουμπάρε, είπαν και πάλι η Μυρτώ και ο Νικολής, με ύφος το ίδιο ψυχρό και απόμακρο με το δικό του, και χωρίς να δοκιμάσουν καν το γλυκό ήπιαν μια γουλιά σαμπάνια και πήραν τη νεοφώτιστη κι έφυγαν.
20 Η Μάργκαρετ και η Ρέιτσελ – ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ ο κουμπάρος πάντα να γεμίζει σαν την αγελάδα την καρδάρα με γάλα και να τη χύνει, δεν μπορώ να καταλάβω, είπε η Μυρτώ στον άντρα της εκείνη την Κυριακή, όταν γύρισαν, μετά τη βάφτιση της Θεώνης, στο σπίτι τους. Ο Νικολής κούνησε το κεφάλι. – Δε μου κάνει εντύπωση. Ανέκαθεν ήταν κυκλοθυμικός και απρόβλεπτος. Τώρα, με την αρρώστια του, φαίνεται πως παράγινε. «Αν πιστέψουμε πως είναι πράγματι άρρωστος», συλλογίστηκε η Μυρτώ, όμως τη σκέψη της αυτή δεν την είπε στον άντρα της, γιατί δεν ήθελε να ανοίξει κουβέντα που μπορεί να έριχνε τον Πάρη τελείως στα μάτια του. Καλύτερα όλα τα τρελά με τη συμπεριφορά του να τα έριχνε στην αρρώστια του. Αληθινή ή ψεύτικη, εκείνος το ήξερε. Έτσι κι αλλιώς, τα δύο τελευταία χρόνια τούς κρατούσε μακριά από τη ζωή του. Το ότι δέχτηκε να βαφτίσει τη Θεώνη ήταν κάτι σπουδαίο. Ενώ ήταν τόσο απόμακρος και ψυχρός μαζί τους, ήταν τόσο τρυφερός με τη μικρή... Την αγκάλιασε με τόση
αγάπη και στοργή. Της αγόρασε τα πιο ακριβά βαφτιστικά και ο μπριγιαντένιος σταυρός που κρέμασε στο λαιμό της σίγουρα κόστιζε μια περιουσία. – Ο κουμπάρος μας δεν αξιώθηκε να αποκτήσει δικά του παιδιά, σαν κι εμάς, γι’ αυτό αγκάλιασε τη Θεώνη σαν να ήταν δικό του παιδί, σχολίασε ο Νικολής. – Είναι τυχερή η κόρη μας. Μακάρι αυτή η καλή τύχη να τη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή, είπε η Μυρτώ και, αφού στάθηκε για λίγο πάνω από την κούνια της μικρής, έκλεισε την κουνουπιέρα και, πλαγιάζοντας πλάι στον άντρα της, κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι μέχρι το πρωί. Η ημερομηνία για το επόμενο μπάρκο του πλησίαζε και πάλι. Για πρώτη φορά από τότε που έγινε ναυτικός, ο Νικολής είχε μείνει ξέμπαρκος πέντε ολόκληρους μήνες, κι αυτό για χάρη της Θεώνης, που ήρθε ξαφνικά κι έδωσε άλλο νόημα στη ζωή τους. – Μακάρι να μην ξαναμπάρκαρες, Νικολή, του είπε η γυναίκα του, όταν τον είδε υπ’ ατμόν για το νέο του μπάρκο. Έχουμε μαζέψει τόσα πολλά χρήματα στην τράπεζα, που μας φτάνουν και μας περισσεύουν για να ζήσουμε με το κοριτσάκι μας άνετα όλο το υπόλοιπο της ζωής μας. Δεν είναι ανάγκη πια να ζούμε αυτό τον αγιάτρευτο πόνο του αποχωρισμού και να είμαστε τους πιο πολλούς μήνες χώρια.
Τόσο καιρό είχε συνηθίσει να κοιμάται και να ξυπνάει με τον άντρα της, να ασχολούνται μαζί με τη φροντίδα της Θεώνης, να τη λούζουν, να την ντύνουν, να την ταΐζουν, να της κάνουν ατέλειωτες βόλτες πότε στην παραλία και πότε στο παρκάκι της πλατείας. Όλοι οι γείτονες, οι γνωστοί και οι φίλοι που τους αντάμωναν στη βόλτα, τους έβλεπαν να καμαρώνουν την κορούλα τους και, επειδή και οι πέτρες πια στο νησί γνώριζαν πως τη βρήκαν στη βάρκα τους, μακάριζαν την τύχη του παιδιού και την ευτυχία που έδωσε στο άκληρο ζευγάρι. – Νικολή, σε παρακαλώ, θέλω να το σκεφτείς σοβαρά. Παράτα τα πια όλα και μείνε κοντά μας, ξαναείπε η Μυρτώ στον άντρα της, κι εκείνος χαμογέλασε. – Ο άνθρωπος χωρίς απασχόληση, γυναίκα, πάνω στην ωριμότητά του, όπως εγώ τώρα, όσο και να μην έχει ανάγκη τα χρήματα, νιώθει σαν σακάτης. – Σωστά τα λες, όμως με τόσα προσόντα που έχεις, αφού θες να δουλέψεις, όλο και κάτι θα βρεις να κάνεις στη στεριά. – Κακά τα ψέματα. Εγώ είμαι θαλασσινός. Έμαθα να κυβερνώ καράβια. Και τα καράβια ταξιδεύουν μόνο στη θάλασσα. – Μα ξέρουμε τόσους και τόσους ναυτικούς που βγήκαν
στη στεριά και έπιασαν δουλειά σε ναυτιλιακές εταιρείες. – Καλά έκαναν, Μυρτώ. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ με τίποτα να γίνω υπάλληλος γραφείου και να λογοδοτώ στον προϊστάμενό μου. Εγώ έμαθα να είμαι ανεξάρτητος. Ως πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, έμαθα να ορίζω το καράβι μου, και ας ανήκει σε κάποιον πλοιοκτήτη. Ο πλοιοκτήτης, για να με προσλάβει, θα πει πως με εμπιστεύεται απόλυτα. Κι εγώ, επειδή σέβομαι τη θέση μου, κάνω τη δουλειά μου όσο μπορώ καλύτερα, γι’ αυτό και το όνομά μου στην πιάτσα τυγχάνει μεγάλης εκτίμησης. Το κατάλαβες, Μυρτώ; κατέληξε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, και η γυναίκα του μαζεύτηκε. – Καλά, ηρέμησε. Δεν είναι ανάγκη να χαλάσουμε τις καρδιές μας. Μια κουβέντα είπα. Τότε ο Νικολής, ρίχνοντας το βλέμμα του έξω από το παράθυρο, πήρε μια βαθιά ανάσα ατενίζοντας τη θάλασσα και, αλλάζοντας ύφος, στράφηκε και κοίταξε πάλι τη γυναίκα του λέγοντας: – Κάνε υπομονή. Έτσι και αποκτήσω το καράβι που ονειρεύομαι, θα έχουμε άλλες προοπτικές. Και, απ’ ό,τι ξέρεις, είμαι πολύ κοντά στο στόχο μου. Αν όλα πάνε καλά, μπορεί το ένα καράβι να φέρει το άλλο, και τότε, θέλοντας και μη, θα βγω στη στεριά για να κουμαντάρω τις δουλειές μου.
Η Μυρτώ δε μίλησε. Ο άντρας της είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον. – Με λίγη τύχη θα γίνω κι εγώ πλοιοκτήτης, γυναίκα. Και μάλιστα αυτοδημιούργητος. Όχι σαν τον Πάρη, που μας κάνει τον σπουδαίο, ενώ τα βρήκε όλα έτοιμα από τον πατέρα του. «Δε βαριέσαι... Και τι χάρηκε; Μες στη δυστυχία ζει», πήγε να πει η Μυρτώ, αλλά το μετάνιωσε και το άφησε να το πάρει το ποτάμι. Όταν ήρθε η ώρα να μπαρκάρει, ο Νικολής αποχαιρέτησε με μια σφιχτή αγκαλιά τη γυναίκα του και την κόρη του και κίνησε με όνειρα και ελπίδες για το νέο του ταξίδι. Η Μυρτώ, ως εργαζόμενη μητέρα, κοίταζε να οργανώσει τη ζωή της βάσει των νέων δεδομένων, όταν μια Κυριακή πρωί χτύπησε απρόσμενα την πόρτα της ο Πάρης, συνοδεύοντας μια τροφαντή γυναίκα. – Πάρη! Τι έκπληξη είναι αυτή! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! – Δεν ήρθα για εσένα, Μυρτώ. Ήρθα για τη Θεώνη. Ως πνευματικός της πατέρας, έκρινα σκόπιμο να της φέρω μια Αγγλίδα γκουβερνάντα να την προσέχει όσο εσύ θα λείπεις τα πρωινά στη δουλειά σου, είπε, κι εκείνη έμεινε προς
στιγμήν άφωνη. Τότε ο Πάρης βρήκε την ευκαιρία να κάνει τις συστάσεις. – Η κυρία Μάργκαρετ, η κυρία Μυρτώ. – Nice to meet you! είπε η Αγγλίδα. – How do you do? είπε η Μυρτώ, και μόλις κάθισαν αντικριστά στο σαλόνι βουβάθηκαν. – Πού είναι η Θεώνη; ρώτησε τότε ο Πάρης, και η Μυρτώ, που τα είχε κυριολεκτικά χαμένα, τον κοίταξε περίεργα. Το βλέμμα του ήταν θολό και τα μάτια του κομμένα. Για να μην τον αποκαρδιώσει τού είπε: – Σε βλέπω μια χαρά. Το ενδιαφέρον σου για τη Θεώνη με συγκινεί ιδιαίτερα. Σ’ ευχαριστώ πολύ. – Ας αφήσουμε τις αβρότητες και ας μπούμε στην ουσία. Το παιδί αυτό, το θεόσταλτο όπως το είπες κι εσύ, θέλω να μεγαλώσει σαν πριγκίπισσα. Από εσένα είμαι σίγουρος πως θα έχει πολλή αγάπη, γιατί σε γνωρίζω καλά. Από εμένα θα έχει μαζί με την αγάπη μου και την οικονομική ευχέρεια να σπουδάσει στα πιο φημισμένα σχολεία του κόσμου και να συναναστραφεί με τους γόνους των σημαντικότερων οικογενειών. Γι’ αυτό και από τώρα που είναι μικρή τής έφερα την κυρία από εδώ, που είναι μία από τις πιο καλές
γκουβερνάντες της Αγγλίας. Θα την προσέχει όσο λείπεις εσύ στη δουλειά σαν τα μάτια της και, επιπλέον, θα της μάθει να μιλάει την αγγλική γλώσσα σαν να είναι η μητρική της. Την ελληνική, έτσι κι αλλιώς, θα τη μάθει οπωσδήποτε. Πάνω στην ώρα, η Θεώνη, που ήταν μαθημένη στην απόλυτη ησυχία, άκουσε τις ομιλίες στο σαλόνι και ξύπνησε κλαψουρίζοντας. Η Μυρτώ πετάχτηκε από τη θέση της και ο Πάρης έτρεξε στο κατόπι της. – Πάλι με κλάματα υποδέχεσαι το νονό σου, Θεώνη; είπε εκείνη πλησιάζοντας στην κούνια του παιδιού. Την πήρε στην αγκαλιά της και η μικρή σταμάτησε να κλαίει, ενώ ο Πάρης τής έκανε χαρούλες και ζήτησε να την κρατήσει. – Κούκλα μου, αγάπη μου, ζωή μου, ψιθύρισε τρυφερά στο μωρό, και ο μελιστάλαχτος τόνος της φωνής του, όπως και η χαρά που ζωγραφίστηκε στο χλομό του πρόσωπο, έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στη Μυρτώ, που του είπε: – Σε ξετρέλανε κι εσένα όπως κι εμάς. – Εμένα μ’ έχει ξετρελάνει πιο πολύ απ’ όλους, απάντησε εκείνος, και η Μυρτώ έσπασε το κεφάλι της να βρει γιατί χρησιμοποίησε τον υπερθετικό βαθμό όταν αναφέρθηκε στο άτομό του.
Την ίδια στιγμή εκείνος, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στη Θεώνη, πρόσθεσε: – Εσύ είσαι η τελευταία χαρά της ζωής μου και η πιο μεγάλη. Η Μυρτώ ταράχτηκε. – Λοιπόν, όπως είπαμε, συνέχισε ο Πάρης. Η παραμάνα θα μείνει εδώ κι εγώ θα τηλεφωνώ καθημερινά για να μαθαίνω τα νέα της Θεώνης, είπε αποφασιστικά, σαν να ήταν ο πατέρας της και να είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη διαπαιδαγώγηση της μικρής. Η Μυρτώ φούντωσε ολόκληρη. «Με ποιο δικαίωμα ανακατεύεσαι στο μεγάλωμα της κόρης μου», πήγε να του πει, αλλά κόμπιασε, αποφεύγοντας, στην κατάσταση που ήταν εκείνος, να διαπληκτιστεί μαζί του, γι’ αυτό και διάλεξε τη διπλωματική οδό. – Βλέπω πως πήρες το ρόλο σου ως πνευματικός πατέρας της Θεώνης πολύ σοβαρά. Μπράβο σου! Είσαι αξιέπαινος. Η ιδέα σου να φέρεις μια τόσο καλή γκουβερνάντα για τη βαφτιστήρα σου είναι καταπληκτική και σ’ ευχαριστώ πολύ που πήρες μια τέτοια πρωτοβουλία. Όμως έχω την εντύπωση πως βιάστηκες κάπως, Πάρη μου. Η Θεώνη έχει και πατέρα και μητέρα, δε θα ’πρεπε πρώτα να πάρεις και τη σύμφωνη
γνώμη μας; – Δεν έχω καιρό για χάσιμο, ήταν η απάντηση του και κίνησε βιαστικά να φύγει. – Για το Θεό, πού πας έτσι βιαστικός; Θέλω να μιλήσουμε. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε. – Σου δήλωσα από την αρχή πως ήρθα μόνο για τη Θεώνη, απάντησε εκείνος ξερά και, ανοίγοντας την εξώπορτα, φάνηκε χαλκοκίτρινος, έτσι όπως τον χτύπησε το φως. Σκυφτός, βάδισε βιαστικά προς το αυτοκίνητο που τον περίμενε στο σοκάκι. Ο οδηγός τού άνοιξε την πόρτα για να περάσει και μετά, βγάζοντας τις βαλίτσες της γκουβερνάντας από το πορτμπαγκάζ, τις πήγε στο σπίτι της Μυρτώς και τις άφησε στην είσοδο. Η Μυρτώ θα ήθελε να πει και να κάνει πολλά, όμως μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός σκέφτηκε και τη θετική πλευρά του πράγματος και συγκρατήθηκε. Η κυρία Μάργκαρετ μπορεί πράγματι να ήταν μια καλή και συνεργάσιμη γυναίκα. Έτσι κι αλλιώς, είχε ανάγκη από μια νταντά για να προσέχει τη Θεώνη τις ώρες που θα έλειπε στη δουλειά της. Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει, κι από εκεί που απέφευγε
να την κοιτάξει τόση ώρα που ήταν καθισμένη στο σαλόνι σαν μαρμαρωμένη, της απηύθυνε το λόγο με ένα αμυδρό χαμόγελο, λέγοντας: – Welcome Mrs. Margaret. Come to show you your room. Το δωμάτιο υπηρεσίας βρισκόταν στο ισόγειο, πλάι στην κουζίνα, όμως η Μυρτώ εγκατέστησε την γκουβερνάντα σε μία από τις κρεβατοκάμαρες του πάνω ορόφου, που είχαν θέα στη θάλασσα. Κοιτάζοντας από το παράθυρο τον ανοιχτό ορίζοντα, τα βαθυγάλαζα νερά και τους γλάρους που βουτούσαν για να αρπάξουν με το ράμφος τους κάποιο ψάρι, η κυρία Μάργκαρετ χαμογέλασε. – Τι ησυχία! Τι ηρεμία! Τι καθαρή ατμόσφαιρα! είπε στη γλώσσα της. Εδώ είναι Παράδεισος. Μαθημένη από παιδιά, τη Θεώνη την αγκάλιασε με στοργή και της πρόσφερε τις φροντίδες της με αφοσίωση. Εκείνη την πρώτη Κυριακή που εγκαταστάθηκε στο καπετανόσπιτο του Νικολή και της Μυρτώς, αφού τακτοποίησε τα πράγματά της στην ντουλάπα, ζήτησε να κάνει ένα μπάνιο και μετά, πάνω από τα ρούχα της, φόρεσε μια κατάλευκη ποδιά και ανέλαβε υπηρεσία. Στην ιεροτελεστία του μπάνιου της Θεώνης τον πρώτο
καιρό συμμετείχε και η Μυρτώ, όμως πολύ γρήγορα την εμπιστεύτηκε στην γκουβερνάντα, που ήταν εξαιρετικά έμπειρη κι έκανε άψογα τη δουλειά της. – Τι αστέρι είναι αυτό που έφερες για τη Θεώνη! είπε στον Πάρη όταν της τηλεφώνησε για να μάθει τα νέα της μικρής, κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο ευχαριστημένος. Όταν της ξανατηλεφώνησε, η Μυρτώ προσπάθησε να του πει δυο λέξεις παραπάνω για την καθημερινότητά της, για το μοναδικό συναίσθημα της μητρότητας που την αξίωσε ο Θεός να απολαύσει, όμως δεν τα κατάφερε. Τρεις κουβέντες όλες κι όλες είχε πάντα η τηλεφωνική τους επικοινωνία. – Τι κάνει η Θεώνη; – Είναι πολύ καλά. Η γραμμή έκλεινε, και η Μυρτώ έκανε σχέδια στο επόμενο τηλεφώνημα να έλεγε κάτι καινούριο, για να τραβούσε περισσότερο το ενδιαφέρον του Πάρη και να παρέτεινε λιγάκι το διάλογο. – Τι κάνει η Θεώνη; – Σήμερα μίλησε και είπε «μάμη». Ο Πάρης, αυτή τη φορά, κράτησε λίγο ακόμα το
τηλέφωνο ανοιχτό. – Ξεκαρδίζεται στα γέλια. «Μάμη» φωνάζει εμένα, «μάμη» και την γκουβερνάντα. – Είναι έξυπνο παιδί, απάντησε ο Πάρης κι έκλεισε τη γραμμή. Τα λογάκια της Θεώνης τα είπε η Μυρτώ και στον άντρα της, κι εκείνος γέλασε. – Δε βλέπω την ώρα να έρθω να τη δω. – Κάθε μέρα μεγαλώνει και αλλάζει. Έχει γίνει πανέμορφη. Το προσωπάκι της στρογγύλεψε και το μαλλάκι της μάκρυνε κι έγινε πυρόξανθες μπούκλες. Το χρώμα των ματιών της παρέμεινε, τελικά, βαθυγάλαζο. Περίμενε, θα σου στείλω τις τελευταίες φωτογραφίες της. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, και η Μυρτώ, με περίσσια χαρά, εκείνη τη χρονιά έντυσε το σπίτι στα γιορτινά του, στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και, για να ευχαριστήσει την κυρία Μάργκαρετ, σκέφτηκε να της κάνει ένα καλό δώρο και να της δώσει και άδεια για να πάει να περάσει τις άγιες μέρες με την οικογένειά της. Η Αγγλίδα τής είχε εμπιστευτεί πως ήταν χήρα με τρία παιδιά και πως για να τα σπουδάσει είχε αναγκαστεί να
ξενιτευτεί. Αν και ήταν από τη φύση της η κυρία Μάργκαρετ εσωστρεφής χαρακτήρας και δεν της έπαιρνες κουβέντα για τη ζωή της και για την οικογενειακή της κατάσταση, σε κάποια στιγμή που ήπιε ένα ποτηράκι κρασί με τη Μυρτώ, της είπε δυο κουβέντες παραπάνω. Ακούγοντας, όμως, τη γενναιόδωρη πρόταση της Μυρτώς, αντί να χαρεί, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. – Δε μου επιτρέπεται να λείψω προς το παρόν ούτε λεπτό μακριά από τη Θεώνη, είπε, και η Μυρτώ στράφηκε και την κοίταξε περίεργα. «Τι λέει αυτή;» αναρωτήθηκε από μέσα της, νομίζοντας πως δεν κατάλαβε καλά τι εννοούσε. Μπορεί να μιλούσε με ευχέρεια την αγγλική γλώσσα, όμως δεν έπαυε να της είναι ξένη, γι’ αυτό και είπε αργά και καθαρά στην γκουβερνάντα: – Εξαιτίας των διακοπών των Χριστουγέννων, τα σχολεία είναι κλειστά, οπότε θα έχω όλη την άνεση να ασχοληθώ με την κορούλα μου. Δε σε χρειάζομαι αυτές τις μέρες, γι’ αυτό μπορείς να πας στην Αγγλία να χαρείς τα παιδιά σου. Τα έξοδά σου θα τα αναλάβω εγώ. Η παραμάνα την κοίταξε συνοφρυωμένη. – Σας παρακαλώ, κυρία Μυρτώ, μη με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Αυτή τη συμφωνία έχω κάνει με τον κύριο
Πάρη, που με πλήρωσε αδρά, και, καθώς καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να την παραβώ. Η Μυρτώ έγινε κατακόκκινη σαν παπαρούνα. «Από πού και ως πού ο Πάρης απέκτησε τέτοια δικαιώματα στην οικογένειά μου; Με το έτσι θέλω μού έμπασε στο σπίτι νταντά και της έδωσε εντολή να μην κουνήσει ρούπι από το παιδί μου; Έλα Χριστέ και Παναγία! Τι άλλο θα κάνει ο θεοπάλαβος!» σκέφτηκε με αγανάκτηση και την ίδια στιγμή θυμήθηκε το χαλκοκίτρινο χρώμα που είχε εκείνος την τελευταία φορά που τον είδε και αναρίγησε. Αν δεν είχε τα χάλια του, θα έμπαινε στο αεροπλάνο να πάει στην Αθήνα, να τον βρει και να του τα ψάλει από την καλή. Να του πει: «Σε διάλεξα για νονό της κόρης μου και όχι για πατέρα της. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ανακατεύεσαι στην ανατροφή της;» Όμως, εξαιτίας της αρρώστιας του, έδωσε και πάλι τόπο στην οργή. – Τι κάνει η Θεώνη; τη ρώτησε το βράδυ από το τηλέφωνο, με μια βραχνή φωνή που έβγαινε με το ζόρι. – Μεγαλώνει και θεριεύει, του απάντησε η Μυρτώ, κι εκείνος έκλεισε ευχαριστημένος τη γραμμή και της έστειλε για τα Χριστούγεννα, μαζί μ’ ένα πανέμορφο φουστανάκι, και μια
Παναγιά μαλαματένια, να την κρεμάσουν στο κρεβατάκι της για να τη φυλάει. Οι γιορτές πέρασαν μαζί με την ονομαστική γιορτή της Θεώνης, που ήταν στις 5 του Γενάρη, παραμονή των Θεοφανίων. Δώρα και ευχές ήρθαν και πάλι από το νονό της και από τον πατέρα της, και σε λίγο που γιόρτασε τα πρώτα της γενέθλια έγινε το ίδιο. Δύο άλμπουμ με τις καλύτερες φωτογραφίες της γέμισε η Μυρτώ και τους έστειλε από ένα. Ο Νικολής, έπειτα από λίγους μήνες που βγήκε και πάλι στη στεριά, την καμάρωσε από κοντά, την έζησε, την έπαιξε, τη χάρηκε, ενώ ο νονός της δε γεύτηκε αυτή τη χαρά. Φαίνεται πως η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και απέφυγε να έρθει στο νησί να τη δει. Η Αγγλίδα γκουβερνάντα παρέμεινε κοντά τους άλλον ενάμιση χρόνο. Στα τέλη του καλοκαιριού, βουρκωμένη αποχωρίστηκε τη Θεώνη, που την είχε κρατήσει στην αγκαλιά της από επτά μηνών βρέφος και την άφηνε δυόμισι χρόνων. – Να σας ζήσει να τη χαίρεστε, είπε στη Μυρτώ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Τώρα ήρθε η ώρα να γυρίσω κι εγώ στην πατρίδα μου. Το συμβόλαιο που υπέγραψα με τον κύριο Πάρη ήταν μέχρι σήμερα. Ο Θεός να
τον έχει καλά. Μου έδωσε μια μεγάλη ευκαιρία! Με έβγαλε μια για πάντα από τη μιζέρια. Η κυρία Μάργκαρετ άφησε πίσω της ένα μεγάλο κενό. Η Θεώνη την είχε συνηθίσει και την αναζητούσε, ενώ η Μυρτώ είχε μάθει στις άψογες υπηρεσίες της και μόνη της με τη μικρή τα βρήκε δύσκολα. Πριν μπει στη διαδικασία ανεύρεσης μιας καινούριας γκουβερνάντας, ο Πάρης τής έστειλε μια Αγγλίδα παιδαγωγό, και ήρεμη πλέον βρήκε τους ρυθμούς της. Η Ρέιτσελ ήταν πολύ πιο νέα από τη Μάργκαρετ, δεν είχε οικογένεια και παιδιά και ήταν ομιλητική και πρόσχαρη. – Ο αόρατος άνθρωπος (έτσι αποκαλούσε τον Πάρη, γιατί δεν τον είχε γνωρίσει από κοντά), μου έκανε μια πολύ δελεαστική πρόταση και υπέγραψα συμβόλαιο να παραμείνω κοντά σας δύο χρόνια, είπε στη Μυρτώ. – Παρόμοιο συμβόλαιο, καθώς φαίνεται, είχε υπογράψει και η προκάτοχός σου, της απάντησε εκείνη και της έδωσε το ίδιο δωμάτιο που είχε παραχωρήσει στη Μάργκαρετ. Η Ρέιτσελ την ευχαρίστησε ευγενικά και την παρακάλεσε να μη διστάσει να της υποδείξει ό,τι κατά την άποψή της θα ωφελούσε στην ανατροφή της Θεώνης. – Είμαι πρόθυμη να προσφέρω στο παιδί αυτό τον
καλύτερό μου εαυτό. Αν κάτι από τη συμπεριφορά μου σας ενοχλεί, σας παρακαλώ να μου το επισημάνετε, για να το διορθώσω. Δε θέλω με τίποτα να δυσαρεστηθείτε από εμένα και να διακινδυνεύσω να χάσω αυτή τη μοναδική ευκαιρία της ζωής μου. Ο αόρατος άνθρωπος ήταν σαφής. Η συμφωνία μας ισχύει αν και εφόσον όλα πάνε καλά, μέχρι τη λήξη της διετίας. – Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά, της απάντησε η Μυρτώ και της ευχήθηκε καλή διαμονή, ενώ από μέσα της σκέφτηκε πως η Μάργκαρετ και η Ρέιτσελ σίγουρα θα στοίχισαν στον κουμπάρο της μια περιουσία. «Στην κατάστασή του, έτσι κι αλλιώς, καμιά αξία δεν έχουν τα χρήματα», είπε μετά με το νου της και τον συμπόνεσε πολύ. – Για να μην εμφανίζεται στο νησί να δει τη βαφτιστήρα του, που της έχει τόσο μεγάλη αδυναμία, θα πει πως είναι στα τελευταία του, σχολίασε στον Νικολή κάποια στιγμή και τον ρώτησε αν είχε ακουστεί τίποτα για την υγεία του κουμπάρου τους. – Κανείς δε γνωρίζει κάτι μετά βεβαιότητος, γυναίκα. Άλλοι εικάζουν πως έχει αποσυρθεί σε κάποιο εξωτικό νησί και άλλοι ότι είναι του θανατά στην έπαυλή του στην Εκάλη. – Το δεύτερο μού φαίνεται το πιο πιθανό, απάντησε η Μυρτώ στον άντρα της, κι εκείνος, αφού εξέφρασε τη βαθιά
λύπη του, γύρισε στα δικά του.
21 Το μοναχοκάραβο ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ τον Νικολή τον είχε φάει η έννοια με το βαπόρι που είχε βάλει στο μάτι και ήθελε οπωσδήποτε να το αποκτήσει. – Αυτό το γκαζάδικο είναι στα μέτρα μας, Μυρτώ. Έτσι και μας κατεβάσουν λίγο ακόμα την τιμή, θα γίνει δικό μας. – Να γίνει. Μακάρι, του απαντούσε εκείνη, που το είχε πάρει πια απόφαση ότι ο άντρας της δε θα μπορούσε να μείνει στη στεριά, αλλά η αγοραπωλησία, δυστυχώς, έπαιρνε κάθε τόσο νέα αναβολή, καθώς ο πλοιοκτήτης που το πουλούσε δε συμβιβαζόταν με την πρόταση του Νικολή στην τιμή. Εκεί που τα παζάρια συνεχίζονταν, έπειτα από ένα χρόνο, εξαιτίας της κρίσης, βγήκαν αρκετά βαπόρια στο σφυρί, κι ένα από αυτά το χτύπησε ο Νικολής σε δημοπρασία. Μόλις κατοχυρώθηκε στο όνομά του και είδε το όνειρο της ζωής του να βγαίνει αληθινό, έτρεξε κατευθείαν να μοιραστεί τη μεγάλη του χαρά με τη γυναίκα του. – Μυρτώ, επιτέλους αποκτήσαμε το καράβι των ονείρων
μας, είπε με έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό και την αγκάλιασε σφιχτά. – Καλοτάξιδο να είναι, ευχήθηκε εκείνη. Τότε ο Νικολής, ρίχνοντας το βλέμμα του στις φωτογραφίες της κόρης τους που δέσποζαν στο σαλόνι, δήλωσε μεγαλόφωνα: – Το καράβι μας θα το βαφτίσω «Θεώνη». Θα του δώσω το όνομα της κόρης μας, που είναι θεόσταλτη και καλότυχη. Η Μυρτώ χαμογέλασε. Πάνω στην ώρα, η Θεώνη με την παιδαγωγό της γύρισαν από το πάρκο και η μικρή έτρεξε χαρούμενη στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος τη σήκωσε ψηλά και τη στριφογύρισε σαν την μπερλίνα. – Το παρθενικό ταξίδι του καραβιού θα το κάνουμε όλοι παρέα, είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, και η Θεώνη τον κοίταξε παραξενεμένη. – Πού θα μας πας, μπαμπά; ρώτησε. – Ταξίδι μακρινό. Σε άλλες θάλασσες, σε άλλα μέρη. Η κόρη του, χαρούμενη, του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο, και όταν καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, η Μυρτώ τού είπε χαμηλόφωνα:
– Μην ξεσηκώνεις τη μικρή άδικα. Είναι δύσκολα τα ταξίδια με τα παιδιά. – Θα πάρουμε και τη μις Ρέιτσελ μαζί να την προσέχει. Άλλωστε δε θα μείνετε στο καράβι για πολύ. Στο πρώτο λιμάνι θα βγείτε και με το αεροπλάνο θα γυρίσετε πίσω. Πες πως είμαι προληπτικός. Θέλω η Θεώνη μας να πατήσει πρώτη το ποδαράκι της στο μοναχοκάραβό μας. – Αφού το θες τόσο πολύ, μπορούμε να σου χαλάσουμε το χατίρι; – Σε όλη μου τη ζωή περίμενα τη μέρα που θα με αξίωνε ο Θεός να καπετανέψω το δικό μου καράβι. – Το ξέρω, αγαπημένε μου, και είμαι πολύ περήφανη για εσένα. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα τυπικά της αγοραπωλησίας και το καράβι πήρε και στα χαρτιά το όνομα «Θεώνη», μεταφέρθηκε στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για τις απαραίτητες επισκευές. Τα χρήματα, όμως, του Νικολή είχαν ήδη δαπανηθεί για την αγορά του πλοίου, οπότε για τις επισκευές του αναγκάστηκε να πάρει ένα δάνειο από την τράπεζα, με ενέχυρο, βέβαια, το απόκτημά του. Στη συνέχεια, αφού έκανε μια έρευνα αγοράς, συνεργάστηκε μ’ ένα ναυλομεσίτη για να κλείσει τα φορτία και τους ναύλους.
Επέλεξε το πλήρωμα της αρεσκείας του και, όταν έπειτα από τρεις μήνες το «Θεώνη» έπεσε στη θάλασσα και ήταν πανέτοιμο για το παρθενικό του ταξίδι, κατέφθασε στον Πειραιά η οικογένειά του από το νησί. Όλοι χαρούμενοι τη μέρα εκείνη, γιόρτασαν την καθέλκυση του πλοίου. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί τούς τίμησαν με την παρουσία τους. Πλην του κουμπάρου τους. Η Μυρτώ, αν και τα τηλεφωνήματά του είχαν αραιώσει τους τελευταίους μήνες, του έστειλε πρόσκληση, επισυνάπτοντας ένα ιδιόχειρο σημείωμα, που έγραφε: «Όσο και να μας αποφεύγεις, δεν έπαψες ούτε λεπτό να είσαι ο πιο σημαντικός άνθρωπος της ζωής μας. Σ’ αγαπάμε πολύ. Μακάρι να σε δούμε». Ο Πάρης, μόλις το διάβασε, το τσαλάκωσε νευρικά κι έδωσε εντολή στην οικονόμο του να στείλει μια ανθοδέσμη. Οι καλεσμένοι που παραβρέθηκαν στην τελετή της καθέλκυσης, μετά τις ευλογίες του ιερέα, απόλαυσαν τους πλούσιους μπουφέδες που στήθηκαν στο κατάστρωμα και στη συνέχεια, αφού ευχήθηκαν ξανά να είναι καλοτάξιδο, αναχώρησαν. Ο καπετάνιος με την οικογένειά του και το πλήρωμα κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ της μεγάλης χαράς στο πλοίο,
που με το ξημέρωμα σάλπαρε για το παρθενικό του ταξίδι με προορισμό τον Περσικό κόλπο και την Ιαπωνία. Μόλις πέρασαν το Σούνιο και ανοίχτηκαν στο πέλαγος, η Μυρτώ με τη Θεώνη και τη μις Ρέιτσελ άρχισαν να μετρούν τα νησιά που ξεπρόβαλλαν μπροστά στα μάτια τους, όμως ήταν τόσα πολλά, που γρήγορα έχασαν το λογαριασμό. Ο Νικολής στη γέφυρα, τρισευτυχισμένος, έδινε τις οδηγίες του στο πλήρωμα και η γυναίκα του τον κοίταζε με καμάρι. Ταξίδευαν με πορεία προς το αιγυπτιακό λιμάνι του Πορτ Σάιντ. Κάποια στιγμή, η Θεώνη πλησίασε τον πατέρα της κι εκείνος της χάιδεψε το κεφαλάκι και τη ρώτησε: – Σου αρέσει το πλοίο μας; – Είναι πολύ ωραίο, μπαμπά. Όμως εμένα μου αρέσει το ταξίδι. – Έχεις πολλές ώρες ακόμα για να το χορτάσεις. Μία μέρα και μία νύχτα θα ταξιδεύουμε ακόμα μαζί και μετά... – Τι θα κάνουμε μετά; – Όταν φτάσουμε στο πρώτο λιμάνι θα αποχαιρετιστούμε. Εσείς θα γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα κι εγώ θα συνεχίσω να
ταξιδεύω, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, είπε ο Νικολής, κι ενώ η Θεώνη, που ήταν μόλις τρεισήμισι χρόνων, τον άκουγε μέχρι εκείνη τη στιγμή με προσοχή, ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. – Τι έχεις, κοριτσάκι μου; Τι έπαθες; – Δε θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω μαζί σου. – Δε γίνεται, κούκλα μου, πετάχτηκε τότε και είπε η Μυρτώ και την άρπαξε στην αγκαλιά της. Εμείς θα πάμε στο νησί μας, στο σπίτι μας. Η Θεώνη δεν καταλάβαινε τίποτα. – Θέλω να πάω με τον μπαμπά! φώναξε μέσα από τα αναφιλητά της, και η μητέρα της, για να την ησυχάσει, της είπε: – Ας φτάσουμε πρώτα με το καλό στο πρώτο λιμάνι και μετά βλέπουμε. Η μις Ρέιτσελ, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ελληνικά, άκουσε την απάντηση που έδωσε η Μυρτώ στην κόρη της και κούνησε το κεφάλι. «Κρίμα, και είναι δασκάλα σε σχολείο», σκέφτηκε. «Ξέχασε πως με τα παιδιά εμείς οι μεγάλοι πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Το “ναι” μας πρέπει να είναι “ναι” και το “όχι” “όχι”. Αφού είναι αποφασισμένο να κατεβούμε στο
Πορτ Σάιντ, δεν έπρεπε να δώσει ελπίδες στη μικρή». Όταν το απομεσήμερο της άλλης μέρας ο Νικολής έδεσε το καράβι του στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ, η κόρη του του σπάραξε την ψυχή με το κλάμα της. – Δεν πάω πουθενά, θέλω τον μπαμπά. Τότε εκείνος πήρε την απόφαση να κρατήσει τις γυναίκες κάποιες ώρες ακόμα στο καράβι και να τις βγάλει μετά τη διώρυγα του Σουέζ, στο λιμάνι του Σουέζ. Η γυναίκα του τον κοίταξε σκεφτική. – Και τι θα κάνουμε στο Σουέζ; – Θα πάτε οδικώς μέχρι το Κάιρο και από εκεί θα πάρετε το αεροπλάνο για την Ελλάδα. – Θα ταλαιπωρηθούμε μέσα στην Αίγυπτο με τέτοια αποπνικτική ζέστη. Αν είναι να περάσουμε τη διώρυγα, καλύτερα να περάσουμε και την Ερυθρά θάλασσα και να μας αφήσεις στο Ντουμπάι, στον πολιτισμό, είπε η Μυρτώ, και ο άντρας της χαμογέλασε. – Δεν έχεις άδικο. Είναι ευκαιρία, μια που μπήκατε σε αυτή την περιπέτεια, να γνωρίσετε από κοντά πώς ένα ψαροχώρι της ερήμου μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια με τα πετροδολάρια σε στολίδι της Ανατολής.
– Οι πιο σπουδαίοι αρχιτέκτονες του κόσμου έχουν μεγαλουργήσει εκεί. Είδα ένα σχετικό ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση και εντυπωσιάστηκα. – Ωραία, λοιπόν, το ταξίδι μας συνεχίζεται, είπε ο Νικολής στην κόρη του, κι εκείνη, ενθουσιασμένη, έπεσε στην αγκαλιά του. – Αυτή τη φορά σού έκανα το χατίρι, όμως να ξέρεις πως στο Ντουμπάι θα κατεβείτε οπωσδήποτε. Δε θέλω άλλα κλάματα και γκρίνιες, αρκετά. Η Θεώνη σούφρωσε τα χειλάκια της και κούνησε με νάζι καταφατικά το κεφάλι. Μόλις ήρθε η σειρά τους να μπουν στη διώρυγα, ο Νικολής στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα του που στεκόταν στη γέφυρα πλάι του. – Πώς σου φαίνεται το κανάλι; τη ρώτησε, και η Μυρτώ χαμογέλασε. – Έχω την αίσθηση πως το καράβι μας βγήκε στη στεριά, είπε κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά την έρημη γη. – Η διώρυγα του Σουέζ είναι η μεγαλύτερη του κόσμου. – Το ξέρω.
– Έχει μήκος 168 χιλιόμετρα και, αν προσθέσουμε και τα αγκυροβόλια, καθώς και το μήκος της ενδιάμεσης λίμνης, φτάνει τα 190 χιλιόμετρα. – Τόσες φορές που την έχεις περάσει, την έχεις μάθει απέξω κι ανακατωτά. – Το μεγαλύτερο πλάτος της σε ορισμένα σημεία φτάνει τα 160 με 200 μέτρα και το βάθος της είναι 11 μέτρα και 60 εκατοστά ακριβώς. – Μου αρέσει η λεπτομέρεια, Νικολή, απάντησε η Μυρτώ εύθυμα. – Εγώ φταίω που σου τα εξηγώ όλα, σχολίασε εκείνος, και η Μυρτώ, έτσι όπως ήταν χαλαρή και χαρούμενη, τον αγκάλιασε και τον φίλησε μπροστά στον αξιωματικό υπηρεσίας και τον τιμονιέρη. – Να έρθει η ώρα να σας αφήσω στο Ντουμπάι, γιατί μ’ εσάς, μάνα και κόρη, κοντεύω να χάσω κάθε σεβασμό στο πρόσωπό μου από το πλήρωμα. Η Μυρτώ μαζεύτηκε ξαφνικά. – Έχεις δίκιο, είπε και άφησε τον άντρα της στην ησυχία του, να κάνει τη δουλειά του.
Η μονότονη πλεύση κούρασε τη Θεώνη και την παιδαγωγό της, που βαρέθηκαν να βλέπουν τόσες ώρες το ίδιο τοπίο, και, αφού έπαιξαν για λίγο με τους κύβους, το έριξαν και οι δύο στον ύπνο. Αυτό έκανε και η Μυρτώ. Μόλις το καράβι πέρασε τη διώρυγα και βγήκαν έπειτα από δώδεκα ολόκληρες ώρες στον Κόλπο του Σουέζ, αμέσως το κατάλαβαν από τον κλυδωνισμό και ξύπνησαν απότομα. – Βγήκαμε στην Ερυθρά θάλασσα, είπε τότε η Μυρτώ και, ρίχνοντας το βλέμμα της έξω από το φινιστρίνι, είδε στο φως της καινούριας μέρας εκατομμύρια ερυθρωπά ζωόφυτα να επιπλέουν στην επιφάνεια και το πρωτοφανές θέαμα τράβηξε την προσοχή της. Να γιατί τη θάλασσα αυτή τη λένε Ερυθρά, είπε στην κόρη της, που κούρνιασε στην αγκαλιά της και κοίταζε κι εκείνη. Πάνω στην ώρα μπήκε στην καμπίνα ο Νικολής, που ήταν στο πόδι από πολύ νωρίς, και καθώς κάθισε για λίγο να ξαποστάσει, τους είπε δυο λόγια για τις ιδιομορφίες της θαλάσσιας αυτής περιοχής. – Οι ακτές της είναι χαμηλές και αμμώδεις. Ο βυθός της, όμως, είναι απότομος και ακανόνιστος και σε πάρα πολλά σημεία πολύ επικίνδυνος εξαιτίας των κοραλλιογενών υφάλων. Αυτά, βέβαια, εσάς δε σας ενδιαφέρουν, όμως θέλω
να ξέρετε πως, όσο κατηφορίζουμε, υπάρχει περίπτωση να μας τύχουν δυνατοί άνεμοι, οι γνωστοί μουσώνες. Τότε το πλοίο θα κουνιέται αρκετά, γι’ αυτό και δε θα μετακινηθείτε από την καμπίνα, τους συνέστησε για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες ταξίδευαν κατά μήκος της Ερυθράς, και ευτυχώς δε συνάντησαν στη ρότα τους μουσώνες. – Είμαστε τυχεροί, είπε η Μυρτώ, καθώς το καράβι άφηνε την Ερυθρά θάλασσα κι έπλεε ολοταχώς προς τον Κόλπο του Άντεν, που βρίσκεται ανάμεσα στις νότιες ακτές της Αραβίας και τη Σομαλία. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, το πρωινό αεράκι φυσούσε απαλά, όμως οι υψηλές θερμοκρασίες, μαζί με την υγρασία, το έκαναν να φτάνει στα πρόσωπα καυτό και να κόβει την ανάσα. – Μη βγαίνετε στο κατάστρωμα. Είναι καλύτερα να μείνετε μέσα που λειτουργεί ο κλιματισμός, είπε ο Νικολής στη γυναίκα του, κι ενώ έπαιρναν με την ησυχία τους το πρωινό τους στην τραπεζαρία και κοίταζαν από τα φινιστρίνια τον απέραντο Ινδικό ωκεανό που απλωνόταν στο βάθος, είδαν δύο μικρά ταχύπλοα σκάφη. Και όσο τα έβλεπαν να πλησιάζουν, άρχισαν να μετρούν τους επιβαίνοντες σ’ αυτά. Ξαφνικά, ενώ τους κοίταζαν αμέριμνοι, οι άνθρωποι αυτοί,
φτάνοντας στα εκατό μέτρα από το καράβι, άρχισαν να το πυροβολούν και να το γαζώνουν με Καλάσνικοφ και ρουκέτες. – Παναγία μου, πειρατές! φώναξε η Μυρτώ, αρπάζοντας τη Θεώνη στην αγκαλιά της. – Oh mighty God! φώναξε η Ρέιτσελ και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι, ενώ οι πειρατές ζύγωναν. Ο Νικολής, στη γέφυρα, από τη μια φώναζε από τα μεγάφωνα στους άντρες του πληρώματός του να καλυφθούν και από την άλλη φώναζε στη γυναίκα του να κρατήσει την ψυχραιμία της. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν όλοι τη ζωή τους, εκείνος αναγκάστηκε να σταματήσει το βαπόρι. Τότε οι πειρατές ανέβηκαν πάνω και από εκεί και πέρα άρχισε η μεγάλη περιπέτειά τους. «Χριστέ μου, ποιο κακό μάτι μάς βάσκανε;» αναρωτήθηκε η Μυρτώ κι έκανε το σταυρό της, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που ζούσε. «Μέσα σε λίγα λεπτά περάσαμε από την ευτυχία στη δυστυχία. Πώς είναι δυνατό, Παναγία μου, να μας συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μακάρι να είναι κακό όνειρο. Μακάρι να είναι εφιάλτης», είπε με το νου της, τη στιγμή που τα ποδοβολητά και οι φωνές των πειρατών αντηχούσαν στα
αφτιά της. Η Θεώνη, γραπωμένη πάνω της, δεν έβγαζε άχνα, ενώ η Ρέιτσελ καταριόταν τη μοίρα της. – Ο αόρατος άνθρωπος θα κάνει το θαύμα του. Θα μας σώσει, είπε σε μια στιγμή, και η Μυρτώ στύλωσε το βλέμμα πάνω της. He is a strong man. He is a real strong man, πρόσθεσε η άλλη μέσ’ από τα δόντια της. Εκείνη την ώρα οι πειρατές μπήκαν στην τραπεζαρία και υπό την απειλή των όπλων τις οδήγησαν πάνω στη γέφυρα, όπου είχαν συγκεντρώσει όλο το πλήρωμα. Δεκατέσσερις ήταν αυτοί, δεκατέσσερα και τα μέλη του πληρώματος. Αφού τους έδεσαν όλους χειροπόδαρα, είπαν στον καπετάνιο: – Τώρα θα πάμε στη Σομαλία και, αν πληρώσουν οι πλοιοκτήτες 15 εκατομμύρια δολάρια, θα σας αφήσουμε όλους ελεύθερους. Ο Νικολής, χωρίς να τους αποκαλύψει πως εκείνος ήταν ο πλοιοκτήτης και δεν είχε στην τράπεζα ούτε ένα τσακιστό δολάριο, τους κοίταξε με αγέρωχο βλέμμα και απαίτησε να αφήσουν πρώτα ελεύθερη τη γυναίκα του, την κόρη του και τη δασκάλα της.
– Καθώς καταλαβαίνετε, οι γυναίκες δεν έχουν καμιά δουλειά ανάμεσα στους άντρες, σχολίασε, και οι πειρατές, αφού αντάλλαξαν δυο τρεις λέξεις αναμεταξύ τους, έριξαν το φθονερό βλέμμα τους στη Μυρτώ, τη Θεώνη και τη Ρέιτσελ. Τότε ο ένας από αυτούς, που μιλούσε κάτι ψευτοαγγλικά, έσκασε ένα χαμόγελο, αφήνοντας να φανούν τα σάπια δόντια του, και, δείχνοντας με το δάχτυλο τη Ρέιτσελ και τη Θεώνη, είπε: – Αυτές οι δύο θα μείνουν. Η άλλη, η μάνα, να φύγει. Η Θεώνη, που δεν καταλάβαινε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου που αντίκριζαν τα αθώα ματάκια της, καθώς ήταν σφιγμένη στην αγκαλιά της μάνας της άρχισε να κλαίει μ’ ένα σπαραξικάρδιο κλάμα. – Όχι! φώναξε τότε ο Νικολής. Απαγορεύεται να χωρίσετε τη μάνα από το παιδί της. Οι πειρατές έσκασαν στα γέλια και του έκλεισαν το στόμα με μια μπουνιά. – Η μάνα θα πάει να μας φέρει τα λεφτά. Όσο θα ξέρει ότι το παιδί της βρίσκεται στα χέρια μας, σίγουρα θα βρει τα λεφτά που ζητάμε για να το πάρει πίσω. Φαίνεται καλή μάνα, είπε αυτός με τα σάπια δόντια, και όλοι οι άλλοι, που συνέχιζαν να σημαδεύουν το πλήρωμα, γέλασαν ξανά.
– Χωρίς την κόρη μου δεν πάω πουθενά! φώναξε τότε η Μυρτώ, και ο πειρατής που είχε αναλάβει τις συνεννοήσεις τη χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο κεφάλι και την έριξε ημιλιπόθυμη στο δάπεδο της γέφυρας. Ο Νικολής, σαν το λιοντάρι στο κλουβί, ούρλιαξε αγριεμένος, όμως δεμένος χειροπόδαρα όπως ήταν, δεν μπόρεσε να προσφέρει στη γυναίκα του καμία βοήθεια. – Τώρα θα πάμε στη Σομαλία, είπε ο πειρατής και, κοιτάζοντας για μία φορά ακόμα τη Μυρτώ, της έδωσε μια κλοτσιά στο γοφό, προσθέτοντας: Άμα θες να φανείς χρήσιμη, σήκω και φύγε τώρα αμέσως. Αλλιώς θα σε πετάξουμε στη θάλασσα, να σε φάνε οι καρχαρίες. Η Μυρτώ, μέσα στην παραζάλη της, είδε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, κι έτσι, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ακολούθησε τον πειρατή. Εκείνος με αγριάδα, αφού τη διέταξε να πάρει την τσάντα της με το κινητό της τηλέφωνο, το διαβατήριό της, λίγα δολάρια και τις πιστωτικές της κάρτες, την πήγε με το ταχύπλοο μέχρι τις ακτές της Υεμένης και την άφησε, ευτυχώς, σε μια κατοικημένη περιοχή, κοντά στο Άντεν. Στο μεταξύ, οι άλλοι πειρατές της συμμορίας οδήγησαν το καράβι του Νικολή σ’ έναν απόμερο όρμο της Σομαλίας, όπου τους περίμεναν άλλα είκοσι τέρατα. Όλοι μαύροι και
ξερακιανοί, με πόδια σαν καλάμια και ένα θανατηφόρο βλέμμα. Αυτοί έλυσαν τα δεσμά του Νικολή και τον υποχρέωσαν να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Το περιεχόμενο, ως φαίνεται, δεν τους ικανοποίησε και τον σακάτεψαν στο ξύλο, πριν τον δέσουν και πάλι χειροπόδαρα και τον πετάξουν στη γέφυρα μαζί με όλους τους άλλους. Στη συνέχεια επιδόθηκαν στο πλιάτσικο του πλοίου, αδειάζοντας τις αποθήκες και τα ψυγεία από τα τρόφιμα, και αφού έκλεψαν τα πορτοφόλια και τα προσωπικά είδη του πληρώματος, άρχισαν να μασουλούν ένα χόρτο και σαν αφιονισμένοι να χοροπηδούν και να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο Νικολής και οι άντρες του ζούσαν τη φρίκη της Κόλασης, με ανυπόφορα υψηλές θερμοκρασίες και τους σατανάδες να τους χαστουκίζουν, να τους κλοτσούν, να τους φτύνουν και μετά να γρονθοκοπιούνται αναμεταξύ τους, να σπάζουν τις μύτες τους και να αιμορραγούν. Μέσα σε ένα βράδυ, η γέφυρα βρομοκοπούσε ξεραμένα αίματα, ιδρώτα και βρομερά χνότα. Η Ρέιτσελ με τη Θεώνη, ευτυχώς, έτυχαν καλύτερης μεταχείρισης. Οι πειρατές τις κλείδωσαν στην καμπίνα του καπετάνιου, τους έδωσαν νερό και από μια κούπα ρύζι και την άλλη μέρα έφεραν ένα τηλέφωνο και διέταξαν τη Ρέιτσελ να τηλεφωνήσει στη μητέρα του παιδιού και να το βάλει να της
μιλήσει. Η Μυρτώ, αφού πέρασε των παθών της τον τάραχο, κατάφερε, τελικά, από το Άντεν να επιβιβαστεί σε ένα αεροπλάνο και, μέσω Τζέντα, έφτασε την άλλη μέρα στην Αθήνα. Με τον τρόμο ζωγραφισμένο ακόμα στα μάτια αποβιβάστηκε στο Ελληνικό και ενεργοποίησε το τηλέφωνό της. Τότε το άκουσε να χτυπάει και την έπιασε τρέμουλο. – Εμπρός, απάντησε γεμάτη αγωνία, μα μόλις άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής την κόρη της να φωνάζει «μάμη, μάμη», φωτίστηκε ολόκληρη. Θεώνη μου, αγάπη μου, είναι ένα κακό όνειρο και θα περάσει. Σε λίγο θα είμαι κοντά σας, πρόλαβε να πει πριν κλείσει η γραμμή. Οι πειρατές είχαν υπολογίσει πότε ακριβώς θα έφτανε η Μυρτώ από την Υεμένη στην Αθήνα. Μπορεί και να είχαν βάλει ανθρώπους τους να την παρακολουθούν. Γιατί μέχρι να βγει από το αεροδρόμιο, το τηλέφωνό της χτύπησε ξανά. – Κοίτα να βρεις 15 εκατομμύρια δολάρια, αλλιώς δεν πρόκειται να ξαναδείς ζωντανούς την κόρη σου και τον άντρα σου, άκουσε μια φωνή να της λέει στα αγγλικά.
22 Η πιο μεγάλη ώρα ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΟΝΤΑΣ όση δύναμη της είχε απομείνει, η Μυρτώ προχώρησε με βήμα γοργό προς την έξοδο του αεροδρομίου. Μόλις τη φύσηξε ο αέρας της πατρίδας, πήρε, θαρρείς, κουράγιο και, μπαίνοντας σ’ ένα ταξί, η φωνή της ακούστηκε δυνατή και καθαρή. – Στην Εκάλη, παρακαλώ, είπε στον οδηγό και, ψαχουλεύοντας στην τσάντα της, βρήκε την κάρτα με τη διεύθυνση του κουμπάρου της. Τόσα χρόνια που έμενε ο Πάρης στην Εκάλη, πρώτη φορά πήγαινε να τον επισκεφτεί εκεί. Καθώς το ταξί διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας, ο οδηγός άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούσει τα νέα, και η πρώτη είδηση έκανε τη Μυρτώ να βγάλει μια άναρθρη κραυγή και να τον ξαφνιάσει. – Τι πάθατε; Τι έγινε; ρώτησε ο άνθρωπος, κοιτάζοντάς την από τον καθρέφτη.
– Τίποτα, τίποτα, μουρμούρισε εκείνη χλομιάζοντας. «Το ελληνικών συμφερόντων δεξαμενόπλοιο “Θεώνη” καταλήφθηκε στον Κόλπο του Άντεν από Σομαλούς πειρατές. Άγνωστη παραμένει η τύχη των δεκατεσσάρων Ελλήνων ναυτικών του πληρώματος, του καπετάνιου Νικολή Μαρκάκη, όπως και της γυναίκας του, της κόρης του και της Αγγλίδας παιδαγωγού που τους συνόδευε». Η φωνή του εκφωνητή συνέχισε να μεταδίδει τις άλλες ειδήσεις κι έπειτα από ένα σύντομο μουσικό διάλειμμα ακολούθησε η μαρτυρία ενός πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού που είχε πέσει κι αυτός πρόσφατα θύμα πειρατείας από Σομαλούς πειρατές. – Στη Σομαλία δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει τίποτα. Γι’ αυτό και οι πειρατές έχουν αποθρασυνθεί τελείως. Οι περισσότεροι είναι από είκοσι μέχρι τριάντα χρόνων και διαθέτουν ταχύπλοα σκάφη, όπλα, ρουκέτες και πιστόλια. Καταλαμβάνουν εξ εφόδου τα καράβια. Μόλις πλησιάζουν τα πολεμικά πλοία, απειλούν να σκοτώσουν τους ομήρους. Για να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, αναγκάζουν τους καπετάνιους να συμμετέχουν σε άλλες πειρατείες. Με το πιστόλι στον κρόταφο με υποχρέωσαν, εμένα προσωπικά με το βαπόρι μου, να ρίξω ένα άλλο στα δίχτυα τους. Γι’ αυτό και τα πολεμικά πλοία δυσκολεύονται να τους εντοπίσουν εγκαίρως και να τους διαλύσουν. Δε γνωρίζουν ότι κάποια πλοία που βρίσκονται υπό κατάληψη διαπράττουν πειρατείες. Η ακτή της Σομαλίας
έχει μήκος 2.000 μίλια και είναι πολύ δύσκολο να περιφρουρηθεί. Μόνο με πόλεμο μπορεί να λυθεί το πρόβλημα, είπε ο πλοίαρχος, και η δημοσιογράφος του σταθμού τον ρώτησε: – Μήπως θα μπορούσατε να μας πείτε δυο λόγια και για τη μέρα της απελευθέρωσής σας; – Πολύ ευχαρίστως. Κάποια στιγμή, έπειτα από παζάρια, η πλοιοκτήτρια εταιρεία ήρθε σε συμφωνία με τους πειρατές να πληρώσει το ένα τέταρτο των αρχικών τους απαιτήσεων. Τα 20 εκατομμύρια δολάρια έγιναν πέντε. Όμως και πάλι ήταν ένα αστρονομικό ποσό. Κατά τις υποδείξεις των πειρατών, οι υπεύθυνοι της εταιρείας τα έβαλαν σε δύο πλαστικούς σάκους και μ’ ένα αεροπλανάκι τα μετέφεραν πάνω από το λημέρι των πειρατών και τα έριξαν στη θάλασσα. Οι πειρατές, μόλις μάζεψαν τους σάκους, τους άδειασαν στην αμμουδιά και, χορεύοντας πάνω στα δολάρια όπως γίνεται στις ταινίες, έκαναν επιτόπου τη μοιρασιά και, ικανοποιημένοι από τη μεγάλη επιτυχία τους, μας άφησαν ελεύθερους. – Βρε τα παλιοκαφούρια, τα κατάφεραν! είπε ο ταξιτζής μόλις τέλειωσε η μαρτυρία του πλοιάρχου και, γυρίζοντας το κουμπί του ραδιοφώνου, διάλεξε ένα σταθμό με μουσική. Δε βαριέσαι, ποιος ξέρει πόσοι σκοτώνονται στη Γη την ώρα που μιλάμε..., όπως λέει το τραγούδι του Χατζή, σχολίασε μετά και, φτάνοντας πλέον έξω από την έπαυλη του Πάρη, που
θύμιζε ανάκτορο, μουρμούρισε: Αυτά έχει η ζωή. Άλλοι γεννιούνται στα ψηλά κι άλλοι στα χαμηλά. Και παίρνοντας την αμοιβή του μετά μουσικής, έφυγε ολοταχώς για την επόμενη κούρσα. Η Μυρτώ στάθηκε έξω από την έπαυλη και, βλέποντας τα παραθυρόφυλλα κλειστά, αναρίγησε. «Αν απουσιάζει ο Πάρης ή αν, ακόμα χειρότερα, έχει αποδημήσει εις Κύριον, είμαστε και εμείς χαμένοι», σκέφτηκε και την έπιασε τρέμουλο. Ο Πάρης ήταν η μόνη της ελπίδα. Οι πειρατές δε γνώριζαν πως το καράβι ανήκε στον άντρα της, ούτε και ότι είχε ξετιναχτεί οικονομικά για να το αποκτήσει. Όμως και να τους το έλεγαν, δεν υπήρχε περίπτωση να τους πίστευαν. Θα τους εξόργιζαν περισσότερο και πολύ πιθανό να τους πετούσαν στη θάλασσα μια ώρα αρχύτερα. Βέβαια, αφού το καράβι ήταν υπό ελληνική σημαία, η Μυρτώ είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής πολιτείας. Όμως οι πειρατές ήθελαν λύτρα, δεν ήθελαν λόγια. Η ελληνική πολιτεία μόνο διά της διπλωματικής οδού θα προσπαθούσε να βρει κάποια λύση. Η υπόθεση θα τραβούσε σε μάκρος και οι όμηροι, μέρα τη μέρα, θα έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο από τα όπλα των πειρατών. – Θεέ μου, λυπήσου μας! μονολόγησε η Μυρτώ. Κάνε το
θαύμα σου. Κάνε να ξαναδώ την κόρη μου και τον άντρα μου. Κάνε να είναι ο Πάρης ζωντανός. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, χτύπησε το κουδούνι. – Τι ζητάτε; τη ρώτησε μια γυναικεία φωνή από τη θυροτηλεόραση. – Τον κουμπάρο μου. Τον κύριο Πάρη, απάντησε και, κομπιάζοντας από την ταραχή, πρόσθεσε με κόπο: Είμαι η Μυρτώ Μαρκάκη. – Περιμένετε, παρακαλώ, της είπε η ίδια φωνή, και η Μυρτώ αναθάρρησε. Για να της πει να περιμένει, σήμαινε πως ο Πάρης ήταν στο σπίτι. Έπειτα από λίγο, ο θυρωρός έσπευσε να της ανοίξει την πόρτα και η οικονόμος την πέρασε στο σαλόνι. – Ο κύριος Πάρης δεν είναι καλά, της είπε και την ίδια στιγμή παρουσιάστηκε μια νοσοκόμα και την οδήγησε στην κάμαρά του. Μόλις η Μυρτώ αντίκρισε τον Πάρη στο κρεβάτι, κοκάλωσε. «Αυτός δεν είναι ο κουμπάρος μου. Είναι η σκιά του εαυτού του», είπε από μέσα της, αλλά προσπάθησε να μη δείξει την ταραχή της.
– Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ, ψέλλισε και με τρεμάμενη φωνή πρόσθεσε: Μας βρήκε μεγάλη συμφορά. – Το ξέρω, τα έμαθα όλα. Βουίζουν τα ραδιόφωνα από χτες. Πού είναι η Θεώνη; Πού είναι η κόρη μας, Μυρτώ; Μη μου πεις πως την κράτησαν οι πειρατές; Η Μυρτώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι κι αμέσως σκέφτηκε: «Τον καημένο, του σάλεψε από την αρρώστια και λέει τη Θεώνη κόρη του». Βουρκωμένη, άγγιξε απαλά τα αποστεωμένα χέρια του και τον κοίταξε στα μάτια. – Η βαφτιστήρα σου κινδυνεύει και οι πειρατές ζητούν πολλά λύτρα για να την απελευθερώσουν, του είπε. Τα θολά μάτια του, που λες και στέκονταν με το ζόρι στις κόχες, γέμισαν δάκρυα. – Θα δώσω όσα όσα για να γλιτώσω το παιδί μου. Δε φτάνει που λιώνω τόσα χρόνια με τον καρκίνο, ήρθε και η απαγωγή της Θεώνης μας, για να μου δώσει τη χαριστική βολή. Έχω δώσει ήδη εντολή στον τραπεζίτη μου να έρθει σε συνεννόηση με τους πειρατές. – Ζητούν 15 εκατομμύρια δολάρια.
– Η κόρη μας έχει ανεκτίμητη αξία, Μυρτώ, είπε. Κι εκείνη, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει κατάματα, απάντησε: – Οι πειρατές με άφησαν ελεύθερη μόνο και μόνο για να τους εξασφαλίσω τα λύτρα. – Έτσι κι αλλιώς, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου και όσα χρήματα έχω στην τράπεζα, τα προορίζω για τη Θεώνη. Εσύ θα τα διαχειριστείς μέχρι την ενηλικίωσή της, ψέλλισε αργά και, επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει, κατάφερε να υπογράψει μια ανοιχτή επιταγή στο όνομα της Μυρτώς. Τότε εκείνη, συγκινημένη, έσκυψε να τον φιλήσει στο μέτωπο, και ο Πάρης, καθώς την κοίταζε βουρκωμένος, έγειρε στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα. Μαζί του άρχισε να κλαίει και η Μυρτώ και, όπως τον κρατούσε στον κόρφο της, τον άκουσε να λέει μέσα από τα αναφιλητά του: – Σ’ αγάπησα περισσότερο και από τη ζωή μου. Σε διεκδίκησα με όλη τη δύναμή μου. Όταν είδα να τελειώνει η ζωή μου και να σε χάνω για πάντα, δεν το άντεξα και σκέφτηκα να κερδίσω την αγάπη σου μέσω της κόρης μου. Η Θεώνη, Μυρτώ, που υπεραγαπάς, είναι πραγματική μου κόρη.
Είναι αίμα μου. Είναι σάρκα από τη σάρκα μου. Περιουσία ολόκληρη μου κόστισε η συγκατάθεση της Μάργκαρετ να μείνει έγκυος με το σπέρμα μου, με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, και να τη γεννήσει. Η Μυρτώ έμεινε άφωνη. – Εμένα δε μ’ αγάπησες ποτέ, συνέχισε ο Πάρης. Τη Θεώνη, όμως, τη λάτρεψες από την πρώτη στιγμή που την είδες. Η Θεώνη είναι κομμάτι του εαυτού μου. Είναι η συνέχειά μου. Άρα θα αγαπάς κι εμένα όσο ζεις και θα με πονάς και θα με νοιάζεσαι. Τώρα που πέτυχα το σκοπό μου, μπορώ να φύγω ήσυχος, κατέληξε και, ανασαίνοντας με κόπο, άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Μυρτώς.
Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά τον πλοίαρχο του εμπορικού ναυτικού, κύριο Μαθιό Τσουπάκη, για την πολύτιμη βοήθειά του. Ευχαριστώ, επίσης, την καπετάνισσα κυρία Ελισάβετ Αλεξοπούλου, που η αυθόρμητη εξομολόγησή της μου έδωσε την έμπνευση για το βιβλίο αυτό. Ακόμα ευχαριστώ το σύντροφό μου, Γρηγόρη Βερναρδάκη, για την εποικοδομητική κριτική και τις εύστοχες παρατηρήσεις του. Τέλος, ευχαριστώ από καρδιάς την επιμελήτριά μου, Ανθή Ροδοπούλου. Β. Π.