ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Αστυνομικό Πρώτη έκδοση Μάρτιος 2ΟΟ8 Τίτλος πρωτοτύπου Gillian Flynn, Sharp objects, Shaye Areheart Books © 2ΟΟ6, Gillian Flynn
Τζίλίαν Φλιν Αιχμ ηρά αντικείμ ενα Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη Μεταίχμιο Στους γονείς μου, Ματ και Τζούντιθ Φλιν Ένα Το πουλόβερ μου ήταν καινούργιο, χτυπητό κόκκινο και άσχημο. Ήταν 12 Μαΐου, αλλά η θερμοκρασία είχε κάνει απότομη βουτιά στους δέκα βαθμούς και, αφού τουρτούρισα ένα τετραήμερο με τα πουκαμισάκια, καλύφθηκα όπως όπως με μια προσφορά γνωστής μάρκας, αντί να ξεσκαλίσω τα ήδη μαζεμένα χειμωνιάτικά μου. Άνοιξη στο Σικάγο. Μέσα στο επενδυμένο με λινάτσα γραφειάκι μου κοίταζα αφηρημένα την οθόνη του υπολογιστή μου. Το κομμάτι μου για σήμερα ήταν μια σχετικά μαύρη ιστορία. Τέσσερα παιδάκια, ηλικίας από δύο μέχρι έξι χρόνων, είχαν βρεθεί κλειδωμένα σε ένα δωμάτιο στο Σάουθ Σάιντ, με ένα μισόλιτρο γάλα και κάνα δυο σάντουιτς με τόνο. Τρεις μέρες ήταν παρατημένα εκεί μέσα, ανακατώνοντας σαν τα κοτοπουλάκια φαγητά και ακαθαρσίες πάνω στη μοκέτα. Η μάνα τους είχε βγει να τραβήξει μια τζούρα απ’ το ναργιλέ και ξεχάστηκε. Συμβαίνει καμιά φορά. Ούτε καψίματα από τσιγάρα ούτε σπασμένα κόκαλα. Μόνο ένα ανεπανόρθωτο ολίσθημα. Είχα δει τη μητέρα μετά τη σύλληψή της: η Τάμι Ντέιβις, ετών είκοσι δύο, ξανθιά και χοντρή, με ροζ ρουζ στα μάγουλα, δυο τέλειους κύκλους μεγέθους διόπτρας σκοποβολής. Μπορούσα να τη φανταστώ: καθισμένη σε έναν σαραβαλιασμένο καναπέ, τα χείλη της πάνω στο μέταλλο, μια δυνατή ρουφηξιά, ένα φύσημα καπνού. Κι ύστερα όλα μια θολούρα, και τα παιδιά της να χάνονται κάπου στο βάθος καθώς αυτή εκσφενδονιζόταν πίσω στα χρόνια του γυμνασίου, τότε που άρεσε ακόμη στ’ αγόρια και ήταν η ομορφότερη, η ζουμερή δεκατριάχρονη με το λιπγκλός που πιπίλιζε ξυλαράκια κανέλας προτού φιληθεί. Ένα στομάχι. Μια μυρωδιά. Τσιγάρο και μπαγιάτικος καφές. Ο αξιοσέβαστος, βαριεστημένος αρχισυντάκτης μου Φρανκ Κιουρί, με τα φθαρμένα του Hush Puppies. Κουνιόταν μπρος πίσω πάνω στις φτέρνες του. Τα δόντια του είχαν μουλιάσει σε σάλιο καφετί από το τσιγάρο. «Πού βρίσκεσαι με το κομμάτι σου, μικρή;» Πάνω στο γραφείο μου ήταν μια ασημένια πινέζα, με τη μύτη προς τα πάνω. Την πίεσε με το κιτρινισμένο νύχι του αντίχειρά του. «Κοντεύω». Είχα 15Ο λέξεις κείμενο. Χρειαζόμουν πεντακόσιες. «Σκίσ’ την, δώσ’ το και έλα στο γραφείο μου».
«Μπορώ να έρθω τώρα». «Σκίσ’ την, δώσ’ το και μετά έλα στο γραφείο μου». «Εντάξει. Σε δέκα λεπτά». Ήθελα πίσω την πινέζα μου. Έκανε να βγει από το γραφείο μου. Η γραβάτα του κρεμόταν σχεδόν πάνω από τον καβάλο. «Πρίκερ;» «Ναι, Κιουρί;» «Γάμησέ την». Ο Φρανκ Κιούρι πιστεύει ότι είμαι χαμηλών τόνων/ίσως επειδή είμαι γυναίκα. Ίσως επειδή είμαι χαμηλών τόνων. Το γραφείο του Κιούρι βρίσκεται στον τρίτο. Είμαι σίγουρη ότι τον πιάνει πανικός και τσαντίζεται κάθε που κοιτά ζει από το παράθυρό του και βλέπει έναν κορμό δέντρου. Οι καλοί αρχισυντάκτες δεν βλέπουν κούτσουρα βλέπουν φυλλωσιές αν μπορούν καν να ξεχωρίσουν τα δέντρα από εκεί ψηλά που βρίσκονται, στον δωδέκατο, δέκατο τρίτο όροφο. Αλλά για την Ντέιλι Ποστ, την τέταρτη μεγαλύτερη εφημερίδα του Σικάγου, που έχει εξοριστεί στα προάστια, υπάρχει άπλα για ξάπλα. Εμάς, τρεις όροφοι, που συνεχώς επεκτείνονται οριζοντίως, σαν να ξεχειλίζουν, απαρατήρητοι ανάμεσα σε καταστήματα που πουλάνε χαλιά ή φωτιστικά, μας φτάνουν. Τη συνοικία μας τη δημιούργησε ολόκληρη ένας εργολάβος μέσα σε τρία καλά προγραμματισμένα χρόνια 1961 με 1964 και κατόπιν της έδωσε το όνομα της κόρης του, η οποία είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα με το άλογο ένα μήνα πριν ολοκληρωθεί το έργο. Ορόρα Σπρινγκς, διέταξε ο εργολάβος, και πόζαρε για μια φωτογράφιση κάτω από την ολοκαίνουργια πινακίδα με το όνομα της πόλης. Ύστερα πήρε την οικογένεια του και έφυγε. Η κόρη, που τώρα είναι πενήντα χρόνων και μια χαρά στην υγεία της, εκτός από ένα μούδιασμα στο χέρι αραιά και πού, ζει μόνιμα στη Φλόριντα και επιστρέφει μια φορά στα τόσα χρόνια για να φωτογραφηθεί κάτω από την πινακίδα με το όνομά της, ακριβώς όπως ο Μπαμπάκας. Εγώ έγραψα το άρθρο για την τελευταία επίσκεψή της. Ο Κιούρι πρέπει να ζορίστηκε. Ο Κιούρι έχει πρόβλημα με τα περισσότερα άρθρα που είναι κομμάτια από τη ζωή. Έγινε πίτα με Τσάμπορντ ενώ το διάβαζε, βρομούσε ουίσκι φεύγοντας από το γραφείο του. Ο Κιούρι τα κοπανάει, πολύ ήρεμα, αλλά συχνά. Δεν είναι αυτός ο λόγος, ωστόσο, που έχει μια τόσο ωραία θέα του εδάφους απ’ τα παράθυρά του. Αυτό οφείλεται καθαρά σε κακή τύχη. Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα του γραφείου του, που είναι ακριβώς αυτό που δεν
θα φανταζόμουν ποτέ ως γραφείο του αρχισυντάκτη μου. Εγώ λαχταρούσα τοίχους με δρύινη επένδυση και μια γυάλινη πόρτα να γράφει απέξω «Αρχισυντάκτης» για να μπορούν να μας βλέπουν τα φιντάνια να ωρυόμαστε για τα δικαιώματα που προκύπτουν από το Πρώτο Άρθρο του Συντάγματος. Το γραφείο του Κιούρι είναι γυμνό και ιδρυματικό, όπως και το υπόλοιπο κτίριο. Θα μπορούσες να συζητάς περί δημοσιογραφίας εκεί μέσα ή να κάνεις Παπ τεστ. Κανένας δεν σκοτίζεται. «Πες μου για το Γουίντ Γκαπ». Ο Κιούρι πίεζε τη μύτη ενός στιλό πάνω στο αξύριστο, γκρίζο πιγούνι του. Φαντάστηκα τη μικρή μπλε μουτζούρα που θα άφηνε ανάμεσα στα σκληρά γένια. «Βρίσκεται ακριβώς στον πάτο του Μισούρι. στο πέλμα της μπότας. Δυο βήματα από το Τενεσί και το Αρκάνσας» είπα, σκαλίζοντας πυρετωδώς το μυαλό μου για τα στοιχεία. Ο Κιούρι τρελαίνεται να εξετάζει τους ρεπόρτερ για οποιοδήποτε θέμα θεωρεί εκείνος σχετικό τον αριθμό δολοφονιών στο Σικάγο την περασμένη χρονιά, τις δημογραφικές στατιστικές της Κομητείας Κουκ, ή, για κάποιο λόγο, την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μου, θέμα που εγώ προτιμούσα πάντα να αποφεύγω. «Η πόλη υπάρχει από πριν τον Εμφύλιο» συνέχισα. «Είναι κοντά στον Μισισιπή, γι’ αυτό και υπήρξε λιμάνι μια εποχή. Τώρα η σημαντικότερη ασχολία είναι η χοιροτροφία. Έχει περίπου δύο χιλιάδες κατοίκους. Παλιές οικογένειες με λεφτά και χαμένα κορμιά». «Εσύ τι είσαι;» «Χαμένο κορμί. Από παλιά οικογένεια με λεφτά». Χαμογέλασα. Συνοφρυώθηκε. «Και τι διάβολο έπαθαν εκεί;» Έμεινα σιωπηλή, ενώ σκεφτόμουν τις πιθανές συμφορές που θα μπορούσαν να έχουν χτυπήσει το Γουίντ Γκαπ. Είναι μια από εκείνες τις μίζερες κωμοπόλεις με ροπή προς τα δυστυχήματα: πρόσκρουση λεωφορείου ή ανεμοστρόβιλος. Έκρηξη σε σιταποθήκη ή μπόμπιρας που έπεσε σε πηγάδι. Είχα μουτρώσει και λίγο. Έλπιζα όπως ελπίζω κάθε φορά που ο Κιούρι με καλεί στο γραφείο του να με επαινέσει για κάποιο πρόσφατο άρθρο μου, ή να με βάλει σ’ ένα καλύτερο πόστο, ή έστω, διάβολε, να μου δώσει μια χειρόγραφη εντολή για ένα τοις εκατό αύξηση, αλλά ήμουν εντελώς απροετοίμαστη να συζητήσω για τα πρόσφατα γεγονότα στο Γουίντ Γκαπ. «Η μαμά σου μένει ακόμη εκεί, ε, Πρίκερ;» «Η Μαμά. Και ο πατριός». Και μια ετεροθαλής αδερφή που είχε γεννηθεί όταν εγώ πήγαινα στο κολέγιο και της οποίας η ύπαρξη μου φαινόταν τόσο εξωπραγματική που συχνά ξεχνούσα ακόμα και το όνομά της. Άμα. Και η Μαρίαν, φυσικά, η από χρόνια χαμένη Μάριαν.
«Πες μου, που να πάρει, επικοινωνείς ποτέ μαζί τους;» Όχι, από τα Χριστούγεννα και μετά: ένα παγερά ευγενικό τηλεφώνημα, αφού είχα κατεβάσει πρώτα τρία ποτήρια μπέρμπον. Φοβόμουν πως η μητέρα μου θα μύριζε το αλκοόλ στην ανάσα μου από το τηλέφωνο. «Πρόσφατα, όχι». «Χριστέ μου, Πρίκερ, διάβασε και καμιά φορά τα δελτία. Δεν είχε γίνει ένας φόνος εκεί τον Αύγουστο; Το κοριτσάκι που βρέθηκε στραγγαλισμένο;» Ένευσα καταφατικά σαν να το ήξερα. Ψέματα. Η μητέρα μου ήταν το μόνο άτομο στο Γουίντ Γκαπ με το οποίο είχα μια στοιχειώδη επαφή και δεν μου είχε πει τίποτε. Περίεργο. «Τώρα χάθηκε και δεύτερο. Εμένα μου φαίνεται πιθανό να είναι φόνοι κατά συρροή. Θέλω να πας και να μου φέρεις την ιστορία. Γρήγορα. Να είσαι εκεί αύριο το πρωί». Με τίποτα. «Έχουμε κι εδώ φρικιαστικές ιστορίες, Κιούρι». «Ναι, όπως επίσης έχουμε και τρεις ανταγωνιστικές εφημερίδες με διπλάσιο προσωπικό και κεφάλαια». Πέρασε το χέρι από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, που έπεφταν σαν μαραμένα καρφάκια. «Βαρέθηκα να μας αποκλείουν από τις ειδήσεις. Είναι η ευκαιρία μας να βγάλουμε πρώτοι εμείς κάτι. Μεγάλο». Ο Κιούρι πιστεύει ότι με τη σωστή ιστορία θα γίνουμε μέσα σε μία νύχτα η αγαπημένη εφημερίδα του Σικάγου, θα κερδίσουμε πανεθνική φήμη. Πέρυσι, μια άλλη εφημερίδα, όχι εμείς, είχε στείλει ένα δημοσιογράφο στην ιδιαίτερη πατρίδα του κάπου στο Τέξας, όπου μια παρέα παιδιών είχαν πνιγεί από μια ανοιξιάτικη πλημμύρα. Έγραψε ένα ελεγειακό, αλλά καλοστημένο, κομμάτι πάνω στη φύση του νερού και της λύπης καλύπτοντας τα πάντα, από την ομάδα μπάσκετ των αγοριών που έχασε ξαφνικά τους τρεις καλύτερους παίκτες της, μέχρι το τοπικό γραφείο κηδειών που ήταν απελπιστικά άπειρο για να χειριστεί τις σορούς των πνιγμένων. Το άρθρο κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ. Παρ’ όλα αυτά, εγώ δεν ήθελα να πάω. Τόσο πολύ δεν ήθελα, προφανώς, που είχα αρπαχτεί και με τα δυο μου χέρια από τα μπράτσα της καρέκλας, λες και θα προσπαθούσε ο Κιούρι να με σύρει εκεί με το ζόρι. Εκείνος έμεινε ακίνητος και με κάρφωσε για μερικά δευτερόλεπτα με τα υγρά, αχνογάλανα μάτια του. Ξερόβηξε, κοίταξε τη φωτογραφία της γυναίκας του και χαμογέλασε σαν γιατρός που ετοιμάζεται να ανακοινώσει τα άσχημα νέα. Ο Κιούρι τρελαινόταν να σου βάζει τις φωνές —ταίριαζε στην εικόνα του αρχισυντάκτη που είχε πλάσει στα μαθητικά του χρόνια αλλά ήταν επίσης κι ένας από τους εντιμότερους ανθρώπους που γνώριζα. «Άκου, μικρή, αν δεν μπορείς να το κάνεις, μην το κάνεις. Αλλά νομίζω ότι θα είναι καλό
και για σένα. Να βγάλεις κάτι. Να ξανασταθείς στα πόδια σου. Είναι πολύ καλή ιστορία μας χρειάζεται μια τέτοια. Εσένα σου χρειάζεται». Ο Κιούρι πάντα με στήριζε. Πίστευε ότι θα γινόμουν η καλύτερη ρεπόρτερ του, έλεγε ότι είχα εκπληκτικό μυαλό. Στα δύο χρόνια μου στη δουλειά, είχα διαψεύσει κατ’ επανάληψη τις προσδοκίες. Μερικές φορές κραυγαλέα. Τώρα, όπως τον έβλεπα πίσω από το γραφείο του, ένιωθα ότι με παρακινούσε να τον εμπιστευτώ λιγάκι. Συγκατένευσα με τρόπο που έλπιζα να φανεί πειστικός. «Πάω να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου». Τα χέρια μου άφησαν ιδρωμένα αποτυπώματα στην καρέκλα. Δεν είχα κατοικίδιο να ανησυχώ γι’ αυτό, ούτε φυτά να τα αφήσω στη γειτόνισσα. Έχωσα σε μια πάνινη τσάντα ρούχα για πέντε μέρες, καθησυχάζοντας έτσι τον εαυτό μου ότι θα είχα καθαρίσει με το Γουίντ Γκαπ πριν από το τέλος της βδομάδας. Η τελευταία ματιά που έριξα φεύγοντας μου αποκάλυψε με τη μία πώς ήταν πραγματικά το σπίτι μου. Σαν φοιτητικό διαμέρισμα: φτηνό, μεταβατικό και κυρίως χωρίς έμπνευση. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να επενδύσω σε έναν αξιοπρεπή καναπέ όταν θα επέστρεφα, ως ανταμοιβή για την εκπληκτική ιστορία που ήταν βέβαιο ότι θα έβγαζα. Στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα ήταν μια φωτογραφία μ’ εμένα σε προεφηβική ηλικία να κρατάω αγκαλιά τη Μάριαν, ηλικίας εφτά ετών περίπου. Γελαστές και οι δυο. Εκείνη έχει τα μάτια της ορθάνοιχτα από έκπληξη, τα δικά μου είναι σφιχτά κλεισμένα. Τη σφίγγω δυνατά πάνω μου και τα μικρά, λιγνά ποδαράκια της κρέμονται πάνω στα γόνατά μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε πότε ήταν ούτε για τι γελούσαμε. Με τα χρόνια έχει γίνει ένα ευχάριστο μυστήριο. Νομίζω ότι μ’ αρέσει να μην ξέρω. Κάνω πάντα μπάνιο. Όχι ντους. Δεν το αντέχω το κατάβρεγμα, κάνει το δέρμα μου να βουίζει σαν να μου έχει γυρίσει κάποιος ένα διακόπτη. Έτσι, έφραξα τη σχάρα στο δάπεδο της καμπίνας του ντους με την αραχνοΰφαντη πετσέτα του μοτέλ, έστρεψα το στόμιο του ντους προς τον τοίχο και κάθισα μέσα στους δέκα πόντους νερό που μαζεύτηκε. Γύρω μου αργοκυλούσαν τρίχες από την ηβική χώρα κάποιου άλλου. Βγήκα. Δεύτερη πετσέτα δεν υπήρχε, οπότε έτρεξα στο κρεβάτι και σφούγγισα το κορμί μου με τη φτηνή βαμβακερή κουβέρτα. Ύστερα ήπια ζεστό μπέρμπον βλαστημώντας το μηχάνημα για τα παγάκια. Το Γουίντ Γκαπ είναι περίπου έντεκα ώρες νότια του Σικάγου. Ο Κιούρι είχε τη γενναιοδωρία να μου καλύψει ως έξοδα κίνησης μιας νύχτας διαμονή σε μοτέλ συν πρωινό, αρκεί να το έτρωγα σε βενζινάδικο. Όταν θα έφτανα στην πόλη θα έμενα στο σπίτι της μητέρας μου. Έτσι αποφάσισε για λογαριασμό μου. Ήξερα ήδη την αντίδραση που θα
συναντούσα όταν θα εμφανιζόμουν στην πόρτα της. Μια στιγμιαία, έντονη ταραχή, το χέρι μηχανικά στα μαλλιά της και μια παράταιρη αγκαλιά που θα με άφηνε γερμένη ελαφρά στο πλάι. Δυο λόγια περί σπιτιού, που ήταν άνω κάτω, πράγμα που δεν θα ίσχυε. Ερωτήσεις για το πόσο θα μείνω, πακεταρισμένες σε τυπικές ευγένειες. «Για πόσο θα σε έχουμε κοντά μας, καλή μου;» θα μου έλεγε. Που σήμαινε: «Πότε φεύγεις;». Αυτή η ευγένεια είναι που με ταράζει περισσότερο. Ήξερα ότι έπρεπε να προετοιμάσω τις σημειώσεις μου, να στήσω ερωτήσεις. Αντί γι’ αυτό ήπια κι άλλο μπέρμπον, κατέβασα και δυο ασπιρίνες μετά και έσβησα το φως. Νανουρισμένη από το υγρό μουρμουρητό του κλιματιστικού κι από τις ηλεκτρονικές σταλαγματιές κάποιου βιντεογκέιμ από το διπλανό δωμάτιο, αποκοιμήθηκα. Βρισκόμουν μόλις πενήντα χιλιόμετρα έξω από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, αλλά χρειαζόμουν οπωσδήποτε άλλη μια τελευταία νύχτα μακριά. Το πρωί ρούφηξα ένα μπαγιάτικο ντόνατς με ζελέ και τράβηξα νότια, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει κατακόρυφα και το πυκνό δάσος να με πνίγει κι από τις δυο πλευρές. Αυτό το κομμάτι του Μισούρι είναι απελπιστικά επίπεδο ατέλειωτα χιλιόμετρα από αδιάφορα δέντρα που τα διακόπτει μόνο η στενή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου στον οποίο ταξίδευα. Το ίδιο τοπίο να επαναλαμβάνεται κάθε δύο λεπτά. Το Γουίντ Γκαπ δεν φαίνεται από μακριά το ψηλότερο κτίριό του είναι τριώροφο. Όμως εγώ, ύστερα από είκοσι λεπτά οδήγησης, ήξερα ότι πλησίαζα. Πρώτα έσκασε μύτη ένα βενζινάδικο. Μια παρέα αγόρια, κοκαλιάρικα, γυμνόστηθα, βαριεστημένα, άραζαν απέξω. Δίπλα από ένα παλιό ημιφορτηγό με καρότσα, ένας μπόμπιρας με πάνες πετούσε χούφτες χαλίκια στον αέρα, ενώ η μητέρα του γέμιζε το ντεπόζιτο. Τα μαλλιά της γυναίκας ήταν βαμμένα ξανθά, αλλά οι σκούρες ρίζες έφταναν σχεδόν ως τ’ αυτιά της. Τη στιγμή που περνούσα, φώναξε άγρια προς τους νεαρούς κάτι που δεν έπιασα. Αμέσως μετά, το δάσος άρχισε να αραιώνει. Προσπέρασα μια στενή λωρίδα εμπορικού κέντρου με ξαπλώστρες για μαύρισμα, ένα οπλοπωλείο, ένα κατάστημα λευκών ειδών. Έπειτα, ένα μοναχικό, ξεκάρφωτο μπουλούκι από παλιά σπίτια, προορισμένα να ενταχθούν σε κάποιο σχέδιο ανάπτυξης που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Και τέλος, η πόλη. Χωρίς κανένα λόγο, κράτησα την ανάσα μου καθώς περνούσα την πινακίδα που με καλωσόριζε στο Γουίντ Γκαπ, έτσι όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν περνάνε έξω από νεκροταφείο. Είχα οχτώ χρόνια να έρθω, αλλά το σκηνικό μου γύρισε τα άντερα. Ευθεία κάτω από κείνον το δρόμο θα έβγαινα στο σπίτι της δασκάλας μου στο πιάνο όταν ήμουν στο δημοτικό1, μιας πρώην νοσοκόμας που η ανάσα της μύριζε αυγό. Εκείνο το δρομάκι θα
με έβγαζε σ’ ένα μικρό πάρκο, όπου είχα καπνίσει το πρώτο μου τσιγάρο μια αποπνικτική καλοκαιρινή μέρα. Αν έπαιρνα εκείνη τη λεωφόρο με τα φαρδιά πεζοδρόμια θα πήγαινα προς το Γούντμπερι και το νοσοκομείο. Αποφάσισα να πάω κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα. Ήταν ένα μονώροφο κτίσμα στο τέρμα της Μέιν Στριτ, που στην περίπτωση αυτή δικαιώνει το όνομά της είναι πράγματι ο κεντρικός δρόμος του Γουίντ Γκαπ. Στη Μέιν Στριτ θα βρει κανείς ένα κομμωτήριο, ένα κατάστημα σιδηρικών και εργαλείων, ένα ό,τι-πάρετε-μισό-δολάριο που λέγεται «Μισό Δολάριο» και μια δημοτική βιβλιοθήκη δώδεκα ράφια βάθος. Θα βρει ακόμα ένα κατάστημα με ρούχα που λέγεται «Κάντι ’ς Κάζουαλς», όπου μπορείς να αγοράσεις αθλητικές φόρμες, μπλούζες ζιβάγκο και φούτερ με στάμπες παπάκια και σχολικά κτίρια. Οι περισσότερες από τις καλές κυρίες του Γουίντ Γκαπ είναι ή δασκάλες ή μητέρες ή δουλεύουν σε μαγαζιά σαν το «Κάντι’ ς Κάζουαλς». Σε μερικά χρόνια μπορεί να δείτε και ένα «Στάρμπακς», το οποίο θα δώσει στην πόλη αυτό που χρόνια λαχταράει: προπαρασκευασμένη, δοκιμασμένη γκλαμουριά του συρμού. Προς το παρόν υπάρχει μόνο ένα παλιό εστιατόριο, που το έχει μια οικογένεια της οποίας το όνομα δεν μπορώ να θυμηθώ. Η Μέιν Στριτ ήταν άδεια. Ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι. Ένας σκύλος έτρεχε με λοξές δρασκελιές στο πεζοδρόμιο χωρίς αφεντικό ξοπίσω του να τον φωνάζει. Σε όλους τους φανοστάτες του δρόμου υπήρχε το πρόσωπο ενός κοριτσιού σε μια φωτοτυπία όλο κόκκο, κολλημένη με κίτρινη ταινία. Πάρκαρα και τράβηξα μία από τις ανακοινώσεις που ήταν κολλημένη στραβά σε μια πινακίδα της τροχαίας, σε ύψος μικρού παιδιού. Η αφίσα ήταν αυτοσχέδια. Ένα «Αγνοείται», στην κορυφή, με χοντρά κεφαλαία που πρέπει να είχαν γραφτεί με μαρκαδόρο. Η φωτοτυπία έδειχνε ένα κορίτσι με μαύρα μάτια, άγριο χαμόγελο και πάρα πολλά μαλλιά σε αναλογία με το κεφάλι του. Το είδος του κοριτσιού που οι δάσκαλοί του θα το περιέγραφαν ως «μια σταλιά». Μου άρεσε η μικρή. Νάταλι Τζέιν Κιν Ηλικία: 1Ο Χάθηκε: 11/5 Εθεάθη για τελευταία φορά στο πάρκο Τζέικομπ Τζ. Γκάρετ Φορούσε σορτσάκι μπλουτζίν και κόκκινο ριγέ μπλουζάκι Πληροφορίες: 5557377 Έλπιζα ότι θα έμπαινα στο αστυνομικό τμήμα και θα με πληροφορούσαν ότι η Νάταλι
Τζέιν είχε ήδη βρεθεί. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μάλλον έχασε το δρόμο της, ή στραμπούλιζε το πόδι της στο δάσος, ή το έσκασε από το σπίτι και μετά το ξανασκέφτηκε. θα έμπαινα ξανά στο αυτοκίνητό μου, θα γύριζα στο Σικάγο και δεν θα μιλούσα με κανέναν. Αποδείχτηκε ότι οι δρόμοι ήταν έρημοι επειδή η μισή πόλη είχε βγει να ψάξει στο δάσος, προς τη βορινή πλευρά. Η γραμματέας του τμήματος μου είπε ότι μπορούσα να περιμένω ο διοικητής Μπιλ Βίκερι θα γύριζε σύντομα για το μεσημεριανό φαγητό του. Η αίθουσα αναμονής είχε την επίπλαστη άνετη ατμόσφαιρα ενός προθάλαμου οδοντιατρείου. Κάθισα σε μια πορτοκαλιά, σαραβαλιασμένη καρέκλα και ξεφύλλισα ένα τεύχος του Ρέντμπουκ. Ένα αρωματικό χώρου, χωμένο σε μια πρίζα κάπου κοντά, ξερνούσε μια πλαστική μυρωδιά που υποτίθεται ότι έπρεπε να θυμίζει αεράκι της εξοχής. Μισή ώρα αργότερα, είχα διαβάσει τρία περιοδικά και είχα αρχίσει να ανακατεύομαι άσχημα από τη μυρωδιά. Όταν μπήκε τελικά ο Βίκερι, η γραμματέας με έδειξε μ’ ένα νεύμα και ψιθύρισε με ειλικρινή αποστροφή: «Δημοσιογράφος». Ο Βίκερι, ένας λεπτός άντρας λίγο πάνω από τα πενήντα, είχε μουσκέψει ήδη στον ιδρώτα τη στολή του. Το πουκάμισό του κολλούσε στο στήθος του και το παντελόνι σούφρωνε πίσω, εκεί όπου θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει ένας πισινός. «Δημοσιογράφος;» Με κοίταξε πάνω από κάτι τεράστια γυαλιά με πολυεστιακούς φακούς. «Τι δημοσιογράφος;» «Διοικητή Βίκερι, είμαι η Καμίλ Πρίκερ από την Ντέιλι Ποστ του Σικάγου». «Του Σικάγου; Και γιατί ήρθες εδώ από το Σικάγο;» «Θα ήθελα να μιλήσω μαζί σας για τα κοριτσάκια τη Νάταλι Κιν και το κορίτσι που δολοφονήθηκε πέρυσι». «Ιησούς Χριστός. Πώς το μάθατε αυτό εσείς εκεί πάνω; Ιησούς Χριστός». Κοίταξε τη γραμματέα και πάλι εμένα σαν να είχαμε συνωμοτήσει. Ύστερα μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. «Κράτησε τα τηλεφωνήματά μου, Ρουθ». Η γραμματέας σήκωσε τα μάτια της προς το ταβάνι. Ο Μπιλ Βίκερι προπορεύτηκε σε έναν επενδυμένο με ξύλο διάδρομο, γεμάτο φτηνά κάδρα με φωτογραφίες ψαριών και αλόγων, και μπήκε στο γραφείο του, το οποίο δεν είχε καθόλου παράθυρα και το οποίο ήταν ένα μικροσκοπικό τετράγωνο ντυμένο με μεταλλικές αρχειοθήκες. Κάθισε, άναψε τσιγάρο. Εμένα δεν μου πρόσφερε. «Δεν θέλω να βγει παραέξω αυτό, δεσποινίς. Δεν πρόκειται να το αφήσω να βγει
παραέξω». «Πολύ φοβάμαι, διοικητή Βίκερι, ότι δεν έχετε και πολλές επιλογές. Εδώ έχουν γίνει στόχος παιδιά. Ο κόσμος πρέπει να το γνωρίζει». Είναι η ατάκα που μουρμούριζα στη διαδρομή προς το τμήμα. Ρίχνει το φταίξιμο στους θεούς. «Και σας τι σας νοιάζει; Δεν είναι δικά σας παιδιά, είναι παιδιά του Γουίντ Γκαπ». Σηκώθηκε, ξανακάθισε, τακτοποίησε αλλιώς κάτι χαρτιά. «Μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά πως το Σικάγο ποτέ δεν νοιάστηκε για τα παιδιά του Γουίντ Γκαπ». Η φωνή του έσπασε προς το τέλος. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του, έστριψε ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο, ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια του. Ξαφνικά αναρωτήθηκα μήπως ήταν έτοιμος να κλάψει. «Έχετε δίκιο. Μάλλον ποτέ. Ακουστέ, δεν πρόκειται να γίνει εκμετάλλευση αυτής της ιστορίας. Είναι σημαντικό. Αν αυτό σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα, εγώ είμαι από το Γουίντ Γκαπ». Ορίστε, Κιούρι. Προσπαθώ. Ο διοικητής με κοίταξε. Περιεργάστηκε το πρόσωπό μου. «Πώς λέγεσαι;» «Καμίλ Πρίκερ». «Κι εγώ πώς και δεν σε ξέρω;» «Δεν είχα ποτέ μπλεξίματα με την αστυνομία, κύριε». Δοκίμασα ένα αχνό χαμόγελο. «Οι δικοί σου λέγονται Πρίκερ;» «Η μητέρα μου άλλαξε επίθετο με το γάμο της, πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Άντορα και Άλαν Κρέλιν». «Ω! Αυτούς τους ξέρω». Αυτούς τους ήξεραν όλοι. Τα λεφτά δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Γουίντ Γκαπ, τα πολλά λεφτά. «Αλλά και πάλι, δεν σε θέλω εδώ, δεσποινίς Πρίκερ. Έτσι και γράψεις γι’ αυτή την ιστορία, ο κόσμος αποδώ κι εμπρός θα μας ξέρει μόνο... γι’ αυτά». «Λίγη δημοσιότητα ίσως βοηθήσει» πρότεινα. «Έχει βοηθήσει σε άλλες περιπτώσεις». Ο Βίκερι έμεινε αμίλητος για λίγο, κοιτώντας συλλογισμένα την τσαλακωμένη χαρτοσακούλα με το γεύμα του, αφημένη στη γωνία του γραφείου. Μύριζε μακαρονάδα μπολονέζ. Κάτι μουρμούρισε για την ΤζονΜπένετ2 και για σκατά. «Όχι, ευχαριστώ, δεσποινίς Πρίκερ. Κανένα σχόλιο. Δεν έχω να κάνω κανένα σχόλιο για
τις έρευνες που συνεχίζονται. Αυτό μπορείς να το γράψεις». «Ακουστέ, έχω κάθε δικαίωμα να βρίσκομαι εδώ. Ας κάνουμε πιο εύκολα τα πράγματα. Δώστε μου κάποιες πληροφορίες. Κάτι. Έτσι θα με ξεφορτωθείτε για ένα διάστημα. Δεν θέλω να δυσκολέψω ακόμα περισσότερο τη δουλειά σας. Αλλά πρέπει να κάνω κι εγώ τη δική μου». Άλλο ένα μικρό λογύδριο που είχα σκεφτεί κάπου κοντά στο Σεντ Λιούις. Έφυγα από το αστυνομικό τμήμα με τη φωτοτυπία ενός χάρτη του Γουίντ Γκαπ, που πάνω της ο διοικητής Βίκερι είχε μαρκάρει με ένα μικροσκοπικό X το σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα του δολοφονημένου κοριτσιού το περασμένο καλοκαίρι. Η Αν Νας, ετών εννέα, βρέθηκε στις 27 Αυγούστου στο Φολς Κρικ, έναν βραχώδη, ορμητικό χείμαρρο που περνούσε από τη μέση του Βόρειου Δάσους. Από το βράδυ της εικοστής έκτης, όταν διαπιστώθηκε ότι είχε χαθεί η μικρή, μια ομάδα έρευνας είχε αρχίσει να χτενίζει το δάσος. Τελικά τη βρήκαν τυχαία κάτι κυνηγοί, λίγο μετά τις πέντε τα χαράματα. Είχε στραγγαλιστεί γύρω στα μεσάνυχτα με ένα κοινό σκοινί μπουγάδας, τυλιγμένο διπλή θηλιά γύρω από το λαιμό της. Μετά, την είχαν πετάξει στο ρέμα, που ήταν ρηχό λόγω της παρατεταμένης καλοκαιρινής ξηρασίας. Το σκοινί είχε σκαλώσει σε έναν πελώριο βράχο και η πνιγμένη έμεινε να λικνίζεται όλη νύχτα με το κυματάκι. Θάφτηκε σε σφραγισμένο φέρετρο. Αυτά ήταν όλα όσα μπόρεσε να μου δώσει ο Βίκερι. Μου πήρε μια ώρα με ερωτήσεις για να του βγάλω έστω κι αυτά τα λίγα. Από το τηλέφωνο με κερματοδέκτη της δημοτικής βιβλιοθήκης κάλεσα τον αριθμό που υπήρχε στην αφίσα. Μια ηλικιωμένη γυναικεία φωνή μου ανήγγειλε ότι είχα καλέσει την Ανοιχτή Γραμμή Νάταλι Κιν, αλλά στο βάθος ακουγόταν ένα πλυντήριο πιάτων να δουλεύει στο φουλ. Η γυναίκα με πληροφόρησε επίσης ότι, απ’ όσο ήξερε μέχρι στιγμής, η έρευνα συνεχιζόταν ακόμη στο Βόρειο Δάσος. Όσοι ήθελαν να βοηθήσουν έπρεπε να παρουσιαστούν στην είσοδο του βασικού δασικού δρόμου έχοντας μαζί τους νερό. Η θερμοκρασία αναμενόταν να κυμανθεί στα συνηθισμένα επίπεδα. Στο σημείο που μου υποδείχτηκε, τέσσερα ξανθά κορίτσια, με ψυχρό, ακατάδεχτο ύφος, κάθονταν κάτω από τον ήλιο πάνω σε μια κουβέρτα για πικνίκ. Μου έδειξαν ένα από τα δασικά μονοπάτια και μου είπαν να το ακολουθήσω μέχρι να συναντήσω την ομάδα. «Τι γυρεύεις εδώ;» με ρώτησε η ομορφότερη από τις τέσσερις. Το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της είχε τη στρογγυλάδα της προεφηβικής ηλικίας και στα μαλλιά της ήταν πλεγμένα χρωματιστά κορδελάκια, αλλά το στήθος της, που το τέντωνε περήφανα προς τα έξω, ήταν στήθος ώριμης γυναίκας. Τυχερής ώριμης γυναίκας. Μου χαμογέλασε σαν να με γνώριζε, πράγμα αδύνατον γιατί αυτή δεν πρέπει να πήγαινε ούτε καν σχολείο την τελευταία φορά που είχα έρθει στο Γουίντ Γκαπ. Μου φάνηκε γνωστή, ωστόσο. Ίσως να ήταν κόρη μιας από τις παλιές μου συμμαθήτριες. Η ηλικία ταίριαζε, αν κάποια απ’ αυτές είχε μείνει έγκυος
με το που τελειώσαμε το σχολείο. Δεν ήταν απίθανο. «Ήρθα να βοηθήσω» είπα. «Μάλιστα». Χαμογέλασε με αυταρέσκεια και έπαψε να ασχολείται μαζί μου στρέφοντας ξαφνικά όλη την προσοχή της στο ξεφλούδισμα του βερνικιού από το μεγάλο νύχι του ποδιού της. Άφησα πίσω μου το τριζάτο καυτό χαλίκι και μπήκα στο δάσος όπου έκανε ακόμα περισσότερη ζέστη. Ο αέρας είχε την υγρασία της ζούγκλας. Χρυσόβεργες και θάμνοι γρατσούνιζαν τα γόνατά μου και αφράτα λευκά χνούδια από τις λεύκες πετούσαν παντού, έμπαιναν στο στόμα μου, κολλούσαν στα μπράτσα μου. Όταν ήμουν παιδί τα λέγαμε «νεράίδοφορέματα», θυμήθηκα ξαφνικά. Κάπου μακριά, άνθρωποι φώναζαν το όνομα της Νάταλι· οι τρεις συλλαβές κυμάτιζαν σαν τραγούδι. Άλλα δέκα λεπτά κοπιαστικής πεζοπορίας, και τους εντόπισα: καμιά σαρανταριά άνθρωποι που προχωρούσαν παραταγμένοι σε μακριές σειρές, σκαλίζοντας με ραβδιά τους θάμνους μπροστά τους. «Γεια! Κανένα νέο;» μου φώναξε ένας άντρας με κοιλιά πρησμένη από την μπίρα, που ήταν ο κοντινότερος προς τη μεριά μου. Άφησα το μονοπάτι και προχώρησα ανάμεσα στα δέντρα μέχρι να τον φτάσω. «Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» Δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να βγάλω το σημειωματάριό μου. «Προχώρα δίπλα σε μένα, ευθεία μπροστά» μου είπε. «Πάντα χρειάζεται ένα άτομο παραπάνω. Θα έχουμε λιγότερο έδαφος να καλύψουμε». Βαδίσαμε σιωπηλοί για λίγη ώρα. Ο σύντροφός μου σταματούσε κάθε τόσο και καθάριζε το λαιμό του με ένα υγρό, βραχνό βήξιμο. «Αέω καμιά φορά ότι θα άξιζε να το κάψουμε ετούτο το δάσος» είπε ξαφνικά. «Τίποτε καλό δεν έχει βγει αποδώ μέσα. Είσαι φίλη των Κιν;» «Για να είμαι ειλικρινής, είμαι δημοσιογράφος. Της Ντέιλι Ποσττου Σικάγου». «Μμμμ... Για φαντάσου. Θα γράψεις για όλα αυτά;» Ένα θρηνητικό ουρλιαχτό σηκώθηκε ξαφνικά πάνω από τα δέντρα, η κραυγή ενός κοριτσιού: «Νάταλι!». Τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν καθώς τρέξαμε προς το μέρος της κραυγής. Είδα σιλουέτες να έρχονται καταπάνω μας παραπατώντας. Μια έφηβη με αχυρένια ξανθά μαλλιά πέρασε σπρώχνοντας ανάμεσά μας, με πρόσωπο κόκκινο και σφιγμένο.
Τρέκλιζε σαν μεθυσμένη και ούρλιαζε το όνομα της Νάταλι ως τα ουράνια. Ένας μεγάλος άντρας, ο πατέρας της ίσως, την πρόφτασε, την τύλιξε στην αγκαλιά του και την κατεύθυνε έξω από το δάσος. «Τη βρήκαν;» φώναξε ο φίλος μου. Ένα συλλογικό αρνητικό νεύμα. «Απλώς τρομοκρατήθηκε η κοπέλα» απάντησε κάποιος άλλος από μακριά. «Της έπεσε βαρύ. Δεν πρέπει να φέρνουμε κορίτσια εδώ πέρα, έτσι όπως έχουν τα πράγματα». Ο άντρας κοίταξε με νόημα εμένα, έβγαλε το πάνινο κασκέτο του για να σκουπίσει το μέτωπό του κι ύστερα άρχισε πάλι να σκαλίζει τους θάμνους. «Θλιβερή δουλειά» είπε ο σύντροφός μου. «Θλιβερή υπόθεση». Συνεχίσαμε να προχωράμε αργά. Κλότσησα ένα σκουριασμένο κουτάκι μπίρας έξω από το δρόμο μου. Σε λίγο άλλο ένα. Ένα μοναχικό πουλάκι πέρασε ακριβώς μπροστά από τα μάτια μου κι ύστερα πέταξε σαν αστραπή ως πάνω στις κορυφές των δέντρων. Μια ακρίδα ήρθε και κόλλησε ξαφνικά στον καρπό μου. Μαγεία και τρόμος. «Θα μπορούσα να σας ρωτήσω τι σκέφτεστε για όλα αυτά;»Έβγαλα το μπλοκάκι μου και το κούνησα για να το δει. «Δεν ξέρω αν έχω και πολλά να πω». «Απλώς τη γνώμη σας. Δύο κορίτσια σε μια μικρή πόλη...» «Κατ’ αρχάς, δεν ξέρουμε αν αυτές συνδέονται, έτσι δεν είναι; Εκτός αν ξέρεις εσύ κάτι που εγώ δεν ξέρω. Κατά τη γνώμη μου, η Νάταλι θα βρεθεί. Σώα και αβλαβής. Δεν πάνε ούτε δυο μέρες». «Υπάρχει καμιά θεωρία για την Αν;» ρώτησα. «Κάποιος παλαβός πρέπει να το έκανε, κάποιος σαλεμένος. Περαστικός απ’ την πόλη, είχε ξεχάσει να πάρει τα χάπια του, άκουγε φωνές. Τέτοια». «Γιατί το λέτε αυτό;» Ο άντρας σταμάτησε έβγαλε από την πίσω τσέπη του ένα πουγκί ταμπάκο, έπλασε μια μπαλίτσα, την έχωσε κάτω από τα ούλα του και άρχισε να τη μασάει μέχρι που ρούφηξε και την παραμικρή υποψία νικοτίνης. Το στόμα μου αντανακλαστικά γέμισε σάλια. «Αλλιώς, γιατί να βγάλει τα δόντια του σκοτωμένου κοριτσιού;» «Της έβγαλε τα δόντια;»
«Όλα εκτός από το πίσω κομμάτι ενός τραπεζίτη που δεν τον είχε αλλάξει ακόμη η μικρή». 'Υστερα από μία ώρα χωρίς αποτελέσματα και χωρίς άλλες πληροφορίες, άφησα το συνεργάτη μου, τον κύριο Ρόναλντ Κάμενς («αν θέλεις, γράψε και το αρχικό του δεύτερου ονόματος μου: Τζέι») και περπάτησα νότια προς το σημείο όπου είχε βρεθεί πέρυσι το πτώμα της Αν. Πέρασαν κάπου δεκαπέντε λεπτά μέχρι να σταματήσει να ακούγεται από μακριά το όνομα της Νάταλι. Άλλα δέκα λεπτά περπάτημα και άρχισα να ακούω το Φολς Κρικ, τη γάργαρη φωνή του νερού. Πολύ δύσκολο να κουβαλήσει κανείς ένα παιδί μέσα σ’ αυτό το δάσος. Κλαδιά και φυλλώματα έφραζαν το δρόμο, ρίζες ξεπετάγονταν από το έδαφος. Αν η Αν ήταν πραγματικό κορίτσι του Γουίντ Γκαπ, μιας πόλης που απαιτεί την απόλυτη θηλυκότητα από το αδύνατο φύλο, σίγουρα θα είχε μαλλιά μακριά ως την πλάτη. Θα σκάλωναν και θα μπλέκονταν στους θάμνους. Κάθε ιστός αράχνης μού φαινόταν σαν σκόρπιες, στιλπνές τρίχες από γυναικεία μαλλιά. Το χορτάρι ήταν ακόμη πατικωμένο γύρω από την περιοχή όπου είχε ανακαλυφθεί το πτώμα, το είχαν σαρώσει για αποδεικτικά στοιχεία. Υπήρχαν μερικά πρόσφατα αποτσίγαρα που είχαν αφήσει πίσω τους αργόσχολοι περίεργοι. Πιτσιρικάδες που σκότωναν την ώρα τους τρομάζοντας ο ένας τον άλλον, έχοντας δει τάχα έναν τρελό που το έσκαγε σκορπίζοντας πίσω του ματωμένα δόντια. Μέσα στο ρέμα υπήρχε άλλοτε μια σειρά από βράχια, όπου είχε σκαλώσει το σκοινί από το λαιμό της Αν και την είχε κρατήσει, δεμένη σαν κατάδικο από την πέτρα, να λικνίζεται με το κυματάκι σχεδόν μια ολόκληρη νύχτα. Τώρα υπήρχε μόνο νερό που κυλούσε πάνω σε μαλακή άμμο. Ο κύριος Ρόλαντ Τζ. Κάμενς μου το είχε εξηγήσει με πολλή περηφάνια: οι συμπολίτες του είχαν ξεριζώσει τα βράχια από την κοίτη, τα είχαν φορτώσει σε ένα αγροτικό και τα είχαν κάνει θρύψαλα έξω από το σύνορο της πόλης. Ήταν μια σπαραχτική χειρονομία πίστης, σάμπως μια τέτοια καταστροφή να ξόρκιζε οριστικά το κακό από την πόλη. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε πιάσει. Κάθισα στην άκρη του ρέματος και χάιδεψα με τις παλάμες μου το βραχώδες έδαφος. Έπιασα μια λεία, ζεστή πέτρα και την πίεσα πάνω στο μάγουλό μου. Αναρωτήθηκα αν είχε έρθει εδώ ποτέ η Αν όσο ήταν ζωντανή. Ίσως η καινούργια γενιά παιδιών του Γουίντ Γκαπ να είχε βρει πιο ενδιαφέροντες τρόπους να σκοτώνει τα καλοκαίρια της. Όταν ήμουν εγώ μικρή, βουτούσαμε σε μια άλλη μεριά, πολύ πιο κάτω, όπου τεράστιες πέτρινες πλάκες δημιουργούσαν ρηχές πισίνες μέσα στην κοίτη. Καραβίδες τινάζονταν μακριά απ’ τα πόδια μας κι εμείς πηδούσαμε στο κατόπι τους, τσιρίζοντας έτσι κι αγγίζαμε καμιά κατά τύχη. Ποτέ δεν φορούσαμε μαγιό, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε προετοιμασία. Απλώς γύριζες σπίτι καβάλα στο ποδήλατο, με μουσκεμένο σορτς και μπλουζάκι, τινάζοντας το κεφάλι σου σαν
βρεγμένος σκύλος. Καμιά φορά, μεγαλύτερα παιδιά, εφοδιασμένα με τουφέκια και κλεμμένες μπίρες, τύχαινε να περάσουν αποκεί κυνηγώντας ιπτάμενους σκίουρους ή λαγούς. Ματωμένα κομμάτια κρέας κρέμονταν από τις ζώνες τους. Εκείνα τα αγόρια, αντράκια, τσαντίλες, που μύριζαν ιδρώτα και αγνοούσαν επιθετικά την ύπαρξή μας, πάντα με τραβούσαν. Υπάρχουν διαφορετικά είδη κυνηγών, όπως έχω μάθει πια. Ο κυνηγός τζέντλεμαν, κατά το πρότυπο του Τέντι Ρούσβελτ, που οραματίζεται μεγάλα θηράματα και που, ύστερα από κυνήγι μιας μέρας, αποσύρεται στα ιδιαιτέρά του με ένα τζιν τόνικ, δεν είναι το είδος του κυνηγού που γνώρισα εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Τα αγόρια που ήξερα εγώ, αυτά που ξεκινάνε το κυνήγι από νωρίς, κυνηγούσαν για το αίμα για το μοιραίο σπασμωδικό τίναγμα του ζώου όταν το βρίσκει η σφαίρα, που τρέχει γοργά σαν αεράκι τη μια στιγμή και την επόμενη πέφτει στο πλευρό του, τσακισμένο από το φυσίγγι τους. Όταν ήμουν ακόμη στο δημοτικό, στα δώδεκα ίσως, μπήκα μια μέρα στο κυνηγετικό υπόστεγο ενός γειτονόπουλου, ένα καλυβάκι από σανίδες όπου έγδερνε και τεμάχιζε το κυνήγι. Κουρέλια υγρής ρόδινης σάρκας κρέμονταν από σκοινιά για να ξεραθούν και να γίνουν ζαμπόν. Το χωμάτινο δάπεδο είχε σκουριάσει από το αίμα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι φωτογραφίες γυμνών γυναικών. Άλλες ήταν με τα πόδια ορθάνοιχτα, άλλες τις κρατούσε κάποιος άντρας και είχε το όργανό του μέσα τους. Μία ήταν δεμένη, τα μάτια της θαμπά σαν γυάλινα, τα στήθη της πρησμένα, όλο φλέβες, σαν κόκκινα σταφύλια, και ένας άντρας την έπαιρνε από πίσω. Τους μύριζα όλους αυτούς στον πηχτό, αιματοβαμμένο αέρα. Εκείνη τη νύχτα στο σπίτι, έβαλα το δάχτυλο κάτω από το βρακάκι μου και αυνανίστηκα για πρώτη φορά, λαχανιασμένη και αηδιασμένη. 1
Το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα διαφέρει από το ελληνικό. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευσή τους (το δικό μας δημοτικό) αποτελείται από οκτώ τάξεις (πρώτη έως και όγδοη) και ηλικιακά καλύπτει τα χρόνια από 6 έως τα 14, ενώ η δευτεροβάθμια (το δικό μας λύκειο) αποτελείται από τέσσερις τάξεις (ένατη έως δωδέκατη) και ηλικιακά καλύπτει τα έτη 14 έως 18. 2
JonBenet Ramsey: Δολοφονήθηκε σε ηλικία 6 ετών και η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη. Είχε συμμετάσχει σε παιδικά καλλιστεία.
Δύο Η Ώρα της Χαράς. Εγκατέλειψα την έρευνα και έχανα μια στάση στο «Φουθ», το χαμηλών τόνων επαρχιακό μπαράκι της πόλης, προτού περάσω από το 1665 της Γκρόουβ Στριτ, όπου κατοικούσαν η Μπέτσι και ο Ρόμπερτ Νας, γονείς της Άσλι, ετών δώδεκα της Τίφανι, ετών έντεκα της συγχωρεμένης Αν, αιωνίως εννέα και του εξάχρονου Μπόμπι Τζούνιορ. Τρία κορίτσια μέχρι να έρθει, επιτέλους, το αγοράκι τους. Ρουφώντας το μπέρμπον μου και σπάζοντας φιστίκια, σκεφτόμουν την όλο και μεγαλύτερη απελπισία που πρέπει να ένιωθαν οι Νας κάθε φορά που τους ξεφύτρωνε καινούργιο μωρό χωρίς τσουτσούνι. Ήρθε το πρώτο τους, η Άσλι, δεν ήταν αγόρι, αλλά ήταν όμορφο μωρό και υγιές. Πάντα ήθελαν και δεύτερο, έτσι κι αλλιώς. Στην Άσλι έδωσαν ωραίο όνομα, σπάνιο, γέμισαν την ντουλάπα της ροζ φουστανάκια όλο δαντέλες και βολάν. Έκαναν το σταυρό τους και ξαναδοκίμασαν, αλλά τους βγήκε η Τίφανι. Τώρα ήταν νευρικοί, η επιστροφή στο σπίτι ήταν λιγότερο θριαμβευτική. Όταν η κυρία Νας έμεινε πάλι έγκυος, ο σύζυγος αγόρασε ένα μικρούτσικο γάντι του μπέιζμπολ μήπως και δώσει στον μπόγο που φούσκωνε την κοιλιά της την αναγκαία ώθηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Φαντάσου τη δίκαιη αγανάκτησή τους όταν γεννήθηκε η Αν. Της φόρτωσαν κάποιο οικογενειακό όνομα χωρίς ούτε έστω ένα «ι» στο τέλος, να το στολίσουν λιγάκι. Κι ύστερα, δόξα τω Θεώ, ο Μπόμπι. Τρία χρόνια μετά την απογοήτευση της Αν άραγε ήταν ατύχημα, ή μια τελευταία δυναμική απόπειρα; Ο Μπόμπι πήρε το όνομα του μπαμπά του, οι γονείς ξεμωράθηκαν μαζί του και τα τρία κοριτσάκια κατάλαβαν ξαφνικά πόσο περιττά ήταν. Ειδικά η Αν. Κανένας δεν θέλει και τρίτο κορίτσι. Να, όμως, που τώρα τραβάει κι αυτό κάποια προσοχή. Κατέβασα το δεύτερο μπέρμπον μου με μια ήρεμη μεγάλη γουλιά, ξέσφιξα τους ώμους μου, έδωσα δυο μαλακά χαστούκια στα μάγουλά μου, μπήκα στη μεγάλη μπλε Μπιούικ μου και ευχήθηκα να είχα πάρει και τρίτο ποτό. Δεν είμαι από τους ρεπόρτερ που χαίρονται να σκαλίζουν την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που είμαι δημοσιογράφος δεύτερης διαλογής. Ένας από τους λόγους, έστω. Θυμόμουν ακόμη πώς πάει κανείς στη Γκρόουβ Στριτ. Ήταν δύο τετράγωνα πίσω από το γυμνάσιο, όπου φοιτούσαν όλα τα παιδιά που κατοικούσαν σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων. Το Γυμνάσιο Μίλαρντ Καλχούν ιδρύθηκε το 193Ο, ως ύστατη ασθματική προσπάθεια αναβάθμισης του Γουίντ Γκαπ, προτού η πόλη βουλιάξει στα βαθιά της Οικονομικής Ύ φεσης. Πήρε το όνομα του πρώτου δημάρχου του Γουίντ Γκαπ, που ήταν ήρωας του Εμφυλίου. Ήρωας του Εμφυλίου από την πλευρά των Ομοσπονδιακών, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, ήρωας ήταν έτσι κι αλλιώς. Ο κύριος Καλχούν είχε καθαρίσει ένα ολόκληρο μπουλούκι Γιάνκηδων τον πρώτο χρόνο του Εμφυλίου πέρα στο Λέξινγκτον, και είχε σώσει ολομόναχος αυτή τη μικρή πόλη του Μισούρι. (Τουλάχιστον αυτό αφήνει να εννοηθεί η
αναμνηστική πλάκα στο εσωτερικό της εισόδου του σχολείου). Περνώντας σαν σαΐτα από ανοιχτές αυλές, τρέχοντας με ζιγκ ζαγκ ανάμεσα από τους ξύλινους φράχτες των σπιτιών, διώχνοντας με το καλό τις γυναίκες απ’ το δρόμο του για να μην χτυπηθούν από τους Γιάνκηδες. Πήγαινε σήμερα στο Λέξινγκτον, ζήτησε να σου δείξουν το Σπίτι του Καλχούν, ένα ωραίο δείγμα εποχιακής αρχιτεκτονικής, και θα δεις τις σφαίρες των Βορείων ακόμη καρφωμένες στα σανίδια του. Οι σφαίρες των Νοτίων του κυρίου Καλχούν, όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς, έχουν θαφτεί μαζί με τους Βορείους που σκότωσαν. Ο ίδιος ο Καλχούν πέθανε το 1929, την ημέρα που έκλεινε τα εκατό. Καθόταν μπροστά από την εξέδρα της φιλαρμονικής, που δεν υπάρχει πια, στην πλατεία της πόλης, η οποία τώρα έχει πλακοστρωθεί, ενώ μια μεγάλη μπάντα έπαιζε στη γιορτή που γινόταν προς τιμήν του, όταν ξαφνικά έγειρε πάνω στην 52άχρονη σύζυγό του και της είπε: «Είναι πάρα πολύ δυνατά». Αμέσως μετά έπαθε καρδιακή ανακοπή και έκανε βουτιά προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, πασαλείφοντας τα παράσημά του από τον Εμφύλιο με την τούρτα που είχε διακοσμηθεί με την Αστερόεσσα ειδικά γι’ αυτόν. Τρέφω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Καλχούν. Μερικές φορές όλα είναι πάρα πολύ δυνατά. Το σπίτι των Νας ήταν σχεδόν όπως το περίμενα, τυπικό του τέλους της δεκαετίας του ’7Ο, όπως όλα τα σπίτια στη δυτική πλευρά της πόλης. Μια από εκείνες τις συνηθισμένες αγροικίες που απλώνονται έχοντας ως νοητό κέντρο τους το γκαράζ. Καθώς ανέβαινα, είδα καταμεσής στο δρομάκι ένα βρόμικο ξανθό αγόρι καθισμένο πάνω σε ένα πλαστικό ποδηλατάκι Μπιγκ Γουίλ, πολύ χαμηλό για την ηλικία του, να μουγκρίζει από την προσπάθεια να κάνει πετάλι. Οι ρόδες απλώς σπινάριζαν επιτόπου κάτω από το βάρος του αγοριού. «Να σε σπρώξω;» του είπα βγαίνοντας από το αυτοκίνητό μου. Δεν τα πάω καλά με τα παιδιά, κατά κανόνα, αλλά σκέφτηκα ότι μια προσπάθεια δεν θα έβλαπτε. Ο μικρός με κοίταξε αμίλητος κι έχωσε το δάχτυλο στο στόμα. Το φανελάκι του γλίστρησε προς τα πάνω καθώς η στρογγυλή κοιλιά του τούρλωσε σαν σε χαιρετισμό. Ο Μπόμπι Τζούνιορ μου φάνηκε κουτός και τρομαγμένος. Ο γιος των Νας μάλλον ήταν σκέτη απογοήτευση. Άρχισα να τον πλησιάζω. Πετάχτηκε από το Μπιγκ Γουίλ, αλλά, έτσι όπως ήταν σφηνωμένος στη σέλα, το ποδήλατο έμεινε κολλημένο επάνω του για μερικά βήματα πριν πέσει με θόρυβο στο πλάι. «Μπαμπά!» Ο μικρός έτρεξε σκούζοντας προς το σπίτι λες και τον είχα τσιμπήσει. Όταν έφτασα στην μπροστινή πόρτα, εμφανίστηκε στο κατώφλι ένας άντρας. Τα μάτια μου έστιασαν πίσω του, σε ένα σιντριβάνι μινιατούρα που γουργούριζε στο διάδρομο. Είχε
τρεις βαθμίδες, όλες σε σχήμα κοχυλιού, και το αγαλματάκι ενός αγοριού στην κορυφή. Ακόμα κι από την έξω μεριά της τζαμόπορτας, μύριζε στάσιμο νερό. «Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» «Είστε ο Ρόμπερτ Νας;» Ξαφνικά ο άντρας φάνηκε ανήσυχος. Προφανώς ήταν η πρώτη ερώτηση που του είχε κάνει η αστυνομία όταν ήρθαν να του πουν ότι η κόρη του ήταν νεκρή. «Είμαι ο Μπομπ Νας». «Συγγνώμη που σας ενοχλώ στο σπίτι σας. Είμαι η Καμίλ Πρίκερ. Είμαι από το Γουίντ Γκαπ». «Χμμμ». «Αλλά τώρα δουλεύω στην Ντέιλι Ποστ του Σικάγου. Καλύπτουμε την ιστορία... Είμαστε εδώ για τη Νάταλι Κιν και για τη δολοφονία της κόρης σας». Προετοιμάστηκα για φωνές, πόρτες κατάμουτρα, βρισιές, καμιά σπρωξιά. Ο Μπομπ Νας έχωσε τα χέρια βαθιά στις μπροστινές τσέπες του παντελονιού του και τεντώθηκε πίσω στις φτέρνες των παπουτσιών του. «Μπορούμε να τα πούμε στην κρεβατοκάμαρα». Μου κράτησε ανοιχτή την πόρτα και πέρασα στο καθιστικό ανοίγοντας δρόμο μέσα σε απόλυτη ακαταστασία, ανάμεσα σε λεκάνες μπουγάδας ξέχειλες από τσαλακωμένα σεντόνια και μικροσκοπικά κοντομάνικα μπλουζάκια. Προσπεράσαμε ένα μπάνιο που είχε ως κεντρικό έκθεμα ένα άδειο ρολό χαρτί υγείας στο πάτωμα κι έπειτα ένα διάδρομο διάσπαρτο με ξεθωριασμένες φωτογραφίες πάνω σε βρόμικο καπλαμά: μικρά ξανθά κοριτσάκια να περιτριγυρίζουν με λατρεία ένα μωρό αγοράκι· ο Νας νεαρός γαμπρός, να αγκαλιάζει με άκαμπτο χέρι τη νύφη, κρατώντας και οι δυο μαζί το μαχαίρι της γαμήλιας τούρτας. Όταν φτάσαμε στην κρεβατοκάμαρα κουρτίνες ασορτί με το κάλυμμα του κρεβατιού, κλασική σιφονιέρα, κατάλαβα γιατί ο Νας είχε επιλέξει να κάνουμε εκεί την κουβέντα μας. Ήταν το μόνο μέρος του σπιτιού που διατηρούνταν σε στοιχειωδώς πολιτισμένο επίπεδο, κάτι σαν συνοριακή σκοπιά στην άκρη μιας αδιαπέραστης ζούγκλας. Ο Νας κάθισε στη μια άκρη του κρεβατιού, εγώ στην άλλη. Καρέκλες δεν υπήρχαν. Θα μπορούσαμε να παίζουμε σε ερασιτεχνικό πορνό. Αν δεν κρατούσαμε από ένα ποτήρι ΚουλΈιντ χυμό κεράσι, που ο Νας είχε φέρει και για τους δυο. Ήταν ένας άντρας που πρόσεχε την εμφάνισή του: ψαλιδισμένο μουστάκι, ξανθά μαλλιά στρωμένα με τζελ που είχαν
αρχίσει να αραιώνουν, χτυπητό πράσινο μπλουζάκι πόλο, φορεμένο μέσα από το μπλουτζίν, Συμπέρανα ότι αυτός κρατούσε τακτοποιημένο το δωμάτιο ο χώρος είχε την απέριττη τάξη ενός εργένη που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Δεν χρειάστηκε εισαγωγή για τη συνέντευξη και του ήμουν ευγνώμων γι’ αυτό. Είναι σαν να σαλιαρίζεις με το ραντεβού σου, όταν ξέρετε και οι δυο πως είστε έτοιμοι να πέσετε στο κρεβάτι. «Η Αν έκανε συνέχεια βόλτες με το ποδήλατο πέρυσι το καλοκαίρι» άρχισε χωρίς καμιά παρακίνηση. «Γύρω γύρω το τετράγωνο όλο το καλοκαίρι. Η γυναίκα μου κι εγώ δεν την αφήναμε να πάει πιο πέρα. Ήταν μόνο εννιά χρόνων. Είμαστε πολύ προστατευτικοί γονείς. Στο τέλος όμως, λίγο πριν αρχίσει το σχολείο, η γυναίκα μου συγκατένευσε. Η Αν γκρίνιαζε από καιρό, κι έτσι η γυναίκα μου είπε καλά. ας πάει μέχρι το σπίτι της φίλης της, τηςΈμιλι. Δεν έφτασε ποτέ εκεί. Η ώρα είχε πάει οχτώ όταν το καταλάβαμε». «Τι ώρα είχε φύγει;» «Κατά τις εφτά. Κάπου στο δρόμο, κάπου ανάμεσα σ’ αυτά τα δέκα τετράγωνα, την έπιασαν. Η γυναίκα μου δεν πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό της. Ποτέ». «Τι εννοείτε, την έπιασαν; Ποιοι;» «Αυτοί, αυτός, κάποιος. Το κάθαρμα. Ο άρρωστος, ο δολοφόνος παιδιών. Την ώρα που η οικογένειά μου κι εγώ κοιμόμαστε, την ώρα που εσείς γυρίζετε για να κάνετε το ρεπορτάζ σας, κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας άνθρωπος που σκοτώνει παιδιά. Γιατί το ξέρουμε καλά κι εσείς κι εγώ ότι η μικρή Κιν δεν χάθηκε απλώς». Αποτελείωσε το χυμό του με μια γουλιά, σφούγγισε το στόμα του. Οι ατάκες ήταν καλές, αν και πολυφορεμένες. Το συναντάω συχνά και σε άμεση αναλογία με το πόση τηλεόραση παρακολουθεί ένα άτομο. Πριν από λίγο καιρό, είχα πάρει συνέντευξη από μια γυναίκα της οποίας η κόρη είχε μόλις δολοφονηθεί από το φίλο της, και μου πέταξε μια φράση παρμένη κατευθείαν από μια δραματική δικαστική σειρά που είχε τύχει να παρακολουθήσω το προηγούμενο βράδυ: Θα ήθελα να πω ότι αισθάνομαι οίκτο γι ’ αυτόν, αλλά τώρα πια φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να αισθανθώ οίκτο για κανέναν. «Πείτε μου, κύριε Νας, σκέφτεστε κάποιον που πιθανώς ήθελε να βλάψει εσάς ή την οικογένειά σας κάνοντας κακό στην Αν;» «Εγώ, δεσποινίς, βγάζω το ψωμί μου κάνοντας πωλήσεις, πουλώντας καρέκλες, εργονομικές καρέκλες από το τηλέφωνο. Τηλεφωνώ από ένα γραφείο πέρα στο Χάιτι, μαζί με άλλα δυο παιδιά. Δεν συναντάω κανέναν. Η γυναίκα μου δουλεύει με μειωμένο ωράριο στη γραμματεία του δημοτικού σχολείου. Δε θα βρείτε τίποτα εδώ. Απλώς κάποιος αποφάσισε να
σκοτώσει το κοριτσάκι μας». Ο Μπομπ Νας είπε τις τελευταίες φράσεις ηττημένα, σαν να είχε αποδεχτεί την ιδέα. Ύστερα πήγε ως τη συρόμενη τζαμόπορτα στο πλάι του κρεβατιού. Έβγαζε σε ένα μικροσκοπικό μπαλκόνι. Την άνοιξε αλλά στάθηκε από μέσα. «Μπορεί να το έκανε κανένας ομοφυλόφιλος» είπε. Η λέξη ήταν πραγματικά ευφημισμός σ’ αυτά τα μέρη. «Γιατί το λέτε αυτό;» «Επειδή δεν τη βίασε. Όλοι λένε ότι είναι πολύ ασυνήθιστο για τέτοια δολοφονία. Εγώ λέω ότι είναι το μόνο καλό. Καλύτερα που τη σκότωσε παρά να τη βίαζε». «Δεν υπήρχαν καθόλου σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης;» μουρμούρισα σε έναν τόνο που έλπισα ότι ακούστηκε ευγενικός. «Τίποτα. Ούτε μελανιές ούτε γδαρσίματα, κανένα σημάδι, κανενός είδους... ταλαιπωρία. Απλώς τη στραγγάλισε. Και της έβγαλε με τανάλια τα δόντια. Κι αυτό που είπα πριν δεν το εννοούσα, ότι καλύτερα που τη σκότωσε παρά να τη βίαζε. Ήταν μεγάλη ανοησία. Αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ». Δεν είπα τίποτε. Άφησα το μαγνητοφωνάκι μου να γυρίζει, καταγράφοντας την αναπνοή μου, το κροτάλισμα από τα παγάκια στο ποτήρι του Νας, τους μουντούς χτύπους μιας μπάλας του βόλεϊ που ακούγονταν από μια γειτονική αυλή λίγο πριν αρχίσει να νυχτώνει. «Μπαμπά;»Ένα όμορφο ξανθό κοριτσάκι με μαλλιά μακριά ως τη μέση, πιασμένα αλογοουρά, έχωσε το κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας της κρεβατοκάμαρας. «Όχι τώρα, γλυκιά μου». «Πεινάω». «Φτιάξε κάτι» της είπε ο Νας. «Στο ψυγείο έχει βάφλες. Φρόντισε να φάει και ο Μπόμπι». Το κορίτσι έμεινε μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, κοιτώντας το χαλί μπροστά στα πόδια του κι ύστερα έκλεισε ήσυχα την πόρτα. Αναρωτήθηκα πού να ήταν η μητέρα τους. «Εσείς ήσασταν εδώ όταν η Αν έφυγε από το σπίτι για τελευταία φορά;» Γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι, ο Νας με λοξοκοίταξε· ρούφηξε ένα κούφιο δόντι. «Όχι. Γύριζα σπίτι από το Χάιτι. Είναι μία ώρα δρόμος. Δεν πείραξα εγώ την κόρη μου». «Δεν εννοούσα αυτό» είπα ψέματα. «Απλώς αναρωτήθηκα αν την είδατε εκείνο το βράδυ».
«Την είχα δει το πρωί» είπε. «Δεν θυμάμαι αν μιλήσαμε ή όχι. Μάλλον όχι. Τέσσερα παιδιά πρωί πρωί πέφτει κάπως πολύ, ξέρετε». Ο Νας στριφογύρισε τα παγάκια του που είχαν κολλήσει σε ένα ενιαίο σώμα. Πέρασε τα δάχτυλά του κάτω από το κοντοκουρεμένο μουστάκι του. «Κανένας δεν έκανε τίποτα μέχρι τώρα» είπε. «Ο Βίκερι πνίγεται στη δουλειά. Υπάρχει κι ένας σπουδαίος ντετέκτιβ, μας τον έστειλαν απ’ το Κάνσας Σίτι. Ένα νιάνιαρο που κάνει τον καμπόσο, αλλά μουλωχτός. Μετράει τις μέρες να φύγει αποδώ. Θέλτε καμιά φωτογραφία της Αν;» Είπε θέλτε, όχι θέλετε. Μου ξεφεύγει κι εμένα, άμα ξεχαστώ. Έβγαλε από το πορτοφόλι του μια σχολική φωτογραφία ενός κοριτσιού με πλατύ, λοξό χαμόγελο και ανοιχτά καστανά μαλλιά, κομμένα άτσαλα στο ύψος του πιγουνιού. «Η γυναίκα μου ήθελε να της τυλίξει τα μαλλιά σε ρόλεϊ την παραμονή της μέρας που θα έβγαζαν φωτογραφίες στο σχολείο. Η Αν πήγε και τα κούρεψε μόνη της. Ήταν αγύριστο κεφάλι. Αγοροκόριτσο. Παραξενεύομαι που πήραν αυτή. Η Άσλι ήταν πάντα η όμορφη της οικογένειας, ξέρεις. Αυτή κοίταζαν όλοι». Κοίταξε επίμονα τη φωτογραφία για τελευταία φορά. «Η Αν πρέπει να τον δυσκόλεψε πολύ». Καθώς έφευγα, ο Νας μου έδωσε τη διεύθυνση της φίλης που σκόπευε να επισκεφτεί η Αν το βράδυ που την άρπαξαν. Πήγα ως εκεί με το αυτοκίνητο, διασχίζοντας αργά τα λίγα, απόλυτα ομοιόμορφα οικοδομικά τετράγωνα. Η δυτική πλευρά ήταν η νεότερη περιοχή της πόλης. Φαινόταν άλλωστε, γιατί εδώ οι πρασιές με το γρασίδι προέρχονταν από ένα πιο ζωηρό πράσινο ρολό χλοοτάπητα που είχε απλωθεί πριν από τριάντα καλοκαίρια ακριβώς. Δεν ήταν σαν εκείνο το σκούρο, σκληρό, αγκαθωτό χορτάρι που φύτρώνε μπροστά από το σπίτι της μητέρας μου. Εκείνο το χορτάρι έκανε καλύτερες σφυρίχτρες. Χωρίζεις ένα φυλλαράκι στα δύο, φυσάς και βγαίνει ένας σφυριχτός ήχος μέχρι που να αρχίσουν να σε φαγουρίζουν τα χείλη σου. Η Αν Νας δεν θα χρειαζόταν πάνω από πέντε λεπτά για να φτάσει στο σπίτι της φίλης της. Βάλε άλλα δέκα, σε περίπτωση που αποφάσιζε να ακολουθήσει μακρύτερη διαδρομή, να ξεμουδιάσει τα πόδια της με την πρώτη ευκαιρία που της δόθηκε να κάνει πραγματικά πετάλι εκείνο το καλοκαίρι. Εννιά χρόνων κορίτσι είναι πολύ μεγάλο για να φέρνει γύρους μόνο το ίδιο τετράγωνο. Τι είχε γίνει το ποδήλατο ; Πέρασα οδηγώντας αργά μπροστά απ’ το σπίτι τηςΈμιλι Στόουν. Στο μπλε της νύχτας που βάθαινε, είδα ένα κορίτσι να περνάει τρέχοντας πίσω από ένα φωτισμένο παράθυρο. Πάω στοίχημα ότι οι γονείς τηςΈμιλι λένε στους φίλους τους πράγματα όπως: «Τώρα της δίνουμε όλο και πιο σφιχτή αγκαλιά κάθε βράδυ». Πάω στοίχημα ότι η'Εμιλι αναρωτιέται πού πήγε την Αν για να τη σκοτώσει αυτός που την πήρε. Εγώ πάντως, αναρωτιόμουν. Πολύ ζόρικη δουλειά να ξεριζώσεις είκοσιτόσα δόντια, έστω
και μικρά, έστω και με το θύμα πεθαμένο. Θα πρέπει να το κάνεις σε κάποιο ειδικό μέρος, κάπου με ασφάλεια ώστε να μπορείς να παίρνεις πού και πού καμιά ανάσα. Κοίταξα τη φωτογραφία της Αν. Οι άκρες είχαν κατσαρώσει προς τα μέσα σαν για να την προστατεύσουν. Το προκλητικό κούρεμα και το χαμόγελό της μου θύμιζαν τη Νάταλι. Μου άρεσε και αυτό το κοριτσάκι. Φύλαξα τη φωτογραφία της στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.Έπειτα σήκωσα το μανίκι του πουκαμίσου μου και έγραψα ολόκληρο το όνομά της Αν Μαρί Νας με χοντρό μπλε στιλό στο μέσα μέρος του χεριού μου. Δεν μπήκα σε κανενός σπιτιού το δρομάκι για να κάνω επιτόπια στροφή, όπως χρειαζόταν. Σκέφτηκα πως τα νεύρα του κόσμου ήταν αρκετά τεντωμένα και χωρίς άγνωστα αυτοκίνητα να τριγυρίζουν στις αυλές τους. Έστριψα αριστερά στο τέρμα του τετραγώνου και ακολούθησα τη μακρινή διαδρομή προς το σπίτι της μητέρας μου. Μπήκα στο δίλημμα αν έπρεπε να της τηλεφωνήσω πρώτα, και τελικά αποφάσισα να μην το κάνω όταν βρισκόμουν ήδη μόλις τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι. Πολύ αργά για τηλεφωνήματα, πολύ αργά για τυπικότητες. Όταν έχεις ήδη διασχίσει το σύνορο της Πολιτείας, δεν τηλεφωνείς για να ρωτήσεις αν μπορείς να περάσεις. Το τεράστιο σπίτι της μητέρας μου βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του Γουίντ Γκαπ, στη γειτονιά των πλουσίων, αν νοούνται ως γειτονιά τρία οικοδομικά τετράγωνα όλα κι όλα. Η μητέρα μου μένει και κάποτε έμενα κι εγώ σε ένα περίτεχνο βικτοριανό σπίτι που τα έχει όλα: ψηλό μπαλκόνι για τη θέα, περιμετρική βεράντα στο ισόγειο και στεγασμένη βεράντα στην πίσω αυλή, μέχρι έναν τρούλο που ξεπετάγεται σαν μύτη βέλους από την κορυφή της στέγης. Είναι γεμάτο γωνίτσες και εσοχές, δωματιάκια που με έναν περίεργο τρόπο βρίσκονται παντού. Οι άνθρωποι της βικτοριανής εποχής, ειδικά οι Νότιοι της βικτοριανής εποχής, προφανώς χρειάζονταν τα πολλά δωμάτια για να απομονώνονται μεταξύ τους ώστε να μην κολλάνε γρίπη και φυματίωση, να αποφεύγουν τους πειρασμούς της λαγνείας, να βάζουν τοίχους ανάμεσα στον εαυτό τους και τα γλοιώδη συναισθήματα. Πάντα είναι καλό να υπάρχει παραπανίσιος χώρος. Το σπίτι βρίσκεται στην κορυφή ενός πολύ απότομου λόφου. Φτάνοντας με αυτοκίνητο, ανεβαίνεις με πρώτη από ένα τσιμεντένιο δρομάκι, γεμάτο χαραματιές, που φτάνει ως επάνω, όπου το παλιό υπόστεγο για τις άμαξες προστατεύει τα οχήματα από τη βροχή. Αλλιώς, παρκάρεις στη βάση του λόφου και ανεβαίνεις τα εξήντα τρία σκαλοπάτια μέχρι την κορυφή, με στήριγμα μια καγκελόβεργα σε πάχος τσιγάρου στ’ αριστερά σου. Όταν ήμουν μικρή, πάντα ανέβαινα από τα σκαλοπάτια και κατέβαινα τρέχοντας από τον τσιμεντόδρομο. Νόμιζα ότι το κάγκελο είχε μπει από την αριστερή πλευρά όπως ανεβαίνουμε, επειδή εγώ είμαι αριστερόχειρας και κάποιος είχε σκεφτεί ότι θα με βόλευε καλύτερα. Περίεργο πώς έβγαλα τέτοιο συμπέρασμα. Πάρκαρα κάτω στο δρόμο ώστε να ενοχλήσω όσο το δυνατόν λιγότερο. Μούσκεμα στον
ιδρώτα όταν έφτασα στην κορυφή, σήκωσα ψηλά τα μαλλιά μου, έκανα αέρα στο σβέρκο μου με το χέρι, τίναξα κάνα δυο φορές το πουκάμισό μου. Χυδαίες κηλίδες ιδρώτα πάνω στη γαλλική μπλε μπλούζα μου. Μύριζα, όπως θα έλεγε η μητέρα μου, κάτι παραγινωμένο. Χτύπησα το κουδούνι, που, όταν ήμουν μικρή, ακουγόταν σαν στρίγκλισμα γάτας στα κεραμίδια, και τώρα ήταν υποτονικό και κοφτό, σαν το μπινγκ! που ακούς στις κασέτες με τα παιδικά παραμύθια όταν πρέπει να γυρίσεις σελίδα. Η ώρα ήταν 9.15', αρκετά αργά γι’ αυτούς, ώστε να έχουν ήδη πάει για ύπνο. «Ποιος είναι, παρακαλώ;» Η στριγκή φωνή της μητέρας μου, πίσω από την πόρτα. «Γεια σου, μαμά. Η Καμίλ είμαι». Προσπάθησα να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου. «Καμίλ». Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε εκεί, δεν φάνηκε έκπληκτη, δεν με αγκάλιασε, ούτε καν λειψά και κακορίζικα όπως περίμενα. «Συμβαίνει τίποτε;» «Όχι, μαμά, τίποτε απολύτως. Είμαι στην πόλη για δουλειά». «Δουλειά. Δουλειά; Ω, Θεός φυλάξει, με συγχωρείς, καλή μου, πέρασε μέσα, πέρασε μέσα. Το σπίτι δεν είναι σε κατάσταση να δεχτεί επισκέψεις, φοβάμαι». Το σπίτι ήταν τέλειο μέχρι και τις δεκάδες τουλίπες στα βάζα του χολ της εισόδου. Ο αέρας ήταν τόσο φορτωμένος από τη γύρη που δάκρυσαν τα μάτια μου. Φυσικά, η μητέρα μου δε με ρώτησε τι είδους δουλειά με είχε φέρει εκεί. Σπάνια έκανε ερωτήσεις ουσίας. Ή από υπερβολικό σεβασμό προς την προσωπική ζωή του άλλου, ή απλώς επειδή δεν την ένοιαζε και πολύ για τίποτε. Αφήνω να υποθέσετε ποια εκδοχή προτιμούσα. «Να σου φέρω κάτι να πιεις, Καμίλ; Ο Άλαν κι εγώ πίνουμε αμαρέτο σάουρς». Ένευσε προς το ποτήρι στο χέρι της. «Βάζω ελάχιστο Σπράιτ, το γλυκαίνει. Έχω επίσης χυμό μάνγκο, κρασί, γλυκό τσάι ή παγωμένο νερό. Ή ανθρακούχο νερό. Πού θα μείνεις;» «Περίεργο που ρωτάς. Έλπιζα ότι θα μπορούσα να μείνω εδώ. Για λίγες μέρες». Μια γρήγορη παύση· τα μακριά νύχια της, διάφανα ροζ, χτύπησαν το ποτήρι. «Ναι, σίγουρα μπορείς. Μακάρι να μου είχες τηλεφωνήσει. Για να ξέρω. Θα σου είχα ετοιμάσει κάτι για φαγητό. Έλα να χαιρετήσεις τον Άλαν. Είμαστε στην πίσω βεράντα». Άρχισε να βαδίζει μπροστά μου στον μακρύ διάδρομο φωτεινά λευκά καθιστικά, σαλόνια, αναγνωστήρια άνοιγαν προς κάθε πλευρά κι εγώ την ακολούθησα παρατηρώντας την. Ήταν η πρώτη φορά που βλεπόμαστε σχεδόν ύστερα από ένα χρόνο. Τα μαλλιά μου ήταν άλλο χρώμα καστανά από κόκκινα, αλλά δεν φάνηκε να το πρόσεξε. Αυτή, αντίθετα, ήταν ακριβώς ίδια, όχι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο είμαι εγώ τώρα, αν και πλησιάζει τα πενήντα.
Φωτεινή. άσπρη επιδερμίδα, μακριά ξανθά μαλλιά, ανοιχτά γαλάζια μάτια. Ήταν σαν την καλύτερη κούκλα ενός κοριτσιού, αυτή που δεν την παίζεις ποτέ. Φορούσε μακρύ ροζ βαμβακερό φόρεμα και άσπρες πάνινες παντοφλίτσες. Στριφογύριζε το αμαρέτο της μέσα στο ποτήρι χωρίς να της χύνεται ούτε σταγόνα. «Άλαν, ήρθε η Καμίλ». Εξαφανίστηκε στην πίσω κουζίνα (τη μικρότερη από τις δύο) και την άκουσα να χτυπάει μια μεταλλική παγοθήκη. «Ποιος;» Κρυφοκοίταξα από τη γωνία, δοκίμασα ένα χαμόγελο. «Η Καμίλ. Συγγνώμη που ήρθα έτσι ξαφνικά». Θα περίμενε κανείς, ένα πανέμορφο θηλυκό σαν τη μητέρα μου να είναι με έναν πρώην αστέρα του ποδοσφαίρου. Θα έδειχνε τέλεια δίπλα σε έναν γεροδεμένο μουστακαλή γίγαντα. Ο Άλαν ήταν, το λιγότερο, πιο λεπτός από τη μητέρα μου, με κάτι ζυγωματικά τόσο ψηλά και προτεταμένα, που τα μάτια του φάνταζαν σχεδόν σαν δυο σχισμές. Ήθελα να κόψω τις φλέβες μου όταν τον πρωτοείδα. Είναι μόνιμα ντυμένος στην τρίχα, ακόμα και για ένα βραδινό ποτό στην πίσω βεράντα με τη γυναίκα του. Να τον εκεί τώρα, με τα λιγνά του πόδια να ξεπετάγονται από ένα άσπρο σορτς σαφάρι, με ένα μπεμπέ γαλάζιο πουλόβερ ριγμένο στους ώμους, πάνω από το κολλαριστό του πουκάμισο. Ο Άλαν δεν ίδρωνε ποτέ. Είναι το άκρο αντίθετο της υγρασίας. «Καμίλ. Χαίρομαι. Πραγματικά» μουρμούρισε με τη συρτή, μονότονη φωνή του. «Έφτασες ως εδώ κάτω στο Γουίντ Γκαπ. Νόμιζα ότι είχες διακόψει επαφή με καθετί νότια του Ιλινόις». «Δουλειά, για να είμαι ειλικρινής». «Δουλειά». Ο Άλαν χαμογέλασε. Ήταν ό,τι πλησιέστερο σε ερώτηση θα μου έκανε ποτέ. Επανεμφανίστηκε η μητέρα μου, τώρα με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά με ένα μεγάλο γαλάζιο φιόγκο: η Γουέντι Ντάρλινγκ ώριμη γυναίκα. Μου έβαλε στο χέρι ένα παγωμένο ποτήρι αμαρέτο που άφριζε, μου έριξε δυο χτυπηματάκια στον ώμο και κάθισε μακριά μου, δίπλα στον Άλαν. «Τα δυο κοριτσάκια, η Αν Νας και η Νάταλι Κιν» τους παρακίνησα. «Καλύπτω το θέμα για την εφημερίδα μου». «Ω, Καμίλ». Η μητέρα μου μου επέβαλε να σωπάσω αποστρέφοντας το βλέμμα της. Όταν ταράζεται ή φουρκίζεται, την προδίδει κάτι πολύ παράξενο που κάνει: τραβάει τις βλεφαρίδες της. Καμιά φορά τις ξεριζώνει. Παλιά, σε κάτι πολύ δύσκολα χρόνια, όταν εγώ ήμουν ακόμη παιδί, δεν της είχε μείνει βλεφαρίδα για βλεφαρίδα, τα μάτια της ήταν ένα κολλώδες ροζ
πράγμα, ευαίσθητα σαν κουνελιού σε εργαστήριο. Το χειμώνα της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα όποτε έβγαινε έξω. Που δεν το έκανε συχνά. «Είμαι σε αποστολή». «Θεέ μου, τι αποστολή κι αυτή» είπε η μητέρα μου με τα δάχτυλα απειλητικά κοντά στα μάτια της.Έξυσε το δέρμα ακριβώς από κάτω και κατέβασε το χέρι στο γόνατό της. «Δεν φτάνει που οι καημένοι οι γονείς τους περνάνε τόσο δύσκολες ώρες, πρέπει να έρθεις κι εσύ να τα γράψεις αυτά και να τα διαδώσεις σ’ όλο τον κόσμο; “Το Γουίντ Γκαπ Δολοφονεί Τα Παιδιά Του! ” αυτό θέλεις να σκέφτονται οι άνθρωποι;» «Ένα κοριτσάκι σκοτώθηκε και ένα άλλο αγνοείται. Δουλειά μου είναι να πληροφορήσω τον κόσμο, ναι». «Τα γνώριζα αυτά τα παιδιά, Καμίλ. Περνάω πολύ δύσκολες ώρες, όπως φαντάζεσαι. Νεκρά κοριτσάκια. Ποιος θα έκανε τέτοιο πράγμα;» Ήπια μια γερή δόση από το ποτό μου. Κόκκοι ζάχαρης κόλλησαν στη γλώσσα μου. Δεν ήμουν έτοιμη να μιλήσω με τη μητέρα μου. Το δέρμα μου μυρμήγκιαζε. «Δεν θα μείνω πολύ. Ειλικρινά». Ο Άλαν ξεδίπλωσε και ξαναδίπλωσε τα μανικέτια του πουλόβερ του, έστρωσε την τσάκιση στο σορτς του. Γενικά, η συνεισφορά του στους διαλόγους μας έπαιρνε τη μορφή ρυθμίσεων: ένα στρώσιμο του γιακά, ένα ξεσταύρωμα ποδιών. «Δεν θέλω να λέγονται τέτοια πράγματα εδώ μέσα» είπε η μητέρα μου. «Για παιδιά που έπαθαν κάτι κακό. Απλώς μην μου λες τι κάνεις, μην μου μιλάς για τίποτε απ’ όσα ξέρεις. Θα σκέφτομαι ότι είσαι εδώ για ολιγοήμερες διακοπές». Με την άκρη του δαχτύλου της διέτρεξε το μοτίβο της ψάθας στην καρέκλα του Άλαν. «Τι κάνει η Άμα;» ρώτησα για ν’ αλλάξω θέμα. «Η Άμα;» Η μητέρα μου φάνηκε να τρομάζει ξαφνικά, σαν να θυμήθηκε μόλις πως κάπου είχε παρατήσει το παιδί της. «Καλά είναι, είναι επάνω και κοιμάται. Γιατί ρωτάς;» Από τα ελαφριά πατήματα που ακούγονταν πέρα δώθε στον επάνω όροφο από το δωμάτιο παιχνιδιού ως το δωμάτιο ραπτικής και στο παράθυρο του διαδρόμου, που ήταν το καλύτερο κατασκοπευτικό σημείο για την πίσω βεράντα ήξερα ότι η Άμα δεν κοιμόταν, αλλά δεν της κράτησα κακία που με απέφευγε. «Από απλή ευγένεια, μαμά. Το συνηθίζουμε κι εμείς εκεί πάνω στο βορρά». Χαμογέλασα
για να της δείξω ότι αστειεύομαι, αλλά εκείνη έχωσε το κεφάλι στο ποτό της κι όταν το ξανασήκωσε ήταν αναψοκοκκινισμένη και αποφασισμένη. «Μείνε όσο καιρό θέλεις, Καμίλ, ειλικρινά» είπε. «Αλλά φρόντισε να είσαι πολύ καλή με την αδερφή σου. Αυτά τα κορίτσια ήταν συμμαθήτριές της, ξέρεις». «Ανυπομονώ να τη γνωρίσω καλύτερα» μουρμούρισα. «Και λυπάμαι πολύ που έχασε αγαπημένα της πρόσωπα». Δεν άντεξα να μην το πω, αλλά η μητέρα μου δεν πρόσεξε το πικρό καρφί. «Θα σου δώσω το υπνοδωμάτιο δίπλα στο καθιστικό. Το παλιό σου δωμάτιο. Έχει μπανιέρα. Θα αγοράσω φρέσκα φρούτα και οδοντόκρεμα. Και μπριζόλες. Τρως μπριζόλες;» Τέσσερις ώρες ελαφριού ύπνου, σαν να ήμουν στην μπανιέρα με τα αυτιά μου μισοβυθισμένα στο νερό. Κάθε είκοσι λεπτά να τινάζομαι από το κρεβάτι και η καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που αναρωτιόμουν αν ήταν ο χτύπος της αυτό που με είχε ξυπνήσει. Είδα στον ύπνο μου ότι ετοίμαζα τα πράγματά μου για ταξίδι και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα πάρει λάθος ρούχα, πουλόβερ για καλοκαιρινές διακοπές. Είδα ότι είχα αφήσει στον Κιούρι λάθος ρεπορτάζ πριν φύγω: αντί για το θέμα με την κακομοίρα την Τάμι Ντέιβις και τα τέσσερα κλειδωμένα παιδιά της, είχα δώσει ένα ανάλαφρο κομμάτι για την περιποίηση του δέρματος. Είδα ότι η μητέρα μου έκοβε ένα μήλο σε κομμάτια μεγέθους μπριζόλας και με τάιζε αργά και γλυκά επειδή πέθαινα. Λίγο μετά τις πέντε το πρωί πέταξα τελικά από πάνω μου τα σκεπάσματα. Ξέπλυνα το όνομα της Αν από το χέρι μου, αλλά κάπου μεταξύ του «ντύνομαι, πλένω δόντια, περνάω μια γρήγορη στρώση κραγιόν» πρέπει να έγραψα το όνομα Νάταλι Κιν στη θέση του. Αποφάσισα να το αφήσω για γούρι. Έξω ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει, αλλά το χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου μου ήταν ήδη ζεστό. Αισθανόμουν το πρόσωπό μου μουδιασμένο από την έλλειψη ύπνου γούρλωσα τα μάτια και άνοιξα διάπλατα το στόμα μου, σαν μουτσούνα σε ταινία τρόμου β' διαλογής. Η ομάδα έρευνας είχε ορίσει συγκέντρωση στις έξι για να συνεχίσει την έρευνα στο δάσος. Ήθελα να πάρω μια δήλωση από τον Βίκερι προτού ξεκινήσει η μέρα. Μια καλή ιδέα ήταν να τη στήσω έξω από το αστυνομικό τμήμα. Η Μέιν Στριτ μού φάνηκε εντελώς έρημη αρχικά, αλλά όταν βγήκα από το αυτοκίνητό μου είδα δύο ανθρώπους σε κάποια απόσταση παρακάτω. Η σκηνή δεν έβγαζε κανένα νόημα. Μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα καθόταν κατάχαμα πάνω στο πεζοδρόμιο, με τα πόδια ανοιχτά και το βλέμμα της στραμμένο στον πλαϊνό τοίχο ενός κτιρίου, ενώ από πάνω της ήταν σκυμμένος ένας άντρας. Η γυναίκα κουνούσε με μανία το κεφάλι της σαν παιδάκι που αρνείται να φάει. Τα πόδια της ήταν απλωμένα σε μια εξαιρετικά άβολη στάση. Άσχημο
πέσιμο; Καρδιακή προσβολή, ίσως. Τους πλησίασα με γρήγορα βήματα ενώ άκουγα ήδη το αγωνιώδες, στακάτο μουρμουρητό τους. Ο άντρας, ασπρομάλλης, με πρόσωπο τσακισμένο, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε με γυάλινο βλέμμα. «Κάλεσε την αστυνομία» είπε. Η φωνή του βγήκε σπασμένη. «Και ασθενοφόρο». «Τι συμβαίνει;» άρχισα να ρωτάω — και τότε το είδα. Σφηνωμένο στο κενό διάστημα των τριάντα πόντων, που χώριζε το κομμωτήριο από το κατάστημα χρωμάτων και σιδηρικών, ήταν ένα παιδάκι, καθιστό, με φάτσα προς το πεζοδρόμιο. Σαν να καθόταν εκεί και να μας περίμενε, με τα καστανά του μάτια ορθάνοιχτα. Αναγνώρισα τα ατίθασα σγουρά μαλλιά. Αλλά το χαμόγελο έλειπε. Τα χείλη της Νάταλι Κιν είχαν υποχωρήσει προς τα μέσα πάνω στα ούλα της, σχηματίζοντας έναν μικρό κύκλο. Θύμιζε εκείνες τις πλαστικές κούκλεςμωρά, που έχουν μια τρύπα στο στόμα για να πίνουν από το μπιμπερό. Η Νάταλι δεν είχε δόντια. Το αίμα με χτύπησε αμέσως στο κεφάλι και, γρήγορα, ένα λεπτό, γυαλιστερό στρώμα ιδρώτα κάλυψε το δέρμα μου. Τα πόδια και τα χέρια μου δεν τα ένιωθα πια και νόμισα για μια στιγμή ότι θα σωριαζόμουν δίπλα στη γυναίκα, που τώρα προσευχόταν χαμηλόφωνα. Έκανα πίσω, έγειρα πάνω σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και έφερα τα χέρια στο λαιμό μου να σταματήσω τη φλέβα που παλλόταν εκεί. Τα μάτια μου έπιαναν άσχετες εικόνες, σαν απανωτές αστραπές: τη βρόμικη λαστιχένια άκρη από το μπαστούνι του γέρου τη ρόδινη κρεατοελιά στο σβέρκο της γυναίκας τον αυτοκόλλητο επίδεσμο στο γόνατο της Νάταλι Κιν. Ένιωσα το όνομά της να πυρακτώνεται κάτω από το μανίκι μου. Μετά, φωνές. Ο διοικητής Βίκερι ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος μας μαζί με έναν άλλο άντρα. «Να πάρει» γρύλισε ο Βίκερι όταν την είδε. «Να πάρει. Χριστέ μου!» Ακούμπησε το πρόσωπό του πάνω στον τούβλινο τοίχο του κομμωτηρίου και βαριανάσαινε. Ο δεύτερος άντρας, περίπου στην ηλικία μου, έσκυψε δίπλα στη Νάταλι. Μια μελανιά κύκλωνε σαν θηλιά το λαιμό της και ο άντρας πίεσε τα δυο του δάχτυλα ακριβώς από πάνω αναζητώντας το σφυγμό. Μια τακτική για να κερδίσει χρόνο, ώσπου να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του το παιδί ήταν ολοφάνερα νεκρό. Ο πολύς και σπουδαίος ντετέκτιβ από το Κάνσας Σίτι, υπέθεσα, ο εξυπνάκιας νεαρός. Αποδείχτηκε καλός, όμως, στο να καταφέρει με καλοπιάσματα τη γυναίκα να σταματήσει τις προσευχές και να του διηγηθεί ήρεμα πώς είχε ανακαλύψει το πτώμα. Αυτή και ο γέρος ήταν ζευγάρι, ήταν οι ιδιοκτήτες του μικρού εστιατορίου στον αυτοκινητόδρομο, που το όνομά τους δεν μπορούσα να θυμηθώ χτες. Μπρούσαρντ. Πήγαιναν να ανοίξουν το μαγαζί
τους για πρωινό, όταν τη βρήκαν. Βρίσκονταν εκεί γύρω στα δεκαπέντε λεπτά προτού εμφανιστώ εγώ. Κατέφτασε ένας αστυνομικός με στολή που έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του όταν είδε για ποιο λόγο είχε κληθεί. «Παιδιά, θα χρειαστεί να πάτε μέχρι το τμήμα με τον αστυνομικό αποδώ, για να δώσετε καταθέσεις» είπε ο Κάνσας Σίτι στο ζευγάρι. «Μπιλ». Η φωνή του είχε έναν τόνο πατρικής αυστηρότητας. Ο Βίκερι ήταν γονατισμένος δίπλα στο πτώμα, ακίνητος. Τα χείλη του σάλευαν σαν να προσευχόταν κι αυτός. Χρειάστηκε να επαναληφθεί το όνομά του πριν απαντήσει απότομα. «Σε άκουσα, Ρίτσαρντ. Φέρσου ανθρώπινα για μια στιγμή». Ο Μπιλ Βίκερι αγκάλιασε την κυρία Μπρούσαρντ και άρχισε να της μουρμουρίζει κάτι μέχρι που εκείνη του χτύπησε παρηγορητικά το χέρι. Έμεινα δύο ώρες καθισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο βαμμένο κίτρινο κροκί, ενώ ο αστυνομικός έπαιρνε την κατάθεσή μου. Όλο αυτό το διάστημα σκεφτόμουν τη Νάταλι στο νεκροτομείο, και πώς θα ήθελα να τρυπώσω κρυφά εκεί μέσα και να της βάλω ένα καθαρό χανζαπλάστ στο γόνατο. Τρία Η μητέρα μου φόρεσε μπλε στην κηδεία. Το μαύρο δεν είχε νόημα και κάθε άλλο χρώμα θα ήταν ανάρμοστο. Μπλε είχε φορέσει και στην κηδεία της Μάριαν, το ίδιο και η Μάριαν. Εξεπλάγην που εγώ δεν το θυμόμουν. Εγώ θυμόμουν να θάβουμε τη Μάριαν με παστέλ ροζ φόρεμα. Διόλου περίεργο. Η μητέρα μου κι εγώ γενικά διαφωνούμε σε ό,τι αφορά τη νεκρή αδερφή μου. Το πρωί της κηδείας, η Άντορα μπαινόβγαινε στα δωμάτια με τα ψηλά τακούνια της, πότε ψεκάζοντας άρωμα, πότε κουμπώνοντας ένα σκουλαρίκι. Την παρακολουθούσα πίνοντας ζεστό, σκέτο καφέ που μόλις μου είχε κάψει τη γλώσσα. «Δεν τους ξέρω καλά» έλεγε. «Δεν ήταν καθόλου κοινωνικοί. Αλλά νομίζω πως όλη η κοινότητα θα πρέπει να τους στηρίξει. Η Νάταλι ήταν αξιολάτρευτη. Εμένα οι άνθρωποι μου φέρθηκαν τόσο καλά όταν...» Το βλέμμα να χαμηλώνει στο πάτωμα, όλο θλίψη. Θα μπορούσε να ήταν και αληθινό. Βρισκόμουν ήδη πέντε μέρες στο Γουίντ Γκαπ και η Άμα εξακολουθούσε να είναι μια αθέατη παρουσία. Η μητέρα μου ούτε καν την ανέφερε. Επίσης, είχα αποτύχει μέχρι στιγμής να πάρω μια δήλωση από τους Κιν. Ούτε είχα την άδεια της οικογένειας να παραβρεθώ στην κηδεία, αλλά ο Κιούρι ήθελε αυτή την ανταπόκριση περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τον είχα
ακούσει ποτέ να θέλει, και εγώ ήθελα να του αποδείξω ότι μπορούσα να αντεπεξέλθω. Σκέφτηκα ότι οι Κιν δεν θα το μάθαιναν ποτέ. Κανένας δεν διαβάζει την εφημερίδα μας. Ψιθυριστά συλλυπητήρια και αρωματισμένες αγκαλιές στην Παναγία την Ελεούσα, τυπικά νεύματα προς εμένα από κάποιες κυρίες, αφού είχαν πνίξει τη μητέρα μου στα γλυκόλογα (μπράβο στην Άντορα που ήρθε, θέλει πολύ κουράγιο) και γίνει χαλί να της ανοίξουν δρόμο να περάσει. Η Παναγία η Ελεούσα είναι μια φανταχτερή εκκλησία της δεκαετίας του ’7Ο: χρυσομπρούντζινη και στολισμένη σαν δαχτυλίδι της πεντάρας. Το Γουίντ Γκαπ είναι ένα μικρό προπύργιο του καθολικισμού σε μια περιοχή όπου ακμάζουν οι Νότιοι Βαπτιστές, κι αυτό επειδή η πόλη ιδρύθηκε από μια χούφτα Ιρλανδούς. Όλοι οι Μακ Μάχον και οι Μαλόουν που έφταναν στη Νέα Τόρκη κατά τη διάρκεια του Λιμού της Πατάτας, έτρωγαν την κακομεταχείριση με το κουτάλι και (αν ήταν έξυπνοι) τραβούσαν δυτικά. Στο Σεντ Λιούις ήδη κυριαρχούσαν οι Γάλλοι, οπότε οι Ιρλανδοί στράφηκαν νότια και ίδρυσαν τις δικές τους πόλεις. Από τις οποίες εκτοπίστηκαν χωρίς πολλές διατυπώσεις χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Αναδόμησης. Το Μισούρι ήταν ανέκαθεν μια περιοχή αντιθέσεων, πάσχιζε να αποβάλει τις «νότιες» ρίζες του, να επαναπροσδιοριστεί ως μια καθωσπρέπει πολιτεία χωρίς σκλάβους, και έτσι οι άξεστοι Ιρλανδοί σαρώθηκαν μαζί με άλλους ανεπιθύμητους. Άφησαν πίσω τη θρησκεία τους. Δέκα λεπτά πριν αρχίσει η νεκρώσιμη τελετή, και αυτοί που προσπαθούσαν να μπουν στην εκκλησία ήδη σχημάτιζαν ουρά. Επιθεώρησα τους άλλους μέσα, τους στριμωγμένους στα στασίδια. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ούτε ένα παιδί ανάμεσά τους. Ούτε αγοράκια με σκούρα μακριά παντελόνια, να τσουλάνε αυτοκινητάκια πάνω στα πόδια των μανάδων τους, ούτε κοριτσάκια με τις κούκλες τους αγκαλιά. Ούτε ένα πρόσωπο κάτω από δεκαπέντε. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν σεβασμός προς τους γονείς ή αμυντική αντίδραση στο φόβο. Το ένστικτο να προφυλάξουν τα παιδιά τους από κάποιον που μπορεί να τα επέλεγε ως μελλοντική λεία. Φαντάστηκα δεκάδες αγοράκια και κοριτσάκια του Γουίντ Γκαπ κρυμμένα με ασφάλεια σε μισοσκότεινα δωμάτια, να πιπιλίζουν τη ράχη της παλάμης τους, ενώ παρακολουθούσαν τηλεόραση χωρίς να μπορεί να τα εντοπίσει κανείς. Μη έχοντας παιδιά να ασχολούνται, οι άνθρωποι έμοιαζαν εντελώς στατικοί, σαν φιγούρες από χαρτόνι που είχαν πάρει τη θέση των πραγματικών ανθρώπων. Στο βάθος είδα τον Μπομπ Νας με σκούρο κοστούμι. Η σύζυγος πουθενά. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα, κι ύστερα συνοφρυώθηκε. Από τους σωλήνες του εκκλησιαστικού οργάνου ξεχύθηκε η μουντή μελωδία του «Μη Φοβού» και οι συγγενείς της Νάταλι Κιν, που μέχρι τότε έκλαιγαν και αγκαλιάζονταν και στριφογύριζαν κοντά στην πόρτα της εκκλησίας σαν μια μεγάλη, ραγισμένη καρδιά, σχημάτισαν μια σφιχτή παράταξη. Έφταναν δύο άντρες για να σηκώσουν το γυαλιστερό λευκό φέρετρο. Αν ήταν περισσότεροι, θα σκόνταφταν ο ένας πάνω στον άλλον. Η μητέρα και ο πατέρας της Νάταλι ήταν επικεφαλής της πομπής. Αυτή ήταν γύρω στους δέκα
πόντους ψηλότερη από τον άντρα της, μια μεγαλόσωμη, καλοσυνάτη γυναίκα με αχυρένια ξανθά μαλλιά, που τα κρατούσε μακριά από το μέτωπό της με φαρδιά, ελαστική κορδέλα. Είχε ένα ανοιχτό πρόσωπο, απ’ αυτά που θα παρακινούσαν έναν ξένο να ζητήσει οδηγίες ή να ρωτήσει την ώρα. Ο κύριος Κιν ήταν λεπτός και μικρόσωμος, με στρογγυλό, παιδικό πρόσωπο, που το έκαναν να φαντάζει ακόμα πιο στρογγυλό τα γυαλιά του με τον συρμάτινο, σαν χρυσαφιές ρόδες ποδηλάτου, σκελετό. Πίσω τους βάδιζε ένα όμορφο αγόρι, δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρόνων, με το καστανό κεφάλι του κατεβασμένο ως το στήθος. Έκλαιγε. Ο αδερφός της Νάταλι, ψιθύρισε μια γυναίκα πίσω μου. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της μητέρας μου και έσταζαν ηχηρά πάνω στο δερμάτινο τσαντάκι που κρατούσε στα γόνατά της. Η διπλανή της της χάιδεψε παρηγορητικά το χέρι. Τράβηξα το μπλοκάκι από την τσέπη του σακακιού μου και άρχισα να κρατάω σημειώσεις, μέχρι που η μητέρα μου πάτησε απότομα το χέρι μου με το δικό της και μου σφύριξε στ’ αυτί: «Δείχνεις ασέβεια και με ντροπιάζεις. Σταμάτα αμέσως, αλλιώς θα σε κάνω να φύγεις». Παράτησα το γράψιμο, αλλά κράτησα έξω το μπλοκάκι μου, σε ένδειξη ολοφάνερης πρόκλησης. Ωστόσο είχα καταντροπιαστεί. Η πομπή πέρασε από δίπλα μας. Το φέρετρο μου φάνηκε αστεία μικροσκοπικό. Φαντάστηκα μέσα τη Νάταλι και είδα ξανά τα πόδια της ξανθό χνούδι, κοκαλιάρικα γόνατα, ο αυτοκόλλητος επίδεσμος. Πόνεσα δυνατά, μια κι έξω, όπως μπαίνει η τελεία στο τέλος μιας πρότασης. Όσο ο ιερέας, ντυμένος με τα επίσημα άμφια, έλεγε τις εισαγωγικές προσευχές κι εμείς σηκωνόμασταν όρθιοι και καθόμασταν και σηκωνόμασταν ξανά, μοιράστηκαν οι επιμνημόσυνες κάρτες. Στην μπροστινή πλευρά, η Παρθένος Μαρία φώτιζε με τη λαμπερή κόκκινη καρδιά της το Θείο Βρέφος. Στο πίσω μέρος ήταν τυπωμένο: Νάταλι Τζέιν Κιν Αγαπημένη κόρη, αδερφή και φίλη Ο παράδεισος έχει ένα καινούργιο αγγελούδι. Μια μεγάλη φωτογραφία της Νάταλι ήταν στημένη κοντά στο φέρετρο, πολύ πιο επίσημη από την άλλη που είχα δει. Ήταν ένα γλυκύτατο ασχημόπαπο, με πεταχτό πιγούνι και ελαφρά γουρλωτά μάτια, το είδος το κοριτσιού που μπορεί να γινόταν εκπληκτικά όμορφο μεγαλώνοντας. Θα σκλάβωνε τους άντρες με ιστορίες για το ασχημόπαπο που υπήρξε κάποτε. Ή μπορεί να έμενε για πάντα ένα γλυκύτατο ασχημόπαπο. Στα δέκα, η ομορφιά
μιας κοπέλας είναι ευμετάβλητη. Η μητέρα της Νάταλι ανέβηκε στο βήμα, κρατώντας σφιχτά ένα κομμάτι χαρτί. Το πρόσωπό της ήταν υγρό, αλλά η φωνή της απόλυτα σταθερή όταν άρχισε να μιλάει. «Είναι ένα γράμμα στη Νάταλι, την κόρη μου». Πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα και τα λόγια άρχισαν να κυλάνε. «Νάταλι, ήσουν η πολυαγαπημένη μου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε πήραν από κοντά μας. Ότι δεν θα σου ξανατραγουδήσω για να κοιμηθείς, ούτε θα σου χαϊδέψω ξανά την πλατούλα. Ότι ο αδερφός σου ποτέ δεν θα σου ξανατραβήξει τα κοτσιδάκια και ο πατέρας σου δεν θα σε πάρει ποτέ ξανά στα γόνατά του. Ότι ο πατέρας σου δεν θα σε συνοδέψει νύφη στην εκκλησία. Ότι ο αδερφός σου ποτέ δεν θα γίνει θείος. Θα λείπεις από το κυριακάτικο τραπέζι μας και από τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Θα μας λείπει το γέλιο σου. Θα μας λείπουν τα δάκρυά σου. Αλλά, πάνω απ’ όλα, αγαπημένη μου κόρη, θα μας λείπεις εσύ. Σ’ αγαπάμε, Νάταλι». Καθώς η κυρία Κιν επέστρεφε στη θέση της, ο άντρας της έτρεξε να τη συνοδέψει, αλλά δεν φάνηκε να χρειάζεται στήριξη. Αμέσως μόλις κάθισε, ο γιος έπεσε πάλι στην αγκαλιά της κλαίγοντας, με το πρόσωπό του χωμένο στο κοίλωμα του λαιμού της. Ο κύριος Κιν ανοιγόκλεισε θυμωμένα τα μάτια του προς τα πίσω στασίδια, σαν να έψαχνε κάποιον να χτυπήσει. «Είναι φοβερή τραγωδία να χάνεις ένα παιδί» είπε ο ιερέας με μονότονη, ψαλμωδική φωνή. «Και είναι διπλά τραγικό να το χάσεις από μια τόσο διαβολική πράξη. Γιατί αυτή η πράξη είναι έργο του διαβόλου. Η Βίβλος λέει «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Αλλά ας μην μείνουμε στην εκδίκηση. Ας σκεφτόμαστε καλύτερα τα λόγια του Ιησού: Αγάπα τον πλησίον σου. Ας είμαστε καλοί με τους πλησίον μας σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Εις Κύριον ανυψώσατε τας καρδίας υμών». «Προτιμώ το οφθαλμόν αντί οφθαλμού» γρύλισε ένας κύριος δίπλα μου. Αναρωτήθηκα αν το οδόντα αντί οδόντος είχε ταράξει κανέναν άλλον. Όταν βγήκαμε από την εκκλησία στη δυνατή αντηλιά, διέκρινα τέσσερα κορίτσια καθισμένα στη σειρά, πάνω σ’ ένα χαμηλό τοιχάκι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μακριά πόδια γαζέλας να κρέμονται στον αέρα. Στήθη προκλητικά φουσκωμένα από ενισχυμένα σουτιέν. Τα ίδια κορίτσια που είχα συναντήσει στην άκρη του δάσους. Έπεφταν η μια πάνω στην άλλη και χασκογελούσαν, μέχρι που μια από αυτές, η ομορφότερη και πάλι, με έδειξε με ένα νεύμα και αμέσως κρέμασαν όλες τα κεφάλια τους παριστάνοντας τις σοβαρές. Τα στομάχια τους, όμως, συνέχισαν να τραντάζονταν από τα γέλια. Έθαψαν τη Νάταλι στον οικογενειακό τάφο, δίπλα σε μια επιτύμβια στήλη που είχε ήδη χαραγμένα τα ονόματα των γονιών της. Ξέρω τη λαϊκή ρήση, ότι γονιός που θάβει το παιδί
του είναι σαν να γυρίζει τη φύση ανάποδα. Αλλά είναι και ο μόνος τρόπος να κρατήσεις πραγματικά το παιδί σου. Τα παιδιά μεγαλώνουν, χτίζουν πιο ισχυρούς δεσμούς πίστης. Βρίσκουν έναν σύντροφο ή έναν έρωτα. Δεν θα θαφτούν μαζί σου. Οι Κιν όμως, θα παραμείνουν η αγνότερη μορφή οικογένειας. Κάτω από το χώμα. Μετά την κηδεία ο κόσμος μαζεύτηκε στο σπίτι των Κιν, ένα πελώριο πέτρινο αγροτόσπιτο, το όραμα ενός πλούσιου περί βουκολικής Αμερικής. Δεν υπήρχε τίποτε ανάλογο στο Γουίντ Γκαπ. Στο Μισούρι, αυτοί που έχουν τα λεφτά κρατάνε αποστάσεις από το βουκολικό, από τέτοιες επαρχιώτικες γραφικότητες. Αρκεί να σκεφτείτε το εξής: στην αποικιακή Αμερική οι πλούσιες κυρίες ντύνονταν σε διακριτικές αποχρώσεις του μπλε και του γκρίζου προκειμένου να αντιπαρατεθούν στη χονδροειδή εικόνα περί Νέου Κόσμου, ενώ οι αντίστοιχες της Αγγλίας στολίζονταν σαν εξωτικά πουλιά. Με δύο λόγια, το σπίτι των Κιν ήταν πολύ έντονα Μισούρι για να ανήκει σε γέννημα θρέμμα του Μισούρι. Ο μπουφές είχε κυρίως κρεατικά: γαλοπούλα και ζαμπόν, μοσχάρι και ελάφι. Υπήρχαν ακόμα πίκλες, ελιές και ψητά αυγά, γλασαρισμένα ψωμάκια και νόστιμα μαγειρευτά. Οι καλεσμένοι χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, σε κλαμένους και μη. Οι στωικοί έμειναν στην κουζίνα, έπιναν καφέ και λικέρ και κουβέντιαζαν για τις επικείμενες δημοτικές εκλογές και για το μέλλον των σχολείων, κάνοντας πού και πού μια παύση για να σχολιάσουν ψιθυριστά, με θυμό, ότι οι έρευνες για τις δύο δολοφονίες δεν προχωρούσαν. «Σας ορκίζομαι ότι, έτσι και δω ξένο να πλησιάζει τα κορίτσια μου, θα το σκοτώσω το κάθαρμα πριν προλάβει να ξεστομίσει “γεια”» είπε ένας άντρας με μακρόστενο πρόσωπο, σείοντας απειλητικά ένα τοστ με ροσμπίφ. Οι φίλοι του συμφώνησαν κουνώντας τα κεφάλια τους. «Δεν ξέρω γιατί στο διάβολο ο Βίκερι δεν έχει αποκλείσει το δάσος διάβολε, έπρεπε να σαρώσει όλη την περιοχή σπιθαμή προς σπιθαμή. Ξέρουμε ότι αυτός κρύβεται εκεί» είπε ένας νεαρότερος άντρας με καροτί μαλλιά. «Ντόνι, αύριο πάμε μαζί εκεί» είπε ο μακρυμούρης. «Θα το χτενίσουμε στρέμμα το στρέμμα. Θα το βρούμε το κάθαρμα. Θα ’ρθετε όλοι, έτσι;» Οι άντρες μουρμούρισαν καταφατικά και ήπιαν κι άλλο αλκοόλ από τα πλαστικά ποτήρια τους. Το σημείωσα στο μυαλό μου να κάνω μια βόλτα με το αυτοκίνητο από τους δρόμους κοντά στο δάσος το επόμενο πρωί, να δω αν οι χτεσινοί πιωμένοι θα έκαναν πράξη τα λόγια τους ή όχι. Αν και μπορούσα ήδη να φανταστώ τα νυσταγμένα πρωινά τηλεφωνήματα: Εσύ θα πας; Δεν ξέρω, μάλλον. Εσύ; Να, έχω υποσχεθεί στη Μάγκι να κατεβάσω τα προστατευτικά για τις καταιγίδες από τα
παράθυρα... Συμφωνίες για μια συνάντηση για μπίρες αργότερα και τα ακουστικά να κατεβαίνουν αργά αργά, για να μην ακουστέ ί πολύ το ένοχο κλικ. Εκείνοι που έκλαιγαν, κυρίως γυναίκες, είχαν συγκεντρωθεί στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού, στους μαλακούς καναπέδες και στα δερμάτινα σκαμπό. Εκεί ήταν και ο αδερφός της Νάταλι και έτρεμε μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του, που τον κουνούσε απαλά κλαίγοντας με βουβά δάκρυα και χαϊδεύοντας παρηγορητικά το καστανό κεφάλι του. Τι γλυκό αγόρι, να κλαίει έτσι μπροστά σε όλους. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Κυρίες έμπαιναν στο δωμάτιο προσφέροντας χάρτινα πιάτα γεμάτα μεζέδες, αλλά μητέρα και γιος κουνούσαν αρνητικά τα κεφάλια τους. Η δική μου μητέρα φτεροκοπούσε γύρω τους σαν υστερική πεταλούδα, αλλά εκείνοι δεν την πρόσεξαν καν και σύντομα τους άφησε για να σμίξει με τον δικό της κύκλο φίλων. Ο κύριος Κιν στεκόταν σε μια γωνιά μαζί με τον κύριο Νας και κάπνιζαν αμίλητοι. Πρόσφατα αναμνηστικά της Νάταλι ήταν ακόμη σκόρπια γύρω στο δωμάτιο. Ένα γκρι πουλοβεράκι διπλωμένο πάνω στην πλάτη μιας καρέκλας, ένα ζευγάρι παπούτσια του τένις με γαλάζια κορδόνια δίπλα στην πόρτα. Σε ένα από τα ράφια ήταν αφημένο ένα σπιράλ τετράδιο με έναν μονόκερο στο εξώφυλλο, σε μια θήκη περιοδικών, ένα χιλιοξεφυλλισμένο τεύχος του A wrinkle in time. Ήμουν μια άθλια. Δεν πλησίασα την οικογένεια, δεν τους χαιρέτησα καν. Τριγύριζα μέσα στο σπίτι τους και κατασκόπευα με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από την μπίρα μου, σαν ντροπιασμένο φάντασμα. Είδα την Κέιτι Λέισι, την παλιά καλύτερη μου φίλη από το Γυμνάσιο Καλχούν. Ήταν με τον δικό της κύκλο από καλοχτενισμένες φίλες, ένα ακριβές αντίγραφο του κύκλου της μητέρας μου, μείον είκοσι χρόνια. Με φίλησε στο μάγουλο όταν την πλησίασα. «Έμαθα ότι είσαι στην πόλη και περίμενα να μου τηλεφωνήσεις» είπε σουφρώνοντάς μου αυστηρά τα μαδημένα φρύδια της. Ύστερα με πέρασε στις άλλες τρεις κυρίες που έσπευσαν να με αγκαλιάσουν υποτονικά. Όλες τους είχαν υπάρξει φίλες μου σε κάποια χρονική στιγμή, υποθέτω. Ανταλλάξαμε συλλυπητήρια και μουρμουρίσαμε πόσο άσχημα ήταν όλα αυτά. Η Αντζι Πέιπερμεϊκερ (το γένος Νάιτλι) φαινόταν να παλεύει ακόμη με τη βουλιμία που την είχε μαραγκιάσει ήδη από τα χρόνια του σχολείου ο λαιμός της ήταν λιγνός και ινώδης σαν γριάς γυναίκας. Η Μίμι, ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο (ο Μπαμπάκας είχε ατέλειωτες εκτάσεις με πτηνοτροφεία στο Αρκάνσας), που ποτέ δεν με συμπαθούσε ιδιαίτερα, με ρώτησε πώς πάει το Σικάγο κι ύστερα γύρισε αμέσως να μιλήσει στη μικροκαμωμένη Τις, που είχε αποφασίσει να μου κρατάει συνεχώς το χέρι μια χειρονομία παρήγορη αλλά και παράξενη συνάμα.
Η Άντζι μού ανακοίνωσε ότι είχε μια κόρη πέντε χρόνων ο σύζυγος είχε μείνει στο σπίτι μαζί της και την πρόσεχε με το όπλο στο χέρι. «Θα είναι δύσκολο καλοκαίρι για τα μικρά» μουρμούρισε η Τις. «Όλοι κρατάνε τα παιδιά τους κλειδωμένα στα σπίτια». Σκέφτηκα τα κορίτσια που είχα δει έξω από την εκκλησία, όχι πολύ μεγαλύτερα από τη Νάταλι, και αναρωτήθηκα γιατί οι δικοί τους γονείς δεν ανησυχούσαν. «Εσύ, Καμίλ, έχεις παιδιά;» ρώτησε η Άντζι με μια φωνή λιγνή όσο και ο λαιμός της. «Δεν ξέρω καν αν παντρεύτηκες». «Όχι και όχι» είπα και ρούφηξα δυνατά την μπίρα μου, καθώς απ’ το μυαλό μου πέρασε σαν αστραπή μια εικόνα της Άντζι που, έχοντας μόλις ξεράσει στην τουαλέτα του σπιτιού μου μετά το σχολείο, έβγαινε από το μπάνιο κατάχλωμή και θριαμβεύτρια. Ο Κιούρι έκανε λάθος: στην προκειμένη περίπτωση, το να είσαι ντόπιος ήταν μάλλον αποπροσανατολιστικό παρά χρήσιμο. «Κυρίες μου, δεν θα μονοπωλήσετε την ξένη μας όλη μέρα!» Στράφηκα και είδα μια από τις στενές φίλες της μητέρας μου, την Τζάκι Ο’Νιλ (το γένος Ο’Κιφ).Ήταν φως φανάρι ότι είχε κάνει πρόσφατα λίφτινγκ. Τα μάτια της ήταν ακόμη πρησμένα, το δέρμα της λείο, κοκκινισμένο και τσιτωμένο, σαν πρόσωπο μωρού που σφίγγεται για να βγει από τη μήτρα. Διαμάντια άστραφταν στα μαυρισμένα δάχτυλά της και μου μύρισε πούδρα και Τζούισι Φρουτ όταν με αγκάλιασε. Η βραδιά είχε αρχίσει να θυμίζει πάρα πολύ συνάντηση παλιών συμμαθητών. Κι εγώ ένιωθα πάρα πολύ σαν παιδί και πάλι δεν τόλμησα καν να βγάλω το μπλοκάκι μου, με τη μητέρα μου εκεί γύρω να μου ρίχνει κακές, προειδοποιητικές ματιές. «Αχ, κοριτσάκι μου, τι όμορφη που είσαι» είπε με νάζι η Τζάκι. Είχε λάγνο χαμόγελο και αφύσικα ξανθά μαλλιά που έκαναν το κεφάλι της να θυμίζει πεπόνι. Η Τζάκι ήταν γλυκανάλατη και ρηχή, αλλά ήταν πάντα ο εαυτός της. Ήταν επίσης πολύ πιο άνετη μαζί μου απ’ ό,τι η ίδια μου η μητέρα. Η Τζάκι, και όχι η Άντορα, ήταν εκείνη που μου είχε δώσει το πρώτο κουτί ταμπόν κλείνοντάς μου το μάτι και λέγοντάς μου να της τηλεφωνήσω αν χρειαζόμουν οδηγίες· η Τζάκι ήταν πάντα αυτή που με πείραζε αγαπησιάρικα για τ’ αγόρια. Μικρές τεράστιες χειρονομίες. «Τι κάνεις, αγάπη μου; Δεν μου είπε η μαμά σου ότι είσαι στην πόλη. Αλλά, η μαμά σου δεν μου μιλάει αυτό τον καιρό κάπου την απογοήτευσα πάλι. Ξέρεις πώς κάνει η Άντορα. Ξέρω ότι ξέρεις γιατί δεν σου μιλάω!» Γέλασε δυνατά, ένα γέλιο βραχνό από το τσιγάρο, και μου έσφιξε το μπράτσο. Συμπέρανα ότι ήταν πιωμένη. «Μάλλον θα ξέχασα να της στείλω μια κάρτα για κάτι» συνέχισε ακάθεκτη, υψώνοντας με μια υπερβολικά μεγάλη χειρονομία ένα ποτήρι κρασί. «Ή μπορεί να μην την ικανοποίησε ο κηπουρός που της σύστησα. Άκουσα ότι γράφεις ένα άρθρο για τα δυο κοριτσάκια σκληρό
πράγμα». Πέρασε τόσο άσχετα και απότομα από το ένα θέμα στο άλλο, που μου πήρε λίγες στιγμές να αντιληφθώ τι είχε πει. Όταν έκανα να μιλήσω, η Τζάκι μου χάιδευε το χέρι και με κοίταζε με βουρκωμένα μάτια. «Καμίλ, μωρό μου, είχα τόσο πολύ καιρό να σε δω. Και τώρα σαν να σε βλέπω μπροστά μου τότε που ήσουν στην ίδια ηλικία μ’ αυτά τα κοριτσάκια. Δεν ξέρεις πόσο στενοχωριέμαι. Πάρα πολλά πράγματα πήγαν στραβά. Δεν βγάζω νόημα». Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάγουλό της. «Έλα να με βρεις, εντάξει; Να μιλήσουμε». Έφυγα από τον σπίτι των Κιν χωρίς δηλώσεις. Είχα ήδη κουραστεί να μιλάω και είχα μιλήσει ελάχιστα. Τηλεφώνησα στους Κιν εκ των υστέρων, αφού είχα πιει κάτι ακόμα μια βότκαγιατοδρόμο από τα δικά τους αποθέματα— και μας χώριζε η ασφαλής απόσταση της τηλεφωνικής γραμμής. Τότε μόνο εξήγησα ποια ήμουν και τι σκόπευα να γράψω. Δεν πήγε καλά. Ιδού το κομμάτι που έστειλα εκείνο το βράδυ: Στην κωμόπολη Γουίντ Γκαπ του Μισούρι, οι αφίσες που ανακοίνωναν την εξαφάνιση της ΙΟχρονης Νάταλι Τζέιν Κιν ήταν ακόμη αναρτημένες παντού όταν έγινε η κηδεία του κοριτσιού, την Τρίτη. Η συναισθηματικά φορτισμένη νεκρώσιμη ακολουθία, όπου ο ιερέας μίλησε για συγχώρεση και για λύτρωση, δεν άρκεσε για να ηρεμήσουν τα πνεύματα ή να επουλωθούν οι πληγές. Γιατί αυτό το χαριτωμένο, υγιέστατο κοριτσάκι ήταν το δεύτερο θύμα ενός κατά συρροή δολοφόνου, όπως συμπεραίνει η αστυνομία. Ενός κατά συρροή δολοφόνου που έχει ως στόχο αθώα παιδιά. «Όλα τα παιδιά εδώ είναι αγγελούδια» μας είπε ο Ρόναλντ Τζ. Κάμενς, ντόπιος αγρότης, που συμμετείχε στις έρευνες για τη Νάταλι Κιν. «Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί να συμβεί σε μας τέτοιο πράγμα». Η Νάταλι Κιν βρέθηκε στραγγαλισμένη στις 14 Μάίου. Το πτώμα της ήταν σφηνωμένο σε καθιστή στάση στο μικρό κενό μεταξύ δύο κτιρίων της Μέιν Στριτ του Γουίντ Γκαπ. «Θα μας λείπει το γέλιο της» είπε η Τζίνι Κιν, ετών 52, μητέρα της Νάταλι. «Θα μας λείπει το κλάμα της. Αλλά πάνω απ’ όλα, θα μας λείπει η Νάταλι». Όμως, αυτή δεν είναι η πρώτη τραγωδία που χτυπάει το Γουίντ Γκαπ, τη μικρή κωμόπολη που βρίσκεται ακριβώς πάνω στο νοτιότερο άκρο της Πολιτείας του Μισούρι. Στις 27 του περασμένου Αυγούστου, είχε βρεθεί σε μια ρεματιά της περιοχής η 9χρονη Αν Νας, επίσης στραγγαλισμένη. Την είχαν απαγάγει το προηγούμενο βράδυ ενώ πήγαινε με το ποδήλατό της στο σπίτι μιας φίλης της, λίγα τετράγωνα παρακάτω στη γειτονιά. Όπως αναφέρει η αστυνομία, ο δολοφόνος αφαίρεσε όλα τα δόντια και των δύο θυμάτων του. Οι δύο δολοφονίες έχουν φέρει σε αμηχανία την τοπική αστυνομία που την αποτελεί μια δύναμη μόλις πέντε ανδρών. Μη έχοντας εμπειρία από βίαια εγκλήματα, απευθύνθηκαν στο
τμήμα Ανθρωποκτονιών της αστυνομίας του Κάνσας Σίτι, το οποίο απέστειλε έναν ντετέκτιβ, ειδικό στη σύσταση ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών. Οι κάτοικοι της πόλης ωστόσο (πληθυσμός: 2.12Ο) είναι βέβαιοι για ένα πράγμα: Αυτός που ευθύνεται για τις δολοφονίες σκοτώνει χωρίς κανένα απολύτως κίνητρο. «Κάπου εκεί έξω υπάρχει κάποιος που ψάχνει παιδιά για να τα σκοτώσει» μας είπε ο Μπομπ Νας, πατέρας της Αν, ετών 41, τηλεφωνικός πωλητής. «Δεν υπάρχουν κρυφά δράματα εδώ, ούτε μυστικά. Απλώς κάποιος σκότωσε το κοριτσάκι μας». Μυστήριο παραμένει το γιατί ο δολοφόνος αφαιρεί τα δόντια των θυμάτων, και τα στοιχεία είναι μέχρι στιγμής ελάχιστα. Η τοπική αστυνομία αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Μέχρι να διαλευκανθούν οι δύο δολοφονίες, το Γουίντ Γκαπ βρίσκεται σε κατάσταση επιφυλακής τις νύχτες ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας και στήνονται σκοπιές σε όλες τις γειτονιές της άλλοτε ήσυχης μικρής πολιτείας. Οι κάτοικοι προσπαθούν ταυτόχρονα να επουλώσουν τις πληγές τους. «Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν» μας είπε η Τζίνι Κιν. «Θέλω να με αφήσουν ήσυχη. Όλοι αυτό θέλουμε». Αυθαιρεσίες — δεν χρειάζεται να μου το πείτε. Την ώρα που έστελνα με email το κομμάτι στον Κιούρι, είχα ήδη μετανιώσει για όλα όσα έγραφα. Το να δηλώνω ότι η αστυνομία πίστευε ότι τους φόνους είχε διαπράξει ένας δολοφόνος κατά συρροή ήταν παρατραβηγμένο. Ο Βίκερι ποτέ δεν μου είχε πει κάτι τέτοιο. Την πρώτη υποτιθέμενη δήλωση της Τζίνι Κιν την είχα κλέψει από τον επικήδειο λόγο της. Η δεύτερη ήταν το απόσταγμα από το βιτριόλι που μου πέταξε όταν κατάλαβε ότι τα συλλυπητήριά μου από τηλεφώνου ήταν απλώς το πρόσχημα. Το ήξερε αυτή ότι ο μόνος σκοπός μου ήταν να σκυλέψω το πτώμα της κόρης της, να το προσφέρω βορά στις αδηφάγες φυλλάδες και στο κοινό τους. «Αφήστε μας ήσυχους, μόνο αυτό σας ζητάμε!» μου είχε φωνάξει οργισμένη. «Σήμερα θάψαμε το παιδί μας. Ντροπή σας». Τουλάχιστον ήταν μια δήλωση, μια δήλωση που την είχα ανάγκη, αφού ο Βίκερι δεν μου έδινε καμιά απολύτως. Ο Κιούρι βρήκε το κομμάτι γερό όχι σπουδαίο, παρακαλώ, αλλά πολύ γερό για αρχή. Δεν πείραξε ούτε την πιο παρατραβηγμένη φράση μου: «Ενός κατά συρροή δολοφόνου που έχει ως στόχο αθώα παιδιά». Αυτό έπρεπε να είχε κοπεί, το καταλάβαινα κι από μόνη μου, αλλά είχα ανάγκη από μια δραματική ενίσχυση. Ο Κιούρι πρέπει να ήταν πιωμένος όταν το διάβασε. Μου ζήτησε ένα μεγαλύτερο άρθρο, που να αφορά τις δυο οικογένειες, αμέσως μόλις θα κατάφερνα να το στήσω. Άλλη μια ευκαιρία για μένα να εκπληρώσω προσδοκίες. Ήμουν και τυχερή φαίνεται πως η Ντέιλι Ποστ του Σικάγου θα διατηρούσε την αποκλειστικότητα στο Γουίντ Γκαπ για λίγες μέρες ακόμη. Προς μεγάλη μας αγαλλίαση, στο Κογκρέσο ξετυλιγόταν ένα ερωτικό σκάνδαλο που θα κατέστρεφε όχι μόνο ένα αξιότιμο μέλος του κοινοβουλίου,
αλλά τρία. Τα δύο ήταν γυναίκες. Ζουμερό, δελεαστικό θέμα. Ακόμα σημαντικότερο, ένας άλλος κατά συρροή δολοφόνος καραδοκούσε σε μια πόλη πολύ πιο χλιδάτη: στο Σιάτλ. Κάπου ανάμεσα στην ομίχλη και σε μικρά καφέ, κάποιος έσφαζε έγκυες γυναίκες, τους άνοιγε την κοιλιά και με το περιεχόμενό τους δημιουργούσε φρικαλέες νεκρές φύσεις, για να τις βλέπει και να ευχαριστιέται. Έτσι, για καλή μας τύχη, οι ρεπόρτερ αυτής της κατηγορίας ήταν όλοι σε αποστολή. Είχα απομείνει εγώ, το δύστυχο, μόνο στο παιδικό κρεβατάκι μου. Το πρωί της Τετάρτης κοιμήθηκα μέχρι αργά, μούσκεμα στον ιδρώτα, κουκουλωμένη ως πάνω από το κεφάλι με σεντόνια και κουβέρτες. Ξύπνησα αρκετές φορές από τηλέφωνα που χτυπούσαν, από την ηλεκτρική σκούπα της καμαριέρας έξω από την πόρτα μου, από το μηχάνημα που κούρευε το γρασίδι. Ήθελα απελπισμένα να συνεχίσω να κοιμάμαι, αλλά η μέρα δεν έλεγε να πάψει να κάνει φασαρία γύρω μου. Κράτησα τα μάτια μου κλειστά και φαντάστηκα ότι ήμουν πίσω στο Σικάγο, στο στενό, σαραβαλιασμένο κρεβάτι μου, στην γκαρσονιέρα μου που έχει ως μόνη θέα τα τούβλα της πίσω πλευράς ενός σουπερμάρκετ. Έχω μια συρταριέρα από νοβοπάν, αγορασμένη από το ίδιο σουπερμάρκετ όταν μετακόμισα εκεί πριν από τέσσερα χρόνια, και ένα πλαστικό τραπέζι όπου κάθομαι και τρώω σε κάτι πανάλαφρα κίτρινα πιάτα. Ανησυχούσα μήπως δεν είχα ποτίσει το μοναδικό φυτό μου, μια κιτρινισμένη φτέρη που την είχα βρει στα σκουπίδια του γείτονα. Μετά θυμήθηκα ότι το καταραμένο το φυτό είχε πεθάνει εδώ και δυο μήνες και το είχα πετάξει. Προσπάθησα να φανταστώ κι άλλες εικόνες από τη ζωή μου στο Σικάγο: το γραφειάκι μου στη δουλειά, τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας που ακόμη δεν ήξερε το όνομά μου, τα θαμπά χριστουγεννιάτικα φωτάκια που το σουπερμάρκετ ακόμη δεν έλεγε να κατεβάσει. Μια σειρά από γνωστούς που, κατά πάσα πιθανότητα, κανείς τους δεν θα είχε προσέξει ότι έλειπα. Δεν ήθελα με τίποτε να βρίσκομαι στο Γουίντ Γκαπ, αλλά ούτε το σπίτι μου ήταν παρηγοριά. Ξετρύπωσα από το πάνινο σακίδιό μου ένα μπουκαλάκι ζεστή βότκα και ξαναγύρισα στο κρεβάτι. Σιγοπίνοντας, έκανα μια γενική εκτίμηση του χώρου. Θα περίμενα η μητέρα μου να είχε αλλάξει ριζικά το δωμάτιό μου αμέσως μόλις έφυγα από το σπίτι, αλλά ήταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει πριν από μια δεκαετία και βάλε. Δεν μου άρεσε καθόλου που ήμουν τόσο συντηρητική έφηβη: ούτε αφίσες από αγαπημένες ταινίες ή ποπ σταρ ούτε κοριτσίστικες συλλογές από φωτογραφίες ή λούτρινα ζωάκια. Αντί γι’ αυτά, υδατογραφίες ιστιοφόρων, τοπία εξοχής με παστέλ, ένα πορτρέτο τηςΈλινορ Ρούσβελτ. Το τελευταίο ήταν πολύ περίεργο, μιας και ήξερα ελάχιστα πράγματα για την κυρία Ρούσβελτ, πέρα από το ότι ήταν καλός άνθρωπος, το οποίο έφτανε και περίσσευε, υποθέτω, εκείνο τον καιρό. Με βάση τα τωρινά μου γούστα, θα προτιμούσα ένα ενσταντανέ της συζύγου του Γουόρεν Χάρντινγκ, της «Δούκισσας», η οποία σημείωνε σε ένα μικρό κόκκινο μπλοκάκι ακόμα και το πιο μικρό παράπτωμα και έπαιρνε την εκδίκησή της αναλόγως. Σήμερα προτιμώ τις πρώτες κυρίες, που αν χρειαστεί δαγκώνουν κιόλας.
Ήπια αρκετή βότκα. Δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να ξαναπέσω ξερή, να με τυλίξει το σκοτάδι, να χαθώ. Ήμουν γυμνή. Ένιωθα σαν πρησμένη από κρυφά δάκρυα, σαν μπαλονάκι με νερό έτοιμο να σκάσει. Ικέτευα για ένα τρύπημα με καρφίτσα. Το Γουίντ Γκαπ ήταν πολύ ανθυγιεινό για μένα. Αυτό το σπίτι ήταν πολύ ανθυγιεινό για μένα. Σιγανό χτύπημα στην πόρτα, σαν να την τράνταξε ένα ρεύμα αέρα. «Ναι;»Έχωσα τη βότκα στο πλάι του κρεβατιού. «Καμίλ; Η μητέρα σου είμαι». «Ναι;» «Σου έφερα μια λοσιόν». Πήγα ως την πόρτα ελαφρά θολωμένη. Η βότκα μού έδινε την πρώτη απαραίτητη θωράκιση για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα στο συγκεκριμένο μέρος, τη συγκεκριμένη μέρα. Είχα καταφέρει να κρατηθώ μακριά από το ποτό έξι μήνες τώρα, αλλά τίποτε δεν μετρούσε εδώ. Έξω από την πόρτα στεκόταν η μητέρα μου ακούνητη, κρυφοκοιτάζοντας ανήσυχα στο εσωτερικό σαν να ήταν το δωμάτιο με τα αναμνηστικά ενός νεκρού παιδιού. Παραλίγο να ήταν. Μου πρότεινε ένα μεγάλο πράσινο σωληνάριο. «Έχει και βιταμίνη Ε. Την πήρα σήμερα το πρωί». Η μητέρα μου πιστεύει ότι η βιταμίνη Ε έχει καταπραϋντική δράση, ότι, αν πασαλειφτώ με μπόλικη λοσιόν θα ξαναγίνω λεία και απαλή. Μέχρι στιγμής, δεν έχει λειτουργήσει. «Ευχαριστώ». Η ματιά της έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση στο λαιμό, στα χέρια, στα πόδια μου, ό,τι άφηνε γυμνό το μακρύ κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσα για τον ύπνο, και επέστρεψε συνοφρυωμένη στο πρόσωπό μου. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. Ύστερα έμεινε να στέκεται εκεί. «Στενοχωρήθηκες πολύ στην κηδεία, μαμά;» Ακόμα και τώρα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην απλή διάθεση να ανοίξω κουβέντα. «Ναι. Τόσα πολλά κοινά. Εκείνο το μικρό φέρετρο». «Και για μένα ήταν δύσκολο» την προκάλεσα. «Τόσο πολύ, που δεν το περίμενα. Μου λείπει. Ακόμα και τώρα. Περίεργο δεν είναι;» «Περίεργο θα ήταν αν δεν σου έλειπε. Αδερφή σου ήταν. Είναι σχεδόν σαν να χάνεις ένα
παιδί. Παρόλο που ήσουν πολύ νέα». Στον κάτω όροφο, ο Άλαν σφύριζε επιμελημένα, αλλά η μητέρα μου δεν φάνηκε να τον ακούει. «Δεν μου άρεσε η ανοιχτή επιστολή στην κόρη της που διάβασε η Τζίνι Κιν στην εκκλησία» συνέχισε. «Κηδεία ήταν, όχι πολιτική συγκέντρωση. Και γιατί ήταν όλοι ντυμένοι τόσο ανεπίσημα;» «Εγώ τη βρήκα ωραία. Έβγαινε μέσα από την καρδιά της» είπα. «Εσύ δεν είχες διαβάσει τίποτε στην κηδεία της Μάριαν;» «Α, πα, πα. Εμένα μόλις που με κρατούσαν τα πόδια μου, πού να βγάλω και λόγο. Δεν το χωράει ο νους μου ότι δεν τα θυμάσαι αυτά, Καμίλ. Πρέπει να νιώθεις άσχημα που έχεις ξεχάσει τόσα πολλά». «Ήμουν μόνο δεκατριών όταν πέθανε, μαμά. Πολύ νέα, όπως είπες». Σχεδόν μια εικοσαετία πριν, σωστά; «Ναι, βέβαια. Αρκετά μ’ αυτά. Τι λες να κάνεις σήμερα; Έχουν ανθίσει οι τριανταφυλλιές στο Ντάλι Παρκ, αν θέλεις να πας ένα περίπατο». «Πρέπει να πάω στο αστυνομικό τμήμα». «Δεν θα τα λες αυτά όσο μένεις εδώ» μου είπε ξερά. «Πες ότι έχεις κάποιες δουλίτσες, ή να δεις φίλους». «Έχω κάτι δουλίτσες». «Ωραία. Καλά να περάσεις». Απομακρύνθηκε με αθόρυβα βήματα πάνω στην παχιά μοκέτα του διαδρόμου κι ύστερα άκουσα γοργά τριξίματα στη σκάλα προς το ισόγειο. Με τα φώτα σβηστά και άλλο ένα ποτήρι βότκα ακουμπισμένο στο χείλος της μπανιέρας, έκανα ένα κρύο μπάνιο. Τ στερα ντύθηκα και βγήκα στο διάδρομο. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, όσο μπορεί να είναι ένα σπίτι ηλικίας εκατό χρόνων. Άκουσα μόνο έναν ανεμιστήρα οροφής να πεταρίζει στην κουζίνα, όταν στάθηκα απέξω για να σιγουρευτώ ότι δεν ήταν κανείς εκεί. Μπήκα, άρπαξα ένα γυαλιστερό πράσινο μήλο και έκοψα την πρώτη δαγκωνιά βγαίνοντας από το σπίτι. Ο ουρανός δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Έξω στη στεγασμένη βεράντα έπεσα πάνω σε μια προδοσία: ένα κοριτσάκι προσηλωμένο απόλυτα σε ένα τεράστιο κουκλόσπιτο, ψηλό ίσαμε ενάμιση μέτρο, φτιαγμένο ώστε να δείχνει ακριβώς όπως το σπίτι της μητέρας μου. Μακριά ξανθά μαλλιά σκόρπιζαν σε πειθαρχημένες μπούκλες στην πλάτη της, που ήταν γυρισμένη προς το μέρος μου. Όταν στράφηκε, είδα ότι ήταν το κορίτσι με το οποίο είχα μιλήσει στην άκρη του δάσους, αυτή που γελούσε μαζί με τις
φίλες της στην κηδεία της Νάταλι. Η ομορφότερη από τις τέσσερις. «Η Αμα;» ρώτησα κι εκείνη γέλασε. «Φυσικά. Ποιος άλλος θα έπαιζε στη βεράντα της Άντορα με το σπιτάκι της Άντορα;» Το κορίτσι φορούσε ένα παιδικό, αμάνικο καρό φουστανάκι με ένα ασορτί καπελάκι αφημένο δίπλα. Έδειχνε ακριβώς στην ηλικία της —δεκατριών για πρώτη φορά απ’ όταν την πρωτοείδα. Ή μάλλον, όχι. Έδειχνε πιο μικρή τώρα. Αυτό το ντύσιμο θα ταίριαζε σε δεκάχρονη. Έσμιξε τα φρύδια της όταν είδε ότι την παρατηρούσα. «Το φοράω για την Άντορα. Όταν είμαι στο σπίτι, είμαι η μικρή κουκλίτσα της». «Και όταν δεν είσαι;» «Είμαι άλλα πράγματα. Εσύ είσαι η Καμίλ. Η ετεροθαλής αδερφή μου. Η πρώτη κόρη της Άντορα, η πριν από τη Μάριαν. Εσύ είσαι η Πριν και εγώ η Μετά. Δεν με αναγνώρισες». «Λείπω πολύ καιρό. Και η Άντορα έπαψε να στέλνει χριστουγεννιάτικες φωτογραφίες εδώ και πέντε χρόνια». «Έπαψε να τις στέλνει σε σένα. Εμείς ακόμη τις βγάζουμε τις καταραμένες φωτογραφίες. Κάθε χρόνο η Άντορα μου αγοράζει ένα κόκκινοπράσινο καρό φόρεμα για την περίσταση. Και μόλις βγάλουμε τις φωτογραφίες, εγώ το πετάω στη φωτιά». Τράβηξε με τα δυο της δάχτυλα ένα σκαμνάκι για τα πόδια σε μέγεθος μικρού μανταρινιού από το μπροστινό δωμάτιο του κουκλόσπιτου και το κράτησε μπροστά μου για να το δω. «Θέλει αλλαγή ταπετσαρίας. Η Άντορα άλλαξε την απόχρωση από βερικοκί σε παστέλ κίτρινο. Μου υποσχέθηκε ότι θα με πάει στον ταπετσιέρη, να φτιάξουμε καινούργια καλύμματα για να ταιριάζουν. Αυτό το κουκλόσπιτο είναι η αδυναμία μου». Το έκανε να ακουστεί σχεδόν με φυσικότητα αυτό το είναι η αδυναμία μου. Οι λέξεις ήταν γλύκες και στρογγυλές σαν καραμέλες μέσα στο στόμα της, τις πρόφερε ψιθυριστά, ανασηκώνοντας λιγάκι το κεφάλι, αλλά η φράση ήταν μια από τις χαρακτηριστικές της μητέρας μου. Η κουκλίτσα της Άντορα μάθαινε να μιλάει ακριβώς σαν αυτή. «Απ’ ό,τι βλέπω, το φροντίζεις πολύ καλά» είπα και την αποχαιρέτησα κουνώντας της υποτονικά το χέρι μου. «Ευχαριστώ» μου είπε. Τα μάτια της προσηλώθηκαν στο δωμάτιό μου στον πρώτο όροφο του κουκλόσπιτου. Ένα μικρό δάχτυλο πίεσε το κρεβάτι. «Σου εύχομαι καλή διαμονή εδώ» μουρμούρισε προς το δωμάτιο, σαν να απευθυνόταν σε μια μικροσκοπική Καμίλ που δεν μπορούσε να τη δει κανένας.
Βρήκα το διοικητή Βίκερι να ισιώνει με σφυρί ένα βαθούλωμα στην πινακίδα του STOP, στη γωνία Δεύτερης και Ιλάι, ενός ήσυχου δρόμου με χαμηλά σπίτια σε μικρή απόσταση από το τμήμα. Με κάθε σφυριά που έδινε στο μέταλλο, μόρφαζε. Η πλάτη του πουκαμίσου του ήταν ήδη υγρή και τα πολυεστιακά γυαλιά του κατεβασμένα στην άκρη της μύτης του. «Δεν έχω τίποτε να σας πω, δεσποινίς Πρίκερ». Μπανγκ. «Σας καταλαβαίνω που δυσανασχετείτε, διοικητή Βίκερι. Κι εγώ δεν την ήθελα αυτή την αποστολή. Μου τη φόρτωσαν επειδή είμαι αποδώ».
«Είχατε χρόνια να έρθετε, όμως, απ’ ό,τι άκουσα». Μπανγκ. Δεν είπα τίποτε. Κοίταζα μια αγριάδα που είχε ξετρυπώσει από μια ραγισματιά του πεζοδρομίου και απλωνόταν. Το δεσποινίς με έτσουξε λίγο. Δεν ξέρω αν ήταν από τις επαρχιώτικες ευγένειες στις οποίες εγώ δεν είμαι συνηθισμένη ή καθαρή μπηχτή για το ότι είχα μείνει ανύπαντρη. Μια γυναίκα μόνη, έστω και μία μέρα μετά τα τριάντα, ήταν κάτι το αλλόκοτο σε κείνα τα μέρη. «Κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος θα είχε παραιτηθεί προτού αρχίσει να γράφει για σκοτωμένα παιδιά». Μπανγκ. «Οπορτουνισμός, δεσποινίς Πρίκερ». Στο δρόμο απέναντι, ένας γέρος, που έσφιγγε στο στήθος του ένα κουτί γάλα, σερνόταν με μισά βήματα προς ένα άσπρο ξύλινο σπιτάκι. «Δεν αισθάνομαι και πολύ αξιοπρεπής αυτή τη στιγμή, έχετε δίκιο». Δεν με πείραζε να πάω λιγάκι με τα νερά του Βίκερι. Ήθελα να με συμπαθήσει, όχι μόνο επειδή αυτό θα διευκόλυνε τη δουλειά μου, αλλά επειδή το νταηλίκι του μου θύμιζε τον Κιούρι, που μου έλειπε πολύ. «Ωστόσο, λίγη δημοσιότητα ίσως τραβήξει την προσοχή και βοηθήσει να λυθεί η υπόθεση. Έχει ξανασυμβεί». «Να πάρει η οργή». Ο Βίκερι πέταξε φουρκισμένος το σφυρί του στο χώμα, γύρισε και με κοίταξε καταπρόσωπο. «Ζητήσαμε ήδη βοήθεια. Έχουμε εδώ έναν ειδικό ντετέκτιβ απ’ το Κάνσας Σίτι που πάει κι έρχεται μήνες τώρα. Και δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα τοσοδά στοιχείο. Λέει ότι μπορεί να το έκανε κάποιος τρελαμένος που έτυχε να περνάει αποδώ, είδε το μέρος, του άρεσε και έμεινε κοντά ένα χρόνο. Ε, δεν είναι πια και τόσο μεγάλη ετούτη η πόλη, διάολε! Κι εγώ στα σίγουρα δεν έχω δει ούτε έναν που να φαίνεται εντελώς ξεκάρφωτος». Με κοίταξε με νόημα. «Έχουμε όμως ένα πολύ μεγάλο δάσος εδώ γύρω. Και πολύ πυκνό» πρότεινα. «Δεν είναι ξένος και νομίζω πως το ξέρεις κι εσύ». «Πίστευα ότι εσείς ειδικά θα προτιμούσατε να ήταν ξένος». Ο Βίκερι αναστέναξε, άναψε τσιγάρο, τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω απ’ την πινακίδα. «Διάολε, ναι, φυσικά θα το προτιμούσα» είπε. «Αλλά δεν είμαι και τόσο βλάκας. Μπορεί να μην μου έχει ξανατύχει ανθρωποκτονία, αλλά δεν είμαι κανένας ηλίθιος». Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να μην είχα πιει τόση πολλή βότκα. Οι σκέψεις μου εξατμίζονταν, δεν μπορούσα να πιαστώ απ’ αυτά που έλεγε, να του κάνω τις σωστές ερωτήσεις.
«Πιστεύετε ότι είναι κάποιος από το Γουίντ Γκαπ;» «Κανένα σχόλιο». «Ανεπίσημα. Για ποιο λόγο κάποιος από το Γουίντ Γκαπ θα σκότωνε παιδιά;» «Με κάλεσαν μια φορά επειδή η Αν είχε σκοτώσει το πουλάκι ενός γείτονα με ένα σουβλί, ένα ξύλο που το είχε πελεκήσει στην άκρη με ένα από τα κυνηγετικά μαχαίρια του πατέρα της. Και η Νάταλι, διάβολε, η οικογένεια της μετακόμισε πριν από δύο χρόνια από τη Φιλαδέλφεια, επειδή η μικρή είχε καρφώσει ένα ψαλίδι στο μάτι μιας συμμαθήτριάς της. Ο μπαμπάς της παραιτήθηκε απ’ τη θέση του σε μια μεγάλη εταιρεία, για να μπορέσουν να κάνουν μια καινούργια αρχή. Στην Πολιτεία που είχε μεγαλώσει ο παππούς του. Σε μια μικρή πόλη. Λες και μια μικρή πόλη δεν έχει τα δικά της ζητήματα». «Ένα διόλου αμελητέο από τα οποία είναι το ότι όλοι ξέρουν ποια είναι τα μαύρα πρόβατα». «Πολύ σωστό». «Άρα, πιστεύετε ότι μπορεί να είναι κάποιος που δεν χώνευε τα παιδιά; Αυτά τα δύο κορίτσια συγκεκριμένα; Μήπως του είχαν κάνει κάτι; Και αυτή ήταν η εκδίκησή του;» Ο Βίκερι έτριψε την άκρη της μύτης του, έξυσε το μουστάκι του. Κοίταξε το σφυρί που είχε πετάξει στο χώμα. Ήμουν σίγουρη ότι σκεφτόταν ή να το ξαναπιάσει και να με ξαποστείλει ή να συνεχίσει να μου μιλάει. Στο σημείο αυτό, μια μαύρη σεντάν ήρθε σαν αεράκι και σταμάτησε δίπλα μας, με το τζάμι από την πλευρά του συνοδηγού να κατεβαίνει ήδη προτού ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο. Ο οδηγός, με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από μαύρα γυαλιά, τέντωσε προς τα έξω το κεφάλι του για να μας μιλήσει. «Γεια χαρά, Μπιλ. Νόμιζα ότι ήταν να σε συναντήσω στο γραφείο σου περίπου αυτή την ώρα». «Είχα μια δουλειά να κάνω». Ήταν ο Κάνσας Σίτι. Με κοίταξε και κατέβασε τα γυαλιά του με μια εξασκημένη κίνηση. Είχε ανοιχτά καστανά μαλλιά κι ένα τσουλούφι που έπεφτε συνεχώς πάνω από το αριστερό του μάτι. Γαλάζιο μάτι. Μου χαμογέλασε. Δόντια σαν διαφήμιση οδοντότσιχλας. «Γεια». Κοίταξε τον Βίκερι, που έσκυψε επιδεικτικά και ξανάπιασε το σφυρί του, και έπειτα πάλι εμένα. «Γεια» είπα. Τράβηξα τα μανίκια του πουκαμίσου μου προς τα κάτω, κρατώντας σφιχτά
τις άκρες μέσα στις χούφτες μου κι έριξα το βάρος μου στο ένα πόδι. «Ε, Μπιλ, θέλεις να σε πάω στο τμήμα με το αυτοκίνητο; Ή θα γυρίσεις με τα πόδια μπορώ να πεταχτώ να πάρω καφέδες και να βρεθούμε εκεί». «Δεν πίνω καφέ. Κάτι που θα έπρεπε να έχεις προσέξει τόσον καιρό. Θα είμαι εκεί σε δεκαπέντε λεπτά». «Δες αν μπορείς να τα κάνεις δέκα, ε;Ήδη έχουμε αργήσει». Ο Κάνσας Σίτι με κοίταξε για άλλη μια φορά. «Σίγουρα δεν θέλεις να σε πάω με το αυτοκίνητο, Μπιλ;» Ο Βίκερι δεν είπε τίποτε, κούνησε απλώς αρνητικά το κεφάλι του. «Ποια είναι η φίλη σου, Μπιλ; Νόμιζα ότι είχα γνωρίσει όλες τις ελεύθερες Γουιντγκαπίτισσες.Ή μήπως λέμε Γουιντγκαπιανές;» Έσκασε ένα χαμόγελο. Εγώ έμεινα μουγγή σαν μαθητριούλα, ελπίζοντας να με συστήσει ο Βίκερι. Μπανγκ! Ο Βίκερι έκανε πως δεν άκουσε. Στο Σικάγο, θα είχα ήδη απλώσει το χέρι μου, θα είχα αυτοσυστηθεί με ένα πλατύ χαμόγελο και τώρα θα απολάμβανα την αντίδραση. Εδώ, κοίταζα σαν χαμένη τον Βίκερι και έμενα βουβή. «Εντάξει, λοιπόν, τα λέμε στο τμήμα». Το τζάμι ανέβηκε ξανά, το αυτοκίνητο ξεκίνησε και έφυγε. «Αυτός είναι ο ντετέκτιβ από το Κάνσας Σίτι;» ρώτησα. Ως απάντηση, ο Βίκερι άναψε καινούργιο τσιγάρο και έφυγε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το γεροντάκι είχε μόλις φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι του σπιτιού του. Τέσσερα Κάποιος είχε ζωγραφίσει με σπρέι γαλάζιες καλικαντζούρες στα πόδια του αγάλματος στο Ηρώο του Τζέικομπ Τζ. Γκάρετ, με αποτέλεσμα να δείχνει αλλόκοτα γυναικωτό, σαν να φορούσε μποτίνια με κρόσσια. Το παρκάκι γύρω το τελευταίο μέρος όπου είχαν δει τη Νάταλι Κιν ζωντανή— ήταν έρημο. Η σκόνη από το χωμάτινο γήπεδο του μπέιζμπολ αιωρούνταν έναδυο μέτρα πάνω από το έδαφος. Την ένιωθα στο βάθος του λαιμού μου, σαν παραβρασμένο τσάι. Τα αγριόχορτα ήταν πολύ ψηλά στην άκρη του δάσους. Με εξέπληξε που κανείς δεν είχε δώσει εντολή να κοπούν, να εξαφανιστούν όπως τα βραχάκια που είχαν κρατήσει την Αν Νας δεμένη μέσα στο ρέμα. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, το Γκάρετ Παρκ ήταν ο τόπος όπου θα συναντιόμαστε όλοι τα Σαββατοκύριακα για να πιούμε μπίρα, ή να καπνίσουμε χόρτο, ή να το κάνουμε με κάποιον,
λίγα μέτρα πιο πέρα, μέσα στο δάσος. Εδώ είχα φιληθεί για πρώτη φορά, στα δεκατρία μου, με έναν παίκτη του φούτμπολ που είχε ένα σβόλο ταμπάκο σφηνωμένο στα ούλα του. Η γεύση του καπνού με είχε χτυπήσει πολύ πιο δυνατά από το φιλί πίσω από το αυτοκίνητο του τύπου είχα ξεράσει κρασί μαζί με μικρούτσικα, γλιστερά κομμάτια φρούτου. «Ο Τζέιμς Κάπισι στεκόταν εδώ». Γύρισα και βρέθηκα φάτσα με φάτσα με ένα αγοράκι γύρω στα δέκα, με ξανθά μαλλιά κομμένα καρφάκια, που κρατούσε ένα μαδημένο μπαλάκι του τένις. «Ο Τζέιμς Κάπισι;» ρώτησα. «Ο φίλος μου. Ήταν εδώ όταν αυτή πήρε τη Νάταλι» είπε το παιδί. «Ο Τζέιμς την είδε. Φορούσε το νυχτικό της. Έπαιζαν φρίσμπι με τη Νάταλι εκεί πιο πέρα, κοντά στο δάσος, κι αυτή πήρε τη Νάταλι. Μπορεί να έπαιρνε τον Τζέιμς, αλλά αυτός είχε μείνει στην αποδώ μεριά, στο γήπεδο. Η Νάταλι ήταν προς τα δέντρα. Ο Τζέιμς είχε βγει έξω για τον ήλιο. Δεν κάνει να βγαίνει στον ήλιο, γιατί η μαμά του έχει καρκίνο του δέρματος, αλλά αυτός βγαίνει έτσι κι αλλιώς. Δηλαδή, έβγαινε». Το αγόρι χτύπησε το μπαλάκι στο χώμα, το μπαλάκι αναπήδησε και σήκωσε ένα μικρό σύννεφο σκόνης. «Δεν του αρέσει πια ο ήλιος;» «Δεν του αρέσει τίποτε πια». «Εξαιτίας της Νάταλι;» Το αγόρι ανασήκωσε επιθετικά τους ώμους του. «Ο Τζέιμς είναι χέστης». Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω κι ύστερα, εντελώς ξαφνικά, πέταξε το μπαλάκι κατευθείαν επάνω μου. Με δύναμη. Χτύπησε στο μηρό μου και εξοστρακίστηκε. Το παιδί άφησε ένα μικρό, ξερό γέλιο. «Συγγνώμη». Κυνήγησε το μπαλάκι σκυφτός, έπεσε πάνω του με μια δραματική βουτιά, ύστερα πετάχτηκε όρθιος και το έσκασε ξανά με δύναμη στο έδαφος. Το μπαλάκι αναπήδησε ίσαμε ενάμισι μέτρο ψηλά και συνέχισε να κάνει γκέλες. «Δεν κατάλαβα καλά τι είπες. Ποιος φορούσε νυχτικό;» ρώτησα παρακολουθώντας με τα μάτια μου το μπαλάκι. «Αυτή που πήρε τη Νάταλι». «Για στάσου, τι εννοείς; Εγώ άκουσα ότι η Νάταλι έπαιζε εδώ με τους φίλους της που
έφυγαν ένας ένας για τα σπίτια τους και ότι την απήγαγαν κάπου στη διαδρομή προς το σπίτι της». «Ο Τζέιμς είδε μια γυναίκα να παίρνει τη Νάταλι. Είχαν μείνει μόνο αυτοί οι δυο και έπαιζαν φρίσμπι, και η Νάταλι έχασε, και το φρίσμπι έπεσε στα χορτάρια δίπλα στο δάσος, και βγήκε αυτή η γυναίκα και την άρπαξε. Μετά εξαφανίστηκαν. Κι ο Τζέιμς έτρεξε σπίτι του. Κι από τότε δεν έχει ξαναβγεί». «Τότε πώς ξέρεις τι έγινε;» «Πήγα σπίτι του και τον είδα, μια φορά μόνο. Αυτός μου τα είπε. Είμαι ο κολλητός του». «Μένει εδώ κοντά ο Τζέιμς;» «Χεσμένο τον έχω. Έτσι κι αλλιώς εγώ μπορεί να πάω στη γιαγιά μου το καλοκαίρι. Στο Αρκάνσας. Καλύτερα, παρά εδώ». Το αγόρι πέταξε το μπαλάκι πάνω στο συρματόπλεγμα γύρω από το γήπεδο του μπέιζμπολ, κι αυτό καρφώθηκε εκεί τραντάζοντας το μεταλλικό πλέγμα. «Εσύ αποδώ είσαι;» Ο μικρός άρχισε να κλοτσάει χώματα στον αέρα. «Ναι. Ήμουν. Αλλά δεν μένω πια εδώ. Έχω έρθει επίσκεψη». Δοκίμασα ξανά. «Ο Τζέιμς μένει εδώ κοντά;» «Γυμνάσιο πας;» Το πρόσωπό του ήταν πολύ μαυρισμένο. Έμοιαζε σαν μικρός Πεζοναύτης. «Όχι». «Κολέγιο;» Το πιγούνι του ήταν υγρό από σάλια. «Είμαι μεγαλύτερη». «Πρέπει να φύγω». Απομακρύνθηκε με πηδηματάκια προς τα πίσω, τράβηξε το μπαλάκι από το φράχτη σαν να ήταν χαλασμένο δόντι, έκανε μεταβολή και με ξανακοίταξε, κουνώντας τους γοφούς του σε ένα νευρικό χορό. «Φεύγω». Πέταξε το μπαλάκι προς το δρόμο, όπου κοπάνησε στο αυτοκίνητό μου με έναν εντυπωσιακό γδούπο. Ο μικρός έτρεξε να το πιάσει και χάθηκε. Βρήκα την Κάπισι Τζένελ σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο πάχους περιοδικού στο μοναδικό «ΦαΣτοπ»του Γουίντ Γκαπ. Ύστερα γέμισα ένα Μπιγκ Μάουθ με βότκαχυμό φράουλα και πήγα με το αυτοκίνητο στο 3617 της οδού Χολμς.
Το σπίτι των Κάπισι ήταν στην άκρη μιας φτηνής περιοχής στην ανατολική πλευρά της πόλης, μιας γειτονιάς από ετοιμόρροπα τριάρια, οι ένοικοι των οποίων δούλευαν οι περισσότεροι στο κοντινό χοιροτροφείο, μια ιδιωτική επιχείρηση που παράγει σχεδόν το δύο τοις εκατό των χοιρινών προϊόντων της χώρας. Όποιον φτωχό να βρεις στο Γουίντ Γκαπ είναι σχεδόν σίγουρο πως θα σου πει ότι δουλεύει στο χοιροτροφείο, κι αυτός όπως και ο πατέρας του. Δουλειά στον τομέα της εκτροφής, πάει να πει γουρουνόπουλα που πρέπει να ξυριστούν και να μπουν σε κλούβες, γουρούνες που πρέπει να γονιμοποιηθούν και λάκκοι κοπριάς. Η άλλη φάση, η σφαγή, είναι ακόμα χειρότερη. Κάποιοι εργάτες φορτώνουν τα γουρούνια, τα μπάζουν με το ζόρι στο διάδρομο, όπου τα περιμένουν αυτοί που τα χτυπάνε για να τα ζαλίσουν. Μετά, κάποιοι τα αρπάζουν από τα πίσω πόδια, τους περνάνε την ειδική θηλιά και αφήνουν το ζώο να σηκωθεί ανάποδα στον αέρα, κλοτσώντας και στριγκλίζοντας. Τους κόβουν το λαιμό με πολύ μυτερά μαχαίρια και το αίμα τους τινάζεται σαν πηχτή λαδομπογιά πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. Μετά, πάνε στη δεξαμενή για ζεμάτισμα. Οι αδιάκοπες στριγκλιές έξαλλα, μεταλλικά σκουξίματα κάνουν τους περισσότερους εργάτες να φοράνε ωτοασπίδες και έτσι περνάνε τη μέρα τους σε έναν κόσμο βουβής λύσσας. Τα βράδια πίνουν και ακούνε μουσική, δυνατά. Το τοπικό μπαρ, το «Χίλα’ς», δεν σερβίρει από κρέας τίποτε χοιρινό, μόνο στήθος κοτόπουλου, που κι αυτό, προφανώς, έχει προκόψει από εξίσου απηυδισμένους εργάτες σε κάποια άλλη σκατούπολη. Για να τα λέμε όλα, θα πρέπει να προσθέσω πως όλη αυτή η επιχείρηση ανήκει στη μητέρα μου και ότι της αποφέρει κέρδη ύψους περίπου 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο. Αφήνει άλλους να τη διευθύνουν, φυσικά. Ένας κεραμιδόγατος έσκουζε παραπονεμένα στη βεράντα εισόδου των Κάπισι και από το εσωτερικό του σπιτιού ακουγόταν ο σαματάς κάποιου πρωινού τηλεοπτικού τοκ σόου. Χτύπησα δυνατά την εξωτερική τζαμόπορτα και περίμενα. Ο γάτος τρίφτηκε στα πόδια μου: αισθάνθηκα τα πλευρά του πάνω από το παντελόνι μου. Ξαναχτύπησα δυνατά την πόρτα και η τηλεόραση έσβησε. Ο γάτος παραφυλούσε κάτω από την κούνια της βεράντας και νιαούριζε. Έγραψα με το νύχι μου κραυγή στη δεξιά παλάμη μου και χτύπησα ξανά. «Μαμά;» Μια παιδική φωνή από το ανοιχτό παράθυρο. Πλησίασα και τότε διέκρινα πίσω απ’ τη σκονισμένη σήτα ένα λιγνό αγόρι με μαύρα σγουρά μαλλιά και έκπληκτα μάτια. «Γεια. Συγγνώμη που ενοχλώ, είσαι ο Τζέιμς;» «Τι θέλεις;» «Γεια σου, Τζέιμς, συγγνώμη αν σε διέκοψα. Έβλεπες κάτι καλό;» «Αστυνομία είσαι;»
«Βοηθάω να βρούμε ποιος έκανε κακό στη φίλη σου. Μπορούμε να μιλήσουμε;» Δεν έφυγε από το παράθυρο, έσυρε απλώς το δάχτυλό του στο πλαίσιο. Πήγα και κάθισα στην πέρα άκρη της κούνιας, μακριά του. «Με λένε Καμίλ. Ένας φίλος σου μου είπε τι είδες. Ένα αγόρι με πολύ κοντά ξανθά μαλλιά;» «Ο Ντι». «Έτσι τον λένε; Τον βρήκα στο πάρκο, στο ίδιο πάρκο όπου έπαιζες με τη Νάταλι». «Αυτή η γυναίκα την πήρε. Δεν με πιστεύει κανένας. Δεν φοβάμαι. Απλώς πρέπει να μένω σπίτι. Η μαμά μου έχει καρκίνο. Είναι άρρωστη». «Αυτό μου είπε κι ο Ντι. Δεν σε κατηγορώ. Ελπίζω να μην σε τρόμαξα που εμφανίστηκα έτσι ξαφνικά». Ο μικρός έσυρε ένα από τα άκοπα νύχια του πάνω στη συρμάτινη σήτα του παραθύρου. Ο ήχος μου έφερε φαγούρα στ’ αυτιά. «Δεν της μοιάζεις. Άμα της έμοιαζες, θα είχα πάρει την αστυνομία. Ή θα σου έριχνα με το όπλο». «Πώς ήταν;» Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Τα είπα αυτά. Εκατό φορές». «Άλλη μία». «Ήταν μεγάλη». «Μεγάλη σαν εμένα;» «Μεγάλη σαν μαμά». «Τι άλλο;» «Φόραγε άσπρο νυχτικό και είχε άσπρα μαλλιά. Ήταν ολόκληρη άσπρη, αλλά όχι σαν φάντασμα. Αυτό τους λέω συνέχεια». «Άσπρη σαν τι;» «Άσπρη σαν να μην είχε ξαναβγεί στον ήλιο».
«Και αυτή η γυναίκα άρπαξε τη Νάταλι όταν πήγε προς το δάσος;»Έκανα την ερώτηση στον ίδιο μελιστάλαχτο τόνο που χρησιμοποιεί η μητέρα μου στους αγαπημένους της σερβιτόρους. «Δεν λέω ψέματα». «Όχι βέβαια. Η γυναίκα άρπαξε τη Νάταλι την ώρα που εσείς τα άλλα παιδιά παίζατε;» «Πολύ γρήγορα» είπε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Η Νάταλι πήγαινε μέσα από τα χορτάρια για να βρει το φρίσμπι. Κι εγώ είδα τη γυναίκα να περπατάει μέσα στο δάσος, να παρακολουθεί. Την είδα προτού τη δει η Νάταλι. Αλλά δεν φοβήθηκα». «Σίγουρα όχι». «Ακόμα κι όταν άρπαξε τη Νάταλι, στην αρχή δεν φοβήθηκα». «Μετά όμως;» «Όχι». Η φωνή του χαμήλωσε. «Δεν φοβήθηκα καθόλου». «Τζέιμς, μπορείς να μου πεις τι έγινε όταν η γυναίκα άρπαξε τη Νάταλι;» «Την τράβηξε επάνω της σαν να την αγκάλιαζε. Και μετά κοίταξε εμένα. Με κοίταξε καλά καλά». «Η γυναίκα σε κοίταξε;» «Ναι. αυτή. Μου χαμογέλασε. Για μια στιγμή νόμισα ότι δεν έτρεχε τίποτε. Αλλά αυτή δεν μου μίλησε. Και μετά σταμάτησε να χαμογελάει. Και μου έκανε νόημα με το δάχτυλο στο στόμα να μην μιλήσω. Και μετά μπήκε στο δάσος. Μαζί με τη Νάταλι». Ανασήκωσε πάλι τους ώμους του. «Τα έχω ξαναπεί όλα αυτά». «Στην αστυνομία;» «Πρώτα στη μαμά μου και μετά στην αστυνομία. Η μαμά μ’ έβαλε να τους τα πω. Αλλά η αστυνομία πολύ που σκοτίστηκε». «Γιατί;» «Νόμισαν ότι έλεγα ψέματα. Αλλά δεν θα τα έβγαζα απ’ το μυαλό μου. Θα ήταν χαζομάρα». «Έκανε κάτι η Νάταλι όσο συνέβαιναν όλα αυτά;»
«Όχι. Στεκόταν. Σαν να μην ήξερε τι να κάνει». «Έμοιαζε αυτή η γυναίκα με κάποια που έχεις ξαναδεί;» «Όχι. Αφού σου είπα. Όχι». Τραβήχτηκε από το παράθυρο και κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς το καθιστικό. «Λοιπόν, συγγνώμη για την ενόχληση. Γιατί δεν λες σε κανέναν φίλο σου να περάσει; Να σου κάνει παρέα». Ανασήκωσε πάλι τους ώμους του κι άρχισε να μασουλίζει ένα νύχι. «Ίσως νιώσεις καλύτερα αν βγεις και λίγο έξω». «Δεν θέλω να βγω. Εξάλλου, έχουμε το όπλο». Έδειξε προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο του, ένα πιστόλι που ισορροπούσε στο μπράτσο ενός καναπέ, δίπλα σε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς. Χριστέ μου! «Ίσως δεν πρέπει να το κρατάς εκεί, Τζέιμς. Δεν είναι καλό να το χρησιμοποιείς. Τα όπλα είναι πολύ επικίνδυνα». «Όχι και τόσο. Τη μαμά μου δεν την πειράζει». Με κοίταξε ίσια στα μάτια για πρώτη φορά. «Είσαι όμορφη. Έχεις ωραία μαλλιά». «Ευχαριστώ». «Σ’ αφήνω τώρα». «Εντάξει, Τζέιμς. Να προσέχεις». «Αυτό κάνω». Αναστέναξε αποφασιστικά και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Δευτερόλεπτα αργότερα, άρχισε πάλι ο τηλεοπτικός σαματάς. Υπάρχουν έντεκα μπαρ στο Γουίντ Γκαπ. Πήγα σε ένα απ’ αυτά που δεν σύχναζα, στο «Σένσορς». Πρέπει να είχε ευδοκιμήσει σε χάποια έξαρση της κακογουστιάς στη δεκαετία του ’8Ο, κρίνοντας απ’ τα φωτεινά ζιγκ ζαγκ από νέον στους τοίχους και τη μικρή πίστα στο κέντρο. Έπινα ένα μπέρμπον κι έγραφα πρόχειρες σημειώσεις για τα συμβάντα της μέρας, όταν ο Νόμος του Κάνσας Σίτι θρονιάστηκε στα μαξιλάρια του πάγκου απέναντι μου και ακούμπησε με δύναμη το ποτήρι της μπίρας του πάνω στο τραπέζι ανάμεσά μας. «Υποτίθεται ότι οι δημοσιογράφοι δεν μιλάνε με ανήλικους χωρίς να πάρουν άδεια». Χαμογέλασε, ήπιε μια γουλιά μπίρα. Η μητέρα του Τζέιμς, μόλις πριν από λίγο, πρέπει να είχε κάνει ένα τηλεφώνημα. «Οι δημοσιογράφοι αναγκάζονται να περάσουν στην επίθεση όταν η αστυνομία τους κρατάει στο σκοτάδι σε μια έρευνα δολοφονίας» είπα χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου.
«Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά της, όταν οι δημοσιογράφοι δημοσιεύουν λεπτομερείς περιγραφές των ερευνών σε εφημερίδες του Σικάγου». Το γνωστό παλιό παιχνίδι. Επέστρεψα στις σημειώσεις μου, που ήταν υγρές από τον ιδρώτα του ποτηριού μου. «Ας επιχειρήσουμε μια άλλη προσέγγιση. Είμαι ο Ρίτσαρντ Γουίλις». Ήπιε άλλη μια γουλιά, κροτάλισε τα χείλη του. «Εδώ μπορείς να πετάξεις το αστείο σου περί μπάτσου. Λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα». «Δελεαστικό». «Μπάτσος, όπως χαστούκι. Μπάτσος, όπως αστυνομικός». «Ναι, το ’πιασα». «Κι εσύ είσαι η Καμίλ Πρίκερ, το κορίτσι από το Γουίντ Γκαπ που τα κατάφερε στη μεγάλη πόλη». «Ναι, εγώ είμαι αυτή». Χαμογέλασε μ’ εκείνο το επικίνδυνο χαμόγελο οδοντότσίχλας και πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του. Δεν φορούσε βέρα. Αναρωτήθηκα από πότε είχα αρχίσει να προσέχω τέτοια πράγματα. «Εντάξει, Καμίλ, τι θα έλεγες αν εσύ κι εγώ κηρύξουμε ειρήνη; Προς το παρόν έστω. Άκου τι προτείνω. Τποθέτω πως δεν χρειάζεται να σε επιπλήξω όσον αφορά τον μικρό Κάπισι». «Υποθέτω ότι αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχεις να με επιπλήξεις για τίποτε. Γιατί η αστυνομία αγνόησε την κατάθεση του μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα στην απαγωγή της Νάταλι Κιν;»Έπιασα το στιλό μου για να του δείξω πως η συζήτησή μας θα καταγραφόταν. «Ποιος λέει ότι την αγνοήσαμε;» «Ο Τζέιμς Κάπισι». «Α, ναι, πολύ έγκυρη πηγή». Γέλασε. «Εδώ θα πω κάτι μικρό, αλλά σημαντικό, δεσποινίς Πρίκερ». Μιμούνταν πολύ καλά τον Βίκερι παρίστανε μέχρι και ότι έστριβε ένα φανταστικό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο. «Δεν κάνουμε συμμέτοχους στην πορεία μιας έρευνας εννιάχρονα αγοράκια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε ή όχι την ιστορία τους». «Την πιστεύετε;»
«Δεν μπορώ να απαντήσω». «Θεωρώ ότι, αν είχατε μια αξιόπιστη λεπτομερή περιγραφή υπόπτου δολοφονίας, θα θέλατε εσείς οι ίδιοι να ενημερώσετε τον κόσμο, ώστε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Προφανώς δεν έχετε, άρα πρέπει να υποθέσω ότι απορρίψατε τη μαρτυρία του μικρού». «Και πάλι δεν απαντώ». «Γνωρίζω ότι η Αν Νας δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά» συνέχισα. «Ισχύει το ίδιο και για τη Νάταλι Κιν;» «Δεσποινίς ΙΙρίκερ. Δεν μπορώ να κάνω κανένα σχόλιο αυτή τη στιγμή». «Τότε, γιατί κάθεσαι εδώ και μου μιλάς;» «Πρώτον, γιατί ξέρω ότι διέθεσες αρκετό από το χρόνο σου, εργάσιμο χρόνο, για να δώσεις στην αστυνομία τη δική σου εκδοχή σχετικά με την ανακάλυψη του πτώματος της Νάταλι. Ήθελα να σε ευχαριστήσω γι’ αυτό». «Την εκδοχή μου',» «Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή μιας ανάμνησης» μου απάντησε. «Για παράδειγμα, εσύ είπες ότι τα μάτια της Νάταλι ήταν ανοιχτά. Οι Μπρούσαρντ είπαν ότι ήταν κλειστά». «Δεν σχολιάζω» δήλωσα με κακεντρέχεια. «Τείνω να πιστέψω μια γυναίκα που βγάζει το ψωμί της από τη δημοσιογραφία, παρά τους ηλικιωμένους ιδιοκτήτες ενός εστιατορίου» είπε ο Γουίλις. «Θα ήθελα ν’ ακούσω, όμως, πόσο βέβαιη είσαι». «Είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά η Νάταλι;» Άφησα κάτω το στιλό μου. «Ανεπίσημα». Έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, στριφογυρίζοντας το μπουκάλι της μπίρας του. «Όχι». «Είμαι βέβαιη ότι τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Αλλά, ήσουν κι εσύ εκεί». «Ήμουν» είπε. «Επομένως, δεν χρειάζεσαι τη δική μου μαρτυρία γι’ αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο;» «Τι;»
«Είπες “πρώτον...”» «Α, ναι. Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής κάτι που φαίνεται να εκτιμάς πολύ ο δεύτερος λόγος που ήθελα να μιλήσω μαζί σου είναι γιατί έχω σχάσει να μιλήσω με κάποιον που να μην είναι από εδώ». Αστραφτερό χαμόγελο. «Θέλω να πω, ξέρω ότι κι εσύ είσαι αποδώ. Και απορώ πώς την έβγαλες καθαρή. Εγώ πηγαινοέρχομαι από πέρυσι τον Αύγουστο και κοντεύει να μου στρίψει. Όχι ότι το Κάνσας Σίτι είναι καμιά πολύβουη μητρόπολη, αλλά έχει κάποια νυχτερινή ζωή. Μια κουλτούρα... κάποια κουλτούρα. Έχει κόσμο». «Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις». «Θέλω δεν θέλω. Μπορεί να μείνω αρκετά ακόμη». «Ναι». Του έδειξα το μπλοκάκι μου. «Λοιπόν, ποια είναι η θεωρία σας, κύριε Γουίλις;» «Για την ακρίβεια, ντετέκτιβ Γουίλις». Μου χαμογέλασε πάλι. Αποτελείωσα το ποτό μου με τη μία και άρχισα να μασουλίζω την άκρη από το κοντό καλαμάκι του κοκτέιλ. «Να σε κεράσω ένα ποτό ακόμα, Καμίλ;» Κουδούνισα τα παγάκια στο ποτήρι μου και ένευσα καταφατικά. «Μπέρμπον. Σκέτο». «Ωραία». Ενώ βρισκόταν στο μπαρ, πήρα το στιλό μου και έγραψα τη λέξη μπάτσος στο εσωτερικό του καρπού μου, με μια καλλιγραφική μονοκοντυλιά. Ο Γουίλις επέστρεψε με δύο Γουάιλντ Τέρκις. «Λοιπόν». Μου κούνησε τα φρύδια του. «Η πρότασή μου είναι να μιλήσουμε απλώς για λίγο. Σαν απλοί πολίτες; Ειλικρινά, το έχω ανάγκη. Ο Μπιλ Βίκερι δεν πεθαίνει από επιθυμία να με γνωρίσει σαν άνθρωπο». «Το ίδιο κι εγώ». «Μάλιστα. Λοιπόν, είπαμε ότι είσαι από το Γουίντ Γκαπ και τώρα δουλεύεις για μια εφημερίδα του Σικάγου. Την Τρίμπωυν,» «Την Ντέιλι Ποστ». «Αυτή δεν την ξέρω». «Δεν είναι απαραίτητο». «Τόσο καλά, ε;»
«Καλά είναι. Ό,τι πρέπει». Δεν ήμουν σε διάθεση να γοητεύσω, δεν ήμουν καν σίγουρη αν θα θυμόμουν τα βασικά του παιχνιδιού. Η Άντορα είναι αυτή που κάνει θραύση στην οικογένεια μέχρι και ο τύπος που έρχεται μια φορά το χρόνο και κάνει απεντόμωση της στέλνει κάρτες λατρείας τα Χριστούγεννα. «Δεν μου δίνεις τίποτε να πιαστώ, Καμίλ. Αν θέλεις να φύγω, θα φύγω». Δεν το ήθελα, αλήθεια. Είχε ευχάριστο παρουσιαστικό και η φωνή του με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο κουρέλι. Επίσης, δεν έβλαπτε καθόλου που κι αυτός αισθανόταν ξένος εδώ. «Συγγνώμη, ήμουν απότομη. Η επιστροφή εδώ ήταν ανώμαλη για μένα. Και το να γράφω για όλα αυτά δεν βοηθάει». «Πόσο καιρό είχες να έρθεις;» «Χρόνια. Οχτώ, για την ακρίβεια». «Αλλά οι δικοί σου μένουν ακόμη εδώ». «Ω, ναι. Φανατικοί Γουιντγκαπιανοί. Νομίζω πως έτσι λέγονται, για να απαντήσω στην ερώτηση που έκανες νωρίτερα σήμερα». «Α, ευχαριστώ. Δεν θα ήθελα να προσβάλω αυτούς τους καλούς ανθρώπους. Περισσότερο απ’ όσο τους έχω προσβάλει ήδη. Και, είναι ευχαριστημένοι εδώ οι δικοί σου;» «Μμχμμμ. Ούτε που θα το σκέφτονταν ποτέ να φύγουν. Πάρα πολλοί φίλοι. Πάρα πολύ τέλειο σπίτι. Και τα λοιπά». «Και οι δύο γονείς σου γεννήθηκαν εδώ;» Μια αντροπαρέα, όλοι γνωστές φυσιογνωμίες, περίπου στην ηλικία μου, ήρθαν και κάθισαν σε ένα διπλανό διαχωριστικό, κρατώντας από ένα μεγάλο ποτήρι αφρισμένη μπίρα ο καθένας. Έλπιζα να μην με δουν. «Η μαμά μου, ναι. Ο πατριός μου είναι από το Τενεσί. Μετακόμισε εδώ όταν παντρεύτηκαν». «Πότε έγινε αυτό;» «Σχεδόν πριν από τριάντα χρόνια, νομίζω». Προσπάθησα να πίνω με πιο αργούς ρυθμούς για να μην τελειώσω πρώτη το ποτό μου.
«Και ο πατέρας σου;» Χαμογέλασα με νόημα. «Εσύ μεγάλωσες στο Κάνσας Σίτι;» «Ναι. Ούτε που μου περνάει από το μυαλό να φύγω. Πάρα πολλοί φίλοι. Πολύ τέλειο σπίτι. Και τα λοιπά». «Και... σου αρέσει που είσαι αστυνομικός εκεί;» «Έχει κάποια δράση. Αρκετή ώστε να μην γίνω Βίκερι. Πέρυσι ασχολήθηκα με τα ψυχολογικά προφίλ. Δολοφόνων κυρίως. Είχαμε έναν τύπο που έκανε επιθέσεις κατά συρροή σε γυναίκες στην πόλη». «Τις βίαζε;» «Όχι. Τις καβαλούσε, έχωνε το χέρι του μέσα στο στόμα τους και τους ξέσκιζε το λαιμό με τα νύχια του». «Χριστέ μου». «Τον πιάσαμε. Ήταν ένας μεσόκοπος πωλητής σε κάβα ποτών που ζούσε ακόμη με τη μητέρα του. Είχε ακόμη δέρμα από το λαιμό της τελευταίας γυναίκας κάτω από τα νύχια του. Δέκα μέρες μετά την επίθεση». Δεν ήμουν σίγουρη αν οίκτιρε τον τύπο για τη βλακεία του ή για τις κακές συνήθειες υγιεινής του. «Καλό». «Και τώρα είμαι εδώ. Μικρότερη πόλη, μεγαλύτερο πεδίο αποκάλυψης του δράστη. Όταν μας τηλεφώνησε ο Βίκερι την πρώτη φορά, η υπόθεση δεν ήταν ακόμα μεγάλη, οπότε έστειλαν έναν μέτριας κλάσης. Εμένα». Χαμογέλασε, σαν να υποτιμούσε τον εαυτό του. «Στη συνέχεια, μας βγήκε το κατά συρροή. Με άφησαν να κρατήσω την υπόθεση προς το παρόν με τον όρο ότι καλά θα κάνω να μην τα θαλασσώσω». Η κατάσταση μου ήταν γνώριμη. «Περίεργο να στηρίζεις τη μεγάλη ευκαιρία σου σε κάτι τόσο φριχτό» συνέχισε. «Αλλά, κάτι πρέπει να ξέρεις κι εσύ απ’ αυτά. Τι είδους ρεπορτάζ κάνεις στο Σικάγο;» «Καλύπτω το αστυνομικό δελτίο, οπότε τα ίδια σκατά με σένα: κακοποιήσεις, βιασμούς, δολοφονίες». Ήθελα να του αποδείξω ότι ήξερα κι εγώ από ιστορίες φρίκης. Ανόητο, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ. «Τον περασμένο μήνα ήταν ένας 82άχρονος. Τον σκότωσε ο γιος
του και τον άφησε να σαπίζει μέσα σε μια μπανιέρα. Ο τύπος ομολόγησε, αλλά, βεβαίως, δεν μπόρεσε να πει το λόγο για τον οποίο το έκανε». Μετάνιωσα που είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη σκατά για να χαρακτηρίσω τις κακοποιήσεις, τους βιασμούς και τους φόνους. Μεγάλη ασέβεια. «Απ’ ό,τι φαίνεται έχουμε δει και οι δυο αρκετές ασχήμιες» είπε ο Ρίτσαρντ. «Ναι». Στριφογύριζα το ποτό μου. Δεν είχα τίποτε να πω. «Λυπάμαι». «Κι εγώ». Με παρατηρούσε. Ο μπάρμαν χαμήλωσε τα φώτα στην αίθουσα, σήμα ότι άρχιζαν οι νυχτερινές ώρες. «Να δούμε καμιά ταινία κανένα βράδυ». Το πρότεινε σε τόνο παρηγοριάς, σάμπως με μια βραδιά στο τοπικό σινεμά όλα θα πήγαιναν καλά για μένα. «Ίσως». Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου. «Ίσως». Ο Γουίλις ξεκόλλησε την ετικέτα από το άδειο μπουκάλι της μπίρας δίπλα του και την έστρωσε πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Τσαπατσουλιές. Σίγουρο σημάδι ότι δεν είχε δουλέψει ποτέ του σε μπαρ. «Λοιπόν, Ρίτσαρντ, ευχαριστώ για το ποτό. Πρέπει να γυρίσω σπίτι». «Χάρηκα που μιλήσαμε, Καμίλ. Να σε συνοδέψω ως το αυτοκίνητό σου;» «Όχι, δεν πειράζει». «Είσαι εντάξει για να οδηγήσεις; Δεν κάνω τον αστυνομικό, να εξηγούμαι». «Είμαι μια χαρά». «Εντάξει. Όνειρα γλυκά». «Επίσης. Και την επόμενη φορά θέλω μια δήλωσή σου». Ο Άλαν, η Άντορα και η Άμα ήταν μαζεμένοι στο καθιστικό όταν επέστρεψα. Η σκηνή ήταν εκπληκτική, τόσο ίδια με τις παλιές μέρες, τότε με τη Μάριαν. Η Άμα και η μητέρα μου κάθονταν στον καναπέ, η μητέρα μου είχε αγκαλιά την Άμα με μάλλινο νυχτικό παρά τη ζέστη και κρατούσε ένα παγάκι πάνω στα χείλη της. Η ετεροθαλής αδερφή μου σήκωσε τα
μάτια της, με κοίταξε περιφρονητικά και συνέχισε να παίζει με ένα γυαλιστερό τραπέζι φαγητού από μαόνι, ολόιδιο μ’ εκείνο που υπήρχε στο διπλανό δωμάτιο, στην τραπεζαρία, με μόνη διαφορά ότι αυτό είχε ύψος δέκα εκατοστών. «Τίποτε ανησυχητικό» είπε ο Άλαν σηκώνοντας το κεφάλι από την εφημερίδα του. «Η Άμα έχει λίγες κρυάδες». Ένιωσα πρώτα μια σουβλιά πανικού και μετά δυσφορία: βουλίαζα πίσω στις παλιές συνήθειες, ήμουν έτοιμη να τρέξω στην κουζίνα να ζεστάνω τσάι, έτσι όπως έκανα πάντα όταν αρρώσταινε η Μάριαν. Ήμουν έτοιμη να πάω να στηθώ δίπλα στη μητέρα μου περιμένοντας ν’ απλώσει το χέρι της να με αγκαλιάσει κι εμένα. Η μητέρα μου και η Άμα δεν είπαν τίποτε. Η μητέρα μου δεν σήκωσε καν τα μάτια της να με κοιτάξει, παρά έφερε με τη μύτη της το κεφάλι της Άμα πιο κοντά στο στήθος της και άρχισε να της ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί. «Εμείς οι Κρέλιν είμαστε λίγο υπερευαίσθητοι» είπε ο Άλαν, κάπως ένοχα. Πράγματι, οι γιατροί στο Γούντμπερι πρέπει να έβλεπαν τουλάχιστον έναν Κρέλιν τη βδομάδα τόσο η μητέρα μου όσο και ο Άλαν ήταν ακραία υπερβολικοί όταν είχε να κάνει με την υγεία τους. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, τη μητέρα μου να με κυνηγάει συνέχεια με αλοιφές, με λάδια, με σπιτικά γιατροσόφια και ομοιοπαθητικές ανοησίες. Καμιά φορά, έπινα τα αηδιαστικά καταπότια, αλλά τις πιο πολλές αρνιόμουν να τα πάρω. Μετά αρρώστησε η Μάριαν, αρρώστησε σοβαρά, και η Άντορα είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει απ’ το να καλοπιάνει εμένα να καταπιώ απόσταγμα από σπόρους βρόμης. Τώρα με έπιασαν τύψεις: όλα εκείνα τα σιρόπια και τα χάπια που μου έδινε και εγώ τα αρνιόμουν. Ήταν η τελευταία φορά που είχα όλη την προσοχή της μητέρας μου. Ξαφνικά ευχήθηκα να ήμουν πιο εύκολο παιδί. Οι Κρέλιν. Όλοι εδώ μέσα είναι Κρέλιν, εκτός από μένα, σκέφτηκα με παιδιάστικο θυμό. «Λυπάμαι που είσαι αδιάθετη, Άμα» είπα. «Το σκάλισμα στα πόδια είναι λάθος» κλαψούρισε η Άμα. Σήκωσε απότομα το τραπέζι για να το δει η μητέρα μου, αγανακτισμένη. «Τι μάτι είναι αυτό που έχεις» είπε η Άντορα εξετάζοντας από κοντά τη μινιατούρα. «Μα ούτε καν φαίνεται, μωρό μου. Μόνο εσύ θα το ξέρεις». Έστρωσε απαλά προς τα πίσω τα υγρά μαλλιά στο μέτωπο της Άμα. «Δεν μπορώ να το έχω λάθος» είπε η Άμα, αγριοκοιτάζοντας το τραπέζι. «Να το πάμε πίσω. Τι νόημα έχει να είναι ειδική κατασκευή, αν δεν είναι σωστό;»
«Αγάπη μου, πίστεψέ με, δεν φαίνεται καν». Η μητέρα μου πήγε να χαϊδέψει την Άμα στο μάγουλο, αλλά εκείνη είχε αρχίσει να σηκώνεται. «Μου είχες πει πως θα ήταν όλα τέλεια. Μου το υποσχέθηκες!» Η φωνή της έτρεμε και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της. «Τώρα πάει. Χάλασαν όλα. Είναι η τραπεζαρία δεν γίνεται να έχω ένα τραπέζι που δεν ταιριάζει. Δεν το θέλω!» «Άμα...» Ο Άλαν δίπλωσε την εφημερίδα και δοκίμασε ν’ αγκαλιάσει την κόρη του, αλλά εκείνη τραβήχτηκε απότομα μακριά του. «Μόνο αυτό ήθελα, μόνο αυτό σας ζητάω και σας ούτε που σας νοιάζει αν είναι λάθος!» ούρλιαζε τώρα η Άμα ανάμεσα στα δάκρυα της, σε πλήρη υστερία, και το πρόσωπό της γέμισε κοκκινίλες από το θυμό. «Άμα, ηρέμησε» είπε παγερά ο Άλαν και δοκίμασε ξανά να την πιάσει. «Το μόνο που ζητάω!» στρίγκλισε η Άμα και πέταξε με δύναμη το τραπέζι στο πάτωμα, όπου διαλύθηκε σε πέντε κομμάτια. Τα πάτησε, τα έκανε λιώμα κι ύστερα έχωσε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι του καναπέ και έσκουζε θρηνητικά. «Λοιπόν» είπε η μητέρα μου. «Απ’ ό,τι φαίνεται, τώρα θα πρέπει να πάρουμε καινούργιο». Αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου, μακριά απ’ αυτό το φριχτό παιδί που δεν ήταν καθόλου σαν τη Μάριαν. Το κορμί μου είχε αρχίσει να φουντώνει. Βημάτισα πάνω κάτω για λίγο, προσπάθησα να θυμηθώ πώς να αναπνέω σωστά, πώς να καλμάρω το δέρμα μου. Όμως αυτό είχε ανάψει, με φλόγιζε. Μερικές φορές, οι ουλές μου κάνουν του κεφάλιού τους. Εγώ χαρακώνομαι, βλέπετε. Με ψαλίδια, με μαχαίρια, με κόφτες, με καρφιά. Είμαι πολύ ειδική περίπτωση. Έχω ένα σκοπό. Το απαιτεί το δέρμα μου, βλέπετε. Είναι όλο καλυμμένο από λέξεις σκαρώνω, λουκούμι, γατούλα, μπούκλες, λες και έμαθε να γράφει με μαχαίρι πάνω στη σάρκα μου ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού. Καμιά φορά, αλλά πολύ σπάνια, με πιάνουν τα γέλια. Εκεί που βγαίνω απ’ την μπανιέρα και βλέπω με τη γωνία του ματιού μου γραμμένο από πάνω προς τα κάτω στο πλάι του μηρού μου: μπεϊμπιντόλ. Εκεί που φοράω ένα πουλόβερ και, σαν αστραπή, στον καρπό μου: βλαβερό. Γιατί αυτές ειδικά οι λέξεις; Χιλιάδες ώρες θεραπείας έχουν αποφέρει κάποιες ιδέες στους καλούς μου τους γιατρούς. Συχνά είναι λέξεις που εκφράζουν θηλυκότητα, του στιλ χαδιάρα γατούλα, Ντικ και Τζέιν1 σε ροζ εκδοχή. Ή, άρνηση πέρα για πέρα. Αριθμός συνωνύμων του αγωνιώ που έχω χαραγμένα στο δέρμα μου: έντεκα. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι, πως τότε ήταν θέμα ζωής και θανάτου να δω αυτά τα γράμματα πάνω μου όχι απλώς να τα δω, να τα ψηλαφήσω. Καυτό πάνω στον αριστερό γοφό μου: μεσοφόρι.
Και κοντά σ’ αυτό, η πρώτη μου λέξη, που χαράχτηκε μια ζόρικη μέρα καλοκαιριού, όταν ήμουν δεκατριών: πρόστυχη. Ξύπνησα εκείνο το πρωί και ζεσταινόμουν, και βαριόμουν, και αγωνιούσα για τις ώρες που είχα μπροστά μου. Πώς να κρατηθείς ασφαλής, όταν ολόκληρη η μέρα σου είναι πλατιά και άδεια όσο κι ο ουρανός; Οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί. Θυμάμαι να την αισθάνομαι τη λέξη, βαριά και κάπως κολλώδη πάνω στο εφηβαίο μου, από τη μια άκρη ως την άλλη. Το μαχαίρι της μαμάς για το κρέας. Θυμάμαι να τη χαράζω σαν μικρό παιδί, πάνω σε φανταστικές κόκκινες γραμμές. Να καθαρίζομαι. Να μπήγω το μαχαίρι βαθύτερα. Να καθαρίζομαι. Να ξεπλένω το μαχαίρι με χλωρίνη, να τρυπώνω κρυφά στην κουζίνα για να το ξαναβάλω στη θέση του. Πρόστυχη. Ανακούφιση. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασα φροντίζοντας την πληγή μου. Σκάλιζα τις γωνίες του Π με μια μπατονέτα βουτηγμένη στο οινόπνευμα. Μπατσίζοντας χαϊδευτικά τα μάγουλά μου ώσπου να περάσει το τσούξιμο. Λοσιόν. Επίδεσμος. Ξανά από την αρχή. Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν, φυσικά. Τα προβλήματα πάντα ξεκινάνε πολύ πιο πριν απ’ όταν τα βλέπεις, απ’ όταν τα βλέπεις πραγματικά. Ήμουν εννιά χρόνων και αντέγραφα, με ένα παχύ μολύβι, μαύρο με άσπρες βούλες, όλα τα επεισόδια της σειράς «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι», λέξη προς λέξη, σε μεγάλα σπιράλ τετράδια με γυαλιστερό πράσινο εξώφυλλο. Ήμουν δέκα χρόνων κοα έγραφα πάνω στο παντελόνι μου με μπλε στιλό τα μισά απ’ όσα έλεγε στην τάξη η δασκάλα μου. Μετά το έπλενα κρυφά, ενοχικά, στο νιπτήρα του μπάνιου μου, με παιδικό σαμπουάν. Οι λέξεις γίνονταν θολές μουτζοόρες και άφηναν γαλαζωπά ιερογλυφικά στα μπατζάκια του παντελονιού, από πάνω μέχρι κάτω, σαν να τα είχε περπατήσει ένα μικρούτσικο πουλάκι που είχε βουτήξει τα πόδια του σε μελάνι. Στα έντεκα, κατέγραφα εντελώς ψυχαναγκαστικά το καθετί που μου έλεγε ο οποιοσδήποτε σε ένα μικρό μπλε σημειωματάριο, μια μικρή ρεπόρτερ ήδη. Η κάθε φράση έπρεπε να αποτυπωθεί στο χαρτί, αλλιώς δεν θα ήταν πραγματική, θα χανόταν. Έβλεπα καθαρά τις λέξεις να αιωρούνται στο μεσοδιάστημα Καμίλ, δώσε μου το γάλα και μέσα μου φούντωνε το άγχος καθώς άρχιζαν να ξεθωριάζουν, να διαλύονται σαν συννεφάκι από εξάτμιση αυτοκινήτου. Καταγράφοντάς τις όμως, τις είχα. Τέρμα η αγωνία να μην χαθούν. Ήμουν συντηρητής του προφορικού λόγου. Ήμουν το φρικιό της τάξης, μια σφιγμένη, νευρική μαθήτρια της ογδόης δημοτικού που κατέγραφε πυρετωδώς σκόρπιες κουβέντες («Ο κύριος Φίνεϊ είναι εντελώς γκέι», «Η Τζέιμι Ντόλσον είναι άσχημη», «ΓΙοτέ δεν έχουν σοκολατούχο γάλα») με ένα ζήλο που άγγιζε τα όρια της θρησκευτικής αφοσίωσης. Η Μάριαν πέθανε την ημέρα που έκλεινα τα δεκατρία. Ξύπνησα, πήγα με τις παντόφλες στο δωμάτιό της να πω ένα γεια το πρώτο πράγμα που έκανα πάντα— και τη βρήκα με τα μάτια ορθάνοιχτα και την κουβέρτα ως το πιγούνι. Θυμάμαι ότι δεν ξαφνιάστηκα. Η Μάριαν πέθαινε απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου.
Εκείνο το καλοκαίρι συνέβησαν κι άλλα πράγματα. Εγώ, εντελώς ξαφνικά, αδιαμφισβήτητα, ομόρφυνα. Θα μπορούσε να μου είχε συμβεί το ανάποδο. Η Μάριαν ήταν κατά κοινή ομολογία η καλλονή: μεγάλα γαλάζια μάτια, λεπτή μυτούλα, τέλειο πιγούνι. Τα χαρακτηριστικά μου άλλαζαν μέρα με τη μέρα, σαν να περνούσαν από πάνω μου σύννεφα ρίχνοντας κολακευτικές ή αρρωστημένες σκιές στο πρόσωπό μου. Αλλά όταν διαμορφώθηκαν οριστικά και αυτό το συνειδητοποιήσαμε όλοι εκείνο το καλοκαίρι, το ίδιο καλοκαίρι που εγώ είδα για πρώτη φορά αίμα ανάμεσα στα πόδια μου, το ίδιο καλοκαίρι που άρχισα να αυνανίζομαι με ένα είδος ψυχαναγκαστικής μανίας, τότε κόλλησα. Απορροφήθηκα από τον εαυτό μου σε ένα απίθανο φλερτ με κάθε καθρέφτη που έβρισκα μπροστά μου. Ασυγκράτητη σαν νεαρό πουλάρι. Και οι άνθρωποι με λάτρεψαν. Δεν ήμουν πια το κακόμοιρο (που, τι περίεργο, πέθανε η αδερφή του). Ήμουν το όμορφο κορίτσι (που, τι κρίμα, πέθανε η αδερφή του). Και έτσι έγινα αγαπητή. Ήταν επίσης το καλοκαίρι που άρχισα να χαρακώνομαι και αφοσιώθηκα και σ’ αυτό όσο και στην πρωτόγνωρη για μένα αίσθηση ότι άρεσα. Τρελαινόμουν να περιποιούμαι τον εαυτό μου. Να σφουγγίζω απαλά με ένα υγρό πανάκι μια λεπτή κόκκινη στρώση από το αίμα μου και, ως διά μαγείας, να αποκαλύπτεται πάνω από τον αφαλό μου το υπερευαίσθητη. Να βάζω οινόπνευμα μ’ ένα βαμβάκι και οι λεπτές άσπρες ίνες να σκαλώνουν πάνω στις αιμάτινες γραμμές του ξετσίπωτη. Πέρασα και μια φάση με βρομόλογα στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, αλλά αργότερα τα τροποποίησα. Με τις κατάλληλες κοψιές το μουνί γίνεται βουνό, το πέος μεταμορφώνεται σε πέρα, η τρύπα μετατρέπεται στο αδόκιμο πρόΚα, με το μεσαίο π να προεκτείνεται σε κ κεφαλαίο στη μέση της λέξης. Η τελευταία λέξη που έχω χαράξει επάνω μου, δεκάξι χρόνια απ’ όταν πρωτάρχισα: χάσου. Καμιά φορά ακούω τις λέξεις να μαλώνουν η μια με την άλλη πάνω στο κορμί μου. Από την κορυφή του ώμου μου, η κιλότα να φωνάζει το κερασάκι στη μέσα μεριά του δεξιού μου γόνατου. Από τη μέσα μεριά του μεγάλου δάχτυλου του ποδιού το ράβω να εκτοξεύει πνιχτές απειλές στο μωρό. ακριβώς κάτω από το αριστερό μου στήθος. Μπορώ και τις κάνω να σωπαίνουν με το που σκέφτομαι το χάσου, πάντα χαμηλόφωνο και αρχοντικό, να κυριαρχεί σε όλες τις άλλες λέξεις από το ύψος και την ασφάλεια του σβέρκου μου. Επίσης: Στο κέντρο της πλάτης μου, εκεί που είναι πολύ δύσκολο να φτάσω, έχω έναν κύκλο από παρθένο, τέλειο δέρμα σε μέγεθος γροθιάς. Με τα χρόνια έχω βρει και τα προσωπικά μου αστειάκια. Εμένα μπορείς να με διαβάσεις σαν ανοιχτό βιβλίο. Θέλεις να σου το πω και γραπτώς; Εγώ την έχω γράφει μόνη μου τη μοίρα μου. Πλάκα δεν έχει; Δεν αντέχω να αντικρίσω τον εαυτό μου χωρίς να είμαι απόλυτα καλυμμένη. Κάποτε ίσως επισκεφτώ έναν πλαστικό χειρουργό, να δω τι μπορεί να γίνει για
να με στρώσει, αλλά τώρα δεν θα άντεχα την αντίδρασή του. Αντί γι’ αυτό, πίνω. οπότε δεν σκέφτομαι και πολύ τι έχω κάνει στο σώμα μου, οπότε δεν το κάνω πια. Ωστόσο, τον περισσότερο καιρό όταν είμαι ξύπνια, θέλω να χαρακώσω. Και όχι μικρές λέξεις. Διφορούμενη. Ανέκφραστη. Αμφίσημη. Στο νοσοκομείο μου στο Ιλινόις δεν θα χαίρονταν καθόλου μ’ αυτή την επιθυμία μου. 1
Οι βασικοί χαρακτήρες σε αλφαβητάρια του δημοτικού που χρησιμοποιούνταν στις ΗΠΑ από το 193Ο ως και τη δεκαετία του ’7Ο.
Για όσους χρειάζονται οπωσδήποτε ένα όνομα, υπάρχει ένα ολόκληρο καλαθάκι με ιατρικούς όρους. Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι το χαράκωμα με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής. Ήταν μια απόδειξη. Σκέψεις και λόγια αποτυπωμένα εκεί όπου μπορούσα ανά πάσα στιγμή να τα δω, να τα ιχνηλατήσω. Η αλήθεια, εκείνη που τσούζει, πάνω στο δέρμα μου, σε μια φρικαλέα στενογραφία. Πες μου ότι πας σε γιατρό κι εγώ θα θέλω να χαράξω στο μπράτσο μου στενοχώριες. Πες μου πως ερωτεύτηκες κι εγώ θα γράψω αμέσως, με το νύχι, τραγικό πάνω στο στήθος μου. Εγώ δεν θέλησα σώνει και καλά να θεραπευτώ. Αλλά είχα ξεμείνει από χώρο για γράψιμο, κοβόμουν πια ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κακό. κλάμα σαν πρεζόνι που ψάχνει την τελευταία φλέβα. Το χάσου μου την έκανε τη δουλειά. Είχα φυλάξει το σβέρκο μου, πολύ ωραίο, εκλεκτό σημείο, για ένα καλό τελευταίο χαράκωμα. Ύστερα πήγα και ομολόγησα. Έμεινα στο νοσοκομείο τρεις μήνες. Είναι ένα ειδικό μέρος για ανθρώπους που κόβονται, σχεδόν μόνο γυναίκες, κάτω από τα είκοσι πέντε οι περισσότερες. Εγώ πήγα εκεί στα τριάντα. Παρά έξι μήνες. Δύσκολοι καιροί. Ο Κιούρι με επισκέφτηκε μια φορά, μου έφερε κίτρινα τριαντάφυλλα. Έκοψαν όλα τα αγκάθια πριν τον αφήσουν να περάσει στην αίθουσα υποδοχής, τα έκλεισαν σε ειδικά πλαστικά δοχεία ο Κιούρι είπε ότι έμοιαζαν με μπουκαλάκια από χάπια και τα κλείδωσαν κάπου μέχρι να περάσει το φορτηγό για τα σκουπίδια. Καθίσαμε στο σαλονάκι, όλο στρογγυλεμένες γωνίες και μαλακούς καναπέδες και, ενώ μιλούσαμε για την εφημερίδα, για τη γυναίκα του και για τα τελευταία νέα στο Σικάγο, εγώ έψαχνα με τα μάτια το σώμα του για κάτι αιχμηρό. Καμιά αγκράφα ζώνης, καμιά παραμάνα, κάνα κούμπωμα ρολογιού. «Κορίτσι μου, λυπάμαι πολύ» μου είπε στο τέλος της επίσκεψης, και ήμουν σίγουρη ότι το εννοούσε γιατί η φωνή του ήταν υγρή. Όταν έφυγε ήμουν τόσο αηδιασμένη με τον εαυτό μου που πήγα στο μπάνιο και ξέρασα και, εκεί που ξερνούσα, πρόσεξα στο καπάκι της λεκάνης τις βίδες που ήταν καλυμμένες με καουτσούκ. Έβγαλα το προστατευτικό μιας απ’ αυτές και δούλευα στην παλάμη μου ένα Εγώ, μέχρι που ήρθαν και με πήραν σηκωτή, με το αίμα να αναβλύζει από την πληγή μου σαν στίγματα. Η διπλανή μου στο δωμάτιο αυτοκτόνησε λίγο αργότερα, την ίδια εκείνη βδομάδα. Όχι κόβοντας τις φλέβες της. Το οποίο ήταν, βεβαίως, η τραγική ειρωνεία. Ήπιε ένα ολόκληρο μπουκάλι Γουίντεξ που είχε ξεχάσει μια καθαρίστρια. Ήταν δεκάξι χρόνων, πρώην μαζορέτα και χαρακωνόταν από τους μηρούς και πάνω για να μην το προσέξει κανείς. Οι γονείς της με αγριοκοίταξαν όταν ήρθαν να πάρουν τα πράγματά της. Την κατάθλιψη πάντα τη λένε μαυρίλα, αλλά εγώ πολύ θα το χαιρόμουν αν άρχιζα κάποτε να βλέπω τον κόσμο γκρίζο μολυβί. Για μένα η κατάθλιψη έχει την κιτρινίλα των ούρων. Ατέλειωτα μίλια ξεπλυμένο, αραιό κάτουρο.
Οι νοσοκόμες μάς έδιναν φάρμακα για να ηρεμήσει το δέρμα μας που μας έτρωγε. Μας έδινα κι άλλα, για να ησυχάσει το μυαλό μας, που μας έκαιγε. Μας έκαναν σωματική έρευνα δύο φορές την εβδομάδα για αιχμηρά αντικείμενα και κάναμε θεραπευτικές ομάδες, όπου εξαγνιζόμασταν, θεωρητικά, από το θυμό και το μίσος προς τον εαυτό μας. Μάθαμε να μην τον στρέφουμε εναντίον μας. Μάθαμε να κατηγορούμε. Μετά ένα μήνα καλής συμπεριφοράς, κερδίσαμε μπάνια με αφρόλουτρα και μασάζ. Διδαχτήκαμε την καλοσύνη της σωματικής επαφής. Ο μόνος άλλος επισκέπτης μου ήταν η μητέρα μου, που είχα να τη δω μισή δεκαετία. Μύριζε μοβ λουλούδια και φορούσε ένα κουδουνιστό βραχιόλι φυλαχτό που το λιμπιζόμουν όταν ήμουν παιδί. Όσο ήμασταν μόνες, μου μίλαγε για τις φυλλωσιές και για έναν καινούργιο κανονισμό της πόλης που επέβαλλε να έχουν κατεβεί όλα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια μέχρι τις 15 Ιανουαρίου το αργότερο. Όταν έρχονταν στο δωμάτιο οι γιατροί, έκλαιγε, θύμωνε και στενοχωριόταν μαζί μου. Μου χάιδευε τα μαλλιά και αναρωτιόταν γιατί το είχα κάνει αυτό στον εαυτό μου. Μετά, αναπόφευκτα, ακολούθησαν οι ιστορίες περί Μάριαν. Αυτή είχε ήδη χάσει ένα παιδί, βλέπετε. Είχε κοντέψει να πεθάνει από τη στενοχώρια της. Γιατί η μεγάλη της κόρη (αν και κατ’ ανάγκη λιγότερο αγαπημένη) να βλάπτει σκόπιμα τον εαυτό της; Καμία σχέση με τη χαμένη της κόρη, η οποία για σκέψου! τώρα θα κόντευε τα τριάντα, αν ζούσε. Η Μάριαν άρπαζε τη ζωή, αυτή τη λίγη που της χαρίστηκε. Θεέ μου, έπνιξε τον κόσμο στο κλάμα Καμίλ, θυμάσαι πώς γελούσε η αδερφή σου, ακόμα και στο νοσοκομείο; Δεν ήθελα με τίποτα να επισημάνω στη μητέρα μου πως έτσι είναι φυσικό να κάνει ένα σαστισμένο, ετοιμοθάνατο δεκάχρονο παιδί. Προς τι ο κόπος; EivaL αδύνατον να ανταγωνιστείς τους νεκρούς. Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω να το προσπαθώ. Πέντε V ταν κατέβηκα για το πρωινό, ο Άλαν φορούσε λευκό νν παντελόνι με τσάκιση, σαν διπλωμένο χαρτί, και ανοιχτό πράσινο πουκάμισο. Καθόταν μόνος στο μεγάλο τραπέζι από μαόνι και η απαλή σκιά του γυάλιζε πάνω στο λουστραρισμένο ξύλο. Κοίταξα επιδεικτικά τα πόδια του τραπεζιού, για να καταλάβω προς τι όλη αυτή η φασαρία χτες βράδυ. Ο Άλαν έκανε πως δεν το πρόσεξε. Έτρωγε νερουλά βραστά αυγά από ένα μπολ, με το κουταλάκι. Όταν σήκωσε το κεφάλι να με κοιτάξει, ένα λεπτό ρυάκι κρόκου κρεμάστηκε σαν σάλιο από το πιγούνι του. «Καμίλ. Κάθισε. Τι θέλεις να πω στην Γκέιλα να σου φέρει;» Χτύπησε το ασημένιο κουδουνάκι δίπλα του και από την παλινδρομική πόρτα της κουζίνας μπήκε η Γκέιλα, ένα πρώην κορίτσι της υπαίθρου, που πριν από δέκα χρόνια είχε ανταλλάξει τη δουλειά στα γουρούνια με την ολοήμερη μισθωτή εργασία και έκτοτε μαγείρευε και καθάριζε στο σπίτι της
μητέρας μου. Ήταν στο ύψος μου ψηλή, αλλά δεν πρέπει να ζύγιζε πάνω από πενήντα κιλά. Το άσπρο κολλαριστό φουστάνι που φορούσε εν είδει στολής, κουνιόταν χαλαρά πάνω της σαν καμπάνα. Η μητέρα μου μπήκε, την προσπέρασε, φίλησε τον Άλαν στο μάγουλο και έβαλε ένα αχλάδι μπροστά από τη θέση της στο τραπέζι, πάνω σε μια λευκή βαμβακερή πετσέτα. «Γκέιλα, θυμάσαι την Καμίλ». «Και βέβαια τη θυμάμαι, κυρία Κρέλιν» είπε η Γκέιλα, τεντώνοντας την αλεπουδίσια μούρη της προς το μέρος μου. Μου χαμογέλασε με τα στραβά της δόντια και τα σκασμένα, ξεφλουδισμένα χείλη της. «Γεια σου, Καμίλ. Έχω αυγά, τοστ, φρούτα...» «Μόνο καφέ, σε παρακαλώ. Με κρέμα και ζάχαρη». «Καμίλ, αγοράσαμε φρούτα ειδικά για σένα» είπε η μητέρα μου, βυζαίνοντας τη φαρδιά άκρη του αχλαδιού. «Φάε τουλάχιστον μια μπανάνα». «Και μια μπανάνα». Η Γκέιλα έφυγε προς την κουζίνα μ’ ένα χαζό χαμόγελο ικανοποίησης. «Καμίλ, πρέπει να απολογηθώ για χτες το βράδυ» είπε ο Άλαν. «Η Άμα περνάει μία απ’ αυτές τις φάσεις». «Είναι προσκολλημένη σε μένα» είπε η μητέρα μου. «Με πολύ γλυκό τρόπο, συνήθως, αλλά καμιά φορά γίνεται λιγάκι ανεξέλεγκτη». «Παραπάνω από λιγάκι» είπα. «Το χτεσινό ξέσπασμα ήταν πολύ έντονο για κορίτσι δεκατριών χρόνων. Έως τρομακτικό». Ξανάβρισκα τον εαυτό μου του Σικάγου πιο σίγουρη οπωσδήποτε και χωρίς να μασάω τα λόγια μου. Ανακουφίστηκα. «Ε, ναι, αλλά ούτε κι εσύ ήσουν ήρεμη σ’ αυτή την ηλικία». Δεν κατάλαβα σε τι αναφερόταν η μητέρα μου στο χαράκωμα, στις κρίσεις δακρύων για τη χαμένη μου αδερφή ή στην υπερδραστήρια σεξουαλική ζωή που είχα ξεκινήσει; Κούνησα τυπικά το κεφάλι μου. «Τέλος πάντων, ελπίζω να είναι εντάξει» είπα με τελεσίδικο τόνο και σηκώθηκα να φύγω. «Καμίλ, σε παρακαλώ, μείνε» είπε αδύναμα ο Άλαν, σκουπίζοντας τις γωνιές των χειλιών του. «Πες μας για την Πόλη του Ανέμου. Αφιέρωσέ μας ένα λεπτό». «Η Πόλη του Ανέμου είναι μια χαρά. Η δουλειά μου πάει καλά, έχει αρχίσει να αποδίδει σημαντικά».
«Σε τι συνίσταται μια σημαντική απόδοση;» Ο Αλαν έσκυψε προς το μέρος μου, σταυρώνοντας τα χέρια, σαν να του φάνηκε η ερώτησή του πολύ γοητευτική. «Να, τελευταία κάνω πιο αξιόλογα ρεπορτάζ. Έχω καλύψει τρεις δολοφονίες μόνο από την αρχή της χρονιάς». «Και είναι καλό αυτό, Καμίλ;» Η μητέρα μου σταμάτησε το μασούλισμα. «Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω από πού πήρες αυτή τη ροπή προς την ασχήμια. Έχεις αρκετή στη ζωή σου, δεν χρειάζεται να την αναζητάς κι άλλου». Γέλασε: ένα σφυριχτό κακάρισμα, σαν μπαλόνι που τινάζεται ψηλά ξεφουσκώνοντας. Ξαναμπήκε η Γκέιλα με τον καφέ μου και μια μπανάνα σφηνωμένη αδέξια σε ένα μπολ. Καθώς έβγαινε, έμπαινε η Άμα σαν ηθοποιοί σε φαρσοκωμωδία. Η Άμα φίλησε τη μητέρα μου στο μάγουλο, χαιρέτησε τον Άλαν και κάθισε απέναντι μου. Με κλότσησε, μια φορά, κάτω από το τραπέζι και γέλασε. Ω, εσύ ήσουν; Δήθεν. «Συγγνώμη που με είδες έτσι όπως με είδες, Καμίλ είπε η Άμα. «Ειδικά επειδή δεν ξέρουμε πραγματικά η μια την άλλη. Απλώς περνάω μια φάση». Μου χάρισε ένα παρατραβηγμένα γλυκό χαμόγελο. «Αλλά εμείς τώρα τα ξαναφτιάξαμε. Εσύ είσαι σαν την καημένη τη Σταχτοπούτα κι εγώ είμαι η κακιά αδερφή. Ετεροθαλής αδερφή». «Δεν έχεις ίχνος κακίας μέσα σου, αγάπη μου» είπε ο Άλαν. «Ναι, αλλά η Καμίλ ήταν η πρώτη. Το πρώτο συνήθως είναι το καλύτερο. Τώρα που γύρισε πίσω. θ’ αγαπάτε την Καμίλ πιο πολύ από μένα;» ρώτησε η Άμα. Ξεκίνησε την ερώτηση σαν σκέρτσο, αλλά τα μάγουλά της φούντωσαν ενώ περίμενε την απάντηση της μητέρας μου. «Όχι» είπε ήρεμα η Άντορα. Η Γκέιλα άφησε ένα πιάτο με ζαμπόν μπροστά στην Άμα, που άρχισε να χύνει επάνω του μέλι σε πυκνές σπείρες. «Επειδή αγαπάς εμένα» είπε η Άμα, ανάμεσα σε δυο μπουκιές. Η εμετική μυρωδιά από μασημένο κρέας και γλυκό ήρθε καταπάνω μου με τον αέρα. «Μακάρι να με δολοφονήσουν». «Άμα, μην ξαναπείς τέτοιο πράγμα» είπε η μητέρα μου χλωμιάζοντας. Τα χέρια της σηκώθηκαν ως τις βλεφαρίδες της και μετά κατέβηκαν, αποφασιστικά, πίσω στο τραπέζι. «Έτσι δεν θα ανησυχούσα ποτέ ξανά. Όταν πεθαίνει κανείς γίνεται τέλειος. Θα ήμουν σαν την Πριγκίπισσα Νταϊάνα. Τώρα την αγαπάνε όλοι». «Είσαι το πιο αγαπητό παιδί σε όλο το σχολείο σου, Άμα, και εδώ, στο σπίτι, σε
λατρεύουμε. Μην γίνεσαι άπληστη». Η Άμα με ξανακλότσησε κάτω από το τραπέζι και χαμογέλασε εμφατικά, σαν να είχε τακτοποιηθεί κάποιο σημαντικό ζήτημα. Ανέμισε την άκρη του ρούχου που είχε ριγμένο πάνω στους ώμους της και τότε πρόσεξα ότι αυτό που είχα περάσει για ρόμπα ήταν στην πραγματικότητα ένα γαλάζιο σεντόνι. Το πρόσεξε και η μητέρα μου. «Τι στην ευχή είναι αυτό που φοράς, Άμα;» «Είναι ο παρθενικός μου χιτώνας. Θα πάω στο δάσος να παίξω τη Ζαν ντ’Αρκ. Τα κορίτσια θα με κάψουν». «Αποκλείεται, αγάπη μου» είπε ξερά η μητέρα μου, αρπάζοντας το μέλι από το χέρι της Άμα, που ήταν έτοιμη να περιλούσει ξανά το ζαμπόν της. «Δύο κορίτσια της ηλικίας σου σκοτώθηκαν και νομίζεις ότι θα πας να παίξεις στο δάσος;» Τα παιδιά μέσα στο δάσος παίζουν άγρια, κρυφά παιχνίδια. Έτσι άρχιζε ένα ποίημα που κάποτε το ήξερα όλο απέξω. «Μην ανησυχείς, δεν θα πάθουμε τίποτα». Η Άμα χαμογέλασε με υπερβολική γλύκα. «Θα μείνεις εδώ». Η Άμα κάρφωσε το ζαμπόν της και μουρμούρισε κάτι κακό. Η μητέρα μου στράφηκε σε μένα, τεντώνοντας προκλητικά το πιγούνι της, και το διαμάντι από το δαχτυλίδι του γάμου της άστραψε μέσα στα μάτια μου σαν SOS. «Λοιπόν, Καμίλ, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ευχάριστο μια και είσαι εδώ;» ρώτησε. «Ένα πικνίκ στην πίσω αυλή. Ή να πάρουμε το καμπριολέ, να πάμε μια βόλτα, ή για γκολφ ίσως, πέρα στο Γούντμπερι. Γκέιλα, φέρε μου λίγο γλυκό τσάι, παρακαλώ». «Όλα καλά ακούγονται. Απλώς πρέπει να υπολογίσω για πόσο θα είμαι εδώ ακόμη». «Ναι, και καλό θα ήταν να το ξέρουμε κι εμείς. Όχι ότι δεν είσαι καλοδεχούμενη να μείνεις όσον καιρό θέλεις μαζί μας» είπε η μητέρα μου. «Απλώς θα είναι καλό να το ξέρουμε, για να κάνουμε κι εμείς τα σχέδιά μας». «Φυσικά». Δάγκωσα μια μπουκιά από την μπανάνα, που ήταν ένα αχνοκίτρινο τίποτα από γεύση. «Ή ίσως έρθουμε ο Άλαν κι εγώ σε σένα, κάποια στιγμή μέσα στη χρονιά. Δεν έχουμε δει πραγματικά το Σικάγο». Το νοσοκομείο μου ήταν μιάμιση ώρα απόσταση, νότια της πόλης. Η μητέρα μου είχε έρθει με αεροπλάνο στο Ο’Χέαρ και αποκεί είχε πάρει ταξί. Της κόστισε 128
δολάρια, 14Ο με το φιλοδώρημα. «Κι αυτό θα ήταν καλό. Έχουμε μερικά σπουδαία μουσεία. Και η λίμνη θα σας αρέσει πολύ». «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να απολαύσω ποτέ ξανά το νερό, σε οποιαδήποτε μορφή». «Γιατί όχι;»Ήξερα ήδη. «Ύστερα απ’ αυτό που έγινε με το κοριτσάκι, την Αν Νας, που την άφησαν να πνιγεί στο ρέμα». Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά από το τσάι της. «Τη γνώριζα, ξέρεις». II Αμα κλαψούρισε παραπονεμένα και άρχισε να κουνιέται νευρικά στην καρέκλα της. «Δεν πνίγηκε ωστόσο» είπα, ξέροντας ότι η διόρθωσή μου θα την ενοχλούσε. «Στραγγαλίστηκε. Απλώς κατέληξε στο ρέμα». «Γνώριζα και τη μικρή Κιν. Είχα μεγάλη αδυναμία και στις δυο. Μεγάλη αδυναμία». Κοίταξε το κενό με θλιμμένο ύφος και ο Άλαν σκέπασε τα χέρια της με το δικό του. Η Άμα σηκώθηκε, άφησε μια μικρή κραυγή σαν αλύχτισμα, έτσι όπως θα έκανε ένα πονεμένο κουτάβι, και έτρεξε επάνω. «Η καημενούλα» είπε η μητέρα μου. «Στενοχωριέται κι αυτή σχεδόν όσο κι εγώ». «Σίγουρα, εφόσον αυτή έβλεπε τα κορίτσια καθημερινά, στο σχολείο» είπα δηκτικά, δεν άντεξα. «Εσύ από πού τις ήξερες;» «Το Γουίντ Γκαπ, δεν χρειάζεται να σου το θυμίσω, είναι μικρή πόλη. Ήταν όμορφα, γλυκά κοριτσάκια. Όμορφα». «Ναι, αλλά δεν τις γνώριζες πραγματικά». «Τις γνώριζα. Τις γνώριζα καλά». «Πώς;» «Καμίλ, μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Μόλις σου είπα ότι είμαι ταραγμένη και στενοχωρημένη κι εσύ, αντί να με παρηγορήσεις, μου επιτίθεσαι». «Μάλιστα. Οπότε, ορκίστηκες να κόψεις το νερό κάθε μορφής αποδώ κι εμπρός;» Η μητέρα μου άφησε έναν κοφτό, βραχνό ήχο. «Βούλωσ’ το, Καμίλ». Δίπλωσε την πετσέτα γύρω από τα υπολείμματα του αχλαδιού της σαν να το φάσκιωνε και αποχώρησε από το
δωμάτιο. Ο Άλαν την ακολούθησε, με κείνο το μανιακό του σφύριγμα, σαν τους πιανίστες του παλιού καιρού που έδιναν δραματικότητα στις σκηνές μιας βουβής ταινίας. Κάθε τραγωδία που συμβαίνει στον κόσμο είναι σαν να συμβαίνει προσωπικά στη μητέρα μου, κι αυτό είναι που μου γυρίζει το στομάχι περισσότερο απ’ όλα. Στενοχωριέται για ανθρώπους που δεν έχει γνωρίσει ποτέ και που τους βρήκε μια κακοτυχία. Κλαίει με τις κακές ειδήσεις από την άλλη άκρη του κόσμου. Της πέφτουν πολύ βαριά όλα αυτά, η τόση σκληρότητα των ανθρώπων. Δεν βγήκε από το δωμάτιό της επί έναν ολόκληρο χρόνο απ’ όταν πέθανε η Μάριαν. Ένα υπέροχο δωμάτιο: κρεβάτι με ουρανό, μεγάλο σαν καράβι, τουαλέτα γεμάτη ημιδιαφανή μπουκαλάκια με αρώματα. Ένα δάπεδο τόσο φανταστικό. που το έχουν φωτογραφίσει γνωστά περιοδικά διακόσμησης: φτιαγμένο όλο από καθαρό ελεφαντόδοντο, κομμένο σε τετράγωνα, φώτιζε όλο το δωμάτιο από κάτω προς τα πάνω. Αυτό το δωμάτιο με το παρακμιακό πάτωμα με γέμιζε δέος, πολύ περισσότερο επειδή μου ήταν απαγορευμένο. Προσωπικότητες όπως ο Τρούμαν Γουίνσλο, δήμαρχος του Γουίντ Γκαπ, έκαναν τακτικές εβδομαδιαίες επισκέψεις στο σπίτι μας, της έφερναν λουλούδια και κλασικά μυθιστορήματα. Έβλεπα φευγαλέα τη μητέρα μου, όποτε άνοιγε η πόρτα για να περάσουν μέσα αυτοί οι άνθρωποι. Εκείνη ήταν πάντα στο κρεβάτι, μισοξαπλωμένη σε ένα βουναλάκι από χιονάτα μαξιλάρια, τυλιγμένη σε λεπτά, λουλουδάτα νυχτικά. Ποτέ δεν κατάφερα να μπω κι εγώ εκεί μέσα. Η προθεσμία που μου είχε δώσει ο Κιούρι για το κομμάτι έληγε σε δύο μέρες και είχα ελάχιστα να γράψω. Κλεισμένη στο δωμάτιό μου, ανάσκελα στο κρεβάτι, με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά μου σαν πτώμα, ανακεφαλαίωσα τα όσα ήξερα και προσπάθησα να τους δώσω μορφή. Δεν υπήρχε μάρτυρας της απαγωγής της Αν Νας τον περασμένο Αύγουστο. Το κοριτσάκι απλώς χάθηκε και το πτώμα του εμφανίστηκε μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Φολς Κρικ, δέκα ώρες αργότερα. Είχε στραγγαλιστεί περίπου τέσσερις ώρες μετά την εξαφάνισή της. Το ποδήλατό της δεν βρέθηκε ποτέ. Αν έπρεπε να υποθέσω, θα έλεγα ότι γνώριζε το δολοφόνο της. Το να πάρεις ένα παιδί και το ποδήλατό του μαζί, παρά τη θέλησή του, θα δημιουργούσε μεγάλο σαματά σ’ αυτούς τους τόσο ήσυχους δρόμους. Άραγε ήταν κάποιος από την εκκλησία, ή ακόμα κι από τη γειτονιά της; Κάποιος που φαινόταν ακίνδυνος; Αλλά, αν είχε κάνει τόσο προσεκτικά τον πρώτο φόνο, γιατί να πάρει τη Νάταλι με το φως της μέρας, μπροστά σε έναν από τους φίλους της; Δεν έστεκε. Και, εάν ο Τζέιμς Κάπισι στεκόταν στην άκρη του δάσους, αντί στο γήπεδο κάτω από τον απαγορευμένο ήλιο, μήπως θα ήταν αυτός νεκρός τώρα;Ή ήταν η Νάταλι Κιν ο προεπιλεγμένος στόχος; Επιπλέον, αυτή την είχε κρατήσει περισσότερο ο δολοφόνος της. Ήταν πάνω από δύο εικοσιτετράωρα αγνοούμενη όταν εμφανίστηκε το πτώμα της, σφηνωμένο σε τριάντα πόντους κενό ανάμεσα στο κομμωτήριο και το μαγαζί με τα σιδηρικά, στην πολυσύχναστη Μέιν Στριτ.
Τι είχε δει ο Τζέιμς Κάπισι; Αυτό το αγόρι με απασχολούσε. Δεν πίστευα ότι έλεγε ψέματα. Όμως τα παιδιά αφομοιώνουν διαφορετικά τον τρόμο. Το αγόρι είχε δει κάτι τρομακτικό κι αυτό το τρομακτικό «κάτι» είχε γίνει η κακιά μάγισσα του παραμυθιού, η άσπλαχνη βασίλισσα του χιονιού. Και αν αυτό το πρόσωπο έμοιαζε απλώς με γυναίκα; Αν ήταν ένας ψηλόλιγνος μακρυμάλλης νεαρός, ή ένας τραβεστί, ή ένα γυναικωτό αγόρι; Αλλά πάλι, οι γυναίκες δεν σκότωναν με τέτοιους τρόπους, απλώς δεν σκότωναν έτσι. Οι γυναίκες κατά συρροή δολοφόνοι μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού και τα θύματά τους ήταν σχεδόν πάντα αρσενικά γενικά, πάντα έχουν να κάνουν με κάτι σεξουαλικό που πήγε στραβά. Από την άλλη πλευρά, τα κορίτσια δεν είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά, κι αυτό πάλι δεν ταίριαζε στο γενικό μοτίβο. Η επιλογή των κοριτσιών επίσης δεν έβγαζε νόημα. Αν δεν επρόκειτο για τη Νάταλι Κιν, θα πίστευα ότι είχαν γίνει θύματα καθαρά από κακή τύχη. Αν όμως ο Τζέιμς Κάπισι δεν έλεγε ψέματα, τότε είχε γίνει προσπάθεια να πιαστεί το συγκεκριμένο κορίτσι στο πάρκο και, αν ο δολοφόνος ήθελε πράγματι το συγκεκριμένο κορίτσι, τότε ούτε η Αν ήταν τυχαία επιλογή. Καμιά από τις δυο δεν ήταν όμορφη, με τρόπο που να δικαιολογεί μια εμμονή. Όπως είχε πει και ο Μπομπ Νας, η Άσλι είναι η ομορφότερη. Η Νάταλι προερχόταν από οικογένεια με λεφτά, σχετικά νεοφερμένη στο Γουίντ Γκαπ. Η Αν ήταν στο κάτω όριο της μεσαίας τάξης και οι Νας ζούσαν στο Γουίντ Γκαπ εδώ και πολλές γενιές. Τα δυο κορίτσια δεν ήταν φίλες. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν μια επιθετική συμπεριφορά, αν πίστευε κανείς τις ιστορίες του Βίκερι. Έπειτα, υπήρχε και η θεωρία του περαστικού από την πόλη. Ήταν δυνατόν να πίστευε κάτι τέτοιο ο Ρίτσαρντ Γουίλις; Βρισκόμασταν κοντά σε μια κεντρική οδική αρτηρία από και προς το Μέμφις. Όμως, εννέα μήνες είναι πολύ μεγάλο διάστημα για να μείνει ένας ξένος απαρατήρητος και, όσο για το δάσος γύρω από το Γουίντ Γκαπ, ούτε αυτό είχε αποκαλύψει τίποτε, ούτε καν αρκετά άγρια ζώα. Τα είχαν αφανίσει οι κυνηγοί εδώ και χρόνια. Έβλεπα ότι οι σκέψεις μου αυτοαναιρούνταν, επηρεασμένες από παλιές προκαταλήψεις και μεγάλη εμπειρία. Ξαφνικά ένιωσα την πιεστική ανάγκη να μιλήσω με τον Ρίτσαρντ Γουίλις, κάποιον που δεν ήταν από το Γουίντ Γκαπ, που αντιμετώπιζε τα όσα συνέβαιναν σαν απλή δουλειά, σαν ένα έργο που έπρεπε να συνθέσει και να ολοκληρώσει, να βάλει και το τελευταίο καρφάκι στη θέση του και να το κλείσει όμορφα και παστρικά. Είχα ανάγκη να μπορέσω κι εγώ να σκεφτώ έτσι. Έκανα ένα κρύο μπάνιο με τα φώτα σβηστά. Ύστερα κάθισα στην κόχη της μπανιέρας και άπλωσα πάνω στο δέρμα μου τη λοσιόν της μητέρας μου, γρήγορα, παντού. Βούρτσισα τα μαλλιά μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Άσχετα με το τι είχα κάνει στο υπόλοιπο κορμί μου, το πρόσωπό μου ήταν ακόμη όμορφο. Όχι όπως όταν έχεις ένα ιδιαίτερα ωραίο χαρακτηριστικό που το προσέχουν οι άνθρωποι, αλλά όταν όλα σου τα χαρακτηριστικά είναι σε τέλεια ισορροπία. Έκανε εκπληκτική αίσθηση. Μεγάλα μπλε μάτια, ψηλά ζυγωματικά που πλαισίωναν'μια μικρή, τέλεια μύτη. Πλούσια χείλη που στρέφονταν ελαφρά προς τα κάτω
στις γωνίες. Ήμουν χάρμα οφθαλμών, αρκεί να ήμουν ντυμένη ως το λαιμό. Αν είχαν εξελιχτεί αλλιώς τα πράγματα, μπορεί να είχα κάψει πολλές καρδιές. Μπορεί να είχα φλερτάρει με εξαιρετικούς άντρες. Μπορεί να είχα παντρευτεί. Έξω, το δικό μας κομμάτι από τον ουρανό του Μισούρι ήταν, όπως πάντα, ένα λαμπερό μπλε. Μόνο που το σκεφτόμουν δάκρυζαν τα μάτια μου. Βρήκα τον Ρίτσαρντ στο εστιατόριο των Μπρούσαρντ, να τρώει βάφλες χωρίς σιρόπι έχοντας δίπλα του στο τραπέζι μια στοίβα φακέλους που του έφτανε σχεδόν ως τον ώμο. Πήγα και κάθισα απέναντι του και ένιωσα αμέσως περίεργα χαρούμενη άνετα και συνωμοτικά. Σήκωσε τα μάτια, με είδε και χαμογέλασε. «Πρίκερ. Πάρε ένα τοστ. Κάθε φορά που έρχομαι εδώ τους λέω όχι τοστ. Ανώφελο. Λες και πρέπει να συμπληρώσουν κάποια νόρμα». Πήρα μια φέτα, άπλωσα επάνω λίγο βούτυρο. Το ψωμί ήταν κρύο και ξερό και η δαγκωνιά μου γέμισε ψίχουλα το τραπέζι. Τα σκούπισα με το χέρι μου κάτω από το πιάτο και μπήκα στο θέμα. «Άκουσε, Ρίτσαρντ. Μίλησέ μου. Επίσημα και ανεπίσημα. Δεν βγάζω άκρη με όλα αυτά. Δεν μπορώ να γίνω όσο πρέπει αντικειμενική». Χτύπησε με την παλάμη του τη στοίβα από φακέλους δίπλα του και κούνησε μπροστά μου το σημειωματάριό του. «Εδώ έχω όση αντικειμενικότητα χρειάζεσαι από το 1927 και μετά, τουλάχιστον. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε με τα αρχεία πριν από το 1927. Προφανώς κάποια γραμματέας τα πέταξε, υποθέτω, για να ανοίξει λίγο ο χώρος στο αστυνομικό τμήμα». «Τι είδους αρχεία;» «Συνθέτω το εγκληματικό προφίλ του Γουίντ Γκαπ, το ιστορικό βίας της πόλης» είπε και έσπρωξε προς το μέρος μου ένα φάκελο. «Ήξερες πως το 1975 δύο έφηβες βρέθηκαν νεκρές στην άκρη του Φολς Κρικ, με κομμένες τις φλέβες των καρπών, πολύ κοντά στο σημείο όπου βρέθηκε η Αν Νας; Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι ήταν διπλή αυτοκτονία. Τα κορίτσια ήταν πολύ στενά δεμένα μεταξύ τους, νοσηρά στενά για την ηλικία τους. Υπήρχαν υποψίες για ομοφυλοφιλική σχέση. Αλλά δεν βρήκαν ποτέ το μαχαίρι. Περίεργο». «Τη μια απ’ αυτές την έλεγαν Μιούρεϊ». «Α, ώστε ξέρεις». «Είχε μόλις γεννήσει ένα μωρό».
«Ναι, κοριτσάκι». «Αυτή πρέπει να ήταν η Φέι Μιούρεϊ. Πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Το παρατσούκλι της ήταν “Γόπα”. Τα αγόρια πήγαιναν μαζί της στο δάσος μετά το σχολείο και την έπαιρναν ένας ένας με τη σειρά. Η μητέρα αυτοκτονεί και, δεκαέξι χρόνια αργότερα, η Φέι πηδιέται με όλα τα αγόρια του σχολείου». «Δεν το πιάνω». «Για να αποδείξει ότι δεν είναι λεσβία. Το μήλο κάτω από τη μηλιά, έτσι δεν λένε; Αν δεν πηδιόταν με όλα εκείνα τα αγόρια, κανένας δεν θα ήθελε να έχει παρτίδες μαζί της. Το έκανε όμως. Έτσι, απέδειξε ότι δεν ήταν λεσβία, αλλά ότι ήταν τσούλα. Οπότε, κανένας δεν ήθελε να έχει παρτίδες μαζί της. Αυτό είναι το Γουίντ Γκαπ. Όλοι ξέρουμε ο ένας τα μυστικά του άλλου. Και όλοι τα χρησιμοποιούμε». «Υπέροχο μέρος». «Ναι. Κάνε μου ένα σχόλιο». «Μόλις σου έκανα». Γέλασα και αυτό με ξάφνιασε. Φαντάστηκα να στέλνω την είδηση στον Κιούρι: Η αστυνομία δεν έχει κανένα στοιχείο, αλλά πιστεύει πως το Γουίντ Γκαπ είναι ένα «υπέροχο μέρος». «Άκου, Καμίλ, σου προτείνω μια συμφωνία. Θα σου κάνω μια δήλωση που να μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις κι εσύ θα με βοηθήσεις να συμπληρώσω αυτές τις παλιές υποθέσεις. Χρειάζομαι κάποιον που θα μου πει πώς είναι πραγματικά αυτή η πόλη, και ο Βίκερι δεν πρόκειται να το κάνει. Είναι πολύ... προστατευτικός». «Εσύ θα μου κάνεις μια επίσημη δήλωση. Αλλά θα μιλήσεις μαζί μου ανεπίσημα. Εγώ δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τίποτε απ’ όσα μου πεις, εκτός αν μου δώσεις την άδεια. Εσύ θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις ό,τι σου πω εγώ». Δεν ήταν η πιο ισότιμη συμφωνία, αλλά έπρεπε να βολευτώ αναγκαστικά. Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε. «Τι δήλωση θέλεις να σου κάνω;» «Πιστεύεις πραγματικά ότι διέπραξε τους φόνους κάποιος περαστικός από την πόλη;» «Είναι για δημοσίευση;» «Ναι».
«Δεν αποκλείουμε κανέναν». Έφαγε μια τελευταία μπουκιά και σκέφτηκε λίγο την απάντησή του, με τα μάτια προς το ταβάνι. «Εξετάζουμε με πολλή προσοχή πιθανούς ύποπτους εντός της κοινότητας, αλλά παράλληλα ερευνούμε και την πιθανότητα αυτοί οι φόνοι να είναι έργο ενός περαστικού». «Άρα, δεν έχετε στοιχεία». Χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους του. «Σου έκανα τη δήλωσή μου». «Εντάξει, ανεπίσημα, δεν έχετε κανένα στοιχείο;» Ο Ρίτσαρντ ανοιγόκλεισε μερικές φορές το καπάκι του πλαστικού μπουκαλιού με το σιρόπι κι έστησε το μαχαίρι και το πιρούνι του χιαστί πάνω στο πιάτο του. «Ανεπίσημα, Καμίλ, εσένα σου φαίνεται να είναι έγκλημα που το διέπραξε κάποιος περαστικός από την πόλη; Είσαι αστυνομική ρεπόρτερ». «Όχι». Λέγοντάς το ανοιχτά αγριεύτηκα. Προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου μακριά από το πιρούνι απέναντι μου. «Είσαι έξυπνο κορίτσι». «Ο Βίκερι είπε ότι εσύ πίστευες ότι ήταν κάποιος περαστικός ή ξένος». «Ω, που να πάρει, το είχα αναφέρει σαν πιθανότητα όταν πρωτοήρθα εδώ πριν από εννιά μήνες. Έχει κολλήσει σ’ αυτό, λες και είναι απόδειξη της ανικανότητάς μου. Ο Βίκερι κι εγώ έχουμε πρόβλημα συνεννόησης». «Έχετε κανέναν συγκεκριμένο ύποπτο;» «Έλα να σε κεράσω ένα ποτό μέσα στη βδομάδα. Θέλω να μου πεις όλα όσα ξέρεις για όλους στο Γουίντ Γκαπ». Άρπαξε το λογαριασμό, έσπρωξε το μπουκαλάκι με το σιρόπι προς τον τοίχο. Άφησε ένα πηχτό, γλυκό δαχτυλίδι πάνω στο τραπέζι και, χωρίς να σκεφτώ, βούτηξα το δάχτυλό μου εκεί και το έφερα στο στόμα μου. Ουλές ξεπρόβαλαν κάτω από το μανίκι. Ο Ρίτσαρντ κοίταξε προς το μέρος μου ακριβώς τη στιγμή που έχωνα πάλι τα χέρια μου κάτω από το τραπέζι. Δεν με ενοχλούσε η ιδέα να μαρτυρήσω τις κρυφές ιστορίες του Γουίντ Γκαπ στον Ρίτσαρντ. Ήταν το μέρος όπου είχε πεθάνει η αδερφή μου, το μέρος όπου είχα αρχίσει να χαρακώνομαι. Μια πόλη τόσο μικρή και ασφυκτική που έπεφτες καθημερινά πάνω σε ανθρώπους που μισούσες. Ανθρώπους που ήξεραν πράγματα για σένα. Ήταν το είδος του μέρους που σου αφήνει σημάδια.
Αν και η αλήθεια είναι ότι, στην επιφάνεια των πραγμάτων, δεν θα μπορούσαν να μου έχουν φερθεί καλύτερα, όταν ζούσα εδώ. Είχε φροντίσει η μητέρα μου γι’ αυτό. Η πόλη τη λάτρευε, ήταν η σαντιγί στην τούρτα της: το ομορφότερο, το πιο γλυκό κορίτσι που είχε αναθρέψει ποτέ το Γουίντ Γκαπ. Οι γονείς της, οι παππούδες μου δηλαδή, ήταν ιδιοκτήτες του χοιροτροφείου και των μισών σπιτιών γύρω του και είχαν μεγαλώσει τη μητέρα μου με τους ίδιους αυστηρούς κανόνες που επέβαλαν και στους εργάτες τους: όχι ποτό, όχι κάπνισμα, όχι βρισιές, ο εκκλησιασμός υποχρεωτικός. Φαντάζομαι πώς θα τους ήρθε όταν η μητέρα μου έμεινε έγκυος στα δεκαεφτά της. Κάποιος νεαρός από το Κεντάκι, τον οποίο είχε γνωρίσει στη θερινή κατασκήνωση της ενορίας, ήρθε για επίσκεψη τα Χριστούγεννα και άφησε εμένα στην κοιλιά της. Οι παππούδες μου πέταξαν από έναν κακοήθη όγκο ο καθένας, σε συμπαράσταση προς την κοιλιά της μητέρας μου που φούσκωνε, και πέθαναν από καρκίνο μέσα σε ένα χρόνο από τη γέννησή μου. Οι γονείς της μητέρας μου είχαν κάτι φίλους στο Τενεσί και ο γιος τους άρχισε να κορτάρει την Άντορα προτού εγώ κάνω τα πρώτα μου βήματα, ερχόμενος για επισκέψεις σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Αδυνατώ να φανταστώ το φλερτ τους σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από αφύσικο. Ο Άλαν, σιδερωμένος και κολλαριστός, να κάνει σχόλια για τον καιρό. Η μητέρα μου, μόνη και χωρίς γονική φροντίδα για πρώτη φορά στη ζωή της, σε μεγάλη ανάγκη για έναν καλό γάμο, να γελάει με... τι; Με τα αστεία του; Δεν είμαι σίγουρη αν ο Άλαν έχει πει ποτέ έστω και ένα αστείο στη ζωή του, αλλά είμαι σίγουρη ότι η μητέρα μου βρήκε κάποια αφορμή να του γελάσει ντροπαλά και κοριτσίστικα. Και πού είμαι εγώ σ’ αυτή την εικόνα; Μάλλον σε κάποιο απόμερο δωμάτιο, να με κρατάει ήσυχη κάποια νταντά, που η Άντορα της είχε βάλει στο χέρι πέντε δολάρια έξτρα για τον κόπο της. Μπορώ να φανταστώ τον Άλαν να κάνει πρόταση γάμου στη μητέρα μου παριστάνοντας πως προσέχει κάτι πάνω από τον ώμο της, παίζοντας τάχα με ένα φυτό, οτιδήποτε, αρκεί να μην την κοιτάξει στα μάτια. Τη μητέρα μου να δέχεται με ευγένεια και χάρη και μετά να του σερβίρει κι άλλο τσάι. Ίσως να ανταλλάχτηκε και ένα ξερό φιλί. Δεν έχει σημασία. Μέχρι ν’ αρχίσω εγώ να μιλάω, είχαν ήδη παντρευτεί. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε για τον πραγματικό μου πατέρα. Το όνομα στο πιστοποιητικό γέννησής μου είναι ψεύτικο: Νιούμαν Κένεντι, από τον αγαπημένο ηθοποιό και τον αγαπημένο πρόεδρο της μητέρας μου αντίστοιχα. Αρνήθηκε να μου πει το πραγματικό του όνομα για να μην τον εντοπίσω. Όχι, έπρεπε να θεωρηθώ παιδί του Άλαν. Δύσκολο, εφόσον απέκτησε παιδί από τον Άλαν οχτώ μήνες αφού τον παντρεύτηκε. Αυτή ήταν είκοσι, αυτός τριάντα πέντε, με λεφτά απ’ την οικογένειά του, που η μητέρα μου δεν τα χρειαζόταν γιατί είχε άφθονα δικά της. Κανείς από τους δυο δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Έχω μάθει μερικά πράγματα ακόμα για τον Άλαν με τα χρόνια. Είναι πρωταθλητής ιππασίας, αλλά δεν καβαλάει πια άλογο γιατί η Άντορα φοβάται. Αρρωσταίνει συχνά, αλλά και όταν δεν είναι αδιάθετος, κινείται ελάχιστα. Διαβάζει αμέτρητα βιβλία για τον Αμερικανικό Εμφύλιο και δείχνει να του αρέσει να αφήνει τη μητέρα μου να μιλάει. Είναι λείος και ρηχός σαν γυαλί. Αλλά πάλι, η
Άντορα ποτέ δεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα δεσμό μεταξύ μας. Με θεωρούσαν παιδί του Άλαν, αλλά ο Άλαν ποτέ δεν μου φέρθηκε πραγματικά σαν πατέρας, ποτέ δεν με ενθάρρυνε να τον φωνάξω με τίποτε άλλο εκτός από το όνομά του. Ποτέ δεν μου έδωσε το επίθετό του, ούτε και του το ζήτησα ποτέ. Θυμάμαι που είχα δοκιμάσει να τον φωνάξω μπαμπά μια φορά, όταν ήμουν μικρή. Το σοκ στο πρόσωπό του ήταν αρκετό για να θέσει τέρμα σε περαιτέρω προσπάθειες. Ειλικρινά, πιστεύω πως η Άντορα το προτιμάει που αισθανόμαστε δυο ξένοι ο Άλαν κι εγώ. Θέλει όλες οι σχέσεις εντός του σπιτιού να περνάνε μέσα απ’ αυτή. Α, πίσω στο μωρό. Η Μάριαν ήταν μια γλυκιά σειρά από αρρώστιες. Από την αρχή είχε πρόβλημα αναπνοής, ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ασθμαίνοντας για αέρα, γέμιζε κοκκινίλες και στάχτιαζε από την προσπάθεια. Την άκουγα να ξεφυσάει σαν κακός αέρας από το βάθος του διαδρόμου, από το δωμάτιο που ήταν δίπλα στης μητέρας μου. Άναβαν φώτα, ακούγονταν καλοπιάσματα, ή κλάματα άλλες φορές, ή φωνές. Τακτικές επισκέψεις στα επείγοντα του νοσοκομείου στο Γούντμπερι, σαράντα χιλιόμετρα μακριά. Αργότερα, είχε προβλήματα με την πέψη και μουρμούριζε όλη μέρα στις κούκλες της πάνω σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου που είχε στηθεί στο δωμάτιό της, ενώ η μητέρα μου της έδινε υγρή τροφή μέσα από ορούς και σωληνάκια. Στη διάρκεια εκείνων των τελευταίων χρόνων η μητέρα μου είχε ξεριζώσει όλες τις βλεφαρίδες της. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα χέρια της μακριά από τα μάτια της. Άφηνε μικρούς σωρούς απ’ αυτές πάνω στο τραπεζομάντιλο. Εγώ έλεγα μέσα μου ότι ήταν νεραϊδοφωλιές. Θυμάμαι ότι είχα βρει δυο μακριές ξανθές βλεφαρίδες κολλημένες στο πλάι της πατούσας μου και τις είχα κρατήσει βδομάδες ολόκληρες δίπλα στο μαξιλάρι μου. Τη νύχτα, γαργαλούσα μ’ αυτές τα μάγουλα και τα χείλη μου μέχρι που ξύπνησα ένα πρωί και είχαν χαθεί, τις είχε πάρει ο αέρας. Όταν πέθανε η αδερφή μου αισθάνθηκα ευγνώμων κατά κάποιο τρόπο. Μου φαινόταν ότι είχε έρθει εξόριστη σ’ ετούτο τον κόσμο, ατελής. Δεν ήταν έτοιμη να σηκώσει το βάρος του. Οι άνθρωποι ψιθύριζαν παρηγοριές για τη Μάριαν που είχε κληθεί να επιστρέψει στον παράδεισο, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να αποσπάσει τη μητέρα μου από τη θλίψη της. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα χόμπι της. Το αυτοκίνητό μου, ξεθωριασμένο γαλάζιο, γεμάτο κουτσουλιές πουλιών, με τα δερμάτινα καθίσματά του να καίνε από τον ήλιο, δεν ήταν σίγουρα ό,τι πιο δελεαστικό κι έτσι αποφάσισα να κάνω έναν περίπατο στην πόλη. Στη Μέιν Στριτ πέρασα μπροστά από το μαγαζί με τα πουλερικά, όπου τα κοτόπουλα καταφθάνουν φρέσκα από τα σφαγεία του Αρκάνσας. Η μυρωδιά τους γέμισε τα ρουθούνια μου. Μια δωδεκάδα, ή και περισσότερα, μαδημένα πουλιά κρέμονταν ξετσίπωτα στη βιτρίνα και το περβάζι από κάτω ήταν στρωμένο με σκόρπια άσπρα φτερά.
Κοντά στο τέρμα του δρόμου, όπου είχε ξεφυτρώσει ένα αυτοσχέδιο προσκυνητήριο για τη Νάταλι, είδα από μακριά την Άμα και τις φιλενάδες της να ψαχουλεύουν ανάμεσα στα μπαλόνια και στα δωράκια. Οι τρεις φυλούσαν τσίλιες, ενώ η ετεροθαλής αδερφή μου βούτηξε δύο κεριά, ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα χνουδωτό αρκουδάκι. Εκτός από το αρκουδάκι, τα υπόλοιπα πήγαν στη μεγάλη κρεμαστή πάνινη τσάντα της. Το αρκουδάκι το κράτησε αγκαλιά, καθώς οι τέσσερις φίλες πιάστηκαν αγκαζέ και έβαλαν πλώρη προς το μέρος μου. Καταπάνω μου, στην πραγματικότητα, αφού δεν σταμάτησαν μέχρι που έφτασαν σε απόσταση αναπνοής, γεμίζοντας τον αέρα με κείνα τα βαριά αρώματα που βρίσκεις σε αυτοκόλλητες ταινίες μέσα στα περιοδικά. «Μας είδες; Και τώρα θα το γράψεις κι αυτό στην εφημερίδα σου;» τσίριξε η Άμα. Προφανώς είχε ξεπεράσει την κρίση του κουκλόσπιτου. Τέτοια παιδιάστικα καμώματα τα άφηνε πίσω στο σπίτι. Τώρα είχε αλλάξει το ριχτό καρό φουστανάκι με μίνι φούστα, σανδάλια πλατφόρμες και στρετς φανελάκι. «Άμα το γράψεις, κοίτα να βάλεις σωστά το όνομά μου: Άμιτι Άντορα Κρέλιν. Παιδιά, αποδώ... η αδερφή μου. Από το Σικάγο. Το μπάσταρδο της οικογένειας». Η Αμα μού κούνησε τα φρύδια της και τα κορίτσια χασκογέλασαν. «Καμίλ. αποδώ οι υπεεέροχες φίλες μου, αλλά δεν είναι ανάγκη να γράψεις γι’ αυτές. Εγώ είμαι η αρχηγός». «Αυτή είναι η πρώτη γιατί είναι η αρχηγός, γιατί είναι η πιο ξεσαλωμένη» είπε ένα μικρό κορίτσι με μαλλιά στο χρώμα του μελιού και βραχνή φωνή. «Και έχει το μεγαλύτερο στήθος» είπε ένα δεύτερο κορίτσι με μαλλιά στο χρώμα του μπρούντζου. Το τρίτο κορίτσι, μια κοκκινόξανθη, χούφτωσε το αριστερό στήθος της Άμα και το έσφιξε μια φορά. «Μισό αληθινό, μισό ενίσχυση». «Άντε πηδήξου, Τζόουντς» είπε η Άμα και την μπάτσισε στο πιγούνι σαν να εκπαίδευε γάτα. Το κορίτσι κοκκίνισε τόπους τόπους και μουρμούρισε ένα συγγνώμη. «Δεν μου λες, αδερφούλα, πώς την έχεις δει;» ρώτησε η Άμα, κοιτώντας το αρκουδάκι της. «Πώς σου ήρθε να γράψεις για δυο πεθαμένες που, κατ’ αρχάς, κανένας δεν τους έδινε ποτέ σημασία; Λες κι άμα σε σκοτώσουν γίνεσαι αγαπητός». Δύο από τα κορίτσια γέλασαν δυνατά, βεβιασμένα' το τρίτο είχε στυλώσει τα μάτια του στο χώμα. Ένα δάκρυ έσταξε στο πεζοδρόμιο. Τις ήξερα αυτές τις προκλητικές κοριτσίστικες κουβέντες. Σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα λόγια. Και ενώ ένα μέρος του εαυτού μου εκτιμούσε την επίδειξη, αισθανόμουν προστατευτική απέναντι στη Νάταλι και στην Αν, κι αυτή η επιθετική ασέβεια της αδερφής μου με εξόργιζε. Για να είμαι ειλικρινής, θα έπρεπε να προσθέσω ότι αισθάνθηκα και ζήλια
για την Αμα. (Το μεσαίο της όνομα ήταν Άντορα;) «Η Άντορα σίγουρα θα χαρεί πολύ όταν θα διαβάσει ότι η κορούλα της έκλεψε αντικείμενα αφιερωμένα στη μνήμη μιας συμμαθήτριάς της» είπα. «Συμμαθήτρια δεν είναι το ίδιο όπως φίλη» είπε το ψηλό κορίτσι, κοιτώντας τις άλλες για επιβεβαίωση της βλακείας μου. «Ω, Καμίλ, μια πλάκα κάναμε» είπε η Άμα. «Αισθάνομαι χάλια. Ήταν καλά κορίτσια. Απλώς παράξενες». «Παράξενες δεν θα πει τίποτα» παπαγάλισε μία από τις φίλες. «Αμάν, παιδιά, φαντάζεστε να σκοτώσει όλα τα φρικιά;» είπε η Άμα χασκογελώντας. «Δεν θα ήταν τέλειο;» Το κορίτσι που έκλαιγε σήκωσε το κεφάλι του ακοόγοντάς τη και χαμογέλασε. Η Άμα την αγνόησε επιδεικτικά. «Ποιος;» ρώτησα. «Όλοι ξέρουμε ποιος το έκανε» είπε η ξανθιά με τη βραχνή φωνή. «Ο αδερφός της Νάταλι. Η παραξενιά είναι οικογενειακό τους κουσούρι» δήλωσε η Άμα. «Αυτός έχει κόλλημα με τις μικρούλες» είπε μουτρωμένα το κορίτσι που το έλεγαν Τζόουντς. «Εμένα πάντα ψάχνει δικαιολογίες για να μου πιάσει κουβέντα» είπε η Άμα. «Τουλάχιστον τώρα ξέρω ότι δεν θα με σκοτώσει. Πολύ σούπερ». Έσκασε ένα φιλί στον αέρα, πάσαρε το αρκουδάκι στην Τζόουντς, έπιασε αγκαζέ τα άλλα δυο κορίτσια και, με ένα θρασύτατο «συγγνώμη», έπεσαν πάνω μου και με προσπέρασαν. Η Τζόουντς τις ακολούθησε. Στις κοροϊδίες της Άμα διέκρινα έναν τόνο απελπισίας και δίκαιης οργής. Όπως στο τραπέζι του πρωινού, όταν είχε πει κλαψουρίζοντας: Μακάρι να με δολοφονήσουν. Η Άμα δεν ήθελε να προσέχουν κανέναν άλλον περισσότερο απ’ αυτή. Σίγουρα όχι κορίτσια που δεν μπορούσαν καν να την ανταγωνιστούν όσο ζούσαν. Τηλεφώνησα στον Κιούρι λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, στο σπίτι του. Ο Κιούρι κάνει ένα αντίστροφο πηγαινέλα στη δουλειά, ενενήντα λεπτά μέχρι το προάστιο όπου βρίσκονται τα γραφεία μας, από τη μονοκατοικία που του άφησαν οι γονείς του στο Όρος Γκρίνγουντ, έναν ιρλανδικό εργατικό οικισμό στο Σάουθ Σάιντ. Αυτός και η γυναίκα του, η Αϊλίν, δεν έχουν παιδιά. Δεν θέλαμε, λέει πάντα ξερά ο Κιούρι, αλλά εγώ έχω δει με τι τρόπο κοιτάζει τα παιδάκια των υπαλλήλων του από μακριά, πόσο καρφώνεται στις σπάνιες περιπτώσεις που
θα εμφανιστεί ένα μωρό στα γραφεία μας. Ο Κιούρι και η γυναίκα του παντρεύτηκαν μεγάλοι. Υποθέτω ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά. Η Αϊλίν είναι μια πληθωρική κοκκινομάλλα με φακίδες που ο Κιούρι τη γνώρισε στο πλυντήριο αυτοκινήτων της γειτονιάς του, στα σαράντα δύο του. Αποδείχτηκε, αργότερα, ότι ήταν δεύτερη ξαδέρφη του καλύτερού του φίλου από τα παιδικά του χρόνια. Παντρεύτηκαν μέσα σε τρεις μήνες από τη μέρα που γνωρίστηκαν. Είναι μαζί είκοσι δύο χρόνια. Μ’ αρέσει που του Κιούρι του αρέσει να διηγείται την ιστορία. Η Αϊλίν ήταν πολύ θερμή όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο και ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Όχι βέβαια, δεν κοιμόμαστε, μου είπε γελώντας. Για την ακρίβεια, ο Κιούρι έστηνε ένα από τα παζλ του, των 4.5ΟΟ κομματιών. Της είχε πιάσει όλο το καθιστικό και του είχε δώσει μια βδομάδα διορία να το τελειώσει. Άκουσα τον Κιούρι να έρχεται στο τηλέφωνο, σχεδόν με χτύπησε η μυρωδιά του τσιγάρου του. «Πρίκερ, τι τρέχει, κορίτσι μου; Είσαι καλά;» «Καλά είμαι. Απλώς δεν βγαίνει τίποτε σημαντικό αποδώ πέρα. Μου πήρε τόσο καιρό μόνο για να πάρω απλώς μια επίσημη δήλωση της αστυνομίας». «Η οποία είναι;» «Δεν αποκλείουν κανέναν». «Χα! Μποόρδες. Κάτι πρέπει να υπάρχει. Ξαναμίλησες με τους γονείς;» «Όχι ακόμη». «Μίλα με τους γονείς. Αν δεν μπορέσεις να βγάλεις είδηση, θέλω ένα προφίλ των δύο κοριτσιών. Μια ιστορία με ανθρώπινο ενδιαφέρον, όχι απλή αστυνομική αναφορά. Μίλησε και με άλλους γονείς, να δεις αν έχουν καμιά θεωρία. Ρώτησε αν παίρνουν επιπλέον προφυλάξεις. Μίλησε με τους κλειδαράδες, τους πωλητές όπλων, δες αν αυξήθηκαν απότομα οι δουλειές τους. Βάλε και κάποιον παπά ή τίποτε καθηγητές ή δασκάλους. Και έναν οδοντίατρο ίσως, δες πόσο δύσκολο είναι να ξεριζώσει κανείς τόσα πολλά δόντια, τι εργαλείο θα χρησιμοποιούσε, αν χρειαζόταν να έχει κάποιου είδους εμπειρία για να το κάνει. Μίλησε και με μερικά παιδιά. Θέλω μαρτυρίες, θέλω πρόσωπα. Στείλε μου τέσσερις στήλες για την κυριακάτικη έκδοση· ας το δουλέψουμε όσο έχουμε ακόμη την αποκλειστικότητα». Κράτησα σημειώσεις, αρχικά σε ένα σημειωματάριο και μετά στο μυαλό μου, γιατί είχα αρχίσει να διαγράφω τα περιγράμματα των ουλών στο δεξί μου χέρι με τη μύτη του στιλό μου.
«Εννοείς προτού γίνει κι άλλη δολοφονία». «Εκτός εάν η αναθεματισμένη αστυνομία ξέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα δηλώνει, θα γίνει κι άλλη, ναι. Αυτό το είδος του δολοφόνου δεν σταματάει στις δύο, όχι όταν είναι τόσο τελετουργικό». Ο Κιούρι δεν ξέρει τίποτε για τελετουργικούς φόνους από πρώτο χέρι, αλλά ξεπετάει κάμποσα αστυνομικά του σωρού κάθε βδομάδα, εκδόσεις τσέπης με γυαλιστερά εξώφύλλα που τα αγοράζει από ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα. Ένα δολάριο τα δύο, Πρίκερ, αυτό θα πει φτηνή διασκέδαση. «Λοιπόν, Λιονταράκι, καμιά θεωρία για το αν είναι ντόπιος;» Του Κιούρι μοιάζει να του αρέσει το παρατσούκλι που μου έχει βγάλει· είμαι το αγαπημένο του νεαρό λαγωνικό. Η φωνή του είναι πάντα γελαστή όταν το λέει, λες και βλέπει τη λέξη να κοκκινίζει. Μπορούσα να τον φανταστώ στο καθιστικό του, να στραβοκοιτάζει το παζλ του και την Αϊλίν να τραβάει μια γρήγορη ρουφηξιά από το τσιγάρο του, ενώ του ετοίμαζε την αγαπημένη του τονοσαλάτα με γλυκές πίκλες, που ο Κιούρι ήθελε να τρώει τρεις φορές την εβδομάδα. «Ανεπισήμως, λένε ναι». «Τότε, να πάρει, κάν’ τους να σου το πουν και επισήμως. Το χρειαζόμαστε. Είναι καλό». «Άκου και κάτι περίεργο, Κιούρι. Μίλησα με ένα αγοράκι που λέει ότι είδε τη Νάταλι όταν την απήγαγαν. Λέει ότι ήταν γυναίκα». «Γυναίκα; Δεν είναι γυναίκα. Τι λέει η αστυνομία;» «Ουδέν σχόλιον». «Ποιο είναι αυτό το παιδί;» «Γιος εργάτη στο χοιροτροφείο. Γλυκό παιδί. Φαίνεται πολύ φοβισμένο, Κιούρι». «Η αστυνομία δεν τον πιστεύει, αλλιώς κάτι θα είχες ακούσει σχετικά. Έτσι δεν είναι;» «Ειλικρινά, δεν ξέρω. Είναι όλοι στρείδια εδώ». «Χριστέ μου, Πρίκερ, κάν’ τους ν’ ανοίξουν το στόμα τους. Πάρε μια επίσημη δήλωση». «Εύκολο να το λες. Έχω την αίσθηση ότι είναι εμπόδιο που εγώ είμαι αποδώ. Τους έχει πικάρει. Το φέρουν βαριά που γύρισα πίσω γι’ αυτό το λόγο».
«Κάν’ τους να σε συμπαθήσουν. Είσαι αξιαγάπητη. Η μαμά σου θα σε στηρίξει». «Ούτε η μαμά μου χαίρεται ιδιαίτερα που είμαι εδώ». Σιωπή κι ύστερα ένας στεναγμός από την άλλη άκρη της γραμμής που έκανε το αυτί μου να βουίξει. Το δεξί μου χέρι ήταν ήδη ένας οδικός χάρτης από μπλε γραμμές. «Είσαι εντάξει, ΙΙρίκερ; Προσέχεις τον εαυτό σου;» Δεν είπα τίποτα. Ξαφνικά ένιωσα σαν να ήμουν έτοιμη να κλάψω. «Εντάξει είμαι. Αυτό το μέρος μού προκαλεί άσχημα πράγματα. Αισθάνομαι... λάθος». «Κρατήσου, κορίτσι μου. Τα πας πολύ καλά. Θα είσαι μια χαρά. Και, αν αισθανθείς ότι δεν είσαι, τηλεφώνησέ μου. Θα σε φέρω πίσω αμέσως». «Εντάξει, Κιούρι». «Η Αϊλίν λέει να προσέχεις. Διάολε, εγώ το λέω».
Έξι Κάθε κωμόπολη συνήθως συντηρεί ένα είδος πότη. Τα είδη ποικίλλουν ανάλογα με την πόλη: είναι οι φασαριόζικες, όπου τα μπαρ βρίσκονται πάντα στα περίχωρα για να αισθάνονται οι πελάτες τους λιγάκι παράνομοι. Είναι οι αριστοκρατικές, όπου αργοπίνεις το ποτό σου κι όπου τα μπαρ χρεώνουν ένα τζιν τόνικ σε εξωφρενική τιμή, έτσι ώστε οι φτωχοί να τα πίνουν μόνοι στο σπίτι τους. Είναι οι μεσοαστικές με τα εμπορικά κέντρα, όπου μαζί με τις μπίρες τα μπαρ σου σερβίρουν φρέσκα κρεμμυδάκια και σάντουιτς με χαριτωμένες ονομασίες. Ευτυχώς, στο Γουίντ Γκαπ πίνουν οι πάντες, κι έτσι έχουμε απ’ όλα αυτά τα μπαρ και άλλα τόσα. Μπορεί να είμαστε μικρή πόλη, αλλά στο πιοτό τις περισσότερες τις βάζουμε κάτω. Το κοντινότερο στο σπίτι της μητέρας μου στέκι ενυδάτωσης ήταν ένα ακριβό τετράγωνο κτίριο με πρόσοψη από γυαλί και με σπεσιαλιτέ τις σαλάτες και τις σαμπάνιες, το μόνο αριστοκρατικό φαγάδικο του Γουίντ Γκαπ. Ήταν αργά το πρωί και δεν άντεχα ούτε να σκεφτώ τον Άλαν με τα νερουλά αυγά του, γι’ αυτό πήγα με τα πόδια ως το «La Mere». Τα γαλλικά μου είναι επιπέδου έκτης δημοτικού, αλλά, κρίνοντας από τον κραυγαλέα ναυτικό διάκοσμο του ρεστοράν, πιστεύω ότι οι ιδιοκτήτες του σκόπευαν να το ονομάσουν «La Mer», Η «Θάλασσα», και όχι «La Mere», «Η Μητέρα». Παρ’ όλα αυτά, το όνομα δεν ήταν εντελώς άστοχο, μιας και Η Μητέρα, η δική μου δηλαδή, σύχναζε εκεί, όπως και όλες οι φίλες της. Όλες τους λάτρευαν τη σαλάτα Σίζαρ με κοτόπουλο, που ούτε θαλασσινά έχει ούτε γαλλική είναι, αλλά δεν θα είμαι εγώ αυτή που θα το κάνει θέμα. «Καμίλ!» Μια ξανθιά με ρούχα του τένις ερχόταν τροχάδην από την άλλη άκρη της αίθουσας, λαμπυρίζοντας με τις χρυσές αλυσίδες και τα κρεμαστά σκουλαρίκια της. Ήταν η καλύτερη φίλη της μητέρας μου. η Άναμπελ Γκάσερ, το γένος Άντερσον, χαϊδευτικό ΆνιΜπι. Ήταν κοινώς γνωστό ότι η Άναμπελ μισούσε το επίθετο του συζύγου της μέχρι που σούφρωνε τη μύτη της κάθε φορά που αναγκαζόταν να το πει. Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να το πάρει. «Γεια σου, αγάπη μου, η μαμά σου μου είπε ότι είσαι στην πόλη». Σε αντίθεση με την καημένη την Τζάκι Ο’Νιλ, την οποία η Άντορα είχε σε καραντίνα και την οποία εντόπισα στο ίδιο τραπέζι. Φαινόταν ελαφρά πιωμένη, όπως φαινόταν και στην κηδεία. Η Άναμπελ με φίλησε και στα δύο μάγουλα κι έπειτα έκανε πίσω για να με δει καλύτερα. «Πάντα όμορφη, όμορφη. Έλα, έλα να καθίσεις μαζί μας. Πίνουμε μερικά μπουκάλια κρασί και τα λέμε. Θα κατεβάσεις τον μέσο όρο ηλικίας της παρέας». Η Άναμπελ με τράβηξε στο τραπέζι όπου καθόταν η Τζάκι και μιλούσε σε άλλες δυο ξανθιές, ηλιοκαμένες κυρίες. Δεν σταμάτησε όταν η Άναμπελ άρχισε τις συστάσεις, παρά συνέχισε να μονολογεί για κάποιο σετ κρεβατοκάμαρας κι ύστερα έριξε κάτω ένα ποτήρι με
νερό καθώς τινάχτηκε προς τα πίσω ακούγοντας το όνομά μου. «Καμίλ! Εδώ είσαι; Χαίρομαι πάρα πολύ που σε ξαναβλέπω, γλυκιά μου». Φαινόταν ειλικρινής. Ανάδιδε πάλι εκείνο το άρωμα Τζιούισι Φρουτ. «Είναι εδώ πέντε λεπτά» της πέταξε μια άλλη ξανθιά σαρώνοντας με το μαυρισμένο χέρι της νερά και παγάκια από την επιφάνεια του τραπεζιού. Διαμάντια άστραφταν σε δύο από τα δάχτυλά της. «Σωστά, τώρα θυμήθηκα. Ήρθες για να καλύψεις εκείνους τους φόνους, κακό κορίτσι» συνέχισε η Τζάκι. «Η Άντορα πρέπει να είναι έξαλλη. Να ζει κάτω από την ίδια στέγη με το μικρό βρόμικο μυαλό σου». Μου χάρισε ένα χαμόγελο που πρέπει να ήταν τσαχπίνικο πριν από είκοσι χρόνια. Τώρα έδειχνε ελαφρώς παρανοϊκό. «Τζάκι!» είπε η ξανθιά, αγριοκοιτάζοντάς τη με γουρλωμένα μάτια. «Βεβαίως, πριν αναλάβει η Άντορα, εμείς τα κορίτσια με τα βρόμικα μυαλά κοιμόμασταν στο σπίτι της Τζόια. Ίδιο σπίτι, άλλη τρελή να το κουμαντάρει» είπε η Τζάκι απευθυνόμενη σε μένα και τρίβοντας με το δάχτυλο ένα σημείο πίσω από το αυτί της. Τα ράμματα από το λίφτινγκ; «Εσύ δεν τη γνώρισες τη γιαγιά σου, έτσι δεν είναι, Καμίλ;» είπε ναζιάρικα η Άναμπελ. «Ου! Αυτή, χρυσό μου, ήταν το κάτι άλλο» είπε η Τζάκι. «Τρομακτική γυναίκα, Κέρβερος!» «Πώς δηλαδή;» ρώτησα. Δεν είχα ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο για τη γιαγιά μου. Η Άντορα μου είχε αναφέρει ότι ήταν αυστηρή, αλλά τίποτε παραπάνω. «Ω, η Τζάκι υπερβάλλει» είπε η Άναμπελ. «Καμιά κοπέλα δεν χωνεύει τη μητέρα της, όταν είναι στο γυμνάσιο. Και η Τζόια πέθανε αμέσως μετά. Ουσιαστικά, δεν πρόλαβε να δημιουργήσει μια σχέση ενήλικου με τη μητέρα σου». Για μια στιγμή, έλαμψε μια μικρή σπίθα ελπίδας ότι αυτός ήταν ο λόγος που η μητέρα μου κι εγώ είχαμε τόση απόσταση μεταξύ μας: δεν είχε εμπειρία. Μέχρι να γεμίσει η Άναμπελ με κρασί το ποτήρι μου, η ελπίδα είχε ήδη ξεψυχήσει. «Έτσι είναι, Άναμπελ» είπε η Τζάκι. «Ενώ, αν ζούσε σήμερα η Τζόια, θα περνούσαν τέλεια, όπως τον παλιό καλό καιρό. Η Τζόια σίγουρα. Θα την είχε ξεσκίσει την Καμίλ. Θυμάσαι εκείνα τα πολύ μακριά νύχια της; Που δεν τα έβαφε ποτέ; Πάντα το έβρισκα περίεργο». «Αλλαγή θέματος» είπε χαμογελαστά η Άναμπελ, και οι λέξεις καμπάνισαν σαν ασημένιο
κουδουνάκι που σε καλεί για το δείπνο. «Η δουλειά της Καμίλ πρέπει να είναι πολύ συναρπαστική» είπε υπάκουα μία από τις ξανθιές. «Ειδικά αυτή τώρα» είπε μια άλλη. «Ναι, Καμίλ, πες μας ποιος το έκανε» ξεφούρνισε η Τζάκι. Χαμογέλασε πάλι κοκέτικα και πετάρισε μερικές φορές τις βλεφαρίδες της. Μου θύμισε κούκλα εγγαστρίμυθου που ζωντανεύει ξαφνικά. Με πετσιασμένο δέρμα και σπασμένα τριχοειδή αγγεία. Είχα να κάνω μερικά τηλεφωνήματα, αλλά έκρινα ότι αυτό εδώ δεν συγκρινόταν με τίποτα. Τέσσερις πιωμένες, βαριεστημένες σκύλες νοικοκυρές που ήξεραν όλα τα κουτσομπολιά του Γουίντ Γκαπ; Θα μπορούσα κάλλιστα να το θεωρήσω επαγγελματικό γεύμα. «Ξέρετε, θα με ενδιέφερε πολύ να μάθω τι σκέφτεστε εσείς γι’ αυτό». Μια φράση που δεν πρέπει να την άκουγαν πολύ συχνά. Η Τζάκι βούτηξε το ψωμί της σε ένα μπολάκι με ντρέσινγκ που στη συνέχεια έσταξε πάνω στην μπλούζα της. «Ξέρετε όλες τι πιστεύω εγώ» είπε. «Ο μπαμπάς της Αν, ο Μπομπ Νας. Είναι ανώμαλος. Κάθε φορά που τον συναντάω σε κάποιο μαγαζί χαζεύει το στήθος μου». «Ό,τι σου βρίσκεται σε στήθος» είπε η Άναμπελ και με σκούντησε στ’ αστεία. «Μιλάω σοβαρά, το παρακάνει. Σκόπευα να το πω στον Στίβεν «Εγώ σας έχω ζουμερά νέα» είπε η τέταρτη ξανθιά. Ντάνα ή Ντάίάνα; Ξέχασα το όνομά της αμέσως μόλις μας σύστησε η Άναμπελ. «Ω, η ΝτιΆνα πάντα έχει μια καλή αποκλειστικότητα, Καμίλ» είπε η Άναμπελ σφίγγοντάς μου το μπράτσο. Η ΝτιΆνα έκανε μια δραματική παύση, σάλιωσε τα χείλη της, έβαλε κι άλλο κρασί και μας κοίταξε μία μία πάνω από το ποτήρι της.
«Ο Τζον Κιν έφυγε από το σπίτι των γονιών του» ανακοίνωσε. «Τι;» είπε μια ξανθιά. «Μιλάς σοβαρά;» είπε μια άλλη. «Και...» είπε θριαμβευτικά η ΝτιΆνα, χαμογελώντας σαν παρουσιάστρια σε τηλεπαιχνίδι, έτοιμη να δώσει το δώρο. «Μένει στης Τζούλι Γουίλερ. Στο παλιό σπιτάκι του αμαξά, πίσω από το σπίτι». «Πολύ καλό» είπε η Μελίσα ή Μελίντα. Η Άναμπελ γέλασε. «Ω, τώρα ξέρουμε ότι το κάνουν. Η Μέρεντιθ δεν θα μπορεί πια με τίποτα να μας παριστάνει τη Μικρή Μις Τέλεια. Ξέρεις, Καμίλ» συνέχισε απευθυνόμενη σε μένα «ο Τζον Κιν είναι ο μεγάλος αδερφός της Νάταλι και, όταν η οικογένεια πρωτοήρθε εδώ, όλη η πόλη ξετρελάθηκε μαζί του. Ο νεαρός είναι τεκνό. Είναι. Τεκνό. Η Τζούλι Γουίλερ είναι φίλη της μαμάς σου και δική μας. Δεν έκανε παιδιά μέχρι που έφτασε, πες, τριάντα, και, όταν απέκτησε επιτέλους, έγινε απλώς αφόρητη. Από κείνες που το δικό τους παιδί δεν μπορεί να κάνει τίποτε στραβό. Έτσι, όταν η Μέρεντιθ η κόρη της καμάκωσε τον Τζον... Θεούλη μου! Τότε ήταν που δεν είχε τελειωμό! Η Μέρεντιθ, η μικρή αγνή παρθένα που παίρνει όλο «Α» στο σχολείο, βρήκε τον Ομορφότερο Άντρα της Πόλης. Έλα όμως που δεν υπάρχει περίπτωση τέτοιο αγόρι, σε τέτοια ηλικία, να τα φτιάξει με κοπέλα που δεν το δίνει. Αυτά δεν γίνονται. Και τώρα, τι βολικά που τους ήρθαν όλα! Θα έπρεπε να τραβήξουμε μερικές πολαρόιντ και να τις κολλήσουμε στο παρμπρίζ της Τζούλι, κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες». «Ξέρεις πώς θα μας το παίζει τώρα» τη διέκοψε η Τζάκι. «Τάχα μου πόσο καλοί είναι αυτοί που πήραν τον Τζον Ν στο σπίτι τους για να έχει το παιδί έναν δικό του χώρο ν’ ανασάνει μέχρι να ξεπεράσει το πένθος του». «Γιατί έφυγε απ’ το σπίτι του, όμως;» ρώτησε η Μελίσα/Μελίντα, που είχα αρχίσει να τη θεωρώ φωνή της λογικής. «Εννοώ, δεν θα έπρεπε να είναι κοντά στους δικούς του σ’ αυτή τη φάση; Γιατί να χρειάζεται ένα χώρο ν’ ανασάνει;» «Γιατί αυτός είναι ο δολοφόνος» πέταξε η Άναμπελ και γέλασε όλο το τραπέζι. «Ω, τι υπέροχο που θα ήταν να το δίνει η Μέρεντιθ Γουίλερ σε έναν κατά συρροή δολοφόνο» είπε η Τζάκι. Τα γέλια κόπηκαν απότομα. Η Άναμπελ άφησε έναν πνιχτό λόξυγκα και κοίταξε το ρολόι της. Η Τζάκι στήριξε το κεφάλι της στο ένα χέρι και ξεφύσηξε
τόσο δυνατά που ξεσήκωσε όλα τα ψίχουλα από το πιάτο της. «Δεν το πιστεύω ότι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα» είπε η ΝτιΆνα κοιτώντας τα νύχια της. «Στην πόλη μας, στην πόλη που μεγαλώσαμε. Μικρά κοριτσάκια. Μου έρχεται εμετός μόνο που το σκέφτομαι. Εμετός». «Πολύ χαίρομαι που οι δικές μου έχουν μεγαλώσει» είπε η Άναμπελ. «Δεν θα το άντεχα. Η καημένη η Άντορα πρέπει να έχει τρελαθεί από ανησυχία για την Άμα». Βούτηξα κι εγώ μια μπουκιά ψωμί στη σάλτσα, με τον παιδιάστικο τρόπο που το έκαναν οι άλλες και έστρεψα την κουβέντα μακριά από την Άντορα. «Πιστεύει στ’ αλήθεια ο κόσμος ότι ο Τζον Κιν έχει να κάνει μ’ αυτή την υπόθεση; Ή είναι μόνο κουτσομπολιά και κακίες;» Το ένιωσα ότι πρόφερα τις τελευταίες λέξεις σαν να τις έφτυνα. Είχα ξεχάσει πόσο αφόρητη μπορούσαν να κάνουν την πόλη γυναίκες σαν αυτές για κάποιον που δεν συμπαθούσαν. «Ρωτάω απλώς και μόνο επειδή κάτι κορίτσια, μάλλον του γυμνασίου, μου είπαν το ίδιο πράγμα χτες». Δεν μου φάνηκε σκόπιμο να αναφέρω ότι η Άμα ήταν μία απ’ αυτές. «Άσε να μαντέψω πρέπει να ήταν τέσσερις ξανθιές γλωσσούδες που νομίζουν ότι είναι πολύ πιο όμορφες απ’ ό,τι είναι» είπε η Τζάκι. «Τζάκι, χρυσό μου, έχεις καταλάβει σε ποιον το είπες αυτό;» ρώτησε η Μελίσα/Μελίντα, χτυπώντας συγκαταβατικά την Τζάκι στην πλάτη. «Ωχ! Πάντα ξεχνάω ότι η Άμα και η Καμίλ έχουν έστω και μακρινή συγγένεια διαφορετικές εποχές, κατάλαβες;» Η Τζάκι χαμογέλασε. Πίσω της ακούστηκε ένα ζωηρό πλοπ. Σήκωσε το ποτήρι του κρασιού της για να της το γεμίσει ο σερβιτόρος χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει. «Καμίλ, καλύτερα να το μάθεις εδώ: η μικρή σας Άμα είναι προοόβλημα». «Έχω αχούσει ότι πάνε σε όλα τα πάρτι του γυμνασίου» είπε η ΝτιΆνα. «Και ότι την πέφτουν σε όλα τα αγόρια. Και κάνουν πράγματα που εμείς δεν τα κάναμε παρά μόνο ως παντρεμένες και πάλι, αφού είχαμε εξασφαλίσει κάμποσα καλά κομμάτια». Έστριψε το διαμαντένιο μπρασελέ στον καρπό της. Γέλασαν όλες. Η Τζάκι μάλιστα, χτυπώντας με τις δυο γροθιές της το τραπέζι, έτσι όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν ξεκαρδίζονται. «Ναι, αλλά...» «Δεν ξέρω αν ο κόσμος πιστεύει πραγματικά ότι το έκανε ο Τζον. Ξέρω όμως ότι η αστυνομία τον ανέκρινε» είπε η Άναμπελ. «Οπωσδήποτε, είναι μια παράξενη οικογένεια». «Α, νόμιζα ότι έχετε στενές σχέσεις» είπα. «Σας είδα στο σπίτι τους μετά την κηδεία».
Μαλακισμένα κωλοθήλυκα είπα από μέσα μου. «Όλος ο καλός κόσμος του Γουίντ Γκαπ ήταν σ’ εκείνο το σπίτι μετά την κηδεία» είπε η ΝτιΆνα. «Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε τέτοιο γεγονός». Προσπάθησε να ξεκινήσει ξανά τα γέλια, αλλά η Τζάκι και η Άναμπελ κουνούσαν τα κεφάλια τους σοβαρά. Η Μελίσα/ Μελίντα κοιτούσε γύρω στο ρεστοράν σαν να ευχόταν να ήταν σε κάποιο άλλο τραπέζι. «Πού είναι η μαμά σου;» ξεφούρνισε ξαφνικά η Άναμπελ. «Θα έπρεπε να έρχεται εδώ. Καλό θα της έκανε. Συμπεριφέρεται πολύ περίεργα απ’ όταν άρχισαν όλα αυτά». «Συμπεριφερόταν περίεργα και πριν αρχίσουν όλα αυτά» είπε η Τζάκι και είδα το σαγόνι της να σφίγγεται. Αναρωτήθηκα μήπως της ερχόταν εμετός. «Έλα τώρα, Τζάκι». «Μιλάω σοβαρά. Καμίλ, ένα πράγμα θα σου πω: αυτή τη στιγμή, έτσι όπως έχουν τα πράγματα με τη μητέρα σου, καλύτερα να βρίσκεσαι στο Σικάγο. Φρόντισε να γυρίσεις σύντομα». Το πρόσωπό της είχε χάσει εκείνη την παρανοϊκά εύθυμη έκφραση έδειχνε απόλυτα σοβαρή. Και ειλικρινά ανήσυχη. Άρχισα πάλι να τη συμπαθώ. «Ειλικρινά, Καμίλ...» «Βούλωσ’ το, Τζάκι» είπε η Άναμπελ και της πέταξε ένα ψωμάκι στο πρόσωπο, με δύναμη. Το ψωμάκι τη χτύπησε στη μύτη και έπεσε πάνω στο τραπέζι. Μια ανόητη έκρηξη βίας, όπως όταν ο Ντι είχε χτυπήσει εμένα με το μπαλάκι του τένις λιγότερο σε σοκάρει το χτύπημα απ’ όσο η πράξη. Η Τζάκι το αντιμετώπισε με ένα αδιάφορο κούνημα του χεριού και συνέχισε να μιλάει. «Θα λέω ό,τι μου αρέσει και λέω ότι η Άντορα μπορεί να κάνει κακό...» Η Άναμπελ σηκώθηκε, πήγε δίπλα στην Τζάκι και τη σήκωσε όρθια τραβώντας την από το μπράτσο. «Τζάκι, πρέπει να κάνεις εμετό οπωσδήποτε» είπε. Ο τόνος της φωνής της ήταν μια διασταύρωση απειλής με καλόπιασμα. «Ήπιες πάρα πολύ και θα σε πειράξει άσχημα, αν δεν αδειάσεις το στομάχι σου. Πάμε μαζί στην τουαλέτα να σε βοηθήσω να νιώσεις καλύτερα». Η Τζάκι τράβηξε απότομα το χέρι της στην αρχή, αλλά η Άναμπελ το κράτησε ακόμα πιο σφιχτά και σε λίγο απομακρύνθηκαν μαζί. Σιωπή στο τραπέζι. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Δεν είναι τίποτε» είπε η ΝτιΆνα. «Έχουμε κι εμείς τα μεγάλα κορίτσια τα καβγαδάκια
μας, όπως κι εσείς τα νέα κορίτσια. Λοιπόν, Καμίλ, έμαθες ότι μπορεί ν’ ανοίξει Gap και στην πόλη μας;» Μου είχαν κολλήσει στο μυαλό τα λόγια της Τζάκι: Έτσ: όπως έχουν τα πράγματα με τη μητέρα σου, καλύτερα να βρίσκεσαι στο Σικάγο. Πόσα άλλα σημάδια χρειαζόμουν για να φύγω από το Γουίντ Γκαπ; Αναρωτήθηκα για τι ακριβώς είχαν ψυχραθεί αυτή και η Άντορα. Πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή κάρτα που δεν στάλθηκε. Το έβαλα στο νου μου να περάσω από της Τζάκι κάποια στιγμή που θα ήταν λιγότερο πιωμένη. Αν ήταν ποτέ λιγότερο πιωμένη. Αλλά πάλι, εγώ ήμουν η τελευταία που θα μπορούσα να κρίνω έναν πότη. Αργοπλέοντας στην ελαφριά ζάλη του κρασιού, τηλεφώνησα στους Νας από ένα ψιλικατζίδικο. Μια τρεμουλιαστή κοριτσίστικη φωνή μού απάντησε εμπρός και μετά σώπασε. Άκουγα την ανάσα της, αλλά καμιά ανταπόκριση στις παρακλήσεις μου να μιλήσω με τον μπαμπά ή τη μαμά. Μετά, ένα αργό, απαλό κλικ και η γραμμή νεκρώθηκε. Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου επιτόπου. Ένα τετράγωνο μίνι βαν, εποχής ντίσκο, ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι του σπιτιού των Νας δίπλα σε μια σκουριασμένη κίτρινη Τρανς Αμ, και συμπέρανα πως αυτό σήμαινε ότι και ο Μπομπ και η Μπέτσι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο σπίτι. Στο κουδούνι απάντησε η μεγαλύτερη κόρη, που συνέχισε απλώς να στέκεται πίσω από την τζαμόπορτα ασφαλείας κοιτώντας επίμονα το στομάχι μου. όταν τη ρώτησα αν ήταν μέσα οι γονείς της. Οι Νας ήταν όλοι μικροκαμωμένοι. Ήξερα πως ετούτη εδώ, η Άσλι, ήταν δώδεκα χρόνων, αλλά. όπως το αγοράκι με την τουρλωτή κοιλιά που είχα γνωρίσει στην πρώτη μου επίσκεψη, έδειχνε αρκετά χρόνια μικρότερη από την ηλικία της. Και φερόταν αντίστοιχα. Πιπίλιζε ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της και δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο όταν ο μικρός Μπόμπι ήρθε αργά αργά δίπλα της και, με το που με είδε, έμπηξε τα κλάματα. Και μετά τις τσιρίδες. Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό μέχρι να εμφανιστεί στην πόρτα η Μπέτσι Νας. Έδειχνε τόσο σαστισμένη όσο και τα δυο παιδιά της και σάστισε ακόμα περισσότερο όταν της συστήθηκα. «Το Γουίντ Γκαπ δεν έχει ημερήσια τοπική εφημερίδα» είπε. «Σωστά, είμαι από την Ντέιλι ΙΙοστ του Σικάγου» είπα εγώ. «Σικάγο; Ιλινόις;» «Ξέρετε, ο άντρας μου ασχολείται με αγορές και τέτοια» είπε και άρχισε να ανακατώνει τα ξανθά μαλλιά του γιου της. «Δεν ήρθα να σας πουλήσω συνδρομή, δεν... Είναι μέσα ο κύριος Νας; Μήπως μπορώ να πω δυο λόγια μαζί του στα γρήγορα;» Οι τρεις Νας'παραμέρισαν από την πόρτα σαν ένα σώμα και, ύστερα από κάνα δυο λεπτά, ο Μπομπ Νας με είχε μπάσει στο καθιστικό και σάρωνε πλυμένα ρούχα από τον καναπέ για να μου κάνει χώρο να καθίσω.
«Να πάρει η οργή, αχούρι είναι εδώ μέσα» μουρμούρισε δυνατά προς τη μεριά της γυναίκας του. «Συγγνώμη για την ακαταστασία, δεσποινίς Πρίκερ. Τα πάντα έχουν πάει κατά διαβόλου εδώ πέρα μετά την Αν». «Ω, μην σας απασχολεί» είπα, τραβώντας ένα παιδικό σωβρακάκι κάτω από το μηρό μου. «Εμένα το διαμέρισμά μου είναι μόνιμα σ’ αυτή την κατάσταση». Στην πραγματικότητα, είναι το άκρο αντίθετο. Ένα καλό που κληρονόμησα από τη μητέρα μου είναι η μανία μου για την τάξη. Είμαι ικανή να σιδερώνω μέχρι και τις κάλτσες μου. Όταν γύρισα σπίτι από το νοσοκομείο, είχα περάσει μια φάση όπου έβραζα διάφορα αντικείμενα: το ψαλιδάκι, το εργαλείο που κατσαρώνει τις βλεφαρίδες, παραμάνες, οδοντόβουρτσες. Ήταν μια απόλαυση που επέτρεψα στον εαυτό μου. Στο τέλος το ψαλιδάκι το πέταξα στα σκουπίδια. Πάρα πολλές αμαρτωλές μεταμεσονύχτιες σκέψεις για τις καυτές αιχμηρές άκρες του. Παλιοθήλυκο να σου πετύχει. Έλπιζα ότι η Μπέτσι Νας θα εξαφανιζόταν. Κυριολεκτικά. Ήταν τόσο ανυπόστατη, που μπορούσα να τη φανταστώ να εξαϋλώνεται αργά αφήνοντας μόνο έναν μεγάλο λιπαρό λεκέ στη μια άκρη του καναπέ. Αυτή έμεινε όμως, και τα μάτια της πηγαινοέρχονταν από τον άντρα της σε μένα, πριν αρχίσουμε καν να μιλάμε. Σαν να προετοιμαζόταν να παρακολουθήσει το διάλογο. Έμειναν και τα παιδιά, να τριγυρίζουν άσκοπα σαν ξανθά φαντασματάκια παγιδευμένα μεταξύ νωθρότητας και βλακείας. Το όμορφο κοριτσάκι μπορεί να τα κατάφερνε. Αλλά το χοντρομούρικο μεσαίο, που περιφερόταν σαν χαζό στο δωμάτιο, ήταν προορισμένο για μίζερο σεξ και μοναχικά ξεσαλώματα με σοκολάτες και τυποποιημένα κέικ. Το αγόρι ήταν ο τύπος που θα κατέληγε αραχτός, να πίνει μπίρες έξω από βενζινάδικα. Όπως εκείνα τα οργισμένα, βαριεστημένα αγόρια που είχα δει καθώς ερχόμουν στην πόλη. «Κύριε Νας, πρέπει να μιλήσουμε κι άλλο για την Αν. Για ένα μεγαλύτερο άρθρο» ξεκίνησα. «Ευχαριστώ που μου διαθέσατε το χρόνο σας και ελπίζω να μου διαθέσετε και πάλι λίγη ώρα». «Ό,τι χρειαστεί. Αν είναι να δοθεί λίγη σημασία σ’ αυτή την υπόθεση, δεν έχω αντίρρηση. Τι θέλετε να μάθετε;» «Τι είδους παιχνίδια της άρεσαν, τι είδους φαγητά; Με ποια επίθετα θα την περιγράφατε; Ήταν αρχηγός στις παρέες ή ακολουθούσε; Είχε πολλές φίλες ή μόνο λίγες κολλητές; Της άρεσε το σχολείο; Τι έκανε τα Σαββατοκύριακα;» Το ζεύγος Νας με κοίταζε βουβό. «Για αρχή» πρόσθεσα. «Η γυναίκα μου είναι κατάλληλη ν’ απαντήσει σ’ αυτά» είπε ο Μπομπ Νας. «Αυτή είναι που... φροντίζει τα παιδιά». Στράφηκε προς την Μπέτσι Νας που δίπλωνε και ξεδίπλωνε συνεχώς το ίδιο ρούχο πάνω στα γόνατά της.
«Της άρεσε η πίτσα και οι ψαροκροκέτες» είπε η Μπέτσι. «Έκανε παρέα με πάρα πολλά παιδιά, αλλά είχε λίγες στενές φίλες, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Έπαιζε αρκετά μόνη της». «Κοίτα, μαμά, η Μπάρμπι χρειάζεται ρούχα» είπε η Άσλι σείοντας μια γυμνή πλαστική κούκλα μπροστά στα μάτια της μητέρας της. Αφού την αγνοήσαμε και οι τρεις, πέταξε την κούκλα στο πάτωμα και άρχισε να φέρνει σβούρες στο δωμάτιο παριστάνοντας την μπαλαρίνα. Βλέποντας μπροστά της μια σπάνια ευκαιρία, η Τίφανι όρμησε στην Μπάρμπι, τη βούτηξε, άνοιξε διάπλατα τα πλαστικά της πόδια, τα έκλεισε και συνέχισε το ίδιο βιολί, άνοιξεκλείσε. άνοιξεκλείσε. «Ήταν ζόρικο παιδί, το πιο ζόρικο απ’ όλα τα παιδιά μου» είπε ο Μπομπ Νας. «Θα έπαιζε φούτμπολ αν ήταν αγόρι. Όλο έπεφτε και χτυπούσε από την πολλή τρεχάλα, πάντα γεμάτη μελανιές και γδαρσίματα». «Η Αν δεν μασούσε τα λόγια της όπως εγώ» είπε ήρεμα η Μπέτσι. Και σώπασε πάλι. «Πώς, δηλαδή, κυρία Νας;» «Η Αν είχε στόμα, έλεγε ό,τι της κατέβαινε στο μυαλό. Με καλό τρόπο. Συνήθως». Σώπασε ξανά για αρκετά δευτερόλεπτα, αλλά έβλεπα από τα μάτια της ότι σκεφτόταν και δεν την παρακίνησα άλλο. «Πίστευα ότι μπορεί κάποτε να γινόταν δικηγόρος ή καθηγήτρια σε κολέγιο ή κάτι τέτοιο γιατί... ποτέ δεν καθόταν να μετρήσει τα λόγια της. Όχι όπως κάνω εγώ. Εγώ νομίζω πως ό,τι κι αν πω θα είναι βλακεία. Η Αν πίστευε πως αυτά που είχε να πει έπρεπε να τα ακούσουν όλοι». «Αναφέρατε το σχολείο, δεσποινίς ΙΙρίκερ» παρενέβη ο Μπομπ Νας. «Εκεί ήταν που το στόμα της της δημιουργούσε προβλήματα. Γινόταν αυθάδης και μας είχαν τηλεφωνήσει μερικές φορές οι δασκάλες της για να μας πουν ότι δεν μιλούσε καλά μέσα στην τάξη. Ήταν λιγάκι ατίθαση». «Καμιά φορά σκέφτομαι μήπως ήταν έτσι επειδή ήταν πολύ έξυπνη» πρόσθεσε η Μπέτσι Νας. «Ναι, ήταν σπίρτο» συγκατένευσε ο Μπομπ Νας. «Καμιά φορά νόμιζα ότι ήταν πιο έξυπνη από το γέρο της. Καμιά φορά αυτή νόμιζε ότι ήταν πιο έξυπνη από το γέρο της». «Μαμά, κοίτα με!» Η Γουρουνίτσα Τίφανι. που τόση ώρα μασούλιζε αφηρημένα τις πατούσες της Μπάρμπι, έτρεξε στο κέντρο του καθιστικού και άρχισε να κάνει τούμπες. Η Άσλι, κυριευμένη από έναν άγνωστο θυμό, άφησε μια κραυγή σαν γάβγισμα βλέποντας τη μητέρα της να προσέχει το δεύτερο παιδί και έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στην αδερφή της. Κι ύστερα της τράβηξε τα μαλλιά, μια φορά, δυνατά, επιδεικτικά. Η Τίφανι άφησε μια τσιρίδα κι έγινε κατακόκκινη και ο Μπόμπι Τζούνιορ έμπηξε πάλι τα κλάματα.
«Η Τίφανι φταίει» ούρλιαξε η Άσλι και άρχισε κι αυτή να μυξοκλαίει. Είχα διαταράξει κάποια ευαίσθητη δυναμική. Ένα σπιτικό με πολλά παιδιά υποθάλπει μικρότητες και ζήλιες, το ήξερα από πρώτο χέρι, και τα παιδιά των Νας πανικοβάλλονταν στην ιδέα ότι είχαν να ανταγωνιστούν όχι μόνο το ένα το άλλο, αλλά και μια νεκρή αδερφή. Τα κατανοούσα απόλυτα. «Μπέτσι» μουρμούρισε ήρεμα ο Μπομπ Νας ανασηκώνοντας τα φρύδια του. Ο Μπόμπι Τζούνιορ βρέθηκε στην αγκαλιά κι αποκεί στο γοφό της μαμάς, η Τίφανι ανασύρθηκε από το πάτωμα με το ένα χέρι και, με την απαρηγόρητη Άσλι τρυπωμένη ανάμεσα, η τετράδα απομακρύνθηκε από το δωμάτιο. Ο Μπομπ Νας κοίταξε αφηρημένα στο κατόπι τους για λίγη ώρα. «Έτσι κάνουν εδώ κι ένα χρόνο αυτά τα κορίτσια» είπε. «Σαν μωρά. Κι εγώ που νόμιζα πως θα βιάζονταν να μεγαλώσουν. Χάθηκε η Αν και όλα έχουν αλλάξει σε τούτο το σπίτι...» Μετακινήθηκε νευρικά στον καναπέ. «Είναι που η Αν ήταν κανονικός άνθρωπος, καταλαβαίνεις; Λες: τι είναι εννιά χρόνων; Τίποτα. Κι όμως, η Αν είχε προσωπικότητα. Καταλάβαινα τι σκεφτόταν για διάφορα πράγματα. Ήξερα, όταν βλέπαμε τηλεόραση, τι θα της φαινόταν αστείο και τι χαζό. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω με τα άλλα μου παιδιά. Διάολε, ούτε με τη γυναίκα μου δεν μπορώ. Την Αν την αισθανόσουν να υπάρχει. Δεν...» Ο Μπομπ Νας σταμάτησε σαν να έκλεισε ο λαιμός του. Σηκώθηκε, μου γύρισε την πλάτη, στράφηκε μια φορά, ξαναγύρισε προς την άλλη μεριά, έκανε όλο το γύρο του καναπέ από πίσω και τελικά ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. «Τη θέλω πίσω. γαμώτο. Δηλαδή, τώρα τι; Αυτό ήταν;» Σήκωσε τα χέρια του προς τη μεριά της πόρτας, προς τα εκεί απ’ όπου είχαν φύγει η γυναίκα και τα παιδιά του. «Γιατί, αν είναι μόνο αυτό, δεν έχει και πολύ νόημα. Και, να πάρει ο διάβολος, κάποιος πρέπει να βρει αυτόν που το έκανε, γιατί πρέπει να μου δώσει μια απάντηση: γιατί την Αν; Πρέπει να μάθω. Ήταν η μόνη απ’ τα παιδιά μου που πίστευα ότι θα έκανε κάτι στη ζωή της». Έμεινα αμίλητη για λίγο νιώθοντας το σφυγμό να χτυπάει στο λαιμό μου. «Κύριε Νας, μου έδωσαν να καταλάβω ότι ίσως η προσωπικότητα της Αν, που κι εσείς αναφέρατε ότι ήταν πολύ ισχυρή, μπορεί να ερέθισε κάποιους ανθρώπους. Νομίζετε ότι θα μπορούσε αυτό να έχει κάποια σχέση;» Το ένιωσα ότι άρχισε να μην με εμπιστεύεται, το είδα στον τρόπο που κάθισε, πέφτοντας πίσω στην πλάτη του καναπέ με τα χέρια ανοιχτά, παριστάνοντας τον άνετο. «Να ερέθισε ποιον δηλαδή;» «Να, άκουσα ότι υπήρξαν προβλήματα με την Αν και το κατοικίδιο ενός γείτονα. Ότι είχε
κάνει κάτι στο πουλί ενός γείτονα». Ο Μπομπ Νας έτριψε τα μάτια του, κοίταξε τα παπούτσια του. «Θεέ μου, πώς κουτσομπολεύουν οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη. Ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι το έκανε η Αν. Αυτή και οι γείτονες είχαν ήδη ζητήματα. Δεν ταίριαζαν τα χνότα τους. Ο Τζο Ντιουκ, απέναντι. Οι κόρες του, που είναι μεγαλύτερες, πείραζαν την Αν, της κολλούσαν άσχημα. Μετά, την κάλεσαν μια μέρα να παίξει μαζί τους. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, αλλά όταν γύρισε εδώ η Αν, αυτές ούρλιαζαν ότι τους είχε σκοτώσει το καταραμένο πουλί τους». Γέλασε, ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν το έκανε, καλά του έκανε, έκανε φοβερή φασαρία». «Πιστεύετε ότι η Αν ήταν πιθανόν να κάνει κάτι τέτοιο, αν την προκαλούσαν;» «Ποιος τρελός θα προκαλούσε την Αν;» είπε ο Μπομπ Νας. «Δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια. Δεν ήταν καμιά μικρή κυρία». «Πιστεύετε ότι γνώριζε αυτόν που τη σκότωσε;» Ο Νας μάζεψε ένα ροζ μπλουζάκι από το μπράτσο του καναπέ και το δίπλωσε στα τέσσερα σαν μαντίλι. «Πίστευα πως όχι. Τώρα πιστεύω πως ναι. Πιστεύω ότι πήγε με κάποιον που γνώριζε». «Ήταν πιο πιθανό να ακολουθήσει έναν άντρα ή μια γυναίκα;» ρώτησα. «Α, άκουσες την ιστορία του Τζέιμς Κάπισι;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Ένα μικρό κοριτσάκι είναι πιο πιθανό να εμπιστευτεί ένα πρόσωπο που του θυμίζει τη μαμά του, έτσι δεν είναι;» Εξαρτάται από το πώς είναι η μαμά του, σκέφτηκα. «Όμως εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν άντρας. Αδύνατον να φανταστώ μια γυναίκα να κάνει όλα αυτά... σε ένα παιδάκι. Άκουσα ότι ο Τζον Κιν δεν έχει άλλοθι. Μπορεί να του είχε έρθει να σκοτώσει ένα κοριτσάκι, έβλεπε μπροστά του τη Νάταλι όλη μέρα, κάθε μέρα, δεν άντεξε άλλο τη νοσηρή επιθυμία του εννοώ οπότε πήγε και σκότωσε ένα αγοροκόριτσο, ένα παιδί σαν την Αν, δηλαδή. Αλλά τελικά δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί άλλο, σκότωσε και τη Νάταλι». «Αυτά λέει ο κόσμος;» ρώτησα. «Και πολλά άλλα, υποθέτω».
Η Μπέτσι Νας εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόρτα. «Μπομπ» είπε κοιτώντας τα γόνατά της «είναι εδώ η Άντορα». Το στομάχι μου σφίχτηκε χωρίς να του δώσω την άδεια. Η μητέρα μου μπήκε αεράτη στο δωμάτιο, μοσχοβολώντας, μια γυναίκα σαν τα κρύα νερά. Φαινόταν πολύ πιο άνετη στο σπίτι των Νας από την ίδια την κυρία Νας. Η Άντορα είχε το έμφυτο χάρισμα να κάνει τις άλλες γυναίκες να αισθάνονται παρακατιανές. Η Μπέτσι Νας αποσύρθηκε λες και ήταν καμαριέρα σε ταινία του 193Ο. Η μητέρα μου απαξίωσε να με κοιτάξει και πήγε κατευθείαν στον Μπομπ Νας. «Μπομπ, η Μπέτσι μού είπε πως έχετε μια δημοσιογράφο εδώ κι αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η κόρη μου. Λυπάμαι πολύ. Ό,τι και να πω δεν φτάνει για να δικαιολογήσει τέτοια ενόχληση». Ο Μπομπ Νας κοίταξε σαν χαζός την Άντορα και. μετά εμένα. «Κόρη σου είναι.; Δεν είχα ιδέα». «Προφανώς όχι. Η Καμίλ δεν είναι οικογενειακός τύπος». «Γιατί δεν μου είπες τίποτε;» με ρώτησε ο Νας. «Σας είπα ότι είμαι από το Γουίντ Γκαπ. Δεν φαντάστηκα ότι θα σας ενδιέφερε ποια είναι η μητέρα μου». «Ω, δεν θύμωσα, μην με παρεξηγείς. Απλώς τυχαίνει η μητέρα σου να είναι, πολύ καλή μας φίλη» είπε σαν να μιλούσε για μια μεγαλόκαρδη αρχόντισσα. «Έκανε βοηθητική διδασκαλία στην Αν, στα αγγλικά και στην ορθογραφία. Η μητέρα σου και η Αν είχαν πολύ στενή σχέση. Και η Αν ήταν πολύ περήφανη που είχε μια ενήλικη φίλη». Η μητέρα μου κάθισε στον καναπέ με τα χέρια διπλωμένα στην αγκαλιά της και τη φούστα της απλωμένη γύρω. Μου έπαιξε μια φορά τα μάτια της σαν να με προειδοποιούσε να μην πω κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. «Δεν είχα ιδέα» είπα τελικά. Ήταν αλήθεια. Είχα νομίσει πως η μητέρα μου έπαιζε τη βαρυπενθούσα, παριστάνοντας ότι γνώριζε αυτά τα κορίτσια καλά. Τώρα απόρησα που ήταν τόσο διακριτική. Αλλά, γιατί στην ευχή έκανε βοηθητικά μαθήματα στην Αν; Συμμετείχε στο πρόγραμμα μητέρες βοηθοί όταν ήμουν εγώ στο δημοτικό κυρίως για να περνάει κάποιες ώρες με άλλες αργόσχολες του Γουίντ Γκαπ—, αλλά δεν είχα φανταστεί ότι η ευγενής υποχρέωσή της θα έφτανε ως το σημείο να αφιερώνει τόσα απογεύματα σε ένα αχτένιστο κοριτσάκι από τη δυτική πλευρά της πόλης. Καμιά φορά την υποτιμώ την Άντορα. Τποθέτω. «Καμίλ, νομίζω ότι πρέπει να φύγεις» είπε η Άντορα. «Ήρθα εδώ για επίσκεψη και μου είναι αδύνατον να χαλαρώσω όταν είσαι εσύ τριγύρω».
«Δεν τελείωσα την κουβέντα μου με τον κύριο Νας». «Την τελείωσες». Η Άντορα κοίταξε τον Νας για επιβεβαίωση κι εκείνος χαμογέλασε αδέξια σαν κάποιος που αντικρίζει κατάφατσα τον ήλιο. «Αν συνεχίζαμε αργότερα ίσως, δεσποινίς... Καμίλ;» Μια λέξη άναψε ξαφνικά χαμηλά στο γοφό μου: τιμωρία. Την ένιωσα να με καίει. «Ευχαριστώ για το χρόνο σας, κύριε Νας», είπα και βγήκα με απότομα βήματα από το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξω τη μητέρα μου. Άρχισα να κλαίω πριν φτάσω καν στο αυτοκίνητό μου. Επτά Στεκόμουν κάποτε σε μια κρύα γωνία του Σικάγου και περίμενα ν’ ανάψει το φανάρι, όταν έφτασε δίπλα μου ένας τυφλός χτυπώντας το μπαστούνι του. Ποια είναι αυτή η διασταύρωση; ρώτησε και, όταν δεν του απάντησα, στράφηκε προς το μέρος μου και είπε: Είναι κανείς εδώ; Εγώ είμαι εδώ είπα και ένιωσα εκπληκτική ανακούφιση με κείνες τις τρεις λέξεις. Όταν με πιάνει πανικός, τις λέω δυνατά στον εαυτό μου. Εγώ είμαι εδώ. Συνήθως δεν αισθάνομαι ότι είμαι. Αισθάνομαι σαν να πρόκειται να φυσήξει καταπάνω μου ένα ζεστό κύμα αέρα και να με εξαφανίσει διά παντός, να μην απομείνει από μένα ούτε ένα τοσοδά νυχάκι. Είναι φορές που αυτή η σκέψη με γαληνεύειείναι άλλες που μου παγώνει το αίμα. Αυτή η αίσθηση έλλειψης βάρους προέρχεται, νομίζω, από το γεγονός ότι ξέρω ελάχιστα για το παρελθόν μου ή, τουλάχιστον, σ’ αυτό κατέληξαν οι ψυχίατροι στην κλινική. Έχω εγκαταλείψει προ πολλού την προσπάθεια να ανακαλύψω οτιδήποτε για τον μπαμπά μου όποτε τον φαντάζομαι, είναι μια γενική κι αόριστη «πατρική» φιγούρα. Δεν αντέχω να τον σκεφτώ συγκεκριμένα, να τον φανταστώ να ψωνίζει για το σπίτι, ή να πίνει καφέ το πρωί, ή να γυρίζει από τη δουλειά. Λες καμιά μέρα να πέσω πάνω σε καμιά κοπέλα που να μου μοιάζει; Σαν παιδί, πάσχιζα να εντοπίσω μια φανερή ομοιότητα ανάμεσα σε μένα και στη μητέρα μου, κάτι που να αποδεικνόει ότι προήλθα από κείνη. Την παρατηρούσα όταν δεν με έβλεπε, έκλεβα κορνιζαρισμένες φωτογραφίες της και προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχα πάρει τα μάτια της. Ή κάτι άλλο που δεν φαινόταν στο πρόσωπο. Το σχήμα της γάμπας ίσως, ή το λακκάκι του λαιμού. Ποτέ δεν μου έχει πει πώς γνώρισε τον Άλαν. Ό,τι ξέρω γι’ αυτούς το έχω μάθει από τρίτους. Οι ερωτήσεις δεν ενθαρρύνονται, θεωρούνται αδιακρισία. Θυμάμαι το σοκ μου όταν άκουσα τη συγκάτοικό μου στο κολέγιο να μιλάει με τη μητέρα της στο τηλέφωνο: όλα τα καθέκαστα, λεπτομερώς, χωρίς ίχνος λογοκρισίας. Μου φάνηκε αδιανόητο. Της έλεγε διάφορες χαζομάρες, όπως πως είχε ξεχάσει ότι είχε γραφτεί σε ένα μάθημα είχε ξεχάσει
εντελώς ότι έπρεπε να παρακολουθεί Γεωγραφία τρεις φορές την εβδομάδα, και της τα έλεγε με καμάρι, στον ίδιο τόνο με ένα παιδάκι του νηπιαγωγείου που είχε πάρει το χρυσό αστεράκι για μια ζωγραφιά του. Θυμάμαι όταν γνώρισα τελικά τη μητέρα της, πώς είχε ορμήσει σαν σίφουνας στο διαμέρισμά μας κάνοντας ένα σωρό ερωτήσεις, ξέροντας ήδη τόσα πολλά για μένα. Έδωσε στην Άλισον ένα μεγάλο πλαστικό σακουλάκι με παραμάνες, που είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμες και, όταν έφυγαν οι δυο τους να πάνε για φαγητό, με πήραν τα κλάματα. Αυτή η χειρονομία τόσο άσχετη και γεμάτη καλοσύνη με είχε σαστίσει. Άραγε έτσι κάνουν οι μανάδες, νοιάζονται μήπως χρειαστείς παραμάνες; Η δίκιά μου τηλεφωνούσε μία φορά το μήνα και έκανε πάντα τις ίδιες πρακτικές ερωτήσεις (βαθμοί, μαθήματα, τρέχοντα έξοδα). Σαν παιδί δεν θυμάμαι να είπα ποτέ στην Άντορα ποιο ήταν το αγαπημένο μου χρώμα, ή πώς θα ήθελα να λένε την κόρη μου όταν θα μεγαλώσω. Δεν νομίζω να ξέρει ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό και σίγουρα δεν έχω τρέξει ποτέ στο δωμάτιό της μέσα στη νύχτα κλαίγοντας επειδή είδα κάποιο κακό όνειρο. Πάντα αισθάνομαι λύπη για το κοριτσάκι που ήμουν, γιατί ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι η μητέρα μου θα μπορούσε να με παρηγορήσει. Ποτέ δεν μου έχει πει ότι μ’ αγαπάει και ποτέ δεν υπέθεσα κάτι τέτοιο. Με φρόντιζε. Με καθοδηγούσε. Α, ναι, και μια φορά μου έφερε και μια λοσιόν με βιταμίνη Ε. Για ένα διάστημα είχα πείσει τον εαυτό μου ότι η απόσταση που κρατούσε η Άντορα ήταν αμυντικός μηχανισμός μετά τη Μάριαν. Αλλά, κατά βάθος, πιστεύω ότι ανέκαθεν είχε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα με τα παιδιά, απ’ όσο θα παραδεχόταν ποτέ. Για να πω την αλήθεια, νομίζω ότι τα μισεί. Υπάρχει μια ζήλια, μια μνησικακία, που την αισθάνομαι ακόμα και τώρα, στις αναμνήσεις μου. Σε κάποια φάση, προφανώς θα της άρεσε η ιδέα να έχει μια κόρη. Πάω στοίχημα ότι, σαν κορίτσι, έκανε όνειρα πως θα γινόταν μητέρα και πως θα το παραχάιδευε το παιδάκι της, πως θα το έγλειφε σαν μάναγάτα. Έχει κάτι σαν λύσσα με τα παιδιά. Τους την πέφτει κανονικά. Ακόμα κι εγώ, δημοσίως, ήμουν το λατρεμένο της. Αφού τελείωσε η περίοδος του πένθους της για τη Μάριαν, με περιέφερε στην πόλη χαμογελαστή χαμογελαστή και όλο με πείραζε ή με γαργαλούσε όποτε στεκόταν να μιλήσει με κάποιον στο πεζοδρόμιο. Με το που γυρίζαμε σπίτι, χανόταν στο δωμάτιό της σαν μισοτελειωμένη φράση, κι εγώ καθόμουν απέξω, με το μέτωπό μου πάνω στην πόρτα της και ξανάπαιζα στο μυαλό μου τις σκηνές της μέρας, ψάχνοντας να βρω τι είχα κάνει και την είχα δυσαρεστήσει. Έχω μια ανάμνηση που έχει φρακάρει μέσα μου σαν θρόμβος. Η Μάριαν ήταν δυο χρόνια πεθαμένη και η μητέρα μου είχε καλέσει ένα τσούρμο φιλενάδες της για απογευματινά ποτά. Μια απ’ αυτές έφερε κι ένα μωρό. Επί ώρες το πασπάτευαν και το χαϊδολογούσαν, το έπνιγαν στα φιλιά γεμίζοντάς το σημάδια από κραγιόν, το σκούπιζαν με μωρομάντιλα, το ξαναγέμιζαν σημάδια από κραγιόν και ρουφηχτά φιλιά. Εγώ υποτίθεται ότι ήμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα, αλλά τις παρακολουθούσα από την κορυφή της σκάλας.
Τελικά, το έδωσαν και στη μητέρα μου, που κόντεψε να το πνίξει από τις αγκαλιές. Ω, τι υπέροχο που είναι να κρατάω ξανά ένα μωρό στην αγκαλιά μου! Η Άντορα το ταχτάρισε στο ένα γόνατο, το πήγε στράταστρατούλα στο δωμάτιο, του ψιθύριζε γλυκόλογα κι εγώ την παρακολουθούσα από ψηλά σαν μοχθηρός μικρός θεός και πίεζα τη ράχη του χεριού μου πάνω στο μάγουλό μου και φανταζόμουν πώς θα ήταν να είμαι μάγουλο με μάγουλο με τη μητέρα μου. Όταν οι κυρίες πήγαν στην κουζίνα για να βοηθήσουν στο συμμάζεμα, κάτι άλλαξε. Θυμάμαι τη μητέρα μου, μόνη της στο καθιστικό, να έχει αφαιρεθεί και να κοιτάζει επίμονα το μωρό, σχεδόν με λαγνεία. Ύστερα κόλλησε κυριολεκτικά τα χείλη της πάνω στο κόκκινο, σφιχτό σαν μήλο μαγουλάκι. Κι ύστερα άνοιξε το στόμα της, λιγάκι, έπιασε ένα μικρό κομμάτι σάρκα ανάμεσα στα δόντια της και του πάτησε μια μικρή δαγκωνιά. Το μωρό έσκουξε δυνατά. Η κοκκινίλα χάθηκε καθώς η Άντορα έσφιξε πάνω της το παιδί και είπε στις άλλες ότι απλώς γκρίνιαζε λίγο το μωρό, δεν ήταν τίποτα. Έτρεξα στο δωμάτιο της Μάριαν και χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες. Πίσω στο «Φουθ’ς» για ένα ποτό, μετά τη μητέρα μου και τους Νας. Τα κοπανούσα κανονικά, αλλά ποτέ ως το σημείο να μεθύσω, όπως το αιτιολογούσα στον εαυτό μου. Απλώς είχα ανάγκη μια τζούρα. Πάντα ήμουν υπέρ της άποψης ότι το αλκοόλ λειτουργεί ως λιπαντικό μια επίστρωση ασφαλείας από τις τόσες αιχμηρές σκέψεις του μυαλού μας. Ο μπάρμαν ήταν ένας στρογγυλοπρόσωπος τύπος, δυο τάξεις κάτω από μένα στο σχολείο, που ήμουν σίγουρη ότι τον έλεγαν Μπάρι, αλλά όχι τόσο σίγουρη ώστε να τον φωνάξω με τ’ όνομά του. «Καλώς μας ήρθες πάλι» μουρμούρισε γεμίζοντας το Μπιγκ Μάουθ μου με μπέρμπον ως τα δύο τρίτα της κούπας και προσθέτοντας μια δόση Κόκα κόλα από πάνω. «Κερνάει το μαγαζί» είπε απευθυνόμενος στη θήκη με τις χαρτοπετσέτες. «Εδώ δεν παίρνουμε λεφτά από τις ωραίες γυναίκες». Ο σβέρκος του είχε γίνει κατακόκκινος και ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε να κάνει κάτι επείγον στην άλλη άκρη του πάγκου. Πήρα τη Νίχο Ντράιβ για να γυρίσω σπίτι. Ήταν ο δρόμος όπου κάποτε έμεναν αρκετές από τις φίλες μου, διέσχιζε όλη την πόλη και γινόταν όλο και πιο αριστοκρατικός όσο πλησίαζε προς το σπίτι της Άντορα. Εντόπισα το παλιό σπίτι της Κέιτι Λέισι, την άθλια βίλα που έχτισαν οι δικοί της όταν ήμασταν δέκα χρόνων στη θέση του παλιού βικτοριανού πατρικού σπιτιού τους που το είχαν ισοπεδώσει οι μπουλντόζες. Ένα τετράγωνο πιο μπροστά από μένα, τσουλούσε αργά πάνω στην άσφαλτο ένα αμαξάκι του γκολφ διακοσμημένο με λουλουδάτα αυτοκόλλητα, που το οδηγούσε ένα κοριτσάκι. Ξανθά μαλλιά, πλεγμένα κοτσίδες, σαν τις μικρές Ελβετίδες στα τσίγκινα κουτιά του κακάο. Η Άμα. Είχε επωφεληθεί από την επίσκεψη της Άντορα στους Νας για να το σκάσει από το σπίτι κορίτσια μόνα στο δρόμο ήταν παράξενο
θέαμα στο Γουίντ Γκαπ μετά το φόνο της Νάταλι. Αντί να συνεχίσει προς το σπίτι, έστριψε και κατευθύνθηκε ανατολικά, που σήμαινε πως πήρε το δρόμο προς τα χαμόσπιτα και το χοιροτροφείο. Έστριψα στη γωνία και την ακολούθησα, τόσο αργά που παραλίγο να μου σβήσει η μηχανή. Ο δρόμος πρόσφερε στην Άμα μια πολύ ωραία κατηφόρα και το αυτοκινητάκι γλιστρούσε τόσο γοργά που τα κοτσίδια της ανέμιζαν προς τα πίσω. Μέσα σε δέκα λεπτά είχαμε βρεθεί στην εξοχή. Ψηλό κίτρινο χορτάρι και ράθυμες αγελάδες. Αχυρώνες σκυφτοί σαν γεροντάκια. Περίμενα λίγο, με τη μηχανή στο ρελαντί, για να δώσω στην Άμα ένα γερό προβάδισμα και μετά ξεκίνησα κρατώντας τόση απόσταση ώστε να μην τη χάσω εντελώς από τα μάτια μου. Σε λίγο ο αέρας άρχισε να μυρίζει κάτι ανάμεσα σε σκατά και ξεραμένο σάλιο και κατάλαβα αμέσως κατά πού κατευθυνόμασταν. Άλλο ένα δεκάλεπτο και φάνηκαν τα μεταλλικά στέγαστρα του χοιροτροφείου, μακριά και γυαλιστερά σαν γιγάντιες ατσαλόπροκες στη σειρά. Οι στριγκλιές των ζώων έκαναν τα αυτιά μου να ιδρώσουν. Σαν στρίγκλισμα σκουριασμένου μαγκανοπήγαδου. Ένιωσα τα ρουθούνια μου να διαστέλλονται και τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν. Αν έχετε ζήσει ποτέ κοντά σε μονάδα εκτροφής ζώων για σφαγή, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Η μυρωδιά δεν είναι απλή υγρασία, αχνός στον αέρα είναι σαν κάτι στερεό. Νομίζεις ότι μπορείς να ανοίξεις μια τρύπα στην μπόχα, να βρεις λίγη ανακούφιση. Δεν μπορείς. Η Άμα πέρασε τις πύλες της μονάδας χωρίς να κόψει ταχύτητα. Ο τύπος στο φυλάκιο εισόδου απλώς της κούνησε το χέρι. Εγώ δυσκολεύτηκα λίγο, μέχρι που είπα τη μαγική λέξη: Άντορα. «Α, ναι. Η Άντορα έχει και μια μεγάλη κόρη. Τώρα θυμήθηκα» είπε ο ηλικιωμένος φύλακας. Η ταμπελίτσα στη φόρμα του έγραφε Χοσέ. Κοίταξα να δω αν του έλειπε κανένα δάχτυλο. Οι Μεξικάνοι δεν βρίσκουν άνετες και καλοπληρωμένες δουλειές σε πύλες εισόδου, εκτός αν τους τις χρωστάνε. Έτσι λειτουργούν οι μονάδες εκτροφής εδώ στα μέρη μας: οι Μεξικάνοι παίρνουν τις πιο σιχαμερές, τις πιο επικίνδυνες δουλειές και οι λευκοί πάλι παραπονιούνται. Η Άμα πάρκαρε το αμαξάκι του γκολφ δίπλα σε ένα ημιφορτηγό και τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα της. Έπειτα, βαδίζοντας λες και ήταν κουρντισμένη, προσπέρασε το σφαγείο, προσπέρασε τις σειρές των στάβλων, όλες εκείνες τις υγρές ροζ μουσούδες που στριμώχνονταν στις λωρίδες του εξαερισμού, και κατέληξε στον μεγάλο μεταλλικό αχυρώνα όπου γινόταν ο θηλασμός. Οι περισσότερες από τις γουρούνες γονιμοποιούνται κατ’ επανάληψη, η μια γέννα μετά την άλλη, μέχρι που να τα παίξει ο οργανισμός τους και μόνο τότε καταλήγουν στο σφαγείο. Όσο είναι ακόμη χρήσιμες όμως, εξαναγκάζονται σε θηλασμό πλαγιασμένες μέσα σε παχνιά, δεμένες, με τα πόδια ανοιχτά, τις ρώγες εκτεθειμένες. Τα γουρούνια είναι εξαιρετικά έξυπνα και κοινωνικά πλάσματα, κι αυτή η αναγκαστική έκθεση
κάνει τις δύστυχες τις γουρούνεςμάνες να θέλουν να πεθάνουν. Το οποίο και κάνουν, αμέσως μόλις στερέψει το γάλα τους. Ακόμα και η ιδέα αυτής της πρακτικής μου είναι απωθητική. Αλλά το θέαμα πραγματικά σου προκαλεί κάτι κακό, σε κάνει λιγότερο άνθρωπο. Σαν να παρακολουθείς ένα βιασμό και να μην λες τίποτε. Είδα την Άμα στο βάθος του αχυρώνα να στέκεται μπροστά σε ένα από τα μεταλλικά παχνιά. Μερικοί εργάτες τραβούσαν ένα τσούρμο φωνακλάδικα γουρουνάκια από ένα άνοιγμα και πετούσαν μέσα ένα καινούργιο μπουλούκι. Προχώρησα ως την απέναντι πλευρά του αχυρώνα, ώστε να στέκομαι πίσω από την Άμα χωρίς εκείνη να με βλέπει. Η γουρούνα ήταν πλαγιασμένη, σε σχεδόν κωματώδη κατάσταση, με την κοιλιά της εκτεθειμένη κι ανάμεσα από τις μεταλλικές μπάρες πετάγονταν κόκκινες, ματωμένες ρώγες σαν τεντωμένα δάχτυλα. Ένας από τους άντρες άλειψε με λίγο λάδι την πιο ξεγδαρμένη, την τίναξε με το δάχτυλό του σαν αποτσίγαρο και χασκογέλασε. Οι εργάτες δεν έδιναν καμιά σημασία στην Άμα, λες κι ήταν εντελώς φυσιολογικό να βρίσκεται εκεί. Έκλεισε το μάτι σε έναν από αυτούς καθώς προχώρησαν για να δέσουν μια άλλη γουρούνα στο επόμενο παχνί και να φέρουν το επόμενο μπουλούκι. Τα μωρά στο πρώτο παχνί έπεσαν πάνω στη μάνα όπως τα μυρμήγκια στο μέλι. Δινόταν μάχη για τις ρώγες της, που εξαφανίζονταν και πετάγονταν μέσα από λαίμαργα στόματα, σαν να ήταν λαστιχένιες. Τα μάτια της γουρούνας είχαν γυρίσει ανάποδα. Η Άμα κάθισε κάτω, σταυροπόδι, και χάζευε σαν υπνωτισμένη. Ύστερα από πέντε λεπτά ήταν ακόμη στην ίδια θέση, μόνο που τώρα χαμογελούσε και στριφογύριζε στη θέση της. Έπρεπε να φύγω. Ξεκίνησα, περπατώντας στην αρχή, ύστερα τρέχοντας κακήν κακώς προς το αυτοκίνητό μου. Πόρτες κλειστές, το ραδιόφωνο στο τέρμα, το μπέρμπον να με καίει στο λαιμό. Έφυγα μακριά από τη βρόμα κι εκείνους τους ήχους. Κι από κείνο το παιδί. Οκτώ Η Άμα. Όλες αυτές τις μέρες με είχε απασχολήσει ελάχιστα. Τώρα με ενδιέφερε. Αυτό που είχα δει στη φάρμα ήταν σαν ένας μόνιμος κόμπος στο λαιμό μου. Η μητέρα μου είχε πει ότι η Άμα ήταν το πιο αγαπητό κορίτσι στο σχολείο του, και το πίστευα. Η Τζάκι είχε πει ότι ήταν η μεγαλύτερη σκύλα, και το πίστευα και αυτό. Κάποιος που ζει μέσα στη δίνη της κακίας της Άντορα δεν θα μπορούσε να μην είναι και λίγο λοξός. Άραγε πώς επηρέαζε την Άμα το θέμα Μάριαν; Πρέπει να προκαλεί μεγάλη σύγχυση το να ζεις στη σκιά μιας σκιάς. Αλλά η Άμα ήταν έξυπνη έκανε όλα τα κόλπα της μακριά απ’ το σπίτι. Κοντά στην Άντορα ήταν υποχωρητική, γλυκιά, καημενούλα αυτά που έπρεπε να είναι για να εξασφαλίζει την αγάπη της μητέρας μου. Αλλά εκείνη η βίαιη φλέβα της το υστερικό ξέσπασμα, το χαστούκι στη φίλη της και τώρα αυτή η ασχήμια... Μια τάση να κάνει και να βλέπει κακά πράγματα. Μου θύμισε ξαφνικά τις ιστορίες για την Αν και τη Νάταλι. Η Άμα δεν ήταν σαν τη Μάριαν, αλλά ίσως ήταν λίγο σαν
αυτές. Ήταν αργά το απόγευμα, λίγο πριν από την ώρα του δείπνου, και αποφάσισα να κάνω μια δεύτερη απόπειρα με τους Κιν. Χρειαζόμουν μια επίσημη δήλωση για το βασικό άρθρο μου και, αν δεν την έπαιρνα από κανέναν, ο Κιούρι θα με έβγαζε από το θέμα. Προσωπικά, δεν θα με πείραζε καθόλου να φύγω από το Γουίντ Γκαπ, αλλά το είχα ανάγκη να αποδείξω ότι μπορούσα να κουμαντάρω τον εαυτό μου, ειδικά τώρα που η αξιοπιστία μου είχε κλονιστεί. Μια γυναίκα που χαρακώνεται δεν είναι η πρώτη στη λίστα για ζόρικες δημοσιογραφικές αποστολές. Πέρασα από το σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Νάταλι. Όσα είχε απαξιώσει να κλέψει η Άμα κείτονταν σε ένα θλιβερό σωρό: τρία χοντρά κεριά, από καιρό λιωμένα, μαζί με φτηνά λουλούδια τυλιγμένα ακόμη στα σελοφάν του σουπερμάρκετ. Ένα ζαρωμένο μπαλόνι ηλίου σε σχήμα καρδιάς που χοροπηδούσε άτονα. Στο δρομάκι του σπιτιού των Κιν, ο αδερφός της Νάταλι καθόταν στη θέση του συνοδηγού ενός κόκκινου καμπριολέ και μιλούσε με την οδηγό, ένα ξανθό κορίτσι, όμορφο σχεδόν όσο κι εκείνος. Πάρκαρα πίσω τους, τους είδα να ρίχνουν γρήγορες κλεφτές ματιές και μετά να παριστάνουν ότι δεν με είδαν. Το κορίτσι άρχισε να γελάει ζωηρά και έπλεξε τα βαμμένα κόκκινα νύχια του στο πίσω μέρος του μελαχρινού κεφαλιού του αγοριού. Πέρασα γρήγορα από δίπλα τους χαιρετώντας με ένα μικρό αμήχανο νεύμα, που είμαι σίγουρη ότι δεν είδαν, και έφτασα στην πόρτα. Μου άνοιξε η μητέρα της Νάταλι. Πίσω της, το σπίτι ήταν σκοτεινό και ήσυχο. Το πρόσωπό της έμεινε ξάστεροδεν με έχει αναγνωρίσει. «Κυρία Κιν, με συγχωρείτε πολύ που ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά είναι ανάγκη να σας μιλήσω». «Για τη Νάταλι;» «Ναι, μπορώ να περάσω;»Ήταν άτιμο κόλπο εκ μέρους μου να τρυπώσω στο σπίτι της χωρίς να συστηθώ. Οι ρεπόρτερ είναι σαν τα βαμπίρ, του αρέσει του Κιούρι να λέει. Δεν μπορούν να μπουν στο σπίτι σου, αν δεν τους ανοίξεις, αλλά έτσι και μπουν θα σου ρουφήξουν όλο το αίμα μέχρι να τους ξεφορτωθείς. Η κυρία Κιν μου άνοιξε. «Αχ, τι ωραία δροσιά που έχετε εδώ μέσα» είπα. «Είπαν ότι θα έφτανε τους τριάντα πέντε βαθμούς σήμερα, αλλά νομίζω ότι τους ξεπέρασε». «Εγώ άκουσα για τριάντα εφτά». «Το πιστεύω. Θα μπορούσα να σας βάλω σε κόπο για ένα ποτήρι νερό;» Άλλη μια καλά
δοκιμασμένη τακτική: πιο δύσκολα σε πετάει έξω μια γυναίκα, όταν σου έχει προσφέρει ήδη τη φιλοξενία της. Αν έχεις κρυολόγημα ή καμιά αλλεργία και ζητήσεις χαρτομάντιλο είναι ακόμα καλύτερα. Οι γυναίκες τσιμπάνε στην ευαισθησία. Οι περισσότερες. «Φυσικά». Κοντοστάθηκε, με κοίταξε σαν να σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ξέρει ποια είμαι, αλλά προφανώς ντράπηκε να με ρωτήσει. Νεκροθάφτες, παπάδες, αστυνομία, νοσηλευτές τις τελευταίες μέρες πρέπει να είχε γνωρίσει περισσότερο κόσμο απ’ όσο όλο τον προηγούμενο χρόνο. Ενώ η κυρία Κιν έφυγε για την κουζίνα, εγώ κοίταξα με περιέργεια γύρω. Το δωμάτιο φαινόταν εντελώς διαφορετικό σήμερα που τα έπιπλα είχαν επιστρέφει στις κανονικές τους θέσεις. Πάνω σε ένα τραπέζι, όχι πολύ μακριά μου, ήταν μια φωτογραφία των παιδιών. Ήταν ακουμπισμένα από τη μια και την άλλη πλευρά μιας μεγάλης βελανιδιάς και φορούσαν και τα δυο μπλουτζίν και κόκκινα πουλόβερ. Το αγόρι χαμογελούσε βεβιασμένα, σαν να έκανε κάτι που καλό θα ήταν να μην δει ο κόσμος. Το κορίτσι είχε σχεδόν το μισό του ύψος και μια έκφραση αποφασισμένης σοβαρότητας, όπως τα πορτρέτα στις παλιές δαγγεροτυπίες. «Πώς τον λένε το γιο σας;» «Τζον. Είναι πολύ καλό παιδί και ευγενικό. Πάντα ήμουν περήφανη γι’ αυτόν. Μόλις τελείωσε το σχολείο». «Ξεμπερδεύουν νωρίτερα τώρα όταν πήγαινα εγώ σχολείο εδώ μας έκαναν να περιμένουμε ως τον Ιούνιο». «Μμμμ. Είναι ωραία να έχουν περισσότερο καλοκαίρι ελεύθερο τα παιδιά». Χαμογέλασα. Χαμογέλασε. Κάθισα και ήπια λίγο νερό. Δεν θυμόμουν τι συμβουλεύει ο Κιούρι να κάνεις, αφού έχεις μπει με δόλο στο σαλόνι κάποιου. «Εδώ που τα λέμε, δεν γνωριστήκαμε κανονικά. Είμαι η Καμίλ Πρίκερ. Από την Ντέιλι Ποσττου Σικάγου; Μιλήσαμε λίγο στο τηλέφωνο προχθές». Έπαψε να χαμογελάει. Το σαγόνι της σφίχτηκε. «Θα έπρεπε να μου το είχατε πει από πριν». «Καταλαβαίνω πόσο δύσκολα περνάτε, αλλά αν μπορούσα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις...» «Δεν μπορείτε».
«Κυρία Κιν, θέλω να είμαι αντικειμενική με την οικογένειά σας, γι’ αυτό και βρίσκομαι εδώ. Όσο περισσότερες πληροφορίες δώσουμε στον κόσμο...» «Τόσο περισσότερα φύλλα θα πουλήσετε. Μπούχτισα μ’ όλα αυτά. Σας το λέω για τελευταία φορά: μην ξαναπατήσετε εδώ. Μην μας τηλεφωνήσετε ξανά. Δεν έχω να σας πω τίποτε απολύτως». Σηκώθηκε όρθια μπροστά μου, έσκυψε από πάνω μου. Όπως και στην κηδεία, φορούσε ένα κολιέ από ξύλινες χάντρες με μια μεγάλη κόκκινη καρδιά στο κέντρο. Ταλαντευόταν μπρος πίσω από το μπούστο της σαν μενταγιόν υπνωτιστή. «Σας θεωρώ παράσιτο» είπε με κακία. «Σας βρίσκω αηδιαστική. Ελπίζω κάποτε να σκεφτείτε τι κάνατε και να καταλάβετε πόσο άσχημο είναι. Και τώρα φύγετε, παρακαλώ». Με ακολούθησε ως την πόρτα σαν να μην πίστευε ότι θα έφευγα πραγματικά, αν δεν με έβγαζε έξω από το σπίτι της. Ύστερα έκλεισε την πόρτα πίσω μου με τόση δύναμη που βούιξε το κουδούνι. Κοντοστάθηκα στο κατώφλι, κατακόκκινη, και σκεφτόμουν τι ωραία λεπτομέρεια θα ήταν εκείνο το μενταγιόν με την καρδούλα στο κομμάτι μου και τότε είδα το κορίτσι από το κόκκινο καμπριολέ να με κοιτάζει. Το αγόρι είχε φύγει. «Είσαι η Καμίλ ΙΙρίκερ;» μου φώναξε από μακριά. «Ναι». «Σε θυμάμαι. Εγώ ήμουν πολύ μικρή όταν ζούσες εδώ, αλλά σε ξέραμε όλοι». «Πώς σε λένε;» «Μέρεντιθ Γουίλερ. Εσύ δεν θα με θυμάσαι, ήμουν τοσοδά μικρό όταν πήγαινες γυμνάσιο». Το κορίτσι του Τζον Κιν. Το όνομά της μου ήταν γνωστό, χάρη στις φίλες της μητέρας μου, αλλά την ίδια δεν θα την αναγνώριζα προσωπικά. Διάβολε, πρέπει να ήταν έξι, εφτά χρόνων το πολύ την τελευταία χρονιά που είχα ζήσει εδώ. Παρ’ όλα αυτά, δεν απόρησα που με ήξερε. Τα κορίτσια που μεγαλώνουν στο Γουίντ Γκαπ παρακολουθούν τις μεγαλύτερες κοπέλες με ένα είδος εμμονής: ποια έβγαινε με τα αστέρια του ποδοσφαίρου, ποια είχε γίνει βασίλισσα της τάξης των αποφοίτων, ποια μετρούσε περισσότερο. Αντάλλασσες τις αγαπημένες σου όπως τις κάρτες του μπέιζμπολ. Θυμάμαι ακόμη την Κίκι Γουάιατ, βασίλισσα αποφοίτων του Γυμνασίου Καλχούν, όταν εγώ ήμουν κοριτσάκι. Κάποτε είχα αγοράσει από το φαρμακείο έντεκα διαφορετικά κραγιόν προκειμένου να βρω την ακριβή απόχρωση του ροζ που φορούσε όταν μου είπε «γεια σου» ένα πρωί στο δρόμο. «Σε θυμάμαι» είπα στην κοπέλα. «Δεν το πιστεύω ότι οδηγείς αυτοκίνητο».
Γέλασε, ευχαριστημένη από το ψέμα μου. «Τώρα είσαι δημοσιογράφος, έτσι δεν είναι;» «Ναι, στο Σικάγο». «Θα βάλω τον Τζον να σου μιλήσει. Τα ξαναλέμε. Γεια». Η Μέρεντιθ έφυγε με το αυτοκίνητο. Είμαι σίγουρη ότι θα ένιωσε πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της Τα ξαναλέμε. Γεια περνώντας μια καινούργια στρώση λιπγκλός στα χείλη της και έχοντας στο μυαλό της οτιδήποτε άλλο εκτός από το νεκρό δεκάχρονο κοριτσάκι που υποτίθεται ότι θα ήταν το θέμα της συζήτησης. Τηλεφώνησα στο κεντρικό κατάστημα σιδηρικών της πόλης εκεί όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Νάταλι. Χωρίς να δηλώσω την ιδιότητά μου, άρχισα να λέω ότι σκεφτόμουν να ανακαινίσω ένα μπάνιο, ίσως αλλάζοντας τα πλακάκια. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να γυρίσω την κουβέντα στους φόνους. Πολλοί άνθρωποι πρέπει να ανανέωναν τα συστήματα ασφαλείας των σπιτιών τους τώρα τελευταία, έριξα την ιδέα. «Έτσι είναι, κυρία μου. Πουλήσαμε ένα σωρό αλυσίδες ασφαλείας και διπλές κλειδαριές μόνο τις τελευταίες μέρες» μου είπε στρυφνά. «Αλήθεια; Πόσες περίπου;» «Πάνω από τρεις ντουζίνες, υπολογίζω». «Κυρίως σε οικογένειες; Ανθρώπους με παιδιά;» «Ε, ναι. Αυτοί είναι που έχουν σοβαρό λόγο να φοβούνται, έτσι δεν είναι; Φοβερή ιστορία». Μικρή παύση. «Δεν περνάτε καλύτερα αποδώ, να δείτε μερικά δείγματα από πλακάκια;» «Αυτό λέω να κάνω, ευχαριστώ». Είχα ξεπετάξει άλλη μια αγγαρεία από τη λίστα του ρεπορτάζ χωρίς να χρειαστεί να με στολίσει με κοσμητικά επίθετα καμιά χαροκαμένη μάνα. Για το ραντεβού μας σε δείπνο, ο Ρίτσαρντ επέλεξε το «Γκρίτι’ς», ένα «οικογενειακό ρεστοράν». με salad bar όπου υπήρχε κάθε είδους φαγώσιμο εκτός από σαλάτες. Το μαρούλι, μαραγκιασμένο και κιτρινιάρικο, το είχαν πάντα σε ένα μικρό σκεύος κάπου στο τέρμα του πάγκου, σαν να το είχαν θυμηθεί εκ των υστέρων. Ο Ρίτσαρντ είχε πιάσει ψιλή κουβεντούλα με τη χαρωπή χοντρούλα επί της υποδοχής όταν έφτασα, δώδεκα λεπτά καθυστερημένη. Η κοπέλα, που το πρόσωπό της είχε το ίδιο σχήμα με τις αφράτες πίτες στην περιστρεφόμενη
βιτρίνα πίσω της, δεν φάνηκε να έχει αντιληφθεί ότι στεκόμουν και περίμενα. Την είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά η «προοπτική Ρίτσαρντ»: στο μυαλό της έπλαθε ήδη το κείμενο που θα έγραφε στο ημερολόγιό της απόψε, πριν κοιμηθεί. «Πρίκερ» είπε ο Ρίτσαρντ χωρίς να αφήσει από τα μάτια του το κορίτσι. «Έχεις αργήσει σκανδαλωδώς. Είσαι τυχερή που έχω την ΤζοΑν αποδώ να μου κάνει παρέα». Το κορίτσι του χασκογέλασε, μετά αγριοκοίταξε εμένα και τελικά μας οδήγησε σε ένα γωνιακό σεπαρέ όπου πέταξε μπροστά μου έναν λαδωμένο κατάλογο. Πάνω στο τραπέζι έβλεπα καθαρά το περίγραμμα από το ποτήρι του προηγούμενου πελάτη. Ήρθε η σερβιτόρα, άφησε μπροστά μου ένα ποτηράκι νερό, ίσο με σφηνάκι σε ποσότητα, και έδωσε στον Ρίτσαρντ ολόκληρο κουβά γεμάτο με κάποιο αναψυκτικό. «Γεια σου, Ρίτσαρντ το θυμάμαι, είδες;» «Γι’ αυτό είσαι η αγαπημένη μου σερβιτόρα, Κάθι». Χαριτωμένο. «Γεια σου, Καμίλ. Έμαθα ότι μας ήρθες». Δεν ήθελα να ξανακούσω αυτή τη φράση ποτέ στη ζωή μου. Η σερβιτόρα, τώρα που την ξανακοίταξα, ήταν παλιά μου συμμαθήτρια στο γυμνάσιο. Ήμασταν φίλες για ένα εξάμηνο στο δεύτερο έτος, επειδή βγαίναμε με δύο κολλητούς ο δικός μου ήταν ο Φιλ, ο δικός της ο Τζέρι, αθλητικοί τύποι, που έπαιζαν ποδόσφαιρο το φθινόπωρο, έκαναν πάλη το χειμώνα και έδιναν πάρτι όλο το χρόνο στην αίθουσα αναψυχής στο υπόγειο του Φιλ. Είχα μια αστραπιαία ανάμνηση από τις δυο μας, να κρατάμε η μια την άλλη για ισορροπία, ενώ κατουρθύσαμε στο χιόνι έξω από μια συρόμενη μπαλκονόπορτα, γιατί ήμασταν τόσο πιωμένες που δεν είχαμε μούτρα να αντικρίσουμε τη μαμά του Φιλ επάνω. Θυμήθηκα να μου λέει ότι το είχε κάνει με τον Τζέρι πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Έτσι εξηγιόταν γιατί κολλούσε η τσόχα. «Ε, Κάθι, χαίρομαι που σε βλέπω. Πώς πάει;» Άνοιξε τα χέρια της και έριξε μια ματιά γύρω στο εστιατόριο. «Όπως τα βλέπεις. Αλλά αυτά παθαίνει όποιος δεν ξεκολλάει αποδώ, έτσι δεν είναι; Χαιρετισμούς από τον Μπόμπι. Τον Μπόμπι Κίντερ;». «Α, ναι! Θεέ μου...» Είχα ξεχάσει ότι είχαν παντρευτεί. «Τι κάνει;» «Ο παλιός γνωστός Μπόμπι. Πέρνα καμιά μέρα απ’ το σπίτι. Αν έχεις χρόνο. Μένουμε στη Φίσερ». Φαντάστηκα το ρολόι στον τοίχο να μετράει τα δευτερόλεπτα κι εμένα καθισμένη στο σαλόνι του Μπόμπι και της Κάθι Κίντερ να ψάχνω απεγνωσμένα να βρω κάτι να πω. Η Κάθι θα μιλούσε συνέχεια, αυτή όλο μιλούσε. Ήταν από τους τύπους που διαβάζουν φωναχτά τις
πινακίδες στο δρόμο, προκειμένου να μην ανεχτούν τη σιωπή. Ο Μπόμπι, αν όντως ήταν ακόμη ο παλιός γνωστός Μπόμπι, ήταν ήσυχος και καταδεχτικός, ένας τύπος με ελάχιστα ενδιαφέροντα και σχιστά μπλε μάτια που έστιαζαν στο παρόν μονάχα όταν μιλούσε για κυνήγι. Παλιά, στα χρόνια του σχολείου, έκοβε τις οπλές όλων των ελαφιών που σκότωνε και κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του το πιο πρόσφατο ζευγάρι, τις έβγαζε κάθε τόσο και έπαιζε μ’ αυτές ταμπούρλο σε όποια σκληρή επιφάνεια έβρισκε μπροστά του. Πάντα ένιωθα σαν να ήταν ο κώδικας Μορς των νεκρών ελαφιών, ένα καθυστερημένο σήμα κινδύνου από τα αυριανά θύματα. «Τέλος πάντων, εσύ είσαι στον μπουφέ;» Ζήτησα μια μπίρα κι αυτό προκάλεσε μια φορτισμένη παύση. Η Κάθι έριξε μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο της στο ρολόι του τοίχου. «Μμμμ, υποτίθεται ότι δεν σερβίρουμε αλκοόλ πριν από τις οχτώ. Αλλά θα δω αν μπορώ να σου φέρω μία στη ζούλα για χάρη του παλιού καλού, ναι;» «Δεν θέλω να σε βάλω σε φασαρίες». Αναμενόμενο για το Γουίντ Γκαπ να έχει επιβάλει αυθαίρετους κανονισμούς στο ποτό. Πέντε το απόγευμα, θα είχε μια λογική. Αλλά οχτώ, ήταν απλώς η διάθεση κάποιου να σε κάνει να νιώσεις ένοχος. «Ειλικρινά, Καμίλ, θα είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον μου έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό». Ενώ η Κάθι έφυγε για να μου φέρει λαθραία την μπίρα, ο Ρίτσαρντ κι εγώ γεμίσαμε τα πιάτα μας με φιλέτο κοτόπουλο, διάφορα τηγανητά, πατάτες πουρέ και, ο Ρίτσαρντ μόνο, ένα τρεμάμενο κομμάτι ζελέ που είχε αρχίσει ήδη να λιώνει πάνω στο φαγητό του μέχρι να γυρίσουμε στο τραπέζι μας. «Πάντα πίνεις από τόσο νωρίς;» «Μόνο μια μπίρα ζήτησα». «Μύρισα αλκοόλ στην ανάσα σου όταν μπήκες, κάτω από μια πνοή Κερτς δυόσμος;» Μου χαμογέλασε, σαν να ρωτούσε από απλή περιέργεια, χωρίς καμιά κριτική διάθεση. Πρέπει να ήταν αστέρι στην ανάκριση υπόπτων. «Κερτς, ναι. Αλκοόλ, όχι». Στην πραγματικότητα, γι’ αυτό είχα καθυστερήσει. Λίγο πριν μπω στο πάρκινγκ, σκέφτηκα ότι η γρήγορη τζούρα που είχα πάρει μετά την επίσκεψη στους Κιν χρειαζόταν μια γρήγορη κάλυψη και οδήγησα άλλα δυο τετράγωνα μέχρι το ψιλικατζίδικο, όπου αγόρασα τις καραμέλες. Δυόσμου.
«Εντάξει, Καμίλ» μου είπε γλυκά. «Δεν τρέχει τίποτε. Δεν με αφορά». Έφαγε μια μπουκιά πουρέ, κόκκινο από το ζελέ, και δεν ξαναμίλησε. Μου φάνηκε λίγο απογοητευμένος. «Λοιπόν, τι θέλεις να μάθεις για το Γουίντ Γκαπ; Αισθανόμουν ότι τον είχα απογοητεύσει οικτρά, σαν αδιάφορος γονιός που ξέχασε ότι έταξε στο παιδάκι του να το πάει στον ζωολογικό κήπο στα γενέθλιά του. Προκειμένου να επανορθώσω, ήμουν πρόθυμη να του πω την αλήθεια, να απαντήσω χωρίς υπεκφυγές σε οποιαδήποτε ερώτηση και αν μου έκανε και αναρωτήθηκα ξαφνικά αν αυτός ήταν ο λόγος που είχε κριτικάρει έμμεσα τις συνήθειές μου με το ποτό. Έξυπνος ο μπάτσος. Ο Ρίτσαρντ με κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να μάθω για το είδος της βίας στο Γουίντ Γκαπ. Κάθε μέρος έχει την ιδιαιτερότητά του. Είναι απροκάλυπτη, είναι συγκαλυμμένη; Έχει ομαδική μορφή καβγάδες σε μπαρ, ομαδικοί βιασμοί ή είναι εξειδικευμένη, προσωπική; Από ποιους εκπορεύεται; Ποιοι γίνονται στόχος;» «Κοίτα, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να κάνω μια συνολική ανάλυση για το ιστορικό βίας της πόλης». «Πες μου ένα πραγματικά βίαιο περιστατικό που είδες μικρή». Τη μητέρα μου με το μωρό. «Είδα μια γυναίκα να κάνει κάτι σ’ ένα παιδάκι». «Να το χτυπάει; Να το χαστουκίζει;» «Το δάγκωσε». «Εντάξει. Αγόρι ή κορίτσι;» «Κορίτσι, νομίζω». «Δικό της παιδί;» «Όχι». «Εντάξει, αυτό είναι καλό. Μια πολύ προσωπική πράξη βίας με θύμα παιδί, γένους θηλυκού. Ποια ήταν; Θα το ελέγξω». «Δεν θυμάμαι το όνομα της γυναίκας. Ήταν συγγενής κάποιου, δεν ζούσε εδώ». «Ποιος μπορεί να την ξέρει; Εννοώ, αν έχει συγγενείς εδώ, αξίζει να το ψάξω».
Ένιωθα τα μέλη μου να έχουν αποσπαστεί από το κορμί μου, να περιφέρονται γύρω μου σαν νεκρά ξύλα στην επιφάνεια μιας στάσιμης λίμνης. Πίεσα τις άκρες των δαχτύλων μου στα δόντια του πιρουνιού μου. Μόνο που είχα πει την ιστορία δυνατά είχα πανικοβληθεί. Δεν είχα σκεφτεί καν ότι ο Ρίτσαρντ μπορεί να ήθελε λεπτομέρειες. «Έι, νόμιζα ότι θα ήταν απλώς ένα προφίλ της τοπικής βίας» είπα και άκουσα τη φωνή μου σχεδόν σπηλαιώδη πίσω από το αίμα που χτυπούσε στα μηνίγγια μου. «Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Ήταν κάποια γυναίκα που δεν γνώριζα, ούτε ξέρω με ποιον ήταν. Απλώς υπέθεσα ότι δεν ήταν αποδώ». «Κι εγώ που νόμιζα ότι οι ρεπόρτερ δεν κάνουν υποθέσεις». Χαμογελούσε ξανά. «Δεν ήμουν ρεπόρτερ τότε, ήμουν μικρό κορίτσι...» «Σε ταλαιπωρώ, Καμίλ, με συγχωρείς». Τράβηξε το πιρούνι από τα χέρια μου, το ακούμπησε ήρεμα στη δική του μεριά του τραπεζιού, έπιασε το χέρι μου και το φίλησε. Είδα τη λέξη κραγιόν να σέρνεται έξω από το δεξί μανίκι του πουκαμίσου μου. «Με συγχωρείς. Δεν είχα πρόθεση να σε ανακρίνω. Το έπαιξα κακός μπάτσος». «Δύσκολα μπορώ να σε φανταστώ σαν κακό μπάτσο». Χαμογέλασε πλατιά. «Ναι, δεν μου βγαίνει με τίποτε. Φταίει αυτή η καταραμένη παιδική ομορφιά μου!» Ήπιαμε τα ποτά μας. Ο Ρίτσαρντ στριφογύρισε την αλατιέρα και είπε: «Μπορώ να σου κάνω μερικές ερωτήσεις ακόμα;». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Ποιο είναι το επόμενο επεισόδιο που θυμάσαι;» Η έντονη μυρωδιά της σαλάτας με τόνο στο πιάτο μου έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί. Αναζήτησα με τα μάτια την Κάθι, για να μου φέρει άλλη μια μπίρα. «Πέμπτη δημοτικού. Δύο αγόρια στρίμωξαν ένα κορίτσι στο διάλειμμα και το έκαναν να βάλει ένα παλούκι μέσα της». «Παρά τη θέλησή της; Την εξανάγκασαν;» «Μμμμ... κατά κάποιον τρόπο. Ήταν οι νταήδες του σχολείου της είπαν να το κάνει κι αυτή το έκανε». «Κι εσύ το είδες με τα μάτια σου ή το άκουσες από άλλον;» «Είπαν σε μερικές από μας να κοιτάμε. Όταν το έμαθε ο δάσκαλος, μας έβαλε να ζητήσουμε συγγνώμη».
«Από το κορίτσι;» «Όχι. Το κορίτσι απολογήθηκε, και αυτό, στην τάξη. “Οι νεαρές κυρίες δεν πρέπει να χάνουν ποτέ τον έλεγχο, γιατί τα αγόρια δεν ελέγχουν το σώμα τους”». «Χριστέ μου! Ξεχνάω καμιά φορά πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα, όχι και πολύ παλιά. Πόσο... αυταρχικά». Ο Ρίτσαρντ κράτησε μερικές βιαστικές σημειώσεις στο μπλοκάκι του κι έφαγε μερικές μπουκιές ζελέ. «Τι άλλο θυμάσαι;» «Μια φορά, όταν ήμουν στην ογδόη δημοτικού, μια κοπέλα μέθυσε σε ένα πάρτι του γυμνασίου και τέσσερα ή πέντε αγόρια από την ομάδα ποδοσφαίρου έκαναν σεξ μαζί της, την έκαναν πάσα ο ένας στον άλλον, κατά κάποιον τρόπο. Μετράει αυτό;» «Καμίλ. Και βέβαια μετράει. Το ξέρεις, τι με ρωτάς;» «Να, απλώς δεν ήξερα αν μετράει σαν βία, ή...» «Ναι, εγώ θα μετρούσα ως ακραία βίαιο επεισόδιο τον ομαδικό βιασμό μιας δεκατριάχρονης από ένα τσούρμο αλήτες, σίγουρα θα το μετρούσα». «Όλα καλά;» Ξαφνικά εμφανίστηκε χαμογελαστή η Κάθι πάνω από τα κεφάλι μας. «Μήπως θα μπορούσες να μου φέρεις στη ζούλα άλλη μια μπίρα;» «Δύο» είπε ο Ρίτσαρντ. «Εντάξει, το κάνω σαν χάρη στον Ρίτσαρντ που δίνει το καλύτερο φιλοδώρημα στην πόλη». «Ευχαριστώ, Κάθι» της χαμογέλασε ο Ρίτσαρντ. Έσκυψα πάνω στο τραπέζι. «Δεν διαφωνώ ότι είναι κακό, Ρίτσαρντ. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω τα κριτήριά σου περί βίας». «Ναι, κι εγώ αποκτώ μια καλή εικόνα για το είδος της βίας με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ, απλώς και μόνο που με ρωτάς αν μετράει. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία;» «Όχι βέβαια». «Πάλι καλά που δεν την έβαλαν να ζητήσει δημόσια συγγνώμη που τους επέτρεψε να τη βιάσουν. Ογδόη δημοτικού. Αηδιάζω». Δοκίμασε να πιάσει ξανά το χέρι μου, αλλά το έχωσα κάτω από το τραπέζι, στην αγκαλιά μου.
«Άρα, το θεωρούμε βιασμό λόγω ηλικίας». «Βιασμός θα ήταν σε οποιαδήποτε ηλικία». «Αν εγώ μεθούσα απόψε και δεν ήξερα τι έκανα και έκανα σεξ με τέσσερις άντρες, θα ήταν βιασμός;» «Νομικά, δεν ξέρω, θα εξαρτιόταν από πολλά πράγματα κυρίως από το δικηγόρο σου. Ηθικά, διάολε, ναι». «Είσαι σεξιστής». «Τι;» «Είσαι σεξιστής. Βαρέθηκα τους φιλελεύθερους αριστερούς που κάνουν σεξουαλικές διακρίσεις υπό το πρόσχημα της προστασίας των γυναικών από τις σεξουαλικές διακρίσεις». «Σε διαβεβαιώνω ότι δεν είμαι απ’ αυτούς». «Έχουμε έναν τύπο στο γραφείο μου ευαισθητοποιημένος. Όταν έχασα μια πιθανή προαγωγή, μου σύστησε να κάνω μήνυση για διάκριση λόγω φύλου. Δεν αδικήθηκα λόγω φύλου, ήμουν απλώς μέτρια ρεπόρτερ. Και μερικές φορές, οι μεθυσμένες γυναίκες δεν πέφτουν θύματα βιασμούαπλώς κάνουν ηλίθιες επιλογές και το να λέμε ότι αξίζουμε ειδική μεταχείριση όταν μεθάμε, απλώς και μόνο επειδή είμαστε γυναίκες, να λέμε στην ουσία ότι έχουμε ανάγκη από προστασία, εγώ το βρίσκω προσβλητικό». Επέστρεψε η Κάθι με τις μπίρες μας και ήπιαμε αμίλητοι μέχρι που αδειάσαμε τα ποτήρια. «Χριστέ μου, Πρίκερ! Εντάξει, προχωράω στην επόμενη». «Προχώρα». «Διακρίνεις ένα μοτίβο, όμως, έτσι δεν είναι; Στις επιθέσεις κατά γυναικών. Στη συμπεριφορά σε σχέση με τις επιθέσεις». «Μόνο που ούτε η μικρή Νας ούτε η Κιν κακοποιήθηκαν σεξουαλικά». «Νομίζω πως στο μυαλό του δράστη η αφαίρεση των δοντιών είναι το ισοδύναμο του βιασμού. Έχει να κάνει με κυριαρχία είναι μια εισβολή, απαιτεί αρκετή δύναμη και, με κάθε δόντι που ξεριζώνεται..., μια αίσθηση απελευθέρωσης». «Αυτά επισήμως;»
«Έτσι και τα δω γραμμένα στην εφημερίδα σου έστω και έναν υπαινιγμό να δω για τη σημερινή κουβέντα μας σε άρθρο που θα φέρει το όνομά σου εσύ κι εγώ δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ. Και θα είναι πολύ κρίμα, γιατί μ’ αρέσει να μιλάω μαζί σου. Στην υγειά μας». Ο Ρίτσαρντ τσούγκρισε το άδειο ποτήρι του στο άδειο δικό μου. Έμεινα αμίλητη. «Ασε με να σε βγάλω έξω απόψε» μου είπε. «Έτσι για το κέφι μας. Πέρα από τα επαγγελματικά. Το μυαλό μου έχει απόλυτη ανάγκη από μια νύχτα μακριά απ’ όλα αυτά. Μπορούμε να κάνουμε κάτι επαρχιώτικο, καθωσπρέπει». Ανασήκωσα ερωτηματικά τα φρύδια μου. «Να καραμελώσουμε φιρίκια; Να πιάσουμε ένα λαδωμένο γουρούνι;» Μετρούσε τις πιθανές δραστηριότητες με τα δάχτυλα. «Να φτιάξουμε μόνοι μας σπιτικό παγωτό; Να κατεβούμε τη Μέιν Στριτ με ένα από κείνα τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια; Μήπως έχει καμιά εμποροπανήγυρη εδώ κοντά να κάνω μια επίδειξη δύναμης στο μηχάνημα, να με καμαρώσεις;» «Τέτοια κάνεις και σε λατρεύουν οι ντόπιοι». «Η Κάθι με συμπαθεί». «Επειδή της δίνεις γερό πουρμπουάρ». Καταλήξαμε στο Γκάρετ Παρκ, σφηνωμένοι σε δυο κούνιες, στενές για την ηλικία μας, να ταλαντευόμαστε μπρος πίσω μέσα στην απογευματινή ζέστη και τη σκόνη. Ήταν το μέρος όπου είχαν δει για τελευταία φορά ζωντανή τη Νάταλι Κιν, αλλά κανείς από τους δυο μας δεν το ανέφερε. Στην απέναντι πλευρά του γηπέδου ένα παλιό πέτρινο σιντριβάνι τίναζε νερό ασταμάτητα ζήτημα αν θα σταματούσε ακόμα και την αργία της Ημέρας της Εργασίας.1 «Βλέπω πολλά γυμνασιόπαιδα να ξεφαντώνουν εδώ τα βράδια» είπε ο Ρίτσαρντ. «Ο Βίκερι είναι πολύ απασχολημένος αυτό τον καιρό για να τα κυνηγήσει». «Το ίδιο γινόταν και όταν πήγαινα εγώ στο γυμνάσιο. Γενικά, υπάρχει αρκετή ανοχή στο ποτό εδώ πέρα. Εκτός από το “Γκρίτι’ς” προφανώς». «Πολύ θα ήθελα να σε γνώριζα στα δεκάξι σου. Άσε με να φανταστώ: ομορφιά, λεφτά και εξυπνάδα. Κλασική συνταγή για μπλεξίματα εδώ γύρω, όπως έχω καταλάβει. Μπορώ να σε φανταστώ εκεί απέναντι» πρόσθεσε δείχνοντας τις ραγισμένες πλαστικές κερκίδες. «Να παραβγαίνεις στο πιοτό με τ’ αγόρια». Το λιγότερο σκανδαλιστικό απ’ όσα είχα κάνει σε κείνο το πάρκο. Όχι μόνο το πρώτο μου φιλί, αλλά και την πρώτη μου πίπα, στα δεκατρία μου. Ένας τελειόφοιτος γυμνασίου, από
την ομάδα ποδοσφαίρου με πήρε υπό την προστασία του και μετά με πήγε στο δάσος. Αρνήθηκε να με φιλήσει αν δεν του έκανα πρώτα τη δουλειά. Θα με φιλούσε μόνο αφού θα είχα βάλει το στόμα μου εκεί. Νεανικές αγάπες. Λίγο μετά ήταν η άγρια νύχτα μου στο πάρτι της ποδοσφαιρικής ομάδας, η ιστορία που τόσο είχε εξαγριώσει τον Ρίτσαρντ. Μαθήτρια της ογδόης δημοτικού, τέσσερις νεαροί. Πολύ περισσότερη σεξουαλική δραστηριότητα σε ένα βράδυ απ’ όση είχα την τελευταία δεκαετία. Ένιωσα τη λέξη πρόστυχη να παίρνει φωτιά πάνω στη λεκάνη μου. «Το γλέντησα κι εγώ καλά στον καιρό μου» είπα. «Η ομορφιά και τα λεφτά σού εξασφαλίζουν πολλά στο Γουίντ Γκαπ». «Και η εξυπνάδα;» «Την εξυπνάδα την κρύβεις. Είχα πολλές φίλες, αλλά καμιά στενή, αν καταλαβαίνεις;» «Το φαντάζομαι. Είχες στενή σχέση με τη μαμά σου;» «Όχι ιδιαίτερα». Είχα πιει παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπεένιωθα το πρόσωπό μου σφιγμένο, να με καίει. «Γιατί;» Ο Ρίτσαρντ έστριψε μαζί με την κούνια του για να με κοιτάξει. «Απλώς πιστεύω πως κάποιες γυναίκες δεν κάνουν για μητέρες. Και κάποιες άλλες δεν κάνουν για κόρες». «Σε έχει χτυπήσει ποτέ;» Η ερώτηση με έκανε να παραλύσω, ειδικά μετά τη συζήτησή μας στο δείπνο. Αν με είχε χτυπήσει;Ήμουν σίγουρη ότι κάποια μέρα το μυαλό μου θα δημιουργούσε μια ανάμνηση της μητέρας μου να γρατσουνίζει, να δαγκώνει ή να τσιμπάει. Ένιωθα σαν αυτό να μου είχε συμβεί ήδη. Φαντάστηκα να βγάζω το πουκάμισό μου και να του δείχνω τις ουλές μου ουρλιάζοντας ναι, κοίτα εδώ! Αδυναμία της στιγμής. «Περίεργη ερώτηση, Ρίτσαρντ». «Με συγχωρείς, αλλά ακούστηκες τόσο... λυπημένη. Θυμωμένη. Δεν ξέρω». «Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου που είχε μια υγιή σχέση με τους γονείς του». «Ένοχος». Γέλασε. «Θέλεις ν’ αλλάξω θέμα;» «Ναι». «Εντάξει. Για να δούμε... ανάλαφρη κουβεντούλα. Κουβεντούλα κούνιας...» Σούφρωσε το πρόσωπό του παριστάνοντας ότι σκέφτεται. «Λοιπόν, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα,
το αγαπημένο σου παγωτό και η αγαπημένη σου εποχή;» «Μπλε, μόκα και χειμώνας». «Χειμώνας. Σε κανέναν δεν αρέσει ο χειμώνας». «Σκοτεινιάζει νωρίς. Μ’ αρέσει αυτό». «Γιατί;» Γιατί σημαίνει ότι η μέρα έχει τελειώσει. Μου αρέσει να σβήνω τις μέρες στο ημερολόγιο πέρασαν 151 μέρες χωρίς να συμβεί τίποτε πραγματικά απαίσιο 152 και δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου 153 και δεν κατέστρεψα τη ζωή κανενός 154 και κανένας δεν με μισεί. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι δεν πρόκειται να αισθανθώ πραγματικά ασφαλής παρά μόνο όταν θα μετράω τις τελευταίες μέρες μου στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τρεις μέρες ακόμη και τέλειωσα οριστικά, δεν θα χρειάζεται πια να αγωνιώ για τη ζωή. «Απλώς προτιμώ τη νύχτα». Ήμουν έτοιμη να πω περισσότερα, όχι πολλά, αλλά κάτι περισσότερο, όταν ένα σαράβαλο κίτρινο IROC σταμάτησε μουγκρίζοντας στην απέναντι μεριά του δρόμου και άδειασε από τις πίσω θέσεις την Άμα και τις τρεις ξανθιές της. Η Άμα έσκυψε στο παράθυρο του οδηγού, προκαλώντας με το ντεκολτέ της τον νεαρό, που είχε τα μακριά, λαδωμένα, ξανθά μαλλιά που θα περίμενε κανείς από κάποιον που οδηγάει ακόμη μια κίτρινη IROC. Τα άλλα τρία κορίτσια στάθηκαν πίσω της τεντώνοντας τους γοφούς τους, και η πιο ψηλή γύρισε τα οπίσθιά της και έσκυψε, λυγερόκορμη, για να δέσει τάχα τα κορδόνια της. Ωραίες κινήσεις. Τα κορίτσια γλίστρησαν προς το μέρος μας. με την Άμα να χειρονομεί με μεγάλες κινήσεις κάνοντας πως υπέφερε από το μαύρο σύννεφο της εξάτμισης. Ήταν πολύ καυτές μικρούλες, όφειλα να το παραδεχτώ. Μακριά, ξανθά μαλλιά, προσωπάκια σε σχήμα καρδιάς, λιγνά όμορφα πόδια. Μίνι φούστες και μικροσκοπικά μπλουζάκια που άφηναν ακάλυπτες επίπεδες, λείες κοιλιές. KaL, με μόνη εξαίρεση την Τζόουντς, που το στήθος της ήταν πολύ προτεταμένο και άκαμπτο για να είναι κάτι άλλο από ενισχυμένο σουτιέν, είχαν όλες τους στήθος, πλούσιο και στητό και υπερανεπτυγμένο. Όλο αυτό το γάλα, το χοιρινό, το βοδινό που κατανάλωναν από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Όλες αυτές οι ορμόνες που δίνουμε στα ζώα. Σε λίγο θα βλέπουμε και μικρά κοριτσάκια με στήθος. «Γεια σου, ντετέκτιβ» φο')ναξε η Άμα. Ρουφούσε ένα κόκκινο Μπλόου Ποπ γίγας. «Γεια σας, κορίτσια». «Ε, Καμίλ, με έκανες σταρ, ή ακόμη;» ρώτησε η Άμα και έφερε τη γλώσσα της γύρω από το γλειφιτζούρι. Τα κοτσιδάκια των Άλπεων είχαν εξαφανιστεί, μαζί με τα ρούχα που
φορούσε στο χοιροτροφείο, τα οποία πρέπει να είχαν κολλήσει κάθε είδους βρόμα και δυσωδία. Τώρα φορούσε εφαρμοστό μπλουζάκι και μίνι φούστα που έφτανε κάπου τρεις πόντους κάτω από τον καβάλο της. «Όχι ακόμη». Το δέρμα της είχε το χρώμα του ροδάκινου, χωρίς ούτε μια πανάδα, ούτε μια ρυτίδα, ένα πρόσωπο τόσο τέλειο και λείο και αδιαμόρφωτο σαν να είχε μόλις ξεπηδήσει από τη μήτρα. Όλες τους έμοιαζαν ασχημάτιστες. Ήθελα να φύγουν. «Πότε θα μας πας μια βόλτα με τ’ αμάξι σου, ντετέκτιβ;» ρώτησε η Άμα. Κάθισε μπροστά μας, κατάχαμα και μάζεψε τα πόδια της στο στήθος, αποκαλύπτοντας μια ιδέα από το κιλοτάκι της. «Για να το κάνω αυτό θα πρέπει να σας συλλάβω. Ίσως θα έπρεπε να συλλάβω αυτούς τους νεαρούς με τους οποίους τριγυρίζετε. Τα αγόρια του γυμνασίου είναι πολύ μεγάλα για να κάνετε παρέα μαζί τους». «Δεν πάνε γυμνάσιο» είπε το ψηλό κορίτσι. «Ναι» χασκογέλασε η Άμα. «Το παράτησαν». «Άμα, πόσο είσαι;» τη ρώτησε ο Ρίτσαρντ. «Μόλις μπήκα στα δεκατρία». «Γιατί ασχολείσαι πάντα με την Άμα;» τον ρώτησε η κοκκινομάλλα ξανθιά. «Είμαστε κι εμείς εδώ, ξέρεις. Δεν λες ούτε τα ονόματά μας». «Καμίλ, να σου γνωρίσω την Κάιλι, την Κέλσι και την Κέλσι» είπε ο Ρίτσαρντ δείχνοντάς μου με τη σειρά την ψηλή, την κοκκινομάλλα και το τρίτο κορίτσι που η αδερφή μου είχε αποκαλέσει... «Η Τζόουντς» είπε η Άμα. «Έχουμε δύο Κέλσι, γι’ αυτό τη φωνάζουμε με το επίθετό της. Για να μην μπερδευόμαστε. Ε, Τζόουντς;» «Μπορούν να με φωνάζουν και Κέλσι, αν θέλουν» είπε το κορίτσι, που η χαμηλή θέση του στην ιεραρχία της δύναμης ήταν ένας είδος τιμωρίας επειδή ήταν η λιγότερο όμορφη. Μικρό πιγούνι. «Και η Αμα είναι ετεροθαλής αδερφή σου, σωστά;» συνέχισε ο Ρίτσαρντ. «Δεν είμαι και τόσο άσχετος με όλα αυτά τελικά». «Όχι, απ’ ό,τι φαίνεται είσαι πολύ σχετικός» είπε η Άμα. Έδωσε στις λέξεις καθαρά σεξουαλική χροιά, αν και μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ κάποιο διπλό νόημα. «Τελικά, εσείς
οι δυο τα έχετε φτιάξει ;Έμαθα ότι η Καμίλ αποδώ είναι πολύ καυτό πράμα. Ή τουλάχιστον, ήταν». Ο Ρίτσαρντ άφησε ένα πνιχτό, σοκαρισμένο γέλιο, σαν κρώξιμο. Η λέξη ανάξια, φούντωσε πάνω στο πόδι μου. «Αλήθεια, Ρίτσαρντ. Κάτι ήμουν κι εγώ στον καιρό μου». «Το κάτι άλλο» είπε κοροϊδευτικά η Άμα. Τα δύο κορίτσια γέλασαν. Η Τζόουντς χάραζε μανιωδώς το χώμα μ’ ένα ξυλάκι. «Πρέπει ν’ ακούσεις τις ιστορίες, ντετέκτιβ. Θα φτιαχτείς κανονικά. Αν δεν έχεις φτιαχτεί ήδη». «Κυρίες μου, εμείς πρέπει να πηγαίνουμε, αλλά, όπως πάντα, η συνάντησή μας ήταν το κάτι άλλο» είπε ο Ρίτσαρντ και έπιασε το χέρι μου για να με βοηθήσει να σηκωθώ από την κούνια. Συνέχισε να μου το κρατάει, το έσφιξε κιόλας, δυο φορές, καθώς προχωρούσαμε προς το αυτοκίνητο. «Τι κύριος!» φώναξε πίσω μας η Άμα. Σηκώθηκαν και οι τέσσερις και μας πήραν από πίσω. «Εγκλήματα δεν μπορεί να λύσει, αλλά ξέρει πώς να κάνει την Καμίλ να πάει ως το σαραβαλάκι του». Η Άμα και η Κάιλι μας έγιναν τσιμπούρι, μας ακολουθούσαν κατά πόδας, κυριολεκτικά. Πάνω από τον αχίλλειο τένοντα, εκεί που με έξυσε το σανδάλι της Άμα ένιωθα να με καίει η αηδία. Ύστερα έχωσε το υγρό γλειφιτζούρι της μέσα στα μαλλιά μου. «Σταμάτα» είπα πνιχτά. Έκανα απότομα μεταβολή και την άρπαξα από τον καρπό, τόσο σφιχτά που ένιωσα το σφυγμό της. Πιο αργός από τον δικό μου. Δεν μαζεύτηκε, αντίθετα, ήρθε καταπάνω μου. Ένιωσα την ανάσα της να γεμίζει το λακκάκι του λαιμού μου. Μύριζε φράουλα. «Εμπρός, κάνε κάτι» είπε χαμογελώντας. «Ακόμα κι αν με σκοτώσεις εδώ και τώρα, ο Ντετέκτιβ δεν θα μπορέσει να βγάλει άκρη». Άφησα το χέρι της, την έσπρωξα μακριά μου και συνεχίσαμε με τον Ρίτσαρντ προς το αυτοκίνητο, πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα προτιμούσα. 1
Η Ημέρα της Εργασίας αντίστοιχη της Εργατικής Πρωτομαγιάς γιορτάζεται την πρώτη Δευτέρα κάθε Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Εννιά Κοιμήθηκα, δηλαδή έπεσα ξερή, χωρίς να το θέλω, από τις εννιά και ξύπνησα στις εφτά το πρωί από έναν ήλιο που έδειχνε τα δόντια του. Ένα ξεραμένο δέντρο γρατσούνιζε με τα κλαδιά του το τζάμι μου, λες και είχε βαλθεί να σκαρφαλώσει δίπλα μου στο κρεβάτι για συντροφιά. Φόρεσα τη στολή μου μακρυμάνικο μπλουζάκι και μακριά φούστα και κατέβηκα κάτω. Η Γκέιλα φεγγοβολούσε στην πίσω αυλή· η κάτασπρη νοσοκομειακή στολή της άστραφτε με φόντο την πρασινάδα. Κρατούσε έναν ασημένιο δίσκο, όπου πάνω του η μητέρα μου άφηνε μαραμένα τριαντάφυλλα. Η μητέρα μου φορούσε ένα απαλό κίτρινο καλοκαιρινό φόρεμα στην ίδια απόχρωση με τα μαλλιά της. Περπατούσε αργά κι αγέρωχα ανάμεσα στους ψηλούς θάμνους με τα ροζ και κίτρινα μπουμπούκια κρατώντας ψηλά ένα κλαδευτήρι. Εξέταζε το κάθε λουλούδι σχολαστικά, μαδώντας πέταλα, τραβώντας και σπρώχνοντας μπουμπούκια. «Πρέπει να τα ποτίζεις περισσότερο, Γκέιλα. Κοίτα πώς έγιναν εξαιτίας σου». Ξεχώρισε ένα απαλό ροζ τριαντάφυλλο από μια τριανταφυλλιά, το κατέβασε μέχρι το χώμα, το πάτησε με το λεπτό ποδαράκι της και το έκοψε από τη ρίζα. Η Γκέιλα πρέπει να είχε ήδη καμιά τριανταριά τριαντάφυλλα πάνω στο δίσκο της. Δεν έβλεπα να έχουν κανένα φανερό ελάττωμα. «Καμίλ, εσύ κι εγώ θα πάμε για ψώνια στο Γούντμπερι σήμερα» φώναξε η μητέρα μου χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από τους θάμνους. «Εντάξει;» Ούτε κουβέντα για τη χτεσινή μεγάλη αναμέτρηση στο σπίτι των Νας. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά ευθύ. «Έχω μερικές δουλειές να κάνω» είπα. «Αλήθεια, δεν ήξερα ότι ήσουν φίλη με τούς Νας. Με την Αν». Ένιωθα κάτι λίγες ενοχές που είχα σαρκάσει τη σχέση της με το κορίτσι στο τραπέζι του πρωινού. Όχι ότι ένιωθα άσχημα που είχα στενοχωρήσει τη μητέρα μου απλώς δεν ήθελα να μου χρεώνει το παραμικρό. «Μμμμχμμμ. Ο Άλαν κι εγώ δίνουμε ένα πάρτι το Σάββατο. Το είχαμε σχεδιάσει πολύ πριν μάθουμε ότι θα ερχόσουν. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε ιδέα ότι θα ερχόσουν μέχρι που εμφανίστηκες εδώ». Άλλο ένα τριαντάφυλλο στα άχρηστα. «Εγώ νόμιζα ότι απλώς τα ήξερες τα κορίτσια. Δεν είχα καταλάβει...» «Καλώς. Θα είναι ένα πολύ ωραίο καλοκαιρινό πάρτι, με πολλούς εκλεκτούς καλεσμένους, και θα χρειαστείς βραδινό φόρεμα. Είμαι σίγουρη ότι δεν έχεις φέρει μαζί σου βραδινό φόρεμα»
«Όχι». «Ωραία, λοιπόν, είναι μια καλή ευκαιρία να βρεθούμε οι δυο μας και να τα πούμε λιγάκι. Είσαι εδώ πάνω από μια βδομάδα, νομίζω πως είναι καιρός». Άφησε ένα τελευταίο τριαντάφυλλο στο δίσκο. «Εντάξει, Γκέιλα, πήγαινε να τα πετάξεις. Θα μαζέψουμε αργότερα μερικά κατάλληλα για το σπίτι». «Θα τα πάρω εγώ, μαμά, για το δωμάτιό μου. Μια χαρά μου φαίνονται». «Δεν είναι». «Δεν με πειράζει». «Καμίλ, μόλις τώρα τα είδα και δεν είναι ωραία λουλούδια». Πέταξε το κλαδευτήρι της στο χώμα και άρχισε να τραβολογάει ένα κοτσάνι. «Εγώ τα βρίσκω μια χαρά. Για το δωμάτιό μου». «Ω, κοίτα τι έκανες τώρα. Τρέχει αίμα». Η μητέρα μου σήκωσε τα χέρια της, τρυπημένα από αγκάθια, και μικρά βαθυκόκκινα ρυάκια κύλησαν προς τους καρπούς της. Τέλος της συζήτησης. Έφυγε προς το σπίτι, η Γκέιλα έτρεξε πίσω της κι εγώ πίσω από την Γκέιλα. Το πόμολο της πίσω πόρτας κολλούσε από τα αίματα. Ο Άλαν τύλιξε με επιδέσμους και τα δύο χέρια της μητέρας μου, υπερβάλλοντας κατά πολύ. Όταν πέσαμε κυριολεκτικά πάνω στην Άμα, που έπαιζε πάλι με το κουκλόσπιτό της στη βεράντα, η Άντορα της τράβηξε χαϊδευτικά τα κοτσιδάκια και της είπε να έρθει μαζί μας. Η Άμα μάς ακολούθησε υπάκουα κι εγώ περίμενα συνεχώς να με πατήσει επίτηδες στη φτέρνα όπως την άλλη φορά. Όχι. Ποτέ με τη Μαμά μπροστά. Η Άντορα μου ζήτησε να οδηγήσω εγώ το αγαπημένο της μπλε καμπριολέ ως το Γούντμπερι, όπου υπήρχαν δύο εκλεκτές μπουτίκ, αλλά δεν θέλησε να κατεβάσουμε την οροφή. «Κρυώνουμε» είπε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο προς την Άμα. Η μικρή καθόταν σιωπηλή πίσω από τη μητέρα μου και μου έστειλε ένα αλήτικο χαμόγελο όταν την έπιασα να με παρατηρεί από τον εσωτερικό καθρέφτη. Κάθε λίγα λεπτά άγγιζε με τις άκρες των δαχτύλων της τα μαλλιά της μητέρας μου, πολύ απαλά ώστε να μην την καταλάβει. Όταν πάρκαρα τη Μερσέντες έξω από το αγαπημένο της κατάστημα ρούχων, η Άντορα μου ζήτησε με ασθενική φωνή να της ανοίξω την πόρτα. Ήταν η πρώτη κουβέντα της μέσα σε είκοσι λεπτά. Ευτυχώς που είχαμε βρεθεί και τα λέγαμε. Της άνοιξα και την πόρτα της μπουτίκ. Το πολύ θηλυκό καμπανάκι αντήχησε σε πλήρη αρμονία με τον ενθουσιώδη χαιρετισμό της ιδιοκτήτριας.
«Άντορα!» Και μετά, όλο ανησυχία: «Θεέ μου, τι έπαθαν τα χέρια σου, χρυσή μου;». «Ένα μικρό ατύχημα. Έκανα κάποιες δουλειές στο σπίτι. Θα δω το γιατρό μου το απόγευμα». Φυσικά και θα τον έβλεπε. Θα πήγαινε ακόμα και για τσίμπημα καρφίτσας. «Τι έγινε;» «Ω, δεν θέλω να μιλήσουμε γι’ αυτό. Όμως, θέλω να σου συστήσω την κόρη μου, Καμίλ. Έχει έρθει να μας δει». Η πωλήτρια κοίταξε την Άμα και χαμογέλασε αβέβαια σε μένα. «Καμίλ;» Άμεση αντίδραση: «Ω, είχα ξεχάσει πως έχεις και τρίτη κόρη» Χαμήλωσε τη φωνή της στη λέξη «κόρη», σαν να ήταν βρισιά. «Πρέπει να πήρε από τον πατέρα της» συνέχισε η γυναίκα ενώ περιεργαζόταν το πρόσωπό μου λες και ήμουν άλογο που σκόπευε ν’ αγοράσει. «Η Άμα σού μοιάζει πάρα πολύ. Και η Μάριαν, κρίνοντας από τις φωτογραφίες. Ετούτη όμως...» «Δεν πήρε από μένα» είπε η μητέρα μου. «Έχει τα χρώματα και τα ζυγωματικά του πατέρα της. Και την ιδιοσυγκρασία». Ήταν ό,τι περισσότερο είχα ακούσει ποτέ να λέει η μητέρα μου για τον πατέρα μου. Αναρωτήθηκα πόσες άλλες πωλήτριες είχαν ακούσει τέτοιες τυχαίες, μικρές πληροφορίες για κείνον. Και φαντάστηκα για μια στιγμή τον εαυτό μου να πιάνει κουβέντα με όλες τις υπαλλήλους καταστημάτων του νότιου Μισούρι, συνθέτοντας έτσι ένα θολό πορτρέτο του πατέρα μου. Η μητέρα μου με χτύπησε χαϊδευτικά στα μαλλιά με τις γάζες της. «Η γλυκιά μου χρειάζεται ένα καινούργιο φόρεμα. Κάτι φωτεινό. Έχει μια τάση προς τα μαύρα και τα γκρίζα. Μέγεθος τέσσερα». Η γυναίκα, τόσο λεπτή στην περιφέρεια που τα κόκαλα της λεκάνης πετάγονταν κάτω από τη φούστα της σαν άγουρα κέρατα, άρχισε να βολτάρει ανάμεσα στις κυκλικές κρεμάστρες με τα ρούχα, δημιουργώντας μια ανθοδέσμη από ζωηρά πράσινα, γαλάζια και ροζ φορέματα. «Αυτό θα σου πήγαινε πολύ» είπε η Άμα σηκώνοντας μια λαμέ χρυσάφι μπλούζα μπροστά στη μητέρα μου. «Πάψε, Άμα» είπε η μητέρα μου. «Είναι κραυγαλέο». «Σοβαρά σου θυμίζω τον πατέρα μου;» Δεν άντεξα να μην ρωτήσω την Άντορα. Ένιωσα
τα μάγουλά μου να φουντώνουν από την αυθάδεια. «Το ήξερα πως δεν θα το άφηνες να περάσει έτσι» μου είπε, δοκιμάζοντας με τα δεμένα δάχτυλα το κραγιόν της μπροστά σε έναν καθρέφτη. Απίστευτο, αλλά δεν έμεινε κανένα σημάδι πάνω στη γάζα. «Απλώς παραξενεύτηκα. Δεν σ’ έχω ξανακούσει να λες ότι ο χαρακτήρας μου σου θυμίζει...» «Ο χαρακτήρας σου μου θυμίζει κάποιον που δεν μοιάζει καθόλου σε μένα. Το σίγουρο είναι ότι δεν πήρες από τον Άλαν, άρα υποθέτω ότι πρέπει να είναι ο πατέρας σου. Και τώρα, τέρμα». «Γιατί, μαμά, θα ήθελα να μάθω...» «Καμίλ, με κάνεις πάλι να ματώνω». Σήκωσε τους επιδέσμους της που τώρα είχαν εδώ κι εκεί κόκκινες βούλες. Ήθελα να τη γδάρω. Η κυρία του καταστήματος ήρθε φουριόζα μπροστά μας κουβαλώντας ένα δεμάτι φορέματα. «Αυτό πρέπει να πάρεις οπωσδήποτε» είπε σηκώνοντας ένα τιρκουάζ καλοκαιρινό. Στράπλες. «Και για την κουκλίτσα αποδώ;» συνέχισε δείχνοντας με το κεφάλι της την Άμα. «Σίγουρα θα της έρχονται κουτί τα μικρά μας νούμερα». «Η Άμα είναι μόνο δεκατριών. Δεν είναι ακόμη για τέτοιου είδους φορέματα» είπε η μητέρα μου. «Μόνο δεκατριών Θεούλη μου! Συνεχώς το ξεχνάω, φαίνεται σαν μεγάλο κορίτσι. Πρέπει να έχεις τρελαθεί από ανησυχία με όλα αυτά που συμβαίνουν στο Γουίντ Γκαπ». Η μητέρα μου αγκάλιασε από τους ώμους την Άμα και τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. «Είναι μέρες που νομίζω πως δεν θ’ αντέξω τόση αγωνία. Θέλω να την κρατήσω κάπου κλειδωμένη». «Σαν τις γυναίκες του Κυανοπώγωνα» μουρμούρισε η Άμα. «Σαν τη Ραπουνζέλ» είπε η μητέρα μου. «Εμπρός, Καμίλ δείξε στην αδερφή σου πόσο όμορφη μπορείς να γίνεις». Με ακολούθησε προς τα δοκιμαστήρια, αμίλητη και δίκαια οργισμένη. Μέσα στο δωματιάκι με τον ολόσωμο καθρέφτη, με τη μητέρα μου θρονιασμένη σε μια καρέκλα απέξω,
επιθεώρησα τις επιλογές μου: Στράπλες, αμάνικα, κοντομάνικα. Η μητέρα μου με τιμωρούσε. Βρήκα ένα ροζ φόρεμα με μανίκια τρουακάρ και, βγάζοντας γρήγορα το πουκάμισο και το παντελόνι μου, το φόρεσα. Το ντεκολτέ ήταν πιο χαμηλό απ’ όσο το υπολόγιζα: οι λέξεις πάνω στο μπούστο μου πρόβαλαν ανάγλυφες κάτω από τις λάμπες φθορισμού, σαν σκουλήκια που είχαν ανοίξει σήραγγες κάτω από το δέρμα. Κλαψούρισμα, γάλα, πληγή, ματώνω. «Καμίλ, για να σε δω». «Ε... δεν είναι καλό». «Για να δω». Ο εξευτελισμός έκαιγε πάνω στον δεξιό γοφό μου. «Άσε να δοκιμάσω κάτι άλλο». Ψαχούλεψα τα υπόλοιπα φορέματα. Όλα εξίσου αποκαλυπτικά. Έριξα πάλι μια ματιά στον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ήμουν τρομακτική. «Καμίλ, άνοιξε». «Τι έπαθε η Καμίλ;» μπήκε στο χορό και η Άμα. «Δεν είναι καλό σου λέω». Το πλαϊνό φερμουάρ είχε κολλήσει. Στα γυμνά μου μπράτσα άστραφταν ρόδινες και μαβιές ουλές. Ακόμα και χωρίς να κοιτάζομαι κατευθείαν στον καθρέφτη έβλεπα την αντανάκλασή τους — μεγάλες θολές κηλίδες από μελανιασμένο, παραμορφωμένο δέρμα. «Καμίλ» είπε ξερά η μητέρα μου. «Γιατί δεν μας το δείχνει;» «Καμίλ». «Μαμά, είδες τα φορέματα, ξέρεις γιατί δεν είναι καλά» είπα με έμφαση. «Άσε με να δω». «Να δοκιμάσω εγώ ένα, μαμά» την καλόπιασε η Άμα. «Καμίλ...» «Ωραία». Άνοιξα με πάταγο την πόρτα. Η μητέρα μου, καθιστή, με το πρόσωπό της στο ύψος του λαιμού μου, μόρφασε. «Ω, Θεέ μου». Ένιωσα την ανάσα της πάνω μου. Σήκωσε ένα από τα δεμένα χέρια της,
σαν να ήθελε να αγγίξει το στήθος μου κι ύστερα το άφησε να πέσει σαν ξερό. Πίσω της, η Άμα κλαψούρισε σαν κουτάβι. «Κοίτα τι έκανες στον εαυτό σου» είπε η Άντορα. «Κοίτα». «Το είδα». «Ελπίζω να σου άρεσε. Ελπίζω να αντέχεις τον εαυτό σου έτσι». Έκλεισε απότομα την πόρτα κι εγώ άρχισα να τραβάω από πάνω μου το φόρεμα, αλλά το φερμουάρ δεν έλεγε να ξεκολλήσει, ώσπου με τα πολλά τραβήγματα άνοιξαν τα δοντάκια όσο χρειάστηκε για να κατέβει ως τη λεκάνη· το έβγαλα στριφογυρίζοντάς το και αδιαφορώντας για τις γρατσουνιές που άφηνε πάνω στο δέρμα μου το φερμουάρ. Έκανα το βαμβακερό φουστάνι ένα κουβάρι πάνω στο στόμα μου και ούρλιαξα. Άκουγα τη συγκρατημένη φωνή της μητέρας μου στο άλλο δωμάτιο. Όταν βγήκα, η υπάλληλος τύλιγε μια μακρυμάνικη δαντελένια μπλούζα με ψηλό λαιμό και μια κοράλλι φούστα μακριά ως τους αστράγαλους. Η Άμα μού έριξε ένα επίμονο βλέμμα, με μάτια κόκκινα και αγριεμένα, κι ύστερα βγήκε έξω να περιμένει δίπλα στο αυτοκίνητο. Πίσω στο σπίτι, μπήκα μετά την Άντορα στο χολ της εισόδου, όπου στεκόταν ο Άλαν σε μια δήθεν ανέμελη πόζα, με τα χέρια στις τσέπες του λινού παντελονιού του. Η μητέρα μου τον προσπέρασε με ανάλαφρο βήμα κατευθείαν προς την εσωτερική σκάλα. «Πώς ήταν η έξοδός σας;» φώναξε ο Άλαν πίσω της. «Φρικτή» κλαψούρισε η μητέρα μου. Στο επάνω πάτωμα άκουσα την πόρτα του δωματίου της να κλείνει. Ο Άλαν με αγριοκοίταξε και πήγε να φροντίσει τη μητέρα μου. Η Άμα είχε ήδη εξαφανιστεί. Πήγα στην κουζίνα, στο συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Ήθελα μόνο να κοιτάξω τα μαχαίρια που είχα χρησιμοποιήσει κάποτε πάνω μου. Όχι για να χαρακωθώ, απλώς για να πάρω μια γεύση από εκείνη την αιχμηρή πίεση. Ένιωθα ήδη τη μύτη του μαχαιριού να πιέζει απαλά τα μαξιλαράκια στις άκρες των δάχτυλων μου, ένιωθα εκείνη τη γλυκιά ένταση λίγο πριν από την κοψιά. Το συρτάρι άνοιξε μόνο δύο εκατοστά και μετά φράκαρε. Η μητέρα μου το είχε κλείσει με λουκέτο. Το τράβηξα ξανά και ξανά. Άκουγα όλες εκείνες τις λάμες, τα ασημένια τους κουδουνίσματα καθώς σέρνονταν η μια πάνω στην άλλη. Σαν αγριεμένα μεταλλικά ψάρια. Το δέρμα μου με έκαιγε. Ήμουν έτοιμη να πάω να τηλεφωνήσω στον Κιούρι, όταν το κουδούνι της πόρτας υπαινίχθηκε την ύπαρξή του με χαμηλούς, ευγενικούς τόνους. Κρυφοκοιτώντας από τη γωνία είδα τη Μέρεντιθ Γουίλερ και τον Τζον Κιν να στέκονται στο κατώφλι.
Ένιωσα σαν να με είχαν πιάσει στα πράσα να αυνανίζομαι. Δαγκώνοντας τα μάγουλά μου από μέσα, τους άνοιξα την πόρτα. Η Μέρεντιθ μπήκε αεράτη και άρχισε να θαυμάζει τα δωμάτια, αφήνοντας μικρά επιφωνήματα με μυρωδιά μέντας για το πόσο ωραία ήταν όλα και σκορπίζοντας γύρω της κύματα από ένα βαρύ άρωμα που θα ταίριαζε μάλλον σε ηλικιωμένη οικοδέσποινα παρά σε μια έφηβη με πράσινηάσπρη στολή μαζορέτας. Με τσάκωσε να την κοιτάζω. «Ξέρω, ξέρω. Το σχολείο τελείωσε. Είναι η τελευταία φορά που φοράω τη στολή. Έχουμε μια συνάντηση με τα κορίτσια της επόμενης χρονιάς. Κάτι σαν παράδοση της σκυτάλης. Ήσουν κι εσύ μαζορέτα, έτσι δεν είναι;» «Ήμουν, αν το πιστεύεις». Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή, αλλά ήμουν πολύ όμορφη με τη φουστίτσα. Εκείνες τις μέρες, τότε που περιόριζα το χαράκωμα στον κορμό μου. «Το πιστεύω. Ήσουν το ομορφότερο κορίτσι της πόλης. Ο ξάδερφός μου ήταν πρωτοετής όταν εσύ τελείωνες. Ο Νταν Γουίλερ; Όλο για σένα μιλούσε. Όμορφη κι έξυπνη. όμορφη κι έξυπνη. Και καλή. Θα με σκότωνε αν μάθαινε ότι σου το είπα. Τώρα μένει στο Σπρίνγκφιλντ. Αλλά δεν έχει παντρευτεί». Το καπάτσο ύφος της μου θύμιζε το είδος των κοριτσιών που μαζί τους δεν αισθανόμουν ποτέ άνετα, αυτών που σου πουλούσαν ένα είδος πλαστικής φιλίας, λέγοντας πράγματα για τον εαυτό τους που μόνο στενές φίλες θα έπρεπε να ξέρουν, που αυτοπροσδιορίζονταν ως «πλάσματα με ανθρωπιά». «Αποδώ ο Τζον» είπε ξαφνικά η Μέρεντιθ, σαν να απόρησε που τον είδε δίπλα της. Πρώτη φορά τον έβλεπα από τόσο κοντά. Ήταν πραγματικά όμορφος, με μια σχεδόν θηλυκή ομορφιά, ψηλός, λεπτός, με κολασμένα αισθησιακά χείλη και μάτια στο χρώμα του πάγου. Σκάλωσε ένα μαύρο τσουλούφι πίσω από το αυτί του και χαμογέλασε στο χέρι του όπως μου το έδινε, λες και ήταν κάποιο αγαπημένο ζωάκι που εκτελούσε με επιτυχία ένα καινούργιο κόλπο. «Λοιπόν, παιδιά, πού θέλετε να τα πείτε;» ρώτησε η Μέρεντιθ. Σκέφτηκα προς στιγμή να την ξεφορτωθώ, ανησυχώντας μήπως δεν καταλάβαινε πότε θα έπρεπε να το βουλώνει, αλλά ο νεαρός έδειχνε να έχει ανάγκη μια συντροφιά και δεν θέλησα να τον τρομάξω. «Πηγαίνετε να καθίσετε στο σαλόνι, παιδιά» είπα. «Πάω να φέρω να πιούμε γλυκό τσάι». Έτρεξα πρώτα επάνω, έχωσα μια καινούργια κασέτα στο μαγνητοφωνάκι τσέπης και έστησα αυτί έξω από την πόρτα της,μητέρας μου. Σιωπή, εκτός από το θρόισμα του ανεμιστήρα. Κοιμόταν; Αν ναι, ο Άλαν ήταν κουλουριασμένος δίπλα της στο κρεβάτι, ή
απλώς καθόταν στην καρέκλα της τουαλέτας της και την παρατηρούσε; Ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορούσα ούτε καν να υποθέσω πώς ήταν οι προσωπικές στιγμές της Άντορα με τον άντρα της. Περνώντας έξω από το δωμάτιο της Άμα την είδα να κάθεται πολύ καθωσπρέπει στην άκρη μιας κουνιστής πολυθρόνας διαβάζοντας ένα βιβλίο με τίτλο Οι ελληνίδες θεές. Όσο ήμουν εκεί είχε παραστήσει τη Ζαν Ντ’Αρκ, τη γυναίκα του Κυανοπώγωνα και την πριγκίπισσα Νταϊάνα όλες μαρτυρικές μορφές, συνειδητοποίησα. Στις θεές της αρχαίας Ελλάδας σίγουρα θα έβρισκε ακόμα πιο νοσηρούς ρόλους να ταυτιστεί. Ας έκανε ό,τι ήθελε. Πήγα στην κουζίνα και σέρβιρα τα ποτά.'Υστερα, αφού μέτρησα πρώτα δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, έπιασα ένα πιρούνι και πίεσα τα δόντια του πάνω στην παλάμη μου. Το δέρμα μου άρχισε να ηρεμεί. Μπαίνοντας στο σαλόνι είδα τη Μέρεντιθ με τα πόδια της κρεμασμένα πάνω από τα πόδια του Τζον να τον φιλάει στο λαιμό. Όταν ακούμπησα με θόρυβο το δίσκο του τσαγιού πάνω σε ένα τραπεζάκι, δεν σταμάτησε. Ο Τζον με κοίταξε και αργά αργά αποτραβήχτηκε. «Δεν έχεις κέφια σήμερα» του είπε στραβομουτσουνιάζοντας. «Λοιπόν, Τζον, χαίρομαι που αποφάσισες να μου μιλήσεις» άρχισα. «Ξέρω ότι η μαμά σου δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη». «Ναι, δεν θέλει να μιλάει πολύ σε κανέναν και ειδικά... σε δημοσιογράφους. Είναι πολύ κλειστός τύπος». «Εσύ όμως δεν έχει πρόβλημα, έτσι;» τον παρακίνησα. «Είσαι ήδη δεκαοχτώ, να υποθέσω;» «Μόλις μπήκα». Ρουφούσε το τσάι του με τυπικότητα, σαν να είχε μια μεζούρα μέσα στο στόμα του. «Γιατί αυτό που εγώ θέλω πάνω απ’ όλα είναι να μπορέσω να περιγράφω την αδερφή σου στους αναγνώστες μας» είπα. «Ο πατέρας της Αν Νας μιλάει για την κόρη του και δεν θα ήθελα η Νάταλι να μην φαίνεται καθόλου σ’ αυτή την ιστορία. Το ξέρει η μητέρα σου ότι θα μου μιλήσεις;» «Όχι, αλλά δεν πειράζει. Νομίζω πως θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε πάνω σ’ αυτό». Το γέλιο του ήταν ένα γρήγορο τραύλισμα. «Η μαμά του έχει πρόβλημα με τη δημοσιότητα» είπε η Μέρεντιθ και ήπιε από το ποτήρι του Τζον. «Είναι πάρα πολύ κλειστός τύπος. Να φανταστείς, εμένα ούτε που με ξέρει κι ας είμαστε μαζί με τον Τζον πάνω από ένα χρόνο τώρα, έτσι δεν είναι;» Εκείνος συγκατένευσε.
Η Μέρεντιθ συνοφρυώθηκε, απογοητευμένη, απ’ ό,τι κατάλαβα, που ο Τζον δεν πρόσθεσε κι αυτός κάτι για το ιστορικό της σχέσης τους. Τράβηξε τα πόδια της από τα γόνατά του, τα σταύρωσε και άρχισε να τσιμπάει νευρικά την άκρη του καναπέ. «Έμαθα, μένεις στους Γουίλερ τώρα;» «Έχουμε ένα χώρο πίσω, μια αποθήκη για τις άμαξες από τα παλιά χρόνια» είπε η Μέρεντιθ. «Η μικρή μου αδερφή έχει τσαντιστεί πολύ ήταν το στέκι όπου μαζεύονταν αυτή και οι απαίσιες φιλενάδες της. Με εξαίρεση την αδερφή σου, φυσικά. Η αδερφή σου είναι σούπερ. Την ξέρεις την αδερφή μου, έτσι; Την Κέλσι;» Ήταν επόμενο αυτό το αριστούργημα να συνδέεται κάπως με την Αμα. «Την Κέλσι την ψηλή ή την Κέλσι την κοντή;» ρώτησα. «Ε, βέβαια. Αυτή η πόλη έχει πάρα πολλές Κέλσι. Η δική μου είναι η ψηλή». «Τη γνώρισα. Δείχνουν να είναι στενές φίλες». «Τόσο το καλύτερο γι’ αυτές» είπε στρυφνά η Μέρεντιθ. «Η Άμα κάνει κουμάντο σε όλο το σχολείο. Είναι ηλίθιες όποιες της πάνε κόντρα». Αρκετά με την Άμα, σκέφτηκα, αλλά στο μυαλό μου στριφογύρισαν εικόνες: τη φαντάστηκα να κολλάει σε «κατώτερα» κορίτσια δίπλα στις ντουλάπες των μαθητών στο διάδρομο του σχολείου. Η πρώτη χρονιά στο γυμνάσιο πάντα είναι άσχημη εμπειρία. «Αοιπόν, Τζον, προσαρμόστηκες καλά εκεί;» «Μια χαρά» πετάχτηκε η Μέρεντιθ. «Του στήσαμε μια φωλίτσα με αντρικά πράγματα η μαμά μου του βρήκε μέχρι και CD player». «Σοβαρά;» Κοίταξα απροκάλυπτα τον Τζον. Ώρα να μιλήσεις, φιλαράκο. Μην αφήνεις αυτό το τσουλί να σπαταλάει την ώρα μου. «Έχω ανάγκη να βρίσκομαι μακριά από το σπίτι αυτό το διάστημα» είπε. «Είμαστε όλοι στην τσίτα, ξέρεις, τα πράγματα της Νάταλι είναι παντού και η μάνα μου δεν αφήνει κανέναν να τα αγγίξει. Τα παπούτσια της είναι στο διάδρομο, το μαγιό της κρέμεται στο μπάνιο και θέλω δεν θέλω το βλέπω κάθε πρωί που κάνω ντους. Δεν αντέχω». «Μπορώ να το φανταστώ» είπα. Μπορούσα: θυμάμαι εκείνο το μικρούτσικο ροζ μπουφάν της Μάριαν να κρέμεται στην ντουλάπα του χολ μέχρι που έφυγα για το κολέγιο. Δεν αποκλείεται να είναι ακόμη εκεί.
Άνοιξα το μαγνητόφωνο και το έσπρωξα πάνω στο τραπέζι προς το μέρος του νεαρού. «Πες μου πώς ήταν η αδερφή σου, Τζον». «Ε, ήταν καλό παιδί. Ήταν πανέξυπνη. Απίστευτη». «Πανέξυπνη, πώς; Καλή στο σχολείο, ή γενικώς σαΐνι;» «Κοίταξε, στο σχολείο δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Είχε ένα μικρό πρόβλημα πειθαρχίας» είπε ο Τζον. «Αλλά νομίζω ότι αυτό συνέβαινε επειδή βαριόταν. Θα μπορούσε να είχε πηδήξει μία και δύο τάξεις, πιστεύω». «Η μαμά του πίστευε πως αυτό θα τη στιγμάτιζε» πετάχτηκε η Μέρεντιθ. «Πάντα ανησυχούσε μήπως ξεχωρίσει η Νάταλι από τα άλλα παιδιά». Κοίταξα τον Τζον ανασηκώνοντας ερωτηματικά τα φρύδια μου. «Έτσι είναι. Η μαμά μου ήθελε πολύ να δέσει η Νάταλι στο σχολείο. Ήταν από κείνα τα άγαρμπα παιδιά, λιγάκι αγοροκόριτσο, κάπως αλλιώτικη». Γέλασε, με το βλέμμα στυλωμένο στα πόδια του. «Έχεις στο νου σου κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό;» τον ρώτησα. Τα στιγμιότυπα ζωής είναι η λατρεία του Κιούρι. Εκτός αυτού, μ’ ενδιέφερε κι εμένα. «Να, μια φορά είχε εφεύρει μια ολόκληρη γλώσσα από μόνη της, καταλαβαίνεις; Θέλω να πω, με ένα συνηθισμένο παιδί, θα ήταν αλαμπουρνέζικα. Αλλά η Νάταλι είχε φτιάξει κανονικό αλφάβητο έμοιαζε με ρώσικο. Και ήθελε να μου το μάθει κι εμένα. Δηλαδή προσπάθησε. Αλλά νεύριασε μαζί μου πολύ γρήγορα». Γέλασε πάλι το ίδιο βραχνό κρώξιμο, σαν να έβγαινε κάτω από τη γη. «Της άρεσε το σχολείο;» «Ξέρεις, πάντα είναι δύσκολο όταν είσαι το καινούργιο παιδί στην τάξη και τα κορίτσια εδώ... τα κορίτσια παντού, υποθέτω, μπορούν να γίνουν πολύ ακατάδεχτα». «Τζόνι! Είσαι αγενής!» Η Μέρεντιθ έκανε πως τον σκουντάει. Εκείνος την αγνόησε. «Εννοώ, η αδερφή σου... Άμα, δεν τη λένε;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Ήταν φίλες με τη δική μου για ένα μικρό διάστημα. Τριγύριζαν μαζί στο δάσος και η Νάταλι γύριζε σπίτι καταγρατσουνισμένη και ξετρελαμένη». «Σοβαρά;» Τόσο περιφρονητικά είχε αναφέρει το όνομα της Νάταλι η Άμα, που αδυνατούσα να το φανταστώ.
«Ήταν πραγματικά κολλητές για λίγο. Αλλά νομίζω ότι η Άμα τη βαρέθηκε, ίσως επειδή η Νάταλι ήταν δυο τρία χρόνια μικρότερη, δεν ξέρω. Κάτι έγινε και τα χάλασαν». Η Άμα το ήξερε το μάθημα από τη μητέρα της πώς να σφάζεις τους φίλους με το βαμβάκι. «Δεν έγινε τίποτε κακό, όμως» είπε ο Τζον σαν για να καθησυχάσει εμένα. Ή τον εαυτό του. «Υπήρχε κι ένα άλλο παιδί που η Νάταλι έπαιζε πολύ μαζί του, ο Τζέιμς Κάπισι. Από εργατική οικογένεια, ένα χρόνο μικρότερος από την αδερφή μου, δεν του μιλούσε κανένας άλλος. Τα πήγαιναν καλά οι δυο τους». «Αέει ότι είναι ο τελευταίος που είδε τη Νάταλι ζωντανή» είπα. «Αέει ψέματα» είπε η Μέρεντιθ. «Την άκουσα κι εγώ την ιστορία του. Πάντα έβγαζε διάφορα από το μυαλό του. Εννοώ, η μάνα του έχει καρκίνο, πεθαίνει. Πατέρα δεν έχει. Δεν έχει κανέναν να του δώσει λίγη σημασία. Έτσι, κάθεται και λέει διάφορα απίθανα. Μην τον ακούς». Κοίταξα πάλι τον Τζον, που ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι λιγάκι τρελή ιστορία, εντάξει; Μια παρανοϊκή γυναίκα που αρπάζει τη Νάταλι μέρα μεσημέρι» είπε. «Εξάλλου, γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα μια γυναίκα;» «Γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα ένα άντρας;» ρώτησα.
«Ποιος να ξέρει γιατί οι άντρες κάνουν όλα αυτά τα φριχτά πράγματα» πρόσθεσε η Μέρεντιθ. «Είναι ζήτημα γονιδίων». «Πρέπει να σε ρωτήσω, Τζον σε ανέκρινε η αστυνομία;» «Μαζί με τους γονείς μου». «Και έχεις άλλοθι και για τις δύο νύχτες των φόνων;» Περίμενα κάποια αντίδραση, αλλά αυτός συνέχισε να ρουφάει ήρεμα το τσάι του. «Όχι. Ήμουν έξω, έκανα βόλτες με το αυτοκίνητο. Νιώθω καμιά φορά την ανάγκη να ξεφύγω λιγάκι αποδώ, καταλαβαίνεις;»Έριξε μια γρήγορη ματιά στη Μέρεντιθ, που σούφρωσε αμέσως τα χείλη της βλέποντάς τον να την κοιτάζει. «Δεν ήμουν μαθημένος σε μια τόσο μικρή πόλη. Καμιά φορά αισθάνεσαι την ανάγκη να χαθείς απ’ όλους για λίγο. Ξέρω ότι εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις, Μερ». Η Μέρεντιθ δεν μίλησε. «Εγώ σε καταλαβαίνω» είπα. «Θυμάμαι να αισθάνομαι κλειστοφοβία μεγαλώνοντας εδώ· δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς είναι για κάποιον που μετακόμισε από μια μεγάλη πόλη». «Ο Τζόνι είναι ιππότης» παρενέβη η Μέρεντιθ. «Ήταν μαζί μου και τα δυο εκείνα βράδια. Απλώς δεν θέλει να με μπλέξει. Αυτό να το γράψεις». Κουνιόταν μπρος πίσω, καθισμένη στην κόχη του καναπέ, άκαμπτη και κάπως αφηρημένη, σαν να είχε πέσει σε παραλήρημα. «Μέρεντιθ» μουρμούρισε ο Τζον. «Όχι». «Δεν θ’ αφήσω εγώ, Τζον, να σκέφτεται ο κόσμος ότι το αγόρι μου είναι μανιακός δολοφόνος παιδιών ευχαριστώ πολύ, δεν θα πάρω». «Αυτή την ιστορία να πεις στην αστυνομία και μέσα σε μία ώρα θα έχουν διαπιστώσει την αλήθεια. Και τότε θα είναι ακόμα χειρότερα για μένα. Κανένας δεν πιστεύει στ’ αλήθεια ότι θα σκότωνα ποτέ την αδερφή μου». Ο Τζον έπιασε μια μπούκλα από τα μαλλιά της Μέρεντιθ και πέρασε απαλά τα δάχτυλά του από τη ρίζα μέχρι την άκρη. Το ρήμα γαργαλιέμ αι άστραψε κάπου στον δεξιό γοφό μου. Τον πίστεψα τον νεαρό. Έκλαιγε δημόσια, έλεγε χαζομάρες για την αδερφή του, έπαιζε με τα μαλλιά της φίλης του, κι εγώ τον πίστευα. Σχεδόν άκουσα τον Κιούρι να ρουθουνίζει με περιφρόνηση για την αφέλειά μου. «Μια και μιλάμε για ιστορίες» άρχισα «πρέπει να σε ρωτήσω για κάποιο επεισόδιο. Είναι αλήθεια ότι η Νάταλι είχε χτυπήσει μια συμμαθήτριά της στη Φιλαδέλφεια;» Ο Τζον πάγωσε, στράφηκε στη Μέρεντιθ και, για πρώτη φορά, φάνηκε ενοχλημένος. Η προσωποποίηση της έκφρασης «κατεβάζω μούτρα». Όλο του το κορμί τσιτώθηκε ξαφνικά και νόμισα πως θα έτρεχε προς την πόρτα, αλλά τελικά έγειρε πίσω στον καναπέ και πήρε μια
βαθιά ανάσα. «Ωραία. Να γιατί η μητέρα μου σιχαίνεται τους δημοσιογράφους» γκρίνιαξε. «Είχε γραφτεί ένα ρεπορτάζ γι’ αυτό το περιστατικό στην τοπική εφημερίδα. Δυο τρεις στήλες. Παρουσίαζε τη Νάταλι σαν άγριο θηρίο». «Πες μου, λοιπόν, τι συνέβη πραγματικά». Ο Τζον ανασήκωσε τους ώμους του. Σκάλισε ένα από τα νύχια του. «Ήταν στο μάθημα των καλλιτεχνικών, τα παιδιά έκοβαν εικόνες και ζωγράφιζαν και ένα κοριτσάκι τραυματίστηκε. Η Νάταλι ήταν οξύθυμο παιδί κι αυτό το κορίτσι πάντα την καταπίεζε. Και μια φορά έτυχε η Νάταλι να κρατάει ψαλίδι στο χέρι της. Δεν ήταν καμιά προμελετημένη επίθεση. Εννοώ, ήταν μόνο εννιά χρόνων». Είδα με τα μάτια της φαντασίας μου τη Νάταλι, το παιδί με τη σοβαρή έκφραση από την οικογενειακή φωτογραφία των Κιν, να κρατάει ένα ανοιχτό ψαλίδι μπροστά στα μάτια ενός κοριτσιού. Και ξαφνικά, μια αστραπή από ζωηρό κόκκινο αίμα να ανακατεύεται με ανοιχτόχρωμες νερομπογιές. «Τι έπαθε το κοριτσάκι;» «Έσωσαν το αριστερό της μάτι. Το δεξί... ε... καταστράφηκε». «Η Νάταλι τη χτύπησε και στα δύο μάτια;» Ο Τζον σηκώθηκε όρθιος και με έδειξε με το δάχτυλο. έχοντας πάρει σχεδόν την ίδια στάση που είχε και η μητέρα του. «Η Νάταλι έβλεπε ψυχίατρο επί έναν ολόκληρο χρόνο για να το ξεπεράσει. Ξυπνούσε με εφιάλτες επί μήνες. Ήταν εννιά χρόνων. Ήταν ατύχημα. Όλοι αισθανόμασταν απαίσια. Ο μπαμπάς μου άνοιξε ένα λογαριασμό για το κοριτσάκι. Χρειάστηκε να φύγουμε ώστε να μπορέσει η Νάταλι να κάνει μια καινούργια αρχή. Έτσι βρεθήκαμε εδώ ο πατέρας μου έπιασε την πρώτη δουλειά που μπόρεσε να βρει. Μετακομίσαμε νύχτα, σαν λωποδύτες. Ήρθαμε σ’ αυτή την πόλη. Σ’ αυτή την καταραμένη πόλη». «Πωπώ, Τζον » μουρμούρισε η Μέρεντιθ. «Δεν ήξερα ότι έχεις περάσει τέτοιο ζόρι». Και τότε αυτός άρχισε ν(χ κλαίει, κάθισε πάλι στον καναπέ και έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπό του. «Δεν εννοούσα ότι ζορίστηκα εγώ που ήρθα εδώ. Εννοούσα ότι λυπάμαι που η αδερφή μου ήρθε εδώ, γιατί τώρα δεν ζει πια. Εμείς το κάναμε για να τη βοηθήσουμε. Και τώρα η
αδερφή μου είναι νεκρή». Άφησε ένα σιγανό, μακρόσυρτο κλάμα και η Μέρεντιθ τον αγκάλιασε απρόθυμα. «Κάποιος σκότωσε την αδερφή μου». Εκείνο το βράδυ δεν θα υπήρχε επίσημο οικογενειακό δείπνο, γιατί η κυρία Άντορα δεν αισθανόταν καλά, όπως με πληροφόρησε η Γκέιλα. Συμπέρανα ότι η προσφώνηση κυρία ήταν μία από τις επιτηδευμένες απαιτήσεις της μητέρας μου και φαντάστηκα ποιος μπορεί να ήταν ο σχετικός διάλογος με την υπηρέτρια. Γκέιλα, οι καλύτερες υπηρέτριες, στα καλύτερα σπίτια, προσφωνούν την κυρία τους μ ε επισημ ότητα. Κι εμ είς θέλουμ ε να είμ αστε οι καλύτερες, έτσι δεν είναι;Ή κάπως έτσι. Δεν ήμουν σίγουρη αν έφταιγε ο δικός μου τσακωμός ή ο τσακωμός της Άμα με τη μητέρα μου. Τις άκουγα να τιτιβίζουν σαν παραδείσια πουλιά μέσα στο δωμάτιο της μητέρας μου την Άντορα να κατηγορεί, πολύ σωστά, την Άμα ότι είχε πάρει το αμαξάκι του γκολφ χωρίς την άδειά της. Όπως όλες οι επαρχιακές πόλεις, έτσι και το Γουίντ Γκαπ έχει μια εμμονή με τα οχήματα. Στα περισσότερα σπίτια αναλογεί ενάμισι αυτοκίνητο ανά ένοικο (όπου το μισό θα είναι κάποια συλλεκτική αντίκα, ή ένα σαράβαλο πάνω σε τάκους εξαρτάται από το εισόδημα του ιδιοκτήτη) συν βάρκες, τζετ σκι, σκούτερ, τρακτέρ και, μεταξύ της ελίτ του Γουίντ Γκαπ, αυτοκινητάκια του γκολφ, με τα οποία τα μικρότερα παιδιά, που ακόμη δεν έχουν βγάλει δίπλωμα, μπορούν να τριγυρίζουν στην πόλη. Πρακτικά παράνομο, αλλά κανένας δεν τα σταματάει ποτέ. Υπέθεσα ότι η μητέρα μου είχε προσπαθήσει να θέσει σε αναστολή αυτό το προνόμιο της Άμα μετά τις δύο δολοφονίες. Εγώ αυτό θα έκανα. Ο καβγάς τους συνεχιζόταν σαν στρίγκλισμα σκουριασμένης τραμπάλας σχεδόν επί μισή ώρα. Μην μ ου λες ψέμ ατα εμ ένα, μ ικρή... Η προειδοποίηση ήταν τόσο οικεία, που ένιωσα ξανά εκείνη την παλιά ταραχή. Ώστε πιανόταν στα πράσα και η Άμα καμιά φορά. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο έτρεξα και το σήκωσα, για να μην χάσει η Άμα τη φόρα της και, προς μεγάλη μου έκπληξη, άκουσα το χαρακτηριστικό τιτίβισμα μαζορέτας της Κέιτι Λέισι, της παλιάς μου φίλης. Τα κορίτσια θα μαζεύονταν στης Άντζι Πέιπερμεϊκερ για ένα Πάρτι Κλάψας. Να πιούμε έναν τόνο κρασί, να δούμε μια λυπητερή ταινία, να κλάψουμε, να κουτσομπολέψουμε. Έπρεπε να πάω. Η Άντζι έμενε στη νεόπλουτη γειτονιά της πόλης τεράστιες βίλες στα περίχωρα του Γουίντ Γκαπ. Στην ουσία, στο Τενεσί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω από τη φωνή της Κέιτι αν αυτό την έκανε να αισθάνεται ζήλια ή αυταρέσκεια. Ξέροντάς την, θα έλεγα λίγο κι από τα δυο. Πάντα ήταν από τα κορίτσια που ήθελαν αυτό που είχαν οι άλλοι, ακόμα κι όταν δεν το ήθελε πραγματικά. Το ήξερα απ’ όταν είδα την Κέιτι και τις φίλες της στο σπίτι των Κιν ότι θα έπρεπε να τους παραχωρήσω τουλάχιστον μια βραδιά. Ή αυτό, ή θα καθόμουν να απομαγνητοφωνήσω τη συζήτηση με τον Τζον, πράγμα που με έθλιβε επικίνδυνα. Συν ότι, όπως συνέβη και με την Άναμπελ, την Τζάκι και όλο το ύπουλο σινάφι των φιλενάδων της μητέρας μου, αυτή η συγκέντρωση ήταν πολύ πιθανό να μου αποφέρει περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες θα μάζευα κάνοντας μια ντουζίνα κανονικές συνεντεύξεις.
Με το που είδα το αυτοκίνητό της να σταματάει έξω από το σπίτι, κατάλαβα ότι η Κέιτι Λέισι, τώρα Κέιτι Μπρίκερ, είχε πιάσει, όπως ήταν αναμενόμενο, την καλή. Το κατάλαβα αφενός γιατί της πήρε μόνο πέντε λεπτά να έρθει να με πάρει (τελικά το σπίτι της ήταν μόλις ένα τετράγωνο πιο κάτω) και αφετέρου από το όχημα με το οποίο ήρθε να με πάρει: ένα από κείνα τα πελώρια, γελοία SUV, που κοστίζουν πιο ακριβά από ολόκληρο το σπίτι κάποιων ανθρώπων και παρέχουν τις αντίστοιχες ανέσεις. Πίσω από το κεφάλι μου άκουγα να κελαηδάει κάποιο παιδικό καρτούν στο DVD, παρά την απουσία παιδιών. Μπροστά μου, η οθόνη πλοήγησης πάνω στο ταμπλό έδινε συνεχώς εντελώς περιττές λεπτομερείς οδηγίες. Ο σύζυγός της, ο Μπραντ Μπρίκερ, μελετούσε χρόνια τα βήματα του πατέρα της και, όταν αποσύρθηκε ο Μπαμπά κας, ανέλαβε εκείνος την επιχείρηση. Πουλούσαν μια αμφιλεγόμενη ορμόνη που πάχαινε τα κοτόπουλα με τρομακτική ταχύτητα. Η μητέρα μου πάντα σούφρωνε τη μύτη της σ’ αυτή την πρακτική εκείνη δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ κάτι που να προκαλεί τέτοια εκπληκτική επιτάχυνση της αυξητικής διαδικασίας. Αυτό δεν σήμαινε ότι απέφευγε τις ορμόνες: τα γουρούνια της μητέρας μου έτρωγαν ενέσεις με χημικά ώσπου κοκκίνιζαν και πρήζονταν σαν ώριμα κεράσια, ώσπου τα πόδια τους δεν άντεχαν πια να σηκώσουν την πελώρια περιφέρειά τους. Απλώς το έκανε με πιο χαλαρούς ρυθμούς. Ο Μπραντ Μπρίκερ ήταν ο τύπος που θα ζούσε όπου θα του έλεγε η Κέιτι, θα άφηνε έγκυο την Κέιτι όταν θα του το ζητούσε, θα αγόραζε στην Κέιτι τον καναπέ της αρεσκείας της από το Πότερι Μπαρν και, κατά τα άλλα, θα το βούλωνε. Ήταν συμπαθητικός, αρκεί να άντεχες να τον κοιτάξεις αρκετή ώρα, και το πουλί του ήταν όσο και το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μου. Αυτό το ήξερα από πρώτο χέρι, χάρη σε μια μικρή, καθαρά μηχανική, εμπειρία που είχα μαζί του όταν ήμουν πρωτοετής. Προφανώς όμως, το μικροσκοπικό εργαλείο την έκανε καλά τη δουλειά του: η Κέιτι ήταν στο τέλος του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης της, στο τρίτο της παιδί. Θα συνέχιζε τις προσπάθειες μέχρι να πετύχουν το αγόρι. Θέλουμ ε τιάρα πολύ έναν χατεργαράκο να τριγυρίζει στο σπίτι. Περί εμού ο λόγος: Σικάγο, ακόμη χωρίς σύζυγο, αλλά χτύπα ξύλο! Περί αυτής ο λόγος: το χτένισμά της, το καινούργιο της πρόγραμμα βιταμινών, ο Μπραντ, οι δύο κόρες της,Έμα και Μακένζι, ο σύλλογος Μητέρες Βοηθοί του Γουίντ Γκαπ και η φριχτή δουλειά που είχαν κάνει για την παρέλαση της Ημέρας του Αγίου Πατρικίου. Αμέσως μετά, στεναγμός: Αυτά τα καημ ένα τα κοριτσάκια. Ναι. Στεναγμός. Το κομμάτι που θα έγραφα εγώ για τα καημένα τα κοριτσάκια. Προφανώς δεν την ενδιέφερε και πολύ, γιατί ξαναγύρισε γρήγορα στις βοηθητικές υπηρεσίες των κυριών και πώς είχαν διαλυθεί τα πάντα απ’ όταν ανέλαβε υπεύθυνη δραστηριοτήτων η Μπέκα Χαρτ (το γένος Μούνεϊ). Η Μπέκα ήταν ένα κορίτσι μέσης δημοτικότητας, της δικής μας γενιάς, που είχε ανελιχθεί απότομα σε κοινωνικό αστέρα πριν από πέντε χρόνια, όταν κατάφερε να τυλίξει τον Έρικ Χαρτ, που οι γονείς του είχαν μια τεράστια επιχείρηση. κράχτη για τουρίστες, με πίστα GoKart, νεροτσουλήθρες και μίνι γκολφ στο ασχημότερο κομμάτι των Όζαρκς. Η γυναίκα ήταν σκέτη ντροπή. Θα ήταν κι αυτή
απόψε και θα το έβλεπα και μόνη μου. Δεν κολλούσε με τίποτα. Το σπίτι της Άντζι ήταν σαν ζωγραφιά μεγάρου από χέρι παιδιού: τόσο γενικό και αόριστο που μετά βίας φαινόταν τρισδιάστατο. Αμέσως μόλις μπήκα στο σαλόνι συνειδητοποίησα πόσο πολύ δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί. Ήταν εκεί η Άντζι, άνευ λόγου πέντε κιλά πιο αδύνατη από τα χρόνια του σχολείου, που μου χαμογέλασε σαν χαμηλοβλεπούσα Παναγιά και συνέχισε να ετοιμάζει το φοντί.Ήταν η Τις, η μαμάκα της παρέας από κείνα τα χρόνια, αυτή που θα σου κρατούσε τα μαλλιά όταν έκανες εμετό και που κάθε τόσο έβαζε τα κλάματα γιατί δεν την αγαπούσε κανένας. Η Τις είχε παντρευτεί έναν τύπο από το Νιουκάστλ, λίγο βλάκα, όπως έμαθα (μου το σφύριξε η Κέιτι στ’ αυτί), αλλά με σταθερό εισόδημα. Ήταν η Μίμι, με τα πόδια χαλαρά κρεμασμένα στο μπράτσο ενός δερμάτινου καναπέ χρώματος σοκολατί. Εκθαμβωτική έφηβη, η ομορφιά της δεν θύμιζε σε τίποτα ενήλικη γυναίκα. Κανένας άλλος όμως δεν έδινε σημασία στην ηλικία της. Όλοι την έβλεπαν ακόμη ως «καυτό μωρό». Το υποστήριζε: το γιγάντιο διαμάντι στο χέρι της, ευγενής χορηγία του Τζόι Γιόχανσεν, ενός γλυκύτατου κρεμανταλά που είχε ξεπεταχτεί ως ταλέντο, αμυντικός του φούτμπολ στο πρώτο έτος, και ξαφνικά απαιτούσε να τον φωνάζουν Τζοχα. (Έιλικρινά, είναι το μόνο που θυμάμαι απ’ αυτόν). Και τέλος, ανάμεσα σ’ όλες αυτές, η καημένη η Μπέκα, πρόθυμη και αμήχανη, ντυμένη σχεδόν γελοία όμοια με την οικοδέσποινα (άραγε είχε πάει η Άντζι την Μπέκα για ψώνια;), που σκόρπιζε λαμπερά χαμόγελα σε όποια συναντούσε το βλέμμα της, αλλά που δεν της μιλούσε καμιά τους. Παρακολουθήσαμε το «Beaches». Η Τις έκλαιγε όταν η Άντζι άναψε τα φώτα. «Ξαναγύρισα στη δουλειά» ανακοίνωσε μ’ ένα σκούξιμο και πίεσε τα βλέφαρά της με κάτι νύχια βαμμένα κοράλλι. Η Άντζι της έβαλε κρασί και τη χτύπησε παρηγορητικά στο γόνατο κοιτώντας την με επιδεικτικό ενδιαφέρον. «Θεούλη μου, γιατί, καλή μου;» μουρμούρισε η Κέιτι. Ακόμα και το μουρμουρητό της ήταν κοριτσίστικο και στακάτο. Σαν να άκουγες εκατό ποντικάκια μαζί να ροκανίζουν κράκερ. «Με τον Τάιλερ στο νηπιαγωγείο, νόμιζα ότι αυτό ήθελα» είπε η Τις ανάμεσα σε αναφιλητά. «Λες και είχα ανάγκη από ένα σκοπό». Την τελευταία λέξη την έφτυσε κυριολεκτικά, σαν να ήταν μολυσμένη. «Έχεις ένα σκοπό» είπε η Άντζι. «Μην αφήνεις την κοινωνία να σου υπαγορεύει πώς θα αναθρέψεις την οικογένειά σου. Μην αφήνεις τις φεμινίστριες» στο σημείο αυτό κοίταξε εμένα «να σε κάνουν να νιώθεις ένοχη επειδή έχεις αυτά που εκείνες δεν μπορούν να έχουν». «Έχει δίκιο, Τις, έχει απόλυτο δίκιο» πετάχτηκε η Μπέκα. «Φεμινισμός σημαίνει να
μπορούν οι γυναίκες να κάνουν όποιες επιλογές θέλουν». Οι άλλες κοίταξαν με αμφιβολία την Μπέκα, όταν ξαφνικά πετάχτηκε από τη γωνιά της η Μίμι με το δικό της παράπονο και όλη η προσοχή, καθώς και η Άντζιμετοκρασί, στράφηκαν αμέσως σε κείνη. «Ο Στίβεν δεν θέλει άλλα παιδιά» κλαψούρισε. «Γιατί όχι;» είπε οργισμένα η Κέιτι με επιβλητικά στριγκή φωνή. «Λέει πως τρία είναι αρκετά». «Για κείνον ή για σένα;» αγρίεψε η Κέιτι. «Αυτό του είπα κι εγώ. Θέλω μια κόρη. Θέλω κορίτσι». Οι άλλες της χάιδεψαν τα μαλλιά. Η Κέιτι χάιδεψε τη δική της κοιλιά. «Κι εγώ θέλω γιο» κλαψούρισε κοιτώντας επιδεικτικά τη φωτογραφία του τρίχρονου αγοριού της Άντζι πάνω στο ράφι του τζακιού. Η μουρμούρα και η κλάψα έδιναν κι έπαιρναν από την Τις και τη Μίμι Μου λείπουν τα μ ωρά μ ου... Εγώ πάντα ονειρευόμ ουν ένα μ εγάλο σπίτι γεμ άτο παιδιά, μ όνο αυτό ήθελα... τόσο κακό είναι να θέλω να είμ αι μ όνο μ ανούλα;—, και εγώ σαφώς μπορούσα να συμπονέσω γυναίκες που η ζωή τους δεν εξελίχθηκε όπως τη σχέδιαζαν. Όμως, ύστερα από κάμποσα καταφατικά νεύματα και συναινετικά μουρμουρητά, δεν έβρισκα τίποτε χρήσιμο να προσθέσω και έτσι τρύπωσα στην κουζίνα να κόψω λίγο τυρί και να μείνω μακριά από τα πόδια τους. Η τελετουργία μού ήταν γνώριμη από τα χρόνια του γυμνασίου και ήξερα ότι δεν χρειαζόταν πολύ για να γίνει η κατάσταση άθλια. Η Μπέκα σύντομα ήρθε κοντά μου στην κουζίνα και άρχισε να πλένει τα πιάτα. «Αυτό γίνεται λίγο πολύ κάθε βδομάδα» μου είπε και σήκωσε τα μάτια της προς το ταβάνι, παριστάνοντας ότι το έβρισκε μάλλον αστείο, παρά ενοχλητικό. «Είναι μια κάθαρση, υποθέτω» πρότεινα. Διαισθάνθηκα ότι περίμενε να της πω κάτι παραπάνω. Το ήξερα αυτό το συναίσθημα. Όποτε είμαι στο τσακ να βγάλω μια καλή δήλωση από κάποιον, μου φαίνεται πως φτάνει να κάνω μία με το χέρι μου μέσα στο στόμα του και να την ξεκολλήσω από την άκρη της γλώσσας του. «Δεν είχα ιδέα ότι η ζωή μου ήταν τόσο μίζερη μέχρι που άρχισα να έρχομαι σ’ αυτές τις μικρές συγκεντρώσεις της Άντζι» ψιθύρισε η Μπέκα και έπιασε ένα φρεσκοπλυμένο μαχαίρι για να κόψει μια λεπτή φέτα Γκριγέρ. Είχαμε αρκετό τυρί για να τάΐσουμε όλο το Γουίντ Γκαπ και τα περίχωρα. «Α, ναι, το ότι σε κοντράρουν σημαίνει ότι ζεις μια ρηχή ζωή, χωρίς κατ’ ανάγκη να είσαι
ρηχό άτομο». «Σωστό ακούγεται αυτό» είπε η Μπέκα. «Έτσι ήταν και στα χρόνια του σχολείου με σας;» «Ω, βέβαια, όταν δεν μαχαιρώναμε η μία την άλλη πισώπλατα». «Άρα, μάλλον καλύτερα που εγώ ήμουν εκτός τότε» είπε η Μπέκα και γέλασε.«Απορείς πώς γίνεται να είμαι ακόμα περισσότερο εκτός τώρα;». Γέλασα κι εγώ μ’ αυτό, και της έβαλα ένα ποτήρι κρασί. Είχα ζαλιστεί λιγάκι από το παράδοξο της κατάστασης, από την απότομη βουτιά πίσω στα χρόνια της εφηβείας μου. Όταν επιστρέψαμε, χασκογελώντας ακόμη μεταξύ μας, οι άλλες στο δωμάτιο έκλαιγαν και σήκωσαν όλες μαζί τα μάτια τους και μας κοίταξαν σαν μακάβριο βικτοριανό πορτρέτο που είχε ζωντανέψει ξαφνικά. «Χαίρομαι που εσείς οι δυο το διασκεδάζετε» είπε δηκτικά η Κέιτι. «Ειδικά αν σκεφτείς τι γίνεται στην πόλη μας» πρόσθεσε η Άντζι. Το αντικείμενο της συζήτησης είχε σαφώς διευρυνθεί. «Τι έχει πάθει ο κόσμος; Πώς μπορεί κάποιος να σκοτώνει μικρά κορίτσια;» κλαψούρισε η Μίμι. «Τα κακομοίρα». «Και να τους βγάζει και τα δόντια» είπε η Κέιτι. «Αυτό είναι που δεν μπορώ να ξεπεράσω». «Τουλάχιστον, ας μην τις είχαν κακομεταχειριστεί όσο ήταν ζωντανές» στέναξε η Άντζι. «Γιατί είναι τόσο σκληρά τα μικρά παιδιά μεταξύ τους;» «Τις πείραζαν πολύ τα άλλα κορίτσια» είπε η Μπέκα. «Στρίμωξαν μια μέρα τη Νάταλι στις τουαλέτες, μετά το σχολείο... και την κούρεψαν» είπε κλαίγοντας η Μίμι. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο, πρησμένο και πασαλειμμένο. Μαύρα ρυάκια μάσκαρας έσταζαν ως την μπλούζα της. «Έβαλαν την Αν να δείξει το... τα απόκρυφά της στα αγόρια» είπε η Άντζι. «Πάντα τις πείραζαν αυτές τις κοπέλες, απλώς και μόνο επειδή ήταν λίγο διαφορετικές» είπε η Κέιτι σφουγγίζοντας προσεκτικά τα δάκρυά της με το μανίκι της μπλούζας της. «Ποιοι τις ενοχλούσαν;» ρώτησε η Μπέκα. «Ρώτα την Καμίλ, κάνει ολόκληρο ρεπορτάζ γι’ αυτή την ιστορία» είπε η Κέιτι τεντώνοντας προς τα πάνω το πιγούνι της, μια κίνηση που θυμόμουν από το γυμνάσιο. Σήμαινε ότι
στρεφόταν εναντίον σου νιώθοντας ότι είχε όλο το δίκιο με το μέρος της. «Ξέρεις πόσο απαίσια είναι η αδερφή σου, έτσι, Καμίλ;» «Ξέρω ότι τα κορίτσια αυτής της ηλικίας μπορεί να είναι δυστυχισμένα». «Ώστε, την υπερασπίζεσαι;» αγρίεψε η Κέιτι. Ένιωσα να με ρουφάει η δίνη των μικροπολιτικών του Γουίντ Γκαπ και πανικοβλήθηκα. Η λέξη σκυλοκαβγάς άρχισε να με τραβάει σαν ανοιχτή πληγή πάνω στη γάμπα μου. «Ω, Κέιτι, δεν τη γνωρίζω καν τόσο καλά ώστε να την υπερασπιστώ ή να μην την υπερασπιστώ» είπα παριστάνοντας τη βαριεστημένη. «Έκλαψες έστω και μία φορά για τα δύστυχα κοριτσάκια;» είπε η Άντζι. Τώρα είχαν γίνει όλες μια κλίκα και με αγριοκοίταζαν. «Η Καμίλ δεν έχει παιδιά» είπε η Κέιτι με φιλόστοργο ύφος. «Δεν πιστεύω ότι μπορεί να νιώσει αυτό το κακό με τον τρόπο που το βιώνουμε εμείς». «Αισθάνομαι βαθιά λύπη για τα δύο κοριτσάκια» είπα, αλλά ακούστηκα ψεύτικη, σαν διαγωνιζόμενη σε καλλιστεία που δηλώνει ότι είναι υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης. Ναι, αισθανόμουν λύπη, αλλά μου φαινόταν φτηνό να την εκφράζω με λόγια. «Δεν θέλω να ακουστεί σκληρό αυτό που θα πω» άρχισε η Τις «αλλά ένα κομμάτι της καρδιάς δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ποτέ αν δεν κάνεις παιδιά. Θα μείνει για πάντα κλειστό». «Συμφωνώ» είπε η Κέιτι. «Εγώ δεν είχα γίνει πραγματικά γυναίκα μέχρι που ένιωσα τη Μακένζι να σαλεύει μέσα μου. Θέλω να πω γίνεται τόσος λόγος στην εποχή μας για την αντιπαράθεση επιστήμης και Θεού, αλλά όπως φαίνεται, όσον αφορά τα μωρά και οι δυο πλευρές συμφωνούν. Η Βίβλος λέει αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και η επιστήμηΤέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ο προορισμός της γυναίκας είναι αυτός, σωστά; Να κάνει παιδιά». «Δύναμη στις γυναίκες» μουρμούρισε η Μπέκα μέσα από τα δόντια της. Με πήγε σπίτι η Μπέκα, γιατί η Κέιτι ήθελε να περάσει τη νύχτα στης Άντζι. Με τις λατρεμένες κορούλες της προφανώς θα ασχολιόταν η νταντά το πρωί. Η Μπέκα έκανε μερικά καυστικά αστεία για την εμμονή των γυναικών με τη μητρότητα, στα οποία αντέδρασα με μικρά κοφτά γέλια. Εύκολο να το λες, εσύ έχεις ήδη δύο παιδιά. Ένιωθα απελπιστικά κακόκεφη. Φόρεσα καθαρή νυχτικιά και στρογγυλοκάθισα στη μέση του κρεβατιού μου. Τέρμα το πιοτό γι’ απόψε, ψιθύρισα στον εαυτό μου. Χτύπησα χαϊδευτικά το μάγουλό μου, χαλάρωσα
τους ώμους μου. Αποκάλεσα τον εαυτό μου «λατρεία μου». Ήθελα να κοπώ: η γλύκα φούντωσε πάνω στο μηρό μου και το παλιοκόριτσο με έκαιγε κοντά στο γόνατο. Στείρα, ήθελα να χαράξω στο δέρμα μου. Έτσι θα έμενα, όλο το μέσα μου αχρησιμοποίητο. Κενό και αμόλυντο. Φαντάστηκα τη λεκάνη μου να ανοίγει στα δυο σαν καρύδι και μέσα, μια στρογγυλή άδεια κουφάλα σαν φωλιά εξαφανισμένου ζώου. Τα καημένα τα κοριτσάκια. Τι έχει πάθει ο κόσμος; Η Μίμι είχε κλάψει αλλά είχαμε δώσει ελάχιστη σημασία, ο θρήνος της ήταν τόσο κοινότοπος. Τώρα όμως το ένιωθα κι εγώ. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά εδώ πέρα, φριχτά στραβά. Φαντάστηκα τον Μπομπ Νας, καθισμένο στην κόχη του κρεβατιού της Αν να πασχίζει να θυμηθεί ποια ήταν τα τελευταία λόγια που είχε πει στην κόρη του. Είδα με το μυαλό μου τη μητέρα της Νάταλι να κλαίει πάνω σε ένα από τα παλιά μπλουζάκια της. Είδα εμένα, απελπισμένη δεκατριάχρονη, να κλαίω με λυγμούς στο πάτωμα του δωματίου της νεκρής αδερφής μου, σφίγγοντας ένα πάνινο, λουλουδάτο παπουτσάκι. Και την Άμα, δεκατριών επίσης, μια γυναίκαπαιδί με ένα υπέροχο σώμα και μια βασανιστική λαχτάρα να ήταν αυτή το χαμένο παιδί που θα θρηνούσε η μητέρα μου. Τη μητέρα μου να κλαίει τη Μάριαν. Να δαγκώνει εκείνο το μωρό. Την Άμα να ασκεί εξουσία σε παρακατιανά παιδιά, να γελάει καθώς αυτή και οι φίλες της έκοβαν τα μαλλιά της Νάταλι. Τις κομμένες μπούκλες να πέφτουν πάνω στις πλάκες. Τη Νάταλι να καρφώνει τα μάτια ενός κοριτσιού. Το δέρμα μου ούρλιαζε, τα αυτιά μου καμπάνιζαν από το σφυγμό μου που σφυροκοπούσε. Έκλεισα τα μάτια, αγκάλιασα το κορμί μου και έκλαψα πικρά. Ύστερα από ένα δεκάλεπτο θρήνου πάνω στο μαξιλάρι μου, άρχισα να αναδύομαι από το πηγάδι των δακρύων. Κοινές, τετριμμένες σκέψεις κυμάτιζαν στην επιφάνεια του μυαλού μου: φράσεις του Τζον Κιν που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω στο άρθρο μου ότι την άλλη βδομάδα έπρεπε να πληρώσω το νοίκι μου στο Σικάγο η μυρωδιά από το μήλο που σάπιζε στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στο κρεβάτι μου. Και τότε, έξω από την πόρτα μου, άκουσα την Άμα να ψιθυρίζει σιγανά το όνομά μου. Κούμπωσα τη νυχτικιά μου ως το λαιμό, κατέβασα τα μανίκια και της άνοιξα. Φορούσε ροζ λουλουδάτο νυχτικό, ήταν ξυπόλυτη και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν λυτά πάνω στους ώμους της. Ήταν πραγματικά αξιολάτρευτη, δεν υπήρχε άλλη καλύτερη λέξη. «Έκλαιγες» είπε ελαφρά έκπληκτη. «Λιγάκι». «Γι’ αυτήν;» Η τελευταία λέξη είχε βάρος τη φαντάστηκα στρογγυλή και βαριά σαν πέτρα να πέφτει αφήνοντας ένα γδούπο πάνω σε μαξιλάρι. «Λιγάκι, ναι». «Κι εγώ το ίδιο». Κοίταζε τις άκρες μου: το γιακά της νυχτικιάς μου. τα μανικέτια.
Προσπαθούσε να διακρίνει τις ουλές. «Δεν ήξερα ότι κόβεσαι» μου είπε τελικά. «Όχι πια». «Καλό αυτό, υποθέτω». Αμφιταλαντευόταν καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού μου. «Καμίλ, σου έχει τύχει ποτέ να αισθάνεσαι ότι θα συμβούν κακά πράγματα και να μην μπορείς να τα σταματήσεις; Να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, απλώς να περιμένεις;» «Κάτι σαν κρίση άγχους;» Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από το δέρμα της απαλό, καστανόχρυσο, σαν ζεστό παγωτό. «Όχι. Όχι αυτό». Ακούστηκε σαν να την απογοήτευσα, σαν να απέτυχα να λύσω ένα έξυπνο αίνιγμα. «Τέλος πάντων, σου έφερα ένα δωράκι». Μου έδωσε κάτι στενόμακρο τυλιγμένο σε χαρτί και μου είπε να το ανοίξω προσεκτικά. Στο εσωτερικό του: ένα καλοστριμμένο τσιγαριλίκι. «Είναι καλύτερο από τη βότκα που πίνεις» είπε η Άμα μπαίνοντας αυτομάτως σε άμυνα. «Πίνεις πολύ. Αυτό είναι καλύτερο. Δεν θα σου φέρει τόση πολλή λύπη». «Άμα, ειλικρινά...» «Μπορώ να ξαναδώ τις κοψιές σου;» Μου χαμογέλασε ντροπαλά. «Όχι». Σιωπή. Σήκωσα το τσιγαριλίκι. «Άμα, νομίζω ότι δεν πρέπει...» «Εγώ θα το κάνω έτσι κι αλλιώς, οπότε πάρ’ το ή μην το παίρνεις. Απλώς ήθελα να φανώ καλή». Είχε κατσουφιάσει και έστριβε νευρικά μια άκρη της νυχτικιάς της. «Ευχαριστώ. Ήταν πολύ γλυκό που θέλησες να με βοηθήσεις να νιώσω καλύτερα». «Μπορώ κι εγώ να είμαι καλή, ξέρεις» είπε ακόμη συνοφρυωμένη. Έδειχνε έτοιμη να βάλει κι αυτή τα κλάματα. «Το ξέρω. Απλώς αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισες να είσαι καλή μαζί μου τώρα». «Άλλες φορές δεν μπορώ. Αυτή τη στιγμή όμως, μπορώ. Όταν όλοι κοιμούνται και είναι όλα ήσυχα, είναι πιο εύκολο». Άπλωσε το χέρι της, τα δάχτυλα πετάρισαν για μια στιγμή σαν τα φτερά μιας πεταλούδας μπροστά στο πρόσωπό μου κι ύστερα το κατέβασε απότομα, με χτύπησε χαϊδευτικά στο γόνατο και έφυγε. Δεκα Λυπάμαι που ήρθε εδώ, γιατί τώρα δεν ζει πια» είπε ο Τζον Κιν, 18 ετών, θρηνώντας τη
μικρή αδερφή του Νάταλι, 1Ο ετών. «Κάποιος σκότωσε την αδερφή μου». Το πτώμα της Νάταλι Κιν βρέθηκε στις 14 Μαΐου, σε καθιστή στάση, σφηνωμένο στο κενό ανάμεσα στο κομμωτήριο «ΚατΕνΚερλ» και το κατάστημα σιδηρικών «Μπίφτι’ς», στη μικρή κωμόπολη Γουίντ Γκαπ του Μισούρι. Είναι το δεύτερο κοριτσάκι που δολοφονείται εδώ τους τελευταίους εννέα μήνες. Η Αν Νας, 9 ετών, βρέθηκε σε μια κοντινή ρεματιά τον περασμένο Αύγουστο. Και οι δυο είχαν στραγγαλιστεί. Και από τις δυο ο δολοφόνος είχε αφαιρέσει όλα τα δόντια. «Ήταν ατίθασο παιδί» μας είπε κλαίγοντας ο Τζον Κιν, «λιγάκι αγοροκόριτσο». Ο Κιν, που μετακόμισε στο Γουίντ Γκαπ με την οικογένειά του από τη Φιλαδέλφεια πριν από δύο χρόνια, και αποφοίτησε πρόσφατα από το γυμνάσιο, περιγράφει την αδερφή του σαν ένα πανέξυπνο κορίτσι με ζωηρή φαντασία. Είχε εφεύρει μέχρι και μια δική της γλώσσα, με κανονικό, λειτουργικό αλφάβητο. «Αν είχαμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο παιδί, θα ήταν αλαμπουρνέζικα» είπε ο Κιν γελώντας θλιμμένα. Αλαμπουρνέζικα φαίνεται να είναι μέχρι στιγμής η υπόθεση για την αστυνομία. Οι υπεύθυνοι του τοπικού τμήματος, καθώς και ο Ρίτσαρντ Γουίλις, ντετέκτιβ του τμήματος Ανθρωποκτονιών με προσωρινή απόσπαση από την Αστυνομία του Κάνσας Σίτι, παραδέχονται, ότι υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. «Δεν έχουμε αποκλείσει κανέναν» δήλωσε ο Γουίλις. «Εξετάζουμε πιθανούς υπόπτους εντός της κοινότητας, αλλά διερευνούμε και την πιθανότητα αυτοί οι φόνοι να είναι έργο κάποιου ξένου». Η αστυνομία αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις σχετικά με έναν πιθανό μάρτυρα, ένα δεκάχρονο αγόρι που ισχυρίζεται ότι είδε το πρόσωπο το οποίο απήγαγε τη Νάταλι Κιν: μια άγνωστη γυναίκα. Πηγή προσκείμενη στην αστυνομία μας δήλωσε πως οι Αρχές πιστεύουν ότι ο δολοφόνος είναι κατά πάσα πιθανότητα άτομο από την τοπική κοινότητα. Ο οδοντίατρος Τζέιμς Λ. Τζελάρντ, κάτοικος του Γουίντ Γκαπ, 56 ετών, συμφωνεί με αυτή την άποψη και προσθέτει ότι το να βγάλεις τα δόντια ενός ανθρώπου «απαιτεί κάποια δύναμη. Δεν ξεκολλάνε με ένα απλό τράβηγμα». Ενώ η αστυνομία διευρευνά την υπόθεση, στο Γουίντ Γκαπ οι πωλήσεις συστημάτων ασφαλείας και πυροβόλων όπλων σημειώνουν αλματώδη αύξηση. Το τοπικό κατάστημα σιδηρικών έχει πουλήσει πάνω από τρεις ντουζίνες κλειδαριές ασφαλείας και ο επίσημος αντιπρόσωπος όπλων της πόλης έχει διεκπεραιώσει πάνω από 3Ο άδειες οπλοκατοχής πυροβόλου όπλου από το θάνατο της Κιν και μετά. «Νομίζω πως οι περισσότεροι εδώ έχουν ήδη από μια καραμπίνα για το κυνήγι» μας είπε ο Νταν Ρ. Σνίγια, 35 ετών, ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου από τα οπλοπωλεία της πόλης. «Αλλά πιστεύω πως όποιος δεν είχε ήδη ένα όπλο στο σπίτι του χμ, στο εξής θα αποκτήσει». Ένας από τους κατοίκους του Γουίντ Γκαπ που ενίσχυσαν το οπλοστάσιό τους είναι και ο πατέρας της Αν Νας, Ρόμπερτ, 41 ετών. «'Εχω άλλες δυο κόρες και ένα γιο και πρέπει να τους προστατέψω» μας είπε. Ο Νας περιέγραψε τη δολοφονημένη κόρη του ως ένα πανέξυπνο
παιδί. «Καμιά φορά νόμιζα ότι ήταν πιο έξυπνη από το γέρο της. Καμιά φορά νόμιζε εκείνη πως ήταν πιο έξυπνη από το γέρο της». Είπε ακόμα ότι η κό ρη του ήταν λιγάκι αγοροκόριτσο, όπως και η Νάταλι, σκαρφάλωνε στα δέντρα, πήγαινε βόλτες με το ποδήλατό της, πράγμα το οποίο έκανε και όταν την απήγαγαν τον περασμένο Αύγουστο. Ο πατήρ Λιούις Ντ. Μπλούελ, της τοπικής καθολικής ενορίας, διαπιστώνει τις συνέπειες των φόνων στους κατοίκους της πόλης: η συμμετοχή στην κυριακάτικη λειτουργία έχει αυξηθεί σημαντικά και πολλά από τα μέλη της εκκλησίας αναζητούν σ’ αυτόν πνευματική καθοδήγηση. «Ύστερα από ένα τέτοιο συμβάν, οι άνθρωποι αισθάνονται πολύ έντονα την ανάγκη για πνευματική τροφή» μας είπε. «Θέλουν να καταλάβουν πώς μπόρεσε να συμβεί κάτι τέτοιο». Το ίδιο θα ήθελε και η αστυνομία. Πριν τυπωθεί η εφημερίδα, ο Κιούρι σχολίασε κοροϊδευτικά τα αρχικά των μεσαίων ονομάτων. Θεέ μου, αυτοί οι Νότιοι λατρεύουν τις τυπικότητες. Του επισήμανα ότι το Μισούρι πρακτικά ανήκε στις μεσοδυτικές Πολιτείες και άρχισε να χαχανίζει. Κι εγώ πρακτικά ανήκω στη μέση ηλικία, αλλά πήγαινε πες το στην κακομοίρα την Αϊλίν που νταραβερίζεται με την αρθρίτιδά μου. Έκοψε επίσης τα πάντα από τη συνέντευξή μου με τον Τζέιμς Κάπισι, εκτός από τα πολύ γενικά στοιχεία. Θα φανούμε αφελείς αν δώσουμε υπερβολική σημασία στο παιδί, ειδικά όταν η αστυνομία δεν τσιμπάει στα λεγόμενά του. Έκοψε επίσης και μια διόλου πειστική δήλωση της μητέρας του Τζον για το γιο της: «Είναι πολύ καλό και ευγενικό παιδί».Ήταν το μόνο σχόλιο που είχα μπορέσει να της αποσπάσω προτού με πετάξει με τις κλοτσιές από το σπίτι της, το μόνο που έδινε μια στοιχειώδη αξία σε κείνη την άθλια επίσκεψή μου, αλλά ο Κιούρι το βρήκε αποπροσανατολιστικό. Μάλλον είχε δίκιο. Ήταν πολύ ευχαριστημένος που είχαμε επιτέλους έναν ύποπτο να επικεντρωθούμε, τον «κάποιον εντός της τοπικής κοινότητας». Όσο για την «προσκείμενη στην αστυνομία πηγή» μου, ήταν ένα χάλκευμα, ή μάλλον ένα αμάλγαμα οι πάντες, από τον Ρίτσαρντ μέχρι τον καθολικό ιερέα, πίστευαν ότι το είχε κάνει κάποιος ντόπιος. Δεν είπα τίποτα στον Κιούρι για το ψέμα μου. Το πρωί της μέρας που δημοσιεύτηκε το άρθρο μου, έμεινα στο κρεβάτι με τα μάτια καρφωμένα στο παλιό τηλέφωνο με το στρογγυλό, περιστρεφόμενο καντράν και περίμενα να χτυπήσει για τις κατσάδες. Μπορεί να ήταν η μητέρα του Τζον, έξαλλη όταν θα διαπίστωνε ότι είχα καταφέρει το γιο της. Ή ο Ρίτσαρντ, για τη διαρροή σχετικά με τον ντόπιο ύποπτο. Οι ώρες κυλούσαν, εγώ μούσκευα σταθερά στον ιδρώτα, οι αλογόμυγες βούιζαν πάνω στη σήτα του παραθύρου και η Γκέιλα τριγύριζε έξω από την πόρτα ανυπομονώντας να μπει στο δωμάτιό μου να κάνει τη δουλειά της. Τα σεντόνια μας και οι πετσέτες του μπάνιου
αλλάζονταν ανέκαθεν καθημερινά το γουργούρισμα του πλυντηρίου κάτω στο υπόγειο δεν σταματάει ποτέ. Νομίζω πως είναι μια συνήθεια που μας έχει μείνει από τον καιρό της Μάριαν. Πεντακάθαρα, κολλαριστά σεντόνια κάθε μέρα για να ξεχνάμε τις υγρές οσμές και τις εκκρίσεις του σώματος. Ήμουν στο κολέγιο όταν συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε η μυρωδιά του σεξ. Μπήκα μια μέρα στο υπνοδωμάτιο της φίλης μου, έχοντας μόλις διασταυρωθεί με έναν νεαρό που έβγαινε από εκεί χαμογελώντας λοξά και χώνοντας τις κάλτσες του στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Η φίλη μου ήταν αραχτή στο κρεβάτι, γυμνή και αναψοκοκκινισμένη, με το ένα πόδι της να κρέμεται έξω από τα σεντόνια. Εκείνη η γλυκιά λασπερή μυρωδιά ήταν εντελώς ζωώδης, το δωμάτιο μύριζε σαν τη βαθύτερη γωνιά στη σπηλιά μιας αρκούδας. Μου ήταν σχεδόν ξένη η οσμή ενός χώρου όπου κάποιος έχει ζήσει μια ολόκληρη νύχτα. Η πιο υποβλητική μυρωδιά των παιδικών μου χρόνων ήταν η μυρωδιά της χλωρίνης. Όπως αποδείχτηκε, το πρώτο θυμωμένο τηλεφιυνημα ήταν από κάποιον που δεν είχα καν φανταστεί. «Δεν το πιστεύω ότι με άφησες εντελώς έξω από την ιστορία». Η καμπανιστή φωνή της Μέρεντιθ Γουίλερ στο ακουστικό. «Δεν έγραψες τίποτε απ’ όσα σου είπα εγώ. Λες και δεν ήμουν εκεί. Εγώ σου έφερα τον Τζον, το ξέχασες;» «Μέρεντιθ, δεν σου είπα ποτέ ότι θα χρησιμοποιούσα τα σχόλιά σου» της είπα, εκνευρισμένη από τον φορτικό της τρόπο. «Λυπάμαι αν σχημάτισες τέτοια εντύπωση». Έχωσα ένα χνουδωτό γαλάζιο αρκουδάκι για μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι μου, ένιωσα αμέσως ένοχη και το ξανάβαλα στη θέση του, στα πόδια του κρεβατιού. Οφείλει κανείς να σέβεται τα πράγματα της παιδικής του ηλικίας. «Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην με βάλεις κι εμένα» συνέχισε η Μέρεντιθ. «Αν το όλο θέμα είναι να πάρει μια ιδέα ο κόσμος για το πώς ήταν η Νάταλι, τότε χρειάζεσαι τον Τζον. Και αν χρειάζεσαι τον Τζον, χρειάζεσαι κι εμένα. Είμαι το κορίτσι του. Θέλω να πω, στην ουσία μ ού ανήκει, ρώτα όποιον θέλεις». «Κοίτα, το κεντρικό θέμα του άρθρου δεν ήταν ακριβώς εσύ κι ο Τζον» είπα. Πίσω από τη φωνή της Μέρεντιθ άκουγα μια μπαλάντα κάντριροκ και έναν ρυθμικό γδούπο που τον ακολουθούσε ένα σφύριγμα. «Ναι, αλλά έβαλες διάφορους άλλους από το Γουίντ Γκαπ. Έβαλες τον ηλίθιο τον πάτερ Μπλούελ. Γιατί όχι εμένα; Ο Τζον περνάει πολύ δύσκολα και εγώ είμαι πολύ σημαντική, τον βοηθάω για να το ξεπεράσουμε μαζί. Κλαίει συνέχεια. Εγώ είμαι αυτή που τον κρατάω να μην σπάσει». «Όταν γράψω ένα άλλο κομμάτι που ίσως χρειαστεί περισσότερες μαρτυρίες από το
Γουίντ Γκαπ, θα σου πάρω μια συνέντευξη. Αν έχεις κάτι να προσθέσεις πάνω στην ιστορία». Γδούπος. Σφύριγμα. Σιδέρωνε. «Ξέρω πολλά για την οικογένεια, πολλά για τη Νάταλι που ο Τζον δεν τα φαντάζεται καν. Ή δεν τα λέει». «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα επικοινωνήσω μαζί σου. Σύντομα». Έκλεισα το τηλέφωνο. Είχα κάποιο πρόβλημα μ’ αυτά που μου πρόσφερε το κορίτσι. Κοιτώντας κάτω είδα ότι είχα γράψει Μέρεντιθ. με πλαγιαστά, κοριτσίστικα γράμματα στο αριστερό μου πόδι, πάνω από τις ουλές. Έξω στη στεγασμένη βεράντα, η Άμα ήταν φασκιωμένη με ένα μεταξωτό ροζ σάλι και είχε στο μέτωπό της είχε ένα υγρό πανί. Η μητέρα μου είχε στα γόνατά της ένα δίσκο με τσάι, τοστ και διάφορα μπουκαλάκια επάνω, κρατούσε το χέρι της Άμα και πίεζε κυκλικά με τη ράχη της παλάμης το δικό της μάγουλο. «Μωρό μου, μωρό μου, μωρό μου», μουρμούριζε η Άντορα καθώς λικνίζονταν οι δυο τους απαλά στην κούνια. Η Άμα έγερνε νυσταγμένα το κεφάλι στον ώμο της Άντορα σαν νεογέννητο στις φασκιές και κάθε τόσο πλατάγιζε τα χείλη της. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τη μητέρα μου μετά το ταξίδι στο Γούντμπερι. Έμεινα μετέωρη μπροστά της, αλλά δεν έλεγε να σηκώσει τα μάτια της από την Άμα. «Καμίλ, γεια» ψιθύρισε τελικά η Άμα σουφρώνοντας τα χείλη της σ’ ένα μικρό χαμόγελο. «Η αδερφή σου είναι άρρωστη. Ανεβάζει πυρετό από την ανησυχία της απ’ όταν ήρθες σπίτι» είπε η Άντορα, πάντα κουνώντας το χέρι της Άμα σε κείνο το κυκλικό χάδι. Φαντάστηκα τα δόντια της να τρίζουν μεταξύ τους πίσω από το μάγουλό της. Ο Άλαν, όπως διαπίστωσα ξαφνικά, καθόταν μέσα στο σπίτι, στο διθέσιο καναπεδάκι του καθιστικού, ακριβώς από πίσω τους, και τις παρακολουθούσε μέσα από το τζάμι. «Πρέπει να την κάνεις να νιώθει άνετα κοντά σου, Καμίλ, είναι μικρό κοριτσάκι» κουκούρισε σαν περιστεράκι στην Άμα η μητέρα μου. Το μικρό κοριτσάκι είχε πονοκέφαλο από το μεθύσι. Φεύγοντας από το δωμάτιό μου χτες βράδυ, η Άμα είχε κατεβεί κάτω και τα είχε τσούξει μόνη της. Έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα σε τούτο το σπίτι. Τις άφησα να ψιθυρίζουν γλυκά η μια στην άλλη. Πάνω στο πόδι μου μυρμήγκιαζε η λέξη ευνοούμ ενη.
«Γεια σου, Λαγωνικό». Το σεντάν που οδηγούσε ο Ρίτσαρντ αργοκύλησε δίπλα μου. Πήγαινα με τα πόδια προς το σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Νάταλι, να δω με κάθε λεπτομέρεια τα μπαλόνια και τα σημειώματα που είχαν τοποθετηθεί εκεί. Ο Κιούρι ήθελε ένα κομμάτι του τύπου «η πόλη θρηνεί». Αυτό, εφόσον δεν θα προέκυπταν καινούργια στοιχεία για τους φόνους. Με τον υπαινιγμό ότι καλό θα ήταν να υπάρξουν στοιχεία, και μάλιστα σύντομα. «Γεια σου, Ρίτσαρντ». «Ωραίο το κομμάτι σου σήμερα». Καταραμένο Ίντερνετ. «Χαίρομαι που βρήκες μια πηγή προσκείμενη στην αστυνομία». Χαμογελούσε όταν το είπε αυτό. «Κι εγώ». «Μπες μέσα, έχουμε δουλειά». Άνοιξε με ένα σπρώξιμο την πόρτα του συνοδηγού. «Έχω δική μου δουλειά να κάνω. Η δουλειά μαζί σου, μέχρι στιγμής, μου έχει αποδώσει μόνο μη δημοσιεύσιμες αρνήσεις να σχολιάσεις οτιδήποτε. Ο αρχισυντάκτης μου θα με ανακαλέσει όπου να ’ναι». «Όχι, αυτό δεν πρέπει να γίνει. Μετά θα μείνω χωρίς καθόλου διασκέδαση» είπε. «Έλα μαζί μου. Χρειάζομαι έναν ξεναγό για το Γουίντ Γκαπ. Σε αντάλλαγμα, θα απαντήσω σε τρεις ερωτήσεις σου, απόλυτα και ειλικρινά. Ανεπίσημα, εννοείται, αλλά θα σου μιλήσω στα ίσα. Έλα, Καμίλ. Εκτός αν έχεις ραντεβού με την πηγή σου στην αστυνομία». «Ρίτσαρντ». «Όχι, ειλικρινά. Δεν θα ήθελα να γίνω εμπόδιο σε έναν έρωτα που πάει ν’ ανθίσει. Εσύ και η μυστηριώδης πηγή σου πρέπει να κάνετε πολύ ωραίο ζευγάρι». «Πάψε». Μπήκα στο αυτοκίνητο. Αυτός έσκυψε από πάνω μου, τράβηξε τη ζώνη ασφαλείας και την κούμπωσε σταματώντας για μια στιγμή με τα χείλη του πολύ κοντά στα δικά μου. «Πρέπει να σιγουρευτώ ότι θα είσαι ασφαλής». Έδειξε ένα μπαλόνι ηλίου που ταλαντευόταν στο κενό ανάμεσα στα κτίρια, όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Νάταλι. Καλή Ανάρρωση, έγραφε. «Αυτό για μένα» είπε ο Ρίτσαρντ «συνοψίζει τέλεια το Γουίντ Γκαπ». Ο Ρίτσαρντ ήθελε να τον πάω σε όλα τα μυστικά μέρη της πόλης, στους κρυψώνες που μόνο οι ντόπιοι γνωρίζουν. Μέρη όπου οι μεγάλοι άνθρωποι συναντιούνταν κρυφά για να
πηδηχτούν ή να καπνίσουν χόρτο, όπου οι έφηβοι πίνουν αλκοόλ ή πάει κανείς και κάθεται μόνος του για να σκεφτεί πού στράβωσε η ζωή του. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια στιγμή που η ζωή μας εκτροχιάζεται. Η δική μου ήταν τη μέρα που πέθανε η Μάριαν. Η μέρα που έπιασα εκείνο το μαχαίρι είναι μια συμπαγής στιγμή. «Ακόμη δεν έχουμε βρει τον τόπο σφαγής κανενός από τα δύο κορίτσια» είπε ο Ρίτσαρντ, με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο ανέμελα ριγμένο στη ράχη του καθίσματος μου. «Μόνο τα σημεία όπου ξεφορτώθηκε τα πτώματα κι αυτά έχουν καταπατηθεί ακραία». Μικρή παύση. «Συγγνώμη. “Τόπος σφαγής” ήταν πολύ ωμή έκφραση». «Θα ταίριαζε περισσότερο σε χοιροτροφείο». «Όου. Πολύ εύστοχο, Καμίλ. Πενήντα πόντους. Εβδομήντα πέντε για το Γουίντ Γκαπ». «Ναι, είχα ξεχάσει πόσο μορφωμένοι είστε εσείς εκεί στο Κάνσας Σίτι». Οδήγησα τον Ρίτσαρντ σε ένα χωματόδρομο που δεν υπήρχε στο χάρτη και παρκάραμε ανάμεσα σε χορτάρι που μας έφτανε ως τα γόνατα, περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα νότια από το σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Αν. Έκανα αέρα με το χέρι στο σβέρκο μου, τράβηξα τα μακριά μανίκια μου που κολλούσαν στα μπράτσα μου από τη ζέστη και την υγρασία. Αναρωτήθηκα αν ο Ρίτσαρντ μύριζε το χτεσινοβραδινό αλκοόλ στις στάλες του ιδρώτα που ανάβλυζε το δέρμα μου. Περπατήσαμε μέσα στο δάσος, κατηφορίζοντας αρχικά και μετά ανηφορίζοντας. Τα φύλλα στις λεύκες λαμπύριζαν, όπως πάντα, σαλεύοντας από μια φανταστική αύρα. Κάθε τόσο ακούγαμε το τρεχαλητό κάποιου ζώου ή το ξαφνικό πέταγμα ενός πουλιού. Ο Ρίτσαρντ βάδιζε σταθερά πίσω μου, κόβοντας συνεχώς φυλλαράκια, που στη συνέχεια τα κομμάτιαζε ενώ περπατούσε. Όταν φτάσαμε επιτέλους στο σημείο, τα ρούχα μας είχαν μουσκέψει και από το πρόσωπό μου ο ιδρώτας έσταζε. Ήταν ένα παλιό σχολείο, με μία και μοναδική αίθουσα, που είχε μια ελαφρά κλίση προς το πλάι και ανάμεσα από τα σανίδια του ξεφύτρωναν άγριες περικοκλάδες. «Καλή δουλειά» είπε ο Ρίτσαρντ δείχνοντας μια από τις ζωγραφιές με κραγιόνια. Το λεπτό γαλάζιο πουκάμισό του κολλούσε πάνω του. Διέκρινα το ανάγλυφο ενός γραμμωμένου στήθους. «Όπως βλέπεις, είναι κρυσφύγετο παιδιών κυρίως» είπα. «Αλλά είναι κοντά στη ρεματιά, γι’ αυτό σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να το δεις». «Μμχμμ». Με κοίταξε για λίγο αμίλητος. «Τι κάνεις εκεί στο Σικάγο όταν δεν δουλεύεις;» Έγειρε πάνω στην έδρα, τράβηξε ένα ξερό τριαντάφυλλο από το βάζο και άρχισε να τρίβει τα φύλλα του. «Τι κάνω;»
«Έχεις σχέση; Πάω στοίχημα ότι έχεις». «Όχι. Δεν έχω φίλο εδώ και πολύ καιρό». Άρχισε να μαδάει τα ξερά πέταλα του τριαντάφυλλου. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν τον ενδιέφερε πράγματι η απάντησή μου. Σήκωσε τα μάτια του και μου χαμογέλασε. «Είσαι πολύ δύσκολη, Καμίλ. Δεν δίνεις κανένα πάτημα. Με κάνεις να ζορίζομαι. Μ’ αρέσει αυτό, έχει ενδιαφέρον. Τις πιο πολλές δεν ξέρεις πώς να τις κάνεις να το βουλώσουν. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω». «Δεν κάνω τη δύσκολη. Απλώς δεν ήταν η ερώτηση που περίμενα» είπα ξαναβρίσκοντας το ρυθμό μου στο διάλογο. Ψιλή κουβεντούλα και αστειάκια. Αυτό ξέρω να το κάνω. «Εσύ έχεις φιλενάδα; Πάω στοίχημα ότι έχεις δύο. Μία ξανθιά και μία καστανή, να ταιριάζουν με τις γραβάτες σου». «Λάθος σε όλα. Δεν έχω φιλενάδα και η τελευταία μου ήταν κοκκινομάλλα. Δεν ταίριαζε με κανένα από τα ρούχα μου. Αναγκαστικά, τη σχόλασα. Καλό κορίτσι. Κρίμα». Σε κανονικές συνθήκες, ο Ρίτσαρντ ήταν το είδος του τύπου που θα αντιπαθούσα, γεννημένος και μαθημένος να τα έχει όλα: ομορφιά, γοητεία, εξυπνάδα, προφανώς και λεφτά. Αυτοί οι άντρες ποτέ δεν με ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Δεν έχουν αιχμές, και συνήθως είναι δειλοί. Αποφεύγουν ενστικτωδώς κάθε κατάσταση που είναι πιθανόν να τους προκαλέσει ντροπή ή αμηχανία. Αλλά ο Ρίτσαρντ δεν με ενοχλούσε. Ίσως γιατί είχε λίγο πονηρό χαμόγελο. Ή επειδή καταπιανόταν με άσχημα πράγματα για να βγάλει το ψωμί του. «Είχες έρθει ποτέ εδώ όταν ήσουν παιδί, Καμίλ;» Η φωνή του ήταν σιγανή, σχεδόν ντροπαλή. Κοίταζε πλάγια και ο απογευματινός ήλιος έκανε τα μαλλιά του να λάμπουν σαν χρυσαφένια. «Φυσικά. Ιδανικό μέρος για μη καθωσπρέπει δραστηριότητες». Ο Ρίτσαρντ ήρθε κοντά μου, μου έδωσε το τελευταίο ξερό τριαντάφυλλο και χάιδεψε με το ένα του δάχτυλο το ιδρωμένο μάγουλό μου. «Το βλέπω» είπε. «Πρώτη φορά που εύχομαι να είχα μεγαλώσει στο Γουίντ Γκαπ». «Εσύ κι εγώ μπορεί να τα πηγαίναμε πολύ καλά» του είπα, και το εννοούσα. Ξαφνικά λυπήθηκα που όταν μεγάλωνα δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσω ένα αγόρι σαν τον Ρίτσαρντ, κάποιον που θα αποτελούσε τουλάχιστον μια στοιχειώδη πρόκληση για μένα. «Το ξέρεις ότι είσαι όμορφη, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε. «Θα σου το έλεγα, αλλά νομίζω
πως είναι από τα πράγματα που θα απαξίωνες να δώσεις σημασία. Αντίθετα, σκέφτηκα...» Ανασήκωσε το κεφάλι μου προς το μέρος του και με φίλησε, αργά στην αρχή κι έπειτα, βλέποντας ότι δεν τραβήχτηκα, με τύλιξε στην αγκαλιά του και έσπρωξε τη γλώσσα του βαθιά μέσα στο στόμα μου. Ήταν το πρώτο φιλί μου με άντρα ύστερα από τρία σχεδόν χρόνια. Ανέβασα τα χέρια μου ανάμεσα από τις ωμοπλάτες του και το ξερό τριαντάφυλλο θρυμματίστηκε πάνω στην πλάτη του. Του άνοιξα το γιακά ελευθερώνοντας το λαιμό του και τον έγλειψα. «Νομίζω ότι είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ μου» μου είπε διαγράφοντας με το δάχτυλό του το περίγραμμα του πιγουνιού μου. «Όταν σε πρωτοείδα δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε όλη μέρα. Ο Βίκερι με έστειλε σπίτι μου». Γέλασε. «Κι εσύ είσαι πολύ όμ ορφος, νομ ίζω» του είπα πιάνοντάς του τα χέρια για να μην τριγυρίζουν εδώ κι εκεί. Το πουκάμισό μου ήταν πολύ λεπτό, δεν ήθελα να ψηλαφίσει τις ουλές μου. «Κι εσύ είσαι πολύ όμορφος, νομίζω;» Γέλασε. «Χριστέ μου, Καμίλ, πραγματικά δεν σ’ ενδιαφέρει καθόλου το φλερτ». «Απλώς με αιφνιδίασες. Κατ’ αρχάς είναι κακή ιδέα εσύ κι εγώ, εννοώ». «Φρικτή». Φίλησε το λοβό του αυτιού μου. «Θέλω να πω, η ιδέα δεν ήταν ότι ήθελες να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτό εδώ το μέρος;» «Δεσποινίς Πρίκερ, έχω ερευνήσει αυτό το μέρος από τη δεύτερη βδομάδα που ήρθα εδώ. Ήθελα απλώς να κάνω έναν περίπατο μαζί σου». Ο Ρίτσαρντ είχε επίσης ερευνήσει και τα άλλα δύο σημεία που είχα υπόψη μου, όπως φάνηκε στη συνέχεια. Στο εγκαταλειμμένο κυνηγετικό υπόστεγο στο νότιο τμήμα του δάσους είχε βρεθεί ένα κίτρινο κορδελάκι από κοτσίδα, το οποίο κανένας από τους γονείς και των δύο κοριτσιών δεν είχε αναγνωρίσει. Στα ψηλά βράχια ανατολικά του Γουίντ Γκαπ, όπου μπορούσες να καθίσεις και να χαζεύεις τον Μισισιπή να κυλάει πέρα μακριά, είχε βρεθεί ένα αποτύπωμα παιδικού αθλητικού παπουτσιού που όμως δεν ταίριαζε σε κανένα από τα ζευγάρια που ανήκαν στα δύο κορίτσια. Μερικές σταγόνες ξεραμένο αίμα είχαν βρεθεί πάνω στα χορτάρια, αλλά δεν ανήκε στην ίδια ομάδα κανενός από τα θύματα. Για άλλη μια φορά αποδείχτηκα άχρηστη. Αλλά πάλι, τον Ρίτσαρντ δεν φάνηκε να τον πειράζει. Ανεβήκαμε ως πάνω στα βράχια με το αυτοκίνητο, έχοντας πάρει μαζί μια εξάδα μπίρες, καθίσαμε στον ήλιο και χαζεύαμε τον Μισισιπή που λαμπύριζε σε απόσταση σαν γκρίζο αργοκίνητο φίδι. Αυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα μέρη της Μάριαν, όποτε ήταν σε θέση να σηκωθεί από
το κρεβάτι. Για μια στιγμή, ένιωσα ξανά το παιδικό βάρος της πάνω στην πλάτη μου, το χαρούμενο γέλιο της ζεστό πάνω στο λαιμό μου, τα κοκαλιάρικα χεράκια της τυλιγμένα σφιχτά γύρω από τους ώμους μου. «Εσύ πού θα πήγαινες ένα κοριτσάκι για να το στραγγαλίσεις;» με ρώτησε ο Ρίτσαρντ. Τινάχτηκα προς τα πίσω. «Στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι μου» είπα. «Και για να του βγάλεις τα δόντια;» «Κάπου όπου θα μπορούσα να σφουγγαρίσω καλά μετά. Ένα υπόγειο. Μια μπανιέρα. Τα κορίτσια είχαν πεθάνει όταν τους το έκανε, έτσι;» «Είναι μία από τις ερωτήσεις σου αυτή;» «Βεβαίως». «Ήταν νεκρές και οι δύο». «Νεκρές αρκετή ώρα ώστε να μην τρέξει αίμα όταν αφαιρέθηκαν τα δόντια;» Μια μαούνα που κατέβαινε τον ποταμό άρχισε να στρέφεται πλάγια με το ρεύμα. Άντρες εμφανίστηκαν στο κατάστρωμα με μακριά κοντάρια για να την επαναφέρουν στη σωστή ρότα. «Με τη Νάταλι υπήρξε αίμα. Τα δόντια αφαιρέθηκαν αμέσως μετά το στραγγαλισμό». Είδα μια εικόνα της Νάταλι Κιν: τα καστανά της μάτια κοκαλωμένα ορθάνοιχτα, σωριασμένη σε μια μπανιέρα και κάποιος να τραβάει τα δόντια από το στόμα της. Ένα χέρι με τανάλια. Γυναικείο χέρι. «Πιστεύεις τον Τζέιμς Κάπισι;» «Ειλικρινά, δεν ξέρω, Καμίλ και δεν προσπαθώ να σου ρίξω στάχτη στα μάτια. Το παιδί είναι τρομοκρατημένο. Η μητέρα του μας τηλεφωνεί συνεχώς και μας ζητάει να στείλουμε φρουρό. Ο μικρός είναι σίγουρος ότι εκείνη η γυναίκα θα έρθει να τον σκοτώσει. Τον στρίμωξα λίγο, τον αποκάλεσα ψεύτη θέλοντας να δω αν θα άλλαζε την ιστορία του. Τίποτε». Στράφηκε προς το μέρος μου. «Ένα πράγμα θα σου πω: ο Τζέιμς Κάπισι πιστεύει απόλυτα την ιστορία του. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα μπορούσε να αληθεύει. Δεν ταιριάζει σε κανενός είδους προφίλ που ξέρω. Δεν μου κολλάει με τίποτε. Το ένστικτο του αστυνομικού. Θέλω να πω, μίλησες κι εσύ μαζί του, εσύ τι πιστεύεις;» «Συμφωνώ μαζί σου. Αναρωτήθηκα μήπως το παιδάκι έχει φρικάρει με τον καρκίνο της
μητέρας του και προβάλλει το φόβο του κατά κάποιον τρόπο. Δεν ξέρω. Και για τον Τζον Κιν, τι λες;» «Από άποψη προφίλ: σωστή ηλικία, συγγενής ενός από τα θύματα, παραείναι συντετριμμένος από το όλο θέμα». «Δολοφονήθηκε η αδερφή του». «Σωστά. Ωστόσο... σαν άντρας που είμαι, μπορώ να σου πω ότι ένας έφηβος θα προτιμούσε ν’ αυτοκτονήσει παρά να κλάψει δημόσια. Κι αυτός έχει μουσκέψει στο δάκρυ όλη την πόλη». Ο Ρίτσαρντ φύσηξε στο στόμιο του άδειου μπουκαλιού της μπίρας του ένα κούφιο σφύριγμα σαν ερωτικό κάλεσμα προς ένα περαστικό ρυμουλκό του ποταμού. Είχε βγει το φεγγάρι και τα τριζόνια τερέτιζαν σε ρυθμό ζούγκλας όταν ο Ρίτσαρντ με άφησε στο σπίτι. Το τερέτισμά τους συγχρονιζόταν με τον παλμό ανάμεσα στα πόδια μου, εκεί που τον είχα αφήσει να με αγγίξει. Το φερμουάρ μου κάτω, το χέρι μου να οδηγεί το δικό του στην κλειτορίδα μου και να το κρατάει εκεί για να μην αρχίσει τις εξερευνήσεις και πέσει πάνω στο ανάγλυφο των ουλών μου. Τελειώσαμε γρήγορα ο ένας τον άλλο σαν σχολιαρόπαιδα (το ωμ ό κρέας μυρμήγκιαζε άγρια, ρόδινο πάνω στο αριστερό πέλμα μου, καθώς τελείωνα). Κολλούσα από τον ιδρώτα και μύριζα σεξ όταν άνοιξα την πόρτα και είδα τη μητέρα μου καθισμένη στο τελευταίο σκαλί της εσωτερικής σκάλας με ένα μεγάλο ποτήρι αμαρέτο σάουρς στο χέρι. Φορούσε μια κοριτσίστικη ροζ νυχτικιά, με φουσκωτά μανίκια και σατέν κορδελίτσα στο τελείωμα του λαιμού. Τα χέρια της ήταν, εντελώς περιττά, τυλιγμένα και πάλι με κείνη τη χιονάτη γάζα, την οποία κατάφερνε να κρατάει πεντακάθαρη, παρόλο που ήταν στουπί στο μεθύσι. Ταλαντεύτηκε ελαφρά όταν πέρασα το κατώφλι, σαν φάντασμα που σκέφτεται αν θα εξαφανιστεί ή όχι. Έμεινε. «Καμίλ. Έλα, κάθισε». Κούνησε εκείνα τα χέριασύννεφα προς το μέρος μου. «Όχι! Πιάσε πρώτα ένα ποτήρι από την πίσω κουζίνα. Να πιεις ένα ποτό με τη Μητέρα. Με τη μητέρα σου». Αυτό είναι σκέτη δυστυχία, μουρμούρισα πιάνοντας ένα ποτήρι. Αλλά, από κάτω η σκέψη: λίγη ώρα μόνη μαζί της! Δελεαστική σαν κουδουνίστρα, απομεινάρι της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν καιρός να τελειώνουμε μ’ αυτά. Η μητέρα μου έβαλε ποτό από το μπουκάλι αλόγιστα αλλά τέλεια, γεμίζοντας το ποτήρι μου ακριβώς τόσο ώστε να μην ξεχειλίσει. Ήταν δοκιμασία να το φέρω ως το στόμα μου χωρίς να το χύσω. Εκείνη χαμογέλασε αυτάρεσκα καθώς με παρακολουθούσε. Έγειρε πάνω στο κολονάκι της σκάλας, δίπλωσε τα πόδια της κάτω από το κορμί της, ρούφηξε μια γουλιά αμαρέτο.
«Νομίζω πως τελικά κατάλαβα γιατί δεν σ’ αγαπάω» είπε. Το ήξερα, αλλά ποτέ δεν την είχα ξανακούσει να το παραδέχεται στα ίσα. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι μου είχε εξάψει την περιέργεια, ότι ένιωθα σαν επιστήμονας στα πρόθυρα μιας συγκλονιστικής ανακάλυψης, αλλά ο λαιμός μου είχε κλείσει και ζορίστηκα να πάρω ανάσα. «Μου θυμίζεις τη μητέρα μου. Την Τζόια. Ψυχρή, απόμακρη και τόσο, τόσο ανόητα αυτάρεσκη. Εμένα η μητέρα μου δεν με αγάπησε ποτέ. Και, αν εσείς τα κορίτσια δεν θέλετε να με αγαπάτε, δεν θα σας αγαπάω ούτε εγώ». Με συγκλόνισε ένα κύμα οργής. «Εγώ ποτέ δεν είπα ότι δεν σ’ αγαπάω, λες ανοησίες Σκέτες ανοησίες. Εσύ ήσουν αυτή που δεν με ήθελες ποτέ, ούτε σαν παιδί. Ποτέ δεν πήρα τίποτε άλλο από ψυχρότητα από σένα, και μην τολμήσεις να το στρέψεις τώρα εναντίον μου». Άρχισα να τρίβω δυνατά την παλάμη μου στην κόχη του σκαλοπατιού. Η μητέρα μου το αντιμετώπισε με ένα μισό χαμόγελο και σταμάτησα αμέσως. «Πάντα ήσουν πεισματάρικο παιδί, ποτέ γλυκιά. Θυμάμαι όταν ήσουν έξι ή εφτά. Ήθελα να σου κάνω μπούκλες τα μαλλιά με ρόλεϊ για τη σχολική φωτογραφία. Κι εσύ πήγες και κουρεύτηκες μόνη σου με το ψαλίδι της ραπτικής μου». Δεν θυμόμουν να είχα κάνει τέτοιο πράγμα. Θυμόμουν να έχω ακούσει ότι το έκανε η Αν. «Δεν νομίζω, μαμά». «Ξεροκέφαλη. Όπως αυτά τα κοριτσάκια. Προσπάθησα να πλησιάσω ένα από αυτά, τα κοριτσάκια που δολοφονήθηκαν». «Τι εννοείς να το πλησιάσεις;» «Μου θύμιζαν εσένα έτσι που αλώνιζαν την πόλη. Σαν μικρά, όμορφα, άγρια ζώα. Νόμιζα ότι, αν κατάφερνα να τις πλησιάσω, θα καταλάβαινα εσένα καλύτερα. Και αν τις συμπαθούσα, ίσως μπορούσα να συμπαθήσω κι εσένα. Δεν μπόρεσα». «Ναι, το φαντάζομαι». Το παλιό ρολόι του παππού χτύπησε έντεκα. Άραγε πόσες φορές να το είχε ακούσει η μητέρα μου μεγαλώνοντας μέσα σ’ αυτό το σπίτι; «Όταν σε είχα μέσα μου, όταν ήμουν ακόμη κορίτσι πολύ νεότερη απ’ όσο είσαι εσύ τώρα, νόμιζα πως εσύ θα με έσωζες. Πως θα μ’ αγαπούσες. Και έτσι, θα μ’ αγαπούσε και μένα η μητέρα μου. Ούτε γι’ αστείο». Η φωνή της υψώθηκε, δυνατή και τραχιά, σαν κόκκινο μαντίλι
σε καταιγίδα. «Εγώ ήμουν βρέφος». ) «Από την αρχή αρχή ακόμη ήσουν ανυπάκουο, δεν ήθελες να φας. Λες και με τιμωρούσες που σε γέννησα. Με έκανες να φαίνομαι ανόητη. Σαν να ήμουν παιδί». «Ήσουν παιδί». «Και τώρα που ξαναγύρισες, το μόνο που σκέφτομαι είναι “Γιατί η Μάριαν και όχι αυτή;”» Η οργή μου καταλάγιασε απευθείας σε μαύρη απελπισία. Τα δάχτυλά μου βρήκαν ένα καρφάκι ξύλου πάνω στη σανίδα του σκαλοπατιού. Το πίεσα δυνατά κάτω από το νύχι μου. Δεν θα έκλαιγα γι’ αυτή τη γυναίκα. «Ούτε κι εγώ χαίρομαι που ξέμεινα εδώ, μαμά, αν αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα». «Είσαι απαίσια». «Από σένα έμαθα». Η μητέρα μου γέλασε τότε και με άρπαξε από τα μπράτσα. Ύστερα άπλωσε το ένα χέρι της πίσω μου και με το νύχι του ενός δαχτύλου έκανε έναν κύκλο γύρω από την περιοχή της πλάτης μου όπου δεν υπήρχε καμιά ουλή. «Το μόνο μέρος που άφησες» μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Η ανάσα της ήταν πηχτή και υγρή σαν τον αέρα που βγαίνει από πηγάδι. «Ναι». «Κάποια μέρα θα σκαλίσω το όνομά μου εκεί». Με τράνταξε μια φορά, με άφησε και με παράτησε εκεί στη σκάλα με τα χλιαρά απομεινάρια των ποτών μας. Ήπια και τα δύο υπόλοιπα αμαρέτο και είδα μαύρα, γλοιώδη όνειρα. Η μητέρα μου με είχε ανοίξει στα δυο και με άδειαζε από τα όργανά μου, που τα τοποθετούσε στη σειρά πάνω στο κρεβάτι μου, ενώ το δέρμα της κοιλιάς μου είχε διπλώσει προς τα έξω και από τις δυο πλευρές. Έραβε τα αρχικά της σε κάθε ένα απ’ αυτά και έπειτα τα πετούσε μέσα μαζί με ένα συνονθύλευμα από ξεχασμένα αντικείμενα: ένα πορτοκαλί λαστιχένιο μπαλάκι ΝτέιΓκλο που το είχα πάρει από ένα μηχάνημα με παιχνίδια, όταν ήμουν δέκα χρόνων ένα ζευγάρι βιολετί μάλλινες κάλτσες που τις φορούσα όταν ήμουν στα δώδεκα ένα φτηνό επίχρυσο δαχτυλίδι
που μου το είχε χαρίσει ένα αγόρι όταν ήμουν στην τρίτη τάξη. Με κάθε αντικείμενο, ανακούφιση που δεν είχε χαθεί τελικά. Όταν ξύπνησα ήταν περασμένο μεσημέρι, ήμουν αποπροσανατολισμένη και φοβισμένη. Ήπια μια γουλιά από το μπουκαλάκι μου με τη βότκα για να καταλαγιάσω τον πανικό κι ύστερα έτρεξα στο μπάνιο και την ξέρασα μαζί με καφετιά κολλώδη κορδόνια σάλιου από το χτεσινό αμαρέτο. Γδύθηκα και μπήκα στην μπανιέρα, με την πλάτη μου πάνω στην κρύα πορσελάνη. Έμεινα ανάσκελα, άνοιξα το νερό και το άφησα να με καλύπτει σιγά σιγά, να γεμίζει τα αυτιά μου ώσπου βυθίστηκαν εντελώς με κείνο το ικανοποιητικό γουλπ! ενός πλοίου που το καταπίνει τελικά το νερό. Θα έβρισκα ποτέ την αυτοπειθαρχία να αφήσω το νερό να σκεπάσει το πρόσωπό μου, να πνιγώ με τα μάτια ανοιχτά; Φτάνει να αντιστεκόμουν να ανασηκώσω λίγο το κορμί μου κι έγινε! Το νερό με έτσουξε στα μάτια, σκέπασε και τη μύτη μου και ύστερα βρέθηκα όλη μέσα. Φαντάστηκα τον εαυτό μου από ψηλά: αυλακωμένο δέρμα και ένα ασάλευτο πρόσωπο να τρεμοπαίζει κάτω από ένα λεπτό στρώμα νερού. Το σώμα μου αρνιόταν τη γαλήνη. Μπούστο, βρομ ιάρα, γκρινιάρα, χήρα! ούρλιαζε. Το στομάχι και ο λαιμός μοο έκαναν συσπάσεις, εναγώνιες απόπειρες να ρουφήξουν αέρα. Δάχτυλο, πόρνη, κούφια. Λίγες στιγμές αυτοπειθαρχίας. Τι αγνός τρόπος να πεθάνει κανείς. Ανθός, άνθηση, υγιέστατη. Βγήκα στην επιφάνεια μ’ ένα άγριο τίναγμα, ρούφηξα άπληστα αέρα. Λαχάνιαζα, με το κεφάλι μου τεντωμένο προς το ταβάνι. Ησύχασε, ησύχασε, είπα στον εαυτό μου. Ησύχασε, πουλάκι μου, δεν έχεις τίποτα. Χτύπησα χαϊδευτικά το μάγουλό μου, μίλησα μωρουδίστικα στον εαυτό μου, τον καλόπιασα ήμουν αξιοθρήνητη, αλλά η αναπνοή μου ηρέμησε. Κι ύστερα, μια αστραπή πανικού. Τέντωσα το χέρι μου πίσω στην πλάτη να αγγίξω εκείνο τον κύκλο τέλειου δέρματος. Ήταν ακόμη λείο. Μαύρα σύννεφα είχαν καθίσει χαμηλά πάνω από την πόλη κι έτσι ο ήλιος ξετυλιγόταν από τις άκρες τους βάφοντας τα πάντα με ένα αρρωστημένο κίτρινο σαν να ήμασταν σκαθάρια κάτω από λάμπες φθορισμού. Αδύναμη όπως ήμουν ακόμη μετά τη συνάντηση με τη μητέρα μου, το ασθενικό φως μου φαινόταν το πιο κατάλληλο. Είχα ένα ραντεβού στης Μέρεντιθ Γουίλερ για μια συνέντευξη σχετικά με την οικογένεια Κιν. Δεν ήμουν σίγουρη αν θα μου έβγαζε κάτι σημαντικό, αλλά θα μπορούσα τουλάχιστον να πάρω μια δήλωση, που τη χρειαζόμουν οπωσδήποτε, μη έχοντας ακούσει λέξη από τους Κιν μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου. Η αλήθεια ήταν πως, τώρα που ο Τζον ζούσε πίσω από το σπίτι της Μέρεντιθ, δεν είχα άλλο τρόπο να τον προσεγγίσω, παρά μέσω αυτής. Είμαι σίγουρη ότι η Μέρεντιθ το απολάμβανε αυτό.
Πήγα με τα πόδια μέχρι τη Μέιν Στριτ να πάρω το αυτοκίνητό μου αποκεί που το είχα παρατήσει μετά τη χτεσινή έξοδο με τον Ρίτσαρντ. Σωριάστηκα κουρασμένα στο κάθισμα του οδηγού. Ακόμα κι έτσι, κατάφερα να φτάσω στο σπίτι της Μέρεντιθ μισή ώρα νωρίτερα. Ξέροντας τι ντύσιμο και στόλισμα θα έπεφτε εν αναμονή της επίσκεψής μου, υπέθεσα ότι θα με έβαζε να καθίσω στην πίσω βεράντα μέχρι να έρθει και έτσι θα είχα μια ευκαιρία να δω μόνο του τον Τζον. Όπως αποδείχτηκε, η Μέρεντιθ δεν ήταν καν στο σπίτι, αλλά από την πίσω αυλή ακουγόταν μουσική, την οποία ακολούθησα και είδα στη μία άκρη της πισίνας τις Τέσσερις Μικρές Ξανθιές με φωσφοριζέ μπικίνι να περνάνε η μια στην άλλη ένα τσιγαριλίκι, και τον Τζον, καθισμένο στο υπόστεγο στην άλλη άκρη, να τις παρακολουθεί. Η Άμα ήταν μαυρισμένη από τον ήλιο, κατάξανθη και υπέροχη. Ούτε ίχνος από το χτεσινό βαρύ κεφάλι. Ήταν μικρή και γεμάτη χρώμα, σαν ορεκτικό. Μπροστά σε όλη εκείνη την απαλή σάρκα, το δέρμα μου άρχισε τη φλυαρία του. Δεν ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω και την άμεση επαφή πάνω από τον πανικό μου μετά το πιοτό. Έτσι, τους κατασκόπευσα από τη γωνία του σπιτιού. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να με είχε δει, αλλά κανένας δεν σκοτίστηκε. Οι τρεις φίλες της Άμα γρήγορα έπεσαν στους αργούς στροβίλους της ζέστης και της μαριχουάνας ξαπλωμένες μπρούμυτα πάνω στις πετσέτες τους. Η Άμα έμεινε όρθια, με τα μάτια της καρφωμένα στον Τζον, απλώνοντας αντιηλιακή λοσιόν στους ώμους της, στο στέρνο, στο στήθος, αφήνοντας τα χέρια της να γλιστράνε κάτω από το μπικίνι, παρακολουθώντας τον Τζον που την παρακολουθούσε. Ο Τζον δεν αντιδρούσε καθόλου, σαν παιδί ύστερα από έξι ώρες τηλεόραση. Όσο πιο αισθησιακά τριβόταν η Αμα, τόσο εκείνος δεν σάλευε ούτε βλέφαρο. Το ένα από τα επάνω τριγωνάκια του μπικίνι της είχε πέσει στραβά αποκαλύπτοντας το σφιχτό, πλούσιο στήθος από κάτω. Δεκατριών χρόνων, σκέφτηκα, αλλά ένιωσα και ένα τσίμπημα θαυμασμού για το κορίτσι. Εγώ, όταν ήμουν λυπημένη, πλήγωνα τον εαυτό μου. Η Άμα πλήγωνε άλλους ανθρώπους. Εγώ, όταν ήθελα προσοχή, δινόμουν στα αγόρια: Κάνε μ ου ό,τι θέλεις αρκεί να σου αρέσω. Η σεξουαλική προσφορά της Άμα ήταν μια μορφή επιθετικότητας. Τα μακριά, λιγνά πόδια, οι λεπτοί, ευκίνητοι καρποί, η ψιλή, χαδιάρικη φωνή, όλα σημάδευαν σαν όπλο. Κάνε μ ου ό,τι θέλω εγώ· μ πορεί και να μ ου αρέσεις. «Ε, Τζον, τι σου θυμίζω;» φώναξε η Άμα. «Ένα κακομαθημένο που νομίζει ότι είναι πιο όμορφο απ’ ό,τι πραγματικά είναι» απάντησε ο Τζον. Καθόταν στην άκρη της πισίνας, φορώντας σορτς και κοντομάνικο και είχε τα πόδια του στο νερό. Ήταν λεπτά, με ένα αραιό, σχεδόν γυναικείο μαύρο χνούδι. «Σοβαρά; Τότε γιατί με παρακολουθείς όλη την ώρα από τον κρυψώνα σου;» είπε η Άμα, δείχνοντας με το πόδι της προς το σπιτάκι του αμαξά και το παραθυράκι με τα μπλε καρό κουρτινάκια. «Η Μέρεντιθ θα ζηλέψει».
«Για να ξέρω τι κάνεις, Άμα. Πάντα σε παρακολουθώ, να το ξέρεις». Τι υπέθεσα εγώ: η ετεροθαλής αδερφή μου είχε μπει στο δωμάτιό του απρόσκλητη και είχε ψάξει τα πράγματά του. Ή τον περίμενε στο κρεβάτι. «Αυτή τη στιγμή, σίγουρα ξέρεις» είπε η Άμα, με τα πόδια ορθάνοιχτα, γελώντας. Φαινόταν σχεδόν μακάβρια κάτω από εκείνο το φως, έτσι που έπεφτε σχηματίζοντας θύλακες σκιών στο πρόσωπό της. «Θα έρθει και σένα η σειρά σου κάποτε, Αμα» είπε ο Τζον. «Σύντομα». «Είσαι φοβερός άντρας. Απ’ ό,τι ακούω» είπε η Άμα. Η Κέλσι ανασήκωσε το κεφάλι της να δει, εστίασε στη φίλη της, χαμογέλασε και ξανάπεσε μπρούμυτα. «Και υπομονετικός». «Θα σου χρειαστεί». Η Άμα του έστειλε ένα φιλί. Τα αμαρέτο σάουρς με είχαν χαλάσει, κι αυτού του είδους η κουβεντούλα με αήδιαζε. Δεν ήθελα να φλερτάρει ο Τζον Κιν με την Άμα, όσο προκλητική κι αν ήταν. Δεν έπαυε να είναι δεκατριών. «Γεια!» φώναξα. Η Άμα χάρηκε και μου κούνησε τα δάχτυλα σε χαιρετισμό. Οι δύο από τις τρεις ξανθιές ανασήκωσαν τα κεφάλια τους και τα άφησαν να ξαναπέσουν. Ο Τζον γέμισε τις χούφτες του με νερό από την πισίνα και έτριψε μ’ αυτό το πρόσωπό του πριν το στρέψει προς το μέρος μου με τα χείλη του να σχηματίζουν την καμπύλη ενός μικρού χαμόγελου. Ξανάπαιζε στο μυαλό του το διάλογο, υποθέτοντας τι μπορεί να είχα ακούσει. Βρισκόμουν σε ίση απόσταση κι από τις δυο πλευρές. Προχώρησα προς τη μεριά του Τζον, κάθισα τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. «Διάβασες το άρθρο;» ρώτησα. Ένευσε καταφατικά. «Ναι, ήταν καλό, ευχαριστώ. Το κομμάτι για τη Νάταλι τουλάχιστον». «Ήρθα εδώ να μιλήσω λίγο με τη Μέρεντιθ για το Γουίντ Γκαπ γενικά ίσως προκύψει και η Νάταλι στην κουβέντα» είπα. «Έχεις κανένα πρόβλημα μ’ αυτό;» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Κανένα. Δεν γύρισε ακόμη. Δεν έφτανε η ζάχαρη για το γλυκό τσάι. Φρίκαρε. Έφυγε τρέχοντας για το μαγαζί χωρίς να βαφτεί». «Σκανδαλώδες».
«Για τη Μέρεντιθ, ναι». «Πώς πάνε τα πράγματα εδώ;» «Α, εντάξει» είπε ο Τζον. Άρχισε να χαϊδεύει το ένα χέρι του με το άλλο. Παρηγοριά στον εαυτό του. Τον λυπήθηκα πάλι. «Δεν ξέρω αν θα ωφελούσε οτιδήποτε, οπουδήποτε, οπότε είναι δύσκολο να εκτιμήσω αν είναι για καλό ή για κακό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» «Σαν να λέμε: εδώ είναι άθλια και μου ’ρχεται να πεθάνω, αλλά δεν βρίσκω ούτε ένα μέρος που θα προτιμούσα να είμαι» πρότεινα. Στράφηκε και με κοίταξε έντονα. Τα γαλάζια μάτια του καθρέφτιζαν την πισίνα. «Αυτό ακριβώς εννοώ». «Σκέφτηκες ποτέ να ζητήσεις ψυχολογική στήριξη, να δεις ένα θεραπευτή;» είπα. «Μπορεί να σε βοηθήσει ουσιαστικά». «Ναι, Τζον, μπορεί να καταπνίξει μερικές απ’ τις ορμές σου. Ξέρεις, απ’ αυτές που μπορεί να γίνουν θανάσιμ ες. Δεν έχουμε όρεξη να δούμε κι άλλες πιτσιρίκες χωρίς δόντια». Η Άμα είχε πέσει στην πισίνα και επέπλεε γύρω στα τρία μέτρα πιο πέρα. Ο Τζον πετάχτηκε όρθιος και για μια στιγμή νόμισα ότι θα βουτούσε στην πισίνα και θα την έπνιγε. Αντί γι’ αυτό, της τέντωσε αυστηρά το δάχτυλο, άνοιξε το στόμα του, το έκλεισε και αποχώρησε προς το δωματιάκι του. «Αυτό ήταν πολύ σκληρό» της είπα. «Είχε πλάκα, όμως» είπε η Κάιλι που αρμένιζε αργά πάνω σε ένα φούξια φουσκωτό στρώμα θαλάσσης. «Τι αλλόκοτος τύπος» είπε η Κέλσι, περνώντας από δίπλα με αργές απλωτές. Η Τζόουντς ήταν καθισμένη στην πετσέτα της, με τα γό νατα μαζεμένα ως το πιγούνι και τα μάτια της καρφωμένα στο σπιτάκι του αμαξά. «Ήσουν πολύ γλυκιά μαζί μου προχτές το βράδυ. Τώρα έχεις αλλάξει πολύ» μουρμούρισα στην Άμα. «Γιατί;» Για μια στιγμή φάνηκε να αιφνιδιάζεται. «Δεν ξέρο,ί. Μακάρι να μπορούσα να το διορθώσω. Μακάρι». Απομακρύνθηκε κολυμπώντας προς τις φίλες της καθώς η Μέρεντιθ εμφανίστηκε στην πόρτα και με κάλεσε εκνευρισμένα να περάσω μέσα.
Το σπίτι των Γουίλερ μου φάνηκε γνώριμο: φουσκωτός καμ πύλος καναπές, τραπεζάκι του καφέ που φιλοξενούσε ένα αντίγραφο ιστιοφόρου, βελούδινο σκαμνάκι για τα πόδια σε χτυπητό κιτρινοπράσινο, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Πύργου του Άιφελ υπό οξεία γωνία. Πότερι Μπαρν, ανοιξιάτικος κατάλογος μέχρι και τα πιατάκια σε χρώμα λεμονί με τις τάρτες βατόμουρου στο κέντρο τους, που ακούμπησε η Μέρεντιθ πάνω στο τραπεζάκι. Φορούσε λινό αμάνικο φόρεμα στο χρώμα του άγουρου βερίκοκου και είχε πιάσει τα μαλλιά της πάνω από τα αυτιά και προς τα πίσω, σε μια χαλαρή αλογοουρά στο σβέρκο της, που πρέπει να της είχε φάει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο για να την κάνει τόσο τέλεια. Μου φάνηκε, ξαφνικά, πάρα πολύ σαν τη μητέρα μου. Θα μπορούσε να ήταν παιδί της Άντορα, πιο πειστικά απ’ όσο εγώ. Διαισθάνθηκα ότι είχε κακιώσει, αλλά προσπάθησε να το μαζέψει ενώ σέρβιρε και για τις δυο μας γλυκό τσάι, και μου χαμογέλασε. «Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να σου έλεγε η αδερφή μου, αλλά υποθέτω ότι θα ήταν κάτι άσχημο ή χυδαίο, οπότε ζητώ συγγνώμη» είπε. «Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα το ξέρεις κι εσύ ότι η Άμα είναι η αρχηγός». Κοίταζε την τάρτα, αλλά δεν έδειχνε διατεθειμένη να τη φάει. Φαινόταν πολύ ωραία πάνω στο πιατάκι. «Μάλλον εσύ ξέρεις την Άμα καλύτερα απ’ όσο εγώ» είπα. «Αυτή και ο Τζον δεν φαίνονται να...» «Η Άμα είναι πολύ απαιτητικό παιδί» είπε η Μέρεντιθ. Σταύρωσε τα πόδια της, τα ξεσταύρωσε, ίσιωσε τη φούστα της. «Φοβάται πως θα ζαρώσει και θα εξαφανιστεί, έτσι και δεν την προσέχουν συνεχώς. Ειδικά τα αγόρια». «Γιατί δεν τον συμπαθεί τον Τζον; Άφησε να εννοηθεί ότι αυτός σκότωσε τη Νάταλι». Έβγαλα το μαγνητοφωνάκι μου και πάτησα το κουμπί για να αρχίσει να γράφει, αφενός γιατί δεν ήθελα να χάσω χρόνο με παιχνίδια εγωισμού και αφετέρου γιατί έλπιζα ότι μπορεί να έλεγε κάτι για τον Τζον που θα άξιζε να δημοσιευτεί. Αν ήταν ο βασικός ύποπτος, στο μυαλό των κατοίκων του Γουίντ Γκαπ τουλάχιστον, χρειαζόμουν μια δήλωση. «Έτσι είναι η Άμα. Κακιά. Ο Τζον θέλει εμένα και όχι αυτή, γι’ αυτό του επιτίθεται. Όταν δεν προσπαθεί να μου τον κλέψει. Αες και υπάρχει περίπτωση να το καταφέρει». «Φαίνεται, όμως, πως πολλοί άνθρωποι λένε λόγια, πιστεύουν ότι ο Τζον έχει κάποια σχέση με τους φόνους. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;» Ανασήκωσε τους ώμους της, τέντωσε προς τα έξω το κάτω χείλος της σκεφτική, παρακολούθησε την κασέτα που γύριζε για μερικά δευτερόλεπτα. «Ξέρεις γιατί. Δεν είναι από την πόλη. Είναι έξυπνος, πρωτευουσιάνος και δέκα φορές πιο όμορφος από οποιονδήποτε άλλον εδώ γύρω. Πολλοί θα ήθελαν να το έχει κάνει ο Τζον,
γιατί θα σήμαινε πως αυτή η... κακία δεν είναι από το Γουίντ Γκαπ. Είναι από κάπου αλλού. Φάε την τάρτα σου». «Εσύ πιστεύεις ότι είναι αθώος;»Έκοψα μια δαγκωνιά και το σιρόπι κύλησε από τα χείλη μου. «Και βέβαια. Όλα είναι σκέτο κουτσομπολιό. Μόνο και μόνο επειδή κάποιος πάει βόλτες με το αυτοκίνητο... πολλοί το κάνουν εδώ γύρω, σε πληροφορώ. Ο Τζον απλώς το έκανε σε λάθος ώρα». «Και η οικογένεια; Τι θα μπορούσες να μου πεις και για τα δύο κοριτσάκια;» «Ήταν αξιολάτρευτες, πολύ γλυκές και με καλούς τρόπους. Λες και ο Θεός έκοψε τα καλύτερα μπουμπούκια από το Γουίντ Γκαπ για να τα έχει μόνο εκείνος στον παράδεισο». Είχε προμελετήσει τα λόγια της, είχαν ρυθμό πρόβας. Ακόμα και το χαμόγελό της φαινόταν υπολογισμένο: πολύ μικρό θα ήταν τσιγκούνικο, πολύ πλατύ θα έδειχνε ανάρμοστη ικανοποίηση. Ήταν ακριβώς όσο έπρεπε. Κουράγιο και αισιοδοξία, δήλωνε. «Μέρεντιθ, ξέρω ότι δεν είναι αυτή η γνώμη σου για τα δυο κοριτσάκια». «Τι είδους σχόλιο θέλεις, δηλαδή;» μου είπε απότομα. «Ειλικρινές». «Δεν μπορώ. Ο Τζον θα με μισήσει». «Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω το όνομά σου στο άρθρο». «Τότε, τι νόημα έχει να σου δίνω συνέντευξη;» «Αν ξέρεις κάτι για τα δυο κοριτσάκια που ο κόσμος δεν το λέει φανερά, θα πρέπει να μου το πεις. Θα αποσπάσει την προσοχή από τον Τζον, ανάλογα με το τι είδους πληροφορία είναι». Η Μέρεντιθ ήπιε σεμνά και μετρημένα μια γουλιά τσάι, σφούγγισε τη γωνία των κατακόκκινων χειλιών της με την πετσέτα. «Θα βάλεις όμως το όνομά μου κάπου αλλού στο άρθρο;» «Μπορώ να σε αναφέρω σε κάποιο άλλο σημείο ονομαστικά». «Θέλω αυτό με τον Θεό που έκοψε τα καλύτερα μπουμπούκια για τον παράδεισο» είπε.Έπλεξε τα χέρια της παρακλητικά και μου χαμογέλασε γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι.
«Όχι. Όχι αυτό. Θα χρησιμοποιήσω το σχόλιό σου ότι ο Τζον δεν είναι από την πόλη και γι’ αυτό τον αντιμετωπίζουν όλοι με καχυποψία». «Γιατί δεν γράφεις αυτό που θέλω εγώ;» Φαντάστηκα τη Μέρνετιθ πεντάχρονη, ντυμένη σαν πριγκίπισσα, να κακιώνει επειδή η αγαπημένη της κούκλα δεν ήθελε να πιει το φανταστικό τσάι της. «Επειδή είναι αντίθετο με ένα σωρό πράγματα που έχω ακούσει και επειδή κανένας δεν μιλάει μ’ αυτό τον τρόπο. Ακούγεται ψεύτικο». Ήταν η πιο αξιοθρήνητη αποφασιστική αναμέτρηση που είχα ποτέ με συνομιλητή και απόλυτα ανέντιμος ο τρόπος που έκανα τη δουλειά μου. Όμως ήθελα οπωσδήποτε την αναθεματισμένη άποψή της για την ιστορία. Η Μέρεντιθ στριφογύρισε την ασημένια αλυσίδα γύρω από το λαιμό της, με κοίταξε καλά καλά για λίγη ώρα. «Θα μπορούσες να είχες γίνει μοντέλο, το ξέρεις;» είπε ξαφνικά. «Πολύ αμφιβάλλω» είπα ξερά. Κάθε φορά που κάποιος μου λέει ότι είμαι όμορφη, σκέφτομαι όλη τη σωρευμένη ασχήμια κάτω από τα ρούχα μου. «Θα μπορούσες. Εγώ πάντα ήθελα να ήμουν σαν εσένα όταν ήμουν μικρή. Σε σκέφτομαι, το ξέρεις; Θέλω να πω, οι μανάδες μας είναι φίλες και τα λοιπά, οπότε ήξερα ότι ζεις στο Σικάγο και σε σκεφτόμουν σε μια μεγάλη βίλα με τα μαλλιά σου μπούκλες και ένα σύζυγο παίδαρο, τραπεζικό επενδυτή. Εσύ και τα παιδιά στην κουζίνα να πίνετε χυμό πορτοκάλι κι αυτός να μπαίνει στην Τζάγκουαρ και να φεύγει για τη δουλειά. Απ’ ό,τι φαίνεται, φαντάστηκα λάθος». «Ναι. Ωραίο ακούγεται, όμως». Έφαγα άλλη μια μπουκιά από την τάρτα μου. «Πες μου για τα κορίτσια τώρα». «Μόνο δουλειά, ε; Ποτέ δεν ήσουν ιδιαίτερα φιλική. Ξέρω και για την αδερφή σου. Ότι είχες μια αδερφή που πέθανε». «Μέρεντιθ, μπορούμε να τα πούμε μια άλλη φορά. Θα το ήθελα. Μετά τη συνέντευξη. Ας τελειώνουμε πρώτα μ’ αυτό και έπειτα το διασκεδάζουμε με το πάσο μας». Δεν σκόπευα να μείνω ούτε ένα λεπτό παραπάνω μετά το τέλος της συνέντευξης. «Εντάξει... λοιπόν, άκου. Νομίζω πως ξέρω γιατί... τα δόντια...» Μιμήθηκε την κίνηση που κάνει κάποιος για να βγάλει ένα δόντι. «Γιατί;»
«Δεν το πιστεύω πως όλοι κάνουν σαν να μην το ξέρουν» είπε. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Αυτό δεν το άκουσες από μένα, εντάξει;» συνέχισε. «Τα κορίτσια, η Αν και η Νάταλι, δάγκωναν». «Τι εννοείς, δάγκωναν;» «Και οι δύο. Ήταν πολύ άγριες. Εννοώ, άγριες που να τις φοβάσαι. Αγριες σαν αγόρια. Αλλά δεν έδερναν. Δάγκωναν. Κοίτα εδώ». Τέντωσε το δεξί της χέρι προς το μέρος μου. Ακριβώς κάτω από τον αντίχειρα, τρία σημάδια που φάνταζαν σχεδόν λευκά στο απογευματινό φως. «Αυτό είναι από τη Νάταλι. Και αυτό». Ανασήκωσε τα μαλλιά της αποκαλύπτοντας το αριστερό της αυτί. Του έλειπε ο μισός λοβός. «Το χέρι μου το δάγκωσε όταν της έβαφα τα νύχια. Αποφάσισε κάπου στα μισά ότι δεν της άρεσαν, εγώ της είπα να μ’ αφήσει να τελειώσω και, όταν της κράτησα το χέρι, μου έμπηξε τα δόντια της». «Και το αυτί σου;» «Είχα μείνει σπίτι τους ένα βράδυ που δεν έπαιρνε μπροστά το αυτοκίνητό μου. Κοιμόμουν στο δωμάτιο των ξένων και ξαφνικά πετάγομαι και τα σεντόνια είναι γεμάτα αίματα και νιώθω το αυτί μου σαν να έχει πάρει φωτιά, αλλά ήταν ακόμη κολλημένο στη θέση του. Και η Νάταλι να ουρλιάζει σαν να καιγόταν αυτή. Τα ουρλιαχτά της με τρόμαξαν πιο πολύ από τη δαγκωνιά. Ο κύριος Κιν αναγκάστηκε να τη βάλει κάτω με το ζόρι. Το παιδί είχε σοβαρό πρόβλημα. Ψάξαμε για το κομμάτι, μήπως γινόταν να μου το ράψουν στο νοσοκομείο, αλλά είχε εξαφανιστεί. Μάλλον το κατάπιε». Άφησε ένα ξερό γέλιο που ακούστηκε σαν αντίστροφο λαχάνιασμα. «Βασικά, τη λυπόμουν». Ψέματα. «Και η Αν; Τα ίδια κι αυτή;» ρώτησα. «Ακόμα χειρότερα. Ένα σωρό άνθρωποι στην πόλη έχουν τα σημάδια από τα δόντια της. Η μητέρα σου πρώτη και καλύτερη». «Τι;» Τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν και ένιωσα το σβέρκο μου να παγώνει. «Η μαμά σου της έκανε βοηθητικά μαθήματα και η Αν δεν καταλάβαινε κάτι. Ξέφυγε τελείως, της ξερίζωσε κάμποσα μαλλιά και τη δάγκωσε στον καρπό. Δυνατά. Πρέπει να έκανε ράμματα». Εικόνες: το λιγνό χέρι της μητέρας μου πιασμένο ανάμεσα σε δυο σειρές
μικρά άσπρα δόντια" η Αν να κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι της σαν σκύλος· αίμα να απλώνεται στο μανίκι της μητέρας μου, στα χείλη της Αν. Μια κραυγή. Το χέρι να ελευθερώνεται. Ένα κυκλάκι από ανάγλυφες, πριονωτές γραμμές και, στο εσωτερικό του, ένας δακτύλιος από τέλειο, παρθένο δέρμα.
Έντεκα ηλεφωνήματα από το δωμάτιό μου, ούτε ίχνος από τη
μητέρα μου. Άκουγα τον Άλαν στο ισόγειο να μαλώνει την Γκέιλα που είχε κόψει λάθος τα φιλέτα. «Ξέρω ότι σου φαίνεται ασήμαντο, Γκέιλα, αλλά σκέψου το ως εξής: οι μικρές λεπτομέρειες είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε ένα καλό γεύμα και μια γευστική εμπειρία». Η Γκέιλα άφησε ένα καταφατικό γρύλισμα. Ακόμη και τα μμχμμ της έχουν τη χροιά της γκρίνιας. Πήρα τον Ρίτσαρντ στο κινητό του. Είναι ένας από τους ελάχιστους με κινητό στο Γουίντ Γκαπ, αν και εγώ δεν θα έπρεπε να κριτικάρω μιας και είμαι από τους ελάχιστους στο Σικάγο που δεν έχουν. Απλώς δεν θέλω να με βρίσκουν ανά πάσα στιγμή. «Ντετέκτιβ Γουίλις». Στο βάθος ακουγόταν ένα μεγάφωνο να φωνάζει κάποιο όνομα. «Έχεις πολλή δουλειά, ντετέκτιβ;» Κοκκίνισα. Η ελαφρότητα έμοιαζε με φλερτ, έμοιαζε με ανοησία. «Γεια σου» μου απάντησε με τυπική φωνή. «Τελειώνω κάτι πράγματα εδώ να σε πάρω εγώ σε λίγο;» «Ναι, είμαι στο...» «Ο αριθμός σου εμφανίζεται στις εισερχόμενες». «Φοβερό». «Κι όμως αληθινό». Είκοσι λεπτά αργότερα: «Συγγνώμη, ήμουν στο νοσοκομείο του Γούντμπερι με τον Βίκερι». «Καινούργιο στοιχείο;» «Κατά κάποιο τρόπο». «Ένα σχόλιο;» «Πέρασα πάρα πολύ καλά χτες βράδυ».
Είχα ήδη γράψει μ πάτσος Ρίτσαρντ, μ πάτσος Ρίτσαρντ δώδεκα φορές πάνω στο πόδι μου με το στιλό και έπρεπε οπωσδήποτε να σταματήσω γιατί με έτρωγαν τα χέρια μου για ξυράφι. «Κι εγώ. Άκουσε, πρέπει να σε ρωτήσω κάτι στα ίσα και πρέπει να μου απαντήσεις. Ανεπίσημα. Μετά θα μου κάνεις μια δήλωση που να μπορώ να τη δημοσιεύσω στο επόμενο κομμάτι μου». «Εντάξει, Καμίλ, θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω. Τι θέλεις να με ρωτήσεις;» «Μπορούμε να βρεθούμε σε κείνο το φτηνό μπαρ που πρωτοήπιαμε ένα ποτό μαζί; Πρέπει να γίνει προσωπικά, και έχω ανάγκη να φύγω από το σπίτι και, ναι, θα το πω: έχω ανάγκη ένα ποτό». Τρεις τύ:ΐοι από την τάξη μου ήταν στο «Σένσορς» όταν έφτασα εκεί, όλοι καλά παιδιά, ο ένας ονομαστός γιατί κάποια χρονιά είχε κερδίσει τη γαλάζια κορδέλα στην Εμποροπανήγυρη της Πολιτείας για την τεραστίων διαστάσεων γουρούνα του που τα βυζιά της έσταζαν γάλα. Ένα επαρχιώτικο στερεότυπο που θα ενθουσίαζε τον Ρίτσαρντ. Ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις με κέρασαν τους δύο πρώτους γύρους, μου έδειξαν φωτογραφίες των παιδιών τους, οχτώ συνολικά. Ο ένας απ’ αυτούς, ο Τζέισον Τέρνμπο ήταν ακόμη το ίδιο ξανθός και στρογγυλοπρόσωπος όπως ήταν παιδί. Ρόδινα μάγουλα, η γλώσσα να προβάλλει μόνιμα από τη γωνία των χειλιών του και τα μάτια του, γουρλωμένα, να πηγαινοέρχονται από το πρόσωπό μου στο στήθος μου σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας. Σταμάτησε μια φορά, όταν έβγαλα το κασετοφωνάκι μου και ρώτησα για τους φόνους. Τότε, αιχμαλώτισαν απόλυτα την προσοχή του τα δυο μικρά περιστρεφόμενα καρούλια. Οι άνθρωποι φορτίζονται με την ιδέα ότι θα δουν το όνομά τους δημοσιευμένο. Απόδειξη ύπαρξης. Σκέφτηκα ένα μπουλούκι φαντάσματα να ξεφυλλίζουν βιαστικά στοίβες από εφημερίδες. Να δείχνουν ένα όνομα στη σελίδα. Βλέπετε; Εδώ είμ αι. Σας το είπα εγώ ότι επιβίωσα. Σας το είπα. «Ποιος θα το πίστευε όταν ήμασταν ακόμη μαθητές πως θα βρισκόμασταν μια μέρα εδώ να μιλάμε για δολοφονίες στο Γουίντ Γκαπ;» είπε με απορία ο Τόμι Ρίνγκερ, μεγάλος άντρας πια, μελαχρινός, με μακριά στενή γενειάδα. «Ξέρω, εγώ δουλεύω σε σουπερμάρκετ, για όνομα του Θεού» είπε ο Ρον Λερντ, ένας καλοσυνάτος ποντικομούρης με βροντερή φωνή. Άστραφταν και οι τρεις από πληγωμένη αστική περηφάνια. Το Γουίντ Γκαπ είχε διασυρθεί και ήταν αναγκασμένοι να το υπομείνουν. Θα συνέχιζαν να δουλεύουν στο σουπερμάρκετ, στο φαρμακείο, στο σφαγείο. Και, όταν θα πέθαιναν, θα καταγραφόταν και αυτό στον κατάλογο των πεπραγμένων τους μαζί με το ότι είχαν παντρευτεί και κάνει παιδιά. Ήταν κάτι που τους είχε συμβεί.Ή, για την ακρίβεια, κάτι
που είχε συμβεί στην πόλη τους. Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη για τον ισχυρισμό της Μέρεντιθ. Σε κάποιους θα άρεσε πολύ η ιδέα ο δολοφόνος να ήταν γέννημα θρέμμα του Γουίντ Γκαπ. Κάποιος με τον οποίο θα είχαν πάει κάποτε για ψάρεμα, κάποιος με τον οποίο θα ήταν κάποτε μαζί στους Προσκόπους. Έτσι είναι πιο καλή η ιστορία. Ο Ρίτσαρντ άνοιξε τέρμα την πόρτα, που ήταν πολύ πιο ελαφριά απ’ ό,τι έδειχνε. Όσοι δεν ήταν τακτικοί θαμώνες, έβαζαν πάρα πολλή δύναμη, με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο η πόρτα της εισόδου να κοπανάει στον τοίχο. Πρόσφερε μια πολύ ενδιαφέρουσα διακοπή στην κουβέντα. Με το που μπήκε ο Ρίτσαρντ, ρίχνοντας το σακάκι του στον ώμο, οι τρεις άντρες γρύλισαν. «Αυτός ο τύπος». «Μάγκα μου, έχω μείνει ξερός». «Κράτα και λίγη φαιά ουσία για την υπόθεση, φίλε. Θα τη χρειαστείς». Πήδηξα από το σκαμπό μου, σάλιωσα τα χείλη μου και χαμογέλασα. «Λοιπόν, παιδιά, πρέπει να πιάσω δουλειά. Ώρα για συνέντευξη. Ευχαριστώ για τα ποτά». «Εμείς εδώ θα είμαστε όταν βαρεθείς» μου φώναξε ο Τζέισον. Ο Ρίτσαρντ του χαμογέλασε αχνά, μουρμουρίζοντας βλάκα μέσα από τα δόντια του. Κατέβασα μονορούφι το τρίτο μπέρμπον μου, έπιασα τη σερβιτόρα για να μας τακτοποιήσει και, μόλις άφησε τα ποτά μας στο τραπέζι, ακούμπησα το πιγούνι μου πάνω στα χέρια μου και αναρωτήθηκα αν ήθελα πραγματικά να μιλήσω για δουλειά. Είχε ένα μικρό σημάδι ακριβώς πάνω από το αριστερό του φρύδι και ένα μικρό λακκάκι στο πιγούνι του. Ακούμπησε δυο φορές το πόδι του πάνω στο δικό μου κάτω από το τραπέζι, όπου δεν έβλεπε κανείς. «Λοιπόν. Λαγωνικό, τι τρέχει;» «Κοίτα, πρέπει να μάθω κάτι. Πραγματικά είναι ανάγκη να το μάθω και αν δεν μπορείς να μου πεις, δεν μπορείς, αλλά σκέψου καλά, σε παρακαλώ». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Όταν σκέφτεσαι αυτόν που έκανε τους φόνους, έχεις ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στο νου σου;» τον ρώτησα.
«Έχω μερικά». «Άντρες ή γυναίκες;» «Γιατί μου το ρωτάς αυτό τώρα με τέτοια επιμονή, Καμίλ;» «Απλώς πρέπει να ξέρω». Σώπασε, ήπιε από το ποτό του, έτριψε τα γένια που είχαν φυτρώσει στο πιγούνι του. «Δεν πιστεύω πως μια γυναίκα θα σκότωνε τα κορίτσια μ’ αυτό τον τρόπο». Χτύπησε πάλι χαϊδευτικά το πόδι μου κάτω από το τραπέζι. «Ε, τι τρέχει; Πες μου την αλήθεια τώρα». «Δεν ξέρω, έχω φρικάρει. Απλώς πρέπει να ξέρω προς τα πού να κατευθύνω την ενέργειά μου». «Τότε να σε βοηθήσω». «Το ξέρεις πως ήταν γνωστό ότι και τα δυο κορίτσια δάγκωναν;» «Έμαθα από το σχολείο για κάποιο περιστατικό όπου η Αν είχε χτυπήσει το πουλί ενός γείτονα» είπε ο Ρίτσαρντ. «Η Νάταλι, όμως, είχε πολύ σφιγμένα τα λουριά εξαιτίας αυτού που είχε γίνει στο προηγούμενο σχολείο της». «Η Νάταλι είχε κόψει με δαγκωνιά το μισό λοβό του αυτιού μιας γνωστής μου». «Όχι. Δεν έχω υπόψη μου κανένα επεισόδιο που να αφορά τη Νάταλι απ’ όταν ήρθε εδώ». «Δεν το ανέφεραν στην αστυνομία. Είδα το αυτί της κοπέλας, Ρίτσαρντ, λείπει σχεδόν όλος ο λοβός και το συγκεκριμένο άτομο δεν έχει κανένα λόγο να μου πει ψέματα. Αλλά και η Αν είχε επιτεθεί σε κάποιον. Είχε δαγκώσει κάποιον. Αναρωτιέμ αι όλο και περισσότερο μήπως τα δυο κορίτσια έμπλεξαν με λάθος άτομ ο. Είναι σαν να τις ξέκαναν. Σαν να ήταν ανυπάκουα ζώα. Ίσως γι’ αυτό να τους έβγαλε τα δόντια». «Ας τα πιάσουμε αργά από την αρχή. Πρώτον, ποιους δάγκωσαν τα δυο κορίτσια;» «Δεν μπορώ να σου πω». «Να πάρει η οργή, Καμίλ, δεν παίζουμε εδώ. Λέγε». «Όχι ». Με αιφνιδίασε ο θυμός του. Περίμενα να γελάσει και να μου πει πόσο όμορφη είμαι όταν γίνομαι ξεροκέφαλη. «Μιλάμε για μια γαμημένη υπόθεση δολοφονίας, εντάξει; Αν έχεις πληροφορίες, τις
χρειάζομαι». «Κάνε σωστά τη δουλειά σου τότε». «Προσπαθώ, Καμίλ, αλλά τα παιχνιδάκια σου δεν με βοηθάνε». «Τώρα καταλαβαίνεις πώς είναι» κλάφτηκα. «Πολύ καλά». Έτριψε τα μάτια του. «Είχα μια πολύ δύσκολη μέρα. γι’ αυτό... καλή σου νύχτα. Ελπίζω να σε βοήθησα». Σηκώθηκε κι έσπρωξε το μισογεμάτο ποτήρι του προς το μέρος μου. «Θέλω ένα επίσημο σχόλιο». «Αργότερα. Πρέπει να αποκτήσω μια συνολική εικόνα. Ίσως να έχεις δίκιο ότι εσύ κι εγώ δεν είμαστε καθόλου καλή ιδέα». Έφυγε και οι άλλοι με φώναξαν να πάω ξανά να καθίσω μαζί τους. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι, τελείωσα το ποτό μου και έκανα ότι κρατούσα σημειώσεις μέχρι που έφυγαν. Το μόνο που έκανα στην πραγματικότητα ήταν να γράφω νοσηρό μέρος, νοσηρό μ έρος, νοσηρό μ έρος ξανά και ξανά, επί είκοσι σελίδες. Αυτή τη φορά με περίμενε ο Άλαν όταν γύρισα σπίτι. Καθόταν στο βικτοριανό διπλό καναπεδάκι από σκούρο ξύλο καρυδιάς και άσπρο μπροκάρ και φορούσε άσπρο παντελόνι με πιέτες, μεταξωτό πουκάμισο και ντελικάτες άσπρες μεταξωτές παντόφλες. Αν ήταν φωτογραφία, θα μου ήταν αδύνατον να τον τοποθετήσω χρονικά βικτοριανός τζέντλεμαν, δανδής της εποχής του Εδουάρδου, λιμοκοντόρος της δεκαετίας του ’5Ο; Αρσενική νοικοκυρά του εικοστού πρώτου αιώνα, που δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, μεθούσε τακτικά και έκανε περιστασιακά έρωτα με τη μητέρα μου. Ο Άλαν κι εγώ πολύ σπάνια μιλούσαμε χωρίς την παρουσία της μητέρας μου. Όταν ήμουν παιδί, είχα πέσει μια φορά πάνω του στο διάδρομο. Είχε σκύψει αλύγιστος ως το ύψος μου και μου είχε πει: «Γεια σου, ελπίζω να είσαι καλά». Ζούσαμε στο ίδιο σπίτι πάνω από πέντε χρόνια και αυτό ήταν το μόνο που βρήκε να πει. «Ναι, ευχαριστώ» ήταν το μόνο που βρήκα να του απαντήσω. Τώρα όμως, ο Άλαν έδειχνε έτοιμος να αναμετρηθεί μαζί μου. Δεν είπε το όνομά μου, απλώς χτύπησε με την παλάμη τον καναπέ δίπλα του. Πάνω στα γόνατά του ισορροπούσε ένα πιατάκι του κέικ με κάμποσες μεγάλες ασημόχρωμες σαρδέλες. Μου μύρισαν από την πόρτα. «Καμίλ» είπε τελικά, τσιμπολογώντας μια ουρά με ένα μικρό πιρούνι του ψαριού. «Κοντεύεις να αρρωστήσεις τη μητέρα σου και θα σου ζητήσω να φύγεις αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση».
«Πώς την αρρωσταίνω;» «Τη βασανίζεις. Επαναφέροντας συνεχώς το θέμα της Μάριαν. Δεν είναι δυνατόν να περιγράφεις στη μητέρα ενός νεκρού παιδιού το πώς φαντάζεσαι ότι θα είναι τώρα το κορμί του μέσα στο χώμα. Δεν ξέρω αν εσύ μπορείς να αποστασιοποιηθείς από το θέμα, αλλά η Άντορα δεν μπορεί». Μια μπουκίτσα ψάρι κατρακύλησε πάνω στο στήθος του αφήνοντας μια σειρά από λιπαρούς λεκέδες σε μέγεθος κουμπιού. «Δεν μπορείς να της λες για τα πτώματα των δύο κοριτσιών ή πόσο αίμα πρέπει να χύθηκε από το στόμα τους όταν τους έβγαζαν τα δόντια, ή πόση ώρα χρειάστηκε κάποιος για να τις στραγγαλίσει». «Άλαν, ποτέ δεν είπα τίποτε απ’ αυτά στη μητέρα μου. Ούτε κατά διάνοια. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα για τι πράγμα παραπονιέται». Δεν αισθάνθηκα καν αγανακτισμένη, μόνο αφόρητα κουρασμένη. «Σε παρακαλώ, Καμίλ. Ξέρω πόσο τεταμένη είναι η σχέση με τη μητέρα σου. Ξέρω ότι πάντα ζήλευες όταν οι άλλοι ήταν καλά. Είναι αλήθεια, ξέρεις, ότι είσαι σαν τη μητέρα της Άντορα. Εκείνη φρουρούσε το σπίτι σαν... μάγισσα, γριά και οργισμένη. Το γέλιο την πείραζε. Η μόνη φορά που την είδα να χαμογελάει ήταν όταν εσύ αρνήθηκες να θηλάσεις από την Άντορα. Δεν έπιανες με τίποτα τη θηλή». Εκείνη η λέξη πάνω στα λαδωμένα χείλη του Άλαν με άναψε σε χίλιες μεριές. Ρούφα, σκύλα, προφυλαχτικό έπιασαν όλα φωτιά. «Κι αυτά τα έμαθες από την Άντορα» τον παρακίνησα. Ένευσε καταφατικά, σουφρώνοντας μακάρια τα χείλη του. «Όπως έμαθες και ότι είπα αυτά τα φριχτά πράγματα για τη Μάριαν και τα δυο κοριτσάκια. Από την Άντορα». «Ακριβώς» είπε τονίζοντας μία μία τις συλλαβές. «Η Άντορα λέει ψέματα. Αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμη, είσαι ηλίθιος». «Η Άντορα πέρασε δύσκολη ζωή». Γέλασα βεβιασμένα. Ο Άλαν παρέμεινε απτόητος. «Η μητέρα της έμπαινε στο δωμάτιό της αργά τη νύχτα και την τσιμπούσε, όταν ήταν μικρή» είπε κοιτώντας με οίκτο την τελευταία φέτα σαρδέλας στο πιάτο του. «Έλεγε ότι το έκανε επειδή φοβόταν μήπως η Άντορα πεθάνει στον ύπνο της. Νομίζω ότι το έκανε επειδή της άρεσε να την πονάει».
Ένα θραύσμα ανάμνησης: η Μάριαν στο βάθος του διαδρόμου, στο δωμάτιο της άρρωστης, με τα ιατρικά μηχανήματα και τις συσκευές που βούιζαν. Ένας οξύς πόνος ψηλά στο μπράτσο μου. Η μητέρα μου, όρθια από πάνω μου με το συννεφένιο νυχτικό της, να με ρωτάει αν είμαι καλά. Να φιλάει το κόκκινο σημάδι και να μου λέει να κοιμηθώ. «Θεώρησα ότι έπρεπε να τα ξέρεις» είπε ο Άλαν. «Ίσως έτσι να δείξεις λίγη καλοσύνη στη μητέρα σου». Δεν είχα σκοπό να δείξω καμιά καλοσύνη στη μητέρα μου. Απλώς ήθελα να τελειώσει αυτή η κουβέντα. «Θα προσπαθήσω να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται». «Θα είναι καλή ιδέα, αν δεν μπορέσεις να συμφιλιωθείς» είπε ο Άλαν. «Ίσως, όμως, να αισθανθείς κι εσύ καλύτερα με τον εαυτό σου αν κάνεις μια προσπάθεια. Μπορεί να σε βοηθήσει να ησυχάσεις. Το μυαλό σου τουλάχιστον». Ο Άλαν άρπαξε την τελευταία σαρδέλα από την ουρά και τη ρούφηξε ολόκληρη. Φαντάστηκα το λεπτό ψαροκόκαλο να θρυμματίζεται ανάμεσα στα δόντια του. Ένα νεροπότηρο γεμάτο παγάκια και μια ολόκληρη μπουκάλα μπέρμπον, που τα σούφρωσα από την πίσω κουζίνα, και γραμμή στο δωμάτιό μου να πιω. Το αλκοόλ με χτύπησε γρήγορα, προφανώς επειδή το ήπια γρήγορα. Τα αυτιά μου έκαιγαν, αλλά το δέρμα μου είχε σταματήσει να φλογίζεται. Σκέφτηκα εκείνη τη λέξη στο σβέρκο μου. Χάσου. Το χάσου θα σβήσει όλες τις λύπες μου, σκέφτηκα μεθυσμένα. Το χάσου θα σβήσει όλα μου τα προβλήματα. Θα ήμασταν άραγε τόσο άσχημα αν δεν είχε πεθάνει η Μάριαν; Άλλες οικογένειες τα ξεπερνάνε αυτά τα πράγματα. Πενθούν και συνεχίζουν τη ζωή τους. Αυτή κρεμόταν ακόμη πάνω από τα κεφάλια μας, ένα ξανθό κοριτσάκι, ίσως μια στάλα πιο όμορφο απ’ όσο έπρεπε για το καλό του, ίσως λίγο παραπάνω χαϊδεμένο. Αυτά, πριν αρρωστήσει, πριν αρρωστήσει για τα καλά. Είχε έναν αόρατο φίλο, έναν γιγάντιο χνουδωτό αρκούδο που τον φώναζε Μπεν. Τι είδους παιδί έχει για φανταστικό φίλο ένα λούτρινο ζωάκι;Έκανε συλλογή από κορδελάκια για τα μαλλιά και τα έστηνε ανά χρώμα, με αλφαβητική σειρά. Ήταν το είδος της κοπελίτσας που εκμεταλλευόταν την ομορφιά της με τόση απόλαυση που ήταν αδύνατον να της κρατήσεις κακία. Πετάριζε τα βλέφαρα, τίναζε τις μπουκλίτσες της. Φώναζε τη μητέρα μου Μαμούλα και τον Άλαν... διάολε, τον Άλαν ίσως τον φώναζε Άλαν αδυνατώ να τον τοποθετήσω στο δωμάτιο σ’ αυτές τις αναμνήσεις. Άδειαζε πάντα το πιάτο της, κρατούσε το δωμάτιό της εκπληκτικά συμμαζεμένο και δεν φορούσε τίποτε άλλο από φουστάνια και μπαλαρίνες Μέρι Τζέινς. Εμένα με φώναζε Μιλ και δεν έλεγε να πάρει τα χέρια της από πάνω μου. Τη λάτρευα. Μεθυσμένη αλλά συνεχίζοντας να πίνω, γέμισα ένα ποτήρι και πήγα κρυφά ως το
δωμάτιο της Μάριαν, παρακάτω στο διάδρομο. Η πόρτα της Άμα, ένα δωμάτιο πιο πέρα, ήταν κλειστή εδώ και ώρες. Πώς ήταν άραγε να μεγαλώνεις δίπλα στο δωμάτιο μιας νεκρής αδερφής που δεν γνώρισες ποτέ σου;Ένιωσα ένα μικρό κύμα συμπόνιας για την Άμα. Ο Άλαν και η μητέρα μου ήταν στη μεγάλη γωνιακή κρεβατοκάμαρά τους, αλλά το φως ήταν σβηστό και ακουγόταν το πετάρισμα του ανεμιστήρα. Ούτε κατά διάνοια κεντρικός εξαερισμός σ’ αυτά τα παλιά, βικτοριανά μέγαρα, η μητέρα μου το θεωρεί κακογουστιά, οπότε τα καλοκαίρια τη βγάζαμε ιδρώνοντας. Τριάντα δύο βαθμοί, αλλά η ζέστη με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής, σαν να περπατούσα κάτω από το νερό. Το μαξιλάρι στο κρεβάτι της είχε ακόμη ένα μικρό βαθούλωμα. Μια ολόκληρη φορεσιά ήταν απλωμένη επάνω, σαν να σκέπαζε ένα ζωντανό παιδί. Βιολετί φόρεμα, άσπρο καλσόν, μαύρα λουστρίνια. Ποιος να το είχε κάνει αυτό η μητέρα μου; Η Άμα; Το κρεμαστάρι για τον ενδοφλέβιο ορό που ακολουθούσε αδιάκοπα τη Μάριαν τον τελευταίο χρόνο της ζωής της στεκόταν ακόμη, πανέτοιμο και γυαλιστερό, δίπλα στον υπόλοιπο νοσοκομειακό εξοπλισμό: το κρεβάτι, μισό μέτρο ψηλότερο από τα κανονικά για να διευκολύνει την πρόσβαση στην ασθενή· το μόνιτορ καρδιακού παλμού η πάπια. Αηδίασα με τη μητέρα μου που δεν είχε ξεκαθαρίσει όλα αυτά τα πράγματα. Ήταν ένα δωμάτιο εντελώς νοσοκομειακό και άψυχο. Η αγαπημένη κούκλα της Μάριαν είχε θαφτεί μαζί της, μια πελώρια πάνινη κούκλα με ξανθιές αχυρένιες μπούκλες, ίδιες με της αδερφής μου. ΗΈβελιν. ΉΈλινορ; Οι υπόλοιπες ήταν αραδιασμένες στη σειρά πάνω στον τοίχο, σε ειδικά στηρίγματα, σαν οπαδοί σε κερκίδες. Καμιά εικοσαριά κούκλες με λευκά πορσελάνινα πρόσωπα και βαθουλωτά γυάλινα μάτια.
Εδώ μπορούσα να τη δω πολύ εύκολα, καθισμένη σταυροπόδι πάνω σε κείνο το κρεβάτι, μικρούλα, με στάλες ιδρώτα στο μέτωπο και μαβιούς κύκλους κάτω από τα μάτια. Να ανακατεύει την τράπουλα, ή να χτενίζει τα μαλλιά της κούκλας της, ή να χρωματίζει ζωγραφιές με νεύρο, θυμωμένα. Άκουγα εκείνο τον ήχο: το κραγιόνι να σέρνεται σε άγριες γραμμές πάνω στο χαρτί. Καλικατζούρες με μαύρο κραγιόνι, τόσο πολύ πατημένο που έσκιζε το χαρτί. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. Η ανάσα της ήταν δυνατή και ρηχή. «Κουράστηκα να πεθαίνω». Έτρεξα πίσω στο δωμάτιό μου σαν κυνηγημένη. Το τηλέφωνο χτύπησε έξι φορές πριν το σηκώσει η Α'ίλίν. Πράγματα που οι Κιούρι δεν έχουν στο σπίτι τους: φούρνο μικροκυμάτων, βίντεο, πλυντήριο πιάτων, αυτόματο τηλεφωνητή. Το «εμπρός» της ήταν χαμηλόφωνο αλλά ανήσυχο. Δεν δέχονται πολλά τηλεφωνήματα μετά τις έντεκα, υποθέτω. Προσποιήθηκε ότι δεν είχαν κοιμηθεί ακόμη, απλώς δεν άκουγαν το τηλέφωνο, αλλά περίμενα άλλα δύο λεπτά μέχρι να πιάσει ο Κιούρι το ακουστικό. Τον φαντάστηκα να σκουπίζει τα γυαλιά του με τη γωνία της πιζάμας του. να φοράει παλιές δερμάτινες παντόφλες, να κοιτάζει την ώρα στο φωτεινό δίσκο ενός ρολογιού. Μια παρήγορη εικόνα. Ύστερα συνειδητοποίησα ότι θυμόμουν απλώς μια διαφήμιση για κάποιο μόνιμα διανυκτερεύον φαρμακείο στο Σικάγο. Είχαν περάσει τρεις μέρες από την τελευταία φορά που μίλησα με τον Κιούρι. Σχεδόν δύο εβδομάδες απ’ όταν ήρθα στο Γουίντ Γκαπ. Σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση θα με έπαιρνε τρεις φορές την ημέρα για ενημέρωση. Αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να μου τηλεφωνεί σε ένα σπίτι, και μάλιστα στο σπίτι της μητέρας μου στο Μισούρι, που στο δικό του μυαλό, του Σικάγου, ισοδυναμούσε με Άγριο Νότο. Σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση θα μου τα έψελνε άγρια στο τηλέφωνο που δεν επικοινωνούσα τακτικά, αλλά όχι απόψε. «Λιονταράκι; Είσαι καλά; Πώς πάνε τα πράγματα;» «Λοιπόν, δεν το έχω σε επίσημη δήλωση, αλλά θα γίνει κι αυτό. Η αστυνομία πιστεύει σίγουρα ότι ο δράστης είναι άντρας, από το Γουίντ Γκαπ, αλλά δεν έχουν ούτε δείγμα DNA ούτε τον τόπο δολοφονίας. Ξέρουν πολύ λίγα. Ο δολοφόνος ή είναι φοβερά οργανωτικός εγκέφαλος, ή μια απροσδόκητη ιδιοφυία. Η πόλη φαίνεται να επικεντρώνεται στον αδερφό της Νάταλι Κιν, τον Τζον. Έχω στο μαγνητόφωνο το κορίτσι του που ισχυρίζεται ότι είναι αθώος». «Ωραία, καλό υλικό, αλλά εγώ εννοούσα... ρωτούσα για σένα. Πώς τα πας εκεί, καλά; Θέλω να μου πεις γιατί δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου. Μην μου το παίζεις στωική».
«Δεν είμαι και τόσο καλά, αλλά τι πειράζει;» Η φωνή μου βγήκε πιο έντονη και πικρή απ’ ό,τι σχέδιαζα. «Είναι καλή ιστορία, Κιούρι, και έχω την αίσθηση ότι είμαι στα πρόθυρα μιας αποκάλυψης. Νομίζω πως λίγες μέρες ακόμη, μια βδομάδα το πολύ και... δεν ξέρω. Τα δυο κοριτσάκια δάγκωναν ανθρώπους. Αυτό έβγαλα σήμερα και ο αστυνομικός με τον οποίο συνεργάζομαι δεν το ήξερε καν». «Του το είπες; Τι σχόλιο έκανε;» «Κανένα». «Διάολε, γιατί δεν του πήρες μια δήλωση, κορίτσι μου;» Βλέπεις, Κιούρι, ο ντετέκτιβ Γουίλις θεώρησε ότι του έκρυβα πληροφορίες και πείσμωσε, έτσι όπως κάνουν όλοι οι άντρες όταν δεν περνάει το δικό τους με τη γυναίκα που τραβιούνται. «Τα σκάτωσα. Θα του την πάρω, όμως. Χρειάζομαι λίγες μέρες ακόμη πριν σου στείλω καινούργιο κομμάτι. Να πιάσω λίγο καλύτερα το κλίμα, να ψήσω τον αστυνομικό. Νομίζω πως είναι σχεδόν πεισμένοι πια ότι λίγη δημοσιότητα θα βοηθήσει να προχωρήσουν τα πράγματα. Όχι πως διαβάζει κανείς την εφημερίδα μας εδώ κάτω». Ή εκεί πάνω. «Θα τη διαβάσουν. Θα τραβήξει την προσοχή αυτό το κομμάτι σου, Λιονταράκι. Το υλικό σου λίγο θέλει να γίνει πρώτης τάξης. Πίεσε κι άλλο. Πήγαινε να μιλήσεις με παλιούς σου φίλους. Μπορεί να είναι πιο ανοιχτοί. Μπορεί να ξανοιχτούν περισσότερο. Συν ότι θα είναι καλό για το ρεπορτάζ σου εκείνη η σειρά άρθρων από την πλημμύρα στο Τέξας που κέρδισε το Πούλιτζερ είχε ολόκληρο κομμάτι βασισμένο στις εντυπώσεις ενός ανθρώπου που γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του εξαιτίας μιας τραγωδίας. Σπουδαίο κείμενο. Επίσης, ένα φιλικό πρόσωπο, μερικές μπιρίτσες μπορεί να σου κάνουν καλό. Σαν να έχεις πιει ήδη μερικές απόψε, ή κάνω λάθος;» «Μερικές». «Μήπως αισθάνεσαι... ότι είναι άσχημη κατάσταση για σένα; Για την ανάρρωσή σου;» Άκουσα το κλικ ενός αναπτήρα, το σύρσιμο μιας μεταλλικής καρέκλας στο πλαστικό δάπεδο της κουζίνας, το βογκητό του Κιούρι όπως κάθισε. «Ω, δεν είναι δική σου δουλειά να ανησυχείς γι’ αυτό». «Και βέβαια είναι. Μην το παίζεις μάρτυρας, Αιονταράκι. Δεν πρόκειται να σε τιμωρήσω αν χρειαστεί, να φύγεις. Πρέπει να προσέξεις τον εαυτό σου. Νόμιζα ότι μια επίσκεψη στη γενέτειρά σου θα σου έκανε καλό, αλλά... ξεχνάω καμιά φορά ότι οι γονείς δεν είναι πάντα... ό,τι καλύτερο για τα παιδιά τους».
«Όποτε βρίσκομαι εδώ» Σταμάτησα, προσπάθησα να συγκρατηθώ. «Πάντα αισθάνομαι ότι είμαι κακός άνθρωπος όταν βρίσκομαι εδώ». Τότε άρχισα να κλαίω, με βουβά αναφιλητά, ενώ ο Κιούρι ψέλλιζε κάτι στην άλλη άκρη της γραμμής. Τον φαντάστηκα να τα χάνει, να κάνει νοήματα στην Αϊλίν να έρθει να αναλάβει αυτή το κορίτσι που έκλαιγε. Αλλά όχι. «Ωωω, Καμίλ» μου ψιθύρισε. «Είσαι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Και δεν υπάρχουν πολλοί καλοί σ’ αυτό τον κόσμο, να ξέρεις. Τώρα που πέθαναν οι γονείς μου, βασικά είσαι εσύ και η Α'ιλίν». «Δεν είμαι καλή». Η μύτη του στιλό μου έγραφε γρήγορα λέξεις, βαθιές γρατσουνιές πάνω στο μηρό μου. Λάθος, γυναίκα, δόντια. «Είσαι, Καμίλ. Έχω δει πώς φέρεσαι στους ανθρώπους, ακόμα και στα πιο ανάξια ρεμάλια. Τους δίνεις μια... αξιοπρέπεια. Και κατανόηση. Γιατί νομίζεις πως σε κρατάω; Όχι επειδή είσαι καμιά σπουδαία ρεπόρτερ, βέβαια». Σιωπή και χοντρά δάκρυα από την πλευρά μου. Λάθος, γυναίκα, δόντια. «Δεν γέλασες; Για αστείο το είπα». «Όχι». «Ο παππούς μου ήταν στο βαριετέ. Αλλά εγώ δεν το κληρονόμησα το γονίδιο, όπως φαίνεται». «Αλήθεια;» «Α, ναι, ήρθε κατευθείαν με το καράβι από την Ιρλανδία στη Νέα Τόρκη. Μεγάλος χωρατατζής, έπαιζε τέσσερα όργανα...» Καινούργιο κλικ του αναπτήρα. Τράβηξα το σεντόνι πάνω από το κεφάλι μου και έκλεισα τα μάτια ν’ ακούσω την ιστορία του Κιούρι. Δώδεκα Ο Ρίτσαρντ έμενε στη μοναδική πολυκατοικία του Γουίντ Γκαπ, ένα βιομηχανικό κουτί χτισμένο για να στεγάζει τέσσερις ενοίκους. Μόνο δύο από τα διαμερίσματα ήταν κατοικημένα. Οι χοντρές κολόνες που στήριζαν την πυλωτή είχαν συνθήματα με σπρέι, τέσσερα στη σειρά, τα εξής: «Φραγμό στους Δημοκρατικούς, Φραγμό στους Δημοκρατικούς, Φραγμό στους Δημοκρατικούς», και τέλος το άσχετο, «Λούι μ’ αρέσεις». Τετάρτη πρωί. Η καταιγίδα ήταν ακόμη καθισμένη σε ένα μεγάλο σύννεφο πάνω από την πόλη. Ζέστη, αέρας και κιτρινιάρικο φως. Χτύπησα την πόρτα του με τη γωνία μιας μπουκάλας μπέρμπον. Δίνε δώρα αν δεν μπορείς να δώσεις τίποτε άλλο. Είχα σταματήσει να φοράω φούστες. Θα διευκόλυναν την πρόσβαση στα πόδια μου σε κάποιον που είχε την τάση
να πασπατέψει. Αν την είχε πια. Όταν μου άνοιξε μύριζε ύπνο. Ανακατωμένα μαλλιά, μποξεράκι, κοντομάνικο φορεμένο τα μέσα έξω. Χαμόγελο όχι. Διατηρούσε τη θερμοκρασία του χώρου σε επίπεδα παγωνιάς. Αισθάνθηκα τον κρύο αέρα αποκεί που στεκόμουν. «Θέλεις να περάσεις μέσα, ή θέλεις να βγω εγώ έξω;» με ρώτησε ξύνοντας το πιγούνι του. Ύστερα είδε το μπουκάλι. «Α, πέρασε μέσα. Θα το τσούξουμε, υποθέτω». Το σπίτι του ήταν ένα χάλι, πράγμα που με εξέπληξε. Παντελόνια πεταμένα σε καρέκλες, ένας ξέχειλος σκουπιδοτενεκές, κουτιά γεμάτα χαρτιά στοιβαγμένα σε περίεργες γωνίες στο διάδρομο, έτσι που χρειάστηκε να βαδίσω πλάγια για να περάσω. Μου έδειξε έναν δερμάτινο καναπέ όλο σκασίματα και επέστρεψε σε λίγο με δύο ποτήρια και ένα μπολ με παγάκια. Σέρβιρε γενναίες μερίδες. «Εντάξει, ήμουν πολύ αγενής χτες βράδυ» είπε. «Ναι. Δηλαδή, έχω την αίσθηση ότι εγώ σου δίνω ένα σωρό πληροφορίες ενώ εσύ τίποτε». «Προσπαθώ να διαλευκάνω ένα φόνο. Εσύ απλώς κάνεις ένα ρεπορτάζ. Προηγούμαι. Είναι κάποια πράγματα, Καμίλ, που απλώς δεν γίνεται να σου τα πω». «Και αντιστρόφως έχω κάθε δικαίωμα να προστατεύσω τις πηγές μου». «Που, με τη σειρά του, βοηθάει να προστατεύεται το άτομο που διέπραξε τους φόνους». «Μπορείς να το βρεις, Ρίτσαρντ. Σου έδωσα σχεδόν τα πάντα. Χριστέ μου, κάνε και κάτι από μόνος!» Αναμετρηθήκαμε με το βλέμμα. «Τρελαίνομαι όταν μου το παίζεις σκληρή ρεπόρτερ». Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε. Κούνησε το κεφάλι του. Με σκούντησε με το ξυπόλυτο πόδι του. «Ειλικρινά, με τρελαίνεις». Γέμισε πάλι τα ποτήρια και για τους δυο μας. Θα είμαστε λιώμα προτού φτάσει μεσημέρι. Με τράβηξε πάνω του, φίλησε το λοβό μου, έχωσε τη γλώσσα του στο αυτί μου. «Λοιπόν, κορίτσι από το Γουίντ Γκαπ, πόσο κακό κορίτσι ήσουν;» μου ψιθύρισε. «Πες μου για την πρώτη φορά που το έκανες». Η πρώτη μου φορά ήταν ταυτόχρονα και η δεύτερη, και η τρίτη, και η τέταρτη, χάρη στην εμπειρία που είχα στην ογδόη δημοτικού. Αποφάσισα να περιοριστώ στην πρώτη. «Ήμουν δεκάξι» είπα ψέματα. Μου φάνηκε πιο κατάλληλο για τη διάθεση της στιγμής να δηλώσω μεγαλύτερη. «Το έκανα με έναν παίκτη του φούτμπολ, στο μπάνιο, σε ένα πάρτι».
Η αντοχή μου στο ποτό ήταν καλύτερη από του Ρίτσαρντ, που, με μάτι θολό, έκανε κύκλους με το δάχτυλό του γύρω από τη θηλή μου, σκληρή κάτω από το πουκάμισό μου. «Μμμμ... τελείωσες;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Θυμάμαι να προσποιούμαι ότι τελείωνα. Θυμάμαι ένα μουρμουρητό οργασμού, αλλά αυτό ήταν αφού με είχαν ήδη περάσει στον τρίτο από την παρέα. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι ήταν καλοσύνη του που μου ψιθύριζε συνέχεια στ’ αυτί «Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει;» «Θέλεις να τελειώσεις και τώρα; Μαζί μου;» μου ψιθύρισε ο Ρίτσαρντ. Ένευσα καταφατικά και μου ρίχτηκε. Εκείνα τα χέρια βρίσκονταν παντού, έκαναν να μου ανεβάσουν το πουκάμισο, πάλευαν να μου ξεκουμπώσουν το παντελόνι, να το κατεβάσουν. «Στάσου, στάσου. Όπως μ’ αρέσει εμένα» του ψιθύρισα. «Μ’ αρέσει με τα ρούχα». «Όχι. Θέλω να σ’ αγγίξω». «Όχι, μωρό μου, όπως μ’ αρέσει εμένα». Κατέβασα λίγο το παντελόνι μου και κράτησα την κοιλιά μου καλυμμένη με το πουκάμισο, αποσπώντας του συνεχώς την προσοχή με φιλιά σε στρατηγικά σημεία. Ύστερα τον οδήγησα μέσα μου και πηδηχτήκαμε, με όλα μας τα ρούχα, και εκείνο το σκίσιμο στο δερμάτινο καναπέ που γρατσούνιζε τον πισινό μου. Σαβούρα, τρόμπα, μικρό, κορίτσι. Πρώτη φορά που πήγαινα με άντρα ύστερα από δέκα χρόνια. Σαβούρα, τρόμπα, μικρό, κορίτσι! Σύντομα τα μουγκρητά του άρχισαν να ακούγονται πιο δυνατά απ’ το δέρμα μου. Μόνο τότε το ευχαριστήθηκα. Εκείνες τις λίγες τελευταίες γλυκιές διεισδύσεις. Έμεινε πεσμένος μισός δίπλα μου, μισός επάνω μου όταν τελείωσε, σφίγγοντας ακόμη στη γροθιά του το γιακά του πουκαμίσου μου. Η μέρα είχε γίνει κατασκότεινη. Τρέμαμε στο χείλος μιας καταιγίδας. «Πες μου ποιος νομίζεις ότι το έκανε» είπα. Φάνηκε σοκαρισμένος. Τι περίμενε, «Σ’ αγαπώ;»Έστριψε μια τούφα από τα μαλλιά μου για λίγο, έπαιξε τη γλώσσα του στ’ αυτί μου. Όταν τους αρνηθείς την πρόσβαση σε άλλα μέρη του κορμιού, οι άντρες καρφώνονται στο αυτί. Κάτι που έμαθα την τελευταία δεκαετία. Ο Ρίτσαρντ δεν μπορούσε ν’ αγγίξει το στήθος μου, ή τον πισινό μου, τα μπράτσα μου ή τα πόδια μου, αλλά έμοιαζε ευχαριστημένος, προς το παρόν, με το αυτί μου. «Μεταξύ μας, είναι ο Τζον Κιν. Ο νεαρός ήταν πολύ στενά δεμένος με την αδερφή του. Με νοσηρό τρόπο. Δεν έχει άλλοθι. Πιστεύω ότι έχει κάποιο κόλλημα με τα κοριτσάκια που το
καταπιέζει, καταλήγοντας να τις σκοτώνει και να τους βγάζει τα δόντια για χάρη της συγκίνησης. Δεν θα αντέξει για πολύ όμως. Αυτό θα επιταχυνθεί. Ελέγχουμε κάθε πιθανό δείγμα ασυνήθιστης συμπεριφοράς στη Φιλαδέλφεια, όπου ζούσε πριν. Ίσως αποδειχτεί πως τα προβλήματα της Νάταλι δεν ήταν ο μόνος λόγος που μετακόμισαν». «Χρειάζομαι μια επίσημη δήλωση». «Ποιος σου είπε για τα δαγκώματα και ποιους είχαν δαγκώσει οι δυο μικρές;» μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Έξω η βροχή άρχισε να χτυπάει στην άσφαλτο σαν κάποιος να κατουρούσε. «Η Μέρεντιθ Γουίλερ μου είπε ότι η Νάταλι της έκοψε με δαγκωνιά το λοβό». «Τι άλλο;» «Η Αν είχε δαγκώσει τη μητέρα μου. Στον καρπό. Αυτά». «Βλέπεις, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Μπράβο, καλό κορίτσι» μου ψιθύρισε χαϊδεύοντας πάλι τη θηλή μου. «Και τώρα πες μου κάτι που να μπορώ να δημοσιεύσω». «Όχι». Μου χαμογέλασε. «Θα γίνει όπως μ’ αρέσει εμένα». Ο Ρίτσαρντ με πήδηξε άλλη μια φορά εκείνο το απόγευμα και τελικά μου έδωσε, με τα χίλια ζόρια, μια γενική δήλωση για εντυπωσιακές εξελίξεις στην υπόθεση και πιθανή σύλληψη. Τον άφησα κοιμισμένο στο κρεβάτι του και έτρεξα στο αυτοκίνητό μου μέσα στη βροχή. Μια ασύνδετη σκέψη κουδούνιζε στο κεφάλι μου: η Άμα θα του είχε αποσπάσει περισσότερα. Οδήγησα μέχρι το πάρκο Γκάρετ και έμεινα καθισμένη στο αυτοκίνητο κοιτώντας τη βροχή γιατί δεν ήθελα να πάω σπίτι. Αύριο αυτό το μέρος θα ήταν γεμάτο παιδιά που θα άρχιζαν το μακρύ, αργόσχολο καλοκαίρι τους. Τώρα ήμουν μόνο εγώ και ένιωθα βρόμικη και ανόητη. Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν με είχαν κακομεταχειριστεί ή όχι. Ο Ρίτσαρντ, εκείνα τα αγόρια που μου πήραν την παρθενιά μου, οποιοσδήποτε. Ποτέ δεν υπεράσπιζα τον εαυτό μου σε κάποια διαφωνία. Μου άρεσε εκείνη η μοχθηρή φράση από την Παλαιά Διαθήκη: έπαθε αυτό που της άξιζε. Μερικές φορές οι γυναίκες παθαίνουν αυτό που τους αξίζει. Σιωπή και μετά όχι πια. Το κίτρινο IROC ήρθε μουγκρίζοντας δίπλα μου. Η Άμα και η Κάιλι μοιράζονταν την μπροστινή θέση του επιβάτη. Στο τιμόνι ήταν ένα κοκαλιάρικο αγόρι με γυαλιά ηλίου αγορασμένα σε βενζινάδικο και μια φανέλα γεμάτη λεκέδες. Τολύπες
καπνού έβγαιναν από τα παράθυρα μαζί με μυρωδιά αλκοόλ με άρωμα κίτρου. «Μπες μέσα, πάμε να το γλεντήσουμε λιγάκι σ’ ένα πάρτι» είπε η Άμα. Μου πρότεινε ένα μπουκάλι φτηνή βότκα με άρωμα πορτοκάλι. Έβγαλε έξω τη γλώσσα της και άφησε να πέσει πάνω μια σταγόνα βροχής. Τα μαλλιά και το έξωμο μπλουζάκι της ήταν ήδη μούσκεμα. «Καλά είμαι εδώ, ευχαριστώ». «Δεν σου φαίνεται. Έλα, η αστυνομία περιπολεί το πάρκο. Θα φας σίγουρα κλήση για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Μυρίζεις ολόκληρη». «Έλα, τσικίτα» μου φώναξε η Κάιλι. «Θα μας βοηθήσεις να κρατήσουμε σε τάξη τα παιδιά αποδώ». Σκέφτηκα τις επιλογές μου: Να πάω σπίτι, να πιω μόνη. Να πάω σε ένα μπαρ, να πιω με όποιον τύχαινε να περάσει. Να πάω με τα πιτσιρίκια, μήπως ακούσω και κανένα ενδιαφέρον κουτσομπολιό σε τελική ανάλυση. Καμιά ωρίτσα. Μετά, σπίτι και ξερή για ύπνο. Συν ότι υπήρχε κι αυτή η μυστηριώδης φιλική διάθεση της Άμα απέναντι μου. Όσο κι αν σιχαινόμουν να το παραδεχτώ, η μικρή είχε αρχίσει να μου γίνεται έμμονη ιδέα. Τα πιτσιρίκια με υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές όταν μπήκα στο πίσω κάθισμα. Η Άμα πέρασε στη γύρα ένα άλλο μπουκάλι, ζεστό ρούμι που είχε γεύση αντιηλιακού. Ανησυχούσα μήπως μου ζητήσουν να τους αγοράσω αλκοόλ. Όχι επειδή δεν θα το έκανα. Αξιολύπητο μεν. αλλά ήθελα να με ήθελαν απλώς μαζί τους και τίποτε άλλο. Σαν να ήμουν περιζήτητη και πάλι. Όχι ένα τέρας της φύσης. Αποδεκτή από το πιο καυτό κορίτσι του σχολείου. Η σκέψη αυτή και μόνο με έκανε να θέλω να πεταχτώ από το αμάξι και να γυρίσω σπίτι με τα πόδια. Αλλά η Άμα μού πέρασε ξανά το μπουκάλι. Το χείλος ήταν πασαλειμμένο με ροζ, γυαλιστερό κραγιόν. Το αγόρι δίπλα μου μου συστήθηκε ως Νόλαν κούνησε το κεφάλι του και σκούπισε τον ιδρώτα από το πάνω χείλος του. Κοκαλιάρικα μπράτσα με κρούστες από επουλωμένα σημάδια, πρόσωπο γεμάτο ακμή. Μεθαμφεταμίνη. Το Μισούρι είναι η δεύτερη Πολιτεία με το μεγαλύτερο ποσοστό εθισμού. Πλήττουμε εδώ κάτω και έχουμε μπόλικα χημικά. Όταν ήμουν εγώ μαθήτρια, μεθαμφεταμίνη έπαιρναν οι πολύ σκληροί. Τώρα κυκλοφορούσε στα πάρτι. Ο Νόλαν διέγραφε με το δάχτυλό του πάνω κάτω τη ραφή από το πλαστικό κάλυμμα της θέσης του οδηγού μπροστά του, αλλά κοίταξε κι εμένα αρκετά ώστε να πει: «Πρέπει να είσαι συνομήλικη της μάνας μου. Γουστάρω». «Δεν νομίζω ότι είμαι συνομήλικη της μαμάς σου». «Είναι κάπου τριάντα τρία, τριάντα τέσσερα;» Σχεδόν συνομήλικη.
«Πώς τη λένε;» «Κέισι Ρέιμπερν». Την ήξερα. Αίγα χρόνια μεγαλύτερή μου. Από εργατική οικογένεια. Πάρα πολύ τζελ στο μαλλί και αδυναμία στους μεξικάνους σφάχτες κοτόπουλων κάτω στα σύνορα του Αρκάνσας. Σε κάποια σύναξη του κατηχητικού είχε πει στην ομάδα της ότι είχε δοκιμάσει να αυτοκτονήσει. Τα κορίτσια στο σχολείο της άρχισαν να τη φωνάζουν η Κέισι το Ξυράφι. «Πρέπει να ήταν πριν από μένα» είπα. «Μάγκα μου, αυτή η γκόμενα ήταν πολύ σούπερ για να κάνει παρέα με πρεζόνια πουτάνες σαν τη μάνα σου» είπε ο οδηγός. «Άντε γαμήσου» μουρμούρισε ο Νόλαν. «Καμίλ, κοίτα τι έχουμε». Η Άμα τεντώθηκε πάνω από τη θέση του συνοδηγού έτσι που τα οπίσθιά της βρέθηκαν δίπλα στο πρόσωπο της Κάιλι. Μου κούνησε ένα μπουκαλάκι χάπια. «ΟξιΚοντίν. Θα φτιαχτείς τέλεια». Έβγαλε τη γλώσσα της, κόλλησε επάνω τρία χαπάκια στη σειρά, σαν μικρά άσπρα κουμπιά και μετά τα μάσησε και τα κατάπιε με μια γουλιά βότκα. «Πάρε». «Όχι, Άμα, ευχαριστώ». Το ΟξιΚοντίν είναι καλό πράμα. Να το κάνεις παρέα με τη μικρή σου αδερφή, δεν είναι. «Ω, έλα, Μιλ, μόνο ένα» με καλόπιασε. «Θα ξαλαφρώσεις. Εγώ νιώθω απίθανα τώρα. Πρέπει να νιώσεις κι εσύ». «Νιώθω πολύ καλά, Άμα». Εκείνο το «Μιλ» με γύρισε πίσω στη Μάριαν. «Αλήθεια σου λέω». Γύρισε πάλι μπροστά κι αναστέναξε. Έδειχνε ανεπανόρθωτα μουτρωμένη. «Έλα τώρα, Άμα, μην μου πεις ότι νοιάζεσαι τόσο πολύ» είπα αγγίζοντας τον ώμο της. «Όχι πια». Δεν το άντεχα, έχανα έδαφος, ένιωθα εκείνη την επικίνδυνη ανάγκη να ευχαριστήσω τους άλλους, έτσι όπως παλιά. Εξάλλου, ένα χαπάκι δεν θα με σκότωνε. «Εντάξει, εντάξει, δώσε μου ένα. Ένα». Αμέσως ζωντάνεψε και γύρισε σαν σβούρα προς το μέρος μου. «Βγάλε τη γλώσσα σου. Όπως στη Θεία Κοινωνία. Θα κοινωνήσεις με χάπι».
Έβγαλα τη γλώσσα μου, η Άμα έβαλε το χαπάκι στην άκρη και τσίριξα από χαρά. «Μπράβο καλό κορίτσι». Μου χαμογέλασε. Είχα βαρεθεί να το ακούω αυτό σήμερα. Παρκάραμε σε ένα από τα μεγάλα παλιά βικτοριανά μέγαρα του Γουίντ Γκαπ, πλήρως ανακαινισμένο και φρεσκοβαμμένο σε φανταχτερές αποχρώσεις του γαλάζιου, του ροζ και του πράσινου, που υποτίθεται ότι ήταν φάνκι. Αντί γι' αυτό έμοιαζε με σπίτι τρελού παγωτατζή. Ένα αγόρι χωρίς πουκάμισο ξερνούσε στους θάμνους στο πλάι του σπιτιού, δύο παιδιά πάλευαν πάνω σε ό,τι είχε απομείνει από ένα παρτέρι με λουλούδια και ένα νεαρό ζευγαράκι ήταν αγκαλιασμένο σε θανάσιμη λαβή πάνω σε μια παιδική κούνια. Τον Νόλαν τον παρατήσαμε στο αυτοκίνητο, να διαγράφει αδιάκοπα με το δάχτυλό του πάνω κάτω εκείνη τη ραφή. Ο Ντέιμον, ο οδηγός, τον κλείδωσε μέσα «για να μην του κολλήσει κανένας μαλάκας». Βρήκα τη χειρονομία πολύ χαριτωμένη. Χάρη στο ΟξιΚοντίν αισθανόμουν σε μεγάλη φόρμα και όπως μπαίναμε στο σπίτι, έπιασα τον εαυτό μου να αναζητάει πρόσωπα από τα μαθητικά μου χρόνια: αγόρια με μαλλιά καρφάκια και δερμάτινα μπουφάν, κορίτσια με φουσκωτές περμανάντ και χοντρά χρυσά σκουλαρίκια. Τη μυρωδιά από κολόνια Ντακάρ Νουάρ και Τζόρτζιο. Όλα άφαντα. Τα αγόρια εδώ ήταν κάτι μωρά με φαρδιά σορτς του σκέιτμπορντ και αθλητικά παπούτσια, τα κορίτσια φορούσαν μπουστάκια και μίνι φούστες και κρίκους στον αφαλό και όλοι με κοίταζαν σαν να ήμουν αστυνομικός με πολιτικά. Όχι δεν είμαι, αλλά πήδηξα έναν σήμερα το απόγευμα. Χαμογέλασα, τους κούνησα το κεφάλι μου. Είμαι πολύ ζωηρούλα εγώ, σκέφτηκα χαζά. Στη σπηλαιώδη τραπεζαρία του σπιτιού, το τραπέζι είχε τραβηχτεί σε μια άκρη για να γίνει χώρος για χορό και φορητά ψυγεία με ποτά. Η Άμα έτρεξε κατευθείαν στον κύκλο και τρίφτηκε πάνω σε ένα αγόρι μέχρι που ο σβέρκος του έγινε κατακόκκινος. Του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί και, όταν εκείνος ένευσε καταφατικά, άνοιξε ένα από τα ψυγεία και τράβηξε τέσσερις μπίρες, που τις κράτησε πάνω στο βρεγμένο μπούστο της, παριστάνοντας ότι δυσκολευόταν να τις κουμαντάρει ενώ προσπερνούσε κουνιστή και λυγιστή μια παρέα αγόρια που τη θαύμαζαν απροκάλυπτα. Τα κορίτσια, όχι και τόσο. Έβλεπα τα επικριτικά βλέμματα να σκίζουν σαν αστραπές όλο το πάρτι, σαν διασταυρούμενα πυροτεχνήματα. Αλλά οι μικρές ξανθιές είχαν υπέρ τους δύο βασικά. Πρώτον, ήταν παρέα με τον τοπικό ντίλερ, που ήταν βέβαιο ότι έριχνε καρπαζιές. Δεύτερον, ήταν πολύ πιο όμορφες από κάθε άλλο θηλυκό εκεί μέσα, που σήμαινε ότι τα αγόρια θα αρνούνταν να τις πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Επιπλέον, το πάρτι το έδινε αγόρι, κρίνοντας από τις φωτογραφίες στο ράφι του τζακιού στο σαλόνι, ένα μελαχρινό παιδί, με γλυκιά ομορφιά, που πόζαρε με τήβεννο και καπέλο για τη φωτογραφία της αποφοίτησης·
και δίπλα, περήφανοι, η μαμά και ο μπαμπάς. Την ήξερα τη Μαμά: ήταν η μεγάλη αδερφή μιας φίλης μου από το γυμνάσιο. Η ιδέα ότι βρισκόμουν στο πάρτι του γιου της μου προκάλεσε το πρώτο κύμα νευρικότητας. «ΩΘέμουΩΘέμουΩΘέμου». Μια καστανομάλλα με βατραχίσια μάτια και μπλουζάκι που διατυμπάνιζε με περηφάνια τη φίρμα του The Gap μας προσπέρασε σαν σίφουνας και άρπαξε από το μπράτσο μια άλλη κοπέλα, με φάτσα αμφίβιου επίσης. «Ήρθαν. Τελικά ήρθαν». «Ψώνιο» απάντησε η φίλη της. «Τέλειο. Θα πούμε γεια;» «Ας περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει. Αν δεν τους θέλει εδώ ο Τζέι Σι, δεν πρέπει να ανακατευτούμε». «Σίγουρα». Είχα καταλάβει προτού τον δω. Η Μέρεντιθ Γουίλερ μπήκε στο σαλόνι, σέρνοντας πίσω της τον Τζον Κιν. Μερικά παιδιά τους χαιρέτησαν κουνώντας το κεφάλι, κάποιοι τον χτύπησαν φιλικά στον ώμο. Άλλοι του γύρισαν επιδεικτικά την πλάτη και έκλεισαν τον κύκλο τους. Ούτε ο Τζον ούτε η Μέρεντιθ με πρόσεξαν, προς μεγάλη μου ανακούφιση. Η Μέρεντιθ εντόπισε μια παρέα από λιγνές στραβοκάνες, φίλες μαζορέτες, υπέθεσα, που στέκονταν στην πόρτα της κουζίνας. Έβγαλε μια τσιρίδα χαράς και έτρεξε κοντά τους παρατώντας σύξυλο τον Τζον στη μέση του σαλονιού. Τα κορίτσια ήταν ακόμα πιο παγερά από τα αγόρια. «Γειααα» είπε μια από αυτές, χωρίς χαμόγελο. «Είχες πει ότι δεν θα ερχόσουν». «Αποφάσισα ότι ήταν βλακεία. Όποιος έχει κουκούτσι μυαλό ξέρει ότι ο Τζον είναι εντάξει. Δεν θα μένουμε εμείς απέξω γι’ αυτή τη... βλακεία». «Δεν είναι εντάξει, Μέρεντιθ. Ο Τζέι Σι δεν είναι εντάξει μ’ αυτό» είπε μια κοκκινομάλλα, που είτε ήταν η φιλενάδα του Τζέι Σι είτε φιλοδοξούσε να γίνει. «Θα του μιλήσω εγώ» είπε η Μέρεντιθ. «Αφήστε να του μιλήσω πρώτα». «Καλύτερα να φύγετε». «Είναι αλήθεια ότι πήραν ρούχα του Τζον;» ρώτησε μια τρίτη από την παρέα, μια μικροκαμωμένη κοπέλα που είχε κάτι το μητρικό επάνω της. Πρέπει να ήταν αυτή που κατέληγε να κρατάει μαλλιά όποτε ξερνούσαν οι φίλες της. «Ναι, αλλά για να τον αποκλείσουν εντελώς. Όχι επειδή είναι μπλεγμένος». «Όπως και να ’χει...» είπε η κοκκινομάλλα. Τη μίσησα.
Η Μέρεντιθ σάρωσε με τα μάτια την αίθουσα αναζητώντας πιο φιλικά πρόσωπα, με εντόπισε, φάνηκε να σαστίζει, είδε την Κέλσι, φάνηκε να γίνεται έξαλλη. Αφήνοντας τον Τζον δίπλα στην πόρτα να κάνει πως κοιτάζει το ρολόι του, να δένει το κορδόνι του και να παριστάνει τον αδιάφορο ενώ γύρω του το μουρμουρητό του τσούρμου έπαιρνε το ρυθμό σκανδάλου, ήρθε προς το μέρος μας με άγριες διαθέσεις. «Τι κάνετε εσείς εδώ;» Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, το μέτωπό της γεμάτο στάλες ιδρώτα. Η ερώτηση δεν απευθυνόταν σε καμιά από μας συγκεκριμένα. Ίσως ρωτούσε τον εαυτό της. «Μας έφερε ο Ντέιμον» είπε τραγουδιστά η Άμα. Κουνήθηκε μια δυο φορές στις μύτες των ποδιών της. «Δεν το πιστεύω ότι είστε κι εσείς εδώ. Δεν το πιστεύω ότι αυτός έχει μούτρα να εμφανίζεται». «Θεέ μου, τι σκύλα που γίνεσαι. Δεν ξέρεις τίποτα, μαλακισμένο. Χαπακωμένο κωλόπαιδο». Η φωνή της Μέρεντιθ έτρεμε, σαν σβούρα που έχει χάσει τη φόρα της και στροβιλίζεται προς την άκρη του τραπεζιού. «Καλύτερο απ’ αυτόν που πηδιέσαι εσύ» είπε η Άμα. «Γειααα, δολοφόνε». Η Άμα κούνησε το χέρι στον Τζον, που την πρόσεξε μόλις εκείνη τη στιγμή και ξαφνικά φάνηκε σαν να τον είχαν χαστουκίσει. Ήταν έτοιμος να έρθει κοντά μας, όταν από το διπλανό δωμάτιο μπήκε ο Τζέι Σι και τον πήρε παράμερα. Δυο ψηλοί, όμορφοι νεαροί, που είχαν να πουν για θανάτους και πάρτι. Η αίθουσα συγχρονίστηκε σε ένα χαμηλόφωνο ψίθυρο βλέποντας τον Τζέι Σι να χτυπάει τον Τζον στην πλάτη, σαν να του έδειχνε την πόρτα. Ο Τζον έκανε νόημα στη Μέρεντιθ και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Εκείνη τον ακολούθησε γρήγορα, με το κεφάλι κάτω και τα χέρια να σκεπάζουν το πρόσωπό της. Τη στιγμή που έβγαινε ο Τζον, κάποιος φώναξε με δυνατή, περιπαιχτική φωνή: «Έξω οι φονιάδες των παιδιών!». Νευρικά γέλια και βλέμματα προς το ταβάνι. Η Μέρεντιθ έβγαλε μια πνιχτή στριγκλιά· έξαλλη, στράφηκε δείχνοντας τα δόντια της, ούρλιαξε ένα «Άντε γαμηθείτε όλοι!» και βγήκε κοπανώντας την πόρτα. Το ίδιο αγόρι τη μιμήθηκε για να γελάσουν όλοι, με ένα τάχα μου σεμνό κοριτσίστικο άντε γαμηθείτε όλοι, τινάζοντας το γοφό του στο πλάι. Ο Τζέι Σι ανέβασε ξανά τη μουσική και μια εφηβική ποπ γυναικεία φωνή από συνθεσάιζερ μας είπε τραγουδιστά κάτι για πίπες. Ήθελα να τρέξω πίσω από τον Τζον, να τον αγκαλιάσω. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο τόσο μόνο, και η Μέρεντιθ δεν φαινόταν διατεθειμένη να τον παρηγορήσει. Τι θα έκανε τώρα, ολομόναχος, εκεί πίσω στο σπιτάκι του αμαξά; Πριν προλάβω να τρέξω πίσω του, η Άμα με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε επάνω στο «Δωμάτιο των VIP», όπου αυτή, οι ξανθιές και δύο γυμνασιόπαιδα με ξυρισμένα κεφάλια έκαναν φύλλο φτερό την ντουλάπα της μαμάς του
Τζέι Σι τραβώντας από τις κρεμάστρες τα καλύτερά της ρούχα για να φτιάξουν μ’ αυτά φωλιά. Σκαρφάλωσαν πάνω στο κρεβάτι, μέσα σε έναν κύκλο από γούνες και σατέν και η Άμα με τράβηξε δίπλα της και έβγαλε από το σουτιέν της ένα χαπάκιΈκστασι. «Έχεις παίξει ποτέ Ρουλέτα ΓύρωΓύρωΌλοι;» με ρώτησε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Περνάς το X γύρω γύρω, από γλώσσα σε γλώσσα, και σε όποιου τη γλώσσα λιώσει τελικά είναι ο τυχερός νικητής. Αυτό εδώ όμως είναι ό,τι καλύτερο έχει ο Ντέιμον, γι’ αυτό θα τραβήξουμε όλοι από λίγο». «Όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω» είπα. Παραλίγο να είχα πει ναι, μέχρι που πρόσεξα τις εκφράσεις των αγοριών. Πρέπει να τους θύμιζα τις μανάδες τους. «Ω, έλα, Καμίλ, δεν θα σε μαρτυρήσω, έλα!» κλαψούρισε η Άμα σκαλίζοντας ένα από τα νύχια της. «Έλα να το κάνουμε μαζί. Δεν είμαστε αδερφούλες;» «Καμίλ, έλααααα!» μουρμούρισαν η Κάιλι και η Κέλσι. Η Τζόουντς με παρατηρούσε αμίλητη. Ήταν το ΟξιΚοντίν, ήταν το αλκοόλ, ήταν το απογευματινό σεξ, ήταν η καταιγίδα που ακόμη κρεμόταν πάνω από την πόλη, ήταν το ταλαίπωρο δέρμα μου (το ψυγείο είχε ξεπεταχτεί στο μπράτσο μου και με έκαιγε), ήταν οι νοσηρές μου σκέψεις για τη μητέρα μου; Δεν ξέρω ποιο απ’ αυτά με χτύπησε πιο δυνατά, αλλά ξαφνικά άφησα την Άμα να μου σκάσει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο ενώ κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου κι ύστερα η γλώσσα της Κάιλι κόλλησε στο στόμα ενός αγοριού, που πέρασε νευρικά το χαπάκι στην Κέλσι, που έγλειψε το κάτω χείλος του άλλου αγοριού, που η γλώσσα του ήταν μακριά σαν λύκου και γέμισε σάλια την Τζόουντς, που τέντωσε τρεμουλιάζοντας τη γλώσσα της προς στην Άμα, που βούτηξε το χάπι σαν μυρμηγκοφάγος και με τη μαλακή, καυτή γλωσσίτσα της έχωσε μέσα στο στόμα μου το X, με αγκάλιασε σφιχτά και κράτησε πατημένο το χάπι στο κέντρο της γλώσσας μου ώσπου το ένιωσα να διαλύεται. Έλιωσε μέσα στο στόμα μου σαν «μαλλί της γριάς». «Να πιεις πολύ νερό» μου ψιθύρισε η Άμα κι έπειτα χασκογέλασε δυνατά προς τον κύκλο πέφτοντας ανάσκελα πάνω σε μια γούνα μινκ. «Γαμώτο, ρε Άμα. Μόλις είχαμε αρχίσει» είπε άγρια το αγόρι λύκος, με μάγουλα κατακόκκινα από τσαντίλα. «Η Καμίλ είναι καλεσμένη μου» είπε η Άμα με ψεύτικη επισημότητα. «Συν ότι έχει ανάγκη να το χαρεί λιγάκι. Πέρασε πολύ γαμημένη ζωή. Είχαμε κι εμείς μια αδερφή που πέθανε, όπως ο Τζον Κιν. Δεν το ξεπέρασε ποτέ». Αυτά, σαν να έκανε τις συστάσεις για να σπάσει ο πάγος σε ένα κοκτέιλ πάρτι: Ο Ντέφιντ έχει κατάστημα τροφίμου, ο Τζέιμς μόλις επέστρεψε από μετάθεση στη Γαλλία και, ω, ναι, η Καμίλ δεν έχει ξεπεράσει ακόμη το θάνατο της
αδερφής της. Θέλει κανείς δεύτερο ποτό; «Πρέπει να φύγω» είπα και σηκώθηκα απότομα με ένα κόκκινο σατέν μπλουζάκι κολλημένο στην πλάτη μου. Είχα περίπου δεκαπέντε λεπτά μέχρι να με πιάσει για τα καλά τοΈκστασι και δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί όταν θα συνέβαινε. Και πάλι όμως, το πρόβλημα: ο Ρίτσαρντ, αν και πότης, δεν ήταν πιθανό να ανεχτεί κάτι πιο σκληρό, και το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελα με τίποτα να μείνω κλεισμένη στο δωμάτιό μου, ολομόναχη και φτιαγμένη, να αφουγκράζομαι τη μητέρα μου. «Έλα μαζί μου» πρότεινε η Άμα. Έχωσε το χέρι κάτω από το σούπερ ενισχυμένο σουτιέν της, έβγαλε ένα χαπάκι από τη φόδρα, το έχωσε στο στόμα της και χάρισε ένα πελώριο και πολύ σκληρό χαμόγελο στα υπόλοιπα παιδιά, που την κοίταζαν όλο ελπίδα, αλλά μουτρωμένα. Τίποτα γι’ αυτούς. «Πάμε για κολύμπι, Μιλ, θα είναι μπόμπα όταν θ’ αρχίσουμε να κάνουμε κεφάλι». Μου χαμογέλασε δείχνοντας δυο σειρές τέλεια άσπρα δόντια. Δεν είχα πια κουράγιο να αντισταθώ ήταν πιο εύκολο να πάω με τα νερά της. Κατεβήκαμε τη σκάλα, μπήκαμε στην κουζίνα (ροδοπρόσωπα αγόρια μας κοίταζαν απορημένα η μια κάπως πολύ μικρή, η άλλη σίγουρα πολύ μεγάλη). Βρεθήκαμε να βγάζουμε εμφιαλωμένο νερό από το ψυγείο (η λέξη άρχισε πάλι να λαχανιάζει πάνω στο δέρμα μου σαν κουτάβι μπροστά σε ένα μεγαλύτερο σκυλί), που ήταν γεμάτο χυμούς και μαγειρεμένα φαγητά, φρέσκα φρούτα και άσπρο ψωμί, και συγκινήθηκα ξαφνικά απ’ αυτό το αθώο οικογενειακό ψυγείο, που δεν είχε ιδέα για τα όργια που γίνονταν σε άλλα δωμάτια του σπιτιού. «Πάμε, έχω λυσσάξει να κολυμπήσω» μου δήλωσε ξέφρενα η Άμα τραβολογώντας με από το μπράτσο σαν παιδί. Πράγμα που ήταν. Παίρνω ναρκωτικά παρέα με τη δεκατριάχρονη αδερφή μου είπα ψιθυριστά στον εαυτό μου. Αλλά είχαν ήδη περάσει δέκα λεπτά και η ιδέα μού προκάλεσε μόνο ένα σκίρτημα χαράς. Ήταν χαρούμενο παιδί η αδερφούλα μου, το πιο περιζήτητο κορίτσι του Γουίντ Γκαπ και ήθελε να κάνει παρέα μαζί μου. Μ’ αγαπάει, όπως η Μάριαν. Χαμογέλασα. To X μού είχε προκαλέσει το πρώτο κύμα χημικής αισιοδοξίας, το ένιωθα να φουσκώνει μέσα μου σαν μεγάλο διαφημιστικό αερόστατο και να σκάει στην οροφή του ουρανίσκου μου, εκλύοντας καλή διάθεση. Σχεδόν ένιωθα τη γεύση της, σαν ένα ροζ αφρώδες ζελέ. Η Κέλσι και η Κάιλι πήγαν να μας ακολουθήσουν στην έξοδο, αλλά η Άμα στράφηκε προς το μέρος τους χαχανίζοντας. «Εσείς παιδιά, δεν θα έρθετε μαζί» είπε και γέλασε πάλι. «Εσείς παιδιά θα μείνετε εδώ. Βοηθήστε την Τζόουντς να βρει γκόμενο, της χρειάζεται ένα καλό πήδημα». Η Κέλσι αγριοκοίταξε την Τζόουντς που χασομερούσε αμήχανα στη σκάλα. Η Κάιλι κοίταξε το χέρι της Άμα γύρω από τη μέση μου. Κοίταξαν η μια την άλλη. Η Κέλσι κόλλησε
πάνω στην Άμα, έβαλε το χέρι της στον ώμο της. «Δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ, θέλουμε να έρθουμε μαζί σου» είπε παραπονιάρικα. «Έλα, σε παρακαλώ». Η Άμα την έκανε πέρα χαμογελώντας της σαν να ήταν κουτό αλογάκι. «Κάνε μου τη χάρη και άντε γαμήσου, εντάξει;» είπε. «Σας βαρέθηκα όλες. Είστε τελείως χαζές». Η Κέλσι έμεινε πίσω, σαστισμένη, με χέρια μισοαπλωμένα ακόμη. Η Κάιλι ανασήκωσε τους ώμους της και επέστρεψε στο πάρτι. Άρπαξε μια μπίρα από το χέρι ενός μεγαλύτερου αγοριού, του έγλειψε τα χείλη της και γύρισε πίσω το κεφάλι της να δει αν την κοίταζε η Άμα. Δεν την κοίταζε. Η Άμα εκείνη τη στιγμή έβγαζε εμένα από την πόρτα σαν ιπποτικός συνοδός. Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια και βγήκαμε στο πεζοδρόμιο, όπου μικρούτσικες κίτρινες οξαλίδες ξεφύτρωναν από τις χαραμάδες του πεζοδρομίου. Τις έδειξα. «Όμορφες». Η Άμα έδειξε εμένα και κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. «Λατρεύω το κίτρινο όταν είμαι φτιαγμένη. Εσένα σ’ έπιασε;» Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου καταφατικά. Το πρόσωπό της μια άναβε, μια έσβηνε καθώς βαδίζαμε κάτω από τις λάμπες του δρόμου, έχοντας ξεχάσει το κολύμπι, πηγαίνοντας με τον αυτόματο πιλότο προς την κατεύθυνση του σπιτιού της Άντορα. Ένιωθα τη νύχτα να κολλάει επάνω μου σαν υγρή, μαλακή ρόμπα και από το μυαλό μου πέρασε αστραπιαία μια εικόνα από το νοσοκομείο στο Ιλινόις: εγώ να ξυπνάω ιδρωμένη στο κρεβάτι μου από ένα απελπισμένο σφύριγμα. Η διπλανή μου, η μαζορέτα, πεσμένη στο πάτωμα, μπλαβιά, να τινάζεται σπασμωδικά, και δίπλα της το μπουκάλι του Γουίντεξ. Ένας αστείος ήχος σαν πορδή. Μεταθανάτια αέρια. Ένα αμήχανο, σοκαρισμένο γέλιο από πλευράς μου, τώρα, στο Γουίντ Γκαπ, απόηχος εκείνου που μου είχε ξεφύγει σε κείνο το άθλιο δωμάτιο, μέσα στο αχνό, κίτρινο φως του πρωινού. Η Άμα έβαλε το χέρι της στο δικό μου. «Τι σκέφτεσαι για... την Άντορα;» Ένιωσα τη μαστούρα μου να ταλαντεύεται, αλλά τελικά ξαναβρήκε την ανοδική τροχιά της. «Νομίζω ότι είναι μια πολύ δυστυχισμένη γυναίκα» είπα. «Και μπερδεμένη». «Την ακούω να φωνάζει ονόματα όταν κοιμάται τα μεσημέρια: την Τζόια, τη Μάριαν... εσένα».
«Χαίρομαι που δεν είμαι αναγκασμένη να την ακούω» είπα χτυπώντας χαϊδευτικά το χέρι της Άμα. «Αλλά λυπάμαι που την ακούς εσύ». «Της αρέσει να με φροντίζει». «Μπράβο». «Είναι περίεργο» είπε η Άμα. «Όποτε με περιποιείται, μετά θέλω να κάνω σεξ». Σήκωσε απότομα το πίσω μέρος της φούστας της επιδεικνύοντας ένα καυτό ροζ στρινγκ. «Δεν πρέπει να αφήνεις τα αγόρια να σου κάνουν διάφορα πράγματα, Άμα. Γιατί αυτό συμβαίνει. Και. στην ηλικία σου, δεν είναι ανταποδοτικό». «Καμιά φορά, όταν αφήνεις τους άλλους να σου κάνουν διάφορα, στην πραγματικότητα τους τα κάνεις εσύ» είπε η Άμα και τράβηξε ένα Μπλόου Ποπ από την τσέπη της. Γεύση κεράσι. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Αν κάποιος θέλει να σου κάνει διεστραμμένα πράγματα και τον αφήσεις, τον κάνεις ακόμα πιο διεστραμμένο. Και τότε, έχεις εσύ τον έλεγχο. Αρκεί να μην σου στρίψει». «Άμα, δεν...» Αλλά το στόμα της πήγαινε ροδάνι, δεν άκουγε. «Μ’ αρέσει το σπίτι μας» με διέκοψε. «Μ’ αρέσει το δωμάτιό της. Το πάτωμα είναι ονομαστό.Έχει μπει και σε περιοδικό. Ο τίτλος ήταν: “Οικία Ελεφαντοστού: Η Ζωή στο Νότο όπως σε Χρόνια Περασμένα” Γιατί τώρα πια κανείς δεν μπορεί να έχει ελεφαντόδοντο. Κρίμα. Πραγματικά πολύ κρίμα». Έχωσε το γλειφιτζούρι στο στόμα της και άρπαξε από τον αέρα μια πυγολαμπίδα. Την κράτησε γερά με τα δύο δάχτυλα, της έκοψε την ουρά και έσυρε το φωτεινό κομμάτι γύρω από το δάχτυλό της σχηματίζοντας ένα λαμπερό δαχτυλίδι που φωσφόριζε. Πέταξε κάτω το μισοπεθαμένο έντομο και θαύμασε το χέρι της. «Σε συμπαθούσαν τα άλλα κορίτσια όταν ήσουν στην ηλικία μου;» με ρώτησε. «Γιατί εμένα σίγουρα δεν με χωνεύουν». Προσπάθησα να συμβιβάσω την εικόνα που είχα για την Άμα, θρασύτατη, αυταρχική, καμιά φορά τρομακτική (όταν με ακολουθούσε στο πάρκο πατώντας στα χνάρια μου τι είδους δεκατριάχρονο προκαλεί έτσι έναν ενήλικο;), με ένα κορίτσι που δεν το χώνευε κανένας. Είδε το ύφος μου και διάβασε τις σκέψεις μου. «Δεν εννοώ ότι δεν μου φέρονται καλά. Κάνουν ό,τι τους πω. Αλλά δεν με χωνεύουν. Έτσι και τα σκατώσω μια φορά, τη στιγμή που θα κάνω κάτι άσχετο, θα είναι οι πρώτες που θα
στραφούν εναντίον μου. Καμιά φορά στο δωμάτιό μου, πριν κοιμηθώ, κάθομαι και γράφω ό,τι έκανα και δεν έκανα εκείνη τη μέρα. Μετά τα βαθμολογώ. Α ίσον τέλεια κίνηση· Δ ίσον σκατά, ήμουν σκέτη αποτυχία». Όταν εγώ πήγαινα γυμνάσιο κρατούσα λεπτομερή κατάλογο με ό,τι φορούσα καθημερινά. Καμία επανάληψη προτού κλείσει μήνας. «Όπως απόψε, όταν ο Ντέιβ Ραντ, που είναι ο πιο καυτός τριτοετής, μου είπε ότι δεν ξέρει αν μπορεί να περιμένει ένα χρόνο, ξέρεις, για να το κάνει μαζί μου αφού θα έχω πάει γυμνάσιο, κατάλαβες; Κι εγώ του λέω: «Μην περιμένεις». Και φεύγω. Και όλα τα παιδιά κάνουν «Ωωωωω». Αυτό ήταν Α. Χτες όμως, σκόνταψα κι έπεσα στη Μέιν Στριτ μπροστά στα κορίτσια, κι αυτές γέλασαν. Αυτό ήταν Δ. Άντε, Γ, γιατί τους έκανα τόσο πολύ τη ζωή ποδήλατο την υπόλοιπη μέρα, που η Κάιλι και η Κέλσι έκλαψαν. Η Τζόουντς πάντα κλαίει, οπότε αυτή δεν μετράει». «Είναι πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν» είπα. «Μακιαβέλι» ξεφώνισε θριαμβευτικά η Άμα και έτρεξε μπροστά χοροπηδώντας από διάθεση να διακωμωδήσει την ηλικία της, ή από αυθεντική νεανική ενεργητικότητα, δεν μπόρεσα να καταλάβω. «Πώς το ήξερες αυτό;» Είχα εντυπωσιαστεί και τη συμπαθούσα όλο και περισσότερο κάθε στιγμή που περνούσε. Ένα πανέξυπνο, προβληματικό κορίτσι. Ακουγόταν γνώριμο. «Ξέρω χιλιάδες πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξέρω» μου απάντησε και άρχισα κι εγώ να χοροπηδάω μαζί της. Ήμουν φτιαγμένη από το'Εκστασι και ενώ καταλάβαινα ότι σε κατάσταση νηφαλιότητας δεν θα έκανα αυτά τα πράγματα, ένιωθα τόσο ευτυχισμένη που δεν μ’ ένοιαζε. Οι μύες μου κελαηδούσαν. «Ξέρεις, είμαι πιο έξυπνη από τους περισσότερους καθηγητές μου. Έκανα τεστ IQ. Κανονικά είμαι στην όγδοη τάξη, αλλά η Άντορα πιστεύει πως πρέπει να είμαι με παιδιά της ηλικίας μου. Τέλος πάντων. Θα πάω αλλού γυμνάσιο. Στο Νιου'Ινγκλαντ». Το είπε με το θαυμασμό κάποιου που ξέρει τον τόπο μόνο από φωτογραφίες, του κοριτσιού που τρέφει φαντασιώσεις για τα διάσημα πανεπιστήμια της ανατολικής ακτής: Όλος ο καλός κόσμος πάει στο Νιου'Ινγκλαντ. Όχι πως ήταν σωστό να την κρίνω, δεν είχα πάει ποτέ. «Πρέπει να φύγω αποδώ» είπε η Άμα με το επιτηδευμένα κατάκοπο ύφος παραχαϊδεμένης νοικοκυράς. «Βαριέμαι συνέχεια. Γι’ αυτό κάνω διάφορα. Το ξέρω ότι... το παρατραβάω».
«Με το σεξ, εννοείς;» Σταμάτησα. Η καρδιά μου έπαιζε ρούμπα μέσα στο στήθος μου. Ο αέρας μύριζε μοβ κρινάκια και ένιωθα το άρωμα να κυλάει στη μύτη μου, στα πνευμόνια, στο αίμα μου. Οι φλέβες μου θα μύριζαν μοβ. «Όχι. Εκτονώνομαι, ξέρεις. Ξέρεις. Το ξέρω ότι ξέρεις». «Πώς εκτονώνεσαι;»Ήμασταν κοντά στο σπίτι της μητέρας μου και ήμουν φτιαγμένη στο φουλ από το χάπι. Ένιωθα τα μαλλιά μου να θροΐζουν πάνω στους ώμους μου σαν ζεστό τρεχούμενο νερό και λικνιζόμουν δεξιά αριστερά, χωρίς καμιά συγκεκριμένη μουσική. Στην άκρη του πεζοδρομίου έβλεπα ένα σαλιγκάρι, τα μάτια μου είχαν κολλήσει στο ελικοειδές κέλυφος. «Εσύ ξέρεις. Ξέρεις πως μερικές φορές νιώθεις την ανάγκη να κάνεις κακό σε κάποιον». Το είπε σαν να μου πουλούσε ένα καινούργιο προϊόν για τα μαλλιά. «Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να αντιμετωπίσεις την πλήξη και την κλειστοφοβία από το να κάνεις κακό στους άλλους» είπα. «Είσαι έξυπνο κορίτσι, καταλαβαίνεις». Συνειδητοποίησα ότι τα δάχτυλά της είχαν γλιστρήσει κάτω από το μανίκι του πουκαμίσου μου, άγγιζαν τις ανώμαλες προεξοχές των ουλών μου. Δεν τη σταμάτησα. «Κόβεσαι, Άμα;» «ΓΙονάω» τσίριξε κι έφερε σβούρα πάνω στο δρόμο, στριφογυρίζοντας επιδεικτικά με το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα χέρια απλωμένα μπροστά σαν κύκνος. «Και μ’ αρέσει!» ούρλιαξε. Ο αντίλαλος της φωνής της ακούστηκε ως το βάθος του δρόμου, όπου ψηλά πάνω από τη γωνία του στεκόταν φρουρός το σπίτι της μητέρας μου. Η Άμα έφερε σβούρες μέχρι που έπεσε με θόρυβο στην άσφαλτο κι ένα από τα ασημένια της βραχιόλιακρίκους ξέφυγε από τον καρπό της και κατρακύλησε μεθυσμένα πάνω στο δρόμο. Ήθελα να της μιλήσω για το θέμα σαν μεγάλη που ήμουν, αλλά τοΈκστασι με ανέβασε πάλι και, αντί να της μιλήσω, τη σήκωσα από κάτω τραβώντας τη (γελούσε, ο αγκώνας της είχε γδαρθεί και μάτωνε) και προχωρήσαμε φέρνοντας σβούρες η μια την άλλη προς το σπίτι της μητέρας μας. Το πρόσωπό της είχε ανοίξει στα δυο απ’ το χαμόγελό της, τα δόντια της ήταν υγρά και μεγάλα και σκέφτηκα τι δελεαστικά μπορεί να ήταν για έναν δολοφόνο. Λεία τετράγωνα από γυαλιστερό σμάλτο, τα μπροστινά σαν ψηφίδες, με τις οποίες θα μπορούσες να διακοσμήσεις την επιφάνεια ενός μικρού τραπεζιού. «Είμαι τόσο καλά μαζί σου» είπε γελώντας η Άμα και ένιωσα την ανάσα της ζεστή και
γλυκά μεθυσμένη πάνω στο πρόσωπό μου. «Είσαι σαν αδελφή ψυχή μου». «Εσύ είσαι σαν αδερφή μου» είπα. Βλασφημία; Δεν μ’ ένοιαζε. «Σ’ αγαπάω» ούρλιαζε η Άμα. Στριφογυρνούσαμε τόσο γρήγορα που τα μάγουλά μου πλατάγιζαν, με γαργαλούσαν. Γελούσα σαν παιδί. Ποτέ δεν ;ήμουν τόσο ευτυχισμένη όσο ετούτη τη στιγμή, σκέφτηκα. Το φως του δρόμου ήταν σχεδόν ρόδινο, τα μαλλιά της Άμα στόλιζαν τους δικούς μου ώμους και τα έντονα ζυγωματικά της φάνταζαν σαν δυο ροδέλες βούτυρο πάνω στο μαυρισμένο δέρμα της. Άπλωσα το χέρι μου ν’ αγγίξω τη μια απ’ αυτές αφήνοντας στιγμιαία το δικό της, ο κρίκος μας έσπασε και το σπάσιμο έγινε αιτία να πέσουμε κάτω με όλη μας τη φόρα. Το γόνατό μου χτύπησε με δύναμη στο κράσπεδο γκαπ!αίμα τινάχτηκε, απλώθηκε πάνω στο πόδι μου. Κόκκινες κηλίδες ξεφύτρωσαν πάνω στο στήθος της Άμα από το σύρσιμο πάνω στην άσφαλτο. Κοίταξε κάτω, κοίταξε εμένα με τα άγρια μπλε μάτια της να γυαλίζουν, πέρασε τα δάχτυλά της από το αιμάτινο δίχτυ στο στήθος της, έβγαλε μια τσιρίδα μεγάλη, κι ύστερα έγειρε το κεφάλι της στην αγκαλιά μου γελώντας. Πέρασε το δάχτυλό της από άκρη σε άκρη στο στήθος της, μαζεύοντας στην άκρη του δαχτύλου της μια ποσότητα αίμα, σαν κόκκινο πλακέ κουμπί και, πριν προλάβω να τη σταματήσω, το έτριψε πάνω στα χείλη μου. Το δοκίμασα, ήταν σαν μελωμένος τσίγκος. Με κοίταξε, μου χαΐδεψε το πρόσωπο κι εγώ την άφησα. «Ξέρω ότι νομίζεις πως η Άντορα αγαπάει εμένα πιο πολύ, αλλά δεν είναι αλήθεια» είπε. Σάμπως να είχε δοθεί ένα σινιάλο, το φως της βεράντας εισόδου του σπιτιού μας, ψηλά στην κορυφή του λόφου, άναψε. «Θέλεις να κοιμηθείς στο δωμάτιό μου;» πρότεινε η Άμα, λίγο πιο ήρεμη. Μας φαντάστηκα στο κρεβάτι της, κάτω από τα πουά σεντόνια, να ψιθυρίζουμε μυστικά, να αποκοιμιόμαστε σφιχταγκαλιασμένες, κι ύστερα συνειδητοποίησα ότι έβλεπα με το νου εμένα και τη Μάριαν. Εκείνη, έχοντάς το σκάσει από το νοσοκομειακό κρεβάτι της, να κοιμάται στο πλάι μου. Τα ζεστά γουργουρίσματα που άφηνε καθώς κουλουριαζόταν πάνω στην κοιλιά μου. Θα έπρεπε να τη γυρίσω κρυφά πίσω στο δωμάτιό της προτού ξυπνήσει η μητέρα μου το πρωί. Στιγμές δραματικής έντασης στο σιωπηλό σπίτι εκείνα τα πέντε δευτερόλεπτα που θα την οδηγούσα στο διάδρομο, πλησιάζοντας το δωμάτιο της μητέρας μου με τον τρόμο ότι μπορεί να άνοιγε απότομα η πόρτα, κι όμως σχεδόν ελπίζοντας να ανοίξει. Δεν είναι άρρωστη, μαμά. Αυτό σχέδιαζα να φωνάξω αν μας έκανε τσακωτές. Είναι εντάξει, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι γιατί δεν είναι πραγματικά άρρωστη. Είχα ξεχάσει πόσο απελπισμένα, πόσο απόλυτα το πίστευα.
Χάρη στα ναρκωτικά, όμως, αυτά ήταν τώρα χαρούμενες αναμνήσεις που εναλλάσσονταν γοργά μέσα στο μυαλό μου σαν σελίδες από παιδικό παραμύθι. Η Μάριαν απέκτησε την αίσθηση ενός κούνελου σ’ αυτές τις αναμνήσεις, ένα μικρό κουνέλι με χιονάτη ουρά, ντυμένο όπως η αδερφή μου. Είχα αρχίσει σχεδόν να αισθάνομαι την επαφή με τη γουνίτσα της, όταν έφερα τον εαυτό μου στα συγκαλά του και είδα τα μαλλιά της Άμα να τρίβονται πάνω κάτω στο πόδι μου. «Τελικά, θέλεις;» με ρώτησε. «Όχι απόψε. Άμα. Είμαι πτώμα από την κούραση και θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου». Ήταν αλήθεια. Το χάπι με είχε φτιάξει γρήγορα και πολύ δυνατά, και μετά μου είχε περάσει απότομα. Ένιωθα πως σε δέκα λεπτά το πολύ θα ήμουν νηφάλια και δεν ήθελα να έχω την Άμα μέσα στα πόδια μου όταν θα προσγειωνόμουν. «Να έρθω να κοιμηθώ εγώ μαζί σου τότε;» Στάθηκε κάτω από τη λάμπα του δρόμου. Η κοντή τζιν φούστα κρεμόταν από τα κόκαλα των στενών γοφών της, το ελαστικό τοπ είχε στραβώσει και σκιστεί. Κοντά στα χείλη της, ένας λεκές από αίμα. Με κοίταξε όλο ελπίδα. «Όχι. Ας κοιμηθούμε χωριστά απόψε. Το κάνουμε αύριο». Δεν είπε τίποτε, μόνο μου γύρισε την πλάτη και έτρεξε προς το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, άτσαλα, με τις πατούσες της να σηκώνονται ως τον πισινό της σαν πουλάράκι σε παιδικό καρτούν. «Άμα!» της φώναξα. «Περίμενε, μπορείς να μείνεις μαζί μου απόψε, εντάξει;» Άρχισα να τρέχω πίσω της. Το να την παρακολουθώ στα σκοτεινά, υπό την επήρεια του ναρκωτικού, ήταν σαν να προσπαθούσα να εντοπίσω κάποιον κοιτώντας σε έναν καθρέφτη πίσω μου. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ότι η κινούμενη σιλουέτα είχε κάνει μεταβολή και ότι στην πραγματικότητα ερχόταν προς το μέρος μου. Καταπάνω μου. Η σύγκρουση ήταν μετωπική, το κούτελό της κοπάνησε το πιγούνι μου όπως το σφυρί το αμόνι και πέσαμε κι οι δυο ξανά, στο πεζοδρόμιο αυτή τη φορά. Το κεφάλι μου χτύπησε με κρότο στο τσιμέντο και ένας οξύς πόνος διαπέρασε όλη την κάτω σιαγόνα μου. Για μερικές στιγμές, έμεινα ανάσκελα, με τα μαλλιά της Άμα διπλωμένα πάνω στη χούφτα μου και μια πυγολαμπίδα πάνω από το κεφάλι μου να πάλλεται σε απόλυτο συγχρονισμό με το αίμα στις φλέβες μου. Ύστερα η Άμα άρχισε να χασκογελάει. Έπιασε με τα δυο της χέρια το μέτωπό της και πίεσε με τα δάχτυλα το σημείο που είχε ήδη σχηματιστεί ένα καρούμπαλο μπλαβί σαν δαμάσκηνο. «Γαμώτο, μου στραπατσάρισες τη μούρη». «Εσύ μου άνοιξες το κεφάλι» ψιθύρισα. Ανακάθισα κι ένιωσα να θολώνω. Το αίμα που το τσιμέντο εμπόδιζε να αναβλύσει, μούλιασε απότομα το σβέρκο μου. «Χριστέ μου. Άμα. Τι άγαρμπη που είσαι».
«Νόμιζα ότι σ' αρέσουν οι αγριάδες». Άπλωσε το χέρι της, με τράβηξε όρθια και το πηχτό αίμα κύλησε από το σβέρκο προς στο λαιμό μου. Ύστερα έβγαλε από το μεσαίο της δάχτυλο ένα μικροσκοπικό χρυσό δαχτυλίδι με έναν αχνοπράσινο περιδοτίτη και το φόρεσε στο μικρό μου δαχτυλάκι. «Ορίστε. Θέλω να σου το δώσω». Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Αυτός που σου το χάρισε θα ήθελε να το φοράς εσύ». «Η Άντορα μου το έδωσε, κατά κάποιο τρόπο. Δεν τη νοιάζει, πίστεψέ με. Θα το έδινε στην Αν, αλλά... τέλος πάντων, η Αν πάει πια, οπότε έμενε άχρηστο. Άσχημο, ε; Προσποιούμουν ότι το είχε χαρίσει σε μένα. Πράγμα απίθανο, αφού με μισεί». «Δεν σε μισεί». Αρχίσαμε να βαδίζουμε προς το σπίτι, προς το φως της βεράντας που έλαμπε δυνατά από την κορυφή του λόφου. «Εσένα δεν σε θέλει» είπε δοκιμαστικά η Άμα. «Όχι, δεν με θέλει». «Ούτε κι εμένα με θέλει. Απλώς με άλλο τρόπο». Ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια, λιώνοντας μούρα κάτω από τα πόδια μας. Ο αέρας μύριζε σαν γαρνιτούρα σε παιδική τούρτα. «Σε ήθελε πιο πολύ ή πιο λίγο αφότου πέθανε η Μάριαν;» με ρώτησε η Άμα πιάνοντάς με αγκαζέ. «Πιο λίγο». «Άρα, δεν βοήθησε». «Τι είπες;» «Που πέθανε, δεν βοήθησε την κατάσταση». «Όχι. Σιωπή τώρα, μέχρι να φτάσουμε στο δωμάτιό μου, εντάξει;» Ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού, εγώ με το χέρι στη βάση του λαιμού μου να συγκρατώ το αίμα και η Άμα να με ακολουθεί επικίνδυνα κοντά, τη μια σκύβοντας να μυρίσει ένα τριαντάφυλλο στο βάζο του διαδρόμου, την άλλη σκάζοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο είδωλό της στον καθρέφτη. Όπως συνήθως, σιωπή από την κρεβατοκάμαρα της Αντορα. Μόνο εκείνος ο ανεμιστήρας να βουίζει στο σκοτάδι πίσω από την κλειστή πόρτα. Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιό μου, έκλεισα την πόρτα, έβγαλα τα μουσκεμένα από τη βροχή αθλητικά παπούτσια μου (γεμάτα κολλημένα χορταράκια από κουρεμένο γρασίδι),
σκούπισα από το πόδι μου ζουμιά από πατημένα μούρα και σήκωσα μηχανικά το πουκάμισό μου για να το βγάλω πάνω από το κεφάλι μου, πριν αισθανθώ το βλέμμα της Άμα καρφωμένο πάνω μου. Κατεβάζοντας αυτομάτως το πουκάμισο, σωριάστηκα στο κρεβάτι, τόσο κουρασμένη δήθεν, που δεν άντεχα ούτε να ξεντυθώ. Τράβηξα το σεντόνι μέχρι πάνω και κουλουριάστηκα προς τη μια άκρη του κρεβατιού μουρμουρίζοντας μια καληνύχτα. Την άκουσα να πετάει τα ρούχα της στο πάτωμα και, μια στιγμή μετά, το φως έσβησε κι αυτή βρέθηκε στο κρεβάτι κουλουριασμένη πίσω μου, μόνο με το κυλοτάκι της. Ήθελα να κλάψω στην ιδέα ότι μπορούσα να κοιμηθώ δίπλα σε κάποιον χωρίς ρούχα, χωρίς να ανησυχώ ποια λέξη μπορεί να ξεγλιστρούσε κάτω από κάποιο μανίκι ή μπατζάκι. «Καμίλ;» Η φωνή της σιγανή, κοριτσίστικη, αβέβαιη. «Ξέρεις πως οι άνθρωποι θέλουν καμιά φορά να ξεσπάσουν σε κάποιον, γιατί αν δεν το κάνουν νεκρώνονται τόσο πολύ που δεν νιώθουν τίποτα;» «Μμμ». «Κι αν συμβαίνει το αντίθετο;» ψιθύρισε. «Άμα πονάς επειδή σ' αρέσει πάρα πολύ; Σαν να έχεις μια φαγούρα, σαν να έχει μείνει αναμμένος ένας διακόπτης μέσα σου. Και να μην κλείνει με καμία δύναμη, παρά μόνο αν ξεσπάσεις σε κάποιον; Τι πάει να πει αυτό τότε;» Έκανα την κοιμισμένη. Έκανα πως δεν ένιωσα τα δάχτυλά της να διαγράφουν ξανά και ξανά το χάσου πάνω στο σβέρκο μου. Ένα όνειρο. Η Μάριαν με το άσπρο νυχτικό να κολλάει πάνω της από τον ιδρώτα, ένα ξανθό μπουκλάκι πατικωμένο πάνω στο μάγουλό της. Πιάνει το χέρι μου και προσπαθεί να με σηκώσει από το κρεβάτι. «Δεν είναι ασφαλές εδώ» μου ψιθυρίζει. «Δεν είναι ασφαλές για σένα». Της λέω να με αφήσει ήσυχη. Δεκατρία 'Τ Τ ταν περασμένες δύο όταν ξύπνησα, με το στομάχι μου 11 κόμπο και τα σαγόνια μου να πονάνε αφού έσφιγγα τα δόντια μου επί πέντε ώρες συνέχεια. Η Γαμημένη X Άμα πρέπει να είχε κι αυτή προβλήματα. Είχε αφήσει μπόλικα ματοτσίνορα πάνω στο μαξιλάρι δίπλα μου. Τα μάζεψα μέσα στη χούφτα μου και τα ανακάτωσα με το δάχτυλο. Κόκαλο από τη μάσκαρα, άφησαν μια σκούρα μπλε μουτζούρα στην παλάμη μου. Τα τίναξα να πέσουν σε ένα πιατάκι πάνω στο κομοδίνο μου κι ύστερα πήγα στο μπάνιο και έκανα εμετό. Δεν με πειράζει να κάνω εμετό. Όταν αρρώσταινα παιδί, θυμάμαι τη μητέρα μου να μου κρατάει πίσω τα μαλλιά και τη φωνή της να με καθησυχάζει: Βγάλε όλο το κακό το πράμα, αγάπη μου. Μην σταματήσεις μέχρι να βγει όλο. Η κατάληξη είναι να μου αρέσουν όλα αυτά: τα ρεψίματα, η αίσθηση αδυναμίας, τα σάλια. Αναμενόμενο είναι, το ξέρω, αλλά και αληθινό. Κλείδωσα την πόρτα μου, έβγαλα όλα μου τα ρούχα και ξανάπεσα στο κρεβάτι. Ο πόνος
στο κεφάλι μου ξεκινούσε από το αριστερό αυτί, κατέβαινε στο λαιμό μου και αποκεί στη ραχοκοκαλιά. Τα σωθικά μου ανακατεύονταν, με το ζόρι κουνούσα το στόμα μου από τον πόνο, το γόνατό μου με έκαιγε. Και μάτωνα ακόμη. Έβλεπα κόκκινες κηλίδες παντού στα σεντόνια μου. Αλλά και στη μεριά της Άμα υπήρχαν αίματα: σκόρπιες κηλίδες, όπου είχε τριφτεί το στήθος της, ένας σκουρότερος λεκές πάνω στο μαξιλάρι. Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά, μου είχε κοπεί η ανάσα. Έπρεπε να διαπιστώσω αν η μητέρα μου ήξερε τι είχε συμβεί. Είχε δει την Άμα; Θα είχα πρόβλημα;Ένιωσα αναγούλα από τον πανικό. Κάτι φοβερό επρόκειτο να συμβεί. Μέσα στην παράνοιά μου, ήξερα τι συνέβαινε στην πραγματικότητα: τα επίπεδα της σεροτονίνης στον οργανισμό μου, έχοντας φτάσει στα ύψη από το ναρκωτικό το προηγούμενο βράδυ, τώρα είχαν καταποντιστεί αφήνοντάς με στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Αυτό είπα στον εαυτό μου και την ίδια στιγμή έχωσα το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι και άρχισα να κλαίω. Είχα ξεχάσει εκείνα τα κοριτσάκια, διάβολε, ούτε που τα είχα σκεφτεί καθόλου: η νεκρή Αν και η νεκρή Νάταλι. Ακόμα χειρότερα, είχα προδώσει τη Μάριαν, την είχα αντικαταστήσει με την Άμα, την είχα αγνοήσει στα όνειρά μου. Θα υπήρχαν συνέπειες. Έκλαψα πικρά, με σπασμούς, με τον ίδιο καθαρτικό τρόπο που είχα κάνει εμετό, μέχρι που μούσκεψε το μαξιλάρι και πρήστηκε το πρόσωπό μου όπως των μεθυσμένων. Και τότε, κροτάλισε το χερούλι της πόρτας. Έκανα τον εαυτό μου να σωπάσει χαϊδεύοντας το μάγουλό μου, ελπίζοντας πως η σιωπή θα έκανε το κακό να περάσει. «Καμίλ. Άνοιξε». Η μητέρα μου, αλλά όχι με θυμό. Γλυκομίλητη. Έως καλή. Παρέμεινα αμίλητη. Μερικά τραντάγματα ακόμη. Ένας χτύπος. Μετά σιωπή, καθώς ξανάφυγε με αθόρυβα βήματα. Καμίλ. Άνοιξε. Μια εικόνα της μητέρας μου: καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού μου να κρατάει από πάνω μου ένα κουτάλι της σούπας γεμάτο σιρόπι που μύριζε πικρίλα. Τα φάρμακά της πάντα με έκαναν να αισθάνομαι πιο άρρωστη απ’ ό,τι ήμουν. Αδύναμο στομάχι. Όχι τόσο όσο της Μάριαν, αλλά αδύναμο έτσι κι αλλιώς. Τα χέρια μου ίδρωναν. Κάνε να μην ξανάρθει. Είδα αστραπιαία τον Κιούρι, με μια από τις φριχτές γραβάτες του να ταλαντεύεται άγρια πάνω από την κοιλιά του, να ορμάει στο δωμάτιο για να με σώσει. Να με παίρνει μακριά με τη Φορντ Τόρους του, το αμάξι να είναι γεμάτο καπνό απ’ τα τσιγάρα του, και η Αϊλίν να μου χαϊδεύει το κεφάλι σε όλο το ταξίδι προς το Σικάγο. Η μητέρα μου έβαλε ένα κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας μου. Δεν ήξερα ότι είχε κλειδί. Μπήκε στο δωμάτιο με μια έκφραση ικανοποίησης, με το πιγούνι της τεντωμένο μπροστά όπως συνήθως και το κλειδί να κρέμεται από μια μακριά ροζ κορδέλα. Φορούσε ανοιχτό γαλάζιο αμάνικο φόρεμα και στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκάλι οινόπνευμα, ένα κουτί χαρτομάντιλα και ένα κόκκινο σατινέ νεσεσέρ.
«Μωρό μου» είπε μ’ ένα στεναγμό. «Μου είπε η Άμα τι πάθατε. Καημενούλες μου. Εκείνη ξαλαφρώνει από το πρωί. Σου τ’ ορκίζομαι, και ξέρω ότι θα ακουστεί σαν καυχησιά, αλλά αν εξαιρέσεις τη δική μας επιχείρηση, δεν είναι να εμπιστεύεσαι πλέον τα κρέατα στον καιρό μας. Η Άμα μου είπε ότι έφταιγε το κοτόπουλο, ε;» «Μάλλον» είπα. Αναγκαστικά θα συνέχιζα το όποιο ψέμα τής είχε πει η Άμα. Ήταν φως φανάρι ότι η μικρή μπορούσε να ελιχθεί πολύ καλύτερα από μένα. «Δεν το χωράει ο νους μου να λιποθυμήσετε και οι δυο στα σκαλιά του σπιτιού μας κι εγώ να είμαι μέσα και να κοιμάμαι! Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω» είπε η Αντορα. «Οι μελανιές της μόνο! Λες και έμπλεξε σε καβγά». Δεν υπήρχε περίπτωση να είχε χάψει η μητέρα αι>υύ το παραμύθι. Ήταν ειδική στις αρρώστιες και στα τραύματα και δεν την ξεγελούσες παρά μόνο αν ήθελε να ξεγελαστεί. Τώρα είχε σκοπό να περιποιηθεί εμένα και ήμουν πολύ αδύναμη και πολύ στερημένη για να τη διώξω. Άρχισα πάλι να κλαίω, αδύνατον να σταματήσω. «Αισθάνομαι χάλια, μαμά». «Το ξέρω, μωρό μου». Τράβηξε από πάνω μου το σεντόνι, το κατέβασε με μια επιδέξια κίνηση ξεσκεπάζοντας ως και τα δάχτυλα των ποδιών μου και, όταν προσπάθησα ενστικτωδώς να καλυφθώ με τα χέρια μου, μου τα έπιασε και τα κράτησε σταθερά στα πλευρά μου. «Πρέπει να δω τι συμβαίνει, Καμίλ». Ανασήκωσε το πιγούνι μου από τη μια και από την άλλη, τράβηξε προς τα έξω το κάτω χείλος μου σαν να εξέταζε άλογο. Μου σήκωσε αργά ένα ένα τα χέρια, κοίταξε πρώτα τις μασχάλες μου, έχωσε έπειτα τα δάχτυλά της στις κοιλότητες κι ύστερα πίεσε τα πλάγια του λαιμού μου ψάχνοντας για πρησμένους αδένες. Το θυμόμουν καλά το τελετουργικό. Έχωσε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια μου, γρήγορα, επαγγελματικά. Ο καλύτερος τρόπος να πάρεις τη θερμοκρασία, έλεγε πάντα. Έπειτα, έσυρε τα δάχτυλά της προς τα πόδια μου, αργά, ανάλαφρα, μέχρι που πάτησε με το πέλμα του αντίχειρα πάνω στην ανοιχτή πληγή στο χτυπημένο μου γόνατο. Δυνατές πράσινες λάμψεις άστραψαν μπροστά στα μάτια μου και κουλουριάστηκα αυτόματα στο πλευρό, μαζεύοντας ψηλά τα πόδια μου. Η μητέρα μου εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να πασπατέψει το κεφάλι μου και εντόπισε γρήγορα το πλαδαρό, πληγωμένο σημείο κοντά στην κορυφή του. «Λίγο ακόμη, Καμίλ, και τελειώσαμε». Έβρεξε τα χαρτομάντιλά της με οινόπνευμα και μου έτριψε το γόνατο μέχρι που δεν έβλεπα τίποτε πια από τα δάκρυα και τις μύξες. Ύστερα μου έδεσε σφιχτά το τραύμα με καθαρή γάζα. που την έκοψε με ένα ψαλιδάκι από το νεσεσέρ της. Η πληγή άρχισε να ματώνει σχεδόν αυτόματα και σύντομα ο επίδεσμος στο γόνατό μου έγινε σαν τη σημαία της Ιαπωνίας: ένας
προκλητικός κόκκινος κύκλος πάνω σε απόλυτο λευκό. Ύστερα πίεσε προς τα κάτω το κεφάλι μου με το ένα χέρι της και ταυτόχρονα αισθάνθηκα ένα απότομο τράβηγμα στα μαλλιά μου. Μου τα ξύριζε γύρω από την πληγή. Έκανα να τραβηχτώ. «Μην τολμήσεις, Καμίλ. Θα σε κόψω. Μείνε ακίνητη σαν καλό κορίτσι». Με το κρύο χέρι της πίεσε το μάγουλό μου, ακινητοποιώντας το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι και τσικ, τσικ, τσικ, ψαλίδισε ένα δεμάτι μαλλιά μέχρι που ένιωσα κάτι να χαλαρώνει απότομα. Και μια παράξενη αίσθηση, μια άμεση επαφή με τον αέρα ασυνήθιστη για το κρανίο μου. Ψ'ηλάφισα πίσω το κεφάλι μου και άγγιξα ένα σημείο που με αγκύλωνε, μεγάλο όσο ένα ασημένιο δολάριο. Η μητέρα μου μου τράβηξε αμέσως το χέρι, το κόλλησε στο πλευρό μου και άρχισε να μου καθαρίζει με οινόπνευμα την πληγή. Και πάλι μου κόπηκε η ανάσα από τον πόνο. Μετά με γύρισε ανάσκελα και, με ένα υγρό πανί, μου έπλυνε χέρια και πόδια, σαν να ήμουν παράλυτη στο κρεβάτι. Τα βλέφαρά της ήταν ρόδινα στα σημεία όπου είχε ξεριζώσει τα ματοτσίνορά της. Ήταν αναψοκοκκινισμένη σαν κοριτσόπουλο. Τράβηξε κοντά της το νεσεσέρ και, αφού ψαχούλεψε ανάμεσα σε κουτάκια με χάπια και σωληνάρια κάθε λογής, βρήκε κάτω κάτω ένα χαρτομάντιλο διπλωμένο σε τετραγωνάκι, παραφουσκωμένο και ελαφρά λερωμένο. Από το εσωτερικό του έβγαλε ένα χάπι χρώματος μπλε ελεκτρίκ. «Μια στιγμή, γλυκιά μου». Την άκουσα να κατεβαίνει γρήγορα τη σκάλα και κατάλαβα ότι πήγαινε στην κουζίνα.Ύστερα άκουσα τα ίδια βήματα να επιστρέφουν στο δωμάτιό μου. Η μητέρα μου κρατούσε στο χέρι της ένα ποτήρι με πηχτό υγρό. «Έλα, Καμίλ, πιες το μαζί μ’ αυτό». «Τι είναι;» «Φάρμακο. Για τη μόλυνση και για τα βακτήρια που μπορεί να άρπαξες από κείνο το κακό φαγητό». «Τι είναι;» ξαναρώτησα. Το μπούστο της μητέρας μου έγινε τόπους τόπους ρόδινο και το χαμόγελό της άρχισε να τρεμουλιάζει σαν τη φλόγα του κεριού σε ξαφνικό φύσημα του αέρα. Άναψε, σβήσε, άναψε, σβήσε, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. «Καμίλ, είμαι η μητέρα σου και είσαι στο σπίτι μου». Γυάλινα ροζ μάτια. Απέστρεψα το πρόσωπό μου και χτύπησα καινούργια φλέβα πανικού. Κάτι κακό. Κάτι είχα κάνει. «Καμίλ. Άνοιξε». Γλυκιά φωνή, καλοπιάσματα. Η λέξη νοσοκόμα άρχισε να τραβάει
κοντά στην αριστερή μασχάλη μου. Θυμάμαι που ήμουν μικρή και αρνιόμουν να πάρω όλα εκείνα τα χάπια και τα φάρμακα και την έχανα επειδή δεν τα έπαιρνα. Μου θύμιζε την Άμα με τοΈκστασι, που με καλόπιανε, που είχε ανάγκη να πάρω αυτό που μου πρόσφερε. Η άρνηση έχει πολύ περισσότερες συνέπειες από την αποδοχή. Το δέρμα μου με έκαιγε εκεί που με είχε καθαρίσει η μητέρα μου και η κάψα μού έδινε την ίδια ικανοποίηση όπως ύστερα από ένα καλό χαράκωμα. Σκέφτηκα την Άμα και πόσο ευχαριστημένη μου είχε φανεί φωλιασμένη στην αγκαλιά της μητέρας μου, αδύναμη, μούσκεμα στον ιδρώτα. Γύρισα, άφησα τη μητέρα μου να βάλει το χάπι πάνω στη γλώσσα μου, να μου δώσει να καταπιώ εκείνο το πηχτό γαλακτερό υγρό και να με φιλήσει. Μέσα σε λίγα λεπτά με πήρε ο ύπνος και η μπόχα της ανάσας μου γλιστρούσε μέσα στα όνειρά μου σαν ομίχλη που μύριζε ξινίλα. Ήρθε, λέει, η μητέρα μου στο δωμάτιό μου να με δει και μου δήλωσε ότι ήμουν άρρωστη. Ξάπλωσε από πάνω μου και κόλλησε το στόμα της στο δικό μου. Ένιωθα την ανάσα της μέσα στο λαιμό μου. Ύστερα άρχισε να μου δίνει τσιμπιές. Όταν τραβήχτηκε, μου χαμογέλασε και μου έστρωσε προς τα πίσω τα μαλλιά. Έπειτα, έφτυσε όλα τα δόντια μου μέσα στις χούφτες της. Ξύπνησα με το σούρουπο, ζεσταινόμουν, ένιωθα ζάλη και ένα ρυάκι ξεραμένο σάλιο που είχε τρέξει έφτανε ως χαμηλά στο λαιμό μου. Αδυναμία. Τυλίχτηκα με μια λεπτή ρόμπα και άρχισα πάλι να κλαίω όταν θυμήθηκα τον κύκλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Δεν είναι τίποτα, πέφτεις από τοΈκστασι, ψιθύρισα στον εαυτό μου, χτυπώντας παρηγορητικά το μάγουλό μου. Ένα κακό κούρεμα δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου. Πιάσ’ τα αλογοουρά. Έσυρα αργά τα βήματά μου στο διάδρομο. Οι κλειδώσεις μου λύγιζαν σαν να ξέφευγαν από τη θέση τους, οι κόμποι των δαχτύλων μου ήταν πρησμένοι, ούτε ξέρω γιατί. Κάτω στο ισόγειο η μητέρα μου τραγουδούσε. Χτύπησα την πόρτα της Άμα και άκουσα ένα κλαψούρισμα να με καλεί να μπω. Καθόταν γυμνή στο πάτωμα, μπροστά από το πελώριο κουκλόσπιτο, με το δάχτυλο στο στόμα της. Οι κύκλοι κάτω από τα μάτια της ήταν σχεδόν μαβιοί, και η μητέρα μου είχε τυλίξει με σφιχτούς επιδέσμους το μέτωπο και το στήθος της. Η Άμα είχε τυλίξει την αγαπημένη της κούκλα με χαρτί υγείας, διάστικτο από κηλίδες με κόκκινο μαρκαδόρο και την είχε στήσει καθιστή στο κρεβάτι. «Εσένα τι σου έκανε;» μου είπε νυσταγμένα, μισοχαμογελώντας. Της γύρισα την πλάτη για να μπορέσει να δει το ξυρισμένο σημείο στο κεφάλι μου.
«Και μου έδωσε κάτι που με έκανε χάλια, δεν με κρατάνε τα πόδια μου» είπα. «Ένα μπλε;» Ένευσα καταφατικά. «Ναι, της αρέσει αυτό» μουρμούρισε η Άμα. «Σε κάνει να κοιμάσαι, ζεστή, όλο σάλια, και φέρνει τις φίλες της και σε βλέπουν». «Το έχει ξανακάνει;» Το κορμί μου πάγωσε κάτω από τον ιδρώτα. Είχα δίκιο: κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί. Η Άμα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν με πειράζει. Καμιά φορά δεν το παίρνω κάνω ότι το παίρνω. Και είμαστε κι οι δυο ευχαριστημένες. Παίζω με τις κούκλες μου ή διαβάζω και, όταν την ακούω να έρχεται παριστάνω την κοιμισμένη». «Άμα;» Κάθισα στο πάτωμα δίπλα της και της χάιδεψα τα μαλλιά. Είχα ανάγκη να είμαι καλή. «Σου δίνει πολλά χάπια και άλλα τέτοια;» «Μόνο όταν δεν είμαι καλά». «Και τι γίνεται τότε;» «Άλλες φορές ζεσταίνομαι και κάνω σαν παλαβή και τότε μου κάνει κρύα μπάνια. Άλλες φορές μου έρχεται εμετός. Καμιά φορά με πιάνουν ρίγη και αισθάνομαι αδυναμία και κούραση και θέλω μόνο να κοιμηθώ». Συνέβαινε ξανά. Όπως με τη Μάριαν. Ένιωσα τη χολή στο βάθος του λαιμού μου, το σφίξιμο. Άρχισα πάλι να κλαίω βουβά, σηκώθηκα, ξανακάθισα. Το στομάχι μου έβραζε. Στήριξα το κεφάλι στα χέρια μου. Η Άμα κι εγώ αισθανόμασταν άρρωστες, ακριβώς όπως η Μάριαν. Έπρεπε να γίνει τόσο ξεκάθαρο μέχρι να το καταλάβω τελικά πολύ αργά, σχεδόν είκοσι χρόνια. «Έλα να παίξουμε κούκλες, Καμίλ». Η Άμα ή αγνόησε τα δάκρυά μου ή δεν τα πρόσεξε καν. «Δεν μπορώ. Άμα. Πρέπει να δουλέψω. Φρόντισε να είσαι κοιμισμένη όταν γυρίσει η μαμά». Έσυρα κάτι ρούχα πάνω στο πονεμένο δέρμα μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Σκέφτεσαι πράγματα τρελά. Παραλογίζεσαι. Και όμως, όχι. Η μητέρα μου σκότωσε τη Μάριαν. Η μητέρα μου σκότωσε εκείνα τα κοριτσάκια.
Πήγα παραπατώντας στην τουαλέτα και ξέρασα ένα ρυάκι ζεστό, αρμυρό υγρό, και οι πιτσιλιές που τινάχτηκαν απ’ το νερό της λεκάνης γέμισαν με φακίδες τα μάγουλά μου έτσι όπως ήμουν γονατισμένη. Όταν ξέσφιξε ο κόμπος στο στομάχι μου, αντιλήφθηκα ότι δεν ήμουν μόνη. Πίσω μου στεκόταν η μητέρα μου. «Καημενούλα μου» μουρμούρισε. Ξαφνιάστηκα, σύρθηκα με τα τέσσερα μακριά της. Στηρίχτηκα στον τοίχο, ανακάθισα και την κοίταξα από χαμηλά. «Γιατί είσαι ντυμένη, αγάπη μου;» μου είπε. «Αφού δεν μπορείς να πας πουθενά». «Πρέπει να βγω. Πρέπει να κάνω λίγη δουλειά. Ο φρέσκος αέρας θα μου κάνει καλό». «Γύρνα στο κρεβάτι, Καμίλ». Η φωνή της ήταν πιεστική και στριγκή. Πήγε με γρήγορα βήματα ως το κρεβάτι μου, σήκωσε τα σκεπάσματα, χτύπησε το στρώμα με την παλάμη της. «Έλα, γλυκιά μου, δεν κάνει να παίζεις με την υγεία σου». Σηκώθηκα όρθια παραπατώντας, άρπαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου από το τραπέζι και την προσπέρασα σαν σίφουνας προς την πόρτα. «Δεν γίνεται, Μαμά δεν θ’ αργήσω». Αφήνοντας την Άμα στον επάνω όροφο παρέα με τις άρρωστες κούκλες της, κατέβηκα τον τσιμεντόδρομο του λόφου με τέτοια ταχύτητα που στράβωσα τον μπροστινό προφυλακτήρα μου κοπανώντας στο σημείο όπου η απότομη κατηφόρα έπιανε το ίσιωμα της δημοσιάς. Μια χοντρή κυρία που έσπρωχνε ένα μωρό σε καροτσάκι με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της. Οδηγούσα στο χαμό, προσπαθώντας να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, ξεφυλλίζοντας στο μυαλό μου τα πρόσωπα όλων όσων γνώριζα στο Γουίντ Γκαπ. Χρειαζόμουν κάποιον που να μου πει στα ίσα ότι έκανα λάθος για την Άντορα, ή, αλλιώς, ότι είχα δίκιο. Κάποιον που να ήξερε καλά την Άντορα, που να είχε άποψη ενήλικου για τα δικά μου παιδικά χρόνια, που να βρισκόταν εδώ όσο καιρό εγώ έλειπα. Ξαφνικά σκέφτηκα την Τζάκι Ο’Νιλ, με το Τζούισι Φρουτ της, τη σούρα της και το κουτσομπολιό της. Την ανεξήγητη μητρική ζεστασιά της προς εμένα, το άσχετο σχόλιό της που τώρα φάνταζε σαν προειδοποίηση: Πάρα πολλά πράγματα πήγαν στραβά. Χρειαζόμουν την Τζάκι, που η Άντορα της κρατούσε μούτρα, την Τζάκι εντελώς αφιλτράριστη, μια γυναίκα που γνώριζε τη μητέρα μου σε όλη της τη ζωή. Που, πολύ καθαρά, κάτι ήθελε να πει. Το σπίτι της Τζάκι απείχε μόνο λίγα λεπτά. Ήταν μια μοντέρνα έπαυλη που φιλοδοξούσε να μοιάζει με προπολεμική βίλα σε φυτεία. Ένα χλωμό κοκαλιάρικο παιδί, καμπουριασμένο καβάλα σε ένα μηχάνημα που κούρευε το γρασίδι, κάπνιζε και πηγαινοερχόταν σε αυστηρές ευθείες γραμμές. Η πλάτη του ήταν διάστικτη από χοντρά, ερεθισμένα σπυριά, τόσο μεγάλα που φάνταζαν σαν πληγές. Άλλο ένα παιδί της μεθαμφεταμίνης. Η Τζάκι θα μπορούσε κάλλιστα να κόψει τον μεσάζοντα και απλώς να δίνει τα είκοσι δολάρια απευθείας στον
ντίλερ. Τη γυναίκα που μου άνοιξε την πόρτα την ήξερα: η Γκέρι Σιλτ, απόφοιτη του Γυμνασίου Καλχούν, μια χρονιά πριν από μένα. Φορούσε κολλαριστή ρόμπα νοσοκόμας, ίδια με της Γκέιλα, και είχε ακόμη στο μάγουλό της εκείνη τη στρογγυλή, ροζ κρεατοελιά για την οποία τη λυπόμουν. Βλέποντας την Γκέρι, ένα τόσο πεζό πρόσωπο από το παρελθόν, παραλίγο να κάνω μεταβολή, να γυρίσω στο αυτοκίνητο και να ξεχάσω όλες τις ανησυχίες μου. Μια τόσο φυσιολογική παρουσία στον κόσμο μου με έκανε να αμφιβάλλω για όσα σκεφτόμουν. Αλλά δεν έφυγα. «Γεια σου, Καμίλ, τι μπορώ να κάνω για σένα;»Έδειχνε πλήρη αδιαφορία για το γεγονός ότι βρισκόμουν εκεί, μια φανερή έλλειψη περιέργειας που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες γυναίκες του Γουίντ Γκαπ. Προφανώς δεν είχε καμιά φιλενάδα για να κουτσομπολεύει. «Γεια σου, Γκέρι, δεν ήξερα ότι δουλεύεις στους Ο’Νιλ». «Από πού να το ξέρεις;» είπε απλά. Οι τρεις γιοι της Τζάκι, γεννημένοι ο ένας μετά τον άλλο, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι: είκοσι, είκοσι ενός και είκοσι δύο, ίσως. Θυμήθηκα ότι ήταν κάτι παχιά αγόρια μ ε χοντρούς σβέρκους που φορούσαν πάντα μακριά αθλητικά σορτς από πολυεστέρα και μεγάλα χρυσά ΛαχτπλΙΛια του Γυμνασίου Καλχούν με φλογάτα γαλάζια πετράδια. Είχαν τα αφύσικα στρογγυλά μάτια της Τζάκι και τα αστραφτερά ελαφρά πεταχτά πάνω δόντια της. Τζίμι, Τζάρεντ και Τζόνι. Ακουγα τουλάχιστον δύο απ’ αυτούς τώρα, να αλλάζουν μπαλιές στην πίσω αυλή, έχοντας έρθει σπίτι για καλοκαίρι από το κολέγιο. Κρίνοντας από το επιθετικά ουδέτερο ύφος της, η Γκέρι πρέπει να είχε αποφασίσει πως ο καλύτερος τρόπος να τους αντιμετωπίζει ήταν να τους αποφεύγει. «Γύρισα εδώ...» ξεκίνησα να λέω. «Ξέρω γιατί βρίσκεσαι εδώ» μου είπε. όχι επικριτικά, αλλά και χωρίς καμιά γενναιοδωρία. Μια απλή δήλωση. Ήμουν απλώς άλλο ένα εμπόδιο στην εργάσιμη μέρα της. «Η μητέρα μου είναι φίλη της Τζάκι και σκέφτηκα...» «Ξέρω ποιες είναι οι φίλες της Τζάκι, πίστεψέ με» είπε η Γκέρι. Δεν έδειξε διατεθειμένη να μ’ αφήσει να περάσω. Αντίθετα, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω κι ύστερα κοίταξε το αυτοκίνητο πίσω μου.
«Η Τζάκι είναι φίλη με πολλές από τις μανάδες των φιλενάδων σου» πρόσθεσε. «Μμμμ. Δεν έχω και πολλές φίλες εδώ αυτό τον καιρό». Πράγμα για το οποίο ήμουν περήφανη, αλλά το είπα εσκεμμένα, με τρόπο που να δείχνει απογοήτευση. Όσο λιγότερο χόλωνε μαζί μου, τόσο πιο γρήγορα θα με έμπαζε μέσα και ένιωθα την πιεστική ανάγκη να μιλήσω με την Τζάκι προτού αλλάξω γνώμη. «Για να πω την αλήθεια, ακόμη κι όταν ζούσα εδώ δεν νομίζω ύτι είχα και πολλές φίλες». «Την Κέιτι Λέισι. Η μάνα της κάνει παρέα με όλες τους». Η παλιόφιλη η Κέιτι Λέισι που με έσυρε καλά καλά στο Πάρτι της Κλάψας και μετά στράφηκε εναντίον μου. Μπορούσα άνετα να τη φανταστώ να οργώνει, την πόλη με το SUV της και με τις όμορφες κορούλες της στο πίσω κάθισμα, ντυμένες στην εντέλεια, πανέτοιμες να κουμαντάρουν όλες τις άλλες πιτσιρίκες του νηπιαγωγείου. Θα τις μάθαινε η Μαμάκα πώς να είναι ιδιαίτερα κακές με τα άσχημα κοριτσάκια, με τα φτωχά κοριτσάκια, κοριτσάκια που το μόνο που ζητούσαν ήταν να τις αφήσουν στην ησυχία τους. Μεγάλη απαίτηση. «Η Κέιτι Λέισι είναι από τα κορίτσια που ντρέπομαι που υπήρξα κάποτε φίλη τους». «Ναι, δεν λέω, εσύ ήσουν εντάξει» είπε η Γκέρι. Τότε θυμήθηκα πως είχε ένα άλογο που το φώναζε Βούτυρο. Το καλαμπούρι σε. βάρος της ήταν πως, φυσικά, ακόμα και το κατοικίδιο της Γκέρι ήταν γεμάτο λιπαρά. «Όχι και τόσο». Δεν είχα συμμετάσχει ποτέ σε πράξεις σκληρότητας, αλλά ούτε και τις είχα εμποδίσει ποτέ. Έμενα πάντα θεατής, μια κακιασμένη σκιά, και έκανα πως γελούσα. Η Γκέρι συνέχισε να στέκεται μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας, τεντώνοντας το μπρασελέ του φτηνού ρολογιού στον καρπό της, σφιγμένη σαν λαστιχένιος ιμάντας, φανερά χαμένη στις δικές της αναμνήσεις. Κακές αναμνήσεις. Τότε, γιατί είχε μείνει στο Γουίντ Γκαπ; Είχα συναντήσει πάρα πολλές από τις ίδιες φάτσες αφότου ξαναγύρισα. Κορίτσια που είχαμε μεγαλώσει μαζί και που ποτέ δεν βρήκαν τη δύναμη να φύγουν. Ήταν μια πόλη που έτρεφε το βόλεμα μέσω της καλωδιακής τηλεόρασης και ενός σουπερμάρκετ. Για όσες είχαν παραμείνει εδώ ίσχυαν οι ίδιοι διαχωρισμοί όπως και πριν. Μικρόψυχα, όμορφα κορίτσια σαν την Κέιτι Λέισι που τώρα ζούσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ένα ανακαινισμένο βικτοριανό σπίτι λίγα τετράγωνα μακριά από μας, έπαιζε τένις στο ίδιο κλαμπ του Γούντμπερι που έπαιζε και η Άντορα, έκανε το ίδιο τακτικό προσκύνημα για ψώνια στο Σεντ Αιούις ανά τρίμηνο. Και οι άσχημες, τα θύματα όπως η Γκέρι Σιλτ, ακόμη υπηρετούσαν τις ωραίες, με το κεφάλι σκυφτό, όλο κατήφεια, περιμένοντας την επόμενη προσβολή. Γυναίκες που δεν ήταν αρκετά δυνατές ή αρκετά έξυπνες ώστε να σηκωθούν να φύγουν. Γυναίκες χωρίς φαντασία. Έτσι, έμεναν στο Γουίντ Γκαπ και αναπαρήγαν τη ζωή της εφηβείας τους σε έναν ατέρμονο κύκλο. Και τώρα βρισκόμουν κι
εγώ μπλεγμένη εδώ, ανίκανη να ξεκολλήσω. «Θα πω στην Τζάκι ότι ήρθες». Η Γκέρι έκανε το γύρο για να πάει στην πίσω σκάλα, διασχίζοντας όλο το καθιστικό, αντί για την κουζίνα με τη φαρδιά τζαμαρία, απ’ όπου θα την έβλεπαν οι γιοι της Τζάκι. Το δωμάτιο που με έμπασε ήταν αισχρά κατάλευκο με κραυγαλέες χρωματικές πινελιές, σάμπως να είχε παίξει με δαχτυλομπογιές ένα κακό παιδί. Μαξιλαράκια σε κόκκινο της φωτιάς, κίτρινες και γαλάζιες κουρτίνες, ένα φωσφοριζέ πράσινο βάζο με κόκκινα κεραμικά λουλούδια. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της Τζάκι, με γελοία λάγνο ύφος, τα μαλλιά να ανεμίζουν προς τα πίσω και τα γαμψά της νύχια σεμνά κουλουριασμένα κάτω από το πιγούνι, κρεμόταν πάνω από το ράφι του τζακιού.Ήταν σαν παραστολισμένο σκυλάκι του καναπέ. Ακόμα και στο χάλι που ήμουν, γέλασα. «Καμίλ, χρυσό μου!» Η Τζάκι διέσχισε το δωμάτιο με τα χέρια τεντωμένα. Φορούσε μακριά σατέν ρόμπα και διαμαντένια σκουλαρίκια μεγάλα σαν τούβλα. «Ήρθες να με δεις. Δείχνεις χάλια, αγάπη μου. Γκέρι, πιάσε δυο Μπλάντι Μέρι, τώρα!» Ούρλιαξε, κυριολεκτικά, πρώτα σε μένα, μετά στην Γκέρι. Πρέπει να ήταν γέλιο. Η Γκέρι στεκόταν στην πόρτα και η Τζάκι χτύπησε τα χέρια της. «Σοβαρά μιλάω, Γκέρι. Και μην ξεχάσεις το αλάτι στο ποτήρι αυτή τη φορά». Γύρισε ξανά σε μένα. «Δύσκολα βρίσκεις καλή οικιακή βοηθό αυτό τον καιρό» μουρμούρισε με ειλικρίνεια, προφανώς αγνοώντας ότι κανείς εκτός TV δεν λέει ποτέ κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Είμαι σίγουρη ότι η Τζάκι έβλεπε τηλεόραση ασταμάτητα, με το ποτό στο ένα χέρι. το τηλεκοντρόλ στο άλλο και τις κουρτίνες κλειστές, ενώ τα πρωινά τοκσόου παραχωρούσαν τη θέση τους στις σαπουνόπερες, μετά στα κανάλια των δικαστηρίων, μετά σε επαναλήψεις, διαφημίσεις, αστυνομικές σειρές και μεταμεσονύκτιες ταινίες για γυναίκες που βιάζονταν, καταδιώκονταν παρακολουθούνταν κρυφά, προδίδονταν ή δολοφονούνταν. Η Γκέρι μας έφερε τα Μπλάντι σε δίσκο, μαζί με μπολάκια σέλερι, πίκλες και ελιές και, ακολουθώντας τις εντολές, έκλεισε τις κουρτίνες και αποχώρησε. Η Τζάκι κι εγώ βρεθήκαμε καθισμένες στο μισοσκόταδο, μέσα στον παγερό κλιματιζόμενο αέρα ενός λευκού δωματίου να κοιτάζουμε η μια την άλλη για αρκετά δευτερόλεπτα. 'Υστερα η Τζάκι έσκυψε απότομα προς το τραπεζάκι του καναπέ και τράβηξε το συρτάρι. Μέσα υπήρχαν τρία μπουκαλάκια βερνίκι νυχιών, μια χιλιοξεφυλλισμένη Βίβλος και τουλάχιστον πεντέξι πορτοκαλί συνταγογραφημένα μπουκαλάκια με χάπια. Σκέφτηκα τον Κιούρι και τα τριαντάφυλλά του με τα ψαλιδισμένα αγκάθια. «Παυσίπονο;Έχω μερικά καλά». «Πρέπει να κρατήσω λίγο καθαρό το μυαλό μου» είπα, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρη
αν σοβαρολογούσε. «Απ’ ό,τι βλέπω εδώ, εσύ κοντεύεις ν’ ανοίξεις μαγαζί». «Α, ναι, βέβαια. Είμαι πολύ τυχερή». Μύριζα το θυμό της ανάκατο με ντοματοχυμό. «ΟξιΚοντίν, Περκοσέτ, Περκοντάν, όποιο καινούργιο χάπι έχει διαθέσιμο ο πιο πρόσφατος γιατρός μου. Αλλά, πρέπει να το παραδεχτώ, με φτιάχνουν πολύ καλά». Άδειασε κάμποσα στρογγυλά άσπρα χαπάκια στην παλάμη της, τα κατάπιε, μου χαμογέλασε. «Τι έχεις;» ρώτησα σχεδόν με φόβο για την απάντηση. «Εδώ είναι το καλύτερο, χρυσό μου. Κανένας δεν ξέρει, που να πάρει! Ερυθηματώδη λύκο λέει ο ένας, αρθρίτιδα λέει ο άλλος, κάποιο αυτοάνοσο σύνδρομο λέει ένας τρίτος, είναι όλα στο κεφάλι μου λένε ο τέταρτος κι ο πέμπτος». «Κι εσύ τι λες;» «Εγώ τι λέω;» με ρώτησε και γύρισε τα μάτια της προς το ταβάνι. «Εγώ λέω πως, όσο οι γιατροί μου δίνουν φάρμακα, δεν μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα τι έχω». Γέλασε ξανά. «Αλήθεια, σε φτιάχνουν ωραία». Αν το έπαιζε άνετη, ή ήταν πραγματικά εθισμένη, δεν ήξερα να πω. «Εκπλήσσομαι που η Άντορα δεν μπήκε κι αυτή στο δρόμο της αρρώστιας» είπε με γλυκανάλατο ύφος. «Πίστευα πως, με το που ξεκίνησα εγώ, θα αναγκαζόταν να παραβγεί μαζί μου, έτσι δεν είναι; Όχι με καμιά ψωρομυκητίαση, όμως. Θα έβρισκε τρόπο να... Δεν ξέρω, καρκίνο του εγκεφάλου ίσως. Σωστά;» Ρούφηξε άλλη μια γουλιά Μπλάντι Μέρι κι απέκτησε μια γραμμή από κόκκινο και αλάτι στο πάνω χείλος της που την έκανε να φαίνεται σαν πρησμένη. Αυτή η δεύτερη γουλιά την καλμάρισε και, όπως και στην κηδεία της Νάταλι, με κοίταξε επίμονα, σαν να ήθελε να αποτυπώσει στη μνήμη της το πρόσωπό μου. «Θεούλη μου, τι περίεργο να σε βλέπω μεγάλη γυναίκα» είπε χτυπώντας μου χαϊδευτικά το γόνατο. «Πώς αποδώ. χρυσό μου; Είναι όλα εντάξει στο σπίτι; Προφανώς όχι. Έχει να κάνει... έχει να κάνει με τη μαμά σου;» «Όχι, καμία σχέση». Δεν ήθελα με τίποτε να είμαι τόσο προφανής. «Ω!» Η Τζάκι φάνηκε να τρομάζει το χέρι της ανέβηκε στο άνοιγμα της ρόμπας της με μια κίνηση σαν από ασπρόμαυρη ταινία. Την είχα χειριστεί λάθος, είχα ξεχάσει πως εδώ κάτω ήταν αποδεκτό να εκλιπαρείς απροκάλυπτα για κουτσομπολιό.
«Δηλαδή... συγγνώμη. Δεν ήμουν ειλικρινής μόλις τώρα. Όντως θέλω να μιλήσω για τη μητέρα μου». Η Τζάκι αυτομάτως χάρηκε. «Δεν μπορείς να την καταλάβεις, ε; Άγγελος, διάβολος, ή και τα δυο;»Έχωσε ένα πράσινο σατέν μαξιλαράκι κάτω από τα μικροσκοπικά της οπίσθια και ανέβασε τα πόδια της στην αγκαλιά μου. «Κουκλίτσα μου, θα μου τα τρίψεις λιγάκι; Είναι καθαρά». Κάτω από τον καναπέ τράβηξε ένα σακουλάκι με σοκολατάκια, απ' αυτά που κερνάνε τα παιδιά στο Χάλογουιν και το τοποθέτησε πάνω στο στομάχι της. «Θεέ μου, θα πρέπει να ξεφορτωθώ ένα κάρο θερμίδες μετά, αλλά είναι πολύ νόστιμα όπως λιώνουν στο στόμα». Επωφελήθηκα από τη μικρή στιγμή ευτυχίας. «Ήταν πάντα η μητέρα μου... έτσι όπως είναι τώρα;» Μόρφασα κάνοντας μια τόσο αμήχανη ερώτηση, αλλά η Τζάκι άφησε ένα στριγκό χαχάνισμα, σαν μάγισσα. «Πώς δηλαδή, κούκλα μου Όμορφη; Γοητευτική; Πολυαγαπημένη; Κακούργα;» Κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών της ενώ ξετύλιγε ένα σοκολατάκι. «Τρίβε». Άρχισα να κάνω.μασάζ στα κρύα πόδια της. Οι πατούσες ήταν σκληρές σαν καύκαλο χελώνας. «Η Άντορα. Λοιπόν, κομμάτια να γίνει. Η Άντορα ήταν πλούσια, ήταν όμορ(ρη, και οι τρελοί γονείς της είχαν δική τους όλη την πόλη. Αυτοί έφεραν στο Γουίντ Γκαπ το καταραμένο το χοιροτροφείο, μας έδωσαν εκατοντάδες δουλειές εκείνα τα χρόνια υπήρχε και ένα εργοστάσιο ξυλείας. Αυτοί έκαναν κουμάντο, οι ΓΙρίκερ. Όλοι τούς προσκυνούσαν». «Πώς ήταν η ζωή της... στο σπίτι;» «Η Άντορα ήταν... υπερπροστατευμένη από τη μητέρα της. Ποτέ δεν είδα τη γιαγιά σου, την Τζόια, να της χαμογελάει ή να την αγγίζει με αγάπη, κι ας μην μπορούσε να κρατήσει τα χέρια της μακριά της. Πάντα θα της έφτιαχνε τα μαλλιά, θα της έστρωνε τα ρούχα και... ω, έκανε κι εκείνο το περίεργο πράγμα. Αντί να σαλιώσει το δάχτυλό της για να βγάλει μια μουτζούρα από το μάγουλο της κόρης της, την έγλειφε κατευθείαν. Της κράταγε το κεφάλι και την έγλειφε. Όποτε η Άντορα καιγόταν απ’ τον ήλιο και ξεφλούδιζε όλες το παθαίναμε τότε, δεν ξέραμε για την επικίνδυνη ακτινοβολία όπως η δική σας γενιά, η Τζόια καθόταν δίπλα στη μαμά σου, της έβγαζε την μπλούζα και της τραβούσε τις φλούδες με μεγάλες γλειψιές. Η Τζόια τρελαινόταν να το κάνει». «Τζάκι...» «Δεν λέω ψέματα. Να βλέπεις την κολλητή σου να ξεγυμνώνεται μπροστά σου και να... την πασπατεύουν. Περιττό να σου πω ότι η μαμά σου ήταν μονίμως άρρωστη. Μια ζωή χάπια και αλοιφές και ενέσεις». «Από τι έπασχε;»
«Λίγο απ’ όλα. Κυρίως από το στρες του να ζει με την Τζόια. Εκείνα τα μακριά, άβαφα νύχια της, σαν των αντρών. Και εκείνα τα μακριά μαλλιά της, ασημένια και πάντα λυτά ως κάτω στην πλάτη της». «Πού ήταν ο παππούς μου μέσα σ’ όλα αυτά;» «Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά του. Χέρμπερτ; Χέρμαν; Δεν ήταν ποτέ παρών, αλλά κι όταν ήταν, ήταν πάντα αμίλητος... ήταν αλλού. Ξέρεις πώς. Σαν τον Άλαν». Έχωσε άλλο ένα σοκολατάκι στο στόμα της και κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών της μέσα στα χέρια μου. «Ξέρεις, η μάνα σου λογικά θα έπρεπε να είχε καταστραφεί όταν σε έκανε». Ο τόνος της ήταν επιτιμητικός, σαν να είχα αποτύχει σε μια πολύ απλή δουλειά. «Οποιαδήποτε άλλη εδώ στο Γουίντ Γκαπ, εκείνα τα χρόνια, έτσι και πηδιόταν προτού παντρευτεί, θα ήταν τελειωμένη» συνέχισε η Τζάκι. «Αλλά η μάνα σου πάντα είχε τον τρόπο να κάνει τους άλλους να την νταντεύουν. Όλους όχι μόνο τ’ αγόρια, αλλά και τα κορίτσια, τις μανάδες τους, τις δασκάλες». «Πώς αυτό;» «Καμίλ, γλυκιά μου, μια όμορφη κοπέλα μπορεί να τη γλιτώσει από οτιδήποτε, άμα το παίξει έξυπνα. Εσύ σίγουρα θα το ξέρεις. Σκέψου τι έχουν κάνει τα αγόρια για χάρη σου τόσα χρόνια, πράγματα που δεν θα έκαναν αν δεν είχες αυτό το πρόσωπο. Και, αν είναι καλά μαζί σου τα αγόρια, είναι καλά και τα κορίτσια. Η Άντορα το έπαιξε πολύ έξυπνα με κείνη την εγκυμοσύνη: περήφανη, αλλά λίγο τσακισμένη και εντελώς βουβή. Ο μπαμπάς σου είχε έρθει για εκείνη τη μοναδική μοιραία επίσκεψη κι ύστερα δεν ξαναείδαν ποτέ ο ένας τον άλλον. Η μητέρα σου δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτόν. Ήσουν όλη δική της από την αρχή. Αυτό ήταν που σκότωσε την Τζόια. Τελικά η κόρη της είχε κάτι που εκείνη δεν μπορούσε ν’ αγγίξει». «Έπαψε η μητέρα μου να αρρωσταίνει αφότου πέθανε η Τζόια;» «Φαινόταν καλά για ένα διάστημα» είπε η Τζάκι με το ποτήρι μπροστά στα χείλη της. «Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε η Μάριαν και έπειτα δεν προλάβαινε πια να αρρωστήσει». «Η μητέρα μου ήταν...»Ένιωσα ένα αναφιλητό να φουσκώνει σαν κύμα στο λαιμό μου και το κατάπια μαζί με μια γουλιά από τη νερωμένη βότκα μου. «Η μητέρα μου ήταν... καλός άνθρωπος;» Η Τζάκι χασκογέλασε πάλι. Έριξε άλλο ένα σοκολατάκι στο στόμα της. Η γέμιση της κόλλησε στα δόντια. «Αυτό ψάχνεις να μάθεις; Αν ήταν καλός άνθρωπος;» Παύση. «Εσύ τι λες;» με ειρωνεύτηκε ύστερα.
Ψαχούλεψε ξανά στο συρτάρι της, άνοιξε τρία μπουκαλάκια με χάπια, έβγαλε μία ταμπλέτα από το καθένα και τις αράδιασε πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού της κατά μέγεθος, από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη. «Δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ κοντινή σχέση μαζί της». «Ναι, αλλά την έζησες από κοντά. Μην μου παίζεις παιχνίδια, Καμίλ. Με εξουθενώνει. Αν πίστευες ότι η μαμά σου είναι καλός άνθρωπος, δεν θα ήσουν τώρα εδώ να ρωτάς την καλύτερή της φίλη αν η μάνα σου είναι καλός άνθρωπος». Η Τζάκι έπιασε ένα ένα τα χάπια, από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο, τα ζούληξε μέσα σε ένα σοκολατάκι και τα κατάπιε όλα μαζί. Χαρτάκια περιτυλίγματος είχαν γεμίσει το στήθος της, στο πάνω χείλος της είχε ακόμη εκείνη την κόκκινη γραμμή και στα δόντια της μια παχιά στρώση από φοντάν. Οι πατούσες της είχαν αρχίσει να ιδρώνουν μέσα στα χέρια μου. «Με συγχωρείς. Έχεις δίκιο» είπα. «Τελικά, πιστεύεις ότι είναι... άρρωστη;» Η Τζάκι σταμάτησε να μασουλάει, έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου και αναστέναξε. «Ας το πω φωναχτά, γιατί το σκέφτομαι πολύ καιρό τώρα, και οι σκέψεις μου με ξεγελάνε καμιά φορά ξεγλιστράνε, ξέρεις. Είναι σαν να προσπαθείς να πιάσεις ψάρια με γυμνά χέρια». Ανασηκώθηκε και μου έσφιξε το μπράτσο. «Η Άντορα σε καταβροχθίζει και αν δεν την αφήσεις να το κάνει, είναι ακόμα χειρότερα για σένα. Δες τι γίνεται με την Άμα. Δες τι έγινε με τη Μάριαν». Ναι. Ακριβώς κάτω από το αριστερό μου στήθος, το κουκούλι άρχισε να μυρμηγκιάζει. «Δηλαδή, πιστεύεις...;» την προκάλεσα. Πες το. «Πιστεύω ότι είναι άρρωστη κι ότι αυτό που έχει είναι μεταδοτικό» ψιθύρισε η Τζάκι. Τα χέρια της έτρεμαν κι έκαναν τα παγάκια να κουδουνίζουν στο ποτήρι της. «Και πιστεύω ότι είναι ώρα να φύγεις, κούκλα μου». «Συγγνώμη, δεν είχα πρόθεση να καταχραστώ τη φιλοξενία σου». «Εννοώ να φύγεις από το Γουίντ Γκαπ. Δεν είσαι ασφαλής εδώ». Σε λιγότερο από ένα λεπτό έκλεινα πίσω μου την πόρτα αφήνοντας την Τζάκι με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτογραφία της, που την ατένιζε με λάγνο ύφος πάνω από το ράφι του τζακιού.
Δεκατέσσερα ίγο έλειψε να κουτρουβαλήσω τα σκαλοπάτια της
Τζάκι, τόσο δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Πίσω απ’ την πλάτη μου άκουγα τους γιους της να τραγουδάνε τον ύμνο της ποδοσφαιρικής ομάδας του Γυμνασίου Καλχούν. Μπήκα στο αυτοκίνητο, έστριψα στη γωνία, πάρκαρα κάτω από μια συστάδα μουριές κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο τιμόνι. Τελικά, ήταν ανέκαθεν άρρωστη η μητέρα μου; Και η Μάριαν; Η Άμα κι εγώ; Σκέφτομαι καμιά φορά ότι η αρρώστια ενυπάρχει σε κάθε γυναίκα και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί. Έχω γνωρίσει πάρα πολλές άρρωστες γυναίκες στη ζωή μου. Γυναίκες με χρόνιο πόνο, γυναίκες που μόνιμα κυοφορούν ασθένειες. Γυναίκες με παθήσεις. Οι άντρες, ναι, θα σπάσουν κάνα κόκαλο, θα πάθουν καμιά οσφυαλγία, θα κάνουν μια, δυο εγχειρήσεις, θα βγάλουν καμιά αμυγδαλή, θα τοποθετήσουν πλαστικό σύνδεσμο σε κάνα γοφό. Οι γυναίκες αναλώνονται. Φυσικό κι επόμενο, αν σκεφτείς το τι μπαινοβγαίνει στο σώμα τους. Ταμπόν και λαπαροσκόπια. Ψωλές, δάχτυλα, δονητές και διάφορα άλλα, ανάμεσα στα πόδια, από πίσω, από το στόμα. Οι άντρες τρελαίνονται να βάζουν πράγματα μέσα στις γυναίκες, έτσι δεν είναι; Αγγούρια, μπανάνες, μπουκάλια, ένα κολιέ από μαργαριτάρια, ένα χοντρό μαρκαδόρο, τη γροθιά τους. Μια φορά ένας τύπος ήθελε να μου χώσει ένα γουόκι τόκι. Αρνήθηκα. Νοσηρό, πιο νοσηρό, εντελώς νοσηρό. Τι ήταν αληθινό και τι ψεύτικο;Ήταν πραγματικά άρρωστη η Άμα και είχε ανάγκη τα φάρμακα της μητέρας μου, ή ήταν τα φάρμακα αυτά που αρρώσταιναν την Άμα; Εκείνο το γαλάζιο χάπι της μου προκαλούσε εμετούς ή με προφύλαγε να μην αρρωστήσω χειρότερα, αν δεν το έπαιρνα; Θα πέθαινε η Μάριαν αν δεν είχε μητέρα την Άντορα; Ήξερα ότι έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Ρίτσαρντ, αλλά δεν ήξερα τι να του πω. Φοβάμαι. Δικαιώθηκα. Θέλω να πεθάνω. Γύρισα προς τα πίσω, προσπέρασα το σπίτι της μητέρας μου, συνέχισα ανατολικά προς το χοιροτροφείο και σταμάτησα στο «Χίλα’ς», εκείνο το ζεστό, χωρίς βιτρίνες μπαράκι, όπου όσοι θα τύχαινε να αναγνωρίσουν την κόρη του αφεντικού θα την άφηναν, πολύ σοφά, μόνη με τις σκέψεις της. Μέσα βρομούσε αίμα γουρουνιού και ούρα· ακόμα και το ποπκόρν στα μπολάκια πάνω στο μπαρ μύριζε κρεατίλα. Δυο άντρες με καπέλα του μπέιζμπολ, δερμάτινα μπουφάν, ίσια μουστάκια και σμιγμένα φρύδια σήκωσαν τα μάτια από τις μπίρες τους, με κοίταξαν και τα ξανακατέβασαν στις μπίρες τους. Ο μπάρμπαν σέρβιρε το μπέρμπον μου χωρίς να πει λέξη.
Από τα μεγάφωνα ακουγόταν ένα μονότονο τραγούδι της Κάρολ Κινγκ. Με το δεύτερο ποτό, ο μπάρμαν έδειξε κάπου πίσω μου και με ρώτησε: «Αυτόν ψάχνεις;». Ο Τζον Κιν καθόταν σκυμμένος πάνω από ένα ποτό, στο μοναδικό τραπέζι με διαχωριστικό που υπήρχε στο μαγαζί, σκαλίζοντας αφηρημένα την ξεφτισμένη κόχη του τραπεζιού. Στην άσπρη επιδερμίδα του είχαν σχηματιστεί κοκκινίλες από το αλκοόλ και, από τα υγρά του χείλη και από τον τρόπο που πλατάγιζε τη γλώσσα του, συμπέρανα ότι είχε ήδη κάνει εμετό μια φορά. Άρπαξα το ποτό μου και πήγα και κάθισα απέναντι του χωρίς να πω τίποτα. Μου χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι του ως το δικό μου πάνω στο τραπέζι. «Γεια σου, Καμίλ. Πώς πάει; Δείχνεις πολύ περιποιημένη και καθαρή». Κοίταξε γύρω. «Είναι... πολύ βρόμικα εδώ». «Καλά είμαι, Τζον, υποθέτω. Εσύ είσαι καλά;» «Α, ναι, σπουδαία. Δολοφονήθηκε η αδερφή μου, πρόκειται να με συλλάβουν και η κοπέλα μου, που μου έχει γίνει κολλιτσίδα απ’ όταν μετακόμισα σε τούτη τη σκατούπολη, έχει αρχίζει να ψυλλιάζεται ότι δεν είμαι πια το τρόπαιο όπως νόμιζε. Όχι πως με νοιάζει. Καλή κοπέλα, αλλά χωρίς...» «Χωρίς εκπλήξεις» πρότεινα. «Ναι. Αυτό. Ήμουν έτοιμος να τη χωρίσω πριν από τη Νάταλι. Τώρα δεν μπορώ». Μια τέτοια κίνηση θα την περνούσε από ψιλό κόσκινο όλη η πόλη και ο Ρίτσαρντ. Τι σημαίνει αυτό; Πώς αποδεικνύει την ενοχή του; «Δεν γυρίζω πίσω στους γονείς μου» μουρμούρισε. «Προτιμώ να πάω στο γαμημένο το δάσος και να σκοτωθώ, παρά να γυρίσω εκεί, να βλέπω όλα τα πράγματα της Νάταλι να με κοιτάνε». «Δεν σε κατηγορώ». Έπιασε την αλατιέρα κι άρχισε να τη στριφογυρίζει πάνω στο τραπέζι. «Νομίζω ότι είσαι η μόνη που καταλαβαίνεις» είπε. «Πώς είναι να χάνεις την αδερφή σου και όλοι να περιμένουν να το δεχτείς. Να συνεχίσεις τη ζωή σου. Εσύ το έχεις ξεπεράσει;» Είπε τις λέξεις με τόση πίκρα που περίμενα να δω τη γλώσσα του να στάζει χολή. «Ποτέ δεν το ξεπερνάς» είπα. «Είναι σαν μόλυνση. Εμένα με τσάκισε». Ένιωσα καλά που το ξεστόμισα.
«Γιατί το βρίσκουν όλοι τόσο περίεργο που κλαίω για τη Νάταλι;» Η αλατιέρα τού ξέφυγε, έπεσε στο πάτωμα κι αναπήδησε κροταλίζοντας. Ο μπάρμαν μάς έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα. Μάζεψα από κάτω την αλατιέρα, την έστησα στη δική μου μεριά του τραπεζιού κι ύστερα έριξα μια πρέζα αλάτι πάνω απ’ τον ώμο μου και για τους δυο μας. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι περιμένουν να τα δεχτείς πιο εύκολα αυτά τα πράγματα όταν είσαι νέος» είπα. «Κι εσύ είσαι και άντρας. Οι άντρες δεν έχουν αδύναμα συναισθήματα». Ο Τζον κάγχασε. «Οι γονείς μου μου πήραν ένα βιβλίο σχετικά με το θάνατο: Το πένθος στον άντρα. Λέει πως μερικές φορές έχουμε ανάγκη να τα παρατάμε, να αρνούμαστε το γεγονός. Ότι η άρνηση μπορεί να κάνει καλό στον άντρα. Έτσι, δοκίμασα να το ξεχάσω για μία ώρα, να κάνω πως δεν με νοιάζει. Και πράγματι, για λίγο, αληθινά δεν μ’ ένοιαζε. Καθόμουν στο δωμάτιό μου στο σπίτι της Μέρεντιθ και σκεφτόμουν... μαλακίες. Κοίταζα απλώς το παράθυρο, ένα μικρό τετράγωνο μπλε ουρανού, και έλεγα συνέχεια από μέσα μου Είναι εντάξει, είναι εντάξει, είναι εντάξει. Σαν να είχα ξαναγίνει μικρό παιδί. Κι όταν σταμάτησα, ήμουν απόλυτα σίγουρος πως τίποτε πια δεν θα ήταν ποτέ ξανά εντάξει. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι λένε ότι θα αισθανθούμε καλύτερα όταν συλληφθεί κάποιος. Άσε που τώρα αυτός που πρόκειται να συλληφθεί είμαι εγώ». Γέλασε σαρκαστικά και κούνησε το κεφάλι του. «Είναι σκέτη παράνοια, γαμώτο». Κι ύστερα, ξαφνικά: «Θέλεις ένα ποτό ακόμα; Θα πιεις άλλο ένα μαζί μου;» Ήταν λιώμα, έπεφτε μια αποδώ και μια αποκεί, αλλά εγώ δεν θα στερούσα ποτέ από μια πονεμένη αδελφή ψυχή τη λύτρωση μιας λιποθυμίας από μεθύσι. Καμιά φορά είναι ο πιο λογικός δρόμος. Πάντοτε πίστευα ότι η νηφαλιότητα με πλήρη συνείδηση είναι για πιο σκληρόκαρδους. Για να τον προφτάσω, χτύπησα ένα σφηνάκι στο μπαρ πριν επιστρέψω στο τραπέζι μας με δύο μπέρμπον. Το δικό μου διπλό. «Είναι σαν να διάλεξαν τα δύο μοναδικά κορίτσια στο Γουίντ Γκαπ που είχαν δική τους άποψη και να τα ξέκαναν επίτηδες» είπε ο Τζον. Ρούφηξε μια γουλιά μπέρμπον. «Πιστεύεις ότι η αδερφή σου και η αδερφή μου θα γίνονταν φίλες;» Σε κείνο το φανταστικό μέρος όπου ήταν κι οι δυο ζωντανές, όπου η Μάριαν δεν είχε μεγαλώσει καθόλου. «Όχι» είπα και γέλασα ξαφνικά. Γέλασε κι εκείνος. «Θέλεις να πεις ότι η νεκρή αδερφή μου της πέφτει λίγη της νεκρής αδερφής σου;» είπε μπερδεύοντας τα λόγια του. Γελάσαμε ξανά και οι δυο, ύστερα γρήγορα κατεβάσαμε πάλι τα μούτρα μας και επιστρέψαμε στα ποτά μας. Είχα αρχίσει ήδη να ζαλίζομαι. «Δεν σκότωσα εγώ τη Νάταλι» ψιθύρισε ο Τζον.
«Το ξέρω». Έπιασε το χέρι μου, το έβαλε πάνω στο δικό του. «Τα νύχια της ήταν βαμμένα. Όταν τη βρήκαν. Κάποιος της είχε βάψει τα νύχια». «Μπορεί να τα έβαψε μόνη της». «Η Νάταλι τα σιχαινόταν αυτά. Με το ζόρι ανεχόταν ακόμα και βούρτσα στα μαλλιά της». Σιωπή για αρκετά λεπτά. Η Κάρολ Κινγκ είχε παραχωρήσει τη θέση της στην Κάρλι Σάιμον. Λαϊκές, γυναικείες φωνές σε ένα μπαρ σφαγέων. «Είσαι πολύ όμορφη» είπε ο Τζον. «Κι εσύ». Στο πάρκινγκ, ο Τζον πάλεψε λίγο με τα κλειδιά του και μου τα έδωσε εύκολα όταν του είπα ότι ήταν πολύ πιωμένος για να οδηγήσει. Όχι πως εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση. Μέσα σε πλήρη θολούρα, τον πήγα ως το σπίτι της Μέρεντιθ, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του καθώς πλησιάζαμε και με ρώτησε αν μπορούσα να τον πάω μέχρι το μοτέλ λίγο έξω από τα όρια της πόλης. Το ίδιο μοτέλ που είχα μείνει κι εγώ καθώς ερχόμουν εδώ, ένα μικρό καταφύγιο όπου μπορούσε κανείς να προετοιμαστεί για το Γουίντ Γκαπ και τις συνέπειές του. Οδηγούσα με ανοιχτά παράθυρα και ο ζεστός νυχτερινός αέρας που έμπαινε στο αυτοκίνητο έκανε το πουκάμισο του Τζον να κολλάει στο στήθος του και τα δικά μου μακριά μανίκια να ανεμίζουν. Με εξαίρεση τα πυκνά μαλλιά στο κεφάλι του, ο Τζον ήταν εντελώς άτριχος. Ακόμα και στα χέρια του φύτρωνε μόνο ένα λεπτό χνούδι. Φαινόταν σχεδόν σαν γυμνός, σαν να χρειαζόταν κάλυψη. Πλήρωσα εγώ για το δωμάτιο Νο9, γιατί ο Τζον δεν είχε πιστωτική κάρτα, του άνοιξα την πόρτα, τον κάθισα στο κρεβάτι, του έφερα ένα ποτήρι νερό από τη βρύση μέσα σε πλαστικό κύπελλο. Στύλωσε το βλέμμα του στο πάτωμα και αρνιόταν να το πάρει. «Τζον, πρέπει να πιεις λίγο νερό». Άδειασε το κύπελλο μονορούφι και το άφησε να κυλήσει στα πλάγια του κρεβατιού. Άρπαξε το χέρι μου. Προσπάθησα voc τραβηχτώ πιο πολύ από ένστικτο, αν μη τι άλλο, αλλά το έσφιξε πιο δυνατά. «Είδα κι αυτό τις προάλλες» είπε και με το δάχτυλό του διέγραψε μέρος του a, από το ξεφτίλα, που ήταν χωμένο ακριβώς κάτω από το στρίφωμα του αριστερού μανικιού μου.
Σήκωσε το ελεύθερο χέρι του και με χάιδεψε στο πρόσωπο. «Μπορώ να δω;» «Όχι». Δοκίμασα πάλι να τραβηχτώ. «Άφησε με να δω, Καμίλ». Με κρατούσε γερά. «Όχι, Τζον. Δεν τα βλέπει κανένας». «Εγώ θα τα δω». Σήκωσε το μανίκι μου και κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του, πασχίζοντας να διαβάσει τις χαρακιές πάνω στο δέρμα μου. Δεν ξέρω γιατί τον άφησα. Είχε μια γλυκιά, διεισδυτική έκφραση το πρόσωπό του. Εκείνη η μέρα με είχε κάνει αδύναμη. Και είχα κουραστεί τόσο πολύ να κρύβομαι. Πάνω από μια δεκαετία αφιερωμένη στην απόκρυψη· ούτε μια ανθρώπινη επαφή με φίλο, με πηγή πληροφοριών, με την ταμία στο σουπερμάρκετ που να μην σκέφτομαι συνεχώς ποια ουλή κινδύνευε να αποκαλυφθεί τυχαία. Ας κοίταζε ο Τζον. Επιτέλους, ας κοίταζε. Δεν χρειαζόταν να κρύβομαι από κάποιον που αποζητούσε με τέτοια λαχτάρα τη λησμονιά όπως κι εγώ. Ο Τζον σήκωσε και το άλλο μανίκι μου και φάνηκαν τα χέρια μου γυμνά, τόσο εκτεθειμένα που μου κόπηκε η ανάσα. «Δεν τα έχει δει κανείς;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Πόσο καιρό το κάνεις αυτό, Καμίλ;» «Ιίολύ καιρό». Κοίταζε επίμονα τα χέρια μου, ανέβασε τα μανίκια ακόμα ψηλότερα. Με φίλησε στο κέντρο της λέξης κούραση. «Αυτό αισθάνομαι κι εγώ» είπε διατρέχοντας με τα δάχτυλα τις ουλές μου μέχρι που ανατρίχιασα. «Άσε με να τα δω όλα». Μου έβγαλε το πουκάμισο τραβώντας το πάνω από το κεφάλι μου κι εγώ καθόμουν σαν υπάκουο παιδάκι. Μου έβγαλε τα παπούτσια, τις κάλτσες, το παντελόνι. Έμεινα μόνο με τα εσώρουχά μου, έτρεμα μέσα στο κρύο δωμάτιο καθώς το κλιματιστικό έστελνε παγωμένα ρεύματα καταπάνω μου. Ο Τζον τράβηξε τα σκεπάσματα, μου έγνεψε να πέσω στο κρεβάτι, και έπεσα νιώθοντας να καίω και να παγώνω ταυτόχρονα.
Σήκωσε ένα ένα τα χέρια μου, τα πόδια, με γύρισε ανάσκελα. Με διάβασε. Έλεγε φωναχτά τις λέξεις, οργισμένες και άσχετες την ίδια στιγμή: φούρνος, ναυτία, κάστρο. Έβγαλε κι αυτός τα ρούχα του, σαν να διαισθάνθηκε την ανισότητα, τα πέταξε στο πάτωμα κουβάρι και συνέχισε να διαβάζει. Κότσος, μοχθηρή, μπέρδεμα, βούρτσα. Ξεκούμπωσε το σουτιέν μου από μπροστά με ένα γρήγορο τίναγμα του χεριού και μου το έβγαλε. Ανθός. δόση, μπιμπερό, αλάτι. Ερεθίστηκε. Κόλλησε το στόμα του στις θηλές μου. Πρώτη φορά απ’ όταν άρχισα να χαρακώνομαι που άφηνα άντρα να μου το κάνει αυτό. Δεκατέσσερα χρόνια. Τα χέρια του με έπιαναν παντού και τα άφησα: στην πλάτη μου, στο στήθος, στα πόδια, στους ώμους. Η γλώσσα του μέσα στο στόμα μου, βαθιά ως το λαιμό μου, πάνω στις ρώγες μου, ανάμεσα στα πόδια μου, ύστερα πίσω στο στόμα. Γεύτηκα τον εαυτό μου. Οι λέξεις σώπαιναν. Ένιωσα εξορκισμένη. Τον οδήγησα μέσα μου και τελείωσα γρήγορα και δυνατά. Και μετά ξανά. Ένιωσα τα δάκρυά του πάνω στους ώμους μου ενώ τρανταζόταν μέσα μου. Αποκοιμηθήκαμε μπλεγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον (ένα πόδι να ξεφυτρώνει αποδώ, ένα χέρι κάτω από ένα κεφάλι αποκεί) και μία μοναδική λέξη δονήθηκε στο κορμί μου μία φορά μόνο: οιωνός. Καλός, κακός, δεν ήξερα. Εκείνη τη στιγμή επέλεξα να σκεφτώ καλός. Η ανόητη. Με το ξημέρωμα, η αυγή έκανε τα κλαριά των δέντρων να λάμπουν σαν εκατοντάδες πυρακτωμένα μικροσκοπικά δάχτυλα έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Πήγα γυμνή ως το νεροχύτη, να ξαναγεμίσω με νερό το πλαστικό μας κύπελλο, γιατί είχαμε κι οι δυο βαρύ κεφάλι και δίψα από το μεθύσι, και το αδύναμο φως του ήλιου φώτισε τις ουλές μου, και οι λέξεις ζωντάνεψαν, κι άρχισαν πάλι να δονούνται. Τέρμα η άφεση. Το πάνω χείλος μου σούφρωσε ασυναίσθητα από αηδία όταν κοίταξα το κορμί μου και τύλιξα γύρω μου μια μεγάλη πετσέτα πριν επιστρέψω στο κρεβάτι. Ο Τζον ρούφηξε μια γουλιά νερό, έπιασε το κεφάλι μου με τα δυο του χέρια, άδειασε λίγο μέσα στο στόμα μου και κατάπιε το υπόλοιπο. Σκάλωσε τα δάχτυλά του στην άκρη της πετσέτας και την τράβηξε. Εγώ την κράτησα γερά, σφίγγοντας τη σαν κάλυμμα πάνω στο στήθος μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Τι είναι αυτό τώρα;» μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Αυτό είναι το αδυσώπητο φως της μέρας» του απάντησα στον ίδιο τόνο. «Ώρα να διαλυθεί η ψευδαίσθηση». «Ποια ψευδαίσθηση;» «Πως όλα μπορεί να είναι εντάξει» είπα και τον φίλησα στο μάγουλο. «Ας μην το κάνουμε αυτό ακόμη» είπε ο Τζον τυλίγοντάς με μέσα στα μπράτσα του.
Λιγνά, άτριχα μπράτσα. Μπράτσα αγοριού. Τέτοια έλεγα στον εαυτό μου, αλλά αισθανόμουν καλά και ασφαλής. Όμορφη και καθαρή. Ακούμπησα το πρόσωπό μου στο λαιμό του και τον μύρισα: αλκοόλ και έντονη λοσιόν ξυρίσματος από κείνες με το γαλάζιο χρώμα. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, είδα έξω από το παράθυρο τους κόκκινους στροβίλους μιας σειρήνας περιπολικού. Μπανγκ, μ πανγκ, μ πανγκ. Η πόρτα τραντάχτηκε σαν να ήταν έτοιμη να σπάσει. «Καμίλ Πρίκερ. Διοικητής Βίκερι. Άνοιξε αν είσαι μέσα». Αρπάξαμε τα πεταμένα ρούχα μας και τα μάτια του Τζον ήταν σαν μάτια τρομαγμένου πουλιού. Ήχοι από αγκράφες ζώνης και θροίσματα πουκαμίσων, που σίγουρα θα μας πρόδιναν στους απέξω. Πυρετώδεις, ένοχοι θόρυβοι. Έριξα το σεντόνι στο κρεβάτι, έστρωσα με τα δάχτυλα τα μαλλιά μου και, ενώ ο Τζον έπαιρνε μια αμήχανη, δήθεν αδιάφορη, στάση πίσω μου, με τους αντίχειρες στις θηλιές της ζώνης του παντελονιού του, άνοιξα την πόρτα. Ο Ρίτσαρντ. Καλοσιδερωμένο άσπρο πουκάμισο, κολλαριστή ριγέ γραβάτα κι ένα χαμόγελο, που έσβησε αμέσως μόλις είδε τον Τζον. Δίπλα του ο Βίκερι. τρίβοντας το μουστάκι του λες και είχε βγάλει δροτσίλα από κάτω, κοίταξε μια εμένα και μια τον Τζον, προτού γυρίσει και καρφώσει το βλέμμα του στον Ρίτσαρντ, εντελώς απροκάλυπτα. Ο Ρίτσαρντ δεν είπε τίποτε. Με αγριοκοίταξε μόνο, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Είμαι σίγουρη ότι το δωμάτιο μύριζε σεξ. «Αοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται είσαι μια χαρά» είπε. Χαμογέλασε με το ζόρι. Κατάλαβα ότι ζοριζόταν, γιατί ο λαιμός του είχε γίνει κατακόκκινος, θύμιζε τσαντισμένο καρτούν σε παιδική σειρά κινουμένων σχεδίων. «Πώς είσαι. Τζον; Καλά;» «Καλά, ευχαριστώ» είπε ο Τζον και ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. «Δεσποινίς Πρίκερ, μας τηλεφώνησε η μητέρα σας πριν από μερικές ώρες επειδή δεν γυρίσατε σπίτι» μουρμούρισε ο Βίκερι. «Είπε ότι ήσασταν λίγο αδιάθετη, είχατε πέσει και χτυπήσει, ή κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ ανήσυχη. Πολύ ανήσυχη. Συν ότι με όλα αυτά τα άσχημα πράγματα που συμβαίνουν στην πόλη, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Φαντάζομαι, θα χαρεί αν μάθει ότι είστε... εδώ». Το τελευταίο ειπώθηκε σαν ερώτηση στην οποία δεν σκόπευα ν’ απαντήσω. Στον Ρίτσαρντ όφειλα μια εξήγηση. Στον Βίκερι όχι. «Θα τηλεφωνήσω η ίδια στη μητέρα μου, ευχαριστώ. Και το εκτιμώ που βγήκατε να με ψάξατε».
Ο Ρίτσαρντ χαμήλωσε τα μάτια στο πάτωμα και δάγκωσε τα χείλη του. Πρώτη φορά τον έβλεπα ντροπιασμένο. Ένιωσα μια λιπαρή αναγούλα, γύρισε το στομάχι μου από φόβο. Ο Ρίτσαρντ ξεφύσησε μια φορά, δυνατά και μακρόσυρτα, έβαλε τα χέρια στους γοφούς του και κοίταξε άγρια πρώτα εμένα και μετά τον Τζον. Παιδιά που τα είχαν τσακώσει να κάνουν ζαβολιές. «Έλα, Τζον, θα σε πάμε σπίτι σου» είπε ο Ρίτσαρντ. «Θα με πάει η Καμίλ, αλλά σας ευχαριστώ, ντετέκτιβ Γουίλις». «Είσαι ενήλικος, παιδί μου;» ρώτησε ο Βίκερι. «Είναι δεκαοχτώ» είπε ο Ρίτσαρντ. «Εντάξει, λοιπόν, εύχομαι να έχετε μια καλή μέρα» είπε ο Βίκερι και, πετώντας ένα σφυριχτό γελάκι προς την κατεύθυνση του Ρίτσαρντ, μουρμούρισε «ύστερα από μια καλή νύχτα» κάτω από τα μουστάκια του. «Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα, Ρίτσαρντ» είπα. Εκείνος σήκωσε το χέρι του και το,τίναξε προς το μέρος μου χωρίς να στραφεί ενώ απομακρυνόταν προς το αυτοκίνητο. Ο Τζον κι εγώ ήμασταν σιωπηλοί στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής προς το σπίτι των γονιών του, όπου σκόπευε να δοκιμάσει για ένα διάστημα να κοιμάται στο δωμάτιο αναψυχής στο υπόγειο. Σιγομουρμούριζε το ρεφρέν από ένα παλιό μπίποπ της δεκαετίας του ’5Ο και κρατούσε το ρυθμό χτυπώντας με τα νύχια του το χερούλι της πόρτας. «Πόσο άσχημο πιστεύεις ότι ήταν;» ρώτησε τελικά. «Για σένα, ίσως όχι. Δείχνει ότι είσαι ένα καλό Αμερικανάκι με υγιές ενδιαφέρον για τις γυναίκες και το περιστασιακό σεξ». «Δεν ήταν περιστασιακό. Εγώ δεν το πήρα καθόλου ανάλαφρα. Εσύ;» «Όχι. Λάθος λέξη. Ήταν ακριβώς το αντίθετο» είπα. «Αλλά είμαι πάνω από μια δεκαετία μεγαλύτερή σου και καλύπτω ως δημοσιογράφος ένα έγκλημα που... τέλος πάντων, έχουμε αντικρουόμενα συμφέροντα. Πολύ καλύτεροι ρεπόρτερ έχουν χάσει τη δουλειά τους για τέτοια πράγματα». Αισθανόμουν έντονα το πρωινό φως στο πρόσωπό μου, τις ρυτίδες στις γωνίες των ματιών μου, τα χρόνια που βάραιναν πάνω μου. Το πρόσωπο του Τζον, παρά το βραδινό μεθύσι και τον ελάχιστο ύπνο ήταν σαν πέταλο λουλουδιού. «Χτες βράδυ. Με έσωσες. Αυτό με έσωσε. Αν δεν είχες μείνει μαζί μου, Καμίλ, θα είχα
κάνει κάτι κακό. Το ξέρω». «Κι εσύ με έκανες να νιώσω πολύ ασφαλής» είπα και το εννοούσα, αλλά ακούστηκε σαν τις διπρόσωπες τυπικές ευγένειες της μητέρας μου. Κατέβασα τον Τζον ένα τετράγωνο πριν από το σπίτι των γονιών του. Το φιλί του προσγειώθηκε στο πιγούνι μου καθώς τραβήχτηκα απότομα την τελευταία στιγμή. Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι συνέβη κάτι μεταξύ μας σκέφτηκα τότε. Γύρισα πίσω στη Μέιν Στριτ και πάρκαρα μπροστά στο αστυνομικό τμήμα. Μία από τις λάμπες του δρόμου ήταν ακόμη αναμμένη: 5:47 π.μ. Στον προθάλαμο, η γραμματέας δεν είχε πιάσει ακόμη δουλειά, κι έτσι χτύπησα το νυχτερινό κουδούνι. Το αποσμητικό χώρου, από μια πρίζα κοντά στο κεφάλι μου, ξερνούσε άρωμα λεμονιού κατευθείαν πάνω στον ώμο μου. Ξαναχτύπησα το κουδούνι και, πίσω από το γυάλινο παραθυράκι της βαριάς πόρτας που οδηγούσε στα γραφεία, εμφανίστηκε ο Ρίτσαρντ. Στάθηκε και με κοίταξε για μερικές στιγμές και, πάνω που περίμενα να μου γυρίσει την πλάτη, σχεδόν τον προκαλούσα να το κάνει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον προθάλαμο. «Από πού θέλεις ν’ αρχίσεις, Καμίλ;» Κάθισε σε μια από τις παραφουσκωμένες καρέκλες, σκυφτός, με το κεφάλι στα χέρια και τη γραβάτα του να κρέμεται ανάμεσα στα γόνατά του. «Δεν ήταν έτσι όπως φάνηκε, Ρίτσαρντ» είπα. «Ξέρω ότι ακούγεται πολύ κλισέ, αλλά είναι αλήθεια». Άρνηση, άρνηση, άρνηση. «Καμίλ. Μόλις ένα σαρανταοχτάωρο αφότου εσύ κι εγώ κάναμε έρωτα, σε βρίσκω στο δωμάτιο ενός μοτέλ με τον βασικό ύποπτο στην έρευνά μου για τη δολοφονία ενός παιδιού. Ακόμα κι αν δεν είναι έτσι όπως φαίνεται, είναι άσχημο». «Δεν το έκανε αυτός, Ρίτσαρντ. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν το έκανε αυτός». «Σοβαρά; Αυτό συζητούσατε όταν σε έπαιρνε;» Πολύ ωραία, θυμός, σκέφτηκα. Αυτό μπορώ να το χειριστώ. Καλύτερα από την απελπισία με το κεφάλι κάτω. «Δεν έγινε τίποτε τέτοιο, Ρίτσαρντ. Τον βρήκα στο «Χίλα’ς» πιωμένο, ήταν τύφλα στο μεθύσι, και πίστεψα πραγματικά ότι θα έκανε κακό στον εαυτό του. Τον πήγα στο μοτέλ επειδή ήθελα να μείνω μαζί του και ν’ ακούσω αυτά που είχε να μου πει. Τον χρειαζόμουν για το άρθρο μου. Και ξέρεις τι έμαθα; Ότι η έρευνά σου το έχει καταστρέψει αυτό το παιδί, Ρίτσαρντ. Και, ακόμα χειρότερα, δεν νομίζω καν πως πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι το έκανε αυτός».
Μόνο η τελευταία πρόταση ήταν πέρα για πέρα αληθινή, και δεν το συνειδητοποίησα παρά μόνο όταν το είπα. Ο Ρίτσαρντ ήταν ένας πανέξυπνος, εξαιρετικά φιλόδοξος και ικανότατος αστυνομικός στην πρώτη του σημαντική έρευνα δολοφονίας, αντιμέτωπος με μια ολόκληρη οργισμένη κοινότητα που τον πίεζε για μια σύλληψη, και δεν είχε ακόμη να επιδείξει τίποτε. Αν είχε στα χέρια του οτιδήποτε εναντίον του Τζον, πέρα από μια απλή ευχή να ήταν αυτός ο δολοφόνος, θα τον είχε συλλάβει εδώ και μέρες. «Καμίλ, ανεξάρτητα από το τι πιστεύεις, δεν ξέρεις τα πάντα γι’ αυτή την έρευνα». «Ρίτσαρντ, ειλικρινά δεν θεώρησα ποτέ κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν αισθάνηκα ότι είμαι τίποτε άλλο από μια άχρηστη παρείσακτη. Κατάφερες να με πηδήξεις και να παραμείνεις ερμητικά κλειστός. Ούτε μια τόση δα διαρροή». «Α, ώστε είσαι ακόμη τσαντισμένη γι’ αυτό. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήσουν μεγάλο κορίτσι». Σιωπή. Σφυριχτή πνοή λεμονιού. Άκουγα αμυδρά το μεγάλο ασημένιο ρολόι στον καρπό του Ρίτσαρντ να χτυπάει τα δευτερόλεπτα. «Άσε με να σου δείξω πόσο εντάξει μπορώ να είμαι» είπα. Το είχα γυρίσει στον αυτόματο πιλότο, όπως τον παλιό καλό καιρό: απελπισμένη να υποταχτώ, να τον κάνω να αισθανθεί καλύτερα, να με συμπαθήσει ξανά. Για λίγη ώρα την περασμένη νύχτα είχα νιώσει τόσο ασφαλής, και ό,τι μου είχε απομείνει από εκείνη την ηρεμία που κρατούσε ακόμη ως το πρωί το είχε διαλύσει η εμφάνιση του Ρίτσαρντ στην πόρτα του μοτέλ. Το ήθελα πίσω. Γονάτισα στο πάτωμα μπροστά του και άρχισα να του κατεβάζω το φερμουάρ. Για μια στιγμή ακούμπησε το χέρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Αμέσως μετά με άρπαξε άγρια από τον ώμο. «Καμίλ, Χριστέ μου, τι κάνεις;» Συνειδητοποίησε πόσο δυνατά με έσφιγγε, χαλάρωσε τη λαβή του και με σήκωσε όρθια. «Ήθελα μόνο να ξαναφτιάξουν τα πράγματα μεταξύ μας». Έπαιζα με ένα από τα κουμπιά του πουκαμίσου του, αρνιόμουν να τον κοιτάξω. «Δεν φτιάχνουν έτσι, Καμίλ» είπε. Μου έδωσε ένα πεταχτό, σχεδόν αγνό, φιλί στα χείλη. «Πρέπει να το καταλάβεις αυτό πριν πάμε παραπέρα. Πρέπει να το καταλάβεις, τελεία και παύλα». Ύστερα μου ζήτησε να φύγω. Για μερικές ώρες κυνήγησα στ’ αρπαχτά τον ύπνο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου. Το αντίστοιχο του να προσπαθείς να διαβάσεις μια επιγραφή ανάμεσα από τα βαγόνια
ενός περαστικού τρένου. Κολλούσα ολόκληρη όταν ξύπνησα και ήμουν τσαντισμένη. Σε ένα ΦαΣτοπ αγόρασα οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα, καθώς και την πιο αρωματική λοσιόν και σπρέι μαλλιών που μπόρεσα να βρω. Έπλυνα τα δόντια μου στο νιπτήρα ενός βενζινάδικου, άπλωσα όλη τη λοσιόν στις μασχάλες μου και ανάμεσα στα πόδια, ψέκασα τα μαλλιά μου μέχρι που έγιναν κόκαλο. Η μυρωδιά που προέκυψε ήταν ιδρώτας και σεξ κάτω από ένα αρωματικό σύννεφο φράουλας και αλόης. Δεν άντεχα να αντικρίσω τη μητέρα μου στο σπίτι και μου μπήκε η τρελή ιδέα ότι μπορούσα κάλλιστα να κάνω λίγη δουλειά. (Λες και υπήρχε ακόμη περίπτωση να γράψω ποτέ αυτό το άρθρο. Λες και δεν ήταν σίγουρο ότι θα πήγαιναν όλα κατά διαόλου). Έχοντας φρέσκια στο μυαλό μου την αναφορά της Γκέρι Σιλτ στην Κέιτι Λέισι, αποφάσισα να πάω να την ξαναδώ. Ήταν μητέρα βοηθός των παιδιών του δημοτικού στην τάξη της Νάταλι και της Αν. Και η δική μου μητέρα ήταν βοηθός· μια ζηλευτή, ελιτίστικη θέση στο σχολείο, κάτι που μόνο οι μη εργαζόμενες γυναίκες μπορούσαν να κάνουν: να μπουκάρουν στις τάξεις δύο φορές τη βδομάδα και να οργανώνουν μαθήματα ζωγραφικής, χειροτεχνίας, μουσικής και, μόνο για τα κορίτσια τις Πέμπτες, ραψίματος. Στις μέρες μου τουλάχιστον, ήταν ράψιμο. Τώρα πια μάλλον θα ήταν κάτι σεξιστικά ουδέτερο και πιο σύγχρονο. Χρήση υπολογιστών ίσως, ή μαγειρική με μικροκύματα για αρχάριους. Η Κέιτι, όπως και η μητέρα μου, έμενε στην κορυφή ενός μεγάλου λόφου. Η μακριά και στενή σκάλα προς το σπίτι διέσχιζε μια πλαγιά με γρασίδι και την πλαισίωναν ηλιοτρόπια. Στην κορυφή του λόφου, λιγνό και τεντωμένο σαν δάχτυλο έστεκε ένα κυπαρίσσι, το ταίρι μιας πυκνόφυλλης βελανιδιάς στα δεξιά του. Η ώρα ήταν μόλις δέκα το πρωί, αλλά η Κέιτι, λεπτή και μαυρισμένη, έκανε ηλιοθεραπεία στο μακρύ μπαλκόνι, με έναν φορητό ανεμιστήρα να τη δροσίζει. Ήλιος χωρίς τη ζέστη. Αν έβρισκε κι έναν τρόπο να μαυρίζει χωρίς καρκίνο. Ή, έστω, χωρίς ρυτίδες. Με είδε να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, μια ενοχλητική κουκκίδα πάνω στο βαθυπράσινο γρασίδι της, και έβαλε το χέρι της αντήλιο μήπως και με αναγνωρίσει από δώδεκα μέτρα ύψος. «Ποιος είναι;» φώναξε. Τα μαλλιά της, φυσικά ξανθά στο χρώμα του σταχιού όταν ήμασταν στο γυμνάσιο και τώρα ένα φανταχτερό πλατινέ, ήταν πιασμένα αλογοουρά στην κορυφή του κεφαλιού της. «Γεια σου, Κέιτι. Η Καμίλ είμαι». «Καμιιίλ! Ω, Θεέ μου, κατεβαίνω». Ήταν πολύ πιο ενθουσιώδης υποδοχή απ’ αυτή που θα περίμενα από την Κέιτι, την οποία δεν είχα ξαναδεί μετά απ’ το Πάρτι της Κλάψας στο σπίτι της Άντζι. Οι έχθρες της Κέιτι φούντωναν κι έσβηναν σαν αεράκι.
Ήρθε χοροπηδώντας να με υποδεχτεί στην πόρτα και τα γαλάζια μάτια της έλαμπαν έντονα πάνω στο μαυρισμένο πρόσωπό της. Τα μπράτσα της, ηλιοκαμένα και λιγνά σαν κοριτσιού, μου θύμισαν τα γαλλικά πουράκια που είχε αποκτήσει τη συνήθεια να καπνίζει ο Άλαν κάποιο χειμώνα. Η μητέρα μου τον είχε εξορίσει στο υπόγειο, στο οποίο έδωσε τη μεγαλοπρεπή ονομασία «καπνιστήριο». Ο Άλαν πολύ γρήγορα πέταξε τα τσιγάρα κι έπιασε το πορτό. Πάνω από το μπικίνι της, η Κέιτι είχε τυλίξει ένα χτυπητό φούξια παρεό, από κείνα που προτιμούσαν οι μαθήτριες στα τέλη της δεκαετίς του ’8Ο, αναμνηστικά από διαγωνισμούς βρεγμένης μπλούζας στη διάρκεια της πενθήμερης σχολικής εκδρομής στο Σάουθ Πάντρε. Τύλιξε γύρω μου τα μπράτσα της που μύριζαν ινδική καρύδα και με έμπασε μέσα. Δεν πάει το ερ κοντίσιον σε τέτοιο παλιό σπίτι, όπως και στης μητέρας σου, μου εξήγησε. Αν και είχαν τοποθετήσει μια κλιματιστική μονάδα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Τα παιδιά, υπέθεσα, μπορούσαν να ιδρώνουν με την άνεσή τους. Όχι πως τους έλειπε τίποτε. Ολόκληρη η ανατολική πτέρυγα έμοιαζε με παιδική χαρά εσωτερικού χώρου, απ’ όπου δεν έλειπε ούτε το κίτρινο πλαστικό σπιτάκι, ούτε η τσουλήθρα, ούτε το κουνιστό αλογάκι επώνυμης μάρκας. Τίποτε απ’ αυτά δεν έδειχνε χρησιμοποιημένο. Μεγάλα χρωματιστά γράμματα στόλιζαν τον ένα τοίχο: Μακένζι. Έμα. Φωτογραφίες ξανθών χαμογελαστών κοριτσιών με πλακουτσωτές μυτούλες και γυάλινα βλέμματα, κουκλίτσες που ανάσαιναν από το στόμα. Ούτε μια κοντινή λήψη να δείχνει το πρόσωπο, όλες από μακριά, να φαίνονται τα ρούχα. Ροζ τιραντέ φόρμες με μαργαριτούλες, κόκκινα φουστανάκια με πουά φουφούλες. Πασχαλιάτικοι φιόγκοι και μπαλαρίνες Mary Janes. Όμορφα παιδιά, πολύ όμορφα ρούχα. Είχα μόλις εμπνευστεί ένα καλό διαφημιστικό σλόγκαν για τους μικρούς καταναλωτές του Γουίντ Γκαπ. Η Κέιτι Λέισι Μπρούκερ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται να μάθει γιατί είχα κουβαληθεί στο σπίτι της Παρασκευή πρωί. Μιλήσαμε για την αποκαλυπτική βιογραφία μιας διασημότητας που διάβαζε και για το αν τα παιδικά καλλιστεία είχαν στιγματιστεί αμετάκλητα από την ΤζονΜπένετ. Η Μακένζι θέλει να γίνει μοντέλο. Είναι όμορφη όσο κι η μαμά της, γιατί να μην γίνει; Έλα. Καμίλ, πολύ γλυκό αυτό που είπες — δεν πίστευα ότι με έβρισκες όμορφη. Και βέβαια, μην είσαι χαζή. Θέλεις να πιεις κάτι; Οπωσδήποτε. Δεν έχουμε αλκοολούχα στο σπίτι. Φυσικά, δεν εννοούσα ποτό. Ένα γλυκό τσάι;'Ενα γλυκό τσάι θα ήταν τέλειο, δεν το φτιάχνουμε στο Σικάγο, σου λείπουν πραγματικά αυτές οι τοπικές λιχουδιές, πού να δεις πώς το τρώνε το χοιρομέρι εκεί πάνω. Πόσο χαίρομαι που γύρισα. Η Κέιτι επέστρεψε με μια κρυστάλλινη κανάτα γεμάτη γλυκό τσάι. Περίεργο, γιατί από το καθιστικό την είδα να βγάζει από το ψυγείο μια δίλιτρη καράφα. Μια αίσθηση χαιρεκακίας κι αμέσως μετά υπενθύμισα στον εαυτό μου πως ούτε κι εγώ ήμουν ειλικρινής και απροσποίητη. Αντίθετα, είχα καλύψει τη φυσική μου κατάσταση με βαρύ ψεύτικο άρωμα λουλουδιών. Όχι μόνο αλόη και φράουλα, αλλά και μια ιδέα αποσμητικό χώρου με άρωμα λεμόνι που αναδυόταν από τον ώμο μου.
«Αυτό το τσάι είναι υπέροχο, Κέιτι. Στ’ αλήθεια, μπορώ να πίνω γλυκό τσάι με κάθε γεύμα». «Και πώς το τρώνε το χοιρομέρι εκεί πάνω;» Δίπλωσε τα πόδια της πάνω στον καναπέ και έγειρε μπροστά. Μου θύμισε τον καιρό του σχολείου εκείνο το σοβαρό, επίμονο βλέμμα της, σαν να προσπαθούσε να απομνημονεύσει το συνδυασμό ενός χρηματοκιβώτιου. Εγώ δεν τρώω ποτέ χοιρινό, έχω να φάω από παιδί, απ’ όταν επισκεφτήκαμε την οικογενειακή επιχείρηση. Δεν ήταν καν μέρα σφαγής, αλλά το θέαμα ήταν αρκετό για να μένω ξάγρυπνη τις νύχτες. Εκατοντάδες ζώα, παστωμένα σε κλουβιά, τόσο στριμωχτά που δεν μπορούσαν ούτε να στρίψουν, κι εκείνη η γλυκερή, βαριά μυρωδιά από αίμα και ακαθαρσίες. Αστραπιαία ανάμνηση: η Άμα να παρατηρεί επίμονα τις κλούβες με τα γουρούνια. «Χωρίς σχεδόν καθόλου μαύρη ζάχαρη». «Μμμμμμ. Μια που το έφερε η κουβέντα, να σου φτιάξω ένα σάντουιτς;Έχω χοιρινό από της μαμάς σου, μοσχάρι από του Ντίκον’ς, κοτόπουλο από του Κόβι’ς και γαλοπούλα της Lean Cuisine». Η Κέιτι ήταν ο τύπος που θα έφερνε γύρω όλο το σπίτι, θα καθάριζε τα πλακάκια της κουζίνας με οδοντόβουρτσα και θα τραβούσε με την οδοντογλυφίδα τα χνούδια ανάμεσα από τις σανίδες του πατώματος, προτού σταθεί να συζητήσει για κάτι δυσάρεστο. Νηφάλια έστω. Παρ’ όλα αυτά την έψησα να μου μιλήσει για την Αν και τη Νάταλι, εγγυήθηκα την ανωνυμία της και έβαλα μπροστά το μαγνητόφωνο. Κατ’ αρχάς, τα κορίτσια ήταν γλυκά, χαριτωμένα, αξιολάτρευτα — η αναγκαστική αναθεωρημένη εκδοχή. Κι έπειτα: «Είχαμε ένα μικρό ατύχημα με την Αν, την Ημέρα της Ραπτικής». Άρα, υπήρχε ακόμη η Μέρα της Ραπτικής. Μάλλον παρήγορο, υποθέτω. «Η Αν κάρφωσε τη Νάταλι Κιν στο μάγουλο με τη βελόνα της. Νομίζω πως είχε βάλει στόχο το μάτι, ξέρεις, έτσι όπως είχε κάνει η Νάταλι με κείνο το κοριτσάκι στο Οχάιο». Φιλαδέλφεια. «Τη μια στιγμή κάθονταν και οι δυο τους ήσυχα κι ωραία δεν ήταν φίλες, ήταν σε διαφορετικές τάξεις, αλλά η Ραπτική είναι ανοιχτή για όλους. Η Αν σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι και ήταν στ’ αλήθεια σαν μικρή μανούλα. Κι ύστερα έγινε αυτό το πράγμα». «Την τραυμάτισε σοβαρά;» «Μμμ, όχι και τόσο. Εγώ και η Ρο Γουάίτσκάρβερ είναι δασκάλα στη δευτέρα τάξη τώρα, παλιά λεγόταν Ρο Λιτλ, ήταν μερικά χρόνια μετά από μας, και καθόλου μ ικρή. Τουλάχιστον τότε. Τώρα έχει χάσει μερικά κιλά. Τέλος πάντων, εγώ και η Ρο τραβήξαμε την Αν και η Νάταλι έμεινε με μια βελόνα να ξεφυτρώνει από το μάγουλό της, μόλις δυο τρία εκατοστά κάτω από το δεξί μάτι. Ούτε έκλαψε ούτε τίποτα. Απλώς μπαινόβγαινε στην τάξη
σαν αφηνιασμένο άλογο». Φαντάστηκα την Αν με τα αχτένιστα σγουρά μαλλιά να περνάει τη βελόνα της στο πανί και να θυμάται την ιστορία με το ψαλίδι που είχε ακούσει για τη Νάταλι, το περιστατικό βίας που έκανε τη Νάταλι να ξεχωρίζει. Και, πριν καθίσει να το καλοσκεφτεί, να η βελόνα στη σάρκα, πολύ πιο εύκολα απ’ όσο φανταζόταν. Μόνο μια γρήγορη, δυνατή κίνηση, και η βελόνα να χτυπάει κόκαλο. Και η Νάταλι με ένα κομμάτι μέταλλο να ξεπετάγεται απ’ το μάγουλό της, σαν μικροσκοπικό ασημένιο καμάκι. «Η Αν δεν το έκανε για κανένα φανερό λόγο;» «Κάτι που έμαθα γι’ αυτές τις δυο είναι ότι δεν χρειάζονταν κανένα λόγο για να επιτεθούν». «Μήπως τις πείραζαν άλλα κορίτσια; Μήπως πιέζονταν από κάτι;» «Χα Χα!»Ήταν ένα ειλικρινά έκπληκτο γέλιο, που όμως της βγήκε σαν άσχετο χαχανητό. Σαν να γυρίσει μια γάτα να σε κοιτάξει και να σου κάνει «μουου». «Δεν θα έλεγα ότι δεν έβλεπαν την ώρα να πάνε σχολείο» είπε η Κέιτι. «Αλλά καλύτερα να ρωτήσεις την αδερφούλα σου γι’ αυτό». «Ξέρω, λες ότι η Αμα τις παρενοχλούσε...» «Ο Θεός να μας λυπηθεί όταν πάει γυμνάσιο». ΙΙερίμενα αμίλητη μέχρι να φορτώσει για τα καλά η Κέιτι Λέισι Μπρούκερ και να μιλήσει για την αδερφή μου. Κακά μαντάτα, υπέθεσα. Γι’ αυτό χάρηκε τόσο πολύ που με είδε στην πόρτα της. «Θυμάσαι πώς κάναμε εμείς κουμάντο στο Καλχούν; Που ό,τι θεωρούσαμε εμείς σούπερ, γινόταν σούπερ, όποια δεν χωνεύαμε τη μισούσαν οι πάντες;» Ακούστηκε σαν να ονειροπολούσε ένα παραμύθι, σαν να θυμόταν μια χώρα από παγωτό και χνουδωτά λαγουδάκια. Κούνησα απλώς το κεφάλι μοι>· Θυμήθηκα μια ιδιαίτερα σκληρή πράξη από πλευράς μου: ένα πολύ έντιμο κορίτσι, η Λι Αν, απομεινάρι από τις φιλίες του δημοτικού, είχε παραδείξει ενδιαφέρον για την ψυχική μου υγεία, είχε υπαινιχθεί ότι ίσως είχα κατάθλιψη. Τη σνόμπαρα επιδεικτικά ένα πρωί, όταν ήρθε τρέχοντας να μου μιλήσει πριν από το σχολείο. Τη θυμάμαι ακόμη: με τα βιβλία της κάτω από τη μασχάλη, με κείνη την άχαρη καρό φούστα, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο, όπως κάθε φορά που μου απηύθυνε το λόγο. Της είχα γυρίσει την πλάτη, την είχα αποκλείσει από τον κύκλο των κοριτσιών που ήταν μαζί μου και είχα σχολιάσει τα ξενέρωτα, καθωσπρέπει ρούχα της. Τα κορίτσια πήραν γραμμή. Όλη τη βδομάδα της έκαναν τη ζωή ποδήλατο. Τα τελευταία δύο χρόνια του γυμνασίου έκανε παρέα
μόνο με τους καθηγητές στο μεσημεριανό διάλειμμα. Θα μπορούσα να το είχα σταματήσει με μια μου λέξη, αλλά δεν το έκανα. Έπρεπε να την κρατήσω σε απόσταση. «Η αδερφή σου είναι σαν κι εμάς, αλλά στο τριπλάσιο. Και έχει και μια πολύ κακιά φλέβα». «Κακιά φλέβα, πώς;» Η Κέιτι έβγαλε ένα μαλακό πακέτο τσιγάρα από το συρταράκι του τραπεζιού και άναψε τσιγάρο με ένα από τα μακριά σπίρτα για το τζάκι. Ακόμη κάπνιζε κρυφά. «Ω, αυτή και οι άλλες τρεις, εκείνες οι ξανθιές που έχουν ήδη βγάλει βυζάκια, αυτές κουμαντάρουν το σχολείο, και η Άμα κουμαντάρει αυτές. Σοβαρά, είναι άσχημα τα πράγματα. Κάνουν και πλάκες, αλλά κυρίως κάνουν άσχημα πράγματα. Έχουν μια χοντρούλα, τη στέλνουν κάθε μέρα να τους φέρνει φαγητό στο μεσημεριανό διάλειμμα και. προτού την αφήσουν να φύγει, τη βάζουν να φάει χωρίς χέρια χώνοντας τη μούρη της μέσα στο πιάτο». Σούφρωσε τη μύτη της κι αυτό ήταν όλο, δεν έδειξε να την απασχολεί ιδιαίτερα. «Μια άλλη, τη στρίμωξαν κάπου και την ανάγκασαν να σηκώσει την μπλούζα της και να δείξει το στήθος της στ’ αγόρια. Επειδή ήταν σανίδα. Την έβαλαν να λέει βρομόλογα όταν το έκανε. Κυκλοφορεί η φήμη ότι πήραν μια από τις παλιές τους φίλες, κάποια Ρόνα Ντιλ, με την οποία τα είχαν τσουγκρίσει, την πήγαν σε κάποιο πάρτι, τη μέθυσαν και... κατά κάποιο τρόπο την έκαναν δωράκι στα μεγαλύτερα αγόρια. Αυτές φυλούσαν τσίλιες έξω από το δωμάτιο μέχρι να τελειώσουν μαζί της οι νεαροί». «Είναι μόλις δεκατριών» είπα. Σκέφτηκα τι είχα κάνει εγώ σ’ αυτή την ηλικία. Και συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πόσο μικρή ήμουν τότε. «Είναι πρόωρα αναπτυγμένες. Είχαμε κάνει κι εμείς άγρια πράγματα στην ηλικία τους». Η φωνή της Κέιτι έγινε πιο βραχνή από το τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό και τον παρακαλούθησε να αιωρείται γαλαζωπός πάνω από τα κεφάλια μας. «Εμείς δεν κάναμε ποτέ κάτι τόσο χοντρό». «Στο τσακ ήμασταν, Καμίλ». Εσύ έκανες, εγώ όχι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, καταγράφοντας νοερά η καθεμιά μας τα δικά της παιχνίδια δύναμης. «Τέλος πάντων, η Άμα κολλούσε πολύ στην Αν και στη Νάταλι» είπε η Κέιτι. «Ήταν καλό που έδειξε τόσο ενδιαφέρον για τα δυο κοριτσάκια η μητέρα σου». «Η μαμά μου βοηθούσε την Αν στα μαθήματά της, το ξέρω». «Α, ναι, ασχολιόταν και με τις δυο ως μητέρα βοηθός, τις έπαιρνε στο σπίτι σας, τις τάιζε
μετά το σχολείο. Καμιά φορά περνούσε και στα διαλείμματα, στεκόταν έξω από το φράχτη και τις παρακολουθούσε που έπαιζαν στην αυλή». Αστραπιαία εικόνα: η μητέρα μου, με τα δάχτυλα αγκιστρωμένα στο συρματόπλεγμα να κοιτάζει λαίμαργα μέσα. Αστραπιαία εικόνα: η μητέρα μου, με κάτασπρο μακρύ νυχτικό, να κρατάει με το ένα χέρι τη Νάταλι και, με το δάχτυλο στα χείλη, να κάνει νόημα στον Τζέιμς Κάπισι να σωπάσει. «Τελειώσαμε;» ρώτησε η Κέιτι. «Κουράστηκα να μιλάω γι’ αυτά». Πάτησε το κουμπί και έκλεισε το κασετόφωνο. «Κάτι άκουσα για σένα και τον ωραίο αστυνομικό». Μου χαμογέλασε. Ένα μικρό τσουλούφι είχε ξεφύγει από την αλογοουρά της. Τη θυμήθηκα ξαφνικά, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τις πατούσες της, να βάφει τα νύχια των ποδιών της και να ρωτάει για μένα και ένα από τα αγόρια της ομάδας του μπάσκετ που τον ήθελε για τον εαυτό της. Προσπάθησα να μην στραβομουτσουνιάσω μιλώντας για τον Ρίτσαρντ. «Ω, φήμες, φήμες». Χαμογέλασα. «Άντρας μόνος, γυναίκα μόνη... η ζωή μου δεν είναι στ’ αλήθεια τόσο ενδιαφέρουσα». «Ο Τζον Κιν μπορεί να μην συμφωνήσει». Η Κέιτι τράβηξε άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο, το άναψε και φύσηξε δυνατά τον καπνό καρφώνοντάς με με κείνα τα βαθιά μπλε μάτια της. Χωρίς χαμόγελο αυτή τη φορά. Δύο εναλλακτικές υπήρχαν. Θα μπορούσα να της δώσω μερικά κοψίδια, να την κάνω να χαρεί. Αφού η ιστορία είχε ήδη φτάσει στ’ αυτιά της Κέιτι στις δέκα το πρωί, ως το μεσημέρι θα είχε ακουστεί σε όλο το Γουίντ Γκαπ. Ή, να το αρνηθώ, να ρισκάρω να μου θυμώσει, να χάσω τη συνεργασία της. Είχα ήδη πάρει τη συνέντευξη και σίγουρα δεν μ’ ενδιέφερε να έχω την εύνοια της Κέιτι. «Α, φήμες κι αυτά. Οι ντόπιοι πρέπει να βρουν κάτι καλύτερο να περνάνε την ώρα τους». «Σοβαρά; Εγώ δεν απόρησα. Ποτέ δεν έχανες ευκαιρία να περάσεις καλά». Σηκώθηκα, έτοιμη με το παραπάνω να φύγω. Η Κέιτι με ακολούθησε μέχρι έξω, ρουφώντας τα μάγουλά της. «Ευχαριστώ για το χρόνο σου, Κέιτι. Χάρηκα που σε είδα». «Κι εγώ, Καμίλ. Καλή διαμονή, όσο μείνεις εδώ». Είχα ήδη βγει από την πόρτα και κατέβαινα τα σκαλοπάτια όταν με φώναξε. «Καμίλ;» Στράφηκα και είδα την Κέιτι να στέκεται με το ένα πόδι στραμμένο προς τα μέσα
σαν κοριτσάκι, μια κίνηση που έκανε από τα χρόνια του σχολείου. «Μια φιλική συμβουλή: πήγαινε σπίτι σου να πλυθείς. Μυρίζεις». Πήγα σπίτι. Το μυαλό μου σκόνταφτε συνεχώς πάνω σε εικόνες της μητέρας μου, όλες δυσοίωνες. Οιωνός. Η λέξη ξανάρχισε να δονείται πάνω στο δέρμα μου. Αστραπιαίες εικόνες: Η κοκαλιάρα Τζόια, με τα λυτά άσπρα μαλλιά και τα μακριά άβαφα νύχια, να ξεφλουδίζει το δέρμα της μητέρας μου. Η μητέρα μου, με τα χάπια της και τα μαντζούνια της, να μου ξυρίζει τα μαλλιά. Η Μάριαν, τώρα πια μόνο κόκαλα μέσα στο φέρετρο, με άσπρη σατέν κορδέλα γύρω από πεθαμένες ξανθιές μπούκλες, σαν ένα μπουκέτο ξερά λουλούδια. Η μητέρα μου να φροντίζει εκείνα τα ατίθασα κοριτσάκια. Ή, μάλλον, να προσπαθεί. Η Αν και η Νάταλι δεν ήταν καθόλου πιθανό να ανεχτούν τέτοιου είδους περιποιήσεις. Η Άντορα μισούσε τα κοριτσάκια που δεν υποτάσσονταν στη δική της παράξενη αίσθηση περί μητρικής φροντίδας. Άραγε είχε βάψει τα νύχια της Νάταλι πριν τη στραγγαλίσει;Ή μετά; Είσαι τρελή αν σκέφτεσαι αυτό που σκέφτεσαι. Θα είσαι τρελή αν δεν το σκεφτείς. Δεκαπέντε Τρία ροζ ποδήλατα ήταν στημένα στη σειρά πάνω στη βεράντα εισόδου, όλα εφοδιασμένα με άσπρα ψάθινα καλαθάχια και κορδελίτσες να κρέμονται από τα τιμόνια τους. Έριξα μια γρήγορη ματιά σε ένα από τα καλάθάκια και είδα ένα τεράστιο λιπγκλός σε συσκευασία στικ και ένα τσιγαριλίκι μέσα σε σακουλάκι για σάντουιτς. Μπήκα από την πλαϊνή πόρτα και ανέβηκα την εσωτερική σκάλα. Τα κορίτσια ήταν στο δωμάτιο της Άμα, χασκολεγούσαν δυνατά και έβγαζαν τσιρίδες ενθουσιασμού. Άνοιξα την πόρτα χωρίς να χτυπήσω. Αγένεια, αλλά δεν άντεχα την ιδέα της αθόρυβης ανακατωσούρας καθώς θα έσπευδαν να πάρουν αθώες πόζες για τον ενήλικο που θα έμπαινε. Οι τρεις ξανθιές, με καυτά σορτς και σούπερ μίνι φούστες που αναδείκνυαν τα λιγνά, ξυρισμένα πόδια τους, στέκονταν σε κύκλο γύρω από την Άμα. Εκείνη, καθισμένη στο πάτωμα, μαστόρευε το κουκλόσπιτό της, με ένα σωληνάριο κόλλα στιγμής δίπλα της και τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά και πιασμένα με φαρδιά γαλάζια κορδέλα. Τσίριξαν πάλι όταν είπα «γεια», σαν ξαφνιασμένα πουλιά, και μου χάρισαν οργισμένα, χαρωπά χαμόγελα. «Γεια σου, Μιλ» ξεφούρνισε η Άμα. Δεν είχε πια τους επιδέσμους, αλλά φαινόταν κακόκεφη και σαν να είχε πυρετό. «Εμείς παίζουμε κούκλες. Δεν έχω το ωραιότερο κουκλόσπιτο του κόσμου;» Γλυκανάλατος τόνος, σαν απομίμηση παιδικής φωνής σε οικογενειακό σίριαλ της δεκαετίας του ’5Ο. Δύσκολο να συμβιβάσω στο μυαλό μου αυτή την Άμα με κείνη που μου είχε δώσει ναρκωτικά μύλις προχτές το βράδυ. Η αδερφή μου, που κατά πάσα πιθανότητα πάσαρε φίλες της σε μεγαλύτερα αγύρια, έτσι για πλάκα. «Ε, Καμίλ; Δεν είναι τρέλα το κουκλόσπιτο της Άμα;» επανέλαβε η μελένια ξανθιά με
χαδιάρικη, βραχνή φωνή. Η Τζόουντς ήταν η μόνη που δεν με κοίταζε. Είχε στυλώσει τα μάτια της στο κουκλόσπιτο σαν να ήθελε να χωθεί μέσα. «Είσαι καλύτερα, Άμα;» «Ω, ναι, καλή μου αδερφούλα» είπε ναζιάρικα. «Ελπίζω να είσαι κι εσύ καλά». Οι άλλες γέλασαν πάλι κακαριστά, σαν ομαδικύ τρέμουλο. Έκλεισα την πύρτα ενοχλημένη απύ ένα παιχνίδι που δεν καταλάβαινα. «Δεν παίρνεις και την Τζόουντς μαζί σου;» μου φώναξε κάποια απ’ αυτές πίσω από την κλειστή πόρτα. Η Τζόουντς σίγουρα δεν είχε μέλλον στην παρέα. Άνοιξα το ζεστό νερό στην μπανιέρα παρά τον καύσωνα ακύμα και η πορσελάνη είχε ανάψει και κάθισα μέσα γυμνή, με το πιγούνι μου ακουμπισμένο στα γύνατα, ενώ το νερύ ανέβαινε αργά και με τύλιγε. Μύριζε σαπούνι μέντας και τη γλυκερή, σαλιάρικη οσμή του γυναικείου φύλου. Ένιωθα γδαρμένη και άγρια χρησιμοποιημένη και μου άρεσε η αίσθηση. Έκλεισα τα μάτια μου, βούλιαξα στο νερύ και το άφησα να γεμίσει τ’ αυτιά μου. Μόνη. Κρίμα που δεν είχα χαράξει τη λέξη στο δέρμα μου, απύρησα ξαφνικά που δεν στύλιζε και αυτή το κορμί μου. Ο κύκλος απύ ξυρισμένο δέρμα που είχε αφήσει η Άντορα στο κρανίο μου άρχισε να μυρμηγκιάζει, σαν να προσφερόταν εθελοντικά για χαράκωμα. Το πρόσωπύ μου κρύωσε απύτομα και ανοίγοντας τα μάτια είδα το πρόσωπο της μητέρας μου μετέωρο πάνω από το χείλος της μπανιέρας, με τα μακριά ξανθά μαλλιά να κρέμονται γύρω του. Ανακάθισα απότομα και κάλυψα το στήθος μου. πιτσιλίζοντας με νερά το ροζ πικέ φόρεμά της. «Πού ήσουν, καλή μου; Κόντεψα να τρελαθώ. Θα είχα βγει να σε ψάξω εγώ η ίδια, αλλά η Άμα είχε άσχημη νύχτα». «Τι ακριβώς έχει η Άμα;» «Πού ήσουν χτες βράδυ;» «Τι έχει η Άμα, μητέρα;» Άπλωσε να πιάσει το πρόσωπό μου κι εγώ ζάρωσα. Η μητέρα μου συνοφρυώθηκε, άπλωσε ξανά το χέρι της, με χτύπησε χαϊδευτικά στο μάγουλο, έστρωσε τα βρεγμένα υγρά μαλλιά μου προς τα πίσω. Όταν τράβηξε το χέρι της κοίταξε με κατάπληξη την υγρή παλάμη της σάμπως να είχε γδάρει το δέρμα. «Έπρεπε να τη φροντίσω» είπε μόνο. Τα μπράτσα μου ανατρίχιασαν. «Κρυώνεις, γλυκιά μου; Σκλήρυναν οι ρώγες σου».
Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι με γαλαζωπό υγρό που μου το έδωσε αμίλητη. Ή θα με αρρωστήσει το ποτό της, οπότε θα ξέρω ότι δεν είμαι τρελή, ή δεν θα με αρρωστήσει, οπότε θα ξέρω ότι είμαι ένα σίχαμα. Ήπια το γαλαζωπό γάλα ενώ η μητέρα μου σιγομουρμούριζε ένα σκοπό και σάλιωνε με τη γλώσσα το κάτω χείλος της, με μια κίνηση τόσο πυρετώδη που φάνταζε αισχρή. «Δεν ήσουν και τόσο καλό κορίτσι όταν ήσουν μικρή» είπε. «Ήσουν αγύριστο κεφάλι. Ίσως σου κόπηκε λίγο το πείσμα. Από την καλή άποψη. Την αναγκαία». Έφυγε κι εγώ περίμενα μία ώρα μέσα στην μπανιέρα να μου συμβεί κάτι. Ανακάτωμα στο στομάχι, ζαλάδα, πυρετός. Καθόμουν ακίνητη, έτσι όπως κάθομαι πάντα στο αεροπλάνο, όπου φοβάμαι πως μια απότομη κίνηση μπορεί να μας αναποδογυρίσει. Τίποτα. Βρήκα την Αμα στο κρεβάτι μου όταν άνοιξα την πόρτα. «Είσαι αηδιαστική» μου είπε σταυρώνοντας τεμπέλικα τα χέρια της στο στήθος. «Δεν το πιστεύω ότι πήδηξες έναν δολοφόνο παιδιών. Είσαι τόσο πρόστυχη όσο λέει αυτή». «Μην την ακούς τη μαμά, Άμα. Δεν είναι αξιόπιστο πρόσωπο. Και μην...» Τι; Μην πάρεις τίποτε από τα χέρια της; Πες το, αφού το σκέφτεσαι, Καμ ίλ. «Μην μου επιτίθεσαι. Πληγώνουμε τρομερά γρήγορα ο ένας τον άλλο στην οικογένειά μας». «Πες μου για το πράμα του, Καμίλ. Είναι ωραίο;» Η φωνή της είχε τον ίδιο ψεύτικο, γλυκανάλατο τόνο που είχε χρησιμοποιήσει και νωρίτερα, αλλά τώρα δεν ήταν αφηρημένη: στριφογύριζε κάτω από τα σεντόνια μου, τα μάτια της έλαμπαν άγρια, τα μάγουλά της ήταν φουντωμένα. «Δεν πρόκειται να συζητήσω τέτοια πράγματα μαζί σου, Άμα». «Δεν μου το έπαιζες μεγάλη προχτές το βράδυ, αδερφούλα. Δεν είμαστε πια φίλες;» «Άμα, πρέπει να ξαπλώσω». «Ζόρικη νύχτα, ε; Και πού να δεις όλα θα πάνε χειρότερα». Με φίλησε στο μάγουλο, σηκώθηκε από το κρεβάτι και απομακρύνθηκε στο διάδρομο κροταλίζοντας τις μεγάλες πλαστικές σαγιονάρες της. Είκοσι λεπτά αργότερα άρχισαν οι εμετοί' κρύος ιδρώτας και βίαιες αναγούλες που στη διάρκειά τους φανταζόμουν το στομάχι μου να συσπάται και να τινάζεται σαν καρδιά έτοιμη να σπάσει. Ανάμεσα σε διαδοχικά ξεσπάσματα, φορώντας μόνο ένα μακό μπλουζάκι, έμενα καθισμένη στο πάτωμα κοντά στη λεκάνη της τουαλέτας, ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο. Έξω άκουγα καρακάξες να καβγαδίζουν. Μέσα στο σπίτι, τη μητέρα μου να φωνάζει την Γκέιλα. Πέρασε μια ολόκληρη ώρα κι εγώ ακόμη ξερνούσα, πρασινωπή εμετική χολή που
έβγαινε από μέσα μου σαν σιρόπι, πηχτή και κολλώδης. Έριξα κάτι πάνω μου και βούρτσισα τα δόντια μου με μανία χώνοντας την οδοντόβουρτσα μέχρι μέσα στο στόμα μου, μου ήρθε πάλι αναγούλα και άρχισα να ρεύομαι. Ο Άλαν καθόταν στην μπροστινή βεράντα και διάβαζε ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο με τον μονολεκτικό τίτλο Άλογα. Δίπλα του, πάνω στο μπράτσο της κουνιστής πολυθρόνας, ισορροπούσε ένα πορτοκαλί γυάλινο μπολ με ένα κομμάτι πράσινο ζελέ στο κέντρο. Φορούσε μπλε ριγέ κοστούμι και λευκό παναμά στο κεφάλι. Ήταν γαλήνιος σαν χειμωνιάτικη λίμνη. «Το ξέρει η μητέρα σου ότι φεύγεις;» «Θα γυρίσω σε λίγο». «Της φέρεσαι πολύ καλύτερα τελευταία, Καμίλ, και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Δείχνει σημαντική βελτίωση. Ακόμα και οι δοσοληψίες της με... την Άμα είναι πιο ήπιες». Πάντοτε κόμπιαζε πριν προφέρει το όνομα της ίδιας του της κόρης, σαν να είχε μια αδιόρατα βρόμικη σημασία. «Ωραία, Άλαν, πολύ ωραία». «Ελπίζω να αισθάνεσαι κι εσύ καλύτερα με τον εαυτό σου, Καμίλ. Είναι σημαντικό πράγμα να σου αρέσει ο εαυτός σου. Η καλή στάση αντανακλά εξίσου εύκολα με την κακή». «Να περάσεις καλά με τα άλογα». «Πάντα περνάω καλά». Η διαδρομή ως το Γούντμπερι διακοπτόταν ανά διαστήματα από απότομες στάσεις στην άκρη του δρόμου, για να ξεράσω κι άλλη χολή και λίγο αίμα. Τρεις στάσεις συνολικά, όπου τη μία απ’ αυτές έχανα εμετό στο πλαϊνό του αυτοκινήτου, αφού δεν πρόλαβα καν ν’ ανοίξω την πόρτα. Χρησιμοποίησα το ζεστό μου ρόφημα από χυμό φράουλας με βότκα για να τα ξεπλύνω. Το νοσοκομείο Σεντ Τζόζεφ στο Γούντμπερι ήταν ένας πελώριος κύβος από κίτρινα τούβλα, διάστικτος από συμμετρικά παράθυρα με κεχριμπάρι στόρια. Η Μάριαν το αποκαλούσε «η βάφλα». Ήταν ένα ήσυχο μέρος ως επί το πλείστον: όσοι έμεναν δυτικότερα πήγαιναν στο Πόπλαρ Μπλαφ για θέματα υγείας· βορειότερα, στο Χάιτι. Στο Γούντμπερι πήγαινες μόνο αν ήσουν παγιδευμένος στη φτέρνα της μπότας του Μισούρι. Στις Πληροφορίες, μια νταρντάνα νοσοκόμα με κωμικά πελώριο μπούστο εξέπεμπε σήμα «Μην Ενοχλείτε» πίσω από το γκισέ. Στάθηκα και περίμενα. Παρίστανε ότι ήταν βυθισμένη
στο διάβασμα. Πλησίασα. Σέρνοντας το δάχτυλό της στην κάθε αράδα του περιοδικού που κρατούσε, συνέχισε να διαβάζει. «Με συγχωρείτε» είπα. Ο τόνος μου ήταν ένα κράμα οργής και συγκατάβασης που ενόχλησε ακόμα κι εμένα την ίδια. Η γυναίκα είχε μουστάκι και νύχια κιτρινισμένα από το τσιγάρο στην ίδια καφετί απόχρωση με τους κυνόδοντες που ξεπετάγονταν από το πάνω χείλος της. Το πρόσωπο που παρουσιάζεις στον κόσμ ο λέει στον κόσμ ο πώς να σου φερθεί, μου έλεγε η μητέρα μου όταν δεν την άφηνα να με περιποιηθεί. Κανένας δεν θα μπορούσε να φερθεί καλά σ’ αυτή τη γυναίκα. «Είναι ανάγκη να βρω ένα ιατρικό ιστορικό». «Ζητήστε το από το γιατρό σας». «Είναι της αδερφής μου». «Να το ζητήσει η αδερφή σας από το γιατρό της». Γύρισε φουρκισμένη σελίδα στο περιοδικό της. «Η αδερφή μου πέθανε». Σίγουρα υπήρχαν πιο ήπιοι τρόποι να ειπωθεί αυτό, αλλά ήθελα να την ταρακουνήσω. Ακόμα κι έτσι, με το ζόρι μου έδωσε σημασία. «Α, λυπάμαι. Εδώ πέθανε;» «Ήταν ήδη νεκρή όταν έφτασε. Είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές εδώ ως επείγον περιστατικό και ο γιατρός της εργαζόταν στο νοσοκομείο σας». «Ημερομηνία θανάτου;» «1η Μαΐου 1988». «Χριστέ μου! Τόσο παλιά. Ελπίζω να είστε υπομονετική γυναίκα». Τέσσερις ώρες αργότερα, έπειτα από δύο έξαλλες αντιπαραθέσεις με αδιάφορες νοσοκόμες, ένα φλερτ απελπισίας με έναν ασπρουλιάρη, απρόσωπο διοικητικό υπάλληλο και τρεις εξορμήσεις στην τουαλέτα για εμετό, μου πέταξαν επιτέλους στην αγκαλιά τους φακέλους της Μάριαν. Ένας φάκελος για κάθε χρόνο της ζωής της, όλο και παχύτερος σταδιακά. Τις μισές από τις σημειώσεις των γιατρών δεν τις καταλάβαινα. Πολλές αφορούσαν εξετάσεις που είχαν ζητηθεί και ολοκληρωθεί, χωρίς αποτέλεσμα. Εγκεφαλογραφήματα και καρδιογραφήματα.
Μια διαδικασία που περιλάμβανε την εισαγωγή από το λαιμό της Μάριαν ενός σωλήνα με φωσφορίζουσα κάμερα στην άκρη για να εξεταστεί το στομάχι της. Μόνιτορ καρδιακού ρυθμού. Πιθανές διαγνώσεις: διαβήτης, αρρυθμία, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, ηπατική νόσος, πνευμονική υπέρταση, κατάθλιψη, νόσος του Κρον, ερυθηματώδης λύκος. Και ξαφνικά, μια ροζ σελίδα με διαγράμμιση κομμένη από γυναικείο μπλοκ αλληλογραφίας και πιασμένη με συρραπτικό πάνω σε μια αναφορά που κατέγραφε την πορεία της Μάριαν κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας νοσηλείας της για εξετάσεις στομάχου. Καθαρά, στρογγυλά γράμματα, οργισμένη γραφή το στιλό είχε αποτυπώσει βαθιά στο χαρτί την κάθε λέξη. Έγραφε: Είμ αι αδελφή νοσοκόμ α, και είμ αι υπεύθυνη για τις εξετάσεις της Μάριαν Κρέλιν αυτή την εβδομ άδα, καθώς και άλλες φορές που η ασθενής είχε νοσηλευτεί εδώ. Έχω τη βέβαιη (το «βέβαιη» υπογραμμισμένο δύο φορές) γνώμ η ότι αυτό το παιδί δεν πάσχει από τίποτε. Α ν έλειπε η Μητέρα, θα ήταν απόλυτα υγιές. Το παιδί παρουσιάζει συμ πτώμ ατα μ όνο αφού μ είνει ένα διάστημ α μ όνο του μ ε τη Μητέρα, ακόμ α και τις μ έρες εκείνες που αισθανόταν καλά μ έχρι τις μ ητρικές επισκέψεις. Η Μητέρα δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τη Μάριαν όταν είναι καλά, σαν να την τιμ ωρεί γι’ αυτό. Η Μητέρα αγκαλιάζει το παιδί μ όνο όταν είναι άρρωστο ή κλαίει. Εγώ και αρκετές άλλες συνάδελφοι, που για ευνόητους λόγους δεν επιθυμ ούν να συνυπογράψουν τη δήλωσή μ ου, πιστεύουμ ε ακράδαντα ότι το συγκεκριμ ένο παιδί, καθώς και η αδερφή του, θα πρέπει να απομ ακρυνθούν από το σπίτι τους για να μ ελετηθεί περαιτέρω το ζήτημ α. Μπέβερλι Βαν Λαμ Δίκαιη αγανάκτηση. Θα μας είχε ωφελήσει ακόμα λίγη απ’ αυτή τότε. Φαντάστηκα την Μπέβερλι Βαν Λαμ μεγαλόσωμη, με λεπτά χείλη και μαλλιά μαζεμένα ψηλά σε έναν αυστηρό κότσο, να γράφει βιαστικά αυτή την επιστολή σε ένα διπλανό δωμάτιο, αφού είχε αναγκαστεί να αφήσει την ανήμπορη Μάριαν στα χέρια της μητέρας μου, ξέροντας ότι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου μέχρι να αρχίσει η Άντορα να καλεί τις νοσοκόμες για βοήθεια. Μέσα σε μία ώρα είχα εντοπίσει τη νοσοκόμα στην παιδιατρική πτέρυγα, που στην ουσία ήταν απλώς ένα μεγάλο δωμάτιο με τέσσερα κρεβάτια, μόνο δύο από τα οποία ήταν κατειλημμένα. Ένα κοριτσάκι διάβαζε ήρεμα ένα βιβλίο, ενώ το αγοράκι στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν σε καθιστή στάση με το λαιμό του στηριγμένο σε ένα μεταλλικό νάρθηκα που έμοιαζε βιδωμένος στη σπονδυλική του στήλη. Η Μπέβερλι Βαν Λαμ δεν ήταν ούτε κατά διάνοια όπως την είχα φανταστεί. Πενηνταπεντάρα, μικροσκοπική, με ασημένια μαλλιά κουρεμένα πολύ κοντά. Φορούσε
λουλουδάτο φαρδύ παντελόνι νοσοκόμας με γαλάζια ρόμπα από πάνω και στο αυτί της είχε στερεωμένο ένα στιλό. Όταν συστήθηκα με θυμήθηκε με την πρώτη και δεν φάνηκε να εκπλήσσεται και πολύ που είχα εμφανιστεί τελικά. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω ύστερα από τόσα χρόνια, παρά τις περιστάσεις» είπε με τη βαθιά, ζεστή φωνή της. «Καμιά φορά φαντάζομαι πως έρχεται να με βρει η Μάριαν, μεγάλη γυναίκα πια, ίσως με κάνα δυο δικά της παιδάκια. Τα όνειρα είναι επικίνδυνα». «Ήρθα να σε βρω επειδή διάβασα την επιστολή σου». Ρουθούνισε περιφρονητικά, καπάκωσε το στιλό της. «Πολύ που ωφέλησε. Αν δεν ήμουν τόσο νέα και αγχωμένη και δεν έβλεπα με τόσο δέος τους σπουδαίους ντόκτορες εδώ μέσα, θα είχα κάνει πολύ περισσότερα από το να γράψω ένα σημείωμα. Φυσικά, εκείνο τον καιρό το να κατηγορήσεις μια μητέρα για τέτοιο πράγμα ήταν σχεδόν ανήκουστο. Λίγο έλειψε να με απολύσουν. Κανείς δεν θέλει στ’ αλήθεια να πιστέψει κάτι τέτοιο. Μοιάζει βγαλμένο από παραμύθι των Αδελφών Γκριμ. ΜΔΑ». «ΜΔΑ;» «Μινχάουζεν Δι’ Αντιπροσώπου. Το πρόσωπο που παρέχει φροντίδα, συνήθως η μητέρα, σχεδόν πάντα η μητέρα, αρρωσταίνει το παιδί της για να τραβήξει πάνω της την προσοχή. Έχεις το σύνδρομο Μινχάουζεν, αρρωσταίνεις εσύ για να τραβήξεις την προσοχή. Έχεις Μινχάουζεν Δι’ Αντιπροσώπου, αρρωσταίνεις το παιδί σου για να δείξεις πόσο καλή και αφοσιωμένη μητέρα είσαι. Αδελφοί Γκριμ, καταλαβαίνεις τι εννοώ;Όπως θα έκανε μια κακή νεράιδα. Απορώ πώς δεν το έχεις ακουστά». «Κάτι μου λέει». «Γίνεται όλο και πιο γνωστή ασθένεια. Δημοφιλής. Ο κόσμος λατρεύει το καινούργιο και το τρομακτικό. Θυμάμαι τότε που χτύπησε η ανορεξία, στη δεκαετία του ογδόντα. Όσο περισσότερες τηλεταινίες προβάλλονταν μ’ αυτό το θέμα, τόσο πιο άγρια δίαιτα έκαναν τα κοριτσόπουλα. Εσύ πάντως φαινόσουν εντάξει από τότε. Χαίρομαι». «Εντάξει είμαι, σε γενικές γραμμές.Έχω κι άλλη μια αδερφή, που γεννήθηκε μετά τη Μάριαν, και ανησυχώ γι’ αυτή». «Καλά κάνεις. Όταν έχεις να κάνεις με μαμά Μινχάουζεν δεν συμφέρει να είσαι η αγαπημένη της. Ήσουν τυχερή που η μητέρα σου δεν ενδιαφέρθηκε περισσότερο για σένα». Ένας άντρας με πράσινη στολή χειρουργείου μας προσπέρασε σαν σίφουνας στο διάδρομο καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ακολουθούμενος από δύο εύσωμους
γελαστούς νεαρούς όμοια ντυμένους. «Φοιτητές ιατρικής» είπε η Μπέβερλι γυρίζοντας τα μάτια της προς το ταβάνι. «Ασχολήθηκε ποτέ κανένας από τους γιατρούς με την αναφορά σου;» «Εγώ τη θεώρησα αναφορά, αυτοί την είδαν σαν παιδιάστικη, ζηλότυπη αντίδραση μιας μικρόψυχης νοσοκόμας. Όπως σου είπα, άλλοι καιροί. Τώρα τις υπολογίζουν λιιίγο παραπάνω τις νοσοκόμες. Τόσο δα. Και, για να είμαι ειλικρινής, Καμίλ, ούτε κι εγώ επέμεινα. Είχα μόλις βγει από ένα διαζύγιο, είχα ανάγκη τη δουλειά και, στην ουσία, ήθελα να μου πει κάποιος ότι έκανα λάθος. Είχα ανάγκη να πιστέψω ότι έκανα λάθος. Όταν πέθανε η Μάριαν έπινα επί τρεις μέρες. Την είχαν ήδη θάψει όταν ξανάκανα έναν υπαινιγμό, ρώτησα το διευθυντή της παιδιατρικής αν είχε υπόψη του την αναφορά μου. Μου έδωσαν μια βδομάδα αναγκαστική άδεια. Ήμουν απλώς μια υστερική». Τα μάτια μου άρχισαν ξαφνικά να με τσούζουν και βούρκωσα. Μου έπιασε το χέρι. «Λυπάμαι, Καμίλ». «Θεέ μου, πόσο θυμώνω». Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου και τα σκούπιζα με την ανάστροφη του χεριού μέχρι που η Μπέβερλι μου έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα. «Που συνέβη αυτό που συνέβη. Που μου πήρε τόσο καιρό να καταλάβω». «Όπως και να το κάνεις, μητέρα σου είναι, καλή μου. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς θα είναι για σένα να το αποδεχτείς. Τουλάχιστον φαίνεται πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη επιτέλους. Πόσο καιρό ασχολείται με την υπόθεση αυτός ο ντετέκτιβ;» «Ντετέκτιβ;» «Γουίλις, σωστά; Όμορφος, νεαρός, πανέξυπνος. Δεν έμεινε ούτε μια σελίδα από τους φακέλους της Μάριαν που να μην τη φωτοτυπήσει κι εμένα με πέθανε στις ερωτήσεις. Δεν μου είπε ότι υπάρχει κι άλλο κοριτσάκι. Μου είπε όμως ότι εσύ είσαι εντάξει. Νομίζω ότι είναι τσιμπημένος μαζί σου ήταν όλο κόνξες και ντροπές όταν ανέφερε το όνομά σου». Σταμάτησα απότομα να κλαίω, έκανα κουβάρι το χαρτομάντιλο και το πέταξα στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στο κρεβάτι του κοριτσιού που διάβαζε. Εκείνο έριξε μια ματιά στα σκουπίδια, σαν να είχε μόλις φτάσει το ταχυδρομείο. Ευχαρίστησα την Μπέβερλι και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, σε έξαλλη κατάσταση, έχοντας ανάγκη από γαλάζιο ουρανό. Η Μπέβερλι με πρόλαβε μπροστά στα ασανσέρ. Μου έπιασε και τα δυο χέρια. «Πάρε την αδερφή σου μακριά απ’ αυτό το σπίτι, Καμίλ. Δεν είναι ασφαλής».
Μεταξύ Γούντμπερι και Γουίντ Γκαπ, λίγο μετά την έξοδο 5 του αυτοκινητόδρομου, υπήρχε ένα μπαράκι, στέκι μηχανόβιων, όπου πουλούσαν κουτάκια μπίρες σε εξάδες χωρίς να σου ζητάνε ταυτότητα. Πήγαινα εκεί συχνά στα χρόνια του γυμνασίου. Δίπλα στο στόχο για τα βελάκια ήταν ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη. Άρπαξα μια χεριά εικοσιπενταράκια και τηλεφώνησα στον Κιούρι. Το σήκωσε η Αίλίν, όπως συνήθως, και η φωνή της ήταν ομαλή και ακλόνητη σαν λόφος. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς πριν πω καλά καλά το όνομά μου. «Καμίλ, αγάπη μου, τι συμβαίνει; Είσαι καλά; Και βέβαια δεν είσαι καλά. Ω, λυπάμαι. Το είπα στον Φρανκ να σε πάρει αποκεί μετά το τελευταίο τηλεφώνημά σου. Τι έγινε;» Συνέχισα να κλαίω, δεν ήξερα τι να της πω. Ένα βελάκι καρφώθηκε στο φελλό με έναν ξερό γδούπο. «Δεν... κάνεις πάλι κακό στον εαυτό σου; Καμίλ; Καλή μου, με τρομάζεις». «Η μητέρα μου...» είπα προτού καταρρεύσω ξανά. Τρανταζόμουν από τ’ αναφιλητά, ξεπηδούσαν μέσα απ’ τα σωθικά μου, είχα σχεδόν διπλωθεί στα δυο. «Η μητέρα σου;Έπαθε κάτι;» «Όχιιιι». Τσιρίδες μικρού παιδιού. Σκέπασμα του ακουστικού με την παλάμη, αγωνιώδες μουρμουρητό της Αίλίν, το όνομα του Φρανκ, οι λέξεις κάτι έγινε... φοβερό, δυο δευτερόλεπτα σιωπή και ήχος γυαλιού που σπάει. Ο Κιούρι πετάχτηκε τόσο απότομα από το τραπέζι που έριξε στο πάτωμα το ποτήρι με το ουίσκι του. Υπέθεσα. «Καμίλ, μίλησέ μου. Τι συμβαίνει;» Η φωνή του Κιούρι ήταν τραχιά και απότομη, με τρόμαξε σαν να με είχαν αρπάξει δυο γερά χέρια και να με τράνταζαν. «Ξέρω ποιος το έκανε, Κιούρι» σφύριξα μέσα από τα δόντια μου. «Ξέρω». «Αυτός δεν είναι λόγο να κλαις, Λιονταράκι. Συνέλαβε κάποιον η αστυνομία;» «Όχι ακόμη. Ξέρω ποιος το έκανε». Ντουπ στο στόχο με τα βελάκια. Πίεσα το ακουστικό στα χείλη μου και ψιθύρισα: «Η μητέρα μου». «Ποιος; Καμίλ, μίλα πιο δυνατά. Είσαι σε μπαρ;» «Η μητέρα μου το έκανε» φώναξα κλαψουρίζοντας στο τηλέφωνο και τα λόγια βγήκαν σαν εμετός από μέσα μου. Σιωπή για πολλή ώρα. «Καμίλ, έχεις πιεστεί πάρα πολύ και ήταν μεγάλο λάθος μου να σε στείλω εκεί κάτω τόσο νωρίς, ύστερα από... Τώρα, θέλω να πας στο κοντινότερο αεροδρόμιο
και να γυρίσεις σπίτι. Μην πάρεις τα πράγματά σου, παράτα το αυτοκίνητο και έλα αμέσως εδώ. Αυτά θα τα τακτοποιήσουμε αργότερα. Βγάλε εισιτήριο με το πρώτο αεροπλάνο και θα σου το πληρώσω εγώ μόλις γυρίσεις σπίτι. Αλλά πρέπει να γυρίσεις σπίτι, τώρα!» Σπίτι, σπίτι, σπίτι, σαν να προσπαθούσε να με υπνωτίσει. «Εγώ ποτέ δεν θα έχω σπίτι» κλαψούρισα κι άρχισα πάλι τα αναφιλητά. «Πρέπει να το λύσω αυτό, Κιούρι». Κατέβασα το ακουστικό τη στιγμή που μου φώναζε να μην κλείσω. Εντόπισα τον Ρίτσαρντ στο «Γκρίτι’ς» να τρώει ένα αργοπορημένο γεύμα. Κοίταζε κάτι αποκόμματα εφημερίδων της Φιλαδέλφειας σχετικά με την επίθεση της Νάταλι με το ψαλιδάκι. Ένευσε με στρυφνό ύφος όταν κάθισα απέναντι του, χαμήλωσε το βλέμμα του στα λιπαρά υπολείμματα του τυριού στο πιάτο του, το ξανασήκωσε και κοίταξε τα πρησμένα μάτια μου. «Είσαι εντάξει;» «Πιστεύω ότι η μητέρα μου σκότωσε τη Μάριαν και πιστεύω επίσης πως σκότωσε και την Αν και τη Νάταλι. Και ξέρω ότι το ίδιο πιστεύεις κι εσύ. Μόλις γύρισα από το Γούντμπερι, μαλάκα». Όλη η λύπη μου είχε γίνει οργή κάπου ανάμεσα στις εξόδους 5 και 2 του αυτοκινητόδρομου. «Δεν το πιστεύω ότι μου την έπεσες για να πάρεις πληροφορίες για τη μητέρα μου. Τι είδους διεστραμμένος μαλάκας είσαι;» Έτρεμα και τα λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα μου σαν τραύλισμα. Ο Ρίτσαρντ τράβηξε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα των δέκα, το έχωσε κάτω από το πιάτο του, ήρθε από τη δική μου μεριά του τραπεζιού και με έπιασε από το μπράτσο. «Πάμε έξω, Καμίλ. Εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος». Με πέρασε από την πόρτα, με πήγε ως το αυτοκίνητό του από τη μεριά του συνοδηγού και, πάντα κρατώντας με από το μπράτσο, με έβαλε μέσα. Οδηγούσε αμίλητος προς το λόφο με τα μεγάλα βράχια στην κορυφή, σηκώνοντας το χέρι του και σταματώντας με κάθε φορά που πήγαινα να πω κάτι. Τελικά, του γύρισα κι εγώ την πλάτη, στράφηκα προς το παράθυρο και κοίταζα τα δέντρα που έτρεχαν προς τα πίσω σαν γαλαζοπράσινο τείχος. Παρκάραμε στο ίδιο σημείο όπου είχαμε σταθεί και κοιτούσαμε από ψηλά το ποτάμι πριν από καιρό. Κυλούσε και τώρα εκεί κάτω μέσα στο σκοτάδι, και το τρεχούμενο νερό αντανακλούσε το φεγγαρόφωτο εδώ κι εκεί. Ήταν σαν να παρακολουθούσες έναν σκαραβαίο να τρέχει ανάμεσα σε πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα.
«Σειρά μου να πω τα κλισέ» είπε ο Ρίτσαρντ κοιτώντας ίσια μπροστά του. «Ναι, στην αρχή ενδιαφέρθηκα για σένα επειδή μ’ ενδιέφερε η μητέρα σου. Αλλά σ’ ερωτεύτηκα πραγματικά. Όσο μπορεί κανείς να ερωτευτεί έναν άνθρωπο τόσο κλεισμένο στο καβούκι του όσο εσύ. Βεβαίως, καταλαβαίνω το γιατί. Στην αρχή σκέφτηκα να σε ανακρίνω τυπικά, αλλά δεν ήξερα πόσο στενή ήταν η σχέση σου με την Άντορα, δεν θα ήθελα να την προειδοποιήσεις. Ούτε ήμουν σίγουρος, Καμίλ. Ήθελα χρόνο να μελετήσω καλύτερα τη μητέρα σου. Ήταν απλώς το ένστικτο του αστυνομικού. Σκέτο ένστικτο. Και σκόρπια κουτσομπολιά, για σένα, για τη Μάριαν, για την Άμα και τη μητέρα σου. Το πρόβλημα ήταν ότι οι γυναίκες δεν ταιριάζουν σε τέτοιου είδους προφίλ. Δολοφονίες παιδιών κατά συρροή. Ύστερα άρχισα να το βλέπω αλλιώς». «Πώς;» Η φωνή μου, μουντή σαν θραύσμα μετάλλου. «Εκείνο το αγόρι, ο Τζέιμς Κάπισι. Ερχόταν συνεχώς στο μυαλό μου η κακιά μάγισσα του παραμυθιού». Τα λόγια της Μπέβερλι: σαν από παραμ ύθι των Αδερφών Γκριμ . «Και πάλι δεν πιστεύω πως το αγόρι είδε στ’ αλήθεια τη μητέρα σου, πιστεύω ότι θυμήθηκε κάτι, μια αίσθηση, ή έναν υποσυνείδητο φόβο που τον προσωποποίησε. Άρχισα να σκέφτομαι τι είδους γυναίκα θα σκότωνε μικρά κοριτσάκια και θα τους έβγαζε τα δόντια. Κάποια που θα ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Μια γυναίκα που το μητρικό της ένστικτο είχε διαστραφεί εντελώς. Και η Αν και η Νάταλι είχαν... καλλωπιστεί πριν τις σκοτώσουν. Και των δύο οι γονείς είχαν προσέξει αταίριαστες λεπτομέρειες. Τα νύχια της Νάταλι ήταν βαμμένα με γυαλιστερό ροζ. Τα πόδια της Αν ήταν ξυρισμένα. Και οι δύο είχαν φορέσει κραγιόν σε κάποια φάση». «Και τα δόντια;» «Αυτά δεν είναι το καλύτερο όπλο ενός κοριτσιού;» είπε ο Ρίτσαρντ. Γύρισε επιτέλους και με κοίταξε. «Και στην περίπτωση των δυο κοριτσιών ήταν κυριολεκτικά ένα όπλο. Ο δολοφόνος τους πρέπει να ήταν μια γυναίκα που μισούσε τη δύναμη στα θηλυκά, την έβλεπε σαν βαρβαρότητα. Προσπάθησε να νταντέψει τα δυο κοριτσάκια, να τα μεταπλάσει σύμφωνα με το δικό της όραμα. Όταν εκείνες το απέρριψαν, όταν αντέδρασαν έντονα σ’ αυτό, ο δολοφόνος έγινε πυρ και μανία εναντίον τους. Έπρεπε να πεθάνουν. Ο στραγγαλισμός είναι ο απόλυτος ορισμός της κυριαρχίας. Φόνος σε αργή κίνηση. Έκλεισα τα μάτια μου μια μέρα στο γραφείο, αφού είχα συντάξει το προφίλ του δολοφόνου, και είδα μπροστά μου το πρόσωπο της μητέρας σου. Οι εκρήξεις βίας, η στενή σχέση της με τα δύο κοριτσάκια — δεν εί χε άλλοθι για καμιά από τις δύο νύχτες. Η διαίσθηση της Μπέβερλι Βαν Λαμ σχετικά με τη Μάριαν συνηγορούσε επίσης. Αν και θα πρέπει να γίνει εκταφή και τοξικολογική εξέταση της Μάριαν, μήπως μπορέσουμε να βρούμε απτές αποδείξεις.Ίχνη δηλητηρίου, ή κάτι άλλο». «Αυτή να την αφήσεις ήσυχη».
«Δεν μπορώ, Καμίλ. Ξέρεις πως έτσι πρέπει να γίνει. Θα τη σεβαστούμε απόλυτα». Ακούμπησε το χέρι του στο μηρό μου. Όχι στο χέρι μου, ούτε στον ώμο, στο μπούτι μου. «Ήταν ποτέ ο Τζον στ’ αλήθεια ύποπτος;» Το χέρι μισοτραβήχτηκε. «Το όνομά του στριφογύριζε πάντα. Του Βίκερι του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Σκέφτηκε πως, αφού η Νάταλι ήταν κατά κάποιο τρόπο βίαιη, μπορεί να ήταν και ο Τζον. Συν ότι δεν ήταν ντόπιος, και ξέρεις πόσο ύποπτοι είναι πάντα οι ξένοι». «Έχεις κάποια χειροπιαστή απόδειξη για τη μητέρα μου, Ρίτσαρντ;Ή όλα αυτά είναι μόνο υποθέσεις;» «Αύριο θα έχουμε το ένταλμα για να ερευνήσουμε το σπίτι της. Πρέπει να έχει κρατήσει τα δόντια. Αυτό σου το λέω χαριστικά. Επειδή σε σέβομαι και σου έχω εμπιστοσύνη». «Μάλιστα». Η πτώση άρχισε να καίει πάνω στο αριστερό μου γόνατο. «Πρέπει να πάρω την Άμα αποκεί». «Απόψε δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε. Πήγαινε σπίτι σου και φρόντισε να περάσεις μια συνηθισμένη βραδιά. Φέρσου όσο πιο φυσιολογικά γίνεται. Μπορώ να σου πάρω κατάθεση αύριο, θα βοηθήσει πολύ στην υπόθεση». «Κάτι μας κάνει. Και σ’ εμένα και στην Άμα. Μας φαρμακώνει, μας δηλητηριάζει. Κάτι μας κάνει». Αισθάνθηκα πάλι τάση για εμετό. Ο Ρίτσαρντ τράβηξε οριστικά το χέρι του από το μπούτι μου. «Καμίλ, γιατί δεν μου είπες τίποτα πριν; Θα μπορούσαμε να σου κάνουμε εξετάσεις. Θα ήταν πολύ σημαντικό για την υπόθεση. Να πάρει η οργή». «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, Ρίτσαρντ». «Σου έχει πει κανείς ότι είσαι υπερευαίσθητη, Καμίλ;» «Ούτε μία φορά». Η Γκέιλα στεκόταν στην πόρτα, σαν ένα φάντασμα παρατηρητής στο σπίτι μας στην κορυφή του λόφου. Εξαϋλώθηκε την επόμενη στιγμή και, μόλις πάρκαρα μπροστά από τη βεράντα, το φως άναψε στην τραπεζαρία. Χοιρομέρι. Μου μύρισε προτού φτάσω στην πόρτα. Με μπρόκολο και καλαμπόκι.. Κάθονταν όλοι ακίνητοι σαν ηθοποιοί πριν σηκωθεί η αυλαία. Σκηνή: Δείπνο στην τραπεζαρία. Η μητέρα μου, στητή και καμαρωτή, στην κορυφή του τραπεζιού, ο Άλαν και η
Άμα, δεξιά και αριστερά της, ένα σερβίτσιο για μένα στην απέναντι άκρη. Η Γκέιλα μου τράβηξε την καρέκλα για να καθίσω και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα μ’ ένα θρόισμα και τη στολή νοσοκόμας. Είχα βαρεθεί να βλέπω νοσοκόμες. Κάτω από τις σανίδες του πατώματος μούγκριζε το πλυντήριο, όπως πάντα. «Γεια σου, καλή μου, πώς ήταν η μέρα σου;» είπε η μητέρα μου υπερβολικά δυνατά. «Κάθισε, σε περιμέναμε για το φαγητό. Σκέφτηκα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια μιας και θα φύγεις σύντομα». «Θα φύγω;» «Είναι έτοιμοι να συλλάβουν τον νεαρό φίλο σου, καλή μου. Μην μου πεις ότι εγώ είμαι καλύτερα πληροφορημένη από τη δημοσιογράφο». Στράφηκε προς τον Άλαν και την Άμα και χαμογέλασε σαν ευχάριστη οικοδέσποινα που προσφέρει τα ορεκτικά. Ύστερα χτύπησε το κουδουνάκι της και η Γκέιλα έφερε το χοιρομέρι, που έτρεμε σαν ζελέ, πάνω σε ασημένιο δίσκο. Μια φέτα ανανά, λεπτή και κολλώδης, έπεφτε γλιστρώντας αργά προς το πλάι. «Κύψε εσύ, Άντορα» είπε ο Άλαν απαντώντας στο ανασήκωμα των φρυδιών της μητέρας μου. Λεπτά ξανθά τσουλούφια ανέμιζαν καθώς έκοβε το κρέας σε φέτες πάχους δαχτύλου και τις περνούσε στα πιάτα μας. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου στην Άμα όταν μου πρόσφερε μια μερίδα και την πέρασα στον Άλαν. «Όχι χοιρινό» μουρμούρισε η μητέρα μου. «Ακόμη δεν την ξεπέρασες αυτή την παιδική φάση, Καμίλ;» «Τη φάση του να μην μου αρέσει το χοιρινό; Όχι, δεν την ξεπέρασα». «Λες να τον εκτελέσουν τον Τζον;» με ρώτησε η Άμα. «Ο Τζον σου, μελλοθάνατος;» Η μητέρα μου την είχε στολίσει με άσπρο κοντομάνικο φόρεμα και ροζ κορδελάκια στα μαλλιά, που της τα είχε πλέξει σε δύο σφιχτές κοτσίδες. Ο θυμός της ανάβλυζε από τους πόρους της σαν κακή μυρωδιά. «Στην πολιτεία του Μισούρι ισχύει η θανατική ποινή και οι συγκεκριμένοι φόνοι σίγουρα είναι του είδους που επισύρει τη θανατική ποινή, εφόσον αυτή δικαιολογηθεί» είπα. «Έχουμε ακόμη την ηλεκτρική καρέκλα;» ρώτησε η Άμα. «Όχι» είπε ο Άλαν. «Φάε το φαγητό σου τώρα». «Θανατηφόρα ένεση» μουρμούρισε η μητέρα μου. «Σαν να κοιμίζεις μια γάτα».
Φαντάστηκα τη μητέρα μου, δεμένη πάνω σε φορείο, να πιάνει ευχάριστη κουβεντούλα με το γιατρό πριν της μπήξει τη βελόνα. Ταιριαστός ο θάνατος από ένεση με δηλητήριο. «Καμίλ, αν μπορούσες να γίνεις ένα πρόσωπο παραμυθιού, ποιο απ’ όλα θα γινόσουν;» ρώτησε η Άμα. «Η Ωραία Κοιμωμένη». Να ονειρεύομαι μια ολόκληρη ζωή, ακουγόταν υπέροχο. «Εγώ θα γινόμουν η Περσεφόνη». «Αυτή δεν την ξέρω» είπα. Η Γκέιλα μου πέταξε στο πιάτο λίγο μπρόκολο και άλλη μια μερίδα καλαμπόκι. Έτρωγα με το ζόρι, ένα σπυρί τη φορά και με κάθε μάσημα μου ερχόταν αναγούλα. «Είναι η Βασίλισσα των Νεκρών» είπε η Άμα λάμποντας ολόκληρη. «Ήταν τόσο όμορφη που ο Άδης την έκλεψε και την πήρε στον κάτω κόσμο για να την κάνει γυναίκα του. Όμως η μητέρα της σκύλιασε και ανάγκασε τον Άδη να τη γυρίσει πίσω. Αλλά μόνο για έξι μήνες κάθε χρόνο. Έτσι, περνάει τη μισή ζωή της με τους νεκρούς και τη μισή με τους ζωντανούς». «Άμα, πώς είναι δυνατύν να σε γοητεύει ένα τέτοιο πλάσμα;» είπε ο Άλαν. «Γίνεσαι μακάβρια». «Τη λυπάμαι την Περσεφόνη γιατί, ακόμα κι όταν είναι επάνω, με τους ζωντανούς, οι άνθρωποι τη φοβούνται επειδή ήταν εκεί που ήταν» είπε η Άμα. «Αλλά ούτε και όταν είναι μόνο με τη μητέρα της είναι στ’ αλήθεια ευτυχισμένη, επειδή ξέρει ότι θα πρέπει να γυρίσει πάλι στον Κάτω κόσμο». Χαμογέλασε στην Άντορα, έχωσε μια μεγάλη μπουκιά χοιρομέρι στο στόμα της κι ύστερα φώναξε δυνατά «Γκέιλα, ζάχαρη!» προς την κατεύθυνση της πόρτας. «Χρησιμοποίησε το κουδούνι, Άμα» είπε η μητέρα μου. Δεν έτρωγε ούτε αυτή. Εμφανίστηκε η Γκέιλα με ένα μπολ ζάχαρη, γέμισε μια μεγάλη κουταλιά και ράντισε το κρέας και τις φέτες ντομάτας στο πιάτο της Άμα. «Θα βάλω μόνη μου» κλαψούρισε η Άμα. «Θα σου βάλει η Γκέιλα» είπε η μητέρα μου. «Εσύ βάζεις πάρα πολύ». «Θα στενοχωρηθείς όταν πεθάνει ο Τζον, Καμίλ;» είπε η Άμα πιπιλίζοντας μια φέτα χοιρομέρι. «Πότε θα στενοχωριόσουν περισσότερο, αν πέθαινε ο Τζον ή εγώ;» «Δεν θέλω να πεθάνει κανείς» είπα. «Νομίζω πως το Γουίντ Γκαπ έχει ήδη περισσότερους θανάτους απ’ ό,τι χρειάζεται».
«Μπράβο, μπράβο» είπε ο Άλαν. Ήταν αλλόκοτα χαρωπός. «Κάποιοι άνθρωποι πρέπει να πεθαίνουν. Ο Τζον θα έπρεπε να πεθάνει» συνέχισε η Άμα. «Ακόμα κι αν δεν τις σκότωσε αυτός, θα έπρεπε να πεθάνει. Έχει γίνει κουρέλι απ’ όταν πέθανε η αδερφή του». «Μ’ αυτή τη λογική, κι εγώ θα έπρεπε να πεθάνω, επειδή πέθανε η αδερφή μου κι αυτό με τσάκισε» είπα. Μάσησα άλλο ένα σπυρί καλαμπόκι. Η Άμα με παρατηρούσε. «Ισως. Αλλά εσένα σε συμπαθώ, οπότε ελπίζω να μην πεθάνεις. Εσύ τι λες;» Απευθύνθηκε στην Άντορα. Τότε μου πέρασε από το μυαλό ότι η Άμα δεν την αποκαλούσε ποτέ Μητέρα, ή Μαμά, ή έστω Άντορα. Σαν να μην ήξερε το όνομά της, αλλά να προσπαθούσε να μην το δείξει. «Η Μάριαν πέθανε πριν από πολύ πολύ καιρό και νομίζω ότι ίσως θα έπρεπε να είχαμε τελειώσει κι εμείς μαζί της» είπε κουρασμένα η μητέρα μου. Κι ύστερα, όλο χαρά ξαφνικά: «Αλλά δεν το κάναμε και συνεχίζουμε τη ζωή μας, έτσι δεν είναι;» Κουδουνάκι, μάζεμα πιάτων, η Γκέιλα να κάνει κύκλους γύρω από το τραπέζι σαν γερασμένος λύκος. Μπολ με σορμπέ πορτοκαλιού για επιδόρπιο. Η μητέρα μου εξαφανίστηκε διακριτικά στο κελάρι και επανεμφανίστηκε με δυο λεπτές κρυστάλλινες φιάλες και με υγρά ρόδινα βλέφαρα. Το στομάχι μου βουλίαξε. «Η Καμίλ κι εγώ θα πιούμε κάτι στο δωμάτιό μου» είπε στους άλλους, στρώνοντας τα μαλλιά της στον καθρέφτη του μπουφέ. Είχε ντυθεί κατάλληλα, όπως συνειδητοποίησα, είχε ήδη φορέσει το νυχτικό της. Έτσι όπως έκανα όταν ήμουν παιδί κάθε φορά που με καλούσε να πάω κοντά της, την ακολούθησα στη σκάλα. Κι ύστερα βρέθηκα στο δωμάτιό της, εκεί που ήθελα πάντα να ήμουν. Το πελώριο κρεβάτι, με τα αμέτρητα μαξιλάρια του να ξεφυτρώνουν σαν πλοκάμια. Ο ολόσωμος, εντοιχισμένος καθρέφτης. Και το περίφημο πάτωμα από ελεφαντόδοντο, που έκανε τα πάντα να λάμπουν γύρω μας σαν χιονισμένο τοπίο στο φως του φεγγαριού. Η μητέρα μου πέταξε τα μαξιλάρια στο πάτωμα, σήκωσε τα σκεπάσματα και μου έκανε νόημα να καθίσω στο κρεβάτι. Ύστερα ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Όλους εκείνους του μήνες μετά το θάνατο τη Μάριαν που έμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της και με απαρνιόταν, δεν θα τολμούσα ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου κουλουριασμένο στο κρεβάτι δίπλα στη μητέρα μου. Και να με τώρα εκεί, πολύ αργά πια, πάνω από δεκαπέντε χρόνια μετά. Πέρασε τα δάχτυλά της απ’ τα μαλλιά μου και μου έδωσε το ποτό μου. Το μύρισα: σαν σαπισμένο μήλο. Κράτησα το ποτήρι σφιχτά, αλλά δεν ήπια. «Όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου με πήγε στο Βόρειο Δάσος και με παράτησε» είπε η
Άντορα. «Δεν ήταν θυμωμένη, ούτε στενοχωρημένη. Αδιάφορη. Σχεδόν σαν να βαριόταν. Ούτε μου εξήγησε γιατί. Δεν μου είπε λέξη, για την ακρίβεια. Μόνο να μπω στο αυτοκίνητο. Ήμουν ξυπόλυτη. Όταν φτάσαμε εκεί, με πήρε απ’ το χέρι και, πολύ αποφασιστικά, με οδήγησε στο μονοπάτι, ύστερα έξω απ’ το μονοπάτι, και έπειτα άφησε το χέρι μου και μου είπε να μην την ακολουθήσω. Ήμουν οχτώ χρόνων, μικρό κοριτσάκι. Οι πατούσες μου είχαν σκιστεί και ματώσει όταν γύρισα σπίτι, κι αυτή σήκωσε απλώς τα μάτια από την εφημερίδα της, με κοίταξε και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Σ’ αυτό το δωμάτιο». «Γιατί μου τα λες αυτά;» «Όταν ένα παιδί καταλαβαίνει από τόσο νωρίς ότι η μητέρα του δεν το αγαπάει, συμβαίνουν άσχημα πράγματα». «Ξέρω πώς είναι, πίστεψέ με» είπα. Τα χέρια της ήταν ακόμη στα μαλλιά μου και με το ένα δάχτυλο χάιδευε μηχανικά το ξυρισμένο δέρμα πίσω στο κρανίο μου. «Εγώ ήθελα να σ’ αγαπήσω, Καμίλ. Αλλά ήσουν πολύ δύσκολη. Η Μάριαν ήταν τόσο εύκολο παιδί». «Φτάνει, Μαμά». «Όχι. Δεν φτάνει. Άφησέ με να σε φροντίσω, Καμίλ. Μόνο για μια φορά, νιώσε την ανάγκη μου». Ας τελειώσει. Ας τελειώσουν όλα. «Ας το κάνουμε, λοιπόν» είπα. Κατάπια το φάρμακο μονοκοπανιά, ξεκόλλησα τα χέρια της από το κεφάλι μου και έβαλα τα δυνατά μου να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. «Πάντα είχα την ανάγκη σου. Μαμά. Την αληθινή ανάγκη σου. Όχι μια ανάγκη που εσύ δημιούργησες, για να τη χρησιμοποιείς όποτε σου άρεσε. Και δεν θα μπορέσω ποτέ να σε συγχωρήσω για τη Μάριαν. Ήταν μωρό». «Αυτή θα είναι για πάντα το μωρό μου» είπε η μητέρα μου.
Δεκαέξι Κοιμήθηκα χωρίς τον ανεμιστήρα και ξύπνησα με τα σεντόνια κολλημένα πάνω μου. Από τον ιδρώτα και τα ούρα μου. Τα δόντια μου χτυπούσαν και ένιωθα τον παλμό της καρδιάς μου πίσω από τους βολβούς των ματιών μου. Άρπαξα το καλαθάκι των αχρήστων δίπλα στο κρεβάτι μου και έκανα εμετό. Καυτό υγρό, με τέσσερις σπόρους καλαμπόκι να επιπλέουν στην κορυφή. Η μητέρα μου έφτασε στο δωμάτιό μου πριν προλάβω να συρθώ ξανά πάνω στο κρεβάτι. Τη φαντάστηκα καθισμένη στην καρέκλα του διαδρόμου, δίπλα στη φωτογραφία της Μάριαν, να διπλώνει κάλτσες περιμένοντας να αρρωστήσω. «Έλα, μωρό μου. Πάμε μαζί στο μπάνιο» μουρμούρισε. Μου έβγαλε την μπλούζα τραβώντας τη πάνω από το κεφάλι μου, μου κατέβασε το παντελόνι της πιζάμας. Μέσα σε μια διαυγή, γαλάζια στιγμή, είδα το βλέμμα της να περνάει από το λαιμό μου, το στήθος, τους γοφούς, τα πόδια μου. Έκανα πάλι εμετό με το που μπήκα στην μπανιέρα, με τη μητέρα μου να μου κρατάει το χέρι για να μην χάσω την ισορροπία μου. Κι άλλο καυτό υγρό, πάνω μου αυτή τη φορά και πάνω στην πορσελάνη. Η Άντορα άρπαξε μια πετσέτα από το ράφι, τη μούσκεψε με καθαρό οινόπνευμα και με σκούπισε με την επιδέξια γρηγοράδα ενός καθαριστή τζαμιών. Κάθισα στην μπανιέρα και την άφησα να μου ρίχνει κρύο νερό στο κεφάλι με ένα ποτήρι για να μου κατεβάσει τον πυρετό. Μου έδωσε άλλα δυο χάπια και άλλο ένα ποτήρι με κάποιο υγρό στο χρώμα του θολού ουρανού. Τα πήρα όλα με την ίδια πικρή μανία για εκδίκηση που με τροφοδοτούσε στα διήμερα ξεφαντώματά μου. Κρατάω ακόμη, τι άλλο έχεις; Ήθελα να είναι πολύ κακό. Το όφειλα στη Μάριαν, αυτό το ελάχιστο έστω. Εμετός στην μπανιέρα, άδειασμα της μπανιέρας, ξαναγέμισμα, άδειασμα. Παγοκύστες στους ώμους μου και ανάμεσα στα πόδια. Ζεστά επιθέματα στο μέτωπό μου και στα γόνατα. Ψαλιδάκι στην πληγή στο γόνατό μου και μετά οινόπνευμα. Νερό που έτρεχε ροζ. Χάσου, χάσου, χάσου, η ικεσία από το λαιμό μου. Τα βλέφαρα της Άντορα ήταν εντελώς μαδημένα, από το αριστερό της μάτι έσταζαν χοντρά δάκρυα, η γλώσσα της σάλιωνε ασταμάτητα το πάνω χείλος. Μια τελευταία σκέψη καθώς έχανα τις αισθήσεις μου: Κάποιος με φροντίζει. Η μητέρα μου. Σκοτώνεται να μου προσφέρει τη μητρική της φροντίδα. Κολακευτικό. Κανένας άλλος δεν θα το έκανε αυτό για μένα. Μάριαν. Ζηλεύω τη Μάριαν. Επέπλεα σε μια μπανιέρα γεμάτη ως τη μέση με χλιαρό νερό όταν με ξύπνησαν οι κραυγές. Αδύναμη και αχνίζοντας ολόκληρη κατάφερα να σκαρφαλώσω έξω από την μπανιέρα, τυλίχτηκα με ένα λεπτό μπουρνούζι οι τσιρίδες της μητέρας μου να μου τρυπάνε τ’
αυτιά και άνοιξα την πόρτα τη στιγμή που ορμούσε μέσα στο μπάνιο ο Ρίτσαρντ. «Καμίλ, είσαι καλά;» Οι στριγκλιές της μητέρας μου, οργισμένες, τρεμάμενες, έσκιζαν τον αέρα πίσω του. «Χριστός και Παναγία!» είπε ο Ρίτσαρντ. Ψυχική αστάθεια: ταλαντευόταν ανάμεσα στο γέλιο και στον τρόμο. «Τι έχει η μητέρα μου;» «Εσύ τι έχεις. Χαρακώνεσαι;» «Χαράζω λέξεις» μουρμούρισα, λες και είχε καμιά διαφορά. «Λέξεις. Το βλέπω». «Γιατί ουρλιάζει η μητέρα μου;» Ένιωσα δυνατή ζάλη και κάθισα στο πάτωμα με όλο μου το βάρος. «Καμίλ, αισθάνεσαι άσχημα;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. «Βρήκες τίποτε;» Ο Βίκερι και αρκετοί άλλοι αστυνομικοί μπήκαν τρέχοντας στο δωμάτιό μου. Η μητέρα μου εμφανίστηκε τρεκλίζοντας λίγα δευτερόλεπτα μετά, με τα χέρια στα μαλλιά της, ουρλιάζοντας στους αστυνομικούς να βγουν αμέσως έξω, να δείξουν σεβασμό, θα το μετάνιωναν πικρά αυτό. «Όχι ακόμη. Πόσο άσχημα είσαι;» Ο Ρίτσαρντ ψηλάφισε το μέτωπό μου, μου έδεσε το μπουρνούζι, απέφυγε να με κοιτάξει ξανά στα μάτια. Ανασήκωσα τους ώμους μου σαν μουτρωμένο παιδάκι. «Πρέπει να φύγετε όλοι από το σπίτι, Καμίλ. Ντύσου και θα σε πάω σ’ ένα γιατρό». «Ναι, χρειάζεσαι τα στοιχεία. Ελπίζω να έχει μείνει αρκετό δηλητήριο μέσα μου». Κατά το απόγευμα, στο συρτάρι με τα εσώρουχα της μητέρας μου, βρέθηκαν τα εξής: Έξι μπουκαλάκια με χάπια κατά της ελονοσίας, συνταγογραφημένα στο εξωτερικό μεγάλες γαλάζιες ταμπλέτες που έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία λόγω του ότι πρόκαλούν πυρετό και διαταραχές στην όραση. Ίχνη αυτού του φαρμ άκου βρέθηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις μου.
Εβδομήντα δύο ταμπλέτες καθαρτικού, βιομηχανικής παραγωγής, που χρησιμοποιούνται κυρίως σε κτηνοτροφικές μονάδες για το άδειασμα των εντέρων μεγάλων ζώων. Ίχνη του οποίου βρέθηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις μου. Τρεις δωδεκάδες χάπια κατά της επιληψίας, κατάχρηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει ναυτία και ζάλη. Ίχνη των οποίων βρέθηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις μου. Τρία μπουκαλάκια σιρόπι Ιπεκάκ, που χρησιμοποιείται για πρόκληση εμετού σε περιπτώσεις δηλητηρίασης. Ίχνη του οποίου βρέθηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις μου. Εκατόν εξήντα ένα ηρεμιστικά χάπια για άλογα. Ίχνη των οποίων βρέθηκαν στις τοξικολογικές εξετάσεις μου. Ένα τσαντάκι πρώτων βοηθειών που περιείχε εκατοντάδες σκόρπια χάπια, αμπούλες και πλαστικές σύριγγες, τα οποία δεν είχε κανένα λόγο να έχει στην κατοχή της η Άντορα. Κανέναν καλό λόγο. Μέσα στην καπελιέρα της μητέρας μου, ένα ημερολόγιο με λουλουδάτο εξώφυλλο, που θα κατατεθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στο δικαστήριο, περιείχε αποσπάσματα όπως τα εξής: 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1982 Σήμερα αποφάσισα να σταματήσω να περιποιούμαι την Καμίλ και να ασχοληθώ μόνο με τη Μάριαν. Η Καμίλ ποτέ δεν ήταν καλή ασθενής όταν αρρωσταίνει γίνεται δύστροπη και κακιά. Δεν θέλει ούτε να την αγγίζω. Πού ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα. Έχει πάρει την κακία της Τζόια. Τη μισώ. Η Μάριαν είναι τόσο γλυκιά όταν είναι άρρωστη, με λατρεύει, με θέλει κοντά της όλη την ώρα. Τρελαίνομαι να σκουπίζω τα δάκρυά της. 23 ΜΑΡΤΙΟΤ 1985 Η Μάριαν χρειάστηκε να εισαχθεί πάλι στο Γοόντμπερι με «αναπνευστικά προβλήματα από τις πρωινές ώρες και τάση για εμετό». Φόρεσα το κίτρινο Σεντ Τζον ταγέρ μου, αλλά τελικά δεν με ικανοποιούσε φοβάμαι πως με τα ξανθά μαλλιά μου δείχνω σαν ξεπλυμένη. Ή μάλλον, σαν ανανάς με πόδια! Ο γιατρός Τζέιμσον είναι πολύ ικανός και καλός, ενδιαφέρεται για τη Μάριαν και δεν ανακατεύεται. Φαίνεται πως τον έχω εντυπωσιάσει. Μου είπε ότι είμαι ένας άγγελος και πως κάθε παιδί θα έπρεπε να έχει μια μητέρα σαν εμένα. Φλερτάραμε λιγάκι, παρά τις βέρες μας. Οι νοσοκόμες είναι μπελάς. Προφανώς ζηλεύουν. Θα πρέπει να κάνουμε αξέχαστη την επόμενη επίσκεψή μας (εγχείρηση, το πιθανότερο!). Ίσως βάλω την Γκέιλα να φτιάξει κεφτεδάκια. Οι νοσοκόμες λατρεύουν τα κεράσματα για την αίθουσα όπου κάνουν το διάλειμμά τους. Μεγάλη πράσινη κορδέλα γύρω από το βάζο, ίσως; Να πάω οπωσδήποτε στο κομμωτήριο πριν από την επόμενη επείγουσα εισαγωγή... ελπίζω να εφημερεύει ο γιατρός Τζέιμσον (ο Ρικ)...
1Ο ΜΑΪΟΤ 1988 Η Μάριαν πέθανε. Δεν μπόρεσα να σταματήσω. Έχω χάσει έξι κιλά, είμαι πετσί και κόκαλο. Όλοι είναι απίστευτα καλοί μαζί μου. Οι άνθρωποι είναι τόσο υπέροχοι. Το σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο βρέθηκε κάτω απ’ το μαξιλάρι, στο κίτρινο μπροκάρ καναπεδάκι στο δωμάτιο της Άντορα: μια λερωμένη τανάλια, μικρή και κομψή. Τα τεστ DNA επιβεβαίωσαν ότι τα ίχνη αίματος πάνω στο εργαλείο ανήκαν στην Αν Νας και τη Νάταλι Κιν. Τα δόντια δεν βρέθηκαν πουθενά μέσα στο σπίτι της μητέρας μου. Επί βδομάδες μετά, είχα φαντασιώσεις για το πού μπορεί να βρίσκονταν: ένα γαλάζιο καμπριολέ να τρέχει στο δρόμο, ένα γυναικείο χέρι να τεντώνεται έξω από το παράθυρο μια χούφτα δόντια να σκορπίζονται μες τους πυκνούς θάμνους στην άκρη του δρόμου κοντά στο μονοπάτι που οδηγούσε στο Βόρειο Δάσος. Ένα ζευγάρι ντελικάτες, λασπωμένες παντόφλες, στην άκρη του Φολς Κρικ δόντια να πέφτουν σαν χαλίκια στο νερό και να βουλιάζουν. Μια ροζ νυχτικιά να ανεμίζει μέσα στον τριανταφυλλόκηπο της Άντορα, χέρια να σκάβουν δόντια να θάβονται σαν μικροσκοπικά κόκαλα. Τα δόντια δεν βρέθηκαν σε κανένα απ’ αυτά τα μέρη. Έβαλα την αστυνομία να ψάξει. Δεκαεπτά Στις 28 Μαΐου, η Άντορα Κρέλιν συνελήφθη για τους φόνους της Αν Νας, της Νάταλι Κιν και της Μάριαν Κρέλιν. Ο Άλαν πλήρωσε αμέσως τη χρηματική εγγύηση που ορίστηκε, έτσι ώστε η γυναίκα του να μπορεί να περιμένει τη δίκη της από την άνεση του σπιτιού της. Αξιολογώντας την κατάσταση, το δικαστήριο έκρινε ότι θα ήταν καλύτερα να αναλάβω εγώ την κηδεμονία της ετεροθαλούς αδερφής μου. Δυο μέρες αργότερα ταξίδευα προς το βορρά, πίσω στο Σικάγο, με την Άμα δίπλα μου. Με εξάντλησε. Η Άμα ήταν ακραία απαιτητική και φλεγόταν από άγχος κόλλησε τη συνήθεια να βηματίζει πάνω κάτω σαν αγριόγατα σε κλουβί, πετώντας μου οργισμένα ερωτήματα (Γιατί έχει παντού τόσο θόρυβο; Πώς θα ζήσουμε σε τόσο μικρό σπίτι; Δεν είναι επικίνδυνα έξω;) και ζητώντας μου συνέχεια να τη διαβεβαιώνω ότι την αγαπώ. Έκαιγε όλη την περίσσεια ενέργεια που της είχε προκόψει τώρα που δεν έμενε κρεβατωμένη πεντέξι φορές το μήνα. Μέχρι τον Αύγουστο, της είχαν γίνει έμμονη ιδέα οι γυναίκες δολοφόνοι. Η Λουκρητία Βοργία, η Λίζι Μπόρντεν από τη Φλόριντα, που είχε πνίξει τις τρεις κόρες της έπειτα από νευρικό κλονισμό. «Νομίζω ότι είναι ιδιαίτερες» έλεγε προκλητικά. Στην προσπάθεια να βρει έναν τρόπο να συγχωρήσει τη μητέρα της, έλεγε η θεραπεύτριά της. Η Άμα συνάντησε δύο φορές αυτή την κυρία και μετά έπεσε στο πάτωμα, κυριολεκτικά, και άρχισε να ουρλιάζει,
όταν αποπειράθηκα να την πάω για μια τρίτη επίσκεψη. Αντί γι’ αυτό περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας της μαστορεύοντας το κουκλόσπιτο της Άντορα. Είναι ο δικός της τρόπος να συνδιαλαγεί με τα όσα άσχημα συνέβησαν εκεί, είπε η θεραπεύτριά της όταν της τηλεφώνησα. Τότε, θα έπρεπε να το κάνει κομμάτια, απάντησα. Η Άμα με χαστούκισε όταν της έφερα λάθος γαλάζιο σεντόνι για το κρεβάτι της Άντορα στο κουκλόσπιτο. Έφτυσε στο πάτωμα όταν αρνήθηκα να πληρώσω 6Ο δολάρια για έναν καναπέ μινιατούρα από πραγματικό ξύλο βελανιδιάς. Δοκίμασα τη θεραπεία της αγκαλιάς, ένα σαχλό πρόγραμμα βάσει του οποίου αγκάλιαζα σφιχτά την Άμα και επαναλάμβανα συνεχώς Σ’ αγαπάω, σ' αγαπάω, σ’ αγαπάω ενώ εκείνη πάλευε να μου ξεφύγει. Τέσσερις φορές κατάφερε να ελευθερωθεί, με αποκάλεσε σκύλα και μου κοπάνησε την πόρτα της στα μούτρα. Την πέμπτη φορά βάλαμε και οι δυο τα γέλια. Ο Άλαν σήκωσε μετρητά και έγραψε την Άμα στη Σχολή Μπελ 22.ΟΟΟ δολάρια το χρόνο, εκτός από σχολικά και βιβλία, εννιά τετράγωνα μακριά από το σπίτι. Η Άμα γρήγορα έκανε φίλες, έναν μικρό κύκλο από όμορφα κορίτσια που έμαθαν να λαχταράνε καθετί από το Μισούρι. Αυτή που μου άρεσε πραγματικά ήταν μια κοπελίτσα που την έλεγαν Λίλι Μπερκ. Ήταν πανέξυπνη σαν την Άμα, αλλά πιο πρόσχαρη σαν χαρακτήρας. Είχε δυο συννεφάκια από πυκνές φακίδες στα μάγουλά της, πολύ μεγάλα μπροστινά δόντια και μαλλιά στο χρώμα της σοκολάτας, που η Άμα μου επισήμανε ότι είχαν ακριβώς την απόχρωση της μοκέτας στο παλιό μου υπνοδωμάτιο. Εμένα το κορίτσι μου άρεσε έτσι κι αλλιώς. Η Αίλι ρίζωσε στο διαμέρισμα, με βοηθούσε να ετοιμάσω το βραδινύ, με ρωτούσε για τα μαθήματα του σχολείου, μου μιλούσε για αγόρια. Η Άμα γινόταν όλο και πιο λιγομίλητη με κάθε επίσκεψη της Αίλι. Ως τον Οκτώβρη είχε φτάσει να κλείνει επιδεικτικά την πόρτα της όποτε ερχόταν η Αίλι στο σπίτι. Μια νύχτα ξύπνησα και είδα την Άμα να στέκεται πάνω από το κρεβάτι μου. «Αγαπάς πιο πολύ τη Αίλι από μένα» είπε ψιθυριστά. Ψηνόταν στον πυρετό, η νυχτικιά της κολλούσε στο ιδρωμένο κορμί της, τα δύντια της χτυπούσαν. Την πήγα στο μπάνιο, την κάθισα στη λεκάνη, μούσκεψα ένα πανί στο κρύο μεταλλικό νερό του νιπτήρα, της σφούγγισα το μέτωπο. Κοιταχτήκαμε. Αυστηρά γαλάζια μάτια, ακριβώς σαν της Άντορα. Άδεια. Σαν χειμωνιάτικη στέρνα. Αδέιασα δυο ασπιρίνες στην παλάμη μου, τις έριξα πίσω στο μπουκαλάκι, τις άδειασα ξανά στην παλάμη μου. Ένα δυο χάπια. Τόσο εύκολο να τα δώσεις. Κι αν ήθελα μετά να της δώσω κι άλλο, κι άλλο; Αν μου άρεσε που είχα να φροντίσω ένα άρρωστο κοριτσάκι; Η αναγνώριση ύταν σήκωσε τα μάτια της προς εμένα, τρεμάμενη και άρρωστη: η Μαμά μου είναι εδώ. Έδωσα στην Άμα δύο ασπιρίνες. Η μυρωδιά τους έκανε να μου τρέχουν τα σάλια.
Άδειασα όλες τις υπόλοιπες στο νιπτήρα. «Τώρα πρέπει να με βάλεις στην μπανιέρα και να με πλύνεις» μου είπε η Άμα κλαψουρίζοντας. Της έβγαλα το νυχτικό τραβώντας το πάνω από το κεφάλι της. Ολόγυμνη ήταν καταπληκτική: κοριτσίστικα πόδια λιγνά σαν κλαράκια, μια πριονωτή κυκλική ουλή στο γοφό της σαν μισό καπάκι μπουκαλιού, ένα κατάξανθο τρίγωνο από απαλό χνούδι ανάμεσα στα πόδια της. Πλούσιο φιλήδονο στήθος. Δεκατριών χρόνων. Μπήκε στην μπανιέρα και μάζεψε τα πόδια της ως το πιγούνι. «Πρέπει να με τρίψεις με οινόπνευμα» είπε παραπονιάρικα. «Όχι, Άμα, απλώς χαλάρωσε». Το πρόσωπο της Άμα έγινε όλο ροζ και άρχισε να κλαίει. «Αυτή έτσι κάνει» ψιθύρισε. Τα δάκρυα έγιναν λυγμοί και μετά μακρόσυρτο θρηνητικό κλάμα. «Δεν θα το κάνουμε όπως το κάνει αυτή αποδώ και πέρα» είπα. Στις 12 Οκτωβρίου, η Λίλι Μπερκ εξαφανίστηκε ενώ γύριζε σπίτι της από το σχολείο. Τέσσερις ώρες αργότερα βρέθηκε το πτώμα της, όμορφα και παστρικά στημένο δίπλα στον μεταλλικό κάδο των σκουπιδιών μιας πολυκατοικίας, τρία τετράγωνα από το διαμέρισμά μας. Μόνο έξι από τα δόντια της είχαν αφαιρεθεί, τα δύο μεγάλα μπροστινά και τα τέσσερα από κάτω. Τηλεφώνησα στο Γουίντ Γκαπ και έμεινα στην αναμονή επί δώδεκα λεπτά μέχρι να μου επιβεβαιώσει η αστυνομία ότι η μητέρα μου βρισκόταν στο σπίτι της. Εγώ το βρήκα πρώτη. Άφησα την αστυνομία να το ανακαλύψει, αλλά εγώ το βρήκα πρώτη. Με την Άμα να με ακολουθεί σαν θυμωμένος σκύλος, έκανα το διαμέρισμα φύλλο φτερό, αναποδογυρίζοντας τα μαξιλάρια του καναπέ και ανακατώνοντας όλα τα συρτάρια. Άμ α. τι έχεις χάνει; Όταν έφτασα στο δωμάτιό της εκείνη ήταν απόλυτα ήρεμη. Μακάρια. Ανακάτωσα τα εσώρουχά της, άδειασα τη συρταριέρα της, αναποδογύρισα το στρώμα του κρεβατιού. Έψαξα το γραφείο της και βρήκα μόνο μολύβια, αυτοκόλλητα και ένα κύπελλο που βρομούσε χλωρίνη. Σάρωσα το περιεχόμενο του κουκλόσπιτου δωμάτιο προς δωμάτιο, διαλύοντας το δικό μου κρεβατάκι με τον ουρανό, την κούνια της Άμα, το λεμονί καναπεδάκι. Μόλις πέταξα έξω
το μεγάλο μπρούντζινο κρεβάτι της μητέρας μου και διέλυσα την τουαλέτα της με τον καθρέφτη, κάποια απ’ τις δυο μας, ή η Άμα ή εγώ, ούρλιαξε. Μπορεί και οι δυο μαζί. Το πάτωμα στο δωμάτιο της μητέρας μου. Τα πανέμορφα πλακάκια από ελεφαντόδοντο. Φτιαγμένα από ανθρώπινα δόντια. Πενήντα έξι δοντάκια, καθαρισμένα και ξασπρισμένα με χλώριο, έλαμπαν στο πάτωμα. Εμπλέκονταν κι άλλα άτομα στις δολοφονίες παιδιών του Γουίντ Γκαπ. Με αντάλλαγμα ελαφρύτερες ποινές σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, οι τρεις ξανθιές ομολόγησαν ότι είχαν βοηθήσει την Άμα να σκοτώσει την Αν και τη Νάταλι. Είχαν βγει τσάρκα με το αμαξάκι του γκολφ της Άντορα, είχαν αράξει έξω από το σπίτι της Αν και την είχαν ψήσει να πάει βόλτα μαζί τους. Η μ αμ ά μ ου θέλει να σου πει ένα γεια. Τα κορίτσια πήγαν σιγά σιγά με το αμαξάκι ως το Βόρειο Δάσος, τάχα για τσάι και πικνίκ. Καλόπιασαν την Αν, την έπαιξαν λιγάκι και τελικά, ύστερα από μερικές ώρες, βαρέθηκαν. Την οδήγησαν με το στανιό προς τη ρεματιά. Το κοριτσάκι, έχοντας διαισθανθεί το κακό, προσπάθησε να το σκάσει, αλλά η Άμα την κυνήγησε και την έριξε κάτω με τρικλοποδιά. Τη χτύπησε με μια πέτρα. Η Αν τη δάγκωσε. Είχα δει το σημάδι στο γοφό της, αλλά δεν είχα αντιληφθεί τι ακριβώς σήμαινε εκείνο το πριονωτό μισοφέγγαρο. Οι τρεις ξανθιές κρατούσαν ακίνητη την Αν, ενώ η Άμα τη στραγγάλιζε με το μπουγαδόσκοινο που είχε κλέψει από το υπόστεγο με τα εργαλεία ενός γείτονα. Τους πήρε μία ώρα να ηρεμήσουν την Τζόουντς και άλλη μία μέχρι να βγάλει η Άμα τα δόντια, με την Τζόουντς να κλαίει όλο αυτό το διάστημα. Μετά, τα τέσσερα κορίτσια κουβάλησαν το πτώμα ως το ρέμα όπου το πέταξαν στο νερό, γύρισαν με το αμαξάκι στο σπίτι της Κέλσι, πλύθηκαν στο σπιτάκι του αμαξά και κάθισαν εκεί και είδαν μια ταινία. Καμιά δεν συμφωνούσε με την άλλη για το ποια ταινία ήταν. Αλλά θυμόντουσαν όλες ότι έτρωγαν πεπόνι και έπιναν άσπρο κρασί από μπουκάλια Σπράιτ, για την περίπτωση που θα έριχνε καμιά ματιά απ’ την πόρτα η μαμά της Κέλσι. Ο Τζέιμς Κάπισι δεν είχε πει ψέματα για τη γυναίκα φάντασμα. Η Άμα είχε κλέψει ένα από τα κολλαριστά λευκά σεντόνια μας, το είχε φορέσει σαν αρχαιοελληνικό χιτώνα, είχε σηκώσει ψηλά τα κατάξανθα μαλλιά της και είχε πουδραριστεί μέχρι που έλαμπε. Ήταν η Άρτεμις, η αιμοβόρα κυνηγός. Η Νάταλι είχε σαστίσει αρχικά, όταν η Άμα της ψιθύρισε στ’ αυτί Πάω για κυνήγι. Έλα μ αζί μ ου, θα παίξουμ ε. Παρέσυρε τη Νάταλι μέσα στο δάσος και αποκεί στης Κέλσι, στο σπιτάκι του αμαξά, όπου τα τέσσερα κορίτσια την περιποιούνταν επί σαράντα οχτώ ολόκληρες ώρες· της ξύρισαν τα πόδια, την έντυναν, τη στόλιζαν, την τάιζαν με βάρδιες και διασκέδαζαν με τις όλο και πιο απελπισμένες διαμαρτυρίες της. Ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα της 14ης, οι φίλες ακινητοποίησαν τη Νάταλι και η Άμα τη στραγγάλισε. Και πάλι, της έβγαλε η ίδια τα δόντια. Τα δόντια των παιδιών, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βγουν αν βάλεις αρκετή δύναμη στην τανάλια. Κι αν δεν σε νοιάζει πώς θα καταλήξουν να φαίνονται. (Αστραπιαία ανάμνηση: το πάτωμα
στο κουκλόσπιτο της Άμα, με το μωσαϊκό του από ακανόνιστα, σπασμένα δοντάκια, κάποια απ’ αυτά σκέτες σκλήθρες). Τα κορίτσια πήγαν τσούκου τσούκου με το αμαξάκι του γκολφ της Άντορα στον πίσω δρόμο των κτιρίων της Μέιν Στριτ στις τέσσερις τα χαράματα. Το κενό ανάμεσα στο μαγαζί με τα εργαλεία και στο κομμωτήριο ίσα που έφτανε να περάσουν η Άμα και η Κέλσι κουβαλώντας τη Νάταλι από τα χέρια και τα πόδια, σε ευθεία γραμμή, μέχρι την άλλη πλευρά, όπου την έστησαν για να βρεθεί το πρωί. Κι αυτή τη φορά η Τζόουντς έκλαιγε συνέχεια. Τα κορίτσια συζήτησαν αργότερα να τη σκοτώσουν, γιατί φοβούνταν ότι μπορεί να κατέρρεε. Η ιδέα ήταν έτοιμη να γίνει πράξη όταν συνελήφθη η μητέρα μου. Η Άμα σκότωσε τη Αίλι εντελώς μόνη της. Τη χτύπησε από πίσω στο κεφάλι με μια πέτρα και μετά τη στραγγάλισε με γυμνά χέρια, της έβγαλε τα έξι δόντια και της έκοψε τα μαλλιά. Όλα αυτά σε ένα δρομάκι πίσω από εκείνο τον μεγάλο κάδο απορριμάτων όπου είχε αφήσει το πτώμα. Την πέτρα, την τανάλια και το ψαλίδι τα είχε μαζί της στο σχολείο, μέσα στο φούξια σακίδιο που της είχα αγοράσει. Τα σοκολατένια μαλλιά της Αίλι Μπερκ, η Άμα τα έπλεξε χαλάκι για το δωμάτιό μου στο κουκλόσπιτο. Επίλογος Η Άντορα κρίθηκε ένοχη για φόνο εκ προμελέτης γι’ αυτό που είχε κάνει στη Μάριαν. Ο δικηγόρος της ήδη ετοιμάζει την έφεση, όπως κατέγραψε με ενθουσιασμό η ομάδα που διευθύνει την ιστοσελίδα της μητέρας μου: freeadora.org. Ο Άλαν έκλεισε το σπίτι στο Γουίντ Γκαπ και έπιασε ένα διαμέρισμα κοντά στη φυλακή της, στη Βαντέλια του Μισούρι. Τις μέρες που δεν μπορεί να την επισκεφτεί, της γράφει γράμματα. Προχειρογραμμένα μυθιστορήματα σε εκδόσεις τσέπης γράφτηκαν για τη δολοφονική οικογένειά μας· εγώ κατακλύστηκα από προτάσεις για βιβλία. Ο Κιούρι με πίεσε να δεχτώ μία απ’ αυτές, αλλά το μάζεψε γρήγορα. Προς τιμήν του. Ο Τζον μου έγραψε ένα γλυκό, πονεμένο γράμμα. Το ήξερε από την αρχή ότι ήταν η Άμα και, ως ένα βαθμό, είχε μετακομίσει στο σπίτι της Μέρεντιθ για να «παρακολουθεί». Πράγμα που εξηγούσε το διάλογο που είχα ακούσει άθελά μου, μεταξύ του Τζον και της Άμα, η οποία έπαιζε με τη θλίψη του και το απολάμβανε. Τον φλέρταρε. Πληγώνοντάς τον, φλέρταρε. Προκαλώντας του πόνο, αποζητούσε τη στενή ανθρώπινη επαφή, σαν τη μητέρα μου όταν σκάλιζε με το ψαλιδάκι της τις πληγές μου. Όσο για το άλλο μου ειδύλλιο του Γουίντ Γκαπ, δεν ξαναείχα νέα από τον Ρίτσαρντ. Από τον τρόπο που είχε κοιτάξει το σημαδεμένο κορμί μου, το ήξερα πως αυτό θα γινόταν.
Η Άμα θα παραμείνει έγκλειστη μέχρι τα δεκαοχτώ και πιθανώς περισσότερο. Επισκέψεις επιτρέπονται δυο φορές το μήνα. Πήγα μια φορά και κάθισα μαζί της σε έναν ευχάριστο χώρο σαν παιδική χαρά, περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Κοριτσάκια με φαρδιά παντελόνια της φυλακής και μακό μπλουζάκια κρέμονταν από μπάρες και κρίκους γυμναστηρίου ενώ τις επιτηρούσαν χοντρές, οργισμένες γυναίκες δεσμοφύλακες. Τρία από τα κορίτσια γλιστρούσαν με τραντάγματα σε μια σκεβρωμένη τσουλήθρα, σκαρφάλωναν από τη σκάλα ως την κορυφή και ξανακατέβαιναν την τσουλήθρα. Ξανά και ξανά, σιωπηλές, όση ώρα κράτησε η επίσκεψή μου. Η Άμα είχε κόψει τα μαλλιά της σχεδόν σύρριζα στο κρανίο. Ίσως σε μια προσπάθεια να δείχνει πιο σκληρή, αλλά αντί γι’ αυτό της έδιναν μια εξωπραγματική αύρα, σαν ξωτικού. Έπιασα το χέρι της και ήταν υγρό από ιδρώτα. Το τράβηξε. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην τη ρωτήσω για τους φόνους, να κάνω την επίσκεψή μου όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρη. Αντί γι’ αυτό, μου βγήκαν σχεδόν αμέσως οι ερωτήσεις. Γιατί τα δόντια, γιατί αυτά ειδικά τα κορίτσια, που ήταν τόσο έξυπνα και ενδιαφέροντα; Σε τι την είχαν πειράξει; Πώς μπόρεσε να το κάνει; Αυτό το τελευταίο ακούστηκε σαν επίπληξη, λες και τη μάλωνα που είχε κάνει πάρτι όταν εγώ έλειπα από το σπίτι. Η Άμα, κοιτώντας με φαρμακερό βλέμμα τα τρία κορίτσια στην τσουλήθρα, είπε πως τις μισούσε όλες εκεί μέσα, πως ήταν όλες τρελές ή ηλίθιες. Το σιχαινόταν που ήταν αναγκασμένη να βάζει μπουγάδα, ν’ αγγίζει τα ρούχα των άλλων. Έπειτα έμεινε αμίλητη για λίγο και νόμισα ότι απλώς είχε αποφασίσει να αγνοήσει τις ερωτήσεις μου. «Ήμουν φίλη μαζί τους για λίγο καιρό» είπε τελικά, απευθυνόμενη στο στήθος της. «Περνούσαμε ωραία, τριγυρίζαμε στο δάσος. Κάναμε άγρια πράγματα. Πληγώναμε διάφορα ζωντανά. Σκοτώσαμε μια γάτα μια φορά. Αλλά μετά αυτή» το όνομα της Άντορα έμεινε όπως πάντα ανείπωτο «άρχισε να ασχολείται πολύ μαζί τους. Ποτέ δεν μπορούσα να έχω κάτι όλο δικό μου. Αυτές έπαψαν να είναι το μυστικό μου. Έρχονταν όλη την ώρα στο σπίτι. Άρχισαν να μου κάνουν ερωτήσεις γιατί αρρώσταινα. Θα τα κατέστρεφαν όλα. Κι αυτή ούτε που το καταλάβαινε». Η Άμα έτριψε βίαια τα ξυρισμένα μαλλιά της. «Και η Αν... ήταν ανάγκη να δαγκώσει... αυτή; Δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου με τίποτα. Γιατί η Αν μπορούσε να τη δαγκώσει κι εγώ δεν μπορούσα;» Αρνήθηκε να μου πει περισσότερα, απαντούσε μόνο με στεναγμούς και βηξίματα. Όσο για τα δόντια, τα δόντια τα πήρε απλώς και μόνο γιατί τα χρειαζόταν. Γιατί το κουκλόσπιτο έπρεπε να είναι τέλειο, όπως κάθε τι άλλο που αγαπούσε η Άμα. Νομίζω πως δεν ήταν μόνο αυτό. Η Αν και η Νάταλι πέθαναν επειδή τους έδωσε σημασία η Άντορα. Η Άμα μπορούσε να το δει μόνο ως ωμή διαπραγμάτευση. Η Άμα, που
είχε αφήσει για πάρα πολύ καιρό τη μητέρα μου να την αρρωσταίνει. Καμιά φορά, όταν αφήνεις τους άλλους να σου κάνουν διάφορα, στην πραγματικότητα τους τα κάνεις εσύ. Η Άμα έλεγχε την Άντορα, αφήνοντας την Άντορα να την αρρωσταίνει. Σε αντάλλαγμα απαιτούσε αδιαφιλονίκητη αγάπη και αφοσίωση. Απαγορεύονταν τα άλλα κοριτσάκια. Για τους ίδιους λόγους είχε σκοτώσει τη Λίλι Μπερκ. Επειδή, όπως υποψιαζόταν η Άμα, εγώ την αγαπούσα περισσότερο. Μπορεί να κάνει κανείς χιλιάδες άλλες υποθέσεις, βεβαίως, σχετικά με το γιατί το έκανε η Άμα. Τελικά, το γεγονός παραμένει: η Άμα ευχαριστιόταν να προκαλεί πόνο. Μ' αρέσει η βία, μου είχε πει τσιρίζοντας. Κατηγορώ τη μητέρα μου. Ένα παιδί που έμαθε να βυζαίνει δηλητήριο βρίσκει παρηγοριά στο κακό. Τη μέρα που συνελήφθη η Άμα, τη μέρα που ξεδιαλύθηκαν όλα τελειωτικά και απόλυτα, ο Κιούρι και η Αϊλίν ήρθαν και θρονιάστηκαν σαν αλατιέρα και πιπεριέρα στο σπίτι μου και με παρακολουθούσαν ανήσυχοι. Τρύπωσα κρυφά ένα μαχαίρι στο μανίκι μου και, μέσα στο μπάνιο, έβγαλα το πουκάμισό μου και έμπηξα το μαχαίρι βαθιά σε κείνο τον άσπιλο κύκλο πίσω στην πλάτη μου. Το έσυρα πέρα δώθε, μπρος πίσω ώσπου το δέρμα μου έγινε κουρέλια από άτσαλες χαρακιές. Ο Κιούρι έσπασε την πόρτα πάνω που ήμουν έτοιμη να επιτεθώ στο πρόσωπό μου. Ο Κιούρι και η Αϊλίν μάζεψαν τα πράγματά μου και με πήραν στο σπίτι τους, ύπου έχω δικό μου ένα κρεβάτι και κάποιο χώρο, εκεί που ήταν άλλοτε το δωμάτιο αναψυχής, στο υπόγειο. Όλα τα αιχμηρά αντικείμενα βρίσκονται κλειδωμένα κάπου, αλλά δεν προσπάθησα και πολύ να τα βρω. Μαθαίνω να δέχομαι φροντίδες. Μαθαίνω να δέχομαι γονική φροντίδα. Έχω επιστρέψει στην παιδική ηλικία μου, τη σκηνή του εγκλήματος. Η Αϊλίν και ο Κιούρι με ξυπνάνε κάθε πρωί και το βράδυ με βάζουν για ύπνο με φιλιά (ή, στην περίπτωση του Κιούρι, με ένα μικρό χάδι κάτω από το πιγούνι). Δεν πίνω τίποτε πιο δυνατό από το χυμό σταφυλιού που αρέσει στον Κιούρι. Η Αϊλίν με κάνει μπάνιο και μερικές φορές μου χτενίζει τα μαλλιά. Αυτό δεν με τρομάζει και το θεωρούμε καλό σημάδι. Κοντεύει 12 Μάί'ου, κλείνει ένας χρόνος από την επιστροφή μου στο Γουίντ Γκαπ. Φέτος η ημερομηνία συμπίπτει με την Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας. Καλό. Είναι φορές που σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα που φρόντισα την Άμα και πόσο καλά τα κατάφερα να την παρηγορήσω και να την ηρεμήσω. Βλέπω στον ύπνο μου ότι κάνω μπάνιο την Άμα και της σκουπίζω το μέτωπο. Ξυπνάω με το στομάχι μου ανακατεμένο και ιδρωμένο το πάνω χείλος μου. Άραγε φρόντισα τόσο καλά την Άμα από καλοσύνη;Ή μήπως μου άρεσε που τη φρόντισα επειδή έχω την αρρώστια της Άντορα; Παραπαίω ανάμεσα στα δύο, ειδικά τις νύχτες, όταν το δέρμα μου αρχίζει να μυρμηγκιάζει.
Τώρα τελευταία κλίνω προς την καλοσύνη.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Πολλές ευχαριστίες στην ατζέντισσά μου Stephanie Kip Rostan, η οποία με πέρασε ευπρεπώς από το ποτάμι του όλου εγχειρήματος που λέγεται πρώτο βιβλίο, και στην επιμελήτριά μου Sally Kim, η οποία έθετε ζητήματα αιχμής και πρόσφερε πολλές πολλές απαντήσεις, ενώ με βοηθούσε να πελεκήσω αυτή την ιστορία για να της δώσω μορφή. Εκτός από ευφυείς και ενθαρρυντικές και οι δυο τυχαίνει να είναι πολύ γοητευτική παρέα για δείπνο. Την ευγνωμοσύνη μου επίσης στους D. P. Lyle. M.D., Dr. John R. Klein και Lt. Emmet Helrich, που με βοήθησαν να βάλω σε τάξη πράγματα σχετικά με ιατρικά, οδοντιατρικά και αστυνομικά ζητήματα και στους αρχισυντάκτες μου στο Enterta inm ent Weekly, και ιδιαίτερα στον Henry Goldblatt και στον Rick Tetzeli, διευθυντή σύνταξης (που ξέρει να δίνει έξυπνες συμβουλές, τ’ ορκίζομαι). Ακόμα περισσότερες ευχαριστίες στον μεγάλο κύκλο των φίλων, ιδιαίτερα σε κείνους που προσφέρθηκαν να διαβάζουν κομμάτια ξανά και ξανά, να δίνουν συμβουλές και επιδοκιμασίες όσο καιρό έγραφα τα Αιχμ ηρά Αντικείμ ενα, τους: Dan Fierman, Krista Stroever, Matt Stearns, Katy Caldwell, Josh Wolk, Brian “Ives! ” Raftery και τις τέσσερις πνευματώδεις αδερφέςξαδέρφες μου (Sarah, Tessa, Kam. και Jessie), που όλες μου είπαν από έναν καλό λόγο σε κρίσιμες φάσεις, όπως όταν μου ερχόταν να το κάψω το καταραμένο. Dan Snierson ίσως το πλέον συνεπές αισιόδοξο και καλό άτομο στον πλανήτη, ευχαριστώ για την ακλόνητη εμπιστοσύνη σου και πες στον Jurgis να είναι ήπιος στην κριτική του. Η Emily Stone μου έδωσε έμπνευση και κέφι από το Βερμόντ, το Σικάγο και την Ανταρκτική (συνιστώ ανεπιφύλακτα το συνεχές πηγαινέλα της στην Κρεϊζιτάουν)· και ευχαριστώ τη Suzan και τον Errol Stone για το καταφύγιο στο σπίτι της λίμνης. Ο Brett Nolan, ο καλύτερος αναγνώστης του κόσμου το κομπλιμέντο αυτό δεν δίνεται ανάλαφρα με απομάκρυνε από συμπτωματικούς συσχετισμούς με την Οικογένεια Σίμπσον, και μου έστειλε το πιο ενθαρρυντικό email δύο λέξεων που υπήρξε ποτέ. Ο Scott Brown, διάβασε αμέτρητες επαναλήψεις του Αιχμ ηρά Αντικείμ ενα, ο δύστυχος, και με συντρόφεψε επίσης σε πάρα πολλές αναγκαίες φυγές από την πραγματικότητα. Τους ευχαριστώ όλους.
Τέλος, πολλή αγάπη και εκτίμηση στην τεράστια οικογένεια μου στο Μισούρι, που με χαρά μου δηλώνω ότι διόλου δεν με ενέπνευσε στη δημιουργία των χαρακτήρων αυτού του βιβλίου. Οι αφοσιωμένοι γονείς μου με ενθάρρυναν να γράφω απ’ όταν ήμουν στην τρίτη δημοτικού και τους είχα δηλώσει πως όταν μεγαλώσω θα γίνω ή συγγραφέας ή αγρότισσα. Τελικά, η αγρότισσα ποτέ δεν μου βγήκε πραγματικά, οπότε ελπίζω να σας αρέσει το βιβλίο.