Στα διηγ ήματα τηρήθηκε η ορθογ ραφία των συγ γ ραφέων, σε σχέση και με την εποχή που εκτυλίσσεται η δράση. Σε συνεργ ασία με την Ελληνική Λέσχη Συγ γ ραφέων Αστυνομικής Λογ οτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). © Copyright Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε. - ΕΛΣΑΛ, Αθήνα 2012 Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγ γ ου 11, 106 78 Αθήνα T: 210-330.12.08 – 210-330.13.27 F: 210-384.24.31 e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5483-6
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες
ΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ♦ ΝΕΟΚΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ♦ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΑΣ ♦ ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΚΟΛΤΣΟΣ ♦ ΤΙΤΙΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ ♦ ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ ♦ ΑΝΝΑ ΔΑΡΔΑΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ ♦ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ ♦ ΝΙΝΑ ΚΟΥΛΕΤΑΚΗ ♦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ ♦ ΤΕΥΚΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ♦ ΑΘΗΝΑ ΜΠΑΣΙΟΥΚΑ ♦ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ♦ ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΥΛΙΩΤΗΣ ♦ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Η δική μου επιστροφή στον Γιάννη Μαρή Τ ΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ
Στον Γιάννη Μ αρή χρωστούσα μια χάρη από δω και πενήντα χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκα με αστυνομικά διηγήματα στον Ταχυδρόμο. Βασίλευαν ακόμη τότε οι επιφυλλίδες και τα αναγνώσματα σε συνέχειες. Οι εφημερίδες κυρίως, αλλά και τα περιοδικά, δημοσίευαν μυθιστορήματα αισθηματικά και ιστορικά κυρίως, με μπόλικα πάθη, μίση, έρωτες και ίντριγκες, πατριωτικά επίσης, και το νέο είδος, τα αστυνομικά. Το λαϊκό ανάγνωσμα όφειλε να σε παρασύρει να αγοράσεις πάλι την ίδια εφημερίδα την επομένη, και τη μεθεπομένη, και κυνηγώντας τη συνέχεια να γίνεις –και να μείνεις– ταχτικός αναγνώστης αυτού του εντύπου. Αν τις πολιτικές σελίδες και τις επιφυλλίδες τις διάβαζαν οι άντρες του σπιτιού, αυτά τα αναγνώσματα τα διάβαζαν όλα τα άλλα μέλη της οικογένειας, παιδιά, γυναίκες, γέροι. Επόμενο ήταν πως, όταν η μητέρα εύρισκε ότι οι σκηνές στο μυθιστόρημα παραήταν τολμηρές για τα μάτια των κοριτσιών της κι όταν ο παππούς έκρινε την πολιτική τοποθέτηση του μυθιστορηματικού ήρωα αντίθετη προς εκείνη της εφημερίδας
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
καταλαβαίνω εκ των υστέρων, απευθυνόμουν σ’ έναν κόσμο συνηθισμένο να διαβάζει ξένη λογοτεχνία, δηλαδή σ’ έναν περιορισμένο κύκλο. Ο Μ αρής όμως, ως έμπειρος δημοσιογράφος, γνώριζε την ελληνική πραγματικότητα και ήξερε τι ζητούσε. Έγραφε λοιπόν όπως το ήθελαν οι αναγνώστες του, έγραφε ταχύτατα, συχνά δύο μυθιστορήματα μαζί, και έγραφε πολύ. Κατέκλυσε την αγορά και έτσι καλλιέργησε ένα ευρύ κοινό, που αγάπησε τον ίδιον και το αστυνομικό αφήγημα. Αυτός, λοιπόν, ο πολυγραφότατος και ισχυρότατος Μ αρής μού τηλεφώνησε μια μέρα για να με καλωσορίσει, τρόπον τινά, στην υπηρεσία του αστυνομικού αφηγήματος, να μου υποδείξει –πολύ χαμογελαστά και ήπια– ότι στην ελληνική Αστυνομία δεν έχουμε «επιθεωρητάς» και άρα ο Γεράκης μου μόνον «αστυνόμος» μπορούσε να είναι, και τέλος να με ρωτήσει αν θα ήθελα να μου στείλει έναν συντάκτη της εφημερίδας του να μου πάρει συνέντευξη. Τον ευχαρίστησα άραγε αρκετά για μια χειρονομία γενναιοδωρίας, που, όμοιά της, δεν το ήξερα τότε, δεν επρόκειτο να ξανασυναντήσω; Αυτό είναι το ένα που με βασανίζει ακόμη. Το άλλο είναι ότι δεν πήγα να τον γνωρίσω από κοντά. Έτσι, όταν αποφασίσαμε στην ΕΛΣΑΛ να τιμήσουμε τη μνήμη του Μ αρή, γράφοντας διηγήματα με ήρωα τον δικό του Αστυνόμο Μ πέκα και στο δικό του στυλ, προθυμοποιήθηκα να είμαι ένας απ’ τους επιμελητάς, ως μια ανταπόδοση της μακρινής εκείνης ευγενικής χειρονομίας του.
7
8
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Το πρώτο που, βεβαίως, καταπιάστηκα ήταν να διαβάσω (και να ξαναδιαβάσω) Μ αρή – και μάλιστα με προσοχή πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη του αναγνώστη που γυρεύει απλώς ψυχαγωγία. Έχοντας αποδελτιώσει τα τρία τέταρτα της παραγωγής του, άρχισα να διαβλέπω πως ο Μ αρής είχε βρει έναν τρόπο, από τη μια να διασκεδάζει έναν ταλαιπωρημένο, από πόλεμο, Κατοχή, πείνα και εμφύλιο σπαραγμό, κοσμάκη, αλλά από την άλλη να πει κάτι πολύ σοβαρό. Ο Μ αρής είχε δημιουργήσει έναν πολιτικά ουδέτερο χώρο, μέσα στον οποίον σχεδίαζε τους ήρωές του και έστηνε την εκάστοτε πλοκή του. Είτε στη μία πλευρά του Εμφυλίου είχες σταθεί είτε στην άλλη, δεν θα έβρισκες τίποτα στον Μ αρή που να σε ερεθίσει. Η σύγκρουση δεν αναφέρεται πουθενά. Η ιδεολογία απουσιάζει. Ακόμη και τα παρακλάδια της αγνοούνται. Οι «κακοί» είναι κοινωνικά παράσιτα κάθε λογής, οι «καλοί» είναι «παιδιά του λαού», αλλά είναι και εκατομμυριούχοι με καλή καρδιά, εφοπλιστές που λαχταρούν για γνήσια αγάπη, πλούσιοι που τα γερατειά δεν τους επιτρέπουν να χαρούν την άνετη ζωή τους. Οι καταχραστές κεραυνώνονται, οι προδότες της πατρίδας επίσης. Σεμνά και με υψηλό ήθος ο Μ αρής μάς λέει το πώς κρίνει τον εαυτό του: Στην Τρίτη αλήθεια (1970), ένα πρόσωπο το οποίον σαφώς είναι αυτός ο ίδιος, όταν τον παινεύουν ως μεγάλο συγγραφέα, απαντά: «Όχι, δεν είμαι συγγραφέας, δημοσιογράφος είμαι και γράφω αυτά που διασκεδάζουν τους αναγνώστες μου».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη είναι το προτελευταίο μυθιστόρημα του Μ αρή. Είναι γραμμένο μετά την πτώση της χούντας, αλλά και την καταστροφή στην Κύπρο. Εκεί ο Μ αρής μάς λέει, συμπυκνωμένα και έντονα, πράγματα που μπορεί κανείς να σταχυολογήσει και αλλού στο έργο του. Στην Εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη, όπου εμφανίζονται σκηνές της Δικτατορίας του Μ εταξά καθώς και πολλοί πρωταγωνιστές της, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ο ήρωας πέφτει από έκπληξη σε έκπληξη, παρανοεί διαρκώς, όλες του οι κρίσεις αποδεικνύονται λανθασμένες, ενεργώντας με τις καλύτερες προθέσεις, παγιδεύει αυτούς που θέλει να βοηθήσει... Την αλήθεια για τα γεγονότα δεν την μαθαίνουμε ποτέ. Το μυθιστόρημα τελειώνει, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά – τίποτα δεν ξέρει για σίγουρο ούτε ο ήρωάς του ούτε ο αναγνώστης, και καμιά τους κρίση δεν επιβεβαιώνεται. Μ έσα απ’ αυτό το μυθιστόρημα ο Μ αρής μάς λέει κάτι πολύ σοβαρό: «Μ η σε ξεγελούν τα φαινόμενα. Μ ην υφαρπάζεσαι και προτρέχεις. Ο προδότης μπορεί τελικά να είναι ήρωας, τα κίνητρα που μοιάζουν βρώμικα να είναι ιερά, το χτύπημα που δέχτηκες ήταν για να σε σώσει». Η υπομονή και η εφεκτικότητα, η ψυχραιμία και η αμφιβολία οδηγούν ασφαλέστερα –χωρίς και να εξασφαλίζουν– στην πάντα περίπλοκη αλήθεια. Αυτά βλέπω εγώ πως επέλεξε ο Μ αρής να μάς πει με τον «Αυλακιώτη» του, και μάλιστα μάς τα είπε τη στιγμή που η συγκυρία τού επέτρεπε να μιλήσει ελεύθερα για οτιδήποτε ήθελε.
9
10
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ελπίζοντας ότι του ανταποδίδω την ωραία εκείνη παλαιά του χειρονομία, φρόντισα –από κοινού με τον Κώστα Καλφόπουλο– όσο καλύτερα μπορούσαμε να γίνει ο τόμος αυτός έτσι όπως θα τον ήθελε ο Γιάννης Τσιριμώκος, ο οποίος, έχοντας δει στα νιάτα του πολλούς τάφους, επέλεξε συνειδητά να αποστρέψει το πρόσωπό του από κάθε διχοστασία, κάθε σκάλισμα πληγής, κάθε ρητορεία που θα ευνοούσε νέα τραύματα. Πρόσφερε, καθαρή και σκέτη, την πολύτιμη αναψυχή στον αναγνώστη.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Έγκλημα στην Ακρόπολη
ΗΤΑΝ πρωί· ήδη o ήλιος είχε προβάλει από τον Υμηττό. Ο γενειοφόρος άνδρας με τα πλούσια μαύρα μαλλιά κειτόταν ανάσκελα στο χορταριασμένο έδαφος, έχοντας τα χέρια απλωμένα, σαν να ’θελε να πετάξει. Τα ανοιχτά καστανά του μάτια ατένιζαν το κενό. Tο πρόσωπό του ήταν μωλωπισμένο και τα ρούχα του τσαλακωμένα, γεμάτα χώματα και φύλλα από δέντρα. Τον παρατηρούσαν ο ιατροδικαστής, αστυνομικοί και δημοσιογράφοι. Ο Μ ακρής, συντάκτης της Πρωινής, κοίταζε το αίμα που είχε μουσκέψει το χώμα γύρω από το κεφάλι του νεκρού. Ήταν ψηλός με ξανθά μαλλιά που άρχιζαν να γκριζάρουν, φορούσε γυαλιά, πίσω από τα οποία διακρίνονταν δυο μάτια που ατένιζαν γεμάτα περιέργεια το κενό. «Φαίνεται άγιος άνθρωπος», μονολόγησε, τραβώντας μια τζούρα από το τσιγάρο του. «Κι ο Ρασπούτιν πεθαμένος είχε γλύκα στο βλέμμα, κι ας είχε αναστατώσει τη Ρωσία», είπε ο αστυνόμος Μ πέκας που στεκόταν δίπλα του προβληματισμένος. Κοντόχοντρος, σαν βαρελάκι, με το παλιομοδίτικο μουστάκι που θύμιζε συνοικιακό μπακάλη, είχε το κεφάλι στραμμένο προς τον βράχο της Ακρόπολης.
12
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε ο Μ ακρής, ατενίζοντας το σημείο απ’ όπου φαινόταν να ’χει πέσει ο άνδρας. «Άγιοι δεν είναι και όσοι φαίνονται, φιλαράκο. Τα φαινόμενα απατούν. Το ’χω πια χωνέψει για τα καλά μετά από τόσα χρόνια σε τούτο το επάγγελμα». «Έλα, τώρα», τον πείραξε ο Μ ακρής. «Θέλεις να πιστέψω πως δεν είσαι ευχαριστημένος από τη δουλειά σου;» «Άι παράτα μας!» έκανε ο Μ πέκας, ανάβοντας τσιγάρο μ’ ένα φτηνιάρικο αναπτήρα. Κάπνιζαν, κοιτιόνταν κι αναρωτιόνταν αν ο νεκρός, ο Αγησίλαος Νεγρεπόντης, είχε αυτοκτονήσει ή αν τον είχαν σπρώξει στο κενό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δελτίου ταυτότητας που βρέθηκε στην τσέπη του, ήταν σαράντα χρονών, ιδιωτικός υπάλληλος, δημότης Αθηναίων. «Συνηθισμένος τρόπος αυτοκτονίας», είπε ο Μ ακρής, παρατηρώντας τους τραυματιοφορείς που μετέφεραν τον νεκρό στο ασθενοφόρο, καθώς οι αστυνομικοί, ο ιατροδικαστής και οι δημοσιογράφοι αποχωρούσαν. «Ο κάθε απογοητευμένος, βαρεμένος και πικραμένος ανεβαίνει στην Ακρόπολη και πέφτει. Σίγουρα, ο Νεγρεπόντης θα είχε δει στον κινηματογράφο την ταινία με την ιστορία του Μ ιμίκου και της Μ αίρης με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Ανδρέα Μ πάρκουλη». Ο Μ πέκας τον άκουγε με ύφος θυμωμένου γάτου. «Πρόκειται για φόνο καραμπινάτο», είπε. «Ο Νεγρεπόντης δεν έπεσε από την Ακρόπολη. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, το σώμα του θα σκάλωνε στα δέντρα ή στους βράχους».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
13
Ο αστυνόμος σκεφτόταν τη γυναίκα που είχε τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση, λέγοντας ότι βρήκε τον σκοτωμένο την ώρα που έβγαζε το σκύλο της βραδινή βόλτα, στην οδό Θεωρίας, τον περιφερειακό της Ακρόπολης. Είχε αναμειχτεί στο φόνο ή όχι; Μ ήπως τον είχε σπρώξει η ίδια; Αν απλώς περνούσε από εκεί, δεν θα έλεγε τ’ όνομά της; «Αυτό πρέπει να το αποδείξεις», είπε ο Μ ακρής. «Μ ου φαίνεται πως σου λείπει η οξύνοια», δήλωσε ο Μ πέκας. Ο Μ ακρής πέταξε το τσιγάρο του στο έδαφος και το πάτησε με το παπούτσι του. Ενοχλημένος από την επίθεση κατά της νοημοσύνης του, σκέφτηκε ν’ ανταποδώσει το χτύπημα στον υπερόπτη αστυνόμο. «Μ α κι εσύ δεν έχεις βάλει σε λειτουργία τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου σου». «Ο εγκέφαλός μου δουλεύει μια χαρά», έκανε ο Μ πέκας. «Να δούμε πώς θα ξεμπερδέψεις μ’ αυτή την ιστορία, φουκαρά μου». Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε πως το θύμα χτυπήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με κάτι βαρύ, άρα επρόκειτο για φόνο κι όχι γι’ αυτοκτονία. Ο Μ πέκας και ο Μ ακρής διατηρούσαν τηλεφωνική επικοινωνία. Το μεσημεράκι, ο δημοσιογράφος, θέλοντας να φτάσει στη λύση του αινίγματος πριν από τον αστυνόμο, επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος. Ψάχνοντας συστηματικά, ανακάλυψε μια ματωμένη πέτρα, πιο μεγάλη από γροθιά, σ’ έναν τενεκέ με λουλούδια στον κήπο μιας γριάς. Την τύλιξε με το μαντίλι του και την έβαλε στον χαρτοφύλακά του. Μ ίλησε με τη γριά, μα προφανέστατα δεν τον είχε σκοτώσει εκείνη, αφού μετακινιόταν με δεκανίκια.
14
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Μ ετά κατηφόρισε προς το Γιουσουρούμ. Μ πήκε σε διάφορα παλιατζίδικα και ρώτησε αν γνώριζαν τον Νεγρεπόντη, κάνοντας την περιγραφή του. Η είδηση του φόνου συγκλόνισε μερικούς μαγαζάτορες στην οδό Ηφαίστου που τον ήξεραν. Ο Νεγρεπόντης τον τελευταίο καιρό έκανε τον παλαιοβιβλιοπώλη. Κάθε Κυριακή στην οδό Δεξίππου, έξω από την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, τοποθετούσε έναν πτυσσόμενο πάγκο με παλιά βιβλία και περιοδικά. Ο Μ ακρής θεώρησε ως κίνητρο του εγκλήματος τη ληστεία, διότι το πορτοφόλι του θύματος δεν βρέθηκε πάνω του. Η έρευνά του συνεχίστηκε. Στην πλατεία Αβησσυνίας συνάντησε έναν έμπορο παλαιών βιβλίων γύρω στα σαράντα που γνώριζε πολλά για πολλούς συλλέκτες. Τον Νεγρεπόντη τον ήξερε από την καλή κι από την ανάποδη. Ήξερε και τη φίλη του, κάποια Λίλιαν Γλυνού, στριπτιζέζ το επάγγελμα. «Ποιος μπορεί να τον σκότωσε;» «Σίγουρα κάποιος γνωστός του. Είχε συναλλαγές με πολύ κόσμο». «Τι είδους συναλλαγές;» «Σχετικές με αγοραπωλησίες βιβλίων». «Πουλούσε και σε σας βιβλία;» Ο έμπορος δίστασε. «Ναι, μου πουλούσε». Κοίταξε ερευνητικά τον Μ ακρή. «Μ ερικά από τα βιβλία που διέθετε δεν τ’ αγόραζε από κληρονόμους, ούτε τα ’βρισκε στα σκουπίδια». «Δεν καταλαβαίνω». «Είναι απλό. Τα ’κλεβε από δημόσιες Βιβλιοθήκες». Ο δημοσιογράφος εντυπωσιάστηκε. «Θα μου πείτε το όνομά σας; Μ πορεί να σας χρειαστώ».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
«Λέων Νικόδημος».
15
Στο ρεπορτάζ του στην Πρωινή ο Μ ακρής κατέγραψε ένα ένα τα στοιχεία της υπόθεσης. Το επόμενο πρωί, έχοντας μαζί του την εφημερίδα, επισκέφτηκε τον Μ πέκα στο γραφείο του και του πρόσφερε τη ματωμένη πέτρα ως δώρο. Ο αστυνόμος δαγκώθηκε, αλλά δεν σχολίασε τα αποτελέσματα της έρευνας του φίλου του. Πίστευε πως ο Νεγρεπόντης ήταν χρήστης ναρκωτικών και είχε δολοφονηθεί από εμπόρους, στους οποίους χρωστούσε λεφτά. «Αυτό είναι οφθαλμοφανές», ισχυρίστηκε. «Τίποτα στον κόσμο δεν είναι οφθαλμοφανές», δήλωσε ο Μ ακρής. «Η διαίσθησή μου δεν με γελάει ποτέ», είπε ο αστυνόμος. «Ούτε εμένα η δική μου», αντέτεινε ο δημοσιογράφος. Συνεχίζοντας την έρευνα, ο Μ ακρής πήγε έξω από την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, όπου το θύμα έστηνε τον πάγκο με τα βιβλία. Ο μαγαζάτορας που πουλούσε καλάθια τού αποκάλυψε πως ο Νεγρεπόντης είχε τσακωθεί μ’ έναν τύπο με μουστάκι και μαλλί κοκοράκι αλά Έλβις Πρίσλεϋ, που έφερνε κοπέλες από την επαρχία και τις προωθούσε σε οίκους ανοχής· ο πλανόδιος, που πουλούσε ψεύτικα κρύσταλλα Μ ουράνο, του είπε πως πρόσφατα το θύμα τσακώθηκε μ’ ένα ναυτικό· και ο πλανόδιος με το καροτσάκι που πουλούσε ξηρούς καρπούς και κάτω από το εμπόρευμά του έκρυβε πορνοφωτογραφίες, του συνέστησε να ζητήσει πληροφορίες από τον ψάλτη της εκκλησίας. Ο Μ ακρής μπήκε στην εκκλησία. Οι πιστοί είχαν φύγει κι ο παπάς έξυνε τα γένια του. Ο επιστάτης μετρούσε τα κέρματα από
16
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τους δίσκους κι η καντηλανάφτισσα σκούπιζε ανάμεσα στα στασίδια, ενώ ο ψάλτης τακτοποιούσε τα βιβλία της ψαλτικής στο αναλόγιο. Ο Μ ακρής άναψε ένα κερί και τον πλησίασε, δείχνοντας τη δημοσιογραφική του ταυτότητα. «Διαβάζω τα ρεπορτάζ σας στην εφημερίδα, κύριε Μ ακρή», έκανε ο ψάλτης. «Τα κόβω και τα φυλάω σ’ ένα ντοσιέ». Ο δημοσιογράφος μπήκε κατευθείαν στο θέμα: «Τώρα κάνω έρευνα για το φόνο του Αγησίλαου Νεγρεπόντη». «Ποιανού;» «Του άντρα που βρέθηκε σκοτωμένος κάτω από την Ακρόπολη. Τον ξέρατε;» «Ερχόταν στην εκκλησία». «Είστε συλλέκτης παλιών βιβλίων;» «Α, όχι. Απλώς διαβάζω πολύ. Γράφω κιόλας. Έχω δημοσιεύσει διηγήματα στη Νέα Εστία». «Ξέρετε κάποιον με μουστάκι και μαλλί αλά Έλβις Πρίσλεϋ που φέρνει κοπέλες από την επαρχία και τις προωθεί στα κυκλώματα της νύχτας; Έχω πληροφορίες πως τσακώθηκε με τον Νεγρεπόντη». Ο ψάλτης τον κοίταξε καχύποπτα. «Πού το πάτε, κύριε Μ ακρή; Ο Αγησίλαος δεν είχε εχθρούς. Κάποιος τον σκότωσε για να τον ληστέψει. Το πορτοφόλι με τα λεφτά του δεν βρέθηκε». Ο δημοσιογράφος επιφυλάχτηκε. Οι περιστασιακοί ληστές δεν σκοτώνουν με πέτρες, αλλά κρατάνε μαχαίρι, τουλάχιστον για εκφοβισμό. Δεν είπε, όμως, τη σκέψη του στον ψάλτη. «Θα μου πείτε το όνομά σας; Μ πορεί να σας χρειαστώ». «Λέγομαι Λάμπρος Δαμβέργης».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
17
Στη Γενική Ασφάλεια γίνονταν νυχθημερόν προσαγωγές υπόπτων. Μ προστά από τον Μ πέκα παρήλαυναν αλήτες, μπανιστιρτζήδες, επιδειξίες, πλανόδιοι λαχειοπώλες, κουλουρτζήδες, ακόμα και τουρίστες που έμεναν σε χαμόσπιτα της Πλάκας. Δυο μέρες αργότερα, είχε αποσαφηνιστεί πως ο θάνατος του Νεγρεπόντη οφειλόταν σε προμελετημένο έγκλημα. Σύμφωνα με τον φάκελό του, ο νεκρός είχε φυλακιστεί για εμπορία ναρκωτικών. Τελευταία έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού και ίσως συνέχιζε να είναι «βαποράκι». Ένας από τους υπόπτους ήταν ο Μ ενέλαος Εμπέρογλου, εκείνος με το μουστάκι και το μαλλί κοκοράκι αλά Πρίσλεϋ. Είχε ύφος ζιγκολό. Στον φάκελό του υπήρχαν στοιχεία πως προωθούσε κοπέλες στα κυκλώματα της νύχτας. «Πώς ζείτε, κύριε Εμπέρογλου;» «Ασχολούμαι με ψιλοδουλειές, αστυνόμε». «Νταβατζιλίκι;» πέταξε ο Μ πέκας. «Κάτι πρέπει να κάνω για να ζήσω. Κλέφτης θα γίνω;» «Ποιος σκότωσε τον Αγησίλαο Νεγρεπόντη;» «Πού να ξέρω; Είχε νταραβέρια με κάτι γύφτους από την Αγία Βαρβάρα». «Εσύ δεν έφερες από την Κρήτη κάποια Λίλιαν, τη φιλενάδα του;» «Ε, και; Αυτό δεν σημαίνει πως τον σκότωσα εγώ». «Είσαι αυθάδης. Πρόσεξε γιατί με την πρώτη ευκαιρία θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί».
18
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ πέκας επισκέφτηκε το απόγευμα την Λίλιαν Γλυνού, τη στριπτιζέζ με την οποία συζούσε ο Νεγρεπόντης, σε μια γκαρσονιέρα στην οδό Λεωνίδου στο Μ εταξουργείο. Η κοπέλα σιδέρωνε, ακούγοντας στο ραδιόφωνο την εκπομπή «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». «Από ποιον προμηθευόταν τα ναρκωτικά;» τη ρώτησε, βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του. «Δεν είχε σχέσεις με ναρκωτικά». Της πρόσφερε τσιγάρο. «Τότε, ποιος τον σκότωσε; Και γιατί;» Η Λίλιαν άναψε το τσιγάρο μ’ ένα σπίρτο: «Τον λήστεψαν, κύριε αστυνόμε». «Τα συμπεράσματα να τ’ αφήσεις σε μένα», της είπε αυστηρά. «Σε ρώτησα αν είχε παράνομες δοσοληψίες με εμπόρους ναρκωτικών. Λοιπόν, είχε εχθρούς ή ανταγωνιστές;» Εκείνη δεν φάνηκε να πτοείται. «Ο Αγησίλαος ήταν καλός άνθρωπος», είπε. Ο Μ πέκας μαλάκωσε και την άφησε να μιλήσει. Έτσι, πληροφορήθηκε πως στη φυλακή ο Νεγρεπόντης είχε διαβάσει πολλά βιβλία. Μ ελέτησε φιλοσοφία, ιστορία, ψυχολογία, μα κυρίως λογοτεχνία. Εκεί, αποφάσισε να γίνει ποιητής. Έγραψε κάτι στίχους και τους έστειλε στο περιοδικό Ο Θάμνος. Ο εκδότης του, ο Θανάσης Μ αυρίδης, δεν τους δημοσίευσε, του υπέδειξε όμως να διαβάσει έλληνες και ξένους κλασικούς. «Αυτός τον προέτρεψε να ασχοληθεί με το εμπόριο παλαιών βιβλίων, αντί να πουλάει ιμιτασιόν αρώματα, λαθραία αμερικάνικα τσιγάρα και πορνοφωτογραφίες», είπε η στριπτιζέζ.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
19
«Κι έτσι έγινε πλανόδιος παλαιοβιβλιοπώλης», συμπέρανε ο Μ πέκας. «Έβγαζε καλά λεφτά. Πουλούσε παλιά βιβλία σε εύπορους συλλέκτες. Γι’ αυτό σας λέω: δεν χρειαζόταν να πλασάρει ναρκωτικά».
Ο Μ πέκας δεν είχε πειστεί πως ο Νεγρεπόντης ήταν καθαρός. Στη διάρκεια της καριέρας του είχε γνωρίσει πολλούς που πουλούσαν ναρκωτικά, έχοντας ως βιτρίνα άλλο επάγγελμα. Κοίταξε τη Λίλιαν, βέβαιος πως μπορούσε να κάνει καριέρα ως ηθοποιός. Αναρωτήθηκε τι του βρήκε του Νεγρεπόντη, ενός κακομοίρη. Τον εκμεταλλευόταν ή μήπως την εκμεταλλευόταν εκείνος; Την πρώτη εκδοχή την θεωρούσε λογική, τη δεύτερη αδιανόητη. «Πώς ταιριάξατε, εσύ μια νόστιμη γυναίκα μ’ έναν πρώην κατάδικο;» Η Λίλιαν έβγαλε ένα μάτσο φωτογραφίες από την τσάντα της, και του έδειξε την πρώτη. Απεικόνιζε έναν άνδρα όμορφο, ξυρισμένο, με ευγενικά χαρακτηριστικά: «Δεν είναι γλύκας, κύριε αστυνόμε;» Ο Μ πέκας, έχοντας στο μυαλό του την εικόνα του γενειοφόρου άνδρα, όπως βρέθηκε νεκρός κάτω από την Ακρόπολη, τη ρώτησε: «Πόσο πάει ένα παλιό βιβλίο;» «Αν είναι σπάνιο, φτάνει τις 3.000 δραχμές. Ένα μηνιάτικο τμηματάρχη υπουργείου». Ο Μ πέκας θεώρησε το ποσόν παράλογο, όταν το βιβλίο μπορούσε να το διαβάσει ο καθένας σε κάποια Βιβλιοθήκη, τη Βαλλιάνειο, τη Γεννάδειο ή την Μ πενάκειο. «Τα παραλές», της είπε.
20
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Η Λίλιαν χαμογέλασε. «Ο συλλέκτης είναι άνθρωπος με πάθος, κύριε αστυνόμε. Το βιβλίο θέλει να το κατέχει. Όταν πρόκειται για εξαιρετικό κομμάτι, δεν λυπάται τα χρήματα. Για να το αποκτήσει, φτάνει μέχρι και τον φόνο». Ο Μ πέκας έξυσε το κεφάλι του· σκεφτόταν πως η τρέλα των ανθρώπων δεν πάει στα βουνά. Συνέχισε τις ερωτήσεις κι έμαθε από την ίδια πως στην Αθήνα την έφερε ο Μ ενέλαος Εμπέρογλου που παρίστανε τον καλλιτεχνικό πράκτορα. «Τον βλέπεις ακόμα;» «Όχι. Από τον καιρό που γνώρισα τον Αγησίλαο, τον Μ ενέλαο τον έκανα πέρα». «Πότε χωρίσατε;» «Πάνε δυο χρόνια». «Και πώς αντέδρασε ο Εμπέρογλου όταν τον ξαπόστειλες; Δεν ζήλεψε;» Η Λίλιαν πήρε ύφος ντίβας. «Ζήλεψε, κύριε αστυνόμε. Μ α του πέρασε». «Δηλαδή δεν τον σκότωσε αυτός». «Γιατί να τον σκοτώσει;» «Από ζήλια». «Ο Μ ενέλαος δεν μπορεί να σκοτώσει». «Γιατί;» «Φοβάται τα αίματα». Ο Μ πέκας έφυγε από το υπόγειο της Λίλιαν Γλυνού και τράβηξε για το Γιουσουρούμ, βέβαιος πως ο φόνος του Αγησίλαου Νεγρεπόντη σχετιζόταν με ναρκωτικά ή με βιβλία. Ο μαγαζάτορας που πουλούσε καλάθια έξω από την εκκλησία των Αγίων
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
21
Ταξιαρχών του αποκάλυψε πως ο Νεγρεπόντης είχε τσακωθεί μ’ έναν τύπο με μουστάκι και μαλλί κοκοράκι αλά Πρίσλεϋ· εννοούσε τον Μ ενέλαο Εμπέρογλου. Ο πλανόδιος που πουλούσε ψεύτικα κρύσταλλα Μ ουράνο του είπε πως πρόσφατα το θύμα τσακώθηκε μ’ ένα ναυτικό. Τέλος, ο πλανόδιος με το καροτσάκι που πουλούσε ξηρούς καρπούς, έχοντας κρυμμένες κάτω από το εμπόρευμα πορνό φωτογραφίες, τον παρέπεμψε στον ψάλτη της εκκλησίας. «Τι μπορεί να ξέρει ο ψάλτης;» τον ρώτησε. «Οι ψάλτες δεν νταραβερίζονται με τέτοιους τύπους». «Δεν ξέρω. Ο δημοσιογράφος που του το είπα έμεινε ικανοποιημένος από την πληροφορία μου. Μ ’ ευχαρίστησε κιόλας». O αστυνόμος κατσούφιασε. «Πας και δίνεις πληροφορίες σε όποιον να ’ναι!» του είπε αυστηρά. «Δεν ήξερα ότι θα θύμωνες, αφεντικό!» Ο Μ πέκας μπήκε μουτρωμένος στην εκκλησία που ήταν άδεια από πιστούς. Ο παπάς έξυνε τα γένια του κι η καντηλανάφτισσα ήταν πίσω από το έπιπλο με τα κεριά. Τη ρώτησε πού είναι ο ψάλτης και του είπε πως είχε φύγει. Λίγες ώρες αργότερα, ο Μ ακρής πήγε με τη σειρά του στην γκαρσονιέρα της Λίλιαν Γλυνού. Η κοπέλα διάβαζε την Απογευματινή, ακούγοντας στο ραδιόφωνο την εκπομπή «Τα χρονικά της ημέρας». Παρατηρώντας την, αναρωτήθηκε, όπως κι ο Μ πέκας, τι του βρήκε του Νεγρεπόντη. Την παρακάλεσε να του περιγράψει την προσωπικότητα του φίλου της, κρατώντας
22
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
σημειώσεις στο μπλοκάκι του. Μ ετά, της ζήτησε την άδεια να ρίξει μια ματιά στη βιβλιοθήκη. «Υπάρχουν εδώ σπάνια βιβλία;» «Ο Αγησίλαος τα σπάνια βιβλία τα πουλούσε». «Τι πούλησε πρόσφατα;» «Παζάρευε με κάποιο συλλέκτη ένα βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στα γαλλικά». «Ποιο;» «Το Un Rêve sur l’ Onde».[1] «Και πόσα ζητούσε;» «Δεν ξέρω». «Ποια ήταν η μεγαλύτερη τιμή που είχε πιάσει για ένα βιβλίο;» Η κοπέλα συνοφρυώθηκε: «Νομίζω τέσσερις χιλιάδες δραχμές». «Τα παραλές», σχολίασε ο Μ ακρής. «Το ίδιο μου είπε σήμερα κι ο αστυνόμος Μ πέκας», είπε εκείνη. «Όμως δεν τα παραλέω. Κανένας σας δεν μπορεί να καταλάβει τι σόι πράγμα είναι ο συλλέκτης». Η είδηση πάγωσε τον Μ ακρή. Αν ο αστυνόμος βρισκόταν επί τα ίχνη του συγκεκριμένου βιβλίου, θα έφτανε πριν από αυτόν στον δολοφόνο, οπότε δεν θα μπορούσε να τον τιμωρήσει για την υπεροψία του. «Μ ίλησες στον Μ πέκα για το βιβλίο του Παπαδιαμάντη;» ρώτησε ανήσυχος. «Όχι. Του είπα πόσο κοστίζουν τα σπάνια βιβλία». Ο Μ ακρής έφερε τη συζήτηση στον Μ ενέλαο Εμπέρογλου, τον άνθρωπο που έφερνε γυναίκες από την επαρχία και τις προωθούσε στα κυκλώματα της νύχτας. Η κοπέλα απάντησε πρόθυμα στις
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
23
ερωτήσεις του. Για το πώς ήρθε στην Αθήνα, πώς ο τύπος με το μαλλί αλά Πρίσλεϋ την έβγαλε στο κλαρί, πώς έγινε στριπτιζέζ, πώς γνώρισε τον δολοφονημένο, πώς χώρισε με τον Εμπέρογλου. Στο τέλος της έκανε την κλασική ερώτηση: «Ποιος σκότωσε τον Αγησίλαο Νεγρεπόντη;» «Δεν ξέρω. Όπως είπα και στον αστυνόμο Μ πέκα, ο Μ ενέλαος είναι αθώος. Δεν μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο». «Γιατί;» «Φοβάται τα αίματα».
Όταν η Λίλιαν Γλυνού του δήλωσε πως έπρεπε να ντυθεί για να πάει στη δουλειά, ο Μ ακρής βγήκε από το υπόγειο της οδού Λεωνίδου. Το μυαλό του ήταν πλημμυρισμένο με σκέψεις, είχε πελαγώσει· αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει ώστε να προλάβει τον Μ πέκα. Συνεχίζοντας την έρευνα, έφτασε στην οδό Κιάφας. Εκεί, σ’ ένα βρώμικο γραφείο παλιού κτηρίου, ο εκδότης Θανάσης Μ αυρίδης διόρθωνε τα δοκίμια του επόμενου τεύχους του Θάμνου. Του έκανε ερωτήσεις σχετικά με τον Νεγρεπόντη κι εκείνος απαντούσε βαριεστημένα. Χαρακτήρισε το θύμα άτομο καλοσυνάτο και το περιέγραψε ως εργατικό, φιλότιμο, καλλιεργημένο. «Μ α δεν είχε ελαττώματα;» απόρησε ο Μ ακρής. «Αυτός ο άνθρωπος έκανε φυλακή». «Είναι πανεύκολο να βρεθεί κάποιος και να σε κατηγορήσει για κάτι που δεν έχεις ιδέα. Τα δικαστήρια είναι γεμάτα ψευδομάρτυρες». «Είναι αλήθεια πως έκλεβε βιβλία από βιβλιοθήκες και τα πουλούσε;»
24
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο εκδότης σκυθρώπιασε. «Ποιο τσογλάνι λέει τέτοια πράγματα;» έκανε αγανακτισμένος. «Εύκολο είναι να κλέψεις βιβλία από δημόσιες βιβλιοθήκες; Υπάρχουν φύλακες, άγρυπνοι και πεπειραμένοι». «Είχατε δοσοληψίες;» «Ε, του ’δινα μερικά από τα βιβλία που πιάνανε χώρο εδώ μέσα». Ο Μ ακρής χαμογέλασε και άφησε να του ξεφύγει μια δηλητηριώδης ατάκα: «Τα βιβλία που σου στέλνουν οι εκδότες κι οι συγγραφείς με ιδιόχειρη αφιέρωση τα πουλάς μισοτιμής στους παλιατζήδες, ε;» Ο Μ αυρίδης αγρίεψε και σηκώθηκε όρθιος. «Καλύτερα να του δίνεις!» είπε. Ο δημοσιογράφος κίνησε να φύγει και τον ρώτησε, μπλοφάροντας: «Ξέρεις ποιο βιβλίο παζάρευε πρόσφατα ο Νεγρεπόντης;» «Όχι». «Δεν μπορεί να μην ξέρεις. Το ’χασες το κελεπούρι μέσα από τα χέρια σου, ε;» ρώτησε ο Μ ακρής. «Παράτα με!» «Όχι, δεν σε παρατάω. Ήταν το βιβλίο του Παπαδιαμάντη Un Réve sur l’ Onde;» Ο Μ αυρίδης δίστασε ν’ απαντήσει. «Ναι». «Πότε εκδόθηκε;» «Το 1908». Ο Μ ακρής απόρησε, διότι ο Παπαδιαμάντης μέχρι το 1911 που πέθανε δεν είχε δει κανένα βιβλίο του τυπωμένο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
25
«Περίεργο. Νόμιζα πως δεν είχαν εκδοθεί βιβλία του πριν από τον θάνατό του». Ο Μ αυρίδης έσκασε χαμόγελο. «Είσαι άσχετος, κύριε Μ ακρή», είπε με έπαρση. «Το Un Réve sur l’ Onde εκδόθηκε στα γαλλικά από τις εκδόσεις “M onde Hellenique”. Ο Νεγρεπόντης ζητούσε 4.000 δραχμές». «Είναι πολλά τα λεφτά, Μ αυρίδη!» «Δεν είναι. Εφέτος έχουμε την επέτειο για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τα βιβλία του». Το μυαλό του δημοσιογράφου πήρε στροφές. Αν υπήρχε το συγκεκριμένο βιβλίο κι είχε τόσο υψηλή τιμή, γιατί να μη γινόταν ο φόνος εξαιτίας του; Το χρήμα είναι το κυριότερο κίνητρο για ένα έγκλημα. «Το πούλησε σε άλλον;» ρώτησε. «Δεν ξέρω», απάντησε ο Μ αυρίδης. «Μ πορεί να βρίσκεται στο σπίτι του». Οι ύποπτοι που πέρασαν από το γραφείο του αστυνόμου Μ πέκα στη Γενική Ασφάλεια ήταν μόνιμοι θαμώνες της περιοχής όπου διαπράχτηκε το έγκλημα ή είχαν δοσοληψίες με τον Νεγρεπόντη. Ανάμεσά τους βρισκόταν κι ο Θανάσης Μ αυρίδης. Μ όλις εμφανίστηκε μπροστά του, ο Μ πέκας πήρε αυστηρό ύφος. «Πρόσεξε μη μου πεις ψέματα γιατί κάηκες». «Μ άλιστα». «Σου πουλούσε κλεμμένα βιβλία, ε;» «Δεν ήξερα πως είναι κλεμμένα». «Τον τελευταίο καιρό, προτού τον σκοτώσουν, ποιο βιβλίο παζαρεύατε;»
26
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ αυρίδης ανέφερε το Un Réve sur l’ Onde. «Το έχεις δει;» «Ναι». Ο αστυνόμος σκέφτηκε πως ο Μ αυρίδης ήταν ο ένοχος κι έπρεπε να τον κάνει να ομολογήσει. «Γι’ αυτό το βιβλίο τον σκότωσες;» «Δεν τον σκότωσα εγώ». «Τότε ποιος;» «Δεν έχω ιδέα». «Σήμερα πληροφορήθηκα πως οι συλλέκτες είστε άνθρωποι με πάθος. Πού είναι το όπλο του εγκλήματος; Ομολόγησε να τελειώνουμε». «Είμαι αθώος, αστυνόμε!» επανέλαβε εκείνος. «Αυτό θα το δούμε, κύριε Μ αυρίδη!» είπε ο Μ πέκας. Τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην οδό Πανεπιστημίου ήταν βρώμικα από τις κουτσουλιές των περιστεριών. Ο Μ ακρής σκέφτηκε πως είχαν καιρό να καθαριστούν και μπήκε στο μεγαλοπρεπές κτήριο του Χάνσεν με δέος. Πάνω στην ταραχή του έσπρωξε έναν Εγγλέζο τουρίστα που όπλιζε τη φωτογραφική του μηχανή, μα εκείνος δεν έβγαλε τσιμουδιά. Άφησε την τσάντα του σε μια θυρίδα, πήρε το κλειδί και απευθύνθηκε στον υπάλληλο στην υποδοχή. Εκείνος του έδωσε να συμπληρώσει ένα χαρτί. Ο δημοσιογράφος πήγε στις καρτελοθήκες να ψάξει στο γράμμα Π. Το βιβλίο του Παπαδιαμάντη Un Réve sur l’ Onde ήταν καταχωρημένο σε μια καρτέλα. Συμπλήρωσε το έντυπο, το έδωσε στην αρμόδια υπάλληλο στη μεγάλη αίθουσα και κάθισε σε μια καρέκλα στο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
27
αναγνωστήριο. Παρατηρούσε την κοπέλα που πήγε να φέρει το βιβλίο, ήταν κοκκινομάλλα με γαλάζια μάτια. Όταν επέστρεψε, τα χέρια της ήταν άδεια. «Λυπάμαι, το βιβλίο δεν βρίσκεται στη θέση του», είπε. Το ύφος της ήταν θλιμμένο. «Δεν το βρήκατε;» «Σας είπα, κύριε, το βιβλίο λείπει». «Τι σημαίνει αυτό;» «Προφανώς, διαβάζεται από άλλον αναγνώστη». Το γεγονός φάνηκε στον Μ ακρή ύποπτο. Απευθύνθηκε στον προϊστάμενο, δηλώνοντας την ιδιότητά του, αλλά κι εκείνος μολονότι έψαξε προσεκτικά δεν βρήκε το βιβλίο. Πήγαν μαζί στον διευθυντή της Βιβλιοθήκης, ο οποίος, ψάχνοντας τα παλιά δελτία αιτήσεως εντύπων, ανακάλυψε πως το συγκεκριμένο βιβλίο το είχε δανειστεί πριν από δέκα μέρες ένας καθηγητής πανεπιστημίου ονόματι Κώστας Κρυστάλλης, κάτοικος της οδού Ζερβουδάκη στα Κάτω Πατήσια. Το ονοματεπώνυμό του ήταν γραμμένο με καθαρά κεφαλαία γράμματα. Ο διευθυντής τού υποσχέθηκε να ερευνήσει το θέμα «Πώς ήταν αυτός ο καθηγητής;» ρώτησε ο Μ ακρής την αρμόδια υπάλληλο, καταλαβαίνοντας πως είπε μια ανοησία. Άντε να βρεις άκρη σ’ εκείνο τον κυκεώνα ονομάτων και φυσιογνωμιών, σκέφτηκε. «Ήταν γύρω στα σαράντα, συμπαθητικός, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο». «Θυμάστε άλλα χαρακτηριστικά του;» «Όχι. Τον θυμάμαι επειδή μ’ εντυπωσίασε το ποιητικό του επώνυμο», απάντησε η κοκκινομάλλα.
28
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ ακρής έβγαλε την εφημερίδα με τη φωτογραφία του Νεγρεπόντη, μα η κοπέλα δεν τον είχε δει ποτέ της. Τότε σκέφτηκε πως η έρευνά του θα κατέληγε σε φιάσκο, σε μια τρύπα στο νερό. Αυτό που όφειλε να κάνει ήταν να τα παρατήσει και ν’ αφήσει τον Μ πέκα να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Δεν τα παράτησε όμως. Ήταν βέβαιος πως το βιβλίο είχε κλαπεί από κάποιον που σχετιζόταν άμεσα ή έμμεσα με τον φόνο του Νεγρεπόντη. Πήγε στο Πανεπιστήμιο, αλλά από τη γραμματεία τού είπαν πως δεν υπήρχε καθηγητής με το ονοματεπώνυμο που ανέφερε. Μ πορεί όμως να ήταν σε άλλη ανώτατη σχολή, στο Πολυτεχνείο, στην ΑΣΟΕΕ ή στην Πάντειο. Αποφάσισε να επισκεφτεί τον παράξενο αναγνώστη, τον οποίο τού είχε περιγράψει η κοκκινομάλλα. Πήρε ένα ταξί και πήγε στην οδό Ζερβουδάκη, σε μια τριώροφη πολυκατοικία. Το όνομα «Κώστας Κρυστάλλης» δεν υπήρχε στα κουδούνια και ο διαχειριστής δεν τον γνώριζε. Ξαφνικά, ο φόβος πως θα αποτύχαινε στην έρευνά του, μετατράπηκε σε φόβο πως κάθε καθυστέρηση στην εξιχνίαση της υπόθεσης θα έδινε στον δολοφόνο τη δυνατότητα να ξεφύγει. Η επιθυμία του να αποδοθεί δικαιοσύνη, υπερίσχυσε του εγωιστικού πείσματος να κατατροπώσει τον αστυνόμο. Έτσι, άφησε κατά μέρος τους ανταγωνισμούς, ξέροντας πως χαντάκωνε την ιδέα της τιμωρίας που επεφύλασσε στον φίλο του. Επέστρεψε στο γραφείο του και τηλεφώνησε στον Μ πέκα, ενημερώνοντάς τον για την επίσκεψή του στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Τον πληροφόρησε πως ο παράξενος αναγνώστης ως καθηγητής ήταν ανύπαρκτος στο Πανεπιστήμιο. Ο Μ πέκας ζήτησε από τη Σήμανση στοιχεία για όλους τους Κρυστάλληδες Αθηνών,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
29
Πειραιώς και περιχώρων, ανεξάρτητα από το βαφτιστικό τους όνομα. Δεν μπορούσε ν’ αρκεστεί μόνο σε όσους ονομάζονταν Κώστας. Πράγματι, βρέθηκαν μερικοί ηλικιωμένοι που έφεραν το ονοματεπώνυμο του ηπειρώτη ποιητή, μα προφανέστατα δεν σχετίζονταν με την υπόθεση. Ήταν όλοι γύρω στα εβδομήντα: ένας οδοντογιατρός, ένας χασάπης στη Βαρβάκειο αγορά κι ένας συνταξιούχος λοστρόμος. Προφανώς, ο κλέφτης ζήτησε το βιβλίο με ψεύτικο όνομα, το πήρε, το έχωσε κάτω από το πουκάμισό του, και βγήκε σαν κύριος από τη Βιβλιοθήκη. Την ίδια μέρα ο Μ πέκας επισκέφτηκε την Εθνική Βιβλιοθήκη για πρώτη φορά στη ζωή του. Δεν διάβαζε λογοτεχνικά βιβλία, ούτε καν τα ξεφύλλιζε. Στο σπίτι του δεν είχε βιβλιοθήκη κι η γυναίκα του προτιμούσε ν’ ακούει ραδιόφωνο παρά να διαβάζει. Ήξερε όμως μερικούς ποιητές που σύχναζαν στο καφενείο «Βυζάντιο» στο Κολωνάκι. Ο Βάρναλης ήταν ένας από αυτούς, τον έβλεπε να παίζει τάβλι με τους φίλους του. Η κοκκινομάλλα υπάλληλος είχε μπροστά της το Ρομάντσο και διάβαζε τα ωροσκόπια. Το θέαμα τον απογοήτευσε: δεν ήταν βιβλιόφιλη, δεν είχε κλίση στο διάβασμα. Το περιοδικό βέβαια δημοσίευε διηγήματα και μυθιστορήματα. Την κάκισε, αλλά δεν το έδειξε. Σκέφτηκε πως μόνη ή με συνεργούς, εντός και εκτός της Βιβλιοθήκης, έκλεβε πολύτιμα βιβλία διοχετεύοντάς τα στην πιάτσα. «Ήρθα για το χαμένο βιβλίο του Παπαδιαμάντη», της είπε, δείχνοντας την ταυτότητά του. Η κοπέλα έκλεισε το περιοδικό. Ο Μ πέκας της είπε πως η απώλεια του βιβλίου οφειλόταν σε δική της υπαιτιότητα: ο
30
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
αναγνώστης «Κώστας Κρυστάλλης» το πήρε μαζί του κι αυτή δεν τον έλεγξε ως όφειλε. Εκείνη τον άκουγε σιωπηλή. Ήθελε να την τρομάξει, να την κάνει να ομολογήσει πως δεν υπήρχε αναγνώστης με αυτό το όνομα, πως το δελτίο το είχε συμπληρώσει η ίδια ή ο συνεργός της. Ο Μ πέκας ενημέρωσε τον διευθυντή της Βιβλιοθήκης κι εκείνη ξέσπασε σε κλάματα. Επειδή δεν παραδεχόταν την ενοχή της, τηλεφώνησε στην υπηρεσία του και σε λίγο έφτασε ένα αμάξι με συμβατικούς αριθμούς. Την οδήγησε στην Ασφάλεια, όπου την ανέκρινε τρεις ώρες, κάνοντάς της την ίδια ερώτηση: ποιος ήταν ο συνεργός της; Μ ολονότι την άφησε νηστική και διψασμένη, η κοπέλα δεν ομολόγησε. Το απόγευμα, με ένα ένταλμα ερεύνης στο χέρι, την έβαλε στο ίδιο αμάξι και τη συνόδευσε στο σπίτι της. Η κοκκινομάλλα λεγόταν Ζαφειρούλα Χατζησταυρή κι έμενε σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Μ ενεκράτους, κοντά στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Συζούσε με τον Ασημάκη Καραπαύλο, τον αρραβωνιαστικό της, όπως είπε, ένα νεαρό που επαγγελλόταν τον ταξιτζή. Η έρευνα του Μ πέκα δεν έδειξε τίποτα το αξιόλογο, μιας και σε μια κούτα από γάλα Βλάχας βρέθηκαν μόνο Η ωραία του Πέραν, η Γενοβέφα και λίγα τεύχη του περιοδικού Ζέφυρος με αισθηματικά μυθιστορήματα. Μ όλις τελείωσε, ο αστυνόμος τηλεφώνησε στον Μ ακρή, καλώντας τον στο σπίτι. Εκεί, τον ξενάγησε στα δωμάτια και του έδειξε τη φωτογραφία του Καραπαύλου, ο οποίος ποζάριζε ευτυχής δίπλα στη Χατζησταυρή. «Κοίτα τη φάτσα του λιμοκοντόρου», είπε. «Δεν μοιάζει με δολοφόνο;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
31
«Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη;» τον ρώτησε ο Μ ακρής μειδιώντας και οπισθοχώρησε. Η κοπέλα στεκόταν αμίλητη, μην ξέροντας πώς να φερθεί. Ύστερα από λίγο, κατέβηκαν κι οι τρεις στο δρόμο. Στο πίσω μέρος του αμαξιού με τους συμβατικούς αριθμούς, που οδηγούσε ένας αστυφύλακας με πολιτικά, καθόταν ο Μ πέκας με τον Μ ακρή, κι ανάμεσά τους η Ζαφειρούλα Χατζησταυρή. Η κοπέλα ήταν φοβισμένη. Ο αστυνόμος ήθελε να πάνε σε διάφορα νυχτερινά κέντρα για να της δείξει μερικούς υπόπτους, μπας και αναγνωρίσει τον δράστη της κλοπής του βιβλίου, εκείνον που εμφανίστηκε ως «Κώστας Κρυστάλλης». Εκείνη δίσταζε· φοβόταν πως όταν θα γυρνούσε ο φίλος της στο σπίτι και δεν την έβρισκε εκεί θα της έκανε σκηνές. Τελικά, ο Μ πέκας την έπεισε. Μ πήκαν όλοι στο στριπτιζάδικο «Καζαμπλάνκα», όπου εργαζόταν η Λίλιαν Γλυνού. Μ ε την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας του αστυνόμου πήραν ένα τραπέζι κοντά στην πίστα. Το τολμηρό πρόγραμμα με τις ελληνίδες και τις ξένες καλλιτέχνιδες το παρακολουθούσαν ένα σωρό αρσενικοί. Ανάμεσά τους σε χωριστά τραπέζια κάθονταν ο Μ ενέλαος Εμπέρογλου, ο Λέων Νικόδημος κι ο Θανάσης Μ αυρίδης. Όταν ήρθε η σειρά της Λίλιαν, ο Μ πέκας κι ο Μ ακρής έμειναν έκθαμβοι από το καλλίγραμμο κορμί της. Μ όλις έμεινε ολόγυμνη, τη χειροκρότησαν θερμά. Η Ζαφειρούλα Χατζησταυρή κοκκίνισε ελαφρά εξαιτίας του τολμηρού θεάματος και δεν χειροκρότησε. Ο Μ πέκας τής έδειξε τον Μ ενέλαο Εμπέρογλου, τον τύπο που έφερνε κοπέλες από την επαρχία για τα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Έπινε ουίσκι «Μ πλακ εντ Γουάιτ» και χάζευε αμέριμνος τη Λίλιαν.
32
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Αυτός ζήτησε το βιβλίο του Παπαδιαμάντη;» τη ρώτησε ο αστυνόμος. «Όχι». Ο Θανάσης Μ αυρίδης που είχε μπροστά του ένα ποτήρι κι ένα μπουκάλι «Τζώνι Γουώκερ» χειροκρότησε θερμά το νούμερο της Λίλιαν· την έτρωγε με το βλέμμα του. Το ίδιο έκανε κι ο Λέων Νικόδημος. Ο Μ ακρής σκούντησε με τον αγκώνα του τον Μ πέκα. «Είναι κάποιος από αυτούς εκεί;» ρώτησε ο αστυνόμος την κοκκινομάλλα. Η κοπέλα κοίταξε τον εκδότη και τον παλαιοβιβλιοπώλη. «Όχι», είπε. Τότε εμφανίστηκε ο ταξιτζής, ο τύπος που είχαν δει στη φωτογραφία στο σπίτι της κοκκινομάλλας. Ερχόταν από την τουαλέτα και είχε ύφος δέκα καρδιναλίων· ευθυτενής και υπερόπτης κοιτούσε τον κόσμο αφ’ υψηλού. Κάθισε σ’ ένα άδειο τραπέζι μακριά, όπου τον περίμενε ένα επίσης μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι «Μ παλαντάινς». Ξαφνικά, πρόσεξε τη φίλη του. Σηκώθηκε και την πλησίασε με απειλητικό ύφος. «Τι θέλεις εδώ, Ζαφειρούλα;» φώναξε. Ο Μ πέκας σούφρωσε τα χείλη του. «Ήρεμα, Καραπαύλο!» του είπε. Εκείνος άπλωσε το τραχύ χέρι του για να αγγίξει τον ώμο της κοπέλας και ακούμπησε τον αστυνόμο. «Ήρεμα, σου είπα!» επανέλαβε ο Μ πέκας, βγάζοντας την ταυτότητά του. Η υπάλληλος της Βιβλιοθήκης στεκόταν άναυδη, μην μπορώντας να εξηγήσει την παρουσία του φίλου της στο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
33
στριπτιζάδικο. Ο τύπος την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Έριξε ματιές γύρω του κι ύστερα γύρισε στον αστυνόμο. «Τι συμβαίνει;» ψέλλισε. «Σε συλλαμβάνω για αντίσταση κατά της αρχής. Θα έρθεις μαζί μας. Θα πάμε για μια μικρή εξακρίβωση». Ο Μ πέκας του έβαλε χειροπέδες και τον στρίμωξε στο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Η κοπέλα κάθισε μπροστά με βλέμμα ανήσυχο. Η έρευνα στο ταξί του Ασημάκη Καραπαύλου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Στο πορτμπαγκάζ της μαύρης Μ ερσεντές του, εκτός από μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι και διάφορα εργαλεία, δεν βρέθηκε τίποτα ενοχοποιητικό. Δεν υπήρχε ίχνος από βιβλία ή άλλα έντυπα. Ο Μ πέκας πηγαινοερχόταν νευρικά γύρω από το ταξί, μην μπορώντας να χωνέψει πως ο βασικότερος ύποπτος στην υπόθεση της δολοφονίας του ρακοσυλλέκτη είχε καταφέρει να σβήσει τα ίχνη της ενοχής του. «Δεν πάει αλλού το μυαλό μου», είπε στον Μ ακρή. «Αυτός πρέπει να βούτηξε το βιβλίο και το παζάρευε με τον Νεγρεπόντη». «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω», είπε ο δημοσιογράφος. «Φαίνεται πως του το έδωσε για να το εκτιμήσει κι εκείνος το παρακράτησε. Ίσως να μην τα βρήκαν στην τιμή. Μ πορεί ο ταξιτζής να μην έμεινε ικανοποιημένος από το ποσόν που του έδινε και τον σκότωσε». Ο Μ ακρής παρατηρούσε τον φίλο του, με κρυφή χαρά, ήθελε να τα βρίσκει μπαστούνια κάπου κάπου· δεν το θεωρούσε δίκαιο να έχει πάντα επιτυχίες. Έπρεπε κι αυτός να σκοντάφτει σε κάνα σκληρό καρύδι, να του βγαίνει το λάδι μέχρι να εξιχνιάσει μιαν
34
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
υπόθεση. Τα γαλόνια κόποις κτώνται, σκεφτόταν. Ωστόσο, παρατηρώντας τα ευρήματα στο πορτμπαγκάζ, του είπε: «Μ ου φαίνεται πως απατάει τη Χατζησταυρή με τις πελάτισσές του». «Οι ταξιτζήδες έχουν τα τυχερά τους, φιλαράκο». Ο Ασημάκης Καραπαύλος καθόταν με τις χειροπέδες στο πίσω κάθισμα του αμαξιού με τους συμβατικούς αριθμούς, ανάμεσα στον αστυνόμο και τον δημοσιογράφο. Έριξε μια φαρμακερή ματιά στην κοπέλα, νομίζοντας πως τον είχε καρφώσει, και στη διαδρομή δεν άνοιξε το στόμα του. Η απρόσμενη συνάντησή τους στο στριπτιζάδικο προξένησε ρωγμή στη σχέση τους. Ο αστυνομικός με τα πολιτικά έβαλε μπροστά και το αμάξι με τον Μ πέκα, τον Μ ακρή και την Χατζησταυρή κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Αφού αφήσανε την κοπέλα στο σπίτι της, τραβήξανε για το κτήριο της Ασφάλειας, όπου ο ταξιτζής κλείστηκε στο κρατητήριο. Την επόμενη μέρα –ήταν Σάββατο–, το ίδιο αμάξι με τους ίδιους επιβαίνοντες ξεκίνησε για την τελική φάση της επιχείρησης. Ο αστυφύλακας-οδηγός παρκάρισε στην Ερμού. Οι τρεις τους, με τον Μ πέκα να προπορεύεται, μπήκαν σε όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία της Ηφαίστου, της Άστιγγος και των παρόδων τους με την προσδοκία πως η υπάλληλος της Βιβλιοθήκης θα αναγνώριζε σε κάποιο πρόσωπο τον υποτιθέμενο «Κώστα Κρυστάλλη». Ήταν ένα αλλόκοτο τρίο: ο ξανθός, ο κοντός και η κοκκινομάλλα. Καθώς βαδίζανε στα στενά, ανάμεσα σε τουρίστες κι αργόσχολους, οι περαστικοί τους κοιτούσαν περίεργα. Η Χατζησταυρή ήταν τσιτωμένη, δεν της άρεσε η πρωινή περιπολία, θα προτιμούσε να βρίσκεται στο κρεβατάκι της ή στην αγκαλιά του
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
35
ταξιτζή της, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ίσως κοιμόταν σε κάποιο κρύο στρώμα, στα υπόγεια της Ασφάλειας. Επιστρέψανε στην οδό Δεξίππου και μπήκαν σ’ ένα καφενείο. Ένας καφές ήταν το καλύτερο καταπραϋντικό για τον εκνευρισμό τους. «Για να πάνε τα φαρμάκια κάτω!» είπε ο Μ ακρής, τη στιγμή που ο σερβιτόρος άφηνε τα φλιτζάνια στο τραπέζι τους. «Θα μου στρίψει, αν βγει καθαρός ο ταξιτζής, φιλαράκο», είπε ο Μ πέκας. «Μ ου φαίνεται περίεργο που σκότωσε χωρίς να έχει κάνει κανένα λάθος», είπε ο Μ ακρής. Η κοπέλα ρουφούσε ανόρεχτα τον καφέ της, χωρίς να σχολιάζει τα λεγόμενά τους. Κι οι τρεις σκέφτονταν τον ταξιτζή, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και τις δικές του ελπίδες: ο Μ πέκας ήθελε αποδείξεις για να τον χώσει μέσα, ο Μ ακρής ήθελε να είναι ένοχος αλλά ν’ αργήσει να ομολογήσει ώστε να παιδέψει τον φίλο του, ο οποίος λειτουργούσε με το ένστικτο, χωρίς τη λογική· η Χατζησταυρή ευχόταν να είναι αθώος για να συνεχίσουν το ειδύλλιό τους και να πάνε για γάμο. Κόντευε μεσημέρι, όταν αποφάσισαν να φύγουν από το Μ οναστηράκι. Ο αστυνόμος πλήρωσε τους καφέδες και σηκώθηκε βαρύθυμος. Ο Μ ακρής το διασκέδαζε, τον είχε καταλάβει μια ανεξήγητη ευθυμία. Ήταν μια υπέροχη μέρα· η Ακρόπολη υψωνόταν επιβλητική μπροστά τους και οι κολόνες του Παρθενώνα λαμπύριζαν στον ήλιο. Στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών μπαινόβγαιναν πιστοί κάθε ηλικίας, κυρίως γυναίκες και ηλικιωμένοι. «Να μπούμε και ν’ ανάψουμε κανένα κερί», είπε ο Μ ακρής.
36
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Δεν είναι ανάγκη», είπε ο Μ πέκας. «Είναι», επέμεινε ο δημοσιογράφος. «Οι Ταξιάρχες χρειάζονται κι αυτοί το λάδωμά τους». Ο Μ πέκας πήρε το ύφος του θυμωμένου γάτου. «Θα σου πω καμιά κουβέντα!» Η Χατζησταυρή έκανε το σταυρό της. «Εγώ θ’ ανάψω κερί. Θα προσευχηθώ στους Ταξιάρχες να δώσουν φώτιση στον Ασημάκη μου», είπε. Μ πήκαν στην εκκλησία με ευλάβεια· ο χώρος ενέπνεε σεβασμό. Εκτός από τους πιστούς, υπήρχαν εκεί τρία πρόσωπα: ο παπάς χωρίς τα άμφιά του, ο επιστάτης με το κλασικό μουστάκι των θεοσεβούμενων, που έλεγχε το παγκάρι με τα λεφτά, και η καντηλανάφτισσα που έσβηνε τα αναμμένα κεριά και τα έριχνε σ’ ένα καλάθι. Πρώτη άναψε το κερί της η Χατζησταυρή, μετά ο Μ ακρής. Τη στιγμή που ο Μ πέκας άναβε το δικό του, εμφανίστηκε ο Λάμπρος Δαμβέργης. Ο ψάλτης στεκόταν στο αριστερό μέρος της εκκλησίας, εκεί όπου ήταν τα κουτάκια με τις παρακλήσεις των πιστών και δύο ταμπελίτσες: «Ονόματα ζώντων» και «Ονόματα τεθνεώτων». Μ όλις τους είδε, φάνηκε ν’ ανησυχεί. Μ ε ένα γύρισμα του κορμιού του, προσπάθησε να τους αποφύγει, αποστρέφοντας το πρόσωπό του. Ο Μ ακρής τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. «Ανακαλύψατε κάτι, κύριε δημοσιογράφε;» «Ψάχνουμε». Τότε η Χατζησταυρή γούρλωσε τα μάτια της, ήταν αναστατωμένη. Σήκωσε το χέρι δειλά και είπε στον Μ πέκα, δείχνοντας τον ψάλτη:
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
«Αυτός είναι!»
37
Το επόμενο πρωί κάθονταν στο καφενείο του «Γαμβέτα» στην οδό Κοραή και συζητούσαν για τον φόνο του ρακοσυλλέκτη που οι εφημερίδες είχαν αποκαλέσει «Έγκλημα στην Ακρόπολη». Ο Μ πέκας έπαιζε με τον αναπτήρα του κι ο Μ ακρής κοιτούσε έξω τις λυγερές κοπέλες που παρήλαυναν από μπροστά τους, είτε σε παρέες είτε συνοδευμένες από νεαρούς. «Αυτή η ξανθιά με την κοντή φούστα, γιατί δείχνει τα μπούτια της;» ρώτησε ο αστυνόμος. «Γιατί έτσι της αρέσει!» απάντησε ο δημοσιογράφος. «Η νεολαία αποθρασύνεται. Αυτό λέγεται έκλυσις ηθών». «Είσαι άνθρωπος του παλιού καιρού. Για σύνελθε!» είπε ο Μ ακρής κι επανέφερε τη συζήτηση στο θέμα τους. «Τα κεριά που ανάψαμε στους Αγίους Ταξιάρχες έκαναν το θαύμα τους! Τι λες;» «Το δικό μου ήταν πιο χοντρό από το δικό σου», δήλωσε ο αστυνόμος. «Εγώ έχω ανάψει δύο. Το πρώτο την ημέρα που πήγα στην εκκλησία μόνος μου. Εμένα άκουσαν οι Άγιοι». Οι δυο τους συμφώνησαν πως τα πράγματα είχαν γίνει ως εξής: ο Λάμπρος Δαμβέργης είχε κλέψει το βιβλίο του Παπαδιαμάντη από την Εθνική Βιβλιοθήκη, χρησιμοποιώντας ψεύτικη ταυτότητα. Ο Νεγρεπόντης έκλεβε βιβλία με τον ίδιο τρόπο και τα πουλούσε σε εκλεκτικούς συλλέκτες. Οι δυο τους γνωρίστηκαν τυχαία κι έγιναν φίλοι. Ο Νεγρεπόντης είχε γράψει κάτι ποιήματα και τα ’δειξε στον Δαμβέργη που του σύστησε τον Μ αυρίδη, τον εκδότη του Θάμνου. Ωστόσο, ο ρακοσυλλέκτης κι ο ψάλτης δεν τα είχαν
38
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
βρει στην τιμή για το Un Réve sur l’ Onde και τσακώθηκαν. Είχαν βγει βόλτα στον περιφερειακό της Ακρόπολης για να συζητήσουν το θέμα, αλλά διαφώνησαν. Ο δράστης είχε δώσει το βιβλίο στο θύμα για να το ξεφυλλίσει και του ζητούσε τα μισά λεφτά· εκείνος θεωρούσε το ποσό υπερβολικό και ταυτόχρονα αρνιόταν να του το δώσει πίσω. Πιάστηκαν στα χέρια. Στην οδό Θεωρίας, ο δράστης πήρε μια πέτρα που βρήκε εκεί και χτύπησε το θύμα στο κεφάλι κάμποσες φορές, μέχρι που έπεσε στο έδαφος. Διαπιστώνοντας πως είναι νεκρός, τον έσυρε και τον άφησε ανάσκελα πίσω από το εκκλησάκι της Μ εταμόρφωσης του Σωτήρος, εκεί όπου τον βρήκε η κυρία με το σκυλάκι. Στην έρευνα που έγινε στο σπίτι του ψάλτη, στην οδό Καβαλότι, βρέθηκε το περιώνυμο βιβλίο του Παπαδιαμάντη μαζί με άλλα κλεμμένα παλιά βιβλία του Μ ωραϊτίδη, του Πολυλά, του Θεοτόκη, του Βικέλα, του Κονδυλάκη, του Ροΐδη. «Εγώ είχα υποψιαστεί τον ταξιτζή, δεν μου άρεσε η φάτσα του στη φωτογραφία», είπε ο Μ ακρής. «Κι όμως είναι ψυχούλα. Τη Ζαφειρούλα την αγαπάει, έστω κι αν την απατάει. Νόμιζε πως το βιβλίο το είχε η Λίλιαν και ήθελε να της το βουτήξει, ώστε να απομακρύνει τις υποψίες από την αρραβωνιαστικιά του». «Πήγε στο στριπτιζάδικο να τη βρει». «Την πατήσαμε, φιλαράκο». «Τα φαιά σου κύτταρα σε πρόδωσαν», κάγχασε ο δημοσιογράφος και μετακίνησε λίγο το κεφάλι του, καθώς το χέρι του αστυνόμου είχε απογειωθεί. «Έδωσα διαταγή ν’ αφήσουν ελεύθερο τον ταξιτζή», είπε ο Μ πέκας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
39
Ο Μ ακρής αισθανόταν ικανοποιημένος που η υπεροψία του φίλου του είχε δεχτεί ένα γερό χτύπημα. Για να τον καλοπιάσει, του πρότεινε να πάνε στον κινηματογράφο. Το «Αττικόν» έπαιζε τους Αταίριαστους με τη Μ έριλιν Μ ονρόε και τον Κλαρκ Γκέιμπλ, ο «Ορφέας» τη Γλυκιά ζωή του Φελίνι με τον Μ αρτσέλο Μ αστρογιάνι και το «Πάνθεον» το Ψυχώ του Χίτσκοκ με τον Άντονι Πέρκινς. Ο Μ πέκας αρνήθηκε την πρόταση με τη δικαιολογία πως στην Ασφάλεια είχε πέσει μπόλικη δουλειά. Είχε αναλάβει να διαλευκάνει τον φόνο της 25χρονης Γιαννούλας Παπουτσή, καταγόμενης από ένα χωριό της Ηλείας, η οποία πιθανώς δολοφονήθηκε από τον αδελφό της, επειδή διατηρούσε ερωτικό δεσμό με κάποιο συγχωριανό της, ή από το θείο της, επειδή γνώριζε την παράνομη σχέση που είχε με την κουνιάδα του. «Αυτό το επάγγελμα δεν μου αφήνει χρόνο για ψυχαγωγία», είπε ο αστυνόμος. «Να πάρεις σύνταξη». «Δεν έχω συμπληρώσει τα απαραίτητα χρόνια υπηρεσίας». Βγήκαν μαζί στην Πανεπιστημίου, όπου ένα μεγάλο κύμα αυτοκινήτων κατευθυνόταν σαν ποτάμι προς την Ομόνοια. Ο ένας τράβηξε προς την Ακαδημίας κι ο άλλος προς τη Σταδίου. Οι πεζοί βάδιζαν στο πεζοδρόμιο χαμένοι στις σκέψεις τους. Η μέρα προχωρούσε κι ο ήλιος έλαμπε πάνω από τον γαλάζιο ουρανό της Αθήνας.
[1] Όνειρο στο κύμα. [↑]
Τ ΙΤ ΙΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ
Το τελευταίο ραντεβού (Έγκλημα στο Ζάππειο)
[ 1 ]
ΚΟΙΤΑΞΕ το ρολόι του. Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο, ευτυχώς, σε λίγο τέλειωνε η βάρδια του, σκέφτηκε με ανακούφιση. Ένιωθε εξουθενωμένος. Η Μονομαχία στον ήλιο συνεχιζόταν στην οθόνη του κινηματογράφου «Αίγλη». Ωραία ταινία, κρίμα που την έβλεπε κλεφτά και αποσπασματικά. Από το τίποτε, καλύτερα κι έτσι. Θα ήθελε ένα βράδυ να κουστουμαριστεί, να καθίσει και αυτός σαν κύριος στο ζαχαροπλαστείο, να απολαύσει ένα παγωτό κασάτο, μάλλον ένα ice cream soda, και μετά να πάει στο σινεμά, να καθίσει στο κέντρο, για να δει μια ταινία... Όχι πλαγίως, όλα πλαγίως τα έβλεπε, και την Ακρόπολη και την εφημερίδα, που λαθραίως διάβαζε στο τραμ, και την κοπέλα που αγαπούσε. Θα προτιμούσε μια αγγλική ταινία, όπως το Δυο μάτια είδαν το έγκλημα, με εκείνο το υπέροχο το κοριτσάκι, πώς το λέγανε, να δεις; Μ ιλς; Κάπως έτσι. Μ α τι σημασία είχε το έργο που θα προβαλλόταν εκείνη τη μέρα που θα αξιωνόταν να πάει στον κινηματογράφο, σημασία θα είχε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
41
να αισθανθεί σαν ένας κανονικός θεατής∙ της 7ης Τέχνης και σαν κανονικός άνθρωπος της μίας και μοναδικής ζωής που είχε να ζήσει. Ο πατέρας του ήταν θυρωρός, όταν πέθανε από ανακοπή, το θυρωρείο το πήρε η μάνα του, προσωρινά. Αυτό το «προσωρινά» τον γέμιζε ανασφάλεια και φόβο. Πού να τολμήσει να της μιλήσει για τα όνειρά του, πώς να της πει ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός; Ήξερε τη γνώμη της για τους ανθρώπους του θεάματος. «Τοιούτοι ή κοκότες, η φάρα τους»..., τόσα ήξερε, τόσα έλεγε... Αγράμματη ήταν η καημένη, τι να σου κάνει; Έγινε σερβιτόρος, έδινε τον πενιχρό μισθό του στη μάνα του και κρατούσε τα φιλοδωρήματα, που του έδιναν, για τα τσιγάρα του και για το μηνιαίο γαλλικό κινηματογραφικό περιοδικό Cine Vague. Γαλλικά είχε διδαχθεί στο σχολείο, το αγαπημένο του μάθημα, και από τότε τα καλλιεργούσε. Δεν είχε παραιτηθεί από το όνειρό του να πάει στο Παρίσι να σπουδάσει, τα όνειρα τζάμπα είναι, άλλωστε... Η Μονομαχία στον ήλιο τέλειωσε με τους δυο εραστές να αλληλοσπαράζονται από πάθος. Ο απόλυτος, επικός έρωτας έσβησε βίαια, όπως ήταν αναμενόμενο. Ο κόσμος έβγαινε συγκλονισμένος από το θέαμα, σκόρπισε ήσυχα, τα φώτα έσβησαν και ο χώρος του ζαχαροπλαστείου άδειασε. Ένα τραπέζι είχε απομείνει μονάχα. Άντε να φύγουν κι αυτοί να πάει σπίτι του. «Γκαρσόν, τον λογαριασμό». Ο Μ ίμης τον έφερε αμέσως. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπο του νέου άνδρα, μόνο τα πράσινα μάτια του που φωσφόριζαν. Ίσως αυτή τη σκέψη να την έκανε μετά, κι αυτό
42
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
συνέβη επειδή η διάθεση του ζευγαριού ήταν το ίδιο σκοτεινή με την καυτή άναστρη νύχτα του Ιούλη. Ο άνδρας πλήρωσε, πήρε το πακέτο με τον Άσσο Παπαστράτου και τον αναπτήρα, ενώ η συνοδός του, με το πρόσωπο γυρισμένο προς μια αθέατη πλευρά, σηκώθηκε και άρχισε να περπατά. Τους κοίταξε από πίσω. Τα μαύρα μαλλιά της που αγκάλιαζαν την πλάτη της κάτι του θύμιζαν. Ούτε και ο ίδιος ήξερε γιατί τους παρακολούθησε να απομακρύνονται, και πρόσεξε ότι, ενώ βάδιζαν πλάι πλάι, έμοιαζαν χωρισμένοι. Αυτό θα ήταν το τελευταίο ραντεβού τους. Σήκωσε τους ώμους· συμβαίνουν αυτά, σκέφτηκε, ενώ καθάριζε. Δυο πακέτα Άρωμα ήταν ξεχασμένα στο τραπέζι. Το ένα ήταν άδειο, από το άλλο έλειπαν πέντε τσιγάρα. Το έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του, παρέδωσε τις εισπράξεις και έφυγε. Τρέχοντας. [ 2 ]
ΓΙΑΤΙ έτρεχες;»
«
Ο Μ πέκας στεκόταν όρθιος και τον κοιτούσε με ένα αγαθό βλέμμα που, κάπως, γαλήνευε την ταραγμένη ψυχή του. «Για να της δώσω το πακέτο με τα τσιγάρα, γι’ αυτό». «Πάντα έτσι κάνεις με τους πελάτες που ξεχνούν κάτι;» Ο Μ ίμης έμεινε σκεπτικός λίγα λεπτά και έπειτα είπε αποφασιστικά: «Όχι». «Τότε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
43
Δεν τον κοιτούσε πια. Την προσοχή του αστυνόμου την είχε αποσπάσει ο ήχος μιας επίμονης κόρνας αυτοκινήτου που πέρασε το ανοιχτό παράθυρο, διέσχισε το δωμάτιο για να διαπεράσει το τύμπανο των αυτιών του. «Δεν ξέρω. Πιστέψτε με, πραγματικά δεν ξέρω». «Εγώ σε πιστεύω, παιδί μου, άλλωστε, πολλές φορές κάνουμε πράγματα που αργότερα δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Απλά πράγματα... Να όμως, που εδώ τα πράγματα είναι περίπλοκα, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν φόνο εν ψυχρώ. Γι’ αυτό φρόντισε να είσαι ακριβής στις απαντήσεις σου. Πάμε από την αρχή. Πώς λέγεσαι;» «Δημήτριος Αναστασίου, Μ ίμης για τους δικούς μου, ετών είκοσι τρία. Εργάζομαι τα δύο τελευταία καλοκαίρια στο καφέζαχαροπλαστείο “Αίγλη” στο Ζάππειο». «Τι συνέβη χθες βράδυ;» «Είχαμε πολύ κόσμο λόγω της αφόρητης ζέστης. Αργότερα, όταν δρόσισε λιγάκι, ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να φεύγει, τέλειωσε και η ταινία, ο χώρος άδειασε. Ένα ζευγαράκι είχε απομείνει κι αυτό έφυγε σε πέντε λεπτά. Η κοπέλα είχε ξεχάσει τα τσιγάρα της. Γι’ αυτό έτρεχα». «Γιατί;» «Δεν ξέρω, διαισθάνθηκα απελπισία σαν να έστελνε ένα μήνυμα, ένα μήνυμα». «Τι μήνυμα;» «Ότι είχε ανάγκη από κάτι ή από κάποιον. Μ ου θύμισε την Έλλη Λαμπέτη στο Τελευταίο ψέμα. Το έχετε δει; Είναι αριστούργημα».
44
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Μ α, αφού στην αρχή μου είπες ότι δεν την είδες στο πρόσωπο, πώς κατάλαβες ότι ήταν θλιμμένη και, μάλιστα, ότι έμοιαζε με τη Λαμπέτη;» «Κύριε αστυνόμε, μου “μίλησε” η κίνηση του σώματος». «Τι έκανε λέει;» «Το σώμα έμοιαζε παρατημένο, πώς να σας το πω αλλιώς; Έπειτα, όταν τους είδα από πίσω, πρόσεξα τα μαλλιά της, τέτοια μαλλιά δεν τα ξεχνάς, και κάτι μου θύμισαν. Τώρα ξέρω». «Εκείνος;» «Ψηλός, με μάτια πράσινα που φώτιζαν το σκοτάδι». Ο Μ πέκας άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια ρουφηξιά και ένιωσε τον καπνό να χαϊδεύει τους πνεύμονές του. «Δεν πάει από εκεί που ήρθε ο γιατρός και οι συμβουλές του», σκέφτηκε, ενώ, σε μια μυστική συνομιλία που είχε με τον εαυτό του εδώ και κάμποση ώρα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ετούτος εδώ είτε ήταν ένας παρατηρητικός αλλά ονειροπαρμένος τύπος ή ένας ψεύτης μεγάλης ολκής. Δολοφόνος μάλλον δεν ήταν. Όμως αυτός βρήκε το πτώμα της νεαρής γυναίκας, όταν το αίμα της ήταν ακόμη ζεστό και είχε λεκιάσει το λευκό του πουκάμισο. Αυτός την κρατούσε αγκαλιά και φώναζε βοήθεια σαν υστερικός, μέχρι που τον άκουσε ένας αστυνομικός. Θέατρο έπαιζε, τόσο καλά όμως; «Λες να το έκανε ο φίλος της;» «Όχι, δεν νομίζω», είπε ο Μ ίμης ξαφνιασμένος από την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Αστυνόμος Μ πέκας. Ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει από πού έβγαζε αυτό το συμπέρασμα, προτίμησε όμως να βάλει μια άνω τελεία στη συζήτηση, είπε:
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
45
«Αυτά για την ώρα, Μ ίμη, το απόγευμα όμως να είσαι εδώ να τα ξαναπούμε». «Μ α δουλεύω», ψέλλισε απελπισμένος ο νεαρός σερβιτόρος. Ο Μ πέκας τον κοίταξε στα μάτια, πραγματικά φοβόταν μη χάσει το μεροκάματο ή τον δούλευε; Σύντομα θα μάθαινε την αλήθεια. Το ψέμα έχει κοντά πόδια. «Έλα όταν σχολάσεις. Σουτ, μη μιλάς, ξέρω τι θα πεις, γι’ αυτό σε προλαβαίνω. Μ ην ανησυχείς, εδώ θα με βρεις. Και στη μία το πρωί και στις δύο, και όσο χρειαστεί για να ανακαλύψω ποιο κάθαρμα δολοφόνησε την Μ αρία Παναγοπούλου. Μ ην πεις σε κανέναν τίποτε, έστω και αν κάποιοι σε πιέσουν, μέχρι τότε σκέψου, προσπάθησε να θυμηθείς και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια. Άντε σπίτι σου τώρα», είπε σημειώνοντας όμως στο μυαλό του πως έχει τον πρώτο ύποπτο. [ 3 ]
ΟΤΑΝ ο Μ πέκας ακύρωσε το ραντεβού που είχανε στη μία το μεσημέρι στου «Ζωναρά», χωρίς να δώσει εξηγήσεις, ο Γιάννης Μ ακρής υπέθεσε ότι ο αστυνόμος δεν εννοούσε να αλλάξει τις έμμονες ιδέες του. Ή στου Αντωνιάδη ή πουθενά. Όμως η αλάθητη διαίσθηση τού ψιθύρισε ότι η σουπιά τού έλεγε ψέματα, ότι κάτι σημαντικό είχε συμβεί και προσπαθούσε να κρατήσει μακριά του τους δημοσιογράφους. Ακόμα και αυτόν, τον φίλο του. Αμ δε, τον γελάσανε, φώναξε βγαίνοντας φουριόζος από την εφημερίδα. Σταμάτησε το πρώτο ταξί και σε λίγα λεπτά της ώρας είχε φτάσει στην οδό Βαλαωρίτου. Εισέβαλε στο γραφείο του
46
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
αστυνόμου σαν σίφουνας και, χωρίς περιστροφές, απαίτησε να μάθει την αλήθεια. Ο Μ πέκας κατέβασε τα μούτρα κι αναγκάστηκε να μιλήσει, αναφέροντας μόνο τα αναγκαία, δηλαδή, ότι μια νεαρή κοπέλα, η Μ αρία Παναγοπούλου, ετών είκοσι, δολοφονήθηκε από αμβλύ αντικείμενο στο κρανίο. Το πτώμα βρέθηκε «κάπου» κοντά στο χώρο του Ζαππείου, έτσι αόριστα, μετά τα μεσάνυχτα. Ο Μ ακρής σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό της Πρωινής, ζήτησε τον Πάνου και του έδωσε εντολή να ετοιμάσουν αμέσως δεύτερη έκδοση με την είδηση της άγριας δολοφονίας της εικοσάχρονης Μ αρίας Παναγοπούλου. Πρωτοσέλιδο. Αφηγήθηκε τα λίγα που είχε μάθει από τον φίλο του –φίλος να σου πετύχει...– στον υπεύθυνο του ελεύθερου ρεπορτάζ. Ο Πάνου είχε μερικές απορίες, τις οποίες είχε και ο ίδιος, όπως, το ποιος ανακάλυψε το πτώμα, εάν βρέθηκε το αμβλύ αντικείμενο με το οποίο χτυπήθηκε το θύμα και πολλές άλλες. Τέλος, ρώτησε τον αρχισυντάκτη του πώς θα εικονογραφούσαν το θέμα. Να πήγαιναν σπίτι της να ζητούσαν από τους δικούς της μια φωτογραφία της; «Ούτε να το διανοηθείς, μακριά από το σπίτι του θύματος πριν γίνει η κηδεία. Δημοσιογράφοι είμαστε, δεν είμαστε νεκροθάφτες. Πάρε από το αρχείο μια φωτογραφία του Ζαππείου. Και βάλε τίτλο: Έγκλημα στο Ζάππειο. Άντε, κουνήσου, να προλάβεις τις απογευματινές», είπε και κοπάνησε το ακουστικό. Γυρνώντας προς τον Μ πέκα, που έμοιαζε με θυμωμένο γάτο, είπε χαμογελώντας. «... Εn fin seuls, “επιτέλους μόνοι”», όπως λέγανε και στα ρομάντζα του 19ου αιώνα... «Λέγε». «Δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ό,τι ήξερα σου το είπα». «Ποιος την βρήκε;» «Ένας νέος».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
47
«Όνομα δεν έχει;» «Προς το παρόν όχι. Μ ε συγχωρείς, πρέπει να φύγω». «Θα σε ακολουθήσω», έκανε ο Μ ακρής χαρούμενα. Ο Μ πέκας του έριξε ένα μνησίκακο βλέμμα, άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια ρουφηξιά μόνο και το πέταξε στο σταχτοδοχείο, μισοζωντανό μισοπεθαμένο. «Όπως νομίζεις, Γιάννη, σε συμβουλεύω όμως να μην το κάνεις. Το Νεκροτομείο δεν είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο μέρος. Άσε με να κάνω τη δουλειά μου όπως ξέρω, και σου υπόσχομαι ότι θα σε κρατώ ενήμερο. Τα λέμε αργότερα». [ 4 ]
Ο ΨΗΛΟΛΙΓΝΟΣ άνδρας με το λεπτό μουστάκι, όταν άκουσε τον ιατροδικαστή να του λέει ότι η προγονή του πέθανε ακαριαία, με το πρώτο από τα πολλαπλά χτυπήματα που δέχτηκε στο κεφάλι, έγινε σαν λεμόνι, μα όταν άκουσε ότι ήταν και σε ενδιαφέρουσα, λύγισαν τα πόδια του, σχεδόν λιποθύμησε. Ευτυχώς ο Μ πέκας ήταν πλάι του και τον συγκράτησε. Χωρίς να τον ρωτήσει, τον τράβηξε έξω από το θλιβερό μέρος και τον έβαλε να καθίσει σε ένα πεζούλι της οδού Μ ασσαλίας. Άναψε δυο τσιγάρα, του πρόσφερε το ένα. Ο άλλος, συντετριμμένος και εντελώς χαμένος, το πήρε μηχανικά, το κράτησε σαν μην ήξερε τι να το κάνει. Έπειτα τράβηξε μια αδέξια ρουφηξιά και, αμέσως μετά, έκανε εμετό. Σκουπίστηκε με ένα μαντίλι που είχε στην αριστερή του τσέπη, ζητώντας συγγνώμη, με φωνή που μόλις έβγαινε.
48
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Λυπάμαι που σας γνωρίζω κάτω από αυτές τις συνθήκες», είπε για να σπάσει τη σιωπή ο αστυνόμος. «Πώς είπατε ότι λέγεστε, κύριε;» «Μ πέκας, αστυνόμος Μ πέκας. Τι μπορώ να κάνω για εσάς;» «Δυστυχώς, τίποτε περισσότερο από το να με συνοδεύσετε μέχρι το σπίτι μου. Λίγο πιο πάνω είναι, Σόλωνος και Ομήρου». «Εξυπακούεται». Στην αρχή περπατούσαν σιωπηλοί, αλλά στα δέκα βήματα ο Μ πέκας ρώτησε: «Η Μ αρία ήταν προγονή σας;» «Μ άλιστα, όταν παντρεύτηκα τη Λουκία, το Μ αράκι δεν είχε κλείσει τα επτά. Αχ Θεέ μου, γιατί; Γιατί; Μ ε αυτό το γιατί θα πεθάνω». «Καλύτερα θα ήταν να Τον ρωτάτε ποιος, διότι όταν ανακαλύψουμε το ποιος θα μάθουμε και το γιατί. Θέλω τη βοήθειά σας, κύριε Μ ακρίδη», είπε σοβαρά ο Μ πέκας. Ο τελευταίος, λες και βγήκε από μια βαθιά νάρκη, ρώτησε σαστισμένος. «Εγώ; Να βοηθήσω; Νομίζετε ότι μετά τη συμφορά που με βρήκε είμαι σε θέση να φανώ χρήσιμος σε κάτι;» «Ειδικά εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Ακούστε με, σας καταλαβαίνω, σας παρακαλώ, όμως, να πενθήσετε αργότερα. Έχετε όλο το χρόνο μπροστά σας να κλάψετε, να θρηνήσετε, να ξεσπάσετε, η έρευνα δεν έχει. Κάθε λεπτό που περνάει είναι προς όφελος του δολοφόνου. Θέλετε να τον βρούμε ή όχι;» «Μ ε ρωτάτε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
49
«Ωραία, λοιπόν. Σκεφτείτε καλά και πέστε μου, ποιος μπορεί να άφησε έγκυο την προγονή σας;» Ο Μ ακρίδης τον κοίταξε στα μάτια, αλλά δεν τον έβλεπε, κοιτούσε πέρα από αυτόν, κοιτούσε κάπου, στο μέλλον, στο παρελθόν ή και πουθενά, έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Ο Μ πέκας πρόσεξε ότι ήταν ένας όμορφος, καλοδιατηρημένος άνδρας. «Είχε μια σοβαρή σχέση», είπε τελικά. «Θα παντρεύονταν, μα δεν πιστεύω να προχώρησαν μέχρις αυτού του σημείου... Όχι, δεν το πιστεύω με τίποτε». «Γιατί;» «Διότι γνωρίζω τον νεαρό, δικηγόρος είμαι..., μπορώ να ξεχωρίσω ένα παλιόπαιδο...» «Κι εγώ αστυνομικός είμαι, κύριε Μ ακρίδη, αλλά ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, δεν είμαι σίγουρος πότε ένας άνθρωπος μου λέει την αλήθεια και πότε όχι... Άλλωστε, ο έρωτας προχωρά μόνος του, δεν νομίζετε; Πώς ονομάζεται αυτός ο νέος;» «Ηλίας Ακριβός». «Και με τι ασχολείται;» «Μ όλις τέλειωσε τις σπουδές του». «Τι σπούδασε, εάν επιτρέπεται;» «Αρχιτέκτονας». «Ξέρετε πού μπορώ να τον βρω;» «Μ πορεί να είναι ακόμα σπίτι μου. Ο Ηλίας είναι διακριτικός, πάντα τηλεφωνεί πριν έρθει. Όμως σήμερα, λίγα λεπτά πριν μάθουμε την τραγική είδηση, χτύπησε την πόρτα». «Τυχαίως;» «Έτσι φαίνεται. Ήταν αναστατωμένος, μας είπε, και ότι έπρεπε να μιλήσει επειγόντως στη Μ αρία... Τότε διαπιστώσαμε ότι η
50
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Μ αρία δεν είχε έρθει το βράδυ. Χτύπησε το τηλέφωνο και τη συνέχεια τη φαντάζεστε...» «Είμαι πολλά χρόνια αστυνομικός για να πιστεύω στις συμπτώσεις... Μ ένει κανείς άλλος μαζί σας;» ρώτησε ο Μ πέκας, λες και ήθελε να αλλάξει κουβέντα. «Η Μ ατίνα, η ψυχοκόρη της γυναίκας μου, και ο γιος μου από τον πρώτο μου γάμο. Υπηρετεί τη θητεία του ως έφεδρος αξιωματικός». «Τον ειδοποιήσατε;» «Όχι, ακόμα δεν πρόλαβα να τον ενημερώσω. Μ α λέγονται αυτά τα πράγματα; Και εάν ναι, με ποιο τρόπο; Έτσι κυνικά, όπως μας τα είπε ο ιατροδικαστής;» «Πού υπηρετεί;» «Στο ΓΕΝ». «Ποιες ήταν οι σχέσεις των δυο παιδιών;» «Άριστες, αγαπιόντουσαν σαν πραγματικά αδέλφια. Ο Αλέκος, πάντα, υπήρξε υπερπροστατευτικός μαζί της. Αχ, αυτός ο παρατατικός δεν υποφέρεται. Φτάσαμε. Σας παρακαλώ, κύριε Μ πέκα, ελάτε επάνω, δεν αντέχω να μείνω μόνος με τη γυναίκα μου». Ο αστυνόμος τον ακολούθησε. Άλλο που δεν ήθελε... Δεύτερος ύποπτος, σημείωσε στο αόρατο καρνέ του. [ 5 ]
ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ διαμέρισμα ήταν έτσι όπως το περίμενε, αστικό, πλούσιο, αλλά διακριτικό, τίποτε το φανταχτερό που να ενοχλεί
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
51
την ασκητική αισθητική του αστυνόμου δεν υπήρχε. Περίμενε να ακούσει κλαυθμούς και οδυρμούς, αντιθέτως όμως επικρατούσε μια θανατερή σιωπή. Η Μ ατίνα, η ψυχοκόρη, που τους άνοιξε την πόρτα, θα πρέπει να ήταν όμορφη στα νιάτα της – αργότερα, όταν ο Μ πέκας θα μάθαινε την ηλικία της, θα έμενε άναυδος. Ήταν μια γυναίκα ψηλή, γερή, με ωραία μαύρα μάτια και σαρκώδη χείλη, μα ήταν τόσο στεγνή, λες και την είχαν στύψει και δεν της είχαν απομείνει ούτε δάκρυα ούτε αίμα. Το προσωπείο που «φορούσε» ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο. «Η κυρία είναι στο δωμάτιό της, ο κύριος Ηλίας μόλις έφυγε και ο γιος σας είναι στο γραφείο, ειδοποιήθηκε, δεν γνωρίζω από ποιον», έκανε, προλαβαίνοντας τις ερωτήσεις του Μ ακρίδη. «Μ ατίνα, από εδώ ο αστυνόμος Μ πέκας, οδήγησέ τον, σε παρακαλώ, στο γραφείο για να μιλήσει με τον Αλέκο. Εγώ ανεβαίνω στην κρεβατοκάμαρα», είπε και, γυρίζοντας προς τον φιλοξενούμενό του, ρώτησε: «Πρέπει να δω τη γυναίκα μου και τον εαυτό μου... Τι να της πω;» «Την αλήθεια». Όταν ο Μ ακρίδης απομακρύνθηκε, η Μ ατίνα με νεκρικό πρόσωπο και απόκοσμη φωνή ρώτησε: «Ποιος το έκανε;» «Όποιος ευθύνεται για το πρώτο, μάλλον ευθύνεται και για το δεύτερο, υποθέτω, φυσικά», έκανε σιβυλλικά, κάνοντας έτσι τη Μ ατίνα να αναστηθεί ξαφνικά. «Τι εννοείτε, ποιο πρώτο;» «Πήγαινέ με στο γραφείο και μετά θα τα πούμε. Εντάξει;» Η Μ ατίνα έγνεψε ναι, προχώρησε προς τη δρύινη συρταρωτή πόρτα, την άνοιξε χωρίς να χτυπήσει και αποσύρθηκε.
52
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Το εκτυφλωτικό φως του Ιουλίου που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα χτύπησε τον Μ πέκα σαν καυτό χαστούκι. Ο Αλέκος Μ ακρίδης έμοιαζε να μην έχει πάρει αμέσως είδηση την ξένη παρουσία, έτσι όπως ήταν κυριολεκτικά χωμένος στη δερμάτινη, περιστρεφόμενη πολυθρόνα. Ο Μ πέκας έβηξε. Ο νέος άνδρας σηκώθηκε, έσιαξε τη στολή του και έδωσε το χέρι του στον άγνωστο. «Μ ακρίδης. Αλέκος Μ ακρίδης». «Μ πέκας, αστυνόμος Μ πέκας». «Παρακαλώ, καθίστε. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» «Θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τη Μ αρία. Πότε την είδατε τελευταία φορά;» «Πριν μια εβδομάδα περίπου. Για λίγα λεπτά της ώρας, μόνο. Ήταν βιαστική, είχε αργήσει στο ραντεβού της με το φλερτ της». «Σας φάνηκε διαφορετική;» «Όχι, καθόλου. Ίσως λίγο αγχωμένη, επειδή είχε καθυστερήσει, γιατί με ρωτάτε;» «Γιατί, δυστυχώς, δεν ζει για να μου απαντήσει η ίδια, γι’ αυτό», απάντησε παγερά. Ο Μ ακρίδης, ο νεότερος, δεν έμοιαζε σε τίποτε με τον πατέρα του. Ο πατέρας έμοιαζε κύριος, ενώ ο γιος του, παρόλο που είχε το ίδιο καλούς τρόπους, έμοιαζε μονάχα κύριος του εαυτού του. Ήταν ψηλός, με καλογυμνασμένο σώμα, ανοιχτά κοντοκουρεμένα μαλλιά, σχεδόν ξανθά, και γκρι μάτια. «Περίεργο...» «Περίεργο;» «Κύριε Μ ακρίδη, εγώ ρωτώ και εσείς απαντάτε». Τόνος αυστηρός, τόνος που δεν δεχόταν αντίρρηση.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
53
Η πόρτα άνοιξε, και έκανε την εμφάνισή της η Μ ατίνα με το δίσκο με έναν σκέτο ελληνικό καφέ, καθώς και το απαραίτητο παγωμένο νερό. Τον έβαλε κοντά στον Μ πέκα. «Ευχαριστώ πολύ», είπε ο αστυνόμος αναζητώντας ένα σταχτοδοχείο. Η προσοχή της κοπέλας ακολουθούσε το βλέμμα του Μ πέκα. Σε δέκατα του δευτερολέπτου ένα κρυστάλλινο σταχτοδοχείο τοποθετήθηκε πλάι στον καφέ του. Έπειτα έκλεισε την πόρτα και βγήκε αθόρυβα. Ο Μ πέκας ήπιε λίγο από τον καφέ του, άναψε ένα τσιγάρο και στύλωσε τα μάτια σε μια φωτογραφία που ήταν φυλακισμένη σε μια δερμάτινη θήκη. Ο Μ ακρίδης δεν μιλούσε, έμοιαζε δυστυχισμένος ή βαριεστημένος; Ιδού η απορία. «Τι λέγαμε; Α, ναι, κάτι σχετικά με μια καθυστέρηση...» «Για το ραντεβού της». «Δεν είμαι σίγουρος. Τείνω να πιστεύω ότι το άγχος της είχε σχέση με μια άλλη καθυστέρηση... Ήταν έγκυος». «Η Μ αρία;» «Εμ ποιος, εγώ;» Ο Αλέκος πήρε ένα τσιγάρο από μια ασημένια επιτραπέζια ταμπακέρα και άναψε με ένα χρυσό αναπτήρα. «Τώρα τον δέρνεις ή κάνεις πως δεν άκουσες;» «Ποιον;» «Τον Ηλία. Μ υρίστηκε χρήμα και αποφάσισε να το κατακτήσει πάση θυσία». «Δηλαδή νομίζετε ότι αυτός ευθύνεται;» «Φυσικά, ποιος άλλος;»
54
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Εάν είναι έτσι όπως τα λέτε, τότε αυτομάτως ο κύριος Ακριβός βγαίνει από τη λίστα των υπόπτων». «Γιατί;» «Σκοτώνει κανείς την κλώσσα που γεννάει χρυσά αυγά; Τον θεωρείτε προικοθήρα;» «Δεν τον θεωρώ τίποτε, μου είναι παγερά αδιάφορος ο τύπος». Ο Μ πέκας ξανακοίταξε τη φωτογραφία που έδειχνε τον Νίκο Μ ακρίδη, μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα και ένα ξανθό αγόρι με ύφος βαριεστημένο. «Η μητέρα σας;» «Δεν σας παρακολουθώ». Περιορίστηκε να γυρίσει τη φωτογραφία προς το μέρος του. «Όχι η Λουκία, η γυναίκα του πατέρα μου είναι. Η μητέρα μου πέθανε στη γέννα». Έφερε το χέρι στο μάγουλό του. «Θέλω ξύρισμα. Και τώρα, αν δεν έχετε αντίρρηση, πρέπει να πάω να φρεσκαριστώ, δεν μπορώ να εμφανιστώ έτσι στο Γενικό Επιτελείο». «Ο στρατός πάντα προηγείται. Είστε ελεύθερος... προς το παρόν», έκανε, αφήνοντας την τελευταία φράση να αιωρείται απειλητικά μέσα στο καυτό δωμάτιο. «Το βράδυ όμως», συνέχισε, «θα ήθελα να περάσετε από το Τμήμα, έχουμε ακόμη πολλά να πούμε». «Ακόμη και αν αργήσω;» «Το “μαγαζί” διανυκτερεύει, αφήστε που πάσχω από αϋπνίες... Φωνάξτε μου την οικιακή βοηθό, αν έχετε την καλοσύνη». Ο Αλέκος σηκώθηκε, χαιρέτησε και προχώρησε προς την έξοδο. Πλάτες φαρδιές, βάδισμα νωθρό και μονοκόμματο. Τρίτος
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
55
ύποπτος, να δούμε πώς θα ξεμπλέξω, σκεφτόταν ο αστυνόμος, ενώ η εμφάνιση της Μ ατίνας διέκοψε τους συλλογισμούς του. [ 6 ]
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ στο Τμήμα, ο Μ πέκας έμεινε άναυδος από το θέαμα. Δημοσιογράφοι, πολλοί δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί άνθρωποι πολιορκούσαν το κτήριο, ενώ ο φρουρός ματαίως προσπαθούσε να τους ηρεμήσει. Ο Μ πέκας με δυσκολία έφτασε στην είσοδο, στάθηκε και τους ρώτησε αυστηρά τι θέλουν. Οι περίεργοι απομακρύνθηκαν, στην ουσία μετακινήθηκαν μερικά μέτρα παραπέρα, σε απόσταση ασφαλείας από την Ασφάλεια, άλλοι προς την οδό Αμερικής και άλλοι προς τη Βουκουρεστίου, περιμένοντας από τους επαγγελματίες να μάθουν κάτι νεότερο. Ήταν φανερό ότι όλοι είχαν διαβάσει την έκτακτη έκδοση της Πρωινής και απαιτούσαν να μάθουν την αλήθεια από έγκυρα χείλη. Ο αστυνόμος στεκόταν ακίνητος σαν Βούδας, σίγουρος ότι με αυτή τη στάση του, τούτος ο μικρός και θορυβώδης όχλος θα συνετιζόταν και ίσως θα άρχιζε να συμπεριφέρεται σαν μια ομάδα πολιτισμένων όντων. Πράγμα που, κάποια στιγμή, έγινε. Όταν επικράτησε η λογική και η σιωπή, είπε: «Κύριοι, κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα βρέθηκε δολοφονημένη η εικοσάχρονη Μ αρία Παναγοπούλου στο χώρο του Ζαππείου...» Η καλή συμπεριφορά πήγε περίπατο και οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν σαν χαλάζι.
56
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Σε ποιο σημείο ακριβώς; Από ποιον βρέθηκε; Η μέχρι τώρα έρευνα τι έχει δείξει; Ήταν η κοπέλα ασυνόδευτη; Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις; Μ ήπως ο δράστης ήταν κάποιος ανώμαλος; «Ο δολοφόνος είναι πάντα ανώμαλος. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν σκοτώνει. Και τώρα θα σας παρακαλέσω να πάτε στις δουλειές σας και να αφήσετε και εμάς να εργαστούμε». «Μ α αυτό προσπαθούμε να κάνουμε, κύριε Μ πέκα, αλλά εσείς μας εμποδίζετε. Δεν μας λέτε πού ακριβώς βρέθηκε το θύμα. Σε αυτό τουλάχιστον μπορείτε να μας απαντήσετε;» Μ ια σατανική σκέψη έτρεξε σαν τρελή στους διαδρόμους του μυαλού του. Παραπληροφόρηση. Θα τους παραπλανήσω, είπε μέσα του, και αυτή η απόφαση δεν στρεφόταν εναντίον του τύπου, απευθυνόταν μέσω των εφημερίδων στον «τύπο», σε αυτόν τον αχρείο, που πίστεψε ότι η αστυνομία τρώει κουτόχορτο. Ως διά μαγείας ο Μ πέκας άλλαξε ύφος και έγινε αθώος, φιλικός, πατρικός. Έκανε νόημα στους δημοσιογράφους να πλησιάσουν κοντά του και τους ψιθύρισε: «Μ πορείτε να κρατήσετε ένα μυστικό μέχρι μεθαύριο;» Κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. «Το πτώμα βρέθηκε κοντά στην κεντρική είσοδο του Ζαππείου από κάποιον περαστικό. Αυτά, προς το παρόν. Παρακαλείσθε να σταθείτε στο ύψος των περιστάσεων... Βασίζομαι στην εχεμύθειά σας», συμπλήρωσε ανερυθρίαστα και, επιτέλους, μπήκε στο Τμήμα. Πήγε κατευθείαν στην τουαλέτα, έπλυνε τα χέρια του και έριξε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
57
άφθονο νερό στο πρόσωπό του. Βγαίνοντας, έπεσε πάνω στον υπαστυνόμο Στεργίου. «Ευτυχώς που τους διώξατε, δεν ήξερα τι να τους κάνω. Άφησα τον φρουρό να τα βγάλει πέρα μέχρι να έρθετε». «Καλά έκανες. Χτενίσατε την περιοχή;» «Ναι, αλλά δεν βρήκαμε τίποτε». «Να πάτε πάλι, πάντα κάτι αφήνουν. Να στείλεις δύο άνδρες με πολιτικά στο σημείο και δύο ένστολους κοντά στην είσοδο. Τι με κοιτάς έτσι; Θα μας πάρουν από πίσω οι δημοσιογράφοι, νόμισες ότι θα χάψουν αμάσητο ό,τι τους είπα;... Ο Αυγερινός πού είναι;» «Ανακρίνει ένα μικροπωλητή». «Γιατί;» «Δεν είχε άδεια». «Τι πουλούσε;» «Κουλούρια». Στο άκουσμα αυτής της θείας λέξης, ο Μ πέκας ένιωσε το στομάχι του να του δίνει εντολές. «Να πεις στον Αυγερινό να τον αφήσει ελεύθερο προσωρινά, έτσι ώστε να του δώσει χρόνο να τακτοποιήσει τα χαρτιά του. Και, κοίτα. Να, πάρε δυο δραχμές και αγόρασέ μου δυο κουλούρια και τυρί τριγωνάκι. Υπαστυνόμε, έχουμε με σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούμε. Να προσέξει ο Αυγερινός τα λόγια του. Ούτε στη μάνα του να μην πει πού βρήκε τον Αναστασίου και το θύμα. Έγινα κατανοητός;» «Απολύτως». Αφού έφαγε τα κουλούρια –τυρί δεν είχε–, άναψε ένα τσιγάρο χωρίς καμιά ενοχή, άνοιξε το φάκελο με τις οικογενειακές φωτογραφίες που είχε ζητήσει από τον Νίκο Μ ακρίδη, και άρχισε
58
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
να τις περιεργάζεται. Στη μία ήταν η Μ αρία μόνη της, στην άλλη μια «οικογενειακή» από τα προπέρσινα Χριστούγεννα, οι γονείς με τα δύο παιδιά τους. Η Μ αρία ήταν μια όμορφη κοπέλα με μεγάλα και πλούσια σκούρα μαλλιά. Έχει δίκιο ο Αναστασίου, μοιάζει με τη Λαμπέτη, σκέφτηκε. Έπειτα εστίασε την προσοχή του στον εξ αγχιστείας αδελφό της. Ήταν το ίδιο ψηλός, αλλά δεν έμοιαζε με τον πατέρα του και αναρωτήθηκε, τι στο καλό τον έπιασε και τις ζήτησε; Άχρηστες του ήταν. Τις άφησε πάνω στο τραπέζι και έκανε αέρα με τον φάκελο. Δεν άντεχε το θόρυβο του ανεμιστήρα. Έγειρε το κεφάλι του στην πολυθρόνα, τη στιγμή που θυμόταν την άκρως ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική συζήτηση που είχε με τη Μ ατίνα, τον πήρε ο ύπνος. [ 7 ]
Ο ΝΕΟΣ άνδρας που καθόταν απέναντί του έμοιαζε σαν όλες οι δυστυχίες αιώνων να είχαν περάσει από πάνω του. Αξύριστος, ατημέλητος, παρατημένος τον κοιτούσε με εκείνα τα φωσφορίζοντα μάτια. Ο Μ πέκας για άλλη μια φορά κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα: Ο Αναστασίου ήταν πολύ παρατηρητικός και, εάν, τελικά, δεν έχει εμπλοκή στο φόνο, θα του πρότεινε να μπει στο Σώμα. Ακόμα δεν ήταν σίγουρος για την αθωότητά του, όπως δεν ήταν και για την αθωότητα κανενός. Ούτε για τούτο το ανθρώπινο κουρέλι που μέχρι χθες το απόγευμα αγαπούσε ακόμα η Μ αρία. «Έχετε την καλοσύνη να μου τα πείτε πάλι από την αρχή;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
59
«Μ ήπως είναι κανείς ποτέ σίγουρος πότε αρχίζει κάτι και πότε τελειώνει; Η αρχή, αν εννοείτε τη γνωριμία μας, έγινε πριν από δυόμισι χρόνια σε ένα πάρτι μιας φίλης της. Κεραυνοβόλος έρωτας. Αμοιβαίος. Σε μερικούς μόνο μήνες αποφασίσαμε ότι θα πορευτούμε μαζί, για πάντα... Το πάντα... ήταν πολύ σύντομο, τέλειωσε χθες... Αυτούς τους τριάντα μήνες ζήσαμε πολύ ευτυχισμένοι και, κάθε μέρα που περνούσε, η ευτυχία μας και ο έρωτάς μας πολλαπλασιαζόταν. Η “άλλη” αρχή, η ακατανόητη, έκανε την εμφάνισή της πριν από σαράντα μέρες». «Δηλαδή;» «Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη για να δω την αδελφή μου, ούτε τρεις ημέρες δεν έκανα, και όταν γύρισα βρέθηκα μπροστά σε μια Μ αρία εντελώς διαφορετική...» «Αδιάφορη;» «Όχι. Παράξενη. Μ ια την πονούσε το κεφάλι της, μια μου έλεγε να παντρευτούμε αμέσως και να το σκάσουμε, αλλά σε δυο λεπτά άλλαζε γνώμη. Δεν καταλάβαινα, δεν συνέτρεχε κανείς λόγος για κάτι ανάλογο. Οι γονείς σου με ξέρουν και με συμπαθούν, οι δικοί μου το ίδιο, ποιο είναι το πρόβλημα, τη ρωτούσα συνέχεια». «Και τι απαντούσε;» «Ασυναρτησίες. Μ ου ζήτησε μια βδομάδα να σκεφτεί και έπειτα άλλη μία. Μ ετά από δεκαπέντε μέρες, θέλησε να με δει. Αυτό το “μετά” ήταν χθες. Δώσαμε ραντεβού στην “Αίγλη”. Μ ε το που με είδε, μού δήλωσε: “Τελειώσαμε, Ηλία”». Τη ρώτησα: «Γιατί;» «Γιατί έτσι, γιατί είμαι κακιά, ασταθής, παλιοκόριτσο. Γι’ αυτό. Και ακόμη γιατί δεν σε αγαπώ πια».
60
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Της έπιασα το χέρι, «κοίταξέ με στα μάτια», της είπα, «και επανάλαβέ το». Μ α εκείνη δεν γύρισε το κεφάλι της, μόνον με φωνή που μόλις έβγαινε από το στήθος της με παρακάλεσε να φύγουμε. Και, μόλις σηκωθήκαμε, μου είπε: «Φύγε. Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας». «Θα σε πάω σπίτι σου και μετά θα φύγω». «Για το Θεό, λυπήσου με, άσε με, φύγε. Δεν καταλαβαίνεις ότι τα κάνεις χειρότερα; Άσε με για το όνομα της Παναγιάς». «Έφυγα, και ιδού αποτελέσματα... Δεν θα με συγχωρήσω ποτέ». «Στρίψατε προς τα κάτω, δεξιά;» «Ναι, στο Παγκράτι μένω». «Σήμερα το πρωί γιατί πήγατε σπίτι της, γιατί επιμένατε να της μιλήσετε, αφού σας είχε ξεκαθαρίσει ότι η σχέση είχε λήξει;» «Γιατί όλο το βράδυ βασανιζόμουν με τη σκέψη πως δεν ήταν η Μ αρία που με απέρριψε, ήταν μια άλλη. Έπρεπε να μάθω τι είχε συμβεί. Μ ε πρόλαβαν τα μαντάτα». «Αναφέρατε στους δικούς της σε ποιο σημείο ακριβώς χωρίσατε;» «Μ α σας είπα, δεν ανταλλάξαμε σχεδόν λέξη». «Ναι, αλλά μετά, όταν έφυγε ο κύριος Μ ακρίδης, εσείς μείνατε με τη μητέρα της και τη Μ ατίνα για κάποιο διάστημα. Μ ήπως τότε το αναφέρατε;» «Να αναφέρω τι;» «Κύριε Ακριβέ, κατανοώ την ψυχική σας κατάσταση, αλλά ελάτε και στη δική μου θέση, κάντε μια προσπάθεια. Επαναλαμβάνω. Είπατε σε κάποιον, σε οποιονδήποτε άλλον,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
61
συμπεριλαμβανομένων και των δικών σας, πού ακριβώς χωρίσατε με τη Μ αρία;» «Όχι, γιατί κανείς δεν με ρώτησε». Ο Μ πέκας σηκώθηκε από την πολυθρόνα και έφερε μια βόλτα στο δωμάτιο για να ξεπιαστεί. «Αυτό είναι καλό. Θα σας θερμοπαρακαλέσω όμως, όταν ρωτηθείτε, να μην απαντήσετε. Και κάτι ακόμη, αδιάκριτο βεβαίως, αλλά απολύτως αναγκαίο. Πόσο είχαν προχωρήσει οι σχέσεις με το θύμα;» «Η Μ αρία ήταν κοπέλα με αρχές και εγώ το σεβάστηκα. Τελεία και παύλα», είπε βαθιά προσβεβλημένος ο Ακριβός. «Κόμμα... Την τελεία, και, κυρίως, την παύλα, τη βάζει μόνο η αστυνομία», φώναξε εξαγριωμένος ο Μ πέκας, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο γραφείο, τόσο δυνατά ώστε δεν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Ο Αυγερινός μπήκε δειλά στο γραφείο, ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Μ πέκα και εξαφανίστηκε. «Κύριε, δεν είστε εδώ για να μου εξηγείτε τα ανεξήγητα του έρωτα. Βλέπετε, υπήρξα και εγώ κάποτε νέος, δεν γεννήθηκα έτσι όπως είμαι σήμερα. Επιμένετε ότι οι σχέσεις δεν είχαν προχωρήσει;» «Επιμένω». «Και τότε εξηγήστε μου, πώς έμεινε έγκυος η Μ αρία; Μ ε τον κρίνο; Γιατί δεν μιλάτε;» «Τι έκανε λέει;» «Αυτό που ακούσατε. Η φίλη σας ήταν έγκυος. Τελεία και παύλα».
62
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ [ 8 ]
ΠΑΡΟΛΟ που ο ήλιος είχε βασιλεύσει πριν από ώρα, η ζέστη όχι μόνο δεν υποχωρούσε αλλά έγινε ακόμα πιο επιθετική. Εισέβαλε με πρωτοφανή βιαιότητα μέσα στο δωμάτιο μεταβάλλοντάς το σε κόλαση. Όλοι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, εκτός από τον Μ πέκα, ο αστυνόμος δεν την ένιωθε. Στην ουσία, δεν ένιωθε τίποτε άλλο εκτός από ένα νευρικό λαχάνιασμα, σαν κυνηγητικό σκυλί όταν πλησιάζει το θήραμα, καθώς άκουγε τον σερβιτόρο να του λέει με φωνή παθιασμένη: «Τον είδα, τον είδα, σας λέω, να φεύγει και τον άφησα, γιατί δεν καταλάβαινα τι έβλεπα. Γιατί τον μπέρδεψα με τους μουσικούς της ορχήστρας μας. Ανέβαινε αργά, ενώ εγώ φώναζα σαν δαιμονισμένος κρατώντας αγκαλιά την κοπέλα που ήταν ακόμη ζεστή, ελπίζοντας ότι είναι ακόμη ζωντανή. Είμαι ηλίθιος, είμαι άχρηστος». Ο υπαστυνόμος Στεργίου νόμιζε ότι ο τύπος ήταν βαρεμένος από τον καύσωνα και παραληρούσε. Ο Αυγερινός όμως τόλμησε να ψελλίσει: «Κι εγώ τον είδα, αλλά πού να φανταστώ... Ωχ Θεέ μου..., κύριε Μ πέκα, θέλω ξύλο. Κρατούσε ένα βαλιτσάκι, σαν κι αυτά που έχουν μέσα το βιολί οι μουσικοί. Και είχε μακριά μαλλιά, μόνο αυτό συγκράτησα». «Τρέχα». «Πού να τρέξω;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
63
«Στο σπίτι του Μ ακρίδη. Θα σου ανοίξει μια νέα γυναίκα, Μ ατίνα τη λένε... Ή μάλλον όχι, περίμενε. Υπαστυνόμε, τηλεφωνήστε τους πρώτα. Απαιτώ σε πέντε λεπτά να είναι και οι δύο τους εδώ. Κι όταν έρθουν, τότε να πεταχτεί ο Αυγερινός στο σπίτι τους και να ρωτήσει τη Μ ατίνα, εάν κάποιος από την οικογένεια παίζει ή έπαιζε βιολί, και εάν ναι, τότε να κοιτάξει εάν η θήκη και το βιολί είναι εκεί. Καθώς και η μασιά απ’ το τζάκι... Γρήγορα». Σε δέκατα του δευτερόλεπτου οι δυο άνδρες είχαν αποχωρήσει. Ο Ηλίας Ακριβός κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, αν δεν είχε πάθει, ασθενοφόρο τον είχε πάρει από το Τμήμα για να τον μεταφέρει στα εξωτερικά ιατρεία του Ευαγγελισμού, και τώρα ετούτος εδώ έκλαιγε με αναφιλητά και χτύπαγε το κεφάλι του σαν χήρα στο χωριό. «Ηρέμησε, Μ ίμη. Μ ην κάνεις έτσι. Άντρας είσαι, σκούπισε τα μάτια σου. Προσπάθησε να θυμηθείς κάτι από τον δήθεν μουσικό, οτιδήποτε». «Τίποτε άλλο, αφού τον έβλεπα από πίσω. Ήταν ψηλός, φορούσε καπέλο και είχε μακριά μαλλιά. Ένας συνηθισμένος... Όχι, δεν ήταν συνηθισμένος... Το βάδισμά του...» «Εάν το γλιτώσω τώρα το έμφραγμα, τότε δεν θα πάθω ποτέ», σκέφτηκε ο Μ πέκας. «Τι ξεχωριστό είχε το βάδισμά του;» Ο νεαρός έκλεισε τα μάτια για λίγα λεπτά, λεπτά που φάνηκαν αιώνες στον αστυνόμο. «Περπατούσε σαν τον Ρόμπερτ Μ ίτσαμ». «Ποιος είναι αυτός;» «Ένας αμερικάνος ηθοποιός».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
65
με τον γιο σας. Θα είμαι σύντομος, έτσι δεν θα σας ταλαιπωρήσω πολύ». Ο Μ ακρίδης και ο υπαστυνόμος αποχώρησαν αμέσως. Αμήχανος ο Αναστασίου σηκώθηκε κι αυτός. Το βλέμμα του Μ πέκα τον κεραυνοβόλησε. «Μ η διανοηθείς να κουνηθείς», του είπε χωρίς να βγάλει άχνα. Ο σερβιτόρος κάθισε πάλι στην καρέκλα του στρέφοντας τη ματιά του στον Αλέκο Μ ακρίδη. «Λοιπόν;» έκανε ο τελευταίος με ύφος μπλαζέ. Ο Μ πέκας δεν απάντησε, προχώρησε πάλι προς το παράθυρο και του έκανε νόημα να πάει. Ο άλλος έκανε δυο βήματα, που ήταν αρκετά για να ακουστεί η ταραγμένη φωνή του Αναστασίου. «Ο Μ ίτσαμ». Ο Μ πέκας χαμογέλασε και, με περισσή ευγένεια, κάλεσε τον Αλέκο να καθίσει. Γύρισε στον αποσβολωμένο Μ ίμη και είπε: «Τώρα μπορείτε να μας αφήσετε μόνους, κύριε Αναστασίου. Ευχαριστώ για όλα. Δεν θα χαθούμε, έτσι δεν είναι; Καλησπέρα σας». Ένα ειρωνικό βαριεστημένο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του Μ ακρίδη. «Μ ειδιάτε, γιατί άραγε;» «Αναρωτιόμουνα εάν αυτός ο τύπος είναι μουρλός. Είναι;» «Α, όχι, απεναντίας, μια χαρά είναι. Απλώς είναι φανατικός φίλος του κινηματογράφου και μου έκανε μερικά θεωρητικά μαθήματα. Εσείς;» «Βαριέμαι τις αναπαραστάσεις. Δεν είμαι θεατής, προτιμώ τη ζωή». «Αγαπάτε τα ζώα;»
66
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Αλέκος ξαφνιάστηκε και αναρωτήθηκε εάν αυτός ο μικροαστός ξερόλας ήξερε ακόμα και για τη γάτα. «Μ ου είναι αδιάφορα», έκανε. «Η μουσική σάς αρέσει;» «Αναλόγως για ποια μουσική μιλάμε, μα δεν με κουβαλήσατε εδώ για να μιλήσουμε για μουσική...» Το κουδούνισμα του τηλεφώνου συγκράτησε ευτυχώς τον αστυνόμο για να μη στείλει τον Αλέκο Μ ακρίδη στον διάολο. Ο Μ ακρής, από την άλλη μεριά της γραμμής, του ζητούσε νέα από την υπόθεση. «Ναι, βρήκαμε τον δολοφόνο, ένας κοινός αλήτης είναι, τίποτε το αξιόλογο. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα, Γιάννη. Έχω μια επίσκεψη, με συγχωρείς. Γεια χαρά». Μ ε το που κατέβασε το ακουστικό, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, ο Αλέκος δυσφόρησε και κοίταξε το ρολόι του. Ο Αυγερινός! Του είπε ότι η θήκη έλειπε, καθώς και η μασιά, έπειτα του πέρασε την κλαίουσα Μ ατίνα. «Σας το είπα και το πρωί, κύριε Μ πέκα, αναζητήστε τη μηλιά. Το σάπιο μήλο ήταν σπορά διαόλου. Ρωτήστε τον κύριό μου τι τράβηξε η γάτα... Έχω ορκιστεί στα ιερά και στα όσια, στα κόκαλα της μητέρας μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να σας πω περισσότερα. Αχ τι πάθαμε... Αχ τι πάθαμε», είπε και έκλεισε. «Λοιπόν, τι λέγαμε; Α ναι, σας κουβάλησα για να σας πω ότι ο Ηλίας Ακριβός είναι στο Νοσοκομείο». «Και εμένα τι με νοιάζει;» «Θα έπρεπε να σας νοιάζει, αφού δεν είναι αυτός που άφησε έγκυο, αλλά ούτε και δολοφόνησε τη Μ αρία...» «Και πώς το ξέρετε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
67
«Α, είμαι σε θέση να ξέρω πολλά περισσότερα απ’ ό,τι νομίζετε». «Τότε ποιος; Αναφέρατε πριν από λίγο κάποιον αλήτη...» «Σίγουρα». «Κρίμα την κοπέλα, δεν έπρεπε ο ανόητος ο Ηλίας να αφήσει μια κοπέλα να τριγυρνάει μόνη της στα στενά δρομάκια του Βασιλικού Κήπου...» «Πώς είπατε;» «Είναι επικίνδυνο για μια κοπέλα να περιφέρεται στον Κήπο». «Αυτό ποιος σας το είπε;» «Οι εφημερίδες». «Περίεργο, καμιά δεν λέει κάτι τέτοιο. Στεργίου», ούρλιαξε ο Μ πέκας. Ο Στεργίου μπήκε μέσα αλλόφρων. «Πέρασέ του χειροπέδες και πάρ’ του κατάθεση, και μετά θα πάμε για την αναπαράσταση. Πάρ’ τον από δω πριν τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια». [ 9 ]
Την επομένη η Πρωινή έγραφε με πηχυαίους τίτλους: ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΚΑΙ ΩΜ ΟΛΟΓΗΣΕ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΗΣ Μ ΑΡΙΑΣ Η ιστορία μοιάζει με παραμύθι με πολύ κακό τέλος. Λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας γερμανόφωνος (τουρίστας ή κατάσκοπος) μαζί
68
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
και με τον έλληνα φίλο του σταμάτησαν στην πίσω πλευρά της Πάρνηθας την Αλεξάνδρα Παππά και την ξυλοκόπησαν με πρωτοφανή αγριότητα. Ο αλλοδαπός την εβίασε, ενώ ο Έλληνας την ακινητοποίησε με τα χέρια. Οι δράστες εξαφανίστηκαν. Το κορίτσι βρέθηκε σε κακή κατάσταση από τους οικογενειακούς της φίλους Νικόλαο Μ ακρίδη και την αδελφή του Θεοδώρα. Από αυτήν την επαίσχυντη και ατιμώρητη μέχρι σήμερα πράξη, η άτυχη κοπέλα έμεινε έγκυος. Το περιστατικό δεν αναφέρθηκε στις αστυνομικές αρχές για να μην αναστατωθεί η οικογένειά της. Ο Νικόλαος Μ ακρίδης την παντρεύτηκε για να αποφευχθεί το σκάνδαλο. Η Αλεξάνδρα γέννησε, αλλά πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννα. Ο Μ ακρίδης μεγάλωσε το παιδί σαν να ήταν δικό του. Ο θετός υιός ποτέ δεν έμαθε την αλήθεια. Όμως, αυτό το τέρας, πριν από ενάμιση μήνα βίασε την εξ αγχιστείας αδελφή του –κόρη της γυναίκας του πατέρα του– και χθες τα ξημερώματα, μεταμφιεσμένος με περούκα και καπέλο, τη δολοφόνησε εν ψυχρώ.. Ρεπορτάζ με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία που συνετάραξε το πανελλήνιο στη σελίδα 3.
ΝΕΟΚΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο πέμπτος ύποπτος [2]
[ 1 ]
ΠΟΛΥ περίεργο το χιούμορ σας», είπε ο δικηγόρος Δελής.
«
«Δεν κάνω χιούμορ», απάντησε με βραχνή φωνή που μόλις ακουγόταν ο Αντώνης Καλομοίρης. «Σας κάλεσα εδώ απόψε γ ι α ν α σ α ς σ κ ο τ ώ σ ω». Το παραμορφωμένο από τα εγκαύματα πρόσωπό του, που έμοιαζε με ανέκφραστη πορφυρόχρωμη μάσκα, έκανε τα λόγια του ακόμη πιο τρομακτικά. Μ ια κακόβουλη φλόγα τρεμόπαιζε στο βάθος των μικρών ματιών του, πίσω από τα γυαλιά του με τον χοντρό σκελετό. Για λίγο μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο μεγάλο δωμάτιο με τα κομψά έπιπλα. Την διέλυσε ο κρότος ενός κεραυνού και η βροχή, που την άλλη στιγμή άρχισε να πέφτη δυνατά. «Μ ιλώ πολύ σοβαρά. Σκοπεύω να σας σκοτώσω και τους τρεις», ξανάπε με ανατριχιαστική ηρεμία ο οικοδεσπότης. Κύτταξε εξεταστικά έναν έναν τους καλεσμένους του. «Δεν με πιστεύετε; Μ ε θεωρείτε ακίνδυνο, επειδή είμαι καθηλωμένος σ’ αυτό το
70
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
αναπηρικό καροτσάκι; Κι όμως. Σας βεβαιώ πως σήμερα είναι η τελευταία ημέρα της ελεεινής ζωής σας». Ο Αλέξης Δεπάστας, ο παληός συνεταίρος του Καλομοίρη, τινάχθηκε πάνω σαν ελατήριο. «Παρατράβηξε τ’ αστείο σου, Αντώνη», είπε. Γύρισε στον γυιο του και στον δικηγόρο. «Πάμε να φύγουμε, πριν...» Δεν πρόλαβε να τελειώση τη φράσι του, γιατί έξαφνα τα φώτα έσβυσαν. Το δωμάτιο βυθίστηκε σε βαθύ σκοτάδι. «Ανάψτε το φως!» είπε μια φωνή. Ακούστηκαν διάφοροι υπόκωφοι θόρυβοι, σαν πατήματα πάνω στο παχύ χαλί. Ύστερα ένας βόγγος και ο γδούπος από ένα βαρύ αντικείμενο που έπεσε κάτω. «Ν’ ανοίξωμε την πόρτα!» φώναξε ένα αόρατο στόμα. Και τότε, ως διά μαγείας, ξανάρθε το φως. Τρεις άνδρες στέκονταν σε κάποια απόστασι από το τραπέζι των χαρτιών. Το «βαρύ αντικείμενο» πάνω στο χαλί ήταν ο Αντώνης Καλομοίρης. Ήταν πεσμένος δίπλα στην αναπηρική καρέκλα του, μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά του. Ο Μ άκης Δεπάστας έσκυψε από πάνω του. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Οι τρεις άνδρες κυττάχθηκαν μεταξύ τους. [ 2 ]
ΜΙΑ ΩΡΑ και ένα τέταρτο αργότερα, μία «Φορντ» φρενάρησε στην άκρη της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ύψος του Πεδίου του Άρεως, δίπλα στον αρχισυντάκτη της Πρωϊνής Γιάννη Μ ακρή,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
71
που περίμενε στο πεζοδρόμιο, καπνίζοντας κάτω από την ανοιχτή ομπρέλλα του. Ο ξανθός άνδρας με το αθλητικό παράστημα και τα μυωπικά γυαλιά άνοιξε γρήγορα την πίσω πόρτα και κάθησε πλάϊ στον φίλο του αστυνόμο Μ πέκα. «Τι παληόκαιρος!» σχολίασε. «Δεν σε υποχρέωσε κανείς να βγης από το ζεστό σπιτάκι σου», απάντησε άκεφα ο Μ πέκας. «Αστειεύεσαι; Και να χάσω τέτοιο κελεπούρι; Τυχερός ήμουν που σου τηλεφώνησα, ενώ ετοιμαζόσουν να ξεκινήσης για το Ψυχικό». «Εσύ είσαι τυχερός, εγώ όμως όχι! Λίγα τετράγωνα μακρύτερα αν ήταν η βίλλα, την υπόθεσι θα την ανελάμβανε η Χωροφυλακή». «Πρώτη φορά σ’ ακούω να βαρυγγωμάς για την δουλειά σου!» έκανε έκπληκτος ο δημοσιογράφος. «Πώς κι έτσι; Τόσο δύσκολη είναι αυτή η υπόθεσι;» «Το αντίθετο, είναι απλούστατη». «Κοροϊδεύεις;» «Όχι. Οι ύποπτοι είναι μόνον τρεις. Ο Καλομοίρης σκοτώθηκε μέσα σ’ ένα κλειστό δωμάτιο, την ώρα που έπαιζε χαρτιά με τρεις φίλους του. Ξαφνικά έσβυσαν τα φώτα. Όταν ξανάναψαν, ένα-δυο λεπτά αργότερα, ο Καλομοίρης ήταν νεκρός». «Οι τέσσερίς τους ήταν στο δωμάτιο;» «Έτσι λένε οι ίδιοι. Ούτε μπήκε κανείς άλλος μέσα». «Άρα...;» «Άρα κ α ι ο ι τ ρ ε ι ς είχαν την ευκαιρία να τον σκοτώσουν απαρατήρητοι. Εδώ είναι ο κόμπος!» «Βρες ποιος είχε κίνητρο!» τον συμβούλευσε ο Μ ακρής.
72
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Χωρίς απτά αποδεικτικά στοιχεία, δεν ωφελεί· ακόμη και αν το κίνητρο είναι προφανές», είπε ο αστυνόμος και βυθίστηκε σε σιωπή. «Υπάρχει ένα στοιχείο, που ίσως σε βοηθήση», ξανάπε σε λίγο ο δημοσιογράφος. «Πριν τρεις μήνες, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Καλομοίρης –πιο αταίριαστο επώνυμο δεν θα μπορούσε να ’χη!– κόντεψε να καή ζωντανός, όταν το κλωστοϋφαντουργείο του έπιασε φωτιά και κατεστράφη ολοσχερώς. Δεν ξέρω πόσον καιρό έμεινε στο νοσοκομείο με σοβαρά εγκαύματα!» Κύτταξε τον φίλο του, για να δη αν τον παρακολουθούσε. Ο Μ πέκας παρέμενε σιωπηλός, μαζεμένος στην γωνιά του· το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στην σκιά. «Κάνω λοιπόν μια εικασία», εξακολούθησε ο Μ ακρής. «Μ ήπως η πυρκαϊά οφείλεται σε εμπρησμό; Μ ήπως κάποιος ήθελε από τότε να τον ξεφορτωθή; Είναι μια πιθανότητα, τι λες και συ;» «Λέω να κάνω ένα τσιγάρο», απάντησε ο Μ πέκας, κόβοντας απότομα την συζήτησι. Στο «λίβινγκ-ρουμ» της βίλλας του βιομηχάνου, ο Μ πέκας βρήκε να τον περιμένουν, μαζί με το συνεργείο σημάνσεως και τους αστυνομικούς που είχαν φτάσει πρώτοι, δυο άνδρες καθισμένοι σε καρέκλες. Αυτοί οι δύο τράβηξαν αμέσως την προσοχή του, αν και το απλοϊκό του ύφος –η «μάσκα» του εν ώρα υπηρεσίας– δεν άλλαξε καθόλου. Ο ένας ήταν γύρω στα σαράντα, κοκκαλιάρης, είχε λεπτά χαρακτηριστικά και ταλαιπωρημένη όψι. Ο άλλος ήταν πιο νέος, είχε τετράγωνες πλάτες και η εμφάνισίς του θύμιζε χωρικό. Όταν είδαν τους αστυνομικούς να στέκωνται «κλαρίνο» μπροστά σε κείνον τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο, σηκώθηκαν
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
73
όρθιοι. Ο πρώτος άνδρας πήγε κοντά στον Μ πέκα και του συστήθηκε. «Γιώργος Καλομοίρης». «Αστυνόμος Μ πέκας, Ασφάλεια. Είστε συγγενής του θύματος;» ρώτησε με ευγένεια. «Ο Αντώνης είναι... ήταν ο μεγάλος μου αδελφός». Ο Μ πέκας τού εξέφρασε τα συλλυπητήριά του, ενώ συγχρόνως τον εξέταζε διακριτικά. «Είστε ο μοναδικός συγγενής...;» «Ναι». «Εδώ μένετε;» «Όχι, ο αδελφός μου έμενε μόνος του». «Χωρίς υπηρεσία;» «Μ ια γυναίκα ερχόταν για λίγες ώρες κάθε μέρα και τον συγύριζε· του μαγείρευε κιόλας. Κάποιες μέρες ερχόταν κι ο κηπουρός». Στράφηκε προς τον δεύτερο άνδρα. «Αυτός με ειδοποίησε». Ο Μ πέκας έρριξε μία φαινομενικώς αδιάφορη ματιά στο δωμάτιο. Έμοιαζε με κάποιον που είχε έρθει εκεί για επίσκεψι. Ύστερα κύτταξε κατάματα τον κηπουρό. «Τ’ όνομά σου;» «Κανελλόπουλος, κύριε αστυνόμε. Είμαι ο κηπουρός...» «Εσένα ποιος σε ειδοποίησε;» «Κανένας... Δηλαδή... εδώ ήμουνα», κόμπιασε ο άλλος. «Ο κύριος Καλομοίρης, ο κύριος Αντώνης μού ’χε πει από χθες να έρθω στις εννιά και τέταρτο. Ήρθα λοιπόν και... βρήκα τον κύριο Αντώνη, νεκρό, εδώ μέσα», έδειξε μια κλειστή πόρτα στ’ αριστερά του, «μαζί με τους κυρίους...» Έδειξε μια κλειστή πόρτα πίσω του.
74
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ποιους κυρίους; Τους φονιάδες!» κραύγασε ο αδελφός του νεκρού. «Συγκρατηθήτε, παρακαλώ», είπε ήσυχα ο Μ πέκας. «Δεν βγαίνει τίποτε με τις φωνές». Ο Καλομοίρης υπάκουσε, αλλά το κατακόκκινο πρόσωπό του έδειχνε πόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλλε για να ελέγξη τον θυμό του. «Τι σε ήθελε τέτοιαν ώρα;» ρώτησε ο Μ πέκας τον κηπουρό. «Δεν ξέρω. Δεν μου είπε», απάντησε κείνος χαμηλώνοντας τα μάτια. Ήταν φανερό πως ένιωθε πολύ άβολα. Ο αστυνόμος στράφηκε σ’ ένα νεαρό βοηθό του. «Πήρατε τα στοιχεία των άλλων;» «Μ άλιστα». Άνοιξε ένα σημειωματάριο. «Είναι οι Αλέξανδρος Δεπάστας, Γεράσιμος Δεπάστας και Βασίλειος Δελής. Οι δύο πρώτοι είναι πατέρας και γυιος, συνέταιροι στην επιχείρησι του θύματος. Ο Δελής είναι ο δικηγόρος της επιχειρήσεως». «Ο ιατροδικαστής είναι μέσα στο δωμάτιο;» «Μ άλιστα, προ ολίγου ήρθε». Ο Μ πέκας έδειξε το τζάκι, όπου ένα μεγάλο κούτσουρο σιγόκαιγε ακόμη. «Σβύστε την φωτιά προσεκτικά». Ο Μ ακρής κατάφερε να μη δείξη την έκπληξί του για αυτή την εντολή. Ο φίλος του τού έκανε νόημα να τον ακολουθήση στον τόπο του εγκλήματος. Μ αζί τους ήλθε και ο βοηθός, που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ο νεκρός ήταν πεσμένος ανάσκελα στο χαλί, πλάι σε μια φθαρμένη αναπηρική πολυθρόνα. Φορούσε μια καρρώ «ρομπ-ντε-
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
75
σαμπρ» με φαρδιά μανίκια, φουλάρι στον ανοικτό γιακά του πουκαμίσου του και παντούφλες. Η τροχήλατη πολυθρόνα απείχε ένα μέτρο περίπου από την άκρη του τραπεζιού των χαρτιών, που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Πάνω στην τσόχα υπήρχαν δύο τράπουλες μέσα στο ξεσκέπαστο κουτί τους, ένα μπουκάλι ουΐσκυ, τρία γεμισμένα ποτήρια, δυο καθαρά τασάκια και μια κόλλα χαρτί, όπου ήταν ακουμπημένο ένα εγχειρίδιο με καμπυλωτή κάμα και φιλντισένια λαβή. Ο Μ πέκας έσκυψε πάνω από το πτώμα. Ο δημοσιογράφος πήγε να τον μιμηθή, αλλά το καμένο πρόσωπο του νεκρού τον έκανε να αποστρέψη γρήγορα το βλέμμα και να σκεφθή πως το «μακαρίτης», στην προκειμένη περίπτωσι, μόνον ευφημισμός δεν ήταν. Ο ιατροδικαστής, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να παραθέτη με επαγγελματική αταραξία –αναισθησία κατά τον Μ ακρή– τα πορίσματά του. Η μαχαιριά είχε βρει το θύμα στην καρδιά. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Η φορά του πλήγματος ήταν από πάνω και δεξιά προς τα κάτω και αριστερά. Αυτό σήμαινε ότι ο φονιάς ήταν αριστερόχειρας ή, αν ήταν δεξιόχειρας, στεκόταν πίσω από τον Καλομοίρη και τον είχε κτυπήσει πάνω από το σώμα του. «Πώς έπεσε κάτω όμως;» τον ρώτησε ο Μ πέκας. «Το αριστερό μπράτσο της πολυθρόνας θα είχε εμποδίσει την πτώσι του. Τον σήκωσε ο φονιάς κι ύστερα τον έρριξε κάτω;» «Κύριε αστυνόμε, παρενέβη τότε ο βοηθός του, ο αδελφός του θύματος και ο κηπουρός μάς είπαν πως ο Καλομοίρης δεν ήταν ανάπηρος. Μ ια χαρά περπατούσε». «Τότε γιατί καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι;» Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους του.
76
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Δεν μπορούν να το εξηγήσουν. Ο αδελφός του λέει πως αυτό το καροτσάκι ήταν του πατέρα τους». «Ίσως λοιπόν σηκώθηκε μόνος του πριν δεχθή το θανάσιμο κτύπημα», είπε ο ιατροδικαστής. Ο Μ πέκας δεν απάντησε. Φαινόταν πολύ σκοτισμένος. Πήγε κοντά στο μοναδικό παράθυρο. Παραμέρισε τις βαρειές κουρτίνες. Αφού βεβαιώθηκε ότι και τα σκούρα και τα τζάμια ήσαν μανταλωμένα, έκανε μεταβολή. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στο μικρό σαλόνι και εν τέλει σταμάτησε στο ιδιόμορφο μαχαίρι. «Έχει αποτυπώματα το μαχαίρι;» ρώτησε τον βοηθό του. «Όχι, κύριε αστυνόμε, κανένα». «Είμαστε σίγουροι πως αυτός είναι ο Καλομοίρης;» Η ερώτησίς του τους άφησε όλους άφωνους. Την επανέλαβε. Πρώτος αντελήφθη το νόημά της ο Μ ακρής. «Τον Καρνέζη θυμήθηκες;» «Το έγκλημα στο Κολωνάκι!» αναφώνησε ο ιατροδικαστής. «Το δις εξαμαρτείν... Ένα πτώμα με παραμορφωμένο πρόσωπο έχουμε κι εδώ. Είχε πάνω του ταυτότητα;» «Όχι», απάντησε ο νεαρός βοηθός. «Μ πορεί να ’ναι στο δωμάτιό του». «Το δωμάτιό του είναι στο επάνω πάτωμα;» «Μ άλιστα». Ο αστυνόμος στράφηκε στον ιατροδικαστή. «Πόσο ύψος λες να ’χη;» «Ένα ογδόντα πέντε...;» «Χρώμα ματιών;» «Πράσινο».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
77
«Βρες την ταυτότητά του», διέταξε ο Μ πέκας τον βοηθό του. «Επίσης, ρώτα τον αδελφό του ποιος γιατρός τον κούραρε, για να ’μαστε σίγουροι. Πρώτα όμως πάμε να μου δείξης τον πίνακα του ηλεκτρικού». Ευχαρίστησε τον ιατροδικαστή και βγήκε από το δωμάτιο. Ο νεαρός τον οδήγησε στον διάδρομο της κουζίνας, όπου βρισκόταν ο ηλεκτρικός πίνακας. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να επιστρέψη στο «λίβινγκ-ρουμ». Η αργοπορία του προκάλεσε την εύλογη απορία του Μ ακρή. Φρόντισε, βέβαια, να μη την εκδηλώση. «Μ είνετε εδώ», είπε ο Μ πέκας και άνοιξε την άλλη πόρτα. Η απροειδοποίητη εμφάνισίς του στο κατώφλι της τραπεζαρίας διέκοψε την χαμηλόφωνη κουβέντα των τριών υπόπτων, η οποία, όπως κατάλαβε από το ύφος τους, δεν ήταν ιδιαιτέρως φιλική. Χάρις σ’ αυτόν, όμως, την άλλη στιγμή τα πνεύματα ηρέμησαν. «Επί τέλους», έκανε ειρωνικά ο καλοστεκούμενος εξηντάρης με τα πυκνά γκρίζα μαλλιά, που στεκόταν αγέρωχος πλάι στο εικοσιπεντάχρονο κακέκτυπό του. Ο γυιος του καθόταν σε μια καρέκλα του τραπεζιού και είχε ένα τσιγάρο στο χέρι – στο δεξιό χέρι. «Ο αρχοντοχωριάτης και το βουτυρόπαιδο», τους κατέταξε αμέσως ο Μ πέκας. Είδε το τρίτο μέλος της «εκλεκτής συντροφιάς» να στέκεται παράμερα, σαν να τηρούσε απόστασι ασφαλείας από την οικογένεια Δεπάστα. Το πρώτο που πρόσεξε πάνω του ο αστυνόμος ήταν το ογκώδες κεφάλι του με τα φουσκωμένα μάγουλα, που παρουσίαζε την μεγαλύτερη δυνατή αντίθεσι με το ισχνό σώμα του. Το δεύτερο και σημαντικώτερο, το διεισδυτικό βλέμμα του δικηγόρου.
78
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Μ ετά τα τυπικά κάθησαν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Ο Μ πέκας απευθύνθηκε στον αρχαιότερο. «Τι ώρα ήλθατε εδώ, κύριε Δεπάστα;» «Λίγο πριν τις εννέα...» «Κατόπιν προσκλήσεως;» «Φυσικά! Μ ου τηλεφώνησε ο Αντώνης σήμερα το πρωΐ». Ο Μ πέκας στράφηκε προς τον δικηγόρο. «Κι εμένα το ίδιο», απάντησε κείνος στην βωβή ερώτησι του αστυνόμου. «Τι έγινε στην συνέχεια;» «Μ ας άνοιξε ο ίδιος», πήρε πάλι τον λόγο ο Δεπάστας πατήρ. «Ήταν μόνος του στο σπίτι», έτσι μας είπε. «Δεν σας έκανε εντύπωσι αυτό;» «Ναι... Δεν κατάλαβα γιατί είχε διώξει την υπηρέτρια... Αλλά από τακτ δεν είπα τίποτε». «Γνωρίζατε ότι η πυρκαϊά στο εργοστάσιό σας τον είχε αφήσει ανάπηρο;» «Όχι! Εξεπλάγην μόλις τον είδα στο καροτσάκι. Στο νοσοκομείο νοσηλευόταν για εγκαύματα..., έτσι ήξερα. Κι όσες φορές μιλήσαμε από τότε, δεν μου ανέφερε κάτι τέτοιο». «Ο κηπουρός λέει πως τα πόδια του ήταν μια χαρά», πετάχτηκε ο Δεπάστας υιός. Ο Μ πέκας αγνόησε την παρεμβολή. «Δεν είχατε ξανασυναντηθή, αφ’ ότου βγήκε από το νοσοκομείο;» ρώτησε τον Αλέξη Δεπάστα. «Όχι», απάντησε κείνος με φανερή αμηχανία. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, γιατί δεν μου το ’πε ποτέ ευθέως, δεν ήθελε να τον δουν έτσι όπως είχε γίνει το πρόσωπό του. Δεν άντεχε τον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
79
οίκτο...» Μ ια ανατριχίλα διεπέρασε το σώμα του. «Μ ιλούσαμε όμως στο τηλέφωνο». «Είχε αποσυρθή από την διοίκησι της εταιρείας σας;» «Τυπικώς όχι, αλλά εν τοις πράγμασι...» «Όλες οι ευθύνες έπεσαν στους δικούς σας ώμους», συμπλήρωσε την φράσι του ο αστυνόμος. «Και δεν είναι και λίγες, μετά απ’ αυτό που μας βρήκε!» «Ο αδελφός του δεν σας βοηθούσε;» «Όχι, ο αδελφός του δεν είχε ποτέ σχέσι με επιχειρήσεις. Έχει άλλες ασχολίες αυτός». Ο ειρωνικός τόνος του βιομηχάνου δεν διέφυγε της προσοχής του Μ πέκα. «Ας επανέλθωμε στο σήμερα», ξανάπε. «Καθήσατε καθόλου στο λίβινγκ-ρουμ;» «Ναι. Σχεδόν αμέσως ήρθε κι ο Δελής. Κουβεντιάσαμε λίγο όλοι μαζί, μας έβαλε ουΐσκυ – μόνοι μας το βάλαμε, ο Αντώνης δεν ήθελε...» «Μ ήπως έδειχνε ανήσυχος; Ταραγμένος;» «Ίσα-ίσα· είχε κέφια, παρά την κατάστασί του». «Τρελλός για δέσιμο!» παρενέβη ο Μ άκης Δεπάστας, ζουλώντας με μανία το τσιγάρο του στο τασάκι. «Τόσο κεφάτος ήταν;» «Όχι, κύριε αστυνόμε, τρελλός σάς λέω! Κυριολεκτώ». Υπογράμμισε την «διάγνωσί» του ξεβιδώνοντας μια φανταστική βίδα από τον δεξιό κρόταφό του. «Μ ας κάλεσε, λέει, για να μας σκοτώση όλους!» Ο Μ πέκας αιφνιδιάσθηκε, αλλά το «ραντάρ» του δεν τυφλώθηκε: ο Αλέξης Δεπάστας αντέδρασε στα λόγια του γυιου
80
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
του αγριοκυττάζοντάς τον, ενώ ο Δελής δεν αντέδρασε καθόλου. Ο ερασιτέχνης ψυχολόγος ρώτησε ήρεμα τον ερασιτέχνη φρενολόγο: «Πότε έγινε αυτό;» «Λίγο πριν σβύσουν τα φώτα! Το ξεφούρνισε ξαφνικά την ώρα που ήμασταν έτοιμοι ν’ αρχίσωμε το παιγνίδι! Ήταν σίγουρα τρελλός!» «Αιτιολόγησε τις δολοφονικές του προθέσεις;» «Όχι βέβαια!» απάντησε ο Αλέξης Δεπάστας. «Χιούμορ έκανε». «Μ ακάβριο χιούμορ», προσέθεσε ο λιγομίλητος ως τότε δικηγόρος. «Δεν είδατε πώς γυάλιζε το μάτι του, όταν μας μιλούσε για το μαχαίρι;» αντέτεινε ο νεαρός. Ο πατέρας του ανέλαβε να διαφωτίση τον αστυνόμο. «Ήταν εκείνο το σκαλιστό μαχαίρι που... Πάνω στον μπουφέ του λίβινγκ-ρουμ. Μ ας το ’δωσε για να του ρίξωμε μια ματιά, είπε πως ήταν... αραβούργημα». Ο Μ πέκας δεν συνήθιζε να διορθώνη τα φραστικά λάθη των συνομιλητών του, ιδίως όταν τους ανέκρινε. Στην πρώτη περίπτωσι από ευγένεια, στην δεύτερη από σκοπού. «Το πήρατε όλοι στα χέρια σας;» «Ναι, με την σειρά. Ύστερα ο Αντώνης το έβαλε πάλι πάνω στον μπουφέ και πήγαμε στο άλλο δωμάτιο». «Και τότε έσβυσαν τα φώτα...» είπε ο Μ πέκας, σαν να μονολογούσε. Οι τρεις ύποπτοι σώπαιναν. Η αγωνία τους για την επόμενη ερώτησι δεν κρυβόταν. Αλλά ο Μ πέκας τους άφησε να βράσουν λίγο ακόμη με το ζουμί τους.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
81
«Πόση ώρα μείνατε στο σκοτάδι;» ρώτησε. «Δυο λεπτά, όχι παραπάνω», απάντησε ο Δελής. «Ο κηπουρός πότε ακριβώς ήρθε;» «Λίγα δευτερόλεπτα αφού απoκατεστάθη η βλάβη». «Μ όνος του;» «Ναι», είπαν μ’ ένα στόμα και οι τρεις. «Ποιος του άνοιξε;» «Εγώ», απάντησε ο Μ άκης Δεπάστας. «Αλλά ήμασταν όλοι μαζί». «Κάτι άλλο τώρα, πολύ σημαντικό», είπε ήσυχα ο Μ πέκας, κρύβοντας τέλεια την απογοήτευσί του. «Μ είνατε όλη την ώρα μαζί του, ώσπου να ’ρθή η αστυνομία;» Ένα «βέβαια» από τον Αλέξη Δεπάστα και δύο «ναι» από τους άλλους. «Δεν τον αφήσαμε στιγμή μόνο του», δήλωσε ο νεώτερος όλων. «Σάμπως τον είχαμε ξαναδεί; Και στο δωμάτιο του μακαρίτη, μαζί πήγαμε...» «Γιατί πήγατε εκεί;» τον έκοψε ο Μ πέκας. «Πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει, κύριε αστυνόμε!» απάντησε ο πατέρας αντί του γυιου. «Ήμασταν εκεί... στο σαλονάκι, όταν ακούσαμε πάνω από τα κεφάλια μας ένα διαπεραστικό ήχο, σαν να κρεμόταν από το ταβάνι ένα αόρατο ξυπνητήρι – τόσο δυνατά ακουγόταν τ’ αναθεματισμένο! Εν τέλει, το βρήκαμε δίπλα στο κρεβάτι του Αντώνη». Εκείνη την στιγμή ένα άλλο, όντως αόρατο ξυπνητήρι κτύπησε μέσα στο μυαλό του Μ πέκα. «Πήγατε λοιπόν και οι τέσσερις επάνω;» «Ναι. Το κλείσαμε και κατεβήκαμε πάλι κάτω».
82
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Τι ώρα ήταν;» «Εννιά και είκοσι». Ο Μ πέκας έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ύστερα εξαπέλυσε την επίθεσί του. «Σύμφωνα με τα λεγόμενά σας, κανείς δεν μπήκε στο σαλονάκι όσην ώρα κράτησε η διακοπή του ρεύματος. Και δεν θα μπορούσε να ’χη μπη χωρίς να τον αντιληφθήτε», συμπληρώνω εγώ. «Εάν άνοιγε η πόρτα, θα βλέπατε την ανταύγεια της φωτιάς από το τζάκι. Αν άνοιγε το παράθυρο, μαζί με τον δολοφόνο θα έμπαινε και κρύος αέρας. Τα λέω καλά;» Η σιωπή τους ισοδυναμούσε με καταφατική απάντησι. «Άρα ο ένοχος είναι ένας από σας...» ξανάπε ο Μ πέκας. Και πάλι δεν μίλησε κανείς. Απέφευγαν το διερευνητικό βλέμμα του, σαν να ήσαν όλοι τους ένοχοι. Ο αστυνόμος έρριξε το σώμα του στο πίσω της καρέκλας. «Τον συμβουλεύω να πη την αλήθεια. Μ ία αυθόρμητη ομολογία είναι προς το συμφέρον του». Πέρασε ένα λεπτό απόλυτης σιγής. «Ακούστε, κύριε αστυνόμε», είπε έξαφνα ο Αλέξης Δεπάστας. Ο Μ πέκας γύρισε αστραπιαία προς το μέρος του, όπως και οι άλλοι δύο. «Όταν έσβυσαν τα φώτα, σηκώθηκα όρθιος κι έπιασα τον γυιο μου απ’ το μπράτσο. Καθόταν στ’ αριστερά μου – εγώ καθόμουν αντίκρυ στον Αντώνη. Τον σήκωσα από την θέσι του και τον τράβηξα μακριά από το τραπέζι. Όσην ώρα μείναμε στο σκοτάδι, τον κρατούσα». Ο Μ άκης Δεπάστας κύτταζε τον πατέρα του με γουρλωμένα μάτια.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
83
«Δηλαδή, εγώ τον κτύπησα;» τινάχθηκε πάνω ο Δελής. «Δεν είπα αυτό...» «Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται! Αφού το πτώμα ήταν πεσμένο στην δική μου μεριά...» Ο Μ πέκας παρατήρησε ότι χοντρές στάλες ιδρώτα κυλούσαν τώρα στο φαρδύ μέτωπο του δικηγόρου. «Λόγω της ζέστης;» αναρωτήθηκε ο εξ επαγγέλματος καχύποπτος αστυνόμος. «Μ η βάζης λόγια στο στόμα μου, δικηγόρε!» εξεμάνη ο Δεπάστας. «Τι έκανα ε γ ώ είπα! Μ ίλα, Μ άκη, κατάπιες την γλώσσα σου;» «Έτσι έγινε...» είπε επί τέλους ο γυιος του στον Μ πέκα. «Μ ε κρατούσε ο μπαμπάς...» «Από το χεράκι;» τον ειρωνεύτηκε ο Δελής. Ο Μ πέκας ίσιωσε με δυσκολία τα χείλη του. «Σας παρακαλώ!» τους ανεκάλεσε εις την τάξι, αλλά δεν μπόρεσε να την επιβάλη. «Ψεύτες! Πάτε να το φορτώσετε σ’ εμένα, καθάρματα!» βρυχήθηκε εκτός εαυτού ο Δελής. Έβγαλε το μαντήλι που είχε στο πέτο του, με το δεξί χέρι, και σφούγγισε το μέτωπό του. «Εγώ φεύγω!» δήλωσε στον Μ πέκα. Εκείνος όμως δεν τον πρόσεχε πια. Δεν πρόσεχε κανένα τους, γιατί μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως τ ο κ α λ ο ρ ι φ έ ρ ή τ α ν αν αμμέν ο . [ 3 ]
84
ΤΟ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«ΕΓΚΛΗΜ Α ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ», όπως το ωνόμασαν οι
δημοσιογράφοι, μονοπώλησε τις επόμενες ημέρες τα πρωτοσέλιδα του αθηναϊκού και επαρχιακού Τύπου και, συνακόλουθα, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, επισκιάζοντας ακόμη και τις εξελίξεις στο «Κυπριακό». Δύο από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες της Γαλλίας και μία της Δυτικής Γερμανίας έστειλαν ειδικούς απεσταλμένους για να κάνουν επιτόπιο ρεπορτάζ. Ο Πρωθυπουργός ζήτησε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως να τον κρατή ενήμερο για την πρόοδο των ερευνών. Ο αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων διεβεβαίωνε τους πάντες ότι η διαλεύκανσις της υποθέσεως ήταν «ζήτημα ολίγου χρόνου» και πίεζε τον Μ πέκα να μην τον διαψεύση. Εκείνος το μόνο που ήθελε –μα δεν μπορούσε να το πη– ήταν να τον αφήσουν ήσυχο να κάνη την δουλειά του. Δεν είχε συνηθίσει να εργάζεται υπό την ασφυκτική πίεσι των ανωτέρων του και τους εκτυφλωτικούς προβολείς της δημοσιότητος. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο έμπειρος αστυνόμος ένοιωθε σαν να περνούσε από ανάκρισι ο ίδιος. Ο Μ ακρής, που ήξερε τον φίλο του απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, και μάντευε πόσο εκνευρισμένος πρέπει να ήταν από την όλη κατάστασι, δεν τον γύρεψε παρά μόνον όταν θεώρησε πως μπορούσε να συνεισφέρη στην έρευνα. «Ω! σαν τα χιόνια!» αναφώνησε ο Μ πέκας, μόλις άκουσε την φωνή του φίλου του μέσα από το ακουστικό. «Είχα μπλεξίματα», του είπε την μισή αλήθεια εκείνος. «Θέλεις να πω μια καλή κουβέντα για σένα στον εισαγγελέα;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
85
Ο Μ ακρής εξεπλάγη ευχάριστα με την καλή διάθεσι του Μ πέκα. «Κόψε την πλάκα», του είπε γελώντας. «Σε παίρνω για την υπόθεσι Καλομοίρη. Ή τ α ν ο Καλομοίρης, έτσι;» «Λες ν’ αφήναμε να ταφή άλλος αντί άλλου;» «Μ ια επιβεβαίωσι από επίσημα χείλη ποτέ δεν βλάπτει. Λοιπόν, ας σοβαρευθούμε. Μ ου έχει σφηνωθή μια ιδέα στο μυαλό από χθες το βράδυ, κι ήθελα να σ’ την πω». «... τώρα που μεσημέριασε και ξύπνησες». Ο Μ ακρής αντιπαρήλθε το πείραγμα. «Άκου, Γιώργη. Υπάρχει και τ έ τ α ρ τ ο ς ύποπτος! Το θύμα!» Σιωπή από την άλλη άκρη του σύρματος. «Θυμάσαι τι μας είπε ο ιατροδικαστής για τον δεξιόχειρα δολοφόνο», προσέθεσε γρήγορα. «Ήρθε από πίσω, πέρασε το χέρι του πάνω από τον δεξιό ώμο του Καλομοίρη και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Ποιος μας λέει όμως πως το μαχαίρι δεν το κρατούσε ο Καλομοίρης; Πάλι ίδια θα ήταν η φορά του κτυπήματος, από δεξιά προς τ’ αριστερά!» «Σωστά. Δηλαδή, νομίζεις πως αυτοκτόνησε;» «Όχι απαραιτήτως. Μ πορεί να σηκώθηκε όρθιος μόλις έσβυσαν τα φώτα, να επιτέθηκε με το μαχαίρι σ’ έναν από τους άλλους τρεις, και να σκοτώθηκε πάνω στην συμπλοκή. Μ πορεί όμως και ν’ αυτοκτόνησε». «Ενώπιον κοινού;» ρώτησε με ελαφρά ειρωνεία ο αστυνόμος. «Περίμενε, τα ’χω σκεφθή όλα!» ξανάπε αυτάρεσκα ο δημοσιογράφος, αλλά ο φίλος του δεν τον άφησε να συνεχίση. «Υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία περί του αντιθέτου», είπε ήσυχα, ρίχνοντας συγχρόνως μια ματιά στο ρολόι του. «Εάν
86
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ήθελε, για δικούς του λόγους, να σκοτώση έναν από τους επισκέπτες του, δεν θα τον προειδοποιούσε ούτε θα ενοχοποιούσε τον εαυτό του εκ των προτέρων. Αυτό μόνον ένας τρελλός θα το ’κανε – κι ο Καλομοίρης τα είχε τετρακόσια. Δεν το λέω εγώ, ο τακτικός γιατρός του το λέει. Ομοίως, αποκλείεται να προσχεδίασε την αυτοκτονία του, έτσι ώστε να φανή σαν δολοφονία και οι υποψίες να πέσουν στους άλλους, γιατί δεν είχε κανένα λόγο ν’ αυτοκτονήση. Ούτε διανοητικώς έπασχε ούτε σωματικώς. Η βλάβη που είχε υποστεί από τα εγκαύματα στο πρόσωπο και στο σώμα του ήταν καθαρώς αισθητική, σύμφωνα με τον γιατρό του. Θα μου πης, λίγο είναι; Ασφαλώς όχι. Ήδη όμως είχε προγραμματίσει να εισαχθή σε κλινική της Ελβετίας, για να υποβληθή σε σειρά πλαστικών επεμβάσεων. Γιατί να θέλη ν’ αυτοκτονήση λοιπόν;» «Ξέχασες την οικονομική βλάβη που ήταν ανεπανόρθωτη!» «Για αρχισυντάκτης μεγάλης εφημερίδος, δεν είσαι καθόλου καλά πληροφορημένος», είπε εύθυμα ο Μ πέκας. «Ο Καλομοίρης είχε λεφτά. Πώς αλλοιώς θα πήγαινε στην Ελβετία; Άλλωστε, το εργοστάσιο ήταν ασφαλισμένο». Ο Μ ακρής έμεινε για λίγο σιωπηλός, προσπαθώντας να σκεφθή κάποιο επιχείρημα για να υποστηρίξη την ανατραπείσα θεωρία του. Ξαφνικά άκουσε τον Μ πέκα να λέη: «Υπάρχει και π έ μ π τ ο ς ύποπτος!» «Ποιος;» απόρησε ο Μ ακρής. «Ο κηπουρός;» «Όχι, ο κηπουρός ήταν απ’ έξω. Έβαλε κι αυτός το χεράκι του, βέβαια, στον πίνακα του ηλεκτρικού». «Τότε, ποιον εννοείς; Τον αδελφό του μακαρίτη;» «Δεν υπάρχει κι άλλος...»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
87
«Μ α γιατί τον σκότωσε;» «Γιατί είπαμε, ο Καλομοίρης είχε λεφτά!» «Απίστευτο! Δεν μου έδωσε τέτοιαν εντύπωσι!» «Α, είναι μεγάλος ηθοποιός! Και μάλιστα του κλασσικού ρεπερτορίου: Ως Δον Ζουάν είναι άφθαστος!» «Ποιος, αυτός ο καχεκτικός...;» Σταμάτησε εγκαίρως πριν πη «κοντοστούπης» και προσβάλη τον φίλο του. «Ναι, αυτός. Δεν σου γέμισε το μάτι;» ρώτησε ο Μ πέκας. «Ομολογώ πως όχι, αλλά δεν δηλώνω ειδικός επί του ανδρικού κάλλους!» απάντησε στον ίδιο ανάλαφρο τόνο ο δημοσιογράφος. «Τι άλλο έμαθες για λόγου του;» «Πολλά και ενδιαφέροντα. Δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στην ζωή του, έχει ξεκοκκαλίσει το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, ξημεροβραδιάζεται σε κοπτήρια[3] και σφαιριστήρια, ζητάει συνεχώς δανεικά... Και κάτι συγκεκριμένο: την επομένη του φόνου πλήρωσε ένα μεγάλο χαρτοπαικτικό χρέος, ενώ πριν κλαιγόταν σε φίλους και γνωστούς πως είχε μείνει “ταπί”». «Λες να βούτηξε λεφτά από την βίλλα;» «Έτσι φαίνεται. Πήρε μια προκαταβολή από την κληρονομιά». «Ναι, αλλά πώς μπήκε στο δωμάτιο;» «Ήταν ήδη μέσα, όταν έσβυσαν τα φώτα», είπε ο Μ πέκας γελώντας κάτω από τα μουστάκια του. «Πού;» ρώτησε κατάπληκτος ο Μ ακρής. «Πίσω από τις κουρτίνες; Αλλά δεν θα έβλεπαν τα παπούτσια του...;» «Η καλύτερη κρυψώνα εκεί μέσα ήταν πίσω από τον καναπέ, στην γωνία του δωματίου». «Δίκιο έχεις!» «Λοιπόν, πρέπει...» άρχισε να λέη ο αστυνόμος.
88
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Για κάτσε», τον έκοψε ο άλλος. «Το μαχαίρι δεν ήταν στο λίβινγκ-ρουμ;» «Υπήρχαν δύο μαχαίρια, ολόιδια. Το φονικό όπλο το ’χε επάνω του ο μακαρίτης!» «Ο μακαρίτης; Δηλαδή, σκόπευε στ’ αλήθεια να σκοτώση τους άλλους τρεις; Γι’ αυτό καθόταν στο αναπηρικό καροτσάκι, για να τους αιφνιδιάση;» «Πέτυχες διάνα! Αυτό είναι το “κλειδί” του μυστηρίου, το καροτσάκι». «Αίνιγμα μου βάζεις;» «Πρέπει να φύγω, Γιάννη, δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω τώρα. Δεν είναι ευγενικό να κάνης μία κ υ ρ ί α να περιμένη!» «Εγώ; Ποια κυρία; Μ ε ζάλισες...!» Ο Μ πέκας γέλασε. «Μ ην ανησυχής, εσύ θα τα μάθης πρώτος όλα». «Δεν το ’πα γι’ αυτό!» διαμαρτυρήθηκε ο δημοσιογράφος. «Ποια είναι η κυρία που περιμένει;» «Το άλλοθι του δράστη. Η ερωμένη του». «Πώς την ξετρύπωσες;» «Εύκολα. Ο Καλομοίρης μου έδωσε τα στοιχεία της. Είχαμε μια “φιλική κουβεντούλα” σήμερα το πρωΐ, εδώ στο γραφείο μου. Σαν καλός θεατρίνος, βέβαια, δεν μου απεκάλυψε αμέσως την... φρικτή αλήθεια! Στην αρχή έκανε τον δύσκολο, δήθεν ότι δεν ήθελε να εκθέση πρόσωπα και καταστάσεις. Λοιπόν, σε χαιρετώ!» «Περίμενε! Πώς την λένε;» «Κάνε λίγη υπομονή, σκανδαλοθήρα! Θα τα πούμε σύντομα». Και με αυτή την υπόσχεσι έκλεισε το τηλέφωνο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
89
Ώσπου να φθάση στην πολυκατοικία της οδού Δεινοκράτους, όπου έμενε ο Γιώργος Καλομοίρης, είχε χάσει την καλή του διάθεσι. Όσο πλησίαζε η στιγμή που θα συναντούσε την Λάουρα Βρεττού, τόσο δυσκολώτερη του φαινόταν η αποστολή του. Δεν πίστευε πως ο πανέξυπνος δολοφόνος θα του είχε δώσει το όνομα της ερωμένης του, αν δεν ήταν βέβαιος πως εκείνη θα υποστήριζε σθεναρώς το ψεύτικο άλλοθί του. Ο Μ πέκας ήξερε πως μόνο μία μέθοδος υπάρχει για να αποσπάση κανείς την αλήθεια από μια γυναίκα αποφασισμένη να πη ψέματα για χάρι του εραστού της. Αδυνατούσε όμως να την εφαρμόση, διότι οι πληροφορίες του ήσαν ασαφείς. Όπως το φοβόταν, η ξερακιανή σαραντάρα, που του άνοιξε την πόρτα του «ρετιρέ», δεν φαινόταν καθόλου ταραγμένη. Τον υποδέχθηκε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο χαραγμένο στο όλο γωνίες φκιασιδωμένο πρόσωπό της. Ο Μ πέκας την μέτρησε από την κορυφή ώς τα νύχια και την βρήκε υπερβολικά περιποιημένη για τα γούστα του. Την άλλη στιγμή διεπίστωσε πως ήταν και υπερβολικά περιποιητική. Τον έβαλε να καθήση σ’ ένα πολυτελές καθιστικό. «Είμαστε μόνοι μας;» την ρώτησε. «Ναι. Ο σύζυγός μου εργάζεται μέχρι αργά...» είπε εκείνη και χαμήλωσε τα μάτια. Ο Μ πέκας δεν συγκινήθηκε. Μ πήκε αμέσως στο θέμα. «Κυρία μου, ας μη χρονοτριβούμε. Δεν θέλω να σας κουράσω πέραν του απολύτως αναγκαίου. Εξ άλλου, γι’ αυτό σας ζήτησα να έρθω εδώ να μιλήσωμε και δεν σας κάλεσα στην Ασφάλεια για επίσημη κατάθεσι...» Αν και μακιγιαρισμένη, η Βρεττού έχασε το χρώμα της.
90
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Και όχι, ασφαλώς, επειδή θεωρώ την μαρτυρία σας ελάσσονος σημασίας!» ξανάπε ο αστυνόμος. «Η βοήθειά σας μάς είναι απαραίτητη. Ο φόνος του Αντωνίου Καλομοίρη είναι μία υπόθεσις πολύ μπερδεμένη – τα διαβάζετε, φαντάζομαι, στις εφημερίδες. Και όλη αυτή η δημοσιότης, μη νομίζετε πως διευκολύνει το έργο μας! Αντιθέτως! Όσο πιο πολλά τα φώτα, τόσο περισσότερες και οι σκιές. Κι όσο περισσότερα τα σκάνδαλα, τόσο πιο πολλά τα φύλλα!» Η Βρεττού τον κύτταξε με μάτια έκπληκτα, σαν να την είχε χαστουκίσει. Ο Μ πέκας δεν την άφησε να πάρη ανάσα. «Ευτυχώς, ο δολοφόνος υπέπεσε σ’ ένα μοιραίο σφάλμα. Ισχυρίσθηκε πως ήταν εδώ, μαζί σας, την ώρα του φόνου. Κατά την γνώμη μου, ένας άνδρας που εμπλέκει σε μία τόσο βρώμικη ιστορία την γυναίκα με την οποία είναι τ ά χ α ερωτευμένος, είναι ικανός για τα πάντα. Ακόμη και για αδελφοκτονία! Δεν συμφωνείτε;» Η Βρεττού δεν απάντησε αμέσως. Όσο παρατεινόταν η σιωπή της, τόσο εντεινόταν η αγωνία του Μ πέκα. Είχε παίξει το μοναδικό «χαρτί» που κρατούσε για να την πείση πως ο εραστής της δεν την αγαπά, και να την κάνη έτσι να του πη την αλήθεια. «Εδώ ήταν», είπε επί τέλους η γυναίκα, και ο Μ πέκας σκέφθηκε πως είχε κάνει «μια τρύπα στο νερό». «Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι αθώος!» προσέθεσε απροσδόκητα η Βρεττού. «Σίγουρα έβαλε κάποιον άλλον να σκοτώση τον αδελφό του». «Πώς το ξέρετε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
91
«Το κατάλαβα από το φέρσιμό του την άλλη μέρα. Δεν μπορούσε να κρύψη την χαρά του για την επιτυχία του σχεδίου του, το κάθαρμα!» Ο Μ πέκας αιφνιδιάσθηκε για μία ακόμη φορά. «Χαίρομαι που τον βλέπετε όπως πραγματικά είναι», είπε. «Άργησα όμως!» Χαμήλωσε πάλι τα μάτια της. «Θα μου πήτε λοιπόν τώρα την αλήθεια;» την παρακίνησε ευγενικά ο Μ πέκας. «Αυτό έκανα!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Αντιλαμβάνομαι πόσο δυσχερής είναι η θέσι σας...» ξανάπε στον ίδιο τόνο ο αστυνόμος. «Κάνετε μεγάλο λάθος, αν νομίζετε πως φοβούμαι αυτό το θρασύδειλο ανθρωπάκι!» «Ναι, αλλά το σκάνδαλο;» «Θα το υπομείνω... με την βοήθεια του άνδρα μου», απάντησε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, η Βρεττού. «Τα ξέρει όλα – εκτός από το όνομά του... Του τα είπα το άλλο πρωΐ, την επομένη του φόνου δηλαδή». Η φωνή της δυνάμωσε απότομα. «Κι ύστερα κατέβηκα στο κάτω διαμέρισμα για να πω σ’ αυτό το υποκείμενο να μην τολμήση να με ξαναενοχλήση». «Δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήση, αν συνεργασθήτε μαζί μας. Σας βεβαιώ δε πως το όνομά σας δεν θα εμφανισθή πουθενά». «Μ α δεν μπορώ να πω ψέματα, κύριε αστυνόμε! Την ώρα του φόνου ήμαστε μαζί. Πρέπει να βρήτε τον συνένοχό του!» Ο Μ πέκας έμεινε άφωνος με την επιμονή της. Τι παιγνίδι έπαιζε αυτή η γυναίκα; αναρωτήθηκε.
92
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Και τότε του ήρθε μια ιδέα. «Τι ώρα έφυγε από εδώ ο Καλομοίρης;» ρώτησε. «Στις εννέα και πέντε». «Είστε βεβαία;» «Ναι. Μ ε ρώτησε την ώρα κι εγώ κύτταξα το ρολόι μου». «Ώστε εκείνος σας ρώτησε...» «Έχει σημασία;» «Μ εγίστη! Όσο ήταν εδώ, φορούσατε συνεχώς το ρολόι σας;» Αν και πουντραρισμένη, η Βρεττού έγινε κατακόκκινη. «Ναι, είπε», αποφεύγοντας το επίμονο βλέμμα του Μ πέκα. «Μ ήπως άλλαξε την ώρα στο ρολόι σας, χωρίς να το καταλάβετε;» «Όχι», απάντησε κατηγορηματικά η μάρτυς, προς μεγάλη απογοήτευσι του αστυνόμου. «Εξ άλλου, όταν έφυγε, κύτταξα το ρολόι πάνω στο τζάκι, και έδειχνε την ίδια ώρα». «Τι κάνατε όταν μείνατε μόνη;» «Τίποτα. Έπεσα για ύπνο». «Τόσο νωρίς;» «Δεν ήμουν καλά, ένοιωθα έτοιμη να λιποθυμήσω». Ο Μ πέκας αναθάρρησε εκ νέου. «Μ ήπως ήπιατε ή φάγατε κάτι λίγο πριν φύγη ο Καλομοίρης;» «Όχι. Μ ου έδωσε όμως ένα τσιγάρο». «Το καπνίσατε;» «Όχι όλο. Ήταν κάπως... βαρύ. Λέτε αυτό να με πείραξε;» «Γι’ αυτό σας το ’δωσε». «Α, τον παληάνθρωπο! Αλλά δεν καταλαβαίνω...» «Θα σας εξηγήσω. Πρώτα όμως θέλω να μου πήτε τι κάνατε εκείνη την ημέρα π ρ ι ν έρθη εδώ ο Καλομοίρης».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
93
«Τίποτε το ιδιαίτερο. Πήγα για ψώνια στο Κολωνάκι με μια φίλη μου..., το μεσημέρι φάγαμε έξω... Ύστερα γύρισα εδώ, κατά τις τρεισήμιση, κι έπεσα να πάρω έναν υπνάκο. Ο άνδρας μου έλειπε εκτός Αθηνών, επέστρεψε το άλλο πρωΐ. Στις επτά η ώρα με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν... αυτός». «Αρκεί», είπε ο Μ πέκας και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. [ 4 ]
ΑΝ ΚΡΙΝΩ από το ύφος σου, επίκεινται συλλήψεις!» είπε ο
«
Μ ακρής στον φίλο του. Κάθονταν στο γραφείο του Μ πέκα, στο τέταρτο πάτωμα της Γενικής Ασφαλείας, όπου ο δημοσιογράφος είχε πάει με την ελπίδα να μάθη νεώτερα για την πολύκροτη υπόθεσι Καλομοίρη. «Ο Γιώργος Καλομοίρης κι ο κηπουρός ωμολόγησαν, και όπου να ’ναι θα παραπεμφθούν στον εισαγγελέα». «Πότε πρόλαβες;» απόρησε ο Μ ακρής. «Χθες μου έλεγες πως ο Καλομοίρης έχει άλλοθι!» «Κατερρίφθη». «Και δεν μου ’κανες ένα τηλέφωνο...;» «Σου τηλεφώνησα· δεν σε ειδοποίησαν; Πάνε δυο ώρες τώρα! Και πάλι, εσύ είσαι ο πρώτος που το μαθαίνει». «Τους δράστες τους ήξερα, τα υπόλοιπα θέλω να μάθω! Άρχισε από το αναπηρικό καροτσάκι». «Θ’ αρχίσω από την αρχή», δήλωσε ο Μ πέκας και, αγνοώντας τα ξινισμένα μούτρα του αδημονούντος δημοσιογράφου, τού
94
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
επανέλαβε περιληπτικώς την συζήτησι που είχε με την Βρεττού. Ύστερα είπε: «Ο Καλομοίρης ήξερε ότι η Βρεττού ήταν μόνη, κι ότι το μεσημέρι θα ’πεφτε για ύπνο, ως συνήθως. Είχε και τα κλειδιά του διαμερίσματός της –εν αγνοία της φυσικά–, το οποίο ήταν ακριβώς πάνω από το δικό του. Όταν, λοιπόν, σταμάτησαν ν’ ακούγωνται θόρυβοι από πάνω, μπήκε κρυφά στο διαμέρισμά της κι έβαλε τα ρολόγια της μία ώρα και δέκα λεπτά μπροστά». «Για στάσου!» τον έκοψε ο άλλος. «Το ρολόι χειρός της Βρεττού δεν ήταν στην κρεβατοκάμαρά της;» «Εκεί το είχε, δίπλα της», απάντησε ο Μ πέκας. «Φαντάζομαι, αν ξυπνούσε ξαφνικά, ο Καλομοίρης θα της έλεγε πως ήθελε να της κάνη έκπληξι...» προσέθεσε μ’ ένα μορφασμό αηδίας. Ο Μ ακρής τον μιμήθηκε. «Στην πραγματικότητα λοιπόν», ξανάπε ο αστυνόμος, «ο Καλομοίρης έφυγε από το “ρετιρέ” της Βρεττού στις οκτώ παρά πέντε. Πήγε με το αυτοκίνητό του στην βίλλα του αδελφού του και τον σκότωσε με το δεύτερο μαχαίρι – και τα δύο δικά του ήταν. Ό,τι κι αν ισχυρίζεται, εγώ είμαι βέβαιος πως τον κτύπησε από πίσω, γιατί είναι δεξιόχειρας». «Ψυχρός εγκληματίας!» «Δ ε ι λ ό ς εγκληματίας! Ύστερα φόρεσε τα ίδια ρούχα με τον αδελφό του –τα είχε όλα έτοιμα σ’ ένα βαλιτσάκι– και έβαψε το πρόσωπό του, ώστε να φαίνεται σαν καμένο. Αυτόν είδαν, μ’ αυτόν μίλησαν οι τρεις επισκέπτες, τους οποίους είχε καλέσει ο ίδιος, βέβαια!» Ο Μ ακρής έμεινε άναυδος.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
95
«Η παραμόρφωσις του αδελφού του, καθώς και το γεγονός ότι οι άλλοι τρεις είχαν καιρό να τον δουν, βοήθησαν να πετύχη η πλαστοπροσωπία του δράστη. Στο είπα, άλλωστε, είναι μεγάλος ηθοποιός! Αλλά το ύψος του δεν μπορούσε να το αλλάξη! Ήταν πολύ πιο κοντός από τον αδελφό του. Εξ ου το αναπηρικό καροτσάκι... Ύστερα άναψε το καλοριφέρ, παρόλο που ήταν αναμμένο και το τζάκι, γιατί φοβήθηκε μήπως οι καλεσμένοι του διαμαρτυρηθούν ότι με κλειστή την πόρτα του δωματίου δεν θα έφθανε ώς εκεί η ζέστη από το τζάκι, έκρυψε το πτώμα πίσω από τον καναπέ...» «Μ ε κορόιδευες, δηλαδή, χθες!» αναφώνησε ο δημοσιογράφος· ωστόσο, δεν έδειχνε θυμωμένος. «Μ ου τα είπες ανάποδα!» «Δεν είπα κανένα ψέμα», απολογήθηκε ο αστυνόμος, γελώντας σαν μικρό παιδί που έχει κάνει σκανταλιά. «Πίσω από τον καναπέ ήταν η καλύτερη κρυψώνα, και το φονικό όπλο το ’χε επάνω του ο μακαρίτης!» «...» «Πριν πιάση τα τραπουλόχαρτα και αφήση αποτυπώματα», συνέχισε ο Μ πέκας με ξαφνική σοβαρότητα, «απείλησε τους άλλους τρεις, για να φανή πως είχαν λόγο να σκοτώσουν τον αδελφό του. Ο κηπουρός, εν τω μεταξύ, που είχε έλθει πριν από τους επισκέπτες, περίμενε κρυμμένος, έτοιμος να κλείση τον “γενικό”. Μ όλις έσβυσαν τα φώτα, ο Καλομοίρης έβαλε το πτώμα πλάϊ στο καροτσάκι και κρύφτηκε πίσω από τον καναπέ. Ύστερα ο κηπουρός ξανάναψε τα φώτα, βγήκε έξω και χτύπησε το κουδούνι. Πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε από πάνω το ξυπνητήρι. Μ ’ αυτό το κόλπο ο Καλομοίρης κατάφερε να φύγη χωρίς να γίνη αντιληπτός. Το άλλο μαχαίρι το πήρε μαζί του. Επέστρεψε στο
96
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Κολωνάκι, ξεβάφτηκε, άλλαξε ρούχα, απάντησε στο τηλεφώνημα που του έκανε ο κηπουρός από την βίλλα, τάχα για να τον ειδοποιήση, ανέβηκε στο “ρετιρέ”, όπου η Βρεττού είχε πέσει σε λήθαργο, διώρθωσε την ώρα στα ρολόγια, και ξαναπήγε στο Ψυχικό να ολοκληρώση την παράστασί του». «Ασύλληπτο σχέδιο!» «Μ ε ατέλειες όμως. Το αναμμένο καλοριφέρ και το καροτσάκι μ’ έβαλαν αμέσως σε σκέψεις. Αλλά το μεγαλύτερο λάθος του δολοφόνου ήταν η απειλή που εκτόξευσε εναντίον των τριών καλεσμένων. Η πρόθεσις του μακαρίτη να τους σκοτώση θα ήταν δικαιολογημένη, μόνον εάν τους υποψιαζόταν βασίμως για την πυρκαϊά στο εργοστάσιο. Έλα όμως που την φωτιά την είχε βάλει ο ίδιος – για να εισπράξη την ασφάλεια προφανώς! Το σχετικό πόρισμα θα ανακοινωθή σύντομα. Ο Καλομοίρης έμεινε κάγκελο όταν έμαθε την αλήθεια!» Ο Μ ακρής κύτταξε τον φίλο του φανερά εντυπωσιασμένος. «Πάλι τα κατάφερες! Και μάλιστα μέσα σε πέντε μέρες!» «Δυστυχώς για ωρισμένους συναδέλφους σου, που έχουν κάνει την υπόθεσι μυθιστόρημα σε συνέχειες!» «Γιατί τους κατηγορείς; Αφού μοιάζει καταπληκτικά με μυθιστόρημα μυστηρίου! Όπως και άλλες, παλαιότερες υποθέσεις σου...» «Κι εγώ; Μ οιάζω με ήρωα αστυνομικού μυθιστορήματος;» «Όχι. Δεν υπάρχει συγγραφέας με τόσο ζωηρή φαντασία!» «Εκτός αν τυχαίνει να ’ναι και δημοσιογράφος...!» είπε ο Μ πέκας, χαμογελώντας με νόημα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
97
[2] Παραλλαγή στο διήγημα του Γιάννη Μαρή Ο τέταρτος ύποπτος (1958). [↑] [3] Χαρτοπαικτικές λέσχες ή πολυτελή κέντρα αναψυχής. [↑]
ΑΝΝΑ ΔΑΡΔΑ-ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ
American Bar
Η ΑΠΟΠΝΙΚΤΙΚΗ υγρασία θάμπωνε το φως που έριχναν τα φανάρια στην παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης. Η θάλασσα μαύρη και λαμπερή ασήμιζε εδώ κι εκεί. Ο υπόκωφος, ρυθμικός ήχος του αέναου κυματισμού έπνιγε τα βήματα του Φαίδωνα Ευθυμίου καθώς επέστρεφε από το «Ντορέ» στα γραφεία της εφημερίδας στην Τσιμισκή. Eίχε αποφασίσει να κάνει μια βόλτα πρώτα να ξεζαλιστεί και να οργανώσει στο νου του το κομμάτι που θα έγραφε. Χαμογέλασε περνώντας από το ξενοδοχείο «Μ εντιτερανέ». Ήταν τρεις το πρωί κι ακόμη έμπαιναν κι έβγαιναν καλεσμένοι στην ολονύκτια δεξίωση του Τζαίημς Πάρις με σαμπάνιες και κουβανέζικα πούρα. Ωστόσο, λίγο πιο πέρα, δεν υπήρχε ψυχή, παρατήρησε ο Ευθυμίου πλησιάζοντας στο λιμάνι. Είχε κουραστεί, αλλά δεν τον ένοιαζε. Η πρώτη δημοσιογραφική του αποστολή είχε στεφθεί με επιτυχία. Ας ήταν διακόσιες λέξεις το κομμάτι, θα σκάλωνε το μάτι του αρχισυντάκτη στις ανάλαφρες, γαργαλιστικές ειδήσεις, στο γλαφυρό ύφος. Θ’ αναγνώριζε αμέσως τον ζήλο και το απαράμιλο ταλέντο του. Δεν θα έλεγε τίποτα, αλλά θα του ανέθετε όλο και σοβαρότερες αποστολές... Αισθανόταν πολύ τυχερός που έγινε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
99
μπροστά του ο καβγάς. Εξαιρετικό θέμα. Φαντάστηκε τον τίτλο με πηχυαία γράμματα. Τέχνη και μπουγέλα, ή ίσως... Δεν άκουσε τον πυροβολισμό, ούτε αντιλήφθηκε τον ανθρωπάκο, ένα βήμα πίσω του, που πετώντας το κοντάρι με τα λαχεία τρέκλισε προς το μέρος του. Μ όνο όταν σωριάστηκε στα πόδια του, πετάχτηκε ξαφνιασμένος κινδυνεύοντας να πέσει στη θάλασσα. Έσκυψε από πάνω του, άγγιξε το ιδρωμένο μέτωπο, έπιασε το τρεμάμενο χέρι που τον τραβούσε στο κράσπεδο. Κάτι προσπαθούσε να ψελλίσει ο δυστυχισμένος. Κόλλησε το αυτί του στο στόμα του αγνώστου. «Αυτός... Αυτός». «Ποιoς;» ρώτησε ο Ευθυμίου νιώθοντας το στομάχι του ν’ ανακατεύεται και το πεζοδρόμιο να γυρνά. «Ο πεθαμένος... ο...» πρόλαβε να πει κι έγειρε το κεφάλι· η ανάσα σταμάτησε. Τον άφησε μαλακά στο τσιμέντο. Δεν ήξερε καν ότι τον κρατούσε. Είχε αίμα στα χέρια του. Σάστισε. Τα σκούπισε ασυναίσθητα επάνω του. Τότε άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν. Πανικοβλήθηκε. Γύρισε το κεφάλι, αλλά δεν είδε κανέναν. Σηκώθηκε κι έκανε να τρέξει. Μ ετάνιωσε. Έσκυψε πάνω από τον άνθρωπο που έλαμπε άσπρος σαν φεγγάρι. Μ όλις που πρόλαβε να τραβηχτεί κι έκανε εμετό. Συνήλθε κι έβαλε τις φωνές κοιτάζοντας γύρω απελπισμένος. «Βοήθεια! Βοήθεια! Έναν γιατρό. Ειδοποιήστε κάποιος έναν χωροφύλακα!» Η πόρτα του «Αmerican Bar» άνοιξε. Ακούστηκε ένα μπλουζ. Μ αζί με τον μπάρμαν πετάχτηκε έξω ένα σκυλί, που πέρασε τον δρόμο τρεχάτο κι άρχισε να μυρίζει μια τον Φαίδωνα Ευθυμίου και
100
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μια τον νεκρό λαχειοπώλη, αφήνοντας ένα παραπονεμένο γρύλισμα. Ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας βγήκε από το μπαρ και, κουτσαίνοντας ελαφρά, ήρθε προς το μέρος του, χωρίς να βιάζεται. Πρόσταξε το λυκόσκυλο να καθίσει κι εκείνο υπάκουσε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Έκανε νόημα στον μπάρμαν να πάρει τηλέφωνο κι έπιασε τον Ευθυμίου από το μπράτσο. Δεν κατάλαβε αν ήθελε να τον στηρίξει, ή να τον ακινητοποιήσει. Του φάνηκε ότι πέρασαν ώρες προσπαθώντας να στηριχτεί σε γόνατα που έτρεμαν. Όταν ήρθαν τελικά δυο χωροφύλακες, τον βρήκαν γονατισμένο δίπλα στο θύμα. Γύρω του είχαν μαζευτεί τρεις, τέσσερις άνθρωποι. Ξεμπέρδεψε με την κατάθεση και τις διατυπώσεις κοντά στις δώδεκα το μεσημέρι την επομένη, και πήρε τον δρόμο για το σπίτι, ένα δυαράκι σε μια νεόδμητη πολυκατοικία στην Καμάρα. Άρχισε να ξεντύνεται από το χωλ ακόμη. Έκανε ντους, ξυρίστηκε, πήγε στην ντουλάπα, την άνοιξε κι από τα δύο κουστούμια που κρέμονταν φόρεσε το γκρι. Ένα φαρδύ, στραπατσαρισμένο τεριλέν, που είχε δει καλύτερες μέρες. Έβαλε τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, έσπρωξε με το χέρι τα πυκνά μαύρα μαλλιά, που έπεφταν υγρά ακόμη στο μέτωπο, μάζεψε τα βρομισμένα ρούχα σε μια μικρή ταξιδιωτική τσάντα και κάθισε σ’ ένα παλιό γραφείο που έπιανε όλο το σαλόνι. Ξεχώρισε μια άσπρη κόλλα από μια στοίβα χαρτιά, την πέρασε στη γραφομηχανή κι άρχισε να γράφει. «Μ ετά τη χθεσινή προβολή στο “Μ ακεδονικών Σπουδών” ακολούθησε δεξίωση...» Σταμάτησε. Θυμήθηκε τα λόγια του Γιώργου Μ ακρή: «Αρχίζεις με το γεγονός, μικρέ, τα άλλα είναι σάλτσα».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
101
Πέρασε μια νέα κόλλα στη μηχανή κι άρχισε πάλι. «Άστραφτε από ομορφιά η γνωστή ηθοποιός Ζέτα Μ άνου, όταν φεύγοντας από τη δεξίωση εις την Λέσχην των Αξιωματικών, στάθηκε στο “Ντορέ”, κατάμεστο από ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου...» Την έσχισε κι έβαλε άλλη. «Η φημολογούμενη σχέση της Ζέτας Μ άνου με τον ανιψιό γνωστού παραγωγού του κινηματογράφου...» «Η έκρηξη θυμού της Ζέτας Μ άνου χθες εις το “Ντορέ” επεσκίασε...» Τράβηξε το τελευταίο χαρτί από τη γραφομηχανή, το τσαλάκωσε και το πέταξε στο καλάθι που ξεχείλισε. Είχε σκεφτεί την τέλεια αρχή καθώς περπατούσε στην παραλία χθες το βράδυ λίγο πριν... Κοίταξε την τσάντα με το ματωμένο κουστούμι κι ένιωσε το στομάχι ν’ ανεβαίνει στο στόμα. Ξεροκατάπιε και πήρε βαθιές αναπνοές. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσω, σκέφτηκε. Το φύλλο του Σαββάτου είχε κυκλοφορήσει. Τα νέα είχαν παλιώσει ήδη. Αύριο θα έπρεπε να εξηγήσει στον αρχισυντάκτη γιατί τον είχε κρεμάσει. Το πιθανότερο ήταν να τον διώξουν, ή στην καλύτερη περίπτωση να τον στείλουν πάλι στα φαρμακεία. Η δοκιμαστική αποστολή που του είχαν αναθέσει με τη μεσολάβηση του Γιώργου Μ ακρή, τώρα που οι συντάκτες δεν προλάβαιναν να καλύψουν συγχρόνως τη Διεθνή Έκθεση, την εβδομάδα κινηματογράφου και το φεστιβάλ τραγουδιού, είχε αποτύχει. Έκπληκτος διαπίστωσε πως δεν τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τον ένοιαζε πέρα από το χάρτινο πρόσωπο του ανθρωπάκου. Γιώργος Κελετζίδης, έτσι είπε κάποιος ότι λεγόταν. Το βλέμμα του γεμάτο απορία κι ύστερα γυάλινο, κενό... Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια και ξέσπασε σε λυγμούς. Όταν συνήλθε λίγη ώρα αργότερα το μόνο που σκέφτηκε ήταν να πάει στον ΟΤΕ και να κάνει ένα
102
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
υπεραστικό τηλεφώνημα στον Γιώργο Μ ακρή, στην Αθήνα, να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Δεν ήθελε να τον θεωρήσει ανεύθυνο. Βγαίνοντας από την εξώπορτα με το σακάκι στο ένα χέρι και την τσάντα με το λερωμένο κουστούμι στο άλλο, τον χτύπησε καταπρόσωπο ο ήλιος κι έκλεισε στιγμιαία τα μάτια. Η σύγκρουση ήταν βίαιη. Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε καθισμένος στο πλατύσκαλο. Αμήχανος και νευρικός ο άνθρωπος που έπεσε επάνω στον Ευθυμίου τον βοήθησε να σηκωθεί ζητώντας επανειλημμένως συγνώμη, ξεσκόνισε το σακάκι του, μάζεψε τα γυαλιά που είχαν πέσει πιο πέρα, του έδωσε την τσάντα, ζήτησε άλλη μια φορά συγνώμη κι έφυγε βιαστικά, με σκυμμένο κεφάλι. «Τα έχασε ο καημένος», σκέφτηκε ο Φαίδων Ευθυμίου και ξεκίνησε προς την Αγίας Σοφίας ν’ αφήσει το κουστούμι στο καθαριστήριο. Στον ΟΤΕ είχε ουρά και περίμενε πολλή ώρα για το υπεραστικό. Η συνομιλία με τον Γιώργο Μ ακρή τον καθησύχασε. «Ξαναπάρε σε μια, δυο ώρες. Θα επικοινωνήσω με τον αρχισυντάκτη σου κι ίσως να έχω νέα. Στο μεταξύ, γιατί δεν κάνεις μια έρευνα για τον καημένο λαχειοπώλη; Η Θεσσαλονίκη είναι απογευματινή εφημερίδα, θα τους ενδιαφέρει», του πρότεινε. Φεύγοντας από τον ΟΤΕ ένιωθε ανάλαφρος. Η θάλασσα στο τέλος της Καρόλου Ντηλ έλαμπε σαν λιωμένο χρυσάφι. Ο ήλιος έκαιγε και το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Πηγαίνοντας στο Τμήμα στην Πρίγκιπος Νικολάου αποφάσισε να σταθεί πρώτα στο καφενεδάκι απέναντι. Πήρε μια Θεσσαλονίκη από το περίπτερο, κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι κάτω από ένα δέντρο και παράγγειλε μια μπουγάτσα με κρέμα κι έναν βαρύγλυκο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
103
Οικογένειες με παιδάκια, γιαγιάδες, ζευγάρια και παρέες γυρνούσαν μπουλούκια από την Έκθεση. Ξένοι με σακίδια συνωστίζονταν στην πόρτα του Youth Hostel, παρακάτω. Ξανθά, καλλίγραμμα κορίτσια έμπαιναν κι έβγαιναν ασταμάτητα. Απέναντι ξεροστάλιαζαν ένα τσούρμο νεαροί κάνοντας συνθηματικά νοήματα. Χαμογέλασε. Το ίδιο έκανε κι αυτός όταν σπούδαζε στη Φιλοσοφική. Τρία χρόνια είχαν περάσει από τότε και δύο απ’ αυτά στο στρατό. Δεν είχε χάσει τη λαχτάρα. Ανάμεσα στα κορναρίσματα και στο θόρυβο του δρόμου ακούστηκαν στη διαπασών τα λόγια ενός ιταλικού τραγουδιού από ένα τζουκμπόξ. Ήρθε ο καφές κι η μπουγάτσα, κι έπεσε με τα μούτρα. Καταβρόχθισε και το τελευταίο τρίμμα, άναψε τσιγάρο και ρούφηξε την πρώτη γουλιά του καφέ. Η ζωή ήταν πάλι ωραία. Αναστέναξε με ευχαρίστηση κι άνοιξε την εφημερίδα στα παραλειπόμενα του κινηματογράφου. Η στήλη είχε καλυφθεί μ’ ένα εκτενέστερο ρεπορτάζ από το φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού. Γυρνώντας τις σελίδες το μάτι του έπεσε σε μια ειδησούλα. «Θεσσαλονίκη, 15 – Εις την παραλίαν της Νέας Κρήνης Θεσσαλονίκης εξεβράσθη το πτώμα του Αθηναίου επιχειρηματία Μ ιχαήλ Κάραλη, ετών πενήντα επτά. Το πτώμα έφερε προσδεδεμένον από της οσφύος διά σχοινίου, λίθον. Εξ αυτού συνάγεται ότι πρόκειται μάλλον περί αυτοκτονίας. Το πτώμα μετεφέρθη εις το ιατροδικαστικόν εργαστήριον, διά να διενεργηθή επ’ αυτού νεκροτομή». Τι νύχτα κι αυτή, σκέφτηκε. Δεν έφταναν τα κουτσομπολιά της Έκθεσης, του τραγουδιού, του σινεμά, έσκασαν μια αυτοκτονία κι η δολοφονία του Γιώργου Κελετζίδη, του λαχειοπώλη. Ευτυχώς
104
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
δεν είχαν προλάβει την είδηση στο σημερινό φύλλο. Σίγουρα θα την έβαζαν στο δευτεριάτικο και ποιος μπορούσε να την παρουσιάσει καλύτερα από τον ίδιο. Ο Μ ακρής είχε δίκιο. Πλήρωσε και πέρασε απέναντι. «Δημοσιογράφος Φαίδων Ευθυμίου. Θέλω τον αρμόδιο για τον φόνο του λαχειοπώλη», δήλωσε με περηφάνια στον χωροφύλακα που στεκόταν έξω από το τμήμα. Τον κοίταξε με περιέργεια και του είπε ν’ ανεβεί στον δεύτερο όροφο. Σ’ ένα μικρό γραφείο που έβλεπε στον δρόμο βρήκε τον ενωμοτάρχη Βρανιά, έναν καλοζωισμένο μεσήλικα μ’ ευχάριστο πρόσωπο και ζωηρό βλέμμα. Καθόταν στο γραφείο κάτω από τα κάδρα της Άννας-Μ αρίας και του Κωνσταντίνου, σφιγμένος στη στολή του προσπαθώντας να συντάξει μια έκθεση. Τον αναγνώρισε και τον χαιρέτησε εγκάρδια. «Θυμήθηκες και τίποτ’ άλλο, παλικάρι;» ρώτησε φιλικά. Κοκκινίζοντας ο Ευθυμίου εξήγησε ότι μια και ήταν αυτόπτης μάρτυς, η εφημερίδα του είχε αναθέσει το σχετικό ρεπορτάζ. Πρόθυμα του είπε ο Βρανιάς ότι ήδη είχαν συλλάβει τρεις σεσημασμένους από τα στέκια του λιμανιού και τους ανέκριναν. Δεν είχε άλλη οικογένεια ο λαχειοπώλης παρά μια χήρα αδελφή στο Γιδά που την είχαν ήδη ειδοποιήσει. «Πιστεύουμε ότι ήταν απόπειρα ληστείας», είπε και σηκώθηκε. «Αν δεν βρισκόσουν εκεί, θα είχαν προλάβει να πάρουν τα λεφτά που είχε μαζέψει. Όχι, Ευθυμίου. Δεν έχουμε κάτι άλλο για την ώρα και θα σε παρακαλούσα να μην προσπαθήσεις να μάθεις μόνος σου. Αυτή είναι δουλειά της Χωροφυλακής», τον ξεπροβόδισε. Βγαίνοντας πάλι στον ήλιο ένιωσε την κούραση να του λύνει τα γόνατα. Ήταν στο πόδι πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες. Θα κοιμόταν λίγο, αποφάσισε, και το βράδυ θα πήγαινε στο «Αmerican
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
105
Bar», μήπως και μάθει τίποτα. Παρόλο που γυρίζοντας στο σπίτι βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη, δεν έβαλε κακό στο νου του. Σίγουρα, μέσα στη θολούρα του βγαίνοντας, δεν την είχε τραβήξει καλά. Η αναστάτωση του σαλονιού τον ξάφνιασε. Δεν υπήρχε συρτάρι κλειστό, μαξιλάρι στη θέση του. Ως και η γραφομηχανή ήταν πεσμένη στο πάτωμα, αναποδογυρισμένη. Έσκυψε να την μαζέψει κι έτσι το χτύπημα με το μπρούντζινο τασάκι τον πήρε ξώφαλτσα στον κρόταφο. Όταν συνήλθε, η ώρα πλησίαζε επτά και το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ωστόσο ο βαθύς ύπνος που είχε ακολουθήσει τη στιγμιαία απώλεια των αισθήσεων είχε ανανεώσει τις δυνάμεις του. Ένιωθε ξεκούραστος, αν και ζαλισμένος. Ανακάθισε πιάνοντας το κεφάλι του. Άγγιξε το καρούμπαλο και η σουβλιά που τον διαπέρασε του έκοψε την ανάσα. Πήγε παραπατώντας στο μπάνιο. Μ ετά από το πρώτο σοκ το κρύο νερό τον βοήθησε να συνέλθει. Διπλοκλείδωσε, βγαίνοντας αυτή τη φορά. «Οι μπουκαδόροι αποθρασύνθηκαν», σκέφτηκε παίρνοντας άλλη μια φορά τον δρόμο προς τον ΟΤΕ, στην Καρόλου Ντηλ. Τα νέα ήταν χαρμόσυνα. Ο αρχισυντάκτης είχε συμφωνήσει να του αναθέσει τη δολοφονία του λαχειοπώλη. «Περίμενα να σου το πω να χαρείς. Κοίτα να μην τον κρεμάσεις πάλι», τον προειδοποίησε γελώντας ο Μ ακρής. «Ευχαριστώ, κύριε Μ ακρή. Το αστυνομικό ρεπορτάζ μου πάει καλύτερα», γέλασε το παλικάρι κι εξιστόρησε με λίγα λόγια τη νέα περιπέτεια. «Πρέπει ν’ απογοητεύτηκαν που δεν βρήκαν τίποτα», αστειεύτηκε και σταμάτησε ταραγμένος. «Νομίζω ότι ο άνθρωπος που έπεσε επάνω μου το μεσημέρι ήταν ο ίδιος που μπήκε στο
106
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
διαμέρισμα. Δεν τον είδα αλλά μύρισα την κολόνια. Φορούσε Γιάρντλεϋ», πρόσθεσε προσπαθώντας να σταθεροποιήσει τη φωνή. «Άκου, θα πας αμέσως στο ξενοδοχείο “Τουρίστ” και θα βρεις έναν φίλο μου, τον αστυνόμο Μ πέκα», σοβάρεψε απότομα ο Μ ακρής. «Είναι στη Θεσσαλονίκη για μια προσωπική του υπόθεση, αλλά είμαι βέβαιος πως θα βρει λίγη ώρα ν’ ασχοληθεί με την περίπτωση. Θα σου έλεγα να πας στο Τμήμα, αλλά η μυρωδιά μιας κοινής κολόνιας δεν είναι επαρκές στοιχείο να σε πάρουν στα σοβαρά. Θα του τηλεφωνήσω να σε περιμένει». Η αλήθεια είναι πως ο κοντόχοντρος μεσήλικας με το παχύ μουστάκι και τα μισόκλειστα μάτια, που τον περίμενε καθισμένος νωχελικά σε μια πολυθρόνα στη ρεσεψιόν, δεν του γέμισε το μάτι. Κι η ερώτησή του, μετά τις συστάσεις, τον απογοήτευσε περισσότερο. «Μ ε τα τρεξίματα σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους, να τακτοποιήσω κάτι κληρονομικά μιας θείας της γυναίκας μου, δεν έφαγα τίποτα το μεσημέρι. Ξέρεις καμιά καλή ταβέρνα εδώ κοντά να τσιμπίσουμε κάτι και να τα πούμε με την ησυχία μας;» «Στο λιμάνι, αλλά μην περιμένετε πολυτέλειες. Λαδόκολα», του έριξε μια διστακτική ματιά ο Φαίδων, «έχει όμως κάτι μπαρμπούνια, μπουκιά και συγχώριο», ξεροκατάπιε νιώθοντας και το δικό του στομάχι άδειο. «Ό,τι πρέπει», συμφώνησε ο Μ πέκας ξελασκάροντας τον κόμπο της γραβάτας καθώς έβγαιναν από το ξενοδοχείο. Κατεβαίνοντας προς την παραλία ένιωσε με ανακούφιση την αύρα να του δροσίζει το ιδρωμένο πρόσωπο. Μ ύρισε με απόλαυση την αλμύρα μιας μουντής θάλασσας βυθισμένης στο βαθύ ιώδες του ουρανού. Δυο μέρες στη Θεσσαλονίκη, αναστέναξε ο Μ πέκας,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
107
και τον ξάφνιαζε ακόμα η θέα της θάλασσας που ξεπρόβαλλε πίσω από κάθε γωνία, στο τέλος όποιου κάθετου δρόμου. Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι στην προκυμαία και παράγγειλαν. Ο φλοίσβος του κύματος έφτανε ρυθμικός στ’ αυτιά τους και για μια στιγμή καθώς κουτσόπιναν από μια μπίρα και τσιμπούσαν καμιά ελιά και λίγη ντομάτα, του φάνηκαν σαν ψέματα του Φαίδωνα όλα όσα διηγιόταν. «Ιδέα μου ήταν, κύριε Μ πέκα. Τι σχέση μπορεί να έχει η δολοφονία του λαχειοπώλη μ’ έναν μπουκαδόρο που πανικοβλήθηκε όταν με είδε ξαφνικά μπροστά του και με κάποιον άγνωστο που συγκρούστηκα στο δρόμο; Γιάρντλεϋ χρησιμοποιεί ο μισός ανδρικός πληθυσμός. Έχω κι εγώ ένα μπουκάλι στο μπάνιο. Μ ου το έκαναν δώρο. Μ πορεί να του έπεσε καθώς έψαχνε και να περιλούστηκε», ανασήκωσε τους ώμους του. Τον μέτρησε ο Μ πέκας. Συμπαθητικός, κρεμανταλάς, γύρω στα είκοσι επτά. Έξυπνος, σοβαρός, αλλά κι ονειροπόλος, υπέθεσε. «Ήταν σπασμένο το μπουκάλι της κολόνιας στο μπάνιο;» ρώτησε χαζεύοντας τ’ ασημένια παιχνιδίσματα του νερού. «Όχι», παραδέχτηκε ο Ευθυμίου. «Δεν ξέρω πολλούς μπουκαδόρους που φορούν κολόνια», παρατήρησε ο Μ πέκας, χαμογελώντας κάτω από το μουστάκι του. «Περίεργο κι αυτό που σου είπε ο λαχειοπώλης πριν πεθάνει», συμπλήρωσε παρατηρώντας τον με μισόκλειστα, νυσταγμένα μάτια. «Έχεις καμιά ιδέα σε ποιον αναφερόταν;» «Όχι», απάντησε πάλι ο Ευθυμίου, διστακτικά αυτή τη φορά. «Δεν είναι ώρα για δισταγμούς», τον επέπληξε. «Μ ου πέρασε κάτι από το νου, αλλά είναι παράλογο», μουρμούρισε αμήχανα το παλικάρι. «Βρέθηκε πνιγμένος στη Νέα
108
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Κρήνη ένας αθηναίος επιχειρηματίας. Είχε δεμένη μια πέτρα στη μέση του και εικάζεται πως αυτοκτόνησε. Σκέφτηκα λοιπόν πως αυτός ήταν ο πιο πρόσφατος πεθαμένος», κοκκίνισε. Ο ταβερνιάρης άδειασε στη λαδόκολα μια πιατέλα λαχταριστά, τηγανητά μπαρμπούνια και κόπηκε η κουβέντα για λίγη ώρα καθώς έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. «Είναι μακριά η Νέα Κρήνη από κει που σκοτώθηκε ο λαχειοπώλης;» ρώτησε λίγο αργότερα ο Μ πέκας κι έβγαλε μια πίπα από την τσέπη του σακακιού που κρεμόταν στην άδεια καρέκλα ανάμεσά τους. Στα χέρια έπαιζε έναν φτηνό αναπτήρα. «Μ ισή ώρα με το λεωφορείο. Σας λέω είναι παράλογο». «Διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις», παρατήρησε αδιάφορα προσπαθώντας να προσαρμόσει μισό τσιγάρο στην πίπα. «Ξέρουμε τι ώρα αυτοκτόνησε ο επιχειρηματίας;» «Όχι», απάντησε για τρίτη φορά ο νεαρός κοιτάζοντάς τον με περιέργεια. Είχε αρχίσει ν’ αλλάζει η πρώτη εντύπωση που είχε σχηματίσει. «Πώς λεγόταν; Μ ήπως θυμάσαι;» «Κάραλης. Δεν θυμάμαι το μικρό». «Μ ιχάλης Κάραλης;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Μ πέκας. «Ναι, αυτό είναι. Κάραλης Μ ιχαήλ. Τον ξέρετε;» «Εισαγωγές-εξαγωγές, πολλά λεφτά, συχνά ταξίδια στο εξωτερικό. Τίποτα επιλήψιμο. Είχαν συλλάβει τον ανιψιό του προ καιρού στην Ιταλία για μιαν υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Νομίσματα. Ωστόσο, αυτά που βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν πλαστά. Ισχυρίστηκε ότι του τα έδωσε ένας φίλος του, έμπορος στο Μ οναστηράκι, που τα πουλούσε στους τουρίστες με την οκά, να τα παραδώσει στη Ρώμη, σ’ ένα μαγαζί με σουβενίρ. Τα είχε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
109
μεταφέρει επ’ ευκαιρία του ταξιδιού του θείου του, τον οποίον συνόδευε ως γραμματεύς. Οι ισχυρισμοί του επιβεβαιώθηκαν κι αφέθηκε ελεύθερος. Δεν πεισθήκαμε αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία. Ώστε αυτοκτόνησε ο Κάραλης», μουρμούρισε αφηρημένος χαζεύοντας τις παρέες που γέμιζαν σιγά σιγά τα τραπέζια. Αναθαρρεύοντας ο Ευθυμίου τόλμησε να φανερώσει και την άλλη σκέψη που είχε κάνει. «Έλεγα να περάσω από το “American Bar” σήμερα το βράδυ, κύριε Μ πέκα. Μ πορεί κάτι να είδε ο μπάρμαν. Μ ου έκανε εντύπωση κι η στάση του ιδιοκτήτη. Του Βακιρτζή. Υπέθετα πως θ’ απέφευγε τα πάρε δώσε με τη χωροφυλακή». «Εγώ θα έλεγα να κάνουμε μια γύρα σ’ όλη την περιοχή», του έκλεισε το μάτι ο Μ πέκας κάνοντας νόημα για το λογαριασμό. Άρχισαν από το «Small American Bar», με τους καθρέφτες στους τοίχους και την ημικύκλια μπάρα, στάθηκαν στο λούνα παρκ παρακάτω, καθυστέρησαν ένα γκαρσόνι στο «Όλυμπος-Νάουσα», ρώτησαν έναν ευγενέστατο υπάλληλο που έκανε υπερωρίες στα γραφεία της «Ολυμπιακής», έπιασαν κουβέντα με τον πορτιέρη του «Καφέ Σαντάν» χαζεύοντας τις φωτογραφίες των στριπτιζέζ με τις πινέζες στις θηλές, και με τον περιπτερά απέναντι από το «Μ οκάμπο» παρακάτω. Τελικά κατέληξαν στο καφενείο «Σπάρτη» του Σερέφογλου. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα, η ατμόσφαιρα θολή και βαριά από τους καπνούς, οι παίκτες ήταν προσηλωμένοι, κάθιδροι οι περισσότεροι, στο κουμάρι, στην κοντσίνα, στην πόκα, στο τάβλι. «Είτε λούστροι, είτε ανώτεροι υπάλληλοι του Βελλίδη, εδώ τ’ ακουμπούν», ψιθύρισε στο αυτί του Μ πέκα ο Ευθυμίου ρουφώντας δυο γουλιές ταμ-ταμ.
110
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας ψιλόλιγνος καλοντυμένος κύριος. «Α, ο Τρούμαν», ψιθύρισε ο Ευθυμίου, «προμηθεύει με τσιγάρα τους ξενύχτηδες στα κέντρα». Του έκανε νόημα ο Μ πέκας να πλησιάσει. «Μ ήπως είδες χτες στην Κρήνη κάποιον Γιώργο Κελετζίδη, λαχειοπώλη, αν πέρασες από κει;» ρώτησε ξερά. «Τζότζο, έτσι τον λέγαμε. Καλό παιδί και μπεσαλής. Λυπήθηκα που τον έφαγαν. Ρώτα στου Λύμπου. Εκεί ξεχαρμάνιαζε. Σ’ το λέω από σεβασμό στη μνήμη του», απάντησε εξ ίσου ξερά ο Τρούμαν και πηγαίνοντας στη διπλανή παρέα έδειξε ένα στραβό καρφί, που είχε φυλαγμένο στην τσέπη, να ειδοποιεί αν υπήρχε χωροφύλακας, ή χαφιές, κοντά. Στο μπαρ του Λύμπου, στην πλατεία με τα Λουλουδάδικα, είχαν κρεμάσει πλερέζες. Ήταν αγαπητός ο Κελετζίδης. Ο Σούλης, ο λαχειοπώλης της περιοχής, θυμήθηκε πως πράγματι θα περνούσε από τα κέντρα της Κρήνης χτες. Του το είχε πει. «Την κοσμική “Ρέμβη”, το νεανικό “Ρεμβάκι”, και τον ερημικό κι απομονωμένο “Χαμόδρακα”, κάτω στη θάλασσα», απαρίθμησε ο Φαίδων Ευθυμίου καθώς έβγαιναν από το μπαρ του Λύμπου. «Κάτι ψαρέψαμε. Άντε, πάμε τώρα και στο “American Bar”», είπε ευχαριστημένος ο Μ πέκας, παίρνοντας τον δρόμο προς το λιμάνι. «Μ ου φαίνεται πως έστειλε μήνυμα ο Ελ Αλαμέιν», είπε σκεφτικός ο Ευθυμίου. Τον κοίταξε ερωτηματικά ο Μ πέκας. «Ελ Αλαμέιν είναι το παρατσούκλι του Βακιρτζή που έχει το “American Bar”», διευκρίνισε. «Και δεν είναι το μόνο. Ελέγχει
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
111
όλη την περιοχή και κατά κάποιον τρόπο και την παρανομία, βάζοντας ένα σύνορο ανάμεσα στον υπόκοσμο και στους κανονικούς ανθρώπους. Μ ην ξεχνάτε, κύριε Μ πέκα, ότι είναι λιμάνι η Θεσσαλονίκη. Κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι, ό,τι παράνομο από δω περνά. Κι εδώ περιορίζεται. Δεν διαχέεται στην πόλη, αν με καταλαβαίνετε. Δεν είναι καρφί ο Βακιρτζής. Δεν δίνει ανθρώπους, ούτε τους κρύβει. Έχει μια δικιά του δικαιοσύνη, ας πούμε. Αν μας μίλησαν, είναι γιατί άφησε να μας μιλήσουν». Έβαλε τα γέλια ο Μ πέκας. «Είσαι ρομαντικός, Ευθυμίου». «Ξέρω την πόλη μου», μουρμούρισε κατακόκκινος ο νεαρός ανοίγοντας την πόρτα του «American Bar». Το μαγαζί ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Στο τζουκμπόξ έπαιζε ένα μπλουζ. Ένας ναύτης χόρευε κολλημένος σε μια βαριεστημένη γυναίκα, σ’ ένα τραπέζι παραπέρα καθόταν μια παρέα ξένων. Άλλη μια γυναίκα σκαρφαλωμένη σ’ ένα σκαμνί στο μπαρ έπινε μόνη ένα ουίσκι. Ο μπάρμαν σκούπιζε ένα ποτήρι. Τέλειωσε τη δουλειά του κι ήρθε προς το μέρος τους. «Δυο μπίρες», παράγγειλε ο Μ πέκας κοιτάζοντας τον Ευθυμίου να κάθεται στο σκαμνί μ’ ευκολία. Προτίμησε να σταθεί όρθιος δίπλα του και ν’ ακουμπήσει στην μπάρα. Ο μπάρμαν άφησε δυο μπίρες και δυο ποτήρια μπροστά τους, αλλά δεν έφυγε. «Εγώ βρήκα χτες τον Κελετζίδη», είπε ο Ευθυμίου. «Είμαι δημοσιογράφος και προσπαθώ να μαζέψω στοιχεία για τον φόνο. Αν θυμάστε κάτι...» Έκανε ένα αδιόρατο νόημα ο μπάρμαν κι από το σκοτάδι στο βάθος εμφανίστηκε ένας αδύνατος, χλωμός άνδρας. Τους πλησίασε.
112
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Γιάννη, πες τι έγινε χτες», είπε ο μπάρμαν χωρίς να τους ρίξει ούτε μια ματιά. «Δεν γουστάρει τους μαφιόζους ο κύριος Βακιρτζής», συμπλήρωσε κοιτάζοντας στο κενό. «Φέρνω ξένους στα μπαρ και παίρνω μίζα», συστήθηκε ο Γιάννης. «Χτες βρήκα δύο Ιταλούς κι έναν Έλληνα, στο ξενοδοχείο “Ελλάς”, του Τζάκυ, εδώ πίσω. Καθώς πλησίαζα άκουσα τον Έλληνα να λέει στα ιταλικά πως δεν είχε το εμπόρευμα, αλλά άμα κρατούσαν τη συμφωνία θα τους το έδινε το ίδιο βράδυ. Όταν τους κόλλησα, ο Έλληνας θύμωσε. Αντίθετα οι Ιταλοί ήθελαν να έρθουν. «Θ’ αργήσει ακόμη ο καριόλης», είπαν. «Ο Έλληνας έφυγε, αλλά αυτούς τους έφερα εδώ. Η ώρα κόντευε έντεκα. Ο κύριος Βακιρτζής με το σκύλο του μπήκαν από πίσω μας σχεδόν. Γρύλισε το σκυλί, έγινε ένα μικροεπεισόδιο με τους Ιταλούς κι ο κύριος Βακιρτζής τους κέρασε τα ποτά και τους είπε να τού δίνουν», τελείωσε τη διήγηση. Κοίταξε τον Ευθυμίου: «Τζάμπα η πληροφορία, παλικάρι;» Ο Ευθυμίου τον κοίταξε σαστισμένος. «Τα ρέστα δικά σου», είπε ο Μ πέκας στον κράχτη, αφήνοντας δυο κατοστάρικα στο μπαρ. Βγήκαν στο δρόμο. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», διαμαρτυρήθηκε ο Ευθυμίου, στρίβοντας στην Καλαποθάκη που βρισκόταν το «Ελλάς». «Εγώ καταλαβαίνω», είπε βλοσυρός ο Μ πέκας καθώς έμπαιναν στο ξενοδοχείο. Ο Τζάκυ βρισκόταν στη ρεσεψιόν όπως πάντα. Αυτή τη φορά πλησίασε ο Μ πέκας βγάζοντας την ταυτότητα. «Αστυνόμος Μ πέκας», δήλωσε. «Θέλω τους Ιταλούς που μένουν εδώ και τον έλληνα συνοδό τους», πρόσθεσε ξερά. Χλώμιασε ο ανθρωπάκος. «Εγώ, κύριε αστυνόμε, δεν ξέρω τίποτα. Ήρθαν προχθές μ’ ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο, μαύρο, και
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
113
ζήτησαν δωμάτιο. Είπαν πως εργάζονται στην Τσινετσιτά. Ορίστε, δείτε και μόνος σας. Έδωσα ήδη τα ονόματα στον χωροφύλακα που πέρασε για τον έλεγχο», είπε σπρώχνοντας προς τον Μ πέκα το βιβλίο των αφίξεων. «Θυμάσαι τα πηγαινέλα τους;» «Χθες το πρωί συναντήθηκαν μ’ έναν Έλληνα. Να, λίγο μεγαλύτερο από τον κύριο», έδειξε τον Ευθυμίου. «Όμως κομψός. Αθλητικός... Περπατημένος», πρόσθεσε μετά από κάποιον δισταγμό. Μ ίλησαν μισή ώρα περίπου κι έφυγε. Οι Ιταλοί ανέβηκαν στο δωμάτιο και βγήκαν μια φορά μόνο, για φαγητό. Το ξέρω, γιατί ρώτησαν αν έχει πίτσα εδώ κοντά. Τους έστειλα στο “Τσάο-τσάο”». «Είναι του Βακιρτζή, νομίζω», μουρμούρισε ο Φαίδων. «Το βράδυ κατά τις έντεκα ήρθε πάλι ο Έλληνας. Δεν άκουσα τι έλεγαν, γιατί βγήκαν έξω. Οι Ιταλοί γύρισαν δώδεκα παρά και στάθηκαν έξω από την πόρτα. Σε λίγο τους πλησίασε ένας κύριος. Μ εσόκοπος, πλούσιος. Άνθρωπος του κόσμου. Πώς να το πω; Ήταν λιγάκι πιωμένος. Δεν μπόρεσα να τον δω καλά, αλλά κόβει το μάτι μου. Λογόφεραν. Τελικά μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο κι έφυγαν. Οι Ιταλοί γύρισαν κατά τις τρεις το πρωί. Πλήρωσαν το δωμάτιο και για σήμερα κι έφυγαν πάλι. Είπαν πως θα ξαναγύριζαν, αλλά δεν φάνηκαν ως τώρα», κοίταξε τον Μ πέκα με δέος. «Εντάξει και τσιμουδιά», μουρμούρισε ο Μ πέκας και βγήκε συνοφρυωμένος στο πεζοδρόμιο. Έσκυψε να δέσει το κορδόνι του κι όταν σηκώθηκε, άνοιξε βήμα τραβώντας τον Ευθυμίου απ’ το μανίκι. «Έχουμε παρέα», ψιθύρισε. «Αν τα πράγματα είναι έτσι όπως νομίζω, κινδυνεύεις. Και δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο. Μ ου
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
115
έτρεχε σχεδόν, έχοντας χάσει όλη τη νωχέλεια που τον χαρακτήριζε ως τότε. «... Ενώ λοιπόν μια νεαρή ηθοποιός του θεάτρου που καθόταν δίπλα μου έλεγε πως το πραγματικό ταλέντο της Ζέτας Μ άνου ήταν να επιλέγει εραστές, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας η Μ άνου κι έξαλλη πέταξε στη νεαρή ηθοποιό ένα ποτήρι νερό. Α! Το βραχιόλι», φώναξε ξαφνικά και σταμάτησε βάζοντας το χέρι στην τσέπη του σακακιού του. «Το ξέχασα να πάρει η ευχή. Πρέπει να είναι στην τσέπη του σακακιού που έδωσα στο καθαριστήριο», μουρμούρισε. «Ποιο βραχιόλι;» τον κοίταξε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Μ πέκας. «Κόντεψαν να μαλλιοτραβηχτούν, αλλά ευτυχώς παρενέβη ο συνοδός της Μ άνου», είπε και σταμάτησε κεραυνοβολημένος. «Ποιο βραχιόλι;» ξαναρώτησε ανυπόμονα ο Μ πέκας «Φαίνεται πως στον καβγά ξεκουμπώθηκε ένα φανταχτερό βραχιόλι που φορούσε η Ζέτα Μ άνου, κι έπεσε στα πόδια μου. Το είδα όταν είχε φύγει πια και το έβαλα στην τσέπη μου να της το δώσω. Αλλά δεν πρόλαβα και με τα επεισόδια το ξέχασα», δικαιολογήθηκε αμήχανα. «Πώς ήταν αυτό το βραχιόλι;» «Χρυσό φαινόταν. Κρέμονταν μπρελόκ γύρω γύρω. Δεν ξέρω αν είναι αληθινό βέβαια, αλλά...» «Τι μπρελόκ; Θυμάσαι;» τον διέκοψε απότομα ο Μ πέκας. «Τα συνηθισμένα. Τετράφυλλα τριφύλλια, σκαθάρια, δυο, τρεις λίρες... Δεν το είδα καλά». «Επιτέλους, ένας κρίκος στην αλυσίδα. Ο σπουδαιότερος», είπε θριαμβευτικά ο Μ πέκας δείχνοντας την ταυτότητά του στον
116
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
φρουρό έξω από το τμήμα, στην Πρίγκιπος Νικολάου. «Είναι επάνω ο ταγματάρχης Ευστρατιάδης;» ρώτησε. «Διέταξε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Είναι πνιγμένος...» Σταμάτησε, γιατί ο Μ πέκας ήδη ανέβαινε τις σκάλες. Στον τρίτο όροφο στάθηκε να πάρει ανάσα. «Τι άλλο σκέφτηκες πριν, Ευθυμίου, και σε διέκοψα;» γύρισε και κοίταξε τον Φαίδωνα που ανέβαινε πίσω του. «Ο συνοδός της Ζέτας Μ άνου, κύριε Μ πέκα. Μ πορεί να ήταν αυτός που έπεσε επάνω μου, το σουλούπι του... Μ ύριζε Γιάρντλεϋ», μουρμούρισε σαστισμένος ο νεαρός. «Ποιος ήταν ο συνοδός της; Πώς λέγεται;» «Βογιατζής. Πέτρος Βογιατζής. Είναι ο νέος εραστής που σας έλεγα», διευκρίνισε ο Ευθυμίου, καθώς έμπαιναν στο γραφείο του ταγματάρχη Ευστρατιάδη. Την Κυριακή το μεσημεράκι ο Μ πέκας κι ο Φαίδων Ευθυμίου, ξαγρυπνισμένοι και ταλαιπωρημένοι, στέκονταν ανάμεσα στον κόσμο που συγκεντρωνόταν σιγά σιγά στην πλατφόρμα του Σιδηροδρομικού Σταθμού, περιμένοντας το Εξπρές για την Αθήνα. Ο καιρός είχε αλλάξει. Φυσούσε ένας τρελός Βαρδάρης στροβιλίζοντας κομμάτια από εφημερίδες, παλιόχαρτα και φύλλα από τα δέντρα. Μ αύρα, πυκνά σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. «Θα βρέξει», παρατήρησε ο Μ πέκας. «Ευτυχώς ο Ευστρατιάδης έδρασε αστραπιαία και τους πιάσαμε. Έστειλε και σήμα στην Ιταλία». «Ξεπαστρεύτηκε το δίκτυο των αρχαιοκαπήλων», αναστέναξε διώχνοντας ένα φύλλο που είχε κολλήσει στο μάγουλό του. Καλά
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
117
που πρόλαβε να ξυριστεί, όσο ετοίμαζαν τον λογαριασμό στο ξενοδοχείο, σκέφτηκε. «Πού να φανταστώ ότι είχα ένα θησαυρό στην τσέπη μου, κύριε Μ πέκα; Σκεφτείτε όμως, αν δεν είχα δώσει το κουστούμι στο καθαριστήριο, τα νομίσματα θα είχαν κάνει φτερά. Πολύ έξυπνος τρόπος να τα βγάλουν από την Ελλάδα. Ποιος θα πρόσεχε τα μπρελόκ ενός βραχιολιού που δεν ήταν καν αληθινό;» «Μ ια παραλλαγή στο αρχικό κόλπο του Μ ιχάλη Κάραλη να βγάζει αρχαία από την Ελλάδα, τοποθετώντας τα ανάμεσα σε παρόμοια τουριστικά φτηνοπράγματα. Όσο για τη συνεργασία τάχα με την Τσινετσιτά για τη συμπαραγωγή ταινιών, δικαιολογούσε έτσι τα συχνά ταξίδια στην Ιταλία», είπε ο Μ πέκας. «Αλλά βλέπεις ο ανιψιός ήταν άπληστος και βιαστικός. Δεν περίμενε να πεθάνει ο θείος του να κληρονομήσει και το πόστο στη συμμορία, και τη γυναίκα. Άσε που μπορεί αυτή να τον παρακίνησε. Πράγματι, έδρασε έξυπνα ο Βογιατζής. Μ εταβάλλοντας λίγο το αρχικό κόλπο εξασφάλισε άμεσα ένα σημαντικότατο ποσό κι εξέθεσε ταυτόχρονα τον θείο του στη μαφία των Ιταλών. Μ ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και θα πετύχαινε το στόχο του, αρχικά τουλάχιστον, αν δεν έβρισκες το βραχιόλι», τον κοίταξε ο Μ πέκας χαμογελώντας. Η πλατφόρμα είχε γεμίσει κόσμο και τα μεγάφωνα ανήγγειλαν την άφιξη του τρένου. «Δεν κατάλαβα ωστόσο την ανάμειξη του λαχειοπώλη. Πώς έμαθε για τα νομίσματα; Πού ήξερε ότι ο Κάραλης ήταν ο πεθαμένος;» μουρμούρισε ο Ευθυμίου. «Δεν ήξερε τίποτα. Ο καημένος ο Κελετζίδης είδε απλώς τον φόνο του Κάραλη, καθώς έφευγε από την ταβέρνα του Χαμόδρακα. Το σημείο είναι απόκρημνο, το κέντρο απομονωμένο
118
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
κι ερημικό, εσύ το είπες. Πού μπορείς να πνίξεις έναν σουρωμένο και να ξεφορτωθείς καλύτερα ένα πτώμα; Δεν τον αντιλήφθηκαν καν», τον κοίταξε πλάγια ο Μ πέκας. «Τότε γιατί τον σκότωσαν;» ξαφνιάστηκε ο νεαρός. «Εσένα είχαν στο μάτι, Ευθυμίου. Για την ακρίβεια το βραχιόλι που κουβαλούσες. Αυτός απλώς βρέθηκε στη μέση. Ίσως να πήγαινε στο “American Bar”, να πει στον Ελ Αλαμέιν, όπως τον λες, αυτό που είχε δει. Τρόμαξε μάλλον ο άνθρωπος κι ήθελε να ξεφορτωθεί την πληροφορία χωρίς να μπλέξει. Δεν ξέρω. Υποθέσεις κάνουμε. Τελικά το είπε σ’ εσένα», απάντησε ο Μ πέκας παίρνοντας θέση στην ουρά μπροστά στην πόρτα ενός βαγονιού της δεύτερης θέσης. Χλώμιασε ο Φαίδων Ευθυμίου κι ένιωσε άλλη μια φορά τα γόνατά του να τρέμουν. «Θέλετε να πείτε πως ήθελαν να σκοτώσουν εμένα;» ψιθύρισε. «Δεν είχαν λόγο», τον παρηγόρησε ο Μ πέκας βλέποντας την ταραχή του. «Το βραχιόλι ήθελαν. Αρκούσε να σε στριμώξουν και να σου το κλέψουν». «Έχω ένα σωρό απορίες, κύριε Μ πέκα», φώναξε ο νεαρός καθώς ο Μ πέκας ανέβαινε στο τρένο. «Γιατί είχε άλλο όνομα ο ανιψιός από τον θείο; H Ζέτα Μ άνου ήταν εν τέλει συνεργός;» «Μ ην τα θέλεις όλα έτοιμα. Σκέψου και λίγο. Δεν τα πας άσχημα», χαμογέλασε ο Μ πέκας βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο. «Ένα έχω να σου πω, παιδί μου, ξαναγύρισε καλύτερα στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ», τον αποχαιρέτησε γελώντας, ενώ το τρένο σφύριξε και τραντάχτηκε. Οι πρώτες σταγόνες της βροχής είχαν αρχίσει να πέφτουν.
ΔΗΜΗΤ ΡΗΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ
Ομίχλη στη Βενετία
[ 1 ] Μ άρτιος 1954
ΟΤΑΝ οι στέγες των παλάτσι της Βενετίας ξεπρόβαλλαν μες στην πρωινή ομίχλη, ο αστυνόμος Μ πέκας νόμισε πως ονειρεύεται. Έτριψε λίγο τα πονεμένα απ’ την αϋπνία μάτια του και κοίταξε καλύτερα. Το θέαμα τον είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε πως εντυπωσιαζόταν εύκολα, αλλά αυτό που αντίκριζε εκείνο το παγωμένο πρωινό του Μ αρτίου ήταν μαγευτικό. Λες κι ένα γιγαντιαίο θεατρικό σκηνικό παρουσιαζόταν μπροστά του για να ζωντανέψει ένα αλησμόνητο παραμύθι. Ο Μ πέκας χαμογέλασε ασυναίσθητα, σήκωσε τους μεγάλους γιακάδες του παλτού του κι άναψε ένα τσιγάρο. Βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου «Μ ιαούλης», ένα πλοίο των ιταλικών επανορθώσεων, που τα τελευταία δύο χρόνια συνέδεε την Πάτρα με τη Βενετία. Ο αστυνόμος δεν είχε ξαναεπισκεφτεί την πόλη των δόγηδων και μόλις είχε διαπιστώσει πως ό,τι κι αν σου έλεγαν γι’ αυτή, ήταν αλλιώς όταν την πρωτοαντίκριζες.
120
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Η ομίχλη διαλυόταν σιγά σιγά και το πλοίο χωνόταν όλο και πιο βαθιά στη λιμνοθάλασσα σφυρίζοντας μελαγχολικά, σαν να ήθελε να δηλώσει την παρουσία του. Ο Μ πέκας ρούφηξε αχόρταγα το τσιγάρο του και σκέφτηκε για λίγο την Ευανθία, τη γυναίκα του. Θα ήθελε να βρισκόταν δίπλα του αυτή την όμορφη στιγμή, να μοιραστεί μαζί του τη θέα αυτής της υπέροχης πόλης. Μ ’ αυτές τις σκέψεις ξαναγύρισε στην καμπίνα του. Μ όλις έβγαλε το παλτό του στράφηκε προς τον συμπατριώτη του, τον Παύλο Κομνηνό. «Φτάσαμε, βγες να τη δεις... Είναι πανέμορφη». Ο άλλος γέλασε. «Το ξέρω. Την έχω δει άλλες δυο φορές, αλλά όσες κι αν τη δεις, δεν τη χορταίνεις, έτσι;» Ο Μ πέκας συμφώνησε. Ετοίμασαν κι οι δυο τα πράγματά τους για ν’ αποβιβαστούν. [ 2 ]
ΣΕ ΛΙΓΟ, μετά τον έλεγχο διαβατηρίων, επιβιβάστηκαν σ’ ένα βαπορέτο μέχρι την κεντρική πλατεία του Αγίου Μ άρκου. Η ομίχλη είχε διαλυθεί, αλλά ο ήλιος παρέμενε κρυμμένος κάτω από βαριά γκρίζα σύννεφα. Διέσχισαν την πλατεία κρατώντας τις μικρές βαλίτσες τους στο χέρι. Ο Μ πέκας πρόσεξε πόσο κομψά ντυμένος ήταν ο κόσμος κι ευχαρίστησε νοερά τη γυναίκα του που επέμενε ν’ αγοράσει ένα καινούργιο παλτό επ’ ευκαιρία αυτού του ταξιδιού.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
121
Ο Κομνηνός κοντοστάθηκε και του έδειξε ένα κτήριο. Μ ίλησε με σιγανή φωνή. «Το “Οτέλ Ντανιέλι”. Εκεί έμεινε την προηγούμενη φορά». Ο Μ πέκας είδε το ξενοδοχείο. «Εκεί θα μείνουμε;» ρώτησε με περιέργεια. Ο Κομνηνός γέλασε. «Όχι, εκεί θα βγάλουμε την υπηρεσία μας εκτός προϋπολογισμού», είπε και συνέχισε το περπάτημα. «Συμφωνώ απολύτως», έκανε ο Μ πέκας που δεν του άρεσαν τα πολυτελή ξενοδοχεία. Χώθηκαν στα στενά, προς την ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μέχρι που βρήκαν ένα μικρό και άσημο ξενοδοχείο. Λεγόταν «Οτέλ Καναλέττο». «Ό,τι πρέπει», σχολίασε ο Μ πέκας κοιτώντας τους φθαρμένους απ’ την υγρασία τοίχους. Μ πήκαν σ’ ένα ανύπαρκτο χωλ. Ένας γέρος καμπούρης πίσω από ένα φαγωμένο ξύλινο πάγκο τους κοίταξε εχθρικά. Ο Κομνηνός, μιλώντας άψογα ιταλικά, ανέλαβε τις συνεννοήσεις. Για μερικά λεπτά συζήτησε έντονα με τον ξενοδόχο, ο οποίος κουνούσε το κεφάλι αρνητικά. Ο Κομνηνός φάνηκε να εκνευρίζεται. Τελικά έκανε ένα νεύμα ότι συμφωνούσε. Ο ξενοδόχος χαμογέλασε και φάνηκε ότι τα μισά του δόντια έλειπαν. Καθώς ανέβαιναν μια κακοφωτισμένη σκάλα ο Κομνηνός εξήγησε στον Μ πέκα ότι θα έμεναν σε δυο ξεχωριστά δωμάτια, αφού ο ξενοδόχος ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε ελεύθερο δωμάτιο με δυο μονά κρεβάτια. Ο αστυνόμος απάντησε πως του ήταν το ίδιο. Το ξενοδοχείο φαινόταν έρημο και παντού επικρατούσε ένα διαβολεμένο κρύο.
122
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Κομνηνός είχε το δωμάτιο 13 κι ο Μ πέκας το 17. Αποχαιρετίστηκαν κι έδωσαν ραντεβού στην είσοδο κατά τη μία για να πήγαιναν για φαγητό. Κι οι δύο ήταν πτώματα στην κούραση, αφού κατά τη διάρκεια του διήμερου ταξιδιού δεν είχαν κλείσει μάτι λόγω της πρωτοφανούς κακοκαιρίας. Ο Μ πέκας δεν ήθελε να θυμάται τους εμετούς που είχε κάνει και τα τσιγάρα που είχε καπνίσει σ’ όλο το ταξίδι. Ήδη και τώρα που περπατούσε, του φαινόταν πως ο διάδρομος κουνιόταν λες και βρισκόταν ακόμα μέσα στο πλοίο. Το δωμάτιο ήταν αξιοθρήνητο. Ένα κουτσό κρεβάτι, τοίχοι γεμάτοι υγρασία, μια μικρή σομπίτσα, σβηστή. Ευτυχώς υπήρχαν τρεις χοντρές μάλλινες κουβέρτες. Ο Μ πέκας έβγαλε το παλτό του, έλυσε τη γραβάτα του και μπήκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Νόμισε πως με το που θα έκλεινε τα μάτια θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Αντιθέτως όμως, άρχισε να διακατέχεται από έναν έντονο εκνευρισμό. Σηκώθηκε, άναψε ένα τσιγάρο κι έριξε μια ματιά από το στενό παράθυρο. Φαινόταν μια αυλή γεμάτη σκουπίδια όπου μια μαύρη γάτα είχε στήσει τσιμπούσι. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι και στο νου του ήρθε όλη η ιστορία που τον είχε οδηγήσει στη Βενετία. [ 3 ]
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ακόμα συμπληρώσει δύο χρόνια σαν διοικητής του Γ΄ αστυνομικού τμήματος Αθηνών, όταν έχασε τον Στρατή Ιωαννίδη, έναν απ’ τους αγαπημένους συναδέλφους, έναν άντρα που
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
123
υπηρετούσε υπό τις διαταγές του και τον οποίον είχε στεφανώσει κι ετοιμαζόταν να βαπτίσει το παιδί του. Ο Ιωαννίδης είχε δολοφονηθεί άγρια από τον άνθρωπο που κυνηγούσε τώρα ο αστυνόμος Μ πέκας. Έναν εγκληματία που δεν θα ’πρεπε να αποκαλείται άνθρωπος, αφού ήταν υπεύθυνος για μια απ’ τις μεγαλύτερες σφαγές της Κατοχής. Τον έλεγαν Χέρμαν Άλοφς κι ήταν ένας Γερμανός ναζί, ένας απ’ τους αξιωματικούς που τον Αύγουστο του 1943 είχαν διατάξει τη σφαγή όλων των κατοίκων του Κομμένου, ενός χωριού έξω απ’ την Άρτα. Οι ναζί είχαν αφανίσει όλο το χωριό καίγοντας τα σπίτια και σκοτώνοντας ανεξαιρέτως άντρες, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και μωρά. Μ ετά το τέλος του πολέμου τα ίχνη του Άλοφς είχαν χαθεί, αλλά εδώ και μερικούς μήνες υπήρχαν πληροφορίες ότι βρισκόταν στην Ελλάδα κρυμμένος πίσω απ’ το ψεύτικο όνομα του Πέτερ Χούμπερ, Ελβετού επιχειρηματία. Οι πληροφορίες έλεγαν πως ο Άλοφς είχε επιστρέψει για να πάρει σεντούκια ολόκληρα γεμάτα χρυσές λίρες και πολύτιμα αντικείμενα που είχε κλέψει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο άτυχος Ιωαννίδης είχε δολοφονηθεί, όταν ο Μ πέκας του είχε αναθέσει την παρακολούθηση του Γερμανού πρώην αξιωματικού. Όσο κι αν είχε ψάξει ο Μ πέκας μετά τον φόνο του συναδέλφου του, ο Άλοφς είχε εξαφανιστεί γι’ άλλη μια φορά. Κι εκεί που ο Μ πέκας είχε απελπιστεί, τον πλησίασε ένας ανώτερός του που εκτιμούσε τις δυνατότητές του. Του μίλησε για μια μυστική υπηρεσία που είχε το γραφείο της σε μια αποθήκη στο κέντρο της Αθήνας. Ο Μ πέκας δέχτηκε να επισκεφτεί με τον ανώτερό του την υπηρεσία κι αποφάσισε να συνεργαστεί μαζί τους
124
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά όταν άκουσε ποιος ήταν ο στόχος τους. Να βρεθεί ο Άλοφς πάση θυσία. Ο Μ πέκας άκουσε – σχεδόν με χαρά– πως είχαν βρει τα ίχνη του. Ο εγκληματίας ναζί περνούσε μεγάλη ζωή στα ακριβά ξενοδοχεία της Βενετίας και πως ένα κλιμάκιο δύο αντρών θα ξεκινούσε αμέσως για εκεί. Κι έτσι, δέκα μέρες μετά, ο αστυνόμος επιβιβάστηκε στο «Μ ιαούλης» και «συμπτωματικά» ο συγκάτοικος στην καμπίνα του, ο Παύλος Κομνηνός, ήταν το ζευγάρι του σ’ αυτή την αποστολή, τον οποίο συναντούσε εκεί για πρώτη φορά, για λόγους ασφαλείας. Ο Κομνηνός του είπε τα πάντα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, μέσα στην απομόνωση της καμπίνας τους. Του έδειξε φωτογραφίες, σημειώματα, τηλεγραφήματα κι ένα σωρό πληροφορίες όχι μόνο για τον Άλοφς, αλλά και γι’ άλλους πέντε Γερμανούς αξιωματικούς που μετά τον πόλεμο είχαν χαθεί τα ίχνη τους. Το τελευταίο σήμα της μυστικής υπηρεσίας ανέφερε ότι αυτές ακριβώς τις μέρες ο Χέρμαν Άλοφς βρισκόταν σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο της Βενετίας: το «Γκρίττι Παλάς». Κι από κει θα άρχιζαν την παρακολούθησή τους. Ο Μ πέκας συμβουλεύτηκε το ρολόι του. Ήταν ακόμα δέκα το πρωί. Έκλεισε τα μάτια κι ο ύπνος τον τύλιξε σχεδόν αμέσως. [ 4 ]
ΟΤΑΝ ο αστυνόμος Μ πέκας ξανάνοιξε τα μάτια του, το δωμάτιο είχε βυθιστεί στο ημίφως, σαν να νύχτωνε. Μ ε ήρεμες κινήσεις
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
125
σηκώθηκε και πήγε να βεβαιωθεί. Όντως σουρούπωνε. Ήταν δυνατόν; Κοίταξε το ρολόι του· είχε σταματήσει στις δυόμισι. Είχε ξεχάσει να το κουρδίσει. Κι ο Κομνηνός; Τον είχε αφήσει να κοιμηθεί τόσες ώρες χωρίς να τον ενοχλήσει; Αισθάνθηκε λίγο άσχημα. Δεν ήταν συνηθισμένος να χάνει τον έλεγχο, ούτε να στήνει τους συναδέλφους του. Ο Μ πέκας ετοιμάστηκε, με την ηρεμία που τον χαρακτήριζε πάντα. Σκέφτηκε ότι πιθανότατα ο Κομνηνός θα είχε να κάνει κάποιες δουλειές για τις οποίες δεν θα τον χρειαζόταν κι έτσι τον είχε αφήσει να ξεκουραστεί. Φόρεσε ένα καθαρό άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα κι από πάνω ένα γκρι πουλόβερ που του είχε πλέξει η γυναίκα του τα Χριστούγεννα. Έβαλε και το παλτό του και βγήκε στη σκάλα. Ένα ασθενικό φως έκαιγε στο τέλος του μικρού στενού διαδρόμου. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Ο Μ πέκας προχώρησε με σίγουρα βήματα και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που έτριζε σε κάθε του βήμα. Στο ισόγειο ο ξενοδόχος δεν ήταν πίσω απ’ τον φαγωμένο πάγκο. Ο αστυνόμος φώναξε ένα δυνατό «παρακαλώ», αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε. Όταν βγήκε στον δρόμο η νύχτα είχε πέσει πια. Ο αστυνόμος δεν ήξερε πού να ψάξει για τον Κομνηνό. Στάθηκε λίγο και κοίταξε αριστερά δεξιά. Το κρύο ήταν έντονο και λιγοστοί διαβάτες περνούσαν κουκουλωμένοι στα παλτά τους. Ο Μ πέκας ένιωσε μια δυνατή αίσθηση πείνας. Βάδισε προς την κατεύθυνση από την οποία είχαν έρθει προσέχοντας να μη χαθεί. Κατάφερε να φτάσει μέχρι την πλατεία του Αγίου Μ άρκου. Τα καφέ έκλειναν σιγά σιγά κι ο κόσμος αποσυρόταν προς τα σπίτια του. Δύο άντρες με μακριές κάπες πέρασαν δίπλα του έχοντας καλυμμένα τα
126
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
πρόσωπά τους με μακριά κασκόλ. Ο Μ πέκας ανατρίχιασε λίγο, η θερμοκρασία πρέπει να ήταν κάτω απ’ το μηδέν. Αποφάσισε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Όταν έφτασε, το μικροσκοπικό χωλ ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Φώναξε ξανά, με δυνατότερη φωνή αυτή τη φορά, τον ξενοδόχο, μα εκείνος δεν φάνηκε. Ο αστυνόμος είδε κάποια σκιά να τρεμοσβήνει πίσω από ένα θολό τζάμι σε μια μικρή μισοκρυμμένη πόρτα πίσω απ’ τον πάγκο, την οποία δεν είχε προσέξει τις προηγούμενες φορές. Μ άλλον ο ξενοδόχος έμενε εκεί πίσω και δεν ήθελε να βγει. Ο Μ πέκας, ελαφρώς εκνευρισμένος, ανέβηκε τη σκάλα και χτύπησε την πόρτα του 13, του δωματίου του Κομνηνού. Καμία απόκριση. Όταν ξανακατέβηκε κάτω, συνειδητοποίησε πως τώρα πια πεινούσε σαν λύκος. Αποφάσισε να βρει ένα εστιατόριο για να φάει. Στάθηκε τυχερός. Μ ερικά στενά παρακάτω βρήκε μια μικρή ταβέρνα, δίπλα σ’ ένα γεφυράκι. Μ πήκε μέσα στη μισοάδεια αίθουσα. Ο σερβιτόρος ήταν συνηθισμένος σε τουρίστες και είχε την υπομονή να συμβουλεύεται ο Μ πέκας το λεξικό του όσο παράγγελνε το φαγητό του. Διάλεξε ψητό χοιρινό κρέας και βραστές πατάτες. Είπε να του φέρουν και λίγο τοπικό κόκκινο κρασί. Σε λίγο είχε χορτάσει κι αισθανόταν καλύτερα. Άναψε ένα τσιγάρο, όταν συλλογίστηκε ξανά τον Παύλο Κομνηνό. Πλήρωσε με τα ιταλικά λεφτά που του είχαν δώσει στην Αθήνα, αφήνοντας κι ένα μικρό πουρμπουάρ. Όταν βγήκε έξω απ’ την ταβέρνα χιόνιζε. Το κρύο τον τύλιξε απότομα. Άρχισε να τουρτουρίζει. Έβαλε το κεφάλι κάτω κι άρχισε να βαδίζει με γοργό βήμα προς το ξενοδοχείο του. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν είχε πάρει τον σωστό δρόμο. Σήκωσε το βλέμμα κι οι νιφάδες του χιονιού προσγειώθηκαν στα βλέφαρά
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
127
του. Κοίταξε αριστερά δεξιά. Λίγο το κρασί, λίγο το γεγονός ότι όλα τα μαγαζιά είχαν κλείσει και κατεβάσει τα ρολά τους –θυμόταν ένα μεγάλο παντοπωλείο που πουλούσε όλα τα αγαθά του κόσμου και τώρα δεν το έβλεπε πουθενά– τον είχαν κάνει να χάσει τον προσανατολισμό του. Διάλεξε μια κατεύθυνση, προχώρησε λίγο κι έπειτα έστριψε σ’ ένα στενό που λογικά θα βρισκόταν το ξενοδοχείο του. Όμως έπεσε σ’ ένα αδιέξοδο όπου δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, παρά μια εκκλησία την οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Είχε χαθεί. «Μ πράβο, Γιώργη», ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια του και στάθηκε κάτω από μια μικρή στοά ν’ ανάψει άλλο ένα τσιγάρο. Ξαφνικά άκουσε πίσω του βήματα. Τρόμαξε και γύρισε απότομα. Ένας ψηλός άντρας, τυλιγμένος σε μια μαύρη κάπα, ερχόταν προς το μέρος του με γοργό βήμα. Η καρδιά του αστυνόμου άρχισε να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. Το αδιέξοδο δε θα ’χε πάνω από δυο μέτρα πλάτος. Ο Μ πέκας έσφιξε τους μυς του και περίμενε... ώσπου ο άντρας, πριν φτάσει δίπλα του, έβαλε ένα μεγάλο κλειδί σε μια πόρτα και εξαφανίστηκε πίσω της. Ο αστυνόμος γέλασε ρουφώντας άπληστα το τσιγάρο του. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό..., σκέφτηκε χαμογελώντας. Τότε ακούστηκε η γυναικεία φωνή. «Aiuto! Aiuto!» Ήταν μια φωνή που φανέρωνε αγωνία. Ο Μ πέκας ήξερε τι σήμαινε η λέξη που επαναλάμβανε η γυναίκα: Βοήθεια. Κι η φωνή φαινόταν να έρχεται από πολύ κοντά του. Έτρεξε πίσω, κι όταν έστριψε στην πρώτη γωνία είδε μερικά μέτρα παρακάτω δύο σκιές να είναι σκυμμένες πάνω από μια γυναίκα πεσμένη στις πλάκες. Η γυναίκα ούρλιαζε.
128
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Prego, aiutatemi!» Ο M πέκας δε δίστασε στιγμή, αν και πολύ θα ήθελε να ’χει στη χούφτα του το υπηρεσιακό περίστροφό του, αλλά φυσικά είχε αναγκαστεί να το αφήσει στην Αθήνα. Έτρεξε προς το μέρος τους μέσα στο χιόνι που συνέχιζε να αργοπέφτει. Όταν τον είδαν οι δυο άντρες, άφησαν τη γυναίκα κι έτρεξαν μακριά. Ο Μ πέκας προσπάθησε να τους ακολουθήσει, αλλά σε ελάχιστα λεπτά εκείνοι είχαν εξαφανιστεί μέσα στα στενά, τα οποία φυσικά θα ήξεραν σαν την τσέπη τους. Ο Μ πέκας, χωρίς να νιώθει πια το κρύο, επέστρεψε δίπλα στη γυναίκα η οποία προσπαθούσε να σηκωθεί. Της έδωσε το χέρι του και τότε την είδε από κοντά. Ήταν πολύ νεαρή, μια μικρή κοπέλα. Παρόλο που στο πρόσωπό της κυλούσαν ακόμα δάκρυα, είχε μια σπάνια ομορφιά. Έστρωσε τα ξανθά μαλλιά της με μια θηλυκή κίνηση και, με κάπως ντροπιασμένο βλέμμα, κατέβασε το πράσινο φόρεμά της που είχε σηκωθεί λίγο πιο πάνω απ’ το γόνατο. Η μια της κάλτσα είχε σκιστεί και το πόδι της ήταν λίγο ματωμένο. Τώρα δε σταματούσε να λέει μια άλλη λέξη. «Grazie! Grazie, signore, grazie...» Ο M πέκας απάντησε «prego», το «παρακαλώ» που γνώριζε. Όμως η κοπέλα συνέχισε να μιλάει μέσα στα αναφιλητά της κι ο Μ πέκας δεν καταλάβαινε τίποτα. Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο και του έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε να τη συνοδέψει, πιθανότατα μέχρι το σπίτι της. Ο Μ πέκας υπάκουσε και ξεκίνησαν να βαδίζουν αγκαζέ. Έστριψαν σε αρκετά στενά κι ανεβοκατέβηκαν μερικά γεφυράκια. Ο Μ πέκας δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν και αναρωτήθηκε πώς θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
129
του. Επιπλέον τώρα κρύωνε ξανά κι ένιωθε κουρασμένος. Αισθανόταν την κοπέλα, η οποία τον περνούσε κατά πολύ στο ύψος, να τρέμει στο πλευρό του. Κάποια στιγμή εκείνη σταμάτησε και του έδειξε μια διπλή πόρτα. Την έσπρωξε και πέρασαν σε μια μικρή αυλή. Ο Μ πέκας κοντοστάθηκε και της έδειξε ότι θα έφευγε τώρα, όμως η κοπέλα τον άρχισε πάλι τα prego και συνέχισε να τον τραβάει μέχρι μια μαρμάρινη σκάλα. Ανέβηκαν δυο πατώματα, διέσχισαν ένα κακοφωτισμένο διάδρομο, ώσπου η κοπέλα ξεκλείδωσε μια πόρτα και μπήκαν μέσα. Ήταν ένα φτωχικό δωμάτιο που του θύμισε το δικό του, στο ξενοδοχείο του. Η κοπέλα έβγαλε το παλτό της και κάθισε στο κρεβάτι, εξουθενωμένη. Ο Μ πέκας αισθάνθηκε λίγο καλύτερα, καθώς στην άκρη του δωματίου έκαιγε μια σόμπα. Αφού ζεστάθηκε κάπως, ο αστυνόμος κατευθύνθηκε προς την πόρτα θέλοντας να φύγει γι’ άλλη μια φορά, κρίνοντας πως η κοπέλα ήταν ασφαλής πια. Όταν όμως εκείνη είδε την κίνησή του, πετάχτηκε πάνω και μπήκε μπροστά του για να μη φύγει. Του έκανε ένα νεύμα σαν να του έλεγε «ένα λεπτό» και κατευθύνθηκε σ’ ένα μικρό τραπεζάκι πάνω στο οποίο υπήρχε μια μπουκάλα. Σέρβιρε με γρήγορες κινήσεις σε δυο ποτήρια. Μ ετά σταμάτησε απότομα σαν να είχε ακούσει κάποιον θόρυβο στην πόρτα. Στο πρόσωπό της σχηματίστηκε ο φόβος. Έδειξε στον αστυνόμο την πόρτα, ότι κάποιος ήταν απ’ έξω. Του την έδειχνε συνεχώς, σαν να του ζητούσε να πάει να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Ο Μ πέκας της έκανε τη χάρη. Της γύρισε την πλάτη και πήγε μέχρι εκεί. Άνοιξε την πόρτα κι απέξω δεν υπήρχε ψυχή.
130
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Όταν την έκλεισε, έτοιμος να τη χαιρετήσει και να φύγει, η κοπέλα είχε φτάσει κοντά του και του πρόσφερε το ένα ποτήρι. «Prego, prego, un cognac. Per il freddo», του είπε χαμογελώντας. Ο Μ πέκας κατάλαβε τη λέξη κονιάκ, αλλά δεν είχε όρεξη να πιει άλλο· της χαμογέλασε και διάβασε στο βλέμμα της πως δε θα τον άφηνε να φύγει, αν δεν έπινε ένα ποτό. Πήρε το ποτήρι και το έφερε κοντά στα χείλη του. Ήταν όντως κονιάκ. Το ήπιε με τρεις μεγάλες γουλιές αφού σκέφτηκε ότι θα το χρειαζόταν μέχρι να έβρισκε το ξενοδοχείο του. Χαμογέλασε ξανά στην κοπέλα, η οποία τώρα είχε καθίσει στο κρεβάτι της και κοίταζε αλλού, σήκωσε το χέρι του να τη χαιρετήσει, όταν ένιωσε πως το πάτωμα χόρευε, λες και βρισκόταν πάλι στο «Μ ιαούλης» κι είχαν πέσει ξανά σε φουρτούνα. Θα κάνω πάλι εμετό, σκέφτηκε και χωρίς να το καταλάβει ξαπλώθηκε κάτω χτυπώντας γερά το κεφάλι του. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο. Όλος ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω του. [ 5 ]
ΤΟΝ ΞΥΠΝΗΣΑΝ δυο γερά αντρικά χέρια. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που είδε ήταν μια χρυσή φλόγα πάνω σ’ ένα μαύρο καπέλο. Συνέχισαν να τον ταρακουνούν, φωνάζοντάς του ταυτόχρονα. Ο αστυνόμος Μ πέκας ένιωσε το στομάχι του ν’ ανακατεύεται και το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει απ’ τον πονοκέφαλο. Μ όλις το βλέμμα του καθάρισε κάπως είδε ότι βρισκόταν ακόμα στο χτεσινό δωμάτιο της κοπέλας. Πρέπει να ήταν πρωί διότι το
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
131
φως της ημέρας έμπαινε από μια μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Εκείνη δε φαινόταν πουθενά και μπροστά του στέκονταν δυο άντρες με σκούρα στολή οι οποίοι τον κοίταζαν εχθρικά και του απηύθυναν ερωτήσεις με έντονο τρόπο. Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι ήταν δυο καραμπινιέρι. Σήκωσε τα χέρια ψηλά ότι δεν καταλαβαίνει. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα έφταναν φωνές, συζητήσεις και το σιγανό κλάμα μιας γυναίκας. Ο Μ πέκας πλησίασε και βγήκε σ’ ένα μικροσκοπικό μπαλκονάκι. Ένας καραμπινιέρος ήρθε και κόλλησε δίπλα του. Ο Μ πέκας κοίταξε κάτω. Πάνω στις γκρίζες πλάκες μιας μικρής εσωτερικής αυλής βρισκόταν το πτώμα της χτεσινής κοπέλας. Ο αστυνόμος αναγνώρισε το πράσινο φόρεμα και τα ξανθά της μαλλιά, γύρω απ’ τα οποία υπήρχε τώρα μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα. Η κοπέλα είχε πέσει απ’ το μπαλκόνι ή κάποιος την είχε σπρώξει. Όμως πριν τον είχε ναρκώσει. Ο αστυνόμος δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, αφού ζαλιζόταν ακόμα. Μ πήκε μέσα, κάθισε στο κρεβάτι και μίλησε με τα λίγα ιταλικά που γνώριζε από τον καιρό του πολέμου. Είπε στους δύο καραμπινιέρους ότι ήταν κι αυτός αστυνομικός, στην Ελλάδα. Οι δυο τους, νεαρά ψηλά παιδιά με καλοσιδερωμένες στολές, τον κοίταξαν δύσπιστα, αλλά σταμάτησαν να του μιλάνε απότομα. Τού είπαν να περιμένει. Ο Μ πέκας ζήτησε να πάει λίγο στην τουαλέτα κι ο ένας τους τον συνόδεψε μέχρι το βάθος του διαδρόμου. Μ όλις επέστρεψαν στο δωμάτιο, τους περίμενε ένας αξιωματικός του ίδιου σώματος. Ο νεαρός καραμπινιέρος που συνόδευε τον Μ πέκα στάθηκε κλαρίνο και τον χαιρέτησε στρατιωτικά. Ο Μ πέκας δεν ήξερε τι να κάνει κι έμεινε να τον κοιτάει.
132
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ήταν κοντούλης και λίγο εύσωμος, με χοντρούλικα δάχτυλα. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό κι είχε ένα παχύ μουστάκι. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, λίγο μεγαλύτερος απ’ τον αστυνόμο, κατά τα άλλα οι δυο τους έμοιαζαν πολύ, αν εξαιρούσες και το μουστάκι του Μ πέκα που ήταν πολύ πιο λεπτό. Ο ιταλός αξιωματικός φορούσε την ίδια στολή των καραμπινιέρων, με την κόκκινη ρίγα στο πλάι του ποδιού να χάνεται μέσα στις καλογυαλισμένες μπότες και τη χρυσή φλόγα στο πηλήκιο, αλλά στο πέτο του υπήρχαν τουλάχιστον πέντε ευμεγέθη παράσημα. Ο αξιωματικός έριξε ένα αστραπιαίο αυστηρό βλέμμα στους συναδέλφους του. «Αυτός είναι;» ρώτησε τον έναν. «Μ άλιστα, κύριε», απάντησε εκείνος με ταχύτητα πολυβόλου και το βλέμμα καρφωμένο ψηλά στο ταβάνι. Ο αξιωματικός στράφηκε στον Μ πέκα. Τον κοίταξε σαν να ήταν σκουπίδι κι είπε με βροντερή φωνή: «Είμαι ο maresciallo Τζοβάνι Αμέλιο ντι Τζεντιλέσκι, σώμα των καραμπινιέρων». Ο Μ πέκας προσπάθησε να χαμογελάσει, το αυστηρό βλέμμα του αξιωματικού όμως, τον έκανε να το μετανιώσει. «Πώς ονομάζεστε;» ρώτησε τον Μ πέκα ο οποίος κατάλαβε την ερώτηση. «Αστυνόμος Γεώργιος Μ πέκας... από την Ελλάδα... Γκρέτσια», απάντησε. Το πρόσωπο του Ιταλού άστραψε. Προσπάθησε να το κρύψει αμέσως και πραγματικά, σε δέκατα του δευτερολέπτου είχε ξαναβρεί το προηγούμενο ατσάλινο ύφος. Έμεινε για λίγο αμίλητος κι έπειτα διέταξε τους δυο άντρες του να φύγουν απ’ το δωμάτιο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
133
και να τον περιμένουν κάτω. Εκείνοι τον κοίταξαν με απορία, αλλά υπάκουσαν αμέσως. Όταν ο αξιωματικός έμεινε μόνος με τον Μ πέκα, μεταμορφώθηκε. Του έκανε νόημα να καθίσει στο κρεβάτι κι εκείνος βολεύτηκε στη μοναδική καρέκλα του δωματίου. Έβγαλε μια ασημένια ταμπακέρα και του πρόσφερε τσιγάρο. Ο Μ πέκας πήρε και άναψαν. Μ ετά από δυο τρεις ρουφηξιές ο Ιταλός αναστέναξε... «Γκρέτσια...» είπε μόνο και τα μάτια του βούρκωσαν. Συνέχισε προσπαθώντας να μην κοιτάζει τον Μ πέκα στα μάτια. «Ξέρω τη γλώσσα σας», είπε σε άψογα ελληνικά... «Χρωστάω τη ζωή μου σε σας...» Ο Μ πέκας ευχαρίστησε από μέσα του το Θεό γι’ αυτή την ανέλπιστη τύχη. Επιτέλους θα έβρισκε μια βοήθεια. Χαμογέλασε στον Ιταλό κι εκείνος συνέχισε. «Ιταλοί και Έλληνες είναι αδέρφια... πάντα ήταν... από την αρχαιότητα... Εμείς δώσαμε τις αρχές του πολιτισμού... Τι λάθος να πολεμήσουμε μεταξύ μας... Τι λάθος... Όπως καταλαβαίνετε, βρέθηκα στη χώρα σας στον πόλεμο... Πέρασα από πολλές πόλεις... είδα υπέροχα μέρη... Βρέθηκα και στην Κεφαλλονιά... Όταν... όταν τα κτήνη οι Γερμανοί άρχισαν να μας εξολοθρεύουν έχασα όλο μου το λόχο... Τους εκτέλεσαν όλους... Όσο σκέφτομαι ότι πριν ήταν σύμμαχοί μας! Τι λάθος, τι λάθος... Εγώ σώθηκα από θαύμα... μια όμορφη Ελληνίδα μου ’χε κλέψει την καρδιά...», έκλεισε το μάτι στον Μ πέκα και συνέχισε, «το είχα σκάσει απ’ το στρατόπεδο για να τη βρω... Κι αυτό ήταν που μ’ έσωσε... Δε γύρισα ποτέ πίσω. Μ ε πέρασαν τη νύχτα με μια βάρκα στη Λευκάδα. Εκεί, φίλε μου Έλληνα... Μ πέκας, no?»
134
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ναι, ναι, Μ πέκας», είπε ο αστυνόμος. «Εκεί στη Λευκάδα μια οικογένεια με έκρυβε για έναν ολόκληρο χρόνο. Για έναν ολόκληρο χρόνο μου έφερναν να φάω και να πιω... με κίνδυνο της ζωής τους... ο Θεός να τους έχει καλά...» Λίγα δάκρυα εμφανίστηκαν τώρα στο πρόσωπο του maresciallo. Ο Μ πέκας περίμενε λίγο και μετά τον ρώτησε, αν ήθελε να του πει τι είχε συμβεί χτες σ’ αυτό το δωμάτιο. «Διότι μου φαίνεται ότι έμπλεξα λιγάκι», συμπλήρωσε. «Όχι, εδώ», είπε ο αξιωματικός. «Θα μου τα πείτε στο γραφείο μου με την ησυχία μας, πίνοντας έναν ωραίο καφέ». [ 6 ]
ΟΤΑΝ κατέβηκαν, ο αξιωματικός έδωσε διαταγές να μην μπει κανείς στο δωμάτιο της άτυχης κοπέλας. Στεκόταν δίπλα στον Μ πέκα σαν να ήταν συνάδελφοι κι όχι ο βασικός ύποπτος για ένα έγκλημα. Έπειτα τον πήρε και προχώρησαν μέχρι το κοντινότερο κανάλι όπου τους περίμενε το ταχύπλοο της καραμπινιερίας. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και το κρύο ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Το χιόνι δεν έλιωνε στις γωνιές των δρόμων και όπου το νερό λίμναζε πάνω στις πλάκες είχε παγώσει. Ο Μ πέκας τυλίχτηκε γι’ άλλη μια φορά με το παλτό του και ονειρεύτηκε τον καφέ που θα του πρόσφερε ο καινούργιος φίλος του, ο ιταλός αξιωματικός. Διέσχισαν το Γκραν Κανάλε προσπερνώντας λίγες γόνδολες που έμοιαζαν με μαύρες αφηρημένες πινελιές πάνω στα σκούρα
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
135
εντελώς αδιαφανή νερά, την ώρα που μαύρα σύννεφα γεμάτα βροχή συγκεντρώνονταν από πάνω τους. Όταν ο Μ πέκας μπήκε στο γραφείο του αξιωματικού τα έχασε με τον πλούτο και την πολυτέλειά του. Σε μια γωνιά θαύμασε ένα τζάκι που έκαιγε, ψηλό όσο κι οι δύο άντρες, ενώ σε κάθε γωνιά υπήρχαν έπιπλα, αληθινά έργα τέχνης. Ένα υπέροχο, γιγαντιαίο όσο και παχύ χαλί πρόσφερε μια σπιτική θαλπωρή στο μεγάλο χώρο. Ο καφές ήταν δυνατός και πολύ πικρός, αλλά για τον Μ πέκα ήταν ό,τι έπρεπε εκείνη την ώρα. Ξεκίνησε να διηγείται στα ελληνικά ό,τι του είχε συμβεί από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στη Βενετία. Όταν ο αξιωματικός δεν καταλάβαινε κάτι, ο αστυνόμος συμβουλευόταν το λεξικό τσέπης που είχε μαζί του. Ο ιταλός αξιωματικός, ο οποίος του ζήτησε να τον λέει Αμέλιο, ενώ εκείνος τον έλεγε Μ πέκα ή Μ πέκας, δεν τον έκανε να αισθανθεί ούτε μια φορά ότι τον ανέκρινε, παρά πως του διηγούνταν μια ιστορία. Ο αστυνόμος Μ πέκας πρόσεξε πώς αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του Αμέλιο η αναφορά του για τον ναζί Χέρμαν Άλοφς που υποδυόταν τον Ελβετό επιχειρηματία. Το μίσος καθρεφτίστηκε στα μάτια του κι οι μυς στα χέρια του σφίχτηκαν. Κατάλαβε πως είχε βρει έναν πολύτιμο σύμμαχο για την αποστολή του. Συνέχισε με την εξαφάνιση του συνεργάτη του, του Κομνηνού, αν και ίσως αυτή την ώρα ο Κομνηνός να είχε επιστρέψει στο ξενοδοχείο και να αναζητούσε κι εκείνος τον Μ πέκα, και τελείωσε με την ιστορία της νεαρής κοπέλας. Την είχε προστατεύσει από δύο αλήτες, αλλά μετά εκείνη τον είχε ναρκώσει κι έπειτα είχε πέσει απ’ το μπαλκόνι ή κάποιος την είχε ρίξει.
136
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Αμέλιο άκουσε υπομονετικά τη διήγηση του αστυνόμου Μ πέκα χωρίς να τον διακόψει. Κάθε τόσο κρατούσε μερικές σημειώσεις με μια χρυσή πένα. Μ ετά φώναξε ένα καραμπινιέρο και του είπε να προσπαθήσουν να μάθουν αμέσως την ταυτότητα της άτυχης κοπέλας. Έπειτα στράφηκε στον Μ πέκα. «Και τώρα, ας πάμε στο ξενοδοχείο σας». [ 7 ]
Ο ΓΕΡΟΣ ξενοδόχος βρισκόταν πίσω απ’ το φαγωμένο πάγκο του. Όταν ο αξιωματικός μπήκε μέσα, ο γέρος άρχισε τις υποκλίσεις. Ανέβηκαν και μπήκαν στο δωμάτιο του Μ πέκα. Κάποιος είχε μπει κι είχε ψάξει τα πράγματά του. Ο Μ πέκας δεν ανησύχησε. Δεν υπήρχε τίποτα που να πρόδιδε την αποστολή του ή να φανέρωνε ότι ήταν αστυνομικός. Αμέσως μετά ο ξενοδόχος τους άνοιξε το δωμάτιο του Κομνηνού, αφού τους διαβεβαίωσε πως ούτε ο άλλος Έλληνας δεν είχε γυρίσει τη νύχτα. Αντίκρισαν περίπου την ίδια εικόνα. Όλα τα προσωπικά αντικείμενα και τα ρούχα του Κομνηνού ήταν βγαλμένα απ’ τη βαλίτσα κι ανακατωμένα. Ο Μ πέκας φοβήθηκε για την τύχη του συναδέλφου του και το είπε στον Αμέλιο. «Πρέπει να ειδοποιήσω στην Αθήνα», του είπε στ’ αυτί. Ο αξιωματικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Επέστρεψαν στην καραμπινιερία με το ταχύπλοο. Προσπάθησαν να τηλεφωνήσουν στην Αθήνα, αλλά δεν έπιασαν γραμμή. Ο Μ πέκας ετοίμασε ένα τηλεγράφημα και ο Αμέλιο το έδωσε για να το στείλουν. Ο Μ πέκας δήλωνε –σε κώδικα βέβαια– την
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
137
εξαφάνιση του Κομνηνού και ζητούσε ενισχύσεις και περαιτέρω οδηγίες. Ο Αμέλιο προσκάλεσε τον αστυνόμο για φαγητό και την ώρα που ετοιμάζονταν να φύγουν, έμαθαν την ταυτότητα της νεαρής κοπέλας. Ήταν μια φτωχή Ιταλίδα, ελαφρών ηθών. Είχε έρθει πριν λίγους μήνες από τη Βερόνα και προσπαθούσε να ζήσει προσφέροντας συντροφιά σε μοναχικούς άντρες. Το ταχύπλοο τους άφησε κοντά στο Ριάλτο. Περπάτησαν στα παγωμένα πεζοδρόμια δίπλα στο Γκραν Κανάλε συζητώντας στα ελληνικά, τα οποία ο Αμέλιο όσο περνούσε η ώρα τόσο τα θυμόταν και καλύτερα. Ο Μ πέκας είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά τις ομορφιές της πόλης, τις περίφημες εκκλησίες, τα αρχοντικά παλάτσι, τα γραφικά γεφυράκια. Γευμάτισαν σ’ ένα υπέροχο ρεστοράν. Ο μαιτρ γνώριζε φυσικά τον Αμέλιο και η εξυπηρέτηση ήταν βασιλική. Ο Μ πέκας δε θυμόταν να είχε ξαναφάει σε πιο πολυτελές μέρος κι ένιωθε κάπως έξω απ’ τα νερά του. Γρήγορα οι σκέψεις του επικεντρώθηκαν στην αποστολή του, η οποία δεν πήγαινε καλά. Πιθανότατα οι ναζί κρύβονταν πίσω απ’ την εξαφάνιση του Κομνηνού και τη νυχτερινή του περιπέτεια. Αποκλείεται να τους είχαν αντιληφθεί τόσο γρήγορα. Σίγουρα ήξεραν για την άφιξή τους... Ο Αμέλιο κατάλαβε ότι ήταν βαθιά προβληματισμένος και προσπάθησε να του αναπτερώσει το ηθικό. «Αν ο ναζί είναι ακόμα εδώ, δε θα γλιτώσει, σ’ το υπόσχομαι», είπε στον Μ πέκα κι εκείνος τον ευχαρίστησε. «Είσαι σίγουρος για το ξενοδοχείο;» συνέχισε ο ιταλός αξιωματικός. «Ναι, μένει στο “Γκρίττι”... στο “Γκρίττι Παλάς”».
138
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Το απόγευμα θα είμαστε εκεί», είπε ο Αμέλιο και παρήγγειλε γκράπα για να ολοκληρώσουν το γεύμα και να σφραγίσουν με τον καλύτερο τρόπο την έναρξη της φιλίας τους. Ο Αμέλιο, αφού πλήρωσε το λογαριασμό –δε δέχτηκε κουβέντα όταν ο αστυνόμος προσφέρθηκε να πληρώσουν μισά μισά–, συνόδεψε τον αστυνόμο μέχρι το ξενοδοχείο του. Έδωσαν ραντεβού για το ίδιο απόγευμα στην πλατεία του Αγίου Μ άρκου. Ο Μ πέκας δεν ξεκουράστηκε καθόλου ούτε κοιμήθηκε, αντίθετα μετρούσε τις ώρες μέχρι το απόγευμα. [ 8 ]
Ο ΑΞΙΩΜ ΑΤΙΚΟΣ των καραμπινιέρων ήρθε και παρέλαβε τον Μ πέκα μ’ ένα πλωτό ταξί. Ο Ιταλός φορούσε πολιτικά κι έδειχνε ένας καθημερινός ασήμαντος άνθρωπος. Μ πήκαν στην καμπίνα του σκάφους κι ο Αμέλιο είπε στον αστυνόμο τα τελευταία νέα. Ο Κομνηνός δεν είχε εντοπιστεί πουθενά μέσα στην πόλη, ενώ ένας Ελβετός με το όνομα Πέτερ Χούμπερ όντως έμενε στο «Γκρίττι Παλάς». Από την Αθήνα δεν είχε φτάσει ακόμα καμία απάντηση. Το πλωτό ταξί τους άφησε μπροστά από το «Οτέλ Γκρίττι Παλάς». Ο Αμέλιο μπήκε πρώτος κι ο Μ πέκας τον ακολούθησε στο πολυτελέστατο σαλόνι. Κάθισαν σε δύο πολυθρόνες κι αμέσως ο ιταλός αξιωματικός ψιθύρισε κάτι σ’ ένα σερβιτόρο. Όσο περίμεναν, ο Μ πέκας άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο χώρο. Κοντά τους κάθονταν κι άλλοι ξένοι, αφού ο Μ πέκας
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
139
άκουσε κάποιους να μιλάνε εγγλέζικα. Ο Αμέλιο τον σκούντησε ελαφρά. «Κοίτα εκεί», του είπε. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;» Ο Μ πέκας αντίκρισε έναν ασπρομάλλη χοντρούλη με μουστακάκι και γυαλιά. Έδειχνε καμιά εξηνταριά χρονών. Δίπλα του κάθονταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, σίγουρα ξένη, και μια νεαρή Ιταλίδα που δε σταματούσε να μιλάει. «Όχι», απάντησε ο Μ πέκας. «Ο αμερικανός συγγραφέας, ο Χέμινγουεϊ», ψιθύρισε ο Αμέλιο. «Είναι μέρες εδώ. Αναρρώνει από ένα διπλό αεροπορικό ατύχημα». Του Μ πέκα κάτι του έλεγε το όνομα, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Συγγραφέας; Ξαφνικά θυμήθηκε. Πριν από λίγους μήνες είχε δει σε μια βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου έναν τίτλο. «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», ψιθύρισε. «Ναι», είπε χαμογελώντας ο Αμέλιο. Ο Μ πέκας γύρισε και παρατήρησε καλύτερα τον Αμερικανό. Φορούσε πουκάμισο και πουλοβεράκι. Φαινόταν μελαγχολικός, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ξαφνικά τα μάτια του στράφηκαν προς το μέρος του. Ο Μ πέκας είδε μέσα τους μια τεράστια δύναμη που εξασθενούσε μέρα με τη μέρα και ζητούσε βοήθεια. Κανείς δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι λίγους μήνες μετά ο αμερικανός συγγραφέας θα λάβαινε τη μεγαλύτερη διάκριση, το Νόμπελ λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου του. Τις σκέψεις του Μ πέκα διέκοψε ο διευθυντής του ξενοδοχείου που ήρθε να υποδεχτεί τον Αμέλιο. Σιγοψιθύρισαν για λίγο κι έπειτα ο διευθυντής τους αποχαιρέτησε με μια ελαφρά υπόκλιση.
140
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ο Χούμπερ έχει παραγγείλει ένα ταξί για τις εφτά. Μ ένει εδώ με δυο άλλους Ελβετούς, κάποιον Μ προυνελέσκι και κάποιον Περό». Ο Μ πέκας θυμήθηκε αμέσως τα ονόματα που του είχε δείξει στο πλοίο ο Κομνηνός. «Αυτοί είναι. Είναι και οι τρεις πρώην ναζί». «Εντάξει», είπε ο Αμέλιο και πήγε να τηλεφωνήσει στη ρεσεψιόν. [ 9 ]
ΕΚΡΙΝΑΝ πως ήταν καλύτερα να περιμένουν σ’ ένα διπλανό καφέ που είχε μια εξέδρα πάνω στο Γκραν Κανάλε κοντά σ’ εκείνη του «Γκρίττι» απ’ όπου λογικά οι τρεις ναζί θα επιβιβάζονταν στο πλωτό ταξί. Ο Αμέλιο είχε φωνάξει ένα ιδιωτικό σκάφος που οδηγούσε ένας δικός του. Κατά τις εφτά παρά τέταρτο είδαν τρεις άντρες στη βεραντούλα του ξενοδοχείου. Ο ένας ήταν ο Χέρμαν Άλοφς. Ο Μ πέκας τον αναγνώρισε κι ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός. Συγκρατήθηκε. Οι άλλοι δύο έμοιαζαν πολύ με τα πρόσωπα που του είχε δείξει σε φωτογραφίες ο Κομνηνός. Κατά τις εφτά ένα ταξί πλησίασε και τους πήρε. Φαινόταν ένα κανονικό πλωτό ταξί της πόλης. Ο Μ πέκας με τον Αμέλιο επιβιβάστηκαν στο δικό τους ταχύπλοο και τους ακολούθησαν μέσα στη νύχτα. Το σκάφος του Μ πέκα ήταν πιο δυνατό, αλλά κράτησαν μια απόσταση ασφαλείας. Το ταξί είχε πάρει κατεύθυνση προς το νησί
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
141
Τζουντέκα, όπως του είπε ο Αμέλιο. Ο Μ πέκας ξεχώρισε μέσα στο σκοτάδι ένα τεράστιο κτήριο, στην άκρη του νησιού, σαν εργοστάσιο. Καθώς ήταν ξεκάθαρο πια ότι οι τρεις Γερμανοί κατευθύνονταν εκεί, ο Αμέλιο έδωσε στον Μ πέκα ένα πιστόλι Μπερέτα δείχνοντάς του στα γρήγορα πώς λειτουργούσε. Ο καραμπινιέρος που οδηγούσε το σκάφος ήταν οπλισμένος κι εκείνος. Το ταξί άφησε τους τρεις Γερμανούς σε μια έρημη προβλήτα κι ο οδηγός του περίμενε εκεί. Ο ιταλός καραμπινιέρος άραξε λίγο πιο πίσω κι οι τρεις τους βγήκαν έξω προσεκτικά. Μ ε ταχύ βήμα ακολούθησαν τους Γερμανούς στη μισοσκότεινη Τζουντέκα. Ο Μ πέκας πρόσεξε πως όλα τα σπίτια ήταν φτωχικά. Ήταν φανερό πως εκεί έμεναν τα κατώτερα στρώματα της βενετσιάνικης κοινωνίας. Οι τρεις Γερμανοί περπατούσαν γρήγορα, αλλά εκεί δεν υπήρχε ο λαβύρινθος των στενών της Βενετίας ώστε να τους χάσουν. Ο Αμέλιο κρατούσε το πιστόλι του στο χέρι κι ο Μ πέκας τον μιμήθηκε. Κάποια στιγμή οι τρεις Γερμανοί σταμάτησαν μπροστά από μια κλειστή αποθήκη. Ξεκλείδωσαν ένα μεγάλο λουκέτο και μπήκαν μέσα. Ένα φως άναψε μετά από λίγο. Ο Αμέλιο διέταξε τον καραμπινιέρο να φυλάει την μπροστινή πόρτα κι έκανε νόημα στον Μ πέκα να τον ακολουθήσει. Η καρδιά του έλληνα αστυνόμου χτυπούσε τώρα πιο δυνατά. Πίσω απ’ την αποθήκη υπήρχε μια έρημη αυλή γεμάτη σκουπίδια, ξύλα από διαλυμένες βάρκες, σκουριασμένα σίδερα και βαρέλια. Ψηλά υπήρχε ένας βρόμικος φεγγίτης απ’ όπου περνούσε το ασθενικό φως. Ο Αμέλιο κι ο Μ πέκας ανέβηκαν με μεγάλη προσοχή σε δυο βαρέλια και κοίταξαν μέσα.
142
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Αυτό που είδαν τους έκοψε την ανάσα. Ο Παύλος Κομνηνός βρισκόταν δεμένος σε μια καρέκλα και αιμορραγούσε. Ήταν φανερό πως τον είχαν βασανίσει. Οι τρεις ναζί στέκονταν από πάνω του και γελούσαν. Ο Κομνηνός τους κοίταζε με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του. «Καθάρματα», ψιθύρισε ο Μ πέκας μέσα από τα δόντια του. Κοίταξε δίπλα του τον Αμέλιο κι είδε στα μάτια του το μίσος. Κατέβηκαν σιγά κι έψαξαν καλύτερα τον πίσω τοίχο της αποθήκης. Βρήκαν μια μικρή πορτούλα που ήταν κλειδωμένη μ’ ένα μεγάλο σκουριασμένο λουκέτο. Ο Αμέλιο, δίχως να χάσει καιρό, έβγαλε απ’ την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά. Τα επεξεργάστηκε λίγο κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και αφού δοκίμασε δυο τρία, βρήκε το σωστό κι άνοιξε το λουκέτο χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο. Ο Μ πέκας ζήλεψε τα «εφόδια» του φίλου του. Αφού πήγαν μπροστά και ειδοποίησαν τον καραμπινιέρο να ’χει το νου του, οι δυο άντρες επέστρεψαν και άνοιξαν όσο πιο σιγά μπορούσαν την πίσω πορτούλα της αποθήκης. Έτρεξαν και τους αιφνιδίασαν. Ο Αμέλιο φώναξε στα ιταλικά «Ψηλά τα χέρια!». Οι Γερμανοί γύρισαν τρομαγμένοι, αλλά ο ένας τους είχε ήδη τραβήξει το όπλο του. Ο Αμέλιο τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην κοιλιά. Ο ήχος της πιστολιάς γέμισε το χώρο, σχεδόν κουφαίνοντας τον Μ πέκα. Ο άλλος Γερμανός προσπάθησε να διαφύγει από την μπροστινή πόρτα κι έγινε εύκολη λεία για τον καραμπινιέρο που τον περίμενε. Ο Άλοφς εκμεταλλεύτηκε τη σύγχυση και βούτηξε πίσω από ένα σιδερένιο πάγκο, τραβώντας κι εκείνος ένα πιστόλι Λούγκερ απ’ τη ζώνη του. Ο Μ πέκας είδε καθαρά τα πόδια του κάτω απ’ τον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
143
πάγκο. Πυροβόλησε δυο φορές και στάθηκε τυχερός. Η μια σφαίρα διέλυσε το καλάμι του Άλοφς ο οποίος ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Ο Μ πέκας έτρεξε προς το μέρος του, όμως ο Γερμανός κρατούσε ακόμα το όπλο του. Μ όλις ο Μ πέκας φάνηκε, ετοιμάστηκε να τον πυροβολήσει. Ο Αμέλιο όμως καιροφυλακτούσε: πυροβόλησε ξανά και με μια καλά υπολογισμένη βολή χτύπησε το Γερμανό στο λαιμό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι απ’ το σώμα του Χέρμαν Άλοφς, του πρώην ναζί αξιωματικού. Όλα είχαν τελειώσει. [ 10 ]
Ο ΤΡΙΤΟΣ Γερμανός ομολόγησε τα πάντα. Ήξεραν ότι τους
«
παρακολουθούσε ο Κομνηνός και του την είχαν στημένη. Δεν ήξεραν ότι ήσουν αστυνομικός κι αυτό σου έσωσε τη ζωή. Βασάνισαν τον Κομνηνό, αλλά εκείνος δεν έσπασε. Τους είχε πει ότι ήσουν ένας απλός έμπορος που γνώρισε στο ταξίδι. Παρ’ όλα αυτά θέλησαν να σε ξεφορτωθούν για να μην ψάχνεις για εκείνον και να ’χεις άλλες έννοιες ν’ ασχοληθείς. Έτσι προσπάθησαν να σου φορτώσουν ένα φόνο. »Πλήρωσαν μια δύστυχη ελαφρών ηθών και δυο αλήτες του λιμανιού να σε παρασύρουν. Την έβαλαν να σου ρίξει κάτι στο ποτό και να σε ναρκώσει. Έψαξαν με την ησυχία τους τα πράγματά σου κι αφού δε βρήκαν τίποτα, πείστηκαν ότι δε συνεργαζόσουν με τον Κομνηνό. »Δυστυχώς έδειξαν γι’ άλλη μια φορά πόσο κτήνη είναι. Έριξαν την άτυχη κοπέλα απ’ το μπαλκόνι, για να μην υπάρχουν μάρτυρες, και σ’ άφησαν ναρκωμένο στο δωμάτιό της για να σε
144
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ενοχοποιήσουν», είπε ο Αμέλιο με σοβαρό ύφος. Φορούσε τη στολή του κι όλα τα παράσημά του έλαμπαν. «Είναι αλήθεια. Τον Κομνηνό τον γνώρισα στο καράβι», είπε ο Μ πέκας που μόνο τώρα συνειδητοποιούσε πόσο τυχερός είχε σταθεί και πως χρωστούσε τη ζωή του στον Παύλο Κομνηνό που ανάρρωνε ακόμα στο νοσοκομείο από τα τραύματα των τριών βασανιστών του. Το «Μ ιαούλης» ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Πάτρα. Ο καιρός επιτέλους είχε ανοίξει. Γλάροι πετούσαν ανέμελα γύρω απ’ τα βρώμικα νερά της λιμνοθάλασσας. «Σε περιμένω στην Ελλάδα», είπε ο Μ πέκας κι οι δύο άντρες αγκαλιάστηκαν. Ο Αμέλιο είπε ότι θα ερχόταν με χαρά κι ότι η Ελλάδα ήταν η δεύτερη πατρίδα του. Λίγα λεπτά αργότερα, πάνω στη γέφυρα του πλοίου, ο Μ πέκας κοιτούσε τη Βενετία, ελπίζοντας πως η ζωή θα του επέτρεπε να ξανάρθει, αυτή τη φορά, με την κυρία Ευανθία, τη γυναίκα του.
ΝΙΝΑ ΚΟΥΛΕΤΑΚΗ
Σαλόμ
Μ ΙΑ ΑΠΡ ΟΣ ΔΟΚΗΤ Η Σ ΥΝΑΝΤ ΗΣ Η
Ο Μ πέκας είχε σχεδόν τελειώσει το φαγητό του στον «Γεροφοίνικα», όπου έτρωγε καμιά φορά τα μεσημέρια, όταν ένας ψηλός κι ευθυτενής καλοντυμένος άνδρας πλησίασε στο τραπέζι του. «Ο αστυνόμος Μ πέκας; Επιτρέψτε μου να συστηθώ: Λέανδρος Ιωσηφόγλου, επιχειρηματίας. Έρχομαι συστημένος από τον κύριο Πρόκο». Ο Μ πέκας τού έδειξε μια από τις άδειες καρέκλες στο τραπέζι του και τον προέτρεψε να καθίσει. «Και πώς είναι ο αγαπητός Πρόκος; Καμιά φορά τον πετυχαίνω να γευματίζει εδώ, το σπίτι του είναι πολύ κοντά». «Καλά, καλά είναι», αποκρίθηκε ο Ιωσηφόγλου αφηρημένα. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του, το άνοιξε και το έτεινε στον Μ πέκα. Παρατήρησε απορημένος τον άντρα απέναντί του να παίρνει ένα τσιγάρο και να το κόβει στη μέση. Ύστερα, έβγαλε μια πίπα από την τσέπη του, εφάρμοσε το τσιγάρο και δέχτηκε τη φωτιά του Ιωσηφόγλου.
146
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Εντολές των γιατρών», απάντησε ο Μ πέκας στο έκπληκτο βλέμμα του. «Περιορισμός της απόλαυσης στο μισό, προτιμότερο από την πλήρη αποχή». Κοίταξε τον Ιωσηφόγλου κατάματα, περιμένοντας να του εξηγήσει τον λόγο που τον είχε ψάξει. Εκείνος ξερόβηξε, πριν μιλήσει: «Πώς σας φαίνεται η απόφαση των Ρώσων να χτίσουν τείχος, χωρίζοντας το Βερολίνο στη μέση; Και...» «Κύριε Ιωσηφόγλου, με αναζητήσατε για να σχολιάσουμε τη διεθνή πολιτική κατάσταση;» τον έκοψε ο Μ πέκας. Ο επιχειρηματίας τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Όχι, κύριε αστυνόμε, με συγχωρείτε. Θα ήθελα τη συμβουλή και, ενδεχομένως, την αρωγή σας. Το θέμα είναι πολύ λεπτό και θα προτιμούσα, εάν φυσικά δεν είχατε αντίρρηση, να το συζητήσουμε ιδιαιτέρως, στο διαμέρισμά μου. Αυτός είναι κι ο λόγος που σας γύρεψα εδώ κι όχι στο γραφείο σας. Η παρουσία μου στη Γενική Ασφάλεια θα προκαλούσε ερωτηματικά. Είμαι αρκετά γνωστός, καταλαβαίνετε...» Ο Μ πέκας δεν απάντησε αμέσως, σήκωσε το πέτο του σακακιού του και τράβηξε μια καρφίτσα που ήταν πιασμένη εκεί. Τη χρησιμοποίησε για ν’ αφαιρέσει τη γόπα του τσιγάρου του από την πίπα του, την οποία φύσηξε δυο τρεις φορές και εξαφάνισε στο βάθος της τσέπης του. «Δεν έχω αντίρρηση», αποκρίθηκε τελικά. «Θαυμάσια, σας ευχαριστώ πολύ. Θα στείλω τον σοφέρ μου να σας παραλάβει, απ’ όπου μου υποδείξετε, αργά το απόγευμα, κατά τις οκτώ, αν σας εξυπηρετεί η ώρα». «Απόψε δεν μπορώ».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
147
O Μ πέκας συλλογίστηκε ότι είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του να την συνοδέψει στον κινηματογράφο, να δουν την ταινία αυτού του νεαρού ηθοποιού, με τον ρομαντικό τίτλο Συνοικία το όνειρο. «Μ πορούμε να κανονίσουμε το ραντεβού μας για αύριο, την ίδια ώρα», είπε. «Δώστε μου τη διεύθυνσή σας, θα έρθω μόνος μου». Ο Ιωσηφόγλου έβγαλε ένα επισκεπτήριο και το έδωσε στον Μ πέκα. «Και τώρα με συγχωρείτε», είπε ο αστυνόμος. «Πρέπει να φύγω, με περιμένει χαρτοδουλειά στο γραφείο. Δεν ανυπομονώ καθόλου να την κάνω, αλλά...» Μ ΙΑ ΑΠΙΣ Τ ΕΥΤ Η ΙΣ Τ ΟΡ ΙΑ
Το διαμέρισμα του Ιωσηφόγλου ήταν στην οδό Αναγνωστοπούλου και ο Μ πέκας αποφάσισε να διανύσει την απόσταση από το γραφείο του μέχρις εκεί με τα πόδια, αφ’ ενός γιατί είχε αρκετή ώρα μπροστά του και, αφ’ ετέρου, για να κάνει το χατίρι του γιατρού του. Στις οκτώ ακριβώς στεκόταν έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας και κοίταζε τα κουδούνια. Βρήκε αυτό του Ιωσηφόγλου και το πίεσε. Σε δυο λεπτά στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος και στον Λέανδρο Ιωσηφόγλου. «Περάστε, κύριε αστυνόμε», τον υποδέχτηκε. «Δεν μένω πια εδώ, μετακόμισα πρόσφατα στην Εκάλη, στο σπίτι που μου έχτισε ο κοινός μας φίλος. Το διαμέρισμα αυτό το χρησιμοποιώ, πλέον, μόνο για γραφείο. Θα είμαστε ήσυχα εδώ, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε χωρίς να μας ενοχλήσει κανείς».
148
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Οδήγησε τον Μ πέκα σ’ ένα δωμάτιο και σε μια γωνιά με δυο φαρδιές, δερμάτινες πολυθρόνες κι ένα δρύινο, στρογγυλό τραπεζάκι ανάμεσά τους, πάνω στο οποίο δέσποζε μια ασημένια τσιγαροθήκη κι ένα κρυστάλινο σταχτοδοχείο. Από το μεγάλο παράθυρο πίσω τους έμπαιναν στο δωμάτιο τα χρώματα του δειλινού. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι ο Ιωσηφόγλου άναψε ένα λαμπατέρ που ορθωνόταν παραδίπλα. «Θα πιείτε κάτι, κύριε αστυνόμε; Ένα ουίσκι, ίσως;» ρώτησε ευγενικά ο Ιωσηφόγλου. «Όχι ποτό, ευχαριστώ. Έναν τούρκικο, όμως, θα τον έπαιρνα ευχαρίστως, αν δεν είναι κόπος». «Κανένας κόπος. Πώς τον πίνετε;» Ο Ιωσηφόγλου άκουσε την απάντηση του Μ πέκα κι εξαφανίστηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού, αφήνοντας τον αστυνόμο να παρατηρήσει με την ησυχία του τον χώρο. Ψηλές, μέχρι το ταβάνι, βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία, δεμένα με μαροκινό δέρμα, ένα βαρύ γραφείο, χαλιά με παχύ πέλος, ακριβά έπιπλα εξαιρετικού γούστου, τρεις πίνακες με σκηνές κυνηγιού. Ο Μ πέκας ένιωσε συμπάθεια για τον Ιωσηφόγλου, που δεν επιδεικνυόταν κρεμώντας στους τοίχους του έργα «μοντέρνας τέχνης», όπως αποκαλούσαν κατ’ ευφημισμόν αυτά τα εκτρώματα που τόσο τον εκνεύριζαν. Ο Ιωσηφόγλου επέστρεψε κι άφησε τον καφέ μαζί μ’ ένα ποτήρι νερό και μια μικρή, λινή πετσέτα στο τραπεζάκι. «Εμένα θα μου επιτρέψετε», είπε απολογητικά στον Μ πέκα, «ένα ουισκάκι το θέλω πάντα αυτήν την ώρα». Ο Μ πέκας δοκίμασε μια γουλιά απ’ τον καφέ και μια από το νερό του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
149
«Λοιπόν, κύριε Ιωσηφόγλου, τι σας απασχολεί;» Ο Ιωσηφόγλου κοίταξε τον αστυνόμο με το κοντόχοντρο σώμα, το σφιγμένο σ’ ένα γκρι, παλιομοδίτικο κοστούμι. Δυο σταγόνες νερό λαμπύριζαν πάνω στο παχύ μουστάκι του και τα μάτια του κάρφωναν τον ίδιο. Δεν διέκρινε καμία ιδιαίτερη χάρη ή εξυπνάδα σ’ εκείνο το στρογγυλό πρόσωπο, όμως ο Πρόκος τον είχε διαβεβαιώσει πως επρόκειτο για δαιμόνια προσωπικότητα. «Κύριε αστυνόμε, προτίθεμαι να προβώ σε αποκαλύψεις πολύ σημαντικές για εμένα. Πριν συνεχίσουμε, θα πρέπει να έχω τη διαβεβαίωσή σας πως, ό,τι πούμε, θα μείνει αυστηρά μεταξύ μας». «Κύριε Ιωσηφόγλου, αν σκοπεύετε να μου ομολογήσετε κάποιο έγκλημα ή παρανομία, αντιλαμβάνεστε πως δεν μπορώ να σας δώσω τέτοια υπόσχεση». «Κανένα έγκλημα, καμιά παρανομία – ίσως μόνο μία ηθικής τάξεως», χαμογέλασε πικρά ο Ιωσηφόγλου. «Μ είνετε ήσυχος, ό,τι πούμε αφορά μόνον εμένα και την οικογένειά μου». «Σας ακούω, λοιπόν». Ο Ιωσηφόγλου ήπιε μια γενναία γουλιά από το ουίσκι του κι άρχισε την αφήγησή του. «Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1916, σε μιαν εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο υφασμάτων και η επιχείρησή του ήταν ιδιαίτερα ανθηρή. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα, με τους γονείς και τον αδελφό μου. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι την 9η Απριλίου του 1941, που τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στη Θεσσαλονίκη». «Ο πόλεμος...» άρχισε να μιλά ο Μ πέκας, κάνοντας μιαν αόριστη κίνηση με το χέρι του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
151
Θεσσαλονίκης. Ανάμεσά τους κι οι γονείς μου. Δεν τους είδα ποτέ ξανά». Ο Ιωσηφόγλου σταμάτησε και ρούφηξε λίγο από το ποτό του. Ο Μ πέκας παρέμεινε σιωπηλός, αφήνοντας χώρο και χρόνο στον οικοδεσπότη του ώστε να καταλαγιάσει η συγκίνηση που φάνηκε να τον κυριεύει. «Ο αδελφός μου κι εγώ γλιτώσαμε, αν κι από διαφορετικές ατραπούς ο καθένας», συνέχισε ο Ιωσηφόγλου. «Εμένα με βοήθησε ένας γείτονάς μας, και φίλος της οικογένειας, με τη συνδρομή του Μ ητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Άλλαξαν το όνομά μου στο πιστοποιητικό γέννησης και με εφοδίασαν με πλαστή βεβαίωση βάπτισης. Το όνομά μου το διάλεξα εγώ. Το Λέανδρος από τον φίλο των γονιών μου, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, και το Ιωσηφόγλου από το μικρό όνομα του πατέρα μου. Ο αδελφός μου ήταν ανάμεσα στους 300 ομοθρήσκους μας, τους οποίους εφοδίασε με πλαστά χαρτιά ιθαγένειας ο ιταλός Γενικός Πρόξενος. Πήρε το όνομα Τζούλιο Μ ασσίνι και κατέφυγε στην ιταλική ζώνη κατοχής στην Αθήνα και, στη συνέχεια, στη Ρώμη όπου κι έκανε οικογένεια. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό το 1956». Ο Ιωσηφόγλου άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και τράβηξε μια δυο ρουφηξιές, πριν μιλήσει ξανά. «Έτσι σωθήκαμε από το Ολοκαύτωμα, κύριε αστυνόμε. Ήμουν τυχερός, η ζωή στάθηκε καλή μαζί μου, αγάπησα μιαν υπέροχη γυναίκα, κάναμε δυο καλά αγόρια, ανέλαβα τη χαρτοβιομηχανία του πεθερού μου, όταν εκείνος αποσύρθηκε. Η οικογένειά μου δεν γνωρίζει τίποτε απ’ αυτά που σας είπα και δεν επιθυμώ να μάθει. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν βαφτίστηκα αργότερα, θα έπρεπε να αποκαλύψω την αλήθεια. Για το ακανθώδες θέμα της περιτομής
152
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μου, εφηύρα –για τη γυναίκα μου– μια φίμωση στην εφηβεία μου, η οποία αντιμετωπίστηκε χειρουργικά. Κι αυτό το ψέμα, που τόσα χρόνια συντηρώ, είναι κι η μόνη μου παρανομία, κύριε αστυνόμε. Επίσης, λόγω της δουλειάς μου, συναναστρέφομαι με διάφορους ανθρώπους και –πιστέψτε με– αρκετοί από αυτούς δεν βλέπουν με συμπάθεια τους Εβραίους, ακόμη και σήμερα. Δεν εννοώ να επιτρέψω σε φαντάσματα του παρελθόντος να ταράξουν την οικογενειακή μου ηρεμία και την επαγγελματική μου ευημερία». Ο Ιωσηφόγλου σταμάτησε και κοίταξε τον Μ πέκα. Ο αστυνόμος ανακάθισε στην πολυθρόνα του, έσκυψε λίγο μπροστά και είπε στον συνομιλητή του: «Να υποθέσω, κύριε Ιωσηφόγλου, ότι η ηρεμία και ευημερία σας απειλούνται με κάποιον τρόπο;» Αντί για απάντηση ο Ιωσηφόγλου σηκώθηκε και πλησίασε το γραφείο του. Έβγαλε ένα μικρό κλειδί από την τσέπη του και ξεκλείδωσε το μεσαίο συρτάρι. Τράβηξε από μέσα μια κόλλα χαρτί και την έδωσε στον Μ πέκα. ΕΝΑΣ Σ Τ ΥΓ ΝΟΣ ΕΚΒ ΙΑΣ Μ ΟΣ
Ο Μ πέκας κοίταξε το έγγραφο που είχε στα χέρια του. Ήταν γραμμένο σε γραφομηχανή, με μαύρη μελανοταινία. Όλα τα άλφα ήταν ελαφρώς μουντζουρωμένα, σαν να υπήρχε μια περισπωμένη πάνω τους. Το κείμενο, αν και λιτό, ήταν απολύτως σαφές: καλούσε τον Λέανδρο Ιωσηφόγλου, προκειμένου ν’ αποφύγει την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, να καταβάλει στον εκβιαστή του ένα εκατομμύριο δραχμές. Ο Μ πέκας έκανε αστραπιαία τον υπολογισμό στο μυαλό του: το ποσό φάνταζε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
153
εξωπραγματικό, όσα θα έβγαζε εκείνος από τη δουλειά του σε είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια! «Μ πορώ να το κρατήσω;» ρώτησε, δείχνοντας το χαρτί στον Ιωσηφόγλου. «Φυσικά. Νομίζετε ότι θα μπορέσετε να βγάλετε κάποιαν άκρη; Αν πιστεύετε ότι η λύση είναι να πληρώσω, θα το κάνω ευχαρίστως». «Ποτέ η λύση δεν είναι να υποκύψει κάποιος στον οποιονδήποτε τον εκβιάζει για χρήματα, κύριε Ιωσηφόγλου. Η εμπειρία μου λέει πως ο εκβιαστής γίνεται άπληστος και το θύμα δεν είναι ποτέ ασφαλές. Θα δω τι μπορώ να κάνω μ’ αυτό», είπε διπλώνοντας προσεκτικά το χαρτί και βάζοντάς το στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Κύριε αστυνόμε, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι κανείς δεν πρέπει να μάθει γι’ αυτό. Πώς θα το χειριστείτε;» «Εννοείται με διακριτικότητα, μην ανησυχείτε. Την άλλη εβδομάδα σκόπευα να πάρω μερικές ημέρες άδεια, η Ευανθία –η γυναίκα μου– θέλει να κάνει μερικά ιαματικά λουτρά, λέγαμε να πάμε στην Αιδηψό. Νομίζω πως μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον προορισμό μας για τη λουτρόπολη του Λαγκαδά, είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη. Θ’ αρχίσω από εκεί». «Πιστεύετε ότι εκεί θα βρείτε τον ένοχο;» «Πιστεύω ότι εκεί θα βρω κάτι. Από εκεί ξεκίνησαν όλα, εξάλλου. Πείτε μου, ο φίλος του πατέρα σας, ο Λέανδρος... Λέανδρος;» «Θεοδωρίδης». «Ο Λέανδρος Θεοδωρίδης, λοιπόν, ζει ακόμη εκεί;»
154
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ναι. Τελευταία φορά τον είδα πριν από τέσσερα χρόνια, σε κάποιο ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη. Δεν επικοινωνούμε ποτέ, καταλαβαίνετε, αλλά πάντα, όποτε ανεβαίνω για δουλειές, βρίσκω χρόνο να τον δω και να τα πούμε σε κάποιο ήσυχο κι απόμερο σημείο. Του χρωστάω τη ζωή μου». «Μ ε τι ασχολείται; Έχει οικογένεια;» «Έχει κλωστοϋφαντουργία, όπως κι εμείς τότε. Ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μικρότερός του, αλλά ο πατέρας μου τον εκτιμούσε πολύ και τον είχε βοηθήσει με το εργοστάσιό του, ηθικά και υλικά. Ήταν πολύ καλοί φίλοι και συνεργάτες. Είναι παντρεμένος κι έχει έναν γιο, μοναχοπαίδι, αρκετά χρόνια μικρότερο από εμένα. Όταν μου έβγαλε τα πλαστά πιστοποιητικά, εγώ ήμουν είκοσι επτά χρονών, ο γιος του πρέπει να ήταν μόλις έξι ή επτά. Τον θυμάμαι αμυδρά, κουλουριασμένο στην αγκαλιά της μητέρας του. Δεν έτυχε να τον ξανασυναντήσω αργότερα». «Πείτε μου, κύριε Ιωσηφόγλου, εκτός από τον Λέανδρο Θεοδωρίδη, ποιος άλλος ήξερε για την αλλαγή της ταυτότητός σας;» «Η γυναίκα του, οπωσδήποτε. Ήταν στενή φίλη της μητέρας μου, αυτή έπεισε τον Θεοδωρίδη να μεσολαβήσει για τα χαρτιά μου. Όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, μ’ αποχαιρέτησε με δάκρυα κι αγκαλιές. Μ ’ αγαπούσε και, πιστεύω, μ’ αγαπάει ακόμα. Υπήρξαμε καλοί φίλοι, τότε, πριν αλλάξουν όλα, είναι μόνον οκτώ χρόνια μεγαλύτερή μου. Δεν σας κρύβω ότι την έβλεπα και λίγο ρομαντικά, ήμουν νέος κι η Ρένα ήταν πανέμορφη. Δεν μου έδωσε, όμως, ποτέ τίποτα πέρα από τη φιλία της, ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον Λέανδρο. Την θεωρώ υπεράνω κάθε υποψίας, κύριε αστυνόμε, να το λάβετε υπ’ όψιν σας αυτό».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
155
«Θα το λάβω, θα το λάβω. Κι ο γιος;» «Ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει το οτιδήποτε κι αποκλείω να του είπε κάτι ο πατέρας του αργότερα». «Ποτέ δεν ξέρει κανείς...» μουρμούρισε ο Μ πέκας. «Θα πάτε στα λουτρά του Λαγκαδά, λοιπόν;» μίλησε ξανά ο Ιωσηφόγλου. Θα μου επιτρέψετε να σας αποζημιώσω για την ταλαιπωρία και για τον κόπο στον οποίον θα μπείτε να τροποποιήσετε τις διακοπές σας: ό,τι έξοδα κάνετε, θα είναι δικά μου». «Κύριε Ιωσηφόγλου, τα έξοδά μου είναι δική μου υπόθεση, θα πήγαινα στην Αιδηψό, εξάλλου». «Επιμένω, κύριε αστυνόμε, είναι το λιγότερο που...» Ο Μ πέκας τον έκοψε με μιαν αποφασιστική χειρονομία και μιαν άγρια ματιά. Ο Ιωσηφόγλου κατέβασε τα χέρια του παραιτημένος. «Θα επικοινωνήσω μαζί σας μόλις έχω κάτι νεότερο», είπε ο Μ πέκας και μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τον Λέανδρο Ιωσηφόγλου και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Μ ΙΑ ΔΙΑΦΩΤ ΙΣ Τ ΙΚΗ Σ ΥΖΗΤ ΗΣ Η Σ Τ ΟΝ Β ΑΡΔΑΡ Η
Ο Μ πέκας κατέβηκε από το λεωφορείο που τον είχε μεταφέρει από τον Λαγκαδά στη Θεσσαλονίκη. Είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του, την οποία είχε τακτοποιήσει σ’ ένα μικρό, αλλά συμπαθητικό ξενοδοχείο της λουτρόπολης, ότι θα επέστρεφε νωρίς το βράδυ για να δειπνήσουν μαζί. Στην τσέπη του σακακιού του είχε δυο κομμάτια χαρτί με τις διευθύνσεις του Λέανδρου Θεοδωρίδη. Εκείνης του σπιτιού του, στην πλατεία Αγίας Σοφίας, κι αυτής του εργοστασίου, κάπου στη συνοικία του Βαρδάρη. Αποφάσισε να
156
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ξεκινήσει από τη δεύτερη. Ο χώρος εργασίας ενός ανθρώπου μπορεί να αποκαλύψει πολλά γι’ αυτόν, σχεδόν όσα και το σπίτι του. Έφτασε στο εργοστάσιο. Η μεγάλη, σιδερένια αυλόπορτα ήταν κλειστή και κλειδωμένη. Δυο μεγάλα και, μάλλον, όχι ιδιαίτερα φιλικά σκυλιά, τριγύριζαν στον προαύλιο χώρο. Ο Μ πέκας πλησίασε στην περίφραξη κι έριξε μια ματιά μέσα. Πώς δεν του πέρασε από το μυαλό; Το εργοστάσιο ήταν κλειστό για τις διακοπές του καλοκαιριού. Τα σκυλιά τον αντιλήφθηκαν και ρίχτηκαν με γαβγίσματα κι απειλητικές διαθέσεις στα κάγκελα. Ο Μ πέκας γύρισε να φύγει, αλλά σταμάτησε από τη φωνή ενός άντρα που σκέπασε τα γαβγίσματα των σκύλων. «Γυρεύεις κάποιον;» Ο Μ πέκας στράφηκε κι αντίκρισε ένα λυμφατικό γεροντάκι και, προς στιγμήν, αναρωτήθηκε αν η βροντερή φωνή που είχε ακούσει προερχόταν απ’ αυτό το πλάσμα. «Καλημέρα σας. Τον κύριο Θεοδωρίδη». «Δεν είναι κανείς εδώ, το εργοστάσιο είναι κλειστό. Ανοίγουμε την άλλη εβδομάδα. Ξαναπέρνα τότε». «Θα σας ήταν εύκολο να μου προσφέρετε ένα ποτήρι νερό;» συνέχισε ο Μ πέκας. «Περπάτησα αρκετά για να φτάσω εδώ και μ’ αυτήν τη ζέστη...» «Μ α τι φοράς κι εσύ σακάκι, άνθρωπέ μου, καλοκαιριάτικα;» του αντιγύρισε το γεροντάκι. Περίμενε να φέρω τα κλειδιά να σου ανοίξω και μετά θα πιούμε ένα καφεδάκι εκεί πίσω, στη δροσιά, να συνέλθεις. Να πούμε και δυο κουβέντες που είμαι μόνος εδώ. Μ όνο με τα σκυλιά μιλάω», κατέληξε ο ανθρωπάκος κι έφυγε κουτσαίνοντας για να επιστρέψει με μιαν αρμαθιά κλειδιά.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
157
Τα σκυλιά, από τη στιγμή που ο Μ πέκας έγινε ευπρόσδεκτος από το αφεντικό τους, σταμάτησαν τα γαβγίσματα και μεταμορφώθηκαν σε δυο παιχνιδιάρικα πλάσματα που χοροπηδούσαν χαρούμενα στα πόδια του αστυνόμου. Ο γεροντάκος τον οδήγησε πίσω από το εργοστάσιο, όπου βρισκόταν ένας μικρός και χαμηλός οικίσκος. Στην αυλίτσα του, μια κρεβατίνα προσέφερε παχιά και δροσερή σκιά. Ο γέρος έφερε ένα ποτήρι κρύο νερό στον Μ πέκα και χάθηκε στο σπιτάκι για να φτιάξει τους καφέδες. «Ελπίζω να σ’ τον πέτυχα», είπε ο γέρος δίνοντας στον αστυνόμο το φλιτζάνι του. «Είμαι ο Αρτέμης, φύλακας εδώ». «Πόσα χρόνια δουλεύεις στον Θεοδωρίδη;» ρώτησε ο Μ πέκας. «Από το ’45. Μ ε πήρε στη δούλεψή του ο κυρ-Λέαντρος όταν γύρισα απ’ το μέτωπο. Σακατεύτηκα εκεί», είπε δείχνοντας το κουτσό του πόδι, κι αν δεν ήταν ο κυρ-Λέαντρος –ο Θεός να τον έχει αναπαμένο–, κι εγώ δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει. Μ άλλον θα ζητιάνευα στους δρόμους. Ο Μ πέκας κοίταξε τον ανθρωπάκο με έκπληξη. «Δεν ζει ο Λέανδρος Θεοδωρίδης;» «Μ η μου πεις ότι αυτόν ήρθες να βρεις! Φιλαράκο, άργησες τρία χρόνια. Σχωρέθηκε πρόπερσι, από καρδιά. Εμ, τι να σου κάνει κι αυτή η ρημάδα, πόσα ν’ αντέξει;» «Ναι, αυτόν ήρθα να δω, δεν είχα μάθει ότι πέθανε», είπε ο Μ πέκας. «Και τι εννοείς, είχε προβλήματα με το εργοστάσιο;» «Καθόλου, το εργοστάσιο πήγαινε πρίμα. Μ ε τον κανακάρη του είχε προβλήματα. Χαμένο κορμί η σπορά του Λέαντρου, όλο τσακώνονταν πατέρας και γιος. Ο ένας δούλευε σαν το σκυλί εδώ μέσα κι ο άλλος τα σκορπούσε σαν τον κοπρίτη εκεί έξω. Τι τα θες,
158
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τι τα γυρεύεις, βουτηγμένος στην αμαρτία ο γιος, απ’ τα μικράτα του. Έχεις τσιγάρο;» Ο Μ πέκας του έτεινε το πακέτο και τα σπίρτα. Ο γέρος άναψε, τράβηξε μια δυο βαθιές ρουφηξιές, φύσηξε τον καπνό και συνέχισε την εξομολόγηση με συνωμοτικό ύφος. «Στα δεκάξι του ο μικρός είχε ιστορίες. Παρέσυρε ένα εργατριάκι από εδώ και το χάλασε με το ζόρι. Θα ’ταν δε θα ’ταν δώδεκα χρονών. Πώς τα ’καναν, πώς τα σκέπασαν, η μικρή και το σόι της γέμισαν λεφτά κι έφυγαν απ’ τον Βαρδάρη, ούτε που τους ματάδε κανείς μας. Έβαλε και τα μεγάλα μέσα το αφεντικό και γλίτωσε το αναμορφωτήριο το καμάρι του. Αλλά να πεις πως έβαλε μυαλό; Μ παα... Όλο με αλήτες τριγυρνούσε και ξημεροβραδιαζόταν στα τμήματα ο πατέρας του να τον μαζεύει». «Πότε αρρώστησε ο Λέανδρος;» «Τότε, με την πιτσιρίκα, έπαθε την πρώτη κρίση και μας λαχτάρησε. Αλλά τη σκαπούλαρε, μόνο που του έμεινε το κουσούρι κι έπρεπε να παίρνει κάτι κίτρινες σταγόνες. Είχε το μπουκαλάκι του φαρμακοποιού πάντα στην τσέπη του και φύλαγε κι ένα εδώ, στο γραφείο του. Εκεί μέσα πέθανε, χωρίς κανένα μπουκαλάκι κοντά του, αν με εννοείς...» κατέληξε ο γεράκος, ρίχνοντας μια, όλο νόημα, ματιά στον Μ πέκα. «Τι θες να πεις;» ρώτησε ο αστυνόμος. «Αυτά που λέμε όλοι μας εδώ», απάντησε ο φύλακας. «Δεν είναι περίεργο που ήταν με τον γιο του στο γραφείο όταν πέθανε, και που οι φωνές τους ακούγονταν σ’ όλο το εργοστάσιο; Και δεν είναι πιο πολύ περίεργο που κανένα από τα δύο μπουκαλάκια του δεν βρέθηκε, όσο κι αν ψάξαμε; Αποκλείεται να έφυγε από το σπίτι χωρίς το φάρμακό του κι αποκλείεται να είχε τελειώσει αυτό που
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
159
φυλούσε εδώ και να μην το είχε αντικαταστήσει. Ο κυρ-Λέαντρος ήταν σχολαστικός με τις σταγόνες του. Κι όμως... εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε κανένα, ψάξαμε όλοι, παντού, αμέσως μόλις τον βρήκαμε, μπας και προκάναμε να τον σώσουμε. Μ όνο σ’ ένα μέρος δεν ψάξαμε: στις τσέπες του γιου του», κατέληξε με στόμφο ο γέρος. Ο Μ πέκας παρέμεινε σιωπηλός για μια στιγμή για να ρωτήσει αμέσως μετά: «Σήμερα ποιος κάνει κουμάντο εδώ;» «Αυτός, ο μικρός, γι’ αυτό πάμε κατά διαόλου. Κλείσαμε για καλοκαίρι κι οι εργάτες ήταν δυο βδομάδες απλήρωτοι. Κατάφερε, μέσα στα τρία χρόνια που λείπει ο πατέρας του, να τα ρημάξει όλα. Πήρε στα χέρια του ένα υπερωκεάνιο και το κατάντησε σαπιόβαρκα. Τα ’κανε όλα πιόμα, τζόγο και λούσα για τις παστρικιές του. Χαλασμένη ιστορία, σου λέω. Θες άλλο ένα καφεδάκι; Έχω και νεραντζάκι γλυκό, εγώ το ’φτιαξα». «Όχι, Αρτέμη, ευχαριστώ πολύ. Πρέπει να πηγαίνω, περαστικός είμαι από τη Θεσσαλονίκη». «Να ’σαι καλά, ’φχαριστώ για την παρέα και το τσιγάρο, καλό δρόμο». ΕΝΑΣ ΕΥΕΙΔΗΣ ΝΕΟΣ
Το σπίτι της οικογένειας Θεοδωρίδη βρισκόταν στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, δίπλα στη μαιευτική κλινική του Δεληγιαννάκη. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία, περιτριγυρισμένη από έναν κήπο με εμφανή σημάδια εγκατάλειψης. Η έλλειψη επιδέξιου χεριού
160
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
κηπουρού είχε μετατρέψει το, κάποτε όμορφο, περιβάλλον του σε ζούγκλα. Ο Μ πέκας έσπρωξε την πράσινη, ξεβαμμένη σιδερένια πόρτα κι ανέβηκε τα δέκα μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτα. Στα δεξιά του πρόσεξε ένα γκαράζ, μ’ ανοιχτές πόρτες, όπου στάθμευαν δυο πολυτελή αυτοκίνητα: ένα μαύρο σεντάν κι ένα σπορ διθέσιο, με κατεβασμένη την κουκούλα. Εκτός αν υπήρχε και τρίτο αυτοκίνητο, οι ένοικοι πρέπει να βρίσκονταν στο σπίτι. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε αρκετά λεπτά. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του στη θέα του προσώπου που του άνοιξε την πόρτα. «Ο κύριος;» ρώτησε η εντυπωσιακή, βαμμένη ξανθιά νέα κοπέλα, με το αποκαλυπτικό ροζ κοντό νεγκλιζέ, το οποίο δεν έκρυβε απολύτως τίποτε από τις θελκτικές καμπύλες της. «Μ πέκας», απάντησε ο αστυνόμος. «Θα ήθελα να δω την κυρία Θεοδωρίδη». «Η κυρία Ρένα...» ξεκίνησε να λέει η νεαρή. «Η μητέρα μου απουσιάζει», την διέκοψε μια φωνή που ακούστηκε πίσω της και, ταυτόχρονα, ένας νεαρός, στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, ξυπόλυτος και φορώντας μόνο ένα λευκό παντελόνι έκανε την εμφάνισή του. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα σαν να είχε μόλις ξυπνήσει, γεγονός πολύ πιθανό, κι έφταναν αρκετά χαμηλά, σκεπάζοντας τ’ αυτιά του, πάνω σ’ ένα αρκετά όμορφο αλλά λίγο έκφυλο πρόσωπο. Στη ματιά που πρόλαβε ο Μ πέκας να ρίξει πίσω του, αντίκρισε ένα μισοσκότεινο, μεγάλο χώρο υποδοχής, απολύτως ακατάστατο, με εφημερίδες, περιοδικά, πιάτα κι άδεια μπουκάλια αλκοόλ σπαρμένα παντού.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
161
«Είμαι ο Ντέμης Θεοδωρίδης, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» «Είμαι παλιός φίλος του πατέρα σας, νεαρέ μου, περαστικός από τη Θεσσαλονίκη. Έμαθα πολύ πρόσφατα για την απώλειά σας κι ήθελα να συλλυπηθώ τη μητέρα σας». «Ο καημένος ο μπαμπάς», είπε ο Ντέμης με μια θεατρινίστικη λυπητερή έκφραση. «Τι να κάνουμε όμως, έτσι είναι η ζωή!» συμπλήρωσε χαρούμενα αμέσως μετά. «Η μαμά δεν είναι εδώ. Πήγε επίσκεψη στη θεία μου, την αδελφή της, στην Αρετσού. Θα επιστρέψει το βραδάκι, αν θέλετε να ξαναπεράσετε». «Δυστυχώς δεν θα τα καταφέρω απόψε, ίσως αύριο το πρωί αν δεν είναι μεγάλη ενόχληση για τη μητέρα σας;» «Μ α τι λέτε; Η καημένη η μαμά θα χαρεί πολύ, δέχεται τόσο σπάνια επισκέψεις πια. Σε αντίθεση μ’ εμένα», τόνισε πονηρά, ρίχνοντας ένα χαϊδευτικό μπατσάκι στα τροφαντά οπίσθια της συντροφιάς του. Ο Μ πέκας κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρύψει την απέχθεια που του προκαλούσε αυτό το δείγμα της νεολαίας. Παιδιά που περνούσαν τον καιρό τους κατασπαταλώντας τις γονικές περιουσίες, έπνιγαν τα νιάτα τους σε αλκοόλ και ύποπτο καπνό, σύχναζαν σε λερά καταγώγια ή σε πολυτελή κέντρα διασκέδασης με το ίδιο, πάντα, αποτέλεσμα: να εξαφανίσουν, μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, όλα όσα άλλοι είχαν δημιουργήσει σε μια και δυο ζωές. «Ωραία, λοιπόν. Παρακαλώ, ενημερώστε τη μητέρα σας πως θα περάσω να την δω αύριο το πρωί, κατά τις δέκα». «Μ είνετε ήσυχος, κύριε... Πώς είπαμε τ’ όνομά σας;» «Μ πέκας. Χαίρετε».
162
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Στο λεωφορείο για τον Λαγκαδά, ο αστυνόμος ταξινομούσε στο μυαλό του όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει μέσα στην ημέρα. Ανυπομονούσε να συναντήσει τη Ρένα Θεοδωρίδη και ν’ ακούσει με προσοχή όσα θα είχε να του πει. Το βράδυ, στο ταβερνάκι κάτω από το ξενοδοχείο τους, το ψάρι ήταν νοστιμότατο κι εξαιρετικά ψημένο. Μ ΙΑ Γ ΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΝΘΕΙ
Την επομένη, στις δέκα το πρωί, ο Μ πέκας χτυπούσε ξανά το κουδούνι της μονοκατοικίας, στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Η ψηλή γυναίκα που του άνοιξε είχε περάσει τα χρόνια της πρώτης νεότητας, παρέμενε όμως εντυπωσιακά γοητευτική. Φορούσε ένα απλό, μαύρο φόρεμα με κοντά μανίκια και μια σειρά λευκά μαργαριτάρια στο λαιμό. Ίδια, μικρά μαργαριτάρια κοσμούσαν και τους λοβούς των αυτιών της. Στο δεξί της χέρι, στον παράμεσο, δύο χρυσές βέρες, η μεγάλη κάτω από τη μικρότερη. «Ο κύριος Μ πέκας; Ρένα Θεοδωρίδη. Μ ου μίλησε ο Ντέμης για την επίσκεψή σας. Περάστε παρακαλώ». Ο Μ πέκας ακολούθησε την οικοδέσποινα στα ενδότερα και στο σαλόνι που μόνο φευγαλέα είχε μπορέσει να δει την προηγούμενη. Ήταν ένας μεγάλος, άνετος χώρος που, με τραβηγμένες τώρα τις κουρτίνες, μαρτυρούσε πως είχε δει και καλύτερες ημέρες. Η χθεσινή αταξία είχε εξαφανιστεί, αποκαλύπτοντας το εκλεπτυσμένο γούστο των ενοίκων σε έπιπλα και σκεύη. Η φθορά που είχε προκαλέσει ο χρόνος ήταν επίσης ορατή και σε μερικά σημεία η σκόνη δεν είχε σκουπιστεί. Η Ρένα Θεοδωρίδη έπιασε το εξεταστικό βλέμμα του Μ πέκα και απολογήθηκε λέγοντας πως η
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
163
υπηρεσία της είχε αιφνίδια παραιτηθεί και δεν είχε καταφέρει ακόμη να την αντικαταστήσει με κάποιο άτομο εμπιστοσύνης. Ο αστυνόμος διέκρινε, μέσα από τα λόγια της, την απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης μιας εικόνας τρόπου ζωής που είχε, πλέον, οριστικά χαθεί. Η Θεοδωρίδη τού έδειξε μια πολυθρόνα και βολεύτηκε κι εκείνη στον καναπέ, μπροστά από το μεγάλο, σβηστό τζάκι. «Ωραίο τζάκι», σχολίασε ο Μ πέκας. «Στο πατρικό μου είχαμε κι εμείς. Όχι τόσο εντυπωσιακό και όμορφο, αλλά έκανε καλά τη δουλειά του: κρατούσε το σπίτι ζεστό και την οικογένεια ενωμένη γύρω του. Δυστυχώς στο σπίτι μου, στην Αθήνα, δεν έχω». «Στην Αθήνα ζείτε; Και από πού γνωρίζεστε με τον Λέανδρο; Υπήρξατε συνεργάτες; Δεν θυμάμαι να μου είχε αναφέρει ποτέ το όνομά σας». Ο Μ πέκας κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, έπλεξε τα χέρια του μπροστά και κοίταξε τη Ρένα Θεοδωρίδη. «Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ποτέ τη χαρά να γνωρίσω τον σύζυγό σας, κυρία μου. Μ αθαίνω πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος και, ειλικρινά, λυπάμαι που δεν μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία». Η Ρένα κοίταξε τον αστυνόμο με απορία. «Θα σας εξηγήσω. Πείτε μου κάτι, πρώτα. Το όνομα Λέανδρος Ιωσηφόγλου σας λέει κάτι;» Η Θεοδωρίδη προσπάθησε να καλύψει την ταραχή που την κυρίευσε, χωρίς να το καταφέρει απόλυτα. «Ιωσηφόγλου είπατε; Όχι, δεν μπορώ να συσχετίσω το όνομα με κάποιο πρόσωπο». «Μ άλιστα... Γνωρίζετε κάποια οικογένεια Αμπραβανέλ, ίσως;»
164
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Η ταραχή της Θεοδωρίδη ήταν, πλέον, εμφανής. Τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά καθώς και η φωνή της, όταν απάντησε: «Οι Αμπραβανέλ... ο Γιοσέφ κι η Ρίβκα...» «Και τα παιδιά τους», συμπλήρωσε ο Μ πέκας, «δυο παλικάρια». «Ναι, είχαν και δυο γιους. Χάθηκαν, πια». «Τα παιδιά;» «Όλοι. Κι οι τέσσερις. Τους μετέφεραν στο Άουσβιτς το ’43. Όταν επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη οι διασωθέντες Εβραίοι, οι Αμπραβανέλ δεν ήταν ανάμεσά τους». «Μ άλιστα... Δεν υπάρχει καμία ελπίδα να επέζησε κάποιος τους, με κάποιον τρόπο;» «Το αποκλείω. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα μας είχε δώσει σημεία ζωής. Υπήρξαμε πολύ αγαπημένοι φίλοι, αδέλφια σχεδόν». Η φωνή της ήταν τόσο σταθερή και αποφασιστική, που ο Μ πέκας κατάλαβε πως δεν θα της έπαιρνε ούτε μια λέξη παραπάνω, στο συγκεκριμένο θέμα. Αποφάσισε να μιλήσει ειλικρινά. «Κυρία Θεοδωρίδη, είμαι αστυνομικός, αλλά δεν βρίσκομαι εδώ με αυτήν την ιδιότητα, βιάστηκε να συμπληρώσει, μόλις είδε την αγωνία να γεμίζει τα όμορφα μάτια της συνομιλήτριάς του. Ένας φίλος, ο Λέανδρος Ιωσηφόγλου που σας ανέφερα πριν, με παρακάλεσε να ερευνήσω κάτι για λογαριασμό του. Μ άλιστα, μου μίλησε για εσάς με τα θερμότερα λόγια, επιμένει πως μπορώ να βασίζομαι στη βοήθειά σας. Δεν έχετε παρά να επικοινωνήσετε μαζί του για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου. Και ιδού κι η υπηρεσιακή μου ταυτότητα», κατέληξε ο Μ πέκας, δείχνοντάς της το πορτοφόλι του ανοιχτό. Η Θεοδωρίδη έριξε μια ματιά στην ταυτότητα και σήκωσε το βλέμμα της στον Μ πέκα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
165
«Τι θέλετε να μάθετε, κύριε αστυνόμε;» ρώτησε ήρεμα. «Ο Λέανδρος Ιωσηφόγλου είναι ο νεότερος γιος των Αμπραβανέλ, που σώθηκε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης χάρη σ’ εσάς και στον σύζυγό σας». «Ναι, αν κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Ο Λέανδρος τα τακτοποίησε όλα. Ήταν υπέροχος άνθρωπος, κύριε Μ πέκα, ο Ιωσηφόγλου ήταν ένας μόνο από αυτούς που βοήθησε τότε. Και ποτέ, ποτέ δεν δέχτηκε κάτι σε αντάλλαγμα». «Κυρία Θεοδωρίδη, δεν σας συλλυπήθηκα ακόμη για την απώλεια του συζύγου σας. Η αλήθεια είναι πως ήλθα στη Θεσσαλονίκη με την ελπίδα να συναντήσω τον ίδιο, αλλά πληροφορήθηκα, από τον φύλακα του εργοστασίου σας, τον αδόκητο θάνατό του» Το βλέμμα της Ρένας Θεοδωρίδη σκοτείνιασε. «Ναι... Σας ευχαριστώ... Ήταν... είναι μεγάλη απώλεια». «Έμαθα πως ήταν άρρωστος, Η καρδιά του;» Η Θεοδωρίδη ανασήκωσε τους ώμους της. «Έπασχε χρόνια από την καρδιά του, αλλά το είχαμε υπό έλεγχο. Πρόσεχε τη διατροφή του, είχε κόψει το κάπνισμα (στο σημείο αυτό έριξε μιαν αυστηρή ματιά στον Μ πέκα, που έκοβε ήδη ένα ακόμη από τα τσιγάρα του στη μέση), περπατούσε. Μ όνο τα νεύρα του δεν μπορούσε να κουλαντρίσει, εκνευριζόταν εύκολα». «Μ ε τη δουλειά;» Η Θεοδωρίδη κοίταξε τον Μ πέκα. «Μ ε τον γιο μας. Ο Ντέμης, ξέρετε, σαν παιδί δεν είχε και πολύ το μυαλό του στη δουλειά. Ο Λέανδρος τον ήθελε πιο υπεύθυνο, πιο συνεπή στις απαιτήσεις του εργοστασίου. Καθώς δεν ήταν καθόλου επιμελής στο σχολείο, οι ελπίδες μας να συνεχίσει σε
166
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ανώτερες σπουδές αποδείχθηκαν φρούδες. Έτσι, μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, ο Λέανδρος τον ανάγκασε να δουλέψει μαζί του στο εργοστάσιο, πράγμα που ο Ντέμης δεν ήθελε». «Τι ακριβώς έκανε ο γιος σας στο εργοστάσιο;» «Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση των μηχανημάτων και την προμήθεια των ανταλλακτικών: των αργαλειών, των κλωστικών μηχανών και όλων των συσκευών του εργοστασίου και των γραφείων». «Και τα καθήκοντά του αυτά δημιουργούσαν προστριβές ανάμεσα σ’ αυτόν και τον σύζυγό σας;» «Ο Ντέμης ήταν αμελής. Ξεχνούσε να εφοδιάσει την αποθήκη με ανταλλακτικά, κάποια μηχανή πάθαινε βλάβη, το ανταλλακτικό έλειπε, η μηχανή έβγαινε εκτός λειτουργίας και η παραγωγή καθυστερούσε. Ο Λέανδρος γινόταν έξαλλος με κάτι τέτοια». «Κατάλαβα. Τι να πει κανείς για τα νιάτα;» Η Ρένα χαλάρωσε και χαμογέλασε. «Δεν είναι κακός ο Ντέμης μου, νέος είναι. Και ξέρετε πώς είναι τα παιδιά σήμερα». Ο Μ πέκας σίγουρα ήξερε και δεν ήθελε να μοιραστεί τις γνώσεις του μαζί της. «Θα μπορούσα να κάνω ένα τηλεφώνημα στην υπηρεσία μου; Στο ξενοδοχείο που μένω, κάθε φορά που ζητώ να με συνδέσουν με Αθήνα, καθυστερούν εκνευριστικά». Η Θεοδωρίδη τον συνόδευσε στη βιβλιοθήκη, για να μιλήσει με την ησυχία του κι έκλεισε, με διακριτικότητα, την πόρτα βγαίνοντας. Μ ια Remington, μοντέλο Super Riter, αναπαυόταν πάνω στο μεγάλο γραφείο. Ο Μ πέκας πέρασε μια κόλλα χαρτί στον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
167
κύλινδρο και πάτησε μερικά τυχαία πλήκτρα. Τράβηξε το χαρτί και του έριξε μια ματιά. Όλα τα άλφα ήταν καθαρά, χωρίς μουντζούρες και «περισπωμένες». Η μηχανή έλαμπε πεντακάθαρη και η μελανοταινία της ήταν αχρησιμοποίητη σχεδόν. Η πρόσφατη επέμβαση κάποιου τεχνίτη ήταν εμφανής. Ο Μ πέκας, προσποιούμενος ότι μιλούσε με κάποιον αργόστροφο υφιστάμενό του –ώστε ο τυχόν ωτακουστής να εφησυχάσει για τις προθέσεις του–, έψαχνε διακριτικά, αλλά επιδέξια, τα συρτάρια του γραφείου. Κάτω από το δερμάτινο σουμέν βρήκε αυτό που αναζητούσε: μιαν απόδειξη επισκευής για μια Remington. Σημείωσε στο μπλοκάκι του τη διεύθυνση του εργαστηρίου. «Κυρία Θεοδωρίδη, ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου διαθέσατε», είπε, βγαίνοντας από το γραφείο. «Θα καταχραστώ την υπομονή και τη φιλοξενία σας επανερχόμενος αύριο. Και θα λύσουμε, συντροφιά οι δυο μας, όλους τους γρίφους». Η γυναίκα τον συνόδευσε στην εξώθυρα. Έξω, στο χαγιάτι, κρεμόταν ένα λευκό κλουβί, που μέσα του φτεροκοπούσε ένα καναρίνι. Ο Μ πέκας κοντοστάθηκε και του σφύριξε για να εισπράξει, ως απάντηση, μια κελαηδιστή καντρίλια. «Είναι ήδη οκτώ χρονών», είπε η Θεοδωρίδη, «ήταν το πιο αγαπημένο πλάσμα για τον άνδρα μου. Το φώναζε Τζίλι, από τον τενόρο...» «Μ ικρός είχα κι εγώ ένα καναρίνι», είπε ο Μ πέκας, «ήταν και για μένα το πιο αγαπημένο πλάσμα. Το φώναζα Ναπολέοντα, από τον αυτοκράτορα...» Μ ΙΑ Μ ΗΤ ΕΡΑ ΕΞΟΜ ΟΛΟΓ ΕΙΤ ΑΙ
168
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Η υποδοχή της Ρένας Θεοδωρίδη ήταν πολύ πιο θερμή την επόμενη ημέρα. «Καλημέρα, κύριε αστυνόμε. Ο Λέανδρος μου τηλεφώνησε και μου τα εξήγησε όλα. Κάποιος τον εκβιάζει ζητώντας του ένα υπέρογκο ποσό». «Έχετε κάποια ιδέα για το ποιος μπορεί να είναι;» Η Ρένα Θεοδωρίδη απέφυγε το διαπεραστικό του βλέμμα. «Πού να ξέρω; Είμαι απόλυτα σίγουρη πως ο άνδρας μου δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν. Ίσως κάποιος, από εκείνη την εποχή, να ήξερε. Και τώρα ν’ αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος. Θα πιείτε ένα καφεδάκι;» Καθισμένοι στο σαλόνι, ο Μ πέκας κοίταξε τη Θεοδωρίδη και μίλησε ήρεμα. «Πότε αποκαλύψατε στον γιο σας την αλήθεια για τον Ιωσηφόγλου; Μ ετά τον θάνατο του συζύγου σας, σωστά;» Η Ρένα ξέσπασε σε κλάματα. Ο Μ πέκας περίμενε στωικά μέχρι να συνέλθει και να μπορέσει να μιλήσει. «Ναι. Ήταν ακριβώς μετά την κηδεία, όταν έφυγαν όλοι και μείναμε μόνοι μας. Ο Ντέμης δεν έδειχνε να συμμερίζεται τον πόνο μου, έμοιαζε ενθουσιασμένος που το εργοστάσιο θα περνούσε στα χέρια του και...» «Και τον υποπτευθήκατε για κάτι...» «Ναι... αλλά ακόμα και αν ήμουν σίγουρη, κύριε Μ πέκα, δεν ξέρω αν θα έπραττα διαφορετικά. Ο άντρας μου ήταν νεκρός και το να στείλω τον γιο μας στη φυλακή ως δολοφόνο του δεν θα άλλαζε τίποτα προς το καλύτερο». «Κυρία Θεοδωρίδη, μπορεί ο γιος σας να μην αφαίρεσε με τα χέρια του τη ζωή του πατέρα του, όμως το γεγονός ότι δεν του
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
169
χορήγησε το φάρμακό του ή τον εμπόδισε να το πάρει, δεν τον καθιστά λιγότερο ένοχο. Υπάρχουν οι μαρτυρίες του προσωπικού, στάθηκε αδύνατον να βρούνε τις σταγόνες, όσο κι αν έψαξαν». «Δεν μπορείτε ν’ αποδείξετε τίποτα, κύριε αστυνόμε, κανείς δεν μπορεί. Ούτε κι εγώ. Ακόμη κι αν είμαι σίγουρη πως ο Λέανδρος είχε το φάρμακό του μαζί. Ακόμη κι αν δεν το βρήκα, όσο κι αν έψαξα, στο σπίτι. Μ όνο αυτό που υπήρχε πάντα στο ντουλαπάκι του μπάνιου βρήκα». «Ναι...» αναστέναξε ο Μ πέκας, «είναι μια από αυτές τις υποθέσεις... Μ πορώ, όμως, να αποδείξω ότι ο γιος σας είναι εκβιαστής, κυρία Θεοδωρίδη, και θα το κάνω, θα φροντίσω να τιμωρηθεί, τουλάχιστον γι’ αυτό. Έχω ήδη την κατάθεση του ανθρώπου που επισκεύασε τη γραφομηχανή, στην οποία γράφτηκε το εκβιαστικό σημείωμα. Θυμάται πως του την πήγε ο γιος σας, προ μηνός. Είπε ότι άλλαξε το άλφα και το φι, που είχαν φθαρεί. Χάρη στη συνήθειά του να μην πετάει τίποτα, έχουμε στα χέρια μας τα φθαρμένα στελέχη. Γνωρίζω τα πάντα, κι όσα δεν ξέρω μπορώ να τα υποθέσω ασφαλώς. Θα ήταν προτιμότερο για όλους μας, όμως, να με διευκολύνετε εσείς. Μ ιλήστε μου». Στη συζήτηση που ακολούθησε η Θεοδωρίδη εξήγησε στον Μ πέκα πόσο την εξόργισε η στάση του γιου της. Τον κατηγόρησε ανοιχτά για τον θάνατο του πατέρα του κι όταν εκείνος την ειρωνεύτηκε έγινε έξαλλη. Του είπε πόσο άχρηστος και πόσο διεφθαρμένος ήταν, σε αντίθεση με τον πατέρα του, έναν άνθρωπο γεμάτο αλτρουισμό και γενναιοδωρία. Για να ενισχύσει την άποψή της, διηγήθηκε στον, γεμάτο ενδιαφέρον για παλιές ιστορίες, Ντέμη τη βοήθεια που ο πατέρας του είχε προσφέρει σ’ αρκετούς Εβραίους σώζοντάς τους από τον θάλαμο αερίων. Και για να
170
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
επισφραγίσει την αλήθεια των λόγων της, του πρόσφερε, μέσα στο θυμό της, το όνομα του Λέανδρου Ιωσηφόγλου. «Ειλικρινά, κύριε αστυνόμε, δεν πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό μου πως ο Ντέμης θα εκβίαζε τον Ιωσηφόγλου». «Κυρία μου», απάντησε αυστηρά ο Μ πέκας, «ένας νέος που είναι ικανός να δολοφονήσει τον πατέρα του, όπως όλα τα στοιχεία μαρτυρούν, ο εκβιασμός είναι το μικρότερο κακό που μπορεί να κάνει». Σ ΑΛΟΜ
Το φως του σούρουπου γλιστρούσε ξανά στο γραφείο του Ιωσηφόγλου. Ο Σεπτέμβρης είχε μπει γλυκά, φέρνοντας μαζί του τις πρώτες ασθενικές βροχούλες. Μ ια τέτοια έπεφτε απαλά τώρα, την ώρα που οι δύο άντρες κάθονταν στις γνωστές, δερμάτινες πολυθρόνες απολαμβάνοντας τα τσιγάρα τους. «Ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα», σχολίασε ο Ιωσηφόγλου, όταν τελείωσε την εξιστόρηση των γεγονότων ο Μ πέκας. «Έτσι. Ο Ντέμης Θεοδωρίδης ήταν χρεωμένος μέχρι το λαιμό. Στο εργοστάσιο το προσωπικό ήταν απλήρωτο, χρωστούσε σε χαρτοπαικτικές λέσχες και μπαρ –κι ο υπόκοσμος είναι πολύ πιεστικός στις απαιτήσεις του, αγαπητέ–, είχε ακριβά γούστα... Και τότε θυμήθηκε την εξομολόγηση που του είχε κάνει πριν από τρία χρόνια η μητέρα του. Του είχε πει το όνομά σας, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να σας εντοπίσει». Και μ’ αυτά τα λόγια ο Μ πέκας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του διαμερίσματος, με τον Ιωσηφόγλου να τον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
171
συνοδεύει. Στην εξώπορτα κοντοστάθηκε και στράφηκε στον άνδρα πίσω του. «Κύριε Ιωσηφόγλου..., ποιο είναι το μικρό σας όνομα;» Ο Ιωσηφόγλου κατάλαβε. Χαμογέλασε θλιμμένα. «Μ ορντεχάι». «Σαλόμ, Μ ορντεχάι Αμπραβανέλ», είπε ο Μ πέκας τείνοντάς του το χέρι. «Σαλόμ, αστυνόμε Μ πέκα», αποκρίθηκε ο Ιωσηφόγλου, κλείνοντάς το ανάμεσα στα δύο δικά του.
ΑΝΤ ΩΝΗΣ ΓΚΟΛΤ ΣΟΣ
Καφενείον «Των Φιλάθλων»[4]
[ 1 ]
ΛΟΙΠΟΝ, κύριε Χατζηανδρέου;»
«
«Τι λοιπόν, κύριε αστυνόμε;» Ο εξηντάρης καφετζής, με το κρανίο-καθρέφτη και το λαιμό παλαιστή, δεν έκρυβε τη δυσφορία του. «Συνεχίζουμε. Για τον Μ περλίδη. Και για τη γειτονιά. Έλα, μη σ’ τα βγάζω με το τσιγκέλι». «Μ α τα ’παμε, δεν τα ’παμε, κύριε αστυνόμε;» «Τα ’παμε και θα τα ξαναπούμε. Πάμε απ’ την αρχή». Ο Μπέκας έμοιαζε σαν νυσταγμένος. Το χοντρό του πρόσωπο δεν έδειχνε καμιά ιδιαίτερη εξυπνάδα κι έπαιζε με τον φτηνό αναπτήρα του, στήνοντας κι αναποδογυρίζοντάς τον στο τραπέζι. Ο καφετζής σκούπισε βιαστικά το μέτωπό του με την πετσέτα που τράβηξε από την ποδιά του· θα μπορούσε να είναι μια μηχανική κίνηση, αν ο Μ πέκας δεν διέκρινε κάποιες στάλες ιδρώτα στο μέτωπό του. Ανεξήγητες, για εκείνο το κρύο απόγευμα του Δεκέμβρη.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
173
Είχε βρέξει το βράδυ και η υγρασία περόνιαζε μέσα στο Καφενείον «Των Φιλάθλων». Κάτι ο μοναδικός αναμμένος γλόμπος πάνω από τα κεφάλια τους, στο βάθος του καφενείου, κάτι η ταγγή μυρωδιά του καπνού, υπόλειμμα μαραθώνιων συζητήσεων για τον διαιτητή που «τα ’πιασε» ή για «τον πουλημένο που ’χασε το μπέναλτι», κι ο Μ πέκας αισθάνθηκε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Στου Χατζηανδρέου, τα απογεύματα, ήταν η μπάλα. Tα βράδια, η πόκα. Πράσινες τσόχες, όχι στην πρώτη τους νεότητα, σκέπαζαν κάποια τραπέζια, ανεξίτηλοι λεκέδες από καφέδες, κονιάκ και στάχτες. «Τι σόι ήταν το θύμα; Τι μέτραγε στη γειτονιά; Δεν μπορεί, εσύ ξέρεις από αυτά», είπε ο Μ πέκας και του ’κλεισε το μάτι. Οι φήμες ήθελαν τον Μ ίμη Χατζηανδρέου παλιό καταδότη της Ασφάλειας που έδρασε στην Κατοχή και στα χρόνια που ακολούθησαν. Η πληροφορία από τον Κοντορίγα, υπαστυνόμο του Παραρτήματος Ασφαλείας Βύρωνα, ήταν ότι ο Χατζηανδρέου όφειλε την άδεια του καφενείου του «ταις υπηρεσίαις τη πατρίδι»· ήταν και ο λόγος που έκαναν τα στραβά μάτια στις ολονυκτίες πόκας, για τις οποίες «Των Φιλάθλων» είχε τ’ όνομα. «Ο Μ περλίδης, ο τσαγκάρης, ήταν το στοιχειό της πλατείας, κύριε αστυνόμε. Ακόμα έχω τον ήχο του σφυριού στ’ αυτιά μου. Άνοιγε το μαγαζί τα χαράματα και το ’κλεινε την άγρια νύχτα. Και δεν τού ’παιρνες κουβέντα, εγώ έλεγα πως τον είχε πειράξει η βενζινόκολλα. Κι έπειτα ήταν κι οι γυναίκες του που σίγουρα τον τρέλαιναν». «Οι γυναίκες του;» «H Πελαγία, η γυναίκα του και η αδελφή του, η Μ άγδα, μένουν μαζί τους. Ακούγονται σ’ όλη τη γειτονιά να ξεσκίζονται, ολημερίς
174
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
κι ολονυχτίς. Και μαζί του. Μ έχρι που...» «Μ ία κολόνα, κύριε Μ ίμη;» Ο παγοπώλης είχε μπει δυο βήματα στο καφενείο, με τη μαύρη λαστιχένια ποδιά του να στάζει. «Μ ισή, κομμένη σε τέταρτα. Βάλ’ τα στο ψυγείο και γράψ’ τα». Ο άλλος βγήκε, ακούστηκε το μαχαίρι με τα δόντια κι έπειτα ο παγοπώλης πέρασε από μπροστά τους, ο πάγος τυλιγμένος στη λινάτσα. Ακούστηκαν θόρυβοι στο ψυγείο, πίσω τους, και έπειτα η μοτοσικλέτα να απομακρύνεται. «Ο Μ περλίδης βρέθηκε τρυπημένος μ’ ένα σουβλί στην καρδιά, καθιστός μπροστά στον πάγκο του, χθες, Δευτέρα πρωί, κύριε Χατζηανδρέου. Είναι πράγματα που τα ξέρουν όλοι, πια. Έχεις καμιάν ιδέα;» Ο Μ πέκας έσκυψε προς τον καφετζή: «Η Ασφάλεια θα το εκτιμήσει». Για να προσθέσει: «Εδώ, τον βλέπατε;» Πήρε κάποια δευτερόλεπτα στον καφετζή για να απαντήσει. Τα μάτια στο τραπέζι. «Τακτικά. Και δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ερχόταν μόλις έκλεινε το τσαγκαράδικο. Καθόταν, μόνος του, εκεί, στη γωνία. Δεν μιλούσε και δεν του μιλούσε άνθρωπος. Καμιά φορά και τρεις και τέσσερις ώρες. Έπινε τον καφέ του, άφηνε τη δραχμή του κι έφευγε». «Μ μμμ! Και για το άλλο;» «Ποιο άλλο;» «Για την ιδέα, που λέγαμε; Τι πιστεύεις;» Εδώ, η απάντηση ήρθε γρήγορα, ίσως και κάπως βιαστικά:
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
175
«Δεν έχω ιδέα, κύριε αστυνόμε». Ο Μ πέκας προσπάθησε να διασταυρώσει τη ματιά του με του καφετζή. Δεν τα κατάφερε. «Καλώς. Αν σκεφτείς ή θυμηθείς κάτι, επικοινωνείς με την Ασφάλεια του Βύρωνα. Θα μιλήσουν εκείνοι μαζί μου. Αλλά κι εγώ, αυτές τις μέρες, εδώ γύρω θα ’μαι».
Λίγες ώρες νωρίτερα, ένα εικοσιτετράωρο μετά τον φόνο, τυλιγμένος στο παλτό του και καθισμένος στο βρεγμένο παγκάκι στην κορυφή του μικρού τριγωνικού πάρκου «των Ηρώων», ο Μ πέκας επιθεωρούσε το σκηνικό, γύρω του. Επί της Κυδωνιών, απέναντί του, ανάμεσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο προσφυγικό και μια καινούργια μονοκατοικία, το Καφενείον «Των Φιλάθλων»/Δημ. Χατζηανδρέου έμοιαζε με σκηνικό που παίζει ώσπου να το κατεβάσουν. Στα δεξιά του, επί της Φωκαίας, μια σειρά μονώροφα ταπεινά κτίσματα στο χρώμα του χώματος, το τελευταίο, μισό σπίτι, μισό μπακάλικο, ενώ στ’ αριστερά του, επί της Ανατολικής Θράκης, τρεις κατοικίες, η πρώτη, μοναδικό διώροφο στον ορίζοντα, έπειτα το σπίτι του Μ περλίδη, η πόρτα του τσαγκαράδικου πλάι στην είσοδο. Κολλητά, η στενή πρόσοψη ενός ξυλογλυφείου, η πόρτα του να μοιάζει κλειστή από ιδρύσεως. Στο κέντρο της μικρής πλατείας, το σιντριβάνι, κακόγουστο μέσα σε έναν μανδύα μπετόν και γυάλινων ψηφίδων, έπειθε ότι λειτούργησε την ημέρα των εγκαινίων του. «Συνοικία των αγγέλων», σκέφτηκε ο Μ πέκας, πίσω από ένα σύννεφο καπνού που του έτσουξε τα μάτια.
176
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Είχε αποφασίσει να μείνει για ώρα στο παγκάκι, παρατηρώντας την κίνηση της γειτονιάς, αλλά, τέσσερα τσιγάρα μετά και μια γλώσσα να στάζει πίκρα, σηκώθηκε βαρύθυμος για να κατευθυνθεί στο σπίτι του νεκρού. Έμεινε για λίγο εμπρός στα κατεβασμένα ρολά του μαγαζιού. Κάποιος είχε γράψει με κιμωλία «πάρτα μαζί σου τόρα κόπανε». «Σίγουρα, δεν περιμένει απ’ αυτόν ο λουλουδάς», σκέφτηκε ο Μ πέκας, πριν χτυπήσει το κουδούνι. [ 2 ]
ΕΙΧΑΝ ειδοποιήσει το Παράρτημα Ασφαλείας του Βύρωνα. Ένας άντρας είχε τηλεφωνήσει, νωρίς το πρωί της Δευτέρας, μπερδεμένα και ασθμαίνοντας «τον τσαγκάρη της πλατείας Ηρώων, είναι νεκρός...» και έκλεισε αμέσως. Λίγο πριν από τις έντεκα, ο Μ πέκας ήταν εκεί. Ο ιατροδικαστής και το συνεργείο της Σήμανσης τον είχαν προλάβει. Το μαγαζί, ένα δωμάτιο που έβλεπε στο πεζοδρόμιο μέσα από μια τζαμαρία που είχε να πλυθεί από την άφιξη των προσφύγων στη γειτονιά, μύριζε ασφυκτικά βενζινόκολλα. Παντού κομμάτια δέρμα, κορδόνια, ξύλινες θήκες με καρφιά όλων των μεγεθών, καλαπόδια, σουβλιά, εφημερίδες για το τύλιγμα, ένα μαγκάλι με το που έμπαινες, τώρα σβηστό, κι ένα μονοπάτι, ανάμεσα σε ό,τι ετερόκλητο, που οδηγούσε στο τραπεζάκι-εργαστήρι όπου δούλευε το θύμα, ακριβώς κάτω από τη λάμπα που κρεμόταν μισό μέτρο από πάνω του. Ο ίδιος, καθιστός, είχε γείρει πίσω και λοξά, με τη χαμηλή πλάτη της καρέκλας του μόλις να τον κρατάει, τα χέρια να κρέμονται στο πλάι, το σουβλί, σπρωγμένο στο ύψος της καρδιάς, να έχει διαπεράσει μια ποδιά
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
177
που, κάποτε, διεκδικούσε κάποιο χρώμα· σαν από μεταθανάτια συνήθεια, το σιδερένιο πόδι όπου κάρφωνε σόλες και τακούνια, ακόμα στηριγμένο ανάμεσα στα γόνατά του. Ο ιατροδικαστής είχε φτάσει στον τόπο του εγκλήματος λίγη ώρα μετά την ειδοποίηση. Και ήταν σαφής, πίσω από τον στρογγυλό συρμάτινο σκελετό των γυαλιών του: «ο Μ περλίδης δολοφονήθηκε πριν το πολύ τέσσερις ώρες, μεταξύ επτά και οκτώ. Καμία αντίσταση. Το θύμα πρέπει να γνώριζε τον δολοφόνο, ή αυτός να τον αιφνιδίασε, πριν ο τσαγκάρης σηκώσει το κεφάλι του. Όταν τελειώσεις, αστυνόμε, τον παίρνω μαζί μου για γενικές εξετάσεις». Ο Μ πέκας έσκυψε επάνω στο πτώμα. Ένα πρόσωπο αξύριστο, ένα παλιό τραύμα στην άκρη των χειλιών, σε σπασμό που έδειχνε έκπληξη, ή ήταν χαμόγελο; χαλασμένα δόντια, πυκνά αχτένιστα μαλλιά, και δυο μάτια ορθάνοικτα, σκούρα καφετιά, σαν βουτηγμένα στο Κάμελ που μια ζωή αντίκριζαν. «Το θύμα είναι ο Πρόδρομος Μ περλίδης, κύριε αστυνόμε. Ετών πενήντα. Μ ικρασιάτης. Κατευθείαν εδώ από τη Σμύρνη του ’22. Το ίδιο και η γυναίκα του, η Πελαγία. Ετών πενήντα έξι. Μ αζί τους, η Μ άγδα, αδελφή του Πρόδρομου, ετών σαράντα δύο». «Εσύ, ποιος είσαι;» «Υπαστυνόμος Κοντορίγας, κύριε αστυνόμε, από το Παράρτημα Ασφαλείας Βύρωνα». Ο Μ πέκας δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Τίποτα χρήματα;» ρώτησε. «Όχι, κύριε αστυνόμε. Απ’ όσο είδαμε. Δεν μπόρεσα ακόμα να ψάξω όλες τις τσέπες του. Πήραμε αποτυπώματα από το σουβλί.
178
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Κι από κάποια άλλα σημεία. Αλλά εδώ έχουμε το απόλυτο χάος. Καταλαβαίνετε...» Ο Μ πέκας ίσιωσε την πλάτη και ξέσφιξε τη γραβάτα του. Ένιωσε δυσφορία κι έβγαλε το παλτό του. Ήταν κι αυτή η βενζινόκολλα... «Πού οδηγεί αυτή η πόρτα;» ρώτησε, δείχνοντας στο πίσω μέρος του δωματίου όπου φύλλα εφημερίδων, κρεμασμένα σ’ ένα τσιγκέλι, σκέπαζαν κάτι σαν μακρόστενο άνοιγμα. Ο υπαστυνόμος τον πλησίασε και πάλι. «Ανοίγει στην κουζίνα του σπιτιού, κύριε αστυνόμε. Οδηγήσαμε εκεί τη γυναίκα και την αδελφή του θύματος λίγο πριν έρθετε. Δεν άντεχαν το θέαμα». Ο υπαστυνόμος έπιασε το βλέμμα του Μ πέκα. «Φυσικά είχαμε πρώτα πάρει αποτυπώματα από την πόρτα». Ο Μ πέκας πλησίασε και την άνοιξε. Για να την κλείσει αμέσως. Πρόλαβε να προσέξει μια μαυροφορεμένη γυναικεία σιλουέτα ακουμπισμένη στο νεροχύτη, τα χέρια στο πρόσωπο, να κλαίει βουβά με αναφιλητά και μια δεύτερη, καθισμένη ανακούκουρδα, να στηρίζεται στην κάσα της πόρτας της κουζίνας, το ίδιο σιωπηλή, το κεφάλι βαθιά μέσα στα μπράτσα. Γύρισε στον Κοντορίγα. «Κύριε υπαστυνόμε, πριν φύγεις, πες στις κυρίες ότι θα περάσω να τις δω αύριο το πρωί». «Μ άλιστα, κύριε αστυνόμε». Φόρεσε το παλτό του, χαιρέτησε με ένα νεύμα τον ιατροδικαστή και βγήκε βιαστικά κλείνοντας το παλτό στο στήθος, ηδονικά εισπνέοντας τον κρύο αέρα της πλατείας. Ηδονικά, όχι για πολύ·
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
179
λίγο πριν στρίψει τη γωνία της Ανατολικής Θράκης ένα απίστευτο γυναικείο ουρλιαχτό του τρύπησε τ’ αυτιά.
Στηρίχτηκε υπομονετικά στο πλαϊνό της πόρτας, χωρίς να ξαναχτυπήσει το κουδούνι. Το κάρο του Δήμου κατέβαινε νωχελικά τον λασπωμένο δρόμο, τραβηγμένο από έναν ντορή υπό κατάρρευση. Οι γείτονες έδιναν τους ντενεκέδες στον σκουπιδιάρη. Αυτός τους άδειαζε και τους επέστρεφε, σιωπηλά, λες και δεν ήθελε να ξυπνήσει κάποιον που σεβόταν, ή που φοβόταν. Κοντόχοντρος, με ασήμαντη εμφάνιση κι ένα μουστάκι «α λα Χίτλερ», ο αστυνόμος Μπέκας έμοιαζε με συνοικιακό μπακάλη, που είχε φορέσει το σκούρο κοστούμι του. Όμως, φαίνεται ότι ακριβώς αυτή η εμφάνιση του εξασφάλισε την αποδοχή της γυναίκας που πρόβαλε στην πόρτα. «Αστυνόμος Μ πέκας. Της Γενικής Ασφάλειας». «Ναι, ξέρω... ξέρουμε, περάστε». Ένας στενόχωρος διάδρομος καλυμμένος με μωσαϊκό διέσχιζε κάθετα το σπίτι, για να καταλήξει σε αυτό που από μακριά φαινόταν σαν κουζίνα. Τρεις πόρτες στη σειρά, στα δεξιά του διαδρόμου, κι ένας γυμνός γλόμπος, σβηστός, στη μέση της διαδρομής, να αιωρείται ελαφρά στο ρεύμα. Και όλα μισοσκότεινα, καθαρά και μίζερα. Σιωπηλή, η γυναίκα οδήγησε τον Μ πέκα στο πρώτο δωμάτιο. Οι σανίδες του πατώματος έτριξαν κάτω από το βάρος του. Έμοιαζε περισσότερο με κρεβατοκάμαρα που κάποιος είχε τακτοποιήσει για να δεχτεί έναν επισκέπτη. Πολλά μικρά μαξιλάρια, κι ένα κάλυμμα που σκέπαζε το ντιβάνι μέχρι το πάτωμα και που πριν χρόνια θα
180
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
έκανε χαριτωμένο. Μ ια ντουλάπα με καθρέφτη, μια πολυθρόνα ντυμένη στο ύφασμα του ντιβανιού, μια καρέκλα, ένας μικρός μπουφές, κι επάνω του, μόνο διακοσμητικό στο χώρο, η μαρκησία από ροζ πορσελάνη να σκύβει επάνω σε κάτι που έμοιαζε με καθρέφτη, λίμνη, ή νερόλακκο. «Καλημέρα σας, κυρίες μου», μουρμούρισε ο Μ πέκας, απευθυνόμενος στον αόρατο τρίτο, ανάμεσα στη γυναίκα που τον υποδέχτηκε και σε μιαν άλλη, το ίδιο μαυροντυμένη, που καθόταν στην άκρη του ντιβανιού με τις παλάμες σταυρωμένες στα γόνατα και που στον Μ πέκα φάνηκε αφύσικα αδύνατη. Ακούστηκε κάτι σαν ψίθυρος: «Χαίρετε, κύριε αστυνόμε». Και του έδειξε την πολυθρόνα. Εκείνος προχώρησε και αρνήθηκε ευγενικά να βγάλει το παλτό του, το σπίτι έμοιαζε εντελώς απροστάτευτο στο κρύο. Κάθισε. «Είμαι η γυναίκα του...» κόμπιασε η γυναίκα από το ντιβάνι. «Από εδώ, η αδελφή του», συνέχισε, δείχνοντας την άλλη με το πιγούνι της. «Εντάξει για το “αδελφή του”, αλλά το “γυναίκα του”; Έφερνε πιο κοντά στο “μάνα του”», σκέφτηκε ο Μ πέκας. «Κυρίες μου, καταλαβαίνω πώς αισθάνεστε αυτές τις ώρες. Δεν είμαι εδώ από αδιακρισία ή περιέργεια. Θέλω αυτό που θέλετε κι εσείς. Να συλληφθεί ο δολοφόνος. Και χρειάζομαι τη βοήθειά σας γι’ αυτό. Είμαστε σύμφωνοι;» Οι γυναίκες έμειναν σιωπηλές. Ο Μ πέκας συνέχισε, ξαναπαίρνοντας το υπηρεσιακό του ύφος. «Πέστε μου αν σας φαινόταν αλλιώς, τελευταία. Σας είχε πει τίποτα; Για κάποιον καβγά, ίσως; Για κάποιον που να τον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
181
απειλούσε; Να μην αποκλείσουμε και τη ληστεία. Δεν βρέθηκαν λεφτά στο μαγαζί». Η Μ άγδα έριξε μια γρήγορη ματιά στην Πελαγία. Σαν να ζητούσε την έγκριση να μιλήσει. Η άλλη έμεινε ακίνητη. Στο τέλος το αποφάσισε και μίλησε γρήγορα, περίπου λαχανιασμένα: «Δεν κρατούσε ποτέ λεφτά στο μαγαζί. Όποτε χρειαζόταν ρέστα ερχόταν στο σπίτι κι έπαιρνε. Δεν ξέραμε καν πού τα ’κρυβε. Όταν έμπαινε στο σαλόνι να τα πάρει, μας έδιωχνε έξω». Ο Μ πέκας έριξε μια ματιά γύρω του κι έκρυψε κάτω από το μουστάκι του ένα χαμόγελο, με το άκουσμα «σαλόνι». «Κι ο ίδιος; Φερνόταν περίεργα τελευταία; Έμοιαζε να φοβάται;» «Ο άντρας μου δεν φοβήθηκε ποτέ και κανέναν, κύριε αστυνόμε». «Ασφαλώς, κυρία Μ περλίδη», ο Μ πέκας καθησυχαστικός. «Όμως, συνέβη κάτι τελευταία, που, κάποιον άλλον, όχι τον Πρόδρομο, κάποιον άλλον, θα τον φόβιζε; ή θα τον θύμωνε; ή...» «Θέλετε έναν καφέ, κύριε αστυνόμε;» Η απότομη ερώτηση από την Πελαγία. «Όχι, ευχαριστώ. Προτιμώ να συνεχίσουμε». Η Πελαγία έδειξε να τον αγνοεί. Για να αποταθεί στη Μ άγδα, στο όριο της αγένειας: «Τότε, φέρε ένα ποτήρι νερό στον κύριο αστυνόμο». Εκείνη σηκώθηκε, αν και όχι με ιδιαίτερη προθυμία, έριξε ένα βλέμμα στην Πελαγία, μετά στον Μ πέκα, και βγήκε από το δωμάτιο. Τα βήματά της ακούστηκαν να απομακρύνονται βιαστικά στο διάδρομο. «Ρωτήστε την για τον Λευτέρη», η Πελαγία ψιθυριστά.
182
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Για τον Λευτέρη;» ο Μ πέκας το ίδιο συνωμοτικά. «Για τον Λευτέρη, τον χαρτοπαίχτη. Είναι ο λεγάμενος». «Α!»
«Ορίστε, το νερό σας». Η Μ άγδα, προτείνοντας το ποτήρι στον Μ πέκα και κοιτάζοντας την Πελαγία. «Ευχαριστώ. Καθίστε να συνεχίσουμε. Είχε τις παρέες του ο μακαρίτης, φαντάζομαι. Κάποιους φίλους, γείτονες, ίσως». «Ο Πρόδρομος ήταν μονόχνοτος, κύριε αστυνόμε. Δεν είχε παρέες, δεν είχε φίλους, πότε πότε καμιά βόλτα μέχρι την Καισαριανή, περνώντας μέσα από το γήπεδο της Δόξας, πιο σπάνια μέχρι τη Ζωοδόχο Πηγή, ή τον Καρέα». Του φάνηκε πως μιλούσε πιο ελεύθερα τώρα. Κι ότι είχε μιαν όμορφη, κελαρυστή φωνή. Κι ότι κοίταζε πιο αραιά προς την Πελαγία. «Πέστε μου, πώς έγινε, πότε τον βρήκατε;» Η Πελαγία στο πρόσταγμα: «Μ όλις είχε ανοίξει. Ήταν γύρω στις εφτά. Του πηγαίνω τον καφέ του, συγγνώμη, του πήγαινα πάντα τον καφέ του λίγη ώρα μετά το άνοιγμα. Τον πίνει, τον έπινε, πριν ξεκινήσει τη δουλειά του. Στην αρχή, ήταν πάντα το άναμμα του μαγκαλιού. Το άφηνε στο πεζοδρόμιο μέχρι που να χωνέψουν τα κάρβουνα. Είχε πάθει μια ελαφρά δηλητηρίαση πριν ένα μήνα και φοβόταν». «Όχι, λοιπόν, ότι δεν φοβόταν ποτέ και τίποτα...» Ο Μ πέκας έπιασε τον εαυτό του να κρυώνει και να νυστάζει, ίσως και λίγο αφηρημένο. «Κι εκεί τον βρήκατε».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
183
«Ναι, στην καρέκλα του. Έβαλα τις φωνές. Μ αζεύτηκαν οι γείτονες». Ο Μ πέκας έδειξε να παίρνει βαθιά αναπνοή. «Να ρωτήσω κάτι, αν δεν σας πειράζει. Ψάξατε για χρήματα, εδώ, στο σαλόνι;» Κοιτάχτηκαν. Πρώτη ματιά σύμπνοιας. Ή συνενοχής; Έπειτα η Πελαγία έδειξε με το κεφάλι της σαν να δίνει την άδεια. Η Μ άγδα βγήκε για να επιστρέψει με μια μεγάλη γυάλα του γλυκού. Πολλά χαρτονομίσματα και λιγότερα κέρματα έμοιαζαν ανάκατα και στριμωγμένα πίσω από το γυαλί. Ο Μ πέκας κοίταξε ερωτηματικά τη Μ άγδα, έπειτα την Πελαγία. Η Μ άγδα χαμήλωσε το βλέμμα της, η Πελαγία, όχι. Δεν έκρυψε τα λόγια της: «Είναι γύρω στις εννιά χιλιάδες, κύριε αστυνόμε. Εγώ τα βρήκα. Είχε σηκώσει τις σανίδες, στα δεξιά πόδια του μπουφέ. Είχε σκάψει από κάτω και τα είχε κρύψει». «Είμαστε πλούσιοι, αλλά ζούμε σαν ζητιάνοι, κύριε...» «Μ άγδα!» Η φωνή-κανονιά της Πελαγίας. Ο Μ πέκας σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στάθηκε εμπρός στο παράθυρο. Ο Υμηττός, στα δεξιά του, έστελνε σύννεφα φορτωμένα νερό κι ένας σπουργίτης ήρθε και κάθισε στο περβάζι. Απέναντι στον Μ πέκα, η άδεια πλατεία και αριστερά το καφενείο. Πελάτης του ο «Λευτέρης»; Δεν θα ήταν δύσκολο να το μάθει. «Αυτούς, εκεί, στο καφενείο, τους ήξερε ο Πρόδρομος;» ρώτησε, κοιτώντας έξω. Η απάντηση, με καθυστέρηση, ήρθε από την αδελφή. «Στο καφενείο πήγαινε. Συχνά. Και τρεις φορές την εβδομάδα. Για έναν καφέ. Έτσι μας έλεγε τουλάχιστον». Η φωνή φάνηκε να
184
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
αλλάζει στην τελευταία φράση. Ο Μ πέκας κατάλαβε ότι η Μ άγδα μιλούσε με το κεφάλι στραμμένο στην άλλη. «Και δεν σας μίλησε ποτέ για ό,τι έβλεπε εκεί; Κάποιο κουτσομπολιό; Τίποτα;» Η Πελαγία τώρα: «Όχι, κύριε αστυνόμε. Δεν έλεγε. Μ ιλούσε λίγο, πολύ λίγο». Ο Μ πέκας είχε γυρίσει, τώρα, με πλάτη το παράθυρο. Η γυναίκα έδειξε να σκέφτεται. «Μ όνο, να... Αλλά, όχι, μάλλον δεν έχει να κάνει». «Ποιο είναι αυτό που μπορεί να μην έχει να κάνει, κυρία Πελαγία;» «Να, ένα βράδυ, πριν μια βδομάδα, με ξύπνησε γυρίζοντας από το καφενείο, θα ’ταν περασμένα μεσάνυχτα. Να του περιποιηθώ το χέρι. Ήταν γδαρμένο». «Τι γδαρμένο;» «Μ ου είπε ότι γλίστρησε έξω από το σπίτι, στο πεζοδρόμιο, και το ’γδαρε στον τοίχο. Προσπαθώντας να στηριχτεί». Ο Μ πέκας κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά, σαν να ’θελε να κρύψει τις σκέψεις του. Ξαφνικά, έδειξε βιαστικός. «Μ άλιστα. Μ ε βοηθάτε πολύ και σας ευχαριστώ. Για ό,τι χρειαστείτε, μου τηλεφωνείτε. Το ίδιο κι αν θυμηθείτε κάτι που κρίνετε σημαντικό. Σας γράφω εδώ το τηλέφωνό μου στην Υπηρεσία. Έχετε τηλέφωνο εδώ;» «Χρησιμοποιούμε αυτό του μπακάλικου, απέναντι», πετάχτηκε η Μ άγδα. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», σκέφτηκε ο Μ πέκας. Απέφυγε το ερωτηματικό βλέμμα της Πελαγίας που ασφαλώς περίμενε την
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
185
κουβέντα για τον «Λευτέρη» και βγήκε στο διάδρομο. Η Μ άγδα μόλις που τον πρόλαβε στην έξοδο. Τρίτη μεσημέρι και το ταξί αφήνει τον Μ πέκα στο Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνα, στην πλατεία του λόφου, πλάι στο ερείπιο του σπιτιού της Ισιδώρας Ντάνκαν. Ο σκοπός της εισόδου: «Πού πηγαίνει ο κύριος;» «Στον υπαστυνόμο Κοντορίγα». «Στο βάθος, δεξιά». «Κύριε αστυνόμε», ο Κοντορίγας πετάχτηκε όρθιος, πίσω από το γραφείο του. Έδειχνε αληθινά χαρούμενος για την παρουσία του αστυνόμου. Το ίδιο αληθινή και η χειραψία του. Ο Μ πέκας τον κοίταξε χαμογελαστά. Σαν να τον μέτραγε. «Ας καθίσουμε, κύριε υπαστυνόμε, θέλω να σου ζητήσω κάτι. Υπόθεση Μ περλίδη. Ξεκινάμε από τον καφέ, έναν μέτριο». Κάθισε απέναντι στον υπαστυνόμο και πρόσφερε τσιγάρο που ο άλλος αρνήθηκε ευγενικά. Άναψε κι έστειλε τον καπνό ψηλά. Λίγα δευτερόλεπτα αυτοσυγκέντρωσης. Έπειτα τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στο γραφείο. «Έρχομαι από τις παρλιακές του Μ περλίδη. Κι έχω μια δουλειά για τα σαΐνια σου. Μ ου έλεγες, χθες βράδυ, για τη γειτονιά του Μ περλίδη αλλά και για τον Χατζηανδρέου. Θέλω να μάθεις για κάποιον από τους τροφίμους του. Όχι από τους αθληταράδες, από τους άλλους, της πράσινης». Χαρτί, μολύβι, ο Κοντορίγας έτοιμος. «Θα γράψεις για τον καφέ;» «Ω! Συγγνώμη, κύριε αστυνόμε». Ο Κοντορίγας έτρεξε στην πόρτα: «Βαγγελάκη, τον καφέ του κυρίου αστυνόμου. Μ έτριο».
186
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Λοιπόν, κύριε υπαστυνόμε. Θέλω να μάθω για κάποιον “Λευτέρη”. Χαρτοπαίχτης. Μ πορεί και να ανήκει στα παιδιά του Χατζηανδρέου. Ή, στα θύματά του, το ίδιο κάνει. Δεν ξέρω πώς μοιάζει. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν, παρά μόνο τ’ όνομα. Άκου και το καλύτερο: Κατά πληροφορίες, τα έχει με τη Μ άγδα Μ περλίδη, την αδελφή του θύματος. Σημειώνεις ότι ο Πρόδρομος και οι γυναίκες του έμοιαζαν να μην έχουν ψωμί να φάνε, αλλά, ώρες μόλις μετά το φόνο, οι δύο τους ανακάλυψαν ένα πολύ χοντρό κομπόδεμα που το θύμα φύλαγε σαν τίμιο ξύλο. Το απόλυτο, για έναν χαρτοπαίχτη. Το βλέπεις και με παίρνεις στην Υπηρεσία. Πρώτη προτεραιότητα. Τώρα, δώσε μου το τηλέφωνό σου». Ο Κοντορίγας μετακινεί το τηλέφωνο κοντά στον Μ πέκα και επιστρέφει στις σημειώσεις του. «Τον ιατροδικαστή Ηλιάδη, παρακαλώ. Αστυνόμος Μ πέκας». Δεύτερο τσιγάρο. «...» «Γεια σου, κύριε Ηλιάδη. Ελπίζω να μη σε διακόπτω από κάτι επείγον. Θα είχες δυο λεπτά για μένα;» «...» «Για τον Μ περλίδη πρόκειται. Έχω μια συγκεκριμένη ερώτηση. Έχει να κάνει με ένα πρόσφατο τραύμα στο χέρι του». «...» «Γύρω στη βδομάδα». «...» «Όχι, δεν ξέρω αν πρόκειται για το δεξί ή το αριστερό. Ούτε σε ποιο σημείο ακριβώς». «...» «Πολύ καλά, περιμένω να δεις τις σημειώσεις σου».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
187
«Ο καφές σας, κύριε αστυνόμε». Ο «Βαγγελάκης» αφήνει το φλιτζάνι επάνω στα ντοσιέ του υπαστυνόμου. Που μόλις προλαβαίνει την ίδια κίνηση με το ποτήρι του νερού. «...» «Ναι, κύριε Ηλιάδη, σε ακούω». «...» «Ώστε, άσχημες εκδορές. Στο εσωτερικό μέρος της δεξιάς παλάμης». «...» «Α! στο εξωτερικό, μου λες. Συγγνώμη, δεν σ’ άκουσα καλά. Βαθύτερες στις αρθρώσεις των δακτύλων». «...» «Και κάποιες πολύ ελαφρές, στο αριστερό, εξωτερικά, στις αρθρώσεις επίσης. Σύμφωνοι, σημειώθηκε, αυτά μου αρκούν, για την ώρα. Σ’ ευχαριστώ, κύριε Ηλιάδη. Καλή σου μέρα». «...» Τρίτο τσιγάρο. «Καπνίζετε πολύ, κύριε αστυνόμε». Αόριστη κίνηση. «Λοιπόν, άκου κι αυτό. Πριν κάπου μια βδομάδα, αργά το βράδυ, ο Μ περλίδης επιστρέφει στο σπίτι του, μετά από μία από τις συχνές επισκέψεις του στο καφενείο του Χατζηανδρέου. Ξυπνάει τη γυναίκα του για να του δέσει το χέρι. Λέει πως γλίστρησε στο πεζοδρόμιο και έγδαρε το χέρι του στον τοίχο, στην προσπάθειά του να στηριχτεί. Μ πορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι. Μ ου φαίνεται, πάντως, λίγο απίθανο να γδάρω το επάνω μέρος της παλάμης μου, ειδικά στις αρθρώσεις, προσπαθώντας να πιαστώ
188
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
από κάπου, πέφτοντας. Δεν θα εκπλαγώ αν ο Μ περλίδης αρπάχτηκε για κάποιον λόγο, σε καβγά, στο καφενείο, λίγο πριν επιστρέψει στο σπίτι. Μ ιλάω για μπουνιά που βρήκε τοίχο. Θα τα δούμε όλα αυτά. Εσύ, μου έχεις το γρηγορότερο τα νέα του “Λευτέρη”, κι εγώ φεύγω για τον Χατζηανδρέου. Το καφενείο θα είναι άδειο, τέτοια ώρα, αλλά με ενδιαφέρει ο καφετζής. Να μου το θυμηθείς, υπαστυνόμε, αυτό το καφενείο έχει ψωμί. Ευχαριστώ για τον καφέ. Θα περιμένω». «Στο καλό, κύριε αστυνόμε, κι επανέρχομαι». Τέταρτο τσιγάρο. «Για το δρόμο». [ 3 ]
ΤΕΤΑΡΤΗ μεσημέρι. Ο Μ πέκας στο γραφείο του, στο τηλέφωνο ο Κοντορίγας. «Καλημέρα σας, κύριε αστυνόμε, υπαστυνόμος Κοντορίγας εδώ. Πώς πήγε, χθες, στου Χατζηανδρέου;» «Ήρεμα. Δώσαμε γνωριμία. Κάνει πως δεν ξέρει τίποτα. Μ πορεί να ’ναι κι έτσι. Το βλέπουμε. Τα νέα σου από τον Λευτέρη;» «Πολλά κι ενδιαφέροντα, κύριε αστυνόμε». «Μ πράβο σου, σ’ ακούω λοιπόν». «Έχουμε και λέμε: Λευτέρης Καμχιτζόγλου, ετών 39, επονομαζόμενος “η κάμα”. Από τα μπουμπούκια μας. Δραστηριοποιήθηκε αρχικά στη Μ ακεδονία κι εδώ και δέκαέντεκα χρόνια στην Αθήνα. Μ ία καταδίκη για ένοπλη ληστεία, μία για απόπειρα ληστείας, δύο για απάτη. Συνολικά έντεκα χρόνια
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
189
φυλακής, όπου δημιουργούσε πάντα πρόβλημα. Επαγγελματίας χαρτοπαίχτης και αγαπητικός, μπερδεμένος και με τον ιππόδρομο. Βίαιος και επικίνδυνος· προσοχή εδώ, έχει συλληφθεί τέσσερις φορές για οπλοκατοχή. Μ όνιμος στο “Φιλάθλων”, από τους κατοχικούς γνωστούς του Χατζηανδρέου». «Δηλαδή, ούτε παραγγελία να τον είχε κάνει η Μ άγδα. Σ’ ευχαριστώ, κύριε υπαστυνόμε, έκανες καλή δουλειά. Νομίζω ότι θα κάνω μια βόλτα από το καφενείο, σήμερα το βράδυ, ν’ ανανεώσω τις γνωριμίες μου». «Είναι πολύ επικίνδυνο, κύριε αστυνόμε! Να έρθω μαζί σας». «Ούτε κουβέντα! Εσένα σε ξέρουν, θα με καταλάβουν πλάι σου και θα κάτσουν Παναγίες». «Μ α σας ξέρει ο Χατζηανδρέου!» «Αυτός ναι. Όχι οι άλλοι. Στοιχηματίζω πως θα το κρύψει, για να μην τους τρομάξει και να μην εκτεθεί». «Διαολόκρυο». Κοντά μεσάνυχτα, ο Μ πέκας κατηφορίζει προς την Κυδωνιών. Στη συμβολή Φωκαίας και Ανατολικής Θράκης, στην κορυφή της πλατείας, θα προσπεράσει ένα εξακοσαράκι Φίατ παρκαρισμένο εμπρός στο μπακάλικο. Η καύτρα του τσιγάρου αποκαλύπτει έναν τύπο με ρεπούμπλικα στη θέση του οδηγού. «Σίγουρα ένας δεύτερος αγκυροβολημένος κάπου εδώ γύρω. Να θυμηθώ να τραβήξω το αυτί του Κοντορίγα». Φθάνοντας στο ύψος του σιντριβανιού μετράει δύο γλόμπους αναμμένους, κοντά στα παράθυρα του καφενείου, και έναν τρίτο στο βάθος, μάλλον στο χώρο της κουζίνας. «Δύο τα τραπέζια. Όχι
190
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ακριβώς μνημόσυνο στον Μ περλίδη». Μ πλε κόλλες, κολλημένες στα παράθυρα μέχρι τη μέση των τζαμιών, κρύβουν τους παίχτες. Έσπρωξε την πόρτα της εισόδου. Μ ε γένια μιάμισης ημέρας, το παλιό του παλτό επάνω σε ένα πουλόβερ κοντά στην αποσύνθεση, ο Μ πέκας, μόνο αστυνόμο εν υπηρεσία δεν θύμιζε. Το σκηνικό: Ένα τραπέζι των τεσσάρων, ένα των πέντε, καπνός των εκατό κι ένας άσπρος Χατζηανδρέου να κόβει το δρόμο στον Μ πέκα, δυο βήματα από την πόρτα. Ο καφετζής, πνιχτά, περίπου στο αυτί του Μ πέκα: «Τρελαθήκατε; Τι θέλετε δω πέρα; Να με κάψετε;» Απόλυτη ησυχία. Εννιά κεφάλια γυρισμένα επάνω τους. «Ήρεμα, Χατζηανδρέου! Μ όνο εσύ με ξέρεις», ο Μ πέκας χαμηλόφωνα, έχοντας βάλει τον άλλο στην ευθεία ανάμεσα στα τραπέζια και στον ίδιο. «Θα τους πεις ότι είμαι ο καινούργιος μεσίτης στη συνοικία. Κι ότι με ξέρεις καιρό». Για να προσθέσει, πιο δυνατά, τώρα: «Μ ίμη, κάτι να φάω». Προχώρησε προς το τραπέζι του βάθους, πλάι στην κουζίνα. Από πίσω του, ο καφετζής. «Δυο αυγά μάτια, σαγανάκι και μια μπίρα», ο Μ πέκας στο περίπου ευδιάθετο. Οι άλλοι είχαν γυρίσει στα χαρτιά τους. Για να συζητήσουν. Ο καφετζής επέστρεψε στα τραπέζια. Έσκυψε πάνω τους. Κάποια μουρμουρητά. Συνέχισαν το παιχνίδι. Κάπου κάπου, όλο και κάποιος θα γύριζε να κοιτάξει προς τον Μ πέκα. Όλο και αραιότερα· έως αφηρημένα. Φάνηκαν να τον ξέχασαν στο τέλος. «Πρώτη διαπίστωση: Μ άλλον λείπει ο “Λευτέρης”. Κανείς τους δεν μοιάζει με σαραντάρη αγαπητικό».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
191
Άκουγε τα «χτυπήματα». «Απίστευτα ψηλά, για την περιοχή». Κάποιος τα είχε μαζέψει στο ένα τραπέζι. Βλέποντάς τον προφίλ, ο Μ πέκας πρόσεξε ένα μικρό βουνό μάρκες μπροστά του. Πιο μοιρασμένα τα πράγματα στο άλλο. «Περιέργως, πιο εριστική η ατμόσφαιρα στο δεύτερο», δύο πέταξαν ταυτόχρονα τα χαρτιά τους στη μέση του τραπεζιού βρίζοντας χυδαία κι ο καφετζής έσπευσε να τους καλμάρει. Ώσπου, γύρω στη μία παρά κάτι, να τος και ο αγαπητικόςληστής-αλογομούρης-χαρτοπαίχτης. Ψηλός, στο αδύνατο, μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν κολλημένα στην μπριγιαντίνη, μάτια αεικίνητα που καρφώθηκαν στον Αστυνόμο με το που μπήκε. Πίσω του, σαν κολλημένος επάνω του, ένας χλωμός νεαρός, στα είκοσι με είκοσι δύο, που το μούτρο του φώναζε «Κίνδυνος», έδειχνε να κατοπτεύει το χώρο, ίδιο γυροσκόπιο. Δεν πήρε και πολύ. Ο «Λευτέρης» πλησίασε τον καφετζή, κάτι του είπε δείχνοντας με το βλέμμα τον Μ πέκα, έπειτα έσκυψε στους άλλους να τους μιλήσει, και βγήκε από το μαγαζί, μια ιδέα βιαστικά, με τον ίσκιο πίσω του. Οι άλλοι μάζεψαν γρήγορα τις μάρκες. Γρήγορα και αμίλητα. Φόρεσαν βιαστικά τα παλτά τους και άδειασαν το χώρο σαν συντεταγμένοι. «Μ ’ έκαψες, αστυνόμε, σ’ το είχα πει. Ο σμπίρος σου στο Φιατάκι φώναζε από δυο ώρες μακριά. Το ίδιο κι ο άλλος, πίσω από το φορτηγό, στη Φωκαίας». Ο Μ πέκας τον άφησε λίγο να βράσει στο ζουμί του. «Δεν κάνει τίποτα, Χατζηανδρέου. Κανείς δεν θα σε πειράξει. Να μη σου πω ότι θα βγεις και κερδισμένος, όταν δουν ότι δεν σε κλείνουμε. Άντε, σβήσ’ τα φώτα στα τραπέζια, κι έλα να μιλήσουμε».
192
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα». «Αυτό θα το πω εγώ, Χατζηανδρέου. Μ άζεψ’ τα κι έλα». Περίπου πειθήνια, ο καφετζής προχώρησε, μάζεψε τα τασάκια, έσβησε τα φώτα και πήγε στην κουζίνα. Ήπιε ένα γεμάτο ποτήρι νερό και ήρθε να καθίσει απέναντι στον αστυνόμο. Ανόρεχτα. Ο Μ πέκας άναψε τσιγάρο, το έκτο της βραδιάς. Για να μπει αμέσως στο θέμα: «Τι σου ’λεγε, η “κάμα”;» Το σήμα είχε περάσει. Ο άλλος τον ζύγισε με το βλέμμα του. «Μ ’ αυτούς κάναμε τη δουλειά μας, μ’ αυτούς και θα την κάνουμε», σκέφτηκε ο Μ πέκας. «Για τους σμπίρους σου». Ακολουθεί ερώτηση από το πουθενά: «Πού καθόταν συνήθως ο Μ περλίδης;» Ακαριαία, η απάντηση: «Εκεί που κάθεσαι κι εσύ τώρα». «Και τι ερχόταν να κάνει εδώ ο τσαγκάρης;» «Μ α, δεν τα ’παμε; Καθόταν κι έπινε τον καφέ του». «Άσ’ τ’ αυτά. Όχι σε μένα, Χατζηανδρέου! Κανείς δεν έρχεται “και δυο και τρεις φορές την εβδομάδα”, για να καθίσει “και τρεις και τέσσερις ώρες”, να πιει τον καφέ του μαύρα μεσάνυχτα. Για κάτι άλλο ερχόταν ο Μ περλίδης». «Σαν τι δηλαδή;» «Σαν για να παρακολουθήσει το παιχνίδι, ας πούμε». «Ποιο παιχνίδι, κύριε αστυνόμε; Αυτός δεν είχε πιάσει τράπουλα στα χέρια του». «Δεν τον ενδιέφερε το παιχνίδι, Χατζηανδρέου!» «Αλλά;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
193
«Αλλά αυτοί που κέρδιζαν και αυτοί που έχαναν. Και πόσα! Μ ε άλλα λόγια, ο τζίρος, Χατζηανδρέου, τον ενδιέφερε ο τζίρος!» «Δεν σε καταλαβαίνω, κύριε αστυνόμε». Μ ια απόχρωση δισταγμού στη φωνή του. Ο Μ πέκας έσβησε το τσιγάρο στο πιάτο του. Για ν’ ανάψει το έβδομο. «Καταλαβαίνεις πολύ καλά, Χατζηανδρέου. Ο Μ περλίδης παρακολουθούσε τα λεφτά που χάνονταν και τα λεφτά που κερδίζονταν. Μ ε άλλα λόγια, τα θύματά του». «Μ α ποια θύματά του, θα τρελαθούμε κιόλας; Δεν ήξερε κανέναν και δεν τον ήξερε κανείς!» «Σε πιστεύω, Χατζηανδρέου. Που σημαίνει ότι όλοι αυτοί ήξεραν εσένα και εσύ τον Μ περλίδη». «...» «Ή, ότι όλοι ήξεραν την “κάμα” κι ο Λευτέρης τον Μ περλίδη, μέσω της Μ άγδας». «Ανάθεμά με, αν σε πιάνω, αστυνόμε!» «Σου μυρίζει κάτι, Χατζηανδρέου;» «Σαν τι να μου μυρίζει, αστυνόμε;» «Σαν αυτό που στα ελληνικά το λέμε τοκογλυφία, Χατζηανδρέου!» [ 4 ]
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ πρωί και ο Μ πέκας καθισμένος πίσω από το γραφείο του Κοντορίγα. Ο υπαστυνόμος στα δεξιά του. Είχε ζητήσει από τον υπαστυνόμο να καλέσει τον Καμχιτζόγλου, τον
194
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Χατζηανδρέου, την Πελαγία και τη Μ άγδα στο δικό του γραφείο, στο Τμήμα του Βύρωνα. Σκέφτηκε ότι θα έκανε τη δουλειά του καλύτερα εκεί, μακριά από το χαμό της Γενικής Ασφάλειας. Ο ίδιος είχε καλέσει μόνο τη στενογράφο της Υπηρεσίας. «Σκέφτηκα να κάνουμε μια κουβέντα. Στο ανεπίσημο. Να το επαναλάβω; Στο ανεπίσημο. Θα κρατηθούν πρακτικά. Για μένα. Σε κανέναν δεν θα ζητηθεί να τα υπογράψει. Όποιος και όποτε το θελήσει, μπορεί να αποχωρήσει. Αν κάποιος θεωρεί την πρόσκλησή μου πρόσκληση, ας τη θεωρήσει πρόσκληση. Κι αν τη θεωρεί προσαγωγή, ας τη θεωρήσει προσαγωγή. Αν κάποιος θελήσει δικηγόρο, δεν έχει παρά να το πει. Ψάχνουμε για τον δολοφόνο του Πρόδρομου Μ περλίδη. Θεωρώ ότι όλοι εσείς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μπορείτε να βοηθήσετε στην ανακάλυψη του δολοφόνου. Ερωτήσεις;» Μ ιλιά το ακροατήριο. «Να μια ωραία ατμόσφαιρα», σκέφτηκε ο Μ πέκας. «Ρωτάω τους άντρες. Υπάρχει κάποιος από εσάς που δεν ήξερε τον Πρόδρομο Μ περλίδη;» Καμία απάντηση. «Μ άλιστα. Και πώς τον γνώρισες εσύ, Καμχιτζόγλου;» Δισταγμός. Η Μ άγδα, πρώτη από αριστερά, σταθερά: «Από μένα, κύριε αστυνόμε». Ελαφρό ανακάθισμα της Πελαγίας πλάι στην κουνιάδα της. «Κι εσύ, Χατζηανδρέου;» «Ερχόταν στο μαγαζί μου. Τα ’χουμε πει, αστυνόμε». Πλάγιο δεξιό βλέμμα της «κάμας», τελευταίου στη σειρά. Ο Μ πέκας, ίσως κεφάτα:
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
195
«Θα σε συμβούλευα, Χατζηανδρέου, να περιορίζεσαι σε αυτό που σε ρωτάω...» Για να συνεχίσει: «Είχε κανείς σας οικονομικά πάρε-δώσε με τον Μ περλίδη; Τους άντρες ρωτάω». Καμία απάντηση. «Καμχιτζόγλου;» Η «κάμα» κοιτούσε τον Μ πέκα στα μάτια. Έδειχνε να έχει έτοιμη την απάντηση, αλλά έδινε χρόνο στον εαυτό του να εξιχνιάσει τις σκέψεις τού απέναντι. «Όχι». «Χατζηανδρέου;» «Καμία οικονομική σχέση, κύριε αστυνόμε», η απάντηση ήρθε απρόσμενα εύκολα. «Εύκολη απάντηση, όπως σε κάθε ψέμα», σκέφτηκαν ταυτόχρονα Μ πέκας και Κοντορίγας. Ίσως και η στενογράφος. «Είχε κανείς σας οικονομικά πάρε-δώσε με τους πελάτες του καφενείου; Εννοώ αν δάνεισε ποτέ κανείς σας τους παίχτες. Τους άντρες ρωτάω». Καμία απάντηση. «Καμχιτζόγλου;» Ίδια αντανακλαστικά. «Όχι, δεν είχα». «Χατζηανδρέου;» Παύση. Για αρκετά. «Ναι, είχε χρειαστεί να δανείσω κάποιους». «Συστηματικά;» «Μ ερικές φορές».
196
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Κι από πού;» «Τι από πού;» «Από πού το κεφάλαιο;» «Οικονομίες μιας ζωής, κύριε αστυνόμε». Ο Μ πέκας αισθάνθηκε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. «Μ άλιστα. Πού ήσουν, λοιπόν, το πρωί της Δευτέρας, Χατζηανδρέου; Να πούμε μεταξύ 6 και 8». «Σπίτι μου, κοιμόμουν». «Κάποιος να το βεβαιώσει;» «Όχι, κύριε αστυνόμε. Μ ένω μόνος μου». «Ίδια ερώτηση για σένα, Καμχιτζόγλου». Παύση. Το ίδιο βλέμμα. Έπειτα, χαμογελαστά: «Έχω πρόβλημα, αστυνόμε. Μ ε την προϊστορία μου, το να σου πω ότι κοιμόμουν, μόνος, στο σπίτι μου, θα ήταν ισοδύναμο με καταδίκη». «Άσε να το κρίνω εγώ αυτό, Καμχιτζόγλου. Τι συνέβαινε, όταν αργούσαν να πληρώσουν; Ή, όταν δεν πλήρωναν; Προσοχή! Μ πορώ εύκολα να μάθω. Λοιπόν, πάμε, πρώτα ο Χατζηανδρέου». «Προσπαθούσα να τους βοηθήσω, κύριε αστυνόμε. Τους μιλούσα, όποτε χρειαζόταν· στο τέλος, τους πίεζα». «Και ποιος ανελάμβανε αυτό το τελευταίο; Η “κάμα”;» Ο Καμχιτζόγλου έκανε να σηκωθεί. «Άκου δω, αστυνόμε...» «Παλουκώσου εκεί που είσαι, Καμχιτζόγλου, για να μη σε καρφώσω εγώ στην καρέκλα σου». Ο Κοντορίγας όρθιος, να στηρίζεται με τις δύο γροθιές του στο γραφείο. Ο Μ πέκας, σαν να μη μεσολάβησε τίποτε:
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
197
«Και ο καβγάς με τον Μ περλίδη; Πού έγδαρε το χέρι του; Τρυπώντας τον αέρα;» Ο καφετζής διστακτικά: «Του χρωστούσαν...» «Δεν του χρωστούσαν, Χατζηανδρέου. Σε σένα χρωστούσαν. Καθυστερούσαν και δεν είχες να πληρώσεις τον Μ περλίδη. Πόσους μήνες αυτό; Πόσα είχαν μαζευτεί; Πρόσεξε, μπορώ να μάθω». Ο καφετζής να κοιτάζει χαμηλά: «Κάπου οχτώ χιλιάρικα». Ελαφρό σφύριγμα του Μ πέκα. «Πες μου για τον καβγά». «Ήρθε ένα βράδυ ο Μ περλίδης. Ήταν φτιαγμένος για καβγά. Μ ου έβαλε τις φωνές. Ήταν στη μέση ενός κόλπου που θα ξελάσπωνε τον Λευτέρη. Χτυπήθηκαν. Έτσι κι αλλιώς τον είχε άχτι ο Λευτέρης· ο τσαγκάρης του ’κανε τσαλίμια με την αδελφή του». Ίδιο αιλουροειδές, ο Καμχιτζόγλου όρμησε στο γραφείο και άρπαξε έναν σιδερένιο σελιδοκόπτη. Έπειτα γύρισε και έπεσε πάνω στον καφετζή γκρεμίζοντάς τον στο πάτωμα, ουρλιάζοντας: «Τι λες, ρε κάθαρμα». Ο Κοντορίγας μόλις που τον πρόλαβε, ενώ οι γυναίκες σκλήριζαν. Δύο αστυφύλακες όρμησαν στο δωμάτιο. Ο Μ πέκας πλησίασε τον ακινητοποιημένο Καμχιτζόγλου για να του ψιθυρίσει: «Θα είναι η τελευταία σου, Λευτεράκη. Ηρέμησε, γιατί αυτή τη φορά σε στέλνω στο απόσπασμα!» Έπειτα, γυρνώντας στον Κοντορίγα: «Στο κρατητήριο, να ηρεμήσει».
198
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Κοίταζε τη Μ άγδα, όσο οι άλλοι έβγαζαν τον Καμχιτζόγλου σηκωτό. Είχε σκεπάσει το στόμα με τις παλάμες της και τον κοίταζε· ματιές τρόμου ή έρωτα; Ο Μ πέκας, στον καφετζή, μια ιδέα σαρδόνια: «Στη θέση σου, Χατζηανδρέου, δεν θα έκανα εχθρό μου κάποιον σαν τον Καμχιτζόγλου». Και τότε το ξέσπασμα: «Αυτός τον σκότωσε, κύριε αστυνόμε! Είναι τρελός! Του έστριψε στη φυλακή! Ήθελα να τον διώξω και δεν μπορούσα. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του μαγαζιού. Ερχόταν να παίξει και έφευγε με τη μισή γκανιότα. Μ ου το ’χε εκμυστηρευτεί: “Εγώ, αυτόν τον πούστη θα τον σκοτώσω”. Πριν ένα μήνα πήρε δάνειο από τον Μ περλίδη. Εφτά ολόκληρα χιλιάρικα. Μ ’ έναν τρελό τόκο. Κι έχει ανεξόφλητο ακόμα ένα. Δεν ξέρω κι εγώ πόσα. Χρωστάει παντού. Είναι μια κινούμενη νάρκη, κύριε αστυνόμε». «Αρκετά, Χατζηανδρέου. Το διαλύουμε. Μ άθαμε πράγματα, σήμερα. Ελεύθερος μέχρι νεοτέρας. Το πρωί, κάθε πρωί, στις οκτώ, θα αναφέρεσαι στο Τμήμα. Κι αν θες, ψάξε για έναν καλό δικηγόρο. Τώρα, εξαφανίζεσαι από μπροστά μου». Σάββατο, επτάμισι το πρωί και ο Μ πέκας στο γραφείο του. Ο ήχος του τηλεφώνου. «...» «Καλημέρα, υπαστυνόμε. Πρωινός, πρωινός. Τι έχουμε; Σοβαρό σε ακούω». «...» Ο Μ πέκας τινάζεται όρθιος, φέρνει το χέρι στο μέτωπό του: «Η Πελαγία; Πότε αυτό;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
199
«...» «Μ α, γιατί;» «...» «Πού είναι τώρα;» «...» «Είμαι εκεί σε δέκα λεπτά». Κλείνει. Διπλώνει μηχανικά την εφημερίδα μπροστά του. Ο γύρος του γραφείου. Ξεκρεμάει το παλτό του. Ανοίγει την πόρτα. Αργά. Ξεχνάει το φως αναμμένο.
Το ταξί τον αφήνει έξω από το Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα κι ο Μ πέκας ορμάει στην είσοδο του Τμήματος. Στην αρχή δεν κατάλαβε. Μ ια φιγούρα στα μαύρα τού έκοψε τον δρόμο. «Μ άγδα!» «Κύριε αστυνόμε!» «Πρέπει να πήρε δέκα χρόνια σε μια βδομάδα», πρόλαβε να σκεφτεί ο Μ πέκας. «Τι είναι, Μ άγδα; Τι θέλετε εδώ εσείς;» Έτρεμε σύγκορμη. «Κύριε αστυνόμε, η Πελαγία μου ζήτησε να σας παραδώσω αυτό. Στα χέρια σας». Και του δίνει έναν φάκελο. Έμοιασε να διστάζει για λίγο. Ξαφνικά, γύρισε κι απομακρύνθηκε τρέχοντας. «Ε! Σταματήστε. Γυρίστε πίσω!» Ούτε που τον ακούει. Ο Μ πέκας ανασηκώνει τους ώμους του, προσπερνάει τον έκπληκτο φρουρό και κατευθύνεται στο γραφείο του Κοντορίγα. Η
200
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
πόρτα ανοικτή. Ο υπαστυνόμος σηκώνεται αργά πίσω από το γραφείο του. Πρώτη κουβέντα: «Πού είναι;» «Στο πλαϊνό γραφείο. Την έχω υπό φρούρηση». Ο Μ πέκας φάνηκε να σκέπτεται. «Μ ισό λεπτό, πρώτα να δούμε κάτι». Κι ανοίγει τον φάκελο. Ο Κοντορίγας πλάι του: «Τι είναι;» «Δεν ξέρω. Μ ου τον έδωσε η Μ άγδα έξω από το Τμήμα». Ο Μ πέκας βγάζει από μέσα ένα μικρό μπλοκ με σπιράλ ράχη. Γρήγορο ξεφύλλισμα, στο όρθιο. Ο Κοντορίγας: «Το τεφτέρι του Πρόδρομου!» Ο Μ πέκας: «Ημερομηνίες, όνομα οφειλέτη, ποσά επί μέρους, υπόλοιπα, σύνολα. Στο γενικό ανεξόφλητο, τριάντα δύο χιλιάδες!!!» «Και πουθενά ο Καμχιτζόγλου». «Και παντού και μόνο ο Χατζηανδρέου!» Ο Μ πέκας αισθάνθηκε ξαφνικά αφάνταστα κουρασμένος. Ακούμπησε στον τοίχο. Το άλλο χέρι στη μέση. Κι έτσι, σαν εκμυστήρευση: «Ώστε, σήμερα το πρωί. Έξω από το καφενείο του. Στην καρδιά. Μ ’ ένα σουβλί». «Μ άλιστα, κύριε αστυνόμε». Κι έπειτα σιγανά και μειλίχια: «Πηγαίνετε μέσα;» Ο Μ πέκας κοιτούσε από το παράθυρο το ερείπιο της Ντάνκαν. Δυο αγόρια κυνηγούσαν ένα τσέρκι στη μέση της πλατείας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
201
«Όχι, υπαστυνόμε. Από δω και μπρος είσαι εσύ. Μ όνο, να σου ζητήσω κάτι». «Παρακαλώ, κύριε αστυνόμε». «Θα της βρεις έναν καλό δικηγόρο». «Ναι, κύριε αστυνόμε». «Τον καλύτερο». «Ασφαλώς, κύριε αστυνόμε». Βγήκε, στο κρύο.
[4] Δύο αποσπάσματα με πλάγια στοιχεία είναι εκ μεταφοράς από το διήγημα «Τέταρτος ύποπτος», του Γιάννη Μαρή. [↑]
ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΥΛΙΩΤ ΗΣ
Ματωμένος γάμος
ΕΛΑΜ ΠΕ
ολοφώτεινη από στεριά και θάλασσα εκείνη τη
βραδιά η «Βίλα Γιαννίδη» στη Χαλκιδική, στην Κασσάνδρα. Δικαιολογημένα. Εκεί δινόταν η γαμήλια δεξίωση δύο εκλεκτών και κυρίως πάμπλουτων νεόνυμφων. Του αθηναίου επιχειρηματία Άγγελου Δενδρινού και της χαριτωμένης και ταλαντούχας νεαρής ηθοποιού Μ αρίνας Ροδινού, επίσης κατοίκου Αθηνών. Γιατί αυτοί οι κοσμικοί Αθηναίοι άφησαν την πρωτεύουσα, τον κύκλο τους, που τον αποτελούσαν εύποροι και «επώνυμοι» επιχειρηματίες, πασίγνωστοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, στιχουργοί, εικαστικοί, και ήρθαν εξακόσια τόσα χιλιόμετρα μακριά, σε τούτη την ερημιά, τουλάχιστον αυτή την εποχή, τέλος Αυγούστου, για να παντρευτούν; Για δύο κυρίως λόγους. Πρώτος: Δεν είχε περάσει ούτε χρόνος από τον θάνατο –αυτοκτονία όπως αποδείχτηκε– της προηγούμενης γυναίκας του Δενδρινού Τζένης Δενδρινού. Μ ε το θόρυβο που ξεσήκωσε και τη δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση – κατηγόρησαν αρχικά τον σύζυγο ως υπεύθυνο του θανάτου της και αν δεν υπήρχε ένας συνταξιούχος αστυνομικός να τον ξελασπώσει, θα ήταν τώρα φυλακή– ήθελαν να αποφύγουν τα σχόλια, τα κουτσομπολιά και τις επικρίσεις που θα προκαλούσε
204
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Στο μεταξύ η πολυμελής ορχήστρα είχε αρχίσει να παίζει ήρεμους, γλυκούς και νοσταλγικούς σκοπούς. Από όλους τους καλεσμένους, καλοντυμένους και αριστοκρατικούς, παραφωνία αποτελούσε ένα ζευγάρι, που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Εκείνος πολύ κοντά στα εξήντα, κοντός, χοντρός, με παχύ αδιάφορο πρόσωπο, μικρά νυσταγμένα μάτια και μουστάκι αλά Χίτλερ. Όσο για το ντύσιμό του, φορούσε ένα κακοραμμένο και πολυφορεμένο μπλε κουστούμι, σκούρα γραβάτα και άσπρο πουκάμισο. Εκείνη, μικρότερή του, παχουλή, άβαφη, με ένα σκούρο φόρεμα, που ήταν κατάλληλο για να πάει στην ενοριακή εκκλησία για τη λειτουργία της Κυριακής, ακατάλληλο όμως για έναν τόσο λαμπερό γάμο. Έδειχνε πως ήταν μια ασήμαντη, συμπαθητική γυναικούλα, με ένα γλυκύτατο χαμόγελο, καθαρή ματιά, ταπεινή και αφοσιωμένη έκφραση. Ο άντρας έδειχνε θυμωμένος και τσαντισμένος. Κοιτούσε τριγύρω του την προκλητική πολυτέλεια και χλιδή, τους ηλιοκαμένους και καλοβαλμένους άντρες, τις καλλίγραμμες γυναίκες με τις εξώπλατες και εξώστηθες πολυτελείς τουαλέτες, τα νεαρά κορίτσια και τα αγόρια που φλέρταραν χωρίς ίχνος συστολής, γύριζε στη γυναίκα του και της έλεγε με φούρκα: «Δεν έπρεπε να έρθουμε... Σου είπα, δεν έπρεπε να έρθουμε... Εδώ δεν πρόκειται για γάμο σε ξωκλήσι, αλλά για επίδειξη μόδας και διαγωνισμό ξιπασιάς». Εκείνη, που κοίταζε αχόρταγα και με θαυμασμό τριγύρω της, του απαντούσε με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο που έδειχνε πως μάλλον δεν συμφωνούσε μαζί του, αντίθετα το διασκέδαζε.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
205
Σίγουρα στη βραδινή της προσευχή θα ευχαριστούσε τον καλό Θεό που την αξίωσε να ζήσει αυτή τη βραδιά. Κάπου εκεί ανέτειλε από την πλευρά του Παλιουριού το φεγγάρι, δύο μέρες πριν από την πανσέληνο, αλλά εξόχως λαμπερό, που συμπλήρωνε με την παρουσία του την ομορφιά και τη μαγεία της βραδιάς. Τα γκαρσόνια είχαν αρχίσει να σερβίρουν πλούσια σε ποσότητα και εξαιρετική ποικιλία λιμπιστικά ορεκτικά και να ανοίγουν μπουκάλια με ακριβό κρασί από την κάβα Μ πουτάρη. Τότε ο γκρινιάρης τύπος κάπως μαλάκωσε. Έβαλε ταυτόχρονα στο στόμα του δυο ντολμαδάκια, γύρισε και είπε στη γυναίκα του, ενώ τα μασουλούσε, «Τα δικά σου είναι πολύ καλύτερα», δοκίμασε από το κρασί, ξίνισε τα μούτρα του και φώναξε ένα από τα γκαρσόνια που περνούσαν: «Δεν μου λες, παιδί, δεν υπάρχει καμιά ρετσίνα;» Το γκαρσόνι τον κοίταξε περιφρονητικά και του αποκρίθηκε: «Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει ρετσίνα». «Τότε ούζο. Φέρε μου ούζο». Το γκαρσόνι στο ίδιο ύφος τον ρώτησε: «Τι μάρκα προτιμάτε;» Ο άλλος ένιωσε αμήχανος. Και τότε ένας συμπαθητικός, μελαγχολικός τριαντάρης άντρας, που καθόταν δίπλα από την κυρία, πήρε το λόγο και είπε: «Μ ε συγχωρείτε, κύριε, που επεμβαίνω, αλλά θέλετε να σας προτείνω εγώ ένα ποτό, δέκα φορές ανώτερο από το καλύτερο ούζο;» Τον κοίταξε με τα μισόκλειστα μάτια του και του αποκρίθηκε: «Γιατί όχι; Τι έχω να χάσω;»
206
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο νέος άντρας απευθύνθηκε στο γκαρσόνι: «Φέρε σε παρακαλώ μια καράφα από το νούμερο τρία. Και παγάκια». Ο αγροίκος άντρας δεν ένιωσε την ανάγκη να του πει ευχαριστώ. Η γυναίκα όμως γύρισε και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Εκείνος καμάκωσε με το πιρούνι του έναν ντοματοκεφτέ, και μασουλώντας τον γύρισε και της είπε: «Μ προστά στους δικούς σου τούτοι δεν πιάνουν χαρτωσιά». Ήρθαν η καράφα που περιείχε ένα διάφανο υγρό και τα παγάκια. Ο νέος άντρας πήρε το ποτήρι του αγροίκου, έβαλε από το υγρό και πρόσθεσε και δυο παγάκια. Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι της κυρίας και το δικό του. Τσούγκρισαν και ήπιαν. Στο πρόσωπο του άντρα σχηματίστηκε μια άσχημη γκριμάτσα. «Αυτό είναι για εντριβή, όχι για πιόμα», διαμαρτυρήθηκε έντονα. Αλλά σε λίγο γλείφτηκε και η φάτσα του έδειξε ευχαρίστηση. «Αλλά πολύ νόστιμο. Τσίπουρο. Το καμάρι της Μ ακεδονίας μας», είπε και τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά. Κάπου εκεί η ορχήστρα, που μέχρι τότε εξέπεμπε σε χαμηλούς τόνους, άρχισε να παίζει το γαμήλιο εμβατήριο του Μ έντελσον, ενώ ξεκίνησαν τα χειροκροτήματα που ολοένα γίνονταν και πιο δυνατά. Πρόβαλαν ο γαμπρός και η νύφη, ολοφώτεινοι, πανέμορφοι και ευτυχισμένοι. Ανέβηκαν στην εξέδρα, χαιρέτησαν τους καλεσμένους, και στη συνέχεια πέρασαν από τα τραπέζια και χαιρετούσαν άλλους με χαμόγελα, άλλους με υπόκλιση και άλλους με χειραψία. Στάθηκαν με σεβασμό μπροστά στο παράξενο ζευγάρι. Οι καλεσμένοι κοιτούσαν με περιέργεια. Το ομορφότερο ζευγάρι
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
207
απέναντι στο ασχημότερο. Το πιο καλοντυμένο απέναντι στο πιο κακοντυμένο. Ο γαμπρός άπλωσε το χέρι και είπε στον άντρα: «Ευχαριστώ που ήρθατε. Μ εγάλη η τιμή». Μ ε υπόκλιση και χειροφίλημα χαιρέτησε και την κυρία. Η νύφη, πανέμορφη μέσα στο υπέροχο νυφικό της, στάθηκε μπροστά από τον αγροίκο και του είπε: «Σε σας οφείλω την ευτυχία μου. Μ πορώ να σας φιλήσω;» Ο κοντόχοντρος άντρας της αποκρίθηκε: «Αν το επιτρέπει η γυναίκα μου...» Η νύφη χαμογελώντας τους φίλησε και τους δύο σταυρωτά. Οι διαθέσεις των καλεσμένων απέναντι στο παράξενο ζευγάρι άλλαξαν. Άλλοι αναγνώρισαν στο πρόσωπο του άντρα μεγάλον εκκεντρικό εφοπλιστή, άλλοι σπουδαίο εργοστασιάρχη και άλλοι πάμπλουτο εισοδηματία. Και όλοι τους κοίταζαν με άλλο μάτι. Οι νεόνυμφοι κάθισαν στο υπερυψωμένο γαμπριάτικο τραπέζι, έχοντας φάτσα τους καλεσμένους και πίσω τους τη θάλασσα, ο υπεύθυνος της τελετής ανέβηκε στην πίστα, σήκωσε το χέρι ψηλά, σαν σε σινιάλο, και αμέσως έσβησαν όλα τα φώτα, ενώ ταυτόχρονα εντυπωσιακά βεγγαλικά δημιούργησαν μέσα στη νύχτα ένα πανέμορφο θέαμα. Οι καλεσμένοι επευφημούσαν έντονα με θαυμασμό και ενθουσιασμό. Και όταν μετά από λίγο έσβησαν τα τελευταία βεγγαλικά και άναψαν πάλι τα φώτα, ακούστηκε μια σπαρακτική κραυγή από το στόμα της νύφης. Ο γαμπρός ήταν πεσμένος με τα μούτρα στο τραπέζι, ενώ από την πλάτη του προεξείχε η λαβή ενός καρφωμένου σε αυτή στιλέτου. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, το πρωί, στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο «Μ έντη», που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από
208
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τη «Βίλα Γιαννίδη», το περίεργο ζευγάρι που παρευρισκότανε στο γάμο της προηγούμενης μέρας, έπαιρνε το πρωινό του στη βεράντα του ξενοδοχείου. Μ αζί τους και αρκετοί παραθεριστές, κυρίως ξένοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί. Ο άντρας ήταν ντυμένος όπως την προηγούμενη στο γάμο, παρόλο που η μέρα προβλεπόταν ζεστή. Η γυναίκα φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα. Έτρωγαν αμίλητοι και σκεπτικοί αλλά με όρεξη, ίσως γιατί ήθελαν να δοκιμάσουν όσο γινόταν περισσότερα από τα αναρίθμητα ελκυστικά εδέσματα που ήταν εκτεθειμένα στον «μπουφέ» του ξενοδοχείου. Κάποια στιγμή ο άνδρας σηκώθηκε, μάλλον απότομα. «Θα περπατήσω λίγο στην παραλία», είπε στην κυρία. «Εγώ θα ανέβω στο δωμάτιό μας. Θα στείλω μια κάρτα στα παιδιά», του απάντησε. «Τα χαιρετίσματά μου», της αποκρίθηκε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά για την παραλία. Ήταν ενδιαφέρουσα η εικόνα. Στην απέραντη λεπτή ξανθή άμμο, ξαπλωμένα ασπρουλιάρικα κορμιά νέων και νεανίδων από τη βόρεια Ευρώπη να τσουρουφλίζονται στον ήλιο, και ο περίεργος κοντόχοντρος τύπος να περπατάει δίπλα τους κουστουμαρισμένος και γραβατωμένος. Βρήκε ένα παγκάκι. Κάθισε και αγνάντεψε τη θάλασσα. Περίμενε το έκτακτο γεγονός που θα τον ενεργοποιούσε, και αναρωτιόταν γιατί αργεί. Ένας νέος άντρας, με ωραία κορμοστασιά, φάνηκε στην παραλία. Κατευθυνόταν προς τον περίεργο τύπο. Όταν τον πλησίασε, τον καλημέρισε. Εκείνος αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον χθεσινοβραδινό συνδαιτυμόνα του, που του είχε προτείνει το
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
209
τσίπουρο και που το ξαφνικό δυσάρεστο γεγονός δεν του είχε επιτρέψει να το ευχαριστηθεί όπως και όσο ήθελε. «Α, εσείς;» έκανε. «Ναι, κύριε Μ πέκα. Εγώ. Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Ανδρέας Αναγνώστου, δικηγόρος». «Από πού με ξέρετε; Αλλά πρώτα να ρωτήσω μήπως γνωρίζετε τι κάνει ο Δενδρινός;» «Νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο ΑΧΕΠΑ. Υποβλήθηκε σε πολύωρη εγχείρηση και οι επόμενες ώρες είναι αποφασιστικές για τη ζωή του». «Ας ελπίσουμε πως θα την σκαπουλάρει. Γιατί ήρθατε;» «Μ ε στέλνει η κυρία Μ αρίνα. Μ ε τη θερμή παράκληση να ψάξετε να βρείτε τον δράστη». Ο κοντόχοντρος τύπος αναπήδησε. «Δεν είμαστε καλά... Αυτό είναι αδύνατο... Πρώτο, δεν είμαι πια ενεργός αστυνομικός αλλά συνταξιούχος, δεύτερο, είμαι σε ξένο τόπο και δεν γνωρίζω πρόσωπα και πράματα, τρίτο...., τέταρτο..., εικοστό...» «Μ ε όλο το σεβασμό, πρώτο, δεν είσαστε στην αστυνομία και πριν από δέκα περίπου μήνες, όταν αθωώσατε και γλυτώσατε από τη φυλακή τον κύριο Δενδρινό και την κυρία Μ αρίνα, δεύτερο, εδώ γνωρίζω εγώ πρόσωπα και πράματα, αν φυσικά μου κάνετε την τιμή να με χρησιμοποιήσετε». «Δεν γίνονται αυτά, νεαρέ, παρά μόνο στα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία και απεχθάνομαι». Ο δικηγόρος κάθισε στην άκρη στο παγκάκι, όσο πιο μακριά μπορούσε από τον τύπο. Δεν μίλησαν για λίγο. Μ ετά ο κοντόχοντρος άντρας είπε:
210
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Η Μ αρίνα προφανώς σας πληροφόρησε ποιος είμαι. Και της είχα πει να μη μιλήσει σε κανέναν». «Όχι. Σας γνωρίζω από πολύ παλιά, από τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Από τότε που κατατάχτηκα στη Χωροφυλακή. Ο διοικητής μας, μοίραρχος Βασιλείου, που ήταν φίλος σας...» «Ο Στέλιος; Καλό παιδί». «Μ ας μίλησε για σας και από κει και πέρα προμηθευόμουν τα φύλλα της Πρωινής που έγραφαν για τα “Αθηναϊκά Εγκλήματα” που εξιχνιάζατε. Επισκέφτηκα μάλιστα και τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας, τον κύριο Γιάννη Μ ακρή, ο οποίος μου έδωσε ό,τι μου έλειπε και μια σας φωτογραφία». «Και γιατί όλα αυτά;» Ο νέος άντρας κοκκίνισε. «Πείτε το χόμπυ». «Τώρα εξηγείται και γιατί καθίσατε δίπλα μας στο γάμο, και γιατί με παρακολουθούσατε συνέχεια, σαν να ήμουν εξωγήινος». Το πρόσωπο του δικηγόρου είχε πάρει το χρώμα του παντζαριού. «Όμως δεν παρακολουθούσατε μόνον εμένα, αλλά και μια εντυπωσιακά όμορφη κυρία. Της ρίχνατε κρυφές ματιές που συνοδεύονταν από ανεπαίσθητους αναστεναγμούς». Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι. «Όμως κι αυτή συνοδευόταν από τον άντρα της. Σου την έφαγε ο χοντρός;» Στον δικηγόρο δεν έκαναν εντύπωση οι παρατηρήσεις του άλλου. Είχε μελετήσει τον συνταξιούχο αστυνομικό και γνώριζε πως ενώ έδειχνε πως είναι ένας ασήμαντος και κοινός ανθρωπάκος που βαριόταν τη ζωή του, διέθετε ένα τρομερό μυαλό
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
211
και μια καταπληκτική παρατηρητικότητα. Είχε ειπωθεί μάλιστα πως ένα από τα στοιχεία των επιτυχιών του οφειλόταν στο γεγονός πως οι άλλοι, επομένως και οι δράστες και οι ένοχοι, τον υποτιμούσαν. Γι’ αυτό και δεν παραξενεύτηκε για τις παρατηρήσεις του. Όσο για το τελευταίο, για να του εξηγήσει πώς του έφαγε τη Βάνα ο «χοντρός», θα χρειαζόταν μια ολόκληρη μέρα. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Μ ετά ο Μ πέκας είπε: «Ώστε μου ζητάς εμείς οι δυο, ένας συνταξιούχος ηλικιωμένος αστυνομικός και ένας διωγμένος από τη Χωροφυλακή που έχει ψώνιο να μελετά εγκλήματα, να ψάξουμε να βρούμε ποιος μαχαίρωσε τον Δενδρινό». «Πρώτο, δεν σας το ζητώ εγώ αλλά η κυρία Μ αρίνα. Δεύτερο, δεν με έδιωξαν από τη χωροφυλακή, αλλά παραιτήθηκα μόλις τελείωσα τη νομική». «Και γιατί πήγες στη Χωροφυλακή;» «Μ ε έστειλε με το ζόρι ο πολιτικός Αβραμίδης, που ήταν χτες στο γάμο. Οι γονείς μου ήταν στη δούλεψή του και μας εξουσίαζε». «Ο πατέρας της λεγάμενης. Και σε έστειλε γιατί φοβήθηκε μήπως ξεμυαλίσεις την κόρη του; Γι’ αυτό και δεν γύρισες να τον κοιτάξεις χτες το βράδυ». Πάλι σιωπή. Πάλι αγνάντεμα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή ο Μ πέκας του είπε: «Και από πού λες να αρχίσουμε;» Έλαμψε το πρόσωπο του νέου: «Εσείς αποφασίζετε». «Εγώ λέω να πάμε στη Βίλα...» «Γιαννίδη. Τι καθόμαστε;»
212
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Περπάτησαν μέχρι το ξενοδοχείο «Μ έντη», ο ένας, ο νέος, αεράτος, ο άλλος κοντανασαίνοντας εξαιτίας του βάρους του, της ηλικίας του, της λεπτής μαλακής άμμου και της βαριάς φορεσιάς του. Ο Μ πέκας είπε στη γυναίκα του πως θα αργήσει να επιστρέψει και μετά μπήκαν στο παλιό αλλά θεόγερο τζιπ του δικηγόρου, που το είχε προμηθευτεί πριν από δύο χρόνια σε μια δημοπρασία του ΟΔΥΣΥ, για να πάνε στη «Βίλα Γιαννίδη». Ο Μ πέκας, πριν από δεκαπέντε μέρες, απόγευμα, την ώρα που έπινε στο σπίτι του στην Αθήνα τον καφέ του και διάβαζε την εφημερίδα του, δέχτηκε την επίσκεψη ενός νεαρού, που του έδωσε έναν μεγάλο φάκελο με τη φίρμα γνωστής ναυτιλιακής εταιρείας. Τον άνοιξε με περιέργεια και βρήκε μέσα σε αυτόν ένα πολυτελές προσκλητήριο γάμου, που θα γινόταν στο τέλος του μήνα στη Χαλκιδική, δύο αεροπορικά εισιτήρια Αθήνας-Θεσσαλονίκης με επιστροφή, και μία βδομάδα δωρεάν παραμονή στο ξενοδοχείο «Μ έντη» στην Κασσανδρεία. Για τις μετακινήσεις τους θα υπήρχε διαθέσιμο ένα αυτοκίνητο με οδηγό. Οι μελλόνυμφοι ήταν ο Άγγελος Δενδρινός, που είχε κληρονομήσει από την πρώην γυναίκα του Τζένη αμύθητα πλούτη και ακμάζουσες επιχειρήσεις, και η πανέμορφη και ταλαντούχα ηθοποιός Μ αρίνα Ροδινού. Εκείνος όδευε προς τα σαράντα πέντε και εκείνη προς τα είκοσι πέντε, εκείνος ήταν φτυστός ο Γκρέκορι Πεκ, και εκείνη έμοιαζε υπερβολικά με την Γκρέις Κέλι. Φώναξε τη γυναίκα του που ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε το λιτό φαγητό τους. Κολοκυθάκια νερόβραστα. «Ευανθία....» «Τι θέλεις, Γιώργο μου;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
213
Της έδωσε τον φάκελο με τα σχετικά και της εξήγησε περιληπτικά το περιεχόμενό του. Φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Ωραία. Θα κάνουμε και εμείς διακοπές της προκοπής. Ψηθήκαμε φέτος στην Αθήνα». Δεν το είχαν κουνήσει από το σπίτι τους αυτό το καλοκαίρι, αφού τον περασμένο Νοέμβρη είχαν αγοράσει ένα διαμέρισμα για την κόρη τους και πλήρωναν ακόμα γραμμάτια. «Μ α δεν θα πάμε», της απάντησε αυτός. «Και γιατί;» τον ρώτησε περίλυπη. «Τι γυρεύουμε εμείς με την καλή κοινωνία;» της αποκρίθηκε. Και πρόσθεσε: «Γιατί μας τα προσφέρουν όλα αυτά; Από ελεημοσύνη; Δεν την δέχομαι». «Σου τα προσφέρουν γιατί αν δεν ήσουν εσύ, αντί να ετοιμάζονται για γάμο, θα ήταν στην φυλακή», του παρατήρησε εκείνη. «Δεν το έκανα γι’ αυτούς, αλλά για μένα. Και εν πάση περιπτώσει, δεν θα πάμε», αποκρίθηκε και γύρισε στην εφημερίδα του, ενώ η γυναίκα του επέστρεψε απογοητευμένη στα νερόβραστα κολοκυθάκια. Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ευανθία, που σήκωσε το ακουστικό, του είπε πως τον ζητά μια κυρία. «Μ προς». Ήταν η Μ αρίνα Ροδινού, που τον ρώτησε αν έλαβε τον φάκελο. Απάντησε καταφατικά, και η κυρία του είπε πως θα της δώσουν μεγάλη χαρά με την παρουσία τους. Πήγε να ψελλίσει κάποιες δικαιολογίες, αλλά εκείνη έβαλε τα κλάματα, θυμίζοντάς του τι του οφείλουν εκείνη και ο άντρας της, και πως γι’ αυτήν είναι κάτι σαν πατέρας.
214
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ πέκας στη δουλειά του ήταν σκληρός, στυγνός, κυνικός και φιλύποπτος. Και φυσικά τα γνωρίσματα αυτά τον ακολουθούσαν και στα χρόνια της σύνταξης. Είχε όμως ένα «τρωτό» σημείο. Αδυναμία στη νεαρή και πανέμορφη ηθοποιό. Και αποδέχτηκε την πρόσκληση. Μ ίλησε για τη νέα απόφαση στη γυναίκα του, και εκείνη πάλι δεν του παραπονέθηκε για την αδυναμία που έδειξε στη νεαρή. Φυσικά, όταν έλεγε το ναι, δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα παρευρισκόταν σε έναν ματωμένο γάμο. Έφτασαν στη «Βίλα». Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Γιαννίδης. Πενηνταπεντάρης, τετράπαχος, με τεράστια κοιλιά, με πέδιλα στα πόδια, ένα σορτς της κακιάς ώρας και ένα μακό ξεχειλωμένο μπλουζάκι. Στο σβέρκο του και στους ώμους του είχε κάτι εξογκώματα που έμοιαζαν στο μέγεθος και στο σχήμα με καρύδια. Καθοδηγούσε φωνάζοντας και βρίζοντας τους υπαλλήλους του να συγυρίσουν το χώρο μετά τα χτεσινά γεγονότα, το μαχαίρωμα δηλαδή του Δενδρινού και τον πανικό που ακολούθησε. «Καταστράφηκα... Μ ετά τα χτεσινά καταστράφηκα... Ποιος θα έρθει εδώ για δεξίωση γάμου; Άσε που είμαι ανοιχτός σε όλους και ποιος ξέρει πότε θα πληρωθώ;» Κοίταξε καλά καλά τον Μ πέκα και είπε στον νεαρό δικηγόρο: «Και συ γιατί ήρθες με τον κλητήρα σου; Τι θέλετε;» «Ο κύριος», του απάντησε ο δικηγόρος, «ανήκει στην ασφάλεια του Δενδρινού. Ήρθαμε να εξετάσουμε τις συνθήκες της δολοφονικής απόπειρας. Και φρόντισε να μας διευκολύνεις, γιατί από αυτή την επίσκεψη εξαρτάται πότε θα εξοφληθείς». Ο άλλος μαλάκωσε. «Στη διάθεσή σας. Ό,τι χρειαστείτε».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
215
«Θέλουμε το σχεδιάγραμμα με τη διάταξη των τραπεζιών και την κατάσταση των καλεσμένων. Την τσεκαρισμένη παρακαλώ». Τα είχαν στα χέρια τους σε πέντε λεπτά. Στη συνέχεια οι δυο άντρες μελέτησαν το χώρο. Η αυλή που δεχόταν τους καλεσμένους ήταν υπερυψωμένη. Αριστερά της ήταν το κτίσμα και από την πλευρά της θάλασσας υπήρχε ένα τοιχίο ύψους περίπου δύο μέτρων και ένα προστατευτικό σιδερένιο κιγκλίδωμα. Ο Μ πέκας ρώτησε: «Από πού λες ο δράστης προσέγγισε το θύμα;» «Θα μπορούσε να το κάνει είτε από τη θάλασσα είτε από πάνω, περπατώντας παράλληλα στα κάγκελα». «Μ ε άλλα λόγια, θα μπορούσε να ήταν ή απρόσκλητος ή ένας από τους καλεσμένους. Ο οποίος όμως γνώριζε το πρόγραμμα και εκμεταλλεύτηκε τη σύντομη συσκότιση. Μ ήπως ξέρεις ποιος έκανε το πρόγραμμα;» «Όχι». «Θα με πας στο ξενοδοχείο και εσύ θα πας στην πόλη. Και θα μου έρθεις έχοντας τα εξής στοιχεία: Θα μάθεις ποιος έκανε το πρόγραμμα της τελετής, θα μελετήσεις τον κατάλογο των καλεσμένων και θα φέρεις φωτογραφίες από τη δεξίωση. Κυρίως του χώρου γύρω από τον Δενδρινό. Και φυσικά θα μου φέρεις νέα για την υγεία του και να ρωτήσεις την κυρία Μ αρίνα γιατί ήρθε τρομαγμένη στη Βίλα». Την άλλη μέρα, Δευτέρα, γύρω στις έντεκα, ο νεαρός δικηγόρος έφτασε στο ξενοδοχείο «Μ έντη» και συνάντησε τον Μ πέκα. Γκρίνιασε ο «γέρος». «Άργησες».
216
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν κατάφερα να ετοιμάσω τα στοιχεία νωρίτερα». «Παραιτήθηκες νωρίς από τη Χωροφυλακή και δεν πρόφτασες να μάθεις πως στις περιπτώσεις αυτές ο χρόνος είναι πολύτιμος». Ο άλλος δεν μίλησε. «Πώς είναι ο Δενδρινός;» «Η κατάστασή του είναι κρίσιμη, αλλά σταθερή». «Για να δούμε τι χαμπέρια μας έφερες». «Το πρόγραμμα το έκανε η κυρία Μ αρίνα, αλλά τα σχετικά με τη συσκότιση και τα βεγγαλικά τα προσφέρει το κατάστημα. Όσο για τις φωτογραφίες, κατάφερα να φέρω αυτές. Η αρίθμηση στο πίσω μέρος δείχνει και τη χρονική σειρά της λήψης». Του έδωσε τις φωτογραφίες. Δεν του είπε πως οι επαγγελματίες φωτογράφοι χρειάζονται πολύ χρόνο για να δώσουν οτιδήποτε, και αυτές τις εξασφάλισε από μια κυρία που την είχε επισημάνει να φωτογραφίζει συνέχεια. Ούτε πως χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να πειστεί το εργαστήριο να δουλέψει Κυριακή βράδυ για να εμφανίσει τα φιλμ και να τα τυπώσει το πρωί της επομένης. Ο άλλος τις κοίταζε προσεκτικά. Ξεχώρισε δύο. Τις έδωσε στον δικηγόρο. «Τι βλέπεις εδώ;» Ο άλλος απάντησε χωρίς να τις κοιτάξει: «Δείχνει το τραπέζι δίπλα από το γαμπριάτικο, πριν σβήσουν τα φώτα και λίγο νωρίτερα. Στην τελευταία φωτογραφία ένας άντρας λείπει». Ο Μ πέκας, χωρίς να εντυπωσιαστεί, τον ρώτησε: «Και ποιος είναι αυτός;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
217
«Ονομάζεται Περικλής Αμπατζόγλου. Είναι ο υπεύθυνος του γραφείου του Δενδρινού στη Θεσσαλονίκη». «Ενδιαφέρον», είπε ο άλλος. «Όπως και η παρατηρητικότητά σου». «Η αλήθεια είναι πως μελέτησα πρώτα τον κατάλογο των ονομάτων, τον θεώρησα ύποπτο και μετά τον αναζήτησα στις φωτογραφίες». «Και γιατί είναι ύποπτος;» «Έχει καταχραστεί πολλά χρήματα. Αν και παντρεμένος έχει μπλέξει άσχημα με μια ατάλαντη καλλιτέχνιδα, Καίτη Σταμίου το όνομά της, που παριστάνει τη σκηνοθέτιδα στο Κρατικό Θέατρο και που δεν την διώχνουν γιατί έχει πάντα ισχυρούς προστάτες εξαιτίας του εντυπωσιακού σεξ απήλ της, αλλά και του δυναμικού χαρακτήρα της. Την έχει “σπιτώσει” και την χρυσώνει για να μην του φύγει. Είναι υπεύθυνη για την πτώχευση εργοστασιάρχη και την αυτοκτονία τραπεζίτη». «Επομένως θα είναι πάμπλουτη». «Έχει και αυτή τον νταβατζή της. Αυτός της τα τρώει στο μπαρμπούτι». «Εσύ πού τα γνωρίζεις όλα αυτά;» «Μ ου ζήτησαν από τα κεντρικά γραφεία να κάνω έρευνα». «Είναι ενήμερος ο Δενδρινός;» «Δεν το γνωρίζω». «Και τώρα μια κρίσιμη ερώτηση: Τον έχεις ικανό να μαχαιρώσει άνθρωπο;» «Για πολλά χρόνια στο παρελθόν ήταν συνιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου στην Σταυρούπολη, όπου τα μαχαιρώματα, με εκείνον πρωταγωνιστή, ήταν σε... νυχτερινή διάταξη».
218
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ πέκας ήθελε να πει ένα μπράβο στον νεαρό του συνεργάτη. Μ α κρατήθηκε. Δεν χρειάζονται ακόμα τέτοια, σκέφτηκε. Τον ρώτησε: «Κάτι άλλο έχεις να μου πεις;» «Ναι. Στη δεξίωση δεν παραβρέθηκε ο πρωταγωνιστής του Ματωμένου γάμου, ο Άρης Καλούδης, ενώ τον είδα στην εκκλησία». «Το σημειώνουμε. Πάμε μια βόλτα μέχρι τη Βίλα...» «Γιαννίδη. Πάμε». Στο δρόμο ο Μ πέκας ζήτησε να μάθει, αν ρώτησε τη Μ αρίνα γιατί ήταν τρομαγμένη όταν έφτασαν στο Κέντρο. «Μ ου είπε πως, καθώς έρχονταν, μια γυναίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο. Λίγο έλειψε να την χτυπήσουν». «Χμ... Σου αρέσει πάντως η Μ αρίνα». «Και σε ποιον άντρα δεν αρέσει τέτοια γυναίκα». «Επομένως, ο θάνατος του Δενδρινού θα σε βόλευε». Γύρισε απότομα και τον κοίταξε με απορία. Ο άλλος ήταν ανέκφραστος. Ο Αναγνώστου του είπε: «Πιο πολύ με ενδιαφέρει να είναι ζωντανός και γερός ο Δενδρινός. Ήταν μεγάλη η τύχη μου που τον γνώρισα, γιατί σαν νέος και φτωχός δικηγόρος τον έχω μεγάλη ανάγκη. Και αυτός σκέφτεται να επενδύσει στη Χαλκιδική σε ξενοδοχεία». Έφτασαν στη Βίλα και συνάντησαν τον Γιαννίδη. Ήταν πάλι μουτρωμένος. Του ζήτησαν να δουν για λίγο τα γκαρσόνια που δούλευαν τη βραδιά του γάμου. Έβαλε τις φωνές: «Πάτε να μου το διαλύσετε το ρημάδι; Αφήστε με ήσυχο». Μ ε την υπενθύμιση πως από αυτές τις κινήσεις εξαρτάται πότε θα πληρωθεί, μαλάκωσε. Πήγαν στο χώρο που χρησιμοποιούσαν
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
219
σαν γραφείο και τα γκαρσόνια έμπαιναν ένα ένα. Ο Ανδρέας Αναγνώστου τους έδειχνε τη φωτογραφία του Αμπατζόγλου και τους ρωτούσε αν τον είδαν τη συγκεκριμένη βραδιά και ώρα να περιφέρεται εκτός του χώρου διασκέδασης. Ένας από αυτούς τούς είπε: «Δεν είμαι σίγουρος, γιατί ήταν λιγοστό το φως, αλλά είδα κάποιον που του μοιάζει πολύ να κινείται βιαστικά προς τη θάλασσα. Τον ρώτησα πού πηγαίνει και μου είπε να κατουρήσει». «Είναι μακριά η τουαλέτα;» ρώτησε ο Μ πέκας. «Πρέπει να διασχίσεις το μαγαζί και να κατέβεις δεκαπέντε σκαλοπάτια». «Και μετά; Τι έγινε μετά;» «Εγώ μπήκα στο μαγαζί, γιατί πλησίαζε η στιγμή που θα έσβηναν τα φώτα». Στο δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο ο Μ πέκας ρώτησε τον δικηγόρο: «Τι λες, νεαρέ, τον πιάσαμε τον τύπο;» Ο Μ πέκας μιλούσε στον Αναγνώστου μάλλον με απαξίωση που δεν έλειπε και το στοιχείο της προσβολής. Και τούτο γιατί από τη μια με τους καλούς τρόπους είχε κακές σχέσεις και από την άλλη ήθελε να τον δοκιμάσει πριν τον κατατάξει στους εκλεκτούς του. Ο άλλος, πέρα από τη φυσική του ευγένεια και ταπεινότητα, είχε μελετήσει καλά τον Μ πέκα και ήξερε για τη συμπεριφορά του και τον δύστροπο χαρακτήρα του. Έπειτα δεν ξεχνούσε ούτε στιγμή πως η εύνοια της μοίρας του είχε δώσει την ευκαιρία να συνεργαστεί με ένα από τα ινδάλματά του και πιο πολύ τον ενδιέφερε να μελετά τον τρόπο σκέψης και δουλειάς του, παρά οι τρόποι του. Του απάντησε:
220
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Εσείς θα το πείτε αυτό, αλλά τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε πριν τον δούμε;» «Μ α δεν είναι προφανές;» «Αυτό είναι που με βάζει σε σκέψεις». «Ωραία λοιπόν. Ας τον δούμε». Πήγαν στο ξενοδοχείο και ο Ανδρέας τηλεφώνησε στο γραφείο του Δενδρινού. Απάντησε ο ίδιος. Του ζήτησε να βρεθούν το απόγευμα στις έξι και μισή στο γραφείο του. Ο άλλος δεν έδειξε έκπληξη ούτε αρνήθηκε. «Τι ώρα είναι τώρα;» ρώτησε ο Μ πέκας. «Κοντεύει δύο». «Τότε να φάμε και μετά βλέπουμε». Φώναξαν και την κυρία Ευανθία και κάθισαν στο δροσερό μπαλκόνι. Ένα φίνο δροσερό αεράκι ανέβαινε από τη θάλασσα. Η κυρία Μ πέκα έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια στο νεαρό δικηγόρο και έκανε μαζί του μια ευχάριστη συζήτηση. Τον ρώτησε διάφορα για τη Χαλκιδική, η οποία, όπως δήλωσε, την είχε μαγέψει. Ο Μ πέκας παρακολουθούσε τρώγοντας, χωρίς να επεμβαίνει. Όταν τελείωσαν, αποσύρθηκε για τρία τέταρτα στο δωμάτιό του «μέχρις εσείς να πιείτε τον καφέ σας». Στις έξι και τέταρτο ο Μ πέκας επιθεωρούσε το γραφείο του Αναγνώστου. Πίστευε πως ο χώρος που δημιουργεί κάποιος και ζει ή εργάζεται εκεί, φανερώνει τον χαρακτήρα του. Και τον ενδιέφερε πολύ ο χαρακτήρας του Ανδρέα. Τον ικανοποίησαν η λιτότητα και η τάξη. Ο Αμπατζόγλου έφτασε στην ώρα του. Λεπτός, ηλιοκαμένος με μακρόστενο κεφάλι, πλούσια γκρίζα μαλλιά, στρωμένα με μπριγιαντίνη, μικρά πονηρά μάτια και αγέλαστος. Κοντομάνικο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
221
γαλάζιο πουκάμισο, άσπρο παντελόνι και άσπρα παπούτσια. Καθόλου διαχυτικός. Έριξε μια ματιά στον κουστουμαρισμένο Μ πέκα, γύρισε στον νεαρό δικηγόρο και τον ρώτησε γιατί τον φώναξε. «Ο κύριος», είπε ο δικηγόρος και έδειξε τον Μ πέκα, «ερευνά την επίθεση κατά του Δενδρινού. Θα σου κάνει μερικές ερωτήσεις». «Μ ε ποια ιδιότητα;» «Είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του Δενδρινού». «Ακούω». Ο Μ πέκας μπήκε αμέσως στο ψητό. «Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, σηκωθήκατε από τη θέση σας και πήγατε κατά τη θάλασσα. Γιατί;» «Για να κατουρήσω». «Και γιατί δεν πήγατε στην τουαλέτα;» «Ήμουν βιαστικός». «Γνωρίζατε πως θα σβήσουν τα φώτα;» «Γνώριζα, αλλά όχι πότε ακριβώς. Είχα τη γνώμη πως θα πρόφταινα να επιστρέψω». «Συναντήσατε κάποιον στη διαδρομή;» «Δεν πρόσεξα. Ήταν σκοτάδι». «Όταν σβήσανε τα φώτα πού ήσασταν;» «Κατουρούσα». «Πόσο μακριά από τον Δενδρινό;» «Σε ευθεία γύρω στα είκοσι μέτρα. Αλλά υπήρχε ο τοίχος που έχει ύψος πάνω από δύο μέτρα». «Είδατε κάτι ύποπτο; Ακούσατε κάποιον να απομακρύνεται;»
222
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Νομίζω πως άκουσα μια βάρκα να φεύγει. Αλλά δεν είμαι σίγουρος». «Δεν σας θέλω κάτι άλλο». «Τότε μπορώ να φύγω». Σηκώθηκε και κίνησε κατά την πόρτα. Και ενώ την άνοιγε, ο Μ πέκας τον ρώτησε: «Είστε έτοιμος για διαχειριστικό έλεγχο;» Εκείνος ταράχτηκε. Κοίταξε με σημασία τον νεαρό δικηγόρο και έφυγε με φούρια. «Λοιπόν; Τι λες;» ρώτησε ο Μ πέκας τον Ανδρέα. «Σημασία έχει τι λέτε εσείς». «Θέλω τη δική σου γνώμη». «Δεν πιστεύω πως είναι ο δράστης, αλλά έχει λερωμένη τη φωλιά του». Κάπου εκεί χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Μ αρίνα που κλαίγοντας πληροφόρησε τον Αναγνώστου πως στην περιοχή της Νέας Σκιώνης η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του Άρη Καλούδη, του ηθοποιού που πρωταγωνιστούσε στην παράσταση του Ματωμένου γάμου. Φορούσε το κουστούμι της παράστασης και είχε ένα στιλέτο καρφωμένο στην καρδιά του. Ο δικηγόρος, χωρίς να κλείσει το τηλέφωνο, είπε τα νέα στον Μ πέκα. «Πού βρίσκεται, να πάμε να την δούμε αμέσως», ζήτησε εκείνος. Ήταν στο σπίτι της στην αρχή της Νέας Παραλίας. Ένα κουκλίστικο σπιτάκι με μοντέρνα έπιπλα και πολλά βιβλία. Από το μπαλκόνι έβλεπες τον Θερμαϊκό. Ο ήλιος κατέβαινε προς τη δύση και ο ορίζοντας ήταν κατακόκκινος, στο χρώμα του αίματος.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
223
Η Μ αρίνα φορούσε μια ελαφριά ρόμπα, ήταν κλαμένη και πανέμορφη. Πρώτα την ρώτησαν για την κατάσταση του άντρα της. Έχει ξεφύγει κάθε κίνδυνο και αναρρώνει. Μ ετά τους πληροφόρησε πως την πήραν από το θέατρο και της είπαν το θλιβερό μαντάτο. «Γιατί ήταν με τη στολή του;» ρώτησε ο Μ πέκας. Τότε η Μ αρίνα τους είπε πως είχαν ετοιμάσει μια έκπληξη. Μ ετά τα βεγγαλικά και μόλις άναβαν τα φώτα, θα εμφανιζόταν ο Άρης με τη στολή του, θα διέσχιζε την πλατεία με τα τραπεζάκια και θα απήγγειλε έναν από τους μονολόγους του Ματωμένου γάμου. «Από πού θα ερχόταν;» «Από τη θάλασσα. Μ ε το φουσκωτό του». «Ποιος είχε αυτή την ιδέα;» ρώτησε ο Μ πέκας. «Ο Άρης. Μ ου την πρότεινε και τη βρήκα υπέροχη». «Ποιοι άλλοι το γνώριζαν;» «Κανένας. Εγώ τουλάχιστον δεν το είπα πουθενά». «Τώρα κάτι άλλο: Είπες πως ήρθες τρομαγμένη στο Κέντρο για τη δεξίωση γιατί μια γυναίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο. Τι είδους γυναίκα ήταν αυτή;» Η Μ αρίνα έδειξε τρομοκρατημένη. Είπε με σβησμένη φωνή: «Μ ια..., μια... ζητιάνα». Ο δικηγόρος αναπήδησε: «Μ πορώ να μιλήσω;» «Φυσικά», είπε ο Μ πέκας. «Αν έχεις να πεις κάτι ενδιαφέρον». «Όπως είπαμε ξανά, η Μ αρίνα ήρθε στη Θεσσαλονίκη, μετά από σύμβαση με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, για να
224
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
πρωταγωνιστήσει στο έργο Ματωμένος γάμος. Ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της σεζόν». «Και λοιπόν;» έκανε ο Μ πέκας. «Να σας πω την υπόθεση. Εκτός αν θέλεις εσύ, Μ αρίνα». «Παρακαλώ». «Πρόκειται για ένα γάμο που γίνεται σε ένα ισπανικό χωριό. Ο Λεονάρντο, παλιός αρραβωνιαστικός της νύφης, παντρεμένος με μια ξαδέρφη της, με την οποία έχει ένα παιδί, όταν μαθαίνει το νέο φουντώνει μέσα του το πάθος για τη νύφη, και μετά το γάμο την πείθει να φύγουν και κρύβονται στο δάσος, ενώ χωρικοί με επικεφαλής τον γαμπρό, ψάχνουν να τους βρουν. Σημαντικό ρόλο παίζουν στο έργο μία ζητιάνα που προσωποποιεί τον θάνατο και το φεγγάρι που συμβολίζει την επιθυμία αλλά και την προφητεία για θάνατο. Στο τέλος οι δυο νέοι, ο γαμπρός και ο παλιός αρραβωνιαστικός, αλληλοσφάζονται». Ο Μ πέκας, μετά από μικρή σιωπή, ρώτησε σκεφτικός: «Και λέτε να έχουν σχέση με τα τωρινά;» Στο δρόμο της επιστροφής για τη Χαλκιδική και το ξενοδοχείο αποφάσισαν να μη μιλήσουν για το θέμα. Ο Μ πέκας ξάπλωσε στο κάθισμά του και πήρε έναν υπνάκο, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Όταν έφτασαν, ο δικηγόρος τον πληροφόρησε πως σε όλη τη διαδρομή τους ακολουθούσε ένα αυτοκίνητο σε σταθερή απόσταση, μέχρι το ξενοδοχείο. «Και τι έγινε;» «Μ όλις σταματήσαμε έκανε μεταβολή και έφυγε». «Να προσέχεις».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
225
Συνεννοήθηκαν να συναντηθούν την επόμενη το πρωί. Ο δικηγόρος θα έμενε στο πατρικό του στο χωριό. Ξημέρωσε μια λαμπρή μέρα. Ο Ανδρέας Αναγνώστου βρήκε το ζεύγος Μ πέκα να παίρνει το πρωινό του στη βεράντα. Η κυρία δεν έκρυψε τη χαρά της που τον είδε. Την αποχαιρέτησαν μετά από λίγο. «Και πού πάμε;» ρώτησε ο νεαρός. «Πού αλλού; Στη Βίλα». Στη διαδρομή ο δικηγόρος πληροφόρησε τον Μ πέκα πως μία Alfa Romeo τους ακολουθεί. «Ξέρεις κανέναν με τέτοιο αυτοκίνητο;» «Ο αγαπητικός της Σταμίου, της ατάλαντης σκηνοθέτιδας και ερωμένης του Αμπατζόγλου, έχει ένα τέτοιο». «Χμ... Να προσέχουμε». Όταν έφτασαν στον προορισμό τους η ώρα πλησίαζε δέκα. Κάθισαν απόμερα, δίπλα σε έναν «τοίχο» από τεράστιες και καλοκουρεμένες λιγούστρες και ζήτησαν καφέ. Τους σέρβιρε ο ίδιος ο Γιαννίδης. «Πώς πάει η έρευνα;» τους ρώτησε. «Θα γίνεις διάσημος. Θα γράψουν για το μαγαζί σου οι εφημερίδες». «Πότε;» «Πολύ σύντομα». «Λοιπόν;» ρώτησε ο Μ πέκας τον δικηγόρο. «Τι λες;» «Μ ήπως πρέπει να μιλήσετε εσείς;» «Ξεκίνα και θα παρέμβω». «Ένα βολικό σενάριο που κλείνει το θέμα: Ο Άρης ζει το ρόλο του τόσο πολύ, ώστε να μπερδεύει τις φαντασιώσεις του με την
226
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
πραγματικότητα. Νομίζει πως του ανήκει η νύφη και θέλει να σκοτώσει τον αντίπαλο. Πρώτα ντύνεται ζητιάνα και πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο για να τους τρομοκρατήσει. Πετάει τη στολή και κατεβαίνει στη θάλασσα, είναι κοντά στο δρόμο, μπαίνει στο φουσκωτό του και έρχεται εδώ, στη σκάλα. Φοράει τη στολή του Φερνάντο, μόλις σβήνουν τα φώτα ανεβαίνει από τη μάντρα, μαχαιρώνει τον Δενδρινό και φεύγει πάλι από τη θάλασσα. Κάπου εκεί αυτοκτονεί και το δράμα ολοκληρώνεται». Μ ετά από μικρή σιωπή ο Μ πέκας είπε: «Πράγματι βολικό σενάριο. Πάντως η σύνδεση του ενός γάμου με τον άλλον, του θεατρικού με τον πραγματικό, είναι αρκετά χοντροκομμένη. Δεν γνωρίζω πολλά από θέατρο, αλλά είναι μια κακή σκηνοθεσία». Ξαφνικά οι δύο άντρες αναπήδησαν, έδειξαν ο ένας τον άλλον και είπαν σχεδόν ταυτόχρονα: «Κακή σκηνοθεσία... Κακή σκηνοθέτιδα». Αλλά ξαφνικά ο Μ πέκας, με μια απότομη κίνηση, έσπρωξε τον δικηγόρο και έπεσε κάτω και ο ίδιος. Ακούστηκε από μικρή απόσταση ένας πυροβολισμός, ενώ το βλήμα σφύριξε πάνω από τα κεφάλια τους. Ο άνθρωπος που πυροβόλησε πίσω από το φράχτη, έφυγε τρέχοντας. Ακούστηκε το σπινάρισμα του αυτοκινήτου του. Ο Ανδρέας έτρεξε στο τζιπ και κινήθηκε προς την κατεύθυνση που έφυγε ο άλλος. Φυσικά ήταν αδύνατο να τον φτάσει, αλλά συνέχισε. Πάτησε όσο μπορούσε, αλλά το γέρικο αυτοκίνητο είχε επιδόσεις στους κακοτράχαλους δρόμους και όχι στην άσφαλτο. Όταν έφτασε στη Νέα Σκιώνη, στο χωριό του, με κατεύθυνση το Παλιούρι, παρατήρησε πως στο χωματόδρομο που ενώνει το χωριό του με το Χανιώτη υπήρχε σκόνη. «Λες;» αναρωτήθηκε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
227
χαμογελώντας. Γιατί ο δρόμος αυτός ήταν αδιάβατος για τις κούρσες. Δεν είχε άλλη επιλογή και πήρε το χωματόδρομο. Στην ανηφόρα, πριν από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, η Alfa Romeo είχε... σκοντάψει σε ένα χαντάκι. Ο οδηγός του, μόλις είδε τον δικηγόρο που κατέβηκε από το τζιπ, έβγαλε το πιστόλι του και άρχισε να τον πυροβολεί. Αλλά η απόσταση ήταν μεγάλη για πιστόλι. Ο Αναγνώστου, που βρισκόταν στο γήπεδό του, τον πλησίαζε ελισσόμενος και έχοντας για κάλυμμα τους κορμούς των θεόρατων πεύκων. Ο άλλος πυροβολούσε συνέχεια. Κάποτε ακούστηκε το κλικ χωρίς ήχο σφαίρας. Του είχαν τελειώσει. Βγήκε στο δρόμο και πλησίαζε τον δράστη. Αυτός τράβηξε ένα μαχαίρι από τη μέση του και τον απείλησε πως θα τον κόψει σε φέτες. Ο Ανδρέας έσκυψε και πήρε ένα χοντρό κλαδί πεύκου και πήγε κοντά του. Δεν τον αφόπλισε μόνο, αλλά έσπασε και το ξύλο στη ράχη του τύπου. Δεν είχε αποβάλει από μέσα του τελείως τον μπασκίνα. Η Xωροφυλακή πραγματοποίησε τις ανακρίσεις –όχι πάντως με ιδιαίτερη αβρότητα– και απέσπασε τις ομολογίες των δραστών, που συνοψίζονται στα ακόλουθα: Ο Αμπατζόγλου είκοσι μέρες πριν από τον γάμο έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Δενδρινό που του έλεγε πως δεν τον ικανοποιούν οι ισολογισμοί του και πως την επόμενη μέρα του γάμου θα του κάνει λεπτομερή έλεγχο με την παρουσία του αρχιλογιστή της Εταιρείας, τον οποίο θα φέρει μαζί του. Εκείνος μετέφερε τα νέα στην ερωμένη του. Τέρμα το χρήμα, τέρμα τα
228
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
δώρα, τέρμα τα μεγαλεία, τον περιμένουν η καταστροφή και η φυλακή. Αυτή, που δεν είχε κανέναν έτοιμο παραλή για να διαδεχτεί τον Αμπατζόγλου, τον ρωτάει πώς θα μπορούσε να μη γίνει ο έλεγχος. Και εκείνος της απάντησε: «Μ όνο αν του συμβεί κανένα ατύχημα». Εκείνη είχε σημαντικό λόγο να καθυστερήσει ο έλεγχος. Ήταν σχεδόν έτοιμο να υπογραφεί συμβόλαιο με το οποίο αποκτούσε μεζονέτα στο Πανόραμα με προκαταβολή που θα έδινε ο Αμπατζόγλου και γραμμάτια που θα υπέγραφε ο ίδιος. Επίσης έτρεφε θανάσιμο μίσος για τη Μ αρίνα, όχι μόνο γιατί ήταν ταλαντούχα και ευτυχισμένη, αλλά και γιατί μετά από δική της απαίτηση την έβγαλαν από βοηθό σκηνοθέτη στον Ματωμένο γάμο. Και η νοσηρή της φαντασία επινόησε ένα σενάριο που και τον πληγωμένο εγωισμό της θα ικανοποιούσε, και τον έλεγχο θα καθυστερούσε. Και να τι έκανε: Έβαλε στον Άρη την ιδέα να απαγγείλει έναν μονόλογο από το έργο τη βραδιά της δεξίωσης, φορώντας μάλιστα τη στολή του. Ιδέα που παρουσίασε για δική του στη Μ αρίνα. Συνεννοήθηκε με τον αγαπητικό της πρώτα να την αφήσει στο δρόμο για να παραστήσει τη ζητιάνα, και μετά να την μεταφέρει στη Βίλα ώστε στη συσκότιση, αυτή να μαχαιρώσει τον Δενδρινό και εκείνος τον Άρη και θα έσπρωχνε τη βάρκα να την πάει το αεράκι όπου ήθελε. Και το σχέδιο πέτυχε. Όταν όμως έμαθαν πως ο Μ πέκας με τον δικηγόρο κάλεσαν τον Αμπατζόγλου στο γραφείο του δεύτερου, φοβήθηκαν, και ο αγαπητικός της άρχισε να τους παρακολουθεί. Πίσω από το
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
229
φράχτη άκουσε τη συνομιλία τους, έχασε την ψυχραιμία του και πυροβόλησε εναντίον τους.
Παρασκευή βράδυ, παραμονή της αναχώρησης του ζεύγους Μ πέκα για την Αθήνα. Ο δικηγόρος τους πήγε για το αποχαιρετιστήριο τραπέζι στη σπουδαία ψαροταβέρνα «Σταμάτης», στο Ποσείδι, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από το ξενοδοχείο τους. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και η βραδιά πανέμορφη. Είχαν ξεκινήσει με τα ορεκτικά τους και φυσικά το απαραίτητο τσίπουρο, όταν μια τεράστια μαύρη Μ ερσεντές άφησε μια εντυπωσιακή κυρία έξω από την ψαροταβέρνα. Κοίταξε γύρω της, είδε την παρέα και πήγε προς αυτή. Σηκώθηκαν και οι τρεις να την υποδεχτούν. Τους φίλησε όλους και κάθισε. «Λοιπόν, κυρία Μ αρίνα, πώς είναι ο Άγγελος;» «Σε τρεις μέρες βγαίνει από το νοσοκομείο». «Αυτό είναι πολύ καλό νέο». Έτρωγαν και έπιναν ανέμελοι και ευχαριστημένοι. Κάποια στιγμή η κυρία Ευανθία είπε: «Την αγάπησα τη Χαλκιδική. Δεν μπορούσα να φανταστώ τέτοια ομορφιά». «Μ πορείτε νε έρθετε και να μείνετε όσο θέλετε στο πατρικό μου στη Νέα Σκιώνη», της απάντησε ο Αναγνώστου. «Άδειο είναι. Παλιό σπίτι, αλλά κατοικήσιμο». Η κυρία Ευανθία γύρισε στον άντρα της και τον ρώτησε: «Άκουσες, Γιώργο μου, την πρόταση του Ανδρέα;» Εκείνος έβγαλε την πίπα του, έβαλε μισό τσιγάρο σε αυτή, το άναψε, τράβηξε μια ρουφηξιά και είπε με αυταρέσκεια:
230
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Αν γίνει κάποιο έγκλημα και δεν μπορούν να το εξιχνιάσουν, έρχομαι». «Θα διαπράξω εγώ ένα έγκλημα», είπε ο δικηγόρος. «Όμως το τέλειο έγκλημα, για να μην μπορείτε να φύγετε». Γέλασαν όλοι. Ακόμα και ο Μ πέκας.
ΔΗΜΗΤ ΡΗΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ
Ίχνη στην Πολίχνη
ΤΟ ΚΡΥΟ ήταν διαπεραστικό. Αφόρητα εκνευριστικό. Μ α πιο εκνευριστική ήταν αυτή η ηλίθια ομίχλη. Διάολε! Δεν έβλεπες ούτε τη μύτη σου. Καλά λένε για τον καιρό της Θεσσαλονίκης! Σήκωσα κι άλλο το γιακά της μαύρης καπαρντίνας μου, έχωσα τα χέρια όσο πιο βαθιά μπορούσα στις τσέπες και συνέχισα το δρόμο μου στην παραλιακή οδό. Φιγούρες ξεφύτρωναν μπροστά μου και σε μερικές δεν έπεσα πάνω τους από καθαρή τύχη. Μ α πώς ζούνε οι άνθρωποι εδώ; Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και ένιωσα σαν να με πλάκωσε ουρανοξύστης. Ξαπλώθηκα, φαρδύς-πλατύς στο υγρό πλακόστρωτο προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβη. Μ α ήταν φανερό! Θα είχα τρακάρει με κάποιον! Κοίταξα μπροστά μου και είδα μια απ’ αυτές τις φιγούρες στα ίδια χάλια με μένα. Μ όνο που αυτή ήταν τελείως ξαπλωμένη στα πλακάκια λες κι έκανε ηλιοθεραπεία σε κάποια πλαζ στα Καμένα Βούρλα και όχι μπροστά στο άγαλμα του Μ έγα Αλέξανδρου στη Θεσσαλονίκη! Αμέσως σηκώθηκα και έτρεξα στον άνθρωπο. Ήταν ηλικιωμένος, γύρω στα εξήντα, και φαινόταν καταβεβλημένος. Τον σήκωσα, όχι χωρίς δυσκολία, και τότε τον παρατήρησα καλά. Κοντόχοντρος, παχύ πρόσωπο, βαριά βλέφαρα, ψαλιδισμένο
232
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μουστάκι που είχε πάρει να ασπρίζει. Έμοιαζε ασήμαντος. Ή μάλλον όχι. Έμοιαζε με ασήμαντο συνοικιακό μικρομαγαζάτορα που είχε φορέσει τα κυριακάτικά του. Και, διάολε, σήμερα ήταν Κυριακή! Κάτι μου έλεγε αυτή η φάτσα. Τον ξανακοίταξα. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να ήταν! Μ ίλησα πρώτος: «Χτυπήσατε, κύριε;» «Όχι, νεαρέ μου, αλλά δεν μπορώ να πω ότι το σοκ ήταν μικρό». «Σας ζητώ συγγνώμη. Δεν σας είδα μ’ αυτό το διαολόκαιρο». «Μ α, δεν είναι ανάγκη να βρίζετε, αγαπητέ. Κι εγώ δεν σας είδα. Κι εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη. Συγχωρέστε με, αλλά δεν είμαι συνηθισμένος στον καιρό της Θεσσαλονίκης». «Θα μπορούσα να σας κεράσω έναν καφέ; Έτσι για να εξιλεωθώ για την απροσεξία μου; Ακριβώς απέναντι έχει μια καφετέρια που κάνει την καλύτερη σοκολάτα βιενουά στην πόλη». «Και όλα αυτά για ένα τρακάρισμα; Μ α, όχι, να μη σας βάζω σε κόπο, αγαπητέ». «Κανένας κόπος. Ίσα ίσα χαρά! Πότε θα έχω ξανά την ευκαιρία να πιω καφέ με τον περίφημο Αστυνόμο Μ πέκα;» Ο τύπος με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Για εκείνον. Διότι για μένα ήταν ο πρώτος αριθμός του λαχείου! Μ α να τρακάρω με το νούμερο ένα της Ελληνικής Αστυνομίας! Έστω, με το πρώην νούμερο ένα της Ελληνικής Αστυνομίας. «Μ ε γνωρίζετε;» «Και ποιος δεν σας γνωρίζει;» «Α, νεαρέ μου, σε διαβεβαιώ, πολλοί». «Και καλύτερα, για να κάνετε καλύτερα τη δουλειά σας».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
233
«Α, παλιές καλές μέρες. Είμαι συνταξιούχος πλέον, νεαρέ μου. Δε μου είπατε, όμως, από πού με γνωρίζετε;» «Είμαι μέγας θαυμαστής σας. Επιτρέψτε μου όμως να συστηθώ: Αλέξανδρος Κάππας, Ιδιωτικός Ερευνητής». «Έτσι εξηγείται! Και τι αναζητείτε, κύριε;» «Την αλήθεια, κύριε Μ πέκα, την αλήθεια». «Λοιπόν, να την πιούμε εκείνη τη σοκολάτα. Πάντα χαίρομαι να συναναστρέφομαι νέους. Ειδικά, όταν αυτοί οι νέοι είναι και εραστές της αλήθειας». Τον πήρα αλά μπρατσέτα και περάσαμε απέναντι. Η καφετέρια ήταν μεγάλη και σχεδόν γεμάτη. Υπέθεσα ότι όλες οι καφετέριες της παραλίας θα ήταν γεμάτες τέτοια ώρα. Μ ετά την εκκλησία. Η ζέστη από την τεράστια ξυλόσομπα ήταν βάλσαμο για τα γεμάτα υγρασία κόκαλά μας. Μ ια απαλή μουσική ακουγόταν από ένα τεράστιο ραδιομαγνητόφωνο. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι που «έβλεπε» έξω. «Έβλεπε», τρόπος του λέγειν βέβαια, αφού η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα. Παραγγείλαμε την περίφημη σοκολάτα και πρώτος εκείνος έσπασε τη σιωπή: «Έχετε γραφείο εδώ, κύριε Κάππα;» «Όχι, το γραφείο μου είναι στην Αθήνα. Εδώ είμαι για μια υπόθεση». «Ενδιαφέρουσα;» «Μ πα, ρουτίνα. Συζυγική παρακολούθηση. Σίγουρα δεν θα σας έχει τύχει ποτέ κάτι τόσο βαρετό». «Ναι, η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της καριέρας μου είχα ασχοληθεί με περισσότερο... γριφώδη πράγματα. Αλλά όπως και να το κάνουμε, η δουλειά είναι δουλειά».
234
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Διαφωνώ και με όλο το σέβας. Μ ακάρι να μου τύχαινε κάτι... γριφώδες και μένα». «Κοιτάξτε, δεν λέω όχι... και μένα που λέτε μου είχε τύχει μια υπόθεση μεταξύ συζύγων. Και το θυμήθηκα τώρα, εξαιτίας της κουβέντας μας, αλλά και της πόλης. Ξέρετε εδώ είχαν συμβεί όλα εκείνα τα δραματικά περιστατικά». «Ποια περιστατικά;» «Ω, μα ας τ’ αφήσουμε όλα αυτά... είναι πολύ παλιά». «Πόσο παλιά;» «Θα πάνε και δέκα χρόνια από τότε». «Θέλετε να μου τα πείτε;» «Φοβούμαι ότι θα σας ζαλίσω, αγαπητέ. Αρλούμπες ενός γέρου που πέρασε από τη δράση στην αφήγηση». «Μ α τι λέτε; Εσείς είστε ένας ζωντανός θρύλος. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να μαθαίνουν οι νεότεροι απ’ τους μεγαλύτερους;» «Ας είναι λοιπόν», είπε και έβγαλε μια πίπα, μια ταμπακιέρα, στερέωσε μισό τσιγάρο στην πίπα, το υπόλοιπο το έβαλε στην ταμπακιέρα και άναψε, «βολευτείτε κι ακούστε την ιστορία». «Είμαι όλος αυτιά!» είπα, ενώ άναβα κι εγώ έναν Ρήγα Παπαστράτο. «Όλα άρχισαν όταν δούλευα πάνω σε μια υπόθεση στην Αθήνα. Την υπόθεση Χατζησταυρή. Την έχετε ακουστά;» «Όχι». «Καλύτερα. Η έρευνα, λοιπόν, με οδήγησε εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Εδώ, λοιπόν, γνώρισα τον Μ ηνά Σαββίδη. Ο Σαββίδης ήταν ένας συμπαθητικός τύπος που πρόσφατα είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Και από κει άρχισαν όλα. Ο Σαββίδης είχε έρθει να με βρει, όχι εμένα, στην υπηρεσία ήρθε, να
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
235
δηλώσει την εξαφάνιση της γυναίκας του. Ο καημένος έδειχνε σαν χαμένος. Και επειδή η υπόθεση Χατζησταυρή είχε κολλήσει, διότι περιμέναμε κάποιες πληροφορίες απ’ την Ιντερπόλ που αργούσαν, ο διοικητής εδώ με παρακάλεσε να ασχοληθώ με την εξαφάνιση. Δέχτηκα με χαρά, διότι, αγαπητέ, “αργία μήτηρ πάσης κακίας”. Μ ε εννοείτε, μου αρέσει να δουλεύω. Μ ου αρέσει να εξασκώ το μυαλό. Τέλος πάντων, δέχτηκα. Άκουσα τον Σαββίδη και την επομένη πήγα στο σπίτι του. Ήταν πολύ ευγενικός και συνεργάσιμος. Αφού μου πρότεινε ένα νούμερο –νούμερα έλεγε τα ουίσκι τα δωδεκάρια– και αφού του εξήγησα ότι δεν πίνω τέτοια πράγματα, άρχισε να μου ξεδιπλώνει τις υποψίες του. Πρώτα απ’ όλα, είχε μόλις βρει ένα μεγάλο μπαούλο με μυστήρια βιβλία μέσα. Ένα μπαούλο που ο ίδιος δεν γνώριζε την ύπαρξή του. Μ ου είχε δείξει τα βιβλία. Μ ερικά τα θυμάμαι ακόμα: Θωρ, Νύχτα μητέρα: Νοέλ, Η μεγάλη μάνα Έρθα, Το παλιό κέλτικο αλφαβητάριο. Είναι περίεργο πόσες –για άλλους άχρηστες– πληροφορίες κρατάει ο εγκέφαλος! Τέλος πάντων, μου εξήγησε ότι η γυναίκα του ήταν μπλεγμένη σε κάποιου είδους αίρεση. Αυτό το συμπέρασμα το είχε βγάλει από τα βιβλία που είχε ανακαλύψει. Τα είχε πάρει, λοιπόν, και τα είχε πάει στο γραφείο του Πέτρου Ασλάνογλου, του έγκριτου καθηγητή της Φιλοσοφικής. Ο καθηγητής του είχε πει, υποστήριζε ο Σαββίδης, ότι η γυναίκα του ανήκε σε αίρεση και μάλιστα είχε την εντύπωση πως ήταν Δρυάδα». «Δρυάδα;» «Ναι, το θηλυκό του Δρυΐδη. Τα ’μαθα καλά από τότε, Νοέλ, κατά τον Ραμ, που είναι η ανακάλυψη του γκυ ως θαυματουργού φυτού και από τότε χρησιμοποιείται απ’ τους Δρυΐδες. Έρθα, κατά τους Σημίτες, το μεγάλο πνεύμα που κατοικεί μέσα στο δάσος κι
236
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
οραματίζεται κάτω απ’ τα δένδρα έχοντας γύρω της τις Δρυάδες. Ρούναι, το παλιό κέλτικο αλφάβητο. Και άλλα τέτοια παλαβά. Παλαβά ή μη, αυτά του είχε πει του φίλου μας ο καθηγητής κι ο δικός μας έπεσε να πεθάνει. Δηλαδή, δεν το χώραγε ο νους του. Η γυναίκα του Δρυάδα και μάλιστα σε αίρεση μάλλον κέλτικη που προσπαθούσε v’ αναβιώσει τις αρχαίες τελετές. Έτσι του ’χε πει ο καθηγητής». «Κι ο Σαββίδης τι έκανε μετά από τέτοια αποκάλυψη». «Καταρχήν δεν πίστεψε στα λεγόμενα του καθηγητή. Είχε βρει και ένα σημείωμα της γυναίκας του, το οποίο δεν είχε δείξει στον καθηγητή. Το πήρε, λοιπόν, και πήγε στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, εδώ πιο πάνω στο Αριστοτέλειο. Εκεί, ρωτώντας, βρήκε μια φοιτήτρια που έκανε μεταπτυχιακά –στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, στην Ουαλία– στις Κέλτικες Γλώσσες, ή κάτι τέτοιο, με κάποιον τρόπο γνωρίστηκαν και της έδωσε το χαρτί για να το μεταφράσει». «Αρχίζει και γίνεται ενδιαφέρον». «Μ η βιάζεστε, αγαπητέ, πιο κάτω είναι το ζουμί». «Συνεχίστε, κύριε Μ πέκα. Τι έγινε με την κοπέλα;» «Η κοπέλα, κάποια Ιωάννα Χατζημανασσή, όντως του μετέφρασε το σημείωμα της γυναίκας του. Μ ια απ’ τα ίδια. Η κυρία εμφανιζόταν ως Δρυάδα. Και πάλι ο Σαββίδης δεν πίστεψε τη Χατζημανασσή. Τέλος πάντων, η κοπέλα έφυγε, ο Σαββίδης την ψώνισε τελείως και την ακολούθησε στη γενέτειρά της. Η κοπέλα καταγόταν από την Καβάλα». «Καταγόταν;» «Ναι, κύριέ μου. Καταγόταν. Ο Σαββίδης τη βρήκε σ’ ένα μπαράκι στην Καβάλα, απ’ αυτά που πάει η νεολαία και
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
237
χοροπηδάει –διασκέδαση το ονομάζουν, βλέπετε–, προφανώς τη μέθυσε, την πήγε σ’ ένα ξενοδοχείο και κει τη σκότωσε». «Μ α γιατί;» «Αυτά, μετά. Α! Σας είπα ότι είχε ήδη σκοτώσει τον καθηγητή;» «Τον καθηγητή;» «Ναι, τον καθηγητή. Αυτά, βέβαια, δεν τα ξέραμε τότε. Αργότερα τα ανακαλύψαμε. Περιττό να σας πω, καταπληκτική σοκολάτα. Λοιπόν, συνεχίζω. Και συνεχίζαμε τις έρευνες για τη γυναίκα του καημένου –όπως φαινόταν τότε– Σαββίδη. Παρ’ όλα αυτά εμένα κάτι δεν μου κολλούσε. Άρχισα να ψάχνω το παρελθόν του. Και ψάχνοντας, βρήκα ότι προ μιας δεκαετίας είχε υπάρξει φοιτητής του καθηγητή που λέγαμε». «Του Πέτρου Ασλάνογλου;» «Αυτού. Λοιπόν, ο Σαββίδης είχε κοπεί στο μάθημα του καθηγητή επτά φορές. Μ ετά από την τελευταία φορά, παράτησε τις σπουδές του. Και δέκα χρόνια αργότερα τον επισκέπτεται και του ζητάει βοήθεια; Δεν κολλούσε. Εν τω μεταξύ έρχεται σήμα από την Καβάλα για τη δολοφονία της φοιτήτριας. Φαινομενικά, άσχετο. Αλλά εμένα μου χτύπησαν καμπανάκια. Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι η νεαρά έμοιαζε πολύ με την εξαφανισμένη γυναίκα του Σαββίδη. Ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσα να παραβλέψω. Το κράτησα λοιπόν και άρχισα να ψάχνω τον καθηγητή. Φευ όμως! Άφαντος. Πουθενά. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Επίσης, είχα ανακαλύψει πως ο Σαββίδης είχε συλληφθεί στο παρελθόν για απόπειρα στραγγαλισμού, αλλά η παθούσα δεν υπέβαλε μήνυση κι έτσι η ιστορία πέρασε στα ψιλά». «Περίεργο όμως. Και γιατί δεν είχε υποβάλει μήνυση;» «Ε, να σας πω την αλήθεια δυσκολεύομαι σ’ αυτό το σημείο».
238
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Δυσκολεύεστε; Να μου πείτε; Είναι κάποιο μυστικό της υπηρεσίας;» «Ε, όχι... αλλά..., τέλος πάντων, να σας πω. Γίνεται και πιο γαργαλιστικό! Αν και μένα δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά τα πράγματα. Ο Σαββίδης, λοιπόν, φαίνεται πως είχε συνευρεθεί ερωτικά με ένα... χμ... ζευγάρι. Πάνω στην... πράξη, τέλος πάντων, επιχείρησε να στραγγαλίσει τη γυναίκα. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε υπάρξει συνέχεια. Απ’ ό,τι είχα καταλάβει, το ζευγάρι ανήκε στην καλή λεγόμενη κοινωνία –ποτέ μου δεν τους χώνεψα αυτούς τους πλούσιους αργόσχολους πλεϋμπόηδες– και έτσι η υπόθεση θάφτηκε. Εδώ πρέπει να σας πω πως η Χατζημανασσή –η φοιτήτρια– είχε στραγγαλιστεί. Επίσης, πρέπει να σας πω πως βρέθηκε σπέρμα στον κόλπο της, γεγονός που είχε οδηγήσει το Τμήμα Ασφαλείας Καβάλας στο συμπέρασμα ότι είχε κάνει έρωτα με το δολοφόνο της. Εικασία βέβαια, αλλά εμένα μου έδινε ένα παραπάνω πάτημα». «Συγκλονιστικό!» «Συνεχίζω. Όταν ο Σαββίδης μου είπε όλα εκείνα τα παλαβά με τους Δρυΐδες, άρχισα να το ψάχνω το θέμα. Ψάχνοντας, λοιπόν, έμαθα ότι ο φίλος μας δεν είχε αφήσει διάλεξη για διάλεξη που είχε να κάνει με τον Κέλτικο Πολιτισμό. Πρέπει να πω εδώ ότι με βοήθησε και η τύχη στην έρευνά μου. Αλλά και ο ίδιος ο Σαββίδης! Βλέπεις, όχι μόνο πήγαινε σε τέτοιου είδους διαλέξεις, αλλά επέμενε να κάνει και ερωτήσεις. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να τον θυμούνται. Μ ετά απ’ όλα αυτά αποφάσισα να κάνω, εκ νέου, μια επίσκεψη στο φίλο μας. Εννοείται, πως είχα αρχίσει ήδη να τον κοιτάω με άλλο μάτι». «Και πήγατε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
239
«Πήγα. Που μακάρι να μην πήγαινα». «Γιατί;» «Διότι, αγαπητέ, τα πράγματα ήρθαν άσχημα για τον φουκαρά τον Σαββίδη. Α! Για ακούστε τι παίζει “Κι εσύ τρελή με τυραννάς”. Πολύ μου αρέσει αυτό το τραγούδι! Ε, βέβαια, τώρα η Κωχ έγινε της μόδας! Μ έχρι και για τη Γιουροβίζιον ετοιμάζεται φέτος! Τέλος πάντων. Και να φανταστείς, λίγα μόνο χρόνια πριν την κυνηγούσαν την καημένη. Άλλα χρόνια τότε. “Παράνομα” χρόνια». «“Παράνομα”;» «Ναι. Μ ε κυνηγάει βλέπεις. Μ πήκα στην Αστυνομία Πόλεων επί μιας δικτατορίας και βγήκα επί μιας άλλης. Δε βαριέσαι...» «Α, αυτό εννοείτε, κύριε αστυνόμε». «Αυτό εννοώ. Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι... έκανα το λάθος να πάω μόνος. Βλέπεις δεν είχα στο μυαλό μου σύλληψη. Μ ου άνοιξε ο ίδιος και τρόμαξα να τον γνωρίσω. Βρώμικος, αξύριστος, ξεμαλλιασμένος, ανάσα που βρώμαγε αλκοόλ μέτρα μακριά. Τη θυμάμαι την εικόνα λες και ήταν χτες. Μ ε έμπασε μέσα, πάλι μού είπε κάτι για εκείνα τα νούμερα που έπινε, πάλι αρνήθηκα ευγενικά και περάσαμε στο ψητό. Δηλαδή, εγώ πέρασα με τις ερωτήσεις μου. Αυτός ήταν μεθυσμένος. Μ ην τα πολυλογώ, άρχισε να πέφτει σε αντιφάσεις. Αυτό που στα μάτια του φαινόταν σαν μια κανονική επίσκεψη ευγενείας, στην ουσία ήταν μια σκληρή ανάκριση. Ανάκριση, κατά την οποία, αγαπητέ μου κύριε Κάππα, έσπασε. Και, μου τα είπε όλα. Να σας θυμίσω εδώ πως ο Σαββίδης είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Για ένα μεγάλο διάστημα ήταν υπό φαρμακευτική αγωγή. Όλα άρχισαν, λοιπόν, επειδή έκοψε τα χάπια του. Ανέπτυξε, έτσι, μια σχιζοειδή συμπεριφορά,
240
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
προσδίδοντας όλα αυτά που έκανε αυτός στη γυναίκα του. Διογκωμένα βέβαια και εντελώς παράλογα. Και τελικά τη σκότωσε». «Τη σκότωσε;» «Βεβαίως, ο τύπος είχε παραφρονήσει τελείως». «Την κοπέλα, τη Χατζημανασσή, γιατί την σκότωσε;» «Η κοπέλα ήταν ερωμένη του. Τα υπόλοιπα που μας είχε πει ήταν αποκυήματα της φαντασίας του. Είχε, λοιπόν, μια εσφαλμένη εμμονή, μια ψύχωση, ότι η κοπέλα τον χλεύαζε επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι μου είπε, τουλάχιστον. Εγώ νομίζω ότι τη σκότωσε, επειδή την είχε ταυτίσει με τη γυναίκα του, είναι λίγο περίπλοκο να σας εξηγήσω, άλλωστε δεν τα θυμάμαι καλά εκείνα που μου είχε πει τότε ο ψυχίατρός του, τέλος πάντων αυτή η ταύτιση, πιστεύω, ήταν μοιραία. Για την κοπέλα, βέβαια». «Και τι έγινε μετά;» «Μ ετά ήταν τα δύσκολα. Ο τύπος έτρεξε στην κουζίνα, άρπαξε ένα μαχαίρι και κίνησε καταπάνω μου. Δεν πρόσεξε όμως το διπλωμένο χαλάκι στο πάτωμα. Και σκόνταψε. Η κατάληξη; Ο Σαββίδης με καρφωμένο το μαχαίρι, που άρπαξε για να με σκοτώσει, βαθιά μέσα στην κοιλιά του. Και ξέρετε ποια ήταν τα τελευταία λόγια του; Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ κι ας περάσουν άλλα τόσα χρόνια». «Τι είπε;» «“Αστυνόμε, έχεις δει ποτέ σου τηλεόραση; Έτσι δεν κάνει η ΥΕΝΕΔ όταν σβήνει;” Μ ’ αυτά τα λόγια έσβησε ο Σαββίδης. Φαίνεται είχαν βάλει τηλεόραση στο Δαφνί –πέρασε κι από κει μετά το Δημόσιο Ψυχιατρείο της Σταυρούπολης– ή κι εγώ δεν ξέρω πού στο καλό είχε δει τότε τηλεόραση ο φουκαράς».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
241
«Κύριε αστυνόμε, σα να τον συμπαθούσατε ή μου φαίνεται;» «Δεν σας φαίνεται καθόλου. Τον συμπαθούσα. Άρρωστος ήταν, δεν ήταν δολοφόνος. Αν και τέτοιος κατέληξε. Και σίγουρα δεν μου άρεσε καθόλου που σκοτώθηκε». «Μ α δεν φταίγατε εσείς. Δυστύχημα ήταν. Δεν μου είπατε κάτι όμως. Μ ε τα πτώματα τι έγινε; Βρέθηκαν;» «Εδώ, αγαπητέ, βοήθησε η λογοτεχνία». «Η λογοτεχνία; Πώς;» «Λοιπόν! Ο Σαββίδης έμενε σ’ ένα παλιό προσφυγικό σπίτι του ’28 στο Καραϊσίν, την Πολίχνη δηλαδή, δίπλα στη Νεάπολη. Αυτά τα παλιά σπίτια είναι από μόνα τους τρομακτικά. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω μετά μανίας στον κήπο για φρεσκοσκαμμένο χώμα, στον πέτρινο φούρνο της αυλής –σε περίπτωση που είχε κάψει τα πτώματα– αλλά και μέσα στο σπίτι, παντού. Εννοείται πως είχα προμηθευτεί και τα απαραίτητα έγγραφα απ’ τον εισαγγελέα. Τζίφος. Κάλεσα λοιπόν τον Διοικητή, του εξιστόρησα τα συμβάντα και αναχώρησα. Όλο το απόγευμα σκεφτόμουν, προσπαθούσα να κολλήσω τα κομμάτια του γρίφου, αλλά ο αναθεματισμένος δεν έβγαινε. Είχα σκάσει. Αποφάσισα λοιπόν να παραβώ τις αρχές μου και να πιω ένα ποτό κάπου. Τελικά κατέληξα στο Μ οδιάνο, σ’ ένα αξιοπρεπές ταβερνάκι και παράγγειλα ένα τσίπουρο με πάγο. Χωρίς μεζέ και χωρίς παρέα. Έτσι, για να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου». «Είναι απίστευτο το πόσες λεπτομέρειες θυμάστε, κύριε αστυνόμε!» «Ναι, το ’χω αυτό. Αλλά θα καταλάβετε και γιατί τις θυμάμαι μόλις σας πω την εξέλιξη. Απολάμβανα λοιπόν το τσιπουράκι μου
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
243
βιβλιοφάγος. Πρόσφατα, λοιπόν, είχε διαβάσει μια ιστορία του Έντγκαρ Άλλαν Πόε –απ’ το πρωτότυπο κιόλας ο άτιμος– με τίτλο “Η Μ αύρη Γάτα”, όπου το περιστατικό ήταν παρόμοιο με το δικό μας, με μια μικρή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση. Ο σύζυγος σκοτώνει τη σύζυγο, τη θάβει όρθια στον τοίχο, αλλά κατά λάθος θάβει ζωντανή και τη γάτα τους. Έρχεται η αστυνομία, δεν βρίσκει τίποτα και κει που είναι έτοιμοι να φύγουν, ακούγεται το μακάβριο ουρλιαχτό της γάτας μέσα απ’ τον τοίχο. Οι αστυνομικοί σκάβουν τον τοίχο, βρίσκουν τη γυναίκα, βρίσκουν και τη μαύρη γάτα. Τέλος καλό, όλα καλά. Το μυαλό του Γιάννη δούλεψε γρήγορα, είδε και μια μικρή ανωμαλία στον ανατολικό τοίχο του υπογείου – λεπτομέρεια που ομολογώ μου είχε ξεφύγει–, τα συνδύασε και ορίστε η λύση στο πιάτο!» «Καταπληκτικό». «Ναι. Αυτή ήταν η ιστορία, νεαρέ μου. Ελπίζω να μη σας κούρασα πολύ». «Μ α τι λέτε, κύριε αστυνόμε! Μ ε μαγέψατε! Απίστευτη ιστορία! Μ α γίνονται αυτά τα πράγματα;» «Να που γίνονται, αγαπητέ, να που γίνονται». «Και η υπόθεση Χατζησταυρή;» «Ξέρω για το μεσημέρι ένα εκπληκτικό ταβερνάκι στα Λουλουδάδικα. Κουτούκι είναι, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά έχει καλή ρετσίνα. Λοιπόν;»
ΠΑΝΑΓΙΩΤ ΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΑΣ
Διακοπές στη Μάνη ΣΤΟΥΠΑ Μ ΕΣΣΗΝΙΑΚΗΣ Μ ΑΝΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1955 Πρώτη ημέρα
Η ΤΣΑΠΑ, την οποία ο κυρ-Πέτρος χειριζόταν με μαεστρία, ανεβοκατέβαινε ρυθμικά και έκοβε χωρίς δυσκολία το μαλακό χώμα. Είχε φυτέψει ήδη ένα ελαιόδενδρο και έσκαβε τον δεύτερο λάκκο όταν η τσάπα «σκόνταψε» σε κάτι σκληρό. Έσκυψε και τράβηξε έξω από το λάκκο την «αιτία του κακού». «Τι ’ναι πάλι ετούτο;» αναρωτήθηκε, ενώ καθάριζε από το χώμα το παράξενο αντικείμενο, ώσπου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του εμφανίστηκε ένα κίτρινο ανθρωπάκι. Τα ’χασε! «Μ οιάζει με αρχαίο χρυσό άγαλμα», σιγοψιθύρισε γοητευμένος από το πανέμορφο εύρημά του. Γνώριζε ότι στην περιοχή κατά καιρούς είχαν βρεθεί διάφορα αρχαία αντικείμενα, λόγω της πόλης των αρχαίων Λεύκτρων που βρισκόταν εδώ. Το νεαρό ζευγάρι που έκανε τον πρωινό του περίπατο, βαδίζοντας αργά στο στενό μονοπάτι πάνω από τη βραχώδη ακτή,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
245
είδε τον αγρότη να κρατάει στα χέρια του κάτι και να το περιεργάζεται προσεκτικά. «Φαίνεται ότι βρήκε κάτι σπουδαίο ο μπάρμπας», ψιθύρισε ο νεαρός στην κοπέλα που βάδιζε πλάι του. Πριν εκείνη προφθάσει ν’ απαντήσει, την άρπαξε και την παρέσυρε μαζί του πίσω από μια συστάδα από βάτα, η οποία κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το μονοπάτι, αφήνοντας ελεύθερο ένα μικρό διάβα. Ίσα ίσα που χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος. Από εκεί, μέσα από ένα μικρό άνοιγμα, παρατηρούσαν προσεκτικά τον αγρότη. Ο κυρ-Πέτρος εξακολουθούσε να τα ’χει χαμένα. Δεν ήξερε πώς να ενεργήσει. Περιεργάστηκε για άλλη μια φορά το αγαλματίδιο. Ήταν υπέροχο! Ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος και αλαφιασμένος, περιέφερε το βλέμμα του γύρω γύρω εξετάζοντας προσεκτικά την περιοχή. Πάνω του το κάστρο Μ ποφώρ (Ωραίο Κάστρο), που ήταν η ακρόπολη των αρχαίων Λεύκτρων, φάνταζε σαν κάτι εξωτικό. Λίγο πιο κάτω η θάλασσα πεντακάθαρη, σαν γυαλί. Παντού ερημιά. Έπρεπε όμως ν’ αποφασίσει. Και τότε του ’ρθε η ιδέα. Έσκυψε πάλι στο λάκκο και «φύτεψε» κανονικά το αγαλματίδιο. Σηκώθηκε και έριξε άλλη μια προσεκτική ματιά τριγύρω. Ψυχή πουθενά. Ύστερα βγήκε βιαστικά από το οργωμένο χωράφι, σκούπισε τις μπότες του από το χώμα και έφυγε με γοργά βήματα. Η προχθεσινή μπόρα είχε αφήσει ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα λάσπης. Κανείς δεν μπορούσε να μπει στο χωράφι χωρίς να λασπωθεί.
246
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Δέκα λεπτά αργότερα έφτανε στο «εκκλησιαστικό» –έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι το σπίτι του παπά– και χτύπησε μια πόρτα του ισογείου. «Έλα μέσα, ευλογημένε», ακούστηκε βροντερή η φωνή του παπά. Ο Πέτρος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Πίσω από ένα παλιό ξύλινο τραπέζι καθόταν ο παπα-Φώτης και μπροστά του υπήρχε ένα τηλέφωνο. Το σπίτι του παπά είχε επιλεγεί ως το πιο κατάλληλο για να εγκατασταθεί το μοναδικό κοινόχρηστο τηλέφωνο. «Τι συμβαίνει, Πέτρο; Αναστατωμένο σε βλέπω». «Παπά μου, πρέπει να τηλεφωνήσω. Ζήτα από το κέντρο να μας συνδέσουν τώρα, αμέσως». «Πού θέλεις να τηλεφωνήσεις;» «Στη Χωροφυλακή!» «Στη Χωροφυλακή;» Η ερώτηση έγινε από έναν ψηλό, γεροδεμένο άνδρα με στολή, που στεκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα. Ο Πέτρος γύρισε και τον κοίταξε: «Εδώ είσαι, κυρ-διοικητά;» «Όπως βλέπεις, μόλις ήρθα». Ο ανθυπομοίραρχος της Χωροφυλακής Αντώνης Ζαχαράκος, διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής της περιοχής που έδρευε στη Σελίνιτσα, ένα χωριό περίπου δύο χιλιόμετρα από τη Στούπα, μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε σε μια καρέκλα στο πλάι του τραπεζιού. «Λοιπόν τι με θέλεις;» κοιτούσε ερωτηματικά τον Πέτρο. «Να... ξέρεις...»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
247
Μ περδεύοντας τα λόγια του, άρχισε να διηγείται την ιστορία του αγαλματιδίου. Ο ανθυπομοίραρχος και ο παπάς τον άκουγαν προβληματισμένοι. Όλοι γνώριζαν την αφηρημάδα, αλλά και την αχαλίνωτη φαντασία του Πέτρου. «Μ ας λες δηλαδή ότι βρήκες ένα χρυσό αρχαίο άγαλμα;» «Παιδιά είμαστε τώρα; Εξάλλου δεν είναι δύσκολο να δείτε αν λέω αλήθεια». Όταν έφυγε ο Πέτρος, το νεαρό ζευγάρι βγήκε από τον κρυψώνα του, πίσω από τα βάτα, και με γρήγορα βήματα βάδισαν προς το χωράφι του Πέτρου. Η περιέργειά τους ήταν πολύ μεγάλη. Υποψιάζονταν ότι ο χωρικός είχε κρύψει κάτι εξαιρετικό στο λάκκο. Αυτό τουλάχιστον έδειχνε η όλη συμπεριφορά του. Ίσως σήμερα να ήταν η τυχερή τους ημέρα. Όταν επέστρεψε ο Πέτρος, με τον παπά και τον ανθυπομοίραρχο, τους βρήκαν καθισμένους στα βράχια να ατενίζουν τον μεσσηνιακό κόλπο. Ο παπα-Φώτης, ο Ζαχαράκος και ο Πέτρος σταμάτησαν στην άκρη του οργωμένου χωραφιού. «Δεν πας να το φέρεις;» το βλέμμα του Ζαχαράκου ήταν καρφωμένο πάνω στον Πέτρο. Εκείνος χωρίς κουβέντα μπήκε στο λασπωμένο χωράφι, γονάτισε στο χείλος του λάκκου και παραμέριζε το χώμα. Αμέσως μετά, αλαφιασμένος, πήδηξε μέσα και με τα δυο χέρια του πετούσε το χώμα έξω από αυτόν. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ήρεμα ο Ζαχαράκος, ενώ ταυτόχρονα περνούσε η σκέψη από το μυαλό του: «Τίποτα δεν είναι τυχαίο,
248
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
όπως και το παρατσούκλι ‘‘Αλλαχού’’ του Πέτρου, που του είχε κολλήσει, πειράζοντάς τον, ο δάσκαλος». Εκείνος τώρα έσκαβε με μανία, βυθίζοντας τα χέρια του στο μαλακό χώμα. Κάποια στιγμή κάρφωσε το απελπισμένο βλέμμα του στον παπά και στον ανθυπομοίραρχο. «Εδώ ήταν, σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό», είπε με τρεμάμενη φωνή. Ο Ζαχαράκος αποφάσισε να πάει κοντά. Σήκωσε με επιμέλεια τα μπατζάκια του παντελονιού του και μπήκε στο χωράφι. Παρά τη μεγάλη προσοχή του τα παπούτσια του βυθίστηκαν στη λάσπη. Έφθασε στο λάκκο και κοίταξε προσεκτικά μέσα σ’ αυτόν. «Είσαι σίγουρος ότι δεν φαντάστηκες όσα μας είπες;» Η φωνή του ήταν χρωματισμένη με μπόλικη δυσπιστία. «Σίγουρος», απάντησε εκείνος με αλλοιωμένη από την αγωνία φωνή. «Καλά, καλά», του απάντησε συγκαταβατικά ο Ζαχαράκος. «Μ η στενοχωριέσαι». Και συνέχισε: «Είσαι βέβαιος ότι δεν σε είδε κανένας;» «Σου είπα ότι δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω». «Και αυτοί εκεί κάτω;» Του έδειχνε το νεαρό ζευγάρι που καθόταν σφιχταγκαλιασμένο στα βράχια, καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα. «Αυτοί δεν ήταν εδώ. Πρέπει να ήρθαν μετά, αφού έφυγα εγώ». «Εεεε, εσείς», φώναξε ο ανθυπομοίραρχος. Οι νεαροί έστρεψαν το βλέμμα τους προς το μέρος της φωνής και είδαν τον ένστολο άνδρα να τους γνέφει να πλησιάσουν. «Θέλετε κάτι, κύριε ανθυπομοίραρχε;» τον ρώτησε με ευγενική φωνή ο νεαρός όταν έφθασαν κοντά τους.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
249
«Πόση ώρα είσαστε εδώ; Υπάρχει κάποιος λόγος που ήρθατε εδώ σήμερα; Είδατε κάποιον άλλο τριγύρω;» Ο Ζαχαράκος έκανε μαζεμένες τις ερωτήσεις και τώρα περίμενε απαντήσεις. «Συμβαίνει κάτι;» ψιθύρισε αμήχανος και ελαφρώς θορυβημένος ο νεαρός. «Περιμένω απαντήσεις», απάντησε κοφτά ο Ζαχαράκος. «Φθάσαμε πριν από καμιά δεκαριά λεπτά. Κάνουμε διακοπές, και είναι φυσικό να θέλουμε να γνωρίσουμε την περιοχή. Τέλος, δεν είδαμε απολύτως κανέναν», απάντησε ενοχλημένος ο νεαρός. «Ούτε τον κύριο;» του έδειχνε τον Πέτρο. «Ούτε!» «Δέκα λεπτά», σκέφθηκε ο Ζαχαράκος. «Πρέπει να πέρασε κάνα μισάωρο από τη στιγμή που έφυγε από το χωράφι ο Πέτρος μέχρι τη στιγμή που επιστρέψαμε». Έριξε μια προσεκτική ματιά στα δερμάτινα, από πορώδες δέρμα, μποτάκια τους και στα πεντακάθαρα ρούχα και χέρια τους. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχαν μπει σε λασπωμένη περιοχή. «Για μια ακόμη φορά ο Πέτρος ήταν αλλαχού». «Καλώς». Το ζευγάρι απομακρύνθηκε με γοργά βήματα. «Και όμως, το αγαλματάκι υπάρχει. Το βρήκα, το έπιασα στα χέρια μου». Η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη με έντονα χρώματα στο πρόσωπο του Πέτρου. «Γιατί το άφησες εδώ και δεν το πήρες μαζί σου;» ρώτησε ξαφνικά ο παπάς. «Ε;» Και μετά από λίγο: «Μ α..., παπά μου, δεν ήθελα να κυκλοφοράω με έναν τόσο ακριβό πράμα στα χέρια. Γιατί είμαι
250
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
σίγουρος ότι αυτό το αγαλματάκι αξίζει μια ολάκερη περιουσία. Γι’ αυτό αποφάσισα ότι ήταν καλύτερα να το αφήσω στη θέση του, να το σκεπάσω με χώμα και να φωνάξω τον κυρ-διοικητή να του το παραδώσω. Έτσι σκέφθηκα εκείνη τη στιγμή. Μ πορεί να έκανα λάθος». «Εντάξει, Πέτρο. Πάμε τώρα», είπε ο Ζαχαράκος χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Κάνα τέταρτο αργότερα έφθαναν στο «Ακρογιάλι», το οποίο εκτός από καφενείο ήταν ένα κατάστημα «με λίγο απ’ όλα». Παράγγειλαν τους καφέδες τους και κάθισαν πλάι στο παράθυρο που έβλεπε στο λιμανάκι. Συμφώνησαν, ώσπου ν’ αποφασίσουν τι θα έκαναν, να μην πουν κουβέντα σε κανέναν για το αγαλματάκι. Αν και ο Ζαχαράκος με τον παπά πίστευαν ότι αυτό υπήρχε μόνο στη φαντασία του Πέτρου. Μ ε τη συζήτηση η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. «Να η βενζίνα», είπε κάποια στιγμή ο παπάς, δείχνοντας στο βάθος του ορίζοντα, όπου φαινόταν ένα σημαδάκι που πλησίαζε με αργούς ρυθμούς. Καμιά σαρανταριά λεπτά αργότερα η «Λαύρα», η βενζίνα που σήμερα εκτελούσε το δρομολόγιο Σελίνιτσα-Στούπα-Καλαμάτα και αντίστροφα, έδενε κάβο στον μικρό μόλο. Ο ανθυπομοίραρχος και ο παπάς ήταν εκεί και περίμεναν την αποβίβαση των επιβατών. Είχαν αποβιβαστεί όλοι οι επιβάτες και η βενζίνα ετοιμαζόταν ν’ αποπλεύσει, όταν στην κουπαστή εμφανίστηκε το σουλούπι ενός κοντόχοντρου άνδρα, με σκούρο κοστούμι και σκούρα γραβάτα. Ένα μουστάκι αλά Χίτλερ «στόλιζε» το πάνω χείλος του. Στο δεξί
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
251
του χέρι κρατούσε ένα βαλιτσάκι. Το αφηρημένο βλέμμα του σταμάτησε στον Ζαχαράκο. Μ ’ ένα πήδημα βρέθηκε στην αποβάθρα και βάδισε προς το μέρος τους. «Ο φίλος μου, ο αστυνόμος Μ πέκας, ο φιλοξενούμενός μας», τον σύστησε στον παπα-Φώτη ο Ζαχαράκος. «Ευχαριστώ για τη φιλοξενία, πάτερ», είπε ο αστυνόμος με το φαινομενικά αφηρημένο βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον παπά. Γιατί κάθε άλλο παρά αφηρημένος ήταν ο Μ πέκας. Η μικρή φλόγα που τρεμόπαιζε στο βάθος των ματιών του, έδειχνε ότι κάτω από το απλοϊκό του ύφος και την ασήμαντη εμφάνιση κρυβόταν δυνατή εξυπνάδα και ένα κοφτερό μυαλό. Στη Μ εσσηνία βρέθηκε με ειδική αποστολή, την οποία του ανέθεσε ο ίδιος ο αρχηγός της Αστυνομίας. Αφορούσε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Η συνεργασία Αστυνομίας, Χωροφυλακής και Υπηρεσίας Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας ήταν άψογη. Οι αρχαιοκάπηλοι συνελήφθησαν στην περιοχή της αρχαίας Μ εσσήνης, έχοντας στην κατοχή τους αρχαιολογικά ευρήματα ανυπολόγιστης αξίας. Μ ετά το αίσιο τέλος της επιχείρησης σκέφθηκε, μιας και βρισκόταν στην περιοχή, ότι ήταν ευκαιρία ν’ αποδεχθεί επιτέλους την πρόσκληση του φίλου του Αντώνη Ζαχαράκου και να τον επισκεφθεί στη Μ άνη. Η Στούπα απέχει από την Καλαμάτα καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα και το θαλάσσιο ταξίδι δεν ξεπερνούσε τη μιάμιση ώρα. Ειδοποίησε λοιπόν τον ανθυπομοίραρχο, ενημέρωσε την υπηρεσία του και να τος... Θα εφιλοξενείτο σ’ ένα σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του εκκλησιαστικού κτήματος. Παλιότερα ήταν αποθήκη, την οποία ο παπάς είχε διαμορφώσει σε ξενώνα.
252
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Η παπαδιά τούς περίμενε όρθια στο κεφαλόσκαλο της πέτρινης σκάλας. Αφού καλωσόρισε θερμά τον Μ πέκα, τους οδήγησε στην τραπεζαρία όπου είχαν σερβιριστεί ψητά ψάρια, ψαρεμένα στους ψαρότοπους της περιοχής, και δροσερή ρετσίνα. Καμιά ώρα αργότερα, με γεμάτο στομάχι, απολάμβαναν τον καφέ τους στο μικρό σαλόνι, όταν ο Ζαχαράκος αναφέρθηκε στο «κατά φαντασίαν» αγαλματάκι του «Αλλαχού». «Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, μη ζαλίζουμε τον αστυνόμο, θα ’ναι κουρασμένος». «Όχι, παπά μου. Αντιθέτως, θα ήθελα πολύ ν’ ακούσω αυτή την ιστορία». Το αστυνομικό του δαιμόνιο δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει ούτε και στις διακοπές του. «Λοιπόν, Αντώνη;» στράφηκε στον Ζαχαράκο. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι δεν θα τον άφηνε σε ησυχία αν δεν διηγείτο με κάθε λεπτομέρεια το πρωινό συμβάν, άρχισε την αφήγηση: «Νωρίς το πρωί ο Πέτρος ο ‘‘Αλλαχού’’...» Ο Μ πέκας με μισόκλειστα μάτια τον άκουγε λες και βαριόταν. Όμως ο ανθυπομοίραρχος γνώριζε καλά ότι όλες οι αισθήσεις του αστυνόμου ήταν σ’ επιφυλακή και ότι ρουφούσε σαν σφουγγάρι κάθε του λέξη. «Αυτή είναι η ιστορία», τελείωσε κάποια στιγμή την αφήγησή του. «Απ’ ό,τι φαίνεται ο Πέτρος για άλλη μια φορά έπεσε θύμα της αφηρημάδας και της αχαλίνωτης φαντασίας του». «Είσαι σίγουρος;» Ο Ζαχαράκος ξαφνιάστηκε από το ύφος της φωνής του Μ πέκα. «Ορίστε;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
253
«Να, λέω πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του ‘‘Αλλαχού’’, όπως τον αποκάλεσες. Θα ήθελα να του μιλήσω. Προηγουμένως όμως πρέπει να δω το ζευγάρι». «Να τους ειδοποιήσω να έρθουν», είπε ο παπα-Φώτης που παρακολουθούσε σιωπηλός. «Όχι, θα πάμε να τους βρούμε εμείς. Και μάλιστα τώρα αμέσως. Εάν έχουν κάποια σχέση, δεν θα ’θελα να τους δώσουμε την ευκαιρία να προετοιμαστούν». Κατηφόρισαν το στενό καλντερίμι, και σε λίγα λεπτά έφθασαν στη μικρή παραλία «Χαλικούρα». Εκεί, σχεδόν πάνω στα βράχια, βρισκόταν το σπιτάκι όπου έμενε το νεαρό ζευγάρι. «Μ έσα είναι», ψιθύρισε ο Ζαχαράκος, δείχνοντας δυο ζευγάρια μποτάκια στο πλάι της πόρτας. «Τα φορούσαν στον πρωινό τους περίπατο. Τα μπεζ είναι του νεαρού και τα κόκκινα της κοπέλας». Ο Μ πέκας τα πήρε στα χέρια του ένα ένα και τα εξέτασε προσεκτικά. Ύστερα χτύπησε την πόρτα. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτε μέσα απ’ το σπίτι. Μ ετά ένα ελαφρύ σούρσιμο και ο νεαρός με πιτζάμα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Όταν τους είδε ξαφνιάστηκε. «Τι θέλετε πάλι; Ό,τι είχαμε να σας πούμε σας τα ’παμε το πρωί». «Ξέρετε τι σας θέλουμε;» η ερώτηση έγινε από τον Μ πέκα. Ο νεαρός τον κοίταξε απορημένος. «Ο κύριος;» «Μ ε συγχωρείτε, παράλειψή μου. Αστυνόμος Μ πέκας». «Αστυνόμος;» Και ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, που είχε προσωρινά χάσει: «Ο κύριος από εδώ», έδειξε τον Ζαχαράκο,
254
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«μας ρώτησε λεπτομέρειες για τον πρωινό μας περίπατο». «Τι σας ρώτησε;» «Γιατί επιλέξαμε την παραθαλάσσια περιοχή του Κάστρου, πόση ώρα ήμαστε εκεί, εάν είδαμε κάποιον άλλο εκεί κοντά, και άλλα τέτοια περίεργα». «Για ποιο λόγο σας ρώτησε;» «Πού να ξέρω;» «Τι τρέχει, Άκη;» η νυσταγμένη γυναικεία φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό του σπιτιού και αμέσως μετά εμφανίστηκε το επίσης νυσταγμένο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας. «Τίποτα, αγάπη μου. Ο κύριος αστυνόμος ρωτάει για την πρωινή μας βόλτα». «Μ α, του είπαμε». «Όχι ο ανθυπομοίραρχος, ο άλλος, ο αστυνόμος», της είπε ο νεαρός δείχνοντας τον Μ πέκα. Ο φόβος διαγράφηκε στιγμιαία στο πρόσωπο της νεαρής. «Μ ας υποπτεύεστε για κάτι;» Ο Μ πέκας αποφάσισε να γίνει επιθετικός: «Πάρτε το όπως θέλετε. Γι’ αυτό καλό είναι να συνεργαστείτε». «Να συνεργαστούμε;» Η φωνή του νεαρού, τώρα, δεν ήταν και τόσο σταθερή. «Θα ήθελα να κάνουμε μαζί την πρωινή σας διαδρομή. Έχετε αντίρρηση;» «Όχι, καμιά», έσπευσε να απαντήσει ο νεαρός. «Να ντυθούμε και φύγαμε». Πέντε λεπτά αργότερα ξεκινούσαν, μεσημεριάτικα, για να επαναλάβουν την πρωινή βόλτα του ζευγαριού.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
255
Η διαδρομή ήταν εξαιρετική. Ο στενός χωματόδρομος κυλούσε ανάμεσα σε περιβόλια και ανθισμένους κήπους. Πνιγμένα από τα δένδρα και τα λουλούδια ξεχώριζαν τα πέτρινα σπίτια. Το νέο της άφιξης του αστυνόμου είχε ήδη διαδοθεί και οι χωρικοί χαιρετούσαν με σεβασμό. Σπάνια επισκεπτόταν το χωριό τους ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. Δεν άργησαν να φθάσουν στο στενό μονοπάτι, το οποίο σερνόταν στο χείλος του μικρού γκρεμού. Και από κάτω οι άγριοι και κοφτεροί βράχοι που κατέληγαν στη θάλασσα. Πέρασαν ένας ένας πλάι από τη συστάδα των αγκαθωτών βάτων και συνέχισαν την πορεία τους. Ο Μ πέκας σταμάτησε και κοίταξε συλλογισμένος τους πυκνούς θάμνους. «Πού είναι το χωράφι;» «Να εκεί», είπε ο Ζαχαράκος, δείχνοντάς του καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα πιο νότια. «Εκεί στη χοντρή ελιά». Ο Μ πέκας διέκρινε αμέσως το εντυπωσιακό ελαιόδενδρο. Σε λίγο βγήκαν από το στενό μονοπάτι και το νεαρό ζευγάρι σταμάτησε σε μια βραχώδη περιοχή πάνω από τη θάλασσα. «Ως εδώ ήρθαμε», είπε ο νεαρός που καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν είχε ανοίξει το στόμα του. Ο Μ πέκας γύρισε το κεφάλι προς την υπεραιωνόβια ελιά. Από αυτό το σημείο δεν απείχε περισσότερο από εκατό μέτρα. «Ώστε, ως εδώ ήρθατε». «Στο χωράφι πήγαμε όταν μας φώναξε ο ανθυπομοίραρχος». «Ας πάμε πάλι ως εκεί». Από ένα μονοπάτι, σπαρμένο με χοντρά χαλίκια, έφθασαν στο κτήμα. Εκεί βρήκαν τον Πέτρο καθισμένο σ’ έναν βράχο. Όταν
256
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τους είδε, σηκώθηκε. Αφού έγιναν οι συστάσεις, ο «Αλλαχού» απευθύνθηκε μουδιασμένος στον Μ πέκα: «Σου ορκίζομαι, κυρ-αστυνόμε, αλήθεια λέω. Το...» «Σσσς...» τον διέκοψε εκείνος, «θα τα πούμε αργότερα». Και γυρνώντας στο νεαρό ζευγάρι: «Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;» «Όχι, κύριε αστυνόμε, τίποτα». «Πατήσατε σε λάσπες;» «Όχι!» «Πόσο θα μείνετε;» «Καμιά εβδομάδα». «Μ η φύγετε χωρίς να μας ειδοποιήσετε». «Γιατί; Είμαστε σε περιορισμό;» «Όχι, βρε αδερφέ. Η ξαφνική φυγή σας όμως θα θεωρηθεί επιβαρυντικό στοιχείο». «Επιβαρυντικό, για ποιο πράγμα;» «Πηγαίνετε!» Η αποφασιστική φωνή του Μ πέκα δεν σήκωνε κουβέντα. Χωρίς να μιλήσουν έφυγαν από τον ίδιο δρόμο. «Γνωρίζει κάποιος άλλος για το αγαλματάκι;» «Όχι, μόνο εμείς», απάντησε ο Ζαχαράκος δείχνοντας τον παπά και τον Πέτρο. «Ωραία. Και να μη μάθει κανείς άλλος ακόμη. Όσο γι’ αυτούς, να μην τους χάσουμε από τα μάτια μας». «Αυτό άσ’ το, θα το φροντίσω εγώ», είπε ο παπα- Φώτης και τους ακολούθησε.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
257
Όταν έμειναν οι τρεις τους, ο Μ πέκας, ο Ζαχαράκος και ο «Αλλαχού», ο Μ πέκας μπήκε στο χωράφι και εξέτασε προσεκτικά το χώρο. Όταν βγήκε, παρά τη μεγάλη προσοχή του, τα παπούτσια του ήταν λασπωμένα. Έβαλε τον Πέτρο να του διηγηθεί τα περί του αγάλματος. Μ ισή ώρα αργότερα, ο Μ πέκας και ο Ζαχαράκος, αφήνοντας τον Πέτρο στο κτήμα, πήραν το δρόμο της επιστροφής. Ο παπάς τους περίμενε στην αυλή του σπιτιού του. «Εντάξει με τους νεαρούς, τους κόλλησα κανονική σκιά». Και απευθυνόμενος στον Μ πέκα: «Δεν θα ξεκουραστείς καθόλου, αστυνόμε;» «Άσ’ το γι’ αργότερα», απάντησε σκεφτικός εκείνος. Ήταν ήδη αργά το απόγευμα και η παπαδιά τους κέρασε γλυκό κουταλιού, που είχε φτιάξει η ίδια, και δροσερό νερό από το πηγάδι. «Λοιπόν, Γιώργο; Πώς σου φάνηκε η ιστορία του ‘‘Αλλαχού’’; Θα μπορούσε να γίνει ωραίο μυθιστόρημα». «Πράγματι, Αντώνη, θα γινόταν ωραίο μυθιστόρημα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι πολλές φορές η ‘‘πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο καλπάζουσα φαντασία’’». «Θέλεις να πεις...» «Θέλω να πω ότι ο Πέτρος λέει αλήθεια. Πιστεύω ότι βρήκε το αγαλματάκι, το οποίο στη συνέχεια εξαφανίστηκε». «Από πού το συμπεραίνεις αυτό;» «Μ α δεν πρόσεξες τη λεπτομερή περιγραφή του αγάλματος που έκανε ο Πέτρος; Πώς μπόρεσε να φανταστεί τόσες λεπτομέρειες; Το ύφος του πάλι; Δεν σ’ έπεισε ότι έλεγε την αλήθεια;»
258
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Ή ό,τι αυτός θεωρούσε αλήθεια», ψιθύρισε ο Ζαχαράκος. Όμως τα λόγια του Μ πέκα τον είχαν κλονίσει. Εξάλλου ήταν γνωστή η ικανότητα του αστυνόμου να λύνει και τους πιο δυνατούς γρίφους. «Γιατί παρακολουθούμε τους νεαρούς; Τους υποπτεύεσαι;» «Το σίγουρο είναι ότι είπαν ψέματα και αυτό τους καθιστά ύποπτους». «Μ ας εξηγείς;» «Ο νεαρός πάτησε σε λάσπες και πιστεύω ότι αυτές ήταν από το χωράφι του Πέτρου. Γιατί αν δεν ήταν από εκεί, ποιο λόγο είχαν να πουν ψέματα; Πιστεύω ότι έχουν σχέση με την εξαφάνιση του αγάλματος». Δεύτερη ημέρα
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΕΑΣ, ο καθηγητής αρχαιολογίας, τράβηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ του και έριξε μια γρήγορη ματιά από τον εξώστη του «Ακρογιαλιού» στην υπέροχη ημικυκλική κεντρική παραλία της Στούπας. Εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στο χωριό του, τον Άγιο Δημήτριο, ένα χωριουδάκι κοντά στη Σελίνιτσα και όταν ο Ζαχαράκος του μίλησε για το άγαλμα του «Αλλαχού», του ζήτησε να παρακολουθήσει τις έρευνες. Αυτή η ιστορία είχε κεντρίσει τη φαντασία του. «Μ πορείς να μου το περιγράψεις;» ρώτησε τον Πέτρο που καθόταν αμίλητος. «Ορίστε;» «Λέω, μπορείς να μου πεις πώς ήταν το αγαλματάκι;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
259
«Και βέβαια μπορώ». Για αρκετή ώρα άκουγε με προσοχή τον Πέτρο. «Συμφωνώ με τον αστυνόμο ότι αυτό το αγαλματάκι υπάρχει», απευθύνθηκε στον Μ πέκα και τον Ζαχαράκο, ενώ παρακολουθούσε τον Πέτρο που απομακρυνόταν, και συνέχισε: «Δεν θα μπορούσε ένας αγράμματος αγρότης να κάνει μια τόσο λεπτομερή περιγραφή για κάτι που απλώς το φαντάστηκε. Πιστεύω ότι το βρήκε, του έκανε μεγάλη εντύπωση και έτσι το αποτύπωσε στο μυαλό του. Εκτιμώ, από τα λεγόμενα του Πέτρου, ότι πρόκειται για σπάνιο αρχαιολογικό θησαυρό. Είναι κρίμα να χαθεί», κατέληξε με φωνή γεμάτη αγωνία. «Δεν θα χαθεί!» Στο βάθος των ματιών του Μ πέκα τρεμόπαιζε έντονα η «κρυφή» σπίθα. Και βλέποντας το ερωτηματικό βλέμμα των άλλων συνέχισε: «Το αγαλματίδιο βρίσκεται ακόμη εδώ. Θα αναγκάσουμε τους νεαρούς να μας πουν τι το έκαναν». «Μ α αυτοί...» πήγε να πει ο Ζαχαράκος. «Αυτοί είπαν ψέματα», τον διέκοψε ο Μ πέκας. «Μ πήκαν στο κτήμα, το πήραν και το έκρυψαν». «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Από τα μποτάκια του νεαρού». Η φωνή του αστυνόμου δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ο ανθυπομοίραρχος δεν επέμεινε. Γνώριζε καλά το χαρακτήρα του Μ πέκα. «Να τους συλλάβεις! Άσ’ τους να βράσουν στο ζουμί τους όλη τη νύχτα και αύριο τα λέμε. Και πρόσεξε: Τσιμουδιά για το αγαλματάκι». Ο ήλιος έγερνε στη δύση του όταν με το καΐκι του καπετανΝικόλα, οι νεαροί, προβληματισμένοι και φοβισμένοι,
260
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
συνοδευόμενοι από τον Ζαχαράκο και τον Καλέα αναχωρούσαν για τη Σελίνιτσα. Τ ρίτη ημέρα
Ο Μ ΠΕΚΑΣ και ο παπα-Φώτης έπιναν τον καφέ τους στο «Ακρογιάλι» όταν έφθασε η βενζίνα από τη Σελίνιτσα. Από αυτήν βγήκαν ο Ζαχαράκος, ο Καλέας και το νεαρό ζευγάρι υπό τη φύλαξη δυο χωροφυλάκων. Οι νεαροί με δυσκολία έκρυβαν το φόβο και την αγωνία τους. «Λοιπόν; Αποφασίσατε να μιλήσετε;» «Μ α, κύριε αστυνόμε...» «Άκου, νεαρέ», τον διέκοψε με «αδιάφορη» φωνή ο Μ πέκας, λες και βαριόταν το όλο σκηνικό. «Είναι η τελευταία ευκαιρία που έχετε για να ελαφρύνετε τη θέση σας. Επειδή δεν θέλω για ένα νεανικό λάθος να καταστρέψετε την υπόλοιπη ζωή σας, αποφάσισα να ανοίξω όλα τα χαρτιά μου. Θα μπορούσα, αντί να χάνω το χρόνο μου μαζί σας, να πάρω το αρχαίο αντικείμενο κι εσάς να σας στείλω στον εισαγγελέα». «Ξέρετε πού είναι το άγαλμα;» ψέλλισε ο νεαρός με τρεμάμενη φωνή. «Και με τι αποδείξεις θα μας στείλετε στον εισαγγελέα;» Τώρα, πια, ο Μ πέκας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι απέναντί του είχε τους ενόχους. Κανένας δεν τους είχε μιλήσει για το άγαλμα. «Σου είπα ότι θ’ ανοίξω όλα τα χαρτιά μου. Υπάρχει αυτόπτης μάρτυς, ο οποίος είδε τα πάντα».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
261
«Αυτόπτης;» Ήταν φανερό ότι μετά από αυτό οι νεαροί είχαν κλονιστεί. Ο Μ πέκας, χωρίς άλλη κουβέντα, τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν. Στο χωράφι τούς περίμενε ο Πέτρος. «Πού είναι;» ρώτησε ο Μ πέκας ερευνώντας το τοπίο με το βλέμμα. «Παααρών...» Πίσω από τον χοντρό κορμό της γέρικης ελιάς, με διάμετρο περισσότερο από ένα μέτρο, ξεπρόβαλλε το σουλούπι ενός μικροκαμωμένου άνδρα. «Έλα, ρε Κώστα, μας κοψοχόλιασες», είπε ο παπάς. «Δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι μου, παπά μου: ‘‘Κώστας ο Αόρατος’’. Ξεφυτρώνω εκεί που δεν με περιμένεις ή παραμένω αόρατος όταν χρειάζεται», απάντησε εκείνος κοιτώντας με νόημα τους νεαρούς. Ο Μ πέκας τού έγνεψε να πλησιάσει. Και γυρνώντας στο νεαρό ζευγάρι: «Ο αυτόπτης! Ν’ αναλάβει δράση ή θα το κάνετε εσείς ώστε να πέσετε στα μαλακά;» Ο νεαρός δίστασε. «Άσε, κυρ-αστυνόμε, να τελειώνουμε», είπε ο αυτόπτης και έκανε να μπει στο χωράφι. «Όχι!» ακούστηκε αγχωμένη η φωνή του νεαρού. «Έχει δίκιο ο αστυνόμος. Δεν πρέπει ένα νεανικό λάθος, μια ανθρώπινη αδυναμία της στιγμής, να μας χαλάσει τη ζωή. Υποσχεθήκατε ότι αν συνεργαστούμε θα μας βοηθήσετε». Κοιτούσε τον Μ πέκα με το βλέμμα γεμάτο ικεσία.
262
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Εκείνος του έγνεψε καταφατικά. Τότε ο νεαρός προχώρησε στο χωράφι. «Όχι έτσι. Θέλω κανονική αναπαράσταση. Ο Πέτρος έχει βάλει στο λάκκο μια πέτρα στο μέγεθος του αγάλματος». Ο νεαρός γύρισε πίσω, έβγαλε το τζάκετ και το πουλόβερ και έμεινε με το φανελάκι. Ύστερα έβγαλε τα παπούτσια, δίπλωσε τα μπατζάκια του παντελονιού, έτσι ώστε τα πόδια του έμειναν ακάλυπτα μέχρι τα γόνατα. «Σωστά!» σχολίασε ο αυτόπτης. «Εάν φεύγοντας συναντούσαμε κάποιον, δεν έπρεπε να με δει λασπωμένο», εξήγησε ο νεαρός. «Προχθές φορούσα και γάντια», συμπλήρωσε. Η καρδιά του Μ πέκα πήγαινε να σπάσει. Μ έχρις εδώ είχε μαντέψει σωστά. Όμως δεν εξωτερίκευε τα συναισθήματά του. Παρακολουθούσε δήθεν αδιάφορα τον νεαρό, ωσάν αυτός να διεκπεραίωνε κάτι που εκείνος γνώριζε εκ των προτέρων. Αλλά και ο «κατασκευασμένος αυτόπτης» έπαιζε τέλεια το ρόλο του. Εν τω μεταξύ ο νεαρός πήρε την τσάπα που ήταν πλάι στον ανοιχτό λάκκο και άρχισε να σκαλίζει τον πάτο με απαλές κινήσεις. Δεν άργησε να ανασύρει την πέτρα. Ύστερα προχώρησε στη φρεσκοφυτευμένη ελιά. Τώρα το παζλ ολοκληρώθηκε στο μυαλό του Μ πέκα. «Ήταν τόσο απλό», σκέφθηκε. Ο νεαρός άρχισε να σκάβει απαλά το φρέσκο χώμα. Ύστερα άφησε την τσάπα και συνέχισε με τα χέρια. «Σωστά!» σχολίασε πάλι ο «αυτόπτης». Εξακολουθούσε να παίζει τέλεια το ρόλο του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
263
Σε βάθος τριάντα περίπου εκατοστών εμφανίστηκε η κίτρινη πλάτη. «Θεέ μου!» αναφώνησε ο Καλέας, τρέμοντας από συγκίνηση. Χωρίς καθυστέρηση όρμησε στο οργωμένο χωράφι και, παραμερίζοντας τον νεαρό, γονάτισε στο υγρό χώμα και με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το αγαλματίδιο. Αδιαφορώντας για το χώμα που απλώθηκε πάνω του, το έσφιξε με λαχτάρα στην αγκαλιά του, όπως ο ερωτευμένος άνδρας σφίγγει την αγαπημένη του που θεωρούσε χαμένη και την ξαναβρίσκει μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. «Γιατί δεν το πήρατε μαζί σας, αλλά το θάψατε;» «Ε;» Ο νεαρός έστρεψε το θολό βλέμμα του προς το μέρος της φωνής: «Να, σκεφτήκαμε ότι ήταν επικίνδυνο, μέρα μεσημέρι, να το κουβαλάμε πάνω μας. Έτσι το θάψαμε στην ελιά που μόλις είχε φυτευτεί και το χώμα γύρω της ήταν φρεσκοσκαμμένο. Θα ερχόμαστε να το πάρουμε τη νύχτα. Όταν όμως είδαμε ότι έψαχνε η Χωροφυλακή, αποφασίσαμε να το αφήσουμε θαμμένο και να έρθουμε να το πάρουμε σε μερικές ημέρες». «Η κοπέλα τι έκανε όσο εσύ ήσουν απασχολημένος με το σκάψιμο;» «Έλεγχε την περιοχή μήπως εμφανιστεί κάποιος. Όμως σταθήκαμε τυχεροί. Αν και η όλη διαδικασία κράτησε ελάχιστα λεπτά». Πράγματι, η όλη διαδικασία δεν υπερέβη τα πέντε λεπτά. Δεν είχαν να κάνουν τίποτε άλλο εκεί. Αναχώρησαν και σε λίγο έφθασαν στο «Ακρογιάλι». Ένας δεύτερος καφές ήταν ό,τι έπρεπε για την περίσταση.
264
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Καλέας εξακολουθούσε να κρατά στην αγκαλιά του το άγαλμα τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι πανί. «Καλύτερα να επιστρέψουν στο κρατητήριο», είπε ο Μ πέκας, δείχνοντας το νεαρό ζευγάρι. «Κύριε αστυνόμε, μην ξεχάσετε την υπόσχεσή σας». Το βλέμμα του νεαρού ήταν πλημμυρισμένο από ικετευτική προσδοκία. «Μ ην ανησυχείς. Θα κρατήσω το λόγο μου». «Θα τους συνοδεύσουν οι φρουροί τους, αφού βέβαια πρώτα οι κρατούμενοι πάρουν τα προσωπικά τους είδη και τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς τους», είπε ο Ζαχαράκος. «Να ειδοποιήσουμε τον καπεταν-Νικόλα. Αλλά για στάσου..., Καπεταν-Ντίνο», απευθύνθηκε σ’ έναν γενειοφόρο που βάδιζε στην παραλία. «Α! Μ ου κάνεις μια χάρη;» «Ό,τι θέλεις, κυρ-διοικητά», απάντησε εκείνος πλησιάζοντας. «Θέλω να μεταφέρεις στη Σελίνιτσα...» «Κατάλαβα. Πρόκειται για τους δυο...», δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη. Τα νέα είχαν κιόλας διαδοθεί. «Λοιπόν, αστυνόμε;» ο παπα-Φώτης περίμενε διευκρινίσεις. Ο Μ πέκας έριξε μια ματιά στο ψαροκάικο του καπεταν-Ντίνου που έβγαινε από το λιμάνι με τους νεαρούς και τους φρουρούς τους. Ο Ζαχαράκος και ο Καλέας αποφάσισαν να επιστρέψουν με τη βενζίνα. Στην παρέα ήταν ακόμη ο «Αλλαχού» και ο «Αόρατος». «Τι θέλεις, παπά μου;» «Ξέρεις τι θέλω. Πες μας, πώς τους υποψιάστηκες;» Η κρυφή φλόγα, από το βάθος των ματιών του Μ πέκα, βγήκε στην επιφάνεια.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
265
«Ο Αντώνης, φαντάζομαι, έχει καταλάβει». «Τώρα, ναι», είπε ο Ζαχαράκος. «Το δύσκολο ήταν να το σκεφτώ πριν, όταν τους είδα στα βράχια κοντά στο κτήμα του Πέτρου». «Να σας εξηγήσω, λοιπόν. Όταν κατάλαβα ότι οι νεαροί είπαν ψέματα, ότι δηλαδή δεν μπήκαν στο λασπωμένο χωράφι, ήταν φυσικό οι υποψίες μου να πέσουν πάνω τους». «Πώς το κατάλαβες; Τα παπούτσια και τα ρούχα τους δεν είχαν καθόλου λάσπη. Ενώ αν είχαν μπει στο χωράφι...» «Μ ια σημαντική λεπτομέρεια με έκανε να καταλάβω ότι έλεγαν ψέματα. Πράγματι, στα παπούτσια τους, εξωτερικά, δεν υπήρχε η παραμικρή σκιά λάσπης, αν και ήταν κατασκευασμένα από πορώδες δέρμα. Όμως η λάσπη που υπήρχε στο εσωτερικό στα μποτάκια του νεαρού με έβαλε σε υποψίες. Στην αναπαράσταση είδατε ότι μπήκε στις λάσπες με τις κάλτσες, που στη συνέχεια τις μετέφεραν στο εσωτερικό των παπουτσιών. Αυτή τη λάσπη πρόσεξα στο εσωτερικό των παπουτσιών του νεαρού, όταν τα εξέτασα. Ήταν σοβαρό λάθος τους να μην τα καθαρίσουν αμέσως. Αλλά πού να φανταστούν... »Μ ετά από αυτό οι υποψίες έγιναν σχεδόν βεβαιότητα για την ενοχή τους. Όσο για τα ρούχα είδατε γιατί δεν είχαν λάσπη. Ακόμη και εάν υπήρχε λάσπη στο σώμα ή στα ρούχα του νεαρού δεν θα ήταν σε εμφανές σημείο. Επίσης φορούσε γάντια γι’ αυτό και τα χέρια του ήταν καθαρά. Γνωρίζουμε ότι το λασπωμένο χώμα δύσκολα βγαίνει αμέσως ολοσχερώς. Όλο και κάποια σκιά αφήνει. Ο Αντώνης όμως είδε ότι τα χέρια τους ήταν πεντακάθαρα. Έπρεπε όμως να τους αναγκάσουμε να ομολογήσουν. Έτσι, με τη βοήθεια του παπα-Φώτη,
266
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
κατασκευάσαμε τον αυτόπτη μάρτυρα, τον Κώστα, ο οποίος έπαιξε τέλεια το ρόλο του. Τα άλλα τα ξέρετε». «Πες μου, αστυνόμε, γιατί νομίζεις ότι παρέμειναν στην περιοχή μετά το ‘‘θάψιμο’’ του αγάλματος;» «Είναι φανερό, παπά μου. Εάν τους έβλεπε κάποιος να φεύγουν από την περιοχή, η φυγή θα έδειχνε και ενοχή». «Είσαι απίθανος, κυρ-αστυνόμε». Ο ‘‘Αλλαχού’’ τον κοιτούσε κατενθουσιασμένος. «Τέλος καλό, όλα καλά», παρατήρησε ο παπα-Φώτης. «Αστυνόμε, δεν έπληξες στο χωριό μας. Έτσι;» Ο Μ πέκας αντί για απάντηση απλά κούνησε το κεφάλι. Τ έταρτη ημέρα
Η ΩΡΑ της αναχώρησης έφθασε. Ο Μ πέκας και ο παπα-Φώτης έφθασαν στο λιμανάκι την ώρα που η βενζίνα «έπεφτε» στον μικρό μόλο. Εκεί τον υποδέχθηκαν ο Ζαχαράκος και ο Καλέας, που κρατούσε στην αγκαλιά του το πολύτιμο αρχαιολογικό εύρημα, το οποίο είχε «διανυκτερεύσει» στο Σταθμό της Χωροφυλακής. Θα το παρέδιδαν στην αρχαιολογική υπηρεσία στην Καλαμάτα. Ο παπάς τον αποχαιρέτησε συγκινημένος. «Γιώργο», πρώτη φορά τον αποκαλούσε με τ’ όνομά του, «να μας ξανάρθεις». Οι νεαροί καθισμένοι στον πάγκο, ανάμεσα στους χωροφύλακες, κοίταξαν με βλέμμα γεμάτο ελπίδα τον Μ πέκα. Εκείνος έσπευσε να τους καθησυχάσει.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
267
«Θα φροντίσω να πέσετε στα μαλακά. Η έμπρακτη μετάνοιά σας με διευκολύνει». Η βενζίνα βγήκε από το λιμανάκι και έβαλε πλώρη για την Καλαμάτα. Ο Μ πέκας πήγε στην πρύμνη και στάθηκε δίπλα στον τιμονιέρη, ο οποίος τον χαιρέτησε ευγενικά. Ακούμπησε το χέρι στη λαγουδέρα και ένιωσε το τρέμουλο του τιμονιού, ενώ το βλέμμα του καρφώθηκε στη θάλασσα, ακολούθησε το αφρισμένο αυλάκι που άφηνε η προπέλα και σταμάτησε στη στεριά. Η Στούπα, πανέμορφη, φάνταζε ψεύτικη, σαν ζωγραφιά, ενώ όσο ξεμάκραινε η βενζίνα, ο Ταΰγετος λες και πλησίαζε όλο περισσότερο προς τη θάλασσα. Σπάνια ομορφιά, ονειρική θέα. Κάποτε, κατάφερε να ξεκολλήσει το βλέμμα του και γυρίζοντας βάδισε προς το εσωτερικό της βενζίνας.
ΑΘΗΝΑ ΜΠΑΣΙΟΥΚΑ
Ποιος σκότωσε την Έμιλυ Σμιθ
ΗΜ ΟΥΝ ο μόνος που είχε μείνει στο Πολυτεχνείο εκείνο το απόγευμα της 23ης Δεκεμβρίου. Ενώ οι συμφοιτητές μου είχαν ήδη ξεκινήσει τις διακοπές τους, εγώ παρέμενα στο κτήριο για να προχωρήσω τη διπλωματική μου εργασία. Αναγνωρίζω ότι είμαι υπερβολικός κάποιες φορές, αλλά το πάθος που έχω για τα μαθηματικά, μου τρώει τα σωθικά. Από μικρός ήμουν καλός στα μαθηματικά, αλλά όταν συναντήθηκα με τον Γιώργο Ζούλια, πείστηκα ότι η επιστήμη αυτή θα καθόριζε το μέλλον μου. Εξαίρετος καθηγητής ο ίδιος, με σημαντικές προσβάσεις στην επιστημονική κοινότητα, μόλις είδε τις επιδόσεις μου στο μάθημά του, με κάλεσε ιδιαιτέρως και μου πρότεινε να συνεργαστούμε σε κάποια έρευνα. Έμεινε ευχαριστημένος και έτσι ανέλαβε την επίβλεψη της διπλωματικής μου εργασίας, σε συνεργασία με έναν άλλο καθηγητή της σχολής, τον Στέφανο Πολύζο. Τώρα πλέον, έχει γίνει δεκτή η αίτησή μου για μεταπτυχιακό στο Μ πέρκλεϋ και αμέσως μετά την απόκτηση του διπλώματός μου θα αναχωρήσω για την Καλιφόρνια. Εκτός από το επιστημονικό του κύρος, ο Ζούλιας διακρινόταν για τη γοητεία και την κομψότητά του, που έκαναν τις λιγοστές
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
269
συμφοιτήτριές μου να τον γλυκοκοιτάζουν. Παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος με μια όμορφη κυρία, την Αριστέα Ζούλια, και ήταν περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους, προτιμούσε την ημέρα αυτή να βρίσκεται στο Πολυτεχνείο, όπως με είχε ενημερώσει ο επιστάτης, όταν βγήκα για να πάρω τσιγάρα. Μ όλις λοιπόν ήρθε η ώρα να φύγω, σκέφτηκα να τον επισκεφθώ, προκειμένου να δώσω μια συνοπτική αναφορά για τα αποτελέσματα της σημερινής δουλειάς. Ανέβηκα στον πάνω όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο του και διέσχισα τον μισοσκότεινο διάδρομο για να φτάσω στην πόρτα, όταν τον άκουσα να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Αμέσως σκέφτηκα ότι δεν ήταν μόνος. Μ έσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, η φωνή του ακούστηκε δυνατότερα. «Τι θέλεις επιτέλους;» Σχεδόν αναπήδησα, αλλά δεν άκουσα κανέναν να απαντά. Αντιθέτως, ο καθηγητής μου, έπειτα από λίγο, έβαλε ξανά τις φωνές. «Αν δεν σου φτάνουν, είναι δικό σου πρόβλημα! Δεν πρόκειται να σου επιτρέψω να συνεχίσεις!» Συμπέρανα ότι μιλούσε στο τηλέφωνο και προφανώς ήταν η πλέον ακατάλληλη στιγμή για να τον απασχολήσω. Μ ολονότι η περιέργειά μου με έσπρωχνε να κρυφακούσω, έκρινα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν σωστό και ότι ο καθηγητής μου αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα, που είχε το δικαίωμα να το χειριστεί ιδιωτικά. Έκανα μεταβολή να φύγω, όταν τον άκουσα πλέον να ξεφωνίζει εκτός εαυτού. «Έμιλυ, πρέπει να σταματήσει αυτό το παιχνίδι! Έχω κάποιο όνομα, δεν μπορείς να με καταστρέψεις! Το καλό που σου θέλω,
270
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
άφησέ με ήσυχο πριν το μετανιώσεις!» Το παραδέχομαι, ήθελα να στήσω αυτί, αλλά απομακρύνθηκα, πριν προλάβω να το ξανασκεφτώ. Βγήκα στην Πατησίων, προκειμένου να φτάσω στη στάση του λεωφορείου. Τα λόγια που άκουσα να βγαίνουν από το στόμα του καθηγητή μου έρχονταν εντελώς απρόσκλητα στο μυαλό μου: Έμιλυ, πρέπει να σταματήσει αυτό το παιχνίδι! Έχω κάποιο όνομα, δεν μπορείς να με καταστρέψεις! Θα μπορούσα να πλάσω πολλά σενάρια, αλλά προτίμησα να μην το κάνω. Σε τελική ανάλυση δεν μου έπεφτε λόγος και ο Ζούλιας δεν έπαυε να είναι για εμένα ένας σημαντικός άνθρωπος. Έτσι, επέστρεψα στο σπίτι μου, για να περάσω ευτυχισμένες και ήρεμες γιορτές με τους δικούς μου. Ξημέρωσε η τελευταία μέρα του έτους και, χαλαρώνοντας, ανακάθισα στο στρώμα για να πιω τον καφέ μου, διαβάζοντας τα νέα της ημέρας στην Πρωινή. Έφερα την κούπα στα χείλη μου και άφησα το άρωμα να γεμίσει τα ρουθούνια μου, ξεδιπλώνοντας ταυτόχρονα την εφημερίδα. Στο εορταστικό –λόγω της ημέρας– πρωτοσέλιδο δίνονταν συνοπτικά οι επικεφαλίδες των κυριότερων θεμάτων. Την προσοχή μου μού τράβηξε εκείνο που έφερε τον τίτλο «Μ υστηριώδες έγκλημα στη Νέα Σμύρνη. Νεκρή Αγγλίδα, συνοδός πολυτελείας». Αναζήτησα το πλήρες ρεπορτάζ στη σελίδα 3. «Τραγική κατάληξη είχε η χρονιά που φεύγει, για την 23χρονη βρετανίδα Έμιλυ Σμιθ, η οποία βρέθηκε νεκρή χθες το πρωί, στο διαμέρισμά της, στην περιοχή της Νέας Σμύρνης». Το μυαλό μου έκανε αυτομάτως μια σκέψη. Μ ια σκέψη που μου προκάλεσε μεγάλη
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
271
απορία. Συνέχισα την ανάγνωση. «Οι γείτονες ανησύχησαν επειδή η Έμιλυ Σμιθ δεν απαντούσε επί δύο 24ωρα, παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κουδουνιού, και ειδοποίησαν την αστυνομία. Η γυναίκα, που έφερε μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα, φημολογείται πως συμμετείχε σε κύκλωμα που προωθούσε συνοδούς πολυτελείας». Άφησα την εφημερίδα στην άκρη. Δεν ήθελα να κάνω αυτόν το συσχετισμό, αλλά... Η Έμιλυ Σμιθ βρέθηκε νεκρή, στο διαμέρισμά της. Έμιλυ... Αυτό το όνομα αν το ακούσεις μία φορά, αρκεί για να το θυμάσαι. Και δυστυχώς για μένα, θυμόμουν. Προπαραμονή των Χριστουγέννων. Περπατούσα στον σκοτεινό διάδρομο της σχολής και ο Ζούλιας μιλούσε στο τηλέφωνο, πολύ εκνευρισμένος. Έμιλυ, το καλό που σου θέλω, άφησέ με ήσυχο πριν το μετανιώσεις! Ω, Θεέ μου! Ήμουν πια απολύτως πεπεισμένος ότι αυτές τις γιορτές δεν θα τις ξεχνούσα ποτέ. Η Αθήνα είχε επιστρέψει στους καθημερινούς της ρυθμούς. Πηγαίνοντας στη σχολή για την πρώτη παράδοση της νέας χρονιάς από τον Ζούλια, σταμάτησα σε ένα ζαχαροπλαστείο για να πιω τον πρωινό μου καφέ και αφιέρωσα το χρόνο αυτό για να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Στις ημέρες που προηγήθηκαν είχα σχεδόν πείσει τον εαυτό μου ότι ήταν δύσκολο να υπάρχει η οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στον καθηγητή μου και στο έγκλημα. Ο Ζούλιας ουδέποτε είχε δώσει δικαίωμα να τον σχολιάσουμε. Ένας άνθρωπος σαν και αυτόν δύσκολα θα αμφισβητούνταν. Άλλωστε θα ήταν ποτέ δυνατό να υπάρχει μία και μοναδική Έμιλυ σε αυτό τον κόσμο;
272
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Για να καταφέρω να διώξω εντελώς ακόμα και την παραμικρή υποψία από το μυαλό μου, αποφάσισα να κάνω κάτι που θα μου έδινε απάντηση, έτσι ώστε να ηρεμήσω μια και καλή. Κατέφτασα στο αμφιθέατρο και στο διάλειμμα πλησίασα τον καθηγητή μου, με αφορμή κάποια ερώτηση για τη διπλωματική μου. «Καλημέρα σας», του είπα. «Καλή χρονιά». «Ηλία!» απάντησε εκείνος με ευχάριστο ύφος. Ήταν καλοντυμένος, αποπνέοντας κύρος και φινέτσα. Αν ζούσε σε άλλη εποχή, θα ήταν ένας ευγενής των παλατιών, σκέφτηκα. «Πώς περάσατε τις γιορτές;» ρώτησα, περιμένοντας ενδόμυχα μία απάντηση που θα με καθησύχαζε. «Πολύ ωραία», απάντησε εκείνος. «Πήγαμε με τη σύζυγό μου και τον κύριο Πολύζο για σκι στην Κουρσουβέλ της Γαλλίας. Συναντήσαμε μάλιστα και την κόρη μου την Ευρυδίκη, η οποία ήρθε και μας βρήκε από το Παρίσι. Εσύ;» Του είπα δυο λόγια για τις δικές μου διακοπές, που σίγουρα δεν θα είχαν καμία σχέση με τις δικές του και στη συνέχεια τον ρώτησα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Μ ετά τη σύντομη συνομιλία, επέστρεψα ανακουφισμένος στη θέση μου. Ο άνθρωπος έλειπε στις γιορτές. Τέλος στα σενάρια του ευφάνταστου μυαλού μου και επιστροφή στη φοιτητική καθημερινότητα. Περιμένοντας τη συνέχεια της παράδοσης, δανείστηκα από τον διπλανό συμφοιτητή μου την Πρωινή για να περάσω την ώρα μου. Διάβασα τις πρώτες σελίδες και τη στιγμή που ο Ζούλιας ξεκινούσε το μάθημα, πήγα να κλείσω το φύλλο για να αλλάξω γνώμη το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο που, σαν ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, το μάτι μου έπεσε μπροστά σε ένα μονόστηλο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
273
με τίτλο «Οι εξελίξεις για τον θάνατο της Έμιλυ Σμιθ». Παρ’ ότι η παράδοση είχε αρχίσει και εγώ καθόμουν ακριβώς μπροστά από τον καθηγητή μου, διάβασα το άρθρο μονορούφι: «Οι έρευνες συνεχίζονται για το έγκλημα που συντάραξε την Αθήνα. Η μητέρα της άτυχης νεαρής ήρθε από την Αγγλία για να παραλάβει τη σορό της κόρης της και δήλωσε συγκλονισμένη από όσα ειπώθηκαν για εμπλοκή της σε κυκλώματα πορνείας. Η τραγική μάνα αναφέρθηκε σε δολοπλοκίες κάποιων που ήθελαν να καλύψουν το έγκλημα, αφού, όπως ισχυρίζεται, η κόρη της είχε έρθει στην Ελλάδα, προκειμένου να αναζητήσει τις πιθανότητες που υπήρχαν για να συνεχίσει τις σπουδές της πάνω στη μεγάλη της αγάπη που ήταν τα μαθηματικά». Η μεγάλη της αγάπη ήταν τα μαθηματικά... Κοίταξα την περίπλοκη μαθηματική εξίσωση που έγραφε εκείνη τη στιγμή στον πίνακα ο Ζούλιας. Οι συμφοιτητές γύρω μου κρατούσαν σημειώσεις και παρακολουθούσαν με προσοχή, πράγμα που εγώ ήταν αδύνατο να κάνω, αφού νέες υποψίες επανήλθαν. Η Έμιλυ Σμιθ δολοφονήθηκε... Η μεγάλη της αγάπη ήταν τα μαθηματικά. Η διάθεσή μου είχε αλλάξει αμετάκλητα. Ένιωσα να πνίγομαι σε εκείνο το αμφιθέατρο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σε μία μάλλον αψυχολόγητη και βιαστική αντίδραση, έφυγα στη μέση της παράδοσης, μπροστά σε όλους τους συμφοιτητές μου. Διέσχισα γρήγορα τους διαδρόμους της σχολής και έτρεξα στην έξοδο, αγνοώντας οποιονδήποτε συναντούσα. Μ προστά από την κεντρική είσοδο όμως, ο κύριος Θανάσης, ο επιστάτης, πετάχτηκε μπροστά μου. «Βρε καλώς τον!»
274
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Παρ’ ότι πάντα τον χαιρετούσα, τώρα δεν είχα καθόλου διάθεση. «Γεια σου, κυρ-Θανάση», του είπα. «Είμαι λίγο βιαστικός». «Πώς κι έτσι; Εσύ δεν λες να ξεκολλήσεις από δω μέσα», με πείραξε εκείνος. «Τα Χριστούγεννα λίγο έλειψε να μείνεις εδώ! Αυτό έλεγα και σε εκείνον τον καθηγητή σου, τον Ζούλια, την προπαραμονή των Χριστουγέννων που έφυγε αργά από δω: εσύ, του λέω, και ο φοιτητής σου θα αλλάξετε το χρόνο εδώ μέσα. Παραξενεύτηκε που ήσουν εδώ, νόμιζε ότι ήταν μοναχός του». «Είδες;» του είπα. «Δεν βάζουμε μυαλό εμείς», και απομακρύνθηκα. Βγήκα γρήγορα από το κτήριο και επιτάχυνα το βάδισμά μου. Και τότε θυμήθηκα πως, φεύγοντας από την αίθουσα, είχα αφήσει την εφημερίδα ανοιχτή πάνω στο θρανίο, με το επίμαχο άρθρο να φαίνεται ξεκάθαρα. Τις επόμενες μέρες πήρα οριστικές αποφάσεις. Δεν θα πήγαινα στην αστυνομία. Έκανα πολλά μελλοντικά σχέδια και δεν ήθελα να μπλέξω. Προς στιγμή, θύμωνα με τον εαυτό μου, επειδή έβαζα πάνω από όλα αυτά το προσωπικό μου συμφέρον και αρκετές φορές αναρωτήθηκα αν ήμουν εγωιστής ή δειλός. Τώρα που βλέπω τα πράγματα από κάποια απόσταση, καταλαβαίνω ότι το μόνο που με απασχολούσε ήταν να μην έχω συνειδησιακό πρόβλημα. Οδηγήθηκα έτσι στα γραφεία της Πρωινής και ζήτησα να δω τον Γιάννη Μ ακρή. Θα κατέθετα τις υποψίες μου στον δημοσιογράφο της εφημερίδας, στην οποία είχα διαβάσει τα άρθρα και ας τις αξιοποιούσε εκείνος όπως νόμιζε.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
275
«Ποιος τον ζητάει;» με ρώτησε η γραμματέας στην είσοδο. «Ηλίας Αλεξάνδρου», απάντησα. Η κοπέλα σήκωσε το ακουστικό και γνωστοποίησε την άφιξή μου. «Λυπάμαι, δεν μπορεί να σας δεχτεί», μου είπε ξερά. Αποφάσισα πως έπρεπε να δείξω μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. «Έχω κάποιες πληροφορίες για τη δολοφονία της Έμιλυ Σμιθ». Η κοπέλα σήκωσε και πάλι το ακουστικό και μετέφερε στον Μ ακρή τα λεγόμενά μου. Αμέσως, το θέμα είχε διευθετηθεί. «Ο κύριος Μ ακρής σας περιμένει», μου είπε η γραμματέας και εγώ ένιωσα τους σφυγμούς μου να χτυπάνε ανεξέλεγκτα. Ο Μ ακρής με υποδέχτηκε με μία θερμή χειραψία και αντί να καθίσει πίσω από το γραφείο του, κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τη δική μου. Ήταν προφανές ότι επεδίωκε να νιώσω οικειότητα. «Σας ακούω», ξεκίνησε τη συζήτηση. «Κοιτάξτε», άρχισα δειλά. «Σκέφτηκα πολύ προτού να έρθω εδώ, γιατί αυτή η ιστορία ξεκίνησε με έναν αλλόκοτο τρόπο. Δεν ξέρω καλά καλά αν θα με πιστέψετε». Ο Μ ακρής χαμογέλασε. «Πείτε μου», με προέτρεψε. Πήρα μια βαθιά ανάσα και του τα είπα όλα. Για το παράξενο εκείνο απόγευμα στο Πολυτεχνείο την προπαραμονή των Χριστουγέννων και το όνομα της Έμιλυ που έμεινε στο μυαλό μου, για τη δολοφονία, για τον ισχυρισμό του Ζούλια ότι έλειπε κατά τη διάρκεια των εορτών και –τέλος– τα άρθρα της Πρωινής που από τη μία ανέφεραν ότι η Έμιλυ Σμιθ εμπλεκόταν σε κύκλωμα πορνείας και από την άλλη ότι μελετούσε μαθηματικά.
276
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Καθώς μιλούσα, έριχνα κλεφτές ματιές στον Μ ακρή για να βλέπω τις αντιδράσεις του. «Όλα αυτά, νεαρέ μου, είναι στοιχεία που ίσως έχουν σημασία», είπε. «Είναι απίστευτο αυτό το παιχνίδι της τύχης, εννοώ πώς έτυχε να ακούσετε τον καθηγητή σας εκείνο το απόγευμα. Η ζωή είναι αλλόκοτη κάποιες φορές και εμείς απλά ακολουθούμε τη ροή των γεγονότων». Συμφώνησα μαζί του. «Σας ευχαριστώ που μου μιλήσατε», συνέχισε ο Μ ακρής. «Πείτε μου, έχετε αποδώσει κάπου αυτόν το συσχετισμό των γεγονότων;» Δεν ένιωσα άνετα και δεν ήθελα να επεκταθώ σε περισσότερα από όσα είχα ήδη πει. «Κοιτάξτε», του είπα. «Ο Ζούλιας είναι καθηγητής μου και τον σέβομαι. Δεν θέλω να μιλήσω άσχημα για εκείνον». «Ναι, αλλά για να έρθετε μέχρις εδώ δεν μπορεί να πιστεύετε ότι πρόκειται μοναχά για συμπτώσεις», επεσήμανε ο Μ ακρής. Είχα αρχίσει ήδη να μετανιώνω που πήγα να μιλήσω στον δημοσιογράφο. «Καλύτερα να φύγω», είπα στον Μ ακρή, αλλά εκείνος με καθησύχασε. «Ηρεμήστε», μου είπε. «Θέλω να πω ότι υπάρχει κάποια υποψία, λόγω του συσχετισμού με το όνομα. Ακούσατε τον κύριο Ζούλια να συνομιλεί οργισμένος με μία κυρία ονόματι Έμιλυ και λίγες ημέρες αργότερα μια κοπέλα που φέρει το ίδιο όνομα δολοφονείται. Λέτε πως ακούσατε τη φράση “αν δεν σου φτάνουν, είναι δικό σου πρόβλημα”, πράγμα που πιθανόν υποδεικνύει εκβιασμό. Υπάρχουν πολλές εκδοχές ξέρετε. Η καλή
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
277
κοινωνία της Αθήνας, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται στα μάτια του κόσμου. Ίσως λοιπόν η Έμιλυ να ήταν ερωμένη του και για ένα διάστημα η σχέση τους να μην ήταν απλώς μια σχέση πάθους, αλλά κάτι βαθύτερο. Σκεφτείτε μονάχα ότι η Έμιλυ ήταν λάτρης των μαθηματικών, όπως έχει δείξει και το δικό μας ρεπορτάζ. Πιθανόν λοιπόν αυτοί οι δύο άνθρωποι να ένιωθαν ότι είχαν μια βαθύτερη πνευματική επικοινωνία, η οποία στην πορεία διεκόπη από την πλευρά εκείνου. Μ πορεί ακόμα, η κυρία Ζούλια να αντιλήφθηκε τη σχέση αυτή και να απείλησε με ένα διαζύγιο που θα του κόστιζε και έτσι ο καθηγητής σας να θέλησε να απαλλαγεί από το παράνομο πάθος του, γεγονός που απεδείχθη πιο πολύπλοκο από ό,τι φανταζόταν. Ίσως η ερωμένη του να ζητούσε χρηματικά ανταλλάγματα και να εκβίαζε καταστάσεις. Μ πορεί, βέβαια, όλα αυτά που λέμε να μην ισχύουν». Συλλογίστηκα αυτές τις κουβέντες. Αν ήταν αληθινές, ποιος θα το πίστευε αυτό για τον Ζούλια; Ο μεσήλικας καταξιωμένος επιστήμονας ερωτεύεται τη νεαρή καλλονή που διψά για γνώση και παρασύρεται μαζί της σε έναν επικίνδυνο δρόμο χωρίς γυρισμό. Παρέμεινα σιωπηλός, μην ξέροντας τι να κάνω ή τι άλλο να πω. Φοβόμουν μήπως είχα ήδη πει περισσότερα από όσα θα έπρεπε. «Κάνατε καλά που ήρθατε», είπε εντέλει ο Μ ακρής. «Εμείς ως εφημερίδα θα κάνουμε το σχετικό ρεπορτάζ. Αν προκύψουν στοιχεία που έχουν αξία, θα τα δημοσιεύσουμε. Μ πορείτε να είστε βέβαιος ότι θα σεβαστώ την ανωνυμία σας». Αυτό ήταν ένα σημείο που φοβόμουν. Δεν ήθελα να εμπλακώ περισσότερο και ο Μ ακρής έδειξε να το καταλαβαίνει.
278
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Πάντα αυτές οι ιστορίες έχουν αίσιο τέλος», μου είπε καθώς με ξεπροβόδιζε, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν βέβαιος αν το εννοούσε. Ο Γιάννης Μ ακρής έμεινε στο γραφείο του συλλογιζόμενος όσα του είχε μεταφέρει ο συνομιλητής του. Επρόκειτο για υπόθεση στην οποία πιθανόν εμπλέκονταν πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών. Εκείνης της κοινωνίας που ο απλός κόσμος ζήλευε και θεωρούσε φανταχτερή και η οποία πολλές φορές είχε αποδειχθεί αμαρτωλή και βρώμικη. Ήξερε πολύ καλά σε ποιον έπρεπε να απευθυνθεί για να ζητήσει βοήθεια σε αυτή την ιστορία δολοφονίας που εκτυλίχθηκε σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα της Νέας Σμύρνης και η οποία φαίνεται ότι θα τάραζε τα νερά της λαμπερής κοσμικής ζωής. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε τον αριθμό. «Γιώργη! Καλή σου μέρα. Έχεις χρόνο να τα πούμε;» Αφού πέρασα μία ολόκληρη ημέρα κλεισμένος στο σπίτι μου, αποφάσισα ότι δεν γινόταν να αφήσω την κατάσταση να χρονίσει. Είχα κάνει ό,τι μπορούσα και ήθελα να επιστρέψω στη σχολή. Έτσι, την επομένη, παρακολούθησα ένα δίωρο μάθημα στο αμφιθέατρο και στη συνέχεια επέστρεψα στο σπουδαστήριο. Συζήτησα με δύο συμφοιτητές μου για επιστημονικά θέματα αλλά όταν έφυγαν για το μεσημεριανό τους εγώ εξακολούθησα να εργάζομαι. Η επίσκεψη που δέχτηκα στο σπουδαστήριο με αιφνιδίασε. Ο Πολύζος μπήκε στο χώρο και αμέσως έκανε εμφανή τον ενθουσιασμό του που με έβρισκε εκεί.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
279
«Ηλία!» μου είπε πλησιάζοντάς με. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βρίσκω εδώ, αν και ήμουν απολύτως βέβαιος ότι ο καλύτερός μας φοιτητής δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πουθενά αλλού». Ξαφνιάστηκα που τον είδα, γιατί ποτέ δεν πατούσε το πόδι του στο σπουδαστήριο, αλλά τον ευχαρίστησα για το σχόλιό του. Ήταν τόσο ευπαρουσίαστος όσο και ο Ζούλιας, αλλά ανέκαθεν υπήρχε κάτι στο ύφος του που μου φαινόταν επιτηδευμένο και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν τον συμπαθούσα. Η επιστημονική του υπόσταση ήταν ένα γεγονός, αλλά σε καμία περίπτωση το κύρος του δεν συγκρινόταν με εκείνο του βασικού μου καθηγητή. «Ήρθα προκειμένου να σε ενημερώσω για κάτι εξαιρετικά ευχάριστο. Το πανεπιστήμιο του Μ πέρκλεϋ προτείνει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, προκειμένου να συνεργαστούμε σε κάποια νέα ερευνητικά προγράμματα. Τόσο ο κύριος Ζούλιας όσο και εγώ είμαστε απολύτως πεπεισμένοι για τις ικανότητές σου και πιστεύουμε ότι θα εκπροσωπήσεις επάξια τη σχολή μας για τους μήνες που θα βρεθείς εκεί. Τι λες; Δεν βρίσκεις ότι είναι το καλύτερο νέο που θα μπορούσες να ακούσεις;» Για λίγες στιγμές αναρωτήθηκα αν αυτά που άκουσα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Πίεσα τον εαυτό μου να σκεφτεί γρήγορα και ψύχραιμα. Κανονικά αυτή η είδηση θα με έστελνε στα ουράνια. Τώρα όμως... δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ το απαγορευμένο. Θέλουν να με στείλουν στην Αμερική για να με ξεφορτωθούν και να μη μιλήσω γι’ αυτά που ξέρω. «Δεν ξέρω...» ψέλλισα. «Και τι θα γίνει με τις σπουδές μου εδώ; Υπολείπονται αρκετοί μήνες μέχρι το δίπλωμά μου».
280
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Μ η σ’ ανησυχεί αυτό», μου είπε ο Πολύζος. «Θα συνεχίσεις την έρευνα εκεί, αλλά τυπικά θα παραμένεις φοιτητής του τμήματος. Θα επιστρέψεις για την εξέταση των μαθημάτων που υπολείπονται και όλα τα τυπικά. Είναι σπουδαία ευκαιρία!» «Δεν είναι κάπως βιαστικό;» αναρωτήθηκα χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ. Ο Πολύζος γέλασε δυνατά. «Ε και λοιπόν;» απάντησε. «Αφού στην Αμερική δεν έχουν αντίρρηση, τι σε πειράζει; Θα έχεις μία ευκαιρία που ελάχιστοι συνομήλικοί σου την έχουν: θα ξεκινήσεις την καριέρα σου στο πλέον ευνοϊκό περιβάλλον. Τα μέσα που θα έχεις στη διάθεσή σου στο Μ πέρκλεϋ δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά που διαθέτουμε εδώ. Η συμβουλή μου δεν θα μπορούσε παρά να είναι μία: ετοίμασε βαλίτσες!» μου είπε και έφυγε από το εργαστήριο. Μ έχρι το βράδυ η οργή μου ξεχείλιζε. Είχα γελαστεί. Ο Ζούλιας είχε καταλάβει από τον τρόπο που έφυγα στη διάλεξη ότι τον υποψιαζόμουν. Προφανώς, είδε το άρθρο που ξέχασα στο αμφιθέατρο. Άλλωστε, λίγο νωρίτερα τον είχα ρωτήσει πού βρισκόταν την περίοδο των Χριστουγέννων. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι τον άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο, αλλά φαίνεται πως το φοβόταν, κυρίως από τη στιγμή που ο φύλακας του είπε ότι βρισκόμουν και εγώ στο κτήριο εκείνη την ημέρα πριν από τα Χριστούγεννα. Όσο και αν το σκέφτηκα, ακόμα και όταν υποχώρησε η αρχική οργή, αυτό που επιθυμούσα ήταν να καταλάβω ποια ήταν η παράνομη ζωή του καθηγητή που μέχρι πρότινος θαύμαζα. Η εικόνα της ακέραιης προσωπικότητάς του κατέρρεε. Ο
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
281
καταξιωμένος επιστήμονας ίσως είχε διπλή ζωή και ο γάμος του με μια κυρία του κόσμου μπορεί να έκρυβε ένοχα μυστικά. Είναι φορές που ένας άνθρωπος κοιτάζει πίσω στον χρόνο και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ για μένα, εκείνη τη νύχτα που έφτασα οδηγώντας στην Κηφισιά, έξω από την οικία των Ζούλια, προκειμένου να τους παρακολουθήσω. Πάρκαρα κάπου που δεν είχε φως, περιμένοντας. Δεν μπορούσα να απαντήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που περίμενα. Απλώς ήλπιζα κάτι να γίνει. Έως τις 11 δεν είχε συμβεί κάτι και σκεφτόμουν πως έπρεπε να φύγω. Εκείνη τη στιγμή, ένα ταξί εμφανίστηκε από τη γωνία και σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο της περίφραξης. Μ ε έκπληξη είδα τον Στέφανο Πολύζο να βγαίνει από μέσα. Χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού και αμέσως η πόρτα άνοιξε. Βγήκα από το αυτοκίνητο και με προσοχή περπάτησα προς το σπίτι. Σκέφτηκα πως το ζεύγος δέχτηκε επίσκεψη από τον πανεπιστημιακό συνάδελφο, αλλά έπεσα έξω. Όταν έφτασα ακριβώς απέναντι από το σπίτι και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, συλλογιζόμενος ότι μάλλον έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι μου, την προσοχή μου τράβηξε μια κίνηση στο φωτισμένο παράθυρο του δεύτερου ορόφου. Δυο γνώριμες φιγούρες, εκείνη της Αριστέας Ζούλια και του Στέφανου Πολύζου, στέκονταν αντικριστά και αντάλλασσαν παθιασμένα ερωτικά φιλιά. Η πραγματικότητα εκείνης της βραδιάς είχε ξεπεράσει οτιδήποτε είχα βάλει με το νου όλο το περασμένο διάστημα. Η Αριστέα Ζούλια και ο Στέφανος Πολύζος ήταν παράνομο ζευγάρι! Η σκέψη μου έως τώρα περιστρεφόταν γύρω από την ενδεχόμενη άστατη
282
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ζωή του Ζούλια, αλλά αυτό που έβλεπα τώρα έβαζε νέα δεδομένα. Στεκόμουν στον σκοτεινό δρόμο μουδιασμένος. Ήμουν απολύτως βυθισμένος στις σκέψεις μου και αυτός προφανώς ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν άκουσα τα βήματα κάποιου που με πλησίαζε προσεκτικά από το σημείο όπου είχα γυρισμένη την πλάτη μου. Όταν όμως ένιωσα ένα χέρι να ακουμπάει με δύναμη στον ώμο μου στράφηκα απότομα, έτοιμος να αμυνθώ. Ησύχασα όταν είδα έναν κύριο, κάπως προχωρημένης ηλικίας, με ένα μικρό μουστάκι να μου γνέφει. «Έλα πιο δω, Ηλία!» μου είπε αυστηρά. «Υπάρχει ο κίνδυνος να σε δούνε όσο στέκεσαι απέναντι από το σπίτι!» Προφανέστατα είχα την απορία πώς γνώριζε το όνομά μου αυτός ο άγνωστος και τι γύρευε εκεί, αλλά τον ακολούθησα λίγο πιο πέρα. «Γιώργης Μ πέκας», μου συστήθηκε. «Είμαι συνταξιούχος αστυνομικός και βλέπω ότι ενδιαφερόμαστε για το ίδιο πράγμα. Ας φύγουμε από εδώ, είδαμε ήδη αρκετά για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Πήγαινε πίσω στο αυτοκίνητό σου. Σε μισή ώρα, ραντεβού στην ταβέρνα “Λούκουλος”, κάτω από την πλατεία Ομονοίας. Θα την βρεις εύκολα, διανυκτερεύει». Δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να υπακούσω. Ζήτησα από τον άντρα που γνώρισα πριν από λίγο να μου μιλά στον ενικό και προσπάθησα να συνηθίσω την εικόνα του. Το παρουσιαστικό του μού φαινόταν υπερβολικά συνηθισμένο και άσχετο με όσα είχα στο μυαλό μου, έως εκείνη τη στιγμή, για τους αστυνομικούς.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
283
Στη λίγη ώρα που βρισκόμασταν στον «Λούκουλο», δώσαμε την παραγγελία μας και ο άνθρωπος που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά στη ζωή μου πρόλαβε να μου πει ότι εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Αστυνομία. «Ο Μ ακρής μου είπε για τη συνάντησή σας. Δεν αρκούν βέβαια ένα ίδιο όνομα και ένα θύμα που ασχολείτο με τα μαθηματικά για να καταστήσουν ένοχο τον Αλέξανδρο Ζούλια, η ιστορία όμως μου κίνησε το ενδιαφέρον και έτσι αποφάσισα να βοηθήσω τον Μ ακρή». Έγνεψα συγκαταβατικά. «Παρακολουθώ εδώ και μέρες τον Ζούλια και αυτό το διήμερο, που λείπει για συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, έκρινα απαραίτητο να παρακολουθήσω και τη σύζυγό του». «Α, ώστε λείπει σε ταξίδι! Αυτό εξηγεί τα σημερινά», σχολίασα. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και η παραγγελία μας. Ήμουν πολύ περίεργος να ακούσω όσα είχε να μου πει ο Μ πέκας. «Θα πρέπει να σε ρωτήσω τι γύρευες εκεί απόψε», με ρώτησε ο Μ πέκας σε τόνο που δήλωνε ότι περίμενε μια απάντηση και η αλήθεια ήταν πως δεν είχα πρόθεση να του κρύψω κάτι. Έτρεφα την ελπίδα ότι τώρα που καταπιάστηκαν ο Μ ακρής και ο Μ πέκας με την υπόθεση, θα ξεδιαλυνόταν το μυστήριο. «Σήμερα το μεσημέρι με συνάντησε ο Στέφανος Πολύζος. Μ αζί με τον Ζούλια επιβλέπουν τη διπλωματική μου εργασία». «Γνωρίζω», μου είπε ο Μ πέκας, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι είχε ήδη ερευνήσει την επαγγελματική και προσωπική ζωή του καθηγητή μου. Συνέχισα, λέγοντας για την αιφνιδιαστική κίνηση να με στείλουν στην Αμερική πριν να πάρω το δίπλωμά μου. Εξέφρασα
284
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τους φόβους μου ότι ο Ζούλιας είχε υποψιαστεί κάτι, όταν αποχώρησα από το μάθημά του, αφήνοντας την εφημερίδα με το επίμαχο άρθρο σε κοινή θέα και από το γεγονός ότι ο θυρωρός τον είχε ενημερώσει πως πριν από τα Χριστούγεννα είχαμε μείνει οι δυο μας στο κτήριο. «Καταλήγω στο ότι μπορεί να φοβάται πως κάτι άκουσα και το συσχέτισα με τη δολοφονία. Εξάλλου, στην πραγματικότητα, αυτό έγινε», κατέληξα. «Άρα η Αμερική είναι ο καλύτερος τρόπος για να μην έχει προβλήματα μαζί σου». «Το χειρότερο είναι ότι πάνω που πίστευα πως είχα καταλάβει τι γίνεται, ήρθε το αποψινό και γέμισα πάλι ερωτηματικά». «Ίσως σε αυτόν το γάμο της καλής κοινωνίας να μην ήταν κανένας από τους δύο πιστός», σχολίασε ο Μ πέκας. «Μ πορεί η συμβίωση να είναι συμβατική, ίσως η σχέση της κυρίας Ζούλια να είναι αντίδραση στον παράνομο δεσμό του συζύγου με την Έμιλυ ή και το αντίστροφο». «Αναρωτιέμαι, αν ο Ζούλιας υποψιάζεται αυτόν το δεσμό», είπα. «Τα Χριστούγεννα ήταν διακοπές οι τρεις τους στο εξωτερικό. Συνάντησαν και την κόρη τους. Αναρωτιέμαι, βέβαια, αν αυτό το ταξίδι έγινε στ’ αλήθεια». «Εφ’ όσον αναφέρθηκε και το όνομα του Πολύζου, είναι απίθανο ο Ζούλιας να πήρε το ρίσκο να πει ένα ψέμα που θα μπορούσε πολύ εύκολα να διασταυρωθεί με μία απλή ερώτηση στον ανυποψίαστο συνάδελφό του. Εκτός βέβαια...» Κατάλαβα πού το πήγαινε ο αστυνόμος Μ πέκας. «Θεωρείτε πιθανό να εμπλέκεται ο Πολύζος με κάποιον τρόπο;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
285
«Τίποτα δεν πρέπει να αποκλείσουμε», είπε εκείνος και αυτή τη στιγμή τα λόγια του είχαν τόση βαρύτητα που μπόρεσα να δω ξεκάθαρα: είχα απέναντί μου έναν πανέξυπνο αστυνομικό που ήξερε να χειρίζεται τα πράγματα.
Έπειτα από δύο μέρες ο Ζούλιας επέστρεψε στη σχολή. Έκανα τα πάντα για να τον αποφύγω, αλλά γνώριζα πως ήταν ζήτημα χρόνου να με αναζητήσει για το θέμα της μετάβασής μου στην Αμερική. Η πιθανή ενοχή του καθηγητή μου για το φόνο μιας νέας γυναίκας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επεδίωκε να με ξεφορτωθεί, είχαν φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Ένιωθα ανήμπορος να λειτουργήσω φυσιολογικά και ζούσα μια καθημερινότητα στην οποία κρυβόμουν. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε κάτι που μου έμοιαζε συναρπαστικό και με συντάραζε. Ίσως η μονότονη φοιτητική καθημερινότητα να με ωθούσε υποσυνείδητα να αναζητήσω κάτι που θα της έδινε ενδιαφέρον. Είχα λοιπόν μια ιδέα και έσπευσα να τηλεφωνήσω στον αστυνόμο Μ πέκα προκειμένου να του την ανακοινώσω. «Δεν το εγκρίνω», μου είπε. «Ποτέ δεν ακολούθησα αυτόν το δρόμο στην καριέρα μου, παρά μονάχα μία φορά. Εδώ είναι μάταιο, γιατί ο Ζούλιας δεν θα άφηνε εκεί οτιδήποτε θα τον ενοχοποιούσε. Εκτός αυτού, θα ήταν επικίνδυνο λόγω της απειρίας σου». Έμεινα σκεπτικός για λίγες στιγμές. «Αν τελικώς το κάνω;» «Τότε φέρεις την ευθύνη. Αν πάλι δεν μαθευτεί, δεν θα είμαι εγώ εκείνος που θα το κοινοποιήσει. Άλλωστε δεν ξέρω τίποτα», μου είπε με νόημα.
286
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Είχα διαπράξει το μοιραίο λοιπόν. Προηγήθηκε μια μέρα με κίνηση στη σχολή, η βάρδια των θυρωρών άλλαζε και έτσι ήταν αδύνατο να θυμάται κανείς ποιος μπαινόβγαινε στο κτήριο της Σχολής. Μ ία ώρα πριν από το κλείσιμο, κρύφτηκα στο λεβητοστάσιο και έμεινα εκεί μέχρι να βεβαιωθώ ότι στο κτήριο είχε μείνει μονάχα ο φύλακας, ο οποίος βέβαια κατά κύριο λόγο βρισκόταν πίσω από έναν πάγκο στην κεντρική είσοδο. Στη συνέχεια, φροντίζοντας να μην κάνω θόρυβο, πήρα τα κλειδιά των γραφείων από την κλειδοθήκη που τα τοποθετούσαν οι καθαρίστριες και έφτασα μέχρι την πόρτα του Ζούλια. Εντόπισα το σωστό κλειδί και πατώντας στις μύτες μπήκα μέσα, ανάβοντας ένα μικρό φακό μακριά από το παράθυρο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Άρχισα με ήσυχες κινήσεις να ψάχνω, ευχόμενος με όλη μου τη δύναμη να βρω έστω την παραμικρή ένδειξη που θα παρέπεμπε στην Έμιλυ, πράγμα που δεν συνέβη. Έμενε μονάχα ένα κουτί με την ετικέτα «Φάκελοι υποψηφίων». Ο Ζούλιας δεχόταν κάθε χρόνο αιτήσεις από φοιτητές για διδακτορικά. Οι φάκελοι των υποψηφίων ήταν τοποθετημένοι με αλφαβητική σειρά. Τους κοίταξα έναν έναν. Ο Μ πέκας διάβαζε τις σημειώσεις μου από το βιογραφικό της Έμιλυ. Είχε σπουδάσει μαθηματικά και είχε καταθέσει αίτηση για εκπόνηση διδακτορικού. «Ήθελε πολύ να έρθει στη χώρα μας», είπε ο Μ πέκας κοιτάζοντας μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό που έδειχνε το μάτι του παραμορφωμένο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
287
«Ίσως να είχε στο παρελθόν κάποιον σύντροφο Έλληνα. Ή μπορεί να είχε συγγενείς εδώ. Πρέπει να ερευνηθεί το κατά πόσο είχε ρίζες από Ελλάδα», είπα θεωρώντας ότι είπα κάτι ευφυές. Ο Μ πέκας έδειξε αμφιβολία. «Αυτό μπορεί να ερευνηθεί κατά το ήμισυ», απάντησε. «Η μητέρα της είναι Βρετανίδα, αλλά ο πατέρας της δεν είναι γνωστός». «Είναι δηλωμένη ως αγνώστου πατρός;» αναρωτήθηκα ξαφνιασμένος. «Ακριβώς», μου είπε ο Μ πέκας και μία σκέψη μου ήρθε αστραπιαία. Μ ια σκέψη που ο ίδιος ο Μ πέκας την είχε κάνει πολύ νωρίτερα. «Πότε γεννήθηκε η Έμιλυ Σμιθ; Τι αναφέρει στο βιογραφικό;» ρώτησα ανυπόμονα. «Στις 13 Μ αΐου του 1955», απάντησε εκείνος. Έκανα την επόμενη ερώτηση ανυπομονώντας για την απάντηση. «Γνωρίζετε πού βρισκόταν ο Ζούλιας τότε;» «Βέβαια», είπε ο Μ πέκας σε φυσιολογικό τόνο. «Ήταν τριάντα δύο ετών και βρισκόταν σε κάποιο ερευνητικό κέντρο της Αγγλίας για ενάμιση χρόνο». Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα την πραγματικότητα για τη σχέση του Ζούλια με την Έμιλυ Σμιθ. Ο αστυνόμος Μ πέκας μού διηγήθηκε τα γεγονότα εκ των υστέρων και είμαι ειλικρινά ευγνώμων για τη στάση που κράτησε όσον αφορά εμένα, αφού ποτέ δεν υπήρξε επίσημη αναφορά στην ανάμειξή μου. Η πορεία της ζωής μου δεν επηρεάστηκε εν τέλει, αλλά αυτό δεν μπορούσα να το γνωρίζω εκείνο το απόγευμα που ο
288
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Μ πέκας χτυπούσε το κουδούνι της οικίας Ζούλια. Ο ίδιος με είχε καθησυχάσει και μου είχε ζητήσει να περιμένω τηλεφώνημά του. Ο Γιώργης Μ πέκας κατέφτασε στην Κηφισιά και η οικιακή βοηθός τού ζήτησε να περιμένει στο σαλόνι. Σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε ο Ζούλιας. Ο Μ πέκας τού συστήθηκε, αποκαλύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα ως ιδιωτικού αστυνομικού, συμπληρώνοντας ότι ήθελε να μιλήσει με τον ίδιο και τη σύζυγό του σχετικά με τη δολοφονία της Έμιλυ Σμιθ. Ο Ζούλιας έδειξε ενόχληση και απορία. «Δεν βρίσκω πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω», είπε. «Θα σας εξηγήσω», είπε ο Μ πέκας. «Παρακολουθώ το ζήτημα σε συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και προκειμένου να διαλευκάνουμε κάποια σημεία, θα ήθελα απλώς να κάνω μερικές ερωτήσεις σε εσάς και στη σύζυγό σας. Τίποτα περισσότερο». Ήταν προφανές ότι μπλόφαρε, όταν είπε πως συνεργάζεται με την αστυνομία, αφού η μόνη επαφή που είχε ήταν με τον Μ ακρή, αλλά, όπως μου εξήγησε αργότερα, κάποιες φορές κατέφευγε σε αυτή τη μέθοδο προκειμένου να πιέσει τον συνομιλητή του. «Ακόμα κι έτσι, εξακολουθώ να μη βλέπω ποια η υποχρέωσή μου να απαντήσω σε οποιαδήποτε ερώτησή σας. Λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να σας ζητήσω να φύγετε», είπε ο Ζούλιας εμφανώς εκνευρισμένος. Στην είσοδο του σαλονιού εμφανίστηκε η Αριστέα Ζούλια. Παρότι βρισκόταν μέσα στο σπίτι της, ήταν ντυμένη με ακριβό μπλε ταγιέρ, είχε στο λαιμό της περασμένα μαργαριτάρια και τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα. «Καλησπέρα σας», είπε αμήχανα απευθυνόμενη στον Μ πέκα. «Ο κύριος Μ πέκας μόλις έφευγε», είπε ο σύζυγός της.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
289
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε εκείνη. «Βρίσκομαι εδώ γιατί ήθελα να κάνω στον σύζυγό σας κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τον θάνατο μιας κοπέλας, της Έμιλυ Σμιθ». Η αντίδραση της κυρίας Ζούλια δεν είχε καμία σχέση με τη σκληρότητα του συζύγου της, αφού έδειξε να κλονίζεται. Ολόκληρο το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση έκδηλης ταραχής και έστρεψε το βλέμμα της στον σύζυγό της. «Μ ην ανησυχείς, καλή μου», είπε ο Ζούλιας. «Πρόκειται προφανώς για κάποια παρεξήγηση». Η κυρία Ζούλια προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Τι... τι θέλετε από εμάς;» ρώτησε με φωνή που πάλευε να κρατηθεί σταθερή. «Κάτι απλό», είπε ο Μ πέκας. «Μ ονάχα να μου πείτε πού βρισκόσασταν στις 28 Δεκεμβρίου». «Αυτή τη σοβαρή ερώτηση θέλετε να μας κάνετε;» κάγχασε ο Ζούλιας. «Αν και δεν σας αφορά, βρισκόμασταν στη Γαλλία. Θα μας προσβάλλετε κι άλλο με το θράσος σας;» «Παρακαλώ», είπε ο Μ πέκας. «Σας λέω απλώς ότι είναι καλύτερα να δώσετε κάποια εξήγηση σε εμένα, παρά να αναγκαστείτε να παραστείτε σε κάποια επίσημη ανάκριση. Διότι σας διαβεβαιώνω πως θα σας ζητηθεί κάτι τέτοιο». «Σταθείτε!» φώναξε η κυρία Ζούλια, που από τη μία κοιτούσε τον Μ πέκα και από την άλλη τον άντρα της με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Θα σας πούμε ό,τι θέλετε», συνέχισε, με τον Ζούλια να δυσανασχετεί εμφανώς. «Αλήθεια σας λέει ο άντρας μου, ήμασταν στην Γαλλία. Σε αυτό το συρτάρι έχουμε και τα εισιτήρια του
290
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ταξιδιού που το αποδεικνύουν», είπε και έβγαλε έναν φάκελο που τον έδωσε στον Μ πέκα. Ο Μ πέκας άνοιξε τον φάκελο και κοίταξε τα αποκόμματα. Τρία αποκόμματα. Ένα στο όνομα του Γιώργου Ζούλια, ένα στο όνομα της Αριστέας και ένα στο όνομα της Ευρυδίκης Ζούλια. Και τα τρία από Ελλάδα. «Τώρα μπορώ να φύγω», είπε ο Μ πέκας. «Μ πορείτε να πάρετε πίσω τα εισιτήριά σας». Η Αριστέα Ζούλια έδειξε να αντιλαμβάνεται το τρομερό της λάθος. «Ω, Θεέ μου», πρόλαβε να ξεστομίσει, πριν πέσει λιπόθυμη. Στις μέρες που ακολούθησαν, η κυρία Ζούλια εμφανίστηκε οικειοθελώς στην αστυνομία και ζήτησε να παραδοθεί ως ένοχη για τη δολοφονία της Έμιλυ Σμιθ. Ισχυρίστηκε ότι υπέθεσε πως το θύμα είχε σχέση με τον σύζυγό της και αυτή ήταν η αντίδρασή της. Ο Μ πέκας βέβαια είχε καταλάβει πολύ πριν η Αριστέα Ζούλια φτάσει σε αυτή την ψεύτικη ομολογία, ποια ήταν η πραγματικότητα και κατέθεσε όσα γνώριζε στις Αρχές. Λίγο καιρό αργότερα, η 19χρονη Ευρυδίκη Ζούλια έφτανε από τη Γαλλία, στο κτήριο της αστυνομικής διεύθυνσης, με τους δικηγόρους που είχε προσλάβει ο πατέρας της, στο πλευρό της. Όπως ισχυρίστηκε, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε σε εκείνη και τη μητέρα της ότι είχε μία κόρη από παλιά του σχέση, η οποία εισέβαλε στη ζωή του ξαφνικά, προσποιούμενη τη φοιτήτρια που θέλει να κάνει διδακτορικό, αποφάσισε να αποδεχτεί το γεγονός με τον όρο να μην άλλαζε η ζωή τους. Η Ευρυδίκη ενοχλούνταν έντονα, όταν μάθαινε πως η Έμιλυ είχε ολοένα και περισσότερες οικονομικές απαιτήσεις από την οικογένεια, την οποία εκβίαζε με
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
291
δημόσιο διασυρμό. Ήρθε από το Παρίσι λίγο πριν συναντήσει τους γονείς της στην Κουρσουβέλ, προκειμένου να βάλει στη θέση της την ετεροθαλή αδερφή της. Η συζήτηση παρεκτράπηκε και η Έμιλυ είπε πράγματα που εξόργισαν τη νεαρή γυναίκα, με αποτέλεσμα να επέλθει το μοιραίο. Από τότε σκέφτομαι αυτή την ιστορία κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα. Πάνε πολλά χρόνια και τώρα πια δεν νιώθω καμία ταραχή για εκείνα τα γεγονότα. Εκτός από κάτι μέρες σαν σήμερα που στο γραφείο μου, στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, έφτασε η αίτηση για διδακτορικό, μιας φοιτήτριας από την Ελλάδα, ονόματι Αθηνάς Τσακίρη. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα προβληματιζόμουν. Το μόνο που με βάζει σε σκέψεις είναι ότι Λένα Τσακίρη λεγόταν μια κοπέλα που είχα πριν έρθω στην Αμερική και η οποία πληγώθηκε πολύ από το χωρισμό μας. Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που έφευγα και εκείνη μου φώναζε με θυμό τα λόγια: «Μ ε εγκαταλείπεις την ώρα που η ζωή είχε ένα δώρο για εμάς. Να είσαι σίγουρος ότι θα το βρεις μπροστά σου!» Έγειρα στην πλάτη της καρέκλας μου και σκέφτηκα ότι ίσως είχε φτάσει η ώρα να κάνω μια συζήτηση με τη γυναίκα και την κόρη μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ
Σε ποιον ανήκει το παρελθόν; Θα το κάνω, είπε. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ενοχή. Πήρε το όπλο από το συρτάρι, ντύθηκε και βγήκε στο κρύο απόβραδο. Ο αστυνόμος Μ πέκας δεν άντεχε τις χαμηλές θερμοκρασίες. Χωνόταν ολόκληρος μέσα στο τριμμένο παλτό του, αλλά δεν ζεσταινόταν. Ούτε η είδηση που είχε διαβάσει τον κινητοποίησε όσο θα ’πρεπε· άλλωστε ήταν υπόθεση των Ηθών: «Βρέθηκε χτες δολοφονημένη μια πόρνη, μαχαιρωμένη στο στήθος». Καθώς έφτανε στο Τμήμα, ο Μ πέκας αναρωτιόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι σκοτώνουν και σκοτώνονται, ενώ μπορούν να λύσουν διαφορετικά τις εντάσεις και διαφωνίες τους. Δεν πρόλαβε να μπει στο γραφείο του και το τηλέφωνο χτύπησε: «Εμπρός, Μ πέκας». «Αστυνόμε, ο Διοικητής». «Διατάξτε». «Μ πέκα, θέλω να αναλάβεις εσύ την υπόθεση». «Ποια υπόθεση, Αρχηγέ;» έκανε τον αθώο ο Μ πέκας. Του άρεσε ν’ αποκαλεί τον Διοικητή του «Αρχηγό», αν και ήταν της ίδιας «σειράς».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
293
«Της δολοφονημένης..., πώς να το πω..., αυτής της ιερόδουλης... της κυρίας τέλος πάντων...» «Εντάξει, “Αρχηγέ”, κατάλαβα. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω ή να προσέξω;» «Όχι. Όλα τα στοιχεία τα έχει το Ηθών. Άντε, καλή δουλειά». Το τηλέφωνο έκλεισε, αλλά ο Μ πέκας κρατούσε ακόμα στο χέρι το ακουστικό λες και κάτι περίμενε ν’ ακούσει ακόμα. Το Ηθών δεν είχε πολλά να του πει. Πόρνη, εκδιδόμενη πολλά χρόνια, εργαζόταν μόνη χωρίς «προστάτη», κοκκινομάλλα, με ελιά και στα δύο μάγουλα. Ρούσα την φωνάζανε στην πιάτσα. Είχε δοθεί ήδη στον Tύπο η φωτογραφία της. Στο δωμάτιο όπου έμενε, ένα χαμόσπιτο στη Φυλής, δεν βρέθηκαν προσωπικά στοιχεία ή ταυτότητα. Μ όνο μια ιατρική γνωμάτευση που έδειχνε ότι έπασχε από φυματίωση και δεν είχε πολύ χρόνο μπροστά της. Λίγα χρήματα και μια κιτρινισμένη φυλλάδα με μια φωτογραφία που δεν διακρινόταν καθαρά κανένα πρόσωπο, αλλά σαν κάποιος να φορούσε στολή. «Αφού θα πέθαινε, γιατί να την σκοτώσουν», αναρωτήθηκε ο Μ πέκας. Πήγε ν’ ανάψει το τσιγάρο στην πίπα του για να σκεφτεί όταν χτύπησε η πόρτα. «Εμπρός». «Επιτρέπεται;» «Παρακαλώ, περάστε». Μ πήκε με τον αέρα του πετυχημένου. Νεαρός μεγαλογιατρός. Γνωστός για την επιστημονική του κατάρτιση, αλλά και για τις δημόσιες σχέσεις του. «Φάνης Δελίδης».
294
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε Δελίδη», τον ρώτησε ο Μ πέκας «κόβοντας» συγχρόνως τη φάτσα του. Του έκανε εντύπωση μια ελιά στο ένα μάγουλο. «Είναι η μητέρα μου», είπε απλά ο Φάνης Δελίδης, βάζοντας μπροστά στα μάτια του αστυνόμου τη φωτογραφία της δολοφονημένης πόρνης που είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες. «Λυπάμαι», ψέλλισε σχεδόν αιφνιδιασμένος ο Μ πέκας. «Είστε βέβαιος ότι...» «Κύριε Αστυνόμε, αν και όλοι στην οικογένεια τη θεωρούσαμε, έτσι τουλάχιστον μας είχαν πει, πεθαμένη εδώ και χρόνια, μόλις είδα τη φωτογραφία κατάλαβα αμέσως πως είναι, ήταν, η μητέρα μου». «Καλά, πώς και δεν είχατε νέα της τόσα χρόνια;» ρώτησε με όσο τακτ διέθετε ο Μ πέκας. «Μ α εγώ μεγάλωσα σαν ορφανό σε ίδρυμα. Μ ε βρήκαν έξω από το ορφανοτροφείο, μέσα σε μια κουβέρτα. Μ όνο μια φωτογραφία ήταν καρφιτσωμένη στο ρουχαλάκι μου. Μ ια κοκκινομάλλα γυναίκα με ελιά στο μάγουλο κι ένα σημείωμα: M aman, K.M . Αυτά μόνο ξέρω, αυτά μου είπαν όταν μεγάλωσα και με υιοθέτησε ένα ζευγάρι εύπορων γιατρών». Την ώρα που ο Μ πέκας προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και ν’ ανάψει το τσιγάρο του, ο Δελίδης πρόσθεσε: «Κύριε Αστυνόμε, παρακαλώ η έρευνα να γίνει όσο πιο διακριτικά... καταλαβαίνετε...» «Ναι, ναι, ασφαλώς», απάντησε ο Μ πέκας, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνει γιατί όλοι όσοι έχουν μυστικά, για τα οποία φοβούνται, δεν θέλουν ν’ απαλλαγούν από τις τυχόν ενοχές τους βγάζοντάς τα στο φως.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
295
Την άλλη μέρα το πρωί ο Μ πέκας ζήτησε από το Ηθών να ψάξουν να βρουν όλες τις εκδιδόμενες που έχουν αρχικό γράμμα (μικρό όνομα;) Κ. Κατερίνες, Καιτούλες, Κορίνες, και ούτω καθεξής.
Ξανάβαλε το όπλο στο συρτάρι του, αφού το καθάρισε προσεκτικά. Πονούσε λίγο. Την άλλη φορά θα τα καταφέρω καλύτερα, σκέφτηκε και κοιμήθηκε. Μ έχρι να «δουλέψει» το Αρχείο του Ηθών, ο Μ πέκας πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι και κατέγραψε τα μέχρι στιγμής δεδομένα: «Ύποπτος: κανένας». «Όνομα: Ρούσα, αλλά μάλλον δεν είναι το πραγματικό της». «Οι γείτονες δεν ξέρουν τίποτα, ούτε οι άλλες εκδιδόμενες. Μ όνο μερικές κατέθεσαν ότι την είχαν δει κάποιες Κυριακές να βγαίνει μόνη από σινεμά που έπαιζε γαλλικές ταινίες. Ζαν Γκαμπέν, Φερναντέλ, δεν θυμόντουσαν ακριβώς. Προτιμούσε να “δουλεύει” με ξένους γιατί ήξερε ξένες γλώσσες. Καμία εμπλοκή με την Αστυνομία». «Άντε να βρεις άκρη», μονολόγησε ο Μ πέκας. «Μ άλλον ήθελε να μου κάνει καψόνι ο “Αρχηγός” που μου ανέθεσε την υπόθεση». Άναψε το πορτατίφ. Τώρα πρέπει να γίνουν όλα, είπε δυνατά. Το αίμα είχε ξεραθεί στην πληγή. Κοίταξε το όπλο σχεδόν τρυφερά. Ο Μ πέκας αποφάσισε να επισκεφθεί στο σπίτι, τι σπίτι, έπαυλη στην Εκάλη, τον Φάνη Δελίδη. Τηλεφωνούσε, αλλά δεν απαντούσε κανείς.
296
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Του άνοιξε η οικονόμος. «Παρακαλώ». «Αστυνόμος Μ πέκας. Θα ’θελα να μιλήσω στον κύριο Δελίδη». «Μ αρία, ποιος είναι;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του σπιτιού. «Ένας αστυνόμος, κυρία. Ζητάει τον κύριο». Η γυναίκα που εμφανίστηκε στην πόρτα ήταν καλοφτιαγμένη χωρίς τίποτα «που να βγάζει μάτι». Λεπτή και ευγενική. «Καλημέρα σας, είμαι η σύζυγος του Φάνη. Ο άντρας μου λείπει σε ταξίδι. Θα γυρίσει το βράδυ αργά. Μ πορώ να σας βοηθήσω εγώ σε κάτι; Πάλι κάποιος κακόβουλος μήνυσε τον Φάνη; Ξέρετε, τον ζηλεύουνε...» «Θέλετε να περάσετε μέσα;» Ο Μ πέκας κατάλαβε ότι η σύζυγος δεν γνώριζε τίποτα για τη μητέρα του Φάνη. Δεν είχε λόγο ν’ ανακατέψει τα οικογενειακά τους. «Όχι, ευχαριστώ», απάντησε. «Απλώς να του πείτε ότι τον ζήτησα». Έφυγε από τη βίλα με μια απορία: «Πού να συναντιούνται άραγε τα σαλόνια με τα καλντερίμια;» Είχαν ήδη περάσει είκοσι και πλέον χρόνια, αλλά οι πληγές δεν είχαν κλείσει ολοσχερώς. Παράνομες σχέσεις, κομπιναδόροι, διπλοί πράκτορες, παιδιά του δρόμου, νόθα, εγκαταλελειμμένα, Ελληνίδες που «χαρακτηρίστηκαν». Πού κρυβόταν όμως η κόκκινη κλωστή που τα συνέδεε όλα αυτά στην υπόθεσή του; Αν βέβαια έτσι είχαν τα πράγματα. Οι εφημερίδες του αιγυπτιακού Ελληνισμού είχαν την είδηση σε πρωτοσέλιδο. Στην Ελλάδα πέρασε στα ψιλά.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
297
«Βρέθηκε νεκρός ο Ντίμης Στόκος, καλλιτεχνικός διευθυντής πολλών νυκτερινών κέντρων, πρώην μουσικός, εύπορος και γνωστός στους κύκλους των επιχειρηματιών της Αλεξάνδρειας». Τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο από 45άρι, στο κέντρο Cabaret des Étrangers, λίγο πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Κάποιοι από το προσωπικό του κέντρου δήλωσαν στην αστυνομία ότι άκουσαν να καβγαδίζει με κάποιον στο γραφείο του σε μια γλώσσα που δεν αναγνώριζαν. Κανείς δεν σκέφτηκε να συσχετίσει τους φόνους της ιερόδουλης Ρούσας με τον καλλιτεχνικό manager Ντίμη Στόκο; Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο μαχαίρι που βρέθηκε σ’ ένα ερμάρι στο γραφείο του Στόκου, ούτε στη φωτογραφία από την Κατοχή, αγκαλιά με μια κοκκινομάλλα που ’χε μια ελιά στο μάγουλο; Κανείς δεν ρώτησε για το πραγματικό όνομα του «αιγυπτιώτη» Στόκου που δεν ήταν Ντίμης αλλά Ντιμίτρι Στόκωφ, Βούλγαρος, πρώην στρατιωτικός; Η κρίση του Σουέζ δεν είχε αφήσει και πολλά περιθώρια αλληλοενημέρωσης των υπηρεσιών χρόνια μετά, αλλά το ερώτημα έμενε αναπάντητο: «Κανείς δεν τα “έδεσε” αυτά μεταξύ τους;» Το Αλλοδαπών δεν επικοινωνούσε με το Ηθών και η αλλαγή ταυτότητας στα ταραγμένα χρόνια δεν ήταν και πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Μ πέκας έψαχνε, αλλά δεν έβρισκε άκρη. Μ έχρι που του τηλεφώνησε ο Δελίδης. «Κύριε Αστυνόμε, έμαθα ότι με ζητήσατε. Έλειπα σε ταξίδι. Διεθνές συνέδριο Ιατρικής. Έχω κάποια νέα. Θα μπορούσα να έρθω στο γραφείο σας σε μια ώρα;»
298
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Σας περιμένω», απάντησε με έκδηλο ενδιαφέρον ο Μ πέκας. «Κύριε Αστυνόμε, με όλο το σεβασμό στο έργο της Αστυνομίας και στη δική σας πολύ καλή φήμη, λόγω της λεπτότητας του θέματος, ανέθεσα σε έλληνα και ξένο ιδιωτικό ντετέκτιβ να ψάξουν την υπόθεση. Σας καταθέτω λοιπόν τα στοιχεία, όπως ακριβώς μου τα μετέφεραν, για να βγάλετε εσείς με το αστυνομικό σας ένστικτο κάποια συμπεράσματα». «Σας ακούω», ψιθύρισε, σχεδόν αμήχανα, ο Μ πέκας ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μπανταρισμένο χέρι του Δελίδη. «Η μητέρα μου, Χριστίνα Μ παλούκου, ήταν κόρη ενός γάλλου ιδεολόγου, George Balou, που πολέμησε στη Μ ικρά Ασία ως διεθνιστής φιλέλλην και τελικά έμεινε στην Ελλάδα, στον Βόλο, όπου συζούσε με μια Ελληνίδα, τη Νίκη Διομήδους». «Χριστίνα, αλλά γαλλικά Κριστίν, γι’ αυτό στο σημείωμα είχε το αρχικό Κ», σκέφτηκε χωρίς να μιλήσει ο Μ πέκας. Κι εμείς ψάχναμε για Κατερίνες, Καιτούλες, Κορίνες. Τέλος πάντων. «Προχωρήστε», είπε δυνατά. «Η μητέρα μου φαίνεται ότι έζησε μια διπλή παρανομία, νόθο παιδί, κυνηγημένος πατέρας, και στη δίνη των ταραγμένων χρόνων τα ’μπλεξε με έναν ξένο στρατιωτικό που την “ατίμασε” και την εγκατέλειψε. Μ έχρις εκεί μπόρεσα να μάθω. Οι έρευνες συνεχίζονται, αλλά παρακαλώ και πάλι να μη δημοσιοποιηθεί τίποτα. Η οικογένειά μου νομίζει ότι όλη αυτή η κινητικότητα αφορά business ή ιατρικούς ανταγωνισμούς». «Μ είνετε ήσυχος», τον διαβεβαιώνει ο αστυνόμος Μ πέκας. Ο Δελίδης χαιρέτησε και έφυγε, αφήνοντας τον αστυνόμο σε βαθιά μελαγχολία. Πόρνη – Στρατιωτικός – Μ εγαλογιατρός.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
299
Παιδιά του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφύλιου, που ψάχνουν τις ρίζες τους. Κανείς όμως δεν φαίνεται να απειλούσε τη ζωή του άλλου. Κανείς, εκτός από το παρελθόν, αποφάνθηκε.
Πάλι απέτυχα. Αίμα έτρεχε από παντού στο σώμα του. Τρεις σφαίρες μου έμειναν, σκέφτηκε. Την επομένη στα ψιλά των εφημερίδων καταχωρίστηκε η είδηση: «Εισήχθη επειγόντως σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική ο Βασίλης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος αποπειράθηκε τρεις φορές να θέσει τέρμα στη ζωή του. Εντοπίστηκε αιμόφυρτος και νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση. Στο παραλήρημά του μιλάει για ονόματα, διευθύνσεις, καταστάσεις από την περίοδο του πολέμου. Παρακαλούμε όποιος γνωρίζει κάτι για τον εν λόγω να το αναφέρει στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα». Το δημοσίευμα συνόδευε και μια φωτογραφία του Βασίλη. Δεν είχε τελειώσει τον καφέ του ο αστυνόμος Μ πέκας όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα του γραφείου. «Εμπρός... Α, καλημέρα, κύριε Δελίδη. Έχετε νέα;» «Αυτός πρέπει να είναι ο αδελφός μου», είπε κοφτά ο Δελίδης δείχνοντας τη φωτογραφία του Βασίλη από την εφημερίδα. «Πώς;» «Δεν βλέπετε την ελιά στο ένα μάγουλο;» συμπλήρωσε ο Δελίδης. Ο Μ πέκας το μόνο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ήταν το μπανταρισμένο χέρι του Φάνη Δελίδη, από το οποίο φαίνονταν κάποιες σταγόνες αίμα.
300
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Στο σπίτι του Βασίλη, όπως το ήξεραν όλοι στη γειτονιά, του Βασίλη από το Ίδρυμα, που δεν τον ζητούσε ποτέ κανείς, βρέθηκε η φωτογραφία μιας κοκκινομάλλας γυναίκας με ελιά στο μάγουλο κι ένα σημείωμα: M aman, K.M ., κι ένα «χρησιμοποιημένο» περίστροφο 45άρι, χωρίς σφαίρες. Ο Μ πέκας είχε διαβάσει για τη δολοφονία του Ντίμη Στόκου στην Αλεξάνδρεια, είχε ρωτήσει τους δημοσιογράφους της εποχής και πρώτα απ’ όλα τον φίλο του Μ ακρή, είχε επισκεφτεί ορφανοτροφεία και ιδρύματα, είχε πάρει στοιχεία από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για δίδυμα παιδιά, αλλά όταν δεν διέθετε ατράνταχτα επιχειρήματα και ανεπίδεκτες αμφισβήτησης αποδείξεις δεν του άρεσε να κατηγορεί ανθρώπους. Και βέβαια απέφευγε να ηθικολογεί.
Τ ΕΥΚΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Είναι + Φαίνεσθαι
ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
την
Αγίου
Μελετίου, λίγο μετά τη
Μοσχονησίων θα βρούμε την οδό Σόροβιτς. Δύσκολα την προσέχει κανείς έτσι στενή που είναι και πνιγμένη από τις πολυκατοικίες. Αν την ακολουθήσουμε, θα βρεθούμε σε μια μικροσκοπική –σαν μαντίλι– πλατεία, κλειστή απ’ όλες τις μεριές. Εκείνο τον καιρό – καλοκαίρι του 1974 – τέσσερις τεράστιες αρσενικές μουριές σκίαζαν τα ξύλινα παγκάκια της και την έκρυβαν ακόμα περισσότερο από τα μάτια του κόσμου. «Μυστική πλατεία» την είχαν βαφτίσει τα πιτσιρίκια που την είχαν εντάξει σε όλα τα σχέδια μάχης των συρράξεων που διεξάγονταν στη γειτονιά με ξύλινα σπαθιά και καπάκια από τεντζερέδες, δίκην ασπίδων. Τότε ακόμα η πλατεία ήταν τριγυρισμένη από διώροφα και τριώροφα σπίτια. Σ’ ένα απ’ αυτά, γωνιακό με τη μια πρόσοψη προς την πλατεία και την άλλη σ’ ένα μικρό αδιέξοδο δρομάκι, ξεκίνησε η ιστορία μας. Το ισόγειο του σπιτιού είχε αυτόνομη είσοδο, με μια πόρτα αιωνίως μισάνοιχτη, αφού ένα κόκκινο πλαστικό σφουγγάρι στερεωμένο στο πάνω μέρος της την εμπόδιζε να κλείσει. Πάνω από το μάλλον άχρηστο κουδούνι υπήρχε μια ταμπελίτσα με το όνομα «Κατερίνα» κι ένα μικρό χρωματιστό φωτάκι που δεν έσβηνε ποτέ, μέρα νύχτα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, η πόρτα της κουζίνας έβγαζε σε μια
302
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μικρή αυλή. Η αυλόπορτα έδινε στο αδιέξοδο δρομάκι και αποτελούσε μια βολική λύση αν κανένας ήθελε να μπει ή να βγει χωρίς να τον αντιληφθούν όσοι ήταν καθισμένοι στην «αίθουσα αναμονής», στο χωλ δηλαδή της κυρίας εισόδου... Ήταν ένα γλυκό καλοκαιριάτικο βράδυ. Τα γιασεμιά, τ’ αγιοκλήματα και τα φούλια στα μπαλκόνια και στις λιγοστές αυλές που είχαν προσωρινά γλιτώσει από την ανοικοδόμηση σκόρπιζαν πλουσιοπάροχα τις ευωδιές τους. Ο ουρανός ήταν ανέφελος, τ’ αστέρια έλαμπαν, ενώ το ένα και μοναδικό δημοτικό φανάρι σκόρπιζε ένα αδύναμο κίτρινο φως που έκανε τη μικρή πλατεία να μοιάζει με σκηνικό θεάτρου. Ο Φάνης κι η Κατερίνα κάθονταν στο παγκάκι απέναντι στη μισάνοιχτη πόρτα και κουβέντιαζαν. «Να σκεφτείς, Κατερίνα, πως μέχρι και το χίλια πεντακόσα τόσο, οι άνθρωποι πίστευαν ότι στο κέντρο του κόσμου βρισκόταν η Γη και πως ο Ήλιος, το Φεγγάρι, τ’ αστέρια, οι πλανήτες τριγυρνούσαν όλα γύρω της». «Και... δεν είναι έτσι;» «Όχι! Έτσι φαίνεται να είναι, όταν παρατηρούμε τον ουρανό με γυμνό μάτι. Όμως αλλιώς είναι τα πράματα κι αλλιώς φαίνονται...» «Πώς; Δεν καταλαβαίνω». «Κοίτα. Όταν είσαι μέσα στο ασανσέρ και βλέπεις τις πόρτες στους ορόφους να περνούν από μπροστά σου δεν έχεις την αίσθηση ότι αυτές είναι που κατεβαίνουν, ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι αντίθετα, εσύ με την καμπίνα του ασανσέρ είσαι που ανεβαίνεις; Ε, το ίδιο συμβαίνει και με τη Γη. Στεκόμαστε πάνω της και μας φαίνεται πως όλος ο κόσμος γυρνάει γύρω μας, ενώ
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
303
στην πραγματικότητα εμείς είμαστε που γυρνάμε γύρω απ’ τον Ήλιο». «Κι εμείς πού το ξέρουμε;» «Υπήρξαν αρκετοί που το υποπτεύθηκαν. Ο Αρίσταρχος, για παράδειγμα, στην αρχαιότητα. Ο Κοπέρνικος, ένας καλόγερος από την Πολωνία, στα τέλη του Μ εσαίωνα. Αυτός όμως που το απέδειξε ήταν ο Γαλιλαίος. Ήταν ο πρώτος που έστρεψε το τηλεσκόπιο στον ουρανό και με βάση τις παρατηρήσεις του...» Μ ια παρέα από τρεις νεαρούς κοντοστάθηκε μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα. Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό την έσπρωξαν και μπήκαν μέσα. «Όχου πάλι!» αναστέναξε η Κατερίνα. «Μ ε συγχωρείς, πρέπει να πάω μέσα. Δεν θ’ αργήσω. Μ άλλον μόνο για τσάρκα έχουν έρθει». Μ ε αργά βήματα κατευθύνθηκε προς το αδιέξοδο για να μπει από την πίσω πόρτα –«entrée des artistes» την έλεγε ο Φάνης– στο σπίτι. Κόρη αγνώστου πατρός, η Κατερίνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της μητέρας της όταν ο εποχιακός «πατριός» της άρχισε να έχει από αυτήν και άλλες απαιτήσεις πέρα από το να του ψήνει καφέ και να του σιδερώνει τα πουκάμισα. Η πορεία της στη συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Αφού περιπλανήθηκε για λίγο στο χώρο της ελεύθερης αγοράς τέθηκε τελικά κάτω από την υποχρεωτική προστασία του Κωνσταντίνου Σπυρόπουλου ή Ντινάρα ή Γαλιάντρα, κατ’ επάγγελμα νταβατζή και ευκαιριακά χαφιέ της Ασφάλειας, η οποία ανεξαρτήτως πολιτικής καταστάσεως και καθεστώτος πάντοτε εκτιμούσε τις υπηρεσίες ατόμων του φυράματός του. Ο Γαλιάντρας την εγκατέστησε στο ισόγειο της οδού Σόροβιτς θέτοντάς την υπό την κηδεμονία της
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
305
λίγο ελεύθερος με εντολή στους συνήθεις συνεργάτες «των αρχών» να έχουν το νου τους μπας και η παρακολούθησή του τους οδηγήσει σε κανένα «λαυράκι». Από την πλευρά του ο Φάνης βαριόταν αφόρητα τα διάφορα πηγαδάκια με τις ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την καταδίκη ή τη δικαίωση του Στάλιν, του Μ άο, του Μ πρέζνιεφ, του Κάστρο και την αποκήρυξη ή την υιοθέτηση της διεθνιστικής, ορθόδοξης, ρεφορμιστικής, λικβινταριστικής, σεχταριστικής ή γνήσια επαναστατικής γραμμής. Η μεγαλύτερή του απόλαυση, πέρα από τις προβολές στο «Στούντιο» και την «Αλκυονίδα» και τις παραστάσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου», ήταν το κουβεντολόι με την Κατερίνα, μπροστά στην είσοδο του εργασιακού της χώρου, στον οποίο – ειρήσθω εν παρόδω– ο ίδιος ουδέποτε είχε εισέλθει. Ενάντια σε κάθε λογική τα δυο παιδιά, που είχαν γνωριστεί τυχαία στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς, είχαν γίνει φίλοι νιώθοντας να τους δένει μια αμοιβαία –αδελφική όπως πίστευαν– τρυφερότητα. «Είδες, δεν άργησα», του είπε πρόσχαρα η Κατερίνα. «Οι φουκαράδες, λίγο μάτι θέλανε να πάρουν», πρόσθεσε αντιμετωπίζοντας με υπέρμετρη επιείκεια τους τρεις νεαρούς. “Θα μέναμε, αλλά δεν υπάρχει σάλιο”, μου ομολόγησαν. Λοιπόν τι έλεγες για τον Γαλιλαίο;» Συνέχισαν να κουβεντιάζουν μέχρις αργά το βράδυ, με περιστασιακές διακοπές από την έλευση κάποιου πελάτη – σύντομες αν επρόκειτο απλώς για «έρευνα αγοράς» ή λίγο πιο μακροσκελείς, αν ο πελάτης αποφάσιζε να επενδύσει. Λίγο μετά τη μία ήρθε να τους βρει η κυρα- Μ υρσίνη: «Έλα, Κατερίνα μου, καιρός να μαζευτείς μέσα. Όπου να ’ναι θα ’ρθει αυτός, κι αν σας βρει εδώ έξω ποιος τον ακούει...»
306
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Εντάξει, Μ υρσίνη, έρχομαι», απάντησε η Κατερίνα. Οι δυο φίλοι χαιρετήθηκαν ακουμπώντας απαλά ο ένας τις παλάμες του άλλου κι ο Φάνης απομακρύνθηκε σιγοσφυρίζοντας το σουξέ της εποχής: Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, καραβάκια στο ταξίδι δε με παίρνετε, καλέ... Εκείνη τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974 η μισή Ελλάδα γιόρταζε στο αεροδρόμιο, στις πλατείες και στους δρόμους την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η άλλη μισή, σκυμμένη πάνω από τα ραδιόφωνα και τα τηλέφωνα προσδοκούσε τρέμοντας κάποια είδηση από την Κύπρο που πλήρωνε μόνη της το τίμημα της Μ εταπολίτευσης. Έτσι κανείς δεν άκουσε τον πυροβολισμό που αντήχησε στο γωνιακό ισόγειο της οδού Σόροβιτς. Μ πορεί πάλι ο ήχος του πυροβολισμού να χάθηκε ανάμεσα στις ιαχές και τους κρότους από τα βαρελότα και τα βεγγαλικά. Ή μάλλον όχι. Μ ια ηλικιωμένη γυναίκα που κατοικούσε στον πρώτον όροφο του απέναντι σπιτιού λέει πως άκουσε ένα μπαμ. Αλαφιασμένη βγήκε στο παράθυρο και είδε έναν άντρα να απομακρύνεται τρέχοντας. Όλοι όμως ήξεραν πως η γριά τα είχε χαμένα και δεν έδωσαν σημασία... Το πρωί της 25ης Ιουλίου ο Φάνης ξύπνησε από το παρατεταμένο κουδούνισμα στην εξώπορτα. «Πάλι τα ίδια;» φώναξε μόλις άνοιξε, βλέποντας τη γνώριμη φάτσα του αστυφύλακα. «Δεν το πήρατε είδηση ότι έπεσε η Χούντα;» Ο αστυφύλακας βιάστηκε να τον καθησυχάσει. «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Ο κύριος διοικητής σε παρακαλεί, όποτε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
307
μπορέσεις, να περάσεις από το τμήμα. Έγινε ένα έγκλημα στη γειτονιά και θέλει να σου πάρει κατάθεση». «Έγκλημα; Τι έγκλημα; Και τι σχέση έχω εγώ; Σαν να μη μου τα λες καλά, φίλε». «Δεν ξέρω, θα σου τα πει ο ίδιος. Πάντως μου τόνισε ότι δεν έχει καμιά σχέση με τις παλιές ιστορίες». «Τέλος πάντων. Κάτσε λίγο να ετοιμαστώ κι έρχομαι μαζί σου». Το κρύο ντους τον συνέφερε. Πέρασε βιαστικά την πετσέτα στο γερό νευρώδες κορμί του και ντύθηκε. Χάρη στη μόδα της εποχής –μακριά αχτένιστα μαλλιά και γένια– δεν είχε να γνοιαστεί ούτε για χτένισμα ούτε για ξύρισμα. Ο μικροσκοπικός καθρέφτης της εισόδου του αντιγύρισε το είδωλο ενός ψηλού, γεροδεμένου νεαρού με φουντωτή, βοστρυχωτή κόμη και πλούσια απεριποίητη γενειάδα. Μ ε το μακό μπλουζάκι και το τζην παντελόνι καμπάνα – δεν του πολυάρεσε η μόδα, αλλά μόνο τέτοια έβρισκες εκείνες τις μέρες στα ετοιματζίδικα–, δεν διέφερε στην εμφάνιση από τους άλλους νέους της γενιάς του. «Άντε πάμε», είπε βαριεστημένα στον αστυφύλακα. Διαβαίνοντας το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος Κυψέλης, ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Οι αναμνήσεις από τις προηγούμενες επισκέψεις του δεν ήταν και οι πιο ευχάριστες. Ωστόσο η αλλαγή κλίματος ήταν διάχυτη στον αέρα. Για πρώτη φορά ο Φάνης ένιωσε πως υπήρχε φόβος και από την άλλη μεριά. Η πιο μεγάλη έκπληξη ήταν ο διοικητής. Αντί για το συνηθισμένο «Έλα δω, ρε τσόγλανε», τον υποδέχθηκε μ’ ένα κωμικό, «Καλημέρα σας, κύριε Ευάνθη», ενώ το «ή θα τα ξεράσεις όλα ή θα ψοφήσεις εδώ βρομοκομμούνι» αντικαταστάθηκε με το «θα
308
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
θέλαμε τη βοήθειά σας σχετικά με ένα φόνο που διαπράχθηκε στην περιοχή μας». Έκπληκτος ο Φάνης αρνήθηκε τον καφέ και το τσιγάρο που του προσφέρθηκαν, κάθισε όμως στην καρέκλα για να εγκαινιάσει αυτό που οι πολιτικοί βάφτισαν αργότερα ως «αποκατάσταση της ψυχικής ενότητας λαού και σωμάτων ασφαλείας». «Γνωρίζετε μια ιερόδουλο ονόματι Κατερίνα;» μπήκε επιτέλους στην ουσία ο διοικητής. «Ναι. Τι συμβαίνει;» είπε ανήσυχος. «Πότε την είδατε τελευταία φορά;» «Προχτές το βράδυ. Γιατί; Έπαθε τίποτα;» «Αυτό δεν το γνωρίζω. Χτες το βράδυ ένας περαστικός μπήκε στο... ξέρετε. Ήταν έρημο. Στην μπροστινή κρεβατοκάμαρα υπήρχε ένας νεκρός άνδρας. Τον είχαν πυροβολήσει στο στήθος. Τόσο η Κατερίνα όσο και η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι είναι άφαντες». «Τι να σας πω. Εγώ περνούσα πού και πού έξω από το... σπίτι της Κατερίνας. Όποτε ήταν ελεύθερη φλυαρούσαμε λιγάκι. Πέρα από αυτό δε γνωρίζω τίποτα». «Φαίνεται πως αυτή τον σκότωσε. Ήταν ο... προστάτης της. Θα τσακώθηκαν και του την άναψε». «Μ α τι λέτε. Η Κατερίνα είναι ανίκανη να κάνει τέτοιο πράμα. Άλλωστε μην ξεχνάτε πως είναι σχεδόν παιδί». «Πάντως το επάγγελμα που κάνει δεν είναι και τόσο... παιδικό», είπε μ’ ένα κακό χαμόγελο ο Διοικητής. «Εν πάση περιπτώσει. Αν τη δείτε, πείτε της να παραδοθεί. Μ ε το να κρύβεται απλώς επιβαρύνει τη θέση της».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
309
Ο διοικητής έκανε μερικές ακόμα ερωτήσεις κι ύστερα τον έβαλε να υπογράψει την κατάθεση που του έδωσε δακτυλογραφημένη ένας αστυφύλακας. Έφυγε από το τμήμα σκεπτικός. Η Κατερίνα; Ήταν δυνατόν;
Εκείνο το βράδυ το «Βοξ» ήταν κατάμεστο. Για πρώτη φορά, ύστερα από εφτά χρόνια, προβαλλόταν ξανά ο Αλέξης Ζορμπάς με την απαγορευμένη μουσική του Θεοδωράκη. Ο Φάνης είχε καταφέρει να εξασφαλίσει θέση στην πρώτη παράσταση. Βγαίνοντας από το σινεμά, ανάμεσα στο πλήθος που συνωστιζόταν στην ουρά για τη «βραδινή» ξεχώρισε την Κατερίνα. «Το ήξερα πως θα σ’ έβρισκα εδώ», του ψιθύρισε. «Την έχω άσχημα. Πρέπει να με βοηθήσεις». «Τι έγινε; Μ ε φώναξαν το πρωί στην αστυνομία. Ανησύχησα». «Θα σου τα πω όλα. Πάμε όμως κάπου να μιλήσουμε με την ησυχία μας». «Έλα να παραστήσουμε το ζευγαράκι. Θ’ ανηφορίσουμε κατά τον Λυκαβηττό. Εκεί δεν θα μας ενοχλήσει κανένας». Διστακτικά πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Όταν κι η Κατερίνα τον αγκάλιασε από τη μέση ένιωσε παράξενη γλύκα να τον πλημμυρίζει. Όμως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Ανηφόρισαν αγκαλιασμένοι την Αραχώβης μέχρι το παρκάκι που βρίσκεται πίσω από τον Άγιο Νικόλα, γνωστό καταφύγιο για τα ζευγαράκια που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι. Ευτυχώς υπήρχε ένα ελεύθερο παγκάκι. «Και τώρα πες τα μου όλα», είπε ο Φάνης. «Θυμάσαι που με φώναξε η Μ υρσίνη γιατί θα ερχόταν ο Ντινάρας. Πράγματι ύστερα από λίγο ήρθε. Είχε φοβερά κέφια,
310
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
αστειευόταν, έδωσε ένα ολόκληρο κατοστάρικο μπαξίσι της Μ υρσίνης και την έδιωξε. “Περιμένω κάποιον”, μου είπε. “Εσύ να κλειστείς στην κουζίνα και μην ξεμυτίσεις, αν δεν σε φωνάξω”. Πράγματι, σε λίγο άκουσα βήματα και ομιλίες στο χωλ. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι δουλειές του, αλλά δεν γουστάρω να μου δίνουν διαταγές. Έτσι, χωρίς να κάνω θόρυβο, βγήκα από την κουζίνα και τους παρακολούθησα χωρίς να με πάρουν είδηση. Κάτι λέγανε για όπλα, για έναν άνθρωπο από τη Λιβύη, για λεφτά. Σε μια στιγμή ο άλλος –πρώτη φορά τον έβλεπα – του έδωσε ένα χοντρό καφετί φάκελο. Ύστερα, την ώρα που ο Ντινάρας τον άνοιγε, έβγαλε ένα πιστόλι και τον πυροβόλησε. Δάγκωσα τα χείλη μου να μη φωνάξω από τον τρόμο. Ευτυχώς δεν με πήρε είδηση, αλλιώς θα με καθάριζε κι εμένα. Ύστερα έσκυψε, πήρε πίσω το φάκελο, πέταξε το πιστόλι πάνω στο πτώμα κι έφυγε βιαστικά. »Έμεινα για λίγο στη θέση μου, παγωμένη από το φόβο. Ο Ντινάρας δεν κουνιότανε καθόλου. Ξεθάρρεψα και πλησίασα. Ήταν πεθαμένος. Μ ’ έπιασε πανικός. Το μόνο εύκολο για την αστυνομία είναι να φορτώσει σε μια πόρνη το φόνο του προστάτη της. Προσπάθησα να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Ώσπου ν’ ανακαλυφθεί το πτώμα ήμουν ασφαλής. Στο συρτάρι της κουζίνας υπήρχαν οι εισπράξεις των τελευταίων ημερών. Πήρα τα λεφτά και πήγα να κοιμηθώ σ’ ένα ξενοδοχείο της Ομόνοιας, απ’ αυτά που δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις. »Χτες όλη μέρα προσπάθησα να βρω τη Μ υρσίνη. Είμαι σίγουρη, τέτοια κουτσομπόλα που είναι, πως παραφύλαξε και είδε τον επισκέπτη. Δεν τη βρήκα πουθενά. Το βράδυ κοιμήθηκα σε μια παλιά γνωστή μου. Της είπα ότι τσακώθηκα με τον φίλο μου και της ζήτησα να με φιλοξενήσει για ένα βράδυ. Σήμερα όμως τα
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
311
πράγματα είναι αλλιώς. Οι απογευματινές εφημερίδες γράφουν για το φόνο και λένε πως το έκανα εγώ. Έχουν και τη φωτογραφία μου. Πού στην ευχή τη βρήκαν. Έτσι δεν έχω πού να πάω». «Αυτό είναι το πιο εύκολο. Ένας φίλος μου έχει ένα διαμερισματάκι εδώ κοντά. Στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Λείπει και μου άφησε το κλειδί. Μ πορείς να μείνεις εκεί για λίγες μέρες μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε». Το σπίτι ήταν κατάλληλα διαλεγμένο για ερωτική φωλιά. Η είσοδος από ένα στενό αδιέξοδο σοκάκι ήταν σχεδόν αθέατη από τα μάτια των περαστικών. Μ ια δεύτερη πόρτα, που έβγαζε στον πίσω δρόμο, ήταν ιδανική για καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης». Μ παίνοντας η Κατερίνα άφησε ένα επιφώνημα θαυμασμού. «Φτωχαδάκι ο φίλος σου ε; Αυτό δεν είναι “διαμερισματάκι”, είναι σωστό παλάτι». Πράγματι, τα ακριβά έπιπλα, το υπερσύγχρονο στερεοφωνικό, οι ακουαρέλες στους τοίχους κι ένα πολυτελές μπαρ δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που στα μάτια της φτωχής πόρνης φάνταζε βγαλμένη από τις Χίλιες και μία νύχτες. Ο Φάνης γέλασε αμήχανα. «Ο Δημήτρης είναι συμφοιτητής μου στο Πολυτεχνείο· ανήκει όμως σ’ έναν άλλο κόσμο. Ο πατέρας του είναι εφοπλιστής κι ο ίδιος έχει τις σπουδές μάλλον ως δευτερεύουσα απασχόληση. Τον πιο πολύ καιρό λείπει. Σκι στην Ελβετία, ιστιοπλοΐα στις Μ παχάμες, σαφάρι στην Αφρική... Πού και πού τον βοηθάω στα μαθήματα και γι’ αντάλλαγμα μου έχει παραχωρήσει το σπίτι του για όσο λείπει. Το δέχτηκα για περίπτωση ανάγκης». «Τι ανάγκης, ξανθιάς ή μελαχρινής;» τον πείραξε ή Κατερίνα.
312
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Φάνης κοκκίνισε. «Όχι, δεν κατάλαβες. Εννοώ αν προκύψει τίποτα με την... αστυνομία». Της έδειξε τα κατατόπια, τη συμβούλεψε να μην απαντά στο τηλέφωνο και να μην ανοίγει την πόρτα σε κανέναν. «Λοιπόν κοιμήσου τώρα και θα τα πούμε αύριο», είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Η Κατερίνα στάθηκε μπροστά του κόβοντάς του το δρόμο. Τον κοίταξε με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της όπου μπορούσε κανείς να διαβάσει όλα όσα είχε τραβήξει στα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής της: φόβο, πόνο, ταπείνωση. «Είσαι ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου που μου φέρθηκε σαν να ήμουν κι εγώ άνθρωπος», του είπε. «Σ’ ευχαριστώ». Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο μάγουλο. Ο Φάνης ψέλλισε κάτι ακατάληπτο, της χάιδεψε αδέξια τα μαλλιά κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Βυθισμένος στις σκέψεις του πήρε έναν από τους δρόμους που κατηφόριζαν προς την πλατεία Κολωνακίου. Χωρίς μάρτυρες, χωρίς στοιχεία η Κατερίνα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο ίδιος τη θεωρούσε ανίκανη να διαπράξει έγκλημα, οι άλλοι όμως; Στα μάτια τους δεν ήταν παρά μια πόρνη. Το πώς και γιατί έγινε πόρνη ελάχιστα απασχολούσε την καθωσπρέπει κοινωνία. Τον προβλημάτιζε όμως κι ίδια η Κατερίνα. Ποτέ ως τότε δεν την είχε φανταστεί παρά σαν φίλη. Όμως απόψε... Κάποιες μικρές ασήμαντες κινήσεις, ο τρόπος που τον κοίταζε, η στάση της... έμοιαζε να είναι παραπάνω από φιλική. Μ όλις το σκέφτηκε, τον έζωσαν οι αμφιβολίες. Μ ήπως η Κατερίνα τον χρησιμοποιούσε για να βγει από τη δύσκολη θέση; Μ ήπως αυτή η αλλαγή στάσης δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά προσχεδιασμένη. Δεν το πίστευε, γιατί δεν ήθελε να το πιστέψει. Όμως, τι ήξερε γι’ αυτήν; Του άρεσαν οι απλοί ανεπιτήδευτοι τρόποι της, τον είχαν συγκινήσει τα βάσανά
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
313
της, τη συμπαθούσε, ίσως και να την αγαπούσε. Όμως... μπορούσε μια επαγγελματίας του έρωτα να ερωτευτεί; Η γνώριμη φωνή του δημοσιογράφου Μ ακρή τον έβγαλε από την περισυλλογή. «Φάνη!» Καθόταν στη «Λυκόβρυση», στο κέντρο μιας μεγάλης παρέας· του έκανε νόημα να καθίσει μαζί τους. Ο Μ ακρής! Συγχωριανός και παιδικός φίλος του πατέρα του, τον είχε πάρει υπό την προστασία του τον πρώτο καιρό που είχε έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τον βοήθησε να βρει σπίτι, του έδειξε τα στέκια με το φτηνό, καλό φαγητό κι όποτε μπορούσε του εξασφάλιζε καμιά μικροδουλίτσα για λίγο έξτρα χαρτζιλίκι. Ο Μ ακρής ήξερε τους πάντες και τα πάντα στην Αθήνα! Αυτόν θα έπρεπε να συμβουλευθεί. Έτσι, παρόλο που δεν είχε καμία διάθεση για κοινωνικές συναναστροφές, δέχτηκε την πρόσκληση. Υπομονετικά περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να πει στον Μ ακρή ότι ήθελε να τον δει ιδιαιτέρως. «Ελάτε αύριο να με βρείτε στο Ρομάντσο», του είπε ο δημοσιογράφος όταν ύστερα από δυο βασανιστικές ώρες επιτέλους η παρέα διαλύθηκε και ο Φάνης του εκμυστηρεύτηκε τα προβλήματά του. «Μ παινοβγαίνει τόσος ετερόκλητος κόσμος στα γραφεία του περιοδικού που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να την αναγνωρίσουν». Από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας η Πρωινή είχε κλείσει κι ο Μ ακρής είχε αναγκαστεί να πιάσει δουλειά στο δημοφιλές λαϊκό περιοδικό. Θέλοντας και μη, αλλά με πολύ χιούμορ και στωικότητα, είχε εγκαταλείψει τη διεύθυνση μιας από τις εγκυρότερες πολιτικές εφημερίδες του τόπου για ν’ ασχοληθεί με αισθηματικά αναγνώσματα, περιπετειώδη διηγήματα και κουσκούς
314
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
από τη ζωή των σταρ του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η Κατερίνα και ο Φάνης τον βρήκαν στο μικρό γραφειάκι του να κατσαδιάζει έξαλλος ένα νεαρό δημοσιογράφο: «“Ένας στοίβος από τριαντάφυλλα κάλυπτε το σωρό της άτυχης καλλιτέχνιδος εκείνη τη θλιβερή Δευτέρα του Οκτωμβρίου που οι φίλοι και οι θαυμαστές της την οδήγησαν στην τελευταία της κατοικία”. Για όνομα του Θεού, βρε Νίκο. Τρία λάθη σε μια πρόταση; Λοιπόν πάρ’ το και πρόσεξε καλά τις διορθώσεις μου! Μ ην ξαναδώ τα ίδια λάθη, θα σε σφάξω. Α! Καλώς τα παιδιά. Καθίστε». Ντροπιασμένος ο δημοσιογράφος πήρε το χειρόγραφο και έφυγε. Το πρόσωπο του Μ ακρή λαμποκοπούσε από χαρά. «Ξανανοίγει η Πρωινή», τους ανακοίνωσε. «Τη Δευτέρα κυκλοφορεί το πρώτο της φύλλο. Προς το παρόν στεγάζομαι ακόμα εδώ, μέχρι να ετοιμαστούν τα νέα μας γραφεία. Ας αφήσουμε όμως τα δικά μου. Πείτε μου». Η Κατερίνα τού αφηγήθηκε τα γεγονότα από την αρχή. Ο Μ ακρής την άκουγε με προσοχή, μασουλώντας την πίπα του. Σε μια στιγμή η πόρτα άνοιξε. Ένας μικρόσωμος δημοσιογράφος μπήκε στο γραφείο κραδαίνοντας δυο φωτογραφίες. «Από τη χθεσινοβραδινή άφιξη του αρχηγού στο αεροδρόμιο», είπε όλος υπερηφάνεια. «Πάρε να δεις τον αυριανό πρωθυπουργό μας!» «Καλά, καλά», τον αποπήρε ο Μ ακρής. «Κάθε βράδυ έρχεται κι από ένας αυριανός πρωθυπουργός. Εφτά χρόνια την περνάγανε ζωή και κότα στο εξωτερικό και τώρα θυμηθήκανε να έρθουν να μας κυβερνήσουν. Άσε με τώρα γιατί έχω δουλειά». Ο «πάγος» που του έβαλε ο Μ ακρής δεν τον επηρέασε καθόλου. Έφυγε περιχαρής να πάει κι αλλού να διατρανώσει τον ενθουσιασμό του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
315
«Λοιπόν, λέγαμε...» είπε γυρίζοντας ξανά προς την Κατερίνα. Σταμάτησε, μόλις αντιλήφθηκε ότι η νέα κοπέλα είχε γίνει κατακίτρινη. «Συμβαίνει τίποτα;» τη ρώτησε ανήσυχος. «Αυτός..., αυτός είναι», είπε η Κατερίνα τρέμοντας. «Είμαι σίγουρη πως είναι αυτός». Οι άλλοι δύο έσκυψαν πάνω στη φωτογραφία. Πίσω από τον «αρχηγό» που χαιρετούσε το συγκεντρωμένο πλήθος φαινόταν καθαρά το πρόσωπο ενός κοντού, απροσδιόριστης ηλικίας άνδρα με μαύρο πουκάμισο και ανοιχτόχρωμη γραβάτα. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε δύσπιστα ο Μ ακρής. «Απόλυτα», επέμεινε η κοπέλα. «Τον είδα πάρα πολύ καθαρά. Είναι αυτός». «Χμμ», είπε ο Μ ακρής. «Πρέπει να μάθουμε ποιος είναι! Νίκο!» φώναξε. Ο νεαρός δημοσιογράφος μπήκε διστακτικά, περιμένοντας μια καινούργια κατσάδα. «Ο Νίκος είναι αετός στο ρεπορτάζ. Τα ελληνικά του είναι λίγο χάλια, αλλά μπορεί κυριολεκτικά να βρει βελόνα στα άχυρα». Του έδωσε τη φωτογραφία: «Μ άθε ό,τι μπορείς γι’ αυτόν τον κύριο», είπε δείχνοντάς του το πρόσωπο που είχε εντοπίσει η Κατερίνα. «Και γρήγορα. Το μεσημέρι θέλω απάντηση!» «Έπεσε η δικτακτορία, κύριε Μ ακρή», είπε ο Νίκος προσπαθώντας να κάνει χιούμορ. «Σταματήστε λοιπόν να με διατάζετε σαν στρατηγός». Η οργισμένη έκφραση του Μ ακρή τον έτρεψε σε φυγή. «Θα τα καταφέρει», τους διαβεβαίωσε ο Μ ακρής. «Ελάτε το βράδυ στο σπίτι μου να φάμε και να τα κουβεντιάσουμε. Θα καλέσω και κάποιον φίλο που θα μας βοηθήσει ουσιαστικά».
316
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. «Μ ια στιγμή», άκουσαν μια φωνή πίσω τους. Ένας γιγαντόσωμος άνδρας με παχύ μουστάκι και τεράστια φαλάκρα σχεδίαζε πυρετωδώς και με τα δυο του χέρια. «Να και ο δασύτριχος σκιτσογράφος μας», είπε κοροϊδευτικά ο Μ ακρής. «Τα μαλλιά μου, κύριε Μ ακρή, προτίμησαν τον έντιμο θάνατο από την ατίμωση της λεύκανσης», του αντιγύρισε ο άλλος, κοιτάζοντας επίμονα και με νόημα την πλούσια ξανθιά κόμη του φίλου του, που είχε αρχίσει να γκριζάρει επικίνδυνα. «Έτοιμα», είπε σε λίγο δίνοντας στον καθένα τους από ένα σκίτσο. «Δεν είναι καταπληκτικός;» σχολίασε ο Μ ακρής. «Έχει πάθος με το σκιτσάρισμα και όπως είδατε σκιτσάρει ταυτόχρονα δυο διαφορετικά θέματα, ένα με το κάθε χέρι. Μ ακάρι να δεχτεί να συνεργαστεί και με την Πρωινή». Ο Μ ακρής έμενε σ’ ένα δυάρι πίσω από το Μ ουσείο. O Φάνης κι η Κατερίνα τον βρήκαν να τους περιμένει συντροφιά μ’ έναν παράξενο τύπο. Κοντόχοντρος, μ’ ένα χοντροκομμένο μουστάκι που μάλλον λέρωνε παρά στόλιζε το πάνω του χείλος, ντυμένος μ’ ένα παλιομοδίτικο κοστούμι, θύμιζε στον Φάνη τους παραγγελιοδόχους που επισκέπτονταν κατά καιρούς το μπακάλικο του πατέρα του στο χωριό. «Αν είναι αυτός ο φίλος του Μ ακρή που θα μας βοηθήσει, σωθήκαμε», σκέφτηκε ο Φάνης. Πράγματι, το νυσταγμένο βλέμμα του, ο σχολαστικός τρόπος που έκοβε το τσιγάρο του στη μέση και το τοποθετούσε σε μια πίπα πριν το ανάψει και η ανεξήγητη εμμονή του να φοράει ακόμα και μέσα στο σπίτι το σακάκι του, παρά τους σαράντα βαθμούς που είχε έξω, έδειχναν άνθρωπο μάλλον απλοϊκό και ασήμαντο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
317
«Ο κύριος Γιώργος Μ πέκας, πρώην αστυνομικός διευθυντής», έκανε τις συστάσεις ο Μ ακρής. Η Κατερίνα ταράχτηκε. «Ο Γιώργος είναι συνταξιούχος και δεν έχει καμιά επίσημη ιδιότητα, έχει όμως πολλές γνωριμίες στην αστυνομία και τεράστια πείρα. Τον έχω ενημερώσει για την υπόθεση και δέχτηκε να μας βοηθήσει εντελώς ιδιωτικά», βιάστηκε να την καθησυχάσει ο δημοσιογράφος. Χωρίς να μιλήσει, με μια απλή κλίση της κεφαλής, ο Μ πέκας επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του. «Έχουμε νέα», είπε ο Μ ακρής. «Σας το είχα πει ότι ο Νίκος είναι ξεφτέρι. Τον ξετρύπωσε τον φίλο. Λέγεται Σάκης Τσελιώτης. Μ ε άφθονες υψηλές διασυνδέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Χούντα τον χρησιμοποιούσε για διάφορες βρωμοδουλειές. Περιστοιχιζόταν από ένα δίκτυο ανθρώπων του υποκόσμου του οποίου, χωρίς να φαίνεται, κινούσε αυτός τα νήματα. Μ ε τον Σπυρόπουλο –τον Ντινάρα– είχε κάμποσα πάρε δώσε. Πρόσφατα είχαν κάνει μια μεγάλη δουλειά με παράνομα όπλα που είχαν στείλει λαθραία στη Λιβύη». «Σας το είπα!» πετάχτηκε γεμάτη ελπίδα η Κατερίνα. «Εκείνο το βράδυ μιλούσαν για όπλα και αναφέρανε και τη Λιβύη...» «Ναι, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως αυτός τον σκότωσε», είπε χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του ο Μ πέκας. «Ιδίως, όταν το όπλο του εγκλήματος έχει μόνο τα δικά σας δακτυλικά αποτυπώματα. Έτσι τουλάχιστον διατείνεται το εργαστήριο. Ο επικεφαλής είναι παλιός μου φίλος...» «Κατερίνα;» ρώτησε έκπληκτος ο Φάνης. «Όταν τον βρήκα πεσμένο στο πάτωμα τον ψαχούλεψα, έπιασα το σφυγμό του, προσπάθησα να δω αν αναπνέει· τότε θα πρέπει να
318
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
πήρα το όπλο στα χέρια μου», ψέλλισε η Κατερίνα. «Στο Τμήμα Ηθών έχουν τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Μ ου τα πήραν όταν μου έβγαλαν την άδεια για να...» Έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και ξέσπασε σε λυγμούς. «Έχω ένα γνωστό στην ΚΥΠ», είπε ο Μ πέκας. «Μ ου διηγήθηκε μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κατά την πρόσφατη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τα περισσότερα κιβώτια που υποτίθεται πως είχαν όπλα και πυρομαχικά για την άμυνα του νησιού βρέθηκαν άδεια στις αποθήκες της Εθνοφρουράς. Λίγους μήνες πριν, αυτός ο Τσελιώτης έκανε κάμποσα ταξίδια ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Λιβύη. Ο φίλος μου στην ΚΥΠ είναι βέβαιος ότι τα όπλα που προορίζονταν για την Κύπρο πουλήθηκαν λαθραία στη Βόρειο Αφρική». «Οπότε», πετάχτηκε ο Μ ακρής, «αν αυτός ο Ντινάρας, που δούλευε για τον Τσελιώτη, πήρε είδηση το κόλπο, θα προσπάθησε να τον εκβιάσει. Κι ο άλλος τον σκότωσε». «Ναι», είπε σκεφτικός ο Μ πέκας. «Αυτά είναι πολύ καλά στη θεωρία. Αλλά πώς θα το αποδείξουμε; Κανείς εκτός από τη δεσποινίδα δεν τον είδε στον τόπο του εγκλήματος». «Η Μ υρσίνη!» πετάχτηκε η Κατερίνα. «Είμαι σίγουρη πως η Μ υρσίνη τον είδε! Αν τη βρούμε, θα μπορέσει να το επιβεβαιώσει!» «Αμφιβάλλω αν θα τη βρούμε», είπε ο Μ πέκας. «Μ πορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;» Πήρε το ακουστικό στο αριστερό του χέρι και με το δεξί άρχισε να σχηματίζει τα νούμερα. Τα χοντρά του δάχτυλα φαίνονταν κωμικά καθώς χώνονταν διαδοχικά στις τρύπες των αριθμών του περιστροφικού καντράν. «Έλα, Θανάση,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
319
Μ πέκας. Έχουμε κανένα νέο;» Άκουσε λίγη ώρα συνοφρυωμένος. «Εντάξει, Θανάση, ευχαριστώ», είπε και κατέβασε το ακουστικό. Οι συνάδελφοί του στην Ασφάλεια έλεγαν πως όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, το πρόσωπο του Μ πέκα έπαιρνε την έκφραση του θυμωμένου γάτου. Αυτή ακριβώς την όψη είχε και τώρα. «Άσχημα τα νέα;» ρώτησε ο Μ ακρής. «Δυστυχώς. Σήμερα οι αξιωματικοί της Ασφάλειας ανακάλυψαν τη διεύθυνση αυτής της Μ υρσίνης. Πριν από λίγο πήγε επιτόπου ένα περιπολικό. Τη βρήκαν νεκρή: Δηλητηρίαση από διαρροή γκαζιού. Ο φίλος μας δεν αφήνει ίχνη πίσω του». «Καλά, πώς είσαι βέβαιος πως είναι δολοφονία; Η διαρροή μπορεί να οφείλεται σε αφηρημάδα της γριάς, ή σε κάποια βλάβη». «Και το θεωρείς εσύ φυσικό, μες στο κατακαλόκαιρο, να έχει ερμητικά κλειστά τα πορτοπαράθυρα;» είπε χωρίς να αλλάξει τόνο στη φωνή του ο Μ πέκας. «Είμαστε πάλι στο μηδέν. Εμείς ξέρουμε ότι ο δολοφόνος είναι ο Τσελιώτης, πιστεύω ότι και στην ΚΥΠ είναι βέβαιοι για το ίδιο πράγμα αλλά η επίσημη αστυνομία θεωρεί ως ένοχη τη δεσποινίδα. Και μην περιμένετε φυσικά να κουνήσει η ΚΥΠ το δαχτυλάκι της για να την αθωώσει». Έπεσε σιωπή. Μ ια σιωπή γεμάτη απελπισία. «Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω», είπε ο Φάνης. «Αυτός ο Τσελιώτης ήταν χουντικός. Και μάλιστα, όχι απλώς οπαδός της Χούντας, αλλά στενός συνεργάτης της. Τι δουλειά είχε λοιπόν στην υποδοχή ενός αντιστασιακού; Ενός από τους πιο σημαντικούς επικριτές και αντιπάλους της Χούντας;» Ο Μ πέκας χαμογέλασε: «Δεν είπε κανένας ότι ήταν χουντικός. Ήταν συνεργάτης της Χούντας, γιατί η Χούντα ήταν τότε στην
320
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
εξουσία και αυτή είχε δουλειά να του δώσει. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδεολογία». «Ναι, αλλά ο άλλος; Οι συνεργάτες του; Οι αντιστασιακοί; Πώς δέχονται έναν τέτοιον άνθρωπο ανάμεσά τους; Στη φωτογραφία βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον αρχηγό. Δεν είναι ένας τυχαίος οπαδός. Τόσο κοντά μπορούν να πλησιάσουν μόνο οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι». Ήταν η σειρά του Μ ακρή να γελάσει: «Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα για τη ζωή, αγόρι μου. Αυτά δεν σας τα μάθανε στο Πολυτεχνείο. Ο αγοραστής ήταν ο... ξέρεις. Σκέψου λίγο! Όλος ο κόσμος ξέρει πόσο στενές σχέσεις είχε ο λεγάμενος με κάποιες αντιχουντικές οργανώσεις». Το πρόσωπο του Μ πέκα φωτίστηκε. «Ίσως εδώ να βρίσκεται η λύση». Κοίταξε τον Μ ακρή με νόημα. Ο δημοσιογράφος έδειξε να καταλαβαίνει. «Έχεις δίκιο! Θα κάνω ό,τι μπορώ». Στράφηκε στα παιδιά: «Πηγαίνετε τώρα. Καλύτερα να μην κυκλοφορεί η Κατερίνα, όταν είναι έρημοι οι δρόμοι. Μ έσα στον κόσμο κινεί πολύ λιγότερο υποψίες. Κάντε υπομονή λίγες μέρες. Κάτι μπορεί να γίνει». Ο Φάνης συνόδεψε την Κατερίνα μέχρι το σπίτι του φίλου του στον Λυκαβηττό. Σ’ όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητοι, βυθισμένοι στις σκέψεις και την απελπισία τους. Όταν έφτασαν στο διαμέρισμα, η Κατερίνα τον κοίταξε στα μάτια: «Φάνη, είμαι χαμένη ε; Δεν έχω καμιά ελπίδα. Αργά ή γρήγορα η αστυνομία θα με βρει και τότε...» Μ άταια ο Φάνης προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Ο Μ ακρής φαίνεται πως κάτι σκέφτηκε. Κι αυτός ο μυστήριος ο Μ πέκας μάλλον συμφώνησε. Θα δεις, όλα θα πάνε καλά». Δεν
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
321
την έπεισε. «Φάνη». «Ναι». «Μ είνε απόψε μαζί μου. Σε παρακαλώ. Δεν αντέχω να μείνω μόνη». «Μ α...» Τον τράβηξε μέσα χωρίς να μιλήσει. Έκλεισε την πόρτα και χώθηκε στην αγκαλιά του. Άρχισε να τον χαϊδεύει, στα χέρια, στο στήθος, στο πρόσωπο. Τα χείλη της έψαξαν λαίμαργα τα δικά του. Του δόθηκε μ’ ένα πάθος πρωτόγνωρο, καυτό, απελπισμένο. Όταν ύστερα από λίγο τα κορμιά τους χορτασμένα από ηδονή έγειραν στο πλάι η Κατερίνα αναλύθηκε σε κλάματα. Αμήχανα ο Φάνης προσπάθησε να την παρηγορήσει. «Έχω πλαγιάσει με εκατοντάδες ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια. Όποιος ήθελε να χαλαλίσει εξήντα δραχμές μπορούσε να με έχει. Δεν ένιωσα ποτέ μου τίποτα. Μ ε κανέναν! Πρώτη φορά απόψε... Αλλά είναι πολύ αργά... Ο Ντινάρας το είχε πει: “Μ ια φορά πόρνη, μια ζωή πόρνη”». Ο Φάνης ήθελε να της μιλήσει. Να της πει πως δεν είναι έτσι. Πως κάθε άνθρωπος δικαιούται μια καινούργια αρχή. Πώς γι’ αυτόν δεν ήταν... Προτίμησε ωστόσο να την κρατήσει σιωπηλά στην αγκαλιά του, μέχρι που η κοπέλα, εξουθενωμένη, αποκοιμήθηκε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του. Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήσυχα. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Μ ακρή, ο Φάνης δεν άλλαξε τον τρόπο ζωής του. Το πρωί εργαζόταν ως πλασιέ μιας εγκυκλοπαίδειας που τη διαφήμιζε από σπίτι σε σπίτι, το απόγευμα μελετούσε, το βράδυ συνήθως πήγαινε
322
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
σινεμά. Την Κατερίνα την επισκεπτόταν αργά τη νύχτα στο σπίτι του φίλου του παίρνοντας χίλιες προφυλάξεις και πάλι με χίλιες προφυλάξεις έφευγε πριν ξημερώσει. Συχνά είχε την εντύπωση ότι τον παρακολουθούν. Συνήθως ήταν ένας ψηλός ξερακιανός τύπος που άλλοτε βρισκόταν τυχαία πίσω του στο λεωφορείο κι άλλοτε τύχαινε να πίνει τη λεμονάδα του στην ΕΒΓΑ απέναντι απ’ το σπίτι του Φάνη. Στην πρεμιέρα του Ζ καθόταν τρεις σειρές πίσω του· στην πρώτη πανηγυρική συναυλία του Θεοδωράκη «έτυχε» να βρίσκεται μαζί του στην ίδια εξέδρα του σταδίου. Ο Φάνης φρόντιζε να τον αποφεύγει όταν επισκεπτόταν την Κατερίνα και απ’ ό,τι φαίνεται τα κατάφερνε, αφού πέρα από τη διακριτική παρακολούθηση δεν είχαν καμιά άλλη ενόχληση. Ωστόσο, αυτή η παρουσία δεν τους άφηνε να ησυχάσουν. Έτσι αποφάσισαν να παραταθεί η καραντίνα της Κατερίνας μέχρι να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση. Η Κατερίνα το δέχτηκε καρτερικά: «Θα μπορούσα να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου κλεισμένη εδώ μέσα, αν ήξερα ότι θα έρχεσαι κάθε βράδυ να με βρεις», του είπε. Μ έρα με τη μέρα ο Φάνης συνειδητοποιούσε καλύτερα πόσο πολύ ήταν ερωτευμένος. Μ έρα με τη μέρα η Κατερίνα, κυνηγημένη, κατηγορούμενη για φόνο, χωρίς καμιά ορατή προοπτική διεξόδου έβλεπε, ενάντια σε κάθε λογική, τη ζωή με όλο και πιο αισιόδοξο μάτι. Ίσως τελικά να υπήρχε για όλους μια δεύτερη ευκαιρία. Δέκα μέρες μετά τη συνάντηση στο διαμέρισμα πίσω από το Μ ουσείο, ο Φάνης πήρε το μήνυμα του Μ ακρή. «Ελάτε απόψε σπίτι μου. Έχω νέα!» Τους υποδέχτηκε χαμογελαστός κραδαίνοντας το φύλλο της Πρωινής. «Πώς σας φαίνεται; Κούκλα δεν την έκανα;» τους είπε.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
323
Το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους δυο νέους ήταν η νέα εμφάνιση της Πρωινής. Ωστόσο, από ευγένεια έσκυψαν πάνω από το πρωτοσέλιδο που τους επιδείκνυε με υπερηφάνεια ο δημοσιογράφος. Και τότε ήρθαν τα πάνω κάτω. Κύριο θέμα ήταν βέβαια η εξαγγελία του πρωθυπουργού για τις πρώτες ελεύθερες εκλογές. Το δεύτερο όμως θέμα ήταν αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον τους: «Ανθρωποκυνηγητό έχει εξαπολύσει η Ασφάλεια Αττικής για να εντοπίσει και να συλλάβει τους δύο αγνώστους, οι οποίοι χτες βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πυροβόλησαν και σκότωσαν εν ψυχρώ τον επιχειρηματία Σάκη Τσελιώτη την ώρα που έβγαινε από νυκτερινό κέντρο της παραλιακής λεωφόρου όπου είχε πάει να διασκεδάσει με φίλους του. Οι δυο άγνωστοι επέβαιναν σε κλεμμένη μοτοσυκλέττα, με την οποία απομακρύνθηκαν αμέσως μετά τη δολοφονία, κατευθυνόμενοι προς το Σούνιο. Η μοτοσυκλέττα βρέθηκε εγκαταλελειμμένη σ’ ένα κολπίσκο έξω από την Ανάβυσσο. Σήμερα τα χαράματα έφτασε στα γραφεία της Πρωινής προκήρυξη από μια πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση με την επωνυμία “Λαϊκή Εξέγερση”. Παραθέτουμε αυτούσια την πρώτη παράγραφο:
»Οι αγωνιστές της Λαϊκής Εξέγερσης εκτέλεσαν τον πράκτορα της Χούντας Σάκη Τσελιώτη που πέρα από το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας έχει διαπράξει και μια σειρά από ποινικά αδικήματα. Μεταξύ άλλων: σε συνεργασία με τα αφεντικά του της Χούντας έκλεβε όπλα από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού και τα πουλούσε λαθραία στο εξωτερικό. Δολοφόνησε τον συνεργό του Κωνσταντίνο Σπυρόπουλο σε χαμαιτυπείο της
324
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
περιοχής Αγίου Μελετίου. Δολοφόνησε τη μαστρωπό Μυρσίνη Τσαλκάνογλου επειδή ήταν ενήμερη για τις κινήσεις του. Το χουντικό γουρούνι που εκτελέσαμε δεν είναι παρά μονάχα η αρχή. Όσοι συνεργαστήκαν με τη Χούντα, όσοι πρόδωσαν τον Ελληνικό λαό καλά θα κάνουν να μην κοιμούνται ήσυχοι. Η ώρα τους πλησιάζει».
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Όλο πειράγματα και αστεία ο Μ ακρής οδήγησε τον Μ πέκα στο σαλονάκι του. «Βγάλε τουλάχιστον το καπέλο σου», του είπε. «Για το σακάκι δεν τολμώ ούτε καν να το προτείνω». Ο Μ πέκας χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει και στράφηκε προς την Κατερίνα: «Δεσποινίς, από αύριο μπορείτε να κυκλοφορείτε ελεύθερα. Από την Ασφάλεια με πληροφόρησαν ότι δεν είστε πια καταζητούμενη. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο». Γύρισε στον Φάνη: «Ο φίλος σου, ο ψηλός ξερακιανός, σου στέλνει χαιρετίσματα. Μ άλλον δεν θα ξανασυναντηθείτε λέει και θα του λείψεις. Ήσουν τόσο αστείος με τα “κόλπα” που έκανες για να του ξεφύγεις και να πας στο διαμέρισμα του Λυκαβηττού». Όλοι γέλασαν με την έκπληκτη έκφραση του Φάνη. Ωστόσο τα λόγια του αστυνόμου δεν καθησύχασαν την Κατερίνα. «Μ α καλά, πώς έγινε; Μ ’ έβγαλαν αθώα μόνο με την καταγγελία που περιέχει η προκήρυξη;» «Όχι βέβαια! Μ εσολάβησαν κάποια... άλλα πράγματα. Καλύτερα όμως να σας τα πει ο Μ ακρής. Αν χρειαστεί, θα συμπληρώσω εγώ στο τέλος». Ξαπλώθηκε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και πήρε το γνωστό ύφος του «νυσταγμένου
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
325
παραγγελιοδόχου» που πια δεν ξεγελούσε κανέναν. Δυο ζευγάρια μάτια στράφηκαν στον Μ ακρή, γεμάτα προσδοκία. «Την επομένη της πρώτης μας συνάντησης είχα ραντεβού για συνέντευξη με τον πολιτικό αρχηγό που στη φωτογραφία του εικονίζεται ο Τσελιώτης. Σκοπεύει να φτιάξει δικό του κόμμα και να κατέβει αυτόνομα στις εκλογές. Αφού τελειώσαμε τη συνέντευξη και κλείσαμε τα μαγνητόφωνα τον ενημέρωσα “όφ δι ρέκορντ” για την υπόθεσή μας. Στην αρχή έκανε ότι δεν ξέρει τίποτα. Του εξήγησα ότι η Πρωινή δεν θα άφηνε την υπόθεση να ξεχαστεί. Αποδείξεις για την ενοχή του Τσελιώτη στη δολοφονία του Σπυρόπουλου δεν είχαμε για να μπορέσουμε να απευθυνθούμε στη δικαιοσύνη. Την υπόθεση όμως των όπλων δεν θα την αφήναμε. “Και ξέρετε, κύριε Πρόεδρε”, του είπα, “αν η Πρωινή ασχοληθεί με το θέμα, σύντομα θα την ακολουθήσουν και όλες οι άλλες εφημερίδες”. Άλλαξε αμέσως στάση. “Δώστε μου δυο μέρες καιρό να το ψάξω”, μου είπε. Φαίνεται πως δεν πρόλαβε να το ψάξει. Τον “πρόλαβαν’’ οι τρομοκράτες». «Το ποιος πρόλαβε ποιον ή μάλλον ποιος πρόλαβε τι σε ποιον δεν θα το μάθει ποτέ κανείς», σχολίασε μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο ο Μ πέκας. «Όμως αυτό δεν απαλλάσσει την Κατερίνα», είπε ο Φάνης. «Για την αστυνομία παραμένει η μοναδική ύποπτη». «Η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται πια για τη δολοφονία. Την έθεσε στο αρχείο», είπε ο Μ πέκας. «Σας είπα ότι έχω ένα φίλο στην ΚΥΠ, δεν σας το είπα; Ε λοιπόν, αυτός ο φίλος μου “άκουσε” πως η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών ενημέρωσε, προφορικά φυσικά, τον Διοικητή της Αστυνομίας ότι έχει αποδείξεις πως ο δολοφόνος ήταν ο Τσελιώτης, αλλά για λόγους
326
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
εθνικού συμφέροντος αυτό δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Άλλωστε δεν έχει πια σημασία, αφού ο Τσελιώτης δολοφονήθηκε από τους... τρομοκράτες». «Των οποίων την ενέργεια όλοι καταδικάζουμε», πρόσθεσε γελώντας ο Μ ακρής. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χρήσιμοι είναι οι τρομοκράτες σ’ ένα ευνομούμενο δημοκρατικό κράτος. Μ άλιστα, μου φαίνεται πως θα έπρεπε να ανατεθεί στην ίδια την αστυνομία να τους οργανώνει», συμπλήρωσε κοιτάζοντας πειραχτικά τον φίλο του. «Ευτυχώς εγώ πήρα σύνταξη», ήταν το μόνο σχόλιο του Μ πέκα καθώς έκοβε ένα τσιγάρο στη μέση για να το τοποθετήσει στην πίπα του.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
Ατυχής σύμπτωση
[ 1 ]
ΕΠΝΙΞΕ
ένα χασμουρητό όσο πιο διακριτικά μπορούσε,
παρακολουθώντας συνεχώς με το βλέμμα του την κυρία του. Ευτυχώς είχε προλάβει να φορέσει εκ νέου τη σοβαρή του έκφραση, την επαγγελματική μάσκα που απαιτούσε από όλους τους υπηρέτες της η Λίλιαν Σαρρή, όταν εκείνη γύρισε να του δώσει μια κοφτή εντολή με τα μάτια. Αμέσως έπιασε το δίσκο και άρχισε να «χορεύει» με τα επιδέξια βήματα, που του είχε μάθει η τέχνη του, ανάμεσα στους πολυπληθείς καλεσμένους, μοιράζοντας ποτήρια με κρασί. Πρώτα σερβίρισε τον εφοπλιστή Γαβριηλίδη, έναν ευτραφή εξηντάρη που γελούσε δυνατά, και τη γοητευτική σύντροφό του, μια νεαρή ανερχόμενη ηθοποιό με μακριά ξανθά μαλλιά και μακρύτερες κατάλευκες γάμπες. Εν συνεχεία πέρασε μπροστά από την παρέα του βιομήχανου Ναθαναήλ, του εργοστασιάρχη Ροζόπουλου και της δεσποινίδος Πατρινοπούλου. Οι δύο άντρες, γύρω στα σαράντα πέντε, με καλοδιατηρημένα σώματα και ηλιοψημένα πρόσωπα, πήραν τα ποτήρια τους χωρίς καν να
328
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
προσέξουν τον άνδρα που τα έφερε. Η γυναίκα όμως του χάρισε μια παρατεταμένη ματιά και ένα ζεστό χαμόγελο που φανέρωσε τις ρυτίδες της παρ’ όλη την πούδρα και το μακιγιάζ. Χρειάστηκε να γεμίσει το δίσκο άλλες δύο φορές μέχρι να βρεθούν όλοι οι καλεσμένοι με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι τους. «Σερβιρίστηκαν όλοι;» ρώτησε η Σαρρή, μόλις στάθηκε μπροστά της. «Μ άλιστα κυρία», απάντησε προσφέροντάς της το τελευταίο ποτήρι. Ύστερα γύρισε πίσω στη γωνία του και ετοιμάστηκε να ακούσει τη βαρετή ομιλία της οικοδέσποινας προς τους εκλεκτούς καλεσμένους της. Πόσο περιφρονούσε τις κοινωνικές εκδηλώσεις των πλουσίων, αλλά και πόσο ανάγκη τις είχε. Καλοντυμένοι μεσήλικες, άνδρες με πολιτικές διασυνδέσεις ή πολιτικοί με καλές γνωριμίες, μασουλούσαν πούρα και έκλειναν συμφωνίες. Νεαροί με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και κατάλευκα δόντια, γόνοι καλών οικογενειών ή υποψήφιοι προικοθήρες ή και τα δύο, συνομιλούσαν με γοητευτικές κυρίες και μάθαιναν τα μυστικά των επιχειρήσεων από τους μεγαλύτερους. Κυρίες με πανάκριβες τουαλέτες και διαμάντια, σύζυγοι ή κληρονόμοι εκατομμυριούχων, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και κουτσομπολιά. Εντυπωσιακά νεαρά κορίτσια με μακριές βλεφαρίδες και κοντές μίνι φούστες προσπαθούσαν να αποφύγουν τις κυρίες για να πλευρίσουν τους κυρίους. Ένας κόσμος διαφορετικός από τον δικό του, πιο περίπλοκος, αλλά και πιο απλοϊκός. Κοιτούσε τη Λίλιαν Σαρρή, αλλά σκεφτόταν τη Μ αρία, τη γυναίκα του. Εκείνη δεν ενέκρινε τη νέα του δουλειά, αλλά το μεροκάματο ήταν καλό και το είχαν ανάγκη.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
329
Η Σαρρή μίλησε περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Ήταν η πρώτη εκδήλωση που παρέθετε μετά τον θάνατο του ανδρός της και έδειχνε νευρική στις κινήσεις και τις εκφράσεις της. Δεν είχαν περάσει πολλοί μήνες από τότε που χήρεψε, ωστόσο μάλλον θα θεώρησε ότι ήταν αρκετοί για να ξεπεράσει το πένθος της. Ίσως πάλι να της πέρασε από το νου ότι εκείνη η δεξίωση δεν έπρεπε να είναι όπως οι άλλες, μα ένα είδος κοινωνικού μνημόσυνου, γι’ αυτό αναφέρθηκε εκτενώς στον εκλιπόντα, εκφράζοντας τη βεβαιότητά της για τη χαρά που θα ένιωθε, αν βρισκόταν ανάμεσα σε τόσους αγαπημένους φίλους. Εκείνη τη στιγμή μάλιστα κόμπιασε, σαν να μπλέχτηκαν οι λέξεις με λυγμούς που προσπαθούσε να καταπνίξει. Τελειώνοντας την ομιλία της ήταν κατάχλωμη, ενώ τα χέρια της έτρεμαν ελαφρώς, όσο ακριβώς χρειαζόταν για να φανερώνουν αξιοπρεπή, αριστοκρατική συγκίνηση. Έπαιζε καταπληκτικά το ρόλο της τεθλιμμένης χήρας, σκέφτηκε ο σερβιτόρος παρακολουθώντας τη σκηνή από τη γωνία του. Η Σαρρή ήπιε μια γενναία γουλιά από το κρασί της και οι καλεσμένοι τη μιμήθηκαν, μουρμουρίζοντας ευγενικά λόγια για τον εκλιπόντα. Ύστερα η κίνηση επανήλθε στην αίθουσα, όπως και η γλυκιά μουσική του δίσκου που έπαιζε στο πικάπ, ανακατεμένη με τις φωνές των καλεσμένων που περνούσαν, ένας ένας ή σε μικρές ομάδες των δύο και των τριών, να συγχαρούν την οικοδέσποινα για τον ωραίο και συγκινητικό της λόγο. Εκείνη τους ευχαριστούσε σεμνά, πίνοντας μικρές γουλιές κρασί. Ύστερα, όλα έγιναν γρήγορα και ξαφνικά. Ο σερβιτόρος ετοίμαζε το δίσκο με τα ορεκτικά και έτσι είχε γυρισμένη την πλάτη του όταν ακούστηκε η κραυγή της δεσποινίδος
330
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Πατρινοπούλου και η φωνή του κυρίου Ροζόπουλου να καλεί σε βοήθεια κάποιον γιατρό. Όταν κατάφερε να κοιτάξει ανάμεσα από το πλήθος που συνωστιζόταν, αντίκρισε τη Σαρρή σωριασμένη στο καλογυαλισμένο παρκέ και δίπλα της τα θρύψαλα του κρυστάλλινου ποτηριού. Ο καθηγητής Μ αλικιώσης, ο διευθυντής της Α΄ Παθολογικής του Ερυθρού Σταυρού, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους καλεσμένους, φωνάζοντας «κάντε λίγο χώρο σας παρακαλώ, λίγο χώρο». Έσκυψε πάνω από τη λιπόθυμη γυναίκα ψάχνοντας με τα ντελικάτα δάχτυλά του το σφυγμό της. Ντυμένος με το λευκό κουστούμι του έμοιαζε με γιατρό σε ώρα υπηρεσίας, αν εξαιρούσε κανείς το παπιγιόν βεβαίως. «Να μεταφερθεί στην κρεβατοκάμαρά της αμέσως», διέταξε τους αόρατους υπηρέτες και ο σερβιτόρος έσπευσε να εκτελέσει τη διαταγή. Δέκα λεπτά αργότερα, είχε ανακοινώσει τον θάνατό της. Παρόντες ήταν η δεσποινίς Πατρινοπούλου κι ο κύριος Ροζόπουλος που στέκονταν δίπλα της τη στιγμή που κατέρρευσε, ο εφοπλιστής Γαβριηλίδης κι ο βιομήχανος Ναθαναήλ, στενοί φίλοι της οικογενείας Σαρρή, αλλά και ο υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους της βραδιάς. Ο τελευταίος κάλεσε κοντά του τον νεαρό σερβιτόρο. «Πώς είναι το όνομά σου, παιδί μου;» είπε. «Στεργίου, κύριε. Μ ανώλης Στεργίου». «Στεργίου, κάνε μου μια χάρη. Τρέξε στο “Σινέ Παρί” και φώναξε αμέσως τον αστυνόμο Μ πέκα. Πήγαινε, παιδί μου». [ 2 ]
«
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
ΣΑΜ ΑΛΙ,
331
παστέλι, κωκ... ταμ-ταμ, μπιράλ, γκαζόζαααα»,
διαλαλούσε την πραμάτεια του ο άντρας-μίνι μπαρ με το δίσκο κρεμασμένο στο λαιμό του, καθώς περνούσε μπροστά από το παχουλό ζευγάρι. Ο Μ πέκας τον κοίταξε συνοφρυωμένος. Δεν του έφταιγε σε τίποτα ο πλανόδιος πωλητής, αλλά κάπου έπρεπε να κατευθύνει την αρνητική του διάθεση. Ο γιατρός τού είχε επιβάλει να ελαττώσει το κάπνισμα και τους καφέδες κι η Υπηρεσία τού είχε επιβάλει να ελαττώσει τη δουλειά του. Στην πραγματικότητα, σε λίγες μέρες θα την τερμάτιζε οριστικά. Είχε έρθει η ώρα να βγει στη σύνταξη. Δεν είναι πως δεν ήθελε να ξεκουραστεί. Χρόνια ολόκληρα ονειρευόταν τη ζωή του συνταξιούχου με τις παντούφλες και την εφημερίδα στο χέρι. Αλλά τώρα που έφτανε η ώρα, του ήταν δύσκολο να συνηθίσει στην ιδέα της «απόσυρσης», έστω κι αν η μετάβαση γινόταν σταδιακά. Είχε παραδώσει τα ηνία στους νεότερους και του απέμεναν τα διαδικαστικά. Σε τρεις εβδομάδες ο αστυνόμος Μ πέκας θα γινόταν... ο κύριος Μ πέκας. Σκέτο νέτο. Ήταν κι η τυχαία συνάντηση με τον υπουργό Εσωτερικών στην οδό Κυδαθηναίων, λίγο πριν αρχίσει η προβολή της ταινίας, και οι ειλικρινείς ευχές του τελευταίου για μια ήσυχη ζωή μακριά από τα βάσανα της δουλειάς, που μάλλον είχαν επιδεινώσει τη κακοκεφιά του παχουλού άντρα. Σούφρωσε τα χείλη του, κάνοντας το παχύ μουστάκι του να ανασηκωθεί. Είχε την έκφραση του «θυμωμένου γάτου», όπως την ονόμαζε ο φίλος του ο Μ ακρής, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Πρωινή. Η κυρία Μ πέκα τον κοίταξε ανήσυχη. Εκείνος έσπευσε να χαμογελάσει. Δεν ήθελε να της χαλάσει τη βραδιά. Όλη την
332
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
εβδομάδα περίμενε πώς και πώς να πάνε στο θερινό σινεμά, όχι μόνο για την ταινία, αλλά για να χαρούν τα μάτια της και να μυρίσει το γιασεμί να φλερτάρει με τον βασιλικό. Γι’ αυτό είχε παρακαλέσει τον άνδρα της να προλάβουν να έρθουν στην πρώτη προβολή, όταν η αυλή θα ήταν φρεσκοπλυμένη. Της είχε κάνει το χατίρι για να την ευχαριστήσει. Εξάλλου το περπάτημα του έκανε καλό. Έτσι υποστήριζε τουλάχιστον ο γιατρός, αν και με αυτή τη ζέστη κόντευε να πάθει αποπληξία. «Ωραίο έργο. Η πρωταγωνίστρια πολύ καλή ηθοποιός», σχολίασε χωρίς να έχει ιδέα ο Μ πέκας. Δεν την καταλάβαινε την τέχνη της ηθοποιίας. Οι γνώσεις του περιορίζονταν στις τέχνες της κλοπής, του εκβιασμού και του εγκλήματος. Μ πορούσε να αναγνωρίσει σχεδόν κάθε «καλλιτέχνη» που δραστηριοποιούνταν στην πρωτεύουσα από μια μικρή λεπτομέρεια στην παραβίαση μιας πόρτας, το όπλο που επέλεγε να χρησιμοποιήσει ή τη στάση του την ώρα της ανάκρισης. Περπάτησαν για να ξεμουδιάσουν. Στα πρώτα βήματα όμως τους περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Ο Μ ακρής, με το ψηλό, ανοικονόμητο κορμί του και τα πλούσια γκρίζα μαλλιά του, ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. «Και εσύ εδώ;» αναφώνησε χαρούμενα ο δημοσιογράφος μόλις είδε τον παλαιό του φίλο και του έσφιξε το χέρι με εγκαρδιότητα. «Πώς είστε, κυρία Μ πέκα; Μ ου έλειψαν οι νοστιμιές σας. Να ξέρετε, μία από τις επόμενες μέρες θα σας επισκεφθώ για δείπνο, με θέλετε δεν με θέλετε», χαιρέτησε και τη σύζυγό του, κολακεύοντάς την για τις μαγειρικές της ικανότητες. Κάτι που η παχουλή γυναίκα εκτιμούσε πάντα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
333
Τους πλησίασε μια ψηλή νεαρά, το πολύ τριάντα ετών. «Να σας συστήσω την ανεψιά μου, την Τζένη Βρεττού». Ο Μ πέκας τις ήξερε αυτές τις «ανεψιές» του Μ ακρή. Πάντα του παρουσίαζε και μία καινούργια. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η γυναίκα του έδειχνε να την αναγνωρίζει. «Προφανώς θα την έχετε δει στις παραγωγές του Φίνου», διευκρίνισε ο δημοσιογράφος. «Είχε μικρούς ρόλους μέχρι τώρα, αλλά να είστε σίγουρη ότι δεν θα αργήσει η μέρα που όλη η Αθήνα θα μιλάει γι’ αυτή. Συντόμως θα λάμψει». Ο Μ πέκας ψέλλισε μερικά ευγενικά, αλλά αόριστα λόγια. Η κυρία Μ πέκα, πάλι, σχολίασε μία σκηνή από κάποια ταινία, ανοίγοντας έναν διάλογο εντελώς αδιάφορο για τον αστυνόμο. Το ίδιο μάλλον και για τον Μ ακρή, γιατί τον πήρε από το μπράτσο και τον παρέσυρε ως το μικρό αναψυκτήριο. «Κοίτα ποιος άλλος είναι εδώ», του είπε με το ανέμελο ύφος του, δείχνοντας τον Δέλιο. Ο καθηγητής Ιστορίας, χρόνια χωρίς θέση, και επικεφαλιδογράφος της Πρωινής ήρθε στην παρέα τους. Έδειχνε χλωμός και ταλαιπωρημένος, αλλά αρκετά ευδιάθετος. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Μ ακρής τον Μ πέκα. «Σου αρέσει η ταινία;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ». «Πού τριγύριζε ο νους σου;» τον πείραξε ο δημοσιογράφος. «Πουθενά. Απορώ πώς τα καταφέρνετε εσείς με όλη αυτή τη φασαρία». Οι κιθάρες από την ταβέρνα του «Ξυνού» και οι ξενικές μουσικές από το νεανικό πάρτι της γειτονικής πολυκατοικίας ανακατεύονταν με τους ήχους της ταινίας κατά τη διάρκεια της
334
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
προβολής. Ο Μ ακρής ήταν έτοιμος να κάνει κάποιο πνευματώδες σχόλιο, όταν ένας νεαρός τους διέκοψε. Ο Στεργίου είχε φτάσει τρέχοντας στο θερινό σινεμά. Είχε ρωτήσει τον ταξιθέτη πού θα μπορούσε να βρει τον αστυνόμο Μ πέκα και εκείνος του είχε δείξει τους τρεις άντρες. «Ο αστυνόμος Μ πέκας;» ρώτησε απευθυνόμενος και στους τρεις. Κανείς δεν απάντησε, όλοι περίμεναν την επόμενη κίνησή του. Τους παρατήρησε πιο προσεκτικά. Ο ψηλός άνδρας με το ατημέλητο μαλλί τον κοιτούσε με περιέργεια. Το βλέμμα του, μέσα από τα γυαλιά με τον χρυσό σκελετό, ήταν σχεδόν αυστηρό. Η εμφάνισή του όμως ήταν πολύ σπορ για να είναι ο αστυνόμος. Δίπλα του στεκόταν ένας κοντόχοντρος άνδρας με παχύ μουστάκι και βλέμμα αδιάφορο, σχεδόν κοιμισμένο. Ίδρωνε μέσα σε ένα σκούρο κουστούμι που δεν του ταίριαζε καθόλου. Έμοιαζε περισσότερο με μπακάλη που έβαλε τα καλά του για να πάει στον κινηματογράφο το σαββατόβραδο. Ο τρίτος της παρέας ήταν υπερβολικά αδύνατος, το κουστούμι του φτηνό, αλλά ταιριαστό πάνω στο κορμί του, και το πρόσωπό του απέπνεε ηρεμία και σοφία. Σε αυτόν αποφάσισε να απευθύνει την επόμενη φράση του. «Πρέπει να έρθετε μαζί μου. Αμέσως σας παρακαλώ». Ο Μ ακρής άρχισε να γελά τρανταχτά, ενώ ο Δέλιος έλεγε: «Παρεξήγησις. Δεν είμαι εγώ ο αστυνόμος». «Τι ακριβώς θέλεις;» ρώτησε ο Μ πέκας. Ο νεαρός τον κοίταξε στιγμιαία με αμφιβολία, αλλά ύστερα απάντησε στην ερώτηση. «Ο υπουργός Εσωτερικών σας ζητά επειγόντως».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
335
Ο Μ πέκας επέμεινε η γυναίκα του να παρακολουθήσει τη συνέχεια της προβολής, παρακαλώντας τον Μ ακρή να τη συνοδεύσει στο σπίτι τους με το αυτοκίνητό του. Ήθελε να αποφύγει την παρουσία του δημοσιογράφου στο πρώτο στάδιο της έρευνας. Εξάλλου η δημοσιότητα δεν έκανε ποτέ καλό στις αστυνομικές υποθέσεις. Υποσχέθηκε ωστόσο στον φίλο του ότι θα του τα διηγιόταν όλα αργότερα. [ 3 ]
ΠΡΩΤΑ
μίλησε με τον υπουργό. Εκείνος του ζήτησε να
ερευνήσει το ενδεχόμενο δολοφονίας εκ δηλητηριάσεως, όπως είχε αποφανθεί ο γιατρός από τα σημάδια στα χείλη και τη γλώσσα της νεκρής. Του κατέστησε όμως σαφές ότι έπρεπε να είναι προσεκτικός και διακριτικός. Στο σαλόνι των Σαρρή συγκεντρώνονταν ορισμένα από τα πιο εκλεκτά πρόσωπα των Αθηνών. Ο Μ πέκας διαβεβαίωσε τον πολιτικό του προϊστάμενο ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Συνομίλησε για λίγο με τον καθηγητή Μ αλικιώση, ο οποίος του επανέλαβε τα πορίσματά του κι έπειτα δέχτηκε την Πατρινοπούλου και τον Ροζόπουλο στο γραφείο του μακαρίτη του Σαρρή. «Αν δεν κάνω λάθος, ήσασταν ακριβώς δίπλα στη Σαρρή κατά τη διάρκεια του περιστατικού. Τι ακριβώς συνέβη, κυρία...» δεν γνώριζε ακόμα το όνομά της. «Δεσποινίς», τον διόρθωσε εκείνη αυστηρά. «Δεσποινίς Ιωάννα Πατρινοπούλου».
336
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ πέκας κοίταξε τη ρυτιδιασμένη γυναίκα κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του. «Σας ζητώ συγγνώμη, δεσποινίς. Λοιπόν;» «Την ώρα που μιλούσαμε, η Λίλιαν κατέρρευσε», απάντησε ταραγμένη από τη δυσάρεστη ανάμνηση του γεγονότος. «Στα καλά καθούμενα; Κύριε...» «Τζων Ροζόπουλος. Εντελώς ξαφνικά, αστυνόμε. Άρχισε να βήχει κι ύστερα σωριάστηκε». «Τη δηλητηρίασαν», είπε κατηγορηματικά η Πατρινοπούλου με υστερική, στριγκή φωνή. «Είδατε κάποιον να ρίχνει κάτι στο ποτό της;» «Όχι», απάντησε η γυναίκα με περιφρόνηση. Αν το είχε δει, θα το είχε ήδη καταθέσει. Ο Μ πέκας απευθύνθηκε με το βλέμμα στον Ροζόπουλο. «Θα μπορούσε να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Αμέσως μετά την ομιλία της, την πλησίασαν, δηλαδή την πλησιάσαμε όλοι για να τη συγχαρούμε». Ο παχουλός άντρας παρέμεινε σκεφτικός. Κάτω από την αδιάφορη έκφραση του προσώπου του ήταν σε διαρκή εγρήγορση. Ο εργοστασιάρχης συνέχισε τις εικασίες του, επωφελούμενος της σιωπής του αστυνόμου. «Η Λίλιαν μιλούσε με αρκετούς ταυτοχρόνως. Σίγουρα ο δολοφόνος τής έριξε το δηλητήριο, όταν κάποιος άλλος τής απέσπασε την προσοχή. Ηλίου φαεινότερον!» Ο Μ πέκας δεν συμμεριζόταν τη σιγουριά του ερασιτέχνη ερευνητή. Ακόμα κι αν δεν πρόσεχε η Σαρρή, θα ήταν ριψοκίνδυνο για τον δολοφόνο να κάνει την κίνησή του μπροστά
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
337
σε τόσους ανθρώπους, την ώρα μάλιστα που το θύμα του ήταν το κέντρο της προσοχής όλων. Ποτέ δεν του άρεσαν αυτού του είδους οι υποθέσεις. Κλειστά δωμάτια, δολοφονίες σε κοινή θέα και φόνοι χωρίς πτώματα πίστευε ότι ήταν μόνο για τα μυθιστορήματα και τον κινηματογράφο. Κι όμως μια γυναίκα είχε, κατά τα φαινόμενα, δολοφονηθεί μπροστά σε δεκάδες ζευγάρια μάτια με τον δράστη να έχει περάσει απαρατήρητος. «Εκτός, αν τη δηλητηρίασε ο σερβιτόρος», συμπλήρωσε η Πατρινοπούλου. Κάπου θα είχε διαβάσει ότι ο δολοφόνος είναι πάντα ο μπάτλερ, ωστόσο η εξήγησή της έμοιαζε πιο πιθανή από εκείνη του Ροζόπουλου. Ο σερβιτόρος είχε πρόσβαση στα ποτήρια και περνούσε ταυτόχρονα απαρατήρητος. Είχε όμως και κίνητρο; Σημείωσε νοερά να ερευνήσει πιο προσεκτικά αυτή την περίπτωση. Τους άφησε να φύγουν για να δεχτεί τους επόμενους, μιας και οι εκλεκτοί παρευρισκόμενοι στη δεξίωση δεν μπορούσαν να ανεχτούν την πολύωρη καθυστέρηση και ο υπουργός ήταν σαφής στην προειδοποίησή του. Η θεωρία της δολοφονίας με δηλητήριο είχε ποτίσει τις συνειδήσεις των αυτοπτών μαρτύρων, κάνοντάς τους να προσαρμόσουν τις καταθέσεις τους με βάση αυτή την υπόθεση. Ο αστυνόμος Μ πέκας ήξερε καλά από την πολυετή πείρα του ότι αν κατευθύνεις έναν μάρτυρα προς μια συγκεκριμένη εκδοχή, θα θυμηθεί μόνο τις λεπτομέρειες που την υποστηρίζουν, θάβοντας τις υπόλοιπες στο πίσω μέρος του μυαλού του. Εκεί έπρεπε να «σκάψει», όχι τόσο επειδή αμφέβαλλε για τη δηλητηρίαση, αλλά για να αποκλείσει τα υπόλοιπα ενδεχόμενα.
338
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Εξάλλου, οι λύσεις των αινιγμάτων κρύβονται πάντα στις φαινομενικά πιο αδιάφορες πληροφορίες. Όσο κι αν προσπάθησε πάντως, οι ανακρίσεις δεν απέδωσαν καρπούς, καθώς όλοι ήταν πεπεισμένοι για την αρχική θεωρία, επιμένοντας να πλάθουν σενάρια για τον τρόπο που έδρασε ο θύτης. Εκτός από τον βιομήχανο Ναθαναήλ, ο οποίος παρουσίασε μια νέα θεωρία. «Δεν πρόκειται για δολοφονία, αγαπητέ αστυνόμε», δήλωσε με περισσή σιγουριά. «Αλλά;» ρώτησε ήρεμα ο Μ πέκας. «Μ α είναι τόσο εμφανές. Η Λίλιαν Σαρρή αυτοκτόνησε!» «Και πώς καταλήγετε σε αυτό το συμπέρασμα, κύριε;» «Έπρεπε να τη δείτε πόσο θλιμμένη ήταν. Έτρεμε από τη συγκίνηση όταν μιλούσε για τον σύζυγό της. Επιπλέον, είμαι σε θέση να γνωρίζω προσωπικώς, λόγω της μακρόχρονης φιλίας μου με την οικογένεια, ότι της είχε στοιχήσει πολύ ο χαμός του Άγγελου». «Να αυτοκτονήσει τόσο νέα και μάλιστα μπροστά στους καλεσμένους της; Δεν το βρίσκετε κάπως υπερβολικό;» Ο αστυνόμος έβαλλε εναντίον της νέας θεωρίας, ώστε να διαπιστώσει τις αντοχές της, αλλά και τις αντοχές του εκφραστή της. Ο βιομήχανος γέλασε μελαγχολικά πριν απαντήσει. «Δεν την ξέρατε τη Λίλιαν, αστυνόμε. Ήταν γυναίκα που της άρεσε να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της προσοχής, να τραβάει τα βλέμματα. Της άρεσε ακόμα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, να αποφασίζει εκείνη για όλα. Γιατί όχι και για τον θάνατό της;»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
339
Έκανε μια παύση. Το βλέμμα του θόλωσε, δείγμα ότι η σκέψη του ταξίδεψε κάπου αλλού. Ο Μ πέκας δεν τον διέκοψε. Ήθελε να αφουγκραστεί ακόμα και τη σιωπή του. «Φαντάζομαι», συνέχισε κάποτε ο Ναθαναήλ, «πως ένα κορίτσι της τάξεώς της θα ήταν περήφανο να πεθάνει ανάμεσα στους εκλεκτότερους εκπροσώπους της καλής κοινωνίας». «Γίνετε πιο σαφής», τον παρότρυνε σχεδόν αυστηρά ο αστυνόμος. «Η Λίλιαν Σαρρή ήταν κάποτε η Ευαγγελία Δεστούνη, ένα φτωχοκόριτσο από την επαρχία, προικισμένη ωστόσο με μια απαράμιλλη ομορφιά. Όταν την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε ο μεγαλοβιομήχανος Άγγελος Σαρρής, η ζωή της άλλαξε. Απέκτησε πρόσβαση στα κοσμικά σαλόνια, εξουσία και επιρροή πάνω σε ανθρώπους που κάποτε την χλεύαζαν. Ποτέ όμως δεν κατάφερε να γίνει πραγματικό κομμάτι του καινούργιου της κόσμου. Καταλαβαίνετε...» είπε ο βιομήχανος κοιτάζοντας με αμφιβολία τον άνδρα απέναντί του. «Κανείς δεν ξέχασε την ταπεινή καταγωγή της και πολλοί είχαν τη συνήθεια να την αναφέρουν παρουσία της. Αν με ρωτάτε λοιπόν, πιστεύω ότι η Λίλιαν αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της αριστοκρατικά και με μια διάθεση ρεβανσισμού». Ο Μ πέκας δεν καταλάβαινε. Δυσκολευόταν να διεισδύσει στο μυαλό των πλουσίων, να αποκωδικοποιήσει τον τρόπο σκέψης τους, να κατανοήσει τις προθέσεις τους ή τους κανόνες της ηθικής τους. Ήξερε όμως ότι μόλις είχε συλλέξει ένα στοιχείο, ένα καινούργιο κομμάτι στο παζλ του. Δεν ήξερε ακόμα πού να το τοποθετήσει, αλλά αναγνώριζε τη σοβαρότητά του και τις νέες πιθανότητες που γεννούσε.
340
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Τα επόμενα κομμάτια μπήκαν στη θέση τους με την κατάθεση του Γαβριηλίδη. Όταν ο Μ πέκας του εξέθεσε τη θεωρία του Ναθαναήλ για να πάρει τη γνώμη του, ο εφοπλιστής άρχισε να γελά ακατάπαυστα. «Έτσι θέλει να πιστεύει ο Ναθαναήλ;» ρώτησε σε κατάσταση αδικαιολόγητης ευθυμίας. «Τι ακριβώς εννοείτε;» του επέστρεψε την ερώτηση ο αστυνόμος. «Ξέρετε, διστάζω να μιλήσω ανοιχτά. Δεν είναι του επιπέδου μου να μεταφέρω κουτσομπολιά... Αλλά είστε αστυνόμος και θα τα μάθετε έτσι κι αλλιώς. Έτσι δεν είναι;» Τον κοίταξε περιμένοντας μια επιβεβαίωση. «Μ ιλήστε ελεύθερα. Η συζήτησίς μας είναι εμπιστευτική», τον διαβεβαίωσε ο Μ πέκας. Ο Γαβριηλίδης το πήρε απόφαση. Πριν μιλήσει, άναψε ένα μεγάλο πούρο. Ο αστυνόμος τον μιμήθηκε. Έβγαλε ένα τσιγάρο, το έκοψε στη μέση και έβαλε το μισό στην πίπα του. «Λοιπόν, όλος ο κόσμος γνωρίζει τη σχέση που διατηρούσαν ο Ναθαναήλ και η Λίλιαν. Όσο ήταν ζωντανός ο Άγγελος φυσικά, μετά εκείνη άλλαξε γνώμη». Ένα φτωχοκόριτσο παντρεύεται ένα μεγαλοβιομήχανο, διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με έναν άλλο βιομήχανο, στενό φίλο της οικογενείας, κληρονομεί την περιουσία του πρώτου μετά τον θάνατό του και χωρίζει τον δεύτερο, όταν πλέον η σχέση τους θα μπορούσε να λάβει κάθε επισημότητα. Ο αστυνόμος Μ πέκας δεν συνήθιζε να βγάζει βεβιασμένα συμπεράσματα, αλλά δεν μπορούσε και να αγνοήσει τα πιθανά κίνητρα που παρουσιάζονταν μπροστά του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
341
«Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για την αλλαγή της στάσης της Σαρρή;» ρώτησε τον εφοπλιστή. «Α!» αναφώνησε εκείνος εκπνέοντας ταυτόχρονα μια βαριά τολύπη καπνού. «Φαντάζομαι ότι ο αγαπητός μου Ναθαναήλ πιστεύει ότι η Λίλιαν μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε τεθλιμμένη χήρα, μια πιστή σύζυγος σε έναν νεκρό άντρα. Πόσο μεγάλη αντίφασις θα ήταν όμως! Εξάλλου ο Άγγελος θα την προτιμούσε πιστή όσο ήταν εν ζωή. Μ ετά τι σημασία έχει;» Ήξερε περισσότερα, ο Μ πέκας ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Δεν έδειχνε ωστόσο διατεθειμένος να τα μοιραστεί εύκολα. Ο αστυνόμος έπρεπε να επιμείνει. «Κύριε Γαβριηλίδη, περιγράφετε μια άστατη γυναίκα. Δεν νομίζω ότι εσείς συμμερίζεστε την άποψη του κυρίου Ναθαναήλ». «Αστυνόμε, δεν με ενδιέφερε η ζωή και οι επιλογές της Λίλιαν. Τουλάχιστον το τελευταίο διάστημα, όταν ζούσε ο Άγγελος ήταν αλλιώς. Ο Σαρρής ήταν φίλος μου και φυσικά δεν μου ήταν ευχάριστο να ακούω τις κακές γλώσσες να σχολιάζουν την οικογένειά του». «Εμένα όμως με ενδιαφέρει το τελευταίο διάστημα και έχω την εντύπωση ότι αυτές οι κακές γλώσσες, στις οποίες αναφερθήκατε, δεν σταμάτησαν να ομιλούν μετά τον θάνατο του φίλου σας». «Κύριε Μ πέκα, ό,τι είχα να σας πω σας το είπα. Πρέπει να ρωτήσετε αλλού για να μάθετε αυτό που θέλετε. Το μόνο που μπορώ να προσθέσω, είναι ότι, σύμφωνα με όσα ακούω, η Λίλιαν δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή της». [ 4 ]
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
343
Ο Στεργίου κόμπιασε για μια στιγμή. «Φαντάζομαι ότι ήρθε να διαμαρτυρηθεί για την απόλυσή του». «Ώστε έτσι, είχε απολυθεί. Αλλά εσύ είπες ότι ήταν εργατικός. Γιατί να χάσει λοιπόν τη θέση του;» Ο νεαρός τώρα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Μ πέκας επέμεινε. «Περιμένω», του είπε αυστηρά. «Κύριε αστυνόμε, εγώ... δεν ξέρω...» «Ξέρεις και θα μου πεις να μάθω κι εγώ», τον πρόσταξε. «Ο Μ άκης είναι ομορφόπαιδο», ξεκίνησε διστακτικά ο Στεργίου. «Η Σαρρή τον είχε προσέξει...» «Συνέχισε». «Δεν είμαι σίγουρος, αν ισχύει. Είναι μόνο φήμες, μπορεί κακοπροαίρετες... Σας παρακαλώ...» Ο Μ πέκας σκέφτηκε για μια στιγμή. Δεν είχε ξεχάσει την καταγωγή της, είχε πει με νόημα ο Γαβριηλίδης. «Η Σαρρή είχε κάνει ανήθικες προτάσεις στον Αραμπατζή, εκείνος δεν ενέδωσε και έτσι απολύθηκε. Αυτό είναι που δεν θέλεις να πεις;» ρώτησε ο αστυνόμος. Ο σερβιτόρος έγνεψε καταφατικά. Ο Μ πέκας έβγαλε το μισό τσιγάρο από την πίπα του με μια παραμάνα. Μ πήκε στον πειρασμό να βάλει στη θέση του το άλλο μισό, αλλά το μετάνιωσε ενθυμούμενος τη συμβουλή του γιατρού. «Μ ήπως φαντάζεσαι πού θα πήγαινε ο Αραμπατζής φεύγοντας από δω;» ρώτησε ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής. «Δεν γνωρίζω. Ίσως σπίτι του. Η Κατίνα θα ξέρει καλύτερα να σας πει». «Ποια είναι αυτή;»
344
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«Η αρραβωνιαστικιά του. Εργάζεται εδώ ως καμαριέρα». Πολλοί ύποπτοι με διαφορετικά κίνητρα, σκέφτηκε ο αστυνόμος. Δεν είπε τίποτα όμως. Απλά επέτρεψε στον Στεργίου να φύγει. Όταν όμως βρέθηκε στην πόρτα, τον σταμάτησε με μία ακόμη ερώτηση. «Μ ια στιγμή. Το κρασί που σερβίριζες βρισκόταν στην κουζίνα;» «Όχι, κύριε αστυνόμε. Τα μπουκάλια ήταν στον μπουφέ του σαλονιού». «Θα μπορούσε να έχει κάποιος άλλος πρόσβαση σε αυτά εκτός από σένα;» Ο σερβιτόρος κοίταξε τον Μ πέκα τρομοκρατημένος. Καταλάβαινε πού το πήγαινε. «Όλοι οι καλεσμένοι επισκέφτηκαν τον μπουφέ κάποια στιγμή της βραδιάς. Εξάλλου δεν ήμουν όλη την ώρα από πάνω τους. Έπρεπε να τριγυρνώ μέσα στο σαλόνι με το δίσκο μου». «Καταλαβαίνω», είπε ο Μ πέκας κι ύστερα, με αδιάφορο τόνο σαν να μην είχε καμία σημασία η ερώτηση, πρόσθεσε: «Αλλά θα μπορούσε κάποιος να μαντέψει ποιο ποτήρι θα έδινες στη Σαρρή;» Ο Στεργίου είχε αρχίσει να ιδρώνει. «Δεν είμαι σίγουρος, κύριε αστυνόμε. Δηλαδή, τι να σας πω; Τα είχα τοποθετήσει σε δύο σειρές και γέμιζα το δίσκο από τα αριστερά στα δεξιά. Ήταν βέβαιο ότι θα σερβίριζα την οικοδέσποινα τελευταία». «Εντάξει, σ’ ευχαριστώ. Μ πορείς να πηγαίνεις τώρα». Μ όλις βγήκε ο Στεργίου, εισέβαλε στο γραφείο μια νεαρή κοπέλα. Έδειχνε ταραγμένη. Ο αστυνόμος παρέμεινε ακίνητος.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
345
«Εγώ το έκανα, εγώ τη σκότωσα. Μ ην ψάχνετε άλλο», είπε χωρίς εισαγωγές με τρεμάμενη φωνή. Ο Μ πέκας την παρατήρησε σιωπηλός. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, γύρω στα είκοσι. Μ έσα στα βουρκωμένα μάτια της διέκρινε ένα ερωτευμένο κορίτσι που ήθελε απεγνωσμένα να προστατεύσει κάποιον. Είχε συναντήσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην καριέρα του. «Είσαι η Κατίνα;» τη ρώτησε ψύχραιμα. «Μ άλιστα», απάντησε εκείνη έκπληκτη που ο αστυνόμος μάντεψε το όνομά της. «Ώστε εσύ την σκότωσες;» ρώτησε αναστενάζοντας βαριά ο Μ πέκας. «Ναι», επέμεινε η καμαριέρα. Ήταν σταθερή στην ομολογία της, αλλά το σώμα της ήταν ασταθές. Ο αστυνόμος φοβήθηκε μήπως λιποθυμήσει. «Κάτσε», της είπε. Όταν εκείνη υπάκουσε, ρώτησε: «Και πώς το έκανες λοιπόν;» «Της έριξα δηλητήριο στο ποτό της», υποστήριξε με μια φωνή που ήταν έτοιμη να σβήσει. «Αρκετά», τη διέκοψε με αυστηρή φωνή ο Μ πέκας. «Προσπαθείς να προστατέψεις τον αρραβωνιαστικό σου. Θα μπορούσα να σου ασκήσω δίωξη για παραπλάνηση της ανάκρισης, το ξέρεις;» Η νεαρή γυναίκα δεν άντεξε την ένταση και έχασε τις αισθήσεις της. Ίσως δεν κατάφερε να παραπλανήσει την ανάκριση, αλλά σίγουρα την καθυστέρησε. Ο Μ πέκας ήταν ενοχλημένος με αυτή την εξέλιξη. Ο υπουργός είχε ζητήσει να μην τραβήξει επί μακρόν
346
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
η διαδικασία. Ζήτησε λοιπόν να μεταφερθεί σε άλλο χώρο το λιπόθυμο κορίτσι και κάλεσε τη μαγείρισσα. Μ ια ηλικιωμένη γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά του. «Μ πορείτε να μου περιγράψετε το περιστατικό με τον Αραμπατζή;» τη ρώτησε. «Ο Μ άκης μπήκε από την πόρτα της υπηρεσίας. Εκείνη την ώρα έτυχε να είναι στην κουζίνα η κυρία. Είχε έρθει να επιθεωρήσει, αν όλα πήγαιναν καλά. Όταν μπήκε ο Μ άκης, φώναζε στην Κατίνα για ένα λάθος που έκανε με τα σερβίτσια. Τα ήθελε όλα τέλεια ως την παραμικρή λεπτομέρεια». «Κι ύστερα τι συνέβη;» «Εκείνος φώναξε “Γιατί το έκανες αυτό;” και η κυρία έδωσε εντολή να απομακρυνθεί από το κτήριο αμέσως». «Έφυγε μόνος του;» «Όχι, τον έβγαλε έξω ο Αλέκος, ο καινούργιος σοφέρ». «Αντιστάθηκε». «Ναι. Προσπάθησε να πλησιάσει την κυρία, ίσως να τής επιτεθεί, δεν ξέρω. Η Κατίνα τον ικέτευσε να μην το κάνει κι ο Αλέκος τον έπιασε και τον συνόδευσε έξω». [ 5 ]
ΟΤΑΝ ο Μ πέκας βγήκε πάλι στην οδό Κυδαθηναίων, είχε προλάβει να τηλεφωνήσει στην Υπηρεσία. Ο Αραμπατζής αγνοείτο ακόμα. Ο Μ ακρής τον περίμενε στο καφενείο του Πανάγου. Του φώναξε πριν εκείνος προλάβει να μπει στο ταξί. Ο αστυνόμος δεν
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
347
προσπάθησε να αντισταθεί. Εξάλλου χρειαζόταν τη βοήθειά του. Κάθισε στον καφενέ και παρήγγειλε να του ψήσουν έναν καφέ παρά το προχωρημένο της ώρας. Ο νους του έτρεξε στιγμιαία στον γιατρό, αλλά αυτή τη φορά αποφάσισε να αγνοήσει τις συμβουλές του. «Λοιπόν; Τι έγινε;» ρώτησε ο δημοσιογράφος με αγωνία. «Τι γνωρίζεις για τη Λίλιαν Σαρρή;» απέφυγε ο Μ πέκας να δώσει πληροφορίες πριν λάβει κάποιες πρώτα. Ο Μ ακρής γνώριζε καλά την κοσμική Αθήνα. Του περιέγραψε την ιστορία της Δεστούνη-Σαρρή και τις ερωτικές της περιπέτειες με πικάντικες λεπτομέρειες που μόνο ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να ξέρει. Σύμφωνα με τα όσα ακούγονταν, η Σαρρή μετά τον θάνατο του συζύγου της είχε γίνει πιο εκδηλωτική απέναντι στους άνδρες. Ήταν πολύ νέα, εκθαμβωτικά όμορφη και ιδιαιτέρως δυναμική γυναίκα και διεκδικούσε αποφασιστικά ό,τι της άρεσε. Ο Μ πέκας έμαθε επίσης αρκετά κουτσομπολιά για τους υπόλοιπους καλεσμένους της κοινωνικής εκδήλωσης. Είχε ζαρώσει τα φρύδια του. Ο φίλος του γνώριζε πολύ καλά αυτή την έκφραση. «Τι σε προβληματίζει;» τον ρώτησε. Ο αστυνόμος διηγήθηκε την υπόθεση στον Μ ακρή. «Επομένως ο δολοφόνος είναι ο Αραμπατζής», είπε κατηγορηματικά ο δημοσιογράφος. «Κατά τα φαινόμενα», απάντησε κατηφής ο Μ πέκας. «Πιστεύεις την ομολογία της καμαριέρας;» ρώτησε ο άλλος. Όχι, ο Μ πέκας δεν την πίστευε. Υπενθύμισε στον φίλο του την υπόθεση που έγινε γνωστή ως «Έγκλημα στα Παρασκήνια», όπου
348
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μια άλλη ερωτευμένη κοπέλα ομολόγησε ψευδώς έναν φόνο που δεν έκανε για να προστατεύσει τον αγαπημένο της. «Σ’ εκείνη την περίπτωση όμως, ο ένοχος δεν ήταν ο άνδρας που καταζητούσατε», τον πείραξε ο Μ ακρής. Ο δημοσιογράφος θυμόταν καλά εκείνη την παλιά υπόθεση, μιας και ήταν εκείνος που την είχε λύσει τελικώς. «Ούτε σε αυτή την περίπτωση είναι», τον αιφνιδίασε ο αστυνόμος. «Πώς είπες;» ρώτησε ο Μ ακρής τινάζοντας νευρικά το τεράστιο κορμί του. «Είπα πως ο δολοφόνος δεν είναι ο Αραμπατζής». «Μ α είχε ισχυρό κίνητρο, εισέβαλε στο σπίτι, απείλησε τη Σαρρή, έφυγε και τώρα κρύβεται. Πόσες περισσότερες ενδείξεις ενοχής χρειάζεσαι;» υπερασπίστηκε την εκδοχή του ο άλλος. «Έχεις δίκιο, υπάρχουν πολλές ενδείξεις. Αλλά καμία απόδειξη. Εξάλλου, δεν μπορεί να το έκανε αυτός. Αν πρόσεξες καλά τη διήγησή μου, θα διαπίστωσες ότι δεν είχε πρόσβαση στα ποτήρια με το κρασί». Ο δημοσιογράφος είχε μείνει άναυδος. Ο Μ πέκας είχε δίκιο. Η συμπεριφορά του απολυμένου σοφέρ τον είχε παρασύρει, ώστε να αγνοήσει την πιο σημαντική πληροφορία. «Τότε ποιος;» ρώτησε. «Όποιος είχε τον καλύτερο λόγο», απάντησε σιβυλλικά ο αστυνόμος. [ 6 ]
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
349
ΤΙΣ ΕΠΟΜ ΕΝΕΣ δύο μέρες ο Μ πέκας τις πέρασε εξετάζοντας
τους φακέλους που συνέταξαν οι υφιστάμενοί του για τους υπόπτους. Αναζητούσε πιθανά κίνητρα, υπομονετικά και με μέθοδο, σαν λαγωνικό. Ο Αραμπατζής καταζητείτο ακόμη, αλλά ο αστυνόμος είχε δώσει εντολή να μην υπάρξει εντατική προσπάθεια προς εκείνη την κατεύθυνση. Δεν ήθελε να χαραμίζει τους άνδρες του σε μια μάταιη αναζήτηση. Ήταν πεπεισμένος ότι ο απολυμένος σοφέρ ήταν αθώος. Γι’ αυτό τους είχε διατάξει να συλλέξουν πληροφορίες, όσο πιο διακριτικά μπορούσαν, για όλους τους υπόλοιπους. Μ ελετούσε για πολλοστή φορά τους φακέλους. Ήταν μια μικρή λεπτομέρεια σε έναν από αυτούς που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Τηλεφώνησε αμέσως στα γραφεία της Πρωινής για να επιβεβαιώσει μια υποψία. Ο Μ ακρής σήκωσε το ακουστικό μηχανικά. Η προσοχή του ήταν δοσμένη σε ένα κείμενο γεμάτο ορθογραφικά λάθη. Το παράτησε, μόλις άκουσε τη φωνή του φίλου του. «Έχουμε κανένα νεότερο από την έρευνά σου;» θέλησε να μάθει. «Όχι ακόμα, αλλά ίσως μπορείς να βοηθήσεις», είπε ο Μ πέκας. «Σε ακούω», προθυμοποιήθηκε ο δημοσιογράφος. «Τι θέλεις να κάνω;» «Τίποτα το σπουδαίο. Απλώς να μου υπενθυμίσεις από ποια επαρχία ήρθε η Σαρρή στην Αθήνα. Όταν ήταν ακόμα Δεστούνη». «Από τη Θήβα», απάντησε ο Μ ακρής. «Αυτό είναι όλο;» «Προς το παρόν. Τώρα πρέπει να κλείσω».
350
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ πέκας μπορούσε να γίνει πολύ αινιγματικός όταν ήθελε. Ή μάλλον όταν δεν ήθελε να αποκαλύψει τι είχε στο μυαλό του. Ο Μ ακρής τον είχε συνηθίσει. Χαμογέλασε και έπιασε πάλι το μολύβι του. Το κείμενο του μικρού χρειαζόταν ένα σωρό διορθώσεις. Ο αστυνόμος σήκωσε πάλι το ακουστικό. Αυτή τη φορά για να καλέσει έναν γνωστό του που υπηρετούσε στη Χωροφυλακή Θηβών. Του ζήτησε να ψάξει κάτι γι’ αυτόν. Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο και τους φακέλους. Τώρα χρειαζόταν απλώς να περιμένει. Έβγαλε την πίπα του και ένα τσιγάρο που το έκοψε στη μέση. [ 7 ]
Ο Μ ΑΚΡΗΣ έγερνε στην καρέκλα του με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι του. Τα μάτια του γυάλιζαν από έξαψη μέσα στα χρυσά γυαλιά του. Ο Μ πέκας καθόταν σεμνά στη θέση μπροστά από το γραφείο του δημοσιογράφου. Κάτω από το μουστάκι του κρεμόταν η αγαπημένη του πίπα. Ο τρίτος της παρέας, ο Δέλιος, στεκόταν όρθιος κοντά στο παράθυρο. Το βλέμμα του θόλωνε από κάποιον στοχασμό. «Ώστε λοιπόν ο ένοχος ήταν ο σερβιτόρος!» αναφώνησε ο Μ ακρής. Ο αστυνόμος Μ πέκας είχε βρεθεί στα γραφεία της Πρωινής για να λύσει τις απορίες του φίλου του. Του το χρωστούσε χάρη, αφού τον είχε βοηθήσει με τις πληροφορίες του.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
351
«Και το κατάλαβες από τον τόπο γέννησής του;» ρώτησε ο ψηλός άντρας με δημοσιογραφική περιέργεια. «Η κοινή καταγωγή του με τη Σαρρή ήταν η λεπτομέρεια που με βοήθησε να ανακαλύψω το κίνητρό του. Παρακάλεσα ένα συνάδελφο της Χωροφυλακής να σκαλίσει το παρελθόν του και εκείνος, ανάμεσα στα άλλα που βρήκε, μου αποκάλυψε ότι πριν έρθει ο Στεργίου στην Αθήνα ήταν αρραβωνιασμένος με κάποια Δεστούνη. Ο αρραβώνας διαλύθηκε, όταν ο πατέρας Στεργίου έμαθε τις φήμες που ήθελαν τη μέλλουσα νύφη του να είναι αμφιβόλου ηθικής». «Κι ο σερβιτόρος παρέλειψε, βολικώς, να αναφερθεί στην παλιά του γνωριμία με τη νεκρή», συμπλήρωσε ο Μ ακρής. «Πράγματι, ήταν λάθος του. Είχα συμπεράνει εξαρχής ότι κάτι μου έκρυβε. Αν μου το είχε πει μόνος του, πιθανόν να εκτιμούσα αλλιώς αυτή την πληροφορία. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να δηλητηριάσει το κρασί της Σαρρή. Η ανακάλυψη του κινήτρου ήταν απλώς η επιβεβαίωση της αρχικής μου υποψίας». «Για μια στιγμή», αντέδρασε ο δημοσιογράφος. «Αυτό το συμπέρασμα είναι αυθαίρετο. Οποιοσδήποτε βρισκόταν στο σαλόνι θα μπορούσε να δηλητηριάσει το τελευταίο ποτήρι. Μ ην ξεχνάς ότι ήταν τακτοποιημένα με συγκεκριμένη σειρά». Ο Μ πέκας ξεφύσηξε μια μεγάλη τολύπη καπνού πριν απαντήσει. «Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνη θα έπαιρνε το τελευταίο ποτήρι της δεύτερης σειράς, παρά ένα από τα τελευταία που τοποθετήθηκαν στο δίσκο. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει με ακρίβεια ποιο ποτήρι θα δοθεί στο θύμα, εκτός από τον Στεργίου που τα σέρβιρε».
352
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ ακρής έμεινε άλλη μια φορά με ανοικτό το στόμα. Έτριψε αμήχανα το κεφάλι του κι ύστερα τινάχτηκε όρθιος. «Είσαι καταπληκτικός! Μ όνο ο ξακουστός αστυνόμος Μ πέκας θα μπορούσε να προσέξει τόσο μικρές, αλλά και τόσο σημαντικές λεπτομέρειες. Συγχαρητήρια! Να υποθέσω ότι ο ένοχος ομολόγησε;» «Όχι, δεν το έκανε ακόμα», παραδέχτηκε κατηφής ο Μ πέκας. Η επιμονή του Στεργίου να υποστηρίζει την αθωότητά του, αλλά και η εντύπωση του καλού και έντιμου νέου που έδινε, προβλημάτιζε κάπως τον αστυνόμο. Τα στοιχεία ωστόσο αποδείκνυαν την ενοχή του. «Τι σκέφτεσαι εσύ και είσαι τόσο σιωπηλός;» ρώτησε ο Μ ακρής τον Δέλιο, ο οποίος στεκόταν ακόμη αμίλητος στη γωνιά του. «Συλλογιζόμουν πως θα μπορούσε όλη η έρευνα να έχει οδηγηθεί σε λάθος κατεύθυνση από μια τυχαία σύμπτωση», απάντησε με φιλοσοφική διάθεση ο επικεφαλιδογράφος. «Τι εννοείς, διανοούμενε;» τον πείραξε ο δημοσιογράφος, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει στην εφημερίδα. «Να, η συμπτωματική εμφάνιση του Αραμπατζή στην κουζίνα λίγα λεπτά της ώρας πριν πέσει νεκρή η Σαρρή, θα μπορούσε εύκολα να παραπλανήσει. Στην πραγματικότητα, τους παραπλάνησε όλους κι ευτυχώς που ο αστυνόμος δεν παρασύρθηκε». «Δεν έχεις άδικο. Και εγώ οδηγήθηκα αφελώς στο ίδιο συμπέρασμα», παραδέχτηκε ο Μ ακρής. Ο Μ πέκας ωστόσο δεν ένιωθε κολακευμένος από τα λόγια του Δέλιου. Αντιθέτως, τον είχαν ενοχλήσει. Το πρόσωπό του είχε
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
πάρει τη γνωστή έκφραση του «θυμωμένου γάτου».
353
Το υπηρετικό προσωπικό του ρετιρέ της οδού Κυδαθηναίων είχε σκορπίσει μετά τον θάνατο της Σαρρή. Ο Μ πέκας εντόπισε πρώτα την ηλικιωμένη μαγείρισσα. Τη ρώτησε, αν γνώριζε πού μπορούσε να βρει τους υπολοίπους κι εκείνη του έδωσε όσες διευθύνσεις γνώριζε. Ύστερα της έθεσε το ερώτημα που τον βασάνιζε: «Μ ήπως θυμάσαι αν εκείνο το βράδυ η Σαρρή είχε πιει κάποιο ποτό πριν αρχίσει η εκδήλωση;» «Φυσικά», απάντησε η γυναίκα. «Είχε πάρει το κονιάκ της». «Εσύ της το είχες σερβίρει;» «Όχι, κύριε αστυνόμε. Η Κατίνα της το πήγε στο καθιστικό, όπως κάθε απόγευμα». Ο Μ πέκας ίδρωνε μέσα στο κουστούμι του, καθώς προχωρούσε στο στενό δρομάκι στα Σεπόλια. Μ ια ατυχής σύμπτωση, είχε πει ο Δέλιος. Μ ια ατυχής σύμπτωση, αλλά όχι αυτή που νόμιζε ο φίλος του. Ο αστυνόμος δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι όλη η έρευνα και τα συμπεράσματά της στηρίχθηκαν σε μια βεβαιότητα, η οποία πλέον κλονιζόταν. Είχε λάβει ως δεδομένο ότι το δηλητήριο δόθηκε στη Σαρρή μέσα στο κρασί της. Αν όμως ήταν σύμπτωση ότι εκείνη έπεσε νεκρή μόλις ήπιε από το ποτήρι της; Αν δεν ήταν εκείνη η στιγμή που δηλητηριάστηκε; Τότε όλες του οι υποθέσεις, όλοι οι συλλογισμοί του, όλα κατέρρεαν. Θυμήθηκε τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων. Η νεαρή γυναίκα ήταν χλωμή, έτρεμε και κόμπιαζε πριν ακόμα πιει από το κρασί. Όλοι –μαζί κι εκείνος– το είχαν αποδώσει στη συγκίνηση,
354
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
έστω και προσποιητή, που προκαλούσε η ανάμνηση του εκλιπόντα συζύγου της. Κι αν ήταν συμπτώματα δηλητηρίασης; Αν ο Στεργίου είχε υπάρξει ειλικρινής σχετικά με τον διαλυμένο του αρραβώνα με την Ευαγγελία Δεστούνη, πιθανόν ο αστυνόμος να εκτιμούσε διαφορετικά την πληροφορία. Έτσι είχε παραδεχθεί ο ίδιος ο Μ πέκας στα γραφεία της Πρωινής. Κι αν εκτίμησε λάθος την ομολογία της Κατίνας; Αν η μικρή ήταν ειλικρινής; Έφερε στο νου του το περιστατικό της κουζίνας. Αν ο Αραμπατζής δεν απευθυνόταν στη Σαρρή, αλλά στην καμαριέρα που στεκόταν δίπλα της; Κι αν η ερώτησή του «Γιατί το έκανες;» δεν αναφερόταν στην απόλυση, αλλά σε μια περισσότερο αποτρόπαια πράξη; Όλοι είχαν δει αυτό που ήθελαν να δουν, μια ομαδική πλάνη βασισμένη στη λανθασμένη πεποίθηση ότι το δηλητηριασμένο ποτό ήταν το κρασί κι όχι το κονιάκ. Έφτασε έξω από το σπίτι της νεαρής καμαριέρας. Χτύπησε επίμονα την πόρτα, αλλά κανείς δεν άνοιξε. Ένα άσχημο συναίσθημα πίκριζε τη γλώσσα του. Μ ια γειτόνισσα βγήκε στο σοκάκι. Τον πληροφόρησε ότι η γυναίκα που έψαχνε, είχε φύγει για τη Γερμανία. Πήγαινε να βρει τον αρραβωνιαστικό της, είχε πει. Ξαφνικά ένιωθε πολύ βαρύς. Τα χρόνια σκέβρωναν τους ώμους του. Όχι, δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του. Ο ξακουστός αστυνόμος Μ πέκας, είχε πει ο Μ ακρής. Ξοφλημένος ήταν η σωστή λέξη. Είχε έρθει η ώρα να βγει στη σύνταξη.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤ ΟΛΙΔΗΣ
Η κηδεία του Γιώργη Μπέκα και ο άνθρωπος με το λευκό κουστούμι
ΕΚΑΝΕ πολλή ζέστη. Δύο μεγάλοι ανεμιστήρες οροφής έφερναν λίγη δροσιά στο ευρύχωρο σαλόνι της βίλας του Παλαιού Ψυχικού. Κάπου πιο μέσα στο σπίτι η κομψή τριανταεξάχρονη γυναίκα με το καλοδιατηρημένο σώμα και τα ψηλά της τακούνια επέβλεπε την υπηρέτρια, που άδειαζε ένα μπαούλο με παλιά ρούχα. Η μικρή υπηρέτρια από την Ανάφη έβγαλε ένα ανδρικό κουστούμι. Η κομψή γυναίκα έφερε ξαφνικά το χέρι στο στόμα της για να καλύψει μια αυθόρμητη κραυγή αγωνίας και αποστροφής. Η υπηρέτρια κρατούσε για να το δει η κυρία της ένα παλαιομοδίτικο ανδρικό λευκό κουστούμι. Πριν δεκαέξι ακριβώς χρόνια η ζωή της είχε σημαδευτεί από μια υπόθεση μεγάλης κληρονομιάς και πέντε φόνους, τους οποίους διέπραξε στην προσπάθειά του να την καρπωθεί ένας άντρας, που όλοι οι μάρτυρες έλεγαν πως φορούσε το ίδιο λευκό κουστούμι, όποτε πήγαινε να σκοτώσει. Την υπόθεση είχε αναλάβει τότε ο αστυνόμος Μ πέκας της Γενικής Ασφαλείας και είχε βρεθεί σε μεγάλο δίλημμα ως προς το ποιος ήταν ο άνθρωπος με το λευκό κουστούμι. Ο μυστηριώδης
356
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ένοχος εμφανιζόταν πάντα στη σκηνή του φόνου με γυαλιά και μουστάκι κι ένα λευκό κουστούμι. Ήταν ψηλός, ακαθόριστης ηλικίας, αλλά όχι πάνω από σαράντα ετών. Προφανώς μεταμφιεζόταν. Τα σύνεργα της μεταμφίεσης και το λευκό κουστούμι δεν είχαν βρεθεί ποτέ. Σχέση με την κληρονομιά είχαν τότε δύο ύποπτοι. Ο Μ πέκας θυμόταν πολύ καλά την υπόθεση, παρά το πρόσφατο σοβαρό καρδιακό του επεισόδιο που λίγο έλειψε να τον αφήσει στον τόπο. Ήταν αρχές Αυγούστου του 1979 και ο κοντόχοντρος, αλλά κοτσονάτος αστυνομικός βρισκόταν ξαπλωμένος στον τέταρτο όροφο του Ευαγγελισμού. Πήγαινε καλύτερα, και οι γιατροί επέτρεψαν στην κομψή γυναίκα να τον επισκεφθεί για λίγο. Επρόκειτο για την παλιά, αιματοβαμμένη υπόθεση κληρονομιάς· ταλαντευόταν τότε ως προς τον ένοχο ανάμεσα σε έναν κυνικό ζιγκολό που είχε μερίδιο στην κληρονομιά μέσω του μακαρίτη του πατέρα του και σε έναν προικοθήρα, του οποίου η σύζυγος ήταν μία εκ των επτά κληρονόμων. Αυτή, ο ζιγκολό και άλλοι πέντε νεκροί ή δολοφονημένοι. Η κομψή γυναίκα που στεκόταν τώρα μπροστά του ήταν εκείνη. Τα χρήματα της κληρονομιάς είχαν πιάσει τόπο, σκέφθηκε ο έμπειρος πρώην αστυνομικός· δίχως ινστιτούτα καλλονής, ακριβά καλλυντικά και ειδικά γυμναστήρια, η στάρλετ του εξήντα δεν θα διατηρούσε τη φρεσκάδα της δεκαέξι χρόνια μετά. Η γυναίκα, αφού ρώτησε ευγενικά τον ασθενή πώς πάει η υγεία του και του άφησε ένα μπουκέτο μαργαρίτες, πέρασε αμέσως στο ψητό· ο χρόνος που είχε στη διάθεσή της ήταν λίγος. «Πόσο σίγουρος είστε ότι ο άντρας μου είναι αθώος;» ρώτησε ανυπόμονα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
357
«Γιατί το λέτε;» έκανε απορημένος ο Μ πέκας. «Βρήκα φυλαγμένο μέσα σε κάτι παλιά πράγματά του ένα λευκό κουστούμι...» «Και πώς ξέρετε ότι είναι σχετικό με την ιστορία εκείνη;» «Μ ε απόλυτη βεβαιότητα δεν το ξέρω. Πάντως, ο άντρας μου δεν έχει φορέσει ποτέ στη ζωή του λευκό κουστούμι, εξ όσων εγώ γνωρίζω». Ο Μ πέκας σκέφθηκε πως δεν μπορούσε να ήταν το μόνο στοιχείο που οδηγούσε τη γυναίκα σε μακάβριες σκέψεις. «Πρέπει να υπάρχει και κάτι ακόμα, που αφορά τη γυναικεία της διαίσθηση», μονολόγησε μέσα του. «Όπως κάποια ερωμένη ή μια μετρέσα στη ζωή του άντρα της». «Αφήστε με μια στιγμή να σκεφθώ», είπε δυνατά. Η γυναίκα πήγε να φέρει ένα ποτήρι νερό· το στόμα της είχε στεγνώσει. Ο Μ πέκας δυσκολευόταν να παραδεχθεί πως είχε κάνει λάθος. Για την ακρίβεια, ήταν αδύνατον να είχε κάνει λάθος για τους τέσσερις φόνους, όμως για τον πέμπτο υπήρχαν ασάφειες, όπως και γιατί και πώς σκοτώθηκε τελικά το ζεύγος των ενόχων, ο κυνικός ζιγκολό και η συνεργάτιδα γυναίκα του. Πάντως, η κομψή κυρία χρειαζόταν παρακολούθηση και προστασία· ήταν το μόνο βέβαιο. Και ο ίδιος δεν μπορούσε να βοηθήσει. Την παρέπεμψε στον αστυνόμο Αλεξανδρίδη, έναν πενηντάρη αξιωματικό της Ασφάλειας που ήταν επικεφαλής στις παρακολουθήσεις. Ήταν ένας αστυνομικός της μόδας. Ο Μ πέκας του τηλεφώνησε και η κομψή κυρία έφυγε αμέσως να τον συναντήσει.
358
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Το μπλε καλοκαιριάτικο κουστούμι του Αλεξανδρίδη ήταν άψογο και η γραβάτα ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Η εμφάνιση ήταν η αδυναμία του και το παραδεχόταν. Καθένας έχει τα ελαττώματά του. Εκείνος ήταν δανδής και το ήξερε. Κάτω από την κοσμική του εμφάνιση ο Αλεξανδρίδης έκρυβε μια απίθανη ενεργητικότητα, όμως η ιστορία που του διηγήθηκε η πολύ κομψή και όμορφη κυρία δεν ήταν, δυστυχώς, για την υπηρεσία του. «Δεν μπορώ να μπλέξω με ασάφειες και υποθετικά δεδομένα που πάνε δεκαπέντε χρόνια πίσω», σκέφθηκε, «εδώ πνιγόμαστε, ήμαστε πλέον Ευρώπη». Σύστησε με τη σειρά του την κυρία σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Έναν αρχιφύλακα που ήταν στην υπηρεσία του και είχε ανοίξει πριν από μερικούς μήνες δικό του «Γραφείο Ερευνών». Ο Μ πέκας σε δέκα μέρες βγήκε από το νοσοκομείο και ο ιδιωτικός αστυνομικός, αρχές φθινοπώρου, τον επισκέφθηκε σπίτι του για να λάβει τα «φώτα» του, σχετικά με την υπόθεση της κομψής κυρίας, διότι ο ίδιος τα είχε βρει μπαστούνια. Ο Μ πέκας του είχε απαντήσει τηλεφωνικά πως η ιστορία τον ενδιέφερε πολύ και θα κοιτούσε τι μπορούσε να κάνει, αλλά η συνάντηση δεν επαναλήφθηκε παρά μόνο δύο φορές. Η τελευταία, μάλιστα, ήταν αρχές Νοεμβρίου για πολύ λίγο, διότι επενέβη έξαλλη η σύζυγός του, μόλις κατάλαβε από την κουζίνα πως ο άντρας της είχε ντουμανιάσει πάλι το σαλονάκι τους. Και δεν είχε άδικο η κυρία Ευανθία. Ο ξεροκέφαλος πρώην αστυνομικός, μετά το έμφραγμα, αντί να ελαττώσει καφέδες και τσιγάρα τα είχε αυξήσει. «Το μόνο που απασχολεί τον πατέρα σου», έλεγε στο τηλέφωνο η κυρία Ευανθία στην κόρη της, «είναι η ιστορία που συζητάει με
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
359
τον ιδιωτικό ντετέκτιβ, έναν ανόητο που σου είπα πως έρχεται εδώ και τον βλέπει. Προ ολίγου τον πέταξα έξω, θα τον πεθάνει. Μ ίλα του πατέρα σου. Εσένα μπορεί να σε ακούσει». Ο Μ πέκας δεν άκουγε, όμως, κανένα. Μ όλις μπήκε η δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου έπαθε πιο δυνατό αυτή τη φορά έμφραγμα και σε λίγες μέρες κατέληξε. Στις 14 του μηνός ήταν η κηδεία του. Στο φέρετρο ο Μ πέκας ήταν ντυμένος με το παλαιομοδίτικο και λίγο τριμμένο σκούρο καφέ κουστούμι του και για όσους τον ήξεραν καλά το πρόσωπό του είχε εκείνη την έκφραση του θυμωμένου γάτου, που έπαιρνε όταν μια υπόθεση σκάλωνε κάπου και δυσκολευόταν ή αδυνατούσε να τη λύσει. Μ όλις τον είδε ο περίλυπος φίλος του, πρώην αρχισυντάκτης της Πρωινής, Μ ακρής, που είχε σπεύσει από νωρίς στο νεκροταφείο για να προλάβει το φέρετρο ανοιχτό, δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Κάτι άφησε στη μέση ο μακαρίτης», σκέφθηκε. «Μ πορεί να ήταν η ίδια η ζωή, αλλά γι’ αυτόν ζωή του ήταν οι υποθέσεις του Εγκληματολογικού. Μ ε τι ασχολιόταν; Μ ε πρώτη ευκαιρία θα ρωτήσω την κυρία Ευανθία, αν και υποψιάζομαι πως θα ήταν πάλι εκείνος ο Αποστολίδης». Μ ία ώρα πριν από την κηδεία έφθασε και ο ιδιωτικός αστυνομικός, περίλυπος κι αυτός από τον ξαφνικό θάνατο του Μ πέκα. Δεν ήταν μόνο κάποιες τύψεις, διότι προφανώς οι επισκέψεις του είχαν αναστατώσει στο έπακρο τον παλιό αστυνομικό, αλλά κυρίως διότι αδυνατούσε να βγάλει μόνος του άκρη με την περίεργη υπόθεση και είχε πελαγώσει αφάνταστα. Ο Λέλος Λίβας, όπως λεγόταν, αναζήτησε τον Μ ακρή και σε λίγο τα έλεγαν οι δυο τους στο καφενείο έξω από το νεκροταφείο.
360
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Ο Μ ακρής κατάλαβε αμέσως τι τον ήθελε ο κάτωχρος Λίβας, διότι ο συνταξιούχος αστυνομικός και φίλος του, λίγο πριν επιδεινωθεί ραγδαία η υγεία του, είχε φωνάξει τον Μ ακρή για να του πει ότι συνέβη κάτι περίεργο σχετικό με την ταυτότητα του «ανθρώπου με το λευκό κουστούμι» και ότι η κομψή κυρία Αποστολίδου είχε προσλάβει τελικά έναν άβγαλτο ιδιωτικό, πρώην αρχιφύλακα της Ασφάλειας υπό τον Αλεξανδρίδη. Τον είχε προσλάβει με πρόφαση μια υπόθεση διαζυγίου και του είχε πει: «Αν χρειαστείτε πρόσθετες πληροφορίες, απευθυνθείτε στον Μ πέκα». Ο Μ ακρής αποφάσισε τελικά να εξηγήσει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ την προϊστορία της περίεργης υπόθεσης. Ο Μ ακρής είχε αρχικά τους ενδοιασμούς του· γνώριζε πως είχε αυξηθεί η διαφήμιση των ιδιωτικών ντετέκτιβ μέσω εφημερίδων· η Πρωινή είχε ειδική στήλη. Υπήρχαν οι Ντετέκτιβς «Αστήρ» και «Φάρος», οι Ντετέκτιβς «RADAR» –«δραστήριοι πράκτορες αναλαμβάνουν φθηνά κάθε υπόθεση, με εχεμύθεια, θετικότητα». Το «Σι Μ πι Άι» και οι «Αόρατοι Πράκτορες Ντετέκτιβς» –«παρακολουθήσεις, έρευνες, μοιχείες, τηλεμαγνητοφωνήσεις, φωτογραφίες». Σε όλους αυτούς ο Μ ακρής δεν είχε καμία εμπιστοσύνη. Ο νεαρός ευτυχώς δούλευε μόνος του και ο Μ ακρής αισθανόταν μαζί του μεγαλύτερη ασφάλεια· δεν ήθελε να διαρρεύσουν στον Τύπο πράγματα, καθώς η παλιά υπόθεση υπήρξε μια από τις μεγάλες αποκλειστικές δημοσιογραφικές του επιτυχίες. Ξεκίνησε, λοιπόν, να λέει στον αμήχανο ιδιωτικό ντετέκτιβ: «Επρόκειτο για την υπόθεση που είχε μείνει γνωστή ως “Ο 13ος επιβάτης”. Συνέβη το 1963, πριν από δεκαέξι ακριβώς χρόνια. Είχαν περάσει τότε δέκα χρόνια από το έγκλημα στο Κολωνάκι,
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
361
την πρώτη μου σημαντική συνεργασία με τον Μ πέκα. Γιατί το αναφέρω; Γιατί η Αποστολίδου που σε προσέλαβε με είχε συστήσει στον Λέοντα Αποστολίδη ως τον γνωστό δημοσιογράφο της υποθέσεως του Κολωνακίου». Ο αρχισυντάκτης της Πρωινής έπαιρνε τότε το μεσημεριάτικο ούζο του στη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, όταν είδε τη Λίλυ –έτσι λεγόταν η κομψή κυρία– με τον άντρα της. Ήξερε τη Λίλυ, φαίνεται, από τα νάιτ κλαμπ· ο Μ ακρής ήταν γυναικάς και εργένης. Το νεαρό ζευγάρι κάθισε στο τραπέζι του Μ ακρή. Μ ίλησαν για την κληρονομιά. «Η μικρή», συνέχισε ο Μ ακρής, «λεγόταν την εποχή εκείνη Λίλυ Μ ακρή. Ήταν το ψευδώνυμό της. Το πραγματικό της επίθετο ήταν Μ αυροπούλου. Ο Μ αυρόπουλος, μόνιμος κάτοικος Αθηνών, τελωνειακός, έμενε Πατησίων 278 και πέθανε το 1946». Ο Λέλος Λίβας θαύμασε την εξαιρετική μνήμη του εξηνταπεντάρη συνταξιούχου αρχισυντάκτη. Τους διέκοψε το γκαρσόνι για να δώσουν παραγγελία. «Πού είχαμε μείνει;» έκανε ο Μ ακρής. «Στη συνονόματή σας», είπε ο Λίβας και καθώς ο Μ ακρής έδειξε να μην καταλαβαίνει, ο νεαρός ιδιωτικός ντετέκτιβ συμπλήρωσε: «τη Μ ακρή!» «Α, μάλιστα. Ψευδώνυμο. Την είχα γνωρίσει στο “Ροζ Ρουζ”. Ήταν μια νεαρή στάρλετ. Γύριζε τις νύχτες στα νάιτ κλαμπ, φωτογραφιζόταν στα περιοδικά σχεδόν γυμνή και άλλαζε εύκολα τους φίλους της. Είχε έναν θαυμαστή. Την έστηνε στα γυρίσματά της και την παρακολουθούσε. Ήταν νέος, καλοντυμένος, με λεπτό αθλητικό σώμα. Τον Λέοντα Αποστολίδη που μόλις της συστήθηκε μετά από ένα γύρισμα, την πήγε νυχτερινή βόλτα στη
362
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Γλυφάδα με το αμάξι του, μια Μ ερσεντές 300. Την επομένη έδωσαν ραντεβού στη “Λυκόβρυση” και το βράδυ έφαγαν στα “Αστέρια”». «Θα μας τρελάνει», σκέφθηκε ο Λίβας, «πού θυμάται τόσες λεπτομέρειες;» «Την σεβόταν πολύ. Την φίλησε μετά το τέταρτο ή πέμπτο ραντεβού τους, ενώ είχε αρνηθεί έως τότε να ανέβει σπίτι της, παρότι η Λίλυ του το είχε προτείνει. Παντρεύτηκαν σύντομα στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, χωρίς φίλους και καλεσμένους. Ο Αποστολίδης ήξερε πως η Λίλυ Μ ακρή δεν ήταν το πραγματικό όνομα της γυναίκας του. Ήταν ένα όνομα “καλλιτεχνικό”, ένα όνομα που το είχε πάρει από τότε που αποφάσισε να βγει στον κινηματογράφο και πίστεψε ότι θα γίνει σταρ. Το χρησιμοποίησε στην πρώτη ταινία, όπου έπαιξε ένα μικρό ρολάκο κι ύστερα της έμεινε. Το συνήθισε και το χρησιμοποιούσε πια όχι μόνο στην αμφίβολη τέχνη της, αλλά και στην καθημερινή της ζωή. Αργότερα φρόντισε να το νομιμοποιήσει και τυπικά. »Από το γάμο έφυγαν κατευθείαν για ταξίδι. Πήγαν Ναύπλιο, Σπάρτη, Μ υστρά κι ύστερα έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου. Έπειτα Ναύπακτο, Δελφοί, Θεσσαλία, Μ ετέωρα. Βόλο. Στον Βόλο, κάτω από το ξενοδοχείο τους, εμφανίστηκε ο άνθρωπος με το λευκό κουστούμι. Ο Λέων είχε βγει βόλτα. Η Λίλυ μόνη στο δωμάτιο φοβήθηκε, διότι ο άγνωστος κοιτούσε συνεχώς στο παράθυρό της. Την επομένη έφυγαν για Αθήνα. Ο Αποστολίδης νοίκιασε ένα σπίτι στο Ψυχικό, μικρό, αλλά καλοβολεμένο, χωμένο σε ένα μεγάλο κήπο. Αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ότι κάποιος θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα του. Κι εδώ αρχίζει να μπλέκει η
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
363
υπόθεση. Η Λίλυ ήταν μια εκ των επτά κληρονόμων του παράξενου εφοπλιστή Αμπάζογλου, που ζούσε στη Νέα Υόρκη. »Ο Αμπάζογλου έφυγε από την Ελλάδα το 1942 και έφτασε άφραγκος στην Αμερική. Έμπλεξε σε πολλές δουλειές, νόμιμες και μισονόμιμες. Τα Λίμπερτυς έκαναν την αρχή της μεγάλης περιουσίας του. Τα πετρελαιοφόρα και ο αποκλεισμός του Σουέζ την συμπλήρωσαν. Την περιουσία του δεν την άφηνε σε συγγενείς ούτε σε ιδρύματα, αλλά σε επτά ανθρώπους μαζί με τους οποίους είχε διασωθεί πάνω σε μια σχεδία, όταν το σαπιοκάραβό του βυθίστηκε ανοιχτά της Χίου. Στους επτά συντρόφους των εβδομήντα δύο ωρών αγωνίας μέχρι να τους μαζέψει ένα χιώτικο ψαροκάικο. Ο μακαρίτης πατέρα της Λίλυς ήταν ένα από αυτούς. Όταν το έμαθε η Λίλυ, άλλοι πέντε κληρονόμοι είχαν στο μεταξύ πεθάνει ή δολοφονηθεί. Πάντα παρών στα ατυχήματα ή τους φόνους ήταν ένας άντρας με λευκό κουστούμι. Ο Μ πέκας τα είχε βρει τότε μπαστούνια με την υπόθεση. Και τώρα η Λίλυ Αποστολίδου απευθύνθηκε σε σένα. Πώς σε βρήκε;» «Είχε πάει στον Μ πέκα, αλλά ήταν στο νοσοκομείο με καρδιακό. Της είπε, βρες τον Αλεξανδρίδη κι αυτός, που ήταν προϊστάμενός μου, θεώρησε πως η υπόθεση δεν ανήκε στη σφαίρα της Υπηρεσίας, αλλά ταίριαζε περισσότερο σε έναν ιδιωτικό· ήξερε πως εγώ είχα αφήσει το Σώμα για να ανοίξω δικό μου γραφείο και έτσι η κυρία Λίλυ εμφανίστηκε μπροστά μου». «Πρέπει να είναι τριανταπεντάρα πλέον». «Ναι, και πολύ κομψή, όταν την είδα πρώτη φορά φορούσε γαλάζιο ταγιέρ. Ο αστυνόμος Αλεξανδρίδης, που έχει μανία με το ντύσιμο, μου είπε πως μοιάζει ακόμα με μοντέλο της δεκαετίας του ’60. “Έχει ξεχαστεί στο παρελθόν, Λέλο”, σχολίασε ο αρχηγός,
364
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
“αλλά εμείς ήμαστε πλέον Ευρώπη”...» Ο Λίβας έκανε μια μικρή παύση αμηχανίας και συνέχισε: «Κύριε Μ ακρή, για να επιστρέψουμε, παρακαλώ, στις πληροφορίες περί Αποστολίδη. Τι είχατε μάθει τότε;» «Ο δικηγόρος Πυλαρινός αποκάλυψε στον Μ πέκα ότι ο αξιότιμος κύριος Λέων Αποστολίδης εργαζόταν στη Νέα Υόρκη κοντά στον ζάπλουτο και εκκεντρικό μακαρίτη Αμπάζογλου. Ήταν υπάλληλος σε μια από τις επιχειρήσεις του, αλλά φαίνεται πως συνδεόταν και με κάποια φιλία μαζί του. Οπωσδήποτε πάντως κυκλοφορούσε στο περιβάλλον του. Το συμπέρασμα Μ πέκα: ο Λέων Αποστολίδης ήταν ένας προικοθήρας με ύποπτο παρελθόν, όμως, τη γυναίκα του άλλος ήταν που ήθελε να την σκοτώσει κι εκείνος έμοιαζε να αρκείται στο μερίδιο Μ αυροπούλου. Ο Αποστολίδης άρχισε να συμπεριφέρεται “ηρωικά” και να διακινδυνεύει τη σωματική του ακεραιότητα υπερασπιζόμενος τη γυναίκα του. Έτσι, σταδιακά, επανέκτησε την εμπιστοσύνη της Λίλυς, που είχαν αρχίσει να της μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά, όταν ο Μ πέκας ξεκίνησε τις ανακρίσεις. Μ πορώ μάλιστα να πω ότι ησύχασε οριστικά, όταν ο Μ πέκας αποκάλυψε ότι ο άνθρωπος με το λευκό κουστούμι ήταν ο ζιγκολό Φιλάρετος, του οποίου ο μακαρίτης πατέρας κληρονομούσε κι αυτός τον Αμπάζογλου. Μ αζί με τη Λίλυ ήταν οι δύο μόνοι ζωντανοί κληρονόμοι. Τον ζιγκολό, πριν προλάβει να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, σκότωσε ο εραστής της γυναίκας του, κάποιος Αδάμης, κι ο κύκλος φαινότανε τότε να κλείνει. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια η Λίλυ ανακάλυψε ένα λευκό κουστούμι μέσα στο σπίτι της...» «Τι συμπέρασμα να βγάλουμε;» ρώτησε απελπισμένος ο Λίβας, αλλά ο Μ ακρής δεν απάντησε. Είχε σηκωθεί καθώς πλησίαζε η
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
ώρα της κηδείας.
365
Είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Ανάμεσά τους μερικές παλιές καραβάνες, όπως οι συνταξιούχοι αστυνόμοι Παυλίδης και ο Ιορδάνογλου, ο μοίραρχος της Χωροφυλακής Αντωνόπουλος, ο κομψός Αλεξανδρίδης κρατώντας μια λευκή τουλίπα και ο νυν διευθυντής αστυνομίας, που δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Μ πέκα (δεν είχαν συνεργαστεί παλιότερα παρά μόνο μια φορά, στην υπόθεση της απαγωγής της Ρέας Γρηγοριάδη) και ήρθε περισσότερο από καθήκον. Αλλά και ο Μ πέκας δεν τον θεωρούσε του κόσμου του· είχε την εντύπωση πως πολιτικολογούσε εύκολα, πως ανήκε στη νέα σχολή με τα πανεπιστημιακά διπλώματα, τις μετεκπαιδεύσεις κ.λπ., ενώ ο ίδιος λειτουργούσε με τον πραγματισμό του αστυνομικού που γνωρίζει τις άγνωστες πλευρές της κοινωνίας που ζει. Και από τον κόσμο του Μ πέκα ήταν αρκετοί παρόντες, δημιουργώντας ένα παράξενο σύνολο, που θα τον συνόδευε στην τελευταία του κατοικία. Ήταν ο γρυλάκιας Απόστολος Καρύδας και ο διαρρήκτης βορείων προαστίων Θωμάς Βυθούλκας, που η εμφάνισή τους ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με αυτήν του διαπρεπούς νομικού συμβούλου Ανδρέα Λαμπρινού ή του αρχιτέκτονα Δημάδη. Ήταν δύο άντρες ντυμένοι στα γκρι από τη μυστική υπηρεσία της Ισραηλινής Πρεσβείας. Ήταν ο συγγραφέας Γιώργος Δελής, που είχε δημοσιεύσει κάτι για τον Μ πέκα, με τον θαυμαστή του, έναν νεαρό μαθηματικό. Ήταν αρκετοί δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους ο Μ αυρίδης της Ημέρας, και ο υπέργηρος Κοσμίδης, το αφεντικό της Πρωινής.
366
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Αυτοί τώρα ανήκαν λίγο ως πολύ στον «φυσιολογικό» κύκλο του καλού αστυνομικού. Υπήρχαν όμως και μια σειρά από «παρδαλές» υπάρξεις. Κομψές κυρίες που τα είχαν τα χρονάκια τους και συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε λούσο, σε μαύρο μετάξι ή δαντέλα. Παρούσες, λοιπόν, ήταν οι γνωστές Κολωνακιώτισσες Ντιάνα Λιάμη, Λόλα Γιολάντη, Μ ικέτα Ζερμπίνη, Ζανέτ Τσανακάλη και η Ντόρα Τασολάμπρου με την εκθαμβωτικής ομορφιάς εικοσάχρονη κόρη της Λύντια Λάβια, από τον ζιγκολό Πάρη Λάβια, φίλο του Δον Ζουάν Δελαβέρη, συνοδευόμενη και από τη νονά της Λίντα Λάρμα. Η κυρά Ευανθία είχε φτιάξει ωραιότατα κόλλυβα. Μ ετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, την πλησίασε για να πάρει λίγα ο αειθαλής Δελαβέρης κι ένας γελοίος, μαυρισμένος από σολάριουμ, εφοπλιστής, με κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο, ονόματι Άνινος. Η κυρά Ευανθία έσκυψε και είπε στο αυτί της κόρης της, που τα μάτια της είχαν πρηστεί από το κλάμα: «Καλέ, τι είναι όλοι αυτοί που ξετρύπωσαν, ρεζίλι γενήκαμε, στη Ρούμελη έπρεπε να τον θάψουμε, μαζί με τον Ναπολέοντα, το καναρίνι του, που είχε βαλσαμώσει. Εκτός από σένα, δεν είχε αγαπήσει κανέναν άλλο τόσο πολύ». «Μ ην το λες, μανούλα, τον αδικείς». «Αναρωτιόμουν πάντα, εμένα αγάπησε ή την κουζίνα μου; Γιατί απ’ ό,τι ξέρεις ερωτευμένος ήταν με τους γρίφους του και την υπηρεσία, αν και όλο αυτό το τσίρκο που ήρθε σήμερα εδώ με βάζει σε σκέψεις». «Μ ανούλα, τη δουλειά του έκανε, όλοι αυτοί ήρθανε γιατί ήταν εν τάξει, ποτέ δεν κοίταξε τον εαυτό του».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
367
«Μ α τόσες γριές κοκότες, μικρή μου... ο Θεός να με συγχωρέσει κι αυτοί οι μουσάτοι κι οι μακρυμάλληδες – τι θα λέει ο αδελφός μου, που μόλις έφθασε από το χωριό!» Πλησίασε ο Μ ακρής. «Βρε Μ ακρή, ποιος είναι αυτός, για όνομα του Θεού!» Ήταν ο Πέρρυς Εσκίτογλου με μια γκλίτσα, πέδιλα, φαρδύ παντελόνι, μυκονιάτικη μπλούζα και μεγάλο ψάθινο καπέλο. «Ο Γιώργης τον είχε γνωρίσει στην Ύδρα». «Κι οι μουσάτοι νεαροί;» «Ποιος ξέρει... θαυμαστές ή περίεργοι», αποκρίθηκε ο Μ ακρής. Ήταν κι ένας γκαβός, με χαλασμένο το δεξί του μάτι, αυτόν ο Μ ακρής τον ήξερε. Στο Κολωνάκι, ο Γρηγόρης, ο ταβερνιάρης, είχε το καπηλειό γωνία Ηροδότου με Καψάλη. Ένα υπόγειο με είσοδο από την Ηροδότου. Κουβαλούσε πάγο και κάρβουνα». «Καλά, ο Γιώργης πήγαινε σε καπηλειά;» ρώτησε η κυρά Ευανθία. «Ήταν πληροφοριοδότης του, όπως και ο χασάπης ο Ευτύχης που κλείστηκε μια φορά στο ψυγείο και τον έσωσε ο Γιώργης, όταν πήγε να ζητήσει μοσχαράκι για να του το κάνετε στην κατσαρόλα κοκκινιστό με κολοκύθια που τρελαινόταν. Είχε κοντέψει να κοκαλώσει ο Ευτύχης. Το τσιγκελωτό του μουστάκι είχε πιάσει πάγο, όπως και τα φρύδια του, που έμοιαζαν με του στρατηγού Παπάγου». Η Ευανθία έσκασε στα γέλια, όπως γίνεται συχνά στις κηδείες που το τραγικό της ζωής διαδέχεται το κωμικό κι άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει για το ξεκάρφωμα· πλησίαζε ο αδερφός της που ήταν αγριεμένος, καθώς η διανομή στα κόλλυβα είχε μείνει πίσω. Οι
368
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
μακιγιαρισμένες μεσόκοπες περίμεναν το κονιάκ και σνόμπαραν σύσσωμες τα νοστιμότατα κόλλυβα. Το οριστικό χτύπημα ήρθε, όταν την συλλυπήθηκαν η Ντόρα Τασολάμπρου και η Μ αργκώ Μ αρσένη, που εμφανίστηκε στην κηδεία καθυστερημένα. «Ότι θα μου έκανε τέτοιο κάζο ο μακαρίτης, δεν το φανταζόμουν ποτέ», μονολόγησε η κυρά Ευανθία. «Μ εγαλοπιανόταν ο κουνιάδος και δεν το ήξερα», είπε ο παπαΕυλάμπιος, ο Ρουμελιώτης αδελφός της Ευανθίας Μ πέκα. Η Ευανθία έγινε κατακόκκινη, τόσο κόκκινη δεν είχε γίνει ούτε όταν είχε έρθει σπίτι τους η «πολυτελής» Τζένη Δενδρινού. Υπήρχαν όμως και χειρότερα· εμφανίστηκε ένας πενηντάρης θηλυπρεπής, ο Τεό Δεσύπρης. Μ ιλούσε με τον Πέρρυ Εσκίτογλου, που με δεύτερη ματιά δεν ήταν κι αυτός υπόδειγμα ανδροπρέπειας και εκφράσανε στην κυρά Ευανθία και τον παπα-Ευλάμπιο τα θερμά τους συλλυπητήρια. Ο παπα-Ευλάμπιος σταυροκοπήθηκε και έφτυσε στο πέτο του, όταν το δίδυμο με τα οξυζεναρισμένα μαλλιά πέταξε από ένα ροζ τριαντάφυλλο στο φέρετρο. Κάποια στιγμή, ενώ οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να αποχωρούν, η κυρά Ευανθία θυμήθηκε κάτι και πήγε στον Μ ακρή: «Ο Γιώργης μού είπε πως, αν πεθάνει ξαφνικά, να σου δώσω οπωσδήποτε αυτό το φάκελο». «Τι είναι;» ρώτησε ο Μ ακρής. «Θα καταλάβει εκείνος», μου είπε. «Αφορούσε μια υπόθεση, τι άλλο; Αυτήν την τελευταία. Έτσι μου ’ρχεται να το σκίσω το γράμμα», κατέληξε η κυρά Ευανθία, αλλά ο Μ ακρής κρατούσε ήδη
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
369
σφιχτά το φάκελο στο αριστερό του χέρι μακριά από τη θυμωμένη χήρα του πρώην αστυνομικού. Ο Μ ακρής απομακρύνθηκε λίγο και άνοιξε ανυπόμονα το φάκελο. Περιείχε δύο αποκόμματα εφημερίδων· ήταν δύο μικρές αγγελίες. Η πρώτη έλεγε:
Ζητείται ευπαρουσίαστη ρεσεψιονίστ-τηλεφωνήτρια για απογευματινή απασχόληση σε ψυχοθεραπευτικό ινστιτούτο Κολωνακίου. Προτιμάται ελεύθερη, στοχαστική, ανεξάρτητη. Και η δεύτερη: Ζητείται συνεργάτης κεφαλαιούχος ή συνέταιρος για επέκταση τουριστικής επιχείρησης. Λευκό κουστούμι απαραίτητο. Προτάσεις σοβαρές τηλ. ... Ο Μ ακρής χαμογέλασε. Ήταν σαν να επικοινωνούσε με τον Γιώργη στον άλλο κόσμο. Ο Μ πέκας του έδινε τα κλειδιά για τη λύση του αινίγματος Αποστολίδη. Ξεφορτώθηκε τον Λέλο Λίβα, που τον είχε πάρει από πίσω, με την υπόσχεση να επικοινωνήσουν σύντομα. Χώθηκε βιαστικά σε ένα ταξί και κατέβηκε στου «Ζωναρά». Παράγγειλε ιρλανδικό καφέ και έβγαλε από το φάκελο τις αγγελίες. Θα χρειαζόταν ασφαλώς να κινητοποιήσει το μηχανισμό της παλιάς του εφημερίδας και τους ικανότερους ρεπόρτερ για να συλλέξει στοιχεία και πληροφορίες, αλλά μια πρώτη εκτίμηση μπορούσε να την κάνει. Όταν έφθασε ο δυνατός καφές, ενισχυμένος με ουίσκι, είχε καταλήξει πως η δεύτερη αγγελία ήταν συνθηματική. Η φράση
370
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
«λευκό κουστούμι απαραίτητο» σήμαινε πως κάποιοι – τουλάχιστον δύο–, ο αποστολέας της αγγελίας και ο παραλήπτης της, γνώριζαν την υπόθεση της αιματοβαμμένης κληρονομιάς. Ο μόνος γνωστός επιζών για την ώρα ήταν ο Αποστολίδης, άρα επρόκειτο για τον αποστολέα ή τον παραλήπτη της. Γιατί, όμως, να επικοινωνήσουν οι δύο συνεργάτες ή συνένοχοι με αυτόν τον τρόπο και να μην τηλεφωνηθούν απευθείας – αφού ένας αριθμός τηλεφώνου δηλωνόταν έτσι κι αλλιώς δημόσια; «Η απάντηση σε αυτό είναι μία», σκέφθηκε ο Μ ακρής μετά από δύο γουλιές ιρλανδικού καφέ. «Οι δύο άνθρωποι είχαν κόψει με το μαχαίρι κάθε μεταξύ τους σχέση και επαφή επί χρόνια και θα έσμιγαν πάλι μετά από ένα ανώνυμο συνθηματικό κάλεσμα μέσω εφημερίδας. Προφανώς είχαν συνεννοηθεί σε ποια εφημερίδα και κάθε πότε έπρεπε να αναζητούνε το μήνυμα». Για την πρώτη αγγελία ο Μ ακρής κατέληξε αμέσως: γυναικοδουλειά. Έξω από του «Ζωναρά» έβρεχε δυνατά. Ο Μ ακρής ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον ιρλανδικό καφέ του. Ο Μ πέκας δεν μπορούσε να είχε κάνει λάθος τότε· δολοφόνος των πέντε κληρονόμων ήταν ο ζιγκολό Φιλάρετος με συνεργό τη γυναίκα του, μια πεταλούδα της νύχτας και αριστούχο φοιτήτρια στο M αθηματικό. Στη συνέχεια ο Φιλάρετος είχε σκοτωθεί από έναν εραστή της γυναίκας του και η γυναίκα του από τον εραστή της. Ο εραστής είχε καταδικασθεί και φυλακισθεί. Ο Μ ακρής πλήρωσε και κατευθύνθηκε στα γραφεία της Πρωινής· έπρεπε να συλλέξει κρίσιμες πληροφορίες. Ο εραστής λεγόταν Νίκος Αδάμης και είχε αποφυλακισθεί πρόσφατα μετά από δεκαέξι χρόνια, έχοντας εκτίσει τα 2/3 της
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
371
ποινής του. «Άρα είναι πολύ πιθανό το συνθηματικό μήνυμα να ήταν του Αποστολίδη προς τον Αδάμη», σκέφθηκε ο Μ ακρής. «Αυτό, όμως, σημαίνει συνεργασία του Αποστολίδη με τον άνθρωπο που “καθάρισε” το ζεύγος των δολοφόνων». Επόμενη κίνηση ήταν να δει σε ποιον ανήκε το τηλέφωνο της μικρής αγγελίας. Ο αριθμός ήταν ενός τουριστικού γραφείου στην Πλάκα· ιδιοκτήτης κάποιος Πητ Μ πραδήμας. «Πάμε τώρα στο ινστιτούτο του Κολωνακίου», μονολόγησε ο Μ ακρής. Το Ινστιτούτο Ψυχοθεραπευτικής Υγείας ανήκε κι αυτό στον Πητ Μ πραδήμα! Ο Μ ακρής δεν βιαζόταν να καταλήξει σε συμπεράσματα. «Θα ακολουθήσω τη μεθοδολογία του Γιώργη. Τώρα που λείπει, θα λύσω εγώ την υπόθεση με τον τρόπο που θα ήθελε εκείνος. Γι’ αυτό εξάλλου μου άφησε τ’ αποκόμματα». Έβαλε τον βετεράνο αστυνομικό συντάκτη της Πρωινής να απευθυνθεί στο Τμήμα Πληροφοριών της Γενικής Ασφάλειας και την πεπειραμένη μεσόκοπη δημοσιογράφο πολυτελείας της κοσμικής στήλης να ξεψαχνίσει το ινστιτούτο του Κολωνακίου. Σε τρεις μέρες ο Μ ακρής κάλεσε τον Λίβα στη «Λυκόβρυση» και του είπε: «Λίβα, μ’ ενδιαφέρει η Λίλυ, την ξέρω από δεκαοκτώ ετών, θέλω να μου την προσέχεις. Άκου τώρα πώς έχει η υπόθεση. Είναι ασφαλώς όπως την είχε εξιχνιάσει ο αστυνόμος Μ πέκας στις βασικές της πτυχές και παραμέτρους. Υπάρχουν, όμως, μερικές λεπτομέρειες που βγήκαν πρόσφατα στη φόρα και μου τις αποκάλυψε έντεχνα ο Μ πέκας πριν μας αφήσει χρόνους. »Ο Αποστολίδης είχε ένα συνεργάτη από τη Νέα Υόρκη, τον Πητ Μ πραδήμα, και φαίνεται πως ήρθαν μαζί αποφασισμένοι να
372
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
βάλουν χέρι στην κληρονομιά Αμπάζογλου. Ο Πητ, προς το τέλος της υπόθεσης, εκβίασε τον Νίκο Αδάμη και αυτός σκότωσε το αδίστακτο ζεύγος Φιλαρέτου. Έτσι το μερίδιο της Λίλυς αυξήθηκε έξι φορές. Όρος της διαθήκης ήταν πως η κληρονομιά δεν θα περνούσε σε δικαιούχους τρίτης γενιάς. Όποιοι ζούσαν από τη δεύτερη γενιά αυτοί μοιράζονταν το κληροδότημα. Είχε απομείνει μόνο η Λίλυ. »Ο Αποστολίδης, για να βάλει χέρι στην περιουσία της Λίλυς και να μην τον πάρει μυρουδιά, έπρεπε να τηρεί αυστηρότατους όρους συνωμοτικότητας στη σχέση του με τον Πητ Μ πραδήμα και τον Νίκο Αδάμη. Προφανώς αυτά τα χρόνια θα είχαν επικοινωνήσει ξανά μέσω ανώνυμων αγγελιών. »Ο Πητ άνοιξε πριν από τρία χρόνια το Ινστιτούτο Ψυχοθεραπευτικής Υγείας της Υψηλάντου, κοντά στη Μ αρασλή. Σε ρόλο “γραμματέας” προσελήφθη πρόσφατα η Λύντια Λάβια, η καλλονή κόρη της Ντόρας Τασολάμπρου. Ο ώριμος γόης Αποστολίδης (έχει γκριζάρει στους κροτάφους και φέρνει προς τον Γκρέγκορυ Πεκ) είναι ερωμένος της. Επισκέπτεται τακτικά το Ινστιτούτο Υγείας πλήρως καλυμμένος απέναντι στη Λίλυ. Ο Πητ Μ πραδήμας δημιούργησε έναν μοντέρνο οίκο ανοχής πολυτελείας για λίγους και εκλεκτούς. »Το καταπληκτικό με τον Αποστολίδη είναι ότι έβλεπε δέκα χρόνια μπροστά από τους άλλους. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο με τόση υπομονή και τόσο μακρόπνοο σχέδιο. Συνήθως οι προικοθήρες και οι ζιγκολό επιζητούν το εύκολο κέρδος και το γρήγορο αποτέλεσμα. »Ο Αποστολίδης τώρα απολάμβανε πλήρως τους κόπους του, αλλά είχε την ατυχία να βρει η γυναίκα του ένα λευκό κουστούμι
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
373
και ο Μ πέκας πριν πεθάνει να ξεψαχνίσει τις μικρές αγγελίες. Όχι πως θα πάθει τίποτα το σοβαρό. Αποδείξεις δεν υπάρχουν πλέον για να μπει φυλακή. Αποδείξεις σαν αυτές που θα ζητήσει ο αστυνόμος Αλεξανδρίδης ή ο όποιος Αλεξανδρίδης που κοιτάζει να έχει την ησυχία του και δεν θα μπει στον κόπο να ξοδέψει πολύτιμο χρόνο για να παγιδεύσει το κάθαρμα, όπως θα έκανε ο Γιώργης. Υποψιάζομαι ότι η Λίλυ θα τον χωρίσει, θα κυνηγήσει να του πάρει ένα μέρος της περιουσίας της πίσω και εκείνος, αν είναι ακόμα σώφρων και προνοητικός, όπως στα νιάτα του, θα φύγει στο εξωτερικό». Ο Λίβας παράγγειλε δεύτερο φραπέ και ρώτησε τον Μ ακρή: «Το λευκό κουστούμι γιατί το κράτησε;» «Καλή ερώτηση. Όταν κάποιος συνωμοτεί με τόση προσοχή, θέλει να κρατάει ένα μικρό αφανές στοιχείο που να τον συνδέει με την παράνομη δράση του. Και στην περίπτωση του Αποστολίδη αυτό ήταν ένα λευκό κουστούμι, που αποδεδειγμένα χρησιμοποιούσε κάποιος άλλος εγκληματίας. Ο Αποστολίδης δεν είχε διαπράξει τους φόνους εκείνης της υπόθεσης, όπως σωστά είχε συμπεράνει ο αστυνόμος Μ πέκας, αλλά είχε, φαίνεται, τρομοκρατήσει ο ίδιος τη γυναίκα του και έναν ποινικό που είχε αποφυλακισθεί τότε και είχε σχέση με έναν εκ των κληρονόμων, θολώνοντας τα νερά και οδηγώντας τον ζιγκολό Φιλάρετο, αλλά και τον Μ πέκα για λίγο, σε πλήρη σύγχυση. Ήταν ορισμένες στιγμές της υπόθεσης που ο άνθρωπος με το λευκό κουστούμι διπλασιαζόταν! »Τώρα τι σημαίνουν όλα αυτά για τη Λίλυ; Ότι ο άντρας της είναι αδιαμφισβήτητα διπρόσωπος· η αρχική υπόνοια, που είχε διαψευσθεί, επανέρχεται με εφιαλτική δριμύτητα. Ο Αποστολίδης
374
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
είναι τελικά, το λιγότερο, ένας ψυχρός προικοθήρας, αν και για μένα πρόκειται για αδίστακτο μαφιόζο». Σε λίγες μέρες πλησίαζαν οι γιορτές. Ο Μ ακρής, φορώντας το τουίντ κουστούμι του, έβγαλε τη Λίλυ στο «Καρίσσιμο» για ένα ποτό. Της είχε ήδη μιλήσει για τον άντρα της Λέοντα Αποστολίδη. «Λέων, λοιπόν, αλλά όχι ένας», έκανε η Λίλυ στον κοτσονάτο Μ ακρή. «Έσερνε μαζί του τσούρμο ολόκληρο. Από τον Πητ Μ πραδήμα μέχρις εκείνη την πώς την λένε...» «Τη Λύντια Λάβια». «Τι να κάνουμε;» Ο Μ ακρής, που άφηνε επίτηδες τον εαυτό του να φαντάζεται πως αναβίωνε το φλερτ του με τη στάρλετ της δεκαετίας του ’60 (όπως τότε στο «Ροζ Ρουζ» και το «Φλατ Κλαμπ»), αποκρίθηκε: «Δύσκολο να τον χώσουμε μέσα. Χάσαμε και τον Μ πέκα – να πάρει η ευχή. Θα σύστηνα έναν καλό δικηγόρο και έναν ιδιωτικό να τον παρακολουθεί. Αν στοιχειοθετηθεί η μοιχεία στο δικαστήριο, τον αποκλείεις από τα λεφτά σου, όσα απέμειναν. Πριν αλλάξει ο νόμος· ακούγεται πως η αντιπολίτευση προτείνει τη ριζική τροποποίησή του». «Θέλω να φύγει οριστικά από τη ζωή μου». «Λίλυ, δεν έχω ξαναδεί στην πολυτάραχη καριέρα μου άνθρωπο τόσο συστηματικό στην παραπλάνηση, αλλά τώρα πρέπει να κοιτάξεις εσύ τη δική σου ζωή. Είσαι ακόμα νέα, κομψή και “πολυτελής” πλέον κυρία – Μ αυροπούλου, Μ ακρή ή Αποστολίδου λίγη σημασία έχει. Δεν τον έχεις καμία ανάγκη». «Έχεις δίκιο. Όπως και στην πρόβλεψή σου πως θα φύγει στο εξωτερικό. Τον άκουσα προχθές να συζητάει στο τηλέφωνο για
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
375
εμπόριο κυνηγητικών όπλων κάπου στην Αρούσα, λέει, της Τανζανίας, “και για ψυχοθεραπεία με το μελανούρι – ελεύθερο, στοχαστικό, ανεξάρτητο”, είπε συμπληρωματικά το κάθαρμα και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Νόμιζε πως έλειπα από το σπίτι, αλλά εγώ ήμουν κρυμμένη στο οφίς...» H Λίλυ έσφιξε με τα λεπτά δάχτυλα και τα μακριά περλέ νύχια της το μπράτσο του Μ ακρή κι εκείνος ένιωσε τον Μ πέκα να τον παρακολουθεί από ψηλά με το ελαφρά επιτιμητικό ύφος, το οποίο έπαιρνε κάθε φορά που ο γερόλυκος φίλος του ετοιμαζόταν να φερθεί ανάρμοστα για την ηλικία του.
Γιάννης Μαρής – Aστυνόμος Μπέκας, μετ’ επιστροφής Τ ΟΥ ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΡΙΝ από είκοσι χρόνια, στο αφιέρωμα του περιοδικού Έψιλον για το νουάρ (15.12.1991), ο Φίλιππος Φιλίππου, παρουσιάζοντας τη «Συντροφιά του Γιάννη Μ αρή», κατέληγε στο, βάσιμο για την εποχή του, συμπέρασμα ότι «η βασιλεία της εικόνας δεν επιτρέπει ούτε την επάνοδο του αστυνόμου [Μ πέκα] ούτε τη μετενσάρκωσή του, παρά μόνο την τηλεοπτική νεκρανάστασή του». Κατά έναν παράδοξο τρόπο, το σχόλιο «προέβλεπε» τις εξελίξεις και ταυτόχρονα «διαψευδόταν» εν μέρει από τα πράγματα: η βασιλεία της –τηλεοπτικής– εικόνας, πράγματι, έβαλε τον πλέον χαρακτηριστικό «Μ πέκα» στα ελληνικά νοικοκυριά, στο πρόσωπο του, εξαιρετικού στον φερώνυμο ρόλο, Ιεροκλή Μ ιχαηλίδη, σε μια σειρά όμως που κατέστρεφε με τον πιο εμφατικό τρόπο την ατμόσφαιρα και το μυστήριο από τις ιστορίες του Γιάννη Μ αρή. Ταυτόχρονα, ο Πέτρος Μ άρκαρης, ένας συγγραφέας με θητεία στον Μ πρεχτ και τον Αγγελόπουλο, κατάφερνε να «ζωντανέψει» τον μοναδικό επίγονο του αστυνόμου Μ πέκα, τον Κώστα Χαρίτο, αποφεύγοντας όλες τις πιθανές παγίδες μιας «νεκρανάστασης», ενώ ο Ανδρέας Αποστολίδης, στην αστυνομική νουβέλα Το χαμένο παιγνίδι, όπως και στο διήγημα «Ποιος σκότωσε τον
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
377
Μ άνθο Χαραλαμπίδη;» (παρ)ακολουθούσε διακριτικά τα ίχνη του Γιάννη Μ αρή στην Αθήνα του 1967 και στην Ύδρα του ’62. Όταν γραφόταν το άρθρο για το Έψιλον, ούτε ο συγγραφέας του ούτε κανένας άλλος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ακριβώς μετά από δύο δεκαετίες θα σχεδιαζόταν και θα υλοποιείτο το εγχείρημα της «επιστροφής του αστυνόμου Μ πέκα», με «ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς» αρκετά μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ), όπου θα συμμετείχε και ο συγγραφέας του άρθρου «Η συντροφιά του Γιάννη Μ αρή».
Όλα, ή σχεδόν όλα, ξεκίνησαν μάλλον σε ανύποπτο χρόνο, όπως συμβαίνει συχνά και στα «αστυνομικά». Μ ία πρόταση για τη διοργάνωση εκδήλωσης προς τιμήν του Γιάννη Μ αρή, και λίγο αργότερα μία ιδέα του Ανδρέα Αποστολίδη, για μία συλλογή διηγημάτων με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Μ πέκα, συνθέτουν το πλαίσιο του εγχειρήματος. Η επιτυχία της εκδήλωσης, με τη συμμετοχή της Άλκης Ζέη, του Πέτρου Μ άρκαρη, του Ανδρέα Αποστολίδη, του Φίλιππου Φιλίππου και του Δημήτρη Παναγιωτάτου, έδωσε αυτοπεποίθηση και παραπέρα ώθηση σ’ ένα εγχείρημα που εξαρχής εμπεριείχε δυσκολίες, τις οποίες, συμμετέχοντες και επιμελητές, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν με ιδιαίτερη προσοχή. Ο αρχικός, εκ των πραγμάτων δικαιολογημένος, ενθουσιασμός έδωσε σύντομα τη θέση του σ’ έναν προβληματισμό σχετικά με τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις μίας φιλόδοξης και, ταυτόχρονα, σύνθετης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, έγινε δεκτή η άποψη ότι οι επιμελητές δεν θα πρέπει να συμμετέχουν με δικό
378
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
τους διήγημα. Αυτή η δέσμευση διασφάλιζε προγραμματικά την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία των τελικών κρίσεων και επιλογών, αφού διαχώριζε τελεσίδικα κριτές και κρινόμενους. Το κύριο ζήτημα συνίστατο στο να συγκεντρωθούν διηγήματα γραμμένα με τον τρόπο του Γιάννη Μαρή, δηλαδή με τα συστατικά ενός λογοτεχνικού είδους και συγγραφικού ύφους, που είναι ευδιάκριτο στην απλότητά του και προσδιορίζεται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο πλαίσιο μιας pulp λογοτεχνίας, στην ελληνική εκδοχή της, συχνά με αστυνομικό περίβλημα. Δύο σημαντικά ζητήματα, τα οποία μας απασχόλησαν ιδιαίτερα και αποτέλεσαν ταυτόχρονα σημείο τριβής, αλλά και γόνιμης αντιπαράθεσης (με κάποιες δυσάρεστες επιλογές), ήταν αφ’ ενός η τάση μίας εκ των υστέρων «πολιτικοποίησης» είτε του θέματος είτε και του ίδιου του «αστυνόμου Μ πέκα» και αφ’ ετέρου μία διάθεση λεπτομερούς καταγραφής του «σκηνικού», δηλαδή των εξωτερικών και εσωτερικών χώρων, όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες. Επ’ αυτού, δύο βασικές υπομνήσεις: πρώτον, ο Γιάννης Μ αρής-Τσιριμώκος ουδέποτε διανοήθηκε (ενώ είχε όλες τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις, σε προσωπικό, αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο) να πολιτικοποιήσει τις ιστορίες του, και η κυρία Κακούρη δίνει μία πρώτη επαρκή εξήγηση στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης. Φυσικά, γνωρίζει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο, να «περάσει» ανάμεσα από τις γραμμές όταν το θεωρεί αναγκαίο για το υλικό του αφηγήματός του, μία αιχμή, ένα σχόλιο υπόγειο, έναν υπαινιγμό για όσα ταλαιπώρησαν επί δεκαετίες τον τόπο, με κύρια έμφαση στην Κατοχή και, εν μέρει, στην τραγική μοίρα του εβραϊκού λαού.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
379
Δεύτερον, οι περιγραφές του, αναφορικά με την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, αλλά και την ελληνική επαρχία, ακόμα και στους τουριστικούς προορισμούς της εποχής του, είναι αδρές και συχνά υπαινικτικές: όπως εύστοχα παρατήρησε στη διάρκεια της συνεπιμέλειας η κυρία Κακούρη, ο Μ αρής, όταν αναφέρεται στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, απευθύνεται σ’ εκείνους που ήδη γνωρίζουν την πόλη. Ακόμα, στις περιγραφές των εσωτερικών χώρων (interieur), φροντίζει με δύο-τρεις λεπτομέρειες (ένα έπιπλο, έναν πίνακα) να συμπληρώσει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ηρώων και των ηρωίδων του. Έχει κανείς τη βάσιμη υποψία, που δεν απέχει πολύ από την ακράδαντη πεποίθηση, την οποία πολλοί συμμερίζονται και αρκετοί έχουν έγκαιρα επισημάνει, ότι στο έργο του Γιάννη Μ αρή «κρύβεται» περισσότερο ένα πρόσχημα και ένα «παιγνίδι»: μέσα από μία απλή ιστορία, συχνά με αστυνομικά χαρακτηριστικά, αναδύεται μία «καλή κοινωνία» που ωθείται από «ταπεινά ελατήρια» (ζήλια, φθόνο, απληστία, εκμετάλλευση, εύκολο πλουτισμό), αλλά και ένας ολόκληρος «ημίκοσμος» (demi monde), που κινείται στα όρια της παρανομίας και της ανηθικότητας, συχνά καταλήγοντας στο έγκλημα. Όμως, ο Μ αρής, είτε «με», είτε «χωρίς» τον αστυνόμο Μ πέκα, σε μία αντιστοιχία με το έργο του Σιμενόν (M aigret και nonM aigret μυθιστορήματα), ενδιαφέρεται περισσότερο για τους χαρακτήρες και την ψυχολογική τους κατάσταση, παρά για μία διεξοδική επίλυση μιας υπόθεσης με τους αυστηρούς κανόνες της αστυνομικής λογοτεχνίας (πλην των πρώτων, «κλασικών» έργων του, όπως το Έγκλημα στο Κολωνάκι ή το Έγκλημα στα
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΜΠΕΚΑ
ΕΠΙΛΟΓ ΙΚΑ
381
Η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας θέλησε με τον τρόπο αυτό, κι αυτός ήταν ο βασικός της στόχος, να τιμήσει τον «πρώτο διδάξαντα» και τον κύριο εκπρόσωπο της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας, τον δημοσιογράφοσυγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκο (1916-1979), που έγινε γνωστός περισσότερο με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο και το πολυσχιδές του έργο ως Γιάννης Μ αρής. Το τελικό αποτέλεσμα φυσικά δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρωτότυπο έργο αυτού του σημαντικού, όσο και παραγνωρισμένου στην εποχή του, συγγραφέα. Η πείρα από ανάλογες περιπτώσεις, η γνώση του έργου του και η απαραίτητη αυτογνωσία δεν επιτρέπουν ούτε επιδιώκουν συγκρίσεις, απλώς αναζητούν με δημιουργικό τρόπο αναλογίες και κοινές αναφορές, ίσως και κάποιες «εκλεκτικές συγγένειες». Το συνολικό εγχείρημα θα κριθεί από το αναγνωστικό κοινό ως προς την υποδοχή της ανά χείρας συλλογής διηγημάτων, αλλά κυρίως, εφ’ όσον καταφέρει να κερδίσει παλαιούς και να αποκτήσει νέους αναγνώστες του Γιάννη Μ αρή, συμβάλλοντας προοπτικά σε μία νέα προσέγγιση του έργου του. Από τη θέση των επιμελητών, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους όσοι συμμετείχαν στο εγχείρημα, ακόμα και εκείνους (ίσως, ιδιαίτερα αυτούς), των οποίων το διήγημα δεν μπορέσαμε να συμπεριλάβουμε στην παρούσα έκδοση. Τέλος, οι ευχαριστίες των επιμελητών προς τις Εκδόσεις Καστανιώτη για την αποδοχή της πρότασης και, προσωπικά, στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, επίσης έναν καλό φίλο της αστυνομικής
382
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
λογοτεχνίας και του Γιάννη Μ αρή, για την υποστήριξη και τη συνεργασία, είναι αυτονόητες και συνακόλουθα επιβεβλημένες. Αθήνα, Μάρτιος 2011
Οι συγγραφείς ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής. Έχει γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα και έχει εκδώσει έναν τόμο δοκιμίων με τίτλο Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Δοκίμια για την ιστορία και τις σύγχρονες τάσεις (Άγρα). Έργα του: Το χαμένο παιγνίδ ι, Διαταραχές στα Μετέωρα, Το φάντασμα του μετρό, Εγκλήματα στην πανσιόν «Απόλλων», Λοβοτομή. Υπό έκδοση είναι η μελέτη του Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή (Άγρα). ΝΕΟΚΛΗΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ Γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως δικηγόρος. Ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού (Τόπος, 2007) και Θάνατος από το πουθενά (Τόπος, 2008), καθώς και το βιβλίο με νουβέλες Οικογενειακά Εγκλήματα (Τόπος, 2011). Διηγήματά του έχουν μεταδοθεί από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Κλέφτες και Αστυνόμοι» στον 902. Έχει συμμετάσχει στους συλλογικούς τόμους διηγημάτων Οικοεγκλήματα (Κέδρος, 2008), Το τελευταίο ταξίδ ι-Έντεκα νουάρ ιστορίες (Μεταίχμιο, 2009) και Είσοδ ος Κινδ ύνου (Μεταίχμιο, 2011). ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΑΣ Γεννήθηκε στη Στούπα της μεσσηνιακής Μάνης το 1947. Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως οικονομικός διευθυντής και σύμβουλος σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Τώρα είναι συνταξιούχος. Έχουν εκδοθεί τα αστυνομικά μυθιστορήματά του: Κόκκινη Ομίχλη στο Κάστρο (2007, θα επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Ωκεανός) και Προφανής Ένοχος (2009, εκδόσεις Ωκεανός). Το τρίτο αστυνομικό μυθιστόρημά του θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις ίδιες εκδόσεις.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΚΟΛΤΣΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Απόφοιτος της Νομικής Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από τον Απρίλιο του 2007 συντονίζει τη Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο. Επιμελήθηκε τη συλλογή διηγημάτων Το τελευταίο ταξίδ ι (Μεταίχμιο)· με το προλογικό κείμενο του τόμου και το διήγημα «Δεν είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε», δημοσίευσε για πρώτη φορά. Επιμελήθηκε επίσης τη συλλογή διηγημάτων Είσοδ ος Κινδ ύνου (πρώτη εκδοτική προσπάθεια της ΕΛΣΑΛ), όπου συμπεριλαμβάνεται και το διήγημά του «Το σκοτάδι μόλις πριν από τους λόφους» (Μεταίχμιο). ΤΙΤΙΝΑ (ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΙΑ) ΔΑΝΕΛΛΗ Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τα πιο γνωστά της έργα είναι: Ο επιτυχημένος, Αντιπερισπασμός, Αίθουσα Αναμονής, Ένα και ένα κάνουν όσο θες (με τον Μάνο Κοντολέων), Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης. Έως δ ιατηρητέος έως... (θεατρικό). Αστυνομικά μυθιστορήματα: Ο ταγματάρχης (με τον Θανάση Παπαρήγα) και η πενταλογία Ο θρήνος της Κλεοπάτρας –Το παιχνίδ ι του Δικαστή – Εκ των πραγμάτων (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα) – Η τέταρτη γυναίκα – Τα τέσσερα μπαστούνια. Συμμετείχε στους τέσσερις συλλογικούς τόμους Ελληνικά Εγκλήματα (Εκδόσεις Καστανιώτη), και στον συλλογικό τόμο της ΕΛΣΑΛ Είσοδ ος Κινδ ύνου (Μεταίχμιο). ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ Γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και σπούδασε. Το 2006 το πέρασε στον παγωμένο βορρά της Αγγλίας, ολοκληρώνοντας τις μεταπτυχιακές σπουδές του, και από το 2009 ζει στην Κωνσταντινούπολη. Είναι δημοσιογράφος και έχει δουλέψει σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο. Έχει γράψει διηγήματα για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Κλέφτες και Αστυνόμοι» στον 902, τις συλλογές Ελληνικά Eγκλήματα 3 και 4 (Εκδόσεις Καστανιώτη) και την Είσοδ ο Κινδ ύνου (Μεταίχμιο). Το πρώτο του μυθιστόρημα Μαύρη Μπίρα (Εκδόσεις Καστανιώτη) κυκλοφόρησε το 2011. Είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ.
ΑΝΝΑ ΔΑΡΔΑ-ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Tελείωσε το «ANATOΛIA», σπούδασε Aγγλική Φιλολογία στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Aγγλο-Iρλανδική Λογοτεχνία στο Trinity College, στο Δουβλίνο, και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, όπου κι έκανε διδακτορική διατριβή. Eργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων στη Φιλοσοφική Σχολή, και στο TEI Πειραιά. Έγραψε ένα βιβλίο οικονομικού περιεχομένου: John Os-born’s adventures in Businessland and Elsewhere (Σύγχρονη Εκδοτική, 1998), ένα βιβλίο που αφορά τη μελέτη του νέου ελληνικού παραμυθιού, Κόκκινη κλωστή κομμένη (Διάπλαση, 2008), τα παραμύθια: Tα 31 Kουδ ουνάκια (Kέδρος, 2002, έπαινος του Kύκλου Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου), Tο μαγικό λούνα παρκ (Διάπλαση, 2003), Tης νύχτας τα καμώματα (Διάπλαση, 2003), Xοντρή σαν μπαλόνι (Διάπλαση, 2006), και το αστυνομικό Σαμπουάν και ρίμελ, που εκδόθηκε από το περιοδικό Το λαϊκό τραγούδ ι. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1965. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακά στο Αμερικάνικο Θέατρο στη Θεσσαλονίκη και στο Βερολίνο. Τον Σεπτέμβριο του 2000 εξεδόθη το πρώτο του μυθιστόρημα, Βρώμικη πόλη, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, τον Δεκέμβριο του 2002 το Παγωμένα είδ ωλα από τις εκδόσεις Ερωδιός, τον Νοέμβριο του 2003 Η τελευταία μέρα της βροχής από τα Ελληνικά Γράμματα, τον Νοέμβριο του 2005 το blue city ή Πόλεως Μελαγχολία και Η κραταιά σοβαρότητα του θεάτρου από τις εκδόσεις Ξυράφι, τον Οκτώβριο του 2009 το Αυτός που είχε από τις ίδιες εκδόσεις ΑΛΔΕ και τον Ιανουάριο του 2011 το Άλλο μπλουζ από τις ίδιες εκδόσεις. Από το 1989-1995 άρθρα του παρουσιάζονται στην εφ. Ελευθερία Καβάλας, ενώ από το 1995 αρθρογραφεί στην εφημερίδα Καθημερινός Τύπος, σε εβδομαδιαία βάση. Άρθρα του παρουσιάζονται επίσης στο ΠεριΩδ ικό της Πόλης και στο λογοτεχνικό περιοδικό Υπόστεγο, σε μη τακτά χρονικά διαστήματα. ΝΙΝΑ ΚΟΥΛΕΤΑΚΗ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960, όπου μεγάλωσε και σπούδασε. Μιλάει πέντε γλώσσες. Για μια δεκαετία εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση, διδάσκοντας αγγλικά και γαλλικά. Από το 1987 έως τον Μάρτιο του 2011 εργάστηκε στον
Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Τον Αύγουστο του 2006 δημιούργησε την ιστοσελίδα «Έγκλημα και τιμωρία», μοναδικό μέχρι σήμερα true crime blog στην ελληνική γλώσσα. Είναι ιδρυτικό μέλος και Γραμματέας της ΕΛΣΑΛ. Συμμετέχει στον συλλογικό τόμο Είσοδ ος Κινδ ύνου με το διήγημα «Μια ιστορία από την Ακτίνα Δ». Μετά τη συνταξιοδότησή της επέλεξε να ζει στην Αρχαία Επίδαυρο, την οποία γνώρισε και αγάπησε τα τελευταία χρόνια. Έχει δύο κόρες. Ταξιδεύει, διαβάζει και γράφει πολύ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ Γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα όπου και κατοικεί. Είναι πεζογράφος και μεταφραστής, πτυχιούχος Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Lecce, Ιταλία. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδ α (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο Όσο υπάρχει αλκοόλ...), Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού, Η απαγωγή του εκδ ότη, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα (υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ 2007), Η μοναξιά της ασφάλτου και το Κοπέλα που σε λένε Φίνι. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ανθολογίες (Ελληνικά Εγκλήματα, Το τελευταίο ταξίδ ι, Υπόγειες ιστορίες, Είσοδ ος κινδ ύνου, Έρως 13 κ.ά.). Μέσα στο 2011 εκδόθηκαν τα πρώτα του δύο μυθιστορήματα παιδικής λογοτεχνίας: Ένα ασυνήθιστο σχολείο και Μια περίεργη χρονομηχανή, βιβλίο 1 και βιβλίο 2, αντίστοιχα της σειράς Τα παιδ ιά του χρόνου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός. ΤΕΥΚΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Kατάγεται από την Κύπρο. Είναι διδάκτωρ των μαθηματικών του Πανεπιστημίου Pierre et Marie Curie. Από το 1981 διδάσκει μαθηματικά στη Μέση Εκπαίδευση. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν τα βιβλία του Μαθηματικά επίκαιρα – Συνειρμοί δ ιαβάζοντας την εφημερίδ α και τα μυθιστορήματα Πυθαγόρεια Εγκλήματα, Αχμές, ο γιος του φεγγαριού και Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού. Συμμετείχε στους συλλογικούς τόμους Ελληνικά Εγκλήματα 2, 3, 4 (Εκδόσεις Καστανιώτη), Είσοδ ος Κινδ ύνου (ΕΛΣΑΛ – Μεταίχμιο) και στη ραδιοφωνική σειρά Κλέφτες και Αστυνόμοι (902 αριστερά στα FM). Έχει δημοσιεύσει μελέτες για τη διδακτική των μαθηματικών, την πληροφορική στην εκπαίδευση και τη χρήση της αφήγησης και της ιστορίας στη διδασκαλία των μαθηματικών. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες Τα Νέα,
Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος και Καθημερινή. Έχει μεταφράσει είκοσι οκτώ βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Το 2006 η γαλλική κυβέρνηση του απένειμε τον τίτλο του Chevalier dans l’ Ordre des Palmes Académiques. Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Θαλής+Φίλοι» και της ΕΛΣΑΛ. ΑΘΗΝΑ ΜΠΑΣΙΟΥΚΑ Σπούδασε Μηχανικός Η/Υ στο Πολυτεχνείο και σήμερα έχει ολοκληρώσει τις εξ αποστάσεως σπουδές της στη Συμβουλευτική Προσωπικής Ανάπτυξης. Στην ηλικία των είκοσι τριών ετών έγραψε το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο Ο φόνος είναι μια εύκολη υπόθεση, το οποίο εκδόθηκε έναν χρόνο αργότερα. Άλλα βιβλία της είναι το Άγ(ρ)ιο έγκλημα στην Αθωνική Πολιτεία αλλά και το βιβλίο σχέσεων Ο άντρας που θα παντρευτώ.... 99+1 μύθοι για τις σχέσεις. Η ίδια έχει επιμεληθεί εκδόσεις περιοδικών με κύρια θεματολογία τους τη γυναίκα. Συμμετείχε με ένα διήγημα στη συλλογική έκδοση Είσοδ ος Κινδ ύνου της ΕΛΣΑΛ, της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ Καθηγητής Εγκληματολογίας. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής και της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πουατιέ της Γαλλίας. Διετέλεσε πρόεδρος της Νομικής Σχολής Δ.Π. Θράκης, αντιπρύτανης και πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου, αντιπρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου και γενικός γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού. Είναι μέλος δεκάδων εθνικών και διεθνών επιστημονικών και ερευνητικών φορέων. Από το 1997 υπηρετεί στο Τμήμα ΜΜΕ και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (του οποίου υπήρξε πρόεδρος κατά την περίοδο 2003-2007). Έχει συγγράψει είκοσι βιβλία κι έχει δημοσιεύσει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό διακόσια άρθρα. Έχει εκδώσει τη μελέτη Εγκληματολογικές επιστήμες και αστυνομικό μυθιστόρημα (2010) και ένα αστυνομικό διήγημα στη συλλογή Οικοεγκλήματα (Κέδρος, 2007). ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΥΛΙΩΤΗΣ Γεννήθηκε στο Ακραίφνιο Βοιωτίας. Ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα λογοτεχνικά του έργα: Ο βουβός μάρτυρας (Τα Χελιδόνια, 1984), Έτσι που λες (Δωρικός, 1986), Το δ ιατηρητέο (Παρατηρητής, 1989), Ο Παπαδ ιαμάντης δ ε ζει πια (Παρατηρητής,
1994), Η παράδ οξη τροχιά του Υπερίωνα (Παρατηρητής, 1995), Έγκλημα στον Παρατηρητή (Παρατηρητής, 1977), Αρμαγεδ ών (Πατάκης, 1998), Ολέθριος δ εσμός (Νησίδες, 2001), Ο φόνος θέλει τέχνη (Νησίδες, 2002), Το Δίχτυ (Νησίδες, 2003), Γενί Χαμάμ – Θέατρο (Μέρι Αμμών, 2005), Το επικηρυγμένο πρόβλημα (Πατάκης, 2006), Παράξενοι ελκυστές (Πατάκης, 2008). Συμμετέχει στη συλλογική έκδοση της ΕΛΣΑΛ, Είσοδ ος Κινδ ύνου, με το διήγημά του «Ιχθυοτροφείο» (Μεταίχμιο), και στο συλλογικό έργο Ελληνικά Εγκλήματα 4, με το διήγημά του «Μαύροι Κύκνοι» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Καινούργια διηγήματά του υπάρχουν στο blog της ΕΛΣΑΛ, της οποίας είναι ιδρυτικό μέλος. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1948. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία: μαρτυρίες, μελέτες, βιογραφίες, μυθιστορήματα. Έχει γράψει τα αστυνομικά μυθιστορήματα Κύκλος θανάτου (1987), Το χαμόγελο της Τζοκόντας (1988), Το μαύρο γεράκι (1996), Αντίο, Θεσσαλονίκη (1999), Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες (2009). Τα τρία από αυτά έχουν ως κεντρικό ήρωα τον δημοσιογράφο Τηλέμαχο Λεοντάρη. Έχει συμμετάσχει με διηγήματα σε εφτά συλλογές. Αστυνομικές ιστορίες, Ελληνικά Εγκλήματα, Ελληνικά Εγκλήματα 2, 3, 4, Το τελευταίο ταξίδ ι, Είσοδ ος Κινδ ύνου. Επίσης, έγραψε τα Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη (2003), Ο θάνατος του Ζορμπά (2007), Κωνσταντίνος Θεοτόκης, σκλάβος του πάθους (2006) και Ο πολιτικός Νίκος Καββαδ ίας (1996). Τελευταίο βιβλίο του είναι Ο ερωτευμένος Ελύτης (2011).
Οι επιμελητές ΑΘΗΝΑ ΚΑΚΟΥΡΗ Γεννήθηκε το 1928 στην Πάτρα. Έζησε στην Αθήνα, την Βιέννη και την Φιλαδέλφεια της Αμερικής. Εργάστηκε σε ναυτικό πρακτορείο, σε εταιρεία πετρελαιοειδών, στον ΕΟΤ, και εθελοντικά σε διάφορα Σωματεία. Δημοσίευε χρονογραφήματα, διηγήματα και μεταφράσεις, συνεργαζομένη με διάφορα έντυπα και εκδοτικούς οίκους. Υπήρξε επί πολλά χρόνια συντάκτις του περιοδικού Ταχυδ ρόμος, όπου δημοσιεύονταν τα αστυνομικά της διηγήματα στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Αυτά κυκλοφόρησαν το 1974 σε τόμο από τις εκδόσεις Ερμής, και επανεκδόθηκαν από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» σε τρεις τόμους, το 2001 και το 2003. Έχει γράψει επίσης ένα μυθιστόρημα (Κυνηγός φαντασμάτων, Πλειάς, 1976), το οποίον επανεκδόθηκε από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» (2007). Έχει από πολλού στραφεί προς το ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά εξακολουθεί να γράφει, σποραδικά, αστυνομικά διηγήματα, συμμετέχοντας σε συλλογικούς τόμους (Ελληνικά Εγκλήματα 1, 2, 3, 4). Άλλα έργα της: Με τα χέρια σταυρωμένα (Πατάκης), Πασαδ όροι και βαστάζοι (Εκδόσεις Καστανιώτη). Είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ και επίτιμος πρόεδρός της. ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1956. Σπούδασε στη Γερμανία κοινωνιολογία, πολιτική και ιστορία. Είναι τακτικός συνεργάτης της Καθημερινής, αθλητικός ανταποκριτής της Neue Zürcher Zeitung και επιμελητής εκδόσεων. Μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου και της ΕΛΣΑΛ. Έργα του: Στην εποχή της περιπλάνησης, Η ποιοτική παράδ οση στις κοινωνικές επιστήμες (επιμ.), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ, far from raf. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο», Καφέ Λούκατς – Budapest Noir, Ένα παράξενο καλοκαίρι.
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΑΡΗΣ Ο Γιάννης Δ. Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου) γεννήθηκε στη Σκόπελο και ήταν εξάδελφος του πολιτικού Ηλία Ι. Τσιριμώκου. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη, πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και υπήρξε σημαντικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την οποία υπηρέτησε με μαχητικότητα και συνέπεια από διαφορετικές θέσεις. Διετέλεσε αρχισυντάκτης στις εφημερίδες Μάχη και Ελεύθερος Λόγος, αρθρογράφος στην Αθηναϊκή και από το 1953 μέχρι τον θάνατό του επιτελικό στέλεχος στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή, του Συγκροτήματος Μπότση, διευθύνοντας παράλληλα τα περιοδικά Πολιτική και Πρώτο. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της Μάχης για τις συνθήκες κράτησης στη Μακρόνησο, καταδικάζεται σε φυλάκιση. Από τις περιβόητες φυλακές των Βούρλων θα απελευθερωθεί χάρις στην επέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του Αλέξανδρου Σβώλου, παράλληλα με τα «μέτρα επιεικείας» της κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα. Το 1953, δημοσιεύει σε συνέχειες το πρώτο σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στο περιοδικό Οικογένεια, με τίτλο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», υπογράφοντας με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο. Μέσα σε μία δεκαετία θα δημοσιεύσει σε εφημερίδες και περιοδικά είκοσι μυθιστορήματα και νουβέλες, που θα εκδοθούν από το 1956 σε βιβλία. Αρκετά έργα του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, διασκευασμένα από τον ίδιο ή από άλλους σεναριογράφους, ενώ έγραψε και σενάρια για ταινίες. Από τις εκδόσεις «Περγαμηνή» παρουσίασε σημαντικούς ξένους αστυνομικούς συγγραφείς.
Στο έργο του Γιάννη Μαρή η αστυνομία απεμπλέκεται από το βεβαρημένο παρελθόν της, αναφορικά με τις διώξεις των αντιφρονούντων, ασχολούμενη αποκλειστικά στη δίωξη του κοινού εγκλήματος. Αυτή η «αντίληψη» ήρθε σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού κοινού με αριστερές καταβολές. Στα βιβλία του Γ. Μαρή η αστυνομική πλοκή, σε συνδυασμό με στοιχεία θρίλερ, γίνεται συχνά πρόφαση και πλαίσιο για να αφηγηθεί ιστορίες και να αναπαραστήσει ο συγγραφέας ρεαλιστικά την ατμόσφαιρα της εποχής, το κοινωνικό περιβάλλον και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο αστυνόμος Γιώργος Μπέκας, βασικός πρωταγωνιστής σε αρκετά μυθιστορήματα, υπηρετεί στο Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα και γίνεται η πρώτη εμβληματική φιγούρα της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ήταν παντρεμένος με την Αθηνά Μακρή και από τον γάμο τους απέκτησαν έναν γιο, τον Άγγελο. Ο Γιάννης Μαρής-Τσιριμώκος πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979.