ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: THE TROUBLED MAN A π ό τις τις Εκδ ό σει σεις Harvi arv ill Sec Seck ker, Λο Λο νδί νδ ίνο 2011 ΤΙΤΛΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΙΟΥ:: Το φ θ ινόπω ινόπ ω ρο του του Κο Κο υρτ υρτ Βαλ Βαλάν άντε τερ ρ ΣΥΓ ΣΥΓ ΓΡΑΦΕ ΓΡΑ ΦΕΑ Α Σ: Hen Henn n in g Man M ank kell ell ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Λύο Καλοβυρνάς ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ευδοξία Μπινοπούλου Σ ΥΝΘΕΣ ΝΘΕΣ Η ΕΞΩΦ ΕΞΩΦΥ ΥΛΛΟΥ ΛΛΟΥ:: Ηλ Ηλ ίας Μ ασούρ σο ύρη ης ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά
DEN DEN OROL OROLIG IGE E M A NNEN NNEN © Henn Hen n ing M an kell, kell, 2009 2009 Publis Publis hed he d by agr ag reemen eementt with Leopa eo parrd Förl Förlag, ag , Sto Stock ckho hollm and an d Leonh eo nhardt ardt & Høier Høier Li Literary terary A genc ge ncy y A /S, Copenhagen. © Φωτογραφίας Φω τογραφίας εξωφύλ ξω φύλλ λ ο υ: Keri Bevan ev an/M /Miillenn en n iu m images © ΕΚΔ ΕΚΔΟΣΕ ΟΣΕΙΣ ΙΣ Ψ ΥΧΟΓ ΧΟΓ ΙΟΣ ΙΟΣ Α .Ε., .Ε., Αθ Α θ ήν ήνα α 2013 2013
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Απρίλιος 2013
ISBN 978-960-496-732-2
Το π αρόν έργο π νευματι νευματικ κής ιδ ιο κτησίας τησίας π ρο στατεύε στατεύεται ται κατά κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τρο τρο π ο π ο ιηθεί ηθ εί και ισχ ισχύε ύειι σήμερ σήμ ερα) α) και και τις τις δ ιεθνεί εθ νείςς συμβάσει συμβά σειςς
π ερί π νευματι νευματικ κής ιδ ιο κτησίας τησίας.. Α π αγο αγ ο ρεύεται απο απ ο λ ύτως η άνευ άνευ γραπτής γραπτής αδε αδ είας του εκ εκδ ότη κατά κατά οποιονδ οπ οιονδήπο ήποτε τε τρόπ τρόπο οή μέσο μέσο αντιγραφ αντιγραφή, ή, φωτοα φω τοανατύπω νατύπωση ση και και εν εν γένει γένει αναπαρ αναπα ραγωγή, αγω γή, δι δ ιανομή, εκμί εκμίσθ σθωση ωση ή δ ανει ανεισμός, σμός , μετάφ μετάφρ ραση, αση , δι δ ιασκευ ασκευή, αναμε ανα μετάδ τάδο ο ση, παρ πα ρο υσίαση σίαση στο κοινό σε οπο οπ ο ιαδήπ αδ ήπο ο τε μορφή (ηλεκτρ (ηλεκτρο ο νικ νική, μηχανι μηχα νικ κή ή άλ άλλ λ η) και και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. δ ρα: Tατοΐου Tατο ΐου 12 121 144 52 Μεταμόρφω Μεταμό ρφωση ση Βιβλι βλ ιο πωλ πω λ είο : Μαυ Μα υρο μιχάλ μιχάλη η1 106 79 Αθ ήν ήνα α Τηλ Τη λ .: 2102 2102804 804800 800 Telef Te lefaax: 210281955 2102819550 0 www.psichogios.gr e-mai e-m aill: in in fo@ps ich cho o g io s .gr
PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. Head o ff ffiice: ce : 121, Tato Tat o io u Str. 144 52 Met Me t amo amo rf rfo o s s i, Greec Greecee Bo o ks tore: to re: 1, Mav Ma v romi romichali ch ali Str. 106 79 79 Αth Αt h ens en s , Greec Greecee Tel.: Te l.: 21028048 2102804800 00 Telef Te lefaax: 210281955 2102819550 0 www.psichogios.gr
e-mai e-m aill: in in fo@ps ich cho o g io s .gr
Σας ευχ ευχαρι αρισ σ το τούμ ύμε ε που αγ αγ ορά οράσατε σατε αυ αυτό τό το ee-boo book k από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Γραφτείτε στο newsletter new sletter µας µας ώστε να ενημερώνεστε για νέες εκδόσεις, προσφορές μόνο για τα μέλη µας, αλλά αλ λά και και εκδηλώσεις εκδηλώσεις σχ ετικές με τα e-books και τις εφαρμογές µας.
ή επισκεφθείτε μας στην παρακάτω διεύθυνση: http://www.psichogios.gr/site/Content/newslettersubscr prm=ebooks
Οι άνθρωποι άνθρωποι πάντο πάν τοτε τε αφήν αφήνουν ουν ίχνη ί χνη.. Δεν υπάρχει υπάρχει ψυχή χωρίς χωρίς σκιά. Ξεχν εχνάς άς αυτά αυτ ά που πο υ θέλει θέλειςς να θυμάσαι και θυμάσαι αυτά αυ τά πο π ο υ θα θα ’θελες ’θ ελες να ξ εχάσεις. Γ κράφ κράφιτι ιτι σε κτί κτίρι ρια α της Νέας Νέας Υό ρκης ρκης
Πρόλογος Η ιστορί ιστορία α ξε ξ εκινά μ’ ένα αναπ αν απάντεχο άντεχο ξέσπασμα θ υμού. Α φορ φο ρμή ήταν μια μια έκθ έκθ εση πο π ο υ εί είχε υπο υποβλ βληθ ηθεεί το το προηγο προηγ ο ύμενο μενο βρ β ράδυ άδ υ. Α υτή δι δ ιάβαζε άβ αζε ο πρ π ρωθυ ωθ υπου πο υργός γό ς τώρα τώρα στο χαμηλ χα μηλά ά φωτι φ ωτισμέ σμένο νο γραφείο γραφείο του. Μέχρι Μέχρι πριν πριν από απ ό λ ίγο βασί βα σίλ λ ευε ηρε ηρεμία μία στα γραφε γραφ εία της σου σο υηδι ηδ ικής κυβέρνηση βέρνησηςς αυτό αυτό το πρωί. Ή ταν μια μια μέρ μέρα στις στις αρχές αρχές της άνοι άνο ιξης του 1983 στη Στοκ Στο κχόλ χό λ μη. Μια υγρή υγρή ομί ο μίχλ χλη η σκέπα σκέπαζζε βαριά βαριά την πόλ πό λ η και τα δ έντρα ντρα ακ α κό μη δ εν είχαν είχαν πετάξει πετάξει νέα νέα φύ φ ύλ λ α.
ταν ο πρ π ρωθυ ωθ υπου πο υργός γό ς Ούλ ο φ Πάλμε Πάλ με δ ιάβασε άβ ασε και την τελ τελ ευταία ταία σελί σελ ίδ α, σηκώθηκε σηκώθ ηκε και πήγε πή γε σ’ ένα ένα π αράθυ αράθ υρο . Στον Στο ν ο υρανό πετο πετο ύσαν γλάρ γλ άρο ο ι. Η έκθεση αφορούσε τα υποβρύχια. Τα καταραμένα ποβρύ πο βρύχια, χια, που πο υ σύμφω σύμφωνα να με τι τις αναφορέ αναφ ορέςς είχαν παρ πα ραβι αβ ιάσει άσει τα σουηδι σουηδ ικά χωρ χω ρικά ύδατα ύδ ατα το φθ φ θ ινόπ νό π ω ρο του το υ 1982. Σαν Σα ν να μην έφ τανε αυτό αυτό , εί είχαν χα ν γί γ ίνει βου βο υλ ευτικ τικές εκλ ο γές στη χώρα, χ ώρα, κι ο πρ π ρό εδ ρο ς του Κο Κο ινοβο νο βουλίου υλίου εί είχε ζητήσει ζητήσει από απ ό τον Ούλ Ούλ ο φ Πάλμε Πάλ με να σχημα σχ ηματί τίσε σειι νέα κυ κυβέρνηση βέρνηση,, καθ καθώ ώ ς στις στις εκλ ο γές τα μη σοσι σο σιαλ αλιιστικ στικά κό κό μματα εί είχαν χα ν χάσε χά σειι π ο λ λ ές έδ ρες και δ εν είχαν χα ν πλ π λ έο ν την κο κο ινοβο νο βου υλ ευτι υτική πλ π λ ειο ψηφί ηφ ία. Το πρ π ρώ το π ράγμα άγ μα πο π ο υ έκ έκανε η νέα κυβέ κυβέρ ρνηση ήταν να συστήσε συστήσειι εξεταστικ εξεταστική ή επιτροπ επιτροπή ή π ο υ θα θ α ερευ ερευνο νούσε ύσε το π εριστ εριστατικ ατικό ό με τα ποβρύχια, το οποίο παρέμενε απόρρητο. Επικεφαλής της επιτρ πιτροπής οπ ής είχε τε τεθ εί o τέως τέως υπου πο υργός γό ς Ά μυνας μυνας,, Σβεν
Ά ντερ ντερσον. σο ν. Ο Ούλοφ ύλο φ Πάλμε Πάλ με μόλ μό λ ις είχε δι δ ιαβάσει αβ άσει την έκθ έκθ εσή του, χωρ χω ρίς ωστόσο ωστό σο να δ ιαφωτι αφ ωτιστε στείί στο στο ελ άχιστο άχιστο . Το πόρ πό ρισμα δ εν έβγαζε νόημα. νό ημα. Ήταν έξω φρ φ ρενών.
wWw.GreekLeech.info
Πρέ Πρέπ ει να σημε ση μειιω θ εί ό τι δ εν ήταν η π ρώτη φο φ ο ρά πο π ο υ ο Πάλ άλμε με εκνευ εκνευρι ριζότα ζόταν ν με τον Σβεν Σ βεν Άντερ Ά ντερσο σον. ν. Η απέχθ απ έχθει ειά ά του το υ γι’ γι’ αυτό αυτό ν χρονολ χρονο λ ο γού γο ύνταν από απ ό τον Ιούνιο Ιούνιο του 19 1963, λίγο πριν πριν από απ ό τη γιορτή γιορτή του το υ Μεσοκαλό Μεσοκαλ ό καιρο αιρο υ, ό ταν ένας κο μψά μψά ντυμένο ντυμένοςς γκρ γκριζομάλ ομά λ λ ης κύριο ς πενήντα εφ εφ τά χρό χρό νων συνελ συνελ ήφθ ήφ θ η στο Ρίκ Ρίκσμπρ σμπ ρο υν, στο κέντρ κέντρο ο της Στοκ Στο κχόλ χό λ μης. μης . Η σύλληψ σύλλ ηψη η είχε είχε γίνει με μεγά μεγάλ λ η δι δ ιακρι ακριτικ τικό τητα, και και καν κανεί είςς από απ ό τους τους παρισταμένους δεν αντιλήφθηκε κάτι το ασυνήθιστο. Ο άντρας π ο υ συνελή συνελήφ φ θ η ονο ο νομαζόταν μαζόταν Στιγκ Βένερστρ νερστρεεμ και και ήταν συντ συνταγματάρ αγματάρχης χης της Σου Σο υηδι ηδ ικής Α εροπορί οπ ορίας ας.. Ο λ όγος όγ ος της σύλ σύλ λ ηψης ηψης ήταν ότι είχε απο απ ο καλ αλυ υφθε φθ εί πως πω ς ήταν κατάσκοπ ατάσκοπος ος της Σοβιε Σο βιετι τικ κής Ένωσης. Ένωσης . Την ώρα της σύλ σύλ λ ηψής ηψής του, ο τότε πρωθυ πρωθ υπου πο υργός γό ς , Τάγκε Τάγκε Ερλ άντερ, άντερ, επ επ έστρε στρεφ ε στη στη Σ ο υηδί υηδ ία από απ ό ένα ταξίδι ταξίδ ι στο στο εξωτερικό, στο πλαίσιο των ολιγοήμερων –και σπάνιων– δ ιακο ακο πών πώ ν του, σε ένα από α πό τα θέ θ έρετρα τρα της Ρίβα Ρίβα ντελ ντελ Σόλ Σό λ ε. Με το πο π ο υ κατέβη ατέβηκ κε ο Ερ Ερλ άντερ από απ ό το αερο αερο π λ άνο πολ πο λ ιο ρκήθηκ ήθ ηκεε από απ ό ένα τερ τεράστιο άστιο τσούρ τσούρμο δ ημοσι ημο σιο ο γράφου γράφο υς · όχι όχ ι μόνο μόνο ήταν εντε εντελ λ ώς απροετοί απροετοίμαστ μαστος ος , αλλ αλ λ ά δ ε γνώρι γνώριζε σχεδό σχεδ ό ν τίπ τίπ ο τα για το π εριστατικ στατικό . Κανεί Κανείςς δ εν τον το ν είχε είχε ενημερώ ενημερώσει για τη σύλλ σύλ λ ηψη, ηψη, και δεν δ εν εί είχε ακούσε ακο ύσειι τί τίπ ο τα γι γ ια κάπο άπ ο ιο ν ύποπ ύπο π το συνταγματάρ συνταγμα τάρχη χη Βένερστρ νερστρεεμ. Πι Πιθ ανώς ανώ ς το ό νομα νο μα και και ο ι υποψ υπο ψίες να είχα είχανν αναφ ανα φ ερθ εί εν παρόδ π αρόδω ω σε
κάποια από τις σπάνιες ενημερωτικές συσκέψεις που έκανε ο που πο υργός γό ς Ά μυνας μυνας με τον πρωθ πρωθυ υπου πο υργό, γό , αλ αλλ λ ά χωρ χω ρίς να αναφ ανα φ ερθ εί συγκεκ συγκεκρ ριμένα μένα πω π ω ς ήταν κάτι το το σοβα σο βαρ ρό . Συνεχώ Συνεχώςς κυκλ ο φορ φο ρούσαν φήμες γι γ ια ύπο ύποπτο πτου υς Ρώσους κατασκό ατασκό που πο υς στο ομι ο μιχλ χλώδ ώδ ες τοπί τοπ ίο που πο υ κυ κυριαρχο αρχού ύσε κατά κατά τον Ψυχρό Ψυχρό Πόλε όλ εμο, όπως όπω ς αποκ απο καλ αλούντ ούνταν. αν. Ο τρόπ τρόπος ος με τον οποίο οπ οίο αντέδ αντέδ ρασε ο Ερλ άντερ άντερ μόνο δ ιαφωτι αφ ωτιστι στικ κό δ ε θα τον χαρακ χα ρακτήρι τήριζε ζε καν ανεί είςς . Ο άν άντρ τρας ας π ο υ κυβερ κυβερνο νούσε ύσε τη χώ χ ώ ρα χω χ ω ρίς δ ιακοπή ακοπ ή εδώ εδ ώ και μια μια αι α ιω νιό νιό τητα –ε – είκο σι τρ τρία χρ χ ρό νια, νια, για την ακρί ακρίβεια– βεια– στεκ στεκό ταν χάσκοντας χ άσκοντας χωρ χω ρίς την παραμι π αραμικ κρή ιδέ ιδ έα τι α πε π ει, αφο αφ ο ύ ο ύτε ο υπο υπ ο υργός γό ς Ά μυνας μυνας Ά ντερ ντερσον σο ν ούτ ο ύτεε κανείς ανείς άλλ άλ λ ο ς είχε φρ φ ρο ντίσε ντίσειι να τον το ν ενημερώσει ενημερώσει για για τα τεκται τεκταινό νόμε μενα. να. Κατά το τελευταί τελευταίο ο σκέ σκέλ ο ς του ταξιδι ταξιδ ιο ύ το το υ, την ημίωρη πτήση από την Κοπ Κοπεεγχάγη στη στη Στοκχό Στοκχόλ λ μη, θ α μπορ μπο ρούσαν α τον το ν είχαν είχαν πληρ πλ ηρο ο φ ορήσει ορήσει, ώστε να πρ π ρο λ άβει να π ρο ετο ετο ιμαστε μασ τείί και και να έχει έχει κάτι κάτι να π ει στους στο υς π ερί ερίεργο εργους υς δ ημοσι ημο σιο ο γράφου γράφο υς · ό μως κανείς ανείς δ εν ήρθ ήρθ ε να τον συναντήσε συναντήσειι στο αερο αερο δ ρό μιο μιο του Κάστρο Κάστρο υπ και να τον το ν συνοδ συνο δ εύσει σει κατά κατά την πτήση π τήση γι γ ια τη σου σο υηδι ηδ ική πρ π ρω τεύ τεύο υσα. Τις Τις ημέρε ημέρες π ο υ ακολο ακολ ο ύθησαν, ύθη σαν, ο Ερλ άντερ λ ίγο έλ ειψε να π αραιτηθ αραιτηθεεί από απ ό την πρ π ρω θ υπ ο υργία και και την αρχηγί αρχηγ ία των Σοσι Σο σιαλ αλδ δ ημοκ ημο κρατών. Πρ Πρώτη φο φ ο ρά ένιωθ ένιωθεε τόσο απο απ ο γοητε γο ητευ υμένο μένοςς από απ ό τους συνε συνερ ργάτες γάτες του στην στην κυβέρ κυβέρνηση. νηση. Κι ο Ούλ ο φ Πάλ άλμε με,, που πο υ ήδη ήδ η είχε είχε αναδε αναδ ειχθε χθ εί ως επίλεκτος πίλεκτος δ ιάδο άδ ο χος χο ς του Ερ Ερλ άντερ, άντερ, φυσικ φυσικά συμμερ συμμεριζόταν την ορ ο ργή του μέντορά μέντορά του το υ για την αδ ιαφο αφ ο ρία πο π ο υ το το ν εξέθ εξέθ εσε. σε. Ο Πάλμε Πάλ με φύλαγε φύλαγ ε τον αφέ αφ έντη ντη του σαν άγρι άγριο λ αγωνι αγω νικ κό, όπω ό πωςς λ εγόταν γό ταν στους κυβερ υβερνητικο νητικο ύς κύκλ ο υς. υς .
Πο τέ δ ε συγχώ συγχώρ ρησε στο στο ν Σβεν Σ βεν Άντε Ά ντερ ρσον το κακό κακό που πο υ έκανε στον Τάγκε Ερλάντερ. Είναι λοι λο ιπ ό ν άξι άξ ιο απο απ ο ρίας γιατί ο Πάλμε Πάλ με συμπ συμπεεριέλ αβε αβ ε τον Άντερσον στις κυβερνήσεις του. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι δ ύσκολ σκολο ο να αντι α ντιλ λ ηφθ ηφ θ εί κανείς ανείς το λόγ λ όγο ο . Φυσικ Φυσικά ο Πάλμε Πάλ με θ α μπορ μπο ρο ύσε να αρ α ρνηθε νηθ εί· στην στην πράξη, όμως όμω ς , ήταν ήταν αδ α δ ύνατο. Ο Ά ντερσο ντερσονν είχε είχε τερ τεράστια ισχύ και και επ επ ιρρο ρρο ή στη σ τη βάση β άση του το υ κό μματος μματο ς . Επίσης Επίσης,, ήταν γιος εργάτη, γά τη, σε αντίθεση με τον Πάλμε, που αντλούσε άμεση καταγωγή από τη Βαλτική αριστο αριστοκ κρατία, εί είχε αξι αξ ιω ματικο ματικο ύς στην ο ικο γένειά γένειά του το υ – μάλι μάλ ιστα ήταν και και ο ίδι ίδ ιο ς αξιωματι αξιωμα τικ κό ς – και ανήκ ανή κε στην εύπορ πο ρη ανώτε α νώτερ ρη τάξη της χώρ χώ ρας. ας . Δε Δεν είχε είχε καθ καθό όλου ερείσματα στη βάση βά ση του το υ κό μματος μματο ς . Ο Ούλ Ούλ ο φ Πάλ άλμε με ήταν ένας λ ιποτάκ πο τάκτης της,, ο οπο ο ποίίος χωρ χω ρίς αμφιβο αμφιβολ λ ία ήταν απόλ από λ υτα ειλ ικρινής ό σον αφο αφ ο ρά την αφο α φοσί σίωσή ωσή του στο στο Σοσι Σο σιαλ αλδ δ ημοκ ημο κρατικ ατικό Κόμμα, αλλ αλ λ ά μολαταύ μολ αταύτα τα ήταν ήταν ξένο σώμα στον κύ κύκλ ο του το υς , ένας πολ πο λ ιτικ τικό ς προσκυ προσκυνητής που πο υ έτυχε τυχε να μπει στην στην π αράταξη. Τώρ Τώ ρα ο Πάλμε Πάλ με ήταν αδ ύνατο να συγκρ συγκρατήσει την ορ ο ργή του. Γύρι Γύρισε και και κο κο ίταξε τον Σβε Σβ εν Άντε Ά ντερ ρσον, σο ν, ο ο π ο ίο ς καθό αθ ό ταν με γειρ γειρτούς ώ μους μο υς στον στο ν γκρί γκρίζο κανα καναπ π έ του π ρω θ υπ ο υργικο γικο ύ γραφ γραφεείο υ. Το πρ π ρό σωπ σω π ο του Πάλ Πάλμε με είχε γίνει γίνει κατακ ατα κό κκινο και τα τα μπρ μπ ράτσα του του έκ έκαν αναν αν παράξ π αράξενους ενους μικρ μικρο ύς σπασμούς σπα σμούς,, όπως όπ ως κάθε άθ ε φορ φο ρά που π ου νευ νευρίαζε. αζε. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις», βροντοφώναξε. «Μόνο ισχυρι σχυρισμοί σμο ί, υπ υπ αινιγμο αινιγμοίί, μισό μισόλ λ ο γα και φήμε φή μεςς από απ ό π αραδό αραδ ό π ιστους αξιωματι αξιωμα τικ κο ύς του Ναυτι Ναυτικ κο ύ. Αυ Α υτή η έρευνα δ εν εξηγεί εξηγεί τίπο τίποτε τε απο απ ο λ ύτως! τως ! Α ντιθ ντιθ έτως, τως , μας αφήνει αφ ήνει να
πελαγο πελ αγοδ δ ρο μούμε σ’ έναν έναν πολ πο λ ιτικ τικό βού βο ύρκο !» Πριν από απ ό δ ύο χρόνια, νωρίς νωρίς το πρ π ρωί της της 28ης Οκτωβ Οκτωβρ ρίο υ του του 19 1981, 81, ένα ένα σοβ σο β ιετικ ετικό ό υποβ υπο βρύχιο ρύχιο είχε είχε εξοκ εξο κείλ είλ ει στον στο ν κόλπ κόλ π ο Γκοσεφ Γκοσεφ ιέρντεν, ντεν, έξω έξω από απ ό την πόλ π όλη η Καρλ Καρλ σκρ σκρο ύνα. Ο κό κό λ πος πο ς όχι όχ ι μόνο ανήκε ανήκε στα στα χωρ χω ρικά ύδατα ύδ ατα της της Σου Σο υηδί ηδ ίας, ας , αλλά αλλ ά ήταν και απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή. Το υποβρύχιο ονομαζόταν U-137 κ αι ο κυ κυβερνήτης βερνήτης του, ένας Α νατόλι νατόλ ι Μ ιχαΐ χα ΐλ ο βιτς Γ κο ύστσιν, στσιν, ισχυρ ισχυρίίστηκε στηκε ότι το σκάφο σκάφ ο ς του είχε είχε ξεφύγε ξεφύγειι από την πορεί πορεία του λ όγω όγ ω άγνωστης άγ νωστης βλάβης βλ άβης στη στη γυρο γυρο σκο σκο π ική πυξί π υξίδ δ α. Οι αξ αξιιω ματικο ματικο ί του του Βασιλ Βασιλιικο ύ Σουηδ Σο υηδιικο ύ Ναυτι Ναυτικ κο ύ και και οι ο ι ντόπι ντόπ ιο ι ψαράδ ψαράδεες ήταν π εισμένο σμένοιι ό τι μόνο ένας ακρ ακραία αία μεθυσμένο μεθυσμένοςς κυβερνήτης βερνήτης θ α μπο μπ ο ρο ύσε α εισχω εισχωρ ρήσει ήσει τόσο βαθ βα θ ιά στο σου σο υηδι ηδ ικό αρχιπέ αρχιπέλ λ αγος αγο ς χωρ χω ρίς α εξο εξο κείλ είλ ει νωρί νω ρίτερ τερα. α. Στις 6 Νοεμβρίου, το U-137 ρ υμο υμο υλκήθηκε υλκήθ ηκε στα δι δ ιεθ νή δ ατα και εξαφανίστ ξαφ ανίστηκε ηκε.. Τότε δε δ εν υπήρ υπή ρχε καμιά καμιά αμφι αμφ ιβολ βο λ ία ό τι επρόκει επρόκειτο για ρωσικό ρωσικό υποβ υπο β ρύχιο πο π ο υ εί είχε παραβ π αραβιιάσει τα σουηδι σουηδ ικά χωρ χω ρικά ύδατα. ύδ ατα. Ωστόσο Ωστόσο ποτέ πο τέ δ ε συγκεκ συγκεκρ ριμενοπ μενο π ο ιήθηκε ιήθ ηκε αν επρόκει επρόκειτο για εσκεμμέ εσκεμμένη νη παρ πα ραβί αβ ίαση της σουηδι σουηδ ικής εθ νικ νικής κυριαρχίας αρχίας ή γι γ ια περι περιστατι στατικ κό μέθης μέθη ς . Κανένας αξιοπρ αξιοπ ρεπής πή ς πολ πο λ εμικ μικό ς στόλο στόλ ο ς δ ε θ α παρ π αραδ αδεεχόταν χό ταν φυσικ φυσικά ότι ό τι ένας ανώτατ ανώ τατος ος κυβερνήτης βερνήτης ήταν μεθ μεθ υσμένο σμένοςς εν ώρα καθ καθήκ ήκο ο ντος. ντος . Κατά συνέπ συνέπ εια, η άρ ά ρνηση των Σοβιε Σο βιετι τικ κών θ εω ρήθηκε ήθ ηκε απόδ από δ ειξη πως πω ς όντως ήταν με μεθ υσμένος σμένος.. Πού ήταν ήταν η απόδ από δ ειξη τώρα ώρα όμως ; Κανείς ανείς δ εν ξέρ ξέρει τι είπ ε ο υπου υπο υργός γό ς Ά μυνας μυνας Ά ντερ ντερσον σο ν για α υπερ υπ ερασπ ασπιιστεί στεί τη θέση θ έση του και και την έρευ έρευνά νά του. του. Ο ίδ ίδ ιο ς δ εν
κράτησε σημει σημειώσεις ώσεις , ενώ ο Ούλ ο φ Πάλμε Πάλ με δ ολο ολ ο φονήθ φο νήθηκ ηκεε π ερίπου πο υ ένα ένα χρόνο αργότε αργό τερ ρα· ού ο ύτε εκείνος νο ς άφησε άφ ησε κάπ κάπο ο ια μαρτυρία.
λ α λο λ ο ιπόν πό ν ξεκί ξεκίνησαν νησα ν με ένα ξέσπασμα ξέσπα σμα θυμού. θ υμού. Α υτή εί είναι μια μια ιστο ιστο ρία για την πρ π ραγματι αγ ματικ κό τητα της π ο λ ιτικ τικής, ής , ένα ένα ταξί ταξ ίδ ι στο βο β ο ύρκο ό π ο υ ούτε ούτε η αλήθ αλ ήθεεια ού ο ύτε το ψέ ψέμα είναι είναι ευδ ευδ ιάκρ ιάκριτα ιτα και τίπο τίποτα τα δεν δ εν εί είνα ναιι ξεκάθ ξεκάθαρο αρο..
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – Εισβολή στο βούρκο
1 Τη χρονιά που ο Κουρτ Βαλάντερ γιόρτασε τα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, πραγματοποίησε ένα όνειρο που έτρεφε από πολύ παλιά. Από το διαζύγιό του από τη Μόνα και μετά, πριν από δεκαπέντε χρόνια, ήθελε διακαώς ν’ αφήσει το διαμέρισμά του στη Μαριαγκάταν, του οποίου οι τοίχοι είχαν ποτίσει από ένα σωρό δυσάρεστες αναμνήσεις, και να μετακομίσει στην εξοχή. Κάθε φορά που γύριζε στο σπίτι του έπειτα από μια αγχώδη και δύσκολη μέρα, το διαμέρισμα του θύμιζε ότι μια φορά κι έναν καιρό εδώ μέσα ζούσε μια οικογένεια. Τώρα πια τα έπιπλα τον αντίκριζαν σαν να τον κατηγορούσαν για εγκατάλειψη.
wWw.GreekLeech.info
Του ήταν αδ ιανόητη η σκέψη ότι θα συνέχιζε να ζει εκεί μέσα ώσπου να γεράσει τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί να φροντίζει τον εαυτό του. Παρόλο που δεν είχε πατήσει ακόμη τα εξήντα, κάθε τόσο θύμιζε στον εαυτό του τα μοναχικά γεράματα του πατέρα του και ήξερε ότι δεν ήθελε να ζήσει το ίδιο. Αρκούσε απλώς να κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη κάθε πρωί που ξυριζόταν για να δ ιαπιστώσει ότι κάθε μέρα έμοιαζε όλο και περισσότερο του πατέρα του. Στα ιάτα το πρόσωπό του έφερνε περισσότερο στη μάνα του. Τώρα όμως φαινόταν λες και ο πατέρας του σιγά σιγά τον κυρίευε – σαν δρομέας που είχε ξεμείνει πολύ πίσω αλλά τώρα σταδιακά επιτάχυνε, καθώς πλησίαζε στο αόρατο τέρμα.
Η στάση ζωής του Βαλάντερ ήταν σχετικά απλή: δεν ήθελε α καταλήξει ένας πικρόχολος ερημίτης που γερνάει απομονωμένος, δέχεται επισκέψεις μόνο από την κόρη του και ίσως πού και πού από κανέναν παλιό συνάδελφο, ο οποίος ξαφνικά θυμήθηκε ότι ο Βαλάντερ δεν τα έχει τινάξει ακόμη. Δεν έτρεφε καμιά θρησκευτική πίστη ότι τον περίμενε κάτι στην άλλη όχθη του μαύρου ποταμού της Στυγός. Το μόνο που θα έβρισκε εκεί θα ήταν το ίδιο σκοτάδι από το οποίο είχε προέλθει. Μέχρι τα πεντηκοστά του γενέθλια τον κατέτρυχε ένας αόριστος φόβος για το θάνατο και είχε γίνει κάτι σαν προσωπικό ξόρκι, ότι θα πέθαινε μια για πάντα. Είχε δει πάρα πολλούς νεκρούς στη ζωή του. Δεν υπήρχε τίποτα στο ανέκφραστο πρόσωπό τους που να δείχνει ότι η ψυχή τους είχε μεταβεί σε κάτι που να μοιάζει με παράδεισο. Όπως τόσοι άλλοι αστυνομικοί, είχε βιώσει κάθε δυνατή παραλλαγή του θανάτου. greekleech.info Αμέσως αφού γιόρτασε τα πεντηκοστά του γενέθλια στο τμήμα μ’ ένα πάρτι, τούρτα κι ένα λόγο γεμάτο ανούσιες φράσεις από τη διοικήτρια του τμήματος, Λίσα Χόλγκερσον, ο Βαλάντερ αγόρασε ένα νέο σημειωματάριο και προσπάθησε να καταγράψει ό,τι θυμόταν για όλους τους νεκρούς που είχε δει στη ζωή του. Ήταν μια μακάβρια άσκηση και δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό που τον τραβούσε να το κάνει. Είχε φτάσει στη δέκατη αυτοκτονία –έναν ναρκομανή στα σαράντα, ταλαιπωρημένο από λίγο πολύ ό,τι πρόβλημα μπορούσε να βάλει ο νους του ανθρώπου– όταν τελικά τα παράτησε. Ο συγκεκριμένος άντρας είχε κρεμαστεί στη σοφίτα της πολυκατοικίας όπου ζούσε και η οποία ήταν
προγραμματισμένο να γκρεμιστεί. Σχεδίασε τον απαγχονισμό του έτσι ώστε να σπάσει το σβέρκο του, γιατί ήθελε ν’ αποφύγει τον αργό πνιγμό. Τον έλεγαν Βέλιν. Ο ιατροδ ικαστής είχε πει στον Βαλάντερ ότι ο Βέλιν πέτυχε – αποδείχθηκε δεξιοτέχνης εκτελεστής. Ύστερα από αυτό ο Βαλάντερ παράτησε την καταγραφή των περιστατικών αυτοκτονίας και αντί για τους αυτόχειρες αφιέρωσε, βλακωδώς, πολλές ώρες προσπαθώντας να ανακαλέσει τους έους και τα παιδιά που είχε βρει νεκρά. Γρήγορα όμως το παράτησε κι αυτό. Παραήταν αποτροπιαστικό. Έπειτα γέμισε τροπή γι’ αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει και έκαψε το σημειωματάριο, λες και η πράξη του ήταν και διεστραμμένη και παράνομη. Κατά βάθος ήταν πρόσχαρος άνθρωπος – απλώς είχε αφήσει μια άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του να πάρει το πάνω χέρι. Ο θάνατος ήταν ο σταθερός σύντροφός του. Ο ίδιος είχε σκοτώσει ανθρώπους την ώρα του καθήκοντος – αλλά ποτέ δεν κατηγορήθηκε για αναίτια βία μετά τη διεξαγωγή των ποχρεωτικών ερευνών. Το ότι σκότωσε δύο ανθρώπους ήταν ο σταυρός που αναγκαζόταν να κουβαλά. Το ότι σπάνια γελούσε οφειλόταν στα όσα είχε αναγκαστεί να υπομείνει.
Μια μέρα, όμως, πήρε μια μεγάλη απόφαση. Βρισκόταν στην παιθρο, κοντά στο Λέντερουπ, όχι μακριά από το σπίτι όπου κάποτε ζούσε ο πατέρας του· είχε πάει εκεί για να μιλήσει μ’ έναν αγρότη που είχε πέσει θύμα μιας ιδιαίτερα βίαιης
ληστείας. Καθώς γυρνούσε στο Ίσταντ πρόσεξε την πινακίδα ενός κτηματομεσίτη που έδειχνε ένα μικρό χωματόδρομο, στο τέλος του οποίου υπήρχε ένα σπίτι προς πώληση. Αντέδρασε αυθόρμητα, φρέναρε, έκανε αναστροφή και πήρε εκείνο το δρομάκι. Ήδη προτού βγει από το αυτοκίνητο είδε ξεκάθαρα ότι το οίκημα χρειαζόταν επισκευές. Το αρχικό του σχέδιο πρέπει να είχε σχήμα Π, αλλά η μία πτέρυγα έλειπε – ίσως να κάηκε. Το κάτω τμήμα του οικήματος ήταν επενδυμένο με ξύλο. Ο Βαλάντερ έκανε το γύρο του σπιτιού. ταν μια μέρα στις αρχές του φθινοπώρου. Ακόμη θυμόταν ότι είδε ένα σμήνος χήνες να πετάει ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, καθώς μετανάστευαν νότια. Κοίταξε μέσα από τα παράθυρα και γρήγορα βεβαιώθηκε ότι μόνο η στέγη είχε απόλυτη ανάγκη για επισκευή. Η θέα ήταν καταπληκτική· στο βάθος αχνοφαινόταν η θάλασσα, κι ενδεχομένως και τα φέρι μποτ που έκαναν δρομολόγια μεταξύ Ίσταντ και Πολωνίας. Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη του 2003 σηματοδ ότησε την αρχή ενός έρωτα με αυτό το απόμερο σπίτι. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε αμέσως στο γραφείο του κτηματομεσίτη στο κέντρο του Ίσταντ. Η τιμή αγοράς ήταν αρκετά χαμηλή και έτσι ήταν σε θέση να πληρώνει τις δόσεις του δανείου. Την επόμενη μέρα κιόλας επέστρεψε για να διαπραγματευτεί με τον κτηματομεσίτη, έναν νεαρό που μιλούσε με καταιγιστική ταχύτητα και έδινε την εντύπωση ότι ζούσε σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες ήταν ένα νεαρό ζευγάρι που είχε μετακομίσει στο Σκόνε από τη Στοκχόλμη αλλά σχεδόν αμέσως, προτού καλά καλά προλάβουν ν’ αγοράσουν έπιπλα, αποφάσισαν να
χωρίσουν. Παρ’ όλ’ αυτά οι τοίχοι του άδειου σπιτιού δεν έκρυβαν τίποτα που να τον τρομάζει. Το σημαντικότερο μάλιστα ήταν παντελώς ξεκάθαρο: μπορούσε να μπει στο σπίτι άμεσα, χωρίς καθυστέρηση. Η στέγη θ’ άντεχε κάνα δυο χρόνια ακόμα· το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν μια ανακαίνιση σ’ ένα δυο δωμάτια, ίσως να βάλει καινούργια είδη υγιεινής και πιθανώς να αγοράσει νέα σόμπα. Πάντως ο λέβητας ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων ή και λιγότερο, όπως και όλα τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά. Προτού φύγει, ο Βαλάντερ ρώτησε αν υπήρχαν και άλλοι ποψήφιοι αγοραστές. Ένας, είπε ο κτηματομεσίτης, με ύφος εμφανέστατα ανήσυχο, θέλοντας διακαώς ν’ αγοράσει το σπίτι ο Βαλάντερ και ταυτόχρονα υπαινισσόμενος ότι καλά θα έκανε να πάρει μια απόφαση γρήγορα γρήγορα. Όμως ο Βαλάντερ δεν είχε καμία πρόθεση να πάρει παρορμητικές αποφάσεις στα τυφλά. Μίλησε μ’ ένα συνάδελφό του, ο οποίος είχε έναν αδελφό που ήταν εκτιμητής κτιρίων, και κατάφερε να κλείσει ραντεβού μαζί του για να δει το σπίτι την επομένη κιόλας. Ο τύπος δε βρήκε τίποτα το στραβό με το σπίτι, εκτός από αυτά που είχε προσέξει ήδη ο Βαλάντερ. Την ίδια μέρα ο Βαλάντερ μίλησε με τον τραπεζίτη του και πληροφορήθηκε ότι θα του έδιναν δάνειο που να καλύπτει την αγορά του σπιτιού. Όλα αυτά τα χρόνια στο Ίσταντ ο Βαλάντερ είχε αποταμιεύσει πολλά χρήματα χωρίς να το έχει επιδιώξει ιδιαίτερα. Τα χρήματα αρκούσαν για την προκαταβολή. Εκείνο το βράδ υ κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας του και έκανε λεπτομερείς οικονομικούς υπολογισμούς. Θεώρησε τη
στιγμή σοβαρή και επίσημη. Γύρω στα μεσάνυχτα πήρε την απόφασή του: θα το αγόραζε το σπίτι, το οποίο είχε το δραματικό όνομα Μαύρα Ύψη. Παρά την περασμένη ώρα, τηλεφώνησε στην κόρη του, τη Λίντα, η οποία ζούσε σε ένα καινούργιο συγκρότημα κατοικιών κοντά στο δ ρόμο που πήγαινε στο Μάλμε. Ήταν ακόμη ξύπνια. «Έλα από δω», είπε ο Βαλάντερ ορεξάτα. «Σου έχω νέα!» «Τι νέα; Νυχτιάτικα;» «Ξέρω ότι έχεις ρεπό αύριο». Η Λίντα είχε αφήσει τον Βαλάντερ κατάπληκτο όταν πριν από μερικά χρόνια, την ώρα που έκαναν έναν περίπατο στην παραλία Μόσμπι, του είπε ότι σκόπευε ν’ ακολουθήσει τη δική του πορεία και να γίνει κι αυτή αστυνομικός. Η είδηση τον είχε χαροποιήσει αμέσως. Κατά μία έννοια, η κόρη του έδινε νέο νόημα σε όλα τα χρόνια που εργαζόταν ως αστυνομικός. Όταν η Λίντα ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της, διορίστηκε στο τμήμα του Ίσταντ. Τους πρώτους μήνες ζούσε μαζί του στο διαμέρισμα της Μαριαγκάταν. Η κατάσταση ήταν κάθε άλλο παρά ιδανική: εκείνος είχε παγιωμένες συνήθειες και επίσης δυσκολευόταν ν’ αποδεχτεί ότι η κόρη του ήταν ολόκληρη γυναίκα. Όμως η σχέση τους βελτιώθηκε όταν η Λίντα βρήκε δικό της διαμέρισμα.
Η κόρη του έφτασε περασμένα μεσάνυχτα κι εκείνος της μίλησε για τα σχέδιά του. Την επόμενη μέρα η Λίντα πήγε μαζί του στο σπίτι και του είπε αμέσως ότι ήταν τέλειο. Κανένα άλλο σπίτι δε θα ήταν τόσο καλό! Μόνο αυτό, στο
τέρμα ενός χωματόδρομου στην κορυφή ενός μικρού λόφου που κατηφόριζε ως τη θάλασσα. «Ο παππούς θα έρθει να σε στοιχειώσει», του είπε. «Αλλά μη φοβάσαι. Θα είναι σαν φύλακας άγγελος». Ή ταν μια σημαντική και ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή του Βαλάντερ όταν υπέγραψε το συμβόλαιο αγοράς και ξαφνικά βρέθηκε με μια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι. Μετακόμισε την 1η οεμβρίου, αφού πρώτα ανακαίνισε δύο δωμάτια αλλά χωρίς ’ αγοράσει νέα σόμπα. Έφυγε από τη Μαριαγκάταν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι έπραττε το σωστό. Τη μέρα που μπήκε στο σπίτι λυσσομανούσε ένας νοτιανατολικός άνεμος. Εκείνο το πρώτο βράδυ, με τη θύελλα έξω να ξεσηκώνει τον τόπο, κόπηκε το ηλεκτρικό. Ο Βαλάντερ καθόταν στο καινούργιο του σπίτι μες στο απόλυτο σκοτάδι. Τα πάτερα έτριζαν, και ανακάλυψε πως από κάπου στο ταβάνι είχε διαρροή. Αλλά δ ε μετάνιωνε για τίποτα. Εδώ θα ζούσε. Έξω από το σπίτι είχε ένα μεγάλο σπιτάκι σκύλου. Από τότε που ήταν μικρό παιδί ο Βαλάντερ ονειρευόταν να πάρει σκύλο. Όταν πια έκλεισε τα δεκατρία, έπαψε να ελπίζει, αλλά τότε ξαφνικά οι γονείς του του έκαναν δώρο ένα σκυλί. Εκείνο το σκυλί το αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Τώρα που το σκεφτόταν, εκείνο το σκυλί, η Σάγκα, του έμαθε τι σημαίνει αγάπη. Όταν ήταν τριών χρόνων την πάτησε ένα φορτηγό. Πρώτη φορά ο Βαλάντερ έζησε τέτοιο σοκ και τέτοια στενοχώρια στη ζωή του. Κι ας είχαν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, κάθε φορά που το έφερνε στο νου του δε δυσκολευόταν καθόλου να ξανανιώσει εκείνα τα χαοτικά συναισθήματα. Ο θάνατος χτυπάει,
συλλογιζόταν πού και πού. Έχει μια πανίσχυρη και ανηλεή γροθιά. Δύο βδ ομάδες αργότερα απέκτησε σκυλί, ένα μαύρο κουτάβι λαμπραντόρ. Δεν ήταν εντελώς καθαρόαιμο, αλλά ο ιδιοκτήτης του το είχε περιγράψει ως πρώτης τάξης σκύλο. Ο Βαλάντερ είχε αποφασίσει εκ των προτέρων πώς θα ονομάσει: Γιούσι, από το όνομα του παγκόσμιου φήμης Σουηδού τενόρου που ήταν από τους μεγαλύτερους ήρωες του Βαλάντερ.
Περίπου τέσσερα χρόνια μετά την αγορά του σπιτιού, στις 12 Ιανουαρίου του 2007, η ζωή του Βαλάντερ άλλαξε άρδην μέσα σε μια στιγμή. Είχε μόλις βγει στο διάδρομο και περπατούσε λίγα βήματα πίσω από την Κριστίνα Μάγκνουσον, την οποία του άρεσε πολύ να κοιτάζει από πίσω όποτε κανείς δεν τον έβλεπε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του. Σκέφτηκε να το αγνοήσει, αλλά τελικά έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε μέσα. ταν η Λίντα. Είχε μερικές μέρες ρεπό, επειδή είχε δουλέψει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μια μέρα που το Ίσταντ ήταν ασυνήθιστα ζωηρό, με πολλά περιστατικά οικογενειακής βίας και επιθέσεων. «Έχεις ένα λεπτάκι;» «Δε θα το ’λεγα. Ετοιμαζόμαστε ν’ αναγνωρίσουμε κάτι κακοποιούς μιας μεγάλης υπόθεσης». «Πρέπει να σε δω». Ο Βαλάντερ κατάλαβε από το τηλέφωνο ότι η κόρη του
είχε μεγάλη ένταση. Τον έπιασε ανησυχία, όπως κάθε φορά, ότι ίσως κάτι της συνέβη. «Είναι κάτι σοβαρό;» «Καθόλου». «Μπορώ στη μία». «Στην παραλία Μόσμπι;» Ο Βαλάντερ πίστεψε ότι η Λίντα τού έκανε πλάκα. «Να φέρω και το μαγιό μου;» «Μιλάω σοβαρά. Στην παραλία Μόσμπι. Χωρίς μαγιό». «Μα γιατί να πάμε στο διαόλου τη μάνα μες στο κρύο και με τόσο δυνατό αέρα;» «Θα ’μαι εκεί στη μία. Κι εσύ το ίδιο». Το έκλεισε προτού ο Βαλάντερ προλάβει να ρωτήσει περισσότερα. Μα τι τον ήθελε; Έμεινε για λίγο εκεί, πάνω από το ακουστικό, προσπαθώντας μάταια να βρει κάποια απάντηση. Έπειτα πήγε στην αίθουσα συνεδριάσεων με την καλύτερη τηλεόραση και πέρασε δύο ώρες παρακολουθώντας τις εγγραφές από ένα κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης για την υπόθεση που ερευνούσε: την άγρια επίθεση και ληστεία ενός ηλικιωμένου εμπόρου όπλων και της γυναίκας του. Είχε πάει δωδ εκάμισι και είχαν δ ει μόνο το μισό.greekleech.info Ο Βαλάντερ σηκώθηκε και ανακοίνωσε ότι θα έβλεπαν τις υπόλοιπες εγγραφές μετά τις δύο. Ο Μάρτινσον, ένας από τους αξιωματικούς και από τους παλιότερους συνεργάτες του Βαλάντερ στο Ίσταντ, τον κοίταξε έκπληκτος. «Δηλαδή σταματάμε τώρα; Με τόσα που έχουμε να κάνουμε; Εσύ συνήθως δε σταματάς για μεσημεριανό».
«Δεν πάω να φάω. Έχω δουλειά». Έφυγε από την αίθουσα, ενώ τον απασχολούσε η σκέψη ότι ο τόνος της φωνής του ήταν αναίτια απότομος. Με τον Μάρτινσον δεν ήταν μόνο συνάδελφοι, ήταν και φίλοι. Όταν ο Βαλάντερ έκανε πάρτι για να εγκαινιάσει το σπίτι στο Λέντερουπ, ήταν φυσικά ο Μάρτινσον που έβγαλε το λόγο για να τον συγχαρεί για το σπίτι και το σκύλο. Είμαστε σαν ζευγάρι δουλευταράδων ηλικιωμένων, συλλογίστηκε καθώς έφευγε από το τμήμα. Ένα γερασμένο ζευγάρι που συνεχώς καβγαδίζει, κυρίως για να κρατάμε ο ένας τον άλλον σε εγρήγορση. Πήγε στο αυτοκίνητό του, ένα Peugeot που είχε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και έφυγε. Πόσες φορές έχω οδηγήσει σ’ αυτόν το δρόμο; Πόσες φορές ακόμα θα οδηγήσω εδώ; Καθώς περίμενε ένα φανάρι ν’ ανάψει, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο πατέρας του κάποτε, για έναν ξάδελφο που ο Βαλάντερ δε γνώρισε ποτέ. Ο ξάδελφός του δούλευε κάποτε καπετάνιος σ’ ένα φέρι μποτ που έκανε δρομολόγια ανάμεσα στα νησιά του αρχιπελάγους της Στοκχόλμης – μικρές διαδρομές, ούτε πέντε λεπτά η καθεμία, χρόνος έμπαινε, χρόνος έβγαινε, οι ίδιες διαδρομές. Ένα απόγευμα του Οκτώβρη, κάτι τσάκισε μέσα του. Το φέρι μποτ ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά ξαφνικά εκείνος άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε στο ανοιχτό πέλαγος. Είπε αργότερα ότι γνώριζε πως είχε αρκετό ντίζελ για να φτάσει ως μια από τις χώρες της Βαλτικής. Αυτό ήταν το μόνο που ισχυρίστηκε όταν του την έπεσαν οι θυμωμένοι επιβάτες, και κατέφτασε και η ακτοφυλακή για να επαναφέρει το φέρι μποτ στην
πορεία του. Ποτέ δεν εξήγησε γιατί έκανε αυτό που έκανε. Με κάποιον ασαφή τρόπο, ο Βαλάντερ πίστευε ότι τον καταλάβαινε. Καθώς κατευθυνόταν δυτικά κατά μήκος της παραλιακής, είδε σκοτεινά σύννεφα να συσσωρεύονται στον ορίζοντα. Το ραδιόφωνο είχε προειδοποιήσει ότι μπορεί να έπεφτε κι άλλο χιόνι το βράδυ. Λίγο προτού περάσει τον παράδρομο για το Μαρβινσχόλμ, τον προσπέρασε μια μοτοσικλέτα. Ο αναβάτης τον χαιρέτησε, κι αυτό έκανε τον Βαλάντερ να σκεφτεί κάτι που τον τρόμαζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο: ότι μια από αυτές τις μέρες η Λίντα θα πάθαινε ατύχημα με τη μηχανή. Τον είχε πιάσει εντελώς απροετοίμαστο όταν πριν από αρκετά χρόνια εμφανίστηκε μια μέρα έξω από το δ ιαμέρισμά του με την ολοκαίνουργια μηχανή της, μια Harley Davidson σε απαστράπτον χρώμιο. Η πρώτη του ερώτηση μόλις έβγαλε το κράνος της ήταν αν είχε χάσει τα λογικά της. «Δεν τα ξέρεις όλα τα όνειρά μου», του είχε απαντήσει μ’ ένα πλατύ, τρισευτυχισμένο χαμόγελο. «Όπως άλλωστε ούτε εγώ ξέρω όλα τα δικά σου». «Πάντως δεν ονειρεύομαι να πάρω μηχανή, αυτό είναι σίγουρο». «Κρίμα, γιατί θα πηγαίναμε βόλτες μαζί». Ο Βαλάντερ έφτασε στο σημείο να της υποσχεθεί ότι θα της αγόραζε αυτοκίνητο και θα της πλήρωνε όλη τη βενζίνη, αρκεί να ξεφορτωνόταν τη μηχανή. Εκείνη όμως αρνήθηκε, κι ο Βαλάντερ ήξερε ότι η μάχη ήταν χαμένη. Είχε κληρονομήσει την ξεροκεφαλιά του, οπότε δεν υπήρχε καμία
περίπτωση να τη μεταπείσει, ό,τι πειρασμούς και να της πρόσφερε. Όταν εμφανίστηκε στο πάρκινγκ της παραλίας Μόσμπι, το οποίο ήταν έρημο και ανεμοδ αρμένο, η Λίντα είχε βγάλει ήδη το κράνος της και στεκόταν πάνω σε μια θίνη, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα. Ο Βαλάντερ έσβησε τη μηχανή και κάθισε κοιτάζοντάς την, την κόρη του με τη σκούρα δερμάτινη στολή και τις ακριβές μπότες από ένα εργοστάσιο στην Καλιφόρνια, για τις οποίες είχε πληρώσει έναν ολόκληρο μισθό. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τοσοδά κοριτσάκι στα γόνατά μου, σκέφτηκε ο Βαλάντερ, κι εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος ήρωας της ζωής της. Τώρα είναι τριάντα έξι, αστυνομικός σαν κι εμένα, με δική της βούληση και πλατύ αμόγελο. Τι άλλο να ζητήσω; Βγήκε στον αέρα και περπάτησε με δυσκολία στην άμμο ώσπου να φτάσει κοντά της. Του χαμογέλασε. «Κάτι συνέβη εδώ», του είπε. «Θυμάσαι;» «Μου είπες ότι θα γίνεις αστυνομικός. Σε αυτό ακριβώς το σημείο». «Εγώ είχα κάτι άλλο στο μυαλό». Ο Βαλάντερ κατάλαβε πού το πήγαινε. «Ένα λαστιχένιο βαρκάκι ξεβράστηκε σ’ αυτή την ακτή, με δυο νεκρούς μέσα», είπε. «Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πια πότε έγινε. Ένα συμβάν από έναν άλλον κόσμο, θα ’λεγες». «Πες μου για κείνο τον κόσμο». «Αποκλείεται να με κουβάλησες ως εδώ μόνο και μόνο γι’ αυτό το πράγμα». «Πες μου έτσι κι αλλιώς!»
Ο Βαλάντερ άπλωσε το χέρι του προς το νερό. «Δεν ξέραμε πολλά για τις χώρες στην άλλη πλευρά της θάλασσας. Μερικές φορές προσποιούμασταν ότι οι χώρες της Βαλτικής δεν υπήρχαν. Ήμασταν αποκομμένοι από τους κοντινότερους γείτονές μας . Κι αυτοί ήταν αποκομμένοι από μας . Αλλά έπειτα ξεβράστηκε εδώ το βαρκάκι και η έρευνα με οδήγησε στη Λετονία, στη Ρίγα. Πήγα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, το οποίο έχει πάψει να υπάρχει. Ο κόσμος ήταν αλλιώς τότε. Ούτε χειρότερος ούτε καλύτερος· απλώς διαφορετικός». «Θα κάνω παιδί», είπε η Λίντα. «Είμαι έγκυος». Ο Βαλάντερ κράτησε την ανάσα του, σαν να μην κατάλαβε τι άκουσε. Έπειτα κοίταξε την κοιλιά της, που δε φαινόταν κάτω από τη δερμάτινη στολή της. Η Λίντα έβαλε τα γέλια. «Δε φαίνεται τίποτα. Στον δεύτερο μήνα είμαι». Όταν το φέρνει τώρα στο μυαλό του, θυμάται κάθε λεπτομέρεια από κείνη τη συνάντηση με τη Λίντα όπου του αποκάλυψε τα συνταρακτικά νέα. Κατέβηκαν μαζί στην παραλία και περπάτησαν κόντρα στον λυσσαλέο άνεμο. Η Λίντα απάντησε στις ερωτήσεις του. Όταν ο Βαλάντερ γύρισε στο τμήμα μια ώρα αργότερα, είχε σχεδόν ξεχάσει ολότελα την έρευνα της οποίας ήταν επικεφαλής. Λίγο προτού κλείσει η μέρα, την ώρα που άρχιζε να χιονίζει και πάλι, επιτέλους βρήκαν εικόνες των δ ύο αντρών που πιθανότατα εμπλέκονταν στη ληστεία των όπλων και στον ειδεχθή φόνο. Ο Βαλάντερ συνόψισε αυτό που όλοι ήξεραν: ότι είχαν κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την επίλυση της
πόθεσης. Όταν τέλειωσε η σύσκεψη και όλοι μάζευαν τα χαρτιά τους, ο Βαλάντερ ένιωσε μια σχεδόν ακατανίκητη ορμή να τους πει για τη μεγάλη χαρά που είχε έρθει στη ζωή του. Φυσικά, όμως , δεν είπε τίποτα. Δε θα επέτρεπε στους συναδέλφους του να μάθουν τόσο πολλά για την προσωπική του ζωή. Ποτέ.
2 Στις 30 Αυγούστου του 2007, λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι, στο νοσοκομείο του Ίσταντ η Λίντα γέννησε ένα κοριτσάκι, το πρώτο εγγόνι του Κουρτ Βαλάντερ. Ο τοκετός ήταν φυσιολογικός και στην ώρα του – ακριβώς την ημέρα που είχε προβλέψει η μαία της . Ο Βαλάντερ είχε προνοήσει και είχε πάρει άδεια εκείνο τον καιρό, κι έτσι πέρασε την ημέρα προσπαθώντας να ανακατέψει τσιμέντο σ’ έναν κουβά για να επισκευάσει κάτι ρωγμές στη στέγη της εισόδου, δίπλα στην εξώπορτα. Δεν τα πήγαινε πολύ καλά, αλλά τουλάχιστον το μερεμέτι τον κρατούσε απασχολημένο. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και τον ενημέρωσαν ότι από δω και στο εξής είχε το δικαίωμα ν’ αυτοαποκαλείται παππούς, έβαλε τα κλάματα. Το συναίσθημα τον έπιασε εξαπίνης και για αρκετή ώρα ένιωθε εντελώς ανυπεράσπιστος. Δεν τον είχε πάρει η Λίντα, αλλά ο πατέρας του παιδιού, ο οικονομολόγος Χανς φον Ένκε. Ο Βαλάντερ δεν ήθελε να του δείξει πόσο ευάλωτος συναισθηματικά ήταν, οπότε απλώς ευχαρίστησε τον φον Ένκε για τα νέα, έδωσε χαιρετίσματα στη Λίντα και το έκλεισε. Έπειτα πήγε μια μεγάλη βόλτα με τον Γιούσι. Το Σκόνε ακόμη χαιρόταν τη ζέστη του αποκαλόκαιρου. Είχαν περάσει καταιγίδες με κεραυνούς την περασμένη νύχτα και τώρα, μετά τη βροχή, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και απόλαυση να την ανασαίνεις. Επιτέλους o Βαλάντερ μπόρεσε να ομολογήσει στον εαυτό του ότι συχνά αναρωτιόταν το λόγο που η Λίντα
δεν είχε ποτέ εκφράσει την επιθυμία να κάνει παιδιά. Τώρα, στα τριάντα εφτά της, ήταν σε μια ηλικία που ο Βαλάντερ θεωρούσε υπερβολικά μεγάλη για μια γυναίκα να γίνει μητέρα. Η Μόνα ήταν πολύ μικρότερη όταν γέννησε τη Λίντα. Ανέκαθεν παρατηρούσε με διακριτικότητα όλες τις σχέσεις της Λίντα· ορισμένους συντρόφους της τους προτιμούσε από άλλους. Πού και πού ένιωθε πεισμένος ότι η κόρη του είχε βρει τον κατάλληλο άντρα – αλλά έπειτα όλα τέλειωναν απότομα, χωρίς ποτέ να εξηγήσει στον πατέρα της το λόγο. Παρόλο που ο Βαλάντερ κι η Λίντα είχαν πολύ στενή σχέση, ορισμένα πράγματα δ εν τα κουβέντιαζαν ποτέ. να από τα θέματα-ταμπού ήταν το να κάνει παιδί. Εκείνη τη μέρα, στην ανεμοδαρμένη παραλία του Μόσμπι, ήταν η πρώτη φορά που την άκουσε να μιλάει για τον άντρα με τον οποίο θα έκανε παιδί. Αυτό τον κατέπληξε, καθώς είχε την εντύπωση ότι η κόρη του δε βρισκόταν καν σε σταθερή σχέση. Η Λίντα είχε γνωρίσει τον Χανς φον Ένκε μέσω κοινών φίλων στην Κοπεγχάγη, σ’ ένα δείπνο για τον εορτασμό ενός αρραβώνα. Ο Χανς ήταν από τη Στοκχόλμη, αλλά ζούσε στην Κοπεγχάγη τα τελευταία χρόνια, όπου εργαζόταν για μια οικονομική εταιρεία που ειδικευόταν στη θέσπιση αντισταθμιστικών κεφαλαίων. Η Λίντα τον βρήκε ελαφρώς αρκισσιστή και την είχε εκνευρίσει. Του είπε, με κάμποση αγριάδα, ότι αυτή ήταν μια απλή αστυνομικός και μάλιστα κακοπληρωμένη, χωρίς την παραμικρή ιδέα τι είναι τα αντισταθμιστικά κεφάλαια. Τελικά κατέληξαν να κάνουν ένα μεγάλο νυχτερινό περίπατο στους δρόμους της Κοπεγχάγης·
αποφάσισαν να ξαναβρεθούν. Ο Χανς φον Ένκε ήταν δυο χρόνια νεότερος από τη Λίντα, και δεν είχε παιδιά ούτε αυτός. Κι οι δυο τους αποφάσισαν από την αρχή, χωρίς να μιλήσουν ιδιαίτερα για το θέμα αλλά όντας κι οι δυο εντελώς ξεκάθαροι, ότι θα προσπαθούσαν να κάνουν παιδιά μαζί. Δύο μέρες μετά την αποκάλυψη, η Λίντα έφερε ένα βράδ υ στο σπίτι του Βαλάντερ τον άντρα με τον οποίο είχε αποφασίσει να συζήσει. Ο Χανς φον Ένκε ήταν ψηλός και αδύνατος , με αρχή φαλάκρας και καταγάλανα μάτια. Ο Βαλάντερ αμέσως ένιωσε άβολα δ ίπλα του, βρήκε τον τρόπο που εκφραζόταν αντιπαθητικό και αναρωτήθηκε τι στο καλό του έβρισκε η Λίντα. Όταν εκείνη του εξήγησε ότι ο μισθός του ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος απ’ όσα έβγαζε ο πατέρας της και ότι επιπλέον έπαιρνε έξτρα μπόνους κάθε χρόνο που ενίοτε έφτανε το ένα εκατομμύριο κορόνες, ο Βαλάντερ κατέληξε με στενοχώρια ότι πρέπει να τον ήθελε για τα λεφτά του. Αυτή η σκέψη τον ενοχλούσε τόσο πολύ, ώστε την επόμενη φορά που βρέθηκε με τη Λίντα τη ρώτησε ευθέως . Κάθονταν σ’ ένα καφέ στο κέντρο του Ίσταντ. Η Λίντα θύμωσε τόσο πολύ, που του πέταξε ένα ψωμάκι στη μούρη και σηκώθηκε και έφυγε. Ο Βαλάντερ έτρεξε ξοπίσω της και ζήτησε συγγνώμη. Όχι, δεν είχε καμία σχέση με τα χρήματα, του εξήγησε. Ένιωθε αληθινή, γνήσια αγάπη γι’ αυτό τον άνθρωπο, κάτι που δεν είχε ζήσει ποτέ ξανά. Ο Βαλάντερ το πήρε απόφαση να προσπαθήσει να συμπαθήσει περισσότερο τον μέλλοντα γαμπρό του. Μέσω του διαδικτύου και με τη βοήθεια του τραπεζίτη του που διαχειριζόταν τα πενιχρά οικονομικά του στο Ίσταντ,
ανακάλυψε όσο περισσότερα μπορούσε για τη χρηματιστηριακή εταιρεία όπου εργαζόταν ο Χανς. Επίσης έμαθε τι είναι τα αντισταθμιστικά κεφάλαια και πολλές άλλες λεπτομέρειες που υποτίθεται ότι ήταν η βάση των δραστηριοτήτων μιας σύγχρονης χρηματιστηριακής εταιρείας. Ο Χανς φον Ένκε τον προσκάλεσε στην Κοπεγχάγη και τον πήγε να δει τα πολυτελέστατα γραφεία του στο Ρούνετον, στο κέντρο της Κοπεγχάγης. Ύστερα τον έβγαλε έξω για φαγητό. Όταν ο Βαλάντερ επέστρεψε στο σταντ, δεν είχε πια το ίδιο αίσθημα κατωτερότητας που τον είχε βασανίσει στην πρώτη τους συνάντηση. Τηλεφώνησε στη Λίντα από το αυτοκίνητο και της είπε ότι είχε αρχίσει να εκτιμά τον άντρα που είχε επιλέξει. «Έχει ένα ελάττωμα», είπε η Λίντα. «Του πέφτουν τα μαλλιά. Πέρα απ’ αυτό είναι μια χαρά». «Θα χαρώ να τον ξεναγήσω κι εγώ στο γραφείο μου μια μέρα». «Του έδειξα εγώ το τμήμα, την περασμένη βδ ομάδα που ήρθε να με δει. Δε σου το ’πε κανείς;» Προφανώς κανείς δεν είχε πει λέξη στον Βαλάντερ. Εκείνο το βράδυ κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας μ’ ένα μολύβι στο χέρι και υπολόγισε τα ετήσια εισοδήματα του Χανς φον Ένκε. ταν έβγαλε το τελικό ποσό έμεινε σύξυλος. Και πάλι τον έπιασε μια αόριστη αίσθηση ανησυχίας. Ύστερα από τόσα χρόνια στο αστυνομικό Σώμα, ο δικός του μισθός μόλις που έφτανε τις 40.000 κορόνες και μάλιστα θεωρούσε αυτόν το μισθό υψηλό. Τελικά όμως δεν παντρευόταν αυτός αλλά η κόρη του. Τα λεφτά μπορεί να την έκαναν ευτυχισμένη,
μπορεί και όχι. Δεν του έπεφτε λόγος. Το Μάρτιο η Λίντα και ο Χανς πήγαν να ζήσουν μαζί σ’ ένα μεγάλο σπίτι έξω από το Ρίντσγκορντ που είχε αγοράσει ο χρηματιστής, ο οποίος άρχισε να πηγαινοέρχεται στην Κοπεγχάγη για τη δουλειά του. Η Λίντα συνέχισε να εργάζεται στο Ίσταντ. Μόλις τακτοποιήθηκαν, η Λίντα κάλεσε τον Κουρτ για φαγητό σπίτι τους το επόμενο Σάββατο. Θα έρχονταν και οι γονείς του Χανς και φυσικά ήθελαν να γνωρίσουν τον πατέρα της Λίντα. «Μίλησα και με τη μαμά», είπε η Λίντα. «Θα ’ρθει κι αυτή;» «Όχι». «Γιατί όχι;» Η Λίντα ανασήκωσε τους ώμους. «Νομίζω ότι δεν είναι στα καλά της». «Τι έχει;» Η Λίντα τον κοίταξε με βλοσυρότητα για αρκετή ώρα προτού απαντήσει. «Πολύ ποτό. Νομίζω ότι πίνει περισσότερο από ποτέ άλλοτε». «Δεν το ήξερα». «Πολλά δεν ξέρεις».
wWw.GreekLeech.info
Ο Βαλάντερ δέχτηκε να έρθει για να γνωρίσει τους γονείς του Χανς φον Ένκε. Ο πατέρας του, ο Χόκαν φον Ένκε, ήταν απόστρατος αντιπλοίαρχος του Βασιλικού Σουηδικού αυτικού και κάποτε ήταν επικεφαλής τόσο υποβρυχίων όσο και πλοίων που εξειδικεύονταν στην καταδίωξη υποβρυχίων.
Η Λίντα δεν ήταν απολύτως σίγουρη αλλά είχε την εντύπωση ότι παλιά ο πεθερός της ήταν μέλος μιας ομάδας που αποφάσιζε πότε οι στρατιωτικές μονάδ ες επιτρεπόταν να ανοίξουν πυρ κατά του εχθρού. Η μητέρα του Χανς φον Ένκε λεγόταν Λουίζε και ήταν φιλόλογος. Ο Χανς ήταν το μοναχοπαίδι τους. «Δεν είμαι συνηθισμένος να συγχρωτίζομαι με αριστοκράτες», είπε ο Βαλάντερ με κατήφεια όταν η Λίντα σταμάτησε να μιλάει. «Σαν όλους τους ανθρώπους είναι κι αυτοί. Νομίζω ότι θα έχετε πολλά να συζητήσετε». «Σαν τι;» «Θα δεις. Μην είσαι τόσο αρνητικός». «Δεν είμαι αρνητικός! Απλώς με προβληματίζει…» «Θα φάμε στις έξι. Μην αργήσεις. Και μη φέρεις τον Γιούσι. Θα μας σπάσει τα νεύρα». «Ο Γιούσι είναι πολύ υπάκουο σκυλί. Πόσων χρονών είναι οι γονείς του Χανς;» «Ο Χόκαν θα κλείσει τα εβδ ομήντα πέντε όπου να ’ναι· η Λουίζε είναι ένα δυο χρόνια μικρότερη. Κι ο Γιούσι ποτέ δεν μπαίνει στον κόπο να κάνει ό,τι του λες – και θα ’πρεπε να το ξέρεις αυτό, αφού δεν τον εκπαίδευσες σωστά. Πάλι καλά που εμένα με μεγάλωσες καλύτερα». Έφυγε από το δωμάτιο προτού ο πατέρας της προλάβει να μιλήσει. Για λιγάκι προσπάθησε να τσατιστεί με το γεγονός ότι η κόρη του ήθελε πάντα να έχει την τελευταία λέξη, αλλά στο τέλος δεν τα κατάφερε και ασχολήθηκε με τα χαρτιά του. Παρά την εποχή του χρόνου, έβρεχε στο Σκόνε το
Σάββατο που ξεκίνησε από το Ίσταντ για να πάει να γνωρίσει τους γονείς του Χανς φον Ένκε. Είχε περάσει και το σημερινό πρωινό κλεισμένος στο γραφείο του ένας Θεός ξέρει πόσες ώρες, εξετάζοντας τις σημαντικότερες πτυχές των ερευνών που αφορούσαν το φόνο του εμπόρου όπλων και τα κλεμμένα περίστροφα. Στο τμήμα νόμιζαν ότι είχαν αναγνωρίσει τους ληστές, αλλά δ εν είχαν αποδεικτικά στοιχεία. Ψάχνω ένα κλειδί , συλλογίστηκε. Κυνηγάω τον παραμικρό ήχο από το μακρινό κουδούνισμα μιας αρμαθιάς κλειδών. Είχε φτάσει στα μισά της ογκωδέστατης στοίβας εγγράφων κατά τις τρεις το μεσημέρι. Αποφάσισε να γυρίσει σπίτι, να κοιμηθεί κάνα δ υο ώρες κι ύστερα να ετοιμαστεί για το δείπνο. Η Λίντα είχε πει ότι οι γονείς του Χανς μερικές φορές παραήταν επίσημοι στο ντύσιμο για τα δικά της γούστα, αλλά αφού ήταν έτσι, καλά θα έκανε να φορέσει το καλύτερο κοστούμι του. «Μόνο ένα έχω, αυτό που φοράω σε κηδείες», είπε ο Βαλάντερ. «Καλύτερα τότε να μη φορέσω λευκή γραβάτα». «Άκου να δεις, αφού πιστεύεις ότι θα είναι τόσο χάλια, μην έρθεις καθόλου». «Ένα αστειάκι έκανα». «Κρυάδες. Έχεις τουλάχιστον τρεις μπλε γραβάτες. Διάλεξε μια απ’ αυτές». Γυρνώντας στο Λέντερουπ γύρω στα μεσάνυχτα μ’ ένα ταξί, ο Βαλάντερ κατέληξε ότι τελικά η βραδιά αποδείχθηκε πολύ πιο ευχάριστη απ’ ό,τι περίμενε. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να συζητήσει ούτε με τον απόστρατο αντιπλοίαρχο ούτε με τη γυναίκα του. Ανέκαθεν ήταν σ’ επιφυλακή όταν
γνώριζε ανθρώπους πρώτη φορά, έχοντας την πεποίθηση ότι θα αντιμετώπιζαν το γεγονός πως ήταν αστυνομικός με συγκαλυμμένη περιφρόνηση. Όμως δεν παρατήρησε καμιά τέτοια τάση σε κανέναν από τους δύο. Αντιθέτως, έδειξαν γνήσιο ενδιαφέρον για τη δουλειά του, κατά τη γνώμη του. Επιπροσθέτως, ο Χόκαν φον Ένκε εξέφρασε απόψεις για το πώς ήταν δομημένη η Σουηδική Αστυνομία και για διάφορες ανεπάρκειες σε αρκετές ευρέως γνωστές εγκληματολογικές έρευνες, με τις οποίες ο Βαλάντερ καταρχήν συμφωνούσε. Στο μεταξύ, ο ίδιος είχε την ευκαιρία να κάνει ερωτήσεις για τα υποβρύχια, το Σουηδικό Ναυτικό και τις τρέχουσες περικοπές στις εγκαταστάσεις της σουηδικής άμυνας, λαμβάνοντας εμβριθείς και διασκεδαστικές απαντήσεις. Η Λουίζε φον Ένκε μίλησε ελάχιστα, αλλά καθόταν χαμογελώντας φιλικά την περισσότερη ώρα και ακούγοντας τους άλλους. Αφού ο Βαλάντερ κάλεσε ταξί, η Λίντα τον συνόδ ευσε μέχρι την αυλόπορτα. Τον έπιασε από το μπράτσο και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, κάτι που έκανε μόνο όταν ήταν ευχαριστημένη μαζί του. «Τα πήγα καλά δηλαδή;» ρώτησε ο Βαλάντερ. «Ήσουν καλύτερος από ποτέ άλλοτε. Και το μπορείς, αρκεί να προσπαθήσεις». «Τι μπορώ;» «Να συμπεριφέρεσαι σωστά. Και να κάνεις και έξυπνες ερωτήσεις για πράγματα που δεν έχουν σχέση με τη δουλειά του αστυνομικού». «Τους συμπάθησα. Αλλά εκείνη δεν τη γνώρισα πολύ
καλά». «Τη Λουίζε; Έτσι είναι αυτή. Δε μιλάει πολύ. Αλλά ακούει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι όλοι εμείς οι υπόλοιποι μαζί». «Μου φάνηκε κάπως μυστήρια». Είχαν βγει στο δ ρόμο και στέκονταν κάτω από ένα δ έντρο για να προφυλαχτούν από το ψιλόβροχο, που έπεφτε ασταμάτητα όλο το βράδυ. «Δεν ξέρω πιο μυστικοπαθή άνθρωπο από σένα», είπε η Λίντα. «Χρόνια τώρα πίστευα ότι κάτι έκρυβες. Τελικά όμως κατάλαβα ότι ελάχιστοι μυστήριοι άνθρωποι κρύβουν πράγματα». «Εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς;» «Δε θα το ’λεγα. Έχω δίκιο;» «Μάλλον ναι. Απ’ την άλλη, ίσως οι άνθρωποι κρύβουν μυστικά που δεν ξέρουν καν ότι έχουν». Οι προβολείς του ταξί έσκισαν το σκοτάδι. Ήταν ένα από αυτά τα ταξί που έμοιαζαν με μίνι λεωφορεία, τα οποία τελευταία γίνονταν όλο και πιο κοινά στις εταιρείες ταξί. «Τα σιχαίνομαι αυτά τα λεωφορεία», είπε ο Βαλάντερ. «Μη μου ταράζεσαι τώρα! Θα σου φέρω το αμάξι αύριο». «Θα ’μαι στο τμήμα απ’ τις δέκα. Άντε τράβα μέσα τώρα και μάθε τι γνώμη σχημάτισαν για μένα. Περιμένω αναφορά αύριο». Του πήγε το αυτοκίνητο την επομένη, λίγο πριν από τις έντεκα. «Μια χαρά», είπε η Λίντα μόλις μπήκε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει, όπως συνήθως. «Τι εννοείς “μια χαρά”;»
«Σε συμπάθησαν. Ο Χόκαν το έθεσε πολύ αστεία. Είπε: “Ο πατέρας σου είναι μια εξαιρετική προσθήκη στην οικογένεια”». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί». Η Λίντα ακούμπησε τα κλειδιά στο γραφείο. Βιαζόταν, καθώς είχε κανονίσει με τον Χανς να πάνε εκδρομή με τους γονείς του. Ο Βαλάντερ έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο. Τα σύννεφα άρχιζαν να διαλύονται. «Θα παντρευτείτε;» τη ρώτησε προτού φύγει. «Οι γονείς του το θέλουν πάρα πολύ», είπε η Λίντα. «Θα σου ήμουν υπόχρεη αν δεν άρχιζες κι εσύ την γκρίνια. Θέλουμε να δούμε αν ταιριάζουμε». «Αλλά σκοπεύετε να κάνετε παιδί;» «Αυτό ναι. Αλλά το αν μπορούμε ν’ αντέξουμε ο ένας τον άλλον για μια ολόκληρη ζωή, είναι άλλο θέμα». Έφυγε. Ο Βαλάντερ άκουσε τα βιαστικά της βήματα, τα τακούνια από τις μπότες της να κροταλίζουν στο πάτωμα. εν την ξέρω την κόρη μου, σκέφτηκε. Κάποτε νόμιζα ότι την ήξερα, αλλά τώρα βλέπω ότι όσο περνάει ο καιρός, μου είναι όλο και πιο άγνωστη. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε το παλιό δραγωγείο, τα περιστέρια, τα δέντρα, τον γαλάζιο ουρανό που διαφαινόταν ανάμεσα στα σύννεφα που καθάριζαν. νιωθε βαθιά ανήσυχος , μια αίσθηση απόγνωσης να τον κυριεύει από παντού. Ή μήπως προερχόταν από μέσα του; Σαν να μεταμορφωνόταν σε μια κλεψύδρα όπου η άμμος τέλειωνε αθόρυβα. Συνέχισε να κοιτάζει τα περιστέρια και τα δέντρα μέχρι που αυτή η αίσθηση έσβησε. Έπειτα ξανακάθισε
στο γραφείο του και συνέχισε να διαβάζει με πείσμα τις αναφορές που ήταν στοιβαγμένες μπροστά του.
Ο Βαλάντερ πέρασε τα Χριστούγεννα με την οικογένεια της Λίντα. Παρατηρούσε την εγγονή του, η οποία ακόμη δ εν είχε όνομα, με θαυμασμό και συγκρατημένη χαρά. Η Λίντα επέμενε ότι το κοριτσάκι τού έμοιαζε, ειδικά στα μάτια, αλλά ο Βαλάντερ δεν έβλεπε καμία ομοιότητα, όσο κι αν προσπαθούσε. «Να της δώσετε ένα όνομα επιτέλους», είπε καθώς κάθονταν και έπιναν κρασί την παραμονή των Χριστουγέννων. «Θα γίνει κι αυτό», είπε η Λίντα. «Πιστεύουμε ότι τ’ όνομά της θα έρθει από μόνο του μια απ’ αυτές τις μέρες», συμπλήρωσε ο Χανς. «Εμένα γιατί με βγάλατε Λίντα;» ρώτησε η Λίντα από το πουθενά. «Πού το βρήκατε;» «Η ευθύνη είναι όλη δική μου», αποκρίθηκε ο Βαλάντερ. «Η Μό να ήθελε να σου δώσει άλλο όνομα, δε θυμάμαι τι. Αλλά για μένα μόνο το Λίντα σού ταίριαζε από την πρώτη στιγμή. Ο παππούς σου ήθελε να σε βγάλουμε Βένους». «Βένους;» «Όπως ξέρεις, μερικές φορές δεν ήταν στα καλά του. Δε σου αρέσει τ’ όνομά σου;» «Καλό είναι», είπε η Λίντα. «Και μην ανησυχείς. Αν παντρευτούμε, δε σκοπεύω ν’ αλλάξω το επίθετό μου. Δε θα γίνω ποτέ Λίντα φον Ένκε».
«Ίσως θα ’πρεπε να γίνω εγώ Βαλάντερ», είπε ο Χανς. «Αλλά δε νομίζω ότι θα καλαρέσει στους δικούς μου». Τις επόμενες μέρες ο Βαλάντερ τις πέρασε βάζοντας σε τάξη όλη τη χαρτούρα που είχε μαζευτεί την περασμένη χρονιά. Ήταν μια ρουτίνα που είχε θεσπίσει εδώ και αρκετά χρόνια – προτού οι καμπάνες σημάνουν το τέλος του παλιού του χρόνου, κάνε χώρο για όλο το σκουπιδαριό που θα μαζευτεί τη χρονιά που έρχεται. Το βράδυ της ημέρας που δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις της δίκης για τη ληστεία του εμπόρου όπλων, ο Βαλάντερ αποφάσισε να καθίσει στο σπίτι και να δ ει μια ταινία. Είχε επενδύσει στην αγορά ενός δορυφορικού πιάτου και τώρα είχε πρόσβαση σε πολλά κινηματογραφικά κανάλια. Πήρε κοντά του και το υπηρεσιακό του πιστόλι, σκοπεύοντας να το καθαρίσει. Είχε μείνει πίσω στην εξάσκηση σκοποβολής και ήξερε ότι θα έπρεπε να δώσει εξετάσεις ως το Φεβρουάριο το αργότερο. Το γραφείο του ήταν ακόμη γεμάτο χαρτιά, αλλά δεν είχε κάτι το επείγον. Καλύτερα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία, σκέφτηκε. Ας κάτσω απόψε να δω ταινία· αύριο πορεί να είναι πολύ αργά. Μετά όμως που έφτασε σπίτι και έβγαλε τον Γιούσι βόλτα, άρχισε να τον πιάνει νευρικότητα. Μερικές φορές ένιωθε εγκαταλειμμένος σ’ αυτό το σπίτι μες στην ερημιά, με τα άδεια χωράφια τριγύρω. Σαν καραβοτσακισμένο σκαρί , συλλογιζόταν ώρες ώρες. Εξόκειλα καταμεσής σ’ αυτά τα ασπωμένα χωράφια. Συνήθως αυτή η νευρικότητα περνούσε γρήγορα, αλλά απόψε ήταν επίμονη. Κάθισε στην κουζίνα, άπλωσε μια παλιά εφημερίδα και καθάρισε το όπλο του.
ταν τέλειωσε ήταν μόλις οχτώ η ώρα. Δεν είχε ιδέα τι τον παρακίνησε, αλλά αφού το σκέφτηκε για λίγο, άλλαξε ρούχα, πήρε το αυτοκίνητο και γύρισε στο Ίσταντ. Η πόλη ήταν πάντα λίγο πολύ έρημη, ειδικά τις καθημερινές το βράδυ. Μόνο δυο τρία μπαρ και εστιατόρια έμεναν ανοιχτά. Ο Βαλάντερ πάρκαρε και πήγε σ’ ένα εστιατόριο στην πλατεία. ταν σχεδόν άδ ειο. Κάθισε σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, παρήγγειλε ένα ορεκτικό κι ένα μπουκάλι κρασί. Ενώ περίμενε α του φέρουν το φαγητό, ήπιε μερικά ποτήρια απανωτά. Είπε στον εαυτό του ότι το κατέβαζε σαν νεράκι για να ηρεμήσει το μυαλό του. Ώσπου να φτάσει το φαγητό του, ήταν ήδη μεθυσμένος. «Τι νέκρα αυτή απόψε», σχολίασε ο Βαλάντερ. «Πού έχουν πάει όλοι;» Ο σερβιτόρος ανασήκωσε τους ώμους. «Σίγουρα δ εν είναι εδώ», είπε. «Καλή σας όρεξη». Ο Βαλάντερ ψιλοέφαγε ανόρεχτα. Έβγαλε το κινητό του και κοίταξε ένα ένα όλα τα νούμερα στον τηλεφωνικό του κατάλογο. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον. Αλλά με ποιον; Ακούμπησε το τηλέφωνο στο τραπέζι, επειδή δεν ήθελε κανείς να μάθει ότι είχε μεθύσει. Το μπουκάλι κρασί ήταν άδειο, κι αυτός είχε πιει πολύ παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Παρ’ όλ’ αυτά παρήγγειλε καφέ κι ένα ποτήρι κονιάκ όταν ο σερβιτόρος ήρθε να του πει ότι όπου να ’ναι θα έκλειναν. ταν σηκώθηκε όρθιος παραπάτησε. Ο σερβιτόρος τον κοίταξε κουρασμένα. «Ταξί», ζήτησε ο Βαλάντερ. Ο σερβιτόρος κάλεσε ταξί από το τηλέφωνο που ήταν
στερεωμένο στον τοίχο δίπλα στο μπαρ. Ο Βαλάντερ ένιωσε α ζαλίζεται πολύ όπως στεκόταν όρθιος . Ο σερβιτόρος έκλεισε το τηλέφωνο και του έκανε νόημα. Ο άνεμος ήταν σκέτο μπούζι όταν ο Βαλάντερ βγήκε έξω. Κάθισε στο πίσω κάθισμα στο ταξί και είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν το ταξί έστριψε στο δρόμο του. Πέταξε τα ρούχα του ένα μπόγο στο πάτωμα και λιποθύμησε με το που έπεσε στο κρεβάτι.
Μισή ώρα αφότου ο Βαλάντερ έπεσε για ύπνο, ένας άντρας μπήκε βιαστικά στο αστυνομικό τμήμα. Ήταν ταραγμένος και ζήτησε να μιλήσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας. Έτυχε να είναι ο Μάρτινσον. Ο άντρας εξήγησε ότι ήταν σερβιτόρος. Έπειτα ακούμπησε μια πλαστική σακούλα στο τραπέζι μπροστά στον Μάρτινσον, η οποία περιείχε ένα πιστόλι, παρόμοιο με αυτό που είχε ο Μάρτινσον. Ο σερβιτόρος ήξερε το όνομα του πελάτη του, αφού ο Βαλάντερ ήταν πολύ γνωστός στην πόλη. Ο Μάρτινσον συμπλήρωσε ένα έγγραφο παραπτώματος και κάθισε κοιτάζοντας το περίστροφο για πολλή ώρα. Πώς στο διάολο κατάφερε ο Βαλάντερ να ξεχάσει το πηρεσιακό του περίστροφο; Και γιατί το είχε πάρει μαζί του στο εστιατόριο; Ο Μάρτινσον κοίταξε το ρολόι· είχε μόλις πάει μεσάνυχτα. Κανονικά θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Βαλάντερ, αλλά δεν τον πήρε.
Θα του μιλούσε αύριο. Και δεν είχε καμία όρεξη.
3 ταν ο Βαλάντερ έφτασε στο τμήμα την επόμενη μέρα, βρήκε ένα μήνυμα από τον Μάρτινσον στην υποδοχή. Ο Βαλάντερ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Είχε πονοκέφαλο από το χθεσινοβραδινό μεθύσι και ένιωθε χάλια. Αν ο Μάρτινσον ήθελε να του μιλήσει με το που πάτησε το πόδ ι του στη δουλειά, το μόνο που μπορούσε να σημαίνει αυτό ήταν ότι είχε συμβεί κάτι που απαιτούσε την αμέριστη προσοχή του. εν μπορούσε να περιμένει μια δυο μέρες ; συλλογίστηκε. Ή τουλάχιστον μερικές ώρες; Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να κλείσει την πόρτα του γραφείου του, να βγάλει το τηλέφωνο απ’ την πρίζα και να προσπαθήσει να κοιμηθεί βάζοντας τα πόδια του πάνω στο γραφείο. Έβγαλε το μπουφάν του, ήπιε μονορούφι ένα ανοιχτό μπουκάλι μεταλλικό νερό και ύστερα πήγε να δει τον Μάρτινσον, ο οποίος τώρα είχε το παλιό γραφείο του Βαλάντερ. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Με το που αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρτινσον, κατάλαβε ότι το θέμα ήταν σοβαρό. Ο Βαλάντερ ανέκαθεν μπορούσε να δ ιαβάζει τη διάθεση του Μάρτινσον, ικανότητα ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ο Μάρτινσον είχε μεταπτώσεις από ζωηρή ευθυμία μέχρι ζοφερή κατήφεια. Ο Βαλάντερ κάθισε στην καρέκλα επισκεπτών. «Τι έγινε; Τέτοια μηνύματα μου αφήνεις μόνο αν έχει συμβεί κάτι το σοβαρό». Ο Μάρτινσον τον κοίταξε όλο έκπληξη. «Θες να πεις ότι
δεν έχεις ιδέα για ποιο πράγμα θέλω να σου μιλήσω;» «Όχι. Γιατί; Θα ’πρεπε;» Ο Μάρτινσον δεν απάντησε. Απλώς συνέχισε να κοιτάζει τον Βαλάντερ, ο οποίος άρχισε να αισθάνεται ακόμα χειρότερα από πριν. «Δεν πρόκειται ν’ αρχίσω τις μαντεψιές», είπε στο τέλος. «Τι με θέλεις;» «Εξακολουθείς να μην έχεις ιδέα γιατί θέλω να σου μιλήσω;» «Ναι». «Αυτό δ υσκολεύει τα πράγματα». Ο Μάρτινσον άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε το υπηρεσιακό περίστροφο του Βαλάντερ και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο μπροστά του. «Τώρα να υποθέσω ότι ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάω;» Ο Βαλάντερ κοίταξε επίμονα το περίστροφο. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη και σχεδόν κατάφερε να εξαφανίσει τον πονοκέφαλό του. Θυμόταν ότι καθάρισε το πιστόλι του το περασμένο βράδυ, αλλά μετά τι έγινε; Ψαχούλεψε στη μνήμη του. Το όπλο είχε μεταναστεύσει από το τραπέζι της κουζίνας του στο γραφείο του Μάρτινσον. Πώς όμως βρέθηκε εκεί και τι συνέβη στο μεταξύ ήταν κάτι για το οποίο δεν είχε καμία ιδέα. Δεν είχε ούτε εξηγήσεις ούτε δικαιολογίες. «Πήγες σ’ ένα εστιατόριο χθες βράδυ», είπε ο Μάρτινσον. «Γιατί πήρες μαζί σου το πιστόλι σου;» Ο Βαλάντερ κούνησε το κεφάλι του μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε. Εξακολουθούσε να μην είναι σε
θέση να θυμηθεί. Το είχε βάλει στην τσέπη του μπουφάν του όταν κατέβηκε στο Ίσταντ; Όσο απίθανο κι αν του φαινόταν, μάλλον αυτό θα έκανε. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε ο Βαλάντερ. «Το μυαλό μου είναι άδειο. Πες μου». «Ήρθε ένας σερβιτόρος εδώ χθες βράδυ», είπε ο Μάρτινσον. «Ήταν ταραγμένος επειδή βρήκε το πιστόλι στο κάθισμα δίπλα όπου καθόσουν». Συγκεχυμένα θραύσματα μνήμης πηγαινοέρχονταν στο μυαλό του Βαλάντερ. Μήπως έβγαλε το πιστόλι απ’ το μπουφάν του όταν έβγαλε και το κινητό του; Αλλά πώς κατάφερε να το ξεχάσει; «Δεν έχω ιδέα τι συνέβη», ομολόγησε. «Φαντάζομαι ότι μάλλον έβαλα το πιστόλι στην τσέπη μου την ώρα που έβγαινα απ’ το σπίτι». Ο Μάρτινσον σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. «Θες καφέ;» Ο Βαλάντερ είπε όχι μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο Μάρτινσον βγήκε στο δ ιάδρομο. Ο Βαλάντερ άπλωσε το χέρι κι έπιασε το πιστόλι. Είδε ότι ήταν γεμάτο. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Η σκέψη να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα πέρασε από το κεφάλι του. Μετακίνησε το όπλο ώστε η κάννη να στοχεύει το παράθυρο. Ο Μάρτινσον επέστρεψε. «Θα με βοηθήσεις;» ρώτησε ο Βαλάντερ. «Αυτή τη φορά φοβάμαι πως όχι. Ο σερβιτόρος σε αναγνώρισε. Θα χρειαστεί να πας απευθείας στον μεγάλο». «Του μίλησες ήδη;» «Θα ήταν παράβαση καθήκοντος αν δεν το έκανα».
Ο Βαλάντερ δεν είχε τίποτε άλλο να πει. Κάθισαν χωρίς να μιλάνε. Ο Βαλάντερ προσπάθησε να βρει κάποια δ ιέξοδο, παρότι ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία. «Τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε με τα πολλά. «Προσπάθησα να το ψάξω στο βιβλίο κανονισμών. Θα γίνει εσωτερική έρευνα, εννοείται. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ο σερβιτόρος –Τούρε Σόγε τον λένε, αν δεν το ξέρεις ήδη– να τα πει όλα στις εφημερίδες. Στις μέρες μας βγάζεις λεφτά αν έχεις ζουμερές πληροφορίες και τις πουλάς. Οι απρόσεχτοι, μεθυσμένοι αστυνομικοί πουλάνε κάμποσα φύλλα». «Ελπίζω να του είπες να κρατήσει το στόμα του κλειστό;» «Φυσικά και του το ’πα! Μάλιστα του τόνισα ότι υπάρχει περίπτωση να συλληφθεί αν αφήσει να διαρρεύσουν λεπτομέρειες μιας τρέχουσας αστυνομικής έρευνας. Αλλά ομίζω ότι με κατάλαβε». «Να πάω να του μιλήσω;» Ο Μάρτινσον έγειρε πάνω απ’ το γραφείο του. Ο Βαλάντερ έβλεπε ότι ήταν και κουρασμένος και στις μαύρες του. Αυτό του προκάλεσε στενοχώρια. «Πόσα χρόνια δουλεύουμε μαζί; Είκοσι; Παραπάνω; Στην αρχή εσύ μου έλεγες τι έπρεπε να κάνω. Με κατσάδιαζες, αλλά μου έλεγες και μπράβο όταν το άξιζα. Τώρα είναι σειρά μου να σου πω τι να κάνεις: τίποτα. Μόνο να χειροτερέψεις τα πράγματα θα καταφέρεις. Μη μιλήσεις στο σερβιτόρο. Μη μιλήσεις σε κανέναν! Εκτός απ’ τον Λέναρτ. Και να πας να τον δεις αμέσως. Σε περιμένει». Ο Βαλάντερ κατένευσε και σηκώθηκε. «Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε μ’ αυτή την ιστορία», είπε ο Μάρτινσον.
Ο Βαλάντερ κατάλαβε από τον τόνο της φωνής του ότι δεν έτρεφε και πολλές ελπίδες. Πήγε να πιάσει το πιστόλι του, αλλά ο Μάρτινσον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Καλύτερα να μείνει εδώ αυτό», είπε. Ο Βαλάντερ βγήκε στο διάδρομο. Η Κριστίνα Μάγκνουσον περνούσε με μια κούπα καφέ στο χέρι. Του έγνεψε. Ο Βαλάντερ κατάλαβε ότι κι αυτή το ήξερε. Δε γύρισε το κεφάλι για να την μπανίσει όπως έκανε συνήθως . Αντί γι’ αυτό, πήγε στην τουαλέτα και κλειδώθηκε μέσα. Ο καθρέφτης πάνω από το νιπτήρα ήταν ραγισμένος. Σαν κι εμένα, συλλογίστηκε ο Βαλάντερ. Ξέπλυνε το πρόσωπό του, το σκούπισε και παρατήρησε τα κόκκινα μάτια του. Η ραγισματιά χώριζε το πρόσωπό του στα δύο. Ο Βαλάντερ κάθισε στο κάλυμμα της τουαλέτας. Κι άλλο ένα συναίσθημα τον ταλαιπωρούσε, πέρα από την ντροπή και το φόβο γι’ αυτό που είχε κάνει. Πρώτη φορά τού συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δε θυμόταν ούτε μία φορά που να χειρίστηκε το πηρεσιακό του όπλο με τρόπο που να παραβιάζει τον κανονισμό. Όποτε το έπαιρνε σπίτι του, πάντα το κλείδωνε στο ντουλάπι όπου φύλαγε και μια νόμιμη καραμπίνα, με την οποία πάρα πολύ σπάνια κυνηγούσε λαγούς με τους γείτονές του. Ωστόσο υπήρχε κάτι άλλο που τον αναστάτωνε πολύ πιο βαθιά από το γεγονός ότι είχε μεθύσει. Κάποια αμνησία που δεν αναγνώριζε. Ένα σκοτάδι στο οποίο δεν έβρισκε να ανάψει κανένα φως. Πέρασαν πάνω από είκοσι λεπτά ώσπου να σηκωθεί και να πάει να δει το διοικητή του τμήματος. Αν ο Μάρτινσον του τηλεφώνησε για να του πει ότι είμαι καθ’ οδόν, θα νομίζει ότι
το έσκασα, σκέφτηκε. Δεν έφτασα όμως σ’ αυτό το σημείο ακόμη. Ύστερα από δύο γυναίκες διοικήτριες του τμήματος, σε αυτή τη θέση στο Ίσταντ διορίστηκε ο Λέναρτ Μάτσον την περασμένη χρονιά. Ήταν νέος, ούτε καν στα σαράντα, και είχε σκαρφαλώσει με εκπληκτική ταχύτητα την αστυνομική γραφειοκρατία, από όπου προέρχονταν οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί όλο και συχνότερα. Όπως οι περισσότεροι ενεργοί αστυνομικοί, έτσι και ο Βαλάντερ θεωρούσε αυτή τη μέθοδ ο διορισμών δυσοίωνη όσον αφορά την ικανότητα της αστυνομίας να επιτελεί ορθά το καθήκον της. Το χειρότερο ήταν ότι ο Μάτσον καταγόταν από τη Στοκχόλμη και συχνά παραπονιόταν πως δυσκολευόταν να καταλάβει τη διάλεκτο του Σκόνε. Ο Βαλάντερ γνώριζε καλά ότι κάποιοι από τους συναδέλφους επίτηδες μιλούσαν όσο πιο δ υσνόητα μπορούσαν κάθε φορά που απευθύνονταν στον Μάτσον, αλλά ο ίδιος έδειχνε αυτοσυγκράτηση και δεν κατέφευγε σε τέτοιες κακόβουλες στάσεις. Είχε αποφασίσει να κοιτάζει μόνο τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται στα όσα έκανε ο Μάτσον, αρκεί κι αυτός να μην μπερδευόταν πάρα πολύ με την πραγματική δ ουλειά της αστυνομίας. Αφού και ο Μάτσον φαινόταν να τον σέβεται, ο Βαλάντερ δεν είχε προβλήματα με το νέο αφεντικό του μέχρι στιγμής. Μόνο που τώρα συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν μια για πάντα. Η πόρτα του γραφείου του Μάτσον ήταν ανοιχτή. Ο Βαλάντερ χτύπησε και μπήκε όταν άκουσε την ψιλή, σχεδόν τσιριχτή φωνή του Μάτσον.
Ένας εμπριμέ καναπές με ασορτί πολυθρόνες ήταν στριμωγμένα όπως όπως μες στο γραφείο. Ο Βαλάντερ κάθισε. Ο Μάτσον είχε αναπτύξει μια τεχνική σύμφωνα με την οποία ποτέ δεν άνοιγε εκείνος τη συζήτηση αν μπορούσε α το αποφύγει, ακόμα και όταν είχε κανονίσει τη συνάντηση ο ίδιος . Κυκλοφορούσε μια φήμη ότι ένας σύμβουλος του Εθνικού Συμβουλίου Αστυνομίας είχε περάσει μισή ώρα καθισμένος, μέχρι που στο τέλος σηκώθηκε και έφυγε για να γυρίσει στη Στοκχόλμη χωρίς να έχουν ανταλλάξει λέξη με τον Μάτσον. Ο Βαλάντερ έπαιξε με την ιδέα να προκαλέσει τον Μάτσον με το να μη μιλήσει. Αλλά μ’ αυτό απλώς θα αισθανόταν χειρότερα· είχε ανάγκη να ξεκαθαρίσει την κατάσταση το ταχύτερο δυνατό. «Δεν έχω καμία δικαιολογία γι’ αυτό που συνέβη», ξεκίνησε. «Δέχομαι ότι είναι αδικαιολόγητο και ότι θα χρειαστεί να πάρεις τα πειθαρχικά μέτρα που ορίζει ο κανονισμός». Ο Μάτσον φάνηκε να έχει προετοιμάσει τις ερωτήσεις του, αφού ξεκίνησαν σαν μυδραλιοβόλο. «Έχει ξανασυμβεί;» «Το ν’ αφήσω το όπλο μου σ’ ένα εστιατόριο; Φυσικά όχι!» «Έχεις πρόβλημα με το αλκοόλ;» Η ερώτηση έκανε τον Βαλάντερ να συνοφρυωθεί. Πώς του μπήκε αυτή η ιδέα; «Πίνω με μέτρο», απάντησε ο Βαλάντερ. «Όταν ήμουν νεότερος, έπινα κάμποσο τα Σαββατοκύριακα. Αλλά δεν το κάνω πια». «Ωστόσο χθες που ήταν καθημερινή μπεκρόπιες».
«Δεν μπεκρόπια. Βγήκα για φαγητό». «Μ’ ένα μπουκάλι κρασί κι ένα κονιάκ με τον καφέ σου;» «Αφού ήδη ξέρεις τι ήπια, γιατί ρωτάς; Εγώ όμως αυτό δεν το λέω “μπεκροπίνω”. Και νομίζω ότι κανείς σωστός άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα δε θα το έλεγε έτσι. Το να μπεκροπίνεις είναι να κατεβάζεις βότκα ή ρακί απ’ το μπουκάλι ή να πίνεις με στόχο να μεθύσεις, όχι για άλλο λόγο». Ο Μάτσον σκέφτηκε μια στιγμή προτού κάνει την επόμενη ερώτησή του. Ο Βαλάντερ εκνευριζόταν από την τσιριχτή φωνή του και αναρωτήθηκε αν ο άντρας που καθόταν απέναντί του είχε την παραμικρή ιδέα τι σήμαινε το να δουλεύεις έξω στους δρόμους σαν αστυνομικός, τι φρικτές εμπειρίες σού επιφύλασσε αυτή η δουλειά. «Πριν από περίπου είκοσι χρόνια συνελήφθης από ένα συνάδελφο για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Το θέμα κουκουλώθηκε και δεν πήγε παρακάτω. Οφείλεις ωστόσο να καταλάβεις ότι αναρωτιέμαι μήπως έχεις πράγματι πρόβλημα με το αλκοόλ και το κρατάς κρυφό, ένα πρόβλημα που αυτή τη φορά προκάλεσε αυτή την άκρως λυπηρή κατάσταση». Ο Βαλάντερ θυμόταν εκείνο το περιστατικό με υπερβολική διαύγεια. Είχε πάει στο Μάλμε με τη Μόνα για να φάνε. Ήταν μετά το δ ιαζύγιό τους, σε μια εποχή που ακόμη φανταζόταν ότι θα κατάφερνε να τη μεταπείσει να γυρίσει. Η βραδιά κατέληξε σε καβγά και μετά είδε έναν άντρα να έρχεται να την πάρει έξω από το εστιατόριο – έναν άντρα που του ήταν άγνωστος . Τον έπιασε τέτοια ζήλια και ταραχή, που έχασε τα μυαλά του και προσπάθησε να γυρίσει σπίτι του με το
αυτοκίνητο, αντί να πιάσει δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο ή έστω α κοιμηθεί στο αμάξι του. Οι συνάδ ελφοί του τον πήγαν στο διαμέρισμά του και πάρκαραν και το αυτοκίνητό του· ποτέ δεν ειπώθηκε τίποτα. Ένας από τους αξιωματικούς που τον είχε συλλάβει ήταν τώρα νεκρός· ο άλλος είχε βγει στη σύνταξη. Αλλά προφανώς ακόμη κυκλοφορούσαν φήμες στο τμήμα. Του προκάλεσε έκπληξη αυτό. «Δεν το αρνούμαι αυτό. Αλλά όπως είπες κι εσύ, έγινε πριν από είκοσι χρόνια. Και σε διαβεβαιώνω ότι δεν έχω πρόβλημα με το αλκοόλ. Το αν επιλέγω να πάω να φάω έξω ένα βράδυ μεσοβδόμαδα είναι δική μου δουλειά και κανενός άλλου». «Θα χρειαστεί να λάβω τα απαραίτητα μέτρα. Δεδομένου ότι έχεις άδεια που δεν έχεις πάρει και δε συμμετέχεις σε καμία σοβαρή έρευνα αυτό τον καιρό, σου συνιστώ να πάρεις μια βδ ομάδα άδεια. Θα γίνει πειθαρχική έρευνα φυσικά. Μόνο αυτά μπορώ να σου πω προς το παρόν». Ο Βαλάντερ σηκώθηκε όρθιος. Ο Μάτσον παρέμεινε στη θέση του. «Θέλεις να προσθέσεις κάτι;» ρώτησε. «Όχι», είπε ο Βαλάντερ. «Θα κάνω αυτό που προτείνεις. Θα πάρω άδεια και θα πάω σπίτι». «Καλύτερα ν’ αφήσεις εδώ το όπλο σου». «Δεν είμαι ηλίθιος», διευκρίνισε ο Βαλάντερ. «Παρά τα όσα πιστεύεις». Ο Βαλάντερ γύρισε στο γραφείο του και πήρε το μπουφάν του. Έπειτα έφυγε από το τμήμα βγαίνοντας από το γκαράζ και πήγε σπίτι του. Σκέφτηκε ότι ίσως είχε ακόμη οινόπνευμα
στο αίμα του μετά τα χθεσινοβραδινά ρεζίλια του, αλλά αφού τα πράγματα δεν μπορούσαν να χειροτερέψουν κι άλλο, συνέχισε. Φυσούσε ένας δυνατός βορειανατολικός άνεμος. Ο Βαλάντερ ώσπου να φτάσει στην είσοδο του σπιτιού του από το αυτοκίνητο ανατρίχιασε. Ο Γιούσι χοροπηδούσε στο σπιτάκι του, αλλά ο Βαλάντερ δεν είχε κουράγιο ούτε να διανοηθεί να τον πάει βόλτα. Ξεντύθηκε, ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε είχε πάει δώδ εκα η ώρα. Έμεινε ακίνητος, με τα μάτια ανοιχτά, να αφουγκράζεται τον άνεμο που έδερνε τους τοίχους. Το συναίσθημα ότι κάτι δεν ήταν όπως θα ’πρεπε να είναι άρχισε και πάλι να τον τριβελίζει. Μια σκιά είχε σκεπάσει τη ζωή του. Πώς ήταν δυνατό να μην πρόσεξε ότι του έλειπε το όπλο όταν ξύπνησε; Ήταν λες και υπήρχε κάποιος άλλος που δρούσε στη θέση του, ο οποίος μετά έσβησε τη μνήμη του, ώστε να μην ξέρει τι συνέβη. Σηκώθηκε, ντύθηκε και προσπάθησε να φάει, αλλά ένιωθε ακόμη άρρωστος. Ήταν πολύ μεγάλος πειρασμός να βάλει ένα ποτήρι κρασί, αλλά αντιστάθηκε. Έπλενε τα πιάτα όταν τηλεφώνησε η Λίντα. «Έρχομαι», του είπε. «Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι στο σπίτι». Το έκλεισε προτού ο Βαλάντερ προλάβει να πει έστω μία λέξη. Η κόρη του έφτασε έπειτα από είκοσι λεπτά, με το κοιμισμένο μωρό της . Κάθισε απέναντι από τον πατέρα της στον καφετή δερμάτινο καναπέ, τον οποίο είχε αγοράσει όταν μετακόμισαν στο Ίσταντ. Το μωρό κοιμόταν σε μια καρέκλα δίπλα της. Ο Κουρτ ήθελε να μιλήσει για τη μικρή, αλλά η
Λίντα τού το έκοψε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Αργότερα, αλλά όχι τώρα. Κάθε πράγμα στην ώρα του. «Άκουσα τι έγινε», είπε. «Παρ’ όλ’ αυτά, νιώθω σαν να μην ξέρω τίποτα». «Σε πήρε ο Μάρτινσον;» «Ναι, αμέσως αφού μιλήσατε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος». «Όχι όσο εγώ», τόνισε ο Βαλάντερ. «Πες μου αυτά που δεν ξέρω». «Αν ήρθες για να μου κάνεις ανάκριση, καλύτερα να φύγεις». «Απλώς θέλω να ξέρω. Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να κάνει τέτοιο πράγμα». «Καλά, δε σκότωσα και άνθρωπο!» διαμαρτυρήθηκε ο Βαλάντερ. «Ούτε έκανα καμιά ζημιά. Εξάλλου, όλοι είναι ικανοί για τα πάντα. Έχω ζήσει αρκετά για να το ξέρω πια». Έπειτα της διηγήθηκε όλη την ιστορία, από την ανησυχία που τον έκανε να βγει από το σπίτι στην αρχή, μέχρι το ότι δεν ήξερε γιατί πήρε μαζί του το πιστόλι. Όταν τέλειωσε, η κόρη του έμεινε σιωπηλή για πολλή ώρα. «Σε πιστεύω», είπε τελικά. «Όλα όσα μου είπες καταλήγουν σ’ ένα μόνο πράγμα: ότι είσαι υπερβολικά μόνος. Ξαφνικά χάνεις τον έλεγχο και δεν έχεις κανέναν κοντά σου να σε ηρεμήσει, να σε σταματήσει απ’ το να δράσεις παρορμητικά. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο που με κάνει να προβληματίζομαι». «Τι;» «Μου τα είπες όλα; Ή μήπως υπάρχει κάτι που δε μου
λες;» Ο Βαλάντερ αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν έπρεπε να της μιλήσει για την παράξενη αίσθηση της σκιάς που τον κουκούλωνε. Αλλά κούνησε το κεφάλι του· δεν είχε κάτι άλλο να της πει. «Τι λες ότι θα συμβεί τώρα;» ρώτησε η Λίντα. «Δε θυμάμαι τι λέει το βιβλίο κανονισμών». «Θα περάσω από πειθαρχικό. Μετά, δεν έχω ιδέα». «Υπάρχει περίπτωση να σε απολύσουν;» «Νομίζω ότι παραείμαι μεγάλος για να με απολύσουν. Εξάλλου, το παράπτωμα δεν είναι τόσο σοβαρό. Αλλά ίσως με εξαναγκάσουν να βγω σε πρόωρη σύνταξη». «Δε θα σου άρεσε κάτι τέτοιο;» Ο Βαλάντερ μασουλούσε ένα μήλο τη στιγμή που του έκανε αυτή την ερώτηση. Πέταξε τον πυρήνα στον τοίχο με όλη του τη δύναμη. «Εσύ μόλις είπες ότι το πρόβλημά μου είναι η μοναξιά», βρυχήθηκε. «Πώς θα είναι λοιπόν αν βγω στη σύνταξη; Δε θα μου μείνει τίποτα!» Οι αγριοφωνάρες του Βαλάντερ ξύπνησαν το μωρό. «Συγγνώμη», είπε. «Φοβάσαι», διαπίστωσε η Λίντα. «Το καταλαβαίνω αυτό. Κι εγώ θα φοβόμουν. Δε νομίζω ότι πρέπει να ζητάμε συγγνώμη που φοβόμαστε». Η Λίντα έμεινε ώσπου να βραδιάσει, του μαγείρεψε και δε μίλησαν άλλο για το συμβάν. Ο Κουρτ την πήγε στο αμάξι της, μέσα στον κρύο, δυνατό αέρα. «Θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου;» τον ρώτησε. «Πάντα τα βγάζω πέρα. Αλλά σ’ ευχαριστώ που
ρώτησες».
Την επόμενη μέρα ο Βαλάντερ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Λέναρτ Μάτσον, ο οποίος ήθελε να τον δει χωρίς καθυστέρηση. Όταν συναντήθηκαν του σύστησε έναν αξιωματικό των εσωτερικών υποθέσεων από το Μάλμε, ο οποίος είχε έρθει για να τον ανακρίνει. «Όποτε σε βολεύει», είπε ο ανακριτής, που τον έλεγαν Χόλμγκρεν και ήταν στην ηλικία του Βαλάντερ. «Τώρα», είπε ο Βαλάντερ. «Γιατί να το αναβάλουμε;» Κλείστηκαν σε μία από τις μικρότερες αίθουσες συσκέψεων του τμήματος. Ο Βαλάντερ κατέβαλε προσπάθεια να είναι ακριβής, να μη δ ικαιολογηθεί, να μην αρνηθεί τη σοβαρότητα του συμβάντος. Ο Χόλμγκρεν κρατούσε σημειώσεις, πού και πού ζητούσε από τον Βαλάντερ να πάει ένα βήμα πίσω, να επαναλάβει μια απάντηση, κι ύστερα να συνεχίσει. Ο Βαλάντερ είχε την εντύπωση ότι αν οι ρόλοι αντιστρέφονταν, θ’ ακολουθούσε χωρίς αμφιβολία κι αυτός ακριβώς την ίδια μέθοδο. Πήρε κάτι παραπάνω από μία ώρα. Ο Χόλμγκρεν ακούμπησε το στιλό του στο τραπέζι και κοίταξε τον Βαλάντερ – όχι όπως κοιτάμε έναν εγκληματία που μόλις ομολόγησε, αλλά κάποιον που τα έχει κάνει μαντάρα. Φαινόταν να λυπάται για τους μπελάδες που είχε προκαλέσει ο Βαλάντερ στον εαυτό του. «Δεν πυροβόλησες», είπε ο Χόλμγκρεν. «Ξέχασες το πιστόλι σου αφού ήπιες υπερβολική ποσότητα αλκοόλ σ’ ένα εστιατόριο. Είναι σοβαρό αυτό –δεν μπορούμε να το
αρνηθούμε– αλλά δε διέπραξες κανένα έγκλημα στην ουσία. Δεν επιτέθηκες σε κανέναν, δε δωροδοκήθηκες, δεν παρενόχλησες άλλους ανθρώπους». «Με άλλα λόγια δε θα με απολύσουν λες;» «Απίθανο το βλέπω, αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που αποφασίζει». «Εσύ όμως τι λες ότι θα συμβεί;» «Δεν είμαι σε θέση να ξέρω. Θα περιμένεις και θα δεις». Ο Χόλμγκρεν άρχισε να μαζεύει τα χαρτιά του και να τα τοποθετεί με προσοχή στο χαρτοφύλακά του. Ξαφνικά σταμάτησε. «Φυσικά θα ήταν ευχής έργο αν αυτή η ιστορία δε διέρρεε στα ΜΜΕ», είπε. «Τα πράγματα πάντα γίνονται χειρότερα όταν δεν καταφέρνουμε να κρατήσουμε τέτοιες ιστορίες κουκουλωμένες, εντός του Σώματος». «Νομίζω ότι θα πάει καλά», είπε ο Βαλάντερ. «Δεν έχει αναφερθεί τίποτα μέχρι στιγμής, οπότε αυτό είναι ένδειξη ότι δε διέρρευσε τίποτα». Όμως ο Βαλάντερ έκανε λάθος. Την ίδια μέρα κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Ήταν ξαπλωμένος , αλλά σηκώθηκε επειδή νόμιζε πως ήταν ένας από τους γείτονές του. Όταν άνοιξε την πόρτα, ένας φωτογράφος έβγαλε φωτογραφία με φλας το πρόσωπο του Βαλάντερ. Δίπλα του στεκόταν μια δημοσιογράφος, η οποία συστήθηκε ως Λίσα Χάλμπινγκ, μ’ ένα χαμόγελο που ο Βαλάντερ αμέσως καταχώρισε ως ψεύτικο. «Μπορούμε να μιλήσουμε;» ρώτησε επιθετικά. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Βαλάντερ, ο οποίος ήδη ένιωθε το στομάχι του να σφίγγεται.
«Εσείς τι λέτε;» «Δε λέω τίποτα». Ο φωτογράφος πήρε πολλές φωτογραφίες. Η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση του Βαλάντερ ήταν να του δώσει γροθιά· εννοείται ότι δεν το έκανε. Αντιθέτως απαίτησε από το φωτογράφο να δ εσμευτεί ότι δε θα πάρει φωτογραφίες μέσα στο σπίτι· ήταν ιδιωτικός χώρος. Όταν και ο φωτογράφος και η Λίσα Χάλμπινγκ υποσχέθηκαν να σεβαστούν την ιδιωτικότητά του, τους άφησε να μπουν και τους έβαλε να καθίσουν στο τραπέζι της κουζίνας . Τους σέρβιρε καφέ και ό,τι έμενε από ένα κέικ που του είχε φέρει μια γειτόνισσα, η οποία λάτρευε να φτιάχνει γλυκά. «Από ποια εφημερίδα είστε;» ρώτησε αφού τους έβαλε καφέ. «Ξέχασα να ρωτήσω». «Έπρεπε να σας το είχα πει», απάντησε η Λίσα Χάλμπινγκ, που ήταν βαριά μακιγιαρισμένη και προσπαθούσε να κρύψει το πάχος της κάτω από μια χαχόλικη πουκαμίσα. Ήταν μεταξύ τριάντα και σαράντα και έμοιαζε λιγάκι με τη Λίντα – αν και η κόρη του ποτέ δε θα φορούσε τόσο πολύ μέικ απ. «Εργάζομαι για διάφορες εφημερίδες», συνέχισε η Χάλμπινγκ. «Αν έχω ένα καλό ρεπορτάζ, το πουλάω σε όποιον πληρώνει τα περισσότερα». «Και τώρα πιστεύεις ότι είμαι καλό ρεπορτάζ, σωστά;» «Σε μια κλίμακα από το ένα ως το δέκα, θα έλεγα ότι μόλις και μετά βίας φτάνετε στο τέσσερα. Όχι παραπάνω». «Κι αν είχα σκοτώσει το σερβιτόρο στο εστιατόριο, τι θα ήμουν;» «Τότε θα ήσασταν δέκα με τόνο. Κάτι τέτοιο προφανώς
θα γινόταν πρωτοσέλιδο». «Πώς το πληροφορηθήκατε;» Ο φωτογράφος τρωγόταν να πιάσει τη μηχανή του, αλλά κράτησε την υπόσχεσή του. Η Λίσα Χάλμπινγκ εξακολουθούσε να χαμογελά ψεύτικα. «Καταλαβαίνετε φυσικά ότι αποκλείεται ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση». «Υποθέτω ότι ο σερβιτόρος σάς το σφύριξε». «Για την ακρίβεια, όχι. Αλλά δ ε θα πω περισσότερα». Ανατρέχοντας στο παρελθόν, ήταν ξεκάθαρο στον Βαλάντερ ότι κάποιος από τους συναδέλφους του πρέπει να άφησε τις λεπτομέρειες να διαρρεύσουν. Μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε – ακόμα και ο ίδιος ο Λέναρτ Μάτσον. Ή ο ανακριτής από το Μάλμε. Πόσα να πήραν άραγε; Όλα τα χρόνια που ήταν αστυνομικός, οι διαρροές ήταν μόνιμο πρόβλημα, αλλά πρώτη φορά τον επηρέαζαν άμεσα. Ποτέ δεν είχε επικοινωνήσει με δημοσιογράφο, ούτε είχε ακούσει την παραμικρή υπόνοια ότι το είχε κάνει κάποιος από τους στενούς συναδέλφους του. Απ’ την άλλη όμως, τι ήξερε; Τίποτε απολύτως. Αργότερα το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε στη Λίντα και την προειδοποίησε να περιμένει να διαβάσει γι’ αυτόν στις εφημερίδες την επομένη. «Τους είπες όλη την αλήθεια;» «Αν μη τι άλλο, κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι είπα ψέματα». «Τότε θα ’σαι μια χαρά. Τα ψέματα κυνηγάνε αυτοί. Θα το εκμεταλλευτούνε, αλλά δε νομίζω ότι θα έχει αντίκτυπο». Ο Βαλάντερ κοιμήθηκε άσχημα εκείνο το βράδυ. Την
επόμενη μέρα περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο, αλλά μόνο δύο τηλεφωνήματα δ έχτηκε. Το ένα ήταν από την Κριστίνα Μάγκνουσον, η οποία ήταν θυμωμένη με το πώς μεγαλοποίησαν το συμβάν. Λίγο μετά πήρε τηλέφωνο ο Λέναρτ Μάτσον. «Κρίμα που έκανες δηλώσεις στις εφημερίδες», είπε αποδοκιμαστικά. Ο Βαλάντερ έγινε έξω φρενών. «Εσύ τι θα έκανες αν άνοιγες την πόρτα σου και έβλεπες μπροστά σου ένα δημοσιογράφο κι ένα φωτογράφο; Οι οποίοι ήξεραν κάθε λεπτομέρεια για το συμβάν; Θα τους έκλεινες την πόρτα στη μούρη ή θα τους έλεγες ψέματα;» «Νόμιζα ότι εσύ επικοινώνησες μαζί τους», είπε ο Μάτσον χωρίς πειθώ. «Τότε είσαι πιο βλάκας απ’ όσο νόμιζα». Ο Βαλάντερ τού έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα και το έβγαλε από την πρίζα. Έπειτα πήρε τη Λίντα στο κινητό και της είπε να τον καλεί σ’ αυτό το νούμερο αν ήθελε να του μιλήσει. «Έλα μαζί μας», του πρότεινε. «Πού;» Η Λίντα φάνηκε να εκπλήσσεται. «Δε σου είπα; Θα πάμε στη Στοκχόλμη. Είναι τα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλια του Χόκαν. Έλα μαζί μας!» «Μπα», έκανε ο Βαλάντερ. «Θα κάτσω εδώ. Δεν έχω όρεξη για γλέντια. Μου αρκεί το τι έγινε στο εστιατόριο τις προάλλες». «Φεύγουμε μεθαύριο. Σκέψου το».
Όταν ο Βαλάντερ έπεσε για ύπνο εκείνο το βράδυ ήταν πεισμένος ότι δε θα πήγαινε πουθενά. Το επόμενο πρωί όμως άλλαξε γνώμη. Τον Γιούσι θα τον φρόντιζαν οι γείτονες. σως ήταν καλή ιδέα να εξαφανιστεί για λίγες μέρες. Την επομένη πήρε το αεροπλάνο για τη Στοκχόλμη. Η Λίντα και η οικογένειά της πήγαν οδικώς . Έμεινε σ’ ένα ξενοδ οχείο απέναντι από τον Κεντρικό Σταθμό. Όταν έριξε μια ματιά στις απογευματινές εφημερίδες, είδε ότι η ιστορία με το όπλο είχε ήδη μεταφερθεί στις εσωτερικές σελίδες. Η μεγάλη είδηση της ημέρας ήταν μια ασυνήθιστα τολμηρή ληστεία τράπεζας στο Γετεμπόργ, την οποία εκτέλεσαν τέσσερις ληστές που φορούσαν μάσκες των Abba. Με μισή καρδιά, ένιωσε ευγνωμοσύνη για τους ληστές. Εκείνη τη βραδ ιά κοιμήθηκε με ασυνήθιστη ηρεμία στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
4 Η γιορτή για τα γενέθλια του Χόκαν φον Ένκε έγινε σε μια ενοικιαζόμενη αίθουσα συνεστιάσεων στο Γιουρσχόλμ, το πλούσιο προάστιο της Στοκχόλμης. Ο Βαλάντερ πρώτη φορά πήγαινε εκεί. Η Λίντα τον διαβεβαίωσε ότι ήταν κατάλληλο α φορέσει ένα απλό σακάκι – ο φον Ένκε σιχαινόταν τα σμόκιν και τα φράκα, παρότι αγαπούσε ιδιαίτερα τις διάφορες στολές που φορούσε κατά τη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του στο Ναυτικό. Ο Βαλάντερ θα μπορούσε α εμφανιστεί και με την αστυνομική του στολή αν ήθελε, αλλά τελικά πήρε μαζί του το καλύτερο κοστούμι του. Με δεδομένες τις παρούσες συνθήκες, ένιωθε ότι δεν ήταν καλή ιδέα να κυκλοφορεί με τη στολή του. Γιατί στο καλό συμφώνησε να πάει στη Στοκχόλμη; αναρωτήθηκε ο Βαλάντερ καθώς η ταχεία από τον αερολιμένα Αρλάντα έκανε στάση στον Κεντρικό Σταθμό. σως θα ήταν καλύτερα να πήγαινε κάπου αλλού. Πού και πού έφευγε για σύντομες διακοπές στο Σκέιεν της Δανίας, όπου του άρεσε να κάνει περιπάτους στις παραλίες, να επισκέπτεται την γκαλερί και να χαλαρώνει σε κάποιον από τους ξενώνες όπου παραθέριζε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στο Σκέιεν είχε αποσυρθεί επίσης πριν από πολλά χρόνια, όταν φλέρταρε με την ιδέα να παραιτηθεί από το αστυνομικό Σώμα. Αλλά να τον τώρα στη Στοκχόλμη, έτοιμο να παρευρεθεί σ’ ένα πάρτι γενεθλίων. Όταν ο Βαλάντερ έφτασε στο Γιουρσχόλμ, ο Χόκαν φον
νκε έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον βοηθήσε α νιώσει ευπρόσδεκτος. Έδειχνε ειλικρινά χαρούμενος που έβλεπε τον Βαλάντερ· τον έβαλε να καθίσει στο κύριο τραπέζι, ανάμεσα στη Λίντα και τη χήρα ενός υποναυάρχου. Η χήρα, η οποία ονομαζόταν Χεκ, ήταν στα ογδόντα, φορούσε ακουστικό και γέμιζε ενθουσιωδ ώς το ποτήρι της με κρασί με κάθε ευκαιρία. Ήδη προτού καλά καλά τελειώσουν τη σούπα, είχε αρχίσει να αφηγείται ελαφρώς πιπεράτα ανέκδοτα. Ο Βαλάντερ την έβρισκε ενδιαφέρουσα, ειδικά όταν έμαθε ότι ένα από τα έξι παιδιά της ήταν ειδικός στην ιατροδικαστική στο Λουντ – ο Βαλάντερ τον είχε συναντήσει αρκετές φορές και είχε σχηματίσει καλή εντύπωση για το άτομό του. Πολλοί έβγαλαν λόγους, αλλά ευτυχώς όλοι οι λόγοι ήταν σύντομοι. Σωστή στρατιωτική πειθαρχία, σκέφτηκε ο Βαλάντερ. Ο συμποσίαρχος ήταν ένας αντιπλοίαρχος ονόματι Τομπίασον, ο οποίος έκανε αρκετά πνευματώδη σχόλια, που ο Βαλάντερ τα βρήκε πολύ διασκεδαστικά. Όταν η σύζυγος υποναυάρχου σώπασε για λιγάκι εξαιτίας κάποιας βλάβης στο ακουστικό της, ο Βαλάντερ αναρωτήθηκε πώς θα ήταν τα δικά του εβδ ομηκοστά πέμπτα γενέθλια όταν τα γιόρταζε. Ποιος θα ερχόταν στο πάρτι, αν υποθέσουμε ότι θα έκανε; Η Λίντα τού είχε πει πως ήταν ιδέα του Χόκαν να νοικιάσουν την αίθουσα. Αν ο Βαλάντερ καταλάβαινε καλά την κατάσταση, η γυναίκα του, η Λουίζε, είχε εκπλαγεί. Συνήθως ο άντρας της αδιαφορούσε για τα γενέθλιά του, αλλά ξαφνικά είχε αλλάξει γνώμη και είχε οργανώσει αυτή την πολυτελή εκδήλωση. Ο καφές σερβιρίστηκε στη διπλανή αίθουσα, όπου
πήρχαν άνετες σεζ λονγκ. Όταν όλοι τέλειωσαν το γεύμα τους, ο Βαλάντερ βγήκε σε μια σέρα για να τεντώσει τα πόδια του. Το εστιατόριο περιστοιχιζόταν από μεγάλους κήπους – το κτήμα παλιότερα ανήκε σε έναν από τους πρώτους και πλουσιότερους βιομηχάνους της Σουηδίας. Τινάχτηκε όταν δίπλα του εμφανίστηκε ο Χόκαν φον Ένκε από το πουθενά· στο χέρι του κρατούσε κάτι εξαιρετικά μη πολιτικά ορθό: μια παλιομοδίτική πίπα κι ένα σακούλι καπνό. Ο Βαλάντερ αναγνώρισε τη μάρκα: Hamilton’s Blend. Για μια μικρή περίοδο στα τέλη της εφηβείας του κάπνιζε κι εκείνος πίπα και τον ίδιο καπνό. «Χειμώνας », είπε ο φον Ένκε. «Και έρχεται χιονοθύελλα, σύμφωνα με το δελτίο». Ο φον Ένκε έκανε μια μικρή παύση και κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό. «Όταν είσαι μέσα σ’ ένα ποβρύχιο σε αρκετό βάθος, το κλίμα και οι καιρικές συνθήκες δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο. Όλα είναι ήρεμα· βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος που μοιάζει σαν το υπόγειο του ωκεανού. Στη Βαλτική Θάλασσα, αρκεί βάθος είκοσι πέντε μέτρων, αν δ ε φυσάει πολύ. Είναι πιο δύσκολα στη Βόρεια Θάλασσα. Θυμάμαι μια φορά που φύγαμε από τη Σκοτία με συνθήκες καταιγίδας. Γέρναμε δεκαπέντε μοίρες ακόμα και σε βάθος τριάντα μέτρων. Δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο». Άναψε την πίπα του και κοίταξε τον Βαλάντερ έντονα. «Παραείναι ποιητική αυτή η σκέψη για έναν αστυνομικό;» «Όχι, αλλά τα υποβρύχια είναι εντελώς διαφορετικός κόσμος για μένα. Και τρομακτικός, να προσθέσω». Ο αντιπλοίαρχος ρούφηξε δυνατά την πίπα του. «Ας
είμαστε ειλικρινείς», είπε. «Σ’ αυτό το πάρτι βαριόμαστε του θανατά. Όλοι ξέρουν ότι εγώ το κανόνισα. Το έκανα επειδή πολλοί απ’ τους φίλους μου ήθελαν να το κάνω. Αλλά τώρα μπορούμε να κρυφτούμε σε κάποιο απ’ τα διπλανά δωματιάκια. Αργά ή γρήγορα θα ’ρθει να με ψάξει η γυναίκα μου, αλλά μέχρι τότε μπορούμε να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». «Μα αφού είσαι ο πρωταγωνιστής αυτού του σόου», απόρησε ο Βαλάντερ. «Όπως σ’ ένα καλό θεατρικό, προκειμένου να αυξήσεις το σασπένς, ο κεντρικός χαρακτήρας δε χρειάζεται να είναι επί σκηνής συνεχώς », αντέτεινε ο φον Ένκε. «Είναι χρήσιμο κάποια από τα σημαντικότερα κομμάτια της πλοκής να συμβαίνουν στα παρασκήνια». Σώπασε. Πολύ απότομα, υπερβολικά απότομα, σκέφτηκε ο Βαλάντερ. Ο φον Ένκε κοίταζε έντονα κάτι πίσω από την πλάτη του Βαλάντερ. Ο Βαλάντερ έκανε μεταβολή. Αντίκρισε τον κήπο και στην άκρη του ένα από τα δρομάκια που στο τέλος ενώνονταν με την κεντρική οδική αρτηρία του Γιουρσχόλμ. Ο Βαλάντερ μόλις που διέκρινε έναν άντρα στην άλλη μεριά του φράχτη, να στέκεται κάτω από ένα φανοστάτη. Δίπλα του ήταν ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, με τη μηχανή αναμμένη. Το καυσαέριο από την εξάτμιση ανέβαινε και διαλυόταν αργά αργά στο κίτρινο φως. Ο Βαλάντερ αντιλήφθηκε ότι ο φον Ένκε ήταν ανήσυχος. «Πάμε να πάρουμε τον καφέ μας και να κρυφτούμε», πρότεινε. Προτού φύγει από τη σέρα, ο Βαλάντερ ξαναγύρισε να
κοιτάξει: το αυτοκίνητο είχε εξαφανιστεί, όπως και ο άντρας κάτω από το φανοστάτη. Ίσως ήταν κάποιος που ο φον Ένκε ξέχασε να καλέσει στο πάρτι, σκέφτηκε ο Βαλάντερ. Σίγουρα δεν μπορεί να ήταν κάποιος που έψαχνε εμένα, κάνας δημοσιογράφος που ήθελε να μου μιλήσει για το όπλο που ξέχασα στο εστιατόριο. Αφού πήραν καφέ, ο φον Ένκε οδήγησε τον Βαλάντερ σ’ ένα μικρό δ ωμάτιο με ξύλινη επένδυση στους τοίχους και δερμάτινες πολυθρόνες. Ο Βαλάντερ διαπίστωσε ότι το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα. Ο φον Ένκε τον παρατηρούσε έντονα. «Υπάρχει λόγος που αυτό το δ ωμάτιο είναι λίγο πολύ σαν πολεμικό καταφύγιο», εξήγησε. «Τη δεκαετία του ’30, για μερικά χρόνια το σπίτι ανήκε σ’ έναν άντρα που είχε στην κατοχή του πάρα πολλά νυχτερινά κέντρα της Στοκχόλμης, τα περισσότερα παράνομα. Κάθε νύχτα, οι ένοπλοι μπράβοι του πήγαιναν από κλαμπ σε κλαμπ, συνέλεγαν τα κέρδη και τα έφερναν εδώ. Εκείνο τον καιρό το δωμάτιο είχε ένα μεγάλο χρηματοκιβώτιο. Κάθονταν λοιπόν εδώ οι λογιστές του, πρόσθεταν τα μετρητά, κρατούσαν τα βιβλία και μετά φύλαγαν τα λεφτά στο χρηματοκιβώτιο. Όταν ο ιδιοκτήτης συνελήφθη για τις παρανομίες του, το χρηματοκιβώτιο κατασχέθηκε. Ο άντρας λεγόταν Γέρανσον, αν θυμάμαι καλά. φαγε πολλά χρόνια φυλακή και δεν το άντεξε. Κρεμάστηκε στο κελί του στη φυλακή Λονγκχόλμεν». Σώπασε, ήπιε μια γουλιά καφέ και ρούφηξε την πίπα του, η οποία είχε σβήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σ’ αυτό το μονωμένο δ ωματιάκι, όπου ο μοναδικός ήχος που
ακουγόταν ήταν το αμυδρό βουητό από τους καλεσμένους της γιορτής έξω, ο Βαλάντερ συνειδητοποίησε πως ο Χόκαν φον Ένκε φοβόταν. Το είχε ξαναδεί αυτό πολλές φορές στη ζωή του: ανθρώπους να φοβούνται κάτι που υπήρχε στ’ αλήθεια ή στη φαντασία τους. Ήταν σίγουρος ότι δεν έκανε λάθος.
Η κουβέντα τους ξεκίνησε αδ έξια, με τον φον Ένκε να διηγείται ιστορίες από το παρελθόν, όταν ήταν ενεργός αξιωματικός στο Ναυτικό. «Το φθινόπωρο του 1980», άρχισε. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, μια ολόκληρη γενιά, είκοσι οχτώ χρόνια. Τι έκανες εσύ τότε;» «Δούλευα ως αστυνομικός στο Ίσταντ. Η Λίντα ήταν παιδί ακόμη. Είχα αποφασίσει να μετακομίσω εκεί για να είμαι πιο κοντά στον ηλικιωμένο πατέρα μου. Επίσης θεωρούσα ότι θα ήταν καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσω το παιδί μου. Ή τουλάχιστον αυτός ήταν ένας από τους λόγους που φύγαμε απ’ το Μάλμε. Το τι συνέβη μετά, βέβαια, είναι εντελώς άλλη ιστορία». Ο φον Ένκε δε φαινόταν ν’ ακούει στ’ αλήθεια όσα έλεγε ο Βαλάντερ. Συνέχισε τα δικά του. «Εγώ εργαζόμουν στην ανατολική ναυτική βάση εκείνο το φθινόπωρο. Δυο χρόνια ωρίτερα είχα φύγει από μια θέση ως επικεφαλής αξιωματούχος ενός από τα καλύτερα υποβρύχιά μας, αυτά της κατηγορίας Θαλάσσιο Φίδι. Εμείς των υποβρυχίων ανέκαθεν τα λέγαμε απλώς Φίδια. Η θέση μου στη ναυτική
βάση ήταν προσωρινή. Ήθελα να ξαναβγώ στη θάλασσα, αλλά οι ιθύνοντες ήθελαν να με τοποθετήσουν στη δ ιοίκηση επιχειρήσεων όλων των δυνάμεων άμυνας του Βασιλικού Σουηδικού Ναυτικού. Το Σεπτέμβριο οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας διεξήγαγαν μια στρατιωτική άσκηση στα ανοιχτά των ακτών της Ανατολικής Γερμανίας. Η άσκηση ονομαζόταν MILOBALT, ακόμη θυμάμαι τ’ όνομά της. Δεν ήταν τίποτα το αξιοπρόσεχτο· συνήθως έκαναν τις φθινοπωρινές ασκήσεις τους την ίδια εποχή που κάναμε κι εμείς τις δικές μας. Ωστόσο σ’ αυτή την άσκηση συμμετείχε ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός σκαφών, αφού δοκίμαζαν αποβάσεις και ανάκτηση υποβρυχίων. Καταφέραμε να βρούμε τις λεπτομέρειες χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Από το Κέντρο Επικοινωνιών Εθνικής Άμυνας μάθαμε ότι γίνονταν πάρα πολλές ραδιοεπικοινωνίες ανάμεσα στα ρωσικά σκάφη και τη βάση τους κοντά στο Λένινγκραντ, αλλά όλα έδειχναν α πηγαίνουν όπως συνήθως· παρακολουθούσαμε στενά ό,τι γινόταν και σημειώναμε ό,τι θεωρούσαμε σημαντικό στα ημερολόγιά μας . Και τότε ήρθε εκείνη η Πέμπτη –18 Σεπτεμβρίου ήταν–, μια μέρα που θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα ξεχάσω. Μας τηλεφώνησε ο αξιωματικός πηρεσίας από μία από τις μαούνες του στόλου, Αίας λεγόταν, και μας είπε ότι μόλις ανακάλυψαν ένα ξένο ποβρύχιο στα σουηδικά χωρικά ύδατα. Εγώ βρισκόμουν σε μια από τις αίθουσες χαρτών στη ναυτική βάση, κοιτάζοντας έναν πιο λεπτομερή χάρτη των ακτών της Ανατολικής Γερμανίας, όταν ένας ταραγμένος στρατιώτης όρμησε μέσα στην αίθουσα. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ακριβώς τι είχε
συμβεί, αλλά εγώ πήγα στο κέντρο επιχειρήσεων και μίλησα στον αξιωματικό υπηρεσίας του Αίας . Αυτός μου είπε ότι περιπολούσε τη θάλασσα με το τηλεσκόπιο όταν ξαφνικά παρατήρησε τις κεραίες του υποβρυχίου σε απόσταση περίπου τριακοσίων μέτρων. Δεκαπέντε δευτερόλεπτα μετά, το ποβρύχιο βγήκε στην επιφάνεια. Ο αξιωματικός είχε τα μάτια του δεκατέσσερα και συμπέρανε ότι το υποβρύχιο πρέπει να ήταν σε βάθος περισκόπησης, αλλά άρχισε να βυθίζεται μόλις είδε τη μαούνα. Το Αίας ήταν λίγο νότια του Χούβουντχερ όταν συνέβη το περιστατικό, και το υποβρύχιο κατευθυνόταν νοτιοδυτικά, άρα κινούνταν παράλληλα με τα όρια των σουηδικών υδάτων αλλά σίγουρα εντός αυτών. Δε μου πήρε πολλή ώρα να εξακριβώσω ότι δεν υπήρχαν καθόλου σουηδικά υποβρύχια στην περιοχή. Ζήτησα επικοινωνία μέσω ασυρμάτου με τον αξιωματικό του Αίας και του ζήτησα να μου περιγράψει τον πύργο ή το περισκόπιο που είχε δει. Από όσα είπε συνειδητοποίησα αμέσως ότι ήταν ένα από τα υποβρύχια που στην ταξινόμηση του ΝΑΤΟ ονομάζονταν Ουίσκι. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούνταν μόνο από τους Ρώσους και τους Πολωνούς. Καταλαβαίνεις ότι η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή με αυτή τη διαπίστωση. Αλλά είχα άλλες δύο ερωτήσεις». Ο φον Ένκε έκανε παύση, σαν να περίμενε από τον Βαλάντερ να ρωτήσει ποιες ήταν αυτές οι ερωτήσεις. Από την άλλη μεριά της πόρτας ακούστηκαν κακαριστά γέλια, αλλά έσβησαν γρήγορα. «Υποθέτω ότι ήθελες να μάθεις αν το υποβρύχιο βρισκόταν στα σουηδικά χωρικά ύδατα κατά λάθος»,
εξέφρασε μια εικασία ο Βαλάντερ. «Όπως ισχυρίστηκαν μ’ εκείνο το άλλο ρωσικό υποβρύχιο που ξεβράστηκε στο Καρλσκρούνα». «Αυτή την ερώτηση την είχα ήδη απαντήσει. Δεν υπάρχει άλλο ναυτικό σκάφος που να είναι τόσο σχολαστικό με τη αυσιπλοΐα όσο ένα υποβρύχιο. Αυτό εξυπακούεται. Το ποβρύχιο που είχε εντοπίσει το Αίας ή ταν στο σημείο που ήθελε να είναι. Το ερώτημα ήταν τι γύρευε εκεί. Γιατί έκανε αναγνώριση και αναδ υόταν, προφανώς μη περιμένοντας να το ανακαλύψουν; Θα μπορούσε να ήταν ένδειξη ότι το πλήρωμά του ήταν απρόσεχτο. Αλλά φυσικά μπορεί να πήρχε και άλλη πιθανότητα». «Ότι το υποβρύχιο ήθελε να ανακαλυφθεί;» Ο φον Ένκε κατένευσε και έκανε άλλη μια προσπάθεια να ανάψει τη μη συνεργάσιμη πίπα του. «Σε αυτή την περίπτωση», είπε, «η συνάντηση με μια μαούνα θα ήταν ιδανική. Ένα τέτοιο σκάφος δεν έχει ούτε σφεντόνα για να σου επιτεθεί. Επίσης ούτε το πλήρωμά του είναι εκπαιδευμένο για αψιμαχίες. Επειδή ήμουν επικεφαλής στη βάση, επικοινώνησα με τον ανώτατο αντιπλοίαρχο και συμφώνησε ότι έπρεπε αμέσως να στείλουμε ελικόπτερο εξοπλισμένο να ανιχνεύει υποβρύχια. Το ελικόπτερο εντόπισε μέσω σόναρ ένα κινούμενο αντικείμενο, το οποίο αποφασίσαμε ότι ήταν ποβρύχιο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έδωσα δ ιαταγή να ανοίξουμε πυρ σε συνθήκες που να μην είναι εκπαιδευτικές. Το ελικόπτερο έριξε μια βολή στη θάλασσα για να προειδοποιήσει το υποβρύχιο. Έπειτα αυτό εξαφανίστηκε και χάσαμε επαφή».
«Πώς εξαφανίστηκε έτσι απλά;» «Τα υποβρύχια έχουν πολλούς τρόπους να γίνονται αόρατα. Μπορούν να κατέβουν σε βαθιά φαράγγια ή να κολλήσουν στα τείχη θαλάσσιων γκρεμών κι έτσι να μπερδέψουν τις απόπειρες εντοπισμού τους με ηχητικούς εντοπιστές. Στείλαμε πολλά ελικόπτερα αλλά δε βρήκαμε κανένα ίχνος του». «Δεν υπάρχει περίπτωση να έπαθε ζημιά από τη βολή;» «Δεν πάει έτσι. Σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία, η πρώτη βολή είναι προειδοποιητική. Μόνο έπειτα από αυτή μπορείς α εξαναγκάσεις ένα υποβρύχιο να αναδυθεί για αναγνώριση». «Τι συνέβη μετά;» «Ουσιαστικά τίποτα. Έγινε έρευνα, και αποφάσισαν ότι έπραξα σωστά. Ίσως αυτό το συμβάν να ήταν το πρελούδιο για όσα ακολούθησαν ένα δυο χρόνια μετά, όταν τα σουηδικά χωρικά ύδατα γέμισαν με ξένα υποβρύχια, κυρίως στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης. Υποθέτω ότι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν ότι επιβεβαιώθηκε πως το ενδιαφέρον των Ρώσων για τους σουηδικούς διαύλους αυσιπλοΐας παρέμενε αμείωτο. Αυτά συνέβησαν σε μια εποχή που κανείς δεν πίστευε ότι θα έπεφτε ποτέ το τείχος του Βερολίνου ή ότι η Σοβιετική Ένωση θα κατέρρεε. Εύκολα το ξεχνάμε αυτό. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε τελειώσει. στερα από αυτό το συμβάν, το Βασιλικό Σουηδικό Ναυτικό έλαβε μεγάλη αύξηση στη χρηματοδ ότησή του. Αυτό ήταν όλο». Ο φον Ένκε τέλειωσε τον καφέ του. Ο Βαλάντερ ήταν
έτοιμος να σηκωθεί, όταν ο οικοδ εσπότης πήρε πάλι το λόγο. «Δεν τέλειωσα ακόμη. Δύο χρόνια μετά, ξαναρχίσαμε. Τότε είχα πάρει ήδη προαγωγή και ήμουν πλέον μέλος του ψηλότερου αρχηγικού κλιμακίου της σουηδικής ναυτικής δύναμης. Τα κεντρικά μας ήταν στο Μπέρια και είχαμε πολεμική διοίκηση σε βάρδια είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Την 1η Οκτωβρίου σήμανε ένας συναγερμός ο οποίος ουδέποτε φανταζόμασταν ότι θα σήμαινε ποτέ, ούτε στις πιο τρελές φαντασιώσεις μας. Λάβαμε ενδείξεις ότι ένα ποβρύχιο, ενδεχομένως περισσότερα, βρισκόταν στο δίαυλο Χορσφιέρντεν, πάρα πολύ κοντά στη βάση μας στο νησί Μουσκέ. Με άλλα λόγια, δεν τίθετο μόνο θέμα παραβίασης των χωρικών υδάτων της Σουηδίας αλλά παρουσίας ξένων ποβρυχίων σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή. Θα τη θυμάσαι τη φασαρία που έγινε, ε;» «Δε γράφανε τίποτ’ άλλο οι εφημερίδες. Θυμάμαι τους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους να σκαρφαλώνουν σε γλιστερούς βράχους». «Δεν ξέρω με τι να το συγκρίνω. Ίσως με ένα ξένο ελικόπτερο να προσγειώνεται στην αυλή του βασιλικού ανακτόρου. Έτσι το βλέπαμε, με τα υποβρύχια τόσο κοντά σε άκρως απόρρητες στρατιωτικές εγκαταστάσεις». «Τότε είναι που ο διορισμός μου στο Ίσταντ επιβεβαιώθηκε». Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ο φον Ένκε τινάχτηκε. Ο Βαλάντερ παρατήρησε ότι το δεξί του χέρι πήγε αυτόματα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Μετά το ξανάφερε
στο γόνατό του. Την πόρτα την είχε ανοίξει μια μισομεθυσμένη γυναίκα που έψαχνε την τουαλέτα. Η γυναίκα έφυγε και έμειναν πάλι μόνοι τους. «Ήταν Οκτώβριος», συνέχισε ο φον Ένκε όταν ξανάκλεισε η πόρτα. «Υπήρξαν στιγμές που νομίζαμε ότι ολόκληρη η σουηδική ακτή ήταν υπό την πολιορκία άγνωστων ξένων ποβρυχίων. Χαίρομαι που δεν ήμουν εγώ ο αρμόδ ιος για την επικοινωνία με τους δημοσιογράφους που είχαν μαζευτεί στο Μπέρια. Αναγκαστήκαμε να μετατρέψουμε κάποιους χώρους των στρατώνων σε αίθουσες Τύπου. Είχα απίστευτη δουλειά όλη μέρα, προσπαθώντας να εντοπίσω ένα από αυτά τα υποβρύχια. Θα χάναμε κάθε ίχνος αξιοπιστίας αν δ εν καταφέρναμε να υποχρεώσουμε έστω ένα να αναδυθεί στην επιφάνεια. Και ξαφνικά, ήρθε το βράδυ που παγιδεύσαμε ένα ποβρύχιο στο δίαυλο Χορσφιέρντεν. Δεν υπήρχε αμφιβολία· όλοι στη διοίκηση ήμασταν πεισμένοι πως ή τώρα ή ποτέ. Την ευθύνη της διαταγής ν’ ανοίξουμε πυρ την είχα εγώ. Εκείνες τις κρίσιμες ώρες μίλησα πολλές φορές με τον ανώτατο διοικητή και τον νέο υπουργό Άμυνας. Άντερσον τον έλεγαν, αν θυμάσαι – καταγόταν από το Μπορλένιε». «Θυμάμαι αμυδρά ότι τον έλεγαν “Κόκκινο Μπέργε”». «Σωστά. Αλλά δεν ήταν ικανός γι’ αυτή τη δουλειά. Χωρίς αμφιβολία πίστευε ότι τα υποβρύχια ήταν σκέτη κόλαση. Αυτός γύρισε σπιτάκι του στη μέση του πουθενά και πουργός Άμυνας έγινε ο Άντερς Τούνμποργ – ένα από τα γαλανομάτικα αγόρια του Πάλμε. Πολλοί συνάδελφοί μου δεν τον εμπιστεύονταν, αλλά οι επαφές που είχα εγώ μαζί του ήταν καλές. Δεν παρενέβαινε· έκανε ερωτήσεις. Αν του
απαντούσαμε, έμενε ικανοποιημένος. Αλλά μια φορά όταν μου τηλεφώνησε είχα την ξεκάθαρη εντύπωση ότι στο δωμάτιο μαζί του ήταν και ο Πάλμε· πρέπει να στεκόταν δίπλα του. Δεν ξέρω αν ήταν όντως έτσι, αλλά η αίσθηση που είχα ήταν πάρα πολύ ισχυρή». «Τέλος πάντων, τι έγινε;» Το πρόσωπο του φον Ένκε συσπάστηκε, σαν να ενοχλήθηκε που ο Βαλάντερ τον δ ιέκοψε. Όταν όμως συνέχισε, δεν υπήρχε σημάδι ενόχλησης. «Είχαμε εγκλωβίσει το υποβρύχιο με τρόπο που ήταν αδύνατο να κινηθεί χωρίς άδεια από μας. Μίλησα στον ανώτατο δ ιοικητή και του είπα ότι ήμασταν έτοιμοι να ρίξουμε τορπίλες στο βυθό για το αναγκάσουμε να αναδ υθεί. Χρειαζόμασταν άλλη μια ώρα για α προετοιμάσουμε την επιχείρηση και μετά θα ήμασταν σε θέση να αποκαλύψουμε τοις πάσι την ταυτότητα του ποβρυχίου που είχε παραβιάσει τα σουηδικά χωρικά ύδατα. Πέρασε μισή ώρα. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν να κινούνται ανυπόφορα αργά. Εγώ ήμουν συνεχώς σε επικοινωνία με τα ελικόπτερα και τα πλοία που είχαν περικυκλώσει το υποβρύχιο. Πέρασαν σαράντα πέντε λεπτά. Και τότε συνέβη». Ο φον Ένκε σταμάτησε απότομα, σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από το δ ωμάτιο. Ο Βαλάντερ αναρωτήθηκε αν τον έπιασε κάτι ξαφνικά, αλλά ύστερα από μερικές στιγμές ο αντιπλοίαρχος επέστρεψε, κρατώντας δύο ποτήρια κονιάκ. «Κάνει ψυχρούλα απόψε», εξήγησε. «Χρειαζόμαστε κάτι α μας ζεστάνει. Απ’ ό,τι είδα, δε λείψαμε σε κανέναν, οπότε μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας σ’ αυτό το
καταφύγιο». Ο Βαλάντερ περίμενε την υπόλοιπη ιστορία. Παρόλο που δεν ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό ν’ ακούει παλιές ιστορίες για ποβρύχια, προτιμούσε την παρέα του φον Ένκε από το να χρειάζεται να μιλάει με ανθρώπους που δε γνώριζε. «Και τότε συνέβη», επανέλαβε ο φον Ένκε. «Τέσσερα λεπτά προτού εξαπολύσουμε την επίθεση χτύπησε το τηλέφωνο – η απευθείας γραμμή απ’ το Υπουργείο Άμυνας της Σουηδίας. Απ’ όσο γνωρίζω, ήταν από τις ελάχιστες γραμμές που ήταν ασφαλείς όσον αφορά την παρακολούθηση, ενώ είχε επίσης και συσκευή αυτόματης κωδ ικοποίησης. Έλαβα μια διαταγή που δεν περίμενα να ακούσω ούτε σε χίλια χρόνια. Φαντάζεσαι τι μου είπαν;» Ο Βαλάντερ έκανε όχι μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και τύλιξε το χέρι του γύρω από το ποτήρι κονιάκ για να το ζεστάνει. «Μας διέταξαν να ματαιώσουμε την επίθεση με τορπίλες βυθού. Εννοείται ότι έμεινα έκπληκτος και απαίτησα εξήγηση. Δε μου δόθηκε καμία – τουλάχιστον όχι τότε. Μονάχα η ρητή διαταγή ότι επ’ ουδενί δεν πρέπει να γίνει επίθεση με τορπίλες βυθού. Εξυπακούεται ότι δεν είχα άλλη επιλογή παρά να υπακούσω. Μας έμεναν μόνο δύο λεπτά όταν ενημερώσαμε τα ελικόπτερα για την απόφαση. Κανείς μας στο Μπέρια δεν καταλάβαινε τι έτρεχε. Πέρασαν ακριβώς δέκα λεπτά ώσπου να λάβουμε την επόμενη διαταγή, η οποία, αν είναι δυνατόν, ήταν ακόμα πιο ακατανόητη. Οι ανώτεροί μας φαίνονταν να έχουν τρελαθεί εντελώς . Μας διέταξαν να κάνουμε πίσω».
Το ενδιαφέρον του Βαλάντερ ερεθίστηκε περισσότερο. «Δηλαδή σας είπαν ν’ αφήσετε το υποβρύχιο να φύγει;» «Δεν το είπαν ακριβώς έτσι φυσικά. Όχι επί λέξει, αν μη τι άλλο. Μας διέταξαν να εστιάσουμε την προσοχή μας σε άλλο τμήμα του διαύλου Χορσφιέρντεν, στην άκρη του, νότια των στενών Ντάντσικ. Ένα ελικόπτερο είχε εντοπίσει ένα άλλο υποβρύχιο. Γιατί όμως θεωρούσαν πιο σημαντικό το δεύτερο και όχι αυτό που είχαμε περικυκλώσει και ετοιμαζόμασταν ν’ αναγκάσουμε να αναδυθεί; Οι συνάδ ελφοί μου κι εγώ τα είχαμε χαμένα. Ζήτησα να μιλήσω αυτοπροσώπως με τον ανώτατο διοικητή, αλλά ήταν απασχολημένος και δε γινόταν να τον δ ιακόψουν. Πράγμα που ήταν πολύ παράξενο, διότι αυτός ήταν που είχε δώσει διαταγές για την έναρξη της επιχείρησης λίγο νωρίτερα. Προσπάθησα να μιλήσω ακόμα και με τον υπουργό Άμυνας ή τον προσωπικό του γραμματέα, αλλά όλοι τους ήταν λες και είχαν εξαφανιστεί, είχαν αποσυνδέσει τα τηλέφωνα ή είχαν διαταγές να μην πουν κουβέντα. Ο ανώτατος διοικητής των στρατιωτικών Σωμάτων και ο υπουργός Άμυνας διατάχθηκαν να μη μιλήσουν; Από ποιον; Φυσικά τη διαταγή μπορεί να την έδωσε η κυβέρνηση ή ο πρωθυπουργός. Για πολλές ώρες με πονούσε το στομάχι μου φρικτά. Η ματαίωση της επιχείρησης αντέβαινε και στην πείρα μου και στο ένστικτό μου. Λίγο κόντεψα να παραβώ τις διαταγές. Φυσικά αυτό θα σήμαινε το τέλος της στρατιωτικής μου σταδιοδρομίας. Ευτυχώς μου έμενε λίγη κοινή λογική. Κι έτσι μετακινήσαμε όλα μας τα ελικόπτερα και τα δύο σκάφη μας στα στενά Ντάντσικ. Ζήτησα άδεια να διατηρήσω
τουλάχιστον ένα ελικόπτερο πάνω από το σημείο όπου γνωρίζαμε ότι κρυβόταν το υποβρύχιο, αλλά ούτε αυτό δε μου επιτράπηκε. Έπρεπε να φύγουμε από την περιοχή και μάλιστα αμέσως . Κι έτσι κάναμε. Με τα αναμενόμενα αποτελέσματα». «Τα οποία ήταν;» «Περιττεύει να πω ότι δε βρήκαμε υποβρύχιο κοντά στα στενά Ντάντσικ. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε όλη τη νύχτα. Ακόμη αναρωτιέμαι πόσες χιλιάδες λίτρα καύσιμα έκαψαν τα ελικόπτερα». «Τι έγινε το υποβρύχιο που είχατε περικυκλώσει;» «Εξαφανίστηκε. Χωρίς ίχνος». Ο Βαλάντερ σκέφτηκε όσα είχε μόλις ακούσει. Πολύ παλιά, στο μακρινό παρελθόν, είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του σ’ ένα τάγμα τεθωρακισμένων στο Χέβντε. Οι αναμνήσεις που είχε από εκείνη την περίοδο της ζωής του ήταν δυσάρεστες. Όταν τον στρατολόγησαν επρόκειτο να πηρετήσει στο Ναυτικό, αλλά τελικά στάλθηκε στο Βεστεργέτλαντ. Ποτέ του δε δυσκολευόταν να πειθαρχεί στις διαταγές, αλλά εκείνο τον καιρό είχε δυσκολίες να καταλάβει πολλές από τις διαταγές που του δίνονταν. Συχνά είχε την εντύπωση ότι κυριαρχούσε σκέτο χάος, παρά το γεγονός ότι ποτίθεται πως έπρεπε να φαντάζονται ότι βρίσκονται σε μια πιθανώς μοιραία σύγκρουση με κάποιον εχθρό. Ο φον Ένκε άδειασε το ποτήρι του. «Άρχισα να κάνω ερωτήσεις για όσα συνέβησαν. Λάθος μου. Γρήγορα παρατήρησα ότι δεν ήταν έξυπνη στρατηγική. Ακόμα και κάποιοι από τους συναδέλφους μου τους οποίους θεωρούσα
καλύτερους φίλους μου είχαν πρόβλημα με την περιέργειά μου. Εγώ όμως το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω γιατί δόθηκαν αυτές οι αντίθετες διαταγές. Είμαι πεισμένος ότι βρισκόμασταν πάρα πολύ κοντά για πρώτη φορά στο να αναγκάσουμε επιτέλους ένα υποβρύχιο να αναδ υθεί στην επιφάνεια και ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά του. Ούτε δυο λεπτά και θα το καταφέρναμε. Στην αρχή δεν ήμουν ο μοναδ ικός που είχε αναστατωθ εί με την κατάσταση. Ένας άλλος διοικητής, ο Αροσένιους, κι ένας αναλυτής από το Σουηδικό Αρχηγείο Άμυνας συμμετείχαν στην ανώτατη ομάδα εκείνη την ημέρα. Μερικές βδομάδες αργότερα, όμως, άρχισαν να με αποφεύγουν. Δεν ήθελαν να συνδεθούν με τις απόπειρές μου να ανακινήσω το θέμα και να υποβάλω ερωτήσεις. Στο τέλος τα παράτησα κι εγώ». Ο φον Ένκε ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και έγειρε προς τον Βαλάντερ. «Εγώ όμως δεν το έχω ξεχάσει. Ακόμη προσπαθώ α καταλάβω τι έγινε – όχι μόνο εκείνη τη μέρα που αφήσαμε το υποβρύχιο να μας ξεφύγει. Αναλογίζομαι ξανά και ξανά τι συνέβη εκείνα τα χρόνια. Και νομίζω ότι τώρα, επιτέλους, αρχίζω να σχηματίζω μια ιδέα για το τι συνέβη στ’ αλήθεια». «Εννοείς που δε σας άφησαν να αναγκάσετε το υποβρύχιο α αναδυθεί;» Ο φον Ένκε κατένευσε αργά αργά, άναψε και πάλι την πίπα του, αλλά δε μίλησε. Ο Βαλάντερ αναρωτήθηκε αν η ιστορία που μόλις άκουσε ήταν γραφτό να μείνει ανολοκλήρωτη. «Φυσικά μου άναψες την περιέργεια. Ποια είναι η εξήγηση;» Ο φον Ένκε έκανε μια αποτρεπτική χειρονομία. «Είναι
ωρίς για να μιλήσω γι’ αυτό. Ακόμη δεν έχω φτάσει στο τέλος του δρόμου. Οπότε προς το παρόν δεν έχω να πω περισσότερα. Ίσως καλύτερα να πάμε μέσα να δ ούμε τι κάνουν οι άλλοι». Σηκώθηκαν και βγήκαν έξω. Ο Βαλάντερ ξαναπήγε στη σέρα και έπεσε πάνω στη γυναίκα που τους είχε διακόψει. Μόνο τώρα ξανασκέφτηκε τον τρόπο που ο φον Ένκε μετακίνησε το δεξί χέρι του όταν η γυναίκα εισέβαλε στο δωμάτιο – στην αρχή πολύ αποφασιστικά και μετά κατεβάζοντας ταχύτητα, μέχρι στο τέλος να το ακουμπήσει ξανά στο γόνατό του. Παρόλο που του φαινόταν σχεδόν αδιανόητο, ο Βαλάντερ μόνο μία απάντηση είχε: ο φον Ένκε οπλοφορούσε. Μα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο; απόρησε καθώς κοίταζε τον έρημο κήπο από την τζαμαρία. Ένας απόστρατος αντιπλοίαρχος να οπλοφορεί στα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλιά του; Ο Βαλάντερ δεν μπορούσε να το πιστέψει με καμία δύναμη. Απέρριψε την ιδέα. Μάλλον το φαντάστηκε. Η πρώτη παράξενη ιδέα, ότι ο φον Ένκε φοβόταν, θα προκάλεσε και τη δεύτερη, ότι οπλοφορούσε. Ο Βαλάντερ αναρωτήθηκε αν η διαίσθησή του έπαιρνε την κάτω βόλτα τώρα που άρχιζε σιγά σιγά να ξεχνάει πιο εύκολα. Η Λίντα ήρθε στη σέρα. «Νόμιζα ότι έφυγες». «Όχι ακόμη. Αλλά σε λίγο». «Είμαι βέβαιη ότι ο Χόκαν και η Λουίζε χάρηκαν που ήρθες». «Μου έλεγε για τα υποβρύχια». Η Λίντα ύψωσε τα φρύδια της. «Αλήθεια; Κοίτα να δεις!»
«Γιατί το λες αυτό;» «Δεν ξέρεις πόσες φορές έχω προσπαθήσει να τον κάνω α μου μιλήσει γι’ αυτά. Αλλά πάντα αρνείται, λέει ότι δε θέλει. Μάλιστα δείχνει να εκνευρίζεται». Ο Χανς τής φώναξε κι η Λίντα έφυγε. Ο Βαλάντερ σκέφτηκε τα λόγια της. Γιατί ο Χόκαν διάλεξε αυτόν για να του διηγηθεί την ιστορία του; Αργότερα, αφού ο Βαλάντερ επέστρεψε στο Σκόνε και έφερε στο νου του τη βραδ ιά, βρήκε ότι υπήρχε και κάτι άλλο που του κινούσε την περιέργεια. Προφανώς πολλά από όσα είπε ο φον Ένκε ήταν ασαφή, αόριστα και δυσνόητα για τον Βαλάντερ. Ωστόσο υπήρχε κάτι στον τρόπο που του τα ξεφούρνισε, όπως το έβλεπε ο Βαλάντερ, που τον μπέρδευε. Άραγε ο φον Ένκε σχεδίαζε να του πει όλα αυτά κατά το σύντομο διάστημα που ήξερε ότι ο συμπέθερός του θα ερχόταν στο πάρτι; Ή μήπως το αποφάσισε τελευταία στιγμή, με αφορμή τον άντρα που στεκόταν στο φανοστάτη στην άλλη πλευρά του φράχτη; Και ποιος ήταν αυτός ο άντρας;
5 Τρεις μήνες αργότερα –στις 11 Απριλίου για την ακρίβεια– συνέβη κάτι που ανάγκασε τον Βαλάντερ να ξαναφέρει στο ου του εκείνο το βράδυ του Γενάρη. Συνέβη απροειδοποίητα και ήταν εντελώς αναπάντεχο για όλους όσοι εμπλέκονταν. Ο Χόκαν φον Ένκε εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος από το σπίτι του στην περιοχή Έστερμαλμ της Στοκχόλμης. Κάθε πρωί ο φον Ένκε πήγαινε ένα μεγάλο περίπατο ανεξάρτητα από το τι καιρό έκανε. Εκείνη τη μέρα, σ’ όλη τη Στοκχόλμη έπεφτε ψιλόβροχο. Σηκώθηκε νωρίς, ως συνήθως , και λίγο μετά τις έξι απολάμβανε το πρωινό του. greekleech.info Στις εφτά χτύπησε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να ξυπνήσει τη γυναίκα του και ανακοίνωσε ότι θα έβγαινε για τον συνηθισμένο του περίπατο. Κατά κανόνα κρατούσε περίπου δύο ώρες, εκτός όταν έκανε πολύ κρύο· τότε τον περιόριζε στη μία ώρα, αφού παλιά ήταν μανιώδ ης καπνιστής και οι πνεύμονές του δεν είχαν ανακάμψει. Πάντα έκανε την ίδια δ ιαδρομή. Από το σπίτι του στην Γκριεβγκάταν περπατούσε στη Βαλχαλαβέγκεν και από κει έστριβε για να μπει στο άλσος Λιλ-Γιανσκούγκεν, ακολουθώντας ένα περίπλοκο δίκτυο από μονοπάτια που στο τέλος τον οδηγούσαν ξανά στη Βαλχαλαβέγκεν, έπειτα ότια κατά μήκος της Στουρεγκάταν, μέχρι που έστριβε αριστερά στην Καρλαβέγκεν και γυρνούσε σπίτι. Περπατούσε με βήμα ταχύ, χρησιμοποιώντας διάφορα μπαστούνια που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, και ήταν πάντα
ιδρωμένος όταν επέστρεφε σπίτι και χωνόταν στην μπανιέρα για ένα καυτό μπάνιο. Εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό ήταν όπως όλα τα άλλα, εκτός από ένα πράγμα: ο Χόκαν φον Ένκε δε γύρισε ποτέ σπίτι. Η Λουίζε γνώριζε τη διαδ ρομή του – μάλιστα παλιότερα τον συνόδευε μερικές φορές, αλλά σταμάτησε όταν πλέον της ήταν αδύνατο να τον προφταίνει εξαιτίας του γρήγορου βηματισμού του. Όταν ο άντρας της δεν εμφανίστηκε, την έπιασε ανησυχία. Ο φον Ένκε ήταν σε καλή σωματική κατάσταση, δεν υπήρχε αμφιβολία· παρ’ όλ’ αυτά, ήταν γέρος άνθρωπος και ίσως κάτι να του συνέβη. Μια καρδιακή προσβολή ή ένα αιμοφόρο αγγείο που έσπασε, για παράδειγμα. Βγήκε να τον ψάξει, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότ δεν είχε πάρει μαζί του το κινητό του, παρά τη συμφωνία τους ότι πάντα θα το είχε πάνω του. Ήταν αφημένο πάνω στο γραφείο του. Η Λουίζε επέστρεψε στις έντεκα, έχοντας ακολουθήσει τη διαδρομή του. Όλη την ώρα ένα μέρος του μυαλού της περίμενε να τον βρει πεσμένο κάτω, νεκρό. Αλλά πουθενά δεν υπήρχε ούτε ίχνος του. Είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Τηλεφώνησε σ’ έναν, ίσως τρεις φίλους τους οποίους υπήρχε κάποια μικρή πιθανότητα να είχε επισκεφτεί, αλλά της είπαν ότι δεν τον είχαν δει. Τώρα ήταν σίγουρη ότι κάτι του είχε συμβεί. Είχε πάει μεσημέρι όταν τηλεφώνησε στον Χανς στο γραφείο του στην Κοπεγχάγη. Παρόλο που ανησυχούσε πάρα πολύ και ήθελε να αναφέρει την απουσία του Χόκαν στην αστυνομία, ο Χανς προσπάθησε να την ηρεμήσει. Η Λουίζε συμφώνησε με μισή καρδιά να περιμένει λίγες ώρες ακόμα.
Ο Χανς ωστόσο τηλεφώνησε αμέσως στη Λίντα, η οποία ειδοποίησε τον πατέρα της. Ο Βαλάντερ προσπαθούσε να μάθει το σκύλο του να κάθεται ακίνητος όταν του σκούπιζε τα πόδια του – του είχε δείξει πώς να το κάνει ένας εκπαιδευτής σκύλων που ήξερε στο Στούρουπ. Ήταν έτοιμος να παρατήσει την προσπάθεια επειδή ο Γιούσι δεν είχε την παραμικρή ικανότητα να μάθει νέες συνήθειες, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η Λίντα τού ανέφερε την ανησυχία της Λουίζε και ζήτησε τη συμβουλή του. «Κι εσύ αστυνομικός είσαι», είπε ο Βαλάντερ. «Την ξέρεις τη δ ιαδ ικασία. Περιμένουμε να δούμε. Οι περισσότεροι επιστρέφουν». «Είναι όμως η πρώτη φορά που αλλάζει την καθημερινή συνήθειά του εδώ και πολλά χρόνια. Καταλαβαίνω γιατί ανησυχεί η Λουίζε. Και δεν είναι καθόλου υστερικός άνθρωπος». «Περίμενε μέχρι απόψε», πρότεινε ο Βαλάντερ. «Θα επιστρέψει, θα δεις». Ο Βαλάντερ ήταν πεισμένος ότι ο Χόκαν φον Ένκε θα εμφανιζόταν και θα είχε μια απολύτως λογική εξήγηση για την απουσία του. Περισσότερο ένιωθε περιέργεια παρά ανησυχία και αναρωτήθηκε τι εξήγηση θα έδινε ο φον Ένκε. μως ο συμπέθερός του δεν εμφανίστηκε ούτε εκείνο το βράδυ ούτε το επόμενο. Αργά το βράδυ της 11ης Απριλίου η Λουίζε δήλωσε την εξαφάνιση του συζύγου της. Η αστυνομία την έβαλε σ’ ένα περιπολικό και μαζί ακολούθησαν τους στενούς λαβυρινθώδ εις δρόμους του άλσους ΛιλΓιανσκούγκεν, χωρίς όμως να τον βρουν. Την επομένη ο γιος
της ανέβηκε από την Κοπεγχάγη. Τότε ο Βαλάντερ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι σοβαρό πρέπει να συνέβη.
Εκείνο το διάστημα ο Βαλάντερ δεν είχε γυρίσει ακόμη στη δουλειά. Η πειθαρχική έρευνα δεν είχε τελειωμό. Σαν να μην έφτανε αυτό, στις αρχές Φεβρουαρίου ο Βαλάντερ έπεσε πολύ άσχημα στον παγωμένο δ ρόμο έξω από το σπίτι του και έσπασε τον αριστερό καρπό του. Σκόνταψε στο λουρί του Γιούσι, επειδή το σκυλί δεν είχε μάθει ακόμη ούτε να μην τραβάει ούτε να περπατάει από τη μία πλευρά. Έβαλε γύψο στο κάταγμα και πήρε αναρρωτική άδεια. Ήταν μια περίοδος με πολλά νεύρα και συχνές εκρήξεις θυμού, οι οποίες στρέφονταν στον εαυτό του, τον Γιούσι αλλά και στη Λίντα. Το αποτέλεσμα ήταν η Λίντα ν’ αποφεύγει να τον βλέπει όσο το δ υνατόν περισσότερο. Η γνώμη της ήταν ότι ο Βαλάντερ γινόταν σαν τον πατέρα του: εριστικός, οξύθυμος και ανυπόμονος . Με απροθυμία ο Βαλάντερ παραδέχτηκε ότι η κόρη του είχε δίκιο. Δεν ήθελε να γίνει σαν τον πατέρα του· τα πάντα θα άντεχε, εκτός απ’ αυτό. Δεν ήθελε να μεταμορφωθεί σ’ ένα πικρόχολο γερόντιο που συνεχώς επαναλαμβανόταν, είτε στους πίνακές του είτε στις απόψεις του για τον κόσμο, ο οποίος του γινόταν όλο και πιο ακατανόητος . Όλο αυτό το διάστημα ο Βαλάντερ έκοβε βόλτες μέσα στο σπίτι του σαν θηρίο στο κλουβί, μη μπορώντας πλέον ν’ αγνοήσει το γεγονός ότι είχε πατήσει τα εξήντα και όδευε αναπόδραστα προς τα γεράματα. Μπορεί να ζούσε άλλα δέκα, είκοσι χρόνια, όμως ποτέ δε θα κατάφερνε
α βιώσει τίποτε άλλο παρά μόνο τα επερχόμενα γηρατειά. Τα νιάτα ήταν μια μακρινή ανάμνηση, η μέση ηλικία ήδη περασμένη υπόθεση. Στεκόταν στις κουίντες, περιμένοντας την ατάκα του για να βγει στη σκηνή και να ξεκινήσει την τρίτη και τελευταία πράξη, στην οποία όλα θα εξηγούνταν, οι ήρωες θα φωτίζονταν από τους προβολείς και οι κακοί θα πέθαιναν. Αγωνιζόταν με λύσσα να αποφύγει να πάρει τον τραγικό ρόλο. Θα προτιμούσε να φύγει από τη σκηνή μ’ ένα γέλιο. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η αφηρημάδα του. Έκανε μια λίστα όταν πήγαινε για ψώνια στο Σίμρισχαμν ή το Ίσταντ, αλλά όταν έμπαινε στο κατάστημα συνειδητοποιούσε ότι την είχε ξεχάσει στο σπίτι. Ή μήπως δεν την είχε γράψει καθόλου; Δε θυμόταν. Μια μέρα, που τον είχε πιάσει μεγαλύτερη ανησυχία για τη μνήμη του απ’ ό,τι συνήθως, έκλεισε ραντεβού με μια γιατρό στο Μάλμε, η οποία διαφημιζόταν ως ειδικός «στα προβλήματα της τρίτης ηλικίας». Η γιατρός, που ονομαζόταν Μαργκαρέτα Μπένγκτσον, τον δέχτηκε σ’ ένα παλιό σπίτι στο κέντρο του Μάλμε. Κατά την προκατειλημμένη άποψη του Βαλάντερ, παραήταν νέα για να είναι σε θέση να κατανοήσει τις δυστυχίες των γηρατειών. Έτοιμος ήταν να κάνει μεταβολή και να φύγει, αλλά συγκρατήθηκε, κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και άρχισε να μιλάει για το κακό μνημονικό του, που συνεχώς χειροτέρευε. «Μήπως έχω Αλτσχάιμερ;» ρώτησε ο Βαλάντερ καθώς η κουβέντα τους ολοκληρωνόταν. Η Μαργκαρέτα Μπένγκτσον χαμογέλασε, όχι
συγκαταβατικά αλλά με ευθύ και φιλικό τρόπο. «Όχι», απάντησε. «Δε νομίζω. Αλλά φυσικά, ποτέ κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει στην επόμενη στροφή». Στην επόμενη στροφή, συλλογίστηκε ο Βαλάντερ καθώς επέστρεφε στο αυτοκίνητό του μες στο φρικτό χειμωνιάτικο αγιάζι. Όταν έφτασε εκεί, είδε μια κλήση για παράνομη στάθμευση κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα. Την πέταξε μέσα στο αυτοκίνητο χωρίς καν να δει πόσο ήταν το πρόστιμο και γύρισε σπίτι. Έξω από την πόρτα του περίμενε ένα αυτοκίνητο που δεν αναγνώριζε. Όταν βγήκε από το δ ικό του, είδε τον Μάρτινσον α στέκεται δίπλα στο σπιτάκι του σκύλου, χαϊδεύοντας τον Γιούσι μέσα απ’ τα κάγκελα. «Ό,τι ετοιμαζόμουν να φύγω», είπε ο Μάρτινσον. «Σου άφησα σημείωμα στην πόρτα». «Σε στείλανε να μου αφήσεις σημείωμα;» «Μπα. Ήρθα με δική μου πρωτοβουλία να δω πώς τα πας». Μπήκαν στο σπίτι. Ο Μάρτινσον έριξε μια ματιά στη βιβλιοθήκη του Βαλάντερ, η οποία είχε αποκτήσει ευμεγέθεις διαστάσεις με τα χρόνια. Κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας με τον καφέ τους. Ο Βαλάντερ δεν ανέφερε τίποτα για την επίσκεψη στη γιατρό στο Μάλμε. Ο Μάρτινσον έδειξε το γύψο μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. «Θα μου τον βγάλουν την άλλη βδομάδα», εξήγησε ο Βαλάντερ. «Τι λένε τα κουτσομπολιά;» «Για το χέρι σου;» «Για μένα. Για το όπλο στο εστιατόριο».
«Ο Λέναρντ Μάτσον είναι ασυνήθιστα λιγόλογος άνθρωπος. Δεν ξέρω τίποτα για το τι συμβαίνει. Αλλά εσύ βασίσου στη δική μας υποστήριξη». «Δεν είναι αλήθεια αυτό. Δεν αμφισβητώ ότι με ποστηρίζεις, αλλά η διαρροή από κάπου πρέπει να έγινε. Υπάρχουν πολλοί στο τμήμα που δε με συμπαθούν». Ο Μάρτινσον ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι είναι η ζωή. Δεν μπορείς να τ’ αλλάξεις αυτό. Εμένα ποιος με συμπαθεί;» Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων. Ο Βαλάντερ συνειδητοποίησε ότι ο Μάρτινσον ήταν πλέον ο μοναδικός από τους συναδέλφους του που εργαζόταν ακόμη στο ίδιο τμήμα από τότε που πρωτοήρθε στο Ίσταντ. Ο Μάρτινσον φαινόταν στις μαύρες του όπως καθόταν στο τραπέζι. Ο Βαλάντερ τον ρώτησε αν ήταν άρρωστος. «Όχι, δεν είμαι άρρωστος», αποκρίθηκε ο Μάρτινσον. «Απλούστατα, το πήρα απόφαση ότι όλα τέλειωσαν. Η καριέρα μου στην αστυνομία, εννοώ». «Γιατί, άφησες κι εσύ το όπλο σου σ’ εστιατόριο;» «Απλώς δεν αντέχω άλλο». Προς μεγάλη έκπληξη του Βαλάντερ, ο Μάρτινσον έβαλε τα κλάματα. Καθόταν εκεί σαν μικρό παιδάκι, κρατώντας τον καφέ του στα χέρια, με τα δ άκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Ο Βαλάντερ δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια παρατηρούσε ότι ο Μάρτινσον πάθαινε κατάθλιψη, αλλά πρώτη φορά διαλυόταν έτσι. Αποφάσισε μονάχα να περιμένει. Χτύπησε το τηλέφωνο, αλλά το έβγαλε από την πρίζα. Ο Μάρτινσον συνήλθε και σκούπισε το πρόσωπό του.
«Θεέ μου, τι μ’ έπιασε!» είπε. «Συγγνώμη». «Γιατί ζητάς συγγνώμη; Κατά τη γνώμη μου όποιος μπορεί και κλαίει μπροστά σ’ άλλον άντρα δ είχνει μεγάλο θάρρος . Θάρρος που εγώ δυστυχώς δεν έχω». Ο Μάρτινσον εξήγησε ότι ένιωθε πως είχε χάσει το δρόμο του. Συνεχώς αμφισβητούσε όλο και περισσότερο την αξία της δουλειάς του ως αστυνομικού. Δεν ήταν δυσαρεστημένος με τη δουλειά που έκανε, αλλά ανησυχούσε για το ρόλο της αστυνομίας στη σημερινή Σουηδία. Το χάσμα ανάμεσα στο τι προσδοκούσε η ευρύτερη κοινωνία και τα όσα η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει διευρυνόταν κάθε μέρα που περνούσε. Είχε πλέον φτάσει σ’ ένα σημείο όπου κάθε νύχτα ήταν μια άυπνη αναμονή για ακόμα μία μέρα, η οποία ήταν σίγουρος πως μόνο περισσότερα βάσανα θα του έφερνε. «Θα τα παρατήσω αυτό το καλοκαίρι», δήλωσε. «Έχω κάνει επαφή με μια εταιρεία στο Μάλμε. Παρέχουν συμβούλους σε θέματα ασφαλείας σε μικρές επιχειρήσεις και ιδιωτικούς χώρους. Μου έχουν δουλειά. Με μισθό σημαντικά μεγαλύτερο απ’ ό,τι παίρνω τώρα, μάλιστα». Ο Βαλάντερ θυμήθηκε άλλη μια φορά πριν από πολλά χρόνια όταν ο Μάρτινσον είχε πάρει απόφαση να παραιτηθεί. Εκείνη τη φορά ο Βαλάντερ κατάφερε να τον μεταπείσει. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Αυτή τη φορά το έβλεπε ξεκάθαρα ότι θα ήταν αδύνατο να πείσει το συνάδελφό του να παραμείνει στο Σώμα. Στο κάτω κάτω, η δική του κατάσταση κάθε άλλο παρά έκανε το μέλλον του στην αστυνομία ελκυστικό. «Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε. «Και νομίζω
ότι καλά τα σκέφτεσαι. Άλλαξε πορεία τώρα, που είσαι ακόμη έος και μπορείς». «Θα μπω στα πενήντα σε λίγα χρόνια», είπε ο Μάρτινσον. «Νέος το λες εσύ αυτό;» «Εγώ είμαι εξήντα», του αντιγύρισε ο Βαλάντερ. «Όταν φτάσεις στα χρόνια μου, τα γεράματα θα είναι μονόδρομος ». Ο Μάρτινσον έμεινε λίγο ακόμα και κουβέντιασαν για τη δουλειά που θα έκανε στο Μάλμε. Ο Βαλάντερ συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσε να του δείξει πως παρά τα φαινόμενα, είχε κάτι να προσμένει στο μέλλον, ότι δεν είχε χάσει όλο του τον ενθουσιασμό. Ο Βαλάντερ τον πήγε μέχρι το αυτοκίνητο. «Είχες καμιά ενημέρωση απ’ τον Μάτσον;» ρώτησε ο Μάρτινσον επιφυλακτικά. «Υπάρχουν τέσσερις πιθανές λύσεις», του είπε ο Βαλάντερ. «Μια “εποικοδομητική επίπληξη”, για παράδειγμα. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό σ’ εμένα, γιατί ολόκληρη η αστυνομία θα γίνει ρεζίλι. Ένας εξηντάρης αστυνομικός να στέκεται μπροστά σ’ έναν αστυνομικό επιθεωρητή σαν σκανταλιάρικο σχολειαρόπαιδο, ο οποίος θα του λέει να διορθωθεί». «Σίγουρα δε σκέφτονται τίποτα τέτοιο, έτσι δεν είναι; Αλλιώς πάει, τρελάθηκαν!» «Θα μπορούσαν να μου δώσουν επίσημη προειδοποίηση», συνέχισε ο Βαλάντερ. «Ή να μου βάλουν πρόστιμο. Η ύστατη λύση είναι να με διώξουν. Εγώ θεωρώ πιθανότερο το πρόστιμο». Έδωσαν τα χέρια όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο. Ο
Μάρτινσον χάθηκε σ’ ένα σύννεφο από χιόνι. Ο Βαλάντερ ξαναμπήκε μέσα, φυλλομέτρησε το ημερολόγιό του και επιβεβαίωσε ότι είχε περάσει ένας μήνας από εκείνο το ατυχές βράδυ που ξέχασε το υπηρεσιακό του περίστροφο. Παρέμεινε σε αναρρωτική άδεια ακόμα και μετά την αφαίρεση του γύψου. Στις 10 Απριλίου, ένας ειδικός ορθοπεδικός στο νοσοκομείο του Ίσταντ ανακάλυψε ότι ένα κόκαλο στο χέρι του Βαλάντερ δεν είχε κολλήσει όπως έπρεπε. Προς στιγμήν ο Βαλάντερ γέμισε φρίκη, καθώς φοβήθηκε ότι θα του ξανάσπαγαν τον καρπό. Ωστόσο ο γιατρός τον καθησύχασε, λέγοντας ότι υπήρχαν και άλλες λύσεις, όμως ήταν σημαντικό ο Βαλάντερ να μη χρησιμοποιε το χέρι του, οπότε δεν μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο ο Βαλάντερ έμεινε στην πόλη. Στο θέατρο του Ίσταντ παιζόταν το θεατρικό ενός σύγχρονου Αμερικανού δραματουργού, και η Λίντα τού είχε δώσει ένα εισιτήριο, καθώς εκείνη είχε κρυολογήσει άσχημα και δεν μπορούσε να πάει. Στην εφηβεία της σκεφτόταν για ένα διάστημα να γίνει ηθοποιός, αλλά αυτή η φιλοδ οξία τής πέρασε γρήγορα. Τώρα η κόρη του ένιωθε ανακούφιση που συνειδητοποίησε από νωρίς ότι δεν είχε αρκετό ταλέντο για ν’ ανέβει στο σανίδι. Ούτε δέκα λεπτά δ εν είχαν περάσει, κι ο Βαλάντερ άρχισε α κοιτάζει το ρολόι του. Το θεατρικό τού προκαλούσε πλήξη. Διάφοροι ηθοποιοί μέτριου ταλέντου περιπλανιόνταν στη σκηνή απαγγέλλοντας ατάκες από διάφορα σημεία – ένα σκαμνί, ένα τραπέζι, ένα παράθυρο. Το θεατρικό πραγματευόταν μια οικογένεια που ήταν υπό διάλυση
εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων, ανεπίλυτων συγκρούσεων, ψεμάτων και εμποδισμένων ονείρων· δεν κατάφερε να του εγείρει το ενδιαφέρον στο ελάχιστο. Όταν επιτέλους έγινε το πρώτο διάλειμμα, ο Βαλάντερ άρπαξε το πανωφόρι του και έφυγε από το θέατρο. Είχε πάει να το δ ει με ενθουσιασμό και τώρα ένιωθε απογοητευμένος. Εκείνος έφταιγε ή μήπως το έργο ήταν πράγματι τόσο βαρετό όσο το έβρισκε αυτός; Είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του στον σιδηροδρομικό σταθμό. Διέσχισε τις γραμμές και ακολούθησε ένα περπατημένο μονοπάτι στην πίσω πλευρά του σταθμού. Ξαφνικά ένιωσε ένα χτύπημα στο σβέρκο του και έπεσε κάτω. Δύο νέοι άντρες, δεκαοχτώ ή δεκαεννιά, στέκονταν από πάνω του. Ο ένας φορούσε πουλόβερ με κουκούλα, ο άλλος δερμάτινο μπουφάν. Αυτός με την κουκούλα κρατούσε μαχαίρι. Κουζινομάχαιρο, παρατήρησε ο Βαλάντερ προτού φάει γροθιά στο πρόσωπο από αυτόν με το δερμάτινο. Το πάνω χείλος του σκίστηκε και άρχισε να ματώνει. Έφαγε και άλλη γροθιά, στο μέτωπο αυτή τη φορά. Ο νεαρός ήταν δυνατός και χτυπούσε με δύναμη, σαν να ήταν οργισμένος. Άρχισε να τραβολογά τα ρούχα του Βαλάντερ, φωνάζοντας ότι θέλει το πορτοφόλι του και το κινητό του. Ο Βαλάντερ σήκωσε το χέρι του για να προστατευτεί. Όλη την ώρα είχε τα μάτια του στο μαχαίρι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο νεαροί φοβούνταν περισσότερο απ’ αυτόν και ότι δε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί για το τρεμάμενο χέρι που κρατούσε το μαχαίρι. greekleech.info Ο Βαλάντερ έβαλε τα δ υνατά του και έριξε κλοτσιά στο παιδί με το μαχαίρι. Δεν τον πέτυχε αλλά άρπαξε το χέρι του και το γύρισε βίαια. Το μαχαίρι πετάχτηκε μακριά.
Ταυτόχρονα ένιωσε ένα δ υνατό χτύπημα στο σβέρκο του και σωριάστηκε ξανά στο έδαφος. Αυτή τη φορά το χτύπημα ήταν τόσο βαρύ, ώστε δεν μπορούσε να σηκωθεί. Κατάφερε α σταθεί στα γόνατα και ένιωσε το κρύο από το βρεγμένο έδαφος στο παντελόνι του. Περίμενε να φάει μαχαιριά από στιγμή σε στιγμή. Αλλά δε συνέβη τίποτα. Όταν σήκωσε το κεφάλι για να δει, οι νεαροί είχαν χαθεί. Μάλαξε το σβέρκο του, που κολλούσε. Σηκώθηκε αργά αργά όρθιος και κατάλαβε ότι του ερχόταν λιποθυμία, οπότε κρατήθηκε από το φράχτη κατά μήκος των γραμμών. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και έπειτα κατευθύνθηκε επιφυλακτικά στο αυτοκίνητό του. Από το σβέρκο του έτρεχε αίμα, αλλά θα το φρόντιζε όταν έφτανε σπίτι. Δεν ένιωθε να έχει σημάδια διάσεισης. Κάθισε στο τιμόνι για λίγη ώρα χωρίς ν’ ανάψει τη μηχανή. πό τον έναν κόσμο στον άλλο, συλλογίστηκε. Τη μια στιγμή κάθομαι σ’ ένα θέατρο και νιώθω ότι δεν ανήκω σ’ αυτό που διαδραματίζεται γύρω μου, οπότε φεύγω, και ξαφνικά ρίσκομαι σε έναν άλλο κόσμο, στον οποίο μπαίνω συχνά ως εξωτερικός παρατηρητής· αυτή τη φορά όμως είμαι εγώ αυτός που βρίσκεται πεσμένος καταγής, τραυματισμένος και σε κίνδυνο. Σκέφτηκε το μαχαίρι. Κάποτε, στην αρχή αρχή της σταδιοδρομίας του, τότε που ήταν ακόμη νέος αξιωματικός στο Μάλμε, ένας τρελός που είχε πάθει αμόκ τον μαχαίρωσε στο πάρκο Πίλνταμ. Δύο εκατοστά πιο αριστερά να είχε μπει το μαχαίρι και θα έβρισκε την καρδιά του. Αν είχε συμβεί αυτό, δε θα είχε ζήσει όλα αυτά τα χρόνια στο Ίσταντ, ούτε θα
έβλεπε την κόρη του να γίνεται γυναίκα. Η ζωή του θα τέλειωνε προτού καλά καλά ξεκινήσει. Ένα πράγμα θυμόταν ότι περνούσε απ’ το μυαλό του τότε: Τη μία ζούμε, την άλλη πεθαίνουμε. Έκανε κρύο στο αυτοκίνητο. Έβαλε μπρος και άναψε το καλοριφέρ. Στο μυαλό του ερχόταν συνεχώς η σκηνή της επίθεσης. Ήταν ακόμη σε κατάσταση σοκ, αλλά ένιωθε και το θυμό να φουντώνει μέσα του. Τινάχτηκε όταν ξαφνικά άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρο· φοβήθηκε ότι οι νεαροί είχαν ξανάρθει. Όμως το πρόσωπο που τον κοίταζε από την άλλη μεριά του παραθύρου ανήκε σε μια ασπρομάλλα ηλικιωμένη κυρία με μπερέ. Άνοιξε την πόρτα λίγο. «Δε γνωρίζετε ότι απαγορεύεται να κρατάτε τη μηχανή αναμμένη τόση ώρα;» του είπε. «Έχω βγάλει το σκύλο μου βόλτα, αλλά σας χρονομέτρησα με το ρολόι μου και ξέρω πόση ώρα την έχετε αναμμένη». Ο Βαλάντερ δεν απάντησε, μόνο κατένευσε και έφυγε. Εκείνη τη νύχτα την πέρασε άυπνος στο κρεβάτι. Η τελευταία φορά που κοίταξε το ρολόι ήταν πέντε τα χαράματα. Την επόμενη μέρα ο Χόκαν φον Ένκε εξαφανίστηκε. Και ο Βαλάντερ δεν ανέφερε ποτέ την επίθεση που δέχτηκε. Δεν το είπε σε κανέναν, ούτε καν στη Λίντα.
ταν πέρασαν δ ύο μέρες με τον φον Ένκε ακόμη άφαντο, ο μέλλων γαμπρός του Βαλάντερ του τηλεφώνησε και του ζήτησε να πάει στη Στοκχόλμη. Ο Βαλάντερ δέχτηκε, αφού
ήταν ακόμη σε αναρρωτική άδεια. Αργότερα έμαθε ότι η Λουίζε είχε ζητήσει τη βοήθειά του. Ο Βαλάντερ ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν ήθελε να μπλέξει στα πόδια της αστυνομίας, αφού με την υπόθεση ασχολούνταν οι συνάδελφοί του στη Στοκχόλμη. Οι αστυνομικοί που μπλέκονταν στις υποθέσεις συναδέλφων και χώνονταν εκεί που δεν τους έσπερναν δ εν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Το βράδυ προτού φύγει για τη Στοκχόλμη, μια από αυτές τις ευχάριστες βραδιές στις αρχές της άνοιξης όταν πια η μέρα μεγαλώνει ορατά, ο Βαλάντερ πήγε επίσκεψη στην κόρη του. Ως συνήθως ο Χανς δεν ήταν σπίτι· πάντα έμενε στη δουλειά ως αργά, απασχολημένος με αυτά που ο Βαλάντερ αποκαλούσε με ελαφριά ειρωνεία «οικονομικές σπέκουλες». Αυτό το σχόλιό του προκάλεσε την πρώτη και μοναδική λογομαχία με τον μέλλοντα γαμπρό του. Ο Χανς διαμαρτυρήθηκε ότι ούτε αυτός ούτε οι συνάδελφοί του ασχολούνταν με τόσο απλοϊκά πράγματα. Αλλά όταν ο Βαλάντερ τον ρώτησε τι ακριβώς έκαναν, είχε την εντύπωση ότι η απάντηση βασικά αφορούσε σπέκουλες σε ξένα χρηματιστήρια, μετοχές, παράγωγα και αντισταθμιστικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου – έννοιες που ο Βαλάντερ άνετα παραδεχόταν ότι δεν καταλάβαινε. Η Λίντα παρενέβη και εξήγησε ότι ο πατέρας της δεν είχε ιδέα γι’ αυτά τα μυστηριώδη και άρα τρομακτικά σύγχρονα οικονομικά θέματα. Σε παλιότερες φάσεις της ζωής του, ο Βαλάντερ θα ενοχλούνταν από τα λόγια της, αλλά αυτή τη φορά παρατήρησε μια ζεστασιά στη φωνή της και έτσι το μόνο που έκανε ήταν ν’ ανοίξει διάπλατα τα χέρια του σαν σημάδι ότι