ta
7
Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204) PAUL MAGDALINO
Το Βυζάντιο στον μεσαιωνικό κόσμο Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το έτος 780 αποτελούσε ένα ασήμαντο εδα φικό κατάλοιπο του παλιού εαυτού της, το οποίο περιοριζόταν στη Μικρά Ασία, στις παράκτιες περιοχές των Βαλκανίων και της Κριμαίας, στα ελληνικά νησιά, στη Σικελία και στο νοτιότατο άκρο της Ιταλικής χερ σονήσου. Από την άποψη της εκκλησιαστικής γεωγραφίας, τα όρια της αυτοκρατορίας συνέπιπταν με αυτά ενός μόνο από τα πέντε αρχαία πατριαρχεία της Εκκλησίας. Τα τρία ανατολικά πατριαρχεία των Ιερο σολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας βρίσκονταν υπό αραβική κατοχή για περισσότερο από έναν αιώνα, μαζί με τα πλούσια εδάφη της Συρίας, της Αιγύπτου, και της Παλαιστίνης, τα οποία από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα είχαν αποτελέσει τον πυρήνα της οικονομίας και του πολι τισμού της αυτοκρατορίας. Οι πολυάριθμες χριστιανικές κοινότητες που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία των πατριαρχείων της Ανατολής είχαν συρρικνωθεί καθώς μέρος του ποιμνίου είχε ενταχθεί στους κόλπους του Ισλάμ και απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από την Κωνσταντι νούπολη, καθώς η αραβική γλώσσα αντικατέστησε την ελληνική στη διοίκηση και στην πνευματική παραγωγή. Σ τη Δύση, αρκετά από τα ευρωπαϊκά αυτοκρατορικά εδάφη —η Σικελία και εκείνα τα τμήματα της ηπειρωτικής Ιταλίας και Ελλάδας που παρέμεναν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο— βρίσκονταν από παλιά στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου της Ρώμης, αλλά χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων ήταν ότι οι εκκλησιαστικές αρμοδιότητες άρχισαν τώρα να ευθυγραμμίζονται με την πολιτική πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο τμήμα της λατινόφωνης χριστιανοσύνης είχε τεθεί ήδη από καιρό εκτός αυτοκρατορικού ελέγχου’ από τα μέσα του 8ου αιώνα, η ίδια η Ρώμη και τα εδάφη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην κεντρική Ιταλία έπαψαν ουσιαστικά να ανήκουν στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Η αντίθεση του πάπα στην εικονομαχία, αλλά πολύ περισσότερο η αδυναμία των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου να προστατεύσουν τον παπισμό από τις αθέμιτες υπερβά
I I
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)
σεις του πρόσφατα επιθετικού λομβαρδικού βασιλείου είχαν ως αποτέ λεσμα να στραφούν οι πάπες προς τους νέους καρολίγγειους άρχοντες των Φράγκων, τον ΓΤιπίνο και τον γιο του, Καρλομάγνο, και να τους καλέσουν να παρέμβουν στην Ιταλία. Ο παπισμός ήταν θεωρητικά αντί θετος στην αντικατάσταση της μιας αυτοκρατορίας από την άλλη, και εκείνη την περίοδο η Ρωμαϊκή Εκκλησία χρησιμοποίησε το εφεύρημα της λεγάμενης Κωνσταντίνειας Δωρεάς για να υποστηρίξει ότι με την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως ο Κωνσταντίνος είχε εκχωρήσει την αυτοκρατορική ευθύνη της Ιταλίας στον πάπα. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν να αναλάβει ο Καρλομάγνος όχι μόνο το βασίλειο των Λομβαρδών στην Ιταλία, αλλά και τον ρόλο του αυτοκράτορα προστάτη της Εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του Λέοντος Δ ', η χήρα του, Ειρήνη, που ανέλαβε την εξουσία στο πλευρό του νεαρού γιου τους, Κωνσταντίνου, προσπάθησε να θέσει τέλος στην αυξανόμενη απομόνωση της αυτοκρατορίας από τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Άρχισε εκ νέου τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες είχαν διακοπεί ξαφνικά μετά τον θάνατο του Πιπίνου το 768, για μια επιγαμία με τους Καρολίδες, και τις προετοιμασίες για τον γάμο του Κωνσταντίνου με την κόρη του Καρλομάγνου, Ροτρούδη. Με περισσό τερη προσοχή, έθεσε τέλος στην επίσημη εικονομαχική πολιτική της βυζαντινής Εκκλησίας και μετά τον θάνατο του πατριάρχη Παύλου το 784 εξασφάλισε τη διαδοχή στον πατριαρχικό θρόνο του Ταρασίου, ενός ανθρώπου ο οποίος ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί της για να συ γκληθεί μια Οικουμενική Σύνοδος με σκοπό την αναστήλωση των εικό νων και την ενότητα της Εκκλησίας. Μετά από μια άκαρπη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη το 786, η σύνοδος ολοκλήρωσε τις εργασίες της στη Νίκαια το επόμενο έτος. Ήδη όμως ο Καρλομάγνος είχε ανακαλέσει τον αρραβώνα της κόρης του και ήρθε σε σύγκρουση με τα βυζαντινά συμφέροντα στη Νότια Ιταλία και στην Αδριατική. Το 788 οι Φράγκοι νίκησαν το βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα που είχε σταλεί για να αποκαταστήσει στην εξουσία τον Λομβαρδό βασιλιά Αδέλχη. Τπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι παράξενο που ο Καρλομάγνος αρνήθηκε να αναγνω ρίσει τη Σύνοδο της Νίκαιας, αφού κανείς δεν είχε ζητήσει τη γνώμη του γ ι’ αυτήν, ενώ από τα πρακτικά της συνόδου είχε αφαιρεθεί κάθε ανα φορά στο όνομά του. Εάν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήλπιζαν ότι θα δημιουργούσαν ρήξη ανάμεσα στον Καρλομάγνο και στον πάπα, επρόκειτο να απογοητευθούν η σχέση τους παρέμεινε στενή και κορυφώθηκε με το περίφημο γεγονός της ημέρας των Χριστουγέννων του έτους 800, όταν ο πάπας Λέων Τ ' έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα. Ποιος πήρε την πρωτοβουλία γ ι’ αυτό το βήμα και ποιος έκανε χάρη σε ποιον είναι ερωτήματα που συνε-
2 33
Ii
I ; 234
i
PAUL MAGDALINO
χίζουν να παραμένουν αναπάντητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι το Βυζάντιο προσβλήθηκε έντονα, ή ότι, ακόμη και χωρίς την τυπικότητα του τίτλου, ο Κάρολος είχε αυτοκρατορική αίγλη εξαιτίας των κατορθω μάτων του που ισοδυναμούσαν και ξεπερνούσαν τα αντίστοιχα οποιοσδή ποτε σύγχρονου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Καρλομάγνος προήδρευσε της δικής του μεταρρυθμιστικής Εκκλησιαστικής συνόδου το 794. Στο μεγάλο συνονθύλευμα των γερμανικών βασιλείων που αποτελούσαν την κληρονομιά της δυναστείας του, προσέθεσε και άλλα μετά από συνεχείς πολεμικές επιτυχίες. Σχεδόν τερμάτισε την πολιτική ύπαρξη δύο λαών που είχαν προκαλέσει μεγάλα δεινά στην αυτοκρατορία: των Λομβαρδών, προσαρτώντας το ιταλικό βασίλειό τους το 774, και των Αβάρων, εισβάλ λοντας στο βασίλειό τους στον μέσο Δούναβη το 791 και υποτάσσοντάς το ολοκληρωτικά το 795-796. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε στους Φράγκους τους εκπληκτικούς θησαυρούς που οι Άβαροι αυτοί είχαν συγκε ντρώσει από λεηλασίες ή από φόρους υποτελείας που κατά κύριο λόγο εισέπρατταν από το Βυζάντιο. Αντάλλαξε διπλωματικές αποστολές με τον χαλίφη των Αββασιδών Χαρούν αλ-Ρασίντ, ο οποίος τον αναγνώρισε ως προστάτη της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, αφού ο Καρλομάγνος είχε κάνει εντυπωσιακές δωρεές στην εκκλησία των Ιερο σολύμων σε μια περίοδο που η βυζαντινή κυβέρνηση αδυνατούσε να προ σφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Η Αυτοκρατορία των Καρολιδών δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το χαλιφάτο των Αββασιδών σε υλικό ή πνευματικό επίπεδο, ούτε σε σχέση με το μέγεθος της απειλής που συνιστούσε για το Βυζάντιο. Η κυριαρχία των Αββασιδών εκτεινόταν από την Τυνησία μέχρι την Κ ε ντρική Ασία, περιλάμβανε όλα τα αρχαία κέντρα πολιτισμού στην Εγγύς Ανατολή και κυριαρχούσε στους κύριους εμπορικούς οδικούς άξονες που ένωναν τη Μεσόγειο με την Άπω Ανατολή. Το χαλιφάτο ήταν ένα από τα πιο γραφειοκρατικά και αστικά κράτη σε ολόκληρο τον κόσμο. Ε ίχε κοινά σύνορα με το Βυζάντιο σε μεγάλη έκταση, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, και την θρησκεία του Μωάμεθ που αποτελούσε σο βαρή πρόκληση για τον ορθόδοξο χριστιανισμό καθώς πρέσβευε έναν εναλλακτικό μονοθεϊσμό που είχε ως έναν από τους βασικότερους στό χους του την κατάκτηση και τον προσηλυτισμό του χριστιανικού κόσμου, διακηρύττοντας τον ιερό πόλεμο (jihad), τον αγώνα εναντίον των απί στων ως μέσο πνευματικής σωτηρίας. Οι Αββασίδες, με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη και σαφή πολιτικό προσανατολισμό προς το Ιράν, δεν έδιναν στην κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως την ίδια προτεραιότητα που είχαν δώσει οι Ομμεϋάδες προκάτοχοί τους, ωστόσο προωθούσαν τον ιερό πόλεμο με όλο και πιο δυναμικό τρόπο, είτε ηγούμενοι εκστρατειών είτε αναθέτοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις στους εμίρηδες της Συρίας
_\()
Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (780-1204)
και της Βόρειας Αφρικής. Αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη πίεση από ενιαύσιες επιδρομές στη Μικρά Ασία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας είχε μεταβληθεί σε ζώνη πολέμου, ενώ στο θαλάσσιο μέτωπο τα νησιά της Μεσογείου, που ήταν όλα χριστιανικά στις αρχές του 9ου αιώνα, αντιμετώπιζαν όλο και πιο πιεστικές επιθέσεις·. Έ τσ ι το 827, οι Αγλαβίδες Άραβες της Τυνησίας (al-Ifriqqiya) άρχισαν τη μακρόχρονη κατάκτηση της Σικελίας, ενώ μια ομάδα πολιτικών εξόριστων από τη μουσουλμανική Ισπανία εισέβαλε επιτυχώς στην Κρήτη. Το Βυζάντιο έχασε έτσι τις δύο κύριες νησιωτικές κτήσεις του στην κεντρική και στη Δυτική Μεσόγειο, με ολέθριες συνέπειες για την ασφάλεια της Ιταλίας, της Ελλάδας και όλων των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της Αδριατικής. Η απειλή από την Αυτοκρατορία των Καρολιδών δεν ήταν σε καμία περίπτωση της ίδιας κλίμακας. Υπάρχουν, ωστόσο, παραλληλισμοί στον τρόπο με τον οποίο τόσο οι Αββασίδες όσο και οι Καρολίδες αμφισβή-, τησαν τα δικαιώματα του Βυζαντίου στην κληρονομιά της ελληνορωμαϊ κής αρχαιότητας. Και οι δύο δυνάμεις οικειοποιήθηκαν περιοχές που αποτελούσαν τον πυρήνα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, αλλά τις εξούσια ζαν από κέντρα που βρίσκονταν μακριά από τη Μεσόγειο και με πολι τιστικές παραδόσεις που δεν ταυτίζονταν με αυτές της Ρώμης. Και οι δύο επίσης οικειοποιήθηκαν μεγάλο μέρος του αρχαίου πολιτισμού, ώστε οι προπαγανδιστές τους να μπορούν να διατείνονται ότι η σοφία των αρ χαίων, αλλά και ή παγκόσμια κυριαρχία, είχαν εγκαταλείψει τους Έ λλη νες και είχαν βρει καινούργια πατρίδα. Η αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ Χαρούν αλ-Ρασίντ και Καρλομάγνου είχε λοιπόν ιδιαίτερη βαρύτητα για το Βυζάντιο, καθώς υποδείκνυε ότι η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρα τορίας στην Κωνσταντινούπολη δεν μονοπωλούσε πια το ενδιαφέρον των άλλων μεγάλων δυνάμεων του ύστερου ρωμαϊκού κόσμου, αλλά με γοργό ρυθμό γινόταν η μικρότερη και πιο αδύναμη. Ένας παρατηρητής της διεθνούς κατάστασης κατά το έτος 800 θα είχε εύκολα καταλήξει στο συμπέρασμα ακόμα και ότι εάν το τέλος του ρωμαϊκού κόσμου δεν ήταν άμεσο, το μέλλον του, τουλάχιστον όσον αφορά το δυτικό τμήμα του, ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με τη Λατινική Ευρώπη και το Ισλάμ. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Χαρούν αλ-Ρασίντ όσο και ο Καρλομάγνος έγιναν ήρωες στα λογοτεχνικά έργα και τους θρύλους, ενώ κανένας σύγχρονος Βυζαντι νός ηγεμόνας δεν φημίστηκε για το μεγαλείο του, με εξαίρεση ίσως την αυτοκράτειρα Ειρήνη που δοξάστηκε από τους εικονολάτρες μετά την αναστήλωση των εικόνων. Π ερί το έτος 800, η αυτοκρατορία δοκιμαζόταν από ταπεινωτικές στρατιωτικές ήττες, σφετερισμούς και σύντομες πε ριόδους βασιλείας αυτοκρατόρων που όλοι, εκτός από την Ειρήνη, είχαν κακές σχέσεις με την Εκκλησία. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί τόσο
I I
235
236
Ένα από τα πολλά λίθινα οροθέσια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας τον Συμεών (904) στα σύνορα Βυζαντίου και Βουλγαρίας. Το εικονιζόμενο βρέθηκε περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης.
I
PAUL MAGDALINO
πολύ κατά το έτος 813, ώστε μια σημαίνουσα ομάδα πολιτικής πίεσης στην Κωνσταντινούπολη και στους κόλπους του στρατού έπεισε τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε ' ότι η λύση βρισκόταν στην επαναφορά της εικονομαχίας που φαινομενικά είχε εξασφαλίσει στον Λέοντα Γ ' και στον Κωνσταντίνο Ε ' μακρόχρονες βασιλείες, σίγουρη δυναστική διαδοχή και στρατιωτική επιτυχία, κυρίως εναντίον των Βουλγάρων. Η δυσπραγία της αυτοκρατορίας δεν οφειλόταν μόνο στους περιορι σμούς που τις επέβαλαν οι υπερδυνάμεις στ’ ανατολικά και στα δυτικά της, αλλά και στις πιέσεις, ιδιαίτερα έντονες μάλιστα, που δεχόταν από τη μέτριου μεγέθους δύναμη στον βορρά, με την οποία έπρεπε να μοι ραστεί την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάκαμψη της αυτοκρατορίας ήταν η παρουσία στα νότια του Δού ναβη του βουλγαρικού χαγανάτου με πρωτεύουσα την Πλίσκα και νότια σύνορα στην κοιλάδα του Έβρου/Μαρίτσας, σε απόσταση τριών μόλις ημερών οδοιπορίας από την Κωνσταντινούπολη. Εκμεταλλευόμενο τα εσωτερικά προβλήματα της αυτοκρατορίας και τους πολέμους εναντίον των Αράβων, το βουλγαρικό κράτος είχε ήδη καταφέρει, κατά το 780, να επιζήσει σε στενή γειτνίαση με το Βυζάντιο για σχεδόν έναν αιώνα, και αυτό το κατόρθωμα του είχε προσδώσει τον χαρακτήρα μιας ανθεκτικής πολιτικής οντότητας. Η τουρκικής καταγωγής άρχουσα τάξη του συνδύα ζε τη στρατιωτική αγριότητα των λαών της στέπας με τη γεωργική επινοητικότητα των Σλάβων αγροτών τους οποίους εξούσιαζαν και τις δεξιοτεχνίες του πολιτισμού που είχαν αποκτήσει από Έλληνες εμπόρους, αιχμαλώτους και αποστάτες. Οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Ε ', Ειρήνη και Νικηφόρος Λ' προσπάθησαν και κατάφεραν σε ικανοποιητικό βαθμό να αυξήσουν την έκταση του αυτοκρατορικού ελέγχου στην παραμεθό ρια περιοχή της Θράκης, με οχυρώ σεις και μεταφορές πληθυσμού, αλλά το έργο τους έμεινε ημιτελές όταν ο Νικηφόρος Α' και ο στρατός του πα γιδεύτηκαν από τον Βούλγαρο χαγάνο Κρούμο σε μια κοιλάδα κοντά στη Σερδική (σημερινή Σόφια) το 811 — ο Νικηφόρος ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας μετά τον Βάλη (378) που πέθανε σε μάχη εναντίον ξένου εχθρού. Ο Κρούμος μετά τη νίκη του εξακολού θησε να τρομοκρατεί τη Θράκη και να απειλεί την Κωνσταντινούπολη. Ο α-
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)
237
Σ τα τέλη του 9ον αιώνα, ο Συμεών της Βουλγαρίας μετέφερε την έδρα τον στην Πρεσθλάβα, την οποία διακόσμησε με πολλά κτήρια, ανάμεσα τους και εκκλησίες. Η Ροτόντα, που βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης, δεν έχει αντίστοιχη της στη βυζαντινή αρχιτεκτονική της εποχής.
ναπάντεχος θάνατός του από αποπληξία ανακούφισε προσωρινά τους Βυ ζαντινούς, αλλά η τριακονταετής συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε το 816 επανέφερε τη συνοριακή γραμμή μεταξύ των κρατών στο σημείο που βρισκόταν στα μέσα του 8ου αιώνα, δίδοντας την ευκαιρία στους διαδό χους του Κρούμου να εκμεταλλευτούν την ειρήνη με το Βυζάντιο για να επεκταθούν βορειοδυτικά μέχρι τον Δούναβη και νοτιοδυτικά προς την Αδριατική. Ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας ήταν αναπόφευκτος. Το γεγονός ότι ο χαγάνος Βόρης (852-889, 893), που βαφτίστηκε με το όνομα Μιχαήλ περί το 865, ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία στη βυζαντινή της μορφή έχει ερμηνευθεί ως θρίαμβος της βυζαντινής διπλωματίας. Α μφι σβητείται, ωστόσο, κατά πόσο το Βυζάντιο θα είχε αναλάβει τον εκχρι-
Ο Ιωάννης Τζιμισκής επιστρέφει θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τον αντοκράτορα προηγείται μια εικόνα της Θεοτόκον, που μεταφέρεται πάνω σε άρμα. Μικρογραφία της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκνλίτζη, που ιστορήθηκε στη Νότια Ιταλία στα τέλη του 12ου αιώνα.
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)
στιανισμό της Βουλγαρίας εάν αυτός δεν περιλαμβανόταν στα σχέδια της φραγκικής Εκκλησίας και του παπισμού, ή εάν το Βυζάντιο ωφελήθηκε από αυτή την ενέργεια όσο ωφελήθηκε η Βουλγαρία. Παρά τα επιχειρή ματα που πρόβαλε στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη Κωνσταντι νουπόλεως για να τους πείσει ότι συμβαίνει το αντίθετο, ο νεοφώτιστος βασιλιάς χρησιμοποίησε τον χριστιανισμό για να προσδιορίσει τη δια φορετική ταυτότητα του βασιλείου του, τόσο πολιτιστικά μέσω της α νάπτυξης μιας σλαβονικής θρησκευτικής λογοτεχνίας όσο και εδαφικά μέσω της ίδρυσης νέων επισκοπών υπό τη δικαιοδοσία μιας ημιαυτόνο μης αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας. Οι νέες επισκοπές ήταν πολυάριθμες στις παραμεθόριες περιοχές, και έτσι χρησιμέυσαν να καθοριστεί η δι χοτόμηση της Βαλκανικής χερσονήσου προς όφελος της Βουλγαρίας, ό πως προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο το όνομα Βουλγαρία κατέληξε να χρησιμοποιείται για να περιγράφει μια μεγάλη έκταση γης που εκτει νόταν από τη σημερινή κεντρική Αλβανία μέχρι την ενδοχώρα της Κων σταντινουπόλεως. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε για το Βυζάντιο ούτε και όταν τον νεοφώτιστο βασιλιά διαδέχθηκε ο γιος του, ο οποίος προ οριζόταν για το μοναστικό σχήμα και είχε σπουδάσει στην Κωνσταντι νούπολη. Ίσως και εξαιτίας της ανατροφής του, ότι ο Συμεών φάνηκε αποφασισμένος να αποδείξει σε εκείνους τους υπηκόους του που νοσταλ γούσαν την ειδωλολατρία ότι δεν ήτα,ν ένα ανδρείκελο των Βυζαντινών με ράσα. Το γεγονός ότι είχε γνωρίσει το Βυζάντιο από κοντά του είχε δημιουργήσει την επιθυμία να καταλάβει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ή έστω να ηγηθεί μιας άλλης παρόμοιας αυτοκρατορίας. Παρότι είχε δεσμευτεί να συνυπάρχει ειρηνικά με το Βυζάντιο, για περισσότερο από το μισό της τριαντατριάχρονης βασιλείας του πολέμησε τους ηγε μόνες του Βυζαντίου, επειδή θεωρούσε ότι του στέρησαν δόλια τα νόμιμα δικαιώματα στον θρόνο. Από το 913, όταν ο πατριάρχης Νικόλαος Μυ στικός προσπάθησε να τον κατευνάσει τελώντας κάποιο είδος στέψης εκτός των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, ο Συμεών ανέμενε αφενός να αναγνωρισθεί ως αυτοκράτωρ (βασιλεύς στα ελληνικά, tsar στα σλαβονικά) και αφετέρου να συγγενέψει με τον νεαρό Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' δίνοντάς του ως γυναίκα την κόρη του. Τελικά, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την ύστατη φιλοδοξία του, αλλά κυνηγώντας την ανταγωνίστηκε επάξια το Βυζάντιο στη διπλωματία και το νίκησε επανειλημμένα στο πεδίο της μάχης. Και παράλληλα δεν κατέστρεψε τη χώρα του: είναι φανερό ότι ο γιος του, Πέτρος, κληρονόμησε ένα βασίλειο που είχε συνοχή και στρατιωτική δύναμη, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο στην Ευρώπη του 10ου αιώνα. Ως τίμημα της συνθήκης ειρήνης με τον Πέτρο, μετά τον θάνατο του Συμεών, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α' ήταν διατεθειμένος να του δώσει ως σύζυγο την εγγονή του, να τον α-
Γ
240
PAUL MAGDALINO
/ ναγνωρίσει ως β α σ ιλ έα , να του πληρώνει ενιαύσιο φόρο υποτελείας και να χορηγήσει στη βουλγαρική Εκκλησία την πατριαρχική υπόσταση. Η συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε το 927 διήρκεσε 40 χρόνια, και στο τέλος αυτής της περιόδου, έναν αιώνα μετά τη βάπτιση του ΒόρηΜιχαήλ, η Βουλγαρία είχε αρχίσει να αποτελεί ένα μόνιμο μόρφωμα ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης, τουλάχιστον όσο και οποιοδήποτε από τα φραγκικά βασίλεια που είχαν απομείνει από την αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Ωστόσο, το Βυζάντιο ήταν απόλυτα αντίθετο στη συμ βίωση. Μετά την ανατροπή του Ρωμανού Α' το 944, ο Κωνσταντίνος Ζ' κατήγγειλε ως αντικανονικό τον γάμο του Πέτρου με τη Μαρία Λεκαπηνή. Η άποψη που καταγράφεται για τη Βουλγαρία στην πραγματεία του Κωνσταντίνου με θέμα την εξωτερική πολιτική, με τίτλο D e ad m in istran do im perio, εναρμονίζεται πλήρως με την άποψη την οποία είχε εκφράσει περίπου 50 χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, Λέων Σ Τ ', σε μια γενική επισκόπιση της πολεμικής τακτικής εναντίον των εχθρών της αυτοκρα τορίας: κατά δηκτικό τρόπο, το βουλγαρικό βασίλειο δεν συμπεριλαμβάνεται στον χάρτη παρά μόνο ως μαύρη τρύπα στο κέντρο του δικτύου των σχέσεων της αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη, οι Βούλγαροι δεν αναφέρονται ούτε ως χριστιανοί σύμμαχοι ούτε ως βάρβαροι εχθροί, αλλά κατατάσσονται ανεπιφύλακτα μαζί με τα άλλα βαρβαρικά έθνη στον βορρά της αυτοκρατορίας και αναγνωρίζονται ως στόχος για επιθέσεις της. Πράγματι, οι Βυζαντινοί ηγεμόνες του 10ου αιώνα δεν δίσταζαν να στρέψουν έθνη ειδωλολατρών εναντίον της χριστιανικής Βουλγαρίας. Οι Μαγυάροι και οι Πετσενέγγοι χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του Συμεών, ενώ το 967 ο Νικηφόρος Β ', αφού αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συνθήκη ειρήνης με τον Πέτρο, ενέπλεξε στον πόλεμο με τη Βουλγαρία τους Ρώ σους υπό την ηγεσία του Σβιατοσλάβου του Κιέβου. Ο Σβιατοσλάβος υπερέβη κατά πολύ τα όρια της αποστολής του, καταλαμβάνοντας τη Βουλγαρία και υποβιβάζοντάς την, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βόρη, γιου του Πέτρου, σ’ ένα προτεκτοράτο της τεράστιας Ανατολικής Ευρωπαϊκής Αυτοκρατορίας την οποία σχεδίαζε να κυβερνά από τον Δούναβη. Ωστόσο, αυτή η κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Ρώσους έδωσε στον διάδοχο του Νικηφόρου, Ιωάννη Α' Τ ζιμισκή, την ευκαιρία να εντάξει τη διάλυση του βουλγαρικού βασιλείου στη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον του Σβιατοσλάβου το 971. Η τελετή κατά την οποία αφαιρέθηκαν από τον Βόρη τα βασιλικά διάσημα αποτέλεσε τμήμα του θριάμ βου που γιόρτασε ο Τζιμισκής κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντι νούπολη. Η βουλγαρική πρωτεύουσα, Πλίσκα, αποτέλεσε την έδρα βυ ζαντινού στρατιωτικού διοικητή. Όμως η κατάληψη της πρωτεύουσας της Βουλγαρίας άφησε άθικτο το μεγαλύτερο τμήμα του κράτους, ιδιαίτερα το δυτικό. Κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων που ξέσπασαν μετά τον
4LIN0
Ιτ^ν
π
Η αυτοκρατορία στα μέσα τον 11ον αιώνα
θεοδοσία
*ΚΑΖΟΥ
(Κόφα)
Χερςωνος Χερσών
I
nnu^>
Νικόπαλις
Πλίσκα „ ( #
ΠΑΡΙ ΣΤΡΙ ΟΥ
TS & & |
%
Ασπάλαθος
°
&
„
Α γ χ ία λ ο ο ^ ,^
^
Ρ»
/»
“ Ρ^ 4
πέ ο . , % \ ν ^ ο ύ ^ Α δριανούπο^§ § ° fy /T o fi'
:
°»ο
^
° ΚΟΛΩΝΕΙΑΣ
-ί
\
^
ΙΤΑΛΙΑΣ Λάρι°
Κ έρ κ υ ρ α
ΚΑΤΕΠΆΝΙΚΙΟΝI
Ν ικό π ο λίς °
V
^ανα
Ζάκυνθος
- W Κ όρ,νθος°
^Ταυρομένιον
^ '^
υός
^ * έ ^ ΣμύΡνΠ ^
Χ ίο ς
Κ εφ α λ λ η ν ία
ΜΕΛΙΤΗΝΗ
/ * * * £ & .οΠεΡΙ Τ ς
X| 0ν
^Π τος
Σ ε λ ε ύ κ εια Q J Αντιόχεια -y i
ΚΙΒΥΡΡΑΙ
Γ
° αλέπ[
Αττάλεια
ν
ά
* Κ ύπρος
Συρακούσαι
§ ° Ν Δο& ιμ) ό ο Μ σ ψ ο υ εσ ίία
5· °
Σ ά μ ο ς - ρ ’Ε<ίεσος am ov
Μαρτυρόπολις
Αραβισσός ο r Αδατά ° Jj Ψ . Γερμανικεία ° \ . Α νά ζα ρ β ο ς\\* ί- \
Αμόριον
S
Τρίπολη κατακτήσεις
0 Μπαάλμπεκ
οΒηρυτός
ΙΩΑΝΝΗ ΤΖΙΜΙΣΚΗ αβυδου Έτσι σημειώνονται τα θέματα
---------- Έκταση της αυτοκρατορίας γύρ ω στο 1025 ............. Κτήσεις μετά το 1025 Εδάφη με υψόμετρο άνω τω ν 1000 μ.
Μανζικέρτ, 0
ΜΕΣΟΠΟ Ο Τ.ΑΜΙΑΣ
Α Τ
ΧΑΡΣ
* ir a ι ο
ΕΛΛ Α Δ Ο Σ
£
^ Τ ε φ ρ ικ η
ώ θ ί-Λ“.εΡ01',ικια ° ° ^ Δ ιδ μ μ ο τ ειχ ο ν Νικομήδε
οΜ ελένικο
Ιπος ο Π ρ ό σ α κ ο ς^ θρακης rvfio-.'.f> r- Θ ά σο ς - - ο .* * .: Νίκαια ο *ο Θεσσαλονίκη Αβυδβ^ 0Α 0 Δορι ο Βέρροια , V >° ° Φ 1* ι a * p f i L ^ Λ ήμνος ?■ ο Αδραμυττ,ον
Βάρις ° ίά ρ α ντα ς ο
Λ 1, οθεοδοσιούπολις
Κολώνεια
:: _ , ° p W Βερόη Δ ε β ε λ τ ο ^ ^ Σερδικη μ α κ ε δ coni ax
[
Ροσσάνο ο
§
ιστρα
Ά
i
ΟΑαμασκός
975 0οΤιβεριάς Καισάρεια οΝ αζρρέτ
Ιεροσόλυμα ο
Τιβιον (Ντβιν)
Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Τ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)
I
θάνατο του Τ ζιμισκή το 976, οι Βούλγαροι ευγενείς ανασυντάχθηκαν υπό την ηγεσία των γιων ενός Αρμένιου αξιωματούχου, ένας από τους οποίους, ο Σαμουήλ, αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας ενός αναγεννημένου βουλγαρι κού βασιλείου με κέντρο αρχικά την Πρέσπα και στη συνέχεια την Α χρί δα. Ο Βασίλειος Β ' (976-1025) αναγκάστηκε να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του για να καταστρέψει τη δυναστεία του Σαμουήλ. Η κατάκτηση της Βουλγαρίας πρόσφερε αρκετά νέα εδάφη στην αυ τοκρατορία, απομάκρυνε μια σοβαρή απειλή από την ενδοχώρα της Κων σταντινουπόλεως και αποκατέστησε τις χερσαίες επικοινωνίες ανάμεσα στο Αιγαίο και την Αδριατική. Οι βαλκανικοί πόλεμοι του Ιωάννη Α' και του Βασιλείου Β ' μετέτρεψαν την αυτοκρατορία σε μια υπερδύναμη σε δύο ηπείρους. Αυτοί οι πόλεμοι, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι και η έκβασή τους δεν θα ήταν νικηφόρα εάν η αυτοκρατορία δεν είχε, εν τω μεταξύ, βελτιώσει τη θέση της σε άλλα μέτωπα, ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου τα σύνορα με το Ισλάμ προωθήθηκαν κατά την περίοδο από το 931 μέχρι το 968. Αυτό ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της αυξημένης αποτελεσματικότητας του βυζαντινού στρατού, οφειλόταν όμως και στην πολιτι κή παρακμή των ισχυρών γειτόνων της αυτοκρατορίας. Ενώ στο Βυζά ντιο του έτους 1000 μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ακόμη το Βυζάντιο του έτους 800, με τη διαφορά ότι αυτό ήταν τώρα μεγαλύτερο και ισχυ ρότερο, οι αυτοκρατορίες του Χαρούν αλ-Ρασίντ και του Καρλομάγνου είχαν υποστεί αλλαγές προς το χειρότερο. Τόσο το χαλιφάτο των Αββασιδών όσο και η Αυτοκρατορία των Καρολιδών είχαν κατακερματιστεί σε μικρότερα κρατίδια και οι δυναστείες που τα είχαν δημιουργήσει είχαν χάσει την πραγματική εξουσία. Το Ισλάμ είχε διαμελιστεί από θρησκευτικές διαμάχες, που όλες είχαν εκφραστεί σε πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα στους σουνίτες και σε διάφορες ομάδες σιϊτών, από τοπικά κινήματα στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Ιράκ και στο Ιράν, και από έντονες μη αραβικές πολιτιστικές παραδόσεις, κυρίως στο Ιράν και ανά μεσα στους Τούρκους, οι οποίοι εξαιτίας του ρόλου που έπαιζαν στον στρατό του χαλίφη έκαναν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους στην καρδιά του χαλιφάτου. Έ τσ ι, αντί για έναν ιερό πόλεμο (jihad) που υποστηριζόταν με χρήματα και στρατιώτες από όλο τον ισλαμικό κόσμο, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε τώρα στ’ ανατολικά του σύνορα ανεξάρτητα τοπικά εμιράτα — όπως το εμιράτο των Χαμδανιδών στο Χ α λέπ ι— τα οποία όσο πολεμοχαρή κι αν ήταν δεν μπορούσαν να υπερνικήσουν το σύνολο των δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Σ τη Δύση, η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου είχε καταρρεύσει από τις απαιτήσεις των πολλών κληρο νόμων, από τις καταστροφικές συνέπειες των επιδρομών των Βίκινγκς, των Μαγυάρων και των Σαρακηνών, καθώς και από τον βίαιο ανταγω νισμό μεταξύ των μελών της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Μόνο στην
243
PAUL MAGDALINO
ανατολική Φραγκία η φραγκική μοναρχία κατόρθωσε υπό την ηγεσία μιας νέας δυναστείας και ύστερα από επιτυχείς πολέμους εναντίον των ειδωλολατρών Σλάβων και Μαγυάρων, να αποτελέσει, μετά την αυτοκρατορική στέψη του Όθωνος Α' το 962 μια νέα πρόκληση για τους Βυζαντινούς στην Ιταλία. Ωστόσο, αυτή η πρόκληση αποσκοπούσε σε γαμικό συναλλάγιο και εξομαλύνθηκε το 972, όταν ο Όθων Β ' νυμφεύθηκε τη Θεοφανώ, συγγενή του Ιωάννη Α'. Ο γιος του Όθωνος και της Θεοφανούς, Έλληνας κατά το ήμισυ, αξίωσε τον σεβασμό που άρμοζε σ έναν δυτικό αυτοκράτορα με αισθητική και ύφος που παρέπεμπε εμφανώς στην αυτοκρατορική αυλή του ομολόγου του στην Ανατολή, Βασιλείου Β ', την ανιψιά του οποίου ετοιμαζόταν να παντρευτεί πριν τον πρόωρο θάνατό του το 1002. Η συντριπτική ήττα του Όθωνος Β' από δυνάμεις Σαρακηνών στην Καλαβρία το 982 επιβεβαίωσε αυτό που ήταν ήδη σαφές από το 870, ότι δηλαδή το Βυζάντιο ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στη μουσουλμανική επιθετικότητα στην κεντρική και νότια Ιταλία. Η ανακατάληψη της Κρήτης το 961 έκανε εφικτή την ανάκτηση της Σικελίας. Οι πάπες, οι δημοκρατίες Αμάλφη, Νεάπολη, Γαέτα και Βενετία, οι Λομβαρδοί πρίγκιπες του Βενεβέντου και της Καπύης, και οι αυτοκράτορες της δυναστείας του Όθωνος όφειλαν να παραδεχτούν ότι η ενισχυμένη βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία και οι καλές σχέσεις με την αυτοκρατορία ήταν μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Το Βυζάντιο του 10ου αιώνα απολάμβανε τα οφέλη των αντοχών που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του αγώνα του για επιβίωση τον 7ο και τον 8ο αιώνα, ως υπόδειγμα συνοχής και σταθερότητας σε σύγκριση με τους γίγαντες που το είχαν επισκιάσει το 800. Εδαφικά ήταν περισσότερο συμπαγές απ’ ό,τι το κράτος των Καρολιδών ή των Αββασιδών, και σε αντίθεση με αυτά δεν ήταν ένα δυναστικό κράτος, δεν αποτελούσε δηλαδή το δημιούργημα μιας δυναστείας και η ταυτότητα ή η επιβίωσή του δεν ήταν εξαρτημένες από τη συνέχεια ή την αντικατάσταση αυτής της δυ ναστείας. Σ ε αντίθεση με τις περισσότερες μεσαιωνικές αυτοκρατορίες, το Βυζάντιο δεν διατηρούσε τη συνοχή του με επιθετικούς πολέμους που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας σε νέες εδαφικές κατακτήσεις και λάφυρα. Το Βυζάντιο διέθετε τη θρησκευτική ενότητα η οποία έλειπε από το χαλιφάτο" η εικονομαχική διαμάχη, που έλαβε τέλος με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843, είχε σφυ ρηλατήσει έναν στέρεο δεσμό ανάμεσα στην ορθοδοξία και στην πολιτική ταυτότητα. Παράλληλα, το Βυζάντιο είχε τη διοικητική διάρθρωση (γρα φειοκρατικό μηχανισμό, τακτικό στρατό, εκτενές φορολογικό σύστημα) η οποία έλειπε από το βασίλειο των Καρολιδών. Η αυτοκρατορική της πρωτεύουσα και η ιερή της πόλη ταυτίζονταν, γεγονός που δεν ίσχυε ούτε στον λατινόφωνο χριστιανικό κόσμο ούτε στο Ισλάμ. Η πρωτεύουσα των
-UNO
ρυ-
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Τ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (780-1204)
Αββασιδών, Βαγδάτη, ίσως συναγωνιζόταν ή και ξεπερνούσε την Κων σταντινούπολη σε πλούτο, παιδεία και ανακτορική δύναμη, η Κωνσταντι νούπολη όμως ήταν κατά 400 χρόνια παλαιότερη- τα κτήρια και οι δημό σιες τελετές της δήλωναν ρητώς ότι αυτή ήταν ακόμη η Ρωμαϊκή Αυ τοκρατορία του Κωνσταντίνου, ασχέτως της γεωγραφικής της συρρίκνω σης, και ότι υπήρχε πολύ πριν οι Φράγκοι και οι Άραβες κάνουν την εμφάνισή τους στην ιστορία, όταν ακόμη η Βαγδάτη δεν ήταν παρά μια ακατοίκητη περιοχή στο άνω ρου του ποταμού που την ένωνε με την πρωτεύουσα της διαλυμένης πια Περσικής Αυτοκρατορίας. Εντός των μέχρι στιγμής απόρθητων τειχών της «βασιλεύουσας πό λης», το Βυζάντιο είχε αποκτήσει πολύ πιο πλούσια πολιτική κουλτούρα από κάθε άλλο κράτος — με εξαίρεση τα κράτη της Άπω Ανατολής. Ενδεικτικό της δύναμης που το Βυζάντιο αντλούσε από το παρελθόν του είναι το γεγονός ότι η επέκτασή του κατά τον 10ο αιώνα συνέπεσε με μια κυβερνητική προσπάθεια να διασωθεί και να κωδικοποιηθεί η γραπτή παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι τον 6ο αιώνα, καθώς και οι γραπτές και προφορικές μαρτυρίες των πρόσφατων πρακτικών που σχε τιζόταν με τον στρατό, την εθιμοτυπία και τη διπλωματία. Το 1025, έτος θανάτου του Βασιλείου Β ', η αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Κρήτη μέχρι την Κριμαία και από τα Στενά της Μεσσήνης στη Σικελία και τον ποταμό Δούναβη μέχρι τους ποταμούς Αράξη, Ευφράτη και Ορόντη. Η μόνη.ξένη δύναμη που προσέβαλε αυτά τα σύνορα ήταν η Γερμανική Αυτοκρατορία των διαδόχων του Όθωνος Γ ', Ερρίκου Β ' και Κορράδου Β ', οι οποίοι επιτέθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις στη Νότια Ιταλία και υποκίνησαν ντόπιους επαναστάτες, αλλά, καθώς η βάση των επιχειρήσεών τους βρισκόταν αρκετά μακριά, η παρέμβασή τους δεν ήταν αποτελεσματική. Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με δύο από τους βόρειους γείτονές της, τους Μαγυάρους και τους Ρώσους, είχαν σε γενι κές γραμμές βελτιωθεί μετά τον εκχριστιανισμό τους στα τέλη του 10ου αιώνα. Οι Ρώσοι έλαβαν τον χριστιανισμό από το Βυζάντιο, μαζί με την Άννα, την αδερφή του Βασιλείου Β ', η οποία παντρεύτηκε τον πρίγκιπα του Κιέβου, Βλαδίμηρο, ενώ η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο Κ ίεβο και στην Κωνσταντινούπολη απέκλεισε την επανεμφάνιση των προβλημά των που είχαν προκύψει μετά τον εκχριστιανισμό της Βουλγαρίας. Η απόσταση έπαιξε επίσης ρόλο στη δυνατότητα συνύπαρξης της αυτοκρα τορίας με το χαλιφάτο των σιϊτών Φατιμιδών, οι οποίοι, αφού ανέλαβαν την εξου*σία της Αιγύπτου (969), αναδείχθηκαν ως η κύρια δύναμη στον ισλαμικό κόσμο. Ο βασικός αντίπαλος των Φατιμιδών του Κάιρου ήταν οι Αββασίδες της Βαγδάτης. Το Βυζάντιο και οι Φ ατιμίδες είχαν συγκρουστεί στη Συρία, και μάλιστα ο παράφρων χαλίφης αλ-Χακίμ επ ι δείνωσε τις σχέσεις διώκοντας χριστιανούς και καταστρέφοντας εκκλη-
245
246
Στην απέναντι σελίδα: Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β'. Στα πόδια τον οι εχθροί δηλώνουν υποταγή καθώς ο αρχάγγελος Γαβριήλ τον στέψει ο αρχάγγελος Μιχαήλ τον εγχειρίζει μια λόγχη. Μικρογραφία σε ψαλτήριο, Βενετία.
PAUL MAGDALINO
σίες, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Η αρμονική συνύπαρξη των δύο, όμως, έγινε εφικτή όταν ο Βασίλειος Β ', αφού διασφάλισε τα ανατολικά σύνορα, σταμάτησε την ανακατάληψη της Εγγύς Ανατολής την οποία είχαν επιδιώξει πιο έντονα οι προκάτοχοί του, Νικηφόρος Β ' και Ιωάννης Α', και επιδόθηκε αντ’ αυτού στην εξόντωση της Βουλγαρίας και, κατά το τέλος της βασιλείας του, στην ανακατάληψη της Σικελίας. Οι προβλέψεις για το Βυζάντιο το έτος 1025 δεν μπορούσαν, επομέ νως, να είναι περισσότερο ελπιδοφόρες. 25 χρόνια αργότερα η αυτοκρα τορία είχε επεκταθεί κάπως στ’ ανατολικά, με την προσάρτηση της πό λης της Έδεσσας και των αρμενικών βασιλείων του Ανίου και του Καρς. Το 1080, όμως, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, καθώς έχανε ταχύ τατα τον έλεγχο όλων των ασιατικών εδαφών της και είχε έντονα κλο νιστεί στα Βαλκάνια. Οι εξηγήσεις γ ι’ αυτή την καταστροφική ανατροπή βρίθουν, ξεκινώντας από αυτές τις οποίες προτείνουν οι Βυζαντινοί συγ γραφείς στα τέλη του 11ου αιώνα. Είναι σίγουρο ότι υπήρξε αφενός αμέλεια εκ μέρους της ηγεσίας και αφετέρου ανεπάρκεια του συστήμα τος, παρότι είναι ευκολότερο να διακρίνει κανείς τα συμπτώματα παρά τις αιτίες. Οι ιστορικοί του 20ού αιώνα προσπάθησαν να εξηγήσουν την κρίση αναφερόμενοι στην οικονομική και στην στρατιωτική ανικανότητα που προέκυψε από την ανάπτυξη του φεουδαλισμού, στην παρακμή της ελεύθερης γεωργίας και στη σύγκρουση της πολιτικής και της στρατιω τικής αριστοκρατίας. Αυτές οι εξηγήσεις, ωστόσο, άντεξαν λιγότερο στον χρόνο απ’ ό,τι οι αφηγήσεις του 11ου αιώνα για την αναποτελεσμα τική διοίκηση την οποία άσκησαν ανεύθυνοι άνθρωποι. Σ ε δομικό επ ί πεδο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε έρθει η σειρά του Βυζαντίου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της υπερβολικής επέκτασής του. Οι δυ νάμεις που υποβοηθούσαν την επιβίωση του Βυζαντίου ήταν αναλώσιμες ή αχρηστεύονταν στον γεωγραφικά λιγότερο συμπαγή, πολιτιστικά πιο ποικίλο και κοινωνικά πιο σύνθετο οργανισμό στον οποίο είχε μετατρα πεί η αυτοκρατορία μετά τους νικηφόρους πολέμους, τις εδαφικές προ σαρτήσεις και την αυξανόμενη ασφάλεια. Ωστόσο, το Βυζάντιο παρέμε νε, ίσως περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, η ίδια αυτοκρατορία σε μια περίοδο όπου ξαφνικά οι εχθροί του δεν ήταν πια οι ίδιοι. Το Βυζάντιο είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς γειτονικά έθνη με κρατική οργάνωση, τα οποία μπορούσε να χειριστεί από θέση ισχύος που πήγαζε από τη δική του ανώτερη κρατική δομή. Ήταν όμως λιγότερο έτοιμο να αντιμετω πίσει εχθρούς που λειτουργούσαν εκτός κρατικών δομών, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των τριών επιδρομέων που επιτέθηκαν εναντίον του στα μέσα του 11ου αιώνα: των Πετσενέγγων, των Σελτζούκων Τούρκων και των Νορμανδών.
248
PAUL MAGDALINO
Η πιο άμεση απειλή, τόσο εναντίον της ενδοχώρας όσο και εναντίον των εδαφών που είχε προσαρτήσει ο Βασίλειος Β ', προήλθε από τους Πετσενέγγους, τη φυλετική συνομοσπονδία που εξούσιαζε τη δυτική ποντική στέπα από τα τέλη του 9ου αιώνα. Οι Πετσενέγγοι είχαν τρο μακτική φήμη ανάμεσα στους γείτονές τους, τους Μαγυάρους, τους Χαζάρους και τους Βουλγάρους, σε αντίθεση με τους οποίους παρέμεναν ανένδοτοι ειδωλολάτρες και νομάδες. Η κατάληψη της Βουλγαρίας από το Βυζάντιο τους έφερε σε άμεση επαφή με την αυτοκρατορία που ήταν τώρα ο βασικός γείτονάς τους στον κάτω Δούναβη. Αρχικά η βυζαντινή πολιτική ήταν να τους κρατήσει εκτός των εδαφών της, χρησιμοποιώ ντας πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις κατά μήκος των συνόρων. Ύ στερα όμως από σειρά καταστροφικών επιδρομών κατά την περίοδο 1033-1036, μία από τις οποίες έφτασε μέχρι και στη Θεσσαλονίκη, η κυβέρνηση του Μιχαήλ Δ ' (1034-1042) θέσπισε τρία μέτρα προκειμένου να οργανώσει ορθολογικά την άμυνα των συνόρων: τη μείωση του αριθ μού των συνοριακών φρουρών, τη δημιουργία μιας ακατοίκητης και ακαλλιέργητης «κενής ζώνης» στα νότια του Δούναβη και την οικονομι κή ενίσχυση αγορών που βρίσκονταν κοντά στα συνοριακά οχυρά. Σ ε αυτές, οι νομάδες θα μπορούσαν να προμηθεύονται τα γεωργικά και
Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η σύζυγός ταυ, Ζωή, προσφέρουν δωρεά στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Η μορφή τον Κωνσταντίνον αντικατέστησε τη μορφή ενός προηγούμενου αντοκράτορα, μάλλον του Ρωμανού Γ', του οποίου το πρόσωπο αναγκαστικά άλλαξε. * Δεν είναι σαφές για ποιον λόγο φιλοτεχνήθηκαν εκ νέου και τα πρόσωπα του Χριστού και της Ζωής. Ψηφιδωτό στο νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)
βιοτεχνικά αγαθά που διαφορετικά θα προσπαθούσαν να αποκτήσουν οργανώνοντας επιδρομές. Αυτή η πολιτική φαίνεται ότι απέδωσε μέχρι το 1046, οπότε οι Πετσενέγγοι ωθήθηκαν προς τα δυτικά από τις κινή σεις των Ογούζων Τούρκων. Μια προσπάθεια του αυτοκράτορα Κων σταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-55) να τους αποδυναμώσει κατά τον πα ραδοσιακό τρόπο του «δια ιρεί και βασίλευε», υποδαυλίζοντας την αντι παλότητα ανάμεσα σε δύο φυλάρχους, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα και, αφού το Βυζάντιο έπαθε τα χειρότερα στη φοβερή σύγκρουση που ακο λούθησε, μια τριακονταετής συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε το 1033. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συνθήκης, οι μετανάστες νομάδες μπορούσαν να παραμείνουν στον νέο τόπο διαμονής τους, στην ενδοχώρα της Μαύρης Θάλασσας στα νότια του Δούναβη, περιοχή πολύ κοντινή στον αρχικό πυρήνα του βουλγαρικού βασιλείου. Η αυτοκρατορία δια τηρούσε μεν τον έλεγχο των πόλεων του Δούναβη, αλλά η δυσάρεστη ομοιότητα με τις απαρχές του βουλγαρικού εφιάλτη τον 7ο αιώνα δεν θα πρέπει να πέρασε απαρατήρητη στους κατοίκους της Κωνσταντινουπό λεως. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Α' Κομνηνός (1057-1059) προσπάθησε χωρίς μεγάλη επιτυχία να επιβάλει έναν πιο ευνοϊκό διακανονισμό, αλλά μια επανάσταση με τη συμμετοχή Πετσενέγγων και ντόπιων Βλάχων, στη δεκαετία του 1070, αφαίρεσε τ ις πόλεις του Δούναβη από τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Οι κρυφές συνεννοήσεις που ακολούθησαν ήταν δυ σοίωνες και, όταν επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μετά τη λήξη της τριακονταετούς ανακωχής το 1083, οι Πετσενέγγοι συνασπίστηκαν σε κοινό αγώνα με κοινότητες δυσαρεστημένων αιρετικών στις νότιες πλα γιές της οροσειράς του Αίμου. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) αποφάσισε το 1087 να μεταφέρει τον πόλεμο στα βόρεια της οροσειράς, επιχειρώντας να επαναλάβει την επιτυχημένη εκστρατεία του Ιωάννη Α' Τ ζιμισκή το 971, αλλά σε μια ένοπλη σύγκρουση στο Δορύστολο (Δρίστρα), όπου ο Τζιμισκής είχε καταφέρει το τελικό νικηφόρο χτύπημα εναντίον του Σβιατοσλάβου, κατατροπώθηκαν οι βυζαντινές δυνάμεις, ενώ ο Αλέξιος μόλις κατάφερε να δραπετεύσει. Η ανακωχή που όριζε τα σύνορα στην οροσειρά του Αίμου έχασε πολύ σύντομα την ισχύ της, καθώς οι Πετσενέγγοι επέδραμαν όλο και βαθύτερα στη Θρά κη, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως το 1091. Η δύναμη του αυτοκρατορικού στρατού ήταν πολύ μικρότερη και η κατά σταση διασώθηκε όταν εμφανίστηκε ένα μεγάλο στίφος Κουμάνων, ενός έθνους της στέπας το οποίο τώρα καταδίωκε τους Πετσενέγγους. Σ ε αυτή την περίσταση, οι Κουμάνοι πείσθηκαν να στραφούν εναντίον των Πετσενέγγων (αν και θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να είχαν ταχθεί στο πλευρό τους) και τους νίκησαν στο όρος Λεβούνιο, ανατολικά του Έβρου. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψαν ως επιδρομείς. Αντικατέστησαν τους
250
PAUL MAGDALINO
Πετσενέγγους ως μια μόνιμη απειλή στον βορρά και το 1122, είτε αυτοί είτε τα υπολείμματα των Πετσενέγγων, εισέβαλαν με μεγάλη ισχύ στη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Κομνηνός (1118-43), όμως, τους συνετριψε στη Στάρα Ζαγορά σε μια προσεκτικά οργανωμένη εκστρα τεία. Αυτή η νίκη επιβεβαίωσε την αποκατάσταση του συνόρου του Δούναβη, η οποία είχε αρχίσει το 1092. Η διευθέτηση που είχε προκύψει στα μέσα του 11ου αιώνα, δηλαδή η ύπαρξη μιας εμπορικής ζώνης στον Δούναβη και μιας κενής περιοχής στα νότια, φαίνεται ότι επανακαθιερώθηκε με σημαντική επιτυχία. Μέχρι το 1185, ο κάτω Δούναβης απο τελούσε το συγκριτικά πιο ήσυχο και σταθερό τμήμα των συνόρων της αυτοκρατορίας. Αυτό ίσως οφειλόταν εν μέρει και στη συνεργασία των Ρώσων πριγκίπων, που είχαν μερίδιο στον εμπορικό πλούτο των πόλεων του Δούναβη. Ουσιαστικά όμως οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Πετσενέγγοι και οι Κουμάνοι ήταν γνώριμοι εχθροί: ο νομαδικός τρόπος ζωής τους, η πρωτόγονη θρησκεία τους, οι στρατιωτικές τους επιδόσεις, το περιβάλλον της στέππας όπου κατοικούσαν και ο άπατρις βίος τους ήταν όλα γνωρίσματα που ταίριαζαν σ’ ένα εθνικό στερεότυπο το οποίο ο ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε αντιμετωπίσει από την αρχή της ιστορίας του και το οποίο οι διανοούμενοι Βυζαντινοί ιστορικοί, αρκετά ρεαλιστι κά, διαιώνισαν, αποκαλώντας «Σκύθες» όλους τους βόρειους βαρβάρους. Το πρόβλημα των Πετσενέγγων μπορούσε να επιλυθεί, καθώς το Βυζάντιο μπορούσε να τους αναχαιτίσει' οι Πετσενέγγοι δεν είχαν θεσμι κή υποστήριξη από τον υπόλοιπο κόσμο των «Σκυθών». Τα πράγματα ήταν διαφορετικά με τους εξισλαμισμένους Τούρκους που επιτέθηκαν με βία στην αυτοκρατορία από τα ανατολικά στα μέσα του 11ου αιώνα. Αυτοί ήταν επίσης νομάδες που αναζητούσαν λάφυρα και νέα μόνιμα βοσκοτόπια, και η Μικρά Ασία μπορούσε να προσφέρει και τα δύο σε αφθονία. Παράλληλα, ήταν επιδρομείς που είχαν έναν θρησκευτικό στόχο και φυλετικές διασυνδέσεις με το δυναστικό καθεστώς το οποίο στα μέσα του 11ου αιώνα ανέλαβε και ανανέωσε το χαλιφάτο των Αββασιδών. Ο αρχηγός των Σελτζούκων, Τογρούλ, και οι διάδοχοί του, Αλπ Αρσλάν και Μαλίκ Σαχ, που τον διαδέχτηκε ως η δύναμη (σουλτάνος) δίπλα στον χαλίφη, ενδιαφέρονταν κυρίως να επανενώσουν το Ισλάμ υπό το λάβαρο της αυστηρής ορθοδοξίας των σουνιτών και η άμεση προτεραιότητά τους ήταν η επανενοποίηση του κράτους των Φατιμιδών και όχι η κατάκτηση του Βυζαντίου. Ωστόσο, προτιμούσαν να εκτρέπουν τις αρπακτικές δια θέσεις των νομάδων Τουρκομάνων εναντίον των χριστιανικών εδαφών στη Γεωργία, στην Αρμενία και στο Βυζάντιο, παρά να τους αφήνουν ανεξέλεγκτους ανάμεσα στους μόνιμους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Ιράκ, του Ιράν και της Συρίας. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός της νομαδικής ελεύθερης πρωτοβουλίας με την κεντρική υποστήριξη από την
I
I
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
ανώτερη ισλαμική αρχή καθιστούσε τους Τουρκομάνους φοβερή απειλή σε μια περίοδο όπου οι βυζαντινές κυβερνήσεις ασχολούνταν με τη δική τους εσωτερική ασφάλεια. Οι επιδρομές τις οποίες εξαπέλυαν ταυτοχρόνως διάφορες ομάδες νομάδων πολεμιστών δεν επέτρεπαν στο Βυζάντιο να συγκεντρώσει δυνάμεις και πόρους για να οργανώσει αντίσταση. Όταν τελικά ανέβηκε στον θρόνο ένας αυτοκράτορας που έδωσε προτε ραιότητα στο ανατολικό μέτωπο, η αντίσταση την οποία οργάνωσε τον οδήγησε σε άμεση σύγκρουση με τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στη μάχη του Ματζικέρτ (1071). Η αιχμαλωσία του Ρωμανού Δ ' Διογένη ήταν η πιο ταπεινωτική ήττα που είχε δοκιμάσει ποτέ βυζαντινός αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Α' 260 χρόνια νωρίτερα. Η επιείκεια που έδειξε ο σουλτάνος απελευθερώνοντας τον αυτοκράτορα συνάπτοντας συνθήκη ειρήνης και με ελάχιστα ανταλλάγματα, έκανε την ήττα να φαντάζει ακόμα χειρότερη. Η απελευθέρωση του αυτοκράτορα οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε αυτόν και στους διοικητικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως, που τον απέρριψαν προωθώντας τον συναυτοκράτορά του, Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Η κυβέρνηση του Μιχαήλ 71 κατάφερε να εξουδετερώσει τον Ρωμανό, απέτυχε όμως να εξασφαλίσει την αφοσίωση του στρατού στο σύνολό του. Καθώς ο εμφύλιος πόλεμός άρχισε ξανά, οι Τούρκοι όχι μόνο προήλασαν ανενόχλητοι, αλλά διείσδυσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα Βυζαντινών στρατηγών που επιθυμούσαν να τους στρατολογήσουν υπέρ ή εναντίον του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Οι πόλεις και τα χωριά στην ενδοχώρα ύστερα από έναν και πλέον αιώνα ειρηνικών συν θηκών διαβίωσης χωρίς εχθρικές επιδρομές, δεν ήταν σε θέση να προφυλαχθούν ενώ οι ντόπιοι γαιοκτήμονες φρόντιζαν περισσότερο για τα συμφέροντά τους στην αυτοκρατορική αυλή παρά για τη διατήρηση των κτημάτων τους. Έ τσ ι, 20 χρόνια μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, οι Τούρ κοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας και έπαψαν να διαβιούν ως νομάδες: ένας κλάδος της οικογένειας των Σελτζούκων δημιουργούσε τον πυρήνα ενός ανεξάρτητου σουλτανάτου πίσω απο τις ογκώδεις ρωμαϊκές οχυρώσεις της Νίκαιας, στην ασιατική ενδοχώρα της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στη Σμύρνη ένας εμίρης ονόματι Τζαχάς, που είχε υπηρετήσει για αρκετό καιρό το Βυζάντιο, ναυπηγούσε για τον εαυτό του στόλο με τον οποίο επιχειρούσε να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται για το Βυζάντιο από το 1092, όταν ο θάνατος του Μαλίκ Σαχ επέσπευσε τη διάσπαση του σελτζουκικού κόσμου σε αρκετά πριγκιπάτα. Μετά την εξάλειψη της απειλής των Κουμάνων στα Βαλκάνια το 1094, ο Αλέξιος Α' μπορούσε να στρέψει όλη του την προσοχή στην Ανατολή. Οι στρατιές της Πρώτης Σταύρο-
251
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ
(780-1204)
φορίας, που έφτασαν το 1096-7 ως απάντηση των επικλήσεων του προς τον πάπα Ουρβανό Β ', τον βοήθησαν να ανακαταλάβει τη Νίκαια και, λίγο πριν προωθηθούν προς την Αντιόχεια, οι δυνάμεις του ολοκλήρωσαν την εκδίωξη των Τούρκων από τις παράκτιες πεδιάδες και τις παραπο τάμιες κοιλάδες της δυτικής και νότιας Ανατολίας. Ωστόσο, ο Αλέξιος δεν ωφελήθηκε από τις κατοπινές κατακτήσεις των Σταυροφόρων, οι οποίες στην πραγματικότητα περιέπλεξαν έντονα τις προσπάθειές του να ανακαταλάβει χαμένα εδάφη στην Ανατολή. Εκτός από την Κ ιλικία , στη νοτιοανατολική γωνία της Μικράς Ασίας, η οποία επανήλθε με άστα το τρόπο στην αυτοκρατορική αρχή μεταξύ 1137 και 1180, δεν σημειώ θηκε καμία περαιτέρω αλλαγή των συνόρων έτσι όπως αυτά είχαν ορι στεί στα τέλη του 11ου αιώνα. Αυτή η αποτυχία ανάκτησης των εδαφών που αποτελούσαν τον ηπειρωτικό πυρήνα της μεσαιωνικής αυτοκρατο ρίας προκαλεί έκπληξη δεδομένης της ανάκαμψης της αυτοκρατορίας σε άλλους τομείς. Τπό τη δυναμική ηγεσία του Αλεξίου Α' Κομνηνού, γιου του Ιωάννη Β ' και εγγονού του Μανουήλ Α', το Βυζάντιο ανέκτησε το κύρος μιας μεγάλης δύναμης στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στον ευρύ τερο χώρο της Μεσογείου, ικανής να αναπτύσσει και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά πολυάριθμες στρατιές, επιβλητικούς στόλους και φαι νομενικά απεριόριστες ποσότητες χρυσού. Τρεις αιτίες μπορούν ίσως να προταθούν γ ι’ αυτή την αποτυχία. Κατ’ αρχάς, η αυτοκρατορία αναγκαζόταν σχεδόν συνέχεια να αμύνεται ενα ντίον της αδιάκοπης νομαδικής πίεσης από τις επιδρομές και την ανα ζήτηση βοσκής στα πεδινά. Με μία αξιοσημείωτη και καταστρεπτική εξαίρεση, όλες οι εκστρατείες στην τουρκική Ανατολία των οποίων ηχή θηκαν ο Αλέξιος, ο Ιωάννης και ο Μανουήλ ήταν στην ουσία επιδείξεις δύναμης ή πολεμικά αντίποινα παρά συστηματικές επιχειρήσεις ανακα τάληψης εδαφών, αν και όπως ήταν φυσικό, οι εφήμερες νίκες αποκτού σαν μεγάλη δημοσιότητα. Κατά δεύτερο λόγο, το Βυζάντιο ήλπιζε να εκμεταλλευτεί την αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο τουρκικά κράτη που συναγωνίζονταν να εξουσιάσουν τους Τουρκομάνους νομάδες: το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ, το οποίο μετά την Πρώτη Σταυροφορία μετακινήθηκε στην κεντρική και νότια Μικρά Ασία, με πρωτεύουσα το Ικόνιο (σημερινή Konya), και το εμιράτο που ίδρυσε ένας φύλαρχος ονόματι Ντανισμέντ στις βόρειες και ανατολικές περιοχές του οροπεδίου. Μολονότι το βυζαντινό συμφέρον ήταν να διατηρηθεί μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο, η αυτοκρατορία συντασσόταν συνήθως με τους Σελτζούκους εναντίον των Ντανισμεντιδών, αφού οι τελευταίοι ήταν περισ σότερο αφοσιωμένοι στον ιερό πόλεμο, όπως δηλώνει το όνομα Γαζής (Ghazi) (πολεμιστής της πίστης) το οποίο υιοθέτησαν οι περισσότεροι από αυτούς. Το 1161, όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος Κ ιλίτζ Αρσλάν Β'
2 53
Στην απέναντι σελίδα: Έδεσσα (σημερινή Urfa), πύλη Harran. Επάνω από την πύλη υπήρχε ανάγλυφη επιγραφή πον έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α ' και μνημόνευε την εκδίωξη της τουρκικής φρουράς το 1095. Μόνο ένα μικρό τμήμα της επιγραφής διατηρείται επάνω από τη δεξιά παραστάδα της πύλης.
π Ηράκλε,α ζ ^ Γ ^ Β Ζ καλλιποΜς ... Νίκαια Βάριςο *>>\χ Δυρράχιον υ O' ,... Κύζιι ____ .Β? δενάΟο ; ΟΘεσ0αλ?ν / ϊ η „ & ■ S » * 5 Προύσα Δαρ°ύλαιον »ΑΘΩΣ ΟΑβυδος Τάρα™ ° Β ρ ? ν δ ή Χ ό ΑυΚλα^ ° ρ ΐάθ Βέρ?Β Λήμνος ρ Αδραμύττιον Αμόριον0| V? .47 ΟΛάρισα Λέσβος οΠεργαμος Φιλομήλιον 1 η / ΓΓΑ Α/ί σ'δ ' ,?μμρνη ,Σάρδεις Μυριοκέιραλον ^ ρ ρ ρ Ν κ ο - ς λ ,ς O r r \» ' Α1 ο 0 ~— '
\\\
uΟ. ^,Π ρ ίλ ε π οος ιραχιον «
%' Λ
οΣέρραΙ' ,
Εύβοια .Εύβοια
ο ^ Τ ΓΟΐΣάμ°*
Υ ^ η ν ία Κόρινθος
-
^ °Κ Συρακούσαι
χίΙςψ·Εφεα } :"0Ό ? ^ δε_% χίος ςΑντιό)
Ρ<,,
Σ ΟΥΛΤΑΝΑΤ 0
i%0 Ν I 0 Υ ___ jfm , ,
Ικόνιο (Κόνυα) °
τίγρης^
·$ 0 Καισαρεία ...
( Ρ 0 Υ Μ
°
Ηράκλε,α * * #
Γερμ^υϋ*?-^ ^
$ *& * jf
y/o Μοψουεστία /? Ταρσός \*%,
> Χ ο ο 6 ,^ ε ς
Σελεύκεια ΑντιόχρΒ Λαοδίκεια >>
£ οζΟνΠάτμος J > '
Αμ,δα ° Σαμόσατα (Σάμσατ)
ΟΈδεσπα
ο.
Χαρραν
Χαλέπι
\\ \*
Λ
b
■V
Μ Κρήτη
Τα σύνορα της αυτοκρατορίας υπό τους Κομνηνούς Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Αλεξίου Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Ιωάννη Β', περί το 7 Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Μανουήλ Α', περί το 1180 Εδάφη με υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων
4
is
Κύπρος
όΚωνσταντία ^Τρίπολις ο
ο Δαμασκός
Κάντια (Χάνδακας)
ΜΕΣΟΓ ΕΙ ΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ
Έμεσα
Ιεροσόλυμα
Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)
ήρθε στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας την υποστήριξη του Μανου ήλ Α', ο αυτοκράτορας τον υιοθέτησε επίσημα ως γιο του στο πλαίσιο μιας συνθήκης που όριζε ότι, με αντάλλαγμα γενναιόδωρες επιχορηγή σεις, ο Κ ιλίτζ Αρσλάν Β' θα επέστρεφε στην αυτοκρατορία όλα τα εδάφη που είχε αφαιρέσει από τους Ντανισμεντίδες. Όμως, αυτός δεν κράτησε τον λόγο του και έθεσε ολόκληρη την τουρκική Μικρά Ασία υπό την εξουσία του, γεγονός που έκανε τον Μανουήλ ν’ αλλάξει πολιτική. Το 1175, ο αυτοκράτορας επεξέτεινε τα σύνορα προς το οροπέδιο, οικοδο μώντας και επανδρώνοντας οχυρά στο Δορύλαιο και στο Σουβλαίο. Το επόμενο έτος, ηγήθηκε μιας τεράστιας εκστρατείας για να κατακτήσει το Ικόνιο, η οποία όμως κατέληξε σε οικτρή αποτυχία όταν τα βυζαντινά στρατεύματα έπεσαν σε ενέδρα σε μια ορεινή διάβαση στο Μυριοκέφαλο. Αυτό ήταν ένα ταπεινωτικό τέλος στη μόνη σοβαρή στρατιωτικού χα ρακτήρα προσπάθεια που οργανώθηκε με σκοπό να αντιστρέφει τη δια δικασία κατάληψης της κεντρικής Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. Το ότι μια τέτοια σύγκρουση δεν είχε επιχειρηθεί νωρίτερα εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι η ανάκτηση της Ανατολίας αποτελούσε τμήμα μόνο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την πολιτική αποκατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στρατηγική επικεντρωνόταν στις περιοχές ανατολικώς του Σελτζουκικού σουλτανάτου, τις οποίες το Βυζάντιο είχε ανακαταλάβει από τους Άραβες στον 10ο αιώνα και είχε εποικίσει με Αρμένιους και Σύρους. Ο κύριος όγκος των Τούρκων που συνέρρευσε στη Μικρά Ασία προσπέρασε αυτές τις περιοχές, αφήνοντας τη δομή της τοπικής στρατιωτικής εξουσίας σχεδόν άθικτη στα χέρια της ντόπιας αρμενικής αριστοκρατίας, η παρουσία της οποίας διεκόλυνε κατά πολύ το πέρασμα της Πρώτης Σταυροφορίας και την εγκαθίδρυση σταυροφορικών πριγκιπάτων στην Έδεσσα και στην Αντιόχεια. Τα καταλοιπα της βυζαντινής υποδομής στην περιοχή αποτελούσαν μια πολλά υποσχό μενη βάση για την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην περιοχή, και έτσι εξηγείται γιατί η βυζαντινή κυβέρνηση επένδυσε τόσο πολύ στην προσπάθεια να ανακαταλάβει την Αντιόχεια. Γενικότερα, η ίδια η ύπαρξη των σταυροφορικών κρατών, στην Αντιόχεια πρώτα και στην Έδεσσα, και έπειτα στα Ιεροσόλυμα και στην Τρίπολη, αμφισβη τούσε τον ρόλο του Βυζαντίου ως χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανα τολής. Τόσο για την αξιοπιστία της όσο και για την ασφάλειά της, η αυτοκρατορία έπρεπε να ασκήσει κάποιο είδος εξουσίας σε αυτά τα προκεχωρημένα φυλάκια της δυτικής χριστιανοσύνης που τώρα πλαγιοκοπούσαν το Βυζάντιο από δύο μεριές. Η τρίτη μεγάλη εξωτερική πρόκληση για το Βυζάντιο κατά τον 11ο και 12ο αιώνα προήλθε από τη λατινική Δύση, και μάλιστα όχι από την αναβίωση της Φραγκικής Αυτοκρατορίας στη Γερμανία, αλλά από νέες
2 55
256
,
PAUL MAGDALINO
ομάδες εχθρών, που σχηματίστηκαν μετά τον κατακερματισμό του Δυ τικού Φραγκικού Βασιλείου και τον 9ο και τον 10ο αιώνα. Οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες που εμφανίστηκαν στα σύνορα της βυζαντινής Νότιας Ιτα λίας στις αρχές του 11ου αιώνα ήταν απόγονοι των Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στις εκβολές του Σηκουάνα ως υποτελείς των Καρολιδών. Η επίδρασή τους στην ιταλική και στη βυζαντινή ιστορία αντικατοπτρί ζει την καταγωγή τους από τους Βίκινγκς, αλλά και το φραγκικό πα ρελθόν τους. Ήταν άρπαγες και μισθοφόροι που δεν συνήπταν μακροπρό θεσμες συμμαχίες και δεν είχαν μόνιμο τόπο κατοικίας, που αρνούνταν επίμονα να αφοσιωθούν αποκλειστικά σε κάποια από τις δυνάμεις που ευκαιριακά υπηρετούσαν, είτε αυτή ήταν το Βυζάντιο είτε ο πάπας είτε οι Λομβαρδοί πρίγκιπες της Καπύης και του Βενεβένδου είτε οι επαναστά τες της Απουλίας που στράφηκαν εναντίον των Βυζαντινών και δεν είναι μόνο οι Βυζαντινοί συγγραφείς που τους αναφέρουν ως ακατανόμαστους βαρβάρους. Από την άλλη, είχαν ενσωματωθεί πλήρως στη μετα-καρολίδεια πολιτιστική παράδοση και θρησκευτική μεταρρύθμιση· ένιωθαν έντονα την ανάγκη να ορίσουν την επικράτειά τους και την εξέφραζαν -αναπαράγοντας τις δομές κυριότητας και υποτέλειας τις οποίες είχαν μεταφέρει από τη «φεουδαλική» Γαλλία. Όταν άρχισαν να δημιουργούν σταθερές εγκαταστάσεις, εξασφάλισαν τον μετά δυσφορίας σεβασμό των ντόπιων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και των εκκλησιαστικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου, τελικά, και του πάπα, ο οποίος αναγνώρισε ότι στο μέλλον αυτοί θα μπορούσαν να υπάρξουν χρήσιμοι υποτελείς της Εκκλησίας που θα υπερασπίζονταν τα συμφέροντά της αποτελεσματικό τερα από τη Γερμανική ή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η έλευση των Νορμανδών στη Νότια Ιταλία συνέπεσε με μια περίοδο αυξανόμενης έντασης στις σχέσεις του Πάπα και των δύο δυνάμεων: με τη Γερμανία, επειδή ο ανήλικος Ερρίκος Δ ' αντιτασσόταν στις μεταρρυθμίσεις της Εκκλησίας- με το Βυζάντιο, εξαιτίας της παλαιάς διαμάχης για την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στη Νότια Ιταλία, και ακόμα εξαιτίας της αντιπαράθεσης για το δόγμα δηλαδή για το πρωτείο του πάπα και την τέλεση της λειτουργίας, που οδήγησαν σε δραματική ανταλλαγή αφορισμών το 1054, οπότε και η αρχή του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Εκκλησία. Το 1059, ο πάπας Νικόλαος Β' απένειμε στον σημαντικότερο αρχηγό των Νορμανδών, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, τον τίτλο του Δούκα της Απουλίας. Αυτός, μαζί με τον νεότερο αδερφό του, Ρογήρο, προχώρησε στην κατάκτηση της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας εις βάρος των Βυζαντινών, των Λομβαρδών και των μουσουλμάνων. Τον Απρίλιο του 1071, τέσσερις μήνες πριν την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος ολοκλήρωσε την κατάκτηση των βυζαντινών ηπειρωτικών εδαφών κυριεύοντας την Βάρι. Το Βυζά-
r
m v i ΔυI :_ανδοί ι ι Ιταείχαν rpt-
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
ντιο αντέδρασε προτείνοντας ένα γαμικό συναλλάγιο, το οποίο ο Γυισκάρδος αποδέχτηκε τελικά το 1074. Δύο χρόνια αργότερα ο Νορμανδός ηγεμόνας έστειλε την κόρη του, Ολυμπιάδα, στην Κωνσταντινούπολη για να παντρευτεί όταν θα ενηλικιωνόταν — η ίδια αλλά και ο γαμπρός— τον Κωνσταντίνο, γιο του Μιχαήλ Ζ ' Δούκα. Το γεγονός ότι ο Γυϊσκάρδος, που είχε ξεκινήσει ως άκληρος πολέμαρχος, ήταν τώρα σε θέση να μην δέχεται ως μέλλοντα γαμπρό του τον διάδοχο του βυζαντινού θρόνου υποδηλώνει πόσο χαμηλά είχε πέσει η αυτοκρατορία και πόσο ψηλά είχε φτάσει εκείνος. Οι Βυζαντινοί οπωσδήποτε φοβούνταν μια πιθανή εισβο λή των Νορμανδών, αλλά από την άλλη προτιμούσαν να πολεμήσει ο Γυϊσκάρδος τους Τούρκους παρά οι ίδιοι. Παρατηρούμε σε αυτή την περίπτωση ένα βασικό και ίσως μοιραίο παράδοξο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση: το Βυζάντιο επέμενε να χρησιμοποιεί εκείνα τα στοιχεία της δυτικής κοινωνίας απέναντι στα οποία ήταν εντελώς ανίσχυρο. Παρά τις άσχημες εμπειρίες του με τον Γυϊσκάρδο και άλλους Νορμανδούς, συνέχισε να επιστρατεύει Νορμανδούς και άλλους δυτικούς ιππότες, θεωρώντας αναμφίβολα ότι αν τους πλήρωνε θα μπορούσε να τους ελέγχει. Οι πηγές, φυσικά, δεν προβάλλουν τους πολλούς που υ7ΐηρέτησαν με αφοσίωση, αλλά ο θόρυβος που ακολουθεί όσους δημιούργη σαν προβλήματα υποδηλώνει ότι το Βυζάντιο παρέβλεψε την απροθυμία των Δυτικών να ενστερνιστούν τσ βυζαντινό όραμα με αντάλλαγμα τα χρήματα. Η ανατροπή του Μιχαήλ Ζ' το 1078 έδωσε στον Γυϊσκάρδο το τέλειο πρόσχημα για να εισβάλει στα Βαλκάνια προς υποστήριξη του συμμά χου του, πράγμα το οποίο έκανε και το 1081 με τις ευλογίες του πάπα Γρηγορίου Ζ '. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Αλέξιος Α' αντιμετώπισε τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και τον γιο του, Βοημούνδο, σε αρκετές μάχες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν άσχημο τέλος για τον Αλέξιο. Μόνο μετά τον θάνατο του Γυισκάρδου, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας που έπληξε τον στόλο του, το Βυζάντιο μπόρεσε να απαλλαγεί από μια σοβαρή απειλή στα βαλκανικά εδάφη που τώρα παρείχαν στην αυτοκρα τορία το μεγαλύτερο μέρος των προσόδων της. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξιος δεν δίστασε να καλέσει τους ιπ π ό τες της δυτικής χριστιανοσύνης, συ μπεριλαμβανομένων του Βοημούνδου και άλλων Νορμανδών από τη νό τια Ιταλία, για να τον βοηθήσουν να ανακαταλάβει τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Είναι πλέον γενικώς αποδεκτό ότι ο πάπας Ουρβανός Β' κήρυξε την Πρώτη Σταυροφορία το 1095-6 ως απάντηση στην έκκληση βοήθειας που απηύθυνε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας. Το ότι οι βασικό τερες σύγχρονες πηγές δεν αναφέρουν αυτή την έκκληση οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν να την ξεχάσουν. Οι Λατίνοι δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι ο «αξιολύπητος αυτοκράτορας» είχε την
2 58
PAUL MAGDALINO
παραμικρή θετική συμβολή στην ηρωική και θεία αποστολή τους, ενώ οι Βυζαντινοί ήταν πρόθυμοι να παρουσιάσουν αυτή την επιχείρηση ως μια αυθαίρετη εισβολή στον αυτοκρατορικό χώρο, και μια αριστουργηματική κίνηση περιορισμού των ζημιών εκ μέρους του αυτοκράτορα. Ειδικότερα, αρχίζει τώρα να γίνεται σαφές ότι η οικειοποίηση της Αντιόχειας από τον Βοημούνδο, κατά παράβαση του όρκου που είχε δώσει, να αποκαταστήσει όλες τις πρώην αυτοκρατορικές κτήσεις οι οποίες θα ανακα ταλαμβάνονταν στη διάρκεια της σταυροφορίας, ήταν το αποτέλεσμα μιας ανεπίσημης συμφωνίας του με τον Αλέξιο. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, όμως, κλόνισε αυτή τη συμφωνία όταν δεν ένωσε τις δυνάμεις του με τις δυνάμεις των σταυροφόρων κατά την πολιορκία της πόλης, επειδή κάποιοι λιποτάκτες, συμπεριλαμβανομένου και ενός από τους αρχηγούς της σταυροφορίας, τον έπεισαν ότι η κατάσταση εκεί ήταν απελπιστική. Όποιοι κι αν ήταν οι σκοποί για τους οποίους οργανώθηκε η σταυρο φορία, το αποτέλεσμα για το Βυζάντιο ήταν η προς ανατολάς επέκταση των νορμανδικών κτήσεων στη Νότια Ιταλία και η ένταση του σχίσματος ανάμεσα στις Εκκλησίες, καθώς οι Λατίνοι επίσκοποι απέκλεισαν τους Έλληνες ιερωμένους από τις συριακές επισκοπές που δεν είχαν υπαχθεί ποτέ στη δικαιοδοσία του πάπα. Ο Αλέξιος βρήκε άλλους συμμάχους από τους κόλπους των σταυροφόρων και είχε τα απαραίτητα μέσα για να ασκήσει στρατιωτική πίεση στον Βοημούνδο, αλλά ο τελευταίος φρόντισε να ταυτίσει τις επιδιώξεις του με τις επιδιώξεις ολόκληρης της λατινικής χριστιανοσύνης. Το 1105 επέστρεψε στην Ευρώπη και, με τις ευλογίες του πάπα, συγκέντρωσε στρατό με τον οποίο διέσχισε την Αδριατική το 1107, με σκοπό να υποτάξει το Βυζάντιο καθ’ οδόν προς τη Συρία. Ο Αλέξιος, αποφεύγοντας την άμεση στρατιωτική σύγκρουση, εξουθένωσε τον στρατό των εισβολέων και τον παγίδευσε στα αλβανικά όρη. Αν η συμφωνία ειρήνης την οποία απέσπασε από τον Βοημούνδο με τη Συνθή κη της Δεαβόλεως (1108) είχε εφαρμοστεί, τότε η Αντιόχεια θα επέστρε φε στην αυτοκρατορική εξουσία και οι Φράγκοι θα ήταν υποτελείς της αυτοκρατορίας στα σύνορα με τους Τούρκους. Ο Βοημούνδος, όμως, δεν επέστρεψε στη Συρία και οι διάδοχοί του αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη συνθήκη. Στην πραγματικότητα, ο Αλέξιος και οι διάδοχοί του δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα ότι οι επεκτατικές διαθέσεις της Λατινικής Ευρώπης μπορούσαν να επιστρατευθούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αυτοκρατορίας. Συνολικά, ωστόσο, η αυτοκρατορική πολίτικη του 12ου αιώνα προς τους Λατίνους ήταν αμυντική και επικεντρωνόταν στην εφαρμογή των μαθημάτων ασφαλείας τα οποία είχε διδάξει το τραύμα των νορμανδικών εισβολών και της σταυροφορίας. Ένα από αυτά ήταν ότι οι φραγκικές αποικίες στη Συρία και στην Παλαιστίνη δεν μπορού-
$
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
2 59
σαν να αντιμετωπιστούν ξέχωρα από την υπόλοΐ7τη Λατινική Ευρώπη. Ένα άλλο ήταν η ανάγκη προληπτικής διπλωματίας ώστε να εμποδι στούν οι ηγεμόνες της Νότιας Ιταλίας να παρέμβουν στη Συρία ή να οργανώσουν μία ακόμα επίθεση εναντίον του Βυζαντίου. Γ ι αυτόν τον σκοπό, ο Αλέξιος Α' και οι διάδοχοί του καλλιέργησαν καλές σ χ έσ εις με τους Γερμανούς αυτοκράτορες, που είχαν τους δικούς τους ιστορικούς λόγους να αρνούνται να αναγνωρίσουν τη νορμανδική κατοχή της Νότιας Ιταλίας και τη νομιμότητα του βασιλικού τίτλου τον οποίο ο ανιψιός του Γυισκάρδου, Ρογήρος Β ', έλαβε από τον πάπα το 1140. Εξαιτίας των νορμανδικών εισβολών κατέστη επίσης σαφές ότι το Βυζάντιο όφειλε να ανακόψει τις διπλωματικές επαφές των Νορμανδών με τους υποτελείς
Ο Αλέξιος Α παραδιδει στους Πατέρες της Εκκλησίας (που εικονίζονται στην απέναντι σελίδα τον χειρογράφου) την ανασκευή των αιρέσεων την οποία είχε ανασυνθέσει ένας σύγχρονος θεολόγος, ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός.
$
200
Στην απέναντι σελίδα: Ο βασιλιάς Ρογήρος Β ' της Σικελίας, με περιβολή βυζαντινού αντοκράτορα, στέφεται από τον Χριστό. Ψηφιδωτό, περίπου 1148. Παλέρμο, Martorana.
PAUL MAGDALINO
της αυτοκρατορίας Σέρβους και την Αυλή του βασιλιά της Ουγγαρίας. Το 1105, ο Αλέξιος έδωσε ως γυναίκα στον γιο του, Ιωάννη Β ', μια Ουγγαρέζα πριγκίπισσα γεγονός που δημιούργησε ένταση και συχνά εχθρότητα ανάμεσα στις δύο δυναστείες. Τέλος, οι εμπειρίες αναμετρή σεων με τους Νορμανδούς και η σταυροφορία είχαν αποδείξει ότι η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να βασίζεται στον δικό της πολεμικό στόλο, και ήταν αναγκαίο να είναι σε θέση να καλεί τον στόλο ενός αξιόπιστου συμμάχου. Έ τσ ι, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, ο Αλέξιος Α' υπέγραψε συνθήκη καθοριστικής σημασίας με τη Βενετία, παραχωρώντας στους Βενετούς σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους προνόμια άνευ προηγουμένου- σε αυτά περιλαμβανόταν εμπορική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη με τμήμα προκυμαίας και η απαλλαγή από την καταβολή του φόρου του 10% επί των πωλήσεων. Οι δημοκρα τίες της Βενετίας και της Αμάλφης, κατ’ όνομα υποτελείς της αυτοκρα τορίας, είχαν διατηρήσει εμπορική παρουσία στο Βυζάντιο για δύο πε ρίπου αιώνες. Οι παραχωρήσεις του Αλεξίου στη Βενετία έθεσαν αυτή την παρουσία σε νέα βάση, η οποία αποτέλεσε προηγούμενο για κατο πινές, λιγότερο γενναιόδωρες παραχωρήσεις προς την Πίζα και τη Γ έ νουα, και έτσι αύξησε κατά πολύ αφενός τον αριθμό των Ιταλών στην αυτοκρατορία και αφετέρου τη διεξαγωγή του εμπορίου της από αυτούς. Η ανάγκη για δυναμική διπλωματική απάντηση στην επέκταση της λατινικής χριστιανοσύνης έγινε ακόμη πιο επιτακτική μετά τα γεγονότα της Δεύτερης Σταυροφορίας, η οποία οργανώθηκε το 1145 ως αντίδραση στην πρώτη κύρια καταστροφή την οποία αντιμετώπισαν τα σταυροφο ρικά κράτη, την κατάληψη της Έδεσσας από τους μουσουλμάνους. Της σταυροφορίας ηγήθηκαν οι βασιλείς Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας και Κορράδος Γ ' της Γερμανίας, οι οποίοι δεν έδειξαν κανέναν απολύτως σεβασμό στον νεαρό Μανουήλ Α', καθώς προσπέρασαν με τον πολυά ριθμο στρατό τους την Κωνσταντινούπολη. Ο Ρογήρος Β ' εκμεταλλεύ τηκε την κρίση για να καταλάβει την Κέρκυρα, από όπου οι δυνάμεις του λεηλάτησαν συστηματικά την ηπειρωτική Ελλάδα. Η υπόληψη του Βυ ζαντίου επλήγη και από το γεγονός ότι ο στρατός των Σταυροφόρων αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία. Το Βυζάντιο δι δάχθηκε ότι δεν είχε την πολυτέλεια να απομονώνεται, αφού θα έπρεπε να αποτρέψει την οργάνωση μίας ακόμα εκτεταμένης σταυροφορίας. Το επεισόδιο αυτό επιβεβαίωσε επίσης τη στρατηγική σημασία της Ιτα λίας, ιδιαίτερα του νότου, για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Ο πρωταρχικός στόχος του Μανουήλ ήταν το μοίρασμα της Ιταλίας ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Γερμανική Αυτοκρατορία, με το Βυζάντιο να λαμβάνει την ακτή της Αδριατικής. Ωστόσο, η μονομερής επιδίωξη αυτού του στόχου εκ μέρους του όχι μόνο απέτυχε, ύστερα από
UNO XC. jLLOC
/VCX
r l
‘- f i f e l it
terrr.v
mm f'M lv k n f
^ P |S i i
.j V
m
"> t l , * _ j
m
iit f i
\WmMmim
202
PAUL MAGDALINO
κάποια παροδική αρχική πρόοδο, αλλά προκάλεσε και την εχθρότητα του νέου Γερμανού αυτοκράτορα, Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα, τα σχέδια του οποίου για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας απέκλειαν οποιαδή ποτε συνεργασία με το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αντιμε τωπίσει τον Φρειδερίκο ως τον βασικό εχθρό του και να δημιουργήσει ένα δίκτυο σχέσεων με άλλες δυτικές δυνάμεις, που περιλάμβαναν τον πάπα, το βασίλειο των Νορμανδών (των παλαιών εχθρών του Μανουήλ), την Ουγγαρία, αρκετούς πλούσιους άρχοντες και πόλεις σε ολόκληρη την Ιταλία και, προ πάντων, τα κράτη των σταυροφόρων με τους ηγεμόνες των οποίων σύναψε γαμικά συναλλάγια καθώς πάντρεψε δύο ανιψιές του με βασιλείς των Ιεροσολύμων ενώ νυμφεύθηκε και ο ίδιος, σε δεύτερο γάμο, μια πριγκίπισσα της Αντιόχειας. Οι γενναιόδωρες επιδοτήσεις του και η εξαγορά αιχμαλώτων από τους μουσουλμάνους βοήθησαν στη διατήρηση της άμυνας των λατινικών αποικιών οι οποίες κινδύνευαν από την «αντι-σταυροφορία» του Νουρεδίν και του Σαλαδίνου. Η εξαφάνιση του χαλιφάτου των Φατιμιδών (1170) και η συνακόλουθη ενοποίηση της Αιγύπτου με τη Συρία υπό τον Σαλαδίνο σήμαινε ότι η καταστροφή του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ήταν μόνο ζήτημα χρόνου' το ότι αυτό δεν συνέβη νωρίτερα οφειλόταν κατά κάποιον τρόπο στην υποστήριξη του Μανουήλ. Το σθένος της δυναστείας των Κομνηνών, καθώς επίσης η διπλωματία και οι εκστρατείες του Αλεξίου, του Ιωάννη και του Μανουήλ, σταθερο ποίησαν τα νέα σύνορα της αυτοκρατορίας γύρω από τα οποία υπήρχε πια ένας κύκλος από περισσότερο ή λιγότερο υπάκουους γείτονες, συμπερι λαμβανομένου ακόμη και του σουλτάνου του Ρουμ. Το Βυζάντιο φάνταζε εντυπωσιακό το 1180, όταν ο Μανουήλ πέθανε αμέσως μετά τον εορτασμό για τον αρραβώνα του γιου του, Αλεξίου Β ', με την κόρη του βασιλιά της Γαλλίας. Ο γιος του Μανουήλ, όμως, ήταν ανήλικος και οι επίτροποί του που δεν ήταν καθόλου αγαπητοί στον λαό ανατράπηκαν κατά τη διάρκεια ενός βίαιου πραξικοπήματος (1182). Τρία χρόνια αργότερα, ο σφετερι στής, Ανδρόνικος Α' Κομνηνός, σκοτώθηκε σε μια λαϊκή εξέγερση ενώ ο διάδοχός του, Ισαάκιος Β' Αγγελος, επέζησε αρκετών επαναστάσεων μέχρι το 1195 οπότε έπεσε θύμα συνωμοσίας και αντικαταστάθηκε από τον αδερφό του, Αλέξιο. Αυτή η ταραχώδης διαδοχή εξασθένισε τη δυ ναστική συνέχεια και συνοχή στην οποία βασιζόταν πλέον η δύναμη του Βυζαντινού κράτους. Αρπαγές γείτονες και φιλόδοξοι υποτελείς εκμε ταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Μια επίθεση των Σικελών στην καρδιά της αυτοκρατορίας το 1185 αποκρούστηκε και οι πόλεις τις οποίες αυτοί είχαν κυριεύσει, το Δυρράχιο και η Θεσσαλονίκη, επανακαταλήφθηκαν, αλλά οι ακριτικές περιοχές του Βυζαντίου είχαν αρχίσει να χάνονται. 0 βασιλιάς της Ουγγαρίας και ο Τούρκος σουλτάνος κατέλαβαν όμορα
yj yj
tv j
Ji
:εν
. y.
.
7 .
W J-
εόαφη της μεοοριου, οι ^ερροι και οι Αρμένιοι πρίγκιπες αποτιναςαν την αυτοκρατορική δεσποτεία ενώ ο εκδιωχθείς αυτοκρατορικός διοικητής της Κιλικίας, Ισαάκιος Κομνηνός, ανέλαβε ως ανεξάρτητος κυβερνήτης την διοίκηση της Κύπρου. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι οι Βλάχοι της οροσειράς του Αίμου επαναστάτησαν υπό την ηγεσία των αδερφών Π έ τρου και Ασάν. Με την υποστήριξη των Κουμάνων στα βόρεια του Δού ναβη και με το πλεονέκτημα των αδιαπέραστων ορεινών οχυρών τους, οι επαναστάτες αντιμετώπισαν με επιτυχία όλες.τις αυτοκρατορικές αντε πιθέσεις και επεξέτειναν το πεδίο των επιχειρήσεών τους νοτιότερα προς τη Θράκη. Η ενδοχώρα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν εκτεθειμένη στις επιδρομές ενός εχθρού που συνειδητά αναδημιουργούσε το βουλγαρικό βασίλειο του Συμεών και του Σαμουήλ, χωρίς ωστόσο να ανησυχεί αν θα κερδίσει την αναγνώριση από την Κωνσταντινούπολη. Όπως και ο Σέρβος ομόλογός του, Στέφανος, ο Καλοϊωάννης της Βουλγαρίας, αδερφός και διάδοχος του Πέτρου και του Ασάν, επιδίωξε και κατάφερε να λάβει το βασιλικό στέμμα από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ '. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες μετά τον Μανουήλ πολλαπλασίασαν τα προβλήματά τους αντιστρέφοντας τη συμμαχία του τελευταίου με τα κράτη και το κίνημα των σταυροφόρων. Αυτό εμφανίζεται ως η φυσική συνέ-
1 ενική άποψη των οχυρώσεων της Τραπεζούντας, η οποία αποσχίσθηκε από την αυτοκρατορία το 1204, λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους.
264
PAUL MAGDALINO
πεια της ανόδου του Σαλαδίν καί, της αντι-λατινικής αντίδρασης που σημειώθηκε μετά τον θάνατο του Μανουήλ, με αποκορύφωση τη σφαγή των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Αν δρόνικος. Τόσο ο Ανδρόνικος Α' όσο και ο Ισαάκιος Β' φαίνεται να πίστευαν ότι μια συμμαχία με τον νικητή Σαλαδίνο θα έφερνε ουσιαστι κά κέρδη όχι μόνο στην ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και στην αυτοκρατο ρία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Όμως, η προσδοκία αποδείχθηκε απατηλή και, επενδύοντας σε αυτήν, το Βυζάντιο παραιτήθηκε από την ευκαιρία να εμποδίσει, να εκτρέφει ή να επηρεάσει την πορεία της Τρίτης Σταυροφορίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την κατάληψη της Ιε ρουσαλήμ από τον Σαλαδίνο το 1187. Επίσης, προσπαθώντας να εμπο δίσει το πέρασμα του γερμανικού σταυροφορικού στρατού υπό την ηγε σία του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα (1189-1190), ο Ισαάκιος Β ' απέκτη σε τη φήμη εχθρού της σταυροφορίας, κάτι που δεν ωφέλησε καθόλου το Βυζάντιο. Αυτή η φήμη θα πρέπει να επηρέασε έναν άλλον σταυροφόρο βασιλιά, τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, γνωστό ως Λεοντόκαρδο, όταν αποφάσισε να μην επιστρέφει στην αυτοκρατορία την Κύπρο, την οποία απέσπασε από τον επαναστάτη Ισαάκιο Κομνηνό. Η φήμη πιθανότατα ενίσχυσε και την αντιπάθεια την οποία ο γιος του Μπαρμπαρόσα, Ερρί κος Σ Τ ', έδειξε προς το Βυζάντιο όταν ανέβηκε στον θρόνο μετά τον απρόσμενο θάνατο του πατέρα του στη σταυροφορία. Ο Ερρίκος, ο ο ποίος πρόσθεσε το βασίλειο της Σικελίας στις κτήσεις του στην κεντρι κή Ιταλία, ήταν ο πιο κραταιός ηγεμόνας στη Μεσόγειο. Ακόμη και αν δεν σκόπευε να πραγματοποιήσει την απειλή του και να κατακτήσει το Βυζάντιο, ήταν οπωσδήποτε αποφασισμένος να το υποχρεώσει να πλη ρώσει τη νέα σταυροφορία την οποία οργάνωσε, με σκοπό να εκπληρώσει όλους τους στόχους της Τρίτης Σταυροφορίας. Αυτό το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε μετά τον ξαφνικό θάνατό του το 1197 και η Τέταρτη Σταυ ροφορία, την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ ', έμελλε αρχικά να μετακινηθεί διά θαλάσσης από τη Βενετία εναντίον της Αιγύπτου χωρίς να εμπλέξει καθόλου τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο όταν προέκυψαν οικονομικές δυσχέρειες η ιδέα ότι το Βυζάντιο όφειλε να πληρώσει τα σχετικά έξοδα φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική άποψη καθώς ένας διεκδι κητής του θρόνου, ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Ισαάκιου Β ' Α γγέ λου, αναζήτησε βοήθεια εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ '. Το απο τέλεσμα ήταν η αλλαγή πορείας της Τέταρτης Σταυροφορίας, που κα τέληξε στη λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως και στην εκλογή ενός Λατίνου αυτοκράτορα από τους σταυροφόρους.
ί
!
JS ο
; του
μ γ : :ο
β-αν
h
L
C Γ
Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)
Γ η, θάλασσα και άνθρωποι Μεταξύ 780 και 1204, ο χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας άλλαξε δραματικά. Εκτός του ότι η αυτοκρατορία αντιμετώπισε ακραίες εδα φικές μεταβολές (επέκταση-συρρίκνωση), το γεωγραφικό κέντρο βάρους της μετακινήθηκε οριστικά από τη Μικρά Ασία στα Βαλκάνια. Ταυτό χρονα, ορισμένα άλλα βασικά χαρακτηριστικά έμειναν αναλλοίωτα. Το τοπίο παρέμεινε τυπικό της βόρειας μεσογειακής ζώνης, κατάλληλο για αγροτική οικονομία επικεντρωμένη στην παραγωγή σιτηρών, οίνου και ελαίου που συμπληρώνεται με εκτεταμένη κτηνοτροφία και ακαλλιέργη τες εκτάσεις των δασών και υδροβιότοπων. Το Βυζάντιο ήταν αυτάρκες σε οτιδήποτε χρειαζόταν, εκτός από τα μπαχαρικά της Άπω Ανατολής και τις γούνες που εισάγονταν από τη Ρωσία. Η οικονομία του υποστή ριζε έναν πληθυσμό που αν και διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου, συνέχισε να ακολουθεί το ίδιο μοντέλο εγκατάστασης και έχει την ίδια εθνολογική σύσταση από Έλληνες, Αρμένιους, Σύρους, Ε βραίους, Σλάβους, Άραβες και Τούρκους. Οι διαρκείς μεταλλαγές των χερσαίων συνόρων της αυτοκρατορίας εξισορροπούνταν από την αξιοση μείωτη σταθερότητα των ακτογραμμών της, της πρωτεύουσάς της και από τη διαχείρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στα εδάφη της σύμφωνα με τα συμφέροντα του κράτους. Εκτός από ορισμένα τμήματα της ακτογραμμής, που προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν ακολουθώντας τις αντίστοιχες εδαφικές μεταβολές, η αυ τοκρατορία κατείχε, από το 780 μέχρι το 1180, όλες τις ακτές της βο ρειοανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Η ακτογραμμή της είχε περίπου το ίδιο μήκος με εκείνες της αυτοκρατορίας των Αββασιδών και των Καρολιδών στο απόγειό τους, ενώ αναλογικά προς την εδαφική της έκταση το μήκος των ακτογραμμών της ξεπερνούσε κατά πολύ το μήκος των ακτογραμμών οποιουδήποτε άλλου μεσαιωνικού κρά τους. Τα γονιμότερα εδάφη της αυτοκρατορίας και τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα της βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, ενώ τα παράκτια εδάφη της αντιστοιχούσαν σχεδόν απόλυτα στις περιοχές των ελληνικών αποικιών του 7ου και 8ου αιώνα π.Χ . Η ναυσιπλοΐα ήταν ο πιο αποτε λεσματικός και ανέξοδος τρόπος μεταφορών και επικοινωνίας. Από όλα αυτά καθίσταται εμφανές ότι η θάλασσα είχε πρωταρχική σημασία για την ευημερία, την ύπαρξη, αλλά και την ίδια την ταυτότητα του Βυζα ντίου. Προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το ότι η ναυσιπλοΐ'α και οι θαλάσσιες επικοινωνίες δεν φαίνεται να έχαιραν της ανάλογης εκτίμησης στην πο λιτική, στην κοινωνία και στον πολιτισμό του Βυζαντίου. Το ναυτικό δεν αποτελούσε την «ανώτερη υπηρεσία» στις ένοπλες δυνάμεις, μόνο ένας από τους πολλούς στρατιωτικούς αξιωματούχους που επιχείρησαν να
265
206
PAUL MAGDALINO
καταλάβουν την εξουσία ήταν διοικητής του στόλου και το θαλάσσιο εμπόριο δεν φαίνεται να αποτέλεσε ποτέ βασικό τρόπο ή πηγή μεγάλου πλούτου ή κοινωνικής καταξίωσης, σε ολοφάνερη αντίθεση με τις Ιταλι κές δημοκρατίες της Βενετίας, της Αμάλφης, της Πίζας και της Γένο βας, οι οποίες πλήρωναν δεόντως το κενό της αυτοκρατορίας στον τομέα αυτόν. Αυτή η εμφανής δυσαναλογία ανάμεσα στη μεγάλη εξάρτηση της αυτοκρατορίας από τη θάλασσα και στην υποτίμηση των ναυτικών δρα στηριοτήτων αποτελούσε εν μέρει κληρονομιά του αρχαίου κόσμου, ειδ ι κότερα της αυτοκρατορικής Ρώμης με τον πολυάριθμο στρατό ξηράς και τους γαιοκτήμονες αριστοκράτες της συγκλήτου. Η υπεροχή της γης ενισχύθηκε επίσης από τον καθοριστικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν ο στρατός ξηράς και η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας στον αγώνα για επ ι βίωση εναντίον των Αράβων. Ε κεί ακριβώς είχαν την έδρα τους τα στρα τεύματα των θεμάτων, εκεί είχαν τα κτήματά τους, τους ακολούθους τους, τις ευκαιρίες για συμμετοχή στη λεία του πολέμου και το ηρωικό πα ρελθόν τους οι σημαντικότερες οικογένειες ευγενών του μεσαιωνικού Βυ ζαντίου. Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς συμπεράσματα για την οικο νομία μιας τόσο εκτεταμένης περιοχής όπως το οροπέδιο της Ανατολίας, τμήματα του οποίου είχαν αναμφισβήτητα εξαιρετική αγροτική παρα γωγή. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του οροπεδίου ήταν καταλληλότε ρο για κτηνοτροφικά αγροκτήματα, ιδιαίτερα υπό τις ταραχώδεις συν θήκες που συνεπάγονταν οι αραβικές επιδρομές, και από όλα τα προϊό ντα του, αυτά που μπορούσαν να διοχετευθούν επικερδώς στην αγορά σε οποιαδήποτε απόσταση ήταν αυτά που μπορούσαν να μετακινηθούν μόνα τους, δηλαδή τα ίδια τα ζώα. Οποιοδήποτε άλλο πλεόνασμα προϊόντων έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων που ήταν εγκατεστημένα εκεί ή εκείνων που περνούσαν από την περιοχή κατευθυνόμενα προς το ανατολικό μέτωπο. Θα μπορούσε λοιπόν να ει πωθεί ότι από τον 8ο μέχρι τον 11ο αιώνα το Βυζάντιο είχε δύο οικονο μίες: αυτή της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας και αυτή των παράκτιων περιοχών. Η πρώτη, ηπειρωτική και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της άμυνας του ανατολικού συνόρου, χάθηκε εντελώς μετά την κατάληψη του οροπεδίου της Ανατολίας από τους Τούρκους και δεν αντικαταστάθηκε από κάποια αντίστοιχη στη Δύση ούτε ύστερα από την ανάκτηση των Βαλκανίων, καθώς τα δυτικά εδάφη δεν απέκτησαν ποτέ ξανά τη σημα σία που είχαν για την αυτοκρατορία κατά την Ύ στερη Αρχαιότητα. Το προβάδισμα, ωστόσο, το οποίο διέθετε η Ανατολία όλους αυτούς τους αιώνες, εμπόδισε την αυτοκρατορία να ταυτιστεί ολοκληρωτικά και να επενδύσει στην οικονομία του Αιγαίου και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, που σε τελική ανάλυση ήταν η οικονομία η οποία χρηματο δοτούσε την πολυέξοδη διπλωματία της αυτοκρατορίας και τον μισθό-
ln o
Ϊ'Ο
φορικό στρατό, κάλυπτε τις υπερβολικές δαπάνες της αυτοκρατορικής και εκκλησιαστικής αριστοκρατίας και τροφοδοτούσε τον αυξανόμενο πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως. Με πληθυσμό που το 780 μάλλον πλησίαζε τις 70 χιλιάδες και το 1204 θα είχε ξεπεράσει τις 300 χιλιάδες, η Κωνσταντινούπολη ήταν ο κύριος καταναλωτής των ειδών διατροφής που παράγονταν στις ακτές του Α ι γαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Κατ’ αναλογία, το αυτοκρατορικό παλάτι, που στην ουσία ήταν μια μικρή πόλη εντός της Πόλης, απορρο φούσε τον μεγαλύτερο όγκο του μεταξιού που παραγόταν στην κεντρική Ελλάδα, η οποία αποτελούσε το σημαντικότερο κέντρο μεταξουργίας στην Ευρώπη του 11ου και 12ου αιώνα. Αποκαλούμενη συνήθως «Β ασι λεύουσα» και «μεγαλούπολη», η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απλώς η έδρα των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών αρχών και των εκτετα μένων επιτελείων τους, αλλά η ταυτότητα του Βυζαντίου. Στην ουσία υφίστατο εις βάρος όλων των άλλων πόλεων στην επικράτεια της αυ τοκρατορίας. Ένας Άραβας ταξιδιώτης του 10ου αιώνα εντυπωσιάστηκε από την αντίθεση ανάμεσα στην αγροτική και αραιοκατοικημένη Μικρά Ασία και στη μεγαλύτερη αστική πυκνότητα όλων των περιοχών του ισλαμικού κόσμου. Οι συγγραφείς του 12ου αιώνα έχουν πιο θετικές εντυπώσεις από όσα οι ίδιοι ή οι πληροφοριοδότες τους είδαν, ειδικά στην ευρωπαϊκή πλευρά. Ωστόσο, με την πιθανή εξαίρεση της Θεσσα λονίκης, η μόνη άλλη επαρχιακή πόλη με υπόσταση αστικού κέντρου αντάξιου της Κωνσταντινουπόλεως ήταν η Αντιόχεια κατά την περίοδο
Η μεταφορά της αυτοκρατορικής αυλής από το Μέγα Παλάτια στο Π αλάτι των Βλαχερνών ανάγκασε τον Μανουήλ Α ' να επεκτείνει τα χερσαία τείχη. Σ το βάθος ορθώνεται η πρόσοψη τον παλαιολόγειον Tekfar Sarayi.
Τοπογραφικό σχέδιο του Αμορίου που υπήρξε μέχρι την καταστροφή του από τους Αραβες το 838 πρωτεύουσα του θέματος των Ανατολικών και μία από τις κύριες βυζαντινές στρατιωτικές βάσεις στη Μικρά Ασία. Με διάμετρο λίγο παραπάνω από ένα χιλιόμετρο, το Αμόριο εθεωρείτο μεγάλη πόλη για τα δεδομένα του Μεσαίωνα.
Κάτω: Τμήμα της αρχαίας αγοράς της Κορίνθου με βυζαντινές εγκαταστάσεις του 11ουΓ12ου αιώνα.
Ρωμαϊκό προάστειο εκτός των τειχών Ο Σκάμμα AG © Σκάμμα G © Σκάμμα L Ο Σκάμμα LC 0 Σκάμμα ST © Σκάμμα ΤΤ « Σκάμμα UU Θ Σκάμμα ΧΑ/ΧΒ Θ Σκάμμα XC/XD
Βόρεια Νεκρόπολη ___ κατάλοιπα & νριχοποϊίας Σύγχρονο νεκροταφείο
Λαξευμένοι τάφοι >,<
■
Σύγχρονο χωριό
Από το
*
ι
,'
Περίβολός
Emircfeg
Φρούριο
Εκκλησία.. °% στην Κάτω Πόλη (βασιλική)
1:
Κτήριο μεγάλων διαστάσεων Δυτική Νεκρόπολη Προς Davulga
ι
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
L
της ανάκτησής της από την αυτοκρατορία στα έτη 969-1085. Πριν τον 12ο αιώνα, όταν σε συνδυασμό με την αύξηση της εμπορικής δραστη ριότητας της Ιταλίας αναπτύχθηκαν οι πόλεις της κεντρικής Ελλάδας, τα πιο εύπορα αστικά κέντρα βρίσκονταν στην παραμεθόρια ζώνη: στην Ιταλία (Αμάλφη, Βενετία, Βάρις), κατά μήκος του κάτω Δούναβη, στη Νότια Κριμαία, στην Αρμενία, καθώς επίσης και· στη Μικρά Ασία, στην Αττάλεια και στην Τραπεζούντα, που ήταν οι κυριότεροι ενδιάμεσοι σταθμοί εμπορίου με τον ανατολικό ισλαμικό κόσμο. Αυτή η ευημερία των αστικών κέντρων στις παρυφές της αυτοκρατο ρίας οφειλόταν εν μέρει στη δυσκολία επιβολής φορολογίας σε περιοχές που βρίσκονταν τόσο μακριά από το κέντρο' οφειλόταν, ωστόσο, και στο ενδιαφέρον της αυτοκρατορίας να διατηρήσει τη σταθερότητα στις πα ραμεθόριες περιοχές. Το Βυζάντιο δεν διέθετε ούτε την ανεπτυγμένη πολιτική ιδεολογία ούτε τον κατασταλτικό μηχανισμό του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους, και η οικονομία ήταν σε περιορισμένη μόνο κλίμακα αντικείμενο κρατικής διαχείρισης. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε ανθρώπινος ή υλικός πόρος για τον οποίο το κράτος να μην έχει αξιώσει δικαίωμα ελέγχου και εκμετάλλευσης, και σχεδόν όλες οι οικονομικές η κοινωνικές εξελίξεις προέκυψαν από την κρατική διαχείριση των πόρων και για πολιτικούς σκοπούς. Η φύση αυτής της διαχείρισης άλλαξε κατά τον 12ο αιώνα, όταν ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της περιήλθε στα χέρια κοσμικών ή εκκλησιαστικών μεγιστάνων, οι οποίοι είτε εξαιρούνταν απο το αυξανόμενο βάρος της φορολογίας και των αγγαρειών είτε αποκτούσαν δικαίωμα κατοχής και εκμετάλλευσης μεγάλων τμημάτων γης, τα οποία αποτελούσαν κρατική περιουσία. Ωστόσο, οι σκοποί παρέμειναν ίδιοι: μεγιστοποίηση της φορολογικής εκμετάλλευσης και της στρατολόγησης, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία και τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινουπόλεως και την ασφάλεια του πολιτεύματος. Η μόνιμη μέριμνα του Βυζαντίου, όπως και όλων των μεσαιωνικών κυβερνήσεων, ήταν να διατηρήσει την παραγωγικότητα της αγροτικής γης, απαγορεύο ντας την εγκατάλειψή της από τους αγρότες. Ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλα μεσαιωνικά κράτη, το Βυζάντιο συνήθιζε να επιλύει προ βλήματα εργατικού δυναμικού, στρατολόγησης και ασφάλειας με εκτε ταμένες μετακινήσεις πληθυσμού από μια περιοχή στην άλλη. Το Βυζά ντιο είχε καταφέρει επίσης να διατηρήσει ένα καθεστώς στο οποίο η δύναμη της αριστοκρατίας — ο πλούτος και το κύρος— ήταν άμεσα εξαρ τημένη από την κεντρική εξουσία. Γ ια κάποιο διάστημα, κατά τη διάρ κεια του 9ου και 10ου αιώνα, φάνηκε ότι οι σημαντικές οικογένειες της Μικράς Ασίας που κατείχαν στρατιωτικές θέσεις καίριας σημασίας επρόκειτο να συγκροτήσουν μια ισχυρή τάξη μεγαλογαιοκτημόνων, παρό μοια με τη φεουδαλική αριστοκρατία της μεσαιωνικής Δύσης, με ισχυρά
269
270
PAUL MAGDALINO
ερείσματα στα μεγάλα ντόπια υποστατικά και ντόπιους ακολούθους. Κα θώς όμως δύο από αυτές τις οικογένειες, οι Φωκάδες και οι Σκληροί, λίγο έλειψε να αποσπάσουν την εξουσία από τον Βασίλειο Η μεταξύ 976 και 989, ο Βασίλειος έθεσε ως στόχο του να αποδυναμώσει τη σχέση ανάμεσα στην αριστοκρατία και την ιδιοκτησία της γης, δημεύοντας τα κτήματά τους, αφαιρώντας τους τις ευκαιρίες για απόκτηση γης μέσω αγοράς ή στρατιωτικής κατάκτησης, και αναθέτοντάς τους βραχυχρόνιες στρατιωτικές αρμοδιότητες μακριά από τις δικές τους περιφέρειες. Ο ρι σμένες σημαντικές βυζαντινές οικογένειες εξακολούθησαν να διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως στην Αδριανούπολη και την Τραπεζούντα, αλλά σε γενικές γραμμές τον 11ο και 12ο αιώνα η βυζαντινή αριστοκρατία δεν παρουσίαζε καθόλου τοπικιστικές τάσεις. Αυτό το φαινόμενο συνέβαλε κατά πάσα πιθανότητα στην πτώση της βυζαντινής Μικράς Ασίας και σίγουρα επηρέασε την ικανότητα της αυ τοκρατορίας να ξεπεράσει την απώλεια της ιδιαίτερης πατρίδας τόσο πολλών υψηλόβαθμων υπαλλήλων της.
Αυτοκράτορες και δυναστείες Το μεσαιωνικό Βυζάντιο κληρονόμησε από την αυτοκρατορική Ρώμη μια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην αυτοκρατορική αρχή και στο πρόσωπο και στην οικογένεια του αυτοκράτορα. Ήταν πάρα πολύ εύκολο για έναν επιτυχημένο και πολιτικά δαιμόνιο στρατηγό να αφαιρέσει την εξουσία από έναν αδύναμο ή μη δημοφιλή ηγεμόνα και στη συνέχεια να αποδείξει ότι ο σφετερισμός του αποτελούσε θεία επιταγή. Από τους 39 αυτοκράτορες της περιόδου 780-1204, οι 19 εκθρονίστηκαν βίαια: έξι από αυτούς δολοφονήθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι δύο πέθαναν ύστερα από την τύφλωσή τους, που αποτελούσε τη συνήθη μέθοδο αποκλεισμού από τα αξιώματα. Πιθανολογείται ότι ο θάνατος τριών ακόμα αυτοκρατόρων οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια, ενώ τουλάχιστον οκτώ από τις εκατοντάδες αποτυχημένες συνωμοσίες και επαναστάσεις ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση να εμπλακεί σε σημαντικές στρατιωτικές αναμετρή σεις. Παρ’ όλα αυτά, το Βυζάντιο, όπως και η αρχαία Ρώμη, αναγνώριζε την ιδιαίτερη κοινωνική θέση της αυτοκρατορικής οικογένειας και την αρχή ότι ο κάθε αυτοκράτορας οφείλει να υποδείξει τον διάδοχό του προς όφελος της δημόσιας σταθερότητας. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι σφε τεριστές ανήκαν στον κύκλο των στενών συνεργατών του αυτοκράτορα και σχεδόν όλοι προσπάθησαν να παγιώσουν την κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους τους, δημιουργώντας σχέσεις επιγαμίας με την οικογένεια ενός προηγούμενου αυτοκράτορα.
271
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
Εάν η δυναστική διαδοχή δεν αποτελούσε τον κανόνα μέχρι τον 8ο αιώνα, τα πράγματα σίγουρα άλλαξαν στα επόμενα 400 χρόνια. Ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι έκανε η δυναστεία των Ισαύρων: σύμφωνα με ένα έθιμο, το οποίο μάλλον θεσμοθετήθηκε επί Κωνσταντίνου Ε ' (741-775), ο εγγονός του, Κωνσταντίνος Σ Τ ' (780-797), «γεννήθηκε στην πορφύρα», δηλαδή σε ένα ειδικό δωμάτιο του παλατιού οι τοίχοι του οποίου ήταν επενδυμένοι με πλάκες από τον σπάνιο πορφυ ρίτη λίθο. Το να είναι κανείς «πορφυρογέννητος» σήμαινε ότι απολάμβα νε ένα προνομιακό ξεκίνημα σε κάθε ανταγωνισμό για την απόκτηση του θρόνου. Η δυναστεία των Ισαύρων θα είχε μάλλον συνεχιστεί εάν ο Κωνσταντίνος Σ Τ ' δεν είχε εκθρονιστεί από τη μητέρα του, Ειρήνη, η οποία με αυτό τον τρόπο προκάλεσε τη δική της καθαίρεση. Εάν ο άνθρω πος που την εκθρόνισε, ο Νικηφόρος Α' (802-811), ο γιος του, Σταυράκιος (811), και ο γαμπρός του, Μιχαήλ Ραγκαβές (811-813), απέτυχαν να ιδρύσουν μια κύρια δυναστεία, αυτό οφείλεται κυρίως στις πολεμικές αποτυχίες τους εναντίον των Βουλγάρων. Ο Λέων Ε ' ο Αρμένιος (813820), που εκθρόνισε τον Μιχαήλ Α', ήταν πιο επιτυχής αλλά έπεσε θύ μα ενός εξίσου ισχυρού άνδρα, του Μιχαήλ Β' της δυναστείας του Αμορίου, ο οποίος φθόνησε την επιτυχία του και πολύ σύντομα τον δολοφό νησε. Σ τη συνέχεια, ο Μιχαήλ αντιμετώπισε μια μαζική επανάσταση με υποκινητή έναν άλλον ισχυρό, τον Θωμά τον Σλάβο. Ο Μιχαήλ Β ' (820829), όμως, νίκησε τελικά τον Θωμά και καταξιώθηκε παίρνοντας ως δεύτερη σύζυγό του την Ευφροσύνη, κόρη του Κωνσταντίνου Σ Τ '. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Θεόφιλος (829-842), ο οποίος στη συνέχεια όρισε ως διάδοχο τον νεαρό γιο του, Μιχαήλ Γ ' (842-867). Η καταστροφή του Μιχαήλ δεν προήλθε από το νεαρό της ηλικίας του, αλλά από την επιλογή ! ««ir/
■.'•/■νητ "Τ' 1 Μ »ά V· τί
ρ ΛΤ « · » ,7Ι'ίΕ>7»>«“
' Ιάχίτ»» Φ'Α· ' i j oni rr■ ΚαίΤΌοαΚέαψιτφ™ ,λ0
·
'
Υγρόν πυρ εκσφενδονίζεται από έναν σίφωνα εναντίον εχθρικόν πλοίου. Η μικρογραφία εικονογραφεί επεισόδιο από τη ναυτική πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τον Θωμά τον Σλάβο το 821 -822 . Μικρογραφία από εικονογραφημένο χειρόγραφο της Χ ρ ο ν ο γ ρ α φ ία ς τον Ιωάννη Σκνλίτζη.
272
PAUL MAGDALINO
του να στέψει, συναυτοκράτορα έναν εντελώς ξένο στους αυτοκρατορικούς κύκλους, τον Βασίλειο τον Μακεδόνα. Η δυναστεία την οποία ίδρυσε ο Βασίλειος Α' (867-886) διήρκεσε περισσότερο από δύο αιώνες. Ο Μιχαήλ Ψελλός έγραψε: «Θεωρώ ότι καμία οικογένεια δεν έχει ευνοηθεί τόσο πολύ από τον Θεό όσο αυτή». Υπήρχαν βέβαια κάποιες στιγμές κλυδωνισμού. Ο Λέων Σ Τ ', ύστερα από τρεις γάμους, προκάλεσε σκάνδαλο στην Εκκλησία νυμφευόμενος τη γυναίκα που τελικά του χάρισε τον άρρενα διάδοχο. Αρκετοί φιλόδοξοι τυχοδιώκτες εκμεταλλεύτηκαν το νεαρό της ηλικίας του νεαρού Κωνσταντίνου Ζ' (912-913), με πρώτο τον θείο του, Αλέξανδρο (912-913), και τελευταίο τον διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, Ρωμανό Λεκαπηνό, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε με επιδέξιο και έξυπνο τρόπο να αναλάβει τον ρόλο του πρεσβύτερου συναυ τοκράτορα και να παντρέψει τον Κωνσταντίνο με την κόρη του, Ελένη, αλλά και να στέψει τους γιους του και να τους προτάξει του Κωνσταντίνου. Το ατόπημα των γιων να ανατρέψουν τον πατέρα τους και να προσκαλέσουν τον Κωνσταντίνο να συμπράξει μαζί τους (944) απέτρεψε την εγκα θίδρυση της δυναστείας των Λεκαπηνών. Αργότερα ο πρόωρος θάνατος του γιου του Κωνσταντίνου, Ρωμανού Β' (959-962), ενθάρρυνε τους στρα τιωτικούς διοικητές να αναλάβουν την ανώτατη εξουσία εις βάρος των νεότερων γιων του, Βασιλείου και Κωνσταντίνου. Ο Νικηφόρος Β ' Φωκάς (963-969) και ο δολοφόνος και διάδοχός του Ιωάννης Α' Τζιμισκής (969976) υποβάθμισαν τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο σε ρόλους ανδρεί κελων και, παρότι οι βασιλείες τους ήταν σύντομες, άφησαν παρακατα θήκη φιλοδοξίας στους συγγενείς και συνεργάτες τους. Ο Βασίλειος Β' (976-1025) χρειάστηκε 13 χρόνια για να τερματίσει τις απόπειρες σφετερισμού του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά. Ο ίδιος ο Βασίλειος προκάλεσε νέα προβλημάτα στη δυναστεία παραμένοντας ανύπαντρος, οπότε μετά τον θάνατό του η διαδοχή πέρασε στον ηλικιωμένο αδερφό του, Κωνσταντίνο Η' (1025-1028), και στις κόρες του τελευταίου, Ζωή (1028-1052) και Θεοδώρα (1042-1056). Οι επόμενοι τέσσερις αυτοκράτορες ανήλθαν στον θρόνο εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που είχαν με τη Ζωή: ο Ρωμανός Γ ' ο Αργυρός (1028-1034), ο Μιχαήλ Δ ' (1034-1042) και ο Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055) ως σύζυγοί της και ο Μ ι χαήλ Ε ' (1042) ως θετός γιος της. Αυτή η διευθέτηση δεν ήταν κα θόλου ικανοποιητική ούτε για τις αυτοκράτειρες, που αποκλείονταν από την άσκηση εξουσίας (εκτός από τη σύντομη περίοδο συμβασιλείας τους το έτος 1042, που όμως δεν θεωρήθηκε επιτυχημένη) ούτε για τους αυτοκράτορες, των οποίων το κύρος εξαρτιόταν από τη Ζωή. Ήταν εξάλλου γνωστό, μετά τον δεύτερο γάμο της, ότι η Ζωή δεν επρόκειτο να αποκτή σει παιδί. Αυτό όμως που είναι αξιοσημείωτο σε τελική ανάλυση είναι η δύναμη
I
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
της αρχής της δυναστικής διαδοχής, η οποία βοήθησε τη «μακεδονική» δυναστεία να ξεπεράσει όλες αυτές τις περιπέτειες και εμπόδισε τους παρείσακτους να θέσουν εκτός διαδοχής τους ανηλίκους και τις γυναίκες. Ο σεβασμός προς τη δυναστεία ήταν τόσο βαθύς προς το τέλος της, ώστε μετά τον θάνατο της Ζωής και του τελευταίου συζύγου της, Κωνσταντί νου Θ', η Θεοδώρα βασίλευσε μόνη και χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η αρχή της (1055-1056). Πέρασαν 25 χρόνια σφοδρών προβλημάτων, πριν το Βυζάντιο ανα πληρώσει το κενό που άφησε η «μακεδονική» δυναστεία. Ο Μιχαήλ Σ Τ ' (1056-1057), ο γηραιός γραφειοκράτης τον οποίο η Θεοδώρα υπέδειξε ως διάδοχο, δεν ήταν παρά λύση ανάγκης. Ο Μιχαήλ ανατράπηκε από τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό (1057-1059), ο οποίος, όταν παραιτήθηκε, προτίμη σε να ανεβάσει στον θρόνο τον Κωνσταντίνο Δούκα παρά ένα μέλος της δικής του οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος Γ (1059-1067) και ο αδερφός του, ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας, έκαναν προσπάθειες να ξεκινήσουν μια νέα δυναστεία, αλλά ο γιος του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ Ζ ', δεν ήταν ικανός να ανταποκριθεί κατά την κρίσιμη περίοδο. Παρότι ο Ιωάννης
2 73
Αντοκράτορας εικονίζεται σε στάση προσκύνησης μπροστά στον ένθρονο Χριστό και η Παναγία μεσολαβεί για να εισακουστεί η προσευχή του. Ο αντοκράτορας ταυτίζεται συνήθως με τον Λέοντα Σ Τ ', αλλά είναι πιθανό να πρόκειται και για τον Βασίλειο Α'. Ψηφιδωτό στον νάρθηκα της Α γίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη, τέλη 9ον ή αρχές 10ου αιώνα.
274
Ψηφιδωτή σύνθεση που εικονίζει τον Ιωάννη Β ' και την Ουγγαρέζο συζνγό τον Ειρήνη. Το ψηφιδωτό είναι εικονογραφικά παρόμοιο με εκείνο τον Κωνσταντίνον Θ' και της Ζωής πον βρίσκεται στο ίδιο σημείο του ναού, αλλά ποιοτικά καλύτερο — μάλιστα η προσωπογραφία της κοκκινομάλλας Ειρήνης είναι πολύ εντυπωσιακή. Νότιο υπερώο της Α γίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.
PAUL MAGDALINO
Δούκας, χάρη στην πανωλεθρία στο Ματζικέρτ, έθεσε τέλος στις δυνα στικές φιλοδοξίες του Ρωμανού Δ ' του Διογένη (1068-1071), ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του Κωνσταντίνου Γ και έκανε δύο παιδιά μαζί της, και δεδομένου ότι ο Νικηφόρος Γ ' Βοτανειάτης (1078-1081) που ανέτρεψε τον Μιχαήλ Ζ' δεν είχε απογόνους, οι Δούκες κατάφεραν να μείνουν στην ιστορία ως μία από τις πιο διακεκριμένες αυτοκρατορικές οικογένεις του Βυζαντίου μόνο μέσω της σχέσης που ανέπτυξαν με τον επόμενο επιτυχημένο σφετεριστή, Αλέξιο Α' Κομνηνό (1081-1118). Η δυναστική διαδοχή που ξεκίνησε με τον Αλέξιο Α' διατηρήθηκε για περισσότερο από έναν αιώνα, από τους άρρενες απογόνους. Οι Κομνηνοί ήταν επίσης η πιο μακροχρόνια και η τελευταία αυτοκρατορική δυνα στεία από την άποψη ότι, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, όλοι οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως και των βυζαντινών διάδοχων κρα τών από το 1118 μέχρι το 1461 κατάγονταν από τον Αλέξιο και χρησι μοποιούσαν το όνομα Κομνηνός. Η ξεκάθαρη χρήση ενός επιθέτου ήταν μια σημαντική διαφοροποίηση από τα μέχρι τότε γνωστά δυναστικά προηγούμενα. Αυτή η ασυνήθιστη εξέλιξη στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου δεν οφειλόταν μόνο στη μακρόχρονη βασιλεία του Αλεξίου Α' και στην επιτυχημένη αντιμετώπιση εκ μέρους του των εξωτερικών εχθρών και των συνωμοσιών, αλλά και στην επιλογή την οποία συστη ματικά προσπάθησε να πραγματώσει καθιστώντας την αυτοκρατορική οικογένεια δομικό στοιχείο του αυτοκρατορικού θεσμού. Με το είδος δυ ναστικής διαδοχής το οποίο επέβαλε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας δεν μεταβιβαζόταν μόνο κάθετα, από γενιά σε γενιά, αλλά εκτεινόταν και
παράπλευρα σε όλους τους συγγενείς και. στις οικογένειες με τις οποίες αυτοί δημιουργούσαν σχέσεις επιγαμίας, με πρώτους τους Δούκες, την οικογένεια της ίδιας της συζύγου του Αλεξίου, Ειρήνης. Η δυναστεία των Μακεδόνων δεν είχε επιδιώ ξει, ή τουλάχιστον δεν είχε δώσει προ τεραιότητα στις σχέσεις που προέκυπταν από επιγαμίες με άλλες οικο γένειες, αλλά ο Αλέξιος τις καλλιέργησε επιμελώς. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση, μετά από μία γενιά, μιας νέας τάξης αριστοκρατών που τη χαρακτήριζαν τα τεράστια πλούτη, ο πριγκιπικός τρόπος ζωής, τα υψη λά στρατιωτικά αξιώματα, οι δεσμοί συγγένειας εξ αίματος με τον αυτοκράτορα και μια ιεραρχία τίτλων βασισμένη στο επίθετο σ εβα σ τό ς , το ελληνικό αντίστοιχο του «augustus». Ο Αλέξιος Α' και ο γιος του, Ιωάννης Β ' (1118-1143), κατόρθωσαν να διευρύνουν τη δυνατότητα α πρόσκοπτης διαδοχής και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όμως στους κόλπους της αυτοκρατορικής οικογένειας που συνέχεια αποκτούσε νέα μέλη γεννιώταν αμφισβήτηση η οποία αποδείχθηκε μοιραία όταν ο Μανουήλ Α' (1143-1180) πέθανε αφήνοντας έναν ενδεκάχρονο γιο, τον Αλέξιο. Καθαιρώντας και δολοφονώντας τον Αλέξιο Β ' (1180-1183), ο Ανδρόνικος Α' (1183-1185), εξάδερφος του Μανουήλ, κατέστησε αδύνατη
Άποψη της ανατολικής πλευράς των τριών εκκλησιών της Μονής του Χριστού Παντοκράτορα (σημερινό Zeyreh Kilise Camii), που αποτελεί το βασικό ίδρυμα της δυναστείας των Κομνηνών. Η μεγαλύτερη από τις τρεις εκκλησίες, στα αριστερά, κτίστηκε από την αντοκράτειρα Ειρήνη (1118-1124), η μικρότερη στα δεξιά λίγο αργότερα, από τον Ιωάννη Β'. Η μεσαία εκκλησία αποτέλεσε και μαυσωλείο της οικογένειας.
276
PAUL MAGDALINO
όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όσους τον διαδέχθηκαν —τον Ισαάκιο Β' Άγγελο (1185-95), τον αδερφό του Ισαάκιου Αλέξιο Γ ' (1195-1203), τον γιο του Ισαάκιου Αλέξιο Δ ', και τον δολοφόνο του τελευταίου, Αλέξιο Ε ' Δούκα «Μούρτζουφλο» (1204)— την πλήρη αφοσίωση της αυτοκρατορικής αριστοκρατίας που θα εμπόδιζε την κατάληψη της Κωνσταντι νουπόλεως από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Βυζαντινές αυτοκράτειρες έχουν προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον 'της επιστημονικής κοινότητας τα τελευταία χρόνια και είναι σαφές ότι, τόσο στον Μεσαίωνα όσο και στην Ύ στερη Αρχαιότητα, ο γ ν να ικ ω νίτη ς του παλατιού διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στα παρασκήνια της αυτοκρατορικής και δυναστικής πολιτικής. Είναι επίσης σαφές ότι οι αυτοκράτειρες ήταν πρόσωπα σημαντικά ως σύζυγοι ή μητέρες και εμφανί ζονταν στο κέντρο των εξελίξεων όταν οι γιοι τους ήταν ανήλικοι (όπως η Ειρήνη για τον Κωνσταντίνο Σ Τ ', η Θεοδώρα για τον Μιχαήλ Γ ', η Ζωή για τον Κωνσταντίνο Ζ ', η Θεοφανώ για τον Βασίλειο Β' και τον Κων σταντίνο Η', η Ευδοκία για τον Μιχαήλ Ζ ', η Μαρία για τον Αλέξιο Β'), ή όταν εξέλιπαν οι άρρενες διάδοχοι, όπως συνέβη με τη Ζωή και τη Θεοδώρα στο τέλος της «μακεδονικής» δυναστείας. Η χήρα μητέρα του Αλεξίου Α', Αννα Δαλασηνή, αποδείχθηκε αναντικατάστατη στη δη μιουργία σχέσεων με άλλες οικογένειες, που διευκόλυναν την άνοδο και την εδραίωση της δυναστείας των Κομνηνών. Ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την αρχική επιτυχία του Αλεξίου το γεγονός ότι μπόρεσε να την αφήσει επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης στην Κωνσταντινού πολη όταν αυτός έφυγε για να πολεμήσει τους εχθρούς της αυτοκρατο ρίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αργότερα, ο Αλέξιος εμ π ι στευόταν τη γυναίκα του, Ειρήνη Δούκαινα, σε θέματα εσωτερικής α σφάλειας. Η βοήθεια που προσέφεραν οι δύο γυναίκες στο καθεστώς έχει εξιστορηθεί με ενθουσιώδεις περιγραφές από την πρωτότοκη κόρη του Αλεξίου Άννα στη βιογραφία του πατέρα της, την Α λ εξίά δ α , ένα έργο μοναδικό όχι μόνο ως δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας στο Βυζάντιο, αλλα και ως έκφραση ανεκπλήρωτης φιλοδοξίας από μια γυναίκα που ένιωθε ότι είχε γεννηθεί για να ασκήσει αυτοκρατορική εξουσία.
Εκκλησία και κράτος Το Βυζάντιο χαρακτηρίζεται δικαίως ως θεοκρατικό κράτος. Οι Βυζα ντινοί, συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα, θεωρούσαν ως ανώ τατο άρχοντά τους τον Χριστό, τον Βασιλέα των Βασιλέων. Ο Χριστός είχε, ως γνωστόν, πει «Το βασίλειό μου δεν είναι σε αυτόν τον κόσμο», και είχε χρησιμοποιήσει ένα ρωμαϊκό νόμισμα με το πορτρέτο του αυ-
Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)
ι -ου
τοκράτορα, για να υπογραμμίσει τα εντελώς διαφορετικά δικαιώματα του καίσαρα και του Θεού. Σύμφωνα με αυτές αλλά και με άλλες β ιβ λ ι κές αναφορές, οι χριστιανοί του Βυζαντίου παραδέχονταν ότι υπήρχε σαφής διαφορά ανάμεσα στην αυτοκρατορία τους και στο βασίλειο του Χριστού. Το βασίλειο του Χριστού άλλωστε επρόκειτο να ιδρυθεί στο μέλλον, στη Δευτέρα Παρουσία, και επρόκειτο να αντικαταστήσει όλα τα επίγεια βασίλεια, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλείου της Ρώ μης, του τελευταίου σε σειρά τεσσάρων παγκόσμιων αυτοκρατοριών που αναφέρονται στο Β ιβλίο των Προφητειών του Δανιήλ. Η παρουσία του Χριστού στη γη μετέτρεψε σε πραγματικότητα το Ουράνιο Βασίλειο, το οποίο εκπροσωπούσε στη γη η Εκκλησία. Το κατοικούσαν άγιοι άνδρες που διήγαν τον αγγελικό βίο του μοναχικού ή του κοινοβιακού ασκητι σμού, ενώ το βίωναν όλοι οι πιστοί κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχα ριστίας, η οποία τελείτο σε κτήρια που είχαν κοσμηθεί σαν μικροί πα ράδεισοι, με πολυάριθμα πορτρέτα αγγέλων και αγίων, με κυρίαρχη την εικόνα του Χριστού, ο οποίος σκοπίμως δεν έφερε αυτοκρατορικά ενδύ ματα. Η Εκκλησία είχε τον δικό της χώρο, την ιεραρχία της, τους δικούς της κανόνες, την τεράστια περιουσία της, τις δικές της εκλογικές δια δικασίες και συνελεύσεις. Γ ια να διασφαλίσει την ακεραιότητά της όφειλε να διατηρήσει όλους αυτούς τους θεσμούς απαλλαγμένους από οποιαδήποτε παρέμβαση της κοσμικής εξουσίας και να ελέγχει τις ηθι κές παρεκτροπές των ηγεμόνων. Σ ε αυτές τις βασικές αρχές, το Βυζά ντιο συμφωνούσε απόλυτα με τη δυτική χριστιανοσύνη. Η Δύση εξάλλου ήταν, αυτή που ουσιαστικά είχε προσφέρει στο Βυζάντιο παραδείγματα στο θέμα του σεβασμού που οι αυτοκράτορες όφειλαν να αποδίδουν προς την ιεροσύνη: από τον θρύλο της μετάνοιας του Κωνσταντίνου και της βάπτισής του από τον πάπα Σύλβεστρο Α' και από την στάση του αγίου Αμβροσίου, ο οποίος απαγόρευσε στον Θεοδόσιο Α' να εισέλθει στο ιερό της εκκλησίας, καθώς ο τελευταίος είχε δώσει διαταγή να σφαγιασθεί ο λαός στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, κατά τρόπο που παραμένει απαράμιλλος στη Δύση, το Βυ ζάντιο ταύτισε τη χριστιανική φάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όχι με το τελευταίο από τα τέσσερα επίγεια βασίλεια, αλλά με την «πέμπτη μοναρχία» του Χριστού, με τον οποίο ο αυτοκράτορας «συμβασιλεύει», κάτι που παραπέμπει σαφώς στη χιλιόχρονη βασιλεία των αγίων, μία από τις προφητείες του βιβλίου της Αποκάλυψης. Αυτή η ιδέα της αυτοκρατορικής συμμετοχής στο Βασίλειο των Αγίων εκφραζόταν με πολ λούς τρόπους: με την ανακήρυξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως «δεκάτου τρίτου αποστόλου»' με την επίσημη χρήση του επιθέτου «θείος» ή «άγιος» στην προσφώνηση του βασιλεύοντος αυτοκράτορα' με τον σχε δόν ιερατικό ρόλο που αναλάμβανε ο αυτοκράτορας όταν εισερχόταν στο
I
I
278
PAUL MAGDALINO
ιερό στην έναρξη της λειτουργίας, ευλογούσε τους υπηκόους του και εκφωνούσε κηρύγματα (silentia)' στα χρυσά νομίσματα, τα οποία μετά την Εικονομαχία υιοθέτησαν ξανά τον τύπο που είχε πρωτοκαθιερωθεί το 692, όπου στον εμπροσθότυπο (την κύρια όψη του νομίσματος) εικονιζόταν ο Χριστός και στον οπισθότυπο ο αυτοκράτορας- στον Νομοκάνονα, το σημαντικό σώμα του εκκλησιαστικού κανονικού δικαίου που προερχόταν από την αυτοκρατορική νομοθεσία. Η σύνδεση Εκκλησίας και Κράτους ήταν ακόμη πιο φανερή στα περίφημα παρεκκλήσια του αυτοκρατορικού παλατιού. Αυτά είχαν τους δικούς τους ιερωμένους, οι οποίοι μπορούσαν να πεισθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα, όπως να τελέσουν έναν γάμο αντίθετο προς το εκκλησια στικό δίκαιο, στον οποίο αντιδρούσε ο πατριάρχης. Στα παρεκκλήσια του παλατιού φυλάσσονταν, επίσης, μερικά από τα πιο πολύτιμα ιερά λ εί ψανα για τα οποία φημιζόταν η Κωνσταντινούπολη. Στο παρεκκλήσι της Παναγίας του Φάρου, για παράδειγμα φυλάσσονταν όλα τα κειμήλια που οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι σχετίζονταν με το Πάθος και τη Σταύ ρωση του Χριστού. Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, αυτά τα αντικεί μενα μεταφέρθηκαν στο Παρίσι και τοποθετήθηκαν σ’ ένα παρεκκλήσι το οποίο ανήγειρε γ ι’ αυτόν τον σκοπό ο Λουδοβίκος Θ' (άγιος Λουδο βίκος), ο οποίος ενσάρκωνε τη διαπλοκή της καθολικής Εκκλησίας με το εθνικό κράτος. Ο άγιος Λουδοβίκος, όμως, ανήκε σε μια πολιτική και θρησκευτική παράδοση που προσδιοριζόταν από τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση του 11ου αιώνα, η οποία διατύπωσε σαφή θεσμικό διαχωρισμό ανάμεσα στην παγκόσμια θεία ιεραρχία με επικεφαλής τον πάπα στη Ρώμη και στα εφήμερα καθεστώτα των εθνικών ηγεμόνων. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν αδιανόητος στο Βυζάντιο, όπου το παλάτι του αυτοκράτορα απείχε μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο από το πατριαρχικό μέγαρο. Το Βυζάντιο είχε κι αυτό τα μεταρρυθμιστικά κινήματά του και τους δυναμικούς θρησκευτικούς ηγέτες του, κυρίως τον μέγα Φώτιο τον 9ο αιώνα και τον Μιχαήλ Κηρουλάριο τον 11ο αιώνα, οι οποίοι προέβαλλαν την ανω τερότητα των πνευματικών ηγετών. Είναι ενδεικτικό, ωστόσο, ότι και οι δύο άνδρες είχαν δραστηριοποιηθεί στην πολιτική πριν αναλάβουν τις εκκλησιαστικές τους αρμοδιότητες. Η αποτυχία του κινήματος της Ε ικονομαχίας αποτέλεσε ως ένα σημείο θρίαμβο της Εκκλησίας ενάντια στην «τυραννία» της κοσμικής αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι αυτοκράτορες, ωστόσο, συνέχισαν να επιβάλλουν την εκκλησιαστική πολιτική και τους κληρικούς της αρεσκείας τους καθώς οι πράξεις τους είχαν επίπτωση μόνον στην υστεροφημία τους. Σ ε κάθε περίπτωση, οι πιο παρεμβατικοί αυτοκράτορες ήταν και οι πιο ευσυνείδητοι μεταρρυθμι στές. Ενώ το αποτέλεσμα της Γρηγοριανής μεταρρύθμισης στη Δύστ
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)
ήταν ο αποκλεισμός των ηγεμόνων από θέματα που ενέπιπταν στη δι καιοδοσία της Εκκλησίας, οι εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις στο Βυ ζάντιο κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα οδήγησαν στην επίσημη αναγνώ ριση του αυτοκράτορα ως επιστημονάρχη της Εκκλησίας, δηλαδή ανώ τατου ρυθμιστή των εκκλησιαστικών θεμάτων.
Μ ο ν α χ ισ μ ό ς M A R L IA
M U N D E L L -M A N G O
0 μοναχισμός εκκινεί στην Α ίγυπ το στα τέλη του 3ου αιώνα, όταν κάποιοι ευσεβείς άνδρες αποσύρονται στην έρημο για να ζήσουν προσευχόμενοι μα κριά α π ’ τον κόσμο. Ο Α θανάσιος, πατριάρχης Α
Πολλά μοναστήρια που ιδρύθηκαν από άγιους
λεξανδρείας, έκανε ευρύτερα γνωστό τον μοναχισμό
άνδρες, είχαν τον ασκητισμό ως προϋπόθεση για τη
όταν συνέταξε τη βιογραφία του αγίου Αντωνίου, ο
λειτουργία τους. Η Ουρανοδρόμος Κ λ ίμ α ξ , σύγ
οποίος γεννήθηκε περί το 250. Σ τις αρχές του 5ου αιώνα, ο επίσκοπος Κύρρου Θεοδώρητος αφηγείται
γρα μμα των αρχών του 7ου αιώνα, το οποίο συνέ
λεπτομερώ ς, στο έργο του Ε κ κ λ η σ ια σ τικ ή Ι σ τ ο ρία, την εξάπλω ση του μοναχισμού από την Α ίγ υ
ταξε ο Ιωάννης Σχολαστικός, που έζησε απομονω μένος στην έρημο για 40 χρόνια, περιγράφει πώ ς
π το στην Π αλαιστίνη, στη Μ εσοποταμία, στη Σ υ
μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί δια του ασκητισμού. Ορισμένες φορές τα επίπονα επιτεύγματα ενός ά
ρία και στη Μ ικρά Α σία. 0 μοναχισμός επεκτάθη
γιου ανδρα προκαλούσαν ευρύτερο ενδιαφέρον και
Εικόνα της Ο υ ρ α ν ο δ ρ ό μ ο υ Κ λ ίμ α κ α ς που δια της απαρνήσεως των εγκοσμίων οδηγεί απο τη γη στον ονρανο. Ι α 30 σχαλια της αντιστοιχούν στα 30 χρόνια της κρυφής ζωής τον Χριστού, σε αντίθεση με τη δημόσια παρουσία του. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, το πρώτο σκαλί, για παράδειγμα, είναι η άρνηση της ζωής, το τρίτο το προσκύνημα ιερών τόπων, το 27ο η απομόνωση, και ούτω καθ’ εξής. Οι αμαρτωλοί πέφτουν στα χέρια των δαιμόνων που παραμονεύουν κάτω από τη σκάλα. 11ος αιώνας. Σινά, μονή Α γίας Αικατερίνης.
ί
κε και σε π ιο απομακρυσμένα μέρη, τοσο προς τα δυτικά όσο και προς τ ’ ανατολικά, όπω ς στην Κίνα, όπου έφτασε τον 7ο αιώνα.
«
ζ8ι
Μ Ο Ν Α ΧΙΣΜ Ο Σ
To χρνσόβονλλο το οποίο ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α ' Κομνηνός παρέδωσε στον Χριστόδουλο, τον ιδρυτή της Μονής Γΐάτμου το 1088. Απαριθμεί αυτοκρατορικές δωρεές γης και φορολογικές απαλλαγές σύμφωνα με το νέο ιδρυτικό καταστατικό. Πάτμος, Βιβλιοθήκη της Μονής τον Αγίου Ιωάννη τον Θεολόγον.
Α ρ ισ τ ε ρ ά : Ο ΰ > Τ * * ϊ> «
' n . m ' j ' “ 7*
X ^
■
y
·** ‘■
'
.X* >v
.
t
/
»
*^ν νον*,.
’
;
;
»*'
x
x 'y .. ^_
ΐ*Λ"*' ."·
^
H L ·»
Ή
ί^ Ά τ » * «k^»v»6\s>TiiCfc J** ·'■»r *" ■ s i'~ fc ( r : *TTiTOrff/?
I·
- Γ "*~ % ·^ ,·η,10""*·',·''' · 'τ’’’
;^»ίΟ-.ν1(Λ'- · 'ίτττβΐηΡ'ί·'ΐ*ψ<*+■&
»> r*^
f «ν>Γ"
h··^ JL
C5ci Itr-l..
W··λ*«£ίΑα^*-r»rT; j® C «Λ^-ί O
& d !M •i-■v‘
5$ I
•~r -»- ‘W
'β**π*4&&*
Ι Ι ,,^ Γ
ifc a v ^ .
F K g
11· 1:
3 -c t
Το συμβόλαιο πώλ.ησης της νήσον Γυμνοπελαγίσιας από δύο μοναχούς στον άγιο Αθανάσιο, ιδρυτή της Μονής της Λαύρας, για 70 ν ο μ ίσ μ α τ α . Το πωλητήριο, με ημερομηνία Σεπτέμβριος του 993, φέρει τις υπογραφές επτά μαρτύρων. Αθως, Μονή της Λαύρας.
Sf3r r-^T J
Δ ε ξ ιά :
i
•f *
.
*
.
- .
'
tf**' *Λ“’ wtym#
*W T“r7 c-
Χ \ β < - ^ · V f *-j* 6
. ·■
r * * e u Τ ^Λ -rr**'t?.*'J e-f -rr*<· tn \. ■
. .
. . .
4T“ r*1 & W *^ '2νν . ^ ·5> ** %**«*”> ί» *<£rHfrU»v
-*
'Λ'**»*' t*1 A
.
„
^rvcT "® » ήττ~6~f, g «•o-f'**' ^
Ί| ^ g ,^ rtr ^.,'ί,^-r^ggp.e·1· · ^ - . ' y /
.. ia.u r** -U a-ulx*·
".
~rm ¥'^*"^.4. V
7f Ή
“ » * “ 4 -"
^ Jnxr^^·^ λο·^
•v···· 1;--^· ,*·., —
''-X«*e '··” · · ' * *
=sr .
^
282
MARLIA MUNDELL-MANG(
προσκυνητές από πολλά μέρη συνέρρεαν για να το' δουν. Στους Αγίους Τόπους, ορισμένα μοναστήρια ήταν υπεύθυνα για ναούς και προσέφεραν φιλοξενία στους επισκέπτες κάποιων ιερών προσκυνημάτων, όπως το όρος Ναβαύ, απ’ όπου ο Μωυσής είδε τη Γγ της Επαγγελίας, και το όρος Σινά, στο οποίο είδε την καιομένη βάτο και παρέλαβε τις Δέκα Εντολές, Κάποια άλλα μοναστήρια ανεγέρθηκαν από μέ λη της αριστοκρατίας, που επιθυμούσαν να ταφούν στα δικά τους ιδρύματα, όπου οι δικοί τους κληρικοί θα προσεύχονταν για τη σωτηρία των ψυχών τους (όπως η αυτοκράτειρα Ευδοκία που έζησε τα τελευ ταία χρόνια του βίου της στην Ιερουσαλήμ). Αυτή η παράδοση διατηρήθηκε στη μεσαιωνική περίοδο, και το καταστατικό ίδρυσης ενός μοναστηριού, το επονομαζόμενο τυπικό, ορίζει συχνά με σαφή τρό πο ότι πρέπει να λέγονται προσευχές υπέρ της σω τηρίας του ιδρυτή. Παρότι ο πρώιμος μοναχισμός αναπτύχθηκε περισσότερο στην ύπαιθρο παρά στην πόλη, από νωρίς ιδρύθηκαν κάποια μοναστήρια και εντός των τειχών. Το πρώτο μοναστήρι στην Κων-
Επάνω: Στο μοναστηριακό συγκρότημα (λαύρα) των Κελλίων στην Αίγυπτο, κάθε τειχισμένη μονάδα διέθετε χωριστά δωμάτια για δύο μοναχούς, παρεκκλήσια, δωμάτιο υποδοχής και κουζίνα, όλα συγκεντρωμένα γύρω από μια εσωτερική αυλή, όπου συνήθως υπήρχε κήπος, πηγάδι και πύργος κατόπτενσης. 6ος-8ος αιώνας.
Κουζίνα Λουτρό
Κάτω: Το κοινοβιακό μοναστήρι τον Αγίου Μαρτυρίου, που ιδρύθηκε περί το 474. Επρόκειτο για έναν περίβολο με τράπεζα, κουζίνα, κελΜά, εκκλησία, τάφους, χώρου: υπηρεσίας, λουτρό και αποχωρητήριο, όλα διευθετημένα γύρω από μια κεντρική αν),ή. Σ ε μία από τις εξωτερικές γωνίες του περιβόλου υπήρχαν πανδοχείο και στάβλοι.
Τράπεζα Ταφική 'κρύπτη
Στάβλος
Στάβλοι και πανδοχείο Παρεκκλήσιο
Κελλιά
Κύρια πύλη Βοηθητικοί Χώροι
I
Εκκλησία
10
20 μ
-_\G0
ΜΟ Ν ΑΧ Ι Σ ΜΟΣ
Αριστερά: Η Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα, που κτίστηκε τον 11ο αιώνα, διαθέτει τετράπλευρο περίβολο, στις εσωτερικές πλευρές τον οποίου βρίσκονται τα κελλιά, η τράπεζα, η κουζίνα, οι αποθήκες και άλλα κτήρια, ενώ η εκκλησία της μονής υψώνεται εντός της κεντρικής αυλής.
ΙΓΑ Ο ,
Κάτω: Η Μονή της Λαύρας στον Άθω ιδρύθηκε το 963 από τον άγιο Αθανάσιο, με την υποστήριξη τον αυτοκράτορα Νικηφόρου Β Φωκά. Ή τα ν το πιο σημαντικό από τα 46 μοναστήρια που ιδρύθηκαν στο Άγιον Όρος μέχρι το 1001. Μερικά από αυτά ήταν ιδρύματα ξένων: Γεωργιανών (Μονή Ιβήρων), Αρμενίων (Μονή Εσφιγμένον), Αμαλφιτανών, Σέρβων (Μονή Χιλανδαρίου), Ρώσων (Μονή Παντελεήμονος) και Βουλγάρων (Μονή Ζωγράφον). Ενιανσιες συνελεύσεις πραγματοποιούνταν στο Πρωτάτο στις Καρυές.
Επιβλητικά, κτισμένα στις κορυφές υψηλών και απότομων βράχων της Θεσσαλίας τα μοναστήρια πον είναι γνωστά ως Μετέωρα («αιωρονμενα») χρονολογούνται τον 14ο αιώνα. Παρά τ ο ύ τ α τα περισσότερα από τα σωζώμενα κτήριά τους ανάγονται στην Οθωμανική περίοδο.
Επ άνω :
τολής, ο
Ιω ά ν ν η ς α π ό τ η ν Έ φ ε σ ο α φ η γ ε ίτ α ι ό τ ι σ ’
έν α μ ο ν α σ τ ή ρ ι σ τ α β ό ρ ε ια τ η ς Ά μ ιδ α ς ο ι μ ο ν α χ ο ί φ ύ τ ε ψ α ν 6 0 .0 0 0 α μ π έ λ ια . Τ α κ έ ρ δ η π ο υ α π ο κ ό μ ι ζ α ν π ρ ο ο ρ ίζ ο ν τ α ν γ ι α τ ο υ ς φ τ ω χ ο ύ ς . Ο ι
Β ίο ι
τω ν
α γ ίω ν Ι λ α ρ ίω ν ο ς κ α ι Π έ τ ρ ο υ α π ό τ η ν Ι β η ρ ί α , κ α τ ά τ ο ν 4 ο κ α ι 5 ο α ιώ ν α α ν τ ίσ τ ο ιχ α σ τ η ν π ε ρ ιο χ ή τ η ς
σ τ α ν τ ιν ο ύ π ο λ η , α υ τ ό τ ο υ Δ α λ μ ά τ ο υ , ι δ ρ ύ θ η κ ε σ τ α
Γ ά ζ α ς , α ν α φ έρ ο υ ν ό τ ι σ τ α μ ο ν α σ τ ή ρ ια π α ρ α γ ό τ α ν
τ έ λ η τ ο υ 4 ο υ α ιώ ν α κ α ι κ α τ ά τ ο έ τ ο ς 5 3 6 υ π ή ρ χ α ν
κ ρ α σ ί.
σ χ ε δ ό ν 3 0 μ ο ν α σ τ ή ρ ια ε ν τ ό ς τ ω ν τ ε ιχ ώ ν τ ο υ Θ ε ο
π λη ρο φ ο ρ ο ύ ν γ ια
δ ο σ ίο υ .
λ ιε ρ γ ή σ ιμ ε ς
Ο ι
π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ι
μ ε σ α ιω ν ικ ο ί
ναοί
της
Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο υ π ό λ ε ω ς ή τ α ν μ ο ν α σ τ η ρ ια κ ο ί. Ο μ ο ν α σ τ ικ ό ς
κανόνας
Α ιγ υ π τ ια κ ά
έγγρα φ α
μ ο ν α σ τ ή ρ ια
ε κ τ ά σ ε ις
γης,
του που
6ου
α ιώ ν α
κ α τ ε ίχ α ν
κ ε ρ α μ ο π ο ιε ία ,
μάς καλ
ε λ α ιο
τ ρ ιβ ε ία κ α ι μ ύ λο υ ς.
το υ Μ ε γ ά λ ο υ Β α σ ιλ ε ίο υ ,
Κ α τ ά τ η Μ ε σ ο β υ ζ α ν τ ιν ή π ε ρ ίο δ ο , ο π λ ο ύ τ ο ς τ ω ν
μ ο ν α χ ισ μ ο ύ , σ υ ν η γ ο ρ ο ύ σ ε
μ ε γ ά λ ω ν μ ο ν ώ ν σ υ ν ίσ τ α τ ο σ ε τ ε ρ ά σ τ ιε ς ε κ τ ά σ ε ις
υ π έ ρ μ ια ς α υ τ ά ρ κ ο υ ς κ ο ιν ό τ η τ α ς . Έ τ σ ι , τ α π ε ρ ισ
γ η ς . Α υ τ ά τ α π ε ρ ιο υ σ ια κ ά σ τ ο ιχ ε ία σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ο
σ ό τερα
ν τ α ν μ ε δ ιά φ ο ρ ο υ ς τ ρ ό π ο υ ς , σ υ μ π ε ρ ι λ α μ β α ν ο μ έ ν ω ν
η βάση
του
β υ ζ α ν τ ιν ο ύ
μ ο ν α σ τ ή ρ ια
β α σ ίζ ο ν τ α ν σ τ η ν κ α λ λ ιέ ρ γ ε ια
τ η ς γ η ς κ α ι έ μ ο ια ζ α ν α ρ κ ε τ ά
μ ε τ ις α ν εξ ά ρ τ η τ ες
κ α ι τ ω ν α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ικ ώ ν δ ω ρ ε ώ ν . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο
ρ ω μ α ϊκ έ ς ε π α ύ λ ε ις τ ι ς ο π ο ίε ς π ε ρ ι έ γ ρ α ψ ε ο Π α λ -
τ υ π ικ ό τ η ς Μ ο ν ή ς τ η ς Θ ε ο τ ό κ ο υ Π ε τ ρ ιτ ζ ιώ τ ισ σ α ς ,
Β ίους Α γίω ν της Α να
ο ιδ ρ υ τ ή ς τ η ς , Γ ρ η γ ό ρ ιο ς Π α κ ο υ ρ ια ν ό ς , μ έ γ α ς δ ο -
λ ά δ ιο ς τ ο ν 4 ο α ιώ ν α . Σ τ ο υ ς
2δ 5
ΜΟΝ ΑΧ Ι Σ ΜΟΣ
μ έ σ τ ικ ο ς τ η ς Δ ύ σ η ς , ά φ η σ ε σ τ η μ ο ν ή μ ε γ ά λ η π ε ρ ιο υ σ ία τ ο 1 0 8 3 . Α υ τ ή π ε ρ ι λ ά μ β α ν ε ε κ τ ά σ ε ις γ η ς
θ έμ α τα ,
σ ε τέσ σ ερ α
κ α ι σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α , έ ξ ι κ ά σ τ ρ α ,
1 2 χ ω ρ ιά , έ ξ ι χ ω ρ ά φ ια , δ ύ ο υ π ο σ τ α τ ικ ά , δ ύ ο α κ ό μ α μ ο ν α σ τ ή ρ ια , μ ία
αυλή,
τέσ σ ερα
άλλα
η σ υ χ α σ τ ή ρ ια ,
κ τ ή ρ ια ,
κ α ι π α ν δ ο χ ε ία . Ο
τόπ ους
ένα
α λ ιε ία ς ,
σε θεολογικές αντιπαραθέσεις και στην παραγωγή βιβλίων. Η Μονή του Στουδίου στην Κωνσταντινού πολη τήρησε σθεναρά εικονόφιλη στάση κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας.
μ ε τ ό χ ι,
Κ α τ ά τ η ν π ρ ώ ι μ η π ε ρ ίο δ ο , τ α μ ο ν α σ τ ικ ά κ τ ή ρ ια
μύλους
τ η ς υ π α ίθ ρ ο υ α κ ο λ ο ύ θ η σ α ν δ ύ ο τ ύ π ο υ ς . Ο έ ν α ς ή τ α ν
Π α κ ο υ ρ ια ν ό ς χ ο ρ η γ ο ύ σ ε ε π ίσ η ς
α υτός τη ς
λαύρας,
ό π ο υ ο ι μ ο ν α χ ο ί ζ ο ύ σ α ν ξ ε χ ω ρ ι
τ ρ ο φ ή σ τ ο υ ς ε ν ο ικ ια σ τ έ ς χ ω ρ ικ ο ύ ς , κ α θ ώ ς κ α ι ά
σ τ ά , σ ε κ ε λ λ ιά γ ύ ρ ω α π ό τ η ν ε κ κ λ η σ ία κ α ι τ α β ο η
λ ο γ α , β ό δ ια , ό ν ο υ ς , α γ ε λ ά δ ε ς , τ α ύ ρ ο υ ς , π ρ ό β α τ α ,
θ η τ ικ ά κ τ ή ρ ια . Σ τ ο ν δ ε ύ τ ε ρ ο τ ύ π ο , τ ο
κ ρ ιά ρ ια
Το
μ ο ν α χ ο ί ε ίχ α ν κ ο ιν ά ε ν δ ια ιτ ή μ α τ α κ α ι μ ί α τ ρ ά π ε ζ α
Ι σ α ά κ ιο ς Κ ο μ ν η ν ό ς ε φ ό
( τ ρ α π ε ζ α ρ ία ) . Σ τ η ν Α ίγ υ π τ ο , α π ’ ό π ο υ ξ ε κ ίν η σ ε ο
1152, ο
και
κ α τ σ ίκ ια
γ ια
σεβαστοκράτορας
τα
α γρο κτήμα τα .
κοινόβιο,
οι
δ ια σ ε τ η ν έ α Μ ο ν ή τ η ς Κ ο σ μ ο σ ώ τ ε ιρ α ς σ τ η Θ ρ ά κ η
μ ο ν α χ ισ μ ό ς , η Μ ο ν ή τ ω ν Κ ε λ λ ίω ν , π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε
μ ε τ α α π α ρ α ίτ η τ α γ ια τ η ν κ α λ λ ιέ ρ γ ε ια τ η ς γ η ς κ α ι
α π ό τ ο ν 6 ο ω ς τ ο ν 8 ο α ιώ ν α σ τ ο Δ έ λ τ α τ ο υ Ν ε ίλ ο υ ,
τ η ν α λ ιε ία , σ υ μ π ε ρ ιλ α μ β α ν ο μ έ ν ω ν 1 2 π λ ο ίω ν . Ο ι
ε ί χ ε π ε ρ ίπ ο υ 1 .6 0 0 τ ε ιχ ισ μ έ ν ε ς μ ο ν ά δ ε ς . Τ α μ ε γ α
ε λ ώ δ ε ις π ε ρ ιο χ έ ς β ε λ τ ιώ θ η κ α ν κ α ι π α ρ ή γ α γ α ν σ ι
λ ύ τ ε ρ α σ υ γ κ ρ ο τ ή μ α τ α σ τ α Κ ε λ λ ία , π ο υ α π ο τ ελ ο ύ
τ ά ρ ι, κ ρ ιθ ά ρ ι, φ α κ έ ς , κ ρ α σ ί κ α ι λ ά δ ι. Ε κ τ ό ς α π ό
σ α ν τ ο κ έ ν τ ρ ο τ η ς κ ο ιν ό τ η τ α ς , ε ίχ α ν ε π ίσ η ς π ύ ρ
τυ π ικ ά
γ ο υ ς , τ ρ ά π ε ζ ε ς κ α ι α ρ κ ε τ έ ς ε κ κ λ η σ ίε ς . Σ τ η ν έ ρ η μ ο
τ ω ν μ ο ν ώ ν , ιδ ιο κ τ η σ ίε ς γ η ς α ν α φ έ ρ ο ν τ α ι ε π ίσ η ς σ ε
τ η ς Ι ο υ δ α ία ς , α π ό τ ι ς 6 0 θ έ σ ε ι ς μ ο ν α σ τ η ρ ιώ ν π ο υ
τ α κ λ η ρ ο δ ο τ ή μ α τ α π ο υ α π α ρ ιθ μ ο ύ ν τ α ι σ τ α
έγγρα φ α
τα
τω ν
έ χ ο υ ν ε ξ ε τ α σ τ ε ί α π ό α ρ χ α ιο λ ό γ ο υ ς , π ε ρ ί π ο υ 2 0 α
μονώ ν — η μ εγ α λ ύ τερ η σ υ λλο γή εγ γρ ά φ ω ν σ ώ ζ ε
ν ή κ ο υ ν σ τ ο ν τ ύ π ο τ η ς λ α ύ ρ α ς κ α ι ο ι υ π ό λ ο ιπ ε ς σ τ ο ν
τ α ι σ τ α μ ο ν α σ τ ή ρ ια τ ο υ Α γ ίο υ Ό ρ ο υ ς , κ α ι χ ρ ο ν ο
τ ύ π ο τ ο υ κ ο ι ν ο β ί ο υ , ό π ω ς η μ ο ν ή τ η ν ο π ο ία ί δ ρ υ σ ε
λ ο γ ε ίτ α ι
π ε ρ ίπ ο υ τ ο 4 7 4 ο Μ α ρ τ ύ ρ ιο ς , μ ε τ έ π ε ιτ α π α τ ρ ιά ρ
από
ο π ο ία
τον
φ υ λά σ σ ο ντα ι σ τα
10ο
α ιώ ν α
και
α ρ χ ε ία
εξή ς.
Α υτά
τα
έ γ γ ρ α φ α α π ο κ α λ ύ π τ ο υ ν π ε ρ ιο υ σ ια κ έ ς σ υ ν α λ λ α γ έ ς
χ η ς Ιερ ο σ ο λύ μ ω ν .
ε υ ρ ε ία ς κ λ ίμ α κ α ς .
Αρκετά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής διαρρύθμισης των πρώιμων μοναστηριών επανεμ φανίζονται στη Μεσαιωνική περίοδο, όπως στη Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα. Παρότι το περιβάλλον κάποιων μεσαιωνικών μοναστη ριών, όπως αυτό των Μετεώρων, παραπέμπει στο έρημο τοπίο των πρώιμων αιγυπτιακών μονών, άλλα μοναστήρια έχουν πιο κοσμική όψη. Τα με σαιωνικά μοναστικά κτήρια που σώζονται μας ε ντυπωσιάζουν με το μέγεθος και τον πλούτο της διακόσμησής τους, που βρίσκεται μεν σε εμφανή αντίθεση με το υποτιθέμενο μοναστικό ιδεώδες του ασκητισμού, αλλά αντικατοπτρίζει το πλήθος των κληροδοτημάτων. Εξέχοντα παραδείγματα είναι η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη σελ. 2 9 6 και η Νέα Μονή της Χίου, αλλά και η Μονή του Δαφ νιού κοντά στην Αθήνα. Στην Κωνσταντινούπολη, οι Μονές του Κωνσταντίνου του Λ ι β ό ς ( 9 0 7 ) , του Παντοκράτορος (του έτους 1 1 3 6 ) , της Χώρας και της Παμμακάριστου διατηρούν ακόμη στοιχεία από την αρχική τους λαμπρότητα.
Ε κτό ς
από την
π ροσ ευχή
κα ι την
α γ ρ ο τ ικ ή ή
β ιο τ ε χ ν ικ ή π α ρ α γ ω γ ή , ο ι μ ο ν α χ ο ί α σ χ ο λ ο ύ ν τα ν κ α ι μ ε τ η ν π ρ ο σ φ ο ρ ά κ ο ι ν ω ν ικ ο ύ έ ρ γ ο υ , κ α θ ώ ς τ α μ ο ν α σ τ ή ρ ια ή τ α ν ε π ιφ ο ρ τ ισ μ έ ν α μ ε τ η φ ρ ο ν τ ίδ α τ ω ν ιε ρ ώ ν π ρ ο σ κ υ ν η μ ά τ ω ν κ α ι ά λ λ ω ν δ η μ ο σ ίω ν κ α τ α λ υ μ ά τ ω ν , π α ν δ ο χ ε ίω ν π τ ω χ ο κ ο μ ε ίω ν , γ η ρ ο κ ο μ ε ίω ν κ α ι ν ο σ ο κ ο μ ε ίω ν . Κ α τ ά τ η ν π ρ ώ ιμ η π ε ρ ίο δ ο , σ τ ις μ ο ν έ ς τ ο υ α γ ίο υ Ι ε ρ ε μ ί α σ τ η Β η θ λ ε έ μ
(3 8 6 -9 ) κ α ι
τ ο υ η γ ο υ μ έ ν ο υ Σ υ μ ε ώ ν ( π ε ρ ίπ ο υ 5 0 0 ) σ τ ο K a l e s h της
Μ ε σ ο π ο τ α μ ία ς
λ ε ιτ ο υ ρ γ ο ύ σ α ν
σ χ ο λ ε ία .
1 1 ο α ιώ ν α , ο Π α κ ο υ ρ ια ν ό ς ίδ ρ υ σ ε σ χ ο λ ε ία
Τον
μαθη-
τ ευ ο μ έν ω ν γ ια τ η μ ο νή το υ σ τ η Θ ρ ά κ η , όπ ου α νήγ ε ι ρ ε κ α ι τ ρ ία ε υ α γ ή ιδ ρ ύ μ α τ α . Τ ο 1 1 3 9 , ο ιδ ρ υ τ ή ς τ η ς Μ ο ν ή ς Π α ν τ ο κ ρ ά τ ο ρ ο ς έ κ τ ισ ε έ ν α τ ε ρ ά σ τ ιο κ α ι κ α λ ά ε ξ ο π λ ισ μ έ ν ο ν ο σ ο κ ο μ ε ίο σ τ ο κ έ ν τ ρ ο τ η ς Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο υ π ό λ ε ω ς . Έ ν α ά σ υ λ ο , έ ν α ν ο σ ο κ ο μ ε ίο κ α ι έ ν α δ η μ ό σ ιο λ ο υ τ ρ ό κ τ ίσ τ η κ α ν ε π ίσ η ς σ τ η Μ ο ν ή τ η ς Κ ο σ μ ο σ ώ τ ε ιρ α ς τ ο 1 1 5 2 . Ο ρ ισ μ έ ν α μ ο ν α σ τ ή ρ ια έ λ α β α ν ε ν ε ρ γ ό μ έ ρ ο ς κ α ι σ τ η ν π ν ε υ μ α τ ικ ή ζ ω ή τ η ς Ε κ κ λ η σ ία ς τ ω ν π ρ ώ ιμ ω ν χ ρ ό ν ω ν , σ υ μ μ ε τ έ χ ο ν τ α ς
8
Η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών
CYRIL
MANGO
Συνήθως αναφέρεται ότι στις αρχές του 8ου αιώνα η φιλελεύθερη εκπαί δευση στην Κωνσταντινούπολη κατέρρευσε εξαιτίας της αστάθειας της αυτοκρατορικής αρχής. Όποιο κι αν είναι το ακριβές νόημα αυτής της φράσης, αποτελεί γεγονός ότι η λογοτεχνική παραγωγή στην πρωτεύου σα ουσιαστικά σταμάτησε. Αυτό δεν είχε καμία σχέση με την ίδια την περίοδο της Εικονομαχίας, αν και αληθεύει ότι η πρώτη φάση της Ε ικονομαχίας (730-780) αντιστοιχεί στην πολιτιστικά φτωχότερη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. Εν τω μεταξύ, κατά παράδοξο τρόπο, η παράδοση των ελληνικών γραμμάτων παρέμενε ζωντανή στην αραβοκρατούμενη Συρία και στην Παλαιστίνη. Ο σπουδαιότερος λόγιος και συγγραφέας λειτουργικής ποίη σης της περιόδου, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που το επώνυμό του ήταν Mansur, ήταν χριστιανός Άραβας (ή περίπου 749). Ένας ακόμα σπου δαίος ποιητής, ο Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά (το λιμάνι της Γάζας), λέγεται ότι ήταν σύγχρονος του Ιωάννη Δαμασκηνού. Λίγο μεγαλύτερος ήταν ο Ανδρέας Κρήτης (που ονομάστηκε έτσι επειδή τελείωσε την στα διοδρομία του ως μητροπολίτης στην Κρήτη), καταγόμενος από τη Δα μασκό, επίσης ποιητής και συγγραφέας πολλών ομιλιών. Λίγο αργότερα εμφανίζονται άλλες μορφές των γραμμάτων, όπως ο ιστορικός Γεώργιος Σύγκελλος (ή περίπου 811), ο θεολόγος Θεόδωρος Abu Quvra, καταγό μενος από την Έδεσσα (Uifa), οι «γραπτοί»3 αδερφοί Θεοφάνης και Θεόδωρος από το Μοάβ, και ο γραμματικός και αγιογράφος Μιχαήλ Σύγκελλος, Άραβας από την Ιερουσαλήμ. Δεν γνωρίζουμε το ιστορικό αυτής της λογοτεχνικής δραστηριότητας, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αστραπιαία κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης από τους Άραβες ελάχιστα αναστάτωσε τον τοπικό πνευματικό βίο και ότι η εξου σία των Ομμεϋαδών αντιμετώπισε με σχετική ανοχή την ανώτερη τάξη
3 Ο Θεοφάνης και οαδερφός του Θεόδωρος ονομάστηκαν «γραπτοί» επειδή τιμωρήθηκαν για την εικονολατρία τους από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842) με αποτύπωση (στιγματισμό) δώδεκα ιαμβικών τρίμετρων πάνω στα πρόσωπά τους. [Σ.τ.Μ.]
Η Α Ν Α ΒΙΩ Σ Η ΤΩΝ ΓΡΑΜ ΜΑΤΩΝ ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕ ΧΝ Ω Ν
των χριστιανών. Αυτή η κατάσταση όμως δεν έμελλε να συνεχιστεί για πολύ καθώς κατά τη διάρκεια του 9ου και 10ου αιώνα τα ελληνικά έπαψαν να είναι σε χρήση στο χαλιφάτο. Ορισμένοι από τους διανοούμενους της Εγγύς Ανατολής τους οποίους αναφέραμε κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη και συνέδραμαν στην αναβίωση των γραμμάτων η οποία ξεκίνησε γύρω στο 780. Σίγουρα δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το ότι η βυζαντινή Αναγέννηση υπήρξε σύγχρονη μιας παρόμοιας κίνησης στη Δύση, την οποία ονομάζουμε καρολίδεια Αναγέννηση, αλλά και πληθώρας πολιτιστικών δραστηριο τήτων στην Αυλή των Αββασιδών στη Βαγδάτη την εποχή των Χαρούν αλ-Ρασίντ (786-809) και Αλ-Μαμούν (813-833). Εάν περιοριστούμε στην εξέταση των δύο ευρωπαίων αντιπάλων, παρατηρούμε στενή ομοιότητα: και οι δύο συνεγείρονταν από το όραμα της ανανέωσης του Ρωμαϊκού κράτους, εννοώντας όχι την ειδωλολατρική αλλά τη χριστιανική αυτο κρατορία του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του' και οι δύο επιδίωκαν να προωθήσουν την καλλιέργεια ενός σωστού, δηλαδή αρχαίου, γλωσσι κού ιδιώματος, προσπάθεια που είχε ως επακόλουθο, αφενός τη συγκέ ντρωση των καταλοίπων της «κλασικής» λογοτεχνίας με σκοπό τη μ ί μησή της, και αφετέρου τη συγγραφή εγχειριδίων, εγκυκλοπαιδειών και άλλων παιδευτικών βοηθημάτων- και οι δύο εισήγαγαν ένα συνεπτυγμέ νο είδος γραφής, τη μικρογράμματη γραφή, για την παραγωγή βιβλίω νκαι οι δύο βίωσαν την ίδρυση μιας αυτοκρατορικής σχολής- και οι δύο επεκτάθηκαν στις εικαστικές τέχνες, κυρίως με τη χρήση πολύτιμων υλικών. Υπήρχαν βέβαια και διαφορές. Η καρολίδεια Αναγέννηση έδω σε μεγάλη έμφαση στην αναμόρφωση και στην παιδεία του κλήρου, κάτι που δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα το Βυζάντιο. Εντούτοις οι ομοιότητες ήταν τόσο πολλές, ώστε σίγουρα υφέρπει κάποιο είδος αμοι βαίας επιρροής. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα θέμα που δεν έχει διερευνηθεί αρκετά. Εάν εξετάσουμε από κοντά τα υπάρχοντα ψήγματα «παιδείας» στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, θα ανακαλύψουμε με μεγάλη έκπληξη ότι αυτή δεν οφειλόταν σε εκκλησιαστικά ή μοναστι κά σχολεία (εξάλλου δεν γνωρίζουμε τίποτε περί σχολείων αυτή την εποχή), αλλά στις δημόσιες υπηρεσίες, και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική γραμματεία. Σ ε αυτήν εμφανίστηκαν μερικές από τις πιο σπου δαίες μορφές αυτής της Αναγέννησης, ασχέτως εάν έγιναν τελικά επ ί σκοποι ή μοναχοί. Ο Ταράσιος, που θεωρείται ιδιαίτερα καλλιεργημένος και βαθύς γνώστης των μέτρων της αρχαίας ποίησης, διατέλεσε πρώτος γραμματέας πριν χειροτονηθεί, σε ηλικία 50 ετών, πατριάρχης Κωνστα ντινουπόλεως (784-806). Ο Νικηφόρος, γιος γραμματέα, τον οποίο δια δέχθηκε, διατέλεσε πατριάρχης από το 806 μέχρι το 815. Ενώ ήταν
287
288
CYRIL MANG
ακόμη νέος, προσπάθησε να αναβιώσει την παράδοση της ιστοριογρα φίας στα αρχαία ελληνικά, η οποία είχε διακοπεί από τον πρώιμο 7 αιώνα. Ο Φώτιος, ο μεγαλύτερος διανοούμενος της εποχής του, ήτα συγγενής του Ταρασίου και διατέλεσε αρχιγραμματέας πριν γίνει πα τριάρχης το 858. Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (759-826) ήταν γιος πλούσιο αξιωματούχου στο αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο και δεν έλαβε τ μόρφωσή του σε μοναστήρι. Ο θείος του, άγιος Πλάτων (περίπου 735 814), ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη — εκπαιδεύτηκε για να υπηρετν σει ως νοτάριος στην αυτοκρατορική υπηρεσία και όταν εκάρη μοναχό έγινε αντιγραφέας χειρογράφων. Σ ε καμία περίπτωση δεν συναντάμ κάτι που να θυμίζει επισκοπικό σχολείο. Η αντικανονική ως ένα βαθμό προώθηση στον πατριαρχικό θρόν τριών αξιωματούχων της αυτοκρατορικής γραμματείας, οι οποίοι ήτ3 κοσμικοί, σίγουρα φανερώνει ότι η αυτοκρατορική κυβέρνηση αντιλαμ βανόταν την ανάγκη ύπαρξης ενός μορφωμένου αρχιερέα μεγάλου δια μετρήματος, που δεν μπορούσε να εντοπιστεί στις τάξεις των κληρικώ' Παρ’ όλα αυτά, πέρασαν αρκετές δεκαετίες προτού το κράτος αναλάβί να προωθήσει την εκπαίδευση ως υπόθεση πολιτική. Το πρώτο σχετιχ μέτρο που περιβάλλεται από το πέπλο του μύθου ανάγεται γύρω στο έτι 830 και σχετίζεται με τον Λέοντα τον Μαθηματικό. Σύμφωνα με αβα σιμες και μάλλον αναξιόπιστες πληροφορίες, η ξεχωριστή αυτή μορφ έλαβε πολυσχιδή παιδεία στο νησί της Άνδρου, μελετώντας παλιά β βλία σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες. Σ τη συνέχεια, ίδρυσε ένα σχολεί σ’ ένα ταπεινό σπίτι στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε φιλοσοφί: μαθηματικά, αστρονομία και μουσική σε ιδιώτες μαθητές που αυξάνι νταν συνεχώς. Ένας από τους μαθητές του αιχμαλωτίστηκε από τοι Άραβες και παρουσιάστηκε μπροστά στον χαλίφη αλ-Μαμούν, τον οποί εντυπώσιασε με την ανωτερότητα των γνώσεών του σε θέματα γεω μ τρίας. Εκείνος προσκάλεσε τον Λέοντα στην Αυλή του και του υποσχι θηκε τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (82* 842) δεν του επέτρεψε να φύγει και τον διόρισε δημόσιο δάσκαλο ει πληρωμή στην εκκλησία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στην κεντρί} οδό της πόλης. Εάν δεχτούμε ότι αυτή η ρομαντική ιστορία δεν αποτελ μύθευμα, το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι λίγο πριν ■ τέλος της Εικονομαχίας δημιουργήθηκε μία μόνο δημόσια θέση κοσμ κής παιδείας. Η δεύτερη κίνηση έγινε από τον καίσαρα Βάρδα, που είχε αναλάβ αντιβασιλέας μεταξύ των ετών 855 και 866, και συμπτωματικά ήτ: συγγενής και πάτρονας του Φωτίου. Στενοχωρημένος από την παρακι της κοσμικής επιστήμης, η οποία λέγεται ότι είχε φτάσει στο ναδ εξαιτίας της σκαιότητας των άλλων αυτοκρατόρων (σαφής υπαινιγμ
NGO
nr.ου ίε τη 35-
—
it
jj.
Kt-yr,
L -■
Ιείο
r -
Εικόνα τον 15ov αιώνα με θέμα τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας, δηλαδή την οριστική κατάργηση της εικονομαχίας, το 843. Εικονίζονται η αντοκράτειρα Θεοδώρα, ο νεαρός γιος της, Μιχαήλ Γ', ο πατριάρχης Μεθόδιος (843-847) και μια ομάδα άλλων «υπερασπιστών της Ορθοδοξίας», ανάμεσα τονς οι «δερματάστικτοι» αδελφοί Θεοφάνης και Θεόδωρος και κάποια Θεοδοσία, ανύπαρκτη στην πραγματικότητα.
Λεπτομέρεια της Ραία d ’Oro1 σήμερα πίσω από την Α γία Τράπεζα τον Ναού τον Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Σ τ ’ αριστερά ο δόγης Ordelaffo Falier, ο οποίος παρήγγειλε τα σμαλτοτεχνήματά της στην Κωνσταντινούπολη το 1105 (το πρόσωπό του έχει αντικατααταθεί). Σ τα δεξιά, η αντοκράτειρα Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλεξίου Α ' του Κομνηνού.
1 Μεγάλη σύνθετη εικόνα με πλαίσιο από χρυσό, μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους, που ετοποθετείτο στην Αγία Τράπεζα. [Σ.τ.Μ.]
Ο Μανουήλ Α ' Κομνηνός, που εικονίζεται εδώ ιδιαίτερα μελαχροινός, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό τον, Μαρία της Αντιόχειας, την οποία ννμφεύθηκε το 1161. Μικρογραφία στον κώδικα Vaticanus gr. 1176, που περιλαμβάνει τα πεπραγμένα της Συνόδου τον 1166, την οποία σνγκάλεσε ο Μανουήλ με σκοπό την αποσαφήνιση της φράσης του Χριστού «ότι δ πατήρ μου μείζων μού έστι» (Κατά Ιωάννην 14, 28).
Το όραμα του Ιεζεκιήλ στην Κοιλάδα τον Θανάτου (των ξηρών οστών). Ολοσέλιδη μικρογραφία στον κώδικα Paris, gr. 510 που περιέχει τις Ομιλίες του αγίου Γρηγορών του Ναζιανζηνον. Το βάθος με ροζ και γαλάζιο χρώμα και το περίτεχνο ωοειδές πλαίσιο που σχηματίζεται από κέρατα της Αμάλθειας καθιστούν σαφές ότι το πρότυπο της παράστασης χρονολογείται στην Ύστερη Αρχαιότητα.
Ο Μωνσης παίρνει από το χέρι τον θεόν τις Δέκα Εντολές στο όρος Σινά. Μικρογραφία στον κώδικα τον πατρίκιον Δέοντος, τον πρώτον μισόν τον ΙΟον αιώνα. Το πρότνπό της χρονολογείται τον 5ο η 6ο αιώνα.
Προτομές μικρών προφητών σ ’ ένα πολυτελές χειρόγραφο στην Εθνική Βιβλιοθήκη τον Τορίνον (cod. Β.Ι.2), το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 10ου αιώνα. Μια κατεστραμμένη υποσημείωση τον έτους 535 παρέχει τη χρονολόγηση τον προτύπου το οποίο αναπαράγεται στο χειρόγραφο τον Τορίνο.
Ελεφάντινο τρίπτυχο που παρουσιάζει τη Δέηση (ο Χριστός εισακούει τη μεσολάβηση τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και της Παρθένου Μαρίας), Αποστόλους, Πατέρες της Εκκλησίας και μάρτυρες. Η αφιερωματική επιγραφή αναφέρει ότι το έργο παρήγγειλε ένας αυτοκράτορας ονόματι Κωνσταντίνος, πιθανότατα ο Κωνσταντίνος Ζ ' Πορφυρογέννητος. Δισκοπότηρο στο Θησαυροφυλάκιο του Α γιον Μάρκον, στη Βενετία. Ένα κύπελλο από σαρδόννχα του Ιον αιώνα π.Χ.Ι μ.Χ., επαναχρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ενός δισκοπότηρου πον φιλοτεχνήθηκε κατά παραγγελία του αντοκράτορα Ρωμανού Β ' (959-963) και φέρει πλακίδια κοσμημένα με περίκλειστα σμάλτα πον εικονίζονν διάφορους αγίους. Το ποτήριο μεταφέρθηκε μεταξύ άλλων λαφύρων από την Κωνσταντινούπολή στη Βενετία κατά την Δ ' Σταυροφορία.
Η σκηνή της Πεντηκοστής συμβόλιζε τη διδασκαλία τον Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη. Ψηφιδωτό στον ναό τον Οσίου Λουκά στη Φωκίδα, που εικονίζει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους συγκεντρωμένους Αποστόλους και, στα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία), τα «Έθνη» και τις «Γλώσσες». Αρχές 11ου αιώνα.
I
I
Η Α ΝΑ ΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜ ΜΑΤΩΝ ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕΧΝ Ω Ν
κατά των εικονομάχων), ο Βάρδας ίδρυσε μια σχολή στην αίθουσα του παλατιού που ονομαζόταν Μαγναύρα. Διευθυντής του ήταν ο ίδιος ο Λέων, που δίδασκε φιλοσοφία, και υπήρχαν τρεις ακόμα έδρες, γεω με τρίας, αστρονομίας και γραμματικής, αντίστοιχα. Από τους τέσσερις καθηγητές που αναφέρονται, μόνο ο Λέων και ο καθηγητής της γραμμα τικής Κομητάς είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Επίσης, παρότι πληροφορούμαστε ότι τα αποτελέσματα του έργου της σχολής έμελλε να φανούν κατά τα επόμενα 100 χρόνια, εντούτοις δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως για τη δραστηριότητά της ή τη διάρκεια λειτουργίας της. Στη συνέχεια επικρατεί σιωπή μέχρι και τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζζ ο οποίος ανακαλύπτει και πάλι ότι οι επιστήμες είχαν παραμεληθεί, οπότε ανασυστήνει τη σχολή με τις ίδιες τέσσερις έδρες. Από τους καθηγητές που αναφέρει, οι τρεις ήταν αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής αυλής (άγνωστοι κατά τ’ άλλα) και ο ένας επίσκοπος, ο Αλέξανδρος της Ν ί καιας, ο οποίος δίδασκε ρητορική και αναφέρεται ως σχολιαστής του Λουκιανού — ίσως όχι του πιο κατάλληλου συγγραφέα για να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός ιερέα. Ο Αλέξανδρος δεν φαίνεται να έμεινε για πολύ σε αυτή τη θέση: εξορίστηκε υπό συνθήκες που παραμένουν άγνω στες. Όπως και να έχει το πράγμα, πληροφορούμαστε ότι ο αυτοκράτορας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για,πους μαθητές, από τους οποίους στρα τολόγησε δικαστές, διοικητές και μητροπολίτες. Αυτές είναι όλες κι όλες οι πληροφορίες τις οποίες μας δίνουν οι αφηγηματικές πηγές σχετικά με την αυτοκρατορική συμμετοχή στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Εάν το «Πανεπιστήμιο του Βάρδα» (όπως έχει ονομαστεί κάπως μεγαλόσχημα) λειτούργησε πραγματικά για έναν αιώνα και περισσότερο, πώς εξηγείται ότι δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τη δραστηριότητά του, τους καθηγητές του, τους φοιτητές του και την επίδρασή του στα γράμματα και στις τέχνες; Εκείνο που είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα είναι ότι κατά τη διάρκεια του 9ου και 10ου αιώνα η γλώσσα της λογοτεχνίας βελτιώθηκε ή μάλλον έγινε πιο εξεζητημένη. Λογοτεχνικά είδη που είχαν εξαφανιστεί για περίπου δύο αιώνες αναβίωσαν. Αυτό συνέβη, όπως ήδη αναφέραμε, στην περίπτωση της ιστοριογραφίας, αν και εδώ θα πρέπει να προσθέ σουμε ότι η κάπως μέτρια προσπάθεια του Νικηφόρου (στη δεκαετία του 780;) δεν συνεχίστηκε παρά μόνο μετά το 950 περίπου. Η επιστολογρα φία, στη μορφή που είχε κατά την Ύ στερη Αρχαιότητα, επανεμφανίστη κε στη δεκαετία του 820 και καλλιεργήθηκε εντατικά. Το έμμετρο ε πίγραμμα αναβίωσε, όπως θα σχολιάσουμε αμέσως παρακάτω. Ακόμη και η αγιογραφία, που κατά παράδοση χρησιμοποιούσε την κοινή γλώσ σα για να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό, χυτεύθηκε σ’ ένα καλούπι με αρχαϊκή κομψότητα, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα εκκλησιαστικά κη-
CYRIL MANGO /
ρύγματα. Ωστόσο, όλα αυτά άρχισαν να συμβαίνουν πριν την ίδρυση του «Πανεπιστημίου του Βάρδα» και χωρίς καμία ιδιαίτερη ενθάρρυνση εκ μέρους της κυβέρνησης. Το σπουδαιότερο, ωστόσο, επίτευγμα της βυζαντινής αναγέννησης εστιάζεται όχι τόσο στη «βελτίω ση» της σύγχρονης λογοτεχνίας, όσο στη διαφύλαξη μεγάλου μέρους του έργου των αρχαίων Ελλήνων κλασι κών και, συμπτωματικά, και των πρώιμων χριστιανικών συγγραμμάτων. Από την πλευρά του δυτικού πολιτισμού, μπορούμε άνετα να ισχυριστού με ότι αυτή η πράξη διάσωσης αποτελεί το μεγαλύτερο χρέος μας προς το Βυζάντιο. Με εξαίρεση τα ελάχιστα σπαράγματα που έχουν βρεθεί σε σκουπιδότοπους της Αιγύπτου (αν και κάποιες φορές είναι πολύτιμα), τα έργα των Ελλήνων κλασικών όπως τα γνωρίζουμε έχουν φτάσει σ’ εμάς μέσω βυζαντινών χειρογράφων. Εάν κάποιοι άσημοι άνδρες δεν είχαν εργαστεί ανώνυμα κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα, εμείς δεν θα είχαμε σήμερα ούτε τον Πλάτωνα ούτε τον Αριστοτέλη (παρά σε μετάφραση) ούτε τον Ηρόδοτο ή τον Θουκυδίδη, ούτε τον Αισχύλο ή τον Σοφοκλή, για να μην αναφέρουμε πλήθος άλλων διάσημων και μη συγγραφέων. Γ ια να είμαστε πιο σαφείς, όλη η εν λόγω λογοτεχνική παραγωγή διασώθηκε επειδή αντιγράφτηκε εκείνη την εποχή σε μικρογράμματη γραφή. Ο τι δήποτε δεν αντιγράφτηκε έχει χαθεί για πάντα. Σ ε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να εξηγήσουμε ορισμένα πράγματα. Στην αρχαιότητα τα βιβλία γράφονταν σε κυλίνδρους παπύρου. Η γραφή, συνήθως μόνο από τη μία πλευρά, ήταν κεφαλαιογράμματη χω ρίς διαχωρισμό των λέξεων ή στίξη (γεγονός που στα Ελληνικά προκαλεί σύγχυση). Γ ια πρακτικούς λόγους, κάθε κύλινδρος δεν μπορούσε να είναι υπερβολικά μακρύς: στην περίπτωση της Ιλιάδας, για παράδειγμα, κανένα «β ιβ λ ίο » δεν ξεπερνούσε τους 900 περίπου στίχους, που αντιστοι χούν σε περίπου 30 τυπωμένες σελίδες, έτσι ώστε ολόκληρο το ποίημα να καταλαμβάνει 24 αριθμημένους κυλίνδρους. Ο πάπυρος, που παρήγετο αποκλειστικά στην Αίγυπτο, ήταν σχετικά φθηνός και ανθεκτικός, αλλά το αρχαίο σύστημα είχε αρκετά μειονεκτήματα: οι κύλινδροι παπύρου απαιτούσαν μεγάλο αποθηκευτικό χώρο, περιείχαν ελάχιστο κείμενο και ήταν δύσχρηστοι —ήταν δύσκολο να ανατρέξει κανείς σε ένα συγκεκρι μένο εδάφιο. Μεταξύ του 1ου και του 4ου αιώνα ο κύλινδρος αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον κώδικα, δηλαδή το δεμένο βιβλίο, όπως το ξέρουμε και σήμερα, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προόδους στην ιστο ρία των γραμμάτων. Ένας κώδικας μπορούσε να περιέχει πολύ περισ σότερο κείμενο από ό,τι ένας κύλινδρος, ειδικά εάν τα φύλλα του ήταν από περγαμηνή, η οποία μπορούσε να φέρει γραφή και στις δύο πλευρές της, οπότε ολόκληρη η Ιλιάδα μπορούσε τώρα να χωρέσει άνετα σ’ έναν
I
%
*
•GO
299
Η Α Ν Α Β ΙΩ Σ Η ΤΩ Ν Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ω Ν Κ Α Ι Τ Ω Ν Τ Ε Χ Ν Ω Ν
■ τ -·,
i a. κ ι * c f r t T f t r « N ·
A Y | Ο I C C >C>YC I A N J f c K N A O Y I t :N C 7 _ ‘ lO IC M I C 'K Y U Y ^ I C: |C U H ) N Ο M A A f H O J O Y » C e Y A lH K I« T Ο Ύ Χ Ι : <:' K t H : X I I M * · l O C C A f K O t ?O Y A w
'J O N X r X < D f|C A Y H i » r i N cr Γ ο ο γ Α \*
A X X e K O Y C l t HNII
<*Ν ΑΓΥ,Ι I»· Η C.>Λ*
Κ Λ Ι ^ Λ Ο Κ η '.Μ Κ 1
u fo c rro H O H K w ΐίϊΆ Η Ν Ο Χ Ο Γ Ο Γ Ο Τ IΙΗ Ί I N liN A f X * I
I 1 V O C T O N i F N II X
O lt - f U N C M - e N A f
iiu x u n tic r iN K W II/< m »H N T
Ν Ο Π ίλ Ρ Α Ο γ Μ Ν ·
I
N O W A X f K U iU J
λ Μ , Ν ίκ χ ιγ τ υ ο ? ί X O i'K W I C M "
Γr
a
j c l ) A N N I U ’M A f l fp
X O M f N O C lH V H r If o e o c
μ μ
α γ i*
*CTIX>A
.s C C M Ο Μ «5 4 Ί ^ >
< o e w « n iN K W Λ OCUVfC '_£*!*¥ ^ v^ treoK X i O K ttC M
<*YK«: ‘ A lA M ^ ^ . S H t A l o* i A io t a c f T Q * * ; > V '’ ^ '- 'A A K o N
Γ ^ ; . ι: Κ 'Ν
I'A
θ ΐ+ ο γ κ ^ e e u > n K e N t ιω π φ & ι* Κ Ο Γ 6 Ν Ι I C t H X ;l t ? < O M f O N 'iO y s lA *| f O C £ K t :I N O a >JI Γ Η Ο ς Γ Ο 'Κ Α Ι Κ Γ Γ Η c c r r i N H M A f » Yfl
K
t y V tD A M Μ ΟΎ· I*
<α$β
A rre A A N o i' o r p ocoxr K A J o t e x I ccp
' χ ^ ν Ι κ α ι *! t - ' i r A d # ! A T I |£ j p a > r H C O > C * Kl A Y T O H 1
'ΠχχμηΑ‘iiiMOAmi
XlMAvf>AKlCfo>Oll |ΧΙϊ|ΟΑ1Α » Α Ί ο γ JO H A
iW
I'A C O I I f o v }>l Γ1Η Ο K A iA i i t t r l K K H e
ΦΧΓΚΆΙΧΙ>Ι'ΓΚΑΙ«Ι I I O M A T I U r . ;O Y N K A! I I l / ^ K X -lO Y -r Κ ΐ · |Ο Χ Ϊ · α ν Μ ; ! Μ
·?
ii
. O U A S in y o H H
I Ρ η τ Α Χ Ή · - * •t'COX' k * i-m ' λ - . C IC 'O Y K O IX X l'o
* v m : *l i c m
6? II c u >K l ο γ ιγ χ ο ι* ·
N O C ΊΤΝ'Ο γ I< t | Μ IV .■>l O C lN A / ^ 'C C D A f ΙΟ Υ ΊΟ Ν ΙΜ Α Ν Ί Α Η Yi i o x m mXKk : Γ ΤΓΑΥ Α ' rxer t Nfr k k - m « ΙΙΛ II
Ν Ι Α ’ IC fX N T f
Α Μ“ Ι, fO fx A K K r y iI Κ iOΠ]A o r 'o r M H O lU J A M Μ 11 C IA * I I Γ-ΛΙ)Ν TM XM XY flO N KA t III T O N ΓΑί β Ρ Χ Ο Μ Γ Ν ·
r t fO C X Y lO N K A IA
I
( f y O C P IU M M IN X ΜΑΡΊΙΑΜΊ0ΤΚ<»·*Ν
M t- IXIX- Μ Τ Α XT »
j , K.AI Γ | Γ Α Ο Ν ' Κ λ Κ 1 •v M A P I
! Ν Ο Μ ΙΟ Α ΙΙΙ-Κ ΊΧ Ρ Η
M IC A ie K riiM iA y w ri. ' v ■>A S N i i CAC r^i >
# »i ^ A T I C K j A l » I X M M X A lX l^ r r C N C * K >
Ii l O N i ' M O H I t f o · Κ Μ Μ Τ Ν Α Τ ΙΙ» ^
Κ Μ Η Ιη χ ή ι γ ν ι γ χ
M o y i I M X Π I ( S K j 'Y r iA iii'c u M X K H . A r
O T I O A ! O H O C A »A M U >YC fc-u: C ' ;A O "M
I A H 1IA A A I o ro n o N e fW M > M O N - ir ^
C | Ϊ ΙΟ Ν Ο γ Ν χ γ ΐ« ' Γ ΐα -Η Ν Α Χ ΙΙΟ Κ ρ ΐ Ί Κ Ι Λ φ Μ α ί » U 'r I ϊ C Μ y A C I Ν Μ ΜΑ T I A C I M C I I I |·Κ < Α Ι Ο Υ € * φ ΐ Η* I ί Ι » Φ “ » N l t R O ll i N M -e tN i H tfM M tO ey o T
λ -.ο γ λ χ ο ι if t n
<=Λ Α φ Ο Μ XTM AS X A r i Ν λ Η Τ Ι Χ Α Γ Ι Η ΐ» ·
Mio e t Ι Ο Ν Ο Φ
’I O C M ( ) γ Μ Ν Κ Κ Ι θ »-|
i υ ^ ο Ν Ο ΐ ιι i
~Τ5γΚίΧ?*ΡΙί'Ι IAN M
M O y< f X C | A lX N l r , . O C C M I I f o c o t H M -.
Kl A M · 1 Ή Μ Ο Μ 1 Ν Μ
K f A l C H Oir Γ Ο ΟI IN I mn n » w $ 0 Γ 11 C t i >μ ι >γ<γ
r Μ Κ Τ Γ ^ - γ ΐγ | > ν » Ν Α 4
I
M P O A 'I Μ N AO^JT
ο υ λ ο λ α κ κ ικ ’ Μ Ο Η Ο ΙΪΝ Ο Υ ΙΜ Α Ρ Χ Γ Ι Χ r r o c i I Mlfl·* I f II* X‘A f n o C K A I A K » 11-|> ·*»*
2 Αγη Ν Ρ ίΤ ίρ β Mn XMJ
Μ Ι Μ Κ λ Ι ί Ό Ρ Χ ί ’λ
Αυ ύ
I I M 'f l |·|’-»
Π χ χ ι η γ ι -Υ
t'YKTXlXl it:; , loi -
Β Η Γ λ Χ Κ Α ΙΟ Χ Ο Ι-
K r i# r ικ η ρ γ κ Α ΐκ »
ΙΑ ο γ t o m
l l M M 1 fP W i m O | K i'lM M I fO v j Ί I I ft***
τη ο α μ
r i-Ap>crtMc--mKAi
/H D W K A I f ο φ — i Μ N I C K O 'I | A ll A * M C l K A l f IC K C JT I X A Y ’n n .y y K K » « \A R tN e r e ie itjfH O fiu ltO C > J !C C l> w X M -
cjcfcnvra raKEf** M I O X V - K A R I M I I I '-
0«?Λ» I M X m e X N A r -
v f X I H r / U iN K N t ir
l -
C 6 N K A J O Y K H fN II
A V N I I c O lT K O t Κ Μ λ Π < » ίί Ν Χ ΐ) ΐ: H i f ix r n fA N K A lA R A |N O N t:K T O γ<·τ P X N O Y K A lM C -M O ' f l l A Y ’l θ Μ · Κ Α | C fu> O Y K H A C I N A / f i »N XXAtTllt'Mf A i M · H XI I I l/ t* l N O N |U> γ Λ λ Ί * Η · Κ ίΝ Ι Η * Μ · |
t-ll fl N t ' 4 Η Ϊ Ν Α Μ Ι
M
l i r i O l l N A K A IA O J
NONKAlMCNON* 11 A T I O N ο γ J O * . e i i k j o r a i γιι / ο »ν M i ΙΜ ΙΑ * K liK A J ·
C
C C U fA K X K X I M i M A f lY p I lK X O T K
IO C C -C I I M O C 'K X K l - V•Γ ο γ ο γ ! > Ί » Η Ί Ι Α Υ /Ί Ο Ν Ι lA X I * »C T : J K I O i < P A N N il· KA|iKI<*|U>NM>4»M ru > N A Y ιχ>γχγ«.> a <
? .v . K A · ' j XC_| t» J ’y n · f
’ lA lO Y N
P IACOJ
•xto... -· **· "*c'/oy-f·
l<. ί K O V C A N O l AY< )MK Of
Λ ΐ Α γ ΐ ο γ Α Χ Ν -r
lOCXAlMXOWV'J" CAM IX O IY
rT p A ^ 'lK ’OIXl· fK Al**> c X m V n o o :AY|X»Y' xy A x o x y Y tK >γι 1 >«»
1
Π Ι Τ Ι / Ι Ι Ί < T | l O 'A ·
«. II l O N A p u i j - H v ,
μόνο τόμο. Επιπλέον, ο κώδικας έπιανε ελάχιστο χώρο στο ράφι και διευκόλυνε τον εντοπισμό ενός συγκεκριμένου εδαφίου, γεγονός που μάλλον εξηγεί γιατί οι χριστιανοί τον προτιμούσαν για τα ιερά βιβλία τους. Γ ια να βρει κανείς το προδιαγεγραμμένο ανάγνωσμα της ημέρας δεν χρειαζόταν παρά να χρησιμοποιήσει έναν σελιδοδείκτη. Η Αγία Γραφή ήταν εξάλλου ένα υπερβολικά μακροσκελές κείμενο- για την Παλαιά Διαθήκη και μόνο θα χρειάζονταν αρκετές δωδεκάδες κυλίν δρων παπύρου. Από την άλλη, ο κώδικας, ειδικά εάν ήταν φτιαγμένος από περγαμηνή, στοίχιζε πολύ ακριβά, γεγονός που με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο σημαντικό. Η κατάκτηση της Αιγύπτου πρώτα από τους Πέρσες και μετά από τους Άραβες περιόρισε, εάν δεν σταμάτησε εντελώς, τις προμήθειες παπύρου, αλλά χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 100 χρόνια μέχρι να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της παραγω γής βιβλίων. Σ ε κάποια χρονική στιγμή που δεν μπορεί να προσδιορι στεί με ακρίβεια, αλλά σίγουρα πριν το τέλος του 8ου αιώνα, τα βιβλία άρχισαν να αντιγράφονται στη μικρογράμματη γραφή: το πρωϊμότερο χρονολογημένο δείγμα που σώζεται, προϊόν του βιβλιογραφικού εργα στηρίου της Μονής Στουδίου, χρονολογείται στο έτος 835. Η μικρογράμ-
Ελληνική μεγαλογράμματη γραφή στον Σιναϊτικό κώδικα (4ος αι.), ένα από τα όνο πρωιμότερα ελληνικά χειρόγραφα της Α γίας Γραφής. Στην εικόνα η αρχή του «Κατά Ιωάννην»
Ευαγγελίου.
CYRIL MANGO
3 °°
ματη γραφή δεν μπορεί να θεωρηθεί εφεύρεση, αφού η επισεσυρμένη γραφή χρησιμοποιούνταν ήδη από καιρό σε έγγραφα, αλλά αποτελούσε έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής και προνόμιο των έμπειρων νοταρίων. Χρειαζόταν κάποια προσαρμογή πριν χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή βιβλίων και το αναγνωστικό κοινό έπρεπε να τη συνηθίσει. Παρ’ όλα αυτά, η μικρογράμματη γραφή διέθετε φανερά πλεονεκτήματα. Ήταν πιο πυκνή, και έτσι απαιτούσε λιγότερη περγαμηνή' ήταν επίσης λιγό τερο χρονοβόρα, αφού ο γραφέας δεν χρειαζόταν να σηκώσει την πένα του μετά από κάθε γράμμα. Η μεταγραφή, η διαδικασία δηλαδή της μετάβασης στη μικρογράμματη γραφή, δεν ήταν εντελώς μηχανική, αλλά έμοιαζε περισσότερο με νέα έκδοση. Οι λέξεις έπρεπε να χωρι στούν σωστά και να τονιστούν. Συχνά γινόταν χρήση των σημείων στί ξης. Εξάλλου, το πρωτότυπο κείμενο μπορεί να είχε φθορές ή να ήταν δυσανάγνωστο σε ορισμένα σημεία. Με άλλα λόγια, ο εκδότης έπρεπε να ερμηνεύσει το κείμενο. Μέχρι περίπου τα μέσα του 10ου αιώνα, η μικρογράμματη και η κεφαλαιογράμματη γραφή χρησιμοποιούνταν πα-
To πρωιμότερο χρονολογημένο χειρόγραφο σε ελληνική μικρογράμματη γραφή είναι το Ευαγγέλιο Ονσπένσκι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης (cod. gr. 219) που χρονολογείται στο 835 και αντιγράφτηκε από τον μοναχό Νικόλαο στη Μονή Στουδίον.
:
: : ;
Ή
"
:
7 ·> a
*■
^
U
,, ·
μΛτ, ο >w *ώ φ }:s
<(τ* ** w*· μ14
:·!'h ■--A·■, Virbti ■ ,yLu(p91 ' t t U t U v e v il O U U «TQ v -
'■■■■
ii j t * tt4 « ‘ μ
« 1«U.Ju t> U
;;
i *«*ί§£ ».*Ήιλτ *t -» | I ! . «I " U
t o r e w * 1 l · * · »** e tr -
W- * w » S r y it iv r « u f * I*
Η Α ΝΑ ΒΙΩ Σ Η ΤΩΝ ΓΡ ΑΜΜΑΤΩ Ν Κ Α Ι ΤΩΝ ΤΕΧΝ Ω Ν
ράλληλα. Σ τη συνέχεια, η κεφαλαιογράμματη γραφή σχεδόν εξαφανί στηκε, με εξαίρεση τις κεφαλίδες. Από τη στιγμή που άρχισε να εφαρ μόζεται η μεταγραφή, τα πρωτότυπα (ειλητάρια ή κώδικες) σε μεγαλογράμματη γραφή παραμερίζονταν. Όπως ήταν φυσικό, η μεταγραφή διήρκεσε αρκετές δεκαετίες, ακόμη και αιώνες. Σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις, φαίνεται ότι έγινε θεματικά, ξεκινώντας από τις επιστημονικές και φιλοσοφικές διατριβές, συνεχίζο ντας με τους ρήτορες και τους ιστορικούς, και τελειώνοντας με τους ποι ητές. Εάν αναλογισθούμε τον συνολικό αριθμό των ελληνικών κειμένων που γράφτηκαν από την πρώιμη εποχή μέχρι και την Ύ στερη Αρχαιότη τα, θα αντιληφθούμε ότι υπήρξαν σταδιακές απώλειες, καθώς κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα κυκλοφορούσαν πολύ περισσότερα έργα από αυτά που επιβίωσαν έως τον 9ο αιώνα, ενώ μεγάλο μέρος και από αυτό το τελευταίο σύνολο έχει έκτοτε χαθεί. Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς, ακόμη και κατά προσέγγιση, τις απώλειες, αλλά κάποια παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Οι αιγυπτιακοί πάπυροι που ανακαλύφθηκαν σε θέσεις οι οποίες δεν σχετίζονταν με μεγάλα εκπαιδευτικά κέντρα μας έχουν δώσει αρκετά, άγνωστα μέχρι τώρα, φιλολογικά κείμενα. Η πιο γνωστή περί πτωση είναι αυτή του θεατρικού συγγραφέα Μενάνδρου, του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου της Νέας Κωμωδίας, ο οποίος λησμονήθηκε κατά τη Βυζα ντινή περίοδο. Ο Ιωάννης Στοβαίος (5ος αιώνας) στην Ανθολογία του α παριθμεί περίπου 385 συγγραφείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γνωστοί σ’ εμάς μόνο κατ’ όνομα. Ο Φώτιος (για τον οποίο θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω) είχε το πλήρες κείμενο του Στοβαίου- εμείς έχουμε μόνο ένα τμήμα του. Π ερίπου το ίδιο ισχύει και για το μεγάλο γεωγραφικό λεξικό με τον τίτλο Εθνικά του Στέφανου Βυζάντιου (6ος αιώνας). Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι συγγραφείς όπως ο Στοβαίος και ο Βυζάντιος αντέγραψαν κρυφά πολλές από τις παραπομπές τους, για να επισκιάσουν συγγραφείς παλαιότερων εγκυκλοπαιδειών, δικαιολογημέ να αναρωτιόμαστε πού ακριβώς θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και να συμβουλευτεί όλα αυτά τα βιβλία στην εποχή του Ιουστινιανού. Στην Κωνσταντινούπολη, μια δημόσια βιβλιοθήκη κοσμικών συγγραφέων ι δρύθηκε στη Βασιλική από τον Κωνστάντιο Β' (πριν το 357). Αυτή η βιβλιοθήκη κάηκε το 476, με αποτέλεσμα να χαθούν (όπως τουλάχιστον λέγεται) 120.000 τόμοι, αριθμός όχι και τόσο υπερβολικός εάν επρόκειτο για κυλίδρους από πάπυρο. Δεν διαθέτουμε καμία πειστική ένδειξη ότι αυτή η συλλογή βιβλίων αποκαταστάθηκε, ούτε γνωρίζουμε πού ακρι βώς βρήκε όλα τα βιβλία τα οποία αναφέρει ένας σχολαστικά μανιώδης αρχαιοδίφης όπως ο Ιωάννης ο Λυδός (επίσης της εποχής του Ιουστι νιανού), αν και σε μία περίπτωση μας πληροφορεί ότι βρήκε ένα αντί γραφο της «Ιουδαίας Σίβυλλας» στην Κύπρο. Τπήρχε βέβαια και μια
CYRIL MANGO
πατριαρχική βιβλιοθήκη με θρησκευτικά έργα η οποία δεν ήταν καλά ενημερωμένη τουλάχιστον κατά τον 8ο αιώνα. Σύντομη αναφορά σε μια βιβλιοθήκη του Παλατιού, η οποία π εριείχε ένα βιβλίο των Προφητειών, γίνεται τον 9ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη αυτή επεκτάθηκε από τον Κωνστα ντίνο Ζ', αλλά το μέγεθος της δεν ξεπερνούσε και πάλι το μέγεθος του ημιορόφου ενός μικρού κτηρίου. Το 814, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Ε' έδωσε εντολή να διεξαχθεί μια βιβλιογραφική έρευνα για να βρεθούν πατερικά συγγράμματα ευνοϊκώς διακείμενα προς την Εικονομαχία, η εντεταλμένη ερευνητική επιτροπή εργάστηκε στο παλάτι (μάλλον για λόγους μυστικότητας), αλλά τα αναγκαία βιβλία μεταφέρθηκαν από διάφορα μοναστήρια και εκκλησίες. Αποκομίζεται, λοιπόν, η εντύπωση ότι τα παλαιά χειρόγραφα βρίσκονταν σε διάφορα μέρη και ότι πριν αρχίσει η διαδικασία μεταγραφής ήταν αναγκαίο να προηγηθεί συστη ματική έρευνα. Μερικά από αυτά τα χειρόγραφα ίσως να είχαν βρεθεί και σε αραβοκρατούμενες περιοχές. Ο Hunain ibn-Ishaq (9ος αιώνας), ο γνωστός μεταφραστής ελληνικών επιστημονικών και φιλοσοφικών κ ει μένων στα αραβικά και στα συριακά, ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια, στη Δαμασκό και στη Χαρράν αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα. Ο Φώτιος, δύο φορές πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (858-867, 877-886), είναι η επόμενη πηγή πληροφοριών μας. Τπό αμφισβητήσιμες ακόμη συνθήκες, ο Φώτιος συνέταξε τις βιβλιογραφικές σημειώσεις του, οι οποίες αφορούσαν 386 έργα, σε 280 τόμους (αφού ένας τόμος μπορούσε να περιέχει πολλά διαφορετικά έργα). Αυτές οι σημειώσεις, γνωστές με τον συμβατικό τίτλο Βιβλιοθήκη, ποικίλλουν από λίγες γραμμές μέχρι και αρκετές σελίδες για κάθε βιβλίο, και συνήθως περιλαμβάνουν μια περίληψη των περιεχομένων και κριτική του ύφους του κειμένου του. Τα περισσότερα έργα είναι χριστιανικά (233), ενώ 147 από αυτά είναι ειδωλολατρικά ή κοσμικά. Τα σχολικά εγχειρίδια, καθώς επίσης η ποίηση και τα θεατρικά έργα έχουν αποκλειστεί, αλλά κατά τ ’ άλλα υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότερες βιβλιοκρισίες αφορούν έργα της Ύστερης Αρχαιότητας, ενώ η επόμενη περίοδος αντι προσωπεύεται ελάχιστα. Τα μισά και περισσότερα από τα βιβλία που διάβασε ο Φώτιος έχουν είτε χαθεί εξ ολοκλήρου είτε διατηρούνται σε αποσπασματική μορφή, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο Φώτιος διάβασε παλαιά αντίγραφά τους και ότι τα έργα αυτά (ή τα περισσότερα από αυτά) δεν θεωρήθηκαν αρκετά ενδιαφέροντα ώστε να αντιγραφούν. Προς μεγάλη μας απογοή τευση, ο Φώτιος δεν μας πληροφορεί πού βρήκε τα βιβλία. Εάν βρίσκο νταν στην προσωπική του βιβλιοθήκη, τότε αυτή θα πρέπει να ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από όλες τις βιβλιοθήκες Βυζαντινών ιδιωτών για τις οποίες έχουμε πληροφορίες. Το μυστήριο επιτείνεται από το
3°3
Η Α Ν Α Β ΙΩ Σ Η ΤΩ Ν ΓΡ Α Μ Μ Α ΤΩ Ν Κ Α Ι ΤΩ Ν ΤΕΧ Ν Ω Ν
γεγονός ότι δεν έχει σωθεί ούτε ένα βιβλίο με το ex libris (επιγραφή με τα στοιχεία του κατόχου [Σ.τ.Μ.]) του Φωτίου — στην περίπτωση του μαθητή του, Αρέθα Καισαρείας (περίπου 860-περίπου 939) που είναι γνωστό ότι παρήγγειλε σε αντιγράφεις έξι χειρόγραφα για προσωπική χρήση— μπορούμε να εικάσουμε ότι είχε στην κατοχή του, κατά το μάλλον ή ήττον, 25 ακόμα χειρόγραφα. Το επόμενο στάδιο της βυζαντινής Αναγέννησης αντιστοιχεί στην περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' (912-959) και έχει χαρα κτηριστεί ως «εποχή του εγκυκλοπαιδισμού», παρότι καταλληλότερος χαρακτηρισμός θα ήταν «εποχή των πανδεκτών». Φιλομαθής εκ φύσεως, όπως και ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος αποκλείστηκε από την εξουσία από τον σφετεριστή Ρωμανό Λεκαπηνό («έναν αδαή τύπο») και έτσι είχε την άνεση χρόνου να επιδοθεί στις μελέτες του. Όταν τελικά ανέ λαβε την εξουσία, ή ίσως και νωρίτερα, καταπιάστηκε με την οργάνωση σειράς βιβλιογραφικών εγχειρημάτων τα οποία εκτέλεσε μια ομάδα συνεργατών. Οι ιστορικοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευγνώμονες γ ι’ αυτή την προσπάθεια, αφού χωρίς τα έργα Έ κ θ ε σ ις π ε ρ ί της β α σ ιλ είο υ τά ξε-
Αντίγραφο τον Ευκλείδη σε μικρογράμματη γραφή, γραμμένο το 888 για τον Αρέθα Πατριόν (τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Καισαρείας στην Καππαδοκία), ο οποίος το πλήρωσε 14 χρυσά νομίσματα.
ω ς (D e cen m on iis), Π ρος τον ίδιον υιόν Ρ ω μα νόν (De ad m in istran d o imperio) —πραγματεία που αφορά ζη
τήματα εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας— και Π ε ρ ί θεμά τω ν (De them atibus ) — επισκόπηση των διοικητικών επαρχιών της αυτοκρα τορίας— θα γνωρίζαμε πολύ λιγότερα για το Βυζάντιο. Τα προαναφερθέντα έργα, όλα πρακτικού χαρακτή ρα αλλά μάλλον αρχαιοπρεπή στο πε ριεχόμενό τους, σχετίζονταν με την άσκηση της αυτοκρατορικής εξου σίας. Κάποια άλλα έργα έχουν πιο ετε ρόκλητο χαρακτήρα: τα Γ εω π ο ν ικ ά είναι μια συλλογή πραγματειών της 'Τστερης Αρχαιότητας σχετικών με τη γεωργία- τα Ιπ π ια τ ρ ικ ά είναι μια παρόμοια συρραφή έργων σχετι κών με την κτηνιατρική επιστήμη. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι ανέθεσε και τη συγγραφή μιας ιατρικής εγκυ κλοπαίδειας και ακόμα μίας για τη
■1^5
η σγν ν-^ν Α·ξ
-arficryju ■ 7 7 ”
IfL^ o - u . -ώ Η ·»ϊ< λΓνώ
· ? Τ σ ν-Λ1 '
Τ » I g r X.t-% 'Τ»£ΐ)ίΓ·«.|<λ**Μ
& * ¥ « * * » £ lu'o-nrf
iHK
T - p iV f V l> · kn ojL M rU j, ^ » } J T W T p iY « ille u .
C-V f < & t t A o y ,
■
C
a Tjdrp
3 °4
CYRIL MANGO
ζωολογία. Ωστόσο, το κατά πολύ μεγαλύτερο από όλα τα βιβλιογραφικά του προγράμματα είναι το ονομαζόμενο Excerpta historica. Πρό κειται για μια ανθολογία αποσπασμάτων που σταχυολογήθηκαν από ποικίλα ιστορικά έργα από τον Ηρόδοτο μέχρι τον Γεώργιο Μοναχό (9ος αιώνας) και τα οποία οργανώθηκαν θεμα τικά με επικεφαλίδες όπως «Η αναγόρευση των αυτοκρατόρων», «Ν ίκη», «Δημόσιες ομι λίες», «Κ υνήγι», «Γ ά μ ο ι», «Εφευρέσεις» κ.λπ. Από τα 53 κεφάλαια που αναφέρονται, έχει σωθεί μόνο το ένα τριακοστό έκτο, το ο ποίο καταλαμβάνει έξι τυπωμένους τόμους, ο πότε ολόκληρο το έργο θα πρέπει να έφτανε τους 200 τόμους. Ο μόνος που θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτή την τεράστια συλλο γή ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τον οποίο μπορούμε να φανταστούμε να ψάχνει προηγού μενα παράλληλα για τη μία ή την άλλη περί σταση, για συνωμοσίες, για πρεσβείες, και ανδραγαθήματα. Η μανία του Κωνσταντίνου για συστηματοποίηση της παλαιότερης γνώσης επεκτάθη κε και στα θρησκευτικά ζητήματα. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ανέθεσε τη συγγραφή ενός εκτεταμένου αγιογραφικού ημερολογίου, που είναι γνωστό ως Συναξάριο, το οποίο πε Ελεφάντινο πλακίδιο με τον Χριστό να στέφει αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Ζ ' Πορφυρογέννητο.
ριλάμβανε περιληπτικές βιογραφίες των α γίων που εορτάζονταν κάθε μέρα. Ίσως να ήταν και ο παραγγελιοδότης (αν και αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο) μιας ακόμη μεγαλύτερης συλλο γής με λεπτομερείς Βίους αγίων (συνολικά 148) που αποδόθηκαν ελεύ θερα σε αρκετά κομψά ελληνικά από τον Συμεών τον Λογοθέτη, που έμεινε στην Ιστορία ως Μεταφραστής, εξαιτίας αυτού του έργου. Τέλος, έχουμε ένα ακόμα έργο, ίσως το πιο κοντινό βυζαντινό αντίστοιχο μιας εγκυκλοπαίδειας, το οποίο φέρει τον αινιγματικό τίτλο «Σούδα» (που κυριολεκτικά σημαίνει «χαντάκι»), και περιέχει περίπου 30.000 λήμμα τα οργανωμένα κατά αλφαβητική σειρά: δύσκολες λέξεις, ιστορικές και φιλολογικές σημειώσεις, παροιμίες, που περιορίζονται κυρίως στην αρ χαιότητα. Η «Σούδα» φαίνεται ότι ανάγεται στα τέλη του 10ου αιώνα και εκφράζει σίγουρα το πνεύμα του Κωνσταντίνου, παρότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη για άμεση σύνδεσή του με αυτό το έργο.
Η Α ΝΑ ΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡ ΑΜΜΑΤΩ Ν ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕΧΝ Ω Ν
Τ ι μπορούμε να συμπεράνουμε από την πολιτιστική δραστηριότητα την οποία ενέπνευσε ο Κωνσταντίνος; Η απουσία έργων της νομικής επιστήμης εξηγείται από το γεγονός ότι μια ανθολογία νομικών κειμένων, όπως το corpus του Ιουστινιανού σε ελληνική μετάφραση, είχε ήδη ολοκλη ρωθεί από την εποχή του Βασιλείου Α' μέχρι και τη βασιλεία του Λέοντος Σ Τ ': πρόκειται για τα Βασιλικά σε 60 τόμους, ένα εγχειρίδιο αρκετά αρχαιοπρεπές και όχι τόσο πρακτικό. Ο Λέων Σ Τ ' είχε επίσης ασχοληθεί και με τη στρατιωτική επιστήμη. Γ ια όλα τα υπόλοιπα, δίνεται η εντύ πωση ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει και να συγχωνεύσει όλη τη χρήσιμη επιστημονική γνώση, η πλειονότητα της οποίας προερχόταν από την Ύ στερη Αρχαιότητα. Το αγιογραφικό του πρόγραμ μα απευθυνόταν σίγουρα στο ευρύ κοινό, το κοσμικό όμως θα πρέπει να προοριζόταν για χρήση εντός των ορίων του παλατιού — δημιουργήθηκε για να αποτελέσει μια τεράστια συλλογή παραπομπών που θα ήταν στη διάθεση των μελλοντικών αυτοκρατόρων και των αυλικών τους.
3 °5
Αντίγραφο τον ΙΟον αιώνα μιας ιατρικής πραγματείας τον Απολλώνιου τον Κιτιέως (1ος αι. π.Χ.) για την αποκατάσταση εξαρθρωμένων οστών. Οι ανθρώπινες μορφές αναπαράγουν κατά πάσα πιθανότητα τις αντίστοιχες μορφές ενός αρχαίου προτύπου, αλλά έχουν ενσωματωθεί αδέξια σε διακοσμητικά τόξα.
Το Βυζάντιο δεν βίωσε άλλον σκοτεινό αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Αν και δεν έχουν διασωθεί όλα τα κείμενα στα οποία ο ίδιος είχε πρόσβαση, το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που μεταγράφτηκε και αποσπάστηκε από κείμενα κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα συνέχισε να αντιγράφεται (αν και σποραδικά) και 0 O JJ έ .ή θ ·© Ι·ν α-ρ 6 π 6 ρ Axo y τ φ yt/vρ χ ο \J yJnO ulCtltou l\ επομένως να διαβάζεται. Η βυζαντι 1x 4 0 x 16 0 ν ^ ω τ ία σ α φ ρ ykobxuiiarrofcp-ttrp o CjpIiiTuq · νή Αναγέννησή δεν διέσωσε μόνο πολ ^ - p c o ( j£ y o u q r v - r c o -ν ώ -tyotO TX ' λά από τα αρχαία κλασικά έργα, αλλά επίσης — και αυτό πρέπει να υπο γρα μμισ τεί— καθόρισε το περιεχό μενο του διασωθέντος συνόλου, που αποτελεί προϊόν βυζαντινής επιλογής. Τα αρχαία κείμενα δεν αντιγράφονταν τυχαία αλλά επειδή εθεωρούντο χρή σιμα είτε για πρακτικούς σκοπούς (π.χ. ιατρική, γεωργία, στρατιωτική επιστήμη, αστρολογία) είτε ως πλού σιες πηγές παράδοξων πληροφοριών ή ως υποδείγματα φιλολογικού ύφους. Εξάλλου, υπήρχε και ο οικονομικός παράγοντας. Ο Αρέθας, ο οποίος συ χνά σημείωνε τα ποσά που ξόδευε για τα χειρόγραφα που παράγγελνε, μας πληροφορεί ότι ο Ευκλείδης του (σή μερα στην Οξφόρδη) κόστισε 14 χρυ σά νομίσματα, ο Πλάτωνάς του (471
3 °6
CYRIL MANGO
φύλλα) 13 νομίσματα για την αντιγραφή και 8 για την περγαμηνή, ενώ η συλλογή των χριστιανών Απολογητών του (που σήμερα
Ένα από τα ελάχιστα χειρόγραφα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» με κοσμική θεματολογία είναι το εικονογραφημένο αντίγραφο των Θ η ρ ια κ ώ ν τον Νικάνδρον πρόκειται για ένα λόγιο ποίημα τον 2συ αιώνα π.Χ. πον αναφέρεται σε φίδια και άλλα δηλητηριώδη ζώα.
I
I
νΙ
βρίσκεται στο Παρίσι) 20 για την αντιγρα φή και έξι για την περγαμηνή. Αυτά ήταν αξιοσέβαστα ποσά, που μόνο οι πλούσιοι ιδιώτες μπορούσαν να τα διαθέσουν. Ως μέ τρο σύγκρισης, ο ετήσιος μισθός ενός κοινού αξιωματούχου της Αυλής ήταν 72 νομίσμα τα. Με τις σημερινές τιμ ές (στο σημείο που μπορεί να γίνει κάποια σύγκριση) ο Πλά τωνας του Αρέθα θα κόστιζε περίπου 5.000 λίρες Αγγλίας. Πληροφορίες για ιδρύματα δεν σώζονται. Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους περιορισμούς, είναι αξιοσημείωτο πόσο πλούσιο υλικό διασώθηκε και δύσκολα θα μπορούσαμε να παραπονεθούμε για τις επιλογές που έγιναν. Σ ε αντίθεση με_τις δικές μας προτιμήσεις, οι Βυζαντινοί έδειχναν ελάχιστο ενδιαφέ ρον για τα θεατρικά έργα, κάπως περισσότερο για την πεζογραφία, παρά για την ποίηση, και πάνω απ’ όλα για τη ρητορική. Έ τσ ι προέκυψαν σήμερα οι απειράριθμοι τόμοι συγγραμμάτων από συγγραφείς όπως ο Αίλιος Αριστείδης (που εκπροσωπείται με περισσότερα από 200 χειρό γραφα), ο Λουκιανός, ο Ιμέριος, ο Λιβάνιος, ο Θεμίστιος, ο Χορίκιος και πολλοί ακόμα, παρόμοιου διαμετρήματος. Η ρητορική υπερίσχυσε ακό μη και της θρησκευτικής αποδοκιμασίας, και έτσι σώθηκαν οι δημηγο ρίες και οι επιστολές του Ιουλιανού του Παραβάτη, εκτός φυσικά από το έργο του Contra G alilaeos. Είναι περίεργο που οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς δεν κέρδισαν μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι θεωρούνταν ξεπερασμένοι, ορισμένοι από αυτούς δε ακόμη και δογματικά ύποπτοι. Η παράδοση των κειμένων του Ιου στίνου του Μάρτυρος, του Αθηναγόρα, του Τατιανού και του Κλήμεντος Αλεξανδρείας περιορίζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο το οποίο παρήγγειλε ο Αρέθας το 914. Η Προς Διόγνητον Επιστολή σωζόταν σε ένα μοναδικό, μεταγενέστερο χειρόγραφο που σήμερα έχει καταστραφεί. Ο Ποιμήν του Ερμά, ένα από τα πρωϊμότερα δείγματα χριστιανικής γρα φής που γνώρισε ευρεία διάδοση κατά την Ύ στερη Αρχαιότητα και συμπεριλήφθηκε στον περίφημο Σιναϊτικό Κώδικα (4ος αιώνας), σώζε ται σε ένα μόνο ελληνικό χειρόγραφο που χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα. Το κριτήριο της χρησιμότητας μπορεί να ελεγχθεί με ακόμα ένα,
Η Α ΝΑ ΒΙΩ Σ Η ΤΩΝ ΓΡΑΜ ΜΑΤΩΝ ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕΧΝ Ω Ν
3 °7
κάπως πιο ασυνήθιστο, παράδειγμα. Αυτό που αποκαλούμε Ε λ λ η ν ικ ή Α νθολογία είναι μια τεράστια συλλογή από περίπου 4.000 έμμετρα ε πιγράμματα που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 10ο αιώνα μ .Χ . Αρχικά, το επίγραμμα προοριζόταν για μια λίθινη επ ι φάνεια, στη συνέχεια όμως ξεπέρασε την καθαρά επιγραφική λειτουργία του και περιέλαβε θέματα όπως ο έρωτας, η οινοποσία και οι αστεϊσμοί. Καλλιεργήθηκε κυρίως κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν άρχισαν να συντάσσονται και οι πρώτες ανθολογίες επιγραμμάτων, ενώ η παρα γωγή του συνεχίστηκε μέχρι και τον 6ο αιώνα μ .Χ . Η τελευταία ανθο λογία πριν από τους «σκοτεινούς αιώνες», ο Κ ύκλος τον Α γ α θ ία , που δημοσιεύθηκε αμέσως μετά το 565, συγκέντρωσε τις δημιουργίες περί που 25 σύγχρονων συγγραφέων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν νομικοί και δημόσιοι υπάλληλοι. Επιγράμματα γράφτηκαν και στην εποχή του Ηρακλείου από τον Γεώργιο Π ισίδη, ένα σημαντικό ποιητή, ενώ στη συνέχεια το λογοτεχνικό αυτό είδος έσβησε. Επανεμφανίστη κε κατά τον πρώιμο 9ο αιώνα, όταν ορισμένα εικονομαχικά επιγράμ ματα χαράχθηκαν στην είσοδο του αυτοκρατορικού παλατιού ως ένδει ξη διαμαρτυρίας. Ο Θεόδωρος Στουδίτης ανέλαβε να τα αντικρούσει εμμέτρως και συνέθεσε και ο ίδιος περισσότερα από 100 επιγράμματα θρησκευτικού περιεχομένου. Έ κτοτε οι μορφωμένοι Βυζαντινοί συνέχι σαν να γράφουν επιγράμματα, σπάνια σε ελεγειακό μέτρο (το κατ’ εξοχήν μέτρο των επιγραμμάτων), αλλά συνήθως σε δωδεκασύλλαβους ιάμβους που προσαρμόζονταν καλύτερα στη μεσαιωνική προφορά των ελληνικών. Η Ε λ λ η ν ικ ή Α νθολογία σχεδιάστηκε στο περιβάλλον της αυτοκραΤμήμα της μαρμάρινης διακόσμησης από την εκκλησία του Αγίου Πολνενκτον στην Κωνσταντινούπολη (6ος αι.), με απόσπασμα από μακροσκελές επίγραμμα γραμμένο προς τιμήν της πριγκίπισσας Ιουλιανής Ανικίας. Το επίγραμμα, που σωζόταν ακόμη ακέραιο κατά τον 9ο ή τον 10ο αιώνα, αντιγράφηκε στην Παλατινή Ανθολογία.
3°8
CYRIL MANGO
χορικής σχολής και συμπιλήθηκε κατ’ αρχάς από έναν κληρικό, τον Κωνσταντίνο Κεφαλά — το όνομά του απαντάται σεγτχέση με το 917. Ο αυτόγραφός του κώδικας δεν έχει σωθεί, αλλά ευτυχώς έχουμε έναν άλλο, όχι πολύ νεότερο, τον Palatinus 23 (στη Χαϊδελβέργη), που χρονο λογείται στην περίοδο 930-950. Διαιρείται θεματικά σε 15 βιβλία , ξε κινώντας με «χριστιανικά επιγράμματα», πιθανότατα προς εφησυχασμό του αναγνωστικού κοινού, αλλά συνεχίζει με ερωτικά (Βιβλίο 5) και με ορισμένα παιδεραστικού περιεχομένου (Β ιβλίο 12). Η εικονογράφησή τους είναι κατά κύριο λόγο παγανιστική. Παρότι δημιούργημα των Βυζαντινών, γεγονός που προκαλεί ορισμέ να επιπλέον ενδιαφέροντα ερωτήματα, η Α νθολογία δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε από τη βυζαντινή σκοπιά. Πώς κατάφεραν ο Κεφαλάς και ο μικρός κύκλος των συνεργατών του να συγκεντρώσουν έναν τόσο με γάλο αριθμός παλαιών επιγραμμάτων; Αναφέρεται ότι ένας από τους συνεργάτες του, που ονομαζόταν Γρηγόριος, αντέγραψε έμμετρες επ ι γραφές από λίθινα μνημεία στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία, ενώ πολλά από τα χριστιανικά επιγράμματα πρέπει να αντιγράφτηκαν απ’ ευθείας από μνημεία της Κωνσταντινουπόλεως. Η πλειονότητα των ποιημάτων, ωστόσο, θα πρέπει να προήλθε από χειρόγραφα. Αυτό σημαίνει ότι ο Κεφαλάς είχε πρόσβαση όχι μόνο στον Κ ύκλο τον Α γ α θ ία , αλλά, και σε σειρά προγενέστερων ανθολογιών που έφτανε μέχρι τον «Στέφ ανο»* του Μελεάγρου από τα Γάδαρα (1ος αιώνας π.Χ.). Επιπλέον, γιατί μπήκε σε αυτό τον κόπο; Η μόνη ευλογοφανής απάντηση είναι ότι το έκανε για να προσφέρει πρότυπα προς μίμηση. Ποιος είναι όμως σε αυτή την περί πτωση ο ρόλος των επιγραμμάτων με ερωτικό περιεχόμενο; Ίσως ο επιμελής Κεφαλάς τα απολάμβανε ή δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να εξαλείψει αλλόκοτα φιλολογικά κατάλοιπα της αρχαιότητας που τύχαινε να βρεθούν μπροστά του. Σ ε κάθε περίπτωση, αξίζει την ευγνωμοσύνη μας, ασχέτως αν το ελεγειακό επίγραμμα δεν είχε μέλλον στο Βυζάντιο. Όταν ο κλασικός φιλόλογος εξετάζει τη βυζαντινή Αναγέννηση, αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η διάσωση των ελληνικών κειμένω ν ο ιστορικός του Βυζαντίου, ωστόσο, επιθυμεί να θέσει ένα άμεσο και πιο δύσκολο ερώτημα: τ ι επίδραση είχαν αυτά τα κείμενα στους ανθρώπους που τα διάβαζαν κατά τον 9ο αιώνα και αργότερα; Ήταν οι αναγνώστες δεκτικοί στο μήνυμα και στις αξίες των αρχαίων κλασικών κειμένων; Οι ενδείξεις για στιγμές έμπνευσης κατά μήκος της διαχωριστικής γραμ μής ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον παγανισμό είναι ελάχιστες. Ας εξετάσουμε ως παράδειγμα ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της αρ*
[ Σ . τ . Μ . ] Π ε ρ ίφ η μ η σ υ λ λ ο γ ή ε π ιγ ρ α μ μ ά τ ω ν τ α ο π ο ία σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ ε κ α ι κ α τ έ τ α ξ ε κ α τ ά
χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ή σ ε ιρ ά π ε ρ ί τ ο 6 0 π . Χ . ο Μ ε λ έ α γ ρ ο ς .
Η Α ΝΑ ΒΙΩ Σ Η ΤΩΝ ΓΡ ΑΜΜΑΤΩ Ν ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕ ΧΝ Ω Ν
χαιότητας, τα Εις εαντόν* του Μάρκου Αυρηλίου. 0 Φώτιος δεν το γνώριζε, αλλά ο Αρέθας είχε ένα παλιό αντίγραφο, «που ακόμα δεν είχε διαλυθεί εντελώς», όπως αναφέρει. Παρήγγειλε να του το αντιγράψουν και έδωσε το πρωτότυπο σ’ έναν φίλο του επίσκοπο, συστήνοντάς το ως «ιδιαίτερα επωφελές». Δυστυχώς, η μεταγραφή του Αρέθα έχει χαθεί και το μόνο που έχουμε σήμερα είναι ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα. Κανένας Βυζαντινός αναγνώστης δεν αναφέρεται να είχε συγκινηθεί ιδιαίτερα από το Εις εαντόν, αν και όταν το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στην Ευρώπη (1559) προκάλεσε αίσθηση. Στόχος της βυζαντινής Αναγέννησης ήταν να καλύψει το κενό που ε ί χαν δημιουργήσει οι σκοτεινοί αιώνες και να επιστρέψει στην αρχα'ίζουσα φιλολογική παράδοση της Ύστερης Αρχαιότητας, με τη γραμματική, τα μέτρα, τα ρητορικά σχήματά της και τα διάφορα συμπληρώματα ετε ρόκλητης πολυμάθειας. Αυτόν τον στόχο τον πέτυχε, παρότι η κοινωνική βάση της ανασυστημένης πολιτιστικής παράδοσης ήταν ιδιαίτερα μικρή —πιθανότατα όχι περισσότεροι από καναδυό εκατοντάδες άνθρωποι που βίωναν σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή το εκπαιδευτικό σύστη μα, και αυτό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία— υποψήφιοι υπάλληλοι αυτοκρατορικών υπηρεσιών και των ανώτερων κλιμακίων της Εκκλη σίας. Η απαραίτητη εκπαίδευση ήταν διαθέσιμη μόνο στην Κωνσταντι νούπολη. Σ ε τέτοιες συνθήκες δύσκολα αναμένονται σημάδια ανάπτυξης των γραμμάτων και των τεχνών. Μόνο όταν δημιουργήθηκε ένα είδος «αστικής» τάξης άρχισαν ν’ αλλάζουν κάπως τα πράγματα, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη παρά στα μέσα του 11ου αιώνα, και ακόμα και τότε σε περιορισμένη έκταση. Αυτό το κίνημα αναγέννησης είχε, όπως ήδη αναφέραμε, κάποια επ ί δραση και στις τέχνες. Αποκαλούμενο, κάπως παραπλανητικά, «Μ ακε δονική Αναγέννηση», από το όνομα της δυναστείας την οποία εγκαθίδρυσε ο Βασίλειος Α', το φαινόμενο αυτό κέρδισε το ιδ ια ί τερο ενδιαφέρον πολύ περισσότερων μελετητών απ’ ό,τι η λογοτεχνική παραγωγή της ίδιας περιόδου. Εντούτοις, η έκταση του καλλιτεχνικού φαινομένου ήταν πολύ πε ριορισμένη. Είναι γεγονός ότι ελάχιστα έργα τέχνης του 9ου και του 10ου αιώνα σώζονται στην Κωνσταντινούπο λη: μερικά εντοίχια ψηφιδωτά στην Αγία Σοφία, οπωσ δήποτε αξιόλογα αυτά καθεαυτά, που δεν απηχούν όμως καμία ιδιαίτερη επαφή με την αρχαιότητα, λίγες ερει πωμένες εκκλησίες, μία εξ αυτών —η Μονή του Κων*
[ Σ .τ .Μ . ] Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι α 1 2 β ι β λ ί α π ο υ π ε ρ ιέ χ ο υ ν τ ο υ ς σ τ ο χ α σ μ ο ύ ς
τ ο υ Μ ά ρ κ ο υ Α υ ρ η λ ίο υ κ α ι α ν ά γ ο ν τ α ι σ τ η ν π ε ρ ίο δ ο 1 7 0 - 1 7 8 π ε ρ ίπ ο υ .
3 °9
Τα δ η ν ά ρ ια τον Καρλομάγνου με την προτομή του σε κατατομή που κόπηκαν σε διάφορα νομισματοκοπεία λίγα χρόνια μετά τη στέψη τον το 800 δεν έχουν αντίστοιχό τους στη μεσαιωνική βυζαντινή νομισματική.
3ι °
CYRIL MANGO
Ίσω ς το mo κλασικό από τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» είναι το Ευαγγέλιο της Μονής Στανρονικήτα, στο Άγιον Όρος, cod. 43. Τα πορτρέτα των Ευαγγελιστών (εδώ ο Μάρκος) είναι μεγαλοπρεπή με τρόπο πον παραπέμπει στα αγάλματα των αρχαίων φιλοσόφων.
σταντίνου Λιβός του 907— με πολλά μέλη αρχιτεκτονικών γλυπτών, ου σιαστικά τίποτε από το αυτοκρατορικό παλάτι, με την εξαίρεση ενός μικρού τμήματος ένθετου δαπέδου. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να διατυ πώσουμε κάποιες απόψεις με βάση το υλικό που κατέχουμε, και αυτό είναι τα νομίσματα της περιόδου. Παρουσιάζουν κάποια βελτίωση στην ποιό τητα, παραμένουν ωστόσο αμιγώς μεσαιωνικά με μετωπικές αυτοκρατορικές και θρησκευτικές μορφές- δεν γίνεται καμία προσπάθεια επ ι στροφής στα πορτρέτα σε κατατομή τα οποία υιοθέτησε και ο Καρλομάγνος. Επίσης, δεν έχουμε κανένα δείγμα ολόγλυφου πλαστικού έργου. Ακόμη και στην αρχιτεκτονική γλυπτική, τα κλασικά στοιχεία, όπως το κορινθιακό κιονόκρανο, απουσιάζουν. Η «αναγέννηση» εμφανίζεται μόνο στη μικροτεχνία, κυρίως στα εικονογραφημένα χειρόγραφα και στα ελε φαντοστέινα αντικείμενα. Τα χειρόγραφα αυτά είναι λιγότερα από 12 και
Ελεφάντινο πλακίδιο που κατά πάσα πιθανότητα εικονίζει τη στέψη τον Ρωμανού Β ' το 945. Ο αντοκράτορας που είχε νυμφενθεί την Ευδοκία (Βέρθα, κόρη τον Ονγου της Προβηγκίας, βασιλιά της Ιταλίας) εικονίζεται στο πλακίδιο ως νεαρός άνδρας — στην πραγματικότητα ήταν μόνον έξι ετών.
Λεπτομέρεια από το ελεφάντινο κιβωτίδιο Veroli, που εικονίζει τη θυσία της Ιφιγένειας (Λονδίνο, Victoria and Albert Museum). To κιβωτίδιο κοσμείται με ποικιλία θεμάτων από την κλασική μυθολογία (ο Βελλερεφόντης με τον Πήγασο, η αρπαγή της Ευρώπης κ.ά.), τα οποία έχουν αποδοθεί με κάπως κωμικό ύφος. Πιθανώς 10ος a t .
$
3 Ϊ2
CYRIL MANGO
Ο Ιησούς τον Νανή συναντά τον αρχάγγελο Μιχαήλ μπροστά από την Ιεριχώ. Η πόλη εικονίζεται στο βάθος, αλλά συμβολίζεται και με μια ένθρονη προσωποποίηση. Ελαφρά χρωματισμένο (κατά τμήματα) περγαμηνό ειλητάριο των μέσων ή τον β' μισού τον ΙΟον αιώνα, με την ιστορία του Ιησού του Νανή σε συνεχή εικονογραφική απεικόνιση.
το περιεχόμενό τους είναι κατά κύριο λόγο χριστιανικό. Το πρωιμότερο είναι το χειρόγραφο των «Ο μιλιώ ν» του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, που τώρα βρίσκεται στο Παρίσι, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 880 και αποδίδεται σε αυτοκρατορικό εργαστήριο. Ένα ακόμα χειρόγραφο, μια Αγία Γ ραφή που σήμερα βρίσκεται στο Βατικανό και χρονολογείται στο ol μισό του 10ου αιώνα, φτιάχτηκε κατά παραγγελίαν ενός αξιωματούχου του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου που ονομαζόταν Λέων. Ένα από τα οψιμότερα χειρόγραφα αυτής της ομάδας (π. 980), μια πολύτομη Αγία Γ ραφή, όπως διατείνονται οι ειδικοί, που σώζεται σε τμήματα στις β ι βλιοθήκες του Τορίνο, της Φλωρεντίας και της Κοπεγχάγης, αντιγράφηκε για λογαριασμό του μαγίστρου Νικήτα από ένα πρωτότυπο του 535. Οι χορηγοίτων υπόλοιπων χειρογράφων δεν είναι γνωστοί, αλλά φαίνεται ότι ολα είναι προϊόντα του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Το μόνο αξιοση μείωτο παράδειγμα χειρογράφου με κοσμικό περιεχόμενο είναι ένα αντί γραφο του ποιήματος του Νικάνδρου σχετικά με τα δηλητηριώδη ζώα (Θηριακά), που σήμερα βρίσκεται στο Παρίσι. Οι μικρογραφίες των προαναφερθέντων χειρογράφων παρουσιάζουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, χαρακτηριστικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τα πρότυπα της κλασικής παράδοσης, όπως μια ((ατμο σφαιρική» προοπτική με διαβαθμίσεις από το γαλάζιο στο ρόδινο χρώ μα, προσωποποιήσεις πόλεων, ποταμών, ορέων και αρετών, αλλόκοτα αρχιτεκτονικά στοιχεία που θυμίζουν τοιχογραφίες της Πομπηίας, ανα θηματικούς κίονες στολισμένους με κορδέλες που επιστέφονται με αγ γεία ' καθώς αντιγράφουν ενδεχομένως πρότυπα του 5ου και 6ου αιώνα, προσφέρουν μια περίεργη, εξωπραγματική ατμόσφαιρα. Τα ελεφαντοστέινα αντικείμενα της ίδιας περιόδου είναι πολυάριθμα,
Η Α ΝΑ ΒΙΩ Σ Η ΤΩΝ ΓΡΑΜ ΜΑΤΩΝ ΚΑ Ι ΤΩΝ ΤΕΧΝΩ Ν
όμως λίγα από αυτά μπορούν να χρονολογηθούν με σχετική ακρίβεια. Ένα πλακίδιο που έχει ως θέμα τον γάμο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β ' με τη βασίλισσα Βέρθα/Ευδοκία το 945 (σήμερα στο Παρίσι) και ένα τρίπτυχο με πιθανό χορηγό τον Κωνσταντίνο Ζ' (σήμερα στο Palazzo Ve nezia της Ρώμης) δείχνουν ότι τα καλύτερα παραδείγματα ελεφαντοστέι νων αντικειμένων της περιόδου κατασκευάστηκαν στα μέσα του 10ου αιώνα. Το πνεύμα κλασικισμού που τα χαρακτηρίζει διακρίνεται κυρίως στην πτυχολογία των ενδυμάτων των χριστιανών τους οποίους εικονίζουν. Αντίθετα, ομάδα ελεφάντινων κιβωτιδίων διακοσμημένων με μυθολογι κές σκηνές παρουσιάζει κοντόχοντρες μορφές και άχαρους ερωτιδείς που χοροπηδούν. Η αναπαραγωγή αρχαίων προτύπων φαίνεται ότι ξεπεράστηκε περί το έτος 1000. Περιορισμένη σε πολύτιμα αντικείμενα, των οποίων η κυκλοφορία ήταν εκ των πραγμάτων πεπερασμένη, η μόδα αυτή δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις βασικές κατευθύνσεις της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής μέχρι την στιγμή που ανακαλύφθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της Παλαιολόγειας Αναγέννησης στα τέλη του 13ου αιώνα.
$
Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού:
9
Οι βυζαντινές ιεραποστολές
JONATHAN
έθνη προσκυνούν τον Χριστό. Μικρογραφία από το Ψαλτήρι Χλονντώφ. Τα
SHEPARD
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ως διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντί νου, επευφημούνταν ως ισαπόστολος στις αυλικές τελετές και στη ρητο ρική. Ο Θεός είχε επιλέξει τον αυτοκράτορα, και όχι τον πατριάρχη ή κάποιον άλλον εκκλησιαστικό άρχοντα, για να εκχριστιανίσει τους κα τοίκους της ρωμαϊκής επικράτειας, και οι προγραμματικές δηλώσεις που πιστοποιούσαν την ισχυρή θέληση να διαδοθεί ο Λόγος του Θεού ήταν ένα χρήσιμο πολιτικό στήριγμα: υποδείκνυε, τόσο προς τους υπη κόους όσο και προς τους ξένους, τη μοναδική σχέση ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στον Θεό. Η εικόνα του αυτοκράτορα ως συνεχιστή fy a T lin K του έργου των Αποστόλων τονιζόταν κατά τον εορτασμό της Πεντηκοστής στο παλάτι, οπό τε μνημονευόταν η κάθοδος του Αγίου Πνεύ AwjuiTipV ματος υπό τη μορφή πύρινων γλωσσών. Οι 'VfccfiK*» ψάλτες προσεύχονταν «να καταφέρει ο αυτο κράτορας, το καμάρι των Ρωμαίων, να προσελκύσει αυτούς που μιλούν ξένες γλώσσες K e^i dS^C> K·*« στη μία γλώσσα της πίστης». Ο Β ίο ς του mjeiee- Βασιλείου Α', που συντάχθηκε κατά παραγγε λία του εγγονού του, Κωνσταντίνου Ζ ', επαινεί Λ ^ > γμ * φ το ενδιαφέρον του για το «αποστολικό έργο» και την προσπάθειά του να εκχριστιανίσει διάφορους λαούς. Ό τι ο αυτοκράτορας διαδρα ματίζει κύριο ρόλο στην προαγωγή του αποστολικού έργου θεωρείται δεδομένο όχι μόνο στη συγκεκριμένη αυτοκρατορική βιογραφία, jfe % αλλά ακόμη και στους μοναδικούς γνωστούς σε μας λεπτομερείς Β ίο ν ς βυζαντινών ιεραπο ~rmmr· ί στόλων, αυτούς των αδελφών Κωνσταντίνου-
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο Γ Ο T O T ΘΕΟ Τ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
Κυρίλλου και Μεθοδίου. Η ρητορική βασιζόταν σε μια θεσμοθετημένη πραγματικότητα. Ο αυτοκράτορας είχε το δικαίωμα σε ορισμένες πε ριπτώσεις ν’ αλλάξει την ιεραρχική τάξη και την έκταση των μητροπό λεων και ν’ αναλάβει προσωπικά τον έλεγχο περιφερειών που βρίσκο νταν στη δικαιοδοσία μεμονωμένων επισκόπων ή περιοχών.που δεν διέ θεταν εκκλησιαστική οργάνωση. Αυτή ακριβώς ήταν η κατάσταση στις περιοχές πέρα από τα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Από την Ύ στερη Αρχαιότητα και εξής, αυτή ήταν η περιοχή απ’ όπου «βάρβαροι» λαοί εξαπέλυαν συνήθως επιθέσεις εναντίον βυζαντινών φυλακίων στην Κ ρ ι μαία και αυτοκρατορικών εδαφών στα Βαλκάνια. Θα αναμενόταν ίσως οι αυτοκράτορες να δείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εκχριστιανισμό των βόρειων γειτόνων τους, με σκοπό τουλάχιστον ν’ ανακόψουν την επιθετικότητά τους. Ε κ πρώτης όψεως, η εικόνα του αυτοκράτορα ως ένθερμου «αποστό λου» φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο κατάλογος των λαών στα βόρεια -αλλά επίσης στα δυτικά και στ’ ανατολικά- της Μαύρης Θάλασσας τους οποίους επισκέφθηκαν οι βυζαντινοί ιεραπόστο λοι είναι μακρύς και πολυποίκιλος. Οι Βούλγαροι του χαγάνου Βόρη ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, πιθανότατα, το 864. Αν και πολύ σύντο μα στη συνέχεια ο Βόρης δήλωσε υποταγή στον πάπα της Ρώμης, επέστρεψε ξανά στους κόλπους της Ορθοδοξίας το 870 και συνήψε συμ φωνία με το Βασίλειο Α', οι όροι της οποίας, παρότι κάπως δυσνόητοι, έδιναν κατά πάσα πιθανότητα στον Βόρη το περιθώριο να εγκρίνει, αν όχι ακόμη και να διορίσει αρχιεπίσκοπο της δικής του επιλογής. Ο Βασίλειος έστειλε στους Σέρβους και σε άλλες σλαβικές ομάδες στα δυτικά Βαλκάνια ιεραποστολές με τη μορφή «ενός αυτοκρατορικού α πεσταλμένου και ιερέων». Ο ευσεβής λόγιος και αυτοκρατορικός σύμ βουλος Κωνσταντίνος μετέβη στην Αυλή του χαγάνου των Χαζάρων το 860-861, και μέσα σε λίγα χρόνια αυτός και ο αδελφός του ερμήνευαν τον Θείο Λόγο και μετέφραζαν στα σλαβικά τα Ευαγγέλια προς όφελος του Ροστισλάβου, του πρίγκιπα της Μοραβίας, και των υπηκόων του. Σ τις αρχές του 10ου αιώνα, ο άρχοντας των Αλανών, ημινομάδων που κυ ριαρχούσαν στους πρόποδες του βόρειου Καυκάσου, ασπάστηκε τον βυ ζαντινό χριστιανισμό και άρχισε να τον επιβάλλει στους υπηκόους του με τη βοήθεια ενός μοναχού και μετέπειτα μητροπολίτη, που είχε αποστα λεί από το Βυζάντιο. Π ερί το 948, τουλάχιστον δύο ομάδες Ούγγρων επισκέφθηκαν την Κωνσταντινούπολη και οι αρχηγοί τους βαπτίστηκαν. Μετά τη δεύτερη από τις δύο αυτές επισκέψεις που αναφέρονται στις πηγές, «κάποιος μοναχός ονόματι Ιερόθεος», που είχε πρόσφατα χειρο τονηθεί «επίσκοπος Τουρκίας (έτσι αποκαλούσαν τον 10ο αιώνα οι Βυ ζαντινοί την Ουγγαρία)», συνοδέυσε τους επισκέπτες πίσω στη χώρα
3
ϊ
6
JONATHAN SHEPARD
Η βάπτιση τον Βούλγαρον ηγεμόνα Βάρη το 864. Ο αντοκράτορας Μιχαήλ Γ \ που εικονίζεται στα αριστερά, είναι ο νονός τον. Ο επίσκοπος στα δεξιά είναι ο Φώτιος. Μικρογραφία από εικονογραφημένο χειρόγραφο τον Χρονικού τον Μανασσή.
τους. Ακόμα μία «επίσημη επίσκεψη» έλαβε χώρα εκείνη την περίοδο, με επικεφαλής τον αρχηγό ενός λαού του οποίου η φήμη για θηριωδία και αγριότητα συναγωνιζόταν αυτή των Ούγγρων, των Ρως (Ρώσοι). Η πριγκίπισσα Όλγα, μαζί με τη συνοδεία της και άλλους συγγενείς, έγινε επίσημα δεκτή δύο φορές στο παλάτι, και κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της βαπτίστηκε. Μια γενιά αργότερα, περί το 988, βαπτίστηκε ο εγγονός της Όλγας, Βλαδίμηρος, και μια πολυσή μαντη ιεραποστολή με «μητροπολίτες και επισκόπους» (σύμφωνα με έναν καλά πληροφορημένο Άραβα συγγραφέα) μετέβη στο Κ ίεβο. Ο Βλαδίμηρος έλαβε ως χριστιανικό όνομα αυτό του πρεσβύτερου αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β '. Νονός της Όλγας ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ ', ο οποίος της έδωσε το όνομα της γυναίκας του, βαπτίζοντάς την Ελένη. Κατ’ ανάλογο τρόπο, ο χαγάνος Βόρης ονομάστηκε Μιχαήλ, λαμβάνοντας το όνομα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ '. Οι Βυζαντινοί δεν επέτρεπαν στους νεοφώτιστους να ξεχάσουν ότι αυτοί ήταν οι ευεργέτες τους. Η αντίληψη ότι ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι Βούλγαροι ηγεμόνες ήταν «πνευματικοί υιοί» του εκάστοτε βυζαντινού αυτοκράτορα εκφραζόταν δημόσια στο πρωτόκολλο που καθόριζε την αλληλογραφία η οποία απευ θυνόταν προς αυτούς. Ένα παρόμοιο εθιμοτυπικό προσφώνησης υπενθύ μ ιζε συνεχώς στον Αλανό πρίγκιπα το χρέος του και την ηθική εξάρτησή του από τον βασιλέα. Ορισμένες ιεραποστολές είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μό νιμες μητροπόλεις που συνέβαλαν στην περαιτέρω εξάπλωση του χρι στιανισμού. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις σύντονης προσπάθειας για τη διάδοση του Λόγου του Θεού και τη σωτηρία των απανταχού ψυχών,
Δ ΙΑ Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο Γ Ο T O T Θ Ε Ο Ϊ : ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ ΙΕ Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
σύμφωνα με τον υποτιθέμενο ρόλο του αυτοκράτορα ως «αποστόλου». Οι αυτοκράτορες δεν φαίνεται να υιοθέτησαν πουθενά σημαντική ιεραπο στολική δράση κατά την περίοδο από τον 7ο μέχρι τον πρώιμο 9ο αιώνα. Το 816, ο Λέων Ε ' προσπάθησε να μυήσει στη Θεία Λειτουργία και, κατ’ επέκταση, στη χριστιανική λατρεία μια ομάδα παγανιστών Βούλγαρων απεσταλμένων, ώστε να εδραιώσει τη συμφωνία ειρήνης την οποία δια πραγματευόταν μαζί τους. Οι προσπάθειές του έγιναν αντικείμενο χλευασμού και έτσι προτιμήθηκε ν’ αφεθούν οι Βούλγαροι ήσυχοι στη βαρβαρότητά τους. Τα πράγματα άλλαξαν από τη δεκαετία του 860 και έπειτα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οι ξένοι ηγεμόνες ήταν αυτοί που έπαιρναν την πρωτοβουλία να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να στείλει διδασκάλους ικανούς να διδάξουν τον χριστιανισμό ή ιεράρχες που θα μπορούσαν να οργανώσουν μια Εκκλησία γ ι’ αυτούς. Σύμφωνα με τον Βίο του Κωνσταντίνου, τα ταξίδια του στη Χαζαρία και στη Μορα βία ήταν η απάντηση του αυτοκράτορα στα αιτήματα των ηγεμόνων των χωρών αυτών, οι οποίοι ζητούσαν, αντίστοιχα, έναν λόγιο που θα αντέκρουε Ιουδαίους και μουσουλμάνους προσηλυτιστές, και αρωγή στη δια δικασία μύησης των λαών τους στην ορθή χριστιανική πίστη. Την ίδια περίπου εποχή, οι Ρως, μετά την αποτυχημένη επιδρομή τους στην Κωνσταντινούπολη το 860, ζήτησαν μια ιεραποστολή. Το Βυζάντιο έ στειλε έναν επίσκοπο και αυτή η επιχείρηση —που τελικώς απέβη άκαρπη— έδωσε στον Φώτιο την ευκαιρία να αποκαλέσει τους Ρως «υπηκόους και φίλους» του αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ Γ ' αναγκάστηκε πιθανότατα ν’ αντιμετωπίσει παρόμοια αιτήματα πολύ πιο δυναμικά απ’ ό,τι παλιότερα, υπό την πίεση μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Η επ ι δρομή των Ρως είχε πανικοβάλει τους κατοίκους της Κωνσταντινουπό λεως και η απόφαση του αυτοκράτορα να αποστείλει έναν επίσκοπο στον Βορρά για να αποτρέψει έτσι μια νέα επίθεση των Ρως ήταν αμιγώς πολιτική. Την ίδια περίοδο, η απόφαση της ηγεσίας των Χαζάρων, περί το 861, να ασπαστούν τον ιουδαϊσμό, παρά τις προσπάθειες του Κων σταντίνου να προωθήσει τον χριστιανισμό, ήταν μια ταπεινωτική απο τυχία. Αποτέλεσε όμως και προειδοποίηση ότι οι βάρβαροι, παρότι φαινομενικά πιστοί στον δικό τους τρόπο ζωής, μπορούσαν ξαφνικά να στραφούν σε μια μονοθεϊστική θρησκεία που δεν συνδεόταν με τον Βυ ζαντινό βασι,λέα. Παρόμοιες εξελίξεις υπήρξαν και σε κοντινότερες προς την αυτοκρατορία περιοχές. Σ τις αρχές της δεκαετίας του 860, ο χαγάνος των Βουλγάρων Βόρης σκεπτόταν να ασπαστεί τον χριστιανισμό του Λουδοβίκου του Γερμανικού, βασιλιά των ανατολικών Φράγκων. Ο Μ ι χαήλ Γ ' δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να παρακολουθεί ατάραχος τη δημιουργία επίσημων δεσμών ανάμεσα στον Βόρη και στον εκκλη σιαστικό οργανισμό των Φράγκων ή στη δυτική Εκκλησία γενικότερα:
3
ϊ
8
JONATHAN SHEPARD
κάτι τέτοιο θα ενδυνάμωνε πιθανότατα την κυοφορούμενη πολιτική συμμαχία ανάμεσα στον Βόρη και στον Λουδοβίκο. Αυτή ήταν η κατάσταση στις αρχές της δεκαετίας κατά την οποία σημειώθηκε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα υπό την εποπτεία του ίδιου του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με μια βυζαντινή εκδοχή των γεγονό των, η υιοθέτηση του ορθόδοξου χριστιανισμού από τους Βουλγάρους ήταν το αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών του Μιχαήλ Γ '. Ο αυτοκράτορας απείλησε τον Βόρη με επίθεση από ξηρά και θάλασσα και οι Βούλγαροι, όντας καταπτοημένοι, ζήτησαν ειρήνη και προθυμοποιήθηκαν να γίνουν χριστιανοί. Ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων αποδόθηκε στον αυτο κράτορα. Αυτό που εύλογα συνάγεται από αυτή την εκδοχή των γεγο νότων είναι ότι ο Μιχαήλ εξαπέλυσε μια προληπτική επίθεση, με σκοπό να αποτρέψει την ενδεχόμενη σύμπλευση του Βόρη με τη δυτική Εκκλη σία. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι μια άλλη βυζαντινή εκδοχή των γεγονότων αποδίδει την πρωτοβουλία για τον εκχριστιανισμό των Βουλ γάρων στον Βόρη. Κατά μία άποψη, ο Βόρης διδάχθηκε την πίστη από έναν αιχμάλωτο μοναχό και στη συνέχεια η αδερφή του, η οποία είχε εκχριστιανιστεί κατά τη διάρκεια ενός εξορκισμού στο αυτοκρατορικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, τον έπεισε να αποδεχθεί τον χριστια νισμό. Κατά μία άλλη άποψη, ο Βόρης προσηλυτίστηκε από έναν μοναχό που ζωγράφισε γ ι’ αυτόν έναν πίνακα της Δευτέρας Παρουσίας, ο οποίος του προκάλεσε δέος- ο Βόρης φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε βαπτίστηκε αμέσως. Ο εμφανώς «αγιογραφικός» τόνος αυτών των ιστοριών δεν θα πρέπει να τις καταδικάζει ως εντελώς φανταστικές. Είναι πιθανότερο να υπήρχε όντως διάθεση για πόλεμο από τη μεριά του αυτοκράτορα, εξαιτίας της πρόσφατης σύσφιξης των δεσμών ανάμεσα στον Βόρη και στους ανατολικούς Φράγκους, παρά να δεχθούμε ότι ο Βόρης ήταν αυτός που έλαβε την πρωτοβουλία, προτείνοντας να τον βαπτίσουν οι ιερείς του αυτοκράτορα- αυτός μάλλον γ ι’ αρκετό καιρό προσπαθούσε να ζυγίσει τα πλεονεκτήματα που θα είχε η απόρριψη της παγανιστικής λατρείας, χωρίς ωστόσο να δεσμεύεται για την αντικατάστασή της, έχοντας ίσως στο μυαλό του την έρευνα των μονοθεϊστικών λατρειών την οποία είχε επιχειρήσει πρόσφατα ο ηγεμόνας των Χαζάρων. Όποια εκδοχή των γεγονότων κι αν προτιμήσει κανείς, είναι σαφές ότι ο βυζαντινός αυ τοκράτορας δεν δρούσε εντελώς ανεξάρτητα κατά την προώθηση μιας ιεραποστολής προς τους Βουλγάρους- ακόμη και αν στην πραγματικό τητα τούς επέβαλε την ορθοδοξία με τη βία, το έκανε με σκοπό ν’ απωθήσει την όλο και πιο έντονη επιρροή της λατινικής Δύσης. Οι πληροφορίες για βυζαντινές ιεραποστολές πέρα από τα σύνορα πριν τη δεκαετία του 860 είναι ελάχιστες, ενώ οι αποστολές που χρονο λογούνται από εκείνη τη δεκαετία και μετά αποτελούσαν στην ουσία
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο ΓΟ T O T Θ Ε Ο Τ : ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
απάντηση σε αιτήματα τοπικών ηγεμόνων ή οργανώνονταν για λόγους ανταγωνισμού προς τις άλλες επεκτατικές θρησκείες και μάλιστα όχι πάντα με αυτοκρατορική πρωτοβουλία. Αυτή η προφανής αντίφαση α νάμεσα στην προπαγάνδα και στην, πραγματικότητα δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών δεν ήταν παρά ένα από τα πολλά καθήκοντα της χριστιανικής εξουσίας την οποία α σκούσε ο αυτοκράτορας. Ουσιαστικά αποσκοπούσε να τον τοποθετήσει σ’ ένα βάθρο που τον διαφοροποιούσε πόσο από τους ίδιους τους υπηκόους του όσο και από τα υπόλοιπα «έθνη». Η βασική λειτουργία της προπα γάνδας και του αυλικού τελετουργικού ήταν να υπογραμμίσει και να δοξάσει την ιδιαίτερη σχέση του αυτοκράτορα με τον Θεό, η οποία εδραζόταν στην απαράμιλλη ευλάβειά του και τον καθιστούσε άξιο συ νεχιστή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η θεόσταλτη ιδιαιτερότητα του αυτοκράτορα, ενώπιον «της εξαιρετικής σοφίας» του οποίου όλα τα « έ θνη» θα μείνουν έκπληκτα αποτελεί την κεντρική ιδέα ενός εμπιστευτικού εγχειριδίου το οποίο ο Κωνσταντίνος Ζ' συνέταξε για τον γιο του. Ο αυτοκράτορας ανησυχούσε για την πλεονεξία και τις αλαζονικές απαι τήσεις των βαρβάρων του βορρά: επιθυμούσαν να μετέχουν των θαυμα στών πραγμάτων που λάμβαναν χώραν στην αυτοκρατορική κατοικία, ενώ ο σκοπός του Κωνσταντίνου ήταν να τα κρατήσει αποκλειστικά στη διάθεση του γιου του. Οι προειδοποιητικές ιστορίες, που διαδίδονταν με σκοπό να αναχαιτίσουν το πάθος των βορείων για αυτοκρατορικά στέμ ματα, ενδύματα και πριγκίπισσες, ενσωματώθηκαν στις χριστιανικές παραδόσεις. Οι ιστορίες αυτές μετέφεραν όμως το ηθικό δίδαγμα ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα του «πορφυρογέννητου» ήταν σύμφωνα προς τη θεϊκή εντολή. Πρόδηλη και εναρμονισμένη με τη χριστιανική πίστη ήταν βέβαια η διάθεση να μετριαστεί αυτή η αποκλειστικότητα του αυτοκράτορα, κάτι που έφερνε τον Κωνσταντίνο Ζ' σε δύσκολη θέση. Εξέτασε κατά πόσο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο γάμος του χριστιανού τσάρου Πέτρου της Βουλγαρίας με μια βυζαντινή πριγκίπισσα το 927 δημιουργούσε, ενδεχομένως, ένα προηγούμενο για μεικτούς γάμους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αυτός ο γάμος ήταν αντίθετος τόσο προς το εκκλησιαστικό δίκαιο όσο και προς μια υποτι θέμενη απαγόρευση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, χωρίς ωστόσο να μπο ρέσει να προσφέρει ένα ουσιαστικό αντεπιχείρημα σε όσους θα επιθυ μούσαν ίσως να τον παρουσιάσουν ως προηγούμενο. Έ τσ ι, παρότι περί που έναν αιώνα νωρίτερα ο Βίος του παππού του εξιδανίκευε το «αποστολικό» έργο του Βασιλείου και της διάδοσης του Θείου Λόγου στους Βουλγάρους, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απωθούσε σε προσωπικό επίπεδο οποιαδήποτε σύνδεση με τέτοιου είδους ιεραποστολικές δραστηριότητες" κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενθαρρύνει «ξιπασμένους» βάρβαρους που
JONATHAN SHEPARD
προσδοκούσαν κατά το μάλλον ή ήττον ίση μεταχείριση. Ο Κωνσταντί νος δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει στην τύχη τους τέτοιες ιεραποστο λικές δραστηριότητες, εφόσον αυτές ήταν ήδη σε εξέλιξη. Ήταν παρών στη βάπτιση των Μαγιάρων οπλαρχηγών και της πριγκίπισσας Όλγας, αναλαμβάνοντας μάλιστα και τον ρόλο του πνευματικού πατέρα της τε λευταίας. Ενώ όμως έστειλε έναν επίσκοπο στους Ούγγρους, δίστασε να κάνει το ίδιο και για την Όλγα. Αυτή η ενέργεια εναρμονιζόταν με την επίγνωση των διπλωματικών επιπτώσεων από τη στιγμή που οι «βάρ βαροι» λαοί θα μετατρέπονταν σε ενσυνείδητους χριστιανούς, όπως είχε ολοφάνερα συμβεί με τους Βουλγάρους. Ο αυτόκλητος ρόλος του αυτοκράτορα ως «αποστόλου» δεν αντιστοι χούσε λοιπόν σε μια ακατανίκητη ορμή να εκχριστιανιστούν ολόκληρα έθνη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, αλλά απευθυνόταν κατά κύριο λόγο σε άτομα ή κοινότητες που κατοικούσαν εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας και εκχριστιανίζονταν εκουσίως ή μη, κα θώς και στους αρχηγούς αντίπαλων θρησκειών. Έ τσ ι, σε ορισμένες ε ορταστικές τελετές στο παλάτι συμμετείχαν και μουσουλμάνοι αιχμά λωτοι πολέμου, ντυμένοι με λευκά ενδύματα χωρίς ζώνη. Η χρήση των συγκεκριμένων ενδυμάτων — με τα οποία ντύνονταν συνήθως οι κατη χούμενοι πριν τη βάπτισή τους— από τους αιχμαλώτους πιθανότατα υποδήλωνε ότι ο αυτοκράτορας ήταν σε θέση να μεταστρέφει ακόμη και τους Σαρακηνούς. Η αντιπαλότητα με τους μουσουλμάνους, ιδιαίτερα με το χαλιφάτο της Βαγδάτης, ήταν μία από τις κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη στάση του αυτοκράτορα ως ευαγγελιστή κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα. Ως ο σπουδαιότερος χριστιανός ηγεμόνας του κόσμου, όφειλε να μπορεί ν’ αντικρούει την αρνητική κριτική κατά του χριστιανισμού, την οποία προωθούσαν οι μουσουλμάνοι ιεροκήρυκες, και να φαίνεται ότι μπορούσε ν’ ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο τόσο σε πνευματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με την πραγματεία «Η αντίκρου ση του Μωάμεθ», που χρονολογείται στα μέσα του 9ου αιώνα, ο αυτο κράτορας «καλεί ακόμη και τους Άραβες να δείξουν ευλάβεια και κα ταρρίπτει την αυθάδη και λανθασμένη ασέβειά τους, χρησιμοποιώντας την αλήθεια του λόγου για να τους αντικρούσει». Ένα από τα καθήκοντα των λογίων και των ιερωμένων που στελέχωναν τις πρεσβείες προς τη Βαγδάτη ήταν ν’ αντιμετωπίζουν με αξιόπιστο τρόπο την κριτική ενα ντίον του χριστιανισμού και να συμμετέχουν σε συζητήσεις ανάλογου περιεχομένου με τους μουσουλμάνους λογίους της Αυλής των Αββασιδών. Αποστολή τους ήταν να υποστηρίξουν τα πνευματικά διαπιστευτή ρια του αυτοκράτορα ως υπερασπιστή των χριστιανών το έργο τους δεν ήταν να προσηλυτίσουν και σίγουρα δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν στον εκχριστιανισμό του χαλίφη ή άλλων μουσουλμάνων ηγεμόνων. Στα μέσα
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο Γ Ο T O T Θ Ε Ο Τ : ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ ΙΕ Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
του 9ου αιώνα, νεαροί λόγιοι, όπως ο Φώτιος και ο Κωνσταντίνος μ ετεί χαν σε τέτοιες πρεσβείες. Σ ε αυτούς απευθύνθηκε επίσης ο αυτοκράτορας όταν αποφάσισε να απαντήσει στα αιτήματα Σλάβων και άλλων ηγεμόνων από τον βορρά στη δεκαετία του 860' δεν διέθετε στην Αυλή κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων με ανάλογη εμπειρία στην ερμηνεία της χριστιανικής πίστης. Σύντομα μετά τον εκχριστιανισμό του* ο Βόρης έλαβε μια μακροσκελή επιστολή από τον Φώτιο, πατριάρχη Κωνσταντι νουπόλεως πλέον, στην οποία ο βυζαντινός ιεράρχης δεν δείχνει καμία απολύτως επιείκεια για το γεγονός ότι ο ηγεμόνας είναι νεοφώτιστος: το δόγμα διατυπώνεται λεπτομερώς, έτσι όπως καθορίστηκε από τις εκ κλησιαστικές συνόδους, και τα καθήκοντά του εκτίθενται με ηθοπλαστικούς όρους τους οποίους συναντά κανείς στα αρχαία ελληνικά συγγράμ ματα με θέμα την εξουσία, τα οποία είχε διαβάσει ο Φώτιος. Μια ομιλία σε εκκλησιαστική σλαβονική, που αποδίδεται στον Μεθόδιο, δεν είναι λιγότερο αυστηρή όσον αφορά τις ηθικές απαιτήσεις που έχει από τον ηγέτη της Μοραβίας. Έ τσ ι επιβεβαιώνεται ότι οι αυστηροί και υψηλού φρονήματος τόνοι με τους οποίους περιγράφεται το ευαγγελικό έργο στους Βίους του Μεθοδίου και του Κωνσταντίνου αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τους μόχθους τους. Ένα δείγμα αυτού που ο Ihor Sevcenko έχει αποκαλέσει «υπερβολικά περίπλοκο διδακτικό υλικό», το οποίο χρησι μοποιούσαν οι ιεραπόστολοι, μας προσφέρει ^παραλλαγή της «ομιλίας» που περιέχεται στο Πρωτορωσικό Χρονικό, την οποία λέγεται ότι εκ φώνησε ένας Βυζαντινός «φιλόσοφος» παρουσία του πρίγκιπα Βλαδιμήρου του Κιέβου στα τέλη της δεκαετίας του 980. Ο Βλαδίμηρος εκείνη την περίοδο εξέταζε πολύ σοβαρά διάφορους κλάδους μονοθεϊστικών θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων του ιουδαϊσμού και του μωαμεθανι σμού, και ο βυζαντινού τύπου χριστιανισμός, στον οποίο κατέληξε, δεν ήταν μια αναπόφευκτη επιλογή. Σ τις αρχές του 10ου αιώνα, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων του Βόλγα είχε ασπασθεί τον μωαμεθανισμό και η βυ ζαντινή αρχή δεν μπορούσε να παρακολουθεί ατάραχη τη διάδοση του Ισλάμ βορείως της Μαύρης Θάλασσας. Γ ια τους Βυζαντινούς, η ιερα ποστολική δράση ήταν στην ουσία η αντιπαράθεση με τις άλλες «Θρη σκείες της Αγίας Γ ραφής» και η υπεράσπιση της ευλάβειας και της ανώτατης σοφίας του αυτοκράτορα. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι ιεραπόστο λοι για να επιτύχουν στην αποστολή τους όφειλαν να είναι σε θέση να σχολιάζουν ζητήματα εξουσίας και δικαιοσύνης γραπτά ή προφορικά. Κατά μία άποψη, ο ρόλος της βυζαντινής αρχής στη διάδοση του Λόγου του Θεού είναι ανάλογος του ρόλου της σε άλλα πεδία της δημό σιας ζωής, όπως το εμπόριο. Η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι οι ξένοι θα έπρεπε να έρχονται στην Κωνσταντινούπολη κι όχι να ταξιδεύουν συστη ματικά οι Βυζαντινοί για να διαδώσουν το Ευαγγέλιο σε ολόκληρη την
I
'
JONATHAN SHEPARD
οικουμένη. Άλλωστε, δεν υπάρχει καμία σαφής μαρτυρία για την οργά νωση σχολής ιεραποστόλων στην Κωνσταντινούπολη ή έστω για την παροχή εξειδικευμένης εκπαίδευσης (στις ξένες γλώσσες ίσως) σε όσους συμμετείχαν σε εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας αποστολή. Ε π ι πλέον ούτε η φιλολογική παιδεία ήταν επαρκής για αποστολές στο εξω τερικό που αποσκοπούσαν στη σωτηρία των ψυχών. Οι θρήνοι των μορ φωμένων επισκόπων που αναγκάζονταν να υπηρετούν επαρχιακές επ ι σκοπές, μακριά από τη «Θεοσκέπαστη Πόλη» και τους αυλικούς κύκλους της, δεν αποτελούν απλώς φιλολογικά στερεότυπα. Παρ’ όλα αυτά, η εσωστρεφής «αντιδραστική» στάση της βυζαντινής αρχής εμπεριείχε και μια δόση ρεαλισμού, και παραδόξως μπορούσε ακόμη και να ελκύει τους ξένους ηγεμόνες. Εάν η πρωτοβουλία για το ιεραποστολικό έργο ήταν πιο εμφανής και έντονη, η βυζαντινή Εκκλησία ίσως να αποκτούσε περισσότερους ιερο μάρτυρες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ταυτόχρονα ότι το προσηλυτι στικό της έργο θα ήταν μεγαλύτερο. Σ τις περιπτώσεις των πολιτικών μορφωμάτων με στοιχειώδη συνοχή ήταν απαραίτητο να εξασφαλιστεί η άδεια της τοπικής ηγεσίας πριν αρχίσει το ιεραποστολικό έργο. Στην πραγματικότητα, απαραίτητη προϋπόθεση για να πειστούν οι απλοί άνθρωποι να παραιτηθούν για πάντα από τον «παλιό τρόπο» ζωής τους ήταν η ενεργή σύμπραξη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όσων είχαν κάποια επίσημη ιδιότητα, επιρροή και οικονομική ισχύ στις κατά τό πους κοινωνίες. Η αναγνώριση του σπουδαίου ρόλου των μελών της ανώτερης τάξης φαίνεται σε μια επιστολή του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού προς τον αρχιεπίσκοπο Αλανίας: ο πατριάρχης συνιστά στον αρχιεπίσκοπο να αντιμετωπίζει με επιείκεια το έθιμο πολυγαμίας των Αλανών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μέλη της ανώτερης τάξης, «οι οποίοι έχουν μεγάλη δύναμη και μπορούν να αντιδράσουν στο σχέδιο σωτηρίας ολόκληρου του έθνους». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι συχνά υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών της αριστοκρατίας σχε τικά με τη νέα θρησκεία. Πολλοί από τους «ντόπιους αρχηγούς» αντιστάθηκαν σθεναρά στις προσηλυτιστικές προσπάθειες του Βόρη της Βουλγαρίας, ενώ ο γιος της Όλγας του Κιέβου, ο Σβιατοσλάβος, αρνήθηκε να δεχθεί τις απόψεις της μητέρας του που επιθυμούσε να τον εκ χριστιανίσει. Υποστήριξε ότι σε περίπτωση που ενέδιδε, οι υπηρέτες του θα τον περιγελούσαν. Γ ια τον αυτοκράτορα είχε νόημα να δρέπει τέτοια πρακτικά οφέλη, όπως αυτά που προέκυπταν από την παρουσία χριστια νών στις ανώτερες τάξεις των βόρειων λαών, και να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων — ιδιαίτερα όσον αφορά πρωτοβουλίες τις οποίες πιθανότατα αναλάμβαναν οι αρχηγοί των σταθερότερων πολιτικών δο μών. Εάν ένας ηγεμόνας ενδιαφερόταν προσωπικά για να ασπασθεί τον
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ν Λ Ο Γ Ο T O T ΘΕΟΥ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
323
χριστιανισμό του Βυζαντίου ή εάν βρισκόταν σε διαδικασία επιλογής ανάμεσα στα διάφορα είδη μονοθεϊσμού, ο αυτοκράτορας μπορούσε να παρέμβει. Και οι λόγιοι του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος θα μπορού σαν να εκθέσουν στον ενδιαφερόμενο ηγεμόνα περίτεχνα ιδεώδη εξου σίας, πρωτοστάτης των οποίων ήταν ο βασιλεύς. Παραδόξως, αυτή η επιφυλακτικότητα της αυτοκρατορικής αρχής και η απάθειά της να εκμεταλλευτεί κάθε «ευκαιρία για προσηλυτισμό αλλοθρήσκων» χρησιμοποιώντας ομάδες εκπαιδευμένων στελεχών, ίσως έκανε το σύστημα λατρείας της πολύ πιο ελκυστικό για τους ξένους ηγεμόνες. Αυτό ήταν εν μέρει ζήτημα έλλειψης αξιών και σνομπισμού,
qp^e
Α - ο ρ β e « e » 4 & Μ » 8 ί*
Ο ο ο Φ Ο Ρ ο β °>οοοβ «B8 * ^gficm p o B q p ^ A >oH ■ ;·· . πβ9
Ααο Β < 3 & «βοβ
« * ο 8 Β · ϊ?οβ
ς)σο+·
■ ig · ’> « ^ 8 · · - -
$
© 3f
Λ
i o ;h
2 * ‘r f b -Α ο β β .ίΥ . ■ ·
-
sva.» 06Kfsemu>3s a
»* *
3
3d>'»-'8EV-e j i p i T a S ic a
λ
Ι^6·$?Λ«β e»n>oec€ « j o * * #
. + « » « ·
~.
W&iiirf•ea’-/a5b*e ewe s eJ_n>rot£ ™3ΰ*Η « • « t P 1» ? »
rP Ic 5
e e^|BTO<€ .
$
Afecjp
K>i6. ·. .
. * 5. r *
·ΒΕ?λβ a *-
t«i N' w
i /·
To Ευαγγελιατάριο το λεγόμενο Assemani (Cod. Vat. Slav. 3) γράφτηκε πιθανότατα στη δυτική Βουλγαρία στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα. Είναι ένα από τα πρωιμότερα δείγματα της γλαγολιτικής γραφής, που πιστεύεται ότι εφηύραν οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος.
JONATHAN SHEPARD
324
όπως στην περίπτωση των αυτοκρατορικών ενδυμάτων και των πριγκιπισσών, όσο και ζήτημα ενός ευρύτερου πεδίου δράσεως το οποίο αυτές ακριβώς οι ελλείψεις δημιουργούσαν για έναν ισχυρογνώμονα ηγεμόνα. Μπορούσε, εάν είχε στη διάθεσή του ένα αλφάβητο της ομιλούμενης γλώσσας, να αξιοποιήσει την ευκαιρία και να δημιουργήσει όχι μόνο μια ομάδα μορφωμένων ευγενών και δυνάμει υφισταμένων, αλλά και ένα αρκετά μεγάλο ιερατείο αυτοχθόνων και κατ’ επέκταση ένα συνεκτικότερο και πιο εκλεπτυσμένο θρησκευτικο-πολιτιστικό πλαίσιο για την άσκηση της εξουσίας του. Οι Σλάβοι είχαν αυτή την επιλογή, καθώς διέθεταν ένα αλφάβητο που ανταποκρινόταν στους ιδιαίτερους ήχους των σλαβικών φθόγγων, αλλά και ένα διαυγές και ευέλικτο λογοτεχνικό γλωσσικό ιδίωμα στο οποίο μπορούσαν να μεταφραστούν η ελληνική γραμματεία, οι ιερές ακολουθίες και οι κανόνες των Πατέρων της Ε κ κλησίας για την Πίστη. Το αλφάβητο δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο-Κύριλλο και ο αδελφός του, Μεθόδιος, τον βοήθησε στο μεταφρα στικό έργο, συνεχίζοντάς το και δημιουργώντας ή αναθέτοντας σειρά νέων έργων μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου-Κυρίλλου το 867: ανάμε σα σε αυτά τα έργα ήταν και ο Βίος του ίδιου του Κωνσταντίνου-Κυρίλ λου. Δεν υπάρχει καμία σαφής μαρτυρία ότι το βυζαντινό κράτος είχε φα νταστεί ένα μεταφραστικό έργο τέτοιου μεγέθους όταν η ιεραποστολή μετέβη στη Μοραβία. Την πρωτοβουλία αυτή φαίνεται ότι την ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι αδερφοί ιεραπόστολοι στην κεντρική Ευρώπη, μακριά από τη λάμψη της αυτοκρατορικής αυλής τα μέλη της οποίας θα είχαν βά σιμες αμφιβολίες για το κατά πόσον ήταν επιθυμητό να δοθούν σε Σλά βους άρχοντες τα εργαλεία για τη δημιουργία πολιτικής παιδείας. ΑμέΑντή η επιγραφή, τον 1016, μνημονεύει την ανακαίνιση του φρουρίου της Βιτόλια (Μοναστήρι) από τον Ιωάννη Βλαδισλάβο, αδελφό τον Βούλγαρον βασιλιά Σαμουήλ, μετά την οριστική ήττα τον τελευταίου από τον Βασίλειο Β ' και αποτελεί πρώιμο παράδειγμα κυριλλικού αλφαβήτου. Η επιγραφή βρέθηκε το 1956 στη Βιτόλια στα ερείπια τζαμιού.
:
;; '
' ' ‘ ίν i /
Ί
‘f s’T r
I
F
A
/
.
;
' ' " Λ
" ·
-
«*
.
t.
Sk.. f Π Jl
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο ΓΟ T O T Θ Ε Ο Ϊ : ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ ΙΕ Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
σως μετά τον θάνατο του Μεθοδίου το 885, ο Βόρης δέχθηκε στην Αυλή του μερικούς προικισμένους μαθητές του εκλιπόντος ιεραποστόλου και, προφανώς, και ορισμένα μεταφρασμένα κείμενα. Εκτίμησε τη δυναμική του άρτι μεταφρασθέντος εκκλησιαστικού φιλολογικού έργου στη διεύ ρυνση του ποιμαντορικού έργου και στην εξύψωση της δικής του θέσης, αλλά ήταν ο γιος του, ο Συμεών, που ανέπτυξε πλήρως αυτή τη δυνα μική, ενθαρρύνοντας τη μετάφραση εκείνων των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας τα οποία αφορούσαν το δόγμα και τις ιερές ακολουθίες, και αναλαμβάνοντας προσωπικά τον ρόλο του άμεσου εκπαιδευτή της ανώ τερης τάξης αλλά και γενικότερα του διαφωτιστή των υπηκόων του. Από την αρχή της βασιλείας του εμφανίστηκε αποφασισμένος να χρησιμο ποιήσει ανωτέρα βία για να υπερασπίσει την εμμονή του στην αυτοδιά θεση και στην αντιμετώπισή του από τον αυτοκράτορα με σεβασμό. Αυτή η στάση του και η συνακόλουθη απαίτησή του να αναγνωριστεί ως αυτοκράτορας τον μετέτρεψαν στο «μαύρο πρόβατο» του αυτοκρατορικού κύκλου, ενώ μετά τις επιθέσεις του και τις λεηλασίες των ευρω παϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας από το 918 και εξής, ο απλός λαός του Βυζαντίου τον θεώρησε «ένοχο για το αιματοκύλισμα πολλών χρι στιανών». Το φάντασμα του Συμεών και η αντοχή της γεμάτης αυτοπε ποίθηση χριστιανικής πολιτείας την οποία δημιούργησε ίσως ενίσχυσαν την επιφυλακτικότητα αυτοκρατόρων όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' όσον αφορά τις ιεραποστολικές πρωτοβουλίες προς άλλα έθνη. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να συμπεράνει ότι η ιεραποστολική «κοι νοπολιτεία» των Βυζαντινών δημιουργήθηκε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Ένας τέτοιος ισχυρισμός, ωστόσο, θα παρέβλεπε όχι μόνο το μέγεθος των προβλημάτων τα οποία έχει ν’ αντιμετωπίσει κάποιος που προσπα θεί ν’ αλλάξει με ειρηνικά μέσα τα κοινωνικά και πολιτιστικά ήθη στα πρώιμα μεσαιωνικά Βαλκάνια και στην Ευρασία, αλλά και τον ρόλο των μοναχών και των εκκλησιών στις παρυφές της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος αυτών των «εμπροσθοφυλάκων» αναγνωρίστηκε από σημαίνουσες πολι τικές μορφές στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι κάποιες φορές προσπά θησαν να τους θέσουν υπό τον έλεγχό τους ή να αποκτήσουν επαφή μαζί τους. Ανταποκρινόμενος στο αίτημα του Ροστισλάβου της Μοραβίας, ο Μιχαήλ Γ ' επέλεξε τον Κωνσταντίνο-Κύριλλο και τον Μεθόδιο ακριβώς επειδή διαισθάνθηκε την αναγκαιότητα για διδασκάλους της πίστης, ικανούς να επικοινωνήσουν άμεσα με το ακροατήριό τους. Σύμφωνα με τον Βίο του Μεθοδίου, ο αυτοκράτορας τους είπε: «Ε ίσ τε Θεσσαλονικείς και ολόκληρη η Θεσσαλονίκη μιλά εξαιρετικά σλαβικά». Τα δύο αδέρ φια θα πρέπει να ξεχώριζαν στη μητρόπολη ως άτομα με ιδιαίτερη μόρ φωση, που όμως παράλληλα αν και εγκατεστημένοι στη μεθόριο διατη ρούσαν τα στοιχεία της καταγωγής τους στην «εθνολογική» παραμεθό-
$ ■
320
JONATHAN SHEPARD
ριο και διέθεταν τα γλωσσικά εφόδια τα οποία προϋπέθετε το συγκεκρι μένο σχέδιο του Μιχαήλ. Κάποιοι άλλοι, όμως, στα αυτοκρατορικά κέ ντρα λήψης αποφάσεων συναισθάνθηκαν γενικότερα τον σπουδαίο ρόλο ανθρώπων εκτός μητροπόλεων στο ιεραποστολικό έργο. Ο Βίος του Βασιλείου Α ', που γράφτηκε με εντολή του εγγονού του, επαινούσε την απόφαση του αυτοκράτορα να στείλει στους Βουλγάρους όχι μόνο ιερω μένους αλλά και ((ευσεβείς μοναχούς, τους οποίους συγκέντρωσε από τα όρη και τα σπήλαια της οικουμένης». Η αυτάρκεια, ο ασκητισμός και η ζωντανή ενσάρκωση κι άλλων χριστιανικών αρετών αποτελούσαν ενδε χομένως διαπιστευτήρια για το ιεραποστολικό έργο, περισσότερο απα ραίτητα από οποιαδήποτε ικανότητα των ιεραποστόλων να κηρύξουν ή να διδάξουν στη σλαβική. Αρκετό από το έργο της διάδοσης του Λόγου του Θεού έγινε ανεπί σημα, ίσως ακόμη και ασυναίσθητα, από μοναστικές κοινότητες εγκα τεστημένες στην μεθόριο ή και πέραν των συνόρων της αυτοκρατορίας. Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη των μοναστηριών είναι κυρίως αρχαιολο γικές και η χρονολόγηση των θέσεων και η ακριβής ερμηνεία της κατα γωγής και των δραστηριοτήτων των μοναχών είναι συχνά πολύ υποθετι κές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι και πριν τον εκχριστιανισμό του Βόρη λειτουργούσαν στη Βουλγαρία ορθόδοξες ανδρικές και γυναικείες μονές. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονταν σε εδάφη που παλαιότερα ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα οποία οι Βούλγαροι χαγάνοι είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα. Υπάρχουν όμως και μαρτυρίες για μοναστήρια που ιδρύθηκαν βορειότερα, κυρίως τα μικρά σπηλαιώδη παρεκκλήσια στο Murfatlar, στη Δοβρουτσά. Ορισμένοι μο ναχοί διέθεταν ιδιαίτερες ικανότητες που συνήθως απούσιαζαν ακόμα και από τα υψηλότερα στρώματα της κοινωνίας των βαρβάρων: ο μοναχός που αναστάτωσε τόσο πολύ τον Βόρη με την εικόνα της Δευτέρας Πα ρουσίας είχε προσκληθεί από τον ίδιο, με εντολή να διακοσμήσει ένα κυνηγετικό περίπτερο με μια εντυπωσιακή και προκλητική σύνθεση. Παρότι αυτή την ιστορία δεν μπορεί να την πάρει κανείς τοις μετρητοίς, φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι μοναχοί κυκλοφορούσαν ελεύθερα στις παγανιστικές κοινωνίες και έχαιραν εκτίμησης για τις τεχνικές υπηρε σίες τους. Έ χ ει διατυπωθεί η άποψη ότι ένας τύπος μικρής εκκλησίας που, αν και υπέργειος, μοιάζει με τα παρεκκλήσια στο Murfatlar και απαντά σε διάφορες περιοχές στις εσχατιές της Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας, ίσως να συνδέεται με τις βυζαντινές ιεραποστολές. Αρκετά παρα δείγματα αυτών των λιτών, μονόχωρων κτηρίων με τις επιμήκεις ημικυκλικές κόγχες και με διαστάσεις που διευκόλυναν τη γρήγορη και οικονομική κατασκευή τους βρίσκονται στη Μοραβία. Μερικά ακόμα εντοπίζονται στη Χερσώνα της Κριμαίας και στον Βόρειο Καύκασο, όπου
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο ΓΟ T O T ΘΕΟ Υ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
οι μοναχοί διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην «επίσημη» ιεραποστολή προς τους Αλανούς κατά τον 10ο αιώνα και αργότερα. Αυτές οι μικρές εκκλησίες είναι πιθανόν να αντικατοπτρίζουν την παρουσία μοναχών στην περιοχή, είτε εθελοντική είτε οργανωμένη από την κεντρική αρχή. Μια επιστολή του Νικολάου Μυστικού προς «τους πνευματικούς υιούς μας», που πασχίζουν να ενδυναμώσουν την πίστη σε μια «έρημη» χώρα, η οποία μάλλον είναι η Αλανία, φαίνεται να υποδηλώνει ότι ομάδες μονα χών μετείχαν σε ιεραποστολές καθορισμένης διάρκειας. Χάρη στην εξομάλυνση της βουλγαρο-βυζαντινής κρίσης μετά το 927 και ιδιαίτερα την ίδρυση της Μεγάλης Λαύρας στον Άθω το 962/3, οι βυζαντινοτραφείς μοναχοί άρχισαν να ταξιδεύουν πιο συχνά στα Βαλκά νια, είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένοι σε ομάδες. Οι ηγέτες των Πο λωνών, των Ούγγρων και των Ρώσων βαπτίστηκαν κατά το τελευταίο τρίτο του 10ου αιώνα, αλλά η δύναμη της προπαγάνδας και του πειθα ναγκασμού δεν ήταν αρκετές ώστε να ενσταλάξουν μονομιάς τη νέα θρησκεία και τις συνακόλουθες ιεροτελεστίες και κανονιστικές αξίες της στους υπηκόους τους. Ούτε όμως ο όρκος πίστης των Πολωνών και των Ούγγρων ηγεμόνων προς τον πάπα απέκλεισε τη δράση των ορθόδοξων μοναχών και ιερέων. Ένας αθωνίτης μοναχός, που ήταν και ιερέας, κή ρυττε ελεύθερα στην Πολωνία τη δεκαετία του 1020. Επιπλέον, μονα στικά ιδρύματα, επανδρωμένα με «Έ λληνες», τα οποία ακολουθούσαν τους κανόνες· του ορθόδοξου ασκητισμού, ιδρύθηκαν από τον βασιλιά Ανδρέα Α' κοντά στο Visegrad και στη χερσόνησο που θυμίζει τον Άθω, καθώς εισχωρεί στη λίμνη Balaton. Αυτές οι θέσεις βρίσκονταν πολύ πιο μακριά από τις περιοχές της Νότιας Ουγγαρίας, όπου ορθό δοξοι ιερείς και εκκλησίες είχαν ιδιαίτερα έντονη παρουσία κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, η οποία οφειλόταν πιθανότατα στη δραστηριότητα του μοναχού Ιερόθεου και των διαδόχων του, οι οποίοι ανήλθαν στην εκκλη σιαστική ιεραρχία λαμβάνοντας τον τίτλο του «μητροπολίτη Τουρκίας». Μία γενιά μετά τον εκχριστιανισμό του πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, Ρώσοι μοναχοί είχαν εγκατασταθεί στον Άθω. Ένας από αυτούς, ονόματι Αντώνιος, πιέστηκε από τον πνευματικό του πατέρα — πιθανό τατα έναν Βυζαντινό— να επιστρέφει στα βόρεια: «Πήγαινε πίσω στους Ρως με την ευλογία του Αγίου Όρους, χάρη σε σένα θα γίνουν περισσό τεροι μοναχοί». Ο κύριος στόχος του πνευματικού του πατέρα, σύμφωνα με την ερμηνεία του Αντωνίου, ήταν να τον παροτρύνει στην άσκηση ενός αυστηρότερου ασκητικού βίου παρά στο κήρυγμα του Λόγου του Θεού, οπότε επιστρέφοντας στο Κ ίεβο ο Αντώνιος αποσύρθηκε σε μια βραχώ δη σπηλιά πάνω από τον Δνείπερο, ζώντας ως ερημίτης. Κάποιοι «αγα θοί άνθρωποι», όμως, πληροφορήθηκαν πολύ σύντομα τις συνθήκες δια βίωσής του και του έφεραν τροφή. Άλλοι εν Χριστώ αδερφοί «που ο
327
328
JONATHAN SHEPARD
αριθμός τους έφτασε τους 12» πήγαν κοντά του και ουσιαστικά οι μονα χοί (των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε κι άλλο) ανέλαβαν ποιμαντορικά καθήκοντα για τους κατοίκους του γειτονικού Κίεβου. Οι ηγούμενοί τους ανέλαβαν τον ρόλο του συμβουλάτορα και του ελεγκτή συνείδησης των πριγκίπων, και νέα μοναστήρια ιδρύθηκαν στις μακρινές βορειοανατο λικές περιοχές από εξέχοντα μέλη της Μονής των Σπηλαίων. Ένας από αυτούς, ο Kuksha, μαρτύρησε κηρύττοντας τον Λόγο του Θεού σ’ ένα έθνος παγανιστών, τους Βοτιάκους. Η Μονή των Σπηλαίων υπήρξε πρω ταρχικής σημασίας για τους Ρώσους καθώς τους εξοικείωσε με το «τυ πικό» του Χριστιανισμού και ταυτόχρονα τους έκανε να νοιώσουν ότι έχουν έναν προορισμό. Ο σκοπός των αθωνιτών μοναχών ίσως να περιο ριζόταν στη διάδοση των αξιών του μοναστικού βίου και ο αριθμός όσων ανταποκρίθηκαν σε αυτό το κάλεσμα ήταν μάλλον μικρός· η επίδρασή τους, ωστόσο, στον χριστιανικό βίο στα βόρεια ήταν πολύ πιο άμεση από αυτήν των κατά κύριο λόγο μονόγλωσσων μητροπολιτών οι οποίοι αποστέλλονταν εκεί από την Κωνσταντινούπολη. Παροτι ο Άθως, όπως και η Θεσσαλονίκη, βρισκόταν στις παρυφές της κατά κύριο λόγο σλαβόφωνης Βαλκανικής χερσονήσου, τα μοναστή ρια του διατηρούσαν πολύ στενές σχέσεις με τον αυτοκράτορα. Ένα κάπως διαφορετικό είδος σύνδεσης μιας περιφερειακής περιοχής τόσο με το ευαγγελικό έργο όσο και με την κεντρική κοσμική εξουσία επρόκειτο να δημιουργηθεί στη Χερσώνα. Αυτό το λιμάνι της Κριμαίας ήταν κατά μία έννοια «εξορία», ένας τόπος μακριά από το κέντρο των εξελί ξεων, ενώ οι κωμοπόλεις και οι μικροί συνοικισμοί κατά μήκος της νότιας ακτής της Κριμαίας ήταν ακόμη πιο απομονωμένοι και είχαν πολύ χαλαρή σχέση με την αυτοκρατορική εξουσία. Γ C αυτόν ακριβώς τον λογο, εικονόφιλοι μοναχοί είχαν καταφύγει στην περιοχή κατά τα τέλη του 8ου και στις αρχές του 9ου αιώνα, αυξάνοντας τον ήδη ικανό αριθμό κελλιών και μοναστικών κοινοτήτων που έφταναν μέχρι τα ορεινά στην ενδοχώρα του νότιου τμήματος της χερσονήσου. Παρεκκλήσια και κελλιά είχαν σκαφτεί στους βράχους σε μέρη όπως το Inkerman (όχι μακριά από τη Χερσώνα) και το Tepe Kermen (στην ενδοχώρα). Υπάρ χουν ενδείξεις ότι οι μοναχοί επηρέασαν κάπως τους ντόπιους- στο φρού ριο της Bakla, για παράδειγμα, βρέθηκε ένας θολωτός τάφος που φαί νεται ότι ανήκε σε εύπορα άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης με τουρκικά αλλά και χριστιανικά ονόματα, τα οποία είχαν χαραχθεί στους τοίχους στην ελληνική. Στην ίδια τη Χερσώνα ήρθαν στο φως ευρήματα που πιθανότατα σχετίζονται με το ιεραποστολικό έργο: πρόκειται για ρηχές κούπες από άσπρο πηλό με μαύρους σταυρούς στη βάση τους. Χρονολο γούνται κυρίως στον 9ο και στον 10ο αιώνα και τα άλλα παραδείγματα αυτού του τύπου έχουν βρεθεί κυρίως κοντά ή πολύ πέρα από τα εδαφικά
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ν Λ Ο Γ Ο T O T Θ Ε Ο Τ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
‘
λ
.
όρια της αυτοκρατορίας: στον Κάτω Δούναβη, στη Πρεσθλάβα, στη Θεσσαλονίκη, στα Στενά του Κερτς και στο Νόβγκοροντ, σ’ ένα αρχαιο λογικό στρώμα που χρονολογείται στην περίοδο 972-989, την εποχή δηλαδή που οι Ρως ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Ερμηνεύθηκαν ως «λειτουργικές κούπες» με τις οποίες oi. νεοφώτιστοι ενήλικες έπιναν γάλα και μέλι, γεγονός που συμβόλιζε ότι γεννήθηκαν ξανά και ότι τώρα είχαν πρόσβαση στον παράδεισο. Η ανεύρεση πλήθους τέτοιων λειτουργικών σκευών στη Χερσώνα υποδηλώνει ότι το ιεραποστολικό έργο εκεί γινόταν σε ευρεία κλίμακα. Οι επιστολές του Νικολάου Μυστικού φανερώνουν πράγματι έντονο εν διαφέρον για το ιεραποστολικό έργο, από την πλευρά τουλάχιστον ενός εκ των αρχιεπισκόπων της Χερσώνας- οι ίδιες επιστολές επιβεβαιώνουν τη συναίσθηση που είχαν οι αυτοκρατορικές αρχές για τη σπουδαιότητα της Χερσώνας ως «ενδιάμεσου» κεντρού ιεραποστολής. Η θαλάσσια επικοινωνία ήταν ιδιαίτερα πυκνή, τουλάχιστον το καλοκαίρι, καθώς οι αυτοκράτορες επιθυμούσαν να πληροφορηθούν τις εξελίξεις στη στέπα από τους τοπικούς κυβερνήτες και τους άλλους απεσταλμένους. Αυτές οι διασυνδέσεις χρησιμοποιούνταν αρκετές φορές και στην ε πίτευξη του ιεραποστολικού έργου: ο αρχιεπίσκοπος της Χερσώνας πήρε εντολή ν’ αναλάβει την ιεραποστολή στη Χαζαρία και φαίνεται ότι έμεινε αρκετό χρόνο εκεί. Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός εξέφρασε βαθιά εκτίμηση για το «ενθουσιώδες έργο του, εκ μέρους αυτού του εξαπατημένου έθνους» και τον άφησε να επιλέξει ο ίδιος το πρόσωπο που θα χριζόταν αρχιεπίσκοπος Χαζαρίας. Είναι πολύ πιθανό το ιερατείο της Χερσώνας να ήταν πιο εξοικειωμένο απ’ ό,τι το ιερατείο της Κωνσταντι νουπόλεως με τις καθημερινές επαφές με τους βαρβάρους, συμπεριλαμ-
I__
329
Το βαθύ λιμάνι ' της Χερσώνας, κοντά στη σημερινή Σεβαστούπολη. Με ισχυρά χερσαία τείχη και θαλάσσια σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη και τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, η Χερσώνα ήταν το προπύργιο της αυτοκρατορίας στην Κριμαία. Ο κλήρος της συμμετείχε αποφαστισικά στις ιεραποστολές προς τους νομάδες της στέπας, τους Χαζάρονς και τους Ρως.
JONATHAN SHEPARD
βανομένων των Χαζάρων και των Ρως. Ορισμένα χαράγματα δηλώνουν την παρουσία Αλανών στην πόλη και γνωρίζουμε ότι εκεί παρακολούθησε ταχύρρυθμα μαθήματα εβραϊκών ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος λίγο πριν επισκεφθεί την Αυλή του Χαζάρου χαγάνου. Ρώσοι έμποροι άρχισαν να φτάνουν στη Χερσώνα κατά το β' μισό του 9ου αιώνα και πολύ σύντομα οι Χερσωνίτες άρχισαν να επισκέπτονται συχνά την περιοχή του μέσου Δνείπερου. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά τη βάφτισή του στη Χερσώνα, ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος έφερε τους ιερείς της πόλης πίσω στο Κ ίεβο, όπου βοήθησαν στην τέλεση του μυστηρίου της μαζικής βάπτισης των κατοίκων στον Δνείπερο. Ένας ιερέας από τη Χερσώνα, ονόματι Ανα στάσιος, έγινε στενός συνεργάτης του Βλαδίμηρου και ο τελευταίος τού ανέθεσε την ευθύνη της περίλαμπρης εκκλησίας που του έκτισαν βυζα ντινοί «μαίστορες» και διόρισε χερσωνίτες ιερείς ως υφισταμένους του. Σύμφωνα με το Πρωτορωσικό Χρονικό, ο Αναστάσιος πρόδωσε την πόλη στον Βλαδίμηρο αποκαλύπτοντάς του τη θέση των αγωγών ύδρευσης. Αυτή η κατηγορία δεν μπορεί να απορριφθεί αβασάνιστα, αλλά ίσως να υπάρχει μια απλούστερη εξήγηση για την έντονη παρουσία χερσωνιτών ιερέων στο νεοφώτιστο Κ ίεβο: η πείρα τους από τις συναναστροφές τους με'τους Ρως, ίσως και οι προσωπικές σχέσεις τους με κάποιους από αυτούς, και επιπλέον η σχετική γνώση τους, κατά πάσα πιθανότατα, της σλαβικής, της lingua franca την οποία χρησιμοποιούσαν οι Ρως στις εμπορικές τους δραστηριότητες. Η άφιξη των Χερσωνιτών στο Κ ίεβο περί το 988 ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών τις οποίες είχε αναλάβει ο Βλαδίμηρος και όχι ο αυτοκράτορας, αλλά οι αυτοκρατορικές αρχές ήταν πρόθυμες να συνεργα στούν συνεισφέροντας στη μεγάλη ιεραποστολή από την Κωνσταντινού πολη όπως αναφέρει ο Yahya από την Αντιόχεια. Έ τσ ι, ο ρόλος του αυτοκράτορα στον περίπλοκο μηχανισμό της διάδοσης του Λόγου του Θεού δεν ήταν ο πρωταρχικός. Η κινητήρια δύναμη της δράσης βρισκό ταν ανάμεσα στους βόρειους λαούς, που για ποικίλους λόγους ζητούσαν να βαπτιστούν ή να ενημερωθούν περισσότερο σχετικά με τον βυζαντινό χριστιανισμό. Σ ε ορισμένες περιοχές, όπως η στέπα της Μαύρης Θά λασσας, ο χριστιανισμός δεν ρίζωσε ποτέ και η αυτοκρατορική αρχή θεωρούσε γενικά ότι ο νομαδικός τρόπος ζωής ήταν ασυμβίβαστος με την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Το μεγαλύτερο μέρος της απα ραίτητης προεργασίας, πριν ένας ηγέτης αποφασίσει ν’ ασπασθεί τον χριστιανισμό και να επιβάλει τη νέα θρησκεία στον λαό του, γινόταν κατά πάσα πιθανότητα από μεμονωμένους μοναχούς ή ιερείς που ζούσαν στην περιφέρεια του βυζαντινού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, η προπαγάνδα που παρουσίαζε τον αυτοκράτορα ως ζώντα απόστολο ο οποίος οδηγούσε τους ανθρώπους στη σωτηρία δεν ήταν εντελώς άτοπη' ο αυτοκράτορας
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ ΤΟΝ Λ Ο ΓΟ T O T ΘΕΟ Τ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
επιδίωξε να βαπτιστούν τόσο οι διαπρεπείς όσο και οι αιχμάλωτοι επισκέπτες στην Αυλή του, και ο συνδυασμός της ευλάβειας, των θαυ μάτων και της δύναμης του παλατιού άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στα μέλη πολλών και διάφορων ξένων αριστοκρατιών. Αυτό σημάδεψε τη φιλολο γική παράδοση, αλλά και τη «νοοτροπία» ορισμένων. Σύμφωνα με την εκδοχή του Π ρ ω το ρ ω σ ικ ο ν Χ ρονικού, ο Κωνσταντίνος Ζ' κατέχει πρω ταγωνιστικό ρόλο στη βάπτιση της Όλγας κατά την επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη. Η απόδοσή του σε αυτόν υποδηλώνει ακόμη περισ σότερο ότι όλη η ιστορία δεν είναι παρά ένα αποκύημα της φαντασίας. Αυτή η αντίληψη του ηγεμόνα που προΐσταται μιας επίσημα αναγνω ρισμένης λατρείας συγκινούσε αρκετούς φιλόδοξους ηγεμόνες στα Βαλ κάνια και στα βόρεια της στέπας. Θα μπορούσαν έτσι να συγκεντρώσουν τους κατοίκους των περιοχών που εξούσιαζαν με βάση την τυπική του λάχιστον τήρηση των κανόνων λατρείας του χριστιανισμού, ενώ ιερείς και χορωδίες θα προσεύχονταν για την προσωπική τους σωτηρία. Αυτή και μόνο η λειτουργία μιας εκκλησιαστικής οργάνωσης σε όλη την έκτα ση των σκόρπιων οικισμών και των δύσβατων εδαφών συντελούσε στον αυστηρότερο καθορισμό και στη νομιμοποίηση του καθεστώτος. Οι κλη ρικοί, είτε Βυζαντινοί είτε (συχνότερα) ντόπιοι, ήταν υποχρεωμένοι στους πρίγκιπες για το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεων και των εσόδων τους. Ορισμένες, εκκλησίες διάσπαρτες, όπως αυτές των Ρως, συνέχι σαν για αρκετό διάστημα να έχουν ουσιαστικά μόνο ιεραποστολικό ρόλο και οι κληρικοί τους δεν μπορούσαν παρά να απευθυνθούν στις πριγκι πικές αρχές για τη φυσική τους προστασία. Σπάνια ήταν σε θέση να εναντιωθούν σθεναρά στην πολιτική και στις ενέργειες των πριγκίπων, με εξαίρεση τα ζητήματα δόγματος και εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Σ ε κάθε περίπτωση, η ορθόδοξη Εκκλησία εντός των βυζαντινών εδαφών δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερη πρωτοβουλία ούτε στην ανάληψη ευθυνών στη διοίκηση ούτε στην ανάπτυξη μιας ιδεολογίας που θα δικαιολογούσε μια τέτοια κίνηση. Ακόμη και στα κατοπινά χρόνια της αυτοκρατορίας, ο πότε οι πρεσβύτεροι κληρικοί ασκούσαν μεγαλύτερη επιρροή στους α πλούς ανθρώπους απ’ ό,τι οι αυτοκράτορες και ενώ οι επισκοπές και τα μοναστήρια είχαν πλουτίσει από τις εκτεταμένες γαιοκτησίες και τα εμπορικά τους δίκτυα, η γενικότερη τάση ήταν να εκτιμάται πάνω απ’ όλα η αποχή από κάθε διαμάχη για κοσμική εξουσία. Θέματα «δημόσιας πολιτικής» (όπως η αντίσταση κατά των Τούρκων) δεν θεωρούνταν ότι αφορούσαν τον πατριάρχη. Το πρωταρχικό καθήκον της βυζαντινής Ε κ κλησίας ήταν η διατήρηση του δόγματος και η προστασία του λειτουργι κού τυπικού από κάθε νεωτερισμό ή ξένες επιδράσεις. Κατά συνέπεια, ελάχιστη σημασία δινόταν στην εκπαίδευση ή στην ανάγνωση βιβλίων που δεν εξυπηρετούσαν αυτούς τους σκοπούς.
I
$
3
331
JONATHAN SHEPARD
Στην ανατολική Ευρώπη, οι προτε ραιότητες της Εκκλησίας ήταν λίγο-πολύ οι ίδιες. Όταν οι Μογγόλοι υποδού λωσαν τα ρωσικά πριγκιπάτα στα μέσα του 13ου αιώνα, οι κληρικοί συναίνεσαν στη νέα τάξη πραγμάτων σαν να ήταν θέλημα Κυρίου, αποκαλώντας τον χαγάνο ακόμη και τσάρο (που στα ρωσικά σημαίνει «αυτοκράτορας»), σαν να ήταν ο νόμιμος ηγεμόνας τους. Ως αντάλλαγ μα, απέκτησαν περιουσίες και ποικίλες αρμοδιότητες. Όταν η δύναμη των Μογγόλων έσβησε και στα μέσα του 15ου αιώνα ο πρίγκιπας της Μόσχας αναδείχθηκε κυρίαρχος στο κενό εξουσίας που προέκυψε, οι κληρικοί ανέτρεξαν στο βυ ζαντινό τυπικό και στους πρώιμους βυ ζαντινούς συγγραφείς, όπως ο Αγαπη τός, για να υποστηρίξουν την ιδέα του ηγεμόνα που διορίζεται από τον Θεό και είναι υπόλογος μόνο σε αυτόν. Εφό σον ο απόλυτος άρχοντας παρέμενε π ι στός στο δόγμα και σεβόταν γενικά την Εκκλησία ως θεσμό, μπορούσε να τη γλιτώσει ό,τι κι αν έκανε, ακόμη και φόνο, όπως στην περίπτωση του Ιβάν του Τρομερού. Η Εκκλησία έπαιρνε πολλές φορές συγκεκρι μένη θέση όταν «Λατίνοι» ή άλλοι αιρετικοί προσπαθούσαν να επιβάλουν λάθος δόγμα στους πιστούς. Οι προσπάθειες του τσάρου και του πα τριάρχη στα μέσα του 17ου αιώνα να επιφέρουν διορθώσεις στο κείμενο των Γραφών και στα λειτουργικά βιβλία και να προσαρμόσουν κάποια ζητήματα του τελετουργικού στις αντίστοιχες πρακτικές των Ελλήνων προκάλεσαν βίαιες διαμαρτυρίες και την ανησυχία ότι πλησιάζει η επο χή του Αντίχριστου. Πολλοί μοναχοί και ιερείς ενοριών επέλεξαν να δώσουν τέλος στον επίγειο βίο τους παρά να διακινδυνεύσουν τις ψυχές τους παραβιάζοντας την παράδοση και οι «παλαιοημερολογίτες» (όπως ονομάστηκαν) απαριθμούσαν εκατοντάδες χιλιάδων. Οι διάδοχοί τους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν στις πιο απόμακρες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, βίωσαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και στο τέλος του 20ού αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά από νεοφώτιστους που ερμήνευσαν την επίμονη άρνησή τους σε οποιαδήποτε αλλαγή ως έκφραση της ρωσικής «εθνικοφροσύνης». Η στάση των παλαιοημερολογιτών συμπυκνώνει, σε ακραίο βαθμό, τα
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ν Λ Ο Γ Ο T O T Θ Ε Ο Τ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
333
ισχυρά σημεία αλλά και τις αδυναμίες της βυζαντινής κληρονομιάς στα σλαβόφωνα έθνη. Η δημιουργία πλήθους ιερών κειμένων και λειτουργι κών βιβλίων σε σλαβονική μετάφραση διευκόλυνε την τακτική τέλεση των ιερουργιών και την ατομική άσκηση λατρείας από πολλούς και έδωσε τη δυνατότητα σε ορισμένους βαθιά ευσεβείς ν’ ακολουθήσουν έναν ασκη τικό βίο σύμφωνα με τα πρότυπα των Πατέρων της ερήμου. Η ανάπτυξη μιας λογοτεχνικής γλώσσας όχι πολύ διαφορετικής από την ομιλούσα σλαβική επέτρεψε επίσης τη δημιουργία πρωτότυπων έργων που εξυπη ρετούσαν τοπικές ανάγκες. Το πιο χαρακτηριστικό έργων είναι το Πρω-
Ο1
5
10
Αναπαράσταση της εξωτερικής ανατολικής πλευράς και κάτοψη της Αγίας Σοφίας τον Κιέβον.
334
JONATHAN SHEPARD
τορω σικό Χ ρονικό, στο οποίο αποσπάσματα από μεταφρασμένα βυζαντι
νά έργα, δογματικού χαρακτήρα διανθίζονται με μύθους που περιγράφουν τα κατορθώματα και τις αλληλοκτόνες διαμάχες Ρώσων πριγκίπων. Οι επιστολές σε φλοιούς σημύδας που βρέθηκαν στο Νόβγκοροντ και άλλες πόλεις αποδεικνύουν, αυτές καθεαυτές, ότι αρκετοί από τους κατοίκους των αστικών κέντρων κατά μήκος των κύριων υδάτινων οδών είχαν βα σικές γνώσεις ανάγνωσης και γραφής. Οι συγγραφείς αυτών των επιστο λών θεωρούσαν δεδομένο ότι οι αναγνώστες τους γνώριζαν πολύ καλά τις χριστιανικές προσευχές, τους αγίους και τις εορτές και ότι σέβονταν απόλυτα τους όρκους που είχαν δοθεί «παρουσία του Σταυρού». Η προ σκόλληση σε αυτές τις τελετουργίες και τις πεποιθήσεις, αλλά και στις λαϊκές παραδόσεις που τις στήριζαν, ενίσχυσαν την τάξη και την κοινω νική συνοχή κατά μήκος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, ενθάρρυναν τη σύναψη δανείων και συμβολαίων ανάμεσα σε συμβαλλομένους που ζούσαν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον και προήγαγαν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εμπόριο και την ευημερία στην προμογγολική Ρωσία. Ωστόσο, ο σεβασμός της Εκκλησίας στην παράδοση ενίσχυσε την καχυποψία των χωρικών προς κάθε νεωτερισμό και προσέδωσε σε αυτή τη στάση πλήρη -ιδεολογική κάλυψη, αποθαρρύνοντας όσους επιθυμούσαν ίσως να μελε τήσουν το πνευματικό περιεχόμενο βιβλίων και να ασχοληθούν με περαι τέρω έρευνα. Όπως δείχνει η περίπτωση των παλαιοημερολογητών, ο σεβασμός προς τα βιβλία μπορούσε να έχει κατ’ αρχήν συμβολική ση μασία, με την αρχή του απαράβατου του κειμένου να υπερισχύει όλων των προσπαθειών για διόρθωση λαθών και αντιφάσεων. Σταδιακά, από την εποχή της βάπτισης του Βλαδίμηρου και έπειτα, πολυάριθμες μικρές κοινότητες, εσωστραφείς και πολυποίκιλες αλλά με κοινό χριστιανικό προσανατολισμό, αναδύθηκαν σε ολόκληρη την έκταση ανάμεσα στη στέ πα της Μαύρης Θάλασσας και στον Αρκτικό Ωκεανό και από τα Νότια Βαλκάνια μέχρι τα Ουράλια όρη και ακόμη παραπέρα. Ασχέτως ποιες ήταν οι ιδιαίτερες θεσμικές ρυθμίσεις τους, αυτές οι κοινότητες όφειλαν σε τελική ανάλυση την ύπαρξή τους στις ιεραποστολικές προσπάθειες των ορθοδόξων και η συναίσθησή τους ότι έχουν κοινές τελετές, κοινά μυστήρια και παραδόσεις υπερσκέλισε κάθε αντιπαλότητα ανάμεσα στους ιεράρχες και στους πολιτικούς αρχηγούς τους. Αυτή η συναίσθηση ενισχύθηκε, αντί να χαλαρώσει, κατά τη μακρόχρονη εξουσία των απί στων, των Τούρκων στα Βαλκάνια, των Μογγόλων στη Ρωσία. Το αίσθη μα ότι οι ορθόδοξοι είχαν έναν κοινό σκοπό, που υπερέβαινε τις γλωσσι κές και πολιτιστικές διαφορές τους, έγινε φανερό ακόμα και στα τέλη του 20ού αιώνα, όταν οι λαοί της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας έδειξαν συμπάθεια και ενεργή συμπαράσταση στους ομόδοξούς τους Σέρβους κατά τη διάρκεια της απόσχισης του Κοσόβου και της «δυτι-
Δ Ι Α Δ Ι Δ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ν Λ Ο Γ Ο T O T Θ ΕΟ Υ: ΟΙ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ε Σ Ι Ε Ρ Α Π Ο Σ Τ Ο Λ Ε Σ
κής» παρέμβασης. Σ τη διαμόρφωση παρατάξεων ρόλο έπαιξαν βεβαίως κάποιοι, ιδιάζοντες για τον 20ό αιώνα υλικοί και διπλωματικοί παράγο ντες, στη βάση όμως όλων αυτών βρισκόταν η χαρακτηριστική γραμμή εξέλιξης την οποία είχαν δημιουργήσει οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, κλη ρικοί και μοναχοί.
I
I
Ο διαμελισμός (1204-1453) STEPHEN
W. R E I N E R T
Από την άποψη της πολιτικής ιστορίας, τα τελευταία 250 χρόνια του Βυζαντίου δημιουργούν συχνά στον αναγνώστη την εντύπωση ενός α ξιοθρήνητου θεάματος επιταχυνόμενης διάσπασης, αποσύνθεσης και φθοράς. Η αντίστροφη πορεία αρχίζει τον Απρίλιο του 1204, με τους Ευρωπαίους σταυροφόρους να διαμελίζουν και να καταλαμβάνουν μεγά λο τμήμα της αυτοκρατορίας, και τελειώνει με την ανεπανόρθωτη ήττα στις 29 Μα'ίου του 1453, όταν ο Οθωμανικός στρατός καταλαμβάνει εξ εφόδου την Κωνσταντινούπολη και θέτει τέλος στη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση. Οτιδήποτε άλλο συμβαίνει ενδιαμέσως μοιάζει με μικροσκοπικό καζάνι που βρίσκεται σε μόνιμο αναβρασμό εξαιτίας συ γκρούσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του, που μερικές από αυτές είναι ασήμαντες, αν και διεξάγονται σε ένταση και με περιορισμένα οικονομικά μέσα. Εν συντομία, σε όλη τη διάρκεια αυτών των αιώνων η άλλοτε περίλαμπρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ξεπέφτει φαινομενικά σε κάτι που δεν είναι παρά μια καρικατούρα, αποδιοργανωμένος και δυσλειτουργικός πολιτειακός οργανισμός — μια βιόσφαιρα ένδειας, παρά λογων αξιώσεων και γενικευμένου άγχους. Με' δεδομένη αυτή τη γενικευμένη κατάπτωση, η αποδυναμωμένη πολιτιστική άνθηση στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και στην κλασική φιλολογία/γραμματολογία φαίνε ται να προσφέρει τη μόνη πειστική ορθολογική βάση για την εξερεύνηση των τελευταίων κεφαλαίων στην ιστορία του βυζαντινού κράτους. Η πλήξη του αναγνώστη είναι κατανοητή, και ορισμένες από τις συ νοπτικές εντυπώσεις του ίσως να είναι πράγματι ορθές. Το έργο του ιστορικού, ωστόσο, είναι να ερευνήσει τόσο τις καταστροφές, την πτώση και τη φθορά όσο και τις αντίθετός τους καταστάσεις, και η αφήγηση της ύστερης βυζαντινής ιστορίας έχει στην πραγματικότητα μια πολύ πιο περίπλοκη δομή από αυτήν την οποία ίσως αντιλαμβάνεται αρχικά ο αρχάριος μελετητής. Ο σκοπός μας, λοιπόν, είναι να σκιαγραφήσουμε τη μοίρα της τελευταίας φάσης του Βυζαντίου εξετάζοντας με ευαισθησία και κατανόηση τα επί μέρους επεισόδιά της και απορρίπτοντας μια τελε ολογικής φύσεως εμμονή με το 1453. Γ ι αυτόν τον σκοπό, θα εξετάσουμε
την πολιτική εξέλιξη σε έξι φάσεις με διαφορετική θεματική συνέπεια και ακολουθία, καμία από τις οποίες δεν συμπίπτει με ημερομηνίες που αφορούν τη διάρκεια της βασιλείας συγκεκριμένων αυτοκρατόρων. Γ ε νικότερα, εξορκίζοντας τον μελαγχολικό της τόνο, μελετούμε εδώ μια ιστορία επίμονου αγώνα ενάντια σε αμείλικτες και συχνά αξεπέραστες αντιξοότητες, σε αντίστιξη με περιστατικά ανδρείας και πατριωτισμού. Επιπλέον, παρά τα πολυάριθμα παραδείγματα μέτριας ηγεσίας, ένας τουλάχιστον από τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Παλαιολόγων, ο Μανουήλ Β ' (1391-1425), συγκαταλέγεται δικαιολογημένα στους ση μαντικότερους ηγέτες του Βυζαντίου και στις λαμπρότερες μορφές της αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών κατά τον 14ο αιώνα.
Απεικόνιση της κατάληψης της Κωνσταντινουπόλεως το 1204. Πίνακας τον Domenico Tintoretto (1598-1605) στο παλάτι των Δουκών, Βενετία.
STEPHEN W. REINERT
1204-1 2 6 1 : Δ ια μελισμός, επ ιβιώ σ εις και ανταγωνισμός για την Κωνσταντινούπολη Στην πραγματικότητα, οι πρώτες ρωγμές στη δομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να εμφανίζο νται πριν την άφιξη της Δ ' Σταυροφορίας στην Κωνστα ντινούπολη, όπως μαρτυρούν η απόσχιση της Βουλγα ρίας και της Σερβίας στα μέσα της δεκαετίας του 1180, η εμφάνιση ανεξάρτητων αρχόντων στην Κύπρο, στην Πελοπόννησο και στη δυτική Ανατολία από τη δε καετία του 1180 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1200, και η θεμελίωση της «αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας» στον Πόντο τον Απρίλιο του 1204. Αυτή η αρ χική κατάτμηση ήταν, ωστόσο, περιφερειακή, ενώ η ε πίθεση των σταυροφόρων με την κατάληψη και τη λε ηλασία της Κωνσταντινουπόλεως (12-15 Απριλίου 1204), καθώς και οι επακόλουθες επεκτατικές εκστρατείες, διαμέλισαν τον ίδιο τον πυρήνα του Βυζαντίου. Κατά το 1210, εξαιτίας αυτού του προσχεδιασμένου οργίου βίας — που διεξαγόταν «στο όνομα του Θεού» εναντίον των ((Ελλήνων» οι οποίοι θεωρούνταν ((εχθροί του Θε ού»— είχαν δημιουργηθεί στα πρώην βυζαντινά εδάφη γύρω στα έξι νέα φραγκικά κράτη, δεκάδες μικρών ε ξαρτημένων αρχοντειών και πολυάριθμες διάσπαρτες βενετικές και γενοβέζικες αποικίες. Τέσσερα από τα νέα φραγκικά κράτη αξίζει να ανα φερθούν. Ο άμεσος κληρονόμος της βυζαντινής τάξης στην Κωνσταντινούπολη ήταν η επονομαζόμενη ((Λατι νική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως», με πρώ το αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο, κόμη της Φλάνδρας (1204-5). Αυτή η λατινική αυτοκρατορία διήρκεσε 57 έτη, αλλά ο τελευταίος πραγματικά άξιος ηγέτης της ήταν ο διάδοχος του Βαλδουίνου, ο Ερρίκος (12061216). Η επικράτεια δημιουργήθηκε εγείροντας αξιώ σεις για εδάφη στην Κωνσταντινούπολη, σε παράκτια τμήματα της Θράκης, στην Ανατολία και στα νησιά Σά μο, Χ ίο και Λέσβο, αλλά μετά το 1225 περιορίστηκε κυρίως στην πρωτεύουσα. Το δεύτερο σε σπουδαιότητα φραγκικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά το 1204 ήταν το «Βασίλειο της Θεσσαλονίκης», το οποίο ιδρύθηκε από τον Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Montferrat (f 1207).
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204^1453)
Η γεωγραφική βάση του ήταν αρχικά στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, αλλά τα εδάφη αυτά χάθηκαν αμέσως μετά το 1207, όταν ο Βονιφάτιος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Βουλγάρων. Το 1224, οι κτήσεις αυτού του βασιλείου επέστρεψαν στον έλεγχο των Ελλήνων, αφήνοντας ελάχι στα ίχνη της ενδιάμεσης φραγκικής παρουσίας. Μια μακροβιότερη λα τινική πολιτεία ήταν το «Π ριγκιπάτο της Αχαίας», κτήση του Γουλιέλμου Σαμπλίττη και του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, εκ των οποίων ο πρώτος ήταν υποκόμης της Ντιζόν και ο δεύτερος καταγόταν από την Καμπανία. Με κέντρο αρχικά την Ανδραβίδα, στη βορειοδυτική Πελο πόννησο, το Πριγκιπάτο της Αχα'ίας συνέχισε να υφίσταται, αν και διαρκώς συρρικνούμενο, μέχρι το 1430, οπότε οι Έλληνες του Μυστρά απορρόφησαν τα τελευταία υπολείμματά του. Τέλος, από τις κτήσεις του Βονιφάτιου Μομφερατικού, δημιουργήθηκε και το «Δουκάτο Αθηνών και Θηβών», το οποίο ο Βονιφάτιος παραχώρησε πολύ σύντομα σ’ έναν Βουργουνδό ιππότη, τον Όθωνα Δελαρός (ή 1225). Το ευημερέστερο από τα δύο κέντρα του ήταν η Θήβα, με εργαστήρια παραγωγής μεταξωτών και άλλων πολυτελών υφασμάτων και με αποικίες Εβραίων και Γενοβέζων εμπόρων. Το 1311, το δουκάτο κατακτήθηκε από έναν αφηνιασμένο στρα τό Καταλανών μισθοφόρων το 1388 αγοράστηκε από μια οικογένεια Φλωρεντινών, τους Ατσαγιόλι, που συνέχισαν να το εξουσιάζουν μέχρι την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς το 1450. Αυτά ήταν, λοιπόν, τα σημαντικότερα φραγκικά πριγκιπάτα που δημιουργήθηκαν μετά το 1204 και τα οποία συγκροτούσαν θεωρητικά μια φεουδαϊκή ιεραρχία με τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως στην κορυφή της. Πα ράλληλα, η Δημοκρατία της Βενετίας απέκτησε ορισμένες παραθαλάσ σιες περιοχές, που γρήγορα επεξέτειναν την εμπορευματική αυτοκρατο ρία της στη Μεσόγειο. Οι κτήσεις-κλειδιά της Βενετίας εκείνα τα χρόνια συμπεριλάμβαναν τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως, το Δυρράχιο, τα Ιόνια νησιά, τα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου, τα σημαντικά λιμάνια της Νότιας Πελοποννήσου (Μεθώνη και Κορώνη), την Κρήτη και άλλα σπουδαία λιμάνια στη θρακική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Κατά παράδοξο τρόπο, η λατινική οικειοποίηση κεντρικών εδαφών του Βυζαντίου δεν σήμανε και τη συνακόλουθη διάλυση της βυζαντινής πολιτικής παράδοσης. Μολονότι μεγάλο μέρος του ελληνόφωνου στοι χείου του πρώην Βυζαντινού κράτους όντως απορροφήθηκε από τα νέα φραγκικά και ιταλικά μορφώματα, μερικοί από τους Ρωμιούς ανασυ γκροτήθηκαν σε τρεις περιοχές της περιφέρειας —την Ήπειρο, τη Ν ί καια και την Τραπεζούντα— που αποτέλεσαν εφεξής τα διάδοχα Βυ ζαντινά κράτη. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας δημιουργήθηκε ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1204, πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Λατίνους, και διατηρήθηκε μέ-
ι
I
3
339
Στην απέναντι σελίδα: Λεπτομέρεια ενός από τους δυο «πεσσούς Acritani» που στήθηκαν έξω από τη βασιλική τον Αγιον Μάρκου στη Βενετία. Οι πεσσοί τμήμα της λείας των στρατιωτών της Α ' Σταυροφορίας, αφαιρέθηκαν από την εκκλησία του Αγιου Πολνενκτον (6ος αιώνας) στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
χρι το 1461, όταν οι Οθωμανοί κατάκτησαν την πρωτεύουσα της, την Τραπεζούντα. Οι ιδρυτές της, Αλέξιος και Δαβίδ, ήταν γόνοι της δυ ναστείας των Κομνηνών. Αυτό το προκεχωρημένο φυλάκιο στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου ευημερούσε από τη διακίνηση πολυτελών εμπορευ μάτων, ιδιαίτερα των μπαχαρικών, που έρχονταν από τη Δυτική Ασία και άλλες περιοχές στα ανατολικά. Πιο σημαντική, ωστόσο, για τους σκοπούς της αφήγησής μας, ήταν η δημιουργία των κρατιδίων της Η πείρου και της Νίκαιας, ως εκείνων των νέων ελληνόφωνων κέντρων με τις ισχυρότερες πιθανότητες να αντιπαρατεθούν στους Φράγκους και κυρίως στο λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινουπόλεως. Περίπου ο μισός πληθυσμός από την περιοχή της Κωνσταντινουπό λεως που κατάφερε να φύγει πριν την κατάκτηση της πόλης από τους Λατίνους, κατέφυγε στη βορειοδυτική Ελλάδα, στις ορεινές περιοχές της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας. Εδώ ιδρύθηκε ένα μικρό κρατικό μόρφωμα υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Κομνηνού Δού κα, εξαδέρφου των πρώην Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β ' και Αλεξίου Γ ' που αποκαλείται συνήθως «Δεσποτάτο της Ηπείρου», αν και ο ίδιος ο Μιχαήλ δεν έλαβε ποτέ τον τίτλο του δεσ πότη. Ο Μιχαήλ καθιερώθηκε ουσιαστικά ως ο αποδεκτός ηγέτης και η δύναμη συσπεί ρωσης των Ελλήνων στην περιοχή της Άρτας. Τπό την ηγεσία του (1204-1215) η Ήπειρος αποτέλεσε τό ευρωπαϊκό κέντρο για τη διατή ρηση του βυζαντινού πολιτισμού, καθώς και για τη διαμόρφωση σχε δίων και στρατιωτικών επιχειρησιακών δεδομένων με σκοπό την ανα χαίτιση της περαιτέρω επέκτασης των Λατίνων στην περιοχή. Οι διά δοχοι του Μιχαήλ έμελλε να διαγράψουν μακρά πορεία καθώς η ιστορία του «Δεσποτάτου της Ηπείρου» φτάνει, παρά τις όποιες ενδιάμεσες διακοπές, μέχρι και το 1461, έτος της οριστικής του κατάκτησης από τους Οθωμανούς. Σ τη Μικρά Ασία, το κύριο διάδοχο ελληνόφωνο κράτος ήταν η επο νομαζόμενη «Αυτοκρατορία της Νίκαιας». Βρισκόταν στη βορειοδυτική Ανατολία και ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Α' Λάσκαρη, γαμπρό του Αλεξίου Γ ' Αγγέλου Κομνηνού. Σκοπός του Λάσκαρη ήταν σαφώς να ανασυστήσει το βυζαντινό αυτοκρατορικό καθεστώς, δηλαδή να μεταφέ ρει στη Βιθυνία τους βασικούς θεσμούς του αυτοκράτορα, της Αυλής, του πατριάρχη, του γραφειοκρατικού μηχανισμού και του στρατού. Αυτοκράτορας στέφθηκε μόλις το 1208, από τον άρτι εκλεγέντα πατριάρχη Μ ι χαήλ Αυτωρειανό, αλλά με αυτή του την ενέργεια ανακήρυξε επισήμως την ύπαρξη μιας «εξόριστης βυζαντινής αυτοκρατορίας». Οι διάδοχοί του ηγήθηκαν της αυτοκρατορίας της Νίκαιας μέχρι το 1261, το έτος σταθμό κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε ουσιαστικά εν ονόματι της άρχουσας δυναστείας των Λασκαριδών. Καθώς η αυτοκρα-
ι
I
ν»
341
Σ τ η ν α π έ ν α ν τ ι σ ε λ ίδ α ,
Η πόλη της Νίκαιας, με διάμετρο μόλις 1,5 χλμ., συνέχισε να προστατεύεται από τα υστερορρωμαϊκά τείχη της, τα οποία επισκευάστηκαν τον 8ο, τον 9ο και τον 13ο αιώνα. Στην εικόνα, η ανατολική (Λευκή) πύλη. επ ά νω :
Σ τ η ν α π έ ν α ν τ ι σ ε λ ίδ α ,
Το κυβικό, τριώροφο παλάτι τον Νυμφαίου (Kemalpasa) κοντά στη Σμύρνη ήταν από τις πιο αγαπητές κατοικίες των αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Πρώτο μισό τον 13ον αιώνα. κά τω :
STEPH EN W. REINERT
τορία της Νίκαιας είχε υπό τον έλεγχό της το δυτικό τμήμα και τις παρυφές του υψιπέδου της Ανατολίας, η εύρωστη οικονομία της βασί στηκε στην παραγωγή σιτηρών στις εύφορες παραποτάμιες κοιλάδες, καθώς επίσης στη χειροτεχνία και στο εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ 12, περίπου, σημαντικών πόλεων. Η πρωτεύουσα της, η Νίκαια, προ στατευόταν από ισχυρά τείχη και βρισκόταν σε μικρή σχετικά απόστα ση από την Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι δυνατόν να μελετήσουμε εδώ λεπτομερώς την εξέλιξη αυ τών των νέων φραγκικών, ιταλικών και ελληνικών πολιτειακών σχημα τισμών κατά την περίοδο από το 1204 μέχρι το 1261. Το ζήτημα, όμως, που απέκτησε περίοπτη θέση στη Βυζαντινή ιστορία αυτής της περιόδου, ήταν η παράλληλη φιλοδοξία της Ηπείρου και της Νίκαιας να ανακτή σουν την Κωνσταντινούπολη και η σταδιακή ανάδειξη της Νίκαιας ως του ισχυρότερου κράτους από τα δύο, γεγονός που αιτιολογεί και την τελική της επικράτηση. Η επέκταση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας τριών ηγεμόνων: του ιδρυτή της, Θεόδωρου Α', του διαδόχου του, Ιωάννη Γ ' Δούκα Βατάτζη, και τέλος, του Μιχαήλ Παλαιολόγου, ο οποίος σφετερίστηκε τον θρόνο από τον εγγονό του Βατάτζη, Ιωάννη Δ ', και επέστρεψε στην Κωνστα ντινούπολη για να ιδρύσει την τελευταία δυναστεία η οποία άσκησε εξουσία με έδρα την αυτοκρατορική πόλη. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ανήλθε στην ηγεσία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας ως ένας αντιστασιακός ηγέτης, οργανώνοντας πρόσφυγες και ντόπιους Έλληνες της Βιθυνίας σε δύναμη κρούσης με σκοπό ν’ αναχαι τίσ ει την εξάπλωση των Φράγκων στην Ανατολία και παράλληλα να διατηρήσει το βασίλειο ανέπαφο από τις επιθέσεις των Σελτζούκων στα ανατολικά. Στην επίτευξη του δεύτερου στόχου είχε σπουδαίες επιτυχίες, αλλά η ύφεση των εχθροπραξιών με τους Λατίνους την οποία πέτυχε το 1214 δεν σήμανε και την ολοκληρωτική αποχώρησή τους από τη χερσό νησο της Νικομήδειας. Με αυτή τη συνθήκη, ωστόσο, καθιέρωσε ένα m odus vivendi με τους Φράγκους και το 1219 υπέγραψε κατά τον ίδιο τρόπο ευνοϊκή συνθήκη ειρήνης με τους Βενετούς της Κωνσταντινουπό λεως. Κατά τη διάρκεια αυτών των προσεγγίσεων, όμως, ο Θεόδωρος δεν επέτρεψε σε καμία περίπτωση να γίνουν σοβαρές θεολογικές ή εκκλη σιαστικές παραχωρήσεις· η κύρια μέριμνά του ήταν να σταθεροποιήσει τις σχέσεις με τις νέες ευρωπαϊκές δυνάμεις και να εδραιώσει το νεαρό κράτος της Νίκαιας σε γερές βάσεις. Ο διοικητικός μηχανισμός που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της εξουσίας του περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την Αυλή και ήταν ουσιαστικά μια απλοποιημένη μορφή του αντίστοιχου προτύπου της Κωνσταντινουπόλεως. Με λίγα λόγια, ο Θεό δωρος δημιούργησε μια αξιόπιστη, αν και συχνά επισφαλή αρχή.
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ήπειρο και στη Νίκαια κορυφώθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γαμπρού και διαδόχου του Θεοδώρου, του Ιωάννη Γ ' Δούκα Βατάτζη. Κατά τη δεκαετία του 1220 φαινόταν ότι η Ήπειρος θα πετύχαινε τον βασικό στόχο, ιδιαίτερα μετά την ανακατάληψη της Θεσσαλονίκης (1224) και της Αδριανουπόλεως (1225) από τον διάδοχο του Μιχαήλ Α', τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα (περίπου 1215-1230), και τη στέψη του τελευταίου ως αυτοκράτορα με ρικά χρόνια αργότερα. Όμως, η ορμή των Ηπειρωτών ανακόπηκε όταν ο Θεόδωρος ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους στη μάχη της Κλοκοτινίτσας, γεγονός που σήμανε την προσωρινή προσάρτη ση μεγάλου τμήματος των εδαφών του «Δεσποτάτου της Ηπείρου» στην Αυτοκρατορία των Βουλγάρων. Ενώ το άστρο της Ηπείρου έδυε, ο Ιω άννης Γ ' Δούκας σταθεροποιούσε όλο και περισσότερο τη θέση του στην Ανατολία, εκδιώκοντας τους Φράγκους το 1224 (Μάχη του Ποιμανηνού) και τους Σελτζούκους από την κοιλάδα του Μαιάνδρου λίγο πριν το 1231. Οι κατοπινές του προσπάθειες, μέχρι τον θάνατό του, το 1254, επικε ντρώθηκαν στην επέκταση στην Ευρώπη, με απώτερο στόχο την ανα κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Η εκστρατεία του, το έτος 1246, ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, αφού κατά τη διάρκειά της ο Ιωάννης κατόρθω σε να ανακτήσει τη Μακεδονία από τους Βουλγάρους, να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να καταφέρει καίριο πλήγμα στις αυτοκρατορικές φι λοδοξίες του «Δεσποτάτου της Ηπείρου». Ούτε ο γιος του Ιωάννη Γ ', Θεοδώρος Β ' (1254-1258), ούτε ο εγγονός του, Ιωάννης Δ ' (1258-1261), έμελλε να έχουν την τιμή της αποκατάστα σης της βυζαντινής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρώτος ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος βασιλιάς, ένας λόγιος που συγκέντρωσε στην Αυλή του έναν αξιόλογο κύκλο λογίων, τα επιτεύγματα του οποίου αποτελούν το προίμιο της αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών κατά την Παλαιολόγεια περίοδο. Ο δεύτερος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία επτά ετών, οπότε ο ουσιαστικός έλεγχος των κρατικών υποθέσεων πέρασε σύντομα στα χέρια του Μιχαήλ Παλαιολόγου, απογόνου μίας από τις σημαντικότερες στρατιωτικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, ο ο ποίος έδρασε αρχικά ως αντιβασιλέας και στη συνέχεια ως συναυτοκράτορας. Ο Μιχαήλ απέδειξε πολύ σύντομα την αξία του καταφέρνοντας να νικήσει τη συμμαχία της αναζωογονημένης Ηπείρου, της Αχαΐας και της Σικελίας (1259), εξασφαλίζοντας τη θέση της Νίκαιας στην Ευρώπη και, πολύ περισσότερο, διαμορφώνοντας — με βάση τις επακόλουθες κτήσεις του στον Μυστρά, στη Μονεμβασία και στη Μάνη— ένα εφαλτήριο για τη μελλοντική ανάκτηση ολόκληρου του Μορέα. Το πλέον προβεβλημένο κατόρθωμά του ως συναυτοκράτορα, δηλαδή η ανακατάληψη της Κων σταντινουπόλεως από τους Λατίνους τον Ιούλιο του 1261, δεν ήταν παρά
343
STEPHEN W. REINERT
εύνοια της τύχης και πραγματοποιήθηκε από τον στρατηγό του Αλέξιο Στρατηγόπουλο, ο οποίος χρησιμοποίησε ελάχιστα στρατιωτικά μέσα γ ι’ αυτόν τον σκοπό. Παρ’ όλα αυτά, με την επίσημη είσοδό του «στην πόλη» έναν μήνα αργότερα και την επανάληψη της στέψης του από τον πατριάρ χη Αρσένιο, ο Μιχαήλ γιόρτασε τον θρίαμβο του εδώ και δεκαετίες προσεκτικά σχεδιασμένου στρατηγικού στόχου των Λασκαριδών, και ουσιαστικά την ανάρρησή του στο θρόνο ως μοναδικού κυρίαρχου. Τον επόμενο Δεκέμβριο, διέταξε να τυφλωθεί ο Ιωάννης Δ '.
1261-1 3 4 1 : Προσπάθεια για αποκατάσταση στην πρώ ιμη παλαιολόγεια περίοδο Μετά την αποκατάσταση ενός ορθόδοξου, ελληνόφωνου αυτοκρατορικού καθεστώτος στην Κωνσταντινούπολη, η πρόκληση την οποία είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ο Μιχαήλ Η' και οι άμεσοι διάδοχοί του ήταν η διατή ρηση της παρακαταθήκης των Λασκαριδών στην Ανατολία και στην Ευρώπη, καθώς και η ανάκτηση και επανενσωμάτωση των υπόλοιπων εδαφών που είχαν χαθεί μετά την καταστροφή του 1204. Ήταν μια τρο μακτικά απαιτητική και, όπως αποδείχθηκε, αδύνατη στην πραγμάτωσή της πρόκληση, για το μέγεθος της οποίας οι αυτοκράτορες των πρώιμων Παλαιολόγειων χρόνων είχαν πλήρη συνείδηση. Σ ε όλη τη διάρκεια της περιόδου από το 1261 μέχρι το 1341, αυτή η πρόκληση αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία από τον ιδρυτή της δυναστείας, Μιχαήλ Η' (12611282). Την περίοδο της βασιλείας του γιου του, Ανδρόνικου Β ' (12821328), και του δισέγγονού του, Ανδρόνικου Τ' (1328-1341), η γενική κατάσταση του κράτους επιδεινώθηκε αισθητά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και το 1341, δεκαετίες μετά την οριστική απώλεια των εδαφών της Ανατολίας, το Βυζάντιο διέθετε τους πόρους και τις δυνατότητες για να επιβιώ σει ως ένα σχετικά συμπαγές βαλκανικό κράτος. Αναλαμβάνοντας τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως σε ηλικία 36 ετών, ο Μιχαήλ Η' βρέθηκε αντιμέτωπος με πληθώρα βασανιστικών προβλημάτων, κατάσταση που δεν θα άλλαζε μέχρι και τον θάνατό του το 1282. Η διαταγή του να τυφλωθεί ο Ιωάννης Δ ' έθεσε αμέσως υπό έντονη αμφισβήτηση τη νομιμότητα της αρχής του: στην πρωτεύουσα, ο πατριάρχης Αρσένιος αντέδρασε αφορίζοντάς τον (γεγονός που προκάλεσε την εκθρόνισή του το 1265 και την αντικατάστασή του από τον Ιωσήφ Α')· στη Βιθυνία, ο Μιχαήλ θεωρήθηκε, ιδιαίτερα από τους στρατιώτες, ως ένας σφετεριστής που προσβάλλει τη δοξασμένη παρα καταθήκη των Λασκαριδών. Μετά από περίπου έξι δεκαετίες λατινο κρατίας, η υποδομή της Κωνσταντινουπόλεως είχε σχεδόν αποσαθρω-
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
θεέ, γεγονός που μαρτυρούσε την ακαταλληλότητα και την αδυναμία των διαδόχων του Βαλδουίνου και του Ερρίκου. Ο Μιχαήλ προέβλεψε σωστά ότι όλοι αυτοί που είχαν εκδιωχθεί πρόσφατα από την Κωνσταντινού πολη — κυρίως ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β ' και οι Βενετοί — θα προετοίμαζαν σίγουρα σχέδια ανάκτησης της πόλης, που θα απαι τούσαν μια δαπανηρή στρατιωτική και διπλωματική απάντηση εκ μ έ ρους του. Στα υπέρ του Μιχαήλ θα πρέπει να καταγραφεί ότι εδραίωσε την εξουσία του και αντιμετώπισε αυτές τις προκλήσεις με εξαιρετική επιτυχία. Τα συνεπακόλουθα έξοδα ήταν ομολογουμένως τεράστια και ο κλήρος για την αντιμετώπιση της σκληρής αυτής πραγματικότητας θα έπεφτε στον ασύγκριτα λιγότερο προικισμένο γιο και διάδοχό του, Αν δρόνικο Α'. Αλλά γ ι’ αυτόν τον «νέο Κωνσταντίνο» η διατήρηση του θρόνου του, η αποκατάσταση του παραδοσιακού δομικού πλέγματος εξουσιών — αυτοκρατορικής και εκκλησιαστικής— στην Κωνσταντινού πολη και η υπεράσπισή της από δυτικές επιθέσεις αντιποίνων αποτε λούσαν βασικούς λόγους της ίδιας του της ύπαρξης και ήταν αδύνατον να κοστολογηθούν. Το πρόγραμμα των ανακαινίσεων του Μιχαήλ περιλάμβανε πλήρη επισκευή του παλατιού των Βλαχερνών, την αποκατάσταση της Αγίας Σοφίας, την αναστήλωση οχυρωματικών έργων (π.χ. των τειχών, του λιμανιού του Κοντοσκαλίου) και δημόσιων κτηρίων (π.χ. αγορών, δρό μων, λουτρών, λιμανιών, κοινωφελών ιδρυμάτων), καθώς και την ανοι κοδόμηση αρκετών σημαντικών μονών. Παράλληλα, ιδιώτες χορηγοί είχαν αναλάβει την ανέγερση ή την ανακαίνιση διάφορων άλλων εκκλη σιών σε ολόκληρη την πόλη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, εξάλλου, επιχορή γησε την κατασκευή ενός νέου τζαμιού, το οποίο θα αντικαθιστούσε αυτό που έκαψαν οι σταυροφόροι το 1203, αποσκοπώντας στην καλλιέργεια πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών δεσμών ιδιαίτερα με τους Μαμελούκους. Στο στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο, η πιο σοβαρή πρόκληση του Μιχαήλ Η ' προήλθε από την καθολική Δύση. Ο εκθρονισμένος Λα τίνος αυτοκράτορας, Βαλδουίνος Β ', ήταν αποφασισμένος να ανακτήσει ό,τι θεωρούσε κληρονομιά του και έτσι ζήτησε αρχικά τη βοήθεια του συγγενή του, Μαμφρέδου, βασιλιά της Σικελίας. Όμως, πριν ακόμη προλάβει να ενεργήσει, ο Μαμφρέδος έπεσε θύμα της συνεχιζόμενης διαμάχης ανάμεσα στην Αγία Έδρα και στον οίκο των Hohenstaufen, όταν ο πάπας Κλήμης Δ ' επανέλαβε την πρόσκληση του προκατόχου του, Ουρβανού Δ ', προς τον κόμη Κάρολο Ανδεγαυό, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ', να καταλάβει το βασίλειο της Σικελίας με την πλήρη συγκατάθεση της Εκκλησίας. Τελικά ο Κάρολος εισέβαλε και κατατρόπωσε τον Μαμφρέδο στη μάχη του Βενεβένδου (1266), οπότε η
I
$
ς|
345
346
Πρόσοψη τον παλατιού που είναι γνωστό με το τουρκικό τον όνομα ως Tekjur Sarayi (ύστερος 13ος αιώνας) πριν την ανακαίνισή του. Κτισμένο δίπλα στο χερσαίο τείχος τον Θεοδοσίου και εφοδιασμένο με μεγάλη αυλή, αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα την κύρια αυτοκρατορική κατοικία κατά την Παλαιολόγεια περίοδο.
STEPHEN W. REINERT
Σικελία και η Νότια Ιταλία περιήλθαν στους Γάλλους, με τον Κάρολο ως τον πρώτο τους Ανδεγαυό βασιλιά. Έχοντας τώρα έναν παπικό σύμμαχο στον σικελικό θρόνο, ο Κλήμης Δ' ήταν προθυμότατος να βοηθήσει τον Βαλδουίνο Β '. Τον Μάιο του 1267, στην παπική κατοικία στο Βιτέρμπο της Ιταλίας, ο Πάπας μεσολάβησε για τη σύναψη μιας συμφωνίας που όριζε ότι ο Κάρολος θα διέθετε στρα τιωτική βοήθεια για την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Βαλδουίνος θα ανταπέδιδε με εδαφικές παραχωρήσεις προς τον Κάρολο, ενώ τη συμμαχία των δύο θα επισφράγιζε ο γάμος της κόρης του Καρόλου με τον γιο του Βαλδουίνου. Ο Κάρολος δεν μπόρεσε ν’ εκπληρώσει αμέσως την υπόσχεσή του για στρατιωτική επίθεση και στο ενδιάμεσο ο Μιχαήλ Η' πέτυχε με επιδέξιους ελιγμούς να διαπραγματευτεί την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Μετά από σειρά παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τον πάπα και τον Λουδοβίκο Θ', ο Μιχαήλ κατάφερε ν’ απομακρύνει μια εισβολή των Ανδεγαυών προσφέροντας τη δυνατότητα της εκκλησιαστι κής Ένωσης ανάμεσα στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τελικά επιτεύχθηκε τον Ιούλιο του 1274, στη Β' Σύνοδο της Λυών. Αυτή
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
TSVfW xgmanwmik
ozmTvmynai
M f 0YHoamTHa
7
t .
-
-
·. π
l - i ri}
Η
—
■
Λ
«1*1 kce?1
~— ?—
?-
■
e H — -
ήταν ουσιαστικά μια συμφωνία αναμεσα στον αυτοκρατορα και στον πάπα Γρηγόριο Γ , οι βασικοί όροι της οποίας όριζαν την αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα επί των ορθόδοξων επισκόπων σε θέματα εκκλη σιαστικής δικαιοδοσίας και των καθολικών δογμάτων του «καθαρτηρίου» και τουfilio q u e (δηλαδή της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό, κι όχι μόνο από τον Πατέρα) στο Σύμβολο της Πίστεως. Η Σύνοδος της Λυών επέφερε ανάμεικτα και βραχύβια οφέλη στον Μιχαήλ. Ενώ έθεσε πρόσκαιρο φραγμό στην επιθετικότητα του Καρόλου του Ανδεγαυού (ο οποίος, μετά τον θάνατο του Βαλδουίνου Β ', το 1273, συνέχιζε να επιδιώκει την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως εν ονόματι του γαμπρού του, Φιλίππου του Κουρτεναί), παράλληλα κατέστρεψε την αξιοπιστία του Μιχαήλ στον ίδιο του τον λαό, η πλειονότητα του οποίου τον αντιμετώπιζε τώρα ως απεχθή προδότη, από τη στιγμή που κατά τη συνδιάλεξή του με τους Λατίνους υποχώρησε στο πλέον ευαί σθητο ζήτημα, τις αλήθειες της ορθόδοξης πίστης. Επιπλέον, τα στρα τιωτικά οφέλη της Συνόδου εκμηδενίστηκαν το 1281, όταν με την επιρ ροή του Καρόλου, ο φίλος του Simon de Brie εξελέγη πάπας, με το όνομα
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, σε περιφορά στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως, ακολουθείται από πλήθος πιστών. Σ ε πρώτο πλάνο εικονίζεται ομάδα πλανόδιων μικροπωλητών, που προσφέρουν φρούτα, λαχανικά και χαβιάρι. Σχεδιαστική αποτύπωση τοιχογραφίας από τη Μονή των Βλαχερνών κοντά στην Αρτα, τέλη τον 13ου αιώνα.
348
'Αποψη της πρώην Γενοβέζικης πόλης τον Γαλατά, ή Πέρα, στο δεύτερο μισό τον 16ον αιώνα.
STEPHEN W. REINERT
Μαρτίνος Δ '. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο πάπας Μαρτίνος, πεπεισμένος ότι η αφοσίωση του Μιχαήλ στην Ένωση των Εκκλησιών ήταν υποκρι τική και είχε μόνο πολιτικό κίνητρο, προσυπέγραψε τα σχέδια του Κα ρόλου και του Φιλίππου για μια εκστρατεία με σκοπό την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Τον επόμενο Νοέμβριο αφόρισε τον Μιχαήλ, καταγγέλλοντάς τον ως «υποστηρικτή των Ελλήνων, που είναι αμετανόητοι σχισματικοί και επιμένουν στο παλαιό σχίσμα». Γ ια τον Κάρολο, φυ σικά, αυτό σήμαινε ότι είχε πια το πράσινο φως από την Εκκλησία να εξαπολύσει την επίθεσή του με σκοπό την ανάκτηση της Κωνσταντινου πόλεως για λογαριασμό των Λατίνων. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε εύκολα να σημάνει καταστροφή για το Βυζάντιο, αλλά ο Μιχαήλ Η' κατάφερε ξανά με επιδέξιους ε λιγμούς να υπονομεύσει τη θέση του Καρόλου μέσα στο ίδιο του το βα σίλειο. Πληροφορούμενος ότι ο γαμπρός του Μαμφρέδου, Πέτρος Γ ' της Αραγωνίας, φιλοδοξούσε να ανακτήσει την κληρονομιά των Hohenstaufen για λογαριασμό της συζύγου του, ο Μιχαήλ συμμάχησε μαζί του και joy έστειλε γενναιόδωρες επιχορηγήσεις για να οργανώσει εισβολή στη Σικελία. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτά τα χρηματικά ποσά κατέληξαν στα χέρια Σικελών που συνεργάζονταν με τον Πέτρο για να οργανώσουν μια επανάσταση, καθώς υπέφεραν από την (φορολογική κυρίως) καταπίεση της κυβέρνησης των Ανδεγαυών. Το αποτέλεσμα ήταν η γνωστή εξέ γερση του Σικελικού Εσπερινού που ξέσπασε στις 30/31 Μαρτίου 1281, η οποία άλλαξε εντελώς τα αρχικά σχέδια του Καρόλου για εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως και προετοίμασε την εγκατάσταση του Πέτρου ως του πρώτου στη σειρά Αραγωνέζων βασιλιάδων στον σικελικό θρόνο. Η υπονόμευση του Καρόλου και η σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως από τη λατινική εκδίκηση θεωρείται ορθώς ως μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές επιτυχίες του Μιχαήλ Η', κατά τη διάρκεια μάλιστα μιας βασιλείας γεμάτης από παρόμοια κατορθώματα. Κατά παράδοξο τρόπο, όμως, οι υπήκοοί του δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου από αυτή την επ ι τυχία" θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι δέχτηκαν σχεδόν με ενθουσιασμό
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
την είδηση του θανάτου του μερικούς μήνες αργότερα και δεν ενδιαφέρθη καν καθόλου που ο αυτοκράτορας δεν έτυχε αξιοπρεπούς ορθόδοξης κη δείας. Κατά την άποψη των Βυζαντινών, οι πολιτικές επιλογές του Μ ι χαήλ είχαν αποξενώσει αρκετά την αυτοκρατορική αρχή από τον λαό και η βαρύτατη φορολογία την οποία είχε επιβάλει για να τις πραγματοποι ήσει, ιδιαίτερα στην Ανατολία, ήταν ανυπόφορη. Εναπόκειτο τώρα στον γιο και διάδοχό του, Ανδρόνικο, να επαναπροσεγγίσει η αυτοκρατορική κυβέρνηση τις ορθόδοξες λαϊκές μάζες και να υιοθετήσει έναν τρόπο διακυβέρνησης που θα ήταν εφικτός από χρηματοοικονομική άποψη. Κατά την κρίση πολλών ιστορικών, ο Ανδρόνικος Β' (1282-1328), που ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 24 ετών, ήταν ένας θλιβερά ανίκανος ηγέ της, χωρίς κανένα στρατηγικό όραμα, ο οποίος αδυνατούσε ν’ αντιμετω πίσει αποτελεσματικά τις ιδιαίτερα κρίσιμες στρατιωτικές προκλήσεις της εποχής του. Η εκκλησιαστική του πολιτική ήταν ρεαλιστική και έγινε δεκτή με ευχαρίστηση, καθώς είχε κυρίως συμφιλιωτικό χαρακτήρα. Η πρώτη επίσημη ενέργειά του ήταν ν’ αποκηρύξει τη Σύνοδο της Λυών και να κατευνάσει όλους αυτούς οι οποίοι ένιωθαν θύματα των σφαλερών χειρισμών του Μιχαήλ στα εκκλησιαστικά ζητήματα, κάτι που βεβαίως αποξένωσε ακόμη περισσότερο τον πάπα. Τα οικονομικά μέτρα στην αρχή της βασιλείας του (π.χ. συρρίκνωση του ναυτικού και των χερσαίων στρατιωτικών μονάδων, έκτακτη φορολογία επί των προνοιών για τη χρηματοδότηση εκστρατειών, υποτίμηση του υπερπνρου) ήταν κοντό φθαλμα και καταστροφικά. Η ανικανότητά του, τέλος, να αποτρέψει σημαντικές εδαφικές απώλειες στα Βαλκάνια και στην Ανατολία και να θέσει υπό έλεγχο τη δυναστική διαμάχη που ξέσπασε στην τελευταία φάση της βασιλείας του ήταν σοβαρότατες αποτυχίες που προδίκασαν την ανεπανόρθωτη ερήμωση του κράτους κατά την περίοδο 1341-1371. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Ανδρονίκου στα Βαλκάνια προέκυψε από τη γρήγορη επέκταση της Σερβίας των Νεμάνια κατά τη βασιλεία του Στέφανου Ούρεση Μιλούτιν (1282-1321), με αποκορύφωμα την κατάκτηση των Σκοπιών (1282) και τον συνεχή επιθετικό ανταρτοπόλεμο κατά μήκος των μακεδονικών συνόρων μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1290. Όταν οι βυζαντινές αντεπιθέσεις αποδείχθηκαν μάταιες, ο Ανδρόνικος προσπάθησε να σταθεροποιήσει τις σχέσεις το 1299 με μια κατευναστική συμφωνία, προσφέροντας στον Μιλούτιν ως σύζυγο την πεντάχρονη κόρη του, Σιμωνίδα, και δίνοντάς της «ως προίκα» σερβικές κατακτήσεις στα βόρεια του τόξου που σχηματίζουν τα φρούρια από την Αχρίδα στο Στύπειο (Stip) και τη Στρώμνιτσα (Strumica). Η διείσδυση των Σέρβων στα βυζαντινά εδάφη θα συνεχιζόταν και θα κορυφωνόταν κατά τη βασιλεία του εγγονού του Μιλούτιν, Στέφανου Ούρεση Δ ' Δουσάν (1331-55). Από την άλλη πλευρά, η συμφωνία εγκαι-
349
350
Στην απέναντι σελίδα: To ψηφιδωτό της Δέησης στη Μονή της Χώρας (Kariye Camii) στην Κωνσταντινούπολη (περίπου 1315). Οι δύο μικρές μορφές των δωρητών είναι αυτές τον Ισαάκ Κομνηνον, γιον του Αλεξίου Α ', ο οποίος στην πραγματικότητα είχε πεθάνει λίγο μετά το 1152 (αριστερά), και της μοναχής Μελανίας, πρώην «Κυράς των Μουγονλίων», (σύμφωνα με την επιγραφή) δηλαδή της Μαρίας Παλαιολογίνας, νόθας κόρης τον Μιχαήλ Η ', η οποία παντρεύτηκε τον Μογγόλο χαγάνο Α μπαγκά και ήταν ακόμη εν ζωή το 1307 (δεξιά).
-STEPHEN W. REINERT
νίασε μια συνεχώς ενισχυόμενη ροή βυζαντινών πολιτιστικών επιδράσε ων στη σέρβική Αυλή, οι οποίες θα κορυφώνονταν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δουσάν. Η απώλεια βυζαντινών εδαφών στην Ανατολία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρονίκου Β ' ήταν τραγική, καθώς ο ίδιος, σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Η ', αντιμετώπισε την επικίνδυνη επέκταση των Τούρκων προς τις ακτές, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1270 προχωρούσε με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό, την ίδια τη στιγμή που το σελτζουκικό κράτος, στο κέντρο της Ανατολίας αποσυνετίθετο για να αντικατασταθεί τελικά, στις αρχές του 14ου αιώνα, από μια σειρά μικρό τερων εμιράτων. Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του πατέρα του, ο Ανδρόνι κος είδε αυτοπροσώπως την καταστροφή και την ερήμωση που προκάλεσαν στην κοιλάδα του Μαιάνδρου οι επιδρομές των Τούρκων, στα πρώτα στάδια της ανόδου του εμιράτου του Μεντεσέ. Ως απόλυτος άρχων, ο Ανδρόνικος αποφάσισε να εγκαταστήσει τακτικότερες και μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολία, κάτι που δεν κατάφερε όμως να πραγματοποιήσει παρά μόνο στη δεκαετία του 1290, εξαιτίας της ενασχό λησής του με τα προβλήματα στη Βαλκανική χερσόνησο. Εν τω μεταξύ, το εμιράτο του Οσμάν στα νότια του Σαγγάριου ποταμού γύρω από το Sogut, που αποτέλεσε τον πυρήνα της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε εδραιωθεί, και τα κατ’ όνομα βυζαντινά εδάφη στην απέναντι πλευρά του ποταμού δέχονταν πολύ συχνά ληστρικές επιθέσεις στις οποίες συμμε τείχαν όχι μόνο μουσουλμάνοι, αλλά και χριστιανοί επιδρομείς. Μεταξύ 1290 και 1307, ο Ανδρόνικος έλαβε διάφορα μέτρα για να ανακόψει την τουρκική επεκτατικότητα, χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Την περίοδο 1290-1293, ο αυτοκράτορας μετακίνησε την Αυλή του στην Ανατολία, όπου επέβλεψε αυτοπροσώπως την επισκευή των τειχών και γενικότερα προσπάθησε να αναπτερώσει το ηθικό του ντόπιου πληθυσμού. Το 1294-5, ο στρατηγός του, Αλέξιος Φιλανθρωπηνός, εξεστράτευσε επιτυχώς στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, αλλά τα εδα φικά κέρδη που αποκόμισε χάθηκαν πολύ σύντομα όταν οργάνωσε ένα ανεπιτυχές πραξικόπημα και τιμωρήθηκε με τύφλωση. Την άνοιξη του 1302, ο γιος του Ανδρονίκου, Μιχαήλ Θ', και ο στρατηγός Μουζάλων ανέλαβαν στρατιωτικές αποστολές με σκοπό ο πρώτος να ανακαταλάβει τις οχυρώσεις του ποταμού Μαιάνδρου και ο δεύτερος να εκδιώξει τους Οθωμανούς που με τις επιδρομές τους ερήμωναν την περιοχή της Νικο μήδειας. Απέτυχαν όμως και οι δύο, ενώ η ήττα του στρατηγού Μουζάλωνος στη μάχη του Βαφέως (Ιούλιος 1302) αποτέλεσε την πρώτη καίρια νίκη του εμίρη Οσμάν εναντίον των Βυζαντινών. Λίγο αργότερα, το καλο καίρι του ίδιου έτους ο απελπισμένος Ανδρόνικος ζήτησε τις υπηρεσίες της Μεγάλης Καταλανικής Εταιρείας. Με αντάλλαγμα ένα υπέρογκο
352
STEPH EN W. REINERT
χρηματικό ποσό, περίπου εξήμισι χιλιά δες καταλανοί στρατιώτες υπό την ηγε σία του πνευματώδους αλλά κυκλοθυμικού Ρογήρου ντε Φλορ εξεστράτευσαν στην Ανατολία την άνοιξη και το κα λοκαίρι του 1303, και ανάγκασαν τους Τούρκους σε άτακτη υποχώρηση, από την Κύζικο μέχρι τη Φιλαδέλφεια, λεη λατώντας παράλληλα και αρπάζοντας κατά βούληση. Και πάλι όμως αυτά τα εδαφικά κέρδη αποδείχθηκαν εφήμερα. Αμέσως μόλις οι Καταλανοί εγκατέλειψαν αυτές τις περιοχές, οι Τούρκοι άρχι σαν ξανά τις επιδρομές και τις πολιορ κίες σημαντικών οχυρών. Σ ε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, όμως, ακόμη και οι ίδιοι οι Καταλανοί μετατράπηκαν σε μάστιγα για το Βυζάντιο, όταν ο Ρογήρος δολοφονήθηκε, ενώ επισκεπτόταν τον Μιχαήλ Θ' στην Αδριανούπολη. Α κολούθησε ένας διετής πόλεμος αντεκδί κησης, που έλαβε χώρα κυρίως στη Θρά κη, τα χωριά και οι πόλεις της οποίας λεηλατήθηκαν ανηλεώς. Το καλοκαίρι του 1307, τα μέλη της Καταλανικής Ε ταιρείας άρχισαν να μετακινούνται δυ Ο Κωνσταντίνος Κομνηνός Ραούλ Παλαίολόγος και η γυναίκα τον, Ευφρόσυνη Δ ούκαινα Παλαιολογίνα. Μικρογραφία από το κτητορικό τυπικό της γυναικείας Μονής της Θεοτόκον της Βεβαίας Ελπίδος στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή ιδρύθηκε στο δεύτερο τέταρτο τον 14ου αιώνα από τη Θεοδώρα, ανιιριά τον Μιχαήλ Η '.
τικά προς ανεύρεση νέας λείας, και έγ ι ναν τελικά οι νέοι ηγεμόνες του Δουκάτου των Αθηνών και Θηβών, αφού νίκησαν τον Γ κ ω τιέ ντε Μπριέν το 1311. Έ τσ ι, αντί να συνεισφέρουν στην ισχυροποίηση της Βυζαντινής εξουσίας στη Μικρά Ασία, οι Καταλανοί κυριολεκτικά ερήμωσαν το μεγαλύτερο τμήμα της Θράκης και της Μα κεδονίας και εγκατέλειψαν την Ανατολία παραδίδοντάς την στο χάος. Σ τη συνέχεια ο Ανδρόνικος Β ' έστειλε ελάχιστες στρατιωτικές δυ νάμεις στην Ανατολία, προτιμώντας να εντείνει τις διαπραγματεύσεις για μια συμμαχία με τους Μογγόλους Ιλχανίδες της Περσίας, με την ελπίδα ότι θα συγκέντρωνε στρατό για να επιτεθεί στους Τούρκους, ιδιαίτερα στους Οθωμανούς, που είχαν αρχίσει να πολιορκούν τη Νίκαια. Φαίνεται ότι και αυτές οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της βασιλείας του τα εμιράτα των Οθωμανών και του Καρασί σταθεροποίησαν γρήγορα τη θέση τους ως οι κύριοι διάδοχοι του Βυζαντίου στη Βορειοδυτική Ανατολία, όπως έγινε
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
και με τα εμιράτα του Σαρουχάν, του Αϊδινίου και του Μεντεσέ στα νό τια. Εν τω μεταξύ, οι Ρωμαίοι που δεν ήθελαν να ζήσουν υπό τουρκικό ζυγό κατέφυγαν σε βυζαντινές περιοχές πέρα από τον Μαρμαρά ή στα λίγα ελεύθερα ακόμα προπύργια, που περιορίζονταν στη Βιθυνία, στη Νίκαια, τη Νικομήδεια και την Προύσα (μέχρι το 1326, οπότε παραδό θηκε στον γιο του Οσμάν, Ορχάν). Νοτιότερα, το μόνο αξιόλογο οιονεί αυτόνομο κέντρο στα τέλη της βασιλείας του Ανδρονίκου Β ' ήταν η Φ ι λαδέλφεια (που τελικά έπεσε το 1390) και γ ι’ αυτό το προνόμιο οι κά τοικοί της πλήρωναν φόρο υποτελείας στο γειτονικό εμιράτο του Τζερμιάν [Γκερμ(γ)ιάν]. Η φθοροποιός δυναστική διαμάχη των τελευταίων οκτώ χρόνων της βασιλείας του Ανδρονίκου Β' εστιάστηκε στην υποβόσκουσα αντιπαρά θεση ανάμεσα σ’ έναν βαθιά συγχυσμένο ηλικιωμένο άνδρα (το 1320, ο Ανδρόνικος ήταν 60 ετών) που η πολιτική του είχε χρεοκοπήσει και σ’ έναν κάπως απερίσκεπτο εγγονό 20 ετών, τον Ανδρόνικο Γ ', ο οποίος προσέβλεπε στο κληρονομικό δικαίωμα που είχε στον θρόνο, ως άμεσος απόγονος του πατέρα του, Μιχαήλ Θ'. Ωστόσο, ο γηραιότερος Ανδρόνι κος αποκλήρωσε τον εγγονό του το 1320, ύστερα από ένα τραγικό πε ριστατικό στο οποίο ο αδελφός του τελευταίου δολοφονήθηκε και ο πα τέρας τους πέθανε από τη θλίψη. Ο νεότερος Ανδρόνικος οργάνωσε α μέσως ένοπλη αντίσταση, εξασφαλίζοντας τη λαϊκή υποστήριξη με υ ποσχέσεις για γενναίες φορολογικές απαλλαγές. Η διαμάχη διήρκησε συνολικά μία οκταετία — από το 1320 έως το 1328— και περιέλαβε τρία κύρια στάδια ανοιχτής πολεμικής αντιπαράθεσης/σύγκρουσης. Στον πρώτο γύρο (1321), ο νεότερος Ανδρόνικος εξεστράτευσε κατά της Κων σταντινουπόλεως και τελικά, ύστερα από διαπραγματεύσεις, πέτυχε να του παραχωρηθεί η επαρχία της Θράκης. Ο δεύτερος γύρος (1322) έληξε με την επίσημη αναγόρευση του Ανδρόνικου Γ ' σε συναυτοκράτορα, ο οποίος έλαβε μαζί με τον τίτλο χρήματα, κρατική στρατιωτική δύναμη και ως έδρα το Διδυμότειχο. Η τρίτη και τελευταία φάση απροσχημά τιστων εχθροπραξιών (1327-8) έμοιαζε με μικρογραφία βαλκανικού πο λέμου, με τους Βουλγάρους να υποστηρίζουν τον Ανδρόνικο Γ ' και τους Σέρβους τον Ανδρόνικο Β'. Η σύγκρουση κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τον νεότερο Ανδρόνικο στις 23 Μα'ίου 1328, οπότε ο παππούς του παραιτήθηκε του θρόνου. Ο Ανδρόνικος Β ' πέθανε ως μοναχός Αντώνιος το 1332. Αυτή η μακρά μεταβατική πε ρίοδος σίγουρα διέσπασε και αποδυνάμωσε την κυβέρνηση και ζημίωσε έντονα την οικονομία, ιδιαίτερα τη γεωργία. Παρ’ όλα αυτά, οι αρνητι κές επιπτώσεις της δεν φαίνεται να ήταν μόνιμες. Η ενθρόνιση του Ανδρόνικου Γ ' σε ηλικία 31 ετών έφερε έναν νέο κύκλο συμβούλων στο πηδάλιο του κράτους, με πιο διακεκριμένο ανά-
I
*
ν|
354
STEPHEN W. REINERT
μεσά τους τον αριστοκράτη και πλουσιότατο Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος είχε καταλάβει το αξίωμα του μεγάλου δομέστικου (αρχιστράτη γος). Αντιμετώπισαν από κοινού την πρόκληση της ανασυγκρότησης του κράτους και παράλληλα της περικοπής δαπανών, αποδεχόμενοι αναγκα στικά τη συρρίκνωση του Βυζαντίου στις διαστάσεις ενός μικρού ευρω παϊκού κράτους δίπλα σε γείτονες που η δύναμή τους αυξανόταν όλο και περισσότερο, κυρίως της Σερβίας στα βόρεια και των αναδυόμενων εμιράτων στη βορειοδυτική Ανατολία στα νότια. Οι στόχοι του Ανδρό νικου Γ ' στην Ανατολία φαίνεται ότι ήταν δύο: να διατηρήσει τον έλεγχο τόσο στα εναπομείναντα βυζαντινά προπύργια της Βιθυνίας (τη Νίκαια και τη Νικομήδεια), όσο και στις νήσους-κλειδιά του ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονταν δίπλα στα νεότευκτα παραθαλάσσια εμιράτα. Το καλο καίρι του 1329 οργάνωσε μια τελευταία στρατιωτική επιχείρηση για να συνδράμει την πολιορκημένη Νικαία, αλλά οι δυνάμεις του ηττήθηκαν από τον Ορχάν στον Πελεκάνο (10 Ιουνίου) και μέσα σε δύο χρόνια η πόλη παραδόθηκε. Ο Ανδρόνικος προσπάθησε να διαφυλάξει τη Νικο μήδεια από παρόμοια τύχη, διαπραγματευόμενος με τον Ορχάν, τον — Αύγουστο του 1333, την πληρωμή φόρου υποτελείας, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά με τους Οθωμανούς. Η αξία αυτής της συμφωνίας, ωστόσο, αποδείχθηκε βραχυπρόθεσμη και η Νικομήδεια παραδόθηκε επίσης το 1337. Εκείνο το έτος, λοιπόν, το οθωμανικό εμιράτο ενσωμά τωσε τη βυζαντινή Βιθυνία, η ευημερία και η ζωντάνια της οποίας εκείνη την περίοδο εντυπώσιασαν βαθιά τον Άραβα περιηγητή Ibn Battuta. Στη δυτική ακτή, οι Βυζαντινοί κατάφεραν σημαντική νίκη με την ανάκτηση της Χίου το 1329, στο πλαίσιο της οποίας ο Ανδρόνικος Γ ' συνάντησε αυτοπροσώπως τον εμίρη του Σαρουχάν και μια διπλωματική αντιπρο σωπεία που στάλθηκε από τον Ουμούρ, εμίρη του Αϊδινίου. Έ ξ ι χρόνια αργότερα, ο Ανδρόνικος έμελλε να συνάψει στενούς δεσμούς με τον τε λευταίο, συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών εγγυήσεων, που θα του επέτρεπαν να ανακτήσει τη Λέσβο. Στην Ευρώπη, ο Ανδρόνικος και ο Καντακουζηνός επέδειξαν στρα τιωτική και διπλωματική ευφυΐα ανακτώντας τη Θεσσαλία (1333) και την Ήπειρο (1340-1341), σημαντικά εδαφικά τμήματα που είχαν πάψει να υπόκεινται στην αυτοκρατορική αρχή από το 1204. Το τραγικό, ωστό σο, ήταν ότι σύντομα αυτές οι περιοχές θα έμπαιναν στο στόχαστρο των Σέρβων, όταν ο Στέφανος Δουσάν δημιούργησε τη μικρή βαλκανική του «αυτοκρατορία» στις δεκαετίες του 1340 και 1350, εν μέρει σε βάρος του Βυζαντίου. Ο Στέφανος ανέλαβε την εξουσία το 1331 και σύντομα προ ώθησε τον επεκτατισμό της Σερβίας προς νότον με σειρά εκστρατειών που συνεχίστηκαν μέχρι το 1334. Σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης εκ εί νου του έτους, ο Ανδρόνικος παρέδωσε πέντε φρούρια-κλειδιά, συμπε-
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
ριλαμβανομένων της Αχρίδας και της Πριλάπου, και αναγνώρισε επισήμως τις σερβικές κατακτήσεις βυζαντινών εδαφών από την εποχή του βασιλιά Μιλούτιν. Με αυτή τη συνθήκη, ο Ανδρόνικος επιζητούσε τη σταθεροποίηση της κατάστασης, αλλά παράλληλα και τη συμμαχία της Σερβίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει, όπως συνέβη και. με το ε μ ι ράτο του Αιδινίου, μελλοντικό προμηθευτή μισθοφόρων. Σ ε γενικές γραμμές, η εξωτερική πολιτική του Ανδρόνικου Γ ' χαρα κτηρίζεται από αξιοσημείωτα δείγματα σθένους και ενεργητικότητας. Ήταν μια επίμονη συνεχής προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο μια δύσκολη και συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση και να εξελιχθεί σε κάτι νέο' αποτελεί το τελευταίο σπουδαίο παράδειγμα στο είδος της κατά την Παλαιολόγεια περίοδο.
1 3 4 1 -1 3 7 1 /2 : Η ανεπανόρθωτη καταστροφή του κράτους Το διάστημα 1341-1371/2 ήταν μια αγωνιώδης περίοδος σοβαρών προ βλημάτων τα οποία το Βυζάντιο δεν ξεπέρασε ποτέ. Το κράτος σπαρασσόταν και πάλι από Εμφύλιους Πολέμους, ιδιαίτερα την περίοδο 13411347 (ο λεγόμενος «Δεύτερος [παλαιολόγειος] εμφύλιος πόλεμος») και ξανά το 1352-7, με νέα επεισόδια δυναστικής διαμάχης να προοιωνίζο νται και πάλι στις αρχές της δεκαετίας του 1370. Τους εμφύλιους αυτούς πολέμους συνόδευαν και διαδέχονταν ξένες εισβολές και εποικισμοί, κυ ρίως από Σέρβους και Οθωμανούς, σε εκτεταμένη, συντριπτική κλίμακα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του «Δεύτερου εμφύλιου πολέμου», αλλά και αργό τερα, οι βυζαντινές πόλεις βρίσκονταν σε κοινωνικό αναβρασμό με πε ριστατικά αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Την ίδια περίοδο, η βυζαντινή κοινωνία διχάστηκε από την τελευταία σοβαρή θρησκευτική διαμάχη, τον Ησυχασμό, η έκβαση της οποίας επη ρέασε αποφασιστικά μελλοντικές κατευθύνσεις της φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης. Τέλος, η ίδια η φύση έμοιαζε να συνωμοτεί εναντίον των Βυζαντινών εκείνη την περίοδο, καθώς συνέβησαν ισχυροί σεισμοί με καταστροφικές επιδράσεις. Οι αλλεπάλληλες συμφορές έγιναν αφόρητες από το 1347 και εξής, με την εμφάνιση της βουβωνικής πανώλους. Η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων καθιστά το διάστημα 13411371/2 μεταβατική περίοδο προς την αναπότρεπτη αποσύνθεση. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο που το κράτος κατάφερε να επιβιώ σει κατά τις δεκαετίες του 1340 και 1350. Όσο προχωρούσε ο 14ος αιώνας, το ενδια φέρον των ηγετών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στη διατήρηση της Κωνσταντινουπόλεως, της Θεσσαλονί κης και των αυτοκρατορικών εδαφών του Μορέως.
355
Η αυτοκρατορία στο β' μισό του.
|=1;=|| Κτήσεις Γενουατών Κτήσεις Ανδεγαυών
Ναϊσσι
'ο
Λ
[■ ^4 I
Κόσοβο Ιπέκιον *
> Π , ο
/
Πριστινα
Σωζόπολις
Σκόδρα (Σκούτι
Κτήσεις Καταλανών 1 Κτήσεις του Δουκάτου της Νάξου (Αρχιπελάγους) | Φέουδα Νάξου (Αμοργός, Θερμιά) Κτήσεις των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου (Κόρινθος 1400-1004)
ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
. < \S N ^ \
Δυρράχιο, (Αλβ. 1368)'
./ ■■ilHItllUmUtf-iUlllllliilttUlfyj'
«
MdUtRkiiHiumums;: m iiiru/fi! \Snnmumiuiiiu>uti!iiir.mnm^i< tfttWIMMBWHBtgBHttii ·■ S y
"S'
'-x
,
/
V
'.ΣΌόοος~~ ΥΑΥΛυ. Σαμοθράκή·> Λ (Ι^ν. μέσα 15ου αι.)'; f jg
'Α^ ν0(·Ίμβρος \ ' ’ y ς>' j. V .Σ έίεδό ςνβμ
'
Κέρκυρα'
_
από το 1386)
χιπο το 136£ ΜΕ Σ ΟΓ Ε Ι ΟΣ Λευκός t μ ^ Μ Μ Μ Η ΚΟΜΗΤΕΙΑ Λ ^ρ— λ
ιιιΜ Μ ΐ
Λ
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
θ /4 /l/ii-J/l
Βυζαντινή επικράτεια περί το 1340
^
Itj ^βα [~ ·~
H Lg· ■ ΤΚαρύτ Ανδρέ
I Μεθώνη' Κορώ
______ I Βυζαντινή επικράτεια περί το 1402 ■"
τττππη
^ a —f eΣκόρος.y V oj
S S J Επικράτεια Τούρκων περί το 1350 ' / ' / Ί Κατακτήσεις Τούρκων 1354-1402 s z -j J Κτήσεις Βενετών Φέουδα Βενετών
(Γεν. 1355)
·ζΕύβοια
^ νδρος~ & '^ ·1340
Mil· £έωξ'i^vocf-njKapjg J
ιιοήτ Θερμησια L
(Βεν.)
·ϋ / / » ς « jr ™
Μ* *
Μήλος
Τσΐρίγα ΐΒεν, 1363) \
r
Λ Π ά ρ ο £ α5 2 ς
οΜονεμβασιά
I Κατακτήσεις του Δουσάν μετά το 1340
~Π Κατακτήσεις Βουλγάρων το 1344
■
ωο από το 1388~ ^ εΥΡεπόντε)
Ζάκυνθοί | Βυζαντινή επικράτεια περί το 1350
Γμέχριτο 1 ® 9 ν
^ι/7Γ^
d
(από το 1357 υ π ό ^ ^ την κυριαρχία των Τόκκων)
γ “ Ηράκλεια ° ΘΑΛΑΣΣΑ ΟΥΜΑΡΜΑΡΑv\ s
j. Κω/Tj* ■ VΑμοργός ,s . Αστυπάλαια ^ [\ Βεν. από 1370)
\Τσιριγότο \ 50
ΙΟΟ
150
200
250 χλμ.
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
Το βασικό πρόβλημα σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου των συμφορών ήταν οι χρόνιες διαμάχες εξουσίας ανάμεσα στα ηγετικά στε λέχη του κράτους, οι οποίες παρέλυ σαν την διακυβέρνηση και διευκόλυ ναν την καταπάτηση εδαφών από ξέ νους. Στην ουσία, αυτές οι διαμάχες εξουσίας εξελίχθηκαν σε παρατετα- fSEgpi ,· * . μένη αντιπαράθεση ανάμεσα στους Παλαιολόγους και στους Καντακουζηνούς, σε τρεις κύριες φάσεις: 13411347, 1347-1354 και 1354-1357. Έναυσμα για την κατηφορική πο ρεία που άρχισε το 1341 αποτέλεσε το γεγονός ότι ο γιος και διάδοχος του Ανδρονίκου Γ ', ο Ιωάννης Ε ', ή ταν μόλις 10 ετών όταν πέθανε ο πα τέρας του. Έ τσ ι δημιουργήθηκε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας, στο οποίο συμμετείχαν η μητέρα του Ιωάννη, Άννα της Σαβοΐας, ο Καντακουζηνός και ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ ' Καλέκας. Κάποιες δυσκολίες εμφανίστη καν το καλοκαίρι του 1341, όταν ο φι λόδοξος Καλέκας, με σύμμαχο τον αρχιναύαρχο Αλέξιο Απόκαυκο, έπεισαν την αυτοκράτειρα ότι το μυστικό σχέδιο δράσης του Καντακουζηνού ήταν να ανατρέψει την Άννα και τον Ιωάννη και να εγκαθιδρύσει τη δική του δυναστεία. Τον Σεπτέμβριο, ενώ ο Καντακουζηνός ήταν στη Θράκη, ο Καλέκας αυτοανακηρύχθηκε αντι βασιλέας και ηγήθηκε μιας βίαιης επίθεσης εναντίον της οικογένειας και των υποστηρικτών του Καντακουζηνού. Τον Οκτώβριο, η Άννα διέταξε τον Καντακουζηνό να παραιτηθεί του αξιώματος του. Φαινομενικά για να προστατεύσει και να διασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη Ε ', ο Καντακουζηνός δέχθηκε να αναγορευτεί αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Έ τσ ι ξεκίνησε ο «δεύτερος εμφύλιος πόλεμος», που θα διαρκούσε μέχρι τις 2 Φεβρουάριου του 1347. Ο πόλεμος αυτός ήταν ιδιαίτερα καταστρο φικός, επειδή και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν μεγάλο αριθμό ξένων μισθοφόρων: ο Καντακουζηνός Σέρβους και Τούρκους και τα μέλη της αντιβασιλείας κυρίως Τούρκους. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αντι παράθεσης, οι Τούρκοι μισθοφόροι του Καντακουζηνού προήλθαν από τον
'
j
Ο μέγας δούκας Αλέξιος Απόκανκος που πέθανε το 1345. Στο αναλόγιο μπροστά τον είναι τοποθετημένο χειρόγραφο με έργα τον Ιπποκράτη, ανοιγμένο στο απόφθεγμα « Ό μεν βίος βραχύς, ή δέ τέχνη μακρά» κ.λπ. Το εν λόγω χειρόγραφο, που κάποτε βρισκόταν στη βιβλιοθήκη των Σουλτανικών Ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη, είναι ο σημερινός κώδικας Par. gr. 2144.
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
Ουμούρ, εμίρη του Αϊδινίου. Το 1345, όμως, απέκτησε στενές σχέσεις με τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν, με τον οποίο πάντρεψε την κόρη του, Θεοδώρα, το επόμενο έτος. Τα πέντε χρόνια αυτού του πολέμου ερήμωσαν σε μεγάλο βαθμό τις επαρχίες της Θράκης και της Μακεδονίας, καθώς συμμορίες πολεμιστών λεηλατούσαν και άρπαζαν ό,τι επιθυμούσαν, συ χνά αντί πληρωμής. Η συνεχής ανάμειξη ξένων μισθοφόρων ωφέλησε τελικά τα δικά τους επεκτατικά σχέδια. Ο Στέφανος Δουσάν ήταν αυτός που κατά κύριο λόγο εκμεταλλεύτηκε το χάος στο Βυζάντιο σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, μέχρι και τον θάνατό του το 1355, για να μετατρέψει το σέρβικο κράτος σε μια μικρή αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένης της Μακεδονίας και μεγάλων τμημάτων της Βόρειας Ελλάδας. Τελικά, ο Καντακουζηνός θριάμβευσε, και εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Φεβρουάριου του 1347, αφού συμφώνησε με την Άννα ότι αυτός και ο Ιωάννης Ε ' θα κυβερνούσαν ως συναυτοκράτορες (ο δεύτερος ως ιεραρ χικά κατώτερος σε όλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας). II συμφω νία αυτή επισφραγίστηκε λίγο αργότερα, τον Μάιο του ίδιου έτους, όταν η κόρη του Καντακουζηνού, Ελένη, παντρεύτηκε τον γιο της Άννας, που ήταν τότε 15 ετών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή το Βυζάντιο ήταν πραγματικά ερειπωμέ νο, οι αγροτικές και εμπορικές του υποδομές είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, το κεντρικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο και ο λαός είχε εξαντλη θεί και είχε· αποθαρρυνθεί. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η βουβωνική πανώλης, που ξέσπασε στα τέλη του καλοκαιριού του 1347, θα πρέπει να έσπειρε όλεθρο παρόμοιο με αυτόν που περιγράφεται από καλά πληροφορημένες πηγές για γειτονικές περιοχές, όπως το Κάιρο. Επιπλέον, σύμφωνα με τις γραπτές ιστορικές μαρτυρίες, οκτώ ακόμα τέτοιες επιδημίες εκδηλώθηκαν, από το 1360 έως το 1420. Η «διπλή άσκηση εξουσίας» από τον Ιωάννη Σ Τ ' και τον γαμπρό του μεταξύ 1347 και 1354 παρουσιάζει βέβαια ενδιαφέρον, τόσο εξαιτίας των προσπαθειών που έγιναν (ασχέτως αν απέβησαν τελικά άκαρπες) για να επιτευχθεί μια ευνοϊκή ισορροπία δύναμης και συμφερόντων έναντι των ιταλικών αποικιών τις οποίες επανεγκατέστησαν στην Κωνσταντινού πολη Γενουάτες και Βενετοί, όσο και εξαιτίας της υποστήριξης που πρόσφερε ο Ιωάννης στο θριαμβεύον κίνημα του Ησυχασμού με προα σπιστή τον Γρηγόριο Παλαμά το 1351. Το πολιτικό αυτό σχήμα, ωστό σο, αποδείχθηκε τελικά ασταθές και κατέρρευσε σύντομα. Αφενός, οι ίδιοι οι υποστηρικτές του Καντακουζηνού πίστευαν ότι αυτός έπρεπε να ιδρύσει τη δική του δυναστεία, αναγορεύοντας τον γιο του, Ματθαίο (γεννημένο το 1325), σε συναυτοκράτορα και ως εκ τούτου και διάδοχο. Αφετέρου, ο Ιωάννης Ε ' Παλαιολόγος, κλείνοντας την εφηβεία και μπαί-
359
Στην απέναντι σελίδα: Ο Ιωάννης Σ Τ ' Καντακουζηνός προεδρεύει της Συνόδου του 1351, η οποία καταδίκασε τους αντιπάλους τού Γρηγορίον Παλαμά. Μικρογραφία χειρογράφου που περιλαμβάνει τα θεολογικά έργα του εκθρονισμένου αυτοκράτορα (13701375).
36 ο
STEPHEN W. REINERT
νοντας στα 20, άρχισε να μηχανορραφεί με στόχο ν’ αναλάβει πλήρως την εξουσία και να αποτινάξει την κηδεμονία του Καντακουζηνού. Μέχρι το 1353, ο Καντακουζηνός προσπαθούσε να συμφιλιώσει τις φιλοδοξίες του γαμπρού του αλλά και του γιου του. Τελικά, ύστερα από τη στρα τιωτική επίθεση που εξαπέλυσε ο Ιωάννης Ε ' εναντίον του Ματθαίου, εξόρισε τον πρώτο στην Τένεδο και το 1354 έστεψε τον δεύτερο, παρα χωρώντας του εδαφικές κτήσεις στη Θράκη. Ουσιαστικά, ο Καντακου ζηνός είχε πια κηρύξει επισήμως αυτό που οι ανταγωνιστές του φο βόντουσαν ήδη από καιρό, δηλαδή τον σφετερισμό της αρχής των Παλαιολόγων. Οι Παλαιολόγοι, όμως, δεν επρόκειτο να εκτοπιστούν αφού λαός και κλήρος υποστήριζαν τα δυναστικά δικαιώματα του Ιωάννη Ε'. Έ τσ ι, τα θεμέλια του καθεστώτος του Καντακουζηνού κατέρρευσαν σύ ντομα. Το 1354, οι Οθωμανοί Τούρκοι με αρχηγό τον μεγαλύτερο γιο του Ορχάν, τον Σουλεϋμάν πασά, κατέλαβαν το κομβικό φρούριο της Καλλίπολης, αποκτώντας έτσι ένα σημαντικό σημείο διαπεραίωσης α πό τη Μικρά Ασία στη Θράκη. Τους επόμενους μήνες, ο Σουλεϋμάν όχι μόνο δεν δέχτηκε να παραδώσει την Καλλίπολη, αλλά άρχισε να ενθαρ ρύνει σε ολόκληρη τη χερσόνησο τη δημιουργία οθωμανικών οικισμών, που θα αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος της οθωμανικής εισβολής στη Θράκη. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε πανικό στην Κωνσταντινού πολη, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν ο Ιωάννης Ε ' και οι Γενοβέζοι για να οργανώσουν ένα πραξικόπημα που τον ανέβασε πάλι στον θρόνο τον Νοέμβριο του 1354, αυτή τη φορά ως απόλυτο μονάρχη. Ο Καντακου ζηνός παραιτήθηκε, έγινε μοναχός και στράφηκε στη συγγραφή θεολογικών πραγματειών και των απομνημονευμάτων του μέχρι τον θάνατό του το 1383. Η τελική μονομαχία μεταξύ του Ιωάννη Ε ' και του Ματθαίου Καντα κουζηνού την περίοδο 1354-1357 ήταν ο επίλογος της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Παλαιολόγους και τους Καντακουζηνούς. Κατά τη διάρκειά της ο Ματθαίος λάμβανε στρατιωτική βοήθεια από τον Ορχάν, τον γαμπρό του, και πιθανώς και κάποια υποστήριξη από τον Σουλεϋμάν από την Καλλίπολη. Το αποκορύφωμα αυτής της μονομαχίας ήταν η σύλληψη του Ματθαίου το καλοκαίρι του 1356, γεγονός που α νέτρεψε τα σχέδιά του να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το τέλος της ήρθε όταν ο Ματθαίος παραιτήθηκε από τον θρόνο (1357) και αργό τερα αποσύρθηκε στον Μορέα (1361-1383 ή 1391). Έ τσ ι, σε ηλικία 25 ετών ο Ιωάννης Ε ' κατάφερε τελικά να αποκατασταθεί ως νόμιμος διά δοχος του Ανδρόνικου Γ '. Όπως προαναφέρθηκε, οι κινήσεις του Σουλεϋμάν πασά στη Θράκη μετά την άνοιξη του 1354 αποτέλεσαν τα πρώτα βήματα της τουρκικής επέκτασης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όταν πέθανε, το 1357, ήταν
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
πασιφανές ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να περικυκλώσουν την Κωνστα ντινούπολη από τα νώτα. Τα βυζαντινά φρούρια-κλειδιά του Διδυμοτεί χου και της Αδριανουπόλεως στα βόρεια, βρίσκονταν σε απόσταση α ναπνοής από τις περιοχές του άνω και μέσου ρου του ποταμού Μαρίτσα (Έβρου) που ήταν υπό τουρκικό έλεγχο. Τα χωριά στις κατεχόμενες περιοχές παραχωρούνταν ως τιμάρια σε διάφορους στρατιωτικούς διοι κητές και μερικά από αυτά είχαν στην πραγματικότητα εκτουρκιστεί, καθώς έποικοι από την Ανατολία συνέρρεαν σε αυτή τη νέα «γη της επαγγελίας». Δεν είναι γνωστό κατά πόσο ο Ορχάν, ο ηγέτης του οθω μανικού εμιράτου, υποστήριξε αυτή τη σταδιακή επέκταση στην Ευρώ πη, αν και φαίνεται ότι την επιδοκίμαζε χωρίς ο ίδιος να λαμβάνει ενεργό μέρος σε αυτήν. Μετά από μια περίοδο γαλήνης, από το 1357 μέχρι το 1359, οι Τούρκοι στρατιωτικοί διοικητές συνέχισαν τις επιθέ σεις τους και τον Νοέμβριο του 1361 κατέλαβαν το Διδυμότειχο. Αυτές οι επιθέσεις εντατικοποιήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1360, χωρίς όμως συγκεκριμένη κατεύθυνση από τον διάδοχο του Ορχάν, Μουράτ Α' (1362-1389), που ήταν πλήρως απασχολημένος στην Ανατο λία κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του. Η Φιλιππούπολη, που τότε ανήκε στους Βουλγάρους και αποτελούσε βασικό οχυρό στον οδικό άξονα Βελιγραδίου-Κωνσταντινουπόλεως, καταλήφθηκε το 1363 ή 1364. Η Αδριανούπολη φαίνεται ότι έπεσε τελικά το 1369. Η αντίδραση του Ιωάννη Ε ' σε αυτά τα διαδοχικά χτυπήματα δεν μπορεί να ανασυσταθεί λεπτομερώς, αν και είναι σίγουρο ότι κατανο ούσε τη σοβαρότητα της καταστάσεως. Από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους ως μονοκράτωρ, ωστόσο, φαίνεται να είχε αποφασίσει πως η μόνη βιώσιμη ελπίδα ήταν η βοήθεια από τη Δύση, αν κρίνουμε από την έκκληση την οποία απηύθυνε στον πάπα Ιννοκέντιο Σ Τ ' για πλοία και στρατό, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την εκκλη σιαστική ένωση και ως εγγύηση στον πάπα για την τήρηση αυτών των όρων τον γιο του, Μανουήλ. Ο Ιννοκέντιος παρέμεινε αδιάφορος. Μία δεκαετία αργότερα, ο Ιωάννης εναπόθεσε τις ελπίδες του στον εξάδερφό του, Αμεδαίο Σ Τ ', κόμη της Σαβοΐας, ο οποίος οραματιζόταν τη διεξα γωγή μιας παραδοσιακού τύπου σταυροφορίας, που θα είχε ως κύριο στόχο την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων και παρεμπιμπτόντως θα βοηθούσε το Βυζάντιο. Ο Αμεδαίος απέπλευσε πράγματι από τη Βενε τία τον Ιούνιο του 1366 και κατέλαβε την Καλλίπολη από τους Οθωμα νούς. Από τον Απρίλιο μέχρι τις αρχές Ιουνίου του 1367, ο Ιωάννης και ο Αμεδαίος διερεύνησαν διάφορα πιθανά σχέδια δράσης στην Κωνσταντι νούπολη, μεταξύ άλλων τη σύγκληση μιας οικουμενικής Συνόδου για την επίτευξη της Ένωσης των δύο εκκλησιών και ένα ταξίδι του Ιωάννη στη Ρώμη για να ομολογήσει επίσημα την πίστη του στο καθολικό δόγμα.
ί
'
302
STEPHEN W. REINERT
Όταν ο Αμεδαίος επέστρεψε στην Ιταλία με Βυζαντινούς αντιπροσώ πους, οι προτάσεις αυτές παρουσιάστηκαν στον Ουρβανό Ε '. Ο πάπας απέρριψε την ιδέα της σύγκλησης μιας οικουμενικής Συνόδου θεωρώ ντας την ανωφελή, αλλά είδε θετικά την επίσκεψη του αυτοκράτορα. Συγκλονισμένος πιθανότατα από την πτώση της Αδριανουπόλεως, ο Ιωάννης Ε ' εκάμφθη, και στις 17 Οκτωβρίου του 1369 ομολόγησε πίστη στην καθολική Εκκλησία στη Ρώμη. Τρεις μέρες αργότερα αναγκάστη κε να υποστεί το όνειδος της συμμετοχής σε μια δημόσια τελετή δήλω σης υποταγής που έλαβε χώρα στα σκαλιά της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Κανένας άλλος Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν είχε εξευτελιστεί τόσο πολύ στην Παπική Έδρα, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει το μέγεθος της απόγνωσης του Ιωάννη Ε ' σχετικά με το μέλλον του βασι λείου του. Αφού έμεινε στη Ρώμη πέντε ακόμα μήνες και έναν χρόνο επιπλέον στη Βενετία, ο Ιωάννης Ε ' επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το φθινόπωρο του 1371. Σ ε αυτό το μεσοδιάστημα η Δύση δεν είχε αναλάβει κανενός είδους βοήθεια προς το Βυζάντιο και η κατάσταση στα Βαλκάνια είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Σ ε αυτή την κρίσι μη στιγμή, οι επίγονοι της αυτοκρατορίας του Στέφανου Δουσάν, κυρίως ο βασιλιάς Βουκασίν [Vukasin], στην περιοχή της Πριλέπου, των Σκο πιών και της Αχρίδας, και ο αδερφός του, Ιωάννης Ούγκλεσης [Ugljesa], δεσπότης των Σερρών, επιχείρησαν να οργανώσουν μια αντεπίθεση ε ναντίον των Τούρκων στην περιοχή της Αδριανουπόλεως. Σ τις 26 Σ ε πτεμβρίου 1371, σχεδόν έναν μήνα πριν την επιστροφή του Ιωάννη Ε ', οι σερβικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τουρκικό στρατό στην αποφασιστική μάχη της Μαρίτσας (Έβρου ή Cemomen), που έγινε κοντά στον ποταμό, και αποδεκατίστηκαν. Αυτή η ήττα είχε βαρυσήμαντες συνέπειες για τους Σέρβους, αφού επισφράγισε ουσιαστικά την απορρόφηση των νό τιων σλαβικών περιοχών από τους Τούρκους. Πολλοί από τους επιζώντες Σλάβους άρχοντες υποτάχθηκαν στους Οθωμανούς πληρώνοντάς τους φόρο υποτέλειας, ανάμεσά τους και ο θρυλικός Μάρκο Κράλιεβιτς, ο γιος του βασιλιά Βουκασίν, που είχε σκοτωθεί στη μάχη. Το Βυζάντιο αντιμετώπισε αυτή την πανωλεθρία με μεικτά αισθή ματα. Ο Μανουήλ, ο πιο προικισμένος γιος του Ιωάννη Ε ', που εκείνο τον καιρό διοικούσε τη Θεσσαλονίκη, εκμεταλλεύτηκε την ήττα των Σέρβων για να ανακαταλάβει τις Σέρρες. Ο Ιωάννης Ε ', αντίθετα, κατέληξε στο θλιβερό συμπέρασμα ότι και αυτός θα έπρεπε τώρα να βρει έναν τρόπο συμβίωσης με τους Οθωμανούς στο πλαίσιο της πληρωμής φόρου υποτελειας. Αυτό συνέβη μετά την υπογραφή συνθήκης με τον σουλτάνο Μουράτ, η οποία όριζε ότι το Βυζάντιο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει Κεφαλικό Φόρο (χαράτσι, k h a r a d j) και να συνεισφέρει με ανθρώπινο
,. . ϊιι »η ί(ΐ|)<|»Μιι>*ι».ι ι
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
δυναμικό στον οθωμανικό στρατό οποτεδήποτε οι Οθωμανοί το ζητού σαν. Σ ε αντάλλαγμα, ο Ιωάννης ήλπιζε ότι ο Μουράτ θα εμπόδιζε τους Τούρκους της Ευρώπης να επιτεθούν στα εναπομείναντα βυζαντινά εδά φη. Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας ήταν μια νέας μορφής συμβίωση ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στην Προύσα, που έφερε τις ηγεσίες και των δύο πλευρών σε στενή επαφή και συνεργασία.
137 1/2-1394: Η πρώτη περίοδος υποτέλειας στους Οθωμανούς Μετά την υπογραφή της αρχικής αυτής συνθήκης ανάμεσα στον Ιωάννη Ε ' και στον Μουράτ Α' το 1371/2, η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε υπο τελής στους Οθωμανούς για ένα τέταρτο του αιώνα. Τα σημαντικότερα γεγονότα από πλευράς Βυζαντίου αυτή την περίοδο ήταν το τέλος της βασιλείας του Ιωάννη Ε ' με τον θάνατό του το 1391, ο σφετερισμός του θρόνου από τον μεγαλύτερο γιο του, Ανδρόνικο Δ ' (1376-1379), ο σφετερισμός του θρόνου από τον γιο του τελευταίου, Ιωάννη Ζ ', το καλοκαίρι του 1390, και η έναρξη της βασιλείας του-Μανουήλ Β ', δευτερότοκου γιου του Ιωάννη Ε'. Από την πλευρά των Οθωμανών, η εξουσία του Μουράτ Α' συνεχίστηκε μέχρι τη δολοφονία του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (Kosovo Polje) το 1389, οπότε τον διαδέχθηκε ο περίφημος γιος του, Βαγιαζήτ, ο επονομαζόμενος και «Κεραυνός» [τουρκιστί Yildirim], τον οποίο συνέλαβε ο Ταμερλάνος στη μάχη της Άγκυρας τον Ιούλιο του 1402. Αυτό το μεσοδιάστημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό από δύο από ψεις. Κατ’ αρχάς, οι αλλεπάλληλες και επίμονες διαμάχες εξουσίας μεταξύ των διαφορετικών κλάδων που συναποτελούσαν τον Οίκο Παλαιολόγων ενέτειναν τον συγχρωτισμό Βυζαντίου και Οθωμανών, καθώς οι διάφοροι φιλόδοξοι μνηστήρες του θρόνου παζάρευαν με τους σουλτά νους (αλλά ακόμα και με τους Ιταλούς, Βενετούς και Γενοβέζους) ζη τώντας υποστήριξη εναντίον του εκάστοτε κατόχου του θρόνου. Αυτή η διαδικασία έθεσε υπό μεγάλη αμφισβήτηση το γόητρο της αυτοκρατορικής ηγεσίας τόσο εντός όσο και εκτός Βυζαντίου. Παράλληλα με αυτή την πολιτική φθορά του Βυζαντίου, οι Οθωμανοί συνέχισαν τη σταθερή προώθησή τους στα κεντρικά Βαλκάνια, επεκτείνοντας τον έλεγχο με την επιβολή επικυριαρχίας σε διάφορους χριστιανούς άρχοντες. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Μουράτ, και μετά το 1371/2, τα πιο λαμπρά κατορθώματα των Οθωμανών ήταν η κατάληψη της Σόφιας (1385) και της Ναϊσσού (1386), καθώς και η νίκη τους, τρία χρόνια αργότερα, εναντίον του συνασπισμού Σέρβων και Βοσνίων στο Κοσσυφοπέδιο, η οποία επισφράγισε την τύχη διάφορων Σέρβων αρχόντων. Το 1393, ο
363
βΤΕΡΗΕΝ W. REINERT
Βαγιαζήτ προσάρτησε οριστικά τον πυρήνα της Βουλγαρίας στο βασί λειό του. Με δεδομένη αυτή τη δυναμική επεκτατισμού, ας περιγράφου με τώρα τις σχέσεις ανάμεσα στους Παλαιολόγους και τους Οθωμανούς κατά την πρώτη αυτή περίοδο υποτέλειας. Οι ολέθριες συνέπειες των «σχέσεων εξάρτησης» τις οποίες προκάλεσαν οι δυναστικές διαμάχες έγιναν ολοφάνερες όταν ο Ιωάννης Ε ' α ναλώθηκε σε μια άγρια διαμάχη με τον γιο του, Ανδρόνικο Δ ', που εκείνη την εποχή ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Την άνοιξη του 1373, ο τελευταίος στασίασε μαζί με τον Σαβτζή (Savci Qelebi), γιο του Μουράτ Α', με κοινό στόχο να καθαιρέσει ο καθένας τον πατέρα του και να τον αντικαταστήσει στην άσκηση της εξουσίας. Χωρίς χρονοτριβή, ο Ιωάν νης Ε ' και ο Μουράτ συντόνισαν στρατηγική δράση και στρατιωτικές δυνάμεις (σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει μάλλον να πέρασε και ο Μουράτ για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου) και στα τέλη του Σεπτεμβρίου ο Ανδρόνικος συνελήφθη και τυφλώθηκε (όπως και ο τρί χρονος γιος του, Ιωάννης Ζ'), ενώ ο Σαβτζής πιθανότατα εκτελέστηκε. Ο Ιωάννης Ε ' φυλάκισε τον Ανδρόνικο και τον γιο του και ανακήρυξε ως συναυτοκράτορα τον δεύτερο γιο του, Μανουήλ, εγκαινιάζοντας έτσι μια μακρόχρονη διαμάχη. Σ τη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1376, ο Ανδρό νικος και ο γιος του δραπέτευσαν και, με τη βοήθεια Γενοβέζων και Τούρκων, επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν εκδίκηση. Ο Ιωάννης Ε ' και ο Μανουήλ συνελήφθησαν και για την επόμενη τριετία παρέμειναν εγκάθειρκτοι, ενώ ο Ανδρόνικος σταθεροποίησε την εξουσία του και έστεψε συναυτοκράτορα τον γιο του, Ιωάννη. Τελικά ο Μουράτ μετατόπισε την υποστήριξή του από τον Ιωάννη Ε ' προς τον Ανδρόνικο Δ ', επειδή ο τελευταίος, σε αντάλλαγμα για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, του υποσχέθηκε την επιστροφή της Καλλίπολης (που ο Αμεδαίος της Σαβοΐας είχε ανακαταλάβει για το Βυζάντιο το 1366), πράγμα που τελικά συνέβη το 1377. Πέρα από τη δυναμική της δυναστικής διαμάχης, τα κίνητρα του σφετερισμού του θρόνου από τον Ανδρόνικο είναι δυσνόητα, αν και πιθανότατα αντιπροσώπευε μια ομάδα που απέρριπτε την υποταγή του Ιωάννη Ε ' στον πάπα, θεωρώντας την ως εξευτελιστική επιστροφή στα λάθη του Μιχαήλ Η'. Η μορφή του πραξικοπήματος του Ανδρόνικου το 1376 επαναλήφθηκε τον Ιούνιο του 1379, όταν ο Ιωάννης Ε ' και ο Μανουήλ δραπέτευσαν, με την αναμενόμενη βοήθεια των Βενετών, και ταξίδεψαν χωρίς χρονοτριβή στην Προύσα, όπου και πρόσφεραν στον σουλτάνο μεγαλύτερο φόρο υποτέλειας, εάν εγκατέλειπε τον Ανδρόνικο και υποστήριζε την παλι νόρθωση του Ιωάννη Ε '. Ο Μουράτ συναίνεσε, και αυτή τη φορά, με εκείνον που κατέβαλε το μεγαλύτερο τίμημα. Έ τσ ι, στα τέλη Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Ιωάννης Ε ' και ο Μανουήλ, συνεπικουρούμενοι από βενε-
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
τικά πλοία και τουρκικό στρατό, κατάφεραν να εισέλθουν στην Κωνστα ντινούπολη και να εδραιώσουν ξανά το καθεστώς τους. Αυτή τη φορά, όμως, ο Ανδρόνικος διέφυγε τη σύλληψη και υποχώρησε με την οικογένειά του και ομήρους στον Γαλατά, όπου συνέχισε να πολεμά με τη υποστήριξη των Γενουατών μέχρι και το 1381. Τελικά, τον Μάιο του 1381, επιτεύχθηκε ενδοοικογενειακή συμφωνία, που όριζε ότι ο Ανδρό νικος θα συγχωρούνταν και θα αποκαθίστατο ως ο κληρονόμος του Ιω άννη Ε ', ενώ το δικαίωμα διαδοχής θα περνούσε στη συνέχεια στον γιο του Ανδρονίκου, Ιωάννη, τον μετέπειτα Ιωάννη Ζ'. Αυτή η διευθέτηση δεν μπόρεσε, ωστόσο, να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία ανάμεσα στους Παλαιολόγους. Μένοντας ουσια στικά εκτός του δικαιώματος διαδοχής, ο Μανουήλ επέστρεψε θυμωμέ νος στη Θεσσαλονίκη το 1382 και ακολούθησε μια στασιαστική πολιτική, που έθετε σε αμφισβήτηση την πολιτική προσέγγισης με τον Μουράτ την οποία είχε υιοθετήσει ο Ιωάννης Ε '. Κατά το έτος 1383 ο Μανουήλ είχε επεκτείνει την επικυριαρχία του σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και την Ή πειρο. Αυτός ο πείσμων «επεκτατισμός» ανησύχησε τον σουλτάνο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να στείλει στρατό απαιτώντας την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Ο Μανουήλ αρνήθηκε και, κατά συνέπεια, η βασική του μέριμνα μέχρι το 1387 ήταν η υπεράσπιση της πόλης από την πολιορκία των Οθωμανών. Εν τω μεταξύ, ο Ανδρόνικος Δ ' και ο γιος του, Ιωάννης, είχαν αποσυρθεί στις κτήσεις τους με επίκεντρο τη Σηλυμβρία, αλλά συνέχισαν να έχουν εδαφικές διενέξεις με τον Ιωάννη Ε ' ακόμη και μέχρι τον θάνατο του Ανδρονίκου το 1385. Το τραγικό στην πολιτική ιστορία της Παλαιολόγειας περιόδου κατά τη διάρκεια αυτής και της επόμενης δεκαετίας ήταν ότι η διαμάχη του Ανδρονίκου Δ ' με εκπροσώπους άλλων συγγενικών κλάδων δεν σταμά τησε μετά τον θάνατό του. Αντίθετα, κληροδοτήθηκε στον γιο του, Ιωάννη Ζ', ο οποίος το 1385, σε ηλικία 15 ετών, ήταν αποφασισμένος να διατη ρήσει τους όρους διαδοχής που όριζε η συμφωνία του 1381. Οι φόβοι του για πιθανή ανατροπή των διεκδικήσεών του διογκώθηκαν περαιτέρω την άνοιξη του 1387, όταν η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον Χαϊρεντίν πασά και ο Μανουήλ άρχισε να επιδιώκει με επιδέξιο τρόπο την επανασυμφιλίωση τόσο με τον πατέρα του όσο και με τον σουλτάνο. Τελικά, το φθινόπωρο του ίδιου έτους και κατ’ εντολή του Μουράτ, ο Ιωάννης Ε' επέτρεψε στον γιο του να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, οπότε η φιλοδοξία του Μανουήλ εφεξής ήταν να αποκαταστήσει τη θέση του ως συναυτοκράτορα και νόμιμου διαδόχου του Ιωάννη Ε '. Αν και ο γηραιότερος αυτοκράτορας (το 1387 ήταν 55 ετών) είχε λαϊκά ερείσματα, δεν θέλησε να προβεί σε ενέργειες που θα ωθούσαν τον εγγονό του σε στάση, και έτσι άφησε το πολιτικό μέλλον του Μανουήλ ανοιχτό, στέλνοντάς τον
I
<
STEPH EN
W.
REINERT
προσωρινά σε εξορία στη Λήμνο, όπου θα παρέμενε μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού ή τις αρχές του φθινοπώρου του 1389. Η μετακίνηση του Μανουήλ από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινού πολη ήταν επαρκής λόγος για ν’ αρχίσει ο Ιωάννης Ζ' να ετοιμάζει ένα πραξικόπημα εναντίον του παππού του, το οποίο είχε σκοπό να φέρει εις πέρας με τη συνδρομή των Γενοβέζων και των Οθωμανών. Τον Μάιο του 1389 αναγνωρίστηκε αυτοκράτορας στη Γένοβα και εξασφάλισε δάνεια. Επέστρεψε στην Ανατολή στις αρχές του 1390 με σκοπό να προσεγγίσει τον σουλτάνο (ο Μουράτ είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί από τον Βαγιαζήτ), καθώς, σύμφωνα με φήμες που είχαν φτάσει στ’ αυτιά του, ο Ιωάννης Ε ' είχε πεθάνει. Στην πραγματικότητα, ο τελευταίος είχε αρρωστήσει βαριά, γεγονός που έδωσε στον Μανουήλ την ευκαιρία να τρέξει από τη Λήμνο στο πλευρό του πατέρα του — στρατηγική επιλογή εκ μέ ρους του, έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος για άμεση διαδοχή. Ο Ιωάννης Ε ' όμως ανέρρωσε σαν από θαύμα και φαίνεται να ενέκρινε την επιστροφή του Μανουήλ, καθώς προέβλεπε ότι ο πόλεμος με τον εγγονό του θα άρχιζε σύντομα. Πράγματι, όταν ο νεότερος Ιωάννης συνάντησε τον Βαγιαζήτ, ο τελευταίος συμφώνησε να του δώσει στρατιωτική βοή θεια, αν και παραμένει πάλι αδιευκρίνιστο τι ακριβώς συμφωνήθηκε να δοθεί σε αντάλλαγμα. Εν πάση περιπτώσει, η απόπειρα του Ιωάννη να εδραιωθεί ως αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ' ήταν επιτυχής, καθώς υποστηρικτές του εντός της Κωνσταντινουπόλεως διευκόλυναν την είσοδό του στην πόλη τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Απριλίου 1390. Η βασιλεία του, ωστόσο, κράτησε μόνο πέντε μήνες και σε όλη τη διάρκειά της ο μεν παππούς του παρέμεινε αποκλεισμένος σ’ ένα μικρό φρούριο κοντά στη Χρυσή Πύλη, ο δε θείος του, Μανουήλ, βιαζόταν να βρει από κάπου στρατιωτική βοήθεια για να ανατρέψει τον ανιψιό του. Η ανάληψη εξουσίας από τον Ιωάννη Ζ' στην Κωνσταντινούπολη υπονομεύθηκε από την επιτυχία του Μανουήλ να εξασφαλίσει βοήθεια από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, βάζοντας ενέχυρο ένα μεγάλο κρυψώνα όπου φυλάσσονταν εκκλησιαστικοί θησαυροί. Από τη στιγμή που αυτός και ο πατέρας του ξαναπήραν τον θρόνο, το βασικό τους πρόβλημα ήταν να επιτύχουν ένα nw dus vivendi με τον Βαγιαζήτ και να χαράξουν την απαραίτητη στρατηγική, η οποία θα διασφάλιζε την εξουσία τους από την οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσής της εκ μέρους του Ιωάννη Ζ'. Η τελευταία αυτή πρόκληση θα αποτελούσε κατά διαστήματα τη μόνιμη μέριμνα του Μανουήλ μέχρι τον θάνατο του Ιω άννη Ζ' το 1408. Ο συμβιβασμός με τον Βαγιαζήτ επιτεύχθηκε - και ένας βασικός της όρος ήταν η κατεδάφιση των τειχών της Χρυσής Πύ λης, οι δε ιστορικές πηγές υποδηλώνουν ότι ο σουλτάνος δεν εναντιώθηκε στη διαδοχή του Ιωάννη Ε ' από τον Μανουήλ όταν ο πρώτος πέθανε
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ Ι Σ Μ Ο Σ (12 04-1453)
τελικά τον Φεβρουάριο του 1391. Από τότε και μέχρι το 1394, ο Μανουήλ συμπεριφέρθηκε προς τον Βαγιαζήτ ως ένας πιστός υποτελής, ασχέτως της ψυχολογικής και ιδεολογικής αναστάτωσης που του προκάλεσε αυτό (όπως γίνεται φάνερο στα κείμενά του). Αντίθετα, οποιαδήποτε συμφι λίωση πέτυχε με τον ανιψιό του ήταν πρόσκαιρη και επιφανειακή. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι παλινωδίες που εκδηλώθηκαν στην πολιτική σκηνή την περίοδο από το 1373 μέχρι το 1394, υπογραμ μίζουν πόσο πολύ η μοίρα των Παλαιολόγων εξαρτιόταν από τη θέληση των ξένων, κυρίως Ιταλών και Τούρκων, πόσο βαθύτατα ανήκανος ήταν αυτός ο αυτοκρατορικός οίκος να εξισορροπήσει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των διαφορετικών κλάδων του, προς όφελος των υπηκόων τους. Αποκαλύπτουν, περαιτέρω, με πόσο επιδέξιο τρόπο χειρίστηκαν ο Μουράτ και ο Βαγιαζήτ τις ενδοοικογενειακές αντιπαλότητες, για να μεγιστοποιήσουν το δικό τους όφελος.
1 3 9 4 -1 4 2 4 : Επανάσταση και επισφαλώ ς ανακτημένη αυτονομία Παραμένει άλυτο μυστήριο για ποιον λόγο ο Μανουήλ Β ' αποφάσισε να αποστεί από την πάγια πολιτική υποτέλειας στους Οθωμανούς την οποία ακολουθούσε ο πατέρας του, πολλώ μάλλον σε μια εποχή που οι οικονο μικοί και στρατιωτικοί πόροι της αυτοκρατορίας ήταν πιο πενιχροί από ποτέ. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι το 1393/4 ο Μανουήλ διαπραγματευό ταν μια επίσημη συμφιλίωση με τον Ιωάννη Ζ ', με κομβικό ζήτημα τον επαναπροσδιορισμό της τάξης διαδοχής, και ότι ο Ιωάννης φανέρωσε αυτές τις ενέργειες στον Βαγιαζήτ, ο οποίος έγινε έξαλλος. Πράγματι, στη σύνοδο των υποτελών την οποία συγκάλεσε ο Βαγιαζήτ στις Σέρρες το 1393/4, μετά την κατάληψη του Τιρνόβου, φέρεται να διέταξε την εκτέλεση του Μανουήλ, αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε. Ο ίδιος ο Μα νουήλ ισχυρίζεται ότι αυτό το επεισόδιο κατέστρεψε τη «φ ιλία » του με τον σουλτάνο, ενώ μία ακόμα πρόκληση θα πρέπει να δημιουργήθηκε όταν ο Βαγιαζήτ ζήτησε την κατασκευή ενός νέου τζαμιού, τον διορισμό ενός καδή και την εγκατάσταση μιας μεγάλης τουρκικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη. Όποιο κι αν ήταν το ακριβές παρασκήνιο, ο Μανου ήλ διέκοψε τις σχέσεις του με τους Οθωμανούς περί την άνοιξη του 1394, αρνούμενος ουσιαστικά να πληρώσει το k h a ra d j (τον κεφαλικό φόρο), να παρέχει στρατεύματα ή απλώς ν’ ακολουθήσει τις προσταγές του σουλ τάνου. Από την πλευρά των Οθωμανών, αυτή ήταν καθαρά μια στασια στική κίνηση, η πρώτη τέτοιου τύπου από έναν tekfiir (υποτελή πρίγκιπα) της Κωνσταντινουπόλεως. Η απάντηση του Βαγιαζήτ ήταν αναγκαστικά στρατιωτική: μια επί-
367
STEPHEN W. REINERT
θέση εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως που διήρκεσε, αν εξαιρέσει κα νείς ορισμένα μεσοδιαστήματα, συνολικά οκτώ χρόνια. Όπως φαίνεται από τα κείμενα του ίδιου του Μανουήλ, η αρχική επιδίωξη του Βαγιαζήτ, ή τουλάχιστον η δεδηλωμένη επιδίωξή του, δεν ήταν ν’ ανατρέψει τη δυναστεία των Παλαιολόγων, αλλά να επαναφέρει στον θρόνο τον Ιωάννη Ζ' ως πιστό «υπαρχηγό» του σουλτάνου. Εν πάση περιπτώσει, η επίθεσή του εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως σίγουρα έπαιξε ρόλο (αν και όχι τον πιο καθοριστικό) στην απόφαση του Φιλίππου του Τολμηρού της Βουργουνδίας και του Σιγισμούνδου της Ουγγαρίας να οργανώσουν μία από τις τελευταίες μεγάλες διεθνείς σταυροφορίες. Από την άνοιξη του 1394 μέχρι το φθινόπωρο του 1396, η οθωμανική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως είχε περισσότερο τη μορφή αποκλεισμού παρά ο λοκληρωτικής πολιορκίας της πόλης. Μετά, όμως, τη θριαμβευτική νίκη του Βαγιαζήτ εναντίον των προαναφερθέντων σταυροφόρων στη Νικόπολη, στις 25 Σεπτεμβρίου 1396, ένα μεγάλο τμήμα της κύριας οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης κατέφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντι νουπόλεως και η τακτική πολιορκία της πόλης άρχισε. Σύντομα η κα τάσταση έγινε απελπιστική, αλλά ο Μανουήλ επέμενε στην οργάνωση της άμυνας μέχρι και το τέλος του 1399, οπότε επείσθη από τον στρατάρχη Boucicaut, ο οποίος είχε φτάσει νωρίτερα με ολιγάριθμο στρατό, ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει στη Γαλλία και να ζητήσει περισσότερες στρατιω τικές ενισχύσεις από τη Δύση. Εξ αιτίας των καλών υπηρεσιών του Boucicaut, ο Ιωάννης Ζ' και ο Μανουήλ συμφιλιώθηκαν μέχρι του απί στευτου σημείου ν’ αναλάβει ο Ιωάννης την ηγεσία της Κωνσταντινου πόλεως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του θείου του στη Δύση. Τα ταξίδια του Μανουήλ στην Ευρώπη, όσα ακολούθησαν (από τις 10 Δεκεμβρίου του 1399 μέχρι τις 9 Ιουνίου του 1403), περιλάμβαναν συ ναρπαστικές για τον μονάρχη, επίσημες επισκέψεις σε πόλεις όπως η Βενετία, η Πάδουα, το Μιλάνο, το Παρίσι και το Λονδίνο. Παντού φι λοξενήθηκε πλουσιοπάροχα και ο ίδιος βρήκε στο πρόσωπο του βασιλιά Ερρίκου Δ ' έναν ιδιαίτερα γοητευτικό και αγαπητό οικοδεσπότη. Παρ’ όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις του με τους δυτικούς πρίγκιπες δεν κατέληξαν σε κάποια υπολογίσιμη βοήθεια ή στρατιωτική δέσμευση. Πράγματι, ίσως το πιο αξιοσημείωτο κατόρθωμά του κατά τη διάρκεια του ενάμιση χρόνου που έμεινε στο Λούβρο, ως καλεσμένος του Καρόλου Σ Τ ', ήταν η συγγραφή μιας μακροσκελούς πραγματείας σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα. Κατά την άποψη των Βυζαντινών, η σωτηρία της Κωνσταντινουπόλε ως οφειλόταν στην έγκαιρη επέμβαση της Θεοτόκου και πραγματικά αυτό που απέτρεψε την παράδοση της πόλης το 1402 ήταν ένα είδος (.(.από μηχανής Θεόν» στο πρόσωπο του Τιμούρ (Ταμερλάνου). Στην αποφα-
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
369
Πανοραμική άποιρη της Κωνσταντινουπόλεως από το Liber insularum τον Χριστόφορον Μποναντελμόντι (περίπου 1422). Αυτό είναι το μόνο σχέδιο της πόλης πριν από την τουρκική κατάχτηση το οποίο ανταποκρίνεται κάπως στην πραγματικότητα. Σώζεται σε πολλές διαφορετικές εκδοχές, καμία από τις οποίες δεν είναι η πρωτότυπη.
σιστική σύγκρουση ανάμεσα στον μεγάλο χαγάνο και στον Βαγιαζήτ, τη. θρυλική μάχη της Άγκυρας, που έγινε στα τέλη Ιουλίου εκείνου του έτους, όταν ο Μανουήλ ήταν ακόμη στο Παρίσι, ο οθωμανικός στρατός αποδεκατίστηκε, ενώ ο ίδιος ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίστηκε. Φαίνεται, ωστοσο, οτι ο Ιωάννης Ζ' είχε διαπραγματευτεί με τον Ταμερλάνο το καλοκαίρι του 1401, προσφέροντάς του την πλήρη υποστήριξη των Βυ ζαντινών εναντίον των Οθωμανών. Την επομένη της ήττας του Βαγιαζήτ, η οθωμανική πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως λύθηκε και στις αρχές του 1403 υπογράφηκε μια, επωφελής για το Βυζάντιο, συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στον Ιωάννη Ζ' και άλλους ντόπιους χριστιανούς ηγεμόνες, από τη μια πλευρά, και τον διάδοχο του Βαγιαζήτ στις ευρωπαϊκές επαρχίες (Rumili), τον πρίγκιπα Σουλεϋμάν (Suleyman Qelebi), από την άλλη. Οι
STEPHEN W. R E IN E R !
370
αυτοκράτορες απαλλάσσονταν επισήμως από την καταβολή φόρου υποτελείας και επιπλέον ανακτούσαν τη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, ένα τμήμα της ακτής της Μαύρης Θάλασσας, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Μεσημβρία ή τη Βάρνα, καθώς και μερικά νησιά του Αιγαίου. Όταν ο ίδιος ο Μανουήλ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, η συνθήκη επικυρώθηκε ξανά και ο Μανουήλ έδωσε επιπλέον ως σύζυγο στον Σουλεϋμάν τη νόθα ανιψιά του, Θεοδώρα. Το κλίμα που επικράτησε στο Βυζάντιο μετά το 1402 ήταν αυτό μιας ανανεωμένης αν και με περιορισμούς, αισιοδοξίας για τις μελλοντικές πιθανότητες επιβίωσης. Δεν είχε εξαλειφθεί μόνο ο κίνδυνος του Βαγιαζήτ, αλλά και η αυτοκρατορία του βρισκόταν τώρα σε κατάσταση απο σύνθεσης, καθώς ο Ταμερλάνος είχε περιορίσει τα γεωγραφικά της όρια και οι αντιπαραθέσεις για τη διαδοχή ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ, κυρίως κατά την περίοδο 1403-1413, είχαν δημιουργήσει μια χαώδη κατάσταση. Νικητής από αυτές τις αντιπαραθέσεις εξήλθε, με γενναιό δωρη βυζαντινή αρωγή, ο Μ εχμέτ Α ', το 1413. Κατά τη διάρκεια της αδιαφιλονίκητης μονοκρατορίας του Μ εχμέτ μέχρι και τον Μάιο του 1421, επικράτησε μια αδιατάρακτη συνύπαρξη μεταξύ Κωνσταντινου πόλεως και Οθωμανών. Αυτό οφειλόταν τόσο στην ακριβοδίκαιη διακυ βέρνηση του Μανουήλ Β ' όσο και στην επιθυμία του Μ εχμέτ να αποφύγει την αναζωπύρωση του επεκτατισμού. Η ειρηνική περίοδος έλαβε τέλος στα τέλη του 1421, εξαιτίας κυρίως της αλλαγής στην ηγεσία στη Κωνσταντινούπολη. Το 1420 ο Μανουήλ Β ', ένας κουρασμένος άνδρας ηλικίας 70 ετών, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον πολιτικό βίο. Το 1421 παρέδωσε το βασίλειό του στον μεγαλύτερο γιο του, Ιωάννη Η ', ο οποίος αντιμετώπισε τους Τούρκους με τρόπο λιγότερο
Το τζαμί Muradiye (1424-1427) στα θερμά
λουτρά της Προύσας κτίστηκε από τον σουλτάνο Μονράτ Β'. Στην ιταλικού χαρακτήρα πρόσοψη με την τοξοατοιχία έχουν ενσωματωθεί πολλά βυζαντινά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη.
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
37ΐ
Μετάλλιο τον Pisanello με το πορτρέτο τον Ιωάννη Η ' Παλαιολόγου, το οποίο φιλοτεχνήθηκε με βάση σχέδια που έγιναν κατά την παρουσία τον αντοκράτορα στη Σύνοδο της ΦερράραςΦλωρεντίας (1438-9). Ο Pisanello εντυπωσιάστηκε πολύ από τα εξωτικά ενδύματα και τα συναφή παραφερνάλια της ελληνικής αποστολής. Α ρ ισ τ ε ρ ά :
συγκρατημένο και διπλωματικό από ό,τι ο πατέρας του. Παράλληλα, άλλαξε και η ηγεσία στην οθωμανική πλευρά, όταν ο Μ εχμέτ Α' πέθανε τον Μάιο του 1421 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Μουράτ Β '. Η στάση του τελευταίου έναντι των Βυζαντινών ήταν ελάχιστα συμβιβαστική και έτσι οι συγκρούσεις, που θα κατέληγαν στην αποκατάσταση του statu s quo πριν το 1403, ήταν προαποφασισμένες. Όταν ο Ιωάννης Η' και οι σύμβουλοί του πληροφορήθηκαν τον θάνατο του Μ εχμέτ, έλαβαν τη βλακώδη απόφαση να υποκινήσουν μια εσωτε ρική επανάσταση εναντίον του νέου σουλτάνου. Γ ι ’ αυτόν τον λόγο, τον Αύγουστο του 1421, υποστήριξαν (καταφέρνοντας, μάλιστα, να συγκε ντρώσουν και κάποια βοήθεια από την Ευρώπη) τις διεκδικήσεις κά ποιου ονόματι Μουσταφά, που ισχυριζόταν ότι είναι ο χαμένος γιος του Βαγιαζήτ. Η αντίδραση του Μουράτ Β ', ωστόσο, ήταν αστραπιαία και αποφασιστική. Τον Ιανουάριο του 1422, τα στρατεύματά του κατατρό πωσαν τον στρατό του Μουσταφά και ο ίδιος ο Μουσταφά συνελήφθη και απαγχονίστηκε. Τον επόμενο Ιούνιο, ο Μουράτ έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, και ένα άλλο να πολιορκήσει τη Θεσσαλονίκη. Μπροστά σε αυτές τις συμφορές, ο Μανουήλ επ ιχ εί ρησε ακόμα ένα καταστροφικό τέχνασμα αντιπερισπασμού, αποφασίζο ντας να υποστηρίξει τις αξιώσεις στην Ανατολία του μικρότερου αδελ φού του Μουράτ, που και αυτός ονομαζόταν Μουσταφά (Kiigiik Mustafa). Μετά την αποτυχία μιας γενικής επίθεσης εναντίον της Κωνσταντινου πόλεως στις 24 Αυγούστου, ο Μουράτ αποσύρθηκε στις αρχές Σ επ τεμ βρίου για να αντιμετωπίσει τον Μουσταφά, ο οποίος πολιορκούσε την Προύσα. Τελικά τον Φεβρουάριο του 1424, ο Μανουήλ και ο Μουράτ κατέληξαν σε διακανονισμό, ο οποίος όριζε την επιστροφή της Κωνστα ντινουπόλεως στο καθεστώς υποτέλειας, με το αντίτιμο της επιβίωσης (σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα) ν’ ανέρχεται αυτή τη φορά στα 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως.
Δ ε ξ ι ά : Μετάλλιο με το πορτρέτο του Μωάμεθ Β ' φιλοτεχνημένο από τον Constanzo da Ferrara, ο οποίος εστάλη στην Κωνσταντινούπολη από τον βασιλιά Ferrante της Νάπολης, ύστερα από πρόσκληση τον σουλτάνου. Το μετάλλιο χρονολογείται στο 1481, το έτος που πέθανε ο Μωάμεθ σε ηλικία 49 ετών.
U34 i ,ΚΜίβίΙηκ (t< iftm uffrA Jaamiu, ,,flap*f*.YiKm*,
.4/i,T (^ >«# , n\g-.—>0***' ·. - ! i>" .fl j ar^FfirK.- fe&U
AJnri I'tM· |i f fn * M >*>tosu, ητ^μμ· Usi lfWwTam-«>rttiR, iff»*». ,p n (« fin* m c ^ '.fu . ·*ηκβ>Γ<ιτη* | l»J f e ',T » .#*·■*■«? f*· mV·»'» « n*» «·*»%*mmaattkau M*t ή Β | ^ ή j
‘“"">c-K^ ««·’f*·» ««f3,t |*pU‘ u, -f>|V n .w S .-Λ ,^ -afB
r .[Ίintunpan psfnt* iwjninJfj Aer. ijw aferjnftw * CjMiiil iii!.»wi |rt(W Am i* puw'i^t»~{(
•
- ,y
»■t;.1» |Sp
o- «r
£j*.w ·/.!· '
<£W-*
■,; «Wi/WUiU- .+
(HyJ. -,r
ffr—ΐΛΕ.
Βονλλα της Ένωσης της Ρωμαϊκής και της Ελληνικής Εκκλησίας (Φλωρεντία 1439). Το κείμενο, στα λατινικά και στα ελληνικά, φέρει τις υπογραφές τον πάπα Ευγένιου Δ ' και τον αντοκράτορα Ιωάννη Η'. Οι υπογραφές των Ελλήνων κληρικών λείπουν από αυτό το αντίγραφο — ένα από τα 18 πον σώζονται.
0 ·*.*γ *
*V***A-ί
^
s
T _ .i
m fZ tM
r^-r-y
Ουσιαστικά, ολόκληρη η περίοδος από το 1394 μέχρι το 1424 σφρα γίστηκε από το όραμα του Μανουήλ Β ' να απελευθερώσει το Βυζάντιο απο την «υποδούλωση» στους Οθωμανούς, και οι γνήσιες επιτυχίες του, πέρα από ατυχίες ή θεϊκές παρεμβάσεις, οφείλονται στη βαθιά γνώση του ως πολιτικού άνδρα να αμβλύνει την ισχυρογνωμοσύνη που τροφο δοτούσε τις στάσεις, αλλά και την προσφάτως ανακτηθείσα αυτονομία, με τα αμιγώς πρακτικά ζητήματα της συμβίωσης και του συμβιβασμού. Οι διάδοχοί του δεν είχαν, δυστυχώς, ανάλογες ικανότητες.
1 4 2 4 -1 4 5 3 : Αποκατάσταση της υποτέλειας και οριστικές ήττες Με δεδομένη την ωμότητα της σύγκρουσης που έλαβε χώρα μεταξύ 1421 και 1424, οι Οθωμανοί δεν μπορούσαν παρά να θεωρούν την Κωνσταντι νούπολη των Παλαιολόγων ως ένα περιττό βάρος και πρόσκομμα, το δε πρώτιστο αιτούμενό τους ήταν πλέον, αν όχι και νωρίτερα, η άμεση ενσω μάτωση της πόλης στο βασίλειό τους. Παρ’ όλα αυτά, σε όλη τη διάρκεια
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
της υπόλοιπης βασιλείας του Μανουήλ Β ' (πέθανε το 1425), της μονοκρατορίας του Ιωάννη Η' (1425-1448) και των πρώτων χρόνων της βασι λείας του Κωνσταντίνου Θ' (1449-1451) ο Μουράτ δεν ενόχλησε την Κωνσταντινούπολη και οι όροι της συνθήκης του 1424 έγιναν σεβαστοί. Η κρίσιμη μεταβολή επήλθε τον Φεβρουάριο του 1451, με την ανάρρηση στο θρόνο του Μ εχμέτ Β ', για τον οποίο η κατάκτηση της πόλης συνιστούσε τον κινητήριο μοχλό της φιλοδοξίας του. Η βασιλεία του Ιωάννη Η' στιγματίστηκε από μία διάχυτη, βαθύτατη ανησυχία και διαδο χικές απογοητεύσεις. Ενώ η Κωνσταντινούπολη απολάμβανε σχετικά σταθερές συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας μετά το 1424, ό,τι είχε απομείνει από το Βυζάντιο αλλού βρισκόταν σε υπό καθε στώς συνεχούς απειλής. Ο Μορέας, που υπό τον δεσπότη Θεόδωρο Β ' (1407-1443) είχε αρχίσει να επεκτείνεται εις βάρος των Λατίνων, λεηλα τήθηκε (προς τιμωρία του) από τον στρατό του εμίρη Τουραχάν στα τέλη Μαίου του 1423. Σ τη Μακεδονία, η πολιορκία της Θεσσαλονίκης, την οποία είχε ξεκινήσει ο Μουράτ το 1422, συνεχι ζόταν με τέτοια ένταση, ώστε τον επόμενο χρόνο ξέσπασε λιμός. Τπό αυτές τις ολέθριες συνθή κες, οι Βυζαντινοί παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς (Σεπτέμβριος του 1423), που σύντομα ένιωσαν το τεράστιο οικονομικό κόστος το οποίο απαιτούσε η υπεράσπιση της πόλης. Τελικά, την άνοιξη του 1430, ο Μου ράτ Β' αποφάσισε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη οριστικά και οδήγησε αυτοπροσώπως μια τεράστια στρατιωτική δύναμη στη Μακεδονία, η οποία πέτυχε τους στόχους της. Καθώς η ηγεσία της πόλης είχε αρνηθεί την υπό όρους παράδοσή της, η Θεσσαλονίκη υπέστη μια τρομακτική τριήμερη λεηλασία και καταστροφή" αφού οι συλληφθέντες δεν ήταν σε θέση να βρουν λύτρα για την εξαγορά τους, στάληκαν στα σκλαβοπάζαρα των ευρωπαϊκών επαρχιών και της Ανατολίας. 'Οταν οι τρεις μέρες λε ηλασίας που καθορίζει ο νόμος πέρασαν, ο Μουράτ έλαβε αμέσως μέτρα για την ανοικοδόμηση της πόλης. Εκείνη την εποχή, η κάποτε δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη του Βυζαντίου αριθμούσε περί τις 2.000 κατοίκους. Παρότι η πτώση της Θεσσαλονίκης το 1430 θεωρήθηκε αναμφίβολα ως ένα ισχυρό προμήνυμα αφανισμού, οι Ρω μιοί και οι ηγεσία τους συνέχιζαν να ελπίζουν ότι στα επόμενα 10 ή 15 χρόνια η κατάσταση
373
Πορτρέτο με πενάκι και μελάνι τον πατριάρχη Ιωσήφ Β ', ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο ΦερράραςΦλωρεντίας. Ο Ιωσήφ, πον διήνυε την όγδοη δεκαετία τον, πέβανε το 1439 και ετάφη στην εκκλησία της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία, όπου ακόμη και σήμερα σώζεται ο τάφος τον.
STEPHEN W. REINERT
374
Επάνω: Λεπτομέρεια τοιχογραφίας με θέμα την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626, σαφώς εμπνευσμένη από την πολιορκία των Τούρκων το 1453. Εικονίζεται ο Μ εχμέτ Β ' ακολουθούμενος από άγημα γενιτσάρων. Ρουμανία, Μονή Moldvita (1537).
θα άλλαζε ξανά προς το καλύτερο. Μερικοί πίστευαν ακόμη ότι η Δύση θα αναλάμβανε τη σθεναρή υπεράσπιση του Βυζαντίου, ιδιαίτερα εάν οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως οδηγούνταν σε ει λικρινή ένωση. Τπήρχε εξάλλου και η παράλληλη ελπίδα ότι οι δυνάμεις της κεντρικής Ευρώπης, ιδιαίτερα οι πρίγκιπες της Ουγγαρίας, θα αι σθάνονταν τη θανάσιμη απειλή στην άλλη πλευρά του Δούναβη και θα διοργάνωναν εκστρατείες εναντίον των Οθωμανών στην Ευρώπη. Πράγ ματι, στα τέλη των δεκαετιών του 1430 και 1440, παρατηρήθηκε ο πολ λαπλασιασμός αντι-οθωμανικών ενεργειών, τα αποτελέσματα των ο ποίων όμως, ήταν και πάλι εφήμερα. Από την πλευρά των Βυζαντινών, ο Ιωάννης Η' επανέλαβε τις προ σπάθειες για την επίτευξη της Ένωσης των Εκκλησιών με τη Ρώμη στα τέλη της δεκαετίας του 1430, διαπραγματευόμενος τη λύση των δογμα τικών διαφορών σε μια σύνοδο που θα συγκαλούνταν στην Ευρώπη. Ωε τόπος σύγκλησης της συνόδου, στην οποία θα συμμετείχαν ο αυτοκράτοΗ προφητική λογοτεχνία, ειδικότερα οι Χρησμοί του Λέοντος του Σοφόν σχετικά με την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, ήταν ένα κείμενο που έτυχε μεγάλης διάδοσης μέχρι και τον 17ο αιώνα. Σ τη ν απέναντι σελίδα:
Σ ε αυτό το πλούσια εικονογραφημένο αντίγραφο ταυ 1577, που φιλοτεχνήθηκε στην Κρήτη από τον Francesco Barozzi, βλέπουμε τους Τούρκονς να εκδιώκονται από την Κωνσταντινούπολη από έναν συνασπισμό χριστιανών πριγκίπων.
Ο Δ Ι Α Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
ρας και η συνοδεία του, ορίστηκε η Ιταλία. Τελικά, η σύνοδος αυτή έλαβε χώρα σε δύο τόπους και ως εκ τούτου ονομάστηκε Σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9). Ο Ιωάννης Η ', ο πατριάρχης Ιωσήφ και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι έφτασαν στη Φερράρα στις αρχές του 1438 και μετά από μακρές συνο μιλίες βρέθηκε μια κοινή βάση σύγκλησης. Οι ορθόδοξοι απο δέχθηκαν ουσιαστικά το δόγμα των πρωτείων του πάπα και αναγνώρισαν ότι η διαμάχη π ερ ί filio q u e προέκυψε από μια σημασιολογική σύγχυση. Αυτή η λύση δεν ικανοποίησε όλα τα μέλη της αυτοκρατορικής αποστολής, και πραγματικά ορι σμένοι διαμαρτυρήθηκαν και έφυγαν. Παρ’ όλα αυτά, η επίση μη Ένωση των Εκκλησιών εορτάστηκε στις 6 Ιουλίου του 1439 στον άρτι ανεγερθέντα καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας. Όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν, τα οφέλη της Ένωσης αποδείχθηκαν αμελητέα για το Βυζάντιο. Το σημαντικότερο ήταν ότι η Ένωση δεν προκάλεσε τη συμπάθεια των Δύσης για τη σοβαρή κατάσταση της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, αποξένωσε για μία ακόμα φορά την αυτοκρατορική κυβέρνηση από την ορθόδοξη κοινότητα. Τόσο στο εσωτερικό του Βυζα ντίου όσο και σε ολόκληρη την «ορθόδοξη κοινοπολιτεία», η συμπεριφορά του Ιωάννη Η ' επικρίθηκε ώς προδοσία, όμοια με εκείνη του Μιχαήλ Ηλ Η διχόνοια την οποία προκάλεσε η Ένωση είχε ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις στην Κωνσταντι νούπολη, καθώς διαίρεσε έναν πληθυσμό ο οποίος καλούνταν να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο των νέων προσπαθειών εκ μέ ρους των Οθωμανών για την κατάκτηση της πόλης. Ήδη, την επομένη της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας υπήρχαν ε κείνοι που αναρωτιόντουσαν εάν «το Φακιόλιον... Τούρκων» θα ήταν ίσως προτιμότερο από την «καλύπτραν Λατινικήν». Η ανάκαμψη των χριστιανικών στρατιωτικών δυνάμεων, που σημειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1440, έδωσε κάποια Αριστερά: Μικρογραφία από το ίδιο χειρόγραφο των Χρησμών τον Λέοντος, πον εικονίζει την ανάσταση τον λυτρωτή αντοκράτορα, ο οποίος βρίσκεται θαμμένος στο δυτικό τμήμα της Κωνσταντινουπόλεως. Στο βάθος, ο κίονας τον Αρκαδίαν, τα ανάγλυφα τον οποίον θεωρούνταν προφητικά αυτών των γεγονότων.
Έγγραφο με το οποίο παραχωρούνται θρησκευτικές και εμπορικές ελευθερίες στους Γενοβέζους του Γαλατά, πον είχαν παραδοθεί στους Τούρκους. Ελληνικό κείμενο πον επιστέφεται από το μονόγραμμα (tughra) τον Μεχμέτ Β ' και υπογράφεται από τον τρίτο βεζίρη Zaganos πασά, 1 Ιουνίου 1453.
Δ εξιά :
377
STEPHEN W. REINERT
ελπιδοφόρα μηνύματα, αλλά τελικά απέτυχε ν’ ανατρέψει την κατάσταση. Αρκετοί δυναμικοί ανταγωνιστές των Οθωμανών εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο στα Δυτικά και στα Βόρεια Βαλκάνια. Στην Τρανσυλβανία, ο βοεβόδας Ιωάννης Κορβίνος Ουνυάδης οργάνωσε αρκετές επιτυχημέ νες εκστρατείες εναντίον των Τούρκων στη Σ ερβία και στη Βλαχία. Την ίδια δυναμικότητα έδειξαν και ο νεαρός Ούγγρος βασιλιάς, Βλαδισλάβος Τ ', και ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς. Στην Αλβανία εμ φανίστηκε ένα ιδιόρρυθμος αντιστασιακός ηγέτης ονόματι Γεώργιος Καστριώτης ή «Σκενδέρμπεης» (παραφθορά του «Iskender Bey»). Αυτό το πνεύμα της περιφερειακής αντίστασης κατέληξε σε μια διεθνή εκστρα τεία. Το φθινόπωρο του 1443, μια δύναμη αποτελούμενη από 25.000 πε ρίπου πολεμιστές υπό την ηγεσία του Βλαδισλάβου, του Ουνυάδη και του Μπράνκοβιτς διέσχισε τον Δούναβη, νίκησε τον τοπικό οθωμανό διοικη τή στη Ναϊσσό, κατέλαβε πρόσκαιρα τη Σόφια και στη συνέχεια απο σύρθηκε για να ξεχειμωνιάσει στα Βόρεια Βαλκάνια. Εγκλωβισμένος από σωρεία προβλημάτων στην Ανατολία, ο Μουράτ Β ' διαπραγματεύ τηκε μια ανακωχή (Ιούνιος 1444), την οποία οι Ούγγροι παραβίασαν το επόμενο φθινόπωρο. Εμπνεόμενος από τις πρόσφατες επιτυχίες, ο Βλα-δισλάβος πίστεψε ότι του δινόταν η ευκαιρία να εκδιώξει τους Οθωμανούς από τα Βαλκάνια, και έτσι τον Σεπτέμβριο οργάνωσε ακόμα μία εκστρα τεία, χωρίς όμως τη συμμετοχή των Σέρβων. Όταν αυτός ο στρατός συγκρούστηκε με τον Μουράτ Β' στη Βάρνα (10 Νοεμβρίου 1444) αποδεκατίστηκε και μαζί του χάθηκαν όλες οι ελπίδες για αναχαίτιση των Οθωμανών, που είχαν διαφανεί στις δεκαετίες του 1430 και 1440. Στα τέλη της δεκαετίας του 1440 και στις αρχές της δεκαετίας του 1450 έλαβε χώρα και η τελευταία αλλαγή στην ηγεσία τόσο των Παλαιολόγων όσο και των Οθωμανών, πριν την πτώση του Βυζαντίου. Στην Κωνσταντινούπολη, τον Ιωάννη Η ', που πέθανε άτεκνος το 1448, διαδέ χθηκε ο αδερφός του, Κωνσταντίνος, δεσπότης του Μορέα, που από το 1447 ήταν επίσης φόρου υποτελής στην Τψηλή Πύλη. Ο Μουράτ Β ' πέθανε το 1451 και τον διαδέχθηκε μία από τις πιο γοητευτικές και συναρπαστι κές μορφές του 15ου αιώνα, ο Ρατίχ Μ εχμέτ ή «Μ εχμέτ ο Κατακτητής», που είχε τώρα την τύχη της Κωνσταντινουπόλεως στα χέρια του. Εάν τα σχέδια του Μ εχμέτ σχετικά με την κατακτηση της Κωνστα ντινουπόλεως ήταν κάπως ασαφή όταν ανέλαβε την εξουσία σε ηλικία 19 ετών, ο Κωνσταντίνος Θ' πολύ σύντομα του προσέφερε την κατάλληλη αφορμή, όταν τον Αύγουστο του 1451 απείλησε να υποκινήσει ανταρσία εναντίον του νέου σουλτάνου, εκτός αν του δίνονταν κάποιες επιχορηγή σεις. Μέσα σε έξι μήνες, ο Μ εχμέτ πρόσφερε μια πρώτη γεύση της γενικότερης στάσης του όταν άρχισε να κτίζει θεόρατες οχυρώσεις στον Βόσπορο (το λεγόμενο «Boghaz-Kesen» ή «Λαιμοκοπίη»), που σκοπό
Ο Δ ΙΑ Μ Ε Λ ΙΣ Μ Ο Σ (1204-1453)
είχαν τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας σ’ εκείνο το σημείο, αλλά αποτελούσαν παράλληλα προκαταρκτικό έργο στο πλαίσιο των προετοιμασιών του Μωάμεθ πριν εφορμήσει εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κων σταντίνος, από την πλευρά του, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι μόνο οι στενές επαφές με τη Δύση θα εξασφάλιζαν την επιβίωση της πόλης. Ο απεσταλμένος του πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος, έγινε δεκτός στην Κων σταντινούπολη με ιδιαίτερες τιμές και η Ένωση των Εκκλησιών εορτά στηκε με λαμπρή τελετή στον ναό της Αγίας Σοφίας (12 Δεκεμβρίου 1452), κάτι που ο Ιωάννης Η' είχε τουλάχιστον αποφύγει. Στην πραγμα τικότητα, η Ένωση δεν πρόσφερε απολύτως τίποτα κατά την υπεράσπι ση της Κωνσταντινουπόλεως από τους στρατιώτες του Μ εχμέτ, οι οποίοι άρχισαν να πολιορκούν την πόλη στις 6 Απριλίου του 1453 και κατάφεραν να εισβάλουν σε αυτήν στις 29 Μα'ίου. Επαναλήφθηκε ό,τι είχε συμβεί και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο πορθητής σουλτάνος έστρεψε την προσοχή του στο πολύ πιο δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης, επανακατοίκησης και αναζωογόνησης της πόλης. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ στο πεδίο της μάχης εκείνη την αποφράδα ημέρα και τη θριαμβευτική είσοδοΑου Μ εχμέτ του Κατακτητή στην Αγία Σοφία, που έγινε το πρώτο τζαμί της Κωνσταντινουπό λεως, ο πυρήνας του Βυζαντινού κράτους εξαλείφθηκε για πάντα. Οι συνακόλουθες κατακτήσεις του Μυστρά (1460) και της Τραπεζούντας (1461) δεν ήταν παρά φυσιολογικό επακόλουθο. Ωστόσο, αυτή η νίκη του Μωάμεθ δεν είχε καταστρέψει έναν πολιτισμό, μια θρησκευτική πίστη ή έναν λαό. Οι στοιχειώδεις ρυθμοί του βυζαντινού βίου θα επιζούσαν τόσο εντός όσο και εκτός των πλαισίων της Οθωμανικής αρχής.
Τα γράμματα και, οι τέχνες την εποχή των Παλαιολόγων IΗ Ο R S E V C E N K O
Παρά τη μικρή γεωγραφική του έκταση, την πολιτική αδυναμία και την αυξανόμενη ανέχεια, το ύστερο Βυζαντινό κράτος, μαζί με τα δορυφορι κά ελληνικά πριγκιπάτα του, παρουσίασε μία αξιοθαύμαστη πολιτιστική άνθηση. Το να την αποκαλέσουμε αναγέννηση, όπως το έχουν ήδη κάνει αρκετοί ιστορικοί, συσκοτίζει τη θεμελιώδη διαφορά της από τη μία, πραγματική Αναγέννηση που έλαβε χώρα στη Δυτική Ευρώπη τον 15ο αιώνα. Προκαλεί επίσης σύγχυση η αναφορά σε βυζαντινό ουμανισμό κατά τη διάρκεια αυτής ή οποιασδήποτε άλλης περιόδου. Η πολιτιστική αναζωογόνηση της Παλαιολόγειας εποχής (1261-1453) θα πρέπει να εξεταστεί σε συσχετισμό με ανάλογα φαινόμενα σε προηγούμενες πε ριόδους του Βυζαντίου, ιδιαίτερα εκείνες του 9ου-10ου αιώνα (βλ. κεφά λαιο 8) και του 11ου-12ου αιώνα, αν και τα επιτεύγματα της υπό εξέταση περιόδου είναι ακόμα περισσότερο αξιοσημείωτα. Πράγματι, οι συνθή κες είχαν αλλάξει. Αφενός ο συρρικνωμένος βυζαντινός κόσμος δεν ήταν μία τεράστια πολυεθνική οντότητα όπως συνέβαινε παλαιότερα- ήταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά ελληνικός, γεγονός που επαναπροσδιόρισε ως ενα σημείο τη στάση του απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα. Αφε τέρου, η στενή, αν και όχι πάντα φιλική, επαφή με τη Δύση σήμαινε ότι η λατινική φιλολογική και φιλοσοφική παράδοση (λατινικής, αραβικής ή ακόμη και εβραϊκής προέλευσης) δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί όπως είχε συμβεί στην περίπτωση του Φώτιου τον 9ο αιώνα ή σε εκείνη του Έελλού τον 11ο αιώνα. Η λέξη «Έλληνας» μας προσφέρει ένα δείκτη των μεταβαλλόμενων συσχετισμών, αφού πριν από τον 13ο αιώνα σήμαινε κυρίως «ειδωλολά τρης» - ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός που που η προέλευσή του σχετίζεται με τα βιβλία , απόκρυφα και μη, της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ε κ εί, η λέξη «Έλληνας» υποδηλώνει απλώς τον μη Εβραίο, δηλαδή τον εθνικό. Τα μέλη των ανώτερων εκκλησιαστικών και κοσμι κών κύκλων κατά τους πρώιμους αιώνες του Βυζαντίου περιορίστηκαν
38 ι
ΤΑ ΓΡ ΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑ Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η ΤΩΝ ΠΑ ΛΑ ΙΟ ΛΟΓΩΝ
στην αρνητική σημασία της λέξης, εξαλείφοντας σχεδόν τελείως την ουδέτερη χρήση της. Κατά τον 13ο αιώνα, ωστόσο, κάποιοι λόγιοι άρχι σαν να διατρανώνουν με υπερηφάνεια ότι ήταν μέλη του «ελληνικού έ θνους». Τπό τις νέες συνθήκες μιας σχετικής εθνικής ομοιογένειας, και ακόμη και κάποιας ξενοφοβίας, η αναζήτηση δεσμών καταγωγής οδήγη σε πίσω στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν. Αυτό συνέβη με πολλούς λογίους, αλλά όχι με όλους: όταν ο Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε στα ελληνικά το έργο Summa contra gentiles του Θωμά Ακινάτη (το 1354), συνέχιζε να ΑντίγραφΟ τον έργου το αποκαλεί Βίβλος κατά Ελλήνων (δηλαδή των ειδωλολατρών). τον Ησιόδου Έργα και Η φιλολογική παραγωγή της Παλαιολόγειας περιόδου είναι άφθονη Ημέραι, γραμμένο από και το μεγαλύτερο μέρος της μπορεί να ενταχθεί στα ήδη καθιερωμένα τον λόγιο Δ ημήτριο γραμματειακά είδη, με εξαίρεση τα έργα στη δημώδη γλώσσα, όπως τα Τρικλίνιο, ιπποτικά μυθιστορήματα, που είναι σχετικά λίγα. Εκπροσωπείται από με ημερομηνία 20 τρία μακροσκελή ιστοριογραφικά έργα, που περιγράφουν σύγχρονα γε Αύγουστον 1316. γονότα, αλλά χρησιμοποιούν ως πρότυπά τους αρχαία έργα, ιδιαίτε •C oi IAW Xm M* f>.u φk ή >13^ ρα τον Θουκυδίδη' μεγάλο αριθμό ΛΪ * 4 ) at uUH ^ T μt * επιστολών, που το ύφος τους είναι ·Λ iff·**' X t Γ ν *ϊ \ Λ λ! \ ^ ^ * .Λ _f N A Ήt . ' «/ -zn v ’ t *P“-vi, -m· v t συνήθως ιδιαίτερα περίπλοκο και yul»!· A t V i i * ^1 · / · « I· δυσνόητο' αγορεύσεις εντυπωσια v mC. v7t J-iL· j Q , 'C. 6· κής μεγαλοστομίας και μακρηγοyX-Oejr T u b ' l l , i- s r ^ T - f * v / » * » ? , w Γ <*«m j v fc V T “" *rρίας- αρκετή ποίηση σε ιαμβικό μέ ΧλΑ·Ι i -VrSCfyj * A'' «[ Tffl τρο και λιγότερη σε εξάμετρο' ένα *τ··/*τ· >U a *c 4t ^ jv' t '-a r ^ ■ αρκετά μεγάλο σώμα αγιογραφι-rurti»i v. t Av«/ srfpr eLu^r £ «l. Χ1β4ΐ^·ιί'ίτΐ y« '* · A i Γ· ι £ £ «γ· X x * jt 4r - y« r — t«f y * i _ £ Αλ * k " V δύο εγκυκλοπαιδικά έργα, το ένα o L G -ori>> « A**TJ· -nr^>) *r^ -arR» f Y jr V α^ΝΑΑ· Τ « f i * * l * l · · με θέμα την ιατρική, το άλλο με # -arf* C- G * yu^T»/· nrtpy £ * <*«/*j^-s***5 /^7ν· ' V' * ' Ν ' Λ . , Λ ι. / V ». α/ir TgeJaoy £W/ jjAoy; T r T τ «Μ*a *rV#»T«/S'M BifiTif Ji;. θεματολογία που ποικίλλει από τη Hjjuu T w / i r ' t ·*** (L.-vrecJ^-. £>> Γ *J\*^ ρητορική μέχρι τους επιστημονι 'r "i-ycLffl · C. ' r V 4 « T y T i / t i y ^ i r κούς τομείς τής μαθηματικής τεΚΛλ τ ' C .X t A J f A l i f o r * -ί* Β ~ ά -Ή Ο ,μυ « I ^ #COy i). rl ί»*· ·!«» ■«‘Λ'. ^ χ ιήΐ c. τοακτνος4*' και μια μεγάλη σειρά -οι* λ . από αντιρρητικές πραγματείες κα Λ- f » Γ, φίηΙ τά των Λατίνων, των ορθοδόξων CVn · α fil *0.» μΧκ*??! ·[0.^.—»- J, , τ » α·«'/"■ ί{»Γ*·Λ φ' »/· >«) ί,μίχ*. τ Ci?*a
4 0 όρος μαθηματική τετρακτνς (ή quadάνίαπΐ) περιγράφει τους τέσσερις επιστη μονικούς κλάδους (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία) που συμπλήρω>αν το βασικό πρόγραμμα σπουδών το ο ποίο περιλάμβανε γραμματική, ρητορική και διαλεκτική (φιλοσοφία). [Σ.τ.Μ.]
?
« Λ - τ ' · » ^ >ν I— - · ! , · · - · · - y Μ · . - · -
v ^ iS S S ^ ^ ^ ^ μ'r Μ 91 m
.A y ,
~ar>y*ay Ct,C?\i ov'^r Cp μ**·ν Ρ*. t
M
?
.•τ ' 7 / · / k a ) y/.C 7 t A'4 o=» i
4 Ls-rtp, |£)C,yiT/,/
'
9X
38
IH O R SEV CEN KO
s
λαμικών ή Αντιπαλαμικών, αναλόγως) ή των μουσουλμάνων. Οι. δύο τε λευταίες κατηγορίες είναι, αυτές που θα συνεχίσουν να υπηρετούνται με τη μεγαλύτερη αφοσίωση. Χάρη σε αυτό το εκτεταμένο σώμα κειμένων — καθώς ελάχιστα από όσα γράφτηκαν την περίοδο αυτή απωλέσθηκαν— , είναι δυνατόν να διαμορφώσει κανείς μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα του πνευματικού περιβάλλοντος που τα δημιούργησε. Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που μεσολάβησαν μεταξύ 1261 και 1453 μπορούμε να προσδιορίσουμε την ταυτότητα περίπου 150 λογίων, τόσο κοσμικών όσο και εκκλησια στικών, με ενεργό δράση κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επίσης στην Νίκαια, στην Άρτα, στη Θεσσαλονίκη, στην Τραπεζούντα και στον Μυστρά. Στην επιστολογραφία αυτών των συγγραφέων διασταυρώνο νται τόσο πολλά ονόματα, ώστε φαίνεται ότι όλοι γνωρίζονταν και αλλη λογραφούσαν μεταξύ τους. Σ ε αυτή την περιορισμένη κοινωνία, η οποία
lj<·* iis q + la tv a y f 1 in α)οι νι/νοΤς» A
^
^
Τ^υ4 : ο Λ ί *σ6-) *-
A cA«» t * ·ρ ι K
in S irA u rl
^
ζ ·φ
Cru->«u i f j yrtila,
>**mu-jrf«7^; a’ni •Ljla-wrJ , .
f* r · f
'
t
“4 · I*Vl
^e * V * 4 # 5 * u > * ·tjiv
T
ctXaur
*v 9 t»J T f y L r
ifrirr'
l
at» < jLmj9a*$ * » \* 4 ^u tU/·
tiHf^
Jp
f£ Log?
*·*£<
«. ·
%nSv/t&yh*:
-Aotftutoy.
o ftfit i
TUi ‘
Μσ>*#^ £>'r°crp
yV^u/A«p
HA*7t w a A * isr iv fjn fe < V<$au*lot ·π % \ ϊ ϊ Ι λ # · ^
/τη 9-v\o*Urr**tfiZ*Jn}-!giA
5fmntijvo·**
7e£\·
► .*o»Lf Carfatga' €ή9γ3ηΜ/*+&αψ·&**·7· t*~ot '
c
5*T *® *jo o n dZst/Av^t* * OtVO4aLf^Xfi/ta^γψυ^λ/^··
J
*rO >^-A j»
acav'Uw'·
65*
■ f<*+*
Χειρόγραφο της Ελληνικής Ανθολογίας με τη γραφή τον λογίον Μόξιμον Πλανονδη, πον χρονολογείται το 1301. Η Ανθολογία τον Πλανονδη τνπώΘτμε το 1494 κ α ί παρέμεινε η μόνη Ελληνική Ανθολογία μέχρι τις αρχές τον 19ον αιώνα, οπότε έγινε γνωστή η πρωιμότερη παλατινή εκδοχή της.
yC v
A
*w
'C
U
j *
f*
%7eC-a*^iλ · * L Wa£tavA>»Afy·
ly+iafbfclc
i(
■QTW Vs y £
* * * * * ΤΛ J (
^TjJrL
* v
*·* ·*
Λ*<Φ*&·
y*M+*r1ηχ *
'-mMnf
μΛ ·
j c
Jv **
b>v<*6*r»\r^
StJli/iφtuv(p*ac*/>^ 4·
o T < Τ '> ιΑ ν Ζ '» Γ · > V £ > y v '-t o 'Tr*c/\Aji~±a
<$&κά -
oka*
r
λ *'" -X »«« ^ μ Ατ fP ifc t* ' aAmj
*/p* j* v a u }l xtCc*/(*Wc >W*f ^ > ·ΐΑ.ίϊ•Jrf?** al3c*tiTV?* ir·Oiit· ^K rl£^*/C.\;~A.e9~}rt^Msg*Lm~ *£.*!* •nl.’iteu'lCt'i+.nrvAy!It c- · * + Ι q L· , α**ονΪΛ*.Μfit* rynat*m f f
h‘ qceCpfC+^> Φ
"6m V
»
^ Λw/Vi'W
» V # ( V /q » /A tryJtey·***£*
αΐΜ*)*ϊ.Ι<χΑ'(ι·ττϊ*ί·)*£'ζ*Α ,(.^ 04 ^ ^ o W <** fithjJL·*!*W‘v^ε>u^w/r~, φ ί Μ Υ ^ ς HiYia% 7tXy*~ y7*νσΊ ·* a i *μλ+o -rZ > » ♦
G fr a m a fp ^ liU jlr « ^ « ^ y S d V W < u w » ·
€» * ««*>) g-y*W4 7®7%*>»fev ·
^ <£*«*· i <3»,
c ^ vm!*·»ΜΜ((ί'«ϊ^ΛΜj »·%« ^ ί * r \ y •Ta'rffr*e *a &%
out*i,\ t p f a l t \c a fi ■e n
L i, «7 r T , ^ t^.7ψ jX u n r f
^u7»«.ier© T i cjtJi W o / · *>«^Oyw<^ro fa b y o c r
4i3tfX' * Λϊδ^
ζ
g «3V· C&L!4 ·
•
•!3*wu rcron»<^iw
J
ίΑ* HCrrn*
ΟΚί Ϊ Λψα r i LeoU *·
*l*y\»·>^LkJs*T»fc..r f ON'f G*?£VS‘ Ή·*·*Κ{<£ίφ%twtifcs* oi#7fjy*<· ^ ά
+ ΰ ί ί τ η k ^ **> *^ e u ^
ΤΑ ΓΡ ΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑ Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η ΤΩΝ ΠΑ ΛΑ ΙΟ ΛΟΓΩΝ
διέθετε ελάχιστους πόρους, οι επί μέρους ομάδες συνέρρεαν στα κέντρα εξουσίας, όπου μπορούσαν να βρουν ισχυρούς χορηγούς. Με φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας, οι χορηγίες προέρχονταν από την αυτοκρατορική αυλή, ιδιαίτερα πριν τους εμφύλιους πολέμους της δεκαετίας του 1320' από τις Αυλές στην περιφέρεια του βυζαντινού κόσμου- από μεμονωμέ νους αριστοκράτες και πλούσιους γραφειοκράτες που διατηρούσαν τα δικά τους «φιλολογικά σαλόνια»- από το Πατριαρχείο και, τέλος, από μητροπολίτες. Οι χορηγίες ήταν αυτές που στήριξαν, για παράδειγμα, τη σταδιοδρομία του πολυμαθούς λογίου Νικηφόρου Γρηγορά (περίπου 1290-περίπου 1360). Όταν ήταν νέος, τον υποστήριξε ο θείος του, που ήταν μητροπολίτης της γενέτειρας πόλης του, της Ηράκλειας του Πό ντου (σημερινό Karadeniz Ereglisi). Όταν έφτασε στην Κωνσταντινού πολη, του συμπαραστάθηκαν ο πατριάρχης Ιωάννης Ι Γ ' Γλυκύς και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β ', αλλά ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεχής προστασία που του παρείχε ο πρωθυπουργός (Μεσάζων) Θεόδωρος Μετοχίτης,' ο οποίος τον ανακήρυξε πνευματικό κληρονόμο του και του χορήγησε αργομισθία στο ανακαινισμένο μοναστήρι του, τη Μονή της Χώρας. Βασικές προϋποθέσεις της πνευματικής δραστηριότητας ήταν τα β ι βλία και οι βιβλιοθήκες. Δεν είναι γνωστός ο βαθμός καταστροφής που υπέστησαν οι βιβλιοθήκες κατά την άλωση του 1204, είναι όμως βέβαιο ότι στην εποχή των Παλαιολόγων η αναζήτηση αρχαίων κειμένων, προς αντιγραφή και σχολιασμό ήταν έντονη. Οι σημερινοί μελετητές της κλα σικής αρχαιότητας οφείλουν πολλά στις προσπάθειες των προκατόχων τους της Παλαιολόγειας περιόδου, όπως στον Δημήτριο Τρικλίνιο, στον Μανουήλ Μοσχόπουλο, στον Θωμά Μάγιστρο και τον Μάξιμο Πλανούδη. Αυτοί οι άνδρες έγραψαν λεξικά της αττικής διαλέκτου. Εξέδωσαν ποιη τές όπως ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος, αποκαθιστώντας με επάρκεια το μετρικό τους σύστημα, και τραγικούς ποιητές όπως ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Σχολίασαν τα έργα του Πινδάρου, των τραγικών ποιητών και του Αριστοφάνη, και αρκετές από τις αναγνώσεις τους [π.χ. του Σοφοκλή και του Θεόκριτου], είναι αποδεκτές ακόμη και σήμερα. Έφεραν στην επιφάνεια συγγραφείς για τους οποίους η φιλολογική παράδοση είχε παραμείνει σιωπηλή επί εκατοντάδες χρόνια — π.χ. ο Μάξιμος Πλανούδης επανέφερε στο προσκήνιο τη Γ εω γ ρ α φ ία του Πτολεμαίου και τα Δ ιονυ σ ια κ ά του Νόννου του Πανοπολίτη. Οι ολοκληρωμένες εκδόσεις των έργων διαφόρων συγγραφέων που επιμελήθηκαν αποτελούν τον θε μέλιο λίθο της γνώσης μας: ο Πλανούδης, και πάλι, εξέδωσε (και εν μέρει επανακάλυψε) τον Πλούταρχο και την Ε λ λ η ν ικ ή Α νθολογία των επιγραμμάτων σε μια παραλλαγή την οποία ονομάζουμε «Πλανούδεια». Κάποια «άσεμνα» αρχαία επιγράμματα, ιδιαίτερα εκείνα με ομοφυλο-
3^3
384
IHOR SEVCENKO
φιλικό περιεχόμενο, αφαιρέθηκαν από την έκδοση- για να μας αποζη μιώ σει, ο Πλανούδης προσέφερε σχεδόν 400 επιγράμματα που δεν σώ ζονται από άλλη πηγή. Λόγιοι και αριστοκράτες ψευτοδιανοούμενοι α ναζητούσαν αρχαία κείμενα, αλληλοδανείζονταν χειρόγραφα και, όταν είχαν την οικονομική ευχέρεια, δημιουργούσαν βιβλιοθήκες τόσο κοσμι κών όσο και εκκλησιαστικών έργων. Η συλλογή βιβλίων την οποία δημιούργησε ο Θεόδωρος Μετοχίτης στη Μονή της Χώρας κατα το πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα παρέμεινε η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το 1453. Μερικοί τόμοι ή τμήματα τό μων από αυτή τη βιβλιοθήκη βρίσκονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Κωνσταντινουπόλεως, της Οξφόρδης, του Βατικανού, της Βιέννης και του Παρισιού. Η φιλολογική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το καινούργιο στο Βυ ζάντιο, ακόμη και αν δεχθούμε ότι κατά τη διάρκεια της Παλαιολόγειας περιόδου παρουσίασε ιδιαίτερη άνθιση και έξοχα αποτελέσματα- ούτε η καλλιέργεια ενός εξεζητημένου αττικίζοντος ύφους (εις βάρος της σα φήνειας και της απλότητας) ήταν επίσης κάτι το άγνωστο. Το ερώτημα που_πρέπει να τεθεί είναι αν η πολιτιστική ανάκαμψη της Παλαιολόγειας εποχής άνοιξε νέους ορίζοντες στη σχέση της με την κλασική κληρονομιά, διευρύνοντας το πεδίο των ενδιαφερόντων της και βγάζοντάς την τελικά από τους παραδοσιακούς βυζαντινούς τρόπους. Η απά ντηση στα τρία αυτά ερωτήματα, αν και με ελαφρές επιφυλάξεις, είναι καταφατική. Έ χ ει αναφερθεί επανειλημμένα στις σελίδες αυτού του βιβλίου ότι η βυζαντινή φιλολογική παράδοση βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε εκείνη της Ύστερης Αρχαιότητας και σε αυτό που ονομάζουμε Δεύτερη Σοφι στική. Οι συγγραφείς που τότε μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον και αποτε λούσαν πρότυπα προς μίμηση, δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς που μελετώνται στα σημερινά τμήματα κλασικών σπουδών. Ιδιαίτερα δημοφιλές εκείνη την εποχή ήταν το έργο ρητόρων όπως ο Λουκιανός, ο Αίλιος Αριστείδης, ο Λιβάνιος, ο Συνέσιος και οι ομόλογοί τους χριστιανοί, οι Καππαδόκες Πατέρες, όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Άγιος Βασίλειος. Καθώς ενδιέφερε περισσότερο το λογοτεχνικό ύφος, παρά το περιεχόμενο, που θα μπορούσε να εγείρει ιδεολογικές αντιρρήσεις, οι συγγραφείς αυτοί απομονώνονταν από το φυσικό ιστορικό περιβάλλον τους και τοποθετούνταν σ’ ένα βάθρο ως διαχρονικά παραδείγματα άψο γης λογοτεχνικής έκφρασης. Αυτή η επίδραση των ρητορικών έργων δεν μειώθηκε κατά την παλαιολόγεια περίοδο, αλλά τώρα, για πρώτη φορά, η δισδιάστατη εξέταση της αρχαιότητας έγινε τρισδιάστατη. Ο Μ ετοχί της, στην κριτική πραγματεία του περί του έργου του Δημοσθένη και του Αιλίου Αριστείδη, απέδωσε το διαφορετικό είδος της ρητορείας που
Τ Α Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α Κ Α Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η ΤΩ Ν Π Α Λ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ω Ν
3^5
ασκούν στη διαφορετική περίοδο στην οποία έζησαν. Ο Δημοσθένης εκ φώνησε τους ρητορικούς του λόγους στο απόγειο της δημοκρατίας, όταν ο κάθε ρήτορας έπρεπε να μιλήσει για ένα συγκεκριμένο θέμα και να απαντήσει σε ερωτήσεις επί τόπου, ενώ ο Αριστείδης έζησε σε περίοδο μοναρχίας, υπό συνθήκες που ευνοούσαν τους πανηγυρικούς λόγους και την αμετροέπεια. Αυτό το συμπέρασμα, όσο και αν μας φαίνεται αυτο νόητο, προϋποθέτει την κατανόηση, έστω και σε κάποιο βαθμό, των ιστο ρικών συνθηκών. Σ ε ό,τι αφορά το δεύτερο κριτήριό μας, θα πρέπει να σημειώσουμε το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες, όπως τα μαθηματικά (με τα οποία επίσης καταπιάστηκε ο πολυσχιδής Πλανούδης) και η ιατρική, αλλά ιδιαίτερα η αστρονομία. Τα συναφή αρχαία κείμενα (κυ ρίως ο Πτολεμαίος και οι Π ρ ό χ ειρ ο ί Κανόνες του Θέωνος) είχαν αντι γράφει τον 9ο αιώνα, αλλά καμία πρωτότυπη εργασία δεν φαίνεται να είχε γίνει σχετικά με αυτά εκείνη την εποχή. Έ λαχε λοιπόν στον Μετο-
Η πρώτη σελίδα της Εισαγω γής των Αστρονομικών
τον Θεόδωρον Μετοχίτη με χειρόγραφο σχολιασμό τον μαθητή τον, Νικηφόρου Γρήγορά.
.V -V 4 ? ΛΟΤρΟΝΟΜΙΚΚΑΤθΓΙΙΤΟΜΝΟ,ΤΘΧ^ΐωΒΙΕ,. 1
»
Τ~
, Τ
η Γηα| Χ π ρ ώ +
ft? ώ
- Τ Τ Ο ο ·’ J « O
k
ο β j βλ ιο υ ^
■ » 01 " T i & c j M
^ 6
I ® C. τ τ ι ρ
I ΤΧΛίμ k
«
-ITTPi ΦΓΑΟσ» φi »^.ίΜ»Λ.τ)ι··νίΐ,·Λι»:ίί<1·τ»'ττ'Αϊ^ιρ<«.ίΤΓΐιιλ« βι
»Τιν/ ' (Tcu-ri’-jeu-nii^f »«T T i»T iV ^·τκ rtf/iTcu· ι'·Μ«ΐ^σW O you»'<«r. ««Tf^p ο» β -»*c> Οι ί£ττϊ£*ί ■wi.'bf'tiXfuWt, Tfftfi’rtoirf o j i r *
lO t'i μ ο ^ μ μ ~ Γ ά > μ τ κ σ Λ -τη
■ A*. ^K^'uV'iy/<£iroXour.
w
*rW|PVt.ee'pCit«T
t < m jt / r i ς Λ · k ,
oui-rar Ca>p tu>£«'a >4«'t
/
·
'
4,
N,
»
' >
»
» ·
T * Mffx» μαα>-Hu* K C U -τ ο >ί rm fMer μ ο ρ κ * * λ Ο /'*.
7
OTljktrri τ«ιιί·|»υ ·ΤΡ/ oc/*r»u> θ \ ο ύ **■ «λβυττοΑοιβ· Χττ» n’ r K > V n c X β ί τ γ $*>*η,ο- 4> « V 3 Α»- r c t i ο 7
0*wTo *' ^ ν ν τ » μ ι σά Μ^«^/»θ/τ*ΐ-*ΐ»λτ»?πις,<>>οϊ»ιιττιρ'.«« »ί *ι
?^>>WpA-fa 7 * ij, ' j . · » i ( * - r * ' f o e ■ * * K A / C t / <*
IHOR SEVCENKO
χίτη να γράψει., χωρίς την αρωγή των αποτελεσμάτων μιας άμεσης έ ρευνας, μια νέα Εισαγωγή στην αστρονομία { ’Α στρονομικά . ’Ε π ίτ ο μ η σ το χ είω ν ), βασισμένη στο έργο του Πτολεμαίου Μ α θ η μ α τικ ή σύντα ξις ή Α λμά γεσ το ν {A lm agest)5, προχώρησε σε νέους αστρονομικούς υπολογι σμούς, θέτωντας ως σημείο εκκίνησης το έτος 1283 (το πρώτο έτος της βασιλείας του Ανδρόνικου Β'). Το έργο του Μετοχίτη ακολούθησε, μεταξύ άλλων, και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, που υπομνημάτισε το πιο πολυτελές από τα σωζόμενα χειρόγραφα του Πτολεμαίου και το 1325 εισηγήθηκε (προς έπαινό του) τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, η οποία αποτέλεσε τον πρόδρομο εκείνης του πάπα Γρηγορίου Ι Γ '. Ο Γ ρηγοράς γνώριζε την αραβική αστρονομία, αλλά ποτέ δεν έκανε ενδελεχή χρήση της. Στην πραγματικότητα, η αποκλειστική προσκόλλη σή του στον Πτολεμαίο αποδείχτηκε αδιέξοδη. Η πραγματική πρόοδος που είχε επιτευχθεί στους κανόνες και στις πραγματείες που είχαν συν θέσει οι Άραβες και οι Πέρσες αστρονόμοι έφτασε στον ελληνικό κόσμο περί το 1300. Αρχικώς, οι άνθρωποι που λειτούργησαν ως δίαυλοι για αυτήν την μετακένωση, με τη μετάφρασή τους έργων από τα περσικά και τα αραβικά δεν προέρχονταν από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώμα τα, ενώ βρίσκονταν και σε συνεχή κίνηση μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Τραπεζούντας στον Πόντο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτε λούν ο Γεώργιος-Γρηγόριος Χιονιάδης, που χρειάστηκε να πάει στην περσική Ταυρίδα για να εξοικειωθεί με τις ανατολικές επιστήμες, και, αργότερα, ο μαθητής του, Γεώργιος Χρυσοκόκκης. Στα μέσα του 14ου αιώνα, τα στοιχεία που περιείχε το έργο του Πτολεμαίου επικρίνονταν από τους ειδικούς ως ανεπαρκή, και είτε οι πίνακες του Πτολεμαίου αντικαθίστατο από «περσικούς» πίνακες είτε τόσο οι πτολεμαϊκοί όσο και οι «περσικοί» πίνακες χρησιμοποιούνταν σε διαφορετικά βιβλία του ίδιου έργου, όπως συνέβη στο έργο του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη Α στρο νο μ ικ ή τ ρ ίβ ιβ λ ο ς που δημοσιεύθηκε περί το 1352. Ήδη, όμως, γύρω στο 1309, είχε μεταφραστεί στην Κωνσταντινούπολη η λατινική εκδοχή μιας αραβικής πραγματείας σχετικά με τη χρήση του αστρολάβου. Στο δεύ τερο τέταρτο του 15ου αιώνα, ένα ακόμα έργο αστρονομίας του 14ου αιώνα, με τίτλο Τα Ε ξ α π τέρ ν γ α , μεταφράστηκε, από τα εβραϊκά αυτή τη φορά, στα ελληνικά. Σ ε αυτή την περίπτωση ίσως έχουμε να κάνουμε με δυτικές επιδράσεις: ο Εβραίος συγγραφέας του έργου καταγόταν από τη Νότια Γαλλία και το ίδιο το έργο ίσως έφτασε στο Βυζάντιο διαμέσου της Βενετίας ή μίας από τις κτήσεις της. Παρά τη μη ελληνική ή χρι στιανική καταγωγή της, η νέα αστρονομία καλλιεργήθηκε κυρίως από τους ελληνορθόδοξους κληρικούς. Έ τσ ι, ο Γεώργιος Χιονιάδης κατέληξε 5 Α π ό τ ο ν τ ίτ λ ο π ο υ π ή ρ ε η α ρ α β ικ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η [ Σ . τ . Μ . ] .
ΤΑ ΓΡ ΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑ Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η ΤΩΝ ΠΑ ΛΑ ΙΟ ΛΟΓΩΝ
επίσκοπος της Τραπεζούντας και ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης υπεύθυνος της Πατριαρχικής Σχολής. Σ ε αυτή την περίπτωση δόθηκε προτεραιό τητα στις πρακτικές ανάγκες και όχι στην πολιτιστική υπερηφάνεια και ιδεολογία. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισαν και οι μεταφράσεις έργων από τη Λα τινική (κυρίως από τον Πλανούδη), οι οποίες, ωστόσο, αντικατοπτρίζουν μια καθαρά μεσαιωνική θεματική: Οβίδιος, το Ε νύπ νιο του Σ κ ιπ ίω ν ο ς του Κικέρωνα με τα Σ χ ό λ ια του Μακροβίου, τα Δ ίσ τ ιχ α του Κ ά τω να , τη Γ ρ α μ μ α τ ικ ή του Δονάτου, το Π ε ρ ί πα ρα μυθίας της φιλοσοφίας του Βοηθίου και έργα του αγίου Αυγουστίνου. Πολύ πιο φιλόδοξη, αλλά και με επιρροή όσον αφορά τις σύγχρονες θρησκευτικές ανησυχίες ήταν η με τάφραση τμημάτων της S u m m a T heologica και άλλων έργων του Θωμά Ακινάτη από τους αδελφούς Δημήτριο και Πρόχορο Κυδώνη στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Πρωτοτυπία σκέψης επισημαίνεται μόνο σε λίγες περιπτώσεις, ό πως στο έργο του Μετοχίτη. Συναισθανόμενος έντονα την παρακμή της εποχής του και το επισφαλές της δικής του φιλολογικής φήμης (την οποία είχε περί πολλού), ο Μετοχίτης ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε ένα από τα αξιωματικά δόγματα του βυζαντινισμού, ότι δηλαδή η αυ τοκρατορία είχε κεντρικό ρόλο στην ιστορία του σύμπαντος κόσμου και ότι το πεπρωμένο της ήταν να επιζήσει μέχρι τέλους. Γ ια τον Μετοχίτη, η αυτοκρατορία ήταν απλώς μία ακόμα πολιτική οντότητα και η επ ικ εί μενη κατάρρευσή της, μία ακόμα εκδήλωση του παγκόσμιου νόμου της γέννησης και της φθοράς. Σ ε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Με τοχίτης δεν θεώρησε τον βυζαντινό πολιτισμό ούτε μοναδικό ούτε ανώ τερο των άλλων. Οπαδός του ιστορικού σχετικισμού, ο Μετοχίτης θε ωρούσε ακόμη και τους άπιστους Τατάρους πολύ πιο ευγενείς από ορι σμένες απόψεις, ιδιαίτερα σε ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς, σε σχέση με τους Βυζαντινούς χριστιανούς συμπατριώτες του. Η άλλη ανορθόδοξη και καινοτόμος μορφή της παλαιολόγειας περιό δου ήταν ο νεοπλατωνιστής Γεώργιος Γεμιστός, ο επονομαζόμενος Πλήθων (περίπου 1360-1452). Και αυτός έγραψε ένα αστρονομικό έργο στο οποίο χρησιμοποίησε «περσικούς» και ίσως και εβραϊκούς υπολογιστι κούς πίνακες, αλλά ο πρωτότυπος τρόπος σκέψης του αναφαίνεται αλλού. Αν και οι αστρονομικοί υπολογισμοί του ήταν χρήσιμοι για τον καθο ρισμό των ημερών του Πάσχα, και παρότι είχε υπερασπιστεί το ορθό δοξο δόγμα στη Σύνοδο Φεράρρας-Φλωρεντίας (1438-9), ο Πλήθων στράφηκε στα γεράματά του στον νεοπαγανισμό, πιθανότατα υπό την επιρροή Ιταλών ουμανιστών. Σ ε μια πραγματεία με τίτλο Ο ι Ν όμοι •κατά το ομότιτλο έργο του Πλάτωνα), υποστήριξε ένα κάπως διαφορε τικό «ελληνικό» πάνθεο, με επικεφαλής τον Δία, ο οποίος είχε ως αρωγό
387
ry ^ K rO ':'>-^«8rJ!§Cc'^A fSvi> ' -
^ % J U rv s*
;
Τ Α Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α Κ Α Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η Τ Ω Ν Π Α Λ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ω Ν
του τον Ποσειδώνα (που ήταν παντρεμένος με την Ήρα!) και τέσσερις κατηγορίες θεοτήτων, ιεραρχικά δομημένες. Ο Πλήθων δήλωσε πίστη τόσο στο μήνυμα του Ζωροάστρη όσο και σε αυτό των Επτά Σοφών, και θεώρησε δεδομένη την αθανασία της ψυχής πριν τον εγκλεισμό της στο σώμα. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι, όταν λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Πλήθωνος, το πρωτότυπο χειρόγραφο των Ν όμω ν δόθηκε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Γεννάδιο Σχολάριο, αυτός διέ ταξε να το κάψουν. Κατά συνέπεια, το θεολογικό σύστημα του Πλήθωνος το γνωρίζουμε κυρίως από τον πατριάρχη Σχολάριο, από αρκετά απο σπάσματα τα οποία αντέγραψαν οι οπαδοί του Πλήθωνος και από μια ιδιόχειρη σελίδα του έργου του. Ο Πλήθων πιθανότατα επηρέασε σε κάποιο βαθμό τους Ιταλούς θαυμαστές του, ανάμεσα στους συμπατριώ τες του όμως δεν είχε παρά ελάχιστους οπαδούς. Η τέφρα του, όπως του ταίριαζε, αναπαύεται στο Tempio Malatestiano στο Ρ ίμ ιν ι, την πιο παγανιστική από τις εκκλησίες της Αναγέννησης. Στα μέσα του 14ου αιώνα, οι πηγές χορηγιών των που είχαν καλύψει τις βασικές ανάγκες των Βυζαντινών λογίων άρχισαν να στερεύουν. Ή ταν ευτυχής σύμπτωση που οι τομείς στους οποίους ήταν ειδήμονες, δηλαδή η άρτια γνώση της ελληνικής γλώσσας και των αρχαίων κ ειμ έ νων και η πρόσβαση στα χειρόγραφα, άρχισαν να εκτιμώνται με αυξα νόμενο ρυθμό στην Ιταλία. Η αποδημία ήταν μια σκληρή απόφαση, σε αρκετές περιπτώσεις συνεπάγετο τη μεταστροφή στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, αλλά ορισμένοι λόγιοι ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πλοίο που βυθιζόταν. Αρχικά, όπως στην περίπτωση του Δημητρίου Κυδώνη, πήγαιναν στη Βενετία για μερικά χρόνια και μετά επέστρεφαν στην πατρίδα ή σταματούσαν στα μισά της διαδρομής στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, αλλά από τα τέλη του αιώνα και έπειτα άρχισαν να αποδημούν μόνιμα. Η ιστορία αυτών των λογίων αποτελεί γνωστό κομμάτι της ιστορίας του αναγεννησιακού Ουμανισμού: δύο, ωστόσο, από αυτούς τους πιο σημαντικούς emigres, αξίζει να μνημονευθούν ιδιαιτέρως σε αυτό το σημείο. Πρόκειται για τον Μανουήλ Χρυσολωρά, που πέθανε στην Κωνσταντία το 1415, και τον Ιωάννη Αργυρόπουλο, που πέθανε στη Ρώμη το 1487. Οι πόλεις όπου δίδαξαν συμπεριλαμβάνουν την Πάδουα, τη Ρώμη, το Μιλάνο, την Παβία και, κυρίως, τη Φλωρεντία. Εισήγαγαν στην Ιταλία το βυζαντινό σύστημα διδασκαλίας, πιθανότατα τα προγράμμα τα σπουδών και σίγουρα τις φιλολογικές τεχνικές, μετέφρασαν στα Λα τινικά τα έργα του Αριστοτέλη και την Πολιτεία του Πλάτωνος λέξη προς λέξη και δίδαξαν ή επηρέασαν αρκετούς διαπρεπείς ουμανιστές, όπως ο Leonardo Bruni, ο Yarino της Βερόνας, ο Marsilio Ficino, ο Φλωρεντιανός Poggio Bracciolini, ο Filelfo και ο John Reuchlin. Τα κχτάφεραν περίφημα στις νέες τους πατρίδες, πολύ περισσότερο δε
389
Στην απέναντι σελίδα: Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, που επανίδρυσε τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, ήταν πολιτικός, αλλά και λόγιος. Δημιούργησε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και διακρίθηκε ως αστρονόμος. Σε αυτό το ψηφιδωτό από τη Μονή της Χώρας εικονίζεται με τουρμπάνι και καφτάνι, να προσφέρει τη μονή στον Χριστό.
ΤΑ ΓΡ ΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑ Ι ΟΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ Τ Η Ν Ε Π Ο Χ Η ΤΩΝ ΠΑ ΛΑ ΙΟ ΛΟΓΩΝ
απ’ όλους ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του καρδιναλίου και. του ψιλω όνόματι πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, χά νοντας παρά τρίχα τον παπικό θρόνο. Είναι δελεαστικό να φαντάζεται κανείς τον ηλικιωμένο Πλήθωνα, που πέθανε έναν χρόνο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, να ολοκληρώνει την «Ελληνική Μυθολογία» του έμπλεη τελετών και προ διαγεγραμμένων προσευχών και δεήσεων προς τους θεούς, καθισμένος στον λόφο του Μυστρά, με την αρχαία Σπάρτη ορατή στο βάθος του ορίζοντα. Ίσως να έπασχε από γεροντική άνοια, αλλά ίσως και να είχε καταλάβει πια αυτό που ήταν ολοφάνερο στον Ιουλιανό τον Παραβάτη 1 1 αιώνες νωρίτερα, ότι δηλαδή ο χριστιανισμός, όφειλε πολλά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά ήταν ασύμβατος με αυτόν.
391
Σ την απέναντι σελίδα:
Ο Ιωάννης Αργυρόπονλος διδάσκει ιατρική στο νοσοκομείο τον Κράλη (ίδρυμα τον Σέρβου βασιλιά Στέφανον Ονρεση Β ' Μιλοντιν, συνδεόμενο με τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη) περί το 1448. Σ το επάνω μέρος της σελίδας υπάρχει ο κατάλογος των μαθητών του.
Προς την κατεύθυνση ενός ελληνοφραγκικού πολιτισμού ELIZABETH
JEFFREYS
ΚΑΙ C Y R IL
MANGO
Λίγα χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησε η κατάχτηση του Δεσποτάτου του Μορέως (1460) και η αναίμακτη απορ ρόφηση από τους Τούρκους του βασιλείου της Τραπεζούντας (1461). Το 1481, έτος θανάτου του Μ εχμέτ του Καταχτητή, η πλειονότητα των ελληνόφωνων περιοχών ήταν υπό οθωμανική εξουσία, εκτός από τα νησιά που όμως καταλήφθηκαν στη συνέχεια: η Ρόδος το 1522, η Χίος το 1566, η Κύπρος το 1570/1, οι Κυκλάδες το 1579 και τελικά η Κρήτη μεταξύ 1645 και 1669. Μόνο τα Ιόνια νησιά δεν περιήλθαν ποτέ στους Τούρκους. Αν και οι περισσότεροι ελληνικοί πληθυσμοί που ανήκαν κάποτε στο Βυζάντιο βίωσαν μια, άλλοτε μακροχρόνια και άλλοτε βραχυχρόνια, περίοδο Τουρκοκρατίας, το προηγούμενο παρελθόν τους διέφερε πολύ από περιοχή σε περιοχή. Μπορούμε να εξαιρέσουμε εκείνους τους ελλη νικούς πληθυσμούς, κυρίως στην περιοχή της Καππαδοκίας, που είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους στα τέλη του 11ου αιώνα και είχαν από κάθε άποψη εξαφανιστεί από το προσκήνιο της ιστορίας. Από τις υπό λοιπες περιοχές, όπου τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, η ακτή της Μαύρης Θάλασσας πέρασε απ’ ευθείας από την ελληνική αυτονομία στην οθωμανική αρχή. Η Κωνσταντινούπολη, το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, η Ήπειρος και το Δεσποτάτο του Μορέως γνώρισαν μια σχετικά σύντο μη περίοδο λατινοκρατίας πριν επιστρέφουν στην ελληνική αρχή. Τα νησιά του Αιγαίου, από την άλλη πλευρά, μαζί με την Κύπρο και την Κρήτη, παρέμειναν στα χέρια των Λατίνων για αρκετούς αιώνες πριν την υποταγή τους στους Τούρκους. Τα ποικίλα πολιτικά καθεστώτα οδήγη σαν σε διαφορετικά πολιτιστικά αποτελέσματα, τα οποία είναι ορατά ακόμη και σήμερα. Η επιβολή της οθωμανικής αρχής σήμαινε τη διατήρηση του βυζα ντινισμού. Το μεγαλύτερο τμήμα του υπόδουλου ορθόδοξου πληθυσμού, οι Έλληνες αλλά και οι Σλάβοι, διαχωρίστηκαν από τους Οθωμανούς γειτονές τους και αποτέλεσαν ένα και μόνο «έθνος» (μιλέτι) υπό την αρχή
ΠΡΟΣ ΤΗ Ν Κ Α Τ Ε Τ Θ ΤΝ Σ Η ΕΝΟΣ Ε Λ Λ Η Ν Ο Φ Ρ Α Γ Κ ΙΚ Ο ΐ Π Ο Λ ΙΤΙΣΜ Ο Υ
του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Στην πραγματικότητα, αυτή η διευθέτηση έδινε τεράστια δύναμη τόσο στον πατριάρχη όσο και στους υφισταμένους του μητροπολίτες. Αυτοί οι εκκλησιαστικοί παράγοντες έλαβαν ακόμα ένα ανεκτίμητο δώρο όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο (1516-1517), φέρνοντας έτσι στο ελληνικό δίκτυο τα πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, των Ιεροσολύμων και της Αντιόχειας, μαζί με τα υπό την προστασία τους προσκυνήματα των Αγίων Τόπων και του Σινά. Το γεγονός ότι οι Έλληνες ιεράρχες δεν κατάφεραν να πλουτίσουν ακόμη περισσότερο οφείλεται στις συνεχείς διαμάχες τους και στις συνεχώς αυξανόμενες δωροδοκίες τους προς τους μουσουλμάνους ηγέτες. Η μόνη ρήτρα, την οποία οι πατριάρχες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τηρήσουν, ήταν ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να παραμείνει πιστή στον σουλτάνο, ο οποίος αποκαλούνταν πλέον συνήθως «βασιλεύς». Το να παραμείνει κανείς πιστός σήμαινε ουσιαστικά να είναι αντι-δυτικός, κάτι που επίσης δεν δημιουργούσε δυσκολίες. Αν και ο κύριος εχθρός συνέχιζε να είναι ο πάπας, η Κωνσταντινούπολη έμαθε, μέσω πικρών εμπειριών, να κρατά αποστάσεις και από τους προτεστάντες που δεν είχαν αγαθές προθέσεις. Γ ια να διατηρηθεί αμόλυντη η ορθοδοξία, η εκπαίδευση έπρεπε να περιοριστεί στο μεσαιωνικό πρόγραμμα σπουδών, που περιλάμβανε γραμματική, ρητορική, θεολογία και ελάχιστη αριστοτελική φιλοσοφία. Παράλληλα, η Εκκλησία και τα μοναστήρια της πρόσφεραν σε Έλληνες λογίους τα μέσα για επαγγελ ματική αποκατάσταση και συχνά ευκαιρίες για ταχεία ανέλιξη στην ιεραρχία. Οι λόγιοι αυτοί έχουν αφήσει μια φιλολογική κληρονομιά στη βυζαντινή παράδοση, που τώρα αναπαύεται κάτω από ένα παχύ στρώμα σκόνης. Οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές στις περιοχές που περιήλθαν στους Λατίνους. Δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι οι ντόπιοι κάτοικοι καλωσόρισαν τους εποίκους, ακόμη και αν, στην περίπτωση της Κύπρου, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος έγινε δεκτός με ανοικτές αγκά λες το 1191 (όπως ομολογεί ένας ορκισμένος αντι-δυτικός συγγραφέας). Ο πληθυσμός της υπαίθρου ελάχιστα ενδιαφερόταν για το ποιος ασκούσε την εξουσία, σίγουρα όμως δυσφορούσε με τους περιορισμούς και τους εξευτελισμούς τους οποίους οι νέοι αφέντες επέβαλαν στον ορθόδοξο κλήρο. Στην Κρήτη σημειώθηκαν αρκετές επαναστάσεις εναντίον των Βενετών. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, υπήρξε σταθερή προσέγγιση μεταξύ των «Φράγκων» και των πιο ευκατάστατων Ελλήνων. Δυ τικές ενδυματολογικές συνήθειες, τα ιδανικά του ιπποτισμού και ψυχα γωγικά θεάματα διαδόθηκαν στους ντόπιους, ενώ Φράγκοι τρίτης και τέταρτης γενιάς μιλούσαν περισσότερο ελληνικά παρά ιταλικά ή γαλλι κά, και έφτασαν και στο σημείο να λατρεύουν τοπικούς αγίους.
393
394
Μια δυτική οικογένεια που έχει ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία. Αφιερωματική παράσταση σ ’ ένα παρεκκλήσι της υπαίθρου, που χρονολογείται στο 1514, στη Γαλάτα της Κύπρον. Σύμφωνα με την επιγραφή, δωρητές είναι ο «μίσερ» Στέφανος Ζαχαρία, ο γιος του, Πόλος (Πάολο), και οι σύζυγοί τους, Λονίζα και Μανταλένα, αντίστοιχα. Η οικογένεια Ζαχαρία καταγόταν από. τη Βενετία.
ELIZABETH JE F F R E Y S K A I CYRIL MANGO
t NitM tHLHOn^KfllliiW 'lOrti
Kii[i(T.idceiWMiiieew«
p|TOftWC>tV55iBtc(rΠ0ΛΠ4Χ^«^Κα»»
•!i;(.KW(pi«:
IteKH-iKSMiM Bl& l3a£W
,:. u- ,:■ ■ # « ¥ : L· Atm
Εδώ οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν. Οι πολιτιστικέ:) επαφές ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση δεν είχαν βέβαια ποτέ δια κοπεί εντελώς, αλλά παρέμεναν αδύναμες μέχρι την εποχή των Σταύρο φοριών. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Ιταλία, όπου η παρουσία των Βυζαντινώ' συνεχίστηκε μέχρι και την πτώση της Βάριδος το 1071. Ιταλοί έμποροι, αρχικά κυρίως από την Πίζα και την Αμάλφη, άρχισαν να εμπορεύοντα1 στην Κωνσταντινούπολη τον 10ο αιώνα. Η Βενετία, κατ’ όνομα υποτελή της αυτοκρατορίας, έκτισε και διακόσμησε τον καθεδρικό της ναό τοι Αγίου Μάρκου σε βυζαντινό ύφος. Η βασιλική του Όρους Κασίνο, ποι ανακαινίστηκε το 1066-1071, οφείλει τη διακόσμησή της (αλλά όχι τη αρχιτεκτονική της) σε Βυζαντινούς καλλιτέχνες. Ενώ όμως οι βυζαντινέ επιρροές κατέκλυζαν την Ιταλία, σπάνια επεκτείνονταν βορείως τω| Άλπεων και ελάχιστα κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα. Στον τομέα τ γραμμάτων, σε ολόκληρη την περίοδο από την Ύ στερη Αρχαιότητα μι χρι και περί το 1300, σχεδόν κανένα λατινικό έργο, εκτός από κάποιοι
Π Ρ Ο Σ Τ Η Ν Κ Α Τ Ε Τ Θ Τ Ν Σ Η ΕΝ Ο Σ Ε Λ Λ Η Ν Ο Φ Ρ Α Γ Κ Ι Κ Ο Τ Π Ο Λ Ι Τ ΙΣ Μ Ο Υ
395
Βίους αγίων, δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά. Η μείωση του πολιτιστι κού χάσματος ανάμεσα στις ανατολικές και τις δυτικές περιοχές της Μεσογείου γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις λογοτεχνικές εξελίξεις από τον 13ο αιώνα και έπειτα. Εκείνη την περίοδο, για παράδειγμα, εμφανί ζονται τα ιπποτικά και ερωτικά μυθιστορήματα, που είναι τα έργα της βυζαντινής φιλολογίας με τη μεγαλύτερη απήχηση στους σημερινούς α ναγνώστες και οι πρόδρομοι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής λογοτεχνικής παραγωγής είναι γραμμένο με τρόπο που δύσκολα εκτιμάται από κάποιον εκτός αυτού του πολιτιστικού περιβάλλοντος: τα περισσότερα έργα είναι θεολογικού πε ριεχομένου και πολλά έχουν γραφτεί με βάση γλωσσικούς κανόνες που απαιτούσαν μακροχρόνιες σπουδές και απομακρύνονταν όλο και περισ σότερο από την καθομιλουμένη. Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, ωστό σο, οι γλωσσικές συμβάσεις των προηγούμενων γενεών άρχισαν να αγνοούνται, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες περιοχές του Βυζαντίου, και νέα θέματα τράβηξαν την προσοχή των συγγραφέων. Ανάμεσα στα νέα αυτά θέματα συμπεριλαμβάνονται και τα ιπποτικά και ερωτικά μυθιστορήματα που προαναφέρθηκαν. Παρότι στα μέσα του 12ου αιώνα υπήρξε βραχύβιο ενδιαφέρον για-ερωτικές ιστορίες, οι ο ποίες γράφτηκαν σε ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο-γλωσσικό ύφος, η παρου σία αυτού του είδους μυθιστορίας στη βυζαντινή λογοτεχνική παράδοση δεν ήταν ποτέ τόσο έντονη όσο στη λατινική Ανατολή. Τώρα όμως εμφα νίζεται μια σημαντική σειρά αφηγήσεων που περιγράφουν τη μοίρα κακότυχων εραστών, οι οποίοι έχουν ονόματα όπως Βέλθανδρος και Χρυσάντζα ή Λίβιστρος και Ροδάμνη. Συχνά καταφεύγουν σε κάστρα
Ανάγλυφη πλάκα από την Αθήνα που εικονίζει έναν στρατιώτη με φραγκική στολή, φίδι τυλιγμένο στον κορμό ενός φοίνικα και σειρήνα που φορά στέμμα και κρατά λουλούδι, 13ος αιώνας. Το νόημα της παράστασης παραμένει αινιγματικό.
ELIZABETH JE F F R E Y S ΚΑΙ CYRIL MANGO
και συναντούν δράκους και μάγισσες, διάφορα εμπόδια εμπνευσμένα από λαϊκά παραμύθια, αλλά και πειρατές και εξοργισμένους γονείς, μοτίβα κοινά στην κλασική ελληνική παράδοση. 0 σημαντικός ρόλος που έπαιξε ένα πολιτιστικά μεικτό περιβάλλον στη δημιουργία αυτών των κειμένων μπορεί να διαφανεί από αρκετά χαρακτηριστικά τους. Ορισμένα από αυτά τα έργα, κυρίως Ο π όλεμος της Τρωάδος και ο Φ λώ ριος κ α ί η Π λ ά τζία -Φ λ ώ ρ α είναι ελεύθερες μεταφράσεις, το πρώτο ενός γαλλικού και το δεύτερο ενός ιταλικού έργου. Όπως και η Α χ ιλ λ η ίς , όμως, έτσι και αυτά αναφέρονται περιστασιακά μόνο σε χαρακτηριστι κά του φραγκικού πολιτισμού, όπως κομμώσεις ή ενδυματολογικές συ νήθειες. Σ ε όλα είναι εμφανής η προσποίηση ενός αυλικού περιβάλλο ντος, επηρεασμένου πολύ περισσότερο από τα φεουδαλικά ήθη και έθιμα της Δύσης παρά από τη βυζαντινή ιεραρχία, ενώ το λεξιλόγιο για την περιγραφή όλων αυτών των αντικειμένων περιέχει αρκετές γαλλικές, ιταλικές και λατινικές λέξεις. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ των εραστών περιγράφεται με τρόπο που θυμίζει εύλογα τις συμβάσεις της δυτικής
amour courtois. Πιθανότατα επειδή στα μυθιστορήματα το ενδιαφέρον επικεντρώνε ται στις προσωπικές σχέσεις που υπονοούνται στην πλοκή, υπάρχει πλέ ον ολοφάνερα και ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα συναισθήματα του ίδιου του ατόμου και για τις αντιδράσεις του ήρωα (ποτέ της ηρωίδας) προς το περιβάλλον του. Έ τσ ι βλέπουμε τον Στέφανο Σαχλίκη να κυνηγά τις γυναίκες της νύχτας στο Ρέθυμνο, τον Λινάρδο Δελλαπόρτα να στοχά ζεται στη φυλακή τα άσχημα γυρίσματα του βίου του, που ο ίδιος δεν επιδίωξε, και τον Μαρίνο Φαλιέρο να περιγράφει τα όνειρά του. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς προέρχονται από ελληνοενετικές πόλεις της Κρήτης στις αρχές του 15ου αιώνα, όπου η εισαγόμενη ενετική αριστοκρατία είχε συγχωνευθεί σε τέτοιο βαθμό με τους ντόπιους Έλληνες άρχοντες, ώστε να αναπτυχθεί ένας πολιτισμός με το δικό του χαρακτηριστικό μείγμα ιταλικών και ελληνικών στοιχείων. Σ ε αυτό το περιβάλλον δημιουργήθηκαν θεατρικά έργα όπως αυτά του Χορτάτση, που παρουσιάζονταν στις φιλολογικές «ακαδημίες» (Stravaganti, Sterili και Vivi) του Ρεθύμνου και των Χανίων στα τέλη του 16ου αιώνα. Παρατηρείται επίσης ότι οι ιστορικές αφηγήσεις, χωρίς να δημιουρ γούν ένα νέο λογοτεχνικό είδος (αφού η ιστοριογραφία ήταν ανέκαθεν ένα απο τα βασικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής λογοτεχνικής παράδο σης), επικεντρώνονται τώρα στην τοπική ιστορία και όχι στην περιγρα φή του βίου και των έργων των αυτοκρατόρων που εδρεύουν στην Κων σταντινούπολη. Αυτές οι αφηγήσεις καταγράφουν την ιστορία των πε ριοχών όπου είχαν εγκατασταθεί Φράγκοι. Το Χ ρονικό του Μ ορέως, για παράδειγμα, του τέλους του 14ου αιώνα, περιγράφει πώς ο Γουλιέλμος
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΕΤΘΤΝΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΟΦΡΑΓΚΙΚΟΤ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Σαμπλίττης και ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος κατάκτησαν την Πελο πόννησο το 1205, μαζί με λίγους ιππότες, και η αφήγηση συνεχίζεται, καλύπτοντας — στις σωζόμενες εκδοχές του έργου— τα επόμενα 100 χρόνια. Οι ποικίλες εκδοχές στις οποίες έχει φτάσει αυτό το έργο μέχρι τις μέρες μας (ιταλική, καταλανική, αραγωνική, καθώς επίσης γαλλική και ελληνική) πιστοποιούν την πολυπολιτισμική φύση της κοινωνίας ενώ το ίδιο μαρτυρεί κι η συνεχιζόμενη επιστημονική διαμάχη για το αν η πρώτη εκδοχή του Χ ρονικού γράφτηκε στα γαλλικά ή στα ελληνικά. Τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα στην περίπτωση του Χ ρονικού τω ν Τόκκω ν, το οποίο, αν και εξιστορεί την πορεία της ιταλοελληνικής οικογέ νειας που εξούσιαζε την Κεφαλλονιά, δεν γράφτηκε σε καμία άλλη γλώσσα παρά μόνο στα ελληνικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωηρή περιγραφή της δυναστείας των Λουζινιάν την οποία έγραψε ο Λεόντιος Μαχαιράς (περίπου 1380-1432), παρότι στο κείμενό της υπάρχουν έντονα στοιχεία κυπριακής ορθογραφίας και λεξιλογίου. Τα γραφικά στιγμιό τυπα της ζωής στην Αυλή αποδίδουν ανάγλυφα τις εντάσεις που αναμέ νει κανείς σε μια υβριδική κοινωνία. Όλα τα έργα που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα έχουν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό. Σ ε όλα έχει χρησιμοποιηθεί ελληνική φρασεολογία, η οποία απέχει πολύ από την επίσημη αττικίζουσα γλώσσα που θα περίμενε κανείς σ’ ένα λογοτέχνημα, όπως αυτή περιγράφεται στα εγχειρί δια περί γραμματικής, λάγου χάρη, του Μανουήλ Μοσχόπουλου (12651316) ή του Θωμά Μάγιστρου (1270-1347/8). Τα κείμενα από περιοχές του βυζαντινού κόσμου στις οποίες εγκαταστάθηκαν Φράγκοι χρησιμο ποιούν μια μορφή της καθομιλουμένης ελληνικής της περιόδου: αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του Μαχαιρά, ο οποίος χρησιμο ποιεί την κυπριακή διάλεκτο. Αν και στους άλλους συγγραφείς δεν υ πάρχουν δείγματα κάποιας τοπικής διαλέκτου, απαντώνται ωστόσο συ ντακτικές και μορφολογικές δομές που προοιωνίζονται χαρακτηριστικά της νέας ελληνικής. Η πιο εύλογη εξήγηση γ ι’ αυτό το φαινόμενο είναι ότι τα έργα αυτά αποτελούν προϊόντα ενός πολύγλωσσου περιβάλλοντος, όπου οι βυζαντινές γλωσσικές συμβάσεις ήταν θολές. Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να είχε καλή ακουστική κατανόηση των ελληνικών, αλλά μάλλον θα αγνοούσε, ή δεν θα είχε τη δυνατότητα να ανακαλύψει, την πολυπλοκότητα της επίσημης ελληνικής γλώσσας. Σ τις περιοχές αυτές δεν λειτουργούσαν η λογοκρισία και η εκπαίδευση που στην Κωνσταντι νούπολη θα είχαν αφαιρέσει νεολογισμούς από τον γραπτό ελληνικό λόγο. Λεν υπάρχει εξάλλου αμφιβολία ότι μέσω αυτής της ανάμειξης των πολιτισμών έγιναν γνωστές και οι φιλολογικές τάσεις σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπως αποδεικνύουν τα μεταφρασμένα κείμενα. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της
I
'
397
Το καθολικό της μονής της Α γίας Σοφίας στην Τραπεζονντα κτίστηκε από τον αντοκράτορα Μανουήλ Α ' (1238-1263). Εξωτερική άποψη του ναόν από τα νότια. Παρόλο που η αρχιτεκτονική αλλά και ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναόν ακολουθούν κατά βάση τη βυζαντινή τεχνοτροπία, στο καθολικό της μονής έχουν παρεισφρύσει κατά περίεργο τρόπο καυκασιανά, ιταλικά, ακόμα και σελτζουκικά στοιχεία.
λογοτεχνικής παραγωγής στη φραγκική Ευρώπη του 13ου και του 14ου αιώνα είναι ο κυρίαρχος ρόλος της δημώδους γλώσσας, με τη Γαλλική και τις τοπικές διαλέκτους της Ιταλίας να διακρίνονται ιδιαίτερα για τις καινοτομίες τους. Αυτή η αποδοχή της δημώδους γλώσσας πρέπει να σχετίζεται και με το άλλο κοινό χαρακτηριστικό των έργων που προαναφέρθηκαν (με εξαί ρεση το έργο του Μαχαιρά), ότι δηλαδή είναι έμμετρα. Το μέτρο που χρησιμοποιήθηκε είναι ο ρυθμικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος που πρωτοεμφανίστηκε τον 10ο αιώνα, χωρίς σαφή κλασικά και λόγια προηγού μενα. Η έλλειψη κλασικών προτύπων σήμαινε ότι δεν υπήρχαν επίσημοι κανόνες για τη χρήση του. Έ τσ ι, το μέτρο αυτό ήταν προσιτό σε συγγρα φείς και κοινό που ήταν εθισμένοι στο μόρφωμα της καθομιλουμένης, με τον ρυθμό και τις δομές της οποίας ταίριαζε απόλυτα. Ο δεκαπεντασύλ λαβος στίχος ταίριαζε τόσο πολύ στους ρυθμούς του προφορικού λόγου, ώστε έγινε στην ουσία το εθνικό μέτρο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στα ευέλικτα σχήματα δόμησης του Ερωτόκριτον (1590-1610), του ρο μαντικού έπους του Κορνάρου, όπου, όπως και στα θεατρικά έργα του Χορτάτση, συγκεντρώνονται όλες οι κοινωνικές και λογοτεχνικές μείξεις της ενετοκρατούμενης Κρήτης, ο δεκαπεντασύλλαβος απέκτησε λεπτό τητα η οποία έλειπε από τα πρώιμα παραδείγματα. Οι ενσυνείδητες
ΠΡΟΣ Τ Η Ν Κ Α ΤΕΥ Θ Υ Ν ΣΗ ΕΝΟΣ Ε Λ Λ Η Ν Ο Φ Ρ Α ΓΚ ΙΚ Ο Υ Π Ο Λ ΙΤΙΣ Μ Ο Υ
συνθέσεις σε δεκαπεντασύλλαβο στους επόμενους αιώνες από συγγρα φείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως ο Σολωμός (1798-1857), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Ρίτσος (1909-1990) ή ακόμη και ο Ελύτης (19111996), είχαν ως πηγή έμπνευσης μια παράδοση από έπη και μπαλάντες αβέβαιης ηλικίας, ριζωμένη όμως σε μια προφορική παράδοση που α ναπτύχθηκε ιδιαίτερα την περίοδο των ελληνοφραγκικών κοινωνιών. Σ ε αρκετές περιπτώσεις, η ταυτότητα των περιοχών στις οποίες γράφτηκαν αυτά τα έργα αποκαλύπτεται από τα ίδια τα κείμενα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Κύπρου (Μαχαιράς), της Κρήτης (Σαχλίκης, Δελλαπόρτας) ή της Πελοποννήσου (Χ ρονικό του Μ ορέως). Σ ε άλλες περιπτώσεις, όπως στο έργο Ο Π ό λ εμ ο ς της Τρω άδος, το κείμενο δεν παρέχει συγκεκριμένες ενδείξεις, οπότε καταφεύγει κανείς στο επ ι χείρημα ότι ένα τόσο μακροσκελές έργο, με τόσο έντονες επιρροές από το γαλλικό πρωτότυπο θα πρέπει να οφείλεται σε έναν χορηγό που είχε ως έδρα του μια περιοχή όπου υπήρχαν στενές γαλλοελληνικές επαφές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως να πρόκειται για τον Μόριά κατά τον 14ο αιώνα υπό τους Ανδεγαυούς. Άλλοτε πάλι είναι πολύ πιθανό ο συγ γραφέας να κατοικεί στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, αφού και αυτή η πόλη δεν παρέμεινε άτρωτη στις πιέσεις του πολυπολιτισμικού περιβάλ λοντος της. Γ ια αρκετά χρόνια υπήρχαν σημαντικές κοινότητες Ιταλών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως οι Γενουάτες στον Γαλατά,
Το Παλάτι των Δεσποτών στον Μυστρά, δυτικού περισσότερο παρά βυζαντινού ύφους, είναι ένα τριώροφο ορθογώνιο κτήριο που διαθέτει μια ευρύχωρη αίθουσα θρόνου στον τελευταίο όροφο. Ως προς τη διαρρύθμιση το κτίσμα προσομοιάζει με το Παλάτι του Νυμφαίου και το Tekfiir Sarayi στην Κωνσταντινούπολη.
ELIZABETH JE F F R E Y S ΚΑ Ι CYRIL MANGO
4 °°
ενώ ο αυτοκρατορικός οίκος συνέχισε την πρακτική των επιγαμιών με δυτικές οικογένειες, που είχε εγκαινιαστεί τον 12ο αιώνα. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, για παράδειγμα, γιος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β ' και μαρκήσιος του Moritferrat, δεν ξεχώριζε σχεδόν καθόλου από κάποιον άλλον Ιταλό ευγενή, και μάλιστα έγραψε ο ίδιος τη λατινική εκδοχή της πραγματείας του περί διακυβέρνησης, την οποία είχε συνθέσει στην Κωνσταντινούπολη το 1327. Η πιθανή λογοτεχνική δραστηριότητα ενός εξαδέλφου του Θεοδώρου, του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, προβάλλει διάφορα ζητήματα που θέτουν τα κείμενα αυτής της περιόδου. Ο εν λόγω Ανδρόνικος ταυτίζεται συνή θως με τον συγγραφέα του μυθιστορήματος Κατά Καλλίμαχον καί Χρυ-
!
*
I
I
Κτισμένος σε Γαλλικό Γοτθικό ρυθμό, ο καθεδρικός ναός τον Αγιον Νικολάου στην Αμμόχωστο (πρώτο μισό τον 14ον αιώνα) λειτουργεί από το 1571 ως τζαμί. Σ ε αυτόν τον ναό οι βασιλείς της δυναστείας των Αουζινιάν της Κύπρον στέψθηκαν βασιλείς της Ιερουσαλήμ.
ΰ ΪΒ Ϊίι· · .