\u039f \u0393\u03ba. \u0396\u03af\u03bc\u03b5\u03b
\u03a3\u03c0\u03cd\u03c1\u03bf\u03c2 \u0393\u03ac\u0
\u03a0\u03b5\u03c1\u03af\u03bb\u03b7\u03c8\u03b7 \u03a3\u03ba\u03bf\u03c0\u03cc\u03c2 \u03a0\u03c1\u03bf\u03c3\u03b4\u03bf\u03ba\u03ce\u03bc\u03b5\u03bd\u03b1 \u0388\u03bd\u03bd\u03bf\u03b9\u03b5\u03c2 \u03ba\u03bb\u03b5\u03b9\u03b 1. \u0392\u03b9\u03bf\u03b3\u03c1\u03b1\u03c6\u03b9\u03ba\u03ac: \u0397 \u 2. \u039a\u03bb\u03b1\u03c3\u03b9\u03ba\u03ae \u039a\u03bf\u03b9\u03bd\u0 3. \u039d\u03b5\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03b9\u03ba\u03cc\u03c4\u03b7\u03 4. \u03a7\u03c1\u03ae\u03bc\u03b1 \u03ba\u03b1\u03b9 \u03bd\u03b5\u03c9\u0 5. \u03a0\u03cc\u03bb\u03b7 \u03ba\u03b1\u03b9 \u03b7 \u03a4\u03c1\u03b1\u 6. \u0391\u03bd\u03c4\u03b9\u03bd\u03bf\u03bc\u03af\u03b5\u03c2 \u0392\u03 7. \u0395\u03c0\u03af\u03b3\u03bf\u03bd\u03bf\u03b9 \u0394\u03c1\u03b1\u03c3\u03c4\u03b7\u03c1\u03b9\u03cc\u03c4\u03b7\u03c4 \u0392\u03b9\u03b2\u03bb\u03b9\u03bf\u03b3\u03c1\u03b1\u03c6\u03af\u03b1 \u03a3\u03cd\u03bd\u03c4\u03bf\u03bc\u03bf\u03c2 \u03b2\u03b9\u03b2\u03bb
\u03a0\u03b5\u03c1\u03af\u03bb\u03b7\u03c8\u03b7
\u039f \u0393\u03ba. \u0396\u03af\u03bc\u03b5\u03bb \u03c0\u03c1\u03bf\u03 \u03b1\u03c3\u03c4\u03b5\u03b1\u03ba\u03ae\u03c2 \u03b6\u03c9\u03ae\u03 \u03b1\u03bb\u03bb\u03b7\u03bb\u03b5\u03be\u03ac\u03c1\u03c4\u03b7\u03 \u03b1\u03bd\u03c4\u03b9\u03ba\u03b5\u03af\u03bc\u03b5\u03bd\u03c9\u03b \u03b2\u03b1\u03b8\u03bc\u03cc \u03b5\u03c3\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03 \u03c3\u03cd\u03b3\u03c7\u03c1\u03bf\u03bd\u03bf\u03c5 \u03c0\u03bf\u03b
\u03a3\u03ba\u03bf\u03c0\u03cc\u03c2
\u03a3\u03ba\u03bf\u03c0\u03cc\u03c2 \u03b1\u03c5\u03c4\u03bf\u03cd \u03c \u03bf \u0393\u03ba. \u0396\u03af\u03bc\u03b5\u03bb \u03c0\u03c1\u03bf\u03 \u03b5\u03c0\u03b9\u03c3\u03c4\u03b7\u03bc\u03bf\u03bb\u03bf\u03b3\u03a
\u03a0\u03c1\u03bf\u03c3\u03b4\u03bf\u03ba\u03ce\u03bc\u03b5\u03bd\u03b
\u038c\u03c4\u03b1\u03bd \u03b8\u03b1 \u03ad\u03c7\u03b5\u03c4\u03b5 \u \u03b3\u03bd\u03c9\u03c1\u03af\u03b6\u03b5\u03c4\u03b5 \u03c4\u03b9\u03
- \u03c4\u03b7\u03bd \u03c6\u03b9\u03bb\u03bf\u03c3\u03bf\u03c6\u03b9\u03
- \u03c4\u03b9\u03c2 \u03b2\u03b1\u03c3\u03b9\u03ba\u03ad\u03c2 \u03b \u2018\u03c3\u03c7\u03b5\u03c3\u03b9\u03bf\u03ba\u03c1\u03b1\u03c4\u03a
- \u03c4\u03b7\u03bd \u03c0\u03c1\u03cc\u03c3\u03bb\u03b7\u03c8\u03b7 \u03 \u03bd\u03b5\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03b9\u03ba\u03ae \u03c3\u03c5\u03
- \u03c4\u03b7\u03bd \u03ad\u03bd\u03bd\u03bf\u03b9\u03b1 \u03c4\u03bf\u0
- \u03c4\u03b7\u03bd \u2018\u03c4\u03c1\u03b1\u03b3\u03c9\u03b4\u03af\u0
\u0388\u03bd\u03bd\u03bf\u03b9\u03b5\u03c2 \u03ba\u03bb\u03b5\u03b9\u03
\u0391\u03bb\u03bb\u03b7\u03bb\u03b5\u03c0\u03b5\u03bd\u03ad\u03c1\u03 \u039d\u03b5\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03b9\u03ba\u03cc\u03c4\u03b7\u03c
1. \u0392\u03b9\u03bf\u03b3\u03c1\u03b1\u03c6\u03b9\u03ba\u03ac: \u0397 \
2
\u0397 \u03c0\u03c1\u03cc\u03c3\u03bb\u03b7\u03c8\u03b7 \u03c4\u03b7\u03 \u03b5\u03bd\u03b9\u03b1\u03af\u03b1 \u03ba\u03b1\u03b9 \u03c3\u03c5\u03 \u03ba\u03b1\u03b9 \u03b5\u03c0\u03b9\u03bb\u03ad\u03b3\u03b5\u03b9 \u0 \u03b1\u03bd\u03b1\u03ba\u03b1\u03c4\u03b1\u03c3\u03ba\u03b5\u03c5\u03 \u03c0\u03cc\u03bd\u03b7\u03bc\u03b1.
\u0394\u03b5\u03b4\u03bf\u03bc\u03ad\u03bd\u03b7\u03c2 \u03c4\u03b7\u03 \u03c4\u03b7\u03c2 \u03bd\u03b5\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03b9\u03ba\u03 \u03c5\u03c6\u03bf\u03bb\u03bf\u03b3\u03b9\u03ba\u03ac \u03cc\u03c3\u03b \u03c0\u03b1\u03c1\u03bf\u03c5\u03c3\u03af\u03b1\u03c3\u03b7\u03c2 \u03c \u03c9\u03c3\u03c4\u03cc\u03c3\u03bf, \u03ba\u03c1\u03af\u03bd\u03b5\u03c \u03c6\u03b9\u03bb\u03bf\u03c3\u03bf\u03c6\u03b9\u03ba\u03ad\u03c2 \u03c \u03b1\u03c0\u03cc \u03c4\u03bf \u03bf\u03c0\u03bf\u03af\u03bf \u03bf \u0396 \u03c7\u03c1\u03c9\u03c3\u03c4\u03ac \u03c0\u03bf\u03bb\u03bb\u03ac \u03c \u03bd\u03b1 \u03c4\u03b7\u03bd \u03b1\u03bd\u03c4\u03b9\u03c0\u03b1\u0 \u03b4\u03b9\u03ad\u03c0\u03b5\u03b9 \u03c4\u03b7\u03bd \u03b1\u03c4\u0
\u039f \u0393\u03ba\u03ad\u03bf\u03c1\u03b3\u03ba \u0396\u03af\u03bc\u03b \u03c4\u03bf\u03c5 \u0392\u03b5\u03c1\u03bf\u03bb\u03af\u03bd\u03bf\u03c5 \u03b1\u03c0\u03bf\u03c4\u03ad\u03bb\u03b5\u03c3\u03b5 \u03c4\u03bf \u03 \u03c3\u03b7\u03bc\u03b5\u03af\u03bf \u03b5\u03c0\u03b1\u03c6\u03ae\u03c \u03ba\u03b1\u03bb\u03bb\u03b9\u03c4\u03b5\u03c7\u03bd\u03b9\u03ba\u03 \u03c3\u03c4\u03b7 \u03c3\u03c5\u03b3\u03ba\u03c1\u03cc\u03c4\u03b7\u03 \u03b1\u03c0\u03bf\u03c3\u03c0\u03b1\u03c3\u03bc\u03b1\u03c4\u03b9\u03b \u03c0\u03cc\u03bb\u03b7, \u03b1\u03bb\u03bb\u03ac \u03ba\u03b1\u03b9 \u0 \u03c0\u03bf\u03bb\u03bb\u03b1\u03c0\u03bb\u03b1\u03c3\u03b9\u03ac\u03b \u03bf\u03c0\u03bf\u03af\u03b5\u03c2 \u03b1\u03bd\u03c4\u03b9\u03b4\u03c \u03c0\u03b1\u03c1\u03b1\u03ba\u03bc\u03ae\u03c2, \u03bf \u0396\u03af\u03 \u03ba\u03c5\u03c1\u03af\u03c9\u03c2, \u03c0\u03c1\u03bf\u03c3\u03ad\u03b \u03b4\u03c5\u03bd\u03b1\u03c4\u03cc\u03c4\u03b7\u03c4\u03b5\u03c2 \u03 \u03c4\u03bf\u03c5 \u03b3\u03b9\u03b1 \u03c4\u03b9\u03c2 \u03c3\u03c7\u03 \u03ba\u03b1\u03c5\u03c4\u03b7\u03c1\u03b9\u03ac\u03b6\u03bf\u03bd\u03c \u03bf \u03c0\u03bb\u03bf\u03c5\u03c1\u03b1\u03bb\u03b9\u03c3\u03bc\u03c \u03c4\u03b7\u03c2 \u03bd\u03b5\u03c9\u03c4\u03b5\u03c1\u03b9\u03ba\u03 \u03c0\u03bf\u03b9\u03b7\u03c4\u03ae \u03a3\u03c4\u03ad\u03c6\u03b1\u03
\u03a4\u03bf 1890 \u03bb\u03af\u03b3\u03bf \u03bc\u03b5\u03c4\u03ac \u03
\u039a\u03bf\u03b9\u03bd\u03c9\u03bd\u03b9\u03ba\u03ae \u0394\u03b9\u03b1\u03c6\u03bf \u03a0\u03c1\u03bf\u03b2\u03bb\u03ae\u03bc\u03b1\u03c4\u03b1 \u03c4\u03b7\u03c2 \u03a
\u03b5\u03ba\u03c4\u03ad\u03b8\u03b7\u03ba\u03b5 \u03bc\u03b5 \u03b9\u03 (1900). \u03a0\u03ad\u03c1\u03b1 \u03b1\u03c0\u03cc \u03c0\u03bb\u03ae\u0 \u03c0\u03c1\u03b1\u03b3\u03bc\u03b1\u03c4\u03b5\u03cd\u03bf\u03bd\u03c \u03c6\u03ac\u03c3\u03b7 \u03c4\u03bf\u03c5 \u03c3\u03c4\u03bf\u03c7\u03b \u03ba\u03b1\u03c4\u03b7\u03cd\u03b8\u03c5\u03bd\u03b5 \u03c0\u03c1\u03 \u03a0\u03c1\u03ce\u03c4\u03bf\u03c5 \u03a0\u03b1\u03b3\u03ba\u03cc\u03c
\u0397 \u03b5\u03c0\u03bf\u03c7\u03ae \u03c4\u03b7\u03c2 \u03bd\u03b5\u0 \u03c4\u03bf\u03c5 \u03c3\u03b5 \u03c0\u03bb\u03b7\u03b8\u03ce\u03c1\u0 3
Πέρα από την διάθλαση της αστεακής ζωής μέσα από τα νεωτερικά μοτίβα του ξέν του πλάνητα, της περιπέτειας, της ερωτοτροπίας και της φτώχειας, ο Ζίμελ προσε συστηματικά έννοιες όπως το χρήμα, οι μορφές αλληλόδρασης και σύγκρουσης, α έλκεται επίσης, και από μια έντονα αισθητική προσέγγιση της κοινωνίας.
2. Κλασική Κοινωνιολογία και ο Ζίμελ: Σχέσεις και Επιρροές
Ο κεντρικός άξονας της κοινωνιολογικής σκέψης του Ζίμελ δομείται με βάση την έ της κοινωνικής διαφοροποίησης και τον λανθάνοντα εξελικτισμό τον οποίο συνεπ Ο Ζίμελ αναδύει εστιάζει στην ιδέα της «σχέσης» εντός της ολότητας, η οποία και κυριαρχήσει τόσο στις αναλύσεις του για το χρήμα, όσο και στη γενικότερη αντίλη του για την αλήθεια (εμπνευσμένη από τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν [Einstein] και την κρυσταλλογραφία του Λάουε [Laue]), υπογραμμίζοντας τη γενικ στάση του απέναντι στη νεωτερικότητα. Προσπαθώντας να συλλάβει την πολυμορ της νεωτερικότητας ο Ζίμελ οδηγείται στην κατασκευή κοινωνικών τύπων, από το οποίους θα τονίσουμε περισσότερο αυτόν του «ξένου». Εξετάζοντας αυτούς τους «τύπους» ο Ζίμελ εγκαινιάζει μια «κοινωνιολογία των μορφών», καθώς και μια «ιμπρεσσιονιστική» προσέγγιση της νεωτερικότητας, όπως του αποδόθηκε από το μαθητή του Γκυόργκυ Λούκατς.
Ένα δυσχερές ζήτημα της ερμηνευτικής προσέγγισης στο έργο του Ζίμελ, απορρέει την ενσωμάτωση στη θεωρία του ετερόκλητων επιχειρημάτων από την φιλοσοφία τ στο επίπεδο της επιστημολογίας όσο και σε αυτό της ηθικής και της αισθητικής. Υπό έννοια ο Ζίμελ κάνει πράξη την διάγνωση του για την αποσπασματικότητα της νεωτερικότητας: προκειμένου να συλληφθεί επαρκώς η νεωτερικότητα χρειάζεται η η επιστημολογία να υιοθετήσει κάτι από αυτή την αποσπασματικότητα. Αυτή η μεθοδολογική στάση του Ζίμελ δεν θα πρέπει να κριθεί ως επιπόλαια, ερασιτεχνική προσήκουσα σε μια αισθητική προσέγγιση του κοινωνικού. Η ενσωμάτωση ποικίλω φιλοσοφικών παραδόσεων πραγματοποιείται με ιδιαίτερα σύνθετο και συστηματικ τρόπο επιδεικνύοντας αν μη τι άλλο μια βαθιά γνώση των εν λόγω επιχειρημάτων. Κυρίως όμως έλκεται από την αναγκαιότητα προσέγγισης των διαφορετικών επιπέδ αφαίρεσης που εμπλέκονται στη νεωτερική συγκρότηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Ζίμελ φαίνεται να πιστεύει πως καμία φιλοσοφική παράδοση δ είναι κατάλληλη στην ολότητά της στο να προσεγγιστεί το μείζων ζήτημα του νοήμ σε συνθήκες νεωτερικότητας. Μάλλον, αυτό που απαιτείται είναι μια ψηφιδωτή ανασύνθεση των κυριότερων και πιο συνεκτικών φιλοσοφικών θέσεων προκειμένο τεθεί το πρόβλημα της νεωτερικότητας. Πέρα από την επίδραση των Ντίλταϋ (Dilth Λάζαρους (Lazarus), Λότζε (Lotze), και Δαρβίνου (Darwin), η σκέπη υπό την οποία αναπτύχθηκε η φιλοσοφία και κοινωνιολογία του Ζίμελ οικοδομείται από τους Κα (Kant), Γκέτε (Goethe), Χέγκελ (Hegel), Σοπενάουερ (Schopenhauer), Νίτσε (Nietzs και Μπερξόν (Bergson).
Ο Ζίμελ άντλησε τις κοινωνιολογικές επιρροές από ένα περιορισμένο κύκλο στ καθότι το πεδίο της κοινωνιολογίας δεν είχε πλήρως αυτονομηθεί στους κόλ 4
ακαδημαϊκής κοινότητας. Επίσης, δεν καλλιέργησε σχέσεις με την ντουρκχαϊμιαν στη Γαλλία. Συνεργάστηκε, βέβαια, με τον Μαξ Βέμπερ και είναι γεγονός, ότι στο επίπεδο της μεθοδολογίας κυρίως, μπορούν να εντοπιστούν συναφείς κατηγορίες μεταξύ των ιδεότυπων και των μορφών της κοινωνικής αλληλόδρασης στις οποίες εστιάζει ο Ζίμελ. Πιο σημαντικό, ειδικά για τον πρώιμο Ζίμελ, αποδεικνύεται το έ του Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer). Αν και το ενδιαφέρον του Ζίμελ για τις κοινωνικές και φιλοσοφικές συνέπειες της θεωρίας του Δαρβίνου είχε εκδηλωθεί από τους δασκάλους του Λάνγκε (Lange) και Χέλμχολτζ (Helmholtz), αυτό μετατρ σε συστατικό της κοινωνιολογίας του μέσα από την ιδέα της κοινωνικής εξέλιξης Σπένσερ. Σύμφωνα με τον Σπένσερ, η κοινωνία ως σύστημα, εκκινεί από μια κατά άμορφης ενότητας και εξελίσσεται μέσα από τον καταμερισμό της εργασίας σε μι σύνθετη, αλλά προσδιορισμένη ενότητα. Η πρόσληψη της νέας ενότητας του κοινω συστήματος, καθίσταται εφικτή μέσα από τον εντοπισμό σχέσεων μεταξύ των επι στοιχείων. Αυτές οι σχέσεις γίνονται αντιληπτές ως σχέσεις ανταλλαγής ενέργει και απώθησης. Ο Ζίμελ εντάσσει με πρόδηλο τρόπο αυτή τη λογική στη γενικότερη φιλοσοφία του, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σχεσιοκρατία (ο όρος, ωστόσο, που προτιμά ο Ζίμελ είναι ο σχετικισμός, του οποίου το νόημα όμως ελάχιστη συνάφει με το σχετικισμό στα κριτήρια της γνώσης ή τον ηθικό σχετικισμό).
Σε επίπεδο ηθικής θεωρίας ο Ζίμελ δεν ενστερνίζεται τον κοινωνικό δαρβινισμό τ Σπένσερ. Ειδικά στο πρώιμο έργο του, ο Ζίμελ υιοθετεί μοτίβα που προέρχονται απ σοσιαλισμό, όχι όμως από την μαρξική του σκοπιά. Ενώ σε κάποια κείμενά του ο Ζ επικροτεί το αίτημα για κρατική παρέμβαση σε δημόσια αγαθά, όπως η υγεία, με γνώμονα το γενικό συμφέρον, ελέγχει, ωστόσο, σοσιαλιστικές θέσεις για τη μη-κρ τους προσέγγιση σε σχέση με την πραγματοποίηση του ιδεώδους της ισότητας. Η α για επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας κρίνεται ανεπαρκής, εφόσον εκ μια απλουστευτική εικόνα για την πραγματικότητα. Τείνει να εξισώσει την ποικιλομορφία της ζωής αφαιρώντας από την πολυπλοκότητα και διαφοροποίησή Παρόλο που ο Ζίμελ δεν εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, οι πρώιμες θέ του εντάσσονται στην ευρύτερη κριτική του οικονομικού φιλελευθερισμού. Το μοτ της ετερότητας και του πλουραλισμού ανατρέχει σε ισχυρά μοτίβα της φιλοσοφία Νίτσε, τα οποία ο Ζίμελ κινητοποιεί ενάντια σε ρηχά προγράμματα κοινωνικού μετασχηματισμού, τόσο από τον Διαφωτισμό όσο και από τον σοσιαλισμό. Μέσα, από μια πιο προσεκτική ανάλυση φαίνεται ότι δεν αποσκοπεί στη ρήξη με αυτές τι παραδόσεις, αλλά στον εμπλουτισμό τους με βάση την έμφαση στην ατομικότητα οποία διακρίνει τη νεωτερικότητα. Ενδεικτική προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η πεποίθηση του Ζίμελ, ότι ο οπτιμιστικός ορθολογισμός που διακρίνει τον σοσιαλι μετασχηματισμό της κοινωνίας αποτελεί και το κύριο εμπόδιο προς την υλοποίησ στόχων του. Η εξισωτική λογική του σοσιαλισμού υποβαθμίζει την ψ υχολογική κα συναισθηματική διαφοροποίηση των υποκειμένων. Με το να ταυτίζει την ανθρώπ αξιοπρέπεια με τις υλικές προϋποθέσεις αναπαραγωγής τους, ο σοσιαλισμός υποβ την πολυπλοκότητα του κοινωνικού και της υποκειμενικότητας κατά την πρόσληψ από τους δρώντες. Θεωρεί, συνεπώς, ότι μια λογική μετριασμού καθίσταται αναγ προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί προς τον παράγοντα αυτό. Για τον Ζίμελ, η ενσωμάτωση από τον σοσιαλισμό μιας πεσσιμιστικής φιλοσοφίας. Θα πρέπει να τ ότι με τον όρο «πεσσιμισμό», ο Ζίμελ αντιλαμβάνεται την μη-δυνατότητα υπαγωγ αξίας του ανθρώπου σε ποσοτικούς και αντικειμενικούς δείκτες υλικής ευμάρειας 5
Παρόλο που ο ίδιος έχει λάβει θέση υπέρ της οικονομικής ευμάρειας, πρεσβεύει ότ θεωρία μηχανιστικής εφαρμογής της αφαιρεί από τον συναισθηματικό πλούτο τω υποκειμένων και επιδιώκει, λανθασμένα, να παρακάμψει την ατομική αξία των υποκειμένων.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η επιστημολογία και η θεωρία αξιών του Ζίμελ αναπτύχθηκε μέσα στο γενικότερο κλίμα του νέο-καντιανισμού. Η σχέση με τους καντιανούς είναι ιδιαίτερα σύνθετη και αφορά κυρίως γνωσιοθεωρητικά ζητήματ από το αίτημα αντικειμενικής εγκυρότητας των αξιών. Η συζήτηση με τον Χάινριχ Ρίκερτ (Heinrich Rickert) στην οποία ενεπλάκη ο Ζίμελ, επικεντρώθηκε στο πρόβλ της σχέσης των αξιών με την ιστορική πραγματικότητα. Συνοπτικά, ο Ρίκερτ θεωρ το επίπεδο αντικειμενικότητας των αξιών αναζητείται σε ένα υπερβατολογικό πλ θεμελιωδών πεποιθήσεων, πέρα από την ιδιαιτερότητα και τυχαιότητα του υλικού επιστημών του πνεύματος (Geisteswissenschaften). Προκειμένου να τεθεί συνοχή και δεσμευτικότητα στο ιστορικό υλικό αυτών των επιστημών, οι αξίες χρειάζεται να παραχθούν μέσω λογικής επαγωγής· λειτουργούν, δηλαδή, ως προϋποθέσεις συγκρότησης της ιστορίας και του πολιτισμού. Η επιστημολογία και αξιολογία το εμφανίζει ομοιότητες με αυτή του Ρίκερτ. Υπάρχουν, ωστόσο, αποφασιστικές διαφ Για παράδειγμα, αυτό, που επισημαίνει ο Ζίμελ στη δαιδαλώδη συζήτηση περί αξι εκείνη την εποχή (Schnädelbach, 1984: 161-91), είναι ότι οι αξίες και οι εκτιμήσει τα πράγματα, δεν εσωκλείονται στη βασίλειο του λογικού κύρους, αλλά διαμεσολαβούνται από τη δράση των υποκειμένων και της κοινωνίας. Αυτό που εν Ζίμελ, δεν είναι το κοινότοπο επιχείρημα περί διαφορετικής εγκυρότητας των αξι χώρο και στο χρόνο. Αντίθετα, οι αξίες διακρίνονται από δι-υποκειμενικότητα. Ότ υποκείμενα θέτουν στόχους, ιδεώδη, ή αισθητικά κριτήρια, το πράττουν σε συνάρ με άλλους δρώντες σε μια συνεχή διαδικασία ανταλλαγής συναισθημάτων, ιδεών αντικειμένων. Δεσμεύονται, δηλαδή, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, από τους ό τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις των δρώντων με τους οποίους σχετίζονται σε οποιαδήποτε τάξη κοινωνικού μεγέθους (π.χ. φιλία, ερωτοτροπία, οικογένεια, οικ έθνος κλπ.). Η κοινωνιολογία του Ζίμελ στοχεύει στην κατανόηση αυτών των όρω μορφών δι-υποκειμενικών σχέσεων. Το επιστημολογικό μοντέλο της σχεσιοκρατί εκπληρώνει αυτό το επιστημονικό αίτημα και, αποτελεί, κατά τον Ζίμελ το πλέον κατάλληλο μεθοδολογικό πρόγραμμα για την κατανόηση της νεωτερικότητας.
3. Νεωτερικότητα και Κοινωνιολογική Μέθοδος
Το βασικό σημείο εκκίνησης της κοινωνιολογίας του Ζίμελ είναι κατεξοχήν νεωτε εστίαση στο στοιχείο της αλληλόδρασης προδίδει μια μη στατική προσέγγιση της κοινωνίας, με απώτερο σκοπό την προσέγγιση και κατανόηση της δυναμικής της νεωτερικότητας. Αναζητώντας όμως τις μορφές της αλληλόδρασης, ο Ζίμελ επιχε εντοπίσει τους όρους δυνατότητας της κοινωνίας συνεχίζοντας το επιστημολογικ πρόγραμμα του Καντ. Καθώς, αντιλαμβάνεται τα περιεχόμενα της ανθρώπινης δρ ως τάσεις που οδηγούν τα άτομα σε σχέσεις με άλλους, αλλά και ως και ανάγκες, σκοπούς και κίνητρα, ο Ζίμελ κατευθύνει το μέλημα της κοινωνιολογίας στην 6
απομόνωση των μορφών εκείνων που συνθέτουν τα εν λόγω περιεχόμενα σε κοινω οντότητες και θεσμούς. Τέτοιου τύπου μορφές αποτελούν η ‘ανταλλαγή’, η ‘αμοιβαιότητα’, η ‘σύγκρουση’ και η ‘απόσταση’.
Το 1890 ο Ζίμελ εκδίδει το πρώτο του κοινωνιολογικό έργο, με τίτλο Κοινω Διαφοροποίηση. Μετατοπίζοντας το αντικείμενο της ανάλυσης από την κοινωνική ομάδα στο άτομο, ο Ζίμελ επιχειρεί να συνδέσει τη διαδικασία της κοινωνικής διαφοροπ με τον αυξανόμενο ατομικισμό της νεωτερικότητας. Παρόλο λιγότερο ευαίσθητος ότι, για παράδειγμα, ο Ντουρκχάιμ σε ζητήματα κοινωνικών όρων της ατομικότητ Ζίμελ δεν αποσυνδέει το φαινόμενο του ατομικισμού από τις συλλογικές προϋποθ του. Συνδέει τον ατομικισμό με μια γενικότερη διάχυση ενός κοσμοπολίτικου πνε και ιδεών, το οποίο προέρχεται τόσο από μια καντιανή κατεύθυνση γενικότητας τ νόμου, όσο και από τον εμπλουτισμό της με έμφαση στη διαφορετικότητα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ατομικισμού. Όταν ο Ζίμελ συνδέει τη διαφοροποίη τον ατομικισμό, κατανοεί αυτά τα φαινόμενα μέσα από το πρίσμα μιας νέας καθολικότητας που προάγει πλουσιότερες μορφές σχέσης του ανθρώπου με την ατομικότητα και τη συλλογικότητα. Η έμφαση στον ατομικισμό αποτελεί κατάλοι επιρροής που άσκησε η φιλοσοφία του Νίτσε στη σκέψη του Ζίμελ. Αντανακλά, μά ένα κανονιστικό αντίβαρο και αίτημα, απέναντι στις εξισωτικές τάσεις της νεωτερικότητας. Στην προσπάθειά του να θεμελιώσει μια θεωρία διαφοροποίησης ποιοτικού ατομικισμού, ο Ζίμελ δεν οδηγείται σε κάποια δυϊστική λογική, η οποία απέκλειε κοινωνικοπολιτικά ιδεώδη που εδράζονται στην αξία της ισότητας. Δεν τυχαίο, συνεπώς, ότι επιχειρεί να συμφιλιώσει τον ατομικισμό της νεωτερικότητα δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Ο Ζίμελ εκλαμβάνει τη δημοκρατία ως όρο έκφρασ της ατομικότητας (Simmel, 1986: 153-4)και αποφεύγει έτσι την ταύτισή της με τη της νεωτερικότητας, όπως την αντιλήφθηκαν τόσο ο Νίτσε όσο και σύγχρονοι του Επίσης, σε σχέση με τον σοσιαλισμό, ο Ζίμελ ισχυρίζεται ότι σε αυτόν εκφράζετα βαθύτερη ψυχολογική ορμή των ανθρώπων για ευτυχία και ως εκ τούτου, η επέλευ νέου ποιοτικού ατομικισμού που αξιώνει, θα πρέπει να αναζητήσει τη συμφιλίωσή σοσιαλιστικά ιδεώδη.
Κινητοποιώντας πολύ μοντέρνα μοτίβα, όπως αυτό της πολυπλοκότητας του κοιν ο Ζίμελ θεωρεί ότι η αύξηση και πολλαπλασιασμός των κοινωνικών σφαιρών στη νεωτερικότητα, θέτει σε νέα βάση το αίτημα για ενότητα (ψυχική, ηθική κλπ.), το ο δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί στα πλαίσια προ-νεωτερικών συνεκτικών ταυτο και συλλογικοτήτων. Η τάση της διαφοροποίησης, ωστόσο, δεν βιώνεται πάντα μ τρόπο που θα επιθυμούσαν αισιόδοξες θεωρίες γραμμικής προόδου και εκσυγχρον Η διαφοροποίηση πραγματοποιείται οριζοντίως (ως καταμερισμός της εργασίας κ εξειδίκευση των επιμέρους λειτουργιών) αλλά και καθέτως ως ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Η πολυπλοκότητα αυτής της παράλληλης και διπλή διαδικασίας διαφοροποίησης σε συνδυασμό με την τυχαιότητα κατά την ιστορική επέλευση, εμφανίζεται με ασύμμετρο τρόπο, είτε ως ρήξη και αντίσταση με πλευρέ διαφοροποίησης, όσο και με αντιλήψεις παρακμής και απώλειας των κανόνων.
Στο έργο του Κοινωνιολο γία (1908), ο Ζίμελ διατυπώνει τις βασικές παραμέτρους πο καθιστούν την κοινωνιολογία έγκυρη και αυτόνομη επιστήμη. Η κοινωνιολογία δ αναζητά τα κίνητρα των δρώντων, αλλά θέτει το ακόλουθο ζήτημα: εάν υπάρχουν 7
δρώντες, που εντοπίζονται οι όροι που διαμορφώνουν στη συνείδησή τους την κοινωνικότητά τους; Δηλαδή, επιδιώκει να απομονώσει τους apriori όρους που καθιστούν εφικτή την εμπειρική ύπαρξη του δρώντα ως κοινωνικού όντος. Σε συν με την γενικότερη σχεσιοκρατική επιστημολογία του, ο Ζίμελ θεωρεί πως η κοινωνιολογία θα πρέπει να εστιάσει στις μορφές «εκκοινωνισμού ( Vergsellschaftun (κοινωνικής αλληλόδρασης), είτε αυτές αφορούν άτομα είτε κοινωνικές ομάδες. Σ αντίθεση όμως με τον Καντ, ο Ζίμελ θεωρεί πως η ενότητα της κοινωνίας δεν χρειά κάποιον παρατηρητή, αφού τα στοιχεία που απαρτίζουν την κοινωνία είναι τα ίδια συνειδητά υποκείμενα τα οποία με τη δράση τους τη συνθέτουν. Ως εκ τούτου, το ζήτημα της ολοκληρωμένης γνώσης μας για τους δρώντες αποκτά δευτερεύουσα σημασία, καθώς μας παρέχεται μέσα από διυποκειμενικές μορφές αναγνώρισης κ δράσης που καθιστούν εφικτή την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο ο Ζίμελ ανακατασκευάζει το υπερβατολογικό επιχείρημα του Καντ και το οδηγεί προς μια εγελιανή διαλεκτική θεώρηση της κοινωνίας ως σχεσιακό σύστημα αναγνώρισης των δρώντων. Πέρα από κάποιες προφανείς μορφές κοινωνικής αλληλόδρασης, όπ αυτή της κοινωνικής τάξης, ο Ζίμελ διέκρινε πρόσθετες μορφές αλληλόδρασης, όπ έρωτας, η συνομιλία, η διαπροσωπική σύγκρουση, η δυαδική και τριαδική σχέση. Ο νεωτερικός προσανατολισμός της κοινωνιολογίας του Ζίμελ διαπιστώνεται και σ επίπεδο της μεθοδολογίας: οι μικρο-κοινωνιολογικές μορφές αντανακλούν τον πλουραλισμό και την ελευθερία της νεωτερικότητας, και συνεπώς χρίζουν συστηματικότερης προσέγγισης από την κοινωνιολογία.
Οι μορφές αλληλόδρασης, όπως η ερωτοτροπία, η συνομιλία ή το τακτ, αναδεικνύ διάσταση του κοινωνικού παιχνιδιού και εκφράζουν μια ουσιώδη στιγμή της νεωτερικότητας. Το παιχνίδι μεταξύ εγγύτητας και απόστασης που χαρακτηρίζει ανωτέρω μορφές εκπληρώνει και την ηθική στάση της συμφιλίωσης της συλλογικ με την ατομικότητα. Για παράδειγμα, η κοινωνικότητα (Geselligkeit) ως μορφή αλληλόδρασης καθίσταται δημοκρατική, στο βαθμό που η επιτυχία της βασίζεται πρόνοια για τη συλλογικότητα· το άτομο αντλεί ικανοποίηση μόνο στο βαθμό που ικανοποιούνται οι άλλοι. Η διάσταση του παιχνιδιού που χαρακτηρίζει την κοινωνικότητα διαχέεται σε διάφορα επίπεδα διυποκειμενότητας. Η κοινωνικότη θέτοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάλληλη μορφή, εκκινεί μεν από αισθητικά κίνητρα, αλλά οδηγείται στην εκπλήρωση κανονιστικών σκοπών. Ταυτίζοντάς τη «καλή μορφή», η οποία προσδιορίζεται ως «αμοιβαίος αυτοπροσδιορισμός» και «αλληλεπίδραση των επιμέρους στοιχείων», ο Ζίμελ (1997: 121), την ανυψ ώνει σ επίπεδο της ενότητας στο οποίο στοχεύει και η ίδια η κοινωνία. Σχετικά με το κανονιστικό φορτίο της κοινωνικότητας, αποτελεί σαφή ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση, η αναφορά του Ζίμελ στην καντιανή ηθική, η οποία αναζητά την αρχή νόμου στο μέτρο της ελευθερίας, το οποίο θα καθίστατο εφικτό σε συνάρτηση με τ ελευθερία των άλλων προσώπων. Το στοιχείο της ενότητας που υποβαστάζει την εναλλαγή εγγύτητα και απόστασης αντιπροσωπεύεται στη μορφή της κοινωνικότ Αν και μια γενίκευση δεν θα πρέπει να επιχειρηθεί σε αυτό το σημείο, είναι σαφές Ζίμελ κινείται προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης των γενικών όρων της κοιν ζωής (ισότητα, δικαιοσύνη, δημοκρατία) με την έκφραση της ατομικότητας. Πέρα κοινωνιολογικά του γραπτά, η συμφιλίωση αυτή τεκμαίρεται και από τις φιλοσοφ του θέσεις. Θεωρώντας ότι η ηθική θεωρία του Καντ, η οποία απέδωσε το στίγμα τ ατομικισμού στον 18ο αιώνα εξέφραζε την ποσοτική πλευρά της ατομικότητας, ο Ζ
επιδιώκει τον εμπλουτισμό της ατομικότητας στην ώριμη νεωτερικότητα. Η μετάβ αυτή τοποθετείται στην επιστροφή νέο-ρομαντικών μοντέλων που επιχειρούν την αντικατάσταση του ‘μονιστικού ατομικισμού (Einzelheit)’ από έναν ‘ατομικισμό τη μοναδικότητας (Einzigkeit)’ και αντανακλούν τόσο τον ιστορισμό του Χέρντερ (Her όσο και τον ρομαντισμό των Γκέτε (Goethe) και Φρ. Σλέγκελ (F. Schlegel) (Simme 1971: 224). Ωστόσο, η απορία που προκύπτει από την οξυδερκή επεξεργασία του Ζ αφορά τον εντοπισμό εκείνων των μορφών που θα εκπληρώνουν την ηθική και αισ στάση του μετριασμού για το σύνολο των υποκειμένων. Ενώ ο Ζίμελ επιτυγχάνει τ εντοπισμό τέτοιων μορφών σε μικροκοινωνιολογικό επίπεδο, καθώς, επίσης και σ μεταφυσικό, τίθεται ως ζητούμενο το εγχείρημα της παραγωγής αντίστοιχων μορ επίπεδο κοινωνικών θεσμών. Ακόμα και η συστηματική έκθεση της έννοιας του χρήματος αντανακλά αυτή την ταλάντευση μεταξύ της καθημερινής πρακτικής κα μεταφυσικού συμβολισμού.
Πέρα από τον χαρακτηριστικό δυϊσμό μεταξύ ‘ατόμου’ και ‘κοινωνίας’, ο οποίος οφείλεται εν πολλοίς στον καταμερισμό της εργασίας και την αυξανόμενη εξειδίκ στη νεωτερικότητα, ο Ζίμελ οραματίζεται πληρέστερες κατηγορίες που θα υπερβα τα ιδεώδη που τίθενται στην σύγχρονη εποχή. Ενώ έλκεται από την έμφαση στην ετερότητα που αξιώνει ο ατομικισμός της μοναδικότητας, ο Ζίμελ διαπιστώνει τις προβληματικές συνέπειες που ακολουθούν από την απώθηση του πρώτου τύπου ατομικισμού. Ο άπειρος κατακερματισμός της ατομικότητας ενδέχεται να ενθαρρ ακραίες μορφές καταμερισμού της εργασίας σε συνδυασμό με την τάση του χρήμα για άπειρη επέκταση σε σφαίρες που αξιώνουν μοναδικότητα. Δηλαδή, και οι δύο μ ατομικισμού κρίνονται ανεπαρκείς, ακριβώς διότι εμφανίζονται στη νεωτερικότη αλληλοαποκλειόμενες συναρτήσεις εννοιών. Αν κρίνουμε από τις αναφορές του Ζ στην θεματική της αλλοτρίωσης, η ίδια η αντίστιξη των κατηγοριών εκφράζει τις βαθύτερες δομικές και συστημικές αντινομίες του καπιταλισμού. Η αδυναμία του να καταδείξει με σαφήνεια τις μορφές μιας ευρύτερης ατομικότητας δεν αφαιρεί α διεισδυτικότητα της διάγνωσής του για την αναγκαιότητας σύνθεσης των δύο πόλ ατομικότητας και τον εντοπισμό της έντασης μεταξύ τους στις αντινομίες της εργαλειακής νεωτερικότητας.
Το σημείο προσέγγισης της μεθοδολογίας του Ζίμελ με αυτό του Βέμπερ (ιδεότυπο εντοπίζεται στην κατασκευή κοινωνικών τύπων. Η περίπτωση του «ξένου» είναι η αντιπροσωπευτική. Για τον Ζίμελ ο «ξένος» χαρακτηρίζεται από μια παράδοξη θέ στην κοινωνία: είναι γεωγραφικά κοντά στην κοινωνία, αλλά πολιτισμικά και ψυχολογικά βρίσκεται σε απόσταση. Ενώ σε ορθόδοξες εκτιμήσεις ο «ξένος» γίνε αντιληπτός με όρους κοινωνικού αποκλεισμού και μόνο, στο σχήμα του Ζίμελ συν με θέση ισχύος λόγω της αντικειμενικότητας που τον διακρίνει. Το περιθώριο, συν ενέχει μια προνομιακή προοπτική. Αυτή συνίσταται στην απόσταση του ξένου προ διάφορες ομάδες της εκάστοτε κοινωνίας. Όπως στην περίπτωση των ιταλικών πό που κατέφευγαν σε ξένους δικαστές, η αντικειμενικότητα που προσφέρει η απόστ εκλαμβάνεται ως θετική σχέση συμμετοχής στην κοινωνία. Μετατρέποντας και τη προσωπική του εμπειρία σε στρατηγική της κοινωνιολογίας, η κατηγορία του «ξέ ανάγεται σε δείκτη της νεωτερικότητας, στο βαθμό που η σύγχρονη κοινωνία λόγω αυξημένης διαφοροποίησης και κινητικότητας μετατρέπει τους δρώντες σε «ξένο Αυτή η ιδιότητα των δρώντων στη νεωτερικότητα, συνδέεται και με την δυνατότη 2
9
αντικειμενικής προοπτικής, καθώς είναι αναπόφευκτη η σχέση μας με άλλους χώρ πεδία ιδεών, στυλ και δραστηριότητες μέσα από το «περιθώριο». Εφόσον η συμμετ μας σε όλους τους επιμέρους χώρους καθίσταται ανέφικτη, η ιδιότητα του «ξένου επιτρέπει το «παιχνίδι» με τις ποικίλες μορφές της νεωτερικότητας.
Η «ιμπρεσσιονιστική» μέθοδος αποδίδεται στον Ζίμελ από τον Γκυόργκυ Λούκατς (György Lukács) και υιοθετείται από μέρος της έρευνας προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί η κοινωνιολογική του προσέγγιση. Στο πλαίσιο αυτό ο ιμπρεσσιονισμός εκδηλώνει την αντίσταση του ‘βίου’ ενάντια στη ‘μορφή’ (κυρίαρ μοτίβο της φιλοσοφίας της ζωής) και στην συστηματοποίηση των περιεχομένων τη πραγματικότητας. Η ενασχόληση με την κοινωνική πραγματικότητα δεν εκκινεί μ την πρόσβαση στην ολότητα. Αντίθετα, επιδιώκει να συλλάβει την διάθλασή της μ από το πλήθος των ερεθισμάτων και αποσπασματικών στιγμών της. Παρόλο που κ μορφή ολότητας προκύπτει από την ιμπρεσσιονιστική ανάγνωση της νεωτερικότη συνδεσμολογία μεταξύ των μερών της δεν υπάγεται σε αυστηρά προσδιορισμένη σ Το μόνο που μπορεί να εκληφθεί ως τέτοια σχέση είναι η αλληλεπενέργειά τους (Wechselwirkung) (Papilloud, 2003). Σε γενικές γραμμές, η αλληλεπενέργεια αναφέρε στο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, βάσει των οποίων επιμέρους ποιότητες αναγνω ως φορείς αξίας (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τον κοινωνικό τύπο του «ξέν και στην διαλεκτική συνάφεια της σχέσης μορφής και βίου. Σηματοδοτεί, επίσης, κ κυκλικό χαρακτήρα της σχεσιοκρατικής επιστημολογίας του, με βάση το μοντέλο αμοιβαίας και όχι γραμμικής αιτιότητας. Σε αντίστιξη με μεγαλεπήβολα οράματα συντονισμού διαφοροποίησης και συνεκτικότητας τα οποία ο Simmel περιφρονεί καυτηριάζει η στάση που κρίνεται ως πιο ενδεδειγμένη αφορά στη προσπάθεια ανεύρεσής του σε ενδιά μεσες περιοχές του κοινωνικού, μεθοδολογική κίνηση που δικαιολογείται λόγω της αυξημένης συστημικής πολυπλοκότητας του κοινωνικο
Συναντάμε σε αυτό το σημείο το μοτίβο του πλάνητα ( flâneur), (Frisby, 1981) μέσα το οποίο η κοινωνιολογία του Ζίμελ εκφράζει την ευχαρίστηση της περιπλάνησης πλήθος μορφών που χαρακτηρίζουν τη νεωτερικότητα και τη μητρόπολη ως κύριο εκφραστή της. Αντί η κοινωνιολογική παρατήρηση να αναλώνεται στην δογματικ προσπάθεια εντοπισμού της ολότητας, ο Ζίμελ προκρίνει την μικροκοινωνιολογικ παρατήρηση (μέσα από ένα αέναο παιγνίδι εγγύτητας και απόστασης με τις μορφέ πραγματικότητας) του πλουραλισμού στο δίκτυο της νεωτερικότητας.
Ωστόσο, ο Ζίμελ δεν ακυρώνει την έννοια της ολότητας. Οι καταβολές από τη φιλο του Σπινόζα (Spinoza) και του Χέγκελ διατηρούν αυτό το αίτημα, το οποίο ο Ζίμελ επαναπροσδιορίζει στη νεωτερικότητα. Πως όμως επιτυγχάνεται η αναγνώριση ε μέτρου και η ιδέα της ολότητας που αναγκαία το συνοδεύει; Ο Simmel υποδεικνύε ανταλλαγή ως τον τρόπο (όχι αποκλειστικά οικονομικό) συγκρότησης της ολότητας. Αυτή σηματοδοτεί και τον «αμοιβαίο προσδιορισμό της αξίας από τα αντικείμενα. την ανταλλαγή, κάθε αντικείμενο αποκτά μια πρακτική πραγματοποίηση και μέτ αξίας του μέσω ενός άλλου αντικειμένου» (Simmel, 1990: 78). Αυτή η «αμοιβαία εξισορρόπηση» (Simmel, 1990: 79) απομακρύνει τα αντικείμενα από το πεδίο της υποκειμενικής του εγκυρότητας. Καθώς κάθε αντικείμενο εκφράζει την αξία του άλλο αντικείμενο η αξιολόγηση ως σχέση εννοιών ή ποιοτήτων σηματοδοτεί και τ αντικειμενοποίησή τους. Στο επίπεδο της γνωσιοθεωρίας και ως έκφραση της 10
σχεσιοκρατίας, ο Ζίμελ κάνει λόγο για τις αμφίδρομες σχέσεις μέσα από τις οποίε αναπτύσσεται το αντικειμενικό δίκαιο, καθώς τα υποκειμενικά διαφέροντα και ο δυνάμεις των ατόμων εξισώνονται, προσδιορίζουν αμοιβαία τη θέση και το μέτρο αποκτούν μέσω της ανταλλαγής αξιώσεων και περιορισμών την αντικειμενική μο εξισορρόπησης και της δικαιοσύνης» (Simmel, 2004: 131). Η ολότητα, συνεπώς, προσεγγίζεται μεν με μεταφυσικό τρόπο μέσα από την έγερση της αλληλεπενέργει μορφή που συμβολίζει ακόμα και τη συμπαντική ενότητα, αλλά και με κανονιστικ ολότητα σχέσεων δικαιοσύνης.
4. Χρήμα και νεωτερικότητα
Ίσως το καταλληλότερο σημείο εντοπισμού μιας θεωρίας της νεωτερικότητας στο να μην είναι άλλο από τη Φιλοσοφία του Χρήματος (1900). Η σχέση του Ζίμελ με τον Μαρξ είναι περιορισμένη, αν και η ανάλυση της νεωτερικότητας στη Φιλοσοφία το Χρήματος, εμπνέεται ευθέως από το Κεφάλαιο. Ο Ζίμελ συμφώνησε εν μέρει με τον Μαρξ, αναγνωρίζοντας ότι η ανταλλαγή μπορεί να επιφέρει αλλοτριωτικές συνέπ τόσο στη συνείδηση όσο και στη κοινωνία γενικότερα. Ωστόσο, για τον Ζίμελ η ανταλλαγή αντιπροσωπεύει μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές κοινωνίωση φέρει εν δυνάμει κανονιστικό φορτίο παράγοντας δικαιοσύνη κατά την αμοιβαία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Μια προφανής αντίστιξη με τον Μαρξ ανατρέ στην θεωρία της αξίας. Ο Ζίμελ θεωρεί ότι ο Μαρξ υποβάθμισε τον ιστορικό χαρακ της πνευματικής ενέργειας που διευκολύνει την παραγωγή και αντιπροσωπεύεται αξία του προϊόντος. Ωστόσο, η γενικότερη σχέση με τον Μαρξ δεν είναι ανταγωνισ Μάλλον, ο Ζίμελ επιχειρεί, όπως τονίζει ο ίδιος, ότι συμπληρώνει τον ιστορικό υλ παρέχοντας το ψυχολογικό του υπόβαθρο. Επιπλέον, ο Ζίμελ εστιάζει στην ανταλ ως προς την κατανάλωση και τις παθογένειες που εγκυμονούν σε αυτή τη σφαίρα την καπιταλιστική οικονομία.
Ο Ζίμελ χρησιμοποιεί το χρήμα προκειμένου να απαντήσει σε σύνθετα επιστημολο και οικονομικά ζητήματα. Στην ουσία όμως, επιχειρεί να συγκροτήσει μια θεωρία νεωτερικότητας. Έχοντας οικοδομήσει την κοινωνιολογία πάνω στην έννοια της αλληλόδρασης, ο Ζίμελ την προσδιορίζει στη συνέχεια ως ανταλλαγή, η λειτουργ οποίας έγκειται στην εξασφάλιση της αλληλόδρασης μεταξύ των ατόμων. Ως το κατεξοχήν σύμβολο της ανταλλαγής στην πιο καθαρή μορφή της το χρήμα εγείρετ τον Ζίμελ σε καθολικό σύμβολο της αλληλόδρασης. Μάλιστα, αυτή η συμβολική τ δυνατότητα μέσω της οποίας αναπαριστά σχέσεις αξίας μεταξύ αντικειμένων σε αφηρημένη μορφή, καθιστά το χρήμα σημαντικό εκφραστή της νεωτερικότητας. Μ μέσα από ένα σύμβολο που ανατρέχει στο ελάχιστο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά αντικειμένων, μπορεί να εξασφαλιστεί η ενασχόληση με την ετερότητα και να εξασφαλιστεί εν μέρει η ελευθερία της νεωτερικής και αστεακής ζωής. Ο αφηρημέ χαρακτήρας του χρήματος υπερβαίνει τις ιδιαιτερότητες των αντικείμενων και επ έτσι τον συντονισμό μεταξύ των πιο ετερόκλητων πλευρών και ποιοτήτων της ζω χρήμα ως απόλυτο εργαλείο παρέχει πρόσβαση σε άπειρα μέσα για την πραγματοπ των επιμέρους σκοπών των ατόμων. Ακριβώς όμως λόγω της απόλυτης εργαλειακ 11
του, το χρήμα αναπαρίσταται στη μοντέρνα συνείδηση ως ο απόλυτος σκοπός. Η μετατόπιση στη συνείδηση σηματοδοτεί και μετατόπιση στην πραγματικότητα. Σύ με τον Ζίμελ η αντιστροφή στην ακολουθία μέσων προς σκοπούς που επιφέρει η ανεπτυγμένη χρηματική οικονομία οδηγεί σε σημαντικές αλλοτριώσεις στη συνεί Παρόλο που ο Ζίμελ αναζητεί επίμονα έναν συγκροτημένο τρόπο αναπαράστασης δυναμισμού της νεωτερικότητας, γνωρίζει ότι το χρήμα ως τέτοιος εκπρόσωπος εκπληρώνει αυτό το αίτημα. Αποτελεί την πραγμοποιημένη μορφή της γενικότερης μορφής της ύπαρξης, σύμφωνα με την οποία τα αντικείμενα σημασιοδοτούνται μέ τις σχέσεις μεταξύ τους. Ως εκφραστής λοιπόν της σχεσιοκρατίας που χαρακτηρίζ διαφοροποιημένο κόσμο, το χρήμα ανυψώνεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο αφαίρ ως απόλυτη έκφραση και ισοτιμία όλων των αξιών, καθίσταται το κέντρο της πραγματικότητας όπου ακόμα και τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα μπορούν να βρο χρήμα τον κοινό παρανομαστή τους. Το χρήμα, συνεπώς, συμβολίζει την αμοιβαία αλληλεξάρτηση των ανθρώπων, όπου η ικανοποίηση της ατομικής ανάγκης εξαρτά ένα ευρύτερο πλέγμα σχέσεων, του οποίου και η ίδια αποτελεί μέρος. Επιπλέον, μέ της κυκλοφορίας του, το χρήμα εκφράζει το δυναμισμό της νεωτερικότητας.
Ο Ζίμελ θεωρεί ότι η τάση του χρήματος να μετατίθεται στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων στη νεωτερικότητα καλλιεργεί την ανάπτυξη παθολογικών τύπω συνείδησης, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η αλλοίωση της τελεολογικής σημα του χρήματος. Στον τύπο συνείδησης που συναντάμε στον φιλάργυρο το χρήμα πα αποκτά σημασία ως προς την κυκλοφορία και κινητικότητά και αντιμετωπίζεται ω απόλυτο σύμβολο. Ο φιλάργυρος αντλεί ικανοποίηση από το γεγονός ότι κατέχει χ και από τη δυνητική του αγοραστική ισχύ. Η δυνατότητα ισχύος που προσφέρει το έχει εγερθεί σε αυτοσκοπό και αντανακλά τη φετιχιστική εμμονή για συσσώρευσή Αντίθετα ο ψυχολογικός τύπος του σπάταλου αντλεί την ικανοποίηση που παρέχε χρήμα, αποκλειστικά τη στιγμή της ανταλλαγής με κάποιο αντικείμενο. Η στιγμια ευχαρίστηση της σπατάλης προϋποθέτει μια αφαίρεση από τις ευρύτερες ποιότητε αντικειμένων και τον υποβιβασμό της αξίας τους σε ερέθισμα καθεαυτό. Και πάλι έγερση του χρήματος σε αξία καθεαυτή αποτελεί την αιτία της συγκεκριμένης παρόρμησης μέσα από την πλάνη της σπάταλης συνείδησης για το χρήμα ως τη «δυνατότητα όλων των αξίων» εφόσον –ως απόλυτο μέσο- είναι και η «αξία όλων δυνατοτήτων».
Ως αντίδραση σε αυτή την εξισωτική λογική και το ολοένα ευρύτερο βεληνεκές το χρήματος, παρατηρείται, σύμφωνα με τον Ζίμελ, μια αντιδραστική τάση, η οποία εξισώνει πλέον το χρήμα με τα δεινά αυτού του κόσμου και ανυψ ώνει τον ασκητισ υπέρτατη αξία. Ο ασκητισμός και η έννοια της φτώχειας την οποία προϋποθέτει α στο χρήμα την ίδια την έννοια των μέσων και προάγει την ιδέα της άμεσης πρόσβα στους ευγενείς σκοπούς –συχνά θρησκευτικού τύπου, όπως η σωτηρία της ψ υχής– τη χρηματική διαμεσολάβηση τους. Μέγιστης σημασίας για την κριτική σε νεωτερ παθολογίες, αποτελεί η μορφή συνείδησης που αντιστοιχεί στον κυνισμό. Ο νεωτε τύπος του κυνισμού –σε αντίθεση με τον αρχαίο κυνισμό όπου αυτός εξέφραζε αποστροφή μόνο προς τις υλικές αξίες– αυξάνει στο βαθμό, όπου το χρήμα εντάσσ στην περιφέρειά του αξίες όπως η εντιμότητα, οι πεποιθήσεις, το ταλέντο, η αρετή θρησκευτική πίστη, ή η γνώση. Αυτές, για τον κυνικό, αποκτούν κάποιο χρηματικό ισοδύναμο στην αγορά και έτσι χάνουν την όποια ηθική, κανονιστική, μεταφυσικ 12
αισθητική εγκυρότητα την οποία επικαλούνται ότι έχουν. Ο κυνικός περιφρονεί λο τις αξίες ακριβώς διότι καμία δεν αντιστέκεται στον κάτοχο χρήματος. Σε συνάρτ αυτόν τον τύπο συνείδησης και τον αξιακό μηδενισμό στον οποίο οδηγείται μέσα εμπειρικό του συμπέρασμα για την αγοραστική αξία όλων των αξιών, ο Ζίμελ περι τον τύπο συνείδησης που χρησιμοποιεί και στις αναλύσεις του για τη μητρόπολη. είναι ο τύπος του ‘κορεσμένου’. Εκεί όπου ο κυνικός περιφρονεί τις αξίες, η κορεσ συνείδηση καλλιεργεί την αδιαφορία προς αυτές. Εφόσον, και ως συνέπεια της διάγνωσης του κυνικού, όλα τα αντικείμενα έχουν την ίδια βαρύτητα (είναι μετρή χρήμα), ο τρόπος απόκτησής τους επισκιάζει την αξία την οποία έχουν. Η νεωτερι αναζήτηση για καινούργια ερεθίσματα (εντυπώσεις, πληροφορίες, καινοτομίες), δ μια παράλληλη συνείδηση για την αξία τους και την ικανοποίησή που παρέχουν, αντανακλά την υποβάθμιση της αξίας στο ερέθισμα καθεαυτό.
Η κατασκευή αυτής της τυπολογίας αντανακλά τον σκεπτικισμό του Ζίμελ σχετικ κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες προάγουν την εξίσωση της ανθρώπινης αξιοπρέπεια κάποιο χρηματικό ισοδύναμο (π.χ. προίκα, πορνεία, δωροδοκία). Η ανόρθωση της του ανθρώπου σε ένα επίπεδο το οποίο δεν ενδίδει σε χρηματικό αντίτιμο, χρεώνε τον Ζίμελ σε τρεις κοσμοθεωρίες: α) στον Χριστιανισμό και στην ιδέα ότι η ψ υχή τ ανθρώπου αποτελεί όχημα της Θείας χάριτος, η μοναδικότητα της οποίας δεν εκ με χρήμα, β) στον Διαφωτισμό όπου η αξία του ανθρώπου συνάγεται από το γεγονό μόνο ότι είναι άνθρωπος (ανθρώπινη αξιοπρέπεια) και γ) στον σοσιαλισμό ο οποίο αναζητά τις κοινωνικές προϋποθέσεις της αξιοπρέπειας σε γενικούς όρους της κα που την προάγουν.
Παρά τη συνεχή επισήμανση των αλλοτριωτικών συνεπειών της ανεπτυγμένης χρηματικής οικονομίας, ο Ζίμελ τονίζει τη διαλεκτική του χρήματος, θεωρώντας ό εμπεριέχει και ελευθερία. Για τον Ζίμελ, το χρήμα συνεισφέρει αποφασιστικά στη αντικειμενικοποίηση του πνεύματος, όπου η επιστημονική γνώση, οι αισθητικές μ τα προϊόντα και οι υπηρεσίες καθίστανται διαθέσιμες σε όλους δίχως σύγκρουση αποκλεισμό. Παράλληλα, η ανταλλαγή (δηλαδή, η πεμπτουσία του χρήματος) αναδεικνύει και μια λογική μεσότητας, όπου κάμπτονται οι εγωιστικές βουλήσεις εκφράζεται η δυνατότητα δίκαιης κατανομής των πόρων. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντική η θέση του Ζίμελ, σχετικά με το γεγονός ότι η αύξηση των σημείων επα μεταξύ των ατόμων που επιφέρει το χρήμα εκφράζεται στον αυξημένο καταμερισμ εργασίας και στην απόσυρση της προσωπικότητας, η οποία αντικαθίσταται από τ αντικειμενική λειτουργία. Πρόκειται για μια άποψη του Ζίμελ που αντανακλά μια εγελιανή λογική, όπου κάθε δράση κοινωνικής αξίας μετατρέπεται σε θεσμική λειτουργία, στο βαθμό που η προσωπικότητα δεν μπορεί πλέον να την επηρεάσει κ την υπαγάγει στην ιδιαιτερότητά της. Σε σχέση δε με προ-αστικές μορφές κοινωνι οργάνωσης, το χρήμα επιτρέπει την χειραφέτηση από εξουσιαστικές σχέσεις. Επισημαίνοντας τις θετικές λειτουργίες του χρήματος, ο Ζίμελ δεν το θέτει ως μια όρων ποιότητα, παρόλο που οι θέσεις του γειτνιάζουν με μια μεταφυσική του χρήμ Θεωρεί, μάλλον, ότι προκειμένου να αναπτυχθεί η οικονομία με βάση το χρήμα, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί η αξία της εμπιστοσύνης, δίχως την οποία δεν μπορεί λειτουργήσει ο σύνθετος καταμερισμός της εργασίας στη νεωτερικότητα.
13
5. Πόλη και η «Τραγωδία του Πνεύματος»
Ως κομβικό σύμβολο της νεωτερικής ζωής το χρήμα εκδηλώνει τις συνέπειές του κ εντός της σύγχρονης πόλης, την οποία ανέκαθεν, ο Ζίμελ θεωρούσε απτή τοπογρα νεωτερικότητας. Βασικό στοιχείο είναι το φαινόμενο των πολλαπλών ερεθισμάτω αντανακλούν την ελευθερία και τη κοινωνική διαφοροποίηση της μοντέρνας κοιν το οποίο, ωστόσο, φέρνει τον Ζίμελ αντιμέτωπο με την προβληματική της αλλοτρί Μέσα από το συμβολικό βεληνεκές του χρήματος, ο Ζίμελ προσεγγίζει τη νεωτερικ αντινομικά ως ενότητας ακραίων τάσεων: της προσωπικής ελευθερίας αλλά και τ απουσίας μιας ηθικής δεσμευτικότητας. Οι αντινομίες και αντιφάσεις που εμφιλο μεταξύ των δύο άκρων οδηγούν το Ζίμελ στην αναζήτηση ενδιάμεσων επιπέδων κ διερεύνηση νεωτερικών ρευμάτων και τάσεων που ανθούν στην αστεακή ζωή.
Η μητρόπολη αντιστοιχεί στην έδρα του ορθολογιστικού, εργαλειακού και υπολογ πνεύματος. Το ψυχολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εγείρεται η νεωτερική μορφ ατομικότητας, προϋποθέτει μια εντατικοποίηση της πνευματικής και συναισθημα ζωής, λόγω του πλήθους των ερεθισμάτων που χαρακτηρίζουν την αστεακή ζωή. Η σύγχρονη πόλη θέτει σε συνάρτηση με την επαγγελματική, οικονομική και επιστημ εξειδίκευση το αίτημα για έμφαση στην ετερότητα, ως εκλέπτυνση και εμπλουτισμ αναγκών του δημόσιου βίου. Ο πολλαπλασιασμός των ερεθισμάτων εντός της νέα μορφής της δημοσιότητας παγιώνει στη μητρόπολη τη μορφή του «να είναι κάποιο διαφορετικός». Ο σκεπτικισμός του Ζίμελ για τον υπέρμετρο τονισμό της διαφορετικότητας δεν εκφράζει κάποια φοβία για την ετερότητα. Άλλωστε, το δοκ για τον «ξένο», αλλά και η νεωτερικότητα της φιλοσοφίας του δεν συνηγορεί προς την κατεύθυνση. Συνδέεται, μάλλον, με την επισκίαση των ορίων και των κανόνω την τάση του ατόμου για συνεχή εξειδίκευση. Η μονομερής ανάπτυξη του νεωτερικ δρώντα, η οποία προκαλείται από τον αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας, τον οδηγούν στο να αντιλαμβάνεται την ταυτότητά του μέσα από το πιο ευτελές και κοινότοπο ερέθισμα. Παρά την πληθώρα και την διαθεσιμότητα των πιο ευγενών επιτευγμάτων του πνεύματος, το άτομο οδηγείται στην έξαρση της μοναδικότητα ιδιαιτερότητάς του, προκειμένου «να ακούσει το ίδιο τον εαυτό του» (Simmel, 199 184). Η διατύπωση παραπέμπει ευθέως στην ηθική των σκλάβων την οποία καυτηρ συστηματικά ο Νίτσε. Η μητρόπολη, όμως, ανυψώνεται σε ιστορικό μόρφωμα μέγ σημασίας, καθώς σε αυτήν η εκδίπλωση ποικιλόμορφων τάσεων και περιεχομένω στη συγκρουσιακή τους έκφραση, όσο και στην γοητεία της απροσδόκητης συμφιλ τους.
Η κατηγορία της «μόδας», για παράδειγμα, χρησιμοποιείται από τον Ζίμελ όχι, απ δίοδος της κοινωνιολογίας στον μικρόκοσμο της αστεακής ζωής, αλλά ως φαινόμ τείνει να σχετικοποιήσει όλα τα επίπεδα σύλληψης και συγκρότησης συνεκτικών ταυτοτήτων στη νεωτερικότητα. Το φαινόμενο της μόδας έλκει τον Ζίμελ στο βαθ αντανακλά την τάση για διαφοροποίηση που οφείλει να χαρακτηρίζει το νεωτερικ τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Ο Ζίμελ διακρίνει, όμως, τον κίνδυνο πίσω από πλουραλισμό του ύφους και του στυλ, ο οποίος δεν είναι άλλος από την εξαφάνιση προσωπικότητας. Η μόδα ως έκφραση της ιδιαιτερότητας συνδράμει στην εξασθέ της: η υιοθέτηση της μόδας αποδυναμώνει το αίτημα για δημιουργικότητα και την 14
υπευθυνότητα για δράση. Όταν το στυλ (στα αντικείμενα αλλά και στις ιδέες) διαμεσολαβείται από την μορφή του εμπορεύματος, τότε συμβάλλει στην πτώχευσ υποκειμενικού πνεύματος σε αντίθεση με την συσσώρευση του αντικειμενικού πνεύματος. Άλλωστε, ο Ζίμελ υιοθετεί αυτό τον τύπο εξήγησης, προκειμένου να εντοπίσει τις συνθήκες γένεσης της μόδας. Αυτές ανατρέχουν στην ανάγκη μιας κοινωνικής τάξης για ενίσχυση της εσωτερικής της αλληλεγγύης και διαφοροποίη τις υπόλοιπες. Η μίμηση από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ωθεί τις ανώτερες στη δημιουργία καινούργιων τάσεων. Η μόδα, συνεπώς, ως κοινωνική μορφή διαμεσολάβησης στοχεύει στην έκφραση του ατόμου, προκειμένου να αναγνωριστ ιδιαιτερότητά του. Ωστόσο, φαίνεται να εκπληρώνει επιδερμικά το αίτημα για ελε εφόσον το άτομο στη νεωτερικότητα οδηγείται σε μια αέναη αναζήτηση της καινο του στυλ, το οποίο όμως είναι ήδη διαμεσολαβημένο από την μαζική παραγωγή κα σύσταση του ως εμπορεύματος.
Σε συνάρτηση με το χρήμα και τις γενικότερες αλλοιώσεις στη συνείδηση (όπως, π σπατάλης, του κυνισμού ή της κορεσμένης συνείδησης και οι οποίες έχουν αναφερ στην προηγούμενη ενότητα) που εμφανίζονται στην ανεπτυγμένη χρηματική οικον ο Ζίμελ με εγελιανές κατηγορίες αλλά ίσως με αντι-εγελιανά συμπεράσματα θα π μια από τις πιο γνωστές του διατυπώσεις που αφορούν στη νεωτερικότητα: «την τραγωδία του πνεύματος». Αντανακλώντας τον σκεπτικισμό του για τη διατήρησ συνεκτικού νοήματος στη νεωτερικότητα, ο Ζίμελ εντάσσει σε αυτή του τη ρήση τ πτώχευση κατά την διαδικασία εσωτερίκευσης των πολιτισμικών επιτευγμάτων α δρώντες υπό συνθήκες επιδεικτικής κατανάλωσης, ιδέες που συγγενεύουν με τον φετιχισμό του εμπορεύματος από τον Μαρξ και που οδήγησαν εν μέρει στις θέσεις Λούκατς για τον πολιτισμό και τις μορφές πραγμοποίησής του. Παρά τη γειτνίαση Μαρξ, η αλλοτρίωση συνδέεται από τον Ζίμελ και με εργαλειακές κοσμοθεωρίες πολιτισμικού εξισωτισμού, όπως αυτή του πραγματισμού. Πως προσλαμβάνει όμω Ζίμελ τον πολιτισμό; Μέσα από την εγελιανή φρασεολογία ο Ζίμελ τον θέτει ως τ πορεία του πνεύματος από την κλειστή ενότητα μέσω μιας ανεπτυγμένης πολλαπλ προς την ανεπτυγμένη ενότητα. Καθίσταται σαφές από τις αναλύσεις του ότι σε α με τη συμφιλίωση ‘υποκειμένου – αντικειμένου’ ή ‘ατόμου - κοινωνίας’ την οποία ο Χέγκελ σταθεροποιεί στους θεσμούς της νεωτερικότητας, ο Ζίμελ θεωρεί ότι η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται, τόσο από την ένταση των ανωτέρω δυϊσμών, όσο από μια εμμενή τραγικότητα η οποία μεταθέτει τον συμφιλιωτικό χαρακτήρα μιας ανεπτυγμένης ενότητας στο άπειρο. Αξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο το ιδεώδ διαφοροποιημένης ενότητας το οποίο αντλεί ο Ζίμελ από τον Χέγκελ και χρησιμοπ ως εργαλείο κριτικής αποτίμησης της νεωτερικότητας. Η τραγικότητα φαίνεται ν αποτελεί γενικότερο μορφολογικό χαρακτηριστικό της τάσης του πολιτισμού. Ο Ζ ανάγει σε σύμβολο της ίδιας της τραγικότητας του ανθρώπου. Το πνεύμα δημιουργ ανεξάρτητο και αντικειμενικό, μέσα από το οποίο πορεύεται η ανάπτυξη του υποκειμένου και η αυτοκατανόησή του. Η ανάπτυξη του πνεύματος προϋποθέτει τ δυνάμεις των ανθρώπων, δίχως, ωστόσο, να επιτυγχάνει να εμφυσήσει στα ανθρώ υποκείμενα τον πλούτο των περιεχομένων του πολιτισμού. Ενώ σε αυτό στοχεύει, πραγματοποιεί εν μέρει- το πνεύμα δημιουργεί μια δυναμική ανάπτυξής του που α το χάσμα μεταξύ της διαθεσιμότητας των επιτευγμάτων του και της ιδιοποίησής τ τα υποκείμενα. Στα κείμενα για τη σύγχρονη κουλτούρα που χαρακτηρίζουν τον πεσσιμισμό του Ζίμελ περιγράφεται η ασυμμετρία μεταξύ πολιτιστικής και αισθη 15
δημιουργίας και της δυνατότητας ορθής αξιολόγησής τους από τους δρώντες. Όπω γράφει ο Ζίμελ, «ερχόμαστε αντιμέτωποι με αναρίθμητες αντικειμενοποιήσεις το πνεύματος: έργα τέχνης, κοινωνικές μορφές, θεσμούς, γνώση. Αυτές είναι σαν βασ τα οποία διοικούνται με δικούς τους νόμους, αλλά αξιώνουν να τα καταστήσουμε περιεχόμενο και τον κανόνα των ατομικών μας βίων, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε πραγματικά πώς να τα χρησιμοποιήσουμε, και πολύ συχνά επίσης τα νοιώθουμε ω φορτίο και εμπόδιο […]. Αυτό δημιουργεί την τυπικά προβληματική κατάσταση το σύγχρονου ανθρώπου: η αίσθηση ότι συμπαρασύρεται από την τεράστια ποσότητα πολιτισμού, τον οποίο δεν μπορεί ούτε να ενσωματώσει εσωτερικά αλλά ούτε απλ τον αρνηθεί, αφού ολόκληρος [ο πολιτισμός] ανήκει δυνητικά στην δική του πολιτ σφαίρα» (Simmel, 1997: 91-2). Η τραγικότητα του πολιτισμικού μοντερνισμού άπ της αντινομίας που χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ απεριόριστων δυνατοτήτων το αντικειμενικού πνεύματος και των εσωτερικών ορίων που χαρακτηρίζουν την ατο ιδιοποίησή τους.
Αποτελεί ανοικτό ζήτημα για την έρευνα κατά πόσο ο Ζίμελ παγιώνει αυτή την αντινομία στο εσωτερικό της εκπολιτιστικής διαδικασίας ή κατά πόσο η αντινομί εκφράζει μια κοινωνική πραγματικότητα εργαλειακού τύπου διαμεσολαβημένη απ μορφή του εμπορεύματος. Σίγουρα, όμως, παρά το νεύμα παραίτησης το οποίο συν αυτές του τις διαγνώσεις, ο Ζίμελ φαίνεται να καυτηριάζει την απώλεια μιας μορφ θα δύναται να ικανοποιήσει τα περιεχόμενα του βίου δίχως να παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη από αυτά.
6.Αντινομίες «Βίου» και «Μορφής»: η Διαλεκτική του Σύγχρονου Πολιτισμού
Στα κείμενα του Ζίμελ για τον πολιτισμό και το πνεύμα διατυπώνεται η ισχυρή έν της νεωτερικότητας, μέσα από τον δυϊσμό «βίου» και «μορφής». Στην τελευταία φ της ζωής του ο Ζίμελ αποσύρεται από την προσπάθεια εντοπισμού δυνατοτήτων σ στη νεωτερικότητα, και βυθιζόμενος, στο γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας και αλλοφροσύνης εν μέσω του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου οδηγείται σε μια ταύτισ νεωτερικότητας με την αμεσότητα του βίου, η αυθεντικότητα και ορμή του οποίου αντιτίθεται ακόμα και στην ίδια την έννοια της μορφής καθεαυτής.
Η κρίση της νεωτερικότητας παρουσιάζεται στο έργο του Ζίμελ μέσα από το πρίσμ ολοένα αυξανόμενης δυσπιστίας ενάντια στην έννοια της ‘μορφής’ και στην πεπο για την αμεσότητα του βίου. Τα προβλήματα που συνέλαβε ο Ζίμελ σε σχέση με τη χρηματική οικονομία και την ώθηση που λαμβάνει το αντικειμενικό πνεύμα από α αποστασιοποιημένο πια από τις δυνάμεις των υποκειμένων, σηματοδοτούν την τραγικότητα του πολιτισμού. Ωστόσο, ο Ζίμελ δεν προκρίνει ως αντίβαρο στην υπερτροφία του πνεύματος μια αδιαμεσολάβητη έκφραση της έντασης και αυθεντικότητας του βίου. Κινήματα και τάσεις που ιδιοποιούνται την αμεσότητα βίου, όπως ο φουτουρισμός, ο πραγματισμός και ο μυστικισμός αποτελούν συμπτώ της κρίσης στη σχέση μορφής και περιεχομένου, παρά κάποια υπέρβαση των αντιν 3
16
που χαρακτηρίζουν τη νεωτερικότητα. Η αντινομία βίου και μορφής παρόλο που χαρακτηρίζει πολλές ιστορικές περιόδους κορυφώνεται σε ένταση μόνο στη νεωτερικότητα. Από τη μια πλευρά η υπερτροφία μορφών αντανακλά την ελευθερί δημιουργείν· από την άλλη πλευρά, όμως, το δημιουργείν δεν είναι σε θέση να εντά μορφές σε μια ολότητα, και ακριβώς αυτή η αδυναμία ολοποίησης μεταφράζεται ω ‘καταπιεστικός’ χαρακτήρας που εγκατοικεί σε κάθε μορφή. Μάλιστα, ο Ζίμελ οδη στην εξαιρετικά μοντέρνα θέση ότι η αντινομία αυτή καθίσταται η μορφή της νεωτερικότητας. Αυτή η θέση φανερώνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία προς το ζήτημα απροσδιοριστίας της πραγματικότητας, την οποία ο Ζίμελ θέλει να διατηρήσει, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, την αναγκαιότητα της σύλληψης του πραγματικού μέσ γενικές έννοιες, δηλαδή μέσα από ‘μορφές’. Η ασθένεια του σύγχρονου πολιτισμο αντανακλάται και στην έγερση των σχετικών αξιών σε έσχατα θεμέλια του βίου, διαστρεβλώνοντας και συσκοτίζοντας τις ουσιώδεις και πραγματικές αξίες του πολιτισμού. Δημιουργείται, συνεπώς, μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας των υποκειμέ οποία έχει ως συνέπεια την παγίωση ενός άκρατου σχετικισμού, τόσο στο πεδίο τη γνώσης όσο και σε αυτό της ηθικής και της αισθητικής.
Ενώ, λοιπόν, η σκέψη του Ζίμελ εμφανίζει προοδευτικά στοιχεία σε σχέση με σύγχρονούς του που απώθησαν τη νεωτερικότητα, δεν είναι σε θέση τελικά να αντισταθεί στο γενικότερο κλίμα του πεσσιμισμού που διακατέχει μεγάλο μέρος τ γερμανικής διανόησης της εποχής. Η πτώχευση της πνεύματος εντός μιας ρηχής νεωτερικότητας εργαλειακού τύπου θέτει την αναγκαιότητα μιας βίαιης ρήξης με φορείς αυτής της πτώχευσης. Προκειμένου να αναζωογονηθεί το πνεύμα, έτσι ώσ δυνάμεις του να καλλιεργήσουν μια συνεκτική (και όχι κατακερματισμένη) νεωτερικότητα, Ζίμελ διαγιγνώσκει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στοιχεία αυ αξιογένεσης. Πέρα από το παράδοξο της κατάφασης του βίου μέσα από την άρνησ (μοτίβο του κινδύνου) στα χαρακώματα, ο πόλεμος σηματοδοτεί και μια ευκαιρία επανίδρυσης της εθνικής ταυτότητας και του πολιτισμού. Ειδικά στην περίπτωση Γερμανίας, θεωρήθηκε ότι στη νεωτερικότητα ο πολιτισμός αλλοιώθηκε συστημα μέσα από τον εργαλειακό Λόγο, ο οποίος εκπροσωπείται από τον ωφελιμισμό, τον πραγματισμό, αλλά και τον και τον μαρξισμό. Ο πόλεμος ανυψ ώνεται σε μέγιστης σημασίας ηθικό φαινόμενο, καθώς έστω και μέσα από τον έσχατο κίνδυνο (απώλε ζωής) εγκαθιδρύει στη συνείδηση των δρώντων την ίδια την έννοια της ενότητας συλλογικού στόχου. Η επιστροφή στον ρομαντικό αντικαπιταλισμό που σηματοδ γραπτά του μετά το 1914, αποτελεί και δείκτη της εσωτερικής αδυναμίας μιας ύσ φιλοσοφίας της ζωής να αρθρώσει μια ορθολογική υπεράσπιση της ηθικής ενότητ αξιών.
Παρά τη γειτνίασή του με τη φιλοσοφία της ζωής και την αντιδραστική κριτική πολιτισμού (Kulturkritik) στην οποία αυτή οδηγήθηκε, ο Ζίμελ έλκεται από το ιδεώδ μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία θα διατηρήσει τα πολτισμικά κυρίως της κεκτημ έναντι μιας γενικευμένης εργαλειακής κοσμοθεωρίας την οποία συνέδεσε με τον Αμερικάνικο πραγματισμό. Κατευθύνει τη ρήξη με του φορείς της εργαλειακής υποβάθμισης του πνεύματος προς τη δημιουργία των όρων μιας νέας καθολικότητ 1915 σε ένα άρθρο με τίτλο ‘Η Ευρώπη και η Αμερική στην Παγκόσμια Ιστορία’, ο Ζίμελ υπερασπίζεται την Ευρωπαϊκή ενότητα έναντι του αυξανόμενου επιχειρημα επεκτατισμού που καθιστά την Αμερική τον κύριο αντίπαλό της. Το κάλεσμα του Ζ 4
17
αφορά την διατήρηση της πολιτισμικής και ηθικής ενότητας της Ευρώπης μαζί με τ εθνική ιδιαιτερότητα του κάθε κράτους-μέλους. Παρά την λογική ‘εχθρού-φίλου’ π αναπαράγει ο Ζίμελ, η θέση του αποσκοπεί στην υπεράσπιση μιας ευρύτερης κοινό εθνών με στόχο την προάσπιση του πολιτισμού με βάση την ειρήνη. Ο πόλεμος στο εσωτερικό της Ευρώπης, εκφράζει την αντινομία του ιδεώδους αυτού, αλλά σηματ ταυτόχρονα, και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης συνθηκών συνύπαρξης μεταξύ τ αντίπαλων στρατοπέδων (κυρίως της Αγγλίας και της Γερμανίας).
7. Επίγονοι
Ο ίδιος ο Ζίμελ θεωρούσε ότι οι ιδέες του δεν θα έβρισκαν εύκολα ανταπόκριση σε επιγόνους του. Παρά την αρχική επιβεβαίωση του φόβου του, οι θέσεις του Ζίμελ υιοθετήθηκαν με τρόπο που αντανακλούσε ένα βολικό εκλεκτικισμό. Αυτό οδήγησ απόσυρση εντοπισμού και ανασυγκρότησης του συστήματος του, για πολλές δεκα αφού θεωρήθηκε ότι απουσίαζε από τον στοχασμό του. Ένας σημαντικό κόμβος επιρροής αρθρώθηκε πάνω στην έννοια του βίου και της φιλοσοφίας της ζωής. Επι της νεωτερικότητας όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler), αλλά και άλλ εκφραστές του ‘αντιδραστικού μοντερνισμού’, όπως ο Χανς Φράγιερ (Hans Freye ο Μάρτιν Χάιντεγγερ (Martin Heidegger) βασίστηκαν στη μεταφυσική του Ζίμελ προκειμένου να διασώσουν νέο-ρομαντικά ιδεώδη εν μέσω μιας νεωτερικότητας μ κρίση αυθεντικότητας.
Αποτελεί δείκτη της πολυδιάστατης πρόσληψης της νεωτερικότητας από τον Ζίμε γεγονός ότι υιοθετήθηκε η σκοπιά του και από μαρξιστικούς κύκλους. Ο μαρξιστή φιλόσοφος Λούκατς υπήρξε μαθητής του και επηρεάστηκε βαθύτατα στο πρώιμο τ έργο από τη σχέση μορφής και περιεχομένου όσο και από την έννοια του αποσπάσ και του βίου όπως τις θεματοποίησε ο Ζίμελ. Ωστόσο, στο ύστερο έργο του ενέταξ Ζίμελ μαζί με πληθώρα άλλων στοχαστών στον ανορθολογισμό που καλλιέργησε άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Από τη σχολή της Φραγκφούρτης υπήρξε εχθρική αντίδραση κυρίως από τον Αντόρνο (Adorno), ενώ ο Μπένγιαμιν (Benjamin) διέκρ ψήγματα επαναστατικού πνεύματος στην ‘ψηφιδωτή’ πρόσληψη της νεωτερικότη Πιο θετικός υπήρξε ο θεωρητικός της σύγχρονης κουλτούρας Σίγκφριντ Κρακάουε (Siegfried Kracauer), ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως ‘πλάνητα’ της νεωτερικότητα του εξαιρετικού προικίσματος του Ζίμελ να συνδυάζει συνεκτικά τα πιο ετερογεν περιεχόμενα.
Στο πεδίο της κοινωνιολογίας, η επιρροή του Ζίμελ υπήρξε ισχνή, τουλάχιστον μέ δεκαετία του 1980. Αυτό οφείλεται κυρίως στην απόφαση του Πάρσονς (Parsons) παραλείψει ένα σχετικό κεφάλαιο για τον Ζίμελ από το ογκώδες έργο του Η Δομή τ Κοινωνικής Δράσης(1937), το οποίο περιελάμβανε εκτενέστατες αναλύσεις για τους Ντουρκχάιμ και Βέμπερ. Ο Ζίμελ χρησιμοποιήθηκε εμμέσως από τον Καρλ Μανχά (Karl Mannheim), όπου το βασικό εργαλείο στην κοινωνιολογία της γνώσης που εισήγαγε, και δεν είναι άλλο από τη σχεσιοκρατία (relationism), παραλαμβάνεται α τον Ζίμελ. Στις Η.Π.Α. οι αναλύσεις του Ζίμελ για τη νεωτερική πόλη εντάσσοντ 18
εμφατικό τρόπο στην σχολή του Σικάγο, κυρίως από τον Ρόμπερτ Παρκ (R obert Pa δε κοινωνιολογία της σύγκρουσης επιστρέφει στον Ζίμελ μέσα από την κοινωνιολ μελέτη του Λιούις Κόσερ (Lewis Coser) για τις συνεκτικές λειτουργίες της κοινων σύγκρουσης.
Μια από τις πιο γόνιμες επεξεργασίες του Ζίμελ αφορά τις μορφές της κουλτούρα νεωτερικότητα, όπως για παράδειγμα μικρο-κοινωνιολογικές αναλύσεις της μόδα καλλωπισμού, της συνομιλίας, του βλέμματος, μεταξύ άλλων, επέτρεψε σε νεοσυσταθέντα γνωστικά πεδία όπως οι πολιτισμικές σπουδές να οριοθετήσουν έ ιδιαίτερο πεδίο έρευνας χρησιμοποιώντας, μέσω του Ζίμελ, την κληρονομιά της κλασικής κοινωνιολογικής θεωρίας. Αυτό ενέπνευσε σημαντικούς κοινωνιολόγου Η.Π.Α, όπως ο Éρβιν Γκόφμαν (Erving Goffman) και ο Χάρολντ Γκαρφίνκελ (Harol Garfinkel). Σε συνδυασμό με τον κοινωνιολογικό και μεθοδολογικό ιμπρεσσιονισ προσέγγισης της νεωτερικότητας και της αποστροφής του Ζίμελ προς δεσμευτικές τα γραπτά του για την κουλτούρα χρησιμοποιήθηκαν και από στοχαστές της μετανεωτερικότητας, οι οποίοι διέγνωσαν σε αυτά –μάλλον βιαστικά όμως– μια αποδο προς κάθε μεγάλο αφήγημα τάση.
Δραστηριότητες
1. Ο Ζίμελ εγκαινιάζει μια πρωτότυπη προσέγγιση της νεωτερικότητας. μελετήσετε την ενότητα 3 περιγράψετε τα μοτίβα του ‘ξένου’ και του ‘πλάνητα’.
2. Το πιο συστηματικό έργο του Ζίμελ αφορά τη σχέση χρήματος και νεωτερικότητ Με βάση την ενότητα 4 εκθέστε τα κύρια σημεία με αναφορά στην έννοια της ‘ανταλλαγής’ και της ‘αμοιβαιότητας’.
3. Στηριζόμενοι στην ενότητα 5, περιγράψτε τον Ζίμελ ως θεωρητικό της μητρόπ της αστεακής ζωής. Πως συνδέεται ο πολιτισμός με την θεωρία ‘βίου’ και ‘μορφ
19
Βιβλιογραφία
Frisby, D. (1981). Sociological Impressionism: A Reassessment of Georg Simmel’s Social Theory. London: Routledge. Papilloud, C. (2003). La Reciprocité. Diagnostic et Destins d’un Possible dans l’Oeuvre de Georg Simmel. Paris: L’Harmattan. Schnädelbach, H. (1984). Philosophy in Germany 1831-1933.μτφ. Eric Matthews. Cambridge: Cambridge University Press. Simmel, G. ([1900] 1990). The Philosophy of Money, μτφ. Tom Bottomore και David Frisby. London: Routledge. Simmel, G. ([1916] 1997). ‘The Crisis of Culture [Die Krisis der Kultur]’, Simmel Culture (επιμ. David Frisby και Michael Featherstone), Λονδίνο: Sage. Simmel, G. (2004). Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα. Κοινωνιολογικά, Φιλοσοφικά και Αισθητικά Κείμενα (επιμ. Κώστας Θ. Καλφόπουλος και Σπύρος Γάγγας, μτφ. Γιώργος Σαγκριώτης και Όλγα Σταθάτου). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
20
Σύντομος βιβλιογραφικός οδηγός
Simmel, G. (1989-2004). Gesamtausgabe (επιμ. Otthein Rammstedt), Φρανκφούρτη: Suhrkamp (Η έκδοση ολόκληρου του έργου του Ζίμελ).
Simmel, G. (2004). Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα. Κοινωνιολογικά, Φιλοσοφικά και Αισθητικά Κείμενα (επιμ. Κώστας Θ. Καλφόπουλος και Σπύρος Γάγγας, μτφ. Γιώργος Σαγκριώτης και Όλγα Σταθάτου). Αθήνα: Αλεξάνδρεια (Ανθολόγιο κειμένων του Ζ με δύο εκτενή κεφάλαια από τη Φιλοσοφία του Χρήματος. Περιέχει πρόλογο, εκτενή εισαγωγή και επίμετρο του Γιούργκεν Χάμπερμας [Jürgen Habermas]).
Frisby, D. (1992). Simmel and Since. Essays on Georg Simmel’s Social Theory. Λονδίνο: Routledge (Η τελευταία μελέτη για τον Ζίμελ από τον κορυφαίο μελετητή του Ζίμε στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Περιλαμβάνει χρήσιμα κεφάλαια για τη νεωτερικότητ μητρόπολη, καθώς και εξήγηση της χωρικής προσέγγισης του Ζίμελ).
Léger, F. (1989). La Pensée de Georg Simmel. Παρίσι: Éditions Kimé (Ίσως η πληρέστερη παρουσίαση της σκέψης του Ζίμελ, η οποία παρουσιάζει συνεκτικά τη διαπλοκή της φιλοσοφίας του με την κοινωνιολογική του θεωρία).
Poggi, G. (1993). Money and the Modern Mind. Georg Simmel’s ‘Philosophy of Money’. Μπέρκλεϋ: University of California Press (Μια ευανάγνωστη και διαφωτιστική σύ και αξιολόγηση του επιχειρήματος του Ζίμελ, στο κύριο έργο του, τη Φιλοσοφία του Χρήματος).
Weingartner, R. (1960). Experience and Culture. The Philosophy of Georg Simmel . Μιντλτάουν, Κονέκτικατ: Wesleyan University Press (Μια από τις καλύτερες μελέ τη φιλοσοφία και μεταφυσική του Ζίμελ. Κρίνεται απαραίτητη για τον σπουδαστή στοχεύει σε πληρέστερη και πιο απαιτητική εποπτεία της φιλοσοφίας της ιστορίας μεταφυσικής του Ζίμελ).
21