ANTΡIOY ΛΕΪΝ
TO ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ Μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης
Αφιερωµένο στους Mike Elliott, Keith Garland, Derek Rothwell, Angus Martin, Lynn Martinez (ή Lynn Furby, όπως ήταν τότε γνωστή), Paula Fountain, και εξαιρετικά αφιερωµένο στη Sonia Morrish – τους ανθρώπους που µε βοήθησαν να επιβιώσω τα χρόνια από το 1982 µέχρι το 1985 δίχως να χάσω τελείως τα λογικά µου. Σας ευχαριστώ που ήσασταν εκεί.
Επίσης αφιερωµένο στους Steven Moffat, Mark Gatiss και Guy Ritchie, που διατηρούν τον θρύλο ζωντανό, τόσο στη µικρή όσο και στη µεγάλη οθόνη.
Με ευχαριστίες και ευγνωµοσύνη στη Sally Oliphant, για τις ικανότητες και τη διπλωµατία της, η οποία εργάστηκε ακούραστα για να µε βοηθήσει να διατηρήσω τα λογικά και τη συγκέντρωσή µου, καθώς και στην Polly Nolan, η οποία κατάφερε να κόψει 12.000 λέξεις από το αρχικό µου κείµενο (συµπεριλαµβανοµένων µερικών εκατοντάδων άχρηστων επαναλήψεων της λέξης «απλά»), βελτιώνοντάς το δραµατικά.
Όλες οι σηµειώσεις του βιβλίου είναι του µεταφραστή.
Πρόλογος
Οι διάδροµοι και τα δωµάτια της Λέσχης Διογένης είναι κατά πάσα πιθανότητα τα πιο ήσυχα µέρη σε ολόκληρο το Λονδίνο. Όποιος µπαίνει µέσα απαγορεύεται να µιλήσει, εκτός αν βρίσκεται στην Αίθουσα των Ξένων, αλλά και πάλι µόνο όταν η πόρτα είναι ερµητικά κλειστή. Οι υπηρέτες και οι σερβιτόροι –το προσωπικό της λέσχης– φοράνε παπούτσια των οποίων οι σόλες είναι επενδυµένες µε χοντρό βαµβακερό ύφασµα, ώστε να κινούνται αθόρυβα. Ακόµα και οι εφηµερίδες που διαβάζουν τα µέλη τυπώνονται ειδικά για τη λέσχη σε χαρτί που δε θροΐζει όταν διπλώνεται[1]. Όποιο µέλος ξεροβήξει για να καθαρίσει τον λαιµό του ή φυσήξει τη µύτη του πάνω από τρεις φορές µέσα στον ίδιο µήνα λαµβάνει µια γραπτή σύσταση. Τρεις γραπτές συστάσεις οδηγούν σε διαγραφή από τη λέσχη. Τα µέλη της Λέσχης Διογένης εκτιµούν ιδιαίτερα τη σιωπή. Όταν ο Αµάιους Κρόου προσπέρασε τον υπηρέτη στον προθάλαµο και διέσχισε αποφασιστικά τον λαβύρινθο από πράσινες πολυθρόνες όπου κάθονταν και διάβαζαν τα µέλη της λέσχης, δε µίλησε καθόλου,
ωστόσο, είχε κάτι το οποίο έκανε πολλούς να σηκώσουν αποδοκιµαστικά το βλέµµα τους προς το µέρος του, αλλά το απέστρεψαν αµέσως µόλις συνάντησαν το δικό του. Παρόλο που ήταν σιωπηλός, παρόλο που τα ρούχα του δεν έβγαζαν σχεδόν τον παραµικρό ήχο καθώς κινούνταν και παρόλο που οι σόλες του ίσα που ακούγονταν καθώς περπατούσε, έµοιαζε να ακτινοβολεί µε µια ενέργεια που σπινθήριζε άγρια και δυνατά. Ήταν λες και κάθε πόρος του σώµατός του ανέδιδε µια ηχηρή οργή. Βρόντηξε τόσο δυνατά την πόρτα της Αίθουσας των Ξένων, µόλις µπήκε µέσα, ώστε ακόµα και οι ειδικοί, υδραυλικοί µεντεσέδες δεν κατάφεραν να απορροφήσουν το µπαµ! «Τι έµαθες;» ρώτησε αγριεµένα. Ο Μάικροφτ Χολµς στεκόταν στη µια µεριά του µεγάλου τραπεζιού, στο κέντρο του δωµατίου. Μόρφασε. «Οι πράκτορές µου επιβεβαίωσαν ότι ο Σέρλοκ απήχθη στο Φάρναµ και µεταφέρθηκε ναρκωµένος στο Λονδίνο, όπου τον φόρτωσαν σε ένα πλοίο ονόµατι Γκλόρια Σκοτ». «Και τι κάνεις για να σώσεις τον αδελφό σου και µαθητή µου;» «Κάνω ό,τι µπορώ» είπε ο Μάικροφτ. «Δυστυχώς, αυτό δε σηµαίνει και πολλά πράγµατα. Το πλοίο έχει σαλπάρει µε προορισµό την Κίνα. Προσπαθώ να εντοπίσω το δηλωτικό[2] του πλοίου ώστε να προβλέψω σε ποια λιµάνια θα σταµατήσει για ανεφοδιασµό στη διάρκεια του ταξιδιού, όµως κι αυτό ακόµα αποδεικνύεται δύσκολο. Τα δροµολόγια του πλοίου καθορίζονται από τον καπετάνιο του, ο οποίος, σύµφωνα µε τους πράκτορές µου, είναι διαβόητος για την εκκεντρικότητά του. Έχει συγκεκριµένο τόπο αναχώρησης και προορισµό –από το Λονδίνο στη
Σαγκάη–, αλλά ενδιαµέσως µπορεί να σταµατήσει οπουδήποτε». «Και…» –ο Κρόου έκανε µια παύση– «είσαι βέβαιος πως ο Σέρλοκ είναι ακόµη ζωντανός;». «Γιατί να τον ναρκώσουν και να τον απαγάγουν αν η πρόθεσή τους ήταν να τον σκοτώσουν; Γιατί να µπουν στη διαδικασία να τον µεταφέρουν σε ένα πλοίο, από τη στιγµή που θα µπορούσαν απλά να τον θάψουν σε κάποιο δάσος; Όχι, η λογική µού λέει πως είναι ακόµη ζωντανός». «Γιατί τον απήγαγαν τότε;» Ο Μάικροφτ έκανε µια παύση. Το πρόσωπό του σοβάρεψε ακόµα περισσότερο. «Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα εξαρτάται από το ποιος τον απήγαγε». «Θαρρώ πως την απάντηση την ξέρουµε κι οι δύο» γρύλισε ο Κρόου. Ο Μάικροφτ έγνεψε καταφατικά. «Παρόλο που διστάζω να βγάλω συµπεράσµατα, δεδοµένης της απουσίας στοιχείων, δεν µπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο ενδεχόµενο – τον έχει ο Θάλαµος Παραδόλης». «Υπάρχουν κάποια στοιχεία» παρατήρησε ο Κρόου. «Όταν ταξίδευε προς το Εδιµβούργο, ήταν βέβαιος πως είδε εκείνο τον άντρα, τον Κάιτ, που αποδείχθηκε πως ήταν πράκτορας του Θαλάµου Παραδόλης, στην πλατφόρµα του σταθµού του Νιούκασλ. Το είπε στον Ρούφους Στόουν κι ο Στόουν το είπε σε µένα. Υποπτευόµασταν πως ο Θάλαµος Παραδόλης τον παρακολουθούσε, αλλά δε φανταστήκαµε ότι θα τον απήγαγαν». Ο Μάικροφτ έγνεψε ξανά. «Πράγµα που εξηγεί γιατί είσαι τόσο οργισµένος, όχι µαζί µου, αλλά µε τον εαυτό σου. Εξοργίστηκες επειδή δεν µπόρεσες να προβλέψεις σε τι κίνδυνο βρισκόταν ο Σέρλοκ».
Ο Κρόου απέστρεψε το βλέµµα του από τον Μάικροφτ, µε τα µάτια του να πετάνε σπίθες κάτω από τα λευκά, φουντωτά του φρύδια. «Είπες πως, αν ξέραµε ποιος τον πήρε, θα ξέραµε και το γιατί. Ξέρουµε, λοιπόν, πως τον πήρε ο Θάλαµος Παραδόλης. Τι τον θέλουν;» «Ο Θάλαµος Παραδόλης είναι… Με συγχωρείς, µήπως θα ήθελες ένα µικρό ποτηράκι τσέρι; Όχι; Εγώ θα πιω ένα, ελπίζω να µη σε πειράζει. Ναι, όπως έλεγα και όπως γνωρίζεις, ο Θάλαµος Παραδόλης είναι µια οµάδα αποτελούµενη από πολιτικά υποκινούµενους ακτιβιστές, ο οποίοι επεµβαίνουν στις κυβερνήσεις των χωρών για να ικανοποιή σουν τα δικά τους συµφέροντα και να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους στόχους, οι οποίοι υποθέτω πως συνίστανται στο να βγάζουν πολλά χρήµατα από αγοραπωλησίες οµολόγων, µετοχών και όπλων, µεταξύ άλλων. Έχω ακούσει να τους περιγράφουν ως µικρό έθνος δίχως σύνορα, εδάφη ή πρωτεύουσα – µοιάζει αρκετά βάσιµη περιγραφή. Από την περιορισµένη εµπειρία µου µαζί τους, έχω καταλήξει στο συµπέρασµα ότι σπάνια κάνουν οτιδήποτε για έναν µόνο λόγο. Η οποιαδήποτε ενέργειά τους προϋποθέτει ότι θα τους βοηθήσει να κάνουν πρόοδο σε µια σειρά από µέτωπα. Αν έπρεπε να µαντέψω…» Σταµάτησε τη φράση του στη µέση και κούνησε το µεγάλο του κεφάλι. «Παρεµπιπτόντως, είναι µια ενασχόληση την οποία βρίσκω ιδιαίτερα απεχθή, αλλά, ναι, αν έπρεπε να µαντέψω, υποθέτω πως οι λόγοι για τους οποίους απήγαγαν τον Σέρλοκ είναι, πρώτον, για να τον τιµωρήσουν για τον ρόλο που έπαιξε στη µαταίωση πολλών σχεδίων τους, δεύτερον, για να τον αποτρέψουν από το να µαταιώσει οποιαδήποτε περαιτέρω σχέδιά τους, και τρίτον, για να φέρουν εµένα κι εσένα σε τέτοια κατάσταση σύγχυσης, ώστε να µας εµποδίσουν να
ανακαλύψουµε ποια είναι τα εν λόγω σχέδια». «Δεν τον σκότωσαν όµως» του θύµισε ο Κρόου. «Γιατί;» «Αν σκότωναν τον Σέρλοκ, η τιµωρία του θα διαρκούσε µόνο λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα για τον ίδιο δε θα είχε καµία διαφορά, ό,τι κι αν του έκαναν. Αντίθετα, τώρα βρίσκεται εγκλωβισµένος σε ένα πλοίο, έχοντας αποχωριστεί τους φίλους του, την οικογένειά του κι έχοντας απολέσει την παραµικρή ελπίδα για ένα αξιοπρεπές γεύµα – είναι ένα µαρτύριο που κρατά πολύ περισσότερο και δεν τους κοστίζει τίποτα. Επίσης γνωρίζουν αρκετά για µας ώστε να είναι βέβαιοι πως, αν πέθαινε ο Σέρλοκ, αντί να µας αποτρέψουν από το να ανακαλύψουµε τα σχέδιά τους, θα µας οδηγούσαν στο να ξοδεύουµε κάθε στιγµή και κάθε γκινέα που έχουµε στη διάθεσή µας για να τους εντοπίσουµε και να τους φέρουµε ενώπιον της δικαιοσύνης». «Μη σου πω για να αποδώσουµε λίγη δικαιοσύνη µόνοι µας» βρυχήθηκε ο Κρόου. «Το είδος της δικαιοσύνης που βγαίνει από µια κάννη πιστολιού». «Ίσως να είναι η µία και µοναδική φορά που συµφωνώ µαζί σου επ’ αυτού» παραδέχθηκε σιγανά ο Μάικροφτ. «Δεν µπορείς να στείλεις ένα πλοίο του Βασιλικού Ναυτικού για να ανακόψει την πορεία αυτού του Γκλόρια Σκοτ;» Ο Μάικροφτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είναι στη δικαιοδοσία µου να στείλω ένα ολόκληρο πλοίο για χάρη ενός αγοριού, ακόµα κι αν αυτό το αγόρι είναι ο αδελφός µου. Ακόµα κι αν ήταν στη δικαιοδοσία µου, δε θα το έκανα. Αυτά τα πλοία έχουν σηµαντικότερα καθήκοντα, όπως να προστατεύουν τις ακτές µας από πιθανές επιθέσεις και να επιβάλλουν τη θέληση της Βασίλισσας στο εξωτερικό.
Συγκριτικά, η ζωή ενός µόνο παιδιού είναι ασήµαντη». Αναστέναξε κι έσφιξε απελπισµένος τη γροθιά του. «Όλη αυτή η συζήτηση µας οδηγεί σε κάποια συµπεράσµατα, αλλά δε µας βοηθάει πραγµατικά. Δεν µπορούµε να βοηθήσουµε τον Σέρλοκ – πρέπει να τα βγάλει πέρα µόνος του». «Ακόµα και µόνος του, ο Σέρλοκ έχει περισσότερα εφόδια για να επιβιώσει απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι περιστοιχισµένοι από συγγενείς και φίλους». Ο Κρόου µιλούσε πιο ήρεµα τώρα και η άγρια ενέργεια που έµοιαζε να εκπέµπει το σώµα του είχε µετριαστεί κάπως. «Είναι γενναίος, δυνατός, ξέρει να σκέφτεται κι επίσης ξέρει πώς να χρησιµοποιεί τις γροθιές του. Θαρρώ πως θα καταλάβει ότι πρέπει να αξιοποιήσει την κατάσταση όσο καλύτερα µπορεί. Ξέρει πως το πλοίο θα επιστρέψει κάποια στιγµή στο Λονδίνο, κι αυτό είναι µια εγγύηση που δε θα έχει αν προσπαθήσει να το σκάσει στα µισά του ταξιδιού και να βρει ένα πλοίο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο καπετάνιος θα έχει ανάγκη από ναύτες –οι καπετάνιοι πάντα έχουν ελλείψεις στο πλήρωµα–, κι έτσι θα στρώσει τον νεαρό στη δουλειά. Θα είναι σκληρή δουλειά, αλλά θα τα καταφέρει – κι αυτό πιθανότατα θα τον κάνει ακόµα πιο δυνατό και αυτάρκη». «Μάλλον δε θα είναι το µαρτύριο που ήλπιζε ο Θάλαµος Παραδόλης» παρατήρησε ειρωνικά ο Μάικροφτ. Ο Κρόου χαµογέλασε. «Απ’ όσο έχω καταλάβει, οι άνθρωποι που ηγούνται του Θαλάµου Παραδόλης ζουν άνετα, µε υπηρέτες να ικανοποιούν το κάθε τους καπρίτσιο. Γι’ αυτούς, το να επισκευάζουν το σκοινί της µαΐστρας[3] ή να σηκώνουν την άγκυρα θα ήταν πράγµατι µαρτύριο. Για τον νεαρό Σέρλοκ, όµως, θα είναι µια περιπέτεια – αν
επιλέξει να το δει έτσι». «Το ελπίζω… το ελπίζω πραγµατικά». «Μου φαίνεται πως θα το πιω αυτό το τσέρι τελικά» είπε ο Κρόου. «Μα τον Θεό, δεν ξέρω τι του βρίσκετε, αλλά έχω ανάγκη να πιω κάτι δυνατό». Ο Μάικροφτ έβαλε στον Κρόου ένα ποτήρι τσέρι από µια γυάλινη καράφα πάνω στον µπουφέ. «Θα γράψω µερικές επιστολές» είπε καθώς του έδινε το ποτήρι, το οποίο έµοιαζε να χάνεται µέσα στο τεράστιο, αργασµένο χέρι του Κρόου. «Θα διαβιβαστούν µέσω του τηλέγραφου στα διάφορα λιµάνια όπου είναι πιθανό να σταµατήσει το πλοίο. Μπορώ να διασφαλίσω ότι το διπλωµατικό προσωπικό σε αυτά τα λιµάνια θα έχει τον νου του για το Γκλόρια Σκοτ. Μπορούν να µεταφέρουν στον Σέρλοκ τα µηνύµατά µας και να µας ενηµερώσουν για την κατάστασή του. Επίσης µπορεί να µας γράψει εκείνος. Σε κάθε λιµάνι που θα σταµατήσουν θα υπάρχουν πλοία µε προορισµό την Αγγλία – άρα, µπορούν να µας φέρουν τα γράµµατά του». «Θα λείψει το πολύ για έναν χρόνο» παρατήρησε ο Κρόου «ίσως και λιγότερο, ανάλογα µε τον καιρό και τον άνεµο. Θα τον ξαναδείς». Ο Μάικροφτ έγνεψε µε το κεφάλι. «Το ξέρω, απλά… νιώθω τόσο υπεύθυνος για όλα αυτά και ταυτόχρονα τόσο αβοήθητος». Πήρε µια βαθιά αναπνοή για να συγκρατήσει µια ξαφνική καταιγίδα συναισθηµάτων. «Δε θα το πω φυσικά στη µητέρα. Δε θα το άντεχε η υγεία της. Ούτε και στον πατέρα θα γράψω, τουλάχιστον µέχρι να έχω περισσότερα νέα – ίσως ούτε και τότε. Θα στείλω ένα σηµείωµα στον θείο και τη θεία µας στο Φάρναµ, λέγοντάς τους πως όλα είναι εντάξει.
Ανησυχούν πολύ για τον Σέρλοκ». «Κι εγώ θα βρω κάποιον τρόπο να πω στη Βιρτζίνια τι συνέβη» είπε ο Κρόου. «Για να είµαι ειλικρινής, αυτή η συζήτηση µε φοβίζει περισσότερο απ’ όλα. Φαίνεται πως της αρέσει πραγµατικά ο αδελφός σου». «Όπως κι εκείνη στον αδελφό µου» είπε σκεφτικός ο Μάικροφτ. «Ας ελπίσουµε πως θα τους δώσουν κουράγιο οι κοινές τους αναµνήσεις…»
Κεφάλαιο 1
Στον ορίζοντα υπήρχε µια σκοτεινή γραµµή. Ο Σέρλοκ την έβλεπε καθώς ατένιζε τον ωκεανό. Στο σύνολό του, ο ουρανός ήταν γαλανός κι ανέφελος, όµως εκεί µακριά σταδιακά έπαιρνε ένα µπλαβί, αρρωστηµένο χρώµα, σαν παλιός µώλωπας. Θα µπορούσε να υποθέσει πως ήταν στεριά, αλλά βρισκόταν στα δυτικά του πλοίου και η µοναδική ορατή στεριά ήταν στ’ ανατολικά τους – το νότιο άκρο της Αφρικής. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ενηµερώσει τον ύπαρχο, τον κύριο Λάρτσµοντ. Όταν ξύπνησε ο Σέρλοκ, µε το πλοίο να έχει ήδη σαλπάρει από την Αγγλία, ο κύριος Λάρτσµοντ τον πήρε υπό την προστασία του και τον έκανε µέλος του πληρώµατος. Ίσως έπρεπε να το πει απευθείας στον καπετάνιο Τολαγουέι, αλλά ο καπετάνιος ήταν µια απόµακρη φιγούρα που σπάνια εµφανιζόταν στο κατάστρωµα. Ίσως έπρεπε απλά να το πει σε έναν από τους άλλους ναύτες. Έριξε µια µατιά γύρω του, αλλά όλοι εκτελούσαν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους, όπως θα έπρεπε να κάνει κι ο ίδιος. Υποτίθεται πως έπρεπε να καθαρίζει το κατάστρωµα από τα κοµµάτια ξύλου και παλιού σκοινιού που είχαν
µαζευτεί τις τελευταίες µέρες, καθώς και τη λεπτή στρώση αλάτι που κάλυπτε τα πάντα, λόγω του θαλασσινού νερού που πιτσίλιζε το πλοίο κι ύστερα εξατµιζόταν από τον ήλιο. Κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να σφουγγαρίζει. Ήταν ο πιο άπειρος ναύτης στο πλοίο – δεν είχε καµία δουλειά να ενηµερώνει κανέναν για οτιδήποτε. Άλλωστε, δεν το εκτιµούσαν ιδιαίτερα. Βούτηξε τη σφουγγαρίστρα στον κουβά και καθάρισε ένα σηµείο του καταστρώµατος που είχε λερωθεί από το αίµα ενός ναύτη νωρίτερα το πρωί. Το µικρό δάχτυλο του άνδρα είχε πιαστεί σε µια κουλούρα σκοινί, το οποίο τεντώθηκε απότοµα από µια κίνηση των πανιών, παίρνοντας µαζί το δάχτυλό του. Ο γιατρός του πλοίου –στην πραγµατικότητα ένας από τους βοηθούς του κυρίου Λάρτσµοντ που είχε κάποιες ιατρικές γνώσεις– είχε καθαρίσει και επιδέσει την πληγή και τώρα ο ναύτης ξεκουραζόταν στην αιώρα του, µε διπλή µερίδα ρούµι για τον πόνο. Αυτό άφηνε ένα κενό στις βάρδιες, το οποίο ο Σέρλοκ θα καλούνταν να καλύψει. Για χιλιοστή φορά αναρωτήθηκε πώς από ένα απλό αγόρι που ζούσε στο Χάµσαϊρ, είχε καταλήξει να είναι ναύτης σε ένα πλοίο µε προορισµό την Κίνα. Υπήρχε ένα κενό στη µνήµη του – από τη στιγµή που τον πήρε ξαφνικά ο ύπνος, στη βιβλιοθήκη του θείου του στο Φάρναµ, µέχρι τη στιγµή που ξύπνησε πάνω στο Γκλόρια Σκοτ. Η πιο λογική εξήγηση που µπορούσε να δώσει ήταν ότι τον είχαν ναρκώσει, τον είχαν απαγάγει και τελικά τον είχαν αφήσει στο πλοίο πριν σαλπάρει, όµως ποιος θα ήθελε να του κάνει κάτι τέτοιο και γιατί; Η µόνη λογική απάντηση που µπορούσε να βρει ήταν ότι πίσω από όλα αυτά κρυβόταν η εγκληµατική οργάνωση Θάλαµος Παραδόλης.
Είχε ανατρέψει πολλές φορές τα σχέδιά της. Γιατί να µην ήταν αυτή η εκδίκησή της; Για ένα διάστηµα, ο Σέρλοκ σκεφτόταν να το σκάσει από το πλοίο µε την πρώτη ευκαιρία και να προσπαθήσει να βρει τρόπο να επιστρέψει. Ωστόσο, τελικά η λογική υπερίσχυσε της επιθυµίας να γυρίσει σπίτι του. Με το Γκλόρια Σκοτ ήξερε πού βάδιζε – είχε φιλικές σχέσεις µε το πλήρωµα, είχε φαγητό, µια αιώρα για να κοιµάται και γνώριζε πως εν καιρώ το πλοίο θα επέστρεφε στην Αγγλία. Αν εγκατέλειπε το πλοίο σε ένα τυχαίο λιµάνι ανεφοδιασµού, θα ήταν µόνος του σε µια ξένη χώρα. Θα µπορούσε να πέσει θύµα ντόπιων εγκληµατιών και δεν υπήρχε καµία εγγύηση πως οποιοδήποτε πλοίο µε προορισµό την Αγγλία θα είχε τις ίδιες ανέσεις µε το Γκλόρια Σκοτ – και το Γκλόρια Σκοτ δεν είχε ιδιαίτερες ανέσεις. Αναστενάζοντας, έριξε τα σκουπίδια του καταστρώµατος στη θάλασσα. Υπήρχαν ανοίγµατα στην κουπαστή, από όπου τα έσπρωξε και τα παρακολουθούσε να πέφτουν στο νερό. Τα θαλασσοπούλια – γλάροι και άλµπατρος– που ακολουθούσαν το πλοίο βούτηξαν για να ελέγξουν µήπως υπήρχε τροφή ανάµεσα στα κοµµάτια ξύλου και σκοινιού. Ύστερα από µια όχι και τόσο µικρή πτώση, τα σκουπίδια χτύπησαν στην επιφάνεια της θάλασσας τινάζοντας νερά. Ο Σέρλοκ σήκωσε πάλι τα µάτια του στον ορίζοντα για να ελέγξει εκείνη τη σκοτεινή γραµµή, όµως το βλέµµα του τράβηξε µια κίνηση κάτω από το νερό. Ένα γκρίζο, γυαλιστερό σχήµα πετάχτηκε µέσα από τη θάλασσα. Ήταν ένα ψάρι, αλλά φαινόταν µεγαλύτερο σε µέγεθος από τον ίδιο – στο µέγεθος του δασκάλου του, του Αµάιους Κρόου. Μια κοφτή ανάσα τού ξέφυγε από την έκπληξη, καθώς πέντε ακόµα, όχι,
δέκα ακόµα σχήµατα πετάχτηκαν µέσα από τη θάλασσα, ακολουθώντας τον αρχηγό τους. Είχαν καµπουρωτό ρύγχος, επίπεδες ουρές και µεγάλα, µαύρα µάτια. «Χαζεύεις τα κορίτσια;» φώναξε κάποιος πίσω του. Ο Σέρλοκ έστρεψε το κεφάλι του κι απάντησε εξίσου δυνατά: «Ένα από αυτά λέει πως είναι η γυναίκα σου! Λέει πως υποσχέθηκες να της στέλνεις τον µισό µισθό σου, αλλά δεν τον έστειλες ποτέ και τώρα ήρθε να τον εισπράξει µόνη της!». Οι ναύτες στο κατάστρωµα γέλασαν. Ο Σέρλοκ είχε ανακαλύψει από πολύ νωρίς ότι καθένας από αυτούς έκανε καλαµπούρια για την προσωπική ζωή των άλλων. Του θύµιζαν σκυλιά, που όλο έκαναν να δαγκώσουν ή δάγκωναν το ένα το άλλο παίζοντας, για να καθορίσουν ποιος ήταν ο αρχηγός. Μπορούσες είτε να προσβληθείς, οπότε τα αστεία γίνονταν πιο σκληρά και κακεντρεχή, είτε να συµµετάσχεις και να βελτιώσεις τη θέση σου. Από τότε που έγινε µέλος του πληρώµατος είχε επιλέξει το δεύτερο, και φαινόταν να έχει αποτέλεσµα. Τον είχαν αποδεχτεί και πλέον δε βρισκόταν στο χαµηλότερο σκαλί αυτής της άτυπης ιεραρχίας. Απείχε πολύ ακόµα από την κορυφή, τουλάχιστον όµως του συµπεριφέρονταν σαν να ήταν ένας από αυτούς και όχι κάποιος παρείσακτος. Ένας από τους ναύτες –το όνοµά του ήταν Τζάκσον– στεκόταν δίπλα στον Σέρλοκ. Έδειξε µε τον αντίχειρά του τα πλάσµατα στο νερό. «Πάω στοίχηµα πως δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο». «Πράγµατι» παραδέχθηκε ο Σέρλοκ. «Τι είναι; Τρώγονται;» Ο Τζάκσον έκανε τον σταυρό του. «Λέγονται φώκαινες κι είναι γρουσουζιά να σκοτώσεις κάποια από αυτές, πόσο µάλλον να τη φας.
Κρατάνε συντροφιά στο πλοίο και κάποιοι λένε πως, όταν ένας ναύτης πέφτει στη θάλασσα, οι φώκαινες κάνουν κύκλους γύρω του για να τον κρατήσουν στην επιφάνεια και διώχνουν τους καρχαρίες που προσπαθούν να τον φάνε». «Καρχαρίες;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Οι λύκοι της θάλασσας» είπε ο Τζάκσον. «Δόντια σαν πριονοκορδέλα. Λίγο να σε αγγίξουν µε το στόµα τους σου έχουν πάρει το χέρι». «Κατάλαβα. Θα φροντίσω, λοιπόν, να µην πέσω µέσα στη θάλασσα ή θα φροντίσω να πέσω µόνο άµα υπάρχουν φώκαινες τριγύρω». Εκµεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να γνέψει µε το κεφάλι του προς τον ορίζοντα. «Τι είναι αυτό εκεί πέρα;» ρώτησε. «Το χρώµα του είναι µάλλον… αλλόκοτο». Ο Τζάκσον σήκωσε τα µάτια του στον ορίζοντα και συνοφρυώθηκε. «Έχεις καλό µάτι» παραδέχθηκε. «Αυτό µου µοιάζει µε τροπική καταιγίδα. Καλό θα ήταν να το πει κάποιος στον κύριο Λάρτσµοντ. Δεν πας εσύ;» Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Πήγαινε εσύ» είπε. Ήξερε πως ο κύριος Λάρτσµοντ είχε στο µυαλό του µια λίστα µε όλους τους ναύτες και δίπλα στο όνοµα του καθενός ένα σηµαδάκι για να θυµάται πόσο καλή ή πόσο κακή γνώµη είχε γι’ αυτόν. Τα σηµάδια αυτά άλλαζαν θέση ανάλογα µε το αν οι ναύτες δούλευαν σκληρά ή όχι, πόσο παρατηρητικοί ήταν, πόσο σεβασµό έδειχναν στον ίδιο και στον καπετάνιο και σε πόσους καβγάδες είχαν µπλεχτεί όσο βρίσκονταν πάνω στο πλοίο. Όντας ο πρώτος ναύτης που θα ενηµέρωνε τον κύριο Λάρτσµοντ για την καταιγίδα, µπορούσε να βελτιώσει τη θέση του – αν
ήταν πράγµατι καταιγίδα. Δίνοντας όµως αυτή την ευκαιρία στον Τζάκσον, ο Σέρλοκ µπορούσε να αποκτήσει µια πιο φιλική σχέση µαζί του, και κάτι τέτοιο ίσως αποδεικνυόταν πιο χρήσιµο στο µέλλον. «Ευχαριστώ» είπε ο Τζάκσον κοιτάζοντας παραξενεµένος τον Σέρλοκ. «Δε θα το ξεχάσω αυτό». Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το υπερυψωµένο τµήµα της πρύµνης του πλοίου, όπου βρίσκονταν η τιµονιέρα και –συνήθως– ο κύριος Λάρτσµοντ. Ο Σέρλοκ έριξε πάλι µια µατιά στον ορίζοντα. Τώρα η σκοτεινή γραµµή είχε γίνει πιο εµφανής. Απλωνόταν πάνω από τον ορίζοντα, σε ύψος ίσο µε δύο δάχτυλα στην άκρη ενός τεντωµένου χεριού και τα άκρα της έµοιαζαν να τεντώνονται εκατέρωθεν, σαν χέρια που προσπαθούσαν να περικλείσουν το πλοίο. Το αλλόκοτο µπλαβί χρώµα της καταιγίδας είχε κάτι που έκανε το στοµάχι του να ανακατεύεται από ανησυχία. Στο πρόσωπό του ένιωθε µια ζεστή αύρα από την κατεύθυνση της καταιγίδας. Παρατήρησε ότι το κατάστρωµα κάτω από τα πόδια του έκανε πιο έντονα σκαµπανεβάσµατα απ’ ό,τι πριν από µερικά δευτερόλεπτα. Όταν κοίταξε την γκριζοπράσινη θαλάσσια µάζα, παρατήρησε ότι τα κύµατα γίνονταν ολοένα και ψηλότερα, µε τον λευκό αφρό στις κορυφές τους να πετάγεται σαν τον αφρό από το ποτήρι της µπίρας και να αιωρείται πάνω από το νερό. «Άντρες! Όλοι στο κατάστρωµα!» φώναξε δυνατά µια τραχιά φωνή. Ο Σέρλοκ γύρισε και είδε τον κύριο Λάρτσµοντ που στεκόταν στο υπερυψωµένο τµήµα της πρύµνης. Δίπλα του ήταν ο Τζάκσον. «Σηκώστε όσο το δυνατόν περισσότερα πανιά και σφίξτε όλα τα σκοινιά» διέταξε και η φωνή του ακουγόταν καθαρά από τη µία άκρη του Γκλόρια Σκοτ
µέχρι την άλλη. «Έρχεται καταιγίδα, κύριοι! Έρχεται καταιγίδα που δεν την έχουν ξαναδεί τα µάτια σας, κι εµείς θα προσπαθήσουµε να της ξεφύγουµε». Έπιασε τον Τζάκσον από τον ώµο. «Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον καπετάνιο» είπε πιο σιγανά. Ο Σέρλοκ κατάλαβε τι έλεγε διαβάζοντας τα χείλη του. «Πες του τι συµβαίνει». «Μάλιστα, κύριε» είπε ο Τζάκσον και γύρισε να φύγει. Ξαφνικά το κατάστρωµα του πλοίου έβραζε από δραστηριότητα, καθώς οι ναύτες έτρεχαν ή σκαρφάλωναν προς πάσα κατεύθυνση. Το βλέµµα του κυρίου Λάρτσµοντ έπεσε στον Σέρλοκ, ο οποίος εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητος εν µέσω του χάους. «Εσύ, νεαρέ λαθρεπιβάτη! Σκαρφάλωσε σε εκείνα τα ξάρτια κι έλεγξε αν είναι σφιχτά τα σκοινιά του τουρκέτου, µη σε ρίξω µέσα σε µια βάρκα και σε αφήσω να τα βγάλεις πέρα µόνος σου µε την καταιγίδα!» «Μάλιστα, κύριε!» Ο Σέρλοκ έτρεξε στο πιο κοντινό ξάρτι. Ήταν σαν ιστός αράχνης από σκοινί, που οδηγούσε στα τυλιγµένα πανιά. Ένιωθε τραχύ το σκοινί πάνω στο δέρµα του και οι πρόσφατα αναπτυγµένοι του µύες καταπονούνταν καθώς σκαρφάλωνε. Το πλοίο κλυδωνιζόταν από τα χτυπήµατα των άγριων κυµάτων. Για µια στιγµή, καθώς έγερνε το κύτος, ο Σέρλοκ κοίταξε προς τα κάτω και είδε πως βρισκόταν ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Τα κύµατα σχεδόν έµοιαζαν να προσπαθούν να τον φτάσουν – εκατοντάδες λευκά χέρια που άπλωναν τα νύχια τους προς το µέρος του µέσα από το νερό. Έδιωξε την εικόνα από το µυαλό του και συνέχισε να ανεβαίνει. Έφτασε στο κάτω κάτω πανί και σκαρφάλωσε µε τα τέσσερα κατά µήκος της κεραίας, σφίγγοντας τα δάχτυλά του πάνω στο τραχύ ξύλο κι ελέγχοντας καθένα από τα σκοινιά που έδεναν το πάνω µέρος του
πανιού πάνω της. Ήταν όλα σφιχτά – δεν υπήρχε πιθανότητα να λυθούν ή να σπάσουν στη διάρκεια της καταιγίδας, εκτός κι αν ήταν πραγµατικά άσχηµη καταιγίδα. Πιάστηκε γερά από τα σκοινιά για να µην πέσει, προσέχοντας τις σκλήθρες πάνω στην ξύλινη κεραία. Είχε δει τι συνέβαινε στους ναυτικούς όταν χωνόταν στο δέρµα τους κάποια σκλήθρα: η πληγή µπορούσε να µολυνθεί και να γίνει διπλάσια σε µέγεθος από το πρήξιµο, και τότε δεν αποκλειόταν το µολυσµένο κοµµάτι να έπρεπε να κοπεί. Πάνω σε ένα πλοίο υπήρχαν χίλιοι και ένας τρόποι να τραυµατιστεί κανείς σοβαρά. Για πρώτη φορά ο Σέρλοκ καταλάβαινε τη λογική του Μάικροφτ – ο ασφαλέστερος τρόπος να ζει κανείς τη ζωή του ήταν να µένει κλεισµένος στο σπίτι. Αν το έκανε όµως αυτό, θα έχανε και όλη την περιπέτεια. Χαµογέλασε µόνος του. Ίσως το καλύτερο ήταν να γίνει φίλος µε κάποιον γιατρό – έτσι, θα είχε πάντοτε κοντά του κάποιον να τον περιθάλπει. Αφηρηµένος καθώς ήταν από τις σκέψεις του, το χέρι του γλίστρησε σε µερικά άλγη που είχαν καταφέρει µε κάποιον τρόπο να κολλήσουν σε ένα τµήµα του σκοινιού – κι ένιωσε να πέφτει. Έσφιξε γερά τα πόδια του γύρω από την κεραία, αλλά το βάρος του τον παρέσυρε κι άρχισε να γυρνάει, µέχρι που βρέθηκε να κρέµεται ανάποδα. Καθώς ο άνεµος φυσούσε το πανί, το υγρό καναβάτσο τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Έχασε τον προσανατολισµό του – πού ήταν το πάνω και πού το κάτω; Κύρτωσε την πλάτη του κι άπλωσε τα χέρια του προς το µέρος που πίστευε πως βρισκόταν η κεραία, όµως έπιασε µόνο αέρα. Ένιωθε τα πόδια του να γλιστράνε. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έπεφτε σαν βαρίδι στο κατάστρωµα – µε το κεφάλι προς τα κάτω. Το δεξί του χέρι ακούµπησε σε κάτι ζεστό. Το άρπαξε πανικόβλητος
κι ένιωσε κάποιον να τον τραβάει προς τα πάνω. Το αριστερό του χέρι βρήκε ένα σκοινί κι άρχισε να τραβιέται απεγνωσµένα κι από εκεί. Ξαφνικά καθόταν πάλι ίσια. Έριξε µια µατιά στο πρόσωπο του άνδρα που τον είχε σώσει – ήταν ένας νεαρός ναύτης ονόµατι Γκίτενς. Από το σηµείο που καθόταν γονατισµένος, κρατώντας το κατάρτι µε το αριστερό του χέρι, κάρφωσε το βλέµµα του στον Σέρλοκ. «Ευχαριστώ» είπε ξέπνοα ο Σέρλοκ. «Βροµοστεριανέ!» Άφησε απότοµα το χέρι του Σέρλοκ κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο κατάρτι για να ελέγξει το επόµενο πανί, δίχως να κοιτάξει πίσω του. Ο Σέρλοκ έφτασε µέχρι το κατάρτι και σηκώθηκε όρθιος χρησιµοποιώντας ένα µαντέκι[4]. Ένιωθε σαν να ήταν σκαρφαλωµένος στην κορυφή ενός δέντρου στη διάρκεια σεισµού. Το κατάρτι πήγαινε µπρος πίσω καθώς το πλοίο κλυδωνιζόταν πάνω στα κύµατα. Έριξε µια γρήγορη µατιά στον µακρινό ορίζοντα κι ευχήθηκε να µην το είχε κάνει. Τώρα η καταιγίδα καταλάµβανε το ένα τέταρτο του ουρανού – τους πλησίαζε. Οι υπόλοιποι ναύτες συνέχιζαν να εκτελούν τα καθήκοντά τους κι ο Σέρλοκ ήξερε ότι το ίδιο έπρεπε να κάνει κι αυτός. Έτσι, παρά το βροντοχτύπηµα της καρδιάς του και τον τρόµο που ένιωθε να απλώνεται στα νεύρα του σαν πάγος, έπεσε στα τέσσερα και συνέχισε να κινείται κατά µήκος της κεραίας, πέρα από το κατάρτι, για να ελέγξει τα σκοινιά στην άλλη πλευρά. Ήταν όλα ασφαλισµένα. Μέχρι να επιστρέψει στο κατάρτι ήταν µουσκεµένος από ένα µείγµα θαλασσινού νερού και ιδρώτα, ενώ οι µύες του πονούσαν σαν να είχε τρέξει µαραθώνιο. Ανακουφισµένος που είχε ολοκληρώσει τη δουλειά του, κατέβηκε µε
προσοχή από τα ξάρτια στο κατάστρωµα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο ευτυχής που υπήρχε κάτι στέρεο κάτω από τα πόδια του. Ο κύριος Λάρτσµοντ στεκόταν λίγο παραπέρα. «Τα σκοινιά του τουρκέτου είναι ασφαλισµένα, κύριε» ανέφερε ο Σέρλοκ. «Καλή δουλειά, µικρέ». Ο ύπαρχος στράφηκε και τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Έχεις στόφα ναύτη. Αν επιζήσουµε από την καταιγίδα και φτάσουµε σώοι στη Σαγκάη, µπορείς να παραµείνεις µέλος του πληρώµατος, αν θες». «Θα το ήθελα, κύριε» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ. Τουλάχιστον µέχρι να επιστρέψω στην Αγγλία και τους φίλους µου, σκέφτηκε. Ο κύριος Λάρτσµοντ αποµακρύνθηκε µε µεγάλες δρασκελιές, επιπλήττοντας έναν δύσµοιρο ναύτη που είχε αφήσει το σκοινί να περάσει πολύ γρήγορα µέσα από τα χέρια του, και τώρα κοιτούσε εµβρόντητος τις µατωµένες παλάµες του. «Φύγε από τη µέση, ανόητε ατζαµή!» του είπε. «Άσε να δοκιµάσει κάποιος που ξέρει τι κάνει». Καθώς άρπαζε την άκρη του σκοινιού κι έσπρωχνε τον άνδρα για να φύγει από τη µέση, γύρισε να δει τι γινόταν στο κατάστρωµα. «Ασφαλίστε όλες τις καταπακτές! Ασφαλίστε οτιδήποτε κινείται και βάλτε τις κατσίκες και τα πρόβατα κάτω από το κατάστρωµα, πριν γίνουν τροφή για τους καρχαρίες!» φώναξε. Το τρίξιµο ενός ξύλου τράβηξε την προσοχή του Σέρλοκ. Κοίταξε προς τα πάνω, εκεί που τα κατάρτια ταλαντεύονταν και τα πανιά ανέµιζαν. Τα πανιά είχαν τεντωθεί τόσο από τον άνεµο, ώστε η τροµακτική πίεση έκανε τα κατάρτια σχεδόν να λυγίζουν προς τα µπροστά. Ο αφρός που άφηνε πίσω του το πλοίο σχηµάτιζε ένα φαρδύ V
στο κάτω µέρος της πλώρης, κι ο Σέρλοκ άκουγε ένα σφύριγµα καθώς το σκαρί έσκιζε τα κύµατα. Κοίταξε πάλι προς τα πάνω. Το καθαρό γαλάζιο του ισηµερινού ουρανού είχε πάρει µια παράξενη, µεταλλική όψη. Κάτι έλειπε και του πήρε µια στιγµή µέχρι να καταλάβει τι ήταν: τα πουλιά. Τα πανταχού παρόντα θαλασσοπούλια είχαν εξαφανιστεί. Γνωρίζοντας ότι πλησίαζε καταιγίδα, πιθανότατα είχαν βρει την ευκαιρία να φύγουν από τον δρόµο της, αξιοποιώντας τον άνεµο που την είχε προαναγγείλει για να φτάσουν σε κάποια περιοχή µε πιο ήπιες καιρικές συνθήκες. Στον Σέρλοκ αυτό φαινόταν πολύ λογικό. Ξαφνικά άρχισε να κάνει πολύ περισσότερο κρύο και το φως είχε πάρει µια απειλητική απόχρωση. Κοιτώντας πίσω του, προς την πρύµνη, είδε πως τώρα τα µπλαβιά σύννεφα έκρυβαν τον µισό ουρανό. Μερικές σταγόνες βροχής πιτσίλισαν το µέτωπο και τα µάγουλά του – όχι ψυχρές και λεπτές σαν βελόνες, όπως θα περίµενε πίσω στην Αγγλία, αλλά ζεστές και παχουλές. Ο Σέρλοκ κρατήθηκε γερά περνώντας το χέρι του µέσα από τα ξάρτια και σάρωσε το κατάστρωµα µε το βλέµµα του, προσπαθώντας να δει αν υπήρχε κάτι που µπορούσε να κάνει για να βοηθήσει. Τότε είδε κάτι που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί απότοµα από φόβο: ενώ το µπροστινό µέρος του πλοίου έστριβε προς τη µία µεριά, το πίσω µέρος έστριβε προς την αντίθετη. Ολόκληρη η κατασκευή του πλοίου λύγιζε στο έλεος του ανέµου και των κυµάτων. Για τον Σέρλοκ ήταν µια τροµακτική αποκάλυψη, καθότι µέχρι τότε θεωρούσε το πλοίο κάτι συµπαγές. Ξαφνικά συνειδητοποιούσε πόσο εύθραυστο ήταν αυτό το µικρό κατασκεύασµα από ξύλο και πανί που οριοθετούσε τον κόσµο του. «Σέρλοκ!» φώναξε κάποιος. «Σέρλοκ! Εδώ!»
Έστρεψε το βλέµµα του προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακουστεί η φωνή. Μια από τις καταπακτές δεν είχε ασφαλιστεί ακόµη κι από µέσα της είχε ξεµυτίσει µια φιγούρα µε µαύρα µαλλιά που ήταν κολληµένα στο πρόσωπο και έπεφταν µπροστά από τα µάτια. Ήταν ο Γου Τσουνγκ, ο Κινέζος µάγειρας του πλοίου. Ήταν ένας µεγαλόσωµος, πρόσχαρος άνδρας µε µια µαύρη αλογοουρά, ένα µακρύ µουστάκι που κρεµόταν εκατέρωθεν του στόµατός του και δέρµα βλογιοκοµµένο από κάποια ασθένεια. Ήταν ό,τι πλησιέστερο σε φίλο είχε βρει ο Σέρλοκ στο Γκλόρια Σκοτ. Μάλιστα ο Γου Τσουνγκ τού µάθαινε υποµονετικά τα καντονέζικα, τη γλώσσα που µιλούσαν στη Σαγκάη, τον τελικό τους προορισµό. Ο Σέρλοκ ελευθέρωσε το χέρι του από τα ξάρτια και πήγε παραπατώντας µέχρι την καταπακτή, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προβλέψει προς ποια πλευρά θα έγερνε κάθε φορά το κατάστρωµα. Ο µάγειρας τον άρπαξε από το µπράτσο για να µην τον παρασύρει ο άνεµος. «Σε χρειάζοµαι στην κουζίνα» φώναξε για να ακουστεί µέσα από το βουητό του ανέµου. «Τα κατσαρόλια και τα τηγάνια έχουν πεταχτεί παντού. Πρέπει να τα ασφαλίσουµε». «Εντάξει!» φώναξε ο Σέρλοκ και κατέβηκε τη σκάλα της καταπακτής, ακολουθώντας τον Γου στο εσωτερικό του πλοίου. Οι διάδροµοι ήταν ένα συνονθύλευµα από σκιές που τρεµόπαιζαν στο φως από τις λάµπες θυέλλης – έτσι όπως ήταν στερεωµένες στους γάντζους κατά µήκος των τοίχων, το σκαµπανέβασµα του Γκλόρια Σκοτ τις έκανε να κυλάνε µία µπρος και µία πίσω. Το φως από τα κεριά στο εσωτερικό τους ήταν κίτρινο κι αρρωστηµένο. Δίχως τον ορίζοντα που τον βοηθούσε να διατηρεί την αίσθηση ισορροπίας του, ο Σέρλοκ είχε
αρχίσει να παθαίνει ναυτία. Η µυρωδιά στο εσωτερικό του πλοίου ήταν το σύνηθες µείγµα ανθρώπινης απλυσιάς και ζωικού λίπους από τα κεριά. Καθώς κινούνταν το πλοίο, στα σανίδια έτρεχε νερό. Συνήθως το νερό έµπαινε µόνο στα µαύρα βάθη του αµπαριού, αλλά τώρα έµοιαζε να έχει εισχωρήσει παντού, σε κάθε γωνιά του Γκλόρια Σκοτ. Ακολούθησε τον Γου στην κουζίνα, ένα στενό δωµάτιο στο τέλος κάποιου διαδρόµου. Παρατήρησε πως η σόµπα για το µαγείρεµα ήταν ήδη σβηστή, για να µην πετάγονται σπίθες και κάρβουνα που µπορεί να προκαλούσαν κάποια φωτιά. Τα µπακιρένια τηγάνια που χρησιµοποιούσε ο Γου υποτίθεται πως έπρεπε να είναι κρεµασµένα από τους γάντζους στο ταβάνι, όµως είχαν πέσει σχεδόν όλα και κυλούσαν πέρα δώθε στο πάτωµα. Τα λιγοστά που είχαν παραµείνει κρεµασµένα ταλαντεύονταν επικίνδυνα. Ένα χτύπηµα από δαύτα µπορούσε να ρίξει κάποιον αναίσθητο. Κάθε διαθέσιµη γωνιά του δωµατίου είχε συρτάρια και ντουλάπια και καθώς το πλοίο έγερνε απότοµα πότε από τη µία πλευρά και πότε από την άλλη, τα φύλλα των ντουλαπιών ανοιγόκλειναν και τα συρτάρια µπαινόβγαιναν, λες και κάποιο κακόβουλο πνεύµα είχε στοιχειώσει την κουζίνα και προκαλούσε χάος. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Ο Γου άπλωσε το χέρι του προς τον Σέρλοκ. «Πάρε!» του είπε. Ο Σέρλοκ σήκωσε τις χούφτες του κι ο Γου έριξε µέσα γύρω στα δέκα λεπτά ξύλινα πηχάκια. «Ασφάλισε τα συρτάρια και τα ντουλάπια. Γρήγορα!» Ο Σέρλοκ κατάλαβε. Με γρήγορες κινήσεις, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τα τηγάνια που ταλαντεύονταν και στριφογύριζαν, στερέωσε όλα τα συρτάρια και τα φύλλα των ντουλαπιών, σφηνώνοντας
τα τριγωνικά κοµµάτια ξύλου σε όποια χαραµάδα έβρισκε και χτυπώντας τα µε τη βάση της παλάµης του. Στο µεταξύ ο Γου έκανε ό,τι µπορούσε για να κατεβάσει τα εναποµείναντα τηγάνια δίχως να του ανοίξουν το κεφάλι, και να τα στριµώξει στο µεγαλύτερο ντουλάπι. Παντού γύρω τους, ο Σέρλοκ άκουγε τα µαδέρια του πλοίου να τρίζουν από την πίεση που τους ασκούσαν τα κύµατα και ο άνεµος. Κάποτε, στο Λονδίνο, είχε δει ένα ξύλινο κάρο να γίνεται κοµµάτια καθώς έπαιρνε πολύ απότοµα µια στροφή, µε αποτέλεσµα να αναποδογυρίσει και να πέσει µε πάταγο στο έδαφος. Και ο ίδιος τώρα βρισκόταν ουσιαστικά µέσα σε ένα κουτί φτιαγµένο από ξύλα, καρφιά και πίσσα – και πολύ µακριά από την ακτή για να κολυµπήσει σε περίπτωση που το πλοίο διαλυόταν. Άραγε αυτό είχε κατά νου ο Θάλαµος Παραδόλης; Αυτή ήταν η τιµωρία του; Αφού ασφάλισε όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια, στράφηκε στον Γου. Το τρίξιµο και το βογκητό των µαδεριών του πλοίου ήταν υπερβολικά δυνατά για να ακουστεί, οπότε έκανε χειρονοµίες κι ανασήκωσε τους ώµους του καθώς φώναζε: «Θέλω να πάω στο κατάστρωµα!». Στην πραγµατικότητα δεν ήθελε, πολύ περισσότερο, όµως, δεν ήθελε να βρίσκεται στο εσωτερικό του πλοίου αν η καταιγίδα το αναποδογύριζε. Ο Γου όµως δεν ήταν ναυτικός. Κούνησε το κεφάλι του και το µεγάλο, βλογιοκοµµένο του πρόσωπο ήταν γεµάτο σοβαρότητα. Σχεδόν έσπρωξε τον Σέρλοκ για να βγει από την κουζίνα και τον κατηύθυνε αριστερά, µακριά από τη σκάλα που οδηγούσε στο κατάστρωµα. Ο Σέρλοκ αντιστάθηκε. Όταν ο Γου επιχείρησε να τον σπρώξει πάλι, τον άρπαξε από τον καρπό και κούνησε απότοµα το
κεφάλι του πέρα δώθε. Προφανώς, ο Γου ήθελε να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο µακριά από την καταιγίδα, ακόµα κι αν αυτό σήµαινε πως έπρεπε να πάει και να χωθεί στα έγκατα του πλοίου. Ο Γου προσπάθησε να σπρώξει για τρίτη φορά τον Σέρλοκ, αλλά εκείνος κούνησε ξανά το κεφάλι του και του φώναξε «Όχι!». Φαίνεται πως ο Γου κατάλαβε τελικά, διότι άφησε τον ώµο του Σέρλοκ κι ύστερα τον χτύπησε φιλικά, όλο θλίψη. Ήταν ένα είδος αποχαιρετισµού. Ήταν προφανές πως ο Γου δεν περίµενε να τον ξαναδεί. Ο Σέρλοκ γλίστρησε δίπλα από τον Κινέζο µάγειρα και πήγε µισοτρέχοντας, µισοσκοντάφτοντας στη σκάλα που οδηγούσε στην καταπακτή του καταστρώµατος. Καθώς έβαζε το πόδι του στο πρώτο σκαλί, γύρισε και είδε τη φαρδιά πλάτη του Γου να εξαφανίζεται πίσω από µια γωνία. Σκαρφάλωσε βιαστικά στη σκάλα, ελπίζοντας πως ο φίλος του είχε άδικο, πως θα επιβίωναν κι οι δύο – πως θα επιβίωναν όλοι τους. Την ώρα που έβγαζε το κεφάλι του από το χείλος της καταπακτής, τρεις ναύτες ετοιµάζονταν να την ασφαλίσουν. Ήταν βρεγµένοι µέχρι το κόκαλο και τα πρόσωπά τους ήταν καταβεβληµένα από την κούραση και τον φόβο. Ένας από αυτούς τον τράβηξε στο κατάστρωµα, ενώ οι άλλοι δύο τοποθέτησαν το κάλυµµα της καταπακτής και το κάρφωσαν. Πάνω στο κατάστρωµα, τα πράγµατα ήταν χειρότερα απ’ ό,τι πριν. Τώρα ο ουρανός ήταν οµοιόµορφα µπλαβής, από τη µία άκρη του ορίζοντα µέχρι την άλλη – τουλάχιστον αυτό θα έλεγε ο Σέρλοκ αν ήταν ορατός ο ορίζοντας. Μερικές εκατοντάδες µέτρα µακριά από το πλοίο δε φαινόταν απολύτως τίποτα. Χρειάστηκε ένα δύο δευτερόλεπτα για να
απορροφήσει τη σκηνή –τα κύµατα που ήταν ψηλότερα από το πλοίο, τον αφρό που κάλυπτε τα πάντα, την έντονη αλµύρα που ήταν διάχυτη στον αέρα– κι έπειτα έτρεξε προς το πιο κοντινό ξάρτι µέσα από το οποίο µπορούσε να περάσει τα χέρια του και να κρατηθεί από τα σκοινιά. Στα µισά του δρόµου, το πλοίο έγειρε ξαφνικά προς τη µία πλευρά και το κατάστρωµα έγινε µια ξύλινη τσουλήθρα πάνω στην οποία γλιστρούσε, µε σκλήθρες να πιάνονται στα ρούχα του. Χτύπησε στην κουπαστή και παραλίγο να σπάσει τα πόδια του. Ήταν έτοιµος να πέσει µέσα από ένα άνοιγµα της κουπαστής και να χαθεί στα αφρισµένα νερά, όµως την τελευταία στιγµή πιάστηκε από ένα µπρούντζινο πόµολο που ήταν καλά βιδωµένο πάνω της. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές τι ήταν αυτό το πόµολο –ποτέ, κανείς από τους ναύτες δεν έδενε εκεί το οτιδήποτε–, όµως, όποια κι αν ήταν η χρησιµότητά του, εκείνος ήταν ευγνώµων που το είχε βρει µπροστά του την κρίσιµη στιγµή. Με προσοχή, τραβήχτηκε πάνω στο κατάστρωµα, περνώντας πρώτα το ένα χέρι, έπειτα το άλλο και τελικά τα πόδια του πάνω από την κουπαστή. Η καρδιά του σφυροκοπούσε κι από τον τρόµο ένιωσε τον λαιµό του να κλείνει. Η καταιγίδα τούς είχε προφτάσει µε τροµακτική ταχύτητα. Υπήρχαν κι άλλοι ναύτες σε διάφορα σηµεία στο κατάστρωµα, ο καθένας µε τα χέρια του περασµένα στα ξάρτια, για να µην τους παρασύρει κάποιο κύµα στη φουσκωµένη θάλασσα. Ξαφνικά τον τύφλωσε µια λάµψη. Άρχισε αυτόµατα να µετρά δευτερόλεπτα – ένα… δύο… κι έπειτα ένα εκκωφαντικό κρααακ αντήχησε παντού. Στην πραγµατικότητα δεν το άκουσε απλά, αλλά το ένιωσε µέσα από τα ξύλα του καταστρώµατος και της κουπαστής. Κάτι παραπάνω από τρία χιλιόµετρα – η καταιγίδα απείχε ακόµη κάτι
παραπάνω από τρία χιλιόµετρα. Το ήξερε διότι ο Μάικροφτ του είχε πει κάποτε πως κάθε δευτερόλεπτο µεταξύ της αστραπής και της βροντής αντιστοιχούσε σε απόσταση ενάµισι περίπου χιλιοµέτρου από την καταιγίδα. Αν τα πράγµατα ήταν τόσο άσχηµα σε απόσταση τριών χιλιοµέτρων από την καταιγίδα, τότε τι τους περίµενε στην καρδιά της; Μέσα από τη βροχή και τον αφρό της θάλασσας, είδε τον κύριο Λάρτσµοντ να στέκεται στην τιµονιέρα. Είχε φυτέψει τα πόδια του στο κατάστρωµα κι έσφιγγε τόσο δυνατά µια κουπαστή της τιµονιέρας, που ο Σέρλοκ θα ορκιζόταν ότι τα χέρια του είχαν χωθεί στο ξύλο. Τα µαλλιά του τον µαστίγωναν στο πρόσωπο. Δεν έδειχνε φοβισµένος ούτε καν ανήσυχος – έδειχνε απλά αποφασισµένος. Το βλέµµα του ακολουθούσε τον κύριο άξονα του πλοίου, σαν να προκαλούσε την καταιγίδα να κάνει ό,τι χειρότερο µπορούσε. Είδε τα χείλη του να κουνιούνται και, παρόλο που φάνταζε απίστευτο, άκουσε τον επιτακτικό τόνο της φωνής του ακόµα και µες στην καταιγίδα. «Χαλαρώστε τα πανιά!» φώναξε. «Άµα θέλετε να ξαναδείτε τις µανάδες και τις αγαπητικιές σας, χαλαρώσετε τα ρηµάδια τα πανιά!» Ο Σέρλοκ έριξε µια γρήγορη µατιά στα πανιά κι αµέσως κατάλαβε. Ήταν τεντωµένα από τον άνεµο, τόσο πολύ, που µπορεί να ξεριζώνονταν από πάνω µέχρι κάτω αν η καταιγίδα χειροτέρευε. Αν το Γκλόρια Σκοτ βρισκόταν περίπου τρία χιλιόµετρα µακριά από την καρδιά της καταιγίδας, τότε ήταν πολύ πιθανό να χειροτερέψει. Τα σκοινιά που κρατούσαν τα πανιά επίσης είχαν τεντωθεί, σαν χορδές βιολιού. Κινδύνευαν να σπάσουν και να αφήσουν τα πανιά ελεύθερα να σκορπάνε την καταστροφή. Από την άλλη, αν δε σκίζονταν τα πανιά, ο
άνεµος ήταν αρκετά δυνατός για να αναποδογυρίσει το πλοίο. Αν οι ναύτες κατάφερναν να τα χαλαρώσουν, είχαν τουλάχιστον µια ελπίδα. Θα έµεναν ακυβέρνητοι και στο έλεος της καταιγίδας, τουλάχιστον όµως θα αύξαναν τις πιθανότητές τους να επιβιώσουν. Μπρος στα έκπληκτα µάτια του Σέρλοκ, µερικοί ναύτες έτρεξαν από τις ασφαλείς θέσεις που είχαν βρει στο κατάστρωµα στα σηµεία πρόσδεσης των σκοινιών που τέντωναν τα πανιά. Δεν ήταν σίγουρος αν φοβόνταν περισσότερο τον κύριο Λάρτσµοντ απ’ ό,τι την καταιγίδα, ή αν απλά ήξεραν ότι έπρεπε να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους προκειµένου να σώσουν το πλοίο. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, όρµηξαν στους γάντζους και τους στυλίσκους όπου ήταν δεµένα τα σκοινιά και ανά δύο ή ανά τρεις έβαζαν κόντρα στο τράβηγµα των σκοινιών, µέχρι που κατάφεραν να τα λασκάρουν και να τα δέσουν πιο χαλαρά. Ο άνεµος φούσκωσε τα πανιά και τέντωσε πάλι τα σκοινιά, όµως, καθώς άλλαζε διεύθυνση, τα πανιά ανέµιζαν χαλαρά και τα σκοινιά έκαναν κοιλιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξανατεντώνονταν. Ο Σέρλοκ έστρεψε το βλέµµα του πέρα από την κουπαστή και του κόπηκε η ανάσα. Μια φορά, πριν από έναν περίπου χρόνο ή και περισσότερο, είχε ξυπνήσει σε ένα υπνοδωµάτιο ενός αρχοντικού στη Γαλλία, το οποίο ανήκε στο βαρόνο Μοπερτουί. Πιστεύοντας πως βρισκόταν ακόµη στο Φάρναµ, είχε ανοίξει τις κουρτίνες και είχε µείνει έκπληκτος από τη θέα µιας παραλίας έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά ένιωσε να ξαναβρίσκεται εκεί, κοιτάζοντας εξίσου σαστισµένος το τοπίο, µόνο που τώρα στο τοπίο κυριαρχούσαν βουνά φτιαγµένα από νερό και βρίσκονταν τόσο κοντά, που ένιωθε σχεδόν σαν να µπορούσε να απλώσει το χέρι του και να τα αγγίξει.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε το µέγεθος και το µεγαλείο του κόσµου. Τον πληµµύρισε ένα αίσθηµα αγαλλίασης, που ξέπλυνε τελείως τον φόβο του και τον αντικατέστησε µε κατάπληξη και θαυµασµό. Το Φάρναµ ήταν µικρό. Το Λονδίνο ήταν µικρό. Στον κόσµο υπήρχαν τόσα πολλά, τόσα διαφορετικά πράγµατα να δει. Πώς άραγε µπορούσε ο Μάικροφτ να µένει στο διαµέρισµα, τη λέσχη και το γραφείο του κι απλά να πηγαίνει µε την κλειστή του άµαξα και να χώνεται από το ένα στο άλλο, όταν υπήρχαν τόσο θαυµαστά πράγµατα στον κόσµο; Η πραγµατική καταιγίδα τούς χτύπησε τουλάχιστον µία ώρα αργότερα, αλλά δεν µπορούσε πια να επηρεάσει τα συναισθήµατά του. Από εκείνη τη στιγµή και µετά, ήταν ένας απλός παρατηρητής, γεµάτος δέος γι’ αυτό που έβλεπε. Ο φόβος, η κούραση, ο πόνος, η πείνα, όλα είχαν ξεθωριάσει µπρος στο εκπληκτικό θέαµα και τους ήχους της ανεξέλεγκτης φύσης. Δεν είχε σηµασία που το Γκλόρια Σκοτ τιναζόταν αποδώ κι αποκεί, σαν φύλλο στην άκρη ενός καταρράκτη. Δεν είχε σηµασία που έπεσε δύο φορές κεραυνός στο κεντρικό κατάρτι, αφήνοντας πίσω του καψαλισµένες αυλακιές και τη µυρωδιά του καµένου ξύλου. Δεν είχε σηµασία που το κατάστρωµα ήταν γεµάτο µε τόσο νερό, ώστε να µη φαίνονται τα σανίδια του, που οι σφαλισµένες καταπακτές γίνονταν αντιληπτές µόνο όταν το νερό έσκαγε πάνω στο χείλος τους και τιναζόταν ψηλά. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σηµασία. Το πλοίο και οι ναύτες του ήταν σαν µυρµήγκια πάνω στο πρόσωπο ενός γιγάντιου, ασταµάτητου και πανέµορφου πλάσµατος. Κάποια στιγµή βρέθηκε σε µια κατάσταση µεταξύ ύπνου και ύπνωσης, έχοντας τα µάτια του ανοιχτά αλλά δίχως να βλέπει τίποτα. Όταν ανέκτησε σταδιακά τις αισθήσεις του, ανακάλυψε πως η
καταιγίδα είχε κοπάσει. Ναύτες κινούνταν σε όλο το κατάστρωµα και τέντωναν τα σκοινιά, απασφάλιζαν τις καταπακτές και σκούπιζαν όσο περισσότερο νερό µπορούσαν, ρίχνοντάς το πάλι στη θάλασσα. Ο ουρανός έγινε ξανά γαλανός – γαλανός κι ανέφελος. Τα θαλασσοπούλια πετούσαν πάλι πίσω από το πλοίο, περιµένοντας να ρίξει κάποιος τροφή στη θάλασσα. Ο κύριος Λάρτσµοντ στεκόταν σε απόσταση µερικών µέτρων. Έστρεψε το βλέµµα του στον Σέρλοκ. «Ευχαριστήθηκες τον υπνάκο σου;» ρώτησε. Ο Σέρλοκ ήξερε πώς έπρεπε να αντιδράσει. «Διαταγές, κύριε!» είπε και πετάχτηκε όρθιος. «Πολύ καλά» είπε ο κύριος Λάρτσµοντ. Σήκωσε τα µάτια του στο τουρκέτο. «Σαν να βλέπω µερικά χαλαρά σκοινιά εκεί πάνω. Θα σου ήµουν υπόχρεος αν ανέβαινες να τα σφίξεις». «Μάλιστα, κύριε!» Ο Σέρλοκ κατευθύνθηκε προς τα ξάρτια, αλλά ξαφνικά σταµάτησε, γύρισε και κοίταξε τον κύριο Λάρτσµοντ. «Πόσους ναύτες χάσαµε, κύριε;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Πολλούς» είπε σιγανά. « Ήταν καλοί άνδρες – όλοι τους».
Κεφάλαιο 2
Παρά την ταλαιπωρία της προηγούµενης µέρας, ο Σέρλοκ ξύπνησε νωρίς. Ξαπλωµένος στην αιώρα του, ταλαντευόταν µαλακά από τη µία πλευρά στην άλλη στο σχετικό σκοτάδι του χώρου όπου κοιµούνταν – ο οποίος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το φαρδύ τµήµα ενός διαδρόµου, µε γάντζους βιδωµένους στους τοίχους, από όπου κρέµονταν οι αιώρες. Για λίγο έµεινε να ακούει τον απαλό ήχο των ξύλων που έτριζαν, των κυµάτων που έσκαγαν στις παρειές του πλοίου, των ναυτών που ροχάλιζαν, ρουθούνιζαν ή µιλούσαν στον ύπνο τους, καθώς και τον αδέξιο ήχο όσων είτε σηκώνονταν είτε ξάπλωναν εκείνη την ώρα στις αιώρες τους. Η σωστή λειτουργία του Γκλόρια Σκοτ απαιτούσε φυσικά συνεχή εργασία, µέρα και νύχτα, όµως η µία βάρδια ξυπνούσε κι αναλάµβανε καθήκοντα όταν η προηγούµενη πήγαινε για ύπνο. Το χτύπηµα µιας καµπάνας σηµατοδοτούσε την αρχή και το τέλος κάθε βάρδιας. Ο Σέρλοκ είχε ακόµη λίγη ώρα µέχρι να ξεκινήσει η δική του. Τελικά σηκώθηκε από την αιώρα και έβαλε τα ίδια ρούχα που
φορούσε την προηγούµενη µέρα – και τη µέρα πριν από αυτήν, καθώς και όλες τις προηγούµενες µέρες, µέχρι την ηµέρα της απαγωγής του. Τα ρούχα πλένονταν µονάχα όποτε κάποιο κύµα χτυπούσε το κατάστρωµα και µούσκευε τον ιδιοκτήτη τους. Πέρασε σκυφτός κάτω από τη σειρά µε τις αιώρες –οι οποίες, παραδόξως, θύµιζαν τα πανιά του πλοίου όταν ήταν φουσκωµένες από τα κορµιά των ενοίκων τους– και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ο Γου Τσουνγκ δεν ήταν εκεί. Αντ’ αυτού, ένας άλλος ναύτης –ένα χλεµπονιάρικο πλάσµα ονόµατι Σκόρµπι– µοίραζε ένα µείγµα από γαλέτες, χυλό βρόµης και παστό κρέας. Ο Σέρλοκ πήρε ένα γεµάτο πιάτο, κάθισε σε έναν άδειο πάγκο και το καταβρόχθισε µε συνοπτικές διαδικασίες. Αναρωτιόταν τι να είχε συµβεί στον Κινέζο µάγειρα. Την τελευταία φορά που τον είχε δει, ο Γου κατευθυνόταν προς τα έγκατα του πλοίου. Άραγε είχε επιβιώσει από την καταιγίδα ή µήπως του είχε συµβεί κάτι; Ίσως να είχε χτυπήσει το κεφάλι του σε κάποιο χαµηλό δοκάρι, καθώς το Γκλόρια Σκοτ έγερνε πότε από τη µια και πότε από την άλλη εξαιτίας του δυνατού ανέµου. Ίσως πάλι να είχε κατέβει στα ύφαλα του πλοίου –τα υγρά, ανήλιαγα σωθικά του κοντά στην καρίνα–, να είχε πέσει και να είχε πνιγεί στα βροµερά νερά που λίµναζαν εκεί κάτω. Έσπρωξε το άδειο του πιάτο και σηκώθηκε. Στη θέση του κάθισε αµέσως ένας άλλος ναύτης. Επέστρεψε στο σηµείο που ο Σκόρµπι συνέχιζε να σερβίρει και ρώτησε: «Πού είναι ο Γου;». «Ο Γου Τσουνγκ;» ρώτησε ο Σκόρµπι, λες κι υπήρχε κάνας άλλος Κινέζος µάγειρας στο πλοίο για τον οποίο θα µπορούσε να ρωτάει ο Σέρλοκ. «Στο κατάστρωµα, φίλε. Κάνει κάποιον παράξενο χορό».
Ο Σέρλοκ ένιωσε µεγάλη ανακούφιση. Ο Γου δεν ήταν ακριβώς φίλος, αλλά ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στο πλοίο που είχαν δείξει ενδιαφέρον για αυτόν. Αν είχε πεθάνει, ποιος θα του µάθαινε καντονέζικα; Σκαρφάλωσε στη σκάλα που έβγαζε στο κατάστρωµα. Το έντονο φως τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του και να µισοκλείσει τα µάτια του. Μόλις προσαρµόστηκαν, κοίταξε γύρω του για να δει αν η καταιγίδα είχε προκαλέσει κάποια µόνιµη ζηµιά, αλλά ήταν λες και δεν είχε συµβεί το παραµικρό. Τα πανιά ήταν φουσκωµένα, τα κατάρτια και οι κεραίες ήταν άθικτα και το κατάστρωµα ήταν όσο στεγνό µπορούσε να είναι. Οι ναύτες που είχαν βάρδια έκαναν κανονικά τις δουλειές τους. Παρά τη βιαιότητα της προηγούµενης µέρας, ο Σέρλοκ είχε αρχίσει να νιώθει πως οι τροπικές καταιγίδες ήταν κάτι το οποίο συνέβαινε, αντιµετωπιζόταν κι ύστερα ξεχνιόταν. Τα πάντα συνεχίζονταν κανονικά. Ο Γου Τσουνγκ στεκόταν στη µέση του καταστρώµατος. Με τη στάση που είχε πάρει έριχνε όλο του το βάρος στο λυγισµένο δεξί του πόδι. Το αριστερό του πόδι ήταν τεντωµένο ευθεία µπροστά του. Το δεξί του χέρι ήταν σηκωµένο σε σχήµα άγκιστρου, σχεδόν σαν να κρατούσε το πίσω µέρος του κεφαλιού του, και το αριστερό του χέρι ήταν τεντωµένο στην ίδια ευθεία µε το αριστερό του πόδι. Τα δάχτυλα ήταν ενωµένα και λυγισµένα, µε την παλάµη προς τα πάνω, σχεδόν σαν να έκανε νόηµα σε κάποιον να τον πλησιάσει. Έδινε την εντύπωση πως καταπονούσε αρκετά τους µυς του δεξιού ποδιού και της πλάτης, αλλά ο Γου έµεινε ακίνητος σαν άγαλµα για παραπάνω από ένα λεπτό. Έπειτα, µε αργές κινήσεις, άλλαξε στάση. Ο Σέρλοκ τον παρακολουθούσε να µεταβαίνει µε αργές κινήσεις
από τη µια στάση στην άλλη. Π ράγµατι έµοιαζε µε χορό, όπως είχε πει ο Σκόρµπι, αλλά υπήρχε κάτι περισσότερο. Άρχισε να διακρίνει επαναλαµβανόµενα στοιχεία σε αυτές – χτυπήµατα και αποκρούσεις, σαν ο Γου να πάλευε µε κάποιον αόρατο αντίπαλο σε πολύ αργή κίνηση. Τελικά ίσιωσε το σώµα του και άφησε τα χέρια του να πέσουν χαλαρά στο πλάι. Ανάσαινε βαθιά, αλλά όχι βαριά. Έστρεψε το βλέµµα του προς το µέρος του Σέρλοκ. «Με είδες να κάνω εξάσκηση;» είπε στα αγγλικά. «Ναι. Σε τι εξασκείσαι;» Ο Γου χαµογέλασε. «Εσύ τι νοµίζεις;» «Νοµίζω πως ήταν σαν να παλεύεις, σαν να εξασκείσαι στο µποξ, αλλά διαφορετικό. Νοµίζω πως ήταν σαν να σκιαµαχούσες[5]». Ο Γου έγνεψε µε το κεφάλι κι έγειρε ελαφρά προς τον Σέρλοκ. «Μπράβο. Οι περισσότεροι λένε πως απλά χορεύω άσχηµα». «Δε σε έχω ξαναδεί να το κάνεις αυτό». «Δεν έχεις ξαναξυπνήσει τόσο νωρίς. Το κάνω κάθε πρωί για µία ώρα». «Γιατί;» ρώτησε απλά ο Σέρλοκ. «Α, καλή ερώτηση». Ο Γου πήγε και στάθηκε δίπλα του. «Στη χώρα σου, οι άνδρες µαθαίνουν µποξ για να χτυπούν άλλους ανθρώπους και να τους κάνουν να µατώνουν. Στη χώρα µου, τα παιδιά µαθαίνουν Τάι τσι χουάν για να ηρεµήσουν τον νου τους και να κυριαρχήσουν στο σώµα τους». «Τάι τσι χουάν;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Σηµαίνει “γροθιά δίχως όρια” ή ίσως “πυγµαχία των υπέρτατων
άκρων”». «Πες µου κι άλλα» ζήτησε ο Σέρλοκ. Ο Γου έδειξε µε το χέρι του ένα άδειο σηµείο του καταστρώµατος. «Ας κάτσουµε. Έχω να σου πω πολλά και δεν είµαι πια τόσο νέος». Αφού κάθισαν κι οι δύο ανακούρκουδα και βολεύτηκαν, άρχισε να µιλάει κι ο Σέρλοκ άκουγε σχεδόν σαν υπνωτισµένος. «Θα ξεκινήσω λέγοντάς σου πως στην Κίνα υπάρχουν δύο είδη πάλης: Το Shaolinquan, που είναι όλο…» –έκανε µερικές έντονες κινήσεις µε τα χέρια του– «δράση, κίνηση, µε το σώµα να κάνει πράγµατα, και το W udangquan, που έχει να κάνει µε το µυαλό, που ελέγχει το σώµα». Ρουθούνισε ειρωνικά. «Όσοι κάνουν Shaolinquan χοροπηδάνε παντού µε µεγάλη δύναµη και ένταση, αλλά όσοι δεν είναι φτιαγµένοι για αυτό σύντοµα λαχανιάζουν και εξαντλούνται. Το W udangquan δεν είναι έτσι. Αναζητούµε την ηρεµία του νου και του σώµατος. Αναζητούµε εκείνο το ακίνητο σηµείο στο κέντρο, από όπου ξεκινά κάθε δράση». «Δεν καταλαβαίνω» παραδέχθηκε ο Σέρλοκ. «Αυτό είναι καλό» είπε ο Γου. «Είναι µια αρχή». Έκανε µια παύση για να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. «Σου έχω πει µερικά πράγµατα για την Κίνα, όµως πριν φτάσεις εκεί, πρέπει να γνωρίσεις περισσότερα για τους Κινέζους». Έριξε µια µατιά στους υπόλοιπους ναύτες. «Αυτοί οι άνδρες είναι όλοι ανόητοι. Δεν τους νοιάζει πού πάνε. Θέλουν όπου πάνε να είναι το ίδιο – ίδιο φαγητό, ίδια γλώσσα, ίδιοι άνθρωποι. Δεν τους ενδιαφέρει το διαφορετικό, µόνο το ίδιο. Εσύ, όµως… εσύ είσαι διαφορετικός. Ψάχνεις για διαφορές και οι διαφορές σε ενδιαφέρουν. Είσαι πιο έξυπνος από αυτούς». «Πάντα µε ενδιέφερε να µαθαίνω νέα πράγµατα» παραδέχθηκε ο
Σέρλοκ. «Στη χώρα σου, το µποξ, ο Θεός, το φαγητό, η φύση είναι διαφορετικά πράγµατα, ναι;» «Ναιαι…» συµφώνησε ο Σέρλοκ, δίχως να είναι σίγουρος πού το πήγαινε ο Γου. «Στην Κίνα, είναι όλα µέρος ενός πράγµατος. Πιστεύουµε πως όλα συνδέονται. Όταν αλλάζεις ένα πράγµα, αλλάζουν και όλα τα άλλα». Χαµογέλασε. Ο Γου συνέχισε να µιλάει και ο Σέρλοκ συνέχισε να ακούει, αλλά δεν ήταν σίγουρος πως καταλάβαινε πολλά από αυτά που άκουγε. Δεν είχε σηµασία. Ήταν προφανές πως ο Γου ήταν παθιασµένος µε τις αντιλήψεις του, και ο Σέρλοκ ένιωσε να µαγεύεται από την ευφράδεια του φίλου του. Σε µερικές περιπτώσεις, όταν ο Γου δε γνώριζε τις κατάλληλες λέξεις στα αγγλικά, το γύριζε στα καντονέζικα και ο Σέρλοκ διαπίστωσε πως δεν είχε πρόβληµα να τον καταλάβει. Αυτό που κατάλαβε ήταν πως το Τάι τσι χουάν ήταν κάτι µεταξύ διαλογισµού και είδους πάλης, καθώς και ότι αντανακλούσε τη βαθύτερη θρησκευτική όψη της ζωής των Κινέζων. Όταν φάνηκε πως ο Γου είχε πει όσα ήθελε να πει, ο Σέρλοκ ρώτησε: «Μπορείς να µε διδάξεις;». « Ήδη σε διδάσκω καντονέζικα. Θες να σου µάθω και µαγειρική;» Ο Σέρλοκ χαµογέλασε. «Όχι, όχι µαγειρική. Θέλω να µε διδάξεις Τάι τσι χουάν». Ο Γου έµεινε να τον κοιτάζει για µια παρατεταµένη στιγµή. «Θες να σου µάθω να παλεύεις;» Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε πως ήταν ερώτηση παγίδα. «Όχι» είπε. «Θέλω
να µου µάθεις πως να ελέγχω τον νου και το σώµα µου». «Σωστή απάντηση». Ο Γου χαµογέλασε. «Τότε θα σε διδάξω. Η πάλη θα ακολουθήσει». Ο καιρός έγινε πολύ πιο ζεστός καθώς έκαναν τον γύρο του κάτω άκρου της Αφρικής –του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας– κι άρχισαν να κατευθύνονται πάλι προς τον Ισηµερινό. Ο ουρανός έγινε πάλι γαλανός κι ανέφελος. Ο ήλιος που χτυπούσε το κατάστρωµα και τους ναύτες ήταν τόσο καυτός, που ξέραινε το µεν σε βαθµό που το ξύλο άρχιζε να σκάει, κι έκαιγε τους δε σε βαθµό που έβγαζαν φουσκάλες στην πλάτη και τους ώµους. Η θάλασσα γαλήνεψε ξανά και τώρα οι φώκαινες συνόδευαν το πλοίο όπως και πριν, τρέχοντας µπροστά του σαν λαγωνικά. Μερικές φορές ο Σέρλοκ έβλεπε φευγαλέα άλλα πλάσµατα που κολυµπούσαν παράλληλα µε το πλοίο, κάτω από τα κύµατα – σκοτεινά σχήµατα, εξίσου µεγάλα µε αυτό, αν όχι µεγαλύτερα, όµως ποτέ δεν έβγαιναν στην επιφάνεια. Ήταν καρχαρίες; Φάλαινες ίσως; Είχε διαβάσει για τις φάλαινες. Θα µπορούσαν άραγε να είναι κάποιο άλλο είδος ζώου, που δεν είχε ακόµη όνοµα; Δεν ήξερε, αλλά ήθελε διακαώς να µάθει. Οι µέρες έγιναν ένα ακαθόριστο, χρονικό συνονθύλευµα. Όταν δεν είχε βάρδια ή δεν κοιµόταν, έκανε εξάσκηση στο βιολί, µάθαινε καντονέζικα ή ακολουθούσε κάθε πρωί τις αργές κινήσεις του Κινέζου φίλου του στο Τάι τσι χουάν. Ο Σέρλοκ άρχισε να αντιλαµβάνεται ότι, αν αυτές τις κινήσεις τις έκανε πιο γρήγορα, τότε πραγµατικά θα µπορούσε να τις µετατρέψει σε ένα αποτελεσµατικό είδος αµυντικής πάλης – αποκρούοντας γροθιές και ανταποδίδοντας τα χτυπήµατα είτε µε τα χέρια είτε µε τα πόδια. Αντιλήφθηκε επίσης ότι, κάνοντας αργά τις
κινήσεις, τόσο αργά, που µερικές φορές οι µύες του ούρλιαζαν από την ένταση, άρχισε να σχηµατίζει µια σωµατική µνήµη γι’ αυτές. Αν είχε ποτέ την ευκαιρία να χρησιµοποιήσει στην πράξη αυτή την πολεµική τέχνη, φανταζόταν ότι το σώµα του θα εκτελούσε τις κινήσεις αυτόµατα, δίχως να χρειαστεί να το σκεφτεί. Αναρωτήθηκε γιατί στην Αγγλία δεν είχε αναπτυχθεί ποτέ κάτι σαν το Τάι τσι χουάν. Στη χώρα του, το πιο κοντινό σε πολεµική τέχνη ήταν το µποξ, και αυτό που του µάθαινε ο Γου ήταν σίγουρα πολύ πιο αποτελεσµατικό. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν κι άλλα είδη πολεµικών τεχνών. Άραγε κάθε χώρα είχε τις δικές της, διαφορετικές εκδοχές; Όταν είχε βάρδια, εστίαζε τόσο πολύ στα καθήκοντά του, που δεν τον απασχολούσε τίποτε άλλο. Τις σπάνιες φορές που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο, παρατηρούσε τον καπετάνιο Τολαγουέι, είτε το βράδυ είτε πολύ νωρίς το πρωί. Τον έβλεπε να στέκεται στο υπερυψωµένο κατάστρωµα της πρύµνης και να κοιτάζει τον ουρανό. Χρησιµοποιούσε ένα µπρούντζινο κατασκεύασµα που έµοιαζε µε συνδυασµό µικρού τηλεσκοπίου και µιας σειράς από µεγάλους διαβήτες. Φαινόταν να παρατηρεί τα αστέρια. Ο Σέρλοκ θυµήθηκε κάτι που είχε διαβάσει κάποτε σχετικά µε τον προσανατολισµό στη θάλασσα, και κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αυτό που χρησιµοποιούσε ο καπετάνιος ήταν ένας εξάντας. Καθώς το πλοίο όργωνε τα κύµατα, µε τον ορίζοντα να είναι απλά µια γραµµή που χώριζε τη µια απόχρωση του µπλε από την άλλη, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως προχωρούσαν. Ίσως το Γκλόρια Σκοτ να παρέµενε ακίνητο πάνω στην επιφάνεια του Ινδικού Ωκεανού και η αίσθηση ότι κινούνταν να ήταν απλά µια ψευδαίσθηση που
προκαλούσαν τα κύµατα και ο άνεµος που χάιδευε τα πρόσωπά τους. Μόνο το φούσκωµα των πανιών πρόδιδε πως όντως κάτι τους έσπρωχνε προς τα εµπρός. Ο Σέρλοκ βρέθηκε να συµµετέχει όλο και πιο συχνά στα βραδινά τραγούδια. Οι ναύτες, έχοντας λάβει την ηµερήσια ποσότητα που τους αναλογούσε από το νερωµένο ρούµι –κάτι το οποίο ο Σέρλοκ ανακάλυπτε πως είχε αρχίσει να του αρέσει–, µαζεύονταν όλοι µαζί κι έλεγαν ναυτικά τραγούδια. Μάλιστα η διαρκώς αυξανόµενη δεξιοτεχνία του στο βιολί είχε ως αποτέλεσµα να έχει τόση ζήτηση, ώστε ο ναύτης που του το δάνειζε και τον οποίο όλοι αποκαλούσαν Φίντλερ[6] να παραγκωνιστεί. Χάρη στην εξαιρετική του µνήµη ο Σέρλοκ µάθαινε όλα τα λόγια των τραγουδιών µε το που τα άκουγε για πρώτη φορά, ενώ προς µεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε πως είχε ωραία, βαρύτονη φωνή. Κάποια στιγµή συνειδητοποίησε πως για µεγάλα χρονικά διαστήµατα –ολόκληρες ώρες– δε σκεφτόταν καθόλου το σπίτι του, τον Μάικροφτ ή τους φίλους του, τον Αµάιους Κρόου, τον Μάτι και τη Βιρτζίνια. Αναρωτήθηκε αν είχε αρχίσει να αποδέχεται την κατάστασή του ή αν ήταν απλώς κάποιο είδος νοητικού µηχανισµού άµυνας – κοινώς, αν το µυαλό του απέφευγε να σκέφτεται πράγµατα που ήταν επώδυνα. Δεν ήξερε πόσες µέρες είχαν περάσει από την καταιγίδα, αλλά ένα πρωί ο κύριος Λάρτσµοντ τούς µάζεψε όλους στην πρύµνη του πλοίου, ενώ ο ίδιος στεκόταν στο υπερυψωµένο τµήµα του καταστρώµατος και τους κοίταζε. « Ήταν µακρύ και δύσκολο ταξίδι, κύριοι» φώναξε. «Έχουµε ακόµη λίγο δρόµο µπροστά µας, αλλά ο καπετάνιος υπολογίζει πως
βρισκόµαστε µια ριξιά από τη Σουµάτρα και σκοπεύει να πιάσουµε λιµάνι στη Σαµπάνγκ. Η Σουµάτρα βρίσκεται φυσικά υπό τον έλεγχο των Ολλανδών[7], πράγµα που σηµαίνει ότι τουλάχιστον το φαγητό θα τρώγεται, θα δέχονται το νόµισµα της Βασίλισσας και θα µπορούµε να συνεννοηθούµε. Μερικοί από σας έχετε ξαναβρεθεί εκεί, ενώ για σας που δεν έχετε ξαναπάει θα πω απλά το εξής: Η Σαµπάνγκ είναι µια βροµερή ποντικότρυπα, γεµάτη µε τροπικές αρρώστιες που µπορούν να κάνουν τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών σας να σαπίσουν µέσα σε µια µέρα. Είναι καλύτερα να µείνετε στο πλοίο παρά να βγείτε στη στεριά. Το µόνο πράγµα που είναι χειρότερο από τη Σαµπάνγκ είναι η ζούγκλα που καλύπτει το υπόλοιπο νησί – όχι πως αυτό θα σας σταµατήσει από το να βγείτε στη στεριά, αλλά όφειλα να σας προειδοποιήσω. Θα µείνουµε εκεί για δύο µέρες, θα πάρουµε ένα φορτίο µε κόκκους καφέ κι έναν Ολλανδό επιβάτη». Σάρωσε µε το βλέµµα του το πλήρωµα, που φαινόταν να έχει ζωηρέψει ακούγοντας ότι σύντοµα θα πιάνανε στεριά. «Αυτά είχα να σας πω. Τώρα όλοι σας πίσω στη δουλειά και µην αρχίσετε να ονειρεύεστε τα οµορφοκόριτσα της Σουµάτρας µέχρι να δούµε στεριά». Επέστρεψε στην τιµονιέρα και ο Σέρλοκ τον άκουσε να λέει περίπου στην ίδια ένταση µε πριν: «Στροφή πέντε µοίρες δεξιά κι ύστερα σταθερή πορεία». Την επόµενη ηµέρα είδαν στεριά. Αρχικά ήταν µια σκοτεινή γραµµή, ελάχιστα πάνω από τον ορίζοντα, όπως ακριβώς κι η καταιγίδα, όµως, αντί να προσπαθεί να της ξεφύγει, ο κύριος Λάρτσµοντ χάραξε πορεία ευθεία πάνω της. Ο Σέρλοκ αναρωτήθηκε πώς ήταν βέβαιος ότι ήταν πράγµατι στεριά. Ωστόσο, καθώς πλησίαζαν, ήταν σαφές πως είχε δίκιο. Σύντοµα όλο το πλήρωµα έβλεπε κάτι που έµοιαζε µε λόφους, που
τελικά αποδείχθηκαν βουνά καλυµµένα µε πλούσια, πράσινη βλάστηση. Το πλοίο έπλευσε αργά στη Σαµπάνγκ, ενώ ταυτόχρονα το υποδεχόταν µια µάζα παιδιών παραταγµένων στην προβλήτα, που κουνούσαν ξέφρενα τα χέρια τους. Συγκριτικά µε το Ντακάρ, το προηγούµενο λιµάνι όπου είχαν σταµατήσει, η Σαµπάνγκ ήταν ένα φουριόζικο συνονθύλευµα ανθρώπων που περπατούσαν προς κάθε κατεύθυνση, για να κάνουν πάσης φύσεως εργασίες. Οι άνδρες φορούσαν κάτι που έµοιαζε µε πολύχρωµο σεντόνι, τυλιγµένο γύρω από τη µέση τους. Μερικοί φορούσαν και πολύχρωµα σακάκια για να καλύπτουν τον κορµό τους, ενώ άλλοι ήταν γυµνοί από τη µέση και πάνω. Οι γυναίκες φορούσαν τα ίδια πολύχρωµα σεντόνια, αντί όµως να τυλίγονται από τη µέση και κάτω, κάλυπταν µε αυτά ολόκληρο το σώµα τους. Συνολικά το µέρος ήταν ένα χάος από χρώµατα και δραστηριότητα. Αφού έδεσαν στο λιµάνι, η πρώτη δουλειά που είχαν να κάνουν ο καπετάνιος και ο κύριος Λάρτσµοντ ήταν να πάνε να βρουν το φορτίο µε τους κόκκους καφέ. Το πλήρωµα είχε την άδεια να βγει στη στεριά και µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το Γκλόρια Σκοτ ήταν άδειο, εκτός από τους δύο ναύτες που είχαν µείνει πίσω για να το φυλάνε, και τον Γου, που είπε πως προτιµούσε να κοιµηθεί. Ο Σέρλοκ κατέβηκε τη σανιδόσκαλα µε κάποιον δισταγµό. Όπως και µετά την άφιξή τους στο Ντακάρ, ανακάλυψε πως η µετάβαση σε µια επιφάνεια που δεν κλυδωνιζόταν δεν ήταν απλή υπόθεση. Χρειάστηκε µερικές ώρες µέχρι να σταµατήσει να ζαλίζεται. Κοιτάζοντας τους άνδρες που περνούσαν από δίπλα του, τόσο στην προβλήτα όσο και
στον δρόµο, µπορούσε να καταλάβει ποιοι είχαν αποβιβαστεί πρόσφατα από καράβι. Ήταν εκείνοι που πήγαιναν τρεκλίζοντας πέρα δώθε, προσπαθώντας να κρατήσουν την ισορροπία τους ενάντια σε ανύπαρκτα κύµατα. Η προβλήτα ήταν γεµάτη µε γερανούς φτιαγµένους από µπαµπού και κάποιου είδους τοπικό σκοινί. Σε σχέση µε τις στέρεες κατασκευές που είχε δει στο Λονδίνο και το Σαουθάµπτον, έµοιαζαν µάλλον ετοιµόρροποι. Αναρωτήθηκε πόσο συχνά πάθαιναν κάποια βλάβη και πόσοι άνδρες τραυµατίζονταν κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Παρατήρησε ότι στη σκιά των γερανών υπήρχαν πάγκοι που πουλούσαν όλων των ειδών τα φαγητά, καθώς και άλλα αντικείµενα, όπως ρούχα, µαχαίρια, µουσικά όργανα και ξύλινες κούκλες. Έχοντας σιχαθεί το επαναλαµβανόµενο συσσίτιο του πλοίου, αποφάσισε να ρίξει µια µατιά στα διάφορα φαγητά. Ανακαλώντας στη µνήµη του τη συµβουλή του Αµάιους Κρόου να µην παίρνει ποτέ το πρώτο αµαξίδιο που έβρισκε µπροστά του γιατί υπήρχε περίπτωση να ήταν παγίδα, ο Σέρλοκ την εφάρµοσε προσπερνώντας τους πρώτους πάγκους και σταµατώντας µπροστά σε έναν που βρισκόταν παρακάτω. Ο άνδρας που είχε τον πάγκο ήταν µικρόσωµος, µαυριδερός και µε µαύρα µαλλιά. Χαµογέλασε στον Σέρλοκ µε ένα στόµα που έµοιαζε να έχει υπερβολικά πολλά δόντια. Του έτεινε ένα ξυλάκι, που είχε καρφωµένα πάνω του µερικά κοµµάτια κρέας, βουτηγµένα σε µια καφετιά σάλτσα. «Πολύ ωραίο» είπε. «Δοκιµάσεις, ναι;» Ο Σέρλοκ κοίταξε επιφυλακτικά το κρέας. «Τι είναι;» ρώτησε. «Satay ponorogo[8]» αποκρίθηκε ο άνδρας. «Είναι κατσίκα. Κατσίκα µε σάλτσα». Συνοφρυώθηκε και στράφηκε στον ιδιοκτήτη του διπλανού
πάγκου. Μίλησαν για λίγο σε µια γλώσσα που ο Σέρλοκ υπέθεσε ότι ήταν της Σουµάτρας, αν φυσικά υπήρχε τέτοια γλώσσα[9]. Ο πωλητής στράφηκε ξανά προς το µέρος του. «Σάλτσα από φιστίκια» είπε. Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. Όσο βρισκόταν στην Αγγλία, δεν είχε φάει ποτέ κατσίκι, παρόλο που στο µυαλό του δε διέφερε από το να τρώει αρνί. Φιστίκια είχε δοκιµάσει όταν είχε πάει στη Νέα Υόρκη, περίπου πριν από έναν χρόνο, και του είχαν αρέσει. «Εντάξει» είπε και έδωσε στον πωλητή ένα νόµισµα. Εκείνος του έδωσε ένα ξυλάκι µε κρέας, καθώς και τα ρέστα του. Ο Σέρλοκ δάγκωσε το κρέας. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωθε τη γεύση από το κρέας του κατσικιού και τα φιστίκια, έπειτα όµως τα χείλη του άρχισαν να µουδιάζουν. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φτύσει το κρέας ή να το καταπιεί. Τελικά το κατάπιε, αν µη τι άλλο για να µην προσβάλει τον πωλητή. Ένιωθε το κάψιµο να εξαπλώνεται στο εσωτερικό του λαιµού του. «Τσίλι και µοσχολέµονο επίσης µέσα σε σάλτσα» πρόσθεσε ο πωλητής µε ένα πλατύ χαµόγελο. «Χρειάζεσαι πιεις για να δροσίσεις στόµα; Γάλα καρύδας πολύ καλό για δροσιά». «Ευχαριστώ» είπε ο Σέρλοκ «αλλά όχι, παρόλο που θαυµάζω την τεχνική που χρησιµοποιείς ώστε οι πελάτες να αγοράζουν και το φαγητό και τα ροφήµατά σου. Πολύ καλό, πολύ έξυπνο». Συνέχισε να περπατάει, περιµένοντας να υποχωρήσει το κάψιµο στο στόµα του. Μετά από λίγο ένιωσε µια ανατριχίλα στον σβέρκο του, σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε. Δεν πίστευε πως υπήρχε κάποιο είδος έκτης αίσθησης που τον βοηθούσε να αντιλαµβάνεται πότε κάποιος τον παρακολουθούσε, ακόµα και µε την πλάτη γυρισµένη,
ήταν όµως έτοιµος να πιστέψει πως είδε µε την άκρη του µατιού του κάποιον να τον παρακολουθεί και τώρα ένα µέρος του µυαλού του προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει για κάτι. Γύρισε και σάρωσε µε το βλέµµα του το πλήθος από ναύτες, Άγγλους και Ολλανδούς αποίκους, καθώς και ντόπιους. Ένας άνδρας τράβηξε την προσοχή του. Φορούσε ένα βρόµικο λινό κοστούµι κι ένα ψάθινο καπέλο. Το λευκό του πουκάµισο ήταν ζαρωµένο και ιδρωµένο, όµως το πιο εµφανές και παράξενο πράγµα επάνω του ήταν το γεγονός ότι τα µαλλιά και το πρόσωπό του τα έκρυβε τελείως ένα πέπλο από µαύρη γάζα, σαν αυτά που φορούσαν οι µελισσοκόµοι. Το πέπλο ήταν παραχωµένο σε έναν χαλαρό, µεταξωτό λαιµοδέτη[10]. Ο λαιµοδέτης είχε επίσης ζαρώσει από την υγρασία και τη ζέστη. Στηριζόταν σε ένα µπαστούνι και φαινόταν να κοιτάζει επίµονα τον Σέρλοκ, παρόλο που το µαύρο πέπλο αποκάλυπτε µόνο το σχήµα του κεφαλιού του κι έκρυβε όλα τα άλλα. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» του φώναξε ο Σέρλοκ, ενώ ταυτόχρονα τον διαπέρασε ένα ρίγος. Σκέφτηκε πως απλά ένιωθε νευρικός εξαιτίας της προηγούµενης εµπειρίας του µε τους πράκτορες του Θαλάµου Παραδόλης, οι οποίοι πάντοτε τον παρακολουθούσαν από µακριά, όµως, όταν ο άνδρας άρχισε να πλησιάζει προς το µέρος του, το συναίσθηµα έγινε ακόµα πιο έντονο. Ο άνδρας σταµάτησε σε απόσταση ενός περίπου µέτρου. «Ταξιδεύεις µε το Γκλόρια Σκοτ;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν λεπτή και σφυριχτή, σαν τον ήχο ενός όµποε, ή µια ψηλή νότα από εκκλησιαστικό όργανο. Ο Σέρλοκ έγνεψε καταφατικά. «Ονοµάζοµαι Αρένιους» είπε. «Γιακόµπους Αρένιους. Θα είµαι
επιβάτης στο πλοίο σας. Πες µου, σε παρακαλώ, πού µπορώ να βρω τον καπετάνιο». «Ο… ο καπετάνιος βρίσκεται στη στεριά αυτή τη στιγµή. Κάνει διευθετήσεις για το επόµενο φορτίο µας» είπε ο Σέρλοκ. «Αν θέλετε να περιµένετε, νοµίζω πως σκοπεύει να επιστρέψει σύντοµα». «Ευχαριστώ» είπε ο Αρένιους. «Θα περιµένω στη σκιά, δίπλα στη σανιδόσκαλα». Σήκωσε το βλέµµα του προς τον ουρανό – για την ακρίβεια, σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Το πέπλο καθιστούσε αδύνατο να δει κανείς πού κοιτούσε πραγµατικά. «Ο ήλιος κι εγώ δεν έχουµε καλή σχέση – καθόλου καλή σχέση». Έστρεψε αλλού το κεφάλι του κι έπειτα ξανά προς το µέρος του Σέρλοκ. «Τώρα γνωρίζεις το όνοµά µου, όµως εγώ δε γνωρίζω το δικό σου». «Σέρλοκ. Το όνοµά µου είναι Σέρλοκ Χολµς». «Χάρηκα για τη γνωριµία» είπε ο Αρένιους. Έτεινε το δεξί του χέρι, στο οποίο φορούσε ένα µαύρο δερµάτινο γάντι που ανέβαινε µέχρι µέσα στο µανίκι, κρύβοντας τελείως το δέρµα του. Ο Σέρλοκ το έσφιξε επιφυλακτικά. Κάτω από το µαλακό δέρµα του γαντιού ένιωθε κάτι περίεργο, σαν να µην ήταν κανονικό χέρι. «Θα τα ξαναπούµε» είπε ο Αρένιους πριν φύγει, κι ο Σέρλοκ δεν ήταν βέβαιος αν αυτό ήταν υπόσχεση ή απειλή. Παρακολούθησε τον άνδρα µε το πέπλο να αποµακρύνεται, µέχρι που τον κατάπιε το πλήθος, κι έπειτα συνέχισε τον δρόµο του. Μετά από λίγη ώρα, ο Σέρλοκ είχε βαρεθεί να κοιτάζει τους πάγκους. Ο ήλιος και η υγρασία είχαν αρχίσει να τον καταβάλουν. Αναρωτήθηκε τι είχε περισσότερο νόηµα: να εξερευνήσει λίγο ακόµη την περιοχή ή να επιστρέψει στο πλοίο; Τελικά αποφάσισε να
επιστρέψει, γιατί πάνω στο πλοίο θα µπορούσε να συνεχίσει για λίγο µε την ησυχία του την εξάσκηση στο βιολί, τα καντονέζικα και το Τάι τσι χουάν. Όταν έφτασε στη σανιδόσκαλα, γύρισε κι έριξε µια µατιά στην πολύβουη προβλήτα. Ένιωσε στο δέρµα του την ίδια ανατριχίλα µε πριν. Ο Αρένιους πρέπει πάλι να καθόταν κάπου και να τον παρακολουθούσε. Τελικά τον εντόπισε στον ίσκιο ενός φοινικόδεντρου. Μόλις αντιλήφθηκε πως ο Σέρλοκ τον είδε, έκανε µια ελαφριά υπόκλιση. Λίγα λεπτά αργότερα, ο καπετάνιος Τολαγουέι και ο κύριος Λάρτσµοντ επέστρεψαν από τις δουλειές τους στη Σαµπάνγκ και ο Σέρλοκ παρακολουθούσε από το κατάστρωµα καθώς ο Αρένιους βγήκε από τη σκιά για να τους χαιρετήσει. Δεν µπορούσε να ακούσει τι έλεγαν µεταξύ τους, όµως κανείς από τους δύο ναυτικούς δεν έµοιαζε να εκπλήσσεται από το πέπλο ή τα γάντια. Ο Σέρλοκ κατέληξε πως είτε τον είχαν ξανασυναντήσει είτε είχαν ενηµερωθεί για την εµφάνισή του εκ των προτέρων. Οι τρεις άνδρες ανέβηκαν τη σκάλα και εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του πλοίου. Ο Σέρλοκ υπέθεσε πως είχαν πάει στην καµπίνα του καπετάνιου. Περίπου µισή ώρα αργότερα, ήρθε και σταµάτησε παράλληλα στο πλοίο ένα κάρο που το έσερνε κάποιο είδος αγελάδας µε µεγάλα κέρατα. Μόλις ο Αρένιους εµφανίστηκε στην κουπαστή για να επιθεωρήσει το φορτίο του κάρου, ο Σέρλοκ συµπέρανε πως αυτές ήταν οι αποσκευές του. Ο Ολλανδός έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα συγκεκριµένο κιβώτιο. Ήταν φτιαγµένο από ξύλο και στο πάνω µέρος είχαν ανοιχτεί
τρύπες. Ο Αρένιους κατέβηκε από τη σανιδόσκαλα και ακολουθούσε τους ντόπιους εργάτες καθώς το µετέφεραν στο πλοίο. Ο άνεµος άλλαξε για µια στιγµή κατεύθυνση και φύσηξε προς το µέρος του Σέρλοκ και τότε η µύτη του έπιασε µια παράξενη, βαριά οσµή. Το κιβώτιο εξαφανίστηκε µέσα σε µια καταπακτή, λογικά µε προορισµό την καµπίνα του Αρένιους, όπως και οι υπόλοιπες αποσκευές του, και µαζί του εξαφανίστηκε και η µυρωδιά. Άρχισαν να έρχονται κι άλλα κάρα, αυτή τη φορά φορτωµένα µε µεγαλύτερα κιβώτια. Αντί να τα µεταφέρουν στο κατάστρωµα, οι εργάτες έδεναν τα κιβώτια στα σκοινιά που κρέµονταν από τους δύο πιο κοντινούς γερανούς από µπαµπού κι έπειτα τα σήκωναν στον αέρα. Νωρίτερα ο κύριος Λάρτσµοντ είχε αναφερθεί σε ένα φορτίο µε κόκκους καφέ, κι ο Σέρλοκ υπέθεσε πως αυτό περιείχαν τα κιβώτια. Για να φορτωθούν τα κιβώτια στο αµπάρι του Γκλόρια Σκοτ µέσα από τις καταπακτές, χρειάστηκε όλη η υπόλοιπη µέρα, καθώς κι ένα µεγάλο κοµµάτι της επόµενης. Ο Σέρλοκ παρακολουθούσε όποτε έκανε διάλειµµα από την εξάσκηση του βιολιού, των καντονέζικων και του Τάι τσι χουάν. Δεδοµένου ότι ελάχιστοι ναύτες είχαν παραµείνει στο πλοίο, ενώ ο καπετάνιος και ο κύριος Λάρτσµοντ συνήθως έτρωγαν µαζί µε τους Ολλανδούς της περιοχής, ο Γου Τσουνγκ δεν είχε και πολλά πράγµατα να κάνει, οπότε ασχολιόταν µε ενθουσιασµό µε τον Σέρλοκ. Το µεσηµέρι της τρίτης ηµέρας, οι ναύτες άρχισαν να επιστρέφουν ένας ένας ή δύο µαζί στο πλοίο. Ο Σέρλοκ υπέθεσε πως το µήνυµα για την επικείµενη αναχώρηση είχε κυκλοφορήσει ανάµεσά τους. Υπήρχαν κάποιοι που δεν τους αναγνώριζε, γεγονός που σήµαινε ότι ο καπετάνιος και ο κύριος Λάρτσµοντ είχαν προσλάβει µερικούς
Άγγλους και Ολλανδούς που είχαν αποβιβαστεί από κάποιο άλλο πλοίο, για να αντικαταστήσουν τους άνδρες που είχαν χαθεί στην καταιγίδα. Μέχρι τα µέσα του απογεύµατος είχαν ξανά πλήρες πλήρωµα και, αφού ο κύριος Λάρτσµοντ υπέγραψε µερικά χαρτιά στην αποβάθρα, το Γκλόρια Σκοτ έλυσε τους κάβους που το κρατούσαν δεµένο στην προβλήτα κι άρχισε να κάνει ελιγµούς για να βγει στα διάφανα νερά του λιµανιού. Επόµενη στάση η Σαγκάη, σκέφτηκε ο Σέρλοκ. Στη διάρκεια αυτού του τελευταίου σταδίου του ταξιδιού, από τη Σαµπάνγκ στη Σαγκάη, η διάθεση στο πλοίο ήταν διαφορετική. Οι ναύτες έδειχναν πιο ενθουσιώδεις, πιο χαρούµενοι. Γνώριζαν ότι βρίσκονταν κοντά στον προορισµό τους, πράγµα που σήµαινε πως πλησίαζε η ώρα που το καράβι θα ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία προς την Αγγλία, όπου οι περισσότεροι είχαν οικογένειες. Έπαιζε φυσικά ρόλο και η παρουσία των καινούριων ναυτών, οι οποίοι πολύ σύντοµα ενσωµατώθηκαν κι αυτοί στο πλήρωµα, όπως είχε κάνει ο Σέρλοκ. Από την άλλη, υπήρχε και ο Αρένιους. Φαινόταν να περνάει πολλή ώρα στο κατάστρωµα, ατενίζοντας τον µακρινό ορίζοντα. Μια δυο φορές που ο Σέρλοκ πέρασε από δίπλα του, εκείνος τον χαιρέτησε µε ένα νεύµα του κεφαλιού. Οι υπόλοιποι ναύτες προφανώς τον απέφευγαν και την ώρα των βραδινών τραγουδιών ο Σέρλοκ τούς άκουγε να µουρµουρίζουν ότι κάτω από το πέπλο δεν ήταν άνθρωπος, αλλά κάποιο είδος δαίµονα. Η νευρικότητα του πληρώµατος έφτασε σε τέτοια ένταση, ώστε ο κύριος Λάρτσµοντ αναγκάστηκε να φωνάξει όλους τους ναύτες στο κατάστρωµα και να τους διαβεβαιώσει –µε τη γνωστή του
τραχύτητα– ότι ο Αρένιους ήταν όσο άνθρωπος ήταν κι εκείνοι κι ότι απλά υπέφερε από µια ασθένεια που είχε παραµορφώσει το δέρµα του. Ο Αρένιους έτρωγε πάντα στην καµπίνα του. Ο Γου τού πήγαινε έναν δίσκο δύο φορές τη µέρα, που συνήθως είχε πάνω κάτι καλύτερο απ’ ό,τι έτρωγε το πλήρωµα. Αυτό τους έδινε ακόµα έναν λόγο να µουρµουρίζουν, αλλά στον Σέρλοκ φαινόταν λογικό, αφού ο άνθρωπος ήταν επιβάτης και πλήρωνε. Τρεις ηµέρες αφότου έφυγαν από τη Σουµάτρα, ο Γου Τσουνγκ ζήτησε από τον Σέρλοκ να πάει έναν δίσκο µε φαγητό στην καµπίνα του Αρένιους. Ο δίσκος είχε πάνω δύο πιάτα, ένα µε βραστό κοτόπουλο και ένα µε ωµό ψάρι. Παραξενεµένος, ο Σέρλοκ ελίχθηκε στους διαδρόµους του πλοίου µέχρι που έφτασε στην καµπίνα κοντά στην πλώρη, όπου έµενε ο Αρένιους. Χτύπησε την πόρτα µε το ένα του χέρι, ισορροπώντας τον δίσκο µε το άλλο, και περίµενε να του ανοίξει. Φαινόταν πως ο Αρένιους δεν ήταν προετοιµασµένος για την άφιξή του – δε φορούσε ούτε το καπέλο ούτε το πέπλο του. Ο Σέρλοκ παρατήρησε πως το πρόσωπο και το κρανίο του ήταν τελείως άτριχα, όµως αυτό δεν ήταν το πιο τροµακτικό χαρακτηριστικό του. Όχι, το πιο τροµακτικό χαρακτηριστικό του ήταν το χρώµα του δέρµατός του: Ήταν ασηµογάλαζο και καθώς έπεφτε πάνω του το φως από τις λάµπες θυέλλης του διαδρόµου, είδε ότι το ίδιο ίσχυε και για το ασπράδι των µατιών του. Έµοιαζε µε µεταλλικό άγαλµα που είχε ζωντανέψει, κι ο Σέρλοκ έπιασε άθελα τον εαυτό του να πισωπατάει. «Ναι;» Η φωνή του ήταν όσο λεπτή και σφυριχτή θυµόταν ο Σέρλοκ. «Έφερα το φαγητό σας, κύριε». Ο Αρένιους συνέχισε να τον κοιτάζει. «Είσαι το αγόρι από την
προβλήτα, σωστά;» «Μάλιστα, κύριε». «Ο µάγειρας µου φέρνει συνήθως το φαγητό – ο Κινέζος». «Είναι απασχοληµένος, κύριε, και µου ζήτησε να σας το φέρω εγώ». «Καλώς». Ο Αρένιους έδειχνε ενοχληµένος, παρόλο που ο Σέρλοκ δεν µπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ο Ολλανδός άπλωσε το χέρι του για να πάρει τον δίσκο. «Μήπως θέλετε να τον ακουµπήσω στο τραπέζι;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Όχι, απλά δώσ’ τον µου». Ο Σέρλοκ τού έδωσε τον δίσκο από την πόρτα. Γύρισε να φύγει, όµως εκείνη τη στιγµή αντιλήφθηκε κίνηση µε την άκρη του µατιού του, κάτι που είχε περίπου το µέγεθος ενός σκύλου και γρήγορα κρύφτηκε στις σκιές πίσω από τον Αρένιους. Καθώς το πράγµα κινούνταν, ο Σέρλοκ άκουσε ένα κροτάλισµα. Στράφηκε στον Αρένιους για να τον ρωτήσει τι ήταν, όµως ο Ολλανδός τον κοιτούσε µε ένα βλέµµα που έλεγε σαφώς ότι δεν τον ήθελε εκεί πέρα. Παραξενεµένος, ο Σέρλοκ έκανε ένα δυο βήµατα πίσω. Η πόρτα έκλεισε στη µούρη του. Καθώς ο Σέρλοκ στεκόταν εκεί και σκεφτόταν, πέρασε δίπλα του ο Φίντλερ. Ο Σέρλοκ τον έπιασε από το µανίκι. «Ο επιβάτης µας έχει κάποιο κατοικίδιο;» ρώτησε. Ο Φίντλερ συνοφρυώθηκε. «Αυτό το διαβολόσπερµα;» Κούνησε το κεφάλι του. «Απ’ όσο ξέρω όχι» είπε. «Αν έχει κάποιο κατοικίδιο, πάντως, σίγουρα θα είναι κάποιο δαιµόνιο από τα βάθη της κόλασης!» «Ευχαριστώ» είπε ο Σέρλοκ. «Πολύ µε βοήθησες». Καθώς έφευγε, κλότσησε κατά λάθος κάτι µε το πόδι του προς τη φρακτή[11] – κάτι που κροτάλιζε. Γεµάτος περιέργεια, ο Σέρλοκ έσκυψε
να δει τι ήταν. Για µια στιγµή τού φάνηκε σαν να ήταν δόντι που είχε πέσει από κάποιο στόµα –κάτι που, όπως είχε ανακαλύψει, ήταν συνηθισµένο για τους ναυτικούς–, αλλά είχε ένα ασηµί χρώµα, σαν το δέρµα του Αρένιους. Το έπιασε. Ήταν ένας αιχµηρός, ελαφρώς κυρτός κώνος, µε µια τρύπα κατά µήκος του άξονά του. Δεν είχε ιδέα τι µπορεί να ήταν, οπότε το έχωσε στην τσέπη του για να το εξετάσει αργότερα. Αν το είχε χάσει κάποιος, ίσως µπορούσε να του το επιστρέψει, µαθαίνοντας επί τη ευκαιρία τι ήταν. Αργότερα την ίδια µέρα, ένα µέλος του πληρώµατος εντόπισε κάτι στον ορίζοντα και ειδοποίησε επειγόντως τον κύριο Λάρτσµοντ. «Πανιά!» φώναξε από τη θέση του στα ξάρτια. «Πανιά στον ορίζοντα!» Εκείνη την ώρα ο Σέρλοκ δούλευε µαζί µε τον Γκίτενς, ξεπλέκοντας φθαρµένα σκοινιά σε κοµµάτια που µπορούσαν έπειτα να σφηνώνουν ανάµεσα στις σανίδες του πλοίου, για να τις κρατάνε υδατοστεγείς. Έριξε µια µατιά στον µελαψό νεαρό. «Πού είναι το πρόβληµα;» ρώτησε. «Ένα σωρό πλοία διασχίζουν τον ωκεανό. Είναι η πρώτη φορά που ακούω κάποιον να ειδοποιεί τον κύριο Λάρτσµοντ για κάτι τέτοιο». «Τώρα βρισκόµαστε στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας» είπε βλοσυρά ο Γκίτενς. «Αυτά τα νερά είναι γεµάτα Κινέζους πειρατές. Λεηλατούν όποιο πλοίο συναντήσουν κι αιχµαλωτίζουν τους επιβάτες για λύτρα, αν πιστεύουν πως αξίζει τον κόπο». «Τι γίνεται αν δεν πιστεύουν πως αξίζει τον κόπο;» «Άκουσα κάποτε µια ιστορία» του εκµυστηρεύτηκε ο Γκίτενς «από έναν γέρο ναυτικό. Είχε βρεθεί πάνω σε ένα πλοίο που έπεσε στα χέρια Κινέζων πειρατών. Έκαναν το πλοίο άνω κάτω και πίστευαν πως ο καπετάνιος είχε κρυµµένα κάποια κοσµήµατα, οπότε τον έδεσαν
ανάµεσα στα κατάρτια. Έδεσαν σφιχτά ένα σκοινί γύρω από τον δεξιό του αντίχειρα κι άλλο ένα γύρω από το δεξί δάχτυλο του µεγάλου του ποδιού, ύστερα τον σήκωσαν ανάµεσα στο τουρκέτο και τη µετζάνα κι άρχισαν να τον χρησιµοποιούν σαν κούνια». «Α» είπε απλά ο Σέρλοκ, αλλά µέσα του ένιωσε ναυτία από την περιγραφή του Γκίτενς για µια τόσο ανερυθρίαστη βαρβαρότητα. Ο Γκίτενς χαµογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας µια σειρά σάπια δόντια. «Συνήθως ξεκινάνε µε τον νεότερο» είπε. «Εσύ είσαι αυτός, αν δεν κάνω λάθος». «Κι εσύ θα είσαι ο επόµενος» του θύµισε ο Σέρλοκ. Έριξε µια µατιά προς το σηµείο της κουπαστής όπου στεκόταν ο κύριος Λάρτσµοντ και κοιτούσε µέσα από το τηλεσκόπιο. Ο Λάρτσµοντ γύρισε µε µια έκφραση τόσο φουρτουνιασµένη όσο και η θάλασσα στη διάρκεια της καταιγίδας. «Πανιά στον ορίζοντα» επιβεβαίωσε. «Κύριοι, έχουµε πειρατές. Ετοιµαστείτε για µάχη!»
Κεφάλαιο 3
Ο κύριος Λάρτσµοντ πέρασε δίπλα από τον Σέρλοκ και τον Γκίτενς και χτύπησε τα δάχτυλά του. «Εσείς οι δυο» είπε απότοµα. «Μη χαζεύετε. Πηγαίνετε να βγάλετε τα όπλα από το οπλοστάσιο και να τα µοιράσετε στο πλήρωµα». Έβγαλε ένα σκουριασµένο κλειδί που είχε περασµένο στον λαιµό του µε ένα κορδόνι και το έδωσε στον Γκίτενς. «Άντε, γρήγορα τώρα. Θα στέλνω τους ναύτες να τα παίρνουν. Μόλις σας τελειώσουν τα όπλα, αρχίστε να µοιράζετε σκαρµίσκους[12]. Όταν σας τελειώσουν οι σκαρµίσκοι, αρχίστε να µοιράζετε γάντζους και αλυσίδες». «Οπλοστάσιο;» ρώτησε ο Σέρλοκ, καθώς ο Λάρτσµοντ αποµακρυνόταν µε γρήγορα βήµατα για να φωνάξει σε κάποιον άλλο ναύτη. «Δεν είχα ιδέα ότι είχαµε οπλοστάσιο». Ο Γκίτενς γέλασε ειρωνικά. «Μη σου µπαίνουν ιδέες» είπε. «Δεν είναι λες κι είµαστε πλοίο του Πολεµικού Ναυτικού. Το οπλοστάσιο δεν είναι παρά µια ντουλάπα κοντά στην καµπίνα του καπετάνιου και τα όπλα είναι διάφορα πράγµατα που έχουµε µαζέψει σε ταξίδια τα
τελευταία χρόνια. Υπάρχουν µερικά σπαθιά, µερικά µαχαίρια, καθώς κι ένα δυο µουσκέτα και καραµπίνες, τόσο σκουριασµένα, που το πιθανότερο είναι να σκάσουν στα χέρια όποιου πατήσει τη σκανδάλη. Υπάρχουν επίσης τα τσεκούρια που χρησιµοποιούµε για να κόβουµε ξύλα και σκοινιά, κι οι φήµες λένε πως ο καπετάνιος έχει ένα στρατιωτικό περίστροφο που αγόρασε σε κάποιο παζάρι και το φυλάει κάτω από το µαξιλάρι του σε περίπτωση που γίνει ανταρσία». Γέλασε πάλι, όµως ο ήχος δεν είχε τίποτα το χαρούµενο. «Α, υποθέτω πως µπορούµε να προσθέσουµε και τα µαχαίρια που χρησιµοποιεί ο Γου στην κουζίνα. Ας ελπίσουµε πως τα ακονίζει τακτικά». «Δεν είναι και πολλά για να αντιµετωπίσουµε πειρατές» είπε φοβισµένος ο Σέρλοκ. «Δεν έχουµε κανόνια ή κάτι τέτοιο;» «Τούτο δω είναι εµπορικό πλοίο. Μεταφέρουµε εµπορεύµατα. Τα κανόνια είναι βαριά και πιάνουν χώρο που µπορούµε να τον χρησιµοποιούµε για να στοιβάξουµε κιβώτια ή σακιά. Όχι, το καλύτερο που έχουµε να κάνουµε είναι να ανοίξουµε όλα τα πανιά, µε την ελπίδα να τους ξεφύγουµε». Ο Σέρλοκ συνοφρυώθηκε. «Μα το αµπάρι είναι φορτωµένο µέχρι πάνω. Αυτό θα µας καθυστερήσει». Κοίταξε γύρω του. «Ο κύριος Λάρτσµοντ πρέπει να διατάξει το πλήρωµα να ρίξει τα κιβώτια στη θάλασσα! Το πλοίο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ελαφρύ. Αυτός είναι ο µόνος τρόπος να αναπτύξουµε αρκετή ταχύτητα!» Ετοιµάστηκε να πάει προς το σηµείο που στεκόταν ο κύριος Λάρτσµοντ, φωνάζοντας στους ναύτες να ξετυλίξουν όλα τα πανιά και να σφίξουν όλα τα σκοινιά, όµως ο Γκίτενς τον σταµάτησε πιάνοντάς τον από το µπράτσο.
«Μην είσαι ανόητος» του σφύριξε. «Δεν ήρθαµε στην άλλη άκρη του κόσµου για να ρίξουµε το φορτίο µας στη θάλασσα µε την πρώτη αναποδιά. Έτσι βγάζει λεφτά ο καπετάνιος. Θα προτιµούσε να διατάξει τους µισούς ναύτες να πηδήξουν στη θάλασσα παρά να ρίξει το φορτίο. Ναύτες βρίσκεις παντού και είναι πάµφθηνοι. Όταν χάνεις όµως το φορτίο σου, χάνεις και πολλά λεφτά». Έριξε µια µατιά κατά τη θάλασσα. «Από όσα έχω ακούσει για τους Κινέζους πειρατές, θα ήµουν ο πρώτος που θα πηδούσε στο νερό. Καλύτερα να τα βάλω µε τους καρχαρίες». Τράβηξε τον Σέρλοκ προς την πιο κοντινή καταπακτή. Κατέβηκαν γρήγορα στο εσωτερικό του πλοίου κι ο Γκίτενς τον οδήγησε σε µια πόρτα κλειδωµένη µε λουκέτο, στα µισά ενός διαδρόµου. Δίπλα τους περνούσαν άλλοι ναύτες µε ανήσυχες εκφράσεις. Μερικοί άρχισαν να σχηµατίζουν ουρά δίπλα στο οπλοστάσιο – λογικά κατόπιν εντολών του κυρίου Λάρτσµοντ. Μόλις ο Γκίτενς κατάφερε να ξεκλειδώσει το σκεβρωµένο λουκέτο, ξαφνικά οι ναύτες κόλλησαν στις πλευρές του διαδρόµου. Ο Σέρλοκ είδε τον καπετάνιο Τολαγουέι να περνάει ανάµεσά τους µε µεγάλες δρασκελιές. Είχε µια φουρτουνιασµένη έκφραση στο πρόσωπό του, όµως ο Σέρλοκ διέκρινε την γκρίζα απόχρωση της ανησυχίας κάτω από το σκοτεινό του βλέµµα. Στο χέρι του κράδαινε το περίστροφο. «Κουράγιο, παλικάρια» είπε δίχως να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριµένα. «Δεν πρόκειται να αφήσουµε αυτούς τους απολίτιστους βαρβάρους να βάλουν χέρι στο φορτίο µας! Θα πολεµήσουµε µέχρι ενός για να µην αφήσουµε να συµβεί κάτι τέτοιο! Ένα σελίνι σε όποιον σκοτώσει πειρατή!» Οι ναύτες ζητωκραύγασαν καθώς περνούσε ο καπετάνιος, όµως ο
Σέρλοκ υποπτευόταν πως αναρωτιούνταν ποιος θα ήταν αυτός ο τελευταίος «ένας». Ο Γκίτενς άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας. Στο εσωτερικό ο Σέρλοκ είδε σπαθιά και µαχαίρια να κρέµονται από γάντζους. Μερικά ήταν σκουριασµένα. Ο Γκίτενς τού έκανε νόηµα να αρχίσει να τα βγάζει και να τα µοιράζει στους ναύτες που στέκονταν στην ουρά. Ο ίδιος έβγαλε µερικούς τυλιγµένους µουσαµάδες από το βάθος της ντουλάπας και τους ξετύλιξε, αποκαλύπτοντας µερικά απαρχαιωµένα όπλα µε µακριές κάννες. Ο Σέρλοκ είχε δει τους αγρότες στο Φάρναµ να χρησιµοποιούν πιο σύγχρονα όπλα για να φοβίζουν τα πουλιά. Δεν έδειχναν καλά τα πράγµατα. Ένιωθε στο στοµάχι του να σφίγγεται και να χαλαρώνει ένας κόµπος. Δεν ήταν δυνατόν να επιβίωσε από την καταιγίδα για να πεθάνει εδώ, στη µέση της θάλασσας, χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά από όλα όσα αγαπούσε. Πίσω στην πατρίδα υπήρχαν πράγµατα που έπρεπε να κάνει. Τι θα γινόταν η Βιρτζίνια; Αφού µοιράστηκαν τα όπλα, ο Γκίτενς έκλεισε και κλείδωσε ξανά την ντουλάπα. Είχε κρατήσει για τον εαυτό του δύο µαχαίρια και τώρα τα έχωνε στο ζωνάρι του. Ένα από αυτά ήταν χοντροκοµµένο µε δερµατόδετη λαβή. Το άλλο ήταν κυρτό και η κόψη του κυµατιστή – το µόνο σίγουρο ήταν πως δεν ήταν αγγλικό µαχαίρι. Ο Γκίτενς άρχισε να κατευθύνεται προς τη σκάλα, αλλά κοντοστάθηκε. Έβγαλε το πρώτο µαχαίρι από τη ζώνη του και το έδωσε στον Σέρλοκ. «Ορίστε» είπε απότοµα. «Πάρε αυτό. Μπορεί να βοηθήσει, αν µπορεί δηλαδή να µας βοηθήσει κάτι εκτός από την προσευχή». Πριν προλάβει να µιλήσει ο Σέρλοκ, ο Γκίτενς ήδη έτρεχε προς το
κατάστρωµα. Εκεί πάνω, η ένταση ήταν τόσο απτή, που έµοιαζε να τυλίγει το πλήρωµα σαν καπνός. Οι µισοί άνδρες είτε ήταν σκαρφαλωµένοι στα ξάρτια είτε τραβούσαν σκοινιά πάνω στο κατάστρωµα, ενώ οι άλλοι µισοί ήταν οπλισµένοι και µαζεµένοι στην πλευρά του πλοίου από όπου είχαν φανεί τα πανιά. Ο Σέρλοκ πλησίασε και στριµώχτηκε ανάµεσά τους µέχρι να φτάσει στην κουπαστή. Το πλοίο έσκιζε τα κύµατα ταχύτατα, πιτσιλώντας το πρόσωπό του. Οι διώκτες τους µπορεί πριν από είκοσι λεπτά να ήταν απλά πανιά στον ορίζοντα, όµως τώρα βρίσκονταν αισθητά πιο κοντά. Ο Σέρλοκ τέντωσε τον λαιµό του για να δει καλύτερα. Το πλοίο που τους κυνηγούσε δεν έµοιαζε µε κανένα άλλο που είχε δει ως τότε. Το κύτος του ήταν κυρτό, έτσι που η πλώρη και η πρύµνη υψώνονταν πάνω από το νερό, ενώ το µεσαίο τµήµα του έπλεε αρκετά κοντά στα κύµατα. Τα πανιά είχαν το χρώµα κοκκινωπής ώχρας, ήταν πτυχωµένα σαν βεντάλιες και αντί να καταλήγουν σε ακµές, όπως τα πανιά που είχε συνηθίσει ο Σέρλοκ, κατέληγαν σε γωνίες. Ήταν δύσκολο να δει την πρύµνη του πλοίου, αλλά από όσο µπορούσε να διακρίνει, το πηδάλιό του ήταν πολύ µεγαλύτερο από του Γκλόρια Σκοτ και χρειάζονταν τρεις ή τέσσερις άνδρες για να το µετακινήσουν. Όποιες αρχές κατασκευής κι αν είχαν χρησιµοποιήσει οι ναυπηγοί του πλοίου, ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές των Άγγλων. Ο Σέρλοκ µπορούσε να διακρίνει φιγούρες µαζεµένες στην κουπαστή του εχθρικού πλοίου. Κράδαιναν σπαθιά και τα κουνούσαν πάνω από το κεφάλι τους. Τα δάχτυλά του έσφιξαν τη δερµατόδετη λαβή του µαχαιριού του. Δε
θα ήταν και πολύ χρήσιµο για να υπερασπιστεί τη ζωή του. Ο άνεµος που φυσούσε από την πρύµνη µετέφερε και τις φωνές των πειρατών – τραγουδούσαν κάποιο είδος πολεµικού άσµατος. Ο Σέρλοκ και το υπόλοιπο πλήρωµα παρακολουθούσαν να εκτυλίσσεται το κυνήγι. Παρά το γεγονός ότι είχε χρησιµοποιηθεί και το τελευταίο πανί, ότι είχε τεντωθεί και το τελευταίο σκοινί µέχρι που έτριζε, για να αυξήσουν την ταχύτητα του Γκλόρια Σκοτ, το εχθρικό πλοίο σταδιακά µείωνε τη µεταξύ τους απόσταση… Τώρα µπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπα των Κινέζων πειρατών, που ήταν γεµάτα τατουάζ. Οι µισοί ήταν καραφλοί και οι άλλοι µισοί είχαν µακριά µαλλιά, που είτε χύνονταν ακατάστατα στους ώµους τους είτε ήταν πλεγµένα σε µια µακριά κοτσίδα που κρεµόταν στην πλάτη τους. Η φωνή του κυρίου Λάρτσµοντ ακούστηκε πάνω από το φύσηµα του ανέµου και το τραγούδι των πειρατών: «Βαστάτε γερά, παλικάρια µου! Πριν καλά καλά το καταλάβετε, θα τα πίνουµε στα καπηλειά της Σαγκάης και θα γελάµε γι’ αυτή την περιπέτεια!». Κάτι τέτοιο όµως δεν ίσχυε – ο Σέρλοκ ήταν βέβαιος. Το κινεζικό πειρατικό πλοίο ήταν φτιαγµένο ώστε να αναπτύσσει όσο το δυνατόν µεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ το Γκλόρια Σκοτ καθυστερούσε εξαιτίας του φορτίου του. Το πειρατικό πλοίο έτρεχε στη θάλασσα σαν λαγωνικό, ενώ το Γκλόρια Σκοτ σερνόταν στα κύµατα σαν γκαστρωµένο µπουλντόγκ. Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε πως δίπλα του στεκόταν ο Γου Τσουνγκ. Ο Κινέζος παρατηρούσε ατάραχος το πλοίο που τους κυνηγούσε. Μετά από λίγο είπε ήρεµα: «Στη γλώσσα σας το λέτε “τζόγκα”, παρόλο που εµείς έχουµε άλλη λέξη. Οι τζόγκες είναι πιο γρήγορες και
πιο καλά εξοπλισµένες από κάθε άλλο πλοίο. Τις χρησιµοποιούµε εδώ και χιλιάδες χρόνια – από τότε που οι πρόγονοί σας κοιτούσαν τους ωκεανούς κι αναρωτιούνταν πώς να τους διασχίσουν». «Αν µας πιάσουν, τι θα µας κάνουν;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Σίγουρα θα µας κλέψουν το φορτίο» είπε ο Τσουνγκ. «Αν είχαµε πολλούς επιβάτες, µπορεί να τους έπαιρναν για να ζητήσουν λύτρα από τις αρχές της Σαγκάης, αλλά έχουµε µόνο έναν και δε νοµίζω πως θα πλήρωνε κανείς και πολλά γι’ αυτόν. Οι πειρατές είναι προληπτικοί. Μια µατιά θα του έριχναν κι ύστερα θα τον πετούσαν αµέσως στη θάλασσα». «Κι εµείς τι θα απογίνουµε;» «Αν είµαστε τυχεροί, θα µας αφήσουν κλειδωµένους στο αµπάρι, στο έλεος των κυµάτων, µε τα πανιά µας σκισµένα, αφού πάρουν όλο µας το φαγητό». «Κι αν είµαστε άτυχοι;» Ο Σέρλοκ ήξερε πως έπρεπε να κάνει την ερώτηση, παρόλο που δε θα του άρεσε η απάντηση. Ο Γου Τσουνγκ προφανώς ένιωθε το ίδιο. «Μη ρωτάς» είπε σιγανά. «Μπορεί να το µάθεις σύντοµα». «Μα µιλάς καντονέζικα» είπε ο Σέρλοκ. «Είσαι Κινέζος, σαν κι αυτούς. Δεν µπορείς να τους µιλήσεις; Να τους λογικέψεις; Κάτι θα υπάρχει που µπορούµε να τους προσφέρουµε για να µας αφήσουν ήσυχους». Ο Γου κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί να µιλάω την ίδια γλώσσα µε αυτούς, όµως δεν είµαι σαν κι αυτούς. Ίσως η εµφάνισή µου να σώσει τη ζωή µου, ίσως όχι. Το γεγονός ότι βρίσκοµαι µαζί σας, πάνω σε αυτό το πλοίο, σηµαίνει ότι θα µε µεταχειριστούν όπως εσάς ή και χειρότερα, αφού έχω αφήσει την πατρίδα µου και συνεργάζοµαι µε ξένους
διαβόλους. Δεν µπορώ να τους προσφέρω τίποτα που δε θα πάρουν από µόνοι τους». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά στο χέρι του Γου. Ο µάγειρας κράδαινε ένα µεγάλο µαχαίρι για το κρέας. Το κρατούσε τόσο σφιχτά, που είχαν ασπρίσει οι κλειδώσεις των δαχτύλων του. Ο Γου αντιλήφθηκε πως ο Σέρλοκ κοιτούσε το µαχαίρι. «Θα πολεµήσω µαζί σας» είπε ήρεµα «κι αν έτσι το θέλει το σύµπαν, θα πεθάνω µαζί σας». Ο Σέρλοκ ανατρίχιασε. «Ελπίζω πραγµατικά να µη φτάσουν εκεί τα πράγµατα» είπε. Στη λίγη ώρα που µιλούσαν, η τζόγκα είχε πλησιάσει ακόµα περισσότερο. Τώρα ο Σέρλοκ διέκρινε τις διαφορετικές φωνές και µπορούσε να δει καθαρά τα όπλα των πειρατών. Μερικοί κρατούσαν κυρτά σπαθιά, άλλοι µακριά δόρατα µε φρικτές, αγκαθωτές αιχµές και άλλοι κρατούσαν κάτι που έµοιαζε µε δύο σπαθιά δεµένα µεταξύ τους και καλυµµένα µε µεταλλικά αγκάθια που προεξείχαν προς κάθε κατεύθυνση. Το κατάστρωµα της τζόγκας ήταν ένα δάσος από αιχµηρές και κοφτερές λεπίδες. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει να απειλείται έτσι, ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο αβοήθητος. Τα πρόσωπα και τα ρούχα των πειρατών αντανακλούσαν την αγριότητά τους. Πολλοί είχαν στο κεφάλι τουρµπάνια από κόκκινο ή µπλε ύφασµα. Μερικοί ήταν γυµνόστηθοι κι άλλοι φορούσαν τραχιές πουκαµίσες ή γιλέκα. Οι περισσότεροι είχαν στη µέση τους φαρδιές, δερµάτινες ζώνες, στις οποίες είχαν χώσει ένα σωρό διαφορετικά µαχαίρια, σπαθιά κι αρχαία πιστόλια, αλλά και βράκες παραχωµένες σε δερµάτινες µπότες.
Ο Σέρλοκ είδε πως πολλοί από αυτούς φορούσαν κοσµήµατα. Ήταν λογικό, αν σκεφτόταν κανείς ότι δεν µπορούσαν να φυλάξουν τον θησαυρό τους σε κάποια τράπεζα στη στεριά, ενώ, αν τον έκρυβαν κάπου πάνω στην τζόγκα, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να τον βρει και να τον κλέψει κάποιος άλλος πειρατής. Η µόνη λύση ήταν να κουβαλάνε πάνω τους όσο το δυνατόν µεγαλύτερο µέρος από την περιουσία τους. Παρά τον τρόµο του, ο Σέρλοκ παρατήρησε πως ένας από τους πειρατές κρατούσε κάτι άλλο. Είχε περίπου το µέγεθος και το σχήµα γογγυλιού και το σήκωνε σαν να είχε πρόθεση να το πετάξει. Αναρωτήθηκε τι στην ευχή έκανε. Οι πειρατές δε θα καταλάµβαναν το Γκλόρια Σκοτ πετώντας τους πέτρες ή κάτι ανάλογο – σωστά; Τότε συνειδητοποίησε ότι και πολλοί άλλοι κρατούσαν παρόµοια αντικείµενα. Το υπόλοιπο πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ παρακολουθούσε εξίσου απορηµένο. Παντού γύρω του, οι σύντροφοι του Σέρλοκ συζητούσαν πυρετωδώς κι έκαναν εικασίες για το τι σχεδίαζαν οι πειρατές. Η απάντηση ήρθε νωρίτερα από όσο θα ήθελαν. Καθώς τα δύο πλοία βρέθηκαν σε απόσταση ρίψης, τρεις από τους πειρατές άρχισαν να κάνουν κάτι αδιευκρίνιστο µε αυτά που κρατούσαν στα χέρια τους. Ο Σέρλοκ χρειάστηκε µια στιγµή µέχρι να καταλάβει τι είχε γίνει, όταν όµως οι πειρατές πήραν θέση σαν παίκτες του κρίκετ και πέταξαν τα γογγύλια προς το Γκλόρια Σκοτ, είδε πως το καθένα είχε πάνω του κολληµένο ένα αναµµένο κοµµάτι σπάγγο – ένα φιτίλι. «Προσοχή, παλικάρια!» ακούστηκε ο κύριος Λάρτσµοντ πάνω από την οχλοβοή. «Τούτα δω είναι κόλπα του διαβόλου». Τα αντικείµενα διέγραψαν ένα τόξο πάνω από τα κεφάλια τους. Το
ένα χτύπησε σε ένα κατάρτι κι εξοστρακίστηκε, καταλήγοντας στη λωρίδα θάλασσας ανάµεσα στα δύο πλοία. Τα άλλα δύο προσγειώθηκαν στο κατάστρωµα, αναπήδησαν µερικές φορές κι ύστερα κύλησαν µέχρι που σταµάτησαν. Πριν προλάβει οποιοσδήποτε να τα φτάσει, ανατινάχτηκαν. Το καθένα ήταν κάτι µεταξύ πυροτεχνήµατος και µικρής βόµβας. Κίτρινες και πορφυρές φλόγες απλώθηκαν ταχύτατα στο κατάστρωµα, καθώς µια λιπαρή ουσία χύθηκε πάνω στο ξύλο και το πότισε. Οι σπίθες πετάγονταν σαν σµήνη από πυρωµένα έντοµα. Οι ναύτες έτρεξαν κι έριξαν κουβάδες µε θαλασσινό νερό πάνω στη φλεγόµενη ουσία. Παρόλο που σηκώθηκε ατµός από το κατάστρωµα, οι φλόγες απλά σφύριξαν και συνέχισαν να καίνε. «Άµµο!» φώναξε ο κύριος Λάρτσµοντ από κάποιο σηµείο στο πίσω µέρος του καταστρώµατος. «Ανοίξτε τα σακιά του έρµατος[13]! Ρίξτε άµµο στις φλόγες, αν αγαπάτε τη ζωή σας!» Πέντε ακόµα βόµβες έσκασαν πάνω στο κατάστρωµα, σκορπίζοντας σπίθες και φλόγες προς πάσα κατεύθυνση. Ένας ναύτης που έτρεχε κρατώντας έναν κουβά νερό γλίστρησε από τη λιπαρή ουσία κι έπεσε µέσα στις φλόγες. Ο Σέρλοκ τον είδε να κυλιέται αµέσως µακριά, όµως η πουκαµίσα του είχε πιάσει φωτιά. Δίχως να το σκεφτεί, ο Σέρλοκ έτρεξε και προσπάθησε να σβήσει τις φλόγες µε τα χέρια του, όµως η ουσία είχε ποτίσει το ύφασµα και δεν έλεγε να σβήσει. Ένας άλλος ναύτης πήγε να τον βοηθήσει και µαζί κατάφεραν να σκίσουν την πουκαµίσα, να τη βγάλουν από τον άνδρα κι έπειτα να τη ρίξουν στη θάλασσα, καψαλίζοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά τους. Μαύρος καπνός απλωνόταν στο κατάστρωµα, εµποδίζοντας τον
Σέρλοκ να δει οτιδήποτε. Ο καπνός έγδερνε το πίσω µέρος του λαιµού του κι άρχισε να πνίγεται. Τα µάτια του έτσουζαν. Στο πλοίο επικράτησε πανικός, αλλά µόνο για µια στιγµή, γιατί αµέσως, µε τη βοήθεια του κυρίου Λάρτσµοντ που έδινε εντολές, η πειθαρχία αποκαταστήθηκε. Μια οµάδα από ναύτες έτρεχε προς τις φλόγες, κουβαλώντας σάκους έρµατος που είχαν ανασύρει από κάπου στα έγκατα του πλοίου. Άνοιξαν τις ραφές µε τα µαχαίρια τους κι έριξαν την άµµο πάνω στη φλεγόµενη, λιπαρή ουσία. Οι φλόγες έσβησαν αµέσως. Το κατάστρωµα ήταν ακόµη γεµάτο µε µαύρο καπνό, όµως το κολασµένο φέγγος της φωτιάς είχε χαθεί. Επανήλθε η τάξη. Είτε επειδή αντιλήφθηκαν ότι το πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ ήταν τώρα έτοιµο και περίµενε µε περισσότερη άµµο ανά χείρας, είτε επειδή είχαν ξεµείνει από πυροµαχικά, οι πειρατές δεν έριξαν άλλες βόµβες από την τζόγκα. Οι κραυγές τους επίσης άλλαξαν, από θριαµβευτικά γέλια σε κατάρες και απειλές. Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε κίνηση πάνω στην τζόγκα και κάρφωσε το βλέµµα του. Οι πειρατές µαζεύονταν στο σηµείο που ήταν πιο κοντά στο Γκλόρια Σκοτ, κρατώντας στα χέρια γάντζους δεµένους µε σκοινιά. Έχοντας αποδυναµώσει το πλήρωµα µε τις εµπρηστικές τους βόµβες, τώρα ετοιµάζονταν να κάνουν ρεσάλτο. Ο Σέρλοκ θα ορκιζόταν ότι µερικοί τον κοιτούσαν και χαµογελούσαν δείχνοντας τα δόντια τους. Ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρίγος. Το στοµάχι του ανακατευόταν και στο στόµα του είχε µια όξινη, µεταλλική γεύση. Ένα κοµµάτι του εαυτού του ήθελε απεγνωσµένα να τελειώσει το κυνηγητό και να γίνει ό,τι ήταν να γίνει. Όπως είχαν τα πράγµατα, το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να περιµένει, και η αναµονή ήταν ανυπόφορη. Από την άλλη,
ένα άλλο κοµµάτι του εαυτού του έτρεµε στη σκέψη της αναπόφευκτης µάχης και ήλπιζε το κυνηγητό να συνεχιστεί µέχρι να φτάσουν στη στεριά. Το µόνο που είχε για να αντιµετωπίσει τα σπαθιά, τα δόρατα και τα υπόλοιπα όπλα τους, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ, ήταν ένα µικρό µαχαίρι. Αν αναγκαζόταν να πολεµήσει µε κάποιον από αυτούς, δε θα άντεχε ούτε τριάντα δευτερόλεπτα. Τότε, ο πρώτος πειρατής έριξε τον πρώτο γάντζο. Αυτός διέγραψε ένα τόξο ανάµεσα στα πλοία µε το σκοινί του, σαν µολύβι που χάραζε µια γραµµή στη γαλάζια σελίδα του ουρανού. Ήταν µεγάλη απόσταση: Ο γάντζος χτύπησε στο πλάι του Γκλόρια Σκοτ και αναπήδησε, αλλά ήταν το σινιάλο για να αρχίσουν να ρίχνουν γάντζους και οι υπόλοιποι πειρατές. Καθώς ο πρώτος µάζευε τον γάντζο του από το νερό, οι υπόλοιποι τους στριφογύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους και τους πετούσαν. Ξαφνικά ο αέρας γέµισε µε αιχµηρό µέταλλο και βρεγµένο σκοινί. Οι περισσότεροι γάντζοι δεν έφταναν αρκετά µακριά, αλλά τέσσερις ή πέντε πέρασαν πάνω από την κουπαστή του Γκλόρια Σκοτ και προσγειώθηκαν στο κατάστρωµα. Οι πειρατές έβγαλαν µια δυνατή κραυγή. Τα σκοινιά τεντώθηκαν απότοµα, πριν προλάβει να τα φτάσει το πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ – τόσο απότοµα, που οι κυρτοί γάντζοι καρφώθηκαν στην κουπαστή του πλοίου αντί για το κατάστρωµα, σχηµατίζοντας επισφαλείς γέφυρες, από τις οποίες θα σκαρφάλωναν οι πειρατές σαν να ήταν µαϊµούδες. Πριν προλάβει όµως κάποιος από αυτούς να φτάσει στην κουπαστή, το πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ άρχισε να κόβει τα σκοινιά µε σπαθιά, µαχαίρια και τσεκούρια. Άλλοι προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν τους γάντζους µε τα χέρια τους. Κανένα από τα πρώτα σκοινιά δεν άντεξε πάνω από τριάντα
δευτερόλεπτα κι οι πειρατές που σκαρφάλωναν πάνω τους βρέθηκαν να πέφτουν στη λωρίδα της θάλασσας ανάµεσα στα δύο πλοία, που όλο και στένευε. Μέχρι τότε όµως, οι πειρατές είχαν ρίξει άλλους είκοσι γάντζους, που καρφώθηκαν στο κατάστρωµα, τις κουπαστές και τα κατάρτια του Γκλόρια Σκοτ ή µπλέχτηκαν στα ξάρτια του. Ο Σέρλοκ έριχνε απελπισµένες µατιές γύρω του. Σύντοµα θα υπήρχαν υπερβολικά πολλοί γάντζοι και σκοινιά για να τα προλάβει το πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ. «Κουνηθείτε!» φώναξε ο κύριος Λάρτσµοντ. «Αν θέλετε να ξαναδείτε τις γυναίκες και τις αγαπητικιές σας, µην αφήσετε αυτούς τους απολίτιστους βαρβάρους να βάλουν τα συφιλιασµένα πόδια τους στο καράβι!» Ο Σέρλοκ είδε ότι, εκτός από το να σκαρφαλώνουν στο κατάστρωµα του Γκλόρια Σκοτ, το τραβούσαν προς το µέρος τους από το δικό τους κατάστρωµα, προσπαθώντας να µειώσουν κι άλλο την απόσταση µεταξύ των δύο πλοίων. Αυτό το σχέδιο έµοιαζε να έχει αποτέλεσµα, γιατί το Γκλόρια Σκοτ και το πειρατικό πλοίο βρίσκονταν πια σχεδόν δίπλα δίπλα, µε την απόσταση µεταξύ τους να είναι λιγότερη από πέντε µέτρα. Ένας γάντζος προσγειώθηκε στο κατάστρωµα, ακριβώς δίπλα στο πόδι του Σέρλοκ. Πριν προλάβει να αντιδράσει, το σκοινί τεντώθηκε κι ο γάντζος τραβήχτηκε µακριά του, για να καρφωθεί στο ξύλινο πλαίσιο µιας καταπακτής. Ο Σέρλοκ πήδηξε προς το µέρος του, προσπαθώντας απεγνωσµένα να πριονίσει το σκοινί µε το µαχαίρι, όµως η λεπίδα είχε στοµώσει και γλιστρούσε πάνω στη µουσκεµένη επιφάνεια. Άρπαξε τότε τον γάντζο και προσπάθησε να τον ξεκολλήσει από το ξύλο. Τα
δάχτυλά του έχαναν συνεχώς το κράτηµά τους. Σήκωσε τα µάτια του. Υπήρχαν ήδη πειρατές πάνω στο πλοίο, πολεµώντας σώµα µε σώµα µε το πλήρωµα! Βάζοντας τα δυνατά του για να αγνοήσει την παρουσία τους, άφησε το βλέµµα του να κινηθεί κατά µήκος του σκοινιού, µέχρι το σηµείο όπου συναντούσε την κουπαστή. Ένας πειρατής µε µαλλιά που έφταναν µέχρι τους ώµους του και πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση, καθώς και µια τεράστια ουλή στο πλάι του προσώπου του είχε ήδη διασχίσει τη µισή απόσταση µέχρι το πλοίο! Ο Σέρλοκ συνέχισε τις προσπάθειές του µε µεγαλύτερη ένταση. Ο γάντζος κουνήθηκε. Τα αγκαθωτά του δόντια δεν είχαν χωθεί πολύ βαθιά στο ηλιοκαµένο ξύλο κι αν έφτανε τους µυς του στα όριά τους ίσως κατάφερνε να τον ξεκολλήσει. Τράβηξε µια τελευταία φορά και ο γάντζος κουνήθηκε, έτσι που µόνο ένα δόντι βρισκόταν πια καρφωµένο στο πλαίσιο της καταπακτής. Σήκωσε ξανά τα µάτια του. Ο πειρατής τώρα κόντευε να φτάσει στην κουπαστή και χαµογελούσε απειλητικά. Ο Σέρλοκ κλότσησε τον γάντζο, προσπαθώντας απεγνωσµένα να τον ξεκολλήσει. Κάπου πάνω στο πλοίο ακούστηκε ένας πυροβολισµός κι ύστερα ένας δεύτερος. Ο καπετάνιος; Εξακολουθώντας να κλοτσάει τον γάντζο, σήκωσε για τρίτη φορά τα µάτια του – ήταν πολύ αργά. Ο πειρατής είχε φτάσει στο κατάστρωµα του Γκλόρια Σκοτ. Έκανε ένα βήµα προς τη µεριά του Σέρλοκ σηκώνοντας απειλητικά στο σπαθί του. Στον πήχυ του είχε το τατουάζ ενός δράκου, ένα όµορφο,
κυµατοειδές πλάσµα που τυλιγόταν γύρω από τους µυς του και είχε ένα ιριδίζον γαλάζιο χρώµα. Για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου, που φάνηκε στον Σέρλοκ να κρατά µια αιωνιότητα, έπιασε τον εαυτό του να θαυµάζει τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη που το είχε χτυπήσει. Το πάνω χείλος του πειρατή τραβήχτηκε σχηµατίζοντας ένα φρικτό, θριαµβευτικό χαµόγελο. Τα δόντια του είχαν µαύρους λεκέδες από τη σήψη και ήταν αραιά σαν ταφόπλακες. Δίχως να ελπίζει κάτι, περισσότερο από οργή, ο Σέρλοκ κλότσησε για τελευταία φορά τον γάντζο. Αυτός ξεκόλλησε από το πλαίσιο της καταπακτής σκίζοντας το ξύλο και τινάζοντας σκλήθρες. Την ίδια στιγµή, µια ξαφνική κίνηση των κυµάτων αποµάκρυνε τα πλοία κατά περίπου δέκα µέτρα. Το σκοινί τεντώθηκε απότοµα κι ο γάντζος τινάχτηκε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει – τα αιχµηρά δόντια καρφώθηκαν στον ώµο του πειρατή. Το πρόσωπό του γέµισε πόνο και έκπληξη, καθώς το σκοινί τεντώθηκε ακόµα περισσότερο και τον παρέσυρε προς την κουπαστή, τινάζοντάς τον στον αέρα. Το πίσω µέρος του κρανίου του χτύπησε την κουπαστή µε έναν αηδιαστικό ήχο κι έπειτα ο πειρατής παρασύρθηκε κι εξαφανίστηκε. Παρά τον ορυµαγδό από φωνές, πυροβολισµούς και ατσάλι που χτυπούσε ατσάλι, ο Σέρλοκ θα ορκιζόταν ότι άκουσε µια τροµοκρατηµένη κραυγή, που την έκοψε στη µέση ένας παφλασµός. Με τα πλοία να βρίσκονται τόσο κοντά, δεν έδινε και πολλές πιθανότητες στον πειρατή να ξανασκαρφαλώσει πάνω. Αν δεν είχε ήδη πνιγεί, τότε τα κύτη των πλοίων θα τον έλιωναν σαν έντοµο την επόµενη φορά που θα πλησίαζαν το ένα στο άλλο – στα τσακίδια. Εκµεταλλευόµενος τη σχετική ηρεµία που επικρατούσε τη
συγκεκριµένη στιγµή, ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά γύρω του, προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Είχε την εντύπωση πως η µάχη ήταν ίση. Έµοιαζαν να υπάρχουν τόσοι πειρατές όσα και µέλη του πληρώµατος, που µάχονταν σώµα µε σώµα. Με µια γρήγορη µατιά στον εγκαταλειµµένο ιστό από σκοινιά που τώρα συνέδεαν τα δύο πλοία, συµπέρανε πως όλοι οι πειρατές που µπορούσαν να ανέβουν στο κατάστρωµα το είχαν ήδη κάνει. Πιθανότατα οι υπόλοιποι έπρεπε να µείνουν στο πλοίο για να το κουµαντάρουν και να το εµποδίσουν να κάνει κάποια απότοµη κίνηση, που θα το έκανε να συγκρουστεί µε το Γκλόρια Σκοτ. Το µάτι του πήρε τον Αρένιους που στεκόταν σε µια άκρη. Ο άνδρας µε το πέπλο είχε βγει από την καµπίνα του για να δει τι συνέβαινε. Καθόταν µισοκρυµµένος πίσω από το άλµπουρο του πλοίου. Σήκωσε το χέρι του κι ο Σέρλοκ είδε πως κρατούσε ένα πιστόλι. Σηµάδεψε προσεκτικά και πυροβόλησε. Ένας πειρατής, στην άλλη άκρη του καταστρώµατος, έκανε έναν σπασµό και σωριάστηκε νεκρός. Ο Αρένιους στράφηκε στον Σέρλοκ και του έγνεψε µε το κεφάλι. Ο Σέρλοκ, µε τη σειρά του, σήκωσε τον αντίχειρα επικροτώντας την ενέργειά του. Ο Σέρλοκ στράφηκε αλλού και είδε κίνηση µε την άκρη του µατιού του. Ένας πειρατής είχε ξεκόψει από τη µάχη και προχωρούσε προσεκτικά κατά µήκος του υπερυψωµένου καταστρώµατος, προς το πίσω µέρος του πλοίου, µε κατεύθυνση την πόρτα στη µέση – την πόρτα που οδηγούσε στις καµπίνες. Ήταν µικρόσωµος και είχε τα λιγοστά µαλλιά του πιασµένα σε µια σφιχτή πλεξίδα. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του Σέρλοκ ήταν οι παράξενες κινήσεις του. Μέσα στο χάος
από όπλα που σφύριζαν και άνδρες που πάλευαν, ο συγκεκριµένος προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος. Ο Αµάιους Κρόου συνήθιζε να λέει στον Σέρλοκ να αναζητά τα πράγµατα που δεν ταίριαζαν, τα πράγµατα που δεν είχαν θέση σε µια συγκεκριµένη εικόνα – αυτά ήταν τα πράγµατα που είχαν να πουν µια ιστορία, τα πράγµατα που έπρεπε να εξηγηθούν. Ο Σέρλοκ, λοιπόν, τον ακολούθησε. Μέχρι να φτάσει στην πόρτα, ο πειρατής είχε εξαφανιστεί στις σκιές του διαδρόµου. Ο Σέρλοκ περίµενε λίγο, µήπως ο άνδρας σκόπευε να γυρίσει και να βγει αµέσως έξω, αλλά µετά από µερικά δευτερόλεπτα προχώρησε. Ο θόρυβος της µάχης που µαινόταν έξω σύντοµα έσβησε. Ο Σέρλοκ κοντοστάθηκε µέχρι να συνηθίσουν τα µάτια του στο σκοτάδι. Ο πειρατής είχε πάει γραµµή στην πόρτα της καµπίνας του Αρένιους. Εκείνος όµως βρισκόταν στο κατάστρωµα και πολεµούσε – ο Σέρλοκ τον είχε δει. Τι στην ευχή έψαχνε ο πειρατής; Η πόρτα ήταν ελάχιστα ανοιχτή κι ο Σέρλοκ πλησίασε µε γρήγορες κινήσεις. Έριξε µια µατιά µέσα. Ο πειρατής ήταν ένα µαύρο σχήµα που φαινόταν µόνο υπό το αµυδρό φως που έµπαινε από τα φινιστρίνια, όµως ο Σέρλοκ τον έβλεπε να σκύβει πάνω από ένα τραπέζι. Φαινόταν να κοιτάζει κάτι επισταµένα. Ο Σέρλοκ ευχόταν να µπορούσε να δει τι ήταν. Και σαν να τον άκουσαν οι µοίρες, το πλοίο έγειρε ξαφνικά στο πλάι κι ο Σέρλοκ έπεσε πάνω στην πόρτα της καµπίνας. Η πόρτα άνοιξε τελείως κι εκείνος βρέθηκε µέσα παραπατώντας. Ο πειρατής σήκωσε απότοµα το κεφάλι του. Έριξε ένα διαπεραστικό
βλέµµα στον Σέρλοκ. Τα δάχτυλά του άφησαν µια δέσµη χαρτιά που είχε ξεδιπλώσει πάνω στο τραπέζι κι εκείνα έγιναν αµέσως ρολό, όµως ο Σέρλοκ είχε προλάβει να δει ότι αυτό που εξέταζε ο πειρατής ήταν µια σειρά από διαγράµµατα που θύµιζαν ιστό αράχνης. Τι συνέβαινε; Ο πειρατής άρπαξε τα χαρτιά και πλησίασε τον Σέρλοκ, κάνοντας τον γύρο του τραπεζιού. Γρύλισε κάτι στα κινέζικα κι ο Σέρλοκ χρειάστηκε µια στιγµή για να το µεταφράσει: «Φύγε από τη µέση, µικρέ, αλλιώς θα σου βγάλω την καρδιά και θα τη φάω». Τουλάχιστον, ο Σέρλοκ αυτό κατάλαβε. Ίσιωσε το κορµί του κι άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Βάλ’ το στη θέση του». Ο πειρατής κάγχασε. Άρχισε να πηγαίνει προς το µέρος του κρατώντας σφιχτά τα χαρτιά στο αριστερό του χέρι. Σήκωσε τη δεξιά του γροθιά κι ο Σέρλοκ δεν εξεπλάγη καθόλου που είδε εκεί ένα µαχαίρι. Όρµηξε, σηµαδεύοντας το στέρνο του Σέρλοκ. Δίχως να το σκεφτεί, ο Σέρλοκ απέκρουσε την επίθεση µε ένα σάρωµα του τεντωµένου αριστερού χεριού του κι ύστερα τίναξε το δεξί του χέρι, χτυπώντας το δεξί µπράτσο του πειρατή µε τη βάση της παλάµης του. Οι µύες του πειρατή παρέλυσαν προσωρινά από το χτύπηµα, τα δάχτυλά του συσπάστηκαν και το µαχαίρι τού έφυγε από το χέρι. Έκπληκτος, ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε ότι είχε εκτελέσει µια κλασική τεχνική του Τάι τσι, αλλά µε πολύ µεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό,τι συνήθως. Ο πειρατής έκανε ένα βήµα πίσω. Εξακολουθώντας να κρατάει τα χαρτιά, έστριψε το σώµα του και τίναξε το δεξί του πόδι, σηκώνοντάς το αρκετά ψηλά, τόσο που, αν χτυπούσε τον Σέρλοκ, θα του έσπαγε τη
µύτη. Το σώµα του έγειρε πίσω για να διατηρήσει την ισορροπία του. Προβλέποντας τι θα συνέβαινε, ο Σέρλοκ έπεσε στο πάτωµα, στηριζόµενος στα χέρια και στο αριστερό του πόδι, διαγράφοντας ταυτόχρονα ένα τόξο µε το δεξί του πόδι, παράλληλα µε το πάτωµα – σάρωσε το δεξί πόδι του πειρατή και τον έριξε κάτω. Καθώς εκείνος σωριάστηκε, τα χαρτιά τού έφυγαν από το χέρι και προσγειώθηκαν κάτω από το τραπέζι. Ο Σέρλοκ είχε εντυπωσιαστεί. Ήταν λες και το σώµα του ήξερε τι να κάνει, δίχως να δίνει συνειδητές εντολές µε το µυαλό του. Να είναι καλά τα µαθήµατα του Γου Τσουνγκ, σκέφτηκε. Ο πειρατής διέσχισε αδέξια την καµπίνα, προσπαθώντας να φτάσει τα χαρτιά. Ό,τι κι αν ήταν, τα ήθελε διακαώς – κι άλλο τόσο ήθελε ο Σέρλοκ να τον εµποδίσει. Άρπαξε το δεξί πέλµα του πειρατή και τον τράβηξε. Εκείνος πιάστηκε από το χαλί, όταν όµως έγινε σαφές ότι δε θα µπορούσε να ξεφύγει, γύρισε και κλότσησε µε µανία. Το τακούνι της µπότας του βρήκε τον Σέρλοκ στο ζυγωµατικό. Ένας κεραυνός πόνου διαπέρασε το κεφάλι του, θολώνοντας τις αισθήσεις και τις σκέψεις του. Ένιωσε χέρια να τον πιάνουν από τον λαιµό και να τον σφίγγουν.
Κεφάλαιο 4
Ο Σέρλοκ ένιωθε σουβλιές πόνου να ξεκινάνε από τον λαιµό του και να απλώνονται στο κεφάλι και το στέρνο του. Η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα, ενώ το οπτικό του πεδίο είχε µετατραπεί σε ένα στενό, σκοτεινό τούνελ. Σήκωσε τα χέρια του ανάµεσα στους πήχεις του πειρατή κι έπειτα, µε όση δύναµη του απέµενε, τα χτύπησε προς τα έξω. Η λαβή γύρω από τον λαιµό του χαλάρωσε. Πήρε µερικές βαθιές, λαίµαργες ανάσες, έπειτα όµως τα χέρια του πειρατή άρχισαν πάλι να τον σφίγγουν, σαν φίδια. Η όραση του Σέρλοκ έγινε µια κουκκίδα. Το δέρµα και οι µύες του µυρµήγκιασαν, σαν κάποιος να έχωνε βελόνες και καρφίτσες σε κάθε εκατοστό τους. Ένιωθε τα χέρια του τόσο βαριά, που σχεδόν δεν µπορούσε να τα κουνήσει. Απεγνωσµένος και στα τυφλά, κατάφερε να τα σηκώσει µέχρι το πρόσωπο του πειρατή. Άρπαξε το κεφάλι του άνδρα µε τα δάχτυλά του κι έβαλε τους αντίχειρες εκεί που υπολόγιζε πως ήταν τα µάτια του. Μόλις ένιωσε τους µαλακούς βολβούς κάτω από τα κλειστά βλέφαρα του
πειρατή, πίεσε όσο πιο δυνατά µπορούσε. Ο πειρατής ούρλιαξε. Τα χέρια του ελευθέρωσαν τον λαιµό του Σέρλοκ, αφήνοντάς τον να πέσει προς τα πίσω, κι ο ίδιος πισωπάτησε. Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε αµυδρά ένα αδέξιο τρέξιµο και κάποιον γδούπο, σαν ο πειρατής να είχε χτυπήσει στον τοίχο και την κάσα της πόρτας, στην προσπάθειά του να βγει τρέχοντας από την καµπίνα. Όπως ήταν πεσµένος, γύρισε, στηρίχτηκε στα χέρια και τα γόνατά του κι άρχισε να σπρώχνει µέχρι που στάθηκε όρθιος. Σταδιακά, η όρασή του επανερχόταν. Τώρα η καµπίνα ήταν έρηµη. Τρέµοντας, ακούµπησε ένα χέρι στο τραπέζι και στηρίχτηκε για λίγο, µέχρι να βεβαιωθεί ότι τα πόδια του µπορούσαν να τον σηκώσουν δίχως να σωριαστεί κάτω. Το ρολό από χαρτιά βρισκόταν κάτω από το τραπέζι. Ο πειρατής δεν είχε καταφέρει να το πάρει βγαίνοντας από την καµπίνα. Όταν ένιωσε τις δυνάµεις του να έχουν επανέλθει επαρκώς, έσκυψε και σήκωσε τα χαρτιά. Ενώ ήταν έτοιµος να τα ακουµπήσει πάνω στο τραπέζι για να τα εξετάσει καλύτερα, παρατήρησε ένα κιβώτιο σε µια γωνία. Ήταν το ίδιο κιβώτιο που είχε δει να φορτώνεται στο πλοίο µαζί µε τις υπόλοιπες αποσκευές του Αρένιους. Μέσα υπήρχε κάτι που κουνιόταν νευρικά κι έξυνε το ξύλο. Πριν προλάβει όµως να το ερευνήσει, άκουσε µια φωνή από το άνοιγµα της πόρτας. «Τι νοµίζεις ότι κάνεις;» Στην πόρτα στεκόταν συνοφρυωµένος ο Αρένιους, κραδαίνοντας ένα πιστόλι. «Ένας από τους πειρατές µπήκε εδώ µέσα» είπε ο Σέρλοκ, νιώθοντας τη φωνή να γδέρνει τον λαιµό του. «Τον ακολούθησα. Παλέψαµε. Το έβαλε στα πόδια. Δεν ξέρω πού πήγε». «Τον είδα να βγαίνει τρεκλίζοντας στο κατάστρωµα» είπε ο Αρένιους.
Σήκωσε την κάννη του όπλου και την ακούµπησε σκεφτικός στο µέτωπό του, κάτω από το πέπλο. «Τον… σταµάτησα κι έπειτα ήρθα να δω τι έκανε εδώ µέσα». «Προσπαθούσε να πάρει αυτά εδώ» είπε ο Σέρλοκ σηκώνοντας το ρολό των χαρτιών. «Σοβαρά;» ρώτησε ο Αρένιους. Ο τόνος της φωνής του και ο τρόπος που κοίταζε τον Σέρλοκ είχαν κάτι το παράξενο. «Τι είναι;» ρώτησε ο Σέρλοκ, νιώθοντας πιο τολµηρός τώρα που ανέπνεε πάλι κανονικά. «Τίποτα που να σε αφορά». Ο Αρένιους έτεινε το χέρι του κι ο Σέρλοκ τού έδωσε τα χαρτιά. Εξακολουθούσε να τον τρώει η περιέργεια, όµως ήξερε πως ο αλλόκοτος επιβάτης τους δε θα του έλεγε τίποτα. «Τι γίνεται στο κατάστρωµα;» ρώτησε. «Ο καπετάνιος και το υπόλοιπο πλήρωµα κάνουν σφοδρή αντεπίθεση» δήλωσε ο Αρένιους. «Θαρρώ πως θα καταφέρουν να απωθήσουν τους πειρατές. Καλύτερα να πας και να τους βοηθήσεις». Έριξε µια µατιά στην καµπίνα. «Εγώ πρέπει να ελέγξω αν λείπει κάτι άλλο». Ο Σέρλοκ βγήκε στο κατάστρωµα. Σε µια άκρη βρισκόταν σωριασµένο ένα πτώµα – ο πειρατής που του είχε επιτεθεί µέσα στην καµπίνα. Του έριξε µια µατιά κι ύστερα αποµακρύνθηκε. Δεν ένιωθε ούτε λύπη ούτε τύψεις ούτε φόβο. Για την ακρίβεια, µε εξαίρεση τον πόνο στον λαιµό του και το σφυροκόπηµα µέσα στο κεφάλι του, δεν ένιωθε το παραµικρό. Διαπίστωσε ότι ο Αρένιους είχε δίκιο: το πλήρωµα φαινόταν να
απωθεί τους πειρατές. Στο κατάστρωµα υπήρχαν µερικά άψυχα κορµιά, πεσµένα σε διάφορες αφύσικες στάσεις, ενώ µερικοί πειρατές έδειχναν να υποχωρούν τραυµατισµένοι. «Κράτει!» φώναξε ο κύριος Λάρτσµοντ από την απέναντι πλευρά του πλοίου. «Πίσω σε µένα, παλικάρια!» Ο Σέρλοκ παρακολουθούσε µπερδεµένος, καθώς οι ναύτες του Γκλόρια Σκοτ εγκατέλειπαν τις µεµονωµένες συµπλοκές τους και υποχωρούσαν προς τη µεριά του κυρίου Λάρτσµοντ, διασχίζοντας το κατάστρωµα. Αφού νικούσαν, γιατί να υποχωρήσουν τώρα; Καθώς οι ναύτες άλλαζαν θέση, για µια στιγµή είδε καθαρά τον κύριο Λάρτσµοντ και συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Στεκόταν δίπλα στην κουπαστή και κρατούσε ένα παράξενο κατασκεύασµα. Ήταν ένας µεταλλικός σωλήνας, περίπου στο µήκος του µπράτσου ενός άνδρα, κλειστός από τη µια µεριά και ανοιχτός από την άλλη. Ήταν προσαρµοσµένος και µπορούσε να περιστρέφεται πάνω σε ένα µεταλλικό πόµολο που ήταν βιδωµένο στην κουπαστή και φαινόταν να µπαίνει σε κάποια κοιλότητα στο κάτω µέρος του σωλήνα. Το πόµολο ήταν γνώριµο στον Σέρλοκ και πάντοτε αναρωτιόταν ποια ήταν η χρησιµότητά του – τώρα ήξερε. Ο Γκίτενς είχε πει πως δεν είχαν κανόνια, όµως είχε κάνει λάθος. Είχαν ένα κανόνι, ένα µικρό κανόνι που τώρα κρατούσε ο κύριος Λάρτσµοντ, σηµαδεύοντας τους πειρατές. «Ανάψτε το» είπε µε µια άγρια έκφραση στο πρόσωπό του. Μέσα από το µπουλούκι των ναυτικών αναδύθηκε ένα χέρι µε ένα λεπτό, αναµµένο κερί. Η φλόγα άγγιξε µια τρύπα στο πίσω µέρος του κανονιού. Στο κατάστρωµα έγινε µακελειό.
Ό,τι κι αν είχε µέσα το κανόνι, κανονόµπαλα δεν ήταν. Ο Σέρλοκ υπέθεσε πως πρέπει να ήταν κάποια µεταλλική αλυσίδα, µαζί µε καρφιά και άλλα κοµµάτια από παλιοσίδερα. Όσοι πειρατές δε χτυπήθηκαν από τη θύελλα µετάλλου το έβαλαν στα πόδια. Όσο για τους υπόλοιπους… ο Σέρλοκ δεν ήθελε καν να κοιτάξει. Το µόνο σίγουρο ήταν πως το πλήρωµα θα είχε να κάνει πολύ καθάρισµα. Προς το παρόν ζητωκραύγαζαν. «Μπράβο σας, παλικάρια!» φώναξε ο κύριος Λάρτσµοντ. «Επιπλέον ρούµι για όλους! Πρώτα όµως σιγουρευτείτε πως ξεφορτωθήκαµε όλους τους κίτρινους διαβόλους!» Ο Σέρλοκ πλησίασε τους ναύτες που είχαν πάει στην απέναντι κουπαστή και στριµώχνονταν για να παρακολουθήσουν το απίστευτο θέαµα. Ήταν αλήθεια: οι πειρατές έλυναν τα σκοινιά που τους κρατούσαν δεµένους στο Γκλόρια Σκοτ κι αποµακρύνονταν. Όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωµα της τζόγκας εκτόξευαν βρισιές και κατάρες στο πλήρωµα του Γκλόρια Σκοτ, ήταν όµως πολύ πιο υποτονικοί απ’ ό,τι πριν – επίσης ήταν λιγότεροι. Ο Σέρλοκ ένιωσε ξαφνικά τα γόνατά του να λύνονται κι ήταν έτοιµος να κάνει εµετό. Κρεµάστηκε από την κουπαστή του πλοίου και κάρφωσε το βλέµµα του στον ορίζοντα, περιµένοντας να υποχωρήσει αυτή η φρικτή αίσθηση. Γιατί ένιωθε έτσι; Δεν ήταν λες και δεν είχε ξανακινδυνέψει η ζωή του. Τα δύο τελευταία χρόνια τον είχαν κυνηγήσει, τον είχαν ρίξει αναίσθητο, τον είχαν ναρκώσει, τον είχαν κλείσει σε φρενοκοµείο[14] και κατά καιρούς του είχαν επιτεθεί άνθρωποι, σκυλιά, κούγκαρ, γιγάντιες σαύρες, γεράκια και αρκούδες. Ήταν δύο ιδιαίτερα
περιπετειώδη χρόνια. Γιατί, λοιπόν, αντιδρούσε έτσι; Το λογικό κοµµάτι του µυαλού του έλεγε πως αυτό οφειλόταν στο πόσο µακριά βρισκόταν από το σπίτι του. Κανείς δε θα τον έσωζε την τελευταία στιγµή, ούτε ο Μάτι ούτε ο Μάικροφτ ούτε ο Αµάιους Κρόου ούτε και η Βιρτζίνια. Στο παρελθόν, µπορεί µεν να µην υπολόγιζε πως θα το έκαναν, όµως στο πίσω µέρος του µυαλού του πάντοτε γνώριζε πως, αν δεν αρκούσαν η δύναµη και η ευστροφία του για να επιβιώσει, τότε ένας τους θα παρενέβαινε για να τον σώσει. Όµως όχι εδώ, όχι τώρα και όχι για αρκετό καιρό ακόµη. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε το ασήκωτο βάρος της µοναξιάς κι ένιωσε τα µάτια του να τσούζουν από τα καυτά δάκρυα. Αν πέθαινε εδώ πέρα, πάνω στο Γκλόρια Σκοτ, χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά από την Αγγλία, κανείς δε θα το µάθαινε ποτέ. Ακόµα κι οι υπόλοιποι ναύτες θα τον ξεχνούσαν µέσα σε λίγες εβδοµάδες. «Επικίνδυνη κατάσταση» είπε µια φωνή δίπλα του. «Είµαι ικανοποιηµένος που επιβίωσες». Δίπλα του στεκόταν ο Γου Τσουνγκ, ατενίζοντας τη θάλασσα µε ένα αχνό, αινιγµατικό χαµόγελο στο πρόσωπό του. Είχε ένα κόψιµο στον ώµο, που είχε λεκιάσει µε αίµα τη µαγειρική του ποδιά, και αµυχές στο πρόσωπό του. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Γου Τσουνγκ έγνεψε καταφατικά. «Πάλεψα µε κάποιον» είπε. «Τον νίκησα». «Τάι τσι χουάν;» ρώτησε ο Σέρλοκ και φαντάστηκε τον Γου Τσουνγκ στη διάρκεια µιας πραγµατικής µάχης, να αντιµετωπίζει τον αντίπαλο µε επιδέξιες κινήσεις των χεριών και των ποδιών του.
Ο Γου Τσουνγκ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, τηγάνι. Καλή η πάλη µε γυµνά χέρια, αν όµως το σύµπαν µε την απέραντη σοφία του σου προσφέρει ένα όπλο, τότε είναι αγένεια να µην το χρησιµοποιήσεις». «Πάλεψα κι εγώ µε κάποιον» είπε ο Σέρλοκ. «Το βλέπω. Ο λαιµός σου µοιάζει σαν να τον χτύπησαν µε κόπανο για το κρέας κι έχεις ίδια φωνή µε κάποιον που καπνίζει χοντροκοµµένο καπνό για χρόνια». «Χρησιµοποίησα τις τεχνικές που µου έµαθες – λειτούργησαν». «Φυσικά» είπε ο Γου, εξακολουθώντας να ατενίζει τη θάλασσα. «Είµαι καλός δάσκαλος, δε συµφωνείς;» Γύρισε κι έφυγε διασχίζοντας το κατάστρωµα, δίχως να στρέψει το βλέµµα του στον Σέρλοκ – κι ο Σέρλοκ µόνο τότε συνειδητοποίησε πως δεν ήταν σίγουρος αν είχαν µιλήσει αγγλικά ή καντονέζικα. Πέρασε την υπόλοιπη µέρα κάνοντας εργασίες που ήλπιζε να ξεχάσει σύντοµα. Σφουγγάριζε αίµατα από το κατάστρωµα, πετούσε πτώµατα πειρατών στη θάλασσα κι έραβε σάβανα από καραβόπανο για τους λιγοστούς ναύτες του Γκλόρια Σκοτ που είχαν σκοτωθεί στη µάχη. Όταν πια ο ήλιος άγγιξε τον ορίζοντα, το κατάστρωµα ήταν καθαρό και δεν απέµενε σχεδόν κανένα σηµάδι πως οτιδήποτε δυσάρεστο είχε συµβεί εκεί, εκτός από τα σαβανωµένα κορµιά που βρίσκονταν παραταγµένα κοντά στην κουπαστή. Ο καπετάνιος διάβασε µερικά λόγια από µια Βίβλο και οι σοροί παραδόθηκαν στην αγκαλιά της θάλασσας. Τα σάβανα είχαν µέσα βαρίδια ώστε να βουλιάξουν. Εκείνο το βράδυ οι ναύτες είχαν όρεξη για τραγούδι. Ο καπετάνιος είχε δώσει εντολή για τριπλή µερίδα ρούµι, πράγµα που έκανε τους ναυτικούς πιο θορυβώδεις απ’ ό,τι συνήθως – ούτως ή άλλως, ήταν
προφανές πως ήθελαν να σβήσουν την ανάµνηση της πειρατικής επίθεσης µε κάθε δυνατό τρόπο. Ο Σέρλοκ βρέθηκε να παίζει το ένα τραγούδι µετά το άλλο, µε το ξεφλουδισµένο βιολί που του είχε δανείσει ο Φίντλερ. Πότε πότε έχανε κάποιες νότες και περνούσε από το ένα τραγούδι στο άλλο, όµως οι ναύτες δεν έδειχναν να το αντιλαµβάνονται. Όσο υπήρχε ρούµι και µουσική, ήταν χαρούµενοι. Όµως ακόµα και παίζοντας αδιάκοπα δοξαριές πάνω στις χορδές του παλιού βιολιού, περιστοιχισµένος από µεθυσµένους ναύτες που τραγουδούσαν όσο πιο δυνατά µπορούσαν, το µυαλό του αρνιόταν να σταµατήσει να δουλεύει. Έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται γιατί ο πειρατής που είχε εισβάλει στην καµπίνα του Αρένιους είχε εστιάσει αµέσως την προσοχή του στα παράξενα διαγράµµατα που έµοιαζαν µε ιστό αράχνης. Αυτό υποδείκνυε πως γνώριζε για την ύπαρξή τους και τα ήθελε για κάποιον συγκεκριµένο λόγο. Κάτι τέτοιο όµως θα σήµαινε πως είτε ο πειρατής είχε εκµεταλλευτεί την καθαρά συµπτωµατική, ταυτόχρονη παρουσία του πλοίου του και του Γκλόρια Σκοτ στην ίδια περιοχή, είτε η επίθεση ήταν προµελετηµένη – κοινώς, οι πειρατές ήξεραν από πριν σε ποιο πλοίο θα έκαναν επίθεση. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν επρόκειτο για απλή πειρατεία, αλλά για συνωµοσία. Πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζουν οι πειρατές ότι το Γκλόρια Σκοτ ήταν το πλοίο που έψαχναν; Εδώ συνέβαινε κάτι πολύ περίεργο. Ευχόταν να υπήρχε κάποιος µε τον οποίο να µπορούσε να το συζητήσει, όµως δεν εµπιστευόταν κανένα µέλος του πληρώµατος περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο – και τι δε θα έδινε για να είχε µαζί του τον Μάικροφτ, τον Αµάιους Κρόου ή έστω τον Μάτι.
Για το υπόλοιπο του ταξιδιού, στο Γκλόρια Σκοτ επικρατούσε µια αµυδρά συγκαλυµµένη ένταση. Οι ναύτες έριχναν συνεχώς ανήσυχες µατιές στον µακρινό ορίζοντα, βρίσκονταν σε επιφυλακή για την παρουσία άλλων πειρατικών πλοίων και τόσο ο καπετάνιος όσο και ο κύριος Λάρτσµοντ περνούσαν αρκετά περισσότερο χρόνο βηµατίζοντας στο κατάστρωµα, προσπαθώντας να καθησυχάσουν τους άνδρες µε την παρουσία τους. Επίσης, τώρα δούλευε πιο σκληρά και το πλήρωµα. Στο τέλος κάθε παρατεταµένης βάρδιας, ο Σέρλοκ ξάπλωνε στην αιώρα του τόσο εξαντληµένος, που βυθιζόταν σε έναν ύπνο δίχως όνειρα µέχρι να ακούσει την καµπάνα για την επόµενη βάρδια του. Μερικές ηµέρες µετά την επίθεση, εν ώρα διαλείµµατος, στεκόταν ακουµπισµένος στην κουπαστή και ατένιζε τη θάλασσα, όταν συνειδητοποίησε πως κάποιος ήταν δίπλα του. Έστρεψε το κεφάλι του, περιµένοντας να δει τον Γου Τσουνγκ ή ίσως τον Φίντλερ. Αντίκρισε τον Αρένιους, κι ένα ρίγος τον διαπέρασε. Εξακολουθούσε να φοράει το πέπλο µελισσοκοµίας κάτω από το ψάθινο καπέλο κι ο Σέρλοκ ίσα που µπορούσε να διακρίνει το σχήµα του προσώπου του. Έσφιξε την κουπαστή µε τα µαύρα δερµάτινα γάντια του. Φαινόταν να έχει καρφώσει το βλέµµα στο ίδιο σηµείο του ορίζοντα που ατένιζε ο Σέρλοκ. «Θαρρώ πως σύντοµα θα δούµε στεριά» είπε. «Σύµφωνα µε τον καπετάνιο, η Σαγκάη απέχει µόνο µια δυο µέρες». «Δε βλέπω την ώρα να βγω στη στεριά» είπε σιγανά ο Σέρλοκ. «Αυτό το ταξίδι έχει αρχίσει να µου φαίνεται ατελείωτο». Ο Αρένιους έγνεψε µε το κεφάλι. « Ήταν αναµφίβολα ταραχώδες» παραδέχθηκε. Έµεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα είπε ξαφνικά:
«Θαρρώ πως σου οφείλω µια εξήγηση». «Για ποιο πράγµα;» ρώτησε ο Σέρλοκ, ελπίζοντας να αναφέρεται στα χαρτιά που είχε προσπαθήσει να κλέψει ο πειρατής. «Για την εµφάνισή µου. Αντιλαµβάνοµαι πως πρέπει να ταράχτηκες όταν µε είδες δίχως το πέπλο µου, εκείνη τη φορά που µου έφερες φαγητό στην καµπίνα. Λυπάµαι». Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Δε µου οφείλετε τίποτα. Οµολογώ πως έχω την περιέργεια να µάθω, όµως, αν δε θέλετε, δεν είστε υποχρεωµένος να µου πείτε τίποτα». «Παρ’ όλα αυτά… γνωρίζω πόσο δεισιδαίµονες είναι οι ναυτικοί. Υπήρξαν κι άλλες φορές που ήµουν απρόσεκτος και µερικοί µε είδαν δίχως το πέπλο µου». Γέλασε θλιµµένα. «Πιθανότατα νοµίζουν πως είµαι κάποιο είδος υπερφυσικού πλάσµατος – δαίµονας ή βρικόλακας ίσως. Αν εξηγήσω την κατάστασή µου σε σένα, ίσως µπορέσεις να τους καθησυχάσεις». «Αµφιβάλλω πως θα δώσουν σηµασία σε ό,τι κι αν τους πω» είπε αβέβαια ο Σέρλοκ. «Σε µεγάλο βαθµό, εξακολουθώ να είµαι παράταιρος σε αυτό το πλοίο, αν θέλετε όµως, µετά χαράς να προσπαθήσω». Ο Αρένιους έγνεψε καταφατικά. «Θα το εκτιµούσα. Σε ευχαριστώ». Έκανε µια παύση κι ο Σέρλοκ είχε την εντύπωση πως αναζητούσε τις σωστές λέξεις. «Το δέρµα µου δεν είχε πάντοτε αυτό το χρώµα» είπε κάποια στιγµή. «Όταν ήµουν νεότερος, είχε το ίδιο χρώµα µε το δικό σου». Κοίταξε τον Σέρλοκ µε την άκρη του µατιού του. «Εντάξει, ίσως όχι τόσο σκούρο. Τέλος πάντων, η δουλειά µου απαιτούσε να ταξιδεύω αρκετά, σε χώρες όπως η Αφρική, η Αίγυπτος, η Νότια Αµερική…
Οποιοδήποτε λιµάνι κι αν µου κατονοµάσεις, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσµου, µπορώ να σου εγγυηθώ ότι έχω βρεθεί εκεί». «Κάποτε ήθελα να ταξιδέψω» είπε ο Σέρλοκ «µέχρι που το δοκίµασα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο αδελφός µου προτιµά να µένει στο σπίτι του». «Τα ταξίδια διευρύνουν τον νου» είπε ο Αρένιους «όµως έχουν τα µειονεκτήµατά τους. Ειδικά οι ζεστές χώρες είναι πρόσφορο έδαφος για ασθένειες πιο θανατηφόρες από οτιδήποτε έχει γνωρίσει η Αγγλία ή η Ολλανδία. Μπορεί να έχεις ακούσει για τα φρικτά συµπτώµατα της χολέρας, του τυφοειδούς πυρετού και της βουβωνικής πανούκλας, όµως η σήψη από τη σχεδόν άγνωστη µαύρη Φορµόσα είναι ένα αληθινά φρικιαστικό θέαµα, κι όσο για τον πυρετό Ταπανούλι[15]…» Ρίγησε ολόκληρος. «Το δέρµα του ανθρώπου που πεθαίνει από πυρετό Ταπανούλι µοιάζει να λιώνει και να γλιστρά από τη σάρκα του – πραγµατικά απαίσιος τρόπος να πεθάνει κανείς». «Δεν… προσβληθήκατε ποτέ από κάποια τέτοια ασθένεια;» ρώτησε ο Σέρλοκ µετά από µερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Έχεις ακούσει ποτέ ότι το ασήµι µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την πρόληψη ασθενειών;» Ο Σέρλοκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το ασήµι χρησιµοποιείται στην ιατρική εδώ και αιώνες» συνέχισε ο Αρένιους. «Ο Ιπποκράτης, ο Έλληνας φιλόσοφος που θεωρείται ο πατέρας της ιατρικής, έγραψε πως το ασήµι µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την πρόληψη των ασθενειών και την επούλωση των πληγών. Οι Φοίνικες, οι οποίοι έπλεαν σε ολόκληρο τον κόσµο πολύ πριν αποκτήσουν ναυτικό οι δικές µας χώρες, υποτίθεται πως αποθήκευαν
το νερό, το κρασί και το ξίδι σε ασηµένια µπουκάλια για να µη χαλάσουν. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, έχω ακούσει ότι ακόµα και σήµερα ορισµένοι άνθρωποι βάζουν ασηµένια νοµίσµατα µέσα στα µπουκάλια µε το γάλα για να το εµποδίσουν να ξινίσει». «Οπότε χρησιµοποιήσατε τη θεραπεία µε το ασήµι στον εαυτό σας;» ρώτησε εντυπωσιασµένος ο Σέρλοκ. «Μου φάνηκε… λογικό» είπε ο Αρένιους. «Κατόπιν όλης της σχετικής έρευνας που έκανα, µου φάνηκε λογικό. Το ασήµι προλαµβάνει τις ασθένειες. Έτσι, τα τελευταία δέκα χρόνια, κάθε µέρα πίνω µια δόση από κολλοειδή άργυρο – κοινώς, ένα αιώρηµα ασηµόσκονης σε καστορέλαιο. Το αποτέλεσµα είναι πως όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω αρρωστήσει ούτε µία φορά». «Αλλά…» τον παρότρυνε ο Σέρλοκ. «Ναι, πάντοτε υπάρχει ένα αλλά. Στη δική µου περίπτωση, µε τον καιρό τα σωµατίδια ασηµιού συσσωρεύτηκαν στους ιστούς του σώµατός µου, κυρίως στο δέρµα και τα µάτια µου. Οι ειδικοί τους οποίους συµβουλεύτηκα µε πληροφόρησαν πως η κατάστασή µου ονοµάζεται αργυρία. Κατά τα φαινόµενα, είναι αρκετά σπάνια». Ξαφνικά γέλασε. «Τι ειρωνεία… Απέφυγα τόσες ασθένειες και τελικά αυτή την προκάλεσα µόνος µου». «Πονάτε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Αρένιους κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε στο ελάχιστο. Είναι απλά – ποια είναι η λέξη;– µια παραµόρφωση, τίποτα περισσότερο. Δεν πονάω ούτε έχω κάποιο άλλο σύµπτωµα, µε εξαίρεση την αλλαγή στο χρώµα του δέρµατός µου. Για να είµαι ειλικρινής, αν γνώριζα τότε όλα όσα γνωρίζω τώρα, πάλι το ίδιο θα έκανα. Το να έχει κανείς την εµφάνισή
µου είναι ατυχές, από την άλλη, όµως, αξίζει τον κόπο για να µην υποφέρεις ποτέ από ασθένειες, ούτε καν από κρυολόγηµα». «Τι θα συµβεί αν σταµατήσετε να πίνετε το ασήµι; Το δέρµα σας θα ξαναγίνει κανονικό;» Ο Αρένιους φαινόταν να κουνάει το κεφάλι του κάτω από το πέπλο. «Δυστυχώς όχι. Τα µικροσκοπικά σωµατίδια του ασηµιού έχουν ενσωµατωθεί στη σάρκα µου. Δεν µπορώ να αλλάξω αυτό που έκανα – όχι πως είχα ποτέ τέτοια πρόθεση». Ο Σέρλοκ δεν έβρισκε κάτι που µπορούσε να πει στη συγκεκριµένη περίσταση, κι έτσι οι δυο τους έµειναν για λίγο σιωπηλοί, ατενίζοντας τη θάλασσα. Κάποια στιγµή, ο Αρένιους γύρισε και αποµακρύνθηκε, αφήνοντας τον Σέρλοκ µόνο µε τις σκέψεις του.
Ο Σέρλοκ πίστευε αφελώς πως κάποια στιγµή θα έβλεπαν τη στεριά σαν σκοτεινή µουντζούρα στον ορίζοντα, οπότε το πλήρωµα θα ζητωκραύγαζε και θα έβγαζαν να πιουν κι άλλο ρούµι. Στην πραγµατικότητα, αρχικά είδαν σε κάποια απόσταση ένα µικροσκοπικό νησί, ελάχιστα µεγαλύτερο από το ίδιο το πλοίο. Έπειτα, ακόµα ένα. Μετά από µερικές ώρες υπήρχαν δέκα µε είκοσι νησάκια εκατέρωθεν του πλοίου και ο κύριος Λάρτσµοντ έδωσε εντολή να περιορίσουν τα πανιά, ώστε το Γκλόρια Σκοτ να κινείται πιο αργά και να έχει καλύτερο έλεγχο του πηδαλίου. Χάραξαν µια αργή πορεία ανάµεσα στα νησιά και η ακτή ήταν σαν να τους πλησίασε απαρατήρητη. Για ένα διάστηµα έµοιαζε µε ακόµα ένα, κάπως µεγαλύτερο νησί. Μέχρι να καταστεί σαφές ότι ήταν κάτι περισσότερο, ήδη διέκριναν λόφους στην ενδοχώρα
πέρα από τους όρµους και τα λιµάνια. Είχαν φτάσει στη Σαγκάη. Είχαν φτάσει στην Κίνα. Ο Σέρλοκ είχε ανάµεικτα συναισθήµατα. Εν µέρει ήταν γεµάτος ενθουσιασµό µε την προοπτική να γνωρίσει µια καινούρια χώρα, µια άγνωστη κουλτούρα, όπου όλα θα ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι είχε συνηθίσει («εκτός από την ανθρώπινη φύση» άκουσε να λέει η φωνή του Αµάιους Κρόου από το πίσω µέρος του µυαλού του). Την ίδια στιγµή όµως ήταν γεµάτος θλίψη, γνωρίζοντας πως βρισκόταν πιο µακριά από το σπίτι και τους φίλους του από κάθε άλλη φορά. Το πρώτο µισό του ταξιδιού τελείωνε εδώ. Με λίγη τύχη, ίσως και λίγο προσεκτικό σχεδιασµό, θα µπορούσε να παραµείνει στο Γκλόρια Σκοτ ως µέλος του πληρώµατος και για το µακρύ ταξίδι της επιστροφής. Άραγε όταν γύριζε θα έβρισκε το σπίτι του ίδιο; Εκείνος θα ήταν ο ίδιος; Μόλις πλησίασαν στη στεριά, η θερµοκρασία και η υγρασία αυξήθηκαν απότοµα. Οι θαλασσινοί αέρηδες που έσπρωχναν το πλοίο και ταυτόχρονα δρόσιζαν το πλήρωµα τώρα είχαν κοπάσει τελείως, αφήνοντας την ατµόσφαιρα πνιγηρά ακίνητη. Με την παραµικρή κίνηση ο Σέρλοκ ένιωθε να ιδρώνει ανάµεσα στις ωµοπλάτες του. Ευτυχώς, το όργιο ήχων και χρωµάτων, καθώς και η αέναη κινητικότητα του λιµανιού της Σαγκάης ήταν αρκετά για να τον αποσπάσουν από τις σκέψεις και τις ενοχλήσεις του. Βάρκες και πλοία ασυνήθιστης κατασκευής έπλεαν προς κάθε κατεύθυνση, µε αρκετή ταχύτητα συνήθως, και όλοι οι ναυτικοί έµοιαζαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλο. Θύµιζε στον Σέρλοκ εκείνες τις φορές που είχε αποβιβαστεί από το τρένο στον σταθµό Γουότερλου κι είχε δει µια θάλασσα από
ανθρώπους να διασχίζουν την κεντρική αίθουσα, αποφεύγοντας µε κάποιον τρόπο να συγκρουστούν µεταξύ τους, φαινοµενικά δίχως να κάνουν ελιγµούς ή να επιβραδύνουν το βήµα τους. Παρατήρησε ότι πολλά από τα πλοία στο λιµάνι ήταν κινέζικες τζόγκες. Θυµήθηκε την επίθεση των πειρατών και του σηκώθηκε η τρίχα, έπειτα όµως θύµισε στον εαυτό του ότι το ίδιο σχήµα είχαν σχεδόν όλα τα κινεζικά πλοία. Σίγουρα οι πειρατές τώρα θα βρίσκονταν κάπου µακριά. Ο κύριος Λάρτσµοντ διέταξε να µαζέψουν όλα τα πανιά. Όσο ο Σέρλοκ έκανε τις δουλειές του, το πλοίο σταδιακά πήγε και σταµάτησε σε µια ανοιχτή έκταση, στη µέση του λιµανιού. Ο κύριος Λάρτσµοντ διέταξε να ρίξουν άγκυρα. Για ένα διάστηµα απλά περίµεναν, όµως ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε µερικές µικρές βάρκες µε επίπεδες καρίνες να πλησιάζουν προς το µέρος τους. Υπέθεσε πως θα έπρεπε να υποβληθούν σε κάποιο είδος ελέγχου, ή τουλάχιστον να συζητήσουν µε τις αρχές του λιµανιού, πριν τους επιτραπεί να δέσουν στην προβλήτα. Ο Σέρλοκ σάρωσε µε το βλέµµα του το λιµάνι. Ήταν κυρτό σαν σεληνιακός µηνίσκος, µε σειρές από αποβάθρες χτισµένες κατά µήκος του και δύο παρατηρητήρια, ένα σε κάθε άκρη. Πίσω από τις αποβάθρες και την προβλήτα, διέκρινε µια σειρά από αποθήκες, φαινοµενικά πανοµοιότυπης κατασκευής. Πιο πέρα ξεκινούσε η πόλη της Σαγκάης, η οποία απλωνόταν και χανόταν στο βάθος. Την περιέβαλλε ένα τείχος, το οποίο υπολόγιζε ότι είχε ύψος πέντε φορές αυτό του Αµάιους Κρόου. Η παρουσία του τείχους και των παρατηρητηρίων έλεγαν στον Σέρλοκ πως, στην ιστορία της, η πόλη είχε δεχθεί πολλές επιθέσεις, όµως το
τείχος είχε αρχίσει µεριές µεριές να γκρεµίζεται και τα παρατηρητήρια φαίνονταν ανεµοδαρµένα κι έτοιµα να καταρρεύσουν. Ό,τι κι αν είχε συµβεί στο παρελθόν, τώρα η Σαγκάη έδειχνε ασφαλής, ίσως και µαλθακή, σαν γέρικη κοκκινότριχη γάτα µε ουλές στο πρόσωπο και µύτη σκασµένη από τα χρόνια. Πέρα από τις κινέζικες τζόγκες, στο λιµάνι υπήρχαν και µια χούφτα πλοία που έµοιαζαν περισσότερο µε το Γκλόρια Σκοτ. Προφανώς οι Κινέζοι καλοδέχονταν τους εµπόρους από τη Δύση. Ειδικά ένα από τα πλοία τού τράβηξε την προσοχή. Ήταν µακρύ, µε χαµηλό κατάστρωµα και βαµµένο λευκό – τουλάχιστον πρέπει να ήταν κάποτε λευκό, ενώ τώρα είχε ένα ελαφρώς γκριζοκίτρινο χρώµα. Είχε δύο κατάρτια –ένα µπρος κι ένα πίσω–, ανάµεσά τους όµως υπήρχε ένα φουγάρο και δίπλα στο φουγάρο, σε ένα είδος κλουβιού που εξείχε από τα πλάγια του πλοίου, υπήρχε ένας µεγάλος τροχός µε πτερύγια. Θύµιζε στον Σέρλοκ το πλοίο µε το οποίο είχε ταξιδέψει στην Αµερική πριν από περίπου έναν χρόνο. Εκείνο χρησιµοποιούσε ατµοµηχανές που λειτουργούσαν µε κάρβουνο, για να γυρνάει δύο τροχούς. Η ιδέα ήταν ότι, αν εξασθενούσε ο άνεµος, τότε το πλήρωµα άναβε τις ατµοµηχανές και το πλοίο κινούνταν από την περιστροφή των τροχών µέσα στο νερό. Το φουγάρο έδειχνε πιο καινούριο από το υπόλοιπο πλοίο. Αναρωτήθηκε αν είχαν πάθει κάποιο ατύχηµα. Ίσως το πλοίο να είχε υποστεί ζηµιές, µε αποτέλεσµα να έπρεπε να επισκευάσουν και να ξαναβάψουν το φουγάρο. Τις σκέψεις του διέκοψε κάποια φασαρία που γινόταν πίσω του. Ο καπετάνιος Τολαγουέι είχε βγει στο κατάστρωµα, µε τον κύριο Λάρτσµοντ να στέκεται ένα βήµα πίσω του. Είχε φορέσει µια καθαρή
στολή και προσπαθούσε να δείχνει χαµογελαστός. Μερικοί ναύτες, κοντά στον Σέρλοκ, βοηθούσαν τρεις άνδρες να ανέβουν στο κατάστρωµα. Είχαν σκαρφαλώσει από την επίπεδη βάρκα τους µέχρι το άνοιγµα της κουπαστής µε τη βοήθεια µιας ανεµόσκαλας. Οι δύο φορούσαν φαρδιές µεταξωτές ρόµπες, που έδεναν γύρω από το σώµα τους, κεντηµένες µε ένα επαναλαµβανόµενο σχέδιο, καθώς και πασούµια στα πόδια. Ο τρίτος φορούσε µια παρόµοια ρόµπα κι από πάνω ένα µαύρο, ριχτό σακάκι. Όλοι τους είχαν στο κεφάλι µαύρα καπελάκια. Τα καπελάκια ήταν δίχως γείσο, µε ίσιες πλευρές κι επίπεδη κορυφή. Η εµφάνισή τους απέπνεε έναν ανάµεικτο αέρα επίδειξης και συντηρητικότητας. Χαιρέτησαν εκδηλωτικά τον καπετάνιο, κάνοντας µια σειρά υποκλίσεων. Ο καπετάνιος έδειχνε να νιώθει άβολα καθώς έκανε κι εκείνος µια υπόκλιση. Ο άνδρας µε το µαύρο σακάκι πρέπει να ήταν διερµηνέας. Όσο οι άλλοι δύο µιλούσαν καντονέζικα, εκείνος άκουγε κι έπειτα µετέφερε στον καπετάνιο τι είχαν πει, µιλώντας αγγλικά µε έντονη κινεζική προφορά. Όταν απαντούσε ο καπετάνιος, έκανε την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Όποια κι αν ήταν η συζήτηση ή η διαπραγµάτευση που γινόταν, ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Η συνάντηση έληξε µε ακόµα περισσότερες υποκλίσεις κι έπειτα οι ναύτες βοήθησαν τους τρεις άνδρες να επιστρέψουν από το Γκλόρια Σκοτ στη βάρκα τους. Ο κύριος Λάρτσµοντ µίλησε µε τον καπετάνιο κι ύστερα στράφηκε στο προσηλωµένο πλήρωµα. «Σύντοµα θα δέσουµε στην προβλήτα της Σαγκάης» ανακοίνωσε. «Ο καπετάνιος έχει σκοπό να µείνουµε εδώ µια εβδοµάδα, µέχρι να πουλήσουµε το φορτίο µας, να διαπραγµατευτούµε
για το επόµενο και να κάνουµε ανεφοδιασµό για το ταξίδι του γυρισµού. Μέσα στην επόµενη ώρα θα σας δώσω τους µισθούς σας σε κας[16] κάτω, στον χώρο του πληρώµατος. Αν θέλετε τα χρήµατα που κερδίσατε µε τόσο κόπο, θα πρέπει να έρθετε σε µένα, αλλιώς θα τα ξοδέψω σε φορέµατα και χρυσαφικά για την κυρά µου, πίσω στο Λάµπεθ». Ακούγοντας τα γέλια και τα σφυρίγµατα που ακολούθησαν το σχόλιό του, χαµογέλασε. «Εγώ αυτό έχω να πω, κύριοι, κι άµα θέλετε το πιστεύετε. Ακούστε τώρα… Θα αναρτήσω µια λίστα µε τις άδειες εξόδου και θέλω όλοι σας να τη διαβάσετε και να την τηρήσετε. Το πλοίο πρέπει να έχει πάντοτε ένα στοιχειώδες πλήρωµα, καθώς και µερικούς επιπλέον άνδρες για να µεταφέρουν τα φορτία». Έκανε µια παύση. « Ήταν δύσκολο ταξίδι και χάσαµε µερικούς συντρόφους. Έχετε κάθε δικαίωµα να περάσετε καλά, αλλά τον νου σας στα πορτοφόλια σας και τα µάτια ανοιχτά, για να µην µπλέξετε µε την τοπική αστυνοµία. Αν βρεθείτε στην ψειρού, δεν εγγυώµαι πως θα έχω τα χρήµατα για να σας βγάλω!» Το µεγαλύτερο µέρος του απογεύµατος πέρασε ρυµουλκώντας το Γκλόρια Σκοτ σε ένα άδειο τµήµα της αποβάθρας, µε τη βοήθεια ενός στολίσκου από µικρότερα καράβια. Όταν πια το πλοίο έδεσε τους κάβους στην προβλήτα και κατέβασαν τη σανιδόσκαλα στην αποβάθρα, ο ήλιος χανόταν πίσω από τους λόφους. Μέσα σε µισή ώρα αφότου έδεσαν, το πλοίο σχεδόν άδειασε. Όποιο µέλος του πληρώµατος δεν είχε υποχρέωση να µείνει, είχε ήδη φύγει. Μέχρι κι ο Αρένιους είχε φύγει, φορώντας το πέπλο µελισσοκοµίας και τα µαύρα του γάντια. Καθώς πήγαινε προς τη σανιδόσκαλα, είχε χαιρετήσει τον Σέρλοκ µε ένα νεύµα του κεφαλιού. Ίσως να
χαµογελούσε κιόλας, όµως το πέπλο δεν επέτρεπε στον Σέρλοκ να είναι βέβαιος. Οι ναύτες κρατούσαν τις αποστάσεις τους και κανείς τους δεν ήταν διατεθειµένος να πατήσει στη σανιδόσκαλα όσο βρισκόταν εκείνος πάνω της. Κάποια στιγµή, όταν πια ο ουρανός είχε αρχίσει να γίνεται κόκκινος από γαλανός, ο Σέρλοκ κοντοστάθηκε στην κορυφή της σανιδόσκαλας κοιτάζοντας την πόλη. Ήθελε να την εξερευνήσει, όµως είχε και µια νευρικότητα. Δε γνώριζε τίποτα για τα τοπικά έθιµα και µπορεί να έµπλεκε πουθενά. Τότε ένα µεγάλο χέρι τον ακούµπησε στον ώµο. «Μπορείς να έρθεις µαζί µου» είπε φιλικά ο Γου Τσουνγκ, που στεκόταν πίσω του. Τώρα µιλούσε καντονέζικα κι ο Σέρλοκ τον καταλάβαινε αρκετά καλά. «Πρέπει να γνωρίσεις την οικογένειά µου. Θα σου µαγειρέψουν στρείδια, κάβουρα και µέδουσα. Τέτοιο γεύµα τρικούβερτο δεν έχεις ξαναδεί». Ο Σέρλοκ χαµογέλασε, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, αυτή είναι η δική σου ευκαιρία να περάσεις χρόνο µαζί τους» αποκρίθηκε. «Πήγαινε να τους δεις, να µάθεις τα τελευταία κουτσοµπολιά, να τους πεις τις περιπέτειές σου. Δε θέλω να τους αποσπάσει την προσοχή η παρουσία ενός ξένου, µε τον οποίο θα νιώθουν την ανάγκη να είναι φιλόξενοι». «Είσαι ένας άνδρας συνετός» είπε ο Γου. Έσφιξε φιλικά τον ώµο του Σέρλοκ. «Όποτε θελήσεις να µε επισκεφθείς, έλα στο Ρενµίν Ντονγκ Λου και ρώτα πού µένει η οικογένεια Γου. Όλοι ξέρουν πού µένουµε. Είσαι πάντοτε ευπρόσδεκτος». Πήρε το χέρι του από τον ώµο του Σέρλοκ, όµως έµεινε για λίγο στη
θέση του. Έµοιαζε να διστάζει να φύγει. Ο Σέρλοκ γύρισε να τον κοιτάξει. Ο µεγαλόσωµος µάγειρας κοιτούσε την πόλη µελαγχολικά. «Αναρωτιέµαι αν θα µε θυµούνται» είπε σιγανά. Πριν ο Σέρλοκ προλάβει να πει οτιδήποτε, ο µάγειρας άρχισε να κατεβαίνει τη σανιδόσκαλα. Καθώς τον παρακολουθούσε να φεύγει, αναλογίστηκε πόσα πράγµατα του είχε µάθει ο µάγειρας – όχι µόνο να προστατεύεται, χρησιµοποιώντας τις κινήσεις του Τάι τσι χουάν, αλλά και να συνεννοείται µε τους ντόπιους στα καντονέζικα. Είχε σταθεί πολύ τυχερός µε τους δασκάλους που είχε γνωρίσει τα δύο τελευταία χρόνια, τον Αµάιους Κρόου, τον Ρούφους Στόουν και τον Γου Τσουνγκ. Υπήρχε, φυσικά, και ο Μάικροφτ, όµως ο αδελφός του έδινε πολύ σπάνια την εντύπωση πως του µάθαινε κάτι, παρόλο που σχεδόν κάθε πράγµα που έλεγε περιείχε κάποιου είδους διδαχή. Με ένα ελαφρύ και ξαφνικό τρέµουλο της καρδιάς του, αναρωτήθηκε πού να βρίσκονταν τώρα η οικογένεια και οι φίλοι του. Την ώρα που ετοιµαζόταν να αποβιβαστεί, άκουσε πίσω του µια φωνή: «Πάντοτε ήλπιζα να βρω έναν ναύτη που να υπακούει σε εντολές δίχως να παραπονιέται, να δουλεύει σκληρά δίχως να προσπαθεί να το αποφύγει κι έπειτα να φεύγει από το πλοίο δίχως να πληρωθεί. Όλοι µου έλεγαν πως είµαι τρελός, όµως εγώ τους απαντούσα: “θα δείτε… κάποια µέρα θα βρω έναν τέτοιο ναύτη” και να που σε βρήκα, µικρέ, να που σε βρήκα». Ο Σέρλοκ γύρισε. Είχε ήδη αναγνωρίσει τη φωνή του κυρίου Λάρτσµοντ. Στεκόταν και τον κοίταζε µε µια προβληµατισµένη έκφραση στο πρόσωπό του. Στο χέρι του κρατούσε έναν φάκελο – από καφετί, τραχύ χαρτί Μανίλας, λεκιασµένο µε σηµάδια από πολλά δάχτυλα. «Τον
θες τον µισθό σου ή να κάνω µια δωρεά στο Φιλανθρωπικό Ίδρυµα Τζιµ Λάρτσµοντ για Αναξιοπαθούντες Υπάρχους;» «Συγγνώµη» είπε ο Σέρλοκ, απλώνοντας το χέρι του για να πάρει τον φάκελο. «Παραλίγο να το ξεχάσω». «Είσαι καλός ναύτης, νεαρέ» είπε ο κύριος Λάρτσµοντ καθώς του έδινε τον φάκελο. «Μερικές φορές κι εγώ ξεχνάω πως βρέθηκες εδώ ως λαθρεπιβάτης. Τον µισθό σου τον αξίζεις – περισσότερο απ’ ό,τι µερικά από αυτά τα χαµένα κορµιά που αναγκάστηκα να προσλάβω». Έκανε µια παύση. «Θα γυρίσεις, ελπίζω, ή µήπως σκοπεύεις να µείνεις εδώ και να κυνηγήσεις την τύχη σου, να δεις τι άλλο υπάρχει στον κόσµο;» «Θα επιστρέψω» τον διαβεβαίωσε ο Σέρλοκ. «Θέλω να γυρίσω πίσω στο σπίτι µου, στην Αγγλία». Ο κύριος Λάρτσµοντ έµεινε να τον κοιτάζει για λίγο. «Υπάρχουν πλοία στο λιµάνι που φεύγουν νωρίτερα απ’ ό,τι εµείς και πάνε πίσω στην πατρίδα» είπε σιγανά. «Αν θες, µπορώ να πω µια κουβέντα σε κάποιον καπετάνιο για λογαριασµό σου για να ταξιδέψεις µε κουκέτα». «Ευχαριστώ» είπε ο Σέρλοκ «όµως προτιµώ να περιµένω µερικές µέρες και να φύγω µε το Γκλόρια Σκοτ». Ανασήκωσε τους ώµους. «Δε φανταζόµουν πως θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο, όµως νιώθω µια οικειότητα µε αυτό το πλοίο». «Ναι» µουρµούρισε ο κύριος Λάρτσµοντ. «Συµβαίνει». Έκανε ακόµα µία παύση κι ύστερα είπε µε πιο δυνατή φωνή: «Άντε, κατέβα τώρα, πριν δύσει ο ήλιος και βγουν οι αρουραίοι από τις φωλιές τους. Απόφυγε τα χαρτοπαίχνιδα, το δυνατό αλκοόλ κι όποια γυναίκα έρθει να σου µιλήσει πριν πας να της µιλήσεις εσύ». «Μάλιστα, κύριε!» Ο Σέρλοκ χαιρέτησε επίσηµα, έπειτα γύρισε και
κατευθύνθηκε προς τη σανιδόσκαλα. Καθώς περπατούσε, έχωσε τον φάκελο που του είχε δώσει ο κύριος Λάρτσµοντ σε µια από τις τσέπες του σακακιού του. Καθώς όµως έβγαζε το χέρι του από την τσέπη, τα δάχτυλά του άγγιξαν κάτι άλλο: ένα λείο, κυρτό κοµµάτι µέταλλο. Παραξενεµένος, το έβγαλε έξω για να δει τι ήταν. Του πήρε µια στιγµή µέχρι να αναγνωρίσει το αντικείµενο που είχε µαζέψει από το πάτωµα, έξω από την καµπίνα του Αρένιους, πριν από µερικές µέρες. Έµεινε να το κοιτάζει σκεπτικός. «Άλλα δεκαπέντε δευτερόλεπτα, νεαρέ, κι ύστερα θα σε βάλω να µείνεις εδώ και να καθαρίσεις τις κολλιτσίδες από το κύτος!» φώναξε ο κύριος Λάρτσµοντ. «Μάλιστα, κύριε!» απάντησε ο Σέρλοκ. Έχωσε πάλι το µεταλλικό αντικείµενο στην τσέπη του, δίπλα στον φάκελο µε τα χρήµατα, και κατέβηκε τρέχοντας από τη σανιδόσκαλα στην προβλήτα της Σαγκάης.
Κεφάλαιο 5
Τώρα που στεκόταν στην προβλήτα, ο Σέρλοκ εντυπωσιάστηκε από τα τείχη που υψώνονταν πάνω από ολόκληρη την πόλη. Ήταν σαφές ότι είχαν αρχίσει να ρηµάζουν από τα χρόνια, όµως διέκρινε και ρωγµές που µπορεί να οφείλονταν σε χτυπήµατα από κανονόµπαλες. Οι ρωγµές έµοιαζαν αρκετά πρόσφατες – οι πέτρες από κάτω ήταν ακόµη γυαλιστερές, όχι µαυρισµένες από τον χρόνο ούτε καλυµµένες µε βρύα. Όλα έδειχναν πως κάποια µάχη είχε λάβει χώρα έξω από την πόλη στο όχι και τόσο µακρινό παρελθόν. Αναρωτήθηκε τι να είχε συµβεί και πόσο πιθανό ήταν να ξανασυµβεί κατά τη διάρκεια της παραµονής του εκεί. Στα δεξιά υπήρχε µια πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης. Φρουροί µε περίτεχνες περικεφαλαίες και πολύχρωµες στολές σταµατούσαν όποιον ήθελε να περάσει κάνοντάς του ερωτήσεις κι ελέγχοντας τα χαρτιά του. Ήταν ακόµα µια ένδειξη πως σε αυτή τη χώρα υπήρχε αναταραχή. Ήλπιζε τα πράγµατα να παρέµεναν ήρεµα όσο θα βρισκόταν εκεί. Οι ντόπιοι µπορούσαν να κάνουν όσες µάχες κι όσους
πολέµους τραβούσε η ψυχή τους, αρκεί να περίµεναν µέχρι να φύγει το Γκλόρια Σκοτ. Παρατηρούσε τους ανθρώπους που τον προσπερνούσαν. Οι περισσότεροι Κινέζοι φορούσαν κάποιο είδος φαρδιάς ρόµπας, σαν αυτές που είχε δει νωρίτερα στο πλοίο, παρόλο που µερικοί ήταν ντυµένοι µε έναν συνδυασ µό φαρδιού παντελονιού και πουκαµίσου µε στρογγυλό κολάρο. Όλα τα υφάσµατα ήταν υφασµένα, χρωµατισµένα ή κεντηµένα µε πολύχρωµα µοτίβα. Ήταν πολύ διαφορετικά από το καφέ, το γκρι και τα µαύρα που είχε συνηθίσει στην Αγγλία, όµως ανακάλυψε πως µερικά άλλα πράγµατα ήταν ίδια. Για παράδειγµα, µπορούσε να καταλάβει τα επαγγέλµατα των ανθρώπων από τα σηµάδια που άφηναν πάνω τους. Ένας άνδρας που πλησίαζε προς το µέρος του ήταν γύρω στα τριάντα, αλλά τα χέρια του ήταν λευκά και ξασπρισµένα κι έµοιαζαν να ανήκουν σε κάποιον πολύ πιο ηλικιωµένο – πιθανότατα είχε κάποιο καθαριστήριο και περνούσε το µεγαλύτερο µέρος της µέρας του µε τα χέρια χωµένα σε ζεστό νερό µε σαπουνάδα. Ένας άλλος είχε πρόσωπο και µπράτσα µαυρισµένα από τον ήλιο, όµως τα χέρια του ήταν κατάλευκα – ήταν πιθανότατα φούρναρης και η λευκότητα των χεριών του οφειλόταν στο αλεύρι που τα κάλυπτε. Είδε επίσης αρκετούς µάγειρες – µε χέρια γεµάτα µικρές αµυχές, σαν του Γου Τσουνγκ. Πολλοί περαστικοί είχαν παντελόνια γεµάτα ζάρες και λεκέδες από λάσπη. Δίχως να είναι απόλυτα βέβαιος, ο Σέρλοκ τούς κατέταξε στους αγρότες, οι οποίοι περνούσαν µεγάλο µέρος της µέρας γονατισµένοι στο χώµα, φυτεύοντας ή µαζεύοντας λαχανικά. Θυµήθηκε τον φάκελο που του είχε δώσει ο κύριος Λάρτσµοντ και τον έβγαλε από την τσέπη του για να εξετάσει το περιεχόµενο. Ήταν ένα
σύνολο από ετερόκλητα, χάλκινα κέρµατα. Δεν ήταν βρετανικά χρήµατα. Τα περισσότερα είχαν τετράγωνες τρύπες στο κέντρο και παράξενα σύµβολα στην επιφάνειά τους. Υπέθεσε πως ήταν κινέζικα. Λογικό τού φάνηκε. Αν οι ντόπιοι δέχονταν µόνο τα χρήµατα της χώρας τους, δεν είχε νόηµα να τους πληρώνουν σε λίρες Αγγλίας. Δεν είχε κανέναν τρόπο να γνωρίζει την αξία των νοµισµάτων, ούτε κατά πόσο ήταν αξιοπρεπής µισθός για τις εβδοµάδες που είχε περάσει πάνω στο Γκλόρια Σκοτ, όµως συνειδητοποίησε πως δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Ποτέ δεν έδινε ιδιαίτερη σηµασία στα χρήµατα κι αυτό ήταν κάτι που ο φίλος του ο Μάτι αδυνατούσε να καταλάβει. Πριν προλάβει να αποφασίσει τι ήθελε να κάνει, δύο πράγµατα συνέβησαν ταυτόχρονα: ένα χέρι άρπαξε τον φάκελο και κάτι τον χτύπησε στη µέση, ρίχνοντάς τον µπροστά. Καθώς έπεφτε κατάφερε να στρίψει το σώµα του, ώστε να προσγειωθεί στο έδαφος µε την πλάτη και όχι µπρούµυτα. Ένιωσε πετραδάκια να χώνονται στο δέρµα του. Εκεί που στεκόταν πριν από λίγο τώρα ήταν µαζεµένα τρία αγόρια µε µαύρα µαλλιά. Ήταν όλα περίπου στο µέγεθός του. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, εκείνο που του είχε πάρει τον φάκελο είχε ένα λεπτό µουστάκι, ενώ το αγόρι στα δεξιά του είχε µερικές ακανόνιστες τρίχες που περνούσαν για γένια. Το τρίτο αγόρι ήταν καλοξυρισµένο, αλλά τα µαλλιά του ήταν µακριά και λιγδωµένα. Γύρω του οι άνθρωποι συνέχιζαν να περπατάνε σαν να µη συνέβαινε τίποτα. Ήταν λες και ζούσαν µέσα σε µια µικρή φυσαλίδα, αποκοµµένοι από τον υπόλοιπο κόσµο. «Δε νοµίζω να το χρειάζεσαι αυτό» είπε στα καντονέζικα το αγόρι που κρατούσε τον φάκελο. Τον σήκωσε χαµογελώντας. «Άµα τον θες πίσω,
δεν έχεις παρά να το πεις». Τα τρία αγόρια άρχισαν να γελάνε. «Ναι, θέλω να µου τον επιστρέψετε» είπε ο Σέρλοκ, επίσης στα καντονέζικα, ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του. Τα τρία αγόρια τον κοίταξαν έκπληκτα. «Μιλάς yue[17];» αναφώνησε το αγόρι µε τα λιγδωµένα µαλλιά. «Ποτέ δε φαντάστηκα πως οι λευκοί βάρβαροι µπορούν να µάθουν τη γλώσσα µας!» «Δεν ξέρω µόνο να µιλάω τη γλώσσα σου» είπε απειλητικά ο Σέρλοκ. «Δώσε µου τον φάκελο». «Αλλιώς τι;» είπε ειρωνικά ο νεαρός µε τα γένια. Τα χέρια και τα πόδια του Σέρλοκ πήραν αυθόρµητα µια από τις αµυντικές στάσεις του Τάι τσι χουάν. «Αλλιώς θα τον πάρω µόνος µου». Ο νεαρός έριξε µια µατιά στους φίλους του. «Ένας εναντίον τριών; Δεν είναι δίκαιο. Ένας από µας θα αρκούσε για να νικήσει τρεις σαν εσένα, αγοράκι». «Τα νούµερα δεν έχουν σηµασία. Θέλω τον φάκελο περισσότερο από σένα». «Άλλωστε» είπε από κάπου µια φωνή µε παράξενη προφορά στα καντονέζικα «δεν είναι ένας εναντίον τριών – είµαστε δύο εναντίον τριών. Οι δυο µας µπορούµε να αντιµετωπίσουµε εύκολα τους τρεις σας». Τα τρία αγόρια γύρισαν να δουν ποιος είχε µιλήσει. Ο Σέρλοκ άδραξε την ευκαιρία, έκανε ένα βήµα µπροστά κι άρπαξε τον φάκελο από το αγόρι που τον είχε κλέψει. Το αγόρι στράφηκε αµέσως προς το µέρος του και πήγε να ξαναρπάξει τον φάκελο, όµως ο Σέρλοκ έκανε στην άκρη και το απέφυγε.
Πίσω από τα τρία αγόρια στεκόταν ένας νεαρός Δυτικός, περίπου στην ηλικία και στο ύψος του Σέρλοκ. Ήταν λεπτός και φορούσε γυαλιά µε µεταλλικό σκελετό. Τα µαλλιά του ήταν ξανθά –σχεδόν λευκά–, χτενισµένα προς τα πίσω και αρκετά µακριά ώστε να καλύπτουν τα αυτιά και το κολάρο του πουκαµίσου του. Η φορεσιά του ήταν κινέζικη, όµως έδειχνε πιο καινούρια και πιο καθαρή από αυτές που φορούσαν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Ο νεαρός µε το µουστάκι έκανε ένα βήµα µπροστά κι άπλωσε το χέρι προς τον φάκελο του Σέρλοκ, ενώ ταυτόχρονα οι φίλοι του αποφάσισαν να βγάλουν τον νεοφερµένο από την εξίσωση. Ένας από αυτούς – εκείνος µε τα γένια– άπλωσε το χέρι του για να σπρώξει τον ώµο του ξανθού αγοριού, ενώ ο άλλος –µε τα λιγδωµένα µαλλιά– προσπάθησε να το προσπεράσει και να βάλει το πόδι του πίσω από τα δικά του, ώστε, αν οπισθοχωρούσε για να αποφύγει το σπρώξιµο, να σκόνταφτε και να έπεφτε. Ο Σέρλοκ άρπαξε τον καρπό του αντιπάλου του µε το δεξί του χέρι και τον γύρισε, στρίβοντας ταυτόχρονα το σώµα του, ώστε ο πήχυς του νεαρού να ακινητοποιηθεί πάνω στον δικό του αριστερό ώµο. Ο νεαρός σκόνταψε προς τα µπροστά, καθώς τον παρέσυρε η πίεση στον βραχίονά του. Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά προς τον νεοφερµένο. Το ξανθό αγόρι απέκρουσε εύκολα το χέρι που σηµάδευε τον ώµο του. Κινήθηκε µπροστά αντί για πίσω, κάνοντας το αγόρι µε τα λιγδωµένα µαλλιά να χάσει την ισορροπία του. Το δεξί του χέρι τινάχτηκε µε τα δάχτυλα λυγισµένα κι η βάση της παλάµης του συγκρούστηκε µε τον θώρακα του νεαρού µε τα γένια – εκείνος διπλώθηκε από τον πόνο. Πριν προλάβει να αντιδράσει το αγόρι µε τα λιγδωµένα µαλλιά, ο αγκώνας
του νεοφερµένου διέγραψε ένα τόξο και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Το κεφάλι του αγοριού τινάχτηκε προς τα πίσω κι από τη µύτη του άρχισε να τρέχει αίµα. Ο Σέρλοκ ένιωσε το αγόρι του οποίου το χέρι έστριβε να προσπαθεί να ξεφύγει. Το έστριψε περισσότερο. Το αγόρι προσπάθησε να τον κλοτσήσει από πίσω, όµως ο Σέρλοκ είχε προβλέψει την κίνηση κι έκανε στην άκρη, αφήνοντας ταυτόχρονα τον καρπό του. Πριν προλάβει όµως το αγόρι να γυρίσει προς το µέρος του, ο Σέρλοκ τού έδωσε µια δυνατή κλοτσιά στον πισινό και εκείνο σωριάστηκε στο έδαφος µε τη µούρη. «Καλύτερα να πηγαίνουµε» είπε το ξανθό αγόρι στα αγγλικά. Τράβηξε τον Σέρλοκ από το µπράτσο κι άρχισαν να τρέχουν. «Καλοί οι παλικαρισµοί, αλλά είναι τρεις κι εξασκούνται στις πολεµικές τέχνες από τότε που ήταν πέντε χρονών». «Δεν τα πήγαµε κι άσχηµα». « Ήµασταν τυχεροί. Τους αιφνιδιάσαµε». Έριξε µια µατιά γύρω τους. «Επίσης θα έχουν φίλους εδώ κοντά. Ξέρω πώς λειτουργούν. Παρά το γεγονός ότι περνούν όλη τους τη ζωή µιλώντας για ζητήµατα τιµής, οι ίδιοι δεν έχουν το παραµικρό ίχνος εντιµότητας απέναντι στους ξένους. Μια φωνή θα βάλουν και θα βρεθούµε αντιµέτωποι µε ολόκληρο τσούρµο». «Έχεις δίκιο» συµφώνησε ο Σέρλοκ. Έτρεξαν µαζί µέσα στο πλήθος, στρίβοντας πότε αποδώ και πότε αποκεί, σε περίπτωση που τα τρία αγόρια τούς κυνηγούσαν. Καθώς έτρεχαν, το ξανθό αγόρι άλλαζε πολύ συχνά κατεύθυνση. Τελικά οδήγησε τον Σέρλοκ πίσω από έναν πάγκο που πουλούσε ψάρια
βουτηγµένα σε κάποιο είδος σάλτσας. Στο χορτάρι υπήρχαν παρατηµένα µερικά κιβώτια κι έκανε νόηµα στον Σέρλοκ να καθίσει. «Σε ευχαριστώ που µε γλίτωσες» είπε ο Σέρλοκ. «Σου είµαι ευγνώµων για τη βοήθειά σου». «Κανένα πρόβληµα» είπε το αγόρι. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε µε ένα µαντίλι από την τσέπη του. «Το όνοµά µου είναι Κάµερον. Κάµερον Μακένζι». «Σέρλοκ» αποκρίθηκε. «Σέρλοκ Σκοτ Χολµς». «Κατέβηκες από το πλοίο που µόλις έπιασε λιµάνι» είπε ο Κάµερον. Δεν ήταν ερώτηση – φαινόταν πληροφορηµένος. «Όµως δεν είσαι κανονικός ναύτης. Είσαι πιο νέος και δεν πήγες γραµµή για τα καπηλειά, όπως συνηθίζουν αυτοί». Γέλασε – ένα κοφτό χα, που χάθηκε όσο σύντοµα ακούστηκε. «Πληρώνονται πριν αποβιβαστούν και συνήθως έχουν ξοδέψει όλα τους τα χρήµατα µέχρι να φτάσουν στις πύλες της πόλης. Όχι πως οι φρουροί θα τους άφηναν να µπουν µέσα. Η Σαγκάη εξακολουθεί να είναι µια πόλη που προτιµά την αποµόνωση». Μιλούσε αγγλικά, όµως είχε µια κάπως διαφορετική προφορά, που φαινόταν γνώριµη στον Σέρλοκ. «Είναι προφανές πως ζεις εδώ» είπε µε τη σειρά του ο Σέρλοκ. «Τα καντονέζικά σου είναι εξαιρετικά, όµως η καταγωγή σου είναι από την Αµερική – σωστά; Αναγνώρισα την προφορά». Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά. «Ο πατέρας µου είναι Αµερικανός. Ήρθαµε εδώ όταν ήµουν πέντε χρονών». Σκούπισε το µέτωπό του µε το µαντίλι και ξανάβαλε τα γυαλιά του. «Ο πατέρας µου είναι ένας τοπικός µεσάζων. Αγοράζει φορτία από τα πλοία που πιάνουν εδώ λιµάνι κι έπειτα τα πουλάει στους Κινέζους εµπόρους µε κέρδος. Έτσι, γνώριζα
πως έφτασε το πλοίο σου. Σε είδα να κατεβαίνεις από τη σανιδόσκαλα αργότερα από όλους τους άλλους. Είδα επίσης πως ήσουν περίπου στην ηλικία µου κι είπα να έρθω να πω ένα γεια. Μετά όµως εκείνοι οι πίθηκοι πήγαν να σου πάρουν τα χρήµατα, κι αποφάσισα να σου δώσω ένα χεράκι βοηθείας. Ελπίζω να µη σε πειράζει». «Καθόλου» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ. «Να υποθέσω πως περνάς πολύ χρόνο στην προβλήτα παρακολουθώντας τα πλοία να έρχονται και να φεύγουν». Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά. Ξαφνικά φάνηκε να νιώθει λίγο αµήχανα κι απέστρεψε το πρόσωπό του. «Δε θυµάµαι πολλά από την Αµερική» είπε τελικά. «Για την ακρίβεια, νοµίζω πως ακόµα και τα πράγµατα που θυµάµαι είναι απλά όνειρα, πράγµατα που επινόησα ή που διάβασα κάπου. Έτσι, συνηθίζω να ρωτάω τους ανθρώπους που φτάνουν εδώ αν έχουν πάει στην Αµερική κι αν µπορούν να µου µιλήσουν γι’ αυτήν». «Έχω πάει στη Νέα Υόρκη» είπε ο Σέρλοκ. «Για µία εβδοµάδα περίπου, αλλά είδα κι ένα κοµµάτι της υπαίθρου. Θες να σου πω γι’ αυτά;» Ο Κάµερον έγνεψε µε ενθουσιασµό. «Ο πατέρας µου είναι από το Σικάγο» είπε «αλλά κι η Νέα Υόρκη µού κάνει. Είναι κι αυτή µεγάλη πόλη». Έκανε µια παύση κι έµοιαζε σαν να σκεφτόταν κάτι. «Έχω µια ιδέα… Δε θες να έρθεις στο σπίτι µου αντί να καθόµαστε και να τα λέµε στο σκοτάδι; Είµαι σίγουρος πως η µητέρα κι ο πατέρας δε θα έχουν αντίρρηση να µείνεις µαζί µας για δείπνο». «Μόνο αν είσαι βέβαιος πως δε θα έχουν πρόβληµα» είπε ο Σέρλοκ. «Είµαι βέβαιος». Ο Κάµερον κοίταξε εξεταστικά τα ταλαιπωρηµένα
ρούχα του Σέρλοκ. «Γνωρίζοντας βέβαια τη µητέρα µου, είµαι σίγουρος ότι θα επιµείνει να φορέσεις κάποια παλιά µου ρούχα. Είναι πολύ αυστηρή στο θέµα της εµφάνισης την ώρα του δείπνου». «Τα ρούχα σου λογικά θα µου κάνουν» υπέθεσε ο Σέρλοκ. «Καλώς. Πάµε, λοιπόν». Ο Κάµερον τον οδήγησε στον δρόµο κι έπειτα προς την πύλη της πόλης. Κοιτώντας πίσω του, ο Σέρλοκ παρατήρησε το µακρύ, λευκό πλοίο µε το χαµηλό κατάστρωµα που είχε δει νωρίτερα από το κατάστρωµα του Γκλόρια Σκοτ. «Τι είναι αυτό το πλοίο;» ρώτησε. «Εσύ γνωρίζεις όλες τις αφίξεις». Ο Κάµερον ακολούθησε µε το βλέµµα του το δάχτυλο του Σέρλοκ. «Αυτό είναι ένα πλοίο του Αµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού. Το λένε USS Monocacy. Χθες έπιασε λιµάνι». «Του Πολεµικού Ναυτικού;» ρώτησε ο Σέρλοκ, φέρνοντας στον νου του τις ρωγµές από τις κανονόµπαλες πάνω στα τείχη της πόλης. «Δε φαντάζοµαι να γίνει πόλεµος, ε;» «Αυτή τη στιγµή όχι. Είναι επίσκεψη καλής θελήσεως. Ο καπετάνιος του Monocacy ζητά άδεια να πλεύσει στον ποταµό Γιανγκτσέ. Λέει πως έχει εντολές να σχεδιάσει καλύτερους χάρτες της περιοχής. Ήδη έκανε µια επίσκεψη αβρότητας στον πατέρα µου, δεδοµένου πως είναι ο πιο σηµαντικός Αµερικανός στην περιοχή». «Τι έπαθε το φουγάρο;» «Α, το παρατήρησες; Άκουσα τον καπετάνιο να λέει στον πατέρα µου ότι το χάσανε σε µια καταιγίδα, αλλά πήγαν για επισκευές σε ένα λιµάνι στην Ιαπωνία[18]». Καθώς πλησίαζαν τα τείχη της πόλης και θυµήθηκε τους φρουρούς,
ο Σέρλοκ άρχισε να νιώθει ξανά µια νευρικότητα, όµως οι φρουροί προφανώς αναγνώρισαν τον Κάµερον και του έκαναν νόηµα να περάσει. Δεν έδωσαν την παραµικρή σηµασία στον Σέρλοκ. Φαινόταν πως, αν τον συνόδευε κάποιος που επιτρεπόταν να µπει, τότε µπορούσε να µπει κι εκείνος. «Αυτή είναι η Πύλη του Άλµατος του Δράκου» εξήγησε ο Κάµερον καθώς περνούσαν. «Υπάρχουν συνολικά δεκατέσσερις πύλες». Καθώς άρχισαν να περπατούν µέσα στην πόλη, ο Κάµερον στράφηκε στον Σέρλοκ. «Η πόλη άρχισε να δέχεται πολύ πρόσφατα ξένους στο εσωτερικό της – µόλις τα τελευταία χρόνια. Πιο πριν έπρεπε να µένουµε σε µια ειδική περιοχή, έξω από τα τείχη, κι αν θέλαµε να κάνουµε κάποια εµπορική συµφωνία, τότε έπρεπε να έρθουν εκείνοι να µας βρουν, γιατί εµείς δεν επιτρεπόταν να µπούµε στην πόλη». «Τι άλλαξε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Κάµερον χαµογέλασε. «Η Μεγάλη Βρετανία έκανε πόλεµο µε την Κίνα για να αναγκάσει τη χώρα να επιτρέπει την είσοδο στους ξένους[19]». «Προφανώς νικήσαµε» κατέληξε ο Σέρλοκ. «Ωστόσο δε θυµάµαι να ακούω κάτι επ’ αυτού». «Πράγµατι, νικήσατε. Ο πατέρας µου θα θέλει πιθανότατα να σε ευχαριστήσει προσωπικά». Το µυαλό του Σέρλοκ πήγε στον αδελφό του, ο οποίος έκανε κάποια σηµαντική δουλειά για τη βρετανική κυβέρνηση. «Θα µεταφέρω τις ευχαριστίες του» είπε. Ο Κάµερον γέλασε – ήταν το ίδιο κοφτό ρουθούνισµα µε πριν. «Φυσικά, παρόλο που οι κινεζικές αρχές µάς επέτρεψαν την είσοδο
στην πόλη, ακόµη διασφαλίζουν ότι όλοι οι ξένοι βρίσκονται µαζεµένοι στο ίδιο µέρος κι η αστυνοµία κάνει τακτικές περιπολίες για να βεβαιωθεί ότι δε θα ξεστρατίσουµε πολύ. Επίσης δεν τους αρέσει να βάζουµε κινέζικες φορεσιές. Όποτε µε παίρνουν είδηση µε κατσαδιάζουν». Τα κτίρια µέσα στην πόλη δεν έµοιαζαν µε τίποτα από όσα είχε δει στη ζωή του ο Σέρλοκ. Τα περισσότερα είχαν µόλις έναν ή δύο ορόφους και αντί να είναι χτισµένα µέσα σε κήπους, όπως ήταν πολλά κτίρια στην Αγγλία, έµοιαζαν να είναι χτισµένα γύρω από κήπους. Οι στέγες των σπιτιών ήταν εκπληκτικά περίτεχνες και στρωµένες µε πολύχρωµα κεραµίδια, που συνήθως έκαναν µια καµπύλη προς τα πάνω στις γωνίες. Πολλές από τις κατοικίες είχαν µικρά αγάλµατα έξω από την πόρτα, τα οποία συνήθως απεικόνιζαν έναν χοντρό, φαλακρό άνδρα µε ευχαριστηµένο πρόσωπο, όµως ο Σέρλοκ υπέθετε πως πρέπει να ήταν πιο σηµαντικά από όσο έδειχναν[20]. Επίσης, στις γωνίες των δρόµων και στις µικρές ανοικτές εκτάσεις µεταξύ των σπιτιών, υπήρχαν αγάλµατα πλασµάτων που υπέθετε πως ήταν µυθικά ζώα. Συνήθως έµοιαζαν µε διασταύρωση σκύλου και λιονταριού, αλλά µερικά είχαν κέρατα και άλλα είχαν φτερά. «Bixie, Qilin, Tianlu[21]» είπε ο Κάµερον βλέποντας πως είχαν τραβήξει την προσοχή του Σέρλοκ. Ωστόσο οι λέξεις τού ήταν άγνωστες κι ο Κάµερον δεν µπήκε σε λεπτοµέρειες.
Η οικία της οικογένειας Μακένζι δεν απείχε πολύ από την πύλη. Απέξω είχε την ίδια εµφάνιση µε όλα τα υπόλοιπα σπίτια. Ο Κάµερον χτύπησε
την εξώπορτα. Τους άνοιξε ένας ηλικιωµένος άνδρας µε ένα σκούρο κοστούµι. «Κύριε Κάµερον, η µητέρα σας είχε αρχίσει να ανησυχεί». Η φωνή του ήταν σιγανή και στεγνή. Ο Κάµερον πέρασε από δίπλα του. «Μια χαρά είµαι, Χάρις, πάντοτε µια χαρά είµαι». Γύρισε κι έδειξε τον Σέρλοκ. «Αυτός είναι ένας φίλος µου. Το όνοµά του είναι Σέρλοκ, Σέρλοκ Χολµς. Θα µείνει µαζί µας για δείπνο». «Πολύ καλά». Ο Χάρις έγνεψε ελαφρά µε το κεφάλι του προς τον Σέρλοκ και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσει. «Θα ενηµερώσω τη µαγείρισσα. Να υποθέσω πως θα ενηµερώσετε εσείς τους γονείς σας». «Αυτό θα κάνω τώρα». Ο Κάµερον έκανε νόηµα στον Σέρλοκ να τον ακολουθήσει. «Έλα, θα σε συστήσω». Ο Σέρλοκ δεν µπορούσε να φανταστεί πώς θα έµοιαζε το εσωτερικό ενός παραδοσιακού κινεζικού σπιτιού, όµως το σπίτι των Μακένζι από µέσα θύµιζε εκπληκτικά το σπίτι των θείων του. Είχε παρόµοια επένδυση από σκούρο ξύλο, παρόµοια πλακόστρωση στο χολ της εισόδου, παρόµοια παχιά χαλιά στα κυρίως δωµάτια και παρόµοια έργα τέχνης τοποθετηµένα αποδώ κι αποκεί. Η µόνη διαφορά ήταν ότι τα έργα τέχνης στο Αρχοντικό Χολµς ήταν πίνακες µε τοπία και άλογα, ενώ τα έργα τέχνης στο σπίτι των Μακένζι ήταν κυρίως αγαλµατίδια δράκων και πίνακες ηλικιωµένων Κινέζων, µε µακριές, λευκές γενειάδες. Ο Σέρλοκ ένιωθε τελείως παράταιρος µε τα ταλαιπωρηµένα του ρούχα. Άλλαζε συνεχώς θέση από την αµηχανία του, όµως ο Κάµερον δεν έδειξε να το προσέχει. Γεµάτος ενθουσιασµό, τον τράβηξε σε ένα
πλαϊνό δωµάτιο. «Μητέρα, πατέρα, έφερα έναν φίλο να δειπνήσει µαζί µας. Ελπίζω να µη σας πειράζει». Το δωµάτιο ήταν προφανώς καθιστικό – άνετες καρέκλες, τραπεζάκια και µια αίσθηση ηρεµίας. Σε µια από τις καρέκλες καθόταν ένας άνδρας και διάβαζε εφηµερίδα. Ο Σέρλοκ υπολόγισε πως έπρεπε να ήταν περίπου σαράντα πέντε χρονών, µε κοντά µαύρα µαλλιά, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Κάπνιζε µια πίπα. Κοντά του καθόταν κι έραβε µια γυναίκα. Φορούσε ένα φόρεµα που έµοιαζε κινεζικής τεχνοτροπίας – πορφυρό µετάξι κεντηµένο µε πράσινες φτέρες. Τα µαλλιά της ήταν χαλκοκόκκινα κι ο Σέρλοκ παρατήρησε πως τα µάτια της ήταν πράσινα. Το φόρεµα ταίριαζε µε τα φυσικά της χρώµατα. Καθώς µπήκε ο Κάµερον, σήκωσε τα µάτια της και χαµογέλασε. «Καλέ µου, αναρωτιόµασταν πού πήγες. Δε µας πειράζει να φέρνεις φίλους για φαγητό, όχι όµως κάποιο από αυτά τα Κινεζάκια και όχι δίχως να µας το λες λίγο νωρίτερα». Τότε αντιλήφθηκε τον Σέρλοκ. «Ω, γεια σου». Ο Σέρλοκ χαµήλωσε το κεφάλι του από ευγένεια. «Λυπάµαι που σας ενοχλώ» είπε. «Πριν από λίγο γνώρισα τον Κάµερον. Με βοήθησε όταν βρέθηκα σε κίνδυνο. Το όνοµά µου είναι Σέρλοκ, Σέρλοκ Χολµς». Ο πατέρας του Κάµερον σηκώθηκε κι άφησε στην άκρη την εφηµερίδα του. Έτεινε το χέρι του κι έσφιξε το χέρι του Σέρλοκ. «Χάρηκα για τη γνωριµία. Είµαι ο κύριος Μακένζι και αποδώ η σύζυγός µου. Καλώς όρισες στο σπίτι µας. Δεν υπάρχουν και πολλά αγόρια από τη Δύση για να πιάσει φιλίες ο Κάµερον, οπότε είµαστε πολλοί
χαρούµενοι που βρίσκεσαι εδώ». Κοίταξε εξεταστικά τα ρούχα του Σέρλοκ. «Να υποθέσω πως µόλις κατέβηκες από το πλοίο – το Γκλόρια Σκοτ;» Ο Σέρλοκ έγνεψε αµήχανα. «Είναι µεγάλη ιστορία…» άρχισε να λέει, όµως η κυρία Μακένζι τον έκοψε µε ένα σους. «Θα έχουµε αργότερα χρόνο για ιστορίες. Κάµερον, πήγαινε πάνω τον Σέρλοκ και δώσε του να δοκιµάσει µερικά από τα ρούχα σου. Κι εσύ θα πρέπει να ντυθείς καλύτερα για το δείπνο. Απόψε θα δειπνήσουν µαζί µας ο καπετάνιος και οι αξιωµατικοί του USS Monocacy». Κοίταξε τον Σέρλοκ και σούφρωσε τη µύτη της. «Συνήθως δεν είµαστε τόσο τυπικοί, ξέρεις όµως πώς είναι οι καπετάνιοι». Το µυαλό του Σέρλοκ πήγε στον καπετάνιο Τολαγουέι. «Ναιαι…» είπε µε κάποιον δισταγµό. «Κύριε Μακένζι… Κυρία Μακένζι… δε θα ήθελα να σας προκαλέσω προβλήµατα. Θα ήταν λάθος να σας βαρύνω µε την παρουσία µου από τη στιγµή που έχετε καλεσµένους για δείπνο. Μάλλον είναι καλύτερα να φύγω». Προσπάθησε να αγνοήσει το πρόσωπο του Κάµερον, που είχε πάρει µια σχεδόν κωµική, ανάµεικτη έκφραση άρνησης και απογοήτευσης. Ο κύριος Μακένζι χτύπησε τον Σέρλοκ φιλικά στον ώµο. «Έχεις καλούς τρόπους» είπε «όπως ακριβώς θα περίµενα από έναν Βρετανό. Μην ανησυχείς, νεαρέ µου, έχουµε άφθονες καρέκλες, άφθονο φαγητό και σου εγγυώµαι πως εδώ θα φας καλύτερα από οπουδήποτε αλλού καταλήξεις. Το ζήτηµα θεωρείται λήξαν». «Μάλκολµ…» άρχισε να λέει η κυρία Μακένζι. Ο σύζυγός της γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη κοίταξε τον Σέρλοκ κι ύστερα πάλι τον κύριο Μακένζι. Ήταν σαφές ότι κάτι προσπαθούσε να του πει.
«Πες µου, νεαρέ µου, πού µένεις;» ρώτησε ο Μάλκολµ Μακένζι. Ο Σέρλοκ άνοιξε το στόµα του για να απαντήσει, όµως συνειδητοποίησε πως δεν είχε απάντηση. «Στο… στο πλοίο υποθέτω» απάντησε διστακτικά. «Στο Γκλόρια Σκοτ». Η κυρία Μακένζι συνέχισε να κοιτάζει επίµονα τον σύζυγό της. Μετά από µερικά δευτερόλεπτα, εκείνος είπε: «Ανοησίες. Όσο καιρό θα βρίσκεσαι στο λιµάνι, µπορείς να µείνεις εδώ, µαζί µας. Είναι προφανές πως ο Κάµερον σε συµπαθεί, κι αυτό είναι καλό. Συνήθως δεν τα πηγαίνει καλά µε τα άλλα αγόρια». «Κατά τα φαινόµενα, είµαι υπερβολικά αυστηρός» είπε σιγανά ο Κάµερον. «Κοινώς, αντί να λέω αυτό που θέλει να ακούσει ο καθένας, λέω αυτό που σκέφτοµαι». «Αν µπορείς να το αντιµετωπίσεις αυτό» είπε ο κύριος Μακένζι «τότε είσαι ευπρόσδεκτος». Έριξε µια µατιά στο ρολόι που κρεµόταν από µια αλυσίδα στο γιλέκο του. «Το δείπνο είναι σε µία ώρα. Εσείς οι δύο πηγαίνετε πάνω να πλυθείτε και να ντυθείτε. Κοιτάξτε να δείξετε τον καλύτερο εαυτό σας, γιατί ο καπετάνιος Μπράιαν είναι σηµαίνων άνθρωπος». Ο Κάµερον δεν οδήγησε κάπου επάνω τον Σέρλοκ –από όσο µπορούσε να δει ο Σέρλοκ, δεν υπήρχε «επάνω»–, αλλά κατά µήκος ενός διαδρόµου κι ύστερα µέσα από µια πόρτα, από όπου βγήκαν σε έναν τετράγωνο κεντρικό χώρο που έβλεπε ουρανό. Ήταν ένας όµορφος κήπος, µε βράχους και µικρά δέντρα, καθώς και παγκάκια όπου µπορούσε κανείς να κάτσει. Περιµετρικά, υπήρχαν κρεµασµένα πολύχρωµα χάρτινα φαναράκια, σχηµατίζοντας ένα καλειδοσκόπιο φωτός στα ακριανά µονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα άφηναν το κεντρικό
κοµµάτι βυθισµένο σε ένα σχετικό σκοτάδι. Πότε πότε περνούσε ένα νυχτοπούλι χτυπώντας βιαστικά τα φτερά του. Ο Κάµερον διέσχισε τον κήπο και οδήγησε τον Σέρλοκ στην απέναντι πλευρά. Το δωµάτιό του ήταν γεµάτο µε µοντέλα πλοίων και ζωγραφιές που ο Σέρλοκ υπέθεσε πως απεικόνιζαν σκηνές αµερικανικών δρόµων, µε ανθρώπους, άλογα και κάρα. Το ξανθό αγόρι άνοιξε µια ντουλάπα κι έδειξε γνέφοντας προς τα ρούχα που κρέµονταν στο εσωτερικό της. «Βρες κάτι κοµψό να βάλεις» είπε. «Σακάκι και παντελόνι. Ο πατέρας µου θα φοράει επίσηµο ένδυµα κι η µητέρα µου βραδινό φόρεµα, αλλά δεν περιµένουν να είµαστε κι εµείς τόσο καλοντυµένοι πια. Εφόσον είµαστε κοµψοί, δε θα έχουµε πρόβληµα». Ο Σέρλοκ έµεινε να κοιτάζει έκπληκτος την πληθώρα ρούχων. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να έχει στη διάθεσή του πάνω από µια αλλαξιά ρούχα και να ντύνεται για να πάει στο δείπνο, είχε ξεχάσει πως υπήρχαν κανόνες ευγενείας και πως κάθε πιάτο απαιτούσε διαφορετικά µαχαιροπίρουνα. «Θα ζητήσω από την υπηρέτρια να µας ετοιµάσει δύο µπανιέρες» είπε ο Κάµερον διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Κρίνοντας από την εµφάνισή σου, θα έλεγα πως δεν έχεις κάνει ένα ζεστό µπάνιο εδώ και καιρό».
Έχοντας περάσει τόσον καιρό οργώνοντας τη θάλασσα, ο Σέρλοκ δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε να ξαναδεί νερό, όµως, αφού πέρασε µερικά δευτερόλεπτα κοιτάζοντας την µπανιέρα και περιµένοντας να έχει κάποια συναισθηµατική αντίδραση, γλίστρησε µε προσοχή µέσα στο
νερό. Ήταν ζεστό κι έτσι όπως ήταν ξαπλωµένος, έµοιαζε να τυλίγει και να χαϊδεύει το κορµί του, χαλαρώνοντας τους µυς του και διαλύοντας τα συσσωρευµένα στρώµατα αλατιού και βρόµας που είχαν κολλήσει πάνω του από τότε που έφυγε από την Αγγλία. Αφού ντύθηκαν κι οι δύο, επέστρεψαν στο κυρίως µέρος του σπιτιού. Ο Σέρλοκ άκουγε φωνές να συζητάνε. Ο Μάλκολµ Μακένζι και η σύζυγός του υποδέχονταν τους καλεσµένους τους στον κήπο. Παντού κυκλοφορούσαν Κινέζοι υπηρέτες, κουβαλώντας δίσκους µε ποτά. Ο µπάτλερ –ο Χάρις– στεκόταν σε µία άκρη και παρακολουθούσε, για να σιγουρευτεί πως όλοι ήταν ικανοποιηµένοι. Οι καλεσµένοι από το USS Monocacy φορούσαν στολές – σκούρες µπλε ρεντιγκότες µε δύο σειρές επιχρυσωµένα κουµπιά από πάνω µέχρι κάτω, σκούρα µπλε παντελόνια και λευκά πηλήκια µε χρυσά σιρίτια. Επίσης υπήρχαν άλλοι δύο άνδρες µε βραδινά ενδύµατα – ο Σέρλοκ υπέθεσε πως ήταν επαγγελµατικές γνωριµίες του κυρίου Μακένζι. Η κυρία Μακένζι ήταν η µοναδική γυναίκα στον χώρο, όµως αυτό δε φαινόταν να της δηµιουργεί καµία αµηχανία. Αντίθετα, κινούνταν µε άνεση ανάµεσα στους καλεσµένους, για να είναι βέβαιη πως όλοι είχαν κάτι να πιουν και κάποιον για να µιλήσουν. «Τα µισώ αυτά τα πάρτι» είπε κακόκεφα ο Κάµερον. «Πάντοτε καταλήγω να µιλάω µε το πιο βαρετό άτοµο στον χώρο. Το πρόβληµα είναι πως συνήθως του το λέω κιόλας». «Τώρα µιλάς µε µένα όµως» του θύµισε ο Σέρλοκ. «Ναι, σήµερα όµως απλά τυχαίνει τα πράγµατα να είναι διαφορετικά». Ο Κάµερον έκανε νόηµα σε έναν υπηρέτη, ο οποίος πλησίασε
φέρνοντας έναν δίσκο µε ποτήρια γεµάτα σαµπάνια. Πήρε δύο ποτήρια κι έδωσε το ένα στον Σέρλοκ. «Ορίστε, αυτό ίσως κάνει τη βραδιά να περάσει λίγο πιο γρήγορα». Ο καπετάνιος Μπράιαν ήταν εύκολα αναγνωρίσιµος. Ήταν ο πιο ηλικιωµένος άνδρας κι είχε πάνω στη στολή του τόσα χρυσά σιρίτια και τόσα χρυσά αστέρια, που δύσκολα περνούσε απαρατήρητος. Επίσης είχε την πιο δυνατή φωνή κι ο Σέρλοκ τον άκουγε να αφηγείται πώς ένας θαλάσσιος σίφουνας κοντά στην ακτή της Ιαπωνίας είχε ξεριζώσει το φουγάρο του Monocacy σαν να ήταν φτιαγµένο από χαρτί. «Θέλω εδώ και ώρα να σας ρωτήσω» τον διέκοψε η κυρία Μακένζι, όταν κατέστη σαφές πως ο καπετάνιος µπορούσε να µιλάει ασταµάτητα όλη τη νύχτα, «τι σηµαίνει το όνοµα του πλοίου σας. Το Monocacy ακούγεται σαν είδος πολιτεύµατος όπου κυβερνά µονάχα ένας[22]!». «Κυρία µου, ο ποταµός Μονόκασι είναι παραπόταµος του πανίσχυρου ποταµού Ποτόµακ» αποκρίθηκε ο καπετάνιος, αλλάζοντας την κατεύθυνση της συζήτησης µε γοητευτική δεξιοτεχνία. «Το όνοµα προέρχεται από την αρχική ονοµασία που είχαν δώσει στον ποταµό οι Ινδιάνοι της φυλής Σονί. Τον αποκαλούσαν Monnockkesey, το οποίο µεταφράζεται, όπως µε πληροφορούν οι ειδήµονες, ως ποτάµι µε πολλές στροφές». Έριξε µια µατιά στο κοινό του και συνέχισε: «Η Μάχη του Monocacy Junction έλαβε χώρα στη διάρκεια του Εµφυλίου, πριν από έξι χρόνια, και το καλοτάξιδο σκαρί µας ονοµάστηκε έτσι προς τιµήν εκείνης της µάχης, για να µην ξεχαστεί στο διάβα της ιστορίας…». Η αναφορά στον αµερικανικό Εµφύλιο θύµισε στον Σέρλοκ τον καιρό που πέρασε στη Νέα Υόρκη και τα περίχωρά της, όταν ήρθε αντιµέτωπος µε τον αλλόκοτο Ντιουκ Μπάλτασαρ. Εκείνος ήταν µε την
πλευρά των Συνοµόσπονδων Πολιτειών της Αµερικής –την πλευρά που είχε χάσει– και είχε προσπαθήσει να δηµιουργήσει ένα νέο έθνος στον Καναδά. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι πίσω από τον αµερικανικό Εµφύλιο, η χώρα έφερε ακόµη βαθιές ουλές. «Θαυµάσια» είπε η κυρία Μακένζι διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Φοβάµαι πως λείπουµε τόσον καιρό από την πατρίδα µας και τα νέα φτάνουν εδώ τόσο αργά, που δεν έχουµε παρά µια αµυδρή ιδέα του τι συνέβη µεταξύ των Ενωτικών και των Συνοµοσπονδιακών». Ακούµπησε το χέρι της στον πήχυ του καπετάνιου. « Ήταν… πολύ φρικτό;» ρώτησε πιο σιγανά. Εκείνος χάιδεψε καθησυχαστικά το χέρι της. «Κυρία µου, δεν είναι ποτέ ευχάριστο το θέαµα µιας χώρας που προσπαθεί να διαλυθεί εκ των έσω, όταν ο πατέρας πολεµά ενάντια στον γιο και ο αδελφός µε αδελφό. Πρέπει να θυµόµαστε όµως πως η Αµερική είναι µια νεαρή χώρα, αποτελούµενη από πολλά διαφορετικά µέρη, µεταξύ των οποίων υπάρχουν πάντοτε διαφωνίες, οπότε οι καβγάδες είναι κάτι το αναµενόµενο». «Όχι µόνο στις νεαρές χώρες» είπε ο Μάλκολµ Μακένζι µπαίνοντας στη συζήτηση. «Η Κίνα είναι µια αρχαία χώρα, ακόµη και τώρα όµως υπάρχουν απείθαρχα στοιχεία στο εσωτερικό της και από καιρού εις καιρόν γίνονται συγκρούσεις». Ο Σέρλοκ θυµήθηκε πάλι τις ρωγµές από τις κανονόµπαλες πάνω στα τείχη της πόλης. Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε την παρουσία τους… Είχε γίνει κάποια σύγκρουση µεταξύ διαφορετικών παρατάξεων για τον έλεγχο της πόλης. Πλησίασε για να ακούσει περισσότερα. «H πλειοψηφία του τοπικού πληθυσµού είναι γνωστή ως Κινέζοι
Χαν» συνέχισε ο Μάλκολµ Μακένζι «και ζουν στην περιοχή εδώ κι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες χρόνια. Το πρόβληµα είναι πως οι ηγεµόνες τους κατάγονται από αρχαίους επιδροµείς ονόµατι Μαντσού, οι οποίοι ήρθαν από τον βορρά. Η δυναστεία Τσινγκ, που κυβερνά αυτή τη στιγµή την Κίνα, αποτελείται εξ ολοκλήρου από Κινέζους Μαντσού, ενώ οι υπήκοοί τους είναι Χαν». «Να υποθέσω πως οι Χαν δεν είναι και πολύ χαρούµενοι γι’ αυτό το γεγονός;» ρώτησε ο καπετάνιος Μπράιαν. «Στην πραγµατικότητα, οι περισσότεροι δε νοιάζονται, αρκεί να έχουν τη δυνατότητα να ζουν ειρηνικά» απάντησε ο κύριος Μακένζι. «Τα τελευταία είκοσι χρόνια, όµως, υπάρχει µια µικρή αλλά επίµονη µερίδα εξεγερµένων Χαν που καταφέρονται ενάντια στους Τσινγκ. Οι ντόπιοι αποκαλούν το φαινόµενο Εξέγερση του Ταϊπίνγκ, διότι εκεί ξεκίνησε. Κατά καιρούς, κάπου γίνεται κάποια µάχη ή κάποια πόλη καταλαµβάνεται από τους στασιαστές κι ύστερα απελευθερώνεται. Η ίδια η Σαγκάη καταλήφθηκε από µια οργάνωση γνωστή ως Συντροφιά των Κοντών Σπαθιών[23] το 1853, αλλά οι Τσινγκ την ανακατέλαβαν µέσα σε µερικές εβδοµάδες. Από το 1860 µέχρι το 1862, οι στασιαστές του Ταϊπίνγκ έχουν επιτεθεί στην πόλη άλλες δύο φορές, καταστρέφοντας τα νότια και ανατολικά προάστιά της, δίχως όµως να καταφέρουν να την κυριεύσουν. Ο στόχος τους είναι να κάνουν τους εισβολείς Μαντσού να φύγουν, όµως τα µέλη της δυναστείας Τσινγκ δε θεωρούν πια τους εαυτούς τους εισβολείς και οι στασιαστές δεν έχουν κάποιο σαφές σχέδιο για να τους διώξουν, οπότε οι ανούσιες αψιµαχίες συνεχίζονται». Ο Κάµερον τράβηξε το µανίκι του Σέρλοκ. «Έλα, όλα αυτά είναι
βαρετά. Πάµε να βρούµε κάπου να κάτσουµε και να µιλήσουµε για την Αµερική». Γύρισε να φύγει, βέβαιος πως ο Σέρλοκ θα τον ακολουθούσε, όµως έπεσε πάνω σε έναν άνδρα που περνούσε εκείνη τη στιγµή από πίσω του. Ο άνδρας φορούσε βραδινό ένδυµα, µε αποτέλεσµα οι λευκές µανσέτες και το κολάρο του να κάνουν έντονη αντίθεση µε το ασηµογάλαζο χρώµα του προσώπου και των χεριών του. Ήταν ο Αρένιους.
Κεφάλαιο 6
Εµβρόντητος, ο Κάµερον πήδηξε προς τα πίσω. Ο Σέρλοκ τον έπιασε και τον σταθεροποίησε πριν σκοντάψει και πέσει κάτω. «Α, νεαρέ ναύτη Χολµς». Όπως πάντοτε, η φωνή του ακούστηκε λεπτή και σφυριχτή. Ο Αρένιους κοίταξε τον Σέρλοκ εξεταστικά, από την κορυφή µέχρι τα νύχια. «Είσαι πιο καλοντυµένος απ’ ό,τι σε θυµάµαι στο πλοίο. Οµολογώ πως εκπλήσσοµαι που σε βρίσκω εδώ. Μου είχαν δώσει να καταλάβω πως αυτό το σουαρέ ήταν για επιχειρηµατίες και αξιωµατικούς. Δεν είχα αντιληφθεί πως θα ήταν καλεσµένα και… απλά µέλη του πληρώµατος». Ο Σέρλοκ πήρε µια βαθιά αναπνοή. «Κύριε Αρένιους» είπε «χαίροµαι που σας ξαναβλέπω». Έδειξε τον Κάµερον. «Ο κύριος και η κυρία Μακένζι µε προσκάλεσαν να µείνω στο σπίτι τους για όσο χρόνο θα βρίσκεται το Γκλόρια Σκοτ στο λιµάνι. Αποδώ ο γιος τους, ο Κάµερον». Το βλέµµα του Αρένιους έπεσε τώρα στον Κάµερον κι ο Σέρλοκ ένιωσε το αγόρι να ζαρώνει. «Μην ανησυχείς» του είπε σιγανά. «Ο κύριος Αρένιους έχει… µια πάθηση του δέρµατος. Δεν είναι κάτι σοβαρό ούτε
κολλητικό». Τώρα που είχε αντιληφθεί πως ο Αρένιους ήταν παρών στο δείπνο, ο Σέρλοκ παρατήρησε πως οι υπόλοιποι καλεσµένοι έριχναν περιστασιακές µατιές στον άνδρα µε το ασηµογάλαζο δέρµα. Δεν έδειχναν ούτε να ανησυχούν ούτε να φοβούνται, όµως σίγουρα έδειχναν να ενδιαφέρονται. Αυτός ο άνδρας µαγνήτιζε την προσοχή τους, όµως ήταν πολύ ευγενικοί για να πουν κάτι, για να τον δείξουν, ακόµα και για να κάνουν σούσουρο. Αυτό που έβρισκε ενδιαφέρον ο Σέρλοκ ήταν ότι, παρά την περιέργειά τους, δεν είχαν µαζευτεί γύρω από τον Αρένιους για να του κάνουν ερωτήσεις. Ήταν κάτι που ο ίδιος δεν το κατανοούσε – αν είχε να κάνει κάποια ερώτηση, συνήθως πήγαινε και την έκανε. Ο Κάµερον Μακένζι προφανώς ακολουθούσε την ίδια προσέγγιση στη ζωή του. «Πονάτε;» ρώτησε, πλησιάζοντας τώρα πιο κοντά και κοιτάζοντας όλο περιέργεια το πρόσωπο του Αρένιους. «Μοιάζει επώδυνο, πάντως». «Όχι, νεαρέ µου φίλε, δεν πονάει καθόλου. Τουναντίον µάλιστα. Ο κολλοειδής άργυρος που πίνω εδώ και χρόνια και ο οποίος προσδίδει στο δέρµα µου αυτή την… ενδιαφέρουσα απόχρωση… µε προστατεύει από τις ασθένειες. Έκτοτε δεν έχω αρρωστήσει ποτέ µου – ούτε ένα συνάχι ούτε ένας πονόλαιµος. Όχι µόνο δεν είναι επώδυνο, αλλά µε προστατεύει από τον πόνο. Κατάλαβες;» Ο Κάµερον έγνεψε µε το κεφάλι. «Ναι, κατάλαβα» είπε σοβαρά. «Αυτό είναι πραγµατικά χρήσιµο. Δηλαδή το δέρµα σας είναι πολύτιµο; Θέλω να πω είναι γεµάτο ασήµι. Δε φοβάστε µήπως κάποιος σας απαγάγει και προσπαθήσει να σας γδάρει για να πουλήσει το δέρµα
σας;» Ο Αρένιους γέλασε. Ήταν ένας ήχος σαν τα φύλλα που θροΐζουν από τον άνεµο. «Δυστυχώς όχι. Το ασήµι είναι παγιδευµένο υπό τη µορφή οξειδίων και νιτρικών αλάτων. Θα χρειαζόταν ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος χηµικός για να εξαγάγει πραγµατικό ασήµι από το δέρµα µου, και πολύ φοβάµαι πως η τελική ποσότητα δε θα άξιζε τον κόπο του». Ξαφνικά κάτι κίνησε το ενδιαφέρον του Σέρλοκ σε όλη αυτή τη συζήτηση. Όχι φυσικά το να γδάρει κάποιος τον Αρένιους και να αφαιρέσει το ασήµι από το δέρµα του –κάτι τέτοιο θα ήταν µακάβριο και πολύ, πολύ λάθος–, αλλά η ιδέα ότι το ασήµι µπορούσε να υπάρξει µε διαφορετικές µορφές, όπως οξείδια, νιτρικά άλατα και ούτω καθεξής, καθώς και ότι κάποιος µε επαρκείς γνώσεις χηµείας µπορούσε να διακρίνει τις διαφορές που υπήρχαν µεταξύ αυτών των µορφών, έχοντας ενδεχοµένως τη δυνατότητα να µετατρέψει τη µία στην άλλη. Στο µυαλό του, ήταν σαν κάποιος να µπορούσε να παίξει µε τους δοµικούς λίθους από τους οποίους ήταν φτιαγµένα τα πάντα – από τις πέτρες, µέχρι τα δέντρα και τους ανθρώπους. Με έκπληξη συνειδητοποίησε πως η κυρία Μακένζι είχε πλησιάσει κοντά τους, κι αυτό τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Ο κύριος Αρένιους, σωστά;» είπε αγγίζοντας το µανίκι του. «Είµαστε πολύ χαρούµενοι που µπορέσατε να παρευρεθείτε». Ο Αρένιους έγνεψε µε το κεφάλι. «Κι εγώ σας είµαι ευγνώµων για την πρόσκληση» είπε. «Έχω διαπιστώσει πως συχνά η εµφάνισή µου µε αποκλείει από τις κοινωνικές συναθροίσεις. Έχω συνηθίσει να τρώω µόνος µου όταν ταξιδεύω».
«Ανοησίες» είπε χαµογελώντας η κυρία Μακένζι. «Πρέπει να δείτε τι παράξενα αποτελέσµατα επιφέρουν µερικά από τα ντόπια φάρµακα και σκευάσµατα. Πέρυσι, ο σύζυγός µου αγόρασε ένα ελιξίριο κατά της τριχόπτωσης από κάποιον έµπορο στην αγορά. Δε µου το είπε φυσικά, όµως το πασάλειβε κρυφά στο δέρµα του κεφαλιού του κάθε βράδυ. Ένα πρωί ξύπνησε και τα µαλλιά του είχαν πάρει ένα έντονο πράσινο χρώµα – για να µην αναφέρω τα εξανθήµατα που έβγαλε σε όλο το κρανίο, το πρόσωπο και τα χέρια του. Πέρασα το υπόλοιπο της ηµέρας προσποιούµενη ότι δε συνέβαινε τίποτα και είπα στους υπηρέτες να κάνουν το ίδιο. Ήταν πολύ διασκεδαστικό!» «Βρίσκετε κι εµένα διασκεδαστικό κατά τον ίδιο τρόπο;» ρώτησε ο Αρένιους. Τα χείλη του είχαν σχηµατίσει ένα χαµόγελο, όµως η φωνή του δεν είχε τίποτα το εύθυµο. «Φυσικά και όχι» τον διαβεβαίωσε η κυρία Μακένζι, ακουµπώντας πάλι το µανίκι του. «Είµαστε πολύ χαρούµενοι που σας έχουµε µαζί µας απόψε κι ανυποµονούµε να ακούσουµε για τα ταξίδια σας. Ελάτε τώρα να σας γνωρίσω τον σύζυγό µου…» Συνεχίζοντας να κουβεντιάζει µε τον Αρένιους, τον αποµάκρυνε από τα δύο αγόρια. Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε πως πολλοί από τους παριστάµενους συνέχιζαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του. «Πολύ παράξενος άνθρωπος» είπε ο Κάµερον. «Αναρωτιέµαι αν θα µπορούσα να κάνω το δέρµα µου σκληρό σαν πανοπλία τρώγοντας κάθε µέρα σίδηρο». «Πιθανότατα το µόνο που θα κατάφερνες θα ήταν να πάθεις στοµαχόπονο» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ «αν ήσουν τυχερός». Παρακολούθησε τον Αρένιους και την κυρία Μακένζι να
πλησιάζουν τον πατέρα του Κάµερον. Η κυρία Μακένζι έκανε τις συστάσεις εν συντοµία κι έπειτα αποµακρύνθηκε για να µιλήσει µε κάποιον άλλο. Ο Σέρλοκ έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει επίµονα τον Μάλκολµ Μακένζι και τον Αρένιους. Δε συµπεριφέρονταν σαν να συναντιόνταν για πρώτη φορά. Για την ακρίβεια, έδειχναν να γνωρίζονται, ή τουλάχιστον να γνωρίζουν κάτι ο ένας για τον άλλο. Κάποια στιγµή, ο Αρένιους έχωσε το χέρι σε µια εσωτερική τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα µικρό πακέτο. Το έδωσε στον κύριο Μακένζι, ο οποίος το έχωσε αµέσως σε µια εσωτερική τσέπη του δικού του σακακιού. Η ίδια η συναλλαγή έµοιαζε τελείως αθώα. Ωστόσο, το γεγονός πως οι δύο άνδρες φρόντισαν το πακέτο να είναι ορατό για τον ελάχιστο δυνατό χρόνο, καθώς κι ότι έπειτα έριξαν µια µατιά γύρω τους για να σιγουρευτούν πως δεν τους παρακολουθούσε κάποιος, έκανε τον Σέρλοκ να αναρωτιέται τι ακριβώς περιείχε. Οι δύο άνδρες µίλησαν για µερικά δευτερόλεπτα ακόµη. Ο Σέρλοκ διέκρινε επιφυλακτικότητα και θυµό – ειδικά στον τρόπο που στεκόταν ο Αρένιους. Ο κύριος Μακένζι έµοιαζε να τηρεί µια αµυντική στάση, όµως ήταν πολύ σαφές πως ο Αρένιους είχε αρχίσει να εκνευρίζεται έντονα. «Έλα» είπε ξαφνικά στον Κάµερον ο Σέρλοκ. «Πάµε να µου δείξεις τον κήπο. Καλύτερα να µη στεκόµαστε για πολλή ώρα στο ίδιο µέρος, γιατί µπορεί κάποιος να έρθει και να µας µιλήσει καθαρά από ευγένεια, κι απεχθάνοµαι να µιλάω περί ανέµων και υδάτων». Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά και τον οδήγησε κατά µήκος ενός µονοπατιού που διέσχιζε τον φροντισµένο κήπο σαν φίδι. Βρήκαν δύο µεγάλους βράχους, στηµένους δίπλα δίπλα, σε µια έκταση µε άµµο.
Στην άµµο είχαν χαραχτεί µε προσοχή µια σειρά από οµόκεντροι κύκλοι, οι οποίοι εκτείνονταν προς τα έξω από τους δύο βράχους[24]. Αγνοώντας το προσεγµένο σχέδιο, το οποίο φάνηκε στον Σέρλοκ καλαίσθητο όσο και ανούσιο, ο Κάµερον διέσχισε την άµµο και κάθισε στον έναν από τους δύο βράχους. Περπατώντας κάπως πιο προσεκτικά, αφήνοντας ωστόσο πατηµασιές, ο Σέρλοκ πήγε και κάθισε στον άλλο. «Είπες πως θα µου µιλούσες για την Αµερική» είπε ο Κάµερον. «Θα σου πω ό,τι θέλεις» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ «εξήγησέ µου όµως πρώτα κάτι. Νωρίτερα αναφέρθηκες στον πόλεµο µεταξύ Βρετανίας και Κίνας και πριν από λίγο τον ανέφερε πάλι ο πατέρας σου. Τι συνέβη ακριβώς; Δε θυµάµαι να έχω ακούσει τίποτα την εποχή που συνέβη[25], ούτε µας το δίδαξαν στο σχολείο – και το σχολείο µου έδινε γενικά µεγάλη έµφαση στους πολέµους». Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους του. «Στην πραγµατικότητα έγιναν δύο πόλεµοι» είπε «σχετικά σύντοµοι. Οι Κινέζοι τούς αποκαλούν Πολέµους του Οπίου». «Πολέµους του Οπίου;» ρώτησε ο Σέρλοκ κι ένιωσε µια ελαφριά ανατριχίλα. Το όπιο ήταν κάποιο είδος ναρκωτικού. Το γνώριζε διότι το είχαν χρησιµοποιήσει επανειληµµένα πάνω του οι πράκτορες του Θαλάµου Παραδόλης. Για την ακρίβεια, είχαν χρησιµοποιήσει ένα διάλυµα οπίου σε καθαρό οινόπνευµα. Είχε ρίξει τον Σέρλοκ αναίσθητο και τον είχε κάνει να δει µερικά πολύ παράξενα όνειρα. «Το όπιο είναι κάτι που φτιάχνεται από παπαρούνες» συνέχισε ο Κάµερον. «Κατά τα φαινόµενα, καπνίζεται µέσα σε πίπα. Κάνει τους ανθρώπους να γαληνεύουν και να ξεχνούν τα προβλήµατά τους, τουλάχιστον προσωρινά. Εσείς οι Βρετανοί βάζατε τους ντόπιους στην
Ινδία να καλλιεργούν την παπαρούνα και να φτιάχνουν όπιο από το εκχύλισµά της. Έπειτα τα πλοία σας το έφερναν στην Κίνα και το πουλούσαν για να αγοράσουν µετάξια κι άλλα ντόπια προϊόντα». «Μα αυτός είναι ο ορισµός του εµπορίου. Αγοράζεις και πουλάς διαφορετικά πράγµατα, προσπαθώντας να βγάλεις κέρδος». «Το όπιο όµως είναι εθιστικό» παρατήρησε ο Κάµερον. «Μόλις το δοκιµάσεις, θες να συνεχίσεις να το δοκιµάζεις – δεν µπορείς να σταµατήσεις. Απ’ ό,τι έχω δει κι έχω ακούσει, πολλοί ντόπιοι αγρότες, έµποροι, ακόµα και δηµόσιοι λειτουργοί περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο καπνίζοντας όπιο. Οι σοδειές σαπίζανε στα χωράφια, ενώ στις αγορές το φαγητό όλο και λιγόστευε. Η κατάσταση έφτασε στο σηµείο οι δρόµοι να είναι τον περισσότερο καιρό έρηµοι, επειδή οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους για να καπνίσουν όπιο». «Προφανώς αυτό δεν ήταν καθόλου καλό» σχολίασε ο Σέρλοκ. «Οι Μαντσού ηγέτες θα συµφωνούσαν µαζί σου. Θέσπισαν έναν νόµο που απαγόρευε τόσο την πώληση όσο και τη χρήση του οπίου». «Α» είπε ο Σέρλοκ, συνειδητοποιώντας τη σηµασία όσων του έλεγε ο Κάµερον. «Οπότε η αγορά των Βρετανών εισαγωγέων εξαφανίστηκε. Εξακολουθούσαν να φέρνουν το όπιο από την Ινδία, αλλά δεν είχαν πού να το πουλήσουν». Ο Κάµερον έγνεψε µε το κεφάλι. «Απ’ ό,τι λέει ο πατέρας µου, όλη η βρετανική οικονοµία ήταν εξαρτηµένη από τα έσοδα της πώλησης του οπίου». «Κατά κάποιον τρόπο, όπως οι Κινέζοι έµποροι ήταν εξαρτηµένοι από το ίδιο το όπιο». Ο Σέρλοκ έκανε µια παύση. «Δηλαδή κάναµε πόλεµο για να συνεχίσουµε να πουλάµε το ναρκωτικό στην Κίνα,
παρόλο που οι άνθρωποι πάθαιναν εξάρτηση και κατέστρεφε τις ζωές τους». Ο Κάµερον ανασήκωσε πάλι τους ώµους του. «Οι πόλεµοι δε γίνονται µόνο για καλούς λόγους» σχολίασε. «Γίνονται επίσης για πολύ κακούς λόγους, παρόλο που η κυβέρνησή σας το παρουσίασε ως απόπειρα του Κινέζου αυτοκράτορα να καταπνίξει το ελεύθερο εµπόριο, µε τους ευγενείς Βρετανούς να κάνουν ό,τι µπορούν για να διασφαλίσουν τον βιοπορισµό των εµπόρων τους. Καµία αναφορά στο όπιο». «Δεν παύει όµως να είναι λάθος! Εξαρχής δεν έπρεπε να πουλάµε αυτό το ναρκωτικό και φυσικά δεν έπρεπε να κάνουµε πόλεµο για να συνεχίσουµε να το πουλάµε!» «Συµφωνώ» είπε ο Κάµερον. «Τι θες να σου πω; Τον πόλεµο τον κερδίσατε. Στην Αγγλία δεν είναι παράνοµο να καπνίζεις όπιο[26], οπότε οι έµποροι ισχυρίστηκαν πως εξαρχής δεν έκαναν κάτι κακό και το µόνο πρόβληµα ήταν η αντιδραστικότητα του αυτοκράτορα». «Ίσως έπρεπε να µην είχαµε κερδίσει τον πόλεµο» µουρµούρισε βλοσυρά ο Σέρλοκ. Αναρωτήθηκε πόσα γνώριζε για όλα αυτά ο αδελφός του ο Μάικροφτ. Ο Μάικροφτ δούλευε για το υπουργείο Εξωτερικών κι ήταν ανακατεµένος στις διεθνείς σχέσεις. Άραγε ήταν ανακατεµένος και στους Πολέµους του Οπίου; Είχε ταχθεί εναντίον τους ή είχε υποστηρίξει τη διεξαγωγή τους; Ο Σέρλοκ σηµείωσε νοερά στο µυαλό του να ρωτήσει τον Μάικροφτ την επόµενη φορά που θα τον έβλεπε – αν τον ξανάβλεπε. Οι σκέψεις γύρω από τον αδελφό του και το όπιο ανακάλεσαν πάλι στη µνήµη του όλες τις φορές που τον είχε ναρκώσει ο Θάλαµος Παραδόλης, καθώς κι εκείνη την αβαρή αίσθηση ζάλης που είχε βιώσει
υπό την επήρεια του ναρκωτικού. Ρίγησε ολόκληρος. Παρόλο που ήταν µια φρικτή εµπειρία, εκείνη η αίσθηση είχε κάτι το επικίνδυνα σαγηνευτικό. Δεν ήθελε να ξαναβιώσει ποτέ κάτι τέτοιο, όµως ένα µικρό κοµµάτι του νοσταλγούσε ακόµη εκείνη την αίσθηση – το πώς τον είχε κάνει να ξεχάσει όλα όσα τον προβληµάτιζαν. «Οπότε;» τον παρότρυνε ο Κάµερον. «Θα µου πεις τώρα για την Αµερική;» Ο Σέρλοκ άρχισε να του µιλάει για τις εµπειρίες του στη Νέα Υόρκη και το ταξίδι µε το τρένο στην αµερικανική ύπαιθρο, σύντοµα όµως κατέληξε να εξιστορεί τις περιπέτειές του µε τον Μάτι και τη Βιρτζίνια. Ο Κάµερον τον άκουγε σχεδόν υπνωτισµένος. Πότε πότε ζητούσε να του εξηγήσει κάποια λεπτοµέρεια ή έκανε κάποιο σχόλιο, κυρίως όµως άφηνε τον Σέρλοκ να µιλάει. Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα ακούστηκε ένα γκονγκ, ειδοποιώντας τους καλεσµένους πως το δείπνο ήταν έτοιµο. Ο Κάµερον κι ο Σέρλοκ κατευθύνθηκαν µαζί προς την τραπεζαρία, όπου είχαν αρχίσει να µαζεύονται όλοι. Ευτυχώς, οι δυο τους βρέθηκαν να κάθονται δίπλα δίπλα. Οι καλεσµένοι που κάθονταν δίπλα και απέναντί τους στο µακρύ τραπέζι µιλούσαν αποκλειστικά µεταξύ τους και δεν έδιναν σηµασία στα δύο αγόρια. Όταν ο Σέρλοκ ολοκλήρωσε την ιστορία του και ο Κάµερον τις ερωτήσεις του, άρχισαν να συζητούν για άλλα θέµατα, όπως οι εµπειρίες του Κάµερον στην Κίνα και οι περιπέτειες του Σέρλοκ στην Αγγλία. Πού και πού ο Σέρλοκ έπιανε ψήγµατα από τις συζητήσεις που γίνονταν γύρω τους: Ο καπετάνιος Μπράιαν και οι αξιωµατικοί του USS Monocacy µιλούσαν για τα ταξίδια τους, ο κύριος Μακένζι µιλούσε για
την Κίνα κι οι υπόλοιποι επιχειρηµατίες έλεγαν ιστορίες για τα παράξενα µέρη στα οποία είχαν βρεθεί και τους παράξενους ανθρώπους µε τους οποίους είχαν κάνει εµπορικές συµφωνίες. Κάποια στιγµή άκουσε τον Μάλκολµ Μακένζι να ρωτά τον καπετάνιο Μπράιαν: «Θα σας δεχθεί ο κυβερνήτης όσο βρίσκεστε εδώ;». Ο καπετάνιος Μπράιαν ανασήκωσε τους ώµους. «Πρέπει να οµολογήσω πως έχω µπερδευτεί µε τους διάφορους βαθµούς των αξιωµατούχων της Κίνας. Είχα προγραµµατίσει να στείλω τα διαπιστευτήριά µου στο άτοµο που κυβερνά τη Σαγκάη, όµως ο διερµηνέας µου µε ενηµέρωσε πως είναι µάλλον χαµηλόβαθµο και δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ». «Ισχύει» επιβεβαίωσε ο Μάλκολµ Μακένζι. «Παρόλο που από τη δική µας σκοπιά η Σαγκάη είναι σηµαντική πόλη, την κυβερνά ένας νοµάρχης. Ο νοµάρχης είναι υποτακτικός του κυβερνήτη της επαρχίας Τζιανγκσού, του οποίου το παλάτι βρίσκεται στο Νανκίνγκ, λίγο πιο µέσα στην ενδοχώρα». «Α» είπε ο καπετάνιος Μπράιαν «θαρρώ πως θα συναντήσουµε τον κυβερνήτη της Τζιανγκσού σε κάποιο σηµείο πιο ψηλά στο ποτάµι, στα πλαίσια κάποιας ειδικής τελετής». Το ενδιαφέρον του Σέρλοκ για τη συγκεκριµένη συζήτηση – περιορισµένο εξαρχής– εξαφανίστηκε µόλις ήρθε το φαγητό. Ήταν εξαιρετικό: κοµµάτια ζουµερής πάπιας συνοδευόµενα από µια σος δαµάσκηνου, εν συνεχεία φέτες πικάντικου αρνιού µαζί µε ένα µείγµα τραγανιστών λαχανικών και τέλος αχνιστά πουγκιά από ζύµη, γεµιστά µε φρούτα. Το φαγητό συνοδευόταν από γλυκό, λευκό κρασί. Ο Σέρλοκ έφαγε όσο περισσότερο µπορούσε. Για κάποιον παράξενο λόγο, η
γεύση και η υφή του φαγητού έφεραν στον νου του τον Γου Τσουνγκ. Αναρωτήθηκε αν είχε πάει καλά η επανασύνδεση µε την οικογένειά του, κι αποφάσισε την επόµενη µέρα, µε την πρώτη ευκαιρία, να πάει να βρει τον µάγειρα. Αφού έφαγαν και µαζεύτηκαν τα τελευταία πιάτα, ο κύριος Μακένζι πρότεινε οι άνδρες να αποσυρθούν για να πιούνε πόρτο και να καπνίσουν πούρα. Η κυρία Μακένζι οδήγησε τα δύο αγόρια έξω από την τραπεζαρία. «Τώρα θα µιλάνε για ώρες» είπε «δίχως να λένε κάτι που αξίζει να ακούσετε. Ο καπνός από τα πούρα στο δωµάτιο θα είναι τόσο πυκνός, που σχεδόν θα κόβεται µε µαχαίρι. Θα σας πρότεινα να πάτε για ύπνο. Σέρλοκ, έβαλα την υπηρέτρια να σου στρώσει ένα χωριστό κρεβάτι στο δωµάτιο του Κάµερον». Ξαφνικά χασµουρήθηκε και σήκωσε το χέρι για να καλύψει το στόµα της. «Ω Θεέ µου. Θαρρώ πως θα πάω κι εγώ να κοιµηθώ. Ήταν µια εξαντλητική µέρα». Ο Σέρλοκ είχε µάθει πλέον τον δρόµο για το δωµάτιο του Κάµερον µέσα από τον εσωτερικό κήπο. Προχωρούσε µπροστά σιωπηλός, περπατώντας σε ένα από τα πλακόστρωτα µονοπάτια που διέσχιζαν το γρασίδι, περνώντας δίπλα από µερικούς θάµνους και την περιοχή µε την άµµο όπου είχαν καθίσει νωρίτερα. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν µαύρος κι ανέφελος, διάστικτος από αστέρια. Ένας λεπτός σεληνιακός µηνίσκος σκόρπιζε παντού το αµυδρό, ασηµένιο φως του, φέρνοντας στον νου του το ασηµογάλαζο δέρµα του Αρένιους. Ξαφνικά, ένα σκοτεινό σχήµα κινήθηκε ανάµεσα σε δύο θάµνους. Ο Σέρλοκ κοκάλωσε. «Τι συµβαίνει;» ρώτησε ο Κάµερον, αποφεύγοντας τελευταία στιγµή να συγκρουστεί µε την πλάτη του Σέρλοκ.
«Μου φάνηκε πως είδα κάποιο ζώο». Ο Κάµερον άνοιξε το στόµα του για να πει κάτι, ο Σέρλοκ όµως του έκανε νόηµα να σωπάσει. Έµεινε τελείως ακίνητος, τεντώνοντας τα αυτιά του για να ακούσει τον ήχο κάποιας κίνησης ή αναπνοής, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Πλησίασε προς τον θάµνο όπου του φάνηκε πως είδε το σκοτεινό σχήµα. Να ήταν κάποιο ζώο; Κάποια γάτα ή κάποιος σκύλος; Υπέθετε πως είχαν σκύλους και γάτες στην Κίνα. Ακόµα ένα βήµα. Τίποτα πάλι. Μήπως είχε κάνει λάθος; Έκανε κι άλλο ένα βήµα, έτοιµος να γυρίσει και να συνεχίσει τον δρόµο του προς το δωµάτιο του Κάµερον. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε την αναπνοή του και τώρα την άφησε να βγει. Πιθανότατα είχε περάσει κάποιο νυχτοπούλι για κάτι µεγαλύτερο. Έπαιζαν µε τα νεύρα του η κούραση και το άγχος της παρουσίας του σε µια ξένη, αλλόκοτη χώρα. Από τη µέση του θάµνου εκτοξεύτηκε µια πέτρα. Αν δεν είχε χτυπήσει πρώτα σε κάποιο κλαδί, θα τον είχε βρει στο κέντρο του µετώπου του. Ευτυχώς τον πέτυχε στο µάγουλο κι εξοστρακίστηκε. Ο Σέρλοκ τινάχτηκε προς τα πίσω από τον ξαφνικό πόνο. Ένιωθε κάτι υγρό και ζεστό στο µάγουλό του – αίµα. Η πέτρα τον είχε κόψει! «Ε!» φώναξε εξοργισµένος. Πριν προλάβει ο Κάµερον να του απαντήσει, ο Σέρλοκ είχε ήδη ορµήξει προς τον θάµνο, όµως µια δεύτερη πέτρα διέσχισε τον αέρα µε στόχο το δεξί του µάτι. Έσκυψε κι η πέτρα πέρασε πάνω από το κεφάλι του, αγγίζοντας ελαφρά τα µαλλιά του. Ξάφνου µια σκιά πετάχτηκε από τον θάµνο κι άρχισε να διασχίζει τρέχοντας το χορτάρι. Το αµυδρό φως του φεγγαριού δεν επαρκούσε για
να διακρίνει ο Σέρλοκ κάποια λεπτοµέρεια. Το µόνο που µπορούσε να δει ήταν ένα πράγµα που είχε περίπου το µισό του µέγεθος κι αποµακρυνόταν γρήγορα. Δεν ήταν καν σίγουρος αν έτρεχε, αν κυλιόταν, αν αιωρούνταν ή αν πετούσε. Πριν προλάβει να εστιάσει το βλέµµα του στη σκιά, εκείνη είχε εξαφανιστεί στο σκοτάδι του κήπου. Αφήνοντας πίσω του τον Κάµερον, ο Σέρλοκ άρχισε να την κυνηγάει. Καθώς έτρεχε µέσα στους θάµνους, τα κλαδιά έγδερναν το πρόσωπό του. Φύλλα και πέταλα λουλουδιών τινάζονταν µακριά του κι ύστερα έπεφταν στο έδαφος. Βρέθηκε απότοµα σε ένα κοµµάτι του κήπου δίχως θάµνους και λουλούδια. Μπροστά του, πιο µακριά, είδε το σκιώδες σχήµα να σκαρφαλώνει στον γκρίζο κορµό ενός δέντρου που είχε σχήµα σαν τολύπη καπνού από φωτιά. Ο Σέρλοκ διέσχισε τρέχοντας την απόσταση που τον χώριζε από το δέντρο και µόνο τότε συνειδητοποίησε πως έτρεχε στην άµµο του βραχόκηπου, αφήνοντας πίσω του λακκούβες. Πήδηξε πάνω από έναν λείο βράχο που του έκοβε τον δρόµο. Τώρα ο κορµός του δέντρου απείχε γύρω στο ένα µέτρο και δίχως να κόψει ταχύτητα έκανε ένα άλµα, αρπάζοντας µε τα χέρια του τα χαµηλά κλαδιά, ενώ τα πόδια του έψαχναν να βρουν πάτηµα στον ασηµόγκριζο κορµό. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα σκαρφάλωνε στον γλιστερό κορµό του δέντρου. Ήταν σαν να σκαρφάλωνε στο κατάρτι του Γκλόρια Σκοτ. Από πάνω του έβλεπε τη σκιώδη µορφή να ελίσσεται ανάµεσα στα ψηλότερα κλαδιά. Τα φύλλα έγδερναν το πρόσωπό του και χώνονταν στο κόψιµο που του είχε αφήσει η πέτρα. Από το µάγουλό του κυλούσε αίµα. Βγήκε στο καθαρό σεληνόφως, σηκώνοντας το κεφάλι του πάνω από το φύλλωµα, σαν κολυµβητής που αναδυόταν σε ταραγµένη
θάλασσα. Εκεί που τελείωνε το φύλλωµα του δέντρου ξεκινούσε η στέγη του σπιτιού των Μακένζι – κόκκινα κεραµίδια που απλώνονταν µακριά του µε µια ελαφριά κλίση. Μερικά κεραµίδια είχαν κουνηθεί κι είχαν φύγει από τη θέση τους – ό,τι κι αν ήταν το πράγµα που κυνηγούσε, αυτό ήταν το µοναδικό ίχνος που είχε αφήσει πίσω του. Τώρα είχε εξαφανιστεί πάνω από τη στέγη, έχοντας πηδήξει πιθανότατα στον δρόµο – δεν υπήρχε περίπτωση να το προφτάσει. Επέστρεψε στον βραχόκηπο. Οι µύες του παραπονιόνταν από την ξαφνική άσκηση κι ένιωθε έναν µουντό πόνο στο µάγουλό του, εκεί που τον είχε χτυπήσει η πέτρα. Επίσης υποπτευόταν πως το πρόσωπό του ήταν γεµάτο µε µικρές αµυχές, στα σηµεία που το είχαν γδάρει τα κλαδιά και τα φύλλα. «Δείχνεις λες και κάποιος σε έσυρε µέσα σε φράχτη από θάµνους µε το κεφάλι προς τα κάτω» αναφώνησε ο Κάµερον όταν τον είδε. «Πολύ αστείο» γρύλισε ο Σέρλοκ. «Τι συνέβη;» «Τι είδες;» Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους. «Κάτι πετάχτηκε προς το µέρος σου µέσα από τους θάµνους. Δεν είµαι σίγουρος αν ήταν πουλιά ή κάτι άλλο». «Δεν ήταν πουλιά. Πέτρες ήταν». «Καλά, λοιπόν, πέτρες. Άρχισες να τρέχεις. Σε ακολούθησα, όµως µέχρι να φτάσω εδώ είχες ήδη σκαρφαλώσει το µισό δέντρο. Έπειτα κατέβηκες και γύρισες. Αν αυτό ήταν κάποιο είδος παιχνιδιού, υποθέτω πως κέρδισες, πρέπει όµως να µου πεις τους κανόνες, ώστε την επόµενη φορά να είµαι προετοιµασµένος».
«Νοµίζω πως είχατε κάποιον απρόσκλητο επισκέπτη» είπε ο Σέρλοκ, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του όσο το δυνατόν πιο ήρεµη και σταθερή. Παρ’ όλα αυτά, η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει ξέφρενα. «Τι είδους απρόσκλητο επισκέπτη; Διαρρήκτη εννοείς;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους του. «Δεν µπόρεσα να δω. Μπορεί να ήταν κάποιο ζώο, µπορεί να ήταν και άνθρωπος». Έσµιξε τα φρύδια του, προσπαθώντας να φανταστεί πώς έµοιαζε το πράγµα που είχε µισοδεί. «Ενδεχοµένως να ήταν ένας πολύ µικρόσωµος άνθρωπος». «Σου πέταξε δύο πέτρες» του θύµισε ο Κάµερον «ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεις». Ο Σέρλοκ ακούµπησε το χέρι στο µάγουλό του. Κολλούσε από το αίµα, αλλά το κόψιµο δεν έµοιαζε βαθύ. «Ίσως να ήταν κάποια µαϊµού. Έχετε µαϊµούδες στην Κίνα;» «Στη Σαγκάη έχει µπόλικες. Τις φέρνουν µαζί τους οι ναυτικοί και τις αφήνουν εδώ». «Πάµε να δούµε αν υπάρχουν ίχνη» είπε ο Σέρλοκ. Άρχισε πάλι να διασχίζει την άµµο του βραχόκηπου, αναζητώντας ίχνη από νύχια ή παπούτσια, αλλά απογοητεύτηκε. Οι δικές του πατηµασιές είχαν εξαφανίσει κάθε ίχνος του εισβολέα. «Καλύτερα να το πω στον πατέρα» είπε µετά από λίγο ο Κάµερον. «Ίσως θελήσει να φωνάξει την αστυνοµία». Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχει νόηµα» είπε. «Δεν είµαι σίγουρος τι ήταν αυτό που είδα, και τώρα εξαφανίστηκε. Θα τους χαλάσουµε το πάρτι δίχως λόγο. Μπορούµε να τους το πούµε αύριο, την ώρα του πρωινού».
Ο Σέρλοκ έλεγξε ξανά το µάγουλό του. Το αίµα είχε σχεδόν σταµατήσει να τρέχει. Διέσχισε τον υπόλοιπο κήπο µαζί µε τον Κάµερον, έχοντας τον νου του για οποιαδήποτε κίνηση µέσα στους θάµνους. «Πρέπει να καθαριστείς» παρατήρησε ο Κάµερον. «Θα σου φέρω λίγο νερό κι ένα πανί». Αφού καθάρισε το αίµα από το πρόσωπό του και τη βρόµα από τα χέρια του, ο Σέρλοκ ξεντύθηκε και ξάπλωσε στο χαµηλό κρεβάτι που του είχαν ετοιµάσει. Του πήρε ωστόσο αρκετή ώρα µέχρι να κοιµηθεί. Δεν ήταν απλά η ένταση από τα γεγονότα της ηµέρας και ειδικότερα του κυνηγιού – είχε συνηθίσει να κοιµάται σε µια αιώρα, κρεµασµένη ανάµεσα σε δύο γάντζους, µε την κίνηση της θάλασσας και τον ήχο των κυµάτων που χτυπούσαν το κύτος να τον νανουρίζουν. Το επίπεδο κρεβάτι, το άνετο στρώµα και η απόλυτη ησυχία, πέρα από τη ρυθµική αναπνοή του Κάµερον, του προκαλούσαν µια ταραχή που του ήταν άγνωστη πριν από µερικούς µήνες. Κάποια στιγµή τον πήρε τελικά ο ύπνος και σχεδόν ευχήθηκε να είχε µείνει ξύπνιος. Πάνω στο Γκλόρια Σκοτ, όταν έπεφτε για ύπνο, ήταν τόσο κουρασµένος, που δεν έβλεπε όνειρα, ή, αν έβλεπε, ήταν τόσο κουρασµένος, που δεν τα θυµόταν το επόµενο πρωί. Εδώ, στο υπνοδωµάτιο του Κάµερον, στο σπιτικό των Μακένζι, έπιασε τον εαυτό του να ονειρεύεται τη Βιρτζίνια Κρόου. Στεκόταν σε ένα λιβάδι, λίγα µέτρα µακριά του, µε τα κόκκινα µαλλιά της να λάµπουν στον ήλιο του Φάρναµ. Ο Σέρλοκ άρχισε να προχωράει προς το µέρος της, αλλά για κάθε βήµα που έκανε εκείνη αποµακρυνόταν δύο βήµατα προς τα πίσω. Αποµακρυνόταν όλο και περισσότερο κι όσο πιο γρήγορα έτρεχε εκείνος τόσο πιο γρήγορα
χανόταν εκείνη. Τα χείλη της κινούνταν, αλλά ό,τι κι αν έλεγε, ό,τι µήνυµα κι αν προσπαθούσε να του µεταφέρει, ήταν τόσο αχνό, που αδυνατούσε να το καταλάβει. Τελικά εκείνη έγινε µια σκοτεινή κουκκίδα πάνω στο καταπράσινο λιβάδι κι έπειτα χάθηκε. Ο Σέρλοκ ξύπνησε µε δάκρυα στα µάγουλά του, όµως δεν ήταν σίγουρος γιατί είχε κλάψει. Τα αγόρια πλύθηκαν και ντύθηκαν γρήγορα. Ο Κάµερον είχε µια επιπλέον κινέζικη φορεσιά για τον Σέρλοκ και στον Σέρλοκ άρεσε η ιδέα να µην τραβάει τόσο την προσοχή. Το πρωινό ήταν σαν εκείνα που είχε συνηθίσει να τρώει στην Αγγλία – µπέικον, οµελέτα, λουκάνικα και µπόλικο φρυγανισµένο ψωµί. Τα λουκάνικα είχαν µια παράξενη, πικάντικη γεύση και το µπέικον ήταν τόσο ξεροτηγανισµένο, που µπορούσε να το σπάσει στη µέση και να ακουστεί το κρακ, όµως ήταν η πρώτη φορά εδώ και µήνες που έτρωγε κάτι γνώριµο. Μέχρι καφές υπήρχε – µαύρος, δυνατός και µε πολλή ζάχαρη. Είχε ξεχάσει τη γεύση του καφέ. Ο κύριος Μακένζι καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, διαβάζοντας µια εφηµερίδα. Δεν έδειχνε να είναι κινέζικη και ο Σέρλοκ υποπτεύθηκε πως το USS Monocacy είχε φέρει µαζί του µια στοίβα αµερικανικές εφηµερίδες κι ο πατέρας του Κάµερον διάβαζε τα νέα του τελευταίου χρόνου. Έµοιαζε αφηρηµένος. Γυρνούσε τις σελίδες µία µπρος και µία πίσω, σαν να είχε συνειδητοποιήσει πως δε θυµόταν λέξη από όσα διάβαζε. «Χθες βράδυ είδαµε έναν διαρρήκτη» είπε ξαφνικά ο Κάµερον. Ο κύριος Μακένζι σήκωσε τα µάτια του από την εφηµερίδα και κοίταξε τον Κάµερον συνοφρυωµένος.
«Τι εννοείς ότι είδατε έναν διαρρήκτη;» ρώτησε ανήσυχη η κυρία Μακένζι από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Στον κήπο» πρόσθεσε ο Κάµερον «καθώς πηγαίναµε για ύπνο. Φάνηκε στον Σέρλοκ πως είδε κάτι µες στους θάµνους, όµως, όταν πήγε να ρίξει µια µατιά, κάποιος του πέταξε πέτρες». «Κάποιος ή κάτι» τον διόρθωσε ο Σερλοκ. «Δε γνωρίζουµε µε βεβαιότητα πως ήταν άνθρωπος». «Οι σκύλοι κι οι γάτες δεν πετάνε πέτρες» παρατήρησε ο Κάµερον. «Οι µαϊµούδες όµως µπορούν να πετάξουν πέτρες και δεν ξέρω τι άλλα ζώα µπορεί να έχετε εδώ στην Κίνα επίσης ικανά να πετάξουν πέτρες». «Το πιο πιθανό» είπε αφηρηµένα ο κύριος Μακένζι «είναι πως ήταν κάποιο ντόπιο παιδί. Πολύ αµφιβάλλω ότι ένας διαρρήκτης θα πετούσε πέτρες. Αυτοί συνηθίζουν να πετάνε µαχαίρια ή κάτι αιχµηρά, µεταλλικά αστέρια[27] που τους έχω δει να χρησιµοποιούν κατά καιρούς. Νοµίζω πως απλώς δραµατοποιείς τα πράγµατα, Κάµερον. Ήταν µια κουραστική βραδιά… Ίσως απλά το φανταστήκατε από την υπερδιέγερση». Σήκωσε πάλι την εφηµερίδα κι έκρυψε το πρόσωπό του, όµως ο Σέρλοκ ανησύχησε διότι είδε τα δάχτυλά του να ασπρίζουν, σαν να έσφιγγε το χαρτί. Κάτι τον ανησυχούσε. Ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον ρώτησαν αν µπορούσαν να πάνε και να χαζέψουν στην πόλη µετά το πρωινό. «Να είστε προσεκτικοί» είπε η κυρία Μακένζι «και φροντίστε να είστε πίσω για το µεσηµεριανό. Φέρτε µου και µερικά πορτοκάλια, αν µπορείτε, όµως κοιτάξτε να µην είναι χτυπηµένα». Στράφηκε στον
σύζυγό της. «Εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις, Μάλκολµ; Ήλπιζα να συζητήσουµε τις λεπτοµέρειες για το αυριανό πάρτι. Η µαγείρισσα έχει ήδη αρχίσει να πανικοβάλλεται». Ο κύριος Μακένζι χαµήλωσε πάλι την εφηµερίδα. Έδειχνε συλλογισµένος, ανήσυχος. «Φοβάµαι πως δε θα µπορέσω – τουλάχιστον όχι σήµερα το πρωί. Θα βρίσκοµαι στο γραφείο µου, γιατί πρέπει να ασχοληθώ µε… ορισµένα έγγραφα». «Δεν µπορούν να περιµένουν;» «Όχι» είπε απότοµα ο κύριος Μακένζι, κάνοντας τη σύζυγό του να µορφάσει. «Πρέπει να τα µελετήσω σήµερα». Για κάποιον λόγο, το µυαλό του Σέρλοκ πήγε στο πακέτο που είχε δώσει ο Αρένιους στον κύριο Μακένζι το προηγούµενο βράδυ, στη διάρκεια του πάρτι. Να περιείχε άραγε τα «έγγραφα» στα οποία αναφερόταν; «Α, καλά» είπε σιγανά η κυρία Μακένζι. «Ίσως µπορώ να περάσω αργότερα, να σου φέρω ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πιάτο µε βουτήµατα και να το συζητήσουµε τότε». «Θα έχω κλειδωµένη την πόρτα µου» είπε ο κύριος Μακένζι, κι αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής του ήταν πραγµατικά σκληρός. «Αυτά τα έγγραφα είναι πολύ ευαίσθητης φύσεως και δεν µπορώ να επιτρέψω σε κανέναν να τα δει». Ύστερα ο τόνος του µαλάκωσε. «Συγχώρεσέ µε. Δε θέλω να γίνοµαι αγενής. Μόλις τελειώσω τη δουλειά µου, θα έρθω να σε βρω και µπορούµε να µιλήσουµε για ό,τι θέλεις». «Όπως νοµίζεις» είπε η µητέρα του Κάµερον µε ουδέτερη φωνή, όµως τα χείλη της ήταν σφιγµένα και τα µάγουλά της ξαναµµένα. Ο Σέρλοκ στράφηκε στον Κάµερον. Ο νέος του φίλος απλά
ανασήκωσε τους ώµους. Είχε συνοφρυωθεί κι έδειχνε ανήσυχος – αυτή η συµπεριφορά προφανώς δεν ήταν κάτι που συνηθιζόταν την ώρα του πρωινού. Το υπόλοιπο πρωινό πέρασε βυθισµένο στη σιωπή. Ο πατέρας του Κάµερον φαινόταν αµήχανος µετά το ξέσπασµά του κι η µητέρα του δεν ήθελε να ξεκινήσει άλλη συζήτηση για να µην προκαλέσει την οργή του. Ο Κάµερον κοιτούσε ανήσυχος πότε τον έναν και πότε τον άλλον, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Ο Σέρλοκ επίσης προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ειδικότερα γιατί ο πατέρας του Κάµερον είχε προσπαθήσει να δώσει µια τόσο πεζή εξήγηση για τα γεγονότα της προηγούµενης νύχτας και να τα προσπεράσει. Για τον Σέρλοκ, το λογικό ήταν ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού που είχε γίνει στόχος διάρρηξης να προβληµατιστεί για το πώς θα αποτρέψει την επόµενη απόπειρα, όχι να προσποιείται πως δεν είχε συµβεί τίποτα. Μετά το πρωινό, τα δύο αγόρια πήγαν στην πόλη. Ο ουρανός ήταν γαλανός κι ανέφελος και, παρόλο που έκανε λίγη ψύχρα, η µέρα προβλεπόταν καλή. «Τι θες να κάνουµε;» ρώτησε ο Κάµερον. Ο Σέρλοκ θυµήθηκε όσα σκεφτόταν την προηγούµενη νύχτα, την ώρα του δείπνου. «Για να είµαι ειλικρινής, θα ήθελα να πάω να επισκεφτώ έναν φίλο». «Νόµιζα πως δεν είχες φίλους στη Σαγκάη». «Είναι ο µάγειρας του Γκλόρια Σκοτ. Η οικογένειά του µένει εδώ». Ο Σέρλοκ προσπάθησε να θυµηθεί τη διεύθυνση που του είχε δώσει ο Γου Τσουνγκ πριν κατέβει από το πλοίο. «Είπε πως µπορούσα να τον βρω στο Ρενµίν Ντονγκ Λου. Αυτό σηµαίνει Ανατολική Οδός Ρενµίν, σωστά;»
Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω πού είναι αυτό. Δεν είναι κι η καλύτερη περιοχή στη Σαγκάη. Είσαι σίγουρος πως θες να πας να δεις αυτό τον τύπο;» «Θα το ήθελα» είπε ο Σέρλοκ κι έκανε µια παύση. «Μόνο όµως αν πιστεύεις πως είναι ασφαλές». «Αν συµβεί κάτι, µπορούµε πάντα να παλέψουµε ή να το βάλουµε στα πόδια». Άρχισαν να περπατάνε µαζί στους δρόµους της Σαγκάης. Όπως και την προηγούµενη µέρα, παντού υπήρχαν άνθρωποι – κουβαλούσαν καλάθια, έσπρωχναν κάρα, καθοδηγούσαν άλογα ή σαλαγούσαν πρόβατα µε µακριά ξύλα. Πολλοί φορούσαν φαρδιά ψάθινα καπέλα για να προστατευτούν από τον ήλιο. Αντίθετα µε τα καπέλα που είχε συνηθίσει να βλέπει ο Σέρλοκ στην Αγγλία, αυτά έµοιαζαν να έχουν µόνο γείσο – ήταν σαν φαρδιοί κώνοι, που του θύµιζαν τη στέγη του σπιτιού των Μακένζι. Ο Κάµερον προφανώς ήξερε πού πήγαιναν. Η διαδροµή τους περιλάµβανε στενές αλέες και φαρδιές λεωφόρους, στροφές σε γωνίες και σειρές από καταστήµατα και πάγκους. Ένας ξαφνικός ήχος, σαν δυνατό βουητό που αντηχούσε σε κάθε γωνιά της πόλης, έκανε τον Σέρλοκ να κοκαλώσει. Είχαν σταµατήσει κι άλλοι άνθρωποι στον δρόµο και τώρα µιλούσαν µεταξύ τους µε σιγανές φωνές. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. Ο Κάµερον συνοφρυώθηκε. «Ακούγεται σαν κόρνα πλοίου» είπε. «Υποθέτω πως το USS Monocacy καλεί πίσω τους ναύτες του για να ξεκινήσει την αποστολή χαρτογράφησης του ποταµού Γιανγκτσέ». Ο Σέρλοκ παρατήρησε πως οι υπόλοιποι άνθρωποι στον δρόµο δεν
έδειχναν ιδιαίτερα χαρούµενοι. «Δεν είµαι σίγουρος πως οι ντόπιοι συµφωνούν» σχολίασε. «Μπορεί να µην αναφέρθηκε χθες βράδυ, τουλάχιστον όχι όσο ήµασταν παρόντες, αλλά δεν αναρωτιέσαι γιατί η αµερικανική κυβέρνηση θέλει να έχει ακριβείς χάρτες ενός κινεζικού ποταµού που βρίσκεται χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά από την Αµερική; Αµφιβάλλω πως το κάνουν από καλοσύνη». Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους του. «Η προφανής σκέψη είναι πως πιστεύουν ότι µπορεί να χρειαστούν ακριβείς χάρτες στο κοντινό µέλλον. Μόνο δύο λόγοι υπάρχουν για κάτι τέτοιο: πιθανές στρατιωτικές κινήσεις ή ένα κάρο Αµερικανοί έµποροι που θέλουν να πλεύσουν κατά µήκος του ποταµού». Έδειξε τους ντόπιους γύρω τους, που εξακολουθούσαν να µουρµουρίζουν σιγανά µεταξύ τους. «Προσπαθούν να αποφασίσουν ποια από τις δύο εκδοχές προτιµούν». Κάποια στιγµή έστριψαν σε µια γωνία και ο Κάµερον σταµάτησε. «Αυτή είναι η Ανατολική Οδός Ρενµίν». Ο Σέρλοκ έγνεψε µε το κεφάλι. «Ωραία. Ας ρωτήσουµε τώρα κάποιον πού µένει η οικογένεια Γου». Ο Κάµερον χαµογέλασε σε µια ηλικιωµένη γυναίκα δίχως δόντια, που πουλούσε φρούτα στην άκρη του δρόµου. Της είπε κάτι σε έναν χείµαρρο καντονέζικων, που ήταν υπερβολικά γρήγορα για να διακρίνει ο Σέρλοκ τις λέξεις. Εκείνη του απάντησε κάτι και του έδειξε ένα συγκεκριµένο σπίτι λίγο παρακάτω, πανοµοιότυπο µε τα υπόλοιπα. Όπως και όλα όσα είχαν δει µέχρι τότε, απέξω ήταν συνηθισµένο, δίχως κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: τοίχοι από λευκό σοβά, στέγη από κόκκινα κεραµίδια και µια πράσινη πόρτα.
Οι δύο φίλοι δεν είχαν κάνει παρά µερικά βήµατα προς το σπίτι, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι από µέσα βγήκε τρέχοντας µια γυναίκα που έκλαιγε. «Είναι άρρωστος!» ούρλιαξε στα καντονέζικα, κοιτάζοντας γύρω της απελπισµένα για βοήθεια. «Ας µε βοηθήσει κάποιος! Ο άντρας µου είναι άρρωστος! Νοµίζω πως πεθαίνει!» Ο πανικός της γυναίκας ήταν εµφανής από την απεγνωσµένη έκφραση του προσώπου της. Φοβόταν πράγµατι για τη ζωή του άντρα της. Οι άλλοι άνθρωποι που περπατούσαν στον δρόµο έκαναν ελιγµούς για να την αποφύγουν, καθώς προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή τους. Ο Σέρλοκ έκανε ένα βήµα µπροστά. Παρά το γεγονός ότι ήταν Ευρωπαίος και όχι Κινέζος, εκείνη κινήθηκε προς το µέρος του. «Ο άντρας µου» ξανάπε. «Το όνοµά του είναι Γου Τσουνγκ. Σε παρακαλώ, µπορείς να µε βοηθήσεις;»
Κεφάλαιο 7
Ο Σέρλοκ ένιωσε σαν η καρδιά του ξαφνικά να πάγωσε, µε κίνδυνο η παραµικρή κίνηση να τη σπάσει σε χίλια κοµµατάκια. «Είναι άρρωστος;» ρώτησε. «Μα, µα χθες ήταν µια χαρά. Τον είδα». Παρά την παγωµάρα στην καρδιά του και την παράλυση που ένιωθε στο σώµα του, το µυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Γεγονότα κι αναµνήσεις περνούσαν αστραπιαία από µπροστά του. Όσο βρίσκονταν στο Γκλόρια Σκοτ, ο Γου Τσουνγκ δεν του είχε φανεί άρρωστος. Όταν κατέβηκε από τη σανιδόσκαλα και βγήκε στην προβλήτα, ήταν µια χαρά – χαρούµενος και λίγο ανήσυχος στην προοπτική να ξαναδεί την οικογένειά του. Αν επρόκειτο για κάποια ασθένεια που είχε προσβάλει το πλήρωµα του πλοίου, τότε θα έπρεπε να είχε εµφανίσει συµπτώµατα όσο βρίσκονταν ακόµη στο πλοίο –στην ανοιχτή θάλασσα– και µάλιστα θα έπρεπε να είχε αρρωστήσει κι ο ίδιος ο Σέρλοκ. Για την ακρίβεια, όλοι οι ναύτες θα είχαν αρρωστήσει, δεδοµένου του πόσες εβδοµάδες είχαν περάσει µαζί σε έναν περιορισµένο χώρο. Όχι, αν ο µάγειρας είχε αρρωστήσει, ήταν πιθανότερο να είχε προσβληθεί από κάποια τοπική ασθένεια τη στιγµή
που πάτησε το πόδι του στην προβλήτα. Ήταν όµως δυνατόν µια ασθένεια να έχει τόσο ραγδαία εξέλιξη; Η γυναίκα τράβηξε το µανίκι του. «Σε παρακαλώ, πρέπει να τον βοηθήσεις!» Ο Κάµερον έκανε ένα βήµα πίσω. «Άκου, Σέρλοκ, αν υπάρχει κάποιος άρρωστος εκεί µέσα, δεν πρέπει να πλησιάσουµε. Σε αυτή την πόλη έχω δει ανθρώπους να κολλάνε ο ένας τον άλλον αρρώστιες µε τέτοια ταχύτητα, που θα έπρεπε κυριολεκτικά να τρέξεις για να τις συναγωνιστείς». Ο Σέρλοκ κοίταξε γύρω του απελπισµένα, ελπίζοντας να παρενέβαινε κάποιος άλλος και να προσφερόταν να βοηθήσει –ίσως κάποιος περαστικός γιατρός–, όµως όλοι ο ντόπιοι προχωρούσαν δίχως να δίνουν σηµασία στο τι συνέβαινε. Για την ακρίβεια, αρνούνταν ακόµα και να τους κοιτάξουν. «Έχει αρρωστήσει κανένας άλλος;» ρώτησε ο Σέρλοκ, αγνοώντας την προτροπή του Κάµερον. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Κανένας». Έκανε ένα βήµα πίσω, προφανώς ελπίζοντας πως ο Σέρλοκ θα την ακολουθούσε. «Ούτε εγώ ούτε ο γιος µας ούτε κανένας από τους γείτονες, από όσο ξέρω». Κοίταξε γύρω της µε πικρία. «Όχι πως µας δίνουν σηµασία τώρα» είπε πιο δυνατά. «Φοβούνται πως ο Γου Τσουνγκ έφερε µαζί του κάποια παράξενη αρρώστια από τα ξένα. Δειλοί!» Ο Σέρλοκ έριξε µια γρήγορη µατιά στον Κάµερον. «Άκουσέ µε» είπε επιτακτικά στον νεαρό Αµερικανό. «Ο Γου Τσουνγκ είναι φίλος µου. Είναι πιθανότατα ο καλύτερος φίλος που έχω αποκτήσει εδώ και αρκετό καιρό – πέρα από σένα. Αν χρειάζεται τη βοήθειά µου, οφείλω να
του τη δώσω». «Αν θέλεις να κάνεις κάτι για να βοηθήσεις» αποκρίθηκε ο Κάµερον κουνώντας το κεφάλι του «πρέπει να φέρεις έναν από τους ντόπιους θεραπευτές να τον εξετάσουν. Μόνος σου δεν µπορείς να κάνεις τίποτα». Ο Σέρλοκ µία κοιτούσε τον Κάµερον, µε την αδιαλλαξία χαραγµένη στο πρόσωπό του, και µία τη γυναίκα του Γου Τσουνγκ, µε τη σχεδόν πανικόβλητη έκφραση. «Ας ρίξουµε τουλάχιστον µια µατιά. Μπορεί απλά να φταίει κάτι που έφαγε». Έκανε νόηµα στην Κινέζα να τον οδηγήσει στο εσωτερικό του σπιτιού. Εκείνη έγνεψε µε το κεφάλι και για µια στιγµή η έκφραση αγωνίας στο πρόσωπό της αντικαταστάθηκε από ευγνωµοσύνη. «Για πες µου πώς ακριβώς θα καταλάβεις τη διαφορά µεταξύ ενός στοµαχόπονου και µιας µεταδοτικής ασθένειας;» ρώτησε ο Κάµερον καθώς ο Σέρλοκ ακολουθούσε τη γυναίκα στο σκοτεινό άνοιγµα της εισόδου. Ο Σέρλοκ γύρισε και τον κοίταξε πάνω από τον ώµο του. «Δεν ξέρω» παραδέχθηκε «κάτι όµως πρέπει να κάνω για να βοηθήσω, έστω για να δώσω κουράγιο σε εκείνον ή στη γυναίκα του». Ο Κάµερον για µια στιγµή δίστασε, έπειτα ανασήκωσε τους ώµους κι ακολούθησε τον Σέρλοκ στο εσωτερικό του σπιτιού. «Είναι βλακώδες αυτό που κάνουµε» είπε σιγανά. «Είναι πραγµατικά βλακώδες. Η µητέρα µου θα καράφλιαζε αν το µάθαινε». Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν δροσερό και σκιερό. Μέσα υπήρχε διάχυτη µια παράξενη µυρωδιά, σαν γλυκός καπνός. Οι τοίχοι ήταν καλυµµένοι µε τραχύ σοβά και πάνω τους κρέµονταν ζωγραφιές – όχι σε
καµβά και µε κορνίζες, όπως θα ήταν στην Αγγλία, αλλά σε περγαµηνές µε µια βέργα στο πάνω και το κάτω µέρος, για να µη διπλώνουν και γίνονται ρολό. Στις γωνίες των δωµατίων και σε κόγχες στους τοίχους υπήρχαν µικρές ξύλινες φιγούρες – δράκοι και χοντροί άνδρες µε σκελέες. Δεν υπήρχαν καρέκλες, παρά µόνο µαξιλάρες στο πλακόστρωτο πάτωµα και τα τραπέζια ήταν χαµηλά, ώστε κάποιος να µπορεί να κάτσει µπροστά τους γονατιστός ή σταυροπόδι. «Είπες πως γνωρίζεις τον άντρα µου; Δεν έχουµε συναντηθεί ποτέ, σωστά; Δε µένεις στη Σαγκάη…» « Ήµασταν στο ίδιο πλοίο» εξήγησε ο Σέρλοκ «στο Γκλόρια Σκοτ. Είχα υποσχεθεί να τον επισκεφθώ µόλις τακτοποιούνταν πάλι στο σπίτι του». «Α, εσύ είσαι, λοιπόν, ο Σέρλοκ! Μας µίλησε για σένα». Χαµογέλασε φευγαλέα, πριν οι ρυτίδες ανησυχίας χαραχτούν ξανά στο πρόσωπό της. «Μας είπε πως ήλπιζε να περάσεις και να µείνεις µαζί µας για φαγητό. Κάτι ήθελε να σου πει, ξαφνικά όµως κατέρρευσε». «Ναι, εγώ είµαι ο Σέρλοκ κι αυτός είναι ο φίλος µου ο Κάµερον». Έγνεψε – ένα µικρό κούνηµα του κεφαλιού και των ώµων της. «Εγώ είµαι η Τζι Χιούεν». Τους οδήγησε µέσα από έναν διάδροµο σε κάτι που προφανώς ήταν υπνοδωµάτιο. Το κρεβάτι ήταν χαµηλό, όπως και τα τραπέζια στο πρώτο δωµάτιο. Αντίθετα, τα παράθυρα βρίσκονταν ψηλά, πολύ πιο ψηλά από το κεφάλι ενός ανθρώπου. Ο Γου Τσουνγκ ήταν ξαπλωµένος στο κρεβάτι. Ο ιδρώτας γυάλιζε πάνω στο βλογιοκοµµένο του πρόσωπο κι έτρεµε ολόκληρος. Όταν ο Σέρλοκ πλησίασε, παρατήρησε πως τα µάτια του ήταν κατακόκκινα.
«Φίλε µου Σέρλοκ!» αναφώνησε. Ήταν προφανές ότι προσπαθούσε να ακουστεί εγκάρδιος, όµως η φωνή του ήταν ασθενική και πάλευε για να µιλήσει. «Γου Τσουνγκ, τι σου συνέβη;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Χθες βράδυ έπεσα για ύπνο. Σήµερα το πρωί, πριν ανατείλει ο ήλιος, ξύπνησα απότοµα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που µε ξύπνησε, όµως, όταν προσπάθησα να σηκωθώ από το κρεβάτι, ανακάλυψα πως τα πόδια µου δε µε βαστούσαν. Σωριάστηκα στο κρεβάτι κι άρχισα να τρέµω. Νιώθω σαν να κυλάει φωτιά στις φλέβες µου και το στόµα µου είναι πιο ξερό κι από την έρηµο!» Εκείνη την ώρα µπήκε στο δωµάτιο ένα αγόρι. Είχε περίπου την ίδια ηλικία µε τον Σέρλοκ και τον Κάµερον, ήταν φυσικά κινεζικής καταγωγής, λεπτότερο από τον Γου Τσουνγκ, αλλά µε παρόµοια µαλλιά και χαρακτηριστικά. Ο Σέρλοκ υπέθεσε πως ήταν ο γιος του Γου Τσουνγκ. Κρατούσε µια κανάτα νερό, την οποία έτεινε προς τον πατέρα του. Η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν ίδια µε αυτή της µητέρας του – οριακά ελεγχόµενος πανικός. «Να, πιες αυτό. Σου το έφερα από το πηγάδι». Ο Γου Τσουνγκ άρπαξε την κανάτα και ήπιε όλο το περιεχόµενο µε τρεις µεγάλες γουλιές. Σκούπισε µε το χέρι τα βρεγµένα του χείλη. «Αυτό βοηθάει» είπε. «Σε ευχαριστώ». Έστρεψε το βλέµµα του στον Σέρλοκ και χαµογέλασε. «Είχα την ελπίδα ότι θα σε ξανάβλεπα» είπε. Χτύπησε ελαφρά το στρώµα δίπλα του. «Έλα, Σέρλοκ, κάθισε. Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω κι ένα µήνυµα που θέλω να µεταφέρεις για λογαριασµό µου».
«Πες µου» είπε ο Σέρλοκ. «Αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι δε θα βρίσκοµαι στο Γκλόρια Σκοτ όταν σαλπάρει». «Ξέρω πως έτσι νιώθεις τώρα» είπε ο Σέρλοκ προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει «όµως ό,τι κι αν είναι αυτό, θα το ξεπεράσεις. Σ’ το υπόσχοµαι». «Όχι, εννοώ ότι βρήκα αλλού δουλειά». «Ως µάγειρας;» ρώτησε έκπληκτος ο Σέρλοκ. «Ναι, στο µεγάλο πλοίο που είδαµε χθες στο λιµάνι, το αµερικάνικο». «Το USS Monocacy;» Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. Προσπαθούσε να φανταστεί τον Γου Τσουνγκ να µαγειρεύει για εκατοντάδες άνδρες του Αµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού αντί για µερικές δεκάδες Άγγλους ναύτες. «Πώς έγινε αυτό;» Ο Γου Τσουνγκ έριξε µια µατιά στη γυναίκα του και χαµογέλασε. «Εχθές, αφού έφτασα σπίτι, καθίσαµε και µιλήσαµε µε την Τζι Χιούεν και µε έπεισε να µην ξαναφύγω για τόσο µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μου είπε πως έπρεπε να βρίσκοµαι εδώ για χάρη του Γου Φανγκ-Γι, που έχει αρχίσει να µεγαλώνει». Ο Γου έβηξε, καλύπτοντας το στόµα µε το πίσω µέρος της παλάµης του. « Ήξερα πως είχε δίκιο κι έτσι, όσο εκείνη µαγείρευε το δείπνο, επέστρεψα στο λιµάνι για να δω αν έψαχνε κανείς άλλος µάγειρα. Σε ένα καπηλειό κοντά στην προβλήτα έµαθα πως το αµερικανικό πλοίο έψαχνε βοηθό µάγειρα και µε προσέλαβαν αµέσως». Χαµογέλασε. «Χρειάζονται απεγνωσµένα κάποιον που ξέρει τι κάνει. Ανακάλυψα πως ο νέος αρχιµάγειρας έχει παραγγείλει υπερβολικά πολλά βαρέλια µε νερό – εκατοντάδες από δαύτα! Το πλοίο θα ανέβει
τον ποταµό Γιανγκτσέ και θα έχουν όσο νερό θέλουν στη διάθεσή τους! Του είπα πως ήταν υπερβολικά πολλά, όµως δε λέει να µε ακούσει». «Ενηµέρωσες τον καπετάνιο Τολαγουέι ότι δε θα επιστρέψεις;» «Έστειλα ένα µήνυµα στον κύριο Λάρτσµοντ. Ξέρω πως αυτός κι ο καπετάνιος θα καταλάβουν». Έστρεψε πάλι το βλέµµα στη γυναίκα του. « Ήδη έχω περάσει πολύ καιρό µακριά τους. Ήδη έχω χάσει τόσο χρόνο από τις ζωές τους. Το αµερικανικό πλοίο θα ανέβει τον ποταµό Γιανγκτσέ σε διάστηµα λίγων εβδοµάδων. Πολύ σύντοµα θα επιστρέψω κ ύστερα θα ψάξω για άλλη δουλειά στη Σαγκάη». «Πότε σαλπάρει όµως;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Τον λυπούσε το γεγονός πως δε θα µοιραζόταν µε τον φίλο του το ταξίδι της επιστροφής. «Αύριο» είπε ο Γου. Το πρόσωπό του είχε γίνει σταχτί. «Δε θα τα καταφέρω όµως – όχι έτσι όπως είµαι τώρα. Κανείς δε θέλει να ετοιµάζει το φαγητό του ένας άρρωστος µάγειρας. Αυτό είναι το µήνυµα που θέλω να µεταφέρεις: να πεις στον καπετάνιο του Monocacy πως θα πρέπει να βρει άλλον βοηθό µάγειρα». Αν καταφέρει να βρει άλλον µέσα σε τόσο λίγο χρόνο, σκέφτηκε ο Σέρλοκ, αλλά χαµογέλασε στον Γου Τσουνγκ καθησυχαστικά. «Θα του µεταφέρω το µήνυµα» είπε. «Είµαι σίγουρος πως δε θα έχεις δυσκολία να βρεις κάποια άλλη δουλειά εδώ». Ο Γου κούνησε το κεφάλι του. «Όχι έτσι όπως είµαι τώρα» ξαναείπε. «Έφαγες τίποτα που µπορεί να σε πείραξε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Έφαγα ακριβώς ό,τι έφαγε και η οικογένειά µου». Το πρόσωπό του έκανε έναν σπασµό και γύρισε ξαφνικά στο πλάι, ξερνώντας στο πάτωµα όλο το νερό που είχε πιει πριν από λίγο. Η Τζι Χιούεν πήγε και τον κράτησε από τους ώµους.
Καθώς ξάπλωνε πάλι στο κρεβάτι, τρέµοντας και µε πρόσωπο κατάχλωµο, ο Σέρλοκ παρατήρησε κάτι στην πλάτη του. Το είδε µόνο για µια στιγµή, καθώς µετακινήθηκε το βαµβακερό πουκάµισο του Γου, όµως του τράβηξε την προσοχή. «Γείρε µπροστά» είπε. «Τι;» «Γείρε µπροστά!» Η Τζι Χιούεν κι ο γιος της κοιτάχτηκαν απορηµένοι. Ο Γου Τσουνγκ για µια στιγµή κάρφωσε το βλέµµα του στον Σέρλοκ κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. Η γυναίκα και ο γιος του τον βοήθησαν να ανασηκωθεί στο κρεβάτι και να γείρει µπροστά. Ο Σέρλοκ τράβηξε το µουσκεµένο πουκάµισο από τον ώµο του. Εκεί, κάτω από τον λαιµό του Γου Τσουνγκ και πάνω από τη δεξιά του ωµοπλάτη, υπήρχαν δύο κόκκινα σηµάδια. Το ένα ήταν µικρό και συµµετρικό, ενώ το άλλο είχε ακανόνιστο σχήµα. Τα δύο σηµάδια απείχαν γύρω στα δυόµισι εκατοστά και το δέρµα γύρω τους ήταν ερεθισµένο. Η Τζι Χιούεν πήρε µια κοφτή ανάσα. «Δάγκωµα φιδιού!» φώναξε. Πετάχτηκε µακριά από το κρεβάτι, κοιτάζοντας τροµοκρατηµένη το πλακόστρωτο πάτωµα. «Φανγκ-Γι, κάνε πίσω! Μπορεί να είναι κάτω από το κρεβάτι». Το σώµα του Σέρλοκ ήθελε να πηδήξει κι αυτό προς τα πίσω, όµως το µυαλό του είχε παραλύσει από την ιδέα ότι ένα δηλητηριώδες ερπετό µπορεί να βρισκόταν κάτω από το χαµηλό κρεβάτι. Με το σώµα και το µυαλό του να παλεύουν, κοκάλωσε στη θέση του. Ο Κάµερον χρειάστηκε να τον πιάσει από τον ώµο και να τον τραβήξει για να τον
κάνει να κινηθεί. Ο Γου Τσουνγκ µάζεψε τα γόνατα στο στήθος του και κοίταζε γύρω του φοβισµένος. «Δεν ένιωσα κάποιο δάγκωµα» είπε. Από την ασφαλή απόσταση του ενάµισι µέτρου µακριά από το κρεβάτι, ο Σέρλοκ έπεσε στα γόνατα και κάρφωσε το βλέµµα του στις σκιές από κάτω, έτοιµος να αντιδράσει αν πεταγόταν κάτι προς το µέρος του – όµως δεν υπήρχε τίποτα. Ο στενός χώρος κάτω από το κρεβάτι ήταν κενός. Σηκώθηκε κουνώντας το κεφάλι του. «Αν υπήρχε κάποιο φίδι κάτω από το κρεβάτι, τώρα δε βρίσκεται πια εκεί». «Μα ήταν σίγουρα φίδι!» αναφώνησε η Τζι Χιούεν. «Είδες τα σηµάδια!» Άρχισε να κλαίει γοερά και να φωνάζει: «Αχ, πώς µας έτυχε αυτό, πώς;». Κοιτάζοντας το δωµάτιο, το ίδιο αναρωτιόταν κι ο Σέρλοκ. «Τα παράθυρα βρίσκονται τόσο ψηλά, που δεν µπορώ να φανταστώ ένα φίδι να σκαρφαλώνει εκεί πάνω» µονολόγησε «κι αυτό το δωµάτιο βρίσκεται στο τέρµα ενός διαδρόµου. Το φίδι θα έπρεπε να κάνει µεγάλη διαδροµή για να µπει µέσα, κι άλλη τόση για να βγει έξω. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;». «Μπορεί να µπήκε από κάποια τρύπα» είπε ο Κάµερον. Ο Σέρλοκ σάρωσε µε το βλέµµα του το δωµάτιο, εκεί όπου οι τοίχοι συναντούσαν τα πλακάκια του πατώµατος. «Δες και µόνος σου» είπε. «Εγώ δε βλέπω κάποια τρύπα». «Δεν υπάρχουν τρύπες» είπε περήφανα ο Γου Φανγκ-Γι, ο γιος του Γου Τσουνγκ. «Η µητέρα µε έβαλε να τις γεµίσω όλες µε πηλό, για να µην µπαίνουν µέσα ποντίκια κι αρουραίοι, και κάθε εβδοµάδα ελέγχω
αν έχουν εµφανιστεί καινούριες για να τις κλείσω». «Μπράβο, αγόρι µου» είπε αδύναµα ο Γου Τσουνγκ, ξαπλώνοντας πάλι στο κρεβάτι. Το πρόσωπό του ήταν πελιδνό. «Πότε έλεγξες τελευταία φορά;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Χθες» αποκρίθηκε το αγόρι. Ο Κάµερον έριξε µια µατιά γύρω του, βρήκε ένα ξύλο και το πήρε στο χέρι του. «Θα πάω να ελέγξω τα υπόλοιπα δωµάτια, µήπως και βρίσκεται ακόµη εδώ». Κοίταξε την Τζι Χιούεν. «Αν δε σας πειράζει δηλαδή». Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Να προσέχεις». «Κοίταξε κάτω από όλα τα έπιπλα» του είπε ο Σέρλοκ. Ο γιος του Γου Τσουνγκ έκανε ένα βήµα µπροστά. «Θα βοηθήσω κι εγώ» δήλωσε. «Δύο ζευγάρια µάτια είναι καλύτερα από ένα». Έγνεψε στον Κάµερον όλο σοβαρότητα. Η Τζι Χιούεν ήταν έτοιµη να προβάλει κάποια αντίρρηση, όµως ένα βλέµµα από τον σύζυγό της την έκανε να σωπάσει. «Άσ’ τον να πάει» είπε ο Γου Τσουνγκ µε αδύναµη φωνή. «Είναι γενναίο αγόρι και είµαι πολύ περήφανος γι’ αυτόν». Ο Κάµερον και ο Γου Φανγκ-Γι βγήκαν από το δωµάτιο, ρίχνοντας προσεκτικές µατιές γύρω τους. Ο Γου Τσουνγκ έκανε νόηµα στον Σέρλοκ και την Τζι Χιούεν να πλησιάσουν. «Καλύτερα να µην είναι εδώ µέσα» είπε. «Δε θέλω να µε βλέπει σε αυτή την κατάσταση». Έβηξε κι ο Σέρλοκ είδε µε φρίκη αίµα να ανεβαίνει στο στόµα του. «Ίσως να ήταν καλύτερα αν ήµουν άρρωστος. Το δάγκωµα του φιδιού δεν έχει γιατρειά. Μην τον αφήσετε να ξαναµπεί στο δωµάτιο. Κανένα παιδί δεν πρέπει να βλέπει τον πατέρα του να πεθαίνει».
Η Τζι Χιούεν έβγαλε µια κραυγή, που προσπάθησε να την πνίξει δαγκώνοντας το πάνω µέρος της παλάµης της. Τα µάτια της ήταν γουρλωµένα και γεµάτα φόβο. «Δε θα πεθάνεις» είπε ο Σέρλοκ µε περισσότερη πεποίθηση από όση ένιωθε. Κοιτάζοντας τον Γου, σκέφτηκε πως ο φίλος του µπορεί να είχε δίκιο και ξαφνικά ένιωσε δάκρυα να αναβλύζουν από τα µάτια του. «Πρέπει να σε πάµε σε έναν θεραπευτή» είπε. «Ξέρεις πού µπορούµε να βρούµε κάποιον;» Έστρεψε το βλέµµα του στην Τζι Χιούεν. «Ο Κάµερον κι εγώ θα φέρουµε τον θεραπευτή εδώ – και θα πάρουµε µαζί µας τον Γου Φανγκ-Γι». Η Τζι Χιούεν έδειξε την ευγνωµοσύνη της µε ένα νεύµα του κεφαλιού. Τα µάτια της ήταν γεµάτα δάκρυα. Ο Σέρλοκ ήξερε πως η γυναίκα κατάλαβε τι προσπαθούσε να κάνει: να της δώσει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει µόνη τον άντρα της, αν πράγµατι πέθαινε. Ο Κάµερον κι ο Γου Φανγκ-Γι επέστρεψαν στο υπνοδωµάτιο. «Δεν υπάρχει κανένα φίδι» ανακοίνωσε περήφανα ο γιος του Γου. «Κοιτάξαµε παντού». Έριξε µια µατιά στον πατέρα του και ξαφνικά τα µάτια του γέµισαν θλίψη – κι εκείνος υποπτευόταν τι επρόκειτο να συµβεί. «Θα πάµε να φέρουµε έναν θεραπευτή» ανακοίνωσε ο Σέρλοκ. Η Τζι Χιούεν πήρε ένα πινέλο µε µελάνι κι έγραψε ένα σύντοµο σηµείωµα σε ένα κοµµάτι χαρτί. «Ορίστε» είπε δίνοντάς το στον Κάµερον. «Αυτή είναι η διεύθυνση κι ένα µήνυµα για τον θεραπευτή. Κάντε γρήγορα, κάντε όσο πιο γρήγορα µπορείτε». Κοίταξε τον Κάµερον συνοφρυωµένη. «Ξέρεις να διαβάζεις hanzi[28];» Έγνεψε µε το κεφάλι και κοίταξε το σηµείωµα. «Ξέρω πού βρίσκεται αυτό» επιβεβαίωσε.
Ο Σέρλοκ κοίταξε τον Γου Τσουνγκ. Τον αποχαιρέτησε µε ένα νεύµα του κεφαλιού. Ο µάγειρας τού ανταπέδωσε το νεύµα µε ένα αδύναµο χαµόγελο. «Ελάτε» είπε. «Πάµε». Έξω από το σπίτι, το φως της µέρας ήταν εκτυφλωτικό και τα µάτια τους χρειάστηκαν µερικά δευτερόλεπτα για να προσαρµοστούν. Ο Κάµερον τους οδήγησε γρήγορα κατά µήκος του δρόµου. Ο Γου ΦανγκΓι ερχόταν τελευταίος, ρίχνοντας πίσω του µατιές στο σπίτι όπου ήταν άρρωστος –και πιθανώς πέθαινε– ο πατέρας του. «Υπάρχουν πολλά δηλητηριώδη φίδια στην Κίνα;» ρώτησε τον Κάµερον καθώς έτρεχαν. «Μερικά» του φώναξε εκείνος πάνω από τον ώµο του. «Συνήθως στην ύπαιθρο, βέβαια. Δεν έχω ακούσει για φίδια που έρχονται στην πόλη, τουλάχιστον όχι δίχως να καταλήξουν στο τσουκάλι». «Οι Κινέζοι τρώνε φίδια;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά. «Οι Κινέζοι τρώνε τα πάντα». Αρχικά τους οδηγούσε ο Κάµερον µέσα από τους πολυσύχναστους δρόµους, όµως ο Γου Φανγκ-Γι προσπαθούσε συνεχώς να τον προσπεράσει. «Ξέρω πού πηγαίνουµε!» του φώναξε. Ο Κάµερον τον παραµέρισε µια δυο φορές συνεχίζοντας να τους καθοδηγεί, όµως τελικά ο Σέρλοκ τον έπιασε από τον ώµο και του είπε: «Άσ’ τον να πάει εκείνος µπροστά. Έχει την ανάγκη να νιώσει πως κάνει κάτι για να βοηθήσει τον πατέρα του». «Έχεις δίκιο» είπε ο Κάµερον ανασηκώνοντας τους ώµους. «Στη θέση του κι εγώ έτσι θα ένιωθα». Κάποια στιγµή έφτασαν σε µια ξύλινη καλύβα που ήταν χτισµένη σε απόσταση από τα υπόλοιπα κτίρια της περιοχής. Φυλαχτά και άλλα
µπιχλιµπίδια κρέµονταν µε σπάγγο από τη σκεπή της και περιστρέφονταν µαλακά από το αεράκι. Ο Σέρλοκ παρατήρησε πως ο µικρός κήπος που είχε στο µπροστινό και το πίσω µέρος ήταν γεµάτος µε φυτά, διαφορετικά από τους ανθισµένους θάµνους που προτιµούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι. Ως επί το πλείστον, αυτά τα φυτά είτε δεν έβγαζαν λουλούδια είτε τα λουλούδια τους ήταν σαν µαραµένα. Ήταν ισχνά και διόλου εντυπωσιακά – έµοιαζαν περισσότερο µε ζιζάνια, παρά µε κάτι που θα ήθελε κανείς στον κήπο του. Ο Γου Φανγκ-Γι έτρεξε στην πόρτα. Για την ακρίβεια, πόρτα δεν υπήρχε, µόνο µια λεπτή, καρφωµένη κουβέρτα που κρεµόταν µπροστά στο άνοιγµα. Το αγόρι χτύπησε την κάσα. «Σας παρακαλώ!» φώναξε. «Αξιότιµε κύριε, χρειαζόµαστε τη βοήθειά σας!» Καθώς πλησίασαν ο Σέρλοκ και ο Κάµερον, ένας ηλικιωµένος άνδρας τράβηξε στην άκρη την κουβέρτα. Ήταν πιθανώς το γηραιότερο ανθρώπινο πλάσµα που είχε δει ποτέ του ο Σέρλοκ. Το δέρµα του ήταν αργασµένο κι έδειχνε σαν κάποιος να το είχε τσαλακώσει και να το είχε αφήσει στον ήλιο να ξεραθεί. Τα µάτια του χάνονταν µέσα σε ένα τοπίο από ρυτίδες, που θύµιζε στον Σέρλοκ τα σπασίµατα στη λάσπη µιας ξεραµένης λίµνης. Είχε ένα λεπτό, λευκό µουστάκι που κρεµόταν εκατέρωθεν του στόµατός του µέχρι την κλείδα του. Το κεφάλι του ήταν σχεδόν φαλακρό, µε την εξαίρεση µιας λευκής αλογοουράς στο πίσω µέρος, περίπου στο ίδιο πάχος µε το µουστάκι του. Όταν άνοιξε το στόµα του για να µιλήσει, ο Σέρλοκ είδε πως είχε ένα και µοναδικό δόντι και τα ούλα του ήταν µαύρα. «Ποιος είσαι και γιατί ταράζεις τον ύπνο µου;» γκρίνιαξε µε µια
διαπεραστική φωνή. Ο Γου Φανγκ-Γι έκανε µια γρήγορη υπόκλιση. «Ζητώ συγγνώµη, σεβάσµιε θεραπευτή. Ο πατέρας µου είναι άρρωστος. Με έστειλε η µητέρα µου να ικετέψω τη βοήθειά σας». Για µια παρατεταµένη στιγµή, ο γέροντας κοιτούσε αµίλητος τον Γου Φανγκ-Γι, µε µάτια που ήταν δύο φωτεινές σχισµές στις σκοτεινές δίπλες των βλεφάρων του. Έπειτα βγήκε στον κήπο και στράφηκε προς τον Σέρλοκ και τον Κάµερον, καρφώνοντάς τους µε το βλέµµα του. Στο χέρι του κρατούσε ένα ξύλινο µπαστούνι για να στηρίζεται. Ήταν στρεβλό, σαν ρίζα δέντρου. «Κι έφερες µαζί σου ξένους διαβόλους» είπε σχεδόν αφηρηµένα. «Ζούµε σε ενδιαφέροντες καιρούς, πραγµατικά ενδιαφέροντες καιρούς29». Ο Γου Φανγκ-Γι στράφηκε προς το µέρος των δύο αγοριών. «Είχαν έρθει να µας επισκεφτούν και µε ακολούθησαν ως εδώ» είπε σχεδόν απολογητικά. Ο Κάµερον φαινόταν έτοιµος να διαφωνήσει, όµως ο Σέρλοκ τον σκούντησε διακριτικά στην πλάτη. Εκείνος έκλεισε το στόµα του κι έδωσε στον γέροντα το κοµµάτι χαρτί που του είχε εµπιστευτεί η Τζι Χιούεν. Ο γέροντας το ξεδίπλωσε και το διάβασε. Έγνεψε αργά µε το κεφάλι του. «Δάγκωµα φιδιού, ε; Πολύ σοβαρό. Πολύ ακριβή θεραπεία». Ο Γου Φανγκ-Γι εξαγριώθηκε. «Μπορούµε να πληρώσουµε!» διαµαρτυρήθηκε. «Ακόµα κι αν δεν µπορεί εκείνος, µπορώ εγώ» είπε ο Κάµερον. Στράφηκε στον Σέρλοκ. «Μπορεί να πιστεύω πως όλη αυτή η ιστορία είναι µια ανοησία, αλλά δε θα αφήσω τον φίλο σου να πεθάνει αν
περνάει από το χέρι µου». «Σε ευχαριστώ» είπε ο Σέρλοκ. «Το εκτιµώ ιδιαίτερα». «Θα χρειαστεί πρώτα να πάρω µερικά πράγµατα» είπε ο γέροντας. Αντί να ξαναµπεί στην καλύβα, όπως περίµενε ο Σέρλοκ, άρχισε να περπατάει µέσα στον κήπο του. Σκύβοντας µε την ευλυγισία ενός άνδρα στο ένα τρίτο της ηλικίας του, έπιανε διάφορα φυτά κι έλεγχε τα φύλλα και τους µίσχους τους, κι έπειτα είτε τα ξερίζωνε είτε τα άφηνε και προχωρούσε. Τελικά µάζεψε στο χέρι του γύρω στα δέκα φυτά. «Γιατρικά» είπε κουνώντας τα φυτά προς το µέρος των αγοριών. «Πολύ καλά για δαγκώµατα φιδιών και εντόµων». Ο γυρισµός ήταν πιο αργός από τον πηγεµό. Ο γέροντας περπατούσε πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίµενε ο Σέρλοκ, όµως δεν µπορούσε να τρέξει ή δεν ήθελε να τρέξει. Ο Σέρλοκ δεν ήταν βέβαιος τι από τα δύο ίσχυε. Μάλιστα µια δυο φορές σταµάτησε στη µέση της διαδροµής για να µιλήσει µε ανθρώπους που γνώριζε, και ο Γου Φανγκ-Γι αναγκάστηκε να διακόψει τη συζήτηση και να τον τραβήξει για να συνεχίσουν τον δρόµο τους. Όταν έφτασαν πάλι στην Ανατολική Οδό Ρενµίν, η Τζι Χιούεν στεκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού. Καθώς κοιτούσε κατά µήκος του δρόµου, τα χέρια της έτρεµαν σαν φτερά περιστεριών. Μόλις είδε τα τρία αγόρια και τον θεραπευτή, έπιασε τον λαιµό της µε ανακούφιση. «Πώς είναι ο πατέρας;» ρώτησε ο Γου Φανγκ-Γι καθώς πλησίαζαν. Εκείνη µόρφασε. «Όπως ήταν». Καθώς ο γηραιός θεραπευτής πλησίασε το κατώφλι, η Τζι Χιούεν ένωσε τις παλάµες της και υποκλίθηκε. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε. Σας είµαι υπόχρεη». Εκείνος έκλινε το κεφάλι του προς το µέρος της. «Ας δούµε τι µπορεί
να γίνει» είπε. «Δεν υπόσχοµαι τίποτα». Μπήκε µέσα στο σπίτι, στηριζόµενος στο µπαστούνι του. Η Τζι Χιούεν τον ακολούθησε, µε τα χέρια της να εξακολουθούν να τρέµουν. Ο Γου Φανγκ-Γι έκανε να τους ακολουθήσει, όµως ο Σέρλοκ ακούµπησε το χέρι στον ώµο του. «Περίµενε καλύτερα εδώ, µαζί µας» του είπε. «Ο θεραπευτής πρέπει να κάνει τη δουλειά του και µπορεί να του αποσπάσεις την προσοχή. Άλλωστε, η µητέρα σου ανησυχεί ήδη για τον πατέρα σου, δε χρειάζεται να ανησυχεί και για σένα». Ο Γου Φανγκ-Γι στράφηκε στον Σέρλοκ. Τα µάτια του ήταν υγρά από τα δάκρυα. «Μα… µπορεί να πεθάνει». Ο Σέρλοκ έγνεψε µε το κεφάλι. «Ναι, µπορεί, κι αν πεθάνει, είναι καλύτερα να µην είσαι εκεί. Είναι καλύτερα να τον θυµάσαι όπως ήταν πριν». Ο χρόνος έµοιαζε να σέρνεται. Οι τρεις τους κάθονταν απέξω σιωπηλοί και περίµεναν. Κάποια στιγµή ο Κάµερον αποµακρύνθηκε κι επέστρεψε µετά από λίγο κουβαλώντας ένα καρπούζι. Το έκοψε µε έναν σουγιά και τους το µοίρασε. Τα τρία αγόρια ρούφηξαν την παγιδευµένη υγρασία από τις κοκκινωπές φέτες. Μιλούσαν ελάχιστα. Λίγη ώρα αφού είχαν τελειώσει το καρπούζι, η Τζι Χιούεν βγήκε από το σπίτι. Έδειχνε κουρασµένη και καταπονηµένη. «Πώς…;» άρχισε να ρωτάει ο Γου Φανγκ-Γι, όµως δεν µπόρεσε να ολοκληρώσει την ερώτηση. Η Τζι Χιούεν ανασήκωσε τους ώµους. «Είναι πολύ άρρωστος» είπε σιγανά. «Ο θεραπευτής κάνει ό,τι µπορεί». Επέστρεψε στο εσωτερικό του σπιτιού και τα αγόρια συνέχισαν να περιµένουν.
Γύρω στη µία ώρα αργότερα, ο θεραπευτής βγήκε στο κατώφλι. Έκανε νόηµα στον Σέρλοκ. «Εσύ, ξένε διάβολε, φαίνεσαι έξυπνος. Θυµάσαι πού βρίσκεται το σπίτι µου;» «Μάλιστα, κύριε, έτσι νοµίζω» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ. «Πολύ σηµαντικό. Πρέπει να πας εκεί τώρα αµέσως και γρήγορα, για να µου φέρεις ένα φυτό από τον κήπο. Είναι ένα ψηλό φυτό, µέχρι τη µέση σου, µε µικρά µπλε άνθη και γυρισµένα φύλλα. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα» είπε ο Σέρλοκ. Έγνεψε προς το µέρος του Γου Φανγκ-Γι. «Μήπως όµως θα έπρεπε να πάει εκείνος; Θέλω να πω, ξέρει την πόλη καλύτερα από µένα και δε θα χαθεί». Ο θεραπευτής κοίταξε τον Γου Φανγκ-Γι µε µια αινιγµατική έκφραση στο πρόσωπό του. «Πρέπει να µείνει εδώ» είπε σιγανά. «Σε περίπτωση που…» «Καταλαβαίνω». Ο Σέρλοκ κοίταξε τον Κάµερον. «Ωστόσο, κι αυτός ξέρει την πόλη καλύτερα απ’ ό,τι εγώ». «Ναι» είπε ο θεραπευτής «όµως δε φαίνεται το ίδιο έξυπνος µε σένα. Μπορεί να φέρει το λάθος φυτό. Τώρα, πήγαινε». «Μάλιστα, κύριε». Ο Σέρλοκ έφυγε τρέχοντας, ακολουθώντας την ίδια διαδροµή που είχαν κάνει νωρίτερα οι τρεις τους. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα µπορούσε, µε την καρδιά στο στέρνο του να βροντοχτυπάει και τις φλέβες στον λαιµό και τους κροτάφους του να πάλλονται. Μόλις έφτασε στην καλύβα του γέροντα, κοντοστάθηκε, στηρίζοντας τα χέρια στα γόνατά του και παίρνοντας βαθιές ανάσες για να ηρεµήσει τα πνευµόνια του που έκαιγαν. Μόλις µπόρεσε να ξανακινηθεί, έτρεξε στον κήπο κι άρχισε να ψάχνει ανάµεσα στα φυτά. Πολύ ψηλό… πολύ κοντό… όχι, τα
άνθη δεν ήταν µπλε… αυτουνού τα φύλλα δεν ήταν γυρισµένα… να το! Κοντά στον φράχτη υπήρχε ένα φυτό που ταίριαζε µε την περιγραφή του θεραπευτή. Ο Σέρλοκ το ξερίζωσε προσεκτικά κι άρχισε να τρέχει πάλι προς το σπίτι των Γου. Όταν έφτασε, βρήκε τον Κάµερον και τον Γου Φανγκ-Γι να στέκονται απέξω µε την Τζι Χιούεν. Ήταν καθισµένη στο κατώφλι κι έκλαιγε. Ο Γου Φανγκ-Γι είχε το χέρι του ακουµπισµένο στον ώµο της – κι εκείνος έκλαιγε. Ο Κάµερον πλησίασε τον Σέρλοκ. «Πέθανε» είπε κι ο ήχος αυτής της µιας λέξης ήταν βαρύς σαν τον γδούπο που κάνει ένας βράχος πέφτοντας στο έδαφος.
Κεφάλαιο 8
«Έφτασα πολύ αργά!» είπε ο Σέρλοκ. Ξαφνικά ένιωσε να τον πλακώνει όλη η κούραση από το τρέξιµο που έκανε – ένιωθε αδύναµος, εξαντληµένος, ηττηµένος. Ο Κάµερον κούνησε το κεφάλι του. «Δε φταις εσύ» είπε µελαγχολικά. «Ο Γου Τσουνγκ πέθανε περίπου δέκα λεπτά αφότου έφυγες. Ο θεραπευτής βγήκε και µας είπε πως “πήγε να συναντήσει τους ένδοξους προγόνους του” – αυτό λένε οι Κινέζοι όταν πεθαίνει κάποιος. Δε θα είχες φτάσει καν στον κήπο όταν συνέβη. Δεν µπορούσες να κάνεις τίποτα περισσότερο. Ακόµα και να είχες πετάξει µέχρι εκεί και πάλι πίσω, δε θα έκανε καµία διαφορά». Ο Σέρλοκ άκουγε τον Κάµερον να µιλάει, αλλά ήταν λες και τα λόγια του φίλου του έφταναν στα αυτιά του από κάπου µακριά, µέσα από χοντρό βαµβάκι. Ένιωθε ότι ο θάνατος του µάγειρα ήταν κάτι πολύ τερατώδες για να το αντιµετωπίσει. Δεν είχε προετοιµάσει τον εαυτό του για την ωµή πραγµατικότητα αυτού του ενδεχόµενου, για την ξαφνική… απουσία του Γου Τσουνγκ. Ξαφνική, όσο και τελεσίδικη.
Ένιωθε παράξενα, αποκοµµένος από τον κόσµο. Ένιωθε σαν να αιωρούνταν λίγο πάνω από το έδαφος, µε τον κόσµο να γέρνει αργά στο πλάι. Έγειρε µπροστά, στηρίχτηκε στα γόνατά του και πήρε αργές αναπνοές προσπαθώντας να συνέλθει. Φυσικά ο θάνατος δεν του ήταν άγνωστος. Ήδη από τότε που είχε αφήσει το Σχολείο Αρρένων Ντίπντεν κι είχε µετακοµίσει στο Φάρναµ, είχε δει ένα πτώµα στα δάση λίγο έξω από το κτήµα των θείων του και λίγο αργότερα άνδρες να πεθαίνουν στο ναπολεόντειο οχυρό που χρησιµοποιούσε ως βάση ο βαρόνος Μοπερτουί. Είχε δει τον Ντιουκ Μπάλτασαρ να τσακίζεται προσπαθώντας να γλιτώσει από τα νύχια και τα δόντια των κούγκαρ του, καθώς κι έναν µαχαιρωµένο άνδρα στη Λέσχη Διογένης. Έπειτα ήταν ένας ναύτης που είχε πέσει από το κατάρτι του Γκλόρια Σκοτ κι είχε σπάσει τον λαιµό του, καθώς και οι άνδρες που είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια της καταιγίδας και στη συµπλοκή µε τους πειρατές. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι του ήταν ξένοι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί αντιµέτωπος µε τον θάνατο ενός φίλου. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως ο Γου Τσουνγκ δεν ήταν στενός του φίλος. Δεν ήταν σαν τον Μάτι Άρνατ ή τον Αµάιους Κρόου ούτε, σκέφτηκε µε ένα ρίγος, σαν τη Βιρτζίνια Κρόου. Επίσης δεν ήταν µέλος της οικογένειάς του, όπως ο Μάικροφτ ή η αδελφή τους η Έµα, κι όµως… ο Σέρλοκ είχε νιώσει µια οικειότητα µαζί του. Ο Γου Τσουνγκ τού είχε µάθει πολλά κι είχε παίξει σηµαντικό ρόλο στη ζωή του, και τώρα η απουσία του θα άφηνε ένα κενό που δε θα γέµιζε ποτέ. «Πώς είναι ο Γου Φανγκ-Γι και η Τζι Χιούεν;» ρώτησε και συνειδητοποίησε πως η φωνή του ήταν τραχιά, σαν ψίθυρος.
«Η γυναίκα του είναι καταρρακωµένη» είπε ο Κάµερον. «Είναι σκληρό να λείπει τόσον καιρό ο άντρας της και να τον χάνει για πάντα µόλις γυρίζει σπίτι του. Το αγόρι προσπαθεί να φανεί γενναίο. Για να είµαι ειλικρινής, µάλλον δεν ξέρει πώς πρέπει να νιώσει και επηρεάζεται από τις αντιδράσεις της µητέρας του». Καθώς ο Σέρλοκ έστρεψε το βλέµµα του στο σπίτι, βγήκε έξω ο θεραπευτής, στηριζόµενος ακόµη στο µπαστούνι του. Πέρασε δίπλα από την Τζι Χιούεν και τον Γου Φανγκ-Γι κι έφτασε µπροστά στον Σέρλοκ και τον Κάµερον. Κοίταξε ατάραχος το φυτό που κρεµόταν από τη χούφτα του Σέρλοκ. «Αυτό θα το πάρω πίσω» είπε. «Ίσως καταφέρω να το ξαναφυτέψω. Ίσως». «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο θεραπευτής τον κοίταξε έκπληκτος. «Ξέρεις τι συνέβη… Τον δάγκωσε ένα φίδι. Έκανα ό,τι µπορούσα, αλλά δε βοήθησε. Το δηλητήριο είχε κυριεύσει το σώµα του. Δεν µπορούσα να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω». «Είστε σίγουρος πως ήταν δάγκωµα φιδιού;» άκουσε τον εαυτό του να λέει. Έµεινε έκπληκτος συνειδητοποιώντας πως έλεγε φωναχτά κάτι το οποίο επεξεργαζόταν το µυαλό του. Ο θεραπευτής έγνεψε καταφατικά. «Το δάγκωµα έχει αφήσει ένα ευκρινές σηµάδι στην πλάτη του». «Πώς µπήκε όµως το φίδι στο υπνοδωµάτιο;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Τα παράθυρα βρίσκονται πολύ ψηλά για να συρθεί ένα φίδι µέχρι πάνω και, εάν µπήκε από την εξώπορτα, θα έπρεπε να περάσει από πολλά άλλα δωµάτια και να προσπεράσει τουλάχιστον άλλους δύο ανθρώπους µέχρι
να φτάσει στον Γου Τσουνγκ». «Ποιος µπορεί να προβλέψει τις κινήσεις ενός φιδιού;» είπε ο θεραπευτής ανασηκώνοντας τους ώµους. «Δεν έχω την παραµικρή αµφιβολία ότι κάποιο φίδι τον δάγκωσε και το δηλητήριο τον σκότωσε. Είναι κάτι που το έχω ξαναδεί να συµβαίνει». «Σε πόλη;» επέµεινε ο Σέρλοκ. «Σε υπνοδωµάτιο;» Ο θεραπευτής ανασήκωσε ένα από τα λεπτά, λευκά του φρύδια. «Έχεις κάποια καλύτερη εξήγηση;» «Όχι» παραδέχθηκε ο Σέρλοκ. «Όχι, δεν έχω». Ο θεραπευτής άπλωσε το χέρι του και πήρε το φυτό. Ο Σέρλοκ τον παρακολούθησε καθώς πλησίαζε ξανά την Τζι Χιούεν. Εκείνη, κλαίγοντας ακόµη, έβγαλε µερικά νοµίσµατα από ένα πουγκί και του τα έδωσε. Εκείνος την ευχαρίστησε µε µια κλίση του κεφαλιού του κι άρχισε να αποµακρύνεται, µε το φυτό να κρέµεται από το χέρι του. Ο Σέρλοκ έπιασε τον εαυτό του να ελπίζει πως δεν της πήρε χρήµατα γι’ αυτό το φυτό, που είχε φτάσει τόσο αργά. Ο Γου Φανγκ-Γι στεκόταν σε µια άκρη κοιτάζοντας το σπίτι. Ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον πήγαν κοντά του. «Λυπάµαι» είπε αµήχανα ο Κάµερον. «Κι εγώ το ίδιο» πρόσθεσε ο Σέρλοκ. Ο Γου Φανγκ-Γι δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να κοιτάζει µε απλανές βλέµµα. Ο Σέρλοκ πήρε τον Κάµερον λίγο παράµερα. «Θα ήθελα να ξαναδώ το πτώµα» είπε χαµηλόφωνα. «Τι πράγµα;» «Το πτώµα του Γου Τσουνγκ… θα ήθελα να το ξαναδώ από κοντά».
«Δεν είναι λίγο µακάβριο;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους του. «Είναι όντως; Ο Γου Τσουνγκ είναι νεκρός – δε νοµίζω να τον πειράξει». «Μπορεί να πειράξει τη γυναίκα και τον γιο του». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά προς το µέρος τους. «Υποθέτω πως δε χρειάζεται να το µάθουν». «Γιατί θες να κοιτάξεις το πτώµα;» «Θέλω να εξετάσω το δάγκωµα στην πλάτη του». Ο Κάµερον ρίγησε. «Μη µου το θυµίζεις». «Δεν παρατήρησες κάτι περίεργο στο δάγκωµα;» «Όπως τι;» Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να ανακαλέσει στη µνήµη του την πληγή που είχε δει στην πλάτη του Γου Τσουνγκ. Ένα κοµµάτι του ήξερε πως προσπαθούσε να δει τον θάνατο του Γου Τσουνγκ σαν ένα µυστήριο, ώστε να µην αντιµετωπίσει τα συναισθήµατα που του προκαλούσε, όµως ένα άλλο κοµµάτι του ήξερε πως υπήρχε πραγµατικά κάτι το µυστήριο στον τρόπο που πέθανε. «Δεν είµαι σίγουρος» είπε. «Τα σηµάδια από τα δόντια, αν ήταν πράγµατι κάτι τέτοιο, είχαν διαφορετικό µέγεθος. Το ένα ήταν µεγαλύτερο κι έµοιαζε… ακανόνιστο». «Ωραία. Το ένα δόντι του φιδιού ήταν σπασµένο. Τι σηµαίνει αυτό;» «Δεν ξέρω. Κάποτε όµως ένας φίλος µου µου είπε να αναζητώ τα πράγµατα που είναι παράταιρα, πως αυτά τα πράγµατα υποδεικνύουν ότι συνέβη κάτι ενδιαφέρον». «Τι το ενδιαφέρον έχει ένα φίδι µε σπασµένο δόντι;» «Αυτό εξαρτάται από το τι του έσπασε το δόντι». Έστρεψε πάλι το
βλέµµα του προς το σηµείο που τώρα κάθονταν αγκαλιασµένοι ο Γου Φανγκ-Γι και η Τζι Χιούεν. «Λες να µε άφηνε να µπω µέσα αν της το ζητούσα;» Ο Κάµερον κοίταξε την Τζι Χιούεν κι ύστερα πάλι τον Σέρλοκ. «Μόλις πέθανε ο άντρας της. Δε θέλω ούτε να σκέφτοµαι πώς θα ένιωθα αν πέθαινε ξαφνικά ο πατέρας µου. Εσύ πως θα ένιωθες;» Απροσδόκητα, οι σκέψεις του Σέρλοκ στράφηκαν ξαφνικά στον πατέρα του, που βρισκόταν κάπου στην Ινδία. Ίσως να ήταν νεκρός, ίσως να είχε σκοτωθεί σε κάποια συµπλοκή του βρετανικού στρατού µε τους ντόπιους και τα νέα να µην είχαν φτάσει ακόµη στην Αγγλία. Ακόµα χειρότερα, τα νέα µπορεί να είχαν φτάσει, να τα είχαν µάθει η µητέρα, η αδελφή κι ο αδελφός του, αλλά να µην είχαν κανέναν τρόπο να τον ειδοποιήσουν. Προσπάθησε να αναλύσει τα συναισθήµατα που γεννιούνταν µέσα του, όµως δεν τα κατάφερε. Δεν µπορούσε να ξεµπλέξει αυτό το ακατάστατο κουβάρι. «Μερικές φορές» είπε αυθόρµητα «αναρωτιέµαι αν ο πατέρας µου είναι ήδη νεκρός για µένα. Το βρίσκω όλο και πιο δύσκολο να θυµηθώ το πρόσωπό του, τη φωνή του, το γέλιο του. Κάποτε είχα αναµνήσεις από αυτόν. Μου φαίνεται πως τώρα έχω µόνο την ανάµνηση αυτών των αναµνήσεων». «Αυτό είναι φρικτό» ψιθύρισε ο Κάµερον. «Είναι;» Ο Σέρλοκ είχε καρφωµένο το βλέµµα του στον Γου Φανγκ-Γι. «Ίσως το να νοιάζεσαι υπερβολικά είναι πιο φρικτό». Τίναξε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Λοιπόν, έδωσα µια υπόσχεση» είπε. «Υποσχέθηκα στον Γου Τσουνγκ πως θα ενηµέρωνα τον καπετάνιο του USS Monocacy ότι δεν µπορεί να κάνει αυτό το ταξίδι. Καλύτερα να το κάνω άµεσα».
«Υποθέτω πως καλό θα ήταν να πάω να πω στον πατέρα και τη µητέρα µου τι συνέβη. Δεν είµαι σίγουρος σε τι µπορώ να βοηθήσω µένοντας εδώ». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά γύρω τους. Κανείς δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για ό,τι είχε συµβεί. «Νοµίζω πως αρκεί που βρίσκεσαι εδώ» είπε. «Κοίτα, σου υπόσχοµαι πως το πολύ σε µία ώρα θα έχω γυρίσει». «Εντάξει». Ο Σέρλοκ άφησε πίσω του το σπίτι και κατηφόρισε προς την προβλήτα. Από το πολύ τρέξιµο πονούσε η σπλήνα του κι έτσι ήταν αναγκασµένος να περπατά λίγο σκυφτός. Νωρίτερα δεν το είχε παρατηρήσει, όµως υπήρχαν σηµεία από όπου µπορούσε να δει το γαλάζιο τόξο του κόλπου ανάµεσα στα σπίτια. Έβλεπε µέχρι και τα κατάρτια των πλοίων να εξέχουν και καθώς πλησίαζε στην προβλήτα, πότε πότε έβλεπε τον µεγάλο τροχό του USS Monocacy. Βγαίνοντας από την πύλη στα τείχη της πόλης και περνώντας δίπλα από τους φρουρούς, αναρωτήθηκε ξαφνικά πώς θα ξανάµπαινε µέσα. Ανασήκωσε τους ώµους κι άφησε τη σκέψη κατά µέρος – θα αντιµετώπιζε το πρόβληµα όταν και εάν ερχόταν η ώρα. Περπάτησε κατά µήκος της προβλήτας προς το µακρύ και ογκώδες αµερικανικό πλοίο. Στην περιοχή εξακολουθούσαν να τριγυρνάνε πολλοί ναυτικοί και ντόπιοι Κινέζοι. Είχε τα µάτια του ανοιχτά, µήπως και πετύχαινε πάλι τη συµµορία των αγοριών που είχαν προσπαθήσει να κλέψουν τα χρήµατά του την προηγούµενη µέρα. Ωστόσο, παρά την πληθώρα ανθρώπων που είχαν την αντίστοιχη ηλικία, δεν αναγνώριζε κάποιον. Ίσως βέβαια να ήταν πιο σηµαντικό το γεγονός ότι κανείς δεν
αναγνώριζε τον ίδιο. Υπήρχαν αρκετές σανιδόσκαλες που οδηγούσαν από την προβλήτα στο κατάστρωµα του Monocacy. Καθεµία από αυτές φυλασσόταν από δύο ένοπλους Αµερικανούς ναύτες µε σκούρα µπλε στολή. Όλοι οι ναύτες βρίσκονταν σε επιφυλακή παρατηρώντας προσεκτικά τους ανθρώπους που περνούσαν από µπροστά τους. Ο Σέρλοκ παρατήρησε πως πολλοί από τους ντόπιους έριχναν µοχθηρές µατιές στο πλοίο και τους ναύτες. Πού και πού, όλο και κάποιος εκτόξευε βρισιές κατά των Αµερικανών. Ο Σέρλοκ καταλάβαινε τι έλεγαν –όσο περισσότερο άκουγε τους ντόπιους να µιλάνε τόσο βελτιώνονταν τα καντονέζικά του–, και κατέληξε πως ήταν καλύτερα που οι Αµερικανοί δεν καταλάβαιναν. Μερικές από τις βρισιές ήταν ιδιαίτερα προσβλητικές και, στο κάτω κάτω, οι ναύτες ήταν οπλισµένοι. Οι προσβολές, τα νεύρα και τα όπλα δεν ήταν γενικά καλός συνδυασµός. Καθώς κατευθυνόταν σε µια από τις σανιδόσκαλες, είδε ανήσυχος να µαζεύεται µια µικρή οµάδα ντόπιων λίγα µέτρα παραπέρα. Ένας από αυτούς έσκυψε, έπιασε ένα σαπισµένο λάχανο και το πέταξε. Αυτό χτύπησε έναν ένστολο Αµερικανό στο πλάι του κεφαλιού, τινάζοντας παντού βροµερά κοµµάτια σάπιου λάχανου και σταγονίδια νερού. Ο ναύτης παραπάτησε κι έπειτα στράφηκε προς το πλήθος σηκώνοντας το τουφέκι του. Το πρόσωπό του ήταν παραµορφωµένο από οργή και αγανάκτηση. Ο σύντροφός του άρπαξε την κάννη του όπλου και την κατέβασε. Για µια στιγµή φάνηκαν να λογοµαχούν, ενώ ταυτόχρονα το πλήθος άρχισε να τους γιουχάρει. Άλλο ένα λάχανο εκτοξεύτηκε µέσα από το πλήθος και
προσγειώθηκε στο έδαφος ανάµεσα στους δύο ναύτες. Στράφηκαν προς τον Σέρλοκ κι έδειχναν να µην είναι σίγουροι αν έπρεπε να υποχωρήσουν στη σανιδόσκαλα, να προβούν σε κάποια ενέργεια ή να προσποιηθούν ότι δε συνέβαινε τίποτα. Η αυξανόµενη ένταση εξαφανίστηκε µε την εµφάνιση κάποιου που άρχισε να κατεβαίνει από τη σανιδόσκαλα στην προβλήτα. Ήταν ο άνδρας που είχε δει ο Σέρλοκ το προηγούµενο βράδυ, στο πάρτι των Μακένζι, ο καπετάνιος Μπράιαν. Ήταν εντυπωσιακός µε τη ναυτική στολή και τη ρεντιγκότα του και πίσω του ακολουθούσαν δύο υπαξιωµατικοί κι ένας Κινέζος µε περίτεχνη ρόµπα – πιθανότατα κάποιος διερµηνέας. Ο Σέρλοκ είχε την εντύπωση πως είχε δει και τους υπαξιωµατικούς στο πάρτι. Ακόµα κι από αυτή την απόσταση, έβλεπε πως τα έντονα γαλανά µάτια του Μπράιαν σάρωναν τη σκηνή που εκτυλισσόταν µπροστά του. Μόλις έφτασε στο κάτω άκρο της σανιδόσκαλας, οι δύο ναύτες στάθηκαν σε στάση προσοχής. Εκείνος κατευθύνθηκε προς το πλήθος δίχως να σταµατήσει. «Τι συµβαίνει εδώ;» ρώτησε σε κοφτά αγγλικά. Ο διερµηνέας µετέφρασε βιαστικά τα λόγια του. Οι ντόπιοι κοιτάζονταν µεταξύ τους. Κανείς δεν έδειχνε διατεθειµένος να βγει µπροστά και να µιλήσει. «Βρισκόµαστε εδώ ως επισκέπτες» συνέχισε ο καπετάνιος Μπράιαν. «Ο κυβερνήτης σας µου έδωσε την εντύπωση πως είµαστε τιµώµενοι καλεσµένοι». Έκανε µια παύση για να τον προλάβει ο διερµηνέας. «Η Κινεζική Αυτοκρατορία φηµίζεται για τη φιλοξενία της σε ολόκληρο τον κόσµο. Βλέπω µε µεγάλη µου απογοήτευση πως οι φήµες αυτές είναι
µάλλον αναληθείς». Έκανε µια δεύτερη παύση κι ο Σέρλοκ παρατήρησε πως ορισµένοι έδειχναν να ντρέπονται. «Το πλοίο αυτό έγινε δεκτό µε όρους φιλίας σε κάθε λιµάνι που επισκέφτηκε. Aς µην αλλάξει αυτό εδώ εξαιτίας σας. Μην ατιµάζετε τους προγόνους και τον αυτοκράτορά σας µε ανούσιες απόπειρες εκφοβισµού». Καθώς ο διερµηνέας πάσχιζε να αποδώσει τα λόγια του, ο καπετάνιος Μπράιαν κοιτούσε εξεταστικά το πλήθος – κανείς δεν τολµούσε να τον κοιτάξει στα µάτια. Περίµενε λίγα δευτερόλεπτα µέχρι να ολοκληρώσει ο διερµηνέας τη µετάφραση κι ύστερα γύρισε απότοµα και κατευθύνθηκε πάλι προς τη σανιδόσκαλα, κατά τα φαινόµενα αδιαφορώντας για το ενδεχόµενο κάποιος να πετάξει και σε εκείνον ένα λάχανο. Οι υπαξιωµατικοί του περίµεναν λίγο κι ύστερα τον ακολούθησαν. Όλη αυτή την ώρα, ο διερµηνέας κοιτούσε νευρικά το πλήθος. Μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε µείνει µόνος του στην προβλήτα, έτρεξε να προλάβει τους Αµερικανούς. Ο Σέρλοκ είδε κατάπληκτος τους ντόπιους να αποµακρύνονται. Έµοιαζαν µε πανιά πλοίου που είχαν ξεφουσκώσει απότοµα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως, αν δεν ενεργούσε γρήγορα, θα έχανε την ευκαιρία του. Άρχισε να τρέχει προς τον καπετάνιο Μπράιαν. Ακούγοντας τα βήµατά του, οι υπαξιωµατικοί γύρισαν και τον κοίταξαν. Οι δύο ένοπλοι ναύτες στη βάση της σανιδόσκαλας τον σηµάδεψαν µε τα τουφέκια τους, φοβούµενοι πως αποτελούσε άλλη µία απειλή. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά και περιορίστηκε σε ένα γρήγορο περπάτηµα. «Βρετανός είµαι» είπε. «Ονοµάζοµαι Σέρλοκ Χολµς και έχω ένα µήνυµα για τον καπετάνιο».
« Ήσουν χθες στο δείπνο των Μακένζι» είπε ο καπετάνιος Μπράιαν γυρνώντας να τον κοιτάξει. «Σε θυµάµαι. Δεν είχαµε όµως την ευκαιρία να µιλήσουµε». « Ήσασταν πολύ απασχοληµένος κι εγώ πολύ ασήµαντος για να σας ενοχλήσω» είπε ο Σέρλοκ. «Ωστόσο, σας ευχαριστώ που προσποιείστε πως µπορεί και να θέλατε να µου µιλήσετε». Ο καπετάνιος Μπράιαν χαµογέλασε. «Η ειλικρίνειά σου είναι αναζωογονητική, νεαρέ µου. Κανείς από τους αξιωµατικούς µου δε θα τολµούσε να πει κάτι που έστω να υπονοεί πως διαφωνεί µαζί µου. Όσο γι’ αυτή τη χώρα, φαίνεται πως εδώ οι άνθρωποι έχουν πάγια τακτική ευθέως να σου λένε το ένα και πίσω από την πλάτη σου το άλλο. Λοιπόν, είπες πως είχες κάποιο µήνυµα;» «Μάλιστα, κύριε». Ο Σέρλοκ πήρε µια βαθιά αναπνοή. «Πρόσφατα προσλάβατε έναν βοηθό µάγειρα. Μετά λύπης µου πρέπει να σας ενηµερώσω πως πέθανε σήµερα το πρωί. Μου είπε πως ήθελε να γνωρίζετε γιατί δεν παρουσιάστηκε και να µη νοµίσετε πως το ξέχασε, ή ότι του έκαναν κάποια καλύτερη προσφορά». Ο καπετάνιος Μπράιαν συνοφρυώθηκε. Ένας από τους υπαξιωµατικούς του έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι. Εκείνος έγνεψε µε το κεφάλι και στράφηκε πάλι στον Σέρλοκ. «Σαλπάρουµε κι αρχίζουµε την άνοδο του ποταµού Γιανγκτσέ άµεσα» είπε. «Δεν υπάρχει χρόνος για να βρούµε άλλον βοηθό µάγειρα. Υποθέτω, λοιπόν, πως έτσι θα πρέπει να πορευτούµε, πράγµα ιδιαίτερα ενοχλητικό, αν σκεφτείς πως µόλις αντικαταστήσαµε τον αρχιµάγειρά µας µε κάποιον ντόπιο. Εκτιµώ, πάντως, την προσπάθεια που κατέβαλες για να µου µεταφέρεις το µήνυµα».
Έγνεψε µε το κεφάλι, στράφηκε προς το ογκώδες USS Monocacy κι έπειτα από µια στιγµή ξανακοίταξε τον Σέρλοκ. «Τον γνώριζες αυτό τον άνδρα;» «Ναι, τον γνώριζα». « Ήταν καλός άνθρωπος;» Ο Σέρλοκ έγνεψε καταφατικά. « Ήµασταν µαζί στο Γκλόρια Σκοτ». «Τα συλλυπητήριά µου τότε. Οι καλοί άνδρες σπανίζουν, οι καλοί µάγειρες ακόµα περισσότερο. Πώς πέθανε;» «Τον δάγκωσε ένα φίδι». Ο καπετάνιος Μπράιαν κούνησε θλιµµένα το κεφάλι του. «Από δάγκωµα φιδιού, ε; Πρέπει να έχει πολλά από δαύτα εδώ γύρω. Ο αρχιµάγειράς µας επίσης πέθανε από δάγκωµα φιδιού πριν από µερικές µέρες. Μες στη µέση µιας αµερικανικής πόλης, πάντως, δε θα έβρισκες κροταλίες… Αυτό σ’ το υπογράφω». Μόλις ο καπετάνιος Μπράιαν επιβιβάστηκε πάλι στο πλοίο, ένα σφύριγµα ακούστηκε από κάπου στο κατάστρωµα. Οι δυάδες ένοπλων ναυτών στη βάση κάθε σανιδόσκαλας στάθηκαν σε στάση προσοχής κι ύστερα ανέβηκαν γρήγορα στο πλοίο. Ο Σέρλοκ παρακολουθούσε καθώς αόρατα χέρια τραβούσαν τις σανιδόσκαλες πάνω στο κατάστρωµα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα µόνο οι κάβοι συνέδεαν το πλοίο µε τη στεριά – ήταν πια ένας χωριστός κόσµος, ένας κόσµος αµερικάνικος. Ο Σέρλοκ περίµενε για λίγο, όµως το πλοίο δεν κινήθηκε. Υπέθεσε πως αύξαναν την πίεση του ατµού στην ατµοµηχανή, έλεγχαν τους χάρτες τους και γενικά έκαναν τις αναγκαίες προετοιµασίες. Τελικά γύρισε κι άρχισε να κατευθύνεται πάλι προς τα τείχη της
πόλης. Καθώς πλησίαζε στην πύλη και είδε τους φρουρούς µε τις κίτρινες και κόκκινες στολές τους, καθώς και τις µεταλλικές περικεφαλαίες, θυµήθηκε ξαφνικά τον πρότερο προβληµατισµό του για το πώς θα ξανάµπαινε στην πόλη. Τι µπορούσε να κάνει; Κοίταξε τα ρούχα που φορούσε. Ευτυχώς, είχε διαλέξει από την ντουλάπα του Κάµερον µια φορεσιά που τον έκανε να µοιάζει κάπως µε νεαρό Κινέζο. Βέβαια, το πρόσωπό του ήταν άλλη ιστορία. Μια µατιά στο δέρµα και το σχήµα των µατιών του θα τον πρόδιδε αµέσως. Έβαλε το µυαλό του να δουλέψει. Έπρεπε µε κάποιον τρόπο να µεταµφιεστεί. Κοιτάζοντας γύρω του, είδε έναν γέρο ζητιάνο να κάθεται στην άκρη του δρόµου. Φορούσε ένα φαρδύ ψάθινο καπέλο για να προστατεύει το πρόσωπό του από τον ήλιο, και κοιτούσε τους διαβάτες µε µια έκφραση ικεσίας και το χέρι απλωµένο. Ο Σέρλοκ διέσχισε τον δρόµο και τον πλησίασε. Τα µάτια του φωτίστηκαν όταν είδε τον Σέρλοκ να πλησιάζει. «Ένα χάλκινο νόµισµα, νεαρέ αφέντη;» ρώτησε. «Ένα χάλκινο νόµισµα για να αγοράσω ένα φλιτζάνι τσάι κι ένα µπολάκι νουντλς;» «Δύο χάλκινα νοµίσµατα για να µου δώσεις το καπέλο σου» είπε ο Σέρλοκ. Ο ζητιάνος τον κοίταξε καλά καλά. «Τρία» είπε. «Με αυτά αγοράζεις πολύ τσάι και πολλά νουντλς». Ο άνδρας χαµογέλασε µε ένα στόµα που είχε υπερβολικά πολλά δόντια για ζητιάνο. «Έχω µεγάλη όρεξη» είπε χαϊδεύοντας το στοµάχι του. Ο Σέρλοκ έψαξε στις τσέπες του και ψάρεψε τρία χάλκινα
νοµίσµατα, καθώς κι ένα παράξενο κοµµάτι µέταλλο, που αρχικά δεν το αναγνώρισε. Πέταξε τα νοµίσµατα στον ζητιάνο. «Ορίστε. Κοίτα να µην τα φας όλα µαζί. Θα πάθεις δυσπεψία». «Πού τέτοια τύχη;» µουρµούρισε ο ζητιάνος. Έβγαλε το καπέλο του και το πέταξε στον Σέρλοκ. «Να το προσέχεις». Ο Σέρλοκ κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε το µεταλλικό αντικείµενο που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν εκείνο το πράγµα που είχε µαζέψει έξω από την καµπίνα του Αρένιους. Εξακολουθούσε να µην έχει ιδέα τι ήταν. Για λίγο του πέρασε από το µυαλό να το πετάξει, όµως απεχθανόταν να µένει µε αναπάντητα ερωτήµατα, ακόµα κι αν ήταν τόσο ασήµαντα. Θα το κρατούσε µέχρι να ανακαλύψει τι ήταν. Έβαλε το καπέλο στο κεφάλι του και το κατέβασε χαµηλά ώστε να κρύβει το πρόσωπό του. Κοίταξε γύρω του και είδε αφηµένο στην άκρη του δρόµου ένα κοντάρι από µπαµπού. Δίπλα του υπήρχαν και δύο σπασµένοι κουβάδες. Τους πήρε, τους τίναξε λίγο για να φύγει το χώµα και κρέµασε από έναν σε κάθε άκρη του κονταριού. Έπειτα ισορρόπησε µε προσοχή το κοντάρι στον δεξιό του ώµο, ώστε να έχει έναν κουβά εµπρός κι έναν πίσω του. Αφού πήρε µια βαθιά αναπνοή, κίνησε για την πύλη. Κατάφερε να χωθεί πίσω από µια οµάδα εργατών που επέστρεφαν από κάποιο µέρος στην περιοχή του λιµανιού. Γκρίνιαζαν κι έσπρωχναν ο ένας τον άλλο κι ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε πως, αν παρέµενε από πίσω τους και κύρτωνε την πλάτη για να κρύψει το ύψος του, ουσιαστικά θα ήταν τελείως κρυµµένος από τα µάτια των φρουρών. «Ε, εσύ!» φώναξε ένας από τους φρουρούς. «Εσύ µε τους κουβάδες». Ο Σέρλοκ κράτησε χαµηλωµένο το κεφάλι του. Αν έβλεπαν το
πρόσωπό του, θα καταλάβαιναν αµέσως πως δεν ήταν Ανατολίτης. Ακόµα κι αν άνοιγε το στόµα του για να µιλήσει, θα τον πρόδιδε η έντονη προφορά του. Ένας από τους φρουρούς έκλεισε τον δρόµο στους εργάτες. Ο Σέρλοκ προσπαθούσε απεγνωσµένα να σκεφτεί κάποια πειστική δικαιολογία για το γεγονός ότι προσπαθούσε να µπει κρυφά στην πόλη, µεταµφιεσµένος ως Κινέζος εργάτης. Σήκωσε τα µάτια του κι ετοιµάστηκε να πει κάτι, όµως ο φρουρός τραβολογούσε µια γυναίκα από την µπροστινή σειρά των εργατών. Ισορροπούσε κι εκείνη στον ώµο της ένα κοντάρι µε δύο κουβάδες. Ήταν γεµάτοι µε κάτι που θύµιζε γάλα. Ίσως όντως να ήταν γάλα. Ο Σέρλοκ δεν µπορούσε να καταλάβει. «Διψάµε» είπε ένας από τους φρουρούς. «Δώσε µας λίγο από αυτό, αλλιώς δε σε αφήνουµε να µπεις!» Ο Σέρλοκ ξεφύσηξε µε ανακούφιση. Παρόλο που ένιωθε άσχηµα για τη γυναίκα, χάρηκε που δεν τον πήραν είδηση οι φρουροί. Καθώς εκείνοι έπιναν λαίµαργα από τους κουβάδες της, πέρασε από µπροστά τους µε σκυµµένο το κεφάλι. Μόλις βρέθηκε εντός των τειχών της πόλης, ξεφύσηξε ακόµα µία φορά. Σκέφτηκε πόσο παράξενο ήταν το γεγονός ότι χθες ένιωθε οικειότητα για το Γκλόρια Σκοτ και ανησυχία για την άγνωστη Σαγκάη, ενώ τώρα ένιωθε οικειότητα για τη Σαγκάη, τους ανθρώπους της, τις µυρωδιές, ακόµα και τα σπίτια… Και το Φάρναµ; Έµοιαζε τόσο µακρινό, σαν να ήταν άλλος κόσµος… σαν να ήταν µονάχα ένα όνειρο. Άρχισε να περπατάει γρήγορα. Δεν ήταν βέβαιος τι τον περίµενε στο σπίτι… της Τζι Χιούεν… όµως ένιωθε υποχρεωµένος να επιστρέψει εκεί.
Πρώτα απ’ όλα τον περίµενε ο Κάµερον. Πέρα από αυτό όµως, µέσα στον λίγο χρόνο που είχε περάσει µε τον γιο του Γου Τσουνγκ, τον είχε συµπαθήσει. Το αγόρι είχε µια ήρεµη αξιοπρέπεια κι ο Σέρλοκ ήθελε να βεβαιωθεί πως θα ήταν εντάξει µετά από όλα αυτά. Ξαφνικά πήρε το µάτι του το πρόσωπο ενός Δυτικού. Κάποιος είχε διασχίσει τον δρόµο κάθετα προς την κατεύθυνσή του κι ο Σέρλοκ χρειάστηκε να κοιτάξει δεύτερη φορά για να αναγνωρίσει τον πατέρα του Κάµερον, τον Μάλκολµ Μακένζι. Ο λόγος που ήταν τόσο δύσκολο να τον αναγνωρίσει ήταν ότι το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί από µια παράξενη έκφραση. Αρχικά σκέφτηκε πως ήταν απλά σκυθρωπός, έπειτα όµως διέκρινε σε αυτή την έκφραση τον φόβο και την ανησυχία. Ήταν έτοιµος να αφήσει πίσω του το γεγονός αντιµετωπίζοντάς το ως τυχαία συνάντηση και να συνεχίσει τον δρόµο του, τότε όµως συνειδητοποίησε πως ο Μάλκολµ Μακένζι δεν ήταν µόνος του… Κάτι τον ακολουθούσε γλιστρώντας µέσα στο πλήθος.
Κεφάλαιο 9
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ακολουθούσε τον Μάλκολµ Μακένζι, ο Σέρλοκ δεν µπορούσε να διακρίνει το σχήµα του. Είχε µόνο µια σχετική αντίληψη του µεγέθους του, που αντιστοιχούσε σε αυτό ενός µεγάλου σκύλου. Κυρίως έβλεπε κίνηση, µια θολούρα, καθώς κάτι περνούσε µπροστά από φυτά και τοίχους. Άλλαξε µερικές φορές θέση προσπαθώντας να διακρίνει κάτι περισσότερο, όµως ήταν αδύνατον. Ό,τι κι αν ακολουθούσε τον πατέρα του Κάµερον, έµοιαζε πάντοτε να βρίσκεται πίσω από κάποιον άνθρωπο, κάποιο δέντρο ή κάποιο κάρο. Η ικανότητά του να παραµένει αθέατο ήταν εκπληκτική. Υποπτευόταν πως ήταν το ίδιο πράγµα που είχε δει φευγαλέα στο σπίτι των Μακένζι το προηγούµενο βράδυ. Ίσως τελικά να µην ήταν διαρρήκτης, αλλά κάτι που για κάποιον λόγο παρακολουθούσε τον Μάλκολµ Μακένζι από απόσταση. Από την άλλη, όµως, θα µπορούσε να ήταν και κάποιος διαρρήκτης που εξακολουθούσε να παρακολουθεί τον στόχο του. Ο Σέρλοκ ήταν διχασµένος. Από τη µια ήθελε να επιστρέψει στον
Κάµερον, τον Γου Φανγκ-Γι και τη µητέρα του, από την άλλη όµως ήθελε να µάθει τι ήταν αυτό το πράγµα και γιατί ακολουθούσε τον κύριο Μακένζι. Επέλεξε το δεύτερο. Αντί να συνεχίσει ευθεία, άρχισε να κινείται πλαγίως, έχοντας τον πατέρα του Κάµερον στο οπτικό του πεδίο. Ήξερε ότι, αν κατάφερνε να ακολουθήσει τον Μάλκολµ Μακένζι, τότε και οι τρεις τους θα κατέληγαν στο ίδιο µέρος – όποιο κι αν ήταν αυτό. Παραδόξως, κανείς δεν έδειχνε να αντιλαµβάνεται αυτό το παράξενο πράγµα που κινούνταν δίπλα τους. Καθώς τους προσπερνούσε, µερικοί γυρνούσαν κι έριχναν σαστισµένες µατιές, αφού όµως δεν έβλεπαν τίποτα, απλά έξυναν το κεφάλι τους και συνέχιζαν να κάνουν ό,τι έκαναν. Ευτυχώς, και ο Σέρλοκ είχε καταφέρει να ακολουθεί τον κύριο Μακένζι δίχως να γίνεται αντιληπτός. Το είχε επιτύχει εν µέρει επειδή ο διώκτης ήταν αφοσιωµένος στο θήραµά του –και ο Μάλκολµ Μακένζι προχωρούσε κοιτώντας µόνο ευθεία µπροστά, µε το σαγόνι του σφιγµένο– κι εν µέρει επειδή ήταν µεταµφιεσµένος. Σκέφτηκε να ξεφορτωθεί το µπαµπού και τους κουβάδες για να µπορεί να ελίσσεται πιο εύκολα µέσα στο πλήθος, τελικά όµως αποφάσισε προς το παρόν να τα κρατήσει – αν χρειαζόταν, µπορούσε πάντοτε να τα πετάξει αργότερα. Ο κύριος Μακένζι είχε αρχίσει να ανηφορίζει. Όσο πλησίαζε στο τέρµα της ανηφόρας, τόσο πιο µεγάλα, πιο πλούσια διακοσµηµένα και πολύχρωµα γίνονταν τα κτίρια. Επίσης ήταν χτισµένα πιο µακριά το ένα από το άλλο και υπήρχαν ακάλυπτοι χώροι γύρω από το καθένα. Αυτό καθιστούσε πιο δύσκολα τα πράγµατα για τον διώκτη του, καθότι είχε
όλο και λιγότερες σκιές στη διάθεσή του για να κρυφτεί. Ο Σέρλοκ είδε δύο φορές το αδιευκρίνιστο σχήµα να διασχίζει µε ταχύτητα κάποιον ακάλυπτο χώρο. Προς µεγάλο του εκνευρισµό, εξακολουθούσε να µην µπορεί να διακρίνει τι ήταν, µε εξαίρεση το γεγονός πως έµοιαζε να είναι δίποδο και να τρέχει κρατώντας το σώµα του χαµηλωµένο, κοντά στο έδαφος. Τελικά απέµενε µόνο ένα κτίριο µπροστά του, ένα τεράστιο οικοδόµηµα στην κορυφή του λόφου, µε τοίχους τόσο λευκούς, που θάµπωναν τα µάτια µε το φέγγος τους. Η σκεπή του ήταν φτιαγµένη από κίτρινα κεραµίδια και παντού γύρω του υπήρχαν κερασιές. Στις διάφορες πόρτες και στις γωνίες του κτίσµατος υπήρχαν φρουροί, ντυµένοι παρόµοια µε εκείνους που φυλούσαν την πύλη της πόλης. Ο Σέρλοκ κατέληξε στο συµπέρασµα πως πρέπει να ήταν η κατοικία κάποιου σηµαντικού προσώπου, ίσως του νοµάρχη στον οποίο είχε αναφερθεί ο καπετάνιος Μπράιαν. Ο κόσµος επίσης είχε αραιώσει, σε βαθµό που οι µόνοι άνθρωποι ήταν εκείνοι οι οποίοι κατευθύνονταν προς το κτίσµα –την Κατοικία, όπως αποφάσισε να την ονοµάσει ο Σέρλοκ– ή έφευγαν από αυτό. Από την κορυφή του λόφου, έβλεπε όλη τη Σαγκάη να απλώνεται στα πόδια του. Έβλεπε τους οφιοειδείς δρόµους και τις πλατιές λεωφόρους µε τις οποίες διασταυρώνονταν. Έβλεπε τα τετράγωνα σπίτια µε τους εσωτερικούς τους κήπους, σαν πινελιές πρασίνου. Έβλεπε τα τείχη της πόλης να κλείνουν τα πάντα στο εσωτερικό τους σε ένα σφιχτό αγκάλιασµα. Πέρα από τα τείχη, έβλεπε τα νερά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας να στραφταλίζουν στο φως του ήλιου. Στην προβλήτα βρίσκονταν δεµένα µια σειρά από πλοία, συµπεριλαµβανοµένου του
Γκλόρια Σκοτ, το οποίο αναγνώρισε από τα κατάρτια και τα ξάρτια του, που του είχαν γίνει τόσο γνώριµα τους τελευταίους µήνες. Έβλεπε επίσης τον µακρύ, γκρίζο όγκο του USS Monocacy. Ο ατµοκίνητος τροχός του γυρνούσε και λευκός ατµός έβγαινε από το φουγάρο του. Ετοιµαζόταν να εγκαταλείψει την προβλήτα και να ανέβει τον ποταµό Γιανγκτσέ. Στρέφοντας πάλι την προσοχή του στον κύριο Μακένζι, τον είδε να πηγαίνει κατευθείαν προς την κύρια είσοδο της Κατοικίας, όµως αυτό που τον ακολουθούσε έµοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Η κύρια είσοδος ήταν µια τεράστια, δίφυλλη πύλη από χοντρό ξύλο, ενισχυµένη µε µεταλλικά ελάσµατα. Τέσσερις φρουροί στεκόταν εκατέρωθέν της κι ένας Κινέζος αξιωµατούχος βρισκόταν µπροστά της. Φορούσε µια ρόµπα µε πλούσια κεντήµατα και φαρδιά µανίκια, καθώς κι ένα µαύρο καπελάκι δίχως γείσο. Οι άνθρωποι τον πλησίαζαν, του έλεγαν σύντοµα κάτι κι εκείνος είτε τους άφηνε να περάσουν µέσα είτε τους έδιωχνε. Τους περισσότερους τους έδιωχνε και µόνο ελάχιστοι κατάφερναν να γίνουν δεκτοί και να διαβούν τη µεγάλη πύλη. Ο Σέρλοκ παρατήρησε ότι µερικοί από εκείνους που γίνονταν δεκτοί έδιναν ένα πουγκί µε νοµίσµατα στον φύλακα της πύλης. Οι συναλλαγές γίνονταν γρήγορα και µε τη διακριτικότητα που εξασφάλιζαν τα µακριά µανίκια του αξιωµατούχου. Άραγε τον δωροδοκούσαν; Πιθανόν. Εκτός από τους πολίτες που έρχονταν κι έφευγαν, υπήρχαν και µερικοί που είχαν πάγκους, πουλώντας ροφήµατα, µεζέδες και καπέλα για προστασία από τον ήλιο. Ο Σέρλοκ πέρασε µπροστά από τον αξιωµατούχο και βρήκε ένα µέρος αρκετά κοντά στην πύλη ώστε να ακούει τι λεγόταν, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να τραβάει την προσοχή.
Κάθισε ανακούρκουδα και κράτησε το καπέλο χαµηλωµένο στο πρόσωπό του, ελπίζοντας πως θα τον περνούσαν για ζητιάνο. Ο Μάλκολµ Μακένζι ήταν τρίτος στη σειρά για την πύλη. Συνεχώς κουνιόταν κι έκανε νευρικές κινήσεις, σαν κάτι να τον ανησυχούσε. Ο Σέρλοκ κοίταξε γύρω του όσο πιο διακριτικά µπορούσε. Αναζητούσε τον µυστηριώδη διώκτη του κυρίου Μακένζι. Δεν µπορεί να είχε εξαφανιστεί έτσι απλά. Τελικά τον εντόπισε –ή τουλάχιστον εντόπισε κάτι που θα µπορούσε να είναι αυτό– σε µια κερασιά που έβλεπε στην Κατοικία. Τον έκρυβαν τα φυλλώµατα και τα άνθη της κερασιάς, όµως ο Σέρλοκ έβλεπε το κλαδί να λυγίζει από το βάρος του. Επίσης, ενώ όλα τα άλλα δέντρα ήταν γεµάτα πουλιά, αυτό δεν είχε ούτε ένα – προφανώς κάτι τα είχε φοβίσει. «Ονοµάζοµαι Μάλκολµ Μακένζι» είπε ο πατέρας του Κάµερον στα καντονέζικα, όταν ήρθε επιτέλους η σειρά του. «Είναι επείγον να µιλήσω µε τον νοµάρχη Τσεν». «Έχετε κάνει αίτηση γι’ ακρόαση;» ρώτησε ήρεµα ο αξιωµατούχος. «Όχι. Όπως είπα, είναι επείγον». «Α» έκανε ο αξιωµατούχος, ενώ ταυτόχρονα έβγαλε τα χέρια του από τα µανίκια, τα άπλωσε κι ανασήκωσε τους ώµους. «Όλοι όσοι έχουν δουλειά τη θεωρούν επείγουσα, όµως κάτι που είναι για έναν άνθρωπο επείγον, µπορεί για έναν άλλο να είναι ασήµαντο». «Σας διαβεβαιώ πως το συγκεκριµένο ζήτηµα είναι πραγµατικά επείγον» είπε ο κύριος Μακένζι µε εµφανή εκνευρισµό. «Ποτέ και κανείς δε ζητά να δει τον νοµάρχη λέγοντας “έχω να συζητήσω µαζί του ένα ζήτηµα ήσσονος σηµασίας, το οποίο δεν επείγει”» παρατήρησε ατάραχος ο αξιωµατούχος.
Ο κύριος Μακένζι έδειχνε έτοιµος να τον βρίσει, αντ’ αυτού όµως έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε µια χούφτα νοµίσµατα. «Αρκούν αυτά για να κάνουν πιο επείγουσα τη δουλειά µου;» ρώτησε απότοµα. Ο αξιωµατούχος πήρε ένα περίλυπο ύφος. «Πολύ φοβούµαι πως όχι» είπε. Ο Σέρλοκ υποπτευόταν πως το πρόβληµα ήταν η επιθετικότητα του κυρίου Μακένζι και όχι το ποσό της δωροδοκίας. Ίσως πάλι µόνο οι Κινέζοι πολίτες να µπορούσαν να δωροδοκούν Κινέζους αξιωµατούχους. «Θα µπορούσατε να µου πείτε πότε µπορεί να κανονιστεί µια ακρόαση;» ρώτησε µε σφιγµένα δόντια ο κύριος Μακένζι. «Για κάτι τέτοιο θα πρέπει να µιλήσετε µε τον υπεύθυνο ακροάσεων του νοµάρχη». Ο αξιωµατούχος έκλινε το κεφάλι του. «Βρίσκεται στην Πύλη των Ουράνιων Ευχών, η οποία βρίσκεται στην άλλη πλευρά της οικίας». Ο κύριος Μακένζι έσφιγγε και ξέσφιγγε τις γροθιές του. «Θα µπορούσα ίσως να αφήσω ένα µήνυµα για τον νοµάρχη;» «Μπορείτε να αφήσετε ένα µήνυµα και θα φροντίσω να φτάσει στα χέρια του υπεύθυνου αλληλογραφίας του νοµάρχη. Κι αν εκείνος µε τη σειρά του αποφασίσει πως το µήνυµα είναι αρκούντως σηµαντικό, θα του το µεταφέρει». «Μήπως τυχαίνει να έχετε πινέλο, µελάνι και χαρτί;» «Είµαι βέβαιος πως κάποιος εδώ γύρω θα πουλάει τα εν λόγω υλικά» είπε µελιστάλαχτα ο αξιωµατούχος «κι επίσης είµαι βέβαιος πως για ένα επιπλέον ποσό θα είναι διατεθειµένος να διατυπώσει το µήνυµα µε τρόπο που θα τραβήξει την προσοχή του νοµάρχη». Ο κύριος Μακένζι έγνεψε µε το κεφάλι. «Ευχαριστώ» είπε απότοµα,
παρόλο που ήταν σαφές πως ήθελε να πει κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Σέρλοκ τον παρακολούθησε να φεύγει και να αναζητά κάποιον που θα µπορούσε να του γράψει το µήνυµα, ή να του παράσχει τα υλικά για να το κάνει ο ίδιος. Ένας πάγκος κοντά στη γωνία της Κατοικίας έδειχνε να έχει ό,τι χρειαζόταν, και πήγε προς τα εκεί. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σε εκείνη την άκρη του τοίχου κι ο Σέρλοκ φοβόταν πως, αν προσπαθούσε να τον ακολουθήσει, ο πατέρας του Κάµερον θα τον αναγνώριζε, είτε ήταν µεταµφιεσµένος είτε όχι. Ο Σέρλοκ έστρεψε το κεφάλι του προς την κερασιά. Το κλαδί που ήταν πριν από λίγο λυγισµένο τώρα είχε επιστρέψει στο κανονικό του ύψος και στα ψηλότερα κλαδάκια του είχαν κουρνιάσει πουλιά. Ο µυστηριώδης διώκτης είτε είχε αλλάξει δέντρο είτε είχε φύγει. Έστρεψε πάλι το βλέµµα του προς τον πάγκο, την ώρα που ο γραφέας τύλιγε ένα κοµµάτι χαρτί σε ρολό και το σφράγιζε µε βουλοκέρι. Το έδωσε στον κύριο Μακένζι µε µια θεατρική κίνηση. Ο πατέρας του Κάµερον το άρπαξε και σχεδόν έτρεξε στον αξιωµατούχο µπροστά στην πύλη, προσπερνώντας τους Κινέζους που στέκονταν στην ουρά. Προσπάθησε να δώσει το τυλιγµένο χαρτί στον αξιωµατούχο άµεσα, όµως εκείνος κούνησε το κεφάλι µε µια περίλυπη έκφραση στο πρόσωπό του. «Επιστρέψτε στο τέλος της σειράς, σας παρακαλώ. Θα µου παραδώσετε το µήνυµα εν ευθέτω χρόνω». «Μα είναι πραγµατικά επείγον!» διαµαρτυρήθηκε ο κύριος Μακένζι. «Κάτι που είναι σήµερα επείγον, έχει περιορισµένο ενδιαφέρον την επαύριον» είπε ο αξιωµατικός σαν να παρέθετε κάποια ρήση. «Τα σύννεφα περνούν µπροστά από τον ήλιο κι ύστερα χάνονται».
Ο κύριος Μακένζι τον κάρφωσε για λίγο µε το βλέµµα κι ύστερα πήγε απρόθυµα στο τέλος της σειράς, η οποία τώρα αποτελούνταν από δέκα περίπου ανθρώπους. Όσο ο αξιωµατούχος ασχολούνταν µε τον καθένα από αυτούς, εκείνος περίµενε γεµάτος ανυποµονησία, χτυπώντας το τυλιγµένο χαρτί πάνω στον µηρό του. Τελικά βρέθηκε πάλι µπροστά στον αξιωµατούχο. «Παρακαλώ;» είπε εκείνος. Ο κύριος Μακένζι τον κοίταξε µην µπορώντας να πιστέψει την αντιµετώπισή του. «Είναι ανάγκη αυτό εδώ να το δει ο νοµάρχης» είπε. «Υπάρχει κάποιος τρόπος να φτάσει στα χέρια του;» Ο αξιωµατούχος πήρε το µήνυµα. «Θα το παραδώσω στον υπεύθυνο αλληλογραφίας του νοµάρχη. Από εκεί και ύστερα, το ζήτηµα βρίσκεται στα χέρια των θεών». Βάζοντας το τυλιγµένο χαρτί µέσα σε ένα από τα φαρδιά του µανίκια[30], χτύπησε τις παλάµες του δύο φορές. Ένας νεαρότερος αξιωµατούχος, που επίσης φορούσε ρόµπα, βγήκε τρέχοντας µέσα από το κτίριο. Ο αξιωµατούχος της πύλης έβγαλε το µήνυµα από το µανίκι του και του το έδωσε, µαζί µε έναν καταιγισµό οδηγιών σε µια γλώσσα που ο Σέρλοκ δεν αναγνώριζε. Άραγε αυτή να ήταν η γλώσσα των Μανδαρίνων για την οποία είχε ακούσει να λένε; Η γλώσσα που χρησιµοποιούσαν µόνο οι αξιωµατούχοι και οι ηγεµόνες Μαντσού; Ο άνδρας έφυγε πάλι τρέχοντας κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του κτιρίου. «Έγινε» είπε ο αξιωµατούχος της πύλης στον Μάλκολµ Μακένζι κάνοντας µια υπόκλιση. «Είθε οι ευλογίες να σε ραίνουν σαν τα πέταλα των ανθών της κερασιάς». «Κι είθε η δική σου τιµή και περιουσία να αυξάνονται σταθερά, σαν
το ρυάκι που γίνεται ρέµα κι ύστερα ποταµός» αποκρίθηκε ο κύριος Μακένζι. Ήταν προφανώς µια εθιµοτυπική απάντηση, κάτι το οποίο όφειλε κανείς να κάνει όταν µιλούσε µε κάποιον Κινέζο της ανώτερης τάξης. Έµεινε να κοιτάζει τον αξιωµατούχο για µια παρατεταµένη στιγµή, διερωτώµενος αν έπρεπε να προσθέσει κάτι άλλο, τελικά όµως γύρισε κι έφυγε µε τα χέρια σφιγµένα δίπλα στο σώµα του. Προφανώς η παράδοση του µηνύµατος δεν τον είχε καθησυχάσει. Ο Σέρλοκ τού άφησε προβάδισµα µερικών λεπτών, ύστερα µάζεψε το µπαµπού και τους κουβάδες του κι άρχισε κι αυτός να κατηφορίζει. Με τον µυστηριώδη διώκτη να έχει φύγει ή να έχει κρυφτεί, δεν είχε νόηµα να παραµείνει στην περιοχή, κι ο πατέρας του Κάµερον σχεδόν σίγουρα θα επέστρεφε απογοητευµένος στο σπίτι του, οπότε δεν είχε νόηµα να τον ακολουθήσει. Είχε πάντοτε καλή αίσθηση προσανατολισµού και σύντοµα ξαναβρήκε το σταυροδρόµι που έβγαζε στο σπίτι των Γου, στην Ανατολική Οδό Ρενµίν. Μέσα σε δέκα λεπτά βρισκόταν έξω από το σπίτι. Ο δρόµος ήταν έρηµος, µε εξαίρεση τους λιγοστούς διαβάτες. Αφήνοντας το µπαµπού και τους κουβάδες στην άκρη του δρόµου, πλησίασε διστακτικά στην πόρτα και χτύπησε την κάσα. Στο άνοιγµα εµφανίστηκε ο Κάµερον. Φαινόταν κουρασµένος, καταβεβληµένος. «Τι συνέβη όσο έλειπα;» τον ρώτησε ο Σέρλοκ. Αντί να απαντήσει, ο Κάµερον βγήκε διακριτικά από το σπίτι και στάθηκε µπροστά του. Έπειτα του είπε: «Πέρασαν µερικοί φίλοι και συγγενείς. Μιλάνε τόσο γρήγορα, που δυσκολεύοµαι να τους
παρακολουθήσω. Έχει έρθει κι ένας ταοϊστής ιερέας για να ετοιµάσει το σώµα για την ταφή». Ο Σέρλοκ έγνεψε µε το κεφάλι. «Πώς είναι η Τζι Χιούεν και ο Γου Φανγκ-Γι;» «Πώς πάει εκείνη η φράση; “Όπως είναι αναµενόµενο”». Ανασήκωσε τους ώµους. «Βρισκόµαστε στους τροπικούς. Εδώ οι άνθρωποι πεθαίνουν συχνά. Είναι… αναµενόµενο ή τουλάχιστον δεν είναι ασυνήθιστο». «Όλο αυτό είναι ασυνήθιστο» µουρµούρισε ο Σέρλοκ. «Τι εννοείς;» «Απλά δεν µπορώ να πιστέψω πώς ένα φίδι έφτασε µέχρι το υπνοδωµάτιο του Γου Τσουνγκ και ξαναβγήκε έξω, δίχως βοήθεια και δίχως να το δει κανείς. Η απόσταση είναι πολύ µεγάλη, τα παράθυρα πολύ ψηλά και ο Γου Φανγκ-Γι ήταν απολύτως βέβαιος πως είχε κλείσει όλες τις τρύπες στους τοίχους και τα πατώµατα». «Τι θες να πεις;» Στο πρόσωπο του Κάµερον ήταν ζωγραφισµένη η περιέργεια. Ο Σέρλοκ πήρε µια βλοσυρή έκφραση που ταίριαζε µε τα επόµενα λόγια του. «Θέλω να πω πως κάποιος έβαλε σκόπιµα το φίδι µέσα στο σπίτι. Θέλω να πω πως ο Γου Τσουνγκ δολοφονήθηκε!» «Γιατί όµως;» ρώτησε ο Κάµερον, µε την έκπληξη ζωγραφισµένη στο πρόσωπό του. Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Ίσως είχε να κάνει µε το γεγονός πως µόλις επέστρεψε. Ίσως απλά να υπήρχε κάποιος εδώ που τον µισούσε». Έκανε µια παύση, εξετάζοντας τα διαφορετικά ενδεχόµενα. «Ίσως πάλι κάποιος να εξοργίστηκε επειδή βρήκε δουλειά στο
αµερικανικό πλοίο, και να ήθελε να τον τιµωρήσει. Είναι προφανές πως υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια από την πλευρά των ντόπιων». «Σέρλοκ, µην το πάρεις στραβά αυτό που θα σου πω, όµως ήταν απλά ένας µάγειρας… ένας βοηθός µάγειρα για την ακρίβεια». «Μπορεί να ήταν απλά ένας µάγειρας, όµως βρήκε δουλειά σε ένα πλοίο του Αµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού» απάντησε ο Σέρλοκ. Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ξαφνικά κάτι θυµήθηκε. «Ο καπετάνιος Μπράιαν µου είπε πως ο αρχιµάγειρας του Monocacy επίσης πέθανε από δάγκωµα φιδιού. Δεν µπορεί να είναι απλή σύµπτωση». «Είναι µια ενδιαφέρουσα θεωρία» είπε ο Κάµερον γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι και κοιτάζοντάς τον. «Ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα που να την αποδεικνύει. Το µόνο που έχεις είναι µια ιστορία που ταιριάζει µε τα γεγονότα, όµως µια εξίσου αληθοφανή ιστορία θα µπορούσα να πλάσω κι εγώ». «Όπως;» «Δώσε µου λίγη ώρα και κάτι θα σκεφτώ». Ο Σέρλοκ δίστασε για µια στιγµή, διερωτώµενος αν έπρεπε να πει αυτό που ήθελε. «Άκου, Κάµερον, νωρίτερα, όταν επέστρεφα από την προβλήτα, είδα τον πατέρα σου. Έµοιαζε βιαστικός και πήγαινε στην Κατοικία του νοµάρχη. Ζήτησε ακρόαση. Δεν τον άφησαν να µπει, οπότε έγραψε ένα µήνυµα κι έπεισε τον αξιωµατούχο στην πύλη να το παραδώσει στον αρµόδιο στο εσωτερικό της Κατοικίας. Επέµενε πως ήταν επείγον. Κάµερον, νοµίζω πως ο πατέρας σου ξέρει τι συµβαίνει. Τον ακολουθούσε αυτό το πράγµα που είδα χθες στον κήπο!» «Ακολούθησες τον πατέρα µου» είπε σιγανά ο Κάµερον. Ο τόνος του ήταν ήπιος και ουδέτερος. Ο Σέρλοκ δεν µπορούσε να καταλάβει αν
ήταν θυµωµένος, έκπληκτος ή απλά περίεργος – πιθανώς ένα µείγµα και των τριών. «Ναι» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ «τον ακολούθησα. Αν έβλεπες πώς ήταν, το ίδιο θα είχες κάνει κι εσύ». Για µια παρατεταµένη στιγµή, ο Κάµερον κάρφωσε µε το βλέµµα του τον Σέρλοκ. «Έχεις δίκιο» είπε τελικά. «Πιθανότατα αυτό ακριβώς θα είχα κάνει». Αναστέναξε κι έστρεψε αλλού το πρόσωπό του. «Προσφάτως φέρεται παράξενα. Είναι ευερέθιστος, εριστικός κι αφηρηµένος. Είδες και µόνος σου πώς ήταν σήµερα το πρωί. Ακόµα κι η µητέρα έχει αρχίσει να ανησυχεί. Κάτι πρέπει να συµβαίνει». Ξαφνικά το στόµα του έκανε έναν µορφασµό κι ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε µε έκπληξη πόσο ανησυχούσε ο Κάµερον για τον πατέρα του και τι προσπάθεια κατέβαλλε για να το κρύψει. «Πραγµατικά πιστεύω πως ξέρει τι συµβαίνει» επανέλαβε ο Σέρλοκ «ή τουλάχιστον έχει µια ιδέα του τι συµβαίνει». Καθώς τον κυρίευε ο ενθουσιασµός από τη σύνθεση των δεδοµένων σε ένα ακλόνητο οικοδόµηµα στοιχείων, ένιωθε τον σφυγµό του να επιταχύνεται. «Χθες βράδυ, στον κήπο, µήπως είδες πως ο Αρένιους έδωσε στον πατέρα σου ένα πακέτο; Νοµίζω πως ξέρω τι περιείχε. Στην καµπίνα του, στο Γκλόρια Σκοτ, είδα µια σειρά από διαγράµµατα που το καθένα έµοιαζε µε ιστό αράχνης. Νοµίζω πως αυτά παρέδωσε στον πατέρα σου». Ξαφνικά θυµήθηκε την επίθεση των πειρατών. «Επίσης νοµίζω πως υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να πάρουν αυτά τα διαγράµµατα στα χέρια τους. Όταν το Γκλόρια Σκοτ δέχθηκε επίθεση από πειρατές, ένας από αυτούς µπήκε κρυφά στην καµπίνα του Αρένιους αναζητώντας κάτι. Έπειτα υπάρχει κι εκείνο το πράγµα που είδα στον κήπο χθες βράδυ.
Νοµίζω πως ίσως κι αυτό να ψάχνει τα διαγράµµατα». Τα µάτια του Κάµερον έλαµψαν από περιέργεια. «Μπόρεσες να διακρίνεις τι ήταν όταν το ακολούθησες;» «Κινούνταν υπερβολικά γρήγορα» είπε ο Σέρλοκ «κι έµενε συνεχώς στις σκιές. Δεν κατάφερα να το δω καθαρά». «Τι θα κάνουµε, λοιπόν;» Ο Κάµερον αναστέναξε. «Υποθέτουµε πως υπάρχει κάποια πλεκτάνη που αφορά το USS Monocacy, όµως δεν ξέρουµε τι µπορεί να είναι. Υποθέτουµε πως ο πατέρας µου είναι αναµειγµένος, όµως δεν ξέρουµε µε ποιον τρόπο. Υποθέτουµε πως αυτά τα διαγράµµατα σαν ιστός αράχνης είναι σηµαντικά, όµως δεν ξέρουµε το γιατί. Συµφωνείς;» «Πάνω κάτω». Ο Σέρλοκ έξυσε το κεφάλι του. «Μπορούµε πάντοτε να ρωτήσουµε τον πατέρα σου τι συµβαίνει – ίσως και να µας πει». «Μάλλον απίθανο. Ίσως το καλύτερο που έχουµε να κάνουµε είναι να ψάξουµε γι’ αυτά τα διαγράµµατα που ανέφερες. Μπορεί να µας αποκαλύψουν κάτι παραπάνω». «Εντάξει» είπε ο Σέρλοκ. «Αυτό θα κάνουµε». Οι δύο φίλοι έµειναν να κοιτάζονται για µια στιγµή κι ο καθένας τους ήλπιζε να κινηθεί ο άλλος πρώτος. Ο Κάµερον ήταν αυτός που έσπασε τελικά τη σιωπή. «Έλα, λοιπόν» είπε κοφτά. «Πάµε να τελειώνουµε µε αυτή την ιστορία». Καθώς αποµακρύνονταν από το σπίτι, ο Σέρλοκ αναρωτήθηκε αν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Γου Φανγκ-Γι και τη µητέρα του. Σε ένα δυο χρόνια θα θυµόταν άραγε τα πρόσωπά τους, ή το µόνο που θα απέµενε θα ήταν δύο ονόµατα; Του φαινόταν τόσο µάταιο, τόσο σπάταλο να έχει
θραύσµατα αναµνήσεων που αιωρούνταν µέσα στο κεφάλι του, αποκοµµένα από οτιδήποτε απτό ή σηµαντικό. Ευχόταν να είχε την ικανότητα να θυµάται µε κάθε λεπτοµέρεια όλα όσα είχε δει, όλα όσα είχε διαβάσει κι ακούσει, ή έστω να σβήνει τις αναµνήσεις που δεν είχε πια ανάγκη. Για παράδειγµα, ακόµη θυµόταν τα πρόσωπα και τα παρατσούκλια των συµµαθητών του στο Σχολείο Αρρένων Ντίπντεν, ενώ ήταν µάλλον απίθανο να ξαναχρειαστεί ποτέ αυτές τις αναµνήσεις. Επέστρεψαν στο σπιτικό των Μακένζι µέσα από τους γνώριµους πλέον δρόµους της Σαγκάης. Ήταν προχωρηµένο απόγευµα και ο ήλιος έλαµπε µε φόντο έναν βαθυγάλανο ουρανό. Κάποια στιγµή, καθώς περνούσαν µπροστά από έναν πάγκο που πουλούσε νουντλς, ο Κάµερον ξαφνικά σταµάτησε. Έδωσε µερικά νοµίσµατα στον ιδιοκτήτη κι αγόρασε δύο καλαθάκια από πλεχτό µπαµπού, γεµάτα µε ένα µείγµα από νουντλς και µικρά κοµµάτια κρέατος, περιχυµένο µε µια σάλτσα. «Ορίστε» είπε δίνοντας το ένα στον Σέρλοκ. «Φάε κάτι. Έχει περάσει πολλή ώρα από το πρωινό». «Δίκιο έχεις» είπε ο Σέρλοκ, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως πεινούσε σαν λύκος. Πήρε το ένα καλαθάκι που συνοδευόταν από ένα ζευγάρι ξυλάκια, τα οποία τα χρησιµοποιούσε για να σπρώχνει τα νουντλς στο στόµα του καθώς περπατούσαν. Η σάλτσα ήταν γλυκιά και πικάντικη και το σύνολο είχε υπέροχη γεύση. Αναρωτήθηκε γιατί το αγγλικό φαγητό ήταν τόσο άνοστο. Όταν έφτασαν πια στο σπίτι του Κάµερον, είχαν τελειώσει τα νουντλς τους. Ο Κάµερον πήρε τα καλαθάκια και τα πέταξε. «Η µητέρα συγχύζεται όταν τρώω από τους πλανόδιους» εξήγησε. «Νοµίζει πως θα κολλήσω κάποια φρικτή ασθένεια».
«Στην πραγµατικότητα, ίσως τρώγοντας τα τοπικά φαγητά και παίζοντας µε τα παιδιά των ντόπιων να προστατεύεσαι από τις ασθένειες» αντέτεινε ο Σέρλοκ. «Ίσως οι άνθρωποι που µένουν συνεχώς µέσα και αποµονώνονται από το περιβάλλον τους να είναι εκείνοι που προσβάλλονται από την πρώτη ασθένεια που συναντούν, αντί να την αποκρούσει ο οργανισµός τους». Ο Κάµερον τον κοίταξε καλά καλά. «Σου έχουν πει ποτέ πως σκέφτεσαι τα πάντα υπερβολικά πολύ;» Όταν µπήκαν µέσα, δε βρήκαν κανέναν. Η πόρτα του γραφείου του κυρίου Μακένζι ήταν κλειστή – πιθανότατα ήταν εκεί, απασχοληµένος µε τη σηµαντική δουλειά που είχε αναφέρει την ώρα του πρωινού. Ο Σέρλοκ αναρωτήθηκε αν είχε να κάνει µε τα διαγράµµατα σε σχήµα ιστού αράχνης. Η κυρία Μακένζι επίσης δε φαινόταν πουθενά, όµως ο Κάµερον είπε πως συνήθιζε να ξαπλώνει για λίγο το µεσηµέρι. Κανένα από τα δύο αγόρια δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα του γραφείου του κυρίου Μακένζι για να µπουν και να ψάξουν τα διαγράµµατα. Αντ’ αυτού, κατευθύνθηκαν προς το δωµάτιο του Κάµερον. Ο Κάµερον σωριάστηκε στο κρεβάτι κι έµεινε ξαπλωµένος, µε το ένα του µπράτσο να κρύβει τα µάτια του, ενώ ο Σέρλοκ βρήκε ένα σηµειωµατάριο και ζωγράφισε όσο καλύτερα θυµόταν το δάγκωµα του φιδιού στην πλάτη του Γου Τσουνγκ. Κάτι εξακολουθούσε να τον ενοχλεί µε αυτό το δάγκωµα. Ζωγράφισε τα δύο σηµάδια από τα δόντια µε όσο µεγαλύτερη ακρίβεια µπορούσε – το ένα, που έµοιαζε µε κανονικό σηµάδι από δόντι, και το άλλο που ήταν ακανόνιστο, σαν το δόντι που το είχε κάνει να ήταν σπασµένο. Επίσης προσπάθησε να τα ζωγραφίσει στη σωστή απόσταση. Δεν ήταν σίγουρος γιατί θεωρούσε τόσο σηµαντικό να έχει
κάποιο σηµείο αναφοράς, όµως ήθελε να το έχει εύκαιρο αν ποτέ το χρειαζόταν. Μόλις είχε κάνει το σκίτσο ακριβώς όπως το ήθελε, έχοντας καταγράψει µε ακρίβεια την πληγή που είχε δει στην πλάτη του Γου Τσουνγκ, από κάπου έξω ακούστηκε ξαφνικά ένα γκονγκ. «Μας ειδοποιούν για το απογευµατινό τσάι» είπε ο Κάµερον σηκώνοντας το µπράτσο από το πρόσωπό του. «Υποθέτω πως χάσαµε την ευκαιρία να πάµε και να ψάξουµε το γραφείο του πατέρα µου». «Αυτά ήταν παλικαρισµοί» είπε ο Σέρλοκ. «Νοµίζω πως κανείς από τους δυο µας δεν πίστευε πως θα το κάναµε στ’ αλήθεια». Έπλυναν γρήγορα τα χέρια και τα πρόσωπά τους και φόρεσαν καθαρά πουκάµισα. Ο Κάµερον προπορευόταν καθώς διέσχισαν τον βραχόκηπο, µε κατεύθυνση το κεντρικό κοµµάτι του σπιτιού. Η κυρία Μακένζι βρισκόταν ήδη στο καθιστικό, όπου είχαν σερβιριστεί τσάι, καφές και µια πληθώρα από µικρά κέικ. Χαµογέλασε στα δύο αγόρια. «Περάσατε καλά σήµερα;» Ο Κάµερον ανασήκωσε απλά τους ώµους, όµως ο Σέρλοκ τής χαµογέλασε. Τη συµπαθούσε την κυρία Μακένζι. «Μάλιστα. Ο Κάµερον είναι εξαιρετικός ξεναγός». Εκείνη άπλωσε το χέρι και ανακάτεψε τα µαλλιά του γιου της. Εκείνος ντράπηκε και τραβήχτηκε µακριά. «Ναι, είναι καλός σε τόσα πράγµατα» είπε γεµάτη υπερηφάνεια. Έριξε µια µατιά προς την πόρτα. «Αν δε βιαστεί ο Μάλκολµ, δε θα µείνει ούτε ένα κέικ. Κάµερον, κάνε µου τη χάρη και πήγαινε να φωνάξεις τον πατέρα σου». Ο Κάµερον πήρε ένα πιάτο κι ένα κέικ και παρά το αποδοκιµαστικό βλέµµα της µητέρας του, βγήκε από το δωµάτιο τρώγοντας. Ο Σέρλοκ
κάθισε απέναντί της στο τραπέζι. «Θα θέλατε να σας βάλω ένα φλιτζάνι τσάι;» ρώτησε. «Θα το ήθελα πολύ, σε ευχαριστώ» είπε η κυρία Μακένζι. Έξω, στο τέρµα του διαδρόµου, ο Σέρλοκ άκουσε τον Κάµερον να χτυπά την πόρτα του γραφείου. «Πατέρα; Χάνεις το τσάι και τα βουτήµατα!» Προφανώς δεν υπήρξε απάντηση, διότι ο Κάµερον ξαναχτύπησε. «Πατέρα; Είσαι µέσα;» Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε πως η κυρία Μακένζι καθόταν ακίνητη και άκουγε, µε µια ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της. «Πατέρα;» Ο Κάµερον ξαναχτύπησε την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Σέρλοκ άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Το επόµενο πράγµα που άκουσε ήταν µια κραυγή καθαρής οδύνης –«Πατέρα!»– και τον ήχο ενός πιάτου που γινόταν θρύψαλα πέφτοντας στο πάτωµα.
Κεφάλαιο 10
Ξαφνιασµένοι, ο Σέρλοκ και η κυρία Μακένζι κοίταξαν ταυτόχρονα προς την πόρτα κι έπειτα ο ένας τον άλλο. Το πρόσωπο της κυρίας Μακένζι ήταν ένα µείγµα έκπληξης και φόβου. Ο Σέρλοκ ήξερε πως το ίδιο πρέπει να έδειχνε και το δικό του πρόσωπο. Έτρεξε προς την πόρτα. Η κυρία Μακένζι βρισκόταν ακριβώς πίσω του, µε τα χέρια ήδη πάνω από την καρδιά της, σαν να ήθελε να την εµποδίσει να πεταχτεί έξω από το στήθος της. Το γραφείο του Μάλκολµ Μακένζι ήταν στο τέρµα του διαδρόµου από το καθιστικό, ακριβώς µετά τη γωνία. Καθώς έστριβε τρέχοντας, ο Σέρλοκ είδε τον Κάµερον να στέκεται στο κατώφλι της πόρτας. Έµοιαζε να έχει κοκαλώσει. Έσφιγγε τόσο δυνατά την κάσα της πόρτας, που ο Σέρλοκ έβλεπε να διαγράφονται τα κόκαλα των δαχτύλων του κάτω από το τσιτωµένο δέρµα. Στο πάτωµα κοντά στα πόδια του βρίσκονταν ένα σπασµένο πιάτο κι ένα πατηµένο κέικ. Υπηρέτες εµφανίστηκαν στα δύο άκρα των διαδρόµων, πρόσωπα µε κινεζικά και δυτικά χαρακτηριστικά, όλα µε την ίδια έντροµη έκφραση
ζωγραφισµένη πάνω τους. Ο Σέρλοκ έφτασε στον φίλο του και σταµάτησε απότοµα γλιστρώντας λίγο στο πάτωµα. Για µια στιγµή κοίταξε τον Κάµερον κι έπειτα το βλέµµα του ακολούθησε το δικό του µέσα στο δωµάτιο. Το θέαµα που είδε µπροστά του θα έµενε για πάντα χαραγµένο στη µνήµη του. Το γραφείο έµοιαζε µε εκείνο του αδελφού του, του Μάικροφτ. Οι τοίχοι ήταν καλυµµένοι µε βιβλιοθήκες, τα ράφια γεµάτα µε δερµατόδετους τόµους διαφόρων χρωµάτων. Σε µια γωνία, ένα περίτεχνο πλαίσιο στήριζε µια µεγάλη υδρόγειο. Το γραφείο βρισκόταν στο βάθος του δωµατίου – ένα µεγάλο, επίπεδο κοµµάτι από κάποιο σκούρο, ντόπιο ξύλο, που στηριζόταν πάνω σε χοντρά πόδια. Στη µία άκρη υπήρχε µια άνετη πολυθρόνα κι ένα µικρό τραπεζάκι δίπλα της. Πάνω στο τραπεζάκι βρισκόταν ανοιγµένο ένα βιβλίο, µε το εξώφυλλο προς τα πάνω, δίπλα σε ένα µισοάδειο ποτήρι µε κάποιο υγρό στο χρώµα του κεχριµπαριού – πιθανότατα ουίσκι µε σόδα, αν έκρινε από την ελαφριά καπνιστή οσµή που διέκρινε ο Σέρλοκ στον αέρα. Πίσω από το γραφείο βρισκόταν µια ξύλινη καρέκλα και πίσω από την καρέκλα ένα παράθυρο που έβλεπε στον εσωτερικό κήπο. Το παράθυρο ήταν κλειστό και το γυαλί άθικτο. Οι κουρτίνες µπροστά στο παράθυρο δεν έµοιαζαν να κουνιούνται από κάποιο αεράκι. Ο Μάλκολµ Μακένζι ήταν καθισµένος στην καρέκλα πίσω από το γραφείο. Είχε τα χέρια απλωµένα µπροστά του, πάνω στο γραφείο, κι έµοιαζε να έχει αρπάξει και να έχει τσαλακώσει τα χαρτιά που βρίσκονταν σκορπισµένα πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν παραµορφωµένο σε µια µάσκα απόλυτης φρίκης – µε τα µάτια
γουρλωµένα και το στόµα ανοιχτό. Τα µαλλιά του έµοιαζαν να έχουν σηκωθεί από τον τρόµο. Δεν κινούνταν. Τα µάτια του δεν κοίταζαν ούτε τον Σέρλοκ ούτε τον Κάµερον ούτε οτιδήποτε άλλο. Ήταν καρφωµένα στον κενό χώρο δίπλα από την πόρτα. Ο Σέρλοκ ακολούθησε το βλέµµα του, προσπαθώντας να καταλάβει τι κοιτούσε, όµως δεν υπήρχε τίποτα εκεί – τίποτα απολύτως. Ο Σέρλοκ ήδη ένιωθε την καρδιά του να έχει ανέβει πολύ ψηλά µέσα στο στήθος του, µε κίνδυνο να του κλείσει τον λαιµό και να του κόψει την ανάσα, όµως το επόµενο πράγµα που παρατήρησε κόντεψε να τη σταµατήσει ολότελα. Τα χέρια του Μάλκολµ Μακένζι ήταν τόσο τεντωµένα πάνω στο γραφείο, ώστε τα µανίκια του πουκαµίσου και του σακακιού του είχαν ανασηκωθεί, αποκαλύπτοντας τους πήχεις του. Στον δεξιό του πήχυ υπήρχε ένα σηµάδι που ο Σέρλοκ πέρασε αρχικά για τατουάζ, αλλά καθώς εστίασε το βλέµµα πάνω του, συνειδητοποίησε τη φρικτή αλήθεια – ήταν σηµάδι από δάγκωµα. Δύο τρύπες στο δέρµα του Μάλκολµ Μακένζι, πασαλειµµένες µε αίµα. «Πατέρα;» είπε ξανά ο Κάµερον. Ο Σέρλοκ τον προσπέρασε ακριβώς την ώρα που η κυρία Μακένζι έφτανε στην πόρτα. Πήρε µια κοφτή ανάσα κι έφερε το χέρι µπροστά στο στόµα της. Έχοντας συνέλθει κάπως, ο Κάµερον έτρεξε στο γραφείο. Έφτασε στον πατέρα του ταυτόχρονα µε τον Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ άγγιξε ένα από τα χέρια του, ενώ ο Κάµερον άγγιξε το πρόσωπό του. Το δέρµα του ήταν κρύο κι ο ίδιος δεν αντέδρασε καθόλου στο άγγιγµα. Ο Σέρλοκ έβαλε τα δάχτυλά του κάτω από τον καρπό του κυρίου
Μακένζι και τον σήκωσε από το γραφείο, ελέγχοντας για σφυγµό. Τίποτα. Το αίµα δεν κυλούσε πια στις φλέβες του και το χέρι του ήταν άκαµπτο σαν ξύλο. Όταν το άφησε, εκείνο έπεσε πάλι στο γραφείο µε έναν υπόκωφο γδούπο. «Πολύ φοβάµαι» είπε ο Σέρλοκ µε σπασµένη φωνή «πως είναι νεκρός». Η κυρία Μακένζι έβγαλε µια κραυγή. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Σέρλοκ άκουσε έναν δεύτερο γδούπο, καθώς σωριάστηκε λιπόθυµη στο πάτωµα. «Πάρτε την και βάλτε τη να ξαπλώσει κάπου άνετα» είπε απότοµα ο Σέρλοκ στους υπηρέτες που είχαν αρχίσει να εµφανίζονται από το άνοιγµα της πόρτας. Πίσω τους είδε το πρόσωπο του µπάτλερ, του Χάρις – ήταν πελιδνό και σοκαρισµένο. «Χάρις!» του φώναξε. «Φρόντισε την κυρία σου! Βάλε τις υπηρέτριες να την πάνε στο δωµάτιό της!» Όταν είδε πως ο µπάτλερ δεν κουνιόταν, ο Σέρλοκ χτύπησε δυνατά τα δάχτυλά του. «Σβέλτα! Και στείλε κάποιον να φέρει έναν γιατρό, όχι κάποιον ντόπιο θεραπευτή, αλλά έναν κανονικό γιατρό, έναν Ευρωπαίο. Πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας σε ολόκληρη τη Σαγκάη!» «Υπάρχει» µουρµούρισε ο Κάµερον. «Ο δόκτωρ Φορµπς. Μένει πέντε λεπτά µακριά µας». Ο Σέρλοκ αγριοκοίταζε τον µπάτλερ, µέχρι που ο άνδρας φάνηκε να ανακτά ξαφνικά την αυτοκυριαρχία του κι άρχισε να δίνει εντολές στο προσωπικό. Ο Σέρλοκ χτύπησε τον Κάµερον φιλικά στον ώµο, έπειτα διέσχισε το δωµάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Μπορεί ο κύριος Μακένζι να µην είχε πλέον ανάγκη από ησυχία, ακόµα κι έτσι όµως, ένιωθε πως του άξιζε λίγος σεβασµός, αντί να γίνεται αντικείµενο περίεργων
βλεµµάτων. Άλλωστε, αν το φίδι βρισκόταν ακόµη µέσα στο δωµάτιο, δεν ήθελε να του δώσει την ευκαιρία να ξεφύγει – ήθελε να το σκοτώσει. Αφού έκλεισε την πόρτα, στράφηκε πάλι προς τον Κάµερον. Ο φίλος του κοιτούσε µε γουρλωµένα µάτια το παραµορφωµένο πρόσωπο του πατέρα του. «Τι συνέβη, Σέρλοκ; Τι του συνέβη;» «Κατά τα φαινόµενα, τον δάγκωσε ένα φίδι» είπε ο Σέρλοκ. Πλησίασε πιο κοντά κι έδειξε το δάγκωµα στο χέρι του Μάλκολµ Μακένζι. «Φαίνεται πως υπάρχουν πολλά από δαύτα». «Μα ποιες είναι οι πιθανότητες να γίναµε µάρτυρες δύο δαγκωµάτων φιδιού µέσα στην ίδια µέρα;» ρώτησε ζαλισµένος ο Κάµερον. «Ένα πιο ενδιαφέρον ερώτηµα» είπε σκεφτικός ο Σέρλοκ, κοιτάζοντας την πληγή πιο προσεκτικά «είναι τι πιθανότητες είχαµε να γίνουµε µάρτυρες δύο δαγκωµάτων του ίδιου φιδιού, σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες κι εναντίον δύο διαφορετικών ανθρώπων». Ο Κάµερον συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;» Ο Σέρλοκ τού έδειξε την πληγή. «Κοίτα: ένα από τα σηµάδια είναι µεγαλύτερο από το άλλο. Έβγαλε από την τσέπη του το σκίτσο που είχε κάνει νωρίτερα µε βάση όσα θυµόταν από το σηµάδι στην πλάτη του Γου Τσουνγκ. Κράτησε το σκίτσο δίπλα στο νέο δάγκωµα. «Έχουν ακριβώς το ίδιο µέγεθος, ακριβώς την ίδια απόσταση µεταξύ τους και το ένα από τα σηµάδια µοιάζει να έγινε από σπασµένο δόντι». Ο Κάµερον κοίταξε το δωµάτιο γύρω τους µε µια σκυθρωπή έκφραση χαραγµένη στο πρόσωπό του. «Μπορεί να είναι ακόµη εδώ, ε;» «Το παράθυρο είναι κλειστό. Η πόρτα ήταν κλειστή όταν έφτασες;» «Ναι».
«Επίσης, εδώ και µερικά λεπτά πέρασαν τόσοι άνθρωποι αποδώ, ώστε σίγουρα κάποιος θα έβλεπε ένα φίδι να σέρνεται και να βγαίνει έξω». Τα µάτια του Σέρλοκ γρήγορα κατέγραψαν όλες τις σκοτεινές γωνιές του δωµατίου – κάτω από τα έπιπλα, πάνω από τα βιβλία, πίσω από τις κουρτίνες. «Θα ψάξουµε και θα το βρούµε». Ο Κάµερον άνοιξε ένα συρτάρι στο γραφείο του πατέρα του κι έβγαλε από µέσα ένα ρεβόλβερ. «Μου έµαθε ο πατέρας µου πώς να το χρησιµοποιώ» είπε σιγανά. Ο Σέρλοκ άρπαξε ένα µπαστούνι που ήταν ακουµπισµένο στην κάσα της πόρτας, θεωρώντας πως ήταν καλύτερο από το τίποτα. Για τα επόµενα δέκα λεπτά, τα δύο αγόρια εξέτασαν κάθε σπιθαµή του δωµατίου, ψάχνοντας για το φίδι. Ο Σέρλοκ χρησιµοποιούσε το µπαστούνι για να ελέγξει κάθε πιθανή κρυψώνα, ενώ ο Κάµερον στεκόταν πιο πίσω, έτοιµος να πυροβολήσει αν πεταγόταν κάτι. Ο Σέρλοκ δεν είχε ιδέα πόσο γρήγορα µπορούσε να κινηθεί ένα φίδι. Η µόνη προηγούµενη εµπειρία του µε ερπετά ήταν οι γιγάντιες σαύρες που είχε µετατρέψει σε κατοικίδια ο Ντιουκ Μπάλτασαρ. Εκείνα έκαναν αργές και προµελετηµένες κινήσεις, όµως ο Σέρλοκ υποπτευόταν πως τα φίδια ήταν ταχύτερα. Κάθε φορά που έφτανε σε κάποια σκοτεινή κρυψώνα –ένα κενό ανάµεσα σε δύο βιβλία ή ένα µαξιλαράκι πάνω σε µια καρέκλα µε λίγο χώρο από πίσω του– φρόντιζε να στέκεται αρκετά µακριά καθώς ψαχούλευε µε το µπαστούνι. Τον είχε πιάσει ταχυπαλµία κι ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει ποτάµι στο στέρνο του. Η σκέψη ότι ανά πάσα στιγµή θα µπορούσε να πεταχτεί ένα δηλητηριώδες φίδι στο πρόσωπό του τον έκανε να φοβάται περισσότερο από όσο είχε φοβηθεί εδώ και καιρό.
Πού και πού έριχνε κάποια φευγαλέα µατιά στον κύριο Μακένζι. Ο άνδρας καθόταν εκεί λες και ξαφνικά θα γυρνούσε να τους ρωτήσει τι έκαναν µέσα στο γραφείο του, όµως η καρδιά του Σέρλοκ βούλιαζε στη σκέψη πως ο Μάλκολµ Μακένζι δε θα ξανάκανε τίποτα πια. Τον είχε συµπαθήσει κι ακόµα περισσότερο, είχε πιστέψει πως άξιζε τον σεβασµό του – κι ο Κάµερον ήταν προφανές πως τον αγαπούσε. Τελικά αναγκάστηκαν να αποδεχθούν πως δεν υπήρχε φίδι στο δωµάτιο. Είχαν ερευνήσει κάθε πιθανή κρυψώνα. Ο Σέρλοκ µέχρι που είχε σύρει το µπαστούνι κατά µήκος του κουρτινόξυλου, για να ελέγξει µήπως το φίδι είχε σκαρφαλώσει µε κάποιον τρόπο εκεί πάνω, όµως τίποτα δεν έπεσε από εκεί. Το φίδι είχε εξαφανιστεί. Ο Κάµερον έτρεµε από οργή και το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο. Ήταν προφανές πως ήθελε να πάρει εκδίκηση από το φίδι κι ένιωθε προδοµένος. «Πού είναι;» ρωτούσε ξανά και ξανά. «Πού είναι;» «Επέστρεψε στο ίδιο µέρος που πήγε µετά το σπίτι του Γου Τσουνγκ» είπε ο Σέρλοκ. «Είσαι βέβαιος πως είναι το ίδιο φίδι;» «Είµαι απόλυτα βέβαιος. Απλά δεν ξέρω αν εµείς το ακολουθούµε ή αυτό ακολουθεί εµάς». Ο Κάµερον τον κοίταξε. «Πώς είναι οποιοδήποτε από τα δύο δυνατόν; Τα φίδια είναι χαζά. Δεν µπορούν να σκεφτούν έτσι». «Πράγµατι» µουρµούρισε ο Σέρλοκ. «Δεν είναι παράξενο;» Σήκωσε το βλέµµα του γεµάτος ενοχές, συνειδητοποιώντας ότι αδιαφορούσε για την τραγωδία που ήταν ο θάνατος του Μάλκολµ Μακένζι κι εστίαζε την προσοχή του στο ενδιαφέρον πρόβληµα που αποτελούσε το φίδι, ο Κάµερον όµως δεν έδειχνε να το αντιλαµβάνεται.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι εµφανίστηκε ο Χάρις. Οδήγησε στο εσωτερικό έναν πιο µικρόσωµο άνδρα µε µια µυτερή λευκή γενειάδα και µερικές λευκές τούφες περιµετρικά του κατά τα άλλα γυµνού κρανίου του. «Α, νεαρέ Κάµερον» είπε βλέποντας τον φίλο του Σέρλοκ. «Είναι τραγωδία, πραγµατική τραγωδία. Ο πατέρας σου ήταν καλός άνθρωπος… πάντοτε το πίστευα». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε τον Σέρλοκ. «Εσένα δε σε γνωρίζω, ή µήπως σε γνωρίζω;» «Σέρλοκ Χολµς, είµαι φίλος του Κάµερον». «Α, µάλιστα. Πολύ καλά» είπε κι έπειτα πλησίασε το πτώµα, εξετάζοντάς το προσεκτικά. «Να υποθέσω πως αναζητήσατε το ερπετό; Δε θα ήθελα να το βρω κρυµµένο στο µανίκι του ή κάπου αλλού πάνω του». «Δεν είναι µέσα στο δωµάτιο» επιβεβαίωσε ο Σέρλοκ. Για την ακρίβεια, είχε κάνει έναν σύντοµο έλεγχο στο πτώµα του Μάλκολµ Μακένζι όσο ο φίλος του είχε στραµµένη αλλού την προσοχή του. Το φίδι δεν ήταν κουλουριασµένο στα πόδια του ούτε κρυµµένο στα ρούχα του ούτε πουθενά αλλού εκεί γύρω. «Πώς είναι η µητέρα;» ρώτησε σιγανά ο Κάµερον, καθώς ο δόκτωρ Φορµπς έβγαλε ένα στηθοσκόπιο κι αφουγκράστηκε το στήθος του Μάλκολµ Μακένζι για την παραµικρή υποψία σφυγµού. «Την εξέτασα σύντοµα» µουρµούρισε ο γιατρός. «Δυνατή γυναίκα. Θα χρειαστεί ένα βαρβιτουρικό για να τη βοηθήσει να κοιµηθεί. Είναι φυσικά ταραγµένη». Έστρεψε το βλέµµα του στον Κάµερον. «Για πες µου, εσύ πώς νιώθεις, νεαρέ µου;» «Έχω ταραχτεί» παραδέχθηκε ο Κάµερον. «Είµαι σε σύγχυση και φοβάµαι».
«Όλα πολύ φυσιολογικές αντιδράσεις». Ο Σέρλοκ έδειξε το πτώµα. «Υποθέτω πως…;» Ο Φορµπς κούνησε το κεφάλι του. «Κανένα ίχνος ζωής, φοβούµαι. Βλέποντας το πρήξιµο και το κοκκίνισµα γύρω από τις πληγές, θα συµφωνήσω πως επρόκειτο για δηλητηριώδες φίδι. Πρέπει να του προκάλεσε ανακοπή καρδιάς σχεδόν αµέσως. Κρίµα τον άνθρωπο». «Αυτό δε συνέβη µε τον Γου Τσουνγκ» µονολόγησε ο Σέρλοκ. Όταν είδε τον δόκτορα Φορµπς να ανασηκώνει το ένα του φρύδι, πρόσθεσε: «Νωρίτερα δαγκώθηκε άλλος ένας άνδρας, ένας ντόπιος. Επίσης πέθανε, όµως πήρε πολλή περισσότερη ώρα». Ο Φορµπς συνοφρυώθηκε. «Θα µπορούσε να είναι διαφορετικό φίδι, άρα και διαφορετικό δηλητήριο». «Τουναντίον» είπε ο Σέρλοκ «πιστεύουµε πως δεν ήταν απλά το ίδιο είδος φιδιού, αλλά το ίδιο ακριβώς φίδι που δάγκωσε και τους δύο». «Τότε το δηλητήριο θα έπρεπε να είχε ενεργήσει µε ακριβώς τον ίδιο τρόπο». «Σωστή παρατήρηση» είπε ο Σέρλοκ. «Αν ήταν πράγµατι το ίδιο φίδι, τότε κάτι άλλαξε από τη µία φορά στην άλλη. Αναρωτιέµαι τι θα µπορούσε να ήταν αυτό». Ο δόκτωρ Φορµπς αποµακρύνθηκε από το γραφείο. «Φοβούµαι πως δεν µπορώ να κάνω τίποτα, νεαρέ µου» είπε στον Κάµερον. «Ο πατέρας σου είναι νεκρός εδώ και αρκετή ώρα. Θα συµπληρώσω το πιστοποιητικό θανάτου γράφοντας πως δαγκώθηκε από κάποιο δηλητηριώδες φίδι. Θα πρέπει να ενηµερωθούν οι τοπικές αρχές και ίσως επιθυµήσουν να κάνουν τη δική τους έρευνα… Αν θέλεις, µπορώ να το κάνω εγώ αυτό». Μόρφασε. «Λυπάµαι πολύ. Είναι τραγωδία,
πραγµατική τραγωδία. Ο πατέρας σου ήταν καλός άνθρωπος» επανέλαβε. «Θα βάλω τους υπηρέτες να µετακινήσουν τη σορό σε ένα υπνοδωµάτιο, όπου µπορεί να αναπαυτεί εν ειρήνη µέχρι να γίνουν οι προετοιµασίες για την κηδεία». Ο Φορµπς βγήκε από το δωµάτιο. Ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον έµειναν για λίγο σιωπηλοί. «Θα έπρεπε να κάνω κάτι αυτή τη στιγµή… να κάνω προετοιµασίες για την κηδεία, να παρηγορώ τη µητέρα ή να δίνω εντολές στους υπηρέτες. Άλλωστε, τώρα είµαι ο άνδρας του σπιτιού». Το πρόσωπό του έµοιαζε να ζαρώνει και ξαφνικά έδειχνε πιο µικρός, ένα ευάλωτο παιδί. «Τι θα µας συµβεί τώρα; Δίχως τον πατέρα η επιχείρηση δεν έχει µέλλον». «Ίσως θα µπορούσατε να πάτε πίσω στην Αµερική» πρότεινε ο Σέρλοκ νιώθοντας ανεπαρκής. «Είµαι σίγουρος πως ο πατέρας σου αποταµίευσε αρκετά χρήµατα από την επιχείρησή του. Μπορεί η µητέρα σου να θέλει να επιστρέψετε στην πατρίδα σας, κοντά σε όποιους συγγενείς έχει ενδεχοµένως εκεί. Άλλωστε, πάντα ήθελες να δεις την Αµερική». Ο Κάµερον έγνεψε αργά. «Ίσως». Κούνησε το κεφάλι του. «Πάω να δω πώς είναι η µητέρα κι ύστερα θα πάω να ειδοποιήσω τις τοπικές αρχές. Θα στείλω ένα µήνυµα και στον τοπικό καθολικό ιερέα. Είµαι σίγουρος πως θα µπορεί να µας συµβουλέψει σχετικά µε το τι πρέπει να κάνουµε για την κηδεία». Βγήκε έξω αφήνοντας τον Σέρλοκ µόνο του στο δωµάτιο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εµφανίστηκε ο Χάρις µαζί µε δύο Κινέζους υπηρέτες. Οι υπηρέτες κουβαλούσαν ένα φορείο, ένα κοµµάτι
καναβάτσο µε ένα κοντάρι από µπαµπού περασµένο σε κάθε πλευρά, και ο Χάρις κρατούσε ένα διπλωµένο σεντόνι. Έγνεψε µε το κεφάλι του στον Σέρλοκ. «Μας έδωσαν εντολή…» «…να µεταφέρετε τη σορό του κυρίου Μακένζι στο υπνοδωµάτιό του» συµπλήρωσε ο Σέρλοκ όταν είδε τον µπάτλερ να διστάζει. «Καλώς. Μήπως θέλετε βοήθεια;» Ο Χάρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θαρρώ πως θα τα καταφέρουµε, κύριε». Έδειξε το φορείο. «Το είχαµε φυλαγµένο σε µια ντουλάπα εδώ και χρόνια. Κανείς δε θυµάται πώς βρέθηκε εκεί. Δυστυχώς, αποδείχθηκε χρήσιµο». Ο Σέρλοκ παρακολουθούσε καθώς ο Χάρις και οι δύο υπηρέτες σήκωσαν µαλακά το πτώµα του κυρίου Μακένζι από την καρέκλα και το ξάπλωσαν στο φορείο. Μόλις είχε τακτοποιηθεί, µε τα χέρια πλεγµένα στο στήθος, ο Χάρις το κάλυψε προσεκτικά µε το σεντόνι, κρύβοντάς το από την κοινή θέα. Έπειτα έδωσε οδηγίες στους υπηρέτες να πιάσουν από µία άκρη του φορείου. Το σήκωσαν καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια και ο Χάρις τούς οδήγησε έξω από το δωµάτιο. Ο Σέρλοκ τούς παρακολούθησε να φεύγουν, νιώθοντας αλλόκοτα άχρηστος. Όλοι έδειχναν να κάνουν κάτι, εκτός από τον ίδιο. Σάρωσε µε το βλέµµα του το δωµάτιο, ελπίζοντας ότι κάτι θα τραβούσε την προσοχή του. Θυµήθηκε τη ρήση του Αµάιους Κρόου περί αναζήτησης των πραγµάτων που δεν ταίριαζαν, που ήταν παράταιρα. Κάποια στιγµή πλησίασε το παράθυρο, περισσότερο από βαρεµάρα, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ήθελε να σιγουρευτεί πως ήταν πράγµατι κλειστό, πως τίποτα δε θα µπορούσε να έχει µπει ή να έχει βγει από εκεί. Ψηλάφισε µε τα χέρια του τα άκρα του πλαισίου και πίεσε
δοκιµαστικά το τζάµι, όµως δεν ήταν χαλαρό ούτε κουνιόταν – το παράθυρο ήταν ερµητικά κλειστό. Κοίταξε πάλι εξεταστικά το δωµάτιο, µε τα µάτια του να περνούν πάνω από τα διάφορα αντικείµενα δίχως να σταµατούν, ελπίζοντας πως κάτι θα τραβούσε την προσοχή του – και τελικά κάτι την τράβηξε. Ξαφνικά παρατήρησε έναν λεκέ στο πάτωµα, δίπλα στην πόρτα. Για µια στιγµή σκέφτηκε πως ίσως ήταν λάσπη που είχαν φέρει στο δωµάτιο ο ίδιος, ο Κάµερον ή ο δόκτωρ Φορµπς, όµως ο λεκές βρισκόταν στα αριστερά της πόρτας, κοντά στον τοίχο. Πλησίασε και γονάτισε για να κοιτάξει καλύτερα. Από κοντά, µπορούσε να δει πως ο λεκές είχε σχήµα πατηµασιάς. Μπορούσε να διακρίνει το αποτύπωµα των δαχτύλων και του ακροστηρίγµατος[31] του πέλµατος. Θα µπορούσε να συµπεράνει πως ήταν η πατηµασιά ενός παιδιού, αν δεν έβλεπε κάποια σηµάδια στο χαλί, ακριβώς εκεί που τελείωνε το αποτύπωµα των δαχτύλων. Τα σηµάδια έµοιαζαν να έχουν γίνει από νύχια ζώου – κάτι αιχµηρό που είχε χωθεί στο χαλί κι είχε µπλεχτεί στις ίνες. Τραµπαλίστηκε στις φτέρνες του και το σκέφτηκε για λίγο. Ένα παιδί µε νύχια ζώου; Κάποιο είδος ζώου που άφηνε πατηµασιές όµοιες µε παιδιού; Με τι ακριβώς είχε να κάνει; Θυµήθηκε το πράγµα που είχε δει –που σχεδόν είχε δει– στον κήπο κι ύστερα να ακολουθεί τον πατέρα του Κάµερον στους δρόµους της Σαγκάης. Είχε µπει µέσα στο γραφείο του Μάλκολµ Μακένζι; Έτσι έδειχναν τα πράγµατα, όµως τι ακριβώς ήταν και τι ήθελε; Έψαξε γύρω του, όµως δεν υπήρχαν άλλα σηµάδια πουθενά αλλού στο χαλί – µονάχα εκεί. Ήταν αδύνατο να αποκρυπτογραφήσει τις κινήσεις αυτού του πλάσµατος.
Καθώς σηκώθηκε κι ετοιµαζόταν να βγει έξω, θυµήθηκε πως τα χαρτιά πάνω στο γραφείο ήταν άνω κάτω. Το υπόλοιπο δωµάτιο ήταν τακτοποιηµένο και δεν ήθελε να µπουν αργότερα ο Κάµερον ή η κυρία Μακένζι, να δουν τα σκορπισµένα χαρτιά και να σκεφτούν ποιο ήταν το τελευταίο πράγµα που είχε αγγίξει ο Μάλκολµ Μακένζι πριν πεθάνει. Ας τα έβαζε τουλάχιστον σε µια στοίβα, σκέφτηκε. Τουλάχιστον έτσι θα ένιωθε πως είχε κάνει κάτι, έστω αυτό το λίγο, για να βοηθήσει την οικογένεια σε µια στιγµή κρίσης. Επέστρεψε στο γραφείο κι έπιασε µερικά από τα χαρτιά. Ήταν αναποδογυρισµένα. Τα γύρισε από τη σωστή πλευρά, θέλοντας να τα βάλει σε µια σειρά. Δεν ήθελε φυσικά να τα διαβάσει –ήταν κατά πάσα πιθανότητα έγγραφα σχετικά µε την επιχείρηση του Μάλκολµ Μακένζι–, αλλά ίσως ήταν αριθµηµένα. Έριξε µια µατιά στο πάνω πάνω φύλλο κι η καρδιά του πήγε να σταµατήσει. Ήταν ένα από αυτά που είχε δει στην καµπίνα του Αρένιους στο Γκλόρια Σκοτ, ένα από τα διαγράµµατα που έµοιαζαν µε ιστό αράχνης. Γρήγορα φυλλοµέτρησε τα υπόλοιπα χαρτιά και διαπίστωσε ότι ήταν όλα παρόµοια, όλα διαγράµµατα που έµοιαζαν να αποτελούνται από κύκλους κι ευθύγραµµα τµήµατα που τέµνονταν και ξανατέµνονταν σε διάφορους συνδυασµούς. Συνεπαρµένος, τα άπλωσε πάνω στο γραφείο. Τι στην ευχή µπορεί να σήµαιναν; Η κοφτερή µατιά του σάρωσε τα διαγράµµατα, αναζητώντας κοινά στοιχεία, προσπαθώντας να καταλάβει ποια ήταν η βάση της κατασκευής τους. Τα χαρτιά ήταν µεγάλα αλλά λεπτά, σχεδόν διάφανα. Όταν σήκωνε ένα από αυτά µπροστά στο παράθυρο, έµοιαζε να λάµπει
από το φως που το διαπερνούσε. Κάθε χαρτί είχε έναν µεγάλο αριθµό από µικρούς κύκλους, σχεδιασµένους µε µελάνι, περίπου στο µέγεθος ενός νοµίσµατος. Από κάθε κύκλο ξεκινούσαν δύο ευθύγραµµα τµήµατα µε διαφορετικές διευθύνσεις κι αυτά τέµνονταν µεταξύ τους σε όλη την επιφάνεια του χαρτιού, σχηµατίζοντας τρίγωνα, παραλληλόγραµµα, ορθογώνια και άλλα, πιο περίεργα γεωµετρικά σχήµατα. Εκτός αν, όχι… Ξαφνικά είδε πως υπήρχαν δύο κύκλοι από τους οποίους ξεκινούσε µόνο ένα ευθύγραµµο τµήµα, και τότε συνειδητοποίησε πως τα διάφορα τµήµατα σχηµάτιζαν ένα µονοπάτι. Αν έβαζε τον δείκτη του πάνω στον έναν από τους δύο κύκλους από τους οποίους ξεκινούσε µόνο ένα ευθύγραµµο τµήµα, τότε µπορούσε να το ακολουθήσει µέχρι έναν δεύτερο κύκλο κι έπειτα να ακολουθήσει ένα άλλο ευθύγραµµο τµήµα µέχρι έναν τρίτο κύκλο και ούτω καθεξής, µέχρι να καταλήξει στον άλλο κύκλο µε το µοναδικό ευθύγραµµο τµήµα. Ήταν µια διαδροµή, όµως τι µπορούσε να σηµαίνει; Τι προσπαθούσε να του πει; Κοίταξε ένα ένα τα χαρτιά. Τα κράτησε ανά δύο στο φως για να δει αν υπήρχαν κάποια που ήταν ίδια, ή έστω παρόµοια, όµως ήταν όλα τελείως διαφορετικά. Παρόλο που αποτελούνταν από µικρούς κύκλους και µεγάλες γραµµές, όλοι οι κύκλοι και οι γραµµές βρίσκονταν σε διαφορετικές θέσεις. Ήταν αναµφίβολα τα διαγράµµατα που είχε στην καµπίνα του ο Αρένιους – εκείνα που είχε πάει να βρει ο πειρατής. Ο Σέρλοκ είχε δίκιο όταν είπε στον Κάµερον πως αυτά είχε δώσει ο Ολλανδός στον πατέρα του το προηγούµενο βράδυ. Γιατί όµως; Έσπαγε το κεφάλι του. Ήταν άραγε κάποιο κωδικοποιηµένο µήνυµα που έπρεπε να λάβει ο κύριος
Μακένζι, κάτι το οποίο µπορούσε να αποκωδικοποιήσει µόνο εκείνος και θα φαινόταν σκέτη ασυναρτησία σε οποιονδήποτε άλλο; Να ήταν άραγε η αποκωδικοποίηση του µηνύµατος η δουλειά στην οποία είχε αναφερθεί ο κύριος Μακένζι εκείνο το πρωί, όταν είχε εµφανιστεί τόσο ευερέθιστος και θυµωµένος; Αν ναι, αυτό υποδείκνυε πως το κρυµµένο µήνυµα στα διαγράµµατα ήταν κάτι σηµαντικό… τόσο σηµαντικό, ώστε αµέσως µόλις το αποκωδικοποίησε, ο κύριος Μακένζι πήγε κατευθείαν στην Κατοικία του νοµάρχη της Σαγκάης για να τον ενηµερώσει. Ύστερα βρέθηκε νεκρός. Από ατύχηµα; Ο Σέρλοκ άρχισε να έχει σοβαρές αµφιβολίες. «Τι κάνεις;» Ήταν ο Κάµερον. Στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας και τον κοιτούσε. «Πώς είσαι;» «Δύσκολη ερώτηση» αποκρίθηκε ο Κάµερον. «Προς στιγµήν νιώθω απλά να κινούµαι από το ένα µέρος στο άλλο, παρόλο που δεν είµαι σίγουρος τι είναι αυτό που µε κινεί. Εσύ;» «Νοµίζω πως βρήκα κάποιο κωδικοποιηµένο µήνυµα» είπε ο Σέρλοκ. Του έκανε νόηµα να πλησιάσει και του εξήγησε εν συντοµία τον συλλογισµό του. Ο Κάµερον κοίταξε τα διαγράµµατα συνοφρυωµένος. «Δε µου λένε τίποτα» είπε. «Δεν είχε ξαναλάβει κάτι τέτοιο ο πατέρας σου;» «Από όσο ξέρω, όχι». «Χµµ». Ο Σέρλοκ κοίταζε επίµονα τα διαγράµµατα. «Πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος κλειδιού που µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε για να τα αποκωδικοποιήσουµε».
«Τι εννοείς;» «Οι άνθρωποι χρησιµοποιούν διάφορα είδη κώδικα. Σε µερικούς αντικαθιστάς τα γράµµατα του µηνύµατος µε κάτι άλλο –για παράδειγµα, κάθε a µε το 1, κάθε b µε το 2 και ούτω καθεξής–, παρόλο που κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά απλό, διότι θα ήταν προφανές πως δεν υπάρχουν αριθµοί µεγαλύτεροι από το 26[32]. Έτσι, θα ήταν πολύ εύκολο να ανακαλύψει κάποιος τη µέθοδο κωδικοποίησης. Θα µπορούσες επίσης να αντικαταστήσεις κάθε a µε b, κάθε b µε c και ούτω καθεξής µέχρι το z, που θα αντικαθιστούσε το a. Αυτό είναι πιο δύσκολο». Χτύπησε µε το δάχτυλό του το πάνω πάνω διάγραµµα της στοίβας. «Αυτό εδώ όµως είναι διαφορετικό κλειδί. Δεν υπάρχει αντικατάσταση. Δεν υπάρχουν διαφορετικές σειρές από σύµβολα, γράµµατα ή έστω εικόνες». «Μοιάζει µε κάποιου είδους διαδροµή» παρατήρησε ο Κάµερον. «Βλέπεις πώς τα φύλλα είναι σχεδόν διάφανα; Αν τα τοποθετήσεις πάνω στη σελίδα κάποιου βιβλίου, τότε οι µικροί κύκλοι µπορεί να καταλήγουν πάνω σε συγκεκριµένα γράµµατα. Αν ξεκινήσεις έπειτα από τον αρχικό κύκλο κι ακολουθήσεις το µονοπάτι, µπορεί τα γράµµατα των υπόλοιπων κύκλων κατά µήκος της να σχηµατίζουν το µήνυµα. Ίσως όποιος έφτιαξε τα διαγράµµατα να χρησιµοποίησε ένα συγκεκριµένο βιβλίο και να είπε στον πατέρα µου ποιο ήταν». «Αυτό είναι µια πολύ έξυπνη ιδέα» παραδέχθηκε ο Σέρλοκ. «Το µόνο πρόβληµα είναι πως δεν υπάρχουν πολλά βιβλία που να είναι αρκετά µεγάλα, ώστε να χωράνε πάνω τους τα διάφανα φύλλα, και δεν υπάρχει καµία εγγύηση πως ο πατέρας σου έχει το συγκεκριµένο βιβλίο, εκτός αν το είχαν συµφωνήσει από πριν». Το σκέφτηκε για µια στιγµή. «Τι
είδους βιβλία θα είχε κάποιος σίγουρα στο σπίτι του; Μια Βίβλο, υποθέτω, και κάποιο λεξικό, ίσως και τα άπαντα του Σαίξπηρ». «Οι Βίβλοι είναι µεγάλες» σχολίασε ο Κάµερον «τουλάχιστον αυτές από τις οποίες διαβάζουν στην εκκλησία κάθε µέρα. Είναι τεράστιες». Ο Σέρλοκ κοίταξε το δωµάτιο γύρω τους. «Υποθέτω πως θα µπορούσαµε να ψάξουµε όλα τα ράφια και να κατεβάσουµε όλα τα βιβλία που είναι αρκετά µεγάλα ώστε να χωράνε τα διαγράµµατα πάνω στις σελίδες τους, έπειτα να τα δοκιµάσουµε όλα σε κάθε σελίδα και…» ένιωσε τα δάχτυλά του να σχηµατίζουν µια γροθιά από την απογοήτευση. «Και αυτό είναι το πραγµατικό πρόβληµα… Ακόµα κι αν ξέραµε ποιο βιβλίο να χρησιµοποιήσουµε, δεν ξέρουµε ποια σελίδα αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά τα φύλλα, αφού δεν υπάρχει πάνω τους κανένα στοιχείο που να µας δίνει αυτή την πληροφορία». «Ίσως να υπήρχε ένα δεύτερο κλειδί που έλεγε ποιο ήταν το βιβλίο και οι συγκεκριµένες σελίδες» είπε ο Κάµερον. «Ίσως αυτό το κλειδί να πήρε διαφορετικό δρόµο και να έφτασε πριν από µερικές ηµέρες µαζί µε την αλληλογραφία». Κάτι στο µυαλό του Σέρλοκ έλεγε πως ο Κάµερον µόλις είχε πει κάτι σηµαντικό. Για την ακρίβεια, είχε πει µια σειρά από σηµαντικά πράγµατα – τυχαίες φράσεις µε επαναλαµβανόµενα νοήµατα: «Μοιάζει µε κάποιου είδους διαδροµή». «Αν ξεκινήσεις έπειτα από τον αρχικό κύκλο κι ακολουθήσεις το µονοπάτι, µπορεί τα γράµµατα των υπόλοιπων κύκλων κατά µήκος της να σχηµατίζουν το µήνυµα». «Ίσως αυτό το κλειδί να πήρε διαφορετικό δρόµο». Διαδροµή. Μονοπάτι. Δρόµος. «Τι άλλο έχουν στην κατοχή τους οι περισσότεροι άνθρωποι;»
ρώτησε ο Σέρλοκ. «Χάρτες! Κάθε οικογένεια, κάθε σπιτικό έχει έναν παγκόσµιο χάρτη! Υπάρχουν µάλιστα µερικοί χάρτες που γενικά θεωρούνται καλύτεροι από άλλους, όπως οι Επιτελικοί Χάρτες της Αγγλίας[33] και οι Παγκόσµιοι Χάρτες της Ναυαρχίας. Πού φυλάει ο πατέρας σου τους χάρτες του;» «Πού φυλούσε τους χάρτες του µήπως;» τον διόρθωσε µαλακά ο Κάµερον. Ο Σέρλοκ µόρφασε. «Συγγνώµη, ήταν άκοµψο εκ µέρους µου». Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους. «Θα µου πάρει χρόνο να το συνηθίσω». Έδειξε ένα ράφι δίχως βιβλία, αλλά µε πολλά χαρτιά τυλιγµένα σε ρολό. «Εκεί πάνω είναι». «Βοήθησέ µε να ψάξω». Οι δυο τους ξεδίπλωσαν γρήγορα τα χαρτιά, το ένα µετά το άλλο. Όλα ήταν χάρτες… Μερικοί της ευρύτερης περιοχής της Σαγκάης, µερικοί της Κίνας και µερικοί παγκόσµιοι. Πολύ σύντοµα ο Σέρλοκ εστίασε την προσοχή του στον πιο λεπτοµερή και πολύχρωµο χάρτη, που έδειχνε, πέρα από τους χερσαίους όγκους, τις κατευθύνσεις των θαλάσσιων ρευµάτων και τις ρηχές περιοχές των ωκεανών. Το κείµενο στην κορυφή τον πληροφόρησε πως ήταν χάρτης της Ναυαρχίας. «Ωραία, ας τον πάµε στο γραφείο». Ο Σέρλοκ άπλωσε τον χάρτη στο γραφείο, ενώ ο Κάµερον πήγε κι έφερε µερικές πινέζες από ένα συρτάρι, για να καρφιτσώσουν τις γωνίες του. Έπειτα ο Σέρλοκ πήρε το πρώτο φύλλο µε τα αραχνοειδή διαγράµµατα και το τοποθέτησε πάνω στον χάρτη. Ήταν µικρότερο. «Πού πρέπει να τοποθετηθεί;» ρώτησε ο Κάµερον. «Μπορούµε να το βάλουµε οπουδήποτε».
Ο Σέρλοκ µετακίνησε το φύλλο µέχρι που το πάνω αριστερό άκρο του συνέπεσε µε το πάνω αριστερό άκρο του χάρτη. «Ας δοκιµάσουµε την πιο απλή λύση». Γρήγορα εντόπισε έναν από τους κύκλους που είχαν µόνο ένα ευθύγραµµο τµήµα. «Ας ξεκινήσουµε αποδώ». «Είναι ακριβώς πάνω από µια πόλη στην Ασία» παρατήρησε ο Κάµερον «το Ulan Bator». «Ωραία, ας ακολουθήσουµε τη γραµµή µέχρι τον επόµενο κύκλο». «Πάλι στην Ασία είναι». Ο Κάµερον δεν ακουγόταν ιδιαίτερα ενθουσιασµένος. «Είναι µια άλλη πόλη… Singapore (Σιγκαπούρη) λέγεται». «U-S» µουρµούρισε ο Σέρλοκ. «Δυσκολεύοµαι να καταλάβω αν είναι η αρχή ενός µηνύµατος ή δύο τυχαία γράµµατα». «Scotland (Σκοτία)» είπε ο Κάµερον συνεχίζοντας τη διαδροµή µε το δάχτυλό του. «U-S-S» είπε ο Σέρλοκ. «Αρχίζω να καταλαβαίνω πού πάει αυτή η ιστορία. Γρήγορα πάρε πένα και γράφε ό,τι σου λέω». Άρχισε να µετακινεί το δάχτυλό του από κύκλο σε κύκλο πάνω στον χάρτη, διαβάζοντας το ονόµατα χωρών, πόλεων, χωριών, ποταµών και ωκεανών που αποκάλυπταν οι κύκλοι. Μερικές φορές περιέκλειαν τα πρώτα γράµµατα, µερικές φορές βρίσκονταν µες στη µέση του ονόµατος. «Ωραία» είπε κάποια στιγµή. «Τι έχουµε;» Ο Κάµερον παρέµεινε σιωπηλός. Όταν µίλησε, το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό και τα µάτια του φοβισµένα: «(Το) USS Monocacy θα ανατιναχτεί στον ποταµό Γιανγκτσέ!».
Κεφάλαιο 11
«Είσαι σίγουρος;» «Ω, ναι, είναι απόλυτα σαφές». Ο Σέρλοκ πέρασε γρήγορα τα δάχτυλά του από κύκλο σε κύκλο άλλη µια φορά. Ο Κάµερον είχε δίκιο. «Δώσε µου ένα άλλο φύλλο». Ο Κάµερον του έδωσε το επόµενο. Ο Σέρλοκ το έβαλε στη θέση του προηγούµενου, στην αριστερή γωνία του χάρτη, όµως τώρα οι κύκλοι µόνο περιστασιακά συνέπιπταν µε τα γράµµατα στα διάφορα τοπωνύµια. Συνοφρυώθηκε και το σκέφτηκε για µια στιγµή, έπειτα τράβηξε το φύλλο µέχρι να συµπέσει µε τη δεξιά γωνία του χάρτη. Έλεγξε γρήγορα τους κύκλους – όλοι είχαν γράµµατα µέσα. «Έξυπνο» είπε. «Τα φύλλα έχουν συγκεκριµένη σειρά. Ξεκινάς από πάνω αριστερά, έπειτα πάνω δεξιά και υποθέτω µετά κάτω δεξιά και κάτω αριστερά». «Τι λέει το µήνυµα;» Ο Σέρλοκ ακολούθησε τις γραµµές µε το δάχτυλό του. Κάθε φορά που έφτανε σε έναν κύκλο, έλεγε το γράµµα που είχε µέσα.
Προσπαθούσε να τα συγκρατήσει όλα στο µυαλό του, όµως µετά από πεντέξι άρχισε να τα ξεχνάει. Μόλις έφτασε στον τελευταίο κύκλο, ρώτησε τον Κάµερον: «Λοιπόν, τι έχουµε;». «Τίποτα που να βγάζει νόηµα». Ο Σέρλοκ το σκέφτηκε. «Γράψ’ τα µε την ανάποδη σειρά» είπε. «Ίσως αυτή τη φορά να ξεκινήσαµε από τον τελευταίο κύκλο αντί για τον πρώτο». Ο Κάµερον έγραψε το µήνυµα αντεστραµµένο, ακριβώς από κάτω. «Για την έκρηξη θα κατηγορηθούν αθώοι στασιαστές του Ταϊπίνγκ» είπε µε κοµµένη την ανάσα. «Οι στασιαστές του Ταϊπίνγκ; Αυτοί δεν είναι οι Κινέζοι Χαν που θέλουν να ανατρέψουν τους Μαντσού ηγεµόνες; Έτσι δε µας είπε ο πατέρας σου;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Κάµερον έγνεψε καταφατικά. «Σωστά. Κάνουν περιστασιακή επίθεση σε κάποια πόλη ή καταλαµβάνουν προσωρινά κάποιο χωριό. Στην πραγµατικότητα είναι απλά µια ενόχληση για τους ηγεµόνες – δεν έχουν πραγµατική ισχύ». «Αν όµως ο λαός πιστέψει πως ξαφνικά ανατίναξαν ένα πλοίο του Aµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού, τότε θα τους πάρουν στα σοβαρά» παρατήρησε ο Σέρλοκ. «Μα γιατί να θέλουν να ανατινάξουν ένα τέτοιο πλοίο; Θέλω να πω, γιατί να πιστέψει ο λαός πως ήθελαν να ανατινάξουν ένα πλοίο του Αµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού, όταν όλοι γνωρίζουν πως ο στόχος τους είναι να διώξουν τους Μαντσού από τη χώρα;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Ίσως να πιστέψουν πως οι
στασιαστές θέλουν τόσο απεγνωσµένα µια Κίνα για τους γηγενείς Κινέζους, ώστε απεχθάνονται οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Μπορεί ακόµα να πιστέψουν πως οι Μαντσού ηγεµόνες είναι διεφθαρµένοι κι εξαγοράζονται από την αµερικανική κυβέρνηση. Οι λόγοι δεν έχουν σηµασία. Οι στασιαστές του Ταϊπίνγκ είναι ένας βολικός αποδιοποµπαίος τράγος για όποιον κρύβεται στ’ αλήθεια πίσω από την επίθεση. Ο Κινέζος αυτοκράτορας θα ήταν αναγκασµένος να στείλει τον στρατό για να τους κυνηγήσει σαν σκυλιά». «Ακόµα χειρότερα» είπε βλοσυρά ο Κάµερον «δεν µπορώ να φανταστώ πώς θα αντιµετώπιζε την καταστροφή του πλοίου η αµερικανική κυβέρνηση. Θα έστελναν το Ναυτικό για αντίποινα». «Θα µπορούσε να ξεσπάσει πόλεµος!» είπε µε φρίκη ο Σέρλοκ. «Κι όπου υπάρχει πόλεµος, υπάρχουν ευκαιρίες για εµπόριο». Ο Σέρλοκ κάρφωσε το βλέµµα του στον Κάµερον. «Τι εννοείς;» «Εννοώ πως, όντας η άρχουσα τάξη, οι αξιωµατούχοι των Μαντσού έχουν αυτή τη στιγµή τον πλήρη έλεγχο του εµπορίου στην Κίνα. Τα πάντα περνάνε µέσα από τα χέρια τους. Μπορούν να επιβάλλουν τις τιµές που θέλουν, καθώς και να αποφασίζουν τι είδους προϊόντα θα είναι διαθέσιµα στην αγορά. Αυτό έκανε έξαλλο τον πατέρα µου, γιατί ήθελε οι έµποροι από τη Δύση να έχουν απόλυτη ελευθερία να πουλάνε και να αγοράζουν ό,τι θέλουν και να ανταγωνίζονται µεταξύ τους δίχως να είναι αναγκασµένοι να δωροδοκούν τους αξιωµατούχους των Μαντσού. Ήθελε µια ελεύθερη αγορά. Τώρα όµως, αν ξαφνικά όλος ο αµερικανικός στόλος βρίσκεται λίγα χιλιόµετρα από την ακτή και ο αυτοκράτορας είναι αναγκασµένος να κάνει τεµενάδες στον Αµερικανό πρέσβη για να αποφύγει τον πόλεµο, οι Αµερικανοί έµποροι θα έχουν
το πάνω χέρι. Η Αµερική θα κατέληγε να προσαρτήσει όλη την περιοχή, µετατρέποντάς τη στην τριακοστή όγδοη πολιτεία της[34]». «Μα είναι τόσο σηµαντικές αυτές οι ευκαιρίες για εµπόριο;» ρώτησε ο Σέρλοκ δίχως να µπορεί να πιστέψει στα αυτιά του. «Το µετάξι και το ασήµι της Κίνας θα µπορούσαν να κάνουν εκατοµµυριούχο καθέναν από τους Αµερικανούς εµπόρους» είπε ζοφερά ο Κάµερον «και κάθε Κινέζος χωρικός είναι ένας εν δυνάµει αγοραστής αµερικανικών προϊόντων. Αυτό το ανακαλύψατε εσείς οι Βρετανοί µε το εµπόριο οπίου και οι ΗΠΑ θέλουν όσο το δυνατόν µεγαλύτερο µερίδιο από αυτή την πίτα». Ο Σέρλοκ κοίταξε τα δύο εναποµείναντα διαγράµµατα. «Πρέπει να µάθουµε τι λένε τα άλλα δύο µηνύµατα» είπε βλοσυρά. Τα δύο αγόρια είχαν µάθει πλέον τη µέθοδο απέξω κι ανακατωτά. Χρειάστηκαν µόλις λίγα λεπτά για να αποκωδικοποιήσουν το τρίτο µήνυµα: «Έκρηξη θα λάβει χώρα στο Σνέικ Μπάιτ Χιλ[35]. Απόφυγε την περιοχή µε κάθε τρόπο. Αν προσκληθείς στο USS Monocacy, µη δεχτείς να ταξιδέψεις µαζί τους». Ο Κάµερον κοίταζε εµβρόντητος τον Σέρλοκ. «Όποιος έστειλε αυτό το µήνυµα στον πατέρα µου θεωρεί πως η µαζική δολοφονία είναι αποδεκτή τακτική για να βγάλει λεφτά» είπε ξέπνοα. «Δε φαίνεται να τον νοιάζει που θα σκοτωθούν τόσοι άνθρωποι! Σκοπεύει να θυσιάσει ολόκληρο το πλήρωµα του Monocacy, καθώς κι όποιον Κινέζο τύχει να βρίσκεται στην εµβέλεια της έκρηξης». Ο Σέρλοκ έγνεψε µε το κεφάλι. «Υποθέτω πως το θεωρεί µικρό τίµηµα για τις εµπορικές απολαβές που θα ακολουθήσουν. Ο θάνατος τόσων Αµερικανών είναι το µόνο πράγµα που θα ανάγκαζε την
κυβέρνηση των ΗΠΑ να αποκλείσει τα κινεζικά λιµάνια µε το Ναυτικό της και να κηρύξει πόλεµο στον αυτοκράτορα». «Τι λες να γράφει το τελευταίο µήνυµα;» ρώτησε ο Κάµερον. «Μπορώ να µαντέψω» µουρµούρισε ο Σέρλοκ. Αυτό τους πήρε ακόµα λιγότερο χρόνο: «Ετοιµάσου να εκµεταλλευτείς το πολιτικό και οικονοµικό χάος για να κάνεις τις καλύτερες δυνατές συµφωνίες υπέρ αµερικανικών συµφερόντων. Βασιζόµαστε πάνω σου». «Δεν µπορώ να πιστέψω πως ο πατέρας µου ήταν µπλεγµένος σε κάτι τέτοιο» είπε ψιθυριστά ο Κάµερον. Το πρόσωπό του είχε πανιάσει κι η φωνή του ήταν τραχιά. «Αν σε παρηγορεί, δε νοµίζω πως ήθελε να κάνει αυτό που του ζητούσαν» σχολίασε ο Σέρλοκ. «Για την ακρίβεια, δε νοµίζω πως σκόπευε να κάνει αυτό που του ζητούσαν». «Γιατί το λες αυτό;» «Κοίτα, ξέρουµε πως περίµενε το µήνυµα, όµως κρίνοντας από τη συµπεριφορά του στο πρωινό, µάλλον δε γνώριζε το περιεχόµενό του. Επίσης ξέρουµε πως πήγε στην Κατοικία του νοµάρχη για να του δώσει ένα επείγον µήνυµα. Πιστεύω πως αποφάσισε ότι δεν µπορούσε να ακολουθήσει αυτό το σχέδιο και ήθελε να ενηµερώσει τις αρχές». «Και µετά πέθανε». Ο Κάµερον σήκωσε τα µάτια του –κόκκινα από θλίψη και οργή– και κοίταξε τον Σέρλοκ. «Πες µου, Σέρλοκ, ήταν ατύχηµα ο θάνατός του;» Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Θα ήταν τερατώδης σύµπτωση. Όχι, πιστεύω πως τον σκότωσαν για να µην προλάβει να προειδοποιήσει κανέναν». Άπλωσε το χέρι του κι έσφιξε το µπράτσο του Κάµερον. «Λυπάµαι…»
«Μα είχε ήδη προειδοποιήσει τον νοµάρχη» είπε κλαίγοντας ο Κάµερον. «Δεν είχε νόηµα να τον σκοτώσουν!» Ο Σέρλοκ κούνησε ξανά το κεφάλι του. «Φοβάµαι πως το µήνυµα έπεσε στα χέρια εκείνου του… πράγµατος… που τον ακολουθούσε, πριν φτάσει στον προορισµό του. Νοµίζω πως είδε τον αξιωµατούχο να παίρνει το µήνυµα, βρήκε κάποιον τρόπο να παρεισφρήσει στην Κατοικία και το πήρε. Ξέρω πως σταµάτησε να ακολουθεί τον πατέρα σου µόλις εκείνος το παρέδωσε, οπότε το πιθανότερο είναι πως σταµάτησε να τον ακολουθεί για να ακολουθήσει το µήνυµα». «Το µήνυµα µπορεί να έφτασε στα χέρια κάποιου στο εσωτερικό του σπιτιού, ο οποίος φρόντισε να το κρύψει – κάποιου που είχε δωροδοκηθεί για να το κάνει». «Ένας φίλος µού είπε κάποτε πως η απλούστερη εξήγηση είναι συνήθως και η σωστή. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, γνωρίζουµε ήδη πως κάτι ακολουθούσε τον πατέρα σου. Είναι πιο λογικό να υποθέσουµε πως αυτό το πράγµα κατάφερε να πάρει το µήνυµα, παρά να επινοήσουµε έναν δωροδοκηµένο αξιωµατούχο». «Ναι, αλλά πώς ξέρουµε ότι το µήνυµα δεν έφτασε ποτέ στον προορισµό του;» «Το ξέρουµε» είπε σκυθρωπά ο Σέρλοκ «διότι, αν το µήνυµα είχε φτάσει στον νοµάρχη, τώρα το σπίτι σας θα ήταν γεµάτο µε Κινέζους αξιωµατούχους – και τότε πραγµατικά δε θα είχε κανένα νόηµα να σκοτώσει κάποιος τον πατέρα σου». «Άρα… άρα πιστεύεις πως ο πατέρας µου προσπαθούσε να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό, αυτό που θεωρούσε έντιµο;» «Το πιστεύω. Για την ακρίβεια, πιστεύω πως τιµωρήθηκε γι’ αυτό».
«Από ποιον;» «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ανακαλύψουµε, και µάλιστα σύντοµα». «Ποιος µπορεί να έστειλε τα µηνύµατα;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Για ποιον δούλευε ο πατέρας σου;» «Για κανέναν δε δούλευε» είπε ο Κάµερον. «Θέλω να πω, είχε κάνει συµφωνίες µε διάφορες επιχειρήσεις πίσω στις ΗΠΑ ότι θα µεσολαβούσε για τα προϊόντα τους εδώ στην Κίνα, παίρνοντας κάποια προµήθεια επί των πωλήσεων, όµως δεν έδινε αναφορά σε κανέναν». «Υποπτεύοµαι πως κάποιος, µέσα από µία εξ αυτών των επιχειρήσεων, επικοινώνησε µε τον πατέρα σου και του είπε πως είχε ένα σχέδιο για να αυξήσει την αξία των προϊόντων στο εκατονταπλάσιο. Υποπτεύοµαι επίσης πως τον παρέσυραν δίχως να του πουν ποτέ ποιο ακριβώς ήταν το σχέδιο. Όταν έµαθε την αλήθεια, ήταν πια πολύ αργά – ήταν χωµένος µέχρι τον λαιµό». Στο πρόσωπο του Κάµερον ζωγραφίστηκε ξαφνικά η απορία. «Ναι, αλλά τι σχέση έχει µε όλα αυτά ο φίλος σου ο µάγειρας; Ο Γου Τσουνγκ;» «Το ίδιο αναρωτιέµαι κι εγώ. Εξακολουθώ να πιστεύω πως έχει να κάνει µε το γεγονός ότι προσελήφθη κατά τύχη ως βοηθός µάγειρα στο USS Monocacy». Ο Σέρλοκ το σκέφτηκε για λίγο. «Νοµίζω πως ο Γου Τσουνγκ πρέπει να βρήκε κάτι πάνω στο πλοίο, κάτι που κινδύνευε να ξεσκεπάσει τα σχέδιά τους, και γι’ αυτό τον σκότωσαν». «Θυµάσαι τι µας είπε;» ρώτησε σκεφτικός ο Κάµερον. «Είπε πως, όταν επισκέφθηκε το Monocacy, παρατήρησε ότι ο αρχιµάγειρας είχε
παραγγείλει υπερβολικά πολλά βαρέλια µε νερό. Του είπε πως το πλοίο θα ανέβαινε έναν ποταµό µε πόσιµο νερό και θα είχαν στη διάθεσή τους όσο νερό ήθελαν, όµως ο αρχιµάγειρας τον είχε αγνοήσει. Γιατί παρήγγειλε τόσα πολλά βαρέλια;» «Λες να έχουν κάτι άλλο µέσα τα βαρέλια;» είπε συνοφρυωµένος ο Σέρλοκ. «Λες τα βαρέλια να είναι γεµάτα µε εκρηκτικά;» Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους. «Θα χρειάζονταν πολλά εκρηκτικά για να ανατινάξουν ένα πλοίο στο µέγεθος του Monocacy. Ο Γου Τσουνγκ είπε πως τα βαρέλια ήταν εκατοντάδες». «Υποθέτω όµως πως οι συνωµότες θα µπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, όπως να σαµποτάρουν την ατµοµηχανή» είπε σκεφτικός ο Σέρλοκ. «Ξέρεις… να αυξήσουν την πίεση στα καζάνια µέχρι να ανατιναχτούν, ή κάτι σχετικό». «Το µηχανοστάσιο όµως θα ήταν γεµάτο µε εργάτες και µηχανικούς. Θα έπαιρνε πολύ χρόνο να φτάσουν στα καζάνια, να τα σαµποτάρουν κι έπειτα να περιµένουν να αυξηθεί σταδιακά η πίεση, και στον χρόνο αυτό πιθανότατα κάποιος θα αντιλαµβανόταν τι συµβαίνει. Όχι, η πιο προφανής λύση ήταν να φορτώσουν το πλοίο µε όσα περισσότερα εκρηκτικά µπορούσαν». «Μεταµφιεσµένα ως βαρέλια µε νερό» συµφώνησε ο Σέρλοκ γνέφοντας µε το κεφάλι. «Λογικό φαίνεται». «Τι θα κάνουµε, λοιπόν;» Ο Σέρλοκ κοίταξε καλά καλά τον Κάµερον. Ο Κάµερον του ανταπέδωσε το βλέµµα. «Θα µπορούσαµε να ενηµερώσουµε τις αρχές της Σαγκάης» πρότεινε ο Σέρλοκ.
«Αυτό το δοκίµασε κι ο πατέρας µου κι ολοφάνερα απέτυχε. Ακόµα κι αν καταφέρναµε να το πούµε σε κάποιον, κανείς δε θα πιστέψει µια τόσο εξωφρενική ιστορία από το στόµα δύο παιδιών». «Θα µπορούσαµε να στείλουµε ένα µήνυµα στον καπετάνιο του USS Monocacy». «Έτσι όµως δε θα είµαστε σίγουροι αν έφτασε ή όχι. Ακόµα κι αν έφτανε, γιατί να πιστέψει ένα ανώνυµο µήνυµα που λέει πως το πλοίο του θα εκραγεί; Απλά θα το τσαλάκωνε και θα το πετούσε στη θάλασσα». «Οπότε…;» «Οπότε… το µόνο πράγµα που µπορούµε να κάνουµε» είπε ο Κάµερον «είναι να ακολουθήσουµε το Monocacy στον ποταµό Γιανγκτσέ, να ανέβουµε στο πλοίο και µε κάποιον τρόπο να πείσουµε τον καπετάνιο πως λέµε αλήθεια. Εσύ του έχεις ξαναµιλήσει κι εκείνος γνωρίστηκε µε τον πατέρα µου. Είναι πιθανότερο να ακούσει εµάς παρά κάποιον άγνωστο». Ο Σέρλοκ έγνεψε αργά µε το κεφάλι. «Δε βλέπω άλλη λύση. Πρέπει να πάµε εµείς». Ο Κάµερον ξεφύσηξε αργά. «Θα είναι ενδιαφέρον ταξίδι. Έχω ξανανέβει τον Γιανγκτσέ, αλλά δεν έφτασα πολύ µακριά. Ο πατέρας µου µε πήγε εκεί µερικές φορές για ψάρεµα». «Πώς θα ταξιδέψουµε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Με άλογα;» «Θα πηγαίναµε πολύ αργά έτσι» είπε ο Κάµερον κουνώντας το κεφάλι του. «Στις όχθες του ποταµού το έδαφος είναι βαλτώδες. Για να ιππεύσουµε σε στέρεο έδαφος θα έπρεπε να κάνουµε µεγάλη παράκαµψη. Το Monocacy κινείται πολύ πιο γρήγορα στο ποτάµι απ’ ό,τι
θα κινούµασταν εµείς στον δρόµο. Όχι, η καλύτερη επιλογή είναι το σκάφος. Υπάρχουν µικρά σκάφη που ανεβοκατεβαίνουν το ποτάµι και κινούνται αρκετά γρήγορα. Η ταχύτητα του Monocacy περιορίζεται από το βάρος του. Θαρρώ πως µπορούµε να το προλάβουµε». «Τότε καλύτερα να φύγουµε αµέσως». Ο Σέρλοκ δίστασε. «Τι θα γίνει µε τη µητέρα σου; Τι θα της πεις;» Ο Κάµερον κοίταξε φευγαλέα τον Σέρλοκ κι ύστερα απέστρεψε το πρόσωπό του. Ήταν περίλυπος. «Ο γιατρός τής έδωσε ένα ηρεµιστικό. Είπε πως θα κοιµάται για ώρες, ίσως και µέρες». Τα µάτια του γυάλιζαν µε την υποψία δακρύων. «Αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα µου. Ο γιατρός λέει πως κάθε φορά που θα ξυπνάει και θα συνειδητοποιεί πως είναι νεκρός, ίσως θα πρέπει να της δίνει κι άλλο ηρεµιστικό…» Απλώθηκε σιωπή – κι αυτή τη φορά κράτησε για πολλή ώρα. «Κι εσύ;» ρώτησε κάποια στιγµή ο Σέρλοκ. «Πόσο καιρό θα σου πάρει να το αποδεχθείς;» «Αντιλαµβάνοµαι πως ο πατέρας µου είναι νεκρός, Σέρλοκ. Τίποτα δε θα τον φέρει πίσω, ούτε όµως και πετυχαίνω κάτι µε το να µένω εδώ. Θέλω να πιάσω τους ανθρώπους που τον σκότωσαν! Θέλω κάτι να κάνω και θέλω αυτό που θα κάνω να έχει κάποια σηµασία!» «Καταλαβαίνω» είπε ο Σέρλοκ. «Όχι, δεν καταλαβαίνεις» αποκρίθηκε ήρεµα ο Κάµερον «και µε όλο τον σεβασµό, Σέρλοκ, δε νοµίζω πως θα µπορέσεις ποτέ να καταλάβεις. Δεν είσαι συνηθισµένος άνθρωπος. Δε νοιάζεσαι όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι. Σε ευχαριστώ πάντως που είσαι εδώ και σε ευχαριστώ που µε άκουσες… Λοιπόν… θα πάµε τώρα να ανέβουµε τον ποταµό Γιανγκτσέ και να αποτρέψουµε την έκρηξη αυτού του πλοίου, ή θα στεκόµαστε
εδώ και θα µιλάµε;». «Χρειαζόµαστε ακόµα κάτι» παρατήρησε Σέρλοκ. «Και τι είναι αυτό;» «Ο γιος του Γου Τσουνγκ, ο Γου Φανγκ-Γι». Ο Κάµερον τον κοίταξε ανέκφραστα. «Τι; Γιατί;» «Χρειαζόµαστε κάποιον ντόπιο, κάποιον που ξέρει το ποτάµι. Μέχρι να βρούµε και να µισθώσουµε κάποιον βαρκάρη θα είναι πολύ αργά. Ο µόνος που ξέρουµε και ίσως µπορεί να µας βοηθήσει είναι ο Γου Φανγκ-Γι». Ο Σέρλοκ έκανε µια παύση. «Επίσης µην ξεχνάς πως σκότωσαν και τον δικό του πατέρα. Έχει κι εκείνος δικαίωµα να µάθει τι συµβαίνει». «Είναι κι αυτό ένα θέµα» είπε ο Κάµερον. «Πώς ακριβώς έχωσαν ένα φίδι στο γραφείο του πατέρα µου και το έβαλαν να τον δαγκώσει; Πώς έβαλαν το ίδιο ακριβώς φίδι στο υπνοδωµάτιο του Γου Τσουνγκ; Μου φαίνεται πολύ ριψοκίνδυνο. Σίγουρα θα υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να δολοφονήσεις κάποιον». «Δεν ήθελαν όµως να είναι προφανές πως ο πατέρας σου δολοφονήθηκε» του θύµισε ο Σέρλοκ «και σίγουρα δεν ήθελαν να φανεί πως δολοφονήθηκε ο Γου Τσουνγκ. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αµέσως υποψίες και πιθανόν να ξεκινούσε κάποια επίσηµη έρευνα. Έπρεπε να κάνουν και τους δύο φόνους να µοιάζουν µε ατυχήµατα. Κι απ’ όσο έχω καταλάβει, το δάγκωµα φιδιού είναι µάλλον καθηµερινός κίνδυνος σε αυτή τη χώρα». Συνοφρυώθηκε. «Δε νοµίζω να ήταν καν αληθινό φίδι. Έχεις δίκιο, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Απ’ όσο ξέρω, τα φίδια είναι απρόβλεπτα πλάσµατα. Δε θα υπήρχε καµία εγγύηση ότι το φίδι θα συνεργαζόταν. Όχι, όσο το σκέφτοµαι, τόσο
πείθοµαι πως κάποιος χρησιµοποίησε µια συσκευή ικανή να εγχύσει δηλητήριο στο σώµα. Τρύπησαν µε αυτήν τον Γου Τσουνγκ την ώρα που κοιµόταν και τρύπησαν τον πατέρα σου την ώρα που είχε στραµµένη αλλού την προσοχή του. Πιθανότατα να περιείχε δηλητήριο που είχε εξαχθεί από κάποιο φίδι νωρίτερα, όµως το ίδιο το όπλο ήταν κάτι εύχρηστο, όπως µια σύριγγα ή κάτι παρόµοιο». «Αυτό θα εξηγούσε πώς µπήκαν στο υπνοδωµάτιο και το γραφείο» είπε σκεφτικός ο Κάµερον «όµως ακόµα κι αυτό ήταν κάπως παρακινδυνευµένο. Θέλω να πω δεν είναι ό,τι πιο εύκολο να τριγυρνάς κρυφά µέσα σε ένα σπίτι». «Αυτό εξαρτάται από το ποιος το κάνει. Αν µιλάµε για έναν δίµετρο γεροδεµένο λιµενεργάτη, τότε, ναι, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τον εντοπίσουν. Αν όµως µιλάµε για κάποιον πιο µικρόσωµο…» «Όπως εκείνο το πράγµα που είδες στον κήπο κι ύστερα να ακολουθεί τον πατέρα µου;» Ο Σέρλοκ έγνεψε καταφατικά. «Ό,τι κι αν ήταν, είχε ακριβώς το κατάλληλο µέγεθος για να µπει κρυφά στο σπίτι κάποιου και να του κάνει µια ένεση µε δηλητήριο δίχως να το δει κανείς». Έσφιξε τη γροθιά του. «Αν µπορούσα µόνο να καταλάβω τι είναι…» «Ναι, αλλά γιατί χρειάστηκε διαφορετικός χρόνος για να πεθάνουν ο Γου Τσουνγκ και ο πατέρας µου;» ρώτησε ο Κάµερον. «Αν χρησιµοποιήθηκε η ίδια συσκευή για να εγχύσει το δηλητήριο, δε θα έπρεπε να ενεργήσει και µε τον ίδιο τρόπο;» «Δεν ξέρω. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλες διαφορές». Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Μπορεί το δηλητήριο που χρησιµοποίησαν στον Γου να ήταν παλιό, αλλά στο µεταξύ να βρήκαν καινούριο για τον
πατέρα σου. Μπορεί να ήταν διαφορετικά φίδια και το ένα να είχε πιο ισχυρό δηλητήριο. Είναι αδύνατον να γνωρίζουµε, τουλάχιστον προς το παρόν». «Άραγε θα προσπαθήσουν να µας σταµατήσουν;» Το πρόσωπο του Κάµερον έδειχνε αποφασισµένο. «Το ελπίζω. Θέλω πολύ να τους συναντήσω». «Πιθανότατα µας παρακολουθούν» είπε ο Σέρλοκ «οπότε πρέπει να είµαστε σε επιφυλακή». Ο Κάµερον ζύγιασε το ρεβόλβερ του πατέρα του. «Είµαι πανέτοιµος». «Πρέπει πρώτα να σιγουρευτούµε πως βρήκαµε τα σωστά άτοµα». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά στο γραφείο γύρω τους. «Ας πάρουµε µαζί µας τον χάρτη και τα διαγράµµατα, γιατί µπορεί να τα χρειαστούµε για να πείσουµε τον καπετάνιο Μπράιαν. Θες να ενηµερώσεις κάποιον για το πού πάµε;» «Θα αφήσω ένα µήνυµα» είπε ο Κάµερον «λέγοντας πως χρειάζοµαι να µείνω για λίγο µόνος. Θα καταλάβουν. Άλλωστε, για ένα διάστηµα θα επικρατεί χάος εδώ µέσα. Θα εκπλαγώ αν παρατηρήσει κάποιος ότι λείπω». Δέκα λεπτά αργότερα, τα δύο αγόρια έβγαιναν από το σπίτι. Ο απογευµατινός ήλιος είχε αρχίσει να βουτάει στον ορίζοντα. Οι πωλητές µάζευαν την πραµάτεια τους κι ετοιµάζονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε πως πεινούσε. Έπρεπε να φροντίσει να φάνε κάτι µε τον Κάµερον. Υποπτευόταν πως ο φίλος του δε θα είχε καµία όρεξη, όµως έπρεπε να σιγουρευτεί πως θα διατηρούσε τις δυνάµεις του. Καθώς διέσχιζαν τον δρόµο, ο Κάµερον άρπαξε τον Σέρλοκ από το
µπράτσο. «Περίµενε» είπε. «Κοίτα εκεί πέρα». Ο Σέρλοκ ακολούθησε µε το βλέµµα το δάχτυλο του Κάµερον. Λίγα µέτρα µακριά τους, στη µέση του δρόµου, στεκόταν η µικρή, µελαχρινή φιγούρα του Γου Φανγκ-Γι. Τους παρακολουθούσε. Μόλις είδε πως τον είχαν αντιληφθεί, τους πλησίασε. Έγνεψε στον Κάµερον. «Άκουσα τα άσχηµα µαντάτα» είπε µελαγχολικά. «Τα συλλυπητήριά µου». «Σε ευχαριστώ και… και τώρα καταλαβαίνω τη δική σου απώλεια πολύ καλύτερα από πριν». «Κάτι συµβαίνει» είπε ο Γου Φανγκ-Γι χαµογελώντας θλιµµένα. «Κάτι παράξενο. Εσείς το γνωρίζετε ήδη. Ο πατέρας µου επίσης το γνώριζε και τώρα το γνωρίζω κι εγώ». «Γι’ αυτό ήρθες εδώ;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Αναρωτιόµουν σε ποιον µπορούσα να µιλήσω» είπε ο Γου Φανγκ-Γι ανασηκώνοντας αµήχανα τους ώµους του. «Σίγουρα όχι στη µητέρα µου. Εκείνη πιστεύει πως ο πατέρας µου σκοτώθηκε από δάγκωµα φιδιού, όµως εγώ θυµάµαι όσα είπες, για το πόσο δύσκολο θα ήταν να µπει ένα φίδι µέσα στο σπίτι. Ξέρω πόσο σκληρά δούλεψα για να κλείσω όλες τις τρύπες στους τοίχους». Το βλέµµα του εναλλασσόταν µεταξύ του Σέρλοκ και του Κάµερον. Έδειχνε να θέλει να τους εκµυστηρευτεί κάτι, δίχως να είναι σίγουρος πώς να το πει. «Κάτι είδα εκείνο το βράδυ» είπε πιο χαµηλόφωνα. «Δε σας το είπα νωρίτερα διότι φοβόµουν µήπως µε περάσετε για τρελό. Ούτε στη µητέρα µου το είπα». Πήρε µια βαθιά αναπνοή, αναγκάζοντας τον εαυτό του να συνεχίσει. «Κοιµόµουνα, όµως µε ξύπνησε ένας θόρυβος. Σκέφτηκα πως ήταν ο πατέρας µου που τριγυρνούσε µέσα στο σπίτι. Αφότου γύρισε από το ταξίδι, ροχάλιζε, στριφογύριζε στον ύπνο του κι έβγαζε ήχους όταν κοιµόταν που δεν
τους έβγαζε παλιότερα. Θυµάµαι να κοιτάζω από το άνοιγµα του δωµατίου µου και…» δίστασε. «Και είδα κάτι να στέκεται εκεί πέρα, µια σκιά. Ήταν πολύ µικρό για να είναι η µητέρα ή ο πατέρας µου και πολύ ακίνητο για να είναι γάτα, σκύλος ή µαϊµού. Δεν µπορούσα να δω τα µάτια του, όµως ήξερα πως µε παρακολουθούσε κι έτσι έµεινα κι εγώ ακίνητος. Μετά από λίγο δεν ήταν πια εκεί». Ρίγησε ολόκληρος. «Είχε κάτι το διαβολικό. Ένιωθα το βλέµµα του πάνω µου σαν πυρωµένα κάρβουνα. Αρχικά σκέφτηκα πως µπορεί να ήταν κάποιο κακό πνεύµα, τώρα όµως ξέρω πως αυτό σκότωσε τον πατέρα µου». «Το είδαµε κι εµείς» τον καθησύχασε ο Σέρλοκ. «Δεν ξέρουµε τι είναι, όµως σχετίζεται µε όλα αυτά που συµβαίνουν». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά στον Κάµερον κι ύστερα στράφηκε πάλι στον Γου Φανγκ-Γι. «Μπορούµε να συνεχίσουµε τη συζήτηση καθώς περπατάµε» του πρότεινε. «Πρέπει να βρούµε ένα σκάφος και να ανέβουµε τον ποταµό. Μπορείς να µας βοηθήσεις;» «Αν σας βοηθήσω, αυτό θα βοηθήσει να εξηγήσω τον θάνατο του πατέρα µου;» «Ναι» είπε ο Σέρλοκ γνέφοντας µε το κεφάλι. «Συνέχισε να µιλάς τότε». Στη διαδροµή µέσα από την πόλη, ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον εξήγησαν στον Γου Φανγκ-Γι τι ακριβώς πίστευαν πως συνέβαινε. Καθώς περπατούσαν, ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε πως αποµακρύνονταν από το κέντρο της Σαγκάης, προς µια κατεύθυνση που δεν αναγνώριζε. «Νόµιζα πως πηγαίναµε στο λιµάνι» είπε. «Εκεί δεν εκβάλλει ο Γιανγκτσέ; Θέλω να πω, το ποτάµι καταλήγει στη θάλασσα… σωστά;» «Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Γου Φανγκ-Γι γυρίζοντας να τον κοιτάξει
πάνω από τον ώµο του. «Το ποτάµι όµως φαρδαίνει αρκετά σε εκείνο το σηµείο και τα ρεύµατά του γίνονται επικίνδυνα. Αν θέλεις να ανέβεις τον ποταµό, το λογικό είναι να ξεκινήσεις λίγο πιο πάνω. Έχε µου εµπιστοσύνη, ξέρω πού πάω». Μετά από λίγο ο Σέρλοκ είδε πως πλησίαζαν στα τείχη της πόλης. Εκεί υπήρχε µια άλλη πύλη, την οποία φυλούσε µόνο ένας στρατιώτης, που το µόνο που έκανε ήταν να γνέφει µε το χέρι σε όσους έµπαιναν και όσους έβγαιναν. Ο Σέρλοκ υπέθετε πως η πιθανότητα να βρεθούν ξένοι σε αυτή την πλευρά της πόλης ήταν µάλλον µικρότερη απ’ ό,τι στο λιµάνι. «Αυτή είναι η Πύλη του Ενάρετου Φοίνικα[36]» είπε χαµηλόφωνα ο Κάµερον καθώς πλησίαζαν. «Αν χωριστούµε για οποιονδήποτε λόγο, θα ξανασυναντηθούµε εδώ». Πέρασαν από την πύλη δίχως προβλήµατα. Έξω από την πόλη περνούσε ένας φαρδύς χωµατόδροµος που οδηγούσε στους λόφους της κινεζικής υπαίθρου. Τα τρία αγόρια άρχισαν να περπατάνε µε κατεύθυνση τον ποταµό Γιανγκτσέ. «Ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Σέρλοκ καθώς προχωρούσαν. «Ο θείος µου έχει πολλά σκάφη µε πανιά» είπε ο Γου Φανγκ-Γι. «Είµαι σίγουρος πως, αν του το ζητήσω, θα µας δανείσει ένα». Αναστέναξε. «Δε θα του έχουν προλάβει ακόµη τα µαντάτα για τον πατέρα µου, οπότε θα πρέπει να του τα πω εγώ». Το τοπίο έξω από τα τείχη ήταν λοφώδες, µε αποτέλεσµα να µην µπορούν να δουν πολύ µακριά. Ο δρόµος ήταν οφιοειδής, αλλά ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε πως όσο αποµακρύνονταν από τη Σαγκάη γινόταν κατηφορικός. Ήταν φαρδύς και πολυσύχναστος. Έβλεπε κάρα
να κινούνται προς αµφότερες τις κατευθύνσεις – προς την πόλη και µακριά από αυτήν. Τα κάρα ήταν φορτωµένα µε άχυρο, ξύλα, λαχανικά κι ένα σωρό άλλα πράγµατα, ορισµένα από τα οποία ο Σέρλοκ δεν αναγνώριζε. Στον δρόµο υπήρχαν κι άλλα πράγµατα που τον εξέπληξαν. Μερικοί αγρότες έσπρωχναν χειράµαξες που είχαν έναν µόνο τροχό, καθώς κι ένα µικρό κατάρτι από το οποίο κρεµόταν ένα µικρό κόκκινο πανί – οι αγρότες εκµεταλλεύονταν τους δυνατούς ανέµους της υπαίθρου για να τους βοηθούν να σπρώχνουν τις χειράµαξες. Ήταν µια ιδέα τόσο προφανής, που ο Σέρλοκ αναρωτήθηκε γιατί κανείς δεν την εφάρµοζε στην Αγγλία. Καθώς περπατούσαν, το έδαφος κάτω από τα πόδια τους άρχισε να γίνεται πιο λασπώδες. Τα χωράφια κατά µήκος του δρόµου ήταν γεµάτα ψηλά φυτά που έφταναν στο ύψος ενός µέσου ανθρώπου. Το έδαφος ήταν πληµµυρισµένο κι ο Σέρλοκ έβλεπε διατάξεις σωλήνων από µπαµπού που έφερναν το νερό από το ποτάµι στα χωράφια, καθώς και φράγµατα που ανοιγόκλειναν για να τα πληµµυρίζουν. «Τι καλλιεργείτε εδώ;» ρώτησε τον Γου Φανγκ-Γι. «Ρύζι» αποκρίθηκε το αγόρι. «Αυτά εδώ λέγονται ορυζώνες και τα κρατάµε πληµµυρισµένα ώστε το ρύζι να µεγαλώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι το κύριο φαγητό µας». «Όπως οι πατάτες στην Αγγλία» µουρµούρισε ο Σέρλοκ. Τελικά, µετά από µια στροφή του δρόµου, γύρω από την πλαγιά ενός τελευταίου λόφου, βρέθηκαν µπροστά σε µια πλατιά έκταση γαλανού νερού, µε διάσπαρτες λευκές κορφές από κυµατάκια. «Ο ποταµός Γιανγκτσέ» είπε ο Γου Φανγκ-Γι. «Τώρα αρχίζει η πραγµατικά σκληρή δουλειά».
Κεφάλαιο 12
Ο Σέρλοκ έµεινε έκπληκτος από το πόσο πλατύς ήταν ο Γιανγκτσέ, ειδικά σε σχέση µε τα υπόλοιπα ποτάµια που είχε δει, όπως ο Τάµεσης στο Λονδίνο και ο Χάντσον στη Νέα Υόρκη. Η απέναντι όχθη έµοιαζε να βρίσκεται χιλιόµετρα µακριά. Ήταν τυλιγµένος στην οµίχλη από τους ορυζώνες, πράγµα που τον έκανε να µοιάζει µε έναν µυστηριώδη, µυθικό τόπο. Λόφοι υψώνονταν εκατέρωθεν του ποταµού, µε αποτέλεσµα η κοίτη του να σχηµατίζει µεγάλες, όµορφες καµπύλες, πράγµα που καθιστούσε ανύπαρκτη την ορατότητα σε απόσταση πάνω από ενάµισι χιλιόµετρο. «Το τρίτο µεγαλύτερο ποτάµι στον κόσµο» είπε περήφανα ο Κάµερον. «Ξεκινάει από τα υψίπεδα του Θιβέτ και διασχίζει περίπου εξίµισι χιλιάδες χιλιόµετρα µέχρι να φτάσει στον ωκεανό». Λοξοκοίταξε τον Σέρλοκ. «Τι; Λογικό δεν είναι να έχω ένα υγιές ενδιαφέρον για τον τόπο που ζω;» Ο Σέρλοκ διέκρινε εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες σκάφη στο ποτάµι. Μερικά ήταν τόσο µικρά, που ίσα που χωρούσαν έναν άνθρωπο
και το κουπί του. Άλλα ήταν ολόκληρα πλοία, µε τρία και τέσσερα πανιά σε σχήµα βεντάλιας, καθώς και πλήρες πλήρωµα. Κατά µήκος της όχθης βρίσκονταν δεµένες εκατοντάδες βάρκες µε επίπεδη καρίνα, που έµοιαζαν να έχουν σπίτια χτισµένα πάνω τους ή τουλάχιστον καλύβες. Ο Σέρλοκ συνειδητοποίησε ότι αυτές οι βάρκες δεν είχαν φτιαχτεί για να ταξιδεύουν, αλλά για να κατοικούνται. Ήταν πλωτά χωριά, των οποίων οι βάσεις είχαν χτιστεί στην επιφάνεια του ποταµού κι ύστερα, λίγο λίγο, είχαν πάρει τη σηµερινή τους µορφή. Τα αγόρια προσπάθησαν να εντοπίσουν το USS Monocacy, όµως αυτό δε φαινόταν πουθενά. Ο Σέρλοκ ήταν βέβαιος πως, αν βρισκόταν εκεί, θα το έβλεπαν αµέσως. «Εκεί!» είπε ο Γου, δείχνοντας µια λεπτή αποβάθρα από µπαµπού αριστερά τους. Εκτεινόταν πέρα από τα όρια του πλωτού χωριού και πάνω της ήταν δεµένα τρία σκάφη. «Εκεί µένει ο θείος µου». «Πάµε να τον βρούµε, λοιπόν» είπε ο Σέρλοκ. Οι τρεις τους κατηφόρισαν κατά µήκος της όχθης, µε το έδαφος από κάτω τους να κάνει υγρούς ήχους. Μετά από λίγα λεπτά είχαν περάσει το πλωτό χωριό και βρίσκονταν στο ύψος της αποβάθρας. Ο Γου τούς έκανε νόηµα να περιµένουν στην όχθη κι έτρεξε πάνω στην αποβάθρα, προς το µέρος τριών µεγαλόσωµων Κινέζων που επισκεύαζαν ένα σκάφος. Ο πιο µεγαλόσωµος, που είχε ένα τεράστιο µουστάκι, άρπαξε τον Γου καθώς πλησίαζε και τον έκλεισε σε µια τεράστια αγκαλιά. Χαµογελούσε πλατιά, ολοφάνερα χαρούµενος που έβλεπε τον ανιψιό του. Ο Γου άρχισε να µιλάει και οι άνδρες τον άκουγαν. Ο Σέρλοκ κοίταξε γύρω του. Ακριβώς στο σηµείο όπου στέκονταν µε τον Κάµερον, η όχθη
του ποταµού βυθιζόταν απότοµα στο νερό. Κατά µήκος ολόκληρης της όχθης, µέσα από το νερό ξεπετάγονταν ψηλά φυτά – µερικά έµοιαζαν µε άγριο ρύζι και µερικά µε µπαµπού. Μέχρι λουλούδια επέπλεαν πάνω στο νερό κι όταν ο Σέρλοκ κοίταξε πιο προσεκτικά, διέκρινε το δίκτυο των µίσχων που τα στήριζαν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Με τον ήλιο χαµηλά στον ορίζοντα και τους οµιχλώδεις λόφους στην απέναντι όχθη του ποταµού, όλα έµοιαζαν τόσο όµορφα. Ο Σέρλοκ έβρισκε δύσκολο να συµβιβάσει την οµορφιά γύρω του µε αυτό που επρόκειτο σύντοµα να συµβεί. Κάπου πιο πάνω κατά µήκος του ποταµού, βρισκόταν ένα αµερικανικό πλοίο µε µερικούς εκατοντάδες Αµερικανούς ναύτες στο πλήρωµά του. Αν η βόµβα πάνω σε αυτό το πλοίο ανατιναζόταν, πιθανότατα θα πέθαιναν όλοι τους, κι αυτό θα ήταν µονάχα η αρχή. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έστελνε το Ναυτικό να αποκλείσει τα λιµάνια, ο Κινέζος αυτοκράτορας πιθανότατα θα διέταζε τα πλοία του να υπερασπιστούν τη χώρα και πριν το καταλάβει κανείς, η Αµερική και η Κίνα θα βρίσκονταν σε πόλεµο – κι όλα αυτά απλά µε σκοπό µερικοί επιχειρηµατίες να πουλάνε πιο ακριβά και να αγοράζουν πιο φτηνά τα προϊόντα τους! Τον Σέρλοκ δεν τον είχε απασχολήσει ιδιαίτερα το µέλλον του, αφού θα επέστρεφε στην Αγγλία. Υπέθετε πως κάποια στιγµή θα έπρεπε να πιάσει δουλειά, όµως δεν µπορούσε να σκεφτεί τίποτα που θα του άρεσε πραγµατικά ως επάγγελµα. Μάλλον δεν µπορούσε να κάνει µια δουλειά ανάλογη µε του Μάικροφτ – να εργάζεται για την κυβέρνηση. Δεν ήταν αρκετά διπλωµάτης. Είχε σκεφτεί το ενδεχόµενο να πιάσει δουλειά σε κάποια επιχείρηση, τώρα όµως, βλέποντας τη σκληρότητα αυτών των ανθρώπων, που ήταν διατεθειµένοι να ξεκινήσουν έναν
πόλεµο προκειµένου να βγάλουν κέρδος, υποσχέθηκε στον εαυτό του να µη δουλέψει ποτέ για µια επιχείρηση που αγόραζε ή πουλούσε προϊόντα. Αποθαρρηµένος, σκέφτηκε πως αυτό δεν του άφηνε και πολλές επιλογές. Ο Κάµερον πρέπει να έκανε τις δικές του σκοτεινές σκέψεις για το USS Monocacy. Αντάλλαξε ένα βλέµµα µε τον Σέρλοκ και είπε χαµηλόφωνα: «Πρέπει να προσπαθήσουµε. Τουλάχιστον µπορούµε να φτάσουµε στο Monocacy µε σκάφος και τουλάχιστον ο καπετάνιος Μπράιαν µας γνωρίζει εξ όψεως. Αυτό µπορεί να µας δώσει αρκετό χρόνο για να τον πείσουµε». Ο Γου τούς έγνεφε από την αποβάθρα. Ο Κάµερον κι ο Σέρλοκ άρχισαν να περπατάνε πάνω στην επισφαλή ξύλινη κατασκευή, ακούγοντάς τη να τρίζει από το βάρος τους. Όταν έφτασαν στην άλλη άκρη της, ο Γου τούς σύστησε στον θείο του και τους δυο του γιους. «Μου είπε πως µπορούµε να πάρουµε ένα από τα σκάφη του για να ανέβουµε το ποτάµι» είπε ενθουσιασµένος «αρκεί να του αποδείξουµε πως ξέρουµε να σηκώνουµε και να µαζεύουµε τα πανιά, καθώς και να το κατευθύνουµε µε το πηδάλιο». Ο Σέρλοκ κοίταξε το πιο κοντινό σκάφος. Ακολούθησε γρήγορα µε το βλέµµα τα διάφορα σκοινιά που κρατούσαν το πανί, µέχρι τα σηµεία πρόσδεσής τους στις πλευρές του σκάφους. Έπειτα, χρησιµοποιώντας τη γνώση που είχε αποκτήσει τόσο επώδυνα στο Γκλόρια Σκοτ, υπολόγισε ποια σκοινιά τραβούσαν το πανί προς την κάθε κατεύθυνση. Τελικά ανέβηκε στο σκάφος, άνοιξε και ξανατύλιξε τα πανιά µε ακρίβεια και οικονοµία κινήσεων.
Ο θείος του Γου έγνεψε επιδοκιµαστικά. «Πολύ καλά» είπε. «Είναι προφανές πως ξέρεις από σκάφη». «Προς τα πού θα φυσάει ο άνεµος απόψε;» «Προς την ενδοχώρα» είπε ο θείος του Γου. «Θα έχετε ένα σταθερό, βραδινό αεράκι να σας σπρώχνει». «Μπορώ να σας κάνω άλλη µια ερώτηση; Μήπως είδατε πρόσφατα ένα µεγάλο πλοίο µε έναν µεγάλο τροχό στο πλάι να ανεβαίνει το ποτάµι;» Ο θείος του Γου έγνεψε καταφατικά. «Τι παράξενο πλοίο» είπε. «Όλοι το παρατηρήσαµε. Ποτέ στη ζωή µου δεν ξανάδα κάτι τέτοιο. Κάποιος είπε πως το κατασκεύασαν ξένοι διαβόλοι και το κινούσαν κακά πνεύµατα». Χαµογέλασε. «Με το συµπάθιο κιόλας». «Κανένα πρόβληµα» είπε ο Σέρλοκ. «Π ράγµατι το κατασκεύασαν ξένοι διαβόλοι, όµως το κινεί µια ατµοµηχανή». Οι τρεις Κινέζοι κοιτάχτηκαν µεταξύ τους. «Σας το είπα εγώ… κακά πνεύµατα» µουρµούρισε ο ένας. «Πριν από πόση ώρα το είδατε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο θείος του Γου το σκέφτηκε για µια στιγµή. «Τρεις ώρες;» είπε σκεφτικός. «Ίσως τέσσερις». Ο Σέρλοκ έβρισε από µέσα του. Το Monocacy προπορευόταν αρκετά. Ανακαλώντας στη µνήµη του τα µηνύµατα που είχαν αποκρυπτογραφήσει µαζί µε τον Κάµερον, ρώτησε: «Μήπως ξέρετε ένα µέρος που λέγεται Σνέικ Μπάιτ Χιλ;». Ο θείος του Γου κοίταξε τους γιους του. Μίλησαν για λίγο µεταξύ τους χαµηλόφωνα κι ύστερα ο µεγαλόσωµος ναυτικός στράφηκε πάλι στον Σέρλοκ. «Το µόνο µέρος που µπορούµε να σκεφτούµε είναι κοντά
στο Γουσάν[37]. Θαρρώ πως είναι γύρω στα… πενήντα χιλιόµετρα πιο πάνω. Κάπου τόσο νοµίζω». «Ευχαριστώ» είπε ο Σέρλοκ. Κοίταξε τον Κάµερον και τον Γου. «Εκεί πρέπει να πάµε» είπε χαµηλόφωνα. «Εκεί θα το κάνουν». Μέσα σε πέντε λεπτά έλυναν τα σκοινιά και σήκωναν πανί. Ο άνεµος τους έσπρωξε από την αποβάθρα στα ρυτιδωµένα νερά. Ο Σέρλοκ ήταν υπεύθυνος για το πανί, ενώ ο Κάµερον χειριζόταν το πηδάλιο και ο Γου καθόταν στην πλώρη, ελέγχοντας για βυθισµένους κορµούς δέντρων ή άλλα εµπόδια µέσα στο νερό. Δεν τους πήρε πολλή ώρα µέχρι να βγουν στο κυρίως τµήµα του ποταµού, µε τον Κάµερον να προσαρµόζει το πηδάλιο ώστε να τους κρατάει στη σωστή κατεύθυνση. Στο κεντρικό κοµµάτι του ποταµού υπήρχε συνωστισµός, όµως οι τρεις τους κατάφεραν να συνεργαστούν και να τον αποφύγουν, πλέοντας µε καλή και σταθερή ταχύτητα. Δεν έµοιαζαν να υπάρχουν συγκεκριµένοι κανόνες για την πλεύση στο ποτάµι, γιατί ο καθένας πήγαινε όπου ήθελε και φώναζε στους υπολοίπους να φύγουν από τον δρόµο του. Καθώς έπεσε η νύχτα, ακούστηκε ένας παφλασµός γύρω στο ένα µέτρο από το κύτος του σκάφους. Ο Σέρλοκ διέσχισε το κατάστρωµα για να δει τι ήταν. Στο σεληνόφως είδε ένα παράξενο ψάρι να τον κοιτάζει µε µάτια που έµοιαζαν σχεδόν ανθρώπινα. Το δέρµα του ήταν γκρίζο σαν καουτσούκ και είχε ένα µακρύ, στενό στόµα –σχεδόν ράµφος– που εξείχε από το κεφάλι του. Το στόµα του ήταν γεµάτο µε πολύ µικρά και πολύ κοφτερά δόντια, ενώ στις άκρες έµοιαζε να κυρτώνει προς τα πάνω, θυµίζοντας χαµόγελο. Αιωρούνταν µέσα στο νερό και κοιτούσε τον Σέρλοκ. Θυµήθηκε τα ψάρια που είχε δει στον ωκεανό, πέρα από την
κουπαστή του Γκλόρια Σκοτ. Κάποιος του είχε πει πως ήταν φώκαινες. Ήταν άραγε κι αυτό φώκαινα; Με ένα τίναγµα της πλατιάς ουράς του, το πλάσµα χάθηκε στα νερά. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τον Γου Φανγκ-Γι, ο οποίος τον παρακολουθούσε από την πλώρη. «Τις αποκαλούµε Θεές του Ποταµού[38]. Είναι καλό σηµάδι να δεις µία από αυτές. Θεώρησε τον εαυτό σου ευλογηµένο». «Θα προσπαθήσω». Ο Σέρλοκ ανακάλυψε πως στο ποτάµι οι ήχοι ταξίδευαν διαφορετικά. Κάθε λίγο και λιγάκι άκουγε κάποια φωνή να λέει: «Πρόσεχε!» ή «Προσοχή, ανόητε!» και κοιτούσε γύρω του, περιµένοντας να δει κάποιο σκάφος που ετοιµαζόταν να τους χτυπήσει, ενώ στην πραγµατικότητα η φωνή ερχόταν από εκατοντάδες µέτρα µακριά και µιλούσε σε κάποιον που βρισκόταν σε αντίστοιχη απόσταση. Ένα ξαφνικό κρακ και το τράνταγµα του δικού τους σκάφους τον επανέφερε στο παρόν. Άκουσε µια τραχιά κινεζική φωνή: «Είθε τα πνεύµατα των βαθών να καταραστούν τους απογόνους σας, αδέξιοι βλάκες!». Είχαν συγκρουστεί µε κάποιο άλλο σκάφος. Ο ιδιοκτήτης, ένας ηλικιωµένος Κινέζος µε έναν λευκό θύσανο µαλλιών, έκανε χειρονοµίες στον Κάµερον και συνέχιζε να τους καταριέται. Ο Σέρλοκ άρπαξε ένα κοντάρι από τον πάτο του σκάφους τους κι έσπρωξε µακριά το σκάφος του γέρου, χαµογελώντας απολογητικά. «Τι συνέβη;» ρώτησε καθώς το άλλο σκάφος αποµακρυνόταν κι ο γέρος εξακολουθούσε να κουνάει τη γροθιά του προς το µέρος τους. «Συγγνώµη» είπε ο Κάµερον. Φαινόταν ζαλισµένος. «Σαν να µε πήρε ο ύπνος για µια στιγµή».
«Ακούστε» είπε ο Γου Φανγκ-Γι. « Ήταν δύσκολη µέρα κι όλοι µας έχουµε περάσει πολλά. Αν συνεχίσουµε έτσι, το επόµενο ατύχηµα µπορεί να είναι σοβαρό». «Πρέπει να συνεχίσουµε» είπε ο Σέρλοκ. «Πρέπει να φτάσουµε το Monocacy πριν ανατιναχτεί η βόµβα!» «Δεν πρόκειται να βοηθήσουµε κανέναν αν χτυπήσουµε κάτι και βυθιστούµε» παρατήρησε ο Κάµερον. «Σκέφτηκες επίσης ότι το Monocacy πιθανότατα θα ρίξει άγκυρα µέχρι να ξηµερώσει; Αν συνεχίσουν να προχωρούν µέσα στα σκοτάδια, είναι πολύ πιθανό να χτυπήσουν κάποιο άλλο σκάφος και να το βυθίσουν, ή ακόµα και να προσκρούσουν σε τίποτα βράχια στην όχθη του ποταµού και να τρυπήσουν το κύτος τους. Αν σταµατήσουν κι εµείς συνεχίσουµε να προχωράµε, υπάρχει κίνδυνος να τους προσπεράσουµε δίχως να το πάρουµε είδηση, και τότε θα είναι αδύνατο να τους προειδοποιήσουµε». Ο Σέρλοκ έπρεπε να παραδεχτεί πως τα επιχειρήµατά τους ήταν πειστικά. Επιπρόσθετα, συνειδητοποίησε πως ήταν εξαντληµένος. «Εντάξει» είπε απρόθυµα. «Ας δέσουµε στην όχθη για να κοιµηθούµε λίγο, όµως µε την αυγή ξαναξεκινάµε». Οι άλλοι δύο έγνεψαν. «Σύµφωνοι» είπε ο Γου. Ο Κάµερον χρησιµοποίησε το πηδάλιο για να οδηγήσει το σκάφος στην πιο κοντινή όχθη, ενώ ο Γου είχε τον νου του στο βάθος του νερού κι ο Σέρλοκ ήταν έτοιµος να κατεβάσει τα πανιά για να µην ξοκείλουν. Δουλεύοντας όλοι µαζί, κατάφεραν να οδηγήσουν το σκάφος στην όχθη µε ασφάλεια. Έπειτα ο Σέρλοκ πήδηξε στην όχθη µε ένα σκοινί και το έδεσε στον στρεβλό κορµό ενός δέντρου που φύτρωνε λοξά. Κοιτάζοντας τη σκοτεινή έκταση του ποταµού, παρατήρησε ένα
σκάφος µε δύο χάρτινα φανάρια, ένα πράσινο κι ένα κίτρινο. Έδειχνε να κατευθύνεται κι αυτό προς την όχθη, λίγο πιο µπροστά από τους ίδιους. Υπέθεσε πως ο κυβερνήτης του επίσης αποφάσισε να σταµατήσει µέχρι να ξηµερώσει. Πήδηξε πάλι στο σκάφος και το ένιωσε να κλυδωνίζεται από την αλλαγή του βάρους. Την ίδια ώρα που ο Κάµερον έφερνε µερικές κουβέρτες από το καλύβι στο πίσω µέρος, ο Γου ξεδίπλωνε ένα υφασµάτινο δέµα που είχε τοποθετηθεί κάτω από ένα κάθισµα. Έδωσε στον Σέρλοκ ένα από τα δεµατάκια στο εσωτερικό του. «Φαγητό. Ο θείος µου είπε πως είχε φυλάξει λίγο πάνω στο σκάφος. Το είχε βέβαια για τον εαυτό του, όµως αποφάσισε πως το χρειαζόµασταν περισσότερο». Ο Σέρλοκ κοίταξε το δεµατάκι που του είχε δώσει ο Γου, καθώς εκείνος έδινε ένα όµοιο στον Κάµερον. Έµοιαζε µε µεγάλο φύλλο, τυλιγµένο γύρω από κάτι άλλο και δεµένο µε σπάγγο. «Τι είναι;» ρώτησε. «Φύλλα λωτού γεµάτα µε ρύζι και παστή γαρίδα». Ο Κάµερον είχε ήδη ξεδιπλώσει το φύλλο λωτού και µπούκωνε το στόµα του µε ρύζι και παστή γαρίδα. «Είναι πεντανόστιµο» είπε µασουλώντας. Ο Σέρλοκ το δοκίµασε. Παρόλο που το ρύζι ήταν κρύο και κολλούσε, δεν έπαυε να είναι νόστιµο και η αλµυρή, θαλασσινή γεύση της γαρίδας το ενίσχυε ακόµα περισσότερο. Ήταν πράγµατι εξαιρετικό. Αφού έφαγαν κι έπλυναν τα χέρια τους στο ποτάµι, τα τρία αγόρια τυλίχτηκαν στις κουβέρτες και ξάπλωσαν να κοιµηθούν. Ο Σέρλοκ συνειδητοποιούσε για δεύτερη φορά πόσο εξαντληµένος ήταν.
«Συνειδητοποίησα κάτι» ακούστηκε η φωνή του Κάµερον µέσα στο σκοτάδι. «Δεν έχουµε δώσει όνοµα στο σκάφος µας». «Η ονοµασία ενός σκάφους είναι σοβαρή υπόθεση» είπε ο Γου Φανγκ-Γι. «Πρέπει να γίνει σωστά, µε την αρµόζουσα τελετουργία. Άλλωστε, του έχει δώσει ήδη όνοµα ο θείος µου». Ο Κάµερον όµως επέµεινε. «Θα µπορούσαµε να το ονοµάσουµε Χάντσον» είπε «από τον ποταµό Χάντσον στη Νέα Υόρκη». «Αυτό δεν είναι καλό όνοµα» είπε ο Γου. Έµειναν για λίγο σιωπηλοί κι ύστερα πρόσθεσε: «Τι λες κι εσύ, Σέρλοκ; Έχεις καµιά καλύτερη ιδέα;». «Λέω να το ονοµάσουµε Βιρτζίνια» είπε σιγανά. Κανείς δε διαφώνησε. Μετά από µερικά λεπτά, ο Κάµερον άρχισε να ροχαλίζει, οπότε ο Σέρλοκ υπέθεσε πως είχε περάσει το δικό του. Κάπου κοντά ακούστηκε ένας παφλασµός. Κάποιο ψάρι; Ίσως µια από τις Θεές του Ποταµού; Ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε ξαφνικά το µέγεθος της άγνοιάς του για την τοπική πανίδα. Υπήρχε άραγε τίποτα επικίνδυνο γύρω τους; Στηρίχτηκε στον αγκώνα του κι ανασηκώθηκε για να ρωτήσει, έπειτα όµως ξαναξάπλωσε δίχως να πει τίποτα. Ο Γου θα τους είχε προειδοποιήσει για πιθανούς κινδύνους. Έπρεπε να δείξει λίγη εµπιστοσύνη στον νεαρό Κινέζο κι επιτέλους να κοιµηθεί. Έτσι όπως βρισκόταν ξαπλωµένος, συνειδητοποίησε πόσο δύσκολο ήταν. Ποτέ του δεν είχε εµπιστευτεί κάποιον απόλυτα κι οι συνεχείς προειδοποιήσεις του Μάικροφτ για τους κινδύνους που ενείχε κάτι τέτοιο δε βοηθούσαν. Πάντοτε υπέθετε πως εκείνος ήξερε καλύτερα, όµως εδώ, σε µια ξένη χώρα, για την οποία δε γνώριζε πολλά, θα έπρεπε να εµπιστευτεί τον Γου Φανγκ-Γι για να φτάσει στον προορισµό του. Δεν
ήταν µια ιδιαίτερα ευχάριστη σκέψη για να συνοδέψει τον ύπνο του. Τα αστέρια έλαµπαν στον µαύρο νυχτερινό ουρανό. Μικρές τούφες από σύννεφο περνούσαν βιαστικά από µπροστά τους, σαν ιστοί αράχνης που τους παρέσερνε ο άνεµος. Για λίγο προσπάθησε να εντοπίσει γνώριµους αστερισµούς και συγκεκριµένα αστέρια, όµως εδώ όλα έδειχναν διαφορετικά. Αναρωτήθηκε αν η Βιρτζίνια κοιτούσε τα ίδια αστέρια, έπειτα όµως συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν αδύνατον. Τώρα βρίσκονταν σχεδόν κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του κόσµου ο ένας από τον άλλο. Όποιον ουρανό κι αν κοιτούσε εκείνη από εκεί που βρισκόταν, θα ήταν γαλανός και ηλιόλουστος, όχι µαύρος κι αστροφώτιστος. Βυθίστηκε στον ύπνο τόσο αργά, που δεν το κατάλαβε, και τα όνειρά του ήταν ένα συγκεχυµένο µείγµα από αναµνήσεις και πρόσωπα. Κάπου εκεί µέσα βρίσκονταν ο Μάτι και ο Αµάιους Κρόου, όµως έµοιαζαν να τον ζητωκραυγάζουν από τις κερκίδες, καθώς εκείνος έκανε κάποιο είδος αγώνα δρόµου. Το πρόβληµα ήταν πως δεν ήξερε πού βρισκόταν η γραµµή τερµατισµού ούτε προς τα πού έπρεπε να τρέξει. Ξύπνησε αρκετή ώρα αργότερα. Ήταν ακόµη σκοτεινά. Αναρωτήθηκε τι ακριβώς τον είχε ξυπνήσει… Ίσως το ροχαλητό του Κάµερον ή ο Γου που µιλούσε στον ύπνο του; Κάτι χτύπησε τη µια πλευρά του σκάφους. Ακούστηκε σαν το χέρι ή το πόδι κάποιου που ακούµπησε φευγαλέα το ξύλο. Ξαφνικά όλες οι αισθήσεις του βρέθηκαν σε κατάσταση επιφυλακής. Το σκάφος ταλαντεύτηκε καθώς κάτι σκαρφάλωνε πάνω του, αργά και κλεφτά. Ληστές – πειρατές ίσως; Ντόπιοι χωρικοί που
ήθελαν να δουν αν µπορούσαν να αρπάξουν χρήµατα ή φαγητό από τα τρία αγόρια; Μήπως ήταν κάποιο ζώο; Ένα φίδι ίσως; Η φαντασία του αποχαλινώθηκε, σχηµατίζοντας εικόνες διάφορων φριχτών πραγµάτων. Ένιωσε –παρά είδε– πως ό,τι κι αν ήταν, στεκόταν από πάνω του και τον παρακολουθούσε. Προσπάθησε να αναπνέει βαθιά και ρυθµικά, σαν να ήταν κοιµισµένος. Ένιωθε δύο µάτια καρφωµένα στον σβέρκο του σαν πυρωµένα κάρβουνα – ήταν ένα τελείως αλλόκοτο συναίσθηµα. Κάποια στιγµή άκουσε τον εισβολέα να αποµακρύνεται. Χασµουρήθηκε δυνατά και γύρισε πλευρό κρατώντας τα µάτια του κλειστά, υποθέτοντας πως θα τον παρακολουθούσε για να δει αν ξύπνησε. Λίγες στιγµές σιγής κι ύστερα ο εισβολέας άρχισε πάλι να κινείται. Ο Σέρλοκ άνοιξε µε προσοχή τα µάτια του. Για µια στιγµή τα πάντα ήταν θολά και σκοτεινά, έπειτα όµως άρχισε να διακρίνει σχήµατα –το κατάρτι, την άκρη του κύτους, το καλύβι στο πίσω µέρος και το σχήµα του πηδαλίου–, καθώς και κάτι που δε βρισκόταν προηγουµένως στο σκάφος τους. Έµοιαζε µε άνθρωπο, όµως ήταν µικρότερο. Ο Σέρλοκ διέκρινε το περίγραµµα κεφαλιού και ώµων, µε φόντο τον νυχτερινό ουρανό. Ήταν σκυµµένο πάνω από τον Κάµερον. «Ε, εσύ!» φώναξε και τινάχτηκε όρθιος. Ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγµα, τώρα στράφηκε ξαφνικά προς το µέρος του. Την ίδια στιγµή, τα σύννεφα αποφάσισαν να φύγουν µπροστά από το φεγγάρι. Ήταν λες και κάποιος είχε στρέψει ξαφνικά έναν προβολέα στο κατάστρωµα του σκάφους τους. Ήταν ένα παιδί, µικρότερο σε ηλικία από τους τρεις τους –ένα
κορίτσι– και τώρα πίεζε κάτι στον λαιµό του Κάµερον.
Κεφάλαιο 13
Ο Σέρλοκ κοιτούσε το κορίτσι κατάπληκτος. Τον κοιτούσε κι εκείνη, µε µάτια που κόχλαζαν και ξεχείλιζαν από κάποιο αδιευκρίνιστο συναίσθηµα – µανία ίσως; Ενδεχοµένως, άγρια απογοήτευση επειδή είχε αποκαλυφθεί; Το δέρµα της είχε το χρώµα της στάχτης –ο Σέρλοκ δεν ήταν σίγουρος γιατί–, το ίδιο τα µαλλιά και τα µάτια της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν λεπτά σαν ξύλα και το κορµί της δεν είχε ούτε ίχνος περιττού λίπους. Τα ρούχα της είχαν ίδιο χρώµα µε τη σάρκα της, ανοιχτό γκρίζο. Έτσι όπως στεκόταν, έτοιµη να το βάλει στα πόδια, έµοιαζε λιγάκι µε άγαλµα. Μόνο η νευρική κίνηση των µατιών της καθώς αναζητούσε κάποια οδό διαφυγής πρόδιδε τη στοιχειώδη ανθρώπινη φύση της. Η προσοχή του Σέρλοκ στράφηκε στο πράγµα που κρατούσε το κορίτσι. Ήταν φτιαγµένο από µέταλλο, αλλά έµοιαζε λίγο µε µασέλα – δόντια και ούλα που γυάλιζαν στο σεληνόφως, όπως το δέρµα του κοριτσιού. Μέσα έµοιαζε να υπάρχει κάποιος µηχανισµός, καθώς κι ένα ελατήριο που κρατούσε ανοιχτά τα δύο κοµµάτια της συσκευής. Ο
Σέρλοκ διέκρινε επίσης κάτι κόκκινο και λαστιχένιο, κρυµµένο πίσω από τα δόντια. Τι στην ευχή ήταν; Τα µάτια του κοριτσιού στράφηκαν απότοµα στο πλάι, στον Κάµερον, κι ο Σέρλοκ αντιλήφθηκε τι ετοιµαζόταν να κάνει. «Κάνε πίσω!» φώναξε κι ο Κάµερον τινάχτηκε προς τα πίσω, καθώς το κορίτσι προσπάθησε να τον χτυπήσει µε τα µεταλλικά δόντια στον λαιµό. Τα δόντια πέρασαν µια ανάσα από την καρωτίδα του, χτυπώντας σαν καστανιέτες καθώς το κορίτσι πίεσε τη συσκευή µε το χέρι της για να κλείσει, συσπειρώνοντας το ελατήριο. Πίσω από το κορίτσι εµφανίστηκε ο Γου Φανγκ-Γι. Έδειχνε αποπροσανατολισµένος, σαν να είχε µόλις ξυπνήσει και ανακάλυψε πως βρισκόταν ακόµη µέσα σε έναν εφιάλτη. Άρπαξε το µπράτσο της. Εκείνη γύρισε κι έβγαλε έναν συριγµό σαν ερπετό. Έκπληκτος, σκόνταψε προς τα πίσω και την άφησε. Το κορίτσι στράφηκε πάλι στον Κάµερον. Πήδηξε προς το µέρος του µε τα χέρια τεντωµένα και τα δόντια της µεταλλικής συσκευής να σηµαδεύουν τον λαιµό του. Ο Κάµερον οπισθοχώρησε τροµοκρατηµένος πάνω στο κατάστρωµα. Ο Σέρλοκ συνήλθε από το σοκ που τον παρέλυσε. Διέσχισε το κατάστρωµα τρέχοντας, βούτηξε κι άρπαξε το κορίτσι από τη µέση, ακριβώς τη στιγµή που ήταν έτοιµη να φτάσει τον Κάµερον. Εκείνη τίναξε το πόδι της και πέτυχε τον Σέρλοκ στο κεφάλι. Μπορεί τα πόδια της να ήταν γυµνά, όµως τα νύχια των ποδιών της ήταν εξαιρετικά σκληρά και κοφτερά. Ο Σέρλοκ τα ένιωσε να χώνονται στο δέρµα του, γδέρνοντας τη σάρκα από το µέτωπό του και αφήνοντας πίσω µια µατωµένη λωρίδα που τον πονούσε πολύ. Ήταν λες και κάποιος τον είχε χτυπήσει µε τα δόντια µιας τσουγκράνας. Αναγκάστηκε να την αφήσει,
κι αυτή έπεσε και κυλίστηκε στο κατάστρωµα. Η παλάµη της χτύπησε πάνω στο ξύλο, µε αποτέλεσµα το πράγµα που κρατούσε να πεταχτεί από το χέρι της και να γλιστρήσει κάπου στις σκιές του σκάφους. Έβγαλε πάλι έναν συριγµό, καθώς τίναζε πέρα δώθε το κεφάλι της. Έγλειψε τα χείλη της κι ο Σέρλοκ είδε εµβρόντητος πως η γλώσσα της δεν είχε το χρώµα σάρκας, αλλά ήταν µαύρη. Έµοιαζε σαν να προσπαθούσε να βγει από το στόµα της κάποιος φρικτός γυµνοσάλιαγκας. Ο Σέρλοκ πήγε να πιάσει το πράγµα που της είχε πέσει. Τα δάχτυλά του άγγιξαν κάτι σκληρό και µεταλλικό και γρήγορα το πήρε στο χέρι του. Εκείνη κοίταξε το χέρι του, έπειτα το πρόσωπό του κι ύστερα πήδηξε καταπάνω του. Ο Σέρλοκ πέταξε το µεταλλικό αντικείµενο στον Γου Φανγκ-Γι και φώναξε «Κρύψ’ το κάπου αυτό!» καθώς το κορίτσι τον έφτασε κι άπλωσε τα χέρια της προς το µέρος του. Την άρπαξε από τους καρπούς, σταµατώντας τα δάχτυλά της λίγα χιλιοστά πριν ακουµπήσουν το πρόσωπό του. Τα νύχια των χεριών ήταν όµοια µε των ποδιών της – σκληρά και κοφτερά. Ταλαντεύονταν µπροστά στα µάτια του Σέρλοκ και γυάλιζαν σαν βελόνες. Εκείνη πάλευε να φέρει τα χέρια της πιο κοντά και να καρφώσει τα ζωώδη νύχια της –έµοιαζαν πράγµατι µε νύχια ζώου συνειδητοποίησε ο Σέρλοκ– στο πρόσωπό του. Ήξερε τι θα ακολουθούσε αν τα κατάφερνε: θα του κοµµάτιαζε το πρόσωπο. Καθώς οι δυο τους στέκονταν εκεί, κοκαλωµένοι σε µια ακίνητη πάλη, την κοίταξε βαθιά µέσα στα µάτια. Αναζητούσε κάποιο θραύσµα ανθρωπιάς, κάποιο ίχνος συναισθήµατος, όµως δεν υπήρχε τίποτα. Πέρα από το σχήµα του σώµατός της και τα σγουρά της µαλλιά, δεν είχε
τίποτα το ανθρώπινο. Γρυλίζοντας, έριξε ξαφνικά το βάρος της προς τα πίσω αντί µπροστά. Ο Σέρλοκ δεν το περίµενε και βρέθηκε να πέφτει προς το µέρος της. Πάτησε µε το ένα πόδι στο στοµάχι του κι εκείνος ένιωσε τα σκληρά της νύχια να τον γδέρνουν. Έπεσε µε την πλάτη στο κατάστρωµα και συνέχισε να πηγαίνει προς τα πίσω. Ο Σέρλοκ ένιωσε τα πόδια του να σηκώνονται στον αέρα. Εκείνη κυλίστηκε στο κατάστρωµα, τον τράβηξε πάνω από το κεφάλι της κι ύστερα απελευθέρωσε τους καρπούς της. Ο Σέρλοκ έκανε µια περιστροφή στον αέρα κι είδε το ξύλο του καταστρώµατος να αντικαθίσταται από τα µπαµπού που φύτρωναν µέσα στο νερό. Το σκοτεινό νερό γυάλιζε στο σεληνόφως. Προσγειώθηκε στην επιφάνεια του Γιανγκτσέ, τινάζοντας παντού νερά. Η πτώση τού έκοψε την ανάσα και βυθίστηκε στο νερό. Το στόµα του γέµισε µε τη γεύση της λάσπης κι ένιωθε κόκκους χώµατος στα χείλη και τα δόντια του. Προσπάθησε απεγνωσµένα να βγει στην επιφάνεια, αλλά είχε χάσει τον προσανατολισµό του κατά την πτώση και δεν ήξερε προς τα πού έπρεπε να κολυµπήσει. Χτυπούσε άσκοπα τα χέρια του µέσα στο νερό. Η κοίτη του ποταµού ήταν γεµάτη αγριόχορτα, µακριά, ινώδη και γλοιώδη φυτά που τυλίγονταν γύρω του και τον εµπόδιζαν να βγει στην επιφάνεια. Ήθελε να πάρει ανάσα απελπισµένα. Παρά το γεγονός πως ένιωθε τα πνευµόνια του να καίνε, τίναζε τα χέρια και τα πόδια του προσπαθώντας να σπάσει τη σατανική λαβή των αγριόχορτων. Από καθαρή τύχη, το πόδι του βρήκε έναν βράχο στον πυθµένα και πατώντας, έσπρωξε το σώµα του προς τα πάνω µε όση δύναµη µπορούσε. Τα αγριόχορτα που τον κρατούσαν ξεριζώθηκαν και τα παρέσυρε µαζί του. Το πόδι του είχε γλιστρήσει πάνω στον βράχο, όµως
δεν είχε σηµασία, είχε δώσει στον εαυτό του αρκετή ώθηση ώστε το κεφάλι του να βγει από την επιφάνεια του ποταµού, κι άρχισε να παίρνει λαίµαργες ανάσες. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν άκουγε τίποτα εκτός από το βουητό του νερού στα αυτιά του και τον κόπο που κατέβαλλαν τα πνευµόνια του για να αναπνεύσει. Σταδιακά όµως άρχισε να αντιλαµβάνεται φωνές που τον καλούσαν –«Σέρλοκ!», «Σέρλοκ!»– και φωνές από άλλα σκάφη που τους ζητούσαν να κάνουν ησυχία. Κάτι προσγειώθηκε στο νερό κοντά στο κεφάλι του. Προσπάθησε να αποµακρυνθεί µε µια σπασµωδική κίνηση, φοβούµενος πως το κορίτσι είχε βουτήξει πίσω του, όµως δεν ήταν παρά η άκρη ενός κονταριού από το σκάφος. Την άλλη άκρη κρατούσε ο Γου Φανγκ-Γι, περιµένοντάς τον να πιαστεί. Αρπάχτηκε από το κοντάρι και περίµενε να τον τραβήξει ο Γου κοντά στο σκάφος. Τα χέρια του ήταν πολύ αδύναµα για να σκαρφαλώσει, κι έτσι άφησε τον Κάµερον και τον Γου να τον τραβήξουν άτσαλα από το νερό. Όταν πια σωριάστηκε στο κατάστρωµα, οι τρεις τους ήταν εξαντληµένοι και τα ρούχα τους µούσκεµα. «Τι διάβολο ήταν αυτό;» ρώτησε ο Κάµερον. «Ένα κορίτσι» είπε λαχανιασµένος ο Σέρλοκ. Ο Κάµερον ανασήκωσε τα φρύδια του. «Δεν είχα ποτέ ιδιαίτερη σχέση µε κορίτσια» είπε µε ελαφριά ειρωνεία. «Όλα έτσι κάνουν;» Αρχικά ο Γου κι ο Σέρλοκ έµειναν να τον κοιτάζουν κι ύστερα ξέσπασαν σε γέλια. «Τι απέγινε;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Του απάντησε ο Γου: «Αφού σε πέταξε στο νερό, σηκώθηκε κι άρχισε
να αγριοκοιτάζει τους δυο µας. Μια κοιτούσε εµένα και µια τον Κάµερον. Νοµίζω πως προσπαθούσε να αποφασίσει µε ποια σειρά θα µας επιτεθεί. Έπειτα όµως βγήκες στην επιφάνεια κι άρχισες να κάνεις θόρυβο. Έδειχνε να συνειδητοποιεί πως τα πράγµατα είχαν γίνει περίπλοκα, οπότε έτρεξε στην άκρη του σκάφους και πήδηξε στην όχθη. Την είδα να χώνεται σε µια συστάδα από µπαµπού κι ύστερα την έχασα». «Θαρρώ» είπε κάποια στιγµή ο Σέρλοκ «πως επιτέλους γνωρίσαµε το πλάσµα που µπήκε κρυφά στο σπίτι σου, Γου, και στο δικό σου, Κάµερον, το πράγµα που σκότωσε τους πατεράδες σας». «Μα ένα κορίτσι;» ρώτησε ο Γου δίχως να µπορεί να το πιστέψει. «Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;» «Αµφιβάλλω πως ήταν δική της ιδέα» απάντησε ο Σέρλοκ. «Νοµίζω πως ακολουθούσε εντολές». «Την είδα µόνο για µια στιγµή» είπε ο Κάµερον «όµως το δέρµα της… µου θύµιζε κάτι, µου θύµιζε κάποιον». Το ίδιο είχε σκεφτεί κι ο Σέρλοκ. «Έµοιαζε µε τον Αρένιους» είπε βλοσυρά. «Ποιον;» ρώτησε συνοφρυωµένος ο Γου. «Τον Αρένιους. Ήταν επιβάτης στο Γκλόρια Σκοτ. Το δέρµα του έχει ένα παρόµοιο ασηµογάλαζο χρώµα. Μου είπε πως το έπαθε πίνοντας κάποιο υγρό µε βάση το ασήµι, για να προστατευτεί από τις ασθένειες. Είπε πως το ασήµι σχηµατίζει κάποιο είδος φυσικής ασπίδας ενάντια στην αρρώστια». Ο Σέρλοκ το σκέφτηκε λίγο και συνοφρυώθηκε. «Ίσως να είναι η κόρη του. Οι πιθανότητες δύο διαφορετικοί άνθρωποι να έχουν τέτοιο δέρµα και να µη συνδέονται κάπως µεταξύ τους είναι
µάλλον απειροελάχιστες. Επίσης είχα την αίσθηση πως κάτι ή κάποιος βρισκόταν µέσα στην καµπίνα του, πίσω στο πλοίο. Το έφερε µαζί µε τις υπόλοιπες αποσκευές του – ένα κιβώτιο µε τρύπες για να παίρνει αέρα. Την κόρη του όµως…;» «Όσο να ’ναι, είχε κάτι το ζωώδες» είπε ο Κάµερον τρέµοντας σύγκορµος. «Είδες τα µάτια της;» Ο Σέρλοκ έγνεψε καταφατικά. «Είδα τη σπίθα της ευφυΐας µέσα τους» είπε «όµως δεν ήταν σαν να κοιτάς στα µάτια έναν άνθρωπο». «Λες να γεννήθηκε έτσι;» ρώτησε ο Γου. «Αν ο πατέρας της έπινε αυτό το σκεύασµα µε το ασήµι πριν µείνει έγκυος η µητέρα της, µπορεί να την επηρέασε» είπε σκεφτικός ο Σέρλοκ. «Ίσως αυτό να την άλλαξε πριν ακόµη γεννηθεί. Έχω ακούσει πως οι γυναίκες που πίνουν πολύ τζιν γεννούν παιδιά µε… προβλήµατα. Ίσως να είναι κάτι αντίστοιχο». «Αναρωτιέµαι τι να απέγινε η µητέρα της» είπε σιγανά ο Κάµερον. «Αναρωτιέµαι αν είναι ακόµη ζωντανή». Η σκέψη αυτή έκανε και τους τρεις τους να σωπάσουν για µερικά λεπτά. «Τι ήταν αυτό το πράγµα στο χέρι της;» ρώτησε κάποια στιγµή ο Γου. «Δεν ξέρω». Ο Σέρλοκ γύρισε και κοίταξε τον νεαρό Κινέζο. «Εσύ το είχες τελευταίος. Τι το έκανες;» «Νοµίζω πως το πέταξα σε κάποιο ασφαλές µέρος» είπε ο Γου. Σηκώθηκε και πήγε στο καλύβι στο πίσω µέρος του σκάφους. «Εδώ µέσα µου φαίνεται». Μπήκε για λίγο στο καλύβι κι ύστερα επέστρεψε κρατώντας κάτι µεταλλικό. «Να το!» είπε και το έδωσε στον Σέρλοκ. Εκείνος κράτησε το αντικείµενο µπροστά στο πρόσωπό του, ενώ ο
Γου κι ο Κάµερον πλησίασαν. Το είχε φανταστεί. Ένα ψεύτικο στόµα φτιαγµένο από µέταλλο, µε µια άνω και κάτω σιαγόνα ενωµένες, όµως δεν ήταν ανθρώπινο στόµα. Ήταν πολύ µικρό, πολύ µυτερό και τα δόντια ήταν µακριά και αιχµηρά. Ειδικά οι δύο κυνόδοντες στο µπροστινό µέρος είχαν το µήκος του µικρού του δαχτύλου. Το δεξί δόντι κατέληγε σε ένα αιχµηρό άκρο, ενώ το αριστερό έµοιαζε να έχει σπάσει λίγο πιο πάνω. Ήταν η γνάθος ενός φιδιού, κατασκευασµένη από µέταλλο, και οι δύο σιαγόνες είχαν ένα ελατήριο ανάµεσά τους, έτσι που έπρεπε κανείς να τις πιέσει για να κλείσουν. Είχε την αίσθηση πως κάπου είχε δει τη µύτη του δοντιού που έλειπε. Είχε την αίσθηση πως την είχε µαζέψει έξω από την καµπίνα του Αρένιους στο Γκλόρια Σκοτ. Εξετάζοντας τους δύο κυνόδοντες, συνειδητοποίησε πως είχαν µικρές τρύπες που τους διαπερνούσαν από τη µύτη µέχρι τη βάση τους. Πίσω από τα δόντια, στον ουρανίσκο του τεχνητού στόµατος, υπήρχε ένα λαστιχένιο εξόγκωµα. Ο Σέρλοκ το ζούληξε δοκιµαστικά και είδε έκπληκτος να βγαίνουν δύο µικρές σταγόνες υγρό, µία από τον κάθε κυνόδοντα. «Είναι αυτό που νοµίζω;» ρώτησε ο Κάµερον. «Είναι δηλητήριο» είπε έκθαµβος ο Σέρλοκ. «Μην το αγγίξεις!» Κοιτούσε τις δύο σταγόνες σχεδόν υπνωτισµένος. «Κοίτα, είναι µια ψεύτικη γνάθος φιδιού, φτιαγµένη από µέταλλο, µε ένα σύστηµα έγχυσης δηλητηρίου. Με αυτό µπορείς να δαγκώσεις κάποιον και να βάλεις αρκετό δηλητήριο στις φλέβες του ώστε να τον σκοτώσεις. Δε χρειάζεται να περιµένεις να κάνει ένα πραγµατικό φίδι τη δουλειά».
Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι έλεγε. Σήκωσε τα µάτια του και είδε τον Κάµερον και τον Γου να τον κοιτάζουν αµίλητοι. «Αυτό εδώ σκότωσε τους πατεράδες σας» είπε. «Ω Θεέ µου, χίλια συγγνώµη». Ο Κάµερον ήταν εκείνος που έκανε την προφανή ερώτηση: «Ο πατέρας µου σκοτώθηκε από ένα κορίτσι; Ένα κορίτσι µικρότερο από εµάς στην ηλικία;». Ο Γου Φανγκ-Γι κουνούσε το κεφάλι του. «Δεν µπορώ να το πιστέψω» είπε ξέπνοα. «Γιατί ένα µικρό κορίτσι να κάνει κάτι τέτοιο;» «Την είδατε κι οι δυο σας» τους θύµισε ο Σέρλοκ. «Κάτι δεν πάει καθόλου καλά µε αυτήν. Αν υποθέσουµε πως είναι η κόρη του Αρένιους, όλο αυτό το ασήµι στο σώµα του µπορεί να την έκανε να γεννηθεί… διαφορετική… από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Δείχνει διαφορετική και σκέφτεται διαφορετικά. Νοµίζω πως ο πατέρας της τη χρησιµοποιεί ως εργαλείο ή ως όπλο». «Οπότε τώρα τι θα κάνουµε;» ρώτησε ο Γου. «Λες να επιστρέψει και να µας επιτεθεί πάλι;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Ποιος ξέρει;» Μια σκέψη πέρασε από το µυαλό του και την εξέτασε για λίγο. «Νωρίτερα, όταν δέσαµε στην όχθη, θυµάµαι να βλέπω ένα άλλο σκάφος ή τουλάχιστον τα φανάρια του. Όσο πλέαµε στο ποτάµι βρισκόταν πίσω µας κι έπειτα πήγε κι έδεσε λίγο πιο µπροστά µας. Ίσως να ήρθε από εκεί. Αν είναι πράγµατι η κόρη του Αρένιους, τότε µπορεί εκείνος να κουµαντάρει το σκάφος, είτε ακολουθώντας εµάς είτε προσπαθώντας να φτάσει στο USS Monocacy πριν από εµάς». Κοίταξε τον Κάµερον και τον Γου. «Νοµίζω πως πρέπει να πάω να ρίξω µια µατιά».
«Είναι πιθανότατα σύµπτωση. Υπάρχουν πολλά σκάφη στο ποτάµι. Τίποτα δε µας λέει πως πράγµατι µας ακολουθούσε». «Ίσως όχι» συµφώνησε ο Σέρλοκ. «Από κάπου πρέπει να ήρθε το κορίτσι. Κοντεύει να χαράξει. Εσείς ετοιµάστε το σκάφος για να φύγουµε κι εγώ θα κάνω µια αναγνωριστική εξόρµηση». Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν µεταξύ τους κι ύστερα έγνεψαν καταφατικά. «Εντάξει» είπε ο Κάµερον. «Να είσαι πίσω σε µισή ώρα. Πρέπει να φτάσουµε το Monocacy και να ειδοποιήσουµε τον καπετάνιο για τη βόµβα. Αν δεν έχεις επιστρέψει, τότε θα πρέπει να φύγουµε χωρίς εσένα. Δεν έχουµε άλλη επιλογή». «Το ξέρω» είπε ο Σέρλοκ. Έριξε µια µατιά στη µεταλλική γνάθο που κρατούσε στο χέρι του. Κάπου έπρεπε να υπάρχει µια ασφάλεια, ένας τρόπος να µένουν τα σαγόνια κλειστά, ώστε να µην είναι επικίνδυνα στη µεταφορά. Εξετάζοντάς τα καλύτερα, είδε πως, αν τα έκλεινε µε προσοχή, όλα τα δόντια έµπαιναν σε υποδοχές και υπήρχε ένα γαντζάκι που µπορούσε να χρησιµοποιήσει για να τα ασφαλίσει. Αφού το έκανε, έχωσε τη γνάθο στην τσέπη του. «Επιστρέφω σύντοµα». Πήδηξε από το σκάφος στην όχθη κι ένιωσε τα πόδια του να βυθίζονται στη µαλακή λάσπη. Ένα αµυδρό µονοπάτι από πατηµένα φυτά οδηγούσε κατά µήκος της όχθης – το κορίτσι πιθανότατα είχε πάει αποκεί. Ακολούθησε τα ίχνη της και σύντοµα έφτασε σε πιο στεγνό έδαφος. Τώρα κατά µήκος του ποταµού υπήρχε ένα σαφές µονοπάτι, οριοθετηµένο από ψηλά χορτάρια. Περπατούσε γρήγορα, µε τα γόνατα λυγισµένα, ώστε να µην εξέχει. Κινήθηκε προς το µέρος όπου είχε δει
δεµένο το σκάφος µε το κίτρινο και το πράσινο φανάρι. Υποθέτοντας πως δε θα έβρισκε µπροστά του καµιά ντουζίνα σκάφη, δε θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει αυτό που τον ενδιέφερε. Μπροστά του, κάτι κινήθηκε µέσα στα χορτάρια. Η καρδιά του έµοιαζε ξαφνικά να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα, σφυροκοπώντας τα πλευρά του. Κοντοστάθηκε, δίχως να τολµά να αναπνεύσει πολύ δυνατά. Περίµενε να δει τι ήταν αυτό που κινούνταν και τι σκόπευε να κάνει. Ήταν άραγε το κορίτσι πάλι, έτοιµο να του επιτεθεί; Ένα δυο µέτρα µακριά του, τα χόρτα χωρίστηκαν κι ανάµεσά τους εµφανίστηκε ένα κεφάλι. Ήταν τριχωτό και γεµάτο εξογκώµατα, µε µια µακριά µουσούδα και δύο χαυλιόδοντες που υψώνονταν προς τα πάνω από την κάτω σιαγόνα. Συνειδητοποίησε µε ανακούφιση πως ήταν κάποιο είδος γουρουνιού, για την ακρίβεια, κάποιο είδος αγριόχοιρου. Τον κοίταξε µε µάτια µαύρα σαν χάντρες, ρουθούνισε για να τον προκαλέσει, αλλά, όταν είδε πως ο Σέρλοκ δεν αντιδρούσε, τραβήχτηκε πίσω και συνέχισε τον δρόµο του µέσα στο ψηλό χορτάρι. Ο Σέρλοκ κατέληξε πως µάλλον υπερασπιζόταν την περιοχή του. Ίσως κάπου εκεί κοντά να βρίσκονταν τα µωρά του. Υπέθετε πως, αν ο αγριόχοιρος του είχε επιτεθεί, θα είχε πρόβληµα, όµως έδειξε να τον αποτρέπει το µέγεθός του και η φαινοµενική έλλειψη φόβου. Ένα σηµαντικό µάθηµα για το µέλλον: Αν δείχνεις ότι δε φοβάσαι, τότε τα ζώα, πιθανώς και οι άνθρωποι θα σου φερθούν σαν να µη φοβάσαι πραγµατικά. Έδωσε στον αγριόχοιρο µερικά δευτερόλεπτα να αποµακρυνθεί κι ύστερα συνέχισε τον δρόµο του. Λίγα λεπτά αργότερα βρέθηκε να κοιτάζει ένα σκάφος παρόµοιο µε αυτό που χρησιµοποιούσαν οι τρεις τους. Ήταν δεµένο στη ρίζα ενός
κοµµένου δέντρου στην όχθη του ποταµού. Από το κατάρτι κρέµονταν δύο φανάρια, όµως τώρα δεν ήταν αναµµένα, κι έτσι δεν µπορούσε να καταλάβει τι χρώµα είχαν. Ήταν άραγε το σωστό σκάφος ή έχανε απλά την ώρα του; Κάτι κινήθηκε πάνω στο κατάστρωµα και έσκυψε πίσω από µια συστάδα µπαµπού για να µην τον δουν. Έσπρωξε τα µπαµπού µε προσοχή κι έριξε µια µατιά µέσα από το άνοιγµα. Ένας άνδρας βγήκε από την καµπίνα στο πίσω µέρος του σκάφους. Ήταν ο Αρένιους. Φορούσε το λινό του κοστούµι και το ψάθινο καπέλο. Το δέρµα του έβγαζε µια ασηµένια λάµψη στο αχνό φως του φεγγαριού και τα µάτια του γυάλιζαν σαν πετράδια. Για µια στιγµή κοντοστάθηκε κι ύστερα σφύριξε σιγανά µια νότα. Λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν κρυµµένος ο Σέρλοκ, τα µπαµπού άνοιξαν κι από µέσα τους βγήκε µια µικροσκοπική µορφή. Γλίστρησε κατά µήκος της λασπωµένης όχθης κι ανέβηκε στο σκάφος σκαρφαλώνοντας µε γρήγορες κινήσεις στο σκοινί που το κρατούσε δεµένο. Στο αµυδρό φως, το δέρµα της έµοιαζε να γυαλίζει, σαν του Αρένιους. Το κορίτσι κοντοστάθηκε µόλις έφτασε στο κατάστρωµα. Το κεφάλι της ήταν ελαφρά ανασηκωµένο και κουνιόταν πέρα δώθε, σαν να οσµιζόταν τον αέρα. Ο Αρένιους την πλησίασε και στάθηκε ένα δυο µέτρα µακριά της. «Τα κατάφερες;» ρώτησε σιγανά κι η φωνή του ίσα που έφτανε ως εκεί όπου ήταν κρυµµένος ο Σέρλοκ. «Είναι επιτέλους νεκροί αυτοί οι ανακατωσούρηδες έφηβοι;» Το κορίτσι απλά τον κοίταζε, δίχως την παραµικρή ένδειξη πως
καταλάβαινε τα λόγια του. Από την άλλη, ίσως να καταλάβαινε, αλλά να µην την ενδιέφερε να απαντήσει. «Τι συµβαίνει;» ρώτησε ο Αρένιους. Δεν ήταν σίγουρος πώς, όµως ο Σέρλοκ διέκρινε κάτι στη συµπεριφορά της, έναν δισταγµό και µια ανησυχία. «Δε βρίσκονταν εκεί; Ήταν το λάθος σκάφος;» Για µερικά δευτερόλεπτα εκείνη συνέχισε απλά να τον κοιτάζει κι έπειτα έστρεψε το ανέκφραστο βλέµµα της στο σκοτεινό ποτάµι. «Απέτυχες» είπε εκείνος, συνειδητοποιώντας µε κάποιον τρόπο τι είχε συµβεί. «Τρία αγόρια, τρία παιδιά και µπόρεσες να αποτύχεις!» Άρχισε να θυµώνει κι η φωνή του ακουγόταν πιο δυνατά. «Και τόλµησες να επιστρέψεις εδώ;» Έκανε ένα βήµα µπροστά και πριν προλάβει εκείνη να κινηθεί, τη χαστούκισε δυνατά. Το κεφάλι της τινάχτηκε στο πλάι. Σκόνταψε κι έπεσε γονατιστή στο κατάστρωµα. Έµεινε εκεί, µε το κεφάλι χαµηλωµένο. Ο Σέρλοκ είχε µείνει άφωνος. Δεν ήξερε και πολλά γι’ αυτό το κορίτσι, αλλά µέχρι τώρα του είχε φανεί γρήγορη, δυνατή, αδίστακτη κι επικίνδυνη – κι όµως δεν προσπαθούσε καν να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ήταν λες και δεν µπορούσε να χρησιµοποιήσει τις γροθιές της ενάντια στον πατέρα της. Ο Αρένιους κοίταξε τα χέρια του κοριτσιού, που κείτονταν άνευρα δίπλα στα γόνατά της. «Τι απέγινε ο εγχυτήρας δηλητηρίου; Πού είναι; Σου έπεσε; Τον άφησες να τον βρουν;» Ο Σέρλοκ νόµισε πως είδε κάτι να γυαλίζει στα µάτια του κοριτσιού, όµως δεν έµοιαζε µε ασήµι… έµοιαζε µε δάκρυα. «Τον έχασες, έτσι δεν είναι;» Εκείνη δεν έδειχνε να θέλει να αντικρίσει το βλέµµα του Αρένιους.
Εκείνος πήγε ακόµα πιο κοντά κι άρπαξε το σαγόνι της. Σήκωσε το κεφάλι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Είσαι αξιοθρήνητη» της σφύριξε. «Έχω κάνει τόσα για σένα από τότε που πέθανε η µητέρα σου κι όµως µου συµπεριφέρεσαι µε αυτό τον τρόπο. Αξιοθρήνητη! Ήδη κάνουµε µια κούρσα ενάντια στον χρόνο εξαιτίας της αποτυχίας σου. Αν είχες σκοτώσει τον Μάλκολµ Μακένζι όταν έπρεπε, τότε δε θα χρειαζόταν να τον ακολουθήσεις µέχρι το σπίτι του νοµάρχη και να κλέψεις το µήνυµά του, κι εγώ θα βρισκόµουν ήδη στην τοποθεσία της έκρηξης, περιµένοντας να δώσω το σινιάλο. Εξαιτίας σου τώρα πρέπει να προσπαθήσω να φτάσω εκεί µε αυτόν… αυτόν τον ταπεινωτικό τρόπο». Έσφιξε το σαγόνι της µε δύναµη κι ο Σέρλοκ έβλεπε τις λευκές αυλακώσεις των δαχτύλων του στο δέρµα της. «Είσαι µια απογοήτευση, µικρή, σκέτη απογοήτευση». Ο Σέρλοκ ξαφνικά αντιλήφθηκε πως, εκεί που κρυβόταν, το έδαφος είχε αρχίσει να κινείται. Κάτι έµοιαζε να ορθώνεται και να ανοίγει το στόµα του, αποκαλύπτοντας έναν υγρό, κόκκινο λαιµό και σειρές από ακανόνιστα δόντια. Κάτω από το στόµα κρεµόταν ένα κοµµάτι χαλαρής, φολιδωτής σάρκας, το οποίο κουνιόταν πέρα δώθε καθώς το πλάσµα τινάχτηκε προς το µέρος του µε τα σαγόνια ανοιχτά.
Κεφάλαιο 14
Καθώς το πλάσµα που κρυβόταν δίπλα του σηκώθηκε µέσα από τη λάσπη της όχθης, πατώντας πάνω σε τέσσερα κοντά πόδια που κατέληγαν σε θηριώδη νύχια, ο Σέρλοκ έπεσε προς τα πίσω ξαφνιασµένος. Τα µάτια του πλάσµατος ήταν µικρά, µε κόρες σαν κατακόρυφες σχισµές και τον κοιτούσαν δίχως το παραµικρό συναίσθηµα, σαν να ήταν φτιαγµένα από πέτρα. Πέρα από τα πίσω του πόδια, το κορµί του συνεχιζόταν σε µια µακριά, επίπεδη ουρά που είχε το µισό συνολικό του µήκος. Κατά µήκος κι εκατέρωθεν της ουράς υπήρχαν ραβδώσεις σαν ξυράφια. Αυτό το πράγµα ήταν κάποιο είδος ερπετού. Το δέρµα του είχε βαθιές αυλακώσεις και κρεµόταν από κάτω του σχηµατίζοντας δίπλες. Το κεφάλι του ήταν επίπεδο σαν φτυάρι. Μπροστά µπροστά και στο πάνω µέρος του ρύγχους του είχε δύο ρουθούνια, κατάλληλα για να αναπνέει όσο το υπόλοιπο σώµα του βρισκόταν βυθισµένο στο νερό, συµπέρανε ο Σέρλοκ. Ήταν προφανώς θηρευτής και το είδος του θηρευτή που περίµενε κρυµµένο µέχρι να επιτεθεί. Από την άκρη του
ρύγχους του µέχρι την άκρη της ουράς του είχε µήκος περίπου ίσο µε το ύψος του Σέρλοκ κι έδειχνε να αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από µυς. Το µυαλό του Σέρλοκ κατέγραψε όλες αυτές τις λεπτοµέρειες στο κλάσµα του δευτερολέπτου που χρειάστηκε το πλάσµα για να πηδήξει προς το µέρος του, χρησιµοποιώντας την ουρά του για ώθηση. Ο Σέρλοκ άπλωσε τα χέρια του, προσπαθώντας να το πιάσει στον αέρα. Οι παλάµες του έκλεισαν γύρω από το ρύγχος του πλάσµατος και τις έσφιξε για να το κρατήσει κλειστό. Τα µισά του δόντια έµοιαζαν να εξέχουν από το στόµα προς πάσα κατεύθυνση. Άκουγε τον αέρα που έβγαινε από τα ρουθούνια του και µύριζε την αναπνοή του – σάπια σάρκα και σάπιο ψάρι. Τα νύχια των µπροστινών του ποδιών τού έγδαραν το στέρνο, κάνοντάς το να µατώσει και να τσούξει, ενώ τα νύχια των πίσω ποδιών του έξυναν το χώµα για να βρουν πάτηµα. Στριφογύριζε τη µυώδη ουρά του και µαστίγωνε τη λάσπη, επιχειρώντας να έρθει πιο κοντά στον Σέρλοκ. Σε κάθε πέρασµα, οι κοφτερές ραβδώσεις της ουράς έγδερναν το δέρµα των ποδιών του, σκίζοντας τη σάρκα και προκαλώντας του οξύ πόνο. Ο Σέρλοκ έστριψε το σώµα του, αναγκάζοντας το πλάσµα να βρεθεί από κάτω του. Εξακολουθούσε να του σφίγγει το ρύγχος µε τα χέρια και τώρα το ανάγκασε να βυθιστεί πάλι στη λάσπη, αλλάζοντας θέση στο σώµα του ώστε µε το ένα γόνατο να του πιέζει το ρύγχος και µε το άλλο να του ακινητοποιήσει την ουρά. Στριφογύριζε κάτω από το βάρος του, όµως ο Σέρλοκ ήταν αρκετά βέβαιος πως το είχε ακινητοποιήσει – προς το παρόν τουλάχιστον. Έστρεψε ένα πανικόβλητο βλέµµα προς το σκάφος. Ο Αρένιους και η
κόρη του κοιτούσαν προς το µέρος του. Ήταν προφανές πως κάτι είχαν ακούσει από την πάλη του µε το ερπετό[39], όµως ακόµη δεν τον είχαν δει. Το εκπληκτικό ήταν πως το ίδιο το πλάσµα δεν έκανε σχεδόν κανέναν θόρυβο, πέρα από τη σφυριχτή ανάσα που έβγαινε από τα ρουθούνια του. Οποιοδήποτε άλλο ζώο θα γάβγιζε, θα γρύλιζε, θα στρίγκλιζε, θα έκανε κάτι, τέλος πάντων. Ωστόσο αυτό το πλάσµα, ό,τι κι αν ήταν, είτε δεν µπορούσε είτε δεν ήθελε να βγάλει τον παραµικρό ήχο καθώς πάλευε. Με µια γρήγορη κίνηση, ο Σέρλοκ χρησιµοποίησε όλο του το βάρος για να του δώσει την πιο δυνατή γροθιά που µπορούσε, σηµαδεύοντας τον σβέρκο του. Εκείνο τίναξε µια φορά τη ράχη του κι έπειτα έµεινε ακίνητο. Ο Σέρλοκ βίωσε µια στιγµή θριάµβου καθώς πίστεψε πως το σκότωσε, όµως έπειτα συνειδητοποίησε πως ένιωθε τα πλευρά του να κινούνται καθώς ανέπνεε. Πρέπει να το είχε ρίξει απλά αναίσθητο ή ακόµα και να προσποιούνταν πως ήταν αναίσθητο, περιµένοντας να το ελευθερώσει. «Πήγαινε να δεις τι ήταν αυτός ο θόρυβος» ακούστηκε η φωνή του Αρένιους από την κατεύθυνση του σκάφους. «Αν είναι κάποιος από αυτούς τους εφήβους, σκότωσέ τον. Ύστερα θα πας πίσω στο σκάφος τους και θα βρεις τον εγχυτήρα. Δεν µπορώ να επιτρέψω να τον ανακαλύψουν. Έπειτα θα τον χρησιµοποιήσεις για να τους σκοτώσεις, κι αυτή τη φορά κοίταξε να το κάνεις σωστά». Το κορίτσι έτρεξε προς την άκρη του σκάφους. Κινούνταν σαν ζώο, τρέχοντας µε τα τέσσερα πάνω στο κατάστρωµα. Μόλις πήδηξε στην όχθη, άρχισε να τρέχει µε τα πόδια, χρησιµοποιώντας τα χέρια της για να ανοίγει δρόµο µέσα από τα µπαµπού. Έδειχνε να θέλει απεγνωσµένα να
αποδείξει την αξία της σε… σε ποιον; Στον πατέρα της; Ο Σέρλοκ ακόµη δεν µπορούσε να το πιστέψει. Το βλέµµα του εναλλασσόταν µεταξύ του κοριτσιού που πλησίαζε και του πλάσµατος που βρισκόταν ακίνητο από κάτω του. Δεν ήξερε ποια ήταν η σωστή κίνηση, τι έπρεπε να κάνει για να ξεφύγει. Άκουγε τον ήχο των µπαµπού που τα έσπρωχνε το κορίτσι για να περάσει. Σύντοµα θα τον έφτανε κι ακόµα και χωρίς την τεχνητή γνάθο, θα του έσκιζε τον λαιµό µε τα σκληρά της νύχια. Ούτε στιγµή δε θα δίσταζε. Στα µάτια της δεν υπήρχε έλεος, όπως ακριβώς στα µάτια του πλάσµατος που βρισκόταν από κάτω του. Αν όµως σταµατούσε να κρατάει το πλάσµα για να αντιµετωπίσει το κορίτσι, το ερπετό σχεδόν σίγουρα θα του έκανε επίθεση, ούτε µπορούσε να το κρατήσει µε το ένα χέρι, ώστε να βγάλει από την τσέπη του την τεχνητή γνάθο. Έκανε, λοιπόν, το µοναδικό πράγµα που µπορούσε να κάνει. Στο πίσω µέρος του µυαλού του, άκουγε τον Αµάιους Κρόου να του λέει: «Σέρλοκ, όταν η ζωή σού δίνει λεµόνια, φτιάξε λεµονάδα. Να χρησιµοποιείς ό,τι έχεις στη διάθεσή σου για να κερδίσεις το πλεονέκτηµα. Κάτι που µπορεί εκ πρώτης όψεως να µοιάζει µε πρόβληµα, µπορεί να είναι η λύση ενός άλλου προβλήµατος». Εξακολουθώντας να κρατάει το ρύγχος του ερπετού µε το ένα του χέρι, έφερε το άλλο από κάτω και του έπιασε το πόδι. Σήκωσε το γόνατο από την ουρά του. Αµέσως, εκείνο άρχισε πάλι να παλεύει. Πριν προλάβει να του ξεγλιστρήσει, ο Σέρλοκ χρησιµοποίησε κάθε ρανίδα δύναµης για να το σηκώσει στον αέρα. Έστριβε και τίναζε το κορµί του, όµως εκείνος το κρατούσε γερά. Τα µπαµπού µπροστά του άνοιξαν κι από µέσα βγήκε το κορίτσι.
Έδειχνε τα δόντια της και η µαύρη γλώσσα της κρεµόταν έξω. Κάρφωσε τα γυαλιστερά της µάτια πάνω στον Σέρλοκ και του γρύλισε απειλητικά, οπότε κι εκείνος της πέταξε το ερπετό. Το πλάσµα προσπάθησε να γυρίσει στον αέρα και να τον δαγκώσει, όµως το είχε πετάξει πολύ δυνατά και πολύ µακριά για να τον φτάσει. Χτύπησε το κορίτσι στο πρόσωπο κι εκείνη σωριάστηκε πίσω έκπληκτη, απλώνοντας τα χέρια της για να περιορίσει τις κινήσεις του. Νιώθοντας κοντά του τη ζεστή σάρκα του κοριτσιού, το πλάσµα γύρισε και προσπάθησε να τη δαγκώσει. Εκείνη άρπαξε µε το ένα χέρι το ρύγχος του και µε το άλλο τα νύχια που προσπαθούσαν να την ξεσκίσουν. Από όσο µπορούσε να δει ο Σέρλοκ, στο πρόσωπό της δεν υπήρχε φόβος ούτε καν έκπληξη µετά το πρώτο ξάφνιασµα. Απλά είχε εστιάσει απόλυτα την προσοχή της στην εξουδετέρωση αυτής της νέας απειλής. Οι δυο τους –το κορίτσι και το ερπετό– εξαφανίστηκαν µέσα στα µπαµπού. Ο Σέρλοκ άκουγε την πάλη να συνεχίζεται, όµως οι ήχοι όλο και ξεµάκραιναν καθώς κυλιόνταν στην όχθη και πλησίαζαν στο νερό. Ακούστηκε ένας παφλασµός κι ύστερα πολλοί παφλασµοί και µετά σιωπή. Σηκώθηκε και κοίταξε κατά το ποτάµι. Δεν έβλεπε ούτε το κορίτσι ούτε το ερπετό, όµως είδε τον Αρένιους. Έλυνε τα σκοινιά κι ετοιµαζόταν να φύγει µε το σκάφος του. Γύρισε και κοίταξε τον Σέρλοκ. «Φαίνεται πως εσύ κι αυτός ο ποταµίσιος αλιγάτορας µου λύσατε ένα πρόβληµα» είπε εύθυµα. «Είχε αρχίσει να χάνει τη χρησιµότητά της και να µου γίνεται εµπόδιο». «Αυτό που πάτε να κάνετε είναι καθαρή τρέλα!» φώναξε ο Σέρλοκ. «Δεν έχετε σκεφτεί πόσοι άνθρωποι θα πεθάνουν;»
Καθώς η βάρκα του αποµακρυνόταν πάνω στο ποτάµι, ο Αρένιους ανασήκωσε τους ώµους. «Μου είναι αδιάφορο. Με πληρώνουν πολύ καλά για να κάνω αυτό που κάνω. Είναι επίσης αδιάφορο για τους εργοδότες µου. Άλλωστε, εκµεταλλεύονται ορυχεία όπου άνθρωποι πεθαίνουν όλη την ώρα, κι έχουν εργοστάσια όπου οι εργάτες εισπνέουν κάθε µέρα ένα σωρό δηλητήρια που µειώνουν το προσδόκιµο ζωής τους. Όσο βγάζουν κέρδος, ο θάνατος παραµένει απλά ένα ατυχές παραπροϊόν των επιχειρήσεών τους». Σήκωσε το καπέλο του εν είδει χαιρετισµού. «Υπήρξες ένας ενδιαφέρων αντίπαλος. Υποθέτω πως δε θα ξανασυναντηθούµε». «Θα σε σταµατήσω!» φώναξε ο Σέρλοκ. «Θα σε σταµατήσω, να είσαι σίγουρος!» «Φοβού το δάγκωµα του φιδιού, νεαρέ» τον προειδοποίησε ο Αρένιους. Έπειτα ξαναφόρεσε το καπέλο του και γύρισε να ελέγξει το πανί του σκάφους. Ο Σέρλοκ άρχισε να κατηφορίζει ξέφρενα προς το ποτάµι. Αν κατάφερνε να φτάσει τον Αρένιους, αν κατάφερνε µε κάποιον τρόπο να τον εµποδίσει να φύγει, τότε ίσως το πλοίο να µην ανατιναζόταν. Απ’ όσα τον είχε ακούσει να λέει στο κορίτσι, φαινόταν πως ο Αρένιους θα έπρεπε να βρίσκεται στο µέρος όπου θα γινόταν η έκρηξη –λογικά το ίδιο µέρος από όπου θα επιβιβαζόταν στο πλοίο ο κυβερνήτης της επαρχίας– και να δώσει το σινιάλο. Η λάσπη κολλούσε στα πέλµατά του και δύο φορές κόντεψε να πέσει καθώς έτρεχε, ήταν όµως πολύ αργά. Το σκάφος του Αρένιους είχε ήδη βγει στο ποτάµι κι αποµακρυνόταν γρήγορα. Από τη στεριά φυσούσε µια πρωινή αύρα, γεµίζοντας το πανί και σπρώχνοντας τον Αρένιους µακριά.
Ο Σέρλοκ χτύπησε απογοητευµένος τη γροθιά στο πόδι του – τόσο κοντά κι όµως τόσο µακριά. Αφού κοντοστάθηκε µόνο για µια στιγµή, γύρισε κι άρχισε να σκαρφαλώνει πάλι στην όχθη. Μόλις βρήκε το µονοπάτι, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα µπορούσε προς το σηµείο που είχε αφήσει τον Κάµερον και τον Γου Φανγκ-Γι. Το κορίτσι δε φαινόταν πουθενά. Αν είχε επιβιώσει από την πάλη της µε το ερπετό, θα πρέπει να το είχε βάλει στα πόδια, αναζητώντας είτε καταφύγιο είτε τον πατέρα της. Ο Σέρλοκ προσπαθούσε να νιώσει ενοχές γι’ αυτό που είχε κάνει –να παλέψει µε ένα κορίτσι!–, όµως δεν µπορούσε. Είχε κάτι το θεµελιακά λάθος, ήταν περισσότερο άγριο ζώο παρά κορίτσι και πιθανότατα θα ζούσε καλύτερα δίχως τον Αρένιους. Ο Σέρλοκ είχε την αίσθηση πως θα επιβίωνε ό,τι κι αν της συνέβαινε. Αναρωτήθηκε ποιο θα µπορούσε να είναι το όνοµά της. Όχι ότι είχε σηµασία αυτή η πληροφορία, όµως δυσκολευόταν να τη θεωρήσει άνθρωπο δίχως να το γνωρίζει. Χρειάστηκε µονάχα µερικά λεπτά για να επιστρέψει στο σκάφος τους. Κατέβηκε γλιστρώντας την όχθη και πήδηξε στο κατάστρωµα. Τα άλλα δύο αγόρια τον περίµεναν. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κάµερον. «Θα σας πω καθώς προχωράµε, αλλά πρέπει να βιαστούµε» είπε ο Σέρλοκ λαχανιασµένος. «Πρέπει να λύσουµε το σκοινί, να σηκώσουµε το πανί και να συνεχίσουµε την πορεία µας». «Είσαι χτυπηµένος» παρατήρησε ο Κάµερον, κοιτάζοντας τα µατωµένα γδαρσίµατα στο πρόσωπο, το στέρνο και τα πόδια του Σέρλοκ. «Αργότερα, τώρα πρέπει να ξεκινήσουµε».
Μόλις έλυσε ο Σέρλοκ το σκοινί, ο Κάµερον κατάφερε µε κάποια δυσκολία να σηκώσει το πανί κι ο Γου Φανγκ-Γι πήρε το πηδάλιο. Ο Σέρλοκ τούς έλεγε ξέπνοος όσα περισσότερα µπορούσε. «Ο υποτιθέµενος µάγειρας του Monocacy περιµένει το σινιάλο του Αρένιους για να ανατινάξει το πλοίο» είπε τελικά ο Σέρλοκ, καθώς το σκάφος τους βγήκε στο ποτάµι κι ο αέρας φούσκωσε το πανί τους. «Αν δε βρίσκεται εκεί, η βόµβα δε θα σκάσει». «Γιατί να περιµένει σινιάλο;» ρώτησε ο Γου από την πρύµνη του σκάφους. «Γιατί να µην ανάψει απλά τα εκρηκτικά;» Ο Σέρλοκ το σκέφτηκε για µια στιγµή. «Το Monocacy είναι µεγάλο πλοίο. Ξέρουµε πως τα εκρηκτικά είναι κρυµµένα µέσα στα υποτιθέµενα βαρέλια µε το νερό, πράγµα που σηµαίνει πως βρίσκονται κάπου κοντά στα µαγειρεία, στα έγκατα του πλοίου, όπου θα µπορεί να τα προσέχει ο αρχιµάγειρας. Για να γίνει η έκρηξη, θα πρέπει να ανάψει κάποιο φιτίλι. Εκεί που θα βρίσκεται όµως, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζει πότε θα έχει επιβιβαστεί ο κυβερνήτης της επαρχίας. Άρα, κάποιος άλλος θα πρέπει να του πει πότε να ανάψει το φιτίλι, πράγµα που σηµαίνει πως πιθανότατα θα κοιτάζει µέσα από κάποιο φινιστρίνι, περιµένοντας το σινιάλο». «Γιατί όµως δεν µπορεί να το κάνει κάποιος άλλος;» ρώτησε ο Κάµερον κοιτάζοντας τον Σέρλοκ πάνω από τον ώµο του. «Γιατί ειδικά ο Αρένιους;» Ο Σέρλοκ ανασήκωσε τους ώµους. «Ίσως ο Αρένιους να µην εµπιστεύεται κανέναν άλλο ή µπορεί να θέλουν να περιορίσουν τον αριθµό των ατόµων που είναι ανακατεµένα στη συνωµοσία. Άλλωστε, όσο περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ένα µυστικό τόσο µεγαλύτερη
είναι η πιθανότητα κάποιος να το αποκαλύψει, και για να πετύχει η συγκεκριµένη πλεκτάνη, απαιτείται απόλυτη µυστικότητα». «Να, αυτό δεν καταλαβαίνω» είπε ο Κάµερον. «Τι ρόλο έπαιζε ο πατέρας µου σε όλα αυτά; Ήταν κι αυτός ένας από τους συνωµότες ή το έµαθε µε κάποιον άλλο τρόπο;» « Ήταν προφανώς αναµεµειγµένος, όµως εξίσου προφανώς άλλαξε γνώµη» είπε σκεφτικός ο Σέρλοκ. «Ίσως να ήταν δική του δουλειά να ανέβει το ποτάµι µέχρι εκεί που βρίσκεται το Monocacy και να δώσει το σινιάλο, αλλά να αποφάσισε πως δεν ήθελε να το κάνει. Θυµάµαι πως τον είδα να µιλάει µε τον Αρένιους στο πάρτι που κάνατε στο σπίτι σας. Ο Αρένιους έδειχνε θυµωµένος. Ίσως τότε να του είπε πως δε θα συµµετείχε στη συνωµοσία. Νοµίζω πως δεν άντεχε στη σκέψη να χαθούν τόσοι άνθρωποι λόγω της έκρηξης. Ο Αρένιους έβαλε, λοιπόν, την κόρη του να τον σκοτώσει, αλλά έπειτα έπρεπε να πάρει τη θέση του και να δώσει ο ίδιος το σινιάλο». «Δηλαδή στο τέλος φέρθηκε ηρωικά;» ρώτησε σιγανά ο Κάµερον. «Προσπάθησε να κάνει το σωστό πράγµα;» «Ναι» είπε ο Σέρλοκ «Έτσι πιστεύω». Τώρα στο ποτάµι υπήρχε ορατότητα. Ο ήλιος ακόµη δεν είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα, όµως τα αστέρια είχαν εξαφανιστεί και ο ουρανός ήταν σκούρος µπλε αντί για µαύρος. Το ποτάµι είχε ήδη αρχίσει να γεµίζει µε άλλα σκάφη, καθώς οι ιδιοκτήτες τους εκµεταλλεύονταν την ευκαιρία να ξεκινήσουν νωρίς. «Ποιο είναι το σκάφος του Αρένιους;» ρώτησε ο Γου. Ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον σάρωσαν µε το βλέµµα όσα σκάφη µπορούσαν να δουν.
«Είναι αδύνατον να ξεχωρίσουµε ποιο είναι» φώναξε ο Κάµερον. «Είναι ακόµη πολύ σκοτεινά κι όλα τα σκάφη βρίσκονται πολύ µακριά. Αν το σχέδιο ήταν να ανακόψουµε την πορεία του, µάλλον δεν πρόκειται να τα καταφέρουµε. Ήδη προπορεύεται και δεν ξέρουµε ποιο σκάφος είναι το δικό του». Ο Σέρλοκ έσφιξε απελπισµένος τις γροθιές του. Η µόνη πιθανότητα που είχαν να σταµατήσουν την έκρηξη ήταν να εµποδίσουν τον Αρένιους να δώσει το σινιάλο. Αν όµως δεν κατάφερναν να τον εντοπίσουν και να τον φτάσουν, τότε τι ελπίδες είχαν; Το USS Monocacy θα ανατιναζόταν, άνθρωποι θα πέθαιναν κι ο ίδιος δεν µπορούσε να κάνει τίποτα… Ένιωθε τόσο ανήµπορος! Τότε ο Σέρλοκ παρατήρησε ένα συγκεκριµένο σκάφος που έπλεε µακριά από τον συνωστισµό, στη µέση του ποταµού. Ήταν µακρύ και λεπτό, φτιαγµένο από ξύλο και βαµµένο µε ένα ζωηρό κόκκινο χρώµα. Οι άκρες του ήταν διακοσµηµένες µε χρυσή µπογιά και η πλώρη του ήταν σκαλισµένη στο σχήµα ενός δράκου, µε µεγάλα, κοφτερά δόντια, τεράστια ρουθούνια και, παραδόξως, τούφες γένια κάτω από το σαγόνι του. Μέσα στο σκάφος βρίσκονταν δέκα άνδρες. Οι οκτώ κωπηλατούσαν, ένας ήταν υπεύθυνος για το πηδάλιο στην πρύµνη κι ένας καθόταν στην πλώρη, στραµµένος προς τα πίσω, µε ένα τύµπανο ανάµεσα στα γόνατά του. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Σέρλοκ. Ο Κάµερον στράφηκε και κοίταξε. «Το λένε δρακόβαρκα» είπε. «Κάθε χωριό έχει τη δική της και κάνουν αγώνες µεταξύ τους στη διάρκεια των διαφόρων γιορτών». «Είναι γρήγορες;» ρώτησε ο Σέρλοκ.
«Πολύ» φώναξε ο Γου από την πρύµνη. «Δες απλά τους µυς των κωπηλατών». Ο Σέρλοκ έριξε µια µατιά στη δρακόβαρκα. Τα µπράτσα των κωπηλατών ήταν πιο χοντρά από τους µηρούς τους. «Τι κάνουν εδώ πέρα;» ρώτησε τον Γου. «Προπόνηση» εξήγησε ο Γου. «Κάνουν προπόνηση κάθε πρωί πριν πάνε στα χωράφια. Πλησιάζει µια µεγάλη γιορτή». «Πήγαινέ µας κοντά τους. Θέλω να τους µιλήσω». Ο Γου µετακίνησε το πηδάλιο για να τους φέρει κοντά στη δρακόβαρκα, ενώ ο Σέρλοκ κι ο Κάµερον τύλιγαν το πανί για να µην την προσπεράσουν. Οι κωπηλάτες κι ο τυµπανιστής τούς παρακολουθούσαν γεµάτοι περιέργεια. «Χρειαζόµαστε τη βοήθειά σας» φώναξε ο Σέρλοκ. «Πρέπει να ανέβουµε γρήγορα το ποτάµι και να φτάσουµε σε ένα συγκεκριµένο µέρος». Οι άνδρες απλά τον κοιτούσαν. «Μπορώ να σας πληρώσω» είπε κι έριξε µια µατιά στον Κάµερον, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. «Πόσα θέλετε για να µας πάτε;» Οι άνδρες συσκέφθηκαν εν συντοµία. «Πέντε κας» του φώναξε ο τυµπανιστής. «Σύµφωνοι» είπε ο Σέρλοκ δίχως να το σκεφτεί και δίχως να είναι σίγουρος σε πόσα χρήµατα αντιστοιχούσαν, ήταν όµως σίγουρος πως χρειάζονταν τη βοήθειά τους. «Ο καθένας µας» συµπλήρωσε ο τυµπανιστής. Ο Σέρλοκ κοίταξε πάλι τον Κάµερον. «Σύµφωνοι» είπε αναστενάζοντας.
«Δεν µπορούµε να αφήσουµε το σκάφος του θείου µου εδώ!» φώναξε ο Γου από το πηδάλιο. Ο Σέρλοκ έγνεψε µε το κεφάλι. «Θα αφήσουµε τρεις από τους κωπηλάτες να πάνε να το δέσουν στην όχθη. Θα γυρίσουµε να το πάρουµε αργότερα. Έτσι, θα δηµιουργηθεί χώρος στη δρακόβαρκα και για µας. Πολύ φοβάµαι πως θα πρέπει να τραβήξουµε κουπί». Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους του. «Θα είναι µια καινούρια εµπειρία. Αυτή τη στιγµή η ζωή µου µοιάζει να βρίθει από καινούριες εµπειρίες». Μέσα σε λίγα λεπτά, οι τρεις τους είχαν αλλάξει θέση µε τρεις από τους κωπηλάτες και το σκάφος του θείου του Γου κατευθυνόταν προς την όχθη. Τα άλλα σκάφη στο ποτάµι έκαναν ελιγµούς για να τους αποφύγουν. Ο Σέρλοκ κοίταξε το κουπί που του έδωσαν. Είχε φαρδύ κεφάλι και µακρύ κοντάρι. Το ζύγιασε στο χέρι του κι ύστερα κοίταξε τον τυµπανιστή. Ο άνδρας ήταν γυµνόστηθος κι εξίσου µυώδης µε τους κωπηλάτες. Τα µαύρα του µαλλιά ήταν δεµένα σε µια πλεξούδα που κρεµόταν µέχρι την πλάτη του. «Όποτε είστε έτοιµοι, ξεκινάµε» είπε ο Σέρλοκ. Ο τυµπανιστής τού χαµογέλασε πλατιά κι έπειτα χτύπησε µια φορά το τύµπανο µε ένα από τα ξύλα που κρατούσε. Ένα βαθύ νταµµ! δόνησε τη βάρκα. Έπειτα το ξαναχτύπησε µε το άλλο ξύλο – νταµµ! Οι κωπηλάτες έλαβαν τις θέσεις τους. Καθώς ο Σέρλοκ ένιωσε τα κόκαλά του να δονούνται από το τρίτο νταµµ!, όλοι οι κωπηλάτες έγειραν µπροστά και βύθισαν τα κουπιά τους στο νερό. Ο Σέρλοκ, ο Κάµερον κι ο Γου ακολούθησαν το παράδειγµά τους.
Η βάρκα πετάχτηκε µπροστά σαν βέλος, κάνοντας το νερό στα πρώρα της να αφρίζει. Ο άνδρας που κρατούσε το πηδάλιο έβαλε πλώρη για εκεί που τους είχε ζητήσει ο Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ εντωµεταξύ είχε µείνει έκθαµβος από το πόσο γρήγορα κινούνταν. Προσπερνούσαν µε ταχύτητα όλα τα όλα σκάφη και φευγαλέα έβλεπε πρόσωπα µε ένα εύρος εκφράσεων, από ενόχληση µέχρι καθαρή έκπληξη. Κινούνταν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φορές πιο γρήγορα από όλα τα υπόλοιπα σκάφη στο ποτάµι. Αρχικά προσπαθούσε να εντοπίσει τον Αρένιους, σύντοµα όµως τα πάντα έγιναν ένα συνονθύλευµα από εικόνες, µέσα στο οποίο του ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνει οτιδήποτε. Μετά από λίγο παραδόθηκε στον εξαντλητικό ρυθµό της κωπηλασίας. Οι µύες των χεριών και των ποδιών του έκαιγαν από την ξαφνική δραστηριότητα. Οι πληγές στο στέρνο του πονούσαν σαν να έσταζαν φωτιά. Το νερό τον πιτσιλούσε στο πρόσωπο και κάθε λίγο έγλειφε τα χείλη του, προσπαθώντας να ενυδατώσει έστω και λίγο το κορµί του. Ο ήχος του τυµπάνου έγινε ένα µε τον ήχο του σφυγµού που παλλόταν στα αυτιά του: Νταµµ! Νταµµ! Νταµµ! Έριξε µια µατιά πίσω του, εκεί που καθόταν ο Κάµερον. Το πρόσωπο του φίλου του είχε µια σκληρή έκφραση, το σαγόνι του ήταν σφιγµένο και το βλέµµα του έµοιαζε να διαπερνάει τον Σέρλοκ δίχως να τον βλέπει. Μετά από ένα διάστηµα που θα µπορούσε να ήταν λεπτά ή και ώρες, άκουσε τον Γου Φανγκ-Γι να του φωνάζει: «Σέρλοκ! Σέρλοκ!». «Τι;» φώναξε κουνώντας το κεφάλι του για να καθαρίσει ο νους του. «Τι είναι αυτό µπροστά µας;»
Ο Σέρλοκ κοίταξε πέρα από τον κωπηλάτη που καθόταν µπροστά του. Πέρα από την πρώρα της δρακόβαρκας και πέρα από το σκαλιστό κεφάλι του δράκου, είδε έναν µεγάλο τροχό να υψώνεται πάνω από το νερό. «Είναι το Monocacy!» Η φωνή του ήταν βραχνή. «Τα καταφέραµε! Πες τους να βάλουν πλώρη για το πλοίο!» Το Monocacy ήταν ακίνητο, αραγµένο κοντά στην όχθη του ποταµού και δεµένο σε µια ξύλινη αποβάθρα. Λόφοι υψώνονταν απότοµα από τη µία όχθη, ενώ στην απέναντι υπήρχε κάτι που έµοιαζε µε ερείπια παλιού στρατιωτικού οχυρού. Εκτός από έναν πύργο και µερικούς τοίχους, όλο το υπόλοιπο ήταν γκρεµισµένο. Η δρακόβαρκα έσκισε το νερό µε κατεύθυνση το USS Monocacy. Οι ναύτες στο κατάστρωµα την εντόπισαν κι έστρεψαν πάνω της τα τουφέκια τους. Ο Σέρλοκ έκανε νόηµα στον τυµπανιστή να κόψει ταχύτητα και να φροντίσει να σταµατήσουν γύρω στα εκατό µέτρα από το πλοίο. Έπειτα ακούµπησε το κουπί του µέσα στη βάρκα και σηκώθηκε µε προσοχή, καθώς την ένιωθε να κλυδωνίζεται. Έκανε µεγάλη προσπάθεια να κρατήσει την ισορροπία του, γιατί, αν έπεφτε τώρα στο νερό, δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως τα χέρια του θα είχαν τη δύναµη να τον κρατήσουν στην επιφάνεια. «Ονοµάζοµαι Σέρλοκ Χολµς» φώναξε στους ναύτες στα αγγλικά. «Είµαι Βρετανός υπήκοος. Πρέπει να µιλήσω επειγόντως µε τον καπετάνιο Μπράιαν». «Μην πλησιάζετε!» απάντησε µια φωνή. «Αν πλησιάσετε, θα σας ρίξουµε!»
«Είναι επιτακτική ανάγκη να µιλήσω µε τον καπετάνιο Μπράιαν!» Το γεγονός ότι γνώριζε το όνοµα του καπετάνιου έκανε προφανώς εντύπωση στους ναύτες. Αφού το συζήτησαν για λίγο µεταξύ τους, τελικά φώναξαν κάποιον αξιωµατικό. «Είµαι ο υποπλοίαρχος Μακρίρι. Ποιο είναι το µήνυµά σου;» φώναξε από το κατάστρωµα του Monocacy. «Στο πλοίο υπάρχουν κρυµµένα εκρηκτικά!» φώναξε ο Σέρλοκ. «Τι;» Υπάρχει µια βόµβα στο πλοίο σας!» Περισσότερες αγχωµένες συζητήσεις κι έπειτα: «Είπες πως υπάρχει βόµβα πάνω σε αυτό εδώ το πλοίο;». «Αυτό ακριβώς είπα». «Πλησιάστε στην αποβάθρα. Έχετε υπόψη σας πως σας σηµαδεύουµε και θα σας ρίξουµε µε την παραµικρή ύποπτη κίνηση!» Ο Σέρλοκ έκανε νόηµα στους κωπηλάτες να οδηγήσουν τη βάρκα στην αποβάθρα. Προφανώς δεν καταλάβαιναν τη συνδιαλλαγή, όµως ήξεραν πως τους σηµάδευαν µε τουφέκια κι είχαν αρχίσει να φοβούνται. Ο Σέρλοκ άκουγε πίσω του χαµηλόφωνες συζητήσεις για το ότι έπρεπε να είχαν ζητήσει περισσότερα χρήµατα. Η δρακόβαρκα προσέγγισε την αποβάθρα. Ο Σέρλοκ περίµενε να φτάσουν ακριβώς δίπλα στην ξύλινη κατασκευή κι έπειτα πιάστηκε από µια σκάλα που είχε στερεωθ εί στο πλάι της. Το USS Monocacy υψωνόταν από πάνω του σαν βρόµικος λευκός γκρεµός. «Εγώ θα πάω να ενηµερώσω τον καπετάνιο Μπράιαν» φώναξε στον Κάµερον και τον Γου. «Εσείς οι δύο έχετε τα µάτια σας ανοιχτά για τον Αρένιους. Λογικά δε θα βρίσκεται πολύ πίσω µας και δε θα ήθελα να
δώσει το σινιάλο όσο βρίσκοµαι στο πλοίο». «Τι να κάνουµε άµα τον δούµε;» ρώτησε ο Γου. «Σηµάνετε συναγερµό» πρότεινε ο Σέρλοκ «κι ύστερα κυνηγήστε τον». «Σκότωσε τον πατέρα µου» θύµισε βλοσυρά στον Γου ο Κάµερον «καθώς και τον δικό σου πατέρα. Μπορώ να σκεφτώ πολλά πράγµατα που θέλω να του κάνω άµα τον δω». «Μην κάνετε τίποτα… τελεσίδικο» πρότεινε ο Σέρλοκ. «Ίσως τον χρειαστούµε ζωντανό για να επιβεβαιώσει την ιστορία µας. Αν καταφέρουµε να τον ανεβάσουµε στο πλοίο, θαρρώ πως ούτε θα µπορεί ούτε θα θέλει να δώσει το σινιάλο στον άνδρα µε τα εκρηκτικά». Έριξε µια µατιά στο πλοίο και τους ναύτες που τον περίµεναν. «Ευχηθείτε µου καλή τύχη. Αυτή ίσως αποδειχθεί η πιο σηµαντική αλλά και η πιο δύσκολη συζήτηση της ζωής µου». «Αν ο Αρένιους βρίσκεται εδώ και δεν µπορέσουµε να τον εντοπίσουµε, πιθανότατα θα είναι και η συντοµότερη» είπε ο Κάµερον.
Κεφάλαιο 15
Καθώς ο Σέρλοκ ανέβηκε στην αποβάθρα, συνειδητοποίησε ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει πιο κουρασµένος. Όλοι του οι µύες διαµαρτύρονταν, ενώ το στέρνο και τα πόδια του πάλλονταν από τον πόνο στα σηµεία που τον είχε γδάρει ο αλιγάτορας. Το µόνο που ήθελε πραγµατικά ήταν να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί για λίγο, όµως ήξερε πως δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Μια σανιδόσκαλα οδηγούσε από την αποβάθρα στο κατάστρωµα του Monocacy. Στην κορυφή περίµενε µια οµάδα από ένστολους ναύτες. Ένας από αυτούς τού έκανε νόηµα να ανέβει. Για µια στιγµή σκέφτηκε να τους ζητήσει να κατέβουν, γιατί δεν ήταν σίγουρος πως τα πόδια του θα άντεχαν την ανάβαση, όµως αυτός χρειαζόταν τη βοήθειά τους, οπότε ήταν καλύτερα να πάει. Στα µισά της σανιδόσκαλας τα πόδια του άρχισαν να τρέµουν κι όταν πια έφτασε στην κορυφή, ήταν αναγκασµένος να χρησιµοποιεί τα χέρια του για να δίνει ώθηση και να προχωράει. Στο κατάστρωµα στέκονταν µερικοί ναύτες µε τουφέκια. Δε
σηµάδευαν ακριβώς τον Σέρλοκ ούτε όµως και τα είχαν στραµµένα µακριά του. Καθώς ο Σέρλοκ προσπαθούσε να ξαναβρεί την αναπνοή του, αντιλήφθηκε πως τον πλησίαζε ο καπετάνιος Μπράιαν. Έλεγχε το ρολόι του και µιλούσε µε έναν από τους αξιωµατικούς του. Έδειχνε αγχωµένος. Ρίχνοντας µια γρήγορη µατιά γύρω του, ο Σέρλοκ παρατήρησε πως δεν υπήρχαν Κινέζοι στο κατάστρωµα. Προφανώς ο κυβερνήτης και η ακολουθία του δεν είχαν φτάσει ακόµη, όµως από τον τρόπο που κοιτούσε το ρολόι του ο καπετάνιος Μπράιαν, συµπέρανε πως σύντοµα θα κατέφταναν. Μόλις του µίλησε ο καπετάνιος, οι υποψίες του Σέρλοκ επιβεβαιώθηκαν: «Κάνε γρήγορα, νεαρέ µου. Περιµένω σηµαντικούς επισκέπτες. Είχες κάτι να µου πεις;». Όταν είδε πιο καθαρά το πρόσωπο του Σέρλοκ, έσµιξε τα φρύδια του. «Σε θυµάµαι εσένα. Σε είδα στο πάρτι στην οικία των Μακένζι και ξανά χθες, στην προβλήτα». «Μάλιστα, κύριε. Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να µε δείτε». Ο Σέρλοκ πήρε µια βαθιά ανάσα. «Ο Μάλκολµ Μακένζι είναι νεκρός. Δολοφονήθηκε επειδή προσπαθούσε να ειδοποιήσει τον νοµάρχη της Σαγκάης για µια πλεκτάνη. Μια πλεκτάνη που έχει σαν στόχο να ανατινάξει το πλοίο σας». «Γιατί να θέλει κάποιος να ανατινάξει αυτό το πλοίο;» ρώτησε ο καπετάνιος Μπράιαν κι ύστερα συνοφρυώθηκε. «Όχι, ξέχνα την ερώτηση. Μπορώ να φανταστώ πολλούς λόγους. Οι Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητές σε αυτά τα µέρη». «Κάποιος θέλει να αναγκάσει την αµερικανική κυβέρνηση να επέµβει στρατιωτικά στην περιοχή» είπε ο Σέρλοκ «και όλα έχουν να
κάνουν µε το εµπόριο». «Πάντοτε έτσι δε συµβαίνει;» είπε ο καπετάνιος Μπράιαν. Έριξε µια µατιά από τη σανιδόσκαλα στην αποβάθρα κι ύστερα κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Ανάθεµα! Ο κυβερνήτης της επαρχίας Τζιανγκσού θα βρίσκεται εδώ από στιγµή σε στιγµή». «Τότε θα ανατιναχτεί η βόµβα» είπε ο Σέρλοκ. «Κάποιος θα δώσει το σινιάλο από την ακτή για να ανάψουν το φιτίλι». «Πού βρίσκεται αυτή η βόµβα;» ρώτησε αγριεµένος ο καπετάνιος Μπράιαν. Ένας από τους αξιωµατικούς του τον έπιασε από το µπράτσο και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχει σηµασία αν τον πιστεύω ή όχι» είπε απότοµα. «Αν υπάρχει η παραµικρή πιθανότητα να έχει τοποθετηθεί βόµβα σε αυτό το πλοίο, τότε πρέπει να γίνει έλεγχος. Κοίταξέ τον, άλλωστε, φαίνεται να πέρασε τα πάνδεινα για να έρθει ως εδώ. Ο ίδιος σίγουρα πιστεύει αυτό που λέει». «Νοµίζω πως έχει τοποθετηθεί κοντά στα µαγειρεία, κρυµµένη στα υποτιθέµενα βαρέλια µε το νερό, όµως ίσως και να κάνω λάθος» παραδέχθηκε ο Σέρλοκ. «Θα µπορούσε να είναι κρυµµένη οπουδήποτε». «Ποιος την τοποθέτησε;» «Ο νέος αρχιµάγειράς σας» απάντησε ο Σέρλοκ. Ο καπετάνιος Μπράιαν τον οδήγησε στο εσωτερικό του πλοίου κι ύστερα σε µια σκάλα. Ο Σέρλοκ εντυπωσιάστηκε από το γεγονός πως, ενώ είχε τη δυνατότητα να δίνει διαταγές σε οποιονδήποτε πάνω στο πλοίο, φρόντιζε να ασχοληθεί ο ίδιος µε την κάθε λεπτοµέρεια. Έδειχνε να θέλει να κάνει τα πάντα µόνος του. Ο Σέρλοκ τον ακολουθούσε και πίσω τους ακολουθούσε ένα σµάρι από αξιωµατικούς. Περπάτησαν
κατά µήκος ενός διαδρόµου, έστριψαν σε µια γωνία, κατέβηκαν άλλη µια σκάλα κι ύστερα προχώρησαν σε έναν άλλο διάδροµο. Ο Σέρλοκ προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκονταν σε σχέση µε το κατάστρωµα και την αποβάθρα, και κατέληξε πως ήταν στην άλλη πλευρά του πλοίου, κοντά στο κύτος του. Ο καπετάνιος άνοιξε µια πόρτα και µπήκε σε έναν χώρο γεµάτο µε φούρνους, νεροχύτες, επιφάνειες εργασίας και κατσαρόλες. Θύµιζε λίγο στον Σέρλοκ την κουζίνα του Γου Τσουνγκ στο Γκλόρια Σκοτ, αλλά ήταν εκατό φορές µεγαλύτερη. Τα µαγειρεία ήταν έρηµα. Ο καπετάνιος Μπράιαν χτύπησε τα δάχτυλά του κι έκανε νόηµα σε δύο αξιωµατικούς. «Ψάξτε τα πάντα» τους είπε απότοµα. Στην άλλη άκρη των µαγειρείων υπήρχε µια πόρτα που οδηγούσε σε έναν αποθηκευτικό χώρο. Ο καπετάνιος Μπράιαν κατευθύνθηκε προς εκείνο το σηµείο, µαζί µε τον Σέρλοκ και τους υπόλοιπους αξιωµατικούς. Άνοιξε την πόρτα και µπήκε µέσα. Ήταν προφανώς ένας χώρος αποθήκευσης τροφίµων, σκιερός και φωτισµένος µόνο από δύο λάµπες πετρελαίου. Παντού υπήρχαν ράφια φορτωµένα µε κιβώτια γεµάτα προµήθειες. Φρούτα, λαχανικά, καθώς και κοµµάτια αρνίσιου, χοιρινού και βοδινού κρέατος κρέµονταν από γάντζους. Στο βάθος του δωµατίου, κατά µήκος του τοίχου, βρίσκονταν παραταγµένα βαρέλια σε στήλες των τριών, εκτός από ένα µικρό κενό στην άκρη. «Ελέγξετε αυτά τα βαρέλια» είπε ο καπετάνιος στους υπόλοιπους αξιωµατικούς. «Δείτε αν ζυγίζουν περισσότερο ή λιγότερο από το αναµενόµενο, κι αν χρειαστεί ανοίξτε τα». Έριξε µια µατιά γύρω του.
«Πού είναι αυτός ο καταραµένος µάγειρας; Στοιχηµατίζω πως θα έχει χωθεί κάπου και θα καπνίζει όπιο». Για τα επόµενα πέντε λεπτά, ο Σέρλοκ και ο καπετάνιος παρακολουθούσαν τους αξιωµατικούς να µετακινούν τα βαρέλια και να τα κουνάνε για να δουν αν περιείχαν κάτι στερεό ή υγρό. Μερικά χρειάστηκε να ανοιχτούν µε τους λοστούς που κρέµονταν από κάτι γάντζους στον τοίχο. Στο τέλος είχαν ελεγχθεί όλα. Ένας αξιωµατικός πλησίασε εκεί που στέκονταν ο καπετάνιος και ο Σέρλοκ. «Τίποτα» είπε ρίχνοντας ένα ειρωνικό βλέµµα στον Σέρλοκ. «Όλα τα βαρέλια περιέχουν νερό, ρούµι ή παστό κρέας – τίποτε άλλο». Ο καπετάνιος στράφηκε στον Σέρλοκ. «Φαίνεται πως σου πούλησαν φύκια για µεταξωτές κορδέλες, νεαρέ µου» είπε µε κάποια συµπόνια. Η καρδιά του Σέρλοκ βούλιαξε. Ήταν βέβαιος πως οι συλλογισµοί του ήταν σωστοί, αλλά δεν έβλεπε πού αλλού θα µπορούσαν να είναι κρυµµένα τα εκρηκτικά. Αν δεν τα έβρισκε γρήγορα, το σινιάλο θα δινόταν και το πλοίο θα ανατιναζόταν! «Δε φαντάζοµαι να ήσασταν διατεθειµένος να εκκενώσετε το πλοίο;» ρώτησε. Δύο από τους αξιωµατικούς ξέσπασαν σε γέλια. «Έτσι απλά, επειδή το πρότεινες;» ρώτησε ο καπετάνιος Μπράιαν. «Πολύ φοβάµαι πως όχι, νεαρέ µου. Έτσι, θα διακινδύνευα να προσβάλω τον κυβερνήτη, που θα φτάσει από στιγµή σε στιγµή. Καλή προσπάθεια πάντως». Ο Σέρλοκ ευχόταν να µπορούσε να δει στην απέναντι όχθη αν ο Αρένιους βρισκόταν εκεί, έτοιµος να δώσει το σινιάλο. Ίσως αν τον έβλεπε ο καπετάνιος και τον αναγνώριζε από το πάρτι, να πειθόταν πως
πράγµατι κάτι συνέβαινε. Εκείνη τη στιγµή, συνειδητοποίησε πως στην αποθήκη δεν υπήρχε φινιστρίνι, παρόλο που, σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του, βρίσκονταν κοντά στο κύτος του πλοίου. «Δε σας φαίνεται πως αυτή η αποθήκη τροφίµων είναι µικρότερη απ’ ό,τι θα έπρεπε;» Οι αξιωµατικοί και ο καπετάνιος Μπράιαν κοίταξαν γύρω τους εξεταστικά. Έπειτα κοιτάχτηκαν προβληµατισµένοι. «Τώρα που το λες…» είπε ένας τους κι άφησε τη φράση του ανολοκλήρωτη. Ο Σέρλοκ έδειξε τον τοίχο στο βάθος του δωµατίου, κατά µήκος του οποίου είχαν στοιβαχτεί τα βαρέλια. «Θαρρώ πως αυτός ο τοίχος είναι ψεύτικος και πίσω του θα βρείτε τα εκρηκτικά». Οι αξιωµατικοί κοιτάχτηκαν κι ύστερα έπιασαν δουλειά µε τους λοστούς. Ο Σέρλοκ είχε δίκιο. Χρειάστηκαν λιγότερο από ένα λεπτό για να γκρεµίσουν τον ψεύτικο τοίχο. Από πίσω υπήρχε ένας χώρος µε βάθος γύρω στα δύο µέτρα. Ήταν γεµάτος µε βαρέλια κι αυτή τη φορά ο Σέρλοκ ήταν βέβαιος πως δε θα έβρισκαν µέσα ούτε νερό ούτε ρούµι ούτε παστό κρέας. Από κάθε βαρέλι έβγαινε ένα φιτίλι κι όλα τα φιτίλια ενώνονταν σε µια πλεξίδα που οδηγούσε σε ένα µικρό κενό, στην άκρη των βαρελιών. Στο κενό αυτό, κάτω από ένα φινιστρίνι που άφηνε να µπαίνει µια φωτεινή δέσµη απέξω, βρισκόταν κρυµµένος ένας Κινέζος µε στολή µάγειρα. Στο χέρι του κρατούσε την πλεξίδα µε τα φιτίλια και στο πρόσωπό του είχε µια έκφραση φόβου. Δίπλα του, στο πάτωµα, βρισκόταν ένα κουτί µε σπίρτα. «Συλλάβετέ τον αµέσως!» φώναξε άγρια ο καπετάνιος Μπράιαν «και,
για όνοµα του Θεού, βγάλτε τα φιτίλια από τα βαρέλια πριν γίνει καµιά καταστροφή!». Ο Κινέζος µάγειρας προσπάθησε να τρέξει προς την πόρτα, όµως τον άρπαξαν δύο αξιωµατικοί. Τον έσυραν έξω από την αποθήκη, ενώ ένας άλλος αξιωµατικός µάζεψε το κουτί µε τα σπίρτα κι ένας τρίτος πήγαινε από βαρέλι σε βαρέλι βγάζοντας τα φιτίλια. «Πώς χώθηκε εκεί µέσα» αναρωτήθηκε έκπληκτος ο καπετάνιος Μπράιαν «και πώς σκόπευε να ξεφύγει µόλις άναβε τα φιτίλια; Δε φαντάζοµαι να ήθελε να θυσιαστεί». «Αµφιβάλλω» είπε ο Σέρλοκ. Έδειξε τη γωνία όπου βρισκόταν κρυµµένος ο µάγειρας. «Θαρρώ πως εκεί υπήρχε κάποια κρυφή πόρτα. Αν θυµάστε, στην άκρη των κανονικών βαρελιών, έξω από τον ψεύτικο τοίχο, υπήρχε επίσης ένα µικρό κενό. Νοµίζω πως περίµενε το σινιάλο για να ανάψει τα φιτίλια κι έπειτα θα έβγαινε στην αποθήκη, κλείνοντας πίσω του την κρυφή πόρτα. Ύστερα θα βουτούσε στο νερό και θα κολυµπούσε για να ξεφύγει». «Κι όλο αυτό το έχτισε µόνος του;» ρώτησε ο καπετάνιος κοιτάζοντας τα αποµεινάρια του ψεύτικου τοίχου. «Δε χρειαζόταν να είναι πολύ πειστικό το κατασκεύασµά του» παρατήρησε ο Σέρλοκ «αφού θα ήταν κρυµµένο πίσω από τα βαρέλια. Πιθανότατα το έφερε σε κοµµάτια και το έφτιαξε σιγά σιγά». «Νεαρέ µου, σου χρωστώ µεγάλη ευγνωµοσύνη. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτό το πλοίο θα είχε γίνει ένας σωρός από φλεγόµενα συντρίµµια και θα είχαν πεθάνει εκατοντάδες άνδρες». «Για να µην αναφέρουµε πως θα ξεκινούσε πόλεµος» είπε σιγανά ο Σέρλοκ. Πήγε στο φινιστρίνι και κοίταξε έξω. Έβλεπε µέχρι την απέναντι
όχθη του ποταµού Γιανγκτσέ… όπου βρισκόταν δεµένο ένα σκάφος µε δύο φανάρια στο κατάρτι, κοντά στο ερειπωµένο οχυρό. «Καπετάνιε» είπε σιγανά «µήπως µπορώ να δανειστώ µια µικρή βάρκα µε κουπιά;». Δέκα λεπτά αργότερα, ο Σέρλοκ κατέβαινε από µια σκάλα στην εξωτερική πλευρά του Monocacy κι επιβιβαζόταν σε µια βάρκα την οποία είχαν χαµηλώσει από το πλοίο µε σκοινιά. Ο καπετάνιος Μπράιαν ήθελε να στείλει κάποιον µαζί του, όµως ο κυβερνήτης της επαρχίας Τζιανγκσού είχε µόλις καταφτάσει µε την ακολουθία του κι έπρεπε όλοι οι ναύτες να είναι παρόντες για επίσηµη επιθεώρηση. Την ίδια ώρα, λοιπόν, που ο σηµαίνων επισκέπτης ανέβαινε τη σανιδόσκαλα, ο Σέρλοκ ξεγλιστρούσε από την άλλη µεριά του πλοίου. Τα χέρια του ακόµη πονούσαν κι ανακάλυψε ότι κωπηλατώντας µέχρι την απέναντι όχθη του ποταµού, οι µύες του έστελναν πύρινες σουβλιές στο στήθος και την πλάτη του. Κινούνταν κάθετα στη ροή των σκαφών πάνω στον ποταµό κι έπρεπε συνεχώς να σταµατάει για να αφήνει άλλα σκάφη να περάσουν. Ακόµα κι έτσι όµως, έγινε αποδέκτης πληθώρας από φωνές και κατάρες. Έψαχνε µε το βλέµµα του τον Κάµερον και τον Γου Φανγκ-Γι, όµως δε φαίνονταν πουθενά. Αν εξακολουθούσαν να ψάχνουν τον Αρένιους, τον έψαχναν στο λάθος µέρος. Κάποια στιγµή η βάρκα του άγγιξε την απέναντι όχθη. Βγήκε έξω και την έδεσε. Έσυρε απρόθυµα τα βήµατά του στη λασπωµένη όχθη και στάθηκε µπροστά στα ερείπια του πέτρινου οχυρού. Δεν είχε πραγµατικά καµία όρεξη να το κάνει αυτό. Κάθε µυς στο σώµα του έµοιαζε έτοιµος να τον
εγκαταλείψει, ενώ τα γδαρσίµατα στο στέρνο του, όπου είχε πήξει το αίµα, είχαν ανοίξει από την κωπηλασία και αιµορραγούσαν ξανά. Το κεφάλι του πονούσε εκεί που τον είχε κλοτσήσει το κορίτσι και η περιφερειακή του όραση ήταν θολή. Έπρεπε όµως να το κάνει. Αν δεν το έκανε, ο Αρένιους θα ξέφευγε, κι αυτό δεν ήταν δίκαιο – όχι αφού είχε δολοφονήσει τον φίλο του, τον Γου Τσουνγκ, και τον πατέρα του Κάµερον. Σκεφτόταν πως µερικές φορές το να κάνει κανείς το σωστό ήταν πολύ πιο επώδυνο απ’ ό,τι να κάνει το λάθος πράγµα. Μερικές φορές το σωστό πράγµα ήταν το δυσκολότερο πράγµα στον κόσµο. Έσυρε τα πόδια του γύρω από το µισογκρεµισµένο τείχος του οχυρού, µην έχοντας την παραµικρή διάθεση να συναντήσει αυτό που θα συναντούσε, µέχρι που έφτασε σε µια αψιδωτή στοά που οδηγούσε στο εσωτερικό. Ανάµεσα στις πέτρες φύτρωναν χορτάρια. Στέγη δεν υπήρχε και τα αποµεινάρια των τοίχων της στοάς ίσα που έφταναν λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι του. Σε πολλά σηµεία υπήρχαν κενά, εκεί όπου ο χρόνος και τα στοιχεία της φύσης είχαν φθείρει τη λάσπη που συγκρατούσε τις πέτρες. Στο πρώτο δωµάτιο που µπήκε, έναν µεγάλο χώρο σαν αίθουσα υποδοχής, βρήκε δύο Κινέζους στρατιώτες σωριασµένους στο έδαφος. Ο Σέρλοκ γονάτισε δίπλα τους. Είχαν χάσει τις αισθήσεις τους κι αµφότεροι είχαν µατωµένα κοψίµατα στο κεφάλι τους. Υπέθεσε πως ήταν φρουροί στους οποίους είχε ανατεθεί να φυλάνε τα ερείπια, ή ενδεχοµένως µέλη ενός αποσπάσµατος που είχε τοποθετηθεί κατά µήκος του ποταµού µε την προοπτική της άφιξης του κυβερνήτη.
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, είχαν σταθεί άτυχοι. Κανείς τους δεν ήταν οπλισµένος κι αυτό ανησυχούσε τον Σέρλοκ. Πιθανότατα σήµαινε πως τα όπλα τους τα είχε πάρει ο Αρένιους, αφού τους είχε εξουδετερώσει. Αφού τοποθέτησε σχετικά αναπαυτικά τους δύο αναίσθητους στρατιώτες, διέσχισε το κατώφλι ενός άλλου δωµατίου. Ήταν εξίσου µεγάλο µε το πρώτο κι εκεί βρισκόταν ο Αρένιους, δίπλα σε ένα παράθυρο δίχως τζάµι, που έβλεπε στο ποτάµι. Κρατούσε µια λάµπα κι ανοιγόκλεινε υποµονετικά το πατζούρι σε τακτά χρονικά διαστήµατα, στέλνοντας φωτεινά σήµατα στο USS Monocacy, όπου δε συνέβαινε το παραµικρό. «Υποθέτω πως κατάφερες να ειδοποιήσεις το πλήρωµα για την ύπαρξη των εκρηκτικών» είπε ο Αρένιους µε τη σφυριχτή φωνή του. Δεν έστρεψε το κεφάλι του. «Υποθέτω επίσης πως το πλήρωµα κατάφερε να εντοπίσει τα εν λόγω εκρηκτικά, παρά τον σχολαστικό τρόπο µε τον οποίο ήταν κρυµµένα, καθώς επίσης κι ότι συνέλαβε τον πράκτορα που περίµενε να ανάψει τα φιτίλια. Όλα αυτά τα υποθέτω από την εµφανή απουσία οποιασδήποτε έκρηξης, παρά το γεγονός ότι µπορώ να διακρίνω την ακολουθία του κυβερνήτη στο κατάστρωµα και κάνω σινιάλο στον πράκτορά µου εδώ και πέντε λεπτά». Ακούµπησε τη λάµπα στο πέτρινο περβάζι του παραθύρου και στράφηκε επιτέλους να κοιτάξει τον Σέρλοκ. «Ο πράκτορας είχε ενηµερωθεί πως τα φιτίλια θα έκαιγαν για πέντε λεπτά, δίνοντάς του χρόνο να διαφύγει» συνέχισε. «Στην πραγµατικότητα, θα έκαιγαν µόνο για τριάντα δευτερόλεπτα. Μέσα σε πέντε λεπτά µπορεί κάποιος να τα ανακάλυπτε και να τα έσβηνε». «Πολύ φοβάµαι πως αυτό δεν αποτελεί πια πρόβληµα» είπε ο
Σέρλοκ. «Έτσι φαίνεται» είπε αναστενάζοντας ο Αρένιους. Είσαι στ’ αλήθεια ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός νεαρός. Δε θα µε πίστευες αν σου έλεγα πόσος χρόνος, πόση προσπάθεια και πόσα χρήµατα χρειάστηκαν για να τεθεί σε εφαρµογή το συγκεκριµένο σχέδιο, και ξαφνικά εµφανίζεσαι εσύ και το σαµποτάρεις χρησιµοποιώντας απλή παρατήρηση και λογικούς συλλογισµούς» συµπλήρωσε ανασηκώνοντας τους ώµους του. «Είναι πράγµατι πολύ εντυπωσιακό». Άπλωσε το χέρι πίσω του, όπου ο Σέρλοκ παρατήρησε κάτι που ήταν ακουµπισµένο στον τοίχο. «Εντυπωσιακό, όσο κι ενοχλητικό. Λέω να σε σκοτώσω τώρα κι έτσι να απαλλάξω τον κόσµο από τον µελλοντικό εαυτό σου. Έτσι, τουλάχιστον, κάτι θα έχω επιτύχει σήµερα». Έφερε τα χέρια του µπροστά κι ο Σέρλοκ είδε πως κρατούσε ένα µακρύ ξύλινο κοντάρι, που τελείωνε σε µια µεταλλική λεπίδα µε παράξενο σχήµα – έδειχνε πολύ κοφτερή. Πρέπει να ήταν το όπλο ενός από τους δύο στρατιώτες. «Σε παρακαλώ» είπε ο Αρένιους «προσπάθησε να αντισταθείς. Προσπάθησε να ξεφύγεις. Αυτό θα κάνει τη διαδικασία πολύ πιο διασκεδαστική – για µένα». «Τι απέγινε το κορίτσι;» ρώτησε ο Σέρλοκ, κάνοντας µερικά βήµατα στο πλάι. Αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να αποσπάσει την προσοχή του Αρένιους και να καθυστερήσει την επίθεσή του. Βέβαια, το µυαλό του δεν παρέλειψε να του υποδείξει πως ήταν η καλύτερη επιλογή ανάµεσα σε ένα πολύ µικρό εύρος ιδιαίτερα ανεπιθύµητων επιλογών.
Ο Αρένιους γύρισε αργά για να τον ακολουθήσει, κρατώντας το όπλο στα δύο του χέρια σαν δήµιος σε ανάπαυση. «Η κόρη µου; Ω, υποθέτω πως βρίσκεται ακόµη κάπου εκεί έξω, κοντά στο ποτάµι». «Και δε σε νοιάζει;» «Όσο µεγάλωνε τόσο πιο ανυπάκουη γινόταν. Είχα αρχίσει να χάνω τον έλεγχο. Ήταν θέµα χρόνου να µε εγκαταλείψει. Ο µόνος µου προβληµατισµός ήταν αν θα προσπαθούσε πρώτα να µε σκοτώσει ή απλά θα εξαφανιζόταν. Εγκαταλείποντάς τη –µε τη δική σου παρέµβαση, φυσικά– απλά πρόλαβα και διατήρησα τον έλεγχο µιας αναπόφευκτης κατάληξης». Ο Σέρλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Μα… την ίδια σου την κόρη;» Ο Αρένιους ανασήκωσε πάλι τους ώµους. «Μπα, δεν έχω κανένα πατρικό αίσθηµα απέναντι στο κορίτσι. Η µητέρα της πέθανε στη γέννα και η ανάπτυξή της επηρεάστηκε τόσο από τις µεγάλες ποσότητες κολλοειδούς αργύρου που είχα καταναλώσει εγώ όσο κι από τις ποσότητες που της έδινα καθώς µεγάλωνε. Δεν ήταν ποτέ φυσιολογική, σαν τα άλλα παιδιά. Πολύ φοβάµαι πως µεγαλώνοντας θα ήταν δυστυχισµένη». Κινήθηκε µπροστά, σηµαδεύοντας τα πόδια του Σέρλοκ µε τη λεπίδα. «Άλλωστε, ούτε κι εσύ θα προλάβεις να µεγαλώσεις!» Ο Σέρλοκ πήδηξε προς τα πίσω κι έπεσε στο λιθόστρωτο. Η λεπίδα σφύριξε καθώς την απέφυγε για µερικά εκατοστά. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, σπρώχνοντας το σώµα του µπροστά και προς τα πάνω µε τους αγκώνες, όµως ο Αρένιους του επιτέθηκε ξανά, κατεβάζοντας τη λεπίδα προς το κεφάλι του. Ο Σέρλοκ κυλίστηκε στο πλάι. Η λεπίδα χτύπησε µε δύναµη στο λιθόστρωτο, τινάζοντας σπίθες και θραύσµατα πέτρας. Ο Σέρλοκ τα
ένιωσε να χτυπάνε το πρόσωπό του και να τον γδέρνουν καθώς κυλιόταν. Ο Αρένιους φάνηκε να αιφνιδιάζεται προσωρινά από το τράνταγµα της λεπίδας πάνω στην πέτρα. Μόρφασε από πόνο. Ο Σέρλοκ εκµεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να σηκωθεί όρθιος και να αποµακρυνθεί τρεκλίζοντας. Κρατώντας το κοντάρι σαν δόρυ, ο Αρένιους γύρισε και του επιτέθηκε, σηµαδεύοντάς τον µε τη λεπίδα ακριβώς στην καρδιά. Έχοντας µόνο µια στιγµή στη διάθεσή του για να αποφασίσει τι να κάνει, ο Σέρλοκ βούτηξε προς τα πόδια του Αρένιους, τυλίγοντας σφιχτά τα χέρια και τα πόδια του σαν µπάλα. Ο Αρένιους προσπάθησε να πηδήξει πάνω από τον Σέρλοκ, όµως σκόνταψε πάνω του κι έπεσε. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο αντίπαλός του, ο Σέρλοκ συνέχισε να αποµακρύνεται µε χέρια και µε πόδια. Έφτασε στον τοίχο µε το παράθυρο που έβλεπε στο ποτάµι. Στο πάτωµα, κοντά στο µέρος όπου στεκόταν προηγουµένως ο Αρένιους, ο Σέρλοκ βρήκε ένα σπαθί – ο Αρένιους πρέπει να το είχε πάρει από τον άλλο στρατιώτη. Το άρπαξε και το ζύγιασε στο χέρι του. Η λεπίδα είχε παράξενο σχήµα, τελείως διαφορετικό από τα ευρωπαϊκά σπαθιά που είχε συνηθίσει, όµως η κατάστασή του ήταν απελπιστική και δεν είχε πολλές επιλογές. Με το σπαθί στο χέρι και την καρδιά του να βροντοχτυπάει, ο Σέρλοκ έκανε ένα βήµα µπροστά. Ο Αρένιους ανέστρεψε ξαφνικά το κοντάρι και το τίναξε κάµποσες φορές προς το µέρος του Σέρλοκ, προσπαθώντας να τον χτυπήσει µε το ξύλο. Ξαφνιασµένος, ο Σέρλοκ απέκρουσε τα χτυπήµατα µε το σπαθί
του, κόβοντας κοµµάτια από το ξύλο, όµως το τελευταίο χτύπηµα τον βρήκε στο στέρνο και ήταν τόσο δυνατό, που για µια στιγµή νόµισε πως η καρδιά του σταµάτησε. Τρέκλισε προς τα πίσω, προσπαθώντας απεγνωσµένα να ανασάνει. Ξαφνικά ο Αρένιους στριφογύρισε το κοντάρι σε ένα κατακόρυφο τόξο, σηµαδεύοντας το µέτωπο του Σέρλοκ µε την κοφτερή λεπίδα. Ο Σέρλοκ άκουγε τη λεπίδα να σφυρίζει καθώς έσκιζε τον αέρα. Σήκωσε το σπαθί, κρατώντας το και µε τα δύο του χέρια, για να ανακόψει την πορεία της λεπίδας. Το χτύπηµα τον ανάγκασε να γονατίσει. Με κάθε ρανίδα δύναµης που του είχε αποµείνει, ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί, σπρώχνοντας προς τα πάνω τη λεπίδα του Αρένιους. Για µια παρατεταµένη στιγµή, έµειναν κι οι δύο ακίνητοι, κοκαλωµένοι σαν αγάλµατα. Οι µύες του Σέρλοκ ούρλιαζαν από την πίεση που δέχονταν. Ο Αρένιους άρχισε σταδιακά να σπρώχνει τη λεπίδα του όλο και πιο κοντά στο πρόσωπο του Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ έβλεπε το φως να γυαλίζει σαν υγρό πάνω στην κόψη της. Το πρόσωπο του Αρένιους είχε πάρει µια ζωώδη έκφραση. Τα κατάµαυρα χείλη του είχαν τραβηχτεί πίσω, αποκαλύπτοντας δόντια που γυάλιζαν σαν το µέταλλο. Οι ίριδές του ήταν τόσο σκούρες, που έµοιαζαν σχεδόν µαύρες. «Νοµίζω πως όλο αυτό το ασήµι που ήπιες τελικά σε τρέλανε» µούγκρισε ο Σέρλοκ. «Νοµίζω πως γέµισε το µυαλό σου σαν µεταλλική λάσπη. Δε σκέφτεσαι πια σαν ανθρώπινο ον. Δε νοιάζεσαι για τους ανθρώπους, όπως δε νοιάζεται κι η κόρη σου». «Σου έχω νέα» σφύριξε ο Αρένιους. «Ποτέ δε νοιαζόµουν. Τα
συναισθήµατα δεν πληρώνουν τους λογαριασµούς – µόνο το ασήµι». Ξαφνικά πισωπάτησε, τράβηξε µακριά το κοντάρι κι έπειτα το κούνησε κυκλικά για να κόψει τα γόνατα του Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ απέκρουσε το χτύπηµα και η κλαγγή των όπλων τους αντήχησε στους πέτρινους τοίχους του οχυρού. Ο Αρένιους έκανε δύο βήµατα πίσω. Δεν έδειχνε να έχει λαχανιάσει. Για την ακρίβεια, τα γκριζόµαυρα χείλη του είχαν παραµορφωθεί σε µια αποµίµηση χαµόγελου, ενώ τα πνευµόνια του Σέρλοκ έκαιγαν από την προσπάθεια. «Παράτα τα, µικρέ» είπε ήρεµα ο Αρένιους. «Μπορείς να αντισταθείς κι έπειτα να σε σκοτώσω, είτε να αφήσεις κάτω το σπαθί και να σε σκοτώσω. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα καταλήξεις νεκρός, στην πορεία όµως µπορείς να γλιτώσεις πολύ πόνο και αγωνία». «Σκότωσες τον φίλο µου και τον πατέρα ενός άλλου φίλου µου» είπε µε σφιγµένα δόντια ο Σέρλοκ. «Κανέναν τους δεν σκότωσα –τουλάχιστον όχι άµεσα–, παρόλο που οµολογώ πως ενορχήστρωσα τους θανάτους τους». Έκανε µια παύση σαν να σκεφτόταν. «Δε νοµίζω πως έχω σκοτώσει ποτέ κάποιον µε τα ίδια µου τα χέρια». Χαµογέλασε. «Μέχρι τώρα δηλαδή – θα είσαι ο πρώτος µου. Πρέπει να πω πως αδηµονώ. Θα είναι ενδιαφέρον να µάθω επιτέλους πώς είναι να παίρνεις µια ζωή. Σε ευχαριστώ που µου δίνεις αυτή την ευκαιρία». «Παρακαλώ» είπε ο Σέρλοκ. «Μην περιµένεις όµως να είναι εύκολο». «Τίποτα που να αξίζει τον κόπο δεν είναι εύκολο». Ο Αρένιους έκανε µια µικρή κίνηση µε το όπλο του. «Τι λες να τελειώνουµε όµως; Η αποτυχία της ανατίναξης του USS Monocacy µε έχει αφήσει µε χρέος
πολλών εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων. Πρέπει να αρχίσω να χτίζω διπλωµατικές σχέσεις µε τους εργοδότες µου το συντοµότερο δυνατόν, αν θέλω να συνεχίσω να δουλεύω». Ο Σέρλοκ άνοιξε το στόµα του για να πει κάτι ανούσιο και να καθυστερήσει το αναπόφευκτο, όµως το όπλο του Αρένιους διέγραψε απότοµα ένα οριζόντιο τόξο, µε τη λεπίδα να στοχεύει το πρόσωπό του. Ο Σέρλοκ τίναξε το σπαθί του προς τα πάνω κι απέκρουσε το χτύπηµα, όµως η κρούση τον έσπρωξε στο πλάι και τον ανάγκασε να γυρίσει. Ο ώµος του συγκρούστηκε µε τον τοίχο. Το σπαθί έπεσε από τα άνευρα δάχτυλά του στο πάτωµα, κάνοντας ένα µεταλλικό κροτάλισµα. «Αντίο, κύριε Χολµς» είπε ο Αρένιους. Κλότσησε το σπαθί µακριά κι εκείνο στριφογύρισε πάνω στο λιθόστρωτο. Ο Αρένιους κράτησε πάλι το όπλο του σαν δόρυ. Η αιχµή της λεπίδας σηµάδευε την καρδιά του Σέρλοκ. Ο Σέρλοκ ένιωθε την πέτρα στην πλάτη του – ψυχρή και σκληρή. Ένιωθε να στραγγίζει το κορµί του από ζεστασιά, ίσως κι από ζωή. Άφησε τα χέρια να πέσουν βαριά δίπλα στο σώµα του. Αυτό ήταν… το παιχνίδι τελείωσε. Τα δάχτυλά του άγγιξαν φευγαλέα ένα εξόγκωµα στη δεξιά του τσέπη, ένα σκληρό, µεταλλικό αντικείµενο. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έπιασε το αντικείµενο, ψηλαφώντας τα σκληρά του άκρα µε µια υποψία ελπίδας. «Αντίο, κύριε Αρένιους» είπε. Έβγαλε το αντικείµενο από την τσέπη και το σήκωσε στο ύψος του προσώπου του. Με τον αντίχειρα άνοιξε το γαντζάκι που κρατούσε κλειστή τη γνάθο. Ξαφνικά τα σαγόνια άνοιξαν. Ο αντίχειρας βρήκε το
ελαστικό εξόγκωµα στο εσωτερικό και το πίεσε µε όλη του τη δύναµη. Ένας πίδακας από δηλητήριο φιδιού διέγραψε ένα τόξο µέχρι το πρόσωπο του Αρένιους. Σταγόνες πιτσίλισαν τα µάτια του. Ούρλιαξε, πέταξε το όπλο του κι έφερε τα χέρια στο πρόσωπό του. Τρέκλισε προς τα πίσω εξακολουθώντας να ουρλιάζει. «Θεέ µου!» φώναξε ο Αρένιους. «Τι πόνος! Τι πόνος! Σκότωσέ µε! Σκότωσέ µε τώρα! Σε ικετεύω, σκότωσέ µε τώρα!» «Δε θα σε σκοτώσω εν ψυχρώ» είπε ήρεµα ο Σέρλοκ. «Δεν είµαι τέτοιος άνθρωπος». Ο Αρένιους σωριάστηκε γονατιστός στο πάτωµα. Σφάδαζε, ούρλιαζε, έκλαιγε και τελικά έπεσε µε τη µούρη στο λιθόστρωτο πάτωµα του ερειπωµένου οχυρού. Κάποια στιγµή σταµάτησε να κινείται και µόνο τότε γύρισε κι έφυγε ο Σέρλοκ.
Κεφάλαιο 16
Tρεις ηµέρες αργότερα, ο Σέρλοκ καθόταν πάνω σε ένα άδειο κιβώτιο στην αποβάθρα, κοιτάζοντας το Γκλόρια Σκοτ. Ευρωπαίοι ναυτικοί και Κινέζοι λιµενεργάτες κινούνταν πάνω του σαν τα µυρµήγκια, οι µεν ελέγχοντας τα σκοινιά και τα πανιά, οι δε ανεβάζοντας βαρέλια και κιβώτια από τη σανιδόσκαλα. «Αύριο σαλπάρει» είπε από δίπλα του ο Κάµερον. «Το ξέρω» αποκρίθηκε ο Σέρλοκ. «Θα σαλπάρεις µαζί του;» Έγνεψε καταφατικά. «Μου πέρασε από το µυαλό να µείνω εδώ» είπε ο Σέρλοκ. «Υπάρχουν όµως πολλοί που µε περιµένουν πίσω στην πατρίδα. Ο αδελφός µου, οι φίλοι µου…» «Κι εκείνο το κορίτσι» είπε ο Γου Φανγκ-Γι από την άλλη πλευρά του Σέρλοκ. «Εκείνη για την οποία δε µιλάς». «Τότε πώς ξέρεις πως υπάρχει κάποιο κορίτσι;» ρώτησε ο Σέρλοκ. «Το ξέρω επειδή γυρίζεις πίσω» είπε ο Γου µε αδιαπραγµάτευτη λογική.
Ο Σέρλοκ στράφηκε στον Κάµερον. «Εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε. «Λες να µείνεις εδώ, στη Σαγκάη;» Ο Κάµερον ανασήκωσε τους ώµους. «Αµφιβάλλω» είπε τελικά. «Νοµίζω πως η µητέρα θέλει να επιστρέψουµε στην Αµερική. Οµολογώ πως θα µε ενδιέφερε να τη δω… να δω αν είναι όσο µεγάλη λένε». «Εσύ θα µείνεις;» ρώτησε ο Σέρλοκ τον Γου. Ο νεαρός Κινέζος έγνεψε καταφατικά. «Η µητέρα µου µε χρειάζεται. Είµαι ο µόνος που της έχει αποµείνει, οπότε θα µείνω. Ίσως να µάθω να µαγειρεύω, σαν τον πατέρα µου. Ίσως να κάνω κάτι άλλο. Η µητέρα µου θέλει να δώσω εξετάσεις για κρατικός λειτουργός, όµως αυτό απαιτεί πολλά χρήµατα και πολύ χρόνο». «Αν γίνεις όµως κρατικός λειτουργός, είσαι εξασφαλισµένος» σχολίασε ο Κάµερον. «Δε θα ξαναέχεις ποτέ οικονοµικά προβλήµατα». Ο Γου έγνεψε χαµογελώντας. «Ο πατέρας µου θα ήταν περήφανος, αν…» «Ναι» είπε σιγανά ο Κάµερον. «Αν». «Να µου γράψετε» είπε ο Σέρλοκ. «Αν µπορέσετε, αν έχετε την ευκαιρία. Θα σας δώσω τη διεύθυνση». Τα τρία αγόρια έµειναν για λίγο σιωπηλά, το καθένα χαµένο στις δικές του σκέψεις. «Πεινάει κανείς άλλος;» ρώτησε τελικά ο Κάµερον. «Έχει αρχίσει να γουργουρίζει η κοιλιά µου». «Μια από τις ψαρόβαρκες έφερε ένα φόρτωµα καλαµάρια νωρίτερα» είπε ο Γου. «Άµα το τηγανίσεις µε πιπερόριζα και σάλτσα σόγιας, γίνεται υπέροχο. Δεν το φτάνει τίποτα». «Είναι καλύτερο από αυγά µε µπέικον;»
«Μακράν». Τα δύο αγόρια σηκώθηκαν. «Έρχεσαι;» ρώτησε ο Κάµερον τον Σέρλοκ. «Θα σας βρω σε λίγο» είπε. «Φυλάξτε µου λίγο καλαµάρι». Τα δύο αγόρια αποµακρύνθηκαν, διαφωνώντας και σπρώχνοντας το ένα το άλλο. Ο Σέρλοκ τούς παρακολουθούσε χαµογελαστός. Ποτέ δε θα φανταζόταν ότι θα µπορούσε να βρει φίλους αντάξιους του Μάτι και της Βιρτζίνια τόσο µακριά από την πατρίδα – είχε βρει όµως. Ίσως να έβρισκε πάντα τέτοιους φίλους, όπου κι αν πήγαινε. Σκέφτηκε τι θα έλεγε στον Μάτι και τη Βιρτζίνια για τις περιπέτειές του όταν θα επέστρεφε στην Αγγλία. Σκέφτηκε το ταξίδι που τον έφερε ως εδώ, την καταιγίδα και την επίθεση των πειρατών, τις εµπειρίες του στη Σαγκάη και κατά µήκος του ποταµού Γιανγκτσέ – είχε τόσα να τους πει! Η επίθεση των πειρατών… υπήρχε κάτι σε αυτήν που εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Ήταν αυτός ο πειρατής που είχε βρει στην καµπίνα του Αρένιους, κατά τα φαινόµενα να ψάχνει το κωδικοποιηµένο µήνυµα που προοριζόταν για τον Μάλκολµ Μακένζι. Ο πειρατής ήξερε πως βρισκόταν εκεί, πράγµα που υποδείκνυε πως όλος ο στόχος της επίθεσης ήταν να πάρουν στα χέρια τους αυτό το µήνυµα. Ποιος είχε όµως τέτοια επιρροή για να οργανώσει µια επίθεση Κινέζων πειρατών εναντίον ενός εµπορικού πλοίου, προκειµένου να πάρουν στα χέρια τους ένα κωδικοποιηµένο µήνυµα; Ο Θάλαµος Παραδόλης φυσικά. Άλλωστε, αυτοί είχαν απαγάγει τον Σέρλοκ και τον είχαν βάλει στο Γκλόρια Σκοτ. Όλο αυτό τον καιρό ο Σέρλοκ θεωρούσε πως το είχαν κάνει για να πάρουν εκδίκηση, για να
τον τιµωρήσουν που είχε ανακατευτεί τόσες φορές στα σχέδιά τους, ίσως όµως να ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ίσως ο Θάλαµος Παραδόλης να είχε ανακαλύψει την πλεκτάνη για την ανατίναξη του αµερικανικού πλοίου και να ήθελε να την αποτρέψει. Ίσως ένας πόλεµος µεταξύ Αµερικής και Κίνας να µην εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους, οπότε αποφάσισαν να παρέµβουν. Να ήταν άραγε αυτός ο πραγµατικός λόγος που ο Θάλαµος Παραδόλης είχε βάλει τον Σέρλοκ στο Γκλόρια Σκοτ; Άραγε όλο αυτό τον καιρό δούλευε εν αγνοία του για λογαριασµό τους; Αν είχαν όµως τέτοια επιρροή, θα µπορούσαν να βρουν έναν άλλο τρόπο να το αποτρέψουν. Δε χρειάζονταν ένα αγόρι από την Αγγλία και µερικούς Κινέζους πειρατές… Χαµογέλασε. Δεν είχε σηµασία. Ο Κάµερον, ο Γου κι ο ίδιος είχαν σώσει ζωές κι είχαν αποτρέψει έναν πόλεµο. Δεν είχε σηµασία ποιανού ιδέα ήταν – είχαν πράξει σωστά. «Συγγνώµη». Σήκωσε τα µάτια του. Μπροστά του στεκόταν ένας άνδρας. Φορούσε τα τυπικά ρούχα ενός ναύτη κι αν έκρινε από την ξασπρισµένη κι αλατισµένη εµφάνισή τους, καθώς και το αργασµένο του δέρµα, πρέπει να είχε µόλις αποβιβαστεί από κάποιο πλοίο. Ο Σέρλοκ τον κοίταξε από την κορυφή µέχρι τα νύχια κι έβγαλε γρήγορα τα συµπεράσµατά του µε βάση όσα έβλεπε. Είχε γεννηθεί στο Γιόρκσαϊρ, αλλά ζούσε στο Λονδίνο. Παντρεµένος. Πέντε παιδιά. Η µητέρα του ζούσε, αλλά ο πατέρας του είχε πεθάνει πρόσφατα. «Παρακαλώ;» είπε ευγενικά. «Το όνοµά σου είναι Χολµς; Σέρλοκ Χολµς;»
Ίσιωσε το κορµί του. «Μάλιστα. Αυτό είναι το όνοµά µου». Ο άνδρας τού έτεινε έναν φάκελο. Είχε διπλωθεί και ξαναδιπλωθεί πολλές φορές και οι δίπλες ήταν γεµάτες βρόµα, ενώ το χοντρό καφετί χαρτί είχε λεκέδες από νερό και κερί. «Αυτό είναι για σένα. Το έφερα από την Αγγλία, να φανταστείς. Μου το έδωσαν να σου το φέρω». Ξαφνικά το στόµα του Σέρλοκ στέγνωσε κι η καρδιά του χτυπούσε πιο ξέφρενα από όταν είχε παλέψει µε τον Αρένιους. «Ευχαριστώ…» είπε απλώνοντας το ένα του χέρι για να πάρει τον φάκελο, ενώ το άλλο πήγε στην τσέπη του. «Να… ορίστε. Βασικά θα έπρεπε…» Ο άνδρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μην ανησυχείς. Πληρώθηκα καλά για να σου το φέρω. Δουλεύω για τον αδελφό σου εδώ και πολλά χρόνια, ταξιδεύοντας ανά τον κόσµο για λογαριασµό του. Μου είπε να µη δεχτώ χρήµατα από σένα. Συγκεκριµένα είπε: “Πες στον νεαρό πως πρέπει να είναι φειδωλός αν πρόκειται να έχει την παραµικρή ελπίδα να επιστρέψει στην πατρίδα σώος κι αβλαβής”». Ο Σέρλοκ γέλασε. Ο ναύτης έκανε µια πολύ πετυχηµένη µίµηση του αδελφού του, του Μάικροφτ. «Ευχαριστώ» ξαναείπε. «Το εκτιµώ ιδιαίτερα». Ο ναύτης κοίταξε γύρω του. «Είσαι εδώ πέρα µερικές µέρες, σωστά; Καµιά συµβουλή;» «Κατά τα φαινόµενα» είπε ο Σέρλοκ «το καλαµάρι είναι εξαιρετικό». Ο ναύτης συνοφρυώθηκε, έπειτα έγνεψε µε το κεφάλι κι αποµακρύνθηκε. Ο Σέρλοκ παρατήρησε πως δεν είχε συνηθίσει ακόµη το στέρεο έδαφος. Με χέρια που έτρεµαν λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε άνοιξε τον φάκελο. Από µέσα έβγαλε ένα γράµµα κι έναν µικρότερο φάκελο.
Ακουµπώντας τον µικρότερο φάκελο στην άκρη, άρχισε να διαβάζει το γράµµα.
Αγαπητέ µου Σέρλοκ, Αυτό είναι ένα από τα πολλά γράµµατα που έστειλα µέσω διαφόρων οδών, σε πολλούς διαφορετικούς προορισµούς που βρίσκονται κατά µήκος της διαδροµής σου, µε την ελπίδα πως ένα τουλάχιστον θα φτάσει στα χέρια σου. Αν λάβεις πάνω από ένα, τότε, σε παρακαλώ, µην µπεις στον κόπο να διαβάσεις τα υπόλοιπα – όλα γράφουν τα ίδια ακριβώς πράγµατα. Πριν ρωτήσεις, πράγµατι τα έγραψα όλα µόνος µου, αντί να βάλω κάποιον γραµµατέα να τα αντιγράψει πολλαπλές φορές. Χρειάστηκε µεγάλη προσπάθεια, όµως ένιωθα πως έπρεπε να κάνω κάτι, έστω συµβολικά, εις αναγνώριση των σκληρών εµπειριών που έχεις αναµφίβολα βιώσει. Ο δάσκαλός σου, ο κύριος Κρόου, η θεία και ο θείος σου, καθώς και οι φίλοι σου, Μάθιου και Βιτζίνια, µου παρήγγειλαν να σου µεταφέρω τους χαιρετισµούς τους. Ειδικά η Βιρτζίνια µου ζήτησε να εσωκλείσω ένα δικό της γράµµα µαζί µε το δικό µου. Νιώθω πως πρέπει να σε προετοιµάσω για το περιεχόµενό
του. Λείπεις εδώ και αρκετό καιρό –ίσως περισσότερο από όσο αντιλαµβάνεσαι– και τα πράγµατα έχουν αλλάξει. Ο Αµάιους Κρόου αναγκάστηκε να αναλάβει άλλους µαθητές προκειµένου να κερδίζει τα προς το ζην, και η Βιρτζίνια άρχισε να τρέφει ιδιαίτερη συµπάθεια για έναν από αυτούς, τον γιο ενός Αµερικανού επιχειρηµατία που εργάζεται στο Γκίλντφορντ. Το όνοµά του είναι Άαρον Γουίλσον Τζούνιορ και ζήτησε από τη Βιρτζίνια να τον παντρευτεί. Πολύ φοβάµαι πως δέχτηκε…
Ο Σέρλοκ χαµήλωσε το γράµµα. Το χέρι του έτρεµε. Έπιασε τον δεύτερο φάκελο. Ο γραφικός χαρακτήρας στο πίσω µέρος ήταν ντελικάτος, γυναικείος. Πριν από ένα λεπτό, γνωρίζοντας πως ήταν γράµµα από τη Βιρτζίνια, τίποτα δε θα µπορούσε να τον αποτρέψει από το να το διαβάσει. Τώρα, έχοντας διαβάσει το γράµµα του Μάικροφτ, το τελευταίο πράγµα που ήθελε να κάνει ήταν να το ανοίξει. Ήταν όµως ήδη αργά. Το µήνυµα είχε µεταβιβαστεί. Το τζίνι είχε βγει από το µπουκάλι. Ξεροκατάπιε κι έµεινε να κοιτάζει το Γκλόρια Σκοτ, καθώς το προετοίµαζαν για το ταξίδι της επιστροφής. Πώς µπορούσαν τόσες λίγες λέξεις να αλλάξουν τον κόσµο του τόσο ριζικά; Πώς µπορούσε κάποια να ραγίσει την καρδιά του τόσο εύκολα από
τόσο µακριά; Με αργές κινήσεις τσαλάκωσε το µισοδιαβασµένο γράµµα του Μάικροφτ και τον φάκελο της Βιρτζίνια, καθώς τα µάτια του κοιτούσαν την πολυσύχναστη προβλήτα δίχως να βλέπουν.
Σηµειώσεις του συγγραφέα
Πέντε βιβλία. Ποτέ δε φαντάστηκα πως θα κατάφερνα να γράψω πέντε βιβλία για τον Σέρλοκ Χολµς ως έφηβο, όµως να που τα κατάφερα, και έπονται ακόµα περισσότερα. Για την ακρίβεια, τουλάχιστον ένα ακόµα και ίσως (αν το θέλει κι η Macmillan Children’s Books) τρία επιπλέον. Τώρα πρέπει πρώτα να φέρω πίσω τον Σέρλοκ από την Κίνα σώο και αβλαβή, πράγµα που θα πάρει κάποιον καιρό, κι έπειτα πρέπει µε κάποιον τρόπο να δώσω µια λύση στο ζήτηµα του Θαλάµου Παραδόλης. Υπάρχει φυσικά και το θέµα του τι συνέβη µε τη Βιρτζίνια. Πώς θα επηρεάσ ει αυτό τον χαρακτήρα του Σέρλοκ; (Όσοι από εσάς έχετε διαβάσει κάποια ή και όλες τις ιστορίες του Κόναν Ντόιλ, γνωρίζετε φυσικά την απάντηση.) Ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο οποίος έγραψε τις αρχικές ιστορίες του Σέρλοκ Χολµς, µας έχει πει πως (όταν ήταν γύρω στα είκοσι πέντε) ο Σέρλοκ είχε άριστες γνώσεις και ικανότητες στην ξιφοµαχία, την πυγµαχία, τις πολεµικές τέχνες, τη χηµεία, την ηθοποιία και το βιολί. Στα πέντε βιβλία που έχω γράψει µέχρι τώρα για την πρώιµη ζωή του
Σέρλοκ, έχω βάλει τις βάσεις για την πυγµαχία, την ηθοποιία, τις πολεµικές τέχνες και το βιολί. Έχω ακόµη λίγη δουλειά να κάνω πάνω στην ξιφοµαχία και στην αγάπη του για τη χηµεία, αλλά η καθεµιά από αυτές απαιτεί το δικό της βιβλίο. Όπως πάντα, στο βιβλίο έχω προσπαθήσει να βρίσκοµαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγµατικότητα, οπότε, αντί να βασιστώ στο πώς πίστευα πως πρέπει να ήταν η Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1860, αρχές 1870 (σε µεγάλο βαθµό εξαιτίας µιας παλιάς ιαπωνικής τηλεοπτικής σειράς µε υπόβαθρο την Κίνα, ονόµατι The W ater Margin, η οποία προβαλλόταν στην Αγγλία όταν ήµουν παιδί, µε κακό υποτιτλισµό), διάβασα έναν δυσθεώρητο όγκο βιβλίων για να πετύχω την ατµόσφαιρα. Μερικά είναι σύγχρονα βιβλία που κάνουν µια επισκόπηση της Κίνας, όπως ήταν πριν από εκατό και περισσότερα χρόνια, ενώ άλλα είναι γραµµένα από ανθρώπους που ταξίδεψαν στην Άπω Ανατολή τη συγκεκριµένη περίοδο. Σε περίπτωση που σας ενδιαφέρει, τα πιο ενδιαφέροντα σύγχρονα βιβλία ήταν:
The Opium W ar: Drugs, Dreams and the Making of China, της Julia Lovell (Picador, 2011). Ένα βιβλίο µε εξαιρετική γραφή κι εξονυχιστική έρευνα για την υποκρισία και την κατάπτυστη συµπεριφορά της Βρετανίας στις σχέσεις της µε την Κίνα. Δυστυχώς, κάνει µια αδικαιολόγητη επίθεση στον φανταστικό χαρακτήρα του Φου Μαντσού στα τελευταία κεφάλαια – πάντοτε µου άρεσε ο Φου Μαντσού–, αλλά πέρα από αυτό, είναι άπταιστο.
The Scramble for China: Foreign Devils in the Qing Empire, 1832-1914, του Robert Blickers (Allen Lane, 2011). Ένα καλό, πλην ιδιόµορφα γραµµένο βιβλίο για την ιστορία των Δυτικών µε την Κίνα.
Chinese Characters, της Sarah Lloyd (HarperCollins, 1987). Εκ πρώτης όψεως, αυτό το εξαιρετικό βιβλίο είναι µια καταγραφή των ταξιδιών της Sarah Lloyd στην Κίνα, ταυτόχρονα όµως αποτελεί κι έναν στοχασµό πάνω στους Κινέζους, την ιστορία, τον χαρακτήρα τους, καθώς και ένα σωρό άλλα πράγµατα, γραµµένα σε σαφή, πλην ποιητική πρόζα. Το διάβασα διότι, ακόµη και σήµερα, µεγάλο µέρος της Κίνας –ειδικά τα χωράφια και τα αγροκτήµατα– δε διαφέρει πολύ από το πώς ήταν την εποχή του Σέρλοκ. Αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε.
Το πιο χρήσιµο βιβλίο εποχής ήταν:
A Lady’s Captivity Among Chinese Pirates, της Fanny Loviot (National Maritime Museum, 2008). Μια υποθετικά αληθινή εξιστόρηση των περιπετειών µιας βικτοριανής κυρίας, η οποία ταξίδεψε από την Αγγλία στην Αµερική κι έπειτα στην Κίνα, όπου ισχυρίστηκε πως πιάστηκε
αιχµάλωτη από πειρατές. Το κατά πόσο αληθεύουν όλα αυτά είναι άλλη ιστορία… Είτε το πιστεύετε είτε όχι, η πάθηση του Αρένιους είναι πραγµατική – δε θα τολµούσα να επινοήσω κάτι τόσο αλλόκοτο. Ονοµάζεται αργυρία και µπορείτε να την ψάξετε στο διαδίκτυο, όπου θα βρείτε ακόµα και φωτογραφίες ανθρώπων που πάσχουν από αυτή. Σήµερα όλο και περισσότεροι πίνουν αιωρήµατα ασηµιού για να προστατευτούν από τις ασθένειες[40], οπότε είναι πιθανόν οι περιπτώσεις εµφάνισης αργυρίας να αυξάνονται. Το USS Monocacy ήταν ένα πραγµατικό πλοίο του Αµερικανικού Πολεµικού Ναυτικού, το οποίο ήταν σταθµευµένο στην Άπω Ανατολή στα τέλη της δεκαετίας του 1860, αρχές 1870. Πράγµατι ανέβηκε τον ποταµό Γιανγκτσέ σε αποστολή χαρτογράφησης, περίπου την εποχή που λαµβάνουν χώρα τα γεγονότα του βιβλίου (για την ακρίβεια, µπορεί να µετατόπισα τα πραγµατικά γεγονότα ένα δύο χρόνια, για να συµπέσουν µε την υπόθεση. Το πλοίο φτιάχτηκε το 1864 και παρέµεινε εν ενεργεία µέχρι το 1903, οπότε πουλήθηκε σε έναν Ιάπωνα επιχειρηµατία. Ο Χένρι Φράνσις Μπράιαν διατέλεσε καπετάνιος του για µερικά χρόνια και αργότερα έγινε κυβερνήτης στη Σαµόα. Τι άλλο έχω να σας πω; Α, τα ζώα που συναντά ο Σέρλοκ στη διάρκεια του ταξιδιού στον ποταµό Γιανγκτσέ είναι πραγµατικά – το δελφίνι του ποταµού Γιανγκτσέ (ή baiji) και ο αλιγάτορας του ποταµού Γιανγκτσέ. Αυτή τη στιγµή τα baiji βρίσκονται υπό εξαφάνιση εξαιτίας της αλιείας και της µόλυνσης στο ποτάµι – για την ακρίβεια, µπορεί να έχουν ήδη εκλείψει[41]. Επίσης µια σηµείωση για τους αληθινούς θιασώτες του Σέρλοκ Χολµς: Το Γκλόρια Σκοτ σε αυτή την ιστορία δεν
είναι το ίδιο που αναφέρεται στην «Περιπέτεια του Γκλόρια Σκοτ» του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Εκείνο το πλοίο βυθίστηκε το 1855, καθ’ οδόν προς την Αυστραλία. Όχι, αυτό είναι ένα διαφορετικό Γκλόρια Σκοτ. Γιατί όµως; Η απλούστερη εξήγηση είναι πως ήθελα να του δώσω το όνοµα ενός άλλου πλοίου που αναφέρεται στις ιστορίες του Κόναν Ντόιλ –του Μatilda Briggs–, όµως θυµήθηκα το λάθος πλοίο και µέχρι να αντιληφθώ το λάθος µου ήταν πια πολύ αργά για να το αλλάξω. Τόσο απλά (όσο και ανόητα). Μια που είµαι εδώ, µια σηµείωση για την κινεζική προφορά. Την εποχή του Σέρλοκ, ο τρόπος που αποδίδονταν οι κινεζικοί ήχοι στα αγγλικά ήταν γνωστός ως σύστηµα Wade-Giles (η κινεζική γλώσσα έχει ήχους που δεν απαντώνται στα αγγλικά). Ήταν ένα σύστηµα που ανέπτυξε ο Thomas Francis Wade, ένας Βρετανός πρέσβης στην Κίνα, ο οποίος εξέδωσε το πρώτο εγχειρίδιο εκµάθησης κινέζικων στα αγγλικά, το 1867. Ο Herbert Allen Giles βελτίωσε το εν λόγω σύστηµα το 1912 (εξού και η ονοµασία Wade-Giles). Το σύστηµα Wade-Giles αντικαταστάθηκε από το Pinyin κατά τη δεκαετία του 1950. Το πρόβληµα είναι πως τα δύο συστήµατα συχνά δίνουν διαφορετικά αποτελέσµατα για την ίδια κινεζική λέξη. Για παράδειγµα, το Πεκίνο, γνωστό ως «Peking» στο σύστηµα Wade-Giles, έγινε «Beijing» στο σύστηµα Pinyin (όπως βλέπετε, ακούγονται παρόµοια, αλλά δεν είναι το ίδιο). Αντίστοιχα, ο Mao Tse-tung, που είχε τον έλεγχο της Κίνας από το 1949 µέχρι το 1976, έγινε ξαφνικά «Mao Zedong». Ως επί το πλείστον, στο βιβλίο βασίστηκα στο σύστηµα Wade-Giles αντί στο σύστηµα Pinyin, καθότι την εποχή εκείνη αυτό θα γνώριζαν ο Σέρλοκ και ο Κάµερον Μακένζι. Δυστυχώς, αυτό δίνει στα ονόµατα ορισµένων
Κινέζων χαρακτήρων (Γου Τσουνγκ, Γου Φανγκ-Γι) ένα παλιοµοδίτικο άκουσµα (στο σύστηµα Pinyin, ο Γου Τσουνγκ θα ήταν Γου Τζονγκ και ο Γου Φανγκ-Γι θα ήταν Γου Φενγκ-Γι. Παρεµπιπτόντως, τα κινεζικά ονόµατα ξεκινούν µε το επίθετο, οπότε, ενώ ο Σέρλοκ Χολµς είναι ο γιος του Σίγκερ Χολµς, ο Γου Φανγκ-Γι είναι ο γιος του Γου Τσουνγκ. (Την εποχή εκείνη, οι Κινέζες συνήθως κρατούσαν το επίθετό τους µετά τον γάµο, γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά το «Γου» στο όνοµα της Τζι Χιούεν). Εντάξει; Είναι όλα σαφή; (Μπορεί να εξεταστείτε αργότερα.) Στο πρώτο βιβλίο αναφέρθηκα εν συντοµία στα χρήµατα της βικτοριανής Αγγλίας. Στην Κίνα της Ύστερης Αυτοκρατορικής Περιόδου (οπότε και λαµβάνουν χώρα τα γεγονότα του βιβλίου), ο αυτοκράτορας είχε καθιερώσει ένα σύστηµα µε ασηµένια και χάλκινα νοµίσµατα. Τα χάλκινα νοµίσµατα ονοµάζονταν κας (cash), παρόλο που, κατά µυστήριο τρόπο, το «cash» που χρησιµοποιούµε ως λέξη στη Δύση δεν έχει τη ρίζα του εκεί. Τα ασηµένια νοµίσµατα είχαν πολλές υποδιαιρέσεις: το tael, το mace, το candareen και το li. (Αν ποτέ βρεθείτε στην Ύστερη Αυτοκρατορική Κίνα, να θυµάστε ότι 1 tael = 10 mace = 100 candareen = 1.000 li – δεκαδικό σύστηµα). Μετά από όλα αυτά πού καταλήγουµε λοιπόν; Ο Σέρλοκ πρέπει προφανώς να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αναµφίβολα, στον δρόµο θα µπλέξει σε ένα σωρό περιπέτειες (σκέφτοµαι πως πιθανότατα θα καταλήξει για αρκετούς µήνες στην Ιαπωνία, ίσως και στην Ινδία), όµως αυτές οι ιστορίες µπορεί να µην ειπωθούν ποτέ – τουλάχιστον, όχι από εµένα. Νοµίζω πως το επόµενο βιβλίο –το έκτο– θα λάβει χώρα πάλι στην Αγγλία και θα σχετίζεται πάλι µε τον Θάλαµο Παραδόλης (ίσως να κάνει την επανεµφάνισή του κι ένας αντίπαλος από τα προηγούµενα
βιβλία). Ωστόσο, ένα πράγµα είναι βέβαιο: Όταν ο Σέρλοκ επιστρέψει, θα είναι µεγαλύτερος, σοφότερος και πολύ πιο µελαγχολικός.
Σηµειώσεις
1. Παραδόξως, υπήρχε πράγµατι τέτοιο χαρτί, ενδεχοµένως λίγο µεταγενέστερα, το οποίο χρησιµοποιούνταν κυρίως σε προγράµµατα και περιτυλίγµατα θεάτρου, για να µηνενοχλούνται οι θεατές. 2.Κατάλογος φορτίου. 3.Το χοντρό σκοινί του µεγάλου πανιού ενός ιστιοφόρου, το οποίο δίνει τη δυνατότητα προσανατολισµού, άρα και πλοήγησης.Θεωρείται µία από τις πιο δύσκολες εργασίες πάνω σε ένα ιστιοφόρο. 4.Ένα από τα σκοινιά που χρησιµοποιούνται για το κρέµασµα της αντένας από το κατάρτι. 5. «Shadow-boxing» στο πρωτότυπο, ένα είδος άσκησης που προετοιµάζει τους µυς για ακόµα πιο έντονη άσκηση και βάζει τον αθλητή στον απαιτούµενο ρυθµό. Ειδικά στην πυγµαχία, είναι κυριολεκτικά σαν κάποιος να παλεύει µε τη σκιά του, εξού και η ονοµασία.Η σκιαµαχία εντοπίζεται ήδη από τους αρχαίους χρόνους και απεικονίζεται σε αρχαιοελληνικά αγγεία. 6.Fiddler: βιολιστής, αλλά είναι και λογοπαίγνιο µε το «χασοµέρης». 7.Τηνεποχή εκείνη, η Ολλανδική Αυτοκρατορία είχε πολλές αποικίες στονΙνδικό Ωκεανό και τηνΙνδονησία. 8.«Σατέι πονορόγκο»: κάτι σανινδονησιακό σουβλάκι. 9.Για την ακρίβεια, υπάρχουν πάµπολλες διάλεκτοι στο νησί, αλλά είναι πολύ πιθανό σε ένα αποικιακό λιµάνι να µιλάνε µαλαισιανά. 10.Ένα είδος προάγγελου της γραβάτας, πιο κοντά στο φουλάρι. 11.Οποιοσδήποτε τοίχος χωρίζει το εσωτερικό του πλοίου σε τµήµατα που µπορούν να αποµονωθούν µεταξύ τους. 12.Μικροί σκαρµοί, κάτι σαν χερούλια που µπορούν να µπαινοβγαίνουν στην κουπαστή του πλοίου για την πρόσδεση σκοινιών, φτιαγµένα είτε από ξύλο είτε από µπρούντζο. 13.Τοποθετούντανστο εσωτερικό τωνπλοίωνως βαρίδια, για να αυξήσουντηνευστάθειά τους. 14.Στο διήγηµα The Adventures of Young Sherlock Holmes: Bedlam, που κυκλοφορεί µόνο σε αγγλική έκδοση e-book από τo2011. 15. Αµφότερες οι ασθένειες είναι φανταστικά δηµιουργήµατα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, από ονόµατα πραγµατικώνπεριοχών(Tαπανούλι είναι περιοχή της βόρειας Σουµάτρας και Φορµόσα ήταν το όνοµα των Πορτογάλων για την Ταϊβάν), και ο Σέρλοκ Χολµς αναφέρεται σε αυτές στην Περιπέτεια του Ετοιµοθάνατου Ντετέκτιβ, που δηµοσιεύτηκε στο Strand Magazine το 1913. 16.Δείτε τις σηµειώσεις του συγγραφέα για τα κινεζικά χρήµατα. 17.Ηκινεζική ονοµασία για την«κοινή καντονέζικη» διάλεκτο.
18.Όλα όσα αναφέρονται εδώ για το USS Monocacy είναι ιστορικά γεγονότα, ίσως µε µικρούς αναχρονισµούς. 19.Δύο πολέµους για την ακρίβεια, τους Πολέµους τους Οπίου.Εδώ αναφέρεται ειδικότερα στον δεύτερο (18561860). 20.Η φιγούρα αυτή λέγεται, µεταξύ άλλων, Budai ή «Γελαστός Βούδας» και συχνά θεωρείται απεικόνιση του Maitreya, του Βούδα του Μέλλοντος. 21. Είναι ένα είδος αποκαλούµενων «ουράνιων θηρίων», ιερών στην κινεζική παράδοση. Ο Σέρλοκ έχει δίκιο αναφορικά µε το ότι µοιάζουν µε διασταυρώσεις άλλων ζώων, καθότι εµπίπτουν στον χιµαιρικό τύπο µυθολογικών πλασµάτων. Το Qilin ή Κιρίν, για παράδειγµα, έχει (συχνά) σώµα ελαφιού, οπλές αλόγου, ουρά βοδιού, λέπια ψαριού και ένα ή περισσότερα κέρατα. Θεωρείται κάτι ανάλογο του δυτικού µονόκερου. 22.Είναι λογοπαίγνιο µε τις λέξεις «monarchy» και «aristocracy», καθότι το Monocacy προφέρεται «Μονόκασι». 23. Απόδοση του «Small Swords Society». Δε βρέθηκε κάποια σχετική πηγή στα ελληνικά. Η ονοµασία αναφέρεται στα µαχαίρια που χρησιµοποιούσανοι πολεµιστές της οργάνωσης. 24.Αυτή η διάταξη είναι γνωστή και ως «Βραχόκηπος Ζεν» και υποτίθεται πως ευνοεί τονδιαλογισµό. 25.Βέβαια, αν µε βάση τις αναφορές των βιβλίων τα γεγονότα εδώ λαµβάνουν χώρα το 1870 και ο Δεύτερος Πόλεµος του Οπίου τελείωσε το 1860, τηνεποχή εκείνη ο Σέρλοκ θα ήταν5 ετών. 26.Για την ακρίβεια, εκτός της Κίνας, οι πρώτες απαγορεύσεις για το όπιο θεσπίστηκανστην Αµερική το 1875 και το 1890, ενώ στην Ευρώπη δεν άρχισαν να εφαρµόζονται ρυθµίσεις παρά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. 27.«Shuriken», για οποιονδήποτε έχει δει έστω και µία ταινία µε νίντζα. 28.Κινεζικά ιδεογράµµατα, τα οποία, ότανπέρασανστηνΙαπωνία, µετονοµάστηκανσε kanji. 29.Είναι αναφορά σε µια υποτιθέµενη κινεζική κατάρα: «Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς», υπό την έννοια ότι ενδιαφέροντες καιροί είναι οι ταραγµένες εποχές. 30. Εσωτερικά, αυτά τα µανίκια κατέληγαν σε τσέπες ραµµένες στο ύψος περίπου της µασχάλης, που κρέµοντανσανεσωτερικά πουγκιά. 31.Ουσιαστικά το κοµµάτι του πέλµατος ακριβώς πριντη βάση τωνδαχτύλωντου ποδιού. 32.Το αγγλικό αλφάβητο έχει 26γράµµατα. 33. Οι χάρτες της εθνικής χαρτογραφικής υπηρεσίας της Αγγλίας, της Ordnance Survey, που χρονολογείται περίπου από το 1790. 34.Από το 1867 ως το 1877 οι ΗΠΑαποτελούνταναπό 37 πολιτείες. 35.«Λόφος του Δαγκώµατος του Φιδιού», µια πραγµατική τοποθεσία στις όχθες του ποταµού Γιανγκτσέ, όπου βρίσκεται η φηµισµένη YellowCrane Pagoda. 36.Εννοείται το µυθικό πουλί που αναγεννάται από τις στάχτες του και όχι το δέντρο. 37.Παρόλο που το Γουσάν(«Wushan») είναι πραγµατικό µέρος (πόλη και κοµητεία της Κίνας) και πράγµατι εκεί βρίσκεται ο εν λόγω λόφος, ο συγγραφέας έχει κάνει λάθος στην απόσταση, που στην πραγµατικότητα είναι γύρω στα 500 χιλιόµετρα, και άρα θα ήταναδύνατοννα φτάσουνεγκαίρως οι τρεις φίλοι. 38.Πράγµατι, αυτή είναι µια άλλη ονοµασία των δελφινιών baiji, που ενδηµούν αποκλειστικά στον ποταµό Γιανγκτσέ. 39.Ανθέλουµε να ακριβολογούµε, το συγκεκριµένο ζώο δενείναι ερπετό αλλά αµφίβιο (δείτε και τις Σηµειώσεις του Συγγραφέα στο τέλος). Ωστόσο, από τη µέχρι τώρα εµπειρία του Σέρλοκ και πιθανώς την ταξινόµηση της εποχής, ερπετό θεωρούνταν. 40.Ο πιο γνωστός είναι ο Αµερικανός Paul Karason, ο οποίος είχε αποκτήσει στο τέλος ένα βαθύ µπλε χρώµα. Πέθανε στις 23 Σεπτεµβρίου 2013. 41.Σύµφωνα µε πηγές, το τελευταίο baiji, ονόµατι qiqi, πέθανε το 2002.