ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ Μ ΠΟΡΟΥΜ Ε ΝΑ ΔΟΥΜ Ε
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Το παρόν έργ ο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγ ορεύεται απολύτως άνευ γ ραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγ ραφή, φωτοανατύπωση και εν γ ένει αναπαραγ ωγ ή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γ ένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργ ου.
Eκδόσεις Πατάκη – Ξένη λογ οτεχνία Σύγ χρονη ξένη λογ οτεχνία – 353 Άντονυ Ντορ, Όλο το φ ως που δεν μπορούμε να δούμε Tίτλος πρωτοτύπου: All the light we cannot see Mετάφραση: Νίνα Μπούρη Yπεύθυνος έκδοσης: Kώστας Γιαννόπουλος Eπιμέλεια, διορθώσεις: Στέλλα Τσάλα Σελιδοποίηση και δημιουργ ία ψηφιακής έκδοσης: ΦΑΣΜΑ ΑΦΟΙ Kαπένη Κ. & Α. Ο.Ε. Φιλμ, μοντάζ: Κέντρο Γρήγ ορης Εκτύπωσης Copyright© Anthony Doerr, 2014 Copyright© γ ια την ελληνική γ λώσσα, Σ. Πατάκης A.E.E.Δ.E. (Eκδόσεις Πατάκη), 2014 Πρώτη έκδοση στην αγ γ λική γ λώσσα από τις εκδόσεις Fourth Estate Λονδίνο, 2014 Πρώτη έκδοση στην ελληνική γ λώσσα από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Μάιος 2016 Κ.Ε.Τ. 9647 • Κ.Ε.Π. 384/16 • ISBN 978-960-16-6380-7 Πρώτη ψηφιακή έκδοση στην ελληνική γ λώσσα από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Ιούνιος 2016 Κ.Ε.Τ. 9648 • ISBN 978-960-16-6661-7
Για τη Γουέντι Γουάιλ 1940-2012
Τον Αύγ ουστο του 1944, η ιστορική, οχυρωμένη πόλη του Σαιν Μαλό, το πιο λαμπρό πετράδι της Σμαραγ δένιας Ακτής της γ αλλικής Βρεττάνης, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τη φωτιά… Από τα 865 κτίρια που βρίσκονταν εντός των τειχών έμειναν όρθια μόλις 182, και όλα υπέστησαν ως έναν βαθμό φθορές. Φ ΙΛΙΠ ΜΠΕΚ
Θα είχε σταθεί αδύνατο να αποκτήσουμε δύναμη και να τη χρησιμοποιήσουμε όπως την έχουμε χρησιμοποιήσει εάν δεν υπήρχε το ραδιόφωνο. ΓΙΟΖΕΦ ΓΚΕΜΠΕΛΣ
Μηδέν 7 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
9
Φυλλάδια
ΠΕΦΤΟΥΝ
ΤΟ ΣΟΥΡ ΟΥΠΟ σαν βροχή από τον ουρανό. Πετάνε πάνω από τους προμαχώνες, κατρακυλάνε στις σκεπές, φτερουγίζουν στα φαράγγια ανάμεσα στα σπίτια. Έχουν γεμίσει δρόμους ολόκληρους, και στροβιλίζονται κατάλευκα πάνω στις πλάκες. Επείγον μήνυμα προς τους κατοίκους αυτής της πόλης, γράφουν. Αναχωρήστε αμέσως για την ύπαιθρο. Η παλίρροια ανεβαίνει. Η σελήνη μετεωρίζεται, μικρή, κίτρινη και αμφίκυρτη. Πάνω στις στέγες των παραλιακών ξενοδοχείων στα ανατολικά και στους κήπους από πίσω τους πέντ’ έξι αμερικανικές μονάδες πυροβολικού ρίχνουν εμπρηστικά βλήματα στις μπούκες των ολμοβόλων.
10
ANTHONY DOERR
Βομβαρδιστικά
ΠΕΡ ΝΟΥΝ
ΤΗ ΜΑΓΧΗ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ . Είναι δώδεκα και έχουν ονόματα από τραγούδια: Στάρνταστ και Στόρμυ Γουέδερ και Ιν δε Μουντ και Πίστολ-Πάκιν’ Μάμα. Η θάλασσα γλιστράει από κάτω τους, κατάστικτη από τα αμέτρητα σιρίτια των λευκών αφρών των κυμάτων. Σύντομα οι πλοηγοί διακρίνουν τις χαμηλές φεγγαροφώτιστες μάζες των νησιών που απλώνονται στον ορίζοντα. Η Γαλλία. Η ενδοσυνεννόηση κροταλίζει. Προσεκτικά, νωχελικά σχεδόν, τα βομβαρδιστικά κατεβαίνουν σε χαμηλότερο ύψος. Νήματα κόκκινου φωτός υψώνονται από τα αντιαεροπορικά πυροβολεία κατά μήκος της ακτής. Εμφανίζονται σκοτεινά, κατεστραμμένα πλοία, βυθισμένα από τους ναύτες τους ή από εχθρικά πυρά, ένα απ’ αυτά έχει χάσει την παρειά του, ένα άλλο τρεμοσβήνει ενώ καίγεται. Σ’ ένα από τα νησιά πανικόβλητα πρόβατα τρέχουν ξέφρενα ανάμεσα στους βράχους. Μ έσα σε κάθε αεροπλάνο ένας βομβαρδιστής κοιτάζει από το παράθυρο διόπτευσης και μετράει ως το είκοσι. Τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά. Στα μάτια των βομβαρδιστών η οχυρωμένη πόλη πάνω στο γρανιτένιο ακρωτήρι που κοντοζυγώνει μοιάζει με σάπιο δόντι, με κάτι μαύρο και επικίνδυνο, ένα τελευταίο απόστημα που πρέπει να σπάσει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
11
Το κορίτσι
ΣΕ ΜΙΑ ΑΚΡ Η ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, μέσα σε ένα ψηλό, στενό οίκημα στον αριθμό 4 της οδού Βομπορέλ, στον πέμπτο και τελευταίο όροφο, μια αόμματη δεκαεξάχρονη που λέγεται Μ αρί Λορ Λεμπλάν σκύβει γονατιστή πάνω από ένα χαμηλό τραπέζι που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από μια μακέτα. Η μακέτα είναι μια μινιατούρα της πόλης όπου βρίσκεται και περιέχει μικρογραφίες των εκατοντάδων σπιτιών, καταστημάτων και ξενοδοχείων που περικλείονται στα τείχη της. Ο καθεδρικός με το διάτρητο βέλος του, ο ογκώδης παλιός Πύργος του Σαιν Μ αλό και σειρές από παραθαλάσσια μέγαρα με τις καμινάδες τους. Μ ια λεπτή ξύλινη προβλήτα εκτείνεται τοξωτά από μια παραλία που ονομάζεται Πλαζ ντι Μ ολ· ένα ντελικάτο δικτυωτό καφασωτό αψιδώνεται πάνω από την ψαραγορά· λιλιπούτεια παγκάκια, τα πιο μικρά σαν κουκούτσια μήλων, διαστίζουν τις μικροσκοπικές δημόσιες πλατείες. Η Μ αρί Λορ διατρέχει με τα ακροδάχτυλά της το στηθαίο των επάλξεων που έχει πλάτος ένα εκατοστό, σχηματίζοντας ένα ακανόνιστο αστέρι γύρω από τη μακέτα. Βρίσκει το άνοιγμα πάνω στα τείχη όπου τα τέσσερα κανόνια είναι στραμμένα προς τη θάλασσα. «Ο Ολλανδικός Προμαχώνας» ψιθυρίζει, και τα δάχτυλά της κατεβαίνουν τη σκαλίτσα. «Οδός Κορντιέρ. Οδός Ζακ Καρτιέ».
12
ANTHONY DOERR
Σε μια γωνιά του δωματίου βρίσκονται δύο μεταλλικοί κουβάδες ξέχειλοι με νερό. Να τους γεμίζεις, την έχει ορμηνέψει ο θείος της, όποτε μπορείς. Και την μπανιέρα του δεύτερου πατώματος. Ποιος ξέρει πότε θα κοπεί πάλι το νερό. Τα δάχτυλά της επιστρέφουν στο βέλος του καθεδρικού. Πηγαίνουν στην Πύλη της Ντινάν. Όλο το βράδυ περιδιάβαινε με τα δάχτυλά της τη μακέτα περιμένοντας τον αδερφό του παππού της, τον θείο Ετιέν, ιδιοκτήτη αυτού του σπιτιού, που βγήκε χτες το βράδυ ενώ εκείνη κοιμόταν και δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Και τώρα έγινε πάλι νύχτα, άλλη μια περιστροφή του ρολογιού, και όλη η γειτονιά είναι ήσυχη, μα αυτή δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ακούει τα βομβαρδιστικά μόλις φτάνουν στα πέντε χιλιόμετρα. Σαν παράσιτα που αυξάνονται. Σαν βουητό μέσα σε κοχύλι. Μ όλις ανοίγει το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ο ήχος των αεροπλάνων γίνεται πιο δυνατός. Κατά τα άλλα η νύχτα είναι τρομερά σιωπηλή: ούτε μηχανές, ούτε φωνές, ούτε φασαρία. Ούτε σειρήνες. Ούτε βήματα στα πλακόστρωτα. Ούτε καν γλάροι. Μ όνο η παλίρροια, ένα τετράγωνο μακριά και πέντε ορόφους πιο κάτω, που παφλάζει στα ριζά των τειχών της πόλης. Και κάτι ακόμα. Κάτι που κροταλίζει απαλά, πολύ κοντά. Ανοίγει το αριστερό παντζούρι και περνάει τα δάχτυλά της πάνω από τις γρίλιες του δεξιού. Εκεί έχει πιαστεί ένα φύλλο χαρτί. Το φέρνει στη μύτη της. Μ υρίζει φρέσκο μελάνι. Βενζίνη ίσως. Το χαρτί είναι κολλαριστό· δεν έχει μείνει πολλή ώρα έξω. Η Μ αρί Λορ διστάζει στο παράθυρο με τα καλτσωμένα πόδια της, την κρεβατοκάμαρα πίσω της, τα κοχύλια που είναι παραταγμένα πάνω στο ερμάρι, τα βότσαλα στις άκρες του πατώματος. Το μπαστούνι της είναι όρθιο στη γωνία· ένα μεγάλο μυθιστόρημα σε γραφή Μ πράιγ περιμένει αναποδογυρισμένο πάνω στο κρεβάτι. Το βουητό των αεροπλάνων δυναμώνει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
13
Το αγόρι
ΠΕΝΤΕ ΔΡ ΟΜΟΥΣ ΠΙΟ
ΒΟΡ ΕΙΑ , ένας δεκαοχτάχρονος Γερμανός στρατιώτης με κάτασπρα μαλλιά που λέγεται Βέρνερ Πφέννιχ ξυπνάει από έναν αχνό συγκεκομμένο βόμβο. Λίγο πιο δυνατό από γουργουρητό. Σαν μύγες που χτυπούν απαλά ένα απόμακρο τζάμι. Πού βρίσκεται; Η γλυκιά, αμυδρά χημική μυρωδιά του λαδιού για τα όπλα· το ακατέργαστο ξύλο των καινούριων κιβωτίων για τα πυρομαχικά· η μυρωδιά ναφθαλίνης από τα παλιά κλινοσκεπάσματα – είναι στο ξενοδοχείο. Φυσικά. L’hôtel des Abeilles, το Ξενοδοχείο των Μ ελισσών. Είναι ακόμα νύχτα. Είναι ακόμα νωρίς. Από τη μεριά της θάλασσας ακούγονται σφυρίγματα και εκρήξεις· σηκώνονται αντιαεροπορικά πυρά. Ένας δεκανέας του αντιαεροπορικού περνάει βιαστικά από τον διάδρομο πηγαίνοντας προς τη σκάλα. «Κατέβα στο κελάρι» φωνάζει πάνω από τον ώμο του, κι ο Βέρνερ ανάβει τον φακό του, τυλίγει την κουβέρτα του μέσα στον σάκο του και βγαίνει από το δωμάτιο. Πριν από λίγο καιρό το Ξενοδοχείο των Μ ελισσών ήταν ένα κεφάτο κατάλυμα με θαλασσιά παραθυρόφυλλα στην πρόσοψη, μύδια στον πάγο και Βρετόνους σερβιτόρους με παπιγιόν που γυάλιζαν ποτήρια πίσω από την μπάρα. Διέθετε είκοσι ένα
14
ANTHONY DOERR
δωμάτια, επιβλητική θέα στη θάλασσα και ένα τζάκι στο σαλόνι μεγάλο σαν φορτηγό. Εδώ έπαιρναν το απεριτίφ τους οι Παριζιάνοι που έρχονταν εκδρομή τα Σαββατοκύριακα, πριν απ’ αυτούς οι απεσταλμένοι της πολιτείας –υπουργοί, υφυπουργοί, ηγούμενοι, ναύαρχοι– και, στους αιώνες πριν απ’ αυτούς, οι ψημένοι από την αλμύρα κουρσάροι: φονιάδες, πλιατσικολόγοι, κουρσευτές, θαλασσινοί. Πιο πριν ακόμα, πριν καν γίνει ξενοδοχείο, πριν από πέντε γεμάτους αιώνες, ήταν το σπίτι ενός πλούσιου καταδρομέα που παράτησε το κούρσο για να μελετήσει τις μέλισσες στους αγρούς έξω από το Σαιν Μ αλό, γράφοντας σε σημειωματάρια και τρώγοντας μέλι κατευθείαν από τις κερήθρες. Στο δρύινο ξύλο των θυρεών πάνω από τα ανώφλια υπάρχουν ακόμη σκαλισμένες μέλισσες· η σκεπασμένη από κισσούς κρήνη της αυλής έχει σχήμα κυψέλης. Το αγαπημένο σημείο του Βέρνερ είναι πέντε ξεθωριασμένες νωπογραφίες στα ταβάνια των πιο πολυτελών δωματίων, όπου μέλισσες μεγάλες σαν παιδιά αιωρούνται πάνω σε μπλε φόντο, μεγάλοι οκνηροί κηφήνες και εργάτριες με διάφανα φτερά – όπου, πάνω από μια εξαγωνική μπανιέρα, μια βασίλισσα δυόμισι μέτρων, με πολλά μάτια και χρυσαφιά γούνα στην κοιλιά, απλώνεται στο ταβάνι. Τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες το ξενοδοχείο έχει μετατραπεί σε οχυρό. Ένα απόσπασμα της αυστριακής αντιαεροπορικής μοίρας έκλεισε με σανίδες όλα τα παράθυρα, αναποδογύρισε όλα τα κρεβάτια. Ενίσχυσαν την είσοδο, στοίβαξαν στις σκάλες κιβώτια γεμάτα οβίδες. Το τρίτο πάτωμα του ξενοδοχείου, όπου τα λιακωτά με τους ψευδοεξώστες επικοινωνούν απευθείας με τις επάλξεις, φιλοξενεί ένα γερασμένο αντιαρματικό πυροβόλο υψηλής ταχύτητας που λέγεται ογδονταοχτάρι και μπορεί να εκτοξεύσει βλήματα 21,5 λιβρών σε απόσταση δεκατεσσάρων χιλιομέτρων. «Η Μ εγαλειότητά της», έτσι αποκαλούν το κανόνι τους οι Αυστριακοί, και την τελευταία εβδομάδα το φροντίζουν όπως θα φρόντιζαν οι εργάτριες μέλισσες μια βασίλισσα. Της έβαλαν τα λάδια της, έβαψαν την κάννη της, λίπαναν τους τροχούς της· τοποθέτησαν γαιόσακους στα πόδια της σαν αναθήματα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
15
Το βασιλικό acht acht, μια θανάσιμη μονάρχης που τους προστατεύει όλους. Ο Βέρνερ είναι στη σκάλα, καθ’ οδόν προς το ισόγειο, όταν το ογδονταοχτάρι βάλλει δύο φορές απανωτά. Είναι η πρώτη φορά που ακούει το κανόνι από τόσο κοντινή απόσταση, και ακούγεται σαν να κομματιάστηκε το πάνω μισό του ξενοδοχείου. Παραπατάει καλύπτοντας τα αυτιά με τα μπράτσα του. Οι τοίχοι δονούνται μέχρι τα θεμέλια κι έπειτα ξανά προς τα πάνω. Ο Βέρνερ ακούει τους Αυστριακούς δύο πατώματα παραπάνω να ξαναγεμίζουν βιαστικά το πυροβόλο και τα σκουξίματα των οβίδων που σβήνουν ενώ τινάζονται πάνω από τον ωκεανό, ήδη τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα μακριά. Συνειδητοποιεί ότι ένας από τους στρατιώτες τραγουδάει. Ή ίσως παραπάνω από ένας. Ίσως να τραγουδάνε όλοι. Οχτώ άντρες της Λουφτβάφε, κανένας από τους οποίους δε θα επιζήσει, τραγουδάνε ένα ερωτικό τραγούδι για τη βασίλισσά τους. Ο Βέρνερ ακολουθεί κατά πόδας τη δέσμη του φακού του στο σαλόνι. Το μεγάλο πυροβόλο εκπυρσοκροτεί τρίτη φορά και κάπου κοντά σπάνε γυαλιά, χείμαρροι καπνιάς ξεχύνονται κροταλίζοντας μέσα από την καμινάδα και οι τοίχοι του ξενοδοχείου δονούνται σαν καμπάνα που χτυπά. Ο Βέρνερ ανησυχεί ότι ο ήχος θα τινάξει τα δόντια από τα ούλα του. Τραβάει την πόρτα του κελαριού και κοντοστέκεται μια στιγμή καθώς τα μάτια του θολώνουν. «Αυτό είναι;» ρωτάει. «Έρχονται στ’ αλήθεια;» Αλλά ποιος είναι εκεί για να του απαντήσει;
16
ANTHONY DOERR
Σαιν Μαλό
ΣΤΑ ΚΑΛΝΤΕΡ ΙΜΙΑ
οι τελευταίοι κάτοικοι που έμειναν μετά την εκκένωση ξυπνούν, βαρυγκωμούν, αναστενάζουν. Γεροντοκόρες, πόρνες, άντρες άνω των εξήντα. Αναβλητικοί, δωσίλογοι, δύσπιστοι, μέθυσοι. Καλόγριες όλων των ταγμάτων. Οι φτωχοί. Οι ξεροκέφαλοι. Οι τυφλοί. Άλλοι σπεύδουν στα καταφύγια. Άλλοι λένε στους εαυτούς τους ότι είναι απλώς μια άσκηση. Άλλοι μένουν πίσω για να πάρουν μια κουβέρτα, ένα προσευχητάρι ή μια τράπουλα. Η απόβαση έγινε πριν από δύο μήνες. Το Χερβούργο απελευθερώθηκε, η Καέν απελευθερώθηκε, η Ρεν το ίδιο. Η μισή δυτική Γαλλία είναι ελεύθερη. Στα ανατολικά οι Σοβιετικοί ξαναπήραν το Μ ινσκ· ο Πολωνικός Στρατός της Πατρίδας εξεγείρεται στη Βαρσοβία· μερικές εφημερίδες βρήκαν το θάρρος να υπαινιχθούν ότι το ρεύμα έχει αναστραφεί. Αλλά όχι εδώ. Όχι στο τελευταίο οχυρό στην άκρη της ηπείρου, όχι στο τελευταίο γερμανικό προπύργιο της ακτής της Βρεττάνης. Εδώ, όπως ψιθυρίζεται, οι Γερμανοί έχουν ανακαινίσει δύο χιλιόμετρα υπόγειων διαδρόμων κάτω από τα μεσαιωνικά τείχη· έχουν χτίσει καινούριες οχυρώσεις, καινούριες σήραγγες, καινούριες οδούς διαφυγής, υπόγειους λαβύρινθους δαιδαλώδους περιπλοκότητας. Κάτω από το φρούριο της Λα Σιτέ στο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
17
ακρωτήριο, στην όχθη του ποταμού απέναντι από την παλιά πόλη, υπάρχουν δωμάτια με επιδέσμους, δωμάτια με πυρομαχικά, ακόμη κι ένα υπόγειο νοσοκομείο, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεται. Υπάρχει κλιματισμός, μια δεξαμενή νερού διακοσίων χιλιάδων λίτρων, απευθείας γραμμή επικοινωνίας με το Βερολίνο. Υπάρχουν παγίδες με φλογοβόλα, ένα δίκτυο πυροβολείων με περισκοπικές διόπτρες· έχουν συγκεντρώσει τέτοια αποθέματα πολεμικού υλικού, που μπορούν να ρίχνουν βροχή τις οβίδες στη θάλασσα όλη μέρα κάθε μέρα για έναν χρόνο. Εδώ, ψιθυρίζεται, υπάρχουν χίλιοι Γερμανοί έτοιμοι να πεθάνουν. Ή πέντε χιλιάδες. Μ πορεί και περισσότεροι. Σαιν Μ αλό: Το νερό περιβάλλει την πόλη και από τις τέσσερις πλευρές. Η σύνδεσή του με την υπόλοιπη Γαλλία είναι ασθενής: ένας υπερυψωμένος διάδρομος, μια γέφυρα, μια λωρίδα άμμου. Πάνω απ’ όλα είμαστε Μ αλουέν, λένε οι κάτοικοι του Σαιν Μ αλό. Ύστερα Βρετόνοι. Και στο τέλος Γάλλοι. Στο φως της καταιγίδας ο γρανίτης του φαίνεται κυανός. Στις ψηλότερες φουσκονεριές η θάλασσα τρυπώνει στα υπόγεια στο κέντρο της πόλης. Στις χαμηλότερες φυρονεριές τα σκεπασμένα από πεταλίδες εγκοίλια χιλιάδων ναυαγίων ξεπροβάλλουν από τη θάλασσα. Επί τρεις χιλιάδες χρόνια αυτό το μικρό ακρωτήρι έχει δει πολιορκίες και πολιορκίες. Αλλά καμία σαν αυτή. Μ ια γιαγιά σηκώνει ένα ανήσυχο νήπιο στον κόρφο της. Ένας μεθυσμένος που κατουράει σε ένα σοκάκι έξω από το Σαιν Σερβάν, ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα, τραβάει ένα φύλλο χαρτί από έναν θάμνο. Επείγον μήνυμα προς τους κατοίκους αυτής της πόλης, γράφει. Αναχωρήστε αμέσως για την ύπαιθρο. Οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες στα νησάκια πετούν αστραπές και τα μεγάλα γερμανικά πυροβόλα μέσα στην παλιά πόλη στέλνουν άλλη μια ομοβροντία πυρών σφυρίζοντας πάνω από τη θάλασσα, και οι τριακόσιοι ογδόντα Γάλλοι που βρίσκονται φυλακισμένοι στο κάστρο του νησιού Νασιονάλ, πεντακόσια μέτρα έξω από την ακτή, συνωστίζονται στο σεληνοφώτιστο προαύλιο με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό.
18
ANTHONY DOERR
Τέσσερα χρόνια κατοχής, και το μουγκρητό των επερχόμενων βομβαρδιστικών τι μουγκρητό είναι; Απελευθέρωσης; Εξόντωσης; Ο ξερός κρότος απ’ τα πυρά των ελαφριών όπλων. Ο τραχύς τυμπανισμός των αντιαεροπορικών πυροβόλων. Καμιά δεκαριά περιστέρια που κουρνιάζουν στο καμπαναριό του καθεδρικού ξεχύνονται σαν καταρράκτης και πετάνε προς τη θάλασσα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
19
Οδός Βομπορέλ, αριθμός 4
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ΛΕΜΠΛΑΝ
στέκεται μόνη στην κρεβατοκάμαρά της μυρίζοντας ένα φυλλάδιο που δεν μπορεί να διαβάσει. Οι σειρήνες ουρλιάζουν. Κλείνει τα παραθυρόφυλλα και μανταλώνει το παράθυρο. Κάθε δευτερόλεπτο τα αεροπλάνα έρχονται όλο και πιο κοντά· κάθε δευτερόλεπτο είναι ένα δευτερόλεπτο χαμένο. Θα έπρεπε να τρέξει στο ισόγειο. Θα έπρεπε να πάει προς τη γωνία της κουζίνας όπου μια καταπακτή οδηγεί σε ένα κελάρι γεμάτο σκόνη και ποντικοφαγωμένα χαλιά και παλιά μπαούλα που έχουν να ανοιχτούν από αμνημονεύτων χρόνων. Όμως εκείνη επιστρέφει στο τραπέζι στα πόδια του κρεβατιού και γονατίζει δίπλα στη μικρογραφία της πόλης. Τα δάχτυλά της βρίσκουν ξανά τις εξωτερικές επάλξεις, τον Ολλανδικό Προμαχώνα, τη μικρή σκαλίτσα που οδηγεί προς τα κάτω. Σε αυτό το παράθυρο, ακριβώς εδώ, στην πραγματική πόλη, μια γυναίκα τινάζει τα χαλιά της κάθε Κυριακή. Από αυτό εδώ το παράθυρο ένα παιδί της φώναξε κάποτε: Πρόσεχε πού πηγαίνεις, στραβή είσαι; Τα τζάμια τρίζουν στα πλαίσια των παραθύρων. Τα αντιαεροπορικά πυροβόλα εξαπολύουν άλλη μια ομοβροντία. Η γη περιστρέφεται λίγο περισσότερο. Κάτω από τα ακροδάχτυλά της η λιλιπούτεια οδός Εστρέ διασταυρώνεται με τη λιλιπούτεια οδό Βομπορέλ. Τα δάχτυλά της
20
ANTHONY DOERR
στρίβουν δεξιά· περνούν ξυστά από τα κατώφλια. Ένα, δύο, τρία. Τέσσερα. Πόσες φορές το έχει κάνει αυτό; Ο αριθμός 4: το ψηλό, ετοιμόρροπο σπίτι που μοιάζει με φωλιά πουλιού και ανήκει στον θείο του πατέρα της, τον Ετιέν. Εκεί όπου ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όπου είναι γονατισμένη στον πέμπτο όροφο μόνη ενώ δώδεκα αμερικανικά βομβαρδιστικά πετούν μουγκρίζοντας προς το μέρος της. Σπρώχνει προς τα μέσα τη μικροσκοπική εξώπορτα, ένα κρυφό άγκιστρο απελευθερώνεται, και το σπιτάκι υψώνεται πάνω από τη μακέτα. Στα χέρια της έχει πάνω κάτω το μέγεθος της κασετίνας των τσιγάρων του πατέρα της. Τώρα τα βομβαρδιστικά είναι τόσο κοντά, που το πάτωμα αρχίζει να δονείται κάτω από τα γόνατά της. Έξω στον διάδρομο τα κρύσταλλα του πολυελαίου που κρέμεται πάνω από το κλιμακοστάσιο κουδουνίζουν. Η Μ αρί Λορ στρίβει την καμινάδα του λιλιπούτειου σπιτιού ενενήντα μοίρες. Ύστερα τραβάει τα τρία ξύλινα φύλλα που απαρτίζουν τη στέγη του και το αναποδογυρίζει. Μ ια πέτρα πέφτει στην παλάμη της. Είναι κρύα. Μ εγάλη σαν αυγό περιστεριού. Το σχήμα της μοιάζει με δάκρυ. Η Μ αρί Λορ σφίγγει το μικροσκοπικό σπιτάκι στο ένα χέρι και την πέτρα στο άλλο. Το δωμάτιο μοιάζει αγανό, φτενό. Σαν να πρόκειται να τρυπήσουν τους τοίχους του γιγάντια δάχτυλα. «Μ παμπά;» ψιθυρίζει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
21
Το κελάρι
ΚΑΤΩ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡ Ο ΥΠΟΔΟΧΗΣ του Ξενοδοχείου των Μ ελισσών ένα κουρσάρικο κελάρι έχει πελεκηθεί μέσα στο λίθινο υπόστρωμα. Πίσω από κάσες, ντουλάπια και πίνακες με εργαλεία οι τοίχοι είναι γυμνός γρανίτης. Τρία τεράστια δοκάρια πελεκημένα με το χέρι, φερμένα ως εδώ από κάποιο αρχαίο βρετονικό δάσος και ανυψωμένα με γερανό στη θέση τους πριν από αιώνες από ομάδες αλόγων στηρίζουν το ταβάνι. Ένας γλόμπος ρίχνει τριγύρω μια ταλαντευόμενη σκιά. Ο Βέρνερ Πφέννιχ κάθεται σε μια πτυσσόμενη καρέκλα μπροστά από έναν πάγκο, ελέγχει τα επίπεδα της μπαταρίας του και βάζει ακουστικά. Ο ασύρματος είναι ένας πομποδέκτης με ατσάλινη επένδυση, με κεραία μπάντας 1, 6 μέτρα. Του επιτρέπει να επικοινωνεί με έναν ίδιο πομποδέκτη στον πάνω όροφο, με δύο άλλες αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες μέσα στα τείχη της πόλης και με το υπόγειο φρουραρχείο από την άλλη πλευρά των εκβολών του ποταμού. Ο πομποδέκτης βουίζει ενώ ζεσταίνεται. Ένας παρατηρητής διαβάζει συντεταγμένες στο μικρόφωνο και ένας πυροβολητής τις επαναλαμβάνει. Ο Βέρνερ τρίβει τα μάτια του. Πίσω του κατασχεμένοι θησαυροί είναι στοιβαγμένοι μέχρι το ταβάνι: τυλιγμένες ταπισερί, ογκώδη επιδαπέδια ξύλινα ρολόγια, ντουλάπες και τεράστιοι πίνακες τοπίων γεμάτοι ψιλές ρωγμές.
22
ANTHONY DOERR
Απέναντί του, πάνω σε ένα ράφι, βρίσκονται οχτώ ή εννιά γύψινα κεφάλια, τη χρησιμότητα των οποίων δεν μπορεί να μαντέψει. Ο θεόρατος επιλοχίας Φρανκ Φολκχάιμερ κατεβαίνει τη στενή ξύλινη σκαλίτσα και περνάει σκυφτός κάτω από τα δοκάρια. Χαμογελάει καλόκαρδα στον Βέρνερ και κάθεται σε μια μπερζέρα με χρυσή μεταξωτή επένδυση, ακουμπώντας το τουφέκι του πάνω στους τεράστιους μηρούς του, όπου μοιάζει λίγο μεγαλύτερο από κλομπ. Ο Βέρνερ ρωτάει: «Αρχίζει;» Ο Φολκχάιμερ γνέφει καταφατικά. Σβήνει τον φακό του και ανοιγοκλείνει τις παράδοξα ντελικάτες βλεφαρίδες του μέσα στο μισοσκόταδο. «Πόσο θα κρατήσει;» «Όχι πολύ. Θα είμαστε ασφαλείς εδώ κάτω». Ο μηχανικός, ο Μ περντ, κατεβαίνει τελευταίος. Είναι ένας μικρόσωμος άντρας με μαλλιά σε χρώμα ποντικί και αλλήθωρο βλέμμα. Κλείνει την πόρτα του κελαριού πίσω του, την αμπαρώνει και κάθεται στα μισά της ξύλινης σκάλας με ένα αποχαυνωμένο ύφος στο πρόσωπο από φόβο ή από τόλμη, δύσκολο να καταλάβεις. Μ ε κλειστή την πόρτα ο ήχος από τις σειρήνες αμβλύνεται. Από πάνω τους ο γλόμπος στο ταβάνι τρεμοσβήνει. Νερό, σκέφτεται ο Βέρνερ. Ξέχασα το νερό. Μ ια δεύτερη αντιαεροπορική πυροβολαρχία βάλλει από κάποια ξέμακρη γωνιά της πόλης, κι ύστερα το ογδονταοχτάρι στην ταράτσα εκπυρσοκροτεί ξανά, στεντόρειο, θανατηφόρο, κι ο Βέρνερ ακούει τον όλμο να εκσφενδονίζεται ουρλιάζοντας στον ουρανό. Χείμαρροι σκόνης πέφτουν συρίζοντας από το ταβάνι. Μ έσα από τα ακουστικά ο Βέρνερ ακούει τους Αυστριακούς από πάνω να τραγουδάνε ακόμα: «…auf d’Wulda, auf d’Wulda, da scheint d’Sunn a so gulda… Στη Βούλντα, στη Βούλντα ο ήλιος λάμπει τόσο χρυσός». Ο Φολκχάιμερ ξύνει νυσταγμένος έναν λεκέ στο παντελόνι του. Ο Μ περντ ζεσταίνει με το χνότο του τα χέρια του. Ο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
23
πομποδέκτης μεταδίδει τρίζοντας ταχύτητες ανέμου, ατμοσφαιρική πίεση, τροχιές. Ο Βέρνερ σκέφτεται το σπίτι του. Τη φράου Έλενα σκυμμένη πάνω από τα παπουτσάκια του να του δένει με διπλό κόμπο τα κορδόνια. Τα αστέρια να περνάνε περιστροφικά από τον φεγγίτη. Τη μικρή του αδερφή, τη Γιούττα, με ένα πάπλωμα τυλιγμένο στους ώμους και το ακουστικό του ραδιοφώνου να κρέμεται από το αριστερό αυτί της. Τέσσερις ορόφους πιο πάνω οι Αυστριακοί χώνουν άλλη μια οβίδα στο πυγαίο του ογδονταοχταριού, ελέγχουν δύο φορές την τραβέρσα και βουλώνουν τ’ αυτιά τους μόλις εκπυρσοκροτεί, αλλά εδώ κάτω ο Βέρνερ ακούει μόνο τις φωνές του ραδιοφώνου της παιδικής του ηλικίας: Η Θεά της Ιστορίας έστρεψε το βλέμμα της στη γη. Μόνο μέσα από τις δυνατότερες φωτιές μπορεί να επιτευχθεί η κάθαρση. Βλέπει ένα δάσος από μαραμένα ηλιοτρόπια. Βλέπει ένα σμήνος κοτσύφια να σκάνε μέσα από ένα δέντρο.
24
ANTHONY DOERR
Οι βόμβες πέφτουν
ΔΕΚΑΕΦΤΑ,
ΔΕΚΑΟΧΤΩ , δεκαεννιά, είκοσι. Τώρα η θάλασσα τρέχει ξέφρενα κάτω από τα παράθυρα διόπτευσης. Τώρα οι στέγες. Δύο μικρότερα αεροσκάφη χαράζουν τον διάδρομο με καπνό και το κύριο βομβαρδιστικό αδειάζει τις βόμβες του ακολουθούμενο από άλλα έντεκα. Οι βόμβες πέφτουν διαγωνίως· τα βομβαρδιστικά ανεβαίνουν ψηλότερα και φεύγουν. Η κάτω μεριά του ουρανού μαυρίζει από στίγματα. Ο θείος της Μ αρί Λορ, κλεισμένος μαζί με εκατοντάδες άλλους μέσα στις πύλες του Κάστρου Νασιονάλ πεντακόσια μέτρα μακριά από την ακτή, σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό και σκέφτεται: ακρίδες, και μια φράση από την Παλαιά Διαθήκη του ’ρχεται στον νου από κάποια αραχνιασμένη ώρα του κατηχητικού: Αι ακρίδες αίτινες δεν έχουσι βασιλέα, αλλ’ εκβαίνουσι πάσαι ομού κατά τάγματα. Ορδή δαιμόνων. Αναποδογυρισμένοι σάκοι με φασόλια. Εκατό σπασμένα ροζάρια. Υπάρχουν χιλιάδες μεταφορές, κι όλες τους είναι ανεπαρκείς: σαράντα βόμβες ανά αεροσκάφος, τετρακόσιες ογδόντα σύνολο, τριάντα τρεις χιλιάδες κιλά εκρηκτικών. Μ ια χιονοστιβάδα κατηφορίζει προς την πόλη. Ένας τυφώνας. Φλιτζάνια πέφτουν παρασυρμένα από τα ράφια. Πίνακες γλιστρούν απ’ τα καρφιά. Ένα τέταρτο του δευτερολέπτου αργότερα ο ήχος των σειρήνων πνίγεται. Όλοι οι ήχοι πνίγονται. Το βουητό γίνεται τόσο εκκωφαντικό, που διαχωρίζει τις
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
25
μεμβράνες του μέσου ωτός. Τα αντιαεροπορικά πυροβόλα εκτοξεύουν τις τελευταίες οβίδες τους. Δώδεκα βομβαρδιστικά συμπτύσσονται και φεύγουν αλώβητα μέσα στην μπλε νύχτα. Στον πέμπτο όροφο του αριθμού 4 της οδού Βομπορέλ η Μ αρί Λορ χώνεται κάτω από το κρεβάτι της και σφίγγει την πέτρα και το σπιτάκι στο στήθος της. Στο κελάρι κάτω από το Ξενοδοχείο των Μ ελισσών ο γλόμπος στο ταβάνι τρεμοπαίζει και σβήνει.
26
ANTHONY DOERR
Ένα 1934
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
27
Muséum National d’Histoire Naturelle
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ΛΕΜΠΛΑΝ είναι μια ψηλή εξάχρονη γεμάτη φακίδες στο Παρίσι, με όραση που εξασθενεί ταχύτατα τη μέρα που ο πατέρας της τη στέλνει στην παιδική ξενάγηση του Εθνικού Μ ουσείου Φυσικής Ιστορίας όπου εργάζεται. Ο ξεναγός είναι ένας καμπουριασμένος γέρος επιμελητής που μετά βίας ξεπερνάει σε μπόι τα παιδιά. Χτυπάει την άκρη του μπαστουνιού του στο πάτωμα για να ζητήσει την προσοχή τους και οδηγεί τα δώδεκα παιδιά για τα οποία είναι υπεύθυνος μέσα από τους κήπους στις αντικρινές αίθουσες. Τα παιδιά παρακολουθούν τους μηχανικούς καθώς χρησιμοποιούν τροχαλίες για να σηκώσουν το μηριαίο οστό ενός απολιθωμένου δεινόσαυρου. Βλέπουν μια βαλσαμωμένη καμηλοπάρδαλη σε ένα αποθηκάκι, με το τομάρι της φθαρμένο κατά τόπους στη ράχη. Κοιτάζουν μέσα στα συρτάρια των ταριχευτών, που είναι γεμάτα φτερά και νύχια και γυάλινα μάτια· ξεφυλλίζουν ένα διακοσιετές φυτολόγιο που τα φύλλα του κοσμούνται από ορχιδέες, μαργαρίτες και βότανα. Στο τέλος ανεβαίνουν τα δεκαέξι σκαλοπάτια της Πτέρυγας Ορυκτολογίας. Ο ξεναγός τούς δείχνει αχάτη από τη Βραζιλία και βιολετιούς αμέθυστους και έναν μετεωρίτη πάνω σε ένα βάθρο για τον οποίο ισχυρίζεται ότι είναι τόσο αρχαίος όσο το ίδιο το ηλιακό σύστημα. Κατόπιν τους οδηγεί εφ’ ενός ζυγού να
28
ANTHONY DOERR
κατέβουν δύο στριφογυριστές σκάλες και να περάσουν πολλούς διαδρόμους, ώσπου σταματάει έξω από μια σιδερένια πόρτα με μία κλειδαρότρυπα. «Η ξενάγηση έλαβε τέλος» λέει. Ένα κορίτσι λέει: «Μ α τι είναι πίσω από εκεί;» «Πίσω από την πόρτα είναι μια άλλη κλειδωμένη πόρτα, λίγο μικρότερη». «Και από πίσω τι είναι;» «Μ ια τρίτη κλειδωμένη πόρτα, ακόμα πιο μικρή». «Κι από πίσω;» «Μ ια τέταρτη, και μια πέμπτη, και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να φτάσεις στη δέκατη τρίτη, μια κλειδωμένη πορτούλα όχι μεγαλύτερη από παπούτσι». Τα παιδιά γέρνουν προς το μέρος του: «Και μετά;» «Πίσω από τη δέκατη τρίτη πόρτα» –ο ξεναγός γνέφει μεγαλόπρεπα με το αδιανόητα ρυτιδιασμένο χέρι του– «βρίσκεται η Φλογισμένη Θάλασσα». Απορία. Νευρικότητα. «Ελάτε τώρα. Δεν έχετε ακούσει ποτέ για τη Φλογισμένη Θάλασσα;» Τα παιδιά γνέφουν αρνητικά. Η Μ αρί Λορ σηκώνει το βλέμμα της στους γυμνούς γλόμπους που κρέμονται ανά δυόμισι μέτρα από το ταβάνι· καθένας δημιουργεί στο οπτικό της πεδίο μια περιστρεφόμενη άλω στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ο ξεναγός κρεμάει τη μαγκούρα στον καρπό του και τρίβει τα χέρια του. «Είναι μεγάλη ιστορία. Θέλετε ν’ ακούσετε μια μεγάλη ιστορία;» Εκείνα γνέφουν καταφατικά. Ξεροβήχει. «Πριν από αιώνες, σε έναν τόπο που τώρα αποκαλούμε Βόρνεο, ένας πρίγκιπας μάζεψε μια γαλάζια πέτρα από την κοίτη ενός ξεροπόταμου επειδή του φάνηκε όμορφη. Όμως, στον δρόμο του γυρισμού για το παλάτι του επιτέθηκαν καβαλάρηδες και τον
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
29
μαχαίρωσαν στην καρδιά». «Τον μαχαίρωσαν στην καρδιά;» «Αλήθεια;» «Ησυχία» λέει ένα αγόρι. «Οι κλέφτες τού πήραν τα δαχτυλίδια, το άλογο, ό,τι είχε και δεν είχε. Επειδή όμως η γαλάζια πετρούλα ήταν σφιγμένη στη φούχτα του, δεν την ανακάλυψαν. Και ο ετοιμοθάνατος πρίγκιπας κατόρθωσε να συρθεί μέχρι το παλάτι. Ύστερα έπεσε αναίσθητος για δέκα μέρες. Τη δέκατη μέρα, προς μεγάλη έκπληξη των νοσοκόμων του, ανακάθισε, άνοιξε το χέρι του, και η πέτρα ήταν εκεί. »Οι γιατροί του σουλτάνου είπαν ότι έγινε θαύμα, ότι ο πρίγκιπας κανονικά δε θα έπρεπε να είχε επιβιώσει από τόσο βίαιο τραύμα. Οι νοσοκόμες είπαν ότι η πέτρα είχε οπωσδήποτε θεραπευτικές δυνάμεις. Οι κοσμηματοποιοί του σουλτάνου είπαν κάτι άλλο: είπαν ότι η πέτρα ήταν το μεγαλύτερο ακατέργαστο διαμάντι που είχε δει ποτέ κανείς. Ο πιο ταλαντούχος τεχνίτης του παλατιού πέρασε οχτώ μέρες κόβοντάς το, κι όταν τελείωσε, είχε ένα εκθαμβωτικό μπλε χρώμα, το μπλε των τροπικών θαλασσών, αλλά και μια στάλα κόκκινο στο κέντρο του, σαν φλόγες μέσα σε μια σταγόνα νερό. Ο σουλτάνος πρόσταξε να το δέσουν σε ένα στέμμα για τον πρίγκιπα και έλεγαν ότι όποτε ο νεαρός πρίγκιπας καθόταν στον θρόνο του και τον χτυπούσε ο ήλιος από τη σωστή γωνία γινόταν τόσο εκθαμβωτικός, που οι επισκέπτες δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη σιλουέτα του από το φως». «Είστε σίγουρος ότι είναι αλήθεια;» ρωτάει ένα κορίτσι. «Ησυχία» λέει το αγόρι. «Η πέτρα έμεινε γνωστή ως Φλογισμένη Θάλασσα. Κάποιοι πίστευαν ότι ο πρίγκιπας ήταν θεότητα και όσο είχε την πέτρα δε γινόταν να σκοτωθεί. Όμως κάτι παράξενο άρχισε να συμβαίνει: όσο περισσότερο φορούσε το στέμμα τόσο χειροτέρευε η τύχη του. Μ έσα σε έναν μήνα έχασε έναν αδερφό από πνιγμό και έναν άλλον από δάγκωμα φιδιού. Μ έσα σε έξι μήνες ο πατέρας του αρρώστησε και πέθανε. Και, σαν να μην έφταναν αυτά, οι ιχνηλάτες του σουλτάνου ανήγγειλαν ότι στα ανατολικά
30
ANTHONY DOERR
συγκεντρωνόταν ένας μεγάλος στρατός. »Ο πρίγκιπας συγκάλεσε τους συμβούλους του πατέρα του. Όλοι είπαν ότι έπρεπε να ετοιμαστεί για πόλεμο· όλοι εκτός από έναν, έναν ιερέα, που είπε ότι είχε δει ένα όνειρο. Στο όνειρο η Θεά της Γης του είχε πει πως είχε φτιάξει τη Φλογισμένη Θάλασσα για να τη δωρίσει στον εραστή της, τον Θεό της Θάλασσας, και του είχε στείλει το πετράδι με το ποτάμι. Όταν το ποτάμι ξεράθηκε όμως και τη βρήκε ο πρίγκιπας, η θεά οργίστηκε. Καταράστηκε την πέτρα και όποιον την είχε στην κατοχή του». Όλα τα παιδιά γέρνουν προς το μέρος του, ανάμεσά τους και η Μ αρί Λορ. «Η κατάρα ήταν αυτή: Ο κάτοχος του πετραδιού θα ζούσε για πάντα, αλλά όσο το είχε στην κατοχή του οι συμφορές θα έπεφταν απανωτά πάνω σε όσους αγαπούσε σαν ατέλειωτη βροχή». «Θα ζούσε για πάντα;» «Αλλά αν πετούσε το διαμάντι στη θάλασσα, παραδίδοντάς το στον δικαιωματικό παραλήπτη του, η θεά θα έπαιρνε πίσω την κατάρα. Έτσι ο πρίγκιπας, σουλτάνος πια, συλλογίστηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και τελικά αποφάσισε να κρατήσει το πετράδι. Του είχε σώσει τη ζωή· πίστευε ότι τον έκανε άφθαρτο. Και πρόσταξε να κόψουν τη γλώσσα του ιερέα». «Άουτς» είπε το πιο μικρό αγόρι. «Μ εγάλο λάθος» είπε το ψηλότερο κορίτσι. «Οι εισβολείς ήρθαν» λέει ο επιμελητής «και γκρέμισαν το παλάτι και σκότωσαν όποιον βρήκαν, και ο πρίγκιπας δεν ξαναφάνηκε ποτέ, και επί διακόσια χρόνια δεν ξανάκουσε κανείς για τη Φλογισμένη Θάλασσα. Κάποιοι λέγανε ότι το πετράδι κόπηκε σε μικρότερα πετράδια· άλλοι ότι ο πρίγκιπας είχε ακόμα την πέτρα, ότι είχε πάει στην Ιαπωνία ή στην Περσία, ότι ήταν ένας ταπεινός αγρότης που δε φαινόταν να γερνάει. »Κι έτσι η πέτρα σβήστηκε από την ιστορία. Μ έχρι τη μέρα που ένας Γάλλος έμπορος διαμαντιών, σε ένα ταξίδι του στα Ορυχεία Γκολκόντα της Ινδίας, είδε ένα τεράστιο διαμάντι σε σχήμα αχλαδιού. Εκατόν τριάντα τρία καράτια. Σχεδόν άψογη καθαρότητα. Μ εγάλο σαν αυγό περιστεριού, έγραφε, και μπλε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
31
σαν τη θάλασσα, αλλά με μια κόκκινη λάμψη στον πυρήνα του. Έφτιαξε ένα εκμαγείο του πετραδιού και το έστειλε σε έναν δούκα στη Λορρένη που έκανε σαν τρελός για τα πετράδια, προειδοποιώντας τον για τις φήμες σχετικά με κάποια κατάρα. Όμως ο δούκας ήθελε διακαώς το διαμάντι. Έτσι ο έμπορος το έφερε στην Ευρώπη και ο δούκας το έδεσε στην άκρη ενός μπαστουνιού και το κουβαλούσε μαζί του όπου κι αν πήγαινε». «Οχ». «Μ έσα σε έναν μήνα η δούκισσα κόλλησε μια ασθένεια στον λαιμό. Δύο από τους αγαπημένους τους υπηρέτες έπεσαν από τη στέγη και έσπασαν τον σβέρκο τους. Έπειτα ο μοναχογιός του δούκα σκοτώθηκε σε ατύχημα με το άλογο. Παρόλο που όλοι έλεγαν ότι ο ίδιος ο δούκας φαινόταν καλύτερα από ποτέ, εκείνος φοβόταν να βγει έξω, φοβόταν να δεχτεί επισκέπτες. Στο τέλος πείστηκε τόσο πολύ πως το πετράδι ήταν η καταραμένη Φλογισμένη Θάλασσα, που ζήτησε από τον βασιλιά να τη φυλάξει στο μουσείο του, με τον όρο να μείνει κλειδωμένη μέσα σε ένα ειδικά χτισμένο θησαυροφυλάκιο και το θησαυροφυλάκιο να μην ανοιχτεί για διακόσια χρόνια». «Και;» «Και έχουν περάσει εκατόν ενενήντα έξι χρόνια». Όλα τα παιδιά μένουν σιωπηλά για μια στιγμή. Πολλά μετράνε με τα δάχτυλα. Κατόπιν σηκώνουν χέρι ταυτόχρονα. «Μ πορούμε να τη δούμε;» «Όχι». «Έστω να ανοίξουμε την πρώτη πόρτα;» «Όχι». «Εσείς την έχετε δει;» «Δεν την έχω δει». «Τότε πώς ξέρετε ότι είναι στ’ αλήθεια εκεί;» «Πρέπει να πιστεύεις στην ιστορία». «Τι αξία έχει, κύριε; Μ πορείς να αγοράσεις τον Πύργο του Άιφελ;» «Μ ε ένα διαμάντι τόσο μεγάλο και τόσο σπάνιο κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσες να αγοράσεις πέντε Πύργους του Άιφελ».
32
ANTHONY DOERR
Κραυγές έκπληξης. «Όλες αυτές οι πόρτες είναι για να εμποδίζουν τους κλέφτες να μπουν μέσα;» «Ίσως» λέει ο ξεναγός κλείνοντας το μάτι «είναι για να εμποδίζουν την κατάρα να βγει έξω». Τα παιδιά σταματάνε να μιλούν. Δυο τρία κάνουν ένα βήμα πίσω. Η Μ αρί Λορ βγάζει τα γυαλιά της και ο κόσμος γίνεται άμορφος. «Γιατί» ρωτάει «δεν παίρνετε το διαμάντι να το ρίξετε στη θάλασσα;» Ο επιμελητής την κοιτάζει. Τα άλλα παιδιά την κοιτάζουν. «Πότε ήταν η τελευταία φορά» λέει ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά «που είδες κάποιον να πετάει πέντε Πύργους του Άιφελ στη θάλασσα;» Ακούγονται γέλια. Η Μ αρί Λορ συνοφρυώνεται. Είναι μονάχα μια σιδερένια πόρτα με μια μπρούντζινη κλειδαριά. Η ξενάγηση τελειώνει, τα παιδιά σκορπίζουν και η Μ αρί Λορ επιστρέφει στη Μ εγάλη Αίθουσα με τον πατέρα της. Εκείνος ισιώνει τα γυαλιά στη μύτη της και της βγάζει ένα φύλλο από τα μαλλιά. «Πέρασες καλά, αγαπητή μου;» Ένα καφετί σπουργιτάκι πετάγεται από τα δοκάρια της οροφής και προσγειώνεται στις πλάκες μπροστά της. Η Μ αρί Λορ απλώνει την ανοιγμένη παλάμη της. Το σπουργιτάκι γέρνει το κεφαλάκι του σαν να το σκέφτεται. Ύστερα φτερουγίζει μακριά. Έναν μήνα αργότερα χάνει το φως της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
33
Τσολλφεράιν
Ο
ΒΕΡ ΝΕΡ ΠΦΕΝΝΙΧ μεγαλώνει πεντακόσια χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Παρισιού, σε ένα μέρος που ονομάζεται Τσολλφεράιν: ένα ανθρακωρυχείο δεκαεφτά τετραγωνικών χιλιομέτρων έξω από το Έσσεν της Γερμανίας. Είναι γη του χάλυβα, γη του ανθρακίτη, ένας τόπος γεμάτος τρύπες. Φουγάρα καπνίζουν και βαγονέτα πηγαινοέρχονται τσουλώντας πάνω σε υπερυψωμένες ράγες και γυμνά δέντρα στέκονται πάνω από σωρούς σκωρίας σαν σκελετωμένα χέρια που ξεφύτρωσαν από τον κάτω κόσμο. Ο Βέρνερ και η μικρή του αδερφή, η Γιούττα, μεγάλωσαν στο Σπίτι των Παιδιών, ένα διώροφο ορφανοτροφείο χτισμένο από τούβλα κλίνκερ στη Βικτοριαστράσσε που τα δωμάτιά του είναι γεμάτα από τον βήχα άρρωστων παιδιών, το κλάμα νεογέννητων και από καταχτυπημένα μπαούλα όπου αναπαύονται τα τελευταία υπάρχοντα πεθαμένων γονιών: φορέματα φτιαγμένα από ρετάλια, μαυρισμένα γαμήλια μαχαιροπίρουνα, ξεθωριασμένες αμβροτυπίες πατεράδων που τους κατάπιαν τα ορυχεία. Τα πρώτα χρόνια του Βέρνερ είναι τα πιο φτωχικά. Οι άντρες πιάνονται στα χέρια έξω από τις πύλες του Τσολλφεράιν για τις δουλειές, τα αυγά πωλούνται προς δύο εκατομμύρια ράιχσμαρκ το ένα και ο ρευματικός πυρετός γυροφέρνει το Σπίτι των Παιδιών σαν λύκος. Δεν υπάρχει ούτε βούτυρο ούτε κρέας. Τα
34
ANTHONY DOERR
φρούτα είναι μια ανάμνηση. Κάποια βράδια, τους χειρότερους μήνες, το μόνο που έχει η διευθύντρια του ιδρύματος για να ταΐσει τα δώδεκα παιδιά που φροντίζει είναι πίτες φτιαγμένες από σκόνη μουστάρδας και νερό. Όμως ο εφτάχρονος Βέρνερ επιβιώνει. Είναι μικρόσωμος για την ηλικία του, τα αυτιά του πετάνε και μιλάει με ψιλή, γλυκιά φωνή· η λευκότητα των μαλλιών του κάνει τους άλλους να στέκονται αποσβολωμένοι. Χιόνι, γάλα, κιμωλία. Ένα χρώμα που είναι η απουσία χρώματος. Κάθε πρωί δένει τα παπούτσια του, χώνει εφημερίδες κάτω από το παλτό του για μόνωση από το κρύο και βγαίνει να εξερευνήσει τον κόσμο. Πιάνει χιονονιφάδες, γυρίνους, βάτραχους σε χειμερία νάρκη· αποσπάει με μαλαγανιές ψωμί από φουρνάρηδες που δεν έχουν ψωμί να πουλήσουν· εμφανίζεται τακτικά στην κουζίνα με φρέσκο γάλα για τα μωρά. Φτιάχνει διάφορα: χάρτινα κουτιά, άτεχνα διπλάνα, βαρκούλες με κινούμενα πηδάλια. Κάθε δυο μέρες ξαφνιάζει τη διευθύντρια με κάποιο αναπάντητο ερώτημα: «Πώς παθαίνουμε λόξιγκα, φράου Έλενα;» Ή: «Αφού το φεγγάρι είναι τόσο μεγάλο, φράου Έλενα, γιατί φαίνεται τόσο μικρό;» Ή: «Φράου Έλενα, μια μέλισσα ξέρει ότι θα πεθάνει αν τσιμπήσει κάποιον;» Η φράου Έλενα είναι μια προτεστάντισσα καλόγρια από την Αλσατία που αγαπάει περισσότερο τα παιδιά απ’ ό,τι την επιτήρηση. Τραγουδάει λαϊκά γαλλικά τραγούδια με τσιριχτή ψιλή φωνή, έχει αδυναμία στο σέρι και συχνά αποκοιμιέται όρθια. Μ ερικές νύχτες αφήνει τα παιδιά να μείνουν ξύπνια μέχρι αργά ενώ τους αφηγείται ιστορίες στα γαλλικά για τα παιδικά της χρόνια πάνω στα βουνά, για στέγες που είχαν δυο μέτρα χιόνι, για τελάληδες, για ρυάκια που άχνιζαν στην παγωνιά και για αμπέλια πασπαλισμένα με πάγο: έναν κόσμο βγαλμένο από χριστουγεννιάτικα παραμύθια. «Οι κουφοί ακούνε τους χτύπους της καρδιάς τους, φράου Έλενα;» «Γιατί η κόλλα δεν κολλάει στο εσωτερικό του μπουκαλιού, φράου Έλενα;» Θα βάλει τα γέλια. Θα ανακατέψει τα μαλλιά του Βέρνερ· θα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
35
ψιθυρίσει: «Θα πουν ότι είσαι πολύ μικρός, Βέρνερ, ότι έρχεσαι από το πουθενά, ότι δεν πρέπει να κάνεις μεγάλα όνειρα. Όμως εγώ πιστεύω σ’ εσένα. Νομίζω ότι θα κάνεις κάτι σπουδαίο». Ύστερα θα τον στείλει στο κρεβατάκι που έχει πάρει δικό του στη σοφίτα, στριμωγμένο κάτω από έναν φεγγίτη. Μ ερικές φορές ο Βέρνερ και η Γιούττα ζωγραφίζουν. Η αδερφή του έρχεται κρυφά στο κρεβατάκι του και ξαπλώνουν παρέα μπρούμυτα και χρησιμοποιούν εναλλάξ το ίδιο μολύβι. Η Γιούττα, παρόλο που είναι δυο χρόνια μικρότερη, έχει περισσότερο ταλέντο. Πάνω απ’ όλα της αρέσει να ζωγραφίζει το Παρίσι, μια πόλη που έχει δει σε μία και μοναδική φωτογραφία, στο οπισθόφυλλο ενός ρομαντικού μυθιστορήματος της φράου Έλενας: δικλινείς στέγες, ομιχλώδεις πολυκατοικίες, το σιδερένιο πλέγμα ενός μακρινού πύργου. Ζωγραφίζει σπειροειδείς λευκούς ουρανοξύστες, περίπλοκες γέφυρες, κοπάδια από σιλουέτες δίπλα σε ένα ποτάμι. Άλλες μέρες, μετά τα μαθήματα, ο Βέρνερ σέρνει τη μικρή του αδερφή απ’ άκρη σ’ άκρη στο συγκρότημα μέσα σε ένα βαγόνι που συναρμολόγησε από σκόρπια εξαρτήματα. Τρέχουν με κλαγγές στους μεγάλους χαλικόστρωτους δρόμους, μπροστά από στεγασμένα φρεάτια και σκουπίδια που καίγονται μέσα σε βαρέλια, μπροστά από απολυμένους εργάτες που κάθονται όλη μέρα πάνω σε αναποδογυρισμένα καφάσια ακίνητοι σαν αγάλματα. Η μία ρόδα φεύγει τακτικά και ο Βέρνερ ανακουρκουδίζει υπομονετικά δίπλα της βάζοντας τα μπουλόνια στη θέση τους. Γύρω τους οι σιλουέτες των εργατών της δεύτερης βάρδιας μπαίνουν σέρνοντας τα πόδια τους στις αποθήκες, ενώ οι εργάτες της πρώτης βάρδιας γυρίζουν σέρνοντας τα πόδια στα σπίτια τους, καμπουριασμένοι, πεινασμένοι, με μπλαβισμένες μύτες, με πρόσωπα σαν μαύρα κρανία κάτω από τα κράνη τους. «Γεια σας» λέει κελαηδιστά ο Βέρνερ «καλησπέρα», αλλά οι εργάτες των ορυχείων συνήθως τον προσπερνάνε χωλαίνοντας χωρίς να απαντήσουν, ίσως χωρίς καν να τον βλέπουν, με τα μάτια στραμμένα στη λάσπη, ενώ η οικονομική κατάρρευση της Γερμανίας υψώνεται απειλητικά από
36
ANTHONY DOERR
πάνω τους σαν την αυστηρή γεωμετρία των εργοστασίων. Ο Βέρνερ και η Γιούττα κοσκινίζουν τους σωρούς της γυαλιστερής μαύρης σκόνης· σκαρφαλώνουν πάνω σε βουνά από σκουριασμένα μηχανήματα. Κόβουν μούρα από βάτα και πικραλίδες από τις αλάνες. Καμιά φορά καταφέρνουν να βρουν φλούδες από πατάτες ή φύλλα από καρότα στους σκουπιδοτενεκέδες· άλλα απογεύματα μαζεύουν χαρτιά για τη ζωγραφική ή παλιά σωληνάρια οδοντόπαστας, απ’ όπου μπορούν να βγάλουν τα υπολείμματα για να τα κάνουν κιμωλία αποξηραίνοντάς τα. Μ ια στο τόσο ο Βέρνερ σέρνει τη Γιούττα μέχρι την είσοδο της Ένατης Στοάς, του μεγαλύτερου ορυχείου, που είναι τυλιγμένο στον θόρυβο, φωτισμένο σαν πιλότος στο κέντρο ενός καυστήρα υγραερίου· ένας ανελκυστήρας ύψους πέντε ορόφων είναι σκυμμένος από πάνω του, καλώδια κρέμονται, σφυριά βροντοχτυπούν, άντρες φωνάζουν, ένας ολόκληρος χάρτης μιας διπλωμένης και συμπτυγμένης βιομηχανίας απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, και τα δυο παιδιά παρακολουθούν τα βαγονέτα με τον άνθρακα να ανεβαίνουν τσουλώντας μέσα από τη γη και τους ανθρακωρύχους να ξεχύνονται από τις αποθήκες με τις καραβάνες τους προς την μπούκα του ανελκυστήρα σαν έντομα προς μια φωτισμένη παγίδα. «Εκεί κάτω» ψιθυρίζει ο Βέρνερ στην αδερφή του. «Εκεί πέθανε ο πατέρας». Κι ενώ πέφτει η νύχτα ο Βέρνερ σέρνει βουβά τη μικρή Γιούττα πάλι πίσω στις πυκνοχτισμένες γειτονιές του Τσολλφεράιν, δυο χιονόμαλλα παιδιά σε ένα γούπατο καρβουνόσκονης, που κουβαλούν τους ευτελείς θησαυρούς τους στο νούμερο 3 της Βικτοριαστράσσε, όπου η φράου Έλενα κοιτάζει τη φωτιά στην καρβουνόσομπα τραγουδώντας ένα γαλλικό νανούρισμα με κουρασμένη φωνή ενώ ένα νήπιο τραβάει τα κορδόνια της ποδιάς της κι ένα άλλο ωρύεται στον κόρφο της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
37
Κλειδοφυλάκιο
ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΚΑΤΑΡ ΡΑΚΤΗΣ. Αμφίπλευρος. Ανίατος. «Το βλέπεις αυτό;» ρωτούν οι γιατροί. «Το βλέπεις αυτό;» Η Μ αρί Λορ δε θα ξαναδεί τίποτα σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Χώροι που κάποτε θεωρούσε οικείους –το διαμέρισμα με τα τέσσερα δωμάτια που μοιράζεται με τον πατέρα της, την πλατεΐτσα με τα δέντρα στο τέρμα του δρόμου– έχουν μετατραπεί σε λαβύρινθους γεμάτους κινδύνους. Τα συρτάρια δεν είναι ποτέ εκεί που πρέπει. Η τουαλέτα είναι μια άβυσσος. Ένα ποτήρι νερό πάντα είναι πολύ κοντά ή πολύ μακριά· τα δάχτυλά της είναι πολύ μεγάλα, πάντοτε πολύ μεγάλα. Τι είναι η τυφλότητα; Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει τοίχος τα χέρια της δε βρίσκουν τίποτα. Εκεί που δε θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα το πόδι ενός τραπεζιού γδέρνει το καλάμι της. Στους δρόμους γρυλίζουν αυτοκίνητα· στον ουρανό ψιθυρίζουν φύλλα· στ’ αυτιά της βομβίζει το αίμα. Στη σκάλα, στην κουζίνα, ακόμα και δίπλα στο κρεβάτι της ενήλικες φωνές μιλούν όλο απελπισία: «Το καημένο το παιδί». «Τον καημένο τον κύριο Λεμπλάν». «Δεν είχε εύκολη ζωή, ξέρεις. Ο πατέρας του πέθανε στον πόλεμο, η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Και τώρα αυτό;» «Ούτε καταραμένοι να ήταν». «Κοίτα την. Κοίτα τον».
38
ANTHONY DOERR
«Θα ’πρεπε να τη στείλει κάπου». Τούτοι οι μήνες είναι όλο μελανιές και δυστυχία: δωμάτια κλυδωνίζονται σαν βάρκες, μισάνοιχτες πόρτες χτυπάνε τη Μ αρί Λορ στο πρόσωπο. Μ όνο της καταφύγιο το κρεβάτι της, με το πάπλωμα τραβηγμένο ως το σαγόνι, ενώ ο πατέρας της καπνίζει άλλο ένα τσιγάρο στην καρέκλα δίπλα της λαξεύοντας μία από τις μικροσκοπικές μινιατούρες του, το σφυράκι του κάνει τακ-τακτακ και το τετράγωνο γυαλόχαρτό του βγάζει ένα ρυθμικό, παρήγορο ξύσιμο.
* Η απελπισία δεν κρατάει πολύ. Η Μ αρί Λορ είναι πολύ μικρή και ο πατέρας της πολύ υπομονετικός. Τη διαβεβαιώνει πως δεν υπάρχουν κατάρες. Υπάρχει τύχη, ενδεχομένως, κακή και καλή. Μ ια αμυδρή τάση της κάθε μέρας προς την επιτυχία ή την αποτυχία. Αλλά κατάρες όχι. Έξι πρωινά την εβδομάδα την ξυπνάει πριν ξημερώσει κι εκείνη σηκώνει τα χέρια της ψηλά όσο την ντύνει. Κάλτσες, φόρεμα, πουλόβερ. Αν έχει καιρό, τη βάζει να προσπαθήσει να δέσει μόνη τα παπούτσια της. Ύστερα πίνουν μαζί έναν καφέ στην κουζίνα: ζεστό, δυνατό, με όση ζάχαρη θέλει. Στις εφτά παρά είκοσι παίρνει το άσπρο της μπαστούνι από τη γωνία, περνάει το δάχτυλό της στο πίσω μέρος της ζώνης του πατέρα της και τον ακολουθεί καθώς κατεβαίνουν τέσσερις σκάλες και διανύουν έξι τετράγωνα μέχρι το μουσείο. Εκείνος ξεκλειδώνει την Είσοδο 2 στις εφτά ακριβώς. Από μέσα έρχονται οικείες μυρωδιές: κορδέλες γραφομηχανής, κερωμένα πατώματα, σκόνη από πέτρες. Ακούγεται ο οικείος αντίλαλος των βημάτων τους που διασχίζουν τη Μ εγάλη Αίθουσα. Εκείνος καλημερίζει τον νυχτοφύλακα, μετά έναν επιμελητή, και πάντα του επαναλαμβάνουν τις ίδιες δύο λέξεις: Bonjour, bonjour – καλημέρα, καλημέρα. Αριστερά, αριστερά, δεξιά. Η αρμαθιά με τα κλειδιά του πατέρα της κουδουνίζει. Μ ια κλειδαριά υποχωρεί· η πόρτα ανοίγει. Στο κλειδοφυλάκιο, μέσα σε έξι ντουλάπια με τζαμένιες
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
39
πόρτες, χιλιάδες σιδερένια κλειδιά κρέμονται από τα κρεμαστάρια. Παρθένα κλειδιά, αντικλείδια, κυλινδρικά κλειδιά, κλειδιά με μολύβδινες κεφαλές, κλειδιά ανελκυστήρων και κλειδιά ντουλαπιών. Κλειδιά μακριά όσο ο βραχίονας της Μ αρί Λορ και κλειδιά μικρότερα κι από τον αντίχειρά της. Ο πατέρας της Μ αρί Λορ είναι ο αρχικλειθροποιός του Εθνικού Μ ουσείου Φυσικής Ιστορίας. Αν βάλεις μαζί τα εργαστήρια, τις αποθήκες, τέσσερα ξεχωριστά δημόσια μουσεία, το θηριοτροφείο, τα θερμοκήπια, τις εκτάσεις φαρμακευτικών και καλλωπιστικών φυτών του Βοτανικού Κήπου και καμιά δεκαριά καγκελόπορτες και κιόσκια, ο πατέρας της υπολογίζει ότι υπάρχουν δώδεκα χιλιάδες κλειδαριές στο συγκρότημα του μουσείου. Κανείς άλλος δεν ξέρει αρκετά ώστε να τον αντικρούσει. Κάθε πρωί στέκεται μπροστά από το κλειδοφυλάκιο και μοιράζει κλειδιά στους εργαζόμενους: οι θηριοτρόφοι εμφανίζονται πρώτοι, οι υπάλληλοι γραφείου καταφθάνουν βιαστικοί κατά τις οχτώ, ακολουθούν μαζικά οι τεχνικοί, οι βιβλιοθηκονόμοι και οι βοηθοί των επιστημόνων, και στο τέλος φτάνουν ένας ένας οι επιστήμονες. Όλα είναι αριθμημένα και ταξινομημένα με χρωματική κωδικοποίηση. Όλοι οι εργαζόμενοι, από τους επιστάτες μέχρι τον διευθυντή, πρέπει να έχουν διαρκώς πάνω τους τα κλειδιά τους. Κανείς δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει το κτίριο παίρνοντας τα κλειδιά και κανείς δεν επιτρέπεται να τα αφήσει στο γραφείο του. Άλλωστε το μουσείο έχει στην κατοχή του ανεκτίμητο νεφρίτη του δέκατου τρίτου αιώνα, όπως και καβανσίτη από την Ινδία και ροδοχρωσίτη από το Κολοράντο· πίσω από μια κλειδωνιά που σχεδίασε ο πατέρας της βρίσκεται ένα φλωρεντιανό κύπελλο φαρμακοτρίφτη λαξεμένο από λαζουρίτη που οι ειδικοί ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα κάθε χρόνο για να το μελετήσουν. Ο πατέρας της την εξετάζει. Κλειδί ντουλαπιού ή λουκέτου, Μ αρί; Κλειδί ερμαριού ή κλειδί για κλειδαριά με μάνταλο; Ελέγχει αν ξέρει τη θέση των βιτρινών, τα περιεχόμενα των ντουλαπιών. Της βάζει συνέχεια κάποιο αναπάντεχο αντικείμενο στα χέρια: έναν γλόμπο, ένα απολιθωμένο ψάρι, ένα φτερό από
40
ANTHONY DOERR
φλαμίνγκο. Μ ία ώρα κάθε πρωί –ακόμα και τις Κυριακές– τη βάζει να κάθεται πάνω από ένα εγχειρίδιο Μ πράιγ. Το Α είναι μία τελεία στην πάνω γωνία. Το Β είναι δύο τελείες, η μία κάτω από την άλλη. Ο. Ζαν. Πάει. Στον. Φούρνο. Ο. Ζαν. Πάει. Στο. Τυροκομείο. Τα απογεύματα την παίρνει μαζί του στον γύρο του μουσείου. Λαδώνει ζεμπερέκια, επιδιορθώνει ντουλάπια, γυαλίζει κλειδαριές. Την οδηγεί από διάδρομο σε διάδρομο, από αίθουσα σε αίθουσα. Στενοί διάδρομοι βγάζουν σε πελώριες βιβλιοθήκες· γυάλινες πόρτες ανοίγουν σε σέρες που ξεχειλίζουν από τη μυρωδιά του μαυροχώματος, των υγρών εφημερίδων, της λοβελίας. Υπάρχουν ξυλουργεία, εργαστήρια ταριχευτών, στρέμματα από ράφια και συρτάρια με δείγματα, ολόκληρα μουσεία μέσα στο μουσείο. Μ ερικά απογεύματα αφήνει τη Μ αρί Λορ στο εργαστήριο του δόκτορα Ζεφάρ, ενός ηλικιωμένου ειδικού στα μαλάκια που η γενειάδα του μυρίζει μονίμως υγρό μαλλί. Ο δόκτωρ Ζεφάρ παρατάει ό,τι κάνει, ανοίγει ένα μπουκάλι Μ αλμπέκ και μιλά με την ψιθυριστή φωνή του στη Μ αρί Λορ για τους υφάλους που επισκέφθηκε όταν ήταν νεαρός: στις Σεϋχέλλες, στη Βρεττανική Ονδούρα, στη Ζανζιβάρη. Την αποκαλεί Λορέτ· τρώει ψητή πάπια κάθε μέρα στις τρεις· το μυαλό του χωράει έναν κατά τα φαινόμενα ανεξάντλητο κατάλογο λατινικών διωνυμικών ονομασιών. Στον πίσω τοίχο του εργαστηρίου του δόκτορα Ζεφάρ υπάρχουν φωριαμοί με περισσότερα συρτάρια απ’ όσα μπορεί να μετρήσει και την αφήνει να τα ανοίγει το ένα μετά το άλλο και να κρατάει τα όστρακα στα χέρια της – βούκινα, ολίβιες, αυτοκρατορικές βολούτες από την Ταϊλάνδη, ακανθωτοί στρόμποι από την Πολυνησία. Το μουσείο διαθέτει πάνω από δέκα χιλιάδες δείγματα, περισσότερα από τα μισά γνωστά είδη στον κόσμο, και η Μ αρί Λορ έχει την ευκαιρία να αγγίξει τα περισσότερα. «Που λες, Λορέτ, αυτό το κοχύλι ανήκε σε ένα βιολετί θαλάσσιο σαλιγκάρι, ένα τυφλό σαλιγκάρι που περνάει όλη του τη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
41
ζωή στην επιφάνεια της θάλασσας. Μ όλις ελευθερωθεί στον ωκεανό, αναταράζει το νερό για να δημιουργήσει φυσαλίδες, τις ενώνει με βλέννα και φτιάχνει ένα σωσίβιο. Κατόπιν πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος, τρώγοντας όποια θαλάσσια ασπόνδυλα συναντήσει να επιπλέουν στο διάβα του. Αν όμως χάσει ποτέ το σωσίβιό του, θα βουλιάξει και θα πεθάνει…» Ένα όστρακο καρινάρια είναι ταυτόχρονα ελαφρύ και βαρύ, σκληρό και μαλακό, λείο και τραχύ. Η πορφύρα που έχει πάνω στο γραφείο του ο δόκτωρ Ζεφάρ μπορεί να τη διασκεδάσει μισή ώρα, οι κούφιες άκανθες, οι αυλακωτές έλικες, το βαθύ στόμιο· είναι ένα δάσος από ακίδες, σπηλιές και υφές· ένα βασίλειο. Τα χέρια της κινούνται ασταμάτητα συλλέγοντας, διερευνώντας, δοκιμάζοντας. Τα πούπουλα στο στήθος ενός βαλσαμωμένου μελισσοφάγου είναι απίστευτα απαλά, το ράμφος του είναι μυτερό σαν βελόνα. Η γύρη στις άκρες των ανθήρων στις τουλίπες μοιάζει λιγότερο με σκόνη και περισσότερο με μικροσκοπικές μπαλίτσες λαδιού. Όταν αγγίζεις πραγματικά κάτι, μαθαίνει η Μ αρί Λορ –τον φλοιό μιας μουριάς στους κήπους, ή ένα καρφιτσωμένο σκαθάρι στο Τμήμα Εντομολογίας, ή το εξαίσια γυαλισμένο εσωτερικό ενός χτενιού στο εργαστήριο του δόκτορα Ζεφάρ–, το αγαπάς. Στο σπίτι τα βράδια ο πατέρας της βάζει τα παπούτσια τους στο ίδιο ντουλαπάκι, κρεμάει τα παλτά τους στους ίδιους γάντζους. Η Μ αρί Λορ περνάει από έξι λωρίδες τριβής τοποθετημένες ανά ίσα διαστήματα πάνω στα πλακάκια της κουζίνας για να φτάσει στο τραπέζι· ακολουθεί ένα κομμάτι σπάγκο που είναι δεμένο στο τραπέζι για να πάει στην τουαλέτα. Της σερβίρει φαγητό σε ένα στρογγυλό πιάτο και της περιγράφει τη θέση των διαφόρων φαγητών με βάση τους δείκτες του ρολογιού. Οι πατάτες είναι στις έξι, ma chérie – γλυκιά μου. Τα μανιτάρια στις τρεις. Ύστερα ανάβει ένα τσιγάρο και καταπιάνεται με τις μινιατούρες του σε έναν πάγκο στην άκρη της κουζίνας. Φτιάχνει μια μακέτα ολόκληρης της γειτονιάς τους, τα σπίτια με τα ψηλά παράθυρα, τις υδρορρόες, τη laverie και την boulangerie και τη μικρή place1 στο τέρμα του δρόμου με τα τέσσερα παγκάκια και τα δέκα δέντρα. Τις ζεστές βραδιές η Μ αρί Λορ ανοίγει το παράθυρο της
42
ANTHONY DOERR
κρεβατοκάμαράς της και αφουγκράζεται τη νύχτα που πέφτει στα μπαλκόνια και στα αετώματα και στις καμινάδες νωθρή και γαλήνια, ώσπου η πραγματική γειτονιά και η μινιατούρα γίνονται ένα στο μυαλό της. Τις Τρίτες το μουσείο είναι κλειστό. Η Μ αρί Λορ και ο πατέρας της κοιμούνται μέχρι αργά· πίνουν καφέ πηχτό από τη ζάχαρη. Κατεβαίνουν για περίπατο στο Πάνθεον ή στην ανθαγορά ή δίπλα στον Σηκουάνα. Κάπου κάπου επισκέπτονται το βιβλιοπωλείο. Της βάζει στο χέρι ένα λεξικό, ένα περιοδικό, ένα έντυπο γεμάτο φωτογραφίες. «Πόσες σελίδες έχει, Μ αρί Λορ;» Διατρέχει με το νύχι της την άκρη του. «Πενήντα δύο;» «Εφτακόσιες πέντε;» «Εκατόν τριάντα εννιά;» Της βάζει τα μαλλιά πίσω από τα αυτιά· τη σηκώνει πάνω από το κεφάλι του. Της λέει ότι είναι το émerveillement του – το θαύμα του. Της λέει ότι δε θα την αφήσει ποτέ, ούτε στον αιώνα τον άπαντα. 1. laverie (γ αλλ.) = καθαριστήριο, boulangerie (γ αλλ.) = φούρνος, place (γ αλλ.) = πλατεία.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
43
Ραδιόφωνο
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ είναι οχτώ χρόνων και σκαλίζει τα σκουπίδια πίσω από μια αποθηκούλα, όταν ανακαλύπτει κάτι που μοιάζει με μεγάλη κουβαρίστρα. Είναι ένας κύλινδρος τυλιγμένος με σύρμα ανάμεσα σε δύο δίσκους από πευκόξυλο. Από το πάνω μέρος βγαίνουν τρία ξεφτισμένα ηλεκτρικά καλώδια. Από την άκρη του ενός κρέμεται ένα μικρό ακουστικό. Η Γιούττα, έξι χρόνων, με στρογγυλό πρόσωπο και έναν πατικωμένο θύσανο άσπρων μαλλιών, κάθεται ανακούρκουδα δίπλα στον αδερφό της. «Τι είναι αυτό;» «Νομίζω» λέει ο Βέρνερ, νιώθοντας σαν να άνοιξε κάποιο ντουλάπι στον παράδεισο «ότι μόλις βρήκαμε ένα ραδιόφωνο». Ως τώρα έχει δει ραδιόφωνα μονάχα φευγαλέα: ένα μεγάλο ξύλινο ραδιόφωνο πίσω από τις δαντελένιες κουρτίνες του σπιτιού κάποιου αξιωματούχου· ένα φορητό ραδιοφωνάκι στον κοιτώνα των ανθρακωρύχων· ένα άλλο στο αναψυκτήριο της εκκλησίας. Δεν έχει αγγίξει ποτέ κανένα. Ο Βέρνερ και η Γιούττα φέρνουν κρυφά τη συσκευή στη Βικτοριαστράσσε 3 και την αξιολογούν κάτω από μια ηλεκτρική λάμπα. Τη σκουπίζουν, ξεμπερδεύουν τα κουβαριασμένα καλώδια, ξεπλένουν τη λάσπη από το ακουστικό. Δε δουλεύει. Άλλα παιδιά έρχονται, στέκονται από πάνω τους
44
ANTHONY DOERR
και τη θαυμάζουν, και σιγά σιγά χάνουν το ενδιαφέρον τους και συμπεραίνουν ότι είναι μάταιος κόπος. Αλλά ο Βέρνερ ανεβάζει τον ραδιοδέκτη στο δωμάτιό του στη σοφίτα και τον μελετάει για ώρες. Αποσυνδέει οτιδήποτε αποσυνδέεται· απλώνει τα εξαρτήματα στο πάτωμα και τα κοιτάζει ένα ένα κάτω από το φως. Τρεις εβδομάδες αφότου βρίσκει τη συσκευή, ένα ηλιόχρυσο απόγευμα που μάλλον κάθε άλλο παιδί στο Τσολλφεράιν έχει βγει έξω να παίξει, εκείνος παρατηρεί ότι το μεγαλύτερο καλώδιο, ένα λεπτό νήμα τυλιγμένο εκατοντάδες φορές γύρω από τον κεντρικό κύλινδρο, έχει πολλά μικρά κοψίματα. Αργά, μεθοδικά, ξετυλίγει το σύρμα, μεταφέρει ολόκληρο το μπερδεμένο σπείρωμα στον κάτω όροφο και φωνάζει τη Γιούττα να έρθει να του κρατάει τα κομμάτια για να τα κολλήσει. Ύστερα το ξανατυλίγει. «Ας δοκιμάσουμε τώρα» ψιθυρίζει και πιέζει το ακουστικό στο αυτί του, ανεβοκατεβάζοντας το εξάρτημα που έχει αποφασίσει ότι πρέπει να είναι η βελόνα συντονισμού πάνω στο πηνίο. Ακούει τον συριγμό των παράσιτων. Έπειτα από κάπου βαθιά μέσα στο ακουστικό ξεχύνεται ένας χείμαρρος φθόγγων. Η καρδιά του Βέρνερ σταματάει· η φωνή μοιάζει να αντηχεί στην αρχιτεκτονική του κεφαλιού του. Ο ήχος σβήνει όσο γρήγορα ακούστηκε. Ο Βέρνερ μετακινεί τη βελόνα μισό πόντο. Πάλι παράσιτα. Άλλο μισό πόντο. Τίποτα. Στην κουζίνα η φράου Έλενα ζυμώνει ψωμί. Τα αγόρια φωνάζουν στον δρόμο. Ο Βέρνερ οδηγεί τη βελόνα πάνω κάτω. Παράσιτα, παράσιτα. Είναι έτοιμος να δώσει το ακουστικό στη Γιούττα, όταν – καθαρά και άψογα, περίπου στα μισά του πηνίου– ακούει τα γρήγορα, δραστικά χτυπήματα του δοξαριού που τρέχει πάνω στις χορδές ενός βιολιού. Προσπαθεί να κρατήσει τη βελόνα τελείως ακίνητη. Ένα δεύτερο βιολί σμίγει με το πρώτο. Η Γιούττα έρχεται πιο κοντά· παρακολουθεί τον αδερφό της με τεράστια μάτια. Ένα πιάνο κυνηγάει τα βιολιά. Μ ετά ξύλινα πνευστά. Τα έγχορδα τρέχουν, τα πνευστά φτερουγίζουν ξοπίσω τους. Μ παίνουν κι άλλα όργανα. Φλάουτα; Άρπες; Το τραγούδι προχωρά ορμητικά και μοιάζει να αναδιπλώνεται.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
45
«Βέρνερ;» ψιθυρίζει η Γιούττα. Εκείνος ανοιγοκλείνει τα μάτια· καταπίνει τα δάκρυά του. Το δωμάτιο είναι όπως πάντα: δύο κούνιες κάτω από δύο λατινικούς σταυρούς, σκόνη που ρουφιέται στο ανοιχτό στόμα της σόμπας, καμιά δεκαριά στρώματα μπογιάς που ξεφλουδίζουν από τα σοβατεπί. Ένα κέντημα με το χιονισμένο χωριό της φράου Έλενας στην Αλσατία πάνω από τον νιπτήρα. Όμως τώρα υπάρχει μουσική. Είναι σαν να ξύπνησε μέσα στο κεφάλι του Βέρνερ μια μικροσκοπική ορχήστρα. Η κάμαρα μοιάζει να παρασύρεται σε μια αργή περιστροφή. Η αδερφή του λέει το όνομά του πιο επιτακτικά κι εκείνος πιέζει το ακουστικό στο αυτί της. «Μ ουσική» του λέει. Εκείνος κρατάει τη βελόνα όσο πιο ακίνητη μπορεί. Το σήμα είναι τόσο αδύναμο, που, παρόλο που το ακουστικό είναι μόλις δεκαπέντε πόντους μακριά, δεν ακούει τίποτε απ’ το τραγούδι. Όμως κοιτάζει το πρόσωπο της αδερφής του, ασάλευτο εκτός από τα βλέφαρα, στην κουζίνα η φράου Έλενα κρατάει τα αλευρωμένα χέρια της ψηλά και σηκώνει το κεφάλι για να τον περιεργαστεί, δυο μεγαλύτερα παιδιά μπαίνουν τρέχοντας και κοντοστέκονται γιατί διαισθάνονται μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα, και το ραδιοφωνάκι με τους τέσσερις ακροδέκτες και την κεραία που σέρνεται στο πάτωμα στέκει ακίνητο ανάμεσά τους σαν θαύμα.
46
ANTHONY DOERR
Οδήγησέ μας στο σπίτι
ΣΥΝΗΘΩΣ
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ καταφέρνει να λύσει τους ξύλινους γρίφους που φτιάχνει ο πατέρας της για τα γενέθλιά της. Συχνά έχουν σχήματα σπιτιών και περιέχουν κάποιο κρυμμένο μπιχλιμπίδι. Για να τους ανοίξει πρέπει να ακολουθήσει μια καλοστημένη σειρά βημάτων: να βρει την ένωση με τα νύχια της, να τραβήξει τον πάτο προς τα δεξιά, να αποσυνδέσει ένα πλαϊνό κάγκελο, να βγάλει ένα κλειδί κρυμμένο μέσα του, να ξεκλειδώσει το πάνω μέρος και να ανακαλύψει το βραχιόλι που υπάρχει μέσα. Για τα έβδομα γενέθλιά της, ένα μικροσκοπικό ξύλινο σαλέ στέκεται στο κέντρο του τραπεζιού της κουζίνας εκεί που κανονικά θα ’πρεπε να βρίσκεται η ζαχαριέρα. Τραβάει ένα κρυφό συρτάρι από τη βάση, βρίσκει ένα κρυφό χώρισμα κάτω από το συρτάρι, βγάζει ένα ξύλινο κλειδί και το βάζει στην καμινάδα. Στο εσωτερικό του την περιμένει ένα πλακίδιο ελβετικής σοκολάτας. «Τέσσερα λεπτά» λέει γελώντας ο πατέρας της. «Του χρόνου πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο». Για πολύ καιρό όμως, σε αντίθεση με τις σπαζοκεφαλιές, η μακέτα της γειτονιάς που της έχει φτιάξει της φαίνεται ακατανόητη. Δεν είναι σαν τον πραγματικό κόσμο. Η λιλιπούτεια διασταύρωση της οδού Μ ιρμπέλ και της οδού Μ ονζ, για
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
47
παράδειγμα, μόλις ένα τετράγωνο από το διαμέρισμά τους, δεν έχει καμία ομοιότητα με την πραγματική διασταύρωση. Η πραγματική διασταύρωση είναι ένα αμφιθέατρο θορύβων και αρωμάτων: το φθινόπωρο μυρίζει αυτοκίνητα και καστορέλαιο, ψωμί από τον φούρνο, καμφορά από το φαρμακείο του Αβάν, καπουτσίνους, μοσχομπίζελα και τριαντάφυλλα από τον πάγκο του ανθοπώλη. Τις χειμωνιάτικες μέρες πλημμυρίζει από τη μυρωδιά ψημένων κάστανων· τα καλοκαιρινά βράδια γίνεται αργή και νυσταλέα, γεμάτη νωθρές συζητήσεις και συρσίματα από τις βαριές σιδερένιες καρέκλες. Αλλά η ίδια διασταύρωση στη μακέτα του πατέρα της μυρίζει μόνο στεγνή κόλλα και πριονίδι. Οι δρόμοι της είναι άδειοι, τα πεζοδρόμια στατικά· για τα δάχτυλά της δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό και ανεπαρκές αντίγραφο. Εκείνος επιμένει να ζητά από τη Μ αρί Λορ να τη διατρέξει με τα δάχτυλά της, να αναγνωρίσει τα διάφορα σπίτια, τις γωνίες των δρόμων. Και μια παγωμένη Τρίτη του Δεκέμβρη, πάνω από έναν χρόνο από τότε που έχασε το φως της, ο πατέρας της τη συνοδεύει στην οδό Κουβιέ μέχρι την άκρη του Βοτανικού Κήπου. «Εδώ, γλυκιά μου, είναι το μονοπάτι που παίρνουμε κάθε πρωί. Πίσω από τους κέδρους που βρίσκονται μπροστά μας είναι η Μ εγάλη Αίθουσα». «Το ξέρω, μπαμπά». Τη σηκώνει στον αέρα και τη στριφογυρίζει τρεις φορές. «Τώρα» της λέει «οδήγησέ μας στο σπίτι». Εκείνη μένει με το στόμα ανοιχτό. «Θέλω να σκεφτείς τη μακέτα, Μ αρί». «Μ α είναι αδύνατον!» «Είμαι ένα βήμα πίσω σου. Δε θα αφήσω να σου συμβεί τίποτα. Έχεις το μπαστούνι σου. Ξέρεις πού βρίσκεσαι». «Δεν ξέρω!» «Ξέρεις». Απόγνωση. Δεν ξέρει καν αν οι κήποι είναι μπροστά ή πίσω. «Ηρέμησε, Μ αρί. Πήγαινε πόντο πόντο». «Είναι μακριά, μπαμπά. Έξι τετράγωνα τουλάχιστον». «Σωστά, έξι τετράγωνα ακριβώς. Χρησιμοποίησε τη λογική
48
ANTHONY DOERR
σου. Προς τα πού πρέπει να πάμε πρώτα;» Ο κόσμος στριφογυρίζει μουγκρίζοντας. Κοράκια κρώζουν, φρένα στριγκλίζουν, κάποιος στα αριστερά της κοπανάει κάτι μεταλλικό με κάτι που ίσως να είναι σφυρί. Εκείνη προχωράει σέρνοντας τα βήματά της προς τα εμπρός, ώσπου η άκρη του μπαστουνιού της αιωρείται στο κενό. Η άκρη του κρασπέδου; Λιμνούλα, σκάλα, γκρεμός; Κάνει στροφή ενενήντα μοιρών. Τρία βήματα μπροστά. Τώρα το μπαστούνι της βρίσκει τη βάση ενός τοίχου. «Μ παμπά;» «Εδώ είμαι». Έξι βήματα, εφτά, οχτώ. Ένας βροντερός θόρυβος –ένας απολυμαντής που μόλις βγαίνει από ένα σπίτι με τον ψεκαστήρα να ουρλιάζει– τους αιφνιδιάζει. Δώδεκα βήματα πιο κάτω ένα κουδούνι δεμένο στο πόμολο της πόρτας ενός καταστήματος χτυπάει και δυο γυναίκες βγαίνουν, σκουντώντας τη στο πέρασμά τους. Το μπαστούνι φεύγει από τα χέρια της· βάζει τα κλάματα. Ο πατέρας της τη σηκώνει αγκαλιά, τη σφίγγει στο στενό στέρνο του. «Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος» ψιθυρίζει. «Μ πορείς να το κάνεις, Μ αρί». Δεν μπορεί.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
49
Κάτι αναδύεται
ΕΝΩ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
παίζουν κουτσό στον δρόμο ή κολυμπάνε στο κανάλι ο Βέρνερ κάθεται μόνος του στη σοφίτα και πειραματίζεται με τον ραδιοδέκτη. Μ έσα σε μία εβδομάδα μπορεί να τον αποσυναρμολογήσει και να τον συναρμολογήσει με κλειστά μάτια. Πυκνωτής, επαγωγέας, πηνίο συντονισμού, ακουστικό. Το ένα καλώδιο πηγαίνει στη γη, το άλλο στον ουρανό. Τίποτε απ’ όσα έχει συναντήσει ως τώρα δε βγάζει περισσότερο νόημα. Συλλέγει εξαρτήματα από τις αποθήκες υλικού: κομμάτια από χάλκινα καλώδια, βίδες, ένα στραβωμένο κατσαβίδι. Καλοπιάνει τη σύζυγο του φαρμακοποιού να του δώσει ένα χαλασμένο ακουστικό· βγάζει ένα σωληνοειδές πηνίο από ένα πεταμένο κουδούνι, το κολλάει σε έναν αντιστάτη και φτιάχνει ένα μεγάφωνο. Μ έσα σε έναν μήνα κατορθώνει να αλλάξει εκ βάθρων το σχέδιο του δέκτη, προσθέτοντας νέα εξαρτήματα εδώ κι εκεί και συνδέοντάς τον σε μια πηγή ενέργειας. Κάθε βράδυ φέρνει το ραδιόφωνό του στο κάτω πάτωμα και η φράου Έλενα αφήνει τα παιδιά να ακούσουν μία ώρα. Βάζουν δελτία ειδήσεων, κονσέρτα, όπερες, εθνικές χορωδίες, λαϊκές παραστάσεις – μια δωδεκάδα παιδιά καθισμένα ημικυκλικά στα έπιπλα, η φράου Έλενα ανάμεσά τους, ελάχιστα πιο γεροδεμένη από παιδί και η ίδια.
50
ANTHONY DOERR
Ζούμε σε συναρπαστικούς καιρούς, λέει το ραδιόφωνο. Δεν έχουμε κανένα παράπονο. Πατάμε τα πόδια μας γερά στη γη μας και καμιά επίθεση δεν πρόκειται να μας μετακινήσει. Στα μεγαλύτερα κορίτσια αρέσουν οι μουσικοί διαγωνισμοί, η ραδιοφωνική γυμναστική, μια τακτική εκπομπή που λέγεται «Εποχιακές συμβουλές για τους ερωτευμένους» και κάνει τα μικρότερα παιδιά να τσιρίζουν. Στα αγόρια αρέσουν τα θεατρικά, οι ειδήσεις, οι στρατιωτικοί ύμνοι. Στη Γιούττα αρέσει η τζαζ. Στον Βέρνερ αρέσουν όλα. Βιολιά, κόρνα, τύμπανα, ομιλίες –ένα στόμα δίπλα στο μικρόφωνο σε κάποιο μακρινό αλλά ταυτόχρονο βράδυ–, η μαγεία τον έχει συνεπάρει. Προκαλεί σε κανέναν έκπληξη, ρωτάει το ραδιόφωνο, που το κουράγιο, η αυτοπεποίθηση και η αισιοδοξία γεμίζουν τον γερμανικό λαό όλο και περισσότερο; Μέσα από αυτή την προθυμία για θυσία δεν αναδύεται η φλόγα μιας καινούριας πίστης; Πράγματι, με το πέρασμα των εβδομάδων ο Βέρνερ έχει την εντύπωση πως κάτι νέο αναδύεται. Η παραγωγή των ορυχείων αυξάνεται· η ανεργία μειώνεται. Το κρέας κάνει την εμφάνισή του στο κυριακάτικο γεύμα. Αρνί, χοιρινό, λουκάνικα – πολυτέλειες ανήκουστες έναν χρόνο νωρίτερα. Η φράου Έλενα αγοράζει καινούριο καναπέ ντυμένο με πορτοκαλί κοτλέ ύφασμα και μια κουζίνα με μάτια μέσα σε μαύρους δακτύλιους· τρία καινούρια αντίτυπα της Βίβλου έρχονται από τη σύνοδο στο Βερολίνο· ένα καζάνι για την μπουγάδα παραδίδεται από την πίσω πόρτα. Ο Βέρνερ παίρνει καινούριο παντελόνι· η Γιούττα, δικά της παπούτσια. Τηλέφωνα που λειτουργούν χτυπάνε στα σπίτια των γειτόνων. Ένα απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, ο Βέρνερ σταματάει έξω από το φαρμακοπαντοπωλείο και κολλάει τη μύτη του στην ψηλή βιτρίνα: εκεί παρελαύνουν πέντε ντουζίνες στρατιωτάκια, το καθένα με καφέ πουκάμισο και μικρούτσικα κόκκινα περιβραχιόνια, άλλα με φλάουτα, άλλα με τύμπανα, μερικοί αξιωματικοί καβάλα σε γυαλιστερά μαύρα άλογα. Από πάνω τους, κρεμασμένο με κλωστή, ένα τενεκεδένιο κουρδιστό υδροπλάνο με ξύλινους πλωτήρες και περιστρεφόμενη προπέλα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
51
ακολουθεί μια ηλεκτρική, υπνωτιστική τροχιά. Ο Βέρνερ το περιεργάζεται μέσα από το τζάμι πολλή ώρα, προσπαθώντας να καταλάβει πώς δουλεύει. Η νύχτα πέφτει, φθινόπωρο του 1936, κι ο Βέρνερ κατεβάζει το ραδιόφωνο στο κάτω πάτωμα και το στήνει στη σερβάντα, και τα άλλα παιδιά κάνουν νευρικές κινήσεις από την ανυπομονησία. Ο δέκτης βουίζει ενώ ζεσταίνεται. Ο Βέρνερ κάνει πίσω με τα χέρια στις τσέπες. Από το μεγάφωνο μια παιδική χορωδία τραγουδάει: Ελπίζουμε μονάχα να εργαστούμε, να εργαστούμε, να εργαστούμε, να εργαστούμε, να κάνουμε ένδοξο έργο για την πατρίδα. Έπειτα ξεκινάει ένα θεατρικό έργο που παίζεται στο Βερολίνο με κρατική επιχορήγηση: μια ιστορία για εισβολείς που μπαίνουν κρυφά σε ένα χωριό νύχτα. Τα δώδεκα παιδιά παρακολουθούν καθηλωμένα. Στο έργο οι εισβολείς παριστάνουν καταστηματάρχες με γαμψές μύτες, ανέντιμους κοσμηματοπώλες, διεφθαρμένους τραπεζικούς· πουλάνε γυαλιστερά ψευτοπράματα· παίρνουν τις δουλειές από καταξιωμένους επαγγελματίες του χωριού. Ύστερα από λίγο σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τα Γερμανόπουλα στα κρεβάτια τους. Στο τέλος, ένας ανοιχτομάτης ταπεινός γείτονας τους παίρνει χαμπάρι. Καλεί την αστυνομία: ρωμαλέους αστυνομικούς με θαυμάσιες φωνές που ακούγονται όμορφοι. Σπάνε τις πόρτες. Σέρνουν τους εισβολείς μακριά. Ακούγεται ένα πατριωτικό εμβατήριο. Όλοι είναι και πάλι ευτυχισμένοι.
52
ANTHONY DOERR
Φως
ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΤΡ ΙΤΕΣ στη σειρά. Παρασύρει τον
πατέρα της σε παρακάμψεις έξι τετράγωνα πιο κάτω που της προκαλούν θυμό, εκνευρισμό και τη φέρνουν πιο μακριά από το σπίτι απ’ όσο όταν ξεκίνησε. Όμως το χειμώνα του όγδοου έτους της, εκπλήσσοντας τον εαυτό της, αρχίζει να το κάνει σωστά. Διατρέχει με τα δάχτυλά της τη μακέτα στην κουζίνα τους μετρώντας λιλιπούτεια παγκάκια, δέντρα, φανοστάτες, κατώφλια. Κάθε μέρα ξεπροβάλλει και μια καινούρια λεπτομέρεια – κάθε υπόνομος, παγκάκι και κρουνός στη μακέτα έχουν το ταίρι τους στον πραγματικό κόσμο. Η Μ αρί Λορ οδηγεί τον πατέρα της όλο και πιο κοντά στο σπίτι πριν κάνει λάθος. Τέσσερα τετράγωνα, τρία τετράγωνα, δύο. Και μια χιονισμένη Τρίτη του Μ άρτη, αφού την οδηγεί σε ένα ακόμη καινούριο σημείο πολύ κοντά στις όχθες του Σηκουάνα, τη στριφογυρίζει τρεις φορές και της λέει «Πήγαινέ μας στο σπίτι», εκείνη συνειδητοποιεί πως, για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησαν αυτή την άσκηση, από τα σωθικά της δεν ξεχύνεται φόβος. Τουναντίον, κάθεται ανακούρκουδα στο πεζοδρόμιο. Την τυλίγει η ελαφρώς μεταλλική μυρωδιά του χιονιού που πέφτει. Ηρέμησε. Άκου. Αυτοκίνητα περνούν πλατσουρίζοντας στους δρόμους ενώ το
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
53
λιωμένο χιόνι κυλάει σφυροκοπώντας στα ρείθρα· ακούει τις χιονονιφάδες να πέφτουν απαλά μέσα απ’ τα δέντρα. Μ υρίζει τους κέδρους στον Βοτανικό Κήπο τετρακόσια μέτρα πιο πέρα. Σ’ αυτό το σημείο το μετρό περνάει ολοταχώς κάτω από το πεζοδρόμιο: είναι το Κε Σαιν Μ περνάρ. Εδώ ο ουρανός ανοίγει και ακούει το χτύπημα των κλαδιών: είναι η στενή λωρίδα κήπων πίσω από την Πτέρυγα Παλαιοντολογίας. Αυτή, συνειδητοποιεί, πρέπει να είναι η γωνία της προκυμαίας με την οδό Κουβιέ. Έξι τετράγωνα, σαράντα κτίρια, δέκα μικροσκοπικά δέντρα σε μια πλατεία. Αυτός ο δρόμος διασταυρώνεται με αυτόν τον δρόμο, που διασταυρώνεται με αυτόν τον δρόμο. Πόντο πόντο. Ο πατέρας της αναδεύει τα κλειδιά στις τσέπες του. Μ προστά τους υψώνονται τα ψηλά, επιβλητικά κτίρια που περιστοιχίζουν τους κήπους, αντανακλώντας τους ήχους. «Πηγαίνουμε αριστερά» του λέει. Παίρνουν την οδό Κουβιέ. Τρεις ιπτάμενες πάπιες ελίσσονται προς το μέρος τους, χτυπώντας συγχρονισμένα τα φτερά τους ενώ κατευθύνονται προς τον Σηκουάνα, και καθώς περνούν ορμητικά από πάνω τους η Μ αρί Λορ φαντάζεται ότι μπορεί να νιώσει το φως να πέφτει στις φτερούγες τους, χτυπώντας κάθε φτερό ξεχωριστά. Αριστερά στην οδό Ζοφρουά Σαιν Ιλέρ. Δεξιά στην οδό Ντομπαντόν. Τρεις υπόνομοι, τέσσερις, πέντε. Στα αριστερά θα πλησιάζει ο ανοιχτός σιδερένιος φράχτης του Βοτανικού, με τις λεπτές ράβδους που μοιάζουν με κάγκελα μεγάλου κλουβιού. Απέναντί της τώρα: ο φούρνος, το κρεοπωλείο, το μπακάλικο. «Μ πορώ να περάσω τον δρόμο, μπαμπά;» «Μ πορείς». Δεξιά. Μ ετά ευθεία. Τώρα φτάνουν στον δρόμο τους, είναι σίγουρη. Ένα βήμα πίσω της, ο πατέρας της γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω και χαρίζει στον ουρανό ένα τεράστιο χαμόγελο. Η Μ αρί Λορ το ξέρει, παρόλο που του έχει γυρισμένη την πλάτη, παρόλο που εκείνος δε λέει τίποτα, παρόλο που είναι τυφλή – τα πυκνά μαλλιά του μπαμπά είναι βρεγμένα από το χιόνι και έχουν σηκωθεί όρθια σε δεκάδες γωνίες πάνω στο κεφάλι του, το κασκόλ του είναι ριγμένο ασύμμετρα πάνω στους ώμους του και
54
ANTHONY DOERR
χαμογελάει προς το χιόνι που πέφτει. Βρίσκονται στα μισά της οδού Πατριάρχς. Έξω από το σπίτι τους. Η Μ αρί Λορ πιάνει τον κορμό της καστανιάς που υψώνεται πιο πάνω από το παράθυρό της στον τρίτο όροφο, αγγίζει τη φλούδα με τα δάχτυλά της. Παλιόφιλη. Σε μισό δευτερόλεπτο τα χέρια του πατέρα της την πιάνουν από τις μασχάλες, τη σηκώνουν ψηλά, και η Μ αρί Λορ χαμογελάει, κι εκείνος γελάει με ένα αγνό, μεταδοτικό γέλιο, ένα γέλιο που θα προσπαθήσει να το θυμάται σε όλη της τη ζωή, πατέρας και κόρη στροβιλίζονται στο πεζοδρόμιο μπροστά από την πολυκατοικία τους γελώντας παρέα ενώ το χιόνι κοσκινίζεται μέσα από τα κλαδιά από πάνω τους.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
55
Μια σημαία ανεμίζει μπροστά μας
ΣΤΟ ΤΣΟΛΛΦΕΡΑΪΝ, την άνοιξη του δέκατου χρόνου της ζωής του Βέρνερ, τα δύο μεγαλύτερα αγόρια του Σπιτιού των Παιδιών –ο δεκατριάχρονος Χανς Σίλτσερ και ο δεκατετράχρονος Χέρριμπερτ Πόμσελ– βάζουν στον ώμο κάτι μεταχειρισμένα σακίδια από δεύτερο χέρι και μια και δυο κινούν για το δάσος. Όταν γυρίζουν είναι μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας. Έχουν σφεντόνες, φτιάχνουν λόγχες, εξασκούνται στις ενέδρες κρυμμένοι πίσω από μάζες χιονιού. Μ παίνουν σε μια επιθετική συμμορία από παιδιά ανθρακωρύχων που κάθονται στην πλατεία της αγοράς με τα μανίκια σηκωμένα και τα κοντά παντελονάκια ανεβασμένα στους μηρούς τους. «Καλησπέρα» φωνάζουν στους περαστικούς. «Ή χάιλ Χίτλερ, αν προτιμάτε!» Κουρεύουν ο ένας τον άλλο με τον ίδιο τρόπο, παλεύουν στο σαλόνι και κοκορεύονται για την εξάσκηση σκοποβολής για την οποία προετοιμάζονται, για τα ανεμοπλάνα που θα πετάξουν, για τους πυργίσκους τανκ που θα χειριστούν. Η σημαία μας αντιπροσωπεύει τη νέα εποχή, ψάλλουν ο Χανς και ο Χέρριμπερτ, η σημαία μας οδηγεί στην αιωνιότητα. Στα γεύματα μαλώνουν τα μικρότερα παιδιά που εκδηλώνουν θαυμασμό για κάτι ξένο: μια βρετανική διαφήμιση αυτοκινήτου, ένα γαλλικό εικονογραφημένο βιβλίο. Οι χαιρετισμοί τους είναι κωμικοί· τα ρούχα τους, στα όρια του
56
ANTHONY DOERR
γελοίου. Όμως η φράου Έλενα τους παρακολουθεί με επιφυλακτικό βλέμμα: δεν πάει πολύς καιρός που ήταν άγρια νήπια, λουφαγμένα στις κούνιες τους, και κλαίγανε ζητώντας τις μανάδες τους. Τώρα έχουν γίνει έφηβοι νταήδες με γδαρμένους κόμπους στα χέρια και καρτ ποστάλ του φίρερ διπλωμένες στην τσέπη του πουκαμίσου. Η φράου Έλενα μιλάει γαλλικά όλο και πιο σπάνια μπροστά στον Χανς και στον Χέρριμπερτ. Πιάνει τον εαυτό της να νιώθει αμήχανα για την προφορά της. Και η παραμικρή ματιά από κάποιον γείτονα την κάνει να αναρωτιέται. Ο Βέρνερ κρατάει χαμηλά το κεφάλι. Να πηδάς πάνω από φωτιές, να απλώνεις φούμο κάτω από τα μάτια, να τα βάζεις με μικρά παιδιά; Να τσαλακώνεις τις ζωγραφιές της Γιούττα; Καλύτερα, αποφασίζει, να μένεις αφανής, απαρατήρητος. Διαβάζει τα περιοδικά εκλαϊκευμένης επιστήμης στο φαρμακοπαντοπωλείο· τον ενδιαφέρουν οι κυματικές αναταράξεις, οι σήραγγες στο κέντρο της γης, η νιγηριανή μέθοδος αναμετάδοσης των ειδήσεων σε μεγάλες αποστάσεις με τύμπανα. Αγοράζει ένα τετράδιο και φτιάχνει σχέδια για θαλάμους νεφών, ανιχνευτές ιόντων, γυαλιά με ακτίνες Χ. Μ ήπως να φτιάξει έναν μικρό κινητήρα που θα προσαρμόζεται στις κούνιες για να λικνίζει τα παιδιά πριν κοιμηθούν; Ή να βάλει ελατήρια στους άξονες του βαγονιού του για να το τραβάει πιο εύκολα στις ανηφόρες; Ένας απεσταλμένος του Υπουργείου Εργασίας επισκέπτεται το Σπίτι των Παιδιών για να τους μιλήσει για τις ευκαιρίες εργασίας στα ορυχεία. Τα παιδιά κάθονται μπροστά στα πόδια του με τα πιο καθαρά τους ρούχα. Όλα τα αγόρια, μηδενός εξαιρουμένου, τους εξηγεί ο άντρας, θα πάνε να δουλέψουν στα ορυχεία μόλις κλείσουν τα δεκαπέντε. Μ ιλάει για δόξες και θριάμβους και για το πόσο τυχεροί είναι που θα έχουν σταθερή εργασία. Όταν παίρνει στα χέρια του το ραδιόφωνο και το αφήνει ξανά χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, ο Βέρνερ αισθάνεται το ταβάνι να γλιστράει χαμηλότερα, τους τοίχους να στενεύουν. Ο πατέρας του είναι εκεί κάτω, ενάμισι χιλιόμετρο κάτω από το σπίτι. Το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ. Στοιχειώνει ακόμη τις
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
57
στοές. «Από τη γειτονιά σας» λέει ο απεσταλμένος «από το χώμα σας προέρχεται η ισχύς του έθνους μας. Χάλυβας, άνθρακας, κοκ. Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Μ όναχο – χωρίς αυτόν τον τόπο δεν υπάρχουν. Εσείς προμηθεύετε τα θεμέλια της νέας τάξης, τις σφαίρες για τα όπλα της, τη θωράκιση για τα τανκ της». Ο Χανς και ο Χέρριμπερτ περιεργάζονται τη δερμάτινη θήκη του όπλου του άντρα με θαμπωμένο βλέμμα. Πάνω στη σερβάντα το ραδιοφωνάκι του Βέρνερ φλυαρεί. Λέει: Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια ο ηγέτης μας είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει μια Ευρώπη που κινδύνευε να καταρρεύσει… Λέει: Εκείνον και μόνο εκείνον πρέπει να ευχαριστούμε για το γεγονός ότι, για τα παιδιά της Γερμανίας, υπάρχει ξανά μια γερμανική ζωή που αξίζει να ζει κανείς.
58
ANTHONY DOERR
Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες
ΔΕΚΑΕΞΙ
ΒΗΜΑΤΑ μέχρι την κρήνη, δεκαέξι βήματα πίσω. Σαράντα δύο μέχρι τη σκάλα, σαράντα δύο πίσω. Η Μ αρί Λορ σχεδιάζει χάρτες στο μυαλό της, ξετυλίγει εκατό μέτρα νοερής κλωστής, κι ύστερα κάνει μεταβολή και ξανατυλίγει τον μίτο. Η βοτανολογία μυρίζει κόλλα και στυπόχαρτο και αποξηραμένα λουλούδια. Η παλαιοντολογία μυρίζει σκόνη από πέτρες και οστά. Η βιολογία μυρίζει φορμόλη και παλιά φρούτα· είναι γεμάτη βαριά δροσερά βάζα μέσα στα οποία επιπλέουν πράγματα που τα ξέρει μόνο από περιγραφές: χλομοί, συσπειρωμένοι σωλήνες κροταλιών, κομμένα κεφάλια από γορίλες. Η εντομολογία μυρίζει σκοροκτόνο και λάδι: ένα συντηρητικό που, όπως της εξηγεί ο δόκτωρ Ζεφάρ, ονομάζεται ναφθαλίνιο. Τα γραφεία μυρίζουν καρμπόν ή καπνό πούρων ή μπράντι ή άρωμα. Ή όλα αυτά μαζί. Ακολουθεί καλώδια και σωλήνες, κάγκελα και σκοινιά, φράχτες και πεζοδρόμια. Ξαφνιάζει τους άλλους. Ποτέ δεν ξέρει πότε είναι αναμμένα τα φώτα. Τα παιδιά που συναντάει είναι γεμάτα ερωτήσεις: Πονάει; Κλείνεις τα μάτια για να κοιμηθείς; Πώς ξέρεις τι ώρα είναι; Δεν πονάει, τους εξηγεί. Και δεν υπάρχει σκοτάδι, όχι έτσι όπως το φαντάζονται. Όλα απαρτίζονται από ιστούς και πλέγματα και εκρήξεις ήχου και υφής. Περπατάει περιμετρικά στη Μ εγάλη Αίθουσα, προχωρώντας από τη μία σανίδα που τρίζει στην άλλη·
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
59
ακούει πόδια να ανεβοκατεβαίνουν βαριά τις σκάλες του μουσείου, ένα νήπιο να τσιρίζει, τον αναστεναγμό μιας κουρασμένης γιαγιάς που κάθεται αργά σε ένα παγκάκι. Χρώμα – να κάτι ακόμα που δεν περιμένουν οι άλλοι. Στη φαντασία της, στα όνειρά της όλα έχουν χρώμα. Τα κτίρια του μουσείου είναι μπεζ, καφέ, ξανθοκάστανα. Οι επιστήμονές του είναι λιλά και λεμονί και αλεπουδί. Οι συγχορδίες του πιάνου κρέμονται μέσα στο ηχείο του ραδιοφώνου στο φυλάκιο εκτοξεύοντας πυκνά μαύρα και περίπλοκα μπλε στον διάδρομο προς το κλειδοφυλάκιο. Οι καμπάνες της εκκλησίας εκτοξεύουν μπρούντζινα τόξα από τα παράθυρα. Οι μέλισσες είναι ασημένιες· τα περιστέρια, πυρρόξανθα και ερυθροκάστανα και κάπου κάπου χρυσαφιά. Τα πελώρια κυπαρίσσια που προσπερνάει με τον πατέρα της στον πρωινό τους περίπατο είναι γυαλιστερά καλειδοσκόπια, κάθε βελόνα τους ένα πολύγωνο φωτός. Δεν έχει μνήμες από τη μητέρα της, αλλά τη φαντάζεται κατάλευκη, μια άηχη λάμψη. Ο πατέρας της ακτινοβολεί με χίλια χρώματα, οπάλινο, φραουλί, βαθύ καστανοκόκκινο, άγριο πράσινο· μια μυρωδιά σαν λάδι και μέταλλο, η αίσθηση του αυχένα ενός κλειδιού που γλιστράει μέσα στην κλειδωνιά, ο ήχος των κλειδιών στις αρμαθιές που κουδουνίζουν όταν περπατάει. Όποτε μιλάει με τον προϊστάμενο κάποιου τμήματος παίρνει ένα χρώμα λαδί, όταν μιλάει με τη μαμζέλ Φλερύ από τα θερμοκήπια κινείται στην κλίμακα του πορτοκαλί, ζωηρό κόκκινο όποτε προσπαθεί να μαγειρέψει. Λάμπει σαν ζαφείρι όταν κάθεται πάνω από τον πάγκο του τα απογεύματα, σιγοτραγουδώντας σχεδόν αθόρυβα ενώ δουλεύει, και η άκρη του τσιγάρου του αστραποβολάει με ένα πρισματικό μπλε. Χάνεται. Γραμματείς ή βοτανολόγοι, και μια φορά ο βοηθός του διευθυντή, τη φέρνουν πίσω στο κλειδοφυλάκιο. Είναι περίεργη· θέλει να μάθει τη διαφορά μεταξύ φύκους και λειχήνας, μεταξύ Diplodon charruanus και Diplodon delodontus. Διάσημοι άντρες την πιάνουν από τον αγκώνα και τη συνοδεύουν όταν διασχίζει τους κήπους ή όταν ανεβαίνει τις σκάλες. «Έχω κι εγώ μια κόρη» λένε. Ή: «Τη βρήκα ανάμεσα στα κολιμπρί». «Toutes mes excuses, χίλια συγγνώμη» λέει ο πατέρας της.
60
ANTHONY DOERR
Ανάβει τσιγάρο· βγάζει το ένα κλειδί μετά το άλλο από τις τσέπες της. «Πες μου» της ψιθυρίζει «τι θα σε κάνω;» Στα ένατα γενέθλιά της, μόλις ξυπνάει, βρίσκει δύο δώρα. Το πρώτο είναι ένα ξύλινο κουτί στο οποίο δεν μπορεί να εντοπίσει κανένα άνοιγμα. Το γυρνάει μια από δω και μια από κει. Της παίρνει λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει ότι η μία πλευρά είναι κλεισμένη με ελατήριο· την πιέζει και το κουτί ανοίγει. Μ έσα την περιμένει ένας κύβος κρεμώδες καμαμπέρ, τον οποίο χώνει κατευθείαν στο στόμα της. «Παραήταν εύκολο!» λέει ο πατέρας της γελώντας. Το δεύτερο δώρο είναι βαρύ, τυλιγμένο με σπάγκο και χαρτί. Μ έσα βρίσκεται ένα τεράστιο σπιράλ βιβλίο. Σε Μ πράιγ. «Λένε ότι είναι για αγόρια. Ή για πολύ περιπετειώδη κορίτσια». Τον ακούει να χαμογελάει. Γλιστράει τα δάχτυλά της πάνω στην ανάγλυφη σελίδα του τίτλου: Ο. Γύρος. Του. Κόσμου. Σε. Ογδόντα. Μέρες. «Μ παμπά, είναι πολύ ακριβό». «Μ η σε απασχολεί εσένα αυτό». Εκείνο το πρωί η Μ αρί Λορ τρυπώνει κάτω από τον πάγκο του κλειδοφυλακίου, ξαπλώνει μπρούμυτα και ακουμπάει και τα δέκα δάχτυλα στη σειρά πάνω στη σελίδα. Τα γαλλικά ακούγονται παλιακά, οι κουκκίδες είναι τυπωμένες πιο πυκνά απ’ όσο έχει συνηθίσει. Όμως ύστερα από μία εβδομάδα γίνεται εύκολο. Βρίσκει την κορδέλα που έχει για σελιδοδείκτη, ανοίγει το βιβλίο, και το μουσείο σβήνει. Ο μυστηριώδης κύριος Φογκ ζει τη ζωή του σαν μηχανή. Ο Ζαν Πασπαρτού γίνεται ο πιστός υπηρέτης του. Όταν, ύστερα από δυο μήνες, φτάνει στην τελευταία αράδα του μυθιστορήματος, γυρίζει στην πρώτη σελίδα και αρχίζει από την αρχή. Τη νύχτα ψηλαφίζει με τα δάχτυλά της τη μακέτα του πατέρα της, το καμπαναριό, τις βιτρίνες. Φαντάζεται τους χαρακτήρες του Ιούλιου Βερν να περπατούν στους δρόμους, να κουβεντιάζουν στα μαγαζιά· ένας φούρναρης με μπόι έναν πόντο βάζει και βγάζει φραντζόλες μικρές σαν στίγματα από τους
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
61
φούρνους του· τρεις μικροσκοπικοί διαρρήκτες καταστρώνουν σχέδια ενώ περνούν αργά με το αυτοκίνητο μπροστά από το κοσμηματοπωλείο· μικρά διαμαρτυρόμενα αυτοκινητάκια συνωστίζονται στην οδό Μ ιρμπέλ με τους υαλοκαθαριστήρες να πηγαίνουν πέρα δώθε. Πίσω από ένα παράθυρο του τρίτου ορόφου της οδού Πατριάρχς μια μικροσκοπική εκδοχή του πατέρα της κάθεται σε έναν μικροσκοπικό πάγκο μέσα στο μικροσκοπικό διαμέρισμά τους, όπως κάνει και στην πραγματική ζωή, τρίβοντας με γυαλόχαρτο ένα απειροελάχιστο κομμάτι ξύλου· στην άλλη άκρη του δωματίου βρίσκεται ένα μικροσκοπικό κορίτσι, λιανό, εύστροφο, με ένα ανοιχτό βιβλίο στα πόδια· μέσα στο στήθος του πάλλεται κάτι τεράστιο, γεμάτο λαχτάρα, ατρόμητο.
62
ANTHONY DOERR
Ο καθηγητής
«ΠΡ ΕΠΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΟΡ ΚΙΣΤΕΙΣ» λέει η Γιούττα. «Ορκίζεσαι;» Μ έσα σε σκουριασμένα βαρέλια και ξεσκισμένους εσωτερικούς σωλήνες και στον σκουληκιασμένο βόρβορο στον πάτο του ρυακιού ανακάλυψε ένα χάλκινο καλώδιο ένα μέτρο μακρύ. Τα μάτια της είναι φωτεινές σήραγγες. Ο Βέρνερ κοιτάζει τα δέντρα, το ρυάκι, την αδερφή του. «Σ’ τ’ ορκίζομαι». Πηγαίνουν στα κρυφά το καλώδιο στο σπίτι και το περνάνε πολλές φορές μέσα από τρύπες καρφιών στη μαρκίζα έξω από το παράθυρο της σοφίτας. Μ ετά το συνδέουν με το ραδιόφωνό τους. Σχεδόν αμέσως στην μπάντα των βραχέων ακούν κάποιον να μιλάει μια παράξενη γλώσσα όλο ζ και σ. «Ρωσικά είναι;» Ο Βέρνερ πιστεύει ότι είναι ουγγρικά. Η Γιούττα είναι όλο μάτια μέσα στο μισοσκόταδο και τη ζέστη. «Πόσο μακριά είναι η Ουγγαρία;» «Χίλια χιλιόμετρα;» Εκείνη μένει με το στόμα ανοιχτό. Οι φωνές, απ’ ό,τι φαίνεται, έρχονται στο Τσολλφεράιν από όλη την ήπειρο, μέσα από τα σύννεφα, την καρβουνόσκονη, τη στέγη. Γεμίζουν ασφυκτικά την ατμόσφαιρα. Η Γιούττα φτιάχνει έναν κατάλογο που συνδυάζεται με την κλίμακα που έχει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
63
ζωγραφίσει ο Βέρνερ πάνω στο πηνίο συντονισμού, όπου γράφει επιμελώς το όνομα κάθε πόλης που καταφέρνουν να πιάσουν: Βερόνα 65, Δρέσδη 88, Λονδίνο 100. Ρώμη. Παρίσι. Λυόν. Τα νυχτερινά βραχέα: η επικράτεια των περιπλανώμενων και των ονειροπόλων, των τρελών και των φαφλατάδων. Μ ετά τις προσευχές, μετά το σιωπητήριο, η Γιούττα ανεβαίνει κρυφά στο δωμάτιο του αδερφού της· αντί να ζωγραφίσουν παρέα, ξαπλώνουν κολλητά και ακούνε ραδιόφωνο ως τις δώδεκα, ως τη μία, ως τις δύο. Ακούνε βρετανικά δελτία ειδήσεων που δεν μπορούν να καταλάβουν· ακούνε μια Βερολινέζα να μιλά με κύρος περί του ποιο είναι το σωστό βάψιμο για ένα κοκτέιλ πάρτι. Μ ια νύχτα ο Βέρνερ και η Γιούττα πιάνουν μια εκπομπή όλο παράσιτα, στην οποία ένας νεαρός μιλάει για το φως σε ανάλαφρα γαλλικά με προφορά. Ο εγκέφαλος είναι κλειδωμένος στο απόλυτο σκοτάδι, φυσικά, παιδιά, λέει η φωνή. Επιπλέει σε ένα διάφανο υγρό μέσα στο κρανίο, ποτέ στο φως. Κι όμως, ο κόσμος που κατασκευάζει μέσα στο μυαλό είναι γεμάτος φως. Ξεχειλίζει από χρώμα και κίνηση. Λοιπόν, παιδιά, πώς καταφέρνει ο εγκέφαλος, που ζει δίχως ούτε μια σπίθα φωτός, να δημιουργήσει για εμάς έναν ολόφωτο κόσμο; Η μετάδοση είναι γεμάτη συριγμούς και σκασίματα. «Τι είναι αυτό;» ψιθυρίζει η Γιούττα. Ο Βέρνερ δεν της αποκρίνεται. Η φωνή του Γάλλου είναι βελούδινη. Η προφορά του διαφέρει πάρα πολύ από της φράου Έλενας, κι όμως η φωνή του είναι τόσο φλογερή, τόσο υπνωτιστική, που ο Βέρνερ ανακαλύπτει ότι καταλαβαίνει κάθε λέξη. Ο Γάλλος μιλάει για οπτικές ψευδαισθήσεις, για ηλεκτρομαγνητισμό· ακολουθεί μια παύση και μια έκρηξη από παράσιτα, σαν να γυρίζουν τον δίσκο από την άλλη μεριά, κι ύστερα μιλάει ενθουσιωδώς για το κάρβουνο: Σκεφτείτε ένα κάρβουνο να λάμπει στη σόμπα της οικογένειάς σας. Το βλέπετε, παιδιά; Αυτό το κάρβουνο κάποτε ήταν ένα πράσινο φυτό, μια φτέρη ή μια καλαμιά που έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, μπορεί και δύο εκατομμύρια, μπορεί και εκατό εκατομμύρια. Μπορείτε να φανταστείτε εκατό εκατομμύρια
64
ANTHONY DOERR
χρόνια; Κάθε καλοκαίρι, σε όλη του τη ζωή, τα φύλλα του αιχμαλώτιζαν όσο φως μπορούσαν και μετέτρεπαν την ηλιακή ενέργεια στον εαυτό του. Σε φλοιό, σε κλωνάρια, σε βλαστούς. Επειδή, έτσι όπως εμείς τρώμε τροφή, τα φυτά τρώνε φως. Αλλά ύστερα το φυτό πέθανε και έπεσε μάλλον μέσα στο νερό, και αποσυντέθηκε σε τύρφη, και η τύρφη έμεινε κλεισμένη μέσα στη γη για χρόνια και χρόνια – αιώνες, μπροστά στους οποίους ένας μήνας ή μια δεκαετία ή ακόμη και ολόκληρη η ζωή σας ήταν μόνο ένα φύσημα του αέρα, ένα κροτάλισμα των δαχτύλων. Και στο τέλος η τύρφη αποξηράνθηκε και έγινε σαν πέτρα, κάποιος την έβγαλε στην επιφάνεια και ο καρβουνιάρης την έφερε στο σπίτι σας, κι ίσως εσείς οι ίδιοι να την πήγατε στη σόμπα, και τώρα εκείνο το ηλιακό φως –φως ηλικίας εκατό εκατομμυρίων χρόνων– ζεσταίνει απόψε το σπίτι σας… Ο χρόνος επιβραδύνεται. Η σοφίτα εξαφανίζεται. Η Γιούττα εξαφανίζεται. Άραγε, πότε άλλοτε μίλησε κανείς με τόσες λεπτομέρειες για όλα εκείνα τα πράγματα που κεντρίζουν περισσότερο την περιέργεια του Βέρνερ; Ανοίξτε τα μάτια, καταλήγει ο άντρας, και δείτε ό,τι μπορείτε μ’ αυτά πριν κλείσουν για πάντα. Κι έπειτα ακούγεται ένα πιάνο να παίζει ένα μοναχικό τραγούδι που στα αυτιά του Βέρνερ ηχεί σαν χρυσή βάρκα που πλέει σε ένα σκοτεινό ποτάμι, μια αλληλουχία από αρμονίες που μεταμορφώνει το Τσολλφεράιν: τα σπίτια έγιναν πάχνη, τα ορυχεία χώθηκαν βαθιά μέσα στη γη, οι καπνοδόχοι έπεσαν, μια αρχαία θάλασσα ξεχύνεται μέσα στους δρόμους και η ατμόσφαιρα αχνίζει από δυνατότητες.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
65
Η Φλογισμένη Θάλασσα
ΦΗΜΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡ ΟΥΝ
στο παρισινό μουσείο και εξαπλώνονται γρήγορα, γοργοπόδαρες και ζωηρόχρωμες σαν μαντίλια. Το μουσείο σκέφτεται να εκθέσει ένα συγκεκριμένο πετράδι, έναν πολύτιμο λίθο πιο ακριβό απ’ οτιδήποτε άλλο σε όλες τις συλλογές του. «Φημολογείται» ακούει τυχαία η Μ αρί Λορ έναν ταριχευτή να λέει σε έναν άλλον «ότι το πετράδι είναι από την Ιαπωνία, ότι είναι πολύ παλιό και ότι ανήκε σε έναν σογκούν τον ενδέκατο αιώνα». «Άκουσα» λέει ο άλλος «ότι προέρχεται από τα θησαυροφυλάκιά μας. Ότι βρισκόταν εδώ από πριν, αλλά για κάποιον νομικό λόγο δεν επιτρεπόταν να το εκθέσουν». Τη μια μέρα είναι ένα σπάνιο υδροξυανθρακικό μαγνήσιο· την επομένη είναι ένα ζαφείρι αστερίας που βάζει φωτιά στο χέρι όποιου το αγγίξει. Κατόπιν γίνεται διαμάντι, οπωσδήποτε διαμάντι. Κάποιοι το λένε Πέτρα του Βοσκού, άλλοι Κον-Μ α, όμως σύντομα όλοι το λένε Φλογισμένη Θάλασσα. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται: Πέρασαν τέσσερα χρόνια. «Είναι κακό» λέει ένας φύλακας στο φυλάκιο. «Φέρνει δυστυχία σε όποιον το κρατάει. Άκουσα ότι και οι εννιά προηγούμενοι ιδιοκτήτες του αυτοκτόνησαν». «Εγώ άκουσα ότι όποιος το πιάσει χωρίς γάντι πεθαίνει μέσα
66
ANTHONY DOERR
σε μια βδομάδα» λέει μια άλλη φωνή. «Όχι, όχι, αν το κρατήσεις δε γίνεται να πεθάνεις, αλλά όσοι βρίσκονται γύρω σου πεθαίνουν σε έναν μήνα. Ή σε έναν χρόνο ίσως». «Τότε καλύτερα να το πάρω εγώ στα χέρια μου!» λέει ένας τρίτος γελώντας. Η καρδιά της Μ αρί Λορ βροντοχτυπάει. Είναι δέκα χρόνων και στη σκοτεινή οθόνη της φαντασίας της μπορεί να προβάλλει τα πάντα: ένα ιστιοφόρο, μια ξιφομαχία, το Κολοσσαίο να ξεχειλίζει από χρώματα. Διάβασε τον Γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες μέχρι που το Μ πράιγ μαλάκωσε και ξέφτισε. Στα φετινά γενέθλια ο πατέρας της της αγόρασε ένα βιβλίο ακόμα πιο παχύ: τους Τρεις Σωματοφύλακες του Δουμά. Η Μ αρί Λορ ακούει πως το διαμάντι είναι ανοιχτοπράσινο και μεγάλο σαν κουμπί παλτού. Μ ετά ακούει ότι έχει μέγεθος σπιρτόκουτου. Μ ια μέρα μετά είναι μπλε και μεγάλο σαν γροθιά μωρού. Φαντάζεται μια οργισμένη θεά να καραδοκεί στους διαδρόμους, να στέλνει κατάρες μέσα στις αίθουσες σαν δηλητηριώδη νέφη. Ο πατέρας της της λέει να χαλιναγωγήσει τη φαντασία της. Οι πέτρες είναι απλώς πέτρες, η βροχή είναι απλώς βροχή και η κακοτυχία απλώς κακή τύχη. Απλώς κάποια πράγματα είναι πιο σπάνια από άλλα, και γι’ αυτό υπάρχουν κλειδαριές. «Όμως, μπαμπά, πιστεύεις ότι είναι αλήθεια;» «Το διαμάντι ή η κατάρα;» «Και τα δύο. Κάποιο απ’ τα δύο». «Ιστορίες είναι, Μ αρί». Κι όμως, όποτε κάτι πάει στραβά το προσωπικό σιγοψιθυρίζει ότι το προκάλεσε το διαμάντι. Πέφτει το ρεύμα για μία ώρα: το διαμάντι φταίει. Ένας σωλήνας που στάζει καταστρέφει ένα ολόκληρο ράφι αποξηραμένων δειγμάτων από βότανα: το διαμάντι φταίει. Όταν η σύζυγος του διευθυντή γλιστράει στον πάγο στην Πλας ντε Βοζ και σπάει τον καρπό της σε δύο σημεία, το κουτσομπολιό στο μουσείο ανάβει. Την ίδια περίοδο ο διευθυντής καλεί τον πατέρα της Μ αρί Λορ στο γραφείο του. Τον κρατάει εκεί δύο ώρες. Πότε άλλοτε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
67
από τότε που θυμάται τον εαυτό της έχει κληθεί ο πατέρας της στο γραφείο του διευθυντή για συνάντηση δύο ωρών; Ούτε μία φορά. Σχεδόν αμέσως μετά ο πατέρας της αρχίζει να εργάζεται βαθιά μέσα στην Πτέρυγα Ορυκτολογίας. Επί εβδομάδες σπρώχνει καροτσάκια γεμάτα διάφορα εργαλεία μέσα και έξω από το κλειδοφυλάκιο, δουλεύει πολλές ώρες αφότου το μουσείο έχει κλείσει και κάθε βράδυ επιστρέφει στο κλειδοφυλάκιο μυρίζοντας ένα κράμα από μπρουντζοκόλληση και πριονίδι. Κάθε φορά που του ζητάει να τον συνοδεύσει εκείνος διστάζει. Θα ήταν καλύτερο, της λέει, να μείνει στο κλειδοφυλάκιο να διαβάσει Μ πράιγ ή να ανέβει στο εργαστήριο των μαλακίων. Στο πρωινό τον τρελαίνει στις ερωτήσεις: «Φτιάχνεις μια ειδική βιτρίνα για να εκθέσετε εκείνο το διαμάντι. Κάτι σαν διάφανο χρηματοκιβώτιο». Ο πατέρας της ανάβει τσιγάρο. «Μ αρί, φέρε το βιβλίο σου, σε παρακαλώ. Ώρα να πηγαίνουμε». Οι απαντήσεις του δόκτορα Ζεφάρ δεν είναι καλύτερες: «Ξέρεις πώς μεγαλώνουν τα διαμάντια – πώς μεγαλώνουν όλα τα κρύσταλλα, Λορέτ; Προσθέτοντας μικροσκοπικά στρώματα, μερικές χιλιάδες άτομα κάθε μήνα, το ένα πάνω από το άλλο. Χιλιετίες επί χιλιετιών. Έτσι συσσωρεύονται και οι ιστορίες. Όλα τα παλιά πετράδια συσσωρεύουν ιστορίες. Αυτή η πετρούλα που σου έχει προκαλέσει τόση περιέργεια ίσως είδε τον Αλάριχο να κατακτά τη Ρώμη· ίσως λαμποκόπησε στα μάτια των φαραώ. Βασίλισσες της Σκυθίας μπορεί να χόρεψαν όλη νύχτα φορώντας την. Ίσως έγιναν πόλεμοι γι’ αυτήν». «Ο μπαμπάς λέει πως οι κατάρες είναι απλώς ιστορίες που επινοήθηκαν για να αποθαρρύνουν τους κλέφτες. Λέει ότι υπάρχουν εξήντα πέντε εκατομμύρια δείγματα στο μουσείο κι ότι, με τον κατάλληλο δάσκαλο, το καθένα είναι εξίσου ενδιαφέρον με τα υπόλοιπα». «Όπως και να ’χει» της λέει εκείνος «ορισμένα πράγματα συναρπάζουν τους ανθρώπους. Τα μαργαριτάρια, για παράδειγμα, και τα αριστερόστροφα όστρακα, τα όστρακα που έχουν το
68
ANTHONY DOERR
άνοιγμα στα αριστερά. Ακόμη και οι καλύτεροι επιστήμονες νιώθουν πότε πότε την παρόρμηση να βάλουν κάτι στην τσέπη. Που κάτι τόσο μικρό μπορεί να είναι τόσο όμορφο. Να αξίζει τόσο πολύ. Μ όνο οι πιο δυνατοί χαρακτήρες μπορούν να γυρίσουν την πλάτη σε τέτοια συναισθήματα». Μ ένουν σιωπηλοί για μια στιγμή. Η Μ αρί Λορ λέει: «Άκουσα ότι το διαμάντι είναι σαν ένα κομμάτι φως από την αρχή του κόσμου. Πριν από την πτώση. Ένα κομμάτι φως που έπεσε στη γη από τον Θεό». «Θες να μάθεις πώς είναι. Γι’ αυτό είσαι τόσο περίεργη». Εκείνη στριφογυρίζει μια πορφύρα στα χέρια της. Τη σηκώνει στο αυτί της. Δέκα χιλιάδες συρτάρια, δέκα χιλιάδες ψίθυροι μέσα σε δέκα χιλιάδες κοχύλια. «Όχι» αποκρίνεται. «Θέλω να πιστεύω ότι ο μπαμπάς δεν το έχει πλησιάσει καθόλου».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
69
Άνοιξε τα μάτια
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ ΚΑΙ Η ΓΙΟΥΤΤΑ βρίσκουν τις εκπομπές του Γάλλου ξανά και ξανά. Πάντα κατά την ώρα του ύπνου, πάντα στα μισά ενός όλο και πιο οικείου σεναρίου. Απόψε ας εξετάσουμε τον περιστρεφόμενο μηχανισμό, παιδιά, που πρέπει να κινηθεί μέσα στο μυαλό σας για να ξύσετε το φρύδι σας… Ακούνε μια εκπομπή για τα πλάσματα της θάλασσας, μια άλλη για τον Βόρειο Πόλο. Στη Γιούττα αρέσει η εκπομπή για τους μαγνήτες. Η αγαπημένη του Βέρνερ είναι εκείνη για το φως: εκλείψεις και ηλιακά ρολόγια, σέλας και μήκη κύματος. Πώς ονομάζουμε το ορατό φως; Το ονομάζουμε χρώμα. Όμως το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα φτάνει ως το μηδέν προς τη μια κατεύθυνση και ως το άπειρο προς την άλλη, οπότε στην πραγματικότητα, παιδιά, μαθηματικά, όλο το φως είναι αόρατο. Του Βέρνερ του αρέσει να κάθεται κουλουριασμένος στο δωμάτιό του και να φαντάζεται τα ραδιοκύματα σαν μακριές χορδές άρπας που κάμπτονται και δονούνται πάνω από το Τσολλφεράιν, πετώντας μέσα από δάση, μέσα από πόλεις, μέσα από τοίχους. Τα μεσάνυχτα τριγυρνούν μαζί με τη Γιούττα στην ιονόσφαιρα αναζητώντας εκείνη την πληθωρική, διεισδυτική φωνή. Όποτε τη βρίσκουν, ο Βέρνερ αισθάνεται σαν να εκτοξεύεται σε μια διαφορετική ύπαρξη, σε ένα μυστικό μέρος
70
ANTHONY DOERR
όπου είναι δυνατές μεγάλες ανακαλύψεις, όπου ένα ορφανό από μια καρβουνόπολη μπορεί να διαλευκάνει ένα σημαντικό μυστήριο κρυμμένο μέσα στον φυσικό κόσμο. Μ αζί με την αδερφή του μιμούνται τα πειράματα του Γάλλου· φτιάχνουν ταχύπλοα από σπίρτα και μαγνήτες από βελόνες ραψίματος. «Γιατί δε λέει πού βρίσκεται, Βέρνερ;» «Μ ήπως επειδή δε θέλει να ξέρουμε;» «Ακούγεται πλούσιος. Και μοναχικός. Στοίχημα ότι κάνει τις εκπομπές από ένα τεράστιο μέγαρο, μεγάλο όσο ολόκληρη η κοινότητα, ένα σπίτι με χίλια δωμάτια και χίλιους υπηρέτες». Ο Βέρνερ χαμογελάει: «Μ πορεί». Πάλι η φωνή, πάλι το πιάνο. Ίσως είναι ιδέα του, αλλά κάθε φορά που ακούει ένα από τα προγράμματα του φαίνεται πως η ποιότητα πέφτει όλο και περισσότερο, ο ήχος ακούγεται πιο αδύναμος: θαρρείς και ο Γάλλος εκπέμπει από ένα καράβι που σιγά σιγά αποτραβιέται όλο και πιο μακριά. Καθώς περνούν οι εβδομάδες, ενώ η Γιούττα κοιμάται δίπλα του ο Βέρνερ κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και τον κυριεύει μια ανησυχία. Η ζωή: συμβαίνει πέρα από τα εργοστάσια, πέρα από τις πύλες. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να απαντήσουν ερωτήματα μεγάλης σημασίας. Φαντάζεται τον εαυτό του σαν ψηλό μηχανικό με άσπρη μπλούζα να μπαίνει με μεγάλες δρασκελιές μέσα σε ένα εργαστήριο: καζάνια αχνίζουν, μηχανήματα γουργουρίζουν, περίπλοκα διαγράμματα καλύπτουν τους τοίχους. Κρατώντας ένα φανάρι ανεβαίνει από μια στριφογυριστή σκάλα σε ένα παρατηρητήριο κάτω από το φως των αστεριών και κοιτάζει μέσα από το προσοφθάλμιο ενός μεγάλου τηλεσκοπίου που είναι στραμμένο στο σκοτάδι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
71
Ξεθώριασμα
ΙΣΩΣ
Ο ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΞΕΝΑΓΟΣ να ήταν θεοπάλαβος. Ίσως η Φλογισμένη Θάλασσα να μην υπήρξε ποτέ, ίσως οι κατάρες να μην είναι αληθινές, ίσως ο πατέρας της να έχει δίκιο: Η γη είναι όλο μάγμα και ηπειρωτικός φλοιός και ωκεανός. Βαρύτητα και χρόνος. Οι πέτρες είναι απλώς πέτρες, η βροχή είναι απλώς βροχή και η κακοτυχία απλώς κακή τύχη. Ο πατέρας της επιστρέφει στο κλειδοφυλάκιο νωρίτερα τα βράδια. Σύντομα παίρνει μαζί του τη Μ αρί Λορ σε διάφορες δουλειές, πειράζοντάς τη για τα βουνά ζάχαρης που ρίχνει στον καφέ της ή καλαμπουρίζοντας με τους φύλακες για το πόσο ανώτερη είναι η δική του μάρκα τσιγάρων. Κανένα εκθαμβωτικό καινούριο πετράδι δεν εκτίθεται. Καμιά πληγή δεν πέφτει πάνω στους υπάλληλους του μουσείου· η Μ αρί Λορ δεν πεθαίνει από δάγκωμα φιδιού ούτε σπάει τη ραχοκοκαλιά της πέφτοντας στον υπόνομο. Το πρωί των ενδέκατων γενεθλίων της ξυπνάει και βρίσκει δύο νέα πακέτα εκεί όπου θα έπρεπε να είναι η ζαχαριέρα. Το πρώτο είναι ένας λακαρισμένος ξύλινος κύβος κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από συρταρωτά φύλλα. Χρειάζεται δεκατρία βήματα για να ανοίξει και η Μ αρί Λορ ανακαλύπτει την αλληλοδιαδοχή τους σε λιγότερο από πέντε λεπτά. «Χριστέ μου!» λέει ο πατέρας της. «Έχεις γίνει σωστός
72
ANTHONY DOERR
διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων!» Μ έσα στον κύβο: δύο σοκολατάκια Μ παρνιέ. Τα ξετυλίγει και τα δύο και τα βάζει μαζί στο στόμα της. Μ έσα στο δεύτερο πακέτο: ένα χοντρό πάκο σελίδες με Μ πράιγ στο εξώφυλλο. Είκοσι. Χιλιάδες. Λεύγες. Κάτω. Από. Τη. Θάλασσα. «Ο βιβλιοπώλης μού είπε ότι είναι σε δύο τόμους, και αυτός είναι ο πρώτος. Σκέφτηκα ότι του χρόνου, αν συνεχίσουμε να κάνουμε οικονομία, μπορούμε να πάρουμε τον δεύτερο…» Το ξεκινάει την ίδια στιγμή. Ο αφηγητής, ένας διάσημος θαλασσοβιολόγος ονόματι Πιερ Αροννάξ, εργάζεται στο ίδιο μουσείο με τον πατέρα της! Σε όλο τον κόσμο, μαθαίνει, πλοία εμβολίζονται το ένα μετά το άλλο. Ύστερα από μια επιστημονική αποστολή στην Αμερική, ο Αροννάξ αναλογίζεται την πραγματική φύση των περιστατικών. Μ ήπως προκλήθηκαν από κινούμενο σκόπελο; Από κάποιο πελώριο κερασφόρο ναρβάλ; Από κάποιο μυθικό κράκεν; «Όμως αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από ονειροπολήσεις που τώρα πρέπει να αφήσω κατά μέρος» γράφει ο Αρονάξ. «Φτάνουν οι φαντασιώσεις». Όλη μέρα η Μ αρί Λορ κάθεται ξαπλωμένη μπρούμυτα και διαβάζει. Η λογική, ο ορθός λόγος, η καθαρή επιστήμη: αυτοί, επιμένει ο Αροννάξ, είναι οι σωστοί τρόποι να προσεγγίσεις ένα μυστήριο. Όχι οι μύθοι και τα παραμύθια. Τα δάχτυλά της σχοινοβατούν πάνω στις προτάσεις· περιφέρεται με τη φαντασία της στα καταστρώματα του Αβραάμ Λίνκολν, της φρεγάτας με τα δυο φουγάρα. Βλέπει τη Νέα Υόρκη να ξεμακραίνει· τα οχυρά του Νιου Τζέρσυ χαιρετίζουν την αναχώρησή της με κανόνια· σημαδούρες κλυδωνίζονται στα κύματα. Ένας πλωτός φάρος με δίδυμους φάρους γλιστράει δίπλα τους ενώ η Αμερική ξεμακραίνει· εμπρός τους περιμένουν οι μεγάλες στραφταλιστές πεδιάδες του Ατλαντικού.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
73
Οι Αρχές της Μηχανικής
ΕΝΑΣ ΥΦΥΠΟΥΡ ΓΟΣ με τη σύζυγό του επισκέπτονται το Σπίτι των Παιδιών. Η φράου Έλενα λέει ότι περιοδεύουν στα ορφανοτροφεία. Όλα τα παιδιά κάνουν μπάνιο· όλα τα παιδιά κάθονται φρόνιμα. Ίσως, ψιθυρίζουν, σκέφτονται για υιοθεσία. Τα μεγαλύτερα κορίτσια τούς σερβίρουν ψωμί σίκαλης και φουά γκρα στα τελευταία ατσούγκριστα πιάτα του σπιτιού, ενώ ο εύσωμος υφυπουργός και η αυστηρή σύζυγός του επιθεωρούν το σαλόνι σαν λόρδοι που ήρθαν για περιήγηση σε κάποιο αποκρουστικό, κακοφτιαγμένο καλύβι. Όταν ετοιμάζεται το δείπνο, ο Βέρνερ κάθεται στην άκρη του τραπεζιού, όπου κάθονται τα αγόρια, με ένα βιβλίο στα πόδια. Η Γιούττα κάθεται στην άλλη άκρη με τα κορίτσια, και τα μαλλιά της είναι φουντωτά, κομπιασμένα και ολόλευκα, την κάνουν να μοιάζει σαν να έχει πάθει ηλεκτροπληξία. Ευλόγησέ μας, Κύριε, και αυτά τα δώρα σου. Η φράου Έλενα προσθέτει μια δεύτερη προσευχή για χάρη του κυρίου υφυπουργού. Όλοι πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Τα παιδιά είναι αγχωμένα· ακόμη και ο Χανς Σίλτσερ με τον Χέρριμπερτ Πόμσελ κάθονται ήσυχα με τα καφέ πουκάμισά τους. Η σύζυγος του υφυπουργού κάθεται τόσο ευθυτενής, που μοιάζει σαν να είναι η ραχοκοκαλιά της πελεκημένη από δρυ.
74
ANTHONY DOERR
«Και κάθε παιδί συμβάλλει στις δουλειές;» ρωτάει ο σύζυγός της. «Εννοείται. Η Κλόντια, για παράδειγμα, έφτιαξε το καλαθάκι του ψωμιού. Και τα δίδυμα ετοίμασαν τα συκωτάκια». Η μεγαλόσωμη Κλόντια Φέρστερ κοκκινίζει. Τα δίδυμα πεταρίζουν τα βλέφαρά τους. Το μυαλό του Βέρνερ ταξιδεύει· σκέφτεται το βιβλίο στα πόδια του, τις Αρχές της Μηχανικής του Χάινριχ Χερτζ. Το ανακάλυψε στο υπόγειο της εκκλησίας, κηλιδωμένο από την υγρασία, ξεχασμένο, βιβλίο δεκαετιών, και ο πρεσβύτερος του επέτρεψε να το πάρει στο σπίτι, και η φράου Έλενα του επέτρεψε να το κρατήσει, και εδώ και πολλές εβδομάδες ο Βέρνερ πασχίζει να καταλάβει τα περίπλοκα μαθηματικά. Ο ηλεκτρισμός, μαθαίνει ο Βέρνερ, από μόνος του είναι στατικός. Αλλά αν τον βάλεις μαζί με μαγνητισμό, ξαφνικά παίρνεις κίνηση – κύματα. Πεδία και κυκλώματα, αγωγιμότητα και επαγωγή. Χώρος, χρόνος, μάζα. Ο αέρας είναι γεμάτος από τόσο πολλά αόρατα πράγματα! Πόσο πολύ εύχεται να είχε μάτια να δει το υπεριώδες, μάτια να δει το υπέρυθρο, να δει τα ραδιοκύματα να γεμίζουν τον σκοτεινό ουρανό, να διαπερνούν σαν αστραπές τους τοίχους του σπιτιού. Όταν σηκώνει το βλέμμα του όλοι τον κοιτάζουν. Τα μάτια της φράου Έλενας είναι ανήσυχα. «Είναι ένα βιβλίο, κύριε» ανακοινώνει ο Χανς Σίλτσερ. Το τραβάει από τα πόδια του Βέρνερ. Είναι τόσο βαρύ, που αναγκάζεται να το πιάσει και με τα δύο χέρια για να το σηκώσει ψηλά. Πολλές ρυτίδες βαθαίνουν στο μέτωπο της συζύγου του υφυπουργού. Ο Βέρνερ νιώθει τα μάγουλά του να καίνε. Ο υφυπουργός τεντώνει το κοντόχοντρο χέρι του: «Φέρ’ το μου εδώ». «Είναι εβραϊκό βιβλίο;» λέει ο Χέρριμπερτ Πόμσελ. «Εβραϊκό είναι, έτσι;» Η φράου Έλενα παίρνει ένα ύφος σαν να ετοιμάζεται να πει κάτι, αλλά μετά το ξανασκέφτεται. «Ο Χερτζ είναι γεννημένος στο Αμβούργο» λέει ο Βέρνερ. Η Γιούττα λέει ξαφνικά:
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
75
«Ο αδερφός μου είναι πανέξυπνος στα μαθηματικά. Είναι πιο έξυπνος από όλους τους δασκάλους. Μ ια μέρα θα κερδίσει ένα μεγάλο βραβείο. Λέει ότι θα πάμε στο Βερολίνο και θα σπουδάσουμε με τους μεγάλους επιστήμονες». Τα μικρότερα παιδιά χάσκουν· τα μεγαλύτερα γελάνε κοροϊδευτικά. Ο Βέρνερ κοιτάζει επίμονα το πιάτο του. Ο υφυπουργός συνοφρυώνεται γυρίζοντας τις σελίδες. Ο Χανς Σίλτσερ κλοτσάει τον Βέρνερ στο καλάμι και βήχει. Η φράου Έλενα λέει: «Γιούττα, αρκετά». Η σύζυγος του υφυπουργού τρώει μια πιρουνιά συκώτι, μασάει, καταπίνει και αγγίζει με την πετσέτα της τις άκρες του στόματός της. Ο υφυπουργός αφήνει τις Αρχές της Μηχανικής στο τραπέζι, σπρώχνει το βιβλίο μακριά του κι ύστερα κοιτάζει τις παλάμες του σαν να λερώθηκαν. «Το μόνο μέρος που θα πάει ο αδερφός σου, μικρή, είναι τα ορυχεία. Μ όλις γίνει δεκαπέντε. Όπως και κάθε άλλο αγόρι αυτού του σπιτιού» λέει. Η Γιούττα κατσουφιάζει, ο Βέρνερ κοιτάζει το πηγμένο συκώτι στο πιάτο του με μάτια που καίνε και κάτι μέσα στο στήθος του σφίγγεται όλο και πιο πολύ, και στο υπόλοιπο δείπνο ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι τα παιδιά που κόβουν, μασάνε και καταπίνουν.
76
ANTHONY DOERR
Φήμες
ΝΕΕΣ ΦΗΜΕΣ καταφθάνουν. Περνούν
θροΐζοντας τα μονοπάτια του Βοτανικού Κήπου και περιστρέφονται στις αίθουσες του μουσείου· αντηχούν στα ψηλά σκονισμένα μετερίζια όπου ζαρωμένοι γέροι βοτανολόγοι μελετούν εξωτικά βρύα. Λένε ότι έρχονται οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί, ισχυρίζεται ένας κηπουρός, έχουν εξήντα χιλιάδες ανεμοπλάνα· μπορούν να περπατάνε μέρες χωρίς να τρώνε· αφήνουν έγκυο κάθε μαθήτρια που συναντούν. Μ ια γυναίκα πίσω από το γκισέ των εισιτηρίων λέει ότι οι Γερμανοί έχουν παστίλιες ομίχλης και πυραύλους πλάτης· οι στολές τους, ψιθυρίζει, είναι φτιαγμένες από ειδικό ύφασμα, ανθεκτικότερο κι από το ατσάλι. Η Μ αρί Λορ κάθεται σε ένα παγκάκι πίσω από τη βιτρίνα με τα μαλάκια και στήνει αυτί στα διερχόμενα γκρουπ. Ένα αγόρι λέει ξαφνικά: «Έχουν μια βόμβα που λέγεται Μ υστικό Σήμα. Βγάζει έναν ήχο που όποιος τον ακούει τα κάνει πάνω του!» Γέλια. «Εγώ άκουσα ότι μοιράζουν δηλητηριασμένες σοκολάτες». «Εγώ άκουσα ότι όπου πηγαίνουν φυλακίζουν τους σακάτηδες και τους βλάκες». Κάθε φορά που η Μ αρί Λορ μεταφέρει μια φήμη στον πατέρα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
77
της, εκείνος επαναλαμβάνει τη φράση «Η Γερμανία» με ένα ερωτηματικό, σαν να την προφέρει πρώτη φορά. Λέει πως η κατάληψη της Αυστρίας δεν είναι κάτι το ανησυχητικό. Λέει πως όλοι θυμούνται τον προηγούμενο πόλεμο και πως κανείς δεν είναι τόσο τρελός που να θέλει να περάσει το ίδιο πράγμα. Ο διευθυντής δεν ανησυχεί, λέει, ούτε οι προϊστάμενοι των τμημάτων, άρα ούτε μικρά κοριτσάκια που πρέπει να μάθουν τα μαθήματά τους υπάρχει λόγος να ανησυχούν. Ακούγεται αληθινό: τίποτα δεν αλλάζει πέρα από τις μέρες της εβδομάδας. Κάθε πρωί η Μ αρί Λορ ξυπνάει, ντύνεται και διασχίζει ακολουθώντας τον πατέρα της την Είσοδο 2 ενώ τον ακούει να χαιρετάει τον νυχτοφύλακα και τον επιμελητή. Bonjour, bonjour. Bonjour, bonjour. Οι επιστήμονες και οι βιβλιοθηκάριοι συνεχίζουν να περνάνε και να παίρνουν τα κλειδιά τους τα πρωινά, συνεχίζουν να μελετούν τα δόντια των αρχαίων ελεφάντων τους, τις εξωτικές μέδουσές τους, τα φύλλα των φυτολογίων τους. Οι γραμματείς συνεχίζουν να μιλάνε για μόδα· ο διευθυντής συνεχίζει να έρχεται με μια δίχρωμη λιμουζίνα Delage· και κάθε μεσημέρι οι Αφρικανοί πωλητές συνεχίζουν να σπρώχνουν αθόρυβα τα καροτσάκια με τα σάντουιτς στους διαδρόμους ψιθυρίζοντας σίκαλη και αυγό, σίκαλη και αυγό. Η Μ αρί Λορ διαβάζει Ιούλιο Βερν στο κλειδοφυλάκιο, στην τουαλέτα, στους διαδρόμους· διαβάζει στους πάγκους της Μ εγάλης Αίθουσας και έξω, στα εκατό χαλικόστρωτα μονοπάτια των κήπων. Διαβάζει το πρώτο μισό από το βιβλίο Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα τόσο πολλές φορές, που το μαθαίνει απέξω. «Η θάλασσα είναι το παν. Καλύπτει τα εφτά δέκατα του πλανήτη… Η θάλασσα είναι μόνο ένα δοχείο για όλα τα πελώρια, υπερφυσικά πράγματα που υπάρχουν μέσα της. Είναι μόνο κίνηση και αγάπη· είναι το ζωντανό άπειρο». Τη νύχτα, στο κρεβάτι της, ταξιδεύει μέσα στα σπλάχνα του Ναυτίλου του πλοίαρχου Νέμο, κάτω από τις θύελλες, ενώ από πάνω περνάνε κοραλλένιοι θόλοι. Ο δόκτωρ Ζεφάρ της μαθαίνει τις ονομασίες των κοχυλιών
78
ANTHONY DOERR
–Lambis lambis, Cypraea moneta, Lophiotoma acuta– και την αφήνει να ψηλαφίσει τα αγκάθια, τα ανοίγματα και τους έλικες του καθενός με τη σειρά. Της εξηγεί τα παρακλάδια της θαλάσσιας εξέλιξης και τις συνέπειες των γεωλογικών περιόδων. Τις καλύτερες μέρες η Μ αρί Λορ ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στο απέραντο διάστημα των χιλιετιών πίσω της: εκατομμύρια χρόνια, δεκάδες εκατομμύρια χρόνια. «Σχεδόν όλα τα είδη που έζησαν κάποτε έχουν εκλείψει, Λορέτ. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα γίνει διαφορετικά με τους ανθρώπους!» Ο δόκτωρ Ζεφάρ το λέει σχεδόν εύθυμα και βάζει κρασί στο ποτήρι του, κι εκείνη φαντάζεται το κεφάλι του σαν φωριαμό γεμάτο με δέκα χιλιάδες συρταράκια. Όλο το καλοκαίρι οι μυρωδιές από τις τσουκνίδες και τις μαργαρίτες και τα βροχόνερα γαργαρίζουν μέσα στους κήπους. Φτιάχνουν με τον πατέρα της τάρτα αχλάδι και την καίνε κατά λάθος, ο πατέρας της ανοίγει όλα τα παράθυρα για να φύγει ο καπνός, και η Μ αρί Λορ ακούει μουσική από βιολί να υψώνεται από τον δρόμο. Κι όμως, στις αρχές του φθινοπώρου, μια δυο φορές την εβδομάδα, ορισμένες ώρες της μέρας, ενώ κάθεται στον Βοτανικό Κήπο κάτω από τους μεγάλους θάμνους ή διαβάζει δίπλα στον πάγκο του πατέρα της, η Μ αρί Λορ σηκώνει το βλέμμα από το βιβλίο και έχει την εντύπωση ότι μυρίζει βενζίνη κάτω από τον αέρα. Θαρρείς και ένα μεγάλο ποτάμι μηχανών προχωράει αργά, αμετάκλητα, προς το μέρος της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
79
Μεγαλύτερα Ταχύτερα Λαμπρότερα
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στη Γερμανική Νεολαία γίνεται υποχρεωτική. Τα αγόρια στην Καμεράντσαφτ του Βέρνερ μαθαίνουν ελιγμούς παρέλασης, περνάνε από τεστ γνώσεως των προτύπων φυσικής κατάστασης και πρέπει να τρέχουν εξήντα μέτρα μέσα σε δώδεκα δευτερόλεπτα. Όλα είναι δόξα και πατρίδα, ανταγωνισμός και θυσία. Ζήσε πιστά, τραγουδούν τα παιδιά καθώς παρελαύνουν στα όρια της αποικίας. Πολέμα γενναία και πέθανε γελώντας. Διάβασμα, δουλειές, γυμναστική. Ο Βέρνερ μένει ξάγρυπνος ως αργά ακούγοντας ραδιόφωνο ή προσπαθώντας να βγάλει άκρη με τα περίπλοκα μαθηματικά που αντέγραψε από τις Αρχές της Μηχανικής πριν κατασχέσουν το βιβλίο. Χασμουριέται στα γεύματα, είναι ευέξαπτος με τα μικρότερα παιδιά. «Νιώθεις καλά;» τον ρωτάει η φράου Έλενα ενώ περιεργάζεται το πρόσωπό του, κι ο Βέρνερ στρέφει αλλού το βλέμμα λέγοντας: «Μ ια χαρά». Οι θεωρίες του Χερτζ έχουν ενδιαφέρον, αλλά αυτό που του αρέσει περισσότερο απ’ όλα είναι να φτιάχνει πράγματα, να δουλεύει με τα χέρια του, να συνδέει τα δάχτυλά του με τη μηχανή του μυαλού του. Επιδιορθώνει τη ραπτομηχανή μιας γειτόνισσας, το μεγάλο ξύλινο ρολόι του Σπιτιού των Παιδιών. Φτιάχνει ένα σύστημα με τροχαλίες για να τραβάνε την μπουγάδα
80
ANTHONY DOERR
από το φως του ήλιου μέσα στο σπίτι και έναν απλό συναγερμό από μια μπαταρία, ένα κουδούνι και σύρμα, ώστε να ξέρει η φράου Έλενα αν κάποιο νήπιο βγήκε έξω από το σπίτι. Επινοεί ένα μηχάνημα που κόβει καρότα: σηκώνεις έναν μοχλό, πέφτουν δεκαεννέα λάμες και το καρότο διαλύεται σε είκοσι συμμετρικούς κυλίνδρους. Μ ια μέρα χαλάει το ραδιόφωνο κάποιας γειτόνισσας και η φράου Έλενα προτείνει να του ρίξει μια ματιά ο Βέρνερ. Ξεβιδώνει την πλάτη της συσκευής, κουνάει τις λυχνίες πέρα δώθε. Η μία έχει φύγει από τη θέση της και τη βάζει ξανά στην υποδοχή. Το ραδιόφωνο ξαναζωντανεύει και η γειτόνισσα τσιρίζει από χαρά. Σύντομα περνάνε πολλοί από το Σπίτι των Παιδιών κάθε εβδομάδα για να ζητήσουν τον επισκευαστή ραδιοφώνων. Όταν βλέπουν τον δεκατριάχρονο Βέρνερ να κατεβαίνει από τη σοφίτα τρίβοντας τα μάτια του, με τα λευκά τσουλούφια που πετάνε στο κεφάλι του και την αυτοσχέδια εργαλειοθήκη να κρέμεται από το χέρι του, τον κοιτάνε όλοι με το ίδιο δύσπιστο, βεβιασμένο μειδίαμα. Τα παλιότερα μοντέλα επιδιορθώνονται πιο εύκολα: απλούστερα κυκλώματα, ομοιόμορφες λυχνίες. Μ πορεί να στάζει κερί από τον πυκνωτή ή να έχει συσσωρευτεί άνθρακας σε κάποιον αντιστάτη. Ακόμη και στα νεότερα μοντέλα ο Βέρνερ συνήθως καταφέρνει να βρει μια λύση. Αποσυναρμολογεί το μηχάνημα, κοιτάζει τα κυκλώματα, ακολουθεί με τα δάχτυλά του τις διαδρομές των ηλεκτρονίων. Τροφοδοτικό, τρίοδος, αντιστάτης, πηνίο. Ηχείο. Το μυαλό του επεξεργάζεται το πρόβλημα, η αταξία γίνεται τάξη, το εμπόδιο αποκαλύπτεται και ύστερα από λίγο το ραδιόφωνο έχει επιδιορθωθεί. Μ ερικές φορές του δίνουν λίγα μάρκα. Άλλοτε πάλι μια μητέρα από τα ορυχεία του μαγειρεύει λουκάνικα ή τυλίγει παξιμάδια σε μια πετσέτα για να τα πάει στην αδερφή του. Σύντομα ο Βέρνερ μπορεί να ζωγραφίσει νοερά έναν χάρτη με τη θέση σχεδόν όλων των ραδιοφώνων στην περιοχή τους: ένας αυτοσχέδιος κρυσταλλικός δέκτης στην κουζίνα ενός φαρμακοποιού· ένα ωραίο ραδιογραμμόφωνο με δέκα λυχνίες στο σπίτι ενός τομεάρχη που του τίναζε τα δάχτυλα κάθε φορά που
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
81
προσπαθούσε να αλλάξει σταθμό. Ακόμη και τα φτωχότερα καλύβια διαθέτουν συνήθως ένα παρεχόμενο από το κράτος Volksempfänger VE 301, τον δέκτη του λαού, μια συσκευή μαζικής παραγωγής σταμπαρισμένη με έναν αετό και μια σβάστικα, χωρίς ικανότητα λήψης βραχέων, με σήμανση μόνο για τις γερμανικές συχνότητες. Ραδιόφωνο: δένει ένα εκατομμύριο αυτιά σε ένα και μόνο στόμα. Από τα ηχεία σε όλο το Τσολλφεράιν η κοφτή φωνή του Ράιχ ψηλώνει σαν γαλήνιο δέντρο· οι υπήκοοί του γέρνουν προς τα κλαδιά του σαν να γέρνουν προς τα χείλη του Θεού. Και μόλις ο Θεός σταματά να ψιθυρίζει, ζητούν απεγνωσμένα κάποιον που μπορεί να διορθώσει τα πράγματα. Εφτά μέρες την εβδομάδα οι ανθρακωρύχοι ανεβάζουν τον άνθρακα στο φως, και ο άνθρακας κονιορτοποιείται και ρίχνεται στους κλίβανους του κοκ, και το κοκ ψύχεται σε θεόρατους πύργους και μεταφέρεται με βαγόνια στις υψικαμίνους για να τήξει το σιδηρομετάλλευμα, και ο σίδηρος υπόκειται σε κατεργασία και μετατρέπεται σε χάλυβα, που χύνεται σε ράβδους και φορτώνεται σε φορτηγίδες για να σταλθεί στο μεγάλο, αχόρταγο στόμα της πατρίδας. Μόνο μέσα από τις δυνατότερες φωτιές, ψιθυρίζει το ραδιόφωνο, μπορεί να επιτευχθεί η κάθαρση. Μόνο μέσα από τις σκληρότερες δοκιμασίες μπορούν να αναδειχθούν οι εκλεκτοί του Θεού. «Σήμερα έδιωξαν από τη βάθρα ένα κορίτσι. Την Ίνγκε Χάχμαν» ψιθυρίζει η Γιούττα. «Είπαν ότι δε μας αφήνουν να κολυμπάμε με ένα ημίαιμο. Είναι ανθυγιεινό. Ημίαιμο, Βέρνερ. Κι εμείς ημίαιμα δεν είμαστε; Δεν είμαστε μισοί η μαμά μας και μισοί ο μπαμπάς μας;» «Εννοούν μισή Εβραία. Μ ίλα σιγότερα. Εμείς δεν είμαστε μισοί Εβραίοι». «Κι εμείς πρέπει να είμαστε μισοί κάτι». «Είμαστε ολόκληροι Γερμανοί. Δεν είμαστε μισοί τίποτα». Ο Χέρριμπερτ Πόμσελ είναι δεκαπέντε χρόνων τώρα, μένει στους κοιτώνες των ανθρακωρύχων, δουλεύει στη δεύτερη βάρδια σαν ανιχνευτής επικίνδυνων αερίων, και ο Χανς Σίλτσερ έγινε ο μεγαλύτερος του σπιτιού. Ο Χανς κάνει εκατοντάδες
82
ANTHONY DOERR
κάμψεις· σχεδιάζει να συμμετάσχει σε ένα συλλαλητήριο στο Έσσεν. Καβγάδες ξεσπούν στους πίσω δρόμους, κυκλοφορούν φήμες ότι ο Χανς έβαλε φωτιά σε ένα αμάξι. Ένα βράδυ ο Βέρνερ τον ακούει στο κάτω πάτωμα να φωνάζει στη φράου Έλενα. Η εξώπορτα κλείνει με πάταγο· τα παιδιά στριφογυρίζουν στα κρεβάτια τους· η φράου Έλενα βηματίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, οι παντόφλες της ψιθυρίζουν μια δεξιά, μια αριστερά. Βαγόνια με άνθρακα περνάνε τρίζοντας μέσα στο υγρό σκοτάδι. Μ ηχανήματα βουίζουν στο βάθος: πιστόνια πάλλονται, ιμάντες γυρνάνε. Ήρεμα. Ξέφρενα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
83
Το σημάδι του θηρίου
ΝΟΕΜΒΡ ΙΟΣ 1939. Ένας
παγωμένος αέρας σπρώχνει τα μεγάλα ξερά φύλλα των πλατανιών στα χαλικόστρωτα μονοπάτια του Βοτανικού Κήπου. Η Μ αρί Λορ διαβάζει για πολλοστή φορά τις Είκοσι χιλιάδες λεύγες –«Διέκρινα τις μακριές κορδέλες των θαλάσσιων φυκιών, άλλες σφαιροειδείς και άλλες σωληνωτές, Laurencia, Cladostephus, με το λεπτό τους φύλλωμα»– όχι μακριά από την είσοδο της οδού Κουβιέ, όταν μια παρέα παιδιών περνάει τσαλαπατώντας τα φύλλα. Μ ια αγορίστικη φωνή κάτι λέει· πολλά άλλα αγόρια γελάνε. Η Μ αρί Λορ σηκώνει τα δάχτυλά της από το μυθιστόρημα. Το γέλιο στροβιλίζεται, σβουρίζει. Η πρώτη φωνή βρίσκεται ξαφνικά δίπλα στο αυτί της: «Τρελαίνονται για τυφλά κορίτσια, ξέρεις». Η ανάσα του είναι γρήγορη. Εκείνη απλώνει το χέρι στο κενό δίπλα της αλλά δεν αγγίζει τίποτα. Δεν μπορεί να καταλάβει πόσοι άλλοι είναι μαζί του. Τρεις τέσσερις ίσως. Η φωνή του ανήκει σε αγόρι δωδεκάχρονο ή δεκατριάχρονο. Η Μ αρί Λορ σηκώνεται σφίγγοντας το τεράστιο βιβλίο στο στήθος της και ακούει το μπαστούνι της να κυλάει από το παγκάκι και να πέφτει κροταλίζοντας στο χώμα. Κάποιος άλλος λέει: «Μ άλλον θα πάρουν τις τυφλές πριν από τους σακάτηδες».
84
ANTHONY DOERR
Το πρώτο αγόρι αγκομαχάει γκροτέσκα. Η Μ αρί Λορ υψώνει το βιβλίο της σαν να θέλει να προφυλαχτεί. Το δεύτερο αγόρι λέει: «Θα τις αναγκάσουν να κάνουν διάφορα». «Άσχημα πράγματα». Η φωνή ενός ενήλικα ακούγεται από μακριά: «Λουίς; Πέτερ;» «Ποιοι είστε;» λέει μέσα από τα δόντια της η Μ αρί Λορ. «Γεια σου, μικρή τυφλή». Ύστερα: σιωπή. Η Μ αρί Λορ ακούει τα δέντρα να θροΐζουν· το αίμα της να σφύζει. Επί ένα ατελείωτο πανικόβλητο λεπτό σέρνεται στα φύλλα γύρω από το παγκάκι μέχρι να βρουν τα δάχτυλά της το μπαστούνι. Τα καταστήματα πουλάνε μάσκες αερίων. Οι γείτονες κολλάνε χαρτόνια στα παράθυρα. Κάθε εβδομάδα οι επισκέπτες στο μουσείο λιγοστεύουν. «Μ παμπά;» ρωτάει η Μ αρί Λορ. «Αν γίνει πόλεμος, εμείς τι θα γίνουμε;» «Δε θα γίνει πόλεμος». «Αν γίνει, όμως;» Το χέρι του στον ώμο της, το οικείο κουδούνισμα των κλειδιών στη ζώνη του. «Τότε όλα θα πάνε καλά, ma chérie, αγαπητή μου. Ο διευθυντής έχει ήδη καταθέσει αίτηση απαλλαγής για να εξαιρεθώ από τη στρατολόγηση. Δε θα πάω πουθενά». Όμως εκείνη ακούει τον τρόπο που ξεφυλλίζει την εφημερίδα γυρνώντας βιαστικά τις σελίδες. Ανάβει τσιγάρο, το ένα μετά το άλλο· δε σταματάει σχεδόν ποτέ τη δουλειά. Οι εβδομάδες περνούν και τα δέντρα ρίχνουν τελείως τα φύλλα τους και ο πατέρας της δεν της ζητάει να πάνε περίπατο στον κήπο ούτε μία φορά. Μ ακάρι να είχαν ένα απόρθητο υποβρύχιο σαν τον Ναυτίλο. Οι σκούρες φωνές των κοριτσιών που δουλεύουν στα γραφεία στροβιλίζονται ενώ περνούν από το ανοιχτό παράθυρο του κλειδοφυλακίου: «Μ παίνουν κρυφά στα διαμερίσματα τη νύχτα. Βάζουν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
85
παγίδες στα ντουλάπια της κουζίνας, στη λεκάνη της τουαλέτας, στα σουτιέν. Πας ν’ ανοίξεις το συρτάρι με τις κιλότες σου και ανατινάζονται τα δάχτυλά σου». Βλέπει εφιάλτες. Αμίλητοι Γερμανοί διαπλέουν τον Σηκουάνα κωπηλατώντας συγχρονισμένα· οι λέμβοι τους γλιστράνε στο νερό σαν να είναι λάδι. Πετούν αθόρυβα κάτω από τις γέφυρες· έχουν μαζί τους αλυσοδεμένα θηρία· τα θηρία πηδούν από τις βάρκες και περνούν τρέχοντας δίπλα από τα παρτέρια, κατά μήκος των θάμνων. Οσμίζονται τον αέρα στις σκάλες της Μ εγάλης Αίθουσας. Τους τρέχουν τα σάλια. Είναι αχόρταγα. Ορμούν μέσα στο μουσείο, σκορπίζονται στα διάφορα τμήματα. Τα παράθυρα γίνονται μαύρα από το αίμα.
86
ANTHONY DOERR
Αγαπητέ καθηγητή, δεν ξέρω αν λαμβάνετε γράμματα ή αν θα σας το στείλει ο σταθμός, ή, έστω, αν υπάρχει σταθμός. Έχουμε πάνω από δύο μήνες να σας ακούσουμε. Σταματήσατε τις εκπομπές ή είναι δικό μας το πρόβλημα; Είναι ένας καινούριος ραδιοπομπός στο Βραδεμβούργο που λέγεται Ράδιο Γερμανία 3 και ο αδερφός μου λέει ότι είναι τριακόσια τριάντα και κάτι μέτρα ψηλός, η δεύτερη μεγαλύτερη ανθρώπινη κατασκευή στον κόσμο. Διώχνει όλους τους άλλους σταθμούς από τον δέκτη. Η γριά φράου Στρέσεμαν, είναι μια γειτόνισσά μας, λέει ότι ακούει τις εκπομπές του Ράδιο Γερμανία στα σφραγίσματα των δοντιών της. Ο αδερφός μου λέει ότι γίνεται, αν έχεις κεραία και ανορθωτή και κάτι που να λειτουργεί σαν ηχείο. Λέει ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα κομμάτι συρματόπλεγμα για να πιάσεις τα ραδιοσήματα, οπότε μπορεί να το πιάνει και το ασήμι στα δόντια. Αυτό μου αρέσει σαν σκέψη. Εσάς δε θα σας άρεσε, καθηγητή; Να έχετε τραγούδια στα δόντια σας; Η φράου Έλενα λέει ότι τώρα πρέπει να γυρνάμε κατευθείαν στο σπίτι απ’ το σχολείο. Λέει ότι δεν είμαστε Εβραίοι, αλλά είμαστε φτωχοί, κι αυτό είναι σχεδόν το ίδιο επικίνδυνο. Τώρα είναι ποινικό αδίκημα ν’ ακούς ξένο σταθμό. Μπορεί να σου ρίξουν καταναγκαστικά έργα και να σπας πέτρες δεκαπέντε ώρες τη μέρα. Ή να φτιάχνεις νάιλον κάλτσες, ή να κατεβαίνεις στα ορυχεία. Κανείς δε θέλει να με βοηθήσει να ταχυδρομήσω το γράμμα, ούτε καν ο αδερφός μου, γι’ αυτό θα το κάνω μόνη μου.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
87
Καλησπέρα. Ή Χάιλ Χίτλερ, αν προτιμάτε
ΤΟΝ ΜΑΪΟ έρχονται τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του. Είναι 1940 και πλέον κανείς δε γελά με τη Χιτλερική Νεολαία. Η φράου Έλενα ετοιμάζει μια πουτίγκα, η Γιούττα τυλίγει ένα κομμάτι χαλαζία σε εφημερίδα, και οι δίδυμες, η Χάννα και η Σουζάν Γκέρλιτς, παρελαύνουν στο δωμάτιο παριστάνοντας τους στρατιώτες. Ένα πεντάχρονο –ο Ρολφ Χουπφάουερ– κάθεται στην άκρη του καναπέ με τα βλέφαρα να πέφτουν βαριά στα μάτια του. Ένα νεοφερμένο μωρό –ένα κοριτσάκι– κάθεται στην αγκαλιά της Γιούττα με τα δάχτυλα στο στόμα. Έξω από το παράθυρο, πίσω από τις κουρτίνες, η φλόγα ψηλά στον πυρσό στο βάθος κυματίζει τρεμοπαίζοντας στον άνεμο. Τα παιδιά τραγουδάνε και καταβροχθίζουν την πουτίγκα, η φράου Έλενα λέει: «Τέλος χρόνου» και ο Βέρνερ κλείνει τον δέκτη του. Όλοι προσεύχονται. Αισθάνεται όλο του το σώμα βαρύ καθώς ανεβάζει το ραδιόφωνο στην κρεβατοκάμαρά του. Στους στενούς δρόμους δεκαπεντάχρονα αγόρια κατευθύνονται προς τους ανελκυστήρες των ορυχείων σχηματίζοντας ουρές με τα κράνη και τις λάμπες τους έξω από τις πύλες. Προσπαθεί να φανταστεί την κάθοδό τους· αμυδρά φώτα εδώ κι εκεί που περνάνε και απομακρύνονται, καλώδια που κροταλίζουν, όλοι σιωπηλοί ενώ βυθίζονται προς εκείνο το μόνιμο σκοτάδι όπου οι άντρες γδέρνουν τη γη με οχτακόσια μέτρα βράχου να υψώνεται
88
ANTHONY DOERR
από πάνω τους. Ένας χρόνος έμεινε. Μ ετά θα του δώσουν ένα κράνος και μια λάμπα και θα τον χώσουν σε ένα κλουβί μαζί με τους υπόλοιπους. Πάνε μήνες από την τελευταία φορά που άκουσε τον Γάλλο στα βραχέα. Ένας χρόνος από τότε που κράτησε το κηλιδωμένο αντίτυπο των Αρχών της Μηχανικής. Πριν από λίγο καιρό είχε επιτρέψει στον εαυτό του να ονειρευτεί το Βερολίνο και τους σπουδαίους επιστήμονές του: τον Φριτς Χάμπερ, εφευρέτη του λιπάσματος· τον Χέρμαν Στάουντιγκερ, εφευρέτη των πλαστικών· τον Χερτζ, που έκανε ορατό το αόρατο. Όλους τους σπουδαίους ανθρώπους που έκαναν πράγματα εκεί έξω. «Πιστεύω σε σένα» του έλεγε η φράου Έλενα. «Νομίζω ότι θα κάνεις κάτι σπουδαίο». Τώρα στους εφιάλτες του περπατάει στις στοές των ορυχείων. Το ταβάνι είναι λείο και μαύρο· πλάκες χαμηλώνουν από πάνω του ενώ προχωράει. Οι τοίχοι σκίζονται· εκείνος καμπουριάζει, έρπει. Έπειτα από λίγο δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι του, να κουνήσει τα χέρια του. Το ταβάνι ζυγίζει δέκα τρισεκατομμύρια τόνους· βγάζει ένα κρύο που περονιάζει· πιέζει τη μύτη του στο δάπεδο. Αμέσως πριν ξυπνήσει νιώθει ένα σπάσιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ψιχάλες πέφτουν μουρμουριστά από το σύννεφο στη σκεπή, στο πρόστεγο. Ο Βέρνερ κολλάει το μέτωπό του στο παράθυρο της σοφίτας και κοιτάζει πέρα από τις στάλες, τη στέγη από κάτω που βρίσκεται μέσα σε μια συστάδα από υγρές σκεπές καθώς περιβάλλεται από τους τεράστιους τοίχους του εργοστασίου οπτάνθρακα και της υψικαμίνου και του εργοστασίου φωταερίου, πέρα από τον ελικοειδή πύργο που διαγράφεται με φόντο τον ουρανό, το ορυχείο και το εργοστάσιο που απλώνονται μέχρι το βάθος, στρέμματα ολόκληρα, πιο πέρα από εκεί που φτάνει το μάτι του, ως τα χωριά, τις πόλεις, τον ολοένα επιταχυνόμενο, ολοένα επεκτεινόμενο μηχανισμό της Γερμανίας. Και ένα εκατομμύριο άντρες είναι έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους γι’ αυτήν. Καλησπέρα, σκέφτεται. Ή χάιλ Χίτλερ. Όλοι διαλέγουν το δεύτερο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
89
Γεια σου, μικρή τυφλή
Ο
ΠΟΛΕΜΟΣ δε συνοδεύεται πλέον από ερωτηματικό. Μ οιράζονται υπομνήματα. Οι συλλογές πρέπει να προστατευτούν. Μ ια μικρή μονάδα ταχυδρόμων έχει αρχίσει να μεταφέρει αντικείμενα σε εξοχικά σπίτια. Η ανάγκη για κλειδιά και κλειδαριές είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο πατέρας της Μ αρί Λορ εργάζεται μέχρι τα μεσάνυχτα, μέχρι τη μία. Κάθε κιβώτιο πρέπει να κλειδωθεί με λουκέτο, κάθε φορτίο πρέπει να φυλαχτεί σε ασφαλές μέρος. Θωρακισμένα καμιόνια πηγαινοέρχονται θορυβωδώς στους χώρους φορτοεκφόρτωσης. Είναι επιτακτική ανάγκη να προστατευτούν τα απολιθώματα, τα αρχαία χειρόγραφα· μαργαριτάρια, βόλοι χρυσού, ένα σμαράγδι μεγάλο σαν ποντίκι. Ίσως, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, η Φλογισμένη Θάλασσα. Από μια άποψη η άνοιξη μοιάζει ήρεμη: ζεστή, τρυφερή, κάθε νύχτα μυρωδάτη και ατάραχη. Κι όμως, όλα εκπέμπουν ένταση, λες και η πόλη είναι χτισμένη πάνω στη μεμβράνη ενός μπαλονιού που κάποιος το φουσκώνει ώσπου να σκάσει. Οι μέλισσες εργάζονται στους ανθισμένους διαδρόμους του Βοτανικού Κήπου. Τα πλατάνια ρίχνουν τους σπόρους τους και τεράστιες τούφες από παρασυρμένα χνούδια συγκεντρώνονται στα μονοπάτια. Αν επιτεθούν, γιατί να επιτεθούν, θα ήταν τρέλα να επιτεθούν.
90
ANTHONY DOERR
Υποχώρηση σημαίνει ότι σώζονται ζωές. Οι διανομές σταματάνε. Γαιόσακοι κάνουν την εμφάνισή τους γύρω από τις πόρτες του μουσείου. Δυο στρατιώτες στην οροφή της Πτέρυγας Παλαιοντολογίας κατοπτεύουν τους κήπους με κιάλια. Όμως το πελώριο κοίλωμα του ουρανού παραμένει απάτητο: ούτε ζέπελιν, ούτε βομβαρδιστικά, ούτε υπεράνθρωποι αλεξιπτωτιστές, μόνο τα τελευταία ωδικά πουλιά που επιστρέφουν από τις χειμερινές κατοικίες τους και οι υδραργυρικοί εαρινοί άνεμοι που μεταστοιχειώνονται στα βαρύτερα, πιο χλοερά μελτέμια του καλοκαιριού. Φήμη, φως, αέρας. Ο Μ άης μοιάζει πιο όμορφος απ’ όλους τους Μ άηδες που θυμάται η Μ αρί Λορ. Το πρωί των δωδέκατων γενεθλίων της δε βρίσκει καμιά σπαζοκεφαλιά στη θέση της ζαχαριέρας όταν ξυπνάει· ο πατέρας της είναι πολύ απασχολημένος. Αλλά βρίσκει ένα βιβλίο: τον δεύτερο τόμο του μυθιστορήματος Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα σε Μ πράιγ, που είναι χοντρός σαν μαξιλάρι του καναπέ. Ένα ρίγος τη διαπερνά μέχρι τα νύχια των δαχτύλων της. «Πώς…;» «Παρακαλώ, Μ αρί». Οι τοίχοι του διαμερίσματός τους τρέμουν από το σύρσιμο των επίπλων, το πακετάρισμα των μπαούλων, το κάρφωμα των παραθύρων. Πηγαίνουν με τα πόδια ως το μουσείο και ο πατέρας της παρατηρεί αφηρημένα στον φύλακα που συναντούν στην πόρτα: «Λένε ότι κρατάμε το ποτάμι». Η Μ αρί Λορ κάθεται στο πάτωμα του κλειδοφυλακίου και ανοίγει το βιβλίο της. Στο τέλος του πρώτου μέρους, ο καθηγητής Αροννάξ είχε διανύσει μόνο έξι χιλιάδες λεύγες. Μ ένουν πάρα πολλές ακόμα. Αλλά κάτι παράξενο συμβαίνει: οι λέξεις δε συνδέονται. Διαβάζει: «Όλη μέρα ένα φοβερό κοπάδι καρχαρίες ακολουθούσαν το σκάφος», αλλά η λογική που υποτίθεται πως συνδέει κάθε λέξη με την επόμενή της της διαφεύγει. «Έχει φύγει ο διευθυντής;» ρωτάει κάποιος. «Πριν από το τέλος της εβδομάδας» απαντά κάποιος άλλος. Τα ρούχα του πατέρα της μυρίζουν άχυρο· τα δάχτυλά του
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
91
βρομάνε λάδι. Δουλειά, κι άλλη δουλειά, μετά λίγες ώρες εξουθενωμένου ύπνου, προτού ξαναγυρίσει τα χαράματα στο μουσείο. Φορτηγά παίρνουν σκελετούς και μετεωρίτες και χταπόδια μέσα σε βάζα και φύλλα ερμπαρίων και αιγυπτιακό χρυσό και νοτιοαφρικανικό ελεφαντόδοντο και απολιθώματα της Πέρμιας περιόδου. Την πρώτη Ιουνίου, αεροπλάνα πετούν πάνω από την πόλη, υπερβολικά ψηλά, τρυπώντας τα στρωματόμορφα νέφη. Όποτε πέφτει ο αέρας και δε χρησιμοποιεί κανείς καμία μηχανή εκεί κοντά, η Μ αρί Λορ τα ακούει όταν στέκεται έξω από την Πτέρυγα Ζωολογίας: ένα γουργούρισμα από ψηλά. Την επόμενη μέρα οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρχίζουν να εξαφανίζονται. Οι φύλακες στο φυλάκιο χτυπάνε το πλάι του ραδιοφώνου και το κουνάνε πέρα δώθε, αλλά από το ηχείο ακούγονται μόνο παράσιτα. Λες και κάθε κεραία αναμετάδοσης ήταν μια φλόγα κεριού και πέρασαν δυο δάχτυλα και τις έσβησαν όλες. Εκείνες τις τελευταίες μέρες στο Παρίσι, ενώ περπατά προς το σπίτι με τον πατέρα της τα μεσάνυχτα, με το θεόρατο βιβλίο σφιγμένο στο στήθος, η Μ αρί Λορ νομίζει ότι διαισθάνεται ένα ρίγος στην ατμόσφαιρα, στις παύσεις ανάμεσα στα τερετίσματα των εντόμων, σαν τις αραχνοειδείς ρωγμές που εμφανίζονται στον πάγο όταν πέφτει πάνω του υπερβολικό βάρος. Είναι λες και όλον αυτό τον καιρό η πόλη να μην ήταν τίποτα παραπάνω από μια μακέτα βγαλμένη από τα χέρια του πατέρα της και τώρα πέφτει πάνω της η σκιά ενός πελώριου χεριού. Δεν πίστευε ότι θα ζούσε με τον πατέρα της στο Παρίσι όλη της τη ζωή; Ότι θα καθόταν πάντοτε με τον δόκτορα Ζεφάρ τα απογεύματα; Ότι κάθε χρόνο, στα γενέθλιά της, ο πατέρας της θα της έδινε άλλη μια σπαζοκεφαλιά και άλλο ένα βιβλίο, και θα διάβαζε όλο τον Ιούλιο Βερν και όλο τον Δουμά και ίσως Μ παλζάκ και Προυστ; Ότι ο πατέρας της πάντα θα σιγοτραγουδούσε ενώ έφτιαχνε μικροσκοπικά κτίρια τα απογεύματα κι εκείνη πάντα θα ήξερε πόσα βήματα είναι από την εξώπορτα ως το αρτοπωλείο (σαράντα) και πόσα από εκεί ως την μπιραρία (τριάντα δύο) και ότι πάντα θα υπήρχε ζάχαρη για να βάζει στον καφέ της όταν ξυπνούσε;
92
ANTHONY DOERR
Bonjour, bonjour. Οι πατάτες είναι στις έξι, Μαρί. Τα μανιτάρια στις τρεις. Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα;
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
93
Πλέκοντας κάλτσες
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ
ξυπνάει πολύ μετά τα μεσάνυχτα και βρίσκει την εντεκάχρονη Γιούττα γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι του. Το ραδιόφωνο είναι στα πόδια της και ένα φύλλο χαρτί βρίσκεται στο πάτωμα δίπλα της, με μια πόλη της φαντασίας της όλο παράθυρα μισοσχηματισμένη πάνω στη σελίδα. Η Γιούττα βγάζει το ακουστικό και προσπαθεί να τον διακρίνει. Μ ες στο μισοσκόταδο οι ατίθασες σπείρες των μαλλιών της φαντάζουν πιο ακτινοβόλες από ποτέ: σαν αναμμένα σπίρτα. «Στον Σύνδεσμο Γερμανίδων Κορασίδων» ψιθυρίζει «μας έχουν βάλει να πλέκουμε κάλτσες. Γιατί τόσες κάλτσες;» «Το Ράιχ πρέπει να χρειάζεται κάλτσες». «Γιατί;» «Για τα πόδια, Γιούττα. Για τους στρατιώτες. Άσε με να κοιμηθώ». Σαν να το ήξερε, ένα αγοράκι –ο Ζίγκφριντ Φίσερ– αφήνει μια κραυγή από τον κάτω όροφο, και μετά άλλες δύο, και ο Βέρνερ με τη Γιούττα περιμένουν να ακούσουν τα βήματα της φράου Έλενας στις σκάλες και τις στοργικές περιποιήσεις της και να ησυχάσει πάλι το σπίτι. «Εσύ μόνο προβλήματα στα μαθηματικά θέλεις να κάνεις» ψιθυρίζει η Γιούττα. «Να παίζεις με ραδιόφωνα. Δε θες να
94
ANTHONY DOERR
καταλάβεις τι συμβαίνει;» «Τι ακούς;» Εκείνη σταυρώνει τα χέρια και βάζει ξανά το ακουστικό στο αυτί της και δεν απαντάει. «Ακούς κάτι που δεν κάνει να ακούς;» «Τι σε νοιάζει;» «Είναι επικίνδυνο, γι’ αυτό με νοιάζει». Εκείνη βουλώνει το άλλο της αυτί με το δάχτυλο. «Τα άλλα κορίτσια δεν ενοχλούνται» της ψιθυρίζει. «Που πλέκουν κάλτσες. Που μαζεύουν εφημερίδες και τέτοια». «Ρίχνουμε βόμβες στο Παρίσι» του λέει. Η φωνή της είναι δυνατή κι εκείνος αντιστέκεται στην παρόρμηση να της κλείσει το στόμα με το χέρι του. Η Γιούττα σηκώνει το βλέμμα προς τα πάνω αγέρωχη. Μ οιάζει σαν να τη σαρώνει ένας αόρατος αρκτικός άνεμος. «Αυτό ακούω, Βέρνερ. Τα αεροπλάνα μας βομβαρδίζουν το Παρίσι».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
95
Φυγή
Σ’ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΡ ΙΣΙ οι κάτοικοι φυλάνε τις πορσελάνες στα κελάρια, ράβουν μαργαριτάρια στα στριφώματα, κρύβουν χρυσά δαχτυλίδια στις ράχες των βιβλίων. Οι γραφομηχανές έχουν αφαιρεθεί από τα γραφεία του μουσείου. Οι διάδρομοι γίνονται χώροι συσκευασίας, τα πατώματα είναι γεμάτα άχυρο, πριονίδι και σπάγκους. Το μεσημέρι ο κλειθροποιός καλείται στο γραφείο του διευθυντή. Η Μ αρί Λορ κάθεται σταυροπόδι στο πάτωμα του κλειδοφυλακίου και προσπαθεί να διαβάσει το μυθιστόρημά της. Ο πλοίαρχος Νέμο ετοιμάζεται να πάρει τον καθηγητή Αροννάξ και τους συντρόφους του σε έναν υποβρύχιο περίπατο στις αποικίες στρειδιών για να ψαρέψουν μαργαριτάρια, αλλά ο Αροννάξ φοβάται μήπως συναντήσουν καρχαρίες, και παρόλο που και η ίδια ανυπομονεί να μάθει τι γίνεται παρακάτω οι προτάσεις αποσυντίθενται στη σελίδα. Οι λέξεις κατακερματίζονται σε γράμματα, τα γράμματα σε ακατάληπτες κουκκίδες. Αισθάνεται σαν να της έχουν φορέσει χοντρά γάντια στα χέρια. Λίγο πιο κάτω, στο φυλάκιο, ένας φύλακας γυρίζει το κουμπί του ραδιοφώνου γύρω γύρω αλλά βρίσκει μόνο συριγμούς και παράσιτα. Μ όλις το σβήνει η ησυχία σκεπάζει το μουσείο. Ας είναι κι αυτό μια σπαζοκεφαλιά, ένα περίπλοκο παιχνίδι
96
ANTHONY DOERR
που έφτιαξε ο μπαμπάς, ένας γρίφος που πρέπει να λύσει. Στην πρώτη πόρτα, μια κλειδαριά με συνδυασμό. Στη δεύτερη, ένα μάνταλο. Η τρίτη θα ανοίξει αν ψιθυρίσει μια μαγική λέξη στην κλειδαρότρυπα. Θα περάσει έρποντας μέσα από δεκατρείς πόρτες και όλα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά. Έξω, στην πόλη, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπάνε μία φορά. Μ ία και τριάντα. Ο πατέρας της ακόμα να γυρίσει. Κάποια στιγμή πολλοί ευδιάκριτοι γδούποι ταξιδεύουν μέσα στο μουσείο από τους κήπους και τους γύρω δρόμους, σαν να ρίχνει κάποιος σακιά με τσιμέντο από τα σύννεφα. Μ ε κάθε πρόσκρουση χιλιάδες κλειδιά μέσα στα ντουλάπια σείονται στα κρεμαστάρια τους. Κανείς δεν κυκλοφορεί στον διάδρομο. Ακούγεται δεύτερη σειρά από τραντάγματα – πιο κοντά, πιο δυνατά. Τα κλειδιά κουδουνίζουν και το δάπεδο τρίζει και η Μ αρί Λορ έχει την εντύπωση ότι μπορεί να μυρίσει τη σκόνη που πέφτει από το ταβάνι. «Μ παμπά;» Τίποτα. Ούτε φύλακες, ούτε επιστάτες, ούτε μαραγκοί, ούτε το κλοπ-κλοπ-κλοπ από τα τακούνια των γραμματέων στους διαδρόμους. Μπορούν να προελαύνουν μέρες χωρίς να τρώνε. Αφήνουν έγκυο κάθε μαθήτρια που βρίσκουν στον δρόμο τους. «Ακούει κανείς;» Πόσο γρήγορα πνίγεται η φωνή της, πόσο άδειες ακούγονται οι αίθουσες. Τρομοκρατείται. Μ ια στιγμή αργότερα ακούγονται κλειδιά που κουδουνίζουν και βήματα, κι η φωνή του πατέρα της φωνάζει το όνομά της. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Εκείνος ανοίγει μεγάλα χαμηλά συρτάρια· κρατάει δεκάδες αρμαθιές κλειδιών. «Μ παμπά, άκουσα…» «Κάνε γρήγορα». «Το βιβλίο μου…» «Καλύτερα να το αφήσεις. Είναι πολύ βαρύ». «Ν’ αφήσω το βιβλίο μου;» Την τραβολογάει έξω από την πόρτα και κλειδώνει το
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
97
κλειδοφυλάκιο. Απ’ έξω κύματα πανικού ταξιδεύουν στις συστοιχίες των δέντρων σαν σεισμικές δονήσεις. «Πού είναι ο φύλακας;» ρωτάει ο πατέρας της. Φωνές κοντά στο πεζοδρόμιο: στρατιώτες. Η Μ αρί Λορ νιώθει τις αισθήσεις της να μπερδεύονται. Βουητό αεροπλάνου είναι αυτό που ακούγεται; Καπνός είναι αυτό που μυρίζει; Κάποιος μιλάει γερμανικά; Ακούει τον πατέρα της να ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με έναν άγνωστο και να του δίνει κάτι κλειδιά. Ύστερα διασχίζουν την πύλη της οδού Κουβιέ περνώντας ξυστά δίπλα από κάτι που ίσως είναι αμμόσακοι ή σιωπηλοί αστυνομικοί ή κάτι άλλο που φυτεύτηκε πρόσφατα στη μέση του πεζοδρομίου. Έξι τετράγωνα, τριάντα οχτώ σχάρες υπονόμων. Τις μετράει όλες. Λόγω του καπλαμά που κάρφωσε ο πατέρας της στα παράθυρα το διαμέρισμα είναι αποπνικτικό και ζεστό. «Μ ια στιγμή θα κάνουμε, Μ αρί Λορ. Θα σου εξηγήσω». Ο πατέρας της χώνει πράγματα σε κάτι που ίσως είναι το σακίδιο από καναβάτσο. Τρόφιμα, σκέφτεται εκείνη, προσπαθώντας να τα αναγνωρίσει από τον ήχο τους. Καφές. Τσιγάρα. Ψωμί; Ακούγεται άλλος ένας βρόντος και τα τζάμια στα παράθυρα τρίζουν. Τα πιάτα κροταλίζουν στα ντουλάπια. Οι κόρνες των αυτοκινήτων βελάζουν. Η Μ αρί Λορ πηγαίνει στη μακέτα της γειτονιάς και περνάει τα δάχτυλά της πάνω από τα σπίτια. Είναι ακόμα εκεί. Ακόμα εκεί. Ακόμα εκεί. «Πήγαινε τουαλέτα, Μ αρί». «Δε χρειάζεται». «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσεις να ξαναπάς». Της κουμπώνει το χειμωνιάτικο παλτό της, παρόλο που είναι μέσα Ιουνίου, και κατεβαίνουν βιαστικά στον δρόμο. Στην οδό Πατριάρχς ακούει ένα απόμακρο ποδοβολητό, σαν να κινούνται χιλιάδες άνθρωποι. Περπατάει δίπλα στον πατέρα της με το ανοιγμένο μπαστούνι στη μία γροθιά και το άλλο χέρι ακουμπισμένο στον σάκο του κι όλα είναι αποσυνδεμένα από τη λογική όπως στους εφιάλτες. Δεξιά, αριστερά. Ανάμεσα στις στροφές μεσολαβούν μεγάλες
98
ANTHONY DOERR
λωρίδες λιθόστρωτου. Ύστερα από λίγο περπατάνε σε δρόμους, είναι σίγουρη, όπου δεν έχει ξαναπάει, δρόμους έξω από τα όρια της μακέτας του πατέρα της. Η Μ αρί Λορ έχει χάσει εδώ και ώρα το μέτρημα στα βήματά της, όταν φτάνουν σε ένα πλήθος τόσο πυκνό, που νιώθει θερμότητα να ξεχύνεται από μέσα του. «Θα είναι πιο δροσερά στο τρένο, Μ αρί. Ο διευθυντής μάς έχει κανονίσει εισιτήρια». «Μ πορούμε να μπούμε;» «Οι πόρτες είναι κλειδωμένες». Το πλήθος αποπνέει αρρωστημένη ένταση. «Φοβάμαι, μπαμπά». «Κρατήσου από πάνω μου». Την οδηγεί προς μια άλλη κατεύθυνση. Διασχίζουν μια λεωφόρο γεμάτη κόσμο κι ύστερα ένα σοκάκι που μυρίζει σαν λασπωμένο χαντάκι. Ακούγεται συνέχεια το πνιχτό κροτάλισμα των εργαλείων του πατέρα της μέσα από τον σάκο και ο ξέμακρος και ακατάπαυστος ήχος από τις κόρνες των αυτοκινήτων. Σε ένα λεπτό βρίσκονται πάλι μέσα σε ένα άλλο πλήθος. Φωνές αντηχούν πάνω σε έναν ψηλό τοίχο· η μυρωδιά βρεγμένων ρούχων την τυλίγει. Κάπου κάποιος φωνάζει ονόματα μέσα από ένα χωνί. «Πού είμαστε, μπαμπά;» «Στον σταθμό Σαιν Λαζάρ». Ένα μωρό κλαίει. Της μυρίζουν ούρα. «Ήρθαν οι Γερμανοί, μπαμπά;» «Όχι, γλυκιά μου». «Αλλά έρχονται;» «Έτσι λένε». «Τι θα κάνουμε όταν έρθουν;» «Θα έχουμε μπει στο τρένο μέχρι τότε». Στον χώρο στ’ αριστερά της ένα παιδί στριγκλίζει. Ένας άντρας με πανικόβλητη φωνή απαιτεί από το πλήθος να ανοίξουν χώρο. Μ ια γυναίκα κάπου κοντά σκούζει παραπονιάρικα «Σεμπαστιάν; Σεμπαστιάν;» ξανά και ξανά. «Έχει νυχτώσει;» «Τώρα άρχισε να σκοτεινιάζει. Ας ξεκουραστούμε μια στιγμή.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
99
Να πάρουμε μια ανάσα». Κάποιος λέει: «Η Δεύτερη Στρατιά κατασπαράχτηκε, η Ένατη είναι αποκομμένη. Οι καλύτεροι στόλοι της Γαλλίας χαραμίστηκαν». Κάποιος άλλος λέει: «Θα μας νικήσουν». Μ παούλα γλιστράνε στις πλάκες, ένα σκυλάκι γαβγίζει, και η σφυρίχτρα του σταθμάρχη σφυρίζει, και κάποιο μεγάλο μηχάνημα ξεφυσάει παίρνοντας μπροστά και σβήνει. Η Μ αρί Λορ προσπαθεί να ηρεμήσει το στομάχι της. «Έχουμε εισιτήρια, για όνομα του Θεού!» φωνάζει κάποιος πίσω της. Ακολουθεί συμπλοκή. Υστερία διαπερνάει το πλήθος σαν κύμα. «Πώς είναι, μπαμπά;» «Ποιο πράγμα, Μ αρί;» «Ο σταθμός. Τη νύχτα». Ακούει το σπίθισμα του αναπτήρα, το ρούφηγμα και το φούντωμα του καπνού καθώς το τσιγάρο παίρνει φωτιά. «Για να δούμε. Όλη η πόλη είναι σκοτεινή. Δεν υπάρχουν λάμπες στους δρόμους ούτε φώτα στα παράθυρα. Πότε πότε τριγυρίζουν προβολείς στον ουρανό. Ψάχνοντας για αεροπλάνα. Βλέπω μια γυναίκα με νυχτικό. Και μια άλλη που κουβαλάει μια στοίβα πιάτα». «Και τα στρατεύματα;» «Δεν υπάρχουν στρατεύματα, Μ αρί». Το χέρι του βρίσκει το δικό της. Ο φόβος της καταλαγιάζει λιγάκι. Η βροχή κυλάει μέσα σε μια υδρορρόη. «Τι κάνουμε τώρα, μπαμπά;» «Ελπίζουμε να περάσει ένα τρένο». «Κι όλοι οι άλλοι τι κάνουν;» «Ελπίζουν κι αυτοί».
100
ANTHONY DOERR
Χερ Ζίντλερ
ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ στην πόρτα μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο Βέρνερ και η Γιούττα διαβάζουν τα μαθήματά τους μαζί με πέντ’ έξι παιδιά στο μακρύ ξύλινο τραπέζι. Η φράου Έλενα καρφιτσώνει το έμβλημα του κόμματος στο πέτο πριν ανοίξει την πόρτα. Ένας υποδεκανέας με πιστόλι στη ζώνη και περιβραχιόνιο με τη σβάστικα στο αριστερό χέρι μπαίνει μέσα για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Κάτω από το χαμηλό ταβάνι του δωματίου φαντάζει αφύσικα ψηλός. Ο Βέρνερ σκέφτεται το ραδιόφωνο των βραχέων που είναι χωμένο στο παλιό ξύλινο κουτί πρώτων βοηθειών κάτω από το κρεβάτι του. Σκέφτεται: Ξέρουν. Ο υποδεκανέας ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο –στη σόμπα, στην απλωμένη μπουγάδα, στα μικροκαμωμένα παιδιά– με ίσες δόσεις συγκατάβασης και εχθρότητας. Το όπλο του είναι μαύρο· μοιάζει σαν να τραβάει πάνω του όλο το φως του δωματίου. Ο Βέρνερ αποτολμάει να ρίξει μία και μοναδική ματιά στην αδερφή του. Η προσοχή της είναι προσηλωμένη στον επισκέπτη. Ο υποδεκανέας σηκώνει ένα βιβλίο από το τραπέζι της σάλας – ένα παιδικό βιβλίο για ένα τρένο που μιλάει– και γυρίζει μία μία τις σελίδες πριν το πετάξει πάλι πίσω. Έπειτα λέει κάτι που ο Βέρνερ δεν μπορεί να ακούσει. Η φράου Έλενα διπλώνει τα χέρια της πάνω στην ποδιά της
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
101
και ο Βέρνερ βλέπει ότι το κάνει για να μη φανεί ότι τρέμουν. «Βέρνερ» τον φωνάζει με αργή, ονειροπαρμένη φωνή, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον υποδεκανέα. «Ο άνθρωπος λέει ότι έχει ένα ραδιόφωνο που χρειάζεται…» «Φέρε τα εργαλεία σου» λέει ο άντρας. Φεύγοντας ο Βέρνερ κοιτάζει πίσω του μόνο μία φορά: το μέτωπο και οι παλάμες της Γιούττα είναι κολλημένα στο τζάμι του παραθύρου του καθιστικού. Είναι πάρα πολύ μακριά και το φως τη χτυπάει από πίσω, κι έτσι δεν μπορεί να διακρίνει την έκφρασή της. Ύστερα την κρύβει η βροχή. Ο Βέρνερ έχει το μισό μπόι του υποδεκανέα και αναγκάζεται να κάνει δύο δρασκελιές για καθεμία δική του. Τον ακολουθεί πέρα από τα σπίτια της εταιρείας και το φυλάκιο στα ριζά του λόφου, ως εκεί που μένουν τα ανώτερα στελέχη του ορυχείου. Η βροχή πέφτει λοξά κάτω απ’ τα φώτα. Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούν στους δρόμους αποφεύγουν τον υποδεκανέα. Ο Βέρνερ δε ρισκάρει να κάνει καμία ερώτηση. Μ ε κάθε χτύπο της καρδιάς του του έρχεται μια έντονη παρόρμηση να το βάλει στα πόδια. Πλησιάζουν την πόρτα του μεγαλύτερου σπιτιού της κοινότητας, ενός σπιτιού που έχει δει χιλιάδες φορές, ποτέ όμως από τόσο κοντά. Μ ια μεγάλη κατακόκκινη σημαία, βαριά από τα βροχόνερα, κρέμεται από το περβάζι ενός παραθύρου στο επάνω πάτωμα. Ο υποδεκανέας χτυπάει μια πλαϊνή πόρτα. Μ ια υπηρέτρια με ψηλόμεσο φουστάνι παίρνει τα παλτά τους, τινάζει επιδέξια τα νερά και τα κρεμάει σε έναν καλόγερο με μπρούντζινα πόδια. Η κουζίνα μυρίζει κέικ. Ο υποδεκανέας οδηγεί τον Βέρνερ σε μια τραπεζαρία όπου μια γυναίκα με στενόμακρο πρόσωπο και τρεις φρέσκες μαργαρίτες μπηγμένες στα μαλλιά κάθεται σε μια καρέκλα ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. «Δύο βρεγμένες πάπιες» λέει και γυρίζει ξανά το βλέμμα της στο περιοδικό. Δεν τους λέει να καθίσουν. Ένα παχύ κόκκινο χαλί ρουφάει τις σόλες των
102
ANTHONY DOERR
χοντροπάπουτσων του Βέρνερ· ηλεκτρικές λάμπες καίνε σε έναν πολυέλαιο πάνω από το τραπέζι· τριαντάφυλλα συμπλέκονται πάνω στην ταπετσαρία. Μ ια φωτιά σιγοκαίει στο τζάκι. Στους τέσσερις τοίχους κρέμονται κορνιζαρισμένες τσιγκογραφίες βλοσυρών προγόνων. Άραγε, εδώ γίνονται οι συλλήψεις των αγοριών που οι αδερφές τους ακούνε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς; Η γυναίκα γυρίζει τις σελίδες του περιοδικού μία μία. Τα νύχια της είναι βαμμένα με χτυπητό ροζ χρώμα. Ένας άντρας κατεβαίνει τη σκάλα φορώντας ένα εξαιρετικά άσπρο πουκάμισο. «Χριστέ μου, είναι πολύ μικρός» λέει στον υποδεκανέα. «Εσύ είσαι ο περίφημος επισκευαστής ραδιοφώνων;» Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του μοιάζουν λουστραρισμένα στο κρανίο του. «Ρούντολφ Ζίντλερ» λέει. Επιτρέπει στον υποδεκανέα να φύγει με μια ελαφριά κίνηση του σαγονιού. Ο Βέρνερ προσπαθεί να εκπνεύσει. Ο χερ Ζίντλερ κουμπώνει τα μανικέτια του και κοιτάζεται σε έναν θολό καθρέφτη. Τα μάτια του είναι βαθυγάλανα. «Λοιπόν. Δεν είσαι πολύ ομιλητικός, ε; Ο υπαίτιος της ταλαιπωρίας βρίσκεται εκεί». Του δείχνει ένα τεράστιο αμερικανικό Philco στο διπλανό δωμάτιο. «Το είδαν ήδη δυο παλικάρια. Μ ετά ακούσαμε για σένα. Αξίζει μια προσπάθεια, καλά δε λέω;» «Εκείνη» –γνέφει προς τη γυναίκα– «θέλει απεγνωσμένα να ακούσει την εκπομπή της. Και τα δελτία ειδήσεων, φυσικά». Το λέει με τέτοιο τρόπο που ο Βέρνερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα δε θέλει πραγματικά να ακούει δελτία ειδήσεων. Εκείνη δε σηκώνει το βλέμμα. Ο χερ Ζίντλερ χαμογελάει σαν να θέλει να πει: Εσύ κι εγώ, παιδί μου, ξέρουμε πως η ιστορία ακολουθεί έναν μακρύτερο δρόμο, έτσι δεν είναι; Τα δόντια του είναι πολύ μικρά. «Κοίταξέ το με την ησυχία σου». Ο Βέρνερ κάθεται οκλαδόν μπροστά στη συσκευή και
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
103
προσπαθεί να ηρεμήσει τα νεύρα του. Την ανάβει, περιμένει να ζεσταθούν οι λυχνίες κι ύστερα διατρέχει προσεκτικά με τη βελόνα το καντράν από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ξαναστρίβει το κουμπί προς τα δεξιά. Τίποτα. Είναι το καλύτερο ραδιόφωνο που έχει ακουμπήσει ποτέ: κεκλιμένος πίνακας χειρισμού, μαγνητικός συντονισμός, μεγάλο σαν ψυγείο πάγου. Δέκα λυχνιών, λήψη πλήρους μπάντας, υπερετερόδυνο, με φανταχτερές ραβδόγλυφες διακοσμήσεις και δίχρωμο κουτί από ξύλο καρυδιάς. Έχει βραχέα, συχνότητα ευρείας ζώνης, μεγάλο εξασθενητή – αυτό το ραδιόφωνο κοστίζει περισσότερο απ’ όλη την οικοσκευή του Σπιτιού των Παιδιών μαζί. Ο χερ Ζίντλερ θα μπορούσε να πιάσει μέχρι και Αφρική αν ήθελε. Πράσινες και κόκκινες ράχες βιβλίων καλύπτουν τους τοίχους. Ο δεκανέας έχει φύγει. Στο διπλανό δωμάτιο ο χερ Ζίντλερ κάθεται κάτω από το φως μιας λάμπας μιλώντας σε ένα μαύρο τηλέφωνο. Δε θέλουν να τον συλλάβουν. Θέλουν μονάχα να φτιάξει αυτό το ραδιόφωνο. Ο Βέρνερ ξεβιδώνει την πλάτη και κοιτάζει μέσα. Οι λυχνίες είναι όλες άθικτες και εκ πρώτης όψεως όλα φαίνονται εντάξει. «Εντάξει» μουρμουρίζει. «Σκέψου». Κάθεται σταυροπόδι· μελετάει τα κυκλώματα. Ο άντρας και η γυναίκα και τα βιβλία και η βροχή σβήνουν, ώσπου μένει μόνο το ραδιόφωνο και τα μπερδεμένα καλώδιά του. Προσπαθεί να δει νοερά την πορεία των εποστρακιζόμενων ηλεκτρονίων, την αλυσίδα σήματος σαν ένα μονοπάτι μέσα σε μια πολυάνθρωπη πόλη, τα σήματα ραδιοσυχνότητας να μπαίνουν από εδώ, να περνούν μέσα από ένα πλέγμα ενισχυτών, μετά από τους μεταβλητούς πυκνωτές, μετά από τους μετασχηματιστές… Το βλέπει. Ένα καλώδιο αντίστασης έχει σπάσει σε δύο σημεία. Ο Βέρνερ ρίχνει μια ματιά πάνω από τη συσκευή: στα αριστερά του η γυναίκα διαβάζει το περιοδικό της· στα δεξιά του ο χερ Ζίντλερ μιλάει στο τηλέφωνο. Κάπου κάπου ο χερ Ζίντλερ σφίγγει την τσάκιση του ριγέ παντελονιού του ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη του κάνοντάς την πιο έντονη.
104
ANTHONY DOERR
Είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να μην είδαν κάτι τόσο απλό; Του φαίνεται σαν δώρο. Είναι πολύ εύκολο! Ο Βέρνερ τυλίγει ξανά την αντίσταση, συνδέει τα καλώδια και βάζει το ραδιόφωνο στην πρίζα. Μ όλις το ανάβει, σχεδόν περιμένει να πετάξει φλόγες. Αντίθετα, ακούγεται το βραχνό μουρμουρητό ενός σαξόφωνου. Η γυναίκα αφήνει το περιοδικό στο τραπέζι και ακουμπάει και τα δέκα της δάχτυλα στα μάγουλά της. Ο Βέρνερ έρχεται μπροστά από το ραδιόφωνο. Για μια στιγμή το μυαλό του απαλλάσσεται από κάθε συναίσθημα εκτός από τον θρίαμβο. «Το έφτιαξε μόνο με τη σκέψη!» λέει η γυναίκα. Ο χερ Ζίντλερ καλύπτει το ακουστικό του τηλεφώνου με το χέρι του και κοιτάζει προς το μέρος της. «Κάθισε εκεί σαν ποντικάκι και σκέφτηκε, και σε μισό λεπτό είχε φτιαχτεί!» Χειρονομεί με τα ζωηρόχρωμα νύχια της και γελάει σαν παιδί. Ο χερ Ζίντλερ κλείνει το τηλέφωνο. Η γυναίκα περνάει στο καθιστικό και κάθεται μπροστά στο ραδιόφωνο – είναι ξυπόλυτη και οι λείες, άσπρες γάμπες της φαίνονται κάτω από τον ποδόγυρο της φούστας της. Γυρίζει το κουμπί. Ακούγεται ένα τσιτσίρισμα και ύστερα ένας χείμαρρος κεφάτης μουσικής. Το ραδιόφωνο βγάζει ζωντανό, γεμάτο ήχο: ο Βέρνερ δεν έχει ξανακούσει κάτι τέτοιο. «Αχ!» Η γυναίκα ξεσπάει ξανά σε γέλια. Ο Βέρνερ μαζεύει τα εργαλεία του. Ο χερ Ζίντλερ στέκεται όρθιος μπροστά στο ραδιόφωνο και φαίνεται έτοιμος να του χαϊδέψει τα μαλλιά. «Εξαιρετικά» λέει. Οδηγεί τον Βέρνερ στο τραπέζι και καλεί την υπηρέτρια να φέρει κέικ. Εμφανίζεται αμέσως: τέσσερα κομμάτια σε ένα ολόλευκο πιάτο. Το καθένα είναι πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη και διακοσμημένο με μια κουταλιά σαντιγί. Ο Βέρνερ μένει με το στόμα ανοιχτό. Ο χερ Ζίντλερ γελάει. «Η σαντιγί απαγορεύεται, το ξέρω. Αλλά» –ακουμπάει τον δείκτη του στα χείλη του– «υπάρχουν τρόποι να παρακάμψεις
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
105
αυτά τα πράγματα. Εμπρός». Ο Βέρνερ παίρνει ένα κομμάτι, μετά άλλο ένα, και μετά τρίτο. Ο χερ Ζίντλερ τον παρακολουθεί με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο, διασκεδάζοντας, ενώ σκέφτεται κάτι. «Έχεις ένα στιλ πάντως. Και τι μαλλιά! Σαν να έχεις πάθει τρομερό κλονισμό. Τίνος είσαι;» Ο Βέρνερ κουνάει το κεφάλι του. «Σωστά. Είσαι από το Σπίτι των Παιδιών. Τι ανόητος που είμαι! Πάρε άλλο ένα κομμάτι. Βάλτε του λίγη σαντιγί ακόμα αμέσως». Η γυναίκα χειροκροτάει πάλι. Το στομάχι του Βέρνερ γουργουρίζει. Νιώθει τα μάτια του άντρα πάνω του. «Οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι πολύ καλό το πόστο μου εδώ στα ορυχεία» λέει ο χερ Ζίντλερ. «Μ ου λένε: “Δε θα προτιμούσες να είσαι στο Βερολίνο; Ή στη Γαλλία; Δε θα προτιμούσες να είσαι λοχαγός στο μέτωπο, να βλέπεις τον στρατό να προελαύνει, μακριά από όλο αυτό”» –γνέφει προς το παράθυρο– «“το φούμο;” Αλλά εγώ τους λέω ότι ζω στο επίκεντρο. Τους λέω ότι από εδώ προέρχεται το καύσιμο, από εδώ και το ατσάλι. Εδώ είναι το καμίνι της πατρίδας». Ο Βέρνερ καθαρίζει τον λαιμό του: «Ενεργούμε προς το συμφέρον της ειρήνης». Είναι, αυτολεξεί, μια πρόταση που άκουσαν μαζί με τη Γιούττα από το Ράδιο Γερμανία πριν από τρεις μέρες. «Προς το συμφέρον του κόσμου». Ο χερ Ζίντλερ γελάει. Ο Βέρνερ εντυπωσιάζεται ξανά από το πόσο πολλά και μικρά είναι τα δόντια του. «Ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα της ιστορίας; Ότι ιστορία είναι αυτό που λέει ο νικητής. Αυτό είναι το δίδαγμα. Όποιος κερδίζει αποφασίζει την ιστορία. Ενεργούμε προς το συμφέρον μας. Προφανώς. Δείξε μου ένα άτομο ή ένα έθνος που δεν το κάνει. Το θέμα είναι να καταλάβεις ποιο είναι το συμφέρον σου». Μ ένει μόνο ένα κομμάτι κέικ. Το ραδιόφωνο γουργουρίζει, και η γυναίκα γελάει, και ο χερ Ζίντλερ δε μοιάζει σχεδόν σε τίποτα, αποφασίζει ο Βέρνερ, με τους γείτονές του, τα επιφυλακτικά,
106
ANTHONY DOERR
ανήσυχα πρόσωπά τους – τα πρόσωπα ανθρώπων συνηθισμένων να βλέπουν κάθε πρωί τους αγαπημένους τους να χάνονται στις στοές. Το πρόσωπό του είναι καθαρό και αφοσιωμένο· πρόκειται για έναν άντρα που είναι εξαιρετικά σίγουρος για τα προνόμιά του. Και τεσσεράμισι μέτρα πιο πέρα γονατίζει μια γυναίκα με βαμμένα νύχια και άτριχες γάμπες – μια γυναίκα η οποία απέχει τόσο πολύ από όσες έχει δει μέχρι τώρα ο Βέρνερ, που μοιάζει σαν να είναι από άλλο πλανήτη. Σαν να βγήκε μέσα από το μεγάλο Philco. «Πιάνουν τα χέρια σου» λέει ο χερ Ζίντλερ. «Είσαι πολύ έξυπνος για την ηλικία σου. Υπάρχουν μέρη για ένα παιδί σαν εσένα. Οι σχολές του στρατηγού Χαϊσσμάγερ. Οι κορυφαίες των κορυφαίων. Διδάσκουν και μηχανικές επιστήμες. Αποκρυπτογράφηση, πρόωση πυραύλων, ό,τι πιο νέο». Ο Βέρνερ δεν ξέρει πού να ρίξει το βλέμμα του. «Δεν έχουμε λεφτά». «Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα αυτών των ιδρυμάτων. Θέλουν τις εργατικές τάξεις, τους εργάτες. Παιδιά που δεν έχουν σημαδευτεί» –ο χερ Ζίντλερ συνοφρυώνεται– «από τις ανοησίες της μεσαίας τάξης. Τους κινηματογράφους και τα λοιπά. Θέλουν φιλόπονα αγόρια. Εξαιρετικά αγόρια». «Μ άλιστα, κύριε». «Εξαιρετικά» επαναλαμβάνει γνέφοντας καταφατικά σαν να μονολογεί. Σφυρίζει και ο υποδεκανέας εμφανίζεται ξανά με το κράνος στο χέρι. Τα μάτια του στρατιώτη πέφτουν στο τελευταίο κομμάτι κέικ και μετά στρέφονται αλλού. «Υπάρχει μια επιτροπή επιλογής στο Έσσεν» λέει ο χερ Ζίντλερ. «Θα στείλω επιστολή. Και πάρε αυτά». Δίνει στον Βέρνερ εβδομήντα πέντε μάρκα κι εκείνος τα χώνει στην τσέπη του όσο πιο γρήγορα μπορεί. Ο υποδεκανέας γελάει: «Κάνει σαν να του κάψανε τα δάχτυλα!» Η προσοχή του χερ Ζίντλερ είναι στραμμένη αλλού. «Θα γράψω στον Χαϊσσμάγερ» επαναλαμβάνει. «Καλό για μας, καλό για σένα. Δρούμε προς το συμφέρον του κόσμου, ε;» και του
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
107
κλείνει το μάτι. Ύστερα ο υποδεκανέας δίνει στον Βέρνερ μια άδεια κυκλοφορίας και τον ξεπροβοδίζει. Ο Βέρνερ βαδίζει προς το σπίτι χωρίς να αισθάνεται τη βροχή, προσπαθώντας να αφομοιώσει την τεράστια σημασία αυτού που συνέβη. Εννέα ερωδιοί στέκονται σαν λουλούδια στο κανάλι, δίπλα στο εργοστάσιο οπτάνθρακα. Μ ια μαούνα σημαίνει τη σειρήνα της, και τα βαγονέτα τσουλάνε πέρα δώθε, ο περιοδικός κρότος της μηχανής τους αντηχεί μες στο σκοτάδι. Στο Σπίτι των Παιδιών όλοι έχουν πέσει στα κρεβάτια τους. Η φράου Έλενα κάθεται ακριβώς δίπλα στην είσοδο με ένα βουνό πλυμένες κάλτσες αγκαλιά και μια μπουκάλα μαγειρικού σέρι ανάμεσα στα πόδια. Πίσω της, στο τραπέζι, η Γιούττα παρακολουθεί τον Βέρνερ με ηλεκτρισμένο βλέμμα. «Τι σε ήθελε;» ρωτάει η φράου Έλενα. «Να φτιάξω ένα ραδιόφωνο». «Τίποτε άλλο;» «Όχι». «Σε ρώτησαν τίποτα; Για σένα; Για τα παιδιά;» «Όχι, φράου Έλενα». Η φράου Έλενα ξεφυσάει δυνατά, σαν να μην είχε πάρει ανάσα τις τελευταίες δυο ώρες. «Dieu merci – δόξα τω Θεώ». Τρίβει τους κροτάφους της και με τα δύο χέρια. «Μ πορείς να πας για ύπνο τώρα, Γιούττα» λέει. Η Γιούττα διστάζει. «Το έφτιαξα» λέει ο Βέρνερ. «Μ πράβο, αγόρι μου». Η φράου Έλενα πίνει μια γερή γουλιά από το σέρι, τα μάτια της κλείνουν και το κεφάλι της γέρνει προς τα πίσω. «Σου φυλάξαμε λίγο φαγητό». Η Γιούττα πηγαίνει προς τις σκάλες με μια αβεβαιότητα στο βλέμμα. Στην κουζίνα όλα μοιάζουν στριμωγμένα και λερωμένα από το κάρβουνο. Η φράου Έλενα φέρνει ένα πιάτο· μέσα του βρίσκεται μια βραστή πατάτα κομμένη στα δύο.
108
ANTHONY DOERR
«Ευχαριστώ» λέει ο Βέρνερ. Στο στόμα έχει ακόμα τη γεύση του κέικ. Το εκκρεμές ταλαντεύεται ασταμάτητα μέσα στο παλιό ρολόι. Το κέικ, η σαντιγί, το παχύ χαλί, τα ροζ νύχια και οι μακριές γάμπες της φράου Ζίντλερ – αυτές οι αισθήσεις στροβιλίζονται μέσα στο κεφάλι του Βέρνερ σαν σε καρουζέλ. Θυμάται να σέρνει τη Γιούττα με το καρότσι μέχρι την Ένατη Στοά, όπου εξαφανίστηκε ο πατέρας τους, αμέτρητα βράδια στη σειρά, λες και υπήρχε μια πιθανότητα να βγει ο πατέρας τους από τους ανελκυστήρες. Φως, ηλεκτρισμός, αιθέρας. Χώρος, χρόνος, μάζα. Οι Αρχές της Μηχανικής του Χάινριχ Χερτζ. Οι διάσημες σχολές του Χαϊσσμάγερ. Αποκρυπτογράφηση, πρόωση πυραύλων, ό,τι πιο νέο. Ανοίξτε τα μάτια, έλεγε ο Γάλλος στο ραδιόφωνο, και δείτε ό,τι μπορείτε με αυτά πριν κλείσουν για πάντα. «Βέρνερ;» «Ναι, φράου;» «Δεν πεινάς;» Η φράου Έλενα: η μόνη μητέρα που θα γνώριζε ποτέ. Ο Βέρνερ τρώει, παρόλο που δεν πεινάει. Ύστερα της δίνει τα εβδομήντα πέντε μάρκα, κι εκείνη κοιτάζει έκπληκτη το ποσό και του επιστρέφει τα πενήντα. Όταν ανεβαίνει πάνω, αφού ακούει τη φράου Έλενα να πηγαίνει στην τουαλέτα και να πέφτει στο κρεβάτι της και στο σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία, ο Βέρνερ μετράει μέχρι το εκατό. Έπειτα σηκώνεται από το κρεβάτι του και βγάζει το ραδιοφωνάκι των βραχέων από το κουτί των πρώτων βοηθειών –έξι χρόνων, γεμάτο από τις τροποποιήσεις που του έχει κάνει, τα αλλαγμένα καλώδια, το καινούριο σωληνοειδές, τα σημάδια της Γιούττα που περιστρέφονται γύρω από το πηνίο συντονισμού–, το βγάζει έξω, στον δρόμο πίσω από το σπίτι, και το κάνει κομμάτια με ένα τούβλο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
109
Έξοδος
ΟΙ ΠΑΡ ΙΖΙΑΝΟΙ εξακολουθούν να διαγκωνίζονται διασχίζοντας τις πύλες του σταθμού. Ώσπου να πάει μία το πρωί οι χωροφύλακες έχουν χάσει εντελώς τον έλεγχο, και έχει να περάσει τρένο εδώ και τέσσερις ώρες. Η Μ αρί Λορ κοιμάται στον ώμο του πατέρα της. Ο κλειθροποιός δεν ακούει σφυρίγματα ούτε ζεύξεις να κροταλίζουν: δεν υπάρχουν τρένα. Τα ξημερώματα αποφασίζει ότι το καλύτερο είναι να πάνε με τα πόδια. Περπατάνε όλο το πρωί. Το Παρίσι αραιώνει σταθερά, χαμηλά σπίτια και εδώ κι εκεί καταστήματα που διακόπτονται από μεγάλα κομμάτια γης δεντροφυτεμένα. Το μεσημέρι τους βρίσκει να ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα στον καινούριο αυτοκινητόδρομο κοντά στο Βοκρεσσόν, δεκαέξι ολόκληρα χιλιόμετρα δυτικά από το διαμέρισμά τους, η μεγαλύτερη απόσταση που έχει κάνει ποτέ η Μ αρί Λορ από το σπίτι. Από την κορυφή ενός χαμηλού λόφου ο πατέρας της κοιτάζει πάνω από τον ώμο του: οχήματα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι του, αυτοκίνητα και καμιόνια, ένα περιποιημένο καινούριο V-12 με υφασμάτινη οροφή και πανοραμικό παρμπρίζ σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο κάρα, μερικά αυτοκίνητα με ξύλινους άξονες, άλλα που έχουν ξεμείνει από βενζίνη, άλλα με νοικοκυριά φορτωμένα στην οροφή, ορισμένα με ολόκληρες αυλές
110
ANTHONY DOERR
στριμωγμένες μέσα σε καρότσια, οι κότες και τα γουρούνια μέσα σε κλουβιά, οι αγελάδες να προχωράνε δίπλα, τα σκυλιά να ασθμαίνουν πίσω από τα τζάμια. Η πομπή προχωράει μονότονα με ταχύτητα που δεν ξεπερνά πολύ αυτή των πεζών. Έχουν φρακάρει και οι δύο λωρίδες – όλοι κατευθύνονται παραζαλισμένοι προς τα δυτικά, μακριά. Μ ια γυναίκα περνάει με το ποδήλατο φορώντας δεκάδες κολιέ. Ένας άντρας σέρνει μια δερμάτινη πολυθρόνα σε μια χειράμαξα και πάνω στο κεντρικό μαξιλάρι γλείφεται ένα μαύρο γατάκι. Γυναίκες σπρώχνουν παιδικά καροτσάκια γεμάτα πιατικά, κλουβιά πουλιών, κρύσταλλα. Ένας άντρας με σμόκιν προχωράει φωνάζοντας: «Για όνομα του Θεού, αφήστε με να περάσω», παρόλο που κανείς δεν κάνει στην άκρη και δεν προχωράει πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους. Η Μ αρί Λορ μένει στο πλευρό του πατέρα της με το μπαστούνι ανά χείρας. Μ ε κάθε βήμα μία ακόμη ασώματη ερώτηση στριφογυρίζει γύρω της: Πόσο μακριά είναι το Σαιν Ζερμέν; Έχουμε καθόλου φαΐ, θεία; Ποιος έχει βενζίνη; Ακούει άντρες να φωνάζουν στις γυναίκες τους· ακούει ότι πιο μπροστά στον δρόμο ένα φορτηγό πάτησε ένα παιδί. Το απόγευμα τρία αεροπλάνα περνάνε από πάνω τους, δυνατά, γρήγορα, χαμηλά, και όλοι σκύβουν καθώς περπατούν, κάποιοι ουρλιάζουν κι άλλοι χώνονται στο χαντάκι και κρύβουν το πρόσωπο στα χορτάρια. Το σούρουπο βρίσκονται δυτικά των Βερσαλλιών. Οι φτέρνες της Μ αρί Λορ έχουν ματώσει και οι κάλτσες της έχουν σκιστεί, κάθε εκατό βήματα σκοντάφτει. Μ όλις δηλώνει ότι δεν μπορεί να περπατήσει άλλο, ο πατέρας της την παίρνει στα χέρια και τη βγάζει από τον δρόμο, ανηφορίζοντας ανάμεσα στα ανθισμένα σινάπια, ώσπου φτάνουν σε ένα χωράφι μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από ένα μικρό αγροτόσπιτο. Το χωράφι είναι θερισμένο μόνο μέχρι τα μισά και τα κομμένα στάχυα έχουν μείνει ατσουγκράνιστα και αθημώνιαστα. Σαν να έφυγε ο αγρότης αφήνοντας τη δουλειά στη μέση. Μ έσα από τον σάκο του ο κλειθροποιός βγάζει ένα καρβέλι ψωμί και μερικά άσπρα λουκάνικα και τα τρώνε σιωπηλοί, κι ύστερα ανεβάζει τα πόδια της στα δικά του. Στο λυκόφως στα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
111
ανατολικά ξεχωρίζει μια γκρίζα πομπή αυτοκινήτων σαν κοπάδι στη μέση του δρόμου. Το ψιλό και αποχαυνωμένο βέλασμα των αυτοκινήτων που κορνάρουν. Κάποιος φωνάζει σαν να αναζητάει ένα χαμένο παιδί και ο αέρας παίρνει μακριά τη φωνή του. «Καίγεται τίποτα, μπαμπά;» «Όχι, τίποτα». «Μ ου μυρίζει καπνός». Της βγάζει τις κάλτσες για να κοιτάξει τις φτέρνες της. Στα χέρια του τα πόδια της είναι ελαφριά σαν πουλάκια. «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» «Ακρίδες». «Έχει σκοτεινιάσει;» «Όπου να ’ναι». «Πού θα κοιμηθούμε;» «Εδώ». «Έχει κρεβάτια;» «Όχι, ma chérie». «Πού πάμε, μπαμπά;» «Ο διευθυντής μού έδωσε τη διεύθυνση κάποιου που θα μας βοηθήσει». «Πού;» «Σε μια πόλη που λέγεται Εβρέ. Θα πάμε να βρούμε έναν κύριο που λέγεται Ζιαννό. Είναι φίλος του μουσείου». «Πόσο μακριά είναι το Εβρέ;» «Θέλουμε δυο μέρες περπάτημα για να φτάσουμε». Τον αρπάζει από τον βραχίονα. «Σε πειράζω, Μ αρί. Το Εβρέ δεν είναι τόσο μακριά. Αν βρούμε μεταφορικό μέσο, θα είμαστε εκεί αύριο. Θα δεις». Καταφέρνει να μείνει σιωπηλή για δώδεκα χτύπους της καρδιάς. Ύστερα λέει: «Αλλά τώρα;» «Τώρα θα κοιμηθούμε». «Χωρίς κρεβάτια;» «Μ ε το χορτάρι για κρεβάτι. Μ πορεί να σου αρέσει». «Στο Εβρέ θα έχουμε κρεβάτια, μπαμπά;» «Έτσι πιστεύω».
112
ANTHONY DOERR
«Κι αν ο κύριος δε θέλει να μείνουμε εκεί;» «Θα μας θέλει». «Κι αν δε μας θέλει;» «Τότε θα πάμε επίσκεψη στον θείο μου. Και δικό σου θείο. Στο Σαιν Μ αλό». «Τον θείο Ετιέν; Έλεγες ότι είναι τρελός». «Εν μέρει είναι. Είναι περίπου εβδομήντα έξι τοις εκατό τρελός». Εκείνη δε γελάει. «Πόσο μακριά είναι το Σαιν Μ αλό;» «Φτάνει με τις ερωτήσεις, Μ αρί. Ο κύριος Ζιαννό θα θέλει να μείνουμε στο Εβρέ. Σε μεγάλα μαλακά κρεβάτια». «Πόσο φαγητό έχουμε, μπαμπά;» «Λίγο. Πεινάς ακόμα;» «Δεν πεινάω. Θέλω να φυλάξουμε φαγητό γι’ αργότερα». «Εντάξει. Ας φυλάξουμε φαγητό γι’ αργότερα. Τώρα ας κάνουμε ησυχία για να κοιμηθούμε». Εκείνη ξαπλώνει. Εκείνος ανάβει κι άλλο τσιγάρο. Του έχουν μείνει έξι. Νυχτερίδες βουτάνε και εφορμούν μέσα από σύννεφα σκνίπες και τα έντομα σκορπίζουν και ανασυγκροτούνται ξανά. Είμαστε ποντίκια, σκέφτεται, και στον ουρανό γυρίζουν γεράκια. «Είσαι πολύ γενναία, Μ αρί Λορ». Η μικρή έχει ήδη αποκοιμηθεί. Η νύχτα σκοτεινιάζει. Μ όλις τελειώνει το τσιγάρο του κατεβάζει μαλακά τα πόδια της Μ αρί Λορ στο χώμα, τη σκεπάζει με το παλτό της και ανοίγει τον σάκο. Ψηλαφιστά βρίσκει το κουτί με τα ξυλουργικά εργαλεία. Πριονάκια, καρφάκια, σκαρπέλα, καλέμια, ψιλά γυαλόχαρτα. Πολλά από αυτά ανήκαν στον παππού του. Κάτω από την εσωτερική επένδυση του κουτιού βγάζει ένα πουγκί φτιαγμένο από χοντρό λινό, σφιγμένο με κορδόνι. Όλη μέρα κρατιόταν να μην το κοιτάξει. Τώρα το ανοίγει και αδειάζει το περιεχόμενό του στην παλάμη του. Στο χέρι του η πέτρα έχει μέγεθος κάστανου. Ακόμα και τόσο αργά, στο μισοσκόταδο, λάμπει με ένα μεγαλοπρεπές μπλε. Αλλόκοτα ψυχρό. Ο διευθυντής είπε ότι υπάρχουν τρεις απομιμήσεις. Μ αζί με το
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
113
αληθινό διαμάντι, τέσσερα. Το ένα θα μείνει στο μουσείο. Τα άλλα τρία θα σταλούν σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ένα νότια με έναν νεαρό γεωλόγο. Το άλλο βόρεια με τον επικεφαλής της ασφάλειας. Και ένα άλλο βρίσκεται εδώ, σε ένα χωράφι δυτικά των Βερσαλλιών, μέσα στην εργαλειοθήκη του Ντανιέλ Λεμπλάν, βασικού κλειθροποιού του Εθνικού Μ ουσείου Φυσικής Ιστορίας. Τρεις απομιμήσεις. Ένα αληθινό. Είναι καλύτερα, είπε ο διευθυντής, να μην ξέρει κανένας από τους τρεις αν το διαμάντι που έχει μαζί του είναι το αληθινό ή αντίγραφο. Όλοι, είπε, ρίχνοντας στον καθένα ένα σοβαρό βλέμμα, θα πρέπει να συμπεριφέρονται σαν να έχουν το πραγματικό διαμάντι. Ο κλειθροποιός λέει στον εαυτό του πως το διαμάντι που μεταφέρει δεν είναι αληθινό. Δεν υπάρχει περίπτωση να δώσει ο διευθυντής εν γνώσει του σε έναν τεχνίτη ένα διαμάντι εκατόν τριάντα τριών καρατίων και να τον άφησει να το πάρει και να φύγει από το Παρίσι. Κι όμως, τώρα που το κοιτάζει δεν μπορεί να εμποδίσει τη σκέψη του να πάει στην ερώτηση: Μήπως; Ρίχνει μια ματιά στο χωράφι. Δέντρα, ουρανός, άχυρα. Σκοτάδι που πέφτει σαν βελούδο. Ήδη μερικά χλομά αστέρια. Η Μ αρί Λορ ανασαίνει με τη ρυθμική ανάσα του ύπνου. Όλοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται σαν να έχουν το πραγματικό διαμάντι. Ο κλειθροποιός ξαναδένει το πετράδι μέσα στο πουγκί και το βάζει ξανά στον σάκο του. Μ πορεί να νιώσει το μικρό βάρος του μέσα στον σάκο σαν να το έβαλε μέσα στο μυαλό του: ένας κόμπος.
* Ώρες αργότερα ξυπνάει και βλέπει τη σιλουέτα ενός αεροπλάνου να σβήνει τα αστέρια πετώντας προς τα ανατολικά. Βγάζει έναν απαλό ήχο περνώντας από πάνω τους. Έπειτα χάνεται. Το έδαφος τραντάζεται μια στιγμή πιο μετά. Μ ια άκρη του νυχτερινού ουρανού, πίσω από μια σειρά δέντρα, φωτίζεται από μια κόκκινη λάμψη. Μ έσα στην ωχροκόκκινη μαρμαρυγή βλέπει πως το αεροπλάνο δεν ήταν μόνο του, πως ο ουρανός είναι γεμάτος αεροπλάνα, καμιά
114
ANTHONY DOERR
δωδεκαριά αεροπλάνα που εφορμούν εδώ κι εκεί πετώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε μια στιγμή αποπροσανατολισμού νιώθει σαν να μην κοιτάζει προς τα πάνω αλλά προς τα κάτω, σαν να στράφηκε η δέσμη ενός προβολέα σε ένα κομμάτι ματωμένου νερού, και ο ουρανός είναι θάλασσα και τα αεροπλάνα πεινασμένα ψάρια που κυνηγάνε το θήραμά τους στα σκοτεινά.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
115
116
ANTHONY DOERR
Δύο 8 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
117
Σαιν Μαλό
ΠΟΡ ΤΕΣ
ΕΞΑΚΟΝΤΙΖΟΝΤΑΙ από τις κάσες τους. Τούβλα μεταστοιχειώνονται σε σκόνη. Μ εγάλα διαστελλόμενα σύννεφα κιμωλίας και χώματος και γρανίτη τινάζονται στον ουρανό. Τα δώδεκα βομβαρδιστικά στρίβουν, παίρνουν ύψος και στοιχίζονται πάνω από τη Μ άγχη πριν καλά καλά προλάβουν τα κεραμίδια που τινάχτηκαν στον ουρανό να πέσουν όλα στους δρόμους. Φλόγες ανεβαίνουν στους τοίχους. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα αρπάζουν φωτιά, το ίδιο και κουρτίνες, αμπαζούρ, καναπέδες, στρώματα και οι περισσότεροι από τους είκοσι χιλιάδες τόμους της δημόσιας βιβλιοθήκης. Οι φωτιές λιμνάζουν και χορεύουν· ξεχειλίζουν από τα πλαϊνά των επάλξεων σαν παλίρροια· ξεχύνονται σε σοκάκια, πάνω σε στέγες, μέσα σε ένα πάρκινγκ. Ο καπνός κυνηγάει τη σκόνη· η στάχτη κυνηγάει τον καπνό. Ένα κιόσκι εφημερίδων επιπλέει φλεγόμενο. Από κελάρια και κρύπτες σε όλη την πόλη οι κάτοικοι του Σαιν Μ αλό αναπέμπουν όρκους στον ουρανό: Κύριε και Θεέ μου, φύλαξε αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της, μην αποστρέφεις το βλέμμα σου στο όνομά σου, αμήν. Γέροι κρατούν σφιχτά λάμπες θυέλλης· παιδιά στριγκλίζουν· σκυλιά αλυχτάνε. Μ έσα σε μια στιγμή οι τετρακοσίων ετών πάσσαλοι των σπιτιών λαμπάδιασαν. Ένα τμήμα της παλιάς πόλης, χωμένο κοντά στα δυτικά τείχη, γίνεται παρανάλωμα του πυρός, όπου οι πιο ψηλές
118
ANTHONY DOERR
φλόγες φτάνουν τα εκατό μέτρα. Τέτοια είναι η πείνα της φωτιάς για οξυγόνο, που ακόμα και πράγματα πιο βαριά από σπιτόγατες παρασύρονται μέσα στις φλόγες. Ταμπέλες καταστημάτων γέρνουν προς τη λάβρα· ένας θάμνος σε γλάστρα γλιστράει πάνω στα χαλάσματα και αναποδογυρίζει. Πετροχελίδονα ρουφηγμένα μέσα στις καμινάδες πιάνουν φωτιά, τινάζονται σαν σπίθες πάνω από τις επάλξεις και σβήνουν τα φτερά τους στη θάλασσα. Στην οδό Κρος, το Ξενοδοχείο των Μ ελισσών για μια στιγμή γίνεται τελείως αβαρές, ανυψωμένο μέσα σε μια φλογισμένη δίνη, πριν αρχίσει να πέφτει θρυμματισμένο σαν βροχή πίσω στη γη.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
119
Οδός Βομπορέλ, αριθμός 4
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ κουλουριάζεται σαν μπάλα κάτω από το κρεβάτι της με το πετράδι στο αριστερό χέρι και το σπιτάκι στο δεξί. Τα καρφιά στα ξύλα τσιρίζουν και αναστενάζουν. Σοβάδες και τούβλα και γυαλιά πέφτουν βροχή στο πάτωμα, στη μακέτα της πόλης πάνω στο τραπέζι και στο στρώμα πάνω από το κεφάλι της. «Μ παμπά, μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά» λέει η Μ αρί Λορ, αλλά το σώμα της μοιάζει αποκομμένο από τη φωνή της και τα λόγια της σχηματίζουν ένα μακρινό, απελπισμένο κύμα. Από το μυαλό της περνάει η σκέψη ότι το έδαφος κάτω από το Σαιν Μ αλό συγκρατείται από τις ρίζες ενός τεράστιου δέντρου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σε μια πλατεία όπου κανείς δεν την οδήγησε ποτέ, και το πελώριο δέντρο ξεριζώνεται από το χέρι του Θεού παίρνοντας μαζί του τον γρανίτη, σωροί και μάζες και σβόλοι από πέτρες παρασύρονται όπως υψώνεται ο κορμός, ακολουθούμενος από τα χοντρά πλοκάμια των ριζών –το σύστημα των ριζών μοιάζει με ένα άλλο δέντρο ανεστραμμένο και μπηγμένο μέσα στο χώμα, έτσι δε θα το περιέγραφε ο δόκτωρ Ζεφάρ;–, οι πολεμίστρες γκρεμίζονται, οι δρόμοι χάνονται στα νερά, μέγαρα που καταλαμβάνουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα καταρρέουν σαν παιχνίδια. Ευτυχώς, σιγά σιγά ο κόσμος ηρεμεί. Απ’ έξω ακούγεται ένα απαλό κουδούνισμα, ίσως θραύσματα γυαλιών που πέφτουν
120
ANTHONY DOERR
στους δρόμους. Ακούγεται ταυτόχρονα ωραίο και παράξενο, σαν να βρέχει ο ουρανός πετράδια. Ο θείος της, όπου κι αν βρίσκεται, άραγε μπορεί να επιζήσει από όλο αυτό; Άραγε μπορεί κανείς; Η ίδια επέζησε; Το σπίτι τρίζει, στάζει, βογκάει. Ύστερα ακούγεται ένας ήχος σαν τον άνεμο στα ψηλά χορτάρια, αλλά πιο πεινασμένος. Τραβάει τις κουρτίνες, τις ευαίσθητες μεμβράνες μέσα στα αυτιά της. Μ υρίζει καπνό και καταλαβαίνει. Φωτιά. Τα τζάμια στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της έχουν σπάσει και αυτό που ακούει είναι ο ήχος από κάτι που καίγεται έξω από τα παραθυρόφυλλα. Κάτι τεράστιο. Η γειτονιά. Η πόλη ολόκληρη. Ο τοίχος, το δάπεδο, η κάτω πλευρά του κρεβατιού της παραμένουν δροσερά. Το σπίτι δεν έχει πιάσει ακόμα φωτιά. Για πόσο όμως; Ηρέμησε, σκέφτεται. Συγκεντρώσου στο να γεμίσεις τους πνεύμονές σου, να τους αδειάσεις. Γέμισέ τους πάλι. Μ ένει κάτω από το κρεβάτι της. «Ce n’est pas la réalité – δεν είναι πραγματικότητα» λέει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
121
Ξενοδοχείο των Μελισσών
ΤΙ ΘΥΜΑΤΑΙ; Ότι είδε τον
Μ περντ τον μηχανικό να κλείνει την πόρτα του κελαριού και να κάθεται στη σκάλα. Είδε τον γιγαντιαίο Φρανκ Φολκχάιμερ, στη χρυσή πολυθρόνα, να καθαρίζει κάτι από το παντελόνι του. Ύστερα ο γλόμπος του ταβανιού αναβόσβησε και ο Φολκχάιμερ άναψε τον φακό του, και ένα βουητό χίμηξε καταπάνω τους, ένας ήχος τόσο δυνατός που ήταν σαν όπλο από μόνος του, καταπίνοντας τα πάντα, συνταράσσοντας τον ίδιο τον φλοιό της γης, και για μια στιγμή το μόνο που μπορούσε να δει ο Βέρνερ ήταν το φως του Φολκχάιμερ να το σκάει τρέχοντας σαν τρομαγμένο σκαθάρι. Εκσφενδονίστηκαν. Για μια στιγμή, ή μια ώρα, μια μέρα –ποιος ξέρει για πόσο;– ο Βέρνερ ήταν ξανά στο Τσολλφεράιν, όρθιος πάνω από έναν τάφο που είχε σκάψει ένας ανθρακωρύχος για δυο μουλάρια στην άκρη ενός χωραφιού, και ήταν χειμώνας, και ο Βέρνερ δεν ήταν πάνω από πέντε χρόνων, και το δέρμα των μουλαριών είχε γίνει σχεδόν διάφανο, κι έτσι τα κόκαλά τους φαίνονταν αόριστα από μέσα, και μικροί σβόλοι χώματος είχαν κολλήσει στα ανοιχτά μάτια τους, κι εκείνος πεινούσε τόσο πολύ, που αναρωτήθηκε αν είχε μείνει τίποτα πάνω τους που να τρώγεται. Άκουσε τη λάμα ενός φτυαριού να χτυπάει χαλίκι. Άκουσε την αδερφή του να εισπνέει.
122
ANTHONY DOERR
Κατόπιν, σαν να έφτασε στα όριά του το σκοινί που τον συγκρατούσε, κάτι τον τράβηξε απότομα πίσω στο κελάρι κάτω από το Ξενοδοχείο των Μ ελισσών. Το δάπεδο σταμάτησε να τρέμει αλλά η ένταση του ήχου δεν έχει μειωθεί. Πιέζει την παλάμη του στο δεξί αυτί του. Το βουητό επιμένει, το βούισμα από χίλιες μέλισσες, πολύ κοντά. «Υπάρχει θόρυβος;» ρωτάει, αλλά δεν μπορεί να ακούσει τον εαυτό του να ρωτάει. Η αριστερή πλευρά του προσώπου του είναι υγρή. Τα ακουστικά που φορούσε έχουν χαθεί. Πού είναι ο πάγκος, πού είναι ο ασύρματος, τι είναι αυτό το βάρος πάνω του; Από τους ώμους, το στήθος, τα μαλλιά του βγάζει καυτά κομμάτια πέτρας και ξύλου. Να βρει τον φακό, να δει τους άλλους, να δει τον ασύρματο. Να δει την έξοδο. Να καταλάβει τι δεν πάει καλά με την ακοή του. Αυτά είναι τα λογικά βήματα. Προσπαθεί να ανακαθίσει, αλλά το ταβάνι έχει κατέβει χαμηλότερα και χτυπάει το κεφάλι του. Ζέστη. Γίνεται πιο έντονη. Σκέφτεται: Είμαστε κλεισμένοι σε ένα κουτί και το κουτί έχει πέσει μέσα σε ένα ηφαίστειο. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα. Ίσως είναι λεπτά. Ο Βέρνερ μένει γονατισμένος. Ο φακός. Μ ετά οι άλλοι. Μ ετά η έξοδος. Μ ετά η ακοή του. Πιθανότατα οι άντρες της Λουφτβάφε από πάνω θα σκαλίζουν ήδη τα χαλάσματα για να βοηθήσουν. Αλλά δεν μπορεί να βρει τον φακό του. Δεν μπορεί καν να σταθεί όρθιος. Μ έσα στο απόλυτο σκοτάδι το οπτικό του πεδίο καλύπτεται από έναν ιστό με χίλιες περιπλανώμενες κόκκινες και γαλαζωπές λάμψεις. Φλόγες; Φαντάσματα; Γλείφουν το πάτωμα, υψώνονται στο ταβάνι λάμποντας αλλόκοτα, γαλήνια. «Είμαστε νεκροί;» φωνάζει μέσα στο σκοτάδι. «Σκοτωθήκαμε;»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
123
Έξι σκάλες
Ο Ρ ΟΓΧΟΣ ΤΩΝ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΩΝ
δεν έχει σβήσει εντελώς, όταν μια οβίδα πέφτει σφυρίζοντας πάνω από το σπίτι και αφήνει έναν πνιχτό κρότο καθώς ανατινάζεται σε κοντινή απόσταση. Αντικείμενα πέφτουν βροχηδόν στη στέγη –θραύσματα; αποκαΐδια;– και η Μ αρί Λορ λέει δυνατά: «Είσαι πολύ ψηλά μέσα στο σπίτι», αναγκάζοντας τον εαυτό της να βγει κάτω από το κρεβάτι. Έχει ήδη μείνει πάρα πολύ. Βάζει ξανά την πέτρα μέσα στη μινιατούρα και τοποθετεί τα ξύλινα φύλλα της σκεπής της στη θέση τους, επαναφέρει την καμινάδα και χώνει το σπιτάκι στην τσέπη του φουστανιού της. Πού είναι τα παπούτσια της; Ψάχνει έρποντας στο πάτωμα, όμως τα δάχτυλά της βρίσκουν μονάχα κομμάτια ξύλο και κάτι που ίσως είναι θρύψαλα γυαλιού. Βρίσκει το μπαστούνι της και βγαίνει ξυπόλυτη από την πόρτα στον διάδρομο. Η μυρωδιά του καπνού είναι πιο έντονη εδώ. Το δάπεδο είναι ακόμα δροσερό, οι τοίχοι είναι ακόμα δροσεροί. Πηγαίνει στην τουαλέτα του πέμπτου πατώματος και συγκρατεί το ένστικτό της να τραβήξει το καζανάκι, ξέροντας πως η λεκάνη δε θα ξαναγεμίσει, ενώ ελέγχει διπλή φορά τον αέρα για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι ζεστός πριν συνεχίσει. Έξι βήματα ως τη σκάλα. Μ ια δεύτερη οβίδα στριγκλίζει από ψηλά και η Μ αρί Λορ τσιρίζει, και ο πολυέλαιος πάνω από το
124
ANTHONY DOERR
κεφάλι της κουδουνίζει καθώς η οβίδα εκρήγνυται κάπου πέρα από τις εκβολές του ποταμού. Βροχή από τούβλα, βροχή από χαλίκια, πιο αργή βροχή από στάχτη. Οχτώ καμπυλωτά σκαλιά μέχρι το τέρμα· το δεύτερο και το πέμπτο σκαλοπάτι τρίζουν. Στρίψε γύρω από τον ορθοστάτη, άλλα οχτώ σκαλοπάτια. Τρίτος όροφος. Δεύτερος. Εδώ ελέγχει την παγίδα που έφτιαξε ο θείος της κάτω από το τραπεζάκι του τηλεφώνου στο πλατύσκαλο. Το κουδουνάκι είναι κρεμασμένο και το σύρμα παραμένει τεντωμένο, περνώντας κάθετα μέσα από την τρύπα που έχει ανοίξει στον τοίχο. Κανείς δεν έφυγε, κανείς δεν ήρθε. Οχτώ βήματα πιο κάτω στον διάδρομο βρίσκεται το μπάνιο του δεύτερου ορόφου. Η μπανιέρα είναι γεμάτη. Μ έσα της επιπλέουν διάφορα, σοβάδες από το ταβάνι ίσως, και το πάτωμα κάτω από τα γόνατά της έχει πετραδάκια, αλλά εκείνη πλησιάζει τα χείλη της στην επιφάνεια του νερού και πίνει. Όσο μπορεί. Ξαναβγαίνει στη σκάλα και κατεβαίνει στον πρώτο. Μ ετά στο ισόγειο: η κουπαστή έχει σκαλισμένα κλήματα. Ο καλόγερος έχει πέσει κάτω. Στον διάδρομο υπάρχουν θραύσματα από κάτι κοφτερό –πιατικά, αποφασίζει, από τον μπουφέ της τραπεζαρίας– και πατάει όσο πιο ελαφριά μπορεί. Κι εδώ κάτω πρέπει να έχουν σπάσει μερικά παράθυρα: μυρίζει πάλι καπνός. Το μάλλινο παλτό του θείου της κρέμεται από έναν γάντζο στο χολ· το φοράει. Κανένα ίχνος απ’ τα παπούτσια της – τι τα έκανε; Η κουζίνα είναι ένα συνονθύλευμα από πεσμένα ράφια και κατσαρολικά. Ένα βιβλίο μαγειρικής είναι πεσμένο ανοιχτό στο διάβα της, σαν πουλί χτυπημένο από βόλι. Μ έσα στο ντουλάπι βρίσκει μισό καρβέλι ψωμί, ό,τι έμεινε από την προηγούμενη μέρα. Εδώ, στο κέντρο του πατώματος, είναι η πόρτα του κελαριού με τον μεταλλικό κρίκο. Σπρώχνει παράμερα ένα μικρό τραπέζι και ανοίγει την καταπακτή. Ποντίκια, υγρασία και η μπόχα ξεβρασμένων οστρακόδερμων, λες και ένα τεράστιο κύμα όρμησε εδώ πριν από δεκαετίες και αποτραβήχτηκε αργά αργά. Η Μ αρί Λορ διστάζει πάνω από την ανοιχτή πόρτα, μυρίζοντας τις φωτιές απ’ έξω και την υγρή,
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
125
σχεδόν αντίθετη μυρωδιά που αναδίδεται από τον πάτο. Καπνός: ο θείος της λέει ότι είναι η αιώρηση σωματιδίων, εκατοντάδων παρασυρμένων μορίων άνθρακα. Κομμάτια από σαλόνια, από καφέ, από δέντρα. Από ανθρώπους. Μ ια τρίτη οβίδα ορμάει ουρλιάζοντας προς την πόλη από τα ανατολικά. Η Μ αρί Λορ ψηλαφίζει ξανά τη μινιατούρα στην τσέπη του φουστανιού της. Ύστερα παίρνει το ψωμί και το μπαστούνι της, αρχίζει να κατεβαίνει τη σκάλα και τραβάει την καταπακτή για να την κλείσει.
126
ANTHONY DOERR
Παγιδευμένοι
ΕΝΑ ΦΩΣ ΞΕΠΡ ΟΒΑΛΛΕΙ, ένα φως που δεν άναψε, προσεύχεται ο Βέρνερ, στη φαντασία του: μια κεχριμπαρένια αχτίδα περιπλανιέται μέσα στη σκόνη. Πηγαινοέρχεται πάνω στα συντρίμμια, φωτίζει το πεσμένο κομμάτι ενός τοίχου, ένα κυρτωμένο ράφι. Περνάει πάνω από δυο μεταλλικά ντουλάπια σκισμένα και στραπατσαρισμένα, σαν να κατέβηκε ένα γιγάντιο χέρι και να τα έκοψε στα δύο. Λάμπει πάνω στα χυμένα εργαλεία και στους σπασμένους πίνακες και σε καμιά δεκαριά άθικτα βάζα γεμάτα βίδες και καρφιά. Ο Φολκχάιμερ. Κρατάει τον φακό του και στρέφει τη δέσμη ξανά και ξανά σε ένα συνονθύλευμα από συμπιεσμένα χαλάσματα στην άλλη άκρη του δωματίου – πέτρες και τσιμέντο και σπασμένα ξύλα. Ύστερα από μια στιγμή ο Βέρνερ συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για τη σκάλα. Ό,τι απέμεινε από τη σκάλα. Ολόκληρη η γωνία του κελαριού έχει καταστραφεί. Το φως μένει εκεί άλλη μια στιγμή, σαν να θέλει να επιτρέψει στον Βέρνερ να αφομοιώσει την κατάστασή τους, και μετά στρέφεται προς τα δεξιά και ταλαντεύεται κινούμενο προς κάτι εκεί κοντά, και μέσα στις αντανακλάσεις, μέσα από σύννεφα σκόνης ο Βέρνερ διακρίνει τη θεόρατη μορφή του Φολκχάιμερ που σκύβει και σκοντάφτει προχωρώντας ανάμεσα στις ατσαλόβεργες και
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
127
στους σωλήνες που κρέμονται από το ταβάνι. Τελικά το φως σταθεροποιείται. Μ ε τον φακό στο στόμα, μέσα σ’ εκείνες τις κοκκώδεις, ψηλές σκιές, ο Φολκχάιμερ σηκώνει σπασμένα τούβλα και κονίαμα και σοβάδες, κομμάτι κομμάτι, θρυμματισμένες σανίδες και φέτες γύψου – κάτι υπάρχει κάτω από όλα αυτά, όπως βλέπει ο Βέρνερ, θαμμένη κάτω από αυτά τα βαριά πράγματα μια μορφή παίρνει σχήμα. Ο μηχανικός. Ο Μ περντ. Το πρόσωπο του Μ περντ είναι άσπρο από τη σκόνη, αλλά τα μάτια του είναι δυο κενά και το στόμα του μια καφεκόκκινη τρύπα. Παρόλο που ο Μ περντ ουρλιάζει, ο Βέρνερ δεν μπορεί να τον ακούσει μέσα από τον πριονωτό βόμβο που έχει κολλήσει στα αυτιά του. Ο Φολκχάιμερ σηκώνει τον μηχανικό –ο μεσήλικας μοιάζει με παιδί στην αγκαλιά του επιλοχία, ο φακός είναι μαγκωμένος στα δόντια του Φολκχάιμερ–, διασχίζει τον κατεστραμμένο χώρο κρατώντας τον, σκύβοντας ξανά για να αποφύγει το πεσμένο ταβάνι, και τον αφήνει στη χρυσή πολυθρόνα που στέκει ακόμη όρθια στη γωνία, πασπαλισμένη τώρα με άσπρη σκόνη. Ο Φολκχάιμερ ακουμπάει τη χερούκλα του στο σαγόνι του Μ περντ και του κλείνει μαλακά το στόμα. Ο Βέρνερ, λίγα μέτρα πιο μακριά, δεν ακούει καμία αλλαγή στον αέρα. Το οικοδόμημα γύρω τους δονείται ξανά κι από παντού πέφτει καυτή σκόνη. Ύστερα από λίγο ο φακός του Φολκχάιμερ περιφέρεται σε ό,τι απέμεινε από την οροφή. Τα τρία πελώρια ξύλινα δοκάρια έχουν ραγίσει αλλά κανένα δεν έχει σπάσει εντελώς. Ο γύψος ανάμεσά τους έχει αραχνοειδείς ρωγμές και σε δυο σημεία φαίνονται οι σωλήνες. Το φως στρέφεται από πίσω του και φωτίζει τον αναποδογυρισμένο πάγκο, το τσαλακωμένο κουτί του ασύρματου. Στο τέλος βρίσκει τον Βέρνερ. Εκείνος υψώνει την παλάμη του για να το εμποδίσει. Ο Φολκχάιμερ πλησιάζει· το μεγάλο, ανήσυχο πρόσωπό του έρχεται κοντά. Έντονα, οικεία, βουλιαγμένα μάτια κάτω από το κράνος. Ψηλά ζυγωματικά και μακριά μύτη, πλακουτσωτή στην άκρη, σαν τα εξογκώματα στο κάτω μέρος του μηριαίου οστού.
128
ANTHONY DOERR
Σαγόνι σαν ήπειρος. Αργά και προσεκτικά ο Φολκχάιμερ αγγίζει το μάγουλο του Βέρνερ. Το δάχτυλό του γίνεται κόκκινο. «Πρέπει να βγούμε έξω. Πρέπει να βρούμε άλλη έξοδο» λέει ο Βέρνερ. Να βγούμε; λένε τα χείλη του Φολκχάιμερ. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Δεν υπάρχει άλλη έξοδος.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
129
130
ANTHONY DOERR
Τρία Ιούνιος 1940
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
131
Πύργος
ΔΥΟ ΜΕΡ ΕΣ αφότου
έφυγαν από το Παρίσι η Μ αρί Λορ και ο πατέρας της μπαίνουν στην πόλη Εβρέ. Τα εστιατόρια είναι είτε κλεισμένα με σανίδες είτε πήχτρα στον κόσμο. Δυο γυναίκες με βραδινές τουαλέτες κάθονται σκυφτές πλάι πλάι στα σκαλιά της εκκλησίας. Ένας άντρας είναι πεσμένος μπρούμυτα ανάμεσα στους πάγκους της αγοράς, αναίσθητος ή κάτι χειρότερο. Το ταχυδρομείο δε λειτουργεί. Οι γραμμές του τηλέγραφου έχουν πέσει. Η τελευταία εφημερίδα βγήκε πριν από τριάντα έξι ώρες. Στο μέγαρο της νομαρχίας η ουρά για τα κουπόνια της βενζίνης βγαίνει σαν φίδι από την πόρτα και κυκλώνει το τετράγωνο. Τα δύο πρώτα ξενοδοχεία είναι πλήρη. Το τρίτο δεν ξεκλειδώνει καν την πόρτα. Κάθε τόσο ο κλειθροποιός πιάνει τον εαυτό του να κοιτάζει πίσω από την πλάτη του. «Μ παμπά» ψελλίζει η Μ αρί Λορ σαστισμένη. «Τα πόδια μου». Ανάβει τσιγάρο: έχουν μείνει τρία. «Κοντεύουμε τώρα, Μ αρί». Στη δυτική άκρη του Εβρέ ο δρόμος αδειάζει και η ύπαιθρος γίνεται ίσιωμα. Ο κλειθροποιός κοιτάζει ξανά και ξανά τη διεύθυνση που του έδωσε ο διευθυντής: Μεσιέ Φρανσουά Ζιαννό. Οδός Σαιν Νικολά 9. Όμως, μόλις φτάνουν, το σπίτι του κυρίου Ζιαννό καίγεται. Ένα αυτοκίνητο έπεσε στη γωνία του πυλώνα
132
ANTHONY DOERR
και έβγαλε την καγκελόπορτα από τη θέση της. Το σπίτι –ό, τι έχει απομείνει– είναι επιβλητικό: είκοσι μπαλκονόπορτες στην πρόσοψη, μεγάλα φρεσκοβαμμένα παντζούρια, περιποιημένοι θάμνοι στον κήπο. Un château – ένα παλάτι. «Μ ου μυρίζει καπνός, μπαμπά». Οδηγεί τη Μ αρί Λορ στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Ο σάκος του –ή ίσως η πέτρα βαθιά μέσα του– γίνεται βαρύτερος με κάθε βήμα. Στο χαλίκι δε στραφταλίζουν νερά, έξω από το σπίτι δε συνωστίζονται πυροσβέστες. Δυο δίδυμες υδρίες είναι αναποδογυρισμένες στη σκάλα της εισόδου. Ένας σπασμένος πολυέλαιος κείτεται στα σκαλοπάτια. «Τι καίγεται, μπαμπά;» Ένα παιδί βγαίνει από το καπνισμένο σύθαμπο και έρχεται προς το μέρος τους, όχι μεγαλύτερο από τη Μ αρί Λορ, λερωμένο με στάχτη, σπρώχνοντας έναν τροχήλατο δίσκο σερβιρίσματος στο χαλίκι. Ασημένιες λαβίδες και κουτάλες κρεμασμένες στο καρότσι κουδουνίζουν και κροταλίζουν, και οι τροχοί χτυπούν και κυλιούνται στη λάσπη. Ένα μικρό γυαλισμένο χερουβείμ χαμογελάει σε κάθε γωνία. «Εδώ είναι το σπίτι του Φρανσουά Ζιαννό;» ρωτάει ο κλειθροποιός. Το αγόρι που περνάει δε δείχνει να προσέχει ούτε την ερώτηση ούτε αυτόν που ρωτάει. «Μ ήπως ξέρεις τι συνέβη…» Το κροτάλισμα του καροτσιού απομακρύνεται. Η Μ αρί Λορ τραβάει το στρίφωμα του παλτού του: «Μ παμπά, σε παρακαλώ». Μ έσα στο παλτό της, με φόντο τα μαύρα δέντρα, το πρόσωπό της δείχνει πιο ωχρό και πιο τρομαγμένο από ποτέ. Μ ήπως ζητάει υπερβολικά πολλά από εκείνη; «Κάηκε ένα σπίτι, Μ αρί. Γίνεται πλιάτσικο». «Ποιο σπίτι;» «Το σπίτι για το οποίο ήρθαμε τόσο μακριά». Πάνω από το κεφάλι της βλέπει τα καπνισμένα απομεινάρια των κουφωμάτων να κοκκινίζουν με το πέρασμα του αέρα και να σβήνουν. Μ ια τρύπα στη στέγη πλαισιώνει τον σκοτεινιασμένο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
133
ουρανό. Άλλα δυο παιδιά βγαίνουν από την καπνιά κουβαλώντας ένα πορτρέτο με χρυσή κορνίζα που είναι δυο φορές το μπόι τους, το πρόσωπο κάποιου από καιρό πεθαμένου προπάππου που κοιτάζει βλοσυρά τη νύχτα. Ο κλειθροποιός υψώνει τις παλάμες για να τα καθυστερήσει: «Αεροπλάνα ήταν;» «Έχουν μείνει πολλά μέσα» λέει το ένα. Ο καμβάς του πίνακα κυματίζει. «Ξέρετε πού βρίσκεται ο μεσιέ Zιαννό;» «Λάκισε χτες. Μ ε τους άλλους. Για Λονδίνο» λέει το άλλο παιδί. «Μ ην του λες τίποτα» λέει το πρώτο. Τα αγόρια προχωράνε τρέχοντας στο δρομάκι με το λάφυρό τους ώσπου τα καταπίνει το σκοτάδι. «Για Λονδίνο;» ψιθυρίζει η Μ αρί Λορ. «Ο φίλος του διευθυντή είναι στο Λονδίνο;» Φύλλα μαυρισμένου χαρτιού κυλάνε δίπλα στα πόδια τους. Σκιές μουρμουρίζουν μέσα απ’ τα δέντρα. Ένα σπασμένο πεπόνι ταλαντεύεται στο μονοπάτι του σπιτιού σαν κομμένο κεφάλι. Ο κλειθροποιός βλέπει υπερβολικά πολλά. Όλη μέρα, με κάθε χιλιόμετρο που διένυαν, είχε αφήσει τον εαυτό του να φανταστεί ότι θα τους υποδέχονταν με φαγητό. Πατατούλες με καυτές καρδιές που μέσα τους αυτός και η Μ αρί Λορ θα έμπηγαν πιρουνιές από βούτυρο. Κρεμμύδια και μανιτάρια και βραστά αυγά και μπεσαμέλ. Καφές και τσιγάρα. Θα έδινε στον μεσιέ Zιαννό τη λίθο, και ο Zιαννό θα έβγαζε ένα μπρούντζινο φασαμέν από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και θα έφερνε τους φακούς μπροστά στα ήρεμα μάτια του και θα του έλεγε αν ήταν αληθινή ή ψεύτικη. Κατόπιν ο Zιαννό θα την έθαβε στον κήπο ή θα τη φύλαγε μέσα σε μια κρύπτη πίσω από την επένδυση κάποιου τοίχου και θα τελείωνε η υπόθεση. Αποστολή εξετελέσθη. Je ne m’en occupe plus – δεν είναι πια δική μου έγνοια. Θα τους έδιναν δικό τους δωμάτιο, θα έκαναν μπάνιο· ίσως κάποιος να έπλενε τα ρούχα τους. Πιθανόν ο μεσιέ Ζιαννό να τους διηγιόταν αστείες ιστορίες για τον φίλο του τον
134
ANTHONY DOERR
διευθυντή, και το πρωί τα πουλιά θα κελαηδούσαν και η φρέσκια εφημερίδα θα ανακοίνωνε το τέλος της εισβολής, λογικές παραχωρήσεις. Θα επέστρεφε στο κλειδοφυλάκιο, θα περνούσε τα απογεύματα τοποθετώντας παράθυρα σε μικρά ξύλινα σπιτάκια. Bonjour, bonjour. Όλα σαν και πρώτα. Όμως τίποτα δεν είναι σαν και πρώτα. Τα δέντρα σείονται και το σπίτι σιγοκαίγεται, κι έτσι όπως στέκεται στο χαλικόστρωτο μονοπάτι του σπιτιού, μέσα στο φως της μέρας που σχεδόν έχει σωθεί, ο κλειθροποιός κάνει μια ανησυχητική σκέψη: Μ πορεί να έρθει κάποιος να μας κυνηγήσει. Μ πορεί κάποιος να ξέρει τι έχω μαζί μου. Οδηγεί τη Μ αρί Λορ πίσω στη δημοσιά με γρήγορο βήμα. «Μ παμπά, τα πόδια μου». Φέρνει τον σάκο στο στήθος του, τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και την παίρνει στην πλάτη του. Διασχίζουν την γκρεμισμένη πύλη, προσπερνάνε το τρακαρισμένο αυτοκίνητο και στρίβουν όχι ανατολικά, προς το κέντρο του Εβρέ, αλλά δυτικά. Μ ορφές περνούν από δίπλα τους πάνω σε ποδήλατα. Πρόσωπα τραβηγμένα, γεμάτα καχυποψία ή φόβο ή και τα δύο. Ή ίσως τα μάτια του κλειθροποιού να είναι γεμάτα από αυτά. «Όχι τόσο γρήγορα» παρακαλάει η Μ αρί Λορ. Ξεκουράζονται μέσα στα αγριόχορτα, είκοσι βήματα από τον δρόμο. Γύρω τους υπάρχει μόνο η αβυσσαλέα νύχτα και οι κουκουβάγιες που φωνάζουν από τα δέντρα και οι νυχτερίδες που σαρώνουν έντομα πάνω από το χαντάκι δίπλα στον δρόμο. Το διαμάντι, υπενθυμίζει ο κλειθροποιός στον εαυτό του, είναι μονάχα ένα κομμάτι άνθρακα που συμπιέστηκε επί αιώνες στα έγκατα της γης και εξωθήθηκε στην επιφάνεια μέσα από έναν ηφαιστειακό αγωγό. Κάποιος το κόβει, κάποιος το γυαλίζει. Μ πορεί να δώσει πνοή σε μια κατάρα όσο ένα φύλλο ή ένας καθρέφτης ή μια ζωή. Όλα σ’ αυτό τον κόσμο δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μόνο τύχη, τύχη και φυσική. Όπως και να ’χει, αυτό που κουβαλάει δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι γυαλί. Ένας αντιπερισπασμός. Πίσω του, πάνω από το Εβρέ, ένα τείχος από σύννεφα παίρνει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
135
φωτιά μία φορά, δύο φορές. Αστραπές; Παρακάτω στον δρόμο διακρίνει πολλά στρέμματα από αθέριστα στάχυα και τις απαλές γραμμές των σκοτεινών κτιρίων ενός υποστατικού – ένα σπίτι και ένας αχυρώνας. Καμία κίνηση. «Μ αρί, βλέπω ένα ξενοδοχείο». «Είπες ότι τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα». «Αυτό φαίνεται φιλικό. Έλα. Δεν είναι μακριά». Παίρνει ξανά την κόρη του στην πλάτη. Μ ισό χιλιόμετρο ακόμα. Τα παράθυρα του σπιτιού παραμένουν σκοτεινά καθώς πλησιάζουν. Ο αχυρώνας βρίσκεται εκατό μέτρα πιο πέρα. Προσπαθεί να αφουγκραστεί μέσα από το αίμα που σφύζει στα αυτιά του. Ούτε σκυλιά ούτε δαδιά. Μ άλλον έφυγαν και οι αγρότες. Κατεβάζει τη Μ αρί Λορ μπροστά από την πόρτα του αχυρώνα, χτυπάει μαλακά και περιμένει, χτυπάει ξανά. Το λουκέτο είναι ένα ολοκαίνουριο Μ πουργκέ με μονό γλωσσίδι· το ανοίγει εύκολα με τα εργαλεία του. Μ έσα στον αχυρώνα υπάρχει βρόμη, κουβάδες νερό και αλογόμυγες που πετάνε σε νυσταλέους κύκλους, αλλά όχι άλογα. Ανοίγει ένα χώρισμα, βοηθάει τη Μ αρί Λορ να καθίσει στη γωνία και της βγάζει τα παπούτσια. «Voilà – ιδού» λέει. «Ένας πελάτης έμπασε τα άλογά του στην είσοδο, γι’ αυτό ίσως να σου μυρίζει για λίγο. Αλλά τώρα οι θυρωροί έσπευσαν να τον βγάλουν έξω. Να, έφυγε. Γεια σου, άλογο! Πήγαινε να κοιμηθείς στους στάβλους, σε παρακαλώ!» Η έκφρασή της είναι απόμακρη. Χαμένη. Πίσω από το σπίτι περιμένει ένας λαχανόκηπος. Μ έσα στο μισοσκόταδο διακρίνει τριαντάφυλλα, πράσα, μαρούλια. Φράουλες, οι περισσότερες πράσινες ακόμα. Τρυφερά άσπρα καρότα με σβόλους μαύρου χώματος στις ίνες τους. Τίποτα δε σαλεύει: κανένας αγρότης δε βγαίνει με το δίκαννο στο παράθυρο. Ο κλειθροποιός φέρνει μια αγκαλιά λαχανικά και γεμίζει έναν τενεκεδένιο κουβά από μια βρύση, κλείνει μαλακά την πόρτα του αχυρώνα και ταΐζει την κόρη του στα σκοτεινά. Έπειτα διπλώνει το πανωφόρι του, ακουμπάει πάνω το κεφάλι της και της σκουπίζει το πρόσωπο με το πουκάμισό του. Δύο τσιγάρα μένουν. Εισπνοή, εκπνοή.
136
ANTHONY DOERR
Ακολούθησε τα μονοπάτια της λογικής. Κάθε αποτέλεσμα έχει μια αιτία και κάθε δύσκολη κατάσταση έχει τη λύση της. Κάθε κλειδαριά έχει το κλειδί της. Μ πορείς να επιστρέψεις στο Παρίσι, μπορείς να μείνεις εδώ ή μπορείς να συνεχίσεις. Απ’ έξω ακούγεται το σιγανό σκούξιμο της κουκουβάγιας. Το μακρινό μπουμπουνητό του κεραυνού ή του πυροβολικού ή και των δύο. «Αυτό το ξενοδοχείο είναι πάμφθηνο, ma chérie. Ο ξενοδόχος πίσω από τη ρεσεψιόν είπε ότι το δωμάτιό μας κοστίζει σαράντα φράγκα τη βραδιά, αλλά μόνο είκοσι αν ετοιμάσουμε μόνοι μας το κρεβάτι μας» λέει. Την ακούει που ανασαίνει. «Κι έτσι του είπα: Α, θα ετοιμάσουμε μόνοι μας το κρεβάτι μας. Και μου απάντησε: Εντάξει, πάω να σας φέρω καρφιά και ξύλα». Η Μ αρί Λορ δε χαμογελάει ακόμα. «Τώρα θα πάμε να βρούμε τον θείο Ετιέν;» «Ναι, Μ αρί». «Πού είναι εβδομήντα έξι τοις εκατό τρελός;» «Ήταν μαζί με τον παππού σου –τον αδερφό του– όταν πέθανε. Στον πόλεμο. Τον έπιασε λίγο το αέριο στο κεφάλι, όπως λέγανε. Μ ετά έβλεπε διάφορα». «Τι διάφορα;» Το ξερό μπουμπουνητό της βροντής ακούγεται πιο κοντά. Ο αχυρώνας τραντάζεται ελαφρά. «Διάφορα που δεν ήταν εκεί». Αράχνες υφαίνουν ιστούς στα καδρόνια της οροφής. Νυχτοπεταλούδες φτερουγίζουν πάνω στα τζάμια. Πιάνει βροχή.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
137
Εισαγωγικές εξετάσεις
ΟΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ των Εθνικών Πολιτικών Εκπαιδευτικών Ινστιτούτων διεξάγονται στο Έσσεν, είκοσι οχτώ χιλιόμετρα νότια από το Τσολλφεράιν, σε μια αποπνικτική αίθουσα χορού όπου μια τριάδα καλοριφέρ σε μέγεθος φορτηγού είναι συνδεδεμένα στον πίσω τοίχο. Ένα από τα καλοριφέρ κροταλίζει και βγάζει ατμούς όλη μέρα παρά τις διάφορες προσπάθειες να το σβήσουν. Σημαίες του Υπουργείου Πολέμου μεγάλες σαν τανκ κρέμονται από την οροφή. Υπάρχουν εκατό υποψήφιοι, όλοι αγόρια. Ένας σχολικός εκπρόσωπος με μαύρη στολή τους παρατάσσει σε τετράδες. Παράσημα κουδουνίζουν στο στήθος του καθώς περπατάει. «Επιχειρείτε» τους δηλώνει «να εισέλθετε στα καλύτερα σχολεία του κόσμου. Οι εξετάσεις θα διαρκέσουν οκτώ ημέρες. Θα πάρουμε μόνο τους πιο καθαρόαιμους, μόνο τους πιο δυνατούς». Ένας δεύτερος εκπρόσωπος μοιράζει στολές: άσπρα πουκάμισα, άσπρα κοντά παντελονάκια, άσπρες κάλτσες. Τα παιδιά πετάνε τα ρούχα τους εκεί που στέκονται. Ο Βέρνερ μετράει είκοσι έξι παιδιά στην ίδια ηλικιακή ομάδα με εκείνον. Όλα εκτός από δύο είναι ψηλότερα από τον ίδιο. Όλα εκτός από τρία είναι ξανθά. Κανένα δε φοράει γυαλιά. Τα παιδιά περνάνε όλο το πρωί, ντυμένα με τις καινούριες
138
ANTHONY DOERR
άσπρες φορεσιές τους, συμπληρώνοντας ερωτηματολόγια. Δεν ακούγεται κανένας ήχος πέρα από το γράψιμο των μολυβιών και τον βηματισμό των εξεταστών και το κροτάλισμα του τεράστιου καλοριφέρ. Πού γεννήθηκε ο παππούς σου; Τι χρώμα έχουν τα μάτια του πατέρα σου; Η μητέρα σου έχει εργαστεί ποτέ σε γραφείο; Από τις εκατόν δέκα ερωτήσεις για την καταγωγή του ο Βέρνερ μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια μόνο τις δεκαέξι. Στις υπόλοιπες μαντεύει. Από πού είναι η μητέρα σου; Δεν υπάρχουν εναλλακτικές σε παρελθοντικό χρόνο. Γράφει: Από τη Γερμανία. Από πού είναι ο πατέρας σου; Από τη Γερμανία. Ποιες γλώσσες μιλάει η μητέρα σου; Γερμανικά. Θυμάται τη φράου Έλενα νωρίς το πρωί που στεκόταν όρθια με το νυχτικό δίπλα στη λάμπα της εισόδου φτιάχνοντας την τσάντα του ενώ όλα τα άλλα παιδιά κοιμούνταν. Φαινόταν χαμένη, παραζαλισμένη, σαν να μην μπορούσε να το χωνέψει πόσο γρήγορα άλλαζαν τα πράγματα γύρω της. Του είπε ότι ήταν περήφανη. Του είπε να βάλει τα δυνατά του. «Είσαι έξυπνο παιδί» του είπε. «Θα τα πας καλά». Του έφτιαχνε και του ξανάφτιαχνε τον γιακά. Όταν της είπε: «Μ ια βδομάδα είναι μόνο», τα μάτια της πλημμύρισαν αργά, σαν να κατακλυζόταν σιγά σιγά από μια εσωτερική πλημμύρα. Το απόγευμα οι υποψήφιοι τρέχουν. Έρπουν κάτω από εμπόδια, κάνουν κάμψεις, σκαρφαλώνουν σε σκοινιά που κρέμονται από το ταβάνι – εκατό παιδιά περνούν, περιποιημένα και απαράλλαχτα με τις άσπρες στολές τους, σαν κοπάδι ζώων, μπροστά από τα μάτια των εξεταστών. Ο Βέρνερ έρχεται ένατος στο παλίνδρομο τρέξιμο. Έρχεται προτελευταίος στην αναρρίχηση σε σκοινί. Δε θα καταφέρει να τα πάει αρκετά καλά. Το βράδυ τα παιδιά ξεχύνονται από την αίθουσα, κάποια συναντούν περήφανους γονείς με αυτοκίνητα, άλλα χάνονται αποφασιστικά σε δυάδες ή τριάδες στους δρόμους: όλα δείχνουν να ξέρουν πού πηγαίνουν. Ο Βέρνερ κατευθύνεται μόνος του
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
139
προς έναν σπαρτιατικό ξενώνα έξι τετράγωνα παρακάτω, όπου κλείνει ένα κρεβάτι για δύο μάρκα τη νύχτα και ξαπλώνει ανάμεσα σε περιπλανώμενους που μουρμουρίζουν, ακούγοντας τα περιστέρια και τις καμπάνες και την ανατριχιαστική κίνηση του Έσσεν. Είναι η πρώτη νύχτα που περνάει έξω από το Τσολλφεράιν και δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τη Γιούττα, που έχει να του μιλήσει από τότε που ανακάλυψε ότι έσπασε το ραδιοφωνάκι τους. Που τον κοίταξε με τόση κατηγόρια στο πρόσωπο ώστε τον ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα του αλλού. Τα μάτια της έλεγαν «με πρόδωσες», όμως μ’ αυτό που έκανε δεν την προστάτευσε; Το δεύτερο πρωί γίνονται οι φυλετολογικές εξετάσεις. Δε ζητάνε πολλά από τον Βέρνερ, πέρα από το να σηκώσει τα χέρια του ή να μην ανοιγοκλείνει τα μάτια όταν ο επιθεωρητής φωτίζει με έναν φακό τσέπης τις σήραγγες στις κόρες των ματιών του. Ιδρώνει και κουνιέται. Η καρδιά του σφυροκοπάει αδικαιολόγητα. Ένας τεχνικός με άσπρη ποδιά που η ανάσα του μυρίζει κρεμμυδίλα μετράει την απόσταση ανάμεσα στους κροτάφους του, την περίμετρο του κεφαλιού του, το πάχος και το σχήμα των χειλιών του. Μ ετράνε με ένα παχύμετρο τα πόδια του, το μήκος των δαχτύλων του και την απόσταση ανάμεσα στα μάτια και στον αφαλό του. Μ ετράνε το πέος του. Η γωνία της μύτης του υπολογίζεται με ένα ξύλινο μοιρογνωμόνιο. Ένας δεύτερος τεχνικός αντιπαραβάλλει το χρώμα των ματιών του Βέρνερ με μια χρωματική κλίμακα που περιέχει γύρω στις εξήντα αποχρώσεις του μπλε. Το χρώμα του Βέρνερ είναι το himmelblau, το γαλάζιο του ουρανού. Για να καθορίσει το χρώμα των μαλλιών του, ο άντρας κόβει μια τούφα από το κεφάλι του Βέρνερ και τη συγκρίνει με περίπου τριάντα τούφες καρφιτσωμένες σε έναν πίνακα, ταξινομημένες από την πιο σκούρα ως την πιο ανοιχτόχρωμη. «Schnee» μουρμουρίζει ο άντρας και σημειώνει. Χιόνι. Τα μαλλιά του Βέρνερ είναι πιο ανοιχτόχρωμα κι απ’ την πιο ανοιχτόχρωμη απόχρωση του πίνακα. Εξετάζουν την όρασή του, του παίρνουν αίμα, παίρνουν τα αποτυπώματά του. Όταν φτάνει το μεσημέρι, αναρωτιέται αν έχει
140
ANTHONY DOERR
μείνει τίποτε άλλο να μετρήσουν. Ακολουθούν οι προφορικές εξετάσεις. Πόσα εθνικά πολιτικά εκπαιδευτικά ινστιτούτα υπάρχουν; Είκοσι. Ποιοι είναι οι σπουδαιότεροι ολυμπιονίκες μας; Δεν ξέρει. Πότε γεννήθηκε ο φίρερ; Στις 20 Απριλίου. Ποιος είναι ο σημαντικότερος συγγραφέας μας, τι είναι η Συνθήκη των Βερσαλλιών, ποιο είναι το γρηγορότερο αεροπλάνο του έθνους; Η τρίτη μέρα περιλαμβάνει ξανά τρέξιμο, αναρρίχηση, άλματα. Όλα χρονομετρούνται. Οι τεχνικοί, οι εκπρόσωποι των σχολών και οι εξεταστές –φορώντας στολές με ελαφρώς διαφορετικές αποχρώσεις– σημειώνουν σε τετράδια με ψιλή καρέ διαγράμμιση, και το ένα φύλλο μετά το άλλο κλείνεται σε δερμάτινα ντοσιέ με μια χρυσή αστραπή εντυπωμένη στο εξώφυλλο. Οι υποψήφιοι κάνουν υποθέσεις ψιθυρίζοντας μανιωδώς: «Άκουσα ότι τα σχολεία έχουν ιστιοφόρα, εκπαιδευτήρια γερακιών, σκοπευτήρια». «Άκουσα ότι θα πάρουν μόνο εφτά από κάθε ηλικιακή ομάδα». «Εγώ άκουσα για τέσσερις». Μ ιλάνε για τα σχολεία με λαχτάρα και παλικαριά· θέλουν απεγνωσμένα να γίνουν δεκτοί. Ο Βέρνερ λέει στον εαυτό του: Κι εγώ το ίδιο. Κι εγώ το ίδιο. Κι όμως, άλλες φορές, παρά τις φιλοδοξίες του, τον πιάνει ίλιγγος· βλέπει τη Γιούττα να κρατάει τα κομμάτια του διαλυμένου ραδιοφώνου και αισθάνεται την αβεβαιότητα να τρυπώνει στα σωθικά του. Οι υποψήφιοι σκαρφαλώνουν σε τοίχους· κάνουν το ένα σπριντ μετά το άλλο. Την πέμπτη μέρα τρεις εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Την έκτη τα παρατάνε άλλοι τέσσερις. Κάθε ώρα που περνάει η αίθουσα ζεσταίνεται όλο και πιο πολύ, κι έτσι την όγδοη μέρα η ατμόσφαιρα, οι τοίχοι και το δάπεδο έχουν ποτίσει από τη ζεστή, μεστή μυρωδιά των αγοριών. Στην τελευταία δοκιμασία κάθε δεκατετράχρονο παιδί είναι υποχρεωμένο να ανέβει σε μια σκάλα καρφωμένη πρόχειρα στον τοίχο. Μ όλις φτάσει στην κορυφή, οχτώ μέτρα πάνω από το πάτωμα, με το κεφάλι ανάμεσα στα δοκάρια της οροφής, πρέπει να ανέβει σε μια μικρή εξέδρα, να κλείσει τα μάτια και να πηδήξει πάνω σε μια
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
141
σημαία που την κρατάνε δώδεκα από τους υπόλοιπους υποψηφίους. Ο πρώτος στη σειρά είναι ένα εύσωμο αγροτόπαιδο από τη Χέρνη. Ανεβαίνει τη σκάλα αρκετά γρήγορα, αλλά μόλις πατάει στην εξέδρα, τόσο ψηλά πάνω από όλους τους άλλους, το πρόσωπό του πανιάζει. Τα γόνατά του τρέμουν επικίνδυνα. Κάποιος μουρμουρίζει: «Κότα». Ένα παιδί δίπλα στον Βέρνερ ψιθυρίζει: «Φοβάται τα ύψη». Ένας εξεταστής παρακολουθεί απαθής. Το αγόρι στην εξέδρα κοιτάζει πάνω από την άκρη σαν να βλέπει μια περιδινούμενη άβυσσο και κλείνει τα μάτια. Λικνίζεται μπρος πίσω. Ατέλειωτα δευτερόλεπτα περνάνε. Ο εξεταστής κοιτάζει το χρονόμετρό του. Ο Βέρνερ σφίγγει την άκρη της σημαίας. Σύντομα όλοι μέσα στην αίθουσα έχουν σταματήσει και τον κοιτάνε, ακόμη και οι υποψήφιοι των άλλων ηλικιακών ομάδων. Το αγόρι ταλαντεύεται άλλες δύο φορές, ώσπου γίνεται σαφές ότι θα λιποθυμήσει. Ακόμα και τότε κανείς δεν πηγαίνει να τον βοηθήσει. Όταν πέφτει, πέφτει λοξά. Οι υποψήφιοι από κάτω καταφέρνουν να μετακινήσουν τη σημαία εγκαίρως, αλλά λόγω του βάρους του οι άκρες τούς φεύγουν απ’ τα χέρια και το αγόρι πέφτει στο πάτωμα με τα χέρια, βγάζοντας έναν ήχο σαν δεμάτι ξερόκλαδα που σπάει πάνω σε γόνατο. Το αγόρι ανακάθεται. Οι βραχίονές του είναι λυγισμένοι σε ανατριχιαστικές γωνίες. Για μια στιγμή κοιτάζει με περιέργεια, σαν να αναζητά στη μνήμη του μια ένδειξη που θα μπορούσε να εξηγήσει πώς βρέθηκε εκεί. Έπειτα αρχίζει να ουρλιάζει. Ο Βέρνερ γυρίζει το βλέμμα του αλλού. Τέσσερα παιδιά διατάσσονται να μεταφέρουν έξω τον τραυματία. Ένας ένας οι υπόλοιποι δεκατετράχρονοι ανεβαίνουν τη σκάλα, τρέμουν και πηδούν. Ένας κλαίει με λυγμούς από την αρχή ως το τέλος. Ένας άλλος παθαίνει διάστρεμμα στον αστράγαλο πέφτοντας. Ο επόμενος περιμένει τουλάχιστον δύο λεπτά πριν πηδήξει. Ο δέκατος πέμπτος κοιτάζει στην άλλη άκρη της αίθουσας σαν να αγναντεύει μια σκοτεινή, παγωμένη θάλασσα
142
ANTHONY DOERR
κι ύστερα ξανακατεβαίνει τη σκάλα. Ο Βέρνερ παρακολουθεί από τη θέση του στη σημαία. Όταν έρχεται η σειρά του λέει στον εαυτό του ότι δεν πρέπει να διστάσει. Στο πίσω μέρος των βλεφάρων του βλέπει τις αλληλένδετες σιδερένιες κατασκευές του Τσολλφεράιν, τα εργοστάσια που φτύνουν φωτιά, τους άντρες που βγαίνουν από τους ανελκυστήρες σαν μυρμήγκια, το στόμιο της Ένατης Στοάς, όπου χάθηκε ο πατέρας του. Η Γιούττα είναι στο παράθυρο του σαλονιού, κλεισμένη πίσω από τη βροχή, παρακολουθώντας τον να ακολουθεί τον υποδεκανέα στο σπίτι του χερ Ζίντλερ. Σκέφτεται τη γεύση της σαντιγί και της ζάχαρης άχνης και τις λείες γάμπες της συζύγου του χερ Ζίντλερ. Εξαιρετικό. Απροσδόκητο. Θα πάρουμε μόνο τους πιο καθαρόαιμους, μόνο τους πιο δυνατούς. Το μόνο μέρος που θα πάει ο αδερφός σου, μικρή, είναι τα ορυχεία. Ο Βέρνερ ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα. Τα σκαλιά είναι τραχιά και οι παλάμες του γεμίζουν σκλήθρες. Από ψηλά η κόκκινη σημαία με τον άσπρο κύκλο και τον μαύρο σταυρό φαίνεται αναπάντεχα μικρή. Ένας χλομός δακτύλιος από πρόσωπα τον κοιτάζει. Εδώ πάνω η ατμόσφαιρα είναι ακόμα πιο ζεστή, ξηρή, και η μυρωδιά του ιδρώτα τον ζαλίζει. Χωρίς να διστάσει ο Βέρνερ βγαίνει στην άκρη της εξέδρας, κλείνει τα μάτια και πηδάει. Πετυχαίνει τη σημαία ακριβώς στο κέντρο, και τα παιδιά που κρατάνε τις άκρες της βγάζουν ένα ομαδικό βογκητό. Κυλάει και στέκεται όρθιος, σώος και αβλαβής. Ο εξεταστής σταματάει το χρονόμετρο, γράφει στο σημειωματάριό του, σηκώνει το βλέμμα. Τα μάτια τους συναντιούνται για μισό δευτερόλεπτο. Ίσως και λιγότερο. Ύστερα το βλέμμα του άντρα ξαναγυρίζει στις σημειώσεις του. «Χάιλ Χίτλερ!» φωνάζει ο Βέρνερ. Το επόμενο αγόρι αρχίζει να ανεβαίνει τη σκάλα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
143
Βρεττάνη
ΤΟ
ΠΡ ΩΙ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ και τους παίρνει ένα παμπάλαιο φορτηγό μεταφορών. Ο πατέρας της την ανεβάζει στην καρότσα, όπου, κάτω από τον αδιάβροχο μουσαμά, κουρνιάζουν δώδεκα άνθρωποι. Η μηχανή αγκομαχάει και φτύνει· το φορτηγό σπάνια πιάνει ταχύτητα γρηγορότερη από περπάτημα. Μ ια γυναίκα προσεύχεται με νορμανδική προφορά· κάποιος προσφέρει πατέ· όλα μυρίζουν βροχή. Από πάνω τους δεν εφορμούν Στούκας πυροβολώντας με τα αυτόματα. Κανένας στο φορτηγό δεν έχει δει Γερμανό. Το μισό πρωινό η Μ αρί Λορ προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι οι προηγούμενες μέρες ήταν κάποιο περίπλοκο τεστ που σκαρφίστηκε ο πατέρας της, ότι το φορτηγό δεν απομακρύνεται από το Παρίσι αλλά κατευθύνεται προς τα εκεί, ότι απόψε θα γυρίσουν στο σπίτι. Η μακέτα θα βρίσκεται πάνω στον πάγκο στη γωνία και η ζαχαριέρα θα είναι στο κέντρο του τραπεζιού της κουζίνας, με το κουταλάκι ακουμπισμένο στο χείλος της. Έξω από τα ανοιχτά παράθυρα ο τυροπώλης της οδού Πατριάρχς θα κλειδώσει την πόρτα του και θα κατεβάσει τα ρολά κλείνοντας μέσα όλες εκείνες τις θαυμάσιες μυρωδιές, όπως κάνει σχεδόν κάθε βράδυ από τότε που θυμάται τον εαυτό της, και τα φύλλα της καστανιάς θα χτυπάνε και θα ψιθυρίζουν, κι ο πατέρας της θα φτιάξει καφέ και θα της ετοιμάσει ένα ζεστό μπάνιο και θα πει:
144
ANTHONY DOERR
«Τα πήγες καλά, Μ αρί Λορ. Είμαι περήφανος για σένα». Το φορτηγό περνάει από τη λεωφόρο σε έναν εξοχικό δρόμο και από εκεί σε έναν χωματόδρομο. Αγριόχορτα ξύνουν τα πλαϊνά του. Πολύ μετά τα μεσάνυχτα, δυτικά του Κανκάλ, μένουν από βενζίνη. «Δεν είναι μακριά» ψιθυρίζει ο πατέρας της. Η Μ αρί Λορ σέρνει τα πόδια της μισοκοιμισμένη. Ο δρόμος μοιάζει λίγο φαρδύτερος από μονοπάτι. Η ατμόσφαιρα μυρίζει βρεγμένα σιτηρά και κουρεμένους θάμνους· στις παύσεις ανάμεσα στα βήματά τους ακούει έναν βαθύ, σχεδόν υποηχητικό βρυχηθμό. Τραβάει τον πατέρα της για να τον σταματήσει. «Στρατιώτες». «Ο ωκεανός». Εκείνη τεντώνει τον λαιμό της. «Ο ωκεανός είναι, Μ αρί. Σου τ’ ορκίζομαι». Την παίρνει στην πλάτη του. Τώρα έρχεται το κρώξιμο των γλάρων. Η μυρωδιά των βρεγμένων βράχων, της κουτσουλιάς, της αλμύρας, κι ας μην ξέρει ότι το αλάτι μυρίζει. Η θάλασσα μουρμουρίζει σε μια γλώσσα που ταξιδεύει μέσα από πέτρες, αέρα και ουρανό. Πώς το είπε ο πλοίαρχος Νέμο; «Η θάλασσα δεν ανήκει στους τυράννους». «Τώρα μπαίνουμε στο Σαιν Μ αλό» λέει ο πατέρας της «στο κομμάτι που ονομάζουν πόλη μέσα στα τείχη». Της περιγράφει αυτά που βλέπει: μια καταρακτή θύρα, αμυντικά τείχη που ονομάζονται προμαχώνες, μέγαρα από γρανίτη, ένα καμπαναριό πάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Ο απόηχος των βημάτων του αναπηδάει προσκρούοντας στα ψηλά σπίτια και πέφτει σαν βροχή πάνω τους, κι εκείνος υποφέρει κάτω από το βάρος της, κι εκείνη είναι αρκετά μεγάλη ώστε να υποψιάζεται ότι αυτό που της παρουσιάζει ως γραφικό και φιλόξενο ίσως στην πραγματικότητα να είναι οδυνηρό και παράξενο. Τα πουλιά βγάζουν πνιχτά κρωξίματα από πάνω τους. Ο πατέρας της στρίβει αριστερά, δεξιά. Η Μ αρί Λορ νιώθει σαν να κατευθύνονται τις τελευταίες τέσσερις μέρες προς το κέντρο ενός μπερδεμένου λαβύρινθου και τώρα περνάνε νυχοπατώντας δίπλα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
145
από τους πασσάλους ενός τελευταίου εσωτερικού κελιού. Όπου μέσα του ίσως κοιμάται ένα τρομερό τέρας. «Η οδός Βομπορέλ» λέει ο πατέρας της κοντανασαίνοντας. «Εδώ πρέπει να ’ναι. Ή μήπως εδώ;» Κάνει μεταβολή, ακολουθεί αντίστροφα τη διαδρομή, ανηφορίζει σε ένα σοκάκι, ύστερα γυρίζει πίσω. «Δεν υπάρχει κανείς να ρωτήσεις;» «Δεν υπάρχει ούτε ένα φως, Μ αρί. Όλοι κοιμούνται, ή κάνουν ότι κοιμούνται». Στο τέλος φτάνουν σε μια πόρτα, την αφήνει στο κράσπεδο και πατάει ένα ηλεκτρικό κουδούνι, κι εκείνη το ακούει να αντηχεί στα βάθη του σπιτιού. Τίποτα. Το πατάει ξανά. Πάλι τίποτα. Το πατάει τρίτη φορά. «Αυτό είναι το σπίτι του θείου σου;» «Ναι». «Δε μας ξέρει» του λέει. «Κοιμάται. Όπως θα ’πρεπε να κάνουμε κι εμείς». Κάθονται με την πλάτη ακουμπισμένη στην καγκελόπορτα. Σιδερένια και δροσερή. Μ ια βαριά ξύλινη πόρτα ακριβώς πίσω της. Γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του· της βγάζει τα παπούτσια. Ο κόσμος μοιάζει να λικνίζεται απαλά πέρα δώθε, λες και η θάλασσα παρασύρει ανάλαφρα την πόλη μακριά. Λες και όλη η υπόλοιπη Γαλλία έχει μείνει πίσω στη στεριά να τρώει τα νύχια της και να τρέχει και να σκοντάφτει και να κλαίει και να ξυπνάει σε μια μουδιασμένη, γκρίζα αυγή, ανίκανη να πιστέψει αυτό που συμβαίνει. Σε ποιον ανήκουν τώρα οι δρόμοι; Και τα χωράφια; Τα δέντρα; Ο πατέρας της βγάζει το τελευταίο του τσιγάρο από την τσέπη του πουκαμίσου του και το ανάβει. Από το βάθος του σπιτιού πίσω τους ακούγονται βήματα.
146
ANTHONY DOERR
Μαντάμ Μανέκ
ΜΟΛΙΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ λέει το όνομά του, η αναπνοή πίσω από την πόρτα γίνεται κραυγή, κομμένη ανάσα. Η καγκελόπορτα στριγκλίζει· μια πόρτα από πίσω της ανοίγει. «Μ εγαλόχαρη!» λέει μια γυναικεία φωνή. «Ήσουν τόσο μικρός…» «Η κόρη μου, μαντάμ. Μ αρί Λορ, από δω η μαντάμ Μ ανέκ». Η Μ αρί Λορ επιχειρεί να κάνει μια υπόκλιση. Το χέρι που αγγίζει το μάγουλό της είναι δυνατό: χέρι γεωλόγου ή κηπουρού. «Θεέ μου, κανείς δεν είναι τόσο μακριά που να μην μπορεί να τον φέρει κοντά η μοίρα. Καλό μου παιδί, οι κάλτσες σου! Και τα πόδια σου! Πρέπει να έχετε πεθάνει της πείνας». Μ παίνουν σε μια στενή είσοδο. Η Μ αρί Λορ ακούει την καγκελόπορτα να κάνει έναν κρότο κλείνοντας κι ύστερα τη γυναίκα να κλειδομανταλώνει την πόρτα πίσω τους. Δύο κλειδαριές, μια αλυσίδα. Τους οδηγεί σε ένα δωμάτιο που μυρίζει μυρωδικά και ζύμη που φουσκώνει: η κουζίνα. Ο πατέρας της ξεκουμπώνει το παλτό, τη βοηθάει να καθίσει. «Σας χιλιοευχαριστούμε, καταλαβαίνω πόσο αργά είναι» της λέει, ενώ η ηλικιωμένη –η μαντάμ Μ ανέκ– είναι γοργή, αποτελεσματική, προφανώς ξεπερνάει την αρχική της έκπληξη· δε δέχεται τις ευχαριστίες τους· σπρώχνει την καρέκλα της Μ αρί Λορ προς το τραπέζι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
147
Ένα σπίρτο ανάβει· νερό γεμίζει μια κατσαρόλα· μια παγωνιέρα ανοίγει και κλείνει. Ακούγεται το βουητό του γκαζιού και το τικ τικ του μετάλλου που θερμαίνεται. Την επόμενη στιγμή μια ζεστή πετσέτα ακουμπάει το πρόσωπο της Μ αρί Λορ. Μ ια κανάτα δροσερό, γλυκό νερό βρίσκεται μπροστά της. Κάθε γουλιά είναι ευλογία. «Αχ, η πόλη είναι φίσκα» λέει η μαντάμ Μ ανέκ με την παραμυθένια, μακρόσυρτη φωνή της ενώ πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Ακούγεται κοντή· φοράει χοντροκομμένα, βαριά παπούτσια. Η φωνή της είναι μπάσα, γεμάτη βότσαλα – φωνή ναύτη ή καπνιστή. «Υπάρχουν κάποιοι που το αντέχει η τσέπη τους να μένουν σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα, αλλά πολλοί μένουν στις αποθήκες, πάνω στα άχυρα, χωρίς να έχουν αρκετό φαγητό. Θα τους φιλοξενούσα, αλλά ο θείος σου –τα ξέρεις– μπορεί να αναστατωθεί. Δεν υπάρχει ντίζελ, δεν υπάρχει κηροζίνη, τα βρετανικά καράβια έφυγαν. Έκαψαν ό,τι άφησαν πίσω τους, στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω τίποτα, αλλά ο Ετιέν έχει το ραδιόφωνο συνέχεια ανοιχτό…» Αυγά σπάνε. Βούτυρο τσιτσιρίζει σε ένα καυτό τηγάνι. Ο πατέρας της αφηγείται μια συντομευμένη περιγραφή της φυγής τους, σταθμοί τρένων, φοβισμένα πλήθη, παραλείπει τη στάση στο Εβρέ, αλλά σύντομα η προσοχή της Μ αρί Λορ απορροφάται από τις μυρωδιές που ανθίζουν γύρω της: αυγά, σπανάκι, λιωμένο τυρί. Μ ια ομελέτα έρχεται. Φέρνει το πρόσωπό της πάνω από τους ατμούς της. «Μ ου δίνετε, σας παρακαλώ, ένα πιρούνι;» Η ηλικιωμένη γελάει: ένα γέλιο που η Μ αρί Λορ συμπαθεί αμέσως. Στη στιγμή ένα πιρούνι χώνεται στο χέρι της. Τα αυγά έχουν γεύση σύννεφου. Χρυσοκλωστής. «Νομίζω ότι της αρέσει» λέει η μαντάμ Μ ανέκ και ξαναβάζει τα γέλια. Μ ια δεύτερη ομελέτα εμφανίζεται ύστερα από λίγο. Τώρα ο πατέρας της τρώει γρήγορα. «Θέλεις ροδάκινα, καλή μου;» μουρμουρίζει η μαντάμ Μ ανέκ, και η Μ αρί Λορ ακούει μια κονσέρβα να ανοίγει, χυμό να χύνεται
148
ANTHONY DOERR
σε ένα μπολ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τρώει φέτες υγρού ηλιόφωτος. «Μ αρί» μουρμουρίζει ο πατέρας της «πού είναι οι τρόποι σου;» «Αφού είναι…» «Έχουμε μπόλικα, παιδί μου, φάε. Φτιάχνω κάθε χρόνο». Αφού η Μ αρί Λορ έχει φάει δύο ολόκληρα βάζα ροδάκινα, η μαντάμ Μ ανέκ της καθαρίζει τα πόδια με ένα πανί και της τινάζει το παλτό. Βάζει τα πιάτα σε έναν νεροχύτη και λέει: «Τσιγάρο;» Ο πατέρας της αναστενάζει από ευγνωμοσύνη, ένα σπίρτο παίρνει φωτιά και οι μεγάλοι καπνίζουν. Μ ια πόρτα ανοίγει, ή ένα παράθυρο, και η Μ αρί Λορ ακούει την υπνωτιστική φωνή της θάλασσας. «Κι ο Ετιέν;» ρωτάει ο πατέρας της. «Κλείνεται σαν πτώμα τη μία μέρα, τρώει σαν άλμπατρος την επόμενη» λέει η μαντάμ. «Κι ακόμα δεν…» «Όχι, εδώ και είκοσι χρόνια». Μ άλλον οι μεγάλοι μιλάνε άηχα μεταξύ τους. Μ άλλον η Μ αρί Λορ θα έπρεπε να δείχνει μεγαλύτερη περιέργεια –για τον θείο του πατέρα της που βλέπει πράγματα που δεν είναι εκεί, για τη μοίρα όλων των ανθρώπων και όλων των πραγμάτων που γνώρισε ποτέ–, όμως το στομάχι της είναι γεμάτο, το αίμα της έχει μετατραπεί σε ζεστό χρυσαφένιο χείμαρρο μες στις αρτηρίες της, και έξω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από τα τείχη, ο ωκεανός τσακίζεται, μόνο λίγες στοιβαγμένες πέτρες έχουν μείνει ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνη, το χείλος της Βρεττάνης, το μακρινότερο περβάζι της Γαλλίας – και μπορεί οι Γερμανοί να προελαύνουν αμείλικτοι σαν λάβα, αλλά η Μ αρί Λορ γλιστράει σε κάτι σαν όνειρο, ή ίσως στην ανάμνηση ενός ονείρου: είναι έξι ή εφτά χρόνων, λίγο αφότου έχασε το φως της, και ο πατέρας της κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της ξύνοντας ένα μικροσκοπικό κομμάτι ξύλο, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, και το βράδυ πέφτει πάνω στις εκατό χιλιάδες στέγες και καπνοδόχους του Παρισιού, όλοι οι τοίχοι γύρω της διαλύονται, και οι οροφές το ίδιο, όλη η πόλη αποσυντίθεται σε καπνό, και επιτέλους ο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
ύπνος πέφτει πάνω της σαν σκιά.
149
150
ANTHONY DOERR
Εκλήθης
ΟΛΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΝ τις ιστορίες του Βέρνερ: πώς ήταν οι εξετάσεις, τι σας έβαλαν να κάνετε, πες τα μας όλα. Τα μικρότερα παιδιά τον τραβάνε από τα μανίκια· τα μεγαλύτερα είναι γεμάτα σεβασμό. Ο ονειροπαρμένος με τα χιονόλευκα μαλλιά που τον έβγαλαν μέσα από την καπνιά. «Λένε ότι θα δεχτούν μόνο δύο από την ηλικιακή ομάδα μου. Μ πορεί τρεις». Από την άλλη άκρη του τραπεζιού διαισθάνεται τη ζέση της προσήλωσης της Γιούττα. Μ ε τα χρήματα που του έμειναν από τον χερ Ζίντλερ αγόρασε έναν «δέκτη του λαού» για 34,80 μάρκα: ένα ραδιόφωνο χαμηλής κατανάλωσης με δύο λυχνίες, ακόμη πιο φτηνό από τα κρατικά Volksempfänger που επιδιορθώνει στα σπίτια των γειτόνων. Ατροποποίητος ο δέκτης του πιάνει μόνο τα μεγάλα μακρά κύματα των προγραμμάτων εθνικής εμβέλειας του Ράδιο Γερμανία. Τίποτε άλλο. Τίποτε ξένο. Τα παιδιά φωνάζουν καταχαρούμενα όταν τους το παρουσιάζει. Η Γιούττα δε δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. «Είχε πολλά μαθηματικά;» ρωτάει ο Μ άρτιν Ζάξε. «Είχε τυριά; Κέικ;» «Σας άφησαν να ρίξετε με τουφέκια;» «Ανέβηκες σε τανκ; Είμαι σίγουρος ότι ανέβηκες σε τανκ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
151
«Τα μισά απ’ όσα ρώτησαν δεν ήξερα να τα απαντήσω. Δεν πρόκειται να μπω» λέει ο Βέρνερ. Όμως μπαίνει. Πέντε μέρες αφότου επιστρέφει από το Έσσεν η επιστολή παραδίδεται αυτοπροσώπως στο Σπίτι των Παιδιών. Ένας αετός και ένας σταυρός σε κολλαριστό φάκελο. Χωρίς γραμματόσημο. Σαν μήνυμα από τον Θεό. Η φράου Έλενα πλένει ρούχα. Τα αγοράκια έχουν μαζευτεί γύρω από το καινούριο ραδιόφωνο: μια ημίωρη εκπομπή με τίτλο «Η λέσχη των παιδιών». Η Γιούττα και η Κλόντια Φέρστερ έχουν πάει με τρία από τα μικρότερα κορίτσια στην αγορά να δουν κουκλοθέατρο· η Γιούττα δεν έχει πει πάνω από έξι λέξεις στον Βέρνερ από τότε που γύρισε. «Εκλήθης» γράφει το γράμμα. Ο Βέρνερ πρέπει να παρουσιαστεί στο Εθνικό Πολιτικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο 6 στο Σουλπφόρτα. Στέκεται στη σάλα του Σπιτιού των Παιδιών προσπαθώντας να το χωνέψει. Ραγισμένοι τοίχοι, βουλιαγμένο ταβάνι, δίδυμοι πάγκοι που έχουν φιλοξενήσει αμέτρητα παιδιά από τότε που το ορυχείο κάνει ορφανά. Εκείνος βρήκε διέξοδο. Σουλπφόρτα. Μ ια μικρή κουκκίδα στον χάρτη, κοντά στο Νάουμπουργκ, στη Σαξονία. Τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα ανατολικά. Μ όνο στα πιο ατρόμητα όνειρά του επέτρεπε στον εαυτό του να ελπίσει ότι μπορεί κάποτε να ταξίδευε τόσο μακριά. Πηγαίνει σαστισμένος με το χαρτί στο δρομάκι όπου η φράου Έλενα βράζει τα σεντόνια μέσα σε τούφες ατμού. Εκείνη το διαβάζει πολλές φορές. «Δεν μπορούμε να πληρώσουμε». «Δε χρειάζεται». «Πόσο μακριά;» «Πέντε ώρες με το τρένο. Έχουν ήδη πληρώσει το εισιτήριο». «Πότε;» «Σε δυο βδομάδες». Η φράου Έλενα: τούφες κολλημένες στα μάγουλά της, καστανοκόκκινοι κύκλοι κάτω από τα μάτια της, ροζ περίγραμμα γύρω από τα ρουθούνια της. Ένας λεπτός σταυρός πάνω στον υγρό λαιμό. Είναι περήφανη; Τρίβει τα μάτια και γνέφει αφηρημένα:
152
ANTHONY DOERR
«Θα κάνουν γιορτή». Του δίνει πίσω το γράμμα και κοιτάζει στο βάθος του δρόμου τις πυκνές σειρές από μπουγαδόσκοινα και δοχεία για το κάρβουνο. «Ποιοι, φράου;» «Όλοι. Οι γείτονες». Γελάει με ένα ξαφνικό, αναπάντεχο γέλιο. «Άνθρωποι σαν τον υφυπουργό. Εκείνον που σου πήρε το βιβλίο σου». «Όχι η Γιούττα». «Όχι. Όχι η Γιούττα». Κάνει νοερά πρόβες το επιχείρημα που θα παρουσιάσει στην αδερφή του. Pflicht. Σημαίνει καθήκον. Υποχρέωση. Κάθε Γερμανός εκπληρώνει την αποστολή του. Ein Volk, ein Reich, ein Führer – ένας λαός, ένα ράιχ, ένας φίρερ. Όλοι πρέπει να παίξουμε τον ρόλο μας, αδερφούλα. Όμως, πριν έρθουν τα κορίτσια, η είδηση της εισαγωγής του έχει μαθευτεί σε όλο το τετράγωνο. Οι γείτονες έρχονται ο ένας μετά τον άλλο και αναφωνούν κουνώντας τα πιγούνια τους. Σύζυγοι ανθρακωρύχων φέρνουν χοιρινό κότσι και τυρί· το γράμμα της εισαγωγής του Βέρνερ περνά από το ένα χέρι στο άλλο· όσες ξέρουν να διαβάζουν το διαβάζουν δυνατά σ’ εκείνες που δεν ξέρουν, και η Γιούττα επιστρέφει σε ένα χαρούμενο δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Οι δίδυμες –η Χάννα και η Σουζάν Γκέρλιτς– τρέχουν γύρω από τον καναπέ παρασυρμένες από τον ενθουσιασμό και ο εξάχρονος Ρολφ Χουπφάουερ τραγουδάει: «Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Δόξα στην πατρίδα!», και αρκετά παιδιά τον ακολουθούν, κι ο Βέρνερ δε βλέπει τη φράου Έλενα που μιλάει στη Γιούττα στην άκρη της σάλας, δε βλέπει τη Γιούττα να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Όταν ακούγεται το καμπανάκι για το δείπνο, δεν κατεβαίνει. Η φράου Έλενα ζητάει από τη Χάννα Γκέρλιτς να πει προσευχή και λέει στον Βέρνερ ότι θα της μιλήσει η ίδια, ότι εκείνος πρέπει να μείνει κάτω, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει γι’ αυτόν. Κάθε λίγες ανάσες η λέξη φεγγοβολά στο μυαλό του σαν σπίθα: Εκλήθης. Κάθε λεπτό που περνάει είναι ένα λεπτό λιγότερο σε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
153
αυτό το σπίτι. Σε αυτή τη ζωή. Μ ετά το φαγητό ο μικρός Ζίγκφριντ Φίσερ, όχι πάνω από πέντε χρόνων, κάνει τον γύρο του τραπεζιού, τραβάει τον Βέρνερ από το μανίκι και του δίνει μια φωτογραφία που έκοψε από την εφημερίδα. Στη φωτογραφία έξι βομβαρδιστικά αιωρούνται πάνω από μια οροσειρά από σύννεφα. Πούλιες φωτός έχουν παγώσει στα μισά της διαδρομής τους πάνω στην άτρακτο των αεροπλάνων. Τα κασκόλ των πιλότων ανεμίζουν. Ο Ζίγκφριντ Φίσερ λέει: «Θα τους δείξεις, έτσι;» Στο πρόσωπό του αποτυπώνεται σφοδρά η πίστη· είναι σαν να διαγράφει έναν κύκλο γύρω από όλες τις ώρες που έχει περάσει ο Βέρνερ στο Σπίτι των Παιδιών ελπίζοντας σε κάτι παραπάνω. «Θα τους δείξω» λέει ο Βέρνερ, ενώ τα μάτια όλων των παιδιών είναι στραμμένα πάνω του. «Οπωσδήποτε».
154
ANTHONY DOERR
Occuper2
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ξυπνάει από τις καμπάνες: δύο, τρία, τέσσερα, πέντε. Αμυδρή μυρωδιά μούχλας. Παλιά πουπουλένια μαξιλάρια που έχουν χάσει τον όγκο τους. Μ εταξωτή ταπετσαρία πίσω από το γρομπιασμένο κρεβάτι όπου κάθεται. Όταν τεντώνει τα χέρια της μπορεί σχεδόν να αγγίξει τους τοίχους δεξιά κι αριστερά της. Ο ήχος από τις καμπάνες σταματά. Έχει κοιμηθεί σχεδόν όλη μέρα. Τι είναι αυτό το πνιχτό βουητό που φτάνει στ’ αυτιά της; Πλήθη; Ή ακόμα η θάλασσα; Κατεβάζει τα πόδια της στο πάτωμα. Οι πληγές στις φτέρνες της σφύζουν. Πού είναι το μπαστούνι της; Σέρνει τα πόδια της για να μη χτυπήσει πουθενά τα καλάμια της. Πίσω από κάτι κουρτίνες ένα παράθυρο ορθώνεται σε ύψος που δεν μπορεί να φτάσει. Απέναντι από το παράθυρο βρίσκει μια συρταριέρα που τα συρτάρια της ανοίγουν μέχρι ένα σημείο πριν βρουν στο κρεβάτι. Τι καιρό που κάνει σ’ αυτό το μέρος: τον νιώθεις ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Διασχίζει ψηλαφητά μια πόρτα και βγαίνει – πού; σε διάδρομο; Εδώ έξω το βουητό είναι πιο αδύναμο, σαν μουρμουρητό. «Είναι κανείς εδώ;» Σιωπή. Ύστερα μια φασαρία κάτω στο βάθος, τα βαριά παπούτσια της μαντάμ Μ ανέκ που ανεβαίνουν στενά, κυρτά
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
155
σκαλοπάτια, πνευμόνια καπνίστριας που πλησιάζει όλο και περισσότερο, δεύτερος όροφος, τρίτος – πόσο ψηλό είναι αυτό το σπίτι; Τώρα η φωνή της μαντάμ Μ ανέκ φωνάζει «μαμζέλ» και την πιάνει από το χέρι, την οδηγεί πίσω στο δωμάτιο όπου ξύπνησε και την καθίζει στην άκρη του κρεβατιού. «Θέλεις να πας στην τουαλέτα; Πρέπει, και μετά να κάνεις μπάνιο, κοιμήθηκες έξοχα. Ο πατέρας σου κατέβηκε στην πόλη να δοκιμάσει το τηλεγραφείο, παρόλο που τον διαβεβαίωσα ότι θα είναι σαν να προσπαθεί να βγάλει πούπουλα από μελάσα. Πεινάς;» Η μαντάμ Μ ανέκ αναφουφουλιάζει μαξιλάρια, τινάζει το πάπλωμα. Η Μ αρί Λορ προσπαθεί να συγκεντρωθεί σε κάτι μικρό, κάτι απτό. Τη μακέτα πίσω στο Παρίσι. Ένα όστρακο στο εργαστήρι του δόκτορα Ζεφάρ. «Όλο αυτό το σπίτι ανήκει στον θείο μου τον Ετιέν;» «Κάθε δωμάτιο». «Και πώς πληρώνει γι’ αυτό;» Η μαντάμ Μ ανέκ γελάει. «Δε μασάς τα λόγια σου, έτσι; Ο θείος σου κληρονόμησε το σπίτι από τον πατέρα του, που ήταν ο προπάππος σου. Ήταν πολύ πετυχημένος άνθρωπος, με πολλά λεφτά». «Τον γνωρίζατε;» «Εργάζομαι εδώ από τότε που ο κύριος Ετιέν ήταν μικρό παιδί». «Και τον παππού μου; Τον γνωρίζατε;» «Τον γνώριζα». «Θα γνωρίσω τον θείο Ετιέν τώρα;» Η μαντάμ Μ ανέκ διστάζει: «Μ άλλον όχι». «Αλλά είναι εδώ;» «Ναι, παιδί μου. Πάντα εδώ είναι». «Πάντα;» Τα μεγάλα, παχιά χέρια της μαντάμ Μ ανέκ αγκαλιάζουν τα δικά της. «Πάμε να δούμε για εκείνο το μπάνιο. Θα σου εξηγήσει ο πατέρας σου μόλις γυρίσει».
156
ANTHONY DOERR
«Μ α ο μπαμπάς δε μου εξηγεί τίποτα. Λέει μόνο ότι ο θείος πήγε στον πόλεμο με τον παππού». «Ακριβώς. Όμως ο θείος σου, όταν γύρισε πίσω» –η μαντάμ Μ ανέκ αναζητάει τη σωστή διατύπωση– «δεν ήταν όπως όταν έφυγε». «Εννοείτε ότι ήταν πιο φοβισμένος;» «Εννοώ ότι ήταν χαμένος. Σαν ποντίκι στη φάκα. Έβλεπε νεκρούς να περνάνε μέσα από τοίχους. Φριχτά πράγματα στις γωνίες των δρόμων. Ο θείος σου δε βγαίνει πλέον έξω». «Ποτέ;» «Όχι, εδώ και χρόνια. Αλλά ο Ετιέν είναι θαύμα, θα δεις. Ξέρει τα πάντα». Η Μ αρί Λορ ακούει τα ξύλα του σπιτιού να τρίζουν και τους γλάρους να κρώζουν και το απαλό βουητό να χτυπάει στα παράθυρα. «Είμαστε ψηλά, μαντάμ;» «Είμαστε στο πέμπτο πάτωμα. Καλό δεν είναι το κρεβάτι; Σκέφτηκα ότι εσύ και ο μπαμπάς σου θα μπορέσετε να ξεκουραστείτε καλά εδώ». «Ανοίγει το παράθυρο;» «Ανοίγει, χρυσό μου. Αλλά μάλλον είναι καλύτερα να το αφήσουμε κλειστό όσο…» Η Μ αρί Λορ στέκεται ήδη όρθια πάνω στο κρεβάτι, περνώντας τις παλάμες της στην επιφάνεια του τοίχου. «Φαίνεται η θάλασσα από εκεί;» «Κανονικά πρέπει να κρατάμε τα παντζούρια και τα παράθυρα κλειστά. Αλλά ίσως για ένα λεπτάκι μόνο». Η μαντάμ Μ ανέκ γυρίζει ένα πόμολο, τραβάει τα δυο τζάμια του παραθύρου και σπρώχνει τα παντζούρια. Αέρας: άμεσος, ζωηρός, γλυκός, αλμυρός, φωτεινός. Το βουητό δυναμώνει και σβήνει. «Υπάρχουν σαλιγκάρια εκεί έξω, μαντάμ;» «Σαλιγκάρια; Στον ωκεανό;» Πάλι εκείνο το γέλιο. «Όσα οι στάλες της βροχής. Σε ενδιαφέρουν τα σαλιγκάρια;» «Ναι, ναι, ναι. Έχω βρει σαλιγκάρια των δέντρων και
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
157
σαλιγκάρια των κήπων. Αλλά δεν έχω βρει ποτέ σαλιγκάρια της θάλασσας». «Ωραία» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Ήρθες στο κατάλληλο μέρος». Η μαντάμ τής ετοιμάζει ένα ζεστό μπάνιο στην μπανιέρα του δεύτερου ορόφου. Από την μπανιέρα η Μ αρί Λορ ακούει τη μαντάμ Μ ανέκ να κλείνει την πόρτα και το στριμωγμένο μπάνιο να στενάζει κάτω από το βάρος του νερού και τους τοίχους να τρίζουν, σαν να βρίσκεται σε μια καμπίνα μέσα στον Ναυτίλο του πλοίαρχου Νέμο. Ο πόνος στις φτέρνες μαλακώνει. Βυθίζει το κεφάλι της κάτω από την επιφάνεια του νερού. Να μην πηγαίνει ποτέ έξω! Να κρύβεται για δεκαετίες μέσα σ’ αυτό το παράξενο, στενό σπίτι! Για το δείπνο η μαντάμ Μ ανέκ την κουμπώνει μέσα σε ένα κολλαρισμένο φουστάνι μιας περασμένης δεκαετίας. Κάθονται στο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας, ο πατέρας της και η μαντάμ Μ ανέκ αντικριστά, τα γόνατα του ενός ακουμπούν στα γόνατα του άλλου, τα παράθυρα φρακαρισμένα, τα παντζούρια κλειστά. Ένα ραδιόφωνο ψελλίζει ονόματα υπουργών με ενοχλητική κοφτή φωνή – ο ντε Γκολ στο Λονδίνο, ο Πετέν αντικαθιστά τον Ρεϋνό. Τρώνε ψάρι ψητό με πράσινες ντομάτες. Ο πατέρας της ανακοινώνει ότι δεν έχει γίνει συλλογή ή διανομή αλληλογραφίας εδώ και τρεις μέρες. Οι γραμμές του τηλεγράφου δε λειτουργούν. Η πιο πρόσφατη εφημερίδα είναι έξι ημερών. Στο ραδιόφωνο ο εκφωνητής διαβάζει τις δημόσιες αγγελίες: Ο μεσιέ Σεμινού, που κατέφυγε στην Οράγκη, αναζητά τα τρία παιδιά του, που έμειναν με τις αποσκευές τους στο Ιβρύ συρ Σεν. Ο Φράνσις στη Γενεύη ζητάει πληροφορίες για τη Μαρί-Ζαν, που εθεάθη τελευταία φορά στο Ζαντιγύ. Ο Λ. Ραμπιέ αναζητά νέα της συζύγου του, που εθεάθη τελευταία φορά στην Γκαρ ντ’ Ορσέ. O Α. Κοτρέ θα ήθελε να ενημερώσει τη μητέρα του πως είναι ασφαλής στο Λαβάλ. Η μαντάμ Μεζιέ ζητά να μάθει πού βρίσκονται οι έξι κόρες της, που στάλθηκαν με το τρένο στο Ρεντόν. «Όλοι κάποιον έχουν χάσει» μουρμουρίζει η μαντάμ Μ ανέκ,
158
ANTHONY DOERR
και ο πατέρας της Μ αρί Λορ σβήνει το ραδιόφωνο, και οι λυχνίες βγάζουν έναν ξερό ήχο όσο κρυώνουν. Από πάνω, αμυδρά, η ίδια φωνή εξακολουθεί να διαβάζει ονόματα. Ή μήπως είναι ιδέα της; Ακούει τη μαντάμ Μ ανέκ να σηκώνεται και να μαζεύει τα πιάτα και τον πατέρα της να φυσάει τον καπνό του τσιγάρου του σαν να του πέφτει βαρύς στα πνευμόνια και να χαίρεται που τον ξεφορτώνεται. Εκείνη τη νύχτα η Μ αρί Λορ και ο πατέρας της ανεβαίνουν τη γυριστή σκάλα και κοιμούνται πλάι πλάι στο ίδιο σβολιασμένο κρεβάτι, στην ίδια κάμαρα του πέμπτου ορόφου με την ξεφτισμένη μεταξωτή ταπετσαρία. Ο πατέρας της ασχολείται με τον σάκο του, με το μάνταλο της πόρτας, με τα σπίρτα του. Ύστερα από λίγο αναδίδεται η οικεία μυρωδιά των τσιγάρων του: Γκολουάζ μπλε. Η Μ αρί Λορ ακούει ξύλα να σκάνε και να τρίζουν καθώς ανοίγουν τα δυο φύλλα του παραθύρου. Το ευπρόσδεκτο σφύριγμα του αέρα εισβάλλει στο δωμάτιο, ή ίσως η θάλασσα μαζί με τον αέρα, αφού τ’ αυτιά της αδυνατούν να τα ξεμπλέξουν το ένα από το άλλο. Μ αζί έρχονται κι οι μυρωδιές του αλατιού και του άχυρου, της ψαραγοράς και των μακρινών ελών, και τίποτε απολύτως δεν της μυρίζει πόλεμο. «Μ πορούμε να πάμε βόλτα στον ωκεανό αύριο, μπαμπά;» «Αύριο μάλλον όχι». «Πού είναι ο θείος Ετιέν;» «Φαντάζομαι στο δωμάτιό του στον τέταρτο». «Και βλέπει πράγματα που δεν είναι εκεί;» «Είμαστε τυχεροί που τον έχουμε, Μ αρί». «Είμαστε τυχεροί που έχουμε και τη μαντάμ Μ ανέκ. Είναι μεγαλοφυΐα στην κουζίνα, δε συμφωνείς, μπαμπά; Ίσως ένα τσικ καλύτερη στη μαγειρική από σένα;» «Ένα μεγάλο τσικ καλύτερη». Η Μ αρί Λορ χαίρεται που ακούει ένα χαμόγελο να τρυπώνει στη φωνή του. Όμως κάτω από το χαμόγελο διαισθάνεται τις σκέψεις του να φτερουγίζουν σαν παγιδευμένα πουλιά. «Τι σημαίνει, μπαμπά, θα μας καταλάβουν;» «Σημαίνει ότι θα παρκάρουν τα φορτηγά τους στις πλατείες». «Θα μας βάλουν να μιλάμε τη γλώσσα τους;»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
159
«Ίσως μας βάλουν να γυρίσουμε τα ρολόγια μας μία ώρα μπροστά». Το σπίτι τρίζει. Οι γλάροι κρώζουν. Εκείνος ανάβει κι άλλο τσιγάρο. «Είναι σαν το καταλαβαίνω, μπαμπά; Όπως όταν αντιλαμβάνομαι κάτι;» «Σημαίνει στρατιωτικός έλεγχος, Μ αρί. Φτάνουν οι ερωτήσεις για τώρα». Σιωπή. Είκοσι χτύποι της καρδιάς. Τριάντα. «Πώς μπορεί μια χώρα να κάνει μια άλλη να αλλάξει τα ρολόγια της; Κι αν αρνηθούν όλοι;» «Τότε πολλοί θα έρχονται νωρίς. Ή αργά». «Θυμάσαι το διαμέρισμά μας, μπαμπά; Μ ε τα βιβλία μου και τη μακέτα μας και όλα εκείνα τα κουκουνάρια στο περβάζι;» «Φυσικά». «Τα έβαλα στη σειρά από το μεγαλύτερο στο μικρότερο». «Ακόμα εκεί είναι». «Λες;» «Το ξέρω σίγουρα». «Δεν το ξέρεις σίγουρα». «Δεν το ξέρω σίγουρα. Το πιστεύω». «Τώρα στα κρεβάτια μας κοιμούνται Γερμανοί στρατιώτες, μπαμπά;» «Όχι». Η Μ αρί Λορ προσπαθεί να μείνει εντελώς ακίνητη. Σχεδόν ακούει τα γρανάζια του μυαλού του πατέρα της να γυρίζουν μέσα στο κεφάλι του. «Όλα θα πάνε καλά» του ψιθυρίζει. Το χέρι της βρίσκει τον βραχίονά του. «Θα μείνουμε εδώ για λίγο και μετά θα γυρίσουμε στο διαμέρισμά μας, και τα κουκουνάρια θα είναι ακριβώς εκεί που τα αφήσαμε, και οι Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα θα είναι στο πάτωμα του κλειδοφυλακίου όπου τις αφήσαμε, και κανείς δε θα κοιμάται στα κρεβάτια μας». Το απόμακρο τραγούδι της θάλασσας. Το ποδοβολητό των τακουνιών από ένα ζευγάρι μπότες κάτω στο πλακόστρωτο. Η
160
ANTHONY DOERR
Μ αρί Λορ θέλει πάρα πολύ να της πει ο πατέρας της: «Ναι, έτσι όπως τα λες είναι, γλυκιά μου», αλλά εκείνος δε λέει τίποτα. 2. occuper (γ αλλ.): καταλαμβάνω.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
161
Μη λες ψέματα
ΔΕΝ ΜΠΟΡ ΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡ ΩΘΕΙ στα μαθήματα του σχολείου, ούτε σε απλές συζητήσεις, ούτε στα θελήματα της φράου Έλενας. Κάθε φορά που κλείνει τα μάτια του τον κυριεύει το όραμα του σχολείου στο Σουλπφόρτα: βερμιγιόν σημαίες, μυώδη άλογα, αστραφτερά εργαστήρια. Τα καλύτερα αγόρια της Γερμανίας. Ορισμένες στιγμές βλέπει τον εαυτό του ως σύμβολο δυνατοτήτων πάνω στο οποίο έχουν στραφεί όλα τα βλέμματα. Παρότι, κάποιες άλλες στιγμές, βλέπει να τρεμοσβήνει μπροστά του το χοντρό παιδί από τις εισαγωγικές εξετάσεις: το πρόσωπο που στράγγιξε από το αίμα στην εξέδρα ψηλά πάνω από την αίθουσα χορού. Το πώς έπεσε. Το ότι κανείς δεν επιχείρησε να τον βοηθήσει. Γιατί δεν μπορεί να χαρεί γι’ αυτόν η Γιούττα; Γιατί, ακόμη και τη στιγμή της φυγής του, κάποια ανεξήγητη προειδοποίηση μουρμουρίζει σε μια απόμακρη περιοχή του νου του; «Πες μας πάλι για τις χειροβομβίδες!» λέει ο Μ άρτιν Ζάξε. «Και για τα γεράκια!» συμπληρώνει ο Ζίγκφριντ Φίσερ. Τρεις φορές προετοιμάζει το επιχείρημά του και τις τρεις φορές η Γιούττα κάνει επί τόπου μεταβολή και φεύγει με μεγάλες δρασκελιές. Βοηθάει με τις ώρες τη φράου Έλενα με τα μικρότερα παιδιά ή πηγαίνει με τα πόδια στην αγορά ή βρίσκει μια άλλη δικαιολογία για να βοηθήσει, να απασχοληθεί, να πάει έξω.
162
ANTHONY DOERR
«Δεν κάθεται να με ακούσει» λέει ο Βέρνερ στη φράου Έλενα. «Προσπάθησε κι άλλο». Πριν καλά καλά το καταλάβει, μένει μόνο μία μέρα πριν από την αναχώρησή του. Ξυπνάει πριν ξημερώσει και βρίσκει τη Γιούττα να κοιμάται στο ράντζο της στον κοιτώνα των κοριτσιών. Τα χέρια της είναι τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι της, η μάλλινη κουβέρτα έχει μαζευτεί γύρω από τη μέση της και το μαξιλάρι της είναι σφηνωμένο στο κενό ανάμεσα στο στρώμα και στον τοίχο – ακόμη και στον ύπνο της είναι ένα πορτρέτο προστριβής. Πάνω από το κρεβάτι της είναι κολλημένα τα φανταστικά σκίτσα του χωριού της φράου Έλενας, του Παρισιού, με χιλιάδες λευκούς πύργους κάτω από περιστρεφόμενα σμήνη πουλιών. Λέει το όνομά της. Εκείνη σφίγγεται περισσότερο μέσα στην κουβέρτα της. «Έρχεσαι να περπατήσεις μαζί μου;» Προς μεγάλη του έκπληξη ανακάθεται. Βγαίνουν έξω πριν ξυπνήσουν οι άλλοι. Εκείνος προπορεύεται χωρίς να μιλάει. Σκαρφαλώνουν σε έναν φράχτη, μετά σε έναν άλλο. Τα λυτά κορδόνια της Γιούττα σέρνονται πίσω της. Γαϊδουράγκαθα γρατζουνίζουν τα γόνατά τους. Ο ήλιος που ανατέλλει είναι σαν τρύπα από καρφίτσα στον ορίζοντα. Σταματάνε στην άκρη ενός αρδευτικού καναλιού. Τους περασμένους χειμώνες ο Βέρνερ την έσερνε με το καρότσι τους σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και παρακολουθούσαν τους παγοδρόμους να παραβγαίνουν μεταξύ τους στο παγωμένο κανάλι, αγρότες με παγοπέδιλα στα πόδια και ένα στρώμα δροσόπαγου στις γενειάδες, πέντ’ έξι που περνούσαν ορμητικά όλοι μαζί, διαγκωνιζόμενοι, στα μισά ενός αγώνα δεκατριών δεκατεσσάρων χιλιομέτρων ανάμεσα σε δύο πόλεις. Το ύφος στα μάτια των παγοδρόμων ήταν σαν αλόγων που έχουν τρέξει μεγάλη απόσταση και ο Βέρνερ πάντα ενθουσιαζόταν να τους βλέπει, να νιώθει την αναστάτωση του αέρα από την ταχύτητά τους, να ακούει τα παγοπέδιλά τους να περνάνε χτυπώντας κι ύστερα να σβήνουν – μια αίσθηση θαρρείς και η ψυχή του θα ξεριζωνόταν από το σώμα του και θα τους ακολουθούσε πετώντας σπίθες. Αλλά μόλις προχωρούσαν μετά τη στροφή και
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
163
άφηναν πίσω τους μονάχα τις λευκές χαραγματιές από τα παγοπέδιλά τους στον πάγο, ο ενθουσιασμός έσβηνε, κι εκείνος έσερνε τη Γιούττα πίσω στο Σπίτι των Παιδιών νιώθοντας μόνος και έρημος και πιο παγιδευμένος στη ζωή του απ’ ό,τι πριν. «Πέρσι τον χειμώνα δεν ήρθαν παγοδρόμοι» λέει. Η αδερφή του κοιτάζει το χαντάκι. Τα μάτια της, μενεξεδένια. Τα μαλλιά της είναι μπλεγμένα και ατίθασα και ίσως ακόμη πιο λευκά από τα δικά του. Schnee – χιόνι. «Ούτε φέτος θα ’ρθει κανείς» του λέει. Το συγκρότημα των ορυχείων είναι μια μαύρη οροσειρά που σιγοκαίει πίσω της. Ακόμη και τώρα ο Βέρνερ ακούει τον μηχανικό, ρυθμικό γδούπο στο βάθος, την πρώτη βάρδια που κατεβαίνει με τους ανελκυστήρες ενώ ανεβαίνει η νυχτερινή βάρδια –όλα τα παιδιά με τα κουρασμένα μάτια και τα μουντζουρωμένα πρόσωπα που ανεβαίνουν με τους ανελκυστήρες για να συναντήσουν τον ήλιο– και για μια στιγμή αντιλαμβάνεται μια θεόρατη, φριχτή παρουσία να ξεπροβάλλει ακριβώς πίσω από το πρωινό. «Ξέρω ότι έχεις θυμώσει…» «Θα γίνεις σαν τον Χανς και τον Χέρριμπερτ». «Δε θα γίνω». «Αν περάσεις πολύ καιρό με τέτοια παιδιά, θα γίνεις». «Δηλαδή θες να μείνω; Να κατέβω στα ορυχεία;» Παρακολουθούν έναν ποδηλάτη πέρα στον δρόμο. Η Γιούττα χώνει τα χέρια κάτω από τις μασχάλες της. «Ξέρεις τι άκουγα; Στο ραδιόφωνό μας; Πριν το διαλύσεις;» «Σταμάτα, Γιούττα. Σε παρακαλώ». «Εκπομπές από το Παρίσι. Έλεγαν τα αντίθετα απ’ αυτά που λέει το Ράδιο Γερμανία. Έλεγαν ότι είμαστε σατανάδες. Ότι κάναμε θηριωδίες. Ξέρεις τι σημαίνει θηριωδίες;» «Σε παρακαλώ, Γιούττα». «Είναι σωστό» λέει η Γιούττα «να κάνεις κάτι μόνο και μόνο επειδή το κάνουν όλοι οι άλλοι;» Αμφιβολίες: γλιστρούν μέσα του σαν χέλια. Τις απωθεί. Η Γιούττα δεν είναι ούτε δώδεκα χρόνων, είναι ακόμα μικρή. «Θα σου γράφω κάθε εβδομάδα. Και δύο φορές την εβδομάδα,
164
ANTHONY DOERR
αν μπορώ. Δε χρειάζεται να τα δείχνεις στη φράου Έλενα, αν δε θέλεις». Η Γιούττα κλείνει τα μάτια. «Δεν είναι για πάντα, Γιούττα. Δυο χρόνια το πολύ. Τα μισά παιδιά απ’ όσα εισάγονται δεν καταφέρνουν να αποφοιτήσουν. Αλλά ίσως μάθω κάτι· ίσως μου δείξουν πώς να γίνω σωστός μηχανικός. Ίσως μάθω να πετάω αεροπλάνο, όπως λέει ο μικρός Ζίγκφριντ. Μ ην κουνάς το κεφάλι, πάντα θέλαμε να δούμε πώς είναι μέσα στ’ αεροπλάνα, έτσι δεν είναι; Θα μας πάω δυτικά, εμάς τους δυο, και τη φράου Έλενα, αν θέλει. Ή θα μπορούσαμε να πάρουμε το τρένο. Θα περάσουμε μέσα από δάση και villages de montagnes –ορεινά χωριά–, απ’ όλα εκείνα τα μέρη που μας έλεγε η φράου Έλενα όταν ήμασταν μικροί. Ίσως φτάσουμε μέχρι το Παρίσι». Το φως που δυναμώνει. Ο απαλός συριγμός των χορταριών. Η Γιούττα ανοίγει τα μάτια της αλλά δεν τον κοιτάζει. «Μ η λες ψέματα. Πες ψέματα στον εαυτό σου, Βέρνερ, αλλά εμένα μη μου λες ψέματα». Δέκα ώρες αργότερα έχει ανέβει στο τρένο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
165
Ετιέν
EΠΙ
ΤΡ ΕΙΣ ΜΕΡ ΕΣ δε συναντά τον αδερφό του παππού της. Κατόπιν, ενώ προχωρά ψηλαφητά προς την τουαλέτα, το τέταρτο πρωινό μετά την άφιξή τους, πατάει κάτι μικρό και σκληρό. Σκύβει και το εντοπίζει με τα δάχτυλά της. Ελικοειδές και λείο. Ένα γλυπτό από κάθετες πτυχές κομμένες εγκάρσια από μια φθίνουσα σπείρα. Το άνοιγμα είναι φαρδύ και οβάλ. «Ένα βούκινο» ψιθυρίζει. Μ ια δρασκελιά μπροστά από το πρώτο κοχύλι βρίσκει ένα άλλο. Κατόπιν τρίτο, και τέταρτο. Μ ια σειρά από βότσαλα περνάει καμπυλωτά μπροστά από την τουαλέτα και κατεβαίνει τη σκάλα ως την κλειστή πόρτα του τέταρτου πατώματος, που πλέον ξέρει ότι είναι η δική του. Πίσω από την οποία εξέρχονται οι αρμονικοί ψίθυροι πιάνων που παίζουν. Μ ια φωνή λέει: «Πέρνα». Εκείνη περιμένει κλεισούρα, γέρικη μούχλα, αλλά το δωμάτιο έχει μια ήπια μυρωδιά σαπουνιού, βιβλίων και ξεραμένων φυκιών. Περίπου σαν το εργαστήριο του δόκτορα Ζεφάρ. «Θείε;» «Μ αρί Λορ». Η φωνή του είναι χαμηλή και αέρινη, ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα που θα φύλαγες σε ένα συρτάρι και θα το έβγαζες μόνο
166
ANTHONY DOERR
σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ίσα για να το πιάσεις στα δάχτυλά σου. Απλώνει το χέρι της στο κενό και ένα ψυχρό αλαφροκόκαλο χέρι πιάνει το δικό της. Νιώθει καλύτερα, της λέει. «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σε γνωρίσω νωρίτερα». Τα πιάνα συνεχίζουν να παίζουν απαλά· ακούγονται σαν να είναι καμιά δωδεκαριά, σαν να έρχεται ο ήχος από όλα τα σημεία του ορίζοντα. «Πόσα ραδιόφωνα έχετε, θείε;» «Κάτσε να σου δείξω». Της σηκώνει τα χέρια σε ένα ράφι. «Αυτό είναι στερεοφωνικό. Ετερόδυνο. Το έφτιαξα μόνος μου». Εκείνη φαντάζεται έναν μικρούτσικο πιανίστα με σμόκιν να παίζει μέσα στο μηχάνημα. Μ ετά της βάζει τα χέρια σε ένα μεγάλο ξύλινο ραδιόφωνο κι ύστερα σε ένα άλλο που έχει μέγεθος ψηστιέρας. Έντεκα στο σύνολο, της λέει με παιδιάστικη περηφάνια στη φωνή. «Ακούω τα πλοία στη θάλασσα. Μ αδρίτη. Βραζιλία. Λονδίνο. Μ ια φορά άκουσα Ινδία. Εδώ, στην άκρη της πόλης, τόσο ψηλά μέσα στο σπίτι, έχουμε εξαιρετική λήψη». Την αφήνει να σκαλίσει ένα κουτί με ασφάλειες, ένα άλλο με διακόπτες. Έπειτα την οδηγεί στις βιβλιοθήκες: οι ράχες εκατοντάδων βιβλίων· ένα κλουβί για πουλιά· σκαθάρια σε σπιρτόκουτα· μια ηλεκτρική ποντικοπαγίδα· ένα γυάλινο πρες παπιέ μέσα στο οποίο, όπως της λέει, είναι θαμμένος ένας σκορπιός· βάζα με διάφορους ρευματοδότες· εκατοντάδες άλλα πράγματα που δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Εκείνος έχει τον τέταρτο όροφο –ένα μεγάλο δωμάτιο, εκτός από το πλατύσκαλο– όλο δικό του. Τρία παράθυρα βλέπουν στην οδό Βομπορέλ από την πρόσοψη και άλλα τρία στο σοκάκι πίσω από το σπίτι. Έχει ένα μικρό παμπάλαιο κρεβάτι και το κουβερλί του είναι στρωτό και τεντωμένο. Ένα τακτοποιημένο γραφείο, ένας καναπές. «Αυτή ήταν η ξενάγηση» της λέει σχεδόν ψιθυρίζοντας. Ο θείος της φαίνεται καλοσυνάτος, φιλοπερίεργος και απόλυτα ισορροπημένος. Γαλήνη: αυτό εκπέμπει περισσότερο απ’
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
167
οτιδήποτε άλλο. Τη γαλήνη ενός δέντρου. Ενός ποντικιού που ανοιγοκλείνει τα μάτια στο σκοτάδι. Η μαντάμ Μ ανέκ φέρνει σάντουιτς. Ο Ετιέν δεν έχει καθόλου Ιούλιο Βερν, αλλά έχει Δαρβίνο, της λέει, και της διαβάζει από το Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ, μεταφράζοντας επί τόπου τα αγγλικά σε γαλλικά – «η ποικιλία των ειδών των αραχνών που πηδούν μοιάζει σχεδόν άπειρη…» Μ ουσική βγαίνει στροβιλιζόμενη από τα ραδιόφωνα, και είναι εξαίσιο να χουζουρεύει πάνω στον καναπέ, να είναι ζεστή και φαγωμένη, να νιώθει τις λέξεις να τη σηκώνουν ψηλά και να τη μεταφέρουν κάπου αλλού.
* Έξι τετράγωνα μακριά, στο τηλεγραφείο, ο πατέρας της Μ αρί Λορ κολλάει τη μύτη του στο τζάμι για να δει τις δύο γερμανικές μοτοσικλέτες με τα καλάθια που διασχίζουν βρυχώμενες την Πορτ Σαιν Βανσάν. Όλα τα παντζούρια της πόλης είναι κλειστά, αλλά πίσω από τις γρίλιες, πάνω από τα περβάζια, κοιτούν χιλιάδες μάτια. Πίσω από τις μοτοσικλέτες ακολουθούν δυο καμιόνια. Στο τέλος γλιστράει μια μαύρη Μ ερσεντές. Οι ηλιαχτίδες αστράφτουν στα διακοσμητικά του καπό της και στα εξαρτήματα από χρώμιο καθώς η μικρή πομπή σταματάει στον δακτυλιοειδή χαλικόστρωτο δρόμο μπροστά από τους πανύψηλους, σκεπασμένους με λειχήνες τοίχους του Κάστρου του Σαιν Μ αλό. Ένας ηλικιωμένος, αφύσικα μαυρισμένος άντρας –ο δήμαρχος, του εξηγεί κάποιος– περιμένει με ένα λευκό μαντίλι στα μεγάλα του χέρια, χέρια ναυτικού, ενώ στους καρπούς του εκδηλώνεται ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τρέμουλο. Οι Γερμανοί κατεβαίνουν από τα οχήματά τους, είναι πάνω από δώδεκα. Οι μπότες τους γυαλίζουν και οι στολές τους είναι καλοβαλμένες. Δύο κρατάνε γαρίφαλα· ένας άλλος τραβάει ένα σκυλάκι μπιγκλ δεμένο με σκοινί. Αρκετοί κοιτάζουν με ανοιχτό στόμα την πρόσοψη του κάστρου. Ένας κοντός με στολή λοχαγού βγαίνει από το πίσω κάθισμα της Μ ερσεντές και τινάζει κάτι αόρατο από το μανίκι του παλτού του. Ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με έναν αδύνατο υπασπιστή, ο οποίος μεταφράζει στον δήμαρχο. Ο δήμαρχος γνέφει
168
ANTHONY DOERR
καταφατικά. Ύστερα ο υπασπιστής εξαφανίζεται πίσω απ’ τις τεράστιες πόρτες. Λίγα λεπτά αργότερα ο υπασπιστής ανοίγει τα παραθυρόφυλλα ενός παραθύρου στον επάνω όροφο και αγναντεύει για μια στιγμή πάνω από τις σκεπές, πριν ξετυλίξει μια άλικη σημαία πάνω στον τοίχο και την κρεμάσει από τις σιδηροθηλιές στο περβάζι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
169
Jungmänner
ΤΟ ΚΑΣΤΡ Ο είναι σαν να ’χει βγει από παραμύθι: οχτώ με εννιά πέτρινα κτίρια προφυλαγμένα κάτω από τους λόφους, σκεπές στο χρώμα της σκουριάς, στενά παράθυρα, βέλη και πυργίσκοι, ζιζάνια που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα κεραμίδια. Ένα όμορφο ποταμάκι ξετυλίγεται ανάμεσα στα γήπεδα. Στο Τσολλφεράιν ο Βέρνερ δεν είχε ανασάνει αέρα τόσο ανόθευτο από σκόνη ούτε τη διαυγέστερη ώρα της διαυγέστερης μέρας. Ένας μονόχειρας που είναι υπεύθυνος για τον κοιτώνα παραθέτει έναν επιθετικό χείμαρρο κανόνων: «Αυτή είναι η στολή παρελάσεως, αυτή η στολή αγγαρείας, αυτή η στολή γυμναστικής. Οι τιράντες φοριούνται σταυρωτά πίσω, παράλληλα μπροστά. Τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τον αγκώνα. Κάθε παιδί έχει μαχαίρι σε θηκάρι στη δεξιά πλευρά της ζώνης. Σηκώνετε το δεξί χέρι για να πάρετε τον λόγο. Πάντα παρατάσσεστε σε στοίχους των δέκα. Απαγορεύονται τα βιβλία, τα τσιγάρα, τα προσωπικά αντικείμενα, δε θα έχετε τίποτα στα ντουλάπια σας εκτός από στολές, άρβυλα, μαχαίρι, βερνίκι. Δε θα μιλάτε μετά το σιωπητήριο. Τα γράμματα προς τις οικογένειές σας θα ταχυδρομούνται τις Τετάρτες. Θα αποβάλετε την αδυναμία, τη δειλία, τον δισταγμό σας. Θα γίνετε καταρράχτης, καταιγισμός από σφαίρες – θα ορμάτε προς την ίδια κατεύθυνση με τον ίδιο ρυθμό, προς τον ίδιο στόχο. Θα παραιτηθείτε από τις ανέσεις· θα
170
ANTHONY DOERR
ζείτε μόνο για το καθήκον. Θα τρώτε χώρα και θα αναπνέετε έθνος». Κατάλαβαν; Τα παιδιά φωνάζουν πως κατάλαβαν. Είναι τετρακόσια, συν τριάντα εκπαιδευτές και άλλα πενήντα άτομα προσωπικό, υπαξιωματικοί και μάγειροι, ιπποκόμοι και επιστάτες. Κάποιοι δόκιμοι είναι μόλις εννιά ετών. Οι μεγαλύτεροι είναι δεκαεφτά. Γοτθικές κατατομές, σουβλερές μύτες, μυτερά πιγούνια. Όλοι τους γαλανομάτηδες. Ο Βέρνερ κοιμάται σε έναν μικροσκοπικό κοιτώνα με άλλους εφτά δεκατετράχρονους. Η επάνω κουκέτα ανήκει στον Φρίντριχ: ένα αχαμνό παιδί, αδύνατο σαν φύλλο χλόης, με δέρμα άσπρο σαν κρέμα. Και ο Φρίντριχ είναι καινούριος. Είναι από το Βερολίνο. Ο πατέρας του είναι βοηθός ενός πρέσβη. Όποτε μιλάει η προσοχή του πετάει προς τα πάνω, σαν να προσπαθεί να ανιχνεύσει κάτι στον αέρα. Τρώνε παρέα με τον Βέρνερ το πρώτο τους γεύμα φορώντας τις καινούριες κολλαρισμένες στολές τους στο μακρύ, ξύλινο τραπέζι της τραπεζαρίας. Μ ερικά παιδιά κουβεντιάζουν ψιθυριστά, άλλα κάθονται μόνα τους, άλλα καταβροχθίζουν το φαγητό σαν να έχουν μέρες να φάνε. Μ έσα από τρία αψιδωτά παράθυρα η αυγή στέλνει μια δέσμη καθαγιασμένων χρυσαφένιων αχτίνων. Ο Φρίντριχ πεταρίζει τα δάχτυλά του και ρωτάει: «Σου αρέσουν τα πουλιά;» «Ναι». «Ξέρεις τις κουρούνες;» Ο Βέρνερ γνέφει αρνητικά. «Οι κουρούνες είναι εξυπνότερες από τα περισσότερα θηλαστικά. Ακόμη κι από τις μαϊμούδες. Τις έχω δει να βάζουν καρύδια που δεν μπορούν να σπάσουν στον δρόμο και να περιμένουν να τα πατήσουν τα αυτοκίνητα για να πάρουν την ψίχα. Βέρνερ, εσύ κι εγώ θα γίνουμε πολύ καλοί φίλοι, είμαι σίγουρος». Ένα πορτρέτο του φίρερ επιβλέπει βλοσυρά όλες τις αίθουσες διδασκαλίας. Το μάθημα γίνεται σε πάγκους χωρίς πλάτη, σε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
171
ξύλινα τραπέζια αυλακωμένα από την πλήξη αμέτρητων αγοριών πριν από αυτούς – ιπποκόμους, μοναχούς, επίστρατους, δόκιμους. Την πρώτη μέρα ο Βέρνερ προσπερνάει τη μισάνοιχτη πόρτα του εργαστηρίου των τεχνικών επιστημών και βλέπει μια αίθουσα μεγάλη σαν το φαρμακοπαντοπωλείο του Τσολλφεράιν, με ολοκαίνουριους νεροχύτες και ντουλάπια με γυάλινα πορτόφυλλα, μέσα στα οποία περιμένουν αστραφτερά γυάλινα δοχεία και βαθμονομημένοι κύλινδροι και ζυγοί και καυστήρες. Ο Φρίντριχ αναγκάζεται να τον τραβήξει για να προχωρήσει. Τη δεύτερη μέρα ένας γέρος φρενολόγος κάνει μια παρουσίαση σε ολόκληρο το μαθητικό σώμα. Τα φώτα της τραπεζαρίας χαμηλώνουν, ένας προβολέας βουίζει και στον πίσω τοίχο εμφανίζεται ένα διάγραμμα γεμάτο κύκλους. Ο γέρος στέκεται κάτω από την οθόνη και κουνάει την άκρη μιας στέκας του μπιλιάρδου πάνω στο πλέγμα. «Οι άσπροι κύκλοι αναπαριστούν το καθαρό γερμανικό αίμα. Οι κύκλοι με μαύρο δείχνουν την αναλογία ξένου αίματος. Παρατηρήστε την ομάδα δύο, αριθμός πέντε». Χτυπάει μαλακά την οθόνη με τη στέκα κι αυτή αναταράζεται. «Ο γάμος μεταξύ ενός καθαρού Γερμανού με Εβραίο κατά το ένα τέταρτο επιτρέπεται ακόμη, βλέπετε;» Μ ισή ώρα αργότερα ο Βέρνερ και ο Φρίντριχ διαβάζουν Γκαίτε στο μάθημα της ποίησης. Ύστερα μαγνητίζουν βελόνες στις εργαστηριακές ασκήσεις. Ο υπεύθυνος των κοιτώνων ανακοινώνει προγράμματα βυζαντινής περιπλοκότητας: Τις Δευτέρες έχουν μηχανική, πολιτική ιστορία, φυλετικές επιστήμες. Τις Τρίτες, ιππασία, ανώμαλο δρόμο με προσανατολισμό και ανίχνευση πορείας, στρατιωτική ιστορία. Όλοι, ακόμη και τα εννιάχρονα, θα μάθουν να καθαρίζουν, να λύνουν και να σκοπεύουν με τουφέκι Μ άουζερ. Τα απογεύματα ζώνονται ένα κουβάρι από φισεκλίκια και τρέχουν. Τρέχουν ως τις γούρνες· τρέχουν ως τη σημαία· τρέχουν ως την κορυφή του λόφου. Τρέχουν παίρνοντας ο ένας τον άλλο στην πλάτη, τρέχουν με το τουφέκι σηκωμένο πάνω από το κεφάλι. Τρέχουν, έρπουν, κολυμπούν. Και μετά τρέχουν
172
ANTHONY DOERR
κι άλλο. Οι αστροκέντητες νύχτες, οι δροσοστάλαχτες αυγές, τα ήσυχα περιστύλια, ο επιβεβλημένος ασκητισμός – ο Βέρνερ πρώτη φορά αισθάνεται πως συμμετέχει σε κάτι τόσο προσηλωμένο σε έναν και μόνο σκοπό. Πρώτη φορά αισθάνεται τόσο μεγάλη λαχτάρα να ανήκει κάπου. Στους αλλεπάλληλους κοιτώνες υπάρχουν δόκιμοι που μιλάνε για αλπικό σκι, για μονομαχίες, για τζαζ κλαμπ και γκουβερνάντες και κυνήγι αγριογούρουνων· παιδιά που χρησιμοποιούν βωμολοχίες με βιρτουόζικη επιδεξιότητα και παιδιά που μιλάνε για τσιγάρα με ονόματα αστέρων του σινεμά· παιδιά που μιλάνε για «τηλεφωνήματα στον συνταγματάρχη» και παιδιά που οι μητέρες τους είναι βαρόνες. Υπάρχουν παιδιά που έγιναν δεκτά στη σχολή όχι επειδή είναι καλά σε κάτι συγκεκριμένο αλλά επειδή ο πατέρας τους δουλεύει σε υπουργείο. Και ο τρόπος που μιλάνε: «Δε γίνεται να μαζέψεις σύκα από τριβόλια!» «Θα επικονίαζα την κοπελιά στο άψε σβήσε, παλιοτόμαρο!» «Ξεσφίξτε τα δόντια και φορτώστε τα στον κόκορα, παιδιά!» Υπάρχουν δόκιμοι που τα κάνουν όλα σωστά – έξοχο παράστημα, τέλειο σημάδι, αρβύλες γυαλισμένες τόσο άψογα, που καθρεφτίζουν τα σύννεφα. Υπάρχουν δόκιμοι που έχουν δέρμα σαν βούτυρο και ίριδες σαν ζαφείρια και πολύ λεπτά δίκτυα από γαλάζιες φλέβες σαν δαντέλες στην ανάστροφη των χεριών τους. Προς το παρόν όμως κάτω από το μαστίγιο της διοίκησης είναι όλοι το ίδιο, είναι όλοι Jungmänner, νεανίες. Περνούν γρήγορα τις πόρτες όλοι μαζί, καταβροχθίζουν αυγά τηγανητά στην τραπεζαρία όλοι μαζί, παρελαύνουν στο προαύλιο, παρευρίσκονται στο προσκλητήριο, χαιρετούν τη σημαία, ρίχνουν με τα τουφέκια, τρέχουν, πλένονται και υποφέρουν όλοι μαζί. Ο καθένας είναι ένα κομμάτι πηλού, και ο πηλοπλάστης, δηλαδή ο εύσωμος διοικητής με το γυαλιστερό πρόσωπο, πλάθει τετρακόσια πανομοιότυπα αγγεία. Είμαστε νέοι, τραγουδούν, είμαστε ακλόνητοι, δεν έχουμε συμβιβαστεί ποτέ, έχουμε πολλά κάστρα να πατήσουμε ακόμα. Ο Βέρνερ ταλαντεύεται μεταξύ εξάντλησης, σύγχυσης και αγαλλίασης. Τον καταπλήσσει που η ζωή του άλλαξε κατεύθυνση τόσο ολοκληρωτικά. Διώχνει τις αμφιβολίες αποστηθίζοντας
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
173
στίχους ή τη διαδρομή προς τις αίθουσες διδασκαλίας, έχοντας πάντα στα μάτια του μια εικόνα του εργαστηρίου τεχνικών επιστημών: εννέα τραπέζια, τριάντα σκαμπό· πηνία, μεταβλητοί πυκνωτές, ενισχυτές, μπαταρίες, εργαλεία συγκόλλησης κλειδωμένα στα γυαλιστερά ντουλάπια. Από πάνω, γονατισμένος στην κουκέτα του, ο Φρίντριχ αγναντεύει μέσα από ένα ζευγάρι παλιά κιάλια από το ανοιχτό παράθυρο και καταγράφει στο κάγκελο του κρεβατιού τα πουλιά που έχει δει. Μ ια εγκοπή κάτω από το κοκκινοβουτηχτάρι. Έξι εγκοπές κάτω από το τσιχλαηδόνι. Έξω μια ομάδα από δεκάχρονους κουβαλάει πυρσούς και σημαίες με τη σβάστικα προς το ποτάμι. Η πομπή κοντοστέκεται και μια ριπή αέρα χτυπάει τις φλόγες των πυρσών. Ύστερα συνεχίζουν και το τραγούδι τους ανεβαίνει στροβιλιζόμενο μέσα από το παράθυρο σαν φωτεινό παλλόμενο σύννεφο: Πάρε με, πάρε με, στρατιώτη Ώστε να μην έχω θάνατο κοινό! Θέλω να μην είναι ο θάνατός μου μάταιος Θέλω στον τύμβο να θυσιαστώ.
174
ANTHONY DOERR
Βιέννη
Ο ΑΡ ΧΙΛΟΧΙΑΣ Ράινχολντ φον Ρούμπελ είναι σαράντα ενός ετών, όχι σε τόσο μεγάλη ηλικία που να μην μπορεί να πάρει προαγωγή. Έχει υγρά κόκκινα χείλη· ωχρά, σχεδόν διάφανα μάγουλα, σαν φιλέτα ωμής γλώσσας· και ένα ένστικτο για την ορθότητα που σπάνια τον ξεγελάει. Έχει μια σύζυγο που υπομένει αγόγγυστα τις απουσίες του και που τακτοποιεί τις πορσελάνινες γατούλες της ανά χρώμα, από την πιο ανοιχτόχρωμη στην πιο σκουρόχρωμη, σε δυο διαφορετικά ράφια στη σάλα του σπιτιού τους στη Στουτγάρδη. Και δύο κόρες που έχει εννιά μήνες να τις δει. Η μεγάλη, η Βερόνικα, είναι πολύ σοβαρή. Τα γράμματα που του στέλνει περιλαμβάνουν φράσεις όπως «ιερή απόφαση», «υπερήφανα επιτεύγματα» και «πρωτάκουστο στην ιστορία». Το ιδιαίτερο ταλέντο του φον Ρούμπελ είναι τα διαμάντια: ξέρει να κόβει και να γυαλίζει πολύτιμες πέτρες καλά όσο κάθε άλλος άριος κοσμηματοπώλης στην Ευρώπη και συχνά ξεχωρίζει τις απομιμήσεις με μια ματιά. Σπούδασε κρυσταλλογραφία στο Μ όναχο, μαθήτευσε ως στιλβωτής στην Αμβέρσα, μάλιστα έχει πάει –ένα θαυμάσιο απόγευμα– στην Τσαρτερχάουζ Στριτ του Λονδίνου, σε έναν ανώνυμο οίκο εμπορίου διαμαντιών, όπου του ζήτησαν να αδειάσει τις τσέπες του και τον έβαλαν να ανέβει τρεις σκάλες και να περάσει τρεις κλειδωμένες πόρτες και να καθίσει σε ένα τραπέζι όπου ένας άντρας με μουστάκι στριμμένο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
175
σαν μύτες μαχαιριών τον άφησε να εξετάσει ένα ακατέργαστο διαμάντι ενενήντα δύο καρατίων από τη Νότια Αμερική. Πριν από τον πόλεμο η ζωή του Ράινχολντ φον Ρούμπελ ήταν αρκούντως ευχάριστη: ήταν ένας γεμολόγος που εργαζόταν ως εκτιμητής πολύτιμων λίθων στο κατάστημά του, στον δεύτερο όροφο ενός κτιρίου πίσω από την παλιά καγκελαρία της Στουτγάρδης. Οι πελάτες έφερναν τα πετράδια τους και εκείνος τους έλεγε τι αξία είχαν. Μ ερικές φορές έκοβε εκ νέου διαμάντια ή παρείχε υπηρεσίες συμβούλου σε κοπές σημαντικών λίθων. Αν καμιά φορά εξαπατούσε κανέναν πελάτη, έλεγε στον εαυτό του ότι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι ήταν. Λόγω του πολέμου η δουλειά του επεκτάθηκε. Τώρα ο αρχιλοχίας φον Ρούμπελ έχει την ευκαιρία να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει κανείς επί αιώνες – ούτε στη μογγολική δυναστεία, ούτε στην εποχή των Χαν. Ίσως ποτέ στην ιστορία. Έχουν περάσει μόλις λίγες εβδομάδες από τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας και έχει ήδη δει πράγματα που δε φανταζόταν ότι θα τα έβλεπε ούτε σε έξι ζωές: μια υδρόγειο του δέκατου έβδομου αιώνα μεγάλη σαν μικρό αυτοκίνητο, με ρουμπίνια για ηφαίστεια, ζαφείρια συγκεντρωμένα στους πόλους και διαμάντια για τις πρωτεύουσες του κόσμου. Έπιασε –έπιασε!– τη λαβή ενός εγχειριδίου τουλάχιστον τετρακοσίων ετών, κατασκευασμένη από λευκό νεφρίτη με ένθετα σμαράγδια. Μ όλις χτες, πηγαίνοντας προς τη Βιέννη, πήρε στην κατοχή του ένα πορσελάνινο σερβίτσιο πεντακοσίων εβδομήντα κομματιών, κάθε πιάτο του οποίου έχει ένθετο στο χείλος ένα διαμάντι με κόψιμο μαρκίζ. Από πού κατάσχεσε η αστυνομία αυτούς τους θησαυρούς και από ποιον δε ρωτάει. Ήδη το συσκεύασε ο ίδιος προσωπικά σε ένα κιβώτιο και το έδεσε και το αρίθμησε με άσπρη μπογιά και επέβλεψε τη φόρτωσή του στο βαγόνι ενός τρένου όπου βρίσκεται υπό εικοσιτετράωρη φύλαξη. Περιμένοντας να σταλεί στην ανώτερη διοίκηση. Περιμένοντας κι άλλα. Αυτό το συγκεκριμένο καλοκαιρινό απόγευμα, σε μια σκονισμένη γεωλογική βιβλιοθήκη στη Βιέννη, ο αρχιλοχίας φον Ρούμπελ ακολουθεί μια λιπόσαρκη γραμματέα με καφέ παπούτσια,
176
ANTHONY DOERR
καφέ κάλτσες, καφέ φούστα και καφέ μπλούζα ανάμεσα σε ράφια γεμάτα περιοδικά. Η γραμματέας αφήνει κάτω ένα σκαμνάκι, ανεβαίνει, τεντώνεται. Τα ταξίδια στην Ινδία του Ταβερνιέ, 1676. Ταξίδια στις ανατολικές επαρχίες της ρωσικής αυτοκρατορίας του Π. Ζ. Πάλλας, 1793. Πολύτιμοι λίθοι και πετράδια του Στίτερ, 1898. Οι φήμες λένε ότι ο φίρερ ετοιμάζει έναν κατάλογο με τα πολύτιμα αντικείμενα που επιθυμεί από όλη την Ευρώπη και τη Ρωσία. Λένε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το Λιντς της Αυστρίας σε ουράνια πόλη, σε πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου. Ένας τεράστιος χώρος περιπάτου, ακρόπολη, πλανητάριο, βιβλιοθήκη, όπερα – όλα από μάρμαρο και γρανίτη, όλα βαθύτατα καθαρά. Στην καρδιά της σχεδιάζει ένα μουσείο μήκους ενός χιλιομέτρου: μια συλλογή των σπουδαιότερων επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού. Το έγγραφο είναι αληθινό, έχει ακούσει ο φον Ρούμπελ. Τετρακόσιες σελίδες. Κάθεται σε ένα τραπέζι ανάμεσα στα ράφια. Προσπαθεί να σταυρώσει τα πόδια του, αλλά ένα ελαφρύ πρήξιμο ταλαιπωρεί σήμερα τους βουβώνες του: παράξενο αλλά όχι οδυνηρό. Η άτολμη γραμματέας φέρνει βιβλία. Εκείνος ξεφυλλίζει αργά τον Ταβερνιέ, τον Στρίτερ, τα Σκίτσα της Περσίας του Μ άρρεϋ. Διαβάζει λήμματα για το τριακοσίων καρατίων διαμάντι των Ορλόφ από τη Μ όσχα, το Νουρ-αλ-Άιν, το σαρανταοχτώμισι καρατίων Πράσινο Διαμάντι της Δρέσδης. Το βραδάκι τη βρίσκει. Την ιστορία ενός πρίγκιπα που ήταν αθάνατος, ενός ιερέα που τον προειδοποίησε για την οργή μιας θεάς, ενός Γάλλου αρχιερέα που αιώνες αργότερα πίστεψε ότι είχε αγοράσει το ίδιο πετράδι. Η Φλογισμένη Θάλασσα. Ένα γκριζοκύανο διαμάντι με μια κόκκινη απόχρωση στο κέντρο. Καταχωρισμένο ως διαμάντι εκατόν τριάντα τριών καρατίων. Χαμένο ή κληροδοτημένο στον βασιλιά της Γαλλίας το 1738, με τον όρο να παραμείνει κλειδωμένο για διακόσια χρόνια. Κοιτάζει προς τα πάνω. Λάμπες που κρέμονται, σειρές από ράχες βιβλίων που σβήνουν σε σκονισμένο χρυσαφί. Μ ια
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
177
Ευρώπη ολόκληρη, κι εκείνος σκοπεύει να βρει ένα βότσαλο χωμένο στις πτυχές της.
178
ANTHONY DOERR
Οι Boches 3
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ
λέει ότι τα όπλα τους γυαλίζουν σαν να μην έχουν ρίξει ποτέ. Λέει ότι οι μπότες τους είναι καθαρές και οι στολές τους άσπιλες. Λέει ότι μοιάζουν σαν να βγήκαν μόλις από κλιματιζόμενα βαγόνια τρένου. Οι γυναίκες που περνάνε μια μια ή δυο δυο την πόρτα της κουζίνας της μαντάμ Μ ανέκ λένε ότι οι Γερμανοί (αναφέρονται σ’ αυτούς ως Boches) αγοράζουν όλες τις καρτ ποστάλ από τα ράφια των φαρμακοπαντοπωλείων· λένε ότι οι Boches αγοράζουν αχυρένιες κούκλες και βερίκοκα γλασέ και μπαγιάτικα κέικ από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Οι Boches αγοράζουν πουκάμισα από τον μεσιέ Βερντιέ και γυναικεία εσώρουχα από τον μεσιέ Μ ορβάν· οι Boches απαιτούν παράλογες ποσότητες βουτύρου και τυριού· οι Boches έχουν κατεβάσει όσα μπουκάλια σαμπάνια είχε να τους πουλήσει ο caviste. Ο Χίλτερ, ψιθυρίζουν οι γυναίκες, περιηγείται στα μνημεία του Παρισιού. Θεσπίζονται απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Απαγορεύεται η δυνατή μουσική που ακούγεται ως τον δρόμο. Οι δημόσιοι χοροί απαγορεύονται. Η χώρα πενθεί και πρέπει να δείξουμε σεβασμό, ανακοινώνει ο δήμαρχος. Μ όλο που δεν είναι σαφές πόση εξουσία έχει διατηρήσει. Κάθε φορά που φτάνει σε απόσταση ακοής η Μ αρί Λορ ακούει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
179
το φσστ του πατέρα της, που ανάβει άλλο ένα σπίρτο. Τα χέρια του φτερουγίζουν από τη μια τσέπη στην άλλη. Τα πρωινά βρίσκεται πότε στην κουζίνα της μαντάμ Μ ανέκ, πότε στο καπνοπωλείο και πότε στο ταχυδρομείο, όπου περιμένει σε ατέλειωτες ουρές για να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο. Τα απογεύματα κάνει διάφορα μερεμέτια στο σπίτι του Ετιέν – σφίγγει την πόρτα ενός ντουλαπιού που έχει λασκάρει, επιδιορθώνει τη σανίδα ενός σκαλοπατιού που τρίζει. Ρωτάει τη μαντάμ Μ ανέκ πόσο αξιόπιστοι είναι οι γείτονες. Γυρίζει τη σούστα που κλείνει την εργαλειοθήκη του ξανά και ξανά, ώσπου η Μ αρί Λορ τον παρακαλάει να σταματήσει. Τη μία μέρα ο Ετιέν κάθεται με τη Μ αρί Λορ και της διαβάζει με την πουπουλένια φωνή του· την επόμενη υποφέρει από κάτι που ονομάζει πονοκέφαλο και απομονώνεται στο γραφείο του πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. Η μαντάμ Μ ανέκ δίνει κρυφά στη Μ αρί Λορ πλάκες σοκολάτας και κομμάτια κέικ· σήμερα το πρωί στύβουν λεμόνια σε ποτήρια γεμάτα νερό και ζάχαρη και αφήνει τη Μ αρί Λορ να πιει όσο λαχταράει η καρδιά της. «Πόσο θα μείνει εκεί μέσα, μαντάμ;» «Καμιά φορά κάθεται μια δυο μέρες» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Καμιά φορά περισσότερο». Η μία εβδομάδα στο Σαιν Μ αλό γίνεται δύο. Η Μ αρί αρχίζει να νιώθει πως η ζωή της, σαν τις Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, έχει κοπεί στη μέση. Πρώτα ήταν ο πρώτος τόμος, τότε που η Μ αρί Λορ και ο πατέρας της έμεναν στο Παρίσι και πήγαιναν στη δουλειά, και τώρα είναι ο δεύτερος τόμος, που οι Γερμανοί περνάνε με τις μοτοσικλέτες τους αυτούς τους παράξενους στενούς δρόμους και ο θείος της εξαφανίζεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι. «Μ παμπά, πότε θα φύγουμε;» «Μ όλις μάθω νέα από το Παρίσι». «Γιατί πρέπει να κοιμόμαστε σ’ αυτή τη μικρή κρεβατοκάμαρα;» «Είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να καθαρίσουμε ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο, αν θέλεις». «Και το απέναντι δωμάτιο;»
180
ANTHONY DOERR
«Ο Ετιέν κι εγώ συμφωνήσαμε ότι δε θα το χρησιμοποιήσουμε». «Γιατί;» «Ήταν του παππού σου». «Πότε μπορώ να πάω στη θάλασσα;» «Όχι σήμερα, Μ αρί». «Δεν μπορούμε να πάμε μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο;» «Είναι πολύ επικίνδυνο». Έτσι της έρχεται να πατήσει τις τσιρίδες. Τι κίνδυνοι παραμονεύουν; Όταν ανοίγει το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της δεν ακούει ούτε ουρλιαχτά ούτε εκρήξεις, μόνο τα κρωξίματα των πουλιών, που ο θείος τα αποκαλεί σούλες, και τη θάλασσα, και κάπου κάπου το βουητό ενός αεροπλάνου που περνάει από ψηλά. Περνάει τις ώρες της μαθαίνοντας το σπίτι. Το ισόγειο είναι της μαντάμ Μ ανέκ: καθαρό, βατό, γεμάτο επισκέπτες, που μπαίνουν από την πόρτα της κουζίνας για να ανταλλάξουν επαρχιώτικα σκάνδαλα. Εκεί είναι η τραπεζαρία, το χολ, ένας μπουφές στον διάδρομο γεμάτος παμπάλαια πιάτα που κροταλίζουν όποτε περνάει κάποιος από δίπλα, και μια πόρτα δίπλα στην κουζίνα που βγάζει στο δωμάτιο της μαντάμ Μ ανέκ: ένα κρεβάτι, ένας νιπτήρας, ένα δοχείο νυκτός. Μ ια στριφογυριστή σκάλα με έντεκα σκαλοπάτια οδηγεί στο πρώτο πάτωμα, που είναι γεμάτο από τις μυρωδιές περασμένων μεγαλείων: ένα παλιό δωμάτιο ραπτικής, ένα πρώην δωμάτιο υπηρεσίας. Δεξιά εδώ, στο πλατύσκαλο, της λέει η μαντάμ Μ ανέκ, οι νεκροπομποί ρίξανε το φέρετρο της αδερφής του παππού του Ετιέν. «Το φέρετρο αναποδογύρισε κι εκείνη κατέβηκε κουτρουβαλώντας όλη τη σκάλα. Έφριξαν όλοι, αλλά εκείνη φαινόταν εντελώς ανεπηρέαστη!» Κι άλλη σαβούρα στο δεύτερο πάτωμα: κουτιά γεμάτα βάζα, μεταλλικοί δίσκοι και σκουριασμένα πριόνια· κουβάδες γεμάτοι με αντικείμενα που ίσως είναι ηλεκτρικά εξαρτήματα· εγχειρίδια μηχανικής σε σωρούς γύρω από μια τουαλέτα. Στο τρίτο πάτωμα παντού είναι στοιβαγμένα πράγματα, σε δωμάτια, διαδρόμους και κατά μήκος της σκάλας: καλάθια που σίγουρα έχουν μηχανικά
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
181
εξαρτήματα, κουτιά από παπούτσια γεμάτα βίδες, παλιά κουκλόσπιτα φτιαγμένα από τον προπάππο της. Το τεράστιο γραφείο του Ετιέν καταλαμβάνει ολόκληρο το τέταρτο πάτωμα, άλλοτε βαθιά σιωπηλό και άλλοτε γεμάτο φωνές, μουσική ή παράσιτα. Κι ύστερα είναι το πέμπτο πάτωμα: η συγυρισμένη κρεβατοκάμαρα του παππού της στα αριστερά, η τουαλέτα ευθεία μπροστά, το δωματιάκι όπου κοιμάται με τον πατέρα της στα δεξιά. Όποτε φυσάει, δηλαδή σχεδόν πάντα, το σπίτι, με τους τοίχους που στενάζουν και τα παραθυρόφυλλα που χτυπάνε, τα παραγεμισμένα δωμάτια και τη στριφογυριστή σκάλα τυλιγμένη σφιχτά στο κέντρο του, μοιάζει με απτό ισοδύναμο της ψυχικής υπόστασης του θείου της: φοβισμένο, απομονωμένο, αλλά γεμάτο αραχνιασμένα θαύματα. Στην κουζίνα οι φιλενάδες της μαντάμ Μ ανέκ παινεύουν τα μαλλιά και τις φακίδες της Μ αρί Λορ. Στο Παρίσι, λένε οι γυναίκες, ο κόσμος περιμένει πέντε ώρες στην ουρά για ένα καρβέλι ψωμί. Οι άνθρωποι τρώνε κατοικίδια, χτυπάνε περιστέρα με τούβλα για να τα κάνουν σούπα. Δεν υπάρχει χοιρινό, κουνέλι, κουνουπίδι. Τα φανάρια των αυτοκινήτων είναι όλα βαμμένα μπλε, λένε, και το βράδυ η πόλη είναι σιωπηλή σαν νεκροταφείο: δεν υπάρχουν ούτε λεωφορεία ούτε τρένα, η βενζίνη είναι ελάχιστη. Η Μ αρί Λορ κάθεται στο τετράγωνο τραπέζι με ένα πιάτο μπισκότα μπροστά της και φαντάζεται τις ηλικιωμένες με φλέβες στα χέρια, γαλακτερά μάτια και μεγάλα αυτιά. Από το παράθυρο της κουζίνας ακούγεται το «ουίτ ουίτ ουίτ» ενός σταβλοχελίδονου, βήματα στις επάλξεις, σκοινιά που χτυπάνε στους ιστούς, αρμοί και αλυσίδες που τρίζουν στο λιμάνι. Φαντάσματα. Γερμανοί. Σαλιγκάρια. 3. Boches (γ αλλ.): παρατσούκλι των Γερμανών στρατιωτών, οι Γερμαναράδες.
182
ANTHONY DOERR
Χάουπτμαν
ΕΝΑΣ
Ρ ΟΔΟΜΑΓΟΥΛΟΣ και μικρόσωμος καθηγητής τεχνικών επιστημών ονόματι δόκτωρ Χάουπτμαν βγάζει το παλτό του με τα μπρούντζινα κουμπιά και το κρεμάει στην πλάτη μιας καρέκλας. Διατάζει τους δόκιμους της τάξης του Βέρνερ να βγάλουν κάτι μεταλλικά κουτιά από ένα κλειδωμένο ντουλάπι στο πίσω μέρος του εργαστηρίου. Μ έσα στο καθένα υπάρχουν γρανάζια, φακοί, ασφάλειες, ελατήρια, πέδες και αντιστάτες. Υπάρχει μια χοντρή κουλούρα χάλκινο καλώδιο, ένα σφυράκι και μια μπαταρία με δυο ακροδέκτες μεγάλη σαν παπούτσι – εξοπλισμός πολύ καλύτερος από αυτόν στον οποίο είχε πρόσβαση ο Βέρνερ στη μέχρι τώρα ζωή του. Ο κοντούλης καθηγητής στέκεται μπροστά στον μαυροπίνακα και σχεδιάζει το διάγραμμα της καλωδίωσης ενός απλού κυκλώματος εξάσκησης για κώδικα Μ ορς. Αφήνει την κιμωλία, ενώνει τα ακροδάχτυλά του, πέντε με πέντε, και ζητάει από τα παιδιά να συναρμολογήσουν το κύκλωμα με τα εξαρτήματα στις εργαλειοθήκες τους. «Έχετε μία ώρα». Τα περισσότερα παιδιά χλομιάζουν. Αδειάζουν τα πάντα πάνω στα τραπέζια και ανασκαλεύουν διστακτικά τα εξαρτήματα σαν να πρόκειται για μπιχλιμπίδια φερμένα από το μέλλον. Ο Φρίντριχ βγάζει στην τύχη διάφορα από το κουτί του και τα κοιτάζει στο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
183
φως. Για μια στιγμή ο Βέρνερ ξαναβρίσκεται στη σοφίτα του Σπιτιού των Παιδιών με ένα σμήνος από ερωτήσεις στο κεφάλι: Τι είναι αστραπή; Πόσο ψηλά θα πηδούσες αν ζούσες στον Άρη; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο δύο φορές το είκοσι πέντε και στο δύο φορές το πέντε συν είκοσι; Κατόπιν παίρνει την μπαταρία, δύο παραλληλόγραμμα ελάσματα, μερικά καρφάκια και το σφυράκι από την εργαλειοθήκη. Σε λιγότερο από ένα λεπτό έχει συναρμολογήσει έναν ταλαντωτή πιστό στο διάγραμμα. Ο κοντός καθηγητής συνοφρυώνεται. Δοκιμάζει το κύκλωμα του Βέρνερ, το οποίο λειτουργεί. «Μ άλιστα» λέει και στέκεται μπροστά στο τραπέζι του Βέρνερ δένοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη του. «Κατόπιν βγάλτε από την εργαλειοθήκη σας τον στρογγυλό μαγνήτη, ένα καλώδιο, μια βίδα και την μπαταρία σας». Παρόλο που οι οδηγίες του φαινομενικά απευθύνονται σε ολόκληρη την τάξη, κοιτάζει μόνο τον Βέρνερ. «Μ όνο αυτά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε. Ποιος μπορεί να φτιάξει έναν απλό κινητήρα;» Μ ερικά αγόρια ανακατεύουν με μισή καρδιά τα εξαρτήματα μέσα στα κουτιά. Τα περισσότερα απλώς κοιτάνε. Ο Βέρνερ νιώθει την προσοχή του δόκτορα Χάουπτμαν στραμμένη πάνω του σαν προβολέα. Κολλάει τον μαγνήτη στο κεφάλι της βίδας και κρατάει τη μύτη της στον θετικό ακροδέκτη της μπαταρίας. Μ όλις απλώνει το καλώδιο από τον αρνητικό πόλο της μπαταρίας στο κεφάλι της βίδας, η βίδα και ο μαγνήτης αρχίζουν να στριφογυρίζουν. Η όλη διαδικασία δεν του παίρνει πάνω από δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Το στόμα του δόκτορα Χάουπτμαν είναι μισάνοιχτο. Το πρόσωπό του είναι αναψοκοκκινισμένο, γεμάτο αδρεναλίνη. «Πώς λέγεσαι, δόκιμε;» «Πφέννιχ, κύριε». «Τι άλλο μπορείς να φτιάξεις;» Ο Βέρνερ εξετάζει τα εξαρτήματα στο τραπέζι του. «Ένα κουδούνι, κύριε; Ή έναν τηλέγραφο; Ένα ωμόμετρο;» Τα άλλα παιδιά τεντώνουν το κεφάλι. Τα χείλη του δόκτορα
184
ANTHONY DOERR
Χάουπτμαν είναι ροζ και τα βλέφαρά του απίστευτα λεπτά. Είναι σαν να κοιτάζει τον Βέρνερ ακόμη κι όταν τα κλείνει. «Φτιάξ’ τα όλα» του λέει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
185
Ο ιπτάμενος καναπές
ΑΦΙΣΕΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ, τους κορμούς των
δέντρων στην πλατεία Σατομπριάν. Εθελοντική παράδοση των όπλων. Όποιος δε συνεργαστεί θα εκτελείται. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας διάφοροι Βρετόνοι έρχονται για να αφήσουν τα όπλα τους, αγρότες πάνω σε κάρα που τα σέρνουν μουλάρια από χιλιόμετρα μακριά, γέροι ναυτικοί που καταφθάνουν με βαριά βήματα κουβαλώντας παμπάλαια πιστόλια, μερικοί κυνηγοί με αγανάκτηση στο βλέμμα που χαμηλώνουν τα μάτια καθώς παραδίδουν τα τουφέκια τους. Στο τέλος μαζεύεται ένας αξιοθρήνητος σωρός, μετά βίας τριακόσια όπλα συνολικά, τα μισά σκουριασμένα. Δύο νεαροί χωροφύλακες τα φορτώνουν στην καρότσα ενός φορτηγού και παίρνουν τον στενό δρόμο, περνάνε τη γέφυρα και φεύγουν. Χωρίς λόγους, χωρίς εξηγήσεις. «Σε παρακαλώ, μπαμπά, να βγω λίγο έξω;» «Σύντομα, περιστεράκι μου». Όμως είναι αφηρημένος· καπνίζει τόσο πολύ, που είναι σαν να γίνεται σιγά σιγά στάχτη. Τελευταία μένει ξάγρυπνος μέχρι αργά φτιάχνοντας μανιωδώς μια μακέτα του Σαιν Μ αλό που ισχυρίζεται ότι είναι για εκείνη, προσθέτοντας κάθε μέρα καινούρια σπίτια, κατασκευάζοντας προμαχώνες, χαρτογραφώντας δρόμους, έτσι ώστε να μάθει η Μ αρί Λορ την πόλη όπως έμαθε τη γειτονιά τους στο Παρίσι. Ξύλο, κόλλα,
186
ANTHONY DOERR
καρφιά, γυαλόχαρτο: αντί να την παρηγορούν, οι θόρυβοι και οι μυρωδιές της μανιακής εργατικότητάς του την αγχώνουν ακόμη περισσότερο. Γιατί είναι ανάγκη να μάθει τους δρόμους του Σαιν Μ αλό; Πόσο θα μείνουν εδώ; Στο γραφείο του τέταρτου πατώματος η Μ αρί Λορ ακούει τον θείο της να διαβάζει άλλη μια σελίδα από το Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ. Ο Δαρβίνος κυνήγησε ρέα στην Παταγονία, μελέτησε κουκουβάγιες έξω από το Μ πουένος Άιρες και σκαρφάλωσε σε έναν καταρράχτη στην Αΐτή. Παρατηρεί τους σκλάβους, τους βράχους, τις αστραπές, τους σπίνους και το τελετουργικό της επαφής μύτη με μύτη στη Νέα Ζηλανδία. Ιδίως της αρέσει να ακούει για τις σκοτεινές ακτές της Νότιας Αμερικής με τα απροσπέλαστα τείχη από δέντρα και τους θαλασσινούς ανέμους που είναι γεμάτοι μπόχα από τα σάπια φαιοφύκη και οιμωγές από τις νεαρές φώκιες. Της αρέσει να φαντάζεται τον Δαρβίνο τη νύχτα να σκύβει από την κουπαστή του πλοίου για να κοιτάξει τα βιοφωταυγή κύματα, παρακολουθώντας τα ίχνη που χαράζουν οι πιγκουίνοι ενώ αφήνουν πίσω τους φλογερά πράσινα απόνερα. «Bonsoir – καλησπέρα» λέει στον Ετιέν, όρθια πάνω στον καναπέ του γραφείου του. «Μ πορεί να είμαι μόνο ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, αλλά είμαι μια γενναία Γαλλίδα εξερευνήτρια που έχει έρθει για να σας βοηθήσει στις περιπέτειές σας». Ο Ετιέν υιοθετεί βρετανική προφορά: «Καλησπέρα, μαμζέλ, γιατί δεν έρχεστε μαζί μου στη ζούγκλα να φάτε αυτές τις πεταλούδες; Είναι μεγάλες σαν πιάτα και ίσως να μην είναι δηλητηριώδεις, ποιος ξέρει;» «Θα ήθελα πολύ να φάω τις πεταλούδες σας, μεσιέ Δαρβίνε, αλλά πρώτα θα φάω αυτά τα κουλουράκια». Άλλα βράδια παίζουν τον Ιπτάμενο Καναπέ. Ανεβαίνουν πάνω στον καναπέ και κάθονται δίπλα δίπλα και ο Ετιέν λέει: «Πού θα πάμε απόψε, μαμζέλ;» «Στη ζούγκλα!» Ή: «Στην Αϊτή!» Ή: «Στη Μ οζαμβίκη!» «Α, είναι μακρύ το ταξίδι αυτή τη φορά» θα πει ο Ετιέν με εντελώς αλλαγμένη φωνή, απαλή, βελούδινη, μακρόσυρτη σαν φωνή εισπράκτορα. «Αυτός εδώ από κάτω είναι ο Ατλαντικός
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
187
Ωκεανός, λαμπυρίζει κάτω από το σεληνόφως, τον μυρίζεις; Νιώθεις πόση ψύχρα κάνει εδώ πάνω; Νιώθεις τον αέρα στα μαλλιά σου;» «Πού είμαστε τώρα, θείε;» «Στο Βόρνεο, δεν το κατάλαβες; Αγγίζουμε τις κορυφές των δέντρων, μεγάλα φύλλα γυαλίζουν από κάτω μας, κι εκεί πέρα υπάρχουν θάμνοι καφέ, τους μυρίζεις;» Και η Μ αρί Λορ θα μυρίσει πράγματι κάτι, είτε επειδή ο θείος της περνάει κόκκους καφέ κάτω από τη μύτη της είτε επειδή πετούν πραγματικά πάνω από τα καφεόδεντρα του Βόρνεο – δε θέλει να αποφασίσει. Επισκέπτονται τη Σκοτία, τη Νέα Υόρκη, το Σαντιάγο. Πάνω από μία φορά βάζουν τα χειμωνιάτικα παλτά τους και πηγαίνουν στο φεγγάρι. «Νιώθεις πόσο ελαφριοί είμαστε, Μ αρί; Μ πορείς να κινηθείς συσπώντας ελάχιστα τους μυς σου!» Την καθίζει στην τροχήλατη καρέκλα του γραφείου του και λαχανιάζει καθώς την στριφογυρίζει γύρω γύρω, μέχρι που την πονάει η κοιλιά της από τα γέλια. «Ορίστε, δοκίμασε λίγη φρέσκια φεγγαρίσια σάρκα» της λέει, και στο στόμα της μπαίνει κάτι που μοιάζει πολύ στη γεύση με τυρί. Πάντα στο τέλος κάθονται πάλι δίπλα δίπλα και χτυπάνε τα μαξιλάρια, και σιγά σιγά το δωμάτιο εμφανίζεται ξανά γύρω τους. «Αχ» λέει εκείνος, πιο σιγά, με την προφορά του να σβήνει και ένα αμυδρό ίχνος τρόμου να επιστρέφει στη φωνή του. «Φτάσαμε. Το σπίτι».
188
ANTHONY DOERR
Το σύνολο των γωνιών
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ
καλείται στο γραφείο του καθηγητή των τεχνικών επιστημών. Τρία καλοθρεμμένα κυνηγόσκυλα με μακριά πόδια τον γυροφέρνουν μόλις μπαίνει. Το δωμάτιο φωτίζεται από δυο πορτατίφ γραφείου με πράσινο γυαλί και στις σκιές ο Βέρνερ βλέπει ράφια φορτωμένα εγκυκλοπαίδειες, μοντέλα ανεμόμυλων, τηλεσκόπια μινιατούρες, πρίσματα. Ο δόκτωρ Χάουπτμαν στέκεται όρθιος πίσω από το μεγάλο γραφείο του φορώντας το παλτό με τα μπρούντζινα κουμπιά, σαν να έφτασε κι αυτός τώρα μόλις. Σφιχτές μπούκλες πλαισιώνουν το φιλντισένιο μέτωπό του· βγάζει τα δερμάτινα γάντια του ξεκολλώντας τα δάχτυλα ένα ένα. «Ρίξε, σε παρακαλώ, ένα κούτσουρο στη φωτιά». Ο Βέρνερ διασχίζει το δωμάτιο και σκαλίζει τα κάρβουνα για να ζωντανέψουν. Στη γωνία, συνειδητοποιεί, κάθεται ένα τρίτο πρόσωπο, μια πελώρια μορφή θρονιασμένη νυσταλέα σε μια πολυθρόνα που προορίζεται για πολύ πιο μικρόσωμο άνθρωπο. Είναι ο Φρανκ Φολκχάιμερ, μαθητής της τελευταίας τάξης, δεκαεφτά ετών, ένας γίγαντας από κάποιο χωριό του βορρά, θρύλος για τους νεότερους δόκιμους. Λένε ότι ο Φολκχάιμερ πέρασε το ποτάμι κουβαλώντας τρία πρωτάκια πάνω από το κεφάλι του· λένε ότι σήκωσε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του διοικητή τόσο ώστε να χωρέσει να βάλουν τον γρύλο κάτω από
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
189
τον άξονα. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι έστριψε το λαρύγγι ενός κουμουνιστή με τα χέρια του. Μ ια άλλη ότι έπιασε τη μουσούδα ενός αδέσποτου σκύλου και του έβγαλε τα μάτια για να συνηθίσει τον πόνο των άλλων πλασμάτων. Τον λένε Γίγαντα. Ακόμη και στο χαμηλό, τρεμάμενο φως ο Βέρνερ βλέπει τις φλέβες να σκαρφαλώνουν στους βραχίονες του Φρανκ σαν κληματσίδες. «Κανένας μαθητής δεν έχει φτιάξει κινητήρα» λέει ο Χάουπτμαν, με την πλάτη σχεδόν γυρισμένη προς τον Φολκχάιμερ. «Όχι χωρίς βοήθεια». Ο Βέρνερ δεν ξέρει τι να απαντήσει, γι’ αυτό δεν απαντάει. Σκαλίζει τη φωτιά μια τελευταία φορά, σπίθες πετάνε μέσα στην καμινάδα. «Ξέρεις τριγωνομετρία, δόκιμε;» «Μ όνο όσα κατάφερα να μάθω από μόνος μου, κύριε». Ο Χάουπτμαν βγάζει ένα φύλλο χαρτί από ένα συρτάρι και κάτι γράφει. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» Ο Βέρνερ το περιεργάζεται.
«Ένας τύπος, κύριε». «Κατανοείς τις χρήσεις του;» «Πιστεύω ότι είναι ένας τρόπος να χρησιμοποιήσουμε δύο γνωστά σημεία για να βρούμε τη θέση ενός τρίτου, άγνωστου σημείου». Τα γαλάζια μάτια του Χάουπτμαν αστραποβολούν· μοιάζει με άνθρωπο που βρήκε κάτι πολύ πολύτιμο στον δρόμο ακριβώς μπροστά του. «Αν σου δώσω τα γνωστά σημεία και την απόσταση μεταξύ τους, δόκιμε, μπορείς να λύσεις το πρόβλημα; Μ πορείς να σχεδιάσεις το τρίγωνο;» «Έτσι πιστεύω».
190
ANTHONY DOERR
«Έλα στο γραφείο μου, Πφέννιχ. Κάτσε στην καρέκλα μου. Πάρε μολύβι». Όταν κάθεται στην καρέκλα του γραφείου, οι μύτες των παπουτσιών του δε φτάνουν στο πάτωμα. Η φωτιά εκπέμπει ζέστη στο δωμάτιο. Σβήσε τον γίγαντα Φρανκ Φολκχάιμερ με τις πελώριες αρβύλες του και το τετράγωνο πιγούνι του. Σβήσε τον μικρόσωμο αριστοκρατικό καθηγητή που βηματίζει μπροστά στο τζάκι, και την περασμένη ώρα, και τα σκυλιά, και τα ράφια που ξεχειλίζουν από ενδιαφέροντα πράγματα. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό:
και Τώρα το ύψος ΓΔ μπορεί να μεταφερθεί στο πρώτο μέρος της εξίσωσης.
Ο Βέρνερ βάζει τους αριθμούς του Χάουπτμαν στην εξίσωση. Φαντάζεται δύο παρατηρητές σε ένα πεδίο να μετρούν την απόσταση μεταξύ τους και έπειτα να στρέφουν το βλέμμα τους σε ένα μακρινό σημείο: ένα πλοίο στη θάλασσα ή ένα φουγάρο. Μ όλις ο Βέρνερ ζητάει έναν λογαριθμικό κανόνα, ο καθηγητής τον αφήνει αμέσως πάνω στο γραφείο, έχοντας προβλέψει την απαίτηση. Ο Βέρνερ τον παίρνει χωρίς να κοιτάξει και αρχίζει να υπολογίζει τα ημίτονα. Ο Φολκχάιμερ παρακολουθεί. Ο μικρόσωμος δόκτωρ βηματίζει με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Η φωτιά τριζοβολάει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
191
Οι μόνοι ήχοι είναι το λαχάνιασμα των σκυλιών και το κλικ του δρομέα του λογαριθμικού κανόνα. Στο τέλος ο Βέρνερ λέει: «Δεκαέξι κόμμα σαράντα τρία, χερ ντοκτόρ». Σχεδιάζει το τρίγωνο και συμπληρώνει τις αποστάσεις κάθε τμήματος, και του δίνει πίσω το χαρτί. Ο Χάουπτμαν κοιτάζει κάτι σε ένα δερματόδετο βιβλίο. Ο Φολκχάιμερ μετατοπίζεται ελαφρώς στην καρέκλα του· το βλέμμα του φανερώνει ταυτόχρονα ενδιαφέρον και νωθρότητα. Ο καθηγητής ακουμπάει την ανοιχτή παλάμη του στο γραφείο ενώ διαβάζει, με ένα αφηρημένο συνοφρύωμα, σαν να περιμένει να περάσει μια σκέψη. Ένας ξαφνικός δυσοίωνος φόβος καταλαμβάνει τον Βέρνερ, αλλά μετά ο Χάουπτμαν στρέφει ξανά το βλέμμα του πάνω του και το συναίσθημα καταλαγιάζει. «Η αίτησή σου γράφει πως όταν φύγεις από εδώ θέλεις να σπουδάσεις ηλεκτρομηχανική στο Βερολίνο. Και είσαι ορφανός, σωστά;» Άλλη μια ματιά στον Φολκχάιμερ. Ο Βέρνερ γνέφει καταφατικά: «Η αδερφή μου…» «Το έργο ενός επιστήμονα, δόκιμε, καθορίζεται από δύο πράγματα: τα συμφέροντά του και τα συμφέροντα του καιρού του. Καταλαβαίνεις;» «Έτσι νομίζω». «Ζούμε μοναδικές εποχές, δόκιμε». Ένας ενθουσιασμός γεννιέται στο στήθος του Βέρνερ. Δωμάτια γεμάτα βιβλία φωτισμένα από τη φωτιά – σε τέτοια μέρη συμβαίνουν τα σημαντικά πράγματα. «Θα εργάζεσαι στο εργαστήριο μετά το δείπνο. Κάθε βράδυ. Ακόμα και τις Κυριακές». «Μ άλιστα, κύριε». «Αρχίζεις από αύριο». «Μ άλιστα, κύριε». «Θα σε προσέχει ο Φολκχάιμερ από δω. Πάρε αυτά τα μπισκότα». Ο καθηγητής τού δίνει ένα τενεκεδένιο κουτί δεμένο με
192
ANTHONY DOERR
φιόγκο. «Και πάρε ανάσα, Πφέννιχ. Δε γίνεται να κρατάς την αναπνοή σου κάθε φορά που μπαίνεις στο εργαστήριό μου». «Μ άλιστα, κύριε». Παγωμένος αέρας σφυρίζει στους διαδρόμους, τόσο καθαρός που ο Βέρνερ ζαλίζεται. Τρεις νυχτοπεταλούδες πλέουν στο ταβάνι του κοιτώνα του. Λύνει τις αρβύλες του και διπλώνει το παντελόνι του στα σκοτεινά και αφήνει πάνω του το κουτί με τα μπισκότα. Ο Φρίντριχ ξεπροβάλλει από την άκρη της κουκέτας του. «Πού πήγες;» «Έφερα μπισκότα» ψιθυρίζει ο Βέρνερ. «Άκουσα έναν μπούφο απόψε». «Σσστ!» λέει ένα παιδί δυο κουκέτες παρακάτω. Ο Βέρνερ δίνει στον Φρίντριχ ένα μπισκότο. Εκείνος ψιθυρίζει: «Τους ξέρεις; Είναι πολύ σπάνιοι. Μ εγάλοι σαν ανεμοπλάνα. Αυτός που άκουσα μάλλον είναι νεαρός αρσενικός που ψάχνει να βρει καινούρια περιοχή. Ήταν σε μία από τις λεύκες δίπλα στο προαύλιο». «Α» λέει ο Βέρνερ. Γράμματα γλιστράνε στην πίσω πλευρά των βλεφάρων του: ισοσκελή τρίγωνα, βήτα, ημιτονοειδείς καμπύλες. Βλέπει τον εαυτό του με άσπρη ποδιά να περνάει μπροστά από μηχανήματα. Μια μέρα μάλλον θα κερδίσει ένα μεγάλο βραβείο. Αποκρυπτογράφηση, πρόωση πυραύλων, ό,τι πιο νέο. Ζούμε μοναδικές εποχές. Από τον διάδρομο ακούγονται τα τακούνια του υπεύθυνου των κοιτώνων. Ο Φρίντριχ ξαπλώνει πίσω στην κουκέτα του. «Δεν μπορούσα να τον δω» ψιθυρίζει «αλλά τον άκουσα πεντακάθαρα». «Βούλωσέ το!» λέει ένα άλλο παιδί. «Θα φάμε ξύλο εξαιτίας σου». Ο Φρίντριχ δε λέει τίποτε άλλο. Ο Βέρνερ σταματάει να μασάει. Οι μπότες του υπεύθυνου ησυχάζουν: ή έφυγε ή έχει κοντοσταθεί έξω από την πόρτα. Έξω από το κτίριο κάποιος κόβει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
193
ξύλα και ο Βέρνερ ακούει την κλαγγή της βαριάς πάνω στη σφήνα και τις γρήγορες, τρομαγμένες ανάσες των παιδιών ολόγυρά του.
194
ANTHONY DOERR
Ο καθηγητής
Ο ΕΤΙΕΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΔΑΡ ΒΙΝΟ
στη Μ αρί Λορ αλλά σταματάει στα μισά της συλλαβής. «Θείε;» Αναπνέει νευρικά, με σουφρωμένα χείλη, σαν να φυσάει μια κουταλιά σούπα. «Κάποιος είναι εδώ» της ψιθυρίζει. Η Μ αρί Λορ δεν ακούει τίποτα. Ούτε βήματα ούτε χτύπους. Η μαντάμ Μ ανέκ σαρώνει με τη σκούπα το πλατύσκαλο του επάνω πατώματος. Ο Ετιέν της δίνει το βιβλίο. Τον ακούει να βγάζει από την πρίζα ένα ραδιόφωνο και να μπερδεύεται στα καλώδιά του. «Θείε;» ξαναλέει, αλλά εκείνος φεύγει από το γραφείο του κατεβαίνοντας με βαριά βήματα τη σκάλα –βρίσκονται σε κίνδυνο;– και εκείνη τον ακολουθεί στην κουζίνα, όπου τον ακούει να πασχίζει να σπρώξει παράμερα το τραπέζι της κουζίνας. Τραβάει έναν κρίκο στο κέντρο του πατώματος. Κάτω από την καταπακτή περιμένει μια τετράγωνη τρύπα από την οποία ξεχύνεται μια υγρή, τρομακτική μυρωδιά. «Έχει σκαλοπάτι, κάνε γρήγορα». Κελάρι είναι; Τι είδε ο θείος της; Έχει πατήσει ήδη το ένα πόδι στο πάνω σκαλί της ξύλινης σκάλας, όταν τα χοντρά παπούτσια της μαντάμ Μ ανέκ μπαίνουν χτυπώντας υπόκωφα στην κουζίνα. «Αν είναι δυνατόν, κύριε Ετιέν, σας παρακαλώ!»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
195
Η φωνή του Ετιέν από κάτω: «Κάτι άκουσα. Κάποιον». «Την τρομάζετε. Δεν είναι τίποτα, Μ αρί Λορ. Έλα». Η Μ αρί Λορ ξαναβγαίνει έξω. Από κάτω ο θείος της ψιθυρίζει στον εαυτό του παιδικά τραγουδάκια. «Δε με πειράζει να καθίσω λίγο μαζί του, μαντάμ. Μ ήπως μπορούμε να διαβάσουμε λίγο ακόμα, θείε;» Το κελάρι, απ’ ό,τι καταλαβαίνει, είναι απλώς μια νοτερή τρύπα στο έδαφος. Κάθονται για λίγο πάνω σε ένα τυλιγμένο χαλί με την καταπακτή ανοιχτή και ακούνε τη μαντάμ Μ ανέκ να σιγοτραγουδάει φτιάχνοντας τσάι στην κουζίνα από πάνω τους. Ο Ετιέν σιγοτρέμει δίπλα της. «Το ξέρατε» λέει η Μ αρί Λορ «ότι η πιθανότητα να σας χτυπήσει κεραυνός είναι μία στο εκατομμύριο; Μ ου το έμαθε ο δόκτωρ Ζεφάρ». «Σε έναν χρόνο ή σε μια ζωή;» «Δεν είμαι σίγουρη». «Έπρεπε να είχες ρωτήσει». Πάλι αυτά τα γρήγορα, σουφρωμένα ξεφυσήματα. Είναι σαν όλο του το σώμα να τον προτρέπει να το βάλει στα πόδια. «Τι συμβαίνει όταν βγαίνετε έξω, θείε;» «Νιώθω άβολα» – η φωνή του ίσα που ακούγεται. «Αλλά τι σας κάνει να νιώθετε άβολα;» «Το να είμαι έξω». «Τι ακριβώς;» «Οι μεγάλοι χώροι». «Δεν είναι όλοι οι χώροι μεγάλοι. Ο δρόμος σας δεν είναι και τόσο μεγάλος, καλά δε λέω;» «Δεν είναι τόσο μεγάλος όσο οι δρόμοι που έχεις συνηθίσει». «Σας αρέσουν τα αυγά και τα σύκα. Και οι ντομάτες. Τις φάγαμε στο μεσημεριανό. Μ εγαλώνουν έξω». Εκείνος γελάει σιγανά. «Φυσικά». «Δε σας λείπει ο κόσμος;» Μ ένει σιωπηλός· το ίδιο κι εκείνη. Αρμενίζουν και οι δύο στις σπείρες της μνήμης.
196
ANTHONY DOERR
«Έχω εδώ ολόκληρο τον κόσμο» της λέει και χτυπάει μαλακά το εξώφυλλο του Δαρβίνου. «Και στα ραδιόφωνά μου. Στις άκρες των δαχτύλων μου». Ο θείος της μοιάζει σχεδόν με παιδί, μοναστικός στην ολιγάρκεια των αναγκών του και απολύτως ανεξάρτητος από οποιαδήποτε εγκόσμια υποχρέωση. Κι όμως η Μ αρί Λορ καταλαβαίνει ότι τον βασανίζουν φόβοι τόσο πελώριοι, τόσο πολλοί, που μπορεί σχεδόν να νιώσει τον τρόμο που πάλλεται μέσα του. Είναι σαν να αναπνέει διαρκώς στα παράθυρα του μυαλού του ένα θηρίο. «Μ πορούμε να διαβάσουμε λίγο ακόμα;» τον ρωτάει, κι ο Ετιέν ανοίγει το βιβλίο και ψιθυρίζει: «Η χαρά είναι φτωχός όρος για να εκφράσει το συναίσθημα του φυσιοδίφη που, για πρώτη φορά, περιπλανιέται μόνος του σε ένα δάσος της Βραζιλίας…» Ύστερα από μερικές παραγράφους η Μ αρί Λορ λέει χωρίς εισαγωγή: «Πείτε μου για εκείνη την κρεβατοκάμαρα πάνω. Απέναντι από αυτή που κοιμάμαι». Εκείνος σταματάει. Πάλι οι γρήγορες, νευρικές αναπνοές του. «Έχει μια πορτούλα στο πίσω μέρος» λέει εκείνη «αλλά είναι κλειστή. Τι είναι από πίσω;» Εκείνος μένει σιωπηλός για τόσο πολύ, που ανησυχεί μήπως τον στενοχώρησε. Αλλά μετά σηκώνεται και τα γόνατά του τρίζουν σαν κλαδιά. «Σας έπιασε ο πονοκέφαλός σας, θείε;» «Έλα μαζί μου». Ανεβαίνουν τη στριφογυριστή σκάλα μέχρι πάνω. Στο πλατύσκαλο του πέμπτου πατώματος στρίβουν αριστερά και εκείνος ανοίγει την πόρτα του δωματίου που κάποτε ανήκε στον παππού της. Η Μ αρί Λορ έχει ήδη ψηλαφίσει το περιεχόμενό του πολλές φορές: ένα ξύλινο κουπί καρφωμένο στον έναν τοίχο, ένα παράθυρο ντυμένο με μακριές κουρτίνες. Μ ονό κρεβάτι. Ένα καράβι μινιατούρα σε ένα ράφι. Στον πίσω τοίχο βρίσκεται μια ντουλάπα τόσο μεγάλη, που δεν μπορεί να φτάσει το πάνω μέρος της ούτε να τεντώσει τα χέρια της τόσο ώστε να αγγίξει και τις δυο πλευρές της ταυτόχρονα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
197
«Αυτά είναι τα πράγματά του;» Ο Ετιέν ξεμανταλώνει την πορτούλα δίπλα στην κρεβατοκάμαρα. «Πήγαινε». Προχωράει ψηλαφιστά. Ξηρή, έγκλειστη ζέστη. Ποντίκια τρέχουν. Τα δάχτυλά της βρίσκουν μια σκάλα. «Βγάζει στη σοφίτα. Δεν είναι ψηλά». Εφτά σκαλοπάτια. Στην κορυφή στέκεται όρθια· της δίνει την αίσθηση ενός μακρόστενου επικλινούς χώρου στριμωγμένου κάτω από το αέτωμα της στέγης. Η μύτη του ταβανιού είναι λίγο ψηλότερη από την ίδια. Ο Ετιέν ανεβαίνει πίσω της και την πιάνει από το χέρι. Τα πόδια της συναντούν στο πάτωμα καλώδια. Απλώνονται σαν φίδια ανάμεσα σε σκονισμένα κιβώτια, κατακλύζουν ένα τρίποδο· ο θείος της την οδηγεί μέσα από μια συστάδα καλωδίων σε κάτι που μοιάζει με ταπετσαρισμένο σκαμνί πιάνου στην άλλη άκρη και τη βοηθάει να καθίσει. «Αυτή είναι η σοφίτα. Μ προστά μας βρίσκεται η καμινάδα. Ακούμπησε τα χέρια σου στο τραπέζι. Μ πράβο». Μ εταλλικά κουτιά καλύπτουν την επιφάνειά του: λυχνίες, πηνία, διακόπτες, μετρητές, τουλάχιστον ένα γραμμόφωνο. Όλο αυτό το κομμάτι της σοφίτας, συνειδητοποιεί η Μ αρί Λορ, είναι ένα είδος μηχανήματος. Ο ήλιος ψήνει τα κεραμίδια πάνω από το κεφάλι τους. Ο Ετιέν της βάζει στα αυτιά ένα ζευγάρι ακουστικά. Μ έσα από τα ακουστικά τον ακούει να γυρίζει μια μανιβέλα, να πατάει έναν διακόπτη, κι έπειτα, σαν να βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του κεφαλιού της, ένα πιάνο παίζει έναν γλυκό, απλό σκοπό. Το τραγούδι σβήνει και μια φωνή όλο παράσιτα λέει: Σκεφτείτε ένα κάρβουνο να λάμπει στη σόμπα της οικογένειάς σας. Το βλέπετε, παιδιά; Αυτό το κάρβουνο κάποτε ήταν ένα πράσινο φυτό, μια φτέρη ή μια καλαμιά που έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, μπορεί και δύο εκατομμύρια, μπορεί και εκατό εκατομμύρια χρόνια… Ύστερα από λίγο η φωνή δίνει τη θέση της στο πιάνο. Ο θείος της βγάζει τα ακουστικά.
198
ANTHONY DOERR
«Όταν ήταν παιδί» της λέει «ο αδερφός μου ήταν καλός σε όλα, αλλά όλοι τον επαινούσαν κυρίως για τη φωνή του. Οι καλόγριες στον Άγιο Βικέντιο ήθελαν να βασίσουν χορωδίες πάνω της. Είχαμε ένα όνειρο ο Ανρί κι εγώ, να κάνουμε ηχογραφήσεις και να τις πουλάμε. Εκείνος είχε τη φωνή κι εγώ είχα το μυαλό, και εκείνη την εποχή όλοι ήθελαν γραμμόφωνα. Και σχεδόν κανένας δεν έκανε προγράμματα για παιδιά. Έτσι επικοινωνήσαμε με μια δισκογραφική εταιρεία στο Παρίσι και έδειξαν ενδιαφέρον, και έγραψα δέκα διαφορετικά σενάρια για επιστημονικά θέματα, ο Ανρί τα έκανε πρόβα και στο τέλος αρχίσαμε την ηχογράφηση. Ο πατέρας σου ήταν μικρός τότε αλλά ερχόταν και μας άκουγε. Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής μου». «Και μετά έγινε ο πόλεμος». «Γίναμε διαβιβαστές. Η δουλειά μας, η δική μου και του παππού σου, ήταν να απλώνουμε τα τηλεγραφικά σύρματα από τις θέσεις της διοίκησης στα μετόπισθεν στους αξιωματικούς στην πρώτη γραμμή. Τις περισσότερες νύχτες ο εχθρός έριχνε φωτοβολίδες πάνω από τα χαρακώματα, βραχύβια αστέρια που αιωρούνταν στον ουρανό δεμένα σε αλεξίπτωτα και φώτιζαν τυχόν στόχους για τους ελεύθερους σκοπευτές. Κάθε στρατιώτης στην ακτίνα της λάμψης πάγωνε όσο η λάμψη διαρκούσε. Μ ερικές ώρες έπεφταν ογδόντα ή ενενήντα φωτοβολίδες η μία πίσω από την άλλη, και η νύχτα γινόταν φωτεινή και παράξενη κάτω από τη λάμψη του μαγνησίου. Είχε πολλή ησυχία· ο μόνος ήχος ήταν το τσιτσίρισμα των φωτοβολίδων, και μετά άκουγες το σφύριγμα της σφαίρας του σκοπευτή που πεταγόταν από το σκοτάδι και χωνόταν στη λάσπη. Μ έναμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε ο ένας στον άλλον. Αλλά μερικές φορές εγώ παρέλυα· δεν μπορούσα να κουνήσω κανένα μέλος του σώματός μου, ούτε καν τα δάχτυλά μου. Ούτε καν τα βλέφαρά μου. Ο Ανρί έμενε ακριβώς δίπλα μου και μου ψιθύριζε τα σενάρια, αυτά που ηχογραφούσαμε. Όλη νύχτα καμιά φορά. Ξανά και ξανά. Σαν να ύφαινε ένα προστατευτικό κάλυμμα γύρω μας. Μ έχρι να ξημερώσει». «Αλλά πέθανε».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
199
«Ενώ εγώ όχι». Αυτή, συνειδητοποιεί η Μ αρί Λορ, είναι η βάση του φόβου του, όλου του φόβου: ότι ένα φως που είσαι ανίσχυρος να σταματήσεις θα στραφεί εναντίον σου και θα οδηγήσει μια σφαίρα στον στόχο της. «Ποιος τα έφτιαξε όλα αυτά, θείε; Αυτό το μηχάνημα;» «Εγώ. Μ ετά τον πόλεμο. Μ ου πήρε χρόνια». «Πώς δουλεύει;» «Είναι ραδιοπομπός. Αυτός εδώ ο διακόπτης» –οδηγεί το χέρι της πάνω του– «δίνει ρεύμα στο μικρόφωνο, και αυτός εδώ βάζει μπροστά τον φωνογράφο. Εδώ είναι ένας ενισχυτής προδιαμόρφωσης, κι αυτές είναι λυχνίες κενού, και αυτά εδώ είναι τα πηνία. Η κεραία υψώνεται κατά μήκος της καμινάδας. Δώδεκα μέτρα. Νιώθεις τον μοχλό; Σκέψου την ενέργεια σαν ένα κύμα και τον πομπό να στέλνει ομαλούς κύκλους τέτοιων κυμάτων. Η φωνή σου δημιουργεί μια ανωμαλία σε αυτούς τους κύκλους…» Σταματάει να τον ακούει. Όσα λέει είναι σκονισμένα και μπερδεμένα και υπνωτιστικά ταυτόχρονα. Πόσο παλιά να είναι όλα αυτά; Δέκα χρόνων; Είκοσι; «Τι εκπέμπατε;» «Τις ηχογραφήσεις του αδερφού μου. Η εταιρεία στο Παρίσι δεν ενδιαφερόταν πια, αλλά εγώ έπαιζα κάθε βράδυ τις δέκα ηχογραφήσεις που είχε κάνει, μέχρι που οι περισσότερες έλιωσαν. Και το τραγούδι του». «Το πιάνο;» «Το “Clair de Lune” του Ντεμπυσσύ». Αγγίζει έναν μεταλλικό κύλινδρο με μια σφαίρα στο πάνω μέρος. «Έβαζα το μικρόφωνο στο χωνί του γραμμοφώνου, και voila – ιδού». Εκείνη γέρνει στο μικρόφωνο και λέει: «Γεια σας εκεί έξω». Εκείνος γελάει με το αέρινο γέλιο του. «Έφτασε ποτέ σε κανένα παιδί;» τον ρωτάει. «Δεν ξέρω».
200
ANTHONY DOERR
«Πόσο μακριά μπορεί να εκπέμψει, θείε;» «Μ ακριά». «Μ έχρι την Αγγλία;» «Άνετα». «Μ έχρι το Παρίσι;» «Ναι. Αλλά δεν προσπαθούσα να φτάσω στην Αγγλία. Ούτε στο Παρίσι. Σκέφτηκα ότι αν κατάφερνα να ενισχύσω αρκετά το σήμα, θα με άκουγε ο αδερφός μου. Ότι θα μπορούσα να του φέρω λίγη γαλήνη, να τον προστατεύσω όπως με προστάτευε εκείνος πάντοτε». «Παίζατε τη φωνή του αδερφού σας για εκείνον; Αφού πέθανε;» «Και Ντεμπυσσύ». «Σας απάντησε ποτέ;» Η σοφίτα τρίζει. Τι φαντάσματα να λοξοπερπατούν δίπλα στους τοίχους προσπαθώντας να κρυφακούσουν; Μ πορεί σχεδόν να γευτεί τον τρόμο του θείου της στην ατμόσφαιρα. «Όχι» της λέει. «Ποτέ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
201
Στην αγαπημένη μου αδερφή Γιούττα Μερικά παιδιά ψιθυρίζουν πως ο δόκτωρ Χάουπτμαν συνδέεται με πανίσχυρους υπουργούς. Δεν απαντάει Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Αλλά θέλει να τον βοηθάω συνέχεια! Πηγαίνω στο εργαστήριό του τα βράδια και με βάζει να δουλεύω στα κυκλώματα ενός ραδιοφώνου που δοκιμάζει. Και να κάνω τριγωνομετρία. Μου λέει να γίνομαι όσο πιο δημιουργικός μπορώ· λέει ότι η δημιουργικότητα τροφοδοτεί το Ράιχ. Έχει βάλει έναν μεγαλόσωμο μαθητή της τελευταίας τάξης, που τον φωνάζουν Γίγαντα, να στέκεται από πάνω μου με ένα χρονόμετρο και να μετράει πόσο γρήγορα κάνω τους υπολογισμούς. Τρίγωνα, τρίγωνα, τρίγωνα. Κάνω γύρω στα πενήντα προβλήματα κάθε βράδυ. Δε μου λένε γιατί. Δε θα το πιστέψεις πόσο χάλκινο καλώδιο υπάρχει· έχουν Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Όλοι κάνουν στην άκρη όταν περνάει ο Γίγαντας. Ο δόκτωρ Χάουπτμαν λέει ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, να φτιάξουμε τα πάντα. Λέει πως ο φίρερ έχει μαζέψει επιστήμονες για να τον βοηθήσουν να ελέγξει τον καιρό. Λέει πως ο φίρερ θα φτιάξει έναν πύραυλο που θα φτάσει στην Ιαπωνία. Λέει πως ο φίρερ θα χτίσει μια πόλη στο φεγγάρι. Στην αγαπημένη μου αδερφή Γιούττα Σήμερα στις στρατιωτικές ασκήσεις ο διοικητής μάς μίλησε για τον Ράινερ Σίκερ. Ήταν ένας νεαρός δεκανέας και ο λοχαγός του χρειαζόταν κάποιον να πάει πίσω από τις γραμμές του εχθρού για να χαρτογραφήσει τις άμυνές του. Ο λοχαγός ζήτησε εθελοντές και ο Ράινερ Σίκερ ήταν ο μόνος που προσφέρθηκε. Όμως την επόμενη μέρα ο Ράινερ Σίκερ αιχμαλωτίστηκε. Την αμέσως επόμενη μέρα! Οι Πολωνοί τον αιχμαλώτισαν και τον βασάνισαν με ηλεκτροσόκ. Του έβαλαν τόσο πολύ ρεύμα, που ο εγκέφαλός του υγροποιήθηκε, μας είπε ο διοικητής, αλλά πριν γίνει αυτό ο Ράινερ Σίκερ είπε κάτι
202
ANTHONY DOERR
εκπληκτικό. Είπε: «Μετανιώνω μόνο που έχω μονάχα μία ζωή να δώσω για την πατρίδα μου». Όλοι λένε ότι μας περιμένει μια μεγάλη δοκιμασία. Μια δοκιμασία πιο δύσκολη από όλες τις άλλες δοκιμασίες. Ο Φρίντριχ λέει ότι η ιστορία του Ράινερ Σίκερ είναι Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ. Και μόνο επειδή βρίσκομαι κοντά στον Γίγαντα –τον λένε Φρανκ Φολκχάιμερ– τα άλλα παιδιά με αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Πρακτικά του φτάνω μόνο μέχρι τη μέση. Μοιάζει με άντρα, όχι με παιδί. Διαθέτει την αφοσίωση του Ράινερ Σίκερ. Στα χέρια και στην καρδιά και στα κόκαλά του. Σε παρακαλώ πες στη φράου Έλενα ότι τρώω πολύ εδώ, αλλά κανείς δε φτιάχνει αλευρόπιτες σαν τις δικές της, ή καθόλου, εδώ που τα λέμε. Πες στον μικρό Ζίγκφριντ να δείχνει ζωηρός. Σε σκέφτομαι κάθε μέρα. Sieg heil – ζήτω η νίκη. Στην αγαπημένη μου αδερφή Γιούττα Χτες ήταν Κυριακή και πήγαμε να κάνουμε τις ασκήσεις στο δάσος. Οι περισσότεροι κυνηγοί είναι στο μέτωπο, κι έτσι το δάσος είναι γεμάτο νυφίτσες και ελάφια. Τα άλλα παιδιά κάθισαν στα καρτέρια και μιλούσαν για λαμπρές νίκες και για το πόσο γρήγορα θα περάσουμε τη Μάγχη και θα καταστρέψουμε το Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ Χ και τα σκυλιά του δόκτορα Χάουπτμαν γύρισαν με τρία κουνέλια, από ένα το καθένα, αλλά ο Φρίντριχ γύρισε με περίπου χίλια μούρα στο πουκάμισό του και τα μανίκια του ήταν ξεσκισμένα από τα βάτα και η θήκη για τα κιάλια ήταν ξηλωμένη και του είπα: «Θα φας κατσάδα», κι εκείνος κοίταξε τα ρούχα του σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά! Ο Φρίντριχ αναγνωρίζει όλα τα πουλιά από τις φωνές τους. Πάνω από τη λίμνη ακούσαμε κορυδαλλούς και καλημάνες και ποταμοσφυριχτές και έναν βαλτόκιρκο και καμιά δεκαριά άλλα που τα ξεχνάω τώρα. Νομίζω ότι θα τον συμπαθούσες τον Φρίντριχ. Βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι. Ελπίζω να έχει καλυτερέψει ο βήχας σου και της φράου Έλενας. Sieg heil.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
203
Ο αρωματοποιός
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
είναι Κλοντ Λεβιττέ αλλά όλοι τον φωνάζουν χοντρο-Κλοντ. Εδώ και δέκα χρόνια έχει το αρωματοπωλείο στην οδό Βομπορέλ: μια ασταθής επιχείρηση που ανθεί μόνο την εποχή που παστώνουν τους μπακαλιάρους και από την μπόχα ποτίζουν μέχρι και οι πέτρες. Αλλά τώρα έχουν εμφανιστεί καινούριες ευκαιρίες, και ο χοντρο-Κλοντ δεν είναι άνθρωπος που αφήνει τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Πληρώνει τους αγρότες κοντά στο Κανκάλ να σφάζουν αρνιά και κουνέλια· ο Κλοντ δένει το κρέας στις ασορτί βαλίτσες από βινύλιο της γυναίκας του και το πηγαίνει αυτοπροσώπως στο Παρίσι. Είναι εύκολο: μερικές εβδομάδες βγάζει μέχρι και πεντακόσια φράγκα. Προσφορά και ζήτηση. Πάντα υπάρχει γραφειοκρατία φυσικά· όλο και κάποιος υπάλληλος ψηλά στην ιεραρχία παίρνει μυρωδιά τι γίνεται και ζητάει ποσοστά. Πρέπει να έχεις μυαλό σαν του Κλοντ για να μπορέσεις να ελιχθείς στους δαιδάλους των επιχειρήσεων. Σήμερα έχει σκάσει από τη ζέστη· ιδρώτας τρέχει στην πλάτη και στα πλευρά του. Το Σαιν Μ αλό ψήνεται. Έχει μπει ο Οκτώβρης και από τον ωκεανό θα έπρεπε να φυσούν ζωηροί ψυχροί άνεμοι· στα σοκάκια θα έπρεπε να κατρακυλάνε φύλλα. Αλλά ο αέρας ήρθε κι έφυγε. Σαν να αποφάσισε ότι δεν του άρεσαν οι αλλαγές που έχουν γίνει εδώ.
204
ANTHONY DOERR
Όλο το απόγευμα ο Κλοντ είναι παλουκωμένος στο μαγαζί του πάνω από εκατοντάδες μπουκαλάκια με λουλουδένια, ανατολίτικα και φουζέρ αρώματα στη γυάλινη προθήκη, ροζ και άλικα και γαλάζια, και κανείς δεν μπαίνει, και ένας περιστρεφόμενος ηλεκτρικός ανεμιστήρας τον φυσάει στο πρόσωπο, πρώτα αριστερά, μετά δεξιά, και δε διαβάζει ούτε κουνιέται καθόλου, παρά μόνο για να απλώσει πότε πότε το χέρι κάτω από το σκαμνί του και να πάρει μια χούφτα μπισκότα από ένα στρογγυλό κουτί και να τα χώσει στο στόμα του. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα μια μικρή ομάδα Γερμανών στρατιωτών ανηφορίζει την οδό Βομπορέλ. Είναι λιγνοί, με σομόν πρόσωπο και περισπούδαστο ύφος· έχουν σοβαρό βλέμμα· κρατάνε τα όπλα τους με την κάννη προς τα κάτω, κρεμασμένα στον ώμο σαν κλαρινέτα. Γελάνε μεταξύ τους και μοιάζουν σαν να έχουν κάτω από το κράνος χρυσαφί φωτοστέφανο. Ο Κλοντ καταλαβαίνει ότι θα έπρεπε να τους μισεί, αλλά θαυμάζει την ικανότητα και τους τρόπους τους, την καθαρή αποτελεσματικότητα με την οποία κινούνται. Δείχνουν πάντα σαν να πηγαίνουν κάπου και να μην αμφιβάλλουν ποτέ ότι αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση. Πράγμα που λείπει από τη χώρα του. Οι στρατιώτες στρίβουν στην οδό Σαιν Φιλίπ και χάνονται. Τα δάχτυλα του Κλοντ ζωγραφίζουν οβάλ σχήματα στο τζάμι της προθήκης. Στο επάνω πάτωμα η γυναίκα του έχει βάλει σκούπα· την ακούει να φέρνει γύρω γύρω. Κοντεύει να τον πάρει ο ύπνος, όταν βλέπει τον Παριζιάνο που μένει τρία σπίτια παρακάτω να βγαίνει από το σπίτι του Ετιέν Λεμπλάν. Έναν λεπτό άντρα με γαμψή μύτη που παραμονεύει έξω από το τηλεγραφείο πελεκώντας ξύλινα κουτάκια. Ο Παριζιάνος προχωράει προς την ίδια κατεύθυνση με τους Γερμανούς στρατιώτες, ακουμπώντας τη φτέρνα του ενός παπουτσιού στη μύτη του άλλου. Φτάνει στο τέρμα του δρόμου, σημειώνει κάτι σε ένα τετράδιο, κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και επιστρέφει. Μ όλις φτάνει στο τέρμα του τετραγώνου, σηκώνει το βλέμμα του στο σπίτι των Ριμπό και κρατάει πολλές σημειώσεις. Κοιτώντας πότε πάνω πότε κάτω. Μ ετρώντας. Δαγκώνοντας τη μύτη του μολυβιού του σαν να νιώθει άβολα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
205
Ο χοντρο-Κλοντ πηγαίνει στη βιτρίνα. Ίσως είναι κι αυτό μια ευκαιρία. Οι δυνάμεις κατοχής θα θέλουν να μάθουν ότι ένας ξένος μετράει αποστάσεις και φτιάχνει σχέδια σπιτιών. Θα θέλουν να μάθουν πώς είναι στην όψη, ποιος χρηματοδοτεί αυτή τη δραστηριότητα. Ποιος την ενέκρινε. Αυτό είναι καλό. Αυτό είναι έκτακτο.
206
ANTHONY DOERR
Η εποχή των στρουθοκαμήλων
ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡ ΕΨΟΥΝ στο Παρίσι. Ακόμα να βγει έξω. Η Μ αρί Λορ μετράει κάθε μέρα που μένει κλεισμένη στο σπίτι του Ετιέν. Εκατόν είκοσι. Εκατόν είκοσι μία. Σκέφτεται τον πομπό στη σοφίτα, το πώς έστελνε τη φωνή του παππού της να πετάξει πάνω από τη θάλασσα –Σκεφτείτε ένα κάρβουνο να λάμπει στη σόμπα της οικογένειάς σας–, να αρμενίσει σαν τον Δαρβίνο από το Στενό του Πλύμουθ στο Πράσινο Ακρωτήριο και στην Παταγονία και στα νησιά Φόκλαντ, πάνω από κύματα, πέρα από σύνορα. «Μ όλις τελειώσεις με τη μακέτα» ρωτάει τον πατέρα της «θα σημαίνει ότι μπορώ να βγω έξω;» Το γυαλόχαρτο δε σταματάει. Οι ιστορίες που φέρνουν οι επισκέπτριες της μαντάμ Μ ανέκ στην κουζίνα είναι τρομακτικές και απίστευτες. Συγγενείς από το Παρίσι που έχουν δεκαετίες να στείλουν νέα τους γράφουν γράμματα παρακαλώντας για καπόνια, χοιρομέρια, κότες. Ο οδοντίατρος πουλάει κρασί μέσω του ταχυδρομείου. Ο αρωματοποιός σφάζει αρνιά και τα μεταφέρει μέσα σε βαλίτσες με το τρένο στο Παρίσι, όπου μοσχοπουλάει το κρέας με τεράστιο κέρδος. Στο Σαιν Μ αλό οι κάτοικοι τρώνε πρόστιμα επειδή κλειδώνουν τις πόρτες τους, επειδή έχουν περιστέρια, επειδή
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
207
συσσωρεύουν κρέας. Οι τρούφες εξαφανίζονται. Το αφρώδες κρασί εξαφανίζεται. Τέρμα το κοίταγμα στα μάτια. Τέρμα το κουβεντολόι στα κατώφλια. Τέρμα η ηλιοθεραπεία, το τραγούδι, ο περίπατος των ερωτευμένων στις επάλξεις τα βράδια – τέτοιοι κανόνες δεν είναι γραμμένοι αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι. Παγωμένοι αέρηδες έρχονται από τον Ατλαντικό και ο Ετιέν ταμπουρώνεται στο παλιό δωμάτιο του αδερφού του, και η Μ αρί Λορ υπομένει τον αργό καταιγισμό των ωρών περνώντας τα δάχτυλά της από τα όστρακα στο γραφείο του, ταξινομώντας τα κατά μέγεθος, κατά είδος, κατά μορφολογία, ελέγχοντας ξανά και ξανά τη διάταξή τους, προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι δεν έχει βάλει λάθος ούτε ένα. Σίγουρα δε θα πείραζε να βγει έξω για μισή ωρίτσα. Αγκαζέ με τον πατέρα της. Κι όμως, κάθε φορά που ο πατέρας της αρνείται, μια φωνή αντηχεί από έναν θάλαμο της μνήμης της: Μάλλον θα πάρουν τις τυφλές πριν από τους σακάτηδες. Θα τις αναγκάσουν να κάνουν διάφορα. Έξω από τα τείχη της πόλης περνούν διάφορα στρατιωτικά πλοία, το λινάρι δεματιάζεται και αποστέλλεται και πλέκεται σκοινί ή παλαμάρι ή κορδόνι για αλεξίπτωτα, οι γλάροι ρίχνουν στρείδια και μύδια και αχιβάδες από ψηλά και ο ξαφνικός κρότος στη στέγη κάνει τη Μ αρί Λορ να τινάζεται όρθια στο κρεβάτι της. Ο δήμαρχος ανακοινώνει καινούριο φόρο και μερικές από τις φίλες της μαντάμ Μ ανέκ μουρμουρίζουν ότι τους πούλησε, ότι χρειάζονται un homme à poigne – έναν δυνατό άντρα–, ενώ άλλες λένε: τι να κάνει κι αυτός. Η εποχή μένει γνωστή ως εποχή των στρουθοκαμήλων. «Εμείς έχουμε κρύψει το κεφάλι μας στην άμμο, μαντάμ; Ή αυτοί;» «Ίσως όλοι» μουρμουρίζει εκείνη. Η μαντάμ Μ ανέκ έχει αρχίσει να αποκοιμιέται στο τραπέζι δίπλα στη Μ αρί Λορ. Της παίρνει πολλή ώρα να ανεβάσει τα γεύματα τέσσερις ορόφους ως το δωμάτιο του Ετιέν, ασθμαίνοντας σε όλη τη διαδρομή. Τα περισσότερα πρωινά η μαντάμ αρχίζει το μαγείρεμα πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι· πριν από το μεσημέρι βγαίνει έξω στην πόλη, με το τσιγάρο στο στόμα,
208
ANTHONY DOERR
και πηγαίνει κέικ και ψητά στους αρρώστους και σ’ όσους έχουν ανάγκη από βοήθεια, ενώ στον επάνω όροφο ο πατέρας της Μ αρί Λορ ασχολείται με τη μακέτα ξύνοντας, καρφώνοντας, κόβοντας, μετρώντας, δουλεύοντας κάθε μέρα πιο εντατικά από την προηγούμενη, σαν να προσπαθεί να προλάβει μια προθεσμία που μόνο εκείνος γνωρίζει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
209
Ο πιο αδύναμος
Ο
ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ που είναι υπεύθυνος για τις στρατιωτικές ασκήσεις υπαίθρου είναι ο διοικητής, ο διεθυντής της σχολής, ένας άντρας γεμάτος ζήλο ονόματι Μ πάστιαν, με πλατιά περπατησιά και στρογγυλή κοιλιά κι ένα παλτό που τρέμει από τα πολλά παράσημα. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο ουλές από την ευλογιά και οι ώμοι του μοιάζουν σαν να πελεκήθηκαν σε μαλακό πηλό. Φοράει μπότες ιππασίας με καρφιά κάθε ώρα και στιγμή της μέρας, και οι δόκιμοι λένε χαριτολογώντας ότι μ’ αυτές άνοιξε δρόμο για να βγει από την κοιλιά της μάνας του. Ο Μ πάστιαν απαιτεί να απομνημονεύσουν τους χάρτες, να μελετήσουν τη γωνία του ήλιου, να φτιάξουν μόνοι τους ζώνες από αγελαδοτόμαρο. Κάθε απόγευμα, ό,τι καιρό κι αν κάνει, στέκεται έξω στους αγρούς κραυγάζοντας αποφθέγματα της κρατικής προπαγάνδας: «Η ευημερία εξαρτάται από την αγριότητα. Το μόνο που φυλάει τις πολυαγαπημένες σας γιαγιάδες για να πίνουν το τσάι τους και να τρώνε τα μπισκότα τους είναι οι γροθιές στις άκρες των χεριών σας». Ένα παλιό πιστόλι κρέμεται από τη ζώνη του· οι πιο πρόθυμοι δόκιμοι τον κοιτάζουν με μάτια που λάμπουν. Στον Βέρνερ φαίνεται ικανός για σκληρή και χρόνια βία. «Ο στρατός είναι σώμα» εξηγεί, στριφογυρίζοντας ένα κομμάτι λάστιχο έτσι που η άκρη του περνάει σφυρίζοντας μερικούς
210
ANTHONY DOERR
πόντους από τη μύτη ενός αγοριού. «Δε διαφέρει από το σώμα του ανθρώπου. Όπως ζητάμε από τον καθένα σας να διώξει την αδυναμία από το σώμα του, έτσι πρέπει να μάθετε να διώχνετε και τις αδυναμίες από τον στρατό». Ένα απόγευμα του Οκτώβρη ο Μ πάστιαν βγάζει ένα στραβοπόδαρο παιδί από την παράταξη. «Εσύ πρώτος. Πώς σε λένε;» «Μ πέκερ, κύριε». «Μ πέκερ. Πες μας, Μ πέκερ. Ποιο είναι το πιο αδύναμο μέλος αυτής της ομάδας;» Ο Μ πέκερ δειλιάζει. Είναι ο πιο μικρόσωμος από τους δόκιμους της χρονιάς του. Προσπαθεί να φουσκώσει το στήθος του, να σταθεί όσο πιο ευθυτενής μπορεί. Το βλέμμα του Μ πέκερ χτενίζει τις σειρές. «Αυτός, κύριε;» Ο Βέρνερ ξεφυσάει· ο Μ πέκερ διάλεξε ένα παιδί στα δεξιά του, ένα από τα λίγα που έχουν μαύρα μαλλιά. Ερνστ Τάδε. Αρκετά ασφαλής επιλογή: η αλήθεια είναι ότι ο Ερνστ τρέχει αργά. Ένα παιδί που δεν έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να ταιριάζει η ανάπτυξή του με τα αλογίσια πόδια του. Ο Μ πάστιαν καλεί τον Ερνστ μπροστά. Το κάτω χείλος του παιδιού τρέμει ενώ γυρίζει για να κοιτάξει την ομάδα. «Η κλάψα δε θα σε βοηθήσει» του λέει ο Μ πάστιαν και γνέφει αφηρημένα προς την άλλη άκρη του αγρού, όπου μια συστάδα δέντρων διακόπτει τα αγριόχορτα. «Έχεις δέκα δευτερόλεπτα προβάδισμα. Θέλω να φτάσεις σε μένα πριν σε φτάσουν αυτοί. Κατάλαβες;» Ο Ερνστ δεν κουνάει το κεφάλι ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Ο Μ πάστιαν κάνει τον εκνευρισμένο: «Μ όλις σηκώσω το αριστερό χέρι μου, αρχίζεις να τρέχεις. Μ όλις σηκώσω το δεξί, αρχίζετε να τρέχετε τα υπόλοιπα κωθώνια». Ο Μ πάστιαν φεύγει κουνιστός και λυγιστός, με το λάστιχο περασμένο στον λαιμό, το πιστόλι να ταλαντεύεται στο πλάι του. Εξήντα παιδιά περιμένουν ανασαίνοντας. Ο Βέρνερ σκέφτεται τη Γιούττα με τα ιριδίζοντα μαλλιά και τα ζωηρά μάτια και τους
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
211
ντόμπρους τρόπους: δε θα την περνούσαν ποτέ για την πιο αδύναμη. Ο Ερνστ Τάδε τρέμει πια σύγκορμος, μέχρι τους καρπούς και τους αστραγάλους. Όταν ο Μ πάστιαν απέχει περίπου εκατόν ογδόντα μέτρα, γυρίζει και σηκώνει το αριστερό του χέρι. Ο Ερνστ τρέχει με τα χέρια σχεδόν κάθετα και τα πόδια ανοιχτά και ξεβιδωμένα. Ο Μ πάστιαν μετράει αντίστροφα από το δέκα. «Τρία» φωνάζει η ξέμακρη φωνή του. «Δύο. Ένα». Στο μηδέν το δεξί του χέρι υψώνεται και η ομάδα ξαμολιέται. Το μελαχρινό αγόρι είναι τουλάχιστον πενήντα μέτρα μπροστά, αλλά η αγέλη κερδίζει αμέσως έδαφος. Τρέχοντας, πιλαλώντας, καλπάζοντας πενήντα εννέα δεκατετράχρονα κυνηγούν ένα. Ο Βέρνερ μένει στο κέντρο καθώς η ομάδα αραιώνει και η καρδιά του βροντοχτυπάει από τη ζοφερή σύγχυση, αναρωτιέται πού είναι ο Φρίντριχ, γιατί κυνηγούν αυτό το παιδί και τι πρέπει να κάνουν αν το πιάσουν. Μ όνο που μέσα σε κάποιο αταβιστικό κομμάτι του μυαλού του ξέρει ακριβώς τι θα κάνουν. Οι λίγοι που βγαίνουν μπροστά είναι εξαιρετικά γρήγοροι· πλησιάζουν τη μοναχική φιγούρα. Τα άκρα του Ερνστ κινούνται με μανία αλλά είναι ολοφάνερο πως δεν είναι συνηθισμένος να τρέχει και χάνει δυνάμεις. Το χορτάρι ανεμίζει, τα δέντρα διατέμνονται από το φως του ήλιου, η αγέλη κοντοζυγώνει, και ο Βέρνερ νιώθει ενοχλημένος: Γιατί δεν μπορεί ο Ερνστ να τρέξει πιο γρήγορα; Γιατί δεν έχει προπονηθεί; Πώς κατάφερε να περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις; Ο ταχύτερος δόκιμος τεντώνεται για να αρπάξει το παιδί από την πλάτη του πουκαμίσου. Πλησιάζει για να τον γραπώσει. Ο μελαχρινός Ερνστ κοντεύει να πιαστεί, και ο Βέρνερ αναρωτιέται μήπως κάποιο κομμάτι του εαυτού του επιθυμεί να συμβεί αυτό. Αλλά το αγόρι φτάνει στον διοικητή ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν τον προσπεράσουν με βαριά βήματα οι υπόλοιποι.
212
ANTHONY DOERR
Υποχρεωτική παράδοση
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ
αναγκάζεται να το ζητήσει φορτικά τρεις φορές μέχρι να διαβάσει ο πατέρας της μεγαλόφωνα την ανακοίνωση: «Ο πληθυσμός υποχρεούται να παραδώσει όλους τους ραδιοφωνικούς δέκτες που έχει στην κατοχή του. Οι ραδιοφωνικές συσκευές θα παραδοθούν στον αριθμό 27 της οδού Σαρτρ αύριο πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι. Σε περίπτωση μη εκτέλεσης της εντολής, ο παραβάτης θα συλλαμβάνεται με την κατηγορία της δολιοφθοράς». Για μια στιγμή μένουν όλοι αμίλητοι, και η Μ αρί Λορ νιώθει μια παλιά αγωνία να ορθώνεται δειλά μέσα της. «Ο Ετιέν είναι…;» «Στο παλιό δωμάτιο του παππού σου» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. Αύριο το μεσημέρι. Το μισό σπίτι, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, καταλαμβάνεται από ασύρματους δέκτες και τα εξαρτήματα που μπαίνουν μέσα τους. Η μαντάμ Μ ανέκ χτυπάει απαλά την πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιο του Ανρί αλλά δεν παίρνει απάντηση. Το απόγευμα συσκευάζουν τον εξοπλισμό που βρίσκεται στο γραφείο του Ετιέν, η μαντάμ και ο μπαμπάς βγάζουν ραδιόφωνα από τις πρίζες και τα βάζουν μέσα σε κιβώτια, και η Μ αρί Λορ κάθεται στον καναπέ ακούγοντάς τα να σβήνουν το ένα μετά το άλλο: μια παλιά Ραδιόλα Πέντε· ένα G.M .R. Titan· ένα G.M .R. Orphée. Ένα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
213
τριανταδυάβολτο ραδιόφωνο Delco που παρήγγειλε ο Ετιέν από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1922. Ο πατέρας της τυλίγει το μεγαλύτερο με χαρτόνι και χρησιμοποιεί μια παμπάλαιη τροχήλατη πλατφόρμα για να το κατεβάσει από τις σκάλες. Η Μ αρί Λορ κάθεται με τα δάχτυλα μουδιασμένα στην ποδιά της και σκέφτεται το μηχάνημα στη σοφίτα, τα καλώδια και τους διακόπτες του. Ένας πομπός φτιαγμένος για να μιλάει στα φαντάσματα. Μ ετράει ως ραδιοδέκτης; Πρέπει να το αναφέρει; Το ξέρουν ο μπαμπάς και η μαντάμ Μ ανέκ; Δε δείχνουν να το ξέρουν. Το βράδυ η ομίχλη μπαίνει στην πόλη σέρνοντας πίσω της μια παγωμένη ψαρίλα, τρώνε πατάτες και καρότα στην κουζίνα, και η μαντάμ Μ ανέκ αφήνει ένα πιάτο έξω από την πόρτα του Ανρί και χτυπάει, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει και το φαγητό μένει ανέγγιχτο. «Τι θα τα κάνουν τα ραδιόφωνα;» ρωτάει η Μ αρί Λορ. «Θα τα στείλουν στη Γερμανία» λέει ο μπαμπάς. «Ή θα τα ρίξουν στη θάλασσα» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Έλα, παιδί μου, πιες το τσάι σου. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Θα σου ρίξω μια κουβέρτα παραπάνω απόψε στο κρεβάτι σου». Το πρωί ο Ετιέν μένει κλεισμένος στο δωμάτιο του αδερφού του. Η Μ αρί Λορ δεν μπορεί να καταλάβει αν ξέρει τι συμβαίνει στο σπίτι του. Στις δέκα το πρωί ο πατέρας της αρχίζει να μεταφέρει τα κουτιά στην οδό Σαρτρ, ένα πηγαινέλα, δύο πηγαινέλα, τρία, κι όταν γυρίζει να φορτώσει στην πλατφόρμα το τελευταίο ραδιόφωνο ο Ετιέν δεν έχει ακόμα ξεμυτίσει. Η Μ αρί Λορ κρατάει το χέρι της μαντάμ Μ ανέκ ενώ αφουγκράζεται την εξώπορτα που κλείνει με κρότο, τον άξονα του καροτσιού να τραντάζεται καθώς το σπρώχνει ο πατέρας της στην οδό Βομπορέλ και τη σιωπή που πέφτει ξανά αφού απομακρύνεται.
214
ANTHONY DOERR
Μουσείο
Ο ΑΡ ΧΙΛΟΧΙΑΣ Ράινχολντ φον Ρούμπελ ξυπνάει νωρίς. Φοράει τη στολή του, βάζει το μονόκιαλο και τη λαβίδα στην τσέπη, φοράει τα άσπρα γάντια του. Στις έξι βρίσκεται στο φουαγέ του ξενοδοχείου ντυμένος επίσημα, με τα παπούτσια γυαλισμένα, τη θήκη του πιστολιού κουμπωμένη. Ο ξενοδόχος τού φέρνει ψωμί και τυρί σε ένα καλάθι φτιαγμένο από σκούρο ψαθί, καλυμμένο όμορφα με βαμβακερή πετσέτα: όλα είναι στην εντέλεια. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση να βγαίνεις στην πόλη πριν βγει ο ήλιος, με τα φώτα του δρόμου να λάμπουν και το βουητό της παρισινής μέρας που ξεκινά. Ενώ περπατάει στην οδό Κουβιέ και στρίβει στον Βοτανικό Κήπο τα δέντρα μοιάζουν να περιβάλλονται από καταχνιά και νόημα: σαν παρασόλια που υψώνονται μόνο για εκείνον. Του αρέσει να αρχίζει νωρίς τη μέρα του. Στην είσοδο της Μ εγάλης Αίθουσας δύο νυχτοφύλακες κοκαλώνουν. Κοιτάνε τα σιρίτια στον γιακά και στα μανίκια του· οι τένοντες στον λαιμό τους σφίγγουν. Ένας μικρόσωμος άντρας με μαύρα φανελένια ρούχα κατεβαίνει τη σκάλα ζητώντας συγγνώμη στα γερμανικά· λέει ότι είναι ο βοηθός διευθυντή. Περίμενε τον αρχιλοχία μία ώρα αργότερα. «Μ πορούμε να μιλάμε γαλλικά» λέει ο φον Ρούμπελ. Ξοπίσω του καταφθάνει βιαστικός ένας άλλος άντρας με
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
215
αλαβάστρινο δέρμα που είναι οφθαλμοφανές ότι φοβάται να τον κοιτάξει στα μάτια. «Είναι τιμή μας να σας δείξουμε τις συλλογές μας, αρχιλοχία» λέει με κομμένη την ανάσα ο βοηθός διευθυντή. «Να σας συστήσω τον ορυκτολόγο, καθηγητή Ουμπλέν». Ο Ουμπλέν ανοιγοκλείνει δύο φορές τα μάτια, δίνει την εντύπωση μαντρωμένου ζώου. Οι δυο φύλακες τους παρακολουθούν από το τέρμα του διαδρόμου. «Να πάρω το καλάθι σας;» «Δεν είναι κόπος». Η Πτέρυγα Ορυκτολογίας είναι τόσο μεγάλη, που ο φον Ρούμπελ μετά βίας διακρίνει την άκρη της. Ανά διαστήματα οι προθήκες είναι άδειες και τα μικρά κενά στα ράφια τους με την τσόχινη επένδυση μαρτυρούν το σχήμα των αντικειμένων που έχουν αφαιρεθεί. Ο φον Ρούμπελ περπατάει αργά με το καλάθι στο χέρι, ξεχνώντας να κάνει οτιδήποτε πέρα από το να κοιτάζει. Τι θησαυρούς έχουν αφήσει πίσω! Ένα εξαίσιο σετ από κίτρινους κρυστάλλους τοπαζιού σε γκρίζα θεμελιώδη μάζα. Ένα υπέροχο ροζ κομμάτι βηρύλλου που μοιάζει με αποκρυσταλλωμένο εγκέφαλο. Μ ια βιολετιά στήλη τουρμαλίνης από τη Μ αδαγασκάρη η οποία φαίνεται τόσο πλούσια, που δεν μπορεί να αντισταθεί στην παρόρμηση να τη χαϊδέψει. Βουρνονίτης· απατίτης σε μοσχοβίτη· φυσικό ζιρκόνιο με πολλά χρώματα· δεκάδες άλλα ορυκτά που δεν ξέρει να τα ονομάσει. Από τα χέρια αυτών των ανθρώπων, σκέφτεται, περνάνε περισσότερες πολύτιμες πέτρες μέσα σε μια βδομάδα απ’ όσες έχει δει σε όλη του τη ζωή. Κάθε έκθεμα είναι καταχωρισμένο σε τεράστιους τόμους αρχειοθέτησης που χρειάστηκαν αιώνες να συνταχθούν. Ο κάτωχρος Ουμπλέν του δείχνει μερικές σελίδες: «Ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ ξεκίνησε τη συλλογή ως Φαρμακείο, νεφρίτης για τα νεφρά, πηλός για το στομάχι, και ούτω καθ’ εξής. Μ έχρι το 1850 υπήρχαν ήδη διακόσιες χιλιάδες καταχωρίσεις στον κατάλογο, μια ανεκτίμητη ορυκτολογική παρακαταθήκη…» Πότε πότε ο φον Ρούμπελ βγάζει το σημειωματάριό του από την τσέπη του και σημειώνει. Δε βιάζεται. Μ όλις φτάνουν στο
216
ANTHONY DOERR
τέλος, ο βοηθός διευθυντή περνάει τα δάχτυλά του στη ζώνη του. «Ελπίζουμε να εντυπωσιαστήκατε, αρχιλοχία. Απολαύσατε την ξενάγηση;» «Πάρα πολύ». Τα ηλεκτρικά φώτα της οροφής απέχουν πολύ το ένα από το άλλο και η σιωπή στον τεράστιο χώρο είναι βαριά. «Όμως» λέει, προφέροντας τις συλλαβές πολύ αργά, «πού βρίσκονται οι συλλογές που δεν είναι ανοιχτές για το κοινό;» Ο βοηθός διευθυντή και ο ορυκτολόγος ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. «Είδατε όλα όσα μπορούσαμε να σας δείξουμε, αρχιλοχία». Ο φον Ρούμπελ διατηρεί έναν ευγενικό τόνο. Πολιτισμένο. Στο κάτω κάτω το Παρίσι δεν είναι Πολωνία. Τα νερά πρέπει να ταράζονται με σύνεση. Δεν μπορεί να επιτάξει ό,τι θέλει έτσι απλά. Πώς το έλεγε ο πατέρας του; Να βλέπεις τα εμπόδια σαν ευκαιρίες, Ράινχολντ. Να βλέπεις τα εμπόδια σαν πηγή έμπνευσης. «Μ πορούμε να πάμε κάπου» λέει «να μιλήσουμε;» Το γραφείο του βοηθού διευθυντή καταλαμβάνει μια γωνία του δεύτερου ορόφου με θέα στους κήπους: έχει επένδυση από ξύλο καρυδιάς, είναι υπερβολικά ζεστό, διακοσμημένο με πεταλούδες και σκαθάρια σε εναλλασσόμενες κορνίζες. Στον τοίχο πίσω από το βαρύ γραφείο κρέμεται η μοναδική ζωγραφιά: ένα πορτρέτο με κάρβουνο του Γάλλου βιολόγου Ζαν Μ παπτίστ Λαμάρκ. Ο βοηθός διευθυντή κάθεται πίσω από το γραφείο και ο φον Ρούμπελ κάθεται μπροστά, με το καλάθι ανάμεσα στα πόδια. Ο ορυκτολόγος μένει όρθιος. Μ ια γραμματέας με μακρύ λαιμό φέρνει τσάι. «Διαρκώς συγκεντρώνουμε νέα αποκτήματα, ναι; Σε ολόκληρο τον κόσμο η εκβιομηχάνιση θέτει σε κίνδυνο τα ορυκτά αποθέματα. Συλλέγουμε όσους τύπους ορυκτών υπάρχουν. Για έναν έφορο κανένα δεν είναι ανώτερο από τα υπόλοιπα» λέει ο Ουμπλέν. Ο φον Ρούμπελ βάζει τα γέλια. Εκτιμά το γεγονός ότι προσπαθούν να παίξουν το παιχνίδι. Μ α δεν καταλαβαίνουν ότι ο νικητής έχει ήδη καθοριστεί; Αφήνει το φλιτζάνι με το τσάι και λέει:
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
217
«Θα ήθελα να δω τα πιο προστατευμένα δείγματά σας. Ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για ένα δείγμα που πιστεύω ότι βγάλατε πρόσφατα από τα θησαυροφυλάκιά σας». Ο βοηθός διευθυντή περνάει το αριστερό του χέρι μέσα από τα μαλλιά του και απελευθερώνει μια χιονοθύελλα πιτυρίδας. «Αρχιλοχία, τα ορυκτά που είδατε έχουν βοηθήσει να γίνουν ανακαλύψεις στην ηλεκτροχημεία, στους θεμελιώδεις νόμους της μαθηματικής κρυσταλλογραφίας. Ο ρόλος ενός εθνικού μουσείου είναι να λειτουργεί πάνω από τα καπρίτσια και τις μόδες των συλλεκτών, να διασφαλίζει για τις επόμενες γενιές την…» Ο φον Ρούμπελ χαμογελάει: «Θα περιμένω». «Δε μας καταλάβατε, μεσιέ. Έχετε δει όλα όσα μπορούμε να σας δείξουμε». «Θα περιμένω να δω αυτά που δεν μπορείτε να μου δείξετε». Ο βοηθός διευθυντή κοιτάζει μέσα στο τσάι του. Ο ορυκτολόγος ρίχνει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο· φαίνεται να παλεύει με μια εσωτερική οργή. «Έχω μεγάλο ταλέντο στην αναμονή» λέει ο φον Ρούμπελ στα γαλλικά. «Είναι η μοναδική μου σπουδαία ικανότητα. Δεν ήμουν ποτέ καλός στα αθλήματα και στα μαθηματικά, αλλά ακόμη και ως παιδί διέθετα εξωπραγματική υπομονή. Καθόμουν στην καρέκλα και περίμενα επί ώρες, χωρίς περιοδικό, χωρίς παιχνίδια, χωρίς καν να κουνάω τα πόδια μου μπρος πίσω. Όλες οι μητέρες έμεναν εντυπωσιασμένες». Οι δυο Γάλλοι παίζουν νευρικά με τα δάχτυλά τους. Άραγε, πέρα από την πόρτα του γραφείου ποια αυτιά να ακούνε; «Καθίστε, παρακαλώ, αν θέλετε» λέει ο φον Ρούμπελ στον Ουμπλέν και χτυπάει μαλακά την καρέκλα δίπλα του. Όμως ο Ουμπλέν δεν κάθεται. Η ώρα περνάει. Ο φον Ρούμπελ πίνει το υπόλοιπο τσάι του και αφήνει πολύ προσεκτικά το φλιτζάνι στην άκρη του γραφείου του βοηθού διευθυντή. Κάπου κάπου ένας ηλεκτρικός ανεμιστήρας ζωντανεύει, δουλεύει για λίγο κι ύστερα σβήνει. Ο Ουμπλέν λέει: «Δεν είναι σαφές τι περιμένετε, αρχιλοχία».
218
ANTHONY DOERR
«Περιμένω να μου μιλήσετε με ειλικρίνεια». «Αν μου επιτρέπετε…» «Μ είνετε» λέει ο φον Ρούμπελ. «Καθίστε. Είμαι σίγουρος ότι αν ένας από τους δυο σας δώσει κάποια οδηγία, η μαμζέλ που μοιάζει με καμηλοπάρδαλη θα σας ακούσει, έτσι δεν είναι;» Ο βοηθός διευθυντή σταυρώνει και ξεσταυρώνει τα πόδια του. Είναι πια περασμένες δώδεκα. «Μ ήπως θέλετε να δείτε τους σκελετούς;» κάνει μια απόπειρα. «Η Πτέρυγα Ανθρωπολογίας είναι εκπληκτική. Και η ζωολογική μας συλλογή ξεπερνάει…» «Θα ήθελα να δω τα ορυκτά που δεν αποκαλύπτετε στο κοινό. Ένα συγκεκριμένο». Ο λαιμός του Ουμπλέν βγάζει ροζ και λευκές κηλίδες. Δεν κάθεται. Ο βοηθός διευθυντή αποδέχεται το αδιέξοδο και βγάζει έναν χοντρό, τέλεια δεμένο πάκο χαρτί από ένα συρτάρι και αρχίζει να διαβάζει. Ο Ουμπλέν κάνει να φύγει, αλλά ο φον Ρούμπελ λέει μόνο: «Σας παρακαλώ, μείνετε μέχρι να λυθεί το ζήτημα». Η αναμονή, σκέφτεται ο φον Ρούμπελ, είναι ένα είδος πολέμου. Απλώς λες στον εαυτό σου ότι δεν πρέπει να χάσεις. Το τηλέφωνο του βοηθού διευθυντή χτυπάει και απλώνει το χέρι να το σηκώσει, αλλά ο φον Ρούμπελ υψώνει το χέρι του, το τηλέφωνο κουδουνίζει δέκα, έντεκα φορές και μετά σωπαίνει. Περνάει σχεδόν μισή ώρα, με τον Ουμπλέν να κοιτάζει τα κορδόνια των παπουτσιών του, τον βοηθό διευθυντή να γράφει κάπου κάπου κάποια σημείωση στο χειρόγραφο με μια ασημένια πένα, τον φον Ρούμπελ να παραμένει εντελώς ακίνητος, κι ύστερα ακούγεται ένας απόμακρος χτύπος στην πόρτα. «Κύριοι;» ακούγεται η φωνή. «Είμαστε εντάξει, ευχαριστούμε» φωνάζει ο φον Ρούμπελ. «Έχω κι άλλα θέματα να φροντίσω, αρχιλοχία» λέει ο βοηθός διευθυντή. Ο φον Ρούμπελ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του: «Θα περιμένετε εδώ. Και οι δύο. Θα παραμείνετε εδώ μαζί μου ώσπου να δω αυτό που ήρθα να δω. Και μετά θα επιστρέψουμε όλοι στις σημαντικές δουλειές μας».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
219
Το σαγόνι του ορυκτολόγου τρέμει. Ο ανεμιστήρας ξεκινάει ξανά και κατόπιν σβήνει. Ένας χρονοδιακόπτης πέντε λεπτών, μαντεύει ο φον Ρούμπελ. Περιμένει να ξεκινήσει και να σβήσει άλλη μία φορά. Μ ετά ανεβάζει το καλάθι στα γόνατά του. Δείχνει την καρέκλα. Η φωνή του είναι μαλακή: «Καθίστε, κύριε καθηγητή. Θα είστε πιο άνετα». Ο Ουμπλέν δεν κάθεται. Είναι δύο η ώρα έξω στην πόλη και οι καμπάνες χτυπάνε σε εκατοντάδες εκκλησίες. Διαβάτες περνούν απ’ τα μονοπάτια. Τα τελευταία φύλλα του φθινοπώρου στροβιλίζονται αργά πέφτοντας στη γη. Ο φον Ρούμπελ απλώνει την πετσέτα στα πόδια του και βγάζει το τυρί. Κόβει αργά το ψωμί, τινάζοντας έναν πλούσιο καταρράκτη από ψίχουλα στην πετσέτα του. Ενώ μασάει μπορεί σχεδόν να ακούσει τα σωθικά του να γουργουρίζουν. Δεν τους προσφέρει τίποτα. Μ όλις τελειώνει, σκουπίζει τις άκρες του στόματός του. «Λάθος εκτίμηση, κύριοι. Δεν είμαι κτήνος. Δεν έχω έρθει να ρημάξω τις συλλογές σας. Ανήκουν σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, έτσι δεν είναι; Ήρθα μόνο για κάτι μικρό. Κάτι μικρότερο από το κόκαλο της επιγονατίδας σας». Κοιτάζει τον ορυκτολόγο λέγοντάς το· ο οποίος στρέφει αλλού το βλέμμα του κατακόκκινος. Ο βοηθός διευθυντή λέει: «Αυτό είναι παράλογο, αρχιλοχία». Ο φον Ρούμπελ διπλώνει την πετσέτα του και τη βάζει μέσα στο καλάθι και αφήνει το καλάθι στο πάτωμα. Γλείφει την άκρη του δαχτύλου του και μαζεύει τα ψίχουλα από το χιτώνιό του ένα ένα. Μ ετά κοιτάζει κατάματα τον βοηθό διευθυντή: «Στο Λύκειο Καρλομάγνου, σωστά; Στην οδό Καρλομάγνου;» Το δέρμα γύρω από τα μάτια του βοηθού τεντώνεται. «Εκεί δεν πηγαίνει σχολείο η κόρη σας;» Ο φον Ρούμπελ στρέφεται πάνω στην καρέκλα του. «Και στο Κολέγιο Στανισλάς, έτσι δεν είναι, δόκτωρ Ουμπλέν; Εκεί δε φοιτούν οι δίδυμοι γιοι σας; Στην οδό Νοτρ Νταμ ντε Σαμπ; Τώρα, τέτοια ώρα, δε θα ξεκινούν για το σπίτι αυτά τα όμορφα παιδιά;»
220
ANTHONY DOERR
Ο Ουμπλέν ακουμπάει τα χέρια του στην πλάτη της άδειας καρέκλας δίπλα του και οι κόμποι τους γίνονται κάτασπροι. «Ο ένας με ένα βιολί και ο άλλος με μια βιόλα, σωστά; Και περνάνε τόσους δρόμους με μεγάλη κίνηση. Είναι πολύ μεγάλη διαδρομή για δεκάχρονα παιδιά». Ο βοηθός διευθυντή κάθεται πολύ ευθυτενής. Ο φον Ρούμπελ λέει: «Ξέρω ότι δεν είναι εδώ, κύριοι. Ούτε ο τελευταίος επιστάτης δε θα ήταν τόσο βλάκας να αφήσει το διαμάντι εδώ. Αλλά θα ήθελα να δω πού το φυλάτε. Θα ήθελα να μάθω ποιο μέρος πιστεύετε ότι είναι αρκετά ασφαλές». Κανένας από τους δύο Γάλλους δε μιλάει. Ο βοηθός διευθυντή συνεχίζει να κοιτάζει το χειρόγραφό του, παρόλο που ο φον Ρούμπελ βλέπει καθαρά ότι δε διαβάζει πια. Στις τέσσερις η γραμματέας χτυπάει την πόρτα και ο φον Ρούμπελ τη διώχνει ξανά. Εξασκείται στο να συγκεντρώνει τη σκέψη του μόνο στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών του. Στον σφυγμό στον λαιμό του. Τοκ, τοκ, τοκ, τοκ. Άλλοι, σκέφτεται, θα είχαν λιγότερη φινέτσα. Άλλοι θα χρησιμοποιούσαν ανιχνευτές ψεύδους, εκρηκτικά, κάννες όπλων, σωματική δύναμη. Ο φον Ρούμπελ χρησιμοποιεί το φτηνότερο υλικό: μόνο λεπτά, μόνο ώρες. Πέντε καμπάνες. Το φως αποτραβιέται από τους κήπους. «Αρχιλοχία, σας παρακαλώ» λέει ο βοηθός διευθυντή. Τα χέρια του είναι ακουμπισμένα στο γραφείο. Υψώνει το βλέμμα με απελπισία. «Είναι πολύ αργά. Πρέπει να πάω στο αποχωρητήριο» λέει. «Ελεύθερα». Ο φον Ρούμπελ γνέφει προς τον μεταλλικό κάδο απορριμμάτων δίπλα στο γραφείο. Ο ορυκτολόγος μορφάζει. Το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Ο Ουμπλέν τρώει τις παρανυχίδες του. Πόνος ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του βοηθού διευθυντή. Ο ανεμιστήρας γυρίζει. Έξω στους κήπους το φως της μέρας ξετυλίγεται από τα δέντρα και ο φον Ρούμπελ εξακολουθεί να περιμένει. «Ο συνάδερφός σας» λέει στον ορυκτολόγο «είναι λογικός άνθρωπος, έτσι δεν είναι; Αμφισβητεί τους θρύλους. Αλλά εσείς,
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
221
εσείς δείχνετε να έχετε μεγαλύτερη φλόγα. Δε θέλετε να πιστέψετε, λέτε στον εαυτό σας να μην πιστέψει. Αλλά πιστεύετε». Κουνάει το κεφάλι. «Έχετε κρατήσει στα χέρια σας το διαμάντι. Έχετε αισθανθεί τη δύναμή του». «Αυτό είναι γελοίο» λέει ο Ουμπλέν – τα μάτια του στριφογυρίζουν σαν τρομαγμένου πουλαριού. «Δεν είναι πολιτισμένη συμπεριφορά αυτή. Είναι ασφαλή τα παιδιά μας, αρχιλοχία; Απαιτώ να μας αφήσετε να επιβεβαιώσουμε ότι τα παιδιά μας είναι ασφαλή». «Είστε άνθρωπος της επιστήμης, και παρ’ όλα αυτά πιστεύετε τους μύθους. Πιστεύετε στη δύναμη του ορθού λόγου, αλλά ταυτόχρονα πιστεύετε και στα παραμύθια. Σε θεές και κατάρες». Ο βοηθός διευθυντή παίρνει μια κοφτή ανάσα. «Αρκετά» λέει. «Αρκετά». Ο σφυγμός του φον Ρούμπελ επιταχύνεται. Έγινε κιόλας; Τόσο εύκολα; Θα μπορούσε να περιμένει άλλες δύο μέρες, τρεις, ενώ ζυγοί στρατιωτών θα έσπαγαν πάνω του σαν κύματα. «Είναι ασφαλή τα παιδιά μας, αρχιλοχία;» «Αν θέλετε να είναι». «Μ πορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο;» Ο φον Ρούμπελ γνέφει καταφατικά. Ο βοηθός διευθυντή πιάνει το ακουστικό, λέει «Συλβί», ακούει για λίγο, και μετά το κατεβάζει. Η γυναίκα μπαίνει στο γραφείο με έναν κρίκο κλειδιά. Από ένα συρτάρι του γραφείου του βγάζει ένα άλλο κλειδί με αλυσίδα. Απλό, κομψό, με μακρύ στέλεχος. Μ ια κλειδωμένη πορτούλα στο πίσω μέρος της αίθουσας του κύριου ορόφου. Χρειάζονται δύο κλειδιά για να ανοίξει και ο βοηθός διευθυντή φαίνεται να μην έχει πείρα με την κλειδαριά. Οδηγούν τον φον Ρούμπελ σε μια ελικοειδή πέτρινη σκάλα· στο κάτω μέρος ο βοηθός διευθυντή ξεκλειδώνει μια δεύτερη πόρτα. Διασχίζουν έναν λαβύρινθο από διαδρόμους, προσπερνούν έναν φύλακα, που πετάει την εφημερίδα του και στέκεται αλύγιστος σαν να κατάπιε μπαστούνι ενώ περνάνε. Σε μια απλή αποθήκη γεμάτη μουσαμάδες, παλέτες και κιβώτια, πίσω από ένα κόντρα πλακέ, ο ορυκτολόγος αποκαλύπτει ένα απλό χρηματοκιβώτιο με συνδυασμό που ο βοηθός διευθυντή ανοίγει μάλλον εύκολα.
222
ANTHONY DOERR
Κανένας συναγερμός. Μ όνο ένας φρουρός. Μ έσα στο χρηματοκιβώτιο βρίσκεται ένα δεύτερο, πολύ πιο ενδιαφέρον κουτί. Είναι τόσο βαρύ, που ο βοηθός διευθυντή και ο ορυκτολόγος το σηκώνουν μαζί για να το βγάλουν έξω. Κομψό, οι ενώσεις του αόρατες. Χωρίς μάρκα ή καντράν συνδυασμού. Θεωρητικά είναι κούφιο, αλλά δε διακρίνονται μεντεσέδες, καρφιά, σύνδεσμοι· μοιάζει με μασίφ κομμάτι καλογυαλισμένου ξύλου. Είναι φτιαγμένο κατά παραγγελία. Ο ορυκτολόγος βάζει ένα κλειδί σε μια μικροσκοπική, σχεδόν αόρατη τρύπα στο κάτω μέρος· μόλις γυρίζει, άλλες δύο μικροσκοπικές κλειδαρότρυπες ανοίγουν από την αντίθετη πλευρά. Ο βοηθός διευθυντή βάζει δίδυμα κλειδιά σε εκείνες τις τρύπες· ξεκλειδώνουν κάτι που μοιάζει με πέντε διαφορετικά στελέχη. Τρεις αλληλοεπικαλυπτόμενες κλειδαριές με κυλίνδρους, που η καθεμιά εξαρτάται από την επόμενη. «Πανέξυπνο» ψιθυρίζει ο φον Ρούμπελ. Οι πλευρές του κουτιού ανοίγουν απαλά πέφτοντας στο πλάι. Μ έσα βρίσκεται ένα μικρό τσόχινο πουγκί. «Ανοίξτε το» λέει. Ο ορυκτολόγος κοιτάζει τον βοηθό διευθυντή. Εκείνος παίρνει το πουγκί, το λύνει και αδειάζει ένα τυλιγμένο πακέτο στην παλάμη του. Μ ε το ένα δάχτυλο σπρώχνει τις πτυχές να ανοίξουν. Μ έσα βρίσκεται ένα μπλε πετράδι μεγάλο όσο ένα αυγό περιστεριού.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
223
Η ντουλάπα
ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
που δεν τηρούν τη συσκότιση επιβάλλονται πρόστιμα ή τους συλλαμβάνουν για ανάκριση, παρόλο που η μαντάμ Μ ανέκ τους μεταφέρει ότι στο Οτέλ Ντιε οι λάμπες καίνε όλη νύχτα και οι Γερμανοί αξιωματικοί μπαινοβγαίνουν τρεκλίζοντας νυχθημερόν, φτιάχνοντας τα πουκάμισά τους και κουμπώνοντας τα παντελόνια τους. Η Μ αρί Λορ κρατιέται ξύπνια περιμένοντας να ακούσει τον θείο της να σαλεύει. Στο τέλος ακούει την απέναντι πόρτα να ανοίγει και πόδια να σέρνονται απαλά στις σανίδες. Φαντάζεται ένα ποντίκι του παραμυθιού να ξεμυτίζει από την τρύπα του. Σηκώνεται από το κρεβάτι προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον πατέρα της και βγαίνει στον διάδρομο. «Θείε» ψιθυρίζει «μην τρομάξετε». «Μ αρί Λορ;» Η μυρωδιά του μοιάζει με τη μυρωδιά του χειμώνα που έρχεται, ενός τύμβου, της βαριάς αδράνειας του χρόνου. «Είστε καλά;» «Καλύτερα». Στέκονται στο πλατύσκαλο. «Ήρθε μια ειδοποίηση» λέει η Μ αρί Λορ. «Η μαντάμ την άφησε στο γραφείο σας». «Ειδοποίηση;»
224
ANTHONY DOERR
«Τα ραδιόφωνά σας». Εκείνος κατεβαίνει στον τέταρτο όροφο. Τον ακούει να μιλάει συγκεχυμένα. Δάχτυλα που διατρέχουν τα άδεια ράφια. Παλιοί φίλοι που έφυγαν. Προετοιμάζεται για θυμωμένες φωνές, αλλά το αυτί της πιάνει ένα λαχανιασμένο παιδικό τραγουδάκι: «…à la salade je suis malade, au céleri je suis guéri… – η σαλάτα μ’ αρρωσταίνει, το σέλερι με γιατρεύει…» Τον πιάνει από τον αγκώνα, τον βοηθάει να καθίσει στον καναπέ. Εκείνος μουρμουρίζει ακόμη, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του να απομακρυνθεί από κάποιο εσωτερικό χείλος πάνω από το κενό, και η Μ αρί Λορ αισθάνεται τον φόβο που ξεπηδάει από μέσα του μολυσματικός, τοξικός· της θυμίζει τις αναθυμιάσεις που αναδίδονταν από τις λεκάνες με τη φορμόλη στο Τμήμα Ζωολογίας. Η βροχή πέφτει απαλά στα τζάμια. Η φωνή του Ετιέν ακούγεται από πολύ μακριά: «Όλα;» «Εκτός από το ραδιόφωνο στη σοφίτα. Δεν το ανέφερα. Η μαντάμ Μ ανέκ το γνωρίζει;» «Δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ». «Είναι κρυμμένο, θείε; Θα μπορούσε να το δει κανείς αν έψαχνε το σπίτι;» «Ποιος θα έψαχνε το σπίτι;» Ακολουθεί σιωπή. «Θα μπορούσαμε και τώρα να το παραδώσουμε. Να πούμε ότι το ξεχάσαμε;» της λέει. «Η προθεσμία ήταν χτες το μεσημέρι». «Μ πορεί να καταλάβουν». «Θείε, πιστεύετε πραγματικά ότι θα καταλάβουν πως ξεχάσατε να παραδώσετε έναν πομπό που μπορεί να εκπέμψει ως την Αγγλία;» Κι άλλες ταραγμένες αναπνοές. Η νύχτα περιστρέφεται στους αθόρυβους στροφείς της. «Βοήθησέ με» της λέει. Βρίσκει έναν γρύλο σε κάποιο δωμάτιο του δεύτερου πατώματος, ανεβαίνουν μαζί στο πέμπτο πάτωμα και κλείνουν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
225
την πόρτα του δωματίου του παππού της και γονατίζουν δίπλα στην τεράστια ντουλάπα χωρίς να διακινδυνεύσουν να ανάψουν ούτε ένα κερί. Ο Ετιέν βάζει τον γρύλο κάτω από την ντουλάπα και σηκώνει την αριστερή πλευρά. Χώνει διπλωμένα κουρελόπανα κάτω από τα πόδια της· κατόπιν σηκώνει την άλλη πλευρά και κάνει το ίδιο. «Τώρα, Μ αρί Λορ, ακούμπα τα χέρια σου εδώ. Και σπρώξε». Μ ε ένα ρίγος καταλαβαίνει: θα μετακινήσουν την ντουλάπα μπροστά από την πορτούλα που οδηγεί στη σοφίτα. «Μ ε όλη σου τη δύναμη, έτοιμη; Ένα, δύο, τρία». Η τεράστια ντουλάπα γλιστράει έναν πόντο. Οι βαριές πόρτες με τους καθρέφτες χτυπάνε ελαφρά ενώ τσουλάει. Η Μ αρί Λορ νιώθει σαν να σπρώχνουν άλογο πάνω σε πάγο. «Ο πατέρας μου» λέει ασθμαίνοντας ο Ετιέν «έλεγε πως ούτε ο Χριστός ο ίδιος δε θα μπορούσε να ανεβάσει αυτή την ντουλάπα εδώ πάνω. Ότι πρέπει να έχτισαν το σπίτι γύρω της. Πάμε πάλι, έτοιμη;» Σπρώχνουν, ξεκουράζονται, σπρώχνουν, ξεκουράζονται. Στο τέλος η ντουλάπα βρίσκεται μπροστά στην πορτούλα και η είσοδος για τη σοφίτα έχει κλείσει. Ο Ετιέν σηκώνει ξανά με τον γρύλο τα πόδια της ντουλάπας, βγάζει τα κουρελόπανα και σωριάζεται στο πάτωμα κοντανασαίνοντας· η Μ αρί Λορ κάθεται δίπλα του. Πριν έρθει το ξημέρωμα στην πόλη έχουν αποκοιμηθεί.
226
ANTHONY DOERR
Μαυροπούλια
ΠΡ ΟΣΚΛΗΤΗΡ ΙΟ. Πρωινό. Φρενολογία, σκοποβολή, γυμνάσια. Ο μελαχρινός Ερνστ φεύγει από το σχολείο πέντε μέρες αφότου επιλέχθηκε ως ο πιο αδύναμος στην άσκηση του Μ πάστιαν. Την επόμενη εβδομάδα φεύγουν ακόμα δύο. Οι εξήντα γίνονται πενήντα εφτά. Κάθε βράδυ ο Βέρνερ δουλεύει στο εργαστήριο του δόκτορα Χάουπτμαν, πότε λύνοντας τριγωνομετρικές εξισώσεις και πότε φτιάχνοντας κυκλώματα: ο Χάουπτμαν θέλει από τον Βέρνερ να βελτιώσει την αποδοτικότητα και την ισχύ ενός ραδιογωνιομετρικού δέκτη που σχεδιάζει. Πρέπει να μπορεί να ρυθμίζεται γρήγορα να εκπέμπει σε πολλαπλές συχνότητες, λέει ο κοντούλης δόκτωρ, πρέπει να μπορεί να μετράει τη γωνία των εκπομπών που λαμβάνει. Μ πορεί να το καταφέρει; Αλλάζει σχεδόν τα πάντα στο σχέδιο. Μ ερικά βράδια ο Χάουπτμαν γίνεται πιο ομιλητικός, εξηγεί τον ρόλο ενός σωληνοειδούς πηνίου ή ενός αντιστάτη με κάθε λεπτομέρεια, ή ταξινομεί μια αράχνη που κρέμεται από ένα δοκάρι, ή μιλάει παθιασμένα για τις συγκεντρώσεις επιστημόνων στο Βερολίνο, όπου σχεδόν κάθε συζήτηση, λέει, αποκαλύπτει μια νέα δυνατότητα. Σχετικότητα, κβαντική μηχανική – κάτι τέτοιες νύχτες φαίνεται να μιλάει ευχάριστα για οτιδήποτε τον ρωτάει ο Βέρνερ. Αλλά την αμέσως επόμενη νύχτα θα είναι τρομερά κλειστός·
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
227
δεν είναι ανοιχτός σε ερωτήσεις και επιτηρεί το έργο του Βέρνερ σιωπηλά. Η πιθανότητα ο δόκτωρ Χάουπτμαν να έχει επαφές με τόσο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα –ότι το τηλέφωνο στο γραφείο του τον συνδέει με άντρες εκατό χιλιόμετρα μακριά οι οποίοι θα μπορούσαν υψώνοντας το δάχτυλό τους να σηκώσουν δώδεκα Μ έσσερσμιτ στον αέρα και να βομβαρδίσουν ανελέητα μια πόλη– ενθουσιάζει τον Βέρνερ. Ζούμε σε μοναδικές εποχές. Αναρωτιέται αν τον έχει συγχωρήσει η Γιούττα. Τα γράμματά της περιέχουν κυρίως κοινοτοπίες –«έχουμε δουλειές· η φράου Έλενα σε χαιρετάει»– ή φτάνουν στον θάλαμό του τόσο λογοκριμένα, που το νόημά τους έχει αποσαθρωθεί. Άραγε στενοχωριέται για την απουσία του; Ή έχει αποτιτανώσει τα συναισθήματά της προστατεύοντας τον εαυτό της, όπως μαθαίνει κι αυτός να κάνει; Ο Φολκχάιμερ, σαν τον Χάουπτμαν, είναι γεμάτος αντιθέσεις. Για τα άλλα παιδιά ο Γίγαντας είναι ένα κτήνος, ένα όργανο καθαρής δύναμης, κι όμως μερικές φορές, όταν ο Χάουπτμαν λείπει στο Βερολίνο, ο Φολκχάιμερ χώνεται στο γραφείο του δόκτορα και επιστρέφει με ένα ραδιόφωνο Γκρούντικ με λάμπες, το συνδέει στην κεραία των βραχέων και το εργαστήριο γεμίζει κλασική μουσική: ακούνε Μ ότσαρτ, Μ παχ, ακόμα και τον Ιταλό Βιβάλντι. Όσο πιο αισθηματική η μουσική τόσο το καλύτερο. Το θεόρατο αγόρι ξαπλώνει σε μια πολυθρόνα που διαμαρτύρεται τρίζοντας κάτω από τον όγκο του και αφήνει τα βλέφαρά του να κατέβουν μεσίστια. Γιατί όλο τρίγωνα; Ποιος είναι ο σκοπός του πομποδέκτη που φτιάχνουν; Ποια δύο σημεία γνωρίζει ο Χάουπτμαν και γιατί χρειάζεται να μάθει το τρίτο; «Είναι απλοί αριθμοί, δόκιμε» λέει ο Χάουπτμαν, το αγαπημένο του ρητό. «Καθαρά μαθηματικά. Πρέπει να συνηθίσεις να σκέφτεσαι έτσι». Ο Βέρνερ λέει διάφορες θεωρίες στον Φρίντριχ, αλλά ο Φρίντριχ, όπως ανακαλύπτει, μοιάζει σαν να ζει υπό την επήρεια ενός ονείρου, τα παντελόνια τού πέφτουν μεγάλα στη μέση, τα στριφώματα έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν. Το βλέμμα του είναι
228
ANTHONY DOERR
ταυτόχρονα έντονο και απλανές· δείχνει σχεδόν σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν πετυχαίνει τους στόχους στη σκοποβολή. Τις περισσότερες νύχτες ο Φρίντριχ μονολογεί μουρμουρίζοντας πριν τον πάρει ο ύπνος: αποσπάσματα από ποιήματα, τις συνήθειες της χήνας, για νυχτερίδες που ακούει να περνάνε με ορμή δίπλα από τα παράθυρα. Πουλιά, όλο πουλιά. «…που λες, τα αρκτικά γλαρόνια, Βέρνερ, πετάνε από τον νότιο πόλο στον βόρειο πόλο, είναι αληθινοί ταξιδευτές της γης, μάλλον τα πιο αποδημητικά πλάσματα που έζησαν ποτέ, εβδομήντα χιλιάδες χιλιόμετρα τον χρόνο…» Ένα μεταλλικό χειμερινό φως πέφτει πάνω στους στάβλους, στα αμπέλια και στο σκοπευτήριο, και τα ωδικά πτηνά πετούν πάνω από τους λόφους, μεγάλα δίχτυα από στρουθώδη που τραβάνε νότια, ένα μεταναστευτικό πέρασμα ακριβώς πάνω από τα βέλη του σχολείου. Κάπου κάπου ένα κοπάδι προσγειώνεται σε μια από τις τεράστιες φλαμουριές του περιβόλου και αναδεύεται κάτω από τα φύλλα της. Σε μερικούς από τους μεγαλύτερους μαθητές, στους δεκαεξάχρονους και δεκαεφτάχρονους, στους δόκιμους που τους επιτρέπεται η πρόσβαση σε πυρομαχικά, αρέσει να ρίχνουν ριπές στα δέντρα για να δουν πόσα πουλιά θα χτυπήσουν. Το δέντρο μοιάζει ακατοίκητο και ήρεμο· μόλις κάποιος ρίξει και η κορφή του δέντρου γίνει χίλια κομμάτια που εκσφενδονίζονται προς κάθε κατεύθυνση, εκατοντάδες πουλιά τινάζονται από μέσα του μέσα σε μισό δευτερόλεπτο στριγκλίζοντας, σαν να ανατινάχτηκε ολόκληρο το δέντρο. Στο παράθυρο του κοιτώνα, ένα βράδυ, ο Φρίντριχ ακουμπά το μέτωπο στο τζάμι. «Τους μισώ. Τους μισώ γι’ αυτό που κάνουν». Χτυπάει το καμπανάκι για το δείπνο και όλοι σπεύδουν, ενώ ο Φρίντριχ έρχεται τελευταίος, με τα καραμελένια του μαλλιά και το πληγωμένο βλέμμα και τα κορδόνια να σέρνονται. Ο Βέρνερ του πλένει τον δίσκο· μοιράζεται μαζί του τις απαντήσεις στις ασκήσεις, το βερνίκι των παπουτσιών, τα γλυκά που του δίνει ο δόκτωρ Χάουπτμαν· τρέχουν πλάι πλάι κατά τη διάρκεια των
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
229
γυμνασίων. Μ ια μπρούντζινη καρφίτσα βαραίνει ελαφρά στο πέτο τους· εκατόν δεκατέσσερις μπότες με πέταλα αστράφτουν πάνω στα χαλίκια του μονοπατιού. Το κάστρο με τους πύργους και τις πολεμίστρες δεσπόζει από κάτω τους σαν νεφελώδης οπτασία περασμένης δόξας. Το αίμα του Βέρνερ καλπάζει στις κοιλίες της καρδιάς του, οι σκέψεις του τρέχουν στον πομποδέκτη του Χάουπτμαν, σε κράματα συγκόλλησης και ασφάλειες, σε μπαταρίες και κεραίες· η μπότα του και η μπότα του Φρίντριχ αγγίζουν το χώμα ακριβώς την ίδια στιγμή.
230
ANTHONY DOERR
SSG35 A NA513 NL WUX ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ 10 ΔΕΚΕΜΒΡ ΙΟΥ 1940 ΚΟΝ ΝΤΑΝΙΕΛ ΛΕΜΠΛΑΝ ΣΑΙΝ ΜΑΛΟ ΓΑΛΛΙΑΣ = ΕΠΙΣΤΡ ΕΨΤΕ ΠΑΡ ΙΣΙ ΤΕΛΟΣ ΜΗΝΑ = ΤΑΞΙΔΕΨΤΕ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
231
Μπάνιο
ΥΣΤΕΡΑ
ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΡ ΟΞΥΣΜΟ κολλήματος και τριψίματος, ο πατέρας της Μ αρί Λορ ολοκληρώνει τη μακέτα του Σαιν Μ αλό. Είναι άβαφη, ατελής, φτιαγμένη από πέντ’ έξι διαφορετικά είδη ξύλου και της λείπουν κάποιες λεπτομέρειες. Αλλά είναι αρκετά πλήρης ώστε να τη χρησιμοποιήσει η κόρη του αν χρειαστεί: το ακανόνιστο πολύγωνο του νησιού πλαισιώνεται από τους προμαχώνες, το καθένα από τα οχτακόσια εξήντα πέντε κτίρια βρίσκεται στη θέση του. Ο Ντανιέλ νιώθει κουρέλι. Εβδομάδες τώρα η λογική δεν τον βοηθάει. Το πετράδι που του ζήτησε το μουσείο να προστατέψει δεν είναι αληθινό. Αν ήταν, το μουσείο θα είχε ήδη στείλει ανθρώπους να το πάρουν. Γιατί λοιπόν, όταν το κοιτάζει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό, τα βάθη του αποκαλύπτουν μικρές λεπίδες φωτιάς; Γιατί ακούει βήματα πίσω του ενώ δεν τον ακολουθεί κανείς; Και γιατί πιάνει τον εαυτό του να καλλιεργεί την παράλογη σκέψη πως το πετράδι που κουβαλάει σε μια λινή θήκη στην τσέπη του του έχει φέρει κακοτυχία, έχει βάλει τη Μ αρί Λορ σε κίνδυνο, και μάλιστα μπορεί να επέσπευσε ολόκληρη την εισβολή στη Γαλλία; Βλακείες. Γελοιότητες. Έχει δοκιμάσει κάθε τεστ που μπόρεσε να σκεφτεί χωρίς να εμπλέξει κάποιον άλλο.
232
ANTHONY DOERR
Δοκίμασε να το τυλίξει με τσόχα και να το χτυπήσει με ένα σφυρί – δεν έσπασε. Δοκίμασε να το γρατσουνίσει με ένα βότσαλο χαλαζία κομμένο στα δύο – δε γρατσουνίστηκε. Δοκίμασε να το κρατήσει στη φλόγα ενός κεριού, να το πνίξει, να το βράσει. Το έκρυψε κάτω από το στρώμα, μέσα στην εργαλειοθήκη του, μέσα στο παπούτσι του. Μ ια νύχτα, για πολλές ώρες, το έχωσε στη ζαρντινιέρα με τα γεράνια της μαντάμ Μ ανέκ, και ύστερα έπεισε τον εαυτό του πως θα ξέραινε τα γεράνια και το ξέθαψε. Σήμερα το απόγευμα μια οικεία φυσιογνωμία εμφανίζεται στον σιδηροδρομικό σταθμό, τέσσερα πέντε άτομα πιο πίσω από τον ίδιο στην ουρά. Έχει ξαναδεί αυτόν τον κοντόχοντρο, ιδρωμένο άντρα με το προγούλι. Οι ματιές τους διασταυρώνονται· το βλέμμα του άντρα γλιστράει αλλού. Ο γείτονας του Ετιέν. Ο αρωματοποιός. Πριν από μερικές εβδομάδες, ενώ έκανε μετρήσεις για το μοντέλο, ο κλειθροποιός είδε τον ίδιο άντρα πάνω στους προμαχώνες να φωτογραφίζει τη θάλασσα. Δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι, είχε πει η μαντάμ Μ ανέκ. Όμως είναι μονάχα ένας άνθρωπος που περιμένει στην ουρά να βγάλει εισιτήριο. Λογική. Οι αρχές της εγκυρότητας. Κάθε κλειδαριά έχει το κλειδί της. Εδώ και δύο εβδομάδες το τηλεγράφημα του διευθυντή κλωθογυρίζει στο μυαλό του. Η ασάφεια της τελευταίας οδηγίας τον έχει τρελάνει: «Ταξίδεψε με ασφάλεια». Δηλαδή να αφήσει το πετράδι ή να το πάρει μαζί του; Να αφήσει τη Μ αρί Λορ ή να την πάρει μαζί του; Να ταξιδέψει με το τρένο; Ή με κάποιο άλλο, θεωρητικά ασφαλέστερο μέσο; Και αν, συλλογίζεται ο κλειθροποιός, το τηλεγράφημα δεν το έστειλε ο διευθυντής; Τα ερωτήματα στριφογυρίζουν ξανά και ξανά στον νου του. Όταν έρχεται η σειρά του στο γκισέ, αγοράζει ένα εισιτήριο με το πρωινό δρομολόγιο για Ρεν και μετά για Παρίσι, και βαδίζει στους στενούς, ανήλιαγους δρόμους προς την οδό Βομπορέλ. Θα το κάνει και θα τελειώσουν όλα. Θα γυρίσει στη δουλειά, θα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
233
επανδρώσει το κλειδοφυλάκιο, θα κλειδώσει διάφορα πράγματα. Σε μια εβδομάδα θα γυρίσει ξαλαφρωμένος στη Βρεττάνη και θα πάρει τη Μ αρί Λορ. Η μαντάμ Μ ανέκ σερβίρει κοκκινιστό και μπαγκέτες για βραδινό. Μ ετά ο Ντανιέλ συνοδεύει τη Μ αρί Λορ στις ασταθείς σκάλες μέχρι το μπάνιο του δεύτερου πατώματος. Γεμίζει τη μεγάλη μαντεμένια μπανιέρα και γυρίζει την πλάτη όσο εκείνη γδύνεται. «Βάλε όσο σαπούνι θέλεις» της λέει. «Αγόρασα κι άλλο». Το εισιτήριο του τρένου παραμένει διπλωμένο στην τσέπη του σαν προδοσία. Η Μ αρί Λορ τον αφήνει να της λούσει τα μαλλιά. Περνάει ξανά και ξανά τα δάχτυλά της μέσα από τους αφρούς σαν να προσπαθεί να υπολογίσει το βάρος τους. Εκείνος έχει πάντα ένα ψήγμα πανικού μέσα του, βαθιά θαμμένο, όσον αφορά την κόρη του: τον φόβο ότι δεν είναι καλός πατέρας, ότι τα κάνει όλα λάθος. Ότι δεν κατάλαβε ποτέ εντελώς τους κανόνες. Όλες εκείνες οι μητέρες στο Παρίσι που έσπρωχναν καροτσάκια μέσα στον Βοτανικό Κήπο ή σήκωναν στο φως τα ζιπουνάκια στα πολυκαταστήματα – είχε την εντύπωση ότι έκαναν νόημα η μια στην άλλη όταν συναπαντιούνταν, σαν να είχαν όλες μια κρυφή γνώση που εκείνος δεν είχε. Πώς σιγουρεύεσαι ότι κάνεις το σωστό; Νιώθει και λίγη περηφάνια όμως – είναι περήφανος που το έκανε μόνος του. Που η κόρη του είναι τόσο φιλοπερίεργη, τόσο ανθεκτική. Ταυτόχρονα αισθάνεται ότι είναι τιμή του που έφερε στον κόσμο έναν τόσο δυνατό άνθρωπο, σαν να υπήρξε μόνο ένας στενός αγωγός για κάτι άλλο, μεγαλύτερο. Αυτό αισθάνεται και τώρα που γονατίζει δίπλα της ξεβγάζοντάς της τα μαλλιά: λες και η αγάπη του για την κόρη του θα υπερβεί τα όρια του σώματός του. Οι τοίχοι μπορεί να πέσουν, ακόμη και όλη η πόλη, αλλά η λαμπρότητα αυτού του συναισθήματος δε θα εξασθενίσει. Το σιφόνι βογκάει· το φορτωμένο σπίτι σφίγγεται πιο πολύ γύρω τους. Η Μ αρί σηκώνει το βρεγμένο πρόσωπό της: «Θα φύγεις, έτσι δεν είναι;» Ο Ντανιέλ χαίρεται αυτή τη στιγμή που δεν μπορεί να τον δει.
234
ANTHONY DOERR
«Η μαντάμ μού είπε για το τηλεγράφημα». «Δε θα λείψω πολύ, Μ αρί. Μ ία εβδομάδα. Δέκα μέρες το πολύ». «Πότε;» «Αύριο. Πριν ξυπνήσεις». Εκείνη γέρνει πάνω από τα γόνατά της. Η πλάτη της είναι μακριά και λευκή και διακόπτεται από τους κόμπους των σπονδύλων της. Παλιά αποκοιμιόταν κρατώντας τον δείκτη του στη γροθιά της. Ξάπλωνε με τα βιβλία της κάτω από τον πάγκο του κλειδοφυλακίου και τα δάχτυλά της έτρεχαν σαν αράχνες πάνω στις σελίδες. «Εγώ θα μείνω εδώ;» «Μ ε τη μαντάμ. Και τον Ετιέν». Της δίνει μια πετσέτα, τη βοηθάει να βγει στα πλακάκια και περιμένει απ’ έξω ενώ εκείνη φοράει το νυχτικό της. Ύστερα την οδηγεί στο δωματιάκι τους στο πέμπτο πάτωμα και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, κι εκείνη γονατίζει δίπλα στη μακέτα και ακουμπάει τρία δάχτυλα στο καμπαναριό του καθεδρικού. Εκείνος βρίσκει τη βούρτσα χωρίς να μπει στον κόπο να ανάψει τη λάμπα. «Δέκα μέρες, μπαμπά;» «Το πολύ». Οι τοίχοι τρίζουν· το παράθυρο ανάμεσα στις κουρτίνες είναι μαύρο· η πόλη ετοιμάζεται για ύπνο. Κάπου εκεί έξω γερμανικά υποβρύχια γλιστράνε πάνω από υποβρύχια φαράγγια και καλαμάρια δέκα μέτρων περιστρέφουν τα τεράστια μάτια τους μέσα στο ψυχρό σκοτάδι. «Έχουμε κοιμηθεί ποτέ χώρια;» «Όχι». Το βλέμμα του πεταρίζει στο σκοτεινό δωμάτιο. Το πετράδι στην τσέπη του σχεδόν πάλλεται. Άραγε, αν κατορθώσει να κοιμηθεί απόψε, τι όνειρα θα δει; «Μ πορώ να βγω έξω όσο λείπεις, μπαμπά;» «Μ όλις γυρίσω. Σου το υπόσχομαι». Όσο πιο τρυφερά μπορεί περνάει τη βούρτσα μέσα από τις υγρές τούφες των μαλλιών της. Ανάμεσα στα περάσματα της
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
235
βούρτσας ακούει τον θαλασσινό αέρα να τραντάζει το παράθυρο. Τα χέρια της Μ αρί Λορ ψιθυρίζουν πάνω από τα σπίτια ενώ απαριθμεί τα ονόματα των δρόμων: «Κορντιέρ, Ζακ Καρτιέ, Βομπορέλ». «Σε μια εβδομάδα θα τα έχεις μάθει όλα» της λέει. Τα δάχτυλα της Μ αρί Λορ περιφέρονται στους εξωτερικούς προμαχώνες. Στη θάλασσα παραέξω. «Δέκα μέρες» λέει. «Το πολύ».
236
ANTHONY DOERR
Ο πιο αδύναμος
(2)
Ο ΔΕΚΕΜΒΡ ΙΟΣ απομυζεί φως από το κάστρο. Ο ήλιος υψώνεται ελάχιστα πάνω από τον ορίζοντα πριν γείρει ξανά. Χιόνι πέφτει μία φορά, δύο φορές, και μετά μένει γαντζωμένο πάνω στο χορτάρι. Άραγε έχει ξαναδεί ποτέ ο Βέρνερ χιόνι τόσο άσπρο, χιόνι που δε λερώνεται αμέσως από τον καπνό και την καρβουνόσκονη; Οι μόνοι μαντατοφόροι από τον έξω κόσμο είναι κανένα πουλί που προσγειώνεται στις φλαμουριές πίσω από το προαύλιο γιατί έχασε τον δρόμο του εξαιτίας κάποιας μακρινής καταιγίδας ή μάχης ή και τα δύο και δυο αμούστακοι δεκανείς που έρχονται στην τραπεζαρία σχεδόν κάθε εβδομάδα –πάντα μετά την προσευχή, πάντα τη στιγμή που τα παιδιά βάζουν την πρώτη μπουκιά στο στόμα τους– και περνάνε κάτω από τα οικόσημα, σταματάνε πίσω από έναν δόκιμο και του ψιθυρίζουν στο αυτί πως ο πατέρας του σκοτώθηκε στη μάχη. Άλλα βράδια ένας επιμελητής φωνάζει: «Achtung! Προσοχή!» και τα παιδιά σηκώνονται από τους πάγκους, και μπαίνει μέσα ο Μ πάστιαν, ο διοικητής, με την άγαρμπη περπατησιά του. Τα παιδιά κοιτάζουν σιωπηλά το φαγητό τους ενώ ο Μ πάστιαν περπατάει στους διαδρόμους σέρνοντας τον δείκτη του στις πλάτες τους. «Νοσταλγείτε τα σπίτια σας; Δεν πρέπει να μας απασχολούν τα σπίτια μας. Στο τέλος όλοι θα επιστρέψουμε στον φίρερ. Ποιο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
237
άλλο σπίτι έχει σημασία;» «Κανένα!» φωνάζουν τα παιδιά. Κάθε απόγευμα, όπως κι αν είναι ο καιρός, ο διοικητής σφυρίζει με τη σφυρίχτρα του και οι δεκατετράχρονοι βγαίνουν έξω τρέχοντας, κι εκείνος τους κοιτάζει από ψηλά με το πανωφόρι τσιτωμένο στην κοιλιά, τα παράσημα να κουδουνίζουν και το λάστιχο στο χέρι του να στριφογυρίζει. «Υπάρχουν δύο ειδών θάνατοι» λέει, και τα σύννεφα της ανάσας του τινάζονται ορμητικά στο κρύο. «Μ πορείς να πολεμήσεις σαν λιοντάρι· ή να φύγεις εύκολα σαν την τρίχα από το γάλα. Οι ανάξιοι, οι τιποτένιοι – εκείνοι πεθαίνουν εύκολα». Σαρώνει με το βλέμμα του τους παραταγμένους μαθητές ενώ κουνάει το λάστιχο και γουρλώνει δραματικά τα μάτια: «Εσείς πώς θα πεθάνετε;» Ένα απόγευμα που φυσάει, βγάζει τον Χέλμουτ Ρέντελ από τη γραμμή. Ο Χέλμουτ είναι ένα μικρόσωμο παιδί, όχι πολλά υποσχόμενο, από τον νότο, που έχει τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές σχεδόν όλες τις ώρες που είναι ξύπνιος. «Λοιπόν, ποιος είναι, Ρέντελ; Κατά-τη-γνώμη-σου. Ποιος είναι το πιο αδύναμο μέλος του σώματος;» Ο διοικητής στριφογυρίζει το λάστιχο. Ο Χέλμουτ Ρέντελ δε χάνει χρόνο: «Αυτός, κύριε». Ο Βέρνερ νιώθει κάτι βαρύ να πέφτει μέσα του. Ο Ρέντελ δείχνει κατευθείαν τον Φρίντριχ. Ο Μ πάστιαν του λέει να βγει μπροστά. Αν ο φόβος σκιάζει το πρόσωπο του φίλου του, ο Βέρνερ δεν το βλέπει: ο Φρίντριχ δείχνει αφηρημένος, σχεδόν καρτερικός. Ο Μ πάστιαν περνάει το λάστιχο στον λαιμό του και διασχίζει τον αγρό περπατώντας μέσα στο χιόνι που του φτάνει ως τη γάμπα με το πάσο του, μέχρι που γίνεται μια σκούρα κηλίδα στην πέρα άκρη του. Ο Βέρνερ προσπαθεί να κοιτάξει τον Φρίντριχ στα μάτια, αλλά εκείνος βρίσκεται μίλια μακριά. Ο διοικητής υψώνει το αριστερό χέρι και φωνάζει «Δέκα!» κι ο αέρας παρασύρει τα ξέφτια της λέξης πάνω απ’ τη μεγάλη έκταση. Ο Φρίντριχ ανοιγοκλείνει τα μάτια πολλές φορές, όπως
238
ANTHONY DOERR
κάνει συχνά όταν του απευθύνονται στο μάθημα, περιμένοντας την εσωτερική ζωή του να συντονιστεί με την εξωτερική. «Εννιά!» «Τρέχα» λέει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ο Βέρνερ. Ο Φρίντριχ είναι καλός δρομέας, πιο γρήγορος από τον Βέρνερ, αλλά ο διοικητής μετράει πιο γρήγορα σήμερα και το προβάδισμα του Φρίντριχ έχει συντομευτεί, το χιόνι τον δυσκολεύει, δεν έχει διανύσει πάνω από είκοσι μέτρα όταν ο Μ πάστιαν σηκώνει το δεξί χέρι. Τα παιδιά χιμάνε. O Βέρνερ τρέχει μαζί με τους άλλους προσπαθώντας να μείνει στο πίσω μέρος της αγέλης ενώ τα τουφέκια τους χτυπάνε ρυθμικά στις πλάτες τους. Ήδη οι γρηγορότεροι φαίνεται να τρέχουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως, σαν να κουράστηκαν να τους ξεπερνούν στο τρέξιμο. Ο Φρίντριχ τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Αλλά οι γρηγορότεροι είναι λαγωνικά, διαλεγμένοι από όλο το έθνος για την ταχύτητα και την προθυμία τους να υπακούσουν, και ο Βέρνερ έχει την εντύπωση πως τρέχουν πιο μανιασμένα, πιο αποφασιστικά από κάθε άλλη φορά. Ανυπομονούν να μάθουν τι θα συμβεί όταν κάποιος πιαστεί. Ο Φρίντριχ απέχει δεκαπέντε δρασκελιές από τον Μ πάστιαν, όταν τον ρίχνουν κάτω. Η ομάδα συγκεντρώνεται γύρω από όσους προπορεύονταν την ώρα που ο Φρίντριχ και οι διώκτες του σηκώνονται όρθιοι, πασπαλισμένοι με χιόνι. Ο Μ πάστιαν τους πλησιάζει. Οι δόκιμοι περικυκλώνουν τον καθηγητή τους λαχανιασμένοι, πολλοί με τα χέρια στα γόνατα. Η ανάσα τους πάλλεται μπροστά τους, ένα εφήμερο συλλογικό σύννεφο που το διώχνει γρήγορα ο άνεμος. Ο Φρίντριχ στέκεται στη μέση κοντανασαίνοντας, ανοιγοκλείνοντας τις μακριές του βλεφαρίδες. «Συνήθως δεν καθυστερεί τόσο» λέει ήπια ο Μ πάστιαν, σχεδόν σαν να μονολογεί «να πιαστεί ο πρώτος». Ο Φρίντριχ κοιτάζει τον ουρανό. Ο Μ πάστιαν λέει: «Δόκιμε, είσαι ο πιο αδύναμος;» «Δεν ξέρω, κύριε διοικητή».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
239
«Δεν ξέρεις;» Παύση. Στο πρόσωπο του Μ πάστιαν ξεχύνεται ένα υπόγειο ρεύμα αντιπάθειας. «Κοίτα με όταν μου μιλάς». «Κάποιοι είναι αδύναμοι σε κάποιους τομείς, κύριε. Άλλοι σε άλλους». Τα χείλη του διοικητή λεπταίνουν, τα μάτια του στενεύουν και μια έκφραση αργής και έντονης μνησικακίας διαγράφεται στο πρόσωπό του. Είναι σαν να αποτραβήχτηκε ένα σύννεφο και προς στιγμήν να έλαμψε από πίσω ο πραγματικός, αποκρουστικός χαρακτήρας του Μ πάστιαν. Τραβάει το λάστιχο από τον λαιμό του και το δίνει στον Ρέντελ. Ο Ρέντελ τον κοιτάζει καλά καλά. «Εμπρός, λοιπόν» τον παροτρύνει ο Μ πάστιαν – υπό άλλες συνθήκες μ’ αυτόν τον τόνο θα ενθάρρυνε ένα διστακτικό αγόρι να μπει στο κρύο νερό. «Δώσ’ του ένα μάθημα». Ο Ρέντελ κοιτάζει το λάστιχο: είναι μαύρο, ένα μέτρο μήκος, άκαμπτο από το κρύο. Περνάνε αρκετά δευτερόλεπτα, που στον Βέρνερ φαίνονται ώρες, και ο αέρας φυσάει σφοδρά μέσα από το παγωμένο χορτάρι σπρώχνοντας ζέφυρους και τουφίτσες χιονιού με ορμή πάνω στη λευκή έκταση, και μια ξαφνική νοσταλγία για το Τσολλφεράιν φουσκώνει μέσα του σαν κύμα. Τα απογεύματα της παιδικής του ηλικίας που περιπλανιόταν στον μαυρισμένο από το κάρβουνο λαβύρινθο σέρνοντας την αδερφή του με το καρότσι. Η βρομιά στα σοκάκια, οι βραχνές φωνές των εργατών, τα παιδιά στην κρεβατοκάμαρά τους που κοιμούνταν δυο δυο στα ράντσα, ενώ τα παλτά και τα παντελόνια τους κρέμονταν από γάντζους στους τοίχους. Η φράου Έλενα που περνούσε τα μεσάνυχτα σαν άγγελος από τα κρεβάτια τους μουρμουρίζοντας: «Το ξέρω ότι κάνει κρύο. Αλλά είμαι εδώ, δίπλα σου, με βλέπεις;» Γιούττα, κλείσε τα μάτια σου. Ο Ρέντελ κάνει ένα βήμα μπροστά και σηκώνει το λάστιχο και χτυπάει τον Φρίντριχ στον ώμο. Ο Φρίντριχ κάνει ένα βήμα πίσω. Ο αέρας ξυρίζει το χωράφι. «Ξανά» λέει ο Μ πάστιαν. Όλα διαποτίζονται από μια απαίσια, αξιοθαύμαστη βραδύτητα.
240
ANTHONY DOERR
Ο Ρέντελ σηκώνει το χέρι και χτυπάει. Αυτή τη φορά πετυχαίνει τον Φρίντριχ στο σαγόνι. Ο Βέρνερ αναγκάζει το μυαλό του να συνεχίσει να του στέλνει εικόνες απ’ το σπίτι: το πλυσταριό· τα ταλαιπωρημένα από τη δουλειά ροζ δάχτυλα της φράου Έλενας· τα σκυλιά στα στενά· ο ατμός που έβγαινε από τις τσιμινιέρες – όλο του το είναι θέλει να ουρλιάξει: δεν είναι λάθος αυτό; Όμως εδώ είναι σωστό. Παίρνει πάρα πολλή ώρα. Ο Φρίντριχ υπομένει και τρίτο χτύπημα. «Ξανά» διατάζει ο Μ πάστιαν. Στο τέταρτο ο Φρίντριχ σηκώνει τα χέρια και το λάστιχο τον χτυπάει στους βραχίονες και παραπατάει. Ο Ρέντελ τον χτυπάει ξανά και ο Μ πάστιαν λέει: «Μ ε το φωτεινό παράδειγμά σου, Κύριε, οδήγησέ μας τώρα και για πάντα», και το απόγευμα αναποδογυρίζει σκισμένο στα δυο· ο Βέρνερ βλέπει τη σκηνή από μακριά, σαν να την κοιτάζει από την άλλη άκρη ενός τούνελ: ένα μικρό κατάλευκο χωράφι, μια ομάδα παιδιών, γυμνά δέντρα, ένα κάστρο παιχνίδι, και τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πιο αληθινό από τις ιστορίες της φράου Έλενας για τα παιδικά της χρόνια στην Αλσατία ή στο Παρίσι που ζωγράφιζε η Γιούττα. Άλλες έξι φορές ακούει τον Ρέντελ να υψώνει το χέρι και το λάστιχο να σφυρίζει, τον παράδοξα ξερό χτύπο του πάνω στα χέρια, στους ώμους και στο πρόσωπο του Φρίντριχ. Ο Φρίντριχ μπορεί να περπατάει ώρες στο δάσος, να αναγνωρίζει τα κουφαηδόνια από πενήντα μέτρα μακριά μόνο από το κελάηδημά τους. Ο Φρίντριχ δε σκέφτεται σχεδόν ποτέ τον εαυτό του. Ο Φρίντριχ είναι δυνατότερος από τον ίδιο από κάθε πιθανή άποψη. Ο Βέρνερ ανοίγει το στόμα αλλά το ξανακλείνει· πνίγεται· κλείνει τα μάτια, το μυαλό. Κάποια στιγμή ο ξυλοδαρμός σταματάει. Ο Φρίντριχ είναι πεσμένος μπρούμυτα στο χιόνι. «Κύριε;» λέει λαχανιασμένος ο Ρέντελ. Ο Μ πάστιαν παίρνει το λάστιχο από τον Ρέντελ και το κρεμάει από τον λαιμό του και βάζει τα χέρια κάτω από την κοιλιά του για να σηκώσει τη ζώνη του. Ο Βέρνερ γονατίζει δίπλα στον Φρίντριχ και τον γυρίζει στο πλάι. Αίμα τρέχει από τη μύτη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
241
ή το μάτι ή το αυτί του, ίσως κι από τα τρία. Το ένα του μάτι είναι ήδη βουλωμένο από το πρήξιμο· το άλλο μένει ανοιχτό. Η προσοχή του, συνειδητοποιεί ο Βέρνερ, είναι στραμμένη στον ουρανό. Παρακολουθεί κάτι εκεί ψηλά. Ο Βέρνερ αποτολμάει μια ματιά προς τα πάνω: ένα γεράκι που καβαλάει τον άνεμο. «Όρθιοι» λέει ο Μ πάστιαν. Ο Βέρνερ σηκώνεται. Ο Φρίντριχ δεν κουνιέται. Ο Μ πάστιαν λέει: «Όρθιοι», πιο σιγανά αυτή τη φορά, και ο Φρίντριχ γονατίζει στο ένα γόνατο. Στέκεται όρθιος παραπαίοντας. Το μάγουλό του είναι σκισμένο, το αίμα κυλάει ζωγραφίζοντας έλικες. Κηλίδες υγρασίας διακρίνονται στην πλάτη του, εκεί όπου το χιόνι έλιωσε στο πουκάμισό του. Ο Βέρνερ του προσφέρει το μπράτσο του να στηριχτεί. «Δόκιμε, είσαι ο πιο αδύναμος;» Ο Φρίντριχ δεν κοιτάζει τον διοικητή: «Όχι, κύριε». Το γεράκι συνεχίζει να διαγράφει κύκλους από πάνω τους. Ο εύσωμος διοικητής αναμασάει προς στιγμήν μια σκέψη. Μ ετά η καθαρή φωνή του ακούγεται στεντόρεια πάνω από τον λόχο προτρέποντάς τους να τρέξουν. Πενήντα εφτά δόκιμοι διασχίζουν το προαύλιο και παίρνουν το χιονισμένο μονοπάτι του δάσους. Ο Φρίντριχ τρέχει στη θέση του δίπλα στον Βέρνερ με το αριστερό μάτι φουσκωμένο, δυο ρυάκια από αίμα που ξεφλουδίζουν στα μάγουλά του, τον γιακά βρεγμένο και λερωμένο. Τα κλαδιά τραντάζονται κουδουνίζοντας. Τα πενήντα εφτά αγόρια τραγουδάνε με μια φωνή: Εμπρός θα προελάσουμε Ακόμα κι αν όλα γκρεμιστούν· Σήμερα τραγουδάμε για το έθνος Αύριο για όλο τον κόσμο! Ο χειμώνας στα δάση της παλιάς Σαξονίας. Ο Βέρνερ δεν τολμάει να ρίξει άλλη ματιά στον φίλο του. Προχωράει με βήμα
242
ANTHONY DOERR
ταχύ μέσα στο κρύο με το άδειο τουφέκι στον ώμο. Είναι σχεδόν δεκαπέντε χρόνων.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
243
Η σύλληψη του κλειθροποιού
ΤΟΝ ΠΙΑΝΟΥΝ ΕΞΩ
από το Βιτρέ, μερικές ώρες μακριά από το Παρίσι. Δυο αστυνομικοί με πολιτικά τον κατεβάζουν σηκωτό από το τρένο υπό από τα βλέμματα καμιά δεκαριά επιβατών. Τον ανακρίνουν σε ένα φορτηγάκι και μετά σε ένα παγωμένο γραφείο στον ημιώροφο ενός κτιρίου που είναι διακοσμημένο με κακοφτιαγμένες ακουαρέλες ωκεανοπόρων ατμόπλοιων. Οι πρώτες ανακρίσεις γίνονται στα γαλλικά· μια ώρα αργότερα στα γερμανικά. Κραδαίνουν το σημειωματάριο και την εργαλειοθήκη του. Σηκώνουν ψηλά την αρμαθιά με τα κλειδιά και μετράνε εφτά διαφορετικά πασπαρτού. Τι ξεκλειδώνουν αυτά, τον ρωτάνε, και πώς χρησιμοποιείς τις μικροσκοπικές λίμες και τα πριονάκια; Και τι είναι αυτό το σημειωματάριο με τις αρχιτεκτονικές μετρήσεις; Μ ια μακέτα για την κόρη μου. Κλειδιά του μουσείου όπου εργάζομαι. Σας παρακαλώ. Τον οδηγούν δεμένο χειροπόδαρα σε ένα κελί. Η κλειδαριά και οι αρμοί της πόρτας είναι τόσο μεγάλοι και απαρχαιωμένοι, που πρέπει να είναι από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Μ πορεί και του Ναπολέοντα. Από ώρα σε ώρα ο διευθυντής ή οι άνθρωποί του θα εμφανιστούν και θα του τα εξηγήσουν όλα. Σίγουρα έτσι θα γίνει. Το πρωί οι Γερμανοί του κάνουν μια δεύτερη, πιο λακωνική
244
ANTHONY DOERR
ανάκριση, ενώ μια δακτυλογράφος χτυπάει τα πλήκτρα σε μια γωνία. Φαίνεται να τον κατηγορούν ότι σχεδίαζε να καταστρέψει το Κάστρο του Σαιν Μ αλό, αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί το πιστεύουν αυτό. Τα γαλλικά τους είναι ανεπαρκή και δείχνουν να νοιάζονται περισσότερο για τις ερωτήσεις που του κάνουν παρά για τις απαντήσεις που τους δίνει. Αρνούνται να του δώσουν χαρτί, σεντόνια, τηλέφωνο. Έχουν φωτογραφίες του. Λαχταράει ένα τσιγάρο. Ξαπλώνει ανάσκελα στο πάτωμα και φαντάζεται τον εαυτό του να φιλάει τη Μ αρί Λορ στα μάτια πριν κοιμηθεί. Δύο μέρες μετά τη σύλληψή του τον οδηγούν σε ένα κρατητήριο μερικά χιλιόμετρα έξω από το Στρασβούργο. Μ έσα από τις χαραμάδες του φράχτη παρακολουθεί μια φάλαγγα μαθητριών με ποδιές να προχωράνε επί δύο ζυγών κάτω από τη χειμωνιάτικη λιακάδα. Οι φρουροί φέρνουν συσκευασμένα σάντουιτς, σκληρό τυρί, αρκετό νερό. Στο κρατητήριο καμιά τριανταριά άτομα κοιμούνται πάνω σε άχυρα στρωμένα πάνω στην παγωμένη λάσπη. Κυρίως Γάλλοι, αλλά και μερικοί Βέλγοι, τέσσερις Φλαμανδοί, δύο Βαλλόνοι. Όλοι έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα για τα οποία μιλάνε πολύ συγκρατημένα, ανησυχώντας για τις παγίδες που μπορεί να κρύβει κάθε ερώτηση που τους κάνει. Τη νύχτα ανταλλάσσουν φήμες ψιθυριστά. «Θα μείνουμε στη Γερμανία λίγους μήνες» λέει κάποιος, και το νέο διαδίδεται από στόμα σε στόμα. «Απλώς για να βοηθήσουμε στην ανοιξιάτικη σπορά όσο οι δικοί τους είναι στον πόλεμο». «Μ ετά θα μας στείλουν σπίτι». Καθένας σκέφτεται ότι αυτό είναι αδύνατο, και μετά: ίσως είναι αλήθεια. Μ όνο για λίγους μήνες. Και μετά σπίτι. Δεν τους ορίζουν δικηγόρο. Δεν τους περνάνε από στρατοδικείο. Ο πατέρας της Μ αρί Λορ περνάει τρεις μέρες τρέμοντας στο κρατητήριο. Δεν έρχεται βοήθεια από το μουσείο, ούτε ανεβαίνει τον δρόμο καμιά λιμουζίνα σταλμένη από τον διευθυντή. Δεν του επιτρέπουν να γράψει γράμμα. Όταν απαιτεί να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο, οι φρουροί δεν κάνουν καν τον κόπο να γελάσουν. «Ξέρεις πότε ήταν η τελευταία φορά που
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
245
χρησιμοποιήσαμε εμείς τηλέφωνο;» Κάθε ώρα είναι και μια προσευχή για τη Μ αρί Λορ. Κάθε ανάσα. Την τέταρτη μέρα στοιβάζουν τους κρατούμενους σε ένα φορτηγό για ζώα και τους πηγαίνουν ανατολικά. «Είμαστε κοντά στη Γερμανία» ψιθυρίζουν οι κρατούμενοι. Λένε ότι τη διακρίνουν από την άλλη πλευρά του ποταμού. Χαμηλές συστάδες γυμνών δέντρων ανάμεσα σε χωράφια πασπαλισμένα με χιόνι. Μ αύρες σειρές από αμπέλια. Τέσσερις ξεκομμένες στήλες γκρίζου καπνού που λιώνουν μες στον άσπρο ουρανό. Ο κλειθροποιός προσπαθεί να δει. Γερμανία; Δε φαίνεται αλλιώτικη από την αποδώ πλευρά του ποταμού. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το χείλος ενός γκρεμού.
246
ANTHONY DOERR
Τέσσερα 8 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
247
Το φρούριο της Λα Σιτέ
Ο ΑΡ ΧΙΛΟΧΙΑΣ φον
Ρούμπελ ανεβαίνει μια ξύλινη σκάλα στα σκοτεινά. Νιώθει τους λεμφαδένες στα πλαϊνά του λαιμού του να πιέζουν τον οισοφάγο και την τραχεία του. Στα σκαλοπάτια το βάρος του είναι αυτό ενός κουρελιού. Οι δύο πυροβολητές μέσα στον περισκοπικό πυργίσκο τον κοιτάζουν κάτω από το γείσο του κράνους τους. Δεν του προσφέρουν βοήθεια, δεν τον χαιρετούν. Ο πυργίσκος στεγάζεται κάτω από έναν ατσάλινο θόλο και χρησιμοποιείται κυρίως για να κατευθύνει τα μεγαλύτερα πυροβόλα που βρίσκονται πιο κάτω. Στα δυτικά βλέπει θάλασσα· από κάτω, τους απόκρημνους βράχους, που είναι γεμάτοι μπερδεμένα συρματοπλέγματα· και απέναντι, πέρα από τη θάλασσα, μισό χιλιόμετρο μακριά, τη φλεγόμενη πόλη του Σαιν Μ αλό. Το πυροβολικό έχει σταματήσει προς το παρόν και οι αυγινές φωτιές μέσα στα τείχη περνούν σε μια σταθερή μεσαία φάση της ζωής τους, σε μια περίοδο ενηλικίωσης. Η δυτική άκρη της πόλης έχει μετατραπεί σε ένα άλικο, βαθυκόκκινο ολοκαύτωμα, απ’ όπου υψώνονται πολλά σύννεφα καπνού. Το μεγαλύτερο έχει μετατραπεί σε στήλη, σαν το σύννεφο τέφρας και στάχτης και ατμού που σηκώνεται από την κορυφή ενός ηφαιστείου που εκρήγνυται. Από μακριά ο καπνός φαίνεται αλλόκοτα στέρεος, σαν σκαλισμένος σε φωτεινό ξύλο. Περιμετρικά γύρω του σπίθες
248
ANTHONY DOERR
πετάγονται, πέφτει στάχτη, διοικητικά έγγραφα ανεμίζουν: σχέδια κοινωφελών έργων, τιμολόγια, φορολογικά αρχεία. Ο φον Ρούμπελ παρακολουθεί με τα κιάλια κάτι που ενδεχομένως να είναι φλεγόμενες νυχτερίδες να πετάει πάνω από τις επάλξεις. Ένας πίδακας από σπίθες τινάζεται βαθιά από το εσωτερικό ενός σπιτού –ένας μετασχηματιστής ρεύματος ή αποθηκευμένα καύσιμα, ή ίσως μια βραδυφλεγής βόμβα–, δίνοντας στον φον Ρούμπελ την εντύπωση ενός κεραυνού που μαστιγώνει την πόλη από μέσα. Ο ένας πυροβολητής κάνει τετριμμένα σχόλια για τον καπνό, για ένα σκοτωμένο άλογο που φαίνεται στη βάση του τείχους, για την ένταση της φωτιάς σε ορισμένα τεταρτημόρια. Μ οιάζουν με αριστοκράτες που παρακολουθούν από τις εξέδρες την πολιορκία ενός κάστρου την εποχή των σταυροφοριών. Ο φον Ρούμπελ τραβάει τον γιακά, που του πιέζει τον πρησμένο λαιμό, και προσπαθεί να καταπιεί. Η σελήνη δύει και ο ουρανός αχνοφέγγει στην ανατολή καθώς αποτραβιούνται οι άκρες της νύχτας, παίρνοντας μαζί τους τ’ αστέρια ένα ένα, ώσπου μένουν μόνο δύο. Ο Βέγας ίσως· ή ίσως η Αφροδίτη. Δεν έμαθε ποτέ. «Πάει το καμπαναριό της εκκλησίας» λέει ο άλλος πυροβολητής. Μ ια μέρα πριν, πάνω από τις τεθλασμένες σκεπές το βέλος του καμπαναριού της εκκλησίας στεκόταν ολόρθο, ψηλότερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Αλλά όχι σήμερα. Σύντομα ο ήλιος ανεβαίνει πάνω από τον ορίζοντα και το πορτοκαλί φως της φωτιάς δίνει τη θέση του στο μαύρο του καπνού που υψώνεται από τα δυτικά τείχη και σκεπάζει σαν κουκούλα το οχυρό. Επιτέλους, για μερικά δευτερόλεπτα ο καπνός ανοίγει αρκετά για να προλάβει ο φον Ρούμπελ να περιεργαστεί τον οδοντωτό δαίδαλο της πόλης και να βρει αυτό που ψάχνει: το επάνω μέρος ενός ψηλού σπιτιού με φαρδιά καμινάδα. Διακρίνονται δύο παράθυρα, χωρίς τζάμια. Το ένα παντζούρι κρέμεται, τα άλλα τρία είναι στη θέση τους. Ο αριθμός τέσσερα της οδού Βομπορέλ. Είναι ακόμα όρθιο. Τα δευτερόλεπτα περνάνε· ο καπνός το τυλίγει πάλι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
249
Ένα αεροπλάνο σκίζει το γαλάζιο, που ζωηρεύει, σε απίστευτο ύψος. Ο φον Ρούμπελ κατεβαίνει την ατέλειωτη σκάλα μέσα στις σήραγγες του οχυρού. Προσπαθώντας να μην κουτσαίνει, να μη σκέφτεται τα πρηξίματα στους βουβώνες του. Στην υπόγεια καντίνα στρατιώτες κάθονται ακουμπισμένοι στους τοίχους και τρώνε χυλό μέσα από τα κράνη τους. Τα ηλεκτρικά φώτα τους λούζουν εναλλάξ στο φως και στο σκοτάδι. Ο φον Ρούμπελ κάθεται πάνω σε ένα κιβώτιο με πυρομαχικά και τρώει τυρί από ένα σωληνάριο. Ο συνταγματάρχης που είναι επικεφαλής της άμυνας του Σαιν Μ αλό έχει μιλήσει στους στρατιώτες, τους έχει μιλήσει για ανδρεία, τους έχει πει πως από ώρα σε ώρα η μεραρχία του Χέρμαν Γκέρινγκ θα σπάσει τις γραμμές των Αμερικανών στην Αβράνς, ότι θα έρθουν ενισχύσεις από την Ιταλία και πιθανόν το Βέλγιο, τανκ και Στούκας, φορτηγά με όλμους πενήντα χιλιοστών, πως οι Βερολινέζοι πιστεύουν σ’ αυτούς όπως οι καλόγριες στον Θεό, πως κανείς δε θα εγκαταλείψει το πόστο του, κι αν το κάνει θα εκτελεστεί για λιποταξία, αλλά αυτή τη στιγμή ο φον Ρούμπελ σκέφτεται το κλήμα μέσα του. Ένα μαύρο κλήμα που έχει απλώσει κλαδιά στα χέρια και στα πόδια του. Που κατατρώει τα σπλάχνα του από μέσα. Εδώ, στο οχυρό του ακρωτηρίου ακριβώς έξω από το Σαιν Μ αλό, που είναι αποκομμένο από τις γραμμές οπισθοχώρησης, είναι θέμα χρόνου να κατακλύσουν την πόλη οι Καναδοί και οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί της Ογδοηκοστής Τρίτης Μ εραρχίας με τα λαμπερά μάτια, χτενίζοντας τα σπίτια για να βρουν τους βάρβαρους Ούνους και να τους κάνουν ό,τι συνηθίζουν να κάνουν στους αιχμαλώτους τους. Είναι θέμα χρόνου το μαύρο κλήμα να πνίξει την καρδιά του. «Τι;» λέει ένας στρατιώτης δίπλα του. Ο φον Ρούμπελ ρουφάει τη μύτη του. «Δε νομίζω ότι είπα κάτι». Ο στρατιώτης ξαναγυρνάει το βλέμμα του στον χυλό μέσα στο κράνος του. Ο φον Ρούμπελ βγάζει το τελευταίο κομμάτι του αλμυρού, αηδιαστικού τυριού και πετάει το σωληνάριο ανάμεσα στα πόδια του. Το σπίτι είναι ακόμη εκεί. Ο στρατός του κρατάει ακόμα την
250
ANTHONY DOERR
πόλη. Οι φωτιές θα συνεχίσουν να καίνε για μερικές ώρες, και μετά οι Γερμανοί θα γυρίσουν σαν τα μυρμήγκια στις θέσεις τους και θα πολεμήσουν άλλη μία μέρα. Θα περιμένει. Και θα περιμένει, και θα περιμένει, και θα περιμένει, κι όταν καθαρίσει ο καπνός θα μπει μέσα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
251
Atelier de Réparation
Ο ΜΠΕΡ ΝΤ Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ σφαδάζει από
τον πόνο και πιέζει το πρόσωπό του στη ράχη της χρυσής πολυθρόνας. Κάτι κακό έχει πάθει το πόδι του, κάτι χειρότερο το στήθος του. Ο ασύρματος δε σώζεται. Το καλώδιο του ρεύματος έχει κοπεί και εκείνο της υπέργειας κεραίας χάθηκε, και ο Βέρνερ δε θα εκπλαγεί αν χάλασε και το ταμπλό του επιλογέα. Στο κεχριμπαρένιο, αδύναμο φως του φακού του Φολκχάιμερ κοιτάζει τα διαλυμένα βύσματα το ένα μετά το άλλο. Η βόμβα μάλλον κατέστρεψε την ακοή του στο αριστερό αυτί. Το δεξί, απ’ όσο καταλαβαίνει, σιγά σιγά επανέρχεται· κάτω από το βουητό αρχίζει να ακούει. Το τρίξιμο από τις φωτιές που ψυχραίνονται. Το αγκομαχητό του ξενοδοχείου από πάνω. Διάφορα παράξενα σταξίματα. Και τον Φολκχάιμερ που σκαλίζει διακεκομμένα σαν τρελός τα μπάζα που φράζουν τη σκάλα. Απ’ ό,τι φαίνεται, η τεχνική του είναι η εξής: Χώνεται κάτω από το βουλιαγμένο ταβάνι λαχανιάζοντας με μια στραβωμένη σιδερόβεργα στο χέρι. Ανάβει τον φακό του και εξετάζει τη θαμμένη σκάλα για να βρει κάτι που μπορεί να τραβήξει από πάνω της. Απομνημονεύει θέσεις. Έπειτα σβήνει το φως, για να κάνει οικονομία στην μπαταρία, και κάνει ό,τι κάνει στα σκοτεινά. Όταν ανάβει ξανά το φως, τα χαλάσματα
252
ANTHONY DOERR
στη σκάλα φαίνονται ίδια με πριν. Μ ια μάζα από σφηνωμένα μέταλλα, τούβλα και ξύλα τόσο συμπαγή, που είναι δύσκολο να πιστέψεις πως χωρούσαν να περάσουν είκοσι άτομα. Σε παρακαλώ, λέει ο Φολκχάιμερ. Ο Βέρνερ δεν μπορεί να καταλάβει αν ξέρει ότι το λέει φωναχτά ή όχι. Αλλά το ακούει στο δεξί του αυτί σαν απόμακρη προσευχή. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ. Θαρρείς και όλα μέχρι τώρα σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν υποφερτά για τον είκοσι ενός χρόνων Φρανκ Φολκχάιμερ εκτός από αυτή την τελευταία αδικία. Οι φωτιές που μαίνονται από πάνω κανονικά θα έπρεπε ως τώρα να έχουν ρουφήξει και την τελευταία στάλα οξυγόνου από τούτη την τρύπα. Κανονικά θα έπρεπε να έχουν πάθει όλοι ασφυξία. Πληρωμένα τα χρέη, ξεκαθαρισμένοι οι λογαριασμοί. Κι όμως ανασαίνουν ακόμα. Ένας θεός ξέρει πόσο βάρος βαστάνε τα τρία σπασμένα δοκάρια του ταβανιού: δέκα τόνους απανθρακωμένο ξενοδοχείο, τα πτώματα των οχτώ πυροβολητών και ανυπολόγιστο αριθμό εκρηκτικών που δεν έχουν σκάσει. Ίσως ο Βέρνερ για τις δέκα χιλιάδες μικρές προδοσίες του και ο Μ περντ για τα αμέτρητα εγκλήματά του και ο Φολκχάιμερ επειδή είναι το όργανο, ο εκτελεστής των εντολών, η λεπίδα του Ράιχ, ίσως οι τρεις τους να έχουν να πληρώσουν ένα μεγαλύτερο τίμημα, ίσως τους επιβληθεί μια τελευταία ποινή. Πρώτα κουρσάρικη εμπατή, χτισμένη για τη φύλαξη χρυσού, όπλων, τον μελισσοκομικό εξοπλισμό κάποιου εκκεντρικού. Μ ετά κελάρι για κρασιά. Ύστερα δωματιάκι τεχνίτη. Atelier de Réparation, σκέφτεται ο Βέρνερ, ένας χώρος όπου γίνονται επιδιορθώσεις. Το καταλληλότερο μέρος. Σίγουρα κάποιοι στον κόσμο θα πιστεύουν ότι αυτοί οι τρεις έχουν διάφορα να επανορθώσουν.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
253
Δυο κονσέρβες
ΟΤΑΝ Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ξυπνάει, το σπιτάκι είναι πλακωμένο κάτω από το στήθος της και έχει ιδρώσει μέσα στο παλτό του θείου της. Έχει ξημερώσει; Ανεβαίνει στη σκάλα και κολλάει το αυτί της στην καταπακτή. Δεν ακούγονται σειρήνες. Μ πορεί το σπίτι να κάηκε ολοσχερώς όσο κοιμόταν. Ή μπορεί να πέρασε τις τελευταίες ώρες του πολέμου κοιμισμένη και η πόλη να έχει απελευθερωθεί. Μ πορεί στον δρόμο να κυκλοφορεί κόσμος: εθελοντές, χωροφύλακες, πυροσβέστες. Ακόμη και Αμερικανοί. Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ανοίξει την καταπακτή και να βγει από την εξώπορτα στην οδό Βομπορέλ. Κι αν η πόλη είναι ακόμα στα χέρια των Γερμανών; Κι αν οι Γερμανοί αυτή τη στιγμή πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και εκτελούν όποιον θέλουν; Θα περιμένει. Κάποια στιγμή ίσως έρθει ο Ετιέν, παλεύοντας μέχρι την τελευταία του ανάσα να φτάσει κοντά της. Μ πορεί να είναι κουλουριασμένος κάπου κρατώντας το κεφάλι του. Βλέποντας δαίμονες. Ή να είναι νεκρός. Λέει στον εαυτό της να φυλάξει ψωμί γι’ αργότερα, αλλά πεθαίνει της πείνας και η φραντζόλα κοντεύει να μπαγιατέψει· πριν καλά καλά το καταλάβει το έχει φάει όλο. Μ ακάρι να είχε φέρει μαζί της το μυθιστόρημά της.
254
ANTHONY DOERR
Η Μ αρί Λορ περιφέρεται με τις κάλτσες στο κελάρι. Εδώ υπάρχει ένα χαλί τυλιγμένο ρολό και η τρύπα είναι γεμάτη με κάτι που μυρίζει σαν πριονίδι: ποντίκια. Εδώ, ένα κιβώτιο με παλιές εφημερίδες. Μ ια λάμπα αντίκα. Τα σύνεργα της μαντάμ Μ ανέκ για να κάνει κονσέρβες. Κι εδώ, στο πίσω μέρος ενός ραφιού κοντά στο ταβάνι, δυο μικρά θαύματα. Γεμάτες κονσέρβες! Σ’ ολόκληρη την κουζίνα δεν έχει μείνει σχεδόν καθόλου φαγητό – εκτός από καλαμποκάλευρο, ένα δεματάκι λεβάντα και δυο τρεις μποτίλιες ξιδιασμένο Μ ποζολέ– αλλά εδώ κάτω στο κελάρι υπάρχουν δυο βαριές κονσέρβες. Αρακάς; Φασόλια; Καλαμπόκια, ίσως. Η Μ αρί Λορ προσεύχεται να μην είναι λάδι· τα βάζα με το λάδι δεν είναι μικρότερα; Όταν τα κουνάει, δεν της δίνουν κάποια ένδειξη. Προσπαθεί να υπολογίσει τις πιθανότητες το ένα να περιέχει τα ροδάκινα της μαντάμ Μ ανέκ, τα λευκόσαρκα ροδάκινα από το Λανγκντόκ που αγόραζε με το τελάρο, τα ξεφλούδιζε, τα έκοβε και τα έβραζε με ζάχαρη. Όλη η κουζίνα πλημμύριζε από τη μυρωδιά και το χρώμα τους, και κάνανε τα δάχτυλά της να κολλάνε· σκέτη έκσταση. Δυο κονσέρβες που δεν τις πρόσεξε ο Ετιέν. Αλλά όποιος τρέφει μεγάλες ελπίδες κινδυνεύει από μεγαλύτερη απογοήτευση. Αρακάς. Ή φασόλια. Είναι και τα δυο ευπρόσδεκτα. Βάζει από ένα βάζο στην κάθε τσέπη του παλτού του θείου της, ακουμπάει ξανά το σπιτάκι στην τσέπη του φουστανιού της, κάθεται σε ένα μπαούλο, σφίγγει το μπαστούνι και με τα δυο της χέρια και προσπαθεί να μη σκέφτεται την κύστη της. Μ ια φορά, όταν ήταν οχτώ εννιά χρόνων, ο πατέρας της την πήγε στο Πάνθεον στο Παρίσι, για να της περιγράψει πώς λειτουργεί το εκκρεμές του Φουκό. Το βαρίδι του, της είπε, είναι μια χρυσή σφαίρα που μοιάζει με παιδική σβούρα. Κρέμεται από ένα σύρμα εξήντα εφτά μέτρα μακρύ· επειδή σιγά σιγά η τροχιά του αλλάζει, της εξήγησε, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας πως η γη περιστρέφεται. Όμως εκείνο που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση ενώ στεκόταν στο κάγκελο, με το εκκρεμές να περνά σφυρίζοντας από μπροστά της, ήταν αυτό που της είπε ο
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
255
πατέρας της: πως το εκκρεμές του Φουκό δε θα σταματούσε ποτέ. Θα συνέχιζε να ταλαντεύεται, όπως είχε καταλάβει, ακόμα κι αφού έφευγαν από το Πάνθεον, ακόμα κι όταν κοιμόταν το βράδυ. Ακόμα κι αφού το ξεχνούσε και ζούσε τη ζωή της και πέθαινε. Τώρα είναι σαν να μπορεί να ακούσει το εκκρεμές να σκίζει τον αέρα μπροστά της: εκείνο το πελώριο χρυσαφί βαρίδι, χοντρό σαν βαρέλι, που ταλαντεύεται εσαεί και δε σταματάει ποτέ. Χαράζοντας ξανά και ξανά την αδιάφορη αλήθεια του στο πάτωμα.
256
ANTHONY DOERR
Οδός Βομπορέλ, αριθμός 4
ΣΤΑΧΤΕΣ,
ΣΤΑΧΤΕΣ: χιόνι τον Αύγουστο. Ο βομβαρδισμός ξανάρχισε σποραδικά μετά το πρωινό, και τώρα, στις έξι το απόγευμα, έχει σταματήσει. Ένα πολυβόλο ακούγεται από κάπου, σαν χάντρες που περνάνε ανάμεσα από δάχτυλα. Ο αρχιλοχίας φον Ρούμπελ κουβαλάει ένα παγούρι, έξι αμπούλες μορφίνης και το πιστόλι του. Περνάει τον κυματοθραύστη. Περνάει τον δρόμο προς το τεράστιο καπνισμένο προπύργιο του Σαιν Μ αλό. Στο λιμάνι ο λιμενοβραχίονας είναι σπασμένος σε πολλά σημεία. Ένα μισοβυθισμένο ψαροκάικο παρασύρεται από το ρεύμα με την πρύμνη προς τα πάνω. Μ έσα στην παλιά πόλη, η οδός Ντινάν είναι γεμάτη βουνά από πέτρες, σακιά, παντζούρια, κλαδιά, σιδερένια κάγκελα και καπέλα από καμινάδες. Σπασμένες ζαρντινιέρες, καψαλισμένα κουφώματα και θρυμματισμένα γυαλιά. Μ ερικά σπίτια καπνίζουν ακόμα, και παρόλο που ο φον Ρούμπελ σκεπάζει με ένα βρεγμένο μαντίλι το στόμα και τη μύτη του αναγκάζεται να σταματήσει πολλές φορές για να πάρει ανάσα. Ένα πεθαμένο άλογο που αρχίζει να πρήζεται. Μ ια καρέκλα ντυμένη με ριγέ πράσινο βελούδο. Τα κουρελιασμένα απομεινάρια μιας τέντας μαρτυρούν την ύπαρξη μιας μπιραρίας. Κουρτίνες ανεμίζουν νωχελικά από σπασμένα παράθυρα κάτω από ένα παράξενο, τρεμάμενο φως· τον φοβίζουν. Χελιδόνια
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
257
πετάνε πέρα δώθε ψάχνοντας τις χαμένες φωλιές τους και κάποιος πολύ μακριά ουρλιάζει, ή ίσως είναι ο άνεμος. Οι εκρήξεις τίναξαν πολλές πινακίδες καταστημάτων από τα στηρίγματά τους, που κρέμονται παρατημένα σαν αγχόνες. Ένα σκυλί σνάουζερ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας. Κανένας δε φωνάζει από τα παράθυρα να τον προειδοποιήσει για νάρκες. Σε τέσσερα τετράγωνα συναντάει μόνο μία ψυχή, μια γυναίκα έξω από το κτίριο που μέχρι χτες ήταν ο κινηματογράφος. Στο ένα χέρι το φαράσι, η σκούπα δεν είναι πουθενά. Σηκώνει τα μάτια και τον κοιτάζει ζαλισμένη. Από την ανοιχτή πόρτα πίσω της φαίνονται σειρές καθισμάτων στραπατσαρισμένες κάτω από τις μεγάλες πλάκες του ταβανιού. Στο βάθος η οθόνη υψώνεται πάλλευκη, χωρίς καν κηλίδες από τον καπνό. «Η προβολή αρχίζει στις οχτώ» του λέει σε γαλλικά της Βρεττάνης, κι εκείνος γνέφει ενώ την προσπερνά κουτσαίνοντας. Στην οδό Βομπορέλ τεράστιες ποσότητες κεραμιδιών γλίστρησαν από τις στέγες και έσκασαν στους δρόμους. Αποκαΐδια από χαρτιά πετάνε πάνω από το κεφάλι του. Όχι γλάροι. Ακόμα κι αν το σπίτι έχει πιάσει φωτιά, σκέφτεται ο φον Ρούμπελ, το διαμάντι θα είναι ακόμη εκεί. Θα το μαζέψει μέσα απ’ τις στάχτες σαν ζεστό αυγό. Όμως το ψηλό, λεπτό σπίτι στέκει σχεδόν άθικτο. Έντεκα παράθυρα στην πρόσοψη, τα περισσότερα τζάμια σπασμένα. Μ πλε κουφώματα, παλιός γκρίζος και καστανός γρανίτης. Τέσσερις από τις έξι ζαρντινιέρες άντεξαν. Η υποχρεωτική λίστα των ενοίκων είναι κολλημένη στην εξώπορτα. Κος Ετιέν Λεμπλάν, ετών 63. Δδα Μαρί Λορ Λεμπλάν, ετών 16. Πόσους κινδύνους είναι διατεθειμένος να υπομείνει. Για το Ράιχ. Για τον εαυτό του. Κανείς δεν τον σταματάει. Καμιά οβίδα δεν πέφτει σφυρίζοντας. Μ ερικές φορές το μάτι του κυκλώνα είναι το ασφαλέστερο μέρος.
258
ANTHONY DOERR
Τι έχουν
ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΑ και πότε νύχτα; Ο χρόνος μετριέται καλύτερα με αναλαμπές: ο φακός του Φολκχάιμερ μια σβήνει, μια ανάβει. Ο Βέρνερ παρακολουθεί στην ανάκλαση του φωτός το λερωμένο με στάχτη πρόσωπο του Φολκχάιμερ, που είναι σκυμμένος πάνω από τον Μ περντ και τον φροντίζει. Πιες, λέει το στόμα του Φολκχάιμερ, που φέρνει το παγούρι του στα χείλη του Μ περντ, και οι σκιές ορμούν στο σπασμένο ταβάνι σαν συντροφιά από φαντάσματα που ετοιμάζεται να ξεφαντώσει. Ο Μ περντ γυρνάει το πρόσωπό του από την άλλη με τον πανικό στα μάτια και προσπαθεί να εξετάσει το πόδι του. Ο φακός σβήνει και το σκοτάδι επιστρέφει απότομα. Ο Βέρνερ έχει μέσα στον σάκο του το τετράδιο της παιδικής του ηλικίας, την κουβέρτα του και στεγνές κάλτσες. Τρεις μερίδες. Αυτό είναι όλο κι όλο το φαγητό που έχουν. Ο Φολκχάιμερ δεν έχει καθόλου φαγητό. Ούτε ο Μ περντ. Έχουν μόνο δύο παγούρια νερό, και τα δύο μισοάδεια. Επίσης, ο Φολκχάιμερ ανακάλυψε έναν κουβά με πινέλα σε μια γωνία, με λίγη νερουλή λάσπη στον πάτο, αλλά σε πόση απελπισία θα φτάσουν άραγε ώστε να πιουν από εκεί; Δυο χειροβομβίδες: μοντέλο 24s, μία σε κάθε πλαϊνή τσέπη του παλτού του Φολκχάιμερ. Κούφιες ξύλινες λαβές από κάτω, γόμωση ισχυρού εκρηκτικού από πάνω – χειροβομβίδες με λαβή
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
259
που τα παιδιά στο Σουλπφόρτα τις έλεγαν «πρέσες πατάτας». Ο Μ περντ έχει ήδη παρακαλέσει δύο φορές τον Φολκχάιμερ να δοκιμάσει να ρίξει μία στον σφηνωμένο κυκεώνα της σκάλας για να δουν μήπως καταφέρουν να ανοίξουν έτσι δρόμο. Αλλά μια χειροβομβίδα εδώ κάτω, σε έναν τόσο κλειστό χώρο, κάτω από χαλάσματα που κατά πάσα πιθανότητα είναι κατάσπαρτα με βλήματα ογδόντα οχτώ χιλιοστών, θα ήταν αυτοκτονία. Έχουν και το τουφέκι: το Karabiner 98K με κινητό ουραίο του Φολκχάιμερ που έχει πέντε σφαίρες. Φτάνουν, σκέφτεται ο Βέρνερ. Φτάνουν και περισσεύουν. Θα χρειαστούν μόνο τρεις, μία ο καθένας. Κάπου κάπου μες στο σκοτάδι ο Βέρνερ έχει την εντύπωση πως το κελάρι έχει ένα δικό του αχνό φως που ίσως βγαίνει από τα χαλάσματα, κι ο χώρος γίνεται λίγο πιο κόκκινος καθώς η αυγουστιάτικη μέρα από πάνω τους οδεύει προς το σούρουπο. Ύστερα από λίγο, όπως μαθαίνει, ακόμη και το απόλυτο σκοτάδι δεν είναι ακριβώς σκοτάδι· περισσότερες από μία φορές νομίζει πως μπορεί να δει τα απλωμένα δάχτυλά του όταν τα περνάει μπροστά από τα μάτια του. Ο Βέρνερ σκέφτεται τα παιδικά του χρόνια, τις τουλούπες καρβουνόσκονης που αιωρούνταν στον αέρα τα πρωινά του χειμώνα και κατακάθονταν στα περβάζια των παραθύρων, μέσα στα αυτιά των παιδιών, στα πνευμόνια τους, μόνο που σ’ αυτή την τρύπα εδώ κάτω η άσπρη σκόνη είναι το αντίστροφο, σαν να έχει παγιδευτεί σε κάποιο βαθύ ορυχείο που είναι ίδιο αλλά ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικό από το ορυχείο που σκότωσε τον πατέρα του. Πάλι σκοτάδι. Πάλι φως. Το γκροτέσκο πρόσωπο του Φολκχάιμερ, πασαλειμμένο με στάχτες, εμφανίζεται μπροστά του· τα διακριτικά του βαθμού του έχουν σχεδόν ξηλωθεί στον έναν ώμο. Μ ε τη δέσμη του φακού δείχνει στον Βέρνερ ότι κρατάει δύο στραβοκατσάβιδα και ένα κουτί με ηλεκτρικές ασφάλειες. «Ο ασύρματος» λέει στο καλό αυτί του Βέρνερ. «Κοιμήθηκες καθόλου;» Ο Φολκχάιμερ στρέφει το φως στο πρόσωπό του. Πριν ξεμείνουμε από μπαταρία, λένε τα χείλη του.
260
ANTHONY DOERR
Ο Βέρνερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Ο ασύρματος δε σώζεται. Θέλει να κλείσει τα μάτια, να ξεχάσει, να παραιτηθεί. Περιμένει την κάννη του τουφεκιού να ακουμπήσει στον κρόταφό του. Αλλά ο Φολκχάιμερ θέλει να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι αξίζει να ζεις. Τα νήματα πυρακτώσεως της λάμπας μέσα στον φακό βγάζουν μια κίτρινη λάμψη: έχουν ήδη εξασθενίσει. Το φωτισμένο στόμα του Φολκχάιμερ φαίνεται κόκκινο μέσα στη μαυρίλα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο, λένε τα χείλη του. Το κτίριο στενάζει. Ο Βέρνερ βλέπει πράσινο χορτάρι, βουερές μύγες, λιακάδα. Τις πόρτες μιας θερινής κατοικίας να ανοίγουν. Όταν έρθει ο Χάρος για τον Μ περντ, καλύτερα να τον πάρει κι εκείνον. Να μην έρχεται δυο φορές. Η αδερφή σου, λέει ο Φολκχάιμερ. Σκέψου την αδερφή σου.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
261
Συναγερμός
Η ΚΥΣΤΗ ΤΗΣ δε θα αντέξει πολύ ακόμα. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του κελαριού κρατώντας την ανάσα της και δεν ακούει τίποτα για τριάντα χτύπους της καρδιάς. Σαράντα. Μ ετά σπρώχνει την καταπακτή και βγαίνει στην κουζίνα. Δεν την πυροβολεί κανείς. Δεν ακούει εκρήξεις. Η Μ αρί Λορ πατάει πάνω στα πεσμένα ράφια της κουζίνας και περνάει στο διαμερισματάκι της μαντάμ Μ ανέκ, με τις κονσέρβες να ταλαντεύονται βαριές μέσα στο παλτό του θείου της. Ο λαιμός της τσούζει, τα ρουθούνια της τσούζουν. Ο καπνός είναι ελαφρώς πιο αραιός εδώ. Ουρεί στο καθοίκι στα πόδια του κρεβατιού της μαντάμ Μ ανέκ. Ανεβάζει τις κάλτσες της και ξανακουμπώνει το παλτό του θείου της. Είναι απόγευμα; Για χιλιοστή φορά εύχεται να μπορούσε να μιλήσει με τον πατέρα της. Μ ήπως θα ήταν καλύτερα να βγει στην πόλη, ιδίως αν είναι ακόμα μέρα, και να προσπαθήσει να βρει κάποιον; Ένας στρατιώτης θα τη βοηθούσε. Ο οποιοσδήποτε θα τη βοηθούσε. Αν και, ακόμα και τη στιγμή που το σκέφτεται, αμφιβάλλει. Η αστάθεια των ποδιών της οφείλεται στην πείνα, το ξέρει. Μ έσα στο χάος της κουζίνας δεν μπορεί να βρει ανοιχτήρι, αλλά βρίσκει ένα μαχαίρι για ξεφλούδισμα στο συρτάρι με τα μαχαίρια
262
ANTHONY DOERR
της μαντάμ Μ ανέκ και το μεγάλο τραχύ τούβλο που χρησιμοποιούσε η μαντάμ για να κρατάει ανοιχτή τη σχάρα του τζακιού. Θα φάει ό,τι είναι μέσα στη μία από τις κονσέρβες. Μ ετά θα περιμένει λίγο ακόμα μήπως γυρίσει στο σπίτι ο θείος της, μήπως ακούσει κανέναν να περνάει, τον τελάλη, κανέναν πυροσβέστη, κανέναν Αμερικανό στρατιώτη συνηθισμένο σε ιπποτισμούς. Αν δεν ακούσει κανέναν την ώρα που θα ξαναπεινάσει, θα βγει έξω σε ό,τι έχει απομείνει από τον δρόμο. Πρώτα ανεβαίνει στον δεύτερο για να πιει από την μπανιέρα. Ακουμπάει τα χείλη της στην επιφάνεια του νερού και ρουφάει με μεγάλες ρουφηξιές. Το στομάχι της φουσκώνει και γουργουρίζει. Ένα κόλπο που έμαθαν με τον Ετιέν ύστερα από εκατό ανεπαρκή γεύματα: πριν φας πιες όσο πιο πολύ νερό μπορείς, κι έτσι θα νιώσεις χορτάτος πιο γρήγορα. «Τουλάχιστον, μπαμπά» λέει δυνατά «χειρίστηκα έξυπνα το νερό». Κατόπιν κάθεται στο πλατύσκαλο του δεύτερου ορόφου με την πλάτη ακουμπισμένη στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Σφηνώνει τη μία κονσέρβα ανάμεσα στους μηρούς της, ακουμπάει τη μύτη του μαχαιριού στο καπάκι και σηκώνει το τούβλο για να χτυπήσει τη λαβή του. Αλλά, πριν προλάβει να κατεβάσει το τούβλο, το σύρμα του συναγερμού πίσω της τραντάζεται κάνοντας το καμπανάκι να χτυπήσει και κάποιος μπαίνει στο σπίτι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
263
264
ANTHONY DOERR
Πέντε Ιανουάριος 1941
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
265
Γεναριάτικο διάλειμμα
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΒΓΑΖΕΙ ΛΟΓΟ
περί αρετής και οικογένειας και περί της εμβληματικής φωτιάς που μεταφέρουν παντού όπου πηγαίνουν τα παιδιά του Σουλπφόρτα, ένα κύπελλο καθαρής φλόγας που τροφοδοτεί τις εστίες του έθνους, ο φίρερ το ένα και ο φίρερ το άλλο, τα λόγια του σκάνε στα αυτιά του Βέρνερ σαν γνώριμη ομοβροντία, και αφού τελειώνει, ένα από τα θρασύτερα παιδιά λέει: «Αμέ, πώς, έχω κι εγώ ένα καυτό κύπελλο με κάτι βαθιά μέσα μου». Στον κοιτώνα ο Φρίντριχ σκύβει πάνω από το κάγκελο της κουκέτας του. Το πρόσωπό του είναι σαν χάρτης με μοβ και κίτρινα χρώματα. «Γιατί δεν έρχεσαι στο Βερολίνο; Ο πατέρας θα δουλεύει, αλλά θα γνωρίσεις τη μητέρα». Δυο βδομάδες τώρα ο Φρίντριχ κυκλοφορεί κουτσός, μωλωπισμένος, βραδύς και πρησμένος, αλλά δεν έχει μιλήσει ούτε μία φορά στον Βέρνερ χωρίς τη γνωστή ευγενική και αφηρημένη καλοσύνη του. Δεν τον έχει κατηγορήσει ούτε μία φορά ότι τον πρόδωσε, παρόλο που ο Βέρνερ δεν έκανε τίποτα, ούτε την ώρα που τον έδερναν ούτε έκτοτε: δεν κυνήγησε τον Ρέντελ, ούτε έστρεψε το τουφέκι του στον Μ πάστιαν, ούτε χτύπησε αγανακτισμένος την πόρτα του δόκτορα Χάουπτμαν απαιτώντας δικαίωση. Είναι σαν έχει καταλάβει ήδη πως οι
266
ANTHONY DOERR
πορείες τους είναι προδιαγεγραμμένες και δε γίνεται πια να παρεκκλίνουν από αυτές. «Δεν έχω…» λέει ο Βέρνερ. «Θα πληρώσει η μητέρα το ναύλο σου». Ο Φρίντριχ ξαπλώνει πάλι πίσω και κοιτάζει το ταβάνι. «Δεν είναι τίποτα». Το ταξίδι με το τρένο είναι ένα νυσταλέο έπος έξι ωρών και κάθε μία ώρα το ασταθές βαγόνι τους μπαίνει στην παρακαμπτήριο για να περάσουν βιαστικά τα τρένα που, γεμάτα στρατιώτες, οδεύουν προς το μέτωπο. Στο τέλος ο Βέρνερ και ο Φρίντριχ αποβιβάζονται σε έναν ημιφωτισμένο σταθμό στο χρώμα του κάρβουνου, ανεβαίνουν μια μεγάλη σκάλα που σε κάθε σκαλοπάτι της είναι γραμμένο το ίδιο σλόγκαν –Το Βερολίνο καπνίζει Juno!– και βγαίνουν στους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης που έχει δει ποτέ του ο Βέρνερ. Βερολίνο! Το ίδιο το όνομά του ακούγεται σαν τέσσερις κοφτές δοξαστικές καμπάνες. Πρωτεύουσα της επιστήμης, έδρα του φίρερ, πατρίδα του Αϊνστάιν, του Στάουντινγκερ, του Μ πάγερ. Σε κάποιον από αυτούς τους δρόμους εφευρέθηκε το πλαστικό, ανακαλύφθηκαν οι ακτίνες Χ, διαπιστώθηκε η μετατόπιση των ηπείρων. Άραγε, ποια θαύματα να καλλιεργεί η επιστήμη τώρα εδώ; Υπεράνθρωπους στρατιώτες, λέει ο δόκτωρ Χάουπτμαν, και μηχανήματα που ελέγχουν τον καιρό, και πυραύλους που κατευθύνονται από ανθρώπους χίλια χιλιόμετρα μακριά. Ο ουρανός ρίχνει ασημένιες κλωστές χιονόνερου. Γκρίζα σπίτια εκτείνονται σε συγκλίνουσες σειρές ως τον ορίζοντα, στριμωγμένα πλάι πλάι σαν να θέλουν να προφυλαχτούν από το κρύο. Προσπερνούν καταστήματα γεμάτα κρέατα που κρέμονται, έναν μεθυσμένο με ένα σπασμένο μαντολίνο στα πόδια και τρεις τροτέζες χωμένες κάτω από μια τέντα που σφυρίζουν στα αγόρια με τις στολές. Ο Φρίντριχ τον οδηγεί σε ένα τετραώροφο κτίριο, ένα τετράγωνο πιο πέρα από μια όμορφη λεωφόρο που λέγεται Κνεζεμπεκστράσσε. Χτυπάει το κουδούνι στο νούμερο 2, από το εσωτερικό απαντάει ένας βόμβος, και η πόρτα ανοίγει. Μ παίνουν σε ένα μισοσκότεινο χολ και στέκονται μπροστά σε μια δίφυλλη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
267
πόρτα. Ο Φρίντριχ πατάει ένα κουμπί και κάτι ψηλά μέσα στο κτίριο κροταλίζει, και ο Βέρνερ ψιθυρίζει: «Έχετε ασανσέρ;» Ο Φρίντριχ χαμογελάει. Ο μηχανισμός κατεβαίνει με κλαγγές και ο ανελκυστήρας σταματάει με έναν κρότο και ο Φρίντριχ σπρώχνει τα ξύλινα πορτόφυλλα προς τα μέσα. Ο Βέρνερ παρακολουθεί κατάπληκτος το εσωτερικό του κτιρίου να περνάει από μπροστά τους. Μ όλις φτάνουν στον πρώτο ρωτάει: «Μ πορούμε να το ξανακάνουμε;» Ο Φρίντριχ γελάει. Κατεβαίνουν. Ανεβαίνουν πάλι. Κάτω, πάνω, φτάνουν για τέταρτη φορά στην είσοδο, κι ο Βέρνερ περιεργάζεται τα καλώδια και τα βαρίδια πάνω από τον θάλαμο του ασανσέρ προσπαθώντας να καταλάβει τον μηχανισμό του, και τότε μια μικροκαμωμένη γυναίκα μπαίνει στο κτίριο και τινάζει την ομπρέλα της. Στο άλλο χέρι κρατάει μια χάρτινη σακούλα και τα μάτια της αντιλαμβάνονται γρήγορα τις στολές των παιδιών, την έντονη λευκότητα των μαλλιών του Βέρνερ και τις μπλάβες μελανιές κάτω από τα μάτια του Φρίντριχ. Στο πέτο του παλτού της είναι προσεκτικά ραμμένο ένα μουσταρδί αστέρι. Απόλυτα ίσιο, μια κορυφή κάτω, μια άλλη πάνω. Οι βροχοσταλίδες πέφτουν σαν σπόροι από τη μύτη της ομπρέλας της. «Καλησπέρα, φράου Σβαρτσενμπέργκερ» λέει ο Φρίντριχ. Ακουμπάει στον πίσω τοίχο του ασανσέρ και της κάνει νόημα να μπει. Εκείνη στριμώχνεται στον θάλαμο και ο Βέρνερ μπαίνει από πίσω της. Μ έσα από τη χαρτοσακούλα ξεμυτίζει ένα ματσάκι μαραμένα χορταρικά. Παρατηρεί πως ο γιακάς της είναι έτοιμος να φύγει από το υπόλοιπο παλτό· οι κλωστές έχουν ξεφτίσει. Αν εκείνη στραφεί, τα μάτια τους θα απέχουν μόλις μια παλάμη. Ο Φρίντριχ πατάει το 1 και μετά το 4. Κανείς δε μιλάει. Η ηλικιωμένη τρίβει με την τρεμάμενη άκρη του δείκτη της το φρύδι της. Το ασανσέρ ανεβαίνει κροταλίζοντας στον πρώτο. Ο Φρίντριχ ανοίγει την πόρτα και ο Βέρνερ βγαίνει πίσω του. Παρακολουθεί τα γκρι παπούτσια της ηλικιωμένης να ανεβαίνουν περνώντας μπροστά από τη μύτη του. Η πόρτα με το νούμερο 2 ανοίγει ήδη και μια γυναίκα με ποδιά, σακουλιασμένα μπράτσα και
268
ANTHONY DOERR
αφράτο πρόσωπο βγαίνει φουριόζα και αγκαλιάζει τον Φρίντριχ. Τον φιλάει και στα δύο μάγουλα και μετά αγγίζει τις μελανιές με τους αντίχειρές της. «Ηρέμησε, Φάννι, χτύπησα στο παιχνίδι». Το διαμέρισμα είναι κομψό και αστραφτερό, όλο παχιά χαλιά που καταπίνουν τον θόρυβο. Τα μεγάλα πίσω παράθυρα βλέπουν τέσσερις φλαμουριές γυμνές από φύλλα. Έξω ακόμα ρίχνει χιονόνερο. «Η μητέρα σου δεν έχει γυρίσει ακόμα» λέει η Φάννι, στρώνοντας την ποδιά της με τις παλάμες της. Τα μάτια της μένουν καρφωμένα στον Φρίντριχ: «Είσαι σίγουρος ότι είσαι εντάξει;» «Βέβαια» λέει ο Φρίντριχ και μαζί με τον Βέρνερ μπαίνουν αλαφροπατώντας σε μια ζεστή κρεβατοκάμαρα που μυρίζει καθαριότητα. Ο Φρίντριχ ανοίγει ένα συρτάρι, κι όταν γυρίζει προς το μέρος του Βέρνερ φοράει γυαλιά με μαύρο σκελετό. Τον κοιτάζει πονηρά: «Μ η μου πεις ότι δεν το είχες καταλάβει!» Τώρα που φοράει τα γυαλιά του η έκφρασή του χαλαρώνει· το πρόσωπό του βγάζει περισσότερο νόημα – αυτός είναι, σκέφτεται ο Βέρνερ, ο πραγματικός του εαυτός. Ένα παιδί με απαλό δέρμα και γυαλιά και μαλλιά στο χρώμα της καραμέλας και ένα αδιόρατο ίχνος μουστακιού στο πάνω χείλος. Ερασιτέχνης ορνιθολόγος. Πλουσιόπαιδο. «Δεν πετυχαίνω ποτέ τίποτα στη σκοποβολή. Αλήθεια, δεν το είχες καταλάβει;» «Μ πορεί» λέει ο Βέρνερ. «Μ πορεί να το είχα καταλάβει. Πώς πέρασες την οφθαλμολογική εξέταση;» «Απομνημόνευσα τους πίνακες». «Δεν αλλάζουν;» «Τους απομνημόνευσα και τους τέσσερις. Τους βρήκε ο πατέρας εκ των προτέρων. Η μητέρα με βοήθησε να τους μάθω». «Και τα κιάλια σου;» «Έχουν διορθωτικούς φακούς. Κοστίζουν μια περιουσία». Κάθονται στην ευρύχωρη κουζίνα, σε έναν πάγκο χασάπη με
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
269
μαρμάρινη επιφάνεια. Η υπηρέτρια που τη λένε Φάννι έρχεται με μια φραντζόλα μαύρο ψωμί και ένα κομμάτι τυρί και τα αφήνει χαμογελώντας στον Φρίντριχ. Λένε για τα Χριστούγεννα και πόσο στενοχωρήθηκε ο Φρίντριχ που δεν ήταν εδώ, και η υπηρέτρια περνάει τη δίφυλλη πόρτα και επιστρέφει με δυο άσπρα πιάτα τόσο ντελικάτα, που κουδουνίζουν μόλις τα ακουμπάει στο τραπέζι. Το μυαλό του Βέρνερ καλπάζει: Ασανσέρ! Μ ια Εβραία! Μ ια υπηρέτρια! Βερολίνο! Αποσύρονται στο δωμάτιο του Φρίντριχ, που είναι γεμάτο μολυβένια στρατιωτάκια και μοντέλα αεροπλάνων και ξύλινα κιβώτια με κόμικ. Πέφτουν μπρούμυτα στο πάτωμα και ξεφυλλίζουν τα κόμικ, απολαμβάνοντας την απόσταση από το σχολείο, ρίχνοντας πεταχτές ματιές ο ένας στον άλλο σαν να αναρωτιούνται αν η φιλία τους θα εξακολουθήσει να υφίσταται τώρα που βρίσκονται σε άλλο μέρος. Η Φάννι περνάει ξανά τη δίφυλλη πόρτα και, μόλις η πόρτα κλείνει πίσω της, ο Φρίντριχ πιάνει τον Βέρνερ από το μπράτσο, τον οδηγεί στο σαλόνι, ανεβαίνει μια σκάλα ακουμπισμένη στην ψηλή ξύλινη βιβλιοθήκη, παραμερίζει ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι και κατεβάζει από πίσω του ένα τεράστιο βιβλίο: δύο τόμους ντυμένους με χρυσά καλύμματα, μεγάλους σαν στρώματα από κούνιες. «Να». Η φωνή του αστράφτει· τα μάτια του αστράφτουν. «Αυτό ήθελα να σου δείξω». Πλούσιες, πολύχρωμες ζωγραφιές πουλιών. Δύο άσπρα γεράκια χιμούν το ένα στο άλλο με τα ράμφη ανοιχτά. Ένα αιματόχρωμο φοινικόπτερο κρατάει τη μαύρη μύτη του ράμφους του πάνω από το στεκούμενο νερό. Παρδαλές χήνες κάθονται σε έναν απόκρημνο κάβο αγναντεύοντας τον βαρύ ουρανό. Ο Φρίντριχ γυρίζει τις σελίδες και με τα δύο χέρια. Μυγοχάφτης του Πίπιρυ. Κιτρινόστηθος χηνοπρίστης. Δρυοκολάπτης με κόκκινο λοφίο. Πολλά απ’ τα πουλιά είναι μεγαλύτερα στο βιβλίο απ’ όσο στην πραγματικότητα. «Ο Όντιμπον» λέει ο Φρίντριχ «ήταν Αμερικανός. Περιπλανιόταν πολλά χρόνια στους βάλτους και στα δάση, την
270
ANTHONY DOERR
εποχή που η χώρα του είχε μόνο βάλτους και δάση. Περνούσε όλη του τη μέρα παρατηρώντας ένα πουλί. Μ ετά το σκότωνε και το έστηνε όρθιο με σύρματα και ραβδιά και το ζωγράφιζε. Μ άλλον γνώριζε περισσότερα από κάθε άλλο ορνιθολόγο πριν ή μετά από αυτόν. Τα περισσότερα πουλιά, αφού τα ζωγράφιζε, τα έτρωγε. Μ πορείς να φανταστείς» –η φωνή του Φρίντριχ τρέμει από τον ενθουσιασμό, ενώ σηκώνει το βλέμμα– «τη φωτεινή ομίχλη, την καραμπίνα στον ώμο, το σταθερό του βλέμμα;» Ο Βέρνερ προσπαθεί να δει αυτό που βλέπει ο Φρίντριχ: μια εποχή πριν από τη φωτογραφία, πριν από τα κιάλια. Και υπήρξε τότε ένας άνθρωπος πρόθυμος να εξορμήσει στο άγνωστο και να φέρει πίσω ζωγραφιές. Ένα βιβλίο γεμάτο όχι τόσο από πουλιά, αλλά από το εφήμερο, από γαλανόφτερα, σαλπίζοντα μυστήρια. Σκέφτεται την εκπομπή του Γάλλου, τις Αρχές της Μηχανικής του Χάινριχ Χερτζ – αναγνωρίζει το πάθος στη φωνή του Φρίντριχ, έτσι δεν είναι; «Θα άρεσε πάρα πολύ στην αδερφή μου» λέει. «Ο πατέρας λέει ότι δεν κάνει να το έχουμε. Λέει ότι πρέπει να το έχουμε κρυμμένο πίσω από το καλάθι, επειδή είναι αμερικάνικο και έχει τυπωθεί στη Σκοτία. Πουλιά είναι!» Η μπροστινή πόρτα ανοίγει και από το χολ ακούγονται βήματα. Ο Φρίντριχ βάζει βιαστικά τους τόμους στα καλύμματά τους· φωνάζει «Μ ητέρα;» και μια γυναίκα που φοράει στολή του σκι με άσπρες ρίγες στα μπατζάκια μπαίνει φωνάζοντας: «Φρίτσεν! Φρίτσεν!» Αγκαλιάζει τον γιο της και τον κρατάει αντίκρυ της με τεντωμένα χέρια ενώ περνάει το δάχτυλό της πάνω από το κόψιμο στο μέτωπό του, που έχει σχεδόν επουλωθεί. Ο Φρίντριχ κοιτάζει πάνω από τον ώμο της με ένα ίχνος πανικού στο πρόσωπο. Άραγε φοβάται μήπως δει ότι κοιτούσε το απαγορευμένο βιβλίο; Ή ότι θα θυμώσει για τις μελανιές του; Εκείνη δε λέει τίποτα, μόνο κοιτάζει τον γιο της, παρασυρμένη σε σκέψεις που ο Βέρνερ δεν μπορεί να μαντέψει, και μετά επανέρχεται στην πραγματικότητα. «Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Βέρνερ!» Το χαμόγελο διαγράφεται ξανά στο πρόσωπό της. «Ο Φρίντριχ μού έχει γράψει πολλά για σένα! Για δες κάτι
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
271
μαλλιά! Αχ, μας αρέσει πολύ να έχουμε φιλοξενούμενους». Ανεβαίνει τη σκάλα και ξαναβάζει τους βαριούς τόμους του Όντιμπον στο ράφι έναν έναν, σαν να βγάζει κάτι ενοχλητικό από τη μέση. Κάθονται και οι τρεις στο μεγάλο δρύινο τραπέζι, ο Βέρνερ την ευχαριστεί για το εισιτήριο του τρένου κι εκείνη τους αφηγείται μια ιστορία για έναν άντρα που «πέτυχε μόλις τώρα στον δρόμο, ήταν απίστευτο», ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται είναι διάσημος τενίστας, και κάπου κάπου απλώνει το χέρι της και σφίγγει τον βραχίονα του Φρίντριχ. «Θα μένατε κατάπληκτοι» τους επαναλαμβάνει πάνω από μία φορά, κι ο Βέρνερ κοιτάζει διερευνητικά το πρόσωπο του φίλου του προσπαθώντας να καταλάβει αν θα είχε μείνει όντως κατάπληκτος, και η Φάννι επιστρέφει και βγάζει κρασί και καπνιστό τυρί, και για μια ώρα ο Βέρνερ ξεχνάει το Σουλπφόρτα, τον Μ πάστιαν και το μαύρο λάστιχο, την Εβραία από πάνω. Μ α τι πράγματα έχουν αυτοί οι άνθρωποι! Ένα βιολί σε μια βάση στη γωνία και γυαλιστερά έπιπλα από χρώμιο και ένα μπρούντζινο τηλεσκόπιο και ένα ασημένιο σετ σκακιού πίσω από μια βιτρίνα και αυτό το εξαίσιο τυρί που έχει γεύση καπνού ανακατεμένου με βούτυρο. Το κρασί λάμπει νυσταλέα στο στομάχι του Βέρνερ και το χιονόνερο πέφτει ψιχαλιστά στις φλαμουριές, και ύστερα η μητέρα του Φρίντριχ τους ανακοινώνει πως θα βγουν έξω. «Σφίξτε τις γραβάτες σας». Βάζει πούδρα κάτω από τα μάτια του Φρίντριχ και πηγαίνουν με τα πόδια σε ένα μπιστρό, που σε όμοιό του ο Βέρνερ δε φανταζόταν ποτέ ότι θα έμπαινε, και ένα αγόρι με άσπρο σακάκι περίπου στην ηλικία τους φέρνει κι άλλο κρασί. Ένα γαϊτανάκι ανθρώπων περνούν σταθερά από το τραπέζι τους για να σφίξουν το χέρι του Βέρνερ και του Φρίντριχ και να ρωτήσουν με χαμηλές, δουλοπρεπείς φωνές τη μητέρα του για την τελευταία προαγωγή του συζύγου της. Ο Βέρνερ προσέχει μια κοπέλα σε μια άκρη, πανέμορφη, να χορεύει μόνη της με το κεφάλι ριγμένο πίσω. Τα μάτια, κλειστά. Το φαγητό είναι πλούσιο, κάθε τόσο η μητέρα του Φρίντριχ γελάει κι ο Φρίντριχ αγγίζει αφηρημένος την πούδρα στο πρόσωπό του ενώ η μητέρα του λέει: «Ο Φρίτσεν έχει τα καλύτερα σ’ εκείνο το σχολείο, τα καλύτερα»,
272
ANTHONY DOERR
και του Βέρνερ του φαίνεται ότι σχεδόν κάθε λεπτό ένα καινούριο πρόσωπο περνάει και φιλάει τη μητέρα του Φρίντριχ σταυρωτά ψιθυρίζοντάς της στο αυτί. Μ όλις ο Βέρνερ ακούει άθελά του τη μητέρα του Φρίντριχ να λέει σε μια γυναίκα: «Α, εκείνη η παλιόγρια η Σβαρτσενμπέργκερ θα έχει φύγει ως το τέλος του χρόνου και θα μετακομίσουμε στο ρετιρέ, du wirst schon sehen – να μου το θυμηθείς», ρίχνει μια ματιά στον φίλο του, που τα λερωμένα γυαλιά του μοιάζουν αδιαφανή στο φως των κεριών και το βάψιμό του φαίνεται παράξενο και πρόστυχο τώρα, σαν να τονίζει τις μελανιές αντί να τις κρύβει, και τον πιάνει μεγάλη ταραχή. Ακούει τον Ρέντελ να κατεβάζει το λάστιχο, τον γδούπο του στις υψωμένες παλάμες του Φρίντριχ. Ακούει τις φωνές των αγοριών στην Καμεράντσαφτ στο Τσολλφεράιν να τραγουδάνε «Ζήσε πιστά, πάλεψε γενναία και πέθανε γελαστά». Το εστιατόριο έχει πολύ κόσμο· όλα τα στόματα κινούνται πολύ γρήγορα· η γυναίκα που μιλάει στη μητέρα του Φρίντριχ φοράει τόσο πολύ άρωμα, που τον ζαλίζει· και μέσα στο άτονο φως ξαφνικά του φαίνεται πως το μαντίλι που ανεμίζει από τον λαιμό της κοπέλας που χορεύει μοιάζει με θηλιά. Ο Φρίντριχ λέει: «Είσαι καλά;» «Μ ια χαρά, είναι πεντανόστιμο» του αποκρίνεται, αλλά νιώθει κάτι μέσα του να σφίγγεται πιο πολύ, πιο πολύ. Στον δρόμο για το σπίτι ο Φρίντριχ και η μητέρα του πηγαίνουν μπροστά. Τον πιάνει αγκαζέ με το λεπτό της χέρι και του μιλάει χαμηλόφωνα. Φρίτσεν το ένα και Φρίτσεν το άλλο. Ο δρόμος είναι άδειος, τα παράθυρα νεκρά, οι ηλεκτρικοί σηματοδότες σβησμένοι. Αμέτρητα καταστήματα, εκατομμύρια άνθρωποι κοιμούνται σε κρεβάτια γύρω τους, κι όμως πού είναι όλοι; Φτάνοντας στο τετράγωνο του Φρίντριχ, μια γυναίκα με ένα φόρεμα, ακουμπισμένη σε ένα κτίριο, σκύβει και κάνει εμετό στο πεζοδρόμιο. Στο σπίτι, ο Φρίντριχ φοράει πιτζάμες από χτυπητό πράσινο μετάξι και αφήνει τα γυαλιά του στο κομοδίνο και ξαπλώνει στο μαντεμένιο παιδικό κρεβάτι του. Ο Βέρνερ ξαπλώνει σε ένα χαμηλό τροχήλατο κρεβάτι για το οποίο η μητέρα του Φρίντριχ
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
273
του ζήτησε συγγνώμη τρεις φορές, παρόλο που το στρώμα του είναι πιο άνετο από οποιοδήποτε άλλο στρώμα στο οποίο έχει κοιμηθεί ποτέ στη ζωή του. Το κτίριο ησυχάζει. Μ οντέλα αυτοκινήτων γυαλίζουν στα ράφια του Φρίντριχ. «Εύχεσαι καθόλου» ψιθυρίζει ο Βέρνερ «να μη χρειαζόταν να γυρίσεις ποτέ στο Σουλπφόρτα;» «Πρέπει να πηγαίνω για χάρη του πατέρα μου και της μητέρας μου. Δεν έχει σημασία τι θέλω εγώ». «Φυσικά και έχει. Εγώ θέλω να γίνω μηχανικός. Κι εσύ θέλεις να μελετήσεις τα πουλιά. Να γίνεις σαν τον Αμερικανό ζωγράφο στους βάλτους. Γιατί να τα κάνουμε όλα αυτά, αν όχι για να γίνουμε αυτό που θέλουμε;» Σιωπή στο δωμάτιο. Εκεί στα δέντρα έξω από το παράθυρο του Φρίντριχ κρέμεται ένα απόκοσμο φως. «Το πρόβλημά σου, Βέρνερ» λέει ο Φρίντριχ «είναι ότι πιστεύεις ακόμη πως η ζωή σου σου ανήκει». Όταν ξυπνάει έχει ξημερώσει προ πολλού. Το κεφάλι του πονάει και τα μάτια του είναι βαριά. Ο Φρίντριχ έχει βάλει ήδη παντελόνι, σιδερωμένο πουκάμισο και γραβάτα και είναι γονατισμένος στο παράθυρο με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι. «Μ ια σταχτοσουσουράδα». Του δείχνει. Ο Βέρνερ κοιτάζει στις γυμνές φλαμουριές. «Δε σου γεμίζει το μάτι, ε;» μουρμουρίζει ο Φρίντριχ. «Πενήντα γραμμάρια φτερά και κόκαλα. Κι όμως, αυτό το πουλάκι μπορεί να πετάξει μέχρι την Αφρική και πάλι πίσω. Εφοδιασμένο με έντομα και σκουλήκια και επιθυμία». Η σουσουράδα πηδάει από κλαδί σε κλαδί. Ο Βέρνερ τρίβει τα πονεμένα μάτια του. Ένα πουλί είναι. «Πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια» ψιθυρίζει ο Φρίντριχ «περνούσαν από εδώ εκατομμύρια. Τότε που αυτός ο τόπος ήταν ένας κήπος, ένας απέραντος κήπος από τη μια άκρη ως την άλλη».
274
ANTHONY DOERR
Δε θα ξαναγυρίσει
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ
ξυπνάει και νομίζει πως ακούει το σύρσιμο των παπουτσιών του μπαμπά της, το κουδούνισμα των κλειδιών του. Τρίτος όροφος, τέταρτος, πέμπτος. Τα δάχτυλά του αγγίζουν απαλά το πόμολο. Το σώμα του ακτινοβολεί μια αδύναμη αλλά απτή θέρμη στην καρέκλα δίπλα της. Τα εργαλεία του ξύνουν το ξύλο. Μ υρίζει κόλλα και γυαλόχαρτο και Γκολουάζ μπλε. Αλλά είναι μόνο το σπίτι που στενάζει. Η θάλασσα που τινάζει αφρούς στα βράχια. Παιχνίδια του μυαλού. Την εικοστή μέρα από τότε που έχει να λάβει νέα απ’ τον πατέρα της δε σηκώνεται από το κρεβάτι. Δεν τη νοιάζει πια που ο θείος της φόρεσε έναν παμπάλαιο λαιμοδέτη και στάθηκε δύο φορές πίσω από την εξώπορτα ψιθυρίζοντας παράξενα ποιηματάκια στον εαυτό του –à la pomme de terre, je suis par terre; au haricot, je suis dans l’eau– ενώ προσπαθούσε να βρει κουράγιο να βγει έξω. Δεν ικετεύει πια τη μαντάμ Μ ανέκ να την πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό, να γράψει κι άλλο γράμμα, να περάσει άλλο ένα άκαρπο απόγευμα στη νομαρχία προσπαθώντας να παρακαλέσει τις δυνάμεις κατοχής να εντοπίσουν τον πατέρα της. Γίνεται απρόσιτη, κακόκεφη. Δεν πλένεται, δε ζεσταίνεται στη φωτιά της κουζίνας, παύει να ρωτάει αν μπορεί να βγει έξω. Τρώει με το ζόρι. «Από το μουσείο λένε ότι ψάχνουν, παιδί μου» ψιθυρίζει η
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
275
μαντάμ Μ ανέκ, αλλά όποτε επιχειρεί να πιέσει τα χείλη της στο μέτωπο της Μ αρί Λορ, εκείνη τραβιέται πίσω σαν να την καίει. Το μουσείο απαντάει στις εκκλήσεις του Ετιέν· τους ενημερώνουν πως ο πατέρας της Μ αρί Λορ δεν έφτασε ποτέ. «Δεν έφτασε ποτέ;» λέει φωναχτά ο Ετιέν. Αυτό το ερώτημα μπήγει τα δόντια του στο μυαλό της Μ αρί Λορ. Γιατί δεν έφτασε στο Παρίσι; Αν δεν μπορούσε να φτάσει, γιατί δεν επέστρεψε στο Σαιν Μ αλό; Δε θα σε αφήσω ποτέ, ούτε σε χίλια χρόνια. Το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει στο σπίτι, να σταθεί μέσα στο τριαράκι τους και να ακούσει τα φύλλα της βελανιδιάς να θροΐζουν έξω από το παράθυρό της· τον τυροπώλη να σηκώνει την τέντα του· να νιώσει τα δάχτυλα του πατέρα της να κλείνουν γύρω από τα δικά της. Μ ακάρι να τον είχε ικετέψει να μείνει. Τώρα όλα μέσα στο σπίτι την τρομάζουν: οι σκάλες που τρίζουν, τα κλειστά παράθυρα, τα άδεια δωμάτια. Η ακαταστασία και η σιωπή. Ο Ετιέν προσπαθεί να κάνει ανόητα πειράματα για να της φτιάξει το κέφι: ένα ηφαίστειο από ξίδι, ένας ανεμοστρόβιλος μέσα σε μπουκάλι. «Τον ακούς, Μ αρί Λορ, πώς στριφογυρίζει εκεί μέσα;» Δεν προσποιείται καν ότι την ενδιαφέρει. Η μαντάμ Μ ανέκ της φέρνει ομελέτες, κασουλέ, σουβλάκι από ψάρι, συνθέτει θαύματα από τα δελτία τροφίμων και τα υπολείμματα στα ντουλάπια της, αλλά η Μ αρί Λορ αρνείται να φάει. «Σαν σαλιγκάρι» ακούει τον Ετιέν να μονολογεί έξω από την πόρτα της. «Κουλουριασμένη σφιχτά εκεί μέσα». Αλλά είναι θυμωμένη. Μ ε τον Ετιέν που κάνει τόσο λίγα, με τη μαντάμ Μ ανέκ που κάνει τόσο πολλά, με τον πατέρα της που δεν είναι εδώ να τη βοηθήσει να κατανοήσει την απουσία του. Μ ε τα μάτια της που δεν τη βοηθάνε. Μ ε όλα και με όλους. Ποιος να το ’λεγε πως η αγάπη μπορεί να σε σκοτώσει; Περνάει ώρες ολόκληρες μόνη της στον πέμπτο όροφο, γονατιστή, με το παράθυρο ανοιχτό και τη θάλασσα να εκτοξεύει αρκτικό αέρα στο δωμάτιο, ενώ τα δάχτυλά της μουδιάζουν σιγά σιγά ψηλαφίζοντας τη μακέτα του Σαιν Μ αλό. Νότια προς την Πύλη της Ντινάν.
276
ANTHONY DOERR
Δυτικά προς την Πλαζ ντι Μ ολ. Πίσω στην οδό Βομπορέλ. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει το σπίτι του Ετιέν παγώνει όλο και πιο πολύ· κάθε δευτερόλεπτο που περνάει νιώθει πως ο πατέρας της ξεγλιστράει όλο και πιο μακριά.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
277
Αιχμάλωτος
ΕΝΑ
ΠΡ ΩΊΝΟ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡ Η οι δόκιμοι σηκώνονται από τα κρεβάτια τους στις δύο τα ξημερώματα και οδηγούνται έξω στην αστροφεγγιά. Στο κέντρο του προαυλίου καίνε πυρσοί. Ο Μ πάστιαν, που το στέρνο του μοιάζει με βαρέλι, βγαίνει από το κτίριο· τα γυμνά πόδια του διακρίνονται κάτω από το παλτό του. Ο Φρανκ Φολκχάιμερ βγαίνει από τις σκιές σέρνοντας πίσω του έναν κουρελιάρη σκελετωμένο άντρα με παράταιρα παπούτσια. Τον αφήνει δίπλα στον διοικητή, στο σημείο που είναι καρφωμένος στο χιόνι ένας πάσσαλος. Δένει μεθοδικά το κορμί του στον πάσσαλο. Από πάνω τους κρέμεται ένας θόλος γεμάτος αστέρια· τα χνότα των δοκίμων αναμιγνύονται αργά, εφιαλτικά, πάνω από το προαύλιο. Ο Φολκχάιμερ απομακρύνεται· ο διοικητής βηματίζει πέρα δώθε. «Παιδιά, δε θα πιστέψετε τι πλάσμα είναι αυτό. Τι βρομερό κτήνος, ένα υβρίδιο! Ένας Untermensch – υπάνθρωπος». Όλοι τεντώνουν τον λαιμό τους για να δουν. Οι αστράγαλοι του άντρα είναι κλεισμένοι σε σιδερένια δεσμά και τα χέρια του δεμένα από τους καρπούς ως τους αγκώνες. Το ελαφρύ πουκάμισό του έχει ανοίξει στις ραφές και το βλέμμα του είναι απλανές από τη νωθρότητα λόγω της υποθερμίας. Μ οιάζει
278
ANTHONY DOERR
Πολωνός. Μ πορεί και Ρώσος. Παρά τα δεσμά του, καταφέρνει να λικνίζεται ελαφρά μπρος πίσω. «Δραπέτευσε από στρατόπεδο εργασίας. Αποπειράθηκε να διαρρήξει ένα αγροτόσπιτο και να κλέψει ένα λίτρο φρέσκο γάλα. Τον σταμάτησαν πριν κάνει τίποτα πιο ειδεχθές» λέει ο Μ πάστιαν γνέφοντας αόριστα πέρα από τα τείχη. «Αυτός ο βάρβαρος θα σας έστριβε τα λαρύγγια χωρίς δεύτερη σκέψη, αν τον αφήναμε». Μ ετά την επίσκεψη στο Βερολίνο ένας μεγάλος φόβος φουντώνει στο στήθος του Βέρνερ. Ήρθε σταδιακά, αργά, σαν το διάβα του ήλιου στον ουρανό· αλλά πλέον αναγκάζεται να γράφει γράμματα στη Γιούττα που λένε την αλήθεια απ’ έξω απ’ έξω, όπου ισχυρίζεται πως όλα είναι καλά ενώ τα πράγματα δεν του φαίνονται καλά. Βυθίζεται σε όνειρα όπου η μητέρα του Φρίντριχ μεταμορφώνεται σε δαίμονα με μικρό στόμα και κακόβουλο βλέμμα και χαμηλώνει τα τρίγωνα του δόκτορα Χάουπτμαν πάνω από το κεφάλι του. Χίλια παγωμένα αστέρια δεσπόζουν πάνω από το προαύλιο. Το κρύο είναι διαπεραστικό, αδιανόητο. «Το βλέπετε αυτό το βλέμμα;» λέει ο Μ πάστιαν κουνώντας το παχύ χέρι του. «Ότι δεν έχει τίποτα να χάσει; Ένας Γερμανός στρατιώτης δε φτάνει ποτέ σ’ αυτό το σημείο. Αυτό το ύφος έχει όνομα. Λέγεται: πιάνω πάτο». Τα παιδιά προσπαθούν να μην τρέμουν. Ο αιχμάλωτος αντικρίζει με χαμηλωμένο βλέμμα τα τεκταινόμενα σαν να βρίσκεται κάπου ψηλά. Ο Φολκχάιμερ επιστρέφει φέρνοντας κουβάδες που χτυπάνε μεταξύ τους· δυο άλλοι μαθητές της τελευταίας τάξης ξετυλίγουν στο προαύλιο ένα λάστιχο ποτίσματος. Ο Μ πάστιαν εξηγεί: Πρώτα οι καθηγητές. Μ ετά οι μεγάλοι μαθητές. Όλοι θα περάσουν ένας ένας και θα καταβρέξουν τον αιχμάλωτο με έναν κουβά νερό. Κάθε άντρας στο σχολείο. Αρχίζουν. Ένας ένας οι καθηγητές παίρνουν έναν γεμάτο κουβά από τον Φολκχάιμερ και τον αδειάζουν πάνω στον αιχμάλωτο, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά τους. Ζητωκραυγές ακούγονται μέσα στην παγωμένη νύχτα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
279
Μ ε τις δυο τρεις πρώτες ψυχρολουσίες ο άντρας ξυπνάει και γέρνει προς τα πίσω πάνω στις φτέρνες του. Κάθετες αυλακιές εμφανίζονται ανάμεσα στα μάτια του· μοιάζει σαν να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι σημαντικό. Ανάμεσα στους καθηγητές με τις σκουρόχρωμες χλαίνες περνάει και ο δόκτωρ Χάουπτμαν, που σφίγγει με τα γαντοφορεμένα δάχτυλά του τον γιακά γύρω από τον λαιμό του. Παίρνει τον κουβά και πετάει το νερό χωρίς να περιμένει να δει αν βρήκε τον στόχο του. Το νερό συνεχίζει να πέφτει. Το πρόσωπο του αιχμαλώτου παίρνει μια κενή έκφραση. Σωριάζεται πάνω στα σκοινιά που τον κρατάνε όρθιο και το σώμα του γλιστράει χαμηλότερα στον πάσσαλο· κάθε τόσο ο Φολκχάιμερ βγαίνει από τις σκιές και στέκεται θεόρατος από πάνω του κι ο αιχμάλωτος σηκώνεται ξανά. Οι μαθητές της τελευταίας τάξης χάνονται μέσα στο κτίριο. Οι κουβάδες βγάζουν μια πνιχτή παγωμένη κλαγγή καθώς γεμίζουν με νερό. Οι δεκαεξάχρονοι τελειώνουν. Οι δεκαπεντάχρονοι τελειώνουν. Οι ζητωκραυγές χάνουν τον ζήλο τους και μια αγνή λαχτάρα για φυγή πλημμυρίζει τον Βέρνερ. Να τρέξει. Να τρέξει. Έχουν απομείνει τρία παιδιά πριν έρθει η σειρά του. Δύο παιδιά. Ο Βέρνερ προσπαθεί να φέρει εικόνες στα μάτια του, αλλά οι μόνες εικόνες που του έρχονται είναι οικτρές: το μηχάνημα ανύψωσης πάνω από την Ένατη Στοά· οι καμπουριασμένοι ανθρακωρύχοι που περπατάνε σαν να σέρνουν πελώριες, βαριές αλυσίδες· το παιδί από τις εισαγωγικές εξετάσεις που έτρεμε σαν το φύλλο πριν πέσει. Όλοι παγιδευμένοι στους ρόλους τους: τα ορφανά, ο Φρίντριχ, ο Φολκχάιμερ, η γριά Εβραία που μένει από πάνω. Ακόμα και η Γιούττα. Όταν φτάνει η σειρά του, ο Βέρνερ πετάει το νερό όπως όλοι οι άλλοι, και το νερό χτυπάει τον άντρα στο στήθος και ακούγονται οι επιβεβλημένες επευφημίες. Πηγαίνει κοντά στους δόκιμους που περιμένουν να πάρουν άδεια για να φύγουν. Βρεγμένες μπότες, βρεγμένα μανίκια· τα χέρια του έχουν μουδιάσει τόσο, που δεν τα αισθάνεται δικά του. Ύστερα από πέντε παιδιά έρχεται η σειρά του Φρίντριχ. Του
280
ANTHONY DOERR
Φρίντριχ, που είναι προφανές ότι δε βλέπει καλά χωρίς τα γυαλιά του. Που δεν επευφημούσε κάθε φορά που το νερό έβρισκε τον στόχο του. Που κοιτάζει συνοφρυωμένος τον αιχμάλωτο σαν να αναγνωρίζει κάτι στη μορφή του. Κι ο Βέρνερ ξέρει τι πρόκειται να κάνει ο Φρίντριχ. Το αγόρι που είναι πίσω του αναγκάζεται να του δώσει μια σπρωξιά. Ο τελειόφοιτος του δίνει τον κουβά και ο Φρίντριχ τον χύνει κάτω. Ο Μ πάστιαν έρχεται κοντά. Το πρόσωπό του έχει γίνει κατακόκκινο μέσα στο κρύο. «Δώσ’ του άλλο». Ο Φρίντριχ τον αδειάζει ξανά στον πάγο μπροστά στα πόδια του. Λέει με σιγανή φωνούλα: «Είναι ήδη τελειωμένος, κύριε». Ο τελειόφοιτος του δίνει και τρίτο κουβά. «Ρίξ’ τον» διατάζει ο Μ πάστιαν. Η νύχτα αχνίζει, τα αστέρια καίνε, ο αιχμάλωτος ταλαντεύεται, τα παιδιά παρακολουθούν, ο διοικητής γέρνει το κεφάλι. Ο Φρίντριχ χύνει το νερό στο έδαφος: «Αρνούμαι».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
281
Πλαζ ντι Μολ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡ Ι ΛΟΡ αγνοείται εδώ και είκοσι εννέα μέρες. Η Μ αρί Λορ ξυπνάει από τα χοντρά τσόκαρα της μαντάμ Μ ανέκ που ανεβαίνουν στον δεύτερο, στον τρίτο, στον τέταρτο. Η φωνή του Ετιέν στο πλατύσκαλο έξω από το γραφείο του: «Μ η». «Εκείνος δε θα το μάθει». «Εγώ έχω την ευθύνη της». Κάτι απροσδόκητα ατσαλένιο ακούγεται στη φωνή της μαντάμ Μ ανέκ: «Δεν μπορώ να μείνω με σταυρωμένα χέρια ούτε στιγμή παραπάνω». Ανεβαίνει την τελευταία σκάλα. Η πόρτα της Μ αρί Λορ ανοίγει τρίζοντας· η ηλικιωμένη διασχίζει το πάτωμα και ακουμπάει το βαρυκόκαλο χέρι της στο μέτωπο της Μ αρί Λορ. «Είσαι ξύπνια;» Η Μ αρί Λορ χώνεται στη γωνία και μιλάει κάτω από τα σκεπάσματα: «Μ άλιστα, μαντάμ». «Θα σε βγάλω έξω. Πάρε το μπαστούνι σου». Η Μ αρί Λορ ντύνεται· η μαντάμ Μ ανέκ τη συναντάει στη βάση της σκάλας με μια αγκωνή ψωμί. Της δένει ένα μαντίλι στο κεφάλι, της κουμπώνει το παλτό μέχρι τον γιακά και ανοίγει την
282
ANTHONY DOERR
εξώπορτα. Είναι πρωί στα τέλη του Φλεβάρη και η ατμόσφαιρα μυρίζει βροχή και ηρεμία. Η Μ αρί Λορ διστάζει, αφουγκράζεται. Η καρδιά της χτυπάει δύο, τέσσερις, έξι, οχτώ φορές. «Δεν κυκλοφορεί σχεδόν κανένας τόσο νωρίς, καλή μου» ψιθυρίζει η μαντάμ Μ ανέκ. «Και δεν κάνουμε τίποτα κακό». Η εξώπορτα τρίζει. «Ένα σκαλί, και τώρα ευθεία, έτσι μπράβο». Οι πέτρες του καλντεριμιού υψώνονται ακανόνιστες κάτω από τα παπούτσια της Μ αρί Λορ· η άκρη του μπαστουνιού της πιάνεται, δονείται, πιάνεται ξανά. Μ ια ψιλή βροχούλα πέφτει στις στέγες, σχηματίζει ποταμάκια στα ρείθρα, κάνει κόμπους πάνω στο μαντίλι της. Ο ήχος κάνει αντίλαλο ανάμεσα στα ψηλά σπίτια· νιώθει όπως όταν είχε πρωτοέρθει, σαν να βρίσκεται μέσα σε λαβύρινθο. Ψηλά από πάνω τους κάποιος τινάζει ένα ξεσκονιστήρι από το παράθυρο. Μ ια γάτα νιαουρίζει. Άραγε τι τρόμοι ακονίζουν τα δόντια τους εδώ έξω; Από τι ήθελε με τόση αγωνία να την προστατέψει ο μπαμπάς; Στρίβουν, ξαναστρίβουν, και μετά η μαντάμ Μ ανέκ την κατευθύνει προς τα αριστερά, σε ένα σημείο που η Μ αρί Λορ δεν περιμένει να την πάει, εκεί όπου τα σκεπασμένα από βρύα τείχη της πόλης εκτείνονται αδιάσπαστα, και διασχίζουν μια πύλη. «Μ αντάμ;» Βγαίνουν έξω από την πόλη. «Έχει σκαλιά εδώ, πρόσεχε! Ένα, δύο, έφτασες, πανεύκολο ήταν…» Ο ωκεανός. Ο ωκεανός! Ακριβώς μπροστά της! Πόσο κοντά ήταν τόσο καιρό! Τραβιέται κι ύστερα σκάει πιτσιλίζοντας και βουίζοντας· μετατοπίζεται και πλαταίνει και διπλώνεται· ο λαβύρινθος του Σαιν Μ αλό ανοίχτηκε σε μια πύλη ήχου μεγαλύτερη απ’ οτιδήποτε άλλο έχει βιώσει ποτέ. Μ εγαλύτερη από τον Βοτανικό Κήπο, από τον Σηκουάνα, από τις πιο μεγάλες αίθουσες του μουσείου. Δεν τον φανταζόταν σωστά· δεν είχε αντιληφθεί την έκτασή του. Όταν σηκώνει το πρόσωπό της προς τον ουρανό νιώθει τις
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
283
χιλιάδες μικροσκοπικές ακίδες των βροχοσταλίδων να λιώνουν στα μάγουλα και στο μέτωπό της. Ακούει την τραχιά ανάσα της μαντάμ Μ ανέκ και τον βαθύ ήχο της θάλασσας ανάμεσα στα βράχια και τις φωνές κάποιου παρακάτω στην παραλία να αντηχούν στα ψηλά τείχη. Ακούει νοερά τον πατέρα της να γυαλίζει κλειδαριές. Τον δόκτορα Ζεφάρ να περπατάει δίπλα στα συρτάρια του. Γιατί δεν της είπαν πως θα ήταν έτσι; «Αυτός είναι ο μεσιέ Ραντόμ που φωνάζει τον σκύλο του» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς. Πιάσε το χέρι μου. Κάθισε και βγάλε τα παπούτσια σου. Σήκωσε τα μανίκια του παλτού σου». Η Μ αρί Λορ κάνει αυτό που της λέει. «Μ ας κοιτάζουν;» «Οι Boches; Κι έπειτα; Μ ια γριά κι ένα κορίτσι; Θα τους πούμε ότι μαζεύουμε στρείδια. Τι θα μας κάνουν;» «Ο θείος λέει ότι έχουν θάψει βόμβες στις παραλίες». «Μ η σε ανησυχεί αυτό. Εκείνος φοβάται και τα μυρμήγκια». «Λέει ότι η σελήνη τραβάει τον ωκεανό προς τα μέσα». «Η σελήνη;» «Μ ερικές φορές και ο ήλιος. Λέει ότι γύρω από τα νησιά οι παλίρροιες δημιουργούν χοάνες που μπορούν να καταπιούν ολόκληρο καράβι». «Δε θα πλησιάσουμε καθόλου εκεί, χρυσό μου. Είμαστε στην παραλία». Η Μ αρί Λορ λύνει το μαντίλι της και η μαντάμ Μ ανέκ το παίρνει. Αλμυρός, χορταριασμένος, χαλκοπράσινος αέρας γλιστράει μέσα στον γιακά της. «Μ αντάμ;» «Ναι;» «Τι να κάνω;» «Περπάτησε». Περπατάει. Τώρα πατάει κρύα στρογγυλά βότσαλα. Τώρα χορτάρια που σπάνε. Τώρα κάτι απαλότερο: βρεγμένη, αρυτίδωτη άμμο. Σκύβει και απλώνει τα δάχτυλά της. Είναι σαν κρύο μετάξι. Κρύο, πολύτιμο μετάξι, πάνω στο οποίο η θάλασσα έχει απλώσει τα δώρα της: βότσαλα, κοχύλια, πεταλίδες. Μ ικροσκοπικά
284
ANTHONY DOERR
κομμάτια από φύκια. Τα δάχτυλά της σκάβουν και πιάνουν· οι στάλες της βροχής αγγίζουν τον αυχένα της, την ανάστροφη των χεριών της. Η άμμος απομυζεί τη ζεστασιά από τα δάχτυλά της, από τις πατούσες της. Ένας κόμπος μηνών αρχίζει να λύνεται μέσα στη Μ αρί Λορ. Προχωράει στη γραμμή της παλίρροιας, σχεδόν μπουσουλώντας στην αρχή, και φαντάζεται την παραλία να εκτείνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις, να κυκλώνει το ακρωτήριο, να αγκαλιάζει τα εξωτερικά νησιά και ολόκληρο το δαντελένιο περίγραμμα της ακτογραμμής της Βρεττάνης με τα άγρια ακρωτήρια και τα γκρεμισμένα πυροβολεία και τα πνιγμένα κάτω από τους κισσούς ερείπια. Φαντάζεται την περιτειχισμένη πόλη πίσω της, τους πανύψηλους προμαχώνες, τους δαιδάλους των δρόμων. Ξαφνικά είναι όλα μικρά σαν τη μακέτα του μπαμπά. Μ όνο που ο πατέρας της δεν της μετέφερε αυτό που περιβάλλει τη μακέτα· και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό. Ένα σμήνος γλάρων στριγκλίζει πάνω από το κεφάλι της. Καθένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες μικροσκοπικούς κόκκους άμμου στις χούφτες της τρίβεται με τον διπλανό του. Νιώθει τον πατέρα της να τη σηκώνει ψηλά και να τη στριφογυρίζει τρεις φορές. Κανένας στρατιώτης δεν έρχεται να τους συλλάβει· ούτε που τους μιλάνε καν. Μ έσα σε τρεις ώρες τα μουδιασμένα δάχτυλα της Μ αρί Λορ ανακαλύπτουν μια ξεβρασμένη μέδουσα, μια σημαδούρα καλυμμένη με αλάτι και χιλιάδες λειασμένες πέτρες. Μ παίνει στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα και μουσκεύει τον ποδόγυρο του φουστανιού της. Όταν η μαντάμ Μ ανέκ την οδηγεί τελικά –βρεγμένη και έκθαμβη– πίσω στην οδό Βομπορέλ, η Μ αρί Λορ ανεβαίνει τις τέσσερις σκάλες και χτυπάει απαλά την πόρτα του γραφείου του Ετιέν και στέκεται μπροστά του με το πρόσωπο γεμάτο βρεγμένη άμμο. «Λείψατε πολλή ώρα» μουρμουρίζει εκείνος. «Ανησύχησα». «Ορίστε, θείε». Από τις τσέπες της βγάζει κοχύλια. Πεταλίδες, κυπραίες, δεκατρείς σβόλους χαλαζία γδαρμένους από την άμμο. «Σας έφερα αυτό. Κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
285
Αδαμαντουργός
ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΡ ΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ο αρχιλοχίας φον Ρούμπελ έχει ταξιδέψει στο Βερολίνο και στη Στουτγάρδη· έχει εκτιμήσει την αξία εκατό κατασχεμένων δαχτυλιδιών, δώδεκα διαμαντένιων μπρασελέ, μιας λιθουανικής ταμπακιέρας πάνω στην οποία άστραφτε ένα μπλε τοπάζι σε σχήμα ρόμβου· τώρα, πίσω στο Παρίσι, κοιμάται επί μία εβδομάδα στο Γκραν Οτέλ και στέλνει τα αιτήματά του σαν πουλιά. Κάθε νύχτα επιστρέφει στο μυαλό του η στιγμή: η στιγμή που έσφιξε το αχλαδόσχημο διαμάντι ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη του, τεράστιο κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του, και πίστεψε ότι κρατούσε τη Φλογισμένη Θάλασσα των εκατόν τριάντα τριών καρατίων. Κοίταξε μέσα στο εσωτερικό της γαλάζιας σαν τον πάγο πέτρας, όπου μικροσκοπικές οροσειρές έστελναν προς το μέρος του φωτιές, άλικο και κοραλλί και βιολετί, πολύγωνα χρώματος που λαμπύριζαν και σπινθηροβολούσαν ενώ γύριζε το διαμάντι στα δάχτυλά του, και κόντεψε να πείσει τον εαυτό του πως οι ιστορίες ήταν αληθινές, πως πριν από αιώνες ο γιος ενός σουλτάνου φόρεσε ένα στέμμα που τύφλωνε τους επισκέπτες, πως ο κάτοχος του διαμαντιού δε θα πέθαινε ποτέ, πως το μυθικό πετράδι κατρακύλησε ανάμεσα από τις ρωγμές της ιστορίας και έπεσε στην παλάμη του. Είχε χαρά εκείνη η στιγμή – θρίαμβο. Κι έναν αναπάντεχο
286
ANTHONY DOERR
φόβο ανάμικτο μέσα της· το πετράδι έμοιαζε σαν κάτι μαγικό, κάτι που δεν προοριζόταν για ανθρώπινα μάτια. Ένα αντικείμενο που, μόλις το κοίταζες, δεν μπορούσες ποτέ να το ξεχάσεις. Αλλά. Στο τέλος επικράτησε η λογική. Οι ακμές των εδρών του διαμαντιού δεν ήταν όσο οξείες έπρεπε. Η ζώνη ήταν ελαφρώς κηρώδης. Προπάντων, το πετράδι δεν είχε λεπτές ρωγμές, στίγματα, ούτε ένα έγκλεισμα. Ένα αληθινό διαμάντι, έλεγε ο πατέρας του, δε γίνεται να μην έχει ούτε ένα έγκλεισμα. Ένα αληθινό διαμάντι δεν είναι ποτέ τέλειο. Περίμενε πως θα ήταν αληθινό; Πως θα το φύλαγαν ακριβώς εκεί που ευχόταν; Πως θα κέρδιζε μια τέτοια νίκη μέσα σε μία μέρα; Όχι βέβαια. Θα πίστευε κανείς πως ο φον Ρούμπελ θα απογοητευόταν, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Απεναντίας αισθάνεται πολύ αισιόδοξος. Το μουσείο δε θα παρήγγειλλε ποτέ ένα αντίγραφο τέτοιας ποιότητας αν δεν είχε κάπου φυλαγμένο το αληθινό πετράδι. Κατά τη διάρκεια των περασμένων εβδομάδων στο Παρίσι, στον χρόνο που του έμενε ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα, περιόρισε τη λίστα των εφτά αδαμαντουργών σε τρεις, και τέλος στον εξής έναν: έναν Γαλλοαλγερινό ονόματι Ντυπόν που έγινε πετυχημένος κόβοντας οπάλια. Απ’ ό,τι έμαθε, ο Ντυπόν έβγαζε χρήματα πριν από τον πόλεμο φτιάχνοντας ψεύτικα διαμάντια από σπινέλιους για πλούσιες χήρες και βαρόνες. Και για μουσεία. Τα μεσάνυχτα μιας νύχτας του Φλεβάρη ο φον Ρούμπελ μπαίνει στο εκλεκτό μαγαζί του Ντυπόν κοντά στη Σακρ Κερ. Περιεργάζεται ένα αντίτυπο των Πολύτιμων λίθων και πετραδιών του Στρίτερ· σχέδια σχισμών· τριγωνομετρικούς πίνακες που χρησιμοποιούνται στην κοπή. Μ όλις ανακαλύπτει πολλές ψιλοδουλεμένες επαναλήψεις ενός καλουπιού που αντιστοιχεί ακριβώς στο μέγεθος και στο σχήμα του πετραδιού που φυλάσσεται στο χρηματοκιβώτιο του μουσείου ξέρει πως βρήκε τον άνθρωπο που έψαχνε. Κατά παραγγελία του φον Ρούμπελ προμηθεύουν τον Ντυπόν με πλαστά δελτία τροφίμων. Τώρα ο φον Ρούμπελ περιμένει. Προετοιμάζει τις ερωτήσεις του: Έφτιαξες κι άλλα αντίγραφα;
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
287
Πόσα; Ξέρεις ποιος τα έχει τώρα; Την τελευταία μέρα του Φλεβάρη του 1941 ένας καλοβαλμένος μικρόσωμος γκεσταπίτης του φέρνει το νέο ότι ο ανυποψίαστος Ντυπόν αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει τα πλαστά δελτία. Τον συνέλαβαν. Kinderleicht – παιχνιδάκι. Είναι μια γοητευτική, βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα· υπολείμματα λιωμένου χιονιού συσσωρεύονται στις άκρες της Πλας ντε λα Κονκόρντ, η πόλη φαντάζει φασματική, τα παράθυρά της στολίζονται από βροχοσταλίδες. Ένας κοντοκουρεμένος δεκανέας ελέγχει την ταυτότητα του φον Ρούμπελ και τον κατευθύνει όχι σ’ ένα κελί αλλά σε ένα ψηλοτάβανο γραφείο στον δεύτερο όροφο, όπου μια δακτυλογράφος κάθεται πίσω από ένα τραπέζι. Στον τοίχο πίσω της μια ζωγραφισμένη γλυσίνα ξεφτίζει σε έναν μπερδεμένο, μοντέρνο κυκεώνα χρωμάτων που κάνει τον φον Ρούμπελ να νιώθει άσχημα. Ο Ντυπόν είναι δεμένος σε μια φτηνή καρέκλα τραπεζαρίας στο κέντρο του δωματίου. Το πρόσωπό του έχει το χρώμα και τη γυαλάδα τροπικού ξύλου. Ο φον Ρούμπελ περίμενε ένα μείγμα φόβου, αγανάκτησης και πείνας, αλλά ο Ντυπόν κάθεται ευθυτενής. Ο ένας φακός των γυαλιών του έχει ήδη σπάσει αλλά κατά τα άλλα φαίνεται εντάξει. Η δακτυλογράφος σβήνει σε ένα τασάκι το τσιγάρο με το κατακόκκινο σημάδι από κραγιόν στην άκρη της γόπας. Το τασάκι είναι γεμάτο: πενήντα γόπες είναι πατικωμένες εκεί μέσα, κολοβές, μακάβριες κατά κάποιο τρόπο. «Μ πορείς να πηγαίνεις» λέει ο φον Ρούμπελ γνέφοντάς της και στρέφει την προσοχή του στον αδαμαντουργό. «Δεν ξέρει γερμανικά, κύριε». «Δεν πειράζει» της απαντάει στα γαλλικά. «Κλείσε την πόρτα, σε παρακαλώ». Ο Ντυπόν σηκώνει το βλέμμα του, ενώ κάποιος αδένας μέσα του εκκρίνει κουράγιο στο αίμα του. Ο φον Ρούμπελ δε χρειάζεται να πιεστεί για να χαμογελάσει· του βγαίνει εύκολα. Ελπίζει να ακούσει ονόματα, αλλά το μόνο που χρειάζεται είναι ένας αριθμός.
288
ANTHONY DOERR
Πολυαγαπημένη μου Μαρί Λορ, Τώρα είμαστε στη Γερμανία και είναι εντάξει. Κατάφερα να βρω κάποιον που θα προσπαθήσει να σου φέρει το γράμμα μου. Τα έλατα και οι σημύδες του χειμώνα είναι πανέμορφα εδώ. Και –δε θα το πιστέψεις, αλλά πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη– το φαγητό που μας δίνουν είναι υπέροχο. Πρώτης τάξεως: ορτύκια και πάπιες και κουνέλι στιφάδο. Μπούτια κοτόπουλου και πατάτες τηγανητές με μπέικον και τάρτες βερίκοκο. Μοσχάρι βραστό με καρότα. Κόκορα κρασάτο με ρύζι. Τάρτες δαμάσκηνο. Φρούτα και παγωτά. Μέχρι να σκάσουμε. Ανυπομονώ να έρθει η ώρα του φαγητού! Να είσαι ευγενική με τον θείο σου και τη μαντάμ. Να τους ευχαριστήσεις που σου διάβασαν το γράμμα. Και να ξέρεις ότι είμαι πάντοτε μαζί σου, ότι είμαι πάντοτε στο πλευρό σου. Ο μπαμπάς σου
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
289
Εντροπία
Ο
ΝΕΚΡ ΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ μένει δεμένος στον πάσσαλο στο προαύλιο επί μία εβδομάδα, με τη σάρκα παγωμένη και γκρίζα. Τα παιδιά σταματάνε και ζητάνε οδηγίες από το πτώμα· κάποιος του φοράει φυσιγγιοθήκη και κράνος. Ύστερα από αρκετές μέρες δυο κοράκια αρχίζουν να κάθονται στους ώμους του τσιμπολογώντας τον με τα ράμφη τους, και στο τέλος βγαίνει ο επιστάτης με δυο τριτοετείς και κόβουν τα πόδια του πτώματος από τον πάγο με ένα σκαρπέλο, το ξαπλώνουν σε ένα καρότσι και το παίρνουν. Τρεις φορές μέσα σε εννιά μέρες ο Φρίντριχ επιλέγεται ως ο πιο αδύναμος στα γυμνάσια. Ο Μ πάστιαν πηγαίνει μακρύτερα από κάθε άλλη φορά και μετράει γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά, ώστε ο Φρίντριχ να πρέπει να τρέξει τετρακόσια με πεντακόσια μέτρα, συχνά μέσα σε βαθύ χιόνι, και τα άλλα παιδιά τον κυνηγάνε σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάθε φορά τον πιάνουν· κάθε φορά τον σπάνε στο ξύλο υπό το βλέμμα του Μ πάστιαν· κάθε φορά ο Βέρνερ δεν κάνει τίποτα για να τους σταματήσει. Ο Φρίντριχ αντέχει εφτά χτυπήματα πριν πέσει. Ύστερα έξι. Ύστερα τρία. Δε φωνάζει και δε ζητάει ποτέ να φύγει, και ιδίως αυτό κάνει τον διοικητή να τρέμει από τη λύσσα του. Το ονειροπόλημά του, η ιδιαιτερότητά του – είναι κολλημένες πάνω του σαν μυρωδιά, όλοι μπορούν να τη μυρίσουν. Ο Βέρνερ προσπαθεί να ξεχαστεί με τη δουλειά στο
290
ANTHONY DOERR
εργαστήριο του Χάουπτμαν. Κατασκεύασε ένα πρωτότυπο του πομποδέκτη τους και δοκιμάζει ασφάλειες και βαλβίδες και ακουστικά και βύσματα – όμως ακόμα και μέσα στη νύχτα ο ουρανός μοιάζει πιο σκοτεινός και το σχολείο πιο ζοφερό, πιο διαβολικό. Τον ενοχλεί το στομάχι του. Παθαίνει διάρροια. Ξυπνάει τις μικρές ώρες της νύχτας και βλέπει τον Φρίντριχ στην κρεβατοκάμαρά του στο Βερολίνο, με τα γυαλιά και τη γραβάτα του, να απελευθερώνει παγιδευμένα πουλιά από τις σελίδες ενός τεράστιου βιβλίου. Είσαι έξυπνο παιδί. Θα τα πας καλά. Ένα βράδυ που ο Χάουπτμαν έχει πάει στο γραφείο του, ο Βέρνερ κοιτάζει τον αγέρωχο, νυσταγμένο Φολκχάιμερ στη γωνία και λέει: «Εκείνος ο αιχμάλωτος». Ο Φολκχάιμερ ανοιγοκλείνει τα μάτια, πέτρα που έγινε σάρκα. «Το κάνουν κάθε χρόνο» λέει. Βγάζει το πηλήκιο και περνάει το χέρι μέσα από τα πυκνά, κοντοκουρεμένα μαλλιά του. «Λένε ότι είναι Πολωνός, κόκκινος, κοζάκος. Ότι έκλεψε οινόπνευμα ή κηροζίνη ή λεφτά. Κάθε χρόνο τα ίδια». Κάτω από τις ραφές της ώρας παιδιά αγωνίζονται σε δεκάδες διαφορετικές αρένες. Τετρακόσια παιδιά σέρνονται πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού. «Πάντα η ίδια φράση» προσθέτει ο Φολκχάιμερ. «Έπιασε πάτο». «Μ α ήταν αξιοπρεπές να τον αφήσουμε έτσι έξω; Ακόμα κι αφού πέθανε;» «Αυτοί δε νοιάζονται για την αξιοπρέπεια». Τα σκληρά τακούνια του Χάουπτμαν μπαίνουν χτυπώντας στο δωμάτιο, κι ο Φολκχάιμερ γέρνει πίσω στη γωνιά του και οι κόγχες των ματιών του ξαναγεμίζουν με σκιά, κι ο Βέρνερ δεν έχει την ευκαιρία να τον ρωτήσει ποιοι είναι αυτοί. Τα παιδιά αφήνουν ψόφια ποντίκια στις μπότες του Φρίντριχ. Τον αποκαλούν συκιά, ψωλογλείφτη, αμέτρητους ανώριμους χαρακτηρισμούς. Δυο φορές ένας πεμπτοετής παίρνει τα κιάλια του Φρίντριχ και πασαλείφει τους φακούς με κόπρανα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
291
Ο Βέρνερ λέει στον εαυτό του ότι προσπαθεί. Κάθε βράδυ του γυαλίζει τις μπότες μέχρι που γίνονται καθρέφτης – ένας λόγος λιγότερος να του την πέσει ο επιμελητής ή ο Μ πάστιαν ή κάποιος μεγαλύτερος μαθητής. Τις Κυριακές τα πρωινά κάθονται ήσυχα στην τραπεζαρία, στον ήλιο, κι ο Βέρνερ τον βοηθάει με τα μαθήματά του. Ο Φρίντριχ ψιθυρίζει ότι την άνοιξη ελπίζει να βρει αηδονοφωλιές στα χορτάρια έξω από τα τείχη του σχολείου. Μ ια φορά σηκώνει το μολύβι του, κοιτάζει στο υπερπέραν και λέει «Νανοτσικλιτάρα», κι ο Βέρνερ ακούει το απόμακρο γρατσούνισμα του πουλιού να ταξιδεύει πάνω από τον περίβολο και να περνάει μέσα από τον τοίχο. Στις τεχνικές επιστήμες ο δόκτωρ Χάουπτμαν τους εξηγεί τους νόμους της θερμοδυναμικής: «Εντροπία. Ποιος μπορεί να μου πει τι είναι;» Τα παιδιά καμπουριάζουν πάνω από τα θρανία τους. Κανείς δε σηκώνει χέρι. Ο Χάουπτμαν προχωράει ανάμεσα στα θρανία. Ο Βέρνερ προσπαθεί να μην κουνήσει ούτε μυ. «Πφέννιχ». «Εντροπία είναι ο βαθμός τυχαιότητας ή αταξίας σε ένα σύστημα, κύριε καθηγητή». Τα μάτια του καθηγητή διασταυρώνονται με του Βέρνερ για έναν παλμό, ένα βλέμμα θερμό και παγερό ταυτόχρονα. «Αταξία. Ακούτε τον διοικητή σας να το λέει. Ακούτε τους επιμελητές σας να το λένε. Πρέπει να επικρατεί τάξη. Η ζωή είναι χάος, κύριοι. Και εμείς αντιπροσωπεύουμε την τάξη σε αυτό το χάος. Έως και στο επίπεδο των γονιδίων. Βάζουμε τάξη στην εξέλιξη του είδους. Διαχωρίζουμε τους κατώτερους, τους απείθαρχους, την ήρα. Αυτό είναι το μεγάλο έργο του Ράιχ, το μεγαλύτερο έργο που έχουν αναλάβει ποτέ οι άνθρωποι». Ο Χάουπτμαν γράφει στον μαυροπίνακα. Οι δόκιμοι αντιγράφουν τις λέξεις στα τετράδιά τους: Η εντροπία ενός κλειστού συστήματος δε μειώνεται ποτέ. Κάθε διεργασία νομοτελειακά φθίνει.
292
ANTHONY DOERR
Η γύρα
ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΑΝΤΙΡ Ρ ΗΣΕΙΣ που προβάλλει ο Ετιέν, η μαντάμ Μ ανέκ πηγαίνει περίπατο με τη Μ αρί Λορ στην παραλία κάθε πρωί. Η μικρή δένει μόνη της τα παπούτσια της, κατεβαίνει ψηλαφιστά τη σκάλα και περιμένει στην είσοδο με το μπαστούνι στο χέρι τη μαντάμ Μ ανέκ να τελειώσει με τις δουλειές στην κουζίνα. «Μ πορώ να βρω μόνη μου τον δρόμο» λέει η Μ αρί Λορ την πέμπτη φορά που βγαίνουν. «Δε χρειάζεται να με καθοδηγείτε». Είκοσι δύο βήματα ως τη διασταύρωση με την οδό Εστρέ. Σαράντα ως τη μικρή πύλη. Κατεβαίνει εννέα σκαλοπάτια και φτάνει στην άμμο, περιτριγυρισμένη από τους είκοσι χιλιάδες ήχους του ωκεανού. Συλλέγει κουκουνάρια που πέσανε από δέντρα ποιος ξέρει σε πόση απόσταση. Χοντρά κομμάτια σκοινί. Γλιστερές μάζες ξεβρασμένων πολύποδων. Μ ια φορά, ένα πνιγμένο σπουργίτι. Η μεγαλύτερή της απόλαυση είναι να πηγαίνει στη βόρεια άκρη της παραλίας κατά την άμπωτη και να κάθεται κάτω από ένα νησί που η μαντάμ Μ ανέκ αποκαλεί Γκραν Μ πε και να πλατσουρίζει με τα δάχτυλά της στις λιμνούλες που αφήνει πίσω της η θάλασσα. Τότε μόνο, όταν έχει τα χέρια και τα πόδια της μέσα στο κρύο νερό, φεύγει το μυαλό της εντελώς από τον πατέρα της· τότε μόνο σταματάει να αναρωτιέται πόση αλήθεια περιείχε το γράμμα του, πότε θα ξαναγράψει, γιατί τον έχουν φυλακίσει. Απλώς
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
293
ακούει, αφουγκράζεται, ανασαίνει. Η κρεβατοκάμαρά της γεμίζει βότσαλα, γυαλάκια, κοχύλια: σαράντα αχιβάδες στο περβάζι του παραθύρου, εξήντα ένα βούκινα πάνω στο ντουλάπι. Τα ταξινομεί ανά είδος όποτε μπορεί και μετά κατά μέγεθος. Τα μικρότερα αριστερά, τα μεγαλύτερα δεξιά. Γεμίζει βάζα, κουβαδάκια, δίσκους· το δωμάτιο παίρνει τη μυρωδιά της θάλασσας. Τα περισσότερα πρωινά μετά την παραλία κάνει μια γύρα με τη μαντάμ Μ ανέκ – πηγαίνει στη λαχαναγορά, καμιά φορά στον χασάπη, μετά μοιράζει φαγητό σε όποιους γείτονες κρίνει η μαντάμ Μ ανέκ ότι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ανεβαίνουν μια σκάλα που κάνει αντίλαλο, χτυπάνε μια πόρτα· μια γριά τις βάζει στο σπίτι, ρωτάει τα νέα τους, επιμένει να πιουν και οι τρεις ένα δαχτυλάκι σέρι. Όπως ανακαλύπτει η Μ αρί Λορ, η μαντάμ Μ ανέκ έχει τρομερή ενέργεια· μπουμπουκιάζει, πετάει βλαστάρια· ξυπνάει νωρίς, δουλεύει ως αργά, φτιάχνει μπισκ χωρίς σταγόνα κρέμα γάλακτος, καρβέλια ψωμί με λιγότερο από ένα φλιτζάνι αλεύρι. Προχωράνε μαζί στα στενά δρομάκια και η Μ αρί Λορ κρατιέται από το πίσω μέρος της ποδιάς της μαντάμ Μ ανέκ ακολουθώντας τη μυρωδιά των μαγειρευτών και των κέικ της· κάτι τέτοιες στιγμές η μαντάμ μοιάζει με μεγάλο κινούμενο τοίχο από τριανταφυλλιές, αγκαθωτή, μυρωδάτη, βουερή από τις μέλισσες. Ζεστό ψωμί σε μια υπερήλικη χήρα ονόματι μαντάμ Μ πλανσάρ. Σούπα στον μεσιέ Σαζέ. Σιγά σιγά ο εγκέφαλος της Μ αρί Λορ γίνεται ένας τρισδιάστατος χάρτης με φωτεινά ορόσημα: ένα χοντρό πλατάνι στην Πλας οζ Ερμπς· εννέα διακοσμητικοί θάμνοι σε γλάστρες έξω από το ξενοδοχείο Κοντινεντάλ· τα έξι σκαλοπάτια του περάσματος που λέγεται οδός Κοννετάμπλ. Εφτά μέρες την εβδομάδα η μαντάμ πηγαίνει φαγητό στον τρελο-Υμπέρ Μ παζάν, έναν βετεράνο του Μ εγάλου Πολέμου που βρέξει χιονίσει κοιμάται σε μια κόγχη πίσω από τη βιβλιοθήκη. Που έχασε τη μύτη, το αριστερό αυτί και το μάτι του από βλήμα. Που φοράει μια επισμαλτωμένη χάλκινη μάσκα στο μισό πρόσωπο.
294
ANTHONY DOERR
Του αρέσει να μιλάει για τα τείχη και τους μάγους και τους πειρατές του Σαιν Μ αλό. Ανά τους αιώνες, διηγείται στη Μ αρί Λορ, οι προμαχώνες της πόλης απώθησαν αιμοβόρους πλιατσικολόγους, Ρωμαίους, Κέλτες, Σκανδιναβούς. Κάποιοι μιλούν και για θαλάσσια τέρατα. Επί χίλια τριακόσια χρόνια, της λέει, τα τείχη εμπόδισαν τους αιμοβόρους Άγγλους ναυτικούς που αγκυροβολούσαν έξω από την ακτή και εκτόξευαν φλεγόμενες βολίδες στα σπίτια, που προσπαθούσαν να τα κάψουν όλα και να τους κάνουν όλους να πεθάνουν απ’ την πείνα, που θα έκαναν τα πάντα για να τους σκοτώσουν όλους. «Οι μητέρες του Σαιν Μ αλό» της λέει «έλεγαν στα παιδιά τους: Ίσιωσε την πλάτη σου. Κάθισε φρόνιμα. Γιατί θα έρθει τη νύχτα ο Άγγλος και θα σου κόψει το λαρύγγι». «Υμπέρ, σε παρακαλώ» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Θα την τρομάξεις». Τον Μ άρτιο ο Ετιέν γίνεται εξήντα και η μαντάμ Μ ανέκ μαγειρεύει αχιβάδες –palourdes– με κρεμμυδάκια και τις σερβίρει με μανιτάρια και δυο κομμένα βραστά αυγά: τα μόνα δύο αυγά, τους λέει, που μπόρεσε να βρει στην πόλη. Ο Ετιέν μιλάει με την απαλή φωνή του για την έκρηξη του Κρακατόα, ότι στις παλιότερες αναμνήσεις του η τέφρα από τις Ανατολικές Ινδίες μετέτρεπε τα ηλιοβασιλέματα πάνω από το Σαιν Μ αλό σε αιμάτινες, μεγάλες άλικες φλέβες που φεγγοβολούσαν κάθε βράδυ πάνω από τη θάλασσα· και στη Μ αρί Λορ, που οι τσέπες της είναι γεμάτες άμμο και το πρόσωπό της έχει ροδοκοκκινίσει από τον αέρα, η κατοχή φαντάζει, για μια στιγμή, χίλια χιλιόμετρα μακριά. Της λείπει ο μπαμπάς της, το Παρίσι, ο δόκτωρ Ζεφάρ, οι κήποι, τα βιβλία της, τα κουκουνάρια της – όλα έχουν αφήσει κενά στη ζωή της. Αλλά τις τελευταίες εβδομάδες η ύπαρξή της έχει γίνει υποφερτή. Τουλάχιστον έξω, στις παραλίες, οι στερήσεις και ο φόβος ξεπλένονται από τον αέρα και το χρώμα και το φως. Τα περισσότερα απογεύματα, μετά την πρωινή γύρα με τη μαντάμ, η Μ αρί Λορ κάθεται στο κρεβάτι της με το παράθυρο ανοιχτό και διατρέχει με τα χέρια της τη μακέτα της πόλης. Τα δάχτυλά της περνούν από τα υπόστεγα του ταρσανά στην οδό
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
295
Σαρτρ και το αρτοποιείο της μαντάμ Ριέλ στην οδό Ρομπέρ Συρκούφ. Μ ε τη φαντασία της ακούει τους αρτοποιούς να γλιστράνε στο αλευρωμένο πάτωμα, κινούμενοι όπως φαντάζεται πως κινούνται οι παγοδρόμοι, ψήνοντας ψωμιά στον ίδιο φούρνο που έψηνε και ο προ-προ-προπάππος του μεσιέ Ριέλ πριν από τετρακόσια χρόνια. Τα δάχτυλά της περνούν από τα σκαλιά της εκκλησίας – εδώ ένας γέρος κλαδεύει τριαντάφυλλα σε έναν κήπο· εδώ, δίπλα στη βιβλιοθήκη, ο τρελός Υμπέρ Μ παζάν μονολογεί μουρμουρίζοντας, κοιτώντας με το μοναδικό του μάτι μέσα στην άδεια μποτίλια του κρασιού· εδώ είναι το μοναστήρι· εδώ το εστιατόριο Σεζ Σους δίπλα στην ψαραγορά· εδώ είναι ο αριθμός τέσσερα της οδού Βομπορέλ με την ελαφρώς χωνευτή πόρτα, που στο ισόγειό του η μαντάμ Μ ανέκ είναι γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι της, ξυπόλυτη, γλιστρώντας τις χάντρες του ροζαρίου ανάμεσα στα δάχτυλά της, λέγοντας μια προσευχή για κάθε ψυχή στην πόλη. Εδώ, στο δωμάτιο του τέταρτου ορόφου, ο Ετιέν περνάει δίπλα από τα άδεια ράφια του χαϊδεύοντας με τα δάχτυλά του τις θέσεις όπου κάποτε βρίσκονταν τα ραδιόφωνά του. Και κάπου πέρα από τα σύνορα της μακέτας, πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας, σε έναν τόπο που δε φτάνουν τα δάχτυλά της, ο πατέρας της βρίσκεται μέσα σε ένα κελί, με μια δεκαριά ξυλόγλυπτες μινιατούρες σε ένα περβάζι, ενώ ένας φρουρός έρχεται προς το μέρος του κουβαλώντας ένα γεύμα που η Μ αρί Λορ θέλει απεγνωσμένα να πιστέψει πως είναι πλουσιοπάροχο – ορτύκια και πάπιες και κουνέλι στιφάδο· μπούτια κοτόπουλου και πατάτες τηγανητές με μπέικον και τάρτα βερίκοκο: δέκα δίσκοι, δέκα πιατέλες, να φάει όσο τραβάει η όρεξή του.
296
ANTHONY DOERR
Nadel im Heuhaufen4
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ.
Τα κυνηγόσκυλα του δόκτορα Χάουπτμαν διασχίζουν ορμητικά τους παγωμένους αγρούς δίπλα από το σχολείο σαν σταγόνες υδράργυρου που γλιστράνε πάνω στο λευκό. Πίσω τους ακολουθεί ο Χάουπτμαν με το γούνινο καπέλο, περπατώντας με μικρές δρασκελιές σαν να μετράει βήματα σε μια μεγάλη απόσταση. Τελευταίος έρχεται ο Βέρνερ, κουβαλώντας τους δύο πομποδέκτες που δοκιμάζει εδώ και μήνες με τον Χάουπτμαν. Ο Χάουπτμαν γυρίζει, το πρόσωπό του είναι φωτεινό. «Καλό σημείο, τέλεια ορατότητα. Στήσ’ το, Πφέννιχ. Είπα στον Φολκχάιμερ να προχωρήσει. Είναι κάπου πάνω στον λόφο». Ο Βέρνερ δε βλέπει ίχνη, μόνο μια κούρμπα που στραφταλίζει κάτω από το φως του φεγγαριού, και πιο κάτω το λευκό δάσος. «Έχει βάλει τον πομπό ΚΧ σε ένα κιβώτιο πυρομαχικών» λέει ο Χάουπτμαν. «Θα κρυφτεί και θα εκπέμπει συνεχώς ώσπου να τον βρούμε ή ώσπου να αδειάσει η μπαταρία του. Ούτε εγώ δεν ξέρω πού βρίσκεται». Χτυπάει τα γαντοφορεμένα χέρια του και τα σκυλιά στριφογυρίζουν γύρω του με το χνότο τους ν’ αχνίζει. «Δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Εντόπισε τον πομπό, εντόπισε τον φίλο μας». Ο Βέρνερ ατενίζει τα δεκάδες χιλιάδες χιονισμένα δέντρα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
297
«Εκεί έξω, κύριε;» «Εκεί έξω». Ο Χάουπτμαν βγάζει ένα φλασκί από την τσέπη του και ξεβιδώνει το καπάκι χωρίς να το κοιτάξει. «Και τώρα αρχίζει η διασκέδαση, Πφέννιχ». Πατικώνει το χιόνι κι ο Βέρνερ στήνει τον πρώτο πομποδέκτη, χρησιμοποιεί μια μεζούρα για να μετρήσει διακόσια μέτρα και στήνει τον δεύτερο. Ξετυλίγει τα καλώδια της γείωσης, υψώνει τις κεραίες και τους ανάβει. Τα δάχτυλά του έχουν ήδη μουδιάσει. «Δοκίμασε στα οχτώ μέτρα, Πφέννιχ. Συνήθως οι ομάδες δεν ξέρουν σε ποια μπάντα να ψάξουν. Αλλά σήμερα, στην πρώτη μας δοκιμή σε ανοιχτό χώρο, θα κάνουμε μια μικρή ζαβολιά». Ο Βέρνερ φοράει τα ακουστικά και τα αυτιά του γεμίζουν παράσιτα. Αυξάνει τη λήψη του σήματος, ρυθμίζει το φίλτρο. Έπειτα από λίγο έχει συντονίσει και τους δύο δέκτες στο σήμα του πομπού του Φολκχάιμερ. «Τον βρήκα, κύριε διοικητή». Ο Χάουπτμαν χαμογελάει πλατιά. Τα σκυλιά χοροπηδάνε και φτερνίζονται από ενθουσιασμό. Βγάζει από το παλτό του ένα κέρινο μολύβι. «Κάνε τις πράξεις πάνω στον ασύρματο. Οι ομάδες δε θα ’χουν πάντα χαρτί στο πεδίο της μάχης». Ο Βέρνερ γράφει την εξίσωση στο μεταλλικό περίβλημα του πομποδέκτη και βάζει τα νούμερα. Ο Χάουπτμαν του δίνει τον λογαριθμικό κανόνα. Ο Βέρνερ έχει ένα διάνυσμα και μια απόσταση: δυόμισι χιλιόμετρα. «Και στον χάρτη;» Το μικρό αριστοκρατικό πρόσωπο του Χάουπτμαν λάμπει από ευχαρίστηση. Ο Βέρνερ χρησιμοποιεί μοιρογνωμόνιο και πυξίδα για να σημειώσει τις γραμμές. «Μ ετά από σένα, Πφέννιχ». Ο Βέρνερ βάζει τον χάρτη διπλωμένο στην τσέπη του παλτού του, ξεστήνει τους πομποδέκτες και σηκώνει από έναν σε κάθε χέρι σαν ασορτί βαλίτσες. Μ ικροσκοπικοί χιονοκρύσταλλοι
298
ANTHONY DOERR
πέφτουν μέσα στο φως του φεγγαριού. Ύστερα από λίγο το σχολείο και τα γύρω κτίρια μοιάζουν με κουκλόσπιτα μέσα στην κατάλευκη πεδιάδα από κάτω τους. Το φεγγάρι γλιστράει χαμηλότερα σαν μισόκλειστο μάτι και τα σκυλιά μένουν κοντά στον αφέντη τους, με τα στόματα ν’ αχνίζουν, κι ο Βέρνερ ιδρώνει. Περνάνε μια ρεματιά. Ένα χιλιόμετρο. Δύο. «Μ εταρσίωση» λέει ο Χάουπτμαν λαχανιασμένος. «Ξέρεις τι είναι αυτό, Πφέννιχ;» Έχει κάνει κεφάλι, ζωήρεψε, σχεδόν φλυαρεί. Ο Βέρνερ δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ έτσι. «Είναι η στιγμή που κάτι πρόκειται να μετατραπεί σε κάτι άλλο. Η μέρα σε νύχτα, η κάμπια σε πεταλούδα. Νεβρός σε ελάφι. Πείραμα σε αποτέλεσμα. Αγόρι σε άντρα». Ψηλά στην τρίτη ανηφόρα ο Βέρνερ ξεδιπλώνει τον χάρτη και ελέγχει την κατεύθυνσή τους με την πυξίδα. Ολόγυρά τους λαμπυρίζουν τα σιωπηλά δέντρα. Κανένα ίχνος πέρα από τα δικά τους. Το σχολείο έχει χαθεί πίσω τους. «Να στήσω ξανά τους πομποδέκτες, κύριε;» Ο Χάουπτμαν φέρνει το δάχτυλο στα χείλη του. Ο Βέρνερ υπολογίζει ξανά τη θέση τους και βλέπει πόσο κοντά βρίσκονται στους αρχικούς υπολογισμούς του – λιγότερο από μισό χιλιόμετρο. Ξαναμαζεύει τους πομποδέκτες και επιταχύνει το βήμα του, σαν λαγωνικό ακολουθεί τη μυρωδιά, και τα τρία σκυλιά το διαισθάνονται κι αυτά, κι ο Βέρνερ σκέφτεται: βρήκα ένα άνοιγμα, λύνω το πρόβλημα, οι αριθμοί παίρνουν υπόσταση. Και τα δέντρα ρίχνουν χιόνι από τα κλαδιά τους, και τα σκυλιά μένουν ακίνητα και ρουθουνίζουν έχοντας εντοπίσει μια οσμή, δείχνοντας σαν να πρόκειται για φασιανό, και ο Χάουπτμαν υψώνει την παλάμη του, και στο τέλος ο Βέρνερ, μόλις διασχίζει ένα ξέφωτο ανάμεσα στα δέντρα κουβαλώντας με κόπο τις μεγάλες θήκες, διακρίνει μια αντρική σιλουέτα ξαπλωμένη ανάσκελα στο χιόνι με τον πομπό στα πόδια και μια κεραία ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Ο Γίγαντας. Τα σκυλιά τρέμουν ακινητοποιημένα. Ο Χάουπτμαν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
299
εξακολουθεί να κρατάει την παλάμη ψηλά. Μ ε το άλλο χέρι τραβάει το πιστόλι από τη θήκη του. «Όταν είσαι τόσο κοντά, Πφέννιχ, δεν επιτρέπεται να έχεις ενδοιασμούς». Η αριστερή πλευρά του Φολκχάιμερ είναι στραμμένη προς το μέρος τους. Ο Βέρνερ βλέπει το χνότο του να υψώνεται και να διαλύεται. Ο Χάουπτμαν σημαδεύει με το Walther στα δεξιά του Φολκχάιμερ και για μια ατέλειωτη, τρομακτική στιγμή ο Βέρνερ είναι σίγουρος ότι ο δάσκαλός του έχει σκοπό να τον πυροβολήσει, ότι διατρέχουν πολύ μεγάλο κίνδυνο όλοι οι μαθητές, και άθελά του ακούει ξανά τη φωνή της Γιούττα τότε που στεκόταν δίπλα στο κανάλι: Είναι σωστό να κάνεις κάτι επειδή το κάνουν όλοι οι υπόλοιποι; Κάτι μέσα στην ψυχή του Βέρνερ κλείνει τα φολιδωτά μάτια του, και ο κοντός καθηγητής σηκώνει το πιστόλι του και πυροβολεί στον αέρα. Ο Φολκχάιμερ αναπηδάει αμέσως και κάθεται ανακούρκουδα, και το κεφάλι του γυρίζει τη στιγμή που τα κυνηγόσκυλα χιμάνε προς το μέρος του, κι ο Βέρνερ νιώθει λες και η καρδιά του έχει γίνει χίλια κομμάτια μέσα στο στήθος του. Ο Φολκχάιμερ σηκώνει τα χέρια ενώ του ορμάνε τα σκυλιά, αλλά τον ξέρουν· πηδάνε πάνω του στα ψεύτικα, με γαβγίσματα και τρεχαλητά, κι ο Βέρνερ παρακολουθεί το θεόρατο παιδί να τα πετάει από πάνω του σαν να ’ναι γάτες. Ο δόκτωρ Χάουπτμαν γελάει. Το πιστόλι του καπνίζει, πίνει μια γερή γουλιά από το φλασκί του και το δίνει στον Βέρνερ, κι ο Βέρνερ το φέρνει στα χείλη του. Στο κάτω κάτω ευχαρίστησε τον καθηγητή του· οι πομποδέκτες λειτουργούν· βρίσκεται έξω στη φωτεινή, αστρόφεγγη νύχτα και νιώθει την τσουχτερή λάμψη του μπράντι να κυλάει στα σωθικά του. «Αυτό» λέει ο Χάουπτμαν «κάνουμε με τα τρίγωνα». Τα σκυλιά γυρνοβολάνε, σκύβουν και κάνουν διάφορα παιχνίδια. Ο Χάουπτμαν κατουράει πίσω από τα δέντρα. Ο Φολκχάιμερ προχωράει προς τον Βέρνερ σέρνοντας τον μεγάλο πομπό ΚΧ· γίνεται ακόμα ψηλότερος· ακουμπάει το τεράστιο γαντοφορεμένο χέρι του στο πηλήκιο του Βέρνερ. «Είναι μόνο αριθμοί» του λέει, σιγανά για να μην ακούσει ο
300
ANTHONY DOERR
Χάουπτμαν. «Σκέτα μαθηματικά, δόκιμε» προσθέτει ο Βέρνερ μιμούμενος την κοφτή προφορά του Χάουπτμαν ενώ ενώνει τα ακροδάχτυλά του. «Πρέπει να συνηθίσεις να σκέφτεσαι έτσι». Είναι η πρώτη φορά που ακούει τον Φολκχάιμερ να γελάει, και το παρουσιαστικό του αλλάζει, γίνεται λιγότερο απειλητικός και φέρνει περισσότερο σε καλοκάγαθο πελώριο παιδί. Μ οιάζει πιο πολύ με το πώς γίνεται όταν ακούει μουσική. Ολόκληρη την επόμενη μέρα στο αίμα του Βέρνερ παραμένει η ευχαρίστηση από την επιτυχία του, η ανάμνηση της σχεδόν ιερής διαδρομής προς το κάστρο στο πλευρό του Φολκχάιμερ, ανάμεσα από τα παγωμένα δέντρα, μπροστά από δωμάτια με κοιμισμένα παιδιά αραδιασμένα σαν ράβδους χρυσού σε θησαυροφυλάκια – ο Βέρνερ αισθανόταν μια σχεδόν πατρική προστατευτικότητα για τους άλλους ενώ ξεντυνόταν δίπλα στην κουκέτα του, την ώρα που ο Φολκχάιμερ συνέχιζε με βαριά βήματα προς τους κοιτώνες των τελειοφοίτων, ένας δράκος ανάμεσα σε αγγέλους, ένας φύλακας που περπατάει ανάμεσα στις ταφόπλακες τη νύχτα. 4. Nadel in Heuhaufen (γ ερμ.): βελόνα στ’ άχυρα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
301
Πρόταση
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ
κάθεται στη συνηθισμένη θέση της στην άκρη της κουζίνας, κοντά στο τζάκι, και ακούει τις φίλες της μαντάμ Μ ανέκ να παραπονιούνται. «Χρυσάφι το πουλάνε το σκουμπρί!» λέει η μαντάμ Φοντινό. «Λες και το φέρνουν από την Ιαπωνία!» «Δεν μπορώ να θυμηθώ» λέει η μαντάμ Εμπράρ, διευθύντρια του ταχυδρομείου, «τι γεύση έχουν τα κανονικά δαμάσκηνα». «Αφήστε εκείνα τα γελοία δελτία παπουτσιών» λέει η μαντάμ Ριέλ, η γυναίκα του φούρναρη. «Ο Τεό έχει τον αριθμό 3.501 και δεν έχουν καλέσει ούτε το 400 ακόμα!» «Δεν είναι πια μόνο τα μπορντέλα της οδού Τεβενάρ. Δίνουν όλα τα θερινά καταλύματα στις καλντεριμιτζούδες». «Ο χοντρο-Κλοντ και η γυναίκα του έχουν γίνει θρεφτάρια». «Οι αναθεματισμένοι οι Γερμαναράδες αφήνουν τα φώτα τους ανοιχτά όλη μέρα!» Εννιά γυναίκες κάθονται γύρω από το τετράγωνο τραπέζι με τα γόνατα στριμωγμένα. Περιορισμοί στα δελτία, απαράδεκτες πουτίγκες, η ποιότητα του βερνικιού των νυχιών που έχει πάρει την κατιούσα – αυτά είναι τα εγκλήματα που νιώθουν στις ψυχές τους. Όταν τις ακούει, όλες τους μαζί συγκεντρωμένες σε ένα δωμάτιο, η Μ αρί Λορ μπερδεύεται και ενθουσιάζεται: είναι ελαφρόμυαλες ενώ θα ’πρεπε να είναι σοβαρές, σοβαρές μετά τα
302
ANTHONY DOERR
αστεία που κάνουν· η μαντάμ Εμπράρ κλαίει που δεν υπάρχει καστανή ζάχαρη· το παράπονο μιας άλλης για τον καπνό διαλύεται στα μισά από τα υστερικά γέλια για το πελώριο μέγεθος του πισινού του αρωματοποιού. Όλες τους μυρίζουν μπαγιάτικο ψωμί, κλειστά σαλόνια γεμάτα με σκούρα, τεράστια βρετονικά έπιπλα. «Η κόρη των Γκοτιέ θέλει να παντρευτεί. Η οικογένεια πρέπει να λιώσει όλα της τα χρυσαφικά για να πάρει το χρυσό για τη βέρα. Ο χρυσός έχει φόρο τριάντα τοις εκατό από τις δυνάμεις κατοχής. Ύστερα η δουλειά του κοσμηματοποιού φορολογείται ξανά με τριάντα τοις εκατό. Μ ετά την αμοιβή του δε μένει καθόλου χρυσάφι!» λέει η μαντάμ Ριέλ. Η ισοτιμία είναι φάρσα, η τιμή των καρότων αδικαιολόγητη, παντού επικρατεί δολιότητα. Στο τέλος η μαντάμ Μ ανέκ βάζει τον σύρτη στην πόρτα και ξεροβήχει. Οι γυναίκες βουβαίνονται. «Εμείς κινούμε τον κόσμο τους» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Εσύ, μαντάμ Γκιμπού· ο γιος σου επιδιορθώνει τα παπούτσια τους. Μ αντάμ Εμπράρ, εσύ και η κόρη σου ταξινομείτε την αλληλογραφία τους. Κι εσύ, μαντάμ Ριέλ· το αρτοποιείο φτιάχνει το περισσότερο ψωμί τους». Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη· η Μ αρί Λορ έχει την αίσθηση ότι βλέπουν κάποιον να περπατάει σε λεπτό πάγο ή να βάζει το χέρι του στη φωτιά. «Τι προσπαθείς να πεις;» «Να κάνουμε κάτι». «Να βάλουμε βόμβες στα παπούτσια τους;» «Κακά στο ζυμάρι;» Εύθραυστο γέλιο. «Όχι, τίποτα τόσο θρασύ. Αλλά μπορούμε να κάνουμε πράγματα μικρότερα. Απλούστερα». «Σαν τι;» «Πρώτα θέλω να μου πείτε αν είστε πρόθυμες». Ακολουθεί φορτισμένη σιωπή. Η Μ αρί Λορ τις νιώθει να ζυγιάζονται. Εννέα μυαλά που γυρίζουν αργά. Σκέφτεται τον πατέρα της –που είναι φυλακισμένος για ποιο πράγμα;– και πονάει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
303
Δύο από τις γυναίκες φεύγουν με το πρόσχημα ότι έχουν κάτι υποχρεώσεις με τα εγγόνια τους. Άλλες τραβάνε τα στριφώματά τους και κουνάνε τις καρέκλες τους σαν να ανέβηκε η θερμοκρασία του δωματίου. Μ ένουν έξι. Η Μ αρί Λορ κάθεται ανάμεσά τους και αναρωτιέται ποια θα λυγίσει, ποια θα μιλήσει, ποια θα είναι η πιο γενναία. Ποια θα ξαπλώσει ανάσκελα και θα αφήσει την τελευταία της ανάσα να κουβαριαστεί ίσαμε το ταβάνι σαν κατάρα ενάντια στους εισβολείς.
304
ANTHONY DOERR
Έχεις άλλους φίλους
«ΤΟΝ ΝΟΥ ΣΟΥ , λουμπίνα» φωνάζει ο Μ άρτιν Μ πούρκχαρντ την ώρα που ο Φρίντριχ διασχίζει το προαύλιο. «Θα σου έρθω απόψε!» και κουνά με μανία τη λεκάνη του. Κάποιος αφοδεύει στην κουκέτα του Φρίντριχ. Ο Βέρνερ ακούει τη φωνή του Φολκχάιμερ: Αυτοί δε νοιάζονται για την αξιοπρέπεια. «Ρε χέστη» φτύνει ένα παιδί «φέρε μου τις μπότες μου». Ο Φρίντριχ κάνει ότι δεν ακούει. Κάθε βράδυ ο Βέρνερ κλείνεται στο εργαστήριο του Χάουπτμαν. Έχουν ήδη βγει τρεις φορές στα χιόνια για να εντοπίσουν τον πομπό του Φολκχάιμερ και κάθε φορά τον βρίσκουν πιο γρήγορα. Στην πιο πρόσφατη δοκιμή ο Βέρνερ κατάφερε να στήσει τους πομποδέκτες, να εντοπίσει την εκπομπή και να υπολογίσει τη θέση του Φολκχάιμερ στον χάρτη σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Ο Χάουπτμαν υπόσχεται ταξίδια στο Βερολίνο· απλώνει τα σχέδια ενός εργοστασίου ηλεκτρονικών στην Αυστρία και λέει: «Πολλά υπουργεία εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους για το έργο μας». Ο Βέρνερ πετυχαίνει. Δείχνει πίστη. Ενσαρκώνει αυτό για το οποίο όλοι συμφωνούν πως είναι καλό. Κι όμως, κάθε φορά που ξυπνάει και κουμπώνει το χιτώνιο έχει την αίσθηση σαν να προδίδει κάτι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
305
Μ ια νύχτα γυρίζουν μαζί με τον Φολκχάιμερ περπατώντας στο λιωμένο χιόνι κι ο Φολκχάιμερ κουβαλάει τον πομπό, τους δύο δέκτες και τη διπλωμένη κεραία κάτω από τη μασχάλη του. Ο Βέρνερ πηγαίνει από πίσω του, αρκούμενος να μένει στη σκιά του. Τα δέντρα στάζουν· τα κλαδιά τους μοιάζουν λες και θα μπουμπουκιάσουν από στιγμή σε στιγμή. Άνοιξη. Σε δυο μήνες ο Φολκχάιμερ θα γίνει αξιωματικός και θα πάει στον πόλεμο. Σταματάνε μια στιγμή για να πάρει μια ανάσα, και ο Βέρνερ σκύβει και εξετάζει έναν από τους πομποδέκτες, βγάζει ένα κατσαβιδάκι από την τσέπη του και σφίγγει έναν λασκαρισμένο μεντεσέ. Ο Φολκχάιμερ τον κοιτάζει από πάνω με μεγάλη τρυφερότητα. «Τι θα μπορούσες να γίνεις!» λέει. Εκείνη τη νύχτα ο Βέρνερ πέφτει στο κρεβάτι και στυλώνει το βλέμμα στην κάτω πλευρά του στρώματος του Φρίντριχ. Ένας ζεστός αέρας φυσάει έξω από το κάστρο, κάπου χτυπάει ένα παντζούρι και το λιωμένο χιόνι κυλάει σαν ποταμάκι στις μακριές υδρορρόες. «Κοιμάσαι;» ρωτάει όσο πιο χαμηλόφωνα μπορεί. Ο Φρίντριχ σκύβει από την κουκέτα του, και για μια στιγμή, μέσα στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, ο Βέρνερ πιστεύει πως θα πουν επιτέλους ο ένας στον άλλο αυτά που δεν έχουν μπορέσει ως τώρα. «Θα μπορούσες να γυρίσεις στο σπίτι σου στο Βερολίνο. Να φύγεις από εδώ». Ο Φρίντριχ απλώς ανοιγοκλείνει τα μάτια. «Η μητέρα σου δε θα δυσανασχετούσε. Μ άλλον θα της άρεσε να σε έχει κοντά της. Κι η Φάννι το ίδιο. Μ όνο για έναν μήνα. Ή μια εβδομάδα. Μ όλις φύγεις, οι δόκιμοι θα χαλαρώσουν, και μέχρι να γυρίσεις θα έχουν βάλει στόχο κάποιον άλλο. Δε χρειάζεται καν να το μάθει ο πατέρας σου». Αλλά ο Φρίντριχ ξαπλώνει ξανά στο κρεβάτι του και ο Βέρνερ δεν μπορεί πια να τον δει. Η φωνή του Φρίντριχ ακούγεται αντανακλώμενη από το ταβάνι: «Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην είμαστε πια φίλοι, Βέρνερ» – μιλάει πολύ δυνατά, επικίνδυνα δυνατά. «Το ξέρω ότι είναι ρίσκο
306
ANTHONY DOERR
να περπατάς μαζί μου, να τρως μαζί μου, να μου διπλώνεις συνέχεια τα ρούχα, να μου γυαλίζεις τις μπότες και να με βοηθάς με τα μαθήματα. Πρέπει να σκεφτείς τις σπουδές σου». Ο Βέρνερ κλείνει σφιχτά τα μάτια. Μ ια ανάμνηση της σοφίτας στην οποία κοιμόταν τον κατακλύζει: το περπάτημα των ποντικών στους τοίχους, το χιονόνερο που χτυπούσε ρυθμικά στο παράθυρο. Το ταβάνι με την τόσο μεγάλη κλίση, που χωρούσε να σταθεί όρθιος μόνο κοντά στην πόρτα. Και η αίσθηση ότι κάπου πίσω από το οπτικό του πεδίο, παραταγμένοι σαν θεατές σε θεωρείο, η μητέρα του και ο πατέρας του και ο Γάλλος από το ραδιόφωνο τον παρακολουθούν μέσα από το παράθυρο που τρίζει για να δουν τι θα κάνει. Βλέπει το αποκαρδιωμένο πρόσωπο της Γιούττα σκυμμένο πάνω από τα κομμάτια του σπασμένου ραδιοφώνου. Έχει την εντύπωση πως κάτι πελώριο και κενό ετοιμάζεται να τους καταβροχθίσει όλους. «Δεν εννοούσα αυτό» λέει κάτω από την κουβέρτα του. Αλλά ο Φρίντριχ δε λέει τίποτε άλλο, και μένουν κι οι δυο ασάλευτοι για πάρα πολλή ώρα παρακολουθώντας τις γαλαζωπές αχτίδες του φεγγαριού να γλιστρούν κυκλοτερώς στο δωμάτιο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
307
Η αντιστασιακή λέσχη των γηραιών κυριών
Η
ΜΑΝΤΑΜ Ρ ΙΕΛ , η γυναίκα του φούρναρη –μια γυναίκα με όμορφη φωνή, που μυρίζει κυρίως μαγιά, αλλά μερικές φορές και πούδρα, μαζί με γλυκό άρωμα κομμένων μήλων– δένει μια σκάλα στην οροφή του αυτοκινήτου του άντρα της και παίρνει τη Ρουτ ντε Καραντάν το σούρουπο μαζί με τη μαντάμ Γκιμπού και αλλάζει θέση στις πινακίδες. Γυρίζουν γελαστές και μεθυσμένες στην κουζίνα του αριθμού 4 της οδού Βομπορέλ. «Τώρα η Ντινάν είναι δώδεκα χιλιόμετρα βόρεια» λέει η μαντάμ Ριέλ. «Καταμεσής της θάλασσας!» Τρεις μέρες αργότερα η μαντάμ Φοντινό μαθαίνει τυχαία πως ο Γερμανός φρούραρχος έχει αλλεργία στη χρυσόβεργα. Η μαντάμ Καρρέ, η ανθοπώλισσα, βάζει χούφτες ολόκληρες μέσα σε μια ανθοδέσμη που προορίζεται για το φρούριο. Οι γυναίκες στέλνουν ένα φορτίο ρεγιόν σε λάθος προορισμό. Τυπώνουν επίτηδες λάθος το πρόγραμμα των δρομολογίων των τρένων. Η μαντάμ Εμπράρ, η διευθύντρια του ταχυδρομείου, χώνει στην κιλότα της μια επιστολή από το Βερολίνο που φαίνεται σημαντική, την παίρνει στο σπίτι της και τη χρησιμοποιεί για προσάναμμα στο τζάκι. Μ παίνουν φουριόζες στην κουζίνα του Ετιέν και ανακοινώνουν εύθυμα πως κάποιος άκουσε τον φρούραρχο να
308
ANTHONY DOERR
φτερνίζεται ή ότι τα σκυλοσκατά που έβαλαν στο κατώφλι ενός μπορντέλου πέτυχαν στην εντέλεια τη σόλα του παπουτσιού ενός Γερμανού. Η μαντάμ Μ ανέκ τους βάζει σέρι, μηλίτη ή λευκό κρασί· κάποια κρατάει τσίλιες στην πόρτα. Η μικρόσωμη και καμπουριασμένη μαντάμ Φοντινό καυχιέται ότι μπλόκαρε το τηλεφωνικό κέντρο του φρουρίου για μία ώρα· η ατημέλητη και γεροδεμένη μαντάμ Γκιμπού λέει ότι βοήθησε τους εγγονούς της να βάψουν ένα αδέσποτο σκυλί με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας και το αμόλησαν στην πλατεία Σατομπριάν. Οι γυναίκες κακαρίζουν ενθουσιασμένες. «Εγώ τι μπορώ να κάνω;» ρωτάει η υπέργηρη χήρα μαντάμ Μ πλανσάρ. «Θέλω να κάνω κάτι». Η μαντάμ Μ ανέκ λέει σε όλες να δώσουν στη μαντάμ Μ πλανσάρ όσα χρήματα έχουν. «Θα τα πάρετε πίσω» τους λέει «μην ανησυχείτε. Λοιπόν, μαντάμ Μ πλανσάρ, σε όλη σου τη ζωή είχες τον ωραιότερο γραφικό χαρακτήρα. Πάρε αυτή την πένα του κυρίου Ετιέν. Σε κάθε χαρτονόμισμα των πέντε φράγκων θέλω να γράψεις: Λευτεριά στη Γαλλία. Κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να καταστρέψει λεφτά, έτσι δεν είναι; Μ όλις ξοδέψουμε όλες τα λεφτά μας, το μήνυμά μας θα διαδοθεί σε ολόκληρη τη Βρεττάνη». Οι γυναίκες χειροκροτούν. Η μαντάμ Μ πλανσάρ σφίγγει το χέρι της μαντάμ Μ ανέκ ασθμαίνοντας και ανοιγοκλείνει τα γυαλιστερά μάτια της ευχαριστημένη. Μ ερικές φορές ο Ετιέν κατεβαίνει μουρμουρίζοντας, ξυπόλυτος από το ένα πόδι, και η κουζίνα βουβαίνεται όσο η μαντάμ Μ ανέκ του φτιάχνει το τσάι του και του το βάζει σε έναν δίσκο κι εκείνος το παίρνει πάνω στο γραφείο του. Η μαντάμ Μ ανέκ βουρτσίζει τα μαλλιά της Μ αρί Λορ με μεγάλες, αφηρημένες κινήσεις. «Είμαι εβδομήντα έξι ετών» ψιθυρίζει. «Πώς γίνεται να μπορώ να νιώθω ακόμα έτσι; Σαν θαμπωμένο κοριτσόπουλο;»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
309
Διάγνωση
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡ ΟΣ μετράει τη θερμοκρασία του αρχιλοχία φον Ρούμπελ. Φουσκώνει την περιχειρίδα του πιεσόμετρου. Εξετάζει τον λαιμό του με έναν φακό. Σήμερα το πρωί ο φον Ρούμπελ εξέτασε έναν καναπέ του δέκατου πέμπτου αιώνα και επιθεώρησε την τοποθέτησή του σε ένα βαγόνι με προορισμό το κυνηγετικό καταφύγιο του στρατηγού Γκέρινγκ. Ο στρατιώτης που του τον έφερε του περιέγραψε τη λεηλασία της βίλας από όπου τον πήραν. «Κάναμε ψώνια» του είπε χαρακτηριστικά. Ο καναπές τού φέρνει στον νου το ολλανδικό κουτί για καπνό του δέκατου όγδοου αιώνα από μπρούντζο και χαλκό, επενδυμένο με μικροσκοπικά διαμάντια, που εξέτασε αυτή την εβδομάδα, και το κουτί οδηγεί τις σκέψεις του, αναπόφευκτα όπως η βαρύτητα, στη Φλογισμένη Θάλασσα. Σε στιγμές αδυναμίας φαντάζεται τον εαυτό του κάποτε στο μέλλον να μπαίνει στο περιστύλιο του σπουδαίου Führermuseum στο Λιντς, τα τακούνια του να χτυπάνε κομψά στα μάρμαρα, το λυκόφως να ξεχύνεται από τα ψηλά παράθυρα. Βλέπει χιλιάδες κρυστάλλινες προθήκες, τόσο διαυγείς που μοιάζουν να αιωρούνται πάνω από το δάπεδο· εντός τους περιμένουν οι ορυκτοί θησαυροί του κόσμου, συλλεγμένοι από κάθε οπή της γης: διοπτάσιος και τοπάζι και αμέθυστος και ρουβελίτης της Καλιφόρνιας. Πώς είναι εκείνη η έκφραση; Σαν τα άστρα που απέρριψαν οι
310
ANTHONY DOERR
εκπεσόντες αρχάγγελοι από τα μέτωπά τους. Και στο κέντρο ακριβώς της αίθουσας το φως ενός προβολέα πέφτει από την οροφή σε ένα βάθρο· εκεί, μέσα σε έναν γυάλινο κύβο, λάμπει ένα μικρό κυανό πετράδι… Ο γιατρός λέει στον φον Ρούμπελ να κατεβάσει το παντελόνι του. Μ ολονότι οι υποθέσεις του πολέμου δεν του έχουν αφήσει ούτε μια μέρα ανάπαυσης, ο φον Ρούμπελ είναι εδώ και μήνες ευτυχισμένος. Τα καθήκοντά του διπλασιάστηκαν· απ’ ό,τι αποδείχτηκε, στο Ράιχ δεν υπάρχουν πολλοί άριοι ειδικοί γεμολόγοι. Πριν από μόλις τρεις εβδομάδες, έξω από έναν μικρούλη ηλιόλουστο σταθμό δυτικά της Μ πρατισλάβα, εξέτασε έναν φάκελο με απόλυτα διαυγείς, καλοκομμένες πέτρες· πίσω του μούγκριζε ένα φορτηγό γεμάτο πίνακες αμπαλαρισμένους με χαρτί και άχυρο. Οι φρουροί ψιθύριζαν πως ανάμεσά τους ήταν ένας Ρέμπραντ και κομμάτια ενός διάσημου τέμπλου από την Κρακοβία. Προορίζονταν όλα για ένα αλατωρυχείο βαθιά μέσα στη γη κάτω από το αυστριακό χωριό Αλτάουσσε, όπου μια σήραγγα ενός χιλιομέτρου καταλήγει σε μια ολόλαμπρη στοά, γεμάτη ράφια ύψους τριών ορόφων, στην οποία το Γενικό Επιτελείο αποθηκεύει τα καλύτερα έργα τέχνης της Ευρώπης. Θα τα συγκεντρώσει όλα κάτω από μια απόρθητη στέγη, έναν ναό αφιερωμένο στην ικανότητα του ανθρώπου. Οι επισκέπτες θα το θαυμάζουν για χιλιάδες χρόνια. Ο γιατρός πιέζει τους βουβώνες του: «Πονάτε;» «Όχι». «Ούτε εδώ;» «Καθόλου». Θα ήταν υπερβολικό να ελπίζει να αποσπάσει ονόματα από τον αδαμαντουργό στο Παρίσι. Ο Ντυπόν, στο κάτω κάτω, δε θα γνώριζε σε ποιους δόθηκαν οι απομιμήσεις του διαμαντιού· ούτε είχε ιδέα για τα μέτρα ασφαλείας που πρόσθεσε τελευταία στιγμή το μουσείο. Ωστόσο φάνηκε χρήσιμος· ο φον Ρούμπελ ήθελε έναν αριθμό και τον πήρε. Τρία. Ο γιατρός λέει: «Μ πορείτε να ντυθείτε» και πλένει τα χέρια
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
311
του σε έναν νιπτήρα. Τους δύο μήνες που προηγήθηκαν της εισβολής στη Γαλλία ο Ντυπόν κατασκεύασε τρία αντίγραφα για το μουσείο. Χρησιμοποίησε το αληθινό διαμάντι για να τα φτιάξει; Όχι, χρησιμοποίησε ένα εκμαγείο, δεν είδε ποτέ το αληθινό διαμάντι. Ο φον Ρούμπελ τον πίστεψε. Τρία αντίγραφα. Συν το αληθινό. Σε κάποιο μέρος του πλανήτη, ανάμεσα σε ένα εξάκις εκατομμύριο κόκκους άμμου. Τέσσερα πετράδια, το ένα στο υπόγειο του μουσείου, κλειδωμένο μέσα στο χρηματοκιβώτιο. Μ ένουν τρία. Είναι στιγμές που ο φον Ρούμπελ νιώθει την ανυπομονησία να ανεβαίνει μέσα του σαν χολή αλλά αναγκάζει τον εαυτό του να την καταπιεί. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Δένει τη ζώνη του. Ο γιατρός λέει: «Πρέπει να κάνουμε βιοψία. Ίσως είναι καλύτερα να τηλεφωνήσετε στη σύζυγό σας».
312
ANTHONY DOERR
Ο πιο αδύναμος
(3)
Η ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ ΤΗΣ ΑΠΑΝΘΡ ΩΠΙΑΣ γέρνει. Ίσως
ο Μ πάστιαν πήρε την τελευταία του εκδίκηση· ίσως ο Φρίντριχ πήγε να βρει τη μοναδική του διέξοδο. Το μόνο που ξέρει με σιγουριά ο Βέρνερ είναι πως ένα απριλιάτικο πρωί που ξυπνάει το πάτωμα έχει δέκα πόντους μισολιωμένο χιόνι και ο Φρίντριχ δεν είναι στην κουκέτα του. Δεν έρχεται στο πρωινό, ούτε στο μάθημα ποίησης, ούτε στα πρωινά γυμνάσια. Κάθε ιστορία που φτάνει στ’ αυτιά του έχει τα δικά της ψεγάδια, τις δικές της αντιφάσεις, σαν να ’ναι η αλήθεια ένα μηχάνημα που τα γρανάζια του δεν εφαρμόζουν καλά. Στην αρχή ακούει ότι κάτι αγόρια έβγαλαν τον Φρίντριχ στο προαύλιο και έστησαν δάδες στο χιόνι και του είπαν να τις χτυπήσει με το τουφέκι του, για να αποδείξει πως η όρασή του είναι καλή. Ύστερα ακούει ότι του έφεραν τους πίνακες για τις οφθαλμολογικές εξετάσεις κι επειδή δεν μπόρεσε να τους διαβάσει τον ανάγκασαν να τους φάει. Αλλά τι σημασία έχει η αλήθεια σ’ αυτό το μέρος; Ο Βέρνερ φαντάζεται είκοσι παιδιά να περικυκλώνουν το σώμα του Φρίντριχ σαν ποντίκια· βλέπει τον διοικητή με το χοντρό, γυαλιστερό του πρόσωπο, με το προγούλι που ξεχειλίζει από τον γιακά, ξαπλωμένο σαν βασιλιά σε έναν δρύινο θρόνο με ψηλή πλάτη ενώ το αίμα πλημμυρίζει αργά το πάτωμα, φτάνει στους
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
313
αστραγάλους του, στα γόνατά του… Ο Βέρνερ κάνει κοπάνα από το μεσημεριανό και κατευθύνεται σαν χαμένος προς το αναρρωτήριο του σχολείου. Κινδυνεύει να φάει τιμωρία ή και τίποτα χειρότερο. Το μεσημέρι είναι φωτεινό και ηλιόλουστο, αλλά η καρδιά του σφίγγεται σταδιακά σε μια μέγγενη, κι όλα είναι αργά και υπνωτιστικά, και παρακολουθεί την κίνηση του χεριού του όταν τραβάει την πόρτα για να την ανοίξει σαν να τη βλέπει κάτω από πολλά μέτρα γαλάζιου νερού. Ένα κρεβάτι γεμάτο αίματα. Αίματα στο μαξιλάρι, στα σεντόνια, ακόμα και στο εμαγέ του μεταλλικού σκελετού. Ροζ κουρέλια σε μια λεκάνη. Ένας μισοτυλιγμένος επίδεσμος στο πάτωμα. Η νοσοκόμα έρχεται με φούρια προς το μέρος του και του κάνει μια γκριμάτσα. Έξω από τις κουζίνες βρίσκεται η μοναδική γυναίκα του σχολείου. «Τι είναι όλα αυτά τα αίματα;» τη ρωτάει. Εκείνη ακουμπάει τέσσερα δάχτυλα στα χείλη της. Ίσως σκέφτεται αν πρέπει να του πει ή να προσποιηθεί ότι δεν ξέρει. Κατηγορία, παραίτηση ή συνενοχή; «Πού τον έχουν;» «Στη Λιψία. Για εγχείριση». Αγγίζει ένα στρογγυλό, άσπρο κουμπί στη στολή της με ένα δάχτυλο που τρέμει ενώ δε θα ’πρεπε. Κατά τα άλλα ο τρόπος της είναι αυστηρός. «Τι συνέβη;» «Δεν έπρεπε να βρίσκεσαι στο μεσημεριανό;» Κάθε φορά που ανοιγοκλείνει τα μάτια του βλέπει τους άντρες της παιδικής του ηλικίας, απολυμένους ανθρακωρύχους που περιφέρονταν στα πίσω σοκάκια, άντρες με γαμψά δάχτυλα και κενά μάτια· βλέπει τον Μ πάστιαν να στέκεται πάνω από ένα ποτάμι που αχνίζει ενώ γύρω του πέφτει χιόνι. Ένας φίρερ, ένας λαός, μία πατρίδα. Ατσάλωσε το σώμα σου, ατσάλωσε την ψυχή σου. «Πότε θα γυρίσει;» «Ω» λέει εκείνη, μια λέξη αρκετά απαλή, και κουνάει το κεφάλι. Ένα κουτί από σαπούνια στο τραπέζι. Από πάνω, το
314
ANTHONY DOERR
ξεχαρβαλωμένο πορτρέτο κάποιου αξιωματικού περασμένων καιρών. Ένα άλλο αγόρι που πέρασε από εδώ για να πεθάνει. «Δόκιμε;» Ο Βέρνερ αναγκάζεται να καθίσει στο κρεβάτι. Το πρόσωπο της νοσοκόμας μοιάζει πολυεπίπεδο, το ένα προσωπείο πάνω στο άλλο. Τι να κάνει η Γιούττα αυτή τη στιγμή; Να σκουπίζει τη μύτη ενός νεογέννητου που κλαίει, να μαζεύει εφημερίδες, να ακούει παρουσιάσεις από στρατιωτικές νοσοκόμες ή να μαντάρει άλλη μια κάλτσα; Να προσεύχεται γι’ αυτόν; Να πιστεύει σ’ αυτόν; Δε θα μπορέσω ποτέ να της μιλήσω γι’ αυτό, σκέφτεται.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
315
Πολυαγαπημένη μου Μαρί Λορ, Οι περισσότεροι στο κελί μου είναι καλοί. Μερικοί λένε ανέκδοτα. Άκου ένα: Έμαθες για το πρόγραμμα ασκήσεων της Βέρμαχτ; Ναι, κάθε πρωί σηκώνεις τα χέρια πάνω από το κεφάλι και τα αφήνεις εκεί! Χα χα. Ο αγγελιαφόρος μου μου υποσχέθηκε να σου παραδώσει αυτό το γράμμα με μεγάλο κίνδυνο. Είμαστε πολύ ασφαλείς και είναι πολύ ωραία που φύγαμε για λίγο από το Gasthaus – τον ξενώνα. Τώρα φτιάχνουμε έναν δρόμο, και η δουλειά είναι καλή. Το σώμα μου δυναμώνει. Σήμερα είδα μια βελανιδιά μεταμφιεσμένη σε καστανιά. Νομίζω ότι λέγεται δρυοκαστανιά. Θα ήθελα πάρα πολύ να ρωτήσω γι’ αυτήν τους βοτανολόγους του κήπου όταν γυρίσουμε στο σπίτι. Ελπίζω να συνεχίσετε να στέλνετε πράγματα εσύ, η μαντάμ και ο Ετιέν. Λένε ότι θα μας επιτρέψουν να λαμβάνουμε ένα πακέτο ο καθένας, οπότε στο τέλος κάτι θα φτάσει. Αμφιβάλλω αν θα μου επιτρέψουν να κρατήσω κανένα εργαλείο, αλλά θα ήταν υπέροχο. Δε θα πιστέψεις πόσο όμορφα είναι εδώ, ma chérie, και πόσο μακριά είμαστε από τον κίνδυνο. Είμαι απίστευτα ασφαλής, πιο ασφαλής δε γίνεται. Ο μπαμπάς σου
316
ANTHONY DOERR
Κρύπτη
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡ Ι· η Μ αρί Λορ κάθεται στην κόγχη πίσω από τη βιβλιοθήκη με τη μαντάμ Μ ανέκ και τον τρελο-Υμπέρ Μ παζάν. Πίσω από τη χάλκινη μάσκα του, με το στόμα γεμάτο σούπα, ο Υμπέρ λέει: «Θέλω να σας δείξω κάτι». Τις φέρνει σε έναν δρόμο που η Μ αρί Λορ νομίζει πως είναι η οδός Μ πουαγέ, αλλά θα μπορούσε να είναι και η Βενσάν ντε Γκουρνέ ή η οδός Οτς Σαλ. Φτάνουν στα ριζά του τείχους και στρίβουν δεξιά, ακολουθώντας έναν δρόμο που η Μ αρί Λορ δεν έχει ξαναπερπατήσει. Κατεβαίνουν δύο σκαλοπάτια, διασχίζουν ένα παραπέτασμα από κισσούς, και η μαντάμ Μ ανέκ λέει: «Υμπέρ, σε παρακαλώ, πού μας πας;» Το δρομάκι στενεύει όλο και πιο πολύ, μέχρι που αναγκάζονται να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο καθώς τα τοιχώματα κλείνουν και από τις δυο πλευρές, και μετά σταματάνε. Η Μ αρί Λορ αισθάνεται τους πέτρινους ογκόλιθους που υψώνονται κάθετα και από τις δυο πλευρές και αγγίζουν τους ώμους τους: είναι σαν να υψώνονται ως το άπειρο. Αν ο πατέρας της έχει κατασκευάσει αυτό το σοκάκι στη μακέτα του, τα δάχτυλά της δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμα. Ο Υμπέρ ψαχουλεύει στο βρόμικο παντελόνι του βαριανασαίνοντας πίσω από τη μάσκα του. Εκεί όπου θα έπρεπε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
317
να βρίσκεται ο τοίχος του προμαχώνα, στα αριστερά τους, η Μ αρί Λορ ακούει μια κλειδωνιά να ξεκλειδώνει. Μ ια πόρτα ανοίγει. «Πρόσεξε το κεφάλι σου» της λέει ο Υμπέρ και τη βοηθάει να περάσει. Κατέρχονται σε έναν στενόχωρο, υγρό χώρο που μυρίζει θαλασσινή μπόχα. «Είμαστε κάτω από το τείχος. Έχουμε είκοσι μέτρα γρανίτη από πάνω μας». «Μ α την αλήθεια, Υμπέρ, είναι σαν τάφος εδώ μέσα» λέει η μαντάμ, αλλά η Μ αρί Λορ προχωράει λίγο παραμέσα, στο κατηφορικό πάτωμα, με τα παπούτσια που γλιστράνε, μέχρι που τα πόδια της αγγίζουν το νερό. «Πιάσε εδώ» της λέει ο Υμπέρ Μ παζάν σκύβοντας και οδηγεί το χέρι της στον κυρτό τοίχο, που είναι καλυμμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με σαλιγκάρια – εκατοντάδες σαλιγκάρια, χιλιάδες σαλιγκάρια. «Είναι πάρα πολλά» ψιθυρίζει το κορίτσι. «Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή δεν κινδυνεύουν από τους γλάρους; Να, πιάσε εδώ, θα το γυρίσω ανάποδα». Εκατοντάδες μικροσκοπικά υδραυλικά ποδαράκια που σαλεύουν κάτω από το κεράτινο, αυλακωτό πάνω μέρος: ένας αστερίας. «Εδώ έχει μπλε μύδια. Κι εδώ είναι ένα πεθαμένο καβούρι, πιάνεις τη δαγκάνα του; Πρόσεχε το κεφάλι σου». Το κύμα σκάει εκεί κοντά· η θάλασσα περνάει γάργαρη γύρω από τα παπούτσια της. Η Μ αρί Λορ προχωράει μπροστά· το δάπεδο είναι αμμουδερό, το νερό τής φτάνει ως τους αστραγάλους. Απ’ όσο μπορεί να καταλάβει είναι μια χαμηλή κρύπτη, τέσσερα μέτρα μήκος επί δύο πλάτος, σαν φραντζόλα ψωμί στο σχήμα. Στην απέναντι άκρη βρίσκεται ένα καγκελόφραχτο άνοιγμα απ’ όπου μπαίνει η διαυγής, καθαρή θαλασσινή αύρα. Τα ακροδάχτυλά της ανακαλύπτουν πεταλίδες, χορτάρια, χιλιάδες άλλα σαλιγκάρια. «Τι είναι εδώ;» «Θυμάσαι που σου έλεγα για τα σκυλιά της φρουράς; Πριν από
318
ANTHONY DOERR
καιρό οι κυνοτρόφοι της πόλης έκλειναν εδώ τους μολοσσούς, κάτι σκυλιά μεγάλα σαν άλογα. Τη νύχτα χτυπούσε η καμπάνα που σήμαινε την απαγόρευση της κυκλοφορίας και άφηναν τα σκυλιά ελεύθερα στις ακτές να φάνε όποιον ναυτικό τολμούσε να βγει στη στεριά. Κάπου εδώ, κάτω από τα μύδια, είναι μια πέτρα που πάνω της είναι χαραγμένη η χρονολογία 1165». «Και το νερό;» «Ακόμα και στην ψηλότερη πλημμυρίδα δε φτάνει πάνω από τη μέση. Εκείνη την εποχή μπορεί οι παλίρροιες να ήταν χαμηλότερες. Εδώ παίζαμε όταν ήμασταν μικροί. Εγώ και ο παππούς σου. Μ ερικές φορές και ο θείος σου». Η θάλασσα ανεβαίνει κι άλλο κάτω από τα πόδια τους. Ολόγυρά τους πλαταγίζουν και αναστενάζουν μύδια. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται τους άγριους παλιούς ναυτικούς που ζούσαν σ’ αυτή την πόλη, τους λαθρέμπορους και τους πειρατές που ταξίδευαν στις σκοτεινές θάλασσες οδηγώντας τα πλοία τους ανάμεσα σε χιλιάδες ξέρες. «Υμπέρ, είναι ώρα να πηγαίνουμε» φωνάζει η μαντάμ Μ ανέκ και η φωνή της κάνει αντίλαλο. «Αυτό το μέρος δεν είναι για κοριτσάκια». «Είμαι εντάξει, μαντάμ» φωνάζει η Μ αρί Λορ. Σκαρτσίνια. Θαλάσσιες ανεμώνες που εκτοξεύουν θαλασσινό νερό όταν τις ζουλάει με το δάχτυλο. Γαλαξίες από σαλιγκάρια. Κάθε πλάσμα κρύβει μέσα του μια ιστορία ζωής. Στο τέλος η μαντάμ τους πείθει να φύγουν από το σκυλόσπιτο, ο τρελο-Υμπέρ βοηθάει τη Μ αρί Λορ να βγει από την πόρτα και την κλειδώνει πίσω τους. Πριν φτάσουν στην πλατεία Μ προυσσέ, πίσω από την πλάτη της μαντάμ Μ ανέκ, που προπορεύεται, χτυπάει τη Μ αρί Λορ στον ώμο. Η φωνή του φτάνει ψιθυριστή στο αριστερό αυτί της· η ανάσα του μυρίζει σαν λιωμένα έντομα: «Μ πορείς να το βρεις μόνη σου λες;» «Έτσι νομίζω». Της βάζει κάτι σιδερένιο στο χέρι. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» Η Μ αρί Λορ κλείνει τη χούφτα της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
«Ένα κλειδί».
319
320
ANTHONY DOERR
Μεθυσμένοι
ΚΑΘΕ
ΜΕΡΑ μιλάνε για μια καινούρια νίκη, μια καινούρια προέλαση. Η Ρωσία μαζεύει σαν φυσαρμόνικα. Τον Οκτώβριο οι μαθητές συγκεντρώνονται γύρω από ένα μεγάλο ραδιόφωνο για να ακούσουν τον φίρερ να κηρύσσει την έναρξη της Επιχείρησης Τυφώνας. Οι γερμανικοί λόχοι στήνουν σημαίες λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μ όσχα· η Ρωσία θα γίνει δική τους. Ο Βέρνερ είναι δεκαπέντε χρόνων. Στο κρεβάτι του Φρίντριχ κοιμάται ένα άλλο παιδί. Καμιά φορά τη νύχτα ο Βέρνερ βλέπει τον Φρίντριχ ενώ δεν είναι εκεί. Το πρόσωπό του ξεπροβάλλει από την άκρη της επάνω κουκέτας ή η φιγούρα του κολλάει τα κιάλια στο τζάμι του παραθύρου. Ο Φρίντριχ: δεν πέθανε αλλά ούτε ανάρρωσε. Σπασμένο σαγόνι, ραγισμένο κρανίο, τραύμα στον εγκέφαλο. Κανείς δεν τιμωρήθηκε, κανείς δεν ανακρίθηκε. Ένα μπλε αυτοκίνητο ήρθε στο σχολείο κι από μέσα βγήκε η μητέρα του Φρίντριχ και πήγε στην κατοικία του διοικητή, απ’ όπου βγήκε λίγο αργότερα γέρνοντας από το βάρος του σάκου του Φρίντριχ, δείχνοντας πολύ μικρόσωμη. Ξαναμπήκε στο αμάξι και έφυγε. Ο Φολκχάιμερ έφυγε· ακούγονται ιστορίες ότι έγινε φοβερός και τρομερός λοχίας στη Βέρμαχτ. Ότι οδήγησε μια διμοιρία στην τελευταία πόλη πριν από τη Μ όσχα. Ότι έκοψε τα δάχτυλα σκοτωμένων Ρώσων και τα κάπνισε με μια πίπα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
321
Οι δόκιμοι της τελευταίας φουρνιάς κάνουν σαν τρελοί από την επιθυμία τους να αποδείξουν την αξία τους. Τρέχουν, φωνάζουν, πηδάνε πάνω από εμπόδια· στα γυμνάσια παίζουν ένα παιχνίδι στο οποίο δέκα παιδιά φοράνε κόκκινα περιβραχιόνια και άλλα δέκα μαύρα. Το παιχνίδι τελειώνει όταν τους κερδίσει και τους είκοσι η μία ομάδα. Του Βέρνερ του φαίνονται όλοι σαν μεθυσμένοι. Λες και σε κάθε γεύμα οι δόκιμοι δε γεμίζουν τα κυπελλάκια τους με το κρύο μεταλλικό νερό του Σουλπφόρτα αλλά με ένα αλκοολούχο ποτό που τους κάνει ανέκφραστους και τους ζαλίζει, σαν να διώχνουν ένα τεράστιο, αναπόφευκτο παλιρροϊκό κύμα οδύνης όντας διαρκώς μεθυσμένοι από την πειθαρχία και την άσκηση και το γυαλισμένο δέρμα μπότας. Τα μάτια των πιο ξεροκέφαλων εκπέμπουν αστραφτερή αποφασιστικότητα: κάθε ρανίδα της προσοχής τους έχει ντρεσαριστεί να ξετρυπώνει την αδυναμία. Περιεργάζονται καχύποπτα τον Βέρνερ όποτε επιστρέφει από το εργαστήριο του δόκτορα Χάουπτμαν. Δεν τον εμπιστεύονται, επειδή είναι ορφανός, επειδή κάθεται συχνά μόνος του, επειδή η προφορά του έχει έναν ψίθυρο από τα γαλλικά που έμαθε ως παιδί. «Είμαστε καταιγισμός από σφαίρες» φωνάζουν ρυθμικά οι νεότεροι δόκιμοι «είμαστε μπάλες κανονιού. Είμαστε η μύτη του σπαθιού». Ο Βέρνερ σκέφτεται διαρκώς το σπίτι του. Του λείπει ο ήχος της βροχής στη λαμαρίνα της στέγης πάνω από την κάμαρά του· η αστείρευτη ενέργεια των ορφανών· το βραχνό τραγούδι της φράου Έλενας που κοιμίζει ένα μωρό στη σάλα. Η μυρωδιά του οπτανθρακοποιείου που έρχεται κάτω από το ξημέρωμα, η πρώτη αξιόπιστη μυρωδιά της κάθε μέρας. Και πάνω απ’ όλα του λείπει η Γιούττα: η πίστη της, το πείσμα της, το ότι πάντα δείχνει να αναγνωρίζει το σωστό. Παρόλο που μέσα του σε στιγμές αδυναμίας απεχθάνεται αυτά της τα γνωρίσματα. Ίσως εκείνη να είναι η ακαθαρσία μέσα του, το παράσιτο στο σήμα του που εντοπίζουν οι νταήδες. Ίσως εκείνη να είναι το μόνο που τον εμποδίζει να παραδοθεί απόλυτα. Αν έχεις αφήσει πίσω σου αδερφή, υποτίθεται ότι πρέπει να τη
322
ANTHONY DOERR
σκέφτεσαι σαν το όμορφο κορίτσι σε μια προπαγανδιστική αφίσα: ροδομάγουλη, γενναία, ακλόνητη. Γι’ αυτήν πολεμάς. Γι’ αυτήν πεθαίνεις. Η Γιούττα, όμως; Η Γιούττα στέλνει γράμματα που η λογοκρισία του σχολείου μαυρίζει σχεδόν εξ ολοκλήρου. Κάνει ερωτήσεις που δεν πρέπει. Το μόνο που τον σώζει είναι η σχέση του με τον δόκτορα Χάουπτμαν – η προνομιούχα θέση του ως αγαπημένου μαθητή του καθηγητή τεχνικών επιστημών. Μ ια εταιρεία στο Βερολίνο παράγει τον πομποδέκτη τους και μερικές από τις μονάδες τους έχουν ήδη αρχίσει να επιστρέφουν από το «πεδίο», όπως το αποκαλεί ο δόκτωρ Χάουπτμαν, σμπαραλιασμένες ή καμένες, ή βουτηγμένες στη λάσπη, ή ελαττωματικές, κι η δουλειά του Βέρνερ είναι να τις επιδιορθώνει ενώ ο Χάουπτμαν μιλάει στο τηλέφωνο ή γράφει αιτήσεις για ανταλλακτικά ή περνάει δεκαπενθήμερα ολόκληρα μακριά από τη σχολή. Περνάνε εβδομάδες χωρίς ένα γράμμα στη Γιούττα. Ο Βέρνερ γράφει τέσσερις αράδες, ένα συνονθύλευμα από κοινοτοπίες –«Είμαι καλά· έχω πολλή δουλειά»– και το δίνει στον υπεύθυνο του κοιτώνα. Τρόμος τον πλημμυρίζει. «Έχετε μυαλό» μουρμουρίζει ο Μ πάστιαν ένα βράδυ στην τραπεζαρία, ενώ κάθε παιδί σκύβει, σχεδόν ανεπαίσθητα, λίγο περισσότερο πάνω από το πιάτο του όταν το δάχτυλο του διοικητή περνάει απαλά από την πλάτη της στολής του. «Αλλά δεν πρέπει να εμπιστεύεστε το μυαλό. Το μυαλό πάντα ρέπει προς την ασάφεια και τα ερωτηματικά, ενώ αυτό που πραγματικά χρειάζεστε είναι η βεβαιότητα. Ο σκοπός. Η σαφήνεια. Μ ην εμπιστεύεστε το μυαλό σας». Ο Βέρνερ κάθεται στο εργαστήριο αργά τη νύχτα, μόνος και πάλι, και διατρέχει τις συχνότητες στο ραδιόφωνο που δανειζόταν ο Φολκχάιμερ από το γραφείο του Χάουπτμαν ψάχνοντας για μουσική, για απόηχους, δεν είναι σίγουρος για τι. Βλέπει κυκλώματα να διαλύονται και να ανασυντίθενται. Βλέπει τον Φρίντριχ να κοιτάζει το βιβλίο με τα πουλιά· βλέπει τον κουρνιαχτό των ορυχείων στο Τσολλφεράιν, τα βαγονέτα που τρέχουν, τις κλειδαριές που χτυπάνε, τους ιμάντες που γυρνάνε, τους πυλώνες καπνού που γεμίζουν μέρα νύχτα τον ουρανό·
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
323
βλέπει τη Γιούττα να σκίζει το σκοτάδι με έναν αναμμένο πυρσό, κραδαίνοντάς τον σαν ξίφος, ενώ από παντού τη ζώνει το σκοτάδι. Ο αέρας πέφτει πάνω στους τοίχους του εργαστηρίου – ένας αέρας, όπως αρέσκεται να τους υπενθυμίζει ο διοικητής, που έρχεται από τη Ρωσία, ένας κοζάκικος αέρας, ο αέρας των βαρβάρων με τα γουρουνίσια κεφάλια που τρώνε κεριά και που θα κάνουν τα πάντα για να πιουν το αίμα των κοριτσιών της Γερμανίας. Γορίλες που πρέπει να εξαλειφθούν από προσώπου γης. Παράσιτα, παράσιτα. Ακούς; Στο τέλος κλείνει το ραδιόφωνο. Μ έσα στην ησυχία ακούγονται οι φωνές των αφεντάδων του που αντηχούν από τη μία πλευρά του κεφαλιού του, ενώ από την άλλη μιλάει η μνήμη. Ανοίξτε τα μάτια και δείτε τι μπορείτε να κάνετε με αυτά προτού κλείσουν για πάντα.
324
ANTHONY DOERR
Η Λεπίδα και το Κοχύλι
Η ΤΡΑΠΕΖΑΡ ΙΑ του Οτέλ Ντιε είναι μεγάλη και μελαγχολική και γεμάτη κόσμο που μιλάει για τα υποβρύχια έξω από το Γιβραλτάρ, τις αδικίες στην αγορά συναλλάγματος και για τετρακίνητους θαλάσσιους ντιζελοκινητήρες. Η μαντάμ Μ ανέκ παραγγέλνει δυο γαβάθες τσάουντερ για τον εαυτό της και τη Μ αρί Λορ, που τις τελειώνουν αμέσως. Λέει ότι δεν ξέρει τι άλλο να κάνουν –να περιμένουν κι άλλο;–, γι’ αυτό παραγγέλνει άλλες δύο. Επιτέλους, ένας άντρας με ρούχα που θροΐζουν κάθεται στο τραπέζι τους. «Είστε σίγουρη πως λέγεστε μαντάμ Βαλτέρ;» «Είστε σίγουρος πως λέγεστε Ρενέ;» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. Παύση. «Αυτή;» «Η συνεργός μου. Καταλαβαίνει αν κάποιος λέει ψέματα ακούγοντας τη φωνή του». Εκείνος βάζει τα γέλια. Μ ιλούν για τον καιρό. Τα ρούχα του αποπνέουν θαλασσινή αύρα, σαν να τον έφερε ως εδώ ένας θυελλώδης άνεμος. Ενώ μιλάει κάνει αδέξιες κινήσεις και χτυπάει το τραπέζι, κάνοντας τα κουτάλια να κροταλίζουν μέσα στις γαβάθες. «Θαυμάζουμε τις προσπάθειές σας, μαντάμ» λέει στο τέλος. Ο άντρας, που συστήνεται ως Ρενέ, αρχίζει να μιλάει πολύ
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
325
σιγανά. Η Μ αρί Λορ πιάνει μόνο δύο φράσεις: «Αναζητήστε τα ειδικά διακριτικά στις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων τους: W H για τον στρατό, W L για την αεροπορία, W M για το ναυτικό. Και θα μπορούσατε να σημειώνετε –ή να βρείτε κάποιον που να μπορεί να το κάνει– κάθε πλοίο που μπαινοβγαίνει στο λιμάνι. Αυτή η πληροφορία είναι περιζήτητη». Η μαντάμ Μ ανέκ δε μιλάει. Η Μ αρί Λορ δεν μπορεί να ακούσει αν λένε τίποτε άλλο – αν μιλούν με νοήματα, αν ανταλλάσσουν σημειώματα, αν συμφωνούν σε στρατηγήματα, δεν μπορεί να το ξέρει. Φτάνουν σε συμφωνία μεταξύ τους, και σύντομα η Μ αρί Λορ επιστρέφει μαζί με τη μαντάμ Μ ανέκ στην κουζίνα του αριθμού 4 της οδού Βομπορέλ. Η μαντάμ Μ ανέκ ψαχουλεύει θορυβωδώς στο κελάρι και ανεβάζει τα σύνεργα της κονσερβοποίησης. Σήμερα το πρωί, ανακοινώνει, κατάφερε να προμηθευτεί δυο τελάρα ροδάκινα που κατά πάσα πιθανότητα είναι τα τελευταία της Γαλλίας. Σιγοτραγουδάει βοηθώντας τη Μ αρί Λορ να τα ξεφλουδίσει. «Μ αντάμ;» «Ναι, Μ αρί». «Τι σημαίνει ψευδώνυμο;» «Είναι ένα ψεύτικο όνομα, εναλλακτικό». «Αν είχα κι εγώ ένα, τι θα μπορούσα να διαλέξω;» «Για να δω» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. Βγάζει το κουκούτσι και κόβει ένα ροδάκινο. «Μ πορείς να είσαι οτιδήποτε. Αν θέλεις, μπορείς να είσαι η Γοργόνα. Ή η Μ αργαρίτα. Ή η Βιολέτα;» «Πώς σας φαίνεται το Κοχύλι; Νομίζω ότι θα ήθελα να με λένε Κοχύλι». «Κοχύλι. Εξαιρετικό ψευδώνυμο». «Κι εσείς, μαντάμ; Τι θα θέλατε να είστε;» «Εγώ;» Το μαχαίρι της μαντάμ Μ ανέκ κοντοστέκεται. Κάτω στο κελάρι τραγουδάνε γρύλοι. «Νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι η Λεπίδα». «Η Λεπίδα;» «Ναι».
326
ANTHONY DOERR
Το άρωμα των ροδάκινων σχηματίζει βαθυπόρφυρο σύννεφο. «Η Λεπίδα;» επαναλαμβάνει η Μ αρί Λορ. Ύστερα βάζουν κι οι δυο τα γέλια.
ένα
φωτεινό
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
327
Αγαπητέ Βέρνερ, Γιατί δε μου γράφεις; X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X X Τα χυτήρια δουλεύουν μέρα νύχτα και τα φουγάρα δε σταματάνε ποτέ να καπνίζουν, εδώ κάνει κρύο, γι’ αυτό όλοι καίνε ό,τι βρίσκουν για να ζεσταθούν. Πριονίδια, σκληρό κάρβουνο, μαλακό κάρβουνο, ασβέστη, σκουπίδια. Οι χήρες του πολέμου X X X X X X X X X X X X X XX X X X X X X X X X X και κάθε μέρα περισσότεροι. Δουλεύω στο πλυσταριό με τις δίδυμες, τη Χάννα και τη Σουζάν, και την Κλόντια Φέρστερ, τη θυμάσαι, κυρίως μπαλώνουμε χιτώνια και παντελόνια. Τα καταφέρνω καλύτερα με τη βελόνα κι έτσι τουλάχιστον τώρα δεν τρυπιέμαι συνέχεια. Τώρα μόλις τελείωσα τα μαθήματά μου. Εσύ έχεις μαθήματα; Τα υφάσματα έχουν έλλειψη, κι έτσι μας φέρνουν καλύμματα επίπλων, κουρτίνες, παλιά παλτά. Λένε ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Όπως όλοι εμείς εδώ. Χα. Βρήκα αυτό κάτω από το παλιό σου κρεβάτι. Μου φαίνεται ότι μπορεί να σου φανεί χρήσιμο. Με αγάπη, Γιούττα Μ έσα στον χειροποίητο φάκελο περιμένει το παιδικό τετράδιο του Βέρνερ, και στο εξώφυλλο γράφει με τον γραφικό του χαρακτήρα: «Ερωτήματα». Στις σελίδες του συνωστίζονται παιδικά σχέδια, εφευρέσεις: μια ηλεκτρική θερμοφόρα που ήθελε να φτιάξει για τη φράου Έλενα· ένα ποδήλατο με αλυσίδες που θα κινούσαν και τους δύο τροχούς. Μπορούν οι μαγνήτες να επηρεάσουν τα υγρά; Γιατί επιπλέουν τα πλοία; Γιατί ζαλιζόμαστε όταν γυρνάμε γύρω γύρω; Καμιά δωδεκαριά άδειες σελίδες στο τέλος. Ήταν τόσο παιδιάστικο, που κατάφερε να περάσει από τη λογοκρισία. Γύρω του σηκώνεται αχός από τις μπότες, σαματάς από τα
328
ANTHONY DOERR
τουφέκια. Το κοντάκι στο δάπεδο, η κάννη ακουμπισμένη στον τοίχο. Ξεκρεμάστε τα κύπελλα από τους γάντζους, πάρτε πιάτα από τα ράφια. Περιμένετε στη σειρά για το βραστό μοσχάρι. Πάνω του σκάει ένα κύμα νοσταλγίας για το σπίτι τόσο δυνατό, που αναγκάζεται να κλείσει σφιχτά τα μάτια.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
329
Ζήσε πριν πεθάνεις
Η ΜΑΝΤΑΜ ΜΑΝΕΚ μπαίνει στο γραφείο του Ετιέν στον τέταρτο όροφο. Η Μ αρί Λορ ακούει από τις σκάλες. «Θα μπορούσες να βοηθήσεις» λέει η μαντάμ. Κάποιος –κατά πάσα πιθανότητα η μαντάμ– ανοίγει ένα παράθυρο και ο αναζωογονητικός θαλασσινός αέρας χτυπάει στο πλατύσκαλο κινητοποιώντας τα πάντα: τις κουρτίνες του Ετιέν, τα χαρτιά του, τη σκόνη του, τη λαχτάρα της Μ αρί Λορ για τον πατέρα της. «Σας παρακαλώ, μαντάμ. Κλείστε το παράθυρο. Συλλαμβάνουν όσους παραβιάζουν τη συσκότιση» λέει ο Ετιέν. Το παράθυρο μένει ανοιχτό. Η Μ αρί Λορ κατεβαίνει κρυφά άλλο ένα σκαλοπάτι. «Πού να ξέρεις ποιον θα συλλάβουν, Ετιέν; Μ ια γυναίκα από τη Ρεν την έβαλαν εννιά μήνες φυλακή επειδή ονόμασε ένα από τα γουρούνια της Γκέμπελς, το ήξερες αυτό; Μ ια χειρομάντισσα από το Κανκάλ την εκτέλεσαν επειδή προέβλεψε ότι ο ντε Γκολ θα επέστρεφε την άνοιξη. Την εκτέλεσαν!» «Αυτά είναι φήμες, μαντάμ». «Η μαντάμ Εμπράρ λέει ότι ένας άντρας από το Ντινάρ – παππούς, Ετιέν– καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλακή επειδή φορούσε τον Σταυρό της Λορρένης κάτω από τον γιακά του. Άκουσα ότι θα μετατρέψουν όλη την πόλη σε αποθήκη
330
ANTHONY DOERR
πυρομαχικών». Ο θείος της γελάει σιγανά: «Όλα αυτά μοιάζουν με ιστορίες που επινοούν τα σχολειαρόπαιδα». «Κάθε φήμη έχει έναν σπόρο αλήθειας, Ετιέν». Η Μ αρί Λορ συνειδητοποιεί ότι, από τότε που ενηλικιώθηκε ο Ετιέν, η μαντάμ Μ ανέκ φροντίζει τους φόβους του. Τους διαχειρίζεται, τους απαλύνει. Κατεβαίνει άλλο ένα σκαλί. «Ξέρεις πράγματα, Ετιέν. Για τους χάρτες, για τις παλίρροιες, για τα ραδιόφωνα» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Ήδη είναι επικίνδυνο με τόσες γυναίκες που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μου. Οι άνθρωποι έχουν μάτια και βλέπουν, μαντάμ». «Ποιοι άνθρωποι;» «Ο αρωματοποιός, για παράδειγμα». «Ο Κλοντ;» ρουθουνίζει. «Ο μικρός Κλοντ το μόνο που κάνει είναι να μυρίζεται». «Ο Κλοντ δεν είναι πια τόσο μικρός. Ακόμα κι εγώ βλέπω ότι η οικογένειά του παίρνει περισσότερα από τους άλλους: περισσότερο κρέας, περισσότερο ηλεκτρικό, περισσότερο βούτυρο. Ξέρω πώς κερδίζονται τέτοια προνόμια». «Βοήθησέ μας τότε». «Δε θέλω να έχω μπελάδες, μαντάμ». «Μ πελάς δεν είναι και το να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια;» «Όχι, είναι να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια». «Όταν το να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια είναι το ίδιο με το να συνεργάζεσαι με τον κατακτητή». Ο αέρας λυσσομανάει. Στη φαντασία της Μ αρί Λορ ελίσσεται και λαμπυρίζει, σηκώνει βελόνες και αγκάθια στην ατμόσφαιρα. Ασημένιος και πράσινος και ξανά ασημένιος. «Ξέρω τρόπους» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Τι τρόπους; Ποιον μπορείς να εμπιστευτείς;» «Κάποια στιγμή πρέπει να εμπιστευτείς κάποιον». «Αν στα χέρια και στα πόδια σου δεν κυλάει το ίδιο αίμα με αυτόν που βρίσκεται δίπλα σου, δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν. Ούτε καν τότε. Αυτό που θέλετε να πολεμήσετε, μαντάμ, δεν είναι ένας άνθρωπος, είναι ένα σύστημα. Πώς γίνεται
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
331
να πολεμήσεις ένα σύστημα;» «Προσπαθείς». «Τι θέλετε να κάνω;» «Να ξεθάψεις εκείνο το παλιόπραμα στη σοφίτα. Παλιά ήξερες περισσότερα για τα ραδιόφωνα από οποιονδήποτε στην πόλη. Και στη Βρεττάνη, μάλλον». «Έχουν πάρει όλα τα ραδιόφωνα». «Όχι όλα. Όλοι έχουν κρύψει πράγματα. Το μόνο που θα κάνεις θα είναι να διαβάζεις αριθμούς, έτσι όπως το έχω καταλάβει, αριθμούς πάνω σε λωρίδες χαρτί. Κάποιος –δεν ξέρω ποιος, ίσως ο Υμπέρ Μ παζάν– θα τις φέρνει στη μαντάμ Ριέλ, κι εκείνη θα τις παίρνει και θα τις ψήνει μέσα στο ψωμί. Μ έσα στο ψωμί!» Βάζει τα γέλια· στα αυτιά της Μ αρί Λορ η φωνή της ακούγεται είκοσι χρόνια νεότερη. «Ο Υμπέρ Μ παζάν. Εμπιστεύεστε τον Υμπέρ Μ παζάν; Βάζετε μυστικούς κώδικες μέσα στο ψωμί;» «Ποιος χοντρογερμαναράς θα θελήσει να φάει αυτές τις άθλιες φραντζόλες; Κρατάνε όλο το καλό αλεύρι για λογαριασμό τους. Εμείς θα φέρνουμε στο σπίτι το ψωμί, εσύ θα μεταδίδεις τους αριθμούς και μετά θα καίμε το χαρτί». «Είναι γελοίο. Κάνετε σαν παιδιά». «Είναι καλύτερο απ’ το να μην κάνουμε τίποτα. Σκέψου τον ανιψιό σου. Σκέψου τη Μ αρί Λορ». Οι κουρτίνες ανεμίζουν και τα χαρτιά θροΐζουν και οι δύο μεγάλοι έχουν μια αντιπαράθεση στο γραφείο. Η Μ αρί Λορ έχει γλιστρήσει τόσο κοντά στην πόρτα του θείου της, που μπορεί να αγγίξει το πλαίσιό της. «Δε θέλεις να ζήσεις λίγο πριν πεθάνεις;» λέει η μαντάμ Μ ανέκ. «Η Μ αρί κοντεύει τα δεκατέσσερα, μαντάμ. Δεν είναι και τόσο μικρή, όχι τώρα που έχουμε πόλεμο. Τα δεκατετράχρονα πεθαίνουν, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Αλλά εγώ θέλω στα δεκατέσσερα να είναι μικρή. Θέλω…» Η Μ αρί Λορ ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι. Μ ήπως την είδαν; Σκέφτεται το πέτρινο σκυλόσπιτο που της έδειξε ο τρελο-Υμπέρ
332
ANTHONY DOERR
Μ παζάν: τα σαλιγκάρια που συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες. Σκέφτεται τις τόσες φορές που την ανέβασε ο πατέρας της στο ποδήλατό του: εκείνη ισορροπούσε στη σέλα κι εκείνος πατούσε τα πετάλια, και γλιστρούσαν μαζί μέσα στο βουητό κάποιας παρισινής λεωφόρου. Κρατιόταν από τους γοφούς του και λύγιζε τα γόνατά της, και πετούσαν ανάμεσα στα αυτοκίνητα, κατέβαιναν λόφους μέσα από μυρωδιές και θορύβους και χρώματα. «Γυρίζω στο βιβλίο μου, μαντάμ. Δεν είναι ώρα να ετοιμάσετε το βραδινό;» λέει ο Ετιέν.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
333
Καμία διέξοδος
ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡ ΙΟ ΤΟΥ
1942 ο Βέρνερ επισκέπτεται τον δόκτορα Χάουπτμαν στο ζεστό γραφείο του, που φωτίζεται από το τζάκι και είναι δυο φορές πιο ζεστό από το υπόλοιπο κάστρο, και ζητάει να γυρίσει στο σπίτι του. Ο μικρόσωμος δόκτωρ κάθεται πίσω από το μεγάλο γραφείο με ένα αναιμικό ψητό πουλί μέσα σε ένα πιάτο μπροστά του. Ορτύκι ή πιτσούνι ή πέρδικα. Στα δεξιά του βρίσκονται σχέδια τυλιγμένα σε ρολό. Τα σκυλιά του παίζουν στο χαλί μπροστά στη φωτιά. Ο Βέρνερ στέκεται όρθιος με το πηλήκιο στα χέρια. Ο Χάουπτμαν κλείνει τα μάτια και στρώνει το φρύδι του με το δάχτυλο. «Θα δουλέψω για να πληρώσω το εισιτήριο του τρένου, κύριε» λέει ο Βέρνερ. Οι γαλάζιες, ανάγλυφες φλέβες στο μέτωπο του Χάουπτμαν πάλλονται. Ανοίγει τα μάτια. «Εσύ;» Τα σκυλιά σηκώνουν το βλέμμα τους ταυτόχρονα σαν τρικέφαλη ύδρα. «Εσύ, που έχεις τα πάντα; Εσύ, που έρχεσαι εδώ και ακούς κονσέρτα και τρως σοκολάτες και ζεσταίνεσαι μπροστά στη φωτιά;» Ένα κομματάκι από το ψητό πουλί χορεύει στο μάγουλο του
334
ANTHONY DOERR
Χάουπτμαν. Ίσως για πρώτη φορά ο Βέρνερ βλέπει στα αραιωμένα, ξανθά μαλλιά του δασκάλου του, στα μαύρα ρουθούνια του, στα μικρά, σχεδόν σαν ξωτικού αυτιά του κάτι άσπλαχνο και απάνθρωπο, κάτι αποφασισμένο μόνο να επιβιώσει. «Μ ήπως νομίζεις ότι έγινες κάποιος; Κάποιος σημαντικός;» Ο Βέρνερ σφίγγει το πηλήκιο πίσω από την πλάτη του για να μην αρχίσουν να τρέμουν οι ώμοι του. «Όχι, κύριε». Ο Χάουπτμαν διπλώνει την πετσέτα του. «Είσαι ορφανός, Πφέννιχ, χωρίς συμμάχους. Μ πορώ να σε παρουσιάσω όπως θέλω. Ταραξία, εγκληματία, ενήλικα. Μ πορώ να σε στείλω στο μέτωπο και να φροντίσω να μείνεις χωμένος μέσα στον πάγο στα χαρακώματα ώσπου να σου κόψουν τα χέρια οι Ρώσοι και να σου τα δώσουν να τα φας». «Μ άλιστα, κύριε». «Θα πάρεις φύλλο πορείας όταν η σχολή είναι έτοιμη να σου δώσει φύλλο πορείας. Όχι νωρίτερα. Εμείς υπηρετούμε το Ράιχ, Πφέννιχ. Δεν υπηρετεί αυτό εμάς». «Μ άλιστα, κύριε». «Θα έρθεις στο εργαστήριο απόψε. Όπως συνήθως». «Μ άλιστα, κύριε». «Τέρμα οι σοκολάτες. Τέρμα η ειδική μεταχείριση». Στον διάδρομο, αφού κλείνει την πόρτα πίσω του, ο Βέρνερ πιέζει το μέτωπό του στον τοίχο και έρχεται στο μυαλό του μια εικόνα από τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του, η συντριπτική πίεση των στοών, το ταβάνι που χαμηλώνει. Το σαγόνι ακινητοποιημένο στο δάπεδο. Το κρανίο που συντρίβεται. Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι, σκέφτεται. Ούτε να μείνω εδώ μπορώ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
335
Η εξαφάνιση του Υμπέρ Μπαζάν
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ
διασχίζει την Πλας οζ Ερμπς ακολουθώντας τη μυρωδιά της σούπας της μαντάμ Μ ανέκ και κρατάει τη ζεστή κατσαρόλα όσο η μαντάμ Μ ανέκ χτυπάει την πόρτα έξω από την κόγχη, πίσω από τη βιβλιοθήκη. «Πού είναι ο κύριος Μ παζάν;» ρωτάει η μαντάμ. «Ίσως πήγε κάπου αλλού» λέει ο βιβλιοθηκάριος, παρόλο που η αμφιβολία στη φωνή του δεν κρύβεται. «Πού μπορεί να πήγε ο Υμπέρ Μ παζάν;» «Δεν είμαι σίγουρος, μαντάμ Μ ανέκ. Σας παρακαλώ. Κάνει κρύο». Η πόρτα κλείνει. Η μαντάμ Μ ανέκ βρίζει. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται τις ιστορίες του Υμπέρ Μ παζάν: βαρύθυμα τέρατα από θαλασσινό αφρό, γοργόνες με ψαρίσια γεννητικά όργανα, το έπος των αγγλικών πολιορκιών. «Θα γυρίσει» λέει η μαντάμ Μ ανέκ, και για τη Μ αρί Λορ και για να το ακούσει η ίδια. Όμως το επόμενο πρωί ο Υμπέρ Μ παζάν δεν έχει γυρίσει. Ούτε το μεθεπόμενο. Μ όνο η μισή ομάδα έρχεται στην επόμενη συνάντηση. «Μ ήπως νομίζουν ότι μας βοηθούσε;» ψιθυρίζει η μαντάμ Εμπράρ. «Μ ας βοηθούσε;»
336
ANTHONY DOERR
«Νόμιζα ότι μετέφερε μηνύματα». «Τι μηνύματα;» «Αυτή η ιστορία έχει γίνει πολύ επικίνδυνη». Η μαντάμ Μ ανέκ βηματίζει πέρα δώθε· η Μ αρί Λορ μπορεί σχεδόν να νιώσει τη λάβρα του εκνευρισμού της από την άλλη άκρη του δωματίου. «Φύγετε τότε». Η φωνή της βράζει. «Όλες σας». «Μ ην προτρέχεις» λέει η μαντάμ Ριέλ. «Θα κάνουμε ένα διάλειμμα, μια δυο βδομάδες. Μ έχρι να καταλαγιάσει το πράμα». Ο Υμπέρ Μ παζάν με τη χάλκινη μάσκα, την παιδιάστικη λαχτάρα και την ανάσα που μύριζε λιωμένα έντομα. Πού να τους πηγαίνουν άραγε; αναρωτιέται η Μ αρί Λορ. Στο Gasthaus, που πήγαν και τον πατέρα της; Όπου γράφουν γράμματα στους δικούς τους για υπέροχο φαγητό και μυθικά δέντρα; Η γυναίκα του φούρναρη υποστηρίζει ότι τους στέλνουν σε στρατόπεδα στα βουνά. Η γυναίκα του μπακάλη λέει ότι τους στέλνουν σε εργοστάσια νάιλον στη Ρωσία. Η Μ αρί Λορ θεωρεί πιθανό απλώς να εξαφανίζονται. Οι στρατιώτες ρίχνουν ένα σακί πάνω σε όποιον θέλουν να απομακρύνουν, τον χτυπάνε με ηλεκτρισμό και μετά ο άνθρωπος αυτός πάει, χάνεται. Εξοβελίζεται σε κάποιον άλλο κόσμο. Η πόλη, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, μεταμορφώνεται σιγά σιγά στη μακέτα που έχει στο δωμάτιό της. Οι δρόμοι αδειάζουν ένας ένας. Κάθε φορά που βγαίνει έξω αντιλαμβάνεται όλα τα παράθυρα από πάνω της. Η ησυχία είναι στενόχωρη, αφύσικη. Έτσι θα πρέπει να νιώθει ένα ποντίκι, σκέφτεται, όταν βγαίνει από την τρύπα του στις ανοιχτές λεπίδες ενός λιβαδιού, χωρίς ποτέ να ξέρει ποια σκιά μπορεί να περάσει από πάνω.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
337
Όλα δηλητηριασμένα
ΚΑΙΝΟΥΡ ΙΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΛΑΒΑΡΑ κρέμονται πάνω από τα τραπέζια της τραπεζαρίας, γεμάτα πύρινα συνθήματα. «Ντροπή δεν είναι η πτώση αλλά το ψέμα» γράφουν. «Να είσαι λεπτός και λυγερός, γρήγορος σαν λαγωνικό, ανθεκτικός σαν το δέρμα, σκληρός σαν το ατσάλι Κρουπ». Κάθε λίγες εβδομάδες εξαφανίζεται κι άλλος ένας καθηγητής, ρουφηγμένος στη μηχανή του πολέμου. Έρχονται καινούριοι καθηγητές, ηλικιωμένοι αστοί αμφίβολης νηφαλιότητας και φύσης. Όλοι τους, παρατηρεί ο Βέρνερ, είναι με κάποιο τρόπο σακατεμένοι: χωλαίνουν, είναι τυφλοί από το ένα μάτι, τα πρόσωπά τους έχουν στραβώσει από εγκεφαλικά ή από τον προηγούμενο πόλεμο. Οι δόκιμοι δείχνουν λιγότερο σεβασμό στους καινούριους καθηγητές, που με τη σειρά τους είναι πιο ευέξαπτοι, και σύντομα η σχολή θυμίζει στον Βέρνερ χειροβομβίδα που της τράβηξες την περόνη. Το ηλεκτρικό αρχίζει να κάνει παράξενα πράγματα. Κόβεται για ένα τέταρτο και μετά ξανάρχεται με μεγαλύτερη τάση. Τα ρολόγια πηγαίνουν γρήγορα, οι γλόμποι πυρακτώνονται, φουντώνουν και σκάνε, ρίχνοντας μια απαλή βροχή από γυαλιά στους διαδρόμους. Έρχονται μέρες σκοτεινές, με τους διακόπτες νεκρούς, χωρίς ρεύμα. Οι κοιτώνες και τα ντους γίνονται πάγος· ο επιστάτης καταφεύγει σε πυρσούς και κεριά για φωτισμό. Όλη η
338
ANTHONY DOERR
βενζίνη διοχετεύεται στον πόλεμο και ελάχιστα αυτοκίνητα περνάνε τις πύλες της σχολής· τα τρόφιμα έρχονται με ένα μαραζωμένο μουλάρι, πάντα το ίδιο, τα πλευρά του διαγράφονται ενώ σέρνει το κάρο. Έχει τύχει στον Βέρνερ κάποιες φορές που κόβει το λουκάνικό του να βρει μέσα ζωντανά ροζ σκουλήκια. Οι στολές των νέων δοκίμων είναι πιο σκληρές και πιο φτηνές από τη δικιά του· δεν έχουν πια αληθινά πυρομαχικά για τη σκοποβολή. Ο Βέρνερ δε θα ξαφνιαζόταν αν ο Μ πάστιαν άρχιζε να μοιράζει πέτρες και ξύλα. Κι όμως, όλες οι ειδήσεις είναι καλές. Βρισκόμαστε προ των πυλών του Καυκάσου, διακηρύσσει το ραδιόφωνο του Χάουπτμαν, έχουμε καταλάβει τις πετρελαιοπηγές, θα καταλάβουμε το Σβάλμπαρντ. Κινούμαστε με εκπληκτική ταχύτητα. Πέντε χιλιάδες εφτακόσιοι Ρώσοι σκοτώθηκαν, σαράντα πέντε Γερμανοί χάθηκαν. Κάθε έξι εφτά μέρες δύο κάτωχροι αξιωματικοί, οι ίδιοι πάντα, μπαίνουν στην τραπεζαρία και τετρακόσια πρόσωπα γίνονται σταχτιά από την προσπάθεια να μη γυρίσουν να κοιτάξουν. Τα παιδιά κουνάνε μονάχα τα μάτια τους, μόνο τις σκέψεις τους, ακολουθώντας νοερά τη διαδρομή των δύο αξιωματικών, που προχωρούν ανάμεσα στα τραπέζια αναζητώντας το επόμενο παιδί που ο πατέρας του έπεσε στη μάχη. Ο δόκιμος πίσω από τον οποίο σταματούν συχνά προσπαθεί να προσποιηθεί ότι δεν πρόσεξε την παρουσία τους. Βάζει το πιρούνι στο στόμα και μασάει, και συνήθως εκείνη τη στιγμή ο ψηλότερος αξιωματικός, ένας λοχίας, ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του παιδιού. Το παιδί γυρνάει και τους κοιτάει με γεμάτο στόμα και πρόσωπο που τρέμει, κι ύστερα τους ακολουθεί στον διάδρομο, και οι μεγάλες, δρύινες δίφυλλες πόρτες κλείνουν τρίζοντας, ενώ η τραπεζαρία ξεφυσάει αργά και επανέρχεται σταδιακά στη ζωή. Ο πατέρας του Ράινχαρτ Βόλμαν σκοτώνεται. Ο πατέρας του Καρλ Βεστερχόλτσερ σκοτώνεται. Ο πατέρας του Μ άρτιν Μ πούρκχαρντ σκοτώνεται, και ο Μ άρτιν λέει σε όλους –το ίδιο ακριβώς βράδυ που τον χτύπησαν στον ώμο– ότι χαίρεται. «Δεν πεθαίνουν όλα στο τέλος, και μάλιστα πολύ νωρίς;» τους λέει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
339
«Ποιος δε θα θεωρούσε τιμή του να πέσει στη μάχη; Να γίνει ένα λιθαράκι στον δρόμο προς την τελική νίκη;» Ο Βέρνερ αναζητά ταραχή στο βλέμμα του Μ άρτιν αλλά δεν τη βρίσκει. Μ έσα του γεννιούνται συχνά αμφιβολίες. Η φυλετική καθαρότητα, η πολιτική καθαρότητα – ο Μ πάστιαν μιλάει με φρίκη για κάθε είδος φθοράς, όμως, αναρωτιέται ο Βέρνερ μέσα στη νύχτα, η ίδια η ζωή δεν είναι ένα είδος φθοράς; Ένα παιδί γεννιέται κι ο κόσμος πέφτει πάνω του. Του παίρνει πράγματα, το μπουκώνει με πράγματα. Κάθε μπουκιά φαγητό, κάθε σωματίδιο φωτός που μπαίνει στο μάτι – το σώμα δε γίνεται να είναι ποτέ καθαρό. Όμως σ’ αυτό επιμένει ο διοικητής, γι’ αυτό το Ράιχ μετράει τις μύτες τους, ελέγχει το χρώμα των μαλλιών τους. Η εντροπία ενός απομονωμένου συστήματος δε μειώνεται ποτέ. Τη νύχτα ο Βέρνερ κοιτάζει την κουκέτα του Φρίντριχ, τα λεπτά σανίδια, το θλιβερό, λερωμένο στρώμα. Τώρα ένα άλλο αγόρι κοιμάται εκεί πάνω, ο Ντίτερ Φέρντιναντ, ένα μικρόσωμο μυώδες παιδί από τη Φρανκφούρτη που κάνει ό,τι του λένε με τρομακτική μανία. Κάποιος βήχει· κάποιος άλλος βογκάει. Ένα τρένο σφυρίζει μία φορά κάπου πέρα από τις λίμνες. Ανατολικά, τα τρένα πάντα κατευθύνονται ανατολικά, πίσω από τις παρυφές των λόφων· πηγαίνουν στις αχανείς, τσαλαπατημένες παραμεθόριες περιοχές του μετώπου. Ακόμα κι όταν εκείνος κοιμάται τα τρένα συνεχίζουν. Καταπέλτες της ιστορίας που περνάνε κροταλίζοντας. Ο Βέρνερ δένει τις μπότες του, τραγουδάει τα τραγούδια και πορεύεται στις πορείες, λιγότερο από ευσυνειδησία και περισσότερο από μια τετριμμένη επιθυμία να είναι ευσυνείδητος. Ο Μ πάστιαν περιφέρεται ανάμεσα τις σειρές των παιδιών στο βραδινό. «Τι είναι χειρότερο από τον θάνατο, νεαροί;» Κάποιος καημένος δόκιμος καλείται να σταθεί προσοχή. «Η δειλία!» «Η δειλία» συμφωνεί ο Μ πάστιαν, και το αγόρι κάθεται, ενώ ο διοικητής προχωράει με βαριά βήματα κουνώντας το κεφάλι
340
ANTHONY DOERR
ευχαριστημένος. Τελευταία ο διοικητής μιλάει όλο και πιο θερμά για τον φίρερ και για οτιδήποτε –προσευχές, πετρέλαιο, πίστη– είναι αυτό που χρειάζεται. Ο φίρερ απαιτεί αξιοπιστία, ηλεκτρικό, δέρμα για μπότες. Ο Βέρνερ αρχίζει να καταλαβαίνει, ενώ πλησιάζουν τα δέκατα έκτα γενέθλιά του, ότι αυτό που πραγματικά χρειάζεται ο φίρερ είναι αγόρια. Μ ακριές ουρές που πηγαίνουν στον ιμάντα για να ανέβουν πάνω του. Δώστε κρέμα για τον φίρερ, ύπνο για τον φίρερ, αλουμίνιο για τον φίρερ. Δώστε τον πατέρα του Ράινχαρτ Βόλμαν και τον πατέρα του Καρλ Βεστερχόλτσερ και τον πατέρα του Μ άρτιν Μ πούρκχαρντ. Τον Μ άρτιο του 1942 ο δόκτωρ Χάουπτμαν καλεί τον Βέρνερ στο γραφείο του. Μ ισογεμάτα κιβώτια είναι διάσπαρτα στο πάτωμα. Τα σκυλιά δε φαίνονται πουθενά. Ο μικρόσωμος άντρας βηματίζει πάνω κάτω και δε σταματάει παρά μόνο όταν ο Βέρνερ ανακοινώνει την παρουσία του. Δείχνει σαν να τον καταπίνει σιγά σιγά κάτι έξω από τον έλεγχό του. «Μ ε κάλεσαν στο Βερολίνο. Θέλουν να συνεχίσω εκεί το έργο μου». Ο Χάουπτμαν σηκώνει μια κλεψύδρα από ένα ράφι και τη βάζει μέσα σε ένα κιβώτιο και τα ωχρά δάχτυλα με τις ασημένιες άκρες μένουν μετέωρα στον αέρα. «Θα είναι όπως το ονειρευτήκατε, κύριε. Ο καλύτερος εξοπλισμός, τα καλύτερα μυαλά». «Μ πορείς να πηγαίνεις» λέει ο δόκτωρ Χάουπτμαν. Ο Βέρνερ βγαίνει στον διάδρομο. Έξω, στο πασπαλισμένο με χιόνι προαύλιο, τριάντα πρωτοετείς κάνουν σημειωτόν και η ανάσα τους εμφανίζεται σε βραχύβια συννεφάκια. Ο στρουμπουλός, γλοιώδης, μισητός Μ πάστιαν κάτι φωνάζει. Σηκώνει το κοντό χέρι του και τα παιδιά κάνουν επί τόπου μεταβολή, σηκώνουν τα τουφέκια πάνω από τα κεφάλια τους και ταχύνουν το βήμα τους ενώ τα γόνατά τους φεγγίζουν στο φεγγαρόφωτο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
341
Επισκέψεις
ΣΤΟ
ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡ ΙΘΜΟΥ 4 της οδού Βομπορέλ χτυπάει το ηλεκτρικό κουδούνι. Ο Ετιέν Λεμπλάν, η μαντάμ Μ ανέκ και η Μ αρί Λορ σταματούν ταυτόχρονα να μασάνε, κάνοντας και οι τρεις την ίδια σκέψη: με ανακάλυψαν. Ο πομπός στη σοφίτα, οι γυναίκες στην κουζίνα, οι εκατοντάδες περίπατοι στην παραλία. «Περιμένετε κανέναν;» ρωτάει ο Ετιέν. «Κανέναν» απαντάει η μαντάμ Μ ανέκ. Οι γυναίκες θα έρχονταν από την πόρτα της κουζίνας. Το κουδούνι χτυπάει ξανά. Βγαίνουν και οι τρεις στο χολ· η μαντάμ Μ ανέκ ανοίγει την πόρτα. Γάλλοι αστυνομικοί, δύο. Ήρθαν, τους εξηγούν, έπειτα από αίτημα του Εθνικού Μ ουσείου Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού. Ο βρόντος των τακουνιών τους στις σανίδες του χολ ακούγεται τόσο δυνατός, που θα μπορούσε να σπάσει τα τζάμια. Ο πρώτος κάτι τρώει – ένα μήλο, αποφασίζει η Μ αρί Λορ. Ο δεύτερος μυρίζει πομάδα ξυρίσματος. Και ψητό κρέας. Σαν να ήταν σε τραπέζι. Κάθονται και οι πέντε –ο Ετιέν, η Μ αρί Λορ, η μαντάμ Μ ανέκ και οι δύο άντρες– γύρω από το τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας. Οι άντρες αρνούνται το φαγητό που τους προσφέρουν. Ο πρώτος ξεροβήχει.
342
ANTHONY DOERR
«Καλώς ή κακώς» λέει «καταδικάστηκε για κλοπή και συνωμοσία». «Όλοι οι κρατούμενοι, είτε πολιτικοί είτε άλλοι» λέει ο δεύτερος «δουλεύουν στα καταναγκαστικά έργα, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτή η ποινή τους». «Το μουσείο έχει γράψει σε δεσμοφύλακες και διευθυντές φυλακών σε ολόκληρη τη Γερμανία». «Ακόμα δεν ξέρουμε ακριβώς σε ποια φυλακή τον έχουν». «Πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι στο Μ πραϊτενάου». «Είμαστε βέβαιοι ότι δεν έγινε κανονική δίκη». Η φωνή του Ετιέν υψώνεται στριφτά από το πλευρό της Μ αρί Λορ: «Είναι καλή φυλακή; Θέλω να πω, μια από τις πιο καλές;» «Φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν καλές γερμανικές φυλακές». Ένα φορτηγό περνάει από τον δρόμο. Η θάλασσα σκάει στην Πλαζ ντι Μ ολ πενήντα μέτρα πιο πέρα. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται: Λένε μόνο λέξεις, και οι λέξεις δεν είναι παρά μόνο ήχοι που σχηματίζουν αυτοί οι άνθρωποι από ανάσα, αβαρείς ατμοί που εκτοξεύουν στον αέρα της κουζίνας, όπου διαλύονται και πεθαίνουν. «Ήρθατε ως εδώ για να μας πείτε πράγματα που ήδη ξέρουμε» λέει. Η μαντάμ Μ ανέκ της πιάνει το χέρι. «Δεν ξέραμε για το Μ πραϊτενάου» μουρμουρίζει ο Ετιέν. «Είπατε στο μουσείο ότι κατόρθωσε να στείλει κρυφά δύο γράμματα;» λέει ο ένας αστυνομικός. «Μ πορούμε να τα δούμε;» λέει ο άλλος. Ο Ετιέν φεύγει, ευχαριστημένος με τη σκέψη ότι κάποιος ασχολείται με το θέμα. Και η Μ αρί Λορ θα έπρεπε να είναι χαρούμενη, αλλά κάτι τη γεμίζει υποψίες. Θυμάται κάτι που της είχε πει ο πατέρας της στο Παρίσι την πρώτη νύχτα της εισβολής, ενώ περίμεναν το τρένο: Ο καθένας κοιτάζει να σώσει τον εαυτό του. Ο πρώτος αστυνομικός κόβει τη σάρκα του μήλου με τα δόντια του. Άραγε την κοιτάνε; Το να κάθεται τόσο κοντά τους της φέρνει λιποθυμία. Ο Ετιέν επιστρέφει με τα γράμματα και η Μ αρί
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
343
Λορ ακούει τους αστυνομικούς να ανταλλάσσουν τις σελίδες. «Σας είπε τίποτα πριν φύγει;» «Για κάποια ενέργεια ή δουλειά που θα έπρεπε να ξέρουμε;» Τα γαλλικά τους είναι καλά, πολύ παριζιάνικα, αλλά ποιος ξέρει με ποιου το μέρος είναι; Αν στα χέρια και στα πόδια σου δεν κυλάει το ίδιο αίμα με αυτόν που έχεις δίπλα σου, δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν. Εκείνη τη στιγμή όλα μοιάζουν συμπιεσμένα και υποβρύχια στο μυαλό της Μ αρί Λορ, σαν να βυθίστηκαν και οι πέντε σε ένα θολό ενυδρείο ασφυκτικά γεμάτο με ψάρια και τα πτερύγιά τους όλο τσουγκρίζουν ενώ κολυμπάνε. «Ο πατέρας μου δεν είναι κλέφτης» λέει. Το χέρι της μαντάμ Μ ανέκ σφίγγει το δικό της. «Ανησυχούσε για τη δουλειά του, για την κόρη του. Για τη Γαλλία, φυσικά. Και ποιος δε θα ανησυχούσε;» λέει ο Ετιέν. «Μ αμζέλ» λέει ο πρώτος άντρας – απευθύνεται στη Μ αρί Λορ. «Δεν ανέφερε κάτι συγκεκριμένο;» «Τίποτα». «Είχε πολλά κλειδιά στο μουσείο». «Τα παρέδωσε πριν φύγει». «Μ πορούμε να ρίξουμε μια ματιά στα πράγματα που έφερε μαζί του;» «Στις τσάντες του ίσως;» συμπληρώνει ο δεύτερος. «Πήρε μαζί του το σακίδιό του» λέει η Μ αρί Λορ «όταν του ζήτησε ο διευθυντής να επιστρέψει». «Μ πορούμε να ρίξουμε μια ματιά έτσι κι αλλιώς;» Η Μ αρί Λορ αισθάνεται τη βαρύτητα στο δωμάτιο να αυξάνει. Τι ελπίζουν να βρουν; Φαντάζεται τον ραδιοφωνικό εξοπλισμό από πάνω της: μικρόφωνο, πομποδέκτης, όλα εκείνα τα καντράν και τα καλώδια και τους διακόπτες. «Μ πορείτε» λέει ο Ετιέν. Περνούν από όλα τα δωμάτια. Δεύτερος όροφος, τρίτος, τέταρτος. Στον πέμπτο, μπαίνουν στην παλιά κρεβατοκάμαρα του παππού της και ανοίγουν την τεράστια ντουλάπα με τις βαριές πόρτες, ύστερα διασχίζουν τον διάδρομο και στέκονται πάνω από τη μακέτα του Σαιν Μ αλό στο δωμάτιο της Μ αρί Λορ ενώ μιλάνε ψιθυριστά ο ένας στον άλλο· στο τέλος κατεβαίνουν ξανά
344
ANTHONY DOERR
τη σκάλα με βαριά βήματα. Τους κάνουν μία και μόνη ερώτηση: για τις τρεις σημαίες της ελεύθερης Γαλλίας που είναι τυλιγμένες στην ντουλάπα του πρώτου ορόφου. Γιατί τις έχει ο Ετιέν; «Βάζετε τον εαυτό σας σε κίνδυνο κρατώντας τες» λέει ο δεύτερος αστυνομικός. «Δε θέλετε να σας περάσουν οι αρχές για τρομοκράτες» λέει ο πρώτος. «Κάνουν συλλήψεις για πολύ λιγότερα». Είναι ασαφές αν αυτό λέγεται ως συμβουλή ή ως απειλή. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται: Τον μπαμπά εννοούν; Οι αστυνομικοί ολοκληρώνουν την έρευνά τους, τους καληνυχτίζουν ευγενέστατα και φεύγουν. Η μαντάμ Μ ανέκ ανάβει τσιγάρο. Το φαγητό της Μ αρί Λορ έχει κρυώσει. Ο Ετιέν πασπατεύει τη σχάρα του τζακιού. Χώνει τις σημαίες, τη μία μετά την άλλη, στη φωτιά. «Όχι άλλο. Όχι άλλο» λέει, τη δεύτερη φράση πιο δυνατά από την πρώτη. «Όχι εδώ». Η φωνή της μαντάμ Μ ανέκ: «Δε βρήκαν τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα να βρουν». Η καυστική μυρωδιά του βαμβακερού που καίγεται γεμίζει την κουζίνα. «Τη δική σας ζωή μπορείτε να την κάνετε ό,τι θέλετε, μαντάμ. Ήσασταν πάντα στο πλευρό μου και θα προσπαθήσω να είμαι στο δικό σας. Αλλά δε σας επιτρέπω να συνεχίσετε να κάνετε τέτοια πράγματα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε σας επιτρέπω ν’ ανακατεύετε την ανιψιά μου σ’ αυτά» λέει ο θείος της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
345
Στην αγαπημένη μου αδερφή Γιούττα Είναι πολύ δύσκολα τώρα. Ακόμα και χαρτί δυσκολευόμαστε να X X X X X X X X X X X X X X X X Είχαμε X X X X X X X X X X X X X χωρίς θέρμανση στο X X X X X X X X X X X X X Ο Φρίντριχ έλεγε ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση και ότι η πορεία του κάθε ανθρώπου είναι προκαθορισμένη ακριβώς όπως X X X X X X X X X X X X X X και ότι το λάθος μου ήταν ότι X X X X X X XXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXX XXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXX XXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXX XXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXX XXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXXX X X X X X X X X X X X X X X X X X Ελπίζω μια μέρα να καταλάβεις. Σ’ αγαπώ κι εσένα και τη φράου Έλενα. Sieg heil.
346
ANTHONY DOERR
Ο βάτραχος βράζει
ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ
ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ η συμπεριφορά της μαντάμ Μ ανέκ είναι απόλυτα θερμή· τα περισσότερα πρωινά συνοδεύει τη Μ αρί Λορ στην παραλία, την παίρνει μαζί της στην αγορά. Αλλά μοιάζει απούσα, ρωτάει τη Μ αρί Λορ και τον Ετιέν πώς είναι με μεγάλη ευγένεια, τους καλημερίζει σαν να είναι ξένοι. Συχνά λείπει τη μισή μέρα. Τα απογεύματα της Μ αρί Λορ γίνονται μεγαλύτερα, μοναχικότερα. Ένα βράδυ κάθεται στην κουζίνα ενώ ο θείος της της διαβάζει δυνατά: «Το σφρίγος που έχουν τα αυγά του σαλιγκαριού ξεπερνάει τη φαντασία. Έχουμε δει ορισμένα είδη παγιδευμένα μέσα σε συμπαγείς όγκους πάγου, που ξαναβρίσκουν τη ζωτικότητά τους όταν εκτίθενται στην επίδραση της θερμότητας». Ο Ετιέν σταματάει: «Πρέπει να μαγειρέψουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, η μαντάμ δε θα γυρίσει απόψε». Κανείς από τους δύο δεν κουνιέται. Διαβάζει άλλη μία σελίδα: «Μένουν επί χρόνια κλεισμένα σε κουτιά, κι όμως, όταν τα εκθέσουμε στην υγρασία, αρχίζουν να κινούνται, και φαίνονται καλά όπως πάντα… Αν το κέλυφος σπάσει, ακόμη και αν αφαιρεθούν τμήματά του, ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα τα τραυματισμένα μέρη θα επουλωθούν με την εναπόθεση μιας
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
347
ασβεστολιθικής ουσίας στα σπασμένα σημεία». «Υπάρχει και για μένα ελπίδα!» λέει ο Ετιέν και γελάει, και η Μ αρί Λορ θυμάται πως ο θείος της δεν ήταν πάντα τόσο φοβισμένος, ότι είχε ζωή πριν από αυτόν τον πόλεμο και πριν από τον προηγούμενο· ότι κάποτε ήταν ένας νεαρός που ζούσε στον κόσμο και τον αγαπούσε όπως κι εκείνη. Τελικά η μαντάμ Μ ανέκ περνάει την πόρτα της κουζίνας και την κλειδώνει πίσω της, και ο Ετιέν την καλησπερίζει μάλλον ψυχρά, και ύστερα από μια στιγμή η μαντάμ Μ ανέκ τον καλησπερίζει κι εκείνη. Κάπου στην πόλη οι Γερμανοί φορτώνουν όπλα ή πίνουν μπράντι, και η Ιστορία έχει γίνει ένας εφιάλτης από τον οποίο η Μ αρί Λορ εύχεται απεγνωσμένα να μπορούσε να ξυπνήσει. Η μαντάμ Μ ανέκ κατεβάζει μια κατσαρόλα και τη γεμίζει νερό. Το μαχαίρι της περνάει μέσα από κάτι που ακούγεται σαν πατάτες και η λάμα χτυπάει στον ξύλινο δίσκο κοπής από κάτω. «Σας παρακαλώ, μαντάμ» λέει ο Ετιέν. «Επιτρέψτε μου. Είστε εξαντλημένη». Αλλά δε σηκώνεται και η μαντάμ Μ ανέκ συνεχίζει να κόβει πατάτες. Όταν τελειώνει, η Μ αρί Λορ την ακούει να τις σπρώχνει στο νερό με την ανάστροφη του μαχαιριού της. Η ένταση στο δωμάτιο φέρνει ζαλάδα στη Μ αρί Λορ, σαν να μπορεί να νιώσει την περιστροφή του πλανήτη. «Βουλιάξατε κανένα υποβρύχιο σήμερα;» μουρμουρίζει ο Ετιέν. «Ανατινάξατε κανένα γερμανικό τανκ;» Η μαντάμ Μ ανέκ ανοίγει την πόρτα του ψυγείου. Η Μ αρί Λορ την ακούει να ψαχουλεύει σε ένα ράφι. Ένα σπίρτο αρπάζει φωτιά· ένα τσιγάρο ανάβει. Ύστερα από λίγο ένα μπολ μισοβρασμένες πατάτες εμφανίζεται μπροστά στη Μ αρί Λορ. Ψηλαφίζει την επιφάνεια του τραπεζιού για να βρει πιρούνι αλλά δε βρίσκει. «Ξέρεις τι γίνεται, Ετιέν» λέει η μαντάμ Μ ανέκ από την άλλη άκρη της κουζίνας «όταν ρίχνεις έναν βάτραχο σε μια κατσαρόλα με νερό που βράζει;» «Είμαι σίγουρος ότι θα μας πείτε». «Πηδάει έξω. Ξέρεις όμως τι γίνεται όταν βάζεις τον βάτραχο
348
ANTHONY DOERR
σε μια κατσαρόλα με κρύο νερό και μετά ανεβάζεις τη θερμοκρασία σιγά σιγά μέχρι να βράσει; Ξέρεις τι γίνεται τότε;» Η Μ αρί Λορ περιμένει. Οι πατάτες αχνίζουν. «Ο βάτραχος βράζει» λέει η μαντάμ Μ ανέκ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
349
Διαταγές
Ο
ΒΕΡ ΝΕΡ καλείται από ένα εντεκάχρονο παιδί με πλήρη διακριτικά στο γραφείο του διοικητή. Περιμένει καθισμένος σε έναν ξύλινο πάγκο ενώ ο πανικός μεγαλώνει αργά μέσα του. Κάτι θα έχουν υποπτευθεί. Ίσως ανακάλυψαν κάποιο στοιχείο για την καταγωγή του που ούτε ο ίδιος δεν ξέρει, κάτι καταστροφικό. Θυμάται τότε που είχε έρθει ο υποδεκανέας στο Σπίτι των Παιδιών για να τον συνοδεύσει στο σπίτι του χερ Ζίντλερ: τη βεβαιότητα ότι τα όργανα του Ράιχ έβλεπαν μέσα από τοίχους, κάτω από το δέρμα, ακόμα και μέσα στην ίδια την ψυχή του καθενός. Ύστερα από αρκετές ώρες ο βοηθός του διοικητή τού λέει να περάσει και αφήνει το στιλό του και τον κοιτάζει πάνω από το γραφείο του σαν να είναι κι ο Βέρνερ ένα από τα άπειρα μικροπροβλήματα που πρέπει να διορθώσει. «Υπέπεσε στην αντίληψή μας, δόκιμε, ότι η ηλικία σου έχει καταχωριστεί λανθασμένα». «Ορίστε;» «Είσαι δεκαοχτώ ετών. Όχι δεκαέξι, όπως ισχυρίστηκες». Ο Βέρνερ παραξενεύεται. Ο παραλογισμός είναι οφθαλμοφανής: είναι πιο μικρόσωμος από τα περισσότερα δεκατετράχρονα. «Ο πρώην καθηγητής τεχνικών επιστημών του σχολείου, ο
350
ANTHONY DOERR
δόκτωρ Χάουπτμαν, μας επέστησε την προσοχή σε αυτή την ανακρίβεια. Κανόνισε να σταλείς στην ειδική μεραρχία τεχνολογίας της Βέρμαχτ». «Σε μεραρχία, κύριε;» «Βρίσκεσαι εδώ με ψευδή στοιχεία». Η φωνή του είναι γλοιώδης και ικανοποιημένη· το πιγούνι του, ανύπαρκτο. Έξω από το παράθυρο η φιλαρμονική της σχολής προβάρει ένα θριαμβικό εμβατήριο. Ο Βέρνερ παρακολουθεί ένα παιδί με χαρακτηριστικά βορείου να παραπαίει κάτω από το βάρος της τούμπας. «Ο διοικητής συνέστησε πειθαρχικά μέτρα, αλλά ο δόκτωρ Χάουπτμαν υπαινίχθηκε ότι θα ήσουν πρόθυμος να θέσεις τις ικανότητές σου στην υπηρεσία του Ράιχ». Ο βοηθός βγάζει μια διπλωμένη στολή από το πίσω μέρος του γραφείου του – τεφροκύανη, με τον αετό στο στήθος και σιρίτι στον γιακά. Και μετά ένα σκουροπράσινο κράνος, που θα του έπεφτε εμφανώς μεγάλο. Η φιλαρμονική σαλπίζει και σταματάει. Ο μαέστρος ουρλιάζει ονόματα. «Είσαι πολύ τυχερός, δόκιμε. Είναι τιμή να υπηρετείς την πατρίδα» λέει ο βοηθός του διοικητή. «Πότε, κύριε;» «Θα λάβεις οδηγίες εντός δεκαπέντε ημερών. Ελεύθερος».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
351
Πνευμονία
Η ΑΝΟΙΞΗ έρχεται στη Βρεττάνη και η υγρασία κάνει επιδρομή στην ακτή. Ομίχλη στη θάλασσα, ομίχλη τους δρόμους, ομίχλη στο μυαλό. Η μαντάμ Μ ανέκ αρρωσταίνει. Όποτε η Μ αρί Λορ ακουμπάει το χέρι της στο στήθος της μαντάμ, η θερμότητα μοιάζει να βγαίνει αχνίζοντας από το στέρνο της σαν να ψήνεται από μέσα. Η ανάσα της γίνεται ένας ατελείωτος ωκεάνιος βήχας. «Βλέπω τις σαρδέλες» μουρμουρίζει η μαντάμ «και τους τερμίτες, και τα κοράκια…» Ο Ετιέν καλεί έναν γιατρό, που της συνιστά ανάπαυση, ασπιρίνη και αρωματικές παστίλιες βιολέτας. Η Μ αρί Λορ μένει στο πλευρό της στα πιο δύσκολα, κάτι παράξενες ώρες που τα χέρια της ηλικιωμένης γίνονται πάγος και παραμιλάει ότι αυτή κουμαντάρει τον κόσμο. Αυτή κουμαντάρει τα πάντα, αλλά κανείς δεν το ξέρει. Είναι πολύ βαρύ φορτίο, λέει, να είσαι υπεύθυνος για το κάθε πραγματάκι, για κάθε βρέφος που γεννιέται, για κάθε φύλλο που πέφτει από κάθε δέντρο, για κάθε κύμα που σκάει στην ακτή, για κάθε μυρμήγκι που ταξιδεύει. Βαθιά μέσα στη φωνή της μαντάμ η Μ αρί Λορ ακούει νερό: ατόλες και αρχιπελάγη, λιμνοθάλασσες και φιορδ. Ο Ετιέν αποδεικνύεται τρυφερός νοσοκόμος. Πετσέτες, ζωμός, πότε πότε καμιά σελίδα Παστέρ ή Ρουσσό. Μ ε τον τρόπο του της συγχωρεί όλα τα παραπτώματα, περασμένα και τωρινά. Την
352
ANTHONY DOERR
τυλίγει με κουβέρτες, αλλά στο τέλος εκείνη τρέμει τόσο έντονα, τόσο σφοδρά, που ο Ετιέν παίρνει τη μεγάλη, βαριά κουρελού από το πάτωμα και τη ρίχνει πάνω της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
353
Πολυαγαπημένη μου Μαρί Λορ, Ήρθαν τα πακέτα σας, δύο από αυτά, με διάστημα μηνών μεταξύ τους. Δεν έχω λόγια να περιγράψω τη χαρά μου. Με άφησαν να κρατήσω την οδοντόβουρτσα και τη χτένα, αλλά όχι το χαρτί όπου ήταν τυλιγμένες. Ούτε το σαπούνι. Μακάρι να μας άφηναν να έχουμε σαπούνι! Μας είχαν πει ότι η επόμενη μετάθεσή μας θα ήταν σε ένα εργοστάσιο σοκολάτας, αλλά τελικά ήταν χαρτονιού. Όλη μέρα φτιάχνουμε χαρτόνι. Τι το κάνουν τόσο πολύ χαρτόνι; Σε όλη μου τη ζωή, Μαρί Λορ, εγώ ήμουν αυτός που κρατούσε τα κλειδιά. Τώρα τα ακούω να κουδουνίζουν τα πρωινά όταν έρχονται να μας πάρουν, και κάθε φορά βάζω το χέρι στην τσέπη, αλλά τη βρίσκω άδεια. Όταν ονειρεύομαι, ονειρεύομαι πως είμαι στο μουσείο. Θυμάσαι τα γενέθλιά σου; Που πάντα υπήρχαν δύο πράγματα πάνω στο τραπέζι όταν ξυπνούσες; Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Αν ποτέ θελήσεις να καταλάβεις, κοίτα μέσα στο σπίτι του Ετιέν, μέσα στο σπίτι. Ξέρω ότι θα κάνεις το σωστό. Παρόλο που εύχομαι να ήταν καλύτερο το δώρο. Ο αγγελιαφόρος μου φεύγει, οπότε αν καταφέρω να σου το στείλω αυτό, θα το κάνω. Δεν ανησυχώ για σένα, επειδή ξέρω ότι είσαι πολύ έξυπνη και δε βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. Εγώ είμαι ασφαλής, γι’ αυτό να μην ανησυχείς. Ευχαρίστησε τον Ετιέν που σου διάβασε το γράμμα μου. Ευχαρίστησε μες στην καρδιά σου τη γενναία ψυχή που παίρνει αυτό το γράμμα από μένα και ταξιδεύει προς εσένα. Ο μπαμπάς σου
354
ANTHONY DOERR
Θεραπείες
Ο ΓΙΑΤΡ ΟΣ ΤΟΥ ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ
λέει ότι γίνονται συναρπαστικές έρευνες στα αέρια μουστάρδας. Ότι διερευνώνται οι αντικαρκινικές ιδιότητες διαφόρων χημικών ουσιών. Η πρόγνωση είναι αισιόδοξη: σε πειραματόζωα οι λεμφοειδείς όγκοι φαίνεται να συρρικνώνονται. Όμως οι ενέσεις προκαλούν ζάλη και αδυναμία στον φον Ρούμπελ. Τις επόμενες μέρες μετά βίας καταφέρνει να χτενίσει τα μαλλιά του ή να πείσει τα δάχτυλά του να κουμπώσουν το παλτό του. Και το μυαλό του του παίζει παιχνίδια: μπαίνει σε ένα δωμάτιο και ξεχνάει γιατί πήγε εκεί. Κοιτάζει έναν ανώτερό του και ξεχνάει τι ήταν αυτό που του είπε μόλις. Οι ήχοι των διερχόμενων αυτοκινήτων είναι σαν δόντια πιρουνιών που ξύνουν τα νεύρα του. Απόψε τυλίγεται με τις κουβέρτες του ξενοδοχείου και παραγγέλνει σούπα ενώ ξετυλίγει ένα δέμα από τη Βιέννη. Η άτολμη καστανή βιβλιοθηκονόμος του έχει στείλει αντίτυπα του Ταβερνιέ και του Στρίτερ και –το πιο αξιοσημείωτο– πολυγραφημένα αντίγραφα από την Gemmarum et Lapidum Historia του 1604 που έγραψε ο ντε Μ πουντ εξ ολοκλήρου στα λατινικά. Ό,τι μπόρεσε να βρει αναφορικά με τη Φλογισμένη Θάλασσα. Εννέα παράγραφοι σύνολο. Αναγκάζεται να επιστρατεύσει όλη του την προσοχή για να καταφέρει να συγκεντρωθεί στα κείμενα. Μ ια θεά της γης που
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
355
ερωτεύτηκε έναν θεό της θάλασσας. Ένας πρίγκιπας που θεραπεύτηκε από θανάσιμους τραυματισμούς, ο οποίος κυβερνούσε μέσα σε μια λάμψη φωτός. Ο φον Ρούμπελ κλείνει τα μάτια και βλέπει μια θεά με φλεγόμενα μαλλιά να ορμάει μέσα σε υπόγειες σήραγγες αφήνοντας πίσω της σταγόνες φωτιάς. Ακούει έναν ιερέα χωρίς γλώσσα να λέει: Ο κάτοχος του πετραδιού θα ζήσει για πάντα. Ακούει τον πατέρα του να λέει: Να βλέπεις τα εμπόδια σαν ευκαιρίες, Ράινχολντ. Να βλέπεις τα εμπόδια σαν έμπνευση.
356
ANTHONY DOERR
Παράδεισος
ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ η μαντάμ Μ ανέκ καλυτερεύει. Υπόσχεται στον Ετιέν πως θα θυμάται πόσο μεγάλη είναι, δε θα προσπαθεί να είναι τα πάντα για τους πάντες, δε θα πολεμάει μόνη της τον πόλεμο. Μ ια μέρα στις αρχές Ιουνίου, σχεδόν δύο χρόνια μετά την εισβολή στη Γαλλία, η μαντάμ Μ ανέκ και η Μ αρί Λορ περπατάνε σε έναν αγρό γεμάτο δαυκιά στα ανατολικά του Σαιν Μ αλό. Η μαντάμ Μ ανέκ είπε στον Ετιέν πως πήγαιναν να δουν αν υπήρχαν φράουλες στην αγορά του Σαιν Σερβάν, όμως η Μ αρί Λορ είναι σίγουρη πως όταν σταμάτησαν για να χαιρετίσουν μια γυναίκα η μαντάμ έδωσε έναν φάκελο και πήρε έναν άλλο. Έπειτα από πρόταση της μαντάμ ξαπλώνουν στα αγριόχορτα και η Μ αρί Λορ ακούει τις μέλισσες που τρυγούν τα λουλούδια και προσπαθεί να φανταστεί τα ταξίδια τους όπως τα περιέγραψε ο Ετιέν: κάθε εργάτρια ακολουθεί ένα ρυάκι αρώματος αναζητώντας υπεριώδη σχέδια στα λουλούδια, γεμίζει με κόκκους γύρης τα καλαθάκια στα πίσω της πόδια και επιστρέφει στο σπίτι της μεθυσμένη και βαρυφορτωμένη. Πώς ξέρουν οι μελισσούλες ποιο ρόλο να παίξουν; Η μαντάμ Μ ανέκ βγάζει τα παπούτσια της, ανάβει ένα τσιγάρο και αφήνει έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης. Έντομα βουίζουν: σφήκες, μπάμπουρες, μια περαστική λιβελούλα – ο Ετιέν έχει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
357
μάθει τη Μ αρί Λορ να τα ξεχωρίζει από τους ήχους. «Τι είναι ο πολύγραφος, μαντάμ;» «Ένα μηχάνημα που φτιάχνει φυλλάδια». «Τι σχέση έχει με τη γυναίκα που συναντήσαμε;» «Δε χρειάζεται να σε απασχολεί αυτό, χρυσό μου». Άλογα χλιμιντρίζουν και ο αέρας φυσάει απαλός, δροσερός και μυρωμένος από τη θάλασσα. «Μ αντάμ; Πώς είναι το πρόσωπό μου;» «Έχεις χιλιάδες φακίδες». «Ο μπαμπάς έλεγε πως ήταν σαν αστέρια στον ουρανό. Σαν μήλα στη μηλιά». «Είναι μικρά καφετιά στίγματα, παιδί μου. Χιλιάδες μικρά καφετιά στίγματα». «Ακούγεται άσχημο». «Πάνω σου είναι πανέμορφες». «Μ αντάμ, πιστεύετε ότι στον παράδεισο θα μπορέσουμε πραγματικά να δούμε τον Θεό από κοντά;» «Ίσως». «Κι αν κάποιος είναι τυφλός;» «Φαντάζομαι ότι αν ο Θεός θέλει να δούμε κάτι, θα το δούμε». «Ο θείος Ετιέν λέει ότι ο παράδεισος είναι σαν την κουβέρτα που κρατάνε αγκαλιά τα μωρά. Λέει ότι οι άνθρωποι πέταξαν με αεροπλάνα δέκα χιλιόμετρα πάνω από τη γη και δε βρήκαν εκεί κανένα βασίλειο. Ούτε πύλες ούτε αγγέλους». Η μαντάμ Μ ανέκ ξεσπάει σε έναν ακανόνιστο, τραχύ βήχα που προκαλεί ρίγη φόβου στη Μ αρί Λορ. «Σκέφτεσαι τον πατέρα σου» της λέει στο τέλος. «Πρέπει να πιστέψεις ότι θα γυρίσει». «Δε σας κουράζει ποτέ η πίστη, μαντάμ; Δε θέλετε καμιά φορά αποδείξεις;» Η μαντάμ Μ ανέκ ακουμπάει το χέρι της στο μέτωπο της Μ αρί Λορ. Το χοντρό χέρι που στην αρχή της θύμιζε χέρι κηπουρού ή γεωλόγου. «Να μη σταματήσεις ποτέ να πιστεύεις. Αυτό είναι το σημαντικότερο απ’ όλα». Τα δαυκιά λικνίζονται και οι μέλισσες συνεχίζουν σταθερά τη
358
ANTHONY DOERR
δουλειά τους. Μ ακάρι να ήταν η ζωή σαν τα μυθιστορήματα του Ιούλιου Βερν, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, που μπορούσες να πηδήξεις στο κομμάτι που ήθελες όταν το είχες ανάγκη και να μάθεις τι θα γίνει παρακάτω. «Μ αντάμ;» «Ναι, Μ αρί». «Τι λέτε να τρώνε στον παράδεισο;» «Δεν είμαι σίγουρη ότι έχουν ανάγκη από φαγητό στον παράδεισο». «Δεν τρώνε! Θα σας άρεσε αυτό, έτσι δεν είναι;» Αλλά η μαντάμ Μ ανέκ δε γελάει, όπως περίμενε η Μ αρί Λορ. Δε λέει τίποτε απολύτως. Η ανάσα της κροταλίζει ρυθμικά. «Σας πρόσβαλα, μαντάμ;» «Όχι, παιδί μου». «Κινδυνεύουμε;» «Όχι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μέρα». Τα χορτάρια σαλεύουν και ταλαντεύονται. Τα άλογα χλιμιντρίζουν. Η μαντάμ Μ ανέκ λέει, σχεδόν ψιθυριστά: «Τώρα που το σκέφτομαι, παιδί μου, φαντάζομαι ότι ο παράδεισος μοιάζει πολύ με αυτό εδώ πέρα».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
359
Φρίντριχ
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ ξοδεύει τα τελευταία του χρήματα για το εισιτήριο του τρένου. Το απόγευμα έχει αρκετό φως, αλλά το Βερολίνο δείχνει σαν να μη θέλει να δεχτεί το φως του ήλιου, σαν τα κτίριά του να έχουν γίνει πιο σκοτεινά, πιο βρόμικα και πιο λεκιασμένα τους μήνες που μεσολάβησαν από την τελευταία του επίσκεψη. Αν και ίσως το μόνο που άλλαξε είναι τα μάτια που το κοιτάζουν. Αντί να χτυπήσει αμέσως το κουδούνι ο Βέρνερ κάνει τρεις φορές τον γύρο του τετραγώνου. Τα παράθυρα του διαμερίσματος παραμένουν σταθερά σκοτεινά· δεν μπορεί να καταλάβει αν είναι αφώτιστα ή καλυμμένα. Σε κάθε γύρο περνάει μπροστά από μια βιτρίνα με γυμνές κούκλες, και παρόλο που κάθε φορά ξέρει πως πρόκειται για παιχνίδι του φωτός δεν μπορεί να εμποδίσει τα μάτια του να τις δουν σαν πτώματα κρεμασμένα από σύρματα. Τελικά χτυπάει το κουδούνι του διαμερίσματος νούμερο 2. Δεν του ανοίγει κανείς και παρατηρεί από τα ονόματα ότι δε μένουν πια στο 2. Το όνομά τους είναι στο 5. Χτυπάει. Από μέσα ακούγεται ένα κουδούνισμα. Το ασανσέρ δε δουλεύει, γι’ αυτό ανεβαίνει με τα πόδια. Η πόρτα ανοίγει. Η Φάννι. Μ ε το χνουδωτό πρόσωπο και τις ταλαντευόμενες δίπλες στο δέρμα κάτω από τα μπράτσα. Του ρίχνει το βλέμμα που ρίχνει ο ένας παγιδευμένος στον άλλο· ύστερα η μητέρα του Φρίντριχ βγαίνει φορτσάτη από ένα πλαϊνό
360
ANTHONY DOERR
δωμάτιο φορώντας στολή του τένις: «Βέρνερ, τι έκπληξη…» Για μια στιγμή χάνεται σε μια ταραγμένη ρέμβη, τριγυρισμένη από γυαλιστερά έπιπλα, κάποια τυλιγμένα με χοντρές μάλλινες κουβέρτες. Άραγε του επιρρίπτει ευθύνες; Τον θεωρεί εν μέρει υπεύθυνο; Μ ήπως είναι; Μ ετά όμως επανέρχεται και τον φιλάει και στα δύο μάγουλα, το κάτω χείλος της τρέμει ελαφρά. Θαρρείς και η εμφάνισή του την εμποδίζει να απωθήσει ορισμένες σκιές. «Δε θα σε γνωρίσει. Μ ην προσπαθήσεις να τον κάνεις να σε θυμηθεί. Θα τον ταράξει. Ήρθες, όμως. Κάτι είναι κι αυτό, φαντάζομαι. Ετοιμαζόμουν να φύγω, με συγχωρείς που δεν μπορώ να μείνω. Πήγαινέ τον μέσα, Φάννι». Η υπηρέτρια τον οδηγεί σε ένα μεγάλο καθιστικό με ταβάνι γεμάτο γύψινες διακοσμήσεις και τοίχους βαμμένους σε ένα ντελικάτο παστέλ γαλάζιο. Δεν έχουν κρεμάσει ακόμα κανέναν πίνακα και οι βιβλιοθήκες περιμένουν άδειες, ενώ στο πάτωμα υπάρχουν ανοιγμένα χαρτοκιβώτια. Ο Φρίντριχ κάθεται σε ένα γυάλινο τραπέζι στην άκρη του δωματίου· το τραπέζι και το αγόρι φαίνονται μικρά μέσα στην ακαταστασία που κυριαρχεί. Τα μαλλιά του είναι χτενισμένα προς τη μία πλευρά και το άνετο, βαμβακερό πουκάμισό του έχει μαζευτεί πίσω από τους ώμους του κάνοντας τον γιακά του να στραβώσει. Τα μάτια του δε σηκώνονται για να κοιτάξουν τον επισκέπτη. Φοράει τα ίδια γυαλιά με τον μαύρο σκελετό. Κάποιος τον τάιζε – το κουτάλι είναι ακουμπισμένο στο γυάλινο τραπέζι και σταγόνες χυλού κρέμονται από τα μουστάκια του και έχουν πέσει στο σουβέρ του, το οποίο είναι ένα μάλλινο ύφασμα που δείχνει χαρούμενα, ροδομάγουλα παιδιά με τσόκαρα. Ο Βέρνερ δεν αντέχει να το βλέπει. Η Φάννι σκύβει και βάζει άλλες τρεις κουταλιές χυλό στο στόμα του Φρίντριχ, του σκουπίζει το σαγόνι, διπλώνει το σουβέρ και δρασκελίζει μια πόρτα που μάλλον βγάζει στην κουζίνα. Ο Βέρνερ κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στη ζώνη του. Ένας χρόνος. Παραπάνω. Ο Φρίντριχ πρέπει να έχει αρχίσει να ξυρίζεται, συνειδητοποιεί ο Βέρνερ. Ή κάποιος τον ξυρίζει. «Γεια σου, Φρίντριχ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
361
Ο Φρίντριχ γέρνει πίσω το κεφάλι και κοιτάει προς τον Βέρνερ μέσα από τους θολωμένους φακούς πάνω στη μύτη του. «Είμαι ο Βέρνερ. Η μητέρα σου είπε ότι μπορεί να μη με θυμάσαι. Είμαι φίλος σου από το σχολείο». Το βλέμμα του Φρίντριχ μοιάζει σαν να μην πέφτει πάνω στον Βέρνερ αλλά να τον διαπερνά. Πάνω στο τραπέζι είναι μια στοίβα χαρτιά και στο πάνω πάνω είναι ζωγραφισμένη μια χοντρή και κακοφτιαγμένη σπείρα σχεδιασμένη από δυσκίνητο χέρι. «Εσύ το έφτιαξες αυτό;» Ο Βέρνερ παίρνει στο χέρι του το πρώτο σχέδιο. Από κάτω βρίσκεται άλλη, κι άλλη, τριάντα με σαράντα σπείρες, η καθεμιά πιάνει ολόκληρη σελίδα, όλες με το ίδιο έντονο μολύβι. Ο Φρίντριχ ρίχνει το σαγόνι στο στήθος του, ίσως για να γνέψει καταφατικά. Ο Βέρνερ κοιτάζει γύρω του: ένα μπαούλο, ένα κουτί με τραπεζομάντιλα, το γαλάζιο των τοίχων και το πλούσιο λευκό των μπουαζερί. Το απογευματινό φως γλιστράει μέσα από τις ψηλές μπαλκονόπορτες και η ατμόσφαιρα έχει γεύση γυαλιστικού ασημικών. Το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου είναι πράγματι ωραιότερο από το διαμέρισμα του δευτέρου – τα ταβάνια είναι ψηλά και διακοσμημένα με διάτρητα φύλλα αλουμινίου και γύψινα στολίδια: φρούτα, λουλούδια, φύλλα μπανανιάς. Το χείλος του Φρίντριχ έχει γυρίσει, αφήνοντας ακάλυπτα τα πάνω δόντια του, και μια κλωστή σάλιου κρέμεται από το σαγόνι του και αγγίζει το χαρτί. Ο Βέρνερ, μην μπορώντας ν’ αντέξει δευτερόλεπτο παραπάνω, φωνάζει την υπηρέτρια. Η Φάννι βγάζει το κεφάλι της από την πόρτα. «Πού είναι εκείνο το βιβλίο;» τη ρωτάει. «Εκείνο με τα πουλιά; Μ ε το χρυσό κάλυμμα;» «Δε νομίζω ότι είχαμε ποτέ τέτοιο βιβλίο». «Όχι, είχατε…» Η Φάννι κουνάει αρνητικά το κεφάλι και δένει τα δάχτυλά της πάνω στην ποδιά της. Ο Βέρνερ ανοίγει τα καπάκια των χαρτόκουτων κοιτώντας μέσα. «Σίγουρα κάπου εδώ γύρω θα είναι». Ο Φρίντριχ έχει αρχίσει να ζωγραφίζει άλλη μια σπείρα σε ένα
362
ANTHONY DOERR
λευκό χαρτί. «Εδώ μέσα μήπως;» Η Φάννι έρχεται δίπλα στον Βέρνερ και του τραβάει το χέρι από το κιβώτιο που είναι έτοιμος να ανοίξει. «Δε νομίζω» του επαναλαμβάνει «ότι είχαμε ποτέ τέτοιο βιβλίο». Ολόκληρο το σώμα του Βέρνερ έχει αρχίσει να τον φαγουρίζει. Έξω από τα τεράστια παράθυρα οι φλαμουριές σείονται πέρα δώθε. Το φως εξασθενεί. Μ ια σβηστή επιγραφή πάνω σε ένα κτίριο δύο τετράγωνα πιο πέρα γράφει: «Το Βερολίνο καπνίζει Junos». Η Φάννι έχει ήδη αποσυρθεί στην κουζίνα. Ο Βέρνερ παρακολουθεί τον Φρίντριχ να ζωγραφίζει άλλη μία χοντροκομμένη σπείρα με το μολύβι σφιγμένο στη χούφτα του. «Φεύγω από το Σουλπφόρτα, Φρίντριχ. Άλλαξαν την ηλικία μου και με στέλνουν στο μέτωπο». Ο Φρίντριχ σηκώνει το μολύβι, περιεργάζεται το σχέδιο και το ξαναπερνάει. «Σε λιγότερο από μια βδομάδα». Ο Φρίντριχ κουνάει το στόμα σαν να μασάει αέρα. «Είσαι πολύ όμορφη» λέει. Δεν κοιτάζει τον Βέρνερ και τα λόγια του ακούγονται σχεδόν σαν βογκητό. «Είσαι όμορφη, πολύ όμορφη, μαμά». «Δεν είμαι η μαμά σου» λέει μέσα από τα δόντια του ο Βέρνερ. «Έλα τώρα». Η έκφραση του Φρίντριχ είναι τελείως αθώα. Κάπου στην κουζίνα η υπηρέτρια έχει στήσει αυτί. Δεν ακούγεται κανένας άλλος ήχος, ούτε αυτοκίνητα, ούτε αεροπλάνα, ούτε τρένα, ούτε ραδιόφωνα, ούτε το φάντασμα της φράου Σβαρτσενμπέργκερ να τραντάζει τον κλωβό του ασανσέρ. Ούτε συνθήματα, ούτε τραγούδια, ούτε μεταξωτά λάβαρα, ούτε φιλαρμονικές, ούτε τρομπέτες, ούτε μητέρα, ούτε πατέρας, ούτε διοικητής με λιπαρά δάχτυλα να σέρνει το δάχτυλό του στην πλάτη του. Η πόλη φαντάζει απόλυτα ακίνητη, σαν να έχουν στήσει όλοι αυτί περιμένοντας κάποιον να γλιστρήσει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
363
Ο Βέρνερ κοιτάζει το γαλάζιο στους τοίχους και σκέφτεται τα Πουλιά της Αμερικής, τον κιτρινοκόρακα, το κουφαηδόνι του Κεντάκυ, την κόκκινη παπαδίτσα, δεκάδες θαυμάσια πουλιά, ενώ το βλέμμα του Φρίντριχ παραμένει κολλημένο σε ένα φριχτό υπερπέραν και κάθε μάτι είναι μια στάσιμη λίμνη που ο Βέρνερ δεν αντέχει να κοιτάξει μέσα της.
364
ANTHONY DOERR
Υποτροπή
ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ 1942, για πρώτη φορά από τότε που είχε πυρετό, η μαντάμ Μ ανέκ δεν είναι στην κουζίνα την ώρα που ξυπνάει η Μ αρί Λορ. Να πήγε ήδη στην αγορά; Η Μ αρί Λορ της χτυπάει την πόρτα και περιμένει για εκατό παλμούς. Ανοίγει την πίσω πόρτα και φωνάζει στο σοκάκι. Η ολόλαμπρη, θερμή καλοκαιριάτικη αυγή. Περιστέρια και γάτες. Ένα στριγκό γέλιο από κάποιο γειτονικό παράθυρο. «Μ αντάμ;» Ο σφυγμός της επιταχύνεται. Χτυπάει ξανά την πόρτα της μαντάμ Μ ανέκ: «Μ αντάμ;» Μ όλις μπαίνει, ακούει πρώτα τον ρόγχο. Σαν κουρασμένη πλημμυρίδα που ανασαλεύει πέτρες μέσα στα πνευμόνια της ηλικιωμένης. Ξινές μυρωδιές από ιδρώτα και ούρα αναδίδονται από το κρεβάτι. Τα χέρια της βρίσκουν το πρόσωπο της μαντάμ, το μάγουλό της είναι τόσο καυτό, που τα δάχτυλα της Μ αρί Λορ τραβιούνται απότομα σαν να ζεματίστηκαν. Ανεβαίνει τρέχοντας πάνω, σκοντάφτοντας, φωνάζοντας: «Θείε! Θείε!» κι όλο το σπίτι έχει γίνει άλικο στη φαντασία της, η στέγη γίνεται καπνός, φλόγες κατατρώνε τους τοίχους. Ο Ετιέν γονατίζει με τις αγκυλωμένες αρθρώσεις του δίπλα στη μαντάμ, μετά τρέχει στο τηλέφωνο και λέει μερικές
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
365
κουβέντες. Γυρίζει βιαστικά στο προσκέφαλο της μαντάμ Μ ανέκ. Την επόμενη ώρα η κουζίνα γεμίζει από γυναίκες, τη μαντάμ Ριέλ, τη μαντάμ Φοντινό, τη μαντάμ Εμπράρ. Στο ισόγειο δημιουργείται συνωστισμός· η Μ αρί Λορ ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, σαν να πηγαινοέρχεται μέσα στη σπείρα ενός τεράστιου κοχυλιού. Ο γιατρός έρχεται και φεύγει, μία από τις γυναίκες σφίγγει με το κοκαλιάρικο χέρι της τον ώμο της Μ αρί Λορ, και στις δύο ακριβώς, σύμφωνα με την κωδωνοκρουσία του καμπαναριού του καθεδρικού, ο γιατρός επιστρέφει με έναν άντρα που δε λέει τίποτα εκτός από καλησπέρα, που μυρίζει χώμα και τριφύλλι, που σηκώνει στην αγκαλιά του τη μαντάμ Μ ανέκ, τη βγάζει έξω στον δρόμο και την ξαπλώνει σε ένα κάρο σαν σακί αλεσμένης βρόμης, και τα πέταλα του αλόγου απομακρύνονται κάνοντας κλοπ-κλοπ, και ο γιατρός ξεστρώνει τα σεντόνια, και η Μ αρί Λορ βρίσκει τον Ετιέν στην άκρη της κουζίνας να ψιθυρίζει: η μαντάμ πέθανε, η μαντάμ πέθανε.
366
ANTHONY DOERR
Έξι 8 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
367
Κάποιος μπαίνει στο σπίτι
ΜΙΑ ΠΑΡ ΟΥΣΙΑ,
μια εισπνοή. Η Μ αρί Λορ στρέφει όλες τις αισθήσεις της στην είσοδο δύο πατώματα παρακάτω. Η καγκελόπορτα κλείνει με έναν αναστεναγμό, μετά κλείνει κι η εξώπορτα. Μ έσα στο μυαλό της ο πατέρας της αναλύει: Η καγκελόπορτα έκλεισε πριν από την εξώπορτα, όχι μετά. Που σημαίνει ότι, όποιος κι αν είναι, έκλεισε πρώτα την καγκελόπορτα και μετά την πόρτα. Είναι μέσα στο σπίτι. Οι τρίχες στον αυχένα της ορθώνονται. Ο Ετιέν ξέρει ότι θα χτυπούσε το καμπανάκι, Μαρί. Ο Ετιέν θα φώναζε ήδη το όνομά σου. Μ πότες στο χολ. Θραύσματα από πιατικά συνθλίβονται κάτω από τις σόλες. Δεν είναι ο Ετιέν. Η αγωνία είναι τόσο έντονη, που είναι σχεδόν αφόρητη. Προσπαθεί να ηρεμήσει το μυαλό της, προσπαθεί να συγκεντρώσει τη σκέψη της στην εικόνα ενός κεριού που καίει στο κέντρο του θώρακά της, ενός σαλιγκαριού που μαζεύεται μέσα στους έλικες του καβουκιού του, αλλά η καρδιά της βροντοχτυπάει στο στήθος της και παλμοί φόβου ανεβαίνουν κυκλοτερώς στη ραχοκοκαλιά της, και ξαφνικά δεν είναι σίγουρη αν κάποιος που δεν είναι τυφλός μπορεί να κοιτάξει από το χολ
368
ANTHONY DOERR
τη στριφογυριστή σκάλα και να δει μέχρι τον δεύτερο. Θυμάται ότι ο θείος της είπε πως πρέπει να έχουν τον νου τους σ’ εκείνους που κάνουν πλιάτσικο, και στην ατμόσφαιρα σαλεύουν φασματικές κηλίδες και θροΐσματα, και η Μ αρί Λορ φαντάζεται τον εαυτό της να ορμά στο μπάνιο εδώ στον τρίτο όροφο και να πηδά από το παράθυρο. Μ πότες στον διάδρομο. Ο ήχος ενός πιάτου που γλιστράει στο πάτωμα ύστερα από κλότσο. Πυροσβέστης, γείτονας, Γερμανός στρατιώτης που ψάχνει φαγητό; Ένας διασώστης θα φώναζε ρωτώντας αν υπάρχουν επιζώντες, ma chérie. Πρέπει να φύγεις. Πρέπει να κρυφτείς. Τα βήματα περιφέρονται στο δωμάτιο της μαντάμ Μ ανέκ. Προχωρούν αργά· ίσως είναι σκοτάδι. Γίνεται να νύχτωσε κιόλας; Περνούν τέσσερις, πέντε, έξι, ένα εκατομμύριο σφυγμοί. Έχει το μπαστούνι της, το παλτό του Ετιέν, τις δύο κονσέρβες, το μαχαίρι, το τούβλο. Τη μινιατούρα στην τσέπη του φουστανιού της. Την πέτρα μέσα της. Νερό στην μπανιέρα στο τέρμα του διαδρόμου. Προχώρα. Φύγε. Ένα κατσαρόλι ή τηγάνι που μάλλον έπεσε από τη θέση του κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού κροταλίζει στα πλακάκια της κουζίνας. Βγαίνει από την κουζίνα. Επιστρέφει στο χολ. Σήκω, ma chérie. Σήκω τώρα. Σηκώνεται. Μ ε το δεξί χέρι βρίσκει την κουπαστή. Εκείνος είναι στη βάση της σκάλας. Η Μ αρί Λορ παραλίγο να ουρλιάξει. Αλλά μετά καταλαβαίνει –αμέσως μόλις εκείνος πατάει το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι– ότι το περπάτημά του είναι άρρυθμο. Ένα-παύση-δύο, ένα-παύση-δύο. Το έχει ξανακούσει αυτό το περπάτημα. Είναι το χωλό βήμα ενός Γερμανού αρχιλοχία με σβησμένη φωνή. Φύγε. Η Μ αρί Λορ κάνει κάθε βήμα όσο πιο αποφασιστικά μπορεί. Τώρα είναι ευγνώμων που δε φοράει παπούτσια. Η καρδιά της χτυπάει τόσο μανιασμένα στο στήθος της, που είναι βέβαιη πως ο άντρας από κάτω μπορεί να την ακούσει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
369
Ανεβαίνει στον τρίτο όροφο. Κάθε βήμα είναι ένας ψίθυρος. Στον τέταρτο. Στο πλατύσκαλο του πέμπτου ορόφου κοντοστέκεται κάτω από τον πολυέλαιο και στήνει αυτί. Ακούει τον Γερμανό να ανεβαίνει τρία τέσσερα σκαλιά και να κάνει μια λαχανιασμένη παύση. Μ ετά συνεχίζει. Κάθε ξύλινο σκαλοπάτι διαμαρτύρεται κάτω από το βάρος του· στα αυτιά της μοιάζει με ζωάκι που συνθλίβεται. Εκείνος σταματάει – στο πλατύσκαλο του δεύτερου ορόφου, πιστεύει η Μ αρί Λορ. Εκεί που καθόταν πριν από λίγο. Η θέρμη της βρίσκεται ακόμα στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Η διασκορπισμένη ανάσα της. Ποιο μέρος έχει μείνει να καταφύγει; Κρύψου. Αριστερά περιμένει το παλιό δωμάτιο του παππού της. Δεξιά, η μικρή κρεβατοκάμαρά της με το σπασμένο τζάμι. Ευθεία μπροστά βρίσκεται η τουαλέτα. Παντού επικρατεί ακόμα η αμυδρή μυρωδιά καπνού. Τα βήματά του περνάνε το πλατύσκαλο. Ένα-παύση-δύο. Έναπαύση-δύο. Ασθμαίνοντας. Συνεχίζοντας την ανάβαση. Αν με ακουμπήσει, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, θα του βγάλω τα μάτια. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου του παππού της και μένει ακίνητη. Από κάτω ο άντρας κοντοστέκεται πάλι. Μ ήπως την άκουσε; Μ ήπως ανεβαίνει πιο αθόρυβα; Έξω στον κόσμο περιμένουν μυριάδες καταφύγια – κήποι γεμάτοι ζωηρό πράσινο αέρα· βασίλεια από θάμνους· βαθιές σκιές δέντρων όπου πετάνε πεταλούδες με τη σκέψη τους μόνο στο νέκταρ. Δεν μπορεί να φτάσει σε κανένα από αυτά. Βρίσκει την πελώρια ντουλάπα στο πίσω μέρος του δωματίου του Ανρί, ανοίγει τη δίφυλλη πόρτα με τους καθρέφτες, παραμερίζει τα παλιά πουκάμισα που κρέμονται μέσα και τραβάει την ψεύτικη πλάτη που έχει φτιάξει ο Ετιέν στο πίσω μέρος της. Χώνεται στον μικρό χώρο της σκάλας που βγάζει στο υπερώο. Έπειτα απλώνει τα χέρια μέσα στην ντουλάπα, βρίσκει τις πόρτες και τις κλείνει. Προστάτεψέ με τώρα, πέτρα, αν είσαι προστάτρια.
370
ANTHONY DOERR
Αθόρυβα, λέει η φωνή του πατέρα της. Μην κάνεις θόρυβο. Μ ε το ένα χέρι βρίσκει το χερούλι που έχει βάλει ο Ετιέν στην ψεύτικη πλάτη πίσω από την ντουλάπα. Τη σπρώχνει, πόντο πόντο, ώσπου να την ακούσει να μπαίνει στη θέση της, μετά παίρνει μια ανάσα και την κρατάει όσο μπορεί.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
371
Ο θάνατος του Βάλτερ Μπερντ
ΕΠΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ο Μ περντ ψέλλιζε ασυναρτησίες. Μ ετά βουβάθηκε και ο Φολκχάιμερ είπε: «Θεέ μου, ελέησε τον δούλο σου». Αλλά τώρα ο Μ περντ ανακάθεται και ζητάει φως. Του δίνουν να πιει όσο νερό έχει απομείνει στο πρώτο παγούρι. Ένα ρυάκι κυλάει στα μουστάκια του κι ο Βέρνερ το βλέπει να χάνεται. Ο Μ περντ κάθεται στο θαμπό φως του φακού και κοιτάζει μία τον Φολκχάιμερ και μία τον Βέρνερ. «Πέρσι που είχα άδεια» λέει «επισκέφθηκα τον πατέρα μου. Ήταν γέρος· όλη μου τη ζωή γέρος ήταν. Αλλά τώρα φαινόταν ιδιαίτερα γερασμένος. Του πήρε άπειρη ώρα να διασχίσει την κουζίνα. Είχε ένα πακέτο μπισκότα, μικρά μπισκότα αμυγδάλου. Τα έβαλε σε ένα πιάτο, μόνο το πακέτο, ακουμπισμένο λοξά. Κανείς μας δεν έφαγε. Μ ου είπε: “Δε χρειάζεται να μείνεις. Θα ήθελα να μείνεις, αλλά δε χρειάζεται. Θα έχεις άλλα πράγματα να κάνεις. Μ πορείς να πας με τους φίλους σου, αν θέλεις”. Όλο αυτό έλεγε». Ο Φολκχάιμερ σβήνει τον φακό κι ο Βέρνερ αντιλαμβάνεται κάτι φριχτό που κρατιέται σε απόσταση στο σκοτάδι. «Έφυγα» λέει ο Μ περντ. «Κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στον δρόμο. Δεν είχα πουθενά να πάω. Δεν είχα κανέναν να δω. Δεν είχα φίλους σ’ εκείνη την πόλη. Ταξίδευα όλη μέρα μέσα στα τρένα για να τον δω. Αλλά σηκώθηκα κι έφυγα έτσι απλά».
372
ANTHONY DOERR
Μ ετά μένει σιωπηλός. Ο Φολκχάιμερ τον μετακινεί στο πάτωμα σκεπάζοντάς τον με την κουβέρτα του Βέρνερ και ύστερα από λίγο ο Μ περντ πεθαίνει. Ο Βέρνερ καταπιάνεται με τον ασύρματο. Ίσως το κάνει για τη Γιούττα, όπως πρότεινε ο Φολκχάιμερ, ή ίσως το κάνει για να μη χρειάζεται να σκέφτεται τον Φολκχάιμερ που κουβαλάει τον Μ περντ σε μια άκρη και σκεπάζει με τούβλα τα χέρια, το στήθος, το πρόσωπό του. Ο Βέρνερ κρατάει τον φακό στο στόμα και περισυλλέγει ό,τι μπορεί: ένα σφυράκι, τρία βάζα με βίδες, ένα καλώδιο ενός χιλιοστού από τη σπασμένη λάμπα γραφείου. Μ έσα σε ένα στραπατσαρισμένο συρτάρι ανακαλύπτει, ως εκ θαύματος, μια μπαταρία ψευδάργυρου-άνθρακα των έντεκα βολτ με μια μαύρη γάτα τυπωμένη στο πλάι. Αμερικανική μπαταρία, με το σλόγκαν ότι έχει εννέα ζωές. Ο Βέρνερ τη φέρνει κάτω από την τρεμάμενη πορτοκαλιά δέσμη κατάπληκτος. Ελέγχει τους πόλους της. Έχει ακόμα μπόλικο φορτίο. Μ όλις τελειώσει η μπαταρία του φακού, σκέφτεται, θα έχουμε αυτή. Σηκώνει το πεσμένο τραπέζι. Στήνει πάνω του τον στραπατσαρισμένο πομποδέκτη. Δεν πιστεύει ότι έχει πολλές ελπίδες, αλλά τουλάχιστον ίσως μπορέσει να απασχολήσει το μυαλό του με κάτι, με ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσει. Ισιώνει τον φακό του Φολκχάιμερ στα δόντια του. Προσπαθεί να μη σκέφτεται την πείνα και τη δίψα, το βουλωμένο κενό στο αριστερό αυτί του, τον Μ περντ στη γωνία, τους Αυστριακούς από πάνω, τον Φρίντριχ, τη φράου Έλενα, τη Γιούττα, τίποτε απ’ αυτά. Κεραία. Δέκτης. Πυκνωτής. Όσο δουλεύει το μυαλό του είναι σχεδόν σιωπηλό, σχεδόν ήρεμο. Είναι κάτι που κάνει από μνήμης.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
373
Η κρεβατοκάμαρα του πέμπτου πατώματος
Ο ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ
μπαινοβγαίνει κουτσαίνοντας στα δωμάτια με τις ξεθωριασμένες άσπρες γύψινες κορνίζες και τις παμπάλαιες λάμπες κηροζίνης, τις κεντητές κουρτίνες και τους καθρέφτες της Μ πελ Επόκ, τα καράβια μέσα σε μπουκάλια και τους στρογγυλούς διακόπτες του ηλεκτρικού, όλους νεκρωμένους. Αμυδρό λυκόφως διεισδύει μέσα από τον καπνό και τις γρίλιες σχηματίζοντας θολές κόκκινες λωρίδες. Ναός αφιερωμένος στη Δεύτερη Αυτοκρατορία τούτο το σπίτι. Μ ια μπανιέρα γεμάτη κατά τα τρία τέταρτα με κρύο νερό στον δεύτερο όροφο. Δωμάτια παραγεμισμένα με πράγματα στον τρίτο. Δεν έχει δει κανένα κουκλόσπιτο ακόμα. Ανεβαίνει στον τέταρτο ιδροκοπώντας. Ανησυχώντας μήπως έχει κάνει λάθος. Το βάρος στην κοιλιά του ταλαντεύεται σαν εκκρεμές. Εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο, πλούσια διακοσμημένο δωμάτιο γεμάτο μπιχλιμπίδια, κιβώτια, βιβλία και μηχανικά εξαρτήματα. Ένα γραφείο, ένα κρεβάτι, ένα ντιβάνι, τρία παράθυρα στους δύο αντικριστούς τοίχους. Πουθενά η μακέτα. Στον πέμπτο. Στα αριστερά, μια μικροσκοπική κρεβατοκάμαρα με ένα παράθυρο και μακριές κουρτίνες. Ένα αγορίστικο πηλήκιο κρέμεται στον τοίχο· στο βάθος υψώνεται μια τεράστια ντουλάπα που μέσα της κρέμονται παλιά πουκάμισα. Πίσω στο πλατύσκαλο. Ένα μικρό WC με μια λεκάνη γεμάτη
374
ANTHONY DOERR
ούρα. Μ ετά η τελευταία κρεβατοκάμαρα. Πάνω σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια βρίσκονται παραταγμένα κοχύλια, όστρακα πάνω στα περβάζια και στη συρταριέρα και βάζα γεμάτα βότσαλα τοποθετημένα στη σειρά στο πάτωμα, τακτοποιημένα με κάποιο ακαταλαβίστικο σύστημα, κι εδώ – εδώ! Εδώ, πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι στα πόδια του κρεβατιού, βρίσκεται εκείνο που έψαχνε, μια ξύλινη μακέτα της πόλης, ακουμπισμένη σαν δώρο. Μ εγάλη σαν τραπέζι τραπεζαρίας. Γεμάτη μικροσκοπικά σπιτάκια. Πέρα από τις νιφάδες σοβά στους δρόμους η μικρή πόλη είναι άθικτη. Τώρα το ομοίωμα είναι πιο πλήρες από το αυθεντικό. Ένα έργο αληθινά μεγαλειώδες. Στο δωμάτιο της κόρης του. Για εκείνη. Φυσικά. Ο φον Ρούμπελ αισθάνεται σαν να έφτασε θριαμβευτής στο τέρμα ενός μεγάλου ταξιδιού, και ενώ κάθεται την άκρη του κρεβατιού και δυο δίδυμες σουβλιές πόνου υψώνονται από τους βουβώνες του έχει την αλλόκοτη αίσθηση πως έχει ξαναβρεθεί εδώ, σαν να έχει ζήσει σε ένα τέτοιο δωμάτιο, σαν να έχει κοιμηθεί σε ένα σκληρό κρεβάτι όπως αυτό, σαν να έχει συλλέξει λειασμένες πέτρες και να τις έχει παρατάξει έτσι. Θαρρείς και όλο αυτό το σκηνικό περίμενε κατά κάποιο τρόπο την επιστροφή του. Σκέφτεται τις κόρες του, σκέφτεται πόσο πολύ θα τους άρεσε να έβλεπαν μια πόλη πάνω σε ένα τραπέζι. Η μικρή θα ήθελε να γονατίσει ο πατέρας της στο πλευρό της. Ας φανταστούμε όλο τον κόσμο να κάθεται στο τραπέζι για φαγητό, θα του έλεγε. Ας φανταστούμε εμάς, μπαμπά. Έξω από το σπασμένο παράθυρο, έξω από τα μανταλωμένα παντζούρια το Σαιν Μ αλό είναι τόσο σιωπηλό, που ο φον Ρούμπελ ακούει το θρόισμα των παλμών της καρδιάς του να μετατοπίζει τις τριχούλες στο εσωτερικό του αυτιού του. Τον καπνό που φυσάει πάνω από τη στέγη. Τη στάχτη που πέφτει απαλά. Από στιγμή σε στιγμή θα ξαναρχίσει το πυροβολικό. Μ ε το μαλακό τώρα. Κάπου εδώ μέσα θα είναι. Ο κλειθροποιός έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Στη μακέτα – θα είναι μέσα στη μακέτα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
375
Πώς φτιάχνεται ο ασύρματος
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ
συνδέει τη μία άκρη του καλωδίου γύρω από τον γυμνό σωλήνα που υψώνεται διαγώνια από το πάτωμα. Καθαρίζει με το σάλιο του το καλώδιο και το τυλίγει περίπου εκατό φορές γύρω από τη βάση του σωλήνα, φτιάχνοντας ένα καινούριο πηνίο συντονισμού. Κρεμάει την άλλη άκρη από ένα κυρτωμένο δοκάρι σφηνωμένο μέσα στην πακτωμένη μάζα από ξύλα, πέτρες και σοβάδες που μέχρι πρότινος απάρτιζαν το ταβάνι. Ο Φολκχάιμερ τον παρακολουθεί από τις σκιές. Ένας όλμος εκρήγνυται κάπου στην πόλη και πάνω τους πέφτει μια βροχή από σκόνη. Η δίοδος τοποθετείται ανάμεσα στις ελεύθερες άκρες των δύο καλωδίων και ενώνεται με τους δύο ακροδέκτες της μπαταρίας για να ολοκληρωθεί το κύκλωμα. Ο Βέρνερ ακολουθεί με τη δέσμη του φακού του Φολκχάιμερ ολόκληρο το σύστημα. Γείωση, κεραία, μπαταρία. Στο τέλος στερεώνει τον φακό ανάμεσα στα δόντια του και σηκώνει τα δύο καλώδια του ακουστικού στο ύψος των ματιών του, τα γυμνώνει πάνω στις προεξοχές μιας βίδας και ακουμπάει τις γυμνές άκρες τους στη δίοδο. Αθέατα τα ηλεκτρόνια τρέχουν βουίζοντας στα καλώδια. Το ξενοδοχείο από πάνω τους –ό,τι απέμεινε απ’ αυτό– βγάζει απανωτά απόκοσμα βογκητά. Ξύλα σπάνε, λες και τα χαλάσματα ισορροπούν πάνω σε ένα υπομόχλιο. Θαρρείς πως αν καθόταν
376
ANTHONY DOERR
πάνω τους μια λιβελούλα θα πυροδοτούσε μια χιονοστιβάδα που θα τους έθαβε όλους μια για πάντα. Ο Βέρνερ πιέζει το ακουστικό στο δεξί του αυτί. Δε λειτουργεί. Αναποδογυρίζει τη βουλιαγμένη θήκη του ασύρματου και περιεργάζεται το εσωτερικό της. Χτυπάει τον εξασθενημένο φακό του Φολκχάιμερ για να ζωηρέψει. Ηρεμεί το μυαλό του. Φαντάζεται την κατανομή του ρεύματος. Ελέγχει ξανά τις ασφάλειες, τις βαλβίδες, τα βύσματα· ανεβοκατεβάζει τον διακόπτη λήψης/εκπομπής, διώχνει με ένα φύσημα τη σκόνη από τον επιλογέα. Βάζει τους ακροδέκτες στην μπαταρία. Ξαναδοκιμάζει το ακουστικό. Και τότε τα ακούει, σαν να είναι πάλι οχτώ χρόνων, γονατισμένος με την αδερφή του στο πάτωμα του Σπιτιού των Παιδιών: παράσιτα. Έντονα και σταθερά. Στη μνήμη του η Γιούττα λέει το όνομά του, και κατά πόδας έρχεται μια άλλη, πιο αναπάντεχη εικόνα: τα δύο σκοινιά στην πρόσοψη του σπιτιού του χερ Ζίντλερ και το μεγάλο, ατσαλάκωτο, άλικο λάβαρο που κρεμόταν από αυτά, πεντακάθαρο, κατακόκκινο. Ο Βέρνερ ψάχνει τις συχνότητες διαισθητικά. Ούτε ένα τρίξιμο, ούτε ένας χτύπος του κώδικα Μ ορς, ούτε φωνές. Παράσιτα, παράσιτα, παράσιτα, παράσιτα, παράσιτα. Στο αυτί που δουλεύει, στον ασύρματο, στην ατμόσφαιρα. Τα μάτια του Φολκχάιμερ μένουν στυλωμένα πάνω του. Σκόνη αιωρείται μέσα στην αδύναμη δέσμη του φακού: δεκάδες χιλιάδες σωματίδια στροβιλίζονται απαλά λαμπυρίζοντας.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
377
Στη σοφίτα
Ο
ΓΕΡ ΜΑΝΟΣ κλείνει τις πόρτες της ντουλάπας και απομακρύνεται κουτσαίνοντας, και η Μ αρί Λορ μένει στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας μετρώντας μέχρι το σαράντα. Εξήντα. Εκατό. Η καρδιά αγωνίζεται να στείλει οξυγονωμένο αίμα, το μυαλό αγωνίζεται να ξεδιαλύνει την κατάσταση. Μ ια πρόταση που κάποτε της είχε διαβάσει ο Ετιέν φωναχτά επιστρέφει: «Ακόμα και η καρδιά, η οποία στα ανώτερα ζώα, όταν διεγείρεται, πάλλεται με μεγαλύτερη ενέργεια, στο σαλιγκάρι, υπό παρόμοια διέγερση, σφύζει με βραδύτερες κινήσεις». Επιβράδυνε την καρδιά σου. Τέντωσε τα πόδια σου. Μ η βγάλεις άχνα. Κολλάει το αυτί της στην ψεύτικη πλάτη της ντουλάπας. Τι ακούει; Τον σκόρο που κατατρώει τα παμπάλαια ρούχα του παππού της; Τίποτα. Σιγά σιγά, μην μπορώντας να το πιστέψει, η Μ αρί Λορ αντιλαμβάνεται πως έχει αρχίσει να νυστάζει. Ψηλαφίζει τις κονσέρβες στις τσέπες της. Πώς να τις ανοίξει τώρα; Χωρίς να κάνει θόρυβο; Το μόνο που της μένει είναι να ανέβει πάνω. Πέντε σκαλοπάτια που οδηγούν στη μακριά τριγωνική σήραγγα του υπερώου. Το ταβάνι από ακατέργαστο ξύλο υψώνεται και από τις δύο πλευρές προς τη μύτη της σκεπής, λίγο πιο ψηλά από την κορυφή του κεφαλιού της.
378
ANTHONY DOERR
Η ζέστη έχει εγκατασταθεί για τα καλά εδώ πάνω. Δεν υπάρχει παράθυρο, δεν υπάρχει διέξοδος. Δεν υπάρχει άλλο μέρος να κρυφτεί. Ο μόνος δρόμος διαφυγής είναι αυτός από τον οποίο ήρθε. Τα τεντωμένα δάχτυλά της βρίσκουν ένα παλιό μπολ ξυρίσματος, μια ομπρελοθήκη και ένα κιβώτιο γεμάτο ποιος ξέρει με τι. Οι σανίδες του πατώματος κάτω από τα πόδια της είναι φαρδιές σαν τα χέρια της. Ξέρει εκ πείρας πόσο θόρυβο κάνει κανείς όταν περπατάει πάνω τους. Μ η ρίξεις τίποτα κάτω. Αν ο Γερμανός ανοίξει πάλι την ντουλάπα και σπρώξει στην άκρη τα ρούχα που κρέμονται και περάσει από την πορτούλα και ανέβει στη σοφίτα, τι θα κάνει; Θα του φέρει την ομπρελοθήκη στο κεφάλι; Θα τον τρυπήσει με το μαχαιράκι; Θα ουρλιάξει. Θα πεθάνει. Μ παμπά. Μ πουσουλάει πάνω στην κεντρική δοκό, από την οποία ξεκινούν οι στενές σανίδες του πατώματος, κατευθυνόμενη προς τον πέτρινο όγκο της καμινάδας στο βάθος της σοφίτας. Η κεντρική δοκός είναι παχύτερη και θα κάνει λιγότερο θόρυβο. Ελπίζει να μην έχει αποπροσανατολιστεί. Ελπίζει να μην είναι πίσω της ο Γερμανός, σημαδεύοντας την πλάτη της με ένα πιστόλι. Νυχτερίδες κραυγάζουν σχεδόν ανεπαίσθητα έξω από τον αεραγωγό και κάπου μακριά, ίσως σε κάποιο πολεμικό πλοίο ή πέρα από το Παραμέ, σκάει ένα βαρύ κανόνι. Κρακ. Παύση. Κρακ. Παύση. Ύστερα ακούγεται η παρατεταμένη κραυγή της οβίδας που πλησιάζει πετώντας και το φουμπ της έκρηξης σε κάποιο από τα νησιά. Ένας φριχτός τρόμος αναδύεται έρποντας από ένα μέρος πέρα από τη σκέψη. Από μια εσώτατη καταπακτή πάνω στην οποία πρέπει να πηδήξει αμέσως, να κρατήσει κόντρα με όλο της το βάρος και να την ασφαλίσει με λουκέτο. Βγάζει το παλτό και το απλώνει στο πάτωμα. Δεν τολμάει να ανακαθίσει επειδή φοβάται τον θόρυβο που θα κάνουν τα γόνατά της στα σανίδια. Η ώρα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
379
περνάει. Από κάτω δεν ακούγεται τίποτα. Υπάρχει περίπτωση να έφυγε; Τόσο γρήγορα; Εννοείται πως όχι. Εξάλλου η Μ αρί Λορ ξέρει τι τον έφερε εδώ. Στα αριστερά της πολυάριθμα ηλεκτρικά καλώδια απλώνονται στο πάτωμα. Ευθεία μπροστά της βρίσκεται το κουτί με τους παλιούς δίσκους του Ετιέν. Το κουρδιστό Victrola του. Το παλιό μηχάνημα ηχογράφησης. Ο μοχλός με τον οποίο σηκώνει την κεραία δίπλα από την καμινάδα. Αγκαλιάζει τα γόνατά της και προσπαθεί να ανασάνει μέσα από το δέρμα της. Αθόρυβα, σαν σαλιγκάρι. Έχει τις δύο κονσέρβες. Το τούβλο. Το μαχαίρι.
380
ANTHONY DOERR
Εφτά Αύγουστος 1942
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
381
Αιχμάλωτοι
ΕΝΑΣ
ΤΡ ΟΜΕΡΑ ΑΔΥΝΑΤΟΣ ΔΕΚΑΝΕΑΣ με τριμμένη στολή αγγαρείας έρχεται να πάρει τον Βέρνερ πεζός. Μ ακριά δάχτυλα, μια τούφα αραιά μαλλιά κάτω από το πηλήκιό του. Από τη μία μπότα του λείπει το κορδόνι και η γλώσσα κρέμεται κανιβαλιστικά. «Είσαι μικρόσωμος» του λέει. Ο Βέρνερ, με το καινούριο χιτώνιο εκστρατείας, το μεγάλο κράνος και την προβλεπόμενη αγκράφα που γράφει «Gott mit uns» –ο Θεός μαζί σας– στη ζώνη, ισιώνει την πλάτη του. Ο άντρας περιεργάζεται την τεράστια σχολή στο φως της αυγής κι ύστερα σκύβει, ανοίγει το φερμουάρ του σάκου του Βέρνερ και ψαχουλεύει τις τρεις προσεκτικά διπλωμένες στολές των Εθνικών Πολιτικών Εκπαιδευτικών Ινστιτούτων. Σηκώνει ένα παντελόνι στο φως και παίρνει μια έκφραση απογοήτευσης, επειδή δεν είναι ούτε κατά διάνοια στο μέγεθός του. Αφού κλείνει τον σάκο, τον παίρνει στον ώμο του· ο Βέρνερ δεν μπορεί να μαντέψει αν το κάνει για να τον κρατήσει ή απλώς για να τον μεταφέρει. «Μ ε λένε Νόυμαν. Μ ε φωνάζουν Δύο. Υπάρχει κι άλλος Νόυμαν, ο οδηγός. Εκείνον τον φωνάζουν Ένα. Μ ετά είναι ο μηχανικός, και ο λοχίας, κι εσύ, οπότε, αν σου λέει κάτι αυτό, γίναμε πάλι πέντε».
382
ANTHONY DOERR
Ούτε φανφάρες ούτε επισημότητες. Αυτή είναι η εγκατάσταση του Βέρνερ στη Βέρμαχτ. Περπατάνε πέντε χιλιόμετρα από τη σχολή στο χωριό. Σε ένα ντελικατέσεν μαύρες μύγες αιωρούνται πάνω από έξι τραπέζια. Ο Νόυμαν Δύο παραγγέλλει δύο πιάτα συκώτι από μοσχαράκι γάλακτος και τα τρώει και τα δύο, μαζεύοντας το αίμα με μαύρο ψωμί. Τα χείλη του γυαλίζουν. Ο Βέρνερ περιμένει εξηγήσεις –πού πηγαίνουν, σε τι είδους μονάδα θα υπηρετήσει– αλλά δεν του δίνει καμία. Το χρώμα του διακριτικού κάτω από τις επωμίδες και τα επιράμματα στον γιακά του δεκανέα είναι κόκκινα σαν το κρασί, αλλά ο Βέρνερ δεν μπορεί να θυμηθεί τι σημαίνει. Μ ηχανοκίνητο πεζικό; Χημικός πόλεμος; Η γριά φράου μαζεύει τα πιάτα. Ο Νόυμαν Δύο βγάζει ένα μεταλλικό κουτάκι από το παλτό του, ρίχνει τρία στρογγυλά χάπια στο τραπέζι και τα καταπίνει. Ύστερα ξαναβάζει το κουτάκι στο παλτό του και κοιτάζει τον Βέρνερ. «Χάπια για τη μέση μου. Λεφτά έχεις;» Ο Βέρνερ γνέφει αρνητικά. Ο Νόυμαν Δύο βγάζει μερικά τσαλακωμένα, βρόμικα ράιχσμαρκ από μια τσέπη. Πριν φύγουν, ζητάει από τη φράου δώδεκα βραστά αυγά και δίνει τα τέσσερα στον Βέρνερ. Από το Σουλπφόρτα παίρνουν ένα τρένο που περνάει από τη Λιψία και αποβιβάζονται σε έναν σταθμό δυτικά του Λοτζ. Στην αποβάθρα είναι ξαπλωμένοι οι στρατιώτες ενός τάγματος πεζικού, όλοι κοιμισμένοι, σαν να τους έκανε μάγια κάποια μάγισσα. Οι ξεθωριασμένες στολές τους θυμίζουν φαντάσματα μέσα στο μισοσκόταδο, οι ανάσες τους μοιάζουν συγχρονισμένες, το θέαμα είναι απόκοσμο και τρομακτικό. Πότε πότε ένα μεγάφωνο ψελλίζει προορισμούς που ο Βέρνερ δεν έχει ξανακούσει – Γκρίμμα, Βούρτσεν, Γκροσσενχάιν– παρόλο που ούτε τρένα περνάνε ούτε οι στρατιώτες σαλεύουν. Ο Νόυμαν Δύο κάθεται με τα πόδια ανοιχτά και τρώει τα αυγά το ένα μετά το άλλο, φτιάχνοντας έναν πύργο από τσόφλια μέσα στο αναποδογυρισμένο πηλήκιό του. Πέφτει το βράδυ. Ένα απαλό, παλινδρομικό ροχαλητό ακούγεται από τον κοιμισμένο λόχο. Ο Βέρνερ νιώθει σαν να είναι μαζί με τον Νόυμαν οι μόνες δύο ψυχές που έχουν μείνει ξύπνιες στον κόσμο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
383
Πολλή ώρα αφού σκοτεινιάζει ένα σφύριγμα ακούγεται από τα ανατολικά και οι κοιμισμένοι στρατιώτες ξυπνάνε. Ο Βέρνερ ξυπνάει στα μισά ενός ονείρου και ανακάθεται. Ο Νόυμαν Δύο στέκεται ήδη όρθιος δίπλα του, με τις χούφτες ενωμένες σαν να προσπαθεί να κρατήσει μια σφαίρα σκοταδιού μες στις παλάμες του. Ζεύξεις κροταλίζουν, οι σιαγόνες των φρένων τρίβονται στους τροχούς κι ένα τρένο βγαίνει με ταχύτητα από το σκοτάδι. Μ προστά έρχεται μια μηχανή χωρίς φώτα, τεθωρακισμένη, τινάζοντας έναν πυκνό πίδακα καπνού και ατμού. Από πίσω κυλούν μουγκρίζοντας μερικά κλειστά βαγόνια και στο τέλος ένα μυδραλιοβόλο σε καμπίνα, με δυο πυροβολητές καθισμένους δίπλα του. Όλα τα βαγόνια μετά το βαγόνι των πυροβολητών είναι πλατφόρμες φορτωμένες με ανθρώπους. Κάποιοι είναι όρθιοι· οι περισσότεροι κάθονται γονατιστοί. Περνάνε δύο βαγόνια, τρία, τέσσερα. Το καθένα έχει ένα τείχος από σακιά στο μπροστινό μέρος για να κόβει τον αέρα. Οι ράγες κάτω από την αποβάθρα λάμπουν θαμπά αναπηδώντας κάτω από το βάρος τους. Εννιά πλατφόρμες, δέκα, έντεκα. Όλες γεμάτες. Περνώντας τα σακιά μοιάζουν παράξενα: σαν να πλάστηκαν από γκρίζο πηλό. Ο Νόυμαν Δύο σηκώνει το πιγούνι του: «Αιχμάλωτοι». Ο Βέρνερ προσπαθεί να ξεχωρίσει τα άτομα πάνω στα βαγόνια που περνάνε με ταχύτητα: ένα βουλιαγμένο μάγουλο, ένας ώμος, ένα μάτι που λαμπυρίζει. Φοράνε στολές; Πολλοί κάθονται με τις πλάτες ακουμπισμένες στα σακιά στο μπροστινό μέρος του βαγονιού: μοιάζουν με σκιάχτρα που στέλνονται δυτικά για να στηθούν σε κάποιο τρομερό περιβόλι. Κάποιοι από τους αιχμαλώτους, απ’ όσο μπορεί να δει, κοιμούνται. Ένα πρόσωπο περνάει αστραπιαία από μπροστά του, ωχρό και κέρινο, με το αυτί κολλημένο στο δάπεδο του βαγονιού. Ο Βέρνερ ανοιγοκλείνει τα μάτια. Αυτό που βλέπει δεν είναι σακιά. Δεν είναι άνθρωποι που κοιμούνται. Στο μπροστινό μέρος κάθε βαγονιού είναι στημένο ένα τείχος από πτώματα.
384
ANTHONY DOERR
Μ όλις γίνεται σαφές ότι το τρένο δε θα σταματήσει όλοι οι στρατιώτες γύρω τους ησυχάζουν και κλείνουν ξανά τα μάτια. Ο Νόυμαν Δύο χασμουριέται. Οι αιχμάλωτοι περνάνε πάνω στα βαγόνια, ένα ποτάμι ανθρώπων που ξεχύνεται μέσα από τη νύχτα. Δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ: γιατί τα μετράει; Εκατοντάδες άνθρωποι. Χιλιάδες. Στο τέλος βγαίνει από το σκοτάδι η τελευταία πλατφόρμα, όπου οι ζωντανοί γέρνουν πάνω στους νεκρούς, ακολουθούμενη από τη σκιά ενός άλλου μυδραλιοβόλου μέσα σε καμπίνα και τέσσερις πέντε πυροβολητές, και μετά το τρένο χάνεται. Ο ήχος των αξόνων σβήνει· η σιωπή κλείνει ξανά πάνω από το δάσος. Κάπου προς τα εκεί βρίσκεται το Σουλπφόρτα με τα σκοτεινά επιστεγάσματα, τα μικρά παιδιά που βρέχουν το κρεβάτι τους, τους υπνοβάτες και τους νταήδες. Κάπου πιο πίσω, ένας λεβιάθαν που αγκομαχάει, το Τσολλφεράιν. Τα παράθυρα που κροταλίζουν στο Σπίτι των Παιδιών. Η Γιούττα. «Κάθονται πάνω στους νεκρούς τους;» ρωτάει ο Βέρνερ. Ο Νόυμαν Δύο κλείνει το ένα μάτι, γέρνει το κεφάλι του σαν σκοπευτής και σημαδεύει το σκοτάδι στο σημείο όπου ξεμάκρυνε το τρένο. «Μ παμ» λέει. «Μ παμ, μπαμ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
385
Η ντουλάπα
ΤΙΣ
ΜΕΡ ΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ μετά τον θάνατο της μαντάμ Μ ανέκ ο Ετιέν δε βγήκε από το γραφείο του. Η Μ αρί Λορ τον φαντάζεται καμπουριασμένο στον καναπέ να μουρμουρίζει παιδικά ποιηματάκια και να παρακολουθεί φαντάσματα να περιδιαβαίνουν μέσα στους τοίχους. Πίσω από την πόρτα η σιωπή του είναι τόσο ολοκληρωτική, που ανησυχεί μήπως κατάφερε να εγκαταλείψει εντελώς τα εγκόσμια. «Θείε; Ετιέν;» Η μαντάμ Μ πλανσάρ πηγαίνει τη Μ αρί Λορ στον ναό του Αγίου Βικεντίου για την κηδεία της μαντάμ Μ ανέκ. Η μαντάμ Φοντινό φτιάχνει πατατόσουπα για μια βδομάδα. Η μαντάμ Γκιμπού φέρνει μαρμελάδα. Η μαντάμ Ριέλ, ποιος ξέρει πώς, φτιάχνει κέικ. Οι ώρες ξεφτίζουν και χάνονται. Η Μ αρί Λορ αφήνει ένα γεμάτο πιάτο έξω από την πόρτα του Ετιέν το βράδυ και το μαζεύει άδειο το πρωί. Κάθεται μόνη της στο δωμάτιο της μαντάμ Μ ανέκ και μυρίζει μέντα, κερί, εξήντα χρόνια αφοσίωσης. Υπηρέτρια, νοσοκόμα, μάνα, συνένοχος, σύμβουλος, μαγείρισσα – πόσα πράγματα ήταν η μαντάμ Μ ανέκ για τον Ετιέν; Για όλους τους; Γερμανοί ναύτες τραγουδάνε ένα μεθυσμένο τραγούδι στον δρόμο και μια αράχνη πάνω από τη σόμπα υφαίνει κάθε βράδυ καινούριο ιστό, και για τη Μ αρί Λορ αυτό το πράγμα είναι διπλά
386
ANTHONY DOERR
άσπλαχνο: που όλα τα υπόλοιπα συνεχίζουν να ζουν, που η γη δε σταματάει να περιστρέφεται ούτε μια στιγμή στο ταξίδι της γύρω από τον ήλιο. Καημένο παιδί. Καημένε μεσιέ Λεμπλάν. Ούτε καταραμένοι να ήταν. Μ ακάρι να έμπαινε ο πατέρας της από την πόρτα της κουζίνας. Να χαμογελούσε στις κυρίες, να έπαιρνε στις παλάμες του το πρόσωπο της Μ αρί Λορ. Πέντε λεπτά μαζί του. Ένα. Ύστερα από τέσσερις μέρες ο Ετιέν βγαίνει από το δωμάτιό του. Τα σκαλοπάτια τρίζουν καθώς κατεβαίνει και οι γυναίκες στην κουζίνα βουβαίνονται. Μ ε αυστηρή φωνή τις παρακαλεί να φύγουν: «Χρειαζόμουν χρόνο να πω αντίο, και τώρα πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου και την ανιψιά μου. Σας ευχαριστώ». Μ όλις κλείνει η πόρτα της κουζίνας, κλειδώνει τις κλειδαριές και παίρνει τα χέρια της Μ αρί Λορ στα δικά του: «Όλα τα φώτα είναι σβηστά. Πολύ ωραία. Έλα να σταθείς εδώ, σε παρακαλώ». Καρέκλες παραμερίζονται. Το τραπέζι της κουζίνας, στην άκρη. Τον ακούει να πασπατεύει τον κρίκο στο κέντρο του δαπέδου: η καταπακτή σηκώνεται. Ο Ετιέν κατεβαίνει στο κελάρι. «Θείε; Τι χρειάζεστε;» «Αυτό» της φωνάζει. «Τι είναι;» «Ένα ηλεκτρικό πριόνι». Νιώθει κάτι φωτεινό να ανάβει στην κοιλιά της. Ο Ετιέν ανεβαίνει τις σκάλες με τη Μ αρί Λορ ξοπίσω του. Πρώτος όροφος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, στροφή αριστερά στην κρεβατοκάμαρα του παππού της. Ανοίγει τις πόρτες της τεράστιας ντουλάπας, βγάζει έξω τα παλιά ρούχα του αδερφού του και τα αφήνει στο κρεβάτι. Απλώνει μια μπαλαντέζα στο πλατύσκαλο και τη βάζει στην πρίζα. «Θα κάνει θόρυβο» της λέει. «Εντάξει» αποκρίνεται εκείνη. Ο Ετιέν μπαίνει μέσα στην ντουλάπα και το πριόνι ανάβει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
387
ουρλιάζοντας. Ο ήχος διαπερνάει τους τοίχους, το πάτωμα, το στέρνο της Μ αρί Λορ. Αναρωτιέται πόσοι γείτονες να τον ακούνε κι αν κάπου κάποιος Γερμανός που παίρνει το πρωινό του έχει τεντώσει τον λαιμό για να στήσει αυτί. Ο Ετιέν κόβει ένα ορθογώνιο από την πλάτη της ντουλάπας και μετά ανοίγει μια τρύπα στην πόρτα της σοφίτας που βρίσκεται από πίσω του. Σβήνει το πριόνι και χώνεται στο άνοιγμα, ανεβαίνει τη σκάλα πίσω του και φτάνει στο υπερώο. Η Μ αρί Λορ τον ακολουθεί. Όλο το πρωί ο Ετιέν πηγαινοέρχεται μπουσουλώντας στο πάτωμα της σοφίτας με καλώδια και τανάλιες και εργαλεία που τα δάχτυλά της δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, υφαίνοντας γύρω του κάτι που η Μ αρί Λορ φαντάζεται σαν περίπλοκο ηλεκτρονικό δίχτυ με τον ίδιο στο κέντρο. Μ ουρμουρίζει μόνος του· φέρνει χοντρά βιβλία ή ηλεκτρικά εξαρτήματα από διάφορα δωμάτια των κάτω ορόφων. Η σοφίτα τρίζει· μύγες διαγράφουν μπλε ελεκτρίκ δαχτυλίδια στον αέρα. Αργά το απόγευμα η Μ αρί Λορ κατεβαίνει τη σκάλα και αποκοιμάται στο κρεβάτι του παππού της, νανουρισμένη από τους ήχους που κάνει ο θείος της δουλεύοντας από πάνω. Όταν ξυπνάει, κάτω από τα γείσα κελαηδάνε σταβλοχελίδονα και μέσα από το ταβάνι ξεχύνεται μουσική. Το «Clair de Lune», ένα τραγούδι που της φέρνει στον νου φύλλα που πετάνε και τις σκληρές κορδέλες άμμου κάτω από τα πόδια της στην άμπωτη. Η μουσική λικνίζεται, φουσκώνει και κατακάθεται πάλι στη γη, κι έπειτα ακούγεται η νεαρή φωνή του από καιρό πεθαμένου παππού της: Το ανθρώπινο σώμα έχει ενενήντα έξι χιλιάδες χιλιόμετρα αιμοφόρων αγγείων, παιδιά! Φτάνουν για να τυλίξουν τη γη περίπου δυόμισι φορές… Ο Ετιέν κατεβαίνει τα εφτά ξύλινα σκαλοπάτια, χώνεται μέσα από το άνοιγμα στην πλάτη της ντουλάπας και παίρνει τα χέρια της στα δικά του. Η Μ αρί Λορ ξέρει τι θα πει πριν μιλήσει: «Ο πατέρας σου μου ζήτησε να φροντίσω να είσαι ασφαλής». «Το ξέρω». «Θα είναι επικίνδυνο. Δεν είναι παιχνίδι». «Θέλω να το κάνω. Η μαντάμ θα ήθελε…» «Πες τα μου. Πες μου ολόκληρη τη διαδικασία».
388
ANTHONY DOERR
«Είκοσι δύο βήματα στην οδό Βομπορέλ ως την οδό Εστρέ. Μ ετά προχωράμε δεξιά για δεκαέξι υπονόμους. Αριστερά στην οδό Ρομπέρ Συρκούφ. Άλλοι εννέα υπόνομοι μέχρι τον φούρνο. Πηγαίνω στον πάγκο και λέω: “Μ ια κανονική φραντζόλα, παρακαλώ”». «Τι θα σου απαντήσει;» «Θα εκπλαγεί. Αλλά εγώ πρέπει να πω: “Μ ια κανονική φραντζόλα, παρακαλώ”, κι αυτή πρέπει να απαντήσει: “Τι κάνει ο θείος σου;”». «Θα ρωτήσει για μένα;» «Έτσι πρέπει. Έτσι θα καταλάβει ότι είστε διατεθειμένος να βοηθήσετε. Αυτό πρότεινε η μαντάμ. Έτσι λέει το πρωτόκολλο». «Κι εσύ τι θα πεις;» «Θα πω: “Ο θείος μου είναι πολύ καλά, ευχαριστώ”. Θα πάρω το ψωμί, θα το βάλω στο σακίδιό μου και θα έρθω στο σπίτι». «Κι αυτό θα συνεχίσει να γίνεται και τώρα; Χωρίς τη μαντάμ;» «Γιατί να μη γίνεται;» «Πώς θα πληρώσεις;» «Μ ε το δελτίο». «Έχουμε κανένα;» «Κάτω, στο συρτάρι. Έχετε χρήματα, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Έχουμε μερικά. Πώς θα γυρίσεις;» «Κατευθείαν». «Από ποιο δρόμο;» «Εννιά υπονόμους στην οδό Ρομπέρ Συρκούφ. Δεξιά στην οδό Εστρέ. Δεκαέξι υπονόμους ως την οδό Βομπορέλ. Τα ξέρω όλα, θείε, τα έχω απομνημονεύσει. Έχω πάει στον φούρνο τριακόσιες φορές». «Μ ην πας πουθενά αλλού. Μ ην πας στις παραλίες». «Θα πάω και θα ’ρθω». «Το υπόσχεσαι;» «Το υπόσχομαι». «Πήγαινε τότε, Μ αρί Λορ. Πήγαινε σαν τον άνεμο».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
389
Ανατολικά
ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ
ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΒΑΓΟΝΙΑ το Λοτζ, τη Βαρσοβία, το Μ πρεστ. Για πολλά χιλιόμετρα από την ανοιχτή πόρτα ο Βέρνερ δε βλέπει ούτε ένα ανθρώπινο ίχνος εκτός από κανένα εκτροχιασμένο βαγόνι δίπλα στις ράγες, παραμορφωμένο και σημαδεμένο από κάποια έκρηξη. Στρατιώτες ανεβοκατεβαίνουν στο τρένο, ισχνοί, χλομοί, ο καθένας με έναν γυλιό, ένα τουφέκι κι ένα σιδερένιο κράνος. Κοιμούνται παρά τον θόρυβο, παρά το κρύο, παρά την πείνα, σαν να προσπαθούν απεγνωσμένα να μείνουν μακριά από τον κόσμο του ξύπνου όσο περισσότερο γίνεται. Σειρές από πεύκα χωρίζουν απέραντα λιβάδια με μεταλλικό χρώμα. Η μέρα είναι ανήλιαγη. Ο Νόυμαν Δύο ξυπνάει, κατουράει έξω από την πόρτα, βγάζει το κουτί με τα χάπια από το παλτό του και καταπίνει δυο τρεις ταμπλέτες ακόμα. «Η Ρωσία» λέει, μόλο που ο Βέρνερ δεν μπορεί να καταλάβει πώς επισήμανε τη μετάβαση. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μέταλλο. Το σούρουπο το τρένο σταματάει και ο Νόυμαν Δύο οδηγεί πεζή τον Βέρνερ ανάμεσα σε σειρές από κατεστραμμένα σπίτια, καρβουνιασμένους σωρούς από δοκάρια και τούβλα. Όσοι τοίχοι έχουν μείνει όρθιοι είναι γαζωμένοι από τις μαύρες ριπές των πολυβόλων. Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει, όταν ο Βέρνερ
390
ANTHONY DOERR
παραδίδεται σε έναν μυώδη λοχαγό που τρώει μόνος του καθισμένος σε έναν καναπέ, ο οποίος αποτελείται μόνο από έναν ξύλινο σκελετό και σούστες. Σε μια τενεκεδένια γαβάθα στα πόδια του λοχαγού αχνίζει ένας κύλινδρος από βραστό γκρίζο κρέας. Ο λοχαγός περιεργάζεται για λίγο τον Βέρνερ χωρίς να πει τίποτα, με ύφος όχι απογοήτευσης αλλά κουρασμένης θυμηδίας. «Δεν τους βγάζουν σε μεγαλύτερο μέγεθος, ε;» «Όχι, κύριε». «Πόσων χρόνων είσαι;» «Δεκαοχτώ, κύριε». Ο λοχαγός σκάει στα γέλια: «Πες δώδεκα, να ’σαι μέσα». Κόβει ένα στρογγυλό κομμάτι κρέας και μασάει πολλή ώρα και στο τέλος βάζει δυο δάχτυλα στο στόμα του και πετάει ένα κομμάτι χόνδρο. «Εξοικειώσου με τον εξοπλισμό. Κοίτα μήπως μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα από τον προηγούμενο που μας έστειλαν». Ο Νόυμαν Δύο οδηγεί τον Βέρνερ στην ανοιχτή καρότσα ενός άπλυτου Όπελ Μ πλιτζ, ενός φορτηγού παντός δρόμου δύο χιλιάδων εφτακοσίων κιλών με ξύλινο πλαίσιο στο πίσω μέρος. Στη μια πλευρά είναι δεμένα βουλιαγμένα μπιτόνια βενζίνης. Στην άλλη ριπές από σφαίρες έχουν αφήσει περιπλανώμενες τρύπες. Το μολυβένιο σύθαμπο αποτραβιέται. Ο Νόυμαν Δύο φέρνει στον Βέρνερ μια λάμπα κηροζίνης. «Τα μηχανήματα είναι μέσα». Και εξαφανίζεται. Χωρίς εξηγήσεις. Καλώς όρισες στον πόλεμο. Μ ικρές νυχτοπεταλούδες στροβιλίζονται στο φως της λάμπας. Η κόπωση εγκαθίσταται σε κάθε μέλος του Βέρνερ. Άραγε ο δόκτωρ Χάουπτμαν το έκανε αυτό ως επιβράβευση ή ως τιμωρία; Λαχταρά να καθίσει ξανά στους πάγκους του Σπιτιού των Παιδιών, να ακούσει τα τραγούδια της φράου Έλενας και την ψιλή φωνή του Ζίγκφριντ Φίσερ να εξυμνεί τα υποβρύχια και τα μαχητικά αεροπλάνα, να νιώσει τη ζεστασιά που εκπέμπει η στρογγυλή κοιλιά της σόμπας, να δει τη Γιούττα να ζωγραφίζει στην άλλη άκρη του τραπεζιού σχεδιάζοντας τα χιλιάδες παράθυρα στη φανταστική της πόλη.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
391
Στην καρότσα του φορτηγού ενοικεί μια μυρωδιά: πηλός και χυμένο ντίζελ ανακατεμένο με κάτι σάπιο. Τρία τετράγωνα παράθυρα αντανακλούν το φως της λάμπας. Είναι ένα φορτηγό ασύρματου. Σε έναν πάγκο στο αριστερό τοίχωμα βρίσκονται δύο βρόμικες μονάδες ασύρματου σε μέγεθος μαξιλαριού. Μ ια πτυσσόμενη κεραία που ο χειρισμός της γίνεται εσωτερικά. Τρία ζευγάρια ακουστικά, μια οπλοδόκη, ντουλάπια αποθήκευσης. Κέρινα μολύβια, πυξίδες, χάρτες. Κι εδώ, μέσα σε στραπατσαρισμένες θήκες, περιμένουν οι δύο πομποδέκτες που σχεδίασε με τον δόκτορα Χάουπτμαν. Τον παρηγορεί που τα βλέπει εδώ έξω, σαν να γύρισε το κεφάλι και να βρήκε έναν παλιόφιλο να επιπλέει δίπλα του καταμεσής της θάλασσας. Βγάζει τον πρώτο πομποδέκτη από τη θήκη και ξεβιδώνει την πλάτη. Ο μετρητής έχει ραγίσει, πολλές ασφάλειες έχουν καεί και λείπει το βύσμα του πομπού. Ψάχνει για εργαλεία, ένα μπουλονόκλειδο, χάλκινο σύρμα. Κοιτάζει έξω από την ανοιχτή πόρτα, πάνω από το σιωπηλό στρατόπεδο, εκεί όπου τα άστρα είναι απλωμένα κατά χιλιάδες στον ουρανό. Άραγε να περιμένουν ρωσικά τανκ εκεί έξω; Να στρέφουν τα όπλα τους στο φως της λάμπας; Θυμάται το μεγάλο Φίλκο από καρυδιά του χερ Ζίντλερ. Κοίτα τα καλώδια, συγκεντρώσου, υπολόγισε. Στο τέλος θα αποκαλυφθεί ένα μοτίβο. Την επόμενη φορά που σηκώνει το βλέμμα του μια απαλή λάμψη αχνοφαίνεται πίσω από μια σειρά μακρινών δέντρων, σαν κάτι εκεί έξω να έχει πάρει φωτιά. Χαράζει. Μ ισό χιλιόμετρο πιο κάτω δυο παιδιά με ραβδιά περπατάνε αργόσυρτα πίσω από ένα κοπάδι κοκαλιάρικα ζώα. Ο Βέρνερ ανοίγει τον δεύτερο πομποδέκτη τη στιγμή που ένας γίγαντας εμφανίζεται στο πίσω μέρος του σκέπαστρου του φορτηγού. «Πφέννιχ». Ο άντρας κρεμάει τα μακριά χέρια του από την πάνω βέργα του καλύμματος της καρότσας· κρύβει το ερειπωμένο χωριό, τα χωράφια, τον ανατέλλοντα ήλιο. «Φολκχάιμερ;»
392
ANTHONY DOERR
Μια φραντζόλα κανονικό ψωμί
ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ με τραβηγμένες τις κουρτίνες. Η Μ αρί Λορ αισθάνεται ακόμα την αγαλλίαση που ένιωσε φεύγοντας από τον φούρνο με το ζεστό βάρος της φραντζόλας στο σακίδιό της. Ο Ετιέν διαλύει το ψωμί. «Να». Ακουμπάει ένα μικροσκοπικό ρολό χαρτί, όχι μεγαλύτερο από κυπραία, στην παλάμη της. «Τι γράφει;» «Αριθμούς. Πολλούς. Οι τρεις πρώτοι ίσως είναι συχνότητες, δεν είμαι σίγουρος. Ο τέταρτος –2300– ίσως είναι η ώρα». «Τι θα κάνουμε τώρα;» «Θα περιμένουμε να νυχτώσει». Ο Ετιέν βάζει σύρματα στο σπίτι περνώντας τα πίσω από τοίχους, συνδέοντας το πρώτο σε ένα καμπανάκι στο δεύτερο πάτωμα, το δεύτερο σε ένα άλλο καμπανάκι στη σοφίτα και το τρίτο στην εξώπορτα. Βάζει τη Μ αρί Λορ να το δοκιμάσει τρεις φορές: στέκεται έξω στον δρόμο και ανοίγει την καγκελόπορτα, και βαθιά μέσα από το σπίτι ακούγονται δύο αχνά κουδουνίσματα. Μ ετά φτιάχνει ψεύτικη πλάτη για την ντουλάπα και την τοποθετεί σε μια συρταρωτή ράγα, ώστε να ανοίγει και από τις δύο πλευρές. Το βράδυ πίνουν τσάι και μασουλάνε ένα αλευρώδες, πηχτό ψωμί από το αρτοποιείο των Ριέλ. Μ όλις
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
393
σκοτεινιάζει για τα καλά, η Μ αρί Λορ ακολουθεί τον θείο της στις σκάλες, στο δωμάτιο του πέμπτου πατώματος και στη σκάλα της σοφίτας. Ο Ετιέν σηκώνει τη βαριά τηλεσκοπική κεραία δίπλα στην καμινάδα. Πατάει διακόπτες και η σοφίτα πλημμυρίζει με έναν απαλό σπινθηρισμό. «Έτοιμη;» Ακούγεται σαν τον πατέρα της όταν ετοιμάζεται να πει κάτι χαζό. Νοερά η Μ αρί Λορ ακούει τους δύο αστυνομικούς: Έχουν γίνει συλλήψεις και για λιγότερα. Και τη μαντάμ Μ ανέκ: Δε θες να ζήσεις πριν πεθάνεις; «Ναι». Καθαρίζει τον λαιμό του. Βάζει σε λειτουργία το μικρόφωνο και λέει: «567, 32, 3011, 2300, 110, 90, 146, 7751». Οι αριθμοί φεύγουν, φτερουγίζουν πάνω από στέγες, πάνω από τη θάλασσα, πετώντας ποιος ξέρει προς ποιους προορισμούς. Προς την Αγγλία, προς το Παρίσι, προς τους νεκρούς. Γυρνάει στη δεύτερη συχνότητα και επαναλαμβάνει την εκπομπή. Στην τρίτη. Μ ετά σβήνει τελείως το μηχάνημα. Εκείνο τρίζει ενόσω κρυώνει. «Τι σημαίνουν οι αριθμοί, θείε;» «Δεν ξέρω». «Μ εταφράζονται σε λέξεις;» «Υποθέτω». Κατεβαίνουν τη σκάλα και περνάνε το άνοιγμα της ντουλάπας. Στον διάδρομο δεν περιμένουν στρατιώτες με τα όπλα προτεταμένα. Τίποτα δε φαίνεται διαφορετικό. Η Μ αρί Λορ θυμάται ένα κομμάτι από τον Ιούλιο Βερν: «Η επιστήμη, νεαρέ μου, φτιάχνεται από λάθη, αλλά από λάθη που είναι χρήσιμο να γίνονται επειδή λίγο λίγο οδηγούν στην αλήθεια». Ο Ετιέν γελάει μόνος του: «Θυμάσαι τι είπε η μαντάμ για τον βάτραχο που βράζει;» «Ναι, θείε». «Αναρωτιέμαι ποιος ήταν ο βάτραχος. Η ίδια; Ή οι Γερμανοί;»
394
ANTHONY DOERR
Φολκχάιμερ
Ο
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ είναι ένας λιγομίλητος, αδυσώπητος άντρας ονόματι Βάλτερ Μ περντ με αλλήθωρο βλέμμα. Ο οδηγός είναι ένας τριαντάρης κουτσοδόντης που τον φωνάζουν Νόυμαν Ένα. Ο Βέρνερ ξέρει ότι ο Φολκχάιμερ, ο λοχίας τους, δεν είναι πάνω από είκοσι, αλλά στο σκληρό, μολυβένιο χρώμα της αυγής φαίνεται σαράντα. «Οι αντάρτες χτυπάνε τα τρένα» εξηγεί. «Είναι οργανωμένοι, και ο λοχαγός πιστεύει ότι συντονίζουν τις επιθέσεις τους με ασύρματους». «Ο προηγούμενος τεχνικός» λέει ο Νόυμαν Ένα «δε βρήκε τίποτα». «Τα μηχανήματα είναι εντάξει» λέει ο Βέρνερ. «Σε καμιά ώρα θα τα έχω φτιάξει και τα δύο». Μ ια καλοσύνη γεμίζει τα μάτια του Φολκχάιμερ και για μια στιγμή στέκεται ακίνητος. «Ο Πφέννιχ» λέει κοιτώντας τον Βέρνερ «δεν έχει καμία σχέση με τον προηγούμενο τεχνικό». Ξεκινάνε. Το φορτηγό προχωράει χοροπηδώντας σε δρόμους που στην πραγματικότητα είναι για κοπάδια. Κάθε λίγα χιλιόμετρα σταματάνε και στήνουν τον πομποδέκτη σε κάποιο ύψωμα ή σε κάποια ράχη. Αφήνουν τον Μ περντ και τον κοκαλιάρη, ύπουλο Νόυμαν Δύο – τον έναν με το τουφέκι και τον άλλον με τα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
395
ακουστικά. Μ ετά προχωράνε μερικές εκατοντάδες μέτρα, αρκετά για να σχηματίσουν τη βάση του τριγώνου μετρώντας την απόσταση που διανύουν, και ο Βέρνερ βάζει σε λειτουργία τον κύριο πομπό. Σηκώνει την κεραία του φορτηγού, βάζει τα ακουστικά και χτενίζει τις συχνότητες προσπαθώντας να εντοπίσει οτιδήποτε παράνομο. Όποια φωνή δεν επιτρέπεται. Κατά μήκος του επίπεδου, αχανούς ορίζοντα πάντα καίνε πολυάριθμες φωτιές. Τον περισσότερο καιρό ο Βέρνερ προχωράει κοιτώντας προς τα πίσω, τη γη που αφήνουν πίσω τους, προς την Πολωνία, προς το Ράιχ. Κανείς δεν τους πυροβολεί. Ελάχιστες φωνές σκίζουν τα παράσιτα, κι αυτές είναι γερμανικές. Τη νύχτα ο Νόυμαν Ένα βγάζει κονσέρβες με λουκανικάκια από τα κουτιά με τα πυρομαχικά και ο Νόυμαν Δύο λέει τετριμμένα ανέκδοτα για πόρνες που θυμάται ή που τα βγάζει από το μυαλό του· και στους εφιάλτες του ο Βέρνερ παρακολουθεί τις σιλουέτες των αγοριών να ζυγώνουν τον Φρίντριχ, παρόλο που όταν τον πλησιάζει ο Φρίντριχ μεταμορφώνεται στη Γιούττα, κι εκείνη τον κοιτάει με επικριτικό βλέμμα ενώ τα παιδιά παίρνουν ένα ένα τα μέλη της. Κάθε μία ώρα ο Φολκχάιμερ χώνει το κεφάλι του στο πίσω μέρος του φορτηγού και κοιτάζει τον Βέρνερ στα μάτια: «Τίποτα;» Ο Βέρνερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Παίζει με τις μπαταρίες, εξετάζει ξανά τη θέση των κεραίων, ελέγχει για τρίτη φορά τις ασφάλειες. Στο Σουλπφόρτα, με τον δόκτορα Χάουπτμαν, ήταν παιχνίδι. Μ πορούσε να μαντέψει τη συχνότητα του Φολκχάιμερ· ήξερε πάντα αν ο πομπός του Φολκχάιμερ εξέπεμπε. Εδώ έξω δεν ξέρει ούτε πώς ούτε πότε ούτε πού, ούτε καν αν εκπέμπονται μηνύματα· εδώ έξω κυνηγάει φαντάσματα. Το μόνο που κάνουν είναι να αναλώνουν καύσιμα περνώντας μπροστά από σπίτια που σιγοκαίνε, φαγωμένα κανόνια και ανώνυμους τάφους, ενώ ο Φολκχάιμερ περνάει το τεράστιο χέρι του από το κοντοκουρεμένο κεφάλι του όλο και πιο ανήσυχος κάθε μέρα. Από μακριά ακούγεται ο αχός του βαριού πυροβολικού, και τα γερμανικά τρένα μεταφορών εξακολουθούν να δέχονται πυρά στραβώνοντας τις ράγες, αναποδογυρίζοντας
396
ANTHONY DOERR
βαγόνια μεταφοράς ζώων, σακατεύοντας τους στρατιώτες του φίρερ και γεμίζοντας τους αξιωματικούς του με λύσσα. Μ ήπως αυτός εκεί ο γέρος με το πριόνι που κόβει δέντρα είναι αντάρτης; Αυτός εκεί που σκύβει πάνω από τη μηχανή εκείνου του αυτοκινήτου; Εκείνες οι τρεις γυναίκες που παίρνουν νερό από το ρυάκι; Τη νύχτα πέφτει πάγος ρίχνοντας ένα ασημένιο σεντόνι πάνω στο τοπίο κι ο Βέρνερ ξυπνάει στην καρότσα του φορτηγού με τα δάχτυλα σφιγμένα κάτω από τις μασχάλες, η ανάσα του αχνίζει και οι λυχνίες του πομποδέκτη βγάζουν μια αμυδρή γαλάζια λάμψη. Πόσο βαθύ θα είναι το χιόνι; Δύο μέτρα, τρία; Τριάντα; Χιλιόμετρα, σκέφτεται ο Βέρνερ. Θα περάσουμε πάνω από όλα όσα υπήρχαν κάποτε.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
397
Φθινόπωρο
ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ ΞΕΠΛΕΝΟΥΝ
ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ , τις ακτές, τους δρόμους, και ένας κόκκινος ήλιος βουτάει στη θάλασσα βάζοντας φωτιά σε όλο τον γρανίτη του Σαιν Μ αλό που κοιτάζει δυτικά, και τρεις λιμουζίνες με τυλιγμένα σιλανσιέ γλιστράνε σαν φαντάσματα στην οδό Κρος, και καμιά δωδεκαριά Γερμανοί στρατιώτες, συνοδευόμενοι από άντρες που κουβαλάνε προβολείς και κινηματογραφικές κάμερες, ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του Ολλανδικού Προμαχώνα και σουλατσάρουν στις επάλξεις μέσα στο κρύο. Από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου ο Ετιέν παρακολουθεί μέσα από ένα μπρούντζινο τηλεσκόπιο τους περίπου είκοσι συνολικά άντρες: λοχαγούς και ταγματάρχες, ακόμα κι έναν αντισυνταγματάρχη που σφίγγει τον γιακά του παλτού του και γνέφει προς τα φρούρια στα νησιά, έναν φαντάρο που προσπαθεί ν’ ανάψει τσιγάρο μέσα στον αέρα κι οι άλλοι γελάνε μόλις το πηλήκιό του φεύγει πετώντας πάνω από τις πολεμίστρες. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, από την εξώπορτα του σπιτιού του Κλοντ Λεβιττέ ξεχύνονται γελώντας τρεις γυναίκες. Φώτα καίνε στα παράθυρα του Κλοντ, παρόλο που το υπόλοιπο τετράγωνο δεν έχει ρεύμα. Κάποιος ανοίγει ένα από τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου και πετάει έξω ένα σφηνάκι, κι εκείνο κατεβαίνει κατρακυλώντας προς την οδό Βομπορέλ και χάνεται.
398
ANTHONY DOERR
Ο Ετιέν ανάβει ένα κερί και ανεβαίνει στον πέμπτο. Η Μ αρί Λορ έχει αποκοιμηθεί. Βγάζει από την τσέπη του ένα ρολό χαρτί και το ξετυλίγει. Έχει ήδη εγκαταλείψει την προσπάθεια να σπάσει τον κώδικα: έγραψε τους αριθμούς ολογράφως, τους έβγαλε σε πλέγμα, τους πρόσθεσε, τους πολλαπλασίασε· δεν κατάφερε τίποτα. Και, παρ’ όλα αυτά, κάτι έχει καταφέρει. Επειδή έχει σταματήσει να νιώθει ναυτία τα απογεύματα· η όρασή του είναι καθαρή, η καρδιά του γαλήνια. Έχει πάνω από μήνα να κουλουριαστεί δίπλα στον τοίχο του γραφείου του παρακαλώντας να μη δει φαντάσματα να περνάνε τρεκλίζοντας μέσα απ’ τους τοίχους. Όταν μπαίνει η Μ αρί Λορ στο σπίτι με το ψωμί, όταν ανοίγει το μικροσκοπικό ρολό με τα δάχτυλά του, φέρνοντας τα χείλη του κοντά στο μικρόφωνο, νιώθει σταθερότητα· αισθάνεται ζωντανός. 56778. 21. 4567. 1094. 467813. Και μετά η ώρα και η συχνότητα της επόμενης εκπομπής. Το κάνουν πολλούς μήνες τώρα· κάθε λίγες μέρες έρχονται καινούρια κομματάκια χαρτί μέσα στη φραντζόλα, και τελευταία ο Ετιέν βάζει μουσική. Πάντα νύχτα και ποτέ πάνω από ένα θραύσμα τραγουδιού: εξήντα ή ενενήντα δευτερόλεπτα το πολύ. Ντεμπυσσύ, Ραβέλ, Μ ασνέ, Σαρπεντιέ. Βάζει το μικρόφωνο στο χωνί του ηλεκτροφώνου, όπως έκανε πριν από χρόνια, και αφήνει τον δίσκο να παίξει. Ποιος ακούει; Ο Ετιέν φαντάζεται δέκτες βραχέων μεταμφιεσμένους σε κουτιά για κουάκερ ή χωμένους κάτω από τις σανίδες του πατώματος, δέκτες θαμμένους κάτω από πέτρινες πλάκες ή κρυμμένους μέσα σε ψάθινες κούνιες. Φαντάζεται δυο τρεις ντουζίνες ακροατές σκορπισμένους σε όλη την ακτογραμμή – ίσως ακόμη περισσότερους έξω στα ανοιχτά, ραδιόφωνα στις καμπίνες των καπετάνιων σε ελεύθερα πλοία που μεταφέρουν ντομάτες, πρόσφυγες ή όπλα, Εγγλέζους που περιμένουν τους αριθμούς αλλά όχι τη μουσική, που σίγουρα θα αναρωτιούνται: Γιατί; Απόψε παίζει Βιβάλντι. «Φθινόπωρο - Αλέγκρο». Έναν δίσκο που αγόρασε ο αδερφός του σε ένα κατάστημα στην οδό Σαιντ Μ αργκερίτ πριν από σαράντα χρόνια για πενήντα πέντε σεντς. Οι χορδές ενός τσέμπαλου χτυπάνε, τα βιολιά βγάζουν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
399
μεγάλες μπαρόκ φιοριτούρες – ο χαμηλός, γωνιώδης χώρος της σοφίτας ξεχειλίζει από ήχους. Πέρα από τα κεραμίδια, ένα τετράγωνο μακριά και τριάντα μέτρα πιο κάτω, δώδεκα Γερμανοί αξιωματικοί χαμογελάνε για τις κάμερες. Ακούστε αυτό, σκέφτεται ο Ετιέν. Ακούστε. Κάποιος αγγίζει τον ώμο του. Πιάνεται από τον λοξό τοίχο για να μη χάσει την ισορροπία του. Η Μ αρί Λορ στέκεται από πίσω του φορώντας το νυχτικό της. Ο ήχος των βιολιών πέφτει και υψώνεται ξανά. Ο Ετιέν πιάνει τη Μ αρί Λορ από το χέρι και μαζί, κάτω από τη χαμηλή, γερτή στέγη –ενώ ο δίσκος γυρίζει, ο πομπός στέλνει τη μουσική πάνω από τις επάλξεις, μέσα από τα σώματα των Γερμανών, έξω στη θάλασσα– χορεύουν. Τη στριφογυρίζει· τα δάχτυλά της πάλλονται στον αέρα. Κάτω απ’ το φως των κεριών μοιάζει σαν να έχει βγει από άλλο κόσμο με το πρόσωπό της που είναι γεμάτο φακίδες και καταμεσής εκείνα τα δυο μάτια που κρέμονται ασάλευτα σαν κουκούλια αράχνης. Δεν τον ακολουθούν, αλλά ούτε τον τρομάζουν· φαίνονται σχεδόν σαν να βλέπουν σε ένα ξεχωριστό, βαθύτερο μέρος, σ’ έναν κόσμο που αποτελείται αποκλειστικά από μουσική. Γεμάτη χάρη. Λεπτή. Στροβιλίζεται με συντονισμένες κινήσεις, παρόλο που ο Ετιέν δε θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει πώς ξέρει τι είναι χορός. Το τραγούδι συνεχίζεται. Το έχει αφήσει πάρα πολλή ώρα. Η κεραία είναι ακόμα σηκωμένη, μάλλον διαγράφεται αμυδρά πάνω στον ουρανό· η σοφίτα θα μπορούσε κάλλιστα να λάμπει σαν φάρος. Αλλά στο φως των κεριών, μέσα στη γλυκιά έξαψη του κονσέρτου, η Μ αρί Λορ δαγκώνει το κάτω χείλος της και το πρόσωπό της βγάζει μια δεύτερη λάμψη, θυμίζοντάς του τα έλη έξω από τα τείχη της πόλης εκείνα τα χειμωνιάτικα σούρουπα που ο ήλιος έχει δύσει αλλά πριν τον καταπιεί εντελώς ο ορίζοντας, την ώρα που μεγάλα κομμάτια από καλαμιές πιάνονται σε κόκκινες κηλίδες φωτός και παίρνουν φωτιά – τα μέρη όπου πήγαινε με τον αδερφό του μια εποχή που φαντάζει πολλές ζωές πίσω. Αυτό, σκέφτεται, σημαίνουν οι αριθμοί.
400
ANTHONY DOERR
Το κονσέρτο τελειώνει. Μ ια σφήκα προχωράει κάνοντας ταπ ταπ ταπ στο ταβάνι. Ο πομπός μένει ανοιχτός, το μικρόφωνο είναι χωμένο μέσα στο χωνί του ηλεκτροφώνου, ενώ η βελόνα ακολουθεί το τελευταίο αυλάκι του δίσκου. Η Μ αρί Λορ ανασαίνει βαριά χαμογελώντας. Όταν η Μ αρί Λορ πηγαίνει ξανά για ύπνο και ο Ετιέν σβήνει το κερί του, μένει γονατισμένος για πολλή ώρα δίπλα στο κρεβάτι της. Η οστεώδης μορφή του Θανάτου καλπάζει στους δρόμους από κάτω, σταματώντας πότε πότε το άτι του για να ρίξει καμιά ματιά μέσα από κάποιο παράθυρο. Έχει κέρατα από φωτιά στο κεφάλι, καπνός τρέχει από τα ρουθούνια του και στο σκελετωμένο χέρι του κρατάει έναν κατάλογο που έχει γεμίσει ξανά με διευθύνσεις. Κοιτάζοντας πρώτα τους αξιωματικούς που αποβιβάζονται από τις λιμουζίνες τους στο κάστρο. Μ ετά τα φωτισμένα παράθυρα του αρωματοποιού Κλοντ Λεβιττέ. Μ ετά το σκοτεινό, ψηλό σπίτι του Ετιέν Λεμπλάν. Προσπέρασέ μας, Καβαλάρη. Προσπέρασε αυτό το σπίτι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
401
Ηλιοτρόπια
ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ
ΕΝΑΝ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΔΡ ΟΜΟ τριγυρισμένο από απέραντες εκτάσεις με ξερά ηλιοτρόπια, τόσο ψηλά που μοιάζουν με δέντρα. Οι μίσχοι είναι αφυδατωμένοι και σκληροί, τα λουλούδια σαλεύουν σαν κεφάλια που προσεύχονται, και καθώς το φορτηγό περνάει μουγκρίζοντας ο Βέρνερ νιώθει σαν να τους παρακολουθούν δεκάδες χιλιάδες κυκλώπεια μάτια. Ο Νόυμαν Ένα πατάει φρένο κι ο Μ περντ ξεκρεμάει το τουφέκι του και παίρνει τον δεύτερο πομποδέκτη και χώνεται μόνος του ανάμεσα στα φυτά για να τον στήσει. Ο Βέρνερ σηκώνει την ψηλή κεραία και κάθεται στη θέση του στην καρότσα του φορτηγού με τα ακουστικά του. Μ έσα στην καμπίνα ο Νόυμαν Δύο λέει: «Δεν της πέταξες τα μάτια έξω, παρθένε του κερατά». «Βούλωσ’ το» λέει ο Νόυμαν Ένα. «Τη νύχτα μαλακίζεσαι για να κοιμηθείς. Ξεματώνεις τη νυφίτσα σου. Κοπανάς τον λούτσο σου». «Το ίδιο κι ο μισός στρατός. Και οι Γερμανοί και οι Ρώσοι». «Ο μικρός έφηβος άριος εκεί πίσω σίγουρα κοπανάει τον λούτσο του». Από τον πομποδέκτη ο Μ περντ διαβάζει τις συχνότητες. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. «Ένας αληθινός άριος είναι ξανθός σαν τον Χίτλερ, λεπτός
402
ANTHONY DOERR
σαν τον Γκέρινγκ και ψηλός σαν τον Γκέμπελς…» λέει ο Νόυμαν Ένα. Ο Νόυμαν Δύο βάζει τα γέλια. «Σιγά μη…» «Αρκετά» λέει ο Φολκχάιμερ. Είναι αργά το απόγευμα. Διασχίζουν όλη μέρα αυτή την παράξενη, έρημη περιοχή και έχουν συναντήσει μονάχα ηλιοτρόπια. Ο Βέρνερ διατρέχει με τη βελόνα τις συχνότητες, αλλάζει μπάντα, ρυθμίζει ξανά τον πομποδέκτη οργώνοντας τα παράσιτα. Η ατμόσφαιρα ξεχειλίζει από δαύτα νύχτα μέρα· μεγάλα, θλιβερά, δυσοίωνα ουκρανικά παράσιτα που φαντάζουν σαν να βρίσκονταν εδώ πολύ πριν επινοήσουν οι άνθρωποι τον τρόπο να τα ακούσουν. Ο Φολκχάιμερ κατεβαίνει από το φορτηγό και κατεβάζει τα παντελόνια του και κατουράει μέσα στα λουλούδια, κι ο Βέρνερ αποφασίζει να χαμηλώσει την κεραία, αλλά πριν προλάβει να το κάνει ακούει –διαπεραστική, καθαρή και απειλητική σαν λάμα μαχαιριού που γυαλίζει στον ήλιο– μια ριπή ρωσικών: Adeen, shest, vosyem. Κάθε ίνα του νευρικού του συστήματος ξυπνάει μεμιάς. Δυναμώνει την ένταση του ήχου όσο πάει και πιέζει τα ακουστικά στα αυτιά του. Ακούγεται ξανά: Ponye-κάτι-feshky, shere-κάτι-doroshoi… Ο Φολκχάιμερ τον κοιτάζει μέσα από το άνοιγμα της καρότσας σαν να το διαισθάνεται, σαν να ξυπνάει πρώτη φορά έπειτα από μήνες, όπως έκανε εκείνη τη νύχτα έξω στο χιόνι όταν ο Χάουπτμαν έριξε με το πιστόλι του, τότε που κατάλαβαν ότι οι πομποδέκτες του Βέρνερ λειτουργούσαν. Ο Βέρνερ γυρίζει μια ιδέα τον διακόπτη του συντονισμού και απότομα η φωνή φτάνει βροντερή στα αυτιά του, Dvee-nat-set, shayst-nat-set, davt-set-adeen, ασυναρτησίες, τρομερές ασυναρτησίες, διοχετευμένες απευθείας στο κεφάλι του· είναι σαν να βάζεις το χέρι σου μέσα σε ένα σακί με βαμβάκι και να βρίσκεις ένα ξυράφι, ενώ είναι όλα σταθερά και απαρέγκλιτα, κι έπειτα εμφανίζεται εκείνο το μοναδικό επικίνδυνο πράγμα, τόσο κοφτερό που μετά βίας το νιώθεις να σκίζει το δέρμα σου. Ο Φολκχάιμερ χτυπάει μαλακά με την πελώρια γροθιά του το
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
403
πλάι του φορτηγού για να κάνει τους Νόυμαν να σωπάσουν, κι ο Βέρνερ αναμεταδίδει το κανάλι στον Μ περντ, στον πέρα πομποδέκτη, κι ο Μ περντ το βρίσκει, μετράει τη γωνία και μεταβιβάζει την πληροφορία σ’ εκείνον, και τώρα ο Βέρνερ κάθεται να κάνει τους υπολογισμούς. Ο λογαριθμικός κανόνας, η τριγωνομετρία, ο χάρτης. Ο Ρώσος εξακολουθεί να μιλάει όταν ο Βέρνερ κατεβάζει τα ακουστικά γύρω από τον λαιμό του. «Βόρεια βορειοδυτικά» λέει ο Βέρνερ. «Πόσο μακριά;» Είναι σκέτα νούμερα. Καθαρά μαθηματικά. «Ενάμισι χιλιόμετρο». «Εκπέμπουν τώρα;» Ο Βέρνερ ακουμπάει το ένα ακουστικό στο αυτί του. Γνέφει καταφατικά. Ο Νόυμαν Ένα βάζει μπροστά το φορτηγό με έναν βρυχηθμό κι ο Μ περντ έρχεται παίρνοντας σβάρνα τα λουλούδια φορτωμένος με τον πρώτο πομποδέκτη, κι ο Βέρνερ μαζεύει την κεραία, βγαίνουν από τον δρόμο και μπαίνουν μέσα στα ηλιοτρόπια, σπάζοντάς τα καθώς περνάνε. Τα ψηλότερα φτάνουν σχεδόν στο ύψος του φορτηγού και τα μεγάλα ξεραμένα κεφάλια τους χτυπάνε στην οροφή της καμπίνας και στα πλαϊνά του θαλάμου. Ο Νόυμαν Ένα παρακολουθεί το οδόμετρο και διαβάζει φωναχτά τις αποστάσεις. Ο Φολκχάιμερ μοιράζει όπλα. Δύο καραμπίνες 98K. Ένα ημιαυτόματο Βάλτερ με διόπτρα. Δίπλα του ο Μ περντ βάζει φυσίγγια στον γεμιστήρα του Μ άουζερ. Μπονγκ, κάνουν τα ηλιοτρόπια. Μπονγκ, μπονγκ, μπονγκ. Το φορτηγό κλυδωνίζεται σαν πλοίο στη θάλασσα καθώς ο Νόυμαν Ένα το βάζει να περνάει πάνω από αυλάκια. «Χίλια εκατό μέτρα» φωνάζει ο Νόυμαν Ένα, και ο Νόυμαν Δύο ανεβαίνει στην οροφή του φορτηγού και κοιτάζει πάνω από το χωράφι με τα κιάλια. Στα νότια τα λουλούδια δίνουν τη θέση τους σε μια συστάδα από μπερδεμένες αγγουριές. Από πίσω, τριγυρισμένη από γυμνό χώμα, υψώνεται μια όμορφη αγροικία με αχυροσκεπή και σοβατισμένους τοίχους. «Στις αγριαψιθιές. Στην άκρη του χωραφιού».
404
ANTHONY DOERR
Ο Φολκχάιμερ σηκώνει το σκόπευτρό του. «Βλέπεις καπνό;» ρωτάει. «Όχι». «Κεραία;» «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά». «Σβήσε τη μηχανή. Θα πάμε με τα πόδια». Όλα ησυχάζουν. Ο Φολκχάιμερ, ο Νόυμαν Δύο και ο Μ περντ μπαίνουν με τα όπλα τους μέσα στα λουλούδια, που τους καταπίνουν. Ο Νόυμαν Ένα μένει πίσω από το τιμόνι, ο Βέρνερ κάτω από το σκέπαστρο στην καρότσα του φορτηγού. Μ προστά τους δε σκάνε νάρκες. Γύρω από το φορτηγό τα λουλούδια τρίζουν πάνω στους μίσχους τους και σαλεύουν τα ηλιοτροπικά πρόσωπά τους σαν σε θλιβερή ομοφωνία. «Τους περιμένει μεγάλη έκπληξη, τους γαμιόληδες!» ψιθυρίζει ο Νόυμαν Ένα. Ο δεξιός του μηρός χοροπηδάει πάνω κάτω πολλές φορές το δευτερόλεπτο. Από πίσω του ο Βέρνερ σηκώνει την κεραία όσο πιο ψηλά τολμάει, φοράει τα ακουστικά και ανάβει τον πομποδέκτη. Ο Ρώσος διαβάζει κάτι που μοιάζει με αλφαβήτα: Peh zheh kah cheh yu myakee snak. Κάθε ήχος είναι σαν να αναδύεται από το ακουστικό βαμβάκι μόνο για τα αυτιά του Βέρνερ και μετά λιώνει και χάνεται. Το δονούμενο πόδι του Νόυμαν Ένα τραντάζει ελαφρά το φορτηγό, ο ήλιος φεγγοβολάει μέσα από τα υπολείμματα των εντόμων που είναι κολλημένα στα παράθυρα κι ένας παγωμένος αέρας κάνει όλο το χωράφι να θροΐζει. Δε θα έχουν σκοπούς; Παρατηρητήρια; Ένοπλους αντάρτες που αυτή τη στιγμή κοντοζυγώνουν πίσω από το φορτηγό; Ο Ρώσος στον ασύρματο είναι σαν σφήκα σε κάθε αυτί, svou kaz vukalov –ορίζοντας ποιος ξέρει τι είδους θηριωδίες, θέσεις στρατευμάτων, δρομολόγια τρένων· ίσως αυτή τη στιγμή να δίνει στους πυροβολητές τη θέση του φορτηγού–, κι ο Φολκχάιμερ βγαίνει από τα ηλιοτρόπια, ο πιο μεγάλος στόχος που έδωσε ποτέ άνθρωπος, κρατώντας το τουφέκι του σαν ρόπαλο· φαντάζει αδύνατο να μπορέσει να τον χωρέσει η αγροικία, λες και θα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
405
καταπιεί εκείνος το σπίτι αντί να συμβεί το αντίστροφο. Οι πυροβολισμοί ακούγονται πρώτα μέσα από την ατμόσφαιρα, γύρω από τα ακουστικά. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα ακούγονται μέσα από τα ίδια τα ακουστικά, τόσο δυνατά που ο Βέρνερ αναγκάζεται να τα πετάξει από πάνω του. Ύστερα κόβονται ακόμα και τα παράσιτα, και η σιωπή μέσα στα ακουστικά είναι σαν κάτι τεράστιο που κινείται στο διάστημα, ένα φασματικό αερόπλοιο που κατεβαίνει σιγά σιγά προς τη γη. Ο Νόυμαν Ένα ανοιγοκλείνει το κλείστρο του τουφεκιού του. Ο Βέρνερ θυμάται τότε που καθόταν κουλουριασμένος δίπλα στο κρεβάτι του με τη Γιούττα μετά το τέλος της εκπομπής του Γάλλου και τα παράθυρα έτριζαν εξαιτίας κάποιου διερχόμενου τρένου φορτωμένου με κάρβουνο και ο απόηχος της εκπομπής έμοιαζε σαν να λαμπύριζε για μια στιγμή στην ατμόσφαιρα, λες και θα μπορούσε να απλώσει το χέρι του και να τον αφήσει να πετάξει στη χούφτα του. Ο Φολκχάιμερ επιστρέφει με το πρόσωπο πιτσιλισμένο με μελάνι. Σηκώνει δύο τεράστια δάχτυλα στο μέτωπό του, σπρώχνει πίσω το κράνος του, κι ο Βέρνερ βλέπει ότι δεν είναι μελάνι. «Βάλε φωτιά στο σπίτι» λέει. «Γρήγορα. Μ η χαλάσεις ντίζελ». Κοιτάζει τον Βέρνερ. Η φωνή του είναι τρυφερή, σχεδόν μελαγχολική: «Μ άζεψε τον εξοπλισμό». Ο Βέρνερ αφήνει τα ακουστικά και φοράει το κράνος του. Πετροχελίδονα πετάνε πάνω από τα ηλιοτρόπια. Σπείρες ξετυλίγονται αργά στο οπτικό του πεδίο, σαν να έπαθε κάτι η ισορροπία του. Ο Νόυμαν Ένα προχωράει μπροστά του σιγοτραγουδώντας, κουβαλώντας ένα μπιτόνι με πετρέλαιο μέσα από τους μίσχους. Βγαίνουν από τα ηλιοτρόπια και κατευθύνονται προς την αγροικία περνώντας μέσα από φλόμους, δαυκιά, όλα τα φύλλα καμένα από τον παγετό. Στο χώμα δίπλα στην εξώπορτα είναι ξαπλωμένο ένα σκυλί με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια και προς στιγμήν ο Βέρνερ νομίζει ότι απλώς κοιμάται. Ο πρώτος νεκρός βρίσκεται στο πάτωμα με το χέρι
406
ANTHONY DOERR
παγιδευμένο κάτω από το σώμα του και μια κατακόκκινη άμορφη μάζα εκεί που θα έπρεπε να είναι το κεφάλι. Πάνω στο τραπέζι βρίσκεται ένας δεύτερος άντρας: σωριασμένος σαν να κοιμάται πάνω στο αυτί του, φαίνονται μόνο οι άκρες του τραύματός του που έχουν ένα πρόστυχο βυσσινί χρώμα. Το αίμα που χύθηκε πάνω στο τραπέζι πήζει σαν κερί που κρυώνει. Φαίνεται σχεδόν μαύρο. Είναι αλλόκοτη η σκέψη πως η φωνή του πετάει ακόμα στον αέρα, έχοντας ήδη φτάσει στη γειτονική χώρα, χάνοντας με κάθε χιλιόμετρο τη δύναμή της. Σκισμένα παντελόνια, βρόμικα σακάκια, ο ένας με τιράντες· δε φοράνε στολές. Ο Νόυμαν Ένα κατεβάζει μια κουρτίνα από καναβάτσο και τη βγάζει έξω, κι ο Βέρνερ τον ακούει να την περιλούζει με ντίζελ. Ο Νόυμαν Δύο τραβάει τις τιράντες από τον δεύτερο νεκρό, παίρνει μια πλεξίδα κρεμμύδια από το ανώφλι της πόρτας, τα κάνει δέμα στο στήθος του και φεύγει. Στην κουζίνα βρίσκεται ένα μισοφαγωμένο μικρό κεφάλι τυρί. Δίπλα του είναι ένα μαχαίρι με ξεθωριασμένη ξύλινη λαβή. Ο Βέρνερ ανοίγει ένα ντουλάπι. Μ έσα στεγάζεται μια κρύπτη δεισιδαιμονίας: βάζα με σκουρόχρωμα υγρά, μαντζούνια για τον πόνο χωρίς ετικέτες, μελάσα, κουτάλια κολλημένα στο ξύλο, κάτι που γράφει στα λατινικά belladonna, κάτι άλλο που γράφει X . Ο πομπός είναι φτηνός, υψηλής συχνότητας: προέρχεται μάλλον από κάποιο ρωσικό τανκ. Μ οιάζει με μια χούφτα εξαρτήματα ριγμένα άτακτα μέσα σε ένα κουτί. Η κεραία που είναι εγκατεστημένη δίπλα από την αγροικία θα έστελνε τα σήματα μόλις σε ακτίνα πενήντα χιλιομέτρων και αν. Ο Βέρνερ βγαίνει έξω, γυρίζει και κοιτάζει το σπίτι, που είναι άσπρο σαν κόκαλο μέσα στο φως που σβήνει. Σκέφτεται το ντουλάπι της κουζίνας με τα παράξενα φίλτρα. Το σκυλί που δεν έκανε τη δουλειά του. Οι αντάρτες μπορεί να ήταν ανακατεμένοι με τη μαύρη μαγεία του δάσους αλλά δεν πρέπει να είχαν μπλεχτεί με την ανώτερη μαγεία του ραδιοφώνου. Βάζει το τουφέκι στην πλάτη και κουβαλάει τον μεγάλο, καταχτυπημένο πομπό –τα καλώδια, το χαμηλής ποιότητας μικρόφωνο– μέσα από τα λουλούδια ως το καμιόνι, που περιμένει με τη μηχανή
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
407
αναμμένη, ενώ ο Νόυμαν Δύο και ο Φολκχάιμερ είναι ήδη καθισμένοι στην καμπίνα. Ακούει τον δόκτορα Χάουπτμαν: Το έργο ενός επιστήμονα καθορίζεται από δύο πράγματα: τα συμφέροντά του και τα συμφέροντα του καιρού του. Όλα εδώ οδηγούσαν: ο θάνατος του πατέρα του· όλες οι άγρυπνες ώρες που πέρασε με τη Γιούττα ακούγοντας το ραδιόφωνο στη σοφίτα· ο Χανς και ο Χέρριμπερτ που φορούσαν τα κόκκινα περιβραχιόνια κάτω από το πουκάμισο για να μην τους δει η φράου Έλενα· οι τετρακόσιες σκοτεινές, αστροσπαρμένες νύχτες στο Σουλπφόρτα που έφτιαχνε πομποδέκτες για τον δόκτορα Χάουπτμαν. Η καταστροφή του Φρίντριχ. Όλα οδηγούσαν σ’ αυτή τη στιγμή που ο Βέρνερ βάζει τον πρόχειρο κοζάκικο εξοπλισμό στην καρότσα του φορτηγού και κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον πάγκο και παρακολουθεί το φως από τη φλεγόμενη αγροικία να υψώνεται πάνω από το χωράφι. Ο Μ περντ ανεβαίνει και κάθεται δίπλα του με το τουφέκι αγκαλιά και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να κλείσει την πίσω πόρτα όταν το φορτηγό παίρνει μπροστά.
408
ANTHONY DOERR
Πολύτιμοι λίθοι
Ο ΑΡ ΧΙΛΟΧΙΑΣ ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ
καλείται σε μια αποθήκη έξω από το Λοτζ. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει μετά το πέρας των θεραπειών του στη Στουτγάρδη και νιώθει την πυκνότητα των οστών του να έχει μειωθεί. Έξι φρουροί με σιδερένια κράνη περιμένουν μέσα από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αρχίζουν τα χτυπήματα των τακουνιών και οι χαιρετισμοί. Ο φον Ρούμπελ βγάζει το παλτό του και φοράει μια ολόσωμη φόρμα με φερμουάρ χωρίς τσέπες. Τρεις κλειδαριές ανοίγουν. Πίσω από μια πόρτα τέσσερις φαντάροι με πανομοιότυπες φόρμες στέκονται πίσω από τραπέζια πάνω στα οποία είναι βιδωμένες λάμπες κοσμηματοποιών. Όλα τα παράθυρα είναι καλυμμένα με κόντρα πλακέ. Ένας μελαχρινός Gefreiter5 εξηγεί τη διαδικασία. Ο πρώτος θα βγάζει τις πέτρες από το δέσιμό τους. Ο δεύτερος θα τις πλένει μία μία με απορρυπαντικό. Ο τρίτος θα τις ζυγίζει, θα ανακοινώνει τη μάζα τους και θα τις δίνει στον φον Ρούμπελ, ο οποίος θα τις εξετάζει με τον μεγεθυντικό φακό και θα δηλώνει την καθαρότητά τους – εμφανή εγκλείσματα, μικρά εγκλείσματα, σχεδόν καθαρά. Ο πέμπτος, ο Gefreiter, θα καταγράφει τις εκτιμήσεις. «Θα δουλεύουμε σε δεκάωρες βάρδιες μέχρι να τελειώσουμε». Ο φον Ρούμπελ γνέφει καταφατικά. Ήδη έχει την αίσθηση ότι
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
409
η ραχοκοκαλιά του θα σπάσει. Ο Gefreiter τραβάει ένα σακί κλεισμένο με λουκέτο κάτω από το τραπέζι, λύνει την αλυσίδα από το στόμιό του και το αναποδογυρίζει μέσα σε έναν δίσκο με βελούδινη επένδυση. Χιλιάδες πετράδια ξεχύνονται από μέσα του: σμαράγδια, ζαφείρια, ρουμπίνια. Κιτρίνη. Περίδοτο. Χρυσοβήρυλλος. Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν εκατοντάδες εκατοντάδων διαμαντάκια, τα περισσότερα δεμένα σε κολιέ, βραχιόλια, μανικετόκουμπα και σκουλαρίκια. Ο πρώτος μεταφέρει τον δίσκο στο τραπέζι του, βάζει ένα δαχτυλίδι αρραβώνα στη μέγκενη και τραβάει τα δόντια με μια λαβίδα. Το διαμάντι πηγαίνει στον επόμενο. Ο φον Ρούμπελ μετράει τους άλλους σάκους κάτω από το τραπέζι: εννέα. «Πού» αρχίζει να ρωτάει «βρέθηκαν όλα…» Αλλά ξέρει πού βρέθηκαν. 5. Gefreiter: Βαθμός του γ ερμανικού, ελβετικού και αυστριακού στρατού, ανάμεσα στον απλό στρατιώτη και στον υποδεκανέα.
410
ANTHONY DOERR
Κρύπτη
ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ
ΘΑΝΑΤΟ της μαντάμ Μ ανέκ, η Μ αρί Λορ περιμένει ακόμα να ακούσει την ηλικιωμένη να ανεβαίνει τις σκάλες, τη βαριά ανάσα της, τη φωνή της που θυμίζει ναυτικό. Για όνομα της Παναγίας, παιδί μου, κάνει ψοφόκρυο! Δεν έρχεται ποτέ. Τα παπούτσια είναι στα πόδια του κρεβατιού, κάτω από τη μακέτα. Το μπαστούνι, στη γωνία. Κατεβαίνει στο ισόγειο, εκεί που κρέμεται η τσάντα της από έναν γάντζο. Βγαίνει έξω. Κάνει είκοσι δύο βήματα στην οδό Βομπορέλ. Μ ετά προχωράει δεξιά για δεκαέξι υπονόμους. Στροφή αριστερά στην οδό Ρομπέρ Συρκούφ. Άλλοι εννιά υπόνομοι ως τον φούρνο. Μια κανονική φραντζόλα, παρακαλώ. Πώς είναι ο θείος σου; Ο θείος μου είναι καλά, ευχαριστώ. Άλλες φορές η φραντζόλα έχει μέσα ένα λευκό ρολό χαρτί και άλλες όχι. Μ ερικές φορές η μαντάμ Ριέλ έχει καταφέρει να μαζέψει μερικά πράγματα για τη Μ αρί Λορ: λάχανο, κόκκινες πιπεριές, σαπούνι. Πίσω στη διασταύρωση με την οδό Εστρέ. Αντί να στρίψει αριστερά στην οδό Βομπορέλ η Μ αρί Λορ συνεχίζει ευθεία. Πενήντα βήματα ως τις επάλξεις, περίπου άλλα εκατό κατά μήκος του τείχους μέχρι το άνοιγμα του σοκακιού, που στενεύει όλο και πιο πολύ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
411
Βρίσκει με τα δάχτυλα την κλειδαριά· βγάζει από το παλτό της το σιδερένιο κλειδί που της έδωσε ο Υμπέρ Μ παζάν πριν από έναν χρόνο. Το νερό είναι πάγος και της φτάνει μέχρι τη γάμπα· τα δάχτυλά της μουδιάζουν αμέσως. Όμως η κρύπτη αποτελεί το δικό της γλιστερό σύμπαν και μέσα σ’ αυτό το σύμπαν περιστρέφονται αμέτρητοι γαλαξίες: εδώ, στο αναποδογυρισμένο μισό ενός μυδιού, ζει μια πεταλίδα, και μέσα σε ένα μικροσκοπικό κοχύλι κατοικεί ένα ακόμα μικρότερο σκαρτσίνι. Και πάνω στο κέλυφος του καβουριού; Μ ια ακόμα μικρότερη πεταλίδα. Και πάνω στην πεταλίδα; Στην υγρή κόγχη του παλιού σκυλόσπιτου ο ήχος της θάλασσας σβήνει όλους τους υπόλοιπους ήχους· η Μ αρί Λορ φροντίζει τα σαλιγκάρια σαν φυτά σε κήπο. Από πλημμυρίδα σε πλημμυρίδα, από στιγμή σε στιγμή: έρχεται για να ακούσει τους ήχους που κάνουν τα πλάσματα καθώς ρουφούν και κινούνται, για να σκεφτεί τον πατέρα της στο κελί του, τη μαντάμ Μ ανέκ στον αγρό με τα δαυκιά, τον θείο της που είναι έγκλειστος είκοσι χρόνια μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ύστερα γυρίζει ψηλαφίζοντας στην πόρτα και την κλειδώνει πίσω της. Εκείνο τον χειμώνα το ηλεκτρικό είναι τις πιο πολλές φορές κομμένο· ο Ετιέν συνδέει δύο μπαταρίες θαλάσσης στον πομπό για να μπορεί να εκπέμπει όταν είναι κομμένο το ρεύμα. Καίνε κιβώτια και χαρτιά, ακόμα και αντίκες για να ζεσταθούν. Η Μ αρί Λορ σέρνει τη βαριά κουρελού από το πάτωμα του διαμερίσματος της μαντάμ Μ ανέκ ως τον πέμπτο όροφο και τη ρίχνει πάνω από το πάπλωμά της. Μ ερικές νύχτες το δωμάτιό της παγώνει τόσο πολύ, που σχεδόν πιστεύει ότι μπορεί να ακούσει την παγωνιά να κατακάθεται στο πάτωμα. Κάθε βήμα στον δρόμο μπορεί να ανήκει σε αστυνομικό. Κάθε βούισμα μηχανής μπορεί να είναι το απόσπασμα που έρχεται να τους πάρει. Ο Ετιέν κάνει ξανά εκπομπή από πάνω κι η Μ αρί Λορ σκέφτεται: Μ ήπως πρέπει να στηθώ δίπλα στην εξώπορτα μην τυχόν έρθουν; Θα μπορούσα να του δώσω μερικά λεπτά. Αλλά κάνει πολύ κρύο. Καλύτερα να μείνει στο κρεβάτι κάτω από το
412
ANTHONY DOERR
βάρος της κουρελούς και να γυρίσει με τα όνειρά της στο μουσείο, να αγγίξει με τα δάχτυλά της τους τοίχους της θύμησής της, να διασχίσει τη Μ εγάλη Αίθουσα με τον αντίλαλο μέχρι το κλειδοφυλάκιο. Αρκεί να διασχίσει τα πλακάκια του πατώματος και να στρίψει αριστερά κι ο μπαμπάς της θα είναι πίσω από τον πάγκο, όρθιος μπροστά από τη μηχανή κοπής κλειδιών. Θα της πει: Γιατί άργησες τόσο πολύ, πουλάκι μου; Θα της πει: Δε θα σε αφήσω ποτέ, ούτε σε χίλια χρόνια.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
413
Κυνήγι
ΤΟΝ
ΙΑΝΟΥΑΡ ΙΟ ΤΟΥ 1943 ο Βέρνερ εντοπίζει μια δεύτερη παράνομη εκπομπή από έναν οπωρώνα όπου έπεσε μια οβίδα, σπάζοντας τα περισσότερα δέντρα στα δύο. Δύο εβδομάδες αργότερα βρίσκει κι άλλη, μετά κι άλλη. Κάθε νέο εύρημα είναι μια παραλλαγή του προηγούμενου: το τρίγωνο κλείνει, κάθε τμήμα συρρικνώνεται ταυτόχρονα, οι κορυφές έρχονται όλο και πιο κοντά, ώσπου συγκλίνουν σε ένα σημείο, σε έναν αχυρώνα ή μια αγροικία, στο υπόγειο ενός εργοστασίου ή σε κάποιον αηδιαστικό καταυλισμό στον πάγο. «Εκπέμπει τώρα;» «Ναι». «Από εκείνη την καλύβα;» «Βλέπεις την κεραία στον ανατολικό τοίχο;» Όπου μπορεί ο Βέρνερ καταγράφει αυτά που λένε οι αντάρτες σε μαγνητοταινία. Σε όλους, όπως μαθαίνει, αρέσει να ακούνε τη φωνή τους. Ύβρις, όπως στις αρχαίες ιστορίες. Σηκώνουν την κεραία πολύ ψηλά, εκπέμπουν πολλή ώρα, υποθέτουν ότι ο κόσμος προσφέρει ασφάλεια και λογική, ενώ φυσικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο λοχαγός τούς ειδοποιεί ότι είναι ενθουσιασμένος από την πρόοδο που έχουν κάνει· τους υπόσχεται άδειες, μπριζόλες, μπράντι. Όλο τον χειμώνα το φορτηγό περιφέρεται στις
414
ANTHONY DOERR
κατεχόμενες περιοχές και οι πόλεις που η Γιούττα είχε καταγράψει στο ημερολόγιο του ραδιοφώνου τους παίρνουν ζωή – η Πράγα, το Μ ινσκ, η Λιουμπλιάνα. Μ ερικές φορές το φορτηγό περνάει μπροστά από μια ομάδα αιχμαλώτων κι ο Φολκχάιμερ ζητάει από τον Νόυμαν Ένα να κόψει ταχύτητα. Τεντώνεται στο κάθισμά του αναζητώντας κάποιον μεγαλόσωμο σαν τον ίδιο. Μ όλις βλέπει κάποιον, χτυπάει το ταμπλό. Ο Νόυμαν Ένα φρενάρει κι ο Φολκχάιμερ πηδάει μέσα στο χιόνι, μιλάει με έναν φρουρό και προχωράει ανάμεσα στους αιχμαλώτους, συνήθως φορώντας μόνο ένα πουκάμισο παρ’ όλο το κρύο. «Το τουφέκι του είναι στο φορτηγό» θα πει ο Νόυμαν Ένα. «Άφησε το γαμημένο το τουφέκι του εδώ». Μ ερικές φορές είναι πολύ μακριά. Άλλες φορές πάλι ο Βέρνερ τον ακούει πεντακάθαρα. «Ausziehen» θα πει ο Φολκχάιμερ και η ανάσα του θα σχηματίσει ένα σύννεφο μπροστά του, και σχεδόν κάθε φορά ο μεγαλόσωμος Ρώσος θα καταλάβει: Βγάλ’ το. Ένα γεροδεμένο παλικάρι από τη Ρωσία με ύφος ανθρώπου που δεν έχει απομείνει τίποτα στη γη που να μπορεί να του προκαλέσει έκπληξη. Εκτός ίσως από αυτό: έναν άλλο γίγαντα που έρχεται προς το μέρος του. Του δίνουν γάντια, μάλλινες μπλούζες, φθαρμένα παλτά. Μ όνο όταν τους ζητάει τις μπότες τους αλλάζει το ύφος τους: κουνάνε αρνητικά το κεφάλι, κοιτάνε προς τα πάνω ή προς τα κάτω, περιφέρουν το βλέμμα γύρω γύρω σαν τρομαγμένα άλογα. Χωρίς τις μπότες τους, αντιλαμβάνεται ο Βέρνερ, θα πεθάνουν. Όμως ο Φολκχάιμερ κάθεται και περιμένει, ο ένας μεγαλόσωμος άντρας απέναντι στον άλλο, και ο αιχμάλωτος πάντα υποχωρεί. Στέκεται με τις σκισμένες κάλτσες του στο τσαλαπατημένο χιόνι και προσπαθεί να διασταυρώσει το βλέμμα του με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους αλλά δεν τον κοιτάζει κανείς. Ο Φολκχάιμερ περιεργάζεται τα ρούχα, τα δοκιμάζει, τα δίνει πίσω αν δεν του κάνουν. Ύστερα γυρίζει με βαριά βήματα στο φορτηγό κι ο Νόυμαν Ένα βάζει μπροστά. Πάγος που τρίζει, χωριά που καίγονται μέσα σε δάση, νύχτες τόσο κρύες ακόμα και για χιόνι – αυτός ο χειμώνας είναι μια
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
415
παράξενη και στοιχειωμένη εποχή, κατά την οποία ο Βέρνερ περιφέρεται στα παράσιτα όπως περιφερόταν με τη Γιούττα στα σοκάκια σέρνοντάς τη με το καροτσάκι μέσα στις αποικίες του Τσολλφεράιν. Μ ια φωνή ξεπετάγεται μέσα από την παραμόρφωση στα ηχεία του, σβήνει, κι εκείνος προσπαθεί να την ξετρυπώσει. Εκεί, σκέφτεται ο Βέρνερ όταν την ξαναβρίσκει, εκεί: ένα συναίσθημα σαν να κλείνεις τα μάτια και να περνάς ανάμεσα από τα δάχτυλά σου ένα μακρύ νήμα, ώσπου τα νύχια σου να βρουν το μικρό εξόγκωμα ενός κόμπου. Μ ερικές φορές περνάνε μέρες μετά την πρώτη μετάδοση πριν τσιμπήσει ο Βέρνερ την επόμενη· είναι ένα πρόβλημα που ζητάει λύση, κάτι που πρέπει να ξεδιαλύνει: είναι οπωσδήποτε καλύτερα απ’ το να πολεμάει μέσα σε κάποιο βρομερό, παγωμένο χαράκωμα γεμάτο ψείρες, όπως πολέμησαν οι γέροι δάσκαλοι του Σουλπφόρτα στον πρώτο πόλεμο. Αυτός εδώ είναι πιο καθαρός, πιο μηχανικός, ένας πόλεμος που διεξάγεται από αέρος, αθέατα, και τα μέτωπα είναι παντού. Δεν έχει μια γοητευτική απόλαυση το κυνήγι; Το φορτηγό που τραντάζεται προχωρώντας μέσα στο σκοτάδι, τα πρώτα σημάδια μιας κεραίας ανάμεσα στα δέντρα; Σε ακούω. Βελόνες στα άχυρα. Αγκάθια στην πατούσα του λιονταριού. Εκείνος τα εντοπίζει κι ο Φολκχάιμερ τα βγάζει. Όλο τον χειμώνα οι Γερμανοί περνάνε με τα άλογα και τα έλκηθρα και τα άρματα μάχης και τα καμιόνια τους πάνω από τους ίδιους δρόμους πατικώνοντας το χιόνι, μεταμορφώνοντάς το σε ένα λείο, αιματοβαμμένο τσιμέντο από πάγο. Κι όταν φτάνει τελικά ο Απρίλης ζέχνοντας πριονίδι και πτώματα, τα ψηλά τείχη από χιόνι υποχωρούν αλλά ο πάγος στους δρόμους παραμένει πεισματικά στη θέση του, ένα φωτεινό, αιματηρό δίκτυο εισβολής: το ιστορικό της σταύρωσης της Ρωσίας. Μ ια νύχτα περνάνε μια γέφυρα πάνω από τον Δνείπειρο ενώ μπροστά τους υψώνονται οι τρούλοι και τα ανθισμένα δέντρα του Κιέβου, παντού πέφτει στάχτη και οι πόρνες είναι μαζεμένες στα σοκάκια. Σε ένα καφέ κάθονται δυο τραπέζια πιο πέρα από έναν πεζικάριο, όχι πολύ μεγαλύτερο από τον Βέρνερ. Κοιτάζει μια εφημερίδα –οι κόρες των ματιών του διεσταλμένες και
416
ANTHONY DOERR
αεικίνητες–, πίνει τον καφέ του και δείχνει βαθιά έκπληκτος. Εμβρόντητος. Ο Βέρνερ δεν μπορεί να σταματήσει να τον περιεργάζεται. Στο τέλος ο Νόυμαν Ένα σκύβει προς το μέρος του: «Ξέρεις γιατί έχει αυτό το ύφος;» Ο Βέρνερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Έχασε τα βλέφαρά του από κρυοπαγήματα. Τον καημένο». Το ταχυδρομείο δε φτάνει ως αυτούς. Περνάνε μήνες χωρίς να στείλει ούτε ένα γράμμα στην αδερφή του.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
417
Μηνύματα
ΟΙ ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΑΡ ΧΕΣ εκδίδουν διάταγμα πως σε κάθε σπίτι πρέπει να υπάρχει θυροκολλημένος ένας κατάλογος των ενοίκων: Κος Ετιέν Λεμπλάν, ετών 62. Δδα Μαρί Λορ Λεμπλάν, ετών 15. Η Μ αρί Λορ βασανίζει τον εαυτό της κάνοντας όνειρα για τσιμπούσια απλωμένα σε μακριά τραπέζια: πιατέλες με χοιρινά φιλέτα, ψημένα μήλα, μπανάνες φλαμπέ, ανανάδες με σαντιγί. Ένα πρωί, το καλοκαίρι του 1943, φτάνει στον φούρνο μες στο ψιλόβροχο. Η ουρά φτάνει έξω από την πόρτα. Όταν τελικά η Μ αρί Λορ φτάνει στην κεφαλή της ουράς, η μαντάμ Ριέλ της πιάνει τα χέρια και της μιλάει πολύ σιγανά: «Ρώτα αν μπορεί να διαβάσει κι αυτό». Κάτω από τη φραντζόλα της δίνει ένα διπλωμένο χαρτάκι. Η Μ αρί Λορ βάζει τη φραντζόλα στην τσάντα της και τσαλακώνει το χαρτάκι στη χούφτα της. Δίνει στη φουρνάρισσα ένα δελτίο, γυρίζει γραμμή στο σπίτι και διπλοκλειδώνει την πόρτα πίσω της. Ο Ετιέν κατεβαίνει γρήγορα κάτω. «Τι λέει, θείε;» «Λέει: Ο μεσιέ Ντρογκέ θέλει να ενημερώσει την κόρη του στο Σαιν Κουλόμπ ότι η ανάρρωσή του είναι ταχεία». «Είπε ότι είναι σημαντικό». «Τι να σημαίνει;» Η Μ αρί Λορ βγάζει την τσάντα από τους ώμους της, βάζει
418
ANTHONY DOERR
μέσα το χέρι της και κόβει μια άκρη ψωμί. «Μ άλλον ότι ο μεσιέ Ντρογκέ θέλει να πει στην κόρη του ότι είναι καλά» του αποκρίνεται. Τις επόμενες εβδομάδες τα σημειώματα πληθαίνουν. Μ ια γέννηση στο Σαιν Βενσάν. Μ ια ετοιμοθάνατη γιαγιά στη Λα Μ αρ. Η μαντάμ Γκαρντινιέ στη Λα Ραμπινέ θέλει να πει στον γιο της πως τον συγχωρεί. Αν μέσα στις ανακοινώσεις κρύβονται μυστικά μηνύματα –αν το Ο μεσιέ Φαγιού έπαθε έμφραγμα και έκλεισε ήσυχα τα μάτια του σημαίνει Ανατινάξτε τον σταθμό των τρένων στη Ρεν– ο Ετιέν δεν το ξέρει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο κόσμος ακούει, ότι οι απλοί άνθρωποι έχουν ραδιόφωνα και ότι έχουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Εκείνος δε φεύγει ποτέ από το σπίτι, δε βλέπει κανέναν εκτός από τη Μ αρί Λορ και, παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται στο κέντρο ενός δικτύου πληροφοριών. Πατάει το κουμπί του μικρόφωνου και διαβάζει πρώτα τους αριθμούς και μετά τα μηνύματα. Εκπέμπει σε πέντε διαφορετικές μπάντες, δίνει οδηγίες για την επόμενη εκπομπή και παίζει ένα μικρό κομμάτι από κάποιον παλιό δίσκο. Η όλη υπόθεση κρατάει το πολύ έξι λεπτά. Υπερβολικά πολύ. Οπωσδήποτε υπερβολικά πολύ. Κι όμως, δεν έρχεται κανείς. Τα δύο κουδουνάκια δε χτυπάνε. Καμιά γερμανική περίπολος δεν ανεβαίνει βαριά τα σκαλοπάτια για να τους φυτέψει από μια σφαίρα στο κεφάλι. Παρόλο που τα ξέρει απέξω, τα περισσότερα βράδια η Μ αρί Λορ ζητάει από τον Ετιέν να της διαβάσει τα γράμματα του πατέρα της. Απόψε κάθεται στην άκρη του κρεβατιού της. Σήμερα είδα μια βελανιδιά μεταμφιεσμένη σε καστανιά. Ξέρω ότι θα κάνεις το σωστό. Αν ποτέ θελήσεις να καταλάβεις, κοίτα μέσα στο σπίτι του Ετιέν, μέσα στο σπίτι. «Τι νομίζετε ότι θέλει να πει γράφοντας τη φράση “μέσα στο σπίτι” δύο φορές;» «Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές, Μ αρί».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
419
«Τι λέτε να κάνει τώρα;» «Θα κοιμάται, παιδί μου. Είμαι σίγουρος». Η Μ αρί Λορ γυρνάει στο πλευρό κι εκείνος τραβάει την άκρη του παπλώματος πάνω από τους ώμους της, σβήνει το κερί και κοιτάζει τις μικροσκοπικές στέγες και καμινάδες στη μακέτα στα πόδια του κρεβατιού της. Μ ια ανάμνηση εμφανίζεται: Ο Ετιέν σε ένα χωράφι στα ανατολικά της πόλης με τον αδερφό του. Ήταν το καλοκαίρι που ήρθαν οι πυγολαμπίδες στο Σαιν Μ αλό κι ο πατέρας τους ήταν κατενθουσιασμένος, έφτιαχνε απόχες με μακριές λαβές για τα παιδιά και τους έδινε βάζα και σύρμα για να δένουν τα καπάκια, κι ο Ετιέν με τον Ανρί έτρεχαν μέσα στα ψηλά χορτάρια ενώ οι πυγολαμπίδες πετούσαν μακριά τους αναβοσβήνοντας, και πάντα ήταν λες κι αν τεντώνονταν λίγο ακόμα θα τις έπιαναν, έμοιαζε σαν να σιγόκαιγε η γη κι εκείνες ήταν σπίθες που είχαν απελευθερωθεί με τα πατήματά τους. Ο Ανρί είχε πει ότι ήθελε να βάλει τόσο πολλές στο παράθυρό του, που τα πλοία θα έβλεπαν την κρεβατοκάμαρά του από μίλια μακριά. Αν φέτος το καλοκαίρι υπάρχουν πυγολαμπίδες δεν κατεβαίνουν στην οδό Βομπορέλ. Το μόνο που υπάρχει τώρα είναι σκιές, και σιωπή. Η σιωπή είναι καρπός της κατοχής· κρέμεται από τα κλωνάρια, αναβλύζει από τις σχάρες των υπονόμων. Η μαντάμ Γκιμπού, η μάνα του τσαγκάρη, έφυγε από την πόλη. Ήταν ηλικιωμένη σαν τη μαντάμ Μ πλανσάρ. Υπερβολικά πολλά παράθυρα είναι σκοτεινά. Θαρρείς και η πόλη έγινε μια βιβλιοθήκη με βιβλία σε μια άγνωστη γλώσσα, τα σπίτια μεγάλα ράφια γεμάτα ακατανόητους τόμους, οι λάμπες όλες σβηστές. Αλλά στη σοφίτα δουλεύει και πάλι το μηχάνημα. Μ ια σπίθα μέσα στο σκοτάδι. Ένα αχνό κροτάλισμα ακούγεται από το δρομάκι κι ο Ετιέν κοιτάζει μέσα από το παντζούρι του δωματίου της Μ αρί Λορ και βλέπει το φάντασμα της μαντάμ Μ ανέκ στο φως του φεγγαριού. Έχει απλώσει το χέρι της και πάνω του προσγειώνονται σπουργίτια, ένα ένα, κι εκείνη τα βάζει μες στο παλτό της.
420
ANTHONY DOERR
Λουντενβίλ
ΤΑ
ΠΥΡ ΗΝΑΙΑ ΛΑΜΠΥΡ ΙΖΟΥΝ . Ένα βλογιοκομμένο φεγγάρι στέκεται πάνω στα κορφοβούνια σαν παλουκωμένο. Ο αρχιλοχίας φον Ρούμπελ παίρνει ένα ταξί μέσα στο πλατινένιο φεγγαρόφωτο για το commissariat, το αστυνομικό τμήμα, και στέκεται απέναντι από έναν αστυνόμο που περνάει συνεχώς τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού του πάνω από το ευμέγεθες μουστάκι του. Η γαλλική αστυνομία έκανε μια σύλληψη. Κάποιος διέρρηξε το σαλέ ενός σημαντικού χορηγού που σχετίζεται με το Μ ουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι και ο διαρρήκτης συνελήφθη με μια ταξιδιωτική τσάντα γεμάτη πολύτιμους λίθους. Περιμένει πολλή ώρα. Ο αστυνόμος περιεργάζεται τα νύχια του αριστερού χεριού του, μετά του δεξιού, ύστερα πάλι του αριστερού. Ο φον Ρούμπελ αισθάνεται πολύ αδύναμος απόψε, ζαλισμένος· ο γιατρός λέει πως οι θεραπείες έχουν τελειώσει, ότι «επιτέθηκαν» στον όγκο και ότι τώρα πρέπει να περιμένουν, όμως είναι κάτι πρωινά που δεν μπορεί να σηκωθεί αφού δέσει τα παπούτσια του. Έρχεται ένα αυτοκίνητο. Ο αστυνόμος βγαίνει έξω για να το υποδεχτεί. Ο φον Ρούμπελ παρακολουθεί από το παράθυρο. Από το πίσω κάθισμα δύο αστυνομικοί βγάζουν έναν αναιμικό άντρα με μπεζ κοστούμι και έναν τέλειο βυσσινή μώλωπα γύρω
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
421
από το αριστερό του μάτι. Φοράει χειροπέδες. Ο γιακάς του είναι πιτσιλισμένος με αίμα. Σαν να σταμάτησε πριν από λίγο να υποδύεται τον κακό σε ταινία. Οι αστυνομικοί οδηγούν τον κρατούμενο στο εσωτερικό του κτιρίου, ενώ ο αστυνόμος βγάζει μια τσάντα από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ο φον Ρούμπελ βγάζει από την τσέπη του τα άσπρα γάντια. Ο αστυνόμος κλείνει την πόρτα του γραφείου του, ακουμπάει την τσάντα πάνω στο τραπέζι και κλείνει τα σκούρα στα παράθυρα. Γυρίζει το αμπαζούρ της λάμπας. Σε ένα δωμάτιο κάπου πιο πέρα ο φον Ρούμπελ ακούει την πόρτα ενός κελιού να κλείνει με μια κλαγγή. Ο αστυνόμος βγάζει από την τσάντα μια ατζέντα με διευθύνσεις, ένα πάκο με γράμματα και ένα γυναικείο καθρεφτάκι. Ύστερα βγάζει τον ψεύτικο πάτο: έξι βελούδινα πακέτα. Τα ξετυλίγει ένα ένα. Το πρώτο περιέχει τρεις πανέμορφους βηρύλλους: ροζ, χοντρούς, εξαγωνικούς. Μ έσα στο δεύτερο βρίσκεται ένας σχηματισμός κυανοπράσινου αμαζονίτη με απαλές λευκές γραμμές. Μ έσα στο τρίτο, ένα διαμάντι σε σχήμα αχλαδιού. Ένα ρίγος διαπερνά τα ακροδάχτυλα του φον Ρούμπελ. Ο αστυνόμος βγάζει έναν μεγεθυντικό φακό από μια τσέπη και στο πρόσωπό του εμφανίζεται ένα ύφος απροκάλυπτης απληστίας. Εξετάζει πολλή ώρα το διαμάντι γυρνώντας το πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Από το μυαλό του φον Ρούμπελ περνάνε οράματα του Führermuseum, γυαλιστερές προθήκες, αψίδες κάτω από κίονες, πετράδια πίσω από τζάμι – και κάτι άλλο: μια ανεπαίσθητη δύναμη, σαν χαμηλή τάση, που εκπέμπεται από την πέτρα. Του ψιθυρίζει, του υπόσχεται να σβήσει την ασθένειά του. Στο τέλος ο αστυνόμος σηκώνει το βλέμμα, με το συμπαγές ροζ αποτύπωμα της λούπας γύρω από το μάτι του. Το πορτατίφ δίνει μια λάμψη στα υγρά χείλη του. Ακουμπάει το πετράδι στην πετσέτα. Από την άλλη πλευρά του γραφείου ο φον Ρούμπελ παίρνει το διαμάντι στο χέρι του. Έχει το σωστό βάρος. Το νιώθει παγωμένο στα δάχτυλά του, ακόμα και μέσα από το βαμβακερό ύφασμα των γαντιών. Οι άκρες του είναι ποτισμένες με ένα βαθύ μπλε.
422
ANTHONY DOERR
Πιστεύει πως μπορεί να είναι το αληθινό; Ο Ντυπόν έχει ανάψει σχεδόν μια φωτιά μέσα στο πετράδι. Αλλά, με τον φακό στο μάτι, ο φον Ρούμπελ βλέπει πως η πέτρα είναι πανομοιότυπη με εκείνη που εξέτασε στο μουσείο πριν από δύο χρόνια. Αφήνει το αντίγραφο στο γραφείο. «Τουλάχιστον» λέει στα γαλλικά ο αστυνόμος, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του «πρέπει να του κάνουμε μια ακτινογραφία, όχι;» «Κάντε ό,τι νομίζετε, ασυζητητί. Θα πάρω τα γράμματα, παρακαλώ». Επιστρέφει στο ξενοδοχείο του πριν από τα μεσάνυχτα. Δύο απομιμήσεις. Αυτό είναι πρόοδος. Έχουν βρεθεί δύο, απομένουν δύο, και το ένα από τα δύο πρέπει να είναι το αληθινό. Για βραδινό παραγγέλνει αγριογούρουνο με φρέσκα μανιτάρια. Και ένα μπουκάλι μπορντό. Στον πόλεμο ειδικά τέτοια πράγματα είναι σημαντικά. Αυτά ξεχωρίζουν τον πολιτισμένο άνθρωπο από τον βάρβαρο. Το ξενοδοχείο μπάζει από παντού και η τραπεζαρία είναι άδεια, αλλά ο σερβιτόρος είναι εξαιρετικός. Του σερβίρει με χάρη το κρασί και απομακρύνεται. Μ έσα στο ποτήρι, σκούρο σαν αίμα, το μπορντό μοιάζει σχεδόν σαν να ’ναι ζωντανό. Ο φον Ρούμπελ απολαμβάνει τη σκέψη πως είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που θα έχει το προνόμιο να το δοκιμάσει πριν τελειώσει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
423
Γκρίζο
ΔΕΚΕΜΒΡ ΙΟΣ 1943.
Χαράδρες κρύου ανοίγονται ανάμεσα στα σπίτια. Τα μόνα ξύλα που έχουν μείνει για κάψιμο είναι χλωρά κι όλη η πόλη μυρίζει καπνό. Πηγαίνοντας προς τον φούρνο η δεκαπεντάχρονη Μ αρί Λορ κρυώνει όσο ποτέ άλλοτε. Μ έσα είναι λίγο καλύτερα. Αδέσποτες χιονονιφάδες πετάνε στα δωμάτια, σπρωγμένες από τον αέρα μέσα στις ρωγμές των τοίχων. Ακούει τα βήματα του θείου της στο ταβάνι και τη φωνή του –310 1467 507 2222 57881–, κι έπειτα το τραγούδι του παππού της, το «Clair de Lune», φιλτράρεται μέσα από την οροφή σαν γαλάζια ομίχλη. Τα αεροπλάνα κάνουν χαμηλές, νωχελικές πτήσεις πάνω από την πόλη. Μ ερικές φορές ακούγονται τόσο κοντά, που η Μ αρί Λορ φοβάται μη γδάρουν τις σκεπές, μην γκρεμίσουν τις καμινάδες με τις κοιλιές τους. Όμως κανένα αεροπλάνο δεν πέφτει, κανένα σπίτι δεν ανατινάζεται. Τίποτα δε φαίνεται να αλλάζει, εκτός από τη Μ αρί Λορ που μεγαλώνει: δεν της κάνει πια κανένα από τα ρούχα που έφερε ο πατέρας της στον σάκο του πριν από τρία χρόνια. Και τα παπούτσια της τη χτυπάνε· αρχίζει να φοράει τρία ζευγάρια κάλτσες και ένα ζευγάρι παλιά μοκασίνια με φούντες του Ετιέν. Οι φήμες λένε ότι μόνο το προσωπικό ασφαλείας και όσοι
424
ANTHONY DOERR
έχουν ιατρικούς λόγους θα επιτραπεί να παραμείνουν στο Σαιν Μ αλό. «Εμείς δε φεύγουμε» λέει ο Ετιέν. «Όχι τώρα που μπορεί, επιτέλους, να κάνουμε λίγο καλό. Αν δε μας δώσει δικαιολογητικά ο γιατρός, θα τα πληρώσουμε με κάποιον άλλο τρόπο». Για μερικές ώρες κάθε μέρα η Μ αρί Λορ καταφέρνει να χαθεί στην επικράτεια της μνήμης της: αμυδρές εικόνες του ορατού κόσμου πριν από τα έξι της, τότε που το Παρίσι θύμιζε τεράστια κουζίνα και παντού υπήρχαν πυραμίδες από λάχανα και καρότα· πάγκοι αρτοποιών φορτωμένοι με γλυκά· ψάρια στοιβαγμένα σαν καυσόξυλα στους πάγκους των ιχθυοπωλών, ρείθρα πλημμυρισμένα από ασημένια λέπια· αλαβάστρινοι γλάροι που ορμούσαν για να βουτήξουν εντόσθια. Κάθε γωνιά του δρόμου ξεχείλιζε από χρώμα: το πράσινο των πράσων, το γυαλιστερό βαθύ μοβ της μελιτζάνας. Τώρα ο κόσμος έχει γίνει γκρίζος. Γκρίζα πρόσωπα και γκρίζα ησυχία και ένας γκρίζος νευρικός τρόμος που κρέμεται πάνω από την ουρά στον φούρνο, και το μοναδικό χρώμα στον κόσμο φουντώνει φευγαλέα όταν ο Ετιέν ανεβαίνει τη σκάλα για τη σοφίτα, με γόνατα που τρίζουν, για να διαβάσει μια σειρά από αριθμούς στον αέρα, να στείλει τα μηνύματα της μαντάμ Ριέλ, να παίξει ένα τραγούδι. Η μικρή σοφίτα πλημμυρίζει από φούξια και γαλαζοπράσινο και χρυσαφί για πέντε λεπτά, μετά το ραδιόφωνο σβήνει και το γκρίζο επιστρέφει ορμητικά, και ο θείος της κατεβαίνει ξανά με βαριά βήματα τη σκάλα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
425
Πυρετός
ΙΣΩΣ ΠΡ ΟΕΡ ΧΕΤΑΙ από το φαγητό σε κάποια ανώνυμη ουκρανική κουζίνα· ίσως οι αντάρτες δηλητηρίασαν το νερό· ίσως απλώς ο Βέρνερ να κάθισε πολλή ώρα σε πολλά υγρά μέρη με τα ακουστικά στα αυτιά του. Όπως και να ’χει, ο πυρετός έρχεται, και μαζί του μια τρομερή διάρροια, κι ενώ ο Βέρνερ κάθεται ανακούρκουδα στη λάσπη πίσω από το καμιόνι νιώθει σαν να αφοδεύει την τελευταία ρανίδα πολιτισμού που είχε μείνει μέσα του. Περνάνε ώρες ολόκληρες που κατά τη διάρκειά τους το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πιέζει τα μάγουλά του στα τοιχώματα του φορτηγού αναζητώντας κάτι κρύο. Μ ετά τον πιάνουν ρίγη, δυνατά και απανωτά, και δεν μπορεί να ζεστάνει το σώμα του με τίποτα· θέλει να πηδήξει μέσα σε μια φωτιά. Ο Φολκχάιμερ του προσφέρει καφέ· ο Νόυμαν Δύο του προσφέρει από τα χάπια που ο Βέρνερ ξέρει πια ότι δεν είναι για τη μέση. Τα αρνείται και τα δύο, και το 1943 γίνεται 1944. Ο Βέρνερ έχει σχεδόν έναν χρόνο να γράψει στη Γιούττα. Το τελευταίο της γράμμα που ήρθε είναι έξι μηνών και ξεκινάει με τα λόγια: «Γιατί δε μου γράφεις;» Μ ολαταύτα, συνεχίζει να βρίσκει παράνομες εκπομπές, μία περίπου κάθε δύο βδομάδες. Μ αζεύει τον υποδεέστερο σοβιετικό εξοπλισμό, τορνεμένο από οριακής ποιότητας ατσάλι, συγκολλημένο άτσαλα· όλα είναι τελείως ανοργάνωτα. Πώς
426
ANTHONY DOERR
γίνεται να πολεμούν με τόσο άθλιο εξοπλισμό; Του είχαν παρουσιάσει την αντίσταση ως άρτια οργανωμένη· του είχαν πει ότι πρόκειται για επικίνδυνους, πειθαρχημένους αντάρτες· ότι ακολουθούν τις διαταγές σκληρών και αιμοδιψών ηγετών. Όμως εκείνος βλέπει με τα μάτια του πως οι συμμαχίες τους είναι τόσο χαλαρές που είναι ουσιαστικά αναποτελεσματικές – ένα ταλαίπωρο βρόμικο ασκέρι που ζει σε τρύπες. Ανένταχτοι απελπισμένοι που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Κι όμως, είναι αδύνατον να καταλάβει ποια θεωρία προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια. Γιατί ουσιαστικά, σκέφτεται ο Βέρνερ, κάθε άνθρωπος που βλέπουν είναι αντιστασιακός, αντάρτης. Όποιος δεν είναι Γερμανός, ακόμα κι ο πιο δουλοπρεπής, θέλει να πεθάνουν οι Γερμανοί. Απομακρύνονται από το καμιόνι όταν μπαίνει κροταλίζοντας στην πόλη· κρύβουν τα πρόσωπά τους, τις οικογένειές τους· τα καταστήματά τους ξεχειλίζουν από παπούτσια κλεμμένα από νεκρούς. Δες τους. Αυτό που νιώθει τις χειρότερες μέρες εκείνου του ανελέητου χειμώνα –ενώ η σκουριά αποικίζει το φορτηγό και τα τουφέκια και τους ασύρματους, ενώ οι γερμανικές μεραρχίες υποχωρούν παντού γύρω τους– είναι μια βαθιά περιφρόνηση για όλους όσους προσπερνάνε. Ερειπωμένα χωριά που βγάζουν καπνούς, σπασμένα τούβλα στους δρόμους, παγωμένα πτώματα, γκρεμισμένοι τοίχοι, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, σκυλιά που γαβγίζουν, παντού αρουραίοι και ψείρες: πώς ζουν έτσι; Εδώ έξω στα δάση, στα βουνά, στα χωριά υποτίθεται ότι κόβουν την αταξία από τη ρίζα. Η συνολική εντροπία ενός συστήματος, έλεγε ο δόκτωρ Χάουπτμαν, μειώνεται μόνο εάν αυξηθεί η εντροπία ενός άλλου συστήματος. Η φύση απαιτεί συμμετρία. Ordnung muss sein.6 Κι όμως, τι είδους τάξη υπάρχει εδώ έξω; Οι βαλίτσες, οι ουρές, τα μωρά που ουρλιάζουν, οι στρατιώτες που επιστρέφουν στις πόλεις με την αιωνιότητα στο βλέμμα – σε πιο σύστημα αυξάνεται η τάξη; Οπωσδήποτε όχι στο Κίεβο, στη Λεμβέργη, στη Βαρσοβία. Εκεί είναι τα Τάρταρα. Οι άνθρωποι είναι απειράριθμοι, σαν να βγαίνουν κάθε λεπτό καινούριοι από μεγάλα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
427
ρωσικά εργοστάσια. Αν σκοτώσεις χίλιους, θα βγάλουμε δέκα χιλιάδες. Ο Φλεβάρης τους βρίσκει στα βουνά. Ο Βέρνερ τρέμει σύγκορμος στην καρότσα του φορτηγού ενώ ο Νόυμαν Ένα κατηφορίζει στις φουρκέτες. Τα χαρακώματα απλώνονται από κάτω του σαν φίδια σε ένα ατελείωτο δίκτυο, οι γερμανικές θέσεις από τη μία, οι ρωσικές από την άλλη. Χοντρές κορδέλες καπνού απλώνονται πάνω από την κοιλάδα· οι ακανόνιστες φωτοβολίδες του πυροβολικού σκίζουν τον αέρα σαν κομήτες. Ο Φολκχάιμερ ξεδιπλώνει μια κουβέρτα και την τυλίγει γύρω από τους ώμους του Βέρνερ. Το αίμα παφλάζει μέσα του σαν υδράργυρος, και έξω από τα παράθυρα, μέσα από ένα άνοιγμα στην ομίχλη, για μια στιγμή φαίνεται πεντακάθαρα το δίκτυο των χαρακωμάτων και του πυροβολικού, κι ο Βέρνερ έχει την εντύπωση ότι κοιτάζει τα κυκλώματα ενός πελώριου ραδιοφώνου κι ότι ο κάθε στρατιώτης εκεί κάτω είναι ένα ηλεκτρόνιο που τρέχει εφ’ ενός ζυγού στο ηλεκτρικό του μονοπάτι, δίχως να μπορεί να ελέγξει τις πράξεις του περισσότερο απ’ όσο ένα ηλεκτρόνιο. Ύστερα στρίβουν και δίπλα του αισθάνεται μόνο την παρουσία του Φολκχάιμερ· έξω από τα παράθυρα ένα κρύο λυκόφως, ατέλειωτες γέφυρες, ατέλειωτοι λόφοι, κατεβαίνοντας ολοένα και πιο χαμηλά. Μ εταλλικό, κουρελιασμένο σεληνόφωτο θρυμματίζεται πάνω στον δρόμο, ένα άσπρο άλογο στέκεται και μασουλάει σε ένα χωράφι και ένας προβολέας οργώνει τον ουρανό, και μέσα στο φωτισμένο παράθυρο ενός ξύλινου σπιτιού, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ενώ το προσπερνάνε με ταχύτητα, ο Βέρνερ βλέπει τη Γιούττα καθισμένη σε ένα τραπέζι, τριγυρισμένη από τα φωτεινά πρόσωπα των άλλων παιδιών, το κέντημα της φράου Έλενας πάνω από τον νεροχύτη, τα πτώματα δώδεκα νηπίων στοιβαγμένα σε ένα ζεμπίλι δίπλα στη σόμπα. 6. Πρέπει να υπάρχει τάξη (γ ερμανικό ρητό).
428
ANTHONY DOERR
Το τρίτο πετράδι
ΒΡ ΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ
ΕΝΑ ΚΑΣΤΡ Ο έξω από την Αμιένη, βόρεια του Παρισιού. Το μεγάλο παλιό σπίτι γογγύζει στο σκοτάδι. Το σπίτι ανήκει σε έναν συνταξιούχο παλαιοντολόγο, και ο φον Ρούμπελ πιστεύει ότι εδώ κατέφυγε ο επικεφαλής της ασφάλειας του μουσείου μέσα στη σύγχυση που ακολούθησε μετά την εισβολή στη Γαλλία πριν από τρία χρόνια. Ένα ήσυχο μέρος, περιτριγυρισμένο από χωράφια, κυκλωμένο από ψηλούς θάμνους. Ανεβαίνει τη σκάλα προς τη βιβλιοθήκη. Ένα ράφι έχει ξηλωθεί· πίσω του βρίσκεται ένα χρηματοκιβώτιο. Ο κασαδόρος της Γκεστάπο είναι καλός: φοράει στηθοσκόπιο, δεν κάνει τον κόπο να πάρει φακό. Το ανοίγει μέσα σε λίγα λεπτά. Ένα παλιό πιστόλι, ένα κουτί με πιστοποιητικά, μια στοίβα μαυρισμένα ασημένια νομίσματα. Και, μέσα σε ένα βελούδινο κουτί, ένα μπλε διαμάντι σε σχήμα αχλαδιού. Η κόκκινη καρδιά μέσα στο πετράδι τη μια στιγμή εμφανίζεται και την επόμενη γίνεται τελείως απροσπέλαστη. Μ έσα στον φον Ρούμπελ η ελπίδα πλέκεται με την απόγνωση· πλησιάζει. Οι πιθανότητες είναι με το μέρος του, έτσι δεν είναι; Αλλά το ξέρει πριν ακόμα φέρει το πετράδι κάτω από τη λάμπα. Η αγαλλίαση γκρεμίζεται μέσα του. Το διαμάντι δεν είναι αληθινό· είναι κι αυτό έργο του Ντυπόν. Έχει βρει και τις τρεις απομιμήσεις. Η τύχη του εξαντλήθηκε.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
429
Ο γιατρός λέει πως ο όγκος μεγαλώνει και πάλι. Ο πόλεμος έχει πάρει τον κατήφορο – η Γερμανία υποχωρεί κατά μήκος της Ρωσίας, της Ουκρανίας, από τον αστράγαλο της Ιταλίας. Σε λίγο καιρό όλα τα μέλη της Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg –οι άντρες που χτενίζουν την Ευρώπη για να βρουν μυστικές βιβλιοθήκες, κρυμμένους παπύρους με προσευχές, καταχωνιασμένους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες– θα πάρουν από ένα τουφέκι και θα σταλούν στο μέτωπο. Ανάμεσά τους και ο φον Ρούμπελ. Όσο το έχει στην κατοχή του, ο κάτοχος του διαμαντιού θα ζει για πάντα. Δε γίνεται να το βάλει κάτω. Όμως τα χέρια του βαραίνουν. Το κεφάλι του είναι ένα αγκωνάρι. Ένα στο μουσείο, ένα στο σπίτι κάποιου ευεργέτη του μουσείου, ένα σταλμένο με τον επικεφαλής της ασφάλειας. Τι άνθρωπο θα επέλεγαν για τον τρίτο μεταφορέα; Ο άντρας της Γκεστάπο τον παρακολουθεί με την προσοχή στραμμένη στο πετράδι, το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στην πόρτα του χρηματοκιβωτίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο φον Ρούμπελ σκέφτεται το ασυνήθιστο κουτί του πετραδιού στο μουσείο. Σαν σπαζοκεφαλιά. Σε κανένα από τα ταξίδια του δεν έχει συναντήσει κάτι παρόμοιο. Ποιος μπορεί να το επινόησε;
430
ANTHONY DOERR
Η γέφυρα
ΣΕ ΕΝΑ ΓΑΛΛΙΚΟ ΧΩΡ ΙΟ στα νότια του Σαιν Μ αλό ένα γερμανικό φορτηγό ανατινάζεται ενώ περνά μια γέφυρα. Σκοτώνονται έξι Γερμανοί στρατιώτες. Ρίχνουν το φταίξιμο σε τρομοκράτες. Νύχτα και ομίχλη, ψιθυρίζουν οι γυναίκες που περνούν απ’ το σπίτι για να δουν τι κάνει η Μ αρί Λορ. Για κάθε Γερμαναρά που χάνεται θα την πληρώνουν δέκα δικοί μας. Η αστυνομία πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα απαιτώντας να έρθει κάθε αρτιμελής άντρας για μιας μέρας δουλειά. Για να σκάψει χαρακώματα, να ξεφορτώσει βαγόνια τρένου, να σπρώξει καρότσια με σακιά τσιμέντου, να φτιάξει αντιαποβατικά κωλύματα σε χωράφια και παραλίες. Όποιος μπορεί πρέπει να δουλέψει για να ενισχύσει το Τείχος του Ατλαντικού. Ο Ετιέν στέκεται με μισόκλειστα μάτια στο κατώφλι κρατώντας τα δικαιολογητικά από τον γιατρό. Ο κρύος αέρας που φυσάει από πάνω του και ο φόβος του ανεμίζουν στον διάδρομο. Η μαντάμ Ριέλ ψιθυρίζει ότι οι κατοχικές αρχές χρεώνουν την επίθεση σε ένα περίπλοκο δίκτυο αντικατοχικών ραδιοφωνικών εκπομπών. Λέει ότι τα συνεργεία ασφαλίζουν τις ακτές πίσω από αγκαθωτά συρματοπλέγματα και τεράστια ξύλινα αμυντικά καβαλέτα που λέγονται chevaux de frise. Έχουν ήδη απαγορεύσει την πρόσβαση στους διαδρόμους πάνω στους προμαχώνες. Δίνει στη Μ αρί Λορ μια φραντζόλα ψωμί και η Μ αρί Λορ την
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
431
πηγαίνει στο σπίτι. Όταν την ανοίγει, ο Ετιέν βρίσκει άλλο ένα κομμάτι χαρτί μέσα. Άλλους εννέα αριθμούς. «Νόμιζα ότι μπορεί να σταματούσαν για λίγο» της λέει. Η Μ αρί Λορ σκέφτεται τον πατέρα της. «Μ ήπως» του λέει «είναι ακόμα πιο σημαντικό τώρα;» Ο Ετιέν περιμένει να νυχτώσει. Η Μ αρί Λορ κάθεται στο στόμιο της ντουλάπας, με την ψεύτικη πλάτη ανοιχτή, και ακούει τον θείο της να ανάβει το μικρόφωνο και τον πομπό στη σοφίτα. Η ήπια φωνή του εκφωνεί τους αριθμούς. Μ ετά παίζει μουσική, απαλή και σιγανή, γεμάτη τσέλο απόψε, αλλά διακόπτεται στη μέση. «Θείε;» Του παίρνει πολλή ώρα να κατέβει τη σκάλα. Της πιάνει το χέρι. «Ο πόλεμος που σκότωσε τον παππού σου σκότωσε άλλα δεκαέξι εκατομμύρια ανθρώπους. Ενάμισι εκατομμύριο παλικάρια μόνο στη Γαλλία, τα περισσότερα νεότερα από μένα. Δύο εκατομμύρια από την πλευρά των Γερμανών. Αν παρατάξεις τους νεκρούς τον έναν πίσω από τον άλλον και τους βάλεις να παρελάσουν, θα περνάνε έξω από την πόρτα μας έντεκα μερόνυχτα. Αυτό που κάνουμε, Μ αρί, δεν είναι το ίδιο με το να αλλάζουμε θέση στις πινακίδες των δρόμων. Δεν είναι το ίδιο με το να κρύβουμε ένα γράμμα στο ταχυδρομείο. Αυτοί οι αριθμοί είναι κάτι παραπάνω από αριθμοί. Καταλαβαίνεις;» της λέει. «Αλλά εμείς είμαστε οι καλοί. Έτσι δεν είναι, θείε;» «Το ελπίζω».
432
ANTHONY DOERR
Οδός Πατριάρχς
Ο ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ
μπαίνει σε ένα σπίτι στο Πέμπτο Διαμέρισμα του Παρισιού. Η σπιτονοικοκυρά με το προσποιητό χαμόγελο στο ισόγειο παίρνει τα δελτία που της δίνει και τα χώνει στη ρόμπα της. Γάτες τριγυρίζουν γύρω από τα πόδια της. Πίσω της ένα φορτωμένο διαμέρισμα αναδίδει μια μυρωδιά από ξερά άνθη μηλιάς, σύγχυση, γηρατειά. «Πότε έφυγαν, μαντάμ;» «Το καλοκαίρι του 1940». Έχει ένα ύφος λες και θα σουρίξει. «Ποιος πληρώνει το νοίκι;» «Δεν ξέρω, μεσιέ». «Οι επιταγές προέρχονται από το Μ ουσείο Φυσικής Ιστορίας;» «Δεν έχω ιδέα». «Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήρθε κάποιος;» «Δεν έρχεται κανείς. Οι επιταγές στέλνονται με το ταχυδρομείο». «Από πού;» «Δεν ξέρω». «Και δεν μπαινοβγαίνει κανείς στο διαμέρισμα;» «Από εκείνο το καλοκαίρι και μετά όχι» του λέει, και αποσύρεται με το αρπακτικό πρόσωπο και τα αρπακτικά νύχια της μέσα στο δύσοσμο σκοτάδι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
433
Ανεβαίνει τη σκάλα. Μ ια κλειδαριά στον τρίτο όροφο σημαδεύει το διαμέρισμα του κλειθροποιού. Μ έσα τα παράθυρα είναι σκεπασμένα με καπλαμά και ένα ανάερο, μαργαριταρένιο φως περνάει από τις τρύπες. Είναι σαν να μπήκε σε ένα σκοτεινό κουτί κρεμασμένο μέσα σε μια στήλη καθαρού φωτός. Τα ντουλάπια είναι ανοιχτά, τα μαξιλάρια του καναπέ ελαφρώς στραβά, μια καρέκλα στην κουζίνα είναι ριγμένη κάτω. Όλα μαρτυρούν βιαστική αναχώρηση ή εξονυχιστική έρευνα ή και τα δύο. Ένας μαύρος δακτύλιος άλγης βρίσκεται στο εσωτερικό της λεκάνης της τουαλέτας, απ’ όπου έχει στραγγιχτεί το νερό. Ο φον Ρούμπελ επιθεωρεί την κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο, την κουζίνα με μια μοχθηρή, ακατεύναστη ελπίδα να φουντώνει μέσα του: Κι αν…; Πάνω σε έναν πάγκο βρίσκονται μικροσκοπικά παγκάκια, μικροσκοπικοί φανοστάτες, μικροσκοπικά τραπέζια από γυαλιστερό ξύλο. Μ ια μικρή μέγγενη, ένα κουτάκι με καρφιά, μπουκαλάκια με κόλλα που έχει πήξει εδώ και καιρό. Δίπλα στον πάγκο, κάτω από έναν μουσαμά, μια έκπληξη: μια πολύπλοκη μακέτα του Πέμπτου Διαμερίσματος. Τα κτίρια είναι άβαφα αλλά κατά τα άλλα έχουν πανέμορφες λεπτομέρειες: παντζούρια, πόρτες, παράθυρα, σχάρες υπονόμων. Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Παιχνίδι; Μ έσα στην ντουλάπα κρέμονται μερικά σκοροφαγωμένα κοριτσίστικα φουστάνια και ένα πουλόβερ με κεντημένα κατσικάκια που τρώνε λουλούδια. Σκονισμένα κουκουνάρια είναι παραταγμένα στο περβάζι, τακτοποιημένα από το μεγαλύτερο στο μικρότερο. Στο ξύλο του πατώματος της κουζίνας έχουν καρφωθεί αντιολισθητικές ταινίες. Ένα μέρος αθόρυβης πειθαρχίας. Ηρεμίας. Τάξης. Ένας σπάγκος ενώνει το τραπέζι με το μπάνιο. Ένα ρολόι στέκεται νεκρό, χωρίς τζάμι στο καντράν. Μ όνο όταν βρίσκει τους τρεις τεράστιους σπιράλ τόμους του Ιούλιου Βερν σε Μ πράιγ λύνει το μυστήριο. Ένας κατασκευαστής χρηματοκιβωτίων. Μ εγαλοφυΐα στις κλειδαριές. Ζει σε κοντινή απόσταση από το μουσείο. Εργάζεται εκεί όλη την ενήλικη ζωή του. Ταπεινός, χωρίς εμφανείς βλέψεις να γίνει πλούσιος. Μ ια τυφλή κόρη. Πάμπολλοι λόγοι να δείξει
434
ANTHONY DOERR
αφοσίωση. «Πού κρύβεσαι;» λέει μεγαλόφωνα στο δωμάτιο. Η σκόνη στροβιλίζεται μέσα στο παράξενο φως. Μ έσα σε μια τσάντα ή σε ένα κουτί. Χωμένο πίσω από ένα σοβατεπί ή φυλαγμένο σε μια κρύπτη κάτω από τις σανίδες του πατώματος ή σοβατισμένο μέσα σε έναν τοίχο. Ανοίγει τα συρτάρια της κουζίνας και ελέγχει το πίσω μέρος τους. Όμως οι προηγούμενοι που ερεύνησαν θα τα έχουν ψάξει όλα αυτά. Βαθμιαία η προσοχή του στρέφεται στη μακέτα της συνοικίας. Εκατοντάδες μικροσκοπικά σπιτάκια με δικλινείς στέγες και μπαλκόνια. Πρόκειται γι’ αυτήν ακριβώς τη γειτονιά, συνειδητοποιεί ο φον Ρούμπελ, άχρωμη, έρημη και συρρικνωμένη. Μ ια μικροσκοπική φασματική εκδοχή της. Ένα συγκεκριμένο κτίριο φαίνεται λειασμένο και φθαρμένο από επίμονα δάχτυλα: το κτίριο μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το σπίτι. Φέρνει το βλέμμα του στο ύψος του δρόμου, γίνεται ένας θεός που υψώνεται πάνω από το Καρτιέ Λατέν. Θα μπορούσε, με τα δυο του δάχτυλα, να σηκώσει όποιον θέλει, να σπρώξει τη μισή πόλη στη σκιά. Να την αναποδογυρίσει. Ακουμπάει τα δάχτυλά του στη σκεπή της πολυκατοικίας μέσα στην οποία βρίσκεται γονατισμένος. Την κουνάει μπρος πίσω. Τη βγάζει με ευκολία από τη μακέτα, σαν να είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να μπορεί να το κάνει. Την περιστρέφει μπροστά στα μάτια του: δεκαοχτώ παραθυράκια, έξι μπαλκόνια, μια μικροσκοπική είσοδος. Εδώ κάτω –πίσω από αυτό το παράθυρο– βρίσκεται η μικροκαμωμένη σπιτονοικοκυρά με τις γάτες της. Κι εδώ, στον τρίτο, ο ίδιος. Στον πάτο του βρίσκει μια τρυπούλα που μοιάζει πολύ με την τρύπα της κλειδαριάς στο χρηματοκιβώτιο που είχε δει στο μουσείο πριν από τρία χρόνια. Συνειδητοποιεί πως το σπίτι είναι μια θήκη. Ένα δοχείο. Παίζει λίγο μαζί του προσπαθώντας να το λύσει. Το γυρίζει ανάποδα, δοκιμάζει τον πάτο, τα πλαϊνά. Ο σφυγμός του καλπάζει. Κάτι υγρό και πυρετώδες ανεβαίνει στη γλώσσα του. Έχεις κάτι μέσα σου; Ο φον Ρούμπελ αφήνει το σπιτάκι στο πάτωμα, σηκώνει το πόδι του και το κάνει κομμάτια.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
435
Λευκή πόλη
ΤΟΝ
ΑΠΡ ΙΛΙΟ ΤΟΥ 1944 το Όπελ μπαίνει σε μια λευκή πόλη γεμάτη άδεια παράθυρα. «Η Βιέννη» λέει ο Φολκχάιμερ, και ο Νόυμαν Δύο μιλάει ακατάπαυστα για τα παλάτια των Αψβούργων και τα βιεννέζικα σνίτσελ, για τα κορίτσια που τα αιδοία τους έχουν γεύση στρούντελ μήλου. Κοιμούνται σε μια άλλοτε επιβλητική σουίτα που τα έπιπλά της έχουν στοιβαχτεί το ένα πάνω στο άλλο δίπλα στους τοίχους, οι μαρμάρινοι νιπτήρες είναι βουλωμένοι με πούπουλα κότας και στα παράθυρα είναι αδέξια κολλημένες εφημερίδες. Από κάτω ένας σιδηροδρομικός σταθμός μοιάζει με ζούγκλα από ράγες. Ο Βέρνερ σκέφτεται τον δόκτορα Χάουπτμαν με τις μπούκλες και τα γούνινα γάντια του, που τον είχε φανταστεί να περνάει τα νιάτα του στη Βιέννη μέσα σε πολυσύχναστα καφέ όπου επίδοξοι επιστήμονες συζητούσαν Μ πορ και Σοπενχάουερ, υπό το βλέμμα μαρμάρινων αγαλμάτων που τους κοιτούσαν από τις κόγχες τους σαν καλοσυνάτοι νονοί. Τον Χάουπτμαν που, κατά πάσα πιθανότητα, βρίσκεται ακόμα στο Βερολίνο. Ή στο μέτωπο, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Ο διοικητής της πόλης δεν έχει χρόνο να τους δει. Ένας υφιστάμενός του λέει στον Φολκχάιμερ πως υπήρξαν καταγγελίες για αντιστασιακές εκπομπές από το Λεοπολντστάντ. Γυρνάνε σαν
436
ANTHONY DOERR
σβούρες στη συνοικία. Μ ια παγωμένη ομίχλη κρέμεται πάνω από τα μπουμπουκιασμένα δέντρα, κι ο Βέρνερ κάθεται στην καρότσα του φορτηγού και τρέμει. Ο τόπος τού μυρίζει σφαγή. Επί πέντε μέρες δεν ακούει τίποτα στον πομποδέκτη του εκτός από ύμνους και ηχογραφημένη προπαγάνδα, καθώς και τις φωνές πολιορκημένων συνταγματαρχών που ζητούν προμήθειες, βενζίνη, άντρες. Όλα γκρεμίζονται, ο Βέρνερ το νιώθει· το οικοδόμημα του πολέμου καταρρέει. «Αυτή είναι η Κρατική Όπερα» λέει ένα βράδυ ο Νόυμαν Δύο. Η πρόσοψη ενός μεγαλοπρεπούς κτιρίου υψώνεται με χάρη, όλο παραστάδες και επάλξεις. Εκατέρωθεν δεσπόζουν μεγαλόπρεπες πτέρυγες, βαριές και ελαφριές ταυτόχρονα. Εκείνη τη στιγμή ο Βέρνερ σκέφτεται πόσο καταπληκτικά μάταιο είναι να χτίζεις πολυτελή κτίρια, να γράφεις μουσική, να τραγουδάς τραγούδια, να τυπώνεις τεράστια βιβλία γεμάτα πολύχρωμα πουλιά μπροστά στη σεισμική, σαρωτική αδιαφορία του κόσμου – τι φιλοδοξίες που έχουν οι άνθρωποι! Γιατί να μπεις στον κόπο να γράψεις μουσική αφού η σιωπή και ο αέρας είναι μεγαλύτερα; Γιατί να ανάψεις λάμπες αφού αναπόφευκτα θα τις σβήσει το σκοτάδι; Αφού οι Γερμανοί στρατιώτες αλυσοδένουν σε φράχτες τους Ρώσους αιχμαλώτους ανά τριάδες ή τετράδες, τους βάζουν απασφαλισμένες χειροβομβίδες στις τσέπες και το βάζουν στα πόδια; Όπερες! Πόλεις στο φεγγάρι! Είναι γελοίο. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να ξαπλώσουν στα πεζοδρόμια και να περιμένουν τα παιδιά που γυρίζουν την πόλη σέρνοντας τα έλκηθρα με τα στοιβαγμένα πτώματα. Λίγο πριν από το μεσημέρι ο Φολκχάιμερ τους διατάζει να παρκάρουν στο Αουγκάρτεν. Ο ήλιος καίει την ομίχλη και αποκαλύπτει τα πρώτα μπουμπούκια στα δέντρα. Ο Βέρνερ αισθάνεται έναν πυρετό να τρεμοσβήνει μέσα του, μια σόμπα με κλειστό το πορτάκι. Ο Νόυμαν Ένα, που, αν δεν ήταν προγραμματισμένο να πεθάνει δέκα εβδομάδες από τώρα στη Συμμαχική Απόβαση στη Νορμανδία, ίσως είχε γίνει κουρέας στη μετέπειτα ζωή του, που θα μύριζε ταλκ και ουίσκι και θα ακουμπούσε τον δείκτη του στα αυτιά των αντρών για να φέρει
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
437
στη σωστή θέση τα κεφάλια τους, που τα παντελόνια και τα πουκάμισά του θα ήταν πάντα γεμάτα κομμένες τριχούλες, που στο κουρείο του θα είχε κολλήσει καρτ ποστάλ με τις Άλπεις γύρω από τον μεγάλο, φτηνό, ασταθή καθρέφτη, που θα έμενε πιστός στην εύσωμη γυναίκα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του – ο Νόυμαν Ένα λέει: «Ώρα για κούρεμα». Στήνει ένα σκαμνί στο πεζοδρόμιο, ρίχνει μια σχετικά καθαρή πετσέτα στους ώμους του Μ περντ και αρχίζει το ψαλίδισμα. Ο Βέρνερ πιάνει έναν κρατικό σταθμό που παίζει βαλς και φέρνει το ηχείο στην ανοιχτή πίσω πόρτα του Όπελ για να ακούνε όλοι. Ο Νόυμαν Ένα κουρεύει τον Μ περντ, μετά τον Βέρνερ, μετά τον σουρωμένο Νόυμαν Δύο, που είναι τύφλα στο μεθύσι. Ο Βέρνερ βλέπει τον Φολκχάιμερ να κάθεται στο σκαμνί και να κλείνει τα μάτια όταν ξεκινάει ένα πολύ λυπητερό βαλς, τον Φολκχάιμερ που έχει σκοτώσει τουλάχιστον εκατό άτομα ως τώρα, μπορεί και παραπάνω, εισβάλλοντας με τις τεράστιες απαλλοτριωμένες μπότες του σε άθλιες καλύβες απ’ όπου γίνονται εκπομπές με τον ασύρματο, γλιστρώντας πίσω από την πλάτη κάποιου αποσκελετωμένου Ουκρανού με ακουστικά στα αυτιά κι ένα μικρόφωνο στο στόμα, πυροβολώντας τον από πίσω στο κεφάλι και μετά γυρίζοντας στο φορτηγό, όπου λέει στον Βέρνερ να πάρει τον πομπό ξεστομίζοντας τη διαταγή ήρεμα, νυσταγμένα, παρόλο που τα κομμάτια του άντρα είναι ακόμα πάνω στον ασύρματο. Τον Φολκχάιμερ που φροντίζει πάντα να υπάρχει φαγητό για τον Βέρνερ. Που του φέρνει αυγά, που μοιράζεται μαζί του τη σούπα του, που η συμπάθειά του απέναντί του παραμένει, καταπώς φαίνεται, σταθερή. Η έρευνα στο Αουγκάρτεν αποδεικνύεται δύσκολη, καθώς είναι γεμάτο με στενούς δρόμους και ψηλές πολυκατοικίες. Το ίδιο απόγευμα, πολλές ώρες αφότου μαζεύουν το σκαμνί και σταματάνε τα βαλς, ενώ ο Βέρνερ κάθεται στον πομποδέκτη του ακούγοντας το τίποτα, ένα μικρό κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με μαρόν κάπα βγαίνει από μια πόρτα, έξι εφτά χρόνων, μικρόσωμη για την ηλικία της, με μεγάλα, καθαρά μάτια που του θυμίζουν τη Γιούττα. Πηγαίνει απέναντι, στο πάρκο, και παίζει εκεί μόνη της,
438
ANTHONY DOERR
κάτω από τα μπουμπουκιασμένα δέντρα, ενώ η μητέρα της στέκεται στη γωνία και τρώει τα νύχια της. Το κορίτσι ανεβαίνει στην κούνια και ταλαντεύεται μπρος πίσω, σηκώνοντας τα πόδια της για να πάρει φόρα, και βλέποντάς την μέσα στην ψυχή του Βέρνερ ανοίγει μια βαλβίδα. Αυτή είναι η ζωή, σκέφτεται, γι’ αυτό ζούμε, για να παίξουμε έτσι τη μέρα που ο χειμώνας χαλαρώνει επιτέλους τη λαβή του. Περιμένει τον Νόυμαν Δύο να έρθει στο πίσω μέρος του φορτηγού και να πει κάτι χοντροκομμένο, να του το χαλάσει, αλλά δεν έρχεται, ούτε ο Μ περντ, ίσως να μην μπορούν να τη δουν, ίσως αυτό το μοναδικό αγνό πλάσμα να γλιτώσει από το μαγάρισμά τους, και το κοριτσάκι τραγουδάει κάνοντας κούνια, λέει ένα τραγούδι που ο Βέρνερ αναγνωρίζει, ένα λάχνισμα που τραγουδούσαν τα κορίτσια που έπαιζαν σκοινάκι στο δρομάκι πίσω από το Σπίτι των Παιδιών, «Eins, zwei, Polizei, drei, vier, Offizier», πόσο θα ήθελε να πάει κοντά της, να τη σπρώξει όλο και πιο ψηλά, να τραγουδήσει, «fünf, sechs, alte Hex, sieben, acht, gute Nacht!»7. Τότε η μητέρα της φωνάζει κάτι που ο Βέρνερ δεν ακούει και πιάνει το κορίτσι από το χέρι. Στρίβουν στη γωνία, με τη βελούδινη κάπα να σέρνεται πίσω τους, και χάνονται. Σχεδόν μία ώρα αργότερα πιάνει κάτι που ξεπροβάλλει μέσα από τα παράσιτα: μια απλή εκπομπή σε ελβετικά γερμανικά: Σημείο εννέα, μετάδοση στα 1600, εδώ ΚΧ 46, λαμβάνεις; Δεν τα καταλαβαίνει όλα. Ύστερα χάνεται. Ο Βέρνερ διασχίζει την πλατεία και συντονίζει μόνος του τον δεύτερο πομποδέκτη. Μ όλις ξανακούγεται η φωνή, κάνει την τριγωνομέτρηση και βάζει τους αριθμούς στην εξίσωση, ύστερα σηκώνει το βλέμμα και βλέπει με γυμνό μάτι κάτι που μοιάζει πολύ με καλώδιο κεραίας να κρέμεται στο πλάι μιας πολυκατοικίας παραπλεύρως της πλατείας. Τόσο εύκολο. Τα μάτια του Φολκχάιμερ έχουν ήδη ζωηρέψει, σαν λιοντάρι που έχει αντιληφθεί μια μυρωδιά. Σαν να μη χρειάζεται καν να μιλήσουν με τον Βέρνερ για να συνεννοηθούν. «Βλέπεις το καλώδιο που κρέμεται εκεί πέρα;» ρωτάει ο Βέρνερ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
439
Ο Φολκχάιμερ σαρώνει το κτίριο με τα κιάλια του: «Από εκείνο το παράθυρο;» «Ναι». «Δεν είναι πολύ πυκνοκατοικημένα εκεί μέσα; Μ ε τόσα διαμερίσματα;» «Εκείνο είναι το παράθυρο» λέει ο Βέρνερ. Μ παίνουν. Δεν ακούει πυροβολισμούς. Ύστερα από πέντε λεπτά τον καλούν σε ένα διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου ντυμένο με μια λουλουδάτη ταπετσαρία που του φέρνει ζάλη. Περιμένει να του ζητήσουν να κοιτάξει τον εξοπλισμό ως συνήθως, αλλά δεν υπάρχει τίποτα: ούτε πτώματα, ούτε πομπός, ούτε καν ένα απλό ραδιόφωνο. Μ όνο περίκομψες λάμπες και ένας κεντημένος καναπές και η πυκνή ροκοκό ταπετσαρία. «Ξηλώστε το πάτωμα» διατάζει ο Φολκχάιμερ, αλλά όταν ο Νόυμαν Δύο ξηλώνει μερικές σανίδες και κοιτάζει είναι φανερό πως το μόνο πράγμα που υπάρχει κάτω από το παρκέ είναι οι παλιές αλογότριχες της μόνωσης. «Μ ήπως είναι σε άλλο διαμέρισμα; Σε άλλον όροφο;» Ο Βέρνερ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει πάνω από το σιδερένιο μπαλκόνι. Αυτό που πέρασε για κεραία είναι ένα βαμμένο σίδερο στερεωμένο στην παραστάδα, μάλλον για το μπουγαδόσκοινο. Δεν είναι κεραία. Αλλά άκουσε μια εκπομπή, έτσι δεν είναι; Ένας πόνος ανεβαίνει από τη βάση του κρανίου του. Δένει τα δάχτυλά του πίσω από το κεφάλι και κάθεται στην άκρη του ξέστρωτου κρεβατιού και κοιτάζει τα ρούχα – ένα μεσοφόρι διπλωμένο στην πλάτη μιας καρέκλας, μια βούρτσα από κασσίτερο πάνω στην τουαλέτα, σειρές από αδιαφανή μπουκαλάκια και δοχεία αραδιασμένα στον καθρέφτη, όλα του φαίνονται απερίγραπτα θηλυκά, μυστηριώδη και μπερδεμένα, όπως τον είχε μπερδέψει πριν από τέσσερα χρόνια η σύζυγος του χερ Ζίντλερ όταν σήκωσε τη φούστα της και γονάτισε δίπλα στο μεγάλο ραδιόφωνό της. Το δωμάτιο μιας γυναίκας. Ζαρωμένα σεντόνια, μια μυρωδιά σαν γαλάκτωμα σώματος στην ατμόσφαιρα, και η φωτογραφία ενός νεαρού –ανιψιός; εραστής; αδερφός;– πάνω στην τουαλέτα.
440
ANTHONY DOERR
Ίσως έκανε λάθος στους υπολογισμούς. Ίσως το σήμα διασκορπίστηκε στα κτίρια. Ίσως ο πυρετός να του πείραξε τα μυαλά. Στην ταπετσαρία μπροστά του τα τριαντάφυλλα γλιστράνε, περιστρέφονται, αλλάζουν θέσεις. «Τίποτα;» φωνάζει ο Φολκχάιμερ από το άλλο δωμάτιο, κι ο Μ περντ αποκρίνεται: «Τίποτα». Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, συλλογίζεται ο Βέρνερ, αυτή η γυναίκα και η φράου Έλενα θα μπορούσαν να γίνουν φίλες. Σε μια πραγματικότητα πιο ευχάριστη από αυτήν εδώ. Ύστερα βλέπει κρεμασμένο στο πόμολο της πόρτας ένα μαρόν τετράγωνο βελούδο με κουκούλα, την κάπα ενός παιδιού, και την ίδια ακριβώς στιγμή στην άλλη κρεβατοκάμαρα ο Νόυμαν Δύο βγάζει μια κραυγή σαν διαπεραστικό, έκπληκτο γαργάρισμα και ακούγεται ένας πυροβολισμός, μετά ένα γυναικείο ουρλιαχτό, μετά κι άλλοι πυροβολισμοί, και ο Φολκχάιμερ σπεύδει προς τα εκεί με μεγάλες δρασκελιές· οι υπόλοιποι τον ακολουθούν και βρίσκουν τον Νόυμαν Δύο μπροστά από μία ντουλάπα να κρατάει και με τα δύο χέρια το τουφέκι, τριγυρισμένος από τη μυρωδιά του μπαρουτιού. Στο πάτωμα είναι πεσμένη μια γυναίκα, με το χέρι τιναγμένο πίσω σαν να της αρνήθηκαν έναν χορό, και μέσα στην ντουλάπα δεν υπάρχει ασύρματος αλλά ένα παιδί καθισμένο κατάχαμα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Τα πελώρια μάτια της είναι ανοιχτά και υγρά και το στόμα της ανοιγμένο σε ένα οβάλ έκπληξης, είναι το κοριτσάκι από τις κούνιες, και δεν μπορεί να είναι πάνω από εφτά χρόνων. Ο Βέρνερ περιμένει να ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια σου, σκέφτεται, ανοιγόκλεισέ τα, ανοιγόκλεισέ τα, ανοιγόκλεισέ τα. Ο Φολκχάιμερ κλείνει ήδη την πόρτα της ντουλάπας, παρόλο που δεν μπορεί να την κλείσει εντελώς, επειδή το πόδι του παιδιού εξέχει, κι ο Μ περντ σκεπάζει τη γυναίκα με μια κουβέρτα, και πώς γίνεται να μην ήξερε ο Νόυμαν Δύο, αλλά φυσικά δεν ήξερε, επειδή έτσι είναι τα πράγματα με τον Νόυμαν Δύο, με ολόκληρη τη μονάδα του, με ολόκληρο τον στρατό, με ολόκληρο τον κόσμο, κάνουν αυτό που τους λένε, φοβούνται, κυκλοφορούν έχοντας μόνο τον εαυτό
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
441
τους στο μυαλό τους. Πες μου έναν που δεν το κάνει. Ο Νόυμαν Ένα ανοίγει δρόμο με κάτι το ταγκό στο βλέμμα. Ο Νόυμαν Δύο στέκεται ακίνητος με το φρέσκο κούρεμά του και τα δάχτυλά του χτυπάνε ακανόνιστες τρίλιες στο κοντάκι του όπλου του. «Γιατί κρύφτηκαν;» λέει. Ο Φολκχάιμερ σπρώχνει απαλά το πόδι του παιδιού μέσα στην ντουλάπα. «Δεν υπάρχει ασύρματος εδώ» λέει και κλείνει την πόρτα. Νήματα ναυτίας τυλίγονται γύρω από το λαρύγγι του Βέρνερ. Απ’ έξω οι λάμπες του δρόμου τραντάζονται από τον όψιμο άνεμο. Σύννεφα τρέχουν προς τα δυτικά πάνω από την πόλη. Ο Βέρνερ μπαίνει στο Όπελ έχοντας την αίσθηση πως τα κτίρια ορθώνονται πίσω του πανύψηλα και σκεβρωμένα. Κάθεται ακουμπώντας το κεφάλι στον πάγκο του ασύρματου και κάνει εμετό ανάμεσα στα παπούτσια του. Δηλαδή, παιδιά, από μαθηματική άποψη, όλο το φως είναι αόρατο. Ο Μ περντ ανεβαίνει στην καρότσα, τραβάει την πόρτα πίσω του και το Όπελ παίρνει ζωή γέρνοντας ενώ στρίβει στη γωνία, κι ο Βέρνερ νιώθει τους δρόμους να υψώνονται γύρω τους, να στριφογυρίζουν σε μια δίνη που τους καταπίνει, στο κέντρο της οποίας το φορτηγό θα βυθιστεί προς τα κάτω, κατεβαίνοντας ολοένα και πιο βαθιά. 7. Γερμανικό παιδικό τραγ ουδάκι: Ένα, δύο, αστυνομία, τρία, τέσσερα, αστυνόμος, πέντε, έξι, γριά μάγισσα, εφ τά, οχτώ, καληνύχτα.
442
ANTHONY DOERR
Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Μ αρί Λορ περιμένει κάτι μεγάλο, τυλιγμένο με εφημερίδα και σπάγκο. Από τη σκάλα ο Ετιέν λέει: «Ευτυχισμένα δέκατα έκτα γενέθλια». Η Μ αρί Λορ σκίζει το χαρτί. Δύο βιβλία, το ένα πάνω στο άλλο. Έχουν περάσει τρία χρόνια και τέσσερις μήνες από τότε που έφυγε ο μπαμπάς από το Σαιν Μ αλό. Χίλιες διακόσιες είκοσι τέσσερις μέρες. Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που άγγιξε Μ πράιγ, κι όμως τα γράμματα αναδύονται από τη μνήμη της σαν να σταμάτησε να διαβάζει μόλις χτες. Ιούλιος. Βερν. Είκοσι. Χιλιάδες. Λεύγες. Πρώτο. Μέρος. Δεύτερο. Μέρος. Ρίχνεται πάνω στον θείο της και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. «Είπες ότι δεν κατάφερες να το τελειώσεις. Σκέφτηκα, αντί να σου το διαβάσω εγώ, μήπως να μου το διάβαζες εσύ;» «Μ α πώς…;» «Ο μεσιέ Εμπράρ, ο βιβλιοπώλης». «Τώρα που τίποτα δεν είναι διαθέσιμο; Και είναι πανάκριβα…» «Έχεις αποκτήσει πολλούς φίλους σ’ αυτή την πόλη, Μ αρί
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
443
Λορ». Ξαπλώνει στο πάτωμα και ανοίγει το βιβλίο στην πρώτη σελίδα. «Θα το αρχίσω πάλι από την αρχή». «Τέλεια». «Κεφάλαιο πρώτο» διαβάζει. «“Ένας κινούμενος σκόπελος”. Η χρονιά του 1866 αναστατώθηκε από ένα αξιοσημείωτο γεγονός, ένα μυστήριο και ανεξήγητο φαινόμενο που χωρίς αμφιβολία κανένας δεν το ’χει ξεχάσει μέχρι τώρα…» Διαβάζει επί τροχάδην τις πρώτες δέκα σελίδες και η ιστορία επανέρχεται στη μνήμη της: το παγκόσμιο ενδιαφέρον για ένα μυθικό θαλάσσιο τέρας, ο διάσημος θαλασσοβιολόγος, ο καθηγητής Πιερ Αροννάξ, που πηγαίνει να ανακαλύψει την αλήθεια. Είναι τέρας ή κινούμενος σκόπελος; Ή κάτι άλλο; Σε κάνα δυο σελίδες ο Αροννάξ θα πέσει στη θάλασσα από την πλώρη της φρεγάτας· λίγο αργότερα θα βρεθεί μαζί με τον Καναδό ακοντιστή Νεντ Λαντ στο υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο. Πέρα από το κλεισμένο με χαρτόνια παράθυρο η βροχή πέφτει από τον πλατινένιο ουρανό. Ένα περιστέρι σκαλίζει το ρείθρο του πεζοδρομίου κάνοντας χου χου χου. Έξω στο λιμάνι μια μουρούνα κάνει έναν πήδο, σαν ασημένιο άλογο, και χάνεται.
444
ANTHONY DOERR
Τηλεγράφημα
ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡ ΙΟΣ ΦΡ ΟΥΡΑΡ ΧΟΣ έρχεται στη Σμαραγδένια Ακτή, ένας συνταγματάρχης. Περιποιημένος, έξυπνος, αποτελεσματικός. Παρασημοφορήθηκε στο Στάλινγκραντ. Φοράει μονόκλ. Συνοδεύεται ανελλιπώς από μια πανέμορφη Γαλλίδα γραμματέα-διερμηνέα που ενδέχεται να έχει συναναστραφεί τη ρωσική βασιλική οικογένεια. Είναι μεσαίου αναστήματος και έχει γκριζάρει πρόωρα, αλλά με κάποιο τέχνασμα της συμπεριφοράς και της στάσης του σώματός του κάνει τους άντρες που στέκονται μπροστά του να νιώθουν μικροί. Οι φήμες λένε ότι αυτός ο συνταγματάρχης είχε εταιρεία αυτοκινήτων πριν από τον πόλεμο. Ότι πρόκειται για άνθρωπο που καταλαβαίνει τη δύναμη του γερμανικού εδάφους, που αισθάνεται τη σκοτεινή προϊστορική του ρώμη να πάλλεται στα ίδια του τα κύτταρα. Ότι δε θα ενδώσει ποτέ. Κάθε νύχτα στέλνει τηλεγραφήματα από την περιφερειακή υπηρεσία του Σαιν Μ αλό. Ανάμεσα στα δεκαέξι επίσημα ανακοινωθέντα που εστάλησαν στις 13 Απριλίου 1944 περιλαμβάνεται μια επιστολή προς Βερολίνο: = ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡ ΟΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΣΤΟ ΚΟΤ ΝΤ’ ΑΡ ΜΟΡ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΑΙΝ ΛΙΝΕΡ Ή ΝΤΙΝΑΡ Ή ΣΑΙΝ ΜΑΛΟ Ή ΚΑΝΚΑΛ = ΒΟΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
445
Τελεία, τελεία, παύλα, παύλα, και ταξιδεύει στα σύρματα που απλώνονται στην Ευρώπη.
446
ANTHONY DOERR
Οχτώ 9 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
447
Κάστρο Νασιονάλ
ΤΟ
ΤΡ ΙΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ της πολιορκίας του Σαιν Μ αλό ο βομβαρδισμός παύει, σαν να αποκοιμήθηκαν ξαφνικά οι πυροβολητές πάνω στα όπλα τους. Δέντρα καίγονται, αυτοκίνητα, σπίτια καίγονται. Οι Γερμανοί στρατιώτες πίνουν κρασί στα φυλάκια. Ένας ιερέας στο κελάρι του καθολικού γυμνασίου ραντίζει τους τοίχους με αγιασμό. Δυο άλογα, τρελαμένα από τον φόβο, κλοτσάνε την πόρτα του γκαράζ όπου είναι κλεισμένα και καλπάζουν ανάμεσα στα φλεγόμενα σπίτια της κεντρικής οδού. Κατά τις τέσσερις, ένα αμερικανικό χόβιτζερ, τρία χιλιόμετρα μακριά, εκτοξεύει μια οβίδα με εσφαλμένη στόχευση. Πετάει πάνω από τα τείχη της πόλης και χτυπάει το στηθαίο του Κάστρου Νασιονάλ, όπου κρατούνται παρά τη θέλησή τους τριακόσιοι ογδόντα Γάλλοι με ελάχιστη κάλυψη. Εννέα άνθρωποι βρίσκουν ακαριαίο θάνατο. Ένας απ’ αυτούς κρατάει ακόμα στο χέρι του τα φύλλα του μπριτζ που έπαιζε όταν έσκασε η οβίδα.
448
ANTHONY DOERR
Στη σοφίτα
ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡ ΟΝΙΑ που ζει η Μ αρί Λορ στο Σαιν Μ αλό οι καμπάνες του Σαιν Βενσάν σήμαιναν πάντα την ώρα. Όμως τώρα οι καμπάνες σίγησαν. Δεν ξέρει πόσες ώρες είναι παγιδευμένη στη σοφίτα, ούτε καν αν είναι μέρα ή νύχτα. Ο χρόνος είναι δυσκολόπιαστος: λίγο να σου γλιστρήσει από το χέρι και μπορεί να χάσεις το νήμα του για πάντα. Η δίψα της γίνεται τόσο δυσβάσταχτη, που σκέφτεται να δαγκώσει το χέρι της και να πιει το υγρό που κυλάει μέσα του. Βγάζει τις κονσέρβες από το παλτό του θείου της και ακουμπάει το στόμα της στα χείλη τους. Έχουν τενεκεδένια γεύση. Το περιεχόμενό τους απέχει μόλις ένα χιλιοστό από κάτω. Μην το διακινδυνεύσεις, λέει η φωνή του πατέρα της. Μη διακινδυνεύσεις να κάνεις θόρυβο. Μ όνο τη μία, μπαμπά. Θα φυλάξω την άλλη. Ο Γερμανός έχει φύγει. Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι έχει φύγει ως τώρα. Γιατί δε χτύπησε το κουδουνάκι; Επειδή έκοψε το σύρμα. Ή κοιμόμουν και δεν το άκουσα. Για καμιά δεκαριά λόγους ακόμα. Γιατί να φύγει αφού αυτό που ψάχνει είναι εδώ; Ποιος ξέρει τι ψάχνει; Ξέρεις τι ψάχνει. Πεινάω πάρα πολύ, μπαμπά.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
449
Προσπάθησε να σκεφτείς κάτι άλλο. Βουερούς καταρράχτες καθαρού, δροσερού νερού. Θα επιβιώσεις, ma chérie. Πού το ξέρεις; Γιατί το διαμάντι είναι στην τσέπη σου. Γιατί το άφησα εδώ για να σε προστατεύει. Το μόνο που έχει κάνει είναι να με βάλει σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Τότε γιατί δε χτυπήθηκε το σπίτι; Γιατί δεν πήρε φωτιά; Μ ια πέτρα είναι, μπαμπά. Ένα βότσαλο. Υπάρχει μόνο τύχη, καλή και κακή. Συγκυρία και φυσική. Θυμάσαι; Είσαι ζωντανή. Μ όνο επειδή δεν έχω πεθάνει ακόμα. Μην ανοίξεις την κονσέρβα. Θα σε ακούσει. Δε θα διστάσει να σε σκοτώσει. Πώς μπορεί να με σκοτώσει, αν δε γίνεται να πεθάνω; Οι ερωτήσεις επανέρχονται ξανά και ξανά· το μυαλό της κλωθογυρίζει τόσο που κοντεύει να σκάσει. Πριν από λίγο η Μ αρί Λορ ανέβηκε στο σκαμπό στο τέρμα της σοφίτας και ψηλάφιζε τον πομπό του Ετιέν προσπαθώντας να κατανοήσει τους διακόπτες και τους πυκνωτές του –εδώ ο φωνογράφος, εδώ το μικρόφωνο, εδώ ένα από τα τέσσερα καλώδια που ενώνεται με τις δύο μπαταρίες–, όταν άκουσε κάτι από κάτω της. Μ ια φωνή. Κατεβαίνει πολύ προσεκτικά από το σκαμπό και κολλάει το αυτί της στο πάτωμα. Βρίσκεται ακριβώς από κάτω της. Κατουράει στην τουαλέτα του πέμπτου ορόφου. Ένα λειψό, διακεκομμένο ρυάκι κι ύστερα ένα βογκητό, λες και η διαδικασία τού προξενεί πόνο. Ανάμεσα στα βογκητά φωνάζει: «Das Häuschen fehlt, wo bist du Häuschen? – Το σπίτι δεν είναι εδώ, πού είσαι, σπίτι;» Κάτι του συμβαίνει. «Das Häuschen fehlt, wo bist du Häuschen?» Καμία απάντηση. Σε ποιον μιλάει; Από κάπου έξω από το σπίτι ακούγεται ο γδούπος μακρινών
450
ANTHONY DOERR
όλμων και η στριγκλιά των οβίδων που πετάνε από πάνω. Ακούει τον Γερμανό να πηγαίνει από την τουαλέτα προς την κρεβατοκάμαρά της. Κουτσαίνοντας με τον ίδιο τρόπο. Μ ουρμουρίζοντας. Σαλεμένος. Häuschen: τι να σημαίνει; Οι σούστες του στρώματός της τρίζουν· θα αναγνώριζε παντού αυτόν τον ήχο. Τόση ώρα κοιμόταν στο κρεβάτι της; Έξι μπάσες εκπυρσοκροτήσεις ακούγονται η μία μετά την άλλη, πιο βαθιές από τα αντιαεροπορικά όπλα, από πιο μακριά. Ναυτικά κανόνια. Έπονται τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα γκονγκ των εκρήξεων, σχηματίζοντας ένα πορφυρό καφασωτό πάνω από τη στέγη. Η κατάπαυση του πυρός λήγει. Άβυσσος στα σωθικά της, έρημος στον λαιμό της – η Μ αρί Λορ βγάζει τη μία κονσέρβα από το παλτό. Το τούβλο και το μαχαίρι είναι δίπλα της. Μη. Αν συνεχίσω να σε ακούω, μπαμπά, θα πεθάνω από την πείνα κρατώντας το φαγητό στα χέρια μου. Η κρεβατοκάμαρα από κάτω παραμένει σιωπηλή. Οι βολές πέφτουν υπομονετικά, κάθε βλήμα περνάει σφυρίζοντας πάνω από το σπίτι ανά προβλέψιμα διαστήματα, χαράζοντας ένα μακρύ κατακόκκινο τόξο πάνω από τη στέγη. Εκμεταλλεύεται τον ήχο τους για να ανοίξει την κονσέρβα. ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ κάνει το βλήμα, ντινγκ κάνει το τούβλο πάνω στο μαχαίρι, το μαχαίρι πάνω στην κονσέρβα. Κάπου μια πνιχτή, φριχτή έκρηξη. Θραύσματα εκτοξεύονται κροταλίζοντας στους τοίχους καμιάς δωδεκαριάς σπιτιών. ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ντινγκ. ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ντινγκ. Μ ε κάθε χτύπημα μια προσευχή. Κάνε να μην ακούσει. Ύστερα από πέντε χτυπήματα βγάζει υγρά. Μ ε το έκτο καταφέρνει να κόψει ένα τεταρτημόριο και να λυγίσει το καπάκι με τη λάμα του μαχαιριού. Τη σηκώνει και πίνει. Δροσερό, αλμυρό: φασόλια είναι. Μ αγειρεμένα πράσινα φασολάκια κονσέρβα. Το νερό στο οποίο έβρασαν είναι εξαιρετικά νόστιμο· ολόκληρο το σώμα της τεντώνεται για να το απορροφήσει. Αδειάζει την κονσέρβα. Μ έσα στο κεφάλι της ο πατέρας της έχει σιγήσει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
451
Τα κεφάλια
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ ΠΕΡ ΝΑΕΙ ΤΗΝ ΚΕΡΑΙΑ μέσα από το γκρεμισμένο ταβάνι και τη φέρνει σε επαφή με έναν στραβωμένο σωλήνα. Τίποτα. Πεσμένος στα τέσσερα σέρνει την κεραία περιμετρικά στο κελάρι, σαν να δένει τον Φολκχάιμερ στη χρυσαφένια πολυθρόνα. Τίποτα. Σβήνει τον εξασθενημένο φακό και πιέζει δυνατά το ακουστικό στο καλό του αυτί, κλείνει τα μάτια μέσα στο σκοτάδι και ανάβει τον επιδιορθωμένο πομποδέκτη και διατρέχει με τη βελόνα το πηνίο συντονισμού, συμπυκνώνοντας όλες τις αισθήσεις του σε μία. Παράσιτα, παράσιτα, παράσιτα, παράσιτα. Ίσως βρίσκονται πολύ βαθιά. Ίσως τα χαλάσματα του ξενοδοχείου δημιουργούν ηλεκτρομαγνητική σκιά. Ίσως ο ασύρματος έχει κάποια σοβαρή βλάβη που ο Βέρνερ δεν έχει εντοπίσει. Ή ίσως οι υπερεπιστήμονες του φίρερ επινόησαν ένα όπλο που εξαλείφει όλα τα υπόλοιπα όπλα, και αυτή η γωνιά της Ευρώπης είναι μια ρημαγμένη ερημιά κι ο Βέρνερ με τον Φολκχάιμερ είναι οι μόνοι που έχουν απομείνει. Βγάζει τα ακουστικά και διακόπτει τη σύνδεση. Τα τρόφιμα έχουν τελειώσει, τα παγούρια είναι άδεια και η λάσπη στον πάτο του κουβά με τα πινέλα δεν πίνεται. Ο ίδιος και ο Φολκχάιμερ κατέβασαν αναγουλιάζοντας πολλές γουλιές, αλλά ο Βέρνερ δεν είναι σίγουρος ότι το στομάχι του μπορεί να αντέξει άλλες.
452
ANTHONY DOERR
Η μπαταρία του ασύρματου έχει αδειάσει σχεδόν. Μ όλις τελειώσει, θα έχουν τη μεγάλη αμερικανική μπαταρία των έντεκα βολτ με τη μαύρη γάτα στο πλάι. Και μετά; Πόσο οξυγόνο μετατρέπεται σε διοξείδιο του άνθρακα στο αναπνευστικό σύστημα ενός ανθρώπου κάθε ώρα; Υπήρξε μια εποχή που ο Βέρνερ θα ήθελε πολύ να λύσει αυτό το πρόβλημα. Τώρα κάθεται με τις δύο χειροβομβίδες του Φολκχάιμερ στην αγκαλιά του νιώθοντας τα τελευταία φωτεινά σημεία μέσα του να σβήνουν. Γυρίζει πότε τη λαβή της μιας και πότε της άλλης. Θα άναβε τα φιτίλια τους μόνο και μόνο για να φωτίσει αυτό το μέρος, μόνο και μόνο για να δει ξανά. Ο Φολκχάιμερ ανάβει κάθε τόσο τον φακό του και εστιάζει την ασθενική δέσμη του στην απέναντι γωνία, όπου πάνω σε ένα ράφι βρίσκονται οχτώ εννιά γύψινα κεφάλια, τα περισσότερα πεσμένα στο πλάι. Μ οιάζουν με κεφάλια από κούκλες βιτρίνας, μόνο που είναι φτιαγμένα με μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, τρία με μουστάκια, δύο φαλακρά, ένα με στρατιωτικό πηλήκιο. Ακόμα και με σβηστό το φως τα κεφάλια αποκτούν μια αλλόκοτη δύναμη στο σκοτάδι: κατάλευκα, όχι ακριβώς ορατά αλλά ούτε και εντελώς αόρατα, αποτυπωμένα στους αμφιβληστροειδείς του Βέρνερ, λάμποντας σχεδόν μέσα στη μαυρίλα. Σιωπηλά, άγρυπνα, με σταθερό βλέμμα. Παιχνίδια του μυαλού. Πρόσωπα, κοιτάξτε αλλού. Στα σκοτεινά σέρνεται έρποντας προς το μέρος του Φολκχάιμερ: παρηγοριέται βρίσκοντας το τεράστιο γόνατο του φίλου του μέσα στο σκοτάδι. Το τουφέκι δίπλα του. Το πτώμα του Μ περντ κάπου παραπέρα. «Άκουσες ποτέ τις ιστορίες που έλεγαν για σένα;» λέει. «Ποιοι;» «Τα παιδιά στο Σουλπφόρτα». «Μ ερικές ναι». «Σου άρεσε; Να είσαι ο Γίγαντας; Να σε φοβούνται όλοι;» «Δεν είναι τόσο ωραίο να σε ρωτάνε συνέχεια τι ύψος έχεις». Ένα βλήμα εκρήγνυται κάπου πάνω από το έδαφος. Κάπου εκεί έξω η πόλη καίγεται, τα κύματα σκάνε, οι πεταλίδες χτυπάνε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
453
τα αέρινα χέρια τους. «Αλήθεια, τι ύψος έχεις;» Ο Φολκχάιμερ ρουθουνίζει μια φορά, ένα γέλιο σαν υλακή. «Λες ο Μ περντ να είχε δίκιο για τις χειροβομβίδες;» «Όχι» λέει ο Φολκχάιμερ με φωνή που ξαφνικά ξυπνάει. «Θα μας σκότωναν». «Ακόμα κι αν χτίζαμε κάποιο φράγμα;» «Θα μας λιώσει». Ο Βέρνερ προσπαθεί να διακρίνει τα κεφάλια στην άλλη άκρη του κελαριού μες στο σκοτάδι. Αν οι χειροβομβίδες δεν είναι λύση, τότε τι; Είναι δυνατόν να πιστεύει ο Φολκχάιμερ ότι θα έρθει κάποιος να τους σώσει; Ότι αξίζουν να σωθούν; «Δηλαδή απλώς θα περιμένουμε;» Ο Φολκχάιμερ δεν απαντάει. «Για πόσο;» Μ όλις τελειώσουν οι μπαταρίες του ασύρματου, ο πομποδέκτης θα λειτουργήσει με την αμερικανική μπαταρία άλλη μία μέρα. Ή θα μπορούσε να συνδέσει τη λάμπα του φακού του Φολκχάιμερ μ’ αυτήν. Η μπαταρία θα τους δώσει άλλη μία μέρα παράσιτα. Ή άλλη μία μέρα φως. Αλλά δε θα χρειαστούν φως για να χρησιμοποιήσουν το τουφέκι.
454
ANTHONY DOERR
Παραλήρημα
ΕΝΑΣ ΙΩΔΗΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΣ τρεμοσβήνει γύρω
από το οπτικό πεδίο του φον Ρούμπελ. Κάτι πρέπει να πήγε στραβά με τη μορφίνη: ίσως πήρε πάρα πολλή. Ειδάλλως η ασθένεια έχει προχωρήσει τόσο, που αλλοιώνει την όρασή του. Στάχτη μπαίνει από το παράθυρο σαν χιόνι. Ξημέρωσε; Η λάμψη στον ουρανό μπορεί να είναι από τις φωτιές. Τα σεντόνια είναι μούσκεμα, η στολή του κολυμπάει στον ιδρώτα σαν να έκανε μπάνιο στον ύπνο του. Το στόμα του έχει γεύση από αίμα. Σέρνεται στην άκρη του κρεβατιού και κοιτάζει τη μακέτα. Έχει μελετήσει κάθε πόντο της. Έκανε κομμάτια μια γωνία με τη βάση μιας μποτίλιας. Τα κτίρια είναι ως επί το πλείστον κούφια –ο πύργος, ο καθεδρικός ναός, η αγορά–, αλλά γιατί να μπει στον κόπο να τα σπάσει όλα αφού λείπει το ένα, εκείνο ακριβώς που χρειάζεται; Έξω, στην έρημη πόλη, όλα τα άλλα κτίρια φαίνεται να καίγονται ή να καταρρέουν, αλλά εδώ, μπροστά του, βλέπει το αντίστροφο σε μινιατούρα: η πόλη έχει σωθεί, όμως το σπίτι μέσα στο οποίο βρίσκεται λείπει. Μ ήπως το κορίτσι το πήρε μαζί του όταν έφυγε; Πιθανόν. Ο θείος δεν το είχε πάνω του όταν τον έστειλαν στο Κάστρο Νασιονάλ. Τον έψαξαν εξονυχιστικά· είχε πάνω του μονάχα τα χαρτιά του – ο φον Ρούμπελ το εξακρίβωσε.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
455
Κάπου ένα τείχος γίνεται κομμάτια, χιλιάδες κιλά λιθοδομής γκρεμίζονται με πάταγο. Το ότι το σπίτι έχει μείνει όρθιο ενώ τόσα άλλα έχουν καταστραφεί είναι επαρκής απόδειξη. Το πετράδι πρέπει να βρίσκεται μέσα του. Απλώς πρέπει να το βρει όσο είναι καιρός. Να το σφίξει πάνω στην καρδιά του και να περιμένει να μπήξει η θεά το διάπυρο χέρι της μέσα από τις έδρες του και να κάψει το χτικιό μέσα του. Να του ανοίξει διέξοδο από το οχυρό, την πολιορκία, την αρρώστια. Θα σωθεί. Αρκεί να καταφέρει να σηκωθεί από το κρεβάτι και να συνεχίσει να ψάχνει. Θα το κάνει πιο μεθοδικά. Όσες ώρες κι αν πάρει. Θα κάνει το σπίτι φύλλο και φτερό. Θα ξεκινήσει από την κουζίνα. Άλλη μία φορά.
456
ANTHONY DOERR
Νερό
Η
ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ακούει τους σουμιέδες του κρεβατιού της να στενάζουν. Ακούει τον Γερμανό να βγαίνει κουτσαίνοντας από το δωμάτιό της και να κατεβαίνει τις σκάλες. Φεύγει; Τα παρατάει; Πιάνει βροχή. Χιλιάδες μικροσκοπικές σταγονίτσες χτυπάνε στη σκεπή. Η Μ αρί Λορ σηκώνεται στις μύτες και κολλάει το αυτί της στα ξύλα κάτω από τα κεραμίδια. Ακούει τις σταγόνες να κυλάνε. Τι έλεγε εκείνη η προσευχή; Εκείνη που μουρμούριζε η μαντάμ Μ ανέκ όταν εκνευριζόταν υπερβολικά με τον Ετιέν; Κύριε, ο Θεός ημών, η χάρη Σου είναι εξαγνιστική φωτιά. Πρέπει να βάλει το μυαλό της σε μια σειρά. Να χρησιμοποιήσει την αντίληψη και τη λογική της. Όπως θα έκανε ο πατέρας της, όπως θα έκανε ο σπουδαίος θαλασσοβιολόγος του Ιούλιου Βερν, ο καθηγητής Πιερ Αροννάξ. Ο Γερμανός δεν ξέρει για τη σοφίτα. Έχει το πετράδι στην τσέπη της· έχει μία κονσέρβα με φαγητό. Αυτά είναι πλεονεκτήματα. Και η βροχή είναι καλή: θα καταπνίξει τις φωτιές. Μ ήπως θα μπορούσε να μαζέψει λίγη για να πιει; Ν’ ανοίξει τρύπα στα κεραμίδια; Να τη χρησιμοποιήσει με κάποιον άλλο τρόπο; Ίσως για να καλύψει τους θορύβους που κάνει; Ξέρει ακριβώς πού βρίσκονται οι δύο μεταλλικοί κουβάδες: ακριβώς μέσα από την πόρτα του δωματίου της. Μ πορεί να πάει μέχρι εκεί, ίσως μάλιστα να φέρει τον έναν εδώ πάνω.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
457
Όχι, αυτό θα ήταν αδύνατο. Μ εγάλο βάρος, πολύς θόρυβος, όλο το νερό που θα πιτσίλιζε παντού. Όμως θα μπορούσε να πάει και να πιει από εκεί. Να γεμίσει την άδεια κονσέρβα. Και μόνο η ιδέα να αγγίξουν τα χείλη της το νερό –η άκρη της μύτης της την επιφάνειά του– γεννάει μια βιολογική λαχτάρα που ξεπερνάει όλα όσα έχει βιώσει ως τώρα. Στη φαντασία της πέφτει μέσα σε μια λίμνη· το νερό γεμίζει τα αυτιά και το στόμα της· ο λαιμός της ανοίγει. Μ ε μία γουλιά θα μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Περιμένει τη φωνή του πατέρα της μέσα στο κεφάλι της να εκφράσει την αντίρρησή του αλλά δεν ακούει τίποτα. Η απόσταση από την πόρτα της ντουλάπας, περνώντας από το δωμάτιο του Ανρί και το πλατύσκαλο, ως την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της είναι πάνω κάτω είκοσι ένα βήματα. Παίρνει το μαχαίρι και την άδεια κονσέρβα από το πάτωμα και τα χώνει στην τσέπη της. Κατεβαίνει αθόρυβα τα εφτά σκαλοπάτια και μένει πολλή ώρα κολλημένη στην πλάτη της ντουλάπας. Αφουγκράζεται, αφουγκράζεται, αφουγκράζεται. Το μικρό ξύλινο σπιτάκι χώνεται στα πλευρά της καθώς κουλουριάζεται. Άραγε, μέσα στη μικροσκοπική σοφίτα του να περιμένει έχοντας στήσει αυτί ένα μικροσκοπικό ομοίωμα της Μ αρί Λορ; Άραγε, εκείνη η μικροσκοπική εκδοχή του εαυτού της να αισθάνεται την ίδια δίψα; Το μόνο πράγμα που ακούγεται είναι ο ήχος της βροχής που μετατρέπει το Σαιν Μ αλό σε λάσπη. Μ πορεί να είναι παγίδα. Ίσως την άκουσε να ανοίγει την κονσέρβα με τα φασόλια, κατέβηκε θορυβωδώς κάτω και ξανανέβηκε αθόρυβα τη σκάλα· ίσως στέκεται έξω από την ντουλάπα με το πιστόλι έτοιμο. Κύριε, ο Θεός ημών, η χάρη Σου είναι εξαγνιστική φωτιά. Ακουμπάει τις παλάμες της στην πλάτη της ντουλάπας και σπρώχνει το ξύλο στο πλάι. Τα πουκάμισα σέρνονται στο πρόσωπό της ενώ έρπει ανάμεσά τους. Βάζει τα χέρια της πάνω στην πόρτα της ντουλάπας και σπρώχνει μαλακά το ένα φύλλο. Δεν ακούγεται πυροβολισμός. Τίποτα. Έξω από το σπασμένο παράθυρο ο ήχος της βροχής που πέφτει πάνω στα φλεγόμενα σπίτια μοιάζει με τον ήχο των βοτσάλων που τα σπρώχνουν τα
458
ANTHONY DOERR
κύματα. Η Μ αρί Λορ πατάει στο δάπεδο της παλιάς κρεβατοκάμαρας του παππού της και τον φέρνει στη μνήμη της: ένα φιλοπερίεργο αγόρι με στιλπνά μαλλιά που μυρίζει θάλασσα. Είναι παιχνιδιάρης, σπιρτόζος, γεμάτος ενέργεια· την πιάνει από το χέρι, ενώ ο Ετιέν βρίσκει το άλλο· το σπίτι γίνεται όπως ήταν πριν από πενήντα χρόνια: οι καλοντυμένοι γονείς των παιδιών γελάνε στον κάτω όροφο· μια μαγείρισσα ανοίγει στρείδια στην κουζίνα· η μαντάμ Μ ανέκ, νεαρή υπηρέτρια, νεοφερμένη από την ύπαιθρο, τραγουδάει ανεβασμένη σε μια σκάλα ξεσκονίζοντας τον πολυέλαιο… Μ παμπά, είχες τα κλειδιά για τα πάντα. Τα παιδιά την οδηγούν στον διάδρομο. Προσπερνάει το μπάνιο. Ίχνη της μυρωδιάς του Γερμανού πλανώνται ακόμη στην κρεβατοκάμαρά της: μια οσμή σαν βανίλια. Από κάτω κάτι σάπιο. Δεν ακούει τίποτα εκτός από τη βροχή απ’ έξω και τον σφυγμό της που χτυπάει στους κροτάφους της. Γονατίζει όσο πιο αθόρυβα μπορεί και ψηλαφίζει με τα χέρια της τις χαραμάδες στο πάτωμα. Ο ήχος των δαχτύλων της όταν χτυπάνε στο πλάι του κουβά της φαίνεται δυνατότερος από το χτύπημα της καμπάνας του ναού. Η βροχή πέφτει μουρμουρίζοντας στη στέγη και στους τοίχους. Στάζει μέσα από το σπασμένο παράθυρο. Ολόγυρά της περιμένουν τα βότσαλα και τα κοχύλια της. Η μακέτα του πατέρα της. Το πάπλωμά της. Κάπου εδώ μέσα πρέπει να είναι τα παπούτσια της. Χαμηλώνει το πρόσωπο και αγγίζει με τα χείλη της την επιφάνεια του νερού. Κάθε γουλιά ακούγεται δυνατή σαν έκρηξη βόμβας. Μ ία, τρεις, πέντε· καταπίνει, ανασαίνει, καταπίνει, ανασαίνει. Ολόκληρο το κεφάλι μέσα στον κουβά. Ανασαίνει. Πεθαίνει. Ονειρεύεται. Σαλεύει ο Γερμανός; Είναι κάτω; Ανεβαίνει πάλι; Εννιά, έντεκα, δεκατρείς, χόρτασε. Η κοιλιά της τεντώνεται, γουργουρίζει· ήπιε πάρα πολύ. Βάζει την κονσέρβα μέσα στον κουβά και την αφήνει να γεμίσει. Τώρα πρέπει να γυρίσει πίσω χωρίς να κάνει θόρυβο. Χωρίς να χτυπήσει στον τοίχο, στην
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
459
πόρτα. Χωρίς να σκοντάψει, χωρίς να χύσει το νερό. Γυρνάει και αρχίζει να μπουσουλάει κρατώντας την κονσέρβα με το νερό στο αριστερό της χέρι. Φτάνει στο κατώφλι του δωματίου της πριν τον ακούσει. Είναι τρεις ή τέσσερις ορόφους πιο κάτω και ψάχνει μανιωδώς σε ένα από τα δωμάτια· ακούει κάτι που μοιάζει με κιβώτιο γεμάτο ρουλεμάν να αδειάζει στο πάτωμα. Αναπηδούν, κροταλίζουν, κυλάνε. Απλώνει το δεξί της χέρι, και ακριβώς εκεί, μέσα από την πόρτα, ανακαλύπτει κάτι μεγάλο, ορθογώνιο και σκληρό, επενδυμένο με πανί. Το βιβλίο της! Το μυθιστόρημα! Βρίσκεται εδώ πέρα σαν να της το άφησε ο πατέρας της. Ο Γερμανός πρέπει να το πέταξε από το κρεβάτι της. Το σηκώνει όσο πιο αθόρυβα μπορεί και το κρατάει σφιχτά πάνω στο παλτό του θείου της. Μ πορεί να κατέβει κάτω; Μ πορεί να ξεγλιστρήσει από δίπλα του και να βγει στον δρόμο; Όμως το νερό γεμίζει ήδη τα τριχοειδή της αγγεία βελτιώνοντας τη ροή του αίματός της· τώρα πια σκέφτεται πιο καθαρά. Δε θέλει να πεθάνει· έχει ήδη ρισκάρει πολύ. Ακόμα κι αν κατόρθωνε ως εκ θαύματος να ξεγλιστρήσει από τον Γερμανό, δεν είναι βέβαιο ότι οι δρόμοι θα είναι πιο ασφαλείς από το σπίτι. Φτάνει στο πλατύσκαλο. Φτάνει στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας του παππού της. Προχωράει ψηλαφητά μέχρι την ντουλάπα, περνάει μέσα από την ανοιχτή πόρτα και την κλείνει απαλά πίσω της.
460
ANTHONY DOERR
Τα δοκάρια
ΟΒΙΔΕΣ ΠΕΤΑΝΕ ΑΠΟ ΠΑΝΩ τραντάζοντας συθέμελα το κελάρι σαν διερχόμενες εμπορικές αμαξοστοιχίες. Ο Βέρνερ φαντάζεται τους Αμερικανούς πυροβολητές: παρατηρητές με τηλεσκόπια που ισορροπούν πάνω σε βράχους, σε ερπύστριες αρμάτων μάχης ή σε κάγκελα στα μπαλκόνια ξενοδοχείων· σκοπευτές που υπολογίζουν την ταχύτητα του ανέμου, το ύψος της κάννης, τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας· ασυρματιστές με ακουστικά τηλεφώνου κολλημένα στο αυτί που μεταβιβάζουν στόχους. Τρεις μοίρες δεξιά, επαναληπτικές βολές. Ήρεμες, κουρασμένες φωνές που κατευθύνουν τα πυρά. Μ ε τον ίδιο τόνο που ίσως έχει ο Θεός όταν καλεί τις ψυχές κοντά Του. Από εδώ, παρακαλώ. Είναι μόνο νούμερα. Καθαρά μαθηματικά. Πρέπει να συνηθίσεις να σκέφτεσαι με αυτόν τον τρόπο. «Ο προπάππος μου» λέει ξαφνικά ο Φολκχάιμερ «ήταν πριονιστής την εποχή πριν βγουν τα ατμόπλοια, τότε που όλα τα πλοία πήγαιναν με πανιά». Ο Βέρνερ δεν μπορεί να είναι σίγουρος μέσα στο σκοτάδι αλλά έχει την εντύπωση πως ο Φολκχάιμερ είναι όρθιος και σέρνει τα δάχτυλά του πάνω σε ένα από τα τρία σπασμένα δοκάρια που συγκρατούν το ταβάνι. Μ ε τα γόνατα λυγισμένα, ώστε να χωράει. Σαν τον Άτλαντα που ετοιμάζεται να περάσει τα λουριά στους
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
461
ώμους του. «Τον καιρό εκείνο» συνεχίζει ο Φολκχάιμερ «όλη η Ευρώπη χρειαζόταν κατάρτια για το ναυτικό της. Αλλά οι περισσότερες χώρες είχαν κόψει τα μεγάλα δέντρα τους. Η Αγγλία, έλεγε ο προπάππος μου, δεν είχε ούτε ένα δέντρο που να αξίζει το ξύλο του σε ολόκληρο το νησί. Έτσι τα κατάρτια για το βρετανικό και το ισπανικό ναυτικό, και το πορτογαλικό επίσης, έρχονταν από την Πρωσσία, από τα δέντρα της περιοχής όπου μεγάλωσα. Ο προπάππος μου ήξερε πού βρίσκονταν όλοι οι γίγαντες. Για να πέσουν μερικά από εκείνα τα δέντρα έπρεπε να δουλεύει ένα συνεργείο πέντε αντρών για τρεις μέρες. Πρώτα έμπαιναν οι σφήνες, σαν βελόνες, μου έλεγε, στο τομάρι ενός ελέφαντα. Οι μεγαλύτεροι κορμοί μπορεί να κατάπιναν και εκατό σφήνες μέχρι να τρίξουν». Το πυροβολικό ουρλιάζει· το κελάρι τραντάζεται. «Ο προπάππος μου έλεγε ότι του άρεσε να φαντάζεται τα μεγάλα δέντρα να γλιστράνε πίσω από ομάδες αλόγων διασχίζοντας την Ευρώπη, περνώντας ποτάμια, περνώντας τη θάλασσα, για να πάνε στη Βρετανία, όπου θα ξεφλουδίζονταν, θα γινόταν η κατεργασία τους και θα υψώνονταν ξανά σαν κατάρτια, όπου θα έβλεπαν μάχες δεκάδων χρόνων, θα αποκτούσαν δεύτερη ζωή πλέοντας πάνω στους μεγάλους ωκεανούς, ώσπου τελικά θα έπεφταν και θα πέθαιναν έναν δεύτερο θάνατο». Άλλη μια οβίδα περνάει από πάνω κι ο Βέρνερ φαντάζεται ότι ακούει το ξύλο στα τεράστια δοκάρια από πάνω του να σπάει. Αυτό το κάρβουνο κάποτε ήταν ένα πράσινο φυτό, μια φτέρη ή μια καλαμιά που έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, μπορεί και δύο εκατομμύρια, μπορεί και εκατό εκατομμύρια. Μπορείτε να φανταστείτε εκατό εκατομμύρια χρόνια; «Στον τόπο μου ξέθαβαν τα δέντρα από τη γη. Προϊστορικά δέντρα» λέει ο Βέρνερ. «Ήθελα απεγνωσμένα να φύγω» λέει ο Φολκχάιμερ. «Κι εγώ το ίδιο». «Και τώρα;» Ο Μ περντ αποσυντίθεται στη γωνία. Η Γιούττα κινείται κάπου στον κόσμο, βλέποντας σκιές να απεμπλέκονται από τη νύχτα,
462
ANTHONY DOERR
βλέποντας τους ανθρακωρύχους να περνάνε χωλαίνοντας τα ξημερώματα. Ήταν αρκετό όταν ο Βέρνερ ήταν παιδί, έτσι δεν είναι; Ένας κόσμος από αγριολούλουδα που άνθιζαν ανάμεσα σε σκουριασμένα, πεταμένα εξαρτήματα. Ένας κόσμος από μούρα και φλούδες καρότων και από τα παραμύθια της φράου Έλενας. Από την έντονη μυρωδιά της πίσσας, από τα τρένα που περνούσαν και από τις μέλισσες που βούιζαν στις ζαρντινιέρες στα παράθυρα. Σπάγκος και σάλιο και σύρμα και μια φωνή στο ραδιόφωνο που του έδιναν έναν αργαλειό για να υφάνει τα όνειρά του.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
463
Ο πομπός
ΠΕΡ ΙΜΕΝΕΙ
ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ δίπλα στην καμινάδα. Μ ε τις δύο μπαταρίες θαλάσσης από κάτω. Ένα παράξενο μηχάνημα, φτιαγμένο πριν από χρόνια, για να μιλήσει με ένα φάντασμα. Όσο πιο προσεκτικά μπορεί η Μ αρί Λορ πηγαίνει μπουσουλώντας στο σκαμπό και κάθεται. Κάποιος θα έχει ασύρματο – η πυροσβεστική, αν υπάρχει ακόμα, ή η Aντίσταση, ή οι Αμερικανοί, που ρίχνουν βλήματα στην πόλη. Οι Γερμανοί στα υπόγεια οχυρά τους. Ίσως ακόμα και ο ίδιος ο Ετιέν. Προσπαθεί να τον φανταστεί κάπου σκυμμένο, με τα δάχτυλα να γυρνάνε τα κουμπιά ενός φασματικού ραδιοφώνου. Ίσως υποθέτει ότι είναι νεκρή. Ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι να ακούσει μια σπίθα ελπίδας. Περνάει τα δάχτυλά της από τις πέτρες της καμινάδας, ώσπου βρίσκει τον μοχλό που εγκατέστησε εκεί ο θείος της. Ρίχνει πάνω του όλο της το βάρος και η κεραία βγάζει έναν αχνό, τραχύ θόρυβο πάνω από τη σκεπή ενώ υψώνεται. Είναι πολύ δυνατός. Περιμένει. Μ ετράει μέχρι το εκατό. Από κάτω δεν ακούγεται τίποτα. Κάτω από το τραπέζι τα δάχτυλά της βρίσκουν διακόπτες: έναν για το μικρόφωνο κι έναν για τον πομπό, δε θυμάται ποιος είναι ποιος. Πατάει τον έναν, μετά τον άλλο. Μ έσα στον μεγάλο πομπό αρχίζουν να βουίζουν οι λυχνίες κενού.
464
ANTHONY DOERR
Είναι πολύ δυνατά, μπαμπά; Όχι πιο δυνατά από το αεράκι. Από τον αμυδρό ήχο της φωτιάς. Ακολουθεί τα καλώδια μέχρι που σιγουρεύεται ότι κρατάει το μικρόφωνο. Αν κλείσεις τα μάτια, δε μαντεύεις τίποτα για την τυφλότητα. Κάτω από τον κόσμο των ουρανών και των προσώπων και των κτιρίων υπάρχει ένας αδρότερος παλιότερος κόσμος, ένα μέρος όπου τα επίπεδα των επιφανειών αποσυντίθενται και οι ήχοι απλώνονται σαν σμήνη στον αέρα. Η Μ αρί Λορ μπορεί να βρίσκεται σε μια σοφίτα ψηλά από τον δρόμο και να ακούει τα κρίνα να θροΐζουν στους βάλτους τρία χιλιόμετρα μακριά. Ακούει τους Αμερικανούς να τρέχουν μέσα στα χωράφια στρέφοντας τα τεράστια κανόνια τους προς τον καπνό του Σαιν Μ αλό· ακούει τις οικογένειες να ρουφάνε τις μύτες τους γύρω από λάμπες θυέλλης μέσα σε κελάρια, κοράκια να πηδάνε από σωρό σε σωρό, μύγες να προσγειώνονται πάνω σε πτώματα στα χαντάκια· ακούει τους ταμάρινδους να τρέμουν και τις κίσσες να κρώζουν και τα χορτάρια των αμμόλοφων να καίγονται· αισθάνεται τη μεγάλη γρανιτένια γροθιά, βυθισμένη βαθιά μέσα στον φλοιό της γης, πάνω στην οποία βρίσκεται το Σαιν Μ αλό, και τον ωκεανό που την κατατρώει και από τις τέσσερις πλευρές, και τα νησιά που κρατάνε γερά μέσα στις περιδινούμενες παλίρροιες· ακούει τις αγελάδες να πίνουν νερό από πέτρινες γούρνες και τα δελφίνια να αναδύονται μέσα απ’ το πράσινο νερό της Μ άγχης· ακούει τα κόκαλα των νεκρών φαλαινών να σαλεύουν πέντε λεύγες πιο κάτω και το μεδούλι τους να προσφέρει έναν αιώνα τροφής σε πόλεις πλασμάτων που θα περάσουν όλη τους τη ζωή χωρίς να δουν ούτε μια φορά ένα φωτόνιο σταλμένο από τον ήλιο. Ακούει τα σαλιγκάρια της στην κρύπτη να σέρνουν το σώμα τους στα βράχια. Αντί να σου το διαβάσω εγώ, μήπως να μου διάβαζες εσύ; Μ ε το ελεύθερο χέρι της ανοίγει το μυθιστόρημα πάνω στα πόδια της. Βρίσκει τις γραμμές με τα δάχτυλά της. Φέρνει το μικρόφωνο στα χείλη της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
465
Φωνή
ΤΟ ΠΡ ΩΙ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ που μένουν παγιδευμένοι κάτω από τα απομεινάρια του Ξενοδοχείου των Μ ελισσών ο Βέρνερ ακούει παράσιτα στον επιδιορθωμένο πομποδέκτη, γυρνώντας ανεπαίσθητα τον διακόπτη μπρος πίσω, όταν η φωνή μιας κοπέλας λέει απευθείας μέσα στο καλό του αυτί: «Στις τρεις τα ξημερώματα με ξύπνησε ένα δυνατό τράνταγμα». Σκέφτεται: Φταίει η πείνα, ο πυρετός, είναι της φαντασίας μου, το μυαλό μου κάνει τα παράσιτα να συγχωνεύονται… Λέει: «Ανακάθισα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να ακούσω τι συνέβαινε, όταν ξαφνικά πετάχτηκα στη μέση του δωματίου μου». Μ ιλάει σιγανά, στα γαλλικά, με άψογη άρθρωση· η προφορά της είναι πιο απαλή από της φράου Έλενας. Ο Βέρνερ πιέζει το ακουστικό στο αυτί του… «Προφανώς» λέει η κοπέλα «ο Ναυτίλος χτυπήθηκε με κάτι και μπατάρισε…» Τραβάει τα ρο και τα σίγμα της. Μ ε κάθε συλλαβή η φωνή χώνεται λίγο πιο βαθιά στον εγκέφαλό του. Νεανική, ψιλή, ελάχιστα πιο δυνατή από ψίθυρο. Αν πρόκειται για παραίσθηση, ας είναι. «Ένα από αυτά τα παγόβουνα, καθώς έπεφτε, χτύπησε τον Ναυτίλο και, γλιστρώντας από κάτω, μας σήκωσε με ασυγκράτητη
466
ANTHONY DOERR
δύναμη σε πιο ρηχά νερά…» Την ακούει να υγραίνει τον ουρανίσκο με τη γλώσσα της. «Ποιος ξέρει τι θα μας συνέβαινε; Μπορεί να χτυπούσαμε εκείνη τη στιγμή στην κάτω πλευρά του πάγου, κι έτσι να συνθλιβόμασταν φριχτά ανάμεσα σε δυο παγωμένες επιφάνειες». Τα παράσιτα εμφανίζονται ξανά, απειλώντας να πνίξουν τη φωνή, κι εκείνος προσπαθεί απεγνωσμένα να τα καταπολεμήσει· είναι παιδί στην κάμαρά του στη σοφίτα, γραπωμένο σφιχτά από ένα όνειρο που δε θέλει να αφήσει, αλλά η Γιούττα έχει ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του και του ψιθυρίζει να ξυπνήσει. «Αιωρούμασταν στο νερό, αλλά σε απόσταση δέκα μέτρων από κάθε πλευρά του Ναυτίλου υψωνόταν ένα αστραφτερό τείχος πάγου. Πάνω και κάτω το ίδιο τείχος». Σταματάει ξαφνικά να διαβάζει και τα παράσιτα μουγκρίζουν. Όταν ξαναμιλάει, η φωνή της έχει γίνει ένας πανικόβλητος συριγμός: «Ήρθε. Είναι ακριβώς από κάτω μου». Ύστερα η εκπομπή κόβεται. Ο Βέρνερ γυρνάει τον διακόπτη, αλλάζει μπάντες: τίποτα. Βγάζει το ακουστικό και προχωράει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι προς τα εκεί που κάθεται ο Φολκχάιμερ και τον πιάνει από κάτι που πιστεύει ότι είναι το χέρι του. «Κάτι άκουσα. Σε παρακαλώ…» Ο Φολκχάιμερ δε σαλεύει, σαν να είναι φτιαγμένος από ξύλο. Ο Βέρνερ τον τραβάει με όλη του τη δύναμη, αλλά είναι πολύ μικρός, πολύ αδύναμος· η δύναμη τον εγκαταλείπει σχεδόν αμέσως μόλις εμφανίζεται. «Σταμάτα» ακούγεται η φωνή του Φολκχάιμερ από τη σκοτεινιά. «Δεν ωφελεί». Ο Βέρνερ κάθεται στο πάτωμα. Κάπου στα χαλάσματα από πάνω τους ουρλιάζουν γάτες. Πεινάνε. Όπως κι εκείνος. Όπως ο Φολκχάιμερ. Ένα παιδί στο Σουλπφόρτα του είχε περιγράψει μια φορά μια διαδήλωση στη Νυρεμβέργη: ένας ωκεανός από λάβαρα και σημαίες, του είπε, απέραντες μάζες αγοριών κάτω από τα φώτα,
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
467
και ο φίρερ αυτοπροσώπως ανεβασμένος σε έναν βωμό μισό χιλιόμετρο μακριά, προβολείς που φώτιζαν τους κίονες πίσω του, η ατμόσφαιρα ποτισμένη με νόημα και θυμό και αρετή, ο Χανς Σίλτσερ ξετρελαμένος, ο Χέρριμπερτ Πόμσελ ξετρελαμένος, όλα τα παιδιά στο Σουλπφόρτα ξετρελαμένα, και ο μόνος άνθρωπος στη ζωή του Βέρνερ που μπορούσε να δει πίσω από όλο αυτό το θέατρο ήταν η μικρότερη αδερφή του. Πώς; Πώς καταλάβαινε η Γιούττα τόσο πολλά για το πώς δουλεύει ο κόσμος; Ενώ ο ίδιος ήξερε τόσο λίγα; «Ποιος ξέρει τι θα μας συνέβαινε; Μπορεί να χτυπούσαμε εκείνη τη στιγμή στην κάτω πλευρά του πάγου, κι έτσι να συνθλιβόμασταν φριχτά ανάμεσα σε δυο παγωμένες επιφάνειες». Ήρθε. Είναι ακριβώς από κάτω μου. Κάνε κάτι. Σώσ’ την. Όμως ο Θεός δεν είναι παρά ένα λευκό ψυχρό μάτι, ένα μισοφέγγαρο που αιωρείται πάνω από τον καπνό, και ανοιγοκλείνει, ανοιγοκλείνει, ενώ η πόλη γίνεται σιγά σιγά σκόνη.
468
ANTHONY DOERR
Εννέα Μάιος 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
469
Η άκρη του κόσμου
ΣΤΗΝ ΚΑΡ ΟΤΣΑ ΤΟΥ ΟΠΕΛ
ο Φολκχάιμερ διαβάζει μεγαλόφωνα στον Βέρνερ. Το χαρτί πάνω στο οποίο έχει γράψει η Γιούττα μοιάζει με χαρτομάντιλο μέσα στις γιγάντιες χερούκλες του: …Α, και ο χερ Ζίντλερ, ο υπεύθυνος των ορυχείων, έστειλε σημείωμα για να σε συγχαρεί για τις επιτυχίες σου. Λέει πως δεν περνούν απαρατήρητες. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να γυρίσεις σπίτι; Ο Χανς Πφέφερινγκ είπε να σου πω πως «οι σφαίρες φοβούνται τους γενναίους», παρόλο που εγώ επιμένω ότι αυτή είναι κακή συμβουλή. Και ο πονόδοντος της φράου Έλενας είναι καλύτερα τώρα που δεν μπορεί να καπνίσει, πράγμα που την κάνει δύστροπη, αλήθεια, σ’ το είπα ότι άρχισε το κάπνισμα… Πάνω από τον ώμο του Φολκχάιμερ, μέσα από το ραγισμένο πίσω παράθυρο του κουβούκλιου του φορτηγού ο Βέρνερ βλέπει ένα κοκκινομάλλικο μικρό κορίτσι με βελούδινη κάπα να πετάει δυο μέτρα πάνω από τον δρόμο. Περνάει μέσα από δέντρα και πινακίδες, παίρνει τις στροφές· αναπόδραστη σαν δορυφόρος. Ο Νόυμαν Ένα στρίβει το Όπελ προς τα δυτικά κι ο Βέρνερ κουλουριάζεται κάτω από τον πάγκο μέσα στην καρότσα και μένει ασάλευτος για ώρες, τυλιγμένος μέσα σε μια κουβέρτα,
470
ANTHONY DOERR
αρνούμενος να πιει τσάι, να φάει κρέας από κονσέρβα, ενώ το ιπτάμενο παιδί τον κυνηγάει μέσα στην ύπαιθρο. Νεκρό κορίτσι στον ουρανό, νεκρό κορίτσι έξω από το παράθυρο, νεκρό κορίτσι δέκα πόντους μακριά. Δυο υγρά μάτια, και το τρίτο μάτι από την τρύπα της σφαίρας, που δεν ανοιγοκλείνουν ποτέ. Προσπερνούν διάφορες μικρές πράσινες πόλεις με κλαδεμένα δέντρα παραταγμένα δίπλα σε κοιμισμένα κανάλια. Δυο γυναίκες πάνω σε ποδήλατα βγαίνουν από τον δρόμο και κοιτάνε με ανοιχτό στόμα το φορτηγό που περνάει: ένα σατανικό καμιόνι που ήρθε να καταστρέψει την πόλη τους. «Γαλλία» λέει ο Μ περντ. Τα κλαδιά απ’ τις κερασιές γλιστράνε ψηλά από πάνω τους γεμάτα λουλούδια. Ο Βέρνερ ανοίγει την πίσω πόρτα και κρεμάει τα πόδια του από τον πίσω προφυλακτήρα, με τις φτέρνες ακριβώς πάνω από τον δρόμο που κυλάει. Ένα άλογο πέφτει ανάσκελα στο χορτάρι· πέντε άσπρα σύννεφα στολίζουν τον ουρανό. Κατεβαίνουν σε μια πόλη που λέγεται Επερνέ, κι ο ξενοδόχος τούς φέρνει κρασί και μπούτια κοτόπουλου κι έναν ζωμό που ο Βέρνερ καταφέρνει να μην κάνει εμετό. Στα γύρω τραπέζια μιλάνε τη γλώσσα που του ψιθύριζε η φράου Έλενα όταν ήταν παιδί. Ο Νόυμαν Ένα πηγαίνει να βρει ντίζελ κι ο Νόυμαν Δύο διαφωνεί με τον Μ περντ σχετικά με το αν χρησιμοποιήθηκαν βοδινά έντερα ως φουσκωτές κυψελίδες στα ζέπελιν του πρώτου πολέμου, ενώ τρία παιδιά με μπερέδες κρυφοκοιτάνε πίσω από την παραστάδα της πόρτας τον Φολκχάιμερ με πελώρια μάτια. Από πίσω τους έξι ανθισμένοι κατιφέδες σχηματίζουν στο φως του σούρουπου τη μορφή του νεκρού κοριτσιού και μετά γίνονται ξανά λουλούδια. «Θα θέλατε λίγο ακόμα;» λέει ο ξενοδόχος. Ο Βέρνερ δεν μπορεί να γνέψει αρνητικά. Φοβάται να ακουμπήσει τα χέρια του στο τραπέζι, μην τυχόν περάσουν από μέσα του. Ταξιδεύουν όλη νύχτα και την αυγή σταματάνε σε ένα σημείο ελέγχου στο βόρειο άκρο της Βρεττάνης. Στο βάθος ξεπροβάλλει το οχυρωμένο φρούριο του Σαιν Μ αλό. Τα σύννεφα σχηματίζουν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
471
διασκορπισμένες λωρίδες τρυφερού γκρι και μπλε και ο ωκεανός από κάτω τους τα μιμείται. Ο Φολκχάιμερ δείχνει τις διαταγές του σε έναν φρουρό. Χωρίς να ζητήσει άδεια ο Βέρνερ κατεβαίνει από το φορτηγό και περνάει το χαμηλό ανάχωμα προς την παραλία. Περνάει ανάμεσα από τα οχυρώματα και κατευθύνεται προς την ακροθαλασσιά. Στα δεξιά του βρίσκεται μια σειρά από αντιαποβατικά κωλύματα που θυμίζουν κότσια, δεμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, και εκτείνονται τουλάχιστον ενάμισι χιλιόμετρο κατά μήκος της ακτογραμμής. Δεν υπάρχουν πατημασιές στην άμμο. Βότσαλα και φύκια είναι απλωμένα σαν γιρλάντες. Πάνω σε τρία νησιά στ’ ανοιχτά βρίσκονται χαμηλά πέτρινα κάστρα· ένα πράσινο φανάρι λάμπει στην άκρη μιας προβλήτας. Του φαίνεται ταιριαστό όλο αυτό, που έχει φτάσει στην άκρη της ηπείρου, που μπροστά του έχει μείνει μόνο η καταχτυπημένη θάλασσα. Σαν να είναι αυτό το τελικό σημείο προς το οποίο κατευθυνόταν από τότε που έφυγε από το Τσολλφεράιν. Βουτάει το χέρι του στο νερό και φέρνει τα δάχτυλα στο στόμα για να γευτεί το αλάτι. Κάποιος φωνάζει το όνομά του αλλά ο Βέρνερ δε γυρίζει· αυτό που θέλει πάνω απ’ όλα είναι να καθίσει εδώ όλο το πρωί κοιτάζοντας τα κύματα να κινούνται κάτω από το φως. Τώρα ουρλιάζουν, ο Μ περντ και μετά ο Νόυμαν Ένα, και στο τέλος ο Βέρνερ γυρίζει και τους βλέπει να κουνάνε τα χέρια τους, και προχωράει προσεκτικά πάνω στην άμμο, μέσα από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, προς το φορτηγό. Τον παρακολουθούν καμιά δεκαριά άτομα. Φρουροί, μια χούφτα πολίτες. Πολλοί έχουν βάλει το χέρι τους στο στόμα. «Πρόσεχε πού πατάς, μικρέ!» φωνάζει ο Μ περντ. «Έχει νάρκες! Δε διάβασες τις πινακίδες;» Ο Βέρνερ ανεβαίνει στην καρότσα και σταυρώνει τα χέρια. «Έχεις τρελαθεί τελείως;» τον ρωτάει ο Νόυμαν Δύο. Οι λιγοστές ψυχές που συναντάνε μέσα στην παλιά πόλη κολλάνε την πλάτη στον τοίχο για να κάνουν χώρο στο σαραβαλιασμένο Όπελ να περάσει. Ο Νόυμαν Ένα σταματάει έξω από ένα τριώροφο σπίτι με γαλάζια παραθυρόφυλλα.
472
ANTHONY DOERR
«Η Kreiskommandantur – το φρουραρχείο της περιφέρειας» ανακοινώνει. Ο Φολκχάιμερ μπαίνει μέσα και επιστρέφει με έναν συνταγματάρχη με στολή εκστρατείας: το πανωφόρι της Ράιχσβερ –της Αμυντικής Δύναμης του Ράιχ–, ψηλή ζώνη και ψηλές μαύρες μπότες. Τον ακολουθούν δύο υπασπιστές. «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για δίκτυο» λέει ο ένας. «Οι κωδικοποιημένοι αριθμοί ακολουθούνται από ανακοινώσεις, γεννήσεις, βαπτίσεις, αρραβώνες και θανάτους». «Κι ύστερα βάζουν μουσική, σχεδόν πάντα μουσική» λέει ο δεύτερος. «Δεν ξέρουμε τι σημαίνει». Ο συνταγματάρχης χαϊδεύει με δύο δάχτυλα το τέλειο σαγόνι του. Ο Φολκχάιμερ κοιτάζει τον συνταγματάρχη και μετά τους υπασπιστές σαν να καθησυχάζει αναστατωμένα παιδιά πως θα διορθωθεί κάποια αδικία. «Θα τους βρούμε» τους λέει. «Δε θα πάρει πολύ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
473
Αριθμοί
Ο
ΡΑΪΝΧΟΛΝΤ ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ επισκέπτεται έναν γιατρό στη Νυρεμβέργη. Ο όγκος στον λαιμό του, τον ενημερώνει ο γιατρός, έχει φτάσει τα τέσσερα εκατοστά διάμετρο. Το μέγεθος του όγκου στο λεπτό έντερο είναι πιο δύσκολο να μετρηθεί. «Τρεις μήνες» λέει ο γιατρός. «Ίσως τέσσερις». Μ ία ώρα αργότερα ο φον Ρούμπελ παρευρίσκεται σε ένα δείπνο. Τέσσερις μήνες. Εκατόν είκοσι ανατολές, εκατόν είκοσι φορές που θα πρέπει να ανασύρει το σάπιο σαρκίο του από το κρεβάτι και να το ντύσει με τη στολή. Οι αξιωματικοί στο τραπέζι μιλούν με αγανάκτηση για άλλους αριθμούς: ο Όγδοος και ο Πέμπτος Γερμανικός Στρατός υποχωρούν βόρεια στην Ιταλία, ο Δέκατος Στρατός ίσως είναι περικυκλωμένος. Η Ρώμη μπορεί να χαθεί. Πόσοι άντρες; Εκατό χιλιάδες. Πόσα οχήματα; Είκοσι χιλιάδες. Τους σερβίρουν συκώτι. Κύβοι με αλάτι και πιπέρι, περιχυμένοι με μια βροχή πορφυρής σάλτσας. Όταν μαζεύουν τα πιάτα ο φον Ρούμπελ δεν έχει αγγίξει το δικό του. Τρεις χιλιάδες τετρακόσια μάρκα: τόσα του έχουν απομείνει. Και τρία μικροσκοπικά διαμάντια που έχει φυλάξει σε έναν φάκελο μέσα
474
ANTHONY DOERR
στο πορτοφόλι του. Περίπου ένα καράτι το καθένα. Μ ια γυναίκα στο τραπέζι μιλάει με ενθουσιασμό για τις κυνοδρομίες, την ταχύτητα, τη φόρτιση που αισθάνεται βλέποντάς τες. Ο φον Ρούμπελ απλώνει το χέρι για να πιάσει το καμπύλο χερούλι του φλιτζανιού του προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο. Ένας σερβιτόρος τον αγγίζει στο μπράτσο: «Έχετε τηλεφώνημα, κύριε. Από τη Γαλλία». Ο φον Ρούμπελ περνάει με ασταθές βήμα μια αλέ ρετούρ πόρτα. Ο σερβιτόρος αφήνει το τηλέφωνο σε ένα τραπέζι και αποχωρεί. «Αρχιλοχία; Είμαι ο Ζαν Μ πρινιόν». Το όνομα δεν του λέει τίποτα. «Έχω πληροφορίες για τον κλειθροποιό. Για τον οποίο ρωτούσατε πέρυσι;» «Τον Λεμπλάν». «Μ άλιστα, τον Ντανιέλ Λεμπλάν. Αλλά ο ξάδερφός μου, κύριε – θυμάστε; Που προσφερθήκατε να τον βοηθήσετε; Είπατε ότι αν έβρισκα πληροφορίες θα μπορούσατε να τον βοηθήσετε;» Τρεις μεταφορείς, οι δύο βρέθηκαν, ένας τελευταίος γρίφος. Ο φον Ρούμπελ ονειρεύεται τη θεά σχεδόν κάθε βράδυ: μαλλιά από φλόγες, δάχτυλα από ρίζες. Τρέλα. Ακόμα κι εδώ που στέκεται στο τηλέφωνο ένας κισσός τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του, σκαρφαλώνει στα αυτιά του. «Μ άλιστα, ο ξάδερφός σας. Τι ανακαλύψατε;» «Ο Λεμπλάν κατηγορήθηκε για συνωμοσία, κάτι σχετικά με έναν πύργο στη Βρεττάνη. Συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1941 ύστερα από καταγγελία ενός ντόπιου. Ανακάλυψαν σχέδια, αντικλείδια. Έχουν φωτογραφίες του να κάνει μετρήσεις στο Σαιν Μ αλό». «Βρίσκεται σε στρατόπεδο;» «Δεν μπόρεσα να μάθω. Το σύστημα είναι πολύ περίπλοκο». «Και ο πληροφοριοδότης;» «Κάποιος από το Σαιν Μ αλό, Λεβιττέ λέγεται. Κλοντ το βαφτιστικό του». Ο φον Ρούμπελ σκέφτεται. Η τυφλή κόρη, το διαμέρισμα στην οδό Πατριάρχς. Άδειο από τον Ιούνιο του 1940, ενώ το νοίκι
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
475
πληρώνεται από το Μ ουσείο Φυσικής Ιστορίας. Αν έπρεπε να καταφύγεις κάπου, πού θα κατέφευγες; Αν μετέφερες κάτι πολύτιμο; Έχοντας μαζί σου και μια τυφλή κόρη; Γιατί στο Σαιν Μ αλό, αν όχι επειδή ζούσε εκεί κάποιος που εμπιστευόσουν; «Ο ξάδερφός μου» λέει ο Ζαν Μ πρινιόν. «Θα τον βοηθήσετε;» «Σας ευχαριστώ πολύ» απαντάει ο φον Ρούμπελ και κατεβάζει το ακουστικό.
476
ANTHONY DOERR
Μάιος
ΟΙ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡ ΕΣ του Μ άη του 1944 στο Σαιν Μ αλό θυμίζουν στη Μ αρί Λορ τις τελευταίες μέρες του Μ άη του 1940 στο Παρίσι: τεράστιες, διογκωμένες, μυρωδάτες. Είναι λες και κάθε ζωντανό πλάσμα προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του πριν έρθει ο κατακλυσμός. Ο αέρας στη διαδρομή προς το αρτοποιείο της μαντάμ Ριέλ μυρίζει μυρτιά, μανόλια και βερβένα· κλαριά γλυσίνας πετάνε λουλούδια· από παντού κρέμονται αψίδες, κουρτίνες και καταρράκτες λουλουδιών. Μ ετράει τις σχάρες των υπονόμων: στην εικοστή πρώτη περνάει το χασάπικο, τον ήχο ενός λάστιχου που καταβρέχει το πλακάκι· στην εικοστή πέμπτη φτάνει στον φούρνο. Αφήνει ένα δελτίο στον πάγκο: «Μ ια φραντζόλα κανονικό ψωμί, παρακαλώ». «Τι κάνει ο θείος σου;» Τα λόγια είναι τα ίδια αλλά η φωνή της μαντάμ Ριέλ είναι αλλιώτικη. Ηλεκτρισμένη. «Είναι πολύ καλά, ευχαριστώ». Η μαντάμ Ριέλ κάνει κάτι που δεν έχει ξανακάνει: απλώνει τα χέρια της πάνω από τον πάγκο και πιάνει το πρόσωπο της Μ αρί Λορ με τα αλευρωμένα χέρια της: «Καταπληκτικό μου παιδί». «Κλαίτε, μαντάμ; Όλα καλά;» «Υπέροχα, Μ αρί Λορ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
477
Τα χέρια αποτραβιούνται· η φραντζόλα έρχεται προς το μέρος της: βαριά, ζεστή, μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως. «Πες στον θείο σου πως ήρθε η ώρα. Πως οι γοργόνες έχουν ξασπρισμένα μαλλιά». «Οι γοργόνες, μαντάμ;» «Έρχονται, χρυσό μου. Μ ες στην εβδομάδα. Άπλωσε τα χέρια σου». Από την απέναντι πλευρά του πάγκου έρχεται ένα υγρό, δροσερό λάχανο, μεγάλο σαν μπάλα κανονιού. Η Μ αρί Λορ δυσκολεύεται να το χωρέσει στο άνοιγμα του σάκου της. «Σας ευχαριστώ, μαντάμ». «Πήγαινε σπίτι τώρα». «Είναι ανοιχτός ο δρόμος;» «Σαν τον ξάστερο ουρανό. Τίποτα δε βρίσκεται στον δρόμο σου. Η μέρα σήμερα είναι όμορφη. Αξιομνημόνευτη». Ήρθε η ώρα. Les sirènes ont les cheveux décolorés – οι σειρήνες έχουν ξέθωρα μαλλιά. Ο θείος της είχε ακούσει φήμες από το ραδιόφωνο ότι από την άλλη πλευρά της θάλασσας της Μ άγχης, στην Αγγλία, συγκεντρώνεται μια τεράστια αρμάδα, ότι επιτάσσεται το ένα πλοίο μετά το άλλο – ψαροκάικα και πορθμεία μεταμορφώνονται, εξοπλίζονται με όπλα: πέντε χιλιάδες πλοία, έντεκα χιλιάδες αεροπλάνα, πενήντα χιλιάδες οχήματα. Στη διασταύρωση με την οδό Εστρέ δε στρίβει αριστερά, προς το σπίτι, αλλά δεξιά. Πενήντα μέτρα προς τους προμαχώνες, άλλα εκατό κατά μήκος των τειχών· βγάζει από την τσέπη της το σιδερένιο κλειδί του Υμπέρ Μ παζάν. Οι ακτές είναι κλειστές εδώ και πολλούς μήνες, κατάσπαρτες με νάρκες και αποκλεισμένες με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, αλλά εδώ, στο παλιό σκυλόσπιτο, όπου δεν τη βλέπει κανείς, η Μ αρί Λορ μπορεί να καθίσει ανάμεσα στα σαλιγκάρια της και να ονειρευτεί πως βρίσκεται στο μυαλό του σπουδαίου θαλασσοβιολόγου καθηγητή Αροννάξ, που είναι επίτιμος καλεσμένος και ταυτόχρονα κρατούμενος στο σπουδαίο, παράδοξο μηχάνημα του καπετάνιου Νέμο, το οποίο, μακριά από έθνη και πολιτικές, πλέει μέσα στον καλειδοσκοπικό, θαυμαστό κόσμο της θάλασσας. Αχ, μακάρι να ήταν ελεύθερη! Να ξαπλώσει για άλλη μία φορά στον Βοτανικό Κήπο με τον
478
ANTHONY DOERR
μπαμπά. Να νιώσει τα χέρια του στα δικά της, να ακούσει τα πέταλα στις τουλίπες να τρέμουν στον άνεμο. Ήταν το ολόλαμπρο, καυτό επίκεντρο της ζωής του· την έκανε να νιώθει πως κάθε βήμα που έκανε ήταν σημαντικό. Είσαι ακόμα εκεί, μπαμπά; Έρχονται, χρυσό μου. Μες στην εβδομάδα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
479
Κυνήγι (ξανά)
ΨΑΧΝΟΥΝ
ΝΥΧΘΗΜΕΡ ΟΝ . Σαιν Μ αλό, Ντινάρ, Σαιν Σερβάν, Σαιν Βενσάν. Ο Νόυμαν Ένα οδηγεί το σαραβαλιασμένο Όπελ σε δρόμους τόσο στενούς, που τα πλαϊνά του κουβουκλίου ξύνουν τους τοίχους. Προσπερνάνε μικρές, γκρίζες κρεπερί με σπασμένες βιτρίνες, αρτοπωλεία με κατεβασμένα ρολά, άδεια μπιστρό, πλαγιές λόφων γεμάτες στρατευμένους Ρώσους που ρίχνουν τσιμέντο, χοντροκόκαλες πόρνες που κουβαλάνε νερό από πηγάδια, και δεν εντοπίζουν καμία εκπομπή σαν αυτές που τους περιέγραψαν οι υπασπιστές του συνταγματάρχη. Ο Βέρνερ πιάνει BBC από τον βορρά και σταθμούς προπαγάνδας από τον νότο· καμιά φορά τσακώνει φευγαλέα σήματα Μ ορς. Όμως δεν ακούει ανακοινώσεις γεννήσεων, γάμων ή θανάτων, ούτε αριθμούς, ούτε μουσική. Το δωμάτιο που παραχωρείται στον Βέρνερ και στον Μ περντ, στον τελευταίο όροφο ενός επιταγμένου ξενοδοχείου στην πόλη μέσα από τα τείχη, μοιάζει με μέρος που ο χρόνος δε θέλει ν’ αγγίξει: γύψινα τετράφυλλα τριακοσίων ετών, κιονόκρανα με παλαμοσχιδή φύλλα και ελικοειδή κέρατα γεμάτα φρούτα κοσμούν το ταβάνι. Τη νύχτα το νεκρό κορίτσι από τη Βιέννη περιφέρεται στους διαδρόμους. Δεν κοιτάζει τον Βέρνερ όταν περνάει μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του αλλά εκείνος ξέρει πως αυτόν κυνηγάει.
480
ANTHONY DOERR
Ο ξενοδόχος σφίγγει με αγωνία τα χέρια του ενώ ο Φολκχάιμερ βηματίζει πάνω κάτω στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο Βέρνερ έχει την εντύπωση πως τα αεροπλάνα σέρνονται στον ουρανό υπερβολικά αργά. Θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή κάποιο απ’ αυτά θα σβήσει και θα πέσει στη θάλασσα. «Δικά μας;» ρωτάει ο Νόυμαν Ένα. «Ή δικά τους;» «Δε βλέπω τόσο ψηλά». Ο Βέρνερ περιφέρεται στους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Στον τελευταίο όροφο, μάλλον στο ωραιότερο δωμάτιο, μπαίνει μέσα σε μια εξαγωνική μπανιέρα και σκουπίζει τη βρομιά από ένα παράθυρο με την παλάμη του. Μ ερικοί ιπτάμενοι σπόροι στροβιλίζονται στον αέρα κι ύστερα πέφτουν στο σκιερό βάραθρο ανάμεσα στα σπίτια. Από πάνω του, μέσα στο ημίφως, μια βασίλισσα μέλισσα δυόμισι μέτρων με πολλά μάτια και χρυσαφί χνούδι στην κοιλιά απλώνεται στο ταβάνι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
481
Αγαπητή Γιούττα, Με συγχωρείς που δε σου έχω γράψει τους τελευταίους μήνες. Ο πυρετός έχει σχεδόν υποχωρήσει και δε χρειάζεται να ανησυχείς. Νιώθω το μυαλό μου πολύ καθαρό τελευταία και σήμερα θέλω να γράψω για τη θάλασσα. Έχει πάρα πολλά χρώματα. Ασημένια την αυγή, πράσινη το μεσημέρι, σκούρα μπλε το βράδυ. Μερικές φορές φαίνεται σχεδόν κόκκινη. Ή παίρνει το χρώμα των παλιών νομισμάτων. Αυτή τη στιγμή σέρνονται πάνω της οι σκιές από τα σύννεφα και παντού πέφτουν ηλιαχτίδες. Άσπρες σειρές από γλάρους κυλάνε από πάνω της σαν χάντρες. Νομίζω ότι είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχω δει ποτέ. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να την κοιτάζει και ξεχνάω τα καθήκοντά μου. Φαίνεται τόσο μεγάλη, που μπορεί να χωρέσει όλα όσα θα μπορούσε να νιώσει ποτέ κανείς. Δώσε χαιρετίσματα στη φράου Έλενα και στα παιδιά που έχουν μείνει.
482
ANTHONY DOERR
«Clair de Lune»
ΑΠΟΨΕ ΚΑΤΑΠΙΑΝΟΝΤΑΙ με ένα τμήμα της παλιάς πόλης χωμένο δίπλα στον νότιο προμαχώνα. Η βροχή πέφτει τόσο απαλά που μοιάζει όμοια με ομίχλη. Ο Βέρνερ κάθεται στην καρότσα του Όπελ· ο Φολκχάιμερ λαγοκοιμάται στον πάγκο πίσω του. Ο Μ περντ έχει ανέβει στο στηθαίο με τον πρώτο πομποδέκτη σκεπασμένο με μια κάπα. Έχει ώρες να ανοίξει τον ασύρματο, πράγμα που σημαίνει ότι κοιμάται. Το μοναδικό φως βγαίνει από το κεχριμπαρένιο νήμα μέσα στον μετρητή σήματος του Βέρνερ. Το φάσμα είναι όλο παράσιτα, αλλά μετά τα παράσιτα σταματούν. Η μαντάμ Λαμπά ενημερώνει πως η κόρη της είναι έγκυος. Ο μεσιέ Φερέ στέλνει την αγάπη του στα ξαδέρφια του στο Σαιν Βενσάν. Ακούγεται μια απότομη ριπή από παράσιτα. Η φωνή μοιάζει με παλιό όνειρο. Πέντ’ έξι λέξεις ακόμα περνούν φτερουγίζοντας μέσα από τον Βέρνερ με εκείνη τη βρετονική προφορά: Επόμενη εκπομπή, Πέμπτη 23.00. Πενήντα έξι εβδομήντα δύο κάτι… Η θύμηση τρέχει καταπάνω στον Βέρνερ σαν τρένο με έξι βαγόνια μέσα από το σκοτάδι· η ποιότητα της εκπομπής και ο τόνος της φωνής ταιριάζουν από κάθε άποψη με τις εκπομπές του Γάλλου που άκουγε κάποτε, και ύστερα ένα πιάνο παίζει τρεις ξεχωριστές νότες, ακολουθούμενες από ένα ζευγάρι νότες, και οι συγχορδίες
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
483
υψώνονται γαλήνια σαν κεριά που οδηγούν βαθύτερα μέσα στο δάσος… Το αναγνωρίζει αμέσως. Είναι σαν να πνιγόταν από τότε που μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό του και τώρα κάποιος τον έβγαλε έξω για να πάρει ανάσα. Ακριβώς πίσω του τα βλέφαρα του Φολκχάιμερ παραμένουν κλειστά. Μ έσα από το διαχωριστικό ανάμεσα στην καμπίνα και στο κουβούκλιο βλέπει τους ασάλευτους ώμους των Νόυμαν. Ο Βέρνερ καλύπτει τον μετρητή με το χέρι του. Το τραγούδι ξεδιπλώνεται, δυναμώνει, κι ο Βέρνερ περιμένει να πατήσει ο Μ περντ το κουμπί του μικροφώνου, να πει ότι το άκουσε. Όμως τίποτα δε συμβαίνει. Όλοι κοιμούνται. Ωστόσο, το μικρό κουβούκλιο μέσα στο οποίο βρίσκονται του φαίνεται ηλεκτρισμένο. Τώρα το πιάνο ακολουθεί μια μακριά, γνώριμη πορεία, ο πιανίστας παίζει διαφορετικές κλίμακες με κάθε χέρι –ακούγονται σαν να παίζουν τρία ή τέσσερα χέρια μαζί–, οι αρμονίες πυκνώνουν σταδιακά σαν μαργαριτάρια τοποθετημένα όλο και πιο κοντά πάνω σε ένα νήμα, κι ο Βέρνερ βλέπει την εξάχρονη Γιούττα να γέρνει προς το μέρος του, τη φράου Έλενα να ζυμώνει ψωμί στο βάθος, ένα ραδιόφωνο στα πόδια του, τότε που οι χορδές της ψυχής του δεν είχαν κοπεί ακόμα. Το πιάνο παίζει ρευστά τα τελευταία μέτρα του μουσικού κομματιού κι ύστερα επιστρέφουν ηχηρά τα παράσιτα. Ακούνε; Ακούνε την καρδιά του που αυτή τη στιγμή σφυροκοπάει στα πλευρά του; Υπάρχει η βροχή που πέφτει απαλά στα ψηλά σπίτια. Υπάρχει ο Φολκχάιμερ, με το σαγόνι ακουμπισμένο στην έκταση του στήθους του. Ο Φρίντριχ έλεγε πως δεν έχουμε επιλογές, πως η ζωή μας δε μας ανήκει, αλλά στο τέλος ο Βέρνερ ήταν εκείνος που προσποιήθηκε ότι δεν υπήρχαν επιλογές, ο Βέρνερ καθόταν και κοιτούσε τον Φρίντριχ να χύνει τον κουβά με το νερό στα πόδια του –Αρνούμαι–, ο Βέρνερ έμεινε αμέτοχος όταν ήρθαν καταιγιστικές οι συνέπειες. Ο Βέρνερ παρακολουθούσε τον Φολκχάιμερ να μπαίνει σε αμέτρητα σπίτια αφήνοντας τον ίδιο αδηφάγο εφιάλτη να επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά. Βγάζει τα ακουστικά και περνάει δίπλα από τον Φολκχάιμερ
484
ANTHONY DOERR
για να ανοίξει την πίσω πόρτα. Ο Φολκχάιμερ ανοίγει το ένα μάτι, πελώριο, χρυσαφί, λιονταρίσιο. «Nichts;» λέει. Ο Βέρνερ σηκώνει το βλέμμα του στα πέτρινα σπίτια που είναι παραταγμένα τοίχο με τοίχο, ψηλά και απόμακρα, με υγρές προσόψεις και σκοτεινά παράθυρα. Δεν υπάρχει φως πουθενά. Ούτε κεραίες. Η βροχή πέφτει πολύ απαλά, σχεδόν άηχα, αλλά στα αυτιά του σχεδόν βρυχάται. Γυρνάει. «Nichts» απαντάει – τίποτα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
485
Κεραία
ΕΝΑΣ
ΑΥΣΤΡ ΙΑΚΟΣ ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ της αντιαεροπορικής άμυνας τοποθετεί ένα οκταμελές απόσπασμα στο Ξενοδοχείο των Μ ελισσών. Ο μάγειράς τους ζεσταίνει χυλό και μπέικον στην κουζίνα του ξενοδοχείου, ενώ οι άλλοι εφτά ρίχνουν τοίχους στον τρίτο όροφο με βαριοπούλες. Ο Φολκχάιμερ μασάει αργά, σηκώνοντας πότε πότε το βλέμμα για να περιεργαστεί τον Βέρνερ. Επόμενη εκπομπή, Πέμπτη 23.00. Ο Βέρνερ άκουσε τη φωνή που αναζητούσαν όλοι, και τι έκανε; Είπε ψέματα. Διέπραξε προδοσία. Πόσοι άντρες ενδέχεται να κινδυνεύσουν εξαιτίας του; Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Βέρνερ θυμάται τη φωνή, όταν θυμάται το τραγούδι να πλημμυρίζει το κεφάλι του, τρέμει από χαρά. Η μισή βόρεια Γαλλία φλέγεται. Οι παραλίες καταβροχθίζουν στρατιώτες –Αμερικανούς, Καναδούς, Βρετανούς, Γερμανούς, Ρώσους– και σε όλη τη Νορμανδία βαριά βομβαρδιστικά μετατρέπουν ολόκληρες επαρχιακές πόλεις σε σκόνη. Όμως εδώ έξω, στο Σαιν Μ αλό, το χορτάρι στους αμμόλοφους στέκει ψηλό και γαλάζιο· οι Γερμανοί ναύτες κάνουν ακόμα ασκήσεις ετοιμότητας στο λιμάνι· οι πυροβολητές συγκεντρώνουν εφεδρικά αποθέματα πυρομαχικών στις σήραγγες κάτω από το φρούριο της Λα Σιτέ.
486
ANTHONY DOERR
Οι Αυστριακοί στο Ξενοδοχείο των Μ ελισσών χαμηλώνουν με έναν γερανό ένα κανόνι ογδόντα οχτώ χιλιοστών πάνω σε έναν προμαχώνα στα τείχη. Το βιδώνουν σε ένα σταυρωτό πλαίσιο και το καλύπτουν με μουσαμά παραλλαγής. Η ομάδα του Φολκχάιμερ δουλεύει δύο βράδια σερί, και η μνήμη του Βέρνερ του παίζει παιχνίδια. Η μαντάμ Λαμπά ενημερώνει πως η κόρη της είναι έγκυος. Πώς λοιπόν, παιδιά, καταφέρνει ο εγκέφαλος, που ζει δίχως σπίθα φωτός, να δημιουργήσει για εμάς έναν ολόφωτο κόσμο; Αν ο Γάλλος χρησιμοποιεί τον ίδιο πομπό που είχε για να εκπέμπει μέχρι το Τσολλφεράιν, η κεραία θα είναι μεγάλη. Αλλιώς χρειάζεται εκατοντάδες μέτρα καλώδιο. Όπως και να ’χει, θα είναι κάπου ψηλά, σίγουρα θα φαίνεται. Το τρίτο βράδυ αφότου άκουσε την εκπομπή –την Πέμπτη– ο Βέρνερ στέκεται μέσα στην εξαγωνική μπανιέρα κάτω από τη βασίλισσα μέλισσα. Μ ε τα παντζούρια ανοιχτά, βλέπει στα αριστερά του τις μπερδεμένες κεραμοσκεπές. Θυελλοδύτες πετούν ξυστά πάνω από τις πολεμίστρες· ατμοί τυλίγουν το καμπαναριό. Κάθε φορά που ο Βέρνερ ατενίζει την παλιά πόλη αυτό που του κάνει εντύπωση είναι οι καμινάδες. Είναι πελώριες, παραταγμένες σε σειρές των είκοσι ή των τριάντα σε κάθε τετράγωνο. Ούτε το Βερολίνο δεν είχε τέτοιες καμινάδες. Μ α βέβαια. Ο Γάλλος σίγουρα θα χρησιμοποιεί μια καμινάδα. Κατεβαίνει βιαστικά στο ισόγειο και περπατάει στην οδό Φορζέρς κι ύστερα στην οδό Ντινάν. Κοιτάει παραθυρόφυλλα, υδρορρόες, αναζητάει καλώδια στερεωμένα σε τούβλα, οτιδήποτε μπορεί να μαρτυρήσει τη θέση του πομπού. Πηγαινοέρχεται μέχρι που τον πονάει ο σβέρκος του. Λείπει πολλή ώρα. Θα τον επιπλήξουν. Ο Φολκχάιμερ έχει ήδη αντιληφθεί ότι κάτι τρέχει. Αλλά τότε, στις έντεκα το βράδυ ακριβώς, ο Βέρνερ τη βλέπει, σε λιγότερο από ένα τετράγωνο απόσταση από το σημείο όπου έχουν παρκαρισμένο το Όπελ: μια κεραία υψώνεται γλιστρώντας πάνω σε μια καμινάδα. Όχι μεγαλύτερη από σκουπόξυλο. Σηκώνεται γύρω στα είκοσι μέτρα και ξεδιπλώνεται σχεδόν διά μαγείας σχηματίζοντας ένα απλό Τ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
487
Ένα ψηλό σπίτι στην άκρη της θάλασσας. Θεαματικά καλή τοποθεσία για να εκπέμψει κανείς. Από τον δρόμο η κεραία είναι σχεδόν αόρατη. Ο Βέρνερ ακούει τη φωνή της Γιούττα: Στοίχημα ότι κάνει τις εκπομπές από ένα τεράστιο μέγαρο, μεγάλο όσο ολόκληρη η κοινότητα, ένα σπίτι με χίλια δωμάτια και χίλιους υπηρέτες. Το σπίτι είναι ψηλό και στενό, με έντεκα παράθυρα στην πρόσοψη. Πιτσιλισμένο από πορτοκαλιές λειχήνες, με τα θεμέλιά του καλυμμένα από βρύα. Στον αριθμό 4 της οδού Βομπορέλ. Ανοίξτε τα μάτια και δείτε ό,τι μπορείτε με αυτά προτού κλείσουν για πάντα. Επιστρέφει γρήγορα στο ξενοδοχείο με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χέρια στις τσέπες.
488
ANTHONY DOERR
Ο χοντρο-Κλοντ
Ο
ΛΕΒΙΤΤΕ, ο αρωματοποιός, είναι πλαδαρός και αφράτος, βουτηγμένος στην ξιπασιά του. Όσο του μιλάει, ο φον Ρούμπελ πασχίζει να κρατήσει την ισορροπία του· το ανακάτεμα τόσο πολλών οσμών μέσα στο κατάστημα τον πνίγει. Όλη την περασμένη εβδομάδα αναγκάστηκε να ταξιδέψει σε καμιά δεκαριά εξοχικές κοινότητες διάσπαρτες στη βρετονική ακτή και να μπει διά της βίας σε θερινές κατοικίες κυνηγώντας πίνακες και γλυπτά που είτε δεν υπήρχουν είτε δεν τον ενδιέφεραν. Μ όνο και μόνο για να δικαιολογήσει την παρουσία του εδώ. Μ άλιστα, μάλιστα, λέει ο αρωματοποιός, με βλέμμα που περνάει αστραπιαία από τα διακριτικά του φον Ρούμπελ, πριν από λίγα χρόνια βοήθησε τις αρχές να συλλάβουν έναν ξενομερίτη που μετρούσε τα κτίρια. Έκανε μονάχα αυτό που ήξερε πως ήταν σωστό. «Και πού διέμενε εκείνη την περίοδο ο μεσιέ Λεμπλάν;» Ο αρωματοποιός μισοκλείνει τα μάτια υπολογίζοντας. Τα γαλάζια μάτια του βροντοφωνάζουν: Θέλω. Δώσ’ μου. Τόσα πονεμένα πλάσματα, σκέφτεται ο φον Ρούμπελ, που δουλεύουν σκληρά κάτω από διάφορες πιέσεις. Αλλά εδώ το αρπαχτικό είναι ο φον Ρούμπελ. Αρκεί να είναι υπομονετικός. Ακάματος. Να αφαιρέσει τα εμπόδια ένα ένα. Μ όλις κάνει μεταβολή για να φύγει, η αυταρέσκεια του
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
489
αρωματοποιού γίνεται θρύψαλα: «Σταθείτε, σταθείτε». Ο φον Ρούμπελ αφήνει το ένα χέρι στην πόρτα. «Πού διέμενε ο μεσιέ Λεμπλάν;» «Μ ε τον θείο του. Τελείως άχρηστος. Τρελός για δέσιμο, που λένε». «Πού;» «Ακριβώς εκεί». Του δείχνει. «Στο τέσσερα».
490
ANTHONY DOERR
Boulangerie
ΠΕΡ ΝΑΕΙ
ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡ Η ΜΕΡΑ πριν μπορέσει ο Βέρνερ να ξεκλέψει μια ώρα για να ξανάρθει. Μ ια ξύλινη πόρτα, μια καγκελόπορτα μπροστά της. Μ πλε χρώμα στα παράθυρα. Η πρωινή ομίχλη είναι τόσο πυκνή, που δε βλέπει τη σκεπή. Τρέφει άπιαστα όνειρα: ο Γάλλος θα τον καλέσει στο σπίτι του. Θα πιουν καφέ, θα μιλήσουν για τις παλιές εκπομπές. Ίσως ερευνήσουν κάποιο σημαντικό εμπειρικό πρόβλημα που τον απασχολεί χρόνια. Ίσως του δείξει τον πομπό. Γελοίο. Αν του χτυπήσει το κουδούνι, ο γέρος θα υποθέσει ότι θέλει να τον συλλάβει για τρομοκρατία. Ότι ίσως τον εκτελέσει επί τόπου. Η κεραία στην καμινάδα αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο εκτέλεσης. Θα μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα και να τον μπαγλαρώσει. Θα γινόταν ήρωας. Η ομίχλη πλημμυρίζει φως. Κάπου κάποιος ανοίγει μια πόρτα και την ξανακλείνει. Ο Βέρνερ θυμάται τα γράμματα που ετοίμαζε η Γιούττα με λαχτάρα και έγραφε στον φάκελο «Στον Καθηγητή, Γαλλία» και τα έριχνε στο ταχυδρομικό κουτί της πλατείας. Φανταζόταν πως η φωνή της ίσως έβρισκε το αυτί του όπως είχε βρει το δικό της η δική του. Μ ία στα δέκα εκατομμύρια. Όλη νύχτα κάνει νοερά πρόβες στα γαλλικά: «Avant la guerre. Je vous ai entendu à la radio – Πριν από τον πόλεμο. Σας άκουγα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
491
στο ραδιόφωνο». Θα αφήσει το τουφέκι στον ώμο του, τα χέρια στα πλευρά του· θα δείχνει μικρός, σαν ξωτικό, καθόλου απειλητικός. Ο γέρος θα ξαφνιαστεί, αλλά ο φόβος του δε θα είναι μεγάλος. Θα τον ακούσει. Ενώ όμως στέκεται στο τέρμα της οδού Βομπορέλ, μέσα στην ομίχλη που διαλύεται, προβάροντας αυτά που θα πει, η εξώπορτα του αριθμού τέσσερα ανοίγει και από μέσα δε βγαίνει ένας διαπρεπής γέρος επιστήμονας αλλά μια κοπέλα. Μ ια λεπτή, νόστιμη κοπέλα με καστανά μαλλιά και πολλές φακίδες στο πρόσωπο, με γυαλιά και γκρίζο φουστάνι, με ένα σακίδιο περασμένο στον ώμο. Γυρνάει προς τα αριστερά προχωρώντας καταπάνω του και η καρδιά του Βέρνερ στριφογυρίζει μες στο στήθος του. Ο δρόμος είναι πάρα πολύ στενός· θα τον έπιασε να κοιτάζει το σπίτι. Όμως το κεφάλι της πάει με παράξενο τρόπο, το πρόσωπό της είναι γερμένο στο πλάι. Ο Βέρνερ βλέπει το μπαστούνι και τους αδιαφανείς φακούς των γυαλιών της και συνειδητοποιεί πως είναι τυφλή. Το μπαστούνι της χτυπάει στις πέτρες. Έχει φτάσει ήδη στα είκοσι βήματα. Δε φαίνεται να τους παρακολουθεί κανείς· όλες οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες. Δεκαπέντε βήματα. Από τις κάλτσες της λείπουν πόντοι και τα παπούτσια της παραείναι μεγάλα, ενώ τα μάλλινα κομμάτια του φουστανιού της είναι διάστικτα από λεκέδες. Δέκα βήματα, πέντε. Περνάει από δίπλα του με το κεφάλι λίγο πιο ψηλά από το δικό του. Χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς καλά καλά να συνειδητοποιεί τι κάνει, ο Βέρνερ την ακολουθεί. Η άκρη του μπαστουνιού της πάλλεται κάθε φορά που χτυπάει στα ρείθρα, βρίσκοντας όλες τις σχάρες των υπονόμων. Περπατάει σαν μπαλαρίνα με παπούτσια χορού, τα πόδια της είναι εξίσου εκφραστικά με τα χέρια της, ένα μικρό σκεύος χάρης που διασχίζει την ομίχλη. Στρίβει δεξιά, μετά αριστερά, προχωράει μισό τετράγωνο και περνάει επιδέξια την ανοιχτή πόρτα ενός καταστήματος. Μ ια ορθογώνια πινακίδα από πάνω της γράφει: «Boulangerie». Ο Βέρνερ κοντοστέκεται. Από πάνω του η ομίχλη υποχωρεί κατά κομμάτια και ένα βαθύ, εαρινό γαλάζιο αποκαλύπτεται. Μ ια γυναίκα ποτίζει τα λουλούδια της· ένας γέρος ταξιδιώτης με
492
ANTHONY DOERR
καμπαρντίνα έχει βγάλει βόλτα το κανίς του. Σε ένα παγκάκι κάθεται ένας βρογχοκηλικός κιτρινιάρης Γερμανός αρχιλοχίας με σκιές χαραγμένες κάτω από τα μάτια. Κατεβάζει την εφημερίδα του, κοιτάζει κατάματα τον Βέρνερ και την ξανασηκώνει. Γιατί τα χέρια του Βέρνερ τρέμουν; Γιατί δεν μπορεί να πάρει ανάσα; Η κοπέλα βγαίνει από το αρτοπωλείο, κατεβαίνει επιδέξια από το πεζοδρόμιο και προχωρά γραμμή προς το μέρος του. Το κανίς χαμηλώνει τα πίσω πόδια για να κάνει την ανάγκη του στις πέτρινες πλάκες και η κοπέλα κάνει επιδέξια προς τα αριστερά για να το παρακάμψει. Πλησιάζει τον Βέρνερ για δεύτερη φορά, τα χείλη της κινούνται απαλά μετρώντας σχεδόν ψιθυριστά –deux, trois, quatre– και φτάνει τόσο κοντά του, που μπορεί να μετρήσει τις φακίδες στο πρόσωπό της, να μυρίσει τη φραντζόλα στο σακούλι της. Ένα εκατομμύριο σταγονίδια ομίχλης σχηματίζουν κόμπους στο χνούδι του μάλλινου φουστανιού της και στα μπερδεμένα μαλλιά της και το φως τής δίνει ένα ασημένιο περίγραμμα. Ο Βέρνερ είναι καθηλωμένος. Ο μακρύς, χλομός λαιμός της του φαίνεται, περνώντας από δίπλα του, απίστευτα ευάλωτος. Εκείνη δεν προσέχει την παρουσία του· δείχνει σαν να μην αντιλαμβάνεται τίποτα εκτός από το πρωινό. Αυτή, σκέφτεται, είναι η αγνότητα για την οποία μας μιλούσαν πάντα στο Σουλπφόρτα. Κολλάει την πλάτη του στον τοίχο. Η άκρη του μπαστουνιού της περνάει ξυστά από τη μύτη της μπότας του. Ύστερα τον προσπερνάει, με το φουστάνι να λικνίζεται ελαφρά, το μπαστούνι να πηγαίνει πέρα δώθε, κι εκείνος την παρακολουθεί να συνεχίζει τον δρόμο της ώσπου την καταπίνει η ομίχλη.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
493
Κρύπτη
ΜΙΑ ΓΕΡ ΜΑΝΙΚΗ αντιαεροπορική πυροβολαρχία καταρρίπτει ένα αμερικανικό αεροπλάνο. Συντρίβεται στη θάλασσα έξω από το Παραμέ, και ο Αμερικανός πιλότος βγαίνει στη στεριά, όπου πιάνεται αιχμάλωτος. Ο Ετιέν το βλέπει σαν συμφορά, αλλά η μαντάμ Ριέλ ακτινοβολεί από χαρά. «Ήταν όμορφος σαν σταρ του σινεμά» ψιθυρίζει δίνοντας το ψωμί στη Μ αρί Λορ. «Είμαι σίγουρη ότι όλοι έτσι είναι». Η Μ αρί Λορ χαμογελάει. Κάθε πρωί τα ίδια: οι Αμερικανοί ζυγώνουν όλο και περισσότερο, οι δυνάμεις των Γερμανών ξεφτίζουν. Κάθε απόγευμα η Μ αρί Λορ διαβάζει στον Ετιέν από το δεύτερο μέρος του βιβλίου Είκοσι χιλιάδες λεύγες, βρίσκονται πια και οι δύο σε άγνωστο έδαφος. «Δέκα χιλιάδες λεύγες σε τρεισήμισι μήνες» γράφει ο καθηγητής Αροννάξ. «Πού να πηγαίνουμε τώρα και τι μας επιφυλάσσει το μέλλον;» Η Μ αρί Λορ βάζει τη φραντζόλα στο σακούλι της, βγαίνει από το αρτοποιείο και κατευθύνεται προς τις επάλξεις και την κρύπτη του Υμπέρ Μ παζάν. Κλείνει πίσω της την πόρτα, σηκώνει τον ποδόγυρο του φουστανιού της και μπαίνει στη ρηχή λιμνούλα, παρακαλώντας να μην πατήσει κανένα πλάσμα. Η θάλασσα ανεβαίνει. Βρίσκει πεταλίδες, μια ανεμώνη απαλή σαν μετάξι· ακουμπάει τα δάχτυλά της όσο πιο απαλά μπορεί σε ένα Nassarius. Εκείνο σταματάει αμέσως να κινείται, ρουφώντας
494
ANTHONY DOERR
το κεφάλι και την ουρά του μέσα στο όστρακό του. Μ ετά ξαναβγαίνει τεντώνοντας τις δίδυμες κεραίες του, σέρνοντας το σπειροειδές κοχύλι πάνω στο έλκηθρο του σώματός του. Τι ψάχνεις, σαλιγκαράκι; Ζεις μόνο για τη στιγμή ή ανησυχείς για το μέλλον σου σαν τον καθηγητή Αροννάξ; Αφού το σαλιγκάρι διασχίζει τη λιμνούλα και αρχίζει να ανεβαίνει στον απέναντι τοίχο, η Μ αρί Λορ παίρνει το μπαστούνι της και βγαίνει από το νερό με τα τεράστια μουσκεμένα μοκασίνια της. Βγαίνει από την πόρτα και είναι έτοιμη να την κλειδώσει πίσω της, όταν μια αντρική φωνή λέει: «Καλημέρα, μαμζέλ». Σκοντάφτει, παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Το μπαστούνι της πέφτει με κρότο. «Τι έχετε μέσα στον σάκο σας;» Ο άντρας μιλάει σωστά γαλλικά, αλλά εκείνη καταλαβαίνει πως είναι Γερμανός. Το σώμα του κλείνει το δρομάκι. Ο ποδόγυρος του φουστανιού της στάζει νερά· τα παπούτσια της είναι μούσκεμα· κι από τις δύο πλευρές ορθώνονται κάθετοι τοίχοι. Το δεξί της χέρι είναι σφιγμένο γύρω από ένα κάγκελο της ανοιχτής πόρτας. «Τι είναι εκεί μέσα; Κάποια κρυψώνα;» Η φωνή του ακούγεται τρομερά κοντά, αλλά δεν μπορεί να είναι σίγουρη σε ένα μέρος γεμάτο αντίλαλους. Αισθάνεται τη φραντζόλα της μαντάμ Ριέλ να πάλλεται στην πλάτη της σαν να ’ναι ζωντανή. Μ έσα της –σχεδόν βέβαια– είναι τυλιγμένο ένα κομμάτι χαρτί. Που οι αριθμοί πάνω του θα συλλαβίζουν θάνατο. Για τον θείο της, για τη μαντάμ Ριέλ. Για όλους τους. «Το μπαστούνι μου» λέει. «Κύλησε πίσω σου, καλή μου». Πίσω από τον άντρα ξεδιπλώνεται το δρομάκι, η κουρτίνα από κισσό και ακόμα παραπέρα η πόλη. Ένα μέρος όπου θα την ακούσουν αν ουρλιάξει. «Μ πορώ να περάσω, μεσιέ;» «Φυσικά». Αλλά δε φαίνεται να κουνιέται. Η πόρτα τρίζει σιγανά. «Τι θέλετε, μεσιέ;»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
495
Είναι αδύνατον να εμποδίσει τη φωνή της να τρέμει. Αν τη ρωτήσει ξανά για το σακούλι της, η καρδιά της θα σπάσει. «Τι κάνατε εκεί μέσα;» «Δεν επιτρέπεται να κατεβαίνουμε στην παραλία». «Και γι’ αυτό έρχεστε εδώ;» «Για να μαζέψω σαλιγκάρια. Πρέπει να πηγαίνω, μεσιέ. Μ πορώ, σας παρακαλώ, να πάρω το μπαστούνι μου;» «Αφού δεν έχετε μαζέψει κανένα σαλιγκάρι, μαμζέλ». «Μ πορώ να περάσω;» «Πρώτα θα μου απαντήσετε μια ερώτηση για τον πατέρα σας». «Τον μπαμπά;» Κάτι παγωμένο μέσα της παγώνει ακόμα περισσότερο. «Ο μπαμπάς θα έρθει από στιγμή σε στιγμή». Τώρα ο άντρας γελάει και το γέλιο του αντιλαλεί ανάμεσα στους τοίχους. «Από στιγμή σε στιγμή, είπες; Ο μπαμπάς σου, που είναι σε μια φυλακή πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά;» Νήματα τρόμου ξεχύνονται στο στήθος της. Έπρεπε να σε είχα ακούσει, μπαμπά. Δεν έπρεπε να έχω βγει έξω. «Έλα, petite cachotière, μικρή μυστικοπαθή» λέει ο άντρας «μη φοβάσαι τόσο», και τον ακούει να απλώνει το χέρι του να την πιάσει· μυρίζει σαπίλα στην ανάσα του, ακούει λησμοσύνη στη φωνή του, και κάτι –ακροδάχτυλο;– αγγίζει τον καρπό της, ενώ τραβιέται προς τα πίσω και του κλείνει την πόρτα στα μούτρα. Εκείνος γλιστράει· του παίρνει περισσότερο απ’ όσο εκείνη νομίζει για να σηκωθεί. Η Μ αρί Λορ γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά, το βάζει στην τσέπη της, βρίσκει το μπαστούνι της και οπισθοχωρεί μέσα στο χαμηλοτάβανο σκυλόσπιτο. Η περίλυπη φωνή του άντρα την καταδιώκει, παρόλο που το σώμα του παραμένει στην άλλη πλευρά της κλειδωμένης καγκελόπορτας: «Μ αμζέλ, μου έπεσε η εφημερίδα μου με τα καμώματά σας. Είμαι μονάχα ένας ταπεινός αρχιλοχίας που ήρθε να σας κάνει μια ερώτηση. Μ ια ερωτησούλα και φεύγω». Η πλημμυρίδα μουρμουρίζει· τα σαλιγκάρια αφθονούν. Είναι αρκετά στενά τα κάγκελα ώστε να μην περάσει από μέσα; Είναι αρκετά δυνατοί οι μεντεσέδες; Παρακαλάει να είναι. Ο όγκος των
496
ANTHONY DOERR
τειχών τη φυλάει στα σπλάχνα του. Κάθε δέκα δευτερόλεπτα περίπου κυλάει μέσα στο δωμάτιο ένα καινούριο κύμα παγωμένου θαλασσόνερου. Η Μ αρί Λορ ακούει τον άντρα να βηματίζει εκεί έξω, ένα-παύση-δύο, ένα-παύση-δύο, ένα χωλό σκαμπανέβασμα. Προσπαθεί να φανταστεί τα σκυλιά που της είπε ο Υμπέρ Μ παζάν πως ζούσαν εδώ για αιώνες: σκυλιά μεγάλα σαν άλογα. Σκυλιά που ξέσκιζαν τις γάμπες των ανθρώπων. Κάθεται σκυφτή, στα γόνατά της. Είναι το Κοχύλι. Θωρακισμένη. Αδιαπέραστη.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
497
Αγοραφοβία
ΤΡ ΙΑΝΤΑ ΛΕΠΤΑ. Έπρεπε να της είχε πάρει είκοσι ένα· ο Ετιέν τα έχει μετρήσει πολλές φορές. Μ ια φορά είκοσι τρία. Συνήθως λιγότερο. Ποτέ περισσότερο. Τριάντα ένα. Μ έχρι τον φούρνο είναι τέσσερα λεπτά περπάτημα. Τέσσερα να πάει και τέσσερα να γυρίσει, και κάπου στον δρόμο χάνονται και τα υπόλοιπα δεκατρία ή δεκατέσσερα λεπτά. Ξέρει ότι συνήθως πηγαίνει στη θάλασσα – όταν γυρνάει μυρίζει φύκια, τα παπούτσια της είναι βρεγμένα, τα μανίκια της στολισμένα με άλγη και κρίταμα ή εκείνα τα κόκκινα φύκια που η μαντάμ Μ ανέκ αποκαλούσε pioka. Δεν ξέρει πού ακριβώς πηγαίνει, αλλά πάντα καθησυχάζει τον εαυτό του ότι η Μ αρί Λορ προσέχει τον εαυτό της. Ότι τη συντηρεί η περιέργειά της. Ότι είναι χίλιες φορές πιο ικανή από τον ίδιο. Τριάντα δύο λεπτά. Δε βλέπει κανέναν από τα παράθυρα του τέταρτου ορόφου. Μ πορεί να χάθηκε, να ψηλαφίζει με τα δάχτυλά της τα τείχη στην άκρη της πόλης, ενώ με κάθε δευτερόλεπτο που περνάει απομακρύνεται όλο και πιο πολύ. Μ πορεί να την πάτησε φορτηγό, μπορεί να πνίγηκε σε καμιά λακκούβα, μπορεί να την άρπαξε κανένας μισθοφόρος με κακό σκοπό. Κάποιος μπορεί να έμαθε για το ψωμί, τους αριθμούς, τον πομπό. Το αρτοποιείο καίγεται.
498
ANTHONY DOERR
Κατεβαίνει βιαστικά στο ισόγειο και κοιτάζει το δρομάκι από την πόρτα της κουζίνας. Μ ια γάτα κοιμάται. Ένα τραπέζιο φωτός σχηματίζεται στον ανατολικό τοίχο. Αυτός φταίει για όλα. Η ανάσα του είναι γρήγορη. Στα τριάντα τέσσερα λεπτά σύμφωνα με το ρολόι του φοράει τα παπούτσια του κι ένα καπέλο που ανήκε στον πατέρα του. Στέκεται στο χολ μαζεύοντας όλη του την αποφασιστικότητα. Την τελευταία φορά που βγήκε έξω, σχεδόν είκοσι τέσσερα χρόνια πριν, προσπάθησε να κοιτάξει τους άλλους κατάματα, να φανεί φυσιολογικός. Όμως οι κρίσεις ήταν ύπουλες, απρόβλεπτες, ολέθριες· τον αιφνιδίαζαν σαν ληστές. Στην αρχή μια τρομερή απειλή γέμιζε την ατμόσφαιρα. Κατόπιν κάθε φως, ακόμη και πίσω από τα κλειστά βλέφαρα, γινόταν αφόρητα λαμπερό. Δεν μπορούσε να περπατήσει από τον εκκωφαντικό ήχο που έκαναν τα πόδια του. Μ ικρά μάτια τον κοιτούσαν ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα από τις πλάκες του δρόμου. Πτώματα αναδεύονταν στις σκιές. Όταν επέστρεφε στο σπίτι με τη βοήθεια της μαντάμ Μ ανέκ, χωνόταν στη σκοτεινότερη γωνιά του κρεβατιού του και έζωνε τα αυτιά του με μαξιλάρια. Κατανάλωνε όλη του την ενέργεια στην προσπάθεια να αγνοήσει τον δυνατό χτύπο του σφυγμού του. Η καρδιά του χτυπάει παγωμένα σε ένα μακρινό κελί. Μ ε πιάνει πονοκέφαλος, σκέφτεται. Ένας τρομερός, τρομερός, τρομερός πονοκέφαλος. Είκοσι σφυγμοί. Τριάντα πέντε λεπτά. Γυρίζει το πόμολο, ανοίγει την καγκελόπορτα. Βγαίνει έξω.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
499
Τίποτα
Η
ΜΑΡ Ι ΛΟΡ προσπαθεί να θυμηθεί όλα όσα ξέρει για την κλειδωνιά της πόρτας, όλα όσα έχει ψηλαφίσει με τα δάχτυλά της, όλα όσα θα της είχε πει ο πατέρας της. Σιδερένια ράβδος περασμένη μέσα σε τρεις σκουριασμένους δακτύλιους, παλιά χωνευτή κλειδαριά με σκουριασμένο κύλινδρο. Άραγε θα σπάσει αν την πυροβολήσει; Ο άντρας φωνάζει πότε πότε σέρνοντας την άκρη της εφημερίδας του πάνω στα κάγκελα της πόρτας: «Έφτασε τον Ιούνιο, συνελήφθη τον Ιανουάριο. Τι έκανε όλον αυτό τον καιρό; Γιατί μετρούσε τα κτίρια;» Κουλουριάζεται κόντρα στον τοίχο της κρύπτης, με το σακούλι αγκαλιά. Το νερό ανεβαίνει στα γόνατά της: είναι παγωμένο, ακόμα και μέσα στον Ιούλιο. Άραγε τη βλέπει; Ανοίγει προσεκτικά το σακούλι της, κόβει τη φραντζόλα που είναι κρυμμένη μέσα και τη σκαλίζει με τα δάχτυλά της για το τυλιγμένο χαρτάκι. Να το. Μ ετράει ως το τρία και το βάζει στο στόμα της. «Πες μου μόνο» φωνάζει ο Γερμανός «αν σου άφησε ο πατέρας σου τίποτα ή αν σου είπε ότι μετέφερε κάτι για λογαριασμό του μουσείου στο οποίο δούλευε. Και μετά θα φύγω. Δε θα πω σε κανέναν γι’ αυτό το μέρος. Λέω την αλήθεια του Θεού». Το χαρτάκι γίνεται πολτός ανάμεσα στα δόντια της. Στα πόδια
500
ANTHONY DOERR
της τα σαλιγκάρια συνεχίζουν τη δουλειά τους: μασουλάνε, αναζητούν τροφή, κοιμούνται. Το στόμα τους, της έμαθε ο Ετιέν, περιέχει γύρω στα τριάντα δόντια ανά οδοντοστοιχία, ογδόντα οδοντοστοιχίες, δυόμισι χιλιάδες δόντια ανά σαλιγκάρι, που γδέρνουν, ξύνουν, γρατζουνάνε. Ψηλά πάνω από τις πολεμίστρες οι γλάροι σκίζουν τον ξάστερο ουρανό. Η αλήθεια του Θεού; Πόσο κρατάνε αυτές οι αβάσταχτες στιγμές για τον Θεό; Ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου; Η ίδια η ζωή ενός πλάσματος είναι μια φευγαλέα σπίθα σε ένα απύθμενο σκοτάδι. Αυτή είναι η αλήθεια του Θεού. «Μ ου έχουν φορτώσει ένα σωρό ανούσιες αποστολές» λέει ο Γερμανός. «Ένας Ζαν Ζουβενέ στο Σαιν Μ πριέ, έξι Μ ονέ στην ευρύτερη περιοχή, ένα αυγό Φαμπερζέ σε ένα μέγαρο κοντά στη Ρεν. Κουράζομαι. Δεν ξέρεις πόσον καιρό ψάχνω». Γιατί δεν μπορούσε να μείνει ο μπαμπάς; Εκείνη δεν ήταν το σημαντικότερο απ’ όλα; Καταπίνει τα πολτοποιημένα κομμάτια του χαρτιού. Ύστερα γέρνει προς τα μπρος στηριγμένη στις φτέρνες της. «Δε μου άφησε τίποτα». Αιφνιδιάζεται κι η ίδια όταν ακούει πόσο θυμωμένη είναι. «Τίποτα! Μ όνο μια χαζή μακέτα αυτής της πόλης και μια υπόσχεση που δεν κράτησε. Μ όνο τη μαντάμ, που πέθανε. Μ όνο τον θείο μου, που φοβάται μέχρι και τα μυρμήγκια». Έξω από την πόρτα ο Γερμανός βουβαίνεται. Ίσως συλλογίζεται την απάντησή της. Κάτι στην αγανάκτησή της τον πείθει. «Και τώρα» του φωνάζει «κρατήστε τον λόγο σας και φύγετε».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
501
Σαράντα λεπτά
Η ΟΜΙΧΛΗ δίνει τη θέση της στη λιακάδα. Επιτίθεται στις πλάκες, στα σπίτια, στα παράθυρα. Ο Ετιέν φτάνει στον φούρνο λουσμένος σε κρύο ιδρώτα και παρακάμπτει την ουρά. Το πρόσωπο της μαντάμ Ριέλ ξεπροβάλλει άσπρο σαν το φεγγάρι. «Ετιέν; Τι…;» Κατακόκκινες κηλίδες αναβοσβήνουν στο οπτικό του πεδίο. «Η Μ αρί Λορ…» «Δεν…;» Πριν προλάβει να κουνήσει το κεφάλι του, η μαντάμ Ριέλ σηκώνει το φύλλο του πάγκου και βγάζει τον Ετιέν από το μαγαζί κρατώντας τον αγκαζέ. Οι γυναίκες που περιμένουν στην ουρά μουρμουρίζουν παραξενεμένες ή σκανδαλισμένες ή και τα δύο. Η μαντάμ Ριέλ τον βοηθάει να βγει στην οδό Ρομπέρ Συρκούφ. Ο Ετιέν έχει την εντύπωση πως το καντράν του ρολογιού του διαστέλλεται. Σαράντα ένα λεπτά; Μ ετά βίας κάνει τον υπολογισμό. Τα χέρια της σφίγγουν τους ώμους του. «Πού μπορεί να πήγε;» Η γλώσσα του είναι στεγνή, η σκέψη του αργοκίνητη. «Μ ερικές φορές… πηγαίνει… στη θάλασσα. Πριν γυρίσει σπίτι». «Αφού οι παραλίες είναι αποκλεισμένες. Το ίδιο και οι προμαχώνες».
502
ANTHONY DOERR
Κοιτάζει πάνω από το κεφάλι του. «Κάτι άλλο θα είναι» λέει. Στήνουν πηγαδάκι στη μέση του δρόμου. Κάπου χτυπάει ένα σφυρί. Ο πόλεμος, σκέφτεται αφηρημένα ο Ετιέν, είναι ένα παζάρι όπου οι ζωές πωλούνται κι αγοράζονται όπως κάθε άλλο εμπόρευμα: οι σοκολάτες ή οι σφαίρες ή το μετάξι για τα αλεξίπτωτα. Μ ήπως και ο ίδιος αντάλλαξε όλους εκείνους τους αριθμούς με τη ζωή της Μ αρί Λορ; «Όχι» ψιθυρίζει «στη θάλασσα πηγαίνει». «Αν βρουν το ψωμί» ψιθυρίζει η μαντάμ Ριέλ «θα πεθάνουμε όλοι». Κοιτάζει ξανά το ρολόι του, αλλά είναι σαν ήλιος που του καίει τους αμφιβληστροειδείς. Μ ισό μοσχάρι παστό κρέμεται στην κατά τα άλλα άδεια βιτρίνα του χασάπη και τρία σχολειαρόπαιδα στέκονται όρθια σε ένα παγκάκι και περιμένουν να πέσει ο Ετιέν, και πάνω που είναι σίγουρος ότι το πρωί του θα γίνει θρύψαλα αναδύεται απ’ τη μνήμη του η σκουριασμένη καγκελόπορτα που οδηγεί στο μισοερειπωμένο σκυλόσπιτο κάτω από τα τείχη. Το μέρος όπου έπαιζε με τον αδερφό του, τον Ανρί, και τον Υμπέρ Μ παζάν. Ένα μικρό, υγρό σπήλαιο όπου ένα μικρό παιδί μπορούσε να φωνάζει και να ονειρεύεται. Ο Ετιέν Λεμπλάν, λεπτός σαν κλαράκι και χλομός σαν τον αλάβαστρο, κατηφορίζει τρέχοντας την οδό Ντινάν, με τη μαντάμ Ριέλ, τη σύζυγο του αρτοποιού, να τον ακολουθεί κατά πόδας: η λιγότερο ρωμαλέα ομάδα διάσωσης που συγκεντρώθηκε ποτέ. Οι καμπάνες του ναού σημαίνουν μία, δύο, τρεις, τέσσερις, μέχρι το οχτώ· ο Ετιέν κατεβαίνει την οδό Μ πουαγέ και φτάνει στην ελαφρώς κεκλιμένη βάση του τείχους ακολουθώντας τα μονοπάτια της νιότης του, οδηγούμενος από το ένστικτό του· στρίβει δεξιά, περνάει την κουρτίνα από κισσούς, και στο βάθος, πίσω από την ίδια κλειδωμένη καγκελόπορτα, τρέμοντας, βρεγμένη μέχρι τους μηρούς, πέρα για πέρα αλώβητη, βρίσκει τη Μ αρί Λορ κουλουριασμένη, με τα απομεινάρια της φραντζόλας στην αγκαλιά της. «Ήρθατε» του λέει όταν τους ανοίγει να μπουν, όταν εκείνος παίρνει το πρόσωπό της στα χέρια του. «Ήρθατε…»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
503
Η κοπέλα
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ τη σκέφτεται παρά τη θέλησή του.
Η κοπέλα με το μπαστούνι, η κοπέλα με το γκρίζο φουστάνι, η κοπέλα που ήταν φτιαγμένη από ομίχλη. Η απόκοσμη όψη των μπλεγμένων μαλλιών της και το άφοβο βήμα της. Εγκαθίσταται μέσα του· ένα ζωντανό φάσμα που θα αντιμετωπίσει το νεκρό κορίτσι από τη Βιέννη που τον στοιχειώνει κάθε βράδυ. Ποια είναι; Κόρη του Γάλλου ραδιοπειρατή; Εγγονή; Γιατί να τη βάλει σε τέτοιο κίνδυνο; Ο Φολκχάιμερ τους κρατάει έξω στην ύπαιθρο, τριγυρνούν στα χωριά κατά μήκος του ποταμού Ρανς. Είναι σχεδόν σίγουρο πως οι ραδιοφωνικές εκπομπές θα κατηγορηθούν για κάτι και θα πιάσουν τον Βέρνερ. Σκέφτεται τον συνταγματάρχη με το τέλειο σαγόνι και το παντελόνι ιππασίας· σκέφτεται τον πελιδνό αρχιλοχία που τον κοιτούσε καλά καλά πάνω από την εφημερίδα του. Άραγε ξέρουν ήδη; Ο Φολκχάιμερ το ξέρει; Τι μπορεί να τον σώσει τώρα; Υπήρχαν νύχτες που κοιτούσαν με τη Γιούττα έξω από το παράθυρο της σοφίτας του Σπιτιού των Παιδιών και προσεύχονταν να φουσκώσει ο πάγος στα κανάλια, να απλωθεί στα χωράφια και να τυλίξει τις μικρές καλύβες, να συντρίψει τα μηχανήματα, να σκεπάσει τα πάντα, κι όταν ξυπνήσουν το πρωί να δουν πως όλα όσα ήξεραν έχουν χαθεί. Ένα τέτοιο θαύμα χρειάζεται τώρα.
504
ANTHONY DOERR
Την πρώτη Αυγούστου ένας υπολοχαγός έρχεται στον Φολκχάιμερ. Η ανάγκη για στρατιώτες στα μέτωπα, του λέει, είναι επιτακτική. Όποιος δεν είναι απαραίτητος για την άμυνα του Σαιν Μ αλό πρέπει να φύγει. Χρειάζεται τουλάχιστον δύο. Ο Φολκχάιμερ τους κοιτάζει έναν έναν. Ο Μ περντ είναι πολύ μεγάλος. Ο Βέρνερ είναι ο μόνος που μπορεί να επιδιορθώσει τον εξοπλισμό. Ο Νόυμαν Ένα. Ο Νόυμαν Δύο. Μ ία ώρα αργότερα κάθονται και οι δύο στην καρότσα ενός καμιονιού μεταφοράς προσωπικού με τα τουφέκια ανάμεσα στα πόδια. Μ ια τεράστια αλλαγή έχει συντελεστεί στην όψη του Νόυμαν Δύο, σαν να μην κοιτάζει τους πρώην συντρόφους του αλλά τις τελευταίες του ώρες πάνω στη γη. Σαν να πρόκειται να πάρει ένα μαύρο άρμα που κατηφορίζει με κλίση σαράντα πέντε μοιρών στην άβυσσο. Ο Νόυμαν Ένα υψώνει το σταθερό χέρι του σε χαιρετισμό. Το στόμα του είναι ανέκφραστο αλλά στις ρυτίδες στις γωνίες των ματιών του ο Βέρνερ διακρίνει απόγνωση. «Στο τέλος» μουρμουρίζει ο Φολκχάιμερ ενώ το φορτηγό απομακρύνεται «κανείς μας δε θα το αποφύγει». Εκείνη τη νύχτα ο Φολκχάιμερ οδηγεί το Όπελ ανατολικά, ακολουθώντας μια παραλιακή οδό προς το Κανκάλ, ο Μ περντ παίρνει τον πρώτο πομποδέκτη πάνω σε έναν γήλοφο μέσα στα χωράφια κι ο Βέρνερ χειρίζεται τον δεύτερο από την καρότσα του φορτηγού, ενώ ο Φολκχάιμερ μένει διπλωμένος στο κάθισμα του οδηγού με τα τεράστια γόνατά του σφηνωμένα στο τιμόνι. Φωτιές –ίσως σε πλοία– καίνε έξω στ’ ανοιχτά και τα αστέρια αναριγούν στους αστερισμούς τους. Στις δύο και δώδεκα προ μεσημβρίας ο Βέρνερ ξέρει πως ο Γάλλος θα εκπέμψει ξανά, κι εκείνος θα πρέπει να σβήσει τον πομποδέκτη ή να προσποιηθεί ότι ακούει μόνο παράσιτα. Θα καλύψει τον μετρητή σήματος με την παλάμη του. Θα κρατήσει το πρόσωπό του απολύτως ασάλευτο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
505
Το σπιτάκι
Ο ΕΤΙΕΝ λέει πως δεν
έπρεπε να την αφήσει να επωμιστεί τόσα πολλά. Ότι δεν έπρεπε να τη θέσει σε τέτοιο κίνδυνο. Της λέει ότι δεν μπορεί να ξαναβγεί έξω. Η αλήθεια είναι πως η Μ αρί Λορ ανακουφίζεται. Ο Γερμανός την καταδιώκει: στους εφιάλτες της είναι μια καβουρομάνα με ύψος τρία μέτρα· χτυπάει τις δαγκάνες του και της ψιθυρίζει στο αυτί: Μια ερωτησούλα. «Και το ψωμί, θείε;» «Θα πηγαίνω εγώ. Έπρεπε να πηγαίνω εγώ εξαρχής». Τα πρωινά της τετάρτης και πέμπτης Αυγούστου ο Ετιέν στέκεται στην εξώπορτα μονολογώντας ψιθυριστά· μετά σπρώχνει την καγκελόπορτα και βγαίνει έξω. Λίγο αργότερα το κουδουνάκι κάτω από το τραπεζάκι του δεύτερου ορόφου χτυπάει, κι ο Ετιέν ξαναμπαίνει στο σπίτι, κλειδώνει και τις δύο κλειδαριές και στέκεται στο χολ ασθμαίνοντας σαν να πέρασε από χίλιους κινδύνους. Εκτός από το ψωμί δεν έχουν σχεδόν τίποτα να φάνε. Αποξηραμένο αρακά. Κριθάρι. Γάλα σε σκόνη. Τις τελευταίες κονσέρβες λαχανικών της μαντάμ Μ ανέκ. Οι σκέψεις της Μ αρί Λορ τριγυρνούν σαν λαγωνικά γύρω από τις ίδιες ερωτήσεις. Πρώτα εκείνοι οι δύο αστυνομικοί πριν από δύο χρόνια: Μαμζέλ, δε σας ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο; Κι ύστερα ο κουτσός αρχιλοχίας με τη σβησμένη φωνή: Πες μου μονάχα αν σου άφησε
506
ANTHONY DOERR
κάτι ο πατέρας σου ή αν σου είπε ότι μετέφερε κάτι για το μουσείο. Ο μπαμπάς φεύγει. Η μαντάμ Μ ανέκ φεύγει. Θυμάται τις φωνές των γειτόνων τους στο Παρίσι όταν έχασε το φως της: Σαν να τους έχουν καταραστεί. Προσπαθεί να ξεχάσει τον φόβο, την πείνα, τις ερωτήσεις. Πρέπει να ζει σαν τα σαλιγκάρια, στιγμή στιγμή, πόντο πόντο. Όμως, το απόγευμα της έκτης Αυγούστου διαβάζει τα εξής στον Ετιέν στον καναπέ του γραφείου του: «Ήταν αλήθεια πως ο πλοίαρχος Νέμο δεν έβγαινε ποτέ από τον Ναυτίλο; Συχνά έκανα εβδομάδες να τον δω. Τι έκανε όλο αυτό το διάστημα; Δεν ήταν πιθανό να εκτελούσε κάποια μυστική αποστολή εν αγνοία μου;» Κλείνει απότομα το βιβλίο. «Δε θέλεις να μάθεις αν θα γλιτώσουν αυτή τη φορά;» ρωτάει ο Ετιέν. Αλλά η Μ αρί Λορ επαναλαμβάνει νοερά το παράξενο τρίτο γράμμα από τον πατέρα της, το τελευταίο που έλαβε: «Θυμάσαι τα γενέθλιά σου; Που πάντα υπήρχαν δύο πράγματα πάνω στο τραπέζι όταν ξυπνούσες; Λυπάμαι που έγιναν έτσι τα πράγματα. Αν ποτέ θελήσεις να καταλάβεις, κοίτα μέσα στο σπίτι του Ετιέν, μέσα στο σπίτι. Ξέρω ότι θα κάνεις το σωστό. Παρόλο που εύχομαι να ήταν το δώρο καλύτερο». Μαμζέλ, δε σας ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο; Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στα πράγματα που έφερε μαζί του; Είχε πολλά κλειδιά στο μουσείο. Δεν είναι ο πομπός. Ο Ετιέν κάνει λάθος. Ο Γερμανός δεν ενδιαφερόταν για το ραδιόφωνο. Ήταν κάτι άλλο, κάτι που πίστευε πως μόνο εκείνη θα ήξερε. Και άκουσε αυτό που ήθελε να ακούσει. Τελικά του έδωσε την απάντηση στην ερωτησούλα του: Μόνο μια χαζή μακέτα αυτής της πόλης. Γι’ αυτό έφυγε. Κοίτα μέσα στο σπίτι του Ετιέν.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
507
«Τι συμβαίνει;» τη ρωτάει ο Ετιέν. Μέσα στο σπίτι. «Θέλω να ξεκουραστώ» του δηλώνει, και ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά, κλείνει την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της και χώνει τα δάχτυλά της στη μακέτα. Οχτακόσια εξήντα πέντε κτίρια. Εδώ, κοντά σε μια άκρη, περιμένει το ψηλό, στενό σπίτι στον αριθμό 4 της οδού Βομπορέλ. Τα δάχτυλά της κατεβαίνουν έρποντας την πρόσοψη, βρίσκουν την εσοχή της εισόδου. Την πιέζει προς τα μέσα και το σπίτι γλιστράει προς τα πάνω και προς τα έξω. Όταν το ταρακουνάει, δεν ακούει τίποτα. Όμως τα σπίτια δεν έκαναν ποτέ θόρυβο όταν τα ταρακουνούσε, έτσι δεν είναι; Παρότι τα δάχτυλά της τρέμουν, δεν της παίρνει πολλή ώρα να το λύσει. Στρίβεις την καμινάδα ενενήντα μοίρες, βγάζεις τα φύλλα της στέγης, ένα, δύο, τρία. Τέταρτη πόρτα, πέμπτη, και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να φτάσετε στη δέκατη τρίτη, μια κλειδωμένη πορτούλα μικρή σαν παπούτσι. Λοιπόν, ρώτησαν τα παιδιά, πώς ξέρετε ότι είναι όντως εκεί; Πρέπει να πιστέψεις την ιστορία. Αναποδογυρίζει το σπιτάκι. Μ ια πέτρα σε σχήμα αχλαδιού πέφτει μες στο χέρι της.
508
ANTHONY DOERR
Αριθμοί
ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΚΕΣ ΒΟΜΒΕΣ διαλύουν τον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι Γερμανοί αχρηστεύουν τις εγκαταστάσεις του λιμανιού. Αεροπλάνα μπαινοβγαίνουν γλιστρώντας στα σύννεφα. Ο Ετιέν μαθαίνει ότι στο Σαιν Σερβάν συρρέουν Γερμανοί τραυματίες, ότι οι Αμερικανοί κατέλαβαν το Μ ον Σαιν Μ ισέλ, μόλις σαράντα χιλιόμετρα μακριά, ότι η απελευθέρωση είναι ζήτημα ημερών. Φτάνει στο αρτοποιείο την ώρα που η μαντάμ Ριέλ ξεκλειδώνει την πόρτα. Τον μπάζει μέσα. «Θέλουν τις θέσεις των αντιαεροπορικών πυροβολείων. Συντεταγμένες. Μ πορείτε να το κάνετε;» Ο Ετιέν γογγύζει: «Έχω τη Μ αρί Λορ. Γιατί δεν το κάνετε εσείς, μαντάμ;» «Δεν ξέρω να διαβάζω χάρτες, Ετιέν. Λεπτά, δευτερόλεπτα, διόρθωση αποκλίσεων; Εσείς ξέρετε από αυτά. Το μόνο που θα κάνετε θα είναι να τα βρείτε και να μεταδώσετε τις συντεταγμένες». «Θα πρέπει να τριγυρνάω με πυξίδα και σημειωματάριο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Θα με πυροβολήσουν». «Είναι πολύ σημαντικό να ξέρουν τις ακριβείς θέσεις των όπλων. Σκεφτείτε πόσες ζωές θα σώσουμε. Και πρέπει να το κάνετε απόψε. Ακούγεται ότι αύριο θα θέσουν υπό περιορισμό όλους τους άντρες της πόλης μεταξύ δεκαοχτώ και εξήντα. Ότι
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
509
θα κάνουν έλεγχο σε όλους, και όποιος είναι μάχιμος, όποιος θα μπορούσε να συμμετέχει στην αντίσταση θα φυλακιστεί στο Κάστρο Νασιονάλ». Το αρτοποιείο στριφογυρίζει· νιώθει πιασμένος σε ιστούς· τυλίγονται γύρω από τους καρπούς και τους μηρούς του, τρίζουν σαν χαρτί που καίγεται όταν προσπαθεί να κουνηθεί. Κάθε στιγμή μπερδεύεται μέσα τους όλο και πιο πολύ. Το κουδουνάκι που είναι δεμένο στην πόρτα του αρτοποιείου χτυπάει και κάποιος μπαίνει. Το πρόσωπο της μαντάμ Ριέλ φράζει ερμητικά σαν προσωπίδα από κράνος ιππότη που πέφτει με κρότο. Ο Ετιέν γνέφει καταφατικά. «Ωραία» λέει εκείνη και του βάζει το ψωμί κάτω από τη μασχάλη.
510
ANTHONY DOERR
Η Φλογισμένη Θάλασσα
Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ
έχει εκατοντάδες έδρες. Το πιάνει στα χέρια της ξανά και ξανά και το αφήνει αμέσως, σαν να της καίει τα δάχτυλα. Η σύλληψη του πατέρα της, η εξαφάνιση του Υμπέρ Μ παζάν, ο θάνατος της μαντάμ Μ ανέκ – είναι δυνατόν αυτή η πέτρα να είναι υπαίτια για τόση θλίψη; Ακούει την ασθματική φωνή του γερο-δόκτορα Ζεφάρ που μυρίζει κρασί: Βασίλισσες μπορεί να χόρεψαν όλη νύχτα φορώντας το. Ίσως έγιναν πόλεμοι γι’ αυτό. Ο κάτοχος του πετραδιού θα ζούσε για πάντα, αλλά, όσο το είχε στην κατοχή του, οι συμφορές θα έπεφταν απανωτά πάνω σε όσους αγαπούσε σαν ατέλειωτη βροχή. Τα πράγματα είναι μόνο πράγματα. Οι ιστορίες είναι απλώς ιστορίες. Σίγουρα αυτή την πέτρα ψάχνει ο Γερμανός. Θα έπρεπε να ανοίξει τα παράθυρα και να την πετάξει στον δρόμο. Να τη δώσει σε κάποιον άλλο, σε οποιονδήποτε άλλο. Να φύγει κρυφά από το σπίτι και να πάει να τη ρίξει στη θάλασσα. Ο Ετιέν ανεβαίνει τη σκάλα για τη σοφίτα. Τον ακούει να διασχίζει τις σανίδες από πάνω της και να ανάβει τον πομπό. Βάζει την πέτρα στην τσέπη της, παίρνει τη μινιατούρα του σπιτιού και διασχίζει τον διάδρομο. Αλλά πριν φτάσει στην ντουλάπα σταματάει. Ο πατέρας της πρέπει να πίστευε ότι ήταν
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
511
αληθινή. Αλλιώς γιατί να φτιάξει το περίπλοκο κουτί; Γιατί να την αφήσει στο Σαιν Μ αλό, αν όχι επειδή φοβόταν πως θα του την έπαιρναν κατά την επιστροφή του; Αλλιώς γιατί να αφήσει και την ίδια εδώ; Πρέπει να μοιάζει τουλάχιστον με γαλάζιο διαμάντι αξίας είκοσι εκατομμυρίων φράγκων. Αφού πείστηκε ο μπαμπάς, θα πρέπει να φαίνεται επαρκώς αληθινή. Κι αν φαίνεται αληθινή, τι θα κάνει ο θείος της αν του τη δείξει; Αν του πει ότι πρέπει να την πετάξουν στη θάλασσα; Ακούει τη φωνή του αγοριού στο μουσείο: Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες κάποιον να πετάει πέντε Πύργους του Άιφελ στη θάλασσα; Ποιος θα την αποχωριζόταν εκούσια; Κι η κατάρα; Αν είναι αληθινή κι εκείνη του τη δώσει; Μ α οι κατάρες δεν είναι αληθινές. Η γη είναι μόνο μάγμα και ηπειρωτικός φλοιός και ωκεανός. Βαρύτητα και χρόνος. Έτσι δεν είναι; Κλείνει τη χούφτα της, μπαίνει στο δωμάτιό της και ξαναβάζει την πέτρα μέσα στη μινιατούρα. Βάζει τα τρία φύλλα της στέγης στη θέση τους. Στρίβει την καμινάδα ενενήντα μοίρες. Χώνει το σπιτάκι στην τσέπη της.
* Πολύ μετά τα μεσάνυχτα έρχεται η μεγαλειώδης πλημμυρίδα, μεγάλα κύματα που σκάνε στα ριζά των τειχών, η θάλασσα πράσινη, γεμάτη αέρα, αυλακωμένη από κοχλάζουσες σχεδίες φεγγαροφώτιστου αφρού. Η Μ αρί Λορ ξυπνάει από τα όνειρά της και ακούει τον Ετιέν να χτυπάει την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. «Πηγαίνω έξω». «Τι ώρα είναι;» «Κοντεύει να ξημερώσει. Μ ία ώρα θα λείψω». «Πού πηγαίνετε;» «Καλύτερα να μην ξέρεις». «Και η απαγόρευση;» «Θα κάνω γρήγορα».
512
ANTHONY DOERR
Ο θείος της. Που δεν έχει κάνει τίποτα γρήγορα μέσα στα τέσσερα χρόνια που τον ξέρει. «Κι αν αρχίσει ο βομβαρδισμός;» «Κοντεύει να ξημερώσει, Μ αρί. Πρέπει να βγω όσο είναι σκοτεινά ακόμα». «Θα χτυπήσουν σπίτια, θείε, όταν έρθουν;» «Δε θα χτυπήσουν κανένα σπίτι». «Θα τελειώσει γρήγορα;» «Γρήγορα σαν χελιδόνι. Κοιμήσου τώρα, Μ αρί Λορ, κι όταν ξυπνήσεις θα έχω γυρίσει. Θα δεις». «Να σας διαβάσω λίγο; Τώρα που ξύπνησα; Έχουμε φτάσει τόσο κοντά στο τέλος». «Θα διαβάσουμε όταν γυρίσω. Θα το τελειώσουμε μαζί». Προσπαθεί να ησυχάσει το μυαλό της, να επιβραδύνει την ανάσα της. Προσπαθεί να μη σκέφτεται το σπιτάκι κάτω από το μαξιλάρι της και το τρομερό φορτίο μέσα του. «Ετιέν» ψιθυρίζει η Μ αρί Λορ «μετανιώνετε ποτέ που ήρθαμε εδώ; Που ήρθα ουρανοκατέβατη και αναγκαστήκατε να με φροντίσετε με τη μαντάμ Μ ανέκ; Νιώθετε ποτέ σαν να έφερα μια κατάρα στη ζωή σας;» «Μ αρί Λορ» της απαντάει χωρίς να διστάσει ενώ σφίγγει το χέρι της μέσα στα δικά του. «Είσαι ό,τι καλύτερο ήρθε ποτέ στη ζωή μου». Κάτι ακούγεται να φουσκώνει μέσα στη σιωπή, η παλίρροια, ένα μεγάλο κύμα. Όμως ο Ετιέν λέει για δεύτερη φορά: «Κοιμήσου, κι όταν ξυπνήσεις θα έχω γυρίσει», κι εκείνη μετράει τα βήματά του ενώ κατεβαίνει τη σκάλα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
513
Η σύλληψη του Ετιέν Λεμπλάν
ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ
ο Ετιέν νιώθει καλά βγαίνοντας έξω· νιώθει δυνατός. Χαίρεται που του ανέθεσε η μαντάμ Ριέλ αυτή την τελευταία αποστολή. Έχει ήδη διαβιβάσει τη θέση ενός αντιαεροπορικού πυροβολείου: ένα κανόνι στο γείσωμα ενός προμαχώνα δίπλα στο Ξενοδοχείο των Μ ελισσών. Αρκεί να διοπτεύσει άλλα δύο. Να βρει δύο γνωστά σημεία –θα διαλέξει το καμπαναριό της εκκλησίας και το νησί Πτι Μ πε– και θα υπολογίσει το τρίτο άγνωστο σημείο. Ένα απλό τρίγωνο. Κάτι πάνω στο οποίο μπορεί να εστιάσει το μυαλό του πέρα από τα φαντάσματα. Στρίβει στην οδό Εστρέ, περνάει πίσω από το σχολείο, κατευθύνεται προς το δρομάκι πίσω από το Οτέλ Ντιε. Αισθάνεται τα πόδια του νεανικά, το βήμα του ελαφρό. Δεν είναι κανείς γύρω. Κάπου ο ήλιος υψώνεται αργά πίσω από την ομίχλη. Η πόλη πριν από το χάραμα είναι ζεστή, ευωδιαστή και νυσταγμένη, και τα σπίτια γύρω του φαντάζουν σχεδόν άυλα. Για μια στιγμή βλέπει ένα όραμα, πως περπατάει στον διάδρομο ενός τεράστιου βαγονιού τρένου και όλοι οι άλλοι επιβάτες κοιμούνται, και το τρένο γλιστράει μέσα στο σκοτάδι προς μια πόλη γεμάτη φως: λαμπερές στοές, αστραφτεροί πύργοι, πυροτεχνήματα που υψώνονται στον ουρανό. Μ όλις πλησιάζει τον σκοτεινό προμαχώνα του οχυρού, ένας
514
ANTHONY DOERR
ένστολος έρχεται κουτσαίνοντας προς το μέρος του μέσα από το σκοτάδι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
515
7 Αυγούστου 1944
Η ΜΑΡ Ι ΛΟΡ
ξυπνάει από τα τραντάγματα των εκρήξεων του βαριού πυροβολικού. Διασχίζει το πλατύσκαλο, ανοίγει την ντουλάπα, περνάει την άκρη του μπαστουνιού της ανάμεσα στα πουκάμισα και χτυπάει τρεις φορές την ψεύτικη πλάτη. Τίποτα. Έπειτα κατεβαίνει στον τέταρτο και χτυπάει την πόρτα του Ετιέν. Το κρεβάτι του είναι άδειο και κρύο. Δεν είναι ούτε στον πρώτο όροφο ούτε στην κουζίνα. Το καρφάκι όπου κρεμούσε η μαντάμ Μ ανέκ τα κλειδιά δίπλα στην πόρτα είναι άδειο. Τα παπούτσια του λείπουν. Μία ώρα θα λείψω. Συγκρατεί τον πανικό της. Είναι σημαντικό να μη βάλει με τον νου της το χειρότερο. Ελέγχει το σύρμα για το καμπανάκι στο χολ: είναι άθικτο. Κατόπιν κόβει μια αγκωνή από το χτεσινό ψωμί της μαντάμ Ριέλ και στέκεται όρθια στην κουζίνα μασουλώντας το. Το νερό –ανέλπιστα– έχει ξανάρθει, κι έτσι γεμίζει τους δύο κουβάδες, τους ανεβάζει πάνω και τους αφήνει στη γωνία του υπνοδωματίου της και, αφού το σκέφτεται μια στιγμή, πηγαίνει στον δεύτερο όροφο και γεμίζει την μπανιέρα ως πάνω. Έπειτα ανοίγει το βιβλίο της. Ο πλοίαρχος Νέμο έστησε τη σημαία του στον Νότιο Πόλο, αλλά αν δεν κατευθύνει το υποβρύχιο σύντομα προς τον βορρά θα παγιδευτούν στον πάγο. Η εαρινή ισημερία πέρασε· τους περιμένουν έξι μήνες αδιάκοπης
516
ANTHONY DOERR
νύχτας. Η Μ αρί Λορ μετράει τα κεφάλαια που απομένουν. Εννέα. Μ παίνει στον πειρασμό να διαβάσει παρακάτω, αλλά ο Ετιέν κι εκείνη ταξιδεύουν με τον Ναυτίλο παρέα και θα συνεχίσουν αμέσως μόλις γυρίσει. Από στιγμή σε στιγμή. Αγγίζει ξανά το μικρό σπιτάκι κάτω από το μαξιλάρι της και αντιστέκεται στον πειρασμό να βγάλει έξω την πέτρα· αντ’ αυτού τοποθετεί ξανά το σπιτάκι μέσα στη μακέτα στα πόδια του κρεβατιού. Απ’ έξω ένα φορτηγό βάζει μπροστά. Γλάροι περνάνε γκαρίζοντας σαν γαϊδούρια και στο βάθος τα κανόνια σκάνε ξανά, το κροτάλισμα του φορτηγού ξεμακραίνει και η Μ αρί Λορ προσπαθεί να συγκεντρωθεί στο διάβασμα ενός προηγούμενου κεφαλαίου του μυθιστορήματος: να κάνει τις ανάγλυφες κουκκίδες να σχηματίσουν γράμματα, τα γράμματα λέξεις, τις λέξεις έναν κόσμο. Το απόγευμα το σύρμα του συναγερμού τρεμουλιάζει και το καμπανάκι που είναι κρυμμένο κάτω από το τραπεζάκι του δεύτερου ορόφου κουδουνίζει μία φορά. Στη σοφίτα από πάνω της ακούγεται ένα πανομοιότυπο πνιχτό κουδούνισμα. Η Μ αρί Λορ σηκώνει τα δάχτυλα από τη σελίδα και σκέφτεται: επιτέλους. Όμως όταν κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα και βάζει το χέρι στο πόμολο και φωνάζει «Ποιος είναι;», δεν ακούει τη σιγανή φωνή του Ετιέν αλλά τη γλοιώδη φωνή του αρωματοποιού Κλοντ Λεβιττέ: «Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ». Τον μυρίζει ακόμα και μέσα από την πόρτα, μέντα, μόσχος, αλδεΰδη. Κι από κάτω: Ιδρώτας. Φόβος. Ξεκλειδώνει τις δύο κλειδαριές και μισανοίγει την πόρτα. Της μιλάει μέσα από τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα: «Πρέπει να έρθετε μαζί μου». «Περιμένω τον θείο μου». «Μ ίλησα με τον θείο σας». «Του μιλήσατε; Πού;» Η Μ αρί Λορ ακούει τον μεσιέ Λεβιττέ να τρίζει έναν έναν τους κόμπους των δαχτύλων του. Τα πνευμόνια του κοπιάζουν μέσα στον θώρακά του.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
517
«Αν μπορούσατε να δείτε, μαμζέλ, θα είχατε δει τις διαταγές εκκένωσης. Έχουν κλειδώσει τις πύλες της πόλης». Εκείνη δεν απαντάει. «Κρατούν όλους τους άντρες από δεκαέξι έως εξήντα. Τους είπαν να συγκεντρωθούν στον πύργο. Από εκεί θα τους οδηγήσουν στο Κάστρο Νασιονάλ όταν έρθει η άμπωτη. Ο Θεός να ’ναι μαζί τους». Έξω στην οδό Βομπορέλ όλα ακούγονται ήρεμα. Χελιδόνια πετάνε μπροστά από τα σπίτια και δυο περιστέρια φιλονικούν πάνω σε μια υδρορρόη. Ένας ποδηλάτης περνάει. Μ ετά, ησυχία. Έκλεισαν στ’ αλήθεια τις πύλες της πόλης; Μ ίλησε στ’ αλήθεια αυτός ο άνθρωπος με τον Ετιέν; «Θα πάτε μαζί τους, κύριε Λεβιττέ;» «Δεν το έχω σκοπό. Πρέπει να πάτε αμέσως σε ένα καταφύγιο». Ο μεσιέ Λεβιττέ ρουθουνίζει. «Ή στις κατακόμβες κάτω από τη Νοτρ Νταμ στο Ροκαμπέ. Εκεί έστειλα τη γυναίκα μου. Αυτό μου ζήτησε ο θείος σας. Μ ην πάρετε τίποτα μαζί σας και ελάτε μαζί μου αμέσως». «Γιατί;» «Ο θείος σας ξέρει γιατί. Όλοι ξέρουν γιατί. Δεν είναι ασφαλές να μείνετε εδώ. Ελάτε». «Αφού είπατε ότι οι πύλες της πόλης είναι κλειστές». «Έτσι είπα, κορίτσι μου. Φτάνει με τις ερωτήσεις». Αναστενάζει. «Δεν είστε ασφαλής και ήρθα να σας βοηθήσω». «Ο θείος λέει πως το κελάρι μας είναι ασφαλές. Λέει ότι αφού άντεξε πεντακόσια χρόνια, θ’ αντέξει λίγες μέρες ακόμα». Ο αρωματοποιός ξεροβήχει. Τον φαντάζεται να τεντώνει τον χοντρό λαιμό του για να κοιτάξει μέσα στο σπίτι, το παλτό στον καλόγερο, τα ψίχουλα στο τραπέζι της κουζίνας. Όλοι κοιτάζουν να δουν τι έχουν όλοι οι υπόλοιποι. Ο θείος της δεν μπορεί να ζήτησε από τον αρωματοποιό να τη συνοδεύσει στο καταφύγιο – πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησε ο Ετιέν με τον Κλοντ Λεβιττέ; Σκέφτεται πάλι τη μακέτα, την πέτρα μέσα της. Ακούει τη φωνή του δόκτορα Ζεφάρ: Πως κάτι τόσο μικρό μπορεί να είναι τόσο όμορφο. Τόσο πολύτιμο. «Στο Παραμέ καίγονται σπίτια, μαμζέλ. Βυθίζουν πλοία στο
518
ANTHONY DOERR
λιμάνι, βομβαρδίζουν τον καθεδρικό, και το νοσοκομείο δεν έχει νερό. Οι γιατροί πλένουν τα χέρια τους με κρασί. Μ ε κρασί!» Οι άκρες της φωνής του μεσιέ Λεβιττέ τρεμοπαίζουν. Η Μ αρί Λορ θυμάται τη μαντάμ Μ ανέκ που είχε πει μια φορά ότι, όποτε γινόταν κλοπή στην πόλη, ο μεσιέ Λεβιττέ κοιμόταν με το πορτοφόλι του ανάμεσα στους γλουτούς του. «Θα μείνω εδώ» λέει η Μ αρί Λορ. «Για όνομα του Θεού, κορίτσι μου, πρέπει να σε πάρω με το ζόρι;» Θυμάται τον Γερμανό που βημάτιζε μπροστά από την πόρτα του Υμπέρ Μ παζάν, την άκρη της εφημερίδας του που χτυπούσε τα κάγκελα, και κλείνει ελάχιστα την πόρτα. Ο αρωματοποιός είναι βαλτός. «Είμαι σίγουρη» λέει «ότι ο θείος μου κι εγώ δεν είμαστε οι μόνοι που θα κοιμηθούμε στο σπίτι μας απόψε». Βάζει τα δυνατά της να φανεί ατάραχη. Η μυρωδιά του μεσιέ Λεβιττέ είναι αποπνικτική. «Μ αμζέλ» της λέει παρακλητικά. «Μ η γίνεστε παράλογη. Ελάτε μαζί μου και μην πάρετε τίποτα». «Μ πορείτε να τα πείτε με τον θείο μου όταν γυρίσει». Και κλειδώνει την πόρτα. Τον ακούει να στέκεται εκεί έξω. Να λογαριάζει το κόστος και το όφελος. Κατόπιν κάνει μεταβολή και απομακρύνεται σέρνοντας πίσω του τον φόβο σαν κάρο. Η Μ αρί Λορ σκύβει δίπλα στο τραπεζάκι του χολ, βρίσκει το σύρμα και το ξαναβάζει στη θέση του. Τι μπορεί να είδε; Ένα παλτό, μισή φραντζόλα ψωμί; Ο Ετιέν θα μείνει ευχαριστημένος. Έξω από το παράθυρο της κουζίνας πετροχελίδονα εφορμούν σε έντομα και τα νήματα ενός ιστού αράχνης αντανακλούν το φως, λαμποκοπούν μια στιγμή και χάνονται. Κι όμως: αν τυχόν ο αρωματοποιός έλεγε την αλήθεια; Το φως της μέρας γίνεται χρυσαφί. Μ ερικοί γρύλοι κάτω στο κελάρι πιάνουν το τραγούδι τους: ένα ρυθμικό κρι-κρι, βράδυ Αυγούστου, και η Μ αρί Λορ σηκώνει τις κουρελιασμένες κάλτσες της, μπαίνει στην κουζίνα και κόβει άλλο ένα κομμάτι από τη φραντζόλα της μαντάμ Ριέλ.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
519
Φυλλάδια
ΠΡ ΙΝ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ
οι Αυστριακοί σερβίρουν χοιρινά νεφρά με ολόκληρες ντομάτες στο σερβίτσιο του ξενοδοχείου, που στο χείλος κάθε πιάτου έχει μια ασημένια μέλισσα. Όλοι κάθονται πάνω σε γαιόσακους ή κιβώτια πυρομαχικών, και ο Μ περντ αποκοιμάται πάνω από το πιάτο του, στη γωνία ο Φολκχάιμερ κουβεντιάζει με τον υπολοχαγό για τον ασύρματο στο κελάρι και περιμετρικά στο δωμάτιο οι Αυστριακοί μασουλάνε σταθερά κάτω από τα σιδερένια κράνη τους. Ζωηροί, έμπειροι άντρες. Άντρες που δεν αμφισβητούν τον σκοπό τους. Μ όλις ο Βέρνερ τελειώνει το φαγητό του, μπαίνει στη σουίτα του τελευταίου ορόφου και στέκεται μέσα στην εξαγωνική μπανιέρα. Σπρώχνει το παραθυρόφυλλο, το ανοίγει μερικά εκατοστά. Ο βραδινός αέρας είναι ευλογία. Κάτω από το παράθυρο, σε ένα από τα προπύργια του μετώπου από την πλευρά της θάλασσας, περιμένει το μεγάλο ογδονταοχτάρι. Πίσω από το κανόνι, πίσω από τις κανονιοθυρίδες το πρόχωμα υψώνεται δώδεκα μέτρα πάνω από τα πράσινα και λευκά λοφία του αφρού. Στα αριστερά του περιμένει η πόλη, γκρίζα και πυκνοχτισμένη. Πέρα στα ανατολικά μια κόκκινη λάμψη υψώνεται από μια μάχη εκτός του οπτικού του πεδίου. Οι Αμερικανοί τους έχουν στριμώξει στη θάλασσα. Ο Βέρνερ έχει την αίσθηση πως στο αναμεταξύ αυτού που έχει
520
ANTHONY DOERR
ήδη συμβεί και αυτού που έρχεται αιωρείται μια αόρατη μεθόριος, το γνωστό από τη μία πλευρά και το άγνωστο από την άλλη. Σκέφτεται την κοπέλα που μπορεί να βρίσκεται ή μπορεί να μη βρίσκεται στην πόλη πίσω του. Τη φαντάζεται να διατρέχει με το μπαστούνι της τα ρείθρα. Να αντικρίζει τον κόσμο με τα γυμνά μάτια της, τα ατίθασα μαλλιά της, το φωτεινό πρόσωπό της. Τουλάχιστον προστάτευσε τα μυστικά του σπιτιού της. Τουλάχιστον την προφύλαξε. Νέες διαταγές, υπογεγραμμένες από τον φρούραρχο αυτοπροσώπως, είναι κολλημένες σε πόρτες, πάγκους και φανοστάτες: «Κανείς δεν επιτρέπεται να επιχειρήσει να εγκαταλείψει την παλιά πόλη. Κανείς δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί στους δρόμους χωρίς ειδική άδεια». Λίγο πριν κλείσει το παντζούρι, ένα αεροπλάνο βγαίνει από το λυκόφως. Από την κοιλιά του ξεχύνεται ένα λευκό σμήνος που σιγά σιγά μεγαλώνει. Πουλιά; Το σμήνος διασπάται, σκορπίζεται: είναι χάρτινο. Χιλιάδες φύλλα χαρτί. Κατρακυλάνε στη στέγη, πετάνε ξυστά πάνω από τα στηθαία, παρασύρονται από τα ρεύματα της παλίρροιας στην παραλία. Ο Βέρνερ κατεβαίνει στο ισόγειο, όπου ένας Αυστριακός κρατάει ένα χαρτί κάτω από το φως. «Είναι στα γαλλικά» λέει. Ο Βέρνερ το παίρνει. Το μελάνι είναι τόσο φρέσκο, που μουντζουρώνει τα δάχτυλά του. «Επείγον μήνυμα προς τους κατοίκους αυτής της πόλης» γράφει. «Αναχωρήστε αμέσως για την ύπαιθρο».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
521
522
ANTHONY DOERR
Δέκα 12 Αυγούστου 1944
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
523
Θαμμένοι
ΕΚΕΙΝΗ ΑΡ ΧΙΣΕ ΠΑΛΙ να διαβάζει: «Ποιος
μπορεί να υπολογίσει τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για να ξεφύγουμε; Για να μην πεθάνουμε από ασφυξία πριν βγει στην επιφάνεια ο Ναυτίλος; Ήταν, άραγε, γραφτό μας να χαθούμε κλεισμένοι μέσα σ’ αυτόν τον παγωμένο τάφο μαζί με όλο το πλήρωμα; Η κατάσταση φαινόταν τραγική. Όμως όλοι την αντίκρισαν κατά πρόσωπο και αποφάσισαν να κάνουν το καθήκον τους ως το τέλος…» Ο Βέρνερ ακούει. Το πλήρωμα σκάβει το παγόβουνο που παγίδευσε το υποβρύχιο· πλέει βόρεια, δίπλα στις ακτές της Νότιας Αμερικής, πέρα από τις εκβολές του Αμαζονίου, αλλά τους κυνηγάνε τεράστια καλαμάρια στον Ατλαντικό. Η προπέλα σταματάει· ο πλοίαρχος Νέμο βγαίνει πρώτη φορά έπειτα από εβδομάδες από την καμπίνα του, έχει ύφος ζοφερό. Ο Βέρνερ σηκώνεται με κόπο από το πάτωμα, κουβαλώντας με το ένα χέρι τον ασύρματο και σέρνοντας την μπαταρία με το άλλο. Διασχίζει το κελάρι, ώσπου βρίσκει τον Φολκχάιμερ στη χρυσή πολυθρόνα. Αφήνει κάτω την μπαταρία και ψηλαφίζει με το χέρι του το μπράτσο του μεγαλόσωμου άντρα ως τον ώμο. Εντοπίζει το τεράστιο κεφάλι του. Βάζει τα ακουστικά στα αυτιά του Φολκχάιμερ. «Την ακούς;» λέει ο Βέρνερ. «Είναι μια παράξενη, όμορφη ιστορία, μακάρι να καταλάβαινες γαλλικά. Ένα τεράστιο καλαμάρι
524
ANTHONY DOERR
σφήνωσε το τεράστιο ρύγχος του στα φτερά της προπέλας του υποβρυχίου και τώρα ο πλοίαρχος λέει ότι πρέπει να αναδυθούν και να πολεμήσουν τα θηρία σώμα με σώμα». Ο Φολκχάιμερ παίρνει βαθιά ανάσα. Δε σαλεύει. «Χρησιμοποιεί τον πομπό που έπρεπε να βρούμε. Τον βρήκα. Πριν από βδομάδες. Μ ας είπαν ότι είναι δίκτυο τρομοκρατών, αλλά ήταν μόνο ένας γέρος κι ένα κορίτσι». Ο Φολκχάιμερ δε λέει τίποτα. «Το ήξερες από την αρχή, έτσι δεν είναι; Ότι ήξερα;» Δεν πρέπει να τον ακούει με τα ακουστικά στ’ αυτιά. «Λέει συνέχεια: Βοηθήστε με. Ικετεύει τον πατέρα της, τον θείο της. Λέει: Είναι εδώ, θα με σκοτώσει». Τα χαλάσματα από πάνω τους τραντάζονται στενάζοντας και μες στο σκοτάδι ο Βέρνερ αισθάνεται σαν να είναι παγιδευμένος στον Ναυτίλο, είκοσι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τα πλοκάμια δέκα οργισμένων κράκεν μαστιγώνουν το κύτος του. Ξέρει ότι ο πομπός θα είναι κάπου ψηλά μέσα στο σπίτι. Κοντά στον βομβαρδισμό. «Την έσωσα μόνο και μόνο για να την ακούσω να πεθαίνει» λέει. Ο Φολκχάιμερ δε δείχνει κανένα σημάδι κατανόησης. Ή έχει φύγει ή είναι αποφασισμένος να φύγει: έχει άραγε καμία διαφορά; Ο Βέρνερ παίρνει τα ακουστικά και κάθεται κάτω, στη σκόνη, δίπλα στην μπαταρία. «Ο ύπαρχος» διαβάζει εκείνη «πάλεψε με λύσσα με τα άλλα τέρατα που σκαρφάλωναν πάνω στον Ναυτίλο. Οι άντρες του πληρώματος τα χτυπούσαν με τα τσεκούρια τους. Ο Νεντ, ο Κονσέιγ κι εγώ βυθίσαμε τα όπλα μας στα μαλακά σώματά τους. Μια έντονη μυρωδιά γέμισε τον αέρα».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
525
Κάστρο Νασιονάλ
Ο
ΕΤΙΕΝ ικέτεψε τους δεσμοφύλακές του, τον φύλακα του κάστρου, δεκάδες από τους συγκρατούμενούς του: «Η ανιψιά μου, η κόρη του ανιψιού μου, είναι τυφλή, είναι μόνη της…» Τους είπε ότι ήταν εξήντα τριών, όχι εξήντα όπως ισχυρίζονταν, ότι τα χαρτιά του είχαν κατασχεθεί άδικα, ότι δεν ήταν τρομοκράτης· πήγε στον Feldwebel, τον λοχία που έκανε κουμάντο, και του είπε κομπιάζοντας τις λίγες γερμανικές κουβέντες που μπόρεσε να σχηματίσει –«Sie müssen mich helfen! – Πρέπει να με βοηθήσετε!» «M eine Nichte ist herein dort! – Είναι εκεί η ανιψιά μου!»– αλλά ο Feldwebel ανασήκωσε τους ώμους του, όπως όλοι οι υπόλοιποι, και κοίταξε την πόλη που καιγόταν από την άλλη μεριά της θάλασσας σαν να ήθελε να πει: Τι μπορεί να κάνει κανείς μπροστά σ’ αυτό; Ύστερα η αδέσποτη αμερικανική οβίδα χτύπησε το κάστρο, και οι τραυματίες ούρλιαζαν στο κελάρι με τα πυρομαχικά, οι νεκροί θάφτηκαν κάτω από πέτρες στην ακροθαλασσιά, κι ο Ετιέν σταμάτησε να μιλάει. Τα νερά αποτραβιούνται κι αργότερα φουσκώνουν πάλι. Αφιερώνει όση ενέργεια του έχει απομείνει για να κάνει τον θόρυβο μες στο κεφάλι του να σωπάσει. Κάπου κάπου σχεδόν πείθει τον εαυτό του ότι μπορεί να δει μέσα από τους φλεγόμενους σκελετούς των παραθαλάσσιων μεγάρων στη
526
ANTHONY DOERR
βορειοδυτική άκρη της πόλης τη στέγη του σπιτιού του. Σχεδόν πείθει τον εαυτό του ότι είναι ακόμα όρθιο. Όμως μετά χάνεται ξανά πίσω από έναν μανδύα καπνού. Δεν έχει μαξιλάρι, δεν έχει κουβέρτα. Το αποχωρητήριο είναι φρικαλέο. Τα τρόφιμα καταφθάνουν ακανόνιστα, τα φέρνει η σύζυγος του φύλακα από την ακρόπολη, η οποία διασχίζει τα τετρακόσια μέτρα βράχων κατά τη διάρκεια της άμπωτης ενώ στην πόλη πίσω της σκάνε οβίδες. Δεν είναι ποτέ αρκετά. Ο Ετιέν αποσπά τον εαυτό του φτιάχνοντας σενάρια διαφυγής. Θα πηδήξει πάνω από έναν τοίχο, θα κολυμπήσει αρκετές εκατοντάδες μέτρα, θα συρθεί μέσα από τα κύματα. Θα περάσει τρέχοντας την παραλία με τις νάρκες, χωρίς κάλυψη, για να φτάσει σε μια από τις κλειδωμένες πύλες. Παράλογο. Από εδώ οι φυλακισμένοι βλέπουν τις οβίδες να συντρίβονται στην πόλη πριν τις ακούσουν. Στον προηγούμενο πόλεμο ο Ετιέν ήξερε πυροβολητές που κοιτούσαν μέσα από τα κιάλια και υπολόγιζαν τη ζημιά που έκαναν οι οβίδες τους από τα χρώματα που υψώνονταν στον ουρανό. Το γκρι ήταν πέτρα. Το καφέ, χώμα. Το ροζ, σάρκα. Κλείνει τα μάτια. Θυμάται τις βραδινές ώρες στο βιβλιοπωλείο του μεσιέ Εμπράρ όπου άκουγε το πρώτο ραδιόφωνο που άκουσε ποτέ. Θυμάται που ανέβαινε στο χοροστάσιο της εκκλησίας για να ακούσει τη φωνή του Ανρί που υψωνόταν προς την οροφή. Θυμάται τα στριμωγμένα ρεστοράν με τα βιτρό και τη σκαλιστή ξύλινη επένδυση στους τοίχους που τους πήγαιναν οι γονείς τους για φαγητό· και τις βίλες των κουρσάρων με τις γιρλάντες στα περιζώματα, τις δωρικές κολόνες και τα χρυσά νομίσματα που ήταν σοβατισμένα στους τοίχους· τις βιτρίνες των οπλοποιών και των πλοιοκτητών και των σαράφηδων και των πανδοχέων· τα λόγια που χάραζε ο Ανρί στις πέτρες του τείχους: Ανυπομονώ να φύγω, να πάει να γαμηθεί αυτός ο τόπος. Θυμάται το σπίτι των Λεμπλάν, το σπίτι του! Ψηλό και στενό, με μια ελικοειδή σκάλα στο κέντρο σαν κοχύλι στημένο όρθιο, όπου το φάντασμα του αδερφού του γλιστρούσε μέσα στους τοίχους, όπου έζησε και πέθανε η μαντάμ Μ ανέκ, όπου πριν από λίγο καιρό κάθονταν με τη Μ αρί Λορ στο ντιβάνι και προσποιούνταν ότι πετούσαν πάνω
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
527
από τα ηφαίστεια της Χαβάης, τις ζούγκλες του Περού, όπου μόλις πριν από μία εβδομάδα κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα και του διάβασε για το ψάρεμα των μαργαριταριών στα ανοιχτά της Κεϋλάνης, για τον πλοίαρχο Νέμο και τον Αροννάξ που φορούσαν στολές κατάδυσης, για τον παρορμητικό Καναδό Νεντ Λαντ που ετοιμαζόταν να εξακοντίσει το καμάκι του σε έναν καρχαρία… Όλα αυτά καίγονται. Κάθε ανάμνηση που είχε ποτέ. Πάνω από το κάστρο Νασιονάλ η αυγή γίνεται βαθιά, δολοφονικά καθαρή. Ο Γαλαξίας είναι ένα ποτάμι που σβήνει. Κοιτάζει τις φωτιές. Σκέφτεται: το σύμπαν είναι γεμάτο καύσιμα.
528
ANTHONY DOERR
Τα τελευταία λόγια του πλοίαρχου Νέμο
ΜΕΧΡ Ι ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡ Ι
της δωδεκάτης Αυγούστου η Μ αρί Λορ έχει διαβάσει εφτά από τα τελευταία εννιά κεφάλαια στο μικρόφωνο. Ο πλοίαρχος Νέμο απελευθέρωσε το πλοίο του από το γιγάντιο καλαμάρι αλλά έπεσε στο μάτι ενός τυφώνα. Λίγες σελίδες αργότερα εμβόλισε ένα πολεμικό πλοίο γεμάτο άντρες, περνώντας μέσα από το κύτος του, όπως γράφει ο Βερν, σαν τη βελόνα του ιστιοποιού μέσα από το πανί. Τώρα ο πλοίαρχος παίζει έναν λυπητερό, ανατριχιαστικό σκοπό στο όργανό του, ενώ ο Ναυτίλος κοιμάται στις ερημιές της θάλασσας. Απομένουν τρεις σελίδες. Αν η αφήγηση και η μετάδοσή της χάρισε σε κάποιον παρηγοριά, αν ο θείος της, κουλουριασμένος σε κάποιο υγρό κελάρι με εκατό άντρες, συντονίστηκε μ’ εκείνη, αν τρεις Αμερικανοί ξάπλωσαν στα νυχτερινά λιβάδια και καθάρισαν τα όπλα τους ενώ ταξίδευαν στους σκοτεινούς διαδρόμους του Ναυτίλου μαζί της, αυτό δεν μπορεί να το ξέρει. Όμως χαίρεται που έχει φτάσει τόσο κοντά στο τέλος. Στον αποκάτω όροφο ο Γερμανός έβαλε τις φωνές δύο φορές από τον εκνευρισμό του και μετά ησύχασε πάλι. Γιατί να μη βγει από την ντουλάπα, συλλογίζεται, να του δώσει το σπιτάκι και να δει αν θα της χαρίσει τη ζωή; Πρώτα θα τελειώσει. Ύστερα θ’ αποφασίσει. Ανοίγει ξανά τη μινιατούρα και ρίχνει την πέτρα στην παλάμη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
529
της. Τι θα γινόταν αν η θεά έπαιρνε πίσω την κατάρα; Άραγε θα έσβηναν οι φωτιές, θα επουλωνόταν η γη, θα γύριζαν τα περιστέρια στα περβάζια; Θα επέστρεφε ο μπαμπάς; Γέμισε τους πνεύμονές σου. Κάνε την καρδιά σου να χτυπήσει. Το μαχαίρι είναι δίπλα της. Τα ακροδάχτυλα αγγίζουν τις αράδες του μυθιστορήματος. Ο Καναδός ακοντιστής Νεντ Λαντ βρήκε ευκαιρία να το σκάσει. «Η θάλασσα είναι ταραγμένη» λέει στον καθηγητή Αροννάξ «και φυσάει δυνατά…» «Σ’ ακολουθώ, Νεντ». «Αλλά, σ’ το λέω, αν μας καταλάβουν, θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου». «Θα πεθάνουμε μαζί, Νεντ, φίλε μου». Η Μ αρί Λορ ανάβει τον πομπό. Σκέφτεται τα κοχύλια στο σκυλόσπιτο του Υμπέρ Μ παζάν, δέκα χιλιάδες κοχύλια· πώς προσκολλώνται· πώς μαζεύονται μέσα στις σπείρες των οστράκων τους· κι όταν είναι χωμένα μέσα σ’ εκείνη την κόγχη, οι γλάροι δεν μπορούν να τα σηκώσουν στον ουρανό και να τα ρίξουν στα βράχια για να τα σπάσουν.
530
ANTHONY DOERR
Επισκέπτης
Ο ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ
πίνει ξινισμένο κρασί από μια μποτίλια που βρήκε στην κουζίνα. Τέσσερις μέρες σ’ αυτό το σπίτι πόσα λάθη έχει κάνει! Μ πορεί η Φλογισμένη Θάλασσα να ήταν όλο αυτόν τον καιρό στο Μ ουσείο στο Παρίσι – εκείνος ο ορυκτολόγος με το βεβιασμένο χαμόγελο και ο βοηθός διευθυντή να γελούσαν ενώ εκείνος έφευγε ξεγελασμένος, εξαπατημένος, παραπλανημένος. Ή μπορεί να τον πρόδωσε ο αρωματοποιός, να πήρε το διαμάντι από το κορίτσι, αφού την απομάκρυνε από το σπίτι. Ή μπορεί να τη φυγάδευσε από την πόλη με το διαμάντι μέσα στο βρόμικο σακίδιό της· ή μπορεί να το είχε χώσει ο γέρος στο ορθό του και να το χέζει αυτή τη στιγμή – είκοσι εκατομμύρια φράγκα μέσα σε έναν σωρό κοπράνων. Ή μπορεί η πέτρα να μην ήταν ποτέ αληθινή. Μ πορεί να ήταν όλα μια φάρσα, ένα παραμύθι. Ήταν τόσο σίγουρος. Σίγουρος ότι είχε βρει την κρυψώνα, ότι είχε λύσει τον γρίφο. Σίγουρος ότι η πέτρα θα τον έσωζε. Το κορίτσι δεν είχε ιδέα, ο γέρος είχε φύγει από τη μέση – όλα ήταν στημένα στην εντέλεια. Τώρα τι είναι σίγουρο; Μ όνο το δολοφονικό άνθος μέσα στο σώμα του, μόνο η σήψη που φέρνει σε κάθε κύτταρο. Στ’ αυτιά του ακούγεται η φωνή του πατέρα του: Απλώς δοκιμάζεσαι. Κάποιος του φωνάζει στα γερμανικά:
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
531
«Ist da wer? Είναι κανείς εκεί;» Πατέρα; «Εσείς εκεί μέσα!» Ο φον Ρούμπελ αφουγκράζεται. Οι ήχοι κοντοζυγώνουν μέσα από τον καπνό. Σέρνεται ως το παράθυρο. Φοράει το κράνος του. Βγάζει το κεφάλι από το σπασμένο περβάζι. Ένας Γερμανός δεκανέας πεζικού τον κοιτάζει από τον δρόμο: «Κύριε; Δεν περίμενα… Είναι άδειο το σπίτι, κύριε;» «Ναι, άδειο. Πού πηγαίνεις, δεκανέα;» «Στο οχυρό στη Λα Σιτέ, κύριε. Εκκενώνουμε την περιοχή. Αφήνουμε τα πάντα. Κρατάμε ακόμα τον πύργο και τον Ολλανδικό Προμαχώνα. Όλο το υπόλοιπο προσωπικό έχει διαταγές να υποχωρήσει». Ο φον Ρούμπελ στηρίζει το σαγόνι του στο περβάζι, γιατί αισθάνεται πως το κεφάλι του θα κοπεί από τον αυχένα του και θα σκάσει σαν καρπούζι στον δρόμο. «Όλη η πόλη θα είναι μέσα στην περίμετρο του βομβαρδισμού» λέει ο δεκανέας. «Για πόσο;» «Θα γίνει κατάπαυση του πυρός αύριο. Το μεσημέρι, λένε. Για να φύγουν οι άμαχοι. Μ ετά θα συνεχίσουν την επίθεση». «Παραδίδουμε την πόλη;» ρωτάει ο φον Ρούμπελ. Ένας όλμος σκάει όχι πολύ μακριά, και ο αντίλαλος της έκρηξης προσκρούει ανάμεσα στα γκρεμισμένα σπίτια, κι ο στρατιώτης στον δρόμο κρατάει με το χέρι το κράνος του. Πετρούλες κυλάνε στο λιθόστρωτο. «Μ ε ποια μονάδα είστε, αρχιλοχία;» φωνάζει. «Συνέχισε τη δουλειά σου, δεκανέα. Όπου να ’ναι τελειώνω από εδώ».
532
ANTHONY DOERR
Τελική ποινή
Ο ΦΟΛΚΧΑΪΜΕΡ δε σαλεύει. Το υγρό στον πάτο του κουβά με την μπογιά, όσο τοξικό κι αν ήταν, έχει τελειώσει. Ο Βέρνερ δεν έχει ακούσει τίποτε από την κοπέλα, σε οποιαδήποτε συχνότητα, πόση ώρα τώρα; Μ ία; Παραπάνω; Διηγήθηκε πώς ρούφηξε μια δίνη τον Ναυτίλο, κύματα ψηλότερα από σπίτια, το υποβρύχιο σηκώθηκε κατακόρυφα, τα ατσάλινα πλευρά του τσακίστηκαν, κι ύστερα η κοπέλα διάβασε ένα απόσπασμα που ο Βέρνερ πιστεύει πως είναι το τελευταίο του βιβλίου: «Έτσι, στο ερώτημα του Εκκλησιαστή που έγινε έξι χιλιάδες χρόνια πριν, “Ποιος μπορεί να βρει αυτό που είναι πολύ μακριά και υπερβολικά βαθιά;”, μόνο δύο άνθρωποι έχουν τώρα δικαίωμα να απαντήσουν: ο πλοίαρχος Νέμο κι εγώ». Ύστερα ο πομπός έσβησε και γύρω του έκλεισε το απόλυτο σκοτάδι. Τις τελευταίες μέρες –πόσες άραγε;– ένιωθε την πείνα σαν ένα χέρι μέσα του να ψαχουλεύει μέσα στην κοιλότητα του θώρακά του, να ανεβαίνει ως τις ωμοπλάτες του, να κατεβαίνει μέχρι τη λεκάνη του. Να γρατζουνάει τα κόκαλά του. Σήμερα όμως –ή μήπως απόψε;– η πείνα αργοσβήνει σαν φλόγα που της σώθηκαν τα καύσιμα. Το κενό και η πληρότητα, στο τέλος τέλος, είναι κατά κάποιον τρόπο το ίδιο. Ο Βέρνερ σηκώνει το βλέμμα και βλέπει το κοριτσάκι από τη Βιέννη με την κάπα να κατεβαίνει μέσα από το ταβάνι σαν να μην
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
533
είναι παρά μια σκιά. Φέρνει μια χαρτοσακούλα γεμάτη μαραμένα λαχανικά και κάθεται ανάμεσα στα χαλάσματα. Γύρω της στριφογυρίζει ένα σύννεφο μέλισσες. Δε βλέπει τίποτα, εντούτοις βλέπει εκείνη. Μ ετράει με τα δάχτυλά της. Επειδή σκόνταψε στην ουρά, του λέει. Επειδή δε δούλεψε γρήγορα. Επειδή χασομέρησε πολλή ώρα στην τουαλέτα του στρατοπέδου. Επειδή έκλαψε. Επειδή δεν οργάνωσε τα πράγματά της σύμφωνα με τον κανονισμό. Είναι σίγουρα ανοησίες, κι όμως κάτι υπάρχει μέσα τους, μια αλήθεια που δε θέλει να αφήσει τον εαυτό του να τη συλλάβει, και το κορίτσι όσο μιλάει γερνάει, ασημένια μαλλιά φυτρώνουν στο κεφάλι της, ο γιακάς της ξεφτίζει· γίνεται γριά – η αναγνώριση ισορροπεί στην άκρη του συνειδητού του. Επειδή παραπονέθηκε για πονοκεφάλους. Επειδή τραγούδησε. Επειδή μιλούσε τη νύχτα στην κουκέτα της. Επειδή ξέχασε την ημερομηνία γέννησής της στο βραδινό προσκλητήριο. Επειδή δεν ξεφόρτωσε αρκετά γρήγορα το φορτίο. Επειδή δεν παρέδωσε σωστά τα κλειδιά της. Επειδή δεν ενημέρωσε τον φρουρό. Επειδή σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Η φράου Σβαρτσενμπέργκερ – αυτή είναι. Η Εβραία στο ασανσέρ του Φρίντριχ. Δεν της μένουν άλλα δάχτυλα για να μετρήσει. Επειδή έκλεισε τα μάτια όταν της απηύθυναν τον λόγο. Επειδή μάζευε την κόρα από το ψωμί. Επειδή αποπειράθηκε να μπει στο πάρκο. Επειδή κακοφόρμισαν τα χέρια της. Επειδή ζήτησε τσιγάρο. Επειδή δεν είχε φαντασία, και μέσα στο σκοτάδι ο Βέρνερ νιώθει σαν να έφτασε στον πάτο, θαρρείς και τόσο καιρό στριφογύριζε όλο και πιο βαθιά, σαν τον Ναυτίλο που τον ρούφηξε η δίνη, σαν τον πατέρα του που κατέβαινε στις στοές: μια μονόδρομη κατάδυση από το Τσολλφεράιν στο Σουλπφόρτα, στις φρικαλεότητες της Ρωσίας και της Ουκρανίας, στη μητέρα
534
ANTHONY DOERR
και στην κόρη στη Βιέννη, ενώ η φιλοδοξία και η αισχύνη του γίνονταν ένα και το αυτό, ώσπου να φτάσει στο ναδίρ σε αυτό το υπόγειο στην άκρη της ηπείρου όπου το φάντασμα ψελλίζει ασυναρτησίες –η φράου Σβαρτσενμπέργκερ βαδίζει προς το μέρος του κι όσο πλησιάζει μεταμορφώνεται από γυναίκα σε κορίτσι–, τα μαλλιά της ξαναγίνονται κόκκινα, το δέρμα της γίνεται λείο, ένα εφτάχρονο κορίτσι κολλάει το πρόσωπό του στο δικό του και στο κέντρο του μετώπου της βλέπει μια τρύπα πιο μαύρη κι από τη μαυρίλα γύρω του, στο βάθος της οποίας βρίσκεται μια σκοτεινή πόλη γεμάτη ψυχές, δέκα χιλιάδες, πεντακόσιες χιλιάδες, τόσα πρόσωπα που κοιτάνε από σοκάκια, από παράθυρα, από πάρκα που σιγοκαίγονται, και ο Βέρνερ ακούει μια βροντή. Κεραυνός. Πυροβολικό. Το κορίτσι εξανεμίζεται. Το έδαφος τρέμει. Τα όργανα μέσα στο σώμα του δονούνται. Τα δοκάρια αναστενάζουν. Μ ετά ακούγεται το αργό ρυάκι σκόνης που πέφτει και η ρηχή, ηττημένη ανάσα του Φολκχάιμερ ένα μέτρο μακριά.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
535
Μουσική (1 )
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
μετά τα μεσάνυχτα της 13ης Αυγούστου, αφού επιβίωσε στη σοφίτα του θείου της επί πέντε μέρες, η Μ αρί Λορ κρατάει έναν δίσκο στο αριστερό χέρι ενώ με το δεξί αγγίζει απαλά τα αυλάκια του, αναπλάθοντας ολόκληρο το τραγούδι στο μυαλό της. Κάθε άνοδο και κάθε πτώση. Μ ετά τον βάζει στο ηλεκτρόφωνο του Ετιέν. Έχει μιάμιση μέρα να πιει νερό. Έχει δυο μέρες να φάει. Η σοφίτα μυρίζει ζέστη, σκόνη, κλεισούρα και ούρα από το μπολ ξυρίσματος στη γωνία. Θα πεθάνουμε μαζί, Νεντ, φίλε μου. Η πολιορκία, όπως φαίνεται, δε θα τελειώσει ποτέ. Πέτρες θρυμματίζονται στους δρόμους· η πόλη γίνεται κομμάτια· κι όμως, αυτό το σπίτι δεν πέφτει. Βγάζει την κλειστή κονσέρβα από την τσέπη του παλτού του θείου της και την ακουμπάει στο κέντρο του πατώματος της σοφίτας. Την έχει φυλάξει τόσο καιρό. Ίσως επειδή είναι το τελευταίο πράγμα που τη συνδέει με τη μαντάμ Μ ανέκ. Ίσως επειδή αν την ανοίξει και τη βρει χαλασμένη η απώλεια θα τη σκοτώσει. Βάζει την κονσέρβα και το τούβλο κάτω από το σκαμνί, εκεί που ξέρει ότι θα την ξαναβρεί. Ύστερα ελέγχει ξανά τον δίσκο στο ηλεκτρόφωνο. Χαμηλώνει τον βραχίονα και ακουμπάει τη
536
ANTHONY DOERR
βελόνα στην εξωτερική άκρη. Βρίσκει τον διακόπτη του μικροφώνου με το αριστερό της χέρι, τον διακόπτη του πομπού με το δεξί. Θα το βάλει όσο πιο δυνατά γίνεται. Αν ο Γερμανός είναι στο σπίτι, θα την ακούσει. Θα ακούσει τον ήχο του πιάνου να ξεχύνεται από τους επάνω ορόφους και θα τεντώσει τον λαιμό του κι ύστερα θα τριγυρίζει στον πέμπτο όροφο σαν αφρισμένος δαίμονας. Στο τέλος θα ακουμπήσει το αυτί του στις πόρτες της ντουλάπας, απ’ όπου θα ακούγεται πιο δυνατά. Πόσοι λαβύρινθοι υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Τα κλαδιά των δέντρων, το φιλιγκράν των ριζών, η βασική μάζα των κρυστάλλων, οι δρόμοι που αναπαρέστησε ο πατέρας της στις μακέτες του. Λαβύρινθοι στους κονδύλους του όστρακου της πορφύρας και στους ιστούς του φλοιού του σφενδάμου και μέσα στα κούφια κόκαλα των αετών. Τίποτα δεν είναι πιο περίπλοκο από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, έλεγε ο Ετιέν, που ίσως είναι το πιο περίπλοκο πράγμα που υπάρχει· ένα κιλό υγρό μέσα στο οποίο περιστρέφονται σύμπαντα ολόκληρα. Βάζει το μικρόφωνο μέσα στο χωνί του ηλεκτροφώνου, ανοίγει το πικάπ και το πλατό αρχίζει να περιστρέφεται. Η σοφίτα τριζοβολάει. Νοερά προχωράει σε ένα μονοπάτι του Βοτανικού Κήπου, η ατμόσφαιρα είναι χρυσαφιά, ο αέρας πράσινος, τα μακριά δάχτυλα των ιτιών χαϊδεύουν τους ώμους της. Μ προστά της βρίσκεται ο πατέρας της· της τείνει το χέρι περιμένοντας. Το πιάνο αρχίζει να παίζει. Η Μ αρί Λορ εντοπίζει το μαχαίρι κάτω από το σκαμνί. Σέρνεται στο πάτωμα μέχρι τη σκάλα με τα εφτά σκαλοπάτια και κάθεται με τα πόδια να κρέμονται στο κενό και το διαμάντι μέσα στο σπιτάκι στην τσέπη της και το μαχαίρι σφιγμένο στη χούφτα της. «Έλα να με πιάσεις» λέει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
537
Μουσική (2 )
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΑΣΤΕΡ ΙΑ, πάνω από την
πόλη, όλα κοιμούνται. Οι πυροβολητές κοιμούνται, οι καλόγριες στην κατακόμβη κάτω από τον καθεδρικό κοιμούνται, τα παιδιά μέσα στα παλιά κουρσάρικα υπόγεια κοιμούνται στην αγκαλιά των κοιμισμένων μανάδων τους. Ο γιατρός στο υπόγειο του Οτέλ Ντιε κοιμάται. Οι τραυματισμένοι Γερμανοί στις σήραγγες κάτω από το οχυρό της Λα Σιτέ κοιμούνται. Πίσω από τα τείχη του Κάστρου Νασιονάλ ο Ετιέν κοιμάται. Όλα κοιμούνται, εκτός από τα σαλιγκάρια που ανεβαίνουν στα βράχια και τους αρουραίους που τρέχουν ανάμεσα στα ερείπια. Σε μια τρύπα κάτω από τα χαλάσματα του Ξενοδοχείου των Μ ελισσών κοιμάται και ο Βέρνερ. Μ όνο ο Φολκχάιμερ είναι ξύπνιος. Κάθεται με τον μεγάλο ασύρματο στην ποδιά του, εκεί που τον άφησε ο Βέρνερ, και τη σχεδόν άδεια μπαταρία ανάμεσα στα πόδια του, και στα αυτιά του ψιθυρίζουν παράσιτα, όχι επειδή πιστεύει ότι θα ακούσει τίποτε, αλλά επειδή εκεί άφησε ο Βέρνερ τα ακουστικά. Επειδή δεν έχει κουράγιο να τα βγάλει. Επειδή έπεισε πριν από ώρες τον εαυτό του ότι τα γύψινα κεφάλια στην άλλη άκρη του κελαριού θα τον σκοτώσουν αν κουνηθεί. Μ ε τρόπο ανεξήγητο τα παράσιτα γίνονται μουσική. Τα μάτια του Φολκχάιμερ ανοίγουν διάπλατα. Διυλίζοντας το σκοτάδι για κάποιο αδέσποτο φωτόνιο. Ένα πιάνο παίζει
538
ANTHONY DOERR
κλίμακες. Ανιούσες και κατιούσες. Ακούει τις νότες και τις σιωπές ανάμεσά τους, και μετά διασχίζει ένα δάσος τα χαράματα οδηγώντας ένα κοπάδι άλογα, βαδίζοντας με κόπο μέσα στο χιόνι πίσω από τον προπάππο του που έχει ένα πριόνι ριγμένο στους τεράστιους ώμους του, και το χιόνι τριζοβολάει κάτω από τις οπλές και τις μπότες, όλα τα δέντρα γύρω τους ψιθυρίζουν τρίζοντας. Φτάνουν στην άκρη μιας παγωμένης λίμνης, όπου φυτρώνει ένα πεύκο ψηλό σαν καθεδρικός. Ο προπάππος του πέφτει στα γόνατα σαν να ζητάει συγχώρεση, βάζει το πριόνι σε μια εγκοπή στον φλοιό και αρχίζει να κόβει. Ο Φολκχάιμερ σηκώνεται. Βρίσκει το πόδι του Βέρνερ στα σκοτεινά, του βάζει στα αυτιά τα ακουστικά. «Άκου» του λέει «άκου, άκου…» Ο Βέρνερ ξυπνάει. Συγχορδίες επιπλέουν δίπλα του σε διάφανα αυλάκια. Το «Clair de Lune». Η Κλερ: ένα κορίτσι τόσο αθώο, που μπορείς να δεις μέσα του. «Σύνδεσε τον φακό με την μπαταρία» λέει ο Φολκχάιμερ. «Γιατί;» «Κάν’ το». Πριν σταματήσει το τραγούδι να παίζει, ο Βέρνερ αποσυνδέει το ραδιόφωνο από την μπαταρία, ξεβιδώνει τον δακτύλιο και τον γλόμπο από τον φακό, τον ακουμπάει στους ακροδέκτες και τους δίνει μια σφαίρα φωτός. Στην πέρα άκρη του κελαριού ο Φολκχάιμερ σέρνει πέτρες και ξύλα και διαλυμένα κομμάτια του τοίχου από τα χαλάσματα, σταματώντας πότε πότε για να καθίσει στα γόνατά του και να ξελαχανιάσει. Τα στοιβάζει σαν φράγμα. Ύστερα τραβάει τον Βέρνερ πίσω από το πρόχειρο οχυρό, ξεβιδώνει τη βάση μιας χειροβομβίδας και τραβάει το σκοινί που πυροδοτεί το φιτίλι των πέντε δευτερολέπτων. Ο Βέρνερ κρατάει με το χέρι του το κράνος του κι ο Φολκχάιμερ πετάει τη χειροβομβίδα στο σημείο όπου βρισκόταν η σκάλα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
539
Μουσική (3 )
ΟΙ ΚΟΡ ΕΣ ΤΟΥ ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ ήταν στρουμπουλά, ζωηρά μωράκια, έτσι δεν είναι; Πετούσαν τις κουδουνίστρες και τις λαστιχένιες πιπίλες τους, μπερδεύονταν μέσα στις κουβέρτες, γιατί είστε τόσο ανήσυχα, αγγελούδια μου; Αλλά μεγάλωσαν! Παρ’ όλες τις απουσίες του. Και τραγουδούσαν ωραία, ιδίως η Βερόνικα. Μ πορεί να μη γίνονταν διάσημες, αλλά τραγουδούσαν αρκετά καλά για να ευχαριστήσουν τον πατέρα τους. Φορούσαν τις μεγάλες τσόχινες μπότες τους κι εκείνα τα απαίσια, στραβοχυμένα φουστάνια που τους έφτιαχνε η μάνα τους με τις κεντητές πριμούλες και μαργαρίτες στους γιακάδες, δέναν τα χεράκια τους πίσω από την πλάτη και τραγουδούσαν δυνατά στίχους που παραήταν μικρές για να καταλάβουν: Σαν πεταλούδες στη φωτιά Οι άντρες γύρους φέρνουν Κι αν τους καούνε τα φτερά Το ξέρω, εγώ δε φταίω. Σε όνειρο ή σε ανάμνηση ο φον Ρούμπελ παρακολουθεί τη Βερόνικα, που ξυπνούσε νωρίς, να γονατίζει στο πάτωμα του δωματίου της Μ αρί Λορ μες στο σκοτάδι πριν από την αυγή και να οδηγεί μια κούκλα με άσπρο φόρεμα δίπλα σε μια άλλη με
540
ANTHONY DOERR
γκρίζο κοστούμι στους δρόμους της μακέτας. Στρίβουν αριστερά, μετά δεξιά, και φτάνουν στα σκαλιά του καθεδρικού, όπου περιμένει μια άλλη κούκλα, ντυμένη στα μαύρα, με το ένα χέρι υψωμένο. Δεν ξέρει αν είναι γάμος ή θυσία. Μ ετά η Βερόνικα τραγουδάει τόσο σιγανά, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα λόγια, μόνο τη μελωδία, η οποία μοιάζει λιγότερο με τους ήχους που κάνει η ανθρώπινη φωνή και περισσότερο με τις νότες που βγάζει ένα πιάνο, κι οι κούκλες χορεύουν στηριζόμενες πότε στο ένα πόδι πότε στο άλλο. Η μουσική σταματάει και η Βερόνικα χάνεται. Ο φον Ρούμπελ ανακάθεται. Η μακέτα στα πόδια του κρεβατιού σβήνει και ύστερα από πολλή ώρα επανέρχεται. Κάπου από πάνω του η φωνή ενός νεαρού αρχίζει να μιλάει στα γαλλικά για το κάρβουνο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
541
Έξω
ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡ ΟΛΕΠΤΟΥ
ο χώρος γύρω από τον Βέρνερ σκίζεται στα δύο, σαν να αποσπάστηκαν από μέσα του τα τελευταία μόρια οξυγόνου. Έπειτα γύρω του περνάνε σαν αστραπή θραύσματα πέτρας, ξύλου, μετάλλου, κουδουνίζοντας στο κράνος του, τσιτσιρίζοντας στον τοίχο πίσω τους, και το πρόχωμα του Φολκχάιμερ γκρεμίζεται, και ολόγυρά τους στο σκοτάδι πράγματα πέφτουν και γλιστράνε, κι ο Βέρνερ δε βρίσκει αέρα ν’ ανασάνει. Όμως η έκρηξη προκαλεί μια τεκτονική μετατόπιση στα χαλάσματα του κτιρίου και ακούγεται ένας κρότος μαζί με διαδοχικές πτώσεις μες στο σκοτάδι. Μ όλις ο Βέρνερ σταματάει να βήχει και διώχνει τα συντρίμμια από το στήθος του, βρίσκει τον Φολκχάιμερ να κοιτάζει μία κομμένη τρύπα απ’ όπου μπαίνει βιολετί φως. Ο ουρανός. Ο νυχτερινός ουρανός. Μ ια δέσμη αστροφεγγιάς κόβει τη σκόνη και πέφτει στην άκρη ενός σωρού από χαλάσματα στο πάτωμα. Για μια στιγμή ο Βέρνερ την εισπνέει. Ύστερα ο Φολκχάιμερ του λέει να κάνει πίσω, ανεβαίνει στα μισά της κατεστραμμένης σκάλας και αρχίζει να χτυπάει το χείλος της τρύπας με μια σιδερόβεργα. Το σίδερο κροταλίζει, τα χέρια του ξεσκίζονται και το μούσι των έξι ημερών φεγγίζει άσπρο από τη σκόνη, αλλά ο Βέρνερ βλέπει πως ο Φολκχάιμερ προχωράει γρήγορα: η ακτίνα φωτός γίνεται μια
542
ANTHONY DOERR
βιολετιά φέτα, μεγαλύτερη κι από τα χέρια του. Μ ε το επόμενο χτύπημα ο Φολκχάιμερ κατορθώνει να κονιορτοποιήσει ένα μεγάλο κομμάτι τοίχου, που πέφτει πάνω στο κράνος και στους ώμους του, κι έπειτα γαντζώνεται από την άκρη και ανεβαίνει. Περνάει τον κορμό του μέσα από την τρύπα, οι ώμοι του γδέρνονται στο χείλος της, το χιτώνιο σκίζεται, οι γοφοί του συστρέφονται και βγαίνει έξω. Τεντώνει τα χέρια για να πιάσει τον Βέρνερ, τον σάκο του και το τουφέκι, και τα ανεβάζει όλα πάνω. Κάθονται γονατιστοί στο μέρος που ήταν κάποτε ένα καλντερίμι. Όλα είναι λουσμένα στο φως των αστεριών. Ο Βέρνερ δε βλέπει φεγγάρι. Ο Φολκχάιμερ γυρίζει τις ματωμένες παλάμες του προς τα πάνω σαν να θέλει να πιάσει τον αέρα, να τον αφήσει να ποτίσει το δέρμα του σαν βροχόνερο. Από το ξενοδοχείο έχουν μείνει όρθιοι μόνο δύο τοίχοι, ενωμένοι στη γωνία, και στο εσωτερικό τους έχει απομείνει λίγος σοβάς. Από πίσω τα σπίτια φανερώνουν τις προσόψεις τους μέσα στη νύχτα. Ο προμαχώνας πίσω από το ξενοδοχείο σώζεται ακόμα, αν και πολλές από τις πολεμίστρες στο επάνω μέρος έχουν γκρεμιστεί. Η θάλασσα κάνει έναν σχεδόν ανεπαίσθητο παφλασμό από την άλλη πλευρά. Όλα τα υπόλοιπα είναι χαλάσματα και σιωπή. Το φως των αστεριών πέφτει πάνω στις επάλξεις. Άραγε, πόσοι άντρες αποσυντίθενται κάτω από τις πέτρες; Εννιά. Μ πορεί και περισσότεροι. Προχωρούν προς την απάνεμη πλευρά του τείχους τρεκλίζοντας κι οι δυο σαν μεθυσμένοι. Μ όλις φτάνουν στο τείχος, ο Φολκχάιμερ χαμηλώνει το βλέμμα του στον Βέρνερ. Ύστερα κοιτάζει τη νύχτα. Το πρόσωπό του είναι τόσο σκονισμένο, που μοιάζει με κολοσσό φτιαγμένο από σκόνη. Άραγε, το κορίτσι να παίζει ακόμα την ηχογράφηση πέντε τετράγωνα πιο νότια; «Πάρε το τουφέκι. Πήγαινε» λέει ο Φολκχάιμερ. «Κι εσύ;» «Φαγητό». Ο Βέρνερ τρίβει τα μάτια του μπροστά στη λαμπρότητα του φωτός των αστεριών. Δεν αισθάνεται πείνα, σαν να απαλλάχθηκε
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
543
διά παντός από τη σκοτούρα της σίτισης. «Όμως θα ξανά…» «Πήγαινε» επαναλαμβάνει ο Φολκχάιμερ. Ο Βέρνερ τον κοιτάζει μια τελευταία φορά: το σκισμένο χιτώνιο και το τετράγωνο πιγούνι. Την τρυφεράδα των μεγάλων χεριών του. Τι θα μπορούσες να γίνεις. Το ήξερε; Από την αρχή; Ο Βέρνερ προχωράει από προκάλυμμα σε προκάλυμμα. Στο αριστερό χέρι η τσάντα από καναβάτσο, στο δεξί το τουφέκι. Μ ένουν πέντε σφαίρες. Ακούει μέσα του το κορίτσι να ψιθυρίζει: Είναι εδώ. Θα με σκοτώσει. Στρίβει δυτικά, μέσα σε ένα φαράγγι από χαλάσματα, περνώντας πάνω από τούβλα, καλώδια και σπασμένα κεραμίδια, που πολλά είναι ζεστά ακόμα, κι οι δρόμοι φαίνονται εγκατελειμμένοι, παρόλο που δεν μπορεί να ξέρει τι μάτια τον παρακολουθούν πίσω από τα σπασμένα παράθυρα, γερμανικά ή γαλλικά ή αμερικανικά ή βρετανικά. Ενδεχομένως αυτή τη στιγμή να εστιάζει πάνω του το σταυρόνημα ενός ελεύθερου σκοπευτή. Ένα μονό παπούτσι πλατφόρμα. Ένας ξυλόγλυπτος μάγειρας πεσμένος ανάσκελα που κρατάει έναν πίνακα πάνω στον οποίο είναι γραμμένη με κιμωλία η σούπα ημέρας. Οι μεγάλες, μπερδεμένες κουλούρες αγκαθωτού συρματοπλέγματος. Παντού βρομάει πτωματίλα. Βρίσκει καταφύγιο ζαρώνοντας μέσα σε ένα κτίριο που κάποτε πουλούσε σουβενίρ στους τουρίστες –στα ράφια έχουν μείνει μερικά διακοσμητικά πιάτα που στο χείλος του καθενός είναι ζωγραφισμένο κι άλλο όνομα, τοποθετημένα κατά αλφαβητική σειρά– και προσανατολίζεται μέσα στην πόλη. Απέναντι είναι το Coiffeur Dames – Γυναικείες Κομμώσεις. Μ ια τράπεζα χωρίς παράθυρα. Ένα σκοτωμένο άλογο δεμένο σε κάρο. Εδώ κι εκεί έχει μείνει όρθιο κάποιο άθικτο κτίριο χωρίς τζάμια και πάνω απ’ τα παράθυρά του διακρίνονται οι στριφτές γραμμές του καπνού σαν ίχνη κισσού που ξεκόλλησε από τον τοίχο. Πόσο φως λάμπει τη νύχτα! Δεν το είχε συνειδητοποιήσει ποτέ. Η μέρα θα τον τυφλώσει. Ο Βέρνερ στρίβει δεξιά σε έναν δρόμο που πιστεύει ότι είναι η
544
ANTHONY DOERR
οδός Εστρέ. Το κτίριο στον αριθμό 4 της οδού Βομπορέλ είναι ακόμα όρθιο. Όλα τα παράθυρα στην πρόσοψη έχουν σπάσει αλλά οι τοίχοι έχουν καψαλιστεί ελάχιστα· δύο ξύλινες ζαρντινιέρες κρέμονται ακόμα. Είναι ακριβώς από κάτω μου. Του είπαν ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν βεβαιότητα. Σκοπός. Διαύγεια. Εκείνος ο διοικητής, ο Μ πάστιαν, με το φουσκωτό στήθος και το γιαγιαδίστικο περπάτημα· έλεγε ότι θα ξερίζωναν από μέσα του τον δισταγμό. Είμαστε καταιγισμός από σφαίρες, είμαστε μπάλες κανονιού. Είμαστε η μύτη του σπαθιού. Ποιος είναι ο πιο αδύναμος;
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
545
Ντουλάπα
Ο
ΦΟΝ Ρ ΟΥΜΠΕΛ ταλαντεύεται μπροστά στην τεράστια ντουλάπα. Κοιτάζει τα παλιά ρούχα μέσα της. Γιλέκα, ριγέ παντελόνια, σκοροφαγωμένα σαμπρέ πουκάμισα με ψηλούς γιακάδες και υπερβολικά μακριά μανίκια. Αγορίστικα ρούχα δεκαετιών. Τι δωμάτιο είναι αυτό; Οι μεγάλοι καθρέφτες στις πόρτες της ντουλάπας έχουν μαύρες κηλίδες από τον χρόνο και κάτω από το γραφειάκι υπάρχουν παλιές δερμάτινες μπότες, ενώ από ένα γαντζάκι κρέμεται ένα μικρό σκουπάκι. Πάνω στο γραφείο βρίσκεται η φωτογραφία ενός αγοριού με κοντό παντελόνι σε μια παραλία σούρουπο. Πέρα από το σπασμένο παράθυρο, η νηνεμία της νύχτας. Στάχτες στροβιλίζονται στο φως των αστεριών. Μ ια φωνή που φιλτράρεται μέσα από το ταβάνι επαναλαμβάνει: Ο εγκέφαλος είναι κλειδωμένος στο απόλυτο σκοτάδι, φυσικά, παιδιά… Κι όμως, ο κόσμος που δημιουργεί… Γίνεται πιο μπάσα και διαστρεβλώνεται καθώς αδειάζουν οι μπαταρίες, η διάλεξη επιβραδύνεται, θαρρείς και ο νεαρός κουράστηκε, κι ύστερα σταματάει. Μ ε την καρδιά να καλπάζει, το κεφάλι να σβήνει, το κερί στο ένα χέρι και το πιστόλι στο άλλο ο φον Ρούμπελ στρέφεται ξανά στην ντουλάπα. Χωράει να μπει μέσα. Πώς ανέβηκε αυτό το
546
ANTHONY DOERR
τεράστιο πράγμα στον πέμπτο όροφο; Φέρνει το κερί πιο κοντά και βλέπει, μέσα στις σκιές των κρεμασμένων πουκαμίσων, αυτό που του ξέφυγε στις προηγούμενες έρευνές του: ίχνη μέσα στη σκόνη. Καμωμένα από δάχτυλα ή γόνατα ή και τα δύο. Μ ε την κάννη του πιστολιού παραμερίζει τα ρούχα. Πόσο βαθιά πάει; Σκύβει εντελώς μέσα, και τη στιγμή που το κάνει ακούει ένα κουδούνισμα, δύο καμπανάκια να χτυπάνε από πάνω κι από κάτω. Ο ήχος τον κάνει να τραβηχτεί απότομα προς τα πίσω, όμως το κεφάλι του χτυπάει στο πάνω μέρος της ντουλάπας, του φεύγει το κερί από το χέρι και ο φον Ρούμπελ σωριάζεται κάτω ανάσκελα. Βλέπει το κερί να κατρακυλάει με τη φλόγα γυρισμένη προς τα πάνω. Γιατί; Ποια παράξενη αρχή απαιτεί να στρέφεται μια φλόγα πάντοτε προς τον ουρανό; Πέντε μέρες σ’ αυτό το σπίτι και το διαμάντι δεν είναι πουθενά, το τελευταίο λιμάνι της Βρεττάνης που ελέγχεται από τους Γερμανούς κοντεύει να χαθεί, μαζί του και το Τείχος του Ατλαντικού. Έχει ήδη ζήσει περισσότερο από τη διορία που του έδωσε ο γιατρός. Και τώρα ένα κουδούνισμα από δύο καμπανάκια; Έτσι έρχεται ο θάνατος; Το κερί κυλάει μαλακά. Προς το παράθυρο. Προς τις κουρτίνες. Στο ισόγειο η πόρτα του σπιτιού ανοίγει τρίζοντας. Κάποιος μπαίνει μέσα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
547
Σύντροφοι
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΙΑΤΙΚΑ είναι διάσπαρτα στο πάτωμα του χολ – είναι αδύνατο να μπει αθόρυβα. Μ ια κουζίνα γεμάτη χαλάσματα περιμένει στο βάθος του διαδρόμου. Ψηλοί σωροί στάχτης στο πάτωμα. Αναποδογυρισμένη καρέκλα. Ευθεία, η σκάλα. Αν η κοπέλα δε μετακινήθηκε τα τελευταία λεπτά, θα βρίσκεται κάπου ψηλά μέσα στο σπίτι, κοντά στον πομπό. Κρατώντας το τουφέκι με τα δύο χέρια, με την τσάντα περασμένη στον ώμο, ο Βέρνερ αρχίζει να ανεβαίνει τη σκάλα. Σε κάθε πλατύσκαλο ένα ορμητικό σκοτάδι ξεγελάει την όρασή του. Φωτεινές κηλίδες τρεμοπαίζουν στα πόδια του. Στη σκάλα είναι πεταμένα βιβλία, μαζί με χαρτιά, καλώδια, μπουκάλια, κομμάτια που μοιάζουν να προέρχονται από παλιά κουκλόσπιτα. Πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος όροφος: όλοι στην ίδια κατάσταση. Δεν έχει καμία συναίσθηση πόσο θόρυβο κάνει ή αν αυτό έχει σημασία. Στον πέμπτο οι σκάλες φαίνεται να τελειώνουν. Τρεις μισάνοιχτες πόρτες πλαισιώνουν το πλατύσκαλο: μία αριστερά, μία ευθεία μπροστά και μία δεξιά. Πηγαίνει δεξιά με το τουφέκι σηκωμένο· περιμένει λάμψη από κάννες πιστολιών, τα σαγόνια ενός δαίμονα να ανοίγουν διάπλατα. Όμως ένα σπασμένο παράθυρο φωτίζει ένα βουλιαγμένο κρεβάτι. Ένα κοριτσίστικο φουστάνι κρέμεται σε μια ντουλάπα. Εκατοντάδες μικροσκοπικά
548
ANTHONY DOERR
πραγματάκια –βότσαλα;– είναι παραταγμένα κατά μήκος των τοίχων. Σε μια γωνιά βρίσκονται δύο κουβάδες μισογεμάτοι με ένα υγρό που ίσως είναι νερό. Μ ήπως ήρθε πολύ αργά; Ακουμπάει το τουφέκι του Φολκχάιμερ στο κρεβάτι, σηκώνει τον έναν κουβά και πίνει μια γουλιά, δύο γουλιές. Έξω από το παράθυρο, πολύ πέρα από το διπλανό τετράγωνο, πέρα από τις επάλξεις, το φως ενός πλοίου εμφανίζεται και εξαφανίζεται καθώς ανεβοκατεβαίνει στα μακρινά κύματα. Μ ια φωνή από πίσω του λέει: «Α». Ο Βέρνερ γυρίζει. Μ προστά του παραπαίει ένας Γερμανός αξιωματικός με στολή εκστρατείας. Τα πέντε σιρίτια και οι τρεις ρόμβοι του αρχιλοχία. Ωχρός και μελανιασμένος, κάτισχνος σε σημείο αδυναμίας, κατευθύνεται τρεκλίζοντας προς το κρεβάτι. Η δεξιά πλευρά του λαιμού του ξεχειλίζει παράξενα πάνω από τον σφιχτό γιακά του. «Δε σου συνιστώ» λέει «να ανακατέψεις μορφίνη με μποζολέ». Μ ια φλέβα χτυπάει απαλά στο πλάι του μετώπου του. «Σας έχω δει» λέει ο Βέρνερ. «Μ προστά στον φούρνο. Μ ε μια εφημερίδα». «Κι εγώ, στρατιωτάκο. Σε είδα». Στο χαμόγελό του ο Βέρνερ αναγνωρίζει την πεποίθηση ότι είναι ομοϊδεάτες, σύντροφοι. Συνεργοί. Ότι βρίσκονται σ’ αυτό το σπίτι αναζητώντας το ίδιο πράγμα. Πίσω από τον αρχιλοχία, από την άλλη πλευρά του διαδρόμου, κάτι απίθανο: φλόγες. Μ ια κουρτίνα στο δωμάτιο ακριβώς απέναντι έχει πιάσει φωτιά. Οι φλόγες γλείφουν ήδη το ταβάνι. Ο επιλοχίας περνάει το δάχτυλό του μέσα στον γιακά του και τον τραβάει για να τον ξεσφίξει. Το πρόσωπό του είναι αποστεωμένο, τα δόντια του μανιακά. Κάθεται στο κρεβάτι. Το φως των αστεριών τρεμοσβήνει στην κάννη του πιστολιού του. Στα πόδια του κρεβατιού ο Βέρνερ διακρίνει ένα χαμηλό τραπεζάκι πάνω στο οποίο συνωστίζονται ξύλινες μινιατούρες σπιτιών που σχηματίζουν μια πόλη. Είναι το Σαιν Μ αλό; Το βλέμμα του γυρίζει από τη μακέτα κατά μήκος του διαδρόμου στο τουφέκι που είναι ακουμπισμένο στο κρεβάτι. Ο αξιωματικός
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
549
σκύβει και ξεπροβάλλει πάνω από τη λιλιπούτεια πόλη σαν βασανισμένο γκαργκόιλ. Έλικες μαύρου καπνού εισβάλλουν σαν φίδια στον διάδρομο. «Η κουρτίνα, κύριε. Έχει πιάσει φωτιά». «Η κατάπαυση του πυρός είναι προγραμματισμένη για τις δώδεκα το μεσημέρι, ή τουλάχιστον έτσι λένε» λέει ο φον Ρούμπελ με άδεια φωνή. «Δε χρειάζεται βιασύνη. Έχουμε πολύ χρόνο». Κάνει ότι περπατάει με τα δάχτυλά του σε έναν μικροσκοπικό δρόμο. «Θέλουμε το ίδιο πράγμα εγώ κι εσύ, στρατιώτη. Αλλά μόνο ο ένας από εμάς μπορεί να το πάρει. Και μόνο εγώ ξέρω πού βρίσκεται. Πράγμα που σου δημιουργεί ένα πρόβλημα. Είναι εδώ, ή εδώ, ή εδώ, ή εδώ;» Τρίβει τα χέρια του και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Σημαδεύει με το πιστόλι το ταβάνι: «Μ ήπως είναι εκεί πάνω;» Στο απέναντι δωμάτιο η φλεγόμενη κουρτίνα πέφτει από το κουρτινόξυλο. Ίσως σβήσει, σκέφτεται ο Βέρνερ. Ίσως σβήσει από μόνη της. Ο Βέρνερ σκέφτεται τους άντρες στα ηλιοτρόπια και εκατοντάδες άλλους: ο καθένας κείτεται νεκρός μέσα στην παράγκα του ή στο φορτηγό του ή στο αμπρί του με το ύφος ανθρώπου που άκουσε τον σκοπό ενός γνώριμου τραγουδιού. Μ ια ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια, μια χαλαρότητα στο στόμα. Ένα ύφος που έλεγε: Τόσο γρήγορα; Αλλά για όλους τόσο γρήγορα δεν παίζει; Το φως της φωτιάς τρεμοπαίζει στο απέναντι δωμάτιο. Ακόμα ξαπλωμένος, ο αρχιλοχίας πιάνει το πιστόλι του με τα δύο χέρια και ανοιγοκλείνει το ουραίο. «Πιες κι άλλο» του λέει, γνέφοντας προς τον κουβά στα χέρια του Βέρνερ. «Βλέπω πόσο διψασμένος είσαι. Δεν κατούρησα στο νερό, σου το υπόσχομαι». Ο Βέρνερ αφήνει κάτω τον κουβά. Ο αρχιλοχίας ανακάθεται και γέρνει το κεφάλι πότε μπρος και πότε πίσω σαν να προσπαθεί να ξεπιαστεί. Μ ετά σημαδεύει με το όπλο του το στήθος του
550
ANTHONY DOERR
Βέρνερ. Από την άλλη πλευρά του διαδρόμου, από τη μεριά της φλεγόμενης κουρτίνας, ακούγεται ένα πνιχτό κροτάλισμα, κάτι κατρακυλάει στα σκαλοπάτια μιας σκάλας και πέφτει στο πάτωμα, και η προσοχή του αρχιλοχία στρέφεται προς τον ήχο, η κάννη του πιστολιού του χαμηλώνει. Ο Βέρνερ ορμάει στο τουφέκι του Φολκχάιμερ. Περιμένεις σε όλη σου τη ζωή, και τελικά έρχεται, είσαι έτοιμος;
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
551
Το ταυτόχρονο των στιγμών
ΤΟ ΤΟΥΒΛΟ
πέφτει στο πάτωμα. Οι φωνές σταματάνε. Ακούει ήχους πάλης και έπειτα έναν πυροβολισμό σαν ρήγμα άλικου φωτός: η έκρηξη του Κρακατόα. Το σπίτι σκίζεται για λίγο στα δύο. Η Μ αρί Λορ κατεβαίνει τη σκάλα γλιστρώντας και κατρακυλώντας και κολλάει το αυτί της στην ψεύτικη πλάτη της ντουλάπας. Βήματα διασχίζουν βιαστικά τον διάδρομο και μπαίνουν στο δωμάτιο του Ανρί. Ακούγεται ένας παφλασμός και ένα τσιτσίρισμα και της μυρίζει καπνός και ατμός. Τώρα τα βήματα διστάζουν· είναι διαφορετικά από τα βήματα του αρχιλοχία. Πιο ελαφρά. Προχωρούν, σταματούν. Ανοίγουν την πόρτα της ντουλάπας. Σκέφτονται. Ψάχνουν τη λύση. Ακούει ένα σύρσιμο καθώς περνάει τα δάχτυλά του από την πλάτη της ντουλάπας. Σφίγγει πιο πολύ το χέρι της γύρω από τη λαβή του μαχαιριού. Τρία τετράγωνα προς τα ανατολικά, ο Φρανκ Φολκχάιμερ ανοιγοκλείνει τα μάτια ενώ κάθεται σε ένα κατεστραμμένο διαμέρισμα στη γωνία των οδών Λοριέ και Τεβενάρ, τρώγοντας με τα δάχτυλα μια κονσέρβα γλυκοπατάτες. Στην απέναντι πλευρά των εκβολών του ποταμού, κάτω από ενάμισι μέτρο τσιμέντο, ένας υπασπιστής κρατάει το χιτώνιο του φρούραρχου την ώρα που ο συνταγματάρχης βάζει πρώτα το ένα χέρι και μετά
552
ANTHONY DOERR
το άλλο μέσα στα μανίκια. Ακριβώς την ίδια στιγμή ένας δεκαεννιάχρονος Αμερικανός ανιχνευτής σκαρφαλώνει στη λοφοπλαγιά προς τα πυροβολεία, σταματάει, γυρίζει και απλώνει το χέρι του στον στρατιώτη που βρίσκεται πίσω του· ενώ, με το μάγουλο κολλημένο σε μια γρανιτένια πλάκα στο Κάστρο Νασιονάλ, ο Ετιέν Λεμπλάν αποφασίζει ότι αν ο ίδιος και η Μ αρί Λορ επιβιώσουν, ό,τι κι αν συμβεί, θα την αφήσει να διαλέξει ένα μέρος κοντά στον Ισημερινό για να πάνε, θα κλείσουν εισιτήριο, θα ταξιδέψουν με το πλοίο ή θα πετάξουν με αεροπλάνο, μέχρι να βρεθούν μαζί μέσα στο τροπικό δάσος, περιτριγυρισμένοι από λουλούδια που δεν έχουν ξαναμυρίσει, ακούγοντας πουλιά που δεν έχουν ξανακούσει. Πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Κάστρο Νασιονάλ, η σύζυγος του Ράινχολντ φον Ρούμπελ ξυπνάει τις κόρες της για να πάνε στη λειτουργία και συλλογίζεται την ωραία εμφάνιση του γείτονά της που γύρισε από τον πόλεμο χωρίς το ένα πόδι. Όχι πολύ μακριά από εκεί, η Γιούττα Πφέννιχ κοιμάται στις λουλακί σκιές του κοιτώνα των κοριτσιών και ονειρεύεται το φως να πυκνώνει και να πέφτει πάνω σε ένα χωράφι σαν χιόνι· κι όχι πολύ μακριά από τη Γιούττα ο φίρερ φέρνει ένα ποτήρι με ζεστό (αλλά ποτέ βρασμένο) γάλα στα χείλη του, έχοντας στο πιάτο του μια φέτα μαύρο ψωμί και ένα ολόκληρο μήλο, το καθημερινό πρωινό του· ενώ σε μια ρεματιά έξω από το Κίεβο δυο φυλακισμένοι τρίβουν τα χέρια τους με άμμο για να μη γλιστράνε και σηκώνουν ξανά το φορείο, την ίδια στιγμή που ένας σοντερκομάντο σκαλίζει τη φωτιά με ένα ατσάλινο κοντάρι· μια σουσουράδα πηδάει από πλάκα σε πλάκα σε μια αυλή στο Βερολίνο αναζητώντας σαλιγκάρια να φάει· και στο Εθνικό Πολιτικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο του Σουλπφόρτα εκατόν δεκαεννέα δωδεκάχρονοι και δεκατριάχρονοι περιμένουν στην ουρά πίσω από ένα φορτηγό για να πάρουν αντιαρματικές νάρκες ξηράς δεκατριών κιλών, παιδιά που, σε ακριβώς οχτώ μήνες από τώρα, εγκατελειμμένα μέσα στη ρωσική προέλαση, με τη σχολή αποκομμένη σαν νησί, θα λάβουν ένα κουτί με τις τελευταίες σοκολάτες υγείας του Ράιχ και κράνη της Βέρμαχτ περισυλλεγμένα από νεκρούς στρατιώτες, και κατόπιν αυτή η τελευταία σοδειά της νεολαίας του έθνους θα εφορμήσει με τη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
553
σοκολάτα να λιώνει στα σωθικά της, τα υπερμεγέθη κράνη να χοροπηδάνε στα κουρεμένα κεφάλια τους και εξήντα εκτοξευτήρες ρουκετών Panzerfaust στο χέρι, σε έναν τελευταίο σπασμό ματαιότητας, για να προασπίσουν μια γέφυρα που δε χρειάζεται πια προάσπιση, ενώ τανκ T-34 από τον Λευκό Ρωσικό στρατό θα κατεβαίνουν με θόρυβο και βουητό προς το μέρος τους για να τους αφανίσουν όλους, μέχρι τον τελευταίο· στο Σαιν Μ αλό χαράζει, και από την άλλη πλευρά της ντουλάπας ακούγεται μια σύσπαση – ο Βέρνερ ακούει τη Μ αρί Λορ να εισπνέει, η Μ αρί Λορ ακούει τον Βέρνερ να σέρνει τρία δάχτυλα πάνω στο ξύλο με έναν ήχο που δε διαφέρει πολύ από τον ήχο του δίσκου που γυρνάει κάτω από την επιφάνεια της βελόνας, ενώ τα πρόσωπά τους απέχουν όσο ένα χέρι απλωμένο. «Es-tu là? Είσαι εκεί;» τη ρωτάει.
554
ANTHONY DOERR
Είσαι εκεί;
ΕΙΝΑΙ
ΦΑΝΤΑΣΜΑ . Είναι από κάποιον άλλο κόσμο. Είναι ο μπαμπάς, η μαντάμ Μ ανέκ, ο Ετιέν· είναι όλοι όσοι την άφησαν που επιτέλους γυρίζουν πίσω. Πίσω από το ξύλο της φωνάζει: «Δε σε σκοτώνω. Σε ακούω. Στο ραδιόφωνο. Γι’ αυτό έρχομαι». Κάνει παύση πασχίζοντας να μεταφράσει: «Το τραγούδι, φως του φεγγαριού;» Η Μ αρί Λορ σχεδόν χαμογελάει. Όλοι ερχόμαστε στη ζωή σαν ένα κύτταρο, μικρότερο από κόκκο σκόνης. Πολύ μικρότερο. Διαίρεση. Πολλαπλασιασμός. Πρόσθεση και αφαίρεση. Η ύλη αλλάζει χέρια, τα άτομα ρέουν μέσα και έξω, μόρια περιστρέφονται, πρωτεΐνες συνενώνονται, μιτοχόνδρια στέλνουν τις οξειδωτικές εντολές τους· ξεκινάμε σαν ένα μικροσκοπικό ηλεκτρονικό σμήνος. Οι πνεύμονες, ο εγκέφαλος, η καρδιά. Σαράντα εβδομάδες αργότερα έξι τρισεκατομμύρια κύτταρα συνθλίβονται στη μέγγενη του κόλπου της μητέρας μας και ουρλιάζουμε. Κι ύστερα μας αναλαμβάνει ο κόσμος. Η Μ αρί Λορ ανοίγει την ντουλάπα. Ο Βέρνερ την πιάνει από το χέρι και τη βοηθάει να βγει. Τα πόδια της βρίσκουν το πάτωμα του δωματίου του παππού της. «M es souliers» του λέει. «Δεν έχω καταφέρει να βρω τα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
παπούτσια μου».
555
556
ANTHONY DOERR
Η δεύτερη κονσέρβα
ΤΟ ΚΟΡ ΙΤΣΙ ΚΑΘΕΤΑΙ
εντελώς ακίνητο στη γωνία και τυλίγει το παλτό γύρω από τα γόνατά της. Ο τρόπος που φέρνει τους αστραγάλους της στον πισινό της. Ο τρόπος που φτερουγίζουν τα δάχτυλά της στον χώρο γύρω της. Το καθετί είναι κάτι που εκείνος ελπίζει να μην ξεχάσει ποτέ. Στα ανατολικά βροντούν τα πυροβόλα. Βομβαρδίζουν πάλι την ακρόπολη, και η ακρόπολη ανταποδίδει τον βομβαρδισμό. Η εξάντληση τον κατακλύζει. Λέει στα γαλλικά: «Θα γίνει Waffenruhe – κατάπαυση του πυρός. Το μεσημέρι. Για να φύγει ο κόσμος από την πόλη. Μ πορώ να σε βγάλω». «Είσαι σίγουρος;» «Όχι» της λέει. «Δεν είμαι σίγουρος». Σιωπή. Εκείνος περιεργάζεται το παντελόνι του, το σκονισμένο χιτώνιο. Η στολή τον κάνει συνένοχο σε όλα όσα μισεί αυτό το κορίτσι. «Υπάρχει νερό» της λέει και περνάει στο άλλο δωμάτιο του πέμπτου ορόφου, χωρίς να κοιτάξει το σώμα του φον Ρούμπελ στο κρεβάτι της, και φέρνει τον δεύτερο κουβά. Ολόκληρο το κεφάλι της εξαφανίζεται μέσα στο χείλος του, και τα χέρια της, που μοιάζουν με κλαράκια, κρέμονται στα πλαϊνά του ενώ πίνει με μεγάλες γουλιές. «Είσαι πολύ γενναία» της λέει.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
557
Εκείνη χαμηλώνει τον κουβά. «Πώς σε λένε;» τον ρωτάει. Εκείνος της λέει τ’ όνομά του. «Όταν έχασα το φως μου, Βέρνερ, οι άλλοι είπαν ότι ήμουν γενναία. Όταν έφυγε ο πατέρας μου, οι άλλοι είπαν ότι ήμουν γενναία. Αλλά δεν είναι γενναιότητα· δεν έχω άλλη επιλογή. Ξυπνάω και ζω τη ζωή μου. Κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις;» «Όχι, πολλά χρόνια τώρα» της αποκρίνεται. «Αλλά σήμερα, σήμερα ίσως». Τα γυαλιά της έχουν χαθεί και οι κόρες των ματιών της μοιάζουν σαν να είναι γεμάτες γάλα, αλλά παραδόξως δεν τον τρομάζουν. Θυμάται μια φράση της φράου Έλενας: belle laide – όμορφη άσχημη. «Τι μέρα είναι;» Κοιτάζει γύρω του. Καψαλισμένες κουρτίνες και καπνιά απλωμένη στο ταβάνι, από το παράθυρο ξεκολλάει χαρτόνι και στο δωμάτιο μπαίνει το πρώτο αχνό φως της χαραυγής. «Δεν ξέρω. Πρωί». Μ ια οβίδα περνάει ουρλιάζοντας πάνω από το σπίτι. Ο Βέρνερ σκέφτεται: Το μόνο που θέλω είναι να καθίσω εδώ μαζί της για χίλιες ώρες. Όμως η οβίδα σκάει κάπου και το σπίτι τρίζει, κι εκείνος λέει: «Ήταν ένας άντρας που χρησιμοποιούσε τον πομπό που έχεις. Που μετέδιδε μαθήματα για την επιστήμη. Όταν ήμουν μικρός. Τον άκουγα με την αδερφή μου». «Ήταν η φωνή του παππού μου. Τον άκουγες;» «Πολλές φορές. Μ ας άρεσαν πολύ». Το παράθυρο λάμπει. Το αργό πορφυροκίτρινο φως της αυγής διεισδύει στο δωμάτιο. Όλα είναι πρόσκαιρα και οδυνηρά· όλα είναι προσωρινά. Το να είναι εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, ψηλά μέσα στο σπίτι, έξω από το υπόγειο, μαζί της: είναι σαν γιατρικό. «Θα έτρωγα μπέικον» του λέει. «Τι;» «Θα μπορούσα να φάω ένα ολόκληρο γουρούνι». Της χαμογελάει: «Θα μπορούσα να φάω ολόκληρη αγελάδα».
558
ANTHONY DOERR
«Η γυναίκα που έμενε πιο παλιά εδώ, η οικονόμος, έφτιαχνε τις καλύτερες ομελέτες του κόσμου». «Όταν ήμουν μικρός» της λέει, ή ελπίζει ότι της λέει «μαζεύαμε μούρα δίπλα στον Ρουρ. Η αδερφή μου κι εγώ. Βρίσκαμε μούρα μεγάλα σαν τον αντίχειρά μας». Το κορίτσι μπαίνει μπουσουλώντας μέσα στην ντουλάπα, ανεβαίνει μια σκάλα και ξανακατεβαίνει κρατώντας μια βουλιαγμένη μεταλλική κονσέρβα. «Βλέπεις τι είναι;» «Δεν έχει ετικέτα». «Δε νομίζω να είχε ποτέ». «Φαγητό είναι;» «Ας την ανοίξουμε να δούμε». Μ ε ένα χτύπημα με τη βοήθεια του τούβλου εκείνος τρυπάει την κονσέρβα με τη μύτη του μαχαιριού. Το μυρίζει αμέσως: το άρωμα είναι τόσο γλυκό, τόσο εξωφρενικά γλυκό, που παραλίγο να λιποθυμήσει. Πώς τα λένε στα γαλλικά; Pêches. Les pêches. Το κορίτσι σκύβει προς τα εμπρός· οι φακίδες ανθίζουν στα μάγουλά της ενώ εισπνέει. «Θα τα μοιραστούμε» του λέει. «Γι’ αυτό που έκανες». Χτυπάει το μαχαίρι δεύτερη φορά, πριονίζει το μέταλλο και λυγίζει το καπάκι προς τα πάνω. «Πρόσεχε» της λέει και της δίνει την κονσέρβα. Εκείνη βουτάει μέσα δύο δάχτυλα και ξεθάβει ένα υγρό, μαλακό, γλιστερό πράγμα. Ύστερα κάνει το ίδιο κι εκείνος. Το πρώτο ροδάκινο κατεβαίνει γλιστρώντας στον λαιμό του σαν έκσταση. Μ ια ανατολή μέσα στο στόμα του. Τρώνε. Πίνουν το σιρόπι. Καθαρίζουν με τα δάχτυλά τους τα εσωτερικά τοιχώματα της κονσέρβας.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
559
Πουλιά της Αμερικής
ΠΟΣΑ ΘΑΥΜΑΤΑ κρύβει αυτό το σπίτι! Του δείχνει τον πομπό στη σοφίτα: τη διπλή μπαταρία, το παλιομοδίτικο ηλεκτρόφωνο, τη χειροκίνητη κεραία που ανεβοκατεβαίνει δίπλα στην καμινάδα με ένα πανέξυπνο σύστημα μοχλών. Ακόμα και έναν δίσκο φωνογράφου που του λέει ότι περιέχει τη φωνή του παππού της, τα μαθήματα φυσικών επιστημών για παιδιά. Και τα βιβλία! Οι κάτω όροφοι είναι καλυμμένοι από βιβλία –Μ πεκερέλ, Λαβουαζιέ, Φίσερ–, μια ζωή ανάγνωσης. Τι ωραία που θα ήταν να περάσει δέκα χρόνια μέσα σ’ αυτό το ψηλό, στενό σπίτι, προφυλαγμένος από τον κόσμο, μελετώντας τα μυστικά του, διαβάζοντας τα βιβλία του, κοιτώντας αυτή την κοπέλα. «Πιστεύεις» τη ρωτάει «ότι ο πλοίαρχος Νέμο επέζησε από τη δίνη;» Η Μ αρί Λορ κάθεται στο πλατύσκαλο του τέταρτου ορόφου με το τεράστιο παλτό της σαν να περιμένει τρένο. «Όχι» του απαντάει. «Ναι. Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι αυτό είναι το νόημα, έτσι δεν είναι; Να αναρωτιόμαστε». Τεντώνει τον λαιμό της. «Ήταν τρελός. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν ήθελα να πεθάνει». Στη γωνία του γραφείου του θείου της, ανάμεσα σε έναν κυκεώνα από βιβλία, βρίσκει ένα αντίτυπο των Πουλιών της Αμερικής. Ανατύπωση, όχι τόσο μεγάλο όσο εκείνο που είχε δει
560
ANTHONY DOERR
στο σαλόνι του Φρίντριχ, αλλά εντυπωσιακό όπως και να ’χει: τετρακόσιες τριάντα πέντε γκραβούρες. Το βγάζει στη σκάλα. «Σου το έχει δείξει αυτό ο θείος σου;» «Τι είναι;» «Πουλιά. Αμέτρητα πουλιά». Έξω οι οβίδες πηγαινοέρχονται. «Πρέπει να κατεβούμε πιο χαμηλά» του λέει. Αλλά προς στιγμήν δεν κουνιούνται. Ορτύκι της Καλιφόρνιας. Σούλα η κοινή. Πελεκάνος φρεγάτα. Ο Βέρνερ βλέπει ακόμη τον Φρίντριχ γονατισμένο στο παράθυρό του, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι. Το μικρό γκρίζο πουλάκι που χοροπηδούσε στα κλαριά. Δε σου πολυγεμίζει το μάτι, ε; «Μ πορώ να κρατήσω μια σελίδα;» «Γιατί όχι; Θα φύγουμε σε λίγο, έτσι δεν είναι; Όταν θα είναι ασφαλές;» «Το μεσημέρι». «Πώς θα ξέρουμε ότι ήρθε η ώρα;» «Μ όλις σταματήσουν να ρίχνουν». Έρχονται τα αεροπλάνα. Δεκάδες αεροπλάνα. Ο Βέρνερ τρέμει ανεξέλεγκτα. Η Μ αρί Λορ τον πηγαίνει στο ισόγειο, όπου όλα είναι σκεπασμένα με ενάμιση πόντο στάχτη και καπνιά, κι εκείνος παραμερίζει τα αναποδογυρισμένα έπιπλα, ανοίγει την καταπακτή του κελαριού και κατεβαίνουν κάτω. Κάπου από πάνω τους τριάντα βομβαρδιστικά ελευθερώνουν το φορτίο τους, και ο Βέρνερ κι η Μ αρί Λορ αισθάνονται το έδαφος να τραντάζεται, ακούνε τις εκρήξεις από την άλλη πλευρά του ποταμού. Άραγε, θα μπορούσε, με τη βοήθεια κάποιου θαύματος, να συνεχιστεί αυτό; Θα μπορούσαν να μείνουν κρυμμένοι εδώ μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος; Ώσπου να σταματήσουν οι στρατοί να πηγαινοέρχονται πάνω από τα κεφάλια τους, ώσπου το μόνο που θα χρειάζεται να κάνουν θα ’ναι ν’ ανοίξουν την πόρτα και να κάνουν μερικές πέτρες στην άκρη και το σπίτι να έχει γίνει ένα ερείπιο δίπλα στη θάλασσα; Ώσπου να μπορέσει να κρατήσει τα
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
561
δάχτυλά της στις παλάμες του και να την οδηγήσει έξω στη λιακάδα; Θα πήγαινε οπουδήποτε για να το πραγματοποιήσει, θα υπέμενε τα πάντα· σε έναν χρόνο, σε τρία ή σε δέκα χρόνια η Γαλλία και η Γερμανία δε θα σήμαιναν αυτό που σημαίνουν σήμερα· θα μπορούσαν να φύγουν από το σπίτι και να πάνε σε ένα τουριστικό εστιατόριο και να παραγγείλουν μαζί ένα απλό γεύμα και να το φάνε σιωπηλοί, μέσα σ’ εκείνη την άνετη σιωπή που μοιράζονται οι εραστές. «Ξέρεις» ρωτάει η Μ αρί Λορ με απαλή φωνή «γιατί ήρθε εδώ εκείνος ο άντρας;» «Λόγω του πομπού;» Αναρωτιέται ακόμα και ενώ το λέει. «Ίσως» του αποκρίνεται. «Ίσως γι’ αυτό». Σ’ ένα λεπτό έχουν αποκοιμηθεί.
562
ANTHONY DOERR
Κατάπαυση πυρός
ΚΟΚΚΩΔΕΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡ ΙΝΟ ΦΩΣ ξεχύνεται από την ανοιχτή καταπακτή μέσα στο κελάρι. Μ πορεί να έχει πάει ήδη απόγευμα. Δεν ακούγονται εκρήξεις. Για μερικούς παλμούς ο Βέρνερ την παρακολουθεί να κοιμάται. Ύστερα κάνουν γρήγορα. Δε βρίσκει τα παπούτσια που του ζητάει, αλλά βρίσκει ένα ζευγάρι αντρικά μοκασίνια σε μια ντουλάπα και τη βοηθάει να τα φορέσει. Βάζει πάνω από τη στολή του ένα τουίντ παντελόνι του Ετιέν, μαζί με ένα πουκάμισο με πολύ μακριά μανίκια. Αν συναντήσουν Γερμανούς, θα μιλήσει μόνο γαλλικά, θα πει ότι τη βοηθάει να φύγει από την πόλη. Αν συναντήσουν Αμερικανούς, θα τους πει ότι αυτομόλησε. «Θα υπάρχει ένα σημείο συνάθροισης» της λέει «κάπου όπου συγκεντρώνουν τους πρόσφυγες», αν και δεν είναι σίγουρος ότι τα λέει σωστά. Ο Βέρνερ βρίσκει μια λευκή μαξιλαροθήκη σε ένα αναποδογυρισμένο ντουλάπι και τη χώνει όπως είναι διπλωμένη στην τσέπη του παλτού της. «Όταν έρθει η ώρα, κράτα το όσο πιο ψηλά μπορείς». «Θα προσπαθήσω. Το μπαστούνι μου;» «Ορίστε». Στο χολ διστάζουν. Κανείς τους δεν είναι σίγουρος τι τους περιμένει από την άλλη πλευρά της πόρτας. Ο Βέρνερ θυμάται τη
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
563
ζεστή σαν καμίνι αίθουσα χορού από τις εισαγωγικές εξετάσεις πριν από τέσσερα χρόνια: τη σκάλα που ήταν καρφωμένη στον τοίχο, την άλικη σημαία με τον λευκό κύκλο και τον μαύρο σταυρό από κάτω. Βγαίνεις μπροστά· πηδάς. Έξω, στον δρόμο, παντού υπάρχουν βουνά από χαλάσματα. Καμινάδες υψώνονται με τα τούβλα εκτεθειμένα στο φως. Καπνός απλώνεται στον ουρανό. Ξέρει ότι οι οβίδες έρχονταν από τα ανατολικά, ότι πριν από έξι μέρες οι Αμερικανοί κόντευαν να φτάσουν στο Παραμέ, κι έτσι οδηγεί τη Μ αρί Λορ προς εκείνη την κατεύθυνση. Από στιγμή σε στιγμή θα τους δουν, είτε οι Αμερικανοί είτε ο δικός του στρατός, και θα τους αναγκάσουν να κάνουν κάτι. Να δουλέψουν, να συμμετάσχουν, να ομολογήσουν, να πεθάνουν. Από κάπου ακούγεται ο ήχος της φωτιάς: ο ήχος που βγάζουν τα ξερά τριαντάφυλλα όταν γίνονται σκόνη μέσα σε μια γροθιά. Κανένας άλλος ήχος· ούτε κινητήρες, ούτε αεροπλάνα, ούτε ο απόμακρος κρότος πυροβολισμών, ούτε ουρλιαχτά τραυματισμένων αντρών, ούτε γαβγίσματα σκύλων. Την πιάνει από το χέρι και τη βοηθάει να περάσει πάνω από τους σωρούς. Δεν πέφτουν οβίδες ούτε σκάνε τουφέκια, το φως είναι απαλό και πλημμυρισμένο από στάχτη. Γιούττα, σκέφτεται, επιτέλους σε άκουσα. Για δυο τετράγωνα δε βλέπουν κανέναν. Ίσως ο Φολκχάιμερ να τρώει – έτσι θα ήθελε να τον φαντάζεται ο Βέρνερ, τον θεόρατο Φολκχάιμερ να τρώει μόνος του σε ένα τραπεζάκι με θέα τη θάλασσα. «Είναι πολύ ήσυχα». Η φωνή της είναι σαν ένα φωτεινό, καθαρό κομμάτι ουρανού. Το πρόσωπό της, ένας αγρός από φακίδες. Ο Βέρνερ σκέφτεται: Δε θέλω να σε αφήσω να φύγεις. «Μ ας παρακολουθούν;» «Δεν ξέρω. Δεν το νομίζω». Στο παρακάτω τετράγωνο βλέπει κίνηση: τρεις γυναίκες που κουβαλάνε μπόγους. Η Μ αρί Λορ τον τραβάει από το μανίκι: «Ποια είναι αυτή η κάθετος;»
564
ANTHONY DOERR
«Η οδός Λοριέ». «Έλα» του λέει και προχωράει χτυπώντας πέρα δώθε το μπαστούνι της με το δεξί της χέρι. Στρίβουν δεξιά και μετά αριστερά, περνούν μια καρυδιά σαν γιγάντια απανθρακωμένη οδοντογλυφίδα μπηγμένη στο έδαφος, περνούν δυο κοράκια που τσιμπάνε κάτι απροσδιόριστο, μέχρι που φτάνουν στη βάση του τείχους. Αιωρούμενες κληματσίδες κισσού κρέμονται από μια αψίδα πάνω από ένα στενό δρομάκι. Δεξιά του, στο βάθος, ο Βέρνερ βλέπει μια γυναίκα με μπλε ταφτά να σέρνει μια μεγάλη, παραγεμισμένη βαλίτσα στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Την ακολουθεί ένα αγόρι που φοράει παντελόνι για μικρότερο παιδί, με τον μπερέ σπρωγμένο πίσω στο κεφάλι του και ένα γυαλιστερό ημίπαλτο. «Υπάρχουν πολίτες που φεύγουν, μαμζέλ. Να τους φωνάξω;» «Μ ια στιγμή μόνο». Τον οδηγεί πιο βαθιά στο δρομάκι. Γλυκός, ασυγκράτητος θαλασσινός αέρας ξεχύνεται από ένα κενό που δεν μπορεί να δει στον τοίχο: η ατμόσφαιρα πάλλεται. Στο τέρμα του δρόμου φτάνουν σε μια στενή καγκελόπορτα. Βγάζει ένα κλειδί από την τσέπη του παλτού της. «Είναι ψηλά η παλίρροια;» Ο Βέρνερ μπορεί να διακρίνει έναν χαμηλό χώρο πίσω από την καγκελόπορτα, φραγμένο με σχάρα στην απέναντι πλευρά. «Έχει νερό εκεί κάτω. Πρέπει να κάνουμε γρήγορα». Όμως εκείνη περνάει ήδη την πόρτα και κατεβαίνει μέσα στην κρύπτη με τα μεγάλα παπούτσια της, προχωρώντας με αυτοπεποίθηση, διατρέχοντας με τα δάχτυλά της τους τοίχους σαν να είναι παλιοί φίλοι που ίσως να μην τους ξαναδεί ποτέ. Η παλίρροια σπρώχνει αφρούς μέσα στη λιμνούλα, βρέχει τις γάμπες της και μουσκεύει τον ποδόγυρο του φουστανιού της. Βγάζει από το παλτό της ένα ξύλινο πραγματάκι και το αφήνει μέσα στο νερό. Μ ιλάει σιγανά και η φωνή της κάνει αντίλαλο: «Πρέπει να μου πεις, πήγε στον ωκεανό; Πρέπει να πάει στον ωκεανό». «Πήγε. Πρέπει να φύγουμε, μαμζέλ». «Είσαι σίγουρος ότι είναι μέσα στο νερό;»
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
565
«Ναι». Βγαίνει ξέπνοη. Τον σπρώχνει έξω από την πόρτα και την κλειδώνει πίσω τους. Της δίνει το μπαστούνι της. Ύστερα παίρνουν ξανά το δρομάκι και τα παπούτσια της βγάζουν έναν υγρό ήχο ενώ περπατάει. Περνάνε πάλι από τον κισσό που κρέμεται. Στρίβουν αριστερά. Ευθεία μπροστά τους ένα ακανόνιστο ανθρώπινο ποτάμι περνάει μια διασταύρωση: μια γυναίκα, ένα παιδί, δυο άντρες που κουβαλάνε έναν τρίτο πάνω σε φορείο, και οι τρεις με τσιγάρα στο στόμα. Το σκοτάδι επιστρέφει στα μάτια του Βέρνερ και του έρχεται λιποθυμία. Σύντομα τα πόδια του θα λυγίσουν. Μ ια γάτα που κάθεται στον δρόμο γλείφει το πόδι της και νίβει το πρόσωπό της κοιτώντας τον. Σκέφτεται τους ηλικιωμένους, διαλυμένους ανθρακωρύχους που έβλεπε στο Τσολλφεράιν, που κάθονταν πάνω σε καρέκλες ή αναποδογυρισμένα καφάσια ασάλευτοι για ώρες περιμένοντας να πεθάνουν. Για τέτοιους ανθρώπους ο χρόνος ήταν κατάχρηση, ένα βαρέλι που έβλεπαν σιγά σιγά να αδειάζει. Ενώ στην πραγματικότητα, σκέφτεται, είναι μια λαμπερή λιμνούλα που κουβαλάς στις χούφτες σου· θα έπρεπε να αφιερώνεις όλη σου την ενέργεια προστατεύοντάς τον. Παλεύοντας γι’ αυτόν. Πασχίζοντας να μη χύσεις ούτε μια σταγόνα. «Τώρα» της λέει στα πιο καθαρά γαλλικά που μπορεί «ορίστε η μαξιλαροθήκη. Ακούμπησε το χέρι σου στον τοίχο. Τον αισθάνεσαι; Θα φτάσεις σε μια διασταύρωση, συνέχισε ευθεία. Ο δρόμος φαίνεται καθαρός. Κράτα τη μαξιλαροθήκη ψηλά. Έτσι μπροστά σου, κατάλαβες;» Γυρίζει προς το μέρος του και δαγκώνει το κάτω χείλος της: «Θα πυροβολήσουν». «Όχι με λευκή σημαία. Όχι κορίτσι. Υπάρχουν κι άλλοι μπροστά. Ακολούθησε αυτόν τον τοίχο». Της βάζει το χέρι στον τοίχο για δεύτερη φορά. «Κάνε γρήγορα. Θυμήσου τη μαξιλαροθήκη». «Κι εσύ;» «Θα πάω προς την αντίθετη κατεύθυνση». Γυρίζει το πρόσωπό της προς το δικό του και, παρόλο που δεν
566
ANTHONY DOERR
μπορεί να τον δει, το βλέμμα της του φαίνεται αβάσταχτο. «Δε θα έρθεις μαζί μου;» «Θα είναι καλύτερα για σένα να μη σε δει κανείς μαζί μου». «Και τότε πώς θα σε ξαναβρώ;» «Δεν ξέρω». Απλώνει το χέρι της για να πιάσει το δικό του, βάζει κάτι στην παλάμη του και την κάνει γροθιά. «Αντίο, Βέρνερ». «Αντίο, Μ αρί Λορ». Ύστερα φεύγει. Κάθε λίγα βήματα η άκρη του μπαστουνιού της χτυπάει σε μια σπασμένη πέτρα και της παίρνει ώρα να βρει δρόμο να την παρακάμψει. Βήμα, βήμα, παύση. Βήμα, βήμα ξανά. Το μπαστούνι της κάνει δοκιμές, το βρεγμένο στρίφωμα του φουστανιού της ταλαντεύεται, η άσπρη μαξιλαροθήκη είναι σηκωμένη ψηλά. Εκείνος δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω της μέχρι που περνάει τη διασταύρωση, διασχίζει το επόμενο τετράγωνο και χάνεται από τα μάτια του. Περιμένει να ακούσει φωνές. Όπλα. Θα τη βοηθήσουν. Πρέπει. Όταν ανοίγει το χέρι, έχει ένα σιδερένιο κλειδάκι στην παλάμη του.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
567
Σοκολάτα
Η ΜΑΝΤΑΜ Ρ ΙΕΛ
βρίσκει τη Μ αρί Λορ το ίδιο βράδυ σε ένα επιταγμένο σχολείο. Την πιάνει από το χέρι και δεν την αφήνει. Η ομάδα πολιτικών υποθέσεων έχει κατασχέσει στοίβες γερμανικής σοκολάτας σε ορθογώνια κουτιά και η Μ αρί Λορ με τη μαντάμ Ριέλ τρώνε τόσο πολλές σοκολάτες, που χάνουν τον λογαριασμό. Το πρωί οι Αμερικανοί καταλαμβάνουν τον πύργο και την τελευταία αντιαεροπορική πυροβολαρχία και απελευθερώνουν τους κρατούμενους στο Κάστρο Νασιονάλ. Η μαντάμ Ριέλ βγάζει τον Ετιέν από την ουρά όπου περιμένει για εξακρίβωση στοιχείων κι εκείνος κλείνει τη Μ αρί Λορ στην αγκαλιά του. Ο συνταγματάρχης που κρατάει το υπόγειο οχυρό από την άλλη πλευρά του ποταμού αντέχει άλλες τρεις μέρες, μέχρι που ένα αμερικανικό αεροπλάνο που λέγεται Αστραπή ρίχνει ναπάλμ από έναν αεραγωγό, πετυχαίνοντας μια βολή που η πιθανότητα να συμβεί είναι μία στο εκατομμύριο, και πέντε λεπτά αργότερα ένα άσπρο σεντόνι σηκώνεται δημιουργώντας ιστό και η πολιορκία του Σαιν Μ αλό τελειώνει. Αποσπάσματα αποναρκοθέτησης απομακρύνουν όλους τους εμπρηστικούς μηχανισμούς που βρίσκουν, φωτογράφοι του στρατού έρχονται με τα τρίποδά τους και μια χούφτα κάτοικοι επιστρέφουν από αγροκτήματα, χωράφια και κελάρια και περιπλανιούνται στους κατεστραμμένους δρόμους. Στις 25 Αυγούστου επιτρέπουν στη μαντάμ Ριέλ να
568
ANTHONY DOERR
επιστρέψει στην πόλη για να ελέγξει την κατάσταση του αρτοποιείου, αλλά ο Ετιέν με τη Μ αρί Λορ ταξιδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη Ρεν, όπου κλείνουν δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο που λέγεται Σύμπαν και διαθέτει θερμοσίφωνες που λειτουργούν· ο καθένας τους κάνει από ένα δίωρο μπάνιο. Στο τζάμι του παραθύρου, ενώ πέφτει η νύχτα, ο Ετιέν παρακολουθεί την αντανάκλασή της ενώ εκείνη κατευθύνεται ψηλαφώντας τον χώρο προς το κρεβάτι. Τα χέρια της πιέζουν το πρόσωπό της κι ύστερα πέφτουν. «Θα πάμε στο Παρίσι» της λέει. «Δεν έχω πάει ποτέ. Θα μου το δείξεις εσύ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
569
Φως
Ο ΒΕΡ ΝΕΡ πιάνεται αιχμάλωτος ένα χιλιόμετρο έξω από το Σαιν Μ αλό από τρεις Γάλλους αντιστασιακούς με πολιτικά που τριγυρνούν στους δρόμους με ένα φορτηγό. Αρχικά πιστεύουν ότι έσωσαν έναν μικρόσωμο ασπρομάλλη γέρο. Ύστερα ακούνε την προφορά του, παρατηρούν το γερμανικό χιτώνιο κάτω από το παμπάλαιο πουκάμισο και αποφασίζουν ότι έπιασαν κατάσκοπο, καταπληκτικό λαβράκι. Έπειτα συνειδητοποιούν το νεαρό της ηλικίας του. Τον παραδίδουν σε έναν Αμερικανό διοικητικό υπάλληλο σε ένα επιταγμένο ξενοδοχείο που έχει μετατραπεί σε κέντρο αφοπλισμού. Στην αρχή ο Βέρνερ ανησυχεί ότι θα τον πάρουν στα υπόγεια –σας παρακαλώ, όχι σε άλλο μπουντρούμι–, αλλά τον ανεβάζουν στον δεύτερο όροφο, όπου ένας εξαντλημένος διερμηνέας που εδώ και έναν μήνα καταχωρίζει Γερμανούς αιχμαλώτους σημειώνει το όνομά του και τον βαθμό του και του κάνει μερικές τυπικές ερωτήσεις, ενώ ο υπάλληλος ψάχνει στα γρήγορα τον σάκο του και του τον δίνει πίσω. «Μ ια κοπέλα» λέει ο Βέρνερ στα γαλλικά «μήπως είδατε…;» Αλλά ο διερμηνέας απλώς χαμογελάει κυνικά και λέει στον υπάλληλο κάτι στα αγγλικά, λες και όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες που έχει ανακρίνει τον έχουν ρωτήσει για μια κοπέλα. Τον βγάζουν σε μια αυλή περιφραγμένη με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, όπου κάθονται άλλοι οχτώ εννιά Γερμανοί με τις
570
ANTHONY DOERR
ψηλές μπότες τους, κρατώντας στραπατσαρισμένες καραβάνες, ο ένας φορώντας τα γυναικεία ρούχα με τα οποία προσπάθησε προφανώς να λιποτακτήσει. Δύο υπαξιωματικοί, τρεις στρατιώτες, κι ο Φολκχάιμερ πουθενά. Το βράδυ τους σερβίρουν σούπα σε ένα καζάνι και ο Βέρνερ κατεβάζει τέσσερις μερίδες με ένα τενεκεδένιο κύπελλο. Πέντε λεπτά αργότερα κάνει εμετό στη γωνία. Δεν μπορεί να κρατήσει τη σούπα στο στομάχι του ούτε το επόμενο πρωί. Κοπάδια από σύννεφα πλέουν στον ουρανό. Το αριστερό του αυτί δε δέχεται κανέναν ήχο. Φέρνει στον νου του εικόνες της Μ αρί Λορ –τα χέρια της, τα μαλλιά της–, παρόλο που ταυτόχρονα ανησυχεί πως αν συγκεντρωθεί πάνω τους πολλή ώρα κινδυνεύει να τις φθείρει. Μ ία μέρα μετά τη σύλληψή του τον οδηγούν ανατολικά μαζί με άλλους είκοσι, για να μπει σε μια μεγαλύτερη ομάδα που είναι μαντρωμένη σε μια αποθήκη. Μ έσα από τις ανοιχτές πόρτες δε βλέπει το Σαιν Μ αλό, αλλά ακούει τα αεροπλάνα, εκατοντάδες αεροπλάνα, ενώ ένα τεράστιο σύννεφο καπνού κρέμεται μέρα νύχτα στον ορίζοντα. Οι γιατροί προσπαθούν δύο φορές να του δώσουν χυλό αλλά δε μένει στο στομάχι του. Δεν έχει καταφέρει να φάει τίποτα χωρίς να κάνει εμετό από τότε που έφαγε τα ροδάκινα. Μ πορεί να επιστρέφει ο πυρετός· μπορεί να δηλητηριάστηκε από τη λάσπη που ήπιαν στο κελάρι του ξενοδοχείου. Μ πορεί το σώμα του να παραιτήθηκε. Αν δε φάει, το καταλαβαίνει, θα πεθάνει. Αλλά όταν τρώει νιώθει σαν να πεθαίνει. Από την αποθήκη πηγαίνουν στην Ντινάν. Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι είναι έφηβοι ή μεσήλικοι άντρες, τσακισμένα απομεινάρια διαφόρων λόχων. Κουβαλάνε κάπες, σάκους, καφάσια· μερικοί έχουν ζωηρόχρωμες βαλίτσες – ποιος ξέρει από πού τις πήραν. Ανάμεσά τους βρίσκονται δυάδες αντρών που πολέμησαν πλάι πλάι, αλλά οι περισσότεροι είναι άγνωστοι μεταξύ τους κι όλοι έχουν δει πράγματα που θέλουν να ξεχάσουν. Έχουν πάντα την αίσθηση πως πίσω τους βρίσκεται μια παλίρροια που φουσκώνει, φουσκώνει κουβαλώντας μια αργή, εκδικητική οργή. Ταξιδεύει με το τουίντ παντελόνι του θείου της Μ αρί Λορ·
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
571
στον ώμο του έχει τον σάκο του. Δεκαοχτώ χρόνων. Σε όλη του τη ζωή οι δάσκαλοι στη σχολή, το ραδιόφωνο, οι αρχηγοί του του μιλούσαν για το μέλλον. Αλλά τι μέλλον του μένει; Ο δρόμος μπροστά του είναι άδηλος και οι γραμμές των σκέψεών του στρέφονται όλες προς τα μέσα: βλέπει τη Μ αρί Λορ με το μπαστούνι της να χάνεται στο βάθος του δρόμου σαν στάχτη που έμεινε απ’ τη φωτιά και μια λαχτάρα συντρίβεται στο κάτω μέρος των πλευρών του. Την πρώτη του Σεπτέμβρη ο Βέρνερ δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του όταν ξυπνάει. Δυο συγκρατούμενοί του τον βοηθούν να πάει μέχρι το μπάνιο κι ύστερα τον ξαπλώνουν στο γρασίδι. Ένας νεαρός Καναδός με κράνος γιατρού εξετάζει τα μάτια του με έναν φακό και τον φορτώνει σε ένα καμιόνι που τον μεταφέρει σε μια σκηνή γεμάτη ετοιμοθάνατους. Μ ια νοσοκόμα του βάζει ορό στο χέρι. Τον ταΐζει ένα διάλυμα με το κουτάλι. Επί μία εβδομάδα ζει στο παράξενο, πρασινωπό φως κάτω από το καραβόπανο της τεράστιας σκηνής, με τον σάκο σφιγμένο στο ένα χέρι και τις σκληρές γωνίες του μικρού ξύλινου σπιτιού στο άλλο. Μ όλις βρίσκει κουράγιο, το πασπατεύει. Γυρνάς την καμινάδα, βγάζεις τα τρία φύλλα της σκεπής, κοιτάζεις μέσα. Είναι πολύ έξυπνα φτιαγμένο. Καθημερινά γύρω του άλλη μια ψυχή δραπετεύει στον ουρανό και έχει την εντύπωση πως ακούει μουσική από κάπου μακριά, σαν να έκλεισε μια πόρτα μπροστά σε ένα μεγάλο, παλιό ραδιόφωνο και να μπορεί να το ακούσει μόνο όταν ακουμπάει το καλό του αυτί στο υλικό του ράντσου του, παρόλο που η μουσική είναι απαλή και υπάρχουν στιγμές που δεν είναι σίγουρος αν ακούγεται στ’ αλήθεια. Υπάρχει κάτι που πρέπει να τον θυμώσει, ο Βέρνερ είναι σίγουρος, αλλά δεν μπορεί να πει τι είναι. «Δεν τρώει» λέει μια νοσοκόμα στα αγγλικά. Περιβραχιόνιο γιατρού. «Πυρετός;» «Υψηλός». Ακολουθούν κι άλλες λέξεις. Μ ετά αριθμοί. Σ’ ένα όνειρο βλέπει μια φωτεινή κρυστάλλινη νύχτα που τα κανάλια έχουν
572
ANTHONY DOERR
όλα παγώσει, τα φώτα στα σπίτια των ανθρακωρύχων είναι αναμμένα και οι αγρότες κάνουν πατινάζ ανάμεσα στα χωράφια. Βλέπει ένα υποβρύχιο να κοιμάται στα άφεγγα βάθη του Ατλαντικού· η Γιούττα κολλάει το πρόσωπό της σε ένα φινιστρίνι και ανασαίνει πάνω στο τζάμι. Σχεδόν περιμένει να εμφανιστεί το τεράστιο χέρι του Φολκχάιμερ, να τον βοηθήσει να σηκωθεί και να τον κλείσει μέσα στο Όπελ. Και η Μ αρί Λορ; Άραγε, νιώθει ακόμα την πίεση του χεριού του στις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλά της όπως νιώθει εκείνος τα δικά της; Μ ια νύχτα ανασηκώνεται. Στα κρεβάτια γύρω του υπάρχουν καμιά δωδεκαριά άρρωστοι και τραυματίες. Ένας ζεστός σεπτεμβριάτικος αέρας φυσάει από την εξοχή και κάνει τους τοίχους της σκηνής να κυματίζουν. Το κεφάλι του Βέρνερ στρέφεται ελαφρά πάνω στον λαιμό του. Ο αέρας είναι δυνατός και φυσάει ακόμα πιο δυνατά, οι άκρες της σκηνής τανύζονται πάνω στα σκοινιά της κι όποτε σηκώνονται τα δυο φύλλα στις άκρες βλέπει τα δέντρα να τινάζονται και να λυγίζουν. Όλα θροΐζουν. Ο Βέρνερ κλείνει το παλιό του τετράδιο και το σπιτάκι στον σάκο του, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι μουρμουρίζει ερωτήσεις στον εαυτό του και η υπόλοιπη διαλυμένη συντροφιά κοιμάται. Ακόμα και η δίψα του έχει σβήσει. Νιώθει μόνο το ψυχρό, ατάραχο κύμα του φεγγαρόφωτου που χτυπάει τη σκηνή από πάνω του και σκορπίζεται. Εκεί έξω, μέσα από τα ανοιχτά φύλλα της σκηνής, τα σύννεφα τρέχουν πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Προς τη Γερμανία, προς το σπίτι. Ασημιά και μπλε, μπλε και ασημιά. Φύλλα χαρτιού κατρακυλάνε ανάμεσα στα κρεβάτια και κάτι μέσα στο στήθος του Βέρνερ σκιρτάει. Βλέπει τη φράου Έλενα να γονατίζει δίπλα στη σόμπα και να σκαλίζει τη φωτιά. Τα παιδιά στα κρεβάτια τους. Τη Γιούττα, μωρό, να κοιμάται στην κούνια της. Ο πατέρας του ανάβει μια λάμπα, μπαίνει σε έναν ανελκυστήρα και χάνεται. Η φωνή του Φολκχάιμερ: Τι θα μπορούσες να γίνεις. Το σώμα του Βέρνερ μοιάζει σαν να μην έχει βάρος κάτω από
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
573
την κουβέρτα, και πίσω από την πόρτα της σκηνής, που ανεμίζει, τα δέντρα χορεύουν και τα σύννεφα συνεχίζουν την τεράστια πορεία τους, κι εκείνος κατεβάζει το ένα πόδι μετά το άλλο από το κρεβάτι. «Ερνστ» λέει ο άντρας δίπλα του. «Ερνστ». Αλλά δεν υπάρχει Ερνστ· οι ξαπλωμένοι άντρες δεν απαντούν· ο Αμερικανός στρατιώτης στην πόρτα της σκηνής κοιμάται. Ο Βέρνερ περνάει από δίπλα του και βγαίνει στο χορτάρι. Ο αέρας μπαίνει κάτω από τη φανέλα του. Είναι χαρταετός, μπαλόνι. Μ ια φορά έφτιαξαν με τη Γιούττα ένα καραβάκι από απομεινάρια ξύλου και το πήγαν στο ποτάμι. Η Γιούττα το έβαψε με εκστατικά μοβ και πράσινα χρώματα και το ακούμπησε στο νερό με μεγάλη επισημότητα. Αλλά το καράβι μπατάρισε με το που το πήρε το ρεύμα. Προχώρησε παρακάτω, μακριά τους, και το κατάπιε το επίπεδο μαύρο νερό. Η Γιούττα κοιτούσε τον Βέρνερ με μάτια υγρά, τραβώντας τις ταλαιπωρημένες κλωστούλες από το πουλόβερ της. «Δεν πειράζει» της είπε. «Σχεδόν τίποτα δε γίνεται καλά με την πρώτη. Θα φτιάξουμε άλλο, καλύτερο». Έφτιαξαν; Το ελπίζει. Νομίζει ότι θυμάται ένα καραβάκι –πιο αξιόπλοο– να γλιστράει πάνω στο ποτάμι. Έστριψε σε μια καμπή του ποταμού και τους άφησε πίσω του. Έτσι δεν έγινε; Το φεγγαρόφωτο λάμπει κυματίζοντας· τα σπασμένα σύννεφα τρέχουν πάνω από τα δέντρα. Παντού πετάνε φύλλα. Αλλά το φως του φεγγαριού δε σαλεύει απ’ τον άνεμο, ταξιδεύει μέσα από τα σύννεφα, μέσα από τον αέρα, οι αχτίδες του φαίνονται στον Βέρνερ απίστευτα αργές και ατάραχες. Κρέμονται πάνω απ’ τα λυγισμένα χορτάρια. Γιατί δε σαλεύει το φως απ’ τον αέρα; Από την άλλη άκρη του χωραφιού ο Αμερικανός παρακολουθεί ένα αγόρι να απομακρύνεται από τη σκηνή των αρρώστων και να προχωράει μπροστά από τα δέντρα. Ανακάθεται. Σηκώνει το χέρι. «Σταμάτα» του φωνάζει. «Αλτ» του φωνάζει. Αλλά ο Βέρνερ διασχίζει την άκρη του χωραφιού και πατάει
574
ANTHONY DOERR
μια νάρκη που έβαλε ο στρατός του πριν από τρεις μήνες και εξαφανίζεται μέσα σε έναν πίδακα χώματος.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
575
576
ANTHONY DOERR
Έντεκα 1945
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
577
Bερολίνο
ΤΟΝ
ΙΑΝΟΥΑΡ ΙΟ ΤΟΥ 1945 η φράου Έλενα και τα τελευταία τέσσερα κορίτσια που μένουν στο Σπίτι των Παιδιών –οι δίδυμες, η Χάννα και η Σουζάν Γκέρλιτς, η Κλόντια Φέρστερ και η δεκαπεντάχρονη Γιούττα Πφέννιχ– μεταφέρονται από το Έσσεν στο Βερολίνο για να δουλέψουν σε εργοστάσιο μηχανικών εξαρτημάτων. Επί δέκα ώρες τη μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, αποσυναρμολογούν τεράστιες πρέσες και στοιβάζουν όσο μέταλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κιβώτια που φορτώνονται σε τρένα. Ξεβιδώνουν, πριονίζουν, μεταφέρουν. Τις περισσότερες μέρες η φράου Έλενα δουλεύει εκεί κοντά φορώντας ένα σκισμένο μπουφάν του σκι που έχει βρει, μουρμουρίζοντας μόνη της στα γαλλικά ή τραγουδώντας τραγούδια από τα παιδικά της χρόνια. Μ ένουν πάνω από ένα τυπογραφείο που εγκαταλείφθηκε πριν από έναν μήνα. Στους διαδρόμους είναι στοιβαγμένα εκατοντάδες κασόνια με κακέκτυπα αντίτυπα λεξικών και τα κορίτσια τα καίνε σελίδα σελίδα στη σόμπα. Χτες τα Dankeswort, Dankesworte, Dankgebet, Dankopfer. Σήμερα τα Frauenverband, Frauenverein, Frauenvorsteher, Frauenwahlrecht. Το μεσημέρι τρώνε λάχανο και κριθάρι στην τραπεζαρία του
578
ANTHONY DOERR
εργοστασίου, το βράδυ στέκονται ώρες ατέλειωτες στην ουρά για να πάρουν φαγητό με το δελτίο. Το βούτυρο κόβεται σε μικροσκοπικές μερίδες: τρεις φορές την εβδομάδα η καθεμιά παίρνει ένα κομμάτι μικρό όσο μισός κύβος ζάχαρης. Νερό προμηθεύονται από μια βρύση δυο τετράγωνα πιο πέρα. Οι μητέρες με βρέφη δεν έχουν παιδικά ρούχα ούτε καροτσάκια και πολύ λίγο αγελαδινό γάλα. Μ ερικές σκίζουν σεντόνια για να φτιάξουν πάνες· όσες βρίσκουν εφημερίδες τις διπλώνουν σε τρίγωνα και τις στερεώνουν με παραμάνες ανάμεσα στα ποδαράκια των μωρών. Τουλάχιστον τα μισά από τα κορίτσια που δουλεύουν στο εργοστάσιο δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν, και γι’ αυτό η Γιούττα τους διαβάζει τα γράμματα που έρχονται από τους αγαπητικούς ή τους αδερφούς ή τους πατεράδες τους απ’ το μέτωπο. Πότε πότε απαντάει γι’ αυτές: «Θυμάσαι τότε που τρώγαμε φιστίκια, που φάγαμε εκείνο το παγωτό λεμόνι που είχε σχήμα λουλουδιού; Τότε που είπες…» Καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης τα βομβαρδιστικά έρχονται κάθε βράδυ με έναν και μοναδικό στόχο: να κάψουν την πόλη ως τις ρίζες. Τις περισσότερες νύχτες τα κορίτσια τρέχουν στην άκρη του τετραγώνου και χώνονται στο ασφυκτικά γεμάτο καταφύγιο, μένοντας ξύπνιες από τους ήχους της πέτρας που γκρεμίζεται. Καμιά φορά, πηγαίνοντας προς το εργοστάσιο, βλέπουν πτώματα, μούμιες που έχουν γίνει στάχτη, ανθρώπους που έχουν γίνει αγνώριστοι από την απανθράκωση. Άλλες φορές τα πτώματα δεν έχουν εμφανή τραύματα, κι αυτά είναι που γεμίζουν τη Γιούττα με τρόμο: οι άνθρωποι που μοιάζουν λες και από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθούν και θα γυρίσουν στη δουλειά μαζί με τους υπόλοιπους. Αλλά δεν ξυπνάνε. Μ ια φορά βλέπει τρία παιδιά στη σειρά πεσμένα μπρούμυτα με τα σακίδια στην πλάτη. Η πρώτη της σκέψη ήταν: Ξυπνήστε να πάτε στο σχολείο. Μ ετά σκέφτεται: Μ πορεί να υπάρχει φαγητό μέσα στα σακίδια. Η Κλόντια Φέρστερ χάνει τη μιλιά της. Περνάνε μέρες ολόκληρες χωρίς να βγάλει άχνα. Το εργοστάσιο ξεμένει από
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
579
υλικά. Κυκλοφορούν φήμες ότι δεν κάνει κανένας κουμάντο πλέον, ότι ο χαλκός, ο ψευδάργυρος και το ανοξείδωτο ατσάλι που συλλέγουν με τόσο μόχθο φορτώνονται σε βαγόνια και εγκαταλείπονται στις παρακαμπτήριες γραμμές. Το ταχυδρομείο δε λειτουργεί. Στα τέλη Μ αρτίου το εργοστάσιο των μηχανικών εξαρτημάτων κλειδώνεται και η φράου Έλενα με τα κορίτσια στέλνονται για δουλειά σε μια ιδιωτική εταιρεία που καθαρίζει τους δρόμους μετά τους βομβαρδισμούς. Σηκώνουν σπασμένα κομμάτια τοίχων, φτυαρίζουν σκόνη και σπασμένα τζάμια μέσα σε κόσκινα. Η Γιούττα ακούει για αγόρια δεκαέξι και δεκαεφτά χρόνων που, εξαντλημένα και άρρωστα από τη νοσταλγία, εμφανίζονται στην πόρτα της μάνας τους με τρεμάμενα μάτια και δυο μέρες αργότερα τα βγάζουν σηκωτά από σοφίτες ουρλιάζοντας και τα εκτελούν στον δρόμο για λιποταξία. Εικόνες από την παιδική της ηλικία –να είναι μέσα στο καρότσι πίσω από τον αδερφό της, να σκαλίζει τα σκουπίδια– επιστρέφουν στο μυαλό της. Προσπαθώντας να περισώσει κάτι φωτεινό από τον βούρκο. «Βέρνερ» ψιθυρίζει. Το φθινόπωρο στο Τσολλφεράιν έλαβε δύο γράμματα που της ανακοίνωναν τον θάνατό του. Το καθένα ανέφερε διαφορετικό τόπο ταφής. Λα Φρενέ, Χερβούργο – τους έψαξε στον χάρτη. Πόλεις στη Γαλλία. Μ ερικές φορές στα όνειρά της στέκονται μαζί πάνω από ένα τραπέζι με διάσπαρτα γρανάζια, ιμάντες και μοτέρ. Κάτι φτιάχνω, της λέει. Δεν το έχω τελειώσει ακόμα. Αλλά μετά σταματάει. Τον Απρίλιο το μόνο θέμα συζήτησης των γυναικών είναι οι Ρώσοι και όλα αυτά που θα τους κάνουν, η εκδίκηση που θα πάρουν. Βάρβαροι, λένε. Τάταροι, άγριοι, κτήνη. Τα γουρούνια έφτασαν στο Στράουσμπεργκ. Οι δράκοι έφτασαν στα προάστια. Η Χάννα, η Σουζάν, η Κλόντια και η Γιούττα κοιμούνται κατάχαμα η μία πάνω στην άλλη. Έχει απομείνει καθόλου καλοσύνη σε τούτο το έρημο οχυρό; Λίγη. Η Γιούττα γυρίζει στο σπίτι ένα απόγευμα βουτηγμένη στη σκόνη και ανακαλύπτει ότι η τεράστια Κλόντια Φέρστερ βρήκε κατά τύχη ένα χάρτινο κουτί αρτοποιείου κλεισμένο με χρυσή ταινία. Κηλίδες λαδιού έχουν
580
ANTHONY DOERR
ποτίσει το χαρτόνι. Οι κοπέλες το κοιτάνε όλες μαζί. Σαν κάτι από έναν κόσμο αθώο. Μ έσα του βρίσκονται δεκαπέντε γλυκάκια χωρισμένα με τετραγωνάκια λαδόκολλας και γεμισμένα με μαρμελάδα φράουλα. Τα τέσσερα κορίτσια και η φράου Έλενα κάθονται στο διαμέρισμά τους που στάζει –στην πόλη πέφτει μια ανοιξιάτικη βροχή, η στάχτη τρέχει από τα ερείπια, οι αρουραίοι ξεμυτίζουν από σπηλιές φτιαγμένες από πεσμένα τούβλα– και τρώνε από τρία μπαγιάτικα γλυκά η καθεμία χωρίς να φυλάξουν κανένα για αργότερα· ζάχαρη άχνη κολλάει στη μύτη τους, η μαρμελάδα ανάμεσα στα δόντια, μια ξενοιασιά μεγαλώνει αστράφτοντας μέσα στο αίμα τους· που η χοντρή σαν αγελάδα, τρομοκρατημένη Κλόντια θα πραγματοποιούσε τέτοιο θαύμα, που ήταν αρκετά καλή ώστε να το μοιραστεί μαζί τους. Όσες νέες γυναίκες έχουν μείνει φοράνε κουρέλια, ζαρώνουν μέσα σε υπόγεια. Η Γιούττα ακούει ότι γιαγιάδες πασαλείβουν τις εγγονές τους με περιττώματα, τους κόβουν τα μαλλιά με μαχαίρια του ψωμιού, κάνουν ό,τι μπορούν για να είναι λιγότερο ελκυστικές στους Ρώσους. Ακούει ότι μανάδες πνίγουν τις κόρες τους. Ακούει ότι μυρίζεις το αίμα πάνω τους από το ένα χιλιόμετρο. «Τώρα πια δεν αργεί» λέει η φράου Έλενα με τις παλάμες τεντωμένες μπροστά από τη φωτιά, ενώ το νερό αρνείται να βράσει. Οι Ρώσοι καταφθάνουν μια ασυννέφιαστη μαγιάτικη μέρα. Είναι μονάχα τρεις, και έρχονται ένας ένας. Κάνουν διάρρηξη στο τυπογραφείο από κάτω ψάχνοντας να βρουν αλκοόλ, αλλά δε βρίσκουν τίποτα και αρχίζουν να ανοίγουν τρύπες στους τοίχους. Ένας κρότος, μια δόνηση, μια σφαίρα που εξοστρακίζεται σε ένα παλιό, λυμένο πιεστήριο, ενώ στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου η φράου Έλενα κάθεται σφιγμένη μέσα στο ριγέ μπουφάν της με μια συντομευμένη έκδοση της Καινής Διαθήκης στην τσέπη, κρατώντας τα χέρια των κοριτσιών καθώς κουνούν τα χείλη της σε μια άηχη προσευχή. Η Γιούττα επιτρέπει στον εαυτό της να πιστέψει ότι δε θα ανέβουν τις σκάλες. Για αρκετά λεπτά δεν το κάνουν. Όμως
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
581
ύστερα οι μπότες τους ακούγονται βαριές μέχρι πάνω. «Να είστε ήρεμες» λέει η φράου Έλενα στα κορίτσια. Η Χάννα, η Σουζάν, η Κλόντια και η Γιούττα – καμία δεν είναι πάνω από δεκάξι. Η φωνή της φράου Έλενας είναι σιγανή και σβησμένη, αλλά δεν ακούγεται φοβισμένη. Απογοητευμένη, ίσως. «Αν είστε ήρεμες, δε θα πυροβολήσουν. Θα φροντίσω να πάω εγώ πρώτη. Έπειτα θα είναι πιο μαλακοί». Η Γιούττα πλέκει τα δάχτυλά της πίσω από το κεφάλι της για να μην τρέμουν. Η Κλόντια μοιάζει σαν να έχει χάσει τη λαλιά της, σαν να μην ακούει. «Και κλείστε τα μάτια» λέει η φράου Έλενα. Η Χάννα κλαίει με λυγμούς. «Θέλω να τους βλέπω» λέει η Γιούττα. «Άσ’ τα ανοιχτά τότε». Τα βήματα σταματούν στην κορυφή της σκάλας. Οι Ρώσοι μπαίνουν στο αποθηκάκι, και τα κορίτσια ακούνε τα κοντάρια από τις σφουγγαρίστρες να τρώνε μια μεθυσμένη κλοτσιά και ένα κιβώτιο με λεξικά να κατρακυλάει βαρύ στις σκάλες· ύστερα κάποιος τραντάζει το πόμολο. Ο ένας λέει κάτι στους άλλους, η παραστάδα σκίζεται και η πόρτα ανοίγει με πάταγο. Ο ένας είναι αξιωματικός. Οι άλλοι δύο αποκλείεται να είναι πάνω από δεκαεφτά. Και οι τρεις είναι βρόμικοι πέρα από κάθε φαντασία, αλλά κάποια στιγμή τις προηγούμενες ώρες πήραν το θάρρος να λουστούν με γυναικείο άρωμα. Ιδίως οι δύο έφηβοι μυρίζουν τοξικά. Απ’ τη μια μοιάζουν σαν ντροπαλά μαθητούδια, απ’ την άλλη σαν φρενοβλαβείς που τους έχει μείνει μία ώρα ζωής. Ο πρώτος έχει ένα σκοινί για ζώνη και είναι τόσο αχαμνός, που δε χρειάζεται να το λύσει για να κατεβάσει τα παντελόνια του. Ο δεύτερος γελάει: ένα αλλόκοτο, παραξενεμένο γέλιο, σαν να μην πιστεύει ότι οι Γερμανοί θα άφηναν μια τέτοια πόλη για να ’ρθουν στη χώρα του. Ο αξιωματικός στέκεται δίπλα στην πόρτα με τα πόδια ανοιχτά και αγναντεύει τον δρόμο. Η Χάννα ουρλιάζει για μισό δευτερόλεπτο αλλά πνίγει αμέσως την κραυγή με το χέρι της. Η φράου Έλενα οδηγεί τους δυο έφηβους στο άλλο δωμάτιο. Βγάζει μόνο έναν θόρυβο: έναν βήχα σαν να της κάθισε κάτι
582
ANTHONY DOERR
στον λαιμό. Η επόμενη είναι η Κλόντια. Βγάζει μόνο βογκητά. Η Γιούττα δεν επιτρέπει στον εαυτό της να βγάλει κιχ. Όλα είναι αλλόκοτα μεθοδικά. Ο αξιωματικός πηγαίνει τελευταίος, δοκιμάζοντάς τες όλες με τη σειρά, και προφέρει μεμονωμένες λέξεις όταν είναι πάνω στη Γιούττα, με τα μάτια ανοιχτά αλλά χωρίς να βλέπει. Από τη σφιγμένη, πονεμένη έκφρασή του δεν είναι ξεκάθαρο αν ξεστομίζει γλυκόλογα ή προσβολές. Κάτω από την κολόνια μυρίζει σαν άλογο. Χρόνια αργότερα η Γιούττα θα ακούει τις λέξεις που έλεγε να επαναλαμβάνονται στη μνήμη της –Κίριλ, Πάβελ, Αφανάσι, Βαλεντίν– και θα αποφασίσει ότι ήταν ονόματα νεκρών στρατιωτών. Αλλά μπορεί να κάνει λάθος. Πριν φύγουν, ο μικρότερος φυτεύει δυο σφαίρες στο ταβάνι κι ο σοβάς πέφτει μαλακά σαν βροχή πάνω στη Γιούττα, και μέσα στον δυνατό αντίλαλο ακούει τη Σουζάν στο πάτωμα δίπλα της – δεν κλαίει, απλώς ανασαίνει πολύ σιγανά–, ενώ ο αξιωματικός δένει ξανά τη ζώνη του. Ύστερα οι τρεις άντρες βγαίνουν στον δρόμο και η φράου Έλενα ανεβάζει το φερμουάρ του μπουφάν της ξυπόλυτη, τρίβοντας το αριστερό της χέρι με το δεξί σαν να προσπαθεί να ζεστάνει ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
583
Παρίσι
Ο
ΕΤΙΕΝ νοικιάζει το διαμέρισμα της οδού Πατριάρχς όπου μεγάλωσε η Μ αρί Λορ. Κάθε μέρα αγοράζει εφημερίδες για να διαβάσει τους καταλόγους των απελευθερωμένων κρατουμένων και ακούει ασταμάτητα ένα από τα τρία ραδιόφωνα. Ο Ντε Γκολ το ένα, η Βόρεια Αφρική το άλλο. Ο Χίτλερ, ο Ρούζβελτ, Ντάντσιχ, Μπρατισλάβα, τόσα ονόματα, κανένα απ’ αυτά του πατέρα της. Κάθε πρωί πηγαίνουν στον σταθμό του Αούστερλιτς και περιμένουν. Ένα μεγάλο ρολόι σημαίνει κροταλίζοντας την αμείλικτη προέλαση των δευτερολέπτων και η Μ αρί Λορ κάθεται πλάι στον θείο της και ακούει τους απόβλητους και τους άθλιους να κατεβαίνουν τρεκλίζοντας από τα τρένα. Ο Ετιέν βλέπει στρατιώτες με βαθουλωμένα μάγουλα σαν ανεστραμμένα κύπελλα. Τριαντάχρονους που μοιάζουν ογδοντάρηδες. Άντρες με τριμμένα κοστούμια που φέρνουν το χέρι στο κεφάλι για να βγάλουν καπέλα που δεν είναι πια εκεί. Η Μ αρί Λορ εικάζει όσα μπορεί από τον ήχο των παπουτσιών τους: αυτά είναι μικρά, ετούτα ζυγίζουν έναν τόνο, αυτά δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου. Τα βράδια η Μ αρί Λορ διαβάζει, ενώ ο Ετιέν παίρνει τηλέφωνα, παρακαλάει τις αρχές επαναπατρισμού και γράφει επιστολές. Η Μ αρί Λορ ανακαλύπτει ότι μπορεί να κοιμηθεί μονάχα δυο τρεις ώρες. Την ξυπνάνε οβίδες-φαντάσματα.
584
ANTHONY DOERR
«Το λεωφορείο είναι» της λέει ο Ετιέν, που αρχίζει να κοιμάται στρωματσάδα δίπλα της. Ή: «Τα πουλιά είναι». Ή: «Δεν είναι τίποτα, Μ αρί». Τις περισσότερες μέρες ο εύθραυστος μαλακιολόγος δόκτωρ Ζεφάρ περιμένει μαζί τους στον σταθμό του Αούστερλιτς, καθισμένος, ευθυτενής, με τη γενειάδα και το παπιγιόν του, μοσχοβολώντας δεντρολίβανο, μέντα, κρασί. Τη φωνάζει Λορέτ· της λέει πόσο την πεθύμησε, ότι τη σκεφτόταν κάθε μέρα, πως βλέποντάς την μπορεί να πιστέψει ξανά ότι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο αυτό που αντέχει είναι η καλοσύνη. Κάθεται με τον ώμο κολλημένο στον ώμο του Ετιέν ή στον ώμο του δόκτορα Ζεφάρ. Ο μπαμπάς μπορεί να είναι οπουδήποτε. Μ πορεί να είναι εκείνη η φωνή που ακούστηκε μόλις τώρα να κοντοζυγώνει. Εκείνα τα βήματα στα δεξιά της. Μ πορεί να βρίσκεται μέσα σε ένα κελί, σ’ ένα χαντάκι, χίλια χιλιόμετρα μακριά. Μ πορεί να έχει πεθάνει από καιρό. Πηγαίνει στο μουσείο αγκαζέ με τον Ετιέν για να μιλήσει με διάφορους ανώτερους υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους τη θυμούνται. Ο διευθυντής αυτοπροσώπως της εξήγησε ότι έχουν κινήσει γη και ουρανό για να βρουν τον πατέρα της, ότι θα συνεχίσουν να συνεισφέρουν στη στέγαση και στην εκπαίδευσή της. Καμία αναφορά στη Φλογισμένη Θάλασσα. Η άνοιξη ξεδιπλώνεται· ανακοινωθέντα κατακλύζουν τα ραδιοκύματα. Το Βερολίνο παραδίνεται· ο Γκέρινγκ παραδίνεται· το μεγάλο, μυστηριώδες θησαυροφυλάκιο του ναζισμού ανοίγει. Γίνονται αυθόρμητες παρελάσεις. Οι υπόλοιποι που περιμένουν στον σταθμό του Αούστερλιτς ψιθυρίζουν ότι θα επιστρέψει ο ένας στους εκατό· ότι μπορείς να κλείσεις τον αντίχειρα και τον δείκτη σου γύρω από τον λαιμό τους· ότι όταν βγάζουν το πουκάμισο βλέπεις τα πνευμόνια τους να πηγαινοέρχονται μέσα στο στήθος τους. Κάθε μπουκιά φαΐ που τρώει είναι προδοσία. Ακόμα κι όσοι επιστρέφουν αντιλαμβάνεται πως γύρισαν αλλιώτικοι, μεγαλύτεροι απ’ όσο θα ’πρεπε, σαν να πήγαν σε άλλο πλανήτη, όπου τα χρόνια κυλάνε πιο γρήγορα. «Υπάρχει πιθανότητα» λέει ο Ετιέν «να μη μάθουμε ποτέ τι
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
585
συνέβη. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι». Η Μ αρί Λορ ακούει τη μαντάμ Μ ανέκ: Δεν πρέπει να πάψεις ποτέ να πιστεύεις. Περιμένουν όλο το καλοκαίρι, ο Ετιέν πάντα από τη μία πλευρά, ο δόκτωρ Ζεφάρ συχνά από την άλλη. Κι ύστερα, ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι η Μ αρί Λορ οδηγεί τον θείο της και τον δόκτορα Ζεφάρ να ανέβουν τις ψηλές σκάλες και να βγουν στο φως του ήλιου και τους ρωτάει αν είναι ασφαλές να περάσουν. Της λένε ότι είναι, κι εκείνη τους οδηγεί στον Βοτανικό Κήπο. Στα χαλικόστρωτα μονοπάτια ακούγονται φωνές αγοριών. Κάποιος λίγο παρακάτω παίζει σαξόφωνο. Η Μ αρί Λορ σταματάει δίπλα σε ένα δέντρο που βουίζει από τον ήχο των μελισσών. Ο ουρανός φαίνεται ψηλά και μακριά. Κάπου κάποιος βρίσκει τον τρόπο να κατεβάσει το πέπλο της θλίψης, αλλά η Μ αρί Λορ δεν μπορεί. Όχι ακόμα. Η αλήθεια είναι πως είναι ένα ανάπηρο κορίτσι χωρίς σπίτι και γονείς. «Και τώρα;» λέει ο Ετιέν. «Μ εσημεριανό;» «Σχολείο» λέει εκείνη. «Θα ήθελα να πάω σχολείο».
586
ANTHONY DOERR
Δώδεκα 1974
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
587
Φολκχάιμερ
ΤΟ
ΔΙΑΜΕΡ ΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡ ΟΥ ΟΡ ΟΦΟΥ όπου μένει ο Φρανκ Φολκχάιμερ στα προάστια του Πφόρτσχαϊμ της Δυτικής Γερμανίας έχει τρία παράθυρα. Μ ια γιγαντοαφίσα, τοποθετημένη στο γείσο του απέναντι κτιρίου, κλείνει τη θέα· η επιφάνειά της γυαλίζει τρία μέτρα έξω από το τζάμι. Πάνω της είναι τυπωμένες επεξεργασμένες φωτογραφίες που απεικονίζουν κρέατα, αλλαντικά ίσαμε το μπόι του, κόκκινα και ροζ, γκρίζα στις άκρες, γαρνιρισμένα με κλωνάρια μαϊντανού σε μέγεθος θάμνου. Τη νύχτα οι τέσσερις μελαγχολικοί ηλεκτρικοί προβολείς της γιγαντοαφίσας λούζουν το διαμέρισμά του με μια παράξενη αντανακλώμενη λάμψη. Είναι πενήντα ενός ετών. Η απριλιάτικη βροχή πέφτει λοξά κάτω απ’ τους προβολείς της αφίσας, το μπλε φως της τηλεόρασής του τρεμοσβήνει κι ο Φολκχάιμερ σκύβει από συνήθεια περνώντας το κατώφλι ανάμεσα στην κουζίνα και στο καθιστικό. Δεν έχει παιδιά, σκυλιά, φυτά, μόνο λίγα βιβλία στα ράφια. Ένα τετράγωνο τραπέζι, ένα στρώμα, μία πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, όπου κάθεται αυτή τη στιγμή, ένα μεταλλικό κουτί με μπισκότα βουτύρου στα πόδια του. Τα τρώει το ένα μετά το άλλο, πρώτα εκείνα που μοιάζουν με λουλούδια, ύστερα εκείνα που μοιάζουν με πρέτσελ, και στο τέλος τα τριφύλλια.
588
ANTHONY DOERR
Στην τηλεόραση ένα μαύρο άλογο βοηθάει να ελευθερωθεί ένας άντρας που παγιδεύτηκε κάτω από ένα πεσμένο δέντρο. Ο Φολκχάιμερ εγκαθιστά και επιδιορθώνει εξωτερικές κεραίες τηλεόρασης. Κάθε πρωί φοράει μια μπλε στολή ξεθωριασμένη στα σημεία που τσιτώνεται πάνω τους τεράστιους ώμους του, κοντή στους αστραγάλους, και πηγαίνει με τα πόδια στη δουλειά με τις μεγάλες μαύρες μπότες του. Επειδή έχει τη δύναμη να μετακινεί μόνος του τις θεόρατες πτυσσόμενες σκάλες κι ίσως επίσης επειδή μιλάει σπάνια, πηγαίνει μόνος του στους περισσότερους πελάτες. Ο κόσμος τηλεφωνεί στο υποκατάστημα για να ζητήσει εγκατάσταση, ή για να παραπονεθεί για χιονάκια, για παρεμβολές, για μαυροπούλια στα σύρματα, κι ο Φολκχάιμερ ανταποκρίνεται. Συνδέει τις κομμένες γραμμές, χαλάει τις φωλιές των πουλιών στα κοντάρια, υπερυψώνει μια κεραία με ορθοστάτες. Μ όνο τις πιο ανεμόδαρτες, παγωμένες μέρες αισθάνεται το Πφόρτσχαϊμ σπίτι του. Του αρέσει να νιώθει τον άνεμο να χώνεται κάτω από τον γιακά της φόρμας του, του αρέσει να βλέπει το φως να καθαρίζει από τον αέρα, τους μακρινούς λόφους πασπαλισμένους με χιόνι, τα δέντρα της πόλης (που φυτεύτηκαν μετά τον πόλεμο κι έχουν όλα την ίδια ηλικία) να λαμποκοπούν από τον πάγο. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα κινείται ανάμεσα στις κεραίες σαν ναύτης ανάμεσα στα ξάρτια. Μ έσα στο όψιμο κυανό φως παρακολουθεί τους ανθρώπους χαμηλά στους δρόμους να γυρίζουν βιαστικά στα σπίτια τους, και μερικές φορές από πάνω περνάνε γλάροι, άσπροι μες στη σκοτεινιά. Το μικρό, σίγουρο βάρος των εργαλείων στη ζώνη του, η μυρωδιά της διακεκομμένης βροχής και η κρυστάλλινη λάμψη των σύννεφων το σούρουπο: μόνο εκείνες τις στιγμές αισθάνεται έστω και κάπως ολόκληρος. Αλλά τις περισσότερες μέρες, ιδίως όταν κάνει ζέστη, η ζωή τον εξαντλεί· η κίνηση που χειροτερεύει, τα γκράφιτι, η πολιτική της εταιρείας, όλοι γκρινιάζουν για τα μπόνους, για την ασφάλιση, για τις υπερωρίες. Μ ερικές φορές, στην αργή ζέστη του καλοκαιριού, πολύ πριν χαράξει, ο Φολκχάιμερ περπατάει κάτω απ’ τη σκληρή λάμψη των προβολέων της γιγαντοαφίσας και νιώθει πάνω του τη μοναξιά του σαν αρρώστια. Βλέπει ψηλά
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
589
έλατα στην αράδα να λικνίζονται μέσα στη θύελλα, ακούει το ξύλο τους να στενάζει. Βλέπει το χωμάτινο πάτωμα του σπιτιού της παιδικής του ηλικίας και το αραχνοΰφαντο φως της αυγής να πέφτει μέσα από τα κωνοφόρα. Άλλες φορές τον στοιχειώνουν τα μάτια των αντρών που σε λίγο θα πεθάνουν, και τους σκοτώνει όλους ξανά. Νεκρός στο Λοτζ. Νεκρός στο Λούμπλιν. Νεκρός στο Ράντομ. Νεκρός στην Κρακοβία. Βροχή στα παράθυρα, βροχή στη στέγη. Πριν πέσει για ύπνο ο Φολκχάιμερ κατεβαίνει τις τρεις σκάλες ως το αίθριο για να πάρει την αλληλογραφία του. Έχει να την κοιτάξει πάνω από μία εβδομάδα, και ανάμεσα σε δύο φυλλάδια, την επιταγή του μισθού του και έναν λογαριασμό, βρίσκει ένα μικρό πακέτο από μια οργάνωση βετεράνων με έδρα το Δυτικό Βερολίνο. Ανεβάζει την αλληλογραφία πάνω και ανοίγει το πακέτο. Τρία διαφορετικά αντικείμενα έχουν φωτογραφηθεί μπροστά στο ίδιο λευκό φόντο, με προσεκτικά αριθμημένες καρτέλες κολλημένες δίπλα στο καθένα. 14-6962. Ένα στρατιωτικό σακίδιο από καμβά, γκρι ποντικί, με δύο ενισχυμένους ιμάντες. 14-6963. Ένα σπιτάκι μινιατούρα, φτιαγμένο από ξύλο, μερικώς κατεστραμμένο. 14-6964. Ένα ορθογώνιο τετράδιο με μαλακό εξώφυλλο, με μία λέξη γραμμένη απέξω: «Fragen». Το σπίτι δεν το ξέρει, και το σακίδιο θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε στρατιώτη, αλλά αναγνωρίζει αμέσως το τετράδιο. Στην κάτω γωνία είναι γραμμένα τα αρχικά: «Β.Πφ». Ο Φολκχάιμερ ακουμπάει δυο δάχτυλα στη φωτογραφία, θαρρείς και θα μπορούσε να τραβήξει έξω το τετράδιο και να ξεφυλλίσει τις σελίδες του. Ήταν παιδί. Ήταν όλοι τους παιδιά. Ακόμα και οι πιο μεγαλόσωμοι. Η επιστολή εξηγεί πως η οργάνωση προσπαθεί να παραδώσει αντικείμενα στους συγγενείς των νεκρών στρατιωτών που έχουν χαθεί τα ονόματά τους. Γράφει ότι πιστεύουν πως εκείνος, ο επιλοχίας Φρανκ Φολκχάιμερ, υπηρέτησε ως αξιωματικός σε μια μονάδα όπου υπηρετούσε ο ιδιοκτήτης αυτού του σακιδίου, ενός
590
ANTHONY DOERR
σακιδίου που περισυνέλεξε ένα στρατόπεδο ταυτοποίησης αιχμαλώτων πολέμου του αμερικανικού στρατού στο Μ περνέ της Γαλλίας το 1944. Μ ήπως γνωρίζει σε ποιον ανήκαν αυτά τα αντικείμενα; Αφήνει τις φωτογραφίες πάνω στο τραπέζι και στέκεται με τις χερούκλες του να κρέμονται στο πλάι. Ακούει άξονες να τραντάζονται, εξατμίσεις να σκάνε, τη βροχή πάνω στο μέταλλο. Σύννεφα από σκνίπες να βουίζουν. Βήματα από ψηλές μπότες και στεντόρειες φωνές αγοριών. Μα ήταν σωστό να τον αφήσουν έτσι εκεί έξω; Ακόμα κι αφού πέθανε; Τι θα μπορούσες να γίνεις. Ήταν μικροκαμωμένος. Είχε άσπρα μαλλιά και αυτιά που πετούσαν. Κούμπωνε τον γιακά του χιτωνίου του γύρω από τον λαιμό του όταν κρύωνε και μάζευε τα χέρια του μες στα μανίκια. Ο Φολκχάιμερ ξέρει σε ποιον ανήκαν αυτά τα αντικείμενα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
591
Γιούττα
Η ΓΙΟΥΤΤΑ ΒΕΤΤΕ διδάσκει άλγεβρα στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου στο Έσσεν: ακέραιους αριθμούς, πιθανότητες, παραβολές. Κάθε μέρα φοράει το ίδιο σύνολο: μαύρο παντελόνι με νάιλον μπλούζα – μπεζ, ανθρακί ή γαλάζια, εναλλάξ. Πότε πότε βάζει μια μπλούζα με χρώμα καναρινί, όποτε νιώθει πιο ελεύθερη. Το δέρμα της είναι άσπρο σαν το γάλα και τα μαλλιά της παραμένουν κατάλευκα σαν το χαρτί. Ο σύζυγός της, Άλμπερτ, είναι ένας καλοσυνάτος, βραδυκίνητος λογιστής με αρχή φαλάκρας που το μεγαλύτερο πάθος του είναι να στήνει τρενάκια στο υπόγειο. Για πολύ καιρό η Γιούττα πίστευε ότι δεν μπορούσε να μείνει έγκυος, και μετά, μια μέρα, όταν ήταν τριάντα εφτά, έμεινε έγκυος. Ο γιος τους, ο Μ αξ, είναι έξι χρόνων και του αρέσουν η λάσπη, τα σκυλιά και οι ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορεί να απαντήσει κανείς. Τελευταία περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο του αρέσει να φτιάχνει περίπλοκα χάρτινα αεροπλανάκια. Όταν γυρίζει από το σχολείο, κάθεται στα γόνατα στο πάτωμα της κουζίνας και φτιάχνει το ένα αεροπλάνο μετά το άλλο με σταθερή, σχεδόν τρομακτική αφοσίωση, δοκιμάζοντας διαφορετικές άκρες στα φτερά, ουρές, μύτες, δείχνοντας να του αρέσει κυρίως η πράξη, η μεταμόρφωση κάτι επίπεδου σε κάτι που μπορεί να πετάξει. Είναι Τρίτη απόγευμα στις αρχές του Ιουνίου, η σχολική
592
ANTHONY DOERR
χρονιά κοντεύει να τελειώσει και βρίσκονται στη δημόσια πισίνα. Σύννεφα τεφροκύανου χρώματος καλύπτουν τον ουρανό, τα παιδιά φωνάζουν στα ρηχά, ενώ οι γονείς μιλάνε, διαβάζουν περιοδικά ή λαγοκοιμούνται στις καρέκλες τους, όλα είναι φυσιολογικά. Ο Άλμπερτ στέκεται στον πάγκο του κυλικείου με το μαγιό του, με την πετσετούλα του ριγμένη στη φαρδιά πλάτη του και σκέφτεται τι παγωτό να διαλέξει. Ο Μ αξ κολυμπάει αδέξια, γυρίζοντας σαν τον ανεμόμυλο πρώτα το ένα χέρι και μετά το άλλο, σηκώνοντας πού και πού το βλέμμα για να βεβαιωθεί ότι η μητέρα του τον βλέπει. Μ όλις τελειώνει, τυλίγεται με μια πετσέτα και ανεβαίνει στην καρέκλα δίπλα της. Ο Μ αξ είναι μικροκαμωμένος, με πεταχτά αυτιά. Στις βλεφαρίδες του λαμπυρίζουν σταγονίδια νερού. Το σούρουπο διαπερνάει τα σύννεφα και πέφτει μια ψυχρούλα, και οι οικογένειες φεύγουν μία μία, για να γυρίσουν στο σπίτι με τα πόδια, με ποδήλατο ή με το λεωφορείο. Ο Μ αξ βγάζει κρακεράκια από ένα χάρτινο κουτί και τα μασουλάει με θόρυβο. «Μ ’ αρέσουν τα κρακεράκια ζωάκια, mutti – μαμά» της λέει. «Το ξέρω, Μ αξ». Ο Άλμπερτ τους γυρίζει στο σπίτι με το μικρό τους NSU Prinz 4, που κροταλίζει ο συμπλέκτης του, και η Γιούττα βγάζει μια στοίβα διαγωνίσματα από την τσάντα της και τα βαθμολογεί στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Άλμπερτ βάζει να βράσει νερό για μακαρόνια και τσιγαρίζει κρεμμύδια. Ο Μ αξ παίρνει ένα καθαρό χαρτί από το τραπέζι της ζωγραφικής και αρχίζει να το διπλώνει. Στην εξώπορτα ακούγονται χτυπήματα, τρία. Για λόγους που η Γιούττα δεν καταλαβαίνει εντελώς ο σφυγμός της αρχίζει να βροντοκοπάει στ’ αυτιά της. Η μύτη του μολυβιού της μένει μετέωρη πάνω από τη σελίδα. Είναι απλώς κάποιος που χτυπάει την πόρτα – καμιά γειτόνισσα ή κανένας φίλος, ή η Άννα, εκείνο το κοριτσάκι που μένει λίγο παρακάτω και μερικές φορές κάθεται στην κρεβατοκάμαρα του Μ αξ και του δίνει οδηγίες πώς να κατασκευάσει καλύτερα περίπλοκες πολιτείες από πλαστικά τουβλάκια. Αλλά το χτύπημα δε μοιάζει καθόλου με εκείνο της Άννας. Ο Μ αξ πηγαίνει στην πόρτα με το αεροπλάνο στο χέρι.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
593
«Ποιος είναι, χρυσό μου;» Ο Μ αξ δεν απαντάει, πράγμα που σημαίνει ότι είναι κάποιος που δεν ξέρει. Η Γιούττα πηγαίνει στο χολ, στο κατώφλι στέκεται ένας γίγαντας. Ο Μ αξ σταυρώνει τα χέρια του εντυπωσιασμένος, με κεντρισμένο το ενδιαφέρον. Το αεροπλανάκι του βρίσκεται στα πόδια του στο πάτωμα. Ο γίγαντας βγάζει το κασκέτο του. Το τεράστιο κεφάλι του γυαλίζει. «Η φράου Βέττε;» Φοράει μια ασημιά φόρμα σε μέγεθος σκηνής με καφέ πινελιές στα πλάγια και το φερμουάρ ανεβασμένο μέχρι τη βάση του λαιμού του. Της τείνει επιφυλακτικά ένα ξεθωριασμένο σακίδιο από καραβόπανο. Οι νταήδες στην πλατεία. Ο Χανς και ο Χέρριμπερτ. Τους θυμίζει με το μπόι του και μόνο. Αυτός ο άντρας έχει πάει, σκέφτεται η Γιούττα, και σε άλλες πόρτες, και εκεί δεν έκανε τον κόπο να χτυπήσει. «Μ άλιστα». «Το πατρικό σας ήταν Πφέννιχ;» Πριν καν γνέψει καταφατικά, πριν της πει: «Έχω κάτι για σας», πριν τον καλέσει να περάσει μέσα, ξέρει ότι η επίσκεψή του αφορά τον Βέρνερ. Το νάιλον παντελόνι του γίγαντα θροΐζει καθώς την ακολουθεί στον διάδρομο. Μ όλις ο Άλμπερτ σηκώνει το βλέμμα του από την κουζίνα ξαφνιάζεται, αλλά λέει μονάχα «Γεια» και «Προσέξτε το κεφάλι σας», κουνώντας την κουτάλα ενώ ο γίγαντας αποφεύγει ένα φωτιστικό. Όταν του προτείνει να καθίσει για φαγητό, ο γίγαντας λέει ναι. Ο Άλμπερτ τραβάει το τραπέζι από τον τοίχο και βάζει τέταρτο σερβίτσιο. Έτσι όπως κάθεται στην ξύλινη καρέκλα ο Φολκχάιμερ θυμίζει στη Γιούττα μια εικόνα από ένα εικονογραφημένο βιβλίο του Βέρνερ: έναν ελέφαντα στριμωγμένο σε ένα κάθισμα αεροπλάνου. Το σακίδιο που έφερε περιμένει στο τραπεζάκι του χολ. Η συζήτηση αρχίζει αργά. Ταξίδεψε πολλές ώρες με το τρένο.
594
ANTHONY DOERR
Ήρθε με τα πόδια από τον σταθμό. Δε θέλει σέρι, ευχαριστεί. Ο Μ αξ τρώει γρήγορα, ο Άλμπερτ αργά. Η Γιούττα βάζει τα χέρια της κάτω από τους μηρούς της για να κρύψει το τρέμουλό τους. «Μ όλις βρήκαν τη διεύθυνση» λέει ο Φολκχάιμερ «τους ρώτησα μήπως θα μπορούσα να το παραδώσω αυτοπροσώπως. Συμπεριέλαβαν και μια επιστολή, βλέπετε;» Βγάζει ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί από την τσέπη του. Απ’ έξω περνάνε αυτοκίνητα, κελαηδούν τρυποφράκτες. Ένα μέρος της Γιούττα δε θέλει να πάρει το γράμμα. Δε θέλει να ακούσει αυτά που αυτός ο θεόρατος άντρας ταξίδεψε τόσο μακριά για να τους πει. Περνάνε ολόκληρες εβδομάδες που η Γιούττα δεν επιτρέπει στον εαυτό της να σκεφτεί τον πόλεμο, τη φράου Έλενα, τους τελευταίους φριχτούς μήνες στο Βερολίνο. Τώρα μπορεί να αγοράζει χοιρινό εφτά μέρες την εβδομάδα. Τώρα, αν το σπίτι τής φαίνεται κρύο, γυρίζει έναν διακόπτη στην κουζίνα, και voilà – ιδού. Δε θέλει να γίνει σαν εκείνες τις μεσόκοπες γυναίκες που δε σκέφτονται τίποτε άλλο εκτός από την οδυνηρή ιστορία τους. Μ ερικές φορές κοιτάζει τα μάτια των μεγαλύτερων συναδέλφων της και αναρωτιέται τι να είχαν κάνει όταν κοβόταν το ρεύμα, όταν δεν υπήρχαν κεριά, όταν η βροχή έσταζε από το ταβάνι. Τι να είδαν. Σπανίως χαλαρώνει αρκετά τις στρόφιγγες ώστε να επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί τον Βέρνερ. Από πολλές απόψεις οι αναμνήσεις του αδερφού της έχουν γίνει κάτι που πρέπει να κλειδωθεί σε ασφαλές μέρος. Μ ια καθηγήτρια μαθηματικών στο γυμνάσιο του Χέλμχολτζ εν έτει 1974 δεν αναφέρει ότι είχε έναν αδερφό που είχε φοιτήσει στο Εθνικό Πολιτικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο του Σουλπφόρτα. «Ανατολικά, δηλαδή;» ρωτάει ο Άλμπερτ. «Ήμασταν μαζί στη σχολή και μετά στο πεδίο της μάχης. Πήγαμε στη Ρωσία. Και στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στην Αυστρία. Και μετά στη Γαλλία» λέει ο Φολκχάιμερ. Ο Μ αξ τραγανίζει ένα κομμένο μήλο. «Τι ύψος έχεις;» ρωτάει. «Μ αξ» λέει η Γιούττα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
595
Ο Φολκχάιμερ χαμογελάει. «Ο αδερφός της Γιούττα ήταν πολύ έξυπνος, έτσι δεν είναι;» λέει ο Άλμπερτ. «Πάρα πολύ» απαντά ο Φολκχάιμερ. Ο Άλμπερτ του προσφέρει δεύτερη μερίδα, του προσφέρει αλάτι, του προσφέρει ξανά σέρι. Ο Άλμπερτ είναι μικρότερος σε ηλικία από τη Γιούττα, στον πόλεμο έκανε τον αγγελιαφόρο ανάμεσα στα καταφύγια στο Αμβούργο. Το 1945 ήταν εννέα ετών, παιδί ακόμα. «Η τελευταία φορά που τον είδα» λέει ο Φολκχάιμερ «ήταν σε μια πόλη στη βόρεια ακτή της Γαλλίας που λέγεται Σαιν Μ αλό». Από τον πηλό της μνήμης της Γιούττα υψώνεται μια πρόταση: «Σήμερα θέλω να γράψω για τη θάλασσα». «Μ είναμε εκεί έναν μήνα. Νομίζω ότι ερωτεύτηκε». Η Γιούττα κάθεται πιο ευθυτενής στην καρέκλα της. Είναι δυσάρεστα ξεκάθαρο πόσο ανεπαρκής είναι η γλώσσα. Μ ια πόλη στη βόρεια ακτή της Γαλλίας; Έρωτας; Τίποτα δεν πρόκειται να διορθωθεί μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Είναι μερικές λύπες που δε γιατρεύονται ποτέ. Ο Φολκχάιμερ απομακρύνει την καρέκλα του από το τραπέζι. «Δεν είχα την πρόθεση να σας αναστατώσω». Σηκώνεται όρθιος, επισκιάζοντάς τους. «Δεν πειράζει» λέει ο Άλμπερτ. «Μ αξ, μπορείς να οδηγήσεις τον φιλοξενούμενό μας στη βεράντα; Θα φέρω λίγο κέικ». Ο Μ αξ ανοίγει την τζαμαρία της μπαλκονόπορτας για τον Φολκχάιμερ κι εκείνος περνάει σκύβοντας. Η Γιούττα βάζει τα πιάτα στον νεροχύτη. Ξαφνικά νιώθει πολύ κουρασμένη. Το μόνο που θέλει είναι να φύγει αυτός ο θεόρατος άντρας και να πάρει μαζί του το σακίδιο. Το μόνο που θέλει είναι να έρθει η πλημμυρίδα της κανονικότητας και να καλύψει πάλι τα πάντα. Ο Άλμπερτ την αγγίζει στον αγκώνα: «Είσαι καλά;» Η Γιούττα δε γνέφει ούτε θετικά ούτε αρνητικά αλλά περνάει αργά το χέρι της από τα φρύδια της. «Σ’ αγαπώ, Γιούττα». Όταν κοιτάζει έξω από το παράθυρο, ο Φολκχάιμερ είναι
596
ANTHONY DOERR
γονατισμένος στο τσιμέντο δίπλα στον Μ αξ. Ο Μ αξ αφήνει κάτω δύο φύλλα χαρτί, και παρόλο που η Γιούττα δεν τους ακούει βλέπει τον πελώριο άντρα να εξηγεί στον Μ αξ μια σειρά από βήματα. Ο Μ αξ τον παρακολουθεί προσηλωμένος, γυρίζοντας το χαρτί από την άλλη όταν το γυρίζει και ο Φολκχάιμερ, μιμούμενος τα διπλώματα που κάνει, σαλιώνοντας το δάχτυλό του και περνώντας το πάνω από μια τσάκιση. Ύστερα από λίγο κρατούν και οι δύο από ένα αεροπλάνο με πλατιά φτερά και μεγάλη, διχαλωτή ουρά. Το αεροπλανάκι του Φολκχάιμερ γλιστράει στρωτά πάνω από την αυλή, πετώντας ευθεία με ακρίβεια, και χτυπάει με τη μύτη στον φράχτη. Ο Μ αξ χειροκροτάει. Ο Μ αξ γονατίζει στη βεράντα κάτω από το λυκόφως επιθεωρώντας το αεροπλανάκι του, ελέγχοντας την κλίση των φτερών του. Ο Φολκχάιμερ είναι γονατισμένος δίπλα του γνέφοντας καταφατικά, όλο υπομονή. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» λέει η Γιούττα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
597
Σακίδιο
Ο ΦΟΛΚΧΑΪΜΕΡ έχει φύγει. Το σακίδιο περιμένει στο τραπεζάκι του χολ. Η Γιούττα δεν αντέχει ούτε να το κοιτάξει. Βοηθάει τον Μ αξ να βάλει τις πιτζάμες του και τον καληνυχτίζει με ένα φιλί. Βουρτσίζει τα δόντια της αποφεύγοντας να κοιτάξει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, κατεβαίνει ξανά κάτω και κάθεται κοιτώντας έξω από το παράθυρο της εξώπορτάς τους. Στο υπόγειο ο Άλμπερτ βάζει τα τρενάκια του να τρέχουν μέσα στον σχολαστικά βαμμένο κόσμο του, κάτω από την ανισόπεδη διασταύρωση, στην ηλεκτροκίνητη γέφυρα· εδώ πάνω ο ήχος είναι χαμηλός αλλά ασταμάτητος, ένας ήχος που διαπερνάει τα ξύλα του σπιτιού. Η Γιούττα ανεβάζει το σακίδιο στο γραφείο της κρεβατοκάμαράς της και το αφήνει στο πάτωμα και βαθμολογεί άλλο ένα διαγώνισμα. Ύστερα κι άλλο. Ακούει τα τρένα να σταματούν κι ύστερα να ξαναρχίζουν το μονότονο βουητό τους. Προσπαθεί να βαθμολογήσει και τρίτο διαγώνισμα αλλά δεν μπορεί να συγκεντρωθεί· οι αριθμοί χορεύουν στη σελίδα και συγκεντρώνονται στο κάτω μέρος σε ακατανόητους σωρούς. Παίρνει το σακίδιο στα πόδια της. Όταν ήταν φρεσκοπαντρεμένοι και ο Άλμπερτ έκανε ταξίδια για τη δουλειά, η Γιούττα ξυπνούσε πριν από τα χαράματα και θυμόταν τις πρώτες νύχτες αφότου έφυγε ο Βέρνερ για το
598
ANTHONY DOERR
Σουλπφόρτα και ένιωθε πάλι από την αρχή τον διαπεραστικό πόνο της απουσίας του. Παρόλο που είναι τόσο παλιό το φερμουάρ του σακιδίου ανοίγει ομαλά. Μ έσα βρίσκεται ένας χοντρός φάκελος και ένα πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδα. Μ όλις ξετυλίγει την εφημερίδα βρίσκει τη μινιατούρα ενός σπιτιού, ψηλού και στενού, όχι μεγαλύτερου από τη γροθιά της. Ο φάκελος περιέχει το τετράδιο που του είχε στείλει πριν από σαράντα χρόνια. Το σημειωματάριο με τις ερωτήσεις του. Εκείνα τα κατσαρά, μικροσκοπικά καλλιγραφικά γράμματα, που το καθένα έγερνε ελαφρά στο πλάι και λίγο προς τα πάνω. Σκίτσα, σχεδιαγράμματα, σελίδες με λίστες. Κάτι που μοιάζει με μπλέντερ που κινείται από πετάλια ποδηλάτου. Ένας κινητήρας για μοντέλο αεροπλάνου. Γιατί μερικά ψάρια έχουν μουστάκια; Είναι αλήθεια πως όλες οι γάτες είναι γκρίζες όταν σβήνουν τα κεριά; Όταν πέφτει κεραυνός στη θάλασσα γιατί δεν πεθαίνουν όλα τα ψάρια; Ύστερα από τρεις σελίδες αναγκάζεται να το κλείσει. Οι μνήμες δραπετεύουν από το μυαλό της, κατρακυλούν στο πάτωμα. Το κρεβατάκι του Βέρνερ στη σοφίτα, ο τοίχος από πάνω του καλυμμένος από τις ζωγραφιές με τις φανταστικές πόλεις της. Το κουτί των πρώτων βοηθειών και το ραδιόφωνο και το καλώδιο που ήταν περασμένο έξω από το παράθυρο και μέσα από τη μαρκίζα της στέγης. Κάτω τα τρένα τρέχουν στα τρία επίπεδα του μοντέλου του Άλμπερτ και στο διπλανό δωμάτιο ο γιος της δίνει μάχες στον ύπνο του, με χείλη που μουρμουρίζουν και βλέφαρα που τρεμοπαίζουν, κι η Γιούττα αναγκάζει τους αριθμούς να γυρίσουν στις θέσεις τους στα διαγωνίσματα των μαθητών της. Ανοίγει ξανά το τετράδιο. Γιατί κρατάει ένας κόμπος; Αν πέντε γάτες πιάνουν πέντε ποντίκια σε πέντε λεπτά, πόσες γάτες χρειάζονται για να πιάσουν εκατό ποντίκια σε εκατό λεπτά;
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
599
Γιατί οι σημαίες κυματίζουν στον άνεμο αντί να στέκονται τεντωμένες; Χωμένο ανάμεσα στις τελευταίες δύο σελίδες βρίσκει έναν παλιό σφραγισμένο φάκελο. Απέξω ο Βέρνερ έχει γράψει: «Για τον Φρίντριχ». Φρίντριχ: ο συμμαθητής που κοιμόταν στην αποπάνω κουκέτα για τον οποίο της έγραφε ο Βέρνερ, το παιδί που λάτρευε τα πουλιά. Βλέπει αυτά που δε βλέπουν οι άλλοι. Τι έκανε ο πόλεμος στους ονειροπόλους. Όταν ο Άλμπερτ ανεβαίνει τελικά πάνω, η Γιούττα έχει το κεφάλι κατεβασμένο και προσποιείται ότι βαθμολογεί γραπτά. Εκείνος πετάει από πάνω του τα ρούχα του και αναστενάζει σιγανά πέφτοντας στο κρεβάτι, σβήνει το πορτατίφ του και της λέει καληνύχτα, ενώ εκείνη εξακολουθεί να κάθεται στο γραφείο της.
600
ANTHONY DOERR
Σαιν Μαλό
Η ΓΙΟΥΤΤΑ έχει παραδώσει τη βαθμολογία, ο Μ αξ έχει τελειώσει το σχολείο· τι θα έκανε άλλωστε, απλώς θα πήγαινε στην πισίνα κάθε μέρα, θα έτρωγε τ’ αυτιά του πατέρα του με αινίγματα, θα έφτιαχνε τριακόσια από τα αεροπλανάκια που του έδειξε ο γίγαντας, καλό δε θα του κάνει να επισκεφθεί μια άλλη χώρα, να μάθει λίγα γαλλικά, να δει τον ωκεανό; Η Γιούττα είναι που κάνει αυτές τις ερωτήσεις στον Άλμπερτ, αλλά ξέρουν και οι δύο ότι εκείνη πρέπει να παραχωρήσει την άδεια. Να πάει μόνη της, να πάρει τον γιο τους. Την εικοστή έκτη Ιουνίου, μία ώρα πριν ξημερώσει, ο Άλμπερτ φτιάχνει έξι σάντουιτς με ζαμπόν και τα τυλίγει με αλουμινόχαρτο. Έπειτα πηγαίνει τη Γιούττα και τον Μ αξ στον σταθμό με το Prinz 4, της δίνει ένα φιλί στα χείλη, κι εκείνη παίρνει το τρένο, έχοντας το τετράδιο του Βέρνερ και τη μινιατούρα του σπιτιού στην τσάντα της. Το ταξίδι κρατάει όλη μέρα. Ώσπου να φτάσουν στη Ρεν ο ήλιος έχει κατέβει χαμηλά στον ορίζοντα κι από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει η μυρωδιά ζεστής κοπριάς, ενώ απ’ έξω περνάνε σαν αστραπή σειρές από κλαδεμένα δέντρα. Γλάροι και ισάριθμα κοράκια ακολουθούν ένα τρακτέρ μέσα στη σκόνη που αφήνει πίσω του. Ο Μ αξ τρώει δεύτερο σάντουιτς και ξαναδιαβάζει ένα κόμικ, στα χωράφια φυτρώνουν στρώματα από
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
601
κίτρινα λουλούδια κι η Γιούττα αναρωτιέται αν φυτρώνει κανένα τους πάνω από τα κόκαλα του αδερφού της. Πριν σκοτεινιάσει μπαίνει στο τρένο ένας καλοντυμένος άντρας με πρόσθετο πόδι. Κάθεται δίπλα της και ανάβει τσιγάρο. Η Γιούττα σφίγγει την τσάντα της ανάμεσα στα γόνατά της· είναι σίγουρη ότι τραυματίστηκε στον πόλεμο, ότι θα προσπαθήσει να της πιάσει κουβέντα, ότι τα λειψά γαλλικά της θα την προδώσουν. Ή ότι θα πει κάτι ο Μ αξ. Ή ότι ο άντρας την έχει καταλάβει ήδη. Μ πορεί να μυρίζει Γερμανία. Θα της πει: Εσείς μου το κάνατε αυτό. Σας παρακαλώ. Όχι μπροστά στον γιο μου. Αλλά το τρένο ξεκινάει με ένα τράνταγμα κι ο άντρας τελειώνει το τσιγάρο του, της χαρίζει ένα συλλογισμένο χαμόγελο και αποκοιμάται αμέσως. Εκείνη στριφογυρίζει το σπιτάκι στα δάχτυλά της. Μ παίνουν στο Σαιν Μ αλό μεσάνυχτα και ο ταξιτζής τούς αφήνει σε ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Σατομπριάν. Ο ρεσεψιονίστ παίρνει τα χρήματα που της έκανε συνάλλαγμα ο Άλμπερτ, κι ο Μ αξ γέρνει στον γοφό της μισοκοιμισμένος, κι εκείνη φοβάται τόσο πολύ να δοκιμάσει τα γαλλικά της, που πέφτει για ύπνο νηστική. Το πρωί ο Μ αξ την τραβάει μέσα από ένα κενό στα παλιά τείχη σε μια παραλία. Τρέχει ολοταχώς στην άμμο, μετά σταματάει και κοιτάζει τους προμαχώνες που υψώνονται από πάνω του σαν να φαντάζεται φιαμόλες και κανόνια και μεσαιωνικούς τοξότες παραταγμένους στις πολεμίστρες. Η Γιούττα δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια της από τον ωκεανό. Έχει ένα σμαραγδί χρώμα και είναι αδιανόητα μεγάλος. Ένα άσπρο πανάκι βγαίνει από το λιμάνι. Δυο τράτες στον ορίζοντα εμφανίζονται και εξαφανίζονται ανάμεσα στα κύματα. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να τη χαζεύει και ξεχνάω τα καθήκοντά μου. Φαίνεται τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να χωρέσει όλα όσα μπορεί να νιώσει ποτέ κανείς. Δίνουν ένα κέρμα για να ανέβουν στον πύργο του κάστρου. «Έλα» λέει ο Μ αξ και ορμάει στις στενές στριφογυριστές σκάλες, κι η Γιούττα τον ακολουθεί ασθμαίνοντας, ανά ενενήντα μοίρες εμφανίζεται ένα στενό κομμάτι γαλάζιου ουρανού, κι ο
602
ANTHONY DOERR
Μ αξ ουσιαστικά τη σέρνει στα σκαλοπάτια. Από την κορυφή παρακολουθούν τις μικροσκοπικές φιγούρες των τουριστών να σουλατσάρουν μπροστά στις βιτρίνες. Έχει διαβάσει για την πολιορκία· έχει μελετήσει τις φωτογραφίες της παλιάς πόλης πριν από τον πόλεμο. Όμως τώρα, κοιτώντας τα τεράστια αρχοντικά σπίτια, τις εκατοντάδες σκεπές, δε βλέπει κανένα ίχνος βομβαρδισμών, κρατήρες ή χαλάσματα. Η πόλη μοιάζει να έχει αποκατασταθεί πλήρως. Παραγγέλνουν κρέπες για μεσημεριανό. Η Γιούττα περιμένει επίμονα βλέμματα αλλά κανείς δεν τους προσέχει. Ο σερβιτόρος μοιάζει είτε να μην ξέρει είτε να μη νοιάζεται που είναι Γερμανίδα. Το απόγευμα οδηγεί τον Μ αξ σε μια ψηλή αψίδα στην άλλη άκρη της πόλης, που ονομάζεται Πύλη της Ντινάν. Περνούν την προκυμαία και ανεβαίνουν σε ένα παρόμοιο ακρωτήρι αντίκρυ από την παλιά πόλη, στην άλλη πλευρά των εκβολών του ποταμού. Μ έσα στο πάρκο περιμένουν τα ερείπια ενός χορταριασμένου κάστρου. Ο Μ αξ κοντοστέκεται σε όλες τις απόκρημνες άκρες του μονοπατιού και πετάει βότσαλα στη θάλασσα. Κάθε εκατό βήματα συναντούν ένα μεγάλο ατσάλινο κάλυπτρο, κάτω από το οποίο οι στρατιώτες μπορούσαν να στρέψουν τα πυρά των κανονιών σε όποιον προσπαθούσε να πάρει τον λόφο. Μ ερικά από τα πυροβολεία είναι τόσο σημαδεμένα από την επίθεση, που η Γιούττα μετά βίας μπορεί να φανταστεί τη φωτιά και την ταχύτητα και τη φρίκη των βλημάτων που έπεφταν βροχή πάνω τους. Τριάντα πόντοι ατσάλι μοιάζουν σαν να μεταμορφώθηκαν σε ζεστό βούτυρο που το μάλαξαν τα δάχτυλα ενός παιδιού. Πώς να ακουγόταν, άραγε, όταν στεκόσουν εκεί μέσα. Τώρα είναι γεμάτα σακουλάκια από πατατάκια, φίλτρα από τσιγάρα, χάρτινα περιτυλίγματα. Αμερικανικές και γαλλικές σημαίες κυματίζουν στην κορυφή ενός λόφου στο κέντρο του πάρκου. Εδώ, γράφουν οι πινακίδες, οι Γερμανοί ταμπουρώθηκαν σε υπόγειες σήραγγες, για να πολεμήσουν, ως τον τελευταίο. Τρεις έφηβοι περνούν γελώντας κι ο Μ αξ τους παρακολουθεί
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
603
με μεγάλη προσήλωση. Σε έναν τσιμεντένιο τοίχο με βαθουλώματα και κηλίδες από λειχήνες είναι στερεωμένη μια μικρή πέτρινη πλάκα: «Ici a été tué Buy Gaston Marcel agé de 18 ans, mort pour la France le 11 août 1944 – Εδώ σκοτώθηκε ο δεκαοχτάχρονος Μπάυ Γκαστόν Μαρσέλ, που πέθανε για τη Γαλλία στις 11 Αυγούστου 1944». Η Γιούττα κάθεται κάτω. Η θάλασσα είναι βαριά και γκριζωπή. Δεν υπάρχουν πλάκες για τους Γερμανούς που πέθαναν εδώ.
* Γιατί ήρθε; Τι απαντήσεις έλπιζε να βρει; Το επόμενο πρωινό κάθονται στην πλατεία Σατομπριάν απέναντι από το Ιστορικό Μ ουσείο, όπου γερά παγκάκια έχουν θέα σε παρτέρια κυκλωμένα από μεταλλικά ημικύκλια στο ύψος της γάμπας. Κάτω από τις τέντες των μαγαζιών τουρίστες χαζεύουν μαρινιέρες με μπλε και άσπρες ρίγες και τις κορνιζαρισμένες ακουαρέλες των κουρσάρικων πλοίων· ένας πατέρας πιάνει το τραγούδι ενώ αγκαλιάζει την κόρη του. Ο Μ αξ σηκώνει το βλέμμα από το βιβλίο του και λέει: «M utti, τι γυρίζει τον κόσμο αλλά μένει στη γωνία;» «Δεν ξέρω, Μ αξ». «Ένα γραμματόσημο». Της χαμογελάει. «Επιστρέφω αμέσως» του λέει. Ο άντρας πίσω από τον πάγκο του μουσείου έχει γενειάδα και είναι γύρω στα πενήντα. Είναι αρκετά μεγάλος για να θυμάται. Ανοίγει την τσάντα της και ξετυλίγει το μισοκατεστραμμένο ξύλινο σπιτάκι και λέει με τα καλύτερα γαλλικά της: «Αυτό το είχε ο αδερφός μου. Πιστεύω ότι το βρήκε εδώ. Στον πόλεμο». Ο άντρας κουνάει αρνητικά το κεφάλι του κι εκείνη ξαναβάζει το σπιτάκι στην τσάντα της. Έπειτα της ζητάει να του το ξαναδείξει. Το βάζει κάτω από μια λάμπα και το γυρίζει έτσι που να βλέπει τη χωνευτή εξώπορτά του. «Oui» λέει στο τέλος. Της κάνει νόημα να περιμένει έξω, και μια στιγμή αργότερα
604
ANTHONY DOERR
κλειδώνει την πόρτα πίσω του και την οδηγεί μαζί με τον Μ αξ σε δρόμους στενούς και κεκλιμένους. Ύστερα από καμιά δεκαριά στροφές στέκονται μπροστά σε ένα σπίτι. Το σπίτι της μινιατούρας που γυροφέρνει ο Μ αξ τώρα στα χέρια του. «Ο αριθμός 4 της οδού Βομπορέλ» λέει ο άντρας. «Το σπίτι των Λεμπλάν. Έχει χωριστεί σε θερινές κατοικίες εδώ και χρόνια». Λειχήνες κηλιδώνουν την πέτρα· μεταλλικά στοιχεία ποτισμένα από το νερό έχουν αφήσει πίσω τους φιλιγκράν από λεκέδες. Ζαρντινιέρες διακοσμούν τα παράθυρα, αφρίζοντας από γεράνια. Άραγε ο Βέρνερ έφτιαξε το μοντέλο; Ή μήπως το αγόρασε; «Μ ήπως υπήρχε μια κοπέλα; Ξέρετε για μια κοπέλα;» τον ρωτάει. «Ναι, σ’ αυτό το σπίτι έμενε μια τυφλή κοπέλα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μητέρα μου μου διηγιόταν ιστορίες για εκείνη. Έφυγε μόλις τελείωσε ο πόλεμος». Πράσινα στίγματα αναβοσβήνουν στο οπτικό πεδίο της Γιούττα· αισθάνεται σαν να κοιτούσε κατάματα τον ήλιο. Ο Μ αξ την τραβάει από τον καρπό: «M utti, mutti». «Γιατί» λέει εκείνη κομπιάζοντας στα γαλλικά «μπορεί να είχε ο αδερφός μου μια μινιατούρα αυτού του σπιτιού;» «Μ ήπως ξέρει η κοπέλα που έμενε εδώ; Μ πορώ να σας βρω τη διεύθυνσή της». «M utti, mutti, κοίτα» λέει ο Μ αξ, τραβώντας της το χέρι αρκετά δυνατά για να κερδίσει την προσοχή της. Εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα. «Νομίζω ότι το σπιτάκι ανοίγει. Νομίζω ότι υπάρχει τρόπος να το ανοίξουμε» λέει το παιδί.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
605
Εργαστήριο
Η
ΜΑΡ Ι ΛΟΡ ΛΕΜΠΛΑΝ διευθύνει ένα μικρό εργαστήριο στο Μ ουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού και έχει συμβάλει σημαντικά στη μελέτη και στη βιβλιογραφία των μαλακίων: μια μονογραφία για την εξελικτική αιτιολόγηση των πτυχών του κελύφους των σαλιγκαριών του είδους Bivetiella cancellata της Δυτικής Αφρικής· ένα πασίγνωστο άρθρο περί του φυλετικού διμορφισμού των βολούτων της Καραϊβικής. Έχει ονομάσει δύο καινούρια υποείδη χιτώνων. Ως διδακτορική φοιτήτρια ταξίδεψε στην Μ πόρα Μ πόρα και στο Μ πίμινι· περπάτησε πάνω σε υφάλους με ένα καπέλο για τον ήλιο και έναν κουβά και συνέλεξε σαλιγκάρια από τρεις ηπείρους. Η Μ αρί Λορ δεν είναι συλλέκτρια με την έννοια που ήταν ο δόκτωρ Ζεφάρ, να συσσωρεύει είδη προσπαθώντας διαρκώς να τα διακρίνει σε τάξεις, οικογένειες, γένη, είδη και υποείδη. Της αρέσει να βρίσκεται ανάμεσα στα ζωντανά πλάσματα, είτε στους υφάλους είτε στα ενυδρεία της. Να βρίσκει τα σαλιγκάρια να έρπουν πάνω στους βράχους, εκείνα τα μικροσκοπικά υγρά πλάσματα που φιλτράρουν το ασβέστιο από το νερό και το υφαίνουν σε γυαλιστερά όνειρα στη ράχη τους – αυτό της είναι αρκετό. Παραπάνω από αρκετό. Η Μ αρί Λορ και ο Ετιέν ταξίδεψαν όσο εκείνος μπορούσε. Πήγαν στη Σαρδηνία και στη Σκοτία, κάθισαν στον πάνω όροφο
606
ANTHONY DOERR
ενός λεωφορείου του Λονδίνου ενώ γλιστρούσε κάτω από τα δέντρα. Ο Ετιέν αγόρασε δύο ωραία τρανζιστοράκια, και πέθανε ήσυχος στην μπανιέρα στα ογδόντα δύο του αφήνοντάς της πολλά χρήματα. Μ ολονότι προσέλαβαν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ξόδεψαν χιλιάδες φράγκα και ερεύνησαν εξονυχιστικά μεγάλο όγκο γερμανικών εγγράφων, δεν κατάφεραν να εξακριβώσουν τι ακριβώς συνέβη στον πατέρα της. Επιβεβαίωσαν ότι ήταν φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο εργασίας που λεγόταν Μ πραϊτενάου το 1942. Επίσης, κάποιος γιατρός σε ένα παράρτημα του στρατοπέδου στο Κάσσελ της Γερμανίας είχε γράψει στα αρχεία του ότι ο Ντανιέλ Λεμπλάν είχε προσβληθεί από γρίπη στις αρχές του 1943. Μ όνο αυτά έμαθαν. Η Μ αρί Λορ μένει ακόμα στο σπίτι όπου μεγάλωσε, πηγαίνει ακόμα με τα πόδια στο μουσείο. Είχε δύο εραστές. Ο πρώτος ήταν ένας επισκέπτης επιστήμονας που δεν επέστρεψε ποτέ κι ο δεύτερος ένας Καναδός που ονομαζόταν Τζον και σκόρπιζε πράγματα –γραβάτες, κέρματα, κάλτσες, μέντες– σε όποιο δωμάτιο έμπαινε. Γνωρίστηκαν στο μεταπτυχιακό· εκείνος μεταπηδούσε από εργαστήριο σε εργαστήριο με υπερφυή περιέργεια αλλά ελάχιστη επιμονή. Αγαπούσε τα ωκεάνια ρεύματα, την αρχιτεκτονική και τον Τσαρλς Ντίκενς και η πολυπραγμοσύνη του την έκανε να νιώθει περιορισμένη, υπερεξειδικευμένη. Μ όλις έμεινε έγκυος χώρισαν ήσυχα, χωρίς πυροτεχνήματα. Η Ελέν, η κόρη τους, είναι δεκαεννιά τώρα. Μ ε κοντά μαλλιά, μικροκαμωμένη, επίδοξη βιολονίστρια. Διαθέτει μεγάλη αυτοσυγκράτηση, απ’ αυτήν που έχουν συνήθως τα παιδιά που μεγαλώνουν με τυφλό γονέα. Η Ελέν μένει με τη μητέρα της, αλλά οι τρεις τους –ο Τζον, η Μ αρί Λορ και η Ελέν– τρώνε μαζί κάθε Παρασκευή μεσημέρι. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ήταν δύσκολο να ζεις στη Γαλλία χωρίς να είναι ο πόλεμος το επίκεντρο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η ζωή σου. Η Μ αρί Λορ ακόμα δεν μπορεί να φορέσει παπούτσια που της πέφτουν μεγάλα ή να μυρίσει βραστά γογγύλια χωρίς να την πιάσει αηδία. Ούτε να ακούει λίστες με
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
607
ονόματα. Καταλόγους με παίχτες ποδοσφαιρικών ομάδων, βιβλιογραφίες στις πίσω σελίδες των περιοδικών, συστάσεις σε συναντήσεις του διδακτικού προσωπικού – όλα της μοιάζουν σαν υπόλειμμα των καταλόγων της φυλακής που δεν περιείχαν το όνομα του πατέρα της. Μ ετράει ακόμα τις σχάρες των υπονόμων: τριάντα οχτώ στον δρόμο της επιστροφής από το εργαστήριό της. Στο σιδερένιο μπαλκονάκι της φυτρώνουν λουλούδια, και το καλοκαίρι μπορεί να υπολογίσει τι ώρα είναι από το πόσο έχουν ανοίξει τα πέταλα της νυχτερινής πριμούλας. Όποτε η Ελέν βγαίνει με φίλους και το διαμέρισμά της μοιάζει υπερβολικά ήσυχο, η Μ αρί Λορ πηγαίνει στην ίδια μπρασερί: στη Λε Βιλάζ Μ ονζ, ακριβώς έξω από τον Βοτανικό Κήπο, και παραγγέλνει ψητή πάπια στη μνήμη του δόκτορα Ζεφάρ. Είναι ευτυχισμένη; Ορισμένες στιγμές είναι ευτυχισμένη. Όποτε στέκεται κάτω από ένα δέντρο, για παράδειγμα, ακούγοντας τα φύλλα να δονούνται από τον αέρα, ή όποτε ανοίγει το πακέτο που έστειλε κάποιος συλλέκτης κι από μέσα ξεχύνεται εκείνη η παλιά θαλασσινή μυρωδιά των κοχυλιών. Όποτε θυμάται να διαβάσει Ιούλιο Βερν στην Ελέν κι όταν η Ελέν αποκοιμάται δίπλα της – το ζεστό, σκληρό βάρος του κοριτσίστικου κεφαλιού στα πλευρά της. Είναι κάτι στιγμές όμως που η Ελέν αργεί να γυρίσει και η αγωνία σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά της, και τότε σκύβει πάνω από ένα τραπέζι στο εργαστήριο και αποκτά συναίσθηση των άλλων δωματίων στο μουσείο γύρω της –ντουλάπες γεμάτες διατηρημένα βατράχια, χέλια και σκουλήκια, ντουλάπια γεμάτα καρφιτσωμένα έντομα και αποξηραμένες φτέρες, κελάρια γεμάτα κόκαλα– και ξαφνικά έχει την αίσθηση ότι δουλεύει σε μαυσωλείο, ότι τα τμήματα του μουσείου είναι συστηματικά νεκροταφεία κι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι επιστήμονες, οι φύλακες, οι φρουροί και οι επισκέπτες, καταλαμβάνουν τις πτέρυγες των νεκρών. Τέτοιες στιγμές όμως είναι λίγες και σποραδικές. Στο εργαστήριό της τα έξι θαλασσινά ενυδρεία γουργουρίζουν καθησυχαστικά· στον πίσω τοίχο βρίσκονται τρία ντουλάπια με
608
ANTHONY DOERR
τετρακόσια συρτάρια το καθένα, τα οποία διασώθηκαν πριν από χρόνια από το γραφείο του δόκτορα Ζεφάρ. Κάθε φθινόπωρο κάνει μάθημα σε προπτυχιακούς φοιτητές, και οι φοιτητές της έρχονται και φεύγουν μυρίζοντας μοσχάρι παστό ή κολόνια ή βενζίνη από τα σκουτεράκια τους, και της αρέσει να τους ρωτάει για τη ζωή τους, να αναρωτιέται τι περιπέτειες έχουν ζήσει, τι πόθους, τι μυστικές τρέλες κουβαλάνε στην καρδιά τους. Μ ια Τετάρτη απόγευμα του Ιουλίου ο βοηθός της χτυπάει μαλακά την ανοιχτή πόρτα του εργαστηρίου. Οι γυάλες είναι γεμάτες μπουρμπουλήθρες, τα φίλτρα βουίζουν και οι θερμαντήρες των ενυδρείων ανοιγοκλείνουν με έναν απαλό θόρυβο. Της λέει ότι έχει έρθει μια γυναίκα να τη δει. Η Μ αρί Λορ έχει τα χέρια της ακουμπισμένα στα πλήκτρα της γραφομηχανής Μ πράιγ. «Συλλέκτρια;» «Δεν το νομίζω, δόκτωρ. Λέει ότι βρήκε τη διεύθυνσή σας από ένα μουσείο στη Βρεττάνη». Τα πρώτα σημάδια του ιλίγγου. «Έχει ένα αγοράκι μαζί της. Περιμένουν στο τέρμα του διαδρόμου. Να της πω να ξαναπροσπαθήσει αύριο;» «Πώς είναι στην εμφάνιση;» «Ασπρομάλλα» απαντά ο βοηθός και σκύβει προς το μέρος της: «Κακοντυμένη. Δέρμα πουλερικού. Λέει ότι θα ήθελε να σας δει για ένα σπιτάκι μινιατούρα». Κάπου πίσω της η Μ αρί Λορ ακούει το κουδούνισμα δέκα χιλιάδων κλειδιών που τρεμοπαίζουν πάνω σε δέκα χιλιάδες γαντζάκια. «Δόκτωρ Λεμπλάν;» Το δωμάτιο γέρνει. Από στιγμή σε στιγμή η Μ αρί Λορ θα γλιστρήσει και θα πέσει απ’ την άκρη του.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
609
Επισκέπτρια
«ΜΑΘΑΤΕ ΓΑΛΛΙΚΑ ως παιδί» λέει η Μ αρί Λορ, παρόλο που δεν είναι σίγουρη πώς καταφέρνει και μιλάει. «Μ άλιστα. Αυτός είναι ο γιος μου, ο Μ αξ». «Guten Tag – καλημέρα» μουρμουρίζει ο Μ αξ. Το χέρι του είναι ζεστό και μικρό. «Αυτός δεν έμαθε γαλλικά ως παιδί» λέει η Μ αρί Λορ, και γελούν και οι δύο για μια στιγμή πριν βουβαθούν. Η γυναίκα λέει: «Σας έφερα κάτι…» Ακόμη και μέσα από τις εφημερίδες που το τυλίγουν η Μ αρί Λορ ξέρει ότι πρόκειται για τη μινιατούρα του σπιτιού· νιώθει σαν να άφησε η γυναίκα στα χέρια της μια λιωμένη ψίχα μνήμης. Μ ετά βίας κρατιέται όρθια. «Φράνσις» λέει στον βοηθό της «θα μπορούσες να δείξεις στον Μ αξ κάτι στο μουσείο για μια στιγμή; Τα σκαθάρια ίσως;» «Φυσικά, μαντάμ». Η γυναίκα λέει στον γιο της κάτι στα γερμανικά. «Να σας κλείσω την πόρτα;» ρωτάει ο Φράνσις. «Ναι, σε παρακαλώ». Το γλωσσίδι κάνει κλικ. Η Μ αρί Λορ ακούει τα ενυδρεία να αφρίζουν και τη γυναίκα να εισπνέει, και τα λαστιχένια καλύμματα στα πόδια του σκαμπό όπου κάθεται τρίζουν καθώς
610
ANTHONY DOERR
αλλάζει στάση. Μ ε το δάχτυλο βρίσκει τις εγκοπές στα πλαϊνά του σπιτιού, τη λοξή στέγη του. Πόσο συχνά το κρατούσε στα χέρια της. «Το έφτιαξε ο πατέρας μου» της λέει. «Ξέρετε πώς βρέθηκε στα χέρια του αδερφού μου;» Όλα στριφογυρίζουν μέσα στον χώρο, κάνουν έναν γύρο μέσα στο δωμάτιο και τρυπώνουν ξανά στο μυαλό της Μ αρί Λορ. Το αγόρι. Η μινιατούρα. Άραγε δεν ανοίχτηκε ποτέ; Αφήνει ξαφνικά το σπίτι κάτω σαν να καίει. Η γυναίκα, η Γιούττα, πρέπει να την παρακολουθεί πολύ προσεκτικά. Λέει σαν να ζητάει συγγνώμη: «Σας το πήρε;» Μ ε τον καιρό, σκέφτεται η Μ αρί Λορ, τα γεγονότα που φαίνονται μπερδεμένα είτε μπλέκονται περισσότερο είτε βρίσκουν σταδιακά τη θέση τους. Το αγόρι τής έσωσε τη ζωή τρεις φορές. Η πρώτη ήταν όταν δεν αποκάλυψε τον Ετιέν ενώ θα μπορούσε. Η δεύτερη, όταν έβγαλε τον αρχιλοχία από τη μέση. Η τρίτη, όταν τη βοήθησε να φύγει από την πόλη. «Όχι» απαντάει. «Δεν ήταν» λέει η Γιούττα, φτάνοντας στα όρια των γαλλικών της «πολύ εύκολο να είσαι καλός εκείνη την εποχή». «Πέρασα μία μέρα μαζί του. Λιγότερο από μία μέρα». «Πόσων χρόνων ήσασταν;» ρωτάει η Γιούττα. «Δεκάξι την εποχή της πολιορκίας. Εσείς;» «Δεκαπέντε. Στο τέλος». «Μ εγαλώσαμε όλοι πριν γίνουμε μεγάλοι. Εκείνος…;» «Σκοτώθηκε» λέει η Γιούττα. Φυσικά. Στις αφηγήσεις μετά τον πόλεμο όλοι οι ήρωες της αντίστασης ήταν τολμηροί, ρωμαλέοι τύποι που μπορούσαν να φτιάξουν πολυβόλα από συνδετήρες. Κι οι Γερμανοί είτε έβγαζαν τα θεϊκά, ξανθά κεφάλια τους από τις ανοιχτές μπουκαπόρτες των τανκ για να δουν τις γκρεμισμένες πόλεις απ’ τις οποίες περνούσαν είτε ήταν ψυχοπαθείς, σεξομανείς βασανιστές πανέμορφων Εβραίων γυναικών. Σε ποια κατηγορία ταίριαζε το αγόρι; Η παρουσία του ήταν πολύ αμυδρή. Ήταν σαν να βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με ένα φτερό. Αλλά η ψυχή του
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
611
έλαμπε από μια θεμελιώδη καλοσύνη, έτσι δεν είναι; Μαζεύαμε μούρα δίπλα στον Ρουρ. Η αδερφή μου κι εγώ. «Τα χέρια του ήταν μικρότερα από τα δικά μου» της λέει. Η γυναίκα ξεροβήχει: «Πάντα ήταν μικρόσωμος για την ηλικία του. Αλλά με πρόσεχε. Του ήταν δύσκολο να μην κάνει αυτό που περίμεναν οι άλλοι από εκείνον. Τα λέω καλά;» «Τέλεια». Τα ενυδρεία αφρίζουν. Τα σαλιγκάρια τρώνε. Η Μ αρί Λορ δεν μπορεί να μαντέψει τι οδύνες έζησε αυτή η γυναίκα. Και το σπιτάκι; Άραγε γύρισε ο Βέρνερ στην κρύπτη για να το πάρει; Άραγε άφησε μέσα την πέτρα; «Μ ου είπε ότι ακούγατε μαζί τις ραδιοφωνικές εκπομπές του αδερφού του παππού μου. Ότι ακούγονταν μέχρι τη Γερμανία» λέει. «Ο αδερφός του παππού σας…;» Τώρα η Μ αρί Λορ αναρωτιέται τι αναμνήσεις να σέρνονται μέσα στη γυναίκα απέναντί της. Είναι έτοιμη να πει κι άλλα, όμως έξω από την πόρτα του εργαστηρίου σταματούν βήματα. Ο Μ αξ λέει κομπιάζοντας κάτι ακατάληπτο στα γαλλικά. Ο Φράνσις βάζει τα γέλια και λέει: «Όχι, όχι, “πισινό” όπως λέμε “από πίσω”, όχι “πισινό” όπως λέμε “ποπός”». «Συγγνώμη» λέει η Γιούττα. Η Μ αρί Λορ γελάει: «Αυτό που μας σώζει είναι η αφέλεια των παιδιών». Η πόρτα ανοίγει και ο Φράνσις λέει: «Όλα καλά, μαντάμ;» «Ναι, Φράνσις. Μ πορείς να πηγαίνεις». «Να πηγαίνουμε κι εμείς» λέει η Γιούττα, σπρώχνοντας το σκαμπό της κάτω από τον πάγκο. «Ήθελα να σας φέρω το σπιτάκι. Καλύτερα να το έχετε εσείς παρά εγώ». Η Μ αρί Λορ έχει τις παλάμες της ακουμπισμένες στον πάγκο. Φαντάζεται τη μητέρα και τον γιο να κατευθύνονται προς την πόρτα, το χεράκι διπλωμένο μέσα στο μεγάλο χέρι, και ο λαιμός της φουσκώνει.
612
ANTHONY DOERR
«Σταθείτε» λέει. «Όταν ο θείος μου πούλησε το σπίτι, μετά τον πόλεμο, επέστρεψε στο Σαιν Μ αλό και έσωσε τη μοναδική ηχογράφηση που απέμεινε από τον παππού μου. Μ ιλούσε για το φεγγάρι». «Τη θυμάμαι. Και για το φως; Από την άλλη πλευρά;» Το πάτωμα που τρίζει, τα ενυδρεία που κελαρύζουν. Τα σαλιγκάρια που γλιστράνε πάνω στο γυαλί. Το σπιτάκι πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στα χέρια της. «Αφήστε τη διεύθυνσή σας στον Φράνσις. Ο δίσκος είναι παλιός, αλλά θα σας τον ταχυδρομήσω. Μ πορεί να αρέσει στον Μ αξ».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
613
Χάρτινο αεροπλανάκι
«ΚΑΙ Ο ΦΡΑΝΣΙΣ είπε ότι υπάρχουν σαράντα δύο χιλιάδες συρτάρια με αποξηραμένα φυτά, και μου έδειξε το ρύγχος ενός γιγάντιου καλαμαριού και ενός πλησιόσαυρου…» Το χαλίκι τρίζει κάτω από τα παπούτσια τους και η Γιούττα αναγκάζεται να στηριχτεί σε ένα δέντρο. «M utti…;» Φώτα έρχονται καταπάνω της κι ύστερα απομακρύνονται. «Είμαι κουρασμένη, Μ αξ, αυτό είναι όλο». Ανοίγει έναν τουριστικό χάρτη και προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο δρόμος για το ξενοδοχείο. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούν και τα περισσότερα παράθυρα στα σπίτια που προσπερνάνε είναι γαλαζωπά από το φως της τηλεόρασης. Η απουσία των σωμάτων, σκέφτεται, μας επιτρέπει να ξεχάσουμε. Είναι που τα σκεπάζει το χορταριασμένο χώμα. Στο ασανσέρ ο Μ αξ πατάει το 6 και ανεβαίνουν. Ο διάδρομος με τη μοκέτα που οδηγεί στο δωμάτιό τους είναι ένα καφετί ποτάμι διάσπαρτο με χρυσαφιά σχήματα τραπεζίων. Δίνει στον Μ αξ το κλειδί, εκείνος παλεύει με την κλειδαριά και ανοίγει την πόρτα. «Έδειξες στην κυρία πώς ανοίγει το σπιτάκι, mutti;» «Νομίζω ότι ήξερε ήδη». Η Γιούττα ανάβει την τηλεόραση και βγάζει τα παπούτσια της.
614
ANTHONY DOERR
Ο Μ αξ ανοίγει τις πόρτες του μπαλκονιού και φτιάχνει ένα αεροπλανάκι με το χαρτί του ξενοδοχείου. Το μισό παρισινό τετράγωνο που μπορεί να διακρίνει της θυμίζει τις πόλεις που ζωγράφιζε όταν ήταν μικρή: εκατοντάδες σπίτια, χιλιάδες παράθυρα, ένα σμήνος πουλιά που στριφογυρίζουν. Στην τηλεόραση παίχτες με μπλε στολές τρέχουν σε ένα γήπεδο τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σκορ είναι 3-2. Αλλά ο τερματοφύλακας έπεσε, κι ένας παίχτης απ’ τα πλάγια χτύπησε την μπάλα, η οποία κυλάει αργά προς τη γραμμή του τέρματος. Δεν είναι κανείς εκεί για να την αποκρούσει. Η Γιούττα σηκώνει το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι, πατάει εννιά νούμερα, κι ο Μ αξ εκτοξεύει το αεροπλανάκι πάνω από τον δρόμο. Εκείνο πετάει μερικά μέτρα, σταματάει μια στιγμή, κι ύστερα η φωνή του άντρα της λέει «εμπρός».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
615
Το κλειδί
ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡ ΓΑΣΤΗΡ ΙΟ ΤΗΣ αγγίζοντας τα όστρακα των Dosinia το ένα μετά το άλλο μέσα στον δίσκο. Οι αναμνήσεις περνάνε φευγαλέα: η υφή του παντελονιού του πατέρα της όταν κρατιόταν από αυτό. Οι ψύλλοι της άμμου που τρέχουν γύρω από τα γόνατά της. Το υποβρύχιο του πλοίαρχου Νέμο που δονείται από τον γοερό θρήνο του γλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι. Ταρακουνάει το σπιτάκι, παρόλο που ξέρει ότι δε θα μαρτυρήσει το περιεχόμενό του. Ο Βέρνερ γύρισε και το πήρε. Το κράτησε. Πέθανε μαζί του. Τι παιδί ήταν; Θυμάται ότι είχε ξεφυλλίσει εκείνο το βιβλίο του Ετιέν. Πουλιά, είχε πει. Αμέτρητα πουλιά. Βλέπει τον εαυτό της να βγαίνει στην πόλη που καπνίζει σέρνοντας μια λευκή μαξιλαροθήκη. Μ όλις χάνεται από τα μάτια του εκείνος κάνει μεταβολή και περνάει ξανά από την καγκελόπορτα του Υμπέρ Μ παζάν. Το τείχος είναι ένα τεράστιο προστατευτικό ανάχωμα από πάνω του. Η θάλασσα μπαίνει από τη σχάρα στον απέναντι τοίχο. Η Μ αρί Λορ τον βλέπει να λύνει τον γρίφο του ξύλινου σπιτιού. Ίσως ρίχνει το διαμάντι στη λιμνούλα ανάμεσα στα χιλιάδες σαλιγκάρια. Μ ετά κλείνει το σπιτάκι, κλειδώνει την πόρτα και φεύγει μακριά. Ή βάζει ξανά την πέτρα μέσα στο σπίτι. Ή τη ρίχνει στην τσέπη του.
616
ANTHONY DOERR
Μ έσα στη μνήμη της ο δόκτωρ Ζεφάρ ψιθυρίζει: …Που κάτι τόσο μικρό μπορεί να είναι τόσο όμορφο. Να αξίζει τόσο πολύ. Μόνο οι πιο δυνατοί άνθρωποι μπορούν να γυρίσουν την πλάτη σε τέτοια συναισθήματα. Στρίβει την καμινάδα ενενήντα μοίρες. Γυρίζει εύκολα, σαν να την έφτιαξε ο πατέρας της πριν από λίγο. Όταν προσπαθεί να βγάλει το πρώτο από τα τρία ξύλινα φύλλα της στέγης, το βρίσκει φρακαρισμένο. Αλλά χρησιμοποιώντας την άκρη ενός στιλό για μοχλό καταφέρνει να αφαιρέσει τα φύλλα, ένα, δύο, τρία. Κάτι πέφτει στην παλάμη της. Ένα σιδερένιο κλειδί.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
617
Η Φλογισμένη Θάλασσα
ΒΓΑΙΝΕΙ
ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΩΜΕΝΑ ΕΓΚΑΤΑ του κόσμου, τριακόσια χιλιόμετρα βαθιά μέσα στη γη. Ένας κρύσταλλος σε μια φλέβα άλλων κρυστάλλων. Καθαρός άνθρακας, κάθε άτομο συνδεδεμένο με τέσσερα ισαπέχοντα γειτονικά άτομα, πλεγμένο στην εντέλεια, τετραεδρικό, ανυπέρβλητης σκληρότητας. Είναι ήδη παλιό: ανυπολόγιστα παλιό. Περνάνε αμέτρητοι αιώνες. Το έδαφος μετατοπίζεται, ανασηκώνεται, τεντώνεται. Ένα χρόνο, μία μέρα, μία ώρα, μια μεγάλη ροή μάγματος παρασύρει μια φλέβα κρυστάλλων και τη φέρνει προς την επιφάνεια, διανύοντας πολλά φλεγόμενα χιλιόμετρα· παγώνει μέσα σε έναν τεράστιο ξενόλιθο κιμπερλίτη που καπνίζει, και περιμένει. Αιώνες ολόκληρους. Βροχή, αέρας, κυβικά χιλιόμετρα πάγου. Το βραχώδες υπόστρωμα γίνεται ογκόλιθοι, οι ογκόλιθοι γίνονται πέτρες· ο πάγος υποχωρεί, μια λίμνη σχηματίζεται, και γαλαξίες από στρείδια του γλυκού νερού ανοίγουν τα εκατομμύρια όστρακά τους στον ήλιο, ύστερα κλείνουν, πεθαίνουν, και η λίμνη χάνεται. Συστάδες προϊστορικών δέντρων υψώνονται και πέφτουν και υψώνονται ξανά. Ώσπου έναν άλλο χρόνο, μια άλλη μέρα, μια άλλη ώρα, μια καταιγίδα αρπάζει μια συγκεκριμένη πέτρα από ένα φαράγγι και τη σπρώχνει κροταλίζοντας σε μια πρόσχωση, όπου κάποιο βράδυ τραβάει την προσοχή ενός πρίγκιπα που ξέρει τι ψάχνει.
618
ANTHONY DOERR
Κόβεται, στιλβώνεται· όσο κρατάει μια ανάσα περνάει από τα χέρια των ανθρώπων. Μ ια άλλη ώρα, μια άλλη μέρα, έναν άλλο χρόνο. Ένας σβόλος άνθρακα μικρότερος από κάστανο. Σκεπασμένος από φύκια, στολισμένος με πεταλίδες. Από πάνω του περνούν σαλιγκάρια. Σαλεύει ανάμεσα στα βότσαλα.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
619
Φρίντριχ
ΜΕΝΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ έξω από το Δυτικό Βερολίνο. Το σπίτι τους είναι το μεσαίο διαμέρισμα μιας τριπλοκατοικίας. Τα μόνα του παράθυρα έχουν θέα σε μερικά κομμεόδεντρα, σε ένα αχανές πάρκινγκ σουπερμάρκετ με ελάχιστη κίνηση και σε μια λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας. Ο Φρίντριχ τις περισσότερες μέρες κάθεται στην πίσω βεράντα και παρακολουθεί τον αέρα να σπρώχνει τις πεταμένες πλαστικές σακούλες στο πάρκινγκ. Μ ερικές φορές στροβιλίζονται ψηλά, διαγράφοντας απροσδόκητους κύκλους πριν πιαστούν στα κλαδιά ή χαθούν από τα μάτια του. Σχεδιάζει έλικες με μολύβι, άτεχνες χοντρές σπείρες. Γεμίζει ένα φύλλο χαρτί με δυο τρεις από τη μία πλευρά και μετά το γυρίζει και γεμίζει και την άλλη. Το διαμέρισμα είναι γεμάτο από δαύτες: χιλιάδες σπείρες γεμίζουν τους πάγκους, τα συρτάρια, το καζανάκι της τουαλέτας. Η μητέρα του παλιότερα τα πετούσε όταν εκείνος δεν έβλεπε, αλλά τελευταία τα έχει παρατήσει. «Ούτε εργοστάσιο να ’ταν αυτό το παιδί» έλεγε στις φίλες της και χαμογελούσε με ένα απελπισμένο χαμόγελο που υποτίθεται ότι θα την έκανε να φαίνεται γενναία. Τώρα τους επισκέπτονται ελάχιστοι φίλοι. Ελάχιστοι έχουν απομείνει. Μ ια Τετάρτη –αλλά και τι σημαίνουν οι Τετάρτες για τον
620
ANTHONY DOERR
Φρίντριχ;– η μητέρα του έρχεται φέρνοντας την αλληλογραφία. «Ήρθε γράμμα» του λέει «για σένα». Το ένστικτό της μετά τον πόλεμο της έλεγε να κρυφτεί. Να κρυφτεί η ίδια, να κρύψει αυτό που συνέβη στο παιδί της. Δεν ήταν η μόνη χήρα που την έκαναν να νιώσει συνένοχη σε ένα ανείπωτο έγκλημα. Μ έσα στον μεγάλο φάκελο βρίσκεται ένα γράμμα κι ένας μικρότερος φάκελος. Το γράμμα είναι από μια γυναίκα στο Έσσεν που εξιστορεί την πορεία του μικρότερου φακέλου από τον αδερφό της σε ένα αμερικανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στη Γαλλία, από εκεί σε μια στρατιωτική αποθήκη στο Νιου Τζέρσυ, και από εκεί σε έναν οργανισμό βετεράνων στο Δυτικό Βερολίνο. Κατόπιν στα χέρια ενός πρώην επιλοχία, και μετά στην ίδια. Βέρνερ. Μ πορεί ακόμη να φέρει στη μνήμη της το αγόρι: άσπρα μαλλιά, συνεσταλμένα χέρια, ένα χαμόγελο που λιώνει. Ο μοναδικός φίλος του Φρίντριχ. Λέει μεγαλόφωνα: «Ήταν πολύ μικρόσωμος». Η μητέρα του Φρίντριχ δείχνει στον γιο της τον κλειστό φάκελο –είναι ζαρωμένος, καφετής, παλιός και γράφει το όνομά του με μικρά καλλιγραφικά γράμματα–, όμως εκείνος δε δείχνει ενδιαφέρον. Τον αφήνει στον πάγκο ενώ πέφτει το σούρουπο, μετράει μια κούπα ρύζι και το βάζει να βράσει, ανάβει όλα τα πορτατίφ και τις λάμπες, όπως κάνει πάντα, όχι για να βλέπει αλλά επειδή είναι μόνη της, επειδή τα διπλανά διαμερίσματα είναι κενά και επειδή η φωταψία την κάνει να νιώθει σαν να περιμένει κάποιον. Του λιώνει τα λαχανικά στο μπλέντερ. Φέρνει το κουτάλι στο στόμα του Φρίντριχ κι εκείνος μουρμουρίζει καταπίνοντας: είναι ευτυχισμένος. Του σκουπίζει το σαγόνι, βάζει μπροστά του ένα φύλλο χαρτί κι εκείνος παίρνει το μολύβι του και αρχίζει να ζωγραφίζει. Εκείνη γεμίζει τον νεροχύτη με σαπουνόνερο. Έπειτα ανοίγει τον φάκελο. Μ έσα βρίσκεται διπλωμένη μια εκτύπωση δύο πουλιών με έντονα χρώματα: «Νεροδασοσουσουράδα. Αρσενικό 1. Θηλυκό
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
621
2». Δυο πουλιά σε ένα κλωνάρι. Κοιτάζει ξανά μέσα στον φάκελο να βρει κάποιο σημείωμα, μια εξήγηση, αλλά δε βρίσκει τίποτα. Τη μέρα που αγόρασε εκείνο το βιβλίο για τον Φρίτσεν: ο βιβλιοπώλης είχε κάνει πολλή ώρα να το τυλίξει. Δεν καταλάβαινε τη γοητεία του, αλλά ήξερε ότι ο γιος της θα το λάτρευε. Οι γιατροί ισχυρίζονται ότι ο Φρίντριχ δε συγκρατεί μνήμες, ότι ο εγκέφαλός του διατηρεί μόνο τις στοιχειώδεις λειτουργίες, όμως υπάρχουν στιγμές που την κάνουν να αναρωτιέται. Ισιώνει τις τσακίσεις όσο καλύτερα μπορεί, τραβάει πιο κοντά τη λάμπα και βάζει τη σελίδα μπροστά στον γιο της. Εκείνος γέρνει το κεφάλι του κι η μητέρα του προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι την περιεργάζεται. Αλλά τα μάτια του είναι γκρίζα, βουλιαγμένα και ρηχά, και την επόμενη στιγμή επιστρέφει ξανά στις σπείρες του. Μ όλις τελειώνει με τα πιάτα βγάζει τον Φρίντριχ στο υπερυψωμένο βεραντάκι, όπως συνηθίζουν, όπου κάθεται με τη σαλιάρα δεμένη γύρω από τον λαιμό του κοιτώντας το υπερπέραν. Θα δοκιμάσει να του ξαναδείξει τα πουλιά αύριο. Είναι φθινόπωρο και τα ψαρόνια πετάνε σε μεγάλα παλλόμενα σμήνη πάνω από την πόλη. Μ ερικές φορές της φαίνεται ότι ο γιος της ζωηρεύει όταν τα βλέπει, όταν ακούει όλα αυτά τα φτερά να χτυπάνε. Ενώ κάθεται αγναντεύοντας μέσα από τα δέντρα το μεγάλο άδειο πάρκινγκ, μια μαύρη σκιά γλιστράει μέσα από το φωτοστέφανο της λάμπας του δρόμου. Χάνεται και επανεμφανίζεται, για να προσγειωθεί ξαφνικά και αθόρυβα σε ένα κάγκελο ούτε δυο μέτρα μακριά. Μ ια κουκουβάγια. Μ εγάλη σαν παιδί. Στρίβει τον λαιμό της και ανοιγοκλείνει τα κίτρινα μάτια της και στο μυαλό της μητέρας του Φρίντριχ βουίζει μόνο μία σκέψη: Ήρθες να με πιάσεις. Ο Φρίντριχ ισιώνει την πλάτη του. Η κουκουβάγια κάτι ακούει. Μ ένει στη θέση της και αφουγκράζεται με τέτοια προσήλωση που η μητέρα του Φρίντριχ δεν έχει ξαναδεί σε άλλο πλάσμα. Ο Φρίντριχ δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω της.
622
ANTHONY DOERR
Ύστερα φεύγει: τρία ηχηρά χτυπήματα των φτερών και την καταπίνει το σκοτάδι. «Την είδες;» ψιθυρίζει. «Την είδες, Φρίτσεν μου;» Το βλέμμα του μένει στραμμένο στις σκιές. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από τις πλαστικές σακούλες που θροΐζουν στα κλαδιά από πάνω τους και τις δεκάδες σφαίρες τεχνητού φωτός που λάμπουν στο πάρκινγκ από πίσω. «M utti…;» λέει ο Φρίντριχ. «M utti…;» «Εδώ είμαι, Φρίτσεν μου». Ακουμπάει το χέρι της στα γόνατά του. Τα δάχτυλά του σφίγγονται γύρω από τα μπράτσα της καρέκλας. Το σώμα του γίνεται άκαμπτο. Οι φλέβες στον λαιμό του πετάνε. «Φρίντριχ; Τι συμβαίνει;» Την κοιτάζει. Τα βλέφαρά του δεν ανοιγοκλείνουν. «Τι κάνουμε, mutti;» «Αχ, Φρίτσεν. Καθόμαστε. Απλώς καθόμαστε και κοιτάμε τη νύχτα».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
623
624
ANTHONY DOERR
Δεκατρία 2014
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
ΖΕΙ
625
ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ την αλλαγή του αιώνα. Ζει ακόμα παραπάνω. Είναι πρωί Σαββάτου, αρχές του Μ άρτη, και ο εγγονός της ο Μ ισέλ περνάει και την παίρνει από το διαμέρισμά της για να την πάει περίπατο στον Βοτανικό Κήπο. Στην ατμόσφαιρα λαμπυρίζει η πάχνη και η Μ αρί Λορ προχωράει σέρνοντας τα βήματά της, η μύτη του μπαστουνιού της είναι τεντωμένη μπροστά της, τα λεπτά μαλλιά της είναι ριγμένα στο πλάι από τον αέρα και τα γυμνά κλαδιά των δέντρων γλιστρούν από πάνω της όπως φαντάζεται ότι γλιστρούν κοπάδια από πορτογαλικά πολεμικά πλοία, σέρνοντας πίσω τους τα μακριά τους πλοκάμια. Οι νερολακκούβες στα χαλικόστρωτα μονοπάτια έχουν πιάσει πάγο. Όποτε συναντάει καμιά με το μπαστούνι της, σταματάει, σκύβει και προσπαθεί να σηκώσει τη λεπτή πλάκα χωρίς να τη σπάσει. Σαν να φέρνει στο μάτι της έναν φακό. Έπειτα την ξαναφήνει προσεκτικά κάτω. Το παιδί είναι υπομονετικό, την πιάνει από το μπράτσο μόνο όταν δείχνει να το χρειάζεται. Κατευθύνονται προς τον λαβύρινθο από θάμνους στη βορειοδυτική άκρη του κήπου. Το μονοπάτι που ακολουθούν αρχίζει να ανηφορίζει στρίβοντας σταθερά προς τα αριστερά. Προχωρούν, κοντοστέκονται, παίρνει ανάσα. Προχωρούν ξανά.
626
ANTHONY DOERR
Μ όλις φτάνουν στο παλιό μεταλλικό περίπτερο στην κορυφή, την οδηγεί στο στενό παγκάκι και κάθονται. Δεν είναι κανείς άλλος εδώ: κάνει πολύ κρύο ή είναι πολύ νωρίς ή και τα δύο. Ακούει τον αέρα να κοσκινίζεται μέσα από το φιλιγκράν της στέγης του περιπτέρου, τα τοιχώματα του λαβύρινθου που κρατούν γερά γύρω τους, το Παρίσι που μουρμουρίζει από κάτω, το νυσταλέο γουργουρητό ενός σαββατιάτικου πρωινού. «Θα γίνεις δώδεκα το άλλο Σάββατο, έτσι δεν είναι, Μ ισέλ;» «Επιτέλους». «Βιάζεσαι να γίνεις δώδεκα;» «Η μητέρα λέει ότι θα μπορώ να παίρνω το μοτοποδήλατο όταν γίνω δώδεκα». «Α» γελάει η Μ αρί Λορ. «Το μοτοποδήλατο». Κάτω από τα νύχια της η πάχνη φτιάχνει δισεκατομμύρια μικροσκοπικά διαδήματα και κορόνες στα πηχάκια του πάγκου, ένα πλέγμα ασύλληπτης περιπλοκότητας. Ο Μ ισέλ κολλάει στο πλευρό της και δε μιλάει καθόλου. Μ όνο τα χέρια του κινούνται. Ακούγονται μικρά κλικ, κουμπιά που πιέζονται. «Τι παίζεις;» «Τους πολέμαρχους». «Παίζεις κόντρα στον υπολογιστή σου;» «Κόντρα στον Ζακ». «Πού είναι ο Ζακ;» Η προσοχή του αγοριού μένει στραμμένη στο παιχνίδι. Δεν έχει σημασία πού είναι ο Ζακ: ο Ζακ είναι μέσα στο παιχνίδι. Η Μ αρί Λορ κάθεται και το μπαστούνι της λυγίζει κόντρα στο χαλίκι, ενώ το παιδί πατάει τα πλήκτρα με σπασμωδικές κινήσεις. Ύστερα από λίγο φωνάζει «Α!» και το παιχνίδι βγάζει πολλά τιτιβίσματα ολοκλήρωσης. «Είσαι καλά;» «Μ ε σκότωσε». Η συναίσθηση επιστρέφει στη φωνή του· σηκώνει ξανά το βλέμμα του: «Ο Ζακ, εννοώ. Πέθανα».
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
627
«Στο παιχνίδι;» «Ναι. Αλλά μπορώ πάντα να ξαναρχίσω». Από κάτω τους ο αέρας ξεπλένει την πάχνη από τα δέντρα. Η Μ αρί Λορ συγκεντρώνεται στην αίσθηση του ήλιου που αγγίζει τις ανάστροφες των χεριών της. Στη ζεστασιά του εγγονού της δίπλα της. «M amie, εσύ ήθελες πολύ κάποιο δώρο για τα δωδέκατα γενέθλιά σου;» «Ήθελα. Ένα βιβλίο του Ιούλιου Βερν». «Εκείνο που μου διάβασε η μαμά; Και το πήρες;» «Το πήρα. Κατά μία έννοια». «Εκείνο το βιβλίο είχε πολλά και περίπλοκα ονόματα ψαριών». Εκείνη βάζει τα γέλια: «Και κοράλλια και μαλάκια». «Ειδικά μαλάκια. Ωραία μέρα δεν έχει, mamie;» «Πολύ ωραία». Στα μονοπάτια του κήπου από κάτω περπατούν άνθρωποι, ο αέρας τραγουδάει ύμνους στους θάμνους και οι μεγάλοι γέρικοι κέδροι στην είσοδο του λαβύρινθου τρίζουν. Η Μ αρί Λορ φαντάζεται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα να μπαινοβγαίνουν στο μηχάνημα του Μ ισέλ, να κάμπτονται γύρω τους, όπως ακριβώς της εξηγούσε ο Ετιέν, μόνο που τώρα στην ατμόσφαιρα διασταυρώνονται χίλιες φορές περισσότερα κύματα από την εποχή που ζούσε εκείνος – ίσως ένα εκατομμύριο φορές περισσότερα. Χείμαρροι μηνυμάτων, πλημμυρίδες συζητήσεων σε κινητά, τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, πελώρια δίκτυα ινών και καλωδίων υφασμένα πάνω και κάτω από την πόλη, που περνάνε μέσα από κτίρια, διαγράφουν τόξα ανάμεσα σε πομπούς στις σήραγγες του μετρό, ανάμεσα σε κεραίες πάνω στα κτίρια, σε φανοστάτες με πομπούς κινητής τηλεφωνίας μέσα τους, διαφημίσεις του Καρρφούρ και του Εβιάν και προψημένων γλυκισμάτων για φρυγανιέρες που εκπέμπονται στο διάστημα και επιστρέφουν στη γη – «Θ’ αργήσω» και «Μήπως να κλείσουμε τραπέζι;» και «Πάρε αβοκάντο» και «Τι σου είπε;», και δέκα χιλιάδες «Μου λείπεις», πενήντα χιλιάδες «Σ’ αγαπώ»,
628
ANTHONY DOERR
υβριστικές επιστολές και υπενθυμίσεις ραντεβού και ενημερώσεις για το χρηματιστήριο, διαφημίσεις για κοσμήματα, διαφημίσεις για καφέ, διαφημίσεις για έπιπλα που πετούν αόρατες πάνω από τον παρισινό λαβύρινθο, πάνω από πεδία μαχών και τύμβους, πάνω από τις Αρδέννες, πάνω από τον Ρήνο, πάνω από το Βέλγιο και τη Δανία, πάνω από τα σημαδεμένα και διαρκώς μεταβαλλόμενα τοπία που αποκαλούμε έθνη. Και είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι σ’ αυτά τα μονοπάτια μπορεί να ταξιδεύουν και ψυχές; Ότι ο πατέρας της, ο Ετιέν και η μαντάμ Μ ανέκ κι εκείνο το παιδί από τη Γερμανία που το έλεγαν Βέρνερ Πφέννιχ μπορεί να διαγουμίζουν τους ουρανούς σε σμήνη σαν ψαροφάγοι, σαν ψαρόνια, σαν αστέρες; Ότι μεγάλες ομάδες ψυχών ίσως να πετάνε τριγύρω, εξασθενημένες αλλά ευδιάκριτες αν αφουγκραστείς αρκετά προσεκτικά; Κυλούν πάνω από τις καμινάδες, τρέχουν στα πεζοδρόμια, γλιστράνε μέσα από το μπουφάν, το πουκάμισο, το στέρνο και τους πνεύμονές σου και βγαίνουν από την άλλη, η ατμόσφαιρα βιβλιοθήκη και αρχείο κάθε ζωής που έζησε, μέσα της αντηχεί ακόμα κάθε πρόταση που ειπώθηκε, κάθε λέξη που μεταδόθηκε. Κάθε ώρα, σκέφτεται, κάποιος για τον οποίο ο πόλεμος ήταν ανάμνηση χάνεται από τον κόσμο. Ανασταινόμαστε ξανά στο χορτάρι. Στα λουλούδια. Σε τραγούδια. Ο Μ ισέλ την πιάνει αγκαζέ και ακολουθούν ξανά το μονοπάτι, περνάνε την πύλη και βγαίνουν στην οδό Κουβιέ. Περνάει έναν υπόνομο, δύο υπόνομους, τρεις, τέσσερις, πέντε, κι όταν φτάνουν στην πολυκατοικία της του λέει: «Μ πορείς να με αφήσεις εδώ, Μ ισέλ. Ξέρεις τον δρόμο;» «Φυσικά». «Θα σε δω την επόμενη εβδομάδα, λοιπόν». Της δίνει ένα φιλί σε κάθε μάγουλο. «Τα λέμε την επόμενη εβδομάδα, mamie». Αφουγκράζεται μέχρι που σβήνουν τα βήματά του. Μ έχρι που το μόνο που ακούει είναι οι αναστεναγμοί των αυτοκινήτων και το βουητό των τρένων και οι ήχοι όλων εκείνων που περπατούν βιαστικά μες στο κρύο.
ΟΛΟ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ
629
Ευχαριστίες
Είμαι ευγνώμων στην Αμερικανική Ακαδημία της Ρώμης, στην Επιτροπή Τεχνών του Αϊντάχο και στο ίδρυμα John Simon Guggenheim M emorial Foundation. Ευχαριστώ τον Φράνσις Ζεφάρ που με πήγε για πρώτη φορά στο Σαιν Μ αλό. Ευχαριστώ τον Μ πίνκυ Έρμπαν και την Κλερ Ρέιχιλ για τον ενθουσιασμό και την εμπιστοσύνη τους. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στη Ναν Γκρέιαμ, η οποία περίμενε μια δεκαετία, για να αφιερώσει στη συνέχεια σ’ αυτό το βιβλίο την καρδιά, την πένα της και τόσες ώρες. Οφείλω πολλά στο Et la lumière fut του Ζακ Λουσσεράν, στο Καπούτ του Κούρτσιο Μ αλαπάρτε, στον Δράκο του Μ ισέλ Τουρνιέ και στο Σίγουρα θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν του Ρίτσαρντ Φάινμαν («Επιδιορθώνει ραδιόφωνα με τη σκέψη!»)· στο ποίημα της Μ έρι Όλιβερ «Η καλοκαιρινή μέρα» (Δεν πεθαίνουν όλα στο τέλος, και μάλιστα πολύ νωρίς;) στον Κορτ Κόνλεϊ, που έστελνε μια σταθερή ροή επιλεγμένου υλικού στο γραμματοκιβώτιό μου· στους πρώτους αναγνώστες, Χαλ και Ζακ Ίστμαν, Μ ατ Κρόσμπυ, Τζέσσικα Ζάξε, Μ έγκαν Τουίντυ, Τζον Σίλβερμαν, Στιβ Σμιθ, Στέφανι Νέλλεν, Κρις Ντόερ, Μ ακ Ντόερ, Ντικ Ντόερ, Μ ισέλ Μ ουράμπλ, Κάρα Γουάτσον, Τσέστον Ναπ, Μ εγκ Στόρυ και Έμιλυ Φόρλαντ· και ιδίως στη μητέρα μου, Μ έριλιν Ντόερ, που υπήρξε ο δικός μου δόκτωρ Ζεφάρ, ο δικός
630
ANTHONY DOERR
μου Ιούλιος Βερν. Το μεγαλύτερο ευχαριστώ το οφείλω στον Όουεν και στον Χένρυ, που έχουν ζήσει με αυτό το βιβλίο όλη τους τη ζωή, και στη Σόνα, που χωρίς αυτήν το βιβλίο αυτό δε θα μπορούσε να υπάρξει και που πάνω της βασίζονται όλα.