Sophia James Ο ΑΣΩΤΟΣ ΔΟΥΚΑΣ Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723 www.arlekin.gr Τίτλος πρωτοτύπου: The Dissolute Duke © 2013 Sophia James © 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved. To λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας. Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved. Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Θάλεια Ευθυμίου Διόρθίοση; Ρήγας Καραλής Το βιβλίο αυτό είναι έργο φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ISSN 1108-4324 ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 323 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in Greece.
Κεφάλαιο 1
Αγγλία -1831 Αν το μάθαιναν τα αδέρφια της, θα τη σκότωναν. Η λαίδη Λουσίντα Γουέλιγχαμ δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Απ’ όλα τα ανόητα σχέδια που είχε συλλάβει ποτέ το μυαλό της, αυτό ήταν σίγουρα το κορυφαίο. Η υπόληψή της θα καταστρεφόταν και υπεύθυνη γι’ αυτό θα ήταν αποκλειστικά η ίδια. «Μόνο ένα φιλί», ψιθύρισε ο άντρας πιέζοντάς τη στον τοίχο του διαδρόμου. Η ανάσα του βρομούσε αλκοόλ, τα χέρια του εξερευνούσαν τα στήθη της πάνω από το υπερβολικά λεπτεπίλεπτο ύφασμα που η Πόζι Τόμκινς την είχε πείσει να φορέσει. Αυτή η κίνησή του δεν άφηνε καμία αμφιβολία στη Λουσίντα για τις προθέσεις του. Ο Ρίτσαρντ Αλενμπι, τρίτος κόμης του Χάλσι, της είχε φανεί ελκυστικός στις χοροεσπερίδες του Λονδίνου, αλλά εδώ, στην επαρχιακή δεξίωση του Μπέντφορσιρ είχε γίνει ανυπόφορα πιεστικός. Τον έσπρωξε μακριά της και όρθωσε το σώμα της, ικανοποιημένη τουλάχιστον που το ύψος της ξεπερνούσε κατά μερικά εκατοστά το δικό του. «Νομίζω, κύριε, ότι παρεξηγήσατε την επιθυμία μου να...» Τα λόγια της κόπηκαν στη μέση όταν τα χείλη του κόλλησαν επιθετικά στα δικά της, σ’ ένα υγρό, μεθυσμένο φιλί, που την έκανε να γυρίσει στο πλάι και να σκουπίσει το στόμα της. Αυτός ο άνθρωπος με τη λαχανιασμένη ανάσα της έφερνε αηδία. «Βρίσκεσαι στο πιο κακόφημο πάρτι της Σεζόν και το δωμάτιό μου δεν απέχει μακριά». Τα δάχτυλά του αγκάλιασαν το μπράτσο της καθώς ο Χάλσι έκανε νόημα σε δυο άλλους εξίσου μεθυσμένους άντρες. Εκείνοι την κοιτούσαν με λαγνεία, όπως και ο Χάλσι. Μεγάλο λάθος της. Έπρεπε να έχει φύγει από ώρα, τότε που είχε ακόμα την ευκαιρία και τα δωμάτια δε βρίσκονταν τόσο κοντά. Μέσα σ’ εκείνο το άντρο της ακολασίας απ’ ό,τι φαινόταν μπορούσε να γίνει το οτιδήποτε, αφού τα ήθη του ίδιου του ιδιοκτήτη είχαν από καιρό ξεπέσει. Ο φόβος την έκανε να στηρίξει τον αγκώνα της πάνω στον τοίχο, ξεκολλώντας τα δάχτυλα του Χάλσι από το μπράτσο της, κάτι που της επέτρεψε, επιτέλους, να το βάλει στα πόδια. Μπροστά της ανοίγονταν δαιδαλώδεις στενοί διάδρομοι. Μόνο σ’ εκείνο τον όροφο υπήρχαν είκοσι κρεβατοκάμαρες. Τρέχοντας γρήγορα, η Λουσίντα έφτασε σε μια δίφυλλη πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου. Είχε στρίψει τόσες φορές, που ήταν σίγουρη ότι οι άντρες πίσω της δε θα ήξεραν από ποια πόρτα είχε μπει. Έτσι, το αποτόλμησε και, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της, γύρισε το περίτεχνο φιλντισένιο πόμολο και τρύπωσε μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σκοτάδι και μόνο ένα κερί έκαιγε δίπλα στο κρεβάτι, όπου ένας άντρας καθόταν και διάβαζε μ’ ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά στηριγμένα στην άκρη της μύτης του. Όταν την κοίταξε, η Λουσίντα έφερε το δάχτυλο στο στόμα της ζητώντας του να κάνει ησυχία πριν γυρίσει πάλι στην’ πόρτα. Απέξω άκουσε τα βήματα των αντρών που την ακολουθούσαν και, καθώς δεν ήξεραν πού είχε πάει, μεγάλωνε ακόμα περισσότερο η αδημονία τους. Η Λουσίντα ήλπιζε πως δε θα δοκίμαζαν την τύχη τους ανοίγοντας κάποιες από τις πόρτες. Μετά από
μερικά λεπτά οι ψίθυροι έγιναν λιγότερο ευδιάκριτοι ώσπου χάθηκαν εντελώς, καθώς οι διώκτες της έφυγαν να αναζητήσουν αλλού το θύμα τους, μη θέλοντας να παραιτηθούν από το νυχτερινό τους γλέντι. Η ανακούφιση πλημμύρισε τη Λουσίντα, «Μπορώ να μιλήσω τώρα;» Η φωνή ήταν βαθιά, μ’ έναν αδιόρατο χρωματισμό στον τόνο της, που η Λουσίντα δεν μπόρεσε να προσδιορίσει. «Αν κάνετε αρκετή ησυχία, νομίζω πως δεν έχετε λόγο να ανησυχείτε». Η Λουσίντα κοίταξε πίσω της απορημένη. Μια ανάρμοστη βρισιά ήταν η μόνη απάντησή της, καθώς, όταν τα σεντόνια τραβήχτηκαν, είδε το γυμνό σώμα ενός άντρα και το στόμα της άνοιξε διάπλατο. Και δεν ήταν οποιοσδήποτε άντρας, αλλά ο σκανδαλώδης οικοδεσπότης αυτής της τακτικής εβδομαδιαίας κραιπάλης: ο Τέιλεν Έλ-σμιρ, έκτος δούκας του Αλντεργουορθ. Ο Ασωτος Δούκας, όπως τον έλεγαν, γιατί ήταν ένας ακόλαστος που αδιαφορούσε για κάθε κανόνα ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, προκαλώντας τους πάντες με την έκφυλη ζωή του. Γυμνός όπως ήταν, πήγε να κλειδώσει την πόρτα πίσω της. Ο ήχος της κλειδαριάς τάραξε τη Λουσίντα, η οποία είχε πα-ραλύσει από το σοκ. Ήταν όμορφος. Τα μαύρα μαλλιά έπεφταν ως τους ώμους του και τα μάτια του είχαν την απόχρωση των υγρών φύλλων μετά από μια καταιγίδα στο Φάλντερ. Τον κοιτούσε από το λαιμό και πάνω, αν και όλα τα ένστικτά της την παρότρυναν να κοιτάξει χαμηλότερα. Το χαμόγελό του φανέρωνε ότι εκείνος είχε διαβάσει τη σκέψη της. «Η λαίδη Λουσίντα Γουέλιγχαμ;» Ήξερε το όνομά της. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, προσπαθώντας να ξαναβρεί τη φωνή της. Τι θα γινόταν στη συνέχεια; Η Λουσίντα ένιωθε σαν κοτόπουλο παγιδευμένο στη φωλιά μιας αλεπούς. «Ξέρουν τα τρία αδέρφια σας πως βρίσκεστε εδώ;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και η κομμένη ανάσα της μαρτυρούσε πανικό. Αυτή η μέρα είχε ξεκινήσει στραβά από το χάραμα, έτσι όταν τα χέρια της άνοιξαν λίγο το κορσάζ της ανακουφίστηκε που κατάφερε να αναπνεύσει καλύτερα. Το πλούσιο μπούστο που δημιουργούσε ο σφιχτός κορσές εξαφανίστηκε και τα μικρά στήθη της ήρθαν στη φυσική τους θέση. Το ζωηρό κόκκινο φόρεμα χαλάρωσε επάνω στο στήθος της με τρόπο που ήταν σίγουρο ότι εκείνος το παρατήρησε. «Δεν ήταν η πιο συνετή επιλογή να κρυφτείτε στο δωμάτιό μου». Το βλέμμα του στράφηκε προς το μεγάλο κρεβάτι. Η Λουσίντα αγνόησε την παρατήρηση. «Ο Ρίτσαρντ Άλεν-μπι, κόμης του Χάλσι, και οι φίλοι του δε μου άφησαν άλλη επιλογή. Είχα ανάγκη από ένα καταφύγιο». Το σαρκαστικό γέλιο του αντήχησε δυνατά στο δωμάτιο. «Το ποτό χαλαρώνει τα δεσμά της κοινωνικής καταπίεσης. Οι περισσότεροι άντρες δεν αντέχουν για περισσότερο από μερικές εβδομάδες τους καλούς τρόπους και την ψεύτικη ευπρέπεια και αυτό το σπίτι τούς επιτρέπει να ξεδώσουν λίγο, αν με αντιλαμβάνεστε».
«Να ξεδώσουν σε βάρος γυναικών που τους λένε όχι;» «Οι περισσότερες κυρίες εδώ ενθαρρύνουν αυτή τη συμπεριφορά και ντύνονται αναλόγως». Τα μάτια του χαμήλωσαν στο χαμηλό ντεκολτέ της πριν ανέβουν ξανά στο πρόσωπό της. «Δε βρισκόμαστε στο Λονδίνο, κυρία, ούτε υποκρινόμαστε κάτι τέτοιο. Αν ο Χάλσι σας πρόσβαλε πράγματι, θα το έκανε επειδή νόμισε πως είστε... διαθέσιμη. Η ελεύθερη βούληση είναι κάτι στο οποίο δίνω μεγάλη σημασία εδώ στο Άλντεργουορθ». Η πρόκληση στα μάτια του ήταν ολοφάνερη. Αν έπρεπε να τον περιγράφει, θα έλεγε πως είχε επάνω του μια συγκρατημένη νωχέλεια, σαν τη σαύρα που παίζει με ένα έντομο ανήμπορο να πετάξει. Τα δάχτυλά της έπιασαν το πόμολο της πόρτας, αλλά διαπίστωσε πως το κλειδί είχε αφαιρεθεί. Η κίνησή του θα πρέπει να ήταν πολύ γρήγορη, γιατί δεν τον είχε δει να το κάνει. «Αφού λοιπόν η ελεύθερη βούληση είναι τόσο σημαντική για σας, θα σας ζητούσα τώρα να μου επιτρέψετε να ασκήσω τη δική μου και να μου ανοίξετε την πόρτα». Εκείνος έσκυψε πάνω από μια στοίβα ρούχα που είχαν ριχτεί ανέμελα σε μια καρέκλα και πήρε ένα ρολόι τσέπης. «Δυστυχώς είναι αυτή η περίεργη ώρα της βραδιάς. Πολύ νωρίς για να έχουν μεθύσει οι καλεσμένοι αρκετά ώστε να γίνουν ακίνδυνοι και πολύ αργά για να περιμένει κανείς άμεμπτη συμπεριφορά από τους τζέντλεμεν. Οποιαδήποτε κίνηση μέσα στο σπίτι αυτή τη χρονική στιγμή είναι πιο επικίνδυνη από το να παραμείνετε εδώ μαζί μου». «Να παραμείνω εδώ;» Ήταν δυνατόν να εννοεί αυτό που νόμιζε η Αουσίντα; Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Έχω αρκετό χώρο». «Με γνωρίζετε εδώ και δυο λεπτά απ’ τα οποία το ένα κύλησε μέσα στη σιωπή». «Είχα όμως την ευκαιρία να παρατηρήσω τις... πολλές αρετές σας». Τα πράσινα μάτια του την κοιτούσαν με έναν νω-χελικό αισθησιασμό. «Ακούγεστε σαν το λύκο από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Όμως αμφιβάλλω αν υπάρχει χαρακτήρας σε οποιοδήποτε από τα παιδικά παραμύθια που να δείχνει τη δίκη σας προτίμηση να κυκλοφορείτε γυμνός». Απομακρύνθηκε από κοντά του και χάρηκε όταν τον είδε να φοράει ένα μακρύ άσπρο πουκάμισο με μακριά φαρδιά μανίκια που φούσκωναν στους ώμους. Ένα ρούχο που θα φορούσε ένας πειρατής ή ένας ληστής. Σ’ εκείνον πάντως ταίριαζε απόλυτα. «Καλύτερα τώρα, κυρία;» Όταν η Λουσίντα έγνεψε καταφατικά, της χαμογέλασε και πήρε δυο ποτήρια από ένα ντουλάπι πίσω του. «Ίσως το καλό κρασί να χαλαρώσει τις αναστολές σας».
«Και βέβαια όχι». Η φωνή της ακούστηκε πολύ αυστηρή ακόμα και στα δικά της αυτιά. Έστρεψε το βλέμμα στο βιβλίο που βρισκόταν ακουμπισμένο πάνω στο κρεβάτι. «Ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι είναι παράξενη επιλογή για έναν άνθρωπο που δείχνει να αδιαφορεί για το καλό όνομα των προγόνων του». «Πιστεύετε, λοιπόν, πως όλοι οι αχρείοι θα έπρεπε να είναι αμόρφωτοι;» Η συζήτηση ήταν τόσο παράλογη, που η Λουσίντα έβαλε τα γέλια άθελά της. «Πάντως δεν ξαπλώνουν από τις δέκα φορώντας μόνο ένα ζευγάρι γυαλιά και διαβάζοντας ένα βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας στα ιταλικά». «Πιστέψτε με, η ασωτία είναι αρκετά κουραστική. Οι προσδοκίες για ακόμα περισσότερες πράξεις ακολασίας μπορεί να αποβούν εξαντλητική υπόθεση όσο κανείς μεγαλώνει». «Πόσων χρονών είστε;» «Είκοσι πέντε. Αλλά το ρίχνω έξω από μικρός». Ήταν μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερος της και οι ελάχιστες δικές της κοινωνικές δραστηριότητες υπήρξαν πάντα οδύνη-ρές. Και πάλι όμως αυτός ήταν άντρας, όσο κι αν η δικαιολογία του φύλου του δεν τον απάλλασσε από τις αμέτρητες και σοκαριστικές ακολασίες του. «Δε σας έμαθε η μητέρα σας τις βασικές αρχές της ανθρώπινης καλοσύνης προς τους άλλους;» «Ω, πράγματι, το έκανε. Μετά από ένα σύζυγο και έξι εραστές αντιλήφθηκα ακριβώς τι εννοούσε. Ήμουν το μοναχοπαίδι της, βλέπετε, και μάθαινα πολύ γρήγορα». Είχε ακούσει τη σκανδαλώδη ιστορία της οικογένειας Έλσ-μιρ πολλές φορές, όχι όμως από τη σκοπιά ενός απογοητευμένου γιου. Η Πατρίτσια Έλσμιρ είχε πεθάνει μακριά από τους δικούς της. Κάποιοι είπαν ότι ο θάνατός της προήλθε από ραγισμένη καρδιά, οι έξι εραστές όμως μαρτυρούσαν υπερβολικά άστατη ζωή. «Τι συνέβη στον πατέρα σας;» Ήξερε ότι δεν έπρεπε να ρωτήσει, αλλά η περιέργεια νίκησε τις αναστολές της. «Έκανε αυτό που θα είχε κάνει κάθε δούκας που σέβεται τον εαυτό του αν ανακάλυπτε ότι η γυναίκα του τον είχε απα-τήσει έξι φορές». «Αυτοκτόνησε;» Ο Έλσμιρ γέλασε. «Όχι. Έπαιξε την περιουσία του στα χαρτιά κι ύστερα έπνιξε τον πόνο του στο δυνατό μπράντι. Οι γονείς μου πέθαναν με διαφορά μιας μέρας στα δυο άκρα της χώρας, έχοντας για συντροφιά τους τελευταίους εραστές τους. Κίρρωση του ήπατος και αυτοπυροβολισμός στο κεφάλι. Τουλάχιστον έτσι η κηδεία ήταν λιγότερο δαπανηρή». Τα χείλη του στράβωσαν προφέροντας αυτές τις λέξεις και τα πράσινα μάτια του πέταξαν σπίθες. «Ήμουν έντεκα χρονών». Η ειλικρίνειά του ήταν εκπληκτική. Κανείς άλλος δεν της είχε μιλήσει έτσι, λέγοντας τα πιο φριχτά λόγια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Τα δικά της προβλήματα φαίνονταν ασήμαντα μπροστά στα δικά του και η Λουσίντα ένιωσε ευγνωμοσύνη για τη στοργική και υποστηρικτική οικογένειά της.
«Είχατε άλλους συγγενείς να σας βοηθήσουν;» «Με ανέλαβε η Μαίρη Σιλντς, η γιαγιά μου». «Η λαίδη Σιλντς;» Ποιος δεν ήξερε την αγάπη της για το κουτσομπολιό και τη μοχθηρία της; Είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια, αλλά η Λουσίντα θυμόταν ακόμα τα κατάμαυρα μάτια και τις βιτριολικές δηλώσεις της. Σ’ αυτή τη γυναίκα ανατέθηκε η ανατροφή ενός ορφανού παιδιού; «Από την έκφρασή σας φαίνεται πως τη γνωρίζατε». Στράγγισε το ποτήρι του και έβαλε άλλο ένα ποτό. Μια γενναιόδωρη δόση. Φορούσε δαχτυλίδια σε κάθε δάχτυλο του αριστερού χεριού του, όλα φανταχτερά, εκτός από εκείνο στο μεσαίο δάχτυλο με τα χαραγμένα γράμματα. Η Λουσίντα δεν μπορούσε να τα διαβάσει. Κάποια γυναίκα, το δίχως άλλο. Έλεγαν πως είχε πολλές ερωμένες, μεγάλες και μικρές, αδύνατες και στρουμπουλές, παντρεμένες και ανύπαντρες. Δεν ξεχωρίζει διαφορές όταν έχει ορέξεις. Θυμήθηκε τη φήμη που κυκλοφορούσε στην υψηλή κοινωνία -ένα διασκεδαστικό σκάνδαλο για το οποίο ο πρωταγωνιστής δεν ένιωθε την παραμικρή ενοχή. Αυτός ήταν ο δούκας του Άλντεργουορθ, λοιπόν. Η Λουσίντα ήξερε πως οι περισσότερες κυρίες της αριστοκρατίας τον είχαν στο μάτι, καθεμιά τους ευελπιστώντας πως εκείνη θα τον άλλαζε. Έχοντας φτάσει όμως τα είκοσι πέντε, ήταν αμφίβολο αν ο δούκας είχε διάθεση να αναμορφωθεί. Οι ανόητες φαντασιώσεις ήταν αποκλειστικό προνόμιο των άγουρων κοριτσιών. Ως μικρότερη αδερφή τριών ζωηρών αδερφών, η Λουσίντα είχε μάθει να μένει απαθής απέναντι στα θέλγητρα του αντίθετου φύλου και σπάνια έπλαθε ρομαντικές φαντασιώσεις για τους άντρες. Για κάποιον περίεργο λόγο η παρατεταμένη σιωπή μεταξύ τους δεν ήταν αμήχανη. Και ήταν ακόμα πιο εκπληκτική η σκέψη της πως αν ο δούκας τη στρίμωχνε σαν τον Ρίτσαρντ Άλενμπι, θα την ικανοποιούσε αρκετά να δει το αποτέλεσμα. Εκείνος όμως δεν έκανε την παραμικρή κίνηση προς το μέρος της. Απέξω ακούγονταν τώρα κραυγές χαράς, γυναικεία γέλια ανάμεικτα με τις αντρικές φωνές των μεθυσμένων θαυμαστών τους. Μάλιστα κάπου εκεί κοντά αντήχησε ένα κέ-ρας και η Λουσίντα αναπήδησε τρομαγμένη. «Επιτυχημένη βραδιά απ’ ό,τι ακούγεται. Κυνηγοί και θηράματα στην αναζήτηση της έκστασης. Σύντομα θα ακολουθήσει η σιωπή των καταραμένων». Την παρατήρησε προσεκτικά. «Νομίζω πως με δοκιμάζετε. Δεν πιστεύω ότι είστε τόσο κακός όσο ισχυρίζεστε». Η έκφρασή του άλλαξε εντελώς. «Σ’ αυτό σφάλλετε, λαίδη Λουσίντα, γιατί είμαι όλα όσα λένε κι ακόμη περισσότερα». Τώρα φάνηκε πιο απειλητικός από πριν και είχε μια σκληρή αδιαλλαξία στο βλέμμα, η οποία τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος. «Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να σας ρίξω στο κρεβάτι μου εν ριπή οφθαλμού. Και θα με εκλιπαρούσατε να μη σταματήσω να σας κάνω όσα σκανδαλιστικά πράγματα θα είχα κατά νου». Τα λόγια του έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει γρηγορότερα, γιατί στο καύχημά του υπήρχε μεγάλη δόση αλήθειας. Την αναστάτωνε περισσότερο από όσο την είχε αναστατώσει οποιοσδήποτε άλλος
άντρας. Έντρομη, η Λουσίντα γύρισε προς το παράθυρο και προσποιήθηκε πως κοίταζε τους κήπους, φωτισμένοι καθώς ήταν από πυρσούς σ’ όλο το μήκος των μονοπατιών τους. Ανάμεσα στους θάμνους σφιχταγκαλιάζονταν δύο εραστές και τα γυμνά δέρματά τους διακρί-νονταν λευκά στο φως. Γύρω τους υπήρχαν κι άλλα ζευγάρια και οι προθέσεις όλων ήταν ορατές από μακριά. Αυτός ο ασυγκράτητος ερωτισμός τη σόκαρε βαθιά. «Αν με αγγίξετε, τα αδέρφια μου θα σας σκοτώσουν, σας βεβαιώνω». Προσπάθησε μάταια να κρύψει το φόβο από τη φωνή της. Εκείνος γέλασε. «Ναι, θα το επιχειρούσαν, υποθέτω, μα...» Δε συνέχισε, η απειλή του όμως ήταν ξεκάθαρη. Η νωχέλεια που είχε δει σ’ αυτόν η Αουσίντα λίγο νωρίτερα τώρα είχε μετατραπεί σε παγερή σκληρότητα. Ένας άντρας που ζούσε στο περιθώριο της λονδρέζικης κοινωνίας παρά την αριστοκρατική καταγωγή του. Οι αντιφάσεις του την μπέρδευαν και είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με όλες αυτές τις αλλεπάλληλες μεταβολές. «Ήρθα στο πάρτι μαζί με τη λαίδη Πόζι Τόμκινς, η οποία με διαβεβαίωσε πως ήταν μια απολύτως αξιοπρεπής εκδήλωση. Προφανώς εγώ κι εκείνη έχουμε εντελώς διαφορετική άποψη για το τι σημαίνει “αξιοπρεπής” και υποθέτω πως θα έπρεπε να έχω ρωτήσει περισσότερα πριν δεχτώ να έρθω. Όμως επέμενε πως θα διασκεδάζαμε πολύ και το γεγονός πως θα μας συνόδευε και η νονά της ήταν αρκετά καθησυ-χαστικό ώστε...» Την έκανε να σωπάσει ακουμπώντας το δάχτυλό του στο αεικίνητο στόμα της. «Μιλάτε πάντα τόσο πολύ, λαίδη Λου-σίντα;» Στο άγγιγμά του τινάχτηκε ολόκληρη. «Ναι, το παθαίνω όταν έχω νευρικότητα, αν και δεν μπορώ να θυμηθώ να ένιωσα ποτέ τόσο νευρική όσο αυτή τη στιγμή, γι’ αυτό θα χαρώ να με αφήσετε να φύγω για να πάω να βρω...» Το στόμα του κατέβηκε εκεί όπου παρέμενε ακόμα το δάχτυλό του και η Λουσίντα ένιωσε τον κόσμο της να διαλύεται σε αμέτρητα καυτά και πολύχρωμα θραύσματα. Κάθε αίσθηση της πραγματικότητας έκανε φτερά και τη θέση της λογικής κατέλαβε μια επικίνδυνη, ρευστή ηδονή.
Κεφάλαιο 2 Ο Τέι ήθελε μόνο να διακόψει τη φλυαρία της, καθώς είχε χρόνια να νιώσει την ενοχή που του προκαλούσε ο πανικός στη φωνή της. Η απαλή καμπύλη του στήθους της ταίριαζε όμορφα επάνω του και του άρεσε η επαφή μαζί της. Συνήθως αναγκαζόταν να σκύψει για να φιλά τις γυναίκες, αυτή όμως είχε σχεδόν το ίδιο μπόι μ’ εκείνον, ενώ το λεπτό κι ευλύγιστο σώμα της είχε κάτι το εφηβικό. Τα νύχια της ήταν κοντά και οι ρόζοι ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο δάχτυλο μαρτυρούσαν πως ήταν αριστερόχειρη και ότι συμμετείχε σε κάποιο είδος αθλήματος. Τοξοβολία, ίσως. Η σκέψη της Λουσίντα όρθιας, να σημαδεύει με το τόξο της το στόχο και τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν στην αύρα ήταν παράξενα ερεθιστική. Θα έπρεπε βεβαίως να την πάρει το γρηγορότερο μακριά από το Άλντεργουορθ και να τη συνοδέψει σώα και αβλαβή στο σπίτι και την οικογένειά της.
Ήξερε όμως ότι δε θα το έκανε. Και όταν το στόμα του πήρε το δικό της, ένα άλλο αίσθημα αναδύθηκε από μέσα του, το οποίο αονήθηκε να αναλύσει. Υπέθετε πως δεν την είχαν φιλήσει πολύ, γιατί τα χείλη της παρέμεναν σφιγμένα και μόλις η γλώσσα του μπήκε στο στόμα της είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα. Μάτια αχνογάλανα, με σκούρες μπλε πινελιές, μέσα στα οποία ένας άντρας μπορούσε να χαθεί αμετάκλητα. Απάλυνε το φιλί του και βύθισε τα χέρια του στα μαλλιά της, γέρνοντας το πρόσωπό της. Αυτή τη φορά δε βιάστηκε ούτε απαίτησε περισσότερα, ενώ μια έξαψη άρχισε να τον πλημμυρίζει. Μύριζε πανέμορφα, σαν φρέσκα ανοιξιάτικα λουλούδια. Ήταν τόσο συνηθισμένος στα μεθυστικά, βαριά αρώματα των ερωμένων του, που σχεδόν είχε ξεχάσει τη διαφορά. Μια μυρωδιά αθωότητας και ελπίδας. Με το στόμα του κολλημένο στο δικό της έφερε τα χέρια του πίσω στον αυχένα της. Πιο κοντά. Πιο θερμά. Η δύναμη αυτής της επαφής τον συνεπήρε και η πρώτη απόπειρα της γλώσσας της να εξερευνήσει τον συγκίνησε σε βαθμό μελαγχολίας. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που φίλησε για τελευταία φορά μια γυναίκα η οποία τον παρατηρούσε σαν να περίμενε από αυτόν να αποκαλύψει τα μυστήρια της πλάσης. Ο πόθος του πήρε φωτιά σαν το φιτίλι και η πυρκαγιά εξαπλώθηκε μέσα του ασυγκράτητη. «Είσαι παρθένα;» Ήξερε πως ήταν, το κατάλαβε από την κοφτή, σπασμωδική ανάσα της. Τα χείλη της μισάνοιξαν. «Ναυ>. «Γιατί, διάβολε, ήρθες λοιπόν σ’ αυτό το πάρτι;» Η επίφαση ευγένειας χάθηκε αμέσως από τη στάση του, αλλά εκείνη δεν απομακρύνθηκε από κοντά του. Αντίθετα κόλλησε περισσότερο επάνω του και έκλεισε τα μάτια της σαν να προσπαθούσε να βρει την απάντηση μέσα στο σκοτάδι. Ένιωσε την απαλή ανάσα της στο λαιμό του και αναρωτήθηκε αν ήταν πράγματι τόσο αθώα όσο φαινόταν. Γιατί, αν του έπαιζε κάποιο παιχνίδι, ο Τέιλεν ήταν αρκετά εξασκη μένος σε κάτι τέτοια και θα έπρεπε να φανεί πιο προσεκτική. Τα χέρια του τυλίχτηκαν από μόνα τους γύρω από την πλάτη της, σαν να ακολουθούσαν ένα γνώριμο μονοπάτι. Λύτρωση. Η λέξη ήρθε απροσδόκητα στη σκέψη του και ο σφυγμός του χτύπησε γρηγορότερα. Χρόνια είχε να νιώσει έτσι με κάποια γυναίκα και η έκπληξη τον έσπρωξε να συνεχίσει. Την έστριψε μέσα στην αγκαλιά του και το στόμα του κατέβηκε χαμηλότερα, φιλώντας το λαιμό της, αφήνοντας κόκκινα κυκλικά σημάδια πάνω στη λευκή επιδερμίδα της. Οι ανάσες τους συντονίστηκαν, ταραγμένες και κοφτές, καθώς ο πόθος των κορμιών έπαιρνε τον έλεγχο και ο αντίχειράς του χάιδευε τη σκληρή θηλή πάνω από το κόκκινο μετάξι.
Τέντωσε την πλάτη της και τα στήθη της ορθώθηκαν προκλητικά. Την ήθελε όπως δε θέλησε τίποτ’ άλλο στη ζωή του, ποθούσε την απαλότητά της και τα χρυσαφένια μαλλιά της πάνω στα δικά του. Με μια μικρή κίνηση έλυσε το κορσάζ της και η παλάμη του αγκάλιασε το σφιχτό στήθος της. Την ήθελε γυμνή, ήθελε να τη γνωρίσει όπως ακριβώς ήταν. Αν δεν ήξερε με ποια είχε να κάνει, θα της έσκιζε το φόρεμα απ’ άκρη σ’ άκρη κι ύστερα θα την κουβαλούσε γυμνή ως το κρεβάτι του. Το στόμα του λαχταρούσε να γευτεί τις καμπύλες της. «Η γεύση είναι μέρος της έλξης μεταξύ των εραστών», δήλωσε απλά, σηκώνοντας το κεφάλι του και παρατηρώντας τις αντιδράσεις της. Η αβεβαιότητα συναγωνιζόταν την επιφυ-λακτικότητα, κι όμως δεν τραβήχτηκε μακριά του. Μόνο μια μικρή ρυτίδα ζάρωσε το μέτωπό της κι έδειξε να αποδέχεται τις προθέσεις του δίχως κανένα φόβο. Με άδολη υποταγή. Σπάνια είχε δει στη ζωή του κάτι παρόμοιο. Η φήμη του τον είχε προστατεύσει, προφανώς, κρατώντας τους άλλους σε απόσταση. Μα η Λουσίντα Γουέλιγχαμ ήταν διαφορετική και πιο επικίνδυνη από τις σειρήνες που τον περιτριγύριζαν όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή η σύνδεση που ένιωθε να υπάρχει μεταξύ τους ήταν αναπάντεχη και απίστευτη καθώς του έφερνε στη μνήμη τον απόηχο μιας παλιάς εμπειρίας. Έσκυψε το κεφάλι του και πήρε τη μία απαλή κορφή στο στόμα του, με τόσο πάθος που το τεντωμένο μετάξι σκίστηκε κι άνοιξαν οι ραφές του. Του άρεσε ο τρόπος που τέντωσε το κορμί της και έπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του, παίρνοντας την προσφορά του και αμείβοντάς τον με τη δική της. Τα χέρια του μετακινήθηκαν τώρα από τις καμπύλες των γλουτών της κι ήρθαν μπροστά, πάνω απ’ τις κρυμμένες πτυχές του γυναικείου φύλου της, από το οποίο δεν τον χώριζε παρά μόνο το λεπτό φράγμα του φορέματος της. Πίεσε το χέρι του για να βρει το κέντρο της. «Όχι». Μια μοναδική λέξη, περισσότερο βογκητό παρά φωνή, κι όμως ήταν αρκετή. «Όχι;» Έπρεπε να σιγουρευτεί πως αυτό εννοούσε. Περίμενε λαχανιασμένος. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και τα καταγάλανα μάτια ήταν κενά από κάθε συναίσθημα. Μόνο το συνοφρύωμα στο μέτωπο και η λαχανιασμένη ανάσα της έδειχναν την ταραχή της. Όχι, επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό που θα σήμαινε το ναι; Όχι, επειδή η φήμη του ήταν αρκετή για να την καταστρέψει; Οπισθοχώρησε με μια οργή που πυροδοτούνταν από την έντονη επίγνωση της ενοχής του. Ο δρόμος προς την καταστροφή δεν ήταν μακρύς και ήξερε πως μια κοπέλα σαν αυτή δεν είχε κανέναν τρόπο να αμυνθεί απέναντι στις προθέσεις του. Ξαφνικά το μονοπάτι που είχε επιλέξει στη ζωή τού φαινόταν ελεεινό και πρόστυχο. «Θα σας συνοδεύσω στο σπίτι σας». Η Λουσίντα δε διόρθωσε το σκισμένο ρούχο της καθώς τον παρατηρούσε με το ένα στήθος της γυμνό μέσα από το κατεστραμμένο ρούχο, μια προκλητική ροδαλή κορφή πάνω στο άλικο μετάξι. Με τα υγρά μάτια και το σοκαρισμένο ύφος της φαινόταν σαν μια αισθησιακή και παραδομένη Μαντόνα που είχε πέσει απ’ τον παράδεισο και προσγειώθηκε στα πόδια του διαβόλου. Η αναποφασιστικότητα τον κλόνιζε, όμως δεν είχε καμία άμυνα απέναντι σε τόση καλοσύνη, κανέναν τρόπο να υποστηρίξει την επιθυμία του απέναντι στη δική της διστακτικότητα.
Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, η Λουσίντα έστρωσε το φόρεμά της, έδεσε πάλι τα κορδόνια στο λεπτεπίλεπτο κορσάζ, ανακτώντας κάπως την ευπρέπειά της. Ο Τέιλεν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να διορθώσει το σκίσιμο και τα μάτια του κατέβηκαν αθέλητα στο γυμνό κορμί που προκαλούσε το άγγιγμά του. Βλαστημώντας, πήρε μια κουβέρτα από το κρεβάτι του και την τύλιξε γύρω της. Το μάλλινο ύφασμα είχε σχεδόν την ίδια απόχρωση με τα μαλλιά της. Ύστερα μάζεψε τα ρούχα του, φόρεσε το παντελόνι του και έβαλε ένα σακάκι πάνω από το πουκάμισό του. Δε χασομέρησε για να φορέσει γραβάτα. Τέλος έβαλε βιαστικά τις μπότες του και ξεκλείδωσε την πόρτα. «Έλα γλυκιά μου», μουρμούρισε και βρήκε το χέρι της. Του άρεσε ο τρόπος που τα δάχτυλά της κουλουριάστηκαν μέσα στα δικά του. Άλλη μια κατάκτηση. Αδημονούσε για τις επόμενες. * * * Έξω ήταν ήσυχα και καθώς πλησίαζαν στους στάβλους ένας νεαρός ιπποκόμος ήρθε δίπλα του. «Θέλετε την άμαξα τέτοια ώρα, κύριε;» Η δυσπιστία ήταν φανερή στην ερώτησή του. Συνήθως ζητούσαν τις άμαξες τις μεσημεριανές ώρες της ημέρας. «Πράγματι. Βρες τον Στίβενς και ετοίμασέ την. Πρέπει να πάω στο Λονδίνο». Όταν ο νεαρός έφυγε, η Λουσίντα Γουέλιγχαμ άρχισε να μιλά με σιγανή, αβέβαιη φωνή. «Η κάπα μου είναι ακόμα στο σπίτι, όπως και το καπέλο και το τσαντάκι μου. Να μην τα φέρω;» «Όχι». Ό Τέι ήθελε μόνο να φύγουν. Δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να σχολίαζε την εμφάνισή της σε ένα από τα πιο κακόφημα πάρτι της Σεζόν, αν όμως την πήγαινε πίσω στο σπίτι της πριν το ξημέρωμα, σίγουρα τα αδέρφια της θα μπορούσαν να βρουν μια ιστορία που θα μπάλωνε την κατάσταση. «Η φίλη μου η Πόζι Τόμκινς θα αναρωτιέται τι απέγινα. Ελπίζω να είναι ασφαλής». Δεν τον κοιτούσε καθόλου στα μάτια, μοιάζοντας με συντετριμμένη Αφροδίτη που είχε τρυπώσει απρόσκλητη στον υπόκοσμο και τώρα ήθελε μόνο να δραπετεύσει απ’ αυτόν. «Ασφαλής;» Δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το γέλιο του, αν και ο ήχος του δεν ακούστηκε καθόλου χιουμοριστικός. «Κανείς δεν είναι ασφαλής στα δικά μου πάρτι. Ούτε έχουν τέτοια πρόθεση». «Λέτε λοιπόν πως θα περνάει όμορφα;» τον ρώτησε αυθόρμητα και τα λακκάκια στα μάγουλά της ήταν άλλη μία υπενθύμιση της καλοκάγαθης φύσης της. «Ω, σχεδόν παίρνω όρκο γι’ αυτό. Η χαρά ενός καλού οργασμού βοηθάει εξαιρετικά στην καλή διάθεση». Ακολούθησε σιωπή, όμως δεν μπορούσε να μην την προειδοποιήσει για το ποιόν του. Η αντίδρασή της τον έκανε να συνεχίσει. «Δεν είστε ασφαλής μαζί μου, λαίδη Λουσίντα, ούτε να περιμένετε από εμένα μεταμέλεια. Όταν ήρθατε στο Άλντερ-γουορθ ντυμένη μ’ ένα φόρεμα που θα ξυπνούσε τις σκοτεινότερες φαντασιώσεις οποιουδήποτε θερμόαιμου άντρα, σίγουρα αυτό τουλάχιστον το είχατε υπόψη σας, δεν το είχατε;»
Την είδε να βουρκώνει και βλαστήμησε, φέρνοντας έτσι ακόμα περισσότερα δάκρυα στα μάτια της που έλαμπαν κάτω από το φως τη λάμπας. «Πιστέψτε με, είστε πολύ γλυκιά για έναν αμαρτωλό σαν εμένα. Αύριο το πρωί θα καταλάβετε πόσο κοντά βρεθήκατε στη καταστροφή και θα με ευγνωμονείτε που σας πήγα πίσω στο σπίτι σας, παρά την απώλεια κάποιων λιγοστών πραγμάτων σας». * * * Ο Ασερ, ο Τάρις και ο Κρίστο δε θα τη χαρακτήριζαν ποτέ γλυκιά. Σε καμία περίπτωση. Ήταν αποτυχημένη και μεγάλο παθητικό για το όνομα των Γουέλιγχαμ, ανέκαθεν. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Αθεράπευτα προβληματική. Εκείνη η Τσιγγάνα, που είχε διαβάσει την παλάμη της έξω από την αγορά του Λέντενχολ, έτσι ακριβώς το είχε πει. Αθεράπευτα προβληματική. Και ήταν, πράγματι. Απόψε ζούσε την απόδειξη της παράλογης, ανεύθυνης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς της. Αν ήταν λιγότερο τυχερή, τώρα θα βρισκόταν στο κρεβάτι του δούκα του Άλντεργουορθ, με τα γόνατά της τυλιγμένα γύρω από τους γυμνούς, μυώδεις μηρούς του γνωρίζοντας αυτό που οι λιγότερο αξιοπρεπείς γυναίκες της αγγλικής αριστοκρατίας γνώριζαν ήδη. Μόνο η δική του σύνεση εμπόδισε μια τέτοια εξέλιξη, γιατί η ίδια είχε ήδη ξεπεράσει κάθε όριο. Ο δούκας δε θα δυσκολευόταν καθόλου να την πείσει να τον ακολουθήσει στο κρεβάτι του. Την τύλιξε ντροπή, η ταπείνωση την αρρώσταινε. Ένας μεγαλύτερος άντρας ήρθε προς το μέρος τους κρατώντας ένα φανάρι και πίσω του, όπως πάντα, μια πληθώρα πολυάσχολων υπηρετών. Η Λουσίντα δε συνάντησε τα βλέμματά τους που την παρατηρούσαν, προσπαθώντας να φαίνεται όσο πιο αδιάφορη μπορούσε. Ευχήθηκε ολόψυχα να μην υπήρχε ανάμεσα στο προσωπικό του Άλντεργουορθ κάποιος υπηρέτης που διατηρούσε επαφές με το νοικοκυριό τωνΓουέλιγχαμ. Δίπλα της ο ίδιος ο Άλντεργουορθ την έκανε να νιώθει συ-νεπαρμένη και νευρική συνάμα. Η έξαψή του την έλκυε με τρόπο ακαταμάχητο. Όταν το μπράτσο του ακούμπησε στο δικό της η Λουσίντα δεν τραβήχτηκε, έμεινε σαστισμένη από την απαγορευμένη, ερεθιστική επαφή, ώσπου απομακρύνθηκε μόνος του. Πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε μάταια να ξαναβρεί τα λογικά της. Το βλέμμα του σάρωσε το κορμί της σαν πεινασμένη τίγρη. Μέσα σε λίγα λεπτά η άμαξα ήταν έτοιμη να φύγει, οι λάμπες αναμμένες και ο οδηγός στη θέση του. Χωρίς να την αγγίξει ο Τέιλεν Έλσμιρ της έγνεψε να ανέβει και, όταν η Λουσίντα βολεύτηκε στο πολυτελές κάθισμα, εκείνος κάθισε απέναντι της και την κοίταξε με σκληρό βλέμμα. «Θα μας πάρει τέσσερις ώρες να φτάσουμε στο Μέιφερ. Αν κρυώνετε ακόμα...» «Όχι, είμαι εντάξει». Τύλιξε την κουβέρτα γύρω της και κούρνιασε στη ζεστασιά. «Ωραία». Ο τόνος του ήταν κοφτός και τραχύς. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, η Λουσίντα είδε στη θαμπή αντανάκλαση του τζαμιού το σαστισμένο πρόσωπό της.
Τι γνώμη να είχε άραγε γι’ αυτή ο δούκας του Άλντεργου-ορθ; Ήταν το ίδιο εκνευρισμένος με την αβεβαιότητά της όπως ήταν και με την απερισκεψία της; Η Λουσίντα διαισθανόταν πως ο δούκας ήθελε να απαλλαγεί μια ώρα αρχύτερα από την παρουσία μιας γυναίκας ανεπιθύμητης στο σπίτι του· μιας γυναίκας που δεν έπαιζε τα παιχνίδια για τα οποία ο ίδιος φημιζόταν. Το γιατί μπήκε κι αυτός στην άμαξα παρέμενε μυστήριο, όταν έδειχνε πως το τελευταίο πράγμα που ήθελε στη ζωή του ήταν να κάθεται τόσες ώρες ακινητοποιημένος απέναντι της. Μάλλον έφταιγε το φιλί, το γεγονός ότι η Λουσίντα δεν ήξερε πώς να φιλάει έναν άντρα. Η άρνησή της να γίνει κάτι περισσότερο μεταξύ τους θα πρέπει να τον είχε ενοχλήσει επίσης, έχοντας πρώτα παίξει με τη φωτιά και υποχωρώντας την τελευταία στιγμή. Κι ας ήταν η πρώτη φορά που ένας άντρας άγγιξε τα χείλη της με τρόπο διόλου αγνό και χλιαρό όπως οι ελάχιστοι θαυμαστές που το είχαν επιχειρήσει στο παρελθόν... Δεν ήθελε να τα σκέφτεται όλα αυτά. Ο Τέιλεν Έλσμιρ ήταν ένας ακόλαστος που δεν μπορούσε να ενδιαφέρεται για την κόρη μιας από τις πιο αξιοσέβαστες οικογένειες του Λονδίνου. Είχε όποια γυναίκα ήθελε και ήταν γνωστό ότι δεν επιθυμούσε να δεσμευτεί από τη μονιμότητα ενός γάμου. Κούνησε ζωηρά το κεφάλι της πέρα δώθε και άκουσε τα λόγια του. «Αν με ρωτήσουν, θα αρνηθώ ότι ήσαστε απόψε στο Άλ-ντεργουορθ. Πείτε και στους αδερφούς σας να κάνουν το ίδιο». «Αν είμαι τυχερή, δε θα χρειαστεί να μάθουν τίποτα». «Η πείρα μού έχει διδάξει ότι τα σκάνδαλα δε συμβαδίζουν με την τύχη, Λουσίντα». Μια παράξενη ζεστασιά την πλημμύρισε ακούγοντάς τον να προφέρει το όνομά της. Ποτέ δεν της άρεσε ιδιαίτερα το «Λουσίντα», από τα δικά του χείλη όμως ακουγόταν... αισθησιακό. Τα λόγια του άφηναν έναν απόηχο υπαινιγμού. «Πιστέψτε με, με το σωστό χειρισμό η όποια ζημιά θα ελαχιστοποιηθεί». Ζημιά. Ακουγόταν κυνικό. Η Λουσίντα δεν ήταν παρά μόνο μία διαχειρίσιμη κατάσταση. Η νύχτα τούς τύλιγε από παντού και η καμπίνα της άμαξας φωτιζόταν από μερικές αδύναμες αχτίδες φεγγαριού, όταν έξω ξέσπασε μια ξαφνική νεροποντή. Ο Τέιλεν Έλσμιρ ήταν ακριβώς σαν τα αδέρφια της, ένας άντρας που ήθελε να έχει τον έλεγχο και την εξουσία των πάντων γύρω του. Εκπλήξεις και ανεπιθύμητα διλήμματα δεν είχαν θέση στη ζωή του. Αυτή η σκέψη την έκανε να συνοφρυωθεί. «Δεν αντιμετωπίζω τέτοια προβλήματα», του είπε. «Αν παίξετε σωστά το ρόλο σας, δε θα...» Μια κραυγή έσκισε τον αέρα, η άμαξα τούμπαρε στο πλάι και σύρθηκε για κάμποσα μέτρα με τον ανατριχιαστικό θόρυβο του μετάλλου που γδέρνεται πάνω σε ξύλο, ώσπου σταμάτησε μ’ ένα απότομο τράνταγμα. Ο Τέι πετάχτηκε δίπλα της και την αγκάλιασε προστατευτικά για να μην πληγωθεί από τα θραύσματα
του γυαλιού, ενώ ένας δυνατός αέρας όρμησε στην αναποδογυρισμένη καμπίνα. Την αγκάλιαζε τόσο σφιχτά, που το σκληρό κορμί του την έσφιγγε σαν ατσάλινη μέγκενη. Ύστερα υπήρχε μόνο σκοτάδι. * * * Η Λουσίντα βρισκόταν στο δωμάτιό της στην έπαυλη Φάλ-ντερ του Μέκρερ. Οι κουρτίνες ανέμιζαν απαλά στην ήσυχη απογευματινή αύρα, ενώ απέξω ακουγόταν η πνοή του ανέμου μέσα στα δέντρα και πέρα μακριά οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν στο πάρκο. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά, εκτός από τις τρεις νύφες της με τα σκούρα φορέματα, οι οποίες είχαν πιάσει από μία κουνιστή πολυθρόνα και την παρατηρούσαν. «Ξύπνησες;» Η Μπίατρις-Μοντ ήρθε κοντά της, σήκωσε προσεκτικά το κεφάλι της Λουσίντα και της έδωσε να πιει μια γουλιά από την κρύα λεμονάδα που υπήρχε στο κομοδίνο. «Ο γιατρός είπε ότι θα συνερχόσουν απόψε και είχε δίκιο». Χαμογέλασε σκουπίζοντας προσεκτικά τα χείλη της Λουσίντα. «Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε. «Πώς πρέπει να νιώθω;» Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι της έκρυβαν, κάτι άσχημο που δε θα της άρεσε καθόλου. «Γιατί είμαι στο κρεβάτι; Τι συνέβη;» «Δε θυμάσαι;» Η Έμεραλντ ήρθε κοντά στην Μπίατρις-Μοντ και η έκφρασή της ήταν σοβαρή. «Δε θυμάσαι το ατύχημα, Λούσι;» «Πού;» Μέσα στον πανικό της προσπάθησε να ανασηκωθεί, όμως κανένας μυς δεν ανταποκρινόταν. Μπράτσα, πόδια, πλάτη ήταν ακίνητα. Ένα κορμί μουδιασμένο και άχρηστο. Η καρδιά που χτυπούσε δυνατά στο στήθος της ήταν το μόνο πράγμα που λειτουργούσε ακόμα και, ο φόβος της παράλυσης της έφερνε λιποθυμία. «Δεν μπορώ να κουνηθώ». «Ο δόκτωρ Κάμερον είπε πως είναι φυσιολογικό. Είπε ακόμα ότι πολλοί άνθρωποι ανακτούν τις μυϊκές λειτουργίες τους όταν υποχωρήσει το οίδημα». «Ποιο οίδημα;» «Χτύπησες άσχημα στον αυχένα και το κεφάλι. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα περνούσε η άμαξα για το Λέστερ από την αντίθετη κατεύθυνση, γιατί αλλιώς...» «Θα μπορούσες να μείνεις εκεί όλη νύχτα και ο δόκτωρ Κάμερον είπε πως δε θα ζούσες». Η Έλινορ, η γυναίκα του μικρότερου αδερφού τους, είχε έρθει κι εκείνη κοντά της, και αντίθετα από τις άλλες δύο η φωνή της έτρεμε και το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Σαν να έκλαιγε. Πολύ.
Αυτό τρόμαξε τη Λουσίντα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. «Πώς έγινε;» «Η άμαξά σου αναποδογύρισε. Απ’ ό,τι φαίνεται υπήρχε μία γωνία στο δρόμο και ο οδηγός έτρεχε πολύ. Έπεσε από ένα λόφο για αρκετά μέτρα ώσπου σταμάτησε στα ριζά του». Η ταραχή την έκανε να τρέμει καθώς τα λόγια στοιβάζονταν στο κενό του μυαλού της. «Και πώς έφτασα εδώ;» «Σε έφερε ο Άσερ πριν τρεις μέρες». Η Λουσίντα ξεροκατάπιε. Τρεις μέρες. Το μυαλό της προσπαθούσε ανώφελα να ανασύρει κάποια ανάμνηση από όλο αυτό το διάστημα. Και τώρα ήταν ξαπλωμένη σαν πέτρινο άγαλμα σε τούτο το κρεβάτι, νιώθοντας μόνο το κεφάλι και την καρδιά απ’ όλο το κορμί της. Ένα δάκρυ κύλησε από το αριστερό της μάτι και έπεσε ζεστό στο μάγουλό της. Κατάπιε πάλι και ο λαιμός της έκαιγε. Είχε τη γεύση αίματος στη γλώσσα της. Ούρλιαζε. Ένας ήχος ήρθε στο νου της από το πουθενά. Ούρλιαζε ξανά και ξανά. Κάποιος την ηρεμούσε. Μια φωνή ήρεμη και θλιμμένη; δυο ζεστά χέρια που κρατούσαν το λαιμό της για να μην κινείται, ο παγωμένος αέρας της νύχτας και η βροχή που έπεφτε πάνω στο αίμα. «Ο δόκτωρ Κάμερον είπε πως ήταν θαύμα που δεν κουνή- ί θήκες ούτε εκατοστό, γιατί θα είχες πεθάνει. Είπε πως ήταν ευτύχημα το ότι όταν σε βρήκαν το κεφάλι σου ήταν σταθεροποιημένο ανάμεσα σε δύο σανίδες που εμπόδιζαν κάθε κίνηση». «Τυχερή...» μονολόγησε χωρίς να το πιστεύει. Δεν της έλεγαν όλη την αλήθεια. Το έβλεπε στις ματιές που αντάλλασσαν και το ένιωθε στο συγκρατημένο τρόπο τους. Αναρωτήθηκε γιατί τα αδέρφια της δε βρίσκονταν στο δωμάτιο και αμέσως η απάντηση ήρθε στο μυαλό της. Εκείνοι δε θα μπορούσαν να κρυφτούν τόσο εύκολα όσο οι νύφες της, αν και ο Κρίστο ήταν πάντα αρκετά μυστικοπαθής. «Χτύπησε κανένας άλλος;» Από το δισταγμό τους πήρε την απάντηση. «Υπήρχε ένας άντρας μαζί σου στην άμαξα, Λούσι». Η Έμεραλντ πήρε το άλλο χέρι της και άρχισε να το χαϊδεύει, προσπαθώντας προφανώς να την παρηγορήσει, η κίνηση όμως αυτή την ενοχλούσε, γιατί το χέρι της ήταν εντελώς μουδιασμένο. «Ήμουν μόνη μαζί του;» Δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι δουλειά μπορεί να είχε νυχτιάτικα έξω στο δρόμο μαζί με έναν ξένο; Όλα ήταν πολύ παράξενα. «Ποιος ήταν;»
«Ο έκτος δούκας του Άλντεργουορθ». Η Μπίατρις ανέλαβε να συνεχίσει. «Ο Αλντεργουορθ;» Η Λουσίντα αναγνώρισε το όνομα, παρ’ όλο που δε θυμόταν τίποτα για το ατύχημα. Ο Ακόλαστος Δούκας ήταν διαβόητος σ’ όλο το Λονδίνο ι και προτιμούσε σχεδόν αποκλειστικά να κάνει συντροφιά με πόρνες. Γιατί να βρεθεί εκεί μόνη μαζί του, τόσο μακριά από το σπίτι της; «Ξέρει ο Άσερ πως ήμουν εκεί;» Κοίταξε τηνΈμεραλντ. «Δυστυχώς». «Το ξέρουν κι άλλοι άνθρωποι;» «Ναι, δυστυχώς το ξέρουν». «Πόσοι;» «Νομίζω πως δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι το έμαθε όλο το Λονδίνο». «Κατάλαβα. Δηλαδή ξέσπασε σκάνδαλο και είμαι κατεστραμμένη;» «Όχι». Η φωνή της Μπίατρις-Μοντ ήταν δυνατή. «Τα αδέρφια σου δε θα επιτρέψουν ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο, ούτε κι εμείς». Η Λουσίντα κατάπιε νευρικά, ανήμπορη να αντιμετωπίσει έναν τέτοιο γρίφο. Η Έλινορ και η Έμεραλντ την παρατηρούσαν ανήσυχες ενώ ακόμα και η Μπίατρις, η οποία σπάνια έχανε την ψυχραιμία της, τώρα φαινόταν σαστισμένη. Αθεράπευτα προβληματική. Οι δυο λέξεις ήρθαν στο μυαλό της από το πουθενά καθώς έκλεινε τα μάτια της και αποκοι-μιόταν.
Κεφάλαιο 3 Ο Τέι Έλσμιρ καθόταν στη βιβλιοθήκη της έπαυλης των Κά-ρισμπρουκ στο Μέιφερ και κοιτούσε τους τρεις αδερφούς Γουέλιγχαμ απέναντι του. Το κεφάλι του πονούσε, το δεξί πόδι του ήταν πρησμένο πάνω από το γόνατο και είχε το αριστερό μπράτσο του δεμένο μ’ έναν άσπρο επίδεσμο, όπως και τα πλευρά του που ήταν σφιχτοδεμένα, έτσι ώστε να μπορεί να αναπνέει χωρίς να πονάει τόσο πολύ. Πέρα από όλα αυτά είχε αμέτρητες αμυχές σ’ όλο του το σώμα από τα σπασμένα γυαλιά και ξύλα που εκσφενδονίστηκαν παντού όταν αναποδογύρισε η άμαξα. Αυτοί οι τραυματισμοί όμως ήταν η μικρότερη από τις έγνοιες του. Γιατί ένα πολύ πιο πιεστικό ζήτημα αιωρούνταν τώρα στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σ’ εκείνον και τους οικοδεσπότες του. «Για το όνομα του Θεού, ήσαστε ντυμένος εντελώς ανάρμοστα ενώ η Λουσίντα σχεδόν δεν ήταν
ντυμένη καθόλου. Το σκάνδαλο συζητιέται σ’ όλη την πόλη εδώ και μια βδομάδα». Ο Άσερ Γουέλιγχαμ, δούκας του Κάρισμπρουκ, σπάνια μασούσε τα λόγια του και ο Τέι δεν πήγαινε πίσω. «Δε φορούσαμε ρούχα επειδή βρισκόμασταν μέσα σε μια άμαξα η οποία έπεσε κουτρουβαλώντας από ένα λόφο. Δεν μπορείς να βγεις από ένα τέτοιο ατύχημα ατσαλάκωτος», ήταν η σαρκαστική απάντησή του κι ας ήξερε πως θα τους ενοχλούσε. Μη θέλοντας όμως να μαρτυρήσει την παρουσία της αδερφής τους στο πάρτι του, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ρίξει όλο το φταίξιμο στο ατύχημα. «Απ’ ό,τι ξέραμε η Λουσίντα είχε πάει μαζί με τη λαίδη Πόζι Τόμκινς στο εξοχικό της θείας της για το Σαββατοκύριακο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρέθηκε νυχτιάτικα μόνη μαζί με τον πιο άσωτο δούκα σ’ ολόκληρο το Λονδίνο και μάλιστα ντυμένη σαν πόρνη». «Τη ρωτήσατε;» «Δε θυμάται τίποτα». Ο Τάρις Γουέλιγχαμ φαινόταν το ίδιο απειλητικός με τον αδερφό του. «Τίποτα;» «Τίποτα πριν το ατύχημα, τίποτα για το ατύχημα και τίποτα για λίγο μετά το ατύχημα». Η ελπίδα του αναπτερώθηκε. Ίσως τελικά να τη γλίτωνε. Αν η κυρία δε ζητούσε το αίμα της πίσω και αν ο Τέι έπαιζε σωστά τα χαρτιά του, ίσως τότε τα αδέρφια της να σταματούσαν να τον κυνηγούν. «Η αδερφή σας με πληροφόρησε ότι προσπαθούσε να φτάσει στην έπαυλη των Γουέλιγχαμ έχοντας για κάποιο λόγο χωριστεί από τη φίλη της. Μου ζήτησε απλώς να την πάω ως το σπίτι της και δέχτηκα να την εξυπηρετήσω». «Η τσάντα, το καπέλο και η μπέρτα της μάς επιστράφηκαν από το εξοχικό σας. Τί σύμπτωση να βρεθούν εκεί όπου ισχυρίζεστε πως δεν ήταν η Λουσίντα». Η φωνή του Κρίστο Γουέλιγχαμ ακούστηκε το ίδιο ψυχρή με τις φωνές των αδερφών του. «Επιπλέον ο Ρίτσαρντ Αλενμπι, κόμης του Χάλσι, διέδωσε στο μισό Λονδίνο ότι η Λούσι ήταν φιλοξενούμενη στο διή μερο σουαρέ σας. Επιβεβακόνουν και άλλοι την εκδοχή του» «Λέει ψέματα. Ήμουν ο οικοδεσπότης και ξέρω πως η αδερφή σας δεν ήταν εκεί». «Το πρόβλημα είναι πως η υπόληψη της αδερφής μας κινδυνεύει κι εσείς δε δείχνετε να παίρνετε στα σοβαρά το μερίδιο ευθύνης που σας αναλογεί για την καταστροφή της». Ο Τέιλεν είχε ακούσει αρκετά. «Η λέξη καταστροφή είναι πολύ βαριά, λόρδε Τάρις». «Τόσο βαριά όσο και η τιμωρία».
Ο Ασερ Γουέλιγχαμ χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και ο Τέι σηκώθηκε όρθιος. Ακόμα και με το χέρι του δεμένο μπορούσε να τα βάλει και με τους τρεις. Στη ζωή του δεν είχε διδαχτεί την τέχνη της μονομαχίας αλλά είχε εξασκήσει τις δεξι-ότητές του στο σκληρό σχολείο της παιδικής κακοποίησης. Έχοντας φάει αρκετό ξύλο ο ίδιος, ήξερε πολύ καλά σε ποια σημεία έπρεπε να ανταποδώσει τα χτυπήματα. «Θα σε σκοτώσουμε γι’ αυτό, Άλντεργουορθ, σου το ορκίζομαι». Τώρα μίλησε ο Κρίστο, προφέροντας αργά την κάθε λέξη. «Και κάνοντάς το θα σταυρώσετε την αδερφή σας. Καλύτερα, λοιπόν, να αφήσετε τα πράγματα να καταλαγιάσουν, να αδιαφορήσετε για τις φήμες και να αντιγυρίσετε τους όποιους υπαινιγμούς σε όσους ορκίζονται πως είναι αλήθεια». «Όπως σκοπεύεις να κάνεις εσύ;» «Η αγγλική κοινωνία εξακολουθεί να υιοθετεί υπερβολικά αυστηρούς νόμους κοινωνικής συμπεριφοράς, κάποιοι άνθρωποι όμως πιστεύουν στην ελευθερία του λόγου και φέρονται αναλόγως». «Ανθρωποι όπως εσύ, για παράδειγμα;» Ο Τάρις σηκώθηκε. Έλεγαν πως ήταν τυφλός, αλλά δεν έδειχνε τίποτα τέτοιο καθώς προχωρούσε προς το παράθυρο, αν και ο μεγαλύτερος αδερφός του τον παρακολουθούσε προσεκτικά. Φροντίδα. Η λέξη αντήχησε μέσα του. Γι’ αυτό γίνονταν όλα: για τη φροντίδα των μελών της οικογένειας και του οικογενειακού ονόματος, για την προστασία της τιμής της μοναδικής αδερφής τους από την ατίμωση επειδή ήταν μαζί του. Η προστασία ήταν κάτι που ο ίδιος δε γνώρισε ποτέ. Ούτε από τους γονείς του ούτε από τη γιαγιά του. Και ιδίως όχι από το θείο του. Πάντα πάλευε μόνος εναντίον ενός κόσμου που δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αναρωτηθεί αν αυτό το μικρό παιδί δεχόταν στοργή. Ο χαρακτήρας που διαμόρφωσε μεγαλώνοντας ήταν αποτέλεσμα αυτής της αμέλειας, αλλά μέσα στο σπίτι μιας οικογένειας που ο ένας υποστήριζε τον άλλο αυτή η σκέψη ήταν αποκαρδιωτική. Έκανε το γύρο του πελώριου καναπέ. «Έχω κάποια δουλειά να τακτοποιήσω, κύριοι, επίσης χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα. Να με συγχωρείτε». * * * «Πώς σας φαίνεται;» Ο Άσερ έκανε την ερώτηση λίγες στιγμές αφότου ο Κρί-στο πήγε στο σερβάν και έβγαλε ένα μπουκάλι φίνο γαλλικό μπράντι. «Κάτι κρύβει». Ο Τάρις δέχτηκε ένα ποτό από τον αδερφό του. «Για κάποιο λόγο προσπαθεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η αδερφή μας δεν πήγε ποτέ στο Άλντεργουορθ και πως η ανοησία της να βρεθεί νυχτιάτικα μαζί του στην άμαξα ήταν κάτι αναγκαίο». Ο Κρίστο βλαστήμησε. «Γιατί όμως το κάνει αυτό;»
«Υποθέτω ότι ακόμα κι ένας φαύλος έχει τα όριά του στη διαφθορά. Η αθωότητα της Λουσίντα μπορεί να είναι το δικό του όριο». Ο Τάρις ήπιε μια μεγάλη γουλιά πριν συνεχίσει. «Μελετά τη φιλοσοφία της νέας γνώσης κι αυτό είναι ενδιαφέρον, αφού το δόγμα της ελευθερίας του λόγου τέθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική. Ασυνήθιστα αναγνώσματα για έναν άντρα που διατείνεται πως τον ενδιαφέρουν μόνο τα σεξουαλικά όργια και η κοινωνική αναρχία». «Δεν τον εμπιστεύομαυ>. Ο Ασερ άδειασε το ποτήρι του. «Ε, πάντως δεν μπορούμε να δείρουμε έναν άνθρωπο τυλιγμένο με επιδέσμους». Ο Κρίστο χαμογέλασε. «Τότε θα περιμένουμε μέχρι να τους βγάλει». Στη φωνή του Ασερ Γουέλιγχαμ, δούκα του Κάρισμπρουκ, δεν υπήρχε ίχνος χιούμορ. * * * Η Λουσίντα τσούλησε το αναπηρικό καροτσάκι της μέχρι το τραπέζι του προγεύματος. Οι μύες της πόνεσαν από την προσπάθεια και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Είχαν περάσει σχεδόν δύο εβδομάδες από το ατύχημα και οι αισθήσεις τις οποίες ο γιατρός τής είχε υποσχεθεί πως θα ανακτούσε επιτέλους επανέρχονταν. Ωστόσο παρέμενε μέσα της ένα αίσθημα εξάντλησης και μια αλλόκοτη μελαγχολία που τη στοίχειωνε. Τώρα μπορούσε να κάνει μερικά βήματα χωρίς να πέφτει και το τρέμουλό που την είχε ταλαιπωρήσει μειωνόταν σταδιακά όσο επανακτούσε τις δυνάμεις της. Εντούτοις το αναπηρικό καροτσάκι ήταν ακόμα ο μοναδικός τρόπος μετακίνησής της. Η Πόζι είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας εβδομάδας στην αστική έπαυλη των Γουέλιγχαμ, αντιμετωπίζοντας με φρίκη όσα είχαν συμβεί στη Λούσι. «Δεν έπρεπε να σε πάω στο Άλντεργουορθ, Λους. Εγώ φταίω για όσα έγιναν και τώρα... τώρα δεν ξέρω πώς να επα νορθώσω». Χοντρές σταγόνες από δάκρυα είχαν κυλήσει στα μάγουλά της πέφτοντας στο ροζ μεταξωτό κορσάζ της. «Δε με ανάγκασες να έρθω, Πόζι. Αυτό το θυμάμαι». «Ναι, αλλά, ενώ εγώ ήμουν κλειδωμένη με ασφάλεια μέσα στο δωμάτιό μας, εσύ...» «Ας μην καταλογίζουμε πια ευθύνες. Ό,τι έγινε, έγινε, τουλάχιστον τώρα μπορώ πάλι να κινούμαι και ανακτώ τις δυνάμεις μου». Η Λουσίντα χρειάστηκε μέρες για να πείσει τη φίλη της ότι δεν την κατηγορούσε για τίποτα ενώ τα κλάματα της Πόζι είχαν αρχίσει πια να την κουράζουν. Ο Ας καθόταν στην τραπεζαρία και διάβαζε τους Τάιμς όπως κάθε πρωί. Κάποια στιγμή δίπλωσε την εφημερίδα στη μέση και κοίταξε πιο προσεκτικά, σαν κάτι να είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. «Λέει εδώ ότι ο κόμης του Χάλσι δέχτηκε επίθεση με αποτέλεσμα να έχει σπασμένη μύτη, ένα
μαυρισμένο μάτι και είκοσι ράμματα στο μάγουλο. Ο διαπληκτισμός συνέβη πριν τέσσερις μέρες έξω από τους στάβλους του Ντέιβις Μιους, εδώ στο Μέκρερ. Δεν υπήρχαν μάρτυρες». Κοίταξε κατευθείαν τη Λουσίντα για να δει πώς θα αντι-δρούσε. Μετά το ατυχές περιστατικό όλη η οικογένεια τηρούσε σιγή ιχθύος για όλα αυτά, σαν να φοβούνταν πως με την παραμικρή νύξη στο σκάνδαλο η Λουσίντα θα κατέρρεε. Η κατάσταση την είχε κουράσει. Τώρα χαμογέλασε απλώς στο μεγαλύτερο αδερφό της και ανασήκωσε τους ώμους της. «Οι ληστές έχουν αποθρασυνθεί τελείως». Η Έμεραλντ μπήκε στη συζήτηση βουτυρώνοντας μια φέτα με ψωμί. «Από την άλλη μεριά ίσως του χρειαζόταν. Αυτός δεν ήταν που διέδιδε επίμονα πως η Λουσίντα εθεάθη ημίγυμνη στο φιάσκο του Άλντεργουορθ; Χωρίς τα δικά του σχόλια θα ήταν πολύ ευκολότερο να αντιμετωπιστεί το όλο ζήτημα». Η Λουσίντα γνώριζε φυσικά τον Ρίτσαρντ Άλενμπι. Πάντα ήταν ευγενικός και γλυκομίλητος απέναντι της, δεν καταλάβαινε, λοιπόν, για ποιο λόγο τώρα καταφερόταν με τόση κακία εναντίον της. Όμως μια σκιά παραμόνευε στο πίσω μέρος του μυαλού της, σαν ένα φάντασμα που προσπαθούσε να βγει απ’ το σκοτάδι και να φανερωθεί. Σκουπίζοντας το στόμα με την πετσέτα της, έγειρε πίσω, γιατί ξαφνικά το φαγητό έγινε πολύ ξερό και δυσκολευόταν να το καταπιεί. «Φαίνεσαι σαν να είδες φάντασμα, Λούσι». «Τι ακριβώς είπε ο κόμης του Χάλσι για μένα;» «Κυκλοφόρησε τη φήμη ότι ίσως γνωρίστηκες στενά με τον Άλντεργουορθ στο σπίτι του. Λέει ότι σε είδε στους διαδρόμους του πρώτου ορόφου να ψάχνεις την κρεβατοκάμαρα του δούκα». Η φωνή του αδερφού της είχε εκείνη τη χροιά αγανάκτησης που άκουγε η Λούσι όταν ο Άσερ μιλούσε για τις αταξίες της. Αυτή τη φορά μπορούσε βέβαια να τον καταλάβει. «Τι σημαίνει γνωρίστηκα στενά;» Το σοκ από την τόσο τερατώδη κακοήθεια ήταν μεγάλο. «Γιατί να πει ένα τέτοιο ψέμα; Είναι δυνατόν να τον πίστεψε κανένας;» Λύγισε λίγο το πόδι της πάνω στο μεταλλικό υποπόδιο της αναπηρικής καρέκλας, για να δει αν μπορούσε να το κουνήσει περισσότερο. Τις τελευταίες μέρες το μυρμήγκιασμα είχε μεταφερθεί από τα γόνατα στα πέλματά της καθώς υποχωρούσε όλο και περισσότερο το αρχικό μούδιασμα. «Δυστυχώς έχουν αρχίσει να τον πιστεύουν». Η φωνή του Άσερ δεν είχε πια καμία επιφυλακτικότητα. «Και τι λέει ο Άλντεργουορθ για όλα αυτά;» «Τίποτα, αυτό είναι το πρόβλημα. Αν αρνιόταν κατηγορηματικά τα πάντα και κυκλοφορούσε με την ίδια άνεση που είχε όταν ήρθε στο σπίτι μας, τότε ο κόσμος θα έπαυε πια να πιστεύει τον Ρίτσαρντ Άλενμπι. Αλλά ο τύπος εξαφανίστηκε στην εξοχή, αφήνοντας πίσω του το χάος». «Ο Άλντεργουορθ ήρθε εδώ, στο σπίτι μας;» Η Λουσίντα συνοφρυώθηκε. Κάτι σ’ αυτό τον άνθρωπο φαινόταν οικείο, σαν να τον θυμόταν... από κάπου. «Τι ήθελε;»
«Για να το πούμε ωμά, ήθελε να απαλλαγεί από κάθε κατηγορία σχετικά την υπόληψή σου. Το δήλωσε ξεκάθαρα». Ο Άσερ ακούμπησε την εφημερίδα και κοίταξε εξεταστικά τη Λουσίντα. «Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας, αλλά πανέξυπνος. Η παραμικρή συμμαχία του μαζί μας θα απέβαινε ιδιαίτερα καρποφόρα γι’ αυτόν». «Συμμαχία;» ρώτησε η Λουσίντα ξαφνιασμένη. «Μια κατεστραμμένη υπόληψη απαιτεί αυστηρά και διόλου προσωρινά μέτρα». «Εννοείς το γάμο;» ψιθύρισε έντρομη. Είχε ακούσει όλες τις ιστορίες για τον άσωτο δούκα. Όπως όλοι. Ήταν ένας άντρας που ζούσε όπως ακριβώς του άρεσε και δεν έδινε δεκάρα για τους κανόνες ευπρέπειας που ακολουθούσε ο υπόλοιπος κόσμος. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς οι μνήμες πάλευαν να αναδυθούν μέσα από το θολό τοπίο του μυαλού της. Το φλιτζάνι έπεσε από τα χέρια της καθώς σηκώθηκε και το καφέ υγρό χύθηκε πάνω στο λευκό δαμασκηνό τραπεζομάντιλο. Η Λουσίντα έμεινε εκεί να κοιτάζει το λεκέ που απλωνόταν πάνω στο περίτεχνο κέντημα. Η μορφή του Τέιλεν Έλσμιρ ξεπρόβαλλε μέσα από την ομίχλη τη στιγμή που ο δούκας σηκωνόταν από ένα άστρωτο κρεβάτι, γυμνός. Τα μακριά μέλη του φωτίζονταν στη λάμψη του κεριού και το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί ήταν σχεδόν άδειο πάνω στο κομοδίνο. Η Λούσι γνώριζε την υφή του δέρματός του, γιατί είχαν αγκαλιαστεί σφιχτά μέσα σε μια έκρηξη λαγνείας, καθώς τα πράσινα μάτια του την κοιτούσαν με πόθο όταν έσκυβε να τη φιλήσει. Δεν ήταν ένα απλό, αγνό φιλί, αλλά ένα φιλί καυτό και συγκλονιστικά αμαρτωλό. Κοκαλωμένη από το σοκ, κοίταξε τον αδερφό της. «Τι συμβαίνει; Φαίνεσαι σαν άρρωστη». Ο Άσερ την παρατήρησε με αγωνία. «Θυμάμαι πράγματα και ν...νομίζω πως όλα όσα λέει για μ... μένα ο Ρίτσαρντ Χάλσι μπ... μπορεί να είναι α... λήθεια». Τα πόδια της λύγισαν και ο Ασερ βρέθηκε στη στιγμή δίπλα της πιάνοντάς τη, καθώς το πλευρό της χτυπούσε στο σκληρό μπράτσο της καρέκλας. «Θέλεις να πεις ότι πλάγιασες με τον Αλντεργουορθ. Ανύπαντρη». «Ήταν γυμνός στην κρεβατοκάμαρά του. Με άγγιζε παντού. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσα να φύγω. Προσπάθησα, αλλά δεν μπορούσα. Πήρε το κλειδί. Ήταν επικίνδυνος». Ένας χείμαρρος από μικρές αλήθειες, καθεμιά χειρότερη από την προηγούμενη. «Θεέ μου!» Ποτέ δεν είχε ακούσει αυτό τον πανικό στη φωνή του αδερφού της, όσες απερισκεψίες κι αν είχε κάνει η Λούσι στο παρελθόν. Ο κοφτός τόνος του έφερε δάκρυα στα μάτια της και η Λουσίντα ένιωσε το χέρι της Έμεραλντ να παίρνει το δικό της και να το σφίγγει. * * * «Θα παντρευτείς την αδερφή μου αμέσως μόλις εκδοθεί η άδεια του γάμου κι ύστερα θα εξαφανιστείς
από την Αγγλία, κάθαρμα». Ο Ασερ Γουέλιγχαμ είχε ήδη ρίξει αρκετές γερές γροθιές στο πρόσωπο του Τέι και ο Κρίστο Γουέλιγχαμ τον κρατούσε ακόμα ακινητοποιημένο στο πάτωμα. Τελικά δεν είχαν τους εξευγενισμένους τρόπους που νόμιζε αυτοί οι τζέντλεμεν, αφού η καθεμιά απ’ τις γροθιές που δέχτηκε είχε μια προμελέτη μένη ακρίβεια. Η μύτη του έτρεχε αίμα και δεν έβλεπε τίποτα απ’ το αριστερό του μάτι. Τα δύο μπροστινά δόντια στο κάτω σαγόνι του κουνιούνταν. «Αν με σκοτώσετε... δύσκολα... θα γίνει γάμος». Η επόμενη γροθιά τον βρήκε στα νεφρά και, όσο κι αν δεν το ήθελε, μόρφασε απ’ τον πόνο. «Θα πεις στη Λουσίντα πως ήταν δικό σου λάθος που βρέθηκε στο Άλντεργουορθ και πως ο αποτρόπαιος, ποταπός, νοσηρός χαρακτήρας σου είχε κυλήσει στο βούρκο πολύ πριν τη γνωρίσεις. Και μάλιστα θα της πεις ότι δεν της έδωσες καμία ευκαιρία να αποδράσει από τα διεφθαρμένα χέρια σου». «Κ... κατανοητό». «Πολύ. Μα, αν συμμορφωθείς, θα σου επιτρέψουμε να ζή-σεις καθώς θα προσπαθούμε να διορθώσουμε όλη τη ζημιά που προκάλεσες στην αδερφή μας. Είναι συντετριμμένη, όπως μπορείς να φανταστείς, και σε θεωρεί τον απεχθέστερο άντρα που γνώρισε ποτέ. Ένα κατακάθι που την εκμεταλλεύτηκε ενώ ήταν μεθυσμένη». «Αυτό σας είπε;» «Και πολύ χειρότερα. Όσο όμως κι αν σε μισεί, ξέρει ότι είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να αποκαταστήσει το όνομά της στην κοινωνία με το να την παντρευτείς. Πάνω σ’ αυτό είναι αδιάλλακτη». «Έξοχη αρετή για μία σύζυγο». Ακόμα και στα δικά του αυτιά η φωνή του δεν είχε τη δηκτική ειρωνεία για την οποία φημιζόταν. «Γέλα όσο θες, Άλντεργουορθ, αν όμως πιστεύεις πως θα σ’ αφήσουμε να πλησιάσεις ξανά τη Λουσίντα μετά τη γαμήλια τελετή πλανιέσαι οικτρά. Αρκετή ζημιά έκανες. Τώρα θα πληρώσεις». Ο Τέι έβηξε μια δυο φορές, ανέπνεε με δυσκολία. Όταν ο νεότερος αδερφός τον άφησε να σωριαστεί στο πάτωμα, το μπράτσο του, που είχε τραυματιστεί στο ατύχημα της άμαξας, χτύπησε με δύναμη κάτω κι ένας δυνατός πόνος απλώθηκε μέχρι την άρθρο^ση του ώμου του. Αρχισε να τρέμει και βλαστήμησε για τον εξευτελισμό του. Είχε πολύ καιρό να το πάθει αυτό και το πρόσωπο του θείου του εμφανίστηκε από πάνω του γεμάτο οργή για κάποια μικρή προσβολή που νόμιζε ότι δέχτηκε από τον Τέι. Ο καλοκαιρινός αέρας του Άλντεργουορθ έπεφτε σαν καυτό μαστίγιο στις πληγές της πλάτης του. Αιμορραγούσε παντού. Το ξύλο ήταν ανελέητο. Σηκώθηκε παραπατώντας και κρατήθηκε από την άκρη της καρέκλας. «Η μνήμη της αδερφής σας την απατά. Δεν την άγγιξα».
«Εκείνη, πάντως, λέει ακριβώς το αντίθετο. Κι όποιος ξέρει τη Αουσίντα γνωρίζει καλά ότι ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματά της είναι η ειλικρίνεια». Το δουκικό δαχτυλίδι με το βουλοκέρι άστραψε στο δάχτυλό του καθώς ο μεγαλύτερος αδερφός Γουέλιγχαμ κινήθηκε μπροστά. «Ειλικρινά, μετά από όλα όσα σχολιάζουν οι αχρείοι επισκέπτες σου σχετικά με όσα έγιναν στο Αλντεργουορθ, βρίσκω προσβλητικές τις δικαιολογίες που ψελλίζεις. Ένας άντρας που σέβεται τον εαυτό του παραδέχεται απλώς τα σφάλματά του και υφίστα-ται την τιμωρία που του αξίζει». Η πείρα είχε μάθει στον Τέι να μην προκαλεί έναν άνθρωπο που ήταν διατεθειμένος να τον ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά για να δώσει τέρμα στη συζήτηση και είδε την ανακούφιση στο πρόσωπο του Άσερ Γουέλιγχαμ. «Θα σε πληρώσουμε για να φύγεις μια βδομάδα μετά το γάμο. Στον επόμενο προορισμό σου θα σε περιμένει ένα σεβαστό ποσό. Μετά απ’ αυτό δε θα ξαναπατήσεις ποτέ το πόδι σου στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, ούτε θα ξαναπλη-σιάσεις την οικογένειά μας». «Το Άλντεργουορθ έχει σχεδόν χρεοκοπήσει. Τα χρέη του πατέρα σου ήταν αναρίθμητα και δε θα έχεις αρκετά εισοδήματα για να συνεχίσεις τις πληρωμές μετά το τέλος του χρόνου». Τώρα είχε πάρει ο Τάρις τα ηνία και μιλούσε από έναν καναπέ δίπλα στο τζάκι, με φωνή σταθερή και ήρεμη. «Προσπαθείς να βγεις από το δίλημμα με τις εμπορικές δοσοληψίες σου, αλλά οι λογαριασμοί σε έχουν πνίξει και οι ασωτίες κάθε άλλο παρά βοηθούν την τσέπη σου. Δέξου την προσφορά μας και ίσως κρατήσεις για μερικά χρόνια ακόμα την οικογενειακή κληρονομιά σου. Αν αρνηθείς, οι πιστωτές σου θα σ’ έχουν κλείσει στη φυλακή μέχρι τα Χριστούγεννα». «Θα ενημερωθεί για όλα αυτά η αδερφή σας;» «Πράγματι. Αυτό θέλει η Λουσίντα». Ο Κρίστο βγήκε μπροστά και τον κοίταξε με περιφρόνηση. «Θέλει να βγεις για πάντα απ’ τη ζωή της». Ένας γάμος που θα τον βοηθούσε να κρατήσει την περιουσία των Άλντεργουορθ. Ο Τέι σκέφτηκε την έπαυλή του κάτω από τον ουρανό του Μπέντφορσιρ, τις πέτρες να χρυσίζουν κάτω από τον ήλιο και τα εκατοντάδες στρέμματα γόνιμης και καταπράσινης γης που εκτείνονταν μπροστά. Ο πατέρας του τα είχε απαρνηθεί όλα αυτά, ο Τέι όμως δεν μπορούσε. Ακόμα κι αν η εναλλακτική λύση ήταν να πουλήσει την ψυχή του. «Πολύ καλά». Η φωνή του ακούστηκε τραχιά κι ένιωσε την τιμή του να γίνεται κομμάτια, αγνόησε όμως το αίσθημα αποφασιστικά ενώ οι τρεις αδερφοί ετοίμαζαν το απαραίτητο έγγραφο. Ήταν ο μόνος Άλντεργουορθ που μπορούσε να σώσει μια ιστορία τετρακοσίων χρόνων, παρά το μίσος της Λουσίντα Γουέλιγχαμ.
Κεφάλαιο 4 Όταν τον είδε να την περιμένει στο τέρμα του διαδρόμου του παρεκκλησιού του Μέιφερ, ο λόρδος Τέιλεν Έλσμιρ, έκτος δούκας του Άλντεργουορθ, είχε την εμφάνιση ανθρώπου ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει έναν ιδιαίτερα βίαιο αγώνα πυγμαχίας. Δε γύρισε ούτε καν να την κοιτάξει. Το προφίλ του ήταν μια πέτρινη μάσκα, ο αριστερός καρπός του ήταν δεμένος με επίδεσμο και μια μεγάλη αμυχή διέτρεχε τη μια πλευρά του πιγουνιού του. Οι μύες του κάτω απ’ την πληγή φάνηκαν να συσπώνται από το μένος, μια με δυσκολία συγκρατημένη οργή που
φαινόταν σε όλο το στήσιμο του σώματος και στη γενικότερη στάση του. Τα μαλλιά του ήταν κοντότερα, σχεδόν ξυρισμένα πάνω στο κρανίο του, και μία άσπρη ουλή διαπερνούσε την περιοχή ανάμεσα στο δεξί αυτί και την κορυφή του κρανίου του. Το ένα μάτι του ήταν μαυρισμένο. Ακόμα και ο Άσερ έδειξε να εκπλήσσεται ελαφρά από την εμφάνισή του, σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας όμως δεν μπορούσε να κάνει κανείς πολλά πράγματα. Εξάλλου ο κύβος είχε ριφθεί. Η Λουσίντα θα παντρευόταν το δούκα του Άλντεργουορθ για να επανακτήσει τη θέση της στην κοινωνία και εκείνος θα την παντρευόταν επειδή τα αδέρφια της τον είχαν αναγκάσει να το κάνει. Η Λουσίντα είχε αμαρτήσει και τώρα εισέπραττε τις συνέπειες. Σ’ αυτή την εξίσωση η αγάπη ήταν ανύπαρκτη και τα άδεια στασίδια στο παρεκκλήσι το αποδείκνυαν. Τα αδέρφια της και οι σύζυγοί τους κάθονταν δίπλα της στην εκκλησία, όπως και ορισμένοι στενοί φίλοι, στη δική του πλευρά όμως... δεν υπήρχε κανείς. Η Λουσίντα αναρωτήθηκε ποιος θα ενεργούσε σαν δικός του μάρτυρας, την επόμενη στιγμή όμως πήρε την απάντησή της. Ο Κρίστο πλησίασε κοντά του. Ο νεότερος αδερφός της φαινόταν το ίδιο δυστυχής όσο και ο Ασερ, αφού εκτελούσε ένα καθήκον από ανάγκη κι όχι από σεβασμό. Κάθε άλλος γάμος στην οικογένεια των Γουέλιγχαμ υπήρξε ένα χαρούμενο γεγονός που γιορτάστηκε μέσα σε γέλια, θόρυβο και αγαλλίαση. Αυτός ο γάμος γινόταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα θλιβερή και γεμάτη απελπισία. Η Λουσίντα αναρωτήθηκε πόσον καιρό θα έμενε ο δούκας του Αλντεργου-ορθ στο Λονδίνο μετά την τελετή και ποιες δικαιολογίες θα έβρισκε εκείνη για να εξηγήσει την απουσία του. Ο Ασερ είχε πει ότι ο δούκας θα έμενε στην πρωτεύουσα περίπου μια εβδομάδα, έτσι ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα. Μετά θα είχαν τη χαρά να τον δουν να φεύγει. Ο αδερφός της είχε πει αυτά τα λόγια με σφιγμένα δόντια σαν να μην άντεχε την παρουσία του μελλοντικού συζύγου της ούτε μία μέρα παραπάνω. Η καρδιά της είχε κυριευτεί από έναν παγωμένο φόβο. Ήταν το χειρότερο λάθος που είχε κάνει στη ζωή της και σαν συνέπεια ολόκληρη η οικογένεια είχε εμπλακεί σ’ αυτή την παρωδία γάμου. Ήθελε να πετάξει κάτω την ανθοδέσμη με τα λευκά τριαντάφυλλα και τις μυρωδάτες γαρδένιες και να βγάλει το ιβουάρ νυφικό που μια από τις πιο γνωστές μοδίστρες του Λονδίνου είχε ράψει εσπευσμένα γι’ αυτή. Το πέπλο ωστόσο βοηθούσε, κρύβοντάς την πίσω από ένα δαντελένιο σύννεφο από τον κόσμο και σκεπάζοντας το σάστισμά της. Μια βδομάδα νωρίτερα ήταν ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της για τόση ώρα, σήμερα όμως ο πανικός για την κατάσταση που αντιμετώπιζε της επέτρεπε να χαλιναγωγεί τους όποιους πόνους. Η Πόζι Τόμκινς στεκόταν από τη μια πλευρά της Λουσίντα με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβηγμένα. Η φίλη της ένιωθε ακόμα τρόμο για τις συνέπειες της απερίσκεπτης επίσκεψης στο Άλντεργουορθ και δεν είχε πάψει να απολογείται απέναντι της. Ισχυριζόταν πως είχε καταφέρει να αποφύγει το μεγαλύτερο μέρος από το ξέσπασμα του σκανδάλου μένοντας κλειδωμένη στο δωμάτιό της. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό, Λους;» ψιθύρισε. «Θα μπορούσαμε να εξαφανιστούμε
κάπου στην Ευρώπη. Έχω αρκετά χρήματα και για τις δυο μας. Θα μπορούσαμε να πάμε στη Ρώμη ή στο Παρίσι στους συγγενείς μου». «Και να ζήσουμε για πάντα σαν απόκληρες;» «Ίσως να ήταν καλύτερο από...» Σώπασε, αν και η Λουσίντα ήξερε ακριβώς τι εννοούσε. Ίσως και να ήταν καλύτερο από το να ζήσει παντρεμένη με έναν άντρα που έδειχνε σαν να πήγαινε στην κηδεία του. Με μεγάλη προσπάθεια ανασήκωσε το πρόσωπό της. Ούτε κι εκείνη ήταν ευτυχισμένη, αν και ένα κομμάτι του εαυτού της σάστισε μόλις τα πράσινα μάτια του διασταυρώθηκαν με τα δικά της, πετώντας σπίθες οργής. «Ζούμε στο 1831, Λους, όχι στο Μεσαίωνα. Αν στ’ αλήθεια δε θέλεις να το κάνεις αυτό, δεν έχεις παρά να το δηλώσεις. Κανείς δε θα σε σύρει με το ζόρι στην εκκλησία, ακόμα κι αν η εναλλακτική λύση είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο». «Δε νομίζω ότι τα λόγια σου με βοηθάνε, Πόζι». «Τότε άσε με να τα ακυρώσω όλα. Μπορώ να πω ότι ήταν αποκλειστικά δικό μου λάθος που σε πήγα στο Άλντεργουορθ και σου έδωσα εκείνο το φόρεμα... » Μα ο ιερέας άρχισε κιόλας να προφέρει τα λόγια του με σιγανή, ήρεμη φωνή και η Λουσίντα ήξερε πως, αν τα παρατούσε και έφευγε, αυτό θα ισοδυναμούσε με την αποξένωσή της από μια οικογένεια που σήμαινε τα πάντα γι’ αυτή. Στο κάτω κάτω μόνη της είχε προκαλέσει την τύχη της Και άλλη καλύτερη λύση από αυτή δεν μπορούσε να σκεφτεί. Μια τελετή γάμου. Μια βδομάδα γεμάτη προσποίηση. Κι ύστερα η ελευθερία. Έδινε όρκο μέσα της πως στο εξής θα πρόσεχε πολύ τις κινήσεις της. Κι αν ο Θεός τής έδινε τη δύναμη που χρειαζόταν για να τα βγάλει πέρα τις επόμενες ώρες, η Λουσίντα θα υποσχόταν σε αντάλλαγμα να αφιερώσει τη ζωή της στις δικές Του Ενάρετες Πράξεις. * * * Όταν ο Τέι έριξε μια κλεφτή ματιά στη μέλλουσα σύζυγό του είδε πως κάτω από το πέπλο τα μαλλιά της στεφάνωναν το κεφάλι της πλεγμένα σε μια κοτσίδα στολισμένη με λευκά μπουμπούκια τριαντάφυλλων. Σήμερα φαινόταν πιο μικροκαμωμένη, πιο αδύνατη, λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό της. Ίσως, σκέφτηκε, επειδή μετά τα ψέματα που είχε υφάνει γύρω τους τώρα ερχόταν ενώπιον των ευθυνών της μπροστά στο βωμό της εκκλησίας. Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένας λόγος γι’ αυτόν το γάμο. Ο Τέι χαιρόταν που το πέπλο κάλυπτε το κεφάλι της, γιατί δεν είχε καμία επιθυμία να δει εκείνα τα πλανερά μάτια παρά μόνο όταν δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το νυφικό της ωστόσο τον εντυπωσιασε. Ταίριαζε επάνω της τέλεια, πέφτοντας πάνω στο σώμα της σαν ένας λευκός αφρός που κυλούσε ως τα πόδια της. Ένα ντελικάτο μπρασελέ με τέσσερα κρεμαστά χρυσά αστέρια στόλιζε τον αριστερό καρπό της. Το ασταμάτητο ψιθυρισμό της με την παράνυμφο άρχισε να τον εκνευρίζει και χάρηκε όταν ο ιερέας ζήτησε να κάνουν ησυχία. Όλοι έδειχναν να έχουν τεντωμένα νεύρα. Η νύφη. Τα αδέρφια. Ακόμα και ο ιερέας καθώς σήκωνε το
χέρι προς τον οργανίστα και ζητούσε να γίνει ησυχία. «Ο γάμος είναι ένας ιερός θεσμός που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια, ούτε να βασίζεται σε ψεύτικες υποσχέσεις. Είστε πρόθυμη να συνεχίσετε, λαίδη Λουσίντα;» Ο Τέι συγκράτησε την απογοήτευσή του. Φυσικά και ήταν πρόθυμη, αφού υπήρχαν δύο λόγοι γι’ αυτό. Πρώτα ο τίτλος του και ύστερα η σπιλωμένη υπόληψή της. Ευχήθηκε να πα-ρέλειπε ο ιερέας τα υπόλοιπα και να έφτανε στους τελικούς όρκους για να ξεμπερδεύουν. Μα δεν έγινε κάτι τέτοιο. Έτσι, περίμενε, ώσπου η νύφη δίπλα του να γνέψει καταφατικά, χωρίς κανέναν απολύτως ενθουσιασμό. «Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να ενώσουμε αυτόν τον άντρα και αυτή τη γυναίκα με τα ιερά δεσμά του γάμου...» Για πάντα. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό του ο Τέι καθώς έδινε τις απαντήσεις του, αν και αυτοί οι όρκοι δεν είχαν εμποδίσει τους γονείς του να αναζητούν τις ηδονές. Για πρώτη φορά το κατανοούσε και ένιωθε να απαλλάσσεται από μερικές αυταπάτες. Ωστόσο ήταν πια αργά, καθώς φαινόταν προορισμένος να διανύσει το ίδιο μονοπάτι με εκείνους, που είχε ορκιστεί να μην ακολουθήσει ποτέ. Το μήλο έπεφτε πάντα κάτω απ’ τη μηλιά κι αυτή ήταν η προδιαγεγραμμένη και ουράνια τιμωρία του για την κατάντια του. Αυτή η σκέψη τον ηρέμησε· η μοίρα δεν άφηνε περιθώρια για λύτρωση και αν δεν του είχε επιβληθεί η συγκεκριμένη ποινή τότε σίγουρα θα του είχε επιβληθεί καποια άλλη. «Δέχεσαι, Τέιλεν Αντριου Τέμπλετον Έλσμιρ, τη Λουσίντα Άλις Γουέλιγχαμ ως σύζυγό σου;» Αυτά τα λόγια τον έβγαλαν από το ονειροπόλημά του. Το δεύτερο όνομά της ήταν Αλις. Της πήγαινε. Απαλό. Χλομό. Αλλόκοσμο. «Δέχομαι». Ο τόνος παραίτησης στη φωνή του μετρίαζε το νόημα του όρκου του. Η Λουσίντα Γουέλιγχαμ πρόφερε το δικό της όρκο με φωνή τρεμουλιαστή, μια αδύναμη φωνή μέσα στον οίκο του Θεού, άδεια από κάθε μήνυμα χαράς. Ώσπου όλα τελείωσαν. Επειδή έπρεπε να το κάνει, γύρισε προς το μέρος της και ανασήκωσε αργά το πέπλο της. Μικρός έβρισκε καταφύγιο στην εκκλησία και παρά την κατάντια του πίστευε ακόμα στην ιερότητα της θρησκείας. Και τώρα αυτή η γυναίκα στεκόταν μπροστά του, εντελώς διαφορετική από τη γελαστή και ανέμελη γυναίκα που υπήρχε τότε στο δωμάτιό του στο Αλντεργουορθ. Αυτό το κορίτσι είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και κοκκινίλες στα μάγουλά της. Τα μπλε μάτια της ήταν άδεια από κάθε ζωντάνια και το καρούμπαλο στο κεφάλι της ήταν ακόμα ορατό. Η εξάντληση έκανε την επιδερμίδα της χλομή. Φαινόταν το ίδιο τραυματισμένη μ’ εκείνον. Η ζημιά ήταν κοινή. Το χέρι του πήγε από μόνο του να αγγίξει την πληγή, αλλά σταμάτησε έγκαιρα. Ο γάμος τους ήταν
εικονικός και οι Γουέλιγχαμ είχαν ξεκαθαρίσει πως προοριζόταν μόνο για δημόσια κατανάλωση. Μια δυο βδομάδες μετά ο Τέι θα έπρεπε να φύγει. Τα αδέρφια της είχαν πει ότι αυτή ήταν η επιθυμία και της ίδιας της νύφης, η οποία, έχοντας πει τόσο πολλά ψέματα, δε θα μπορούσε να συνεχίσει πια το θέατρο, αφού η ζημιά θα είχε εν μέρει αποκατασταθεί. Μια διακωμώδηση της αλήθειας. Μια ντροπιαστική παρωδία που θα έπρεπε να παιχτεί με περισσότερη διακριτικότητα. Η σκέψη ότι η επιβίωση δικαίωνε τη χρήση ανήθικων μέσων για την επίτευξη του απαιτούμενου σκοπού προκα-λούσε στην ψυχή του μία μελαγχολική και πολύ συγκεκριμένη δυσφορία. «Ο άνθρωπος που αμελεί αυτό που πραγματικά συμβαίνει προς χάριν αυτού που θα έπρεπε να συμβαίνει παίρνει το δρόμο προς την αυτοκαταστροφή...» Η ρήση του Μακιαβέλι. Οι μνήμες τον πήγαν πίσω στη νύχτα που είχε ορμήσει απρόσκλητη στο δωμάτιό του, με φλογισμένα μάγουλα κι ένα κόκκινο φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ. Ο Τέι ευχήθηκε να έπαιρνε και πάλι το χέρι του η Λουσίντα Γουέλιγχαμ και να το κρατούσε όπως το είχε κρατήσει τότε στο Άλντεργουορθ, πλέκοντας τα δάχτυλά της με τα δικά του σαν να γνώριζε γι’ αυτόν πράγματα που δεν είχε ανακαλύψει κανείς άλλος. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι με την ανοησία του και εκείνη διάλεξε τη συγκεκριμένη στιγμή για να τον κοιτάξει στα μάτια. Το βλέμμα της τον καταδίκαζε και η απόσταση που είχε ανοίξει μεταξύ τους από τα ψέματα τώρα φάνηκε τεράστια. «Δύσκολο να παντρεύεσαι την καταστροφή». Τα λόγια του την έκαναν να μορφάσει, ο Τέι όμως δεν τα πήρε πίσω. Ευχήθηκε να είχε έστω και έναν άνθρωπο με το μέρος του ανάμεσα στους συγκεντρωμένους. Αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας. Ήδη οι σύζυγοι των Γουέλιγχαμ είχαν τραβήξει τη Λουσίντα κοντά τους και του έριχναν ματιές κοφτερές σαν μαχαίρια. Αυτή ήταν μια ανακωχή γεμάτη έχθρα και η λευκή σημαία τους υψ03νόταν πάνω από το αίμα και την ερήμωση. Αν εκείνη τη στιγμή σωριαζόταν απροσδόκητα νεκρός από κάποια φριχτή αρρώστια, ο Τέι πίστευε ότι όλοι θα έκαναν πάρτι και ότι το θλιβερό θέατρο ζωής θα μετατρεπόταν σε γλέντι θανάτου. Ποτέ του δεν είχε νιώσει πιο ανεπιθύμητος. * * * Το αρνητικό γνέψιμο του κεφαλιού του έκανε τη Λουσίντα να στρίψει το κεφάλι στο πλάι. Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της απειλώντας να ξεχυθούν. Δε φαινόταν συντετριμμένος, μετα-νιωμένος ή έστω απολογητικός. Αντίθετα, έδειχνε αμείλικτος και αδιάφορος. Ο άντρας που την είχε ατιμάσει ποτίζοντάς τη φίνο κόκκινο κρασί, με ανάλγητη αδιαφορία για την αθω-ότητά της, τώρα δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να απαλύνει τις εντυπώσεις για τη φριχτή συμπεριφορά του. Νύφη της Καταστροφής, πράγματι. Ο σύζυγός της πλέον ήταν η προσωποποίηση της καταστροφής. Ιούδας. Σάιλοκ. Βρούτος. Η Λουσίντα δεν άντεχε ούτε τη σκέψη πως θα άπλωνε το χέρι του και θα την άγγιζε. Ήταν κατεστραμμένη και δε θυμόταν τίποτα από την καταστροφή της. Είχε διακορευτεί από έναν ειδικό και μόνο σκόρπια ψήγματα υπήρχαν στη μνήμη της. Τα αδέρφια της στέκονταν ολόγυρα σαν τείχος, φυλάγοντάς την από τη μάστιγα που είχε εξαπολύσει αυτός ο γάμος, ενώ οι αφοσιωμέ-νες νύφες της στέκονταν κι αυτές φρουροί σαν μια δεύτερη ασπίδα προστασίας. Ο Άλντεργουορθ δεν τους είχε ζητήσει συγνώμη. Αντίθετα, είχε χλευάσει τις κατηγορίες τους και
ορκίστηκε στο όνομα της ελεύθερης βούλησης που δικαιούνταν όλοι οι άνθρωποι. Την ελεύθερη βούληση να πάρει με τη βία μια γυναίκα λυγίζοντας τις αντιστάσεις της με δυνατό κρασί· την ελεύθερη βούληση να την οδηγήσει στο κρεβάτι του χωρίς μετά να πει τίποτα ώστε να σταματήσει το κουτσομπολιό που οργίασε στους κύκλους της κοινωνίας. Λουσίντα Γουέλιγχαμ, η πόρνη. Λουσίντα Γουέλιγχαμ, μια γυναίκα αθεράπευτα προβληματική. Σαν το σκουλήκι μέσα στο μήλο, σκέφτηκε και χάρηκε που η Πόζι Τόμκινς ήρθε δίπλα της, επειδή εκείνη τουλάχιστον είχε μια πιο ενθουσιώδη ιδέα για το γάμο. «Τώρα θα είσαι ελεύθερη, Λους. Οι παντρεμένες γυναίκες έχουν πολύ περισσότερα προνόμια». «Αμφιβάλλω αν θα ξαναλάβω ποτέ άλλη πρόσκληση, Πό-ζι», είπε στη φίλη της μελαγχολικά. «Τότε θα οργανώνουμε δικά μας σουαρέ, λαμπρές πολιτιστικές εκδηλώσεις που θα συζητιούνται παντού». «Όπως κάνουν οι πόρνες;» Η Λουσίντα δεν μπόρεσε να κρύψει το φαρμάκι απ’ τη φωνή της, γιατί ξάφνου όλος ο κόσμος τής φαινόταν ανούσιος και ρηχός. Η Πόζι δεν είχε ιδέα για το ιδιωτικό συμφωνητικό που καθόριζε τα όρια αυτού του γάμου. Η Λούσι δεν της είχε πει τίποτα γι’ αυτό. «Ο Τέιλεν Έλσμιρ έχει τίτλο ευγενίας και είναι όμορφος. Πολλές γυναίκες θα σε ζήλευαν που έχεις τέτοιο σύζυγο. Πί-στεψέ με, είσαι τυχερή που δεν πήρες ένα γέρο γκριζομάλλη χωρίς δόντια, που βρομάει η ανάσα του». Άθελά της, η Λουσίντα χαμογέλασε. Έτσι ήταν η Πόζι, έβλεπε πάντα τη θετική όψη των πραγμάτων. Πήρε το χέρι της φίλης της και το έσφιξε. Ό,τι ήταν να γίνει, είχε ήδη γίνει. Στο εξής έπρεπε μόνο να κοιτάζει μπροστά. Και ορκίστηκε στον εαυτό της πως όταν τελείωναν όλα αυτά και ήταν επιτέλους ελεύθερη, δε θα άφηνε ποτέ ξανά την προδοσία να ερημώσει τη ζωή της. * * * «Έχει κανονιστεί ένα γαμήλιο γεύμα, Λούσι. Ο Άσερ ρώτησε αν μπορείς να κατεβείς τώρα για να... τελειώνουμε με όλα αυτά». Η Μπίατρις μίλησε σιγά για να μην την ακούσει κανείς. Οι Γουέλιγχαμ μπορούσαν να χειρίζονται καταστάσεις ώστε να αποφεύγεται η καταστροφή, όμως δεν ήθελαν να το αντιλαμβάνεται κανείς άλλος. Οι είκοσι περίπου προσκεκλημένοι που είχαν ισχυρούς δεσμούς με την οικογένεια χαμογελούσαν πλατιά στη Λουσίντα από μία γωνία της σάλας στην έπαυλη Φάλντερ. Είχαν προσκληθεί όλοι τους για να φανεί πιστευτή αυτή η φάρσα. Ξέροντας τι μπορεί να επακολουθούσε, τα αδέρφια της είχαν τουλάχιστον αποκαταστήσει το όνομά της. Μετά από όλα αυτά όμως, το μόνο που θα εισέπραττε η Λουσίντα ήταν ο οίκτος· η νεόνυμφη την οποία εγκατέλειψε αμέσως ένας άντρας που δεν την αγάπησε ποτέ. Η Μπίατρις, ο Τάρις και ο Άσερ οδήγησαν τους καλεσμένους στο μπλε σαλόνι. Τώρα η Λουσίντα καταλάβαινε πραγματικά τι σήμαινε για τα αδέρφια της να έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων. Τα τραπέζια είχαν στρωθεί πλουσιοπάροχα με σερβίτσια από την πιο φίνα πορσελάνη και σπάνια ασημικά. Είχαν φέρει γαλλικό κρασί απ’ το κελάρι. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για κουτσομπολιό.
Καμία μικρή παράλειψη δε θα έδινε αφορμή στους προσκεκλημένους να αναρωτηθούν. Μα πίσω από την λαμπερή πρόσοψη παραμόνευε μια άλλη πραγματικότητα, πιο ισχυρή και αναπόδραστη, υπαρκτή μόνο για τους Γουέλιγχαμ. Ο ΤέιλενΈλσμιρ καθόταν δίπλα της και η παρουσία του την έκανε να τρέμει, ενώ όταν τα καταπράσινα μάτια του στράφηκαν μια στιγμή προς τα δικά της η Λουσίντα ένιωσε... ζάλη. Παρά την οργή της αισθάνθηκε μια αόριστη ανησυχία, το μόνο ήρεμο συναίσθημα μέσα στη γεμάτη ένταση ψυχή της. Το μαυρισμένο μάτι του ήταν πρησμένο και έβλεπε πρώτη φορά αυτή την αμυχή πάνω από το χείλος του. Παρ’ όλα αυτά η ομορφιά του ήταν αναντίρρητη, μια γοητεία γεμάτη λάμψη και αρρενωπή χάρη. Μέσα στην ταραχή της, έστρωσε το πέπλο γύρω της και η ντελικάτη παλιά δαντέλα των Κάριμπρουκ στραφτάλισε στο φως του ήλιου που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Το σοκ ήταν σαν μια δυνατή γροθιά που αφαίρεσε το οξυγόνο από τους πνεύμονές της. Ο σύζυγός της δεν ήταν κακός, κάθε άλλο. Υπήρχε μέσα του μια καλοσύνη που δεν είχε αντιληφθεί κανείς ως τώρα. Το ήξερε με απόλυτη σιγουριά, όπως γνωρίζει κανείς ότι η μέρα ακολουθεί τη νύχτα. Κι ας είδε στα δάχτυλα του αριστερού χεριού του κι άλλα δαχτυλίδια να γυαλίζουν, εκτός από τη βέρα του -άραγε ενθύμια αγάπης από άλλες γυναίκες που είχαν κερδίσει το θαυμασμό του πριν αναγκαστεί να παντρευτεί τη Λουσίντα; Άλλωστε το όνομά του ήταν πάντα συνδεδεμένο με διάφορες ερωμένες. Μήπως ευχόταν να είχε τώρα δίπλα του κάποια από αυτές; Η κοκκινίλα στα μάγουλα της έφερνε φαγούρα, μια αλλεργία που πάθαινε πάντα όταν την κυρίευε ο φόβος. Ξαφνικά της φάνηκε ανόητο και άστοχο όλο αυτό το σχέδιο για τη διάσωση του καλού ονόματος της. Ευχήθηκε να μην ένιωθε τέτοια έξαψη δίπλα του, να μην της έφερνε τόση αναστάτωση η έντονη επίγνωση της παρουσίας του. «Χτυπήσαμε και οι δύο στο ατύχημα; Μου είπαν πως ήμουν τυχερή που δε σκοτώθηκα, γιατί λίγο ακόμα και τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα, ίσως να μην ξαναπερπατούσα ποτέ ή ακόμα και να μην ξαναμιλούσα γιατί ο δόκτωρ Κάμερον είπε...» Υψώνοντας το χέρι του, την έκανε να σωπάσει. «Έχεις νευρικότητα;» Δε θυμόταν άλλη φορά στη ζωή της να έχει κοκκινίσει όπως τώρα. Ένιωσε το κάψιμο να απλώνεται αργά στα μάγουλά της και έφερε το χέρι της στη φλόγα τους. «Γιατί το λέτε αυτό;» «Επειδή κάποια στιγμή μου είχες εξομολογηθεί πως όταν ανησυχείς σε πιάνει φλυαρία».
Το στόμα της άνοιξε από την έκπληξη. Τέτοια προσωπική εξομολόγηση η Λουσίντα δεν την είχε κάνει ως τώρα σε κανένα. Σπάνια μοιραζόταν τα μυστικά της, προτιμούσε να τα κρύβει μέσα της για να αποφεύγει τη χλεύη και τα σχόλια. Αυτή η απώλεια της μνήμης της είχε αρχίσει να την κουράζει και να την ανησυχεί. «Σίγουρα θυμάσαι. Ήταν λίγο πριν σε φιλήσω». Μήπως έπρεπε να του πει ότι ελάχιστα πράγματα θυμόταν από το χρόνο που είχαν περάσει στο δωμάτιό του; Τη γύμνια τον. Το κρασί. Το στόμα του πάνω στο στήθος της. Τις Θηλές της να ερεθίζονται. Αυτό όμως ήταν καινούριο. Ίσιωσε την πλάτη στο κάθισμά της και προσπάθησε να θυμηθεί κάτι περισσότερο, αλλά ήταν μάταιο. Η Λουσίντα κατέληξε σε νέο συμπέρασμα. Είχε πάρει την παρθενιά της χωρίς τη δική της συγκατάθεση και τώρα θα πλήρωνε γι’ αυτό. Οι νόμοι αυτής της χώρας είχαν δημιουργηθεί για την προστασία των αθώων. Κάθε λόρδος μάθαινε αυτό τον κώδικα από τα γεννοφάσκια του. Οι ηθικοί κανόνες απέτρεπαν το χάος. Όταν αυτές οι αρχές παραβιάζονταν τότε το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: ένας βιαστικός γάμος μεταξύ δύο ξένων, οι οποίοι βρέθηκαν κάποια στιγμή μαζί από απερισκεψία. «Ήταν ανόητο από μέρους μου να έρθω στο δωμάτιό σας. Κι ήταν ακόμα πιο ανόητο που έμεινα. Αυτή είναι η τιμωρία μου». Κράτησε τον τόνο της απόμακρο, επίσημο, σαν να έκανε μια πολιτισμένη συζήτηση. Όταν έγειρε μπροστά είδε το είδωλό της μέσα στο φαρδύ αστραφτερό ασημένιο πιάτο της. Τα μάγουλά της είχαν χειροτερέψει τώρα. Αμφέβαλλε αν είχε ποτέ της τέτοια χάλια και το όμορφο πρόσωπο του γαμπρού μεγάλωνε την ταπείνωσή της. Ήξερε πως ήταν ρηχό από μέρους της, αλλά σε κανένα από τα κοριτσίστικα όνειρά της δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της σε τόσο άσχημη κατάσταση την ημέρα του γάμου της. Ο λόρδος Φέργκιουσον ήρθε τότε πίσω τους και ακούμπησε τους ώμους τους. «Αν μοιάσετε σ’ εμένα που είμαι παντρεμένος σαράντα τρία χρόνια, τότε θα είστε ευλογημένοι». Τα μάτια του ηλικιωμένου χαμογέλασαν με καλοσύνη. Ο Τέι Έλσμιρ απλώς την κοίταξε. Απάντησέ του όπως νομίζεις, έδειχνε να της λέει, με εμφανή σημάδια εκνευρισμού στο ύφος του. «Πράγματι, λόρδε Φέργκιουσον», του απάντησε και θυμήθηκε τη Μαίρη-Ρόουζ, την όμορφη γυναίκα του, η οποία είχε πεθάνει αιφνίδια το περασμένο καλοκαίρι. «Μπορώ όμως να σας δώσω μια συμβουλή; Ό,τι δώσετε στο γάμο αυτό θα πάρετε και η συναίνεση είναι το κλειδί για μια ομαλή πορεία». «Έχοντας ήδη συναινέσει σε όλα, λοιπόν, θα έχουμε έναν ομαλότατο γάμο». Είχε αλλάξει σκόπιμα την έννοια της λέξης συναίνεση, ο λόρδος Φέργκιουσον όμως δεν κατάλαβε τον υπαινιγμό του. Τα χέρια του συζύγου της ήταν ακουμπισμένα στα πόδια του σε γροθιές σφιγμένες. Δεν ήταν λοιπόν τόσο αδιάφορος όσο φαινόταν. Μια άλλη σκέψη πέρασε από το
μυαλό της. Οι αρθρώσεις του ήταν γδαρμένες σαν να είχε παλέψει πρόσφατα. Όσο για το μαύρο μάτι και την αμυχή στο πιγούνι του... μια φριχτή υποψία τής δημιουργήθηκε. Προσευχήθηκε νοερά να μην τον είχαν χτυπήσει τα αδέρφια της. «Γνώριζα το θείο σας, το δούκα», είπε διστακτικά ο ηλικιωμένος λόρδος. «Τον κόμη του Σάτον». «Μεγάλη ατυχία για σας». Ο τόνος του γαμπρού ήταν παγερός και ο λόρδος Φέργκιουσον έφυγε όσο γρήγορα είχε έρθει, μ* ένα φανερό συνοφρύωμα στο πρόσωπό του. «Είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που δεν είχε κακές προθέσεις. Επίσης έχασε πρόσφατα τη σύζυγό του. Στο κάτω κάτω έχουμε γάμο και ο κόσμος περιμένει να...» Τη διέκοψε πριν τελειώσει τη φράση της. «Τι περιμένουν, Λουσίντα; Το μόνο που υπάρχει ανάμεσά μας είναι απάτη και ψέμα. Μια παρωδία γάμου και μια φάρσα με δήθεν ευτυχισμένο τέλος. Και θέλεις από πάνω να πω ψέματα για ένα θείο που ήταν ακατάλληλος να αναθρέψει παιδιά, πόσω μάλλον να...» Σώπασε ξαφνικά και τα μάτια του έγιναν τόσο θλιμμένα, που η Λουσίντα ξαφνιάστηκε. Ο αληθινός Τέιλεν Έλσμιρ βγήκε ξαφνικά στην επιφάνεια, φανερώνοντας τον κρυφό πόνο που τον βασάνιζε. «Μιλάτε για την παιδική ηλικία σας; Αυτός ο θείος, ο κόμης του Σάτον, ήταν κηδεμόνας σας;» Τώρα είδε μόνο φρίκη, γρήγορα όμως η έκφραση εξαφανίστηκε και ο αμείλικτος δούκας είχε επιστρέφει απέναντι της. «Απολαύστε την ημέρα σας, αγαπητή μου σύζυγε, γιατί δε μας μένουν πολλές ακόμα». Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο.
Κεφάλαιο 5 Ήξερε. Η Λουσίντα Άλις Έλσμιρ μάντευε τα μυστικά του σαν να τα έβλεπε γραμμένα, τη μία φριχτή αλήθεια μετά την άλλη. Έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, ο γέρος όμως τον είχε ταράξει με τις ανόητες αναμνήσεις του. Τον έκανε να θυμηθεί τις δικές του ελπίδες, τους γονείς του που εκτόξευαν δηλητήριο ο ένας στον άλλο σε κάθε λέξη τους, την αδιαφορία τους για το μικρό παιδί που άκουγε τις ατέλειωτες κακίες κι έβλεπε την έχθρα τους. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δε θα παντρευόταν ποτέ και να τος τώρα, αλυσοδεμένος με μία οικογένεια που θα προτιμούσε να τον δει νεκρό παρά νιόπαντρο γαμπρό. «Αν φύγεις τώρα, δε θα πάρεις δεκάρα, Άλντεργουορθ». Ο Κρίστο Γουέλιγχαμ ήρθε δίπλα του. Το δωμάτιο όπου βρίσκονταν ήταν άδειο. Εντελώς αναπάντεχα ο μικρότερος αδερφός έβγαλε ένα πούρο. «Δείχνεις σαν να το χρειάζεσαι», είπε προσφέροντας φωτιά και περιμένοντας από εκείνον να τραβήξει τις πρώτες ρουφηξιές. Τούφες καπνού ανέβηκαν προς το ταβάνι σαν ένα άσπρο σύννεφο κι ύστερα διαλύθηκαν. Ο Τέι ευχήθηκε να μπορούσε να εξαφανιστεί και ο ίδιος τόσο εύκολα και, κλείνοντας τα μάτια, έγειρε πίσω στον τοίχο απολαμβάνοντας τη γλυκιά επίδραση του καπνού. «Ανυπομονώ να έρθει η μέρα που η ενοχή της αδερφής σας για τα ψέματά της θα την επαναφέρει στην πραγματικότητα». Τον ενοχλούσε η εξάντληση που άκουγε στη φωνή του, αλλά ήταν μια δύσκολη μέρα και είχε κουραστεί να υποκρίνεται.
«Την ίδια μέρα που θα σπαταλάς τα τελευταία από τα χρήματά σου σε κάποιο άθλιο καταγώγιο, ανακαλώντας το άδικο που έκανες σ’ ένα αθώο κορίτσι και διερωτώμενος πώς έφτασες σε τέτοιο αδιέξοδο». Ο Τέι γέλασε. «Εσείς δε δοκιμάσατε κάποιες από τις χάρες της γυναίκας σας πριν την παντρευτείτε;» Είδε τον άλλον άντρα να αγριεύει, αλλά συνέχισε απτόητος: «Φίλησα απλώς την αδερφή σας και την έφερνα πίσω στο σπίτι της. Τίποτα περισσότερο. Όσο επιμένει σε μια διαφορετική εκδοχή λέει ψέματα». «Με τη δική σου φήμη δεν μπορεί να εκπλήσσεσαι που δε γίνεσαι πιστευτός». «Τότε κάντε μου μια μικρή χάρη, λόρδε Κρίστο. Επιτρέψτε μου να μαθαίνω κάποια νέα της αδερφής σας όταν θα έχω φύγει». «Και γιατί να θέλεις κάτι τέτοιο; Ήσουν ξεκάθαρος ότι μια γενναιόδωρη αμοιβή είναι το μόνο που σε νοιάζει». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Δε θα πάρεις τίποτα περισσότερο, ό,τι κι αν λες». «Θα συνεχίσετε να την προστατεύετε, λοιπόν;» Ο Τέι δεν είχε σκοπό να κάνει αυτή την ερώτηση, όμως ήταν η τελευταία υπόσχεση που μπορούσε να εξασφαλίσει πριν φύγει, μια σημαντική, επιτακτική ανάγκη που βγήκε αθέλητα απ’ το στόμα του. «Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι την προστάτευσες εσύ, να ’σαι σίγουρος», ήταν η απάντησή του, στα μάτια όμως του Κρί-στο Γουέλιγχαμ υ7τήρχε αμφιβολία. Ο Τέιλεν δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Αν της έγραφα, θα της δίνατε τα γράμματά μου;» «Ναι». Ήταν ένα γρύλισμα, που όμως ειπώθηκε με ειλικρίνεια. Όταν ο αδερφός της Λουσίντα γύρισε και έφυγε, ο Τέι χάρηκε που του είχε δοθεί έστω κι αυτή η αμυδρή ελπίδα για επαφή. * * * Η Λουσίντα ένιωθε εξαντλημένη από τις πολλές ευχές, δοσμένες από τον κόσμο με τόσο γνήσια συμπάθεια ώστε το σκάνδαλο φάνηκε να υποχωρεί μπροστά στην ένωση του ζευγαριού. Η ισορροπία είχε αποκατασταθεί και πάλι μέσα στον αυστηρά προγραμματισμένο κόσμο τους. Η παραβίαση είχε καλυφθεί. Το λάθος είχε διορθωθεί. Ένα ευτυχές τέλος σ’ ένα όχι και τόσο φυσιολογικό ξεκίνημα. Την ξάφνιασε ο τρόπος με τον οποίο στεκόταν δίπλα της ο δούκας του Αλντεργουορθ τα τελευταία είκοσι λεπτά, καθώς οι τρόποι του με τους καλεσμένους δε συμβιβάζονταν με τη δηλωμένη αδιαφορία του για την κοινωνική ευγένεια. Ίσως είχε καταλάβει επιτέλους κι εκείνος ότι η ελευθερία τους εξαρτιόταν από μια καλή παράσταση. Κι όταν το μπράτσο του άγγιξε τυχαία το δικό της, η έξαψη την τύλιξε ολόκληρη και η ανάσα της κόπηκε από μια ταραχή που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει. Πόσο θα ήθελε να θυμηθεί εκείνη τη νύχτα στο κρεβάτι του! Η σκέψη αυτή την έκανε να συνοφρυωθεί, γιατί αισθάν-θηκε πως της διέφευγε κάτι σημαντικό. «Κάτι σε απασχολεί». Ο Αλντεργουορθ εκμεταλλεύτηκε ένα κενό ανάμεσα στους ανθρώπους που χάριζαν τις ευχές τους για να της μιιλήσει. «Φαίνεται πως, παρά τη φήμη σου, αυτοί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να σου δώσουν μια δεύτερη
ευκαιρία. Αναρωτιόμουν γιατί». «Ίσως επειδή η νύφη είσαι εσύ, μία Γουέλιγχαμ η οποία καταδέχτηκε να συνδέσει το όνομά της με το κακόφημο δικό μου», της είπε. «'Οχι. Είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Σου δείχνουν έστω και απρόθυμα κάποιο σεβασμό κι αυτό είναι ενδιαφέρον». «Πες καλύτερα επκρυλακτικότητα!» Της χαμογέλασε απροσδόκητα και τα πράσινα μάτια του πήραν μια γλυκιά χρυσα-φιά απόχρωση. Με την μπρούντζινη επιδερμίδα και τα μαύρα μαλλιά του ήταν απίστευτα γοητευτικός. Τα αδέρφια της ήταν όμορφοι άντρες, ο δούκας όμως διέθετε μια απαράμιλλη ομορφιά που τον ξεχώριζε από οποιονδήποτε άλλο. Αυτές οι ανούσιες σκέψεις την έκαναν να βουβαθεί. «Το μούτρωμα δε σου πηγαίνει όσο το γέλιο», παρατήρησε εκείνος. «Τελευταία δεν έχω πολλούς λόγους να γελάω». «Λυπάμαι γι’ αυτό». «Αλήθεια;» Ακόμα και μπροστά σε τόσους οικογενειακούς φίλους δεν μπορούσε να μην κάνει την ερώτηση. Τον είδε να κοιτάζει γύρω για να σιγουρευτεί πως δεν τους άκουγε κανείς πριν της δώσει την απάντησή του. «Έζησα στο ψέμα όλη μου τη ζωή, αγαπητή δούκισσα. Και δε μ’ αρέσει να το ενθαρρύνω. Αν επιμένεις στην απάτη δικαίωμά σου, αυτό όμως δε θα το καταλάβω ποτέ». Τόσο ο νέος τίτλος της όσο και ο απροκάλυπτος θυμός του έκαναν τη Λουσίντα να πισωπατήσει, μη μπορώντας να ξεχάσει τη σκηνή που είχε θυμηθεί τις προάλλες στο τραπέζι του γεύματος. Η γύμνια του, το κόκκινο κρασί, η αίσθηση της ζεστής επιδερμίδας πάνω στη δική της. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και το κ)£ΐδί κρυμμένο. Κανένας τρόπος διαφυγής. «Το Λονδίνο είναι ο παράδεισος του κουτσομπολιού και, χάρη στις δικές σου ενέργειες, το όνομά μου συζητήθηκε όσο κανένα άλλο». «Μια υπόληψη που χάθηκε για το τίποτα, λοιπόν». Η Λουσίντα χλόμιασε. Ήταν δυνατόν να αναφέρεται στην παρθενιά της με τόσο δηκτικό τρόπο; Χάρηκε που τα αδέρφια της δεν ήταν εκεί κοντά να τον ακούσουν. «Για το τίποτα;» ψιθύρισε σοκαρισμένη. «Είσαι ένας πρόστυχος του χειρότερου βαθμού και θα μετανιώνω σ’ όλη τη ζωή μου για τη μοίρα που μας έφερε μαζί στο Άλντεργου-ορθ». Κάθε διάθεση για συμφιλίωση είχε πια χαθεί. Εκείνος είχε το θράσος να χαμογελάσει. «Τότε είναι κρίμα που δεν επωφεληθήκαμε περισσότερο απ’ τη
βραδιά μας για να εξερευνήσουμε όσα οι αισθήσεις μπορούν να χαρίσουν. Καλύτερα να απολάμβανες μια νύχτα στο κρεβάτι μου μαθαίνοντας όσα έπρεπε να ξέρεις για την τέχνη του έρωτα κι ύστερα να μετάνιωνες, παρά να μετανοείς τώρα για το “τίποτα” που πληρώνεις». Σοκαρισμένη, έκανε μεταβολή κι έφυγε από κοντά του, αδιαφορώντας που την έβλεπαν να τον εγκαταλείπει. Την κατέκρινε για τις φτωχές επιδόσεις της στο κρεβάτι ενώ η ίδια δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απ’ όλα αυτά. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και μισούσε τον εαυτό της επειδή κούτσαινε έντονα. «Νιώθεις καλά, Λουσίντα;» ΗΈμεραλντ την πρόλαβε στην πόρτα. «Πολύ καλά». Ακόμα και στην αγαπημένη νύφη της δεν μπορούσε να τον προδώσει, κάτι που δεν καταλάβαινε. «Ο Άλντεργουορθ θα φύγει πριν το τέλος της εβδομάδας και δε θα χρειαστεί να τον ξαναδείς πια». Στο άκουσμα αυτής της δήλωσης συγκλονίστηκε, βλέποντας για πρώτη φορά πώς θα ήταν η ζωή της μετά την αποψινή βραδιά. Ήταν γραφτό να μείνει για πάντα μόνη, χωρίς γάμο και άτεκνη; Θα ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας μαζί μ’ εκείνες τις δύσμοιρες γεροντοκόρες που είτε μιλούσαν για έρωτες χωρίς ανταπόκριση είτε δε μιλούσαν ποτέ για αγάπη; Αν όχι κατεστραμμένη, σίγουρα στιγματισμένη για πάντα από την αδυναμία της να τηρήσει τους κανόνες της κοινωνίας; Ο πονοκέφαλος που την τριγύριζε όλη μέρα ξέσπασε και οι δυνατές σουβλιές θόλωσαν την όρασή της. Ημικρανία. Μετά το ατύχημα υπέφερε απ’ αυτές. Καταλαβαίνοντας την αδιαθεσία της, η Έμεραλντ πήρε το χέρι της και βγήκε μαζί της από την αίθουσα. Ήταν ανακουφιστικό για τη Λουσίντα να καταφεύγει στο άδυτο του παιδικού δωματίου της. Εκεί μπορούσε να κρυφτεί. Η Έμεραλντ τη βοήθησε να γδυθεί και έλυσε τα μαλλιά της. Το βάρος της πλούσιας χαίτης της που έπεσε ως την πλάτη της δυνάμωσε τις σουβλιές στα μηνίγγια της. «Ο γάμος τα χειροτέρεψε όλα, Έμμυ>. Κοίταξε το δαχτυλίδι του Άλντεργουορθ που έλαμπε στο δάχτυλό της. Ένα μοναδικό ρουμπίνι δεμένο σε λευκόχρυσο. Περιέργως καλόγουστο. «Πριν κυλιόταν στο βούρκο μόνο το όνομά μου, τώρα κυλιέται όλη η ζωή μου». «Όταν ο πονοκέφαλος θα έχει περάσει και σκεφτείς ότι μπορείς και πάλι να συμμετέχεις σε όλα τα πράγματα που σου αρέσει να κάνεις, τότε ο κόσμος θα φαίνεται πιο ρόδινος». «Σαν χήρα; Σαν σύζυγος; Σαν γεροντοκόρη καταδικασμένη να μένει πάντα στη γωνιά της, περιμένοντας ένα σύζυγο που λείπει;» «Θες να πεις ότι ότι δεν εύχεσαι να εξαφανιστεί απ’ τη ζωή σου;» ρώτησε η νύφη της με ενδιαφέρον. «Όχι». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και θυμήθηκε τα καυστικά λόγια του Τέιλεν Έλσμιρ για τα όσα είχαν γίνει ανάμεσά τους. Θυμήθηκε ακόμα την έξαψη όταν αγγίχτηκαν τα μπράτσα τους κι εκείνος δεν τραβήχτηκε. Έδιωξε μακριά τη σκέψη πεισμωμένη. Ο σύζυγός της έβλεπε σ’ αυτή μια γυναίκα που άξιζε τον οίκτο,
ένα αξιοθρήνητο κορίτσι με πουριτανικές αρχές που ήταν ανήμπορο να συμφιλιωθεί με το σκοτεινό κόσμο του. Θα κατέστρεφαν ο ένας τον άλλο. Ήταν τόσο απλό. Το μόνο που ήθελε η Λουσίντα ήταν να χωθεί κάτω από τα κολλαριστά λινά σεντόνια της και να βρει ανακούφιση στα όνειρα, δραπετεύοντας μακριά από την πραγματικότητα, μακριά από τη σκέψη του γαμπρού που δεν της είχε πει ούτε μια καλή κουβέντα την ημέρα του γάμου τους. Η Νύφη της Καταστροφής. Πράγματι, αυτό ακριβώς ήταν. * * * «Η Λουσίντα είναι στο κρεβάτι με πονοκέφαλο και δε θα την ξαναδούμε απόψε. Θα ήταν περιττό να πω ότι την απογοήτευσες». Ο Ασερ Γουέλιγχαμ στεκόταν μπροστά στον Τέι μ’ ένα μεγάλο ποτήρι μπράντι στο χέρι του. Σ’ εκείνον δεν πρόσφερε το ίδιο. Ο Τάρις Γουέλιγχαμ στεκόταν στο παράθυρο στην απέναντι γωνία της βιβλιοθήκης. Για ενίσχυση, σκέφτηκε ο Τέιλεν βλέποντάς τον, καθώς η σιωπηρή ακινησία του μεσαίου αδερφού φαινόταν το ίδιο απειλητική όπως πάντα. «Θα σου παραχωρηθεί ένα δωμάτιο εδώ, Άλντεργουορθ, ώστε να μη δοθεί λαβή για σχόλια. Θα συνοδεύσεις τη Λουσίντα στο αυριανό χορό των Πάρκινσον. Η δούκισσα κι εγώ θα παρευρεθούμε, ώστε να σιγουρευτούμε ότι θα παίξεις σωστά το ρόλο του αφοσιωμένου και ερωτευμένου νιόπαντρου». «Κι άλλη θεατρική πράξη λοιπόν, αν και δεν μπορώ να καταλάβω τι σκοπεύετε να κάνετε με τη νομική πλευρά του γάμου μας στο μέλλον. Συνήθως ο γάμος διαρκεί για πάντα». «Ο θάνατος όμως τον ακυρώνει». Τα λόγια ειπώθηκαν χωρίς κανένα συναίσθημα ενώ δυο κεχριμπαρένια μάτια συνάντησαν τα δικά του. «Με απειλείς;» «Είμαι αρχηγός μιας οικογένειας που προσπαθεί να ξεδιαλύνει μια παράλογη πράξη προδοσίας». «Προδοσίας; Φίλησα μια φορά την αδερφή σας κι ύστερα την έβαλα με το ζόρι στην άμαξα για να τη φέρω πίσω. Ένα ατύχημα μας εμπόδισε να φτάσουμε ως το σπίτι σας. Πού υπάρχει η προδοσία σ’ όλα αυτά;» «Προτιμώ να πιστεύω την εκδοχή της αδερφής μου από τη δική σου». «Την εκδοχή που μιλάει για βιασμό και καταστροφή;» Ο Τέι δεν μπορούσε να κρύψει το σαρκασμό του και τότε είδε τα φρύδια του δούκα του Κάρισμπρουκ να σμίγουν, δείχνοντας την ενόχλησή του . «Αν ξανακούσω έστω και την παραμικρή φήμη ότι ισχυρίζεσαι κάτι διαφορετικό, θα φροντίσω να γίνει γνωστό ότι απαίτησες χρήματα από εμάς για δικό σου όφελος. Ότι μας απείλησες, αν προτιμάς, χωρίς να σκεφτείς καθόλου την αθώα σύζυγό σου». «Κατασκευάζοντας έτσι ένα ψέμα που θα με εξορίσει για πάντα από το Λονδίνο και θα καταδικάσει τη Λουσίντα να ζήσει πάντα σαν καλόγρια;»
«Καλύτερα καλόγρια παρά πόρνη όπως την κατάντησες». «Καλύτερα από ένα παραπλανημένο κορίτσι που σκαρώνει ιστορίες για να με παγιδέψει;» Ο Τέι είχε βαρεθεί να μιλάει διακριτικά για το ζήτημα και πέταξε το γάντι. Τα μάτια του αντιπάλου του σκοτείνιασαν. «Μπήκες στη ζωή μας από ένα ατύχημα, Άλντεργουορθ, από άλλο ένα μπορείς πολύ εύκολα να ξαναφύγεις». «Κι άλλες απειλές;» Ο Τέιλεν γύρισε από την άλλη μεριά και πήρε βαθιά ανάσα. Ας τον χτυπούσε αν ήθελε ο δειλός, ό,τι ήθελε ας γινόταν. Είχε βαρεθεί τους πονοκεφάλους και τις προειδοποιήσεις, όπως είχε σιχαθεί πια και τα ψέματα. Ήταν η πρώτη νύχτα του γάμου του και ίσως η μοναδική γαμήλια νύχτα που θα είχε ποτέ του, αν έκρινε κανείς από τα γελοία τελεσίγραφα που του είχαν απευθύνει. Κι όμως στεκόταν κι αντάλλασσε προσβολές με τον... κουνιάδο του. Αυτή η σκέψη τού έφερε μια παράξενη συγκίνηση. Δε θα κέρδιζε παραχωρήσεις απόψε με την ένταση, τη δυσπιστία και την οργή να χρωματίζουν κάθε λέξη ανάμεσά τους. Ήταν καλύτερα να περιμένει ως την επόμενη μέρα και να κάνει επιτέλους μια μεγάλη συζήτηση με τη γυναίκα του. «Θα επιστρέψω στο δικό μου σπίτι. Και μόνο αν με δέσετε εδώ σ’ ένα κρεβάτι θα με εμποδίσετε να φύγω. Θα επιστρέ-ψω αύριο μετά το μεσημέρι, ελπίζοντας πως η αδερφή σας θα νιώθει αρκετά καλά ώστε να καθίσουμε και να κουβεντιάσουμε σαν λογικοί άνθρωποι. Φρόντισε να είναι εδώ, Κάρισμπρουκ». Όταν έκλεισε η πόρτα και τα βήματα του Αλντεργουορθ έσβησαν έξω στο διάδρομο, ο Τάρις σηκώθηκε. «Έχει έναν τόνο στη φωνή του που με ανησυχεί, Ας». «Τι εννοείς;» «Δείχνει να πιστεύει ειλικρινή ότι είναι το θύμα της υπόθεσης», είπε. «Η ενοχή των καταραμένων δεν είναι ποτέ εύκολη. Αυτός απλώς τυχαίνει να είναι πιο πολύπλοκος άνθρωπος». Ο Τάρις άδειασε το ποτήρι του. «Η Έμεραλντ είπε πως η Λούσι δε θέλει να τον ξαναδεί». «Δύσκολο κι αυτό, δεδομένου ότι του παραχωρήσαμε μια βδομάδα». «Θα μπορούσαμε να τον ξεφορτωθούμε αν φεύγαμε απ’ το Λονδίνο αύριο τα χαράματα πηγαίνοντας κάπου όπου δε θα μας έβρισκε ποτέ. Νομίζω ότι όλοι χρειαζόμαστε χρόνο για να επεξεργαστούμε όσα έγιναν και να βρούμε μια διέξοδο. Και αμφιβάλλω αν εκείνος θα διαμαρτυρόταν από τη στιγμή που διακυβεύεται η πληρωμή του». Συζητήθηκαν διάφορες πιθανότητες ενώ η φωτιά σχημάτιζε σκιές στο ταβάνι. Χρειάζονταν να πάρουν αποστάσεις από τα πρόσφατα γεγονότα ώστε να διαφυλαχτεί η ασφάλεια της Λουσίντα και να ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα. Ύστερα θα έβρισκαν κάποια λύση μέσα σ’ αυτό το χάος. Το φίνο δυνατό μπράντι στα ποτήρια τους ύστερα από μια τόσο οδυνηρή μέρα έκανε τις καλές προθέσεις τους να φαντάζουν περισσότερο... πειστικές, λιγότερο εξουσιαστικές.
Ανέκαθεν νοιάζονταν για τη μικρή αδερφή τους, σώζοντάς την πάντοτε από τις κακοτοπιές και αντιμετωπίζοντας όσο ήταν δυνατόν τις όποιες εικασίες και τα κουτσομπολιά γύρω από το όνομά της. Μέχρι τώρα. «Λέτε να κάναμε λάθος που επιμείναμε σ’ αυτόν το γάμο;» Η φωνή του Άσερ ήταν βαριά, το αλκοόλ και τα αντιφατικά αισθήματα κλόνιζαν τη σιγουριά του. «Τώρα είναι πολύ αργά», είπε ο Τάρις αφήνοντας να του ξεφύγει μια βλαστήμια. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Είναι καιρός να καταλάβει και η Λούσι τις συνέπειες που έχουν τα λάθη της». «Μια από αυτές μπορεί να είναι και η μοναξιά». «Ναι, μάλλον. Καλύτερα όμως μόνη παρά δεμένη μ’ έναν άνθρωπο που μισεί. Κι αν το παίξουμε σωστά, ο Άλντεργου-ορθ θα φύγει μια για πάντα κι εκείνη θα μπορέσει να κάνει κάποιο νέο ξεκίνημα στη ζωή της. Τέτοιου είδους διακανονισμοί γίνονται συνέχεια, με σωστούς χειρισμούς όμως αυτός ο γάμος δε θα φαίνεται καθόλου όπως είναι». «Δηλαδή θα φαίνεται επιτυχή μένος;» Η λέξη έσταζε σαρκασμό. «Όχι, μετρίως ικανοποιητικός και για τα δύο μέρη, κάτι τέτοιο σκεφτόμουν. Η Λουσίντα κερδίζει την ελευθερία της και οΆλντεργουορθ χρήματα. Κι έτσι τουλάχιστον αποφεύγουμε την καταστροφή».
Κεφάλαιο 6 Δυο χέρια την ταρακουνούσαν για να ξυπνήσει, επίμονα και ανελέητα. «Έλα, Λούσι, σήκω να ετοιμαστούμε, ο Άσερ θέλει να φύγουμε απ’ το Λονδίνο χαράματα». «Γιατί;» Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο, η Λου-σίντα είδε πως ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Τα πουλιά δεν είχαν αρχίσει ακόμα το τραγούδι και η Έμεραλντ φαινόταν πολύ βιαστική. «Ο Άλντεργουορθ αθετεί την υπόσχεσή του να φύγει. Δείχνει να πιστεύει ότι θα πας μαζί του στην εξοχική του έπαυλη στο βορρά». Η Λουσίντα ανακάθισε, έσπρωξε πίσω τα σκεπάσματα και οι μελανιές στα πόδια της φάνηκαν πιο μαύρες πάνω στα κατάλευκα σεντόνια. «Αυτό θέλει να κάνω;» Η νύφη της ανασήκωσε τους ώμους. «Με το χαρακτήρα που έχει, θα σε κουβαλούσε ακόμα και στο Άλντεργουορθ για να σε κρατήσει εκεί». «Σαν φυλακισμένη, θες να πεις;» Η Λουσίντα άρχισε να τρέμει από φόβο. «Φυσικά όχι. Αλλά καλύτερα να βεβαιωθούμε ότι καταλαβαίνει τι ακριβώς θέλεις».
«Τίποτα. Δε θέλω να υπάρχει τίποτα μεταξύ μας». Απέναντι της, το λευκό, άσπιλο νυφικό της κρεμόταν μπροστά στην πόρτα της ντουλάπας και η θέα του τη βασάνιζε. Σηκώθηκε και το έβαλε μέσα στην ντουλάπα μαζί με το αέ-ρινο δαντελένιο πέπλο. Όταν θα γινόταν ενενήντα χρονών και τα εγγόνια των αδερφών της θα τη ρωτούσαν για τη ζωή της, θα τους έλεγε πως η χειρότερη στιγμή απ’ όλες ήταν όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη το πρωί μετά το γάμο της. Κι όταν τη ρωτούσαν γιατί, τότε θα τους έλεγε πως ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δε θα είχε άλλη ευκαιρία για ευτυχία. «Θα πω στην οικονόμο να εξαφανίσει το νυφικό, Λουσίντα, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να το ξαναδείς». Τα μάτια της Έμεραλντ είχαν πάρει το μπλε της θύελλας, όμως το χέρι που άγγιξε το δικό της είχε τρυφερότητα. «Θα το ξεπεράσουμε μαζί, σαν οικογένεια, γιατί τα αδέρφια σου πάντα είχαν τον τρόπο να διορθώνουν τα λάθη». «Το διαζύγιο δεν είναι εύκολη υπόθεση...» «Μια ακύρωση όμως; Θα μπορούσε κι αυτή να είναι μια επιλογή». «Μάλλον είναι αργά για κάτι τέτοιο, τώρα που έχω ξανα-βρεί τη μνήμη μου και μετά τα κουτσομπολιά του κόσμου. Δεν έπρεπε να τον παντρευτώ ποτέ». «Τότε απλώς χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να το σκεφτού-με ήρεμα, μακριά από τις πιέσεις του Λονδίνου. Κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του, κι αυτό εδώ δε διαφέρει». «Κι αν έρθει ο Άλντεργουορθ να με βρει στο Φάλντερ και απαιτήσει την επιστροφή μου;» Η σιωπή της Έμεραλντ μαρτυρούσε πως κάτι άλλο ετοιμαζόταν. «Δε θα πάμε στο Φάλντερ;» «Όχι. Θα πάμε προς το Μπίκονσφιλντ κι ύστερα σ’ ένα σπίτι που βρίσκεται στη νότια ακτή. Εκεί μπορεί να ζει κανείς μ’ ένα μηνιαίο επίδομα, όταν δε γίνεται να μένει κοντά στην πόλη». «Μακριά από το δούκα του Άλντεργουορθ;» «Είναι επικίνδυνος αντίπαλος, Λούσι. Μέχρι να σχεδιάσουμε ένα πλάνο για την ασφάλειά σου είναι καλύτερα να σας κρατήσουμε μακριά τον έναν από τον άλλο. Νομίζω πως ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει τα συζυγικά του δικαιώματα». Της Λούσι της ήρθε ζάλη όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια. Θα απαιτούσε άραγε ο Άσωτος Δούκας να μοιραστεί το κρεβάτι του; Η φαντασία της οργίασε. Κι αν ήταν ήδη έγκυος από το καταστροφικό σμίξιμό τους, πώς αυτό θα άλλαζε τα πράγματα; Τα χέρια της αναζήτησαν τη ζεστή εσάρπα της. «Δε θέλω να τον δω, Έμμι. Ο Άσερ έχει δίκιο. Πρέπει να μείνω μακριά του για να σκεφτώ». * * * Ο Τέι καθόταν στο γραφείο του με τις κουρτίνες ανοιχτές κι έβλεπε το μισοφέγγαρο να ξεπροβάλλει
κάθε τόσο μέσα από τα βαριά σύννεφα στον ουρανό. Η Λουσίντα είχε φύγει μαζί με την οικογένειά της μακριά από το Λονδίνο, ξεκινώντας με το πρώτο χάραμα για ένα μέρος που δε βρισκόταν στο Φάλντερ. Έτσι του είχε πει ένας σταβλίτης όταν ο Τέι επισκέφθηκε το σπίτι τους στην πόλη. Όμως δεν είχε ιδέα για τον τελικό προορισμό τους. Η σύζυγός του, ωστόσο, είχε αφήσει ένα σημείωμα γι’ αυτόν, λίγες λέξεις που χαράχτηκαν στη μνήμη του σαν ένα νοσηρό ποίημα. Ελπίζω να μου παραχωρήσετε μερικές εβδομάδες για να συν έλθω από το ατύχημα και να σκεφτώ τις επιλογές μου. Παρακαλώ, μη με αναζητήσετε. Δε Θα σας δεχτώ. Αν θελήσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, ο Κρίστο Θα μου προωθήσει οποιαδήποτε αλληλογραφία κι εγώ θα απαντήσω αν το κρίνω απαραίτητο. Το σημείωμα είχε υπογραφεί με επισημότητα. Λαίδη Λου-σίντα Γουέλιγχαμ. Δεν είχε χρησιμοποιήσει το επώνυμό του. Έφερε το ποτήρι του μπράντι στα χείλη του και το άδεια-σε μέσα στη βαριά, καταθλιπτική ησυχία. Ο φάκελος των Γουέλιγχαμ ήταν ακουμπισμένος στο γραφείο μπροστά του, περιέχοντας ένα σημαντικό ποσό που αντιπροσώπευε την ευκαιρία για μια νέα ζωή κάπου μακριά απ’ την Αγγλία. Η Αμερική ήταν μεγάλο δέλεαρ όπως και οι Ανατολικές Ινδίες. Εδώ στην Αγγλία πάλευε να τα βγάλει πέρα με τα υπέρογκα χρέη του πατέρα του και κάθε λίρα που κέρδιζε τη χρωστούσε στο διπλάσιο. Μ’ αυτόν το ρυθμό σε λίγα χρόνια θα είχαν εξανεμιστεί τα πάντα. Το Άλντεργουορθ, η απέραντη γη με τα γύρω κτίσματα αλλά και η έπαυλη του Λονδίνου θα αποτελούσαν ιστορία. Μια καινούρια ζωή τον καλούσε -μια γοητευτική υπόσχεση για ψυχική ανασυγκρότηση. Και η επιλογή ήταν απλή. Είτε θα έμενε να τα βάλει με τους Γουέλιγχαμ για μία σύζυγο που δεν τον ήθελε είτε θα έφευγε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάτι διαφορετικό. Ποτέ πριν δεν είχε ταξιδέψει μακριά από τις ακτές της Αγγλίας, δεσμευμένος καθώς ήταν με τα καθήκοντά του στο Άλντεργουορθ. Μήπως, αν άφηνε τα μισά από τα χρήματα των Γουέλιγχαμ εδώ σε ένα λογαριασμό για να συντηρείται το υποστατικό του, θα μπορούσε κάποτε να φτιάξει κάτι διαφορετικό; Δυο ψυχρά γαλάζια μάτια ήρθαν στο μυαλό του, γεμάτα από μια οργή που απευθυνόταν μόνο σ’ αυτόν. Η Λουσίντα δεν ήθελε ούτε το όνομα ούτε τον τίτλο του. Και ο Τέι είχε κουραστεί πολύ για να το παλέψει περισσότερο. Οι γονείς του είχαν φθείρει τη ζωή τους με πικρές αντιδικίες και ο Τέι δεν ήθελε να του συμβεί το ίδιο. Ήταν καλύτερα να καλοδεχτεί την αλλαγή και να εξαφανιστεί. Τα μάτια του έπεσαν στη βέρα που φορούσε στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού του. Θυμήθηκε την υπόσχεσή της να τον έχει στο πλευρό της από σήμερα και στο εξής... Τράβηξε τη χρυσή βέρα από το δάχτυλό του και την πέταξε μέσα σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του. Η σχέση που ξεκίνησε με ψέμα και μετά με εξαναγκασμό, τώρα τελείωνε με απάτη. Ο Τέι θα ταξίδευε σε κάποια μακρινή γωνιά του κόσμου όπου δε θα ίσχυαν αυτές οι ασφυκτικές κοινωνικές συμβάσεις.
Και τότε θα ήταν ελεύθερος. * * * Το ταξίδι προς το νότο ήταν ατελείωτο και καθώς η άμαξα ταλαντευόταν από το δυνατό άνεμο που έπνεε από τη θάλασσα, η Λουσίντα σκεφτόταν πως έτσι ακριβώς θα ήταν και η ζωή της στο εξής, μια απόδραση στο άγνωστο. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο Λονδίνο, γιατί φοβόταν μήπως ξαναδεί τον Τέιλεν Έλσμιρ, ούτε όμως μπορούσε να κοιτάξει το μέλλον. Η Έμεραλντ και ο Άσερ φαίνονταν εξίσου κατάκοποι με τη Λουσίντα και η έγνοια των τελευταίων εβδομάδων είχε αποτυπωθεί στα πρόσωπά τους. Τουλάχιστον το ίδιο πρωί είχε έρθει η περίοδός της και ήταν αρκετά ανακουφιστικό που δε θα την έδενε ένα παιδί με τον Άλντερ-γουορθ. Ακόμα κι αυτή η ανακούφιση όμως μετριαζόταν από λύπη, γιατί τώρα αντιμετώπιζε την πιθανότητα να μη γίνει ποτέ μητέρα. «Ο αέρας εδώ είναι πολύ πιο καθαρός απ’ το Λονδίνο, Ας». Η παρατήρηση της Έμεραλντ είχε μια προσποιητή χαρά, αφού είχε απλώς σκοπό να γεμίσει τη βαριά σιωπή. Η Λουσίντα έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να χαμογελάσει, αν και ήξερε ότι ο αδερφός της δεν ξεγελιόταν. Με μια γρήγορη ματιά προς τον ουρανό, ο Άσερ έφερε πάλι το θέμα στο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. «Σ’ ένα μήνα μπορείς να επιστρέψεις στο Φάλντερ, Λουσίντα. Θα προσλάβω φρουρούς ώστε να σιγουρευτούμε ότι ο Άλντεργουορθ δε θα τολμήσει να σε πλησιάσει. Εκεί τουλάχιστον θα βρίσκεσαι σε οικείο περιβάλλον. Όμως αμφιβάλλω αν θα πρέπει να γυρίσεις στο Λονδίνο, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα. Η κοινωνία διψάει για σκάνδαλα κι αυτό εδώ...» Αφησε την πρότασή του στη μέση. Η Λουσίντα έγνεψε καταφατικά για να τον ευχαριστήσει, μέσα της όμως κόχλαζε ένας θυμός που δεν τον καταλάβαινε. Μετάνιωνε πικρά που είχε πειστεί να πάει σε ένα τόσο κακόφημο σπίτι, γιατί όλα όσα ακολούθησαν ήταν το αποτέλεσμα μιας και μόνο απερίσκεπτης απόφασης. «Ήταν τεράστια ανοησία που πήγα στο Αλντεργουορθ», μουρμούρισε και ο Ασερ την κοίταξε μ’ έναν οίκτο που λίγο έλειψε να της φέρει δάκρυα. «Έβαλα να παρακολουθούν τον Αλντεργουορθ, ώστε να ειδοποιηθούμε αν κάνει κάποιες κινήσεις. Ας ελπίσουμε ότι θα έχει τη σύνεση να γυρίσει στο κτήμα του και να μην ξανα-φύγει ποτέ από εκεί». «Πιστεύεις ότι θα μείνει στην Αγγλία;» Καθώς η Έμεραλντ έκανε αυτή την ερώτηση κάτι ανταλλάχτηκε μεταξύ τους, ένα είδος προειδοποίησης, όπως φάνηκε στη Λουσίντα. Μήπως τα αδέρφια της είχαν ήδη βάλει τον Άλντεργουορθ σ’ ένα καράβι ξαποστέλνοντάς τον σε κάποια μακρινή άγνωστη ακτή; Απ’ το μυαλό της πέρασαν όλες οι πιθανές κακουχίες που μπορούσε να υποστεί ο Τέιλεν Έλσμιρ. «Αν του κάνατε τίποτα...» άρχισε να λέει και σταμάτησε, γιατί ο τρόμος την έκανε να αμφισβητήσει τα ίδια της τα λόγια. Ο Έλσμιρ δε θα έπρεπε να σημαίνει τίποτα γι’ αυτή. Θα έπρεπε να χαίρεται στη σκέψη πως αυτός ο άνθρωπος θα εξαφανιζόταν για πάντα, παρ’ όλα αυτά μια έγνοια τη βασάνιζε.
«Είναι ελεύθερος να πάει όπου θέλει. Δεν τον πίεσε κανείς πάνω σ’ αυτό». «Τον πληρώσατε;» Ξαφνικά κατάλαβε. «Τον δωροδοκήσατε για να φύγει;» Όταν ο Ασερ έγνεψε καταφατικά, η Λουσίντα γύρισε αλλού το κεφάλι της. Ατιμασμένη και ταπεινωμένη. Ορκίστηκε πως δε θα άφηνε ποτέ ξανά έναν άντρα να την πληγώσει. * * * Ο Τέι παρακολουθούσε την ακτή της Αγγλίας να απομακρύνεται στην ομίχλη. Γύρω οι γλάροι έκρωζαν, τα πανιά έπιαναν τον άνεμο και γύριζαν το πλοίο προς τα ανατολικά. Μια πρωτόγνωρη χαρά τον συνεπήρε και σήκωσε το πρόσωπό του ψηλά στον ουρανό. Επιτέλους, ήταν ελεύθερος! Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν αγωνιούσε για τα χρέη που τον βάραιναν. Έβλεπε μπροστά του να ανοίγεται ένας νέος ορίζοντας. Κάποιος τόπος τον καλούσε να αφήσει εκεί το σημάδι του, μια γη όπου δεν τον γνώριζε κανείς. Το παρελθόν έπαψε να τον βαραίνει σαν μανδύας που παρασύρθηκε από τον άνεμο και τα δάχτυλά του έσφιγγαν το σκουριασμένο κάγκελο της κουπαστής σαν να ήταν σανίδα σωτηρίας. «Φαίνεσαι σαν να χρειάζεσαι ένα ποτό». Ένας ψηλός κοκκινομάλλης στάθηκε δίπλα του. Ο γιακάς του ήταν σηκωμένος κόντρα στο κρύο. «Για πού πηγαίνεις;» «Οπουδήποτε μπορεί κανείς να κάνει μια περιουσία», απάντησε ο Τέι και στο μυαλό του άρχισε κιόλας να σχηματίζεται ένα πλάνο. Χρειαζόταν χρήματα για να επιστρέφει. Χρειαζόταν μπόλικο ρευστό για να πάρει πίσω τη ζωή του και να την κατευθύνει όπως ήθελε. Το βλέμμα του χαμήλωσε στο γυμνό δάχτυλό του καθώς ο άγνωστος του μιλούσε ξανά. «Εγώ τραβάω βόρεια της Τζόρτζια. Λένε πως εκεί βρίσκεις εύκολα χρυσάφι και οι φλέβες είναι γεμάτες από δαύτο. Έδωσα στον εαυτό μου δυο χρόνια διορία και η γυναίκα μου η Ελίζαμπεθ μετράει κιόλας τις μέρες». «Έχεις εμπειρία στην εξόρυξη χρυσού;» Μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. «Είμαι αναγκασμένος να συμπληρώσω το οικογενειακό εισόδημα με άλλα μέσα, αφού δεν επαρκούν τα χρήματα από τη γεωργική καλλιέργεια. Μου χρειάζεται συνέταιρος, αν ενδιαφέρεσαι. Θα συνεισφέρεις μόνο μ’ ένα ποσό για τα εργαλεία, τίποτ’ άλλο εκτός από σκληρή δουλειά και επιμονή. Θα βοηθούσε επίσης και κάποια αίσθηση του χιούμορ». Το κρώξιμο ενός γλάρου τους έκανε να σηκώσουν τα μάτια ψηλά καθώς το μεγαλόσωμο πουλί ορμούσε από τον ουρανό για να προσγειωθεί στο πιο ψηλό κατάρτι. Άραγε γύρευε μεταφορικό μέσο ή απλώς λίγη ξεκούραση; Επιλογές.
Οι δυο άντρες προέρχονταν από δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο Τέι άπλωσε το χέρι κι ένιωσε τη σφιχτή χειραψία του άλλου. «ΤέΓΕλσμιρ». Χωρίς τίτλο. Τίποτα που να τον συνδέει με την Αγγλία που άφηνε πίσω του. Ένας διαφορετικός άντρας με μια διαφορετική ζωή. «Λανς Μόντκριφ. Από το Ράιντινγκς Χολ του Ντέβον». * * * Η Λουσίντα περπατούσε κατά μήκος των βράχων του ακρωτηρίου Φλίτνες και παρατηρούσε κάτω τα κύματα του ωκεανού να σκάνε στην αμμουδιά, σαρώνοντας ό,τι είχε απομείνει εκεί από την προηγούμενη μέρα. Ένα αέναα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, συντρίμμια ζωής που μεταφέρονταν σε άλλο μέρος και μεταβάλλονταν διαρκώς σε κάτι νέο. Μ’ εκείνη δεν είχε συμβεί το ίδιο. Δύο χρόνια απομόνωσης σ’ εκείνο τον ξεχασμένο τόπο την έκαναν να αναζητά την ταυτότητά της, μέσα στο όμορφο αλλά αμετάλλαχτο τοπίο του Φάλντερ. Οι φυσικές δυνάμεις της είχαν επιτέλους επα-νέλθει, δε συνέβη όμως το ίδιο και με τη μνήμη της. Βέβαια οι πονοκέφαλοι μερικές φορές επέστρεφαν και όταν ήταν κουρασμένη η όρασή της θάμπωνε κάπως, αλλά η έντονη κούραση είχε εξαφανιστεί και στη θέση της είχε απομείνει μια βαθιά περιέργεια που τη στοίχειωνε. Αναρωτιόταν πού μπορεί να βρισκόταν τώρα ο δούκας του Αλντεργουορθ. Ένα χρόνο πριν ο Κρίστο της είχε δώσει ένα γράμμα που η Λουσίντα άνοιξε με τρεμάμενα δάχτυλα. Η περιγραφή της ορεινής πόλης κάπου στη βόρεια Τζόρτζια της Αμερικής ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά της άφησε ένα αίσθημα κενού. Δεν έγραφε τίποτα για τα αισθήματά του ούτε για τις προθέσεις του ή τις καινούριες σχέσεις που μπορεί να είχε δημιουργήσει. Ήταν μισή σελίδα γεμάτη περιγραφές, ένα μήνυμα που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από οποιονδήποτε. Το υπέγραφε σαν Τέι Έλσμιρ. Χωρίς τίτλο. Ούτε καν Τέι-λεν. Τέι. Χίλιες φορές πρόφερε από τότε το όνομα, μισώντας γι’ αυτό τον εαυτό της. Τον ήθελε πίσω. Τον ήθελε εκεί, στους ανεμοδαρμένους βράχους με τον ωκεανό να την περιβάλλει από παντού. Ήθελε να νιώσει το δέρμα του πάνω στο δικό της μ’ εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο που όξυνε τις αισθήσεις της και την έκανε να νιώθει ζωντανή. Νεκρή. Αυτό ένιωθε μέσα της από τότε που εκείνος έφυγε μ’ ένα πλοίο που σάλπαρε κάποιο πρωί από την αποβάθρα Σεντ Κάθριν. Πήγε στην Αμερική για να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μακριά από τα βάρη και τις υποχρεώσεις που τον έδεναν παρά τη θέλησή του με την Αγγλία. Τον πλήρωσαν για να φύγει απ’ το Λονδίνο και να μην ξαναγυρίσει ποτέ; Κάτι τέτοιο είχε κρυφακούσει η Λουσίντα να κουβεντιάζουν ο Τάρις με τον Άσερ. Το μόνο που μπόρεσε να ξεχωρίσει απ’ τις φωνές τους ήταν η ανακούφιση των αδερφών της που δε θα τον ξαναέβλεπαν. Έτσι προσπάθησε κι εκείνη να τον ξεχάσει, διώχνοντας απ’ το μυαλό της κάθε σκέψη για ένα σύζυγο στη ζωή της. Μάταια όμως.
Μισούσε αυτή τη μετέωρη κατάσταση μεταξύ γάμου και χηρείας, που την εγκλώβιζε και της στερούσε το δικαίωμα να κοιτάξει μπροστά. Μερικές φορές μισούσε τον Τέιλεν Έλσμιρ τόσο πολύ που έτρεμε σύγκορμη. Ακουσε μια φωνή να τη φωνάζει και είδε το λόρδο Έντμουντ Κόλριτζ, ένα φίλο του Κρίστο, να προχωρά προς το μέρος της. «Ο Κρις μου είπε πως θα σας βρω εδώ», της είπε όταν πλησίασε. «Είπε ακόμα ότι μπορώ να ζητήσω από εσάς ένα χορό απόψε στην έπαυλη Γκρέιβσον». «Στο πάρτι της Φλορένσια;» Στο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός από τη στιγμή που αποφασίστηκε να οργανωθεί ένα πάρτι γενεθλίων για την πρωτότοκη κόρη του Κρίστο και της Έλινορ. «Τα επτά χρόνια είναι σημαντικός αριθμός. Ρώτησε τον πατέρα της αν μπορεί να καλέσει τον Μπραμ Κρόουλι για να γιορτάσουν μαζί». «Νεανική αγάπη». Η Λουσίντα χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της. Ο πατέρας του Μπράμπτον ήταν ιδιοκτήτης του υποστατικού που συνόρευε με τα κτήματα του Κρίστο και του Ασερ και μολονότι η οικογένεια δεν κατείχε κανέναν τίτλο ήταν πολύ εύπορη. Η Φλορένσια τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που εκείνη έφτασε εκεί με τη μητέρα της, ενώ το αγόρι είχε συμβάλει πολύ στο να βγει το φοβισμένο και εσωστρεφές κορίτσι απ’ το καβούκι του. «Ελπίζω να φυλάξετε ένα βαλς για μένα, λαίδη Λουσίντα». Ο Έντμουντ την ξάφνιασε όταν πήρε το χέρι της. «Θα ήθελα πολύ να σας γνωρίσω καλύτερα». «Είμαι παντρεμένη, μιλόρδε», του αντιγύρισε γρήγορα. «Δεν μπορείτε να περιμένετε τίποτα από μένα». Το γέλιο του σκορπίστηκε στον άνεμο και ο χαρούμενος, ξέγνοιαστος ήχος του έκανε τη Λουσίντα να χαλαρώσει. «Ο αδερφός σας μου είπε πως μιλάτε έξω απ’ τα δόντια και τώρα τον πιστεύω. Θα χορέψω μαζί σας ένα βαλς με αντάλλαγμα να προπονήσω τα άλογά μου στο στίβο του Φάλντερ». «Δύσκολο να αρνηθώ. Σας μίλησε ο Κρις και για το πάθος μου με την ιππασία;» «Πράγματι. Είπε ακόμα να αναφέρω τη δεξιοτεχνία μου στην τοξοβολία». Τα μάτια του σοβάρεψαν. «Μόνο ένα χορό ζητώ, λαίδη Λουσίντα, καθώς και μια ευκαιρία να γίνουμε φίλοι». Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό η Λουσίντα επέτρεψε σε έναν άντρα να κρατήσει το χέρι της μια στιγμή παραπάνω πριν το τραβήξει. Δεν υπήρχε η μαγεία που είχε νιώσει με τον Αλντεργουορθ, ούτε όμως ήταν δυσάρεστο. Με τα ξανθά μαλλιά του που ανέμιζαν στον αέρα και τα θλιμμένα μαύρα μάτια του, ο Έντμουντ Κόλριτζ είχε μια δική του γοητεία. Το σίγουρο ήταν πως είχε μεγάλη επιτυχία στις νεαρές κυρίες της αριστοκρατίας και η Λουσίντα μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Όμως δε μύριζε άρωμα ξύλου και λεμονιού, ούτε τα μάτια του είχαν το χρώμα των βρεγμένων δέντρων του Φάλντερ. Και προπαντός δεν είχαν εκείνη τη λαγνεία που έκανε όλο το κορμί της να πάλλεται.
* * * Εκείνο το βράδυ η Λουσίντα φορούσε μια καινούρια κόκκινη μεταξωτή τουαλέτα, γαρνιρισμένη με χρυσαφιά μπορντούρα. Ο συνδυασμός θα μπορούσε να δείχνει φανταχτερός, η μοδίστρα όμως είχε αναδείξει τις αποχρώσεις του μεταξιού συνδυάζοντάς τες όμορφα με την μπορντούρα. «Είσαι πολύ όμορφη απόψε, Λούσι». Η Έμεραλντ ήταν η πρώτη που την είδε όταν κατέβηκε τις σκάλες και πράγματι, όταν η Λουσίντα είδε τον εαυτό της στο μεγάλο καθρέφτη της έπαυλης Γκρέιβσον ένιωσε... διαφορετική. Η θλίψη είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της μετά το φιάσκο του Λονδίνου, έτσι που η Λουσίντα είχε συνηθίσει πια τη ζοφερή παρουσία της. Απόψε όμως το ηθικό της είχε αναπτερωθεί. Ίσως επειδή φορούσε απλώς ένα όμορφο φόρεμα ή επειδή η καμαριέρα της Έλινορ είχε χτενίσει τα μαλλιά της μ’ έναν καινούριο τρόπο. Ή ακόμα επειδή χαιρόταν γι’ αυτή την οικογενειακή γιορτή και για τον ενθουσιασμό της Φλορένσια, του Κρίστο και της Έλινορ. Ο Έντμουντ Κόλριτζ ήταν ο επόμενος που παίνεψε την εμφάνισή της και μάλιστα το έκανε μ’ ένα χείμαρρο ποιητικών εκφράσεων. «Θα μπορούσα να συγκρίνω τα μαλλιά σας με τις αχτίδες του φεγγαριού ή με το ηλιόφως, ή ακόμα μ’ έναν καταρράκτη που κυλάει αστραφτερός πάνω απ’ τα βράχια, μιλαίδη». Παρά την εύγλωττη ρητορική του, η Λουσίντα έβαλε τα γέλια. «Μην το κάνετε όμως, παρακαλώ, μιλόρδε». Της άρεσε η ζεστασιά του χεριού του και η απαλή αίσθηση της επιδερμίδας του. Απόψε τα μαλλιά του γυάλιζαν κι αυτό τον κολάκευε· τον έκανε να φαίνεται πιο επικίνδυνος. Μάλωσε τον εαυτό της γι’ αυτή τη σκέψη. Ο στόχος της τώρα ήταν η ασφάλεια. Εξάλλου η απερίσκεπτη συμπεριφορά της είχε καταστρέψει τα πάντα και η Λουσίντα είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να πορεύεται σ’ ένα πιο διακριτικό και ανώδυνο μονοπάτι. «Η ανιψιά σας ρωτούσε για σας. Νομίζω πως θέλει να σας δώσει κάτι». Την ίδια στιγμή η Φλορένσια εμφανίστηκε μπροστά τους, κρατώντας στο χέρι της μια όμορφη γαρδένια. «Όλοι πρέπει να φορέσουμε μία απόψε, θείαΛούσι, επειδή είναι το αγαπημένο μου λουλούδι». Η Λουσίντα είδε πως ο μίσχος είχε τυλιχτεί σε καφέ χαρτί απ’ το οποίο ήταν περασμένη μια καρφίτσα. «Εσύ το έφτιαξες, αγάπη μου;» τη ρώτησε παίρνοντας το λουλούδι για να το μυρίσει. «Εγώ και η μαμά». Τα μαύρα μάτια της στράφηκαν στον Έντμουντ. «Εσείς όμως φοράτε τη δική σας ανάποδα». Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της όταν ο Κόλριτζ γονάτισε και στερέωσε το λουλούδι του έτσι ακριβώς όπως το ήθελε η Φλορένσια. «Είναι καλύτερα;» «Πολύ. Τώρα πρέπει να βρω το θείο Τάρις. Νομίζω πως μου κρύβεται, γιατί πιστεύει πως τα λουλούδια
είναι μόνο για κορίτσια». Έφυγε από κοντά τους με το μικρό καλάθι με τα δώρα της και με βήμα χαρωπό. Η Λουσίντα θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε δει την κόρη του Κρίστο. Η σκέψη τη συγκίνησε και ο Κόλριτζ φάνηκε να σκέφτεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. «Ο Κρις είναι τυχερός με την οικογένειά του, δεν τον έχω ξαναδεί πιο ευτυχισμένο». Το λουλούδι είχε νοτίσει το ύφασμα στο πέτο του, εκεί όπου το νερό είχε ποτίσει το χαρτί, όμως ο Κόλριτζ απλώς το σκούπισε με το χέρι. Ο Έντμουντ Κόλριτζ ήταν ένας ευγενικός άντρας, ένας καλός άνθρωπος με αρχές και ηθικές αξίες. Η Λουσίντα έπιασε την Έλινορ να τους παρακολουθεί μ’ ένα χαμόγελο και για μια στιγμή σκέφτηκε πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα αν είχε διαλέξει έναν άντρα σαν αυτόν. Η οικογένειά της τον συμπαθούσε, η κοινωνία αντάμειβε την καλοσύνη του και ο ίδιος κοιτούσε τη Λουσίντα σαν να τη γνώριζε καλύτερα απ’ όλους. Όταν πέρασε ο σερβιτόρος με ένα δίσκο με σαμπάνια μέσα σε ψηλά ποτήρια, η Λούσι πήρε ένα και το ήπιε στα γρήγορα πριν γυρίσει για ένα δεύτερο. «Ο αδερφός μου ξέρει να φτιάχνει καλό κρασί. Είναι γαλλικό, φαντάζομαι. Και πολύ απαλό». Ένιωσε το πρώτο σκίρτημα ζεστασιάς στο στομάχι της και υποχώρησε η ένταση που ήταν πια μόνιμη κατάσταση στη ζωή της. Μετά την τελευταία πανωλεθρία απέφευγε οτιδήποτε την εμπόδιζε να έχει τον έλεγχο, απόψε όμως ένιωθε ικανή να το ρισκάρει. Έγνεψε καταφατικά όταν ο Έντμουντ Κόλριτζ πήρε το χέρι της και της ζήτησε να χορέψουν. Υπό τους ήχους ενός βαλς την οδήγησε στην πίστα και ο αργός, νωχελικός ρυθμός της μουσικής άρχισε να ξυπνά τις αισθήσεις της. Ήταν πιο αδύνατος απ’ όσο έδειχνε με τα ρούχα του, καθώς όμως τα δάχτυλά της άγγιξαν το πολυτελές ύφασμα του σακακιού του μια αίσθηση αντρικής δύναμης την αναστάτωσε. Είχε πολύ καιρό να αγγίξει με τέτοιο τρόπο έναν άντρα. Τέιλεν. Κατάπιε νευρικά και μάλωσε τον εαυτό της. Ο Άλντεργου-ορθ δεν ήταν εκεί, ούτε θα ερχόταν ποτέ. Ήταν ευτύχημα που είχε φύγει για την Αμερική, πληρωμένος αδρά από τα αδέρφια της για να εγκαταλείψει τα όποια συζυγικά του δικαιώματα. Ο πόνος στο στήθος της έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. «Μπορούμε να καθίσουμε αν το προτιμάτε». Τα μαύρα μάτια του Κόλριτζ την κοίταξαν με έγνοια. «Όχι. Θέλω να χορέψω». Η μουσική της ορχήστρας ήταν όμορφη και η γαρδένια στο φόρεμα ανέδιδε το μεθυστικό άρωμά της. Η Λουσίντα έπρεπε να μάθει να ζει ξανά, να γελά, να χορεύει και να αγγίζει έναν άντρα χωρίς να τραβιέται. Η μαγική επίδραση του κρασιού άρχισε να απλώνεται μέσα της, ενώ στη μια πλευρά του δωματίου ο Ασερ και η Έμεραλντ την παρατηρούσαν χωρίς καμία ανησυχία στα μάτια τους.
Δυο χρόνια εξορίας. Το μεταξένιο μεσοφόρι της ήταν δροσερό πάνω στο δέρμα της και ο Έντμουντ Κόλριτζ κρατούσε όλο και πιο σφιχτά τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. Τη διεκδικούσε με κάθε διακριτικότητα. Η Λουσίντα δεν κοίταξε το πρόσωπό του. Ήταν πολύ νωρίς. Ήταν πολύ γρήγορα. Ευχήθηκε αυτά τα δάχτυλα να ήταν σκεπασμένα με χρυσά δαχτυλίδια και, μια ουλή να μισοφαινόταν κάτω από τη λευκή μανσέτα του πουκαμίσου του. Τέιλεν. Μερικές φορές μπορούσε να τον μυρίσει, τη νύχτα, όταν μέσα στην απόλυτη σιωπή σκάλιζε τα σκοτεινότερα βάθη της μνήμης της. Άρωμα λεμονιού, καπνός ξύλου και η μυρωδιά του πόθου. Δάγκωσε το χείλι της κι έδιωξε μακριά τη σκέψη. Τα πράσινα γελαστά μάτια και τα κοντά μαύρα μαλλιά έγιναν καπνός. «Θα επιστρέφετε σύντομα στο Λονδίνο;» Ήταν μια άλλη φωνή. Ο Έντμουντ. «Δεν είμαι σίγουρη. Τα αδέρφια μου νομίζουν πως θα έπρεπε, αλλά...» «Τότε ελάτε μαζί μου. Αφήστε με να σας συνοδεύσω στο χορό των Σίμσον». Τώρα το ενδιαφέρον του είχε δηλωθεί απερίφραστα, το ίσως με το οποίο έπαιζε η Λουσίντα είχε μετατραπεί σε βεβαιότητα. Το παιχνίδι του φλερτ, το κυνήγι και η πολιορκία είχαν ξεκινήσει. Η καρδιά της βούλιαξε. «Είμαι παντρεμένη γυναίκα, μιλόρδε». «Μια παντρεμένη γυναίκα δίχως σύζυγο». Τα λακκάκια στα μάγουλά του τον έκαναν να δείχνει νεότερος απ’ ό, τι ήταν, ένας φιλικός και ευγενικός άντρας που αφιέρωνε χρόνο και προσπάθεια να ψυχαγωγήσει μια θλιμμένη γυναίκα. Φίλος του Κρίστο και άνθρωπος που ενέκριναν και τα άλλα αδέρφια της, αυτός ο άντρας συγκέντρωνε όλα τα στοιχεία ενός αξιοπρεπούς και έντιμου ατόμου. Του επέτρεψε να τη φέρει λίγο πιο κοντά του, έτσι που η ανάσα του τώρα άγγιζε το πρόσωπό της. «Θα ήθελα να σας δω να γελάτε, Λουσίντα». Όταν οι μηροί του πίεσαν τους δικούς της, ο σφυγμός της άρχισε να χτυπάει τρελά. Ο Κόλριτζ δεν ήταν αινιγματικός και ανεξιχνίαστος σαν τον Αλντεργουορθ, που έκρυβε τόσα μυστικά πίσω από το σκληρό κέλυφος της δυσπιστίας του. Όταν τελείωσε ο χορός ο Έντμουντ την οδήγησε στο αίθριο της αίθουσας. Πάνω από τη γυάλινη οροφή τα αστέρια λαμπύριζαν και αμέτρητα φυτά τούς περιέβαλλαν στο μισοσκόταδο. Ήξερε πως θα τη φιλούσε πριν ακόμα γείρει επάνω της. Το είδε στα μάτια και το πρόσωπό του, διέκρινε τον πόθο που αποτυπωνόταν ακόμα και στους πιο ντροπαλούς άντρες. Δεν τον έδιωξε μακριά της απλά περίμενε, καθώς τα χείλη του άγγιζαν τα δικά της αναζητώντας εκείνο που αναζητούσαν όλοι οι εραστές: τη μαγεία και το όνειρο.
Ήταν ένα φιλί απαλό στην αρχή κι ύστερα πιο επίμονο. Η γλώσσα του εισχώρησε στο στόμα της διερευνητικά, με ελπίδα. Η Λουσίντα ένιωσε τον πόθο του, όμως δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να ανταποκριθεί. Μέτρησε δέκα δευτερόλεπτα πριν ο Έντμουντ απομακρυνθεί με μάγουλα ξαναμμένα και τραχιά ανάσα. Θλίψη την κυρίεψε όταν την κράτησε στην αγκαλιά του. Τίποτα. Ένα απέραντο κενό. Καθώς σκούπιζε το στόμα της όταν εκείνος δεν την κοιτούσε, ένιωσε το ύφασμα τραχύ πάνω στο στόμα της. «Σας ευχαριστώ». Έντιμος και ευγενικός. Όσο κι αν προσπάθησε να του χαμογελάσει, μέσα της πόνεσε για όσα είχαν χαθεί. Ο Αλντεργουορθ την είχε σφραγίσει με πολλούς τρόπους. Ο Έντμουντ Κόλριτζ ήταν το αντιπροσωπευτικό είδος του γόη τον οποίο θα έπρεπε να προσπαθεί να σαγηνεύσει, αλλά... «Ίσως πρέπει να πάμε πάλι μέσα. Κάνει ψύχρα εδώ». Το τρέμουλό της ταραχής της ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. «Φυσικά, αγαπητή μου. Ένα μεταξωτό φόρεμα δεν είναι αρκετά ζεστό για βράδυ καλοκαιριού. Θα έπρεπε να το σκεφτώ. Συγνώμη». Καλοί τρόποι και αβροφροσύνη. Το χαμόγελο στο πρόσωπό της έκανε τους μυς στα μάγουλά της να πονούν καθώς η Λουσίντα συνόδευε τον Έντμουντ στην τραπεζαρία. * * * «Ο Έντμουντ φαίνεται παραπάνω από γοητευμένος μαζί σου, Λούσι». Ο Κρίστο την πλησίασε όταν η Λουσίντα τελείωσε την κουβέντα της με την Μπίατρις. «Είναι καλός άνθρωπος και ενδιαφέρεται να σε γνωρίσει περισσότερο». «Ε καλά, είμαι σίγουρη ότι ενδιαφέρεται για όλες τις νεαρές κοπέλες της υψηλής κοινωνίας. Οι τρόποι του είναι άψογοι και είναι πολύ ευχάριστος και ειλικρινής σαν συντροφιά». Ο Κρίστο συνοφρυώθηκε. «Τέτοιος τυπικός έπαινος συνήθως είναι κακό σημάδι...» Τα μαύρα μάτια του την παρατήρησαν προσεκτικά και κάτω από το φως των πολυελαίων λαμπύριζαν μέσα τους χρυσαφιές ανταύγειες. Η Λουσίντα τον χτύπησε απαλά με τη βεντάλια της. «Δεν έχω βγει στην αναζήτηση... ερωτικού συντρόφου». Ο Κρίστο ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο. «Το ελπίζω. Φαντάζομαι όμως ότι ο Έντμουντ έχει στο νου του κάτι πιο μόνιμο». Πήρε το χέρι της και διακινδύνευσε να της δώσει μια συμβουλή. «Αν δεν αποφασίσεις σύντομα να συνεχίσεις τη ζωή σου, Λούσι, οι ευκαιρίες μπορεί να σταματήσουν να παρουσιάζονται». «Μιλάς για υποψήφιους θαυμαστές σαν να ήμουν χήρα, Κρις». Τα λόγια της είχαν θυμό και
ξαφνιάστηκε όταν ο αδερφός της την οδήγησε από τη σάλα προς τη βιβλιοθήκη του. Μόλις βρέθηκαν εκεί ο Κρίστο έβαλε για τον ίδιο μια γερή δόση μπράντι και, όταν η Λουσίντα αρνήθηκε την προσφορά του να της βάλει ένα ποτό, έβαλε πάλι το πώμα στο μπουκάλι. «Ήρθε κι άλλο γράμμα». Τα λόγια του τη σόκαραν. Ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το κεφάλι της και η καρδιά της χτύπησε δυνατά. «Από τον Αλντεργουορθ; Πότε;» «Την περασμένη εβδομάδα. Η σφραγίδα του ταχυδρομείου είναι από την Τζόρτζια». «Και γιατί δε μου το έδωσες νωρίτερα;» «Ήξερα ότι απόψε θα ερχόταν ο Έντμουντ και μου ζήτησε μια ευκαιρία να σε φλερτάρει. Ήλπισα...» «Τι ήλπισες; Ότι ο νόμος θα ακύρωνε όλα όσα έγιναν ανάμεσα σ’ εμένα και τον Αλντεργουορθ; Ότι θα έβρισκα επιτέλους έναν άντρα που όλοι εγκρίνετε; Ήλπισες ότι η καλοσύνη του φίλου σου θα έσβηνε το σκάνδαλο της ατίμωσής μου; Αυτά ήλπισες;» Είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της διακόπτοντας τις δικαιολογίες του. «Πού είναι;» Αφού έψαξε σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του, ο Κρίστο πήρε ένα φάκελο και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν καθαρός και αδρός, εντελώς διαφορετικός από το γράμμα που είχε ήδη πάρει η Λουσίντα. Η χαρά της γκρεμίστηκε. Λαίδη Λουσίντα Έλσμιρ. Γκρέιβσον Έσεξ. Έπλεξε τα δάχτυλά της για να μην αρπάξει το χαρτί. Μήπως ο Τέιλεν ήταν νεκρός; Μήπως αυτή η επιστολή την ενημέρωνε για κάποιο ατύχημα, για μια αρρώστια ή για την κουρασμένη ψυχή που επιτέλους βρήκε ανάπαυση; Μήπως είχε ξαναπαντρευτεί, είχε αποκτήσει παιδιά από μια νέα ερωμένη, βρήκε χρυσάφι, έχασε ένα χέρι, είχε τραγικό θάνατο από δυσεντερία, ευλογιά ή γρίπη; Τελικά προχώρησε ως εκεί και πήρε το φάκελο. «Μίλησες στον Ας γι’ αυτό;» Ο Κρίστο κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Τότε, σε παρακαλώ, μην το κάνεις». «Πρέπει να είσαι προσεκτική, Λούσι. Ο Αλντεργουορθ είναι διεφθαρμένος και ψεύτης. Χρησιμοποιεί τις γυναίκες για την ευχαρίστησή του και δεν τον ενδιαφέρει τι πληγές αφήνει πίσω του. Από την άλλη μεριά, ο Κόλριτζ είναι αξιόπιστος».
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει μια μελωδία και η βαθιά φωνή του Άσερ τράβηξε την προσοχή τους. «Ξεκίνησαν οι ομιλίες». Η Λουσίντα χάρηκε για τη διακοπή. «Πρέπει να γυρίσουμε στην αίθουσα του χορού». Δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε σε μια μικρή θήκη στο τσαντάκι της. Ο Κρίστο δεν έκανε κανένα σχόλιο, αλλά της έγνεψε να περάσει πρώτη, πριν σβήσει τη λάμπα πάνω στο γραφείο του. * * * Μόλις μπόρεσε να δραπετεύσει απ’ τη γιορτή χωρίς να προ-καλέσει υποψίες, η Λουσίντα ανέβηκε τις σκάλες μέχρι το δωμάτιο που της είχαν παραχωρήσει στο Γκρέιβσον, νιώθοντας μέσα της ένα μείγμα ελπίδας και φόβου. Αισθάνθηκε την παρουσία του φακέλου μέσα στην τσάντα της σχεδόν σαν κάτι ζωντανό που την προκαλούσε. Μπαίνοντας στο δωμάτιό της, ζήτησε από την καμαριέρα της να ξεκουμπώσει την πλάτη του φορέματος της και, παρι-στάνοντας την κουρασμένη, ζήτησε να μείνει μόνη. Ύστερα κλείδωσε και μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης έγειρε πίσω στη βαριά δρύινη πόρτα. Επιτέλους, ελεύθερη να διαβάσει το γράμμα από την Τζόρτζια. Έσκισε το επάνω μέρος του φακέλου με αγωνία, προσέχοντας να μην καταστρέψει ό,τι βρισκόταν μέσα. Μπροστά της εμφανίστηκε ένα απόκομμα εφημερίδας, διπλωμένο έτσι ώστε να φαίνεται ένας τίτλος. «Ο Έλσμιρ χτυπάει φλέβα χρυσού και το κάνει με στυλ». Το άρθρο μιλούσε για το γλέντι του Τέι Έλσμιρ σε κάποιο κακόφημο σαλούν μαζί με ένα μεγάλο αριθμό γυναικών, δίνοντας στη συνέχεια λεπτομέρειες για το ξέφρενο πάρτι και τη φασαρία που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Το ίδιο αχαλίνωτος, λοιπόν, όπως και στο Άλντεργουορθ; Απαράλλαχτος. Αμετανόητος. Εκείνη βρισκόταν στην Αγγλία νοσταλγώντας κάτι που για εκείνον δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη, ενώ ο Τέιλεν γλεντοκοπούσε με γυναίκες πρόθυμες, χωρίς αμφιβολία, να του παραχωρήσουν όποια χάρη τους ζητούσε. Καταπίνοντας με νευρικότητα, η Λουσίντα γλίστρησε με την πλάτη στο πάτωμα και κάθισε τριγυρισμένη από κόκκινο μετάξι. Το δάχτυλό της ανίχνευσε τα κατορθώματα ενός συζύγου ο οποίος σε κάθε νέα εξέλιξη των γεγονότων φαινόταν προορισμένος να την απογοητεύει. Ένα δεύτερο, μικρότερο κομμάτι χαρτί τράβηξε ξαφνικά την προσοχή της και το σήκωσε στα χέρια της. Λουσίντα
Υποθέτω πως αυτός είναι ο δραπέτης σύζυγός σας. Ίσως, δεδομένου του σημαντικού θησαυρού τον οποίο ανακάλυψε, να είναι σκόπιμο να τον αναζητήσετε ξανά. Έστειλα αυτό το γράμμα στο Γκρέιβσον με την ελπίδα ότι ο αδερφός σας θα σας το μεταβιβάσει, καθώς δεν έχω ιδέα ποια είναι η νέα διεύθυνση σας. Μετά τιμής Άντονι Μπράουν Τσαλάκωσε το χαρτί, πήγε στο τζάκι και το πέταξε στις φλόγες. Το χαρτί άρπαξε αμέσως και η μια άκρη του άρχισε να καίγεται, ώσπου έγινε ολόκληρο στάχτη. Ο Άντονι Μπράουν, ο αδερφός μιας φίλης από το σχολείο. Πάντα τον αντιπαθούσε. Το βλέμμα της στράφηκε πάλι στο απόκομμα της εφημερίδας. Αν είχε λίγο μυαλό, θα έπρεπε να το ρίξει κι αυτό στις φλόγες. Αλλά δεν το έκανε. Μισούσε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της και τους πνιχτούς λυγμούς της. Ποτέ δε θα σταματούσε να την πληγώνει ο Τέιλεν Έλσμιρ με την παράφορη και επιπόλαιη ιδιοσυγκρασία. Το νέο επεισόδιο διαδραματιζόταν σε μια μακρινή χώρα, όμως η ιστορία επαναλαμβανόταν. Το όνομά του διασυρόταν και οι προθέσεις του ήταν ύποπτες. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που είχε παντρευτεί η Λουσίντα. Ασταθής, ανερμάτιστος και ασύδοτος. Σκούπισε το δάκρυ που είχε στάξει πάνω στην εφημερίδα και κράτησε το γράμμα πάνω στην καρδιά της. «Πού είσαι;» ψιθύρισε μέσα στη νύχτα.
Κεφάλαιο 7 Λονδίνο -1834 Τα χρυσά νομίσματα ήταν βαριά στο χέρι του Τέι καθώς τα σήκωνε πάνω στο τραπέζι. Ξεχύθηκαν μέσα από την τσάντα με τα μεγαλα κόκκινα γράμματα του Ομοσπονδιακού Νομισματοκοπείου της Ατλάντα και έπεσαν κουδουνίζοντας πάνω στην επιφάνεια από σκούρο μαόνι. «Ορίστε η αποπληρωμή της δωροδοκίας σου, Κάρισ-μπρουκ και μάλιστα με όλους τους τόκους. Τώρα θέλω πίσω τη σύζυγό μου». Ο Ασερ Γουέλιγχαμ στεκόταν όρθιος μέσα στη βιβλιοθήκη του. «Δέχτηκες το ποσό για να εξαφανιστείς για πάντα». «Αυτή ήταν δική σου προσδοκία, Κάρισμπρουκ, όχι δική μου. Η δούκισσά μου κι εγώ θα φύγουμε για την εξοχική έπαυλή μας αύριο πρωί πρωί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να μας σταματήσεις». «Μόνο πάνω από το πτώμα μου, κάθαρμα». Χωρίς καμία προειδοποίηση ο δούκας άρπαξε τον Τέι απ’ το λαιμό πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει. Η καρέκλα δίπλα στο γραφείο αναποδογύρισε ενώ τα δάχτυλά του τον έσφιγγαν τόσο, που του έκοβαν την ανάσα.
Όμως ο Τέιλεν ήταν δέκα χρόνια νεότερος από το μεγαλύτερο αδερφό της Λουσίντα και πολύ πιο μυώδης. Ο χρόνος που πέρασε στην Τζόρτζια τον βοήθησε επίσης αρκετά στη φυσική του κατάσταση. Μ’ ένα σβέλτο στρίψιμο κύλησε στο πλάι και σήκωσε τις γροθιές του. «Δε θέλω να σε χτυπήσω, Κάρισμπρουκ. Θέλω μόνο αυτό που μου ανήκει». «Η αδερφή μου δε σου ανήκει». «Ενώπιον του Θεού και όσων η γνώμη μετράει, η Λουσίντα είναι γυναίκα μου». Δεν είχε σκοπό να εμπλακεί σε καβγά, όμως μεταξύ τους υπήρχε άσχημο παρελθόν και, σ’ εκείνο το ίδιο δωμάτιο ο Τέι είχε ξυλοκοπηθεί άγρια. Δύσκολα, λοιπόν, μπορούσε να συγκρατήσει την οργή του. «Θα ’πρεπε να σε σκοτώσουμε τότε που είχαμε την ευκαιρία», μούγκρισε ο Άσερ. Ο Τέι γέλασε και μ’ ένα γρήγορο ελιγμό απέφυγε την επόμενη γροθιά. Δεν ήθελε να λεκιάσει με αίματα το σμόκιν του, γιατί βιαζόταν να πάει σ’ ένα χορό. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία και τότε τα δάχτυλά του βρήκαν τις αρτηρίες στο λαιμό του αντιπάλου του. Όλα τελείωσαν σε δυο λεπτά, το συγκεκριμένο σημείο πίεσης τον βοήθησε να ξεμπερδέψει εύκολα. Οι καβγάδες στην Νταλόνεγκα της κομητείας Λάμπκιν ήταν ιδιαίτερα σκληροί και το χρυσάφι στο Γουόρντ’ς Κρικ, πάνω στα βουνά της βόρειας Τζόρτζια, αποτελούσε πολύ ισχυρό κίνητρο. Σχεδόν λυπήθηκε βλέποντας το δούκα του Κάρισμπρουκ πεσμένο στο πάτωμα, όταν όμως ήλεγξε το σφυγμό του είδε πως ήταν φυσιολογικός και ήξερε πως την επόμενη μέρα ο δούκας θα ένιωθε και πάλι μια χαρά. Αρκετά ντροπιασμένος, πιθανόν, όμως ο ίδιος είχε κάνει χειρότερα τρία χρόνια πριν και ο Τέι δεν μπορούσε να αισθανθεί τύψεις. Έστρωσε το σακάκι του και κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Δέκα και μισή. Η σύζυγός του περνούσε τη βραδιά στο χορό των Κρόξλι στην Κούρος Στρητ, όχι μακριά από εκεί. Χαμογέλασε. Παραήταν εύκολο. Βγήκε από τη βιβλιοθήκη και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ύστερα πήρε το καπέλο και την κάπα του από τον υπηρέτη και τον ευχαρίστησε δίνοντάς του ένα νόμισμα πριν βγει έξω στη νύχτα. * * * Εκείνος είχε επιστρέφει. Το κατάλαβε από τους ζωηρούς ψιθύρους που κυκλοφορούσαν μέσα στην αίθουσα του χορού, σε καθέναν απ’ τους οποίους άκουγε το όνομά του. «Ο δούκας του Άλντεργουορθ είναι εδώ, γύρισε απ’ την Αμερική και μάλιστα είκοσι φορές πιο πλούσιος απ’ όσο ήταν ποτέ ο πατέρας του». Η Λουσίντα ένιωσε όλα τα μάτια επάνω της καθώς στεκόταν δίπλα σε μια κολόνα της αίθουσας χορού του Κρόξλι. Δίπλα της η Πόζι Τόμκινς κρατούσε σφιχτά το χέρι της. Η στιγμή που φοβόταν τα τελευταία τρία χρόνια τελικά είχε φτάσει. Η ανάσα είχε παγιδευτεί στο λαιμό της και η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Όχι, δε θα λιποθυμούσε, ούτε θα το έβαζε στα πόδια. Στο κάτω κάτω δεν έφταιγε εκείνη για όλα αυτά
και δε θα άφηνε τον ΤέιλενΈλσμιρ να την κάνει να νιώσει το αντίθετο. «Έρχεται προς τα εδώ, Λους». Η Πόζι με δυσκολία πρόφε-ρε τις λέξεις. «Και μας κοιτάζει». «Τότε κι εμείς θα του φερθούμε με τρόπο που δεν το περιμένει», αποκρίθηκε και φόρεσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Σκέφτηκε έκπληκτη πως ήταν πολύ εύκολο να το κάνει αυτό και ο ζεστός χαιρετισμός της έκανε τους αδιάκριτους να μπερδευτούν. «Υψηλότατε». Η Λουσίντα προσπάθησε να κάνει τον τόνο της φωνής της φιλικό, ευχάριστο, σαν να απευθυνόταν σε μια αδιάφορη γνωριμία, κάποιον άνθρωπο από το παρελθόν τον οποίο δεν είχε ξανασκεφτεί από την τελευταία φορά που τον συνάντησε. «Αγαπητή μου δούκισσα». Η φωνή του είχε βαθύνει περισσότερο αυτά τα τρία χρόνια μεταξύ του καταναγκαστικού γάμου τους και της αναπάντεχης επιστροφής του. «Δεν περίμενα να σας βρω εδώ στην πόλη». Ήταν ακόμα όμορφος. Τα μαλλιά του τώρα ήταν πολύ μα-κρύτερα και τον έκαναν να φαίνεται ακόμα πιο απειλητικός. Τρομερός. Ήταν η μόνη λέξη που μπορούσε να περιγράφει τον άντρα που στεκόταν μπροστά της, ντυμένος στα μαύρα απ’ την κορφή ως τα νύχια, εκτός από τη λευκή γραβάτα που ήταν χαλαρά δεμένη στο λαιμό του, με τον στυλ ενός ανθρώπου αδιάφορου για τη μόδα. «Επιδίδεστε ακόμα στην τέχνη της υποκρισίας;» Η απροσδόκητη επίθεση την ξάφνιασε και αποφάσισε να αντεπιτεθεί. «Κι εσείς επιδίδεστε ακόμα στην εκμετάλλευση αθώων στο όνομα της ελεύθερης βούλησης;» Μια άγρια λάμψη πέρασε φευγαλέα από τα μάτια του σ’ ένα πρόσωπο σκληρό σαν πέτρα. Ψυχρός, απόμακρος. Έσφιξε θυμωμένη τις γροθιές στα πλευρά της, όταν το συνειδητοποίησε όμως χαλάρωσε αμέσως τα δάχτυλά της. Ένιωθε ευγνώμων για τη διακριτικότητα της Πόζι να απομακρυνθεί έτσι ώστε η συζήτησή τους να παραμείνει προσωπική. «Άκουσα πως επιστρέψατε στην Αγγλία, Υψηλότατε». «Σίγουρα σας ενημέρωσαν τα αδέρφια σας, λοιπόν», της αντιγύρισε, παίρνοντας το χέρι της και τραβώντας την προς την πίστα. «Ελάτε όμως, ας πάψουμέ να δίνουμε τροφή στις κακές γλώσσες και ας χορέψουμε. Έτσι θα μπορέσουμε να μιλήσουμε κιόλας». Για να μη δημιουργήσει σκηνή, η Λουσίντα τον άφησε να την παρασύρει σε ένα βαλς, αφού τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του. «Οι φήμες έλεγαν ότι θα μένατε στις ανατολικές ακτές της Αμερικής για πολλά χρόνια, συμμετέχοντας δίχως άλλο σε όλες τις προκλήσεις που έχουν εκείνες οι πόλεις να προσφέρουν». Ο Τέιλεν γέλασε με την καρδιά του· απολάμβανε πολύ το σκάνδαλο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του. Ο θυμός της φούντωσε. Η Λουσίντα είχε δει άλλωστε την ανη-θικότητά του σ’ όλο το
μεγαλείο της όταν διάβασε το απόκομμα που της είχε στείλει ο Μπράουν. «Ο αδερφός σας ο Άσερ μου είπε το ίδιο πράγμα απόψε». «Πήγατε στο σπίτι των Γουέλιγχαμ; Γιατί;» «Για να εξοφλήσω το χρέος μου», αποκρίθηκε, «και να δηλώσω τις προθέσεις μου». Σώπασε για μια στιγμή σαν να μάζευε το κουράγιο του γι’ αυτό που θα έλεγε στη συνέχεια. «Όχι όλες, όμως. Κράτησα την καλύτερη πρόταση μόνο για τα δικά σας αυτιά». Ένας κρύος φόβος σύρθηκε σαν φίδι στην πλάτη της. «Θέλετε διαζύγιο, το δίχως άλλο». Το γέλιο του τη σάστισε. «Όχι διαζύγιο, αγαπητή μου σύζυγε, αλλά έναν κληρονόμο. Κι αφού είστε η μόνη γυναίκα που μπορεί από το νόμο να το κάνει, τότε το καθήκον σάς ανήκει ολοκληρωτικά». Ακούγοντάς τον, η Λουσίντα κόντεψε να πέσει και ο Τέιλεν τη συγκρότησε ώσπου ξαναβρήκε την ισορροπία της. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν και μέσα στα πράσινα μάτια του Τέιλεν Έλσμιρ, του έκτου δούκα του Άλντεργουορθ, δεν υπήρχε ούτε ίχνος από χιούμορ. Σοβαρολογούσε απολύτως. Το σοκ τής έδωσε το θάρρος να απαντήσει. «Τότε έχετε στ’ αλήθεια πρόβλημα, γιατί είμαι η τελευταία γυναίκα στον κόσμο που θα ξαναπλάγιαζε ηθελημένα στο κρεβάτι σας. Σίγουρα καταλαβαίνετε το γιατί». Τα λόγια της χρωμάτιζε απογοήτευση και οργή, ενώ οι νότες του Στράους πλημμύριζαν την αίθουσα και οι πολυέλαιοι σκόρπιζαν μια απαλή λάμψη πάνω στις πολύχρωμες τουαλέτες. Η υψηλή κοινωνία καμάρωνε για τα προνόμιά της. Μα υπήρχε και η άλλη όψη. Το σκάνδαλο. Αυτό που εκδηλωνόταν τώρα στον τρόπο που τα χέρια του την έσφιγγαν επάνω του, παρ’ όλο που η Λούσι προσπαθούσε να αποτραβηχτεί. Το σκάνδαλο στον τρόπο που το δέρμα του χάιδευε διακριτικά το δικό της. Οι αναμνήσεις πήραν τον έλεγχο από την πραγματικότητα και η σάλα έσβησε γύρω της κι έμεινε μόνο η αίσθηση των χεριών του πάνω στη γύμνια της, η μυρωδιά του μπράντι, η υποκρισία κι ένας βεβιασμένος και εφιαλτικός γάμος μέσα σ’ εκείνο το παρεκκλήσι. Ακόμα και ο ιερέας δεν την είχε κοιτάξει στα μάτια όταν πρόφερε τα λόγια: «Να τον έχεις στο πλευρό σου από σήμερα και για όλη τη ζωή σου...» Ο Τέιλεν Έλσμιρ πάντως είχε μείνει μόνο μερικές ώρες. Ο σύζυγός της. Ένας διαφορετικός, πιο σκληρός άντρας από εκείνον που την είχε εγκαταλείψει τότε, τώρα επέστρεφε απαιτώντας ένα νόμιμο διάδοχο. Η Λουσίντα ήθελε να τον χαστουκίσει, εκεί, μέσα στην αίθουσα χορού κι εκείνος το ήξερε αυτό. Χρειάστηκε να αντλήσει από μέσα της πολλή θέληση για
να μην το κάνει. «Ακόμα κι αν δεν είχε μείνει κανένας άλλος άντρας σ’ όλη τη χριστιανοσύνη εκτός από σένα, πάλι δε θα...» Ο Τέιλεν διέκοψε το ξέσπασμά της. «Θα σου παραχωρήσω την αποκλειστική χρήση της έπαυλης των Άλντεργουορθ στο Λονδίνο μόλις γεννηθεί ο πρώτος γιος μας και θα σου πληρώνω ένα επίδομα που θα σε βοηθά να ζεις ανεξάρτητη μέσα στις ανέσεις». Εκβιασμός και δωροδοκία. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αλλά εκείνος δε μίλησε. «Θέλω ένα διάδοχο κι ύστερα θα έχεις την ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις για την υπόλοιπη ζωή σου. Θα είσαι ανεξάρτητη και αυτόνομη. Ένα διάδοχο τον οποίο θα έχεις το δικαίωμα να αναθρέψεις μέχρι την ηλικία των δέκα χρόνων. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το Ίτον». «Κι αν το παιδί είναι κορίτσι;» «Τότε θα καταγγείλω όλες τις συμβάσεις, αλλά θα σου παρέχω έτσι κι αλλιώς αυτά που σου προτείνω. Δε θα σε κρατήσω για πάντα δέσμια σ’ αυτή τη συμφωνία». Η Λουσίντα συνοφρυώθηκε, μη πιστεύοντας όσα άκουγε. «Υπάρχουν γυναίκες που θα δέχονταν με ενθουσιασμό την προσφορά σας, Υψηλότατε, αν παίρνατε διαζύγιο και παντρευόσασταν ξανά». «Το ξέρω». «Τότε γιατί;» «Λύτρωση». Δεν της έδωσε καμία άλλη εξήγηση, μόνο της χαμογέλασε. Το λακκάκι στο δεξί μάγουλό του ήταν πολύ όμορφο. Η Λουσίντα ένιωσε τους μυς της να κάνουν συσπάσεις. Ελευθερία με αντάλλαγμα το κορμί της; Ο Άλντεργουορθ την είχε ήδη απολαύσει μια φορά και η Λουσίντα δεν ήταν πια νέα. Αυτές οι σκέψεις την τρόμαζαν. «Δε θα σας βιάσω αν αυτό σκέφτεστε». «Κοινή συναίνεση μπορεί να μην υπάρξει ποτέ». Πρόφερε αυτά τα λόγια με όσο περισσότερη περιφρόνηση μπορούσε. «Στοιχηματίζω όλο το χρυσάφι μου πως θα υπάρξει». Η σιγουριά στη φωνή του ήταν ανησυχητική. Μπορούσε να το κάνει; Να παίξει το ρόλο της πόρνης για ένα σύζυγο τον οποίο δεν εμπιστευόταν και να πουλήσει το κορμί της για μια ελευθερία που δεν είχε ποτέ της; Πριν τρία χρόνια ούτε που θα σκεφτόταν μια τέτοια τερατώδη πρόταση, η σημερινή Λουσίντα όμως είχε ωριμάσει πολύ. «Το θέλω γραπτώς. Θέλω εκατό λίρες για κάθε φορά που θα πλαγιάζω μαζί σου και άλλες εκατό για
κάθε μήνα που θα χρειαστεί ώσπου να μείνω έγκυος. Κανείς δεν πρέπει να μάθει όμως γι’ αυτή τη συμφωνία και σε δημόσιους χώρους θα μου πλέκετε μόνο εγκώμια. Καταλάβατε; Σε καμία περίπτωση δε θα γίνω αντικείμενο περιφρόνησης, γιατί αν μάθουν ποτέ τα αδέρφια μου τι ακριβώς μου προτείνατε...» Δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Θα υπάρξουν κι άλλες απειλές. Ωστόσο θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ έναν όρο. Για τη σύλληψη του παιδιού ζητώ να περνάτε ολόκληρη τη νύχτα στο κρεβάτι μου, σε χρόνο δικής σας επιλογής. Όχι βιαστικά πράγματα. Θέλω να ξαπλώνω στο φως του φεγγαριού και να μαθαίνω το κορμί σας όπως ξέρω το δικό μου. Με όλες τις αισθήσεις μου». Γύρισε το πρόσωπό της στο πλάι για να μην του δείξει αυτό που φανταζόταν πως υπήρχε στην έκφρασή της -τρόμος και λαχτάρα συνάμα. Μέσα της παλλόταν ο ηδονικός απόηχος μιας ανάμνησης. Δε θα του έδειχνε ούτε ίχνος από τον πόνο, την οργή και την ντροπή με την οποία ζούσε από την ημέρα που ο Άλντεργουορθ την εγκατέλειψε. Δε θα του έλεγε τίποτα απ’ όλα αυτά μέχρι να πάρει στα χέρια της τα έγγραφα της έπαυλης και να φτιάξει τη δική της ξεχωριστή ζωή. Της είχε μιλήσει για λύτροοση. Ίσως να ήταν και δική της λύτρωση αυτή η απροσδόκητη απομάκρυνση από τη γενναιοδωρία και την καλοσύνη των αδερφών της. Αλλά και από το κουτσομπολιό που τελικά δεν είχε σταματήσει ποτέ και την ακολουθούσε σε κάθε βήμα της. Η ξεχασμένη σύζυγος. Η εγκαταλειμμένη νύφη. Η παρορμητική αδερφή των Γουέλιγχαμ που τελικά πλήρωσε τις απερισκεψίες της. «Η άμαξά μου θα σας παραλάβει μεθαύριο από την έπαυλη Γουέλιγχαμ και θα σας φέρει στο σπίτι μου. Θα φύγουμε νωρίς, γι’ αυτό φροντίστε να είστε έτοιμη όταν φτάσει». Κούνησε το κεφάλι της, καθώς ο αδιάφορος τόνος της διαταγής του την επανέφερε στην πραγματικότητα. Της μιλούσε όπως ένας λόρδος θα διέταζε τον υπηρέτη του να του ετοιμάσει τα ρούχα. «Τα αδέρφια μου θα με εμποδίσουν». «Τότε είναι στο χέρι σας να τους μεταπείσετε. Αλλά να θυμάστε πως είμαστε παντρεμένοι ενώπιον του Θεού για πάντα. Σας είπα τους όρους μου και δε θα συναινέσω ποτέ σε ένα διαζύγιο». Όταν η μουσική σταμάτησε ο Τέιλεν συνοδέυσε τη Λούσι πίσω στη θέση της κοντά στην κολόνα και τη φίλη της την Πόζι. «Να είστε έτοιμη στις εννέα την Πέμπτη, με όσες αποσκευές επιθυμείτε. Εγώ θα σας συναντήσω αργότερα στη Βόρεια Οδό». Και χωρίς άλλη λέξη ο Άλντεργουορθ έφυγε. * * * Τα είχε καταφέρει. Είχε κλείσει τη συμφωνία του με λιγότε-ρη δυσκολία απ’ όσο είχε φανταστεί. Η γενιά τωνΈλσμιρ του Άλντεργουορθ θα διασωζόταν. Ο Τέι διέσχιζε το πλήθος αναστατωμένος, διερωτώμενος γιατί ένιωθε τόσο αβέβαιος μέσα του. Η
γυναίκα του φορούσε ακόμα τη βέρα του γάμου τους. Τα υπόλοιπα δάχτυλά της ήταν γυμνά. Η ουλή στην παλάμη της είχε σβήσει, εκείνος όμως μπόρεσε να τη διακρίνει κάτω από το φως των πολυελαίων. Το ατύχημα της άμαξας είχε αφήσει εσωτερικά και εξωτερικά σημάδια. Ήταν πολύ πιο όμορφη από ό,τι τρία χρόνια πριν. Θυμόταν τα μάτια της πιο σκούρα, στην πραγματικότητα όμως είχαν το ζωηρό γαλάζιο του ανοιξιάτικου, γεμάτου υποσχέσεις ουρανού. Οι καμπύλες της είχαν μεστώσει ενώ η επιδερμίδα της παρέμενε μεταξένια και κατάλευκη. Τράβηξε τις άκρες του σακακιού του θυμωμένος με την αντίδραση του κορμιού του. Κοιτώντας πίσω του προσπάθησε να τη βρει ανάμεσα στον κόσμο και πράγματι την είδε να ξεχωρίζει, ψηλότερη και πιο όμορφη από τις υπόλοιπες γυναίκες. Είχε λεπτό σκελετό και τα κομψά μακριά μπράτσα της έδιναν την εντύπωση χορεύτριας. Η σκούρα μπλε τουαλέτα με την αφράτη δαντέλα στο λαιμό τόνιζε περισσότερο το χρώμα των ματιών της. «Διάβολε...» Μόλις βλαστήμησε, ο Τζόναθαν Γουίγκμορ, κόμης του Σεντ Άιβς, εμφανίστηκε δίπλα του σαν να απάντησε στο κάλεσμα. «Σ’ ενοχλεί το σμήνος των θαυμαστών που τριγυρίζει τη γυναίκα σου, Άλντεργουορθ; Ίσως χρειαστεί να το συνηθίσεις όμως, γιατί από πέρυσι που γύρισε στο Λονδίνο την έχει φλερτάρει κάθε λογικός άντρας. Απ’ όλους τους μνηστήρες ο Έντμουντ Κόλριτζ είναι ο επικρατέστερος. Του παραχωρεί περισσότερο χρόνο από ό,τι στους άλλους. Νομίζαμε, βλέπεις, πως είχες φύγει για πάντα». «Δηλαδή ήσουν κι εσύ ένας από τους θαυμαστές;» «Πράγματι, αν και δεν είχα μεγάλη επιτυχία οφείλω να πω. Οι αδερφοί της τη φυλάνε σαν Κέρβεροι». Για πρώτη φορά μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, ο Τέιλεν χαμογέλασε αυθόρμητα. Τελικά είχε ένα λόγο να ευχαριστεί τον Ασερ, τον Τάρις και τον Κρίστο Γουέλιγχαμ. «Υπήρχε ανέκαθεν κάτι πολύ εκλεπτυσμένο επάνω της. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έφυγες τότε». «Ήμουν ένας ανόητος εικοσιπεντάχρονος». «Και τώρα;» «Τώρα είμαι μεγαλύτερος και συνετότερος». Οι πρώτες νότες του επόμενου χορού δεν τον άφησαν να ακούσει τα υπόλοιπα, ενώ την επόμενη στιγμή είδε τη γυναίκα του να ξεκινάει μια καντρίλια μαζί με τον Κόλριτζ. Ο τελευταίος είχε ένα ύφος σαν να ένιωθε πως συνόδευε κάποιο σπάνιο και ανεκτίμητο θησαυρό. Εκείνη ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του επιτρέποντάς του να την πλησιάσει αρκετά ώστε να φαίνεται ανάρμοστο. Το ψέμα είχε πάντα απατηλή όψη. Θυμήθηκε πώς τον πα-γίδευσαν τα αδέρφια της και η οργή όλων αυτών των χρόνων ζωντάνεψε μέσα του. Γύρισε, έφυγε από το σπίτι και κάλεσε μια άμαξα αφού δεν είχε μπει στον κόπο να φέρει τη δική του. Από συνήθεια, υπέθετε, μαθημένος να κάνει οικονομία ακόμα και τώρα που είχε την ευχέρεια να διαθέτει όσες άμαξες ήθελε. Βολεύτηκε στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια του και άκουσε τον ρυθμικό ήχο από τις οπλές των αλόγων να αντηχεί στο δρόμο.
Η σύζυγός του ήταν όμορφη. Μα ο Τέιλεν διέκρινε κάτι άλλο μέσα στα γαλάζια μάτια της. Μια θλίψη σαν αυτή που τον συνόδευε στην παιδική του ηλικία. Φόβος μαζί με επκρυ-λακτικότητα. Μια μόνιμη επαγρύπνηση που δεν της ταίριαζε καθόλου. Βλαστήμησε τους Γουέλιγχαμ για την αυταρχική συμπεριφορά τους, τουλάχιστον όμως, σύμφωνα με τον Τζόναθαν Γουίγκμορ, είχαν προστατεύσει με τη στάση τους τη Λουσί-ντα. Ο Τέι ήξερε πως, αν ήθελε να πάρει τη σύζυγό του μαζί του, θα έπρεπε να έχει με το μέρος του έναν τουλάχιστον από αυτούς. Θα εστίαζε τις προσπάθειές του στον Τάρις. Ο μεσαίος αδερφός είχε μειωμένη όραση κι έτσι δεν μπορούσε να ασκήσει φυσική βία επάνω του κάθε φορά που θα ερχόταν αντιμέτωπος μαζί του. Μια παρέα γυναικών στέκονταν σε μια γωνία του δρόμου και τον κάλεσαν βλέποντάς τον από το παράθυρο. Ήταν το είδος των γυναικών που του κρατούσαν συντροφιά στις πόλεις της Τζόρτζια. Κάποιες απ’ αυτές ήταν καλές γυναίκες που κουβαλούσαν ένα παρελθόν σχεδόν τόσο δύσκολο όσο το δικό του. Ήταν λεπτή η διαχωριστική γραμμή που χώριζε την επιτυχία από την αποτυχία και ο Τέιλεν δεν έκρινε ποτέ τους ανθρώπους για τους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζαν τα βάσανά τους. Πάντα ένιωθε μόνος. Από την πρώτη στιγμή που κατάλαβε ότι οι γονείς του τον έβλεπαν σαν μπελά και προσπαθούσαν να τον ξεφορτωθούν με όποιο τρόπο μπορούσαν, αδιαφορώντας για το πόσο αξιόπιστοι ήταν αυτοί που αναλάμβαναν τη φροντίδα και την προστασία του. Ποτέ του δε θα μεγάλωνε τα δικά του παιδιά με τον τρόπο που τον είχαν μεγαλώσει οι δικοί του γονείς. Θα τα αγαπούσε, θα τα φρόντιζε και θα τα σεβόταν. Γέλασε πικρά με τον εαυτό του. Οι κληρονόμοι τους οποίους ήλπιζε να αποκτήσει βρίσκονταν από τα πριν παγιδευμένοι μεταξύ του μίσους της γυναίκας του και την αποστροφή των αδερφών της. Ξαφνικά ευχήθηκε με όλη την καρδιά του να ήταν όλα πολύ πιο εύκολα. * * * Η Λουσίντα είχε δει τον Τέιλεν Έλσμιρ να βγαίνει από την πόρτα παρέα με τον Τζόναθαν Γουίγκμορ πέντε λεπτά πριν. Το μόνο που επιθυμούσε μέσα της ήταν να φύγει, να δραπετεύσει από όλη αυτή τη φάρσα και να κλείσει την πόρτα στα κουτσομπολιά. Μα, αν το έκανε, οι φήμες θα οργίαζαν περισσότερο κι έτσι έμεινε, συζητώντας με ένα ζωηρό χαμόγελο στα χείλη. Μόνο η Πόζι καταλάβαινε πώς ένιωθε στ’ αλήθεια και η Λουσίντα προσπαθούσε να μην κοιτάζει προς τη μεριά της φίλης της. Απόψε είχε υιοθετήσει τη συμπεριφορά που προσπαθούσε φιλότιμα να αποκτήσει ένα χρόνο τώρα, ύστερα από την επιστροφή της στο Λονδίνο. Φαινόταν εξεζητημένη. Ευγενική. Μια εντελώς διαφορετική γυναίκα από την αξιοθρήνητη σύζυγο που περίμενε έναν άντρα ο οποίος δε θα γύριζε ποτέ. Και να που τώρα εκείνος είχε γυρίσει, πιο επιβλητικός από ποτέ, μπαίνοντας στη ζωή της σαν να μην είχε φύγει ποτέ και απαιτώντας από τη Λουσίντα να του δώσει ένα διάδοχο. Η συμφωνία που είχε κάνει μαζί του τώρα φαινόταν πιο τρομερή χωρίς τον Τέιλεν μπροστά της, την ίδια στιγμή όμως μέσα της είχε
ξυπνήσει κάποια από καιρό ξεχασμένη ερωτική ταραχή. Θα πλάγιαζε μαζί του κάποιες νύχτες, μέχρι το πρωί. Αυτό δεν της είχε πει; Ένα δειλό χαμόγελο ανασήκωσε τις άκρες των χειλιών της και όταν ο Έντμουντ Κόλριτζ ήρθε να τη ζητήσει σε χορό, η Λουσίντα έκανε μια όμορφη υπόκλιση και του έδωσε το χέρι της. * * * Αργότερα η Λουσίντα θυμόταν τη συζήτησή της με τον Τέιλεν Έλσμιρ ξαπλωμένη καθώς ήταν στο κρεβάτι της. Της είχε υποσχεθεί την ελευθερία να επιλέξει εκείνη πότε θα πλάγιαζαν μαζί και επιπλέον της είχε υποσχεθεί πως θα της ήταν πολύ ευχάριστο. Σε άλλη περίπτωση τέτοια αλαζονεία θα της φαινόταν απο-κρουστική, στα λόγια του Τέιλεν Έλσμιρ όμως υπήρχε μια αλήθεια που δεν τον άφηνε να ακούγεται αυτάρεσκος. Εξάλλου, όταν είχε χορέψει μαζί της στο χορό των Κρόξλι, το άγγιγμά του επάνω της της είχε προκαλέσει ταραχή. Ταραχή πρωτόγνωρη, που της είχε κόψει την ανάσα. Δεν ήθελε να ζήσει μαζί της κάτι φευγαλέο, αλλά είχε απαιτήσει μια ολόκληρη νύχτα. Δεν της πρότεινε κάποια περιστα-σιακή ερωτική σχέση, αλλά ένα ζευγάρωμα πολύωρο και... αδιανόητο. Η Λουσίντα δε βρισκόταν πια στην πρώτη νιότη και δεν είχε γνωρίσει ποτέ αυτά για τα οποία της μιλούσε. Ήταν θλιβερό, αλλά αληθινό. Έσπρωξε πίσω τα σκεπάσματά της, έβγαλε το νυχτικό της και πήγε μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της. Μπορεί να μην ήταν καλλονή με τα μικρά στήθη και το αδύνατο κορμί της, δεν ήταν όμως και χάλια. Γύρισε στο πλάι και προσπάθησε να φουσκώσει την κοιλιά της τεντώνοντας την πλάτη της. Πώς θα ήταν αν κουβαλούσε μέσα της ένα παιδί; Το δικό του παιδί; Το χέρι της χάιδεψε την κοιλιά της και χαμογέλασε. Ο Τέιλεν ίσως ήταν συνηθισμένος σε έμπειρες γυναίκες με καμπύλες, ερωμένες που ήξεραν να κάνουν έναν άντρα να νιώθει... όσα εκείνη δεν μπορούσε. Πώς μπορούσε η Λουσίντα να συγκριθεί μαζί τους; Το χαμόγελο στο πρόσωπό της έσβησε. Το χτύπημα στην πόρτα την ανάγκασε να φορέσει βιαστικά το νυχτικό και τη ρόμπα της. Η Έμεραλντ μπήκε στο δωμάτιο. Η έκφρασή της, όπως πρόσεξε η Λουσίντα, πρόδιδε δυσαρέσκεια. Ίσως έφταιγε η συζήτηση που είχαν κάνει νωρίτερα σχετικά με την πρόθεση της να ακολουθήσει τον Τέιλεν Έλσμιρ. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να φύγεις μαζί του, Λούσι. Βάζω στοίχημα ότι ο Άλντεργουορθ μπλοφάρει κι αν δεν υποκύ-ψεις θα αναγκαστεί να αποσύρει την απαίτησή του. Ο Έλσμιρ δεν είναι ένας άντρας που μπορείς να παίξεις μαζί του, Λούσι. Μου θυμίζει τους ναυτικούς του Μαριπόζα. Τραχείς, ωμοί και αιμοσταγείς, άνθρωποι που πέρασαν τόσο σκληρά παιδικά χρόνια, που η καλοσύνη άδειασε εντελώς από μέσα τους. Είναι χειρότερος από τα αδέρφια σου». «Δεν είναι πειρατής, Έμεραλντ. Είναι ένας δούκας». «Διαφέρει μόνο ο τίτλος. Αν θέλει κάτι, θα το αποκτήσει. Ελπίζω πως αυτό το κάτι δεν είσαι εσύ, γιατί,
αν πειράξει έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά σου, θα...» Η Λουσίντα βιάστηκε να τη διακόψει. «Είμαι παντρεμένη, Έμεραλντ. Και θέλω να γνωρίσω πώς είναι να είμαι παντρεμένη. Θέλω ένα παιδί κι ένα σπιτικό δικό μου». «Κι αυτό εδώ είναι δικό σου». «Όχι. Είναι του Άσερ, η κατοικία του δούκα που περνάει από γενιά σε γενιά στον κάθε κάτοχο του τίτλου. Δε θέλω να βρίσκομαι ακόμα εδώ όταν θα είμαι τριάντα χρονών κι αυτό δεν απέχει πολύ». Ξαφνικά η Έμεραλντ άρχισε να γελάει. «Ο Άσερ έχει χάσει τον ύπνο του από την ανησυχία γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί, ενώ στην πραγματικότητα εσύ θέλεις το αντίθετο από αυτό που νομίζει. Αγαπάς τον 'Αλντεργουορθ;» «Ούτε που τον γνωρίζω». «Μα είσαι πρόθυμη να τον γνωρίσεις;» «Ναι». Σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. «Θέλω να σου δώσω κάτι». ΗΈμεραλντ έβαλε το χέρι μέσα στο κορσάζ του νυχτικού της και έβγαλε ένα περιδέραιο που κρεμόταν στο λαιμό της. «Σ’ εμένα δεν είναι χρήσιμο πια, Λούσι, σου ορκίζομαι όμως πως είναι θαυμάσιο γούρι». Έβαλε τον πράσινο σκαλιστό νεφρίτη στο χέρι τηςΛουσίντα. «Για ευτυχία», εξήγησε. Μου το χάρισε μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Τζαμάικα και δεν το έβγαζα σχεδόν ποτέ από πάνω μου. Όμως τώρα θέλω να το πάρεις εσύ γιατί θα νιώθω πως φορώντας το θα είσαι ασφαλής». Τα δάχτυλα της Λουσίντα τυλίχτηκαν γύρω από το γούρι που ήταν ακόμα ζεστό από το δέρμα τηςΈμεραλντ. Ένας «επί πληρωμή διάδοχος» δε φαινόταν να ανταποκρίνεται σ’ αυτό το πνεύμα της ευτυχίας, όμως η Λουσίντα δεν είπε τίποτα. «Και κάτι ακόμα, Λούσι. Οι άντρες είναι απλοί, θυμήσου το αυτό και θα ξέρεις τι ακριβώς να κάνεις για να τους ευχαριστήσεις». Στο φως των κεριών, με τα μαλλιά λυμένα και τα τιρκουάζ μάτια της να λάμπουν, η Έμεραλντ έμοιαζε με κάποια νεράιδα από τα παιδικά βιβλία της Λουσίντα. «Απλοί;» «Χαίρονται με τις μικρές απολαύσεις. Το σεξ. Το φαγητό. Και την αγάπη, αν είναι ειλικρινής». Η δική μου δεν είναι. Παραλίγο να το πει φωναχτά, όμως, αντί γι’ αυτό, φόρεσε το περιδέραιο στο λαιμό της και ακούμπησε το νεφρίτη πάνω στην καρδιά της. Ο Τέιλεν συνάντησε τον Τάρις Γουέλιγχαμ στην παμπ Τα Τρία Αδέρφια στη λεωφόρο Γουόργουικ και χάρηκε όταν ο αδερφός της Λουσίντα έστειλε τον υπηρέτη του σε ένα άλλο, πιο μακρινό τραπέζι.
«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Ξέρω πως σε ειδοποίησα την τελευταία στιγμή». Ο Γουέλιγχαμ γέλασε. «Η ιδέα να σε συναντήσω σε μία συνωστισμένη παμπ με καθησύχασε πως δε θα χρησιμοποιήσεις σωματική βία, Άλντεργουορθ. Αν και τα λόγια μερικές φορές μπορούν να σε στραγγαλίσουν σαν δυο χέρια». «Μιλάς για την ελευθερία του λόγου με την ευρύτερη έννοια;» Ο Τέι δεν μπορούσε να μη νιώσει κάποιο σεβασμό για τη διάνοια του άλλου άντρα καθώς του απαντούσε. «Ακριβώς. Τι θέλεις, λοιπόν;» «Ζήτησα από την αδερφή σου να έρθει μαζί μου αύριο στο Άλντεργουορθ και δέχτηκε». «Της το ζήτησες ήδη;» «Χτες βράδυ στο χορό των Κρόξλι. Συμφώνησε». «Τότε θα πρέπει να είχε ισχυρό κίνητρο για να υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Δεν εκτιμά ιδιαίτερα το άτομό σου». Τα αδιαφανή μάτια τον παρατηρούσαν με ενοχλητική διορατικότητα. «Η Λουσίντα σε μισεί. Πώς αλλιώς πρέπει να το ακούσεις αυτό, Αλντεργουορθ; Ή μήπως είσαι από εκείνους που βλέπουν ελπίδες εκεί όπου δεν υπάρχουν, ή προτιμούν να χτυπούν μια ζωή το κεφάλι τους στον τοίχο παρά να ακούσουν μια ανεπιθύμητη αλήθεια;» «Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναφύγω. Η Λουσίντα είναι γυναίκα μου σύμφωνα με το νόμο και την Εκκλησία. Και τώρα έχω αρκετά χρήματα και την επιθυμία να τη φροντίσω». «Επιθυμία;» Ο Γουέλιγχαμ έγειρε ξάφνου μπροστά και άρπαξε με σιδερένια δύναμη το χέρι του Τέιλεν. Για έναν άνθρωπο με μειωμένη όραση ήταν μια εκπληκτικά ακριβής κίνηση. «Την επιθυμία να ρίξεις πάλι την αδερφή μας στο κρεβάτι κι ύστερα να την εγκαταλείψεις; Την επιθυμία να της φορτώσεις ένα διάδοχο κι ύστερα να εξαφανιστείς σε κάποια γωνιά του κόσμου αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως τα περιμένεις; Για τέτοια επιθυμία μιλάς;» Είχε μιλήσει κιόλας στα αδέρφια της για τη συμφωνία τους; Σίγουρα όχι. Το χέρι του πονούσε από τη δύναμη που ασκούσε πάνω του ο άλλος, όμως δεν τραβήχτηκε. Θα έδειχνε σ’ αυτό το κάθαρμα πως κανείς δεν μπορούσε πια να τον πονέσει. Ναι, ακόμα κι αν ο Τάρις Γουέλιγχαμ του έσπαζε το χέρι ο Τέιλεν δε θα αντιδρούσε καθόλου. Και τότε ο αδερφός της Λουσίντα τον άφησε, έγειρε πίσω στη δερμάτινη καρέκλα και σήκωσε το ποτήρι του για να πιει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως. «Η επιθυμία μου να προστατεύσω την αδερφή σας δε σε αφορά, λόρδε Γουέλιγχαμ». Ο Τέιλεν δεν έκανε καμία προσπάθεια να χρωματίσει τα λόγια του με ευγένεια. Η επίδειξη δύναμης του μεγαλύτερου άντρα δεν ήταν κάτι σημαντικό. Νομικά δεν μπορούσε να τους
εμποδίσει να φύγουν και το ήξερε. Έπλεξε τα χέρια στην ποδιά του για να μην αντεπιτεθεί και περίμενε. Αυτή η συνάντηση δεν εξελισσόταν όπως την περίμενε. «Με τη δική σου φήμη θα ήταν δύσκολο να προστατεύεις οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, Άλντεργουορθ. Οι ασωτίες σου μιλούν από μόνες τους και πολλοί άνθρωποι βλέπουν σ’ εσένα την ενσάρκωση του διαβόλου. Όχι». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν το ψάξουμε, αμφιβάλλω αν η λέξη προστασία έχει για σένα το ίδιο νόημα που έχει για μένα». Η οργή του αδερφού της Λουσίντα ήταν ξεκάθαρη, ο άνθρωπος ήταν στα όρια της αυτοσυγκράτησής του. Ο Τέι πήρε μια βαθιά ανάσα και δοκίμασε διαφορετική τακτική. «Ξέρει ο Κάρισμπρουκ ότι με συνάντησες σήμερα εδώ;» «Το ξέρει. Οι οδηγίες του ήταν να σου καρφώσω ένα μαχαίρι στην καρδιά». «Σαφές». «Πολύ». Ο Τέι διέκρινε στον άλλο ένα χαμόγελο. «Τότε ίσως θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία συμφέρουσα για όλους μας». «Έτσι, ε;» Ο τόνος του δεν ήταν ενθαρρυντικός, αλλά ο Τέιλεν είχε ανάγκη να πάρει τουλάχιστον έναν Γουέλιγχαμ με το μέρος του και από παλιά θαύμαζε τον Τάρις. «Προτείνω η γυναίκα μου να συνεχίσει να κατοικεί στην οικογενειακή σας έπαυλη για τις επόμενες εβδομάδες, με τον όρο να τη συνοδεύω σε διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις της επιλογής της. Αυτό θα δώσει σ’ εσάς την ευκαιρία να δείτε ότι δεν είμαι τόσο διεφθαρμένος όσο θέλετε να με παρουσιάζετε και σ’ εκείνη θα δώσει το χρόνο να δει ότι δεν είμαι το κάθαρμα που νομίζει». «Ο Άσερ έχει τον έλεγχο όλης της ακίνητης και κινητής περιουσίας της Λουσίντα». «Ωραία». «Και δε θα πάρεις δεκάρα τσακιστή». Τα λόγια ήταν ωμά, αλλά δεν είχαν καμία επίπτωση στο θέμα που συζητούσαν. «Το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία». «Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα χωρίς πρώτα να μιλήσω με την αδερφή μου. Ωστόσο θα τη συμβουλεύσω να φύγει όσο πιο μακριά μπορεί από κοντά σου και να αρνηθεί κάθε άλλη συζήτηση μαζί σου, όπως και το να δεχτεί στο εξής την αλληλογραφία σου. Αν είναι απλώς οικονομικό το ζήτημα τότε έχουμε τα μέσα...» «Δεν είναι». «Αυτό φαντάστηκα κι εγώ».
Σήκωσε το χέρι του και ο υπηρέτης ήρθε αμέσως στο πλευρό του. «Αν η Λουσίντα αποφασίσει να γνωρίσει περισσότερο τον άνθρωπο που παντρεύτηκε, τότε δε θα την εμποδίσω ούτε εγώ ούτε τα αδέρφια μου. Αλλά θα είναι δική της απόφαση, Αλντεργουορθ, όχι δική σου». Όταν ο Τέι έγνεψε καταφατικά και άπλωσε το χέρι του, ο Τάρις Γουέλιγχαμ δεν του έδωσε το δικό του. Άπλωσε την παλάμη του στο κατάλευκο τραπεζομάντιλο, σηκώθηκε και ο Τέιλεν τον παρακολούθησε να φεύγει μαζί με τον υπηρέτη του. Διέσχισε την κατάμεστη αίθουσα της παμπ χωρίς το πρόβλημα της όρασής του να γίνεται φανερό σε όσους τον παρατηρούσαν.
Κεφάλαιο 8 «Δεν είσαι υποχρεωμένη να πας σ’ αυτόν το χορό με τον Άλντεργουορθ, Λούσι. Μπορούμε να καταρρίψουμε οτιδήποτε ισχυριστεί στο δικαστήριο και να διασύρουμε εντελώς το όνομά του». Ο Τάρις πήρε το χέρι της και τα μάτια της Λουσίντα γέμισαν δάκρυα με την τρυφερότητά του. «Η Εκκλησία αναγνωρίζει την ιερότητα του γάμου και ο Τέιλεν Έλσμιρ ξεκαθάρισε ότι δε θα δεχτεί ποτέ διαζύγιο». «Τότε ας του ξαναμιλήσουμε». «Όχι». Ήταν κατηγορηματική. Δεν είχαν να πουν τίποτα περισσότερο. Ο δούκας του Άλντεργουορθ της είχε κάνει μία πρόταση και η ελευθερία ανοιγόταν δελεαστική μπροστά της ύστερα από τόσα χρόνια εγκλωβισμού σ’ έναν ανύπαρκτο γαμο. Ολες οι φίλες της εκτός απο την Πόζι ήταν παντρε-μένες και είχαν παιδιά, ενώ η Λούσι μαραινόταν καθισμένη πάνω σ’ ένα ραφι δικής της επινόησης. Μετατρεπόταν σε γεροντοκόρη, κάτι που δεν περίμενε ποτέ πως θα γινόταν. Δεν άντεχε πια αυτή τη μετέωρη κατάσταση μέσα στην οποία δεν είχε καμία επιλογή. Καθώς στεκόταν εκεί με το καλό φόρεμά της από ανοιχτογάλαζο μετάξι, ήξερε πως ήθε-λε κάτι περισσότερο στη ζωή της. «Χρειάζομαι μια ευκαιρία για να καταλάβω το μόνο σύζυγο που θα έχω ποτέ». Δεν είπε στον Τάρις ότι, ανάμεσα σ’ όλους τους θαυμαστές που την είχαν φλερτάρει ποτέ, μόνο ο Τέιλεν Έλσμιρ έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Δεν είπε ότι τα πράσινα μάτια του είχαν μέσα τους μια υπόσχεση που τη συγκλόνιζε, ούτε πως όσα της είχε πει στο χορό των Κρόξλι την είχαν... διεγείρει. Η Μπίατρις μπήκε κι εκείνη στη συζήτησή τους από την άλλη πλευρά του δωματίου. «Είσαι σίγουρη ότι το θέλεις αυτό, Λουσίντα; Ο Άλντεργουορθ φαίνεται επικίνδυνος άνθρωπος, αχαλίνωτος». «Είναι ο νόμιμος σύζυγός μου, Μπι». «Νόμιμος σύζυγος μόνο για μερικές ώρες». Η φωνή της νύφης της ήταν σφιγμένη, κάτι παράξενο
κρυβόταν στον τόνο της. Η Λουσίντα μάντευε πως ήταν χιούμορ. Τότε επενέβη ο Τάρις. «Αν νιώσεις έστω και τον παραμικρό κίνδυνο...» «Πηγαίνω απλώς σ’ ένα χορό ένα χιλιόμετρο μακριά από εδώ, Τάρις. Γύρω μου θα υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι. Τι κίνδυνο θα μπορούσα να αντιμετωπίσω;» «Δε θα έρθει εδώ ο Άλντεργουορθ για να σε πάρει;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Είπε ότι θα με περιμένει στο μέγαρο Τσέστερφιλντ στην Όντλι Στρητ, επειδή δε θέλει άλλες συμπλοκές. Κάθε φορά που κάποιος από εσάς τον συναντά υπάρχει ένας τραυματισμός και δεν τον αδικώ». «Τότε θα σου ζητήσω να του δώσεις αυτό». Έβγαλε από την τσέπη του ένα σφραγισμένο φάκελο. Η Λουσίντα κατάλαβε ότι ο Τάρις και η Μπίατρις θα πρέπει να είχαν γράψει το γράμμα την προηγούμενη νύχτα, όταν η Λουσίντα τους ανακοίνωσε το νέο της αναχώρησής της. Σχέδιο που εκείνο το ίδιο πρωί τροποποιήθηκε, συμπεριλαμβάνοντας την παραμονή ακόμα δύο εβδομάδων στο Λονδίνο. «Τι έχει μέσα;» «Μια προειδοποίηση. Αν ο Άλντεργουορθ σε βλάψει με οποιονδήποτε τρόπο, ο Άσερ, ο Κρις κι εγώ θα τον κυνηγήσουμε ως την άκρη του κόσμου». Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του και η Λουσίντα δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ τόσο θυμωμένο. Αν τα αδέρφια της γνώριζαν για τη συμφωνία που είχε κάνει με το δούκα σχετικά με τη σύλληψη ενός διαδόχου, η Λουσίντα αμφέβαλλε πολύ ότι θα του έστελναν μόνο ένα σημείωμα. * * * Το μέγαρο Τσέστερφιλντ ήταν ένα από τα ομορφότερα και μεγαλοπρεπέστερα κτίρια του Μέιφερ. Το ημικυκλικό χα-λικόστρωτο μονοπάτι έφτανε μπροστά σε μια επιβλητική πρόσοψη με κιονοστοιχία. Δυο άντρες με λιβρέες στέκονταν φρουροί αριστερά και δεξιά της φαρδιάς σκάλας ενώ ο Τέιλεν Έλσμιρ βρισκόταν ανάμεσά τους. Τα σκούρα ρούχα του έκαναν ζωηρή αντίθεση με τις άλικες στολές τους. Όταν την είδε, πλησίασε και της άνοιξε την πόρτα της άμαξας, ύστερα έγνεψε στους υπηρέτες να φύγουν και την οδήγησε προς ένα πλαϊνό μονοπάτι με φανάρια, κρυμμένο διακριτικά από τα δέντρα. Απόψε φορούσε σκούρα γκρι ρούχα και το φράκο του με τη μακριά ουρά όπως και το παντελόνι του ήταν από το πιο εκλεκτό ύφασμα. Η γραβάτα του ήταν δεμένη χαλαρά, χωρίς καμία επιτήδευση, και το κατάλευκο χρώμα της αναδείκνυε το δέρμα και τα μαλλιά του. Ένας ψηλός και αριστοκρατικός άντρας. Το δαχτυλίδι του γάμου τους ήταν περασμένο στο δάχτυλό του κι αυτό την ευχαρίστησε. Ήταν σίγουρη ότι δεν το είχε δει στο χέρι του το προηγούμενο βράδυ. «Δεν περίμενα πως θα ερχόσουν». Η Λουσίντα μύρισε αλκοόλ στην ανάσα του όταν γύρισε να της μιλήσει. «Έχω ένα γράμμα για σας». Ένιωθε ανασφαλής κοντά του κι αυτό δεν της άρεσε. Όμως όταν θα
βρίσκονταν στη γεμάτη κόσμο αίθουσα του χορού η Λουσίντα θα είχε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει, αν το ήθελε. Η σκέψη την ηρέμησε. Ο δούκας πήρε το φάκελο, έσπασε τη σφραγίδα και διάβασε στα γρήγορα το μήνυμα. «Εσένα αφορά». Άλντεργουορθ, μια λάθος κίνηση με την αδερφή μας και Θα πληρώσεις ακριβά. Το μήνυμα ήταν ανυπόγραφο, το έμβλημα όμως των Γου-έλιγχαμ με τον ασημένιο και μαύρο αετό στην κορυφή της σελίδας δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. «Είσαι τυχερή που σε προστατεύουν τόσο». Η φωνή του είχε τον απόηχο από κάτι από καιρό χαμένο και την ξάφνιασε. «Τα αδέρφια μου είναι η πολυτιμότερη στήριξη που υπάρχει στον κόσμο, αλλά... κουράστηκα να νιώθω ευγνώμων». Ήταν ιεροσυλία να προφέρει τέτοια λόγια, όμως το έκανε. Οι λέξεις αιωρήθηκαν ανάμεσά τους σαν κοφτερά μαχαίρια. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω της προς τις άλλες άμαξες που ανηφόριζαν το μονοπάτι. Η Λουσίντα χάρηκε που τους έκρυβαν τα δέντρα. «Και η πρόταση που σου έκανα χτες;» «Είπατε πως δε θα με πιέζατε». Αυτή τη φορά τον κοίταξε κατάματα, απαντώντας στην πρόκλησή του. «Τέτοια επισημότητα;» «Εσείς κι εγώ είμαστε δυο ξένοι, δεσμευμένοι σε μία γαμήλια συμφωνία παρά τη θέλησή μας. Σχεδόν δεν ξέρω τίποτα για εσάς». «Αυτό ίσως είναι καλό», της αντιγύρισε με κάποια αόριστη θλίψη. Η Λουσίντα βρήκε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τη θέση της. «Δε θα μπορούσα να ανεχτώ ποτέ τα περιβόητα πάρτι σας. Μια ατελείωτη λίστα μεθυσμένων επισκεπτών που περιφέρονται μέσα στον ίδιο χώρο όπου μένω θα ήταν κάτι αδιανόητο και μέχρι να...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει, γιατί ο δούκας έγειρε μπροστά, πήρε το χέρι της κι άρχισε να χαϊδεύει την παλάμη της με τον αντίχειρά του, στέλνοντας μικρά ηδονικά ρίγη σ’ όλο το μπράτσο της. «Μέχρι να μείνεις έγκυος;» Το σοκ από τα λόγια του την έκανε να τραβηχτεί πίσω. Ήταν αφελής που πίστεψε ότι μπορούσε να ελέγξει έναν άντρα σαν τον Τέιλεν Έλσμιρ, τον άνθρωπο που μιλούσε τόσο διαφορετική γλώσσα από εκείνη. «Μπορείτε να περιγελάτε όσο θέλετε την κατάστασή μας, αλλά εγώ ξέρω ότι δεχτήκατε ένα μεγάλο ποσό από τα αδέρφια μου για να εξαφανιστείτε για πάντα. Είναι δύσκολο να εμπιστευτεί κανείς ένα γαμπρό που φρόντισε να βγάλει κέρδος από τη νύφη». Έστρεψε το βλέμμα του μακριά της. Ένας μυς στο πλάι του λαιμού του είχε τεντωθεί από μια ταραχή
που μαρτυρούσε ενοχή. Ο Ασερ της είχε αποκαλύψει το τεράστιο ποσό που είχε πάρει ο Τέι Έλσμιρ και για μια στιγμή η Λουσίντα σκέφτηκε να ακυρώσει κάθε συμφωνία μαζί του. Όμως δεν το είχε κάνει. Το γιατί δυσκολευόταν να το ανακαλύψει, ιδίως μετά την ταπεινωτική σκέψη πως ήταν δεμένη μ’ έναν άντρα ο οποίος είχε αποκομίσει κέρδος από τη δυστυχία της. Η Λουσίντα περίμενε να ακούσει την εξήγησή του, να ανακαλύψει κάποια εντιμότητα στις πράξεις του η οποία θα τον δικαιολογούσε, εκείνος όμως έμεινε σιωπηλός. Μέσα της η ελπίδα γκρεμιζόταν. Ήταν άπληστος και απερίσκεπτος. Επιπλέον, επικίνδυνος, απόμακρος και τρομακτικός. Πίσω όμως από την εικόνα που έδειχνε στον κόσμο υπήρχαν και κάποιες σκιές. Μια από αυτές ήταν το σημάδι κάποιας τραγωδίας. Το είχε δει μια φορά στην έκφρασή του, όταν ο Τέιλεν μίλησε για το θείο του. Μεταξύ τους απλωνόταν μια σιωπή γεμάτη μυστικά, ενώ ο ήχος τού γύρω κόσμου χανόταν μέσα στο δυνατό χτυποκάρδι που αντηχούσε ως τα αυτιά της. * * * Δεν μπόρεσε να της πει ότι είχε ξεπληρώσει στο διπλάσιο ακόμα και την τελευταία δεκάρα προς τον αδερφό της, σαν τιμωρία για τη μοναδική φορά στη ζωή του που είχε διακινδυνεύσει η ακεραιότητά του. Δε θα της το έλεγε ακόμα. Θα το έκανε αργότερα, όταν θα άφηνε πίσω του την κατηγορία, την ατίμωση και την ντροπή στην οποία υπέκυψε πάνω σε μια στιγμή απελπισίας. Ξεφυσώντας δυνατά, προσπάθησε να αποτιμήσει την κατάσταση. Η απόμακρη σύζυγός του έμοιαζε λίγο με τη μητέρα του, όμορφη και εριστική όπως ήταν κι εκείνη, οξύνοντας την ένταση για να του καταστρέψει τη λιγοστή ηρεμία που του είχε απομείνει. Η Πατρίτσια Έλσμιρ ξόδευε και το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής της για να κάνει δυσκολότερη τη ζωή όσων βρίσκονταν κοντά της, κυρίως του γιου της. Ο Τέι δεν ήθελε καβγάδες. Όπως δεν ήθελε να του στερεί το άδικο τη σημερινή ικανοποίηση και ηρεμία του. Μήπως τελικά είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος γυρίζοντας πίσω, αναζητώντας κάτι αόριστο και φευγαλέο που δεν μπορούσε να ξεχάσει; Τα τρία χρόνια του χωρισμού είχαν σκληρύνει τη Λουσίντα. Το έβλεπε στα μάτια της. Τώρα ήταν μια διαφορετική γυναίκα, λιγότερο αθώα, πιο προσγειωμένη. «Αν έχει κάποια σημασία, ζητώ συγνώμη για τον τρόπο που έφυγα. Οι δικαιολογίες όμως δεν ακυρώνουν τον πόνο, γι’ αυτό δε θα σε κουράσω μ’ αυτές». «Δεν άκουσα ούτε μία εξήγηση ακόμα». Τα γαλάζια μάτια της είχαν σχεδόν την ίδια απόχρωση με το μετάξι του φορέματος. «Το δουκάτο χρεοκόπησε». Η έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπό της. «Μη μου πείτε ότι ο αδερφός μου υποσχέθηκε να σώσει τη περιουσία σας στο σύνολό της;» «Όχι. Μου έδωσε την ευκαιρία να το κάνω ο ίδιος. Χτύπησα φλέβα χρυσού σ’ ένα ποτάμι στους
πρόποδες των βουνών της βόρειας Τζόρτζια και είχα την τύχη να πουλήσω τα δικαι-ώματά μου για ένα σημαντικό ποσό. Στη συνέχεια επένδυσα στο μοναδικό κερδοφόρο τομέα γύρω απ’ την εξόρυξη χρυσού, τις μεταφορικές εγκαταστάσεις. Βλέπεις, τα κέρδη απ’ τις εξορύξεις είναι θέμα τύχης, όχι όμως και αυτά από τους κλάδους γύρω απ’ αυτές». «Κι έτσι γυρίσατε εδώ πλούσιος, σωστά;» «Σωστά». «Και γι’ αυτό νιώθετε την ανάγκη να αποκτήσετε κληρονόμο». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Για να μη χαθεί η γενιά σας;» «Ακριβώς». «Μου φέρνετε στο νου το ρητό πως η τύχη ενός ανθρώπου είναι η ατυχία ενός άλλου». Τα χείλη της είχαν γίνει μια σφιχτή γραμμή από το θυμό. Ένιωθε σαν την ξεχασμένη σύζυγο που ξαφνικά την κάλε-σαν να κάνει το καθήκον της χίλιες μέρες μετά την εγκατάλειψή της. Αυτή η σκέψη τη βοηθούσε να παραμείνει νηφάλια απέναντι στη συμφωνία τους. «Αν υπάρχει κάποιος άλλος που κέρδισε το ενδιαφέρον σας όσο έλειπα, τότε θα...» Δεν τον άφησε να τελειώσει. «Δεν υπάρχει». Ο Τέι δεν καταλάβαινε καθόλου την ανακούφιση που ένιωσε μέσα του ακούγοντας την απάντησή της. «Μετά απ’ ό,τι έγινε... μεταξύ μας, οι περισσότεροι με απέφευγαν. Το στίγμα της ατίμωσης δεν εξαλείφεται εύκολα. Άλλωστε οι δικές σας ακολασίες έκαναν τους πάντες επιφυλακτικούς». «Πότε επέστρεψες στο Λονδίνο;» «Πέρυσι. Οι αδερφοί μου επέμεναν πάνω σ’ αυτό και οι διασυνδέσεις τους προετοίμασαν το έδαφος για την επάνοδό μου. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που...» «Γύρισα εγώ». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και κοίταξε αλλού. «Τότε γιατί συμφώνησες να έρθεις μαζί μου;» Για μια στιγμή τού φάνηκε πως η Λουσίντα δε θα απαντούσε, γιατί τα μάτια της ήταν γεμάτα οργή. Όταν όμως του μίλησε η φωνή της έτρεμε. «Επειδή οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από την ντροπή της εγκατάλειψης».
«Δεν έπρεπε να αφήσω τα αδέρφια σου να με απειλήσουν. Έπρεπε να μείνω εδώ και να σε πάρω στο σπίτι μου». «Και το χρυσάφι σας;» Ο τόνος της δεν ήταν ούτε μαλακός ούτε συμφιλιωτικός. Ήταν σκληρός και δηκτικός. «Όχι, υποσχεθήκατε ότι η οικονομική ευχέρεια που έχετε τώρα θα με βοηθήσει να αποκτήσω την ελευθερία που θέλω». Ο Τέι την παρατήρησε καλύτερα. Τον έκανε να νιώθει σαν το κάθαρμα που δεν ήταν. Τα ψέματά της τον είχαν στριμώ-ξει και τον ανάγκασαν να αμυνθεί απέναντι στα αδέρφια της, παρουσιάζοντάς τον σαν τον ανήθικο δούκα που είχε διασύρει την αγαπημένη αδερφή τους. Μόνο που αυτό δε συνέβη ποτέ. Είχε σώσει μια γυναίκα η οποία θα έπεφτε στο κρεβάτι του με ελάχιστη πειθώ. Αντί γι’ αυτό όμως, είχε καλέσει μία άμαξα και την πήγαινε στο σπίτι της. Έκτοτε πλήρωνε γι’ αυτό, εξαιτίας της μνησικακίας των Γουέλιγχαμ, η οποία μάλιστα βασιζόταν σ’ ένα ψέμα. Είχε στείλει μερικά γράμματα, περιγράφοντας προσεκτικά την καθημερινή ρουτίνα του και την τραχιά ομορφιά του τοπίου γύρω από την Νταλόνεγκα. Η σύζυγός του δεν του είχε απαντήσει ποτέ. Ούτε μία φορά. Ο Τέι αναρωτιόταν ακόμα αν ο Κρίστο Γουέλιγχαμ είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και της έδωσε τα γράμματα. Υπέθετε ότι μπορούσε να τη ρωτήσει γι’ αυτό, όμως δεν είχε πια κουράγιο να αναζητά την αλήθεια μέσα από τα ψέματα και μια σκέψη που είχε συλλάβει στο μοναχικό τοπίο των αμερικανικών ονείρων εδώ του φαινόταν ανεδαφική. Η τελευταία επιστολή των αδερφών έσταζε απειλή. Και οι όποιες αυταπάτες της ημέρας του γάμου τους τώρα διαλύονταν μέσα στην απογοήτευση. Και για τους δύο. «Όταν θα πάμε στο Άλντεργουορθ Μάνορ θα έχεις τα δικά σου δωμάτια. Δε θα σου επιβάλω την παρουσία μου παρά μόνο σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση της συμφωνίας μας». Μετά το καταφατικό της νεύμα γύρισε στο πλάι κι ένιωσε το σώμα του να αντιδρά με προσμονή. * * * Δε Θα σου επιβάλω την παρουσία μου παρά μόνο σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση της συμφωνίας μας. Ένα καθήκον που είχε μετατραπεί σε υποχρέωση. Η παραχώρηση του κορμιού της για ένα χρηματικό ποσό και η υπόσχεση της μελλοντικής ελευθερίας. Ένα καταναγκαστικό έργο που απόψε της προκαλούσε ντροπή. Η Λουσίντα δεν μπορούσε να καταλάβει πότε έχασε περισσότερο την αυτοκυριαρχία της: Στο Άλντεργουορθ Μάνορ τρία χρόνια πριν, ή τώρα, που εξαναγκαζόταν να εκπληρώσει τα συζυγικά κα-θήκοντά της, σαν μία μήτρα που την ενοίκιαζαν και τίποτα παραπάνω.
Δεν μπορούσε να βρει κοινό έδαφος με έναν τέτοιο σύζυγο, έναν άντρα που είχε σφυρηλατηθεί στο μίσος και την οργή, μέσα σε μία οικογένεια άδεια από τρυφερότητα και ειλικρινείς σχέσεις. «Αν έρθω, θα χρειαστώ τουλάχιστον δύο εβδομάδες μέχρι να εγκατασταθώ». Ξεστόμισε τα λόγια χωρίς να τα πολυσκε-φτεί. «Δε θα μπορώ αμέσως να...» Δυσκολευόταν πολύ να συνεχίσει. «Να δεχτείς επίθεση;» Το χιούμορ του ελάφρυνε κάπως το κλίμα, κι αυτό της άρεσε, μα η Λουσίντα επέμεινε. «Επίσης θα ήθελα λίγη καλοσύνη από μέρους σας». Αυτή τη φορά ο Τέι έβαλε τα γέλια. «Με πόσους άντρες έχεις πλαγιάσει, λαίδη Λουσίντα;» Δε χρησιμοποίησε το συζυγικό όνομά της κι εκείνη δεν του απάντησε. Οι αρτηρίες στο λαιμό του πρόβαλλαν φουσκωμένες μέσα στο μισοσκόταδο. «Καταλαβαίνω, φυσικά, πως είστε συνηθισμένος σε πιο πρόθυμες γυναίκες, γυναίκες που δε διστάζουν να μοιραστούν τα κάλλη τους και κάνουν ό,τι μπορούν για να ικανοποιήσουν κάθε άντρα. Εγώ όμως δεν ανήκω σ’ αυτό το είδος, και αν νομίζετε ότι μπορώ να αλλάξω...» «Δε θέλω κάτι τέτοιο». «Α!» Την είχε αφοπλίσει και έμεινε να τον κοιτάζει αμήχανη. «Χρειάζομαι τουλάχιστον μια δυο εβδομάδες», του επανέλαβε με φωνή που έτρεμε. Μήπως έπρεπε να ζητήσει περισσότερο καιρό; Ένα μήνα; Ένα χρόνο; «Πολύ καλά». Αντέδρασε χολωμένος, έχοντας αντλήσει απλώς μια υπόσχεση υπό πίεση. Όταν γύρισε και της πρόσφε-ρε το μπράτσο του, η Λουσίντα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον πάρει αγκαζέ και να περπατήσει μαζί του προς το περιστύλιο της εισόδου. Μαζί τους προχωρούσαν κι άλλα ζευγάρια κι ανέβαιναν τις φαρδιές σκάλες. Στο φως των φαναριών το πρόσωπο του δούκα φάνταζε όμορφο κι απόμακρο. Η Λουσίντα δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι σήμαινε να βρίσκεται στο πλευρό του πιο διαβόητου και πιο ζηλευτού δούκα σ’ ολόκληρο το Λονδίνο. Όταν τα ονόματά τους κλήθηκαν για να περάσουν μέσα στο μέγαρο, η Λουσίντα άκουσε κάποιους ψιθύρους έκπληξης κι ένα στιγμιαίο βουητό από τους τριακόσιους περίπου καλεσμένους που ήταν παρόντες. «Ο δούκας και η δούκισσα του Άλντεργουορθ». «Η κακοφημία έχει τα μειονεκτήματά της κι αυτό είναι ένα από αυτά». Η φωνή του ακούστηκε απαλή κι ανέμελη ενώ χαμογελούσε σε όλους εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να τον σταυρώσουν. «Ας ελπίσουμε ότι εσένα σε προστατεύει κάπως το άμεμπτο οικογενειακό σας όνομα». «Με τέτοια στάση είναι απορίας άξιο που συνεχίζουν να σας προσκαλούν οπουδήποτε πια». «Κανείς δε θέλει να διαγράψει πρώτος από τις λίστες του τον υψηλότερο δουκικό τίτλο, ιδίως τώρα που
ξέρουν ότι το θησαυροφυλάκιο είναι γεμάτο». «Πόσο γεμάτο δηλαδή;» Ο τόνος στη φωνή του ήταν κάπως διαφορετικός όταν της απάντησε. «Αρκετά γεμάτο για να μπορώ να ξεμπροστιάζω αυτούς που έχουν ακόμα λιγότερες ηθικές αξίες από εμένα». Την είδε να αποτραβιέται και προσπάθησε να ελαφρύνει την εντύπωση που προκάλεσε η κουβέντα του. «Αρκετά γεμάτο ώστε να μπορείς να παραγγείλεις όσες τουαλέτες θέλεις, χωρίς καν να το πάρω είδηση, αγαπητή δούκισσα». «Δελεαστικό». Το χέρι του έσφιξε το δικό της με κτητικότητα και η Λουσίντα χάρηκε που κανένας από τους αδερφούς της δεν ήταν παρών καθώς έμπαιναν μέσα στο πλήθος. Ο Έντμουντ Κόλριτζ ήταν εκεί και της χαμογέλασε τρυφερά, εκείνη όμως δεν τον ενθάρρυνε να πλησιάσει, γιατί φοβήθηκε πως ο Άλντεργουορθ θα έκανε αυτή την τρυφερότητα κομμάτια. Οι Μπίτσαμ, ο λόρδος Ντάνιελ και η Γαλλίδα σύζυγός του, η Καμίλ, ήταν οι πρώτοι που τους υποδέχτηκαν. «Το άκουσα ότι επέστρεψες, Τέι. Πόσον καιρό θα βρίσκεσαι εδώ;» Τα καστανά μάτια του λόρδου Ντάνιελ ήταν γεμάτα ευγένεια και η Καμίλι Μπίτσαμ φαινόταν εξίσου φιλόξενη. Ίσως τελικά η βραδιά να μην ήταν τόσο δύσκολη όσο είχε φοβηθεί η Αουσίντα. Η κακή φήμη του μετριαζόταν απ’ τη δική της καλή φήμη και μαζί μπορούσαν να γίνουν κάπως περισσότεροι αποδεκτοί από την κοινωνία. «Μόνο για μερικές εβδομάδες». «Τότε θα πρέπει να έρθετε να μας δείτε». Η Καμίλ μπήκε στη συζήτηση με την όμορφη γαλλική προφορά της. «Ο σύζυγός μου με ενημέρωσε πως μιλάτε αρκετά καλά τα γαλλικά. Θα μου άρεσε πολύ να κάνουμε μια συζήτηση στη μητρική μου γλώσσα». Κι άλλα ζευγάρια άρχισαν να έρχονται ΤίρΟζ το μέρος τους, ανάμεσα στους οποίους και μία παλιά συμμαθήτρια της Λου-σίντα, η Αναμπελ Μπράουν, η οποία ήταν διαχυτική όπως πάντα. «Ω, μα ούτε μπορώ να φανταστώ πώς ήταν για τον σύζυγό σου να περάσει τρία ολόκληρα χρόνια στην Αμερική, Λούσι. Ο αδερφός μου ο Άντονι έμεινε ένα μικρό διάστημα στην Ουάσινγκτον και όλο μάς έλεγε πόσο πρωτόγονο είναι αυτό το μέρος». «Μάλλον ο Αλντεργουορθ τα κατάφερε καλύτερα», της αντιγύρισε. «Απ’ ό,τι ακούω τα χρυσωρυχεία είναι φωλιές ανομίας. Κρίμα που δεν μπορούσες να βρίσκεσαι εκεί μαζί του για να τον γλιτώνεις από τις κακοτοπιές». «Ω, είμαι σίγουρη ότι ο σύζυγός μου κατάφερε να τις χειριστεί και μόνος του, Αναμπελ». Ήρθε στο νου της το απόκομμα που είχε λάβει από τον αδερφό της Αναμπελ και προσπάθησε να αλλάξει θέμα κοιτώντας γύρω της. Όμως η Αναμπελ Μπράουν ήταν εξίσου επίμονη όσο και ανόητη. «Ο Τόνι λέει ότι ο δούκας στάθηκε πολύ τυχερός με τα αναπάντεχα κέρδη του και πως έφυγε από την
Τζόρτζια μέσα σ’ ένα θολό σύννεφο». «Σύννεφο από τι;» «Από υποψίες. Ο συνέταιρός του στην αποστολή, ο Μό-ντκριφ, σκοτώθηκε κι άρχισε να συζητιέται ποιος μπορεί να επωφελούνταν περισσότερο από το θάνατό του. Φαίνεται πως ήταν ο Άλντεργουορθ». Χαμογέλασε γλυκά και η Λου-σίντα συγκρότησε με δυσκολία τα νεύρα της. «Είμαι σίγουρη πως αν υπήρχε κάτι παράνομο, η αστυνομία θα είχε επέμβει». «Μα έγινε κι αυτό, εκεί θέλω να καταλήξω. Ο Τόνι είπε ότι ο δούκας σου έπρεπε κανονικά να παρουσιαστεί στο δικαστήριο της Ατλάντα, αλλά...» Σώπασε ξαφνικά βλέποντας το βλέμμα του Αλντεργουορθ επάνω της. «Αθωώθηκα, δεσποινίς Μπράουν. Ο νόμος έχει και τα καλά του, αν και τις περισσότερες φορές είναι για κλάματα». Το χαμόγελό του ήταν ανέμελο και γοητευτικό. Μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη από ανθρώπους που είχαν περάσει όλη τη μέρα ετοιμάζοντας την εμφάνισή τους γι’ αυτή τη βραδιά, ο Τέιλεν με το σταρένιο δέρμα και την αδάμαστη στάση ξεχώριζε σαν λύκος μέσα σ’ ένα κοπάδι από πρόβατα, ενώ τα ζωηρά πράσινα μάτια του τόνιζαν ακόμα περισσότερο την απειλητική θωριά του. Η Αναμπελ κοκκίνισε και για μια στιγμή η Λουσίντα είδε τον κόσμο με τα μάτια του Τέιλεν, ενός ανθρώπου μονίμως αντιμέτωπου με υπαινιγμούς και συκοφαντίες. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει και γύρισε προς τον άντρα της. «Είναι πολύ ενοχλητικό να διαδίδει συνέχεια ο κόσμος ψεύτικες φήμες, έτσι δεν είναι, αγαπητέ δούκα;» «Έτσι ακριβώς», της απάντησε και παρακολούθησαν μαζί την άλλη γυναίκα να χαιρετάει βιαστικά και να σέρνει μακριά τον άντρα που τη συνόδευε. «Δε χρειάζεται να με υπερασπίζεσαι», της είπε όταν η Αναμπελ Μπράουν είχε απομακρυνθεί αρκετά. Η φωνή του ακούστηκε οργισμένη. «Αλήθεια; Εγώ διαπίστωσα το αντίθετο», του αντιγύρισε υποστηρίζοντας στη θέση της. «Πιστεύω ότι οι αμφιβολίες προκύπτουν όταν κάποιος επιμένει υπερβολικά στην αθωότητά του». Είχε ξαναβρεί τον εξοργιστικό εαυτό του. «Δεν είναι μόνο οι αμφιβολίες που κάνουν τους ανθρώπους σ’ αυτή την αίθουσα να ασχολούνται με την οικογένεια των Άλντεργουορθ. Αν έπρεπε να το ονοματίσω, θα διακινδύνευα τη λέξη... φόβος». Ένας μικρός δισταγμός φάνηκε στην έκφρασή του. «Με φοβάσαι κι εσύ, λοιπόν;» «Όχι». Κατά περίεργο τρόπο δεν τον φοβόταν. Η απάντησή της ήταν ειλικρινής. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και τότε η λογική και η σύνεση χάθηκαν μέσα στη φλόγα εκείνου του βλέμματος. Θα έπρεπε να τον φοβάται, επειδή όλα όσα είχε ακούσει γι’ αυτόν έβαζαν σε κίνδυνο όσα είχε γνωρίσει μέχρι τότε στη ζωή της. Και καθώς έβρισκαν ένα κοινό πεδίο συνεννόησης, κάποια άλλη τρομερή ιστορία
παραμέριζε κάθε συναίνεση αφήνοντας χώρο μόνο γι’ αυτή την... έλξη. Η Λουσίντα ήξερε πως αυτή η έλξη δεν θα ήταν ποτέ αρκετή, αφού η τραγωδία και η καταστροφή καταπατούσαν την ορθή κρίση και την κοινή λογική. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το αθεράπευτο κουσούρι της. Να τι έφταιγε. * * * Η Λουσίντα τον κοιτούσε σαν να φοβόταν ότι ο Τέιλεν θα μαχαίρωνε τον επόμενο άνθρωπο που θα πλησίαζε να τους μιλήσει. Απ’ ό,τι φαινόταν οι συκοφαντίες ανακυκλώνονταν. Ήρθε στη μνήμη του το πρόσωπο του Λανς Μόντκριφ τη στιγμή που το εξορυκτικό μηχάνημα έκοψε το μηρό του λίγο πιο κάτω απ’ τις λαγάνες. Χρειάστηκαν λιγότερο από δέκα λεπτά για να πεθάνει απ’ την αιμορραγία και σ’ όλο αυτό το εφιαλτικό διάστημα ο Τέι κρατούσε το χέρι του πάνω στην πληγή, ζητώντας από το φίλο του να αντέξει, ώσπου η ανάσα του Λανς έσβησε. Το χρυσάφι δε λογάριαζε την ηθική ακεραιότητα των θυμάτων του, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα βρισκόταν ο Τέι στη θέση του Λανς με τα χείλη του μελανιασμένα, χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του. Άλλη μια μεγάλη απώλεια. Άλλη μια αντιπαράθεση με το νόμο. Άλλη μια γυναίκα χωρίς σύζυγο, άλλο ένα παιδί χωρίς πατέρα. Καταπίνοντας νευρικά, τραβήχτηκε παράμερα μέσα στην αίθουσα χορού της Όντλι Στρητ, με τους πολυελαίους και τις βαριές κουρτίνες, τις μαρμάρινες κολόνες και τους υπηρέτες με τις λιβρέες. Ένα περιβάλλον που του ήταν ξένο για πολύ καιρό. Είχε ξεχάσει την ομορφιά και τη γαλήνη αυτής της ζωής. Γύρισε προς τη σύζυγό του, η οποία λικνιζόταν ασυναίσθητα στο ρυθμό της μουσικής αποστρέφοντας σκόπιμα τα μάτια της. «Θα ήθελες να χορέψεις ξανά μαζί μου;» Περίμενε πως η Λουσίντα θα αρνιόταν, όμως δεν έγινε έτσι. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν με προθυμία πάνω στο απλωμένο χέρι του και όταν βρέθηκαν στην πίστα ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα βαλς. Πάντα του άρεσε ο τρόπος που το κορμί της ταίριαζε στην αγκαλιά του, έτσι όπως το κεφάλι της ακουμπούσε σχεδόν στην καμπύλη του λαιμού του, ο τρόπος που τον άφηνε να οδηγεί τα βήματά της, μια χορεύτρια ανάλαφρη και επιδέξια. Ο Τέι δε χόρευε συνήθως σ’ αυτές τις δεξιώσεις, προτιμώντας να περνάει το χρόνο του στις αίθουσες χαρτοπαιξίας ή πίνοντας μέχρι το τέλος της βραδιάς. «Πώς πέθανε εκείνος ο άνθρωπος στην Αμερική;» Η ερώτησή της ήταν διακριτική και ο Τέιλεν δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν άλλο που θα τον ρωτούσε με τόση ευθύτητα γι’ αυτό. «Το όνομά του ήταν Λανς. Λανς Μόντκριφ. Στήσαμε ένα εξορυκτικό μηχάνημα έξω από τη
Νταλόνεγκα για να σπάσουμε το μετάλλευμα από τις στοές και να βγάλουμε το χρυσάφι. Όταν έσπασε το στέλεχος που συγκροτούσε το μηχάνημα πέφτοντας πάνω του, δεν είχε καμία ελπίδα. Η κοντινότερη πόλη απείχε δέκα ώρες από εκεί, βλέπεις. Και το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν κακοτράχαλο έδαφος». «Γιατί κατηγόρησαν εσάς;» «Το χρυσάφι κάνει τους ανθρώπους ανόητους, η διεκδίκησή του εγείρει ερωτήματα. Ήμουν αυτός που θα ωφελούνταν περισσότερο από το θάνατό του και δεν υπήρχε κανείς για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου». Η ανάσα της χάιδεψε το δέρμα στο λαιμό του. Άλλη μια αλήθεια που ίσως εκείνη δεν ήθελε να ακούσει. Άλλος ένας τρόπος να την απογοητεύσει. «Φαίνεται πως οι μπελάδες δε σας εγκαταλείπουν ποτέ. Έχετε αναρωτηθεί για ποιο λόγο;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και απόρησε που η Αου-σίντα δεν αντέδρασε όταν την έφερε πιο κοντά του. Τώρα τα σώματά τους είχαν πλησιάσει σχεδόν ερωτικά. Τα στητά στήθη της τον άγγιζαν και πίεσε τη λεκάνη του επάνω στη δική της σε μια σιωπηρή πρόκληση. Τα λεπτά δάχτυλά της σφίχτηκαν μέσα στο χέρι του. Τα σώματά τους μιλούσαν μόνα τους, ανταλλάσσοντας μικρά, σχεδόν τυχαία χάδια, αβίαστα και τρυφερά, πρωτόγνωρα και αδιανόητα. Ο Τέιλεν ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ξεκομμένος από το περιβάλλον του. Και τόσο ενωμένος με κάποιον, όπως τώρα με τη γυναίκα του. Τη γυναίκα με τις ντόμπρες ερωτήσεις και την απροσδόκητη υποταγή. «Τι είναι για σένα ο Έντμουντ Κόλριτζ;» «Ένας φίλος που με βοήθησε να γελάσω ξανά». «Μόνο αυτό;» Δεν του άρεσε η διστακτικότητα στα λόγια της, ούτε το ξαφνικό τσίτωμα στη στάση της. «Γιατί όλες αυτές οι ερωτήσεις;» τον ρώτησε χαμογελώντας, με ένα χαμόγελο που την ομόρφαινε πολύ. Ο Τέιλεν τράβηξε τα μάτια του μακριά από τα βαθιά λακκάκια και τα χρυσαφένια μαλλιά της. «Ο πατέρας μου δεν είχε πρόβλημα με την απιστία, αγαπητή δούκισσα, εγώ όμως σίγουρα έχω». Δεν άρεσε ούτε στον ίδιο η ενόχληση που διακρινόταν τόσο καθαρά στη φωνή του. «Τα τρία χρόνια απουσίας σας δε συμβιβάζονται με την εμμονή σας στη συζυγική αφοσίωση. Ίσως πρέπει να σας ενημερώσω ότι μια γυναίκα, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν, έχει τις ίδιες ανάγκες με έναν άντρα». «Αυτές τις ανάγκες θέλω να ικανοποιήσω, γλυκιά μου, απόψε κιόλας αν μου το επιτρέψεις». Ένιωσε το σοκ να διαπερνά όλο το κορμί της κι αυτό τον χαροποίησε. Αν δε βρίσκονταν μέσα σε μια γεμάτη κόσμο αίθουσα χορού θα εκμεταλλευόταν αυτή την αντίδραση για να την πείσει να του παραδοθεί. Θα ήταν μια εύκολη αποπλάνηση. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν και καμία γυναίκα δεν είχε παραπονεθεί ποτέ. Κι όμως, τώρα, όλες εκείνες οι απρόσωπες ερωμένες χάνονταν στη λήθη όπως γινόταν εδώ και
κάμποσο καιρό, σαν παλιές ξεχασμένες ιστορίες λαγνείας. Στο παρόν έφταναν μόνο οι διαψευσμένες υποσχέσεις της παιδικής ηλικίας του. Όταν η μουσική σταμάτησε τα σώματά τους απομακρύνθηκαν και ο Τέιλεν έφυγε σε αναζήτηση ποτού. * * * Η Λουσίντα ένιωθε ζάλη. Δεν ήξερε με ποια άλλη λέξη να περιγράφει αυτή την απόλυτη έλλειψη σιγουριάς που την κυρίευε. Ο Τέιλεν ΊΕλσμιρ τη μετέφερε σ’ έναν τόπο όπου έχανε κάθε προσανατολισμό, κάθε έλεγχο του εαυτού της. Γινόταν παράτολμη. Παράτολμη; Κι άλλη λέξη που την έκανε να χαμογελάσει. Απόψε το λεξιλόγιό της πλουτιζόταν από χαρακτηρισμούς ανεξήγητων αισθημάτων, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε καθώς κοιτούσε το δούκα στην απέναντι πλευρά της αίθουσας, να ξεχωρίζει μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Η Λουσίντα ήταν σαν νυχτοπεταλούδα που την έλκυε το φως του, αδιαφορώντας αν θα καιγόταν. Τα αδέρφια της την είχαν προειδοποιήσει, οι γυναίκες τους είχαν διηγηθεί ιστορίες διόλου κολακευτικές για τον Τέιλεν Έλσμιρ. Κι όμως, κάποιος αόρατος δεσμός την τραβούσε κοντά του, ένα μέρος του οποίου ήταν και η βέρα στο δάχτυλό της. Τα νύχια της πίεσαν την απαλή σάρκα στις παλάμες της καθώς αναλογιζό-ταν τις προθέσεις της. Τι ήθελε στ’ αλήθεια από αυτόν; Δεν είχε ιδέα. Η Πόζι Τόμκινς ήρθε δίπλα της και πήρε το χέρι της. Της άρεσε η ζεστασιά και η οικειότητα αυτής της χειρονομίας. «Είσαι πολύ όμορφη απόψε, Αους. Και νομίζω πως αυτό έχει κάποια σχέση με την επιστροφή του μυστηριώδους συζύγου σου. Ο Έντμουντ ήδη μου γκρίνιαζε για την αδιαφορία σου απέναντι του». «Ποτέ δεν τον συμπάθησες, Πόζι. Δεν ξέρω γιατί». «Μπροστά στο δούκα του Άλντεργουορθ είναι παιδί. Ένα παιδί το οποίο στο τέλος θα σε απογοήτευε». «Και νομίζεις ότι αυτό δε θα συμβεί με το δούκα;» «Νομίζω πως τον έχουν παρεξηγήσει. Είναι δυνατός σαν τα αδέρφια σου και έντιμος με το δικό του τρόπο. Πιστεύω πως, αν του δώσεις μια ευκαιρία, θα σε καταπλήξει». «Πάντα ήσουν ρομαντική, Πόζι». «Για να βρεις επιτέλους την ευτυχία σ’ αυτόν το γάμο, Λους, ίσως θα πρέπει να βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου με τον Άλντεργουορθ, να γίνεις λίγο πιο ευέλικτη. Στη θέση σου θα τον κρατούσα γερά και δε θα τον άφηνα να ξαναφύγει». «Μιλάς εσύ που ορκίστηκες να μην κάνεις ποτέ σου σχέση;» της είπε η Λουσίντα. Η αισιοδοξία της Πόζι αντικαταστάθηκε από μια θλίψη την οποία η Λουσίντα είχε ξαναδεί στο πρόσωπο της φίλης της. «Μου θυμίζει κάποιον που είχα γνωρίσει πριν χρόνια, στην Ιταλία».
Η συζήτησή τους, όμως, διακόπηκε από τις δίδυμες αδερφές Έλιοτ, οι οποίες μιλούσαν πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν. «Λουσίντα, είναι θαυμάσιο που ο σύζυγός σου επιτέλους επέστρεψε. Πρέπει να είσαι ενθουσιασμένη που γύρισε μετά από τόσο καιρό, σωστά;» Η Ελίζαμπεθ Έλιοτ ήταν το ίδιο διαχυτική όσο και η αδερφή της, η Λουίζ. «Όλοι μιλάνε γι’ αυτόν, φυσικά. Φαίνεται μάλιστα πως γύρισε στην Αγγλία πολύ πλουσιότερος απ’ ό,τι ήταν όταν έφυγε. Ίσως θέλετε να έρθετε και οι δυο στο χορό μας το ερχόμενο Σάββατο, γιατί ο Έντμουντ Κόλριτζ έχει ήδη πει πως θα έρθει». Οι διφορούμενοι υπαινιγμοί της υψηλής κοινωνίας, σκέφτηκε η Λουσίντα και χάρηκε όταν η Πόζι πήρε την κατάσταση στα χέρια της. «Ακουσα μια φήμη πως θα παντρευτείτε, λαίδη Ελίζαμπεθ. Ισχύει;» Ακολούθησε μια μικρή κραυγή χαράς κι ύστερα τα κεφάλια έσκυψαν με ενδιαφέρον πάνω από το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Η Λουσίντα έψαξε με το βλέμμα την αίθουσα για το σύζυγό της, αλλά απογοητεύτηκε όταν δεν τον είδε πουθενά. Αραγε είχε απλώς φύγει, ή μήπως έπαιζε χαρτιά χάνοντας την περιουσία του και πίνοντας για να ξεχάσει; Η χαρά που είχε νιώσει νωρίτερα μετατράπηκε ξαφνικά σε μια έντονη ανησυχία που δεν της άρεσε καθόλου. * * * Δέκα λεπτά αργότερα η Λουσίντα βγήκε σε μια φαρδιά βεράντα με θέα στον κήπο και ετοιμαζόταν να κατεβεί τα σκαλοπάτια όταν τράβηξαν την προσοχή της κάποιες φωνές. Ο Ρί-τσαρντ Αλενμπι, κόμης του Χάλσι, μαζί με αρκετούς άλλους είχαν ρίξει κάποιον άνθρωπο στο έδαφος και τον χτυπούσαν. Πριν γυρίσει για να ζητήσει βοήθεια η Λουσίντα διέκρινε στο φως το προφίλ του πεσμένου ανθρώπου. «Τέιλεν!» Με μια κραυγή έτρεξε προς τα εκεί, αιφνινιά-ζοντας τους άντρες οι οποίοι γύρισαν και την κοίταξαν με δυσπιστία. Η Λουσίντα βρέθηκε τότε ανάμεσά τους, καλύπτοντας τον άντρα της με το κορμί της και προκαλώντας τους να περάσουν από πάνω της για να τον χτυπήσουν. Αίμα έτρεχε στη μύτη και το πιγούνι του, μια μακριά αμυχή διέτρεχε το πίσω μέρος του κεφαλιού του ενώ δίπλα του στο χώμα υπήρχε μια μεταλλική βέργα. Φαινόταν ζαλισμένος και τα ρούχα του είχαν σκιστεί. «Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ». Ήταν ο Αλενμπι. Γύρισε και τον κοίταξε με απέραντο μίσος. «Καμία δουλειά, λόρδε Χάλσι;» Τίναξε το χέρι της για να τον σπρώξει μακριά. «Και τι θα κάνεις τώρα, θα χτυπήσεις κι εμένα; Μήπως επιτίθεσαι πισώπλαστα και σε ανυπεράσπιστες γυναίκες εκτός από άντρες;» Πήρε τη μεταλλική βέργα και τη σήκωσε ψηλά. «Αν πλησιάσει κανείς, θα τον χτυπήσω και θα ουρλιάξω μ’ όλη μου τη δύναμη, καταλάβατε; Κι όταν μαζευτεί εδώ ο κόσμος θα τους πω ακριβώς τι είδα· κάποιους θρασύδειλους αλήτες να δέρνουν έναν τραυματισμένο, μισο-αναίσθητο άντρα και να το διασκεδάζουν από πάνω». Στη σιωπή που ακολούθησε δεν ακουγόταν παρά μόνο η βαριά αναπνοή του συζύγου της. Ύστερα οι άντρες γύρισαν κι έφυγαν προς την αίθουσα του χορού αφήνοντάς τους μόνους.
Η Λουσίντα έσκυψε πάνω του. Το αίμα λέκιασε το μπλε μεταξωτό φόρεμά της καθώς προσπάθησε να σκουπίσει το πρόσωπό του με τη φούστα της. Τα χέρια της έτρεμαν από το σοκ και έβαλε τα δυνατά της να τα συγκρατήσει. Κατάλαβε τη στιγμή που ο Τέι συνήλθε, γιατί αναδεύτηκε και προσπάθησε να ανασηκωθεί, μ’ έναν τρόπο που μαρτυρούσε ότι πονούσε πολύ. «Αυτοί οι μπάσταρδοι με χτύπησαν πισώπλατα». Τα δάχτυλά του ψηλάφισαν στο κεφάλι την πληγή του και κοίταξε τη μεταλλική βέργα. «Φαντάζομαι πως χρησιμοποίησαν αυτό. Ο Χάλσι ήταν πάντα ένας δειλός». Η Λουσίντα είδε τις κόρες των ματιών του διεσταλμένες μέσα στο σκοτάδι. Τρεμόπαιζε πολύ τα βλέφαρά του, σαν να δυσκολευόταν να εστιάσει, και προσπαθούσε να καθαρίσει την όρασή του. «Υπάρχουν κάποιες σκάλες από την άλλη πλευρά της βεράντας. Αν περάσουμε μέσα από τον κήπο, μπορούμε να βγούμε στο δρόμο και να βρούμε την άμαξά σας». «Θα έρθεις μαζί μου;» «Φυσικά και θα έρθω. Χρειάζεστε βοήθεια». «Αν μας δουν, θα το σχολιάσουν». Η Λουσίντα γέλασε κι ένιωσε απελευθερωμένη, παρ’ όλα τα άσχημα πράγματα που συνέβαιναν γύρω της. «Ήδη μας σχολιάζουν, αλλά έτσι όπως είστε μέσα στα αίματα δεν μπορούμε να ξαναμπούμε στην αίθουσα χορού. Αν σας δουν σ’ αυτή την κατάσταση, θα είναι χειρότερα». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, αν και χρειάστηκε να στηριχτεί στην κουπαστή της σκάλας για να βρει την ισορροπία του. «Κατέστρεψα το φόρεμά σου», της είπε και η Αουσίντα τότε είδε πως το επάνω χείλος του ήταν πρησμένο. «Μικρό το κακό μπροστά σε όλα τα άλλα». Η μουσική είχε αρχίσει ξανά, καλώντας τον κόσμο να χορέψει και η Λουσίντα χάρηκε γι’ αυτό. Έτσι λιγόστευαν οι πιθανότητες να βγει κάποιος στη βεράντα για να πάρει λίγο αέρα. Κρατώντας τον από τον μπράτσο άρχισε να τον οδηγεί μέσα από τα λιθόστρωτα μονοπάτια του κήπου με το φως του φεγγαριού να φωτίζει το δρόμο τους. Σε λίγο βρέθηκαν στην πύλη κι από εκεί βγήκαν στο δρόμο. Η άμαξα του Άλντεργουορθ περίμενε πιο κάτω στο δρόμο και η Λουσίντα την κάλεσε. Ο οδηγός πέταξε το απομεινάρι από το πούρο του, το πάτησε με την μπότα του κι ύστερα ανέβηκε στη θέση του για να ξεκινήσουν. Μπήκαν στην καμπίνα και μόλις η Αουσίντα έκλεισε την πόρτα πίσω τους ανάσανε ανακουφισμένη, για πρώτη φορά από τη στιγμή που βρήκε τον άντρα της χτυπημένο. Τώρα δε θα τους έβλεπε κανείς σ’ αυτή την κατάσταση μετά την άνανδρη επίθεση που είχε δεχτεί ο Τέιλεν. Ήταν πια ασφαλείς.
Έψαξε μέσα στο τσαντάκι της και βρήκε ένα μαντίλι. «Ελάτε, αφήστε με να σας βοηθήσω». Το χέρι του απλώθηκε να την εμποδίσει και η οργή ήταν φανερή στην άρνησή του. «Γιατί σας επιτέθηκε έτσι ο Χάλσι;» Ο ΤέιλεινΈλσμιρ σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και χαμογέλασε με θράσος. «Επειδή κάποτε του είχα κάνει ακριβώς το ίδιο».
Κεφάλαιο 9 «Δηλαδή τον χτυπήσατε πισώπλατα σαν θρασύδειλος;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι ύστερα έπιασε με ένα μορφασμό πόνου το μηνίγγι του. «Μαζί με μια ολόκληρη παρέα που σας βοήθησε στη βρόμικη δουλειά σας;» «Φυσικά όχυ>. «Χρησιμοποιήσατε μια σιδερένια βέργα για να χτυπήσετε το κρανίο του από πίσω, στερώντας του την ευκαιρία να αμυνθεί κι όταν τον είδατε πεσμένο στο έδαφος αρχίσατε να τον κλοτσάτε;» Ξάφνου φάνηκε να χάνει την υπομονή του με τις ερωτήσεις της και, γέρνοντας μπροστά, πήρε το χέρι της στο δικό του. «Σ’ ευχαριστώ, Λουσίντα». «Παρακαλώ, Τέιλεν». Η παλάμη του κολλούσε από το αίμα και ο Τέιλεν άρχισε να σκουπίζει προσεκτικά τη δική της με την άκρη του πουκαμίσου του. Ήταν μια απλή μα γεμάτη σημασία χειρονομία. Η Λουσίντα γύρισε στο πλάι για να μη δει εκείνος την έκφραση στο πρόσωπό της. Έξω οι δρόμοι του Λονδίνου ήταν γεμάτοι κόσμο, όπως πάντα, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μέσα της όμως είχαν αλλάξει τα πάντα, γιατί το άγγιγμά του επάνω της τώρα ήταν διαφορετικό, πιο οικείο. Η μυρωδιά. Η ζεστασιά του. Η επαφή με το μηρό του πάνω στο κάθισμα. «Οι γονείς μου πίστευαν πάντα πως έπρεπε να αντιμετωπίζονται όλοι οι άνθρωποι σαν εχθροί. Απόψε ξέχασα αυτή τη συμβουλή». Μίλησε τονίζοντας την καθεμιά από τις λέξεις. «Συμβουλές σαν αυτή με κάνουν να αναρωτιέμαι αν άνθρωποι σαν αυτούς πρέπει να γίνονται γονείς. Σε κανένα παιδί δεν αξίζει να μεγαλώνει μέσα σε τόσο βάναυσες αντιλήψεις». Το γέλιο του αντήχησε στον περιορισμένο χώρο της άμαξας, διαλύοντας το σοκ και την οργή της. «Είσαι πάντα τόσο ειλικρινής με τους ανθρώπους, αγαπητή δούκισσα;» «Ναι, είμαι, αγαπητέ δούκα. Η οικογένειά μου θα σας δια-βαιώσει πως είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματά μου». Μπροστά τους εμφανίστηκε η έπαυλη των Γουέλιγχαμ. Τα μαλλιά του είχαν λυθεί από τη δερμάτινη
κορδέλα και έπεφταν ελεύθερα στους ώμους του, πιο μαύρα κι απ’ το σκοτάδι. «Εγώ όμως δεν έχω την ίδια άποψη. Η ελευθερία της έκφρασης ήταν πάντα μια αρετή την οποία εκτιμούσα ιδιαίτερα. Και νομίζω πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ανατράφηκα από γονείς που ουδέποτε έλεγαν τη γνώμη τους». «Μήπως προσπαθούσαν απλώς να σας προστατεύσουν;» Ο Τέιλεν γέλασε πάλι και ετοιμαζόταν να πει κάτι, όταν μια κίνηση στα σκαλοπάτια μπροστά τους τράβηξε την προσοχή του. «Φαίνεται πως μας ετοίμασαν υποδοχή». Η καρδιά της Λουσίντα βούλιαξε στο στήθος της. Με το ξεραμένο αίμα στο πρόσωπό του, το μελανιασμένο μάτι και το πρησμένο χείλος, ο Τέιλεν Έλσμιρ ήταν η προσωποποίηση του ανθρώπου τον οποίο περιέγραφαν τα αδέρφια της. «Δε θα έρθω μέσα. Αμφιβάλλω αν το σώμα μου αντέχει περισσότερο ξύλο». Ο απαθής, κυνικός δούκας είχε επιστρέ-ψει και στα μάτια του δεν υπήρχε καμία ζεστασιά όταν ο υπηρέτης άνοιξε την πόρτα και το φως ξεχύθηκε επάνω τους. «Κι άλλος καβγάς απόψε, Άλντεργουορθ;» Η ερώτηση του Ασερ εξέφραζε την αηδία του. «Κάποιος πρέπει να καθαρίσει το Λονδίνο από τα αποβράσματα. Μπορεί να είμαι εγώ αυτός». «Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις...» άρχισε να εξηγεί η Λουσίντα καθώς κατέβαινε από την άμαξα. Ο σύζυγός της όμως τη διέκοψε. «Θα σας δω αύριο, αγαπητή δούκισσα. Σας ευχαριστώ για την ενδιαφέρουσα βραδιά». Χτύπησε το μπαστούνι του στην οροφή, τα δυο γκρι άλογα ξεκίνησαν γρήγορα και η άμαξα εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου. «Το αίμα του λέρωσε το φόρεμά σου», γρύλισε ο Άσερ όταν μπήκαν στο σπίτι. «Ο Χάλσι το έκανε. Αυτός μαζί με τους θρασύδειλους φίλους του. Τον ξεμονάχιασαν στη βεράντα του μεγάρου. Ήταν μια προσχεδιασμένη επίθεση. Δεν πρόλαβε ούτε να αμυνθεί». Μια σκοτεινή, παράξενη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο του αδερφού της και μια τρομερή ιδέα πέρασε από το μυαλό της Λουσίντα. «Μη μου πεις ότι εσύ ήσουν αυτός που πλήρωσες κάποιους για να του επιτεθούν, Ας;» «Ο Χάλσι είναι ένα άβουλο και αλαζονικό παράσιτο. Αν ήθελα να γίνει τέτοια δουλειά, θα την αναλάμβανα μόνος μου», της απάντησε. «Τότε να μην το κάνεις». Όρθωσε το ανάστημά της παρά το ματωμένο και τσαλακωμένο φόρεμά της. Το σοκ από τα γεγονότα της βραδιάς είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό της, μαζί με μια οργή που ξεχείλιζε κάτω από τα ερωτήματά της. «Να μη κάνεις κακό στον Άλντεργουορθ, εννοώ. Κουράστηκα να παίζω το ρόλο της ξεχασμένης συζύγου και θέλω τουλάχιστον μια ευκαιρία για να...» Σώπασε, μη μπορώντας να εκφράσει αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια.
«Την ευκαιρία να κάνεις τι;» Το ερώτημα ήταν επιτακτικό μέσα στα σκοτεινά μάτια του. «Να... γνωρίσω τον άντρα που παντρεύτηκα». Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε από κοντά του κι ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες, πηγαίνοντας στο άδυτο του δωματίου της. * * * Ο Τέι έφερε το χέρι πάνω στο στήθος του. Ήταν σίγουρος πως είχε σπάσει μερικά πλευρά και ήξερε πως το επόμενο πρωί θα πονούσε φριχτά. Με μικρές, ρηχές ανάσες έσκυψε μπροστά, βρίσκοντας σ’ αυτή την κίνηση λίγη ανακούφιση. Η βέρα την οποία είχε πάρει το ίδιο πρωί από το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του ήταν βαριά πάνω στο δάχτυλό του. Η Λουσίντα τον είχε δει αβοήθητο στα πόδια μιας παρέας θρασύδειλων, οι οποίοι του επιτέθηκαν άνανδρα καθώς είχε βγει να καπνίσει ένα πούρο. Η βραδιά που περνούσε μαζί με τη γυναίκα του είχε κάνει τον Τέι να χαλαρώσει τη συνήθη επιφυλακή του. Συχνά η υψηλή κοινωνία απέφευγε τα μπλεξίματα από το φόβο ενός σκανδάλου, όμως η Λουσίντα, με την ακεραιότητα και την εντιμότητα που την διέκρινε επενέ-βη αμέσως, αντιμετωπίζοντας με αξιοθαύμαστο θάρρος μια ομάδα από άντρες. Σαν ένας άγγελος τιμωρός. Εκείνος, ο αμαρτωλός, είχε παντρευτεί μια αγία η οποία πλήρωνε ακριβά αυτή την αφοσίωσή της. Το σοκ μέσα στα μάτια της, τα τρεμάμενα δάχτυλά της, το κατεστραμμένο φόρεμα και η απογοήτευση που χάραζε βαθιές γραμμές στο μέτωπό της ήταν το τίμημα για το ένοχο παρελθόν του. Την είχε δει να αντιδρά όταν ο μεγαλύτερος αδερφός της βγήκε να τους συναντήσει. Κι άλλος τρόμος στην ψυχή της. Ο Τέι χαμογέλασε με τη λέξη που σκέφτηκε, αλλά αμέσως το μετάνιωσε νιώθοντας το έντονο τσούξιμο στο πάνω χείλος του. Χωρίς τη Λουσίντα δίπλα του όλα πονούσαν, μια κρύα παγωνιά απλωνόταν γύρω του. Δε θα την έβλεπε ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη μέρα, γιατί είχε ανάγκη να φροντίσει τις πληγές του και να συλλογιστεί τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Δεν μπορούσε να τη βάζει διαρκώς σε κίνδυνο επειδή ο ίδιος αψηφούσε το νόμο. Κυκλοφορούσαν πολλοί απ’ το σι-νάφι του Χάλσι, όσο κι αν δεν άρεσε στον Τέι να το παραδεχτεί. Θυμήθηκε τα λόγια της Λουσίντα μέσα στην άμαξα καθώς προσπαθούσε να του εξηγήσει γιατί εκείνος διέφερε από τον Ρίτσαρντ Άλενμπι. Χαμογέλασε. Κανείς δεν είχε πάρει ποτέ το μέρος του. Όχι με τέτοιο τρόπο ούτε μπροστά σε τόσο κα-ταδικαστικές αποδείξεις. Αυτή η ιδέα ζέστανε την ψυχή του. Είπε στον εαυτό του να ξεχάσει αυτές τις ανοησίες. Στα είκοσι οχτώ του χρόνια είχε διδαχτεί πολλές αλήθειες και μια απ’ αυτές ήταν να μην εξαρτάται από κανέναν. Να τους βλέπεις όλους σαν εχθρούς. Αλλωστε ήταν παιδί της μάνας και του πατέρα του και τα λόγια τους είχαν χαραχτεί στη σάρκα του σαν τατουάζ. Μόνιμα κι ανεξίτηλα. Η Λουσίντα δεν είδε τον Τέιλεν Έλσμιρ ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη μέρα. Ούτε έλαβε κάποιο επεξηγηματικό σημείωμα.
Τα αδέρφια της είχαν πλέον σταματήσει να μιλάνε για τον Άλντεργουορθ, ελπίζοντας ίσως πως αν τον αγνοούσαν θα εξαφανιζόταν απ’ τις ζωές τους. Όμως εκείνη έτρεχε διαρκώς στο παράθυρο όποτε άκουγε κάποιο θόρυβο ή τις οπλές αλόγων στο δρόμο και κοιτούσε με κομμένη την ανάσα όποτε ένας περαστικός εμφανιζόταν στο τετράγωνο. Ίσως τηρούσε στάση αναμονής, όμως μέσα στη σιωπή του παραμόνευε η συμφωνία που είχαν κάνει οι δυο τους. «Φαίνεσαι αγχωμένη». ΗΈλινορ καθόταν στο μικρό καναπέ του μπλε δωματίου και κεντούσε. Η Λουσίντα χαμογέλασε ανόρεχτα και άρχισε πάλι να κεντά. Όμως το κέντημα θόλωνε μπροστά της και δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να μετρήσει τις βελονιές. «Δεν κοιμήθηκα καλά χτες βράδυ ούτε και προχτές». Στην πραγματικότητα είχε μείνει ξάγρυπνη κι ανήσυχη ως το πρωί. «Θα μπορούσα να σου φτιάξω ένα από τα βοτάνια μου αν θέλεις. Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και με την κίνηση η βελόνα τρύπησε το δάχτυλό της. Κοίταξε το αίμα κι αντί να το σκουπίσει, παρακολούθησε την κόκκινη κηλίδα να απλώνεται. Θυμήθηκε τα τραύματα του ΤέιλενΈλσμιρ και αναρωτήθηκε πώς να ήταν τώρα. Αραγε τον φρόντιζε κανείς για να μη χειροτερέψει; Δυσκολευόταν να αναπνεύσει κι ήταν βέβαιο πως η μύτη του είχε σπάσει. Αλλη μια φορά σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, δίχως να νοιαστεί για την εντύπωση που έδινε στην Έλινορ η αφηρημάδα της. Απέξω το ψιλόβροχο σκέπαζε τα πάντα σ’ ένα γκρίζο πέπλο, μια μονοτονία την οποία έσπαζε μόνο το σποραδικό κίτρινο κάποιων πεσμένων φύλλων. Μέσα της η ένταση έπνιγε κάθε χαρά, ο πανικός της με δυσκολία συγκρατιόταν να μη βγει στην επιφάνεια. Δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της. Είχε βαρεθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Είχε βαρεθεί την αβεβαιότητα και το σάστισμα. «Σε ανησυχεί εκείνη η συμπλοκή στο χορό των Τσέστερ-φιλντ;» Η Έλινορ ήρθε δίπλα στη Λουσίντα και την άγγιξε απαλά. Στο καταφατικό γνέψιμο της Λουσίντα το χέρι της Έλινορ τυλίχτηκε γύρω από τους ώμους της. «Ο Κρίστο πιστεύει πως ίσως ο Άλντεργουορθ ήταν εκεί- ι νος που τα είχε βάλει με τον Χάλσι πριν τρία χρόνια, πράγμα που θα εξηγούσε την επίθεση που δέχτηκε μετά το ατύχημα με την άμαξα. Είπε πως ίσως τον έχει αδικήσει». «Ο Αλντεργουορθ δε θα εκτιμούσε ιδιαίτερα το κομπλιμέ-ντο αν τον άκουγε, Έλινορ». «Μήπως επειδή είναι οξύθυμος και μονόχνοτος κι αδιαφορεί εντελώς για την κακή του φήμη; Ή μήπως επειδή του αρέσει να κρύβεται πίσω από μια ψεύτικη εικόνα;» Ο τόνος στα λόγια της μαρτυρούσε ανησυχία. «Κ γιαγιά του τον χτυπούσε, ξέρεις. Τον χτυπούσε πολύ. Νόμιζε ότι έτσι θα τον έκανε άντρα επειδή η δική της κόρη την είχε απογοητεύσει με τους πολλούς εραστές της και τον εθισμό της στο αλκοόλ».
Η Λουσίντα ένιωσε να την πνίγει αηδία. «Ποιος σου το είπε αυτό;» «Η Ρόζμαρι Τζόουν, η μεγαλύτερη αδερφή της καμαριέρας μου. Τώρα εργάζεται στο Φάλντερ, μα όταν ήταν νεότερη δούλευε στο σπίτι της λαίδης Σιλντς, στοΈσεξ». «Πολλά παιδιά τιμωρούνται, Έλινορ». «Όχι με τον τρόπο που τιμωρούσαν αυτόν. Σύμφωνα με τη Ρόζμαρι, οΈλσμιρ πέρασε μήνες μακριά από την οικογένειά του σ’ ένα νοσοκομείο της Ρουέν, ύστερα από κάποιο περιστατικό. Μετά από αυτό ο θείος του τον πήρε μαζί του». «Θείος; Ποιος θείος του;» «Ο Χιούγκο Σιλντς. Λόρδο Σάτον νομίζω πως τον έλεγαν. Ο αδερφός της μητέρας του. Η Ρόζμαρι δεν ξαναείδε κανέναν από την οικογένεια επειδή της ζήτησαν να φύγει. Υποθέτω πως η ηλικιωμένη γυναίκα αντιλήφθηκε την αποδοκιμασία απέναντι της και δεν ήθελε να θυμάται αυτή τη δυσάρεστη περίοδο της ζωής της». Η Λουσίντα συνειδητοποίησε με τρόμο τη φοβερή πραγματικότητα. Μεταξύ μιας γιαγιάς που είχε βαρύ χέρι κι ενός βίαιου θείου, ο μικρός Τέιλεν Έλσμιρ δεν είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει, όπως δεν είχε και τώρα μέσα στη γενική κατακραυγή μιας κοινωνίας που δεν τον γνώριζε καθόλου. «Λέω να πάρω την άμαξα και να πάω μια βόλτα, Έλινορ. Πρέπει να πάω στην καπελού για να μου επιδιορθώσει ένα καπέλο». «Θα πω στα αδέρφια σου πως είχες κάποιες δουλειές, Λού-σι. Έχω μια στοίβα βιβλία που πρέπει να επιστραφούν στη Δανειστική Βιβλιοθήκη του Χούκαμ, αν δε σε πειράζει να περάσεις από εκεί για μένα». «Φυσικά». Χαμογέλασαν η μια στην άλλη. Ήξεραν κι οι δυο ότι το σπίτι του Έλσμιρ απείχε μόλις λίγα μέτρα από τη βιβλιοθήκη, απόσταση που μπορούσε κανείς εύκολα να διανύσει με τα πόδια. * * * Η πόρτα της έπαυλης του Αλντεργουορθ άνοιξε σχεδόν αμέσως με το χτύπημα του κουδουνιού κι ένας ψηλός άντρας τις οδήγησε μέσα σ’ ένα ευάερο και ευήλιο δωμάτιο, με θέα σ’ έναν καταπράσινο κήπο. Ένας παράταιρος καναπές και μια δυο πολυθρόνες είχαν τοποθετηθεί μπροστά στο τζάκι και στους τοίχους φαίνονταν ξασπρισμένα σημάδια, εκεί απ’ όπου είχαν αφαιρεθεί κάποιοι πίνακες. Η Λουσίντα αναρωτήθηκε γιατί ο Άλντεργουορθ δεν είχε ανακαινίσει το σπίτι μετά την επιστροφή του από την Αμερική. «Θα πω στον κύριο πως βρίσκεστε εδώ». Το πρόσωπο του μπάτλερ κοκκίνισε αναγνωρίζοντάς την και φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή, σαν να μην ήταν σίγουρος τι έπρεπε να κάνει. «Ισως χρειαστεί να περιμένετε λίγο», είπε τελικά. «Η υπηρέτρια θα σας φέρει τσάι και γλυκίσματα». «Ευχαριστώ». Η Κλερ, η καμαριέρα της, στεκόταν δίπλα την πόρτα με πρόσωπο ανέκφραστο. Πιθανόν σύγκρινε την
πολυτέλεια των σπιτιών των Κάρισμπρουκ με την εξαθλίωση που έβλεπε εδώ, ένα ζήτημα που σίγουρα θα συζητιόταν πολύ από το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης των Γουέλιγχαμ. Η Λου-σίντα μετάνιωσε που δεν της είχε ζητήσει να περιμένει στην άμαξα, αλλά αν το έκανε θα προκαλούσε ερωτήματα. Απέξω άκουσε το ουρλιαχτό μιας γάτας. Πιο μακριά οι ρόδες μιας άμαξας κροτάλιζαν και το παλιό, περίτεχνο ρολόι στη γωνία μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Η γυάλινη πρόσοψή του ήταν σπασμένη στη μια πλευρά και πήγαινε πίσω ένα ολόκληρο μισάωρο. Αυτό το ρολόι χτύπησε ήδη δυο φορές πριν η πόρτα ανοίξει πάλι και εμφανιστεί μπροστά της ο Τέιλεν Έλσμιρ, ντυμένος επίσημα και με ύφος σφιγμένο. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα, σαν να τα είχε μόλις λούσει, και δεμένα πίσω σε μια σφιχτή αλογοουρά. Το ένα μάτι του ήταν μελανιασμένο ενώ το άλλο φαινόταν κατακόκκινο, όπως κόκκινη ήταν και η πληγή που μισοκρυβόταν από τα μαλλιά στον κρόταφό του. Ανέδιδε μια ευχάριστη μυρωδιά από σαπούνι και λεμόνι, όμως η Λουσίντα δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο τα λόγια της υπηρέτριας Ρόζμαρι: Ένα μικρό, κακοποιημένο αγόρι κρυμμένο πίσω από δυο σκληρά πράσινα μάτια. «Συγνώμη. Δεν είχα καταλάβει πως κανονίσαμε συνάντηση», της είπε. «Δεν είχαμε κανονίσει. Όμως την τελευταία φορά που σας είδα ήσαστε σοβαρά τραυματισμένος και ήθελα να δω αν είστε καλά...» «Είμαι. Έχω αναρρώσει σχεδόν». Το πρησμένο δεξί μάτι του ήταν σχεδόν κλειστό στην άκρη. Η Λουσίντα αναρωτήθηκε αν αυτό επηρέαζε την όρασή του, γιατί τον είδε να αλληθωρίζει ελαφρά καθώς την κοιτούσε. «Μάλιστα». Θα ήθελε πολύ να βρεθούν για λίγο ιδιαιτέρως. Εκείνος φάνηκε να αντιλαμβάνεται το δισταγμό της και κοίταξε τους υπηρέτες. «Μπίνγκαμ, οδήγησε, παρακαλώ, την καμαριέρα της κυρίας δούκισσας στην κουζίνα και πρόσφερέ της ένα αναψυκτικό». «Μάλιστα, κύριε». Χρειάστηκε μια στιγμή για να αδειάσει το δωμάτιο και να κλείσει η πόρτα. «Υποθέτω πως δεν μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα στο πάρκο, σωστά;» Η Λουσίντα έσπασε πρώτη τη γεμάτη αμηχανία σιωπή. «Εκτός αν θέλεις να τρομάξω τα μικρά παιδιά». Το χαμόγελο δεν έφτασε ως τα μάτια του. «Γιατί ήρθες εδώ;» Κούραση χρωμάτιζε τη φωνή του. «Περίμενα δυο μέρες να φανείτε κι άρχισα να αναρωτιέμαι αν έχετε την ιατρική φροντίδα που χρειάζεστε...» «Την έχω». Τώρα δεν την κοιτούσε καν. «Για ποιο λόγο επιτεθήκατε τότε στον Χάλσι;»
«Γιατί ο Άλενμπι παραβίασε έναν από τους σημαντικότερους κανόνες που ίσχυαν στο σπίτι μου». «Ποιον κανόνα, δηλαδή;» «Όσα συμβαίνουν στο Άλντεργουορθ παραμένουν μέσα στους τοίχους του». Την κυρίεψε απογοήτευση. Δεν ήταν λοιπόν μόνο η επιθυμία του να την προστατεύσει. «Φαίνεται πως η επιβολή ενός τέτοιου κανόνα απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, σωστά;» Δεν μπόρεσε να κρύψει την επιθετικότητα από τη φωνή της. «Γιατί πηγαίνετε γυρεύοντας για καβγά όταν έχετε ήδη τόσες προσωπικές μάχες να δώσετε;» «Συνήθως είμαι πιο αποτελεσματικός με τις γροθιές μου απ’ ό,τι με είδες στο Τσέστερφιλντ. Πάντα μπορούσα να προ-φυλάσσω τους προσκεκλημένους μου από τα σκάνδαλα χωρίς να ντροπιάζω τον εαυτό μου». Σήμερα ο Τέιλεν Έλσμιρ ήταν αξιοπρεπής όπως άρμοζε στον τίτλο του, παρ’ όλο που τα λόγια του διαψεύδονταν από το πληγωμένο πρόσωπό του. Η στάση του ήταν κι αυτή παράξενη, κάνοντάς τη να αναρωτηθεί ποιους άλλους τραυματισμούς είχαν προκαλέσει ο Χάλσι και οι νταήδες του. «Ωστόσο τα σκάνδαλα συνεχίζουν να σας ακολουθούν. Βρίσκεστε εδώ και χρόνια στο επίκεντρο των συζητήσεων». Προχώρησε προς το μέρος της, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε με το δάχτυλο το μάγουλό της. «Καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του, πιστεύω, όμως, πως είναι σκόπιμο να θυμάται κανείς ότι δεν είναι αλήθεια όλα όσα λέγονται». Η ζεστασιά και η δύναμή του πότισαν όλη την ύπαρξή της, δίνοντας νόημα στη ζωή της, τοποθετώντας την εκεί όπου ανήκε. Κράτησε με πιο σφιχτά, ήθελε να του πει, νιώθοντας πως το κοινό παρελθόν τους είχε επικεντρωθεί σ’ εκείνη τη γεμάτη υποσχέσεις στιγμή. Όμως εκείνος τράβηξε το χέρι του. «Αν δε θέλεις να με συναντάς για ένα διάστημα, το καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να υποσχεθώ, βλέπεις, ότι δε θα υπάρξουν άλλα άσχημα περιστατικά. Κι αν είναι να σε πληγώνουν όλα αυτά...» Σώπασε. «Δεν είμαι κανένα φοβισμένο κοριτσόπουλο, ξέρετε. Αν παραβγαίναμε στην τοξοβολία, μπορεί και να σας κέρδιζα». Σήκωσε τις παλάμες της. «Να, δείτε τους ρόζους στα χέρια μου», του είπε. Επιτέλους η ευθυμία εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Καλή μου Άρτεμι». Αμέσως φάνηκε να μετανιώνει για τις λέξεις που είχε ψιθυρίσει. Τα μάτια του γέμισαν επιφυλακτικότητα. «Έχετε συγγενείς;» τον ρώτησε. Το μέτωπό του ζάρωσε με την αλλαγή του θέματος.
«Γιατί ρωτάς;» «Φαίνεστε τόσο μόνος μερικές φορές. Αναρωτιόμουν απλώς αν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στους οποίους μπορείτε να βασίζεστε». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και πήγε να βάλει ένα ποτό. Σήκωσε το μπουκάλι με το μπράντι για να της προσφέρει ένα ποτήρι. Εκείνη αρνήθηκε και τον περίμενε να μιλήσει. «Έχω μια θεία, αλλά εδώ και χρόνια δεν έχω επαφή μαζί της». «Μια γενιά που χάνεται, λοιπόν;» Το χαμόγελό του ήταν πονηρό. «Κι έτσι επανερχόμαστε στη συμφωνία μας». Ο κληρονόμος. Φορώντας ακόμα τη βαριά κάπα της, ξέροντας πως οι υπηρέτες περίμεναν έξω από την πόρτα κι ότι η υπηρέτριά της από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφε, η Λουσίντα χαμογέλασε. «Η σπασμένη μύτη και τα ραγισμένα πλευρά σας μάλλον ανέβαλαν προς το παρόν τα όποια σχέδια είχατε για μένα». Το γέλιο του αντήχησε δυνατά στο δωμάτιο. «Τέτοιοι τραυματισμοί δε με εμπόδισαν ποτέ στο παρελθόν». «Διάβασα κάτι για σας. Ένα άρθρο εφημερίδας από την ημέρα που ανακαλύψατε τη φλέβα του χρυσού». «Πού το βρήκες;» «Μου το έστειλε ο αδερφός μιας φίλης. Ο αρθρογράφος ενημέρωνε ξεκάθαρα τους αναγνώστες ότι οι γυναίκες με τις οποίες γλεντούσατε ήταν...» Δεν μπόρεσε να βρει την κατάλληλη λέξη. «Παραστρατημένες; Η διαφορά μεταξύ της υψηλής κοινωνίας κι εκείνων που πουλούν το κορμί τους για χρήματα στους δρόμους της απόγνωσης είναι μικρότερη απ’ όσο φαντάζεσαι. Πίστεψέ με, το έχω διαπιστώσει στην πράξη». Μιλούσε άραγε για την παιδική ηλικία του; Η Λουσίντα τόλμησε μια ερώτηση. «Πώς σας χτυπούσε ο θείος σας;» «Ανελέητα». Έτσι ωμά, χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης; Της φάνηκε απίστευτη η ειλικρίνειά του. «Θα έπρεπε να τον σκοτώσουν». «Τον σκότωσαν». «Α!...» Ήθελε να τον ρωτήσει ποιος το είχε κάνει, αλλά η λάμψη στα πράσινα μάτια του την απέτρεψε. Ήθελε
να υπάρχει φιλία και συναίνεση μεταξύ τους, έστω και μόνο σ’ αυτή τη συνάντηση. «Θα ιππεύσετε μαζί μου αύριο; Στο πάρκο. Συνήθως πηγαίνω νωρίς, πριν αρχίσει να μαζεύεται κόσμος». «Ναι». Η Λουσίντα άκουσε τις φωνές της υπηρέτριάς της κι ενός από το προσωπικό του Έλσμιρ να πλησιάζουν. «Να πούμε στις εννέα η ώρα;» Άπλωσε το χέρι του και χτύπησε το κουδούνι. Ο υπηρέτης του μπήκε βιαστικά μαζί με την Κλερ, η οποία πήγε και στάθηκε πίσω από τον καναπέ, μ’ ένα έντονο συνοφρύωμα στο πρόσωπό της. «Σας ευχαριστώ που μπήκατε στον κόπο να δείτε αν ανακτώ τις δυνάμεις μου, αγαπητή δούκισσα. Και παρακαλώ να δώσετε τους χαιρετισμούς μου στην οικογένειά σας». «Ευχαρίστως». Λόγια τυπικά. Γεμάτα κρυφούς υπαινιγμούς. Η Λουσίντα ήλπιζε ολόψυχα η καμαριέρα της να μην έλεγε λέξη γι’ αυτή την επίσκεψη στον υπηρέτη του Άσερ, τουλάχιστον πριν να μιλήσει η ίδια στον αδερφό της. * * * «Πήγα να δω τον Τέιλεν Έλσμιρ σήμερα», δήλωσε η Λουσίντα στο τραπέζι την ώρα του δείπνου καθώς σερβιριζόταν το πρώτο πιάτο. Στη διαδρομή προς το σπίτι της είχε αποφασίσει πως η ειλικρίνεια ήταν η καλύτερη τακτική με την οικογένειά της και προτιμούσε να μιλήσει έξω από τα δόντια παρά να αφήσει τα πράγματα να κινούνται υπογείως. «Πώς είναι το πρόσωπό του;» ρώτησε η Έμεραλντ με ένα χαμόγελο. «Δεν ξέρω αν η μύτη του είναι σπασμένη, παρ’ όλο που οι παλικαράδες του Χάλσι τον κλοτσούσαν ανελέητα. Τα μάτια του είναι μαυρισμένα και έχει μια μεγάλη αμυχή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ίσως υπάρχουν κι άλλα τραύματα στο κορμί του. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν οι κινήσεις του». «Οι μπελάδες τον ακολουθούν όπως το αδέσποτο σκυλί το χασάπη». Η φωνή του αδερφού της ήταν συγκρατημένη. «Θυμάμαι κάποτε που ακολουθούσαν κι εμένα με την ίδια επιμονή». Η Έμεραλντ κοίταξε κατάματα τον Ασερ και η σπίθα που άναψε ανάμεσά τους έκανε τη Λουσίντα να στρέψει το βλέμμα της αλλού. Η ίδια δεν είχε ζήσει ποτέ το πάθος στο συζυγικό κρεβάτι, την έξαψή του να συνοδεύει τις καθημερινές στιγμές ανεβάζοντας τη διάθεση. Όλα τα αδέρφια της βίωναν αυτό που η ίδια είχε κουραστεί να στερείται. «Ζήτησα από το δούκα να με συνοδεύσει αύριο στην πρωινή μου βόλτα στο πάρκο». «Και συμφώνησε;» Δεν υπήρχε καμία ζεστασιά στη φωνή του αδερφού της. «Ισως μετανιώσεις που αφήνεις αυτό τον ταραχοποιό να μπει ξανά στη ζωή σου, Λούσι», συμπλήρωσε υψώνοντας κάπως τη φωνή του με οργή.
«Είναι ο νόμιμος σύζυγός μου». «Ένα πρόβλημα που υποτίθεται πως το λύσαμε πριν τρία χρόνια πληρώνοντας αδρά. Ελπίζαμε να μην τον ξαναδούμε και πραγματικά δε θα τον βλέπαμε ποτέ, αν δεν του παρουσιαζόταν αυτή η ανέλπιστη τύχη στην άλλη άκρη του κόσμου χάρη στην οποία βρήκε το θράσος να ξαναγυρίσει». Η Λουσίντα σηκώθηκε όρθια και η ανάσα της ήταν σχεδόν το ίδιο γρήγορη με το ρυθμό της καρδιάς της. «Ίσως λοιπόν να ήταν μια θεία επέμβαση. Χρυσάφι για το χρυσάφι και για μια ένωση ευλογημένη από την Εκκλησία. Όταν σκέφτηκες αυτόν το γάμο, δεν μπορεί, θα πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό σου πως ίσως και να... πετύχαινε, έτσι δεν είναι;» Ο Άσερ σηκώθηκε κι εκείνος. Η Λουσίντα χαιρόταν που τους χώριζε το τραπέζι, μια φαρδιά δρύινη σανίδα που χώριζε κατά μήκος το δωμάτιο στα δύο. «Να με πάρει η ευχή, είσαι αδερφή μου και προσπαθούσα μόνο να σε προστατεύσω, τίποτ’ άλλο». Για πρώτη φορά ο αδερφός της ακουγόταν... ηττημένος. Η ένταση της τελευταίας εβδομάδας αποτυπωνόταν στις βαθιές ρυτίδες θλίψης που χάραζαν το πρόσωπό του. «Και με προστατεύεις καλά, όμως δε θέλω να ζήσω μαζί σας για πάντα. Θέλω να φτιάξω κι εγώ τη δική μου ζωή». «Τότε θα σου δωρίσω το Αμπερλι Μάνορ στο Κεντ. Είναι αρκετά ευρύχωρο για τις ανάγκες σου. Μπορείς να ζεις εκεί μ’ ένα μηνιαίο επίδομα, αν δε θέλεις να μένεις εδώ». «Μα και πάλι θα είμαι εξαρτημένη από τη γενναιοδωρία σου. Καταλαβαίνεις; Κι εφόσον δε θα έχω καμία ευκαιρία να παντρευτώ ξανά, αυτή θα είναι μία ισόβια κατάσταση. Ώσπου να γεράσω άκληρη και μόνη». «Και προτιμάς να παραχωρείς το δικαίωμα της αμφιβολίας σ’ ένα δούκα, ο οποίος δε διαθέτει ούτε τις ηθικές αξίες ούτε τις αρετές σου; Έναν άντρα τον οποίο μισείς;» «Η Έλινορ πιστεύει πως είναι πιο ενάρετος απ’ όσο πιστεύουμε εμείς, Άσερ». Η Έμεραλντ έκανε το γύρο του τραπεζιού και στάθηκε δίπλα της. Στα γαλαζοπράσινα μάτια της φαινόταν όλη η ανησυχία της. «Λέει πως οι υπηρέτες στην έπαυλή του στο Λονδίνο έχουν βαθιά εκτίμηση γι’ αυτόν». «Και νομίζεις πως είναι αρκετό αυτό;» «Ο Κρίστο είπε πως ο Άλντεργουορθ τα έβαλε με τον Χάλ-σι όταν ο τελευταίος άρχισε να διαδίδει φήμες για την... ηθική της Λουσίντα. Πιστεύει ότι ο Χάλσι του την είχε στημένη για να τον εκδικηθεί. Αν ισχύει αυτό, τότε θα πρέπει να τον ευγνωμονούμε, όχι να του κακιώνουμε». Σώπασε για μια στιγμή πριν συνεχίσει: «Επίσης ψιθυρίζεται ότι ο Αλντεργου-ορθ συντηρεί τη σύζυγο και τα παιδιά του σκοτωμένου συνεταίρου του, εκείνου που σκοτώθηκε στο δυστύχημα στην Αμερική. Μόνο ένας έντιμος άνθρωπος θα το έκανε αυτό». Ο αδερφός της άρχισε απροσδόκητα να γελάει. «Θεέ μου, αν θέλουμε να μάθουμε πληροφορίες για κάποιον, Έμμι, καλύτερα να ρωτάμε εσένα πρώτα». «Λέω μόνο πως ίσως είναι ένας καλός άνθρωπος στον οποίο πρέπει να δώσετε μια ευκαιρία».
«Ένας καλός άνθρωπος που κλείδωσε την αδερφή μου σ’ ένα δωμάτιο παρά τη θέλησή της και την εκμεταλλεύτηκε; Τέτοιου είδους καλός άνθρωπος;» «Τέλος πάντων, αν η Λούσι διαπιστώσει πως δεν τον αντέχει, τότε μπορεί να δεχτεί την προσφορά σου για το Άμπερλι. Στο κάτω κάτω δε ζούμε στη μεσαιωνική Αγγλία. Ο Άλντερ-γουορθ δεν μπορεί να την κρατήσει πουθενά χωρίς τη δική της θέληση». Η υποψία πως ίσως και να ήταν ικανός να το κάνει φάνηκε στο πρόσωπο του Άσερ σαν μια σκοτεινή αμφιβολία, όμως η ουσία του επιχειρήματος του είχε καταρριφθεί και η Λουσίντα ήξερε ότι ο Ασερ θα της παραχωρούσε τελικά την ελευθερία που του ζητούσε. Ωστόσο, όταν χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη στη νύφη της, είδε μέσα στα γαλαζοπράσινα μάτια της Έμεραλντ ένα στιγμιαίο σάστισμα μαζί με οίκτο λίγο πριν γυρίσει προς την πόρτα.
Κεφάλαιο 10 Καθώς η Λουσίντα παραμέριζε μια μπούκλα που είχε ξεφύγει από το μπονέ της, με την άκρη του ματιού της αντιλήφθη-κε κάποια κίνηση. Ο Τέιλεν Έλσμιρ την παρακολουθούσε από μακριά και η Λουσίντα τον περίμενε καθώς τον είδε να διασχίζει το δρόμο πάνω στο μεγάλο μαύρο άλογό του. «Ιππεύεις καλά», της είπε όταν έφτασε δίπλα της. Σήμερα οι μώλωπές του φαίνονταν λιγότερο και οι κινήσεις του είχαν μεγαλύτερη άνεση, αν και το δεξί του μάτι ήταν ακόμα πολύ κόκκινο. «Με παρακολουθούσατε;» «Άκουσα πως έχεις καλή ισορροπία». Στο χέρι που κρατούσε τα χαλινάρια τα δαχτυλίδια του άστραφταν στον ήλιο, θυμίζοντας τις διαφορές που τους χώριζαν. Τόσα στολίδια φάνταζαν υπερβολικά και ξένα, αν και η Λουσίντα χάρηκε βλέποντας τη βέρα του γάμου ανάμεσά τους. Προερχόταν από έναν κόσμο τόσο διαφορετικό από τον δικό της ώστε η Λουσίντα αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε ποτέ να τον γνωρίσει αληθινά. Όταν εκείνος είδε πού είχε καρφωθεί το βλέμμα της έμεινε ακίνητος και η συνηθισμένη επιφυλακτικότητα ήταν φανερή στα μάτια του. «Ιππεύω εδώ συχνά όποτε βρίσκομαι στην πόλη. Είναι μια δραστηριότητα που με κάνει να αισθάνομαι ελεύθερη». «Έχω ακούσει επίσης ότι χειρίζεσαι το παετόνι με τη μαεστρία πρωταθλήτριας». Η Λουσίντα γέλασε. «Είχα δάσκαλο τον Τάρις». «Είσαι τυχερή, λοιπόν, που τα αδέρφια σου σε φροντίζουν τόσο». Η Λουσίντα ευχήθηκε να τον άκουγαν τώρα τα αδέρφια της, γιατί ίσως τότε να μην απέφευγαν τόσο την επικοινωνία μαζί του. Η αύρα φυσούσε τις βελανιδιές στη μια πλευρά του δρόμου, σκορπίζοντας στον αέρα ένα σύννεφο από πράσινα φύλλα.
«Νομίζω πως νωρίς το πρωί το Χάιντ Παρκ είναι στην πιο όμορφη στιγμή του», σχολίασε όταν εκείνος δεν είπε τίποτα. «Πράγματι. Στον παππού μου άρεσε να έρχεται εδώ. Ήταν η μοναδική ευκαιρία του να ζει μερικές ήρεμες και μοναχικές στιγμές μακριά από τη γιαγιά μου. Έτσι, όποτε βρισκόταν στην πόλη, περνούσε τις ώρες του κάνοντας περίπατο στα πάρκα και τους κήπους». «Φαίνεται πως ήταν ευγενικός άνθρωπος». «Πράγματι, ήταν». «Πόσων χρονών ήσαστε όταν πέθανε;» «Εξίμισι». Πολύ ακριβής απάντηση, σκέφτηκε η Λουσίντα. «Συνάντησα αρκετές φορές τη λαίδη Σιλντς. Μου φάνηκε δύσκολος άνθρωπος». «Και τώρα είναι δίπλα στον παππού μου μέσα στο άγιο χώμα ως την αιωνιότητα». «Ο γάμος είναι λοιπόν ο οδυνηρότερος δεσμός απ’ τον οποίο δεν απαλλάσσεται ποτέ κανείς;» Ο δηκτικός τόνος δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της, τα τελευταία λόγια του όμως την έκαναν να αναρωτηθεί ποιες ήταν οι σκέψεις του για τη δική τους ένωση. Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Υπάρχουν πράγματα στο γάμο που θα μπορούσε να βρει κανείς... εθιστικά». Στην αρχή τής φάνηκε πως εννοούσε το σεξ κι αυτό την ενόχλησε κάπως, όμως καθώς ο Τέιλεν συνέχισε να μιλάει έγινε φανερό πως δεν υπαινισσόταν καθόλου κάτι τέτοιο. «Είναι όμορφο να υπάρχει κάποιος που προσέχει τα νώτα σου και σε συντροφεύει ό,τι κι αν συμβεί. Δε νομίζω πως σε ευχαρίστησα αρκετά γι’ αυτό που έγινε τις προάλλες στο χορό των Τσέστερφιλντ. Κανείς δεν το έχει ξανακάνει». Γι’ άλλη μια φορά η Λουσίντα διέκρινε τον άνθρωπο πίσω από τη μάσκα και είδε τη φευγαλέα εικόνα ενός άντρα τον οποίο θα μπορούσε να αγαπήσει. Πολύ. «Χάρηκα που βοήθησα». Τα λόγια του ήταν τόσο τυπικά, που η Λουσίντα ευχήθηκε να τον έβλεπε να κατεβαίνει από το άλογό του και να απλώνει το χέρι, ευχαριστώντας τη μέσω μιας σωματικής επαφής. Ο Τέιλεν όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Συνέχισε να ιππεύει στρέφοντας την προσοχή του στους άλλους καβαλάρηδες πίσω τους. * * * Γύρισε πάνω στο άλογό του κι εκείνο έκανε να στρίψει, αλλά ο Τέιλεν το ησύχασε. Κάποιοι άνθρωποι που έκαναν τη βόλτα τους στα ίδια μονοπάτια τούς χαιρέτησαν μ’ ένα άγγιγμα του καπέλου καθώς τους προσπερνούσαν, κοιτώντας τους με ενδιαφέρον. Ο Τέι ήξερε πως τα κουτσομπολιά οργίαζαν από την ημέρα που επέστρεψε στην Αγγλία και τα στοιχήματα στις λέσχες ήταν πενήντα προς ένα ότι θα έριχνε την αποξενωμένη σύζυγό του στο κρεβάτι ως το τέλος της εβδομάδας.
Σε άλλη περίπτωση ίσως να απολάμβανε αυτή την ειρωνεία της τύχης, τέτοιου είδους στοιχήματα όμως τον πλήγωναν και το ποσοστό πενήντα προς ένα φάνταζε εξαιρετικά αισιόδοξο. Επιπλέον ήλπιζε πως οι αδερφοί Γουέλιγχαμ δεν είχαν ακούσει τίποτα απ’ όλα αυτά. Τα πονταρίσματα ανέβαιναν, ενώ ο Τέιλεν δεν μπορούσε να μείνει μόνος με τη Λουσίντα πριν το σύμφωνημένο δεκαπενθήμερο. Παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή κέντρισε το άλογό του να συνεχίσει, χαρούμενος που η γυναίκα του είχε το προβάδισμα. Τώρα το μονοπάτι ήταν φαρδύτερο και προσφερόταν περισσότερο για τριποδισμό. Τίποτα δεν ελευθέρωνε περισσότερο την ψυχή από την ένταση όσο ο καλπασμός με το άλογο. Η αίσθηση των δυνατών μυών του ζώου κάτω από τα πόδια του ήταν κάτι που τον ανακούφιζε και τον χαλάρωνε. Η Λουσίντα ίππευε με άνεση και τόλμη, έχοντας διδαχτεί καλά την τέχνη της ιππασίας από τα μεγαλύτερα αδέρφια της, και ο Τέι την άφηνε να προχωρά μπροστά για να την παρατηρεί. Η ίδια δεν καμάρωνε για το χάρισμά της, κάθε κίνησή της όμως διέθετε εκείνη την ελεγχόμενη επιδεξιότητα που πάσχιζαν να αποκτήσουν όλοι οι δεινοί καβαλάρηδες. Το γέλιο της αντήχησε κρυστάλλινο όταν σταμάτησε το άλογό της και περίμενε τον Τέιλεν να την πλησιάσει. «Δεν ξέρω άλλη γυναίκα που μπορεί να ιππεύει με την επι-δεξιότητα ενός τζόκεϊ». «Δεν το εγκρίνετε;» «Κάθε άλλο, αγαπητή μου σύζυγε. Στο Άλντεργουορθ θα βρεις ωραία μονοπάτια για ιππασία, αν και οι στάβλοι κατά ένα μέρος έχουν λεηλατηθεί». «Εσείς όμως θα τους εξοπλίσετε πάλι, έτσι δεν είναι;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Η πρώτη προτεραιότη-τά μου είναι να ξεκινήσει πάλι η γεωργική παραγωγή». «Δεν ακούγεστε τόσο ανεπρόκοπος όσο λένε». «Η πείρα μου λέει ότι κανείς ποτέ δεν είναι τόσο καλός ή τόσο κακός όσο τον περιγράφει η κοινωνία». Μια ελαφριά έξαψη έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. «Οι προσδοκίες των άλλων είναι τα δεσμά που μας κρατούν αιχμάλωτους. Το όνομα Γουέλιγχαμ με κράτησε δέσμια για χρόνια και με εμπόδισε να είμαι ο αληθινός εαυτός μου». «Και τώρα;» «Αφού όλοι αποδοκιμάζουν τόσο πολύ τις πράξεις μου, αυτό μου δίνει την ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω». Εκείνη η θλίψη είχε εμφανιστεί ξανά. Το ατύχημα, ο βεβιασμένος γάμος και τα τρία χρόνια απόστασης είχαν παίξει το ρόλο τους στο πέπλο της μελαγχολίας που σκέπαζε το πρόσωπό της. Από την ημέρα που είχαν γνωριστεί πλήγωναν διαρκώς ο ένας τον άλλον, ενώ η δική του απαίτηση για κληρονόμο πρόσθετε περισσότερο βάρος στο φορτίο. Ξαφνικά ο Τέι ένιωσε κουρασμένος με όλα αυτά.
«Λουσίντα! Λους!» Μια φωνή από μακριά έκανε και τους δύο να γυρίσουν. Μια νεαρή γυναίκα τούς φώναξε καβάλα στη φοράδα της, έχοντας αφήσει τον ιπποκόμο της πιο πίσω. «Η φίλη μου, η Πόζι Τόμκινς. Ίσως να τη θυμάστε από το γάμο». «Αυτή δεν ήταν που σε έφερε στο Άλντεργουορθ εκείνη τη βραδιά;» Όταν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, ο Τέι σκέφτηκε πως χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη στη μις Τόμκινς. Παρατήρησε τη νεαρή γυναίκα που πλησίαζε κοντά τους. * * * Η Λουσίντα θα προτιμούσε να προχωρήσουν πιο βαθιά μέσα στις φυλλωσιές ώστε να μείνουν μόνοι για να συζητήσουν. Ήδη όμως έβλεπε το ενδιαφέρον στο πρόσωπο της φίλης της. «Σας ακολούθησα», είπε η Πόζι όταν έφτασε κοντά τους. «Νομίζω ότι δε θα ’πρεπε να ρισκάρεις τόσο με το άλογο, Λούσι. Πόσες φορές σου είπαν τα αδέρφια σου να μην καλπάζεις τόσο γρήγορα;» «Α, έχω χάσει το λογαριασμό εδώ και μήνες». «Ο γιατρός είπε πως άλλο ένα χτύπημα στο κεφάλι σου θα ήταν πολύ επικίνδυνο...» «Έτσι είπε;» Ο τόνος στη φωνή του Τέιλεν Έλσμιρ ήταν εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι λίγες στιγμές νωρίτερα. Τώρα ακουγόταν ακριβώς σαν τον Κρίστο, τον Άσερ και τον Τάρις. Η Πόζι έγνεψε καταφατικά. «Είπε ακόμα πως πρέπει να κάνει προσεκτική και μετρημένη ζωή και πως έχει δει πολλούς ασθενείς να αρρωσταίνουν βαριά επειδή δεν ακολούθησαν τις συμβουλές του». Τα πράσινα μάτια του συζύγου της τώρα δεν είχαν χιούμορ. «Κάτι για τα αγγεία που σπάζουν, έτσι το είπε θαρρώ. Τα τοιχώματα του εγκεφάλου είναι λεπτότερα στο σημείο όπου έχουν τραυματιστεί, έτσι είναι ευκολότερο να υποχωρήσουν πάλι». Αράδιασε όλες τις ιατρικές πληροφορίες λογαριάζοντας με τα δάχτυλά της και λυγίζοντας καθένα από αυτά με κάθε γεγονός που ανέφερε. Η Πόζι δεν κοιτούσε εκείνη αλλά τον Αλντεργουορθ, με μια έκφραση στο πρόσωπό της την οποία η Λουσίντα γνώριζε καλά. Ήταν το ίδιο ύφος που είχε η Πόζι μερικές μέρες νωρίτερα, όταν οι δυο φίλες σκηνοθέτησαν κάποιες παράξενες ιστορίες με θεατές όλη την οικογένεια, έχοντας μετατρέψει το κάτω σαλόνι στο Φάλντερ σε αυτοσχέδια θεατρική σκηνή. Για κάποιο λόγο ψάρευε τον Αλντεργουορθ και η Λουσίντα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την εμποδίσει. «Η Πόζι υπερβάλλει, δε νομίζω να συμβεί κάτι τέτοιο...» άρχισε να λέει, αλλά ο Τέιλεν τη διέκοψε. «Έγινες και γιατρός, τώρα;» Ο τόνος στη φωνή του έδειχνε οργή. «Όχι».
«Τότε θα πρέπει να ακούσεις την προειδοποίηση ενός ανθρώπου ο οποίος προφανώς ξέρει τι λέει». «Και να μην ξανακάνω ιππασία στα φαράγγια και τους βράχους του Φάλντερ;» «Αν είναι απαραίτητο για την ασφάλειά σου, ναι». Το γέλιο της Πόζι έβαλε τέρμα στη λογομαχία. «Ο Άσερ χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα, μάταια όμως». Η Πόζι ανασήκωσε τα φρύδια της όταν η Λουσίντα την κοίταξε μου-τρωμένη και χαμογέλασε με συμπάθεια στον Αλντεργουορθ. Απίστευτο, σκέφτηκε η Λουσίντα. Η Πόζι ποτέ δεν ενέκρι-νε κανέναν από τους θαυμαστές της. Ούτε έναν. Ίσως έφταιγε το χαμόγελο του Τέιλεν Έλσμιρ, ή το παιχνίδισμα στα μάτια του. Το μόνο λευκό χρώμα επάνω του ήταν η γραβάτα του, η οποία αναδείκνυε το σκούρο δέρμα του. Τον φανταζόταν μακριά από το Λονδίνο, στις άγριες ερημιές της Τζόρτζια, να περιπλανιέται σε φουσκωμένα ποτάμια και κακοτράχαλα βουνά. Όσες πληροφορίες είχε διαβάσει γύρω από τα χρυσωρυχεία περιέγραφαν τα μέρη εκείνα σαν επικίνδυνα τοπία, όπου δοκιμάζονταν πολλοί σκληροί και επικίνδυνοι άντρες. «Τα αδέρφια μου έχουν τη γνώμη πως πρέπει να με φροντίζουν διαρκώς. Εγώ προτιμώ να ζω τη ζωή μου ελεύθερα, όπως κάνουν κι εκείνοι». «Με άλλα λόγια, δεν τους ενημερώνεις για τους κινδύνους στους οποίους βάζεις τον εαυτό σου». «Ακριβώς. Και θα το εκτιμούσα αν δείχνατε κι εσείς κάποια διακριτικότητα πάνω σ’ αυτό το θέμα». «Τότε ελπίζω να έχεις τη σύνεση να επιστρέφεις πεζή με το άλογο στο σπίτι σου». Αγγιξε το καπέλο του χαιρετώντας την Πόζι. «Μις Τόμκινς, χάρηκα πολύ». Κι ύστερα έφυγε, διασχίζοντας το πάρκο μέσα από ένα μονοπάτι το οποίο η Λουσίντα σπάνια χρησιμοποιούσε κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας με μια αβίαστη άνεση. «Ο Άλντεργουορθ ιππεύει καλά, Λους». «Και γιατί να μ’ ενδιαφέρει αυτό, Πόζι; Αν ήταν στο χέρι των άλλων, αυτή τη στιγμή θα βρισκόμουν στο σαλόνι του σπιτιού μου και θα κεντούσα ή θα έπαιζα μουσική», είπε θυμωμένη στη φίλη της. Ή Θα ήμουν ξαπλωμένη σ ’ ένα κρεβάτι προσπαθώντας να συλλάβω έναν κληρονόμο του Άλντεργουορθ. Η Λουσίντα κατάπιε την απογοήτευσή της. * * * «Τι στην οργή γυρεύεις εδώ, Αλντεργουορθ;» «Το Γουάιτ’ς είναι και δική μου λέσχη, Γουέλιγχαμ, και θέλω να πω δυο κουβέντες μαζί σου». Ο Κρίστο Γουέλιγχαμ δε συγκατένευσε, ούτε όμως σηκώθηκε να φύγει. Έμεινε στη θέση του με το ποτό του στο χέρι και περίμενε ώσπου ο Τέι να καθίσει απέναντι του.
«Η αδερφή σου καλπάζει απερίσκεπτα στο Χάιντ Παρκ, ενώ σύμφωνα με κάποια μις Πόζι Τόμκινς, ο γιατρός τής απαγόρευσε ρητά κάτι τέτοιο». Ο άλλος ήπιε μια γερή γουλιά μπράντι και ακούμπησε το ποτήρι του. «Κι εσύ τώρα θέλεις να την εμποδίσεις;» «Ναι». «Ε, καλή τύχη, τότε. Η αντίδραση του Ασερ ήταν να της πάρει τα άλογα για ένα μήνα, όμως εκείνη νοίκιασε άλλα, 7Π.ο επικίνδυνα. Ο Τάρις προσπαθούσε κάθε φορά να στέλνει μαζί της έναν άντρα, μα εκείνη κατάφερνε πάντα να του ξεφεύγει. Την πήγα στο Γκρέιβσον, όπου κάλπαζε σ’ όλη την ακροθαλασσιά, ώσπου τελικά βαρέθηκε. Βλέπεις, λοιπόν, δοκιμάσαμε όλες τις μεθόδους, καμία όμως δεν έφερε αποτέλεσμα, γιατί είναι ξεροκέφαλη σαν μουλάρι και δυο φορές πιο δύσκολη». «Αληθινή Γουέλιγχαμ, δηλαδή;» Ο Κρίστο έσπρωξε πίσω το καπέλο του και έβαλε τα γέλια. «Αν δεν ήσουν τέτοιος μπάσταρδος, Αλντεργουορθ, μπορεί και να σε συμπαθούσα. Προς τι αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για την ασφάλεια της αδερφής μου;» «Δε θέλω να μείνω χήρος». Και πάλι ο Κρίστο γέλασε. «Ακόμα δεν έγινες ούτε σύζυγος και, αν αυτό περνάει από το χέρι μας, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ». Αγνοώντας το επικριτικό σχόλιο, ο Τέι μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Τι άλλο της αρέσει να κάνει;» Ο Κρίστο έγειρε μπροστά συνοφρυωμένος. «Απολαμβάνει την τοξοβολία. Αρκετά ακίνδυνη δραστηριότητα. Ακόμα έχει κάποιο ταλέντο στη ζωγραφική. Το νου σου όμως, Άλντεργουορθ, αν παίξεις πάλι με τα αισθήματά της, αυτή τη φορά δε θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία». «Φημολογείται πως εσένα σου δόθηκε με τη δική σου γυναίκα». «Φημολογείται πως όταν ήσουν στην Αμερική μπήκες στη φυλακή γιατί αφαίρεσες μια ανθρώπινη ζωή». «Το χρυσάφι κάνει άπληστους μερικούς ανθρώπους και οι φήμες πάντα υπερβάλλουν». «Τόσο άπληστους σαν κι εσένα όταν το έσκασες με τα λεφτά των Γουέλιγχαμ, αφού πρώτα αποπλάνησες την αδερφή μας;» Τα ήρεμα λόγια του Κρίστο Γουέλιγχαμ διέψευδαν την οργή που περιείχε καθεμιά από τις λέξεις. «Ξέρεις πολύ καλά ότι σας ξεπλήρωσα και την τελευταία δεκάρα και η Λουσίντα ήταν ανέγγιχτη όταν την άφησα, ό,τι κι αν λέει». «Ο Έντμουντ Κόρλιτζ ίσως το έχει αλλάξει αυτό, όμως». Ο Τέι κατέβασε τις γροθιές του στο τραπέζι. «Αν ακούσω έστω και τον παραμικρό ψίθυρο απ’ το στόμα του για κάτι τέτοιο, είναι νεκρός».
«Θα του το πω όταν τον ξαναδώ. Είναι στενός φίλος μου». «Να του το πεις, λοιπόν». Αφού άδειασε το μπράντι του ο Τέιλεν σηκώθηκε ενώ οι άλλοι θαμώνες τον παρακολουθούσαν πάνω από τα χείλη των ποτηριών τους. Ο τίτλος του δουκάτου του Άλντεργου-ορθ τού χάριζε μια θέση ανάμεσά τους, ποτέ του όμως ο Τέι δεν ένιωσε ότι ανήκε εκεί. Οι ψεύτικοι τρόποι και η υποκρισία αυτών των ανθρώπων διέφερε εντελώς από τη δική του πορεία στη ζωή. Ήθελε να γυρίσει στο Άλντεργουορθ μαζί με τη γυναίκα του. Το πρόσωπο του Έντμουντ Κόλριτζ αναδύθηκε στο νου του καθώς έβγαινε από τη λέσχη. * * * Όταν ο Τέι ξαναείδε τη Λουσίντα στο σουαρέ του Ντάνιελ και της Καμίλ Μπίτσαμ, ο Κόλριτζ φιλούσε το χέρι της. Η σύζυγός του δεν είχε εμφανιστεί εκείνο το πρωί στο Χά-ιντ Παρκ για να εξασκηθεί στην ιππασία. Ο Τέιλεν περίμενε, όταν όμως τα λεπτά έγιναν ώρες τότε κατάλαβε πως η Λουσίντα δε θα ερχόταν. Έτσι, από τη μια μεριά ανακουφίστηκε όταν την είδε στο σουαρέ αλλά από την άλλη εξοργίστηκε όταν είδε με ποιον είχε έρθει. Γιατί αυτός ο άνθρωπος της φιλούσε το χέρι μ’ έναν τρόπο απαράδεκτο κι εκείνη το επέτρεπε. Η στάση της τον έκανε να σφίξει τα δόντια του έξαλλος μαζί της. «Αγαπητή δούκισσα...» Συνοφρυώθηκε μόλις τον είδε και του άρεσε η ανησυχία που αντίκρισε στα μάτια της. «Αγαπητέ δούκα». Ο Κόλριτζ δεν έκανε καμία προσπάθεια να απομακρυνθεί από το πλάι της και ο Τέιλεν τον κοίταξε με νόημα όταν η γυναίκα του άρχισε να μιλά. «Ο Κρίστο είπε πως θέλατε να μου μιλήσετε». Η δήλωση άφησε άφωνο τον Τέιλεν. «Είπε πως είχατε να μου κάνετε μία πρόταση. Να περνάω το χρόνο μου στο σαλόνι παρέα με το εργόχειρό μου ή να κάθομαι ήσυχα ήσυχα στον κήπο ζωγραφίζοντας λουλούδια. Κάτι τέτοιο, σωστά;» «Ο αδερφός σας έχει την αίσθηση του χιούμορ». «Πήγατε να τον δείτε μετά την τελευταία συνάντησή μας στο πάρκο, έτσι δεν είναι; Και να του πείτε πως έκανα ιππασία ενώ σας είχα ζητήσει ακριβώς το αντίθετο;» Ο Κόλριτζ άκουγε με ενδιαφέρον κάθε λέξη που αντάλλασσαν οι δυο τους και ο Τέι δεν άντεξε άλλο. «Θα μας συγχωρήσετε;» Χωρίς να περιμένει την απάντησή του πήρε τη σύζυγό του και την οδήγησε στο βάθος της αίθουσας, σε μια κόγχη, λίγο πιο μακριά από τον κόσμο. «Δε σας είχα για τόσο... ύπουλο», είπε η Λουσίντα και τα μάτια της γυάλιζαν από θυμό. Μα ο Τέιλεν άλλαξε τακτική. «Είπα στον αδερφό σου ότι δε μ’ αρέσει η ιδέα να ζήσω μόνος την υπόλοιπη ζωή μου αν πάθεις κάτι.
Αυτό δε σου το είπε;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο Έντμουντ Κόλρτιζ θέλει να σε ρίξει στο κρεβάτι του». «Τότε οι δυο σας δε διαφέρετε πολύ». Αγνόησε τελείως το σχόλιό της. «Και παρ’ όλα αυτά εσύ του επιτρέπεις να σε φλερτάρει δημοσίως;» «Είναι φίλος. Του επιτρέπω να είναι φίλος». «Ο αδερφός σου πιστεύει πως ίσως ο Κόλριτζ θέλει να γίνει κάτι περισσότερο». «Απ’ ό,τι φαίνεται είπατε πάρα πολλά για μένα. Κρίμα που δεν ήμουν εκεί να διαψεύσω όλες τις ανακρίβειες, αλλά είναι αλήθεια πως τα αδέρφια μου ανέκαθεν έβγαζαν βιαστικά συμπεράσματα για τους διάφορους θαυμαστές μου». «Διάφορους;» «Ναι. Μήπως φανταστήκατε πως θα περίμενα καθηλωμένη έναν άντρα που επί τρία χρόνια ξέχασε πως είχε σύζυγο, ώσπου η ανάγκη για ένα νόμιμο διάδοχο να τον φέρει πίσω;» Τα τέσσερα χρυσά αστέρια στο βραχιόλι της άστραψαν καθώς τα χέρια συνόδευαν τα λόγια της. «Σχετικά μ’ εκείνο το απόκομμα της εφημερίδας... Τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Από την ημέρα του γάμου μας σεβάστηκα τους όρκους που σου έδωσα και δε σε έχω απα-τήσει ποτέ». Ο απόηχος κάθε λέξης του είχε μια με διάφανη ειλικρίνεια και οι μύες στο πιγούνι του τεντώνονταν απ’ την προσπάθεια. Διάβολε, σκέφτηκε ο Τέιλεν κι αναρωτήθηκε τι τον έπιασε και εξομολογήθηκε κάτι τέτοιο στην αποξενωμένη γυναίκα του και μάλιστα εκεί, σ’ έναν τόσο δημόσιο χώρο. Ήταν γνωστός για την απειθαρχία του και την προσήλωσή του στην ελευθερία λόγου και πράξης, πληθωρικός και ασυμβίβαστος με τις κοινωνικές δεσμεύσεις. Είχε αφιερώσει όλη τη ζωή του στο κυνήγι της ηδονής και κατάφερε να δραπετεύσει από τη φρίκη της παιδικής ηλικίας του με εκλεκτό κρασί κι ακόμα πιο εκλεκτές γυναίκες. Ώσπου παντρεύτηκε! Και τότε συνέβη κάτι ανεξήγητο. Η υπερδραστήρια ως τότε λίμπιντό του ξάφνου στέρεψε και ο Τέι δυσκολευόταν να αγγίξει μια γυναίκα χωρίς να αναλογίζεται την ανηθικότητα των γονιών του. Έξι εραστές είχαν δει τα παιδικά του μάτια να πηγαινοέρχονται για τη μητέρα του και πολύ περισσότερες ερωμένες για τον πατέρα του. Και όλοι τους είχαν αφήσει το σημάδι τους. Θυμόταν το χάος σαν να ήταν χτες και είχε πάρει όρκο από μικρός να μην επαναλάβει ποτέ τα ίδια, αν και όποτε παντρευόταν. Έσφιξε τις γροθιές στα πλευρά του. Γι’ αυτό είχε επιστρέφει άλλωστε στην Αγγλία, για να καταλάβει τι
ακριβώς είχε συμβεί ανάμεσα σ’ εκείνον και τη γυναίκα την οποία αναγκάστηκε να παντρευτεί. Τη Λουσίντα, τη μοναδική γυναίκα που θα είχε ποτέ στο πλάι του ως σύζυγο. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο σοβαρή ο Τέιλεν θα γελούσε με την ειρωνεία της τύχης. Ένας αμαρτωλός, παγιδευμένος από μια αναμάρτητη και εξουδετερωμένος από την ανάμνηση της γονεϊκής απιστίας. Τίποτα δεν έβγαζε πια νόημα εδώ και πολύ καιρό. Ήθελε να ξαναβρεί τη σιγουριά του και κάτι μέσα του έλεγε πως μόνο με τη Λουσίντα στο πλευρό του θα μπορούσε να το καταφέρει. Αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε πιέσει τόσο με την ανάγκη του για ένα διάδοχο. Ήταν ένας τρόπος να τη φέρει κοντά του με τους δικούς του όρους. Ένας τρόπος να την κάνει δική του. * * * Η Λουσίντα δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο Άσωτος Δούκας του Άλντεργουορθ της είχε δηλώσει ότι παρέμενε πιστός σ’ εκείνη. Τρία χρόνια τώρα. Με τόσους πειρασμούς γύρω του, χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα του, ξένος σ’ έναν τόσο διαφορετικό και τραχύ τόπο και όμως δεν την είχε απα-τήσει ποτέ; Αυτός, ένας δούκας γνωστός για τις ασωτίες και τις κραιπάλες του; Είχε μείνει κατάπληκτη. «Γιατί μου το λέτε αυτό;» «Επειδή θέλω να ξέρω ότι όποιο παιδί αποκτήσουμε θα είναι στ’ αλήθεια δικό μου». Ο θυμός στη φωνή του αναιρούσε όλα όσα της ομολόγησε. Τη μια στιγμή τον καταλάβαινε και την επόμενη... «Βλέπεις, μεγάλωσα μ’ έναν πατέρα που δεν πίστευε ποτέ πως ήμουν γιος του και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Έμαθα τι προκαλεί σ’ έναν άντρα αυτού του είδους η δυσπιστία και δε θα ήθελα να συμβεί και σ’ εμένα». Τα πράσινα μάτια του πετούσαν σπίθες και οι μώλωπες στο πρόσωπό του έδιναν περισσότερη έμφαση στην απειλή του. «Δεν είναι απαραίτητο να με συμπαθείς όταν θα μου χαρίσεις έναν κληρονόμο, αγαπητή μου δούκισσα, όμως έχω ανάγκη να είμαι σίγουρος ότι δεν επέτρεψες σε κανέναν άλλο αυτή τη χαρά». Η οργή και η σύγχυση της έκοβαν την ανάσα, η εντύπωσή του για το χαρακτήρα της είχε εξαφανίσει εντελώς από μέσα της τη χαρά από την εξομολόγησή του. Τώρα λοιπόν θεωρούσε εκείνη ανήθικη; Τον κοιτούσε άναυδη ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Εκείνη τη στιγμή τον μίσησε τόσο, που φάνηκε καθαρά στο πρόσωπό της. «Αύριο θα φύγω για το Άλντεργουορθ. Θα στείλω μια άμαξα να σε παραλάβει όταν λάβω ειδοποίησή σου πως θέλεις να έρθεις να με βρεις». Να, λοιπόν, που θα έφευγε πάλι. Η εύθραυστη ανακωχή τους γινόταν ξανά συντρίμμια. Παρά τη μεγάλη οργή της δεν μπορούσε να τον ξαναδεί να φεύγει. «Τι ώρα θα φύγετε;» Η φωνή της ακουγόταν σπασμένη και τραχιά.
«Το πρωί. Δεν έχει νόημα να παραμείνω άλλο εδώ». «Τότε θα έρθω κι εγώ». Για πρώτη φορά είδε στα μάτια του μια σπίθα ζωντάνιας. «Πολύ καλά. Η άμαξά μου θα έρθει στην έπαυλη Γουέλιγχαμ στις δέκα η ώρα. Να είσαι έτοιμη». Δίχως άλλη λέξη γύρισε και έφυγε από κοντά της και ο Έντμουντ Κόλριτζ την πλησίασε την ίδια στιγμή που έμεινε μόνη. «Φαίνεστε χλομή. Αν οΈλσμιρ σας απείλησε...» «Όχι». Δεν τον άφησε να συνεχίσει. Ως φίλος του Κρίστο ίσως γνώριζε περισσότερα από τους άλλους για τη σχέση της με τον Άλντεργουορθ. «Είμαι απλώς κουρασμένη». Πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της, ενώ με το βλέμμα της έψαξε ένα γύρο για να δει αν ο Τέιλεν Έλσμιρ βρισκόταν ακόμα εκεί. «Την επόμενη εβδομάδα θα πάω στο Μπαθ με την οικο-γένειά μου. Αν θέλετε να έρθετε μαζί μας, είστε με το παραπάνω ευπρόσδεκτη. Είμαι σίγουρος ότι η μητέρα μου θα χαιρόταν πολύ». Την κοιτούσε με θέρμη, αλλά η Λουσίντα ήξερε πως δεν μπορούσε πια να του δίνει ψεύτικες ελπίδες. «Λυπάμαι. Αύριο φεύγω για το Αλντεργουορθ μαζί με το σύζυγό μου. Μόλις αποφασίστηκε». «Κατάλαβα». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Το ξέρει ο Κρίστο;» «Όχι ακόμα, αλλά θα το μάθει». «Δε θα του αρέσει καθόλου». Η Λουσίντα αγνόησε το σχόλιο. «Εύχομαι να έχετε μια όμορφη διαμονή στο Μπαθ. Φαντάζομαι πως είναι πολύ ωραία εκεί αυτή την εποχή». Ήξερε πως έλεγε κοινοτοπίες, αλλά η απροσδόκητη ομολογία του συζύγου της είχε αλλάξει ριζικά τις διαθέσεις της Λουσίντα. Ο ΤέιλενΈλσμιρ δεν την είχε απατήσει ποτέ, αντίθετα είχε τιμήσει τους όρκους του γάμου τους. Η Λουσίντα ένιωσε ένα χαμόγελο να ανθίζει στο πρόσωπό της καθώς αποχαιρετούσε τον Κόλρτιζ. Ύστερα πήγε να βρει την Καμίλ Μπίτσαμ για να την ευχαριστήσει για το σουαρέ.
Κεφάλαιο 11 «Θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν έπαιρνες μαζί σου μερικούς από τους υπηρέτες μας». Η Λουσίντα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της στην πρόταση του Τάρις. Δεν ήθελε να γίνουν οι υπηρέτες των αδερφών της μάρτυρες της σχέσης της με τον Τέιλεν Έλσμιρ, γιατί αναμφίβολα κάποιες πληροφορίες θα έφταναν στο Φάλντερ. Έτσι, χάρηκε όταν η συζήτησή τους διακόπηκε. «Η άμαξα του Άλντεργουορθ έχει έρθει, μιλόρδε».
«Πολύ καλά. Φρόντισε να φορτωθούν οι αποσκευές της λαίδης Λουσίντα». Όταν έφυγε ο μπάτλερ, ο Τάρις γύρισε προς τη Λουσίντα. «Ο Άσερ και η Έμεραλντ αποφάσισαν να μη σε ξεπροβοδίσουν ενώ η Έλινορ και ο Κρίστο ειδοποιήθηκαν χτες το απόγευμα να επιστρέφουν στο Γκρέιβσον. Ίσως είναι καλύτερα που είμαστε οι δυο μας». Ο μεσαίος αδερφός της σηκώθηκε και την τύλιξε στην αγκαλιά του με ζεστασιά και αγάπη. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να μείνει για πάντα εκεί, μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή και ασφάλεια, ένα άλλο κομμάτι της όμως είχε ανάγκη από κάτι διαφορετικό και σ’ αυτό έδωσε προτεραιότητα η Λουσίντα. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και απομακρύνθηκε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. «Θα σας ειδοποιήσω αμέσως μόλις φτάσω για να σας ενημερώσω πως είμαι καλά». «Δεν είναι το ταξίδι σου που με ανησυχεί, Λούσι, αλλά ο άντρας με τον οποίο θα ζήσεις όταν φτάσεις στον προορισμό σου», της είπε ο Τάρις. Τα μελιά μάτια του συννέφιασαν και η Λουσίντα είδε μέσα τους την αγωνία. Ράγιζε η καρδιά της με την τόση έγνοια του αδερφού της κι ένιωθε πως γι’ άλλη μια φορά πρόδιδε την οικογένειά της. Η Μπίατρις πάντως χαμογελούσε. «Να έχεις πάντα ελπίδα, Λουσίντα, και να βρεις το δικό σου δρόμο στη ζωή». Έβαλε στα χέρια της ένα μικρό πακέτο. «Σου τύλιξα ένα βιβλίο το οποίο διάβασα πρόσφατα και το βρήκα απολαυστικό». Κι ύστερα η Λουσίντα βγήκε από το σπίτι και στάθηκε για λίγο μπροστά στην οικογενειακή έπαυλη. Σηκώνοντας το βλέμμα, νόμισε πως είδε τον Άσερ στο παράθυρο του τρίτου ορόφου, η σκιά όμως εξαφανίστηκε πριν προλάβει να σιγουρευτεί πως δεν τη γέλασαν τα μάτια της. Τα βήματά της ήταν βαριά καθώς πλησίαζε την άμαξα. Μέσα καθόταν ο ΤέιλενΈλσμιρ, ο οποίος αντάλλαξε ένα κοφτό, ψυχρό νεύμα με τον Τάρις. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω, ο αδερφός της ακούμπησε την ανοιχτή παλάμη του έξω από το παράθυρο της άμαξας. Σας αγαπώ, είπαν άφωνα τα χείλη της Λουσίντα, αλλά ήξερε ότι ο Τάρις δεν κατάλαβε. Δαγκώνοντας το χείλος της έγειρε πίσω στο κάθισμα και τα άλογα ξεκίνησαν. «Δε σε παίρνω μακριά τους για πάντα, Λουσίντα. Μπορείς να γυρίσεις όποτε θέλεις να ξαναδείς την οικογένειά σου. Η άμαξα θα βρίσκεται στη διάθεσή σου κάθε φορά που θα τη χρειάζεσαι». Έγνεψε με το κεφάλι της, γιατί δεν εμπιστευόταν τη συγκίνησή της και ο Τέιλεν βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. «Στη δική μου οικογένεια δεν είχαμε τέτοιο δέσιμο, γι’ αυτό είναι πρωτόγνωρο για μένα να βλέπω τέτοια στοργή στους άλλους», της είπε τελικά όταν εκείνη παρέμεινε σιωπηλή. «Στην πραγματικότητα το μοναδικό αίσθημα που θυμάμαι να νιώθαμε ο ένας για τον άλλον είναι το μίσος».
«Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σας». «Ήταν πάντα ευκολότερο όταν μας χώριζε απόσταση». Της χαμογέλασε μέσα στο μουντό πρωινό. Ήταν ένα αμέριμνο χαμόγελο που ακύρωνε όλα όσα είχε ακούσει ποτέ η Λουσίντα για την καταγωγή του. «Με έδιναν σε ξένη επιμέλεια, χωρίς να νοιαστούν για την εκπαίδευσή μου. Η ζωή μου άρχισε πραγματικά όταν τελικά πήγα στο Ττον». Ήταν μια νέα και ενδιαφέρουσα τροπή. «Πόσων χρονών ήσαστε τότε;» «Δώδεκα. Οι γονείς μου είχαν πεθάνει την προηγούμενη χρονιά, αλλά για την ηλικία μου ήμουν ανεξάρτητο παιδί και οι θάνατοί τους δε με επηρέασαν καθόλου». «Σκληρό παιδί». «Προτιμώ τη λέξη λογικό». «Μια από τις υπηρέτριες στο Φάλντερ εργαζόταν για τη γιαγιά σας τη χρονιά που δε γυρίσατε από τη Γαλλία». Τον είδε να τσιτώνεται και κάτι πάγωσε μέσα της. Όταν του έριξε μια κλεφτή ματιά είδε ένα μυ να παίζει νευρικά στο πιγούνι του. «Η Ρόζμαρι Τζόουνς έκανε κάποια αναφορά στο θείο σας», συνέχισε η Λουσίντα. Αυτή τη φορά ο Τέιλεν τραβήχτηκε μπροστά στο κάθισμά του κι έπλεξε τα χέρια του, σε μια στάση που θύμιζε στη Λουσίντα ένα αγαπημένο παιχνίδι από τα παιδικά της χρόνια. Από δω μια εκκλησιά κι από κει καμπαναριό... Παιχνίδι που σίγουρα εκείνος δε θα έπαιζε καθώς πάλευε για τη ζωή του σ’ ένα κρεβάτι του νοσοκομείου της Ρουέν. «Είπε πως σε χτυπούσαν συχνά», ξεστόμισε πριν χάσει το θάρρος της. «Όλα τα παιδιά τιμωρούνται για να μάθουν να φέρονται σωστά». Αυτή τη φορά η οργή που είδε στα μάτια του την έκανε να συγκρατηθεί. Θα μπορούσε να του πει περισσότερα, όλα όσα είχε μεταφέρει η υπηρέτρια, όμως ήταν πολύ νωρίς και τα γεγονότα πολύ οδυνηρά. «Φυσικά, έτσι είναι». Μιλούσε σαν τις χιλιάδες άλλες συζύγους στο Λονδίνο οι οποίες ήθελαν απλώς μια ήρεμη και άνετη ζωή και η συνειδητοποίηση διέλυσε τα όποια απομει-νάρια χαράς είχε μέσα της. Ο δρόμος περνούσε δίπλα από πράσινα λιβάδια και ο ουρανός ήταν καταγάλανος παρά τη χαμηλή θερμοκρασία. Μέσα στην άμαξα έκανε ψύχρα και η Λουσίντα ένιωθε ευγνωμοσύνη για τη μάλλινη κουβέρτα που κάλυπτε τα πόδια της.
Η Λουσίντα αναρωτήθηκε πού να είχε συμβεί το ατύχημα με την άμαξα πριν από τόσα χρόνια. Τότε φυσικά της είχαν αναφέρει το όνομα της περιοχής, αλλά με τα ελάχιστα που θυμόταν από εκείνο τον καιρό δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για τίποτα. Και πάλι όμως ένιωθε κάτι οικείο, σαν να ήξερε πως είχε ξαναπεράσει από εκεί και χάρηκε που το ταξίδι θα διαρκούσε μόνο λίγες ώρες. Ο Τέιλεν Έλσμιρ είχε σταματήσει τις προσπάθειες για μια φιλική συζήτηση και κοιτούσε απλώς το τοπίο, με μια έκφραση απόλυτης αδιαφορίας. Αν εκείνος θυμόταν το ατύχημα, σίγουρα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Την περασμένη εβδομάδα η Λουσίντα είχε νιώσει πως άρχιζε να τον προσεγγίζει, αυτό το πρωί όμως κάθονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον σαν δύο ξένοι που προχωρούσαν στο άγνωστο, σε μια κοινή ζωή που κανείς τους δεν επιθυμούσε. Όταν τα δάχτυλά της έσφιξαν το φυλαχτό της ευτυχίας που της είχε δωρίσει η Έμεραλντ, η Λουσίντα συνοφρυώθηκε. Τώρα ευχόταν να του είχε ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις την προηγούμενη μέρα για την αναπάντεχη ομολογία του και τώρα να υπήρχε μεταξύ τους διαλλακτικότητα αντί για οργή. Όμως η έκφρασή του την εμπόδισε να πει οτιδήποτε κι έτσι γύρισε να κοιτάξει και αυτή το τοπίο. * * * Το Άλντεργουορθ Μάνορ ήταν ένα εντυπωσιακό κτίσμα από πέτρα και ξύλο, μ’ ένα μεγάλο κεντρικό οικοδόμημα πλαισιωμένο από όμοιες μεταξύ τους πτέρυγες. Βρισκόταν στο κέντρο ενός αχανούς πάρκου, με ατέλειωτες δενδροστοιχίες να εκτείνονται ως εκεί όπου έφτανε το μάτι. Στα ριζά ενός λοφίσκου υπήρχε μία μεγάλη λίμνη, ενώ τα παλιά πέτρινα τείχη που ξεκινούσαν ακτινωτά από το κεντρικό μονοπάτι παρέπεμπαν σε μία άλλη, πιο παλιά κατοικία. Την τελευταία φορά που η Λουσίντα το είχε επισκεφθεί, το μέρος ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι. Το ήξερε γιατί η Πόζι της είχε αναφέρει πολλές από τις λεπτομέρειες που η ίδια δε θυμόταν. Ήλπιζε ότι οι υπηρέτες δε θα την θυμούνταν και πως εκείνο το περιστατικό ανήκε πια στην ιστορία. «Όταν ζούσαν οι γονείς μου, κάθε φορά που έφτανε κάποιος προσκεκλημένος στο σπίτι έβαζαν τους υπηρέτες να σταθούν στη σειρά για την υποδοχή, από μια κακώς εννοούμενη αίσθηση μεγαλείου. Εμένα δε μ’ αρέσουν αυτές οι επισημότητες». «Φαίνεται...» Δεν μπορούσε να εκφράσει αυτό που ήθελε. «Παραμελημένο;» Κοίταξε το περίγραμμα του σπιτιού. «Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων επενδύεται στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής». «Το ίδιο κάνει και ο Κρίστο στο Γκρέιβσον». «Τότε ίσως έχουμε περισσότερα κοινά με τον αδερφό σου απ’ όσο νόμιζα». «Και δε γίνονται πια πάρτι εδώ;» Γύρισε προς το μέρος της και η Λουσίντα τον κοίταξε με κομμένη ανάσα. «Οι τρέλες της νιότης ευθύνονται για πολλά. Τώρα ξοδεύω χρήματα σε πολύ πιο σημαντικά πράγματα».
Όπως στην απόκτηση ενός διαδόχου; Παραλίγο να το πει δυνατά. Λίγο ακόμα και θα το ξεστόμιζε, έτσι ώστε να βγει στην επιφάνεια αντί να σιγοβράζει πίσω από κάθε λέξη αυτό το επονείδιστο συμβόλαιο που την έδενε μαζί του. Προτίμησε ωστόσο να χαμογελάσει και ήταν ένα σφιγμένο, άδειο από χιούμορ χαμόγελο. «Θα έχεις τα δικά σου δωμάτια και μια καμαριέρα για τις προσωπικές ανάγκες σου. Το σπίτι έχει τα σημάδια της πολύχρονης εγκατάλειψης αλλά σκοπεύω σιγά σιγά να το ανακαινίσω». «Αγαπάτε το Άλντεργουορθ, λοιπόν». «Πρέπει να σεβόμαστε την ιστορία», της απάντησε με λόγια μετρημένα. «Αν την αφήσουμε να χαθεί, τότε οι επόμενες γενιές δε θα πάρουν τα μαθήματα που έχει να δώσει το παρελθόν». Αλλη μια φορά αναφερόταν, έστω έμμεσα, το θέμα του διαδόχου στην κουβέντα τους, σαμποτάροντας κάθε ελπίδα για συμφιλίωση. Η Λουσίντα καλά θα έκανε να θυμάται πως δε βρισκόταν εδώ ως νιόπαντρη γυναίκα ενός δούκα ο οποίος τη λάτρευε, αλλά σαν τη μοναδική ελπίδα του να συνεχιστεί και στην επόμενη δεκαετία ένα αμφίβολο οικογενειακό όνομα συνεχούς ως τώρα γενεαλογίας. Όταν η άμαξα σταμάτησε, ένας υπηρέτης βοήθησε τη Λουσίντα να κατέβει καλωσορίζοντάς την. Την ενόχλησε βαθιά το γεγονός ότι ο Τέιλεν Έλσμιρ ούτε πήρε το μπράτσο της ούτε είχε την αβρότητα να τη συστήσει σε κάποιον καθώς έμπαιναν στο σπίτι. Μπορεί να μην ήταν η σύζυγος που θα ήθελε ο δούκας, τουλάχιστον όμως ο αέρας της εξοχής την έκανε να νιώθει πιο δυνατή και σίγουρη. Όλα εδώ χρειάζονταν φροντίδα. Οι ξεφτισμένοι τοίχοι, οι κήποι, οι παλιές ξεθωριασμένες στολές των λιγοστών υπηρετών. Ο Έλσμιρ δεν είχε πει ψέματα όταν δήλωσε πως τα οικονομικά του Άλντεργουορθ βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Πίσω όμως από την εγκατάλειψη, την ξεφλουδισμένη μπογιά και τα σαπισμένα ξύλα, υπήρχε μια ομορφιά στη δομή αυτού του σπιτιού, του οποίου η στέγη υψωνόταν στον ουρανό διαλαλώντας την παλιά του δόξα. Η ποιότητα της ξυλείας ήταν αδιαμφισβήτητη, ενώ τα περίτεχνα αετώματα παρέπεμπαν σε μία εποχή που τέτοια αρχιτεκτονικά στολίδια ήταν στη μόδα. Η Λουσίντα θυμόταν αόριστα κάποια τμήματα από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί κι έβαλε τα δυνατά της να θυμηθεί περισσότερα. Μάταια όμως. Τα πορτραίτα των προγόνων του την κοιτούσαν επίμονα από τους τοίχους σ’ όλα τα δωμάτια. Άνθρωποι βλοσυροί και τραχείς, των οποίων τα βλέμματα φαίνονταν να παρακολουθούν κάθε νέα γενιά με μια σχεδόν απτή αποδοκιμασία. Δυο μεγάλα πορτραίτα των γονιών του είχαν τιμητική θέση πάνω από το τζάκι της κεντρικής σάλας και η Λουσίντα πρόλαβε να δει τις μικρές τρύπες που πιθανόν είχε κάνει πάνω τους ένα βέλος, πριν τραβήξει γρήγορα το βλέμμα της μη θέλοντας να φανεί αδιάκριτη. Ένα πράσινο ανάκλιντρο με σκαλιστά ξύλινα πόδια και ταπετσαρία ξασπρισμένη από το φως ήταν τοποθετημένο μπροστά στο παράθυρο μιας κόγχης.
Ο ΤέιλενΈλσμιρ εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως, παραδίδο-ντάς τη στη φροντίδα μιας μεσήλικης οικονόμου, της κυρίας Μπέρικ, η οποία την οδήγησε βιαστικά επάνω στον πρώτο όροφο και από εκεί στην κρεβατοκάμαρά της, ένα δωμάτιο στο τέρμα σχεδόν ενός μακριού διαδρόμου. Της έδειξε μια στοίβα από πετσέτες και δυο μπουκάλια με μπράντι και ουίσκι πάνω στο κομοδίνο. Να έπαιρνε ένα βραδινό ποτό; Το μοναδικό ποτήρι πάντως φαινόταν πεντακάθαρο. «Έχει ετοιμαστεί ένα ελαφρύ γεύμα για σας στη μικρή τραπεζαρία. Το δείπνο θα σερβιριστεί στις έξι. Όταν θελήσετε καμαριέρα για να σας βοηθήσει να ντυθείτε, δεν έχετε παρά να χτυπήσετε το κουδούνι και θα έρθει». Το κρεβάτι ήταν μικρό σαν παιδική κουκέτα κι αυτό την ευχαρίστησε, γιατί σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να το μοιραστεί μαζί της ο μεγαλόσωμος σύζυγός της. Μ’ ένα χαμόγελο ευχαρίστησε τους δυο άντρες που έφεραν τις αποσκευές της. Ολόγυρα στους τοίχους υπήρχαν διάφορα κομό και ντουλάπες, καθώς και μια σειρά από παλιά έπιπλα που μαρτυρούσαν ότι ένα μεγάλο μέρος από το ρουχισμό των Έλσμιρ είχε αποθηκευτεί εκεί πριν το οριστικό πέταμα ή κάψιμο. Είδε τη γυναίκα να διστάζει και κατάλαβε πως ήθελε να της πει κάτι σημαντικό. «Ο κύριος ξαναέδωσε ζωή στο Άλντερ-γουορθ. Το σπίτι μπορεί να μη βρίσκεται στις παλιές δόξες του, όμως οι αγροικίες έχουν ανακαινιστεί και οι άνθρωποι εδώ εκτιμούν τη δουλειά του. Είναι καλός άνθρωπος, παρά τα όσα λένε γι’ αυτόν στο Λονδίνο». Μ’ αυτά τα λόγια η οικονόμος βγήκε βιαστικά και οι φούστες της θρόισαν πριν κλείσει την πόρτα. Ο κύριος είναι καλός και τον εκτιμούν εδώ; Η Λουσίντα στριφογύρισε με ευχαρίστηση τις λέξεις στη γλώσσα της. Από την ένταση είχε κοπεί η όρεξή της, έτσι πήγε ως το παράθυρο για να χαζέψει κάτω τους κήπους και τους θάμνους που φύτρωναν εκεί. Απ’ ό,τι φαινόταν κανείς δεν είχε φροντίσει για πολύ καιρό τα φυτά που είχαν θεριέψει, ή τις τριανταφυλλιές που σκαρφάλωναν σε μπλεγμένους αναρριχώμενους σωρούς, μέσα απ’ τους οποίους εδώ κι εκεί ξεπρόβαλλαν κάποια ταλαιπωρημένα λουλούδια πνιγμένα στην πρασινάδα. Οι καλές εποχές είχαν περάσει από χρόνια για το Άλντεργου-ορθ Μάνορ και στη θέση τους είχε μείνει το χάος. Η Λουσίντα σκέφτηκε ότι ο άντρας της ήταν ένας δούκας που έπρεπε να φροντίσει πρώτα για τις καλές συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων πριν ασχοληθεί με τη δική του κατοικία. Η σκέψη αυτή την έκανε να χαμογελάσει. Με την άκρη του ματιού της έπιασε κάποια κίνηση και, γυρίζοντας, είδε τονΈλσμιρ να προχωρεί βιαστικά προς τους στάβλους. Είχε βγάλει το σακάκι και το καπέλο του και τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν πάνω στο λευκό πουκάμισό του. Ένας άλλος άντρας βγήκε να τον συναντήσει, ένας κοντός στρουμπουλός άνθρωπος που κουνούσε ζωηρά τα χέρια σαν να εξηγούσε κάτι σημαντικό. Ο δούκας αντίθετα στεκόταν απολύτως ήρεμος και τον άκουγε. Ο Τέιλεν Έλσμιρ το κάνει συχνά αυτό, σκέφτηκε η Λουσίντα. Σαν να οσφραινόταν τον αέρα, όπως κάνει το ελάφι ψηλά στους λόφους κάθε φορά που διαισθάνεται έναν κίνδυνο από μακριά. Τότε βγήκε μπροστά ένα άλογο, ένας επιβήτορας με ύψος που η Λουσίντα δεν είχε ξαναδεί σε άλογο,
έχοντας φανερή αραβική καταγωγή. Είδε το σύζυγό της να χαϊδεύει ήρεμα και στοργικά τα καπούλια του ζώου, ύστερα να καβαλάει στη ράχη του έχοντας ηρεμήσει με ευκολία το νευρικό άλογο. Ο δούκας του Άλντεργουορθ φαινόταν σαν να είχε γεννηθεί εκεί, σαν να ανήκε στο τοπίο με τους λόφους μέσα στο οποίο δεν άργησε να χαθεί καλπάζοντας. Κι ύστερα δεν υπήρχε τίποτα, μόνο δέντρα, φύλλα και τα σύννεφα που έτρεχαν προς το μακρινό δάσος πέρα στον ορίζοντα. Θα ήθελε να βγει σ’ ένα μπαλκόνι και να κοιτάξει καλύτερα το τοπίο, όμως τα παράθυρα ήταν καρφωμένα -άλλη μια ιδιομορφία ενός σπιτιού εγκαταλειμμένου. Σήκωσε το χέρι κι έγραψε τα αρχικά της πάνω στο τζάμι. Ύστερα κύκλωσε το όνομά της με το σχήμα μιας καρδιάς και τέλος τα έσβησε όλα, βρομίζοντας τα δάχτυλά της από τη σκόνη. Το πατρικό της στο Φάλντερ ήταν γεμάτο από αγάπη και στοργή. Κάθε μέρα μια στρατιά από υπηρέτες καθάριζαν και γυάλιζαν το σπίτι από άκρη σ’ άκρη κάνοντάς το να λαμποκοπά, προλαβαίνοντας έτσι τις μικρές καθημερινές φθορές. Ξαφνικά βγήκε ήλιος και τα πράσινα λιβάδια άστραψαν. Εδώ, στο γεμάτο λόφους τοπίο του Μπέντφορσιρ, μακριά από τις προσδοκίες του Λονδίνου, η Λουσίντα ένιωθε μια γαλήνη και ελευθερία που είχε χρόνια να αισθανθεί. Πίστευε πως είχε σχέση με το πέρασμα του χρόνου πάνω σ’ ένα φθαρτό μεγαλείο. Κάποτε το Άλντεργουορθ θα απέπνεε πλούτο και αφθονία, πίσω απ’ τη σημερινή φτώχεια του όμως υπήρχε μια γλυκιά και γοητευτική αλήθεια. Βρήκε την τσάντα της, έβγαλε τα υλικά σχεδίασης και άπλωσε ένα χαρτί πάνω στο γραφείο. Της άρεσε η απαλή αίσθηση του κάρβουνου. Ήταν σαν παλιός φίλος που την καθησύχαζε μπροστά στο άγνωστο. Αρχισε να σχεδιάζει από μνήμης το σπίτι, το περίγραμμά του και τον Τέιλεν πάνω στο άλογο, με τα μαλλιά του να τα ρίχνει ο άνεμος στο μέτωπό του. Όταν σχεδίασε τα μάτια του, δίστασε, την ενοχλούσε η διορατικότητά τους, το ερώτημα που υπήρχε μέσα τους ξεγυμνώνοντας όλους τους φόβους της στο φως του δειλινού. Ήθελε να τα σβήσει, να τα διαγράψει με μια δυνατή μολυβιά, μα δεν μπορούσε. Δεν άντεχε να καταστρέψει κάτι τόσο ατόφιο και όμορφο. Στη συνέχεια είχαν σειρά τα χείλη του, σαρκώδη και πλούσια, χείλη που της είχαν προσφέρει μια υπόσχεση ελευθερίας με τίμημα τη γέννηση ενός παιδιού. Όμως είχε δώσει σ’ αυτή την αδιανόητη επιλογή μια έννοια λύτρωσης και αφοσίωσης και η Λουσίντα τον πίστευε. Άγγιξε μ’ ένα δάχτυλο το σκίτσο της κι ένιωσε να ελευθερώνεται το πνεύμα της, να απαλύνεται η ένταση. Μια εμπειρία αποκαλυπτική. Απρόβλεπτη. «Τέιλεν...» Ψιθύρισε το όνομα μέσα στη νύχτα και της φάνηκε πως οι άκρες των χειλιών στράφηκαν προς τα πάνω. Σαν να απλωνόταν το κάρβουνο με δική του θέληση. Με ζωντάνια. Πνοή. Χιούμορ. Μη τολμώντας να αποδώσει περισσότερα χαρακτηριστικά στη μορφή του, έκρυψε το φύλλο του χαρτιού μέσα στο μπλοκ της. Μια κρυμμένη αλήθεια σκίρτησε μέσα της. Οι πονοκέφαλοι που την ταλαιπωρούσαν μετά το ατύχημα είχαν εξαφανιστεί κατά ένα μεγάλο μέρος, όμως απειλούσαν να επιστρέφουν με την ίδια ένταση, όπως και την περίοδο της ανάρρωσής της. Ένα δωμάτιο φάνηκε μέσα από την ομίχλη, ένα δωμάτιο
στο βάθος ενός μακριού διαδρόμου κι ένας άντρας ο οποίος καθόταν στο κρεβάτι και διάβαζε. Φορούσε γυαλιά. Η Λουσίντα είχε την αόριστη ιδέα πως ήταν ο Άλντεργουορθ. Μισόκλεισε τα μάτια για να θυμηθεί τον τίτλο του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια του, επειδή για κάποιο λόγο αυτό της φαινόταν σημαντικό. Καμία άλλη ανάμνηση όμως δεν αναδύθηκε στη σκέψη της. Σηκώθηκε, πήρε την πάνινη τσάντα από τη γωνία όπου την είχε αφήσει και έβγαλε το τυλιγμένο δώρο που της είχε χαρίσει η Μπίατρις λίγο πριν η Λουσίντα φύγει από το Λονδίνο. Ένα μυθιστόρημα εμφανίστηκε μπροστά της όταν έσκισε το ζωηρό μπλε περιτύλιγμα και μαζί ένα γράμμα, τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα γύρω από το εξώφυλλο. Λούσι Η εξάρτηση των γυναικών από το γάμο προκειμένου να διασφαλίσουν κοινωνική αποδοχή και οικονομική ασφάλεια μπορεί καμιά φορά να συνοδεύεται κι από κάτι Θαυμάσιο. Έχω την υποψία ότι κοντά στον Τέιλεν Έλσμιρ Θα βρεις αυτό που υπονοώ. Σ’αυτό το μυθιστόρημα πάντως η Aw Έλιοτ σίγουρα το βρήκε. Με όλη την αγάπη μου, Μπι Ήταν η Πειθώ της Τζέιν Όστιν. Δεν είχε διαβάσει ποτέ αυτό το βιβλίο και χάρηκε που είχε την ευκαιρία να το κάνει εδώ, αλλά το σημείωμα της Μπίατρις την παραξένεψε. Ήξερε ότι τα αδέρφια της μισούσαν με πάθος τον άντρα της και πίστευε πως η νύφη της ίσως ένιωθε το ίδιο. Κάτι θαυμάσιο; Η πραγματικότητα απομάκρυνε πολύ μια τέτοια ελπίδα, καθώς το άγνωστο περιβάλλον γύρω της μεγάλωνε ακόμα περισσότερο τη νοσταλγία της Λουσίντα για το σπίτι της. Δάκρυα ανέβλυσαν στα μάτια της και δεν προσπάθησε να τα σταματήσει. Κύλησαν στα μάγουλά της κι έπεσαν πάνω στο μικρό βιβλίο στην ποδιά της, μουντζουρώνοντας τα γράμματα της Μπίατρις πάνω στο σημείωμα. * * * Ο Τέιλεν μπήκε γυμνός μέσα στη λίμνη πίσω από το σπίτι και περίμενε ώσπου το παγωμένο νερό να μουδιάσει τα πόδια και τις γάμπες του. Μέσα στο ασημένιο νερό καθρεφτιζόταν η σκιά της Βαλκυρίας, όπως είχε ονομάσει μικρός αυτόν το βράχο μέσα στη λίμνη. Πολλές φορές χρησιμοποιούσε τη νησίδα σαν το απόρθητο κάστρο που τον προστάτευε από έναν καταπιεστικό θείο, ένα μέρος όπου κατέφευγε για να γιατρέψει την ψυχή του από την προδοσία. «Προδοσία». Ψιθύρισε τη λέξη στον εαυτό του και είδε την ανάσα του να θαμπώνει τον αέρα. Δεν είχε καμία πιθανότητα να γλιτώσει από τον αδερφό της μητέρας του με τα διεστραμμένα γούστα και το πρόστυχο χαμόγελο. Το γεγονός πως ο Τέιλεν ήταν ένα παιδί απ’ το οποίο οι γονείς του απαλλάχτηκαν πρόθυμα βοήθησε αυτές τις τάσεις. Η αθωότητα ήταν μια πολυτέλεια που χανόταν εύκολα και ο Τέιλεν ήξερε πως είχε απωλέσει τη δική του πριν από κάμποσο καιρό.
Όπως και τη μικρή καλύβα που είχε χτίσει πάνω στο βράχο, έρμαιο των πουλιών, των φαντασμάτων και του ανέμου. Σιωπή απλωνόταν στους ορμίσκους και στα λιγοστά δέντρα, ενώ το μαύρο περίγραμμα του δάσους ξεχώριζε σκοτεινό μέσα στο σούρουπο. Δεν ήταν πια ένα καταφύγιο. Πήρε μια χούφτα άμμο και την άφησε να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά του -γη του Άλντεργουορθ, γη των προγόνων του εδώ και χίλια χρόνια. Τώρα είχε γίνει δική του γη, για να την τιμά και να την προστατεύει όπως και τη σύζυγο που είχε φέρει από το Λονδίνο παρά τη θέλησή της. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και οι βρεγμένες τούφες των μαλλιών του έπεσαν μπροστά στα μάτια του. Τα έσπρωξε πίσω. Ο αέρας τού έδινε δύναμη και αποφασιστικότητα. Η Λουσίντα θα καθόταν τώρα στο δωμάτιο δίπλα στο δικό του και θα αναρωτιόταν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Ο Τέι μισούσε να τη βλέπει τρομαγμένη, όμως δεν υπήρχε καμία άλλη λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο και ήταν σίγουρος πως, αν την είχε αφήσει στο Λονδίνο, τα αδέρφια της θα φρόντιζαν να μην την ξαναδεί. Κι ήταν άραγε καλύτερα εδώ; Όλο το μέρος ήταν τυλιγμένο σ’ ένα πέπλο μελαγχολίας και στο σπίτι δεν είχαν απομεί-νει παρά ελάχιστοι εξουθενωμένοι υπηρέτες. Ήξερε πως είχε καθυστερήσει πάρα πολύ να επιστρέφει, όμως οι μνήμες εδώ πάντα τον αρρώσταιναν, καθώς μέσα του πάλευε το αδικημένο παιδί τού χτες με τον άσωτο και ασυγκίνητο άντρα τού σήμερα. Έσφιξε γερά τις γροθιές του και σήκωσε το πρόσωπο στη βροχή που είχε αρχίσει στο μεταξύ να πέφτει. Πίσω, λοιπόν. Πάλι. Αυτή τη φορά με μια σύζυγο που δεν τον εμπιστευόταν και κάτω απ’ τη μετέωρη απειλή των Γου-έλιγχαμ για εκδίκηση αν τυχόν της έκανε κακό. Μια αστραπή πέρα από τους λόφους καθρεφτίστηκε πάνω στη λίμνη. Ίσως ήταν σημάδι. Ένα προμήνυμα μάχης. * * * Εκείνο το βράδυ η Λουσίντα κατέβηκε τη φαρδιά σκάλα μ’ ένα αίσθημα δυσπιστίας, με την καρδιά σφιγμένη και πέταλούδες να φτεροκοπούν στο στομάχι της. Είχε βάλει το πιο καινούριο φόρεμά της, ένα απαλό κίτρινο μετάξι υφασμένο με χρυσοκλωστή. Το ντεκολτέ ήταν στο σεμνό στυλ της μόδας, τονισμένο με μια σειρά από αφράτη βελγική δαντέλα και γύρω από τα μπράτσα της είχε ρίξει μία εσάρπα για το κρύο. Τα μαλλιά της είχαν μαζευτεί στο κεφάλι της σ’ έναν ψηλό και κομψό κότσο, τον οποίο η καμαριέρα έκανε μια ολόκληρη ώρα να χτενίσει. Στα πόδια της φορούσε μοκασί-νια από φίνο δέρμα με σφιχτοδεμένα κορδόνια. Ο υπηρέτης των Άλντεργουορθ που τη συνόδευε παραμέρισε μόλις μπήκαν στο μπροστινό σαλόνι. Στη σιωπή που ακολούθησε η Λουσίντα ένιωσε μια σταγόνα ιδρώτα να κυλάει ανάμεσα στα στήθη της. Ο Τέιλεν Έλσμιρ ήταν ήδη εκεί, ντυμένος στα μαύρα. Ο γιακάς στο λαιμό του ήταν ανοιχτός. Ένας τζέντλεμαν χαλαρός μέσα στο σπίτι του ή ένας άντρας που περίμενε από μια γυναίκα να τον ψυχαγωγήσει; «Δούκισσα...» Τα δόντια του ήταν κάτασπρα, ολόισια και τέλεια. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να το βάλει στα πόδια, να σηκώσει την κεντητή μεταξωτή φούστα και
να τρέξει μακριά από το δωμάτιο, ακυρώνοντας κάθε συμφωνία μαζί του. Ακόμα κι αν το έκανα δε Θα με σταματούσε! Η σκέψη ήταν απροσδόκητη, αλλά το είδε στα μάτια του, που είχαν το βελούδινο βλέμμα του οίκτου. Δεν ήθελε τον οίκτο του. Σήκωσε το πρόσωπό της και πέρασε μέσα, συγκρατώντας ένα μορφασμό όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω της. Τα μάτια του τώρα περιεργάστηκαν την τουαλέτα και τα μαλλιά της. Η έκφρασή του ήταν σφιγμένη. «Έχω κάτι να σου δείξω», της είπε καθώς η σιωπή παρατεινόταν. «Είναι από εδώ». Δεν πήρε το χέρι της να την οδηγήσει παρά προχώρησε μπροστά κι άρχισε να διασχίζει τους μακριούς διαδρόμους του σπιτιού, ώσπου έφτασαν σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία. Πάνω σ’ ένα γραφείο υπήρχαν δυο ποτήρια κι ένα μπουκάλι με λευκό κρασί μέσα σε μία παγοθήκη. Πρόθεσή του, υπέθετε η Λουσίντα, ήταν να χαλαρώσουν από το αλκοόλ οι αντιστάσεις που είχαν δημιουργηθεί μέσα σε τριάντα έξι μήνες απόστασης. «Παρακαλώ, κάθισε». Η Λουσίντα διάλεξε μια πολυθρόνα αρκετά φαρδιά για ένα άτομο. Εκείνος όμως την ξάφνιασε όταν πήρε ένα σκαμνί και κάθισε μπροστά της. Μια δέσμη φωτός τον έλουσε, κάνοντας τα μαύρα μαλλιά του να γυαλίζουν σαν το κάρβουνο. Ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει ποτέ της. Αυτό η Λουσίντα δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει. «Δεν έκανα έρωτα μαζί σου πριν τρία χρόνια, ό,τι και να λες, Λουσίντα. Σε έβαλα στην άμαξα πριν συμβεί οτιδήποτε μεταξύ μας και προσπάθησα να σε οδηγήσω στο σπίτι σου. Αν δεν είχε συμβεί το ατύχημα, πιθανόν να τα κατάφερνα». Η Λουσίντα ένιωσε να ταράζεται βαθιά. Ο Τέιλεν Έλσμιρ πάντα χρησιμοποιούσε τα κατάλληλα λόγια που εξυπηρετούσαν τις προθέσεις του. «Ήσαστε στο κρεβάτι. Σας θυμάμαι να με αγγίζετε...» «Κατέφυγες στο δωμάτιό μου για να γλιτώσεις από τον κόμη του Χάλσι. Σε φίλησα μια φορά. Τίποτα περισσότερο». «Όχυ>. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Λέτε ψέματα». Χαμήλωσε το βλέμμα στο στήθος της, μη μπορώντας να εκ-φράσει όλα όσα θυμόταν. Τα δάχτυλά του στις θηλές της, το σώμα του σκληρό πάνω σε σημεία του κορμιού της που κανείς πριν δεν είχε αγγίξει. Ένας άντρας γυμνός μπροστά της. Το σώμα του γυμνό μπροστά της. Θέαμα σοκαριστικό. Συναρπαστικό. Αλλά και απαγορευμένο. Ο Τέιλεν πήρε το κρασί, το έβαλε σ’ ένα φίνο κρυστάλλινο ποτήρι και η Λουσίντα το πήρε κρατώντας το λεπτεπίλεπτο πόδι του ποτηριού. Εύθραυστο σαν τη δική της αθωότητα μήπως; «Ίσως ένα ποτό να αναζωογονήσει την μπερδεμένη μνήμη σου», της είπε επαναφέροντάς τη στο παρόν. Το δυνατό σοκ έκοψε την ανάσα της, τα μάτια του έλαμπαν και η θέρμη τους την έκαψε πάνω από το
μεταξωτό ύφασμα που σκέπαζε το σώμα της. * * * Το πρόσωπό της ήταν χλομό, το χαμόγελό της βεβιασμένο και σφιγμένο στα χείλη της. Μια μικρή σταγόνα κρασί γυάλιζε στο επάνω χείλος της. Κάποια άλλη εποχή θα έσκυβε και θα τη σκούπιζε με τη γλώσσα του, ποτέ του όμως δεν είχε πάρει μια γυναίκα παρά τη θέλησή της και η επκρυλακτικότητα στο πρόσωπο της Λουσίντα ήταν ευδιάκριτη. Αποτραβήχτηκε κι άνοιξε το ντοσιέ πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα του. Μέσα υπήρχε ένας φάκελος με τα έγγραφα μεταβίβασης της ιδιοκτησίας. Τα πήρε και τα έσπρωξε προς το μέρος της. «Μετέφερα ήδη στο όνομά σου την αστική έπαυλη. Σου παραχωρείται η πλήρης χρήση του σπιτιού μέχρι το τέλος της ζωής σου. Ύστερα θα μεταβιβαστεί στον κληρονόμο... ή τους κληρονόμους μας, εάν οι αμαρτίες της σάρκας είναι για σένα τόσο ευχάριστες όσο νομίζω πως θα είναι». Η ανησυχία έκανε το μέτωπό της να ζαρώσει και ο Τέιλεν έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Κάποτε είχε χαϊδέψει με το δάχτυλό του την απαλή καμπύλη της ανασηκωμένης μύτης της και των σαρκωδών χειλιών της. Κάποτε τον είχε κοιτάξει σαν να ήταν ο μοναδικός άντρας που υπήρχε στον κόσμο. Του είχε κόψει την ανάσα με ένα μοναδικό κλεμμένο φιλί. Τώρα η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα ήταν οι μοναδικές εκφράσεις που μπορούσε να διαβάσει στο πρόσωπό της και η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη. «Επίσης έχω για σένα αυτή την τσάντα. Εκατό λίρες για την πρώτη φορά που θα κοιμηθείς μαζί μου και άλλες εκατό για κάθε επόμενη φορά». Η δερμάτινη τσάντα έπεσε μ’ ένα βαρύ γδούπο πάνω στο φάκελο, σαν την υπόσχεση στο σαιξπηρικό Έμπορο της Βενετίας για μια λίβρα από τη σάρκα του Αντόνιο, εγγύηση πληρωμής του χρέους. Η πληρωμή της για έναν κληρονόμο. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και με σκοτεινιασμένα μάτια κοίταξε τα χρήματα, όμως δεν άπλωσε να τα αγγίξει. Ύστερα σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί πριν τολμήσει μια ακόμα κι ύστερα άλλη μια. Ο Τέι ήθελε να την προειδοποιήσει για το δυνατό ποτό, αλλά κάτω από τέτοιες συνθήκες συγκρατήθηκε. Ήταν ευκολότερο να χειριστεί μια χαλαρωμένη Λουσίντα από μία θυμωμένη. «Μου λέτε πως όταν μείνω έγκυος η συμφωνία μας θα έχει εκπληρωθεί;» Το σπάσιμο της φωνής της λίγο έλειψε να κλονίσει τη θέλησή του και για μια στιγμή σκέφτηκε να ακυρώσει τα πάντα και να παραιτηθεί. «Θα χρειαστεί φυσικά να επιβεβαιώσει την κατάστασή σου ένας γιατρός». «Σαν μια φοράδα αναπαραγωγής», του αντιγύρισε. Στο φως του κεριού τα ξανθά μαλλιά της έλαμπαν και τα μάτια της είχαν αποκτήσει ξανά τη μαχητική λάμψη τους. Καμία απ’ όσες γυναίκες είχε γνωρίσει στη ζωή του δεν της έμοιαζε. Δεν την ήθελε υποταγμένη. Έτσι την ήθελε. Στο κρεβάτι θα ήταν καταπληκτική. Η σκέψη έκανε το σώμα του να αντιδράσει αυτόματα και βλαστήμησε τον εαυτό του, γιατί ένιωθε σαν έφηβος χωρίς κανέναν αυτοέλεγχο. Αν είχε τη φρόνηση, θα άπλωνε τώρα τα χέρια και θα την έγδυνε,
απαιτώντας όλα τα δικαιώματα που έχει ένας σύζυγος, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε παζάρια. Ήταν άλλωστε ένα θεόσταλτο προνόμιο, πληρωμένο με το αίμα και το χρυσάφι του. Ήξερε πως εκείνη κατάλαβε τις σκέψεις του, γιατί είδε τα χέρια της να σφίγγονται σε γροθιές. «Ποτέ δε θα σου έκανα κακό». Ξαφνικά ένιωσε υποχρεωμένος να τη διαβεβαιώσει, τουλάχιστον γι’ αυτό. «Τότε αφήστε με να φύγω». «Δεν μπορώ». Δυο λέξεις που διέλυαν τα πάντα. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα κι από τις θλιβερές μοναχικές βραδιές που ο Τέιλεν φύλαγε βάρδια στην Αμερική, τότε που ο θάνατος παραφύλαγε σε κάθε στιγμή αφηρημάδας. Με μια προσεκτική κίνηση άπλωσε το χέρι και πήρε μια μακριά ξαν-θιά μπούκλα, τη γύρισε στην παλάμη του και το μαλλί έλαμ-ψε σαν χρυσάφι και ασήμι. «Το μόνο που ελπίζω είναι να απαλλαγούμε από τους δαίμονες που μας στοιχειώνουν εδώ και τρία χρόνια. Θα βρεις το θάρρος να με εμπιστευθείς;» «Έχω άλλη επιλογή;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ο σφυγμός στο λαιμό της ηρέμησε κάπως -μικρό σημάδι παράδοσης. Αφησε τη ματιά της να δραπετεύσει μακριά απ’ τη δική του. Τα μάτια μπορούν να κλέψουν πολλά απ’ την ψυχή, σκέφτηκε ο Τέιλεν ενώ εκείνη έπλεξε σφιχτά τα χέρια πάνω στην κίτρινη μεταξωτή φούστα της. Ο Τέι ήλπιζε πως το δείπνο θα σερβιριζόταν σύντομα. Το φαγητό θα κατάφερνε να χαλαρώσει την ένταση, όπως δεν το έκαναν τα λόγια. Πόσες φορές δεν είχε δωροδοκήσει έναν αντίπαλο με φαγητό και κρασί πριν ξεκολλήσει από πάνω του τα μυστικά που ήθελε, σαν τη σάρκα από το κόκαλο; Η σκέψη πως δεν ήθελε να βλάψει με κανέναν τρόπο τη Λουσίντα τον συγκλόνιζε βαθιά. Οφειλόταν στην αθωότητα και την καλοσύνη της. Το ίδιο ακριβώς δίλημμα είχε αντιμετωπίσει ο Τέιλεν στην κρεβατοκάμαρά του πριν από τρία χρόνια, όταν η ερωτική ένταση έκανε την ατμόσφαιρα γύρω τους να πάλλεται. Μια πρωτόγνωρη γι’ αυτόν εντιμότητα είχε παραμερίσει από το νου του κάθε αισχρή σκέψη. * * * Η Λουσίντα ζεσταινόταν πολύ. Μια σιγανή φωτιά έκαιγε στο τζάκι, σκορπίζοντας γύρω μια κόκκινη λάμψη. Καιγόταν, παρά το ελαφρύ της ρούχο. Ανοιξε την εσάρπα της. Μια μυρωδιά από κάποιο βότανο πλανιόταν στον αέρα. Λεβάντα. Ποτέ ξανά δε θα μύριζε αυτό το άρωμα χωρίς να σκέφτεται αυτή τη στιγμή, τα έγγραφα και τα χρήματα σκορπισμένα εμπρός της στο τραπέζι, φριχτή ανταμοιβή λαγνείας. «Ο γάμος έφερε και τους δυο μας σε δύσκολη θέση», συνέχισε εκείνος, «σ’ ένα αδιέξοδο, αν προτιμάς, αποκλείοντας απ’ τη ζωή μας άλλες σχέσεις. Αν όμως χρησιμοποιήσουμε σοφά αυτή την κατάσταση ίσως τουλάχιστον να το απολαύσουμε». Τα λόγια του τη σόκαραν. Ήταν είκοσι εφτά χρόνων και, με εξαίρεση εκείνη τη νύχτα πριν από τρία χρόνια, ο ερωτισμός της βρισκόταν σε μια διαρκή νάρκη.
Μέχρι τώρα. Ώσπου ένας σύζυγος βγαλμένος από τις σελίδες κάποιου άσεμνου και απίστευτου έργου επέστρεψε στη ζωή της μ’ αυτή την αδιανόητη απαίτηση. Ο δούκας του Άλντεργουορθ δεν ήταν ήπιος, ήρεμος ή τρυφερός. Ήταν σκληρός, δυνατός και απόμακρος, το βλέμμα του την καταβρόχθιζε και η λεβάντα θόλωνε τις αισθήσεις της. Όταν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά εκείνος γέλασε και απομακρύνθηκε. «Ο Θεός να μας φυλάει αν νομίζεις πως μπορούμε να συ-νεχίσουμε αυτό το τροπάρι όλη τη βδομάδα, αγαπητή μου δούκισσα». Η ωμή ειλικρίνειά του θύμισε στη Λουσίντα τα αδέρφια της κι ένα νέο κύμα νοσταλγίας την κυρίεψε. «Το πρόβλημα είναι πως δε σας ξέρω και τόσο καλά». Είχε συμφωνήσει να έρθει σ’ αυτό το σπίτι και να κάνει όσα της είχε ζητήσει. Τώρα δεν μπορούσε να το αναιρέσει. Όμως χρειαζόταν λίγο χρόνο ώσπου να προσαρμοστεί. «Νόμιζα πως είχες ξεκαθαρίσει σε όλους το αντίθετο. Πως με γνωρίζεις καλά. Τουλάχιστον τα τρία αδέρφια σου παίρνουν όρκο πως αυτό συμβαίνει». «Πολλά απ’ όσα έγιναν πριν το ατύχημα μού διαφεύγουν», συνέχισε εκείνη αγνοώντας τα λόγια του, «αν και βαθιά μέσα μου ξέρω πως απολαύσατε πολύ περισσότερα από ένα απλό φιλί». Την παρακολουθούσε ακίνητος. «Περισσότερα;» «Δε φορούσατε ρούχα». «Είχα ξαπλώσει για ύπνο και με αιφνιδίασες. Το ότι ήμουν γυμνός δεν είναι έγκλημα». «Υπήρχαν κόκκινα σημάδια πάνω στα στήθη μου». Το γέλιο του αντήχησε στο δωμάτιο κι έκανε το πρόσωπό του να φαίνεται πολύ νεότερο. Η Λουσίντα δεν τον είχε ξα-ναδεί να γελάει τόσο. «Και τι ωραία στήθη που ήταν!» Τώρα της έλεγε πράγματι ψέματα, γιατί εκείνη ήξερε πως τα στήθη της δεν είχαν το σχήμα που τραβάει συνήθως τα αντρικά βλέμματα. «Δεν το πιστεύεις;» Διέσχισε το δωμάτιο και την πλησίασε. Αφησε το χέρι του να χαϊδέψει ανάλαφρα το κορσάζ της κι ύστερα τα δάχτυλά του κύλησαν απαλά στο δέρμα πάνω απ’ τη δαντέλα. «Είσαι όμορφη γυναίκα, Λουσίντα. Και οι απολαύσεις της σάρκας έχουν τη δική τους ανταμοιβή». Ο αισθησιασμός στη φωνή του ήταν απατηλός και το άγγιγμά του την έκανε να πάρει μια απότομη εισπνοή. Όμως δεν ήταν ούτε εύπιστη ούτε ανόητη. «Η λαγνεία είναι ταπεινό ένστικτο. Ποτέ δεν αρκεί για να συντηρηθεί ένας γάμος». «Θα ήθελες κάτι περισσότερο;» Το είπε μ’ έναν τρόπο που δήλωνε ότι η σκέψη της αγάπης δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό του. Πιθανόν έβρισκε γελοία τέτοιου είδους ρομαντικά αισθήματα, ήταν τόσο ξένα στον κόσμο του όσο το ελεύθερο σεξ στο δικό της. Το χάσμα μεταξύ τους βάθαινε ολοένα
και περισσότερο. «Που να με πάρει ο διάβολος», είπε ο Τέιλεν σπρώχνοντας πίσω τα μαλλιά του εκνευρισμένος και μια ακόμα ουλή αποκαλύφθηκε ψηλά στο μέτωπό του. * * * Αγάπη. Τώρα του μιλούσε γι’ αυτό, ήταν σίγουρος. Ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Η αγάπη πλήγωνε, δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο. Η ηδονή ήταν προτιμότερη, δεν είχε σημασία αν ήταν στο μυαλό ή στο κορμί. Η ηδονή διευκόλυνε το χωρισμό όταν ερχόταν η στιγμή του αποχαιρετισμού. Ποτέ δε γινόταν παγίδα όπως η αγάπη. Πλήρωνε αδρά τη γυναίκα του γι’ αυτή την ηδονή και της έδινε μάλιστα το χρόνο να συνηθίσει στην ιδέα. Δεν ήξερε κανέναν άνθρωπο ο οποίος υποστήριζε το γάμο που οραματιζόταν η Λουσίντα, τη συντροφικότητα δυο ψυχών ενωμένων για μια ολόκληρη ζωή. Αυτά συνέβαιναν μόνο στα παραμύθια, στις όπερες και στα βιβλία. Είχε διαβάσει κάποτε ένα τέτοιο και είχε γελάσει με την ψυχή του γι’ αυτές τις ανοησίες. Ο ίδιος ο θείος του είχε ψιθυρίσει αυτά τα λόγια στο αυτί του, όταν τον χτυπούσε. «Το κάνω επειδή σ’ αγαπώ, Τέιλεν. Μόνο γι’ αυτό». Την τελευταία φορά μάλιστα ο Τέι τον είχε κλοτσήσει δυνατά στα αχαμνά κι έτρεξε προς την πόρτα. Το κλειδί όμως δε γύριζε, τα δάχτυλά του πάσχιζαν να ξεκλειδώσουν όταν ο Χιούγκο τον έπιασε, τον έσφιξε επάνω του και του είπε ξανά και ξανά ότι τον αγαπούσε. Αυτή ήταν η αγάπη. Έτσι θυμόταν ο Τέιλεν την αγάπη, ένα μείγμα από αίμα και πόνο. Αυτό που του είχαν μάθει όλοι οι ενήλικες της ζωής του, ώσπου μια μέρα απλώς τον έστειλαν στο οικοτροφείο και ξεμπέρδεψαν μαζί του. Ήταν η λύτρωσή του. Οι ξυλιές που είχε φάει εκεί δεν ήταν τίποτα μπροστά στη συστηματική κακοποίηση που είχε υπο-στεί στο Άλντεργουορθ. Και τα καλοκαίρια που όλα τα παιδιά εκτός από εκείνον επέστρεφαν στα σπίτια τους, ο Τέιλεν ήταν ελεύθερος να τριγυρίζει στο οικοτροφείο. Να διαβάζει, να περπατάει, να ψαρεύει. Η Λουσίντα τον παρακολουθούσε στενά κι αυτό ήταν ενοχλητικό όσο αναλογιζόταν το παρελθόν του. «Η συμφωνία μας προβλέπει εκατό λίρες για κάθε φορά που πλαγιάζεις μαζί μου. Η τελευταία πληρωμή θα γίνει όταν συλλάβεις ένα παιδί». Ήξερε καλά πως αυτά τα λόγια θα έκαναν τη συζήτηση περί αγάπης αδύνατη, όμως ο ιδρώτας είχε ήδη αρχίσει να στάζει από πάνω του. Έπρεπε να φύγει μακριά, πριν εκείνη καταλάβει όσα ο Τέιλεν δεν ήθελε να πει. Και δεν υπήρχαν ευγενικά λόγια για να τα εκφράσει. Μάζεψε πάλι τη δερμάτινη τσάντα και τα έγγραφα που είχε σκοπό να της δώσει να υπογράψει.
«Ξαφνικά μου κόπηκε η όρεξη, αγαπητή δούκισσα. Οι υπηρέτες μου θα φροντίσουν για το δείπνο σου». Και μ’ αυτά τα λόγια ο Τέιλεν έφυγε από το δωμάτιο.
Κεφάλαιο 12 Την ξύπνησε ένας θόρυβος, ένα πνιχτό βογκητό. Η Λουσί-ντα ανακάθισε στο κρεβάτι της και αφουγκράστηκε στο φως του φεγγαριού που έμπαινε απ’ τις κουρτίνες. Ήταν αργά τη νύχτα. Είχε περάσει λίγο χρόνο στην τραπεζαρία κι ύστερα ανέβηκε στο δωμάτιό της. Έκτοτε δεν είχε ξαναδεί το δούκα του Άλντεργουορθ. Η επόμενη κραυγή την έκανε να σηκωθεί και να πάει ως την πόρτα. Έβαλε το αυτί της στο ξύλο και αφουγκράστηκε ξανά. Δεν άκουσε βήματα στο διάδρομο, ούτε κάποια άλλη κίνηση. Μια κουκουβάγια έσκουξε έξω στα δέντρα που στοιχίζονταν μέχρι επάνω στο λόφο, ένας ήχος θρηνητικός, μοναχικός. Κι ύστερα απόλυτη σιωπή. Τα πόδια της άρχισαν να κρυώνουν πάνω στο παρκέ και ήταν έτοιμη να επιστρέφει στο κρεβάτι της, όταν ακούστηκε κάτι ακόμα. Αυτή τη φορά αναγνώρισε τη φωνή. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη στιγμή, τρυπώνοντας στο συνεχόμενο δωμάτιο. Για μια στιγμή ένιωσε ζάλη. Αυτό το δωμάτιο ήταν δυσοίωνα γνώριμο. Ένα κερί έκαιγε σ’ ένα χαμηλό τραπέζι και ο σύζυγός της ήταν μπλεγμένος στα σεντόνια του, ούτε κοιμισμένος ούτε ξύπνιος. Βρισκόταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σαν κάτι να τον στοίχειωνε. «Ξύπνα». Τον ταρακούνησε, πιάνοντάς τον από το μουσκεμένο πουκάμισό του. Το χέρι του όμως την έσπρωξε. Ο τρόπος του ήταν απότομος, αλλά η Λουσίντα είχε μεγαλώσει σ’ ένα σπίτι γεμάτο από αδέρφια και τον έσπρωξε κι αυτή. «Ξύπνα», του είπε, δυνατότερα και πιο επίμονα αυτή τη φορά. Το μπουκάλι δίπλα του ήταν άδειο και η μυρωδιά του δυνατού αλκοόλ πλανιόταν σ’ όλο το δωμάτιο. Πάνω στο πάτωμα υπήρχε ένα βιβλίο στα ιταλικά, με τις γωνίες μιας σελίδας του τσακισμένες. Σε μια διπλανή στοίβα υπήρχαν κάποια άλλα βιβλία στα αγγλικά, ιταλικά και γαλλικά: Βολταίρος, Ρουσσώ, Δάντης, Θωμάς ο Ακινάτης, Άνταμ Σμιθ και ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι. Στο μυαλό της άστραψε μια εικόνα. Ο Τέιλεν να διαβάζει το ίδιο βιβλίο, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που φωτιζόταν μόνο από ένα κερί. Πάσχισε να θυμηθεί και κάτι ακόμα, αλλά δεν τα κατάφερε. «Τέιλεν. Τέιλεν, ξύπνα». Ξύπνησε πράγματι και για μια στιγμή έμεινε σαν χαμένος. Πολύ γρήγορα όμως συνήλθε και έγινε ξανά ο απόμακρος και επιφυλακτικός δούκας. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, τόσο που το πράσινο της ίριδας φαινόταν σκουρότερο. «Φώναζα;» «Δυνατά. Δεν ήρθε κανείς άλλος». Πήρε το βλέμμα του στο πλάι κι έπιασε το ρολόι που ήταν ακουμπισμένο δίπλα στο κερί για να κοιτάξει την ώρα. Το πουκάμισό του άνοιξε στην κίνηση αυτή και η Λουσίντα τα έχασε. Μια ολόκληρη σειρά από ουλές χάραζαν το επάνω μέρος της πλάτης του. Η Λουσίντα δεν πίστευε στα μάτια της.
Σαν να μην είχε καταλάβει πως εκείνη τον κοιτούσε, ο Τέιλεν προσπάθησε να ανεβάσει ψηλότερα το πουκάμισό του. Τα χέρια του έτρεμαν τόσο, που ήταν αδύνατον να τα καταφέρει. Τα δαχτυλίδια του έλειπαν όλα εκτός από τη βέρα του γάμου τους. Η Λουσίντα αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο μέτωπο. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι με ανησυχητική αστάθεια. «Είσαι μεθυσμένος;» Γέλασε με την ερώτησή της και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν είναι τόσο απλό...» «Είχες εφιάλτη, τότε; Όταν ήμουν μικρή είχα κι εγώ...» Τη διέκοψε μ’ ένα νεύμα ανυπομονησίας. «Θα ζητήσω από την κυρία Μπέρικ να σε βάλει σε άλλο δωμάτιο το πρωί. Έτσι, δε θα σε ξαναενοχλήσω». «Αυτό συμβαίνει κάθε βράδυ;» «Όχι». Η γρήγορη απάντησή του την έκανε να καταλάβει πως ήταν ψέμα. «Εμένα η άσκηση με βοηθούσε πάντα. Η μητέρα μου επέμενε να ιππεύω κάθε μέρα για αρκετές ώρες κι έτσι κοιμόμουν καλύτερα τις νύχτες». Κατάλαβε ότι εκείνος την άκουγε και συνέχισε να του μιλάει. «Ήμουν ατίθασο παιδί, βλέπεις, πάντα δημιουργούσα προβλήματα. Η μητέρα μου πίστευε πως θα ήταν καλύτερα αν ήμουν αγόρι, αλλά δεν ήμουν». Το ελαφρύ ανασήκωμα των χειλιών του την έπεισε να συνεχίσει. «Τα αδέρφια μου με πρόσεχαν με βάρδιες. Ο Ας και ο Τά-ρις ήταν πολύ μεγαλύτεροι από μένα και έπαιρναν στα σοβαρά το καθήκον τους. Ο Κρίστο ήταν κοντά στην ηλικία μου και είχε την τάση να μπλέκει ακόμα χειρότερα από μένα. Η Άλις δεν έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί με παιδιά, βλέπεις, Η μεγάλη αγάπη της ήταν ο κήπος». «Και ο πατέρας σου; Πού βρισκόταν εκείνος όταν συνέβαι-ναν όλα αυτά;» «Επέβλεπε τη λειτουργία του υποστατικού. Φρόντιζε ώστε οι Γουέλιγχαμ να έχουν οικονομική άνεση. Πέθανε από καρ-διακή ανακοπή όταν ήμουν μικρή. Αν ζούσε, μάλλον θα απογοητευόταν μαζί μου». «Αν ήμουν πατέρας, δε θα έτρεφα ανέφικτες προσδοκίες για τα παιδιά μου». Πατέρας! Να την πάλι η υπενθύμιση για το λόγο της δικής της παρουσίας εκεί. Τα μάτια του την κοιτούσαν με θέρμη καθώς ο Τέιλεν σηκωνόταν από το κρεβάτι.
Είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα και τις μπότες του και ο ιδρώτας έκανε το τσαλακωμένο πουκάμισο να κολλάει στο δέρμα του. Ο εφιάλτης είχε χαράξει ρυτίδες στο πρόσωπό του, σχεδόν το ίδιο βαθιές όσο και οι γραμμές στην πλάτη του. Να ήταν άραγε τα σημάδια συστηματικού ξυλοδαρμού από κάποιον που είχε ξεσπάσει το μίσος του σ’ ένα παιδί; Κρατώντας την ανάσα της σοκαρισμένη, τον κοίταζε να σερβίρει στον εαυτό του ένα ποτό που δε φαινόταν αλκο-ολούχο και να το κατεβάζει μονορούφι. Ένιωθε επάνω της το νυχτικό διάφανο και μετάνιωσε που δεν είχε φορέσει την ασορτί νεγκλιζέ ρόμπα. Έξω το φεγγάρι είχε χαμηλώσει στον ορίζοντα και η νύχτα ήταν σκοτεινή. Ο άνεμος είχε δυναμώσει και χτυπούσε ένα κλαδί πάνω στο τζάμι του παραθύρου. «Αύριο θα σε πάω για ιππασία σε αργό ρυθμό». Της πήρε μια στιγμή να καταλάβει τι εννοούσε μ’ αυτό που της είπε. «Η μητέρα μου θα χαμογελά από ψηλά». «Ή θα σε προειδοποιεί να φύγεις μακριά από μένα και θα εύχεται να ακολουθήσεις τη συμβουλή της». «Μου υπενθυμίζετε διαρκώς πως είστε επικίνδυνος». Ο Τέιλεν προχώρησε ως το παράθυρο και τράβηξε τη βαριά βελούδινη κουρτίνα. «Έλα να κοιτάξεις, Λούσι». Ήταν η πρώτη φορά που την αποκαλούσε με το όνομα που χρησιμοποιούσαν στην οικο-γένειά της. Πήγε κοντά του. Δεν την άγγιξε, αλλά στάθηκε πίσω της και η ανάσα του έπεφτε ζεστή πάνω στο λαιμό της. «Όσο φτάνει το μάτι αυτή η γη ανήκει στους Έλσμιρ. Από τους λόφους πέρα στον ορίζοντα μέχρι εδώ, στο μέρος όπου το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη λίμνη. Κι ακόμα άλλες δέκα χιλιάδες στρέμματα πίσω από το σπίτι, μια έκταση που ανεβαίνει και πάλι στις λοφοπλαγιές. Αυτή είναι η περιουσία που ο πατέρας μου σπατάλησε και για την οποία η μητέρα μου δεν έδινε δεκάρα τσακιστή. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πήρα τα λεφτά των αδερφών σου για να εξαφανιστώ μετά το γάμο μας. Δεν ήταν μια προδοσία απέναντι σου». «Για να πάρετε πίσω μια πολύτιμη κληρονομιά;» Τον ένιωσε να γνέφει καταφατικά. «Αν επρόκειτο για το Φάλντερ, θα έκανα ακριβώς το ίδιο». «Σ’ ευχαριστώ». Το χέρι του κατέβηκε στον ώμο της κι άρχισε να την πιέζει, ελαφρά στην αρχή κι ύστερα πιο επίμονα, γλιστρώντας πάνω στο μετάξι ως το λαιμό της. Η Λουσίντα ήθελε να γείρει πάνω του και να μείνει ακουμπισμένη έτσι, ανακουφίζοντας τη μοναξιά τόσων χρόνων. Ήταν επικίνδυνος, δύσκολος και απειλητικός. Επίσης ήταν ο μόνος νόμιμος σύζυγος που θα αποκτούσε ποτέ της. Όταν τη γύρισε αργά προς το μέρος του, το πράσινο των ματιών του σκοτείνιασε απ’ το μισόφως, ενώ μια τρυφερή ειλικρίνεια υπήρχε στο βλέμμα του. Σαν ένας άντρας που είχε ανα-δυθεί από το παρελθόν του και προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με το παρόν. Η ομολογία της αφοσίωσής του στο σουαρέ των Μπίτσαμ έδωσε στη Λουσίντα το θάρρος να τυλίξει τα
μπράτσα της γύρω του. Έπιανε τις παλιές ουλές του πάνω από το λεπτό πουκάμισο και, καθώς διέτρεχε με το δάχτυλο μία από αυτές, είδε ξαφνικά μπροστά της μια εικόνα από το παρελθόν. Τον ποθούσε τότε όπως και τώρα. «Θυμάμαι κάποια πράγματα. Θυμάμαι αυτό». Η μόνη απάντησή του ήταν να κολλήσει το στόμα του στο δικό της και η Λουσίντα ξέχασε τα πάντα καθώς η γλώσσα του άνοιγε τα χείλη της διεισδύοντας στο στόμα της. Το πάθος και η γεύση του τη συγκλόνισαν και κατάλαβε μεμιάς τι κρυβόταν πίσω από τα λάγνα βλέμματα που του έστελναν όλες εκείνες οι αριστοκράτισσες στις δεξιώσεις. Ήταν συγκρατημένος όσο και ορμητικός, αντίφαση που της προκαλούσε δέος και ηδονή μαζί. Και ας ήξερε πως αυτό που ήθελε από εκείνη ο Τέιλεν ήταν ό,τι ζητούσαν από μια γυναίκα όλοι οι άντρες σαν αυτόν από καταβολής κόσμου. Το ήπιο φιλί που σκεφτόταν στην αρχή έγινε παθιασμένο, προκαλώντας μια θύελλα αισθήσεων. Δεν απέμεινε στάλα λογικής, κανένα όριο ή προσπάθεια για σύνεση. Όλα χάθηκαν μέσα σε μια έξαψη. Ανήμπορη να καταλάβει τι γινόταν, έκλεισε απλώς τα μάτια της και αφέ-θηκε στη μαγεία. * * * Η ανάσα της ήταν ταραγμένη όταν την πλησίαζε, γλιστρώντας τον αντίχειρά του κατά μήκος του λαιμού και της κλείδας της. Όταν έβρεξε με το στόμα το δείκτη του και τον πέρασε γρήγορα πάνω από τη μια θηλή της, είδε την πλάτη της να τεντώνεται, το νυχτικό να παραμερίζει αποκαλύπτοντας τη γύμνια της και τα μάτια της να παίρνουν ένα ύφος γλυκιάς εγκατάλειψης πριν τα βλέφαρά της κλείσουν. Ήταν η δική του γυναίκα. Είχε πληρώσει για να την αποκτήσει. Ήταν νόμιμα ενωμένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει με όποιο τρόπο ήθελε. Τώρα ήθελε να της βγάλει όλα τα ρούχα και να την ξαπλώσει στο πάτωμα, να κάνει έρωτα μαζί της ξανά και ξανά μέχρι να μην απομείνει ούτε ίχνος από την απόγνωση και την επιτακτική ανάγκη που συσσωρεύονταν μέσα του επί τρία χρόνια. Όμως τον ανησυχούσε κάποια άλλη σκέψη. Πως μια γυναίκα σαν κι αυτή είχε τη δυνατότητα να τρυπώσει για πάντα στην καρδιά του. Ένιωθε ότι μπορούσε να της ομολογήσει πράγματα τα οποία δεν είχε πει ποτέ σε κανένα, να παραμερίσει κάθε επιφυλακτικότητα που είχε στη ζωή του. Την έσπρωξε προσεκτικά προς τα πίσω κι άφησε τον αντί-χειρά του να χαϊδέψει το μάγουλο και το χείλος της. Τα μάτια της έδειχναν σάστισμα, απαιτούσαν εξηγήσεις, όμως ο εφιάλτης τον είχε ήδη εξαντλήσει πολύ για να διαχειριστεί το λαβύρινθο μιας τέτοιας σχέσης. «Γιατί συμβαίνει αυτό μεταξύ μας;» Η ερώτησή της ήταν ειλικρινής και διατυπώθηκε απ’ τη βαθιά λαχτάρα της. «Δεν ξέρω, γλυκιά μου, εκείνο που ξέρω είναι πως δεν είναι η ώρα να το ανακαλύψουμε. Πρέπει να γυρίσεις στο κρεβάτι σου». Έστρεψε το βλέμμα της αλλού, ανέβασε το νυχτικό πάλι στο λαιμό της και ανέκτησε τη σεμνότητα που είχε μια στιγμή νωρίτερα. Τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από τη χαλαρή κοτσίδα της κι έπεφταν ελεύθερα
στους ώμους, λάμποντας στο φως του κεριού και στο φεγγαρόφωτο και τονίζοντας τη λεπτή σι-λουέτα της καθώς έφταναν μέχρι την καμπύλη της μέσης. Τα δάχτυλά του έσφιξαν τους μηρούς του κι ευχήθηκε να τη δει να φεύγει γρήγορα, γιατί δεν ήξερε πόσο ακόμα θα άντεχε να αντιστέκεται στον πειρασμό. «Καληνύχτα». Η φωνή της ήταν σφιγμένη και σιγανή. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε φύγει από το δωμάτιό του. * * * Η Λουσίντα κάθισε στο κρεβάτι της προσπαθώντας να ξανα-βρεί την ανάσα της και ο χτύπος της καρδιάς της να ξαναγίνει φυσιολογικός. Τον ήθελε. Αυτή ήταν η αλήθεια. Ήθελε να δει τι ήταν εκείνο που κόχλαζε μεταξύ τους όταν φιλιούνταν. Τα δάχτυλά της κατέβηκαν στο στήθος της πάνω από το ύφασμα, έτσι όπως της είχε κάνει εκείνος. Ταράχτηκε και σηκώθηκε όρθια, γιατί ποτέ της δεν υπήρξε γυναίκα αισθησιακή. Ως τώρα οι άντρες τής προκαλούσαν μια ελαφριά περιέργεια για όσα συ-νέβαιναν μεταξύ των δύο φύλων. Τίποτα περισσότερο. Τώρα ήταν διαφορετικά. Ένιωθε ζωντανή. Πονούσε παντού. Πονούσε από την επιθυμία της γι’ αυτόν. Το δέρμα γύρω απ’ τις θηλές της τσιτωνόταν όποτε φανταζόταν το στόμα του επάνω τους, το κέντρο της θηλυκότητάς της πλημμύριζε προσμονή. Ο νεφρίτης που της είχε δωρίσει η Έμεραλντ κρεμόταν ανάμεσα στα στήθη της. Έφερνε ευτυχία, έτσι την είχε διαβεβαιώσει η νύφη της. Αναρωτήθηκε τι ακριβώς ήταν αυτό που ένιωθε τώρα, αυτή η τόσο πρωτόγνωρη και υπέροχη αναστάτωση. Μπορούσε κάποιος να παντρευτεί από λαγνεία κι όχι από έρωτα; Θα ήταν αρκετό; Ή μήπως η μεταξύ τους συμφωνία μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε μια σχέση σαν αυτή που είχαν τα αδέρφια της με τις γυναίκες τους, την παντοτινή εκείνη αφοσίωση που άντεχε στις καλές και τις κακές στιγμές; Ο σύζυγός της δεν έδειχνε να το πιστεύει, αλλά ο τρόπος που τη φίλησε ερχόταν σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα απόμακρη στάση του. Η καρδιά του χτυπούσε το ίδιο τρελά με τη δική της, η θέρμη στο βλέμμα του ακύρωνε όσα της είχε πει. Όταν είχε σταθεί πίσω της και της εξηγούσε γιατί είχε πάρει τα χρήματα από τον αδερφό της, η Λουσίντα σχεδόν μπορούσε να τον φανταστεί σαν ένα στοργικό σύζυγο που νοιαζόταν για τα αισθήματά της και δεν αναζητούσε παρά μόνο την αλήθεια. Σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια της με μια βιαστική, θυμωμένη κίνηση, γιατί ήξερε πως ήταν ανώφελο να βουλιάζει στην αυτολύπηση. Υπήρξε μόνη της για χρόνια, ζώντας ανάμεσα σε αδέρφια που όλα είχαν συντρόφους. Μοιράζονταν διακριτικά και συνωμοτικά ματιές, χαμόγελα, χειρονομίες. Ήταν πράγματα που η Λουσίντα δεν είχε
ανακαλύψει και δεν είχε ποθήσει ποτέ ως τώρα. Το φως του φεγγαριού έφτιαχνε σχήματα πάνω στο δέρμα της, παίζοντας με τις σκιές. Η καλλιτέχνιδα μέσα της θαύμασε για μια στιγμή τα σχέδια, η γυναίκα όμως δεν έβλεπε παρά μόνο την απόγνωση και τη μοναξιά. Πώς θα τα έβγαζε πέρα μ’ αυτή τη συμφωνία, όταν ήθελε με όλο της το είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να συλλά-βει απλώς ένα διάδοχο και να δεχτεί όσα εκείνος ήταν πρόθυμος να δώσει;
Κεφάλαιο 13 Η Λουσίντα πέρασε όλο το πρωί μόνη της. Ο σύζυγός της δεν είχε δώσει σημεία ζωής, ούτε είχε ακουστεί κάποια κίνηση στο δωμάτιό του. Το ήξερε γιατί αφουγκραζόταν προσεκτικά, ακουμπώντας το αυτί της στην πόρτα. Η κυρία Μπέρικ μπήκε φουριόζα λίγο πριν τις δώδεκα. «Ο κύριος ρωτούσε για σας, κυρία». «Έχει ξυπνήσει ο δούκας;» «Μάλιστα. Υποθέτω πως κάνει ήδη ιππασία πέρα στην κοιλάδα, με το μαύρο άλογό του που τρέχει σαν τον άνεμο». Η Λουσίντα πήγε ως την ντουλάπα για να βρει το καπέλο και το πανωφόρι της. Λίγο αργότερα στεκόταν μπροστά στο περιστύλιο της εισόδου και η κυρία Μπέρικ της έδειχνε με το χέρι τους κήπους και το μικρό μονοπάτι προς τους στάβλους των Έλσμιρ. Μετά από λίγο έμεινε μόνη, με τον άνεμο να τη φυσά, ενώ ο ήλιος ξετρύπωνε κάθε τόσο πίσω από τα απειλητικά μαύρα σύννεφα. Ένας σκύλος τη συνοδέυσε στον περίπατό της μέσα στο ρημαγμένο κήπο, με τρίχωμα βρόμικο και κατεβασμένο κεφάλι. Η Λουσίντα δεν μπορούσε να μαντέψει τη ράτσα του, γιατί το ζώο είχε το κεφάλι λαμπραντόρ, σώμα πολύ πιο αδύ-νατού κυνηγόσκυλου και ψηλά πόδια. Συνήθως φοβόταν τα σκυλιά, γιατί κάποτε την είχε δαγκώσει άσχημα ένα από αυτά στο Φάλντερ και από τότε τα απέφευγε, αυτό όμως της φαινόταν φιλικό και όταν η υγρή μουσούδα του πλησίασε το χέρι της την έκανε να γελάσει. «Ποιος είσαι;» Η φωνή της έκανε το ζώο να σταματήσει. «Τον λένε Σκύλο». Ξαφνικά ο Τέιλεν Έλσμιρ βρέθηκε πίσω της. Τα ρούχα του της ιππασίας ήταν πιτσιλισμένα με λάσπη και τίποτα στην έκφρασή του δε μαρτυρούσε πως θυμόταν την προηγούμενη νύχτα. Ίσως να μην είχε νιώσει τίποτα. Ίσως γι’ αυτόν το φιλί να ήταν ένα από τα πολλά φιλιά που είχε ανταλλάξει με τις αμέτρητες όμορφες γυναίκες της ζωής του. «Είναι δικός σας;» Η Λουσίντα ήλπιζε πως δε φαινόταν στα μάγουλά της η έξαψη που ένιωσε μέσα της. «Η άμαξά μου σχεδόν πέρασε από πάνω του στην προκυμαία του ποταμού στο Λονδίνο και έτσι τον έφερα εδώ».
«Πότε;» «Την πρώτη μέρα που επέστρεψα στην Αγγλία, εδώ και ενάμιση μήνα. Μου φάνηκε σαν οιωνός», πρόσθεσε μ’ ένα απροσδόκητο λοξό χαμόγελο που προκάλεσε κάτι παράξενο στην καρδιά της. «Τι είδους οιωνός;» «Ένα σημάδι πως ήταν γραφτό να μείνω. Μια άγκυρα που με έδενε με τον τόπο, αν προτιμάς». «Η κυρία Μπέρικ μου είπε ότι είχατε συγκεντρώσει τις προσπάθειές σας στο να κάνετε και πάλι τις αγροικίες κατοικήσιμες». «Το κτήμα χρειάζεται δουλειά, αν και υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι δε βλέπουν με καλό μάτι αυτό που προσπαθώ να πετύχω εδώ». «Η αλλαγή πάντα διχάζει τους ανθρώπους. Ο Ασερ το λέει συχνά αυτό». Εκείνος χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά. «Σ’ ένα χρόνο το Άλντεργουορθ μπορεί να γίνει και πάλι προσοδοφόρο». Σώπασε. Στα λόγια του υπήρχε μια επιφυλακτικότητα. «Εσύ όμως δεν ενδιαφέρεσαι για όλα αυτά, σωστά;» Η ερώτησή του έμεινε μετέωρη μεταξύ τους. «Το αντίθετο. Αν είναι να γίνει το σπιτικό μου, θα μπορούσα να βοηθήσω». «Το στατικό μας». Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε πάλι από μαγεία και η Λουσί-ντα κυριεύτηκε από την ίδια όπως πάντα αναστάτωση. «Έχεις ρούχα ιππασίας;» «Φυσικά». «Τότε έλα μαζί μου και θα σου δείξω το Αλντεργουορθ από τους λόφους». «Τώρα;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, φώναξε το σκύλο και το ζώο τον πλησίασε και δέχτηκε το χάδι του. «Τότε δώστε μου δέκα λεπτά», του απάντησε και γύρισε βιαστικά προς το σπίτι.
* * * Ο Τέιλεν την παρακολουθούσε που απομακρυνόταν και ο πόθος του τον τρόμαζε. Ήταν σαν να είχε βγει ο Χιούγκο Σιλντς από τον τάφο του και τον απέτρεπε από κάθε ελπίδα, χρόνια μετά το θάνατό του από μια σφαίρα στην καρδιά. Είχε φύγει για τον άλλο κόσμο μουρμουρίζοντας απειλές όπως ακριβώς έκανε όσο ζούσε, προσβολές που σιγά σιγά έγιναν ικεσίες και τέλος κλαψουρίσματα καθώς η ζωή του στέρευε ως την τελευταία σταγόνα. Ο Τέι τον παρακολουθούσε αηδιασμένος και ανακουφισμένος να αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Ιταλός ευγενής που είχε πυροβολήσει το χαρτοκλέφτη θείο του είχε πάρει το καράβι για την Ευρώπη την ίδια νύχτα και ο νεαρός τότε Τέιλεν δε μίλησε ποτέ για το περιστατικό σε κανέναν. Μυστικά και ψέματα. Ήταν αυτός που ήταν, αυτό που είχε γίνει και καμία νοσταλγία δεν μπορούσε να το αλλάξει. Γι’ αυτό οι εφιάλτες δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, εξακολουθούσαν να του στερούν τον ύπνο. Δεν μπορούσε να κρύψει απ’ τη Λουσίντα το σκοτάδι που υπήρχε μέσα του, γιατί αν προσπαθούσε να το κάνει... Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Θα έπρεπε να είναι ειλικρινής, αυτό τουλάχιστον της το όφειλε. Το κλαψούρισμα του σκύλου τον έφερε πίσω στο παρόν. * * * Φορώντας τα ρούχα της ιππασίας της, η Λουσίντα συνάντησε τον Τέιλεν μπροστά στους στάβλους. Το μεγάλο μαύρο άλογο που είχε δει απ’ το παράθυρο του δωματίου της ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό από κοντά. Το παρατήρησε προσεκτικά κρατώντας κάποια απόσταση από το μεγαλόσωμο ζώο. «Είναι όμορφος. Πώς τον λέτε;» «Χέιντς. Ο πατέρας μου είχε φέρει τον παππού αυτού του αλόγου από τη Γαλλία όταν κέρδισε ένα σημαντικό ποσό στα χαρτιά». Ο Τέιλεν Έλσμιρ δεν πτοούνταν ποτέ από τα σκάνδαλα· αντίθετα τα αψηφούσε προκαλώντας διάφορα σχόλια. «Η οικογένειά σας είναι ασυνήθιστη». «Δεν έχουν απομείνει και πολλοί». «Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με τη δική μου οικογένεια. Κάποτε σκεφτόμουν πως οι Γουέλιγχαμ είμαστε πάρα πολλοί, τώρα όμως...» Δεν αποτέλειωσε τη φράση της, έτσι μίλησε ο Τέιλεν για λογαριασμό της. «Τώρα που βλέπεις τα χειρότερα συνειδητοποιείς πόσο τυχερή είσαι». «Έτσι είναι. Δεν είναι κακοί, ξέρετε, οι αδερφοί μου. Απλώς προσπαθούν να με προστατεύσουν».
«Από το να καταστραφείς περισσότερο;» Της χαμογέλασε αναπάντεχα και τα πράσινα μάτια του ήταν πιο φωτεινά απ’ όσο τα είχε δει ποτέ. Ήταν ο Ασωτος Δούκας που φρόντιζε το υποστατικό του αναλαμβάνοντας ένα καθήκον που θα μπορούσε να αρνηθεί, αλλά δεν το έκανε. Μερικές φορές ο σύζυγός της έμοιαζε πολύ με τα αδέρφια της, σκέφτηκε. «Είναι ωραίο να απομακρύνεται κανείς από την πόλη και το Αλντεργουορθ είναι ένα όμορφο μέρος παρά την εγκατάλειψη, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, νομίζω, αν και μπορώ να φανταστώ τη δυσαρέσκεια που θα ένιωθε η μητέρα μου βλέποντας τον κήπο σας». «Θα ήμουν κάτι παραπάνω από ευτυχής αν επέβλεπες η ίδια τις όποιες αλλαγές, Λουσίντα». Εκείνη γέλασε. «Ναι, βέβαια, η κηπουρική είναι μια πολύ χαλαρωτική δραστηριότητα». «Τουλάχιστον θα σε αποτρέψει από το να καλπάζεις σαν τον άνεμο». Ήταν σίγουρη ότι θα τη φιλούσε πριν ακόμα τον δει να σκύβει επάνω της. Το είδε στον τρόπο που μαλάκωσε το ύφος του και η ευθυμία του μετατράπηκε σε κάτι πιο ανεξιχνίαστο. Καθώς ο άνεμος σήκωνε τις φούστες της και στροβίλιζε τα πεσμένα φύλλα γύρω από τα πόδια της, η Λουσίντα έκλεισε τα μάτια της κι ένιωσε τη ζεστασιά του δυνατού κορμιού του επάνω της και τα χέρια του που χάιδευαν τα μπράτσα της. Ήταν οι δυο τους με το όμορφο άλογό του να στέκεται πίσω τους και το στάβλο με τους ξεφτισμένους τοίχους από κίτρινο ψαμμίτη να χρυσίζει στο απογευματινό φως. Αυτό το φιλί ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχαν μοιραστεί την προηγούμενη νύχτα. Ετούτο περιείχε όλα όσα ήθελαν κι οι δυο, ή μάλλον όσα χρειάζονταν ο ένας απ’ τον άλλον. Έσμιξαν με μια έντονη αίσθηση δυσπιστίας, με κινήσεις ανεξέλεγκτες. Το χέρι του αγκάλιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού της και το κορμί του κόλλησε πάνω της. Αυτή τη φορά η Λουσίντα δε συγκρότησε την ανταπόκρισή της. Δάγκωσε απαλά το χείλος του για να γευθεί τη δύναμή του. Δεν ήταν προσεκτική, επιφυλακτική ή διατακτική. Άφησε τη γυναίκα μέσα της να εκφραστεί ελεύθερα από τα δεσμά της ευπρέπειας που τόσα χρόνια την κρατούσαν παγιδευμένη ως κόρη των Γουέλιγχαμ. Οι προσδοκίες της καλής κοινωνίας έγιναν μεμιάς μακρινή και δυσάρεστη ανάμνηση. Δεν την ένοιαζε πια. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του καθώς η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα της, ανυπόμονα και επιτακτικά, παίρνοντας αυτό που ήθελε με τόλμη. Αυτό ήθελε η Λουσίντα, να πάρει ό,τι και όπως μπορούσε, να αφεθεί στον πόθο της, να χαθεί μέσα σε μια ατελείωτη δίνη. Για μια στιγμή ή για μία ώρα; Ήταν δική του απόφαση. Ήταν διατεθειμένη να ξαπλώσει εκεί επιτόπου στο χορτάρι αν της το ζητούσε, να τον δεχτεί στην αγκαλιά της και να νιώσει γυναίκα, χωρίς δεσμεύσεις, όρους και κανόνες. Έχοντας δεχτεί πως εκείνος ήταν ένας άντρας βασανισμένος από τις περίπλοκες σχέσεις μιας οικογένειας και πως παρ’ όλα αυτά προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο που μπορούσε, η Λουσίντα δε θα του αρνιόταν τίποτα. Τίποτα. To στόμα της άνοιξε περισσότερο κάτω απ’ το φιλί του ενώ η αναπνοή του ακουγόταν τραχιά και ο αντίχειράς του χάιδευε τη βάση του λαιμού της, κάνοντάς τη να τεντώσει την πλάτη της και να απολαύσει απλώς τη στιγμή.
* * * Ο Τέιλεν δε θυμόταν να έχει απολαύσει περισσότερο την αγκαλιά μιας γυναίκας όσο απολάμβανε τώρα τη στιγμή που φιλούσε τη σύζυγό του. Ούτε είχε ποτέ μια έμπιστη φίλη στη ζωή του, έναν άνθρωπο που ήταν πρόθυμος να τον υποστηρίξει απέναντι σε όλο τον κόσμο παρ’ όλα όσα είχαν ειπωθεί για το άτομό του. Κι ένιωθε δέος απέναντι σ’ αυτό το θαύμα. Η Λουσίντα φιλούσε σαν την πιο έμπειρη ερωμένη, επι-τρέποντάς του όσα οι περισσότερες κυρίες του αρνούνταν: απέραντη τρυφερότητα μαζί με δυνατό πάθος. Όταν τα δόντια της τρύγησαν το κάτω χείλος του ο Τέι χαμογέλασε με τη βιασύνη της. Σφράγισε σφιχτά το στόμα της μ’ ένα φιλί εξουσιαστικό, πιέζοντάς τη να τον εμπιστευθεί. Δεν του αντι-στάθηκε, όμως τα μάτια της άνοιξαν και τον κοίταξαν λάμπο-ντας, περιμένοντας τις επόμενες κινήσεις του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια εμμονή με μία γυναίκα, παρά την πολύχρονη εμπειρία του μέσα από την οποία απολάμβανε τους καρπούς της φήμης του. Μια φήμη δημιουρ-γημένη από δυο γονείς οι οποίοι του δίδαξαν να μη νοιάζεται για κανέναν και για τίποτα. Ήταν ευκολότερο να παίρνει ό,τι μπορούσε και να φεύγει. Όμως με τη Λουσίντα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχαν παντρευτεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ακολουθώντας τους πατροπαράδοτους νόμους γαιοκτησίας. Τέτοιες ενώσεις γίνονταν εδώ και αιώνες για να έρθουν οι επόμενες γενιές, οι κληρονόμοι οι οποίοι θα διατηρούσαν τα προγονικά εδάφη και θα φρόντιζαν για τη μακροβιότητά τους, όπως δε θα το έκανε κανένας ξένος. Οι κληρονόμοι του. Οι κληρονόμοι τους. Τα παιδιά του Άλ-ντεργουορθ που θα ακολουθούσαν τα βήματά του. Κι αυτή ήταν μια συμφωνία σφραγισμένη από το χρόνο και το χρυσάφι. Όταν απομακρύνθηκε από αυτή, ο Τέιλεν πέρασε τα χέρια μέσα στα μαλλιά του και βλαστήμησε. Δεν περίμενε πως θα ήταν έτσι τα πράγματα μαζί της, πως θα ένιωθε αυτή την απελπισμένη ανάγκη να την κάνει δική του για πάντα. Κι αυτή η σκέψη ήταν τόσο τρομακτική όσο και ανέφικτη. Κανείς δεν είχε μείνει ποτέ στο πλευρό του στις κακές και τις καλές στιγμές, στα βάσανα της ζωής και τις αδικίες του νόμου. Κανείς απολύτως, εκτός από τον Λανς Μόντκριφ, ο οποίος είχε πεθάνει για να του αποδείξει ότι αυτού του είδους η φιλία ήταν δυνατή ακόμα και στο κατώφλι του θανάτου, σε μια γη ξένη και πολύ μακριά από τον τόπο του. Με ταραγμένη ανάσα πήρε μακριά το βλέμμα του από τα καταγάλανα μάτια της γυναίκας του, μη θέλοντας να την αφήσει να δει όσα δεν είχε δείξει ποτέ του σε κανένα. Γιατί είχε μάθει πως, αν έδινε κάτι από τον εαυτό του, θα το πλήρωνε με τιμωρία. Αν εμπιστευόταν κάποιον άλλον άνθρωπο, αυτή η εμπιστοσύνη θα στρεφόταν εναντίον του. Μετά την προδοσία της γιαγιάς του είχε επιτρέψει στο θείο του να διακρίνει την τρωτότητά του, όταν ήρθε να τον παρα-λάβει από το νοσοκομείο στη Ρουέν. Ύστερα άρχισε ένα άλλο είδος εξαπάτησης, χειρότερης κι απ’ το βαρύ χέρι της γιαγιάς του, γιατί είχε τη μάσκα της τρυφερότητας. Τότε ο Τέιλεν κατάλαβε ότι η αγάπη ισοδυναμούσε με πόνο και ντροπή. Κι όταν επιτέλους απαλλάχτηκε από τις διαστροφές του θείου του, ανακάλυψε ένα διαφορετικό τρόπο να απολαμβάνει
τη σάρκα. Έναν τρόπο που δεν απαιτούσε ούτε εμπιστοσύνη ούτε ειλικρίνεια. Που του έδινε την ελευθερία να αλλάζει τις ερωμένες πριν προκύψει η ευκαιρία για κάτι περισσότερο και που τον βοηθούσε να περνά ανώδυνα και απροβλημάτιστα. «Ξέρω πως υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθω για την τέχνη του φιλιού...» Ο Τέιλεν την κοίταξε, μισώντας την αγωνία που χρωμάτιζε τη φωνή της. «Όμως δε θέλω πια να περιμένω πότε θα αποκτήσω παιδί. Θέλω να ξέρω πού οδηγούν όλα αυτά τα φιλιά, Τέιλεν. Είμαι είκοσι εφτά χρονών και δε θέλω να περάσει ούτε μια μέρα ακόμα απ’ τη ζωή μου χωρίς να το μάθω». Πληγωμένη, κι ανασαίνοντας βαριά, η Λουσίντα τού θύμιζε όλα τα καλά πράγματα που υπήρχαν στον κόσμο. «Τώρα;» Δεν αναγνώριζε πια τη φωνή του. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, μικρό σημάδι της ταραχής της, παρ’ όλα αυτά συνέχισε να κάθεται μπροστά του θαρραλέα κι απτόητη. Ο Τέι δεν πίστευε ότι η Λουσίντα το εννοούσε, όμως μετά το φιλί τους το κορμί του παλλόταν οδυνηρά. Άδραξε την ευκαιρία και της έδωσε το χέρι του. Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν μέσα στα δικά του. «Πάμε, λοιπόν». Είπε στον άνθρωπό του να ξεσελώσει τον Χέιντς κι άρχισε να διασχίζει τους κήπους με μεγάλες, βιαστικές δρασκελιές. Είχε συμπεράνει πως η Λουσίντα τον ακολουθούσε. Δεν ήταν έτσι όμως. Διέσχισε το κεντρικό σαλόνι του ισογείου, ενώ οι υπηρέτες τούς παρακολουθούσαν. Μια παράδοξη αντιπαράθεση φυσιολογικού και παράλογου. Ένα παζάρεμα. Μια πληρωμή. Ένας κληρονόμος. Ποτέ δεν είχε νιώσει όπως αυτή τη στιγμή που οδηγούσε τη σύζυγό του προς την κρεβατοκάμαρά του ξέροντας τι θα συνέβαινε μόλις έφταναν εκεί. Η κυρία Μπέρικ του έκανε μια ερώτηση και ο Τέιλεν της απάντησε, ενώ η ζεστασιά από το χέρι της Λουσίντα έκανε τον πόθο να τον καίει ως την ψυχή του. Είδε τα μάτια της συζύγου του χαμηλωμένα για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια μέσα τους. Μιλώντας με λόγια άδεια, το μυαλό του ανακαλούσε άλλα λόγια, πιο δυνατά, λέξεις που είχαν τη δυναμική να αλλάξουν για πάντα τις ζωές τους. Ένιωθε σαν να κρέμονταν κι οι δυο από μια λεπτή κλωστή και η ορμητική ανάγκη του κατέκλυζε όλα τα κύτταρα του κορμιού του αναγκάζο-ντάς τον να προχωρά. Ανέβηκαν τις σκάλες. Η Λουσίντα είχε λαχανιάσει. Όχι από τη σωματική προσπάθεια αλλά από την προσμονή. Τότε ο Τέιλεν σχεδόν χαμογέλασε, η ευθυμία όμως ήταν το τελευταίο πράγμα που
αισθανόταν. Κι ύστερα πέρασαν μέσα από τη βαριά δρύινη πόρτα, την έκλεισαν πίσω τους και κλείδωσαν. Ο ήχος της κλειδαριάς έκανε τη Λουσίντα άθελά της να μορφάσει, αλλά δε μίλησε. Βάζοντας το κλειδί στην τσέπη του, απομακρύνθηκε από κοντά της, έχοντας ανάγκη από αυτή την απόσταση. Για πρώτη φορά σε μια ζωή γεμάτη ασωτίες δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Η σύζυγός του πήρε την πρωτοβουλία και ξεκούμπωσε αργά τη ζακέτα της. Τα μικρά χέρια της τον μάγευαν. Το μεσοφόρι της ήταν φτιαγμένο από φίνο λινό και δαντέλα, μέσα απ’ το οποίο μισοφαινόταν η σάρκα της. Ο Τέιλεν έκανε ένα βήμα μπροστά. «Μου επιτρέπεις;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έμεινε ακίνητη καθώς τα χέρια του άγγιζαν τα μαλλιά της και έλυναν το χρυσό χείμαρρο που ξεχύθηκε στους ώμους της. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα σ’ αυτό το χείμαρρο, θέλοντας να δει τις μακριές μπούκλες πάνω στο χλομό της δέρμα να χαϊδεύουν τις καμπύλες του στήθους και των γοφών. Ήθελε να την ξαπλώσει στο κρεβάτι του και να αποτυπώσει ανεξίτηλα το σχήμα του επάνω της, έτσι ώστε να μην τον ξεχάσει ποτέ. Ο τρελός χτύπος της καρδιάς της διέψευδε την τόλμη που του έδειχνε καθώς τα χέρια του ξεκούμπωναν τα μικροσκο-πικά μαργαριταρένια κουμπιά στο κορσάζ της. Το είχε ξανακάνει αυτό, στο ίδιο δωμάτιο πριν τρία χρόνια. Είχε γδύσει τη Λουσίντα και είχε αντικρίσει την ομορφιά της χωρίς ρούχα, αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Αυτή τη φορά ήταν σύζυγός του, δεμένη μαζί του με τον ανθρώπινο και θείο νόμο. Γάμος... Οι γονείς του δεν είχαν τιμήσει ποτέ το πνεύμα της συζυγικής ένωσης. Ο Τέιλεν όμως... Τελικά δεν ήταν κούφια αυτά τα λόγια. Η χρυσή βέρα που φορούσε στο χέρι του έλαμπε στο φως. «Μόνο για έναν κληρονόμο;...» είπε ερωτηματικά, περνώντας τη γλώσσα πάνω από τα στεγνά χείλη της κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Ζητούσε περισσότερα. Παραμέρισε το ρούχο και τα στήθη της αποκαλύφθηκαν μπροστά του. Ύστερα τα χέρια του απλώθηκαν πάνω στη σφιχτή και λευκή τους σάρκα. Τώρα η λαγνεία είχε το επάνω χέρι, πύρωνε το αίμα, βάραινε την ανάσα και έκανε το δέρμα να ριγεί. Το στόμα του χαμήλωσε πάνω στη μια ρόδινη κορφή και τη ρούφηξε δυνατά, παθιασμένα, λαχταρώντας την εκπλήρωση και τρέμοντας από πόθο. Εκείνη βόγκησε και με το χέρι του μάλαξε την άλλη θηλή, τινάζοντας την έξαψή τους στα ύψη. «Τώρα». Η φωνή της δε ρωτούσε πια. Τη σήκωσε στα χέρια του, το κορσάζ της έπεφτε προς τα κάτω και η φούστα της σηκώθηκε ψηλά, αποκαλύπτοντας την ομορφιά των ποδιών της.
Δεν του αντιστεκόταν, αντίθετα έμενε ακίνητη καθώς την τοποθετούσε στο κρεβάτι του. Καμία αντίσταση. Τα χέρια του μπήκαν κάτω από τη φούστα και το μεταξωτό μεσοφόρι ώσπου έφτασαν στο αραχνοΰφαντο εσώρουχο. Ώσπου έμεινε μόνο το δέρμα, η απαλή και ερεθισμένη θηλυκή σάρκα της. «Μπορεί να πονέσεις, αγάπη μου». Έπρεπε να την προειδοποιήσει καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Εκείνη δεν κοιτούσε τη γύμνια του, τα μάτια της τώρα ήταν κλειστά, τα μάγουλά της έκαιγαν, έτρεμε ολόκληρη μπροστά στο άγνωστο. Θα ήθελε να βρει τα λόγια να της πει αυτό που περίμενε να ακούσει, όμως η αλήθεια ήταν πιο σημαντική. «Σε θέλω, Λουσίντα. Πολύ». Τότε άνοιξε τα μάτια της και μέσα τους υπήρχε αποδοχή και επίγνωση καθώς το μπράτσο της απλώθηκε να τον χαϊδέψει. Μια παρθένα-σειρήνα που βαριανάσαινε στην ησυχία, με μια λεπτή γραμμή από ιδρώτα στο πάνω χείλι της. Κλοτσώντας μακριά τις μπότες και το παντελόνι του σήκωσε τη φούστα της και παραμέρισε τα πόδια της. Κι ενώ τα δάχτυλά του χάιδευαν, το κορμί του παλλόταν αδημονώντας, περιμένοντας εκείνη τη στιγμή της αλλαγής που συμβαίνει σε κάθε νέα νύφη. Γλίστρησε μέσα της βαθιά κι εκείνη τέντωσε την πλάτη της για να τον συναντήσει. Τη στιγμή του πόνου τα χέρια της προσπάθησαν να τον σπρώξουν μακριά, τα νύχια της πίεσαν την πλάτη του και ο φόβος της αντήχησε μέσα από μια ψιλή διαπεραστική κραυγή. Κι ύστερα έμειναν ακίνητοι κι εκείνος περίμενε, ώσπου ο βαθύς πόνος του έρωτα άλλαξε σε κάτι διαφορετικό. Η ανάσα της τώρα ήταν γρήγορη κάτω από το βαρύ σώμα που την κρατούσε ακινητοποιημένη. «Περίμενε, γλυκιά μου». Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. «Περίμενε ώσπου να συνηθίσουμε ο ένας τον άλλον. Περίμενε ώσπου το κορμί σου να απαντήσει. Περίμενε ώσπου να αρχίσουν τα κύματα της ανταπόκρισης». Κι ύστερα συνέβη. Ένα μικρό ρίγος της σάρκας στην αρχή, ένα χαλάρωμα, καθώς το πρώτο κάλεσμα του κορμιού της την έκανε να κινηθεί επιτρέποντάς του μια διαφορετική πρόσβαση. Αργά. Βαθύτερα. Γρηγορότερα. Δυνατότερα. Ξανά. Και ξανά. Ευχόταν να είχε μειωθεί ο πόνος και να μετατρεπόταν γρήγορα σε ηδονή. Κατάλαβε ότι πλησίαζε αυτή η στιγμή όταν τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από την πλάτη του και τον έσφιξε επάνω της σαν να μην ήθελε να τον αφήσει ποτέ ξανά. * * * Της ήταν αδύνατον να αναπνεύσει ή να σκεφτεί. Κάθε σκέψη της είχε επικεντρωθεί στο κέντρο της θηλυκότητάς της, εκεί όπου οι δυο τους είχαν γίνει ένα. Τώρα δεν πονούσε, όχι όσο πριν, άρχιζε όμως ένας άλλος πόνος να κλιμακώνεται. Ένας πόνος που την έκανε να περιμένει με κομμένη την ανάσα γι’ αυτό που θα συνέβαινε. Έτρεμε, βογκούσε, τεντωνόταν όσο οι κινήσεις του επιταχύνονταν, απολαμβάνοντας την ομορφιά αυτής της εμπειρίας, νιώθοντας τι σήμαινε το σμίξιμο του άντρα και της γυναίκας σε σάρκα μία, χωρίς τίποτ’ άλλο ανάμεσά τους εκτός από την επιθυμία του ενός για τον άλλον. Η αναπνοή του χάιδευε
το λαιμό της και οι όλο και πιο γρήγορες κινήσεις του είχαν κάτι απεγνωσμένο μέσα στην έξαψη και την παραφορά τους. Κι ύστερα η κορύφωση, η λύτρωση από τη βασανιστική αυτή πίεση που κρατούσε και τους δυο παγιδευμένους. Από το στόμα της βγήκε μια κραυγή και η φωνή της μεταφέρθηκε μακριά, τα κύματα που την κατέκλυζαν δεν έμοιαζαν με καμία άλλη αίσθηση απ’ όσες είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Χαμένη καθώς ήταν στις αισθήσεις, μετέωρη, κορεσμένη, άρχισε να κλαίει. Καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της και της τα σκούπιζε ο άντρας που την είχε μαγέψει. Η Λουσίντα άκουγε το βροντερό χτύπο της καρδιάς της μέσα στο κεφάλι της, τα μέλη της είχαν παραδοθεί σ’ ένα γλυκό λήθαργο. Ήταν ακόμα ενωμένοι. Τον ένιωθε να σκιρτά μέσα της κι ο ιδρώτας κυλούσε ανάμεσά τους. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε ανάμεσα στις βαθιές ανάσες του. Έκλεισε χαμογελώντας τα μάτια της, ανήμπορη να πει οτιδήποτε άλλο, ενώ τα δάκρυα στέγνωναν στα μάγουλά της. Ήθελε να μείνει εκεί, έτσι όπως ήταν τυλιγμένοι ο ένας με τον άλλον μέσα στη σιωπή, λουσμένοι στο ηλιόφως που έμπαινε από το παράθυρο σαν μια κίτρινη κουρτίνα. Παράδεισος. «Πάντα αναρωτιόμουν γιατί τα αδέρφια μου ήταν τόσο... ευτυχισμένα με το γάμο τους. Όλοι έτσι νιώθουν;» Έπρεπε να μάθει, έπρεπε να καταλάβει. «Όχι. Οι γονείς μου μισούσαν με πάθος ο ένας τον άλλον». «Γι’ αυτό σε έστελναν μακριά;» Κοιτούσε το γυμνό κορμί του στο φως, τις ουλές που διέτρεχαν την πλάτη του ως τα πλευρά. Το δάχτυλό της χάιδεψε μία από αυτές σε μια σιωπηρή ερώτηση. «Τις περισσότερες φορές. Κι όταν ήμουν εδώ με αγνοούσαν», είπε παρατηρώντας το ταβάνι. Από τον τόνο της φωνής του, η Λουσίντα κατάλαβε πως οι σκέψεις του ήταν από χρόνια κλεισμένες στο νου του. «Η καμαριέρα της λαίδης Σιλντς είπε ότι νοσηλεύτηκες κάπου στη Γαλλία». «Στη Ρουέν. Η γιαγιά μου με είχε χτυπήσει ενώ βρισκόμαστε εδώ για διακοπές. Είχα, βλέπεις, ρωτήσει κάποιους φίλους της αν μπορούσα να μείνω μαζί τους. Όταν το έμαθε έγινε έξαλλη. Όταν όμως ένα μήνα αργότερα ήρθε ο θείος μου για να με παραλάβει, τότε έμαθα τι σήμαινε βιαιότητα». Είπε τη λέξη ψιθυριστά, μαλακά, κοκαλωμένος απ’ την οργή. «Ο αδερφός της μητέρας μου αποφάσισε πως χρειαζόμουν μαθήματα... υπακοής και ανέλαβε να μου τα διδάξει, παίρνοντας πολύ σοβαρά το ρόλο του». Τότε την κοίταξε στα μάτια και η Λουσίντα είδε όλο το μαρτύριο και τον πόνο του μέσα σ’ αυτά. «Ήμουν δώδεκα χρονών και οι γονείς μου είχαν πεθάνει και οι δυο το προηγούμενο καλοκαίρι. Στα δώδεκα δεν μπορεί να αμυνθεί κανείς, βλέπεις. Κι εκείνος...»
Κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της άπλωσε τα δάχτυλά της να του κλείσει τα χείλη, εμποδίζοντάς τον να συνεχίσει. «Σ’ αγαπώ, Τέιλεν. Σ’ αγαπώ επειδή όσα πέρασες σε έκαναν τον άντρα που είσαι σήμερα. Σε έκαναν δυνατό. Αποφασιστικό. Νομίζω πως θα πρέπει να σε αγαπούσα πάντα, ακόμα και τότε, όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, χωρίς να το θυμάμαι». Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της και ο Τέιλεν το σκούπισε μ’ ένα φιλί. Ύστερα σκέπασε το στόμα της και την έκανε για άλλη μια φορά δική του. * * * Ο Τέι παρακολουθούσε τη Λουσίντα καθώς κοιμόταν, ασφαλής μέσα στα όνειρά της. Οι βλεφαρίδες της ήταν μακριές και γυριστές, τα λακκάκια της σχηματίζονταν ακόμα και στον ύπνο. Τρία χρόνια την περίμενε και τα είχε καταστρέψει όλα με την ανόητη ειλικρίνειά του. Ξεγλίστρησε μακριά της και κάθισε στο κρεβάτι, κοιτώντας το αίμα της θυσίας ψηλά στο μηρό της. Πώς μπορούσε να τον αγαπάει ύστερα απ’ όσα της είχε πει; Πώς μπορούσε να το κάνει; Ίσως τώρα ήταν πιθανό πάνω στην πρώτη έξαψη του πάθους, αύριο όμως, όταν η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν μέσα της; Τι θα συνέβαινε τότε; Κάθε λέξη που εξομολογήθηκε ήταν κι από ένα βάρος στην ψυχή του. Κατάπιε νευρικά και, με ένα αίσθημα ενοχής και οργής μαζί, ψαχούλεψε το συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι του κι έβγαλε εκατό λίρες. Της τα είχε υποσχεθεί. Ακούμπησε προσεκτικά τα χαρτονομίσματα πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού και χωρίς να κοιτάξει πίσω του σηκώθηκε, μάζεψε τα ρούχα του και βγήκε απ’ το δωμάτιο. * * * Το πρωί πήρε το άλογό του και πήγε ως το σπίτι της συζύγου του Λανς Μόνκτριφ, πέντε μίλια από το Άλντεργουορθ. Μετά το θάνατο του άντρα της είχε εγκαταστήσει τη χήρα του Λανς σε ένα από τα μικρότερα υποστατικά, όταν της έκανε έξωση από το δικό της σπίτι ο νόμιμος κληρονόμος. Ο Τέιλεν την είχε επισκεφθεί αρκετές φορές μετά την επιστροφή του στην Αγγλία πριν από ενάμιση μήνα. Ήξερε ότι η Ελίζαμπεθ Μόντκριφ ήθελε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε εκείνος να της προσφέρει κι ένας λόγος που την επισκεπτόταν αυτό το πρωί ήταν για να βάλει ένα τέρμα σ’ αυτές τις ελπίδες της. Ο Αανς αγαπούσε τη γυναίκα του και ο Τέι ήξερε ότι ο φίλος του θα ήθελε την οικογένειά του τακτοποιημένη και ασφαλή. Καθώς δεν υπήρχαν άλλοι συγγενείς για να τη βοηθήσουν, ο Τέιλεν ένιωθε πως είχε υποχρέωση απέναντι της. Ο μπάτλερ τον οδήγησε κατευθείαν στη βιβλιοθήκη, όπου σχεδόν αμέσως τον υποδέχτηκε η Ελίζαμπεθ. «Δεν ήξερα πως θα ερχόσαστε σήμερα, αγαπητέ δούκα». Η φωνή της αντήχησε απαλή σαν βελούδο. Στα χείλη της υπήρχε ένα αδιόρατο κοκκινάδι. Το βαρύ της άρωμα πλημμύριζε γύρω τους το χώρο.
«Υπάρχει μια πιθανότητα να νοικιάσω μια έπαυλη στο Λονδίνο, Ελίζαμπεθ. Βρίσκεται στο κέντρο και υπάρχει πολύ κοντά ένα σχολείο κατάλληλο για τα κορίτσια. Νομίζω πως θα είσαι ευτυχής εκεί και πως θα έχεις την ευκαιρία να συνα-ναστραφείς με περισσότερους ανθρώπους». Εκείνη τον παρατήρησε επίμονα. «Άκουσα πως η σύζυγός σας βρίσκεται στο Άλντεργουορθ. Είναι το μοναδικό θέμα συζήτησης που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή εδώ». Στα καστανά μάτια της υπήρχε παραίτηση, στο χαμόγελό της ηρεμία. Δεν ήταν γυναίκα που κατέφευγε σε υστερίες και είχε αρκετή σύνεση ώστε να καταλαβαίνει πως ο Τέιλεν δεν ήθελε δάκρυα. «Λυπάμαι αν σου έδωσα την εντύπωση να σκεφτείς πως ίσως γινόταν κάτι μεταξύ μας...» «Δεν κάνατε κάτι τέτοιο, αγαπητέ δούκα. Ήσαστε πάντα εξαιρετικά διακριτικός και γενναιόδωρος». «Αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία του Λανς. Με έβαλε να του υποσχεθώ πως θα σας φρόντιζα, η ζωή όμως έχει αλλάξει και η σύζυγός μου είναι...» Σώπασε. Τι ήταν η Λουσίντα γι’ αυτόν; Μια μητέρα για το παιδί του; Ή κάτι πολύ περισσότερο; αναρωτήθηκε. Το χέρι της σκέπασε το δικό του. «Καταλαβαίνω. Με βοηθήσατε παρέχοντάς μου ένα σπίτι και ένα εισόδημα, γι’ αυτό θα είμαι πάντα ευγνώμων απέναντι σας. Κάνατε το καθήκον σας στο δεκαπλάσιο». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. «Δε θα μπορούσα να βρω μεγαλύτερη υποστήριξη μέσα στο πένθος και τη μοναξιά μου. Ελπίζω η δούκισσα να ξέρει τι θησαυρό έχει δίπλα της». Ο Τέιλεν χαμογέλασε ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Ο δικηγόρος μου λέει ότι δεν έχετε αγγίξει τα χρήματα που κατέθεσα στο λογαριασμό σας». «Δε χρειάστηκε να το κάνω. Εδώ μου παρέχονται όλα. Τώρα όμως...» Δίστασε. «Τώρα που θα μένω στο Λονδίνο θα εξερευνήσω όσα έχει η πόλη να μας προσφέρει. Υπήρξατε με το παραπάνω γενναιόδωρος και θα σας είμαι για πάντα υποχρεωμένη». «Όχι, δε χρειάζεται. Ήταν το μερίδιο του Λανς». Όμως εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ξέρω ότι τα έσοδα αυτά άρχισαν να έρχονται μήνες μετά το θάνατό του, όταν επενδύσατε σε διάφορους άλλους τομείς. Είμαι σίγουρη ότι το γνωρίζετε κι εσείς αυτό». Η Ελίζαμπεθ Μόντκριφ ουδέποτε φάνηκε τόσο όμορφη στα μάτια του. Ήταν μια γυναίκα με εντιμότητα και ακεραιότητα. Ήλπιζε ότι στο Λονδίνο θα έβρισκε αυτό που χρειαζόταν και ότι κάποτε στο μέλλον ίσως να έφερνε τη Λουσίντα για να της τη γνωρίσει. «Υπάρχει κάτι ακόμα», είπε ο Τέιλεν καθώς γύριζε να φύγει. Έβγαλε από την τσέπη του το δαχτυλίδι που φορούσε ο Λανς στην Τζόρτζια. «Αυτό πρέπει να σου ανήκει». Ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι μέσα στην παλάμη της. Λ.Μ. Τα αρχικά του πρώτου αληθινού φίλου που είχε ποτέ του. Τώρα όμως είχε βρει έναν άλλο. Η σκέψη ήρθε απροειδοποίητα, αλλά η αλήθεια της ήταν αναντίρρητη.
Η Λουσίντα. Ξαφνικά η εξάντληση τον νίκησε. Ήθελε να φύγει από εκείνο το σπίτι και να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Να νιώσει την ελευθερία γύρω του και τη λύτρωση μέσα στην καρδιά του. Δεν μπορούσε να γυρίσει, όμως, ακόμα στο σπίτι, ήθελε να απολαύσει άλλο λίγο την ελπίδα από τα λόγια της Λουσίντα, ανεπηρέαστα καθώς ήταν από τις σκέψεις που θα έρχονταν στο νου της όταν θα σκεφτόταν τη δική του εξομολόγηση. Αφού αποχαιρέτισε την Ελίζαμπεθ έφυγε για το χωριό για να πιει ένα ποτό.
Κεφάλαιο 14 «Ο δούκας πήγε να επισκεφθεί ένα από τα άλλα υποστατικά του, κυρία». Η κυρία Μπέρικ τής έδωσε αυτή την πληροφορία όταν η Λουσίντα κατέβηκε στην τραπεζαρία για το πρόγευμα. «Είπε πότε θα επιστρέφει;» Διατήρησε ήρεμη τη φωνή της, όσο κι αν το χέρι της έτρεμε στην προσπάθεια να βάλει στο πιάτο της μια μερίδα μπέικον με αβγά. «Όχι. Δεν είπε. Μερικές φορές λείπει για μέρες ολόκληρες, αυτή τη φορά όμως...» Η οικονόμος άφησε το ερώτημα αναπάντητο. «Κατάλαβα». Και πράγματι καταλάβαινε. Ο Τέιλεν Έλσμιρ είχε φύγει τρέχοντας από το Άλντεργου-ορθ ακούγοντας την τόσο απερίσκεπτη εξομολόγηση της αγάπης της. Έφταιγε το αίμα. Το δικό της αίμα. Το παρθε-νικό αίμα της απάτης. Βρέθηκε παγιδευμένος σ’ ένα γάμο, κακοποιημένος από τα αδέρφια της και εξόριστος για χρόνια σε μια χώρα μακρινή χωρίς ελπίδα επιστροφής. Κι όλα αυτά εξαιτίας των ψεμάτων. Τώρα η Λουσίντα το ήξερε, η απόδειξη υπήρχε πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού και στον πόνο που ένιωθε χαμηλά. Ποτέ δεν την είχε αγγίξει εκεί. Ήταν ο σύζυγός της που κρατούσε το λαιμό της ακίνητο μετά από εκείνο το ατύχημα και τη βοήθησε να μην πάθει μεγαλύτερη ζημιά. Το θυμόταν αυτό, θυμόταν το χλομό πρόσωπό του πάνω της καθώς ο Τέιλεν πάσχιζε να την κρατήσει ακίνητη, θυμόταν και την παγωμένη βροχή που τον μαστίγωνε, το σπασμένο τζάμι και τις πληγές πάνω στο σώμα του. Όλα όσα είχε πει ο Τέιλεν στους δικούς της ήταν αλήθεια, τίποτα δεν είχε συμβεί ανάμεσά τους κι όμως η Λουσίντα τον θυσίασε. Μόνο έναν κληρονόμο. Τώρα καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό. Ήθελε έναν κληρονόμο από τη μοναδική σύζυγο που θα αποκτούσε ποτέ εξαιτίας των δικών της ψεμάτων. Θυμήθηκε τα χαρτονομίσματα που είχε βρει πάνω στο κρεβάτι της όταν ξύπνησε. Φαίνονταν πολλά αν μετριούνταν σε ψεύδη. Κι άλλες σκέψεις ήρθαν στο μυαλό της. Τα μυστικά που είχε μοιραστεί μαζί της ο Τέιλεν την προηγούμενη νύχτα δεν ήταν ασήμαντες αλήθειες και η εμπιστοσύνη του την ξάφνιασε και τη
συγκίνησε ταυτόχρονα. Είχε ακουμπήσει την ψυχή του στα πόδια της ενώ η οργή έκαιγε μέσα στα μάτια του με ντροπή και οδύνη. Κι όταν του είπε πως τον αγαπούσε εκείνος δεν απέστρεψε το πρόσωπό του. Το ένα χέρι της χαμήλωσε πάνω στην κοιλιά της. Σε παρακαλώ, κάνε να φυτρώσει αυτός ο σπόρος. Σε παρακαλώ, κάνε να μεγαλώσει μέσα μου ένα παιδί Προσευχήθηκε γι’ αυτό με όλη την καρδιά της. Τον ήθελε πίσω. Ήθελε να του πει ότι το ψέμα της ήταν ένα οικτρό λάθος και ότι λυπόταν. Ήθελε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της για να απαλύνει τον πόνο της παιδικής ηλικίας του, την απώλεια μιας αθωότητας που θα έπρεπε να έχει διαφυλαχθεί. Εκείνος όμως ήταν άφαντος και η μόνη συντροφιά που της απέμενε ήταν το εξαθλιωμένο σκυλί που την ακολούθησε πίσω στο δωμάτιό της. «Δεν είμαι σίγουρη πως επιτρέπεται να μπαίνεις εδώ», του είπε σιγανά, γιατί είχε ήδη δει να το διώχνουν από το σπίτι αρκετές φορές εκείνη την ημέρα. Γονατίζοντας, του έδωσε το χέρι της κι εκείνο έτριψε σ’ αυτό τη μουσούδα του, έχοντας όπως πάντα την ουρά του κατεβασμένη ανάμεσα στα σκέλια. «Πονάς μήπως;» Ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στο γκρίζο τρίχωμά του και αναρωτήθηκε πόσο στερημένο από φροντίδα μπορεί να ήταν αυτό το ζώο. Τελικά έμοιαζε πολύ με τον αφέντη του κι ίσως ήταν κι αυτό διωγμένο και δαρμέ-νο σαν εκείνον. Πήρε μία από τις βούρτσες και προσπάθησε να βουρτσίσει το γεμάτο κόμπους τρίχωμά του. Είδε ξαφνιασμένη πως η γούνα του άρχισε να φαίνεται όλο και ελαφρύτερη και μακριά και πως το σκυλί σαν να ομόρφαινε με κάθε βούρτσισμα. «Σαν τον κύκνο», του είπε και γέλασε βλέποντάς τον να ξαπλώνει πάνω στα πόδια της. «Αν ήσουν δικός μου, θα σε έλεγα Σουάν1». Ο ξαφνικός ήχος βημάτων στο διάδρομο την έθεσε σε επιφυλακή καθώς το πόμολο της πόρτας άρχισε να γυρίζει. Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ο σύζυγός της, ντυμένος με την κάπα της ιππασίας και ένα καπέλο στο χέρι του. Το βλέμμα του πήγε στο σκυλί και το κάλεσε κοντά του συνοφρυωμένος. Αυτό σηκώθηκε στη στιγμή και πήγε κοντά του. Καθώς διέσχιζε το δωμάτιο τα κόκαλα της ράχης του εξείχαν. «Με ακολούθησε ως εδώ». Ήταν το μόνο που μπορούσε να πει η Λουσίντα, όσο κοινότοπο και αμήχανο κι αν ακούστηκε, αλλά η γλώσσα της είχε δεθεί και δεν ήξερε με ποια λόγια να χαιρετήσει αυτόν τον άντρα που υπήρξε εραστής της και τώρα εμφανιζόταν μπροστά της σαν... άγνωστος. Ταραγμένη και νευρική, σηκώθηκε όρθια καθώς ο Τέιλεν πλησίασε κοντά της. Ένα δυνατό άρωμα αναδιδόταν από τα ρούχα του. «Σ’ ευχαριστώ για τη χτεσινή νύχτα, Λουσίντα». Αλλη μια φορά το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Αφού δεν αναφερόταν εκείνος στο λάθος της, τότε
όφειλε να το κάνει η ίδια. «Η μνήμη μου με είχε εγκαταλείψει μετά το ατύχημα με την άμαξα. Πίστευα πως είχες... απολαύσει περισσότερα απ’ όσα ήθελα να δώσω». «Και τώρα;» «Τώρα, μετά τη χτεσινή νύχτα, μπορώ να καταλάβω πως σε κατηγόρησα άδικα». Πίεσε τον εαυτό της να τον κοιτάξει στα μάτια. «Δεν πρέπει να ήταν εύκολο να δυσφημιστεί τόσο άσχημα το όνομά σου και ζητώ συγνώμη γι’ αυτό». Της χαμογέλασε και οι γωνίες των ματιών του σχημάτισαν ρυτίδες. Ένας άντρας που περνούσε χρόνο στο ύπαιθρο, που δε νοιαζόταν για την εμφάνισή του. «Η υπόληψή μου είχε σπιλωθεί πολύ καιρό πριν εσύ τη λεκιάσεις περισσότερο. Τι ακριβώς θυμάσαι;» «Πως έτρεξα στο δωμάτιό σου. Διάβαζες και ήσουν γυμνός. Αυτό το θυμάμαι καθαρά. Νομίζω πως το βιβλίο ήταν ο Μακιαβέλι στα ιταλικά. Νομίζω πως με φίλησες». «Πράγματι». «Επίσης νομίζω πως ίσως με άγγιξες». Σήκωσε το χέρι της και το έφερε στο στήθος. «Εδώ». «Κι αυτό επίσης». Το δεξί χέρι του ακούμπησε στο δικό της, κρύο καθώς ήταν από την πρωινή του βόλτα. Η Λουσίντα ρίγησε και το άλλο χέρι του χάιδεψε το μάγουλό της. «Σε άγγιξα έτσι», της είπε, «κι έτσι», πρόσθεσε αγκαλιάζοντας την καμπύλη κάτω από το στήθος της. Μέσα από το ύφασμα του φορέματος της το αίμα της άρχισε να φουντώνει. «Κι εγώ ήθελα να το κάνεις;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα πρέπει να με μίσησες λοιπόν, όταν είπα στα αδέρφια σου πως με κατέστρεψες, σωστά;» Μόνο για έναν κληρονόμο. Μόνο για έναν κληρονόμο. «Δε σε μισώ». «Μα άφησες την αμοιβή στο κρεβάτι. Μόνο γι' αυτό πρόκειται;» Διέκοψε τις ερωτήσεις της τραβώντας τη στην αγκαλιά του, σφιχτά, πάνω στο μουσκεμένο απ’ τη βροχή σακάκι του. «Χτες βράδυ... όσα σου είπα...» Σώπασε, κρατώντας την πάντα σφιχτά ενώ το σκυλί τριγύριζε στα πόδια τους. Η Λουσίντα δεν έβλεπε τα μάτια ή το πρόσωπό του, άκουγε όμως το χτύπο της καρδιάς του πάνω στο αυτί της. Έμεινε σιωπηλός κι έτσι άρχισε να του μιλά εκείνη. «Όλοι έχουν τα μυστικά τους, Τέιλεν. Εγώ το έσκασα με κάποιον άντρα όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών. ΗΈμεραλντ, η γυναίκα του αδερφού μου, με σταμάτησε την ώρα που ετοιμαζόμουν να ανέβω σ’ ένα πλοίο και να τον παντρευτώ. Θα
γινόταν τεράστιο σκάνδαλο αν γινόταν γνωστό κάτι τέτοιο». «Αλλά δεν έγινε γνωστό;» «Τα αδέρφια μου το κάλυψαν και δεν ειπώθηκε τίποτα γι’ αυτό. Τον είδα ξανά πέντε χρόνια αργότερα και ευχαρίστησα το Θεό που με σταμάτησαν». «Τόσο κακός ήταν;» «Εξελίχθηκε σε δανδή, έναν άντρα που αγαπούσε τα μεταξωτά γιλέκα και τα πουδραρισμένα μαλλιά. Αμφιβάλλω αν σκεφτόταν οτιδήποτε άλλο. Και ύστερα, όταν έγινα είκοσι δύο, νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένη με έναν άλλο μορφονιό, ο οποίος αποδείχθηκε πως ήταν ήδη παντρεμένος και ήθελε απλώς μια περιπέτεια. Ήταν Ιταλός, βλέπεις, αλλά δεν είχε πει στους δικούς μου για την οικογενειακή του κατάσταση». «Πώς το ανακάλυψες;» «Τα αδέρφια μου δεν τον συμπάθησαν ποτέ και έστειλαν έναν αγγελιοφόρο στη Ρώμη. Έκλαιγα μια βδομάδα, ώσπου κατάλαβα ότι για όλα αυτά έφταιγα εγώ. Αργότερα, όταν συνάντησα εσένα, έγινα πιο προσεκτική. Και όταν έφυγες μετά το γάμο μας έζησα κυριολεκτικά σαν ερημίτισσα». «Σου έγραψα τρεις φορές από την Τζόρτζια, όμως δεν απάντησες ποτέ. Δε σου έδινε τα γράμματά μου ο Κρίστο;» «Μου τα έδινε, το μόνο που έγραφες όμως ήταν περιγραφές για το μέρος όπου βρισκόσουν κι εγώ δεν ήθελα τυπικές επιστολές. Έτσι, αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερο για μένα να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ». «Δεν πίστευες πως θα επέστρεφα κοντά σου;» Η Λουσίντα ξεφύσησε. Κάθε μέρα ζούσε μ’ αυτή την ελπίδα. Κάθε μέρα αγωνιούσε και αναρωτιόταν αν αυτή ήταν η μέρα που θα επέστρεφε ο Τέιλεν Έλσμιρ. Η μέρα που θα γύριζε κοντά της. Το χτύπημα στην πόρτα έκανε και τους δύο να γυρίσουν. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο μπάτλερ. «Έχει έρθει η κυρία Μόντκριφ, κύριε. Απ’ ό,τι φαίνεται μια από τις κόρες της έχει εξαφανιστεί. Την άφησα να περιμένει στο μπλε σαλόνι». «Σ’ ευχαριστώ. Κατεβαίνω». Η ανησυχία ήταν φανερή στα λόγια του καθώς ακολουθούσε τον υπηρέτη έξω απ’ το δωμάτιο. Μη ξέροντας άν έπρεπε να πάει και η ίδια ή να μείνει εκεί, η Αουσίντα δίστασε. Μόντκριφ. Αυτό δεν ήταν το όνομα του συνεταίρου του στο χρυσωρυχείο της Τζόρτζια; Έκλεισε πίσω της την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες ακολουθώντας τους. Στο μπλε σαλόνι βρήκε μια όμορφη γυναίκα να κλαίει στην αγκαλιά του συζύγου της, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος του. «Η Έμιλι δε γύρισε από τους Πάρτριτζ κι έστειλα έναν υπηρέτη ως εκεί, όμως είχε γίνει άφαντη. Όταν
με επισκε-φθήκατε, αγαπητέ δούκα, νομίζω πως κρυφάκουσε ότι ίσως να φύγουμε από το Τίλινγκς για να πάμε στο Λονδίνο. Έχει φίλες εδώ και δε θέλει να φύγει». Ξέσπασε σε ηχηρά αναφιλητά και η Λουσίντα παρακολουθούσε αμήχανη το θέαμα. Το ίδιο άρωμα που αναδιδόταν από τα ρούχα του συζύγου της τώρα πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Έβλεπε τις ρυτίδες της ενοχής στο μέτωπό του και το γνώριμο τρόπο που η γυναίκα κούρνιαζε επάνω του. Πρόσεξε ότι η Ελίζαμπεθ Μόντκριφ φορούσε επίσης το δαχτυλίδι του στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού της και το χρυσάφι λαμπύριζε στο φως. Προδοσία; Με όλο το είναι της ήθελε να αρνηθεί αυτό που έβλεπε, μα δεν μπορούσε. Έφυγε γρήγορα κι ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες σαν να την κυνηγούσε φάντασμα. Δε σε μισώ. Είχε πει αυτά τα λόγια μόλις πριν δέκα λεπτά, ούτε όμως και την αγαπούσε. Τουλάχιστον όχι αρκετά. Παρά τα ωραία λόγια του, ίσως τελικά να την απατούσε. Ένας άντρας με πολλές ερωμένες. Τόσο πολλές μάλιστα ώστε μία από αυτές βρέθηκε και στο σπιτικό τους, φορώντας το δαχτυλίδι του για να αποδείξει το δεσμό τους. Χάρηκε για το κλειδί που της είχε δώσει ο Τέιλεν Έλσμιρ και, κλειδώνοντας την πόρτα της για να μην μπει κανείς, προσπάθησε να σκεφτεί τι ακριβώς θα έκανε στη συνέχεια. * * * Η Ελίζαμπεθ τον κρατούσε όπως κάποτε κρατούσε το σύζυγό της και καθώς ο Τέι προσπαθούσε να την απομακρύνει με τρόπο από πάνω του, είδε με την άκρη του ματιού του ένα μαύρο φόρεμα. Μήπως η Λουσίντα είχε κατεβεί κι εκείνη; Μήπως είχε δει την Ελίζαμπεθ να κλαίει στην αγκαλιά του; Αν ήταν έτσι, τότε θα μπορούσε να βάλει χίλια δυο με το νου της. Με μεγάλη προσπάθεια απομακρύνθηκε από τη χήρα του Λανς και της σέρβιρε ένα μπράντι. «Πιες το. Θα σε βοηθήσει». Ευτυχώς εκείνη κατάπιε το ποτό χωρίς αντίρρηση και το υστερικό κλάμα της σταμάτησε. «Αν έχασα κι αυτή...» «Δεν την έχασες. Η Έμιλι θα έχει πάει στο σπίτι κάποιας φίλης της για να κρυφτεί ή θα περιμένει να δει πώς θα αντιδράσεις». Η ελπίδα έκανε τα μαύρα μάτια της να λάμψουν. «Έτσι πιστεύετε;» «Ναι». Οι λυγμοί άρχισαν ξανά, πιο ήρεμοι τώρα. «Μετά το θάνατο του πατέρα της είναι πολύ δύσκολη κι εγώ δεν έχω τη δύναμη να την αντιμετωπίσω». «Τότε παραδειγματίσου από αυτό και κάνε ένα νέο ξεκίνημα στο Λονδίνο, Ελίζαμπεθ. Το σχολείο εκεί είναι καλό και τα κορίτσια θα έχουν όλη τη φροντίδα και την καθοδήγηση που χρειάζονται. Μια νέα
αρχή είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεστε όλοι». «Θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μου στο Τίλινγκς για να της μιλήσετε, όταν τη βρούμε; Εσάς σας ακούει, όπως κάποτε άκουγε τον πατέρα της». Η καρδιά του Τέι βούλιαξε στο στήθος του. Ήξερε πως θα είχε σκοτεινιάσει πριν επιστρέφει στο Άλντεργουορθ. Επίσης ανησυχούσε για τη Λουσίντα. Όμως η άμαξα περίμενε απέξω και μπροστά του έστεκε μία απελπισμένη μητέρα, έτσι δεν είχε το χρόνο να ανεβεί στο δωμάτιό της και να της εξηγήσει τι συνέβαινε. Το επόμενο πρωί θα έπαιρνε τη γυναίκα του για ιππασία και θα την ξεναγούσε στο υποστατικό. Ίσως, αν ήταν πρόθυμη κι εκείνη, θα την οδηγούσε αργότερα στην κρεβατοκάμαρά του για να ξαναβρούν την ίδια μαγεία που είχαν γνωρίσει την προηγούμενη νύχτα. * * * Είχε κιόλας ξημερώσει. Η Λουσίντα είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα, σκεπασμένη με τη χοντρή κουβέρτα που βρισκόταν διπλωμένη στα πόδια του μικρού κρεβατιού της, αφού περίμενε τη μισή νύχτα τον Τέιλεν να επιστρέφει. Εκείνος όμως δεν επέστρεψε. Είχε φύγει με την όμορφη μελαχρινή γυναίκα και καθώς οι ώρες κυλούσαν η Λουσίντα καταλάβαινε πως δε θα γύριζε. Αρρώσταινε στη σκέψη τού τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Μήπως είχε φύγει πάλι, αυτή τη φορά με την πρόθεση να μην ξαναγυρίσει ποτέ; Θεέ μου, σκέφτηκε, πόσο δίκιο είχαν τα αδέρφια μου. Θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει τις προτροπές τους και να αρνηθεί να τον συνοδεύσει ως εδώ. Δεν άλλαζαν οι άνθρωποι κι αφού είχε φερθεί τότε ύπουλα σαν φίδι... Όμως, όχι, δεν ήταν έτσι. Ήταν ειλικρινής και έντιμος. Η δική της μνήμη έφταιγε για όλα κι εκείνος υπέφερε εξαιτίας της. Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να ανακαθίσει. Σκούπισε τα μάτια της και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μπορώ να μπω; Έχω το πρόγευμά σας». Η Λουσίντα σηκώθηκε βιαστικά, ξεκλείδωσε την πόρτα και μια καμαριέρα μπήκε φουριόζα κουβαλώντας ένα δίσκο με φρεσκοψημένα ψωμάκια και μία κανάτα τσάι. «Η κυρία Μπέρικ μου ζήτησε να σας πω ότι σήμερα το πρωί ο αφέντης θα έρθει με το άλογο από το κοντινό χωριό. Είπε ότι ο ιπποκόμος θα μπορούσε να σας βρει ένα άλογο αν θέλετε να βγείτε να τον συναντήσετε». Η ιδέα τής άρεσε. Λίγη ιππασία θα καθάριζε το μυαλό της και θα τη βοηθούσε να σκεφτεί. Επιπλέον, αν τον συναντούσε κάπου στο ύπαιθρο, θα είχε την ευκαιρία να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Αν έπαιρνε μαζί της κάποιον από τους στάβλους δε θα χανόταν και έξω ο καιρός φαινόταν για πρώτη φορά καλός ύστερα από εβδομάδες. Όταν είδε το σκυλί να μπαίνει από την πόρτα αποφάσισε να το πάρει μαζί της, με το σκεπτικό ότι λίγη άσκηση θα του έκανε καλό.
* * * Τα άλογα που είδε στο στάβλο ήταν πολύ μεγαλόσωμα, μια μικρότερη φοράδα όμως τράβηξε τελικά την προσοχή της. «Πώς σου φαίνεται αυτή;» ρώτησε το νεαρό σταβλίτη. «Εκείνη η φοράδα στο βάθος;» «Το όνομά της είναι Αφροδίτη. Είναι λίγο νευρική όμως, γιατί είναι ζευγάρι με το μαύρο του δούκα κι όταν λείπει ο Χέιντς δεν είναι ήρεμη». Η τέλεια επιλογή λοιπόν. Γιατί, αν ο δούκας επέστρεφε στο σπίτι, οι πιθανότητές της να τον συναντήσει ήταν ακόμα περισσότερες. «Ποιος τη βγάζει συνήθως για βόλτα;» Η σιωπή του νεαρού σήμαινε ότι κανείς δεν έπαιρνε ποτέ τη φοράδα από το στάβλο. «Μπορώ να σελώσω ένα πιο ήρεμο ζώο, αν προτιμάτε». «Όχι. Αυτό είναι ό,τι πρέπει». Η Λουσίντα θαύμασε τις γραμμές της Αφροδίτης, αδημονώντας να καλπάσει. Κανένα από τα άλλα άλογα του στάβλου δε φαινόταν ικανό να τρέξει αρκετά. Ανέβηκε με προσμονή και ξαφνιάστηκε από την ηρεμία με την οποία η φοράδα τής επέτρεψε να καθίσει. Η μέρα ήταν όμορφη και η Λουσίντα είχε πολύ καιρό να ιππεύσει στην εξοχή, να τρέξει μέσα στο πράσινο τοπίο νιώθοντας τον άνεμο στα μαλλιά της και την ελευθερία στις φλέβες της. Ύστερα απ’ όλα όσα είχαν συμβεί χρειαζόταν αυτή την αίσθηση. Το θαύμα ενός τόσο απρόσμενου έρωτα δονούσε ακόμα το κορμί της και έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί ένιωθε... διαφορετική. Ήταν μια γυναίκα που καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσαν οι άλλες όταν σιγοψυθίριζαν μεταξύ τους. Τώρα όμως που έλειπε ο Τέιλεν όλη η σύγχυση είχε επανέλθει. Στρίβοντας αριστερά στην κεντρική πύλη, όπως της είχε υποδείξει ο νεαρός σταβλίτης, άφησε την Αφροδίτη να την οδηγεί κι άρχισε να καλπάζει στον ήλιο. Η σιωπή ήταν απόλυτη, τα πουλιά είχαν από ώρα σωπάσει και η μέρα προοιωνιζόταν λαμπερή. Το σκυλί έτρεχε με άνεση δίπλα της. Από την κορυφή της πλαγιάς είδε τις εκτάσεις των Άλντερ-γουορθ να απλώνονται τριγύρω σαν ζωγραφικός πίνακας, μετανιώνοντας που δεν είχε φέρει μαζί τα υλικά της να σκι-τσάρει τη θέα. Το βλέμμα της αναζήτησε τα μονοπάτια που ήταν χαραγμένα σε διάφορες κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε όμως ψυχή. Ίσως ο Τέι να είχε μείνει περισσότερο στο χωριό, απολαμβάνοντας την αγκαλιά της όμορφης χήρας και μετανιώνοντας για τις εξομολογήσεις του στο συζυγικό κρεβάτι. Ξάφνου δυνατές φωνές έκαναν τη Λουσίντα να γυρίσει καθώς μια ομάδα από άντρες ξεπρόβαλε απ’ τα δέντρα γύρω στα εκατό μέτρα μακριά της. Κυνηγοί. Η Λουσίντα ένιωσε το ρίγος φόβου του αλόγου της πριν ακόμα η φοράδα τιναχτεί μπροστά με ορμή. Τα χαλινάρια έφυγαν από τα χέρια της ενώ η Αφροδίτη άρχισε να καλπάζει με φόρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Γαντζώθηκε στη χαίτη του αλόγου στερεώνοντας σφιχτά τα πόδια της στους αναβολείς. Εκατό με
διακόσια μέτρα πιο κάτω το λοφώδες τοπίο διαδέχτηκε μια μακριά δεντρόφυτη κοιλάδα. Τα κλαδιά μαστίγωναν το πρόσωπό της καθώς προσπαθούσε να σταματήσει, φωνάζοντας στο άλογό της να κόψει ταχύτητα ενώ οι οπλές του χτυπούσαν όλο και πιο γρήγορα στο λασπερό έδαφος. Και τότε εκσφενδονίστηκε μακριά, πέταξε πάνω απ’ το χορτάρι και προς την πλαγιά μιας χαράδρας. Ίσως να είχε πέσει στα μαλακά αν δεν υπήρχε στον πάτο της χαράδρας ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι, που σαν παγίδα περίμενε να την καταπιεί μέσα στα σκοτεινά του έγκατα. Στα δύο μέτρα βάθος το σώμα της σκάλωσε ανάμεσα σε χώμα και ξύλο. Μέσα στη ζάλη και τον αποπροσανατολισμό της ένας πόνος την κράτησε για μια στιγμή ακόμα στην πραγματικότητα και το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το σκυλί να σκύβει πάνω από το άνοιγμα του πηγαδιού, πριν σηκώσει το κεφάλι του στον ουρανό και ο άνεμος παρασύρει μακριά το μανιασμένο γάβγισμά του. * * * Ένας από τους νεαρούς βγήκε για να τον υποδεχτεί καθώς ο Τέιλεν έμπαινε στο στάβλο καβάλα στο άλογό του. Είχε φύγει απ’ το χωριό όσο πιο νωρίς μπορούσε και έφτασε πολύ γρήγορα στο Άλντεργουορθ. Κοιτώντας το ρολόι του, είδε πως είχε πάει δώδεκα παρά είκοσι. Ύστερα από πολύωρη αναζήτηση η Έμιλι βρισκόταν και πάλι κοντά στη μητέρα της από την οποία ζήτησε συγνώμη. Έχοντας περάσει τη νύχτα στο τοπικό πανδοχείο, ο Τέιλεν χάρηκε για το αίσιο τέλος και την επιστροφή του στο Άλντεργουορθ. Τις τελευταίες ώρες όμως τον βασάνιζε ένα κακό προαίσθημα πως κάτι δεν πήγαινε καλά κι αυτό παραμέριζε κάθε άλλη σκέψη. «Θα πάτε να βρείτε τη δούκισσα για ιππασία, κύριε;» Στο πρόσωπο του νεαρού σταβλίτη υπήρχαν σημάδια αγωνίας. «Η δούκισσα πήρε κάποιο από τα άλογα;» «Την Αφροδίτη, κύριε». Τώρα το ύφος του νεαρού ήταν συνοφρυωμένο. «Την άφησες να πάρει την Αφροδίτη;» «Της έδωσα κι άλλη επιλογή, αλλά επέμενε. Πήρε μαζί της και εκείνο το αδέσποτο σκυλί κι έφυγε με την ελπίδα πως θα σας συναντούσε καθ’ οδόν». Ο Τέι σάρωσε τους γύρω λόφους με το βλέμμα του. «Πότε έφυγε;» «Δυο ώρες πριν, κύριε». «Τότε σέλωσέ μου τον Έξετερ και φρόντισε τον Χέιντς. Θα είμαι έτοιμος σε δεκαπέντε λεπτά». Ξεπέζεψε, πήρε το δερμάτινο σάκο του και έτρεξε στο σπίτι. Βρήκε την κυρία Μπέρικ στην κουζίνα με τα χέρια της βουτηγμένα στο αλεύρι ως τους αγκώνες. Ο Τέι προσπάθησε να ελέγξει την ανησυχία του, έτσι ώστε να μη θορυβήσει την οικονόμο, παρ’ όλα αυτά όμως άκουγε κι ο ίδιος τον πανικό στη φωνή του.
«Μήπως η δούκισσα είπε προς τα πού θα πήγαινε σήμερα για ιππασία, κυρία Μπέρικ;» «Προς το χωριό», απάντησε γρήγορα η γυναίκα. «Της έδωσα οδηγίες πώς θα πάει στο μονοπάτι που ακολουθείτε για το σπίτι και έφυγε να σας συναντήσει». Ένα κλαψούρισμα στην πόρτα τον έκανε να γυρίσει και είδε το σκυλί να στέκεται εκεί λαχανιασμένο. Τον πλημμύρισε ανακούφιση, γιατί ο σταβλίτης είχε πει πως η Λουσίντα το είχε πάρει μαζί της, έτσι ίσως να είχαν επιστρέφει μαζί. Μια στιγμή αργότερα μπήκε ο νεαρός γκρεμίζοντας αυτή την ελπίδα. «Η δούκισσα δε γύρισε ακόμα, κύριε. Το σκυλί επέστρεψε μόνο του πριν μερικά λεπτά και νόμιζα πως θα ακολουθούσε κι εκείνη. Αλλά δεν είναι πουθενά». «Τι φορούσε η γυναίκα μου;» «Το σακάκι ιππασίας και μια φούστα. Φαίνονταν ρούχα πρακτικά και ζεστά». Είχαν περάσει σχεδόν τρεις ώρες από την ώρα που είχε φύγει. Ο Τέιλεν γονάτισε, σήκωσε τις μπροστινές πατούσες του ζώου και είδε το κοκκινόχωμα από τους λόφους στα ανατολικά. Δε φαινόταν να έχει διασχίσει ποτάμι, γιατί η λάσπη θα είχε ξεπλυθεί. Οι επιλογές περιορίζονταν. Η Αφροδίτη δεν ήταν καλόβολο άλογο και το έδαφος γινόταν πολύ ανώμαλο πίσω από το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μήπως η Λουσίντα είχε πέσει και χτυπήσει το κεφάλι της; Η ανησυχία του Τέιλεν μεγάλωσε. Ο γιατρός των Γουέλιγχαμ ήταν σαφής για τις συνέπειες ενός τέτοιου ατυχήματος. * * * Μισή ώρα αργότερα ο Τέι κάλπαζε προς τα ανατολικά φωνά-ζοντας το όνομα της Λουσίντα. Έξι υπηρέτες είχαν σκορπιστεί τριγύρω με τα άλογά τους κάνοντας το ίδιο και σε κάθε μονοπάτι που διακλαδιζόταν από τον κεντρικό δρόμο ο Τέι έστελνε κάποιον από αυτούς για να ψάξει. Πενήντα λεπτά αργότερα δεν είχαν βρει ακόμα τίποτα. Όσο περνούσε η ώρα η αγωνία του μεγάλωνε. Σπάνια πα-νικοβαλλόταν, τώρα όμως τον κυρίευαν σκέψεις που τον τρέλαιναν. Αν είχε χτυπήσει το κεφάλι της;... Οι προειδοποιήσεις της Πόζι Τόμκινς εκείνη την ημέρα στο πάρκο ήταν ξεκάθαρες. Το παραμικρό χτύπημα θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η ειλικρίνεια της γυναίκας του, η μυρωδιά, το χαμόγελο, η συμπαράστασή της δεν έφευγαν στιγμή απ’ το μυαλό του. Το χρώμα των μαλλιών της όπως έπεφταν πάνω στο σώμα του, ολόξανθα μέσα στο σκοτάδι, έκαναν την καρδιά του να σφίγγεται στη σκέψη πως θα την έχανε ξανά, τώρα που την είχε βρει επιτέλους. Το σκυλί έτρεχε δίπλα του καθώς άφηναν πίσω τους το ένα μίλι μετά το άλλο. * * * Η Λουσίντα έτρεμε σύγκορμη, η παραμικρή κίνησή της ξεκολλούσε κομμάτια χώμα από τα τοιχώματα του πηγαδιού που κατρακυλούσαν μέχρι κάτω ώσπου έπεφταν στο νερό.
Υπολόγισε πως ήταν πέντε μέτρα βάθος. Βρισκόταν εκεί μέσα τουλάχιστον δυο ώρες και ο ουρανός είχε μαυρίσει από τη συννεφιά. Το κεφάλι της πονούσε από το πέσιμο. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μη μ’ αφήσεις να πεθάνω έτσι», προσευχήθηκε κι ύστερα άρχισε να φωνάζει ξανά και ξανά το όνομα του Τέιλειν, όσο πιο δυνατά μπορούσε μέσα στην απόλυτη ησυχία. Τρόμαξε όταν μια αράχνη πήδησε πάνω στη ζακέτα της. Πάντα σιχαινόταν τα έντομα, καθώς όμως τα μικρά τριχωτά πόδια σκαρφάλωναν στο μανίκι της η Λουσίντα ένιωσε μια παράξενη συντροφικότητα μ’ αυτό το πλάσμα που βρισκόταν μαζί της μέσα σ’ εκείνη την κρύα τρύπα. Παρακολούθησε την αράχνη να μεταφέρεται σ’ ένα φύλλο ανεβαίνοντας προς το φως. «Καλή τύχη», ψιθύρισε και την είδε να σκαρφαλώνει υφαί-νοντας τον ιστό της. Μακάρι να μπορούσα να κάνω το ίδιο, σκέφτηκε, το χέρι της όμως δεν έφτανε το κλαδί από πάνω της και το χείλος του πηγαδιού ήταν πολύ ψηλά, ενώ οι φούστες της εμπόδιζαν το σκαρφάλωμα. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί από τις φωνές και η μόνη ελπίδα σωτηρίας της ήταν το σκυλί. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να έχει γυρίσει πίσω στο Άλντεργουορθ, προσευχήθηκε. Σε παρακαλώ, κάνε να φέρει βοήθεια. Ο σύζυγός της θα ερχόταν, το ήξερε πως θα ερχόταν, ήδη στο σπίτι θα είχε σίγουρα σημά-νει συναγερμός. Τι θα γινόταν όμως αν δεν ερχόταν ώσπου να πέσει η νύχτα; Η σκέψη τής έφερε πανικό. Ποια πλάσματα θα ξετρύπωναν από τις φωλιές τους μετά τη δύση του ήλιου, όταν το φεγγάρι θα ανέβαινε στον ουρανό και το κρύο χειροτέρευε; Έδιωξε και πάλι αυτές τις σκέψεις μακριά απ’ το μυαλό της. Ήταν μία Γουέλιγχαμ και ήταν δυνατή. Λίγο σκοτάδι και κρύο δεν μπορούσαν να τη βλάψουν και οι αράχνες δε δάγκωναν. Θα τραγουδούσε, αυτό θα έκανε. Θα τραγουδούσε μέχρι να έρθουν, το ηθικό της θα αναπτερωνόταν. Ο ήχος θα έκανε αντίλαλο μέσα στα πέτρινα τοιχώματα και αν ο Τέιλεν βρισκόταν εκεί κοντά σίγουρα θα την άκουγε. * * * Ένα θαλασσινό τραγούδι που είχε ακούσει στο πλοίο της επιστροφής απ’ την Αμερική αντήχησε κάπου γύρω στο μικρό ξέφωτο όπου τον οδηγούσε ο Σκύλος και ο Τέιλεν έγειρε το κεφάλι του για να καταλάβει από ποια ακριβώς κατεύθυνση ερχόταν. Ω Ριχτέ του μια να πέσει, ναύτες, Χέι, χο, ρίχτε τον μια... Η Λουσίντα. Ήταν ζωντανή. Πλημμυρισμένος από μια σχεδόν οδυνηρή ανακούφιση ξεπέζεψε κι έτρεξε προς το παλιό εγκαταλειμμένο πηγάδι στην πλαγιά ενός λόφου. Μη θέλοντας να εμφανιστεί ξαφνικά για να μην την τρομάξει, τραγούδησε δυνατά τον επόμενο στίχο του τραγουδιού.
Μια ωραία κοπελιά που έτνχε ν’απαντήσω... Ο μόνος ήχος που ακούστηκε στη συνέχεια ήταν το κλάμα της, ένας σπαρακτικός θρήνος που τον έκανε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο άνοιγμα του πηγαδιού. Όταν την είδε ο φόβος τού έκοψε τη μιλιά. Η γυναίκα του ακροβατούσε επικίνδυνα πάνω σ’ ένα γέρικο σαπισμένο δέντρο που είχε ξεριζωθεί και πέσει μέσα στο πηγάδι. Τίποτα δε φαινόταν σταθερό και ασφαλές. «Νομίζω πως το κλαδί από κάτω μου θα σπάσει αν κατέ-βεις εδώ», του είπε προσπαθώντας με τραχιά φωνή να συ-γκρατήσει το κλάμα της. Καθώς του μιλούσε κι άλλο χώμα ξεκόλλησε απ’ τα τοιχώματα και χάθηκε κάτω στο σκοτάδι. Ένας ήχος πιτσιλίσματος έκανε τον Τέι να καταλάβει πως στον πάτο υπήρχε νερό. «Υπάρχουν και αράχνες. Στην αρχή δε με πείραζε, αλλά τώρα...» Σταμάτησε, σαν να διέκοψε σκόπιμα τη φράση της. «Τότε μείνε εντελώς ακίνητη». Έψαξε γύρω του να δει πού θα μπορούσε να δέσει ένα σκοινί και διάλεξε τον κορμό ενός δέντρου. «Όχι. Αν πέσεις...» «Τότε θα πέσουμε μαζί», της είπε και μέσα από τη βροχή που άρχισε να πέφτει, το χώμα που κατρακυλούσε και τα τρία μέτρα που τους χώριζαν τα βλέμματά τους ενώθηκαν, ανταλλάσσοντας συναισθήματα που μέχρι τώρα δεν είχαν το θάρρος να εκφράσουν. «Είναι ερωμένη σου;» Μέσα στην αγωνία του, εκείνος δεν κατάλαβε. «Ποια;» «Η γυναίκα που ήταν μαζί σου στο σαλόνι». «Η Ελίζαμπεθ Μόντκριφ. Ήταν σύζυγος του Λανς, του συνεταίρου μου στην Τζόρτζια. Τη στηρίζω οικονομικά». «Μα φορούσε το δαχτυλίδι σου στο χέρι της». «Επειδή κάποτε ανήκε στον άντρα της και της το επέστρεψα. Αυτό είναι όλο». Το πιγούνι της έτρεμε και την είδε να καταπίνει νευρικά, τα κομμάτια από χώμα όμως που συνέχισαν να πέφτουν τους επανέφεραν στην πραγματικότητα και στον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν. «Μείνε ακίνητη ώσπου να φέρω ένα σκοινί και κόλλησε στην άκρη ώστε να μπορέσω να κατεβώ δίπλα σου». Το σκυλί έτρεχε γύρω γύρω απ’ το πηγάδι γαβγίζοντας δαιμονισμένα. Μια στιγμή αργότερα ο Τέι έδεσε το σκοινί που κρατούσε κι άρχισε να κατεβαίνει. Όταν έφτασε στη Λουσίντα την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά. Ήταν παγωμένη, τα δόντια της χτυπούσαν και τα μαλλιά είχαν κολλήσει στο κεφάλι της απ’ τη βροχή. Ήταν τεράστια ανακούφιση να την κρατάει στην αγκαλιά του μετά από τις εφιαλτικές σκέψεις που είχαν περάσει απ’ το μυαλό του τις τελευταίες ώρες.
«Όλα θα πάνε καλά, γλυκιά μου. Έλα, κράτα το σκοινί και θα σε σπρώξω προς τα πάνω». Πήρε τα χέρια της και τα έβαλε στο χοντρό σκοινί. «Μην κοιτάζεις κάτω. Καθώς θα σε σπρώχνω πρέπει να βάλεις όλη τη δύναμή σου για να σκαρφαλώσεις. Όταν φτάσεις στην κορυφή, αρπάξου από τα χόρτα και τραβήξου έξω. Κατάλαβες;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Είσαι έτοιμη;» Έγνεψε πάλι καταφατικά. Έκανε τα χέρια του πάτημα, τη βοήθησε να βάλει το πόδι της και τη σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε. «Μπορείς να δεις την άκρη του πηγαδιού;» Ένιωσε τις κινήσεις της, αν και δεν μπορούσε να κοιτάξει ψηλά, έχοντας το πρόσωπο πάνω στο χώμα και ανασαίνο-ντας βαριά. Ύστερα το βάρος της έφυγε από τα χέρια του, οι μπότες της εξαφανίστηκαν καθώς η Λουσίντα σκαρφάλωνε πάνω στο χείλος του πηγαδιού και μερικές πέτρες κατρακύλησαν πάνω του χτυπώντας τον στην πλάτη. Ήταν ασφαλής. Η Λουσίντα ήταν ασφαλής. Ευχαρίστησε το Θεό για τη σωτηρία της την ίδια στιγμή που το χωμάτινο περβάζι υποχωρούσε και τον κατάπινε το σκοτάδι. 1 Σουάν: κύκνος. (Σ.τ.Μ.)
Κεφάλαιο 15 Ο Τέιλεν είχε εξαφανιστεί. Τον είχε καταπιεί η γη μ’ ένα βουητό όταν το δέντρο που τον συγκροτούσε γκρεμίστηκε στον πάτο του πηγαδιού. Στη θέση του τώρα βρισκόταν μόνο κενό. Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια, ο τρόμος και η οδύνη της απώλειας ήταν απίστευτες και η Λουσίντα ξάπλωσε στο χορτάρι φωνάζοντας το όνομά του. Μόλις που τον διέκρινε στο βάθος της τρύπας, μισοθαμμέ-νο πίσω από μια στοίβα πέτρες και χώμα και με το κεφάλι του γυρισμένο προς τα κάτω. Άρπαξε το σκοινί και μέτρησε το μήκος του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως σταματούσε λίγα μέτρα ψηλότερα από τον πάτο. Θα μπορούσε άραγε να κατεβεί ως εκεί ή μήπως θα προκαλούσε κι άλλη κατολίσθηση στα χωμάτινα τοιχώματα τραυματίζοντάς τον χειρότερα; Η βροχή την έβγαλε από το δίλημμα όταν η Λουσίντα είδε το νερό να κατεβαίνει στο πηγάδι με σταθερή ροή. Ο Τέιλεν θα πνιγόταν αν τον άφηνε για πολύ εκεί μέσα. Έβγαλε κάλτσες και μπότες κι ύστερα έδεσε κόμπους με θηλιές σ’ όλο το μήκος του σκοινιού, έτσι όπως της είχαν δείξει τόσες φορές τα αδέρφια της όταν ήταν μικρή. Στη συνέχεια κουλούριασε το υπόλοιπο και το έριξε μέσα, βλέποντάς το να ταλαντεύεται βαρύ πάνω στον τοίχο του πηγαδιού. Θα κρατούσε άραγε; Το δέντρο όπου το είχε δέσει ο Τέιλεν δεν είχε κουνηθεί καθόλου και ο κόμπος φαινόταν αρκετά γερός. Ο φόβος την έκανε να ιδρώνει, ήξερε όμως ότι εκεί κάτω θα ήταν ακόμα
χειρότερα, γιατί ο αέρας θα γινόταν αποπνι-κτικός και δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να σκαρφαλώσει ως έξω κουβαλώντας τον. Θα έμενε παγιδευμένη εκεί μέχρι να ερχόταν κάποια βοήθεια. Συγκρατώντας τον πανικό της, η Λουσίντα πήρε βαθιά ανάσα και, πιάνοντας σφιχτά το σκοινί, άρχισε να κατεβαίνει. Οι κόμποι και οι θηλιές βοηθούσαν τα χέρια και τα πόδια της να στηρίζονται γερά. Ήταν ευκολότερο απ’ όσο νόμιζε και μέσα σε λίγες στιγμές έφτασε στο τέρμα του σκοινιού της. Απείχε μόλις λίγα εκατοστά από τον πάτο και αφήνοντας τα χέρια της να γλιστρήσουν έπεσε δίπλα του μέσα στη λάσπη και το παγωμένο νερό. Ήταν ακόμα ζωντανός όταν τον άγγιξε. Κάθισε και πήρε προσεκτικά το κεφάλι του πάνω στην ποδιά της, απομακρύ-νοντάς το απ’ το νερό. «Σε παρακαλώ, μείνε ζωντανός», του ψιθύρισε και η φωνή της αντιλάλησε υπόκωφη εκεί κάτω. Αίμα έσταζε από το πρόσωπό του και είχε μια αμυχή κι ένα μεγάλο καρούμπαλο στην κορυφή του κεφαλιού του. Με την άκρη της φούστας της σκούπισε τα μάγουλά του, χλομά κάτω από το κόκκινο, καφέ και λασπώδες μείγμα που τα σκέπαζε. Τα αδέρφια της είχαν φέρει στη Λουσίντα ένα ανεκτίμητο δώρο, έναν άντρα τον οποίο μπορούσε να σέβεται, να θαυμάζει και να λατρεύει. Έναν άντρα που έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο για να σώσει τη δική της και που σαν συνέπεια τώρα κειτόταν εκεί αναίσθητος. Ο ήλιος είχε κιόλας δύσει, το δειλινό χανόταν και μπροστά τους απλωνόταν η μακριά σκιά της νύχτας. Κρατώντας τον σφιχτά επάνω της προσπάθησε να του μεταδώσει λίγη από τη ζεστασιά της ενώ τα δάχτυλά της τον ψηλαφούσαν μέσα στο σκοτάδι. Ήταν δικός της και θα τον προστάτευε. Σίγουρα στο Άλ-ντεργουορθ θα είχαν ήδη κινητοποιηθεί και η βοήθεια δε θα αργούσε να έρθει. * * * Στην αρχή οι φωνές ακούγονταν σιγανές κι ύστερα δυνατότερες, ώσπου το σκοινί πάνω απ’ το κεφάλι της άρχισε να ταλαντεύεται και να σηκώνεται. Τώρα η Λουσίντα δεν έβλεπε τίποτα, το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Ακούστηκαν κι άλλες φωνές, αντρικές φωνές. Αναγνώρισε κάποιους από τους υπηρέτες του Αλντεργουορθ ενώ ένα δεύτερο σκοινί έπεσε δίπλα της. Πιο χοντρό και πιο μακρύ απ’ το προηγούμενο. Όταν είδε τη μορφή να ξεπροβάλλει μέσα απ’ το σκοτάδι έμεινε απλώς ακίνητη και παρακολουθούσε, από φόβο μήπως τραυματίσει περισσότερο τον Τέιλεν. Ένα δαδί άναψε και αμέσως έγινε φως. Στο περίγραμμά του εμφανίστηκε ένα πρόσωπο. Ο άνθρωπος τράβηξε τρεις φορές το σκοινί και αμέσως έπεσε ένα άλλο. Στην άκρη του κατέβηκε ένας άντρας τον οποίο η Λουσίντα δεν αναγνώρισε. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό ρολό από επίδεσμο, οι άκρες του οποίου ήταν δεμένες σε πτυσσόμενα ξύλινα κοντάρια. «Μπριγκς, κυρία. Το σκυλί μάς οδήγησε ως εδώ. Έχει βρει καθόλου τις αισθήσεις του;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Ειδοποιήθηκε ο γιατρός και θα μας περιμένει στο σπίτι όταν θα επιστρέφουμε». Στρώνοντας το ύφασμα του φορείου στο πλάι, έφτιαξαν μ’ αυτό ένα στενό στρώμα. Η λάσπη και το νερό είχαν μουσκέψει το μουσαμά πριν ακόμα ανεβάσουν σ’ αυτό τον Τέιλεν. Μέσα στον ύπνο του θα πρέπει να πόνεσε, γιατί τον άκουσαν να βογκά και η Λουσίντα μόρφασε. «Προσέξτε», παρακάλεσε καθώς οι δύο άντρες σήκωναν το φορείο σιγά σιγά προς τα πάνω, κρατώντας τεντωμένες τις άκρες του. Οι αλλόκοσμες σκιές των δαυλών φανέρωναν τα γκρεμισμένα χωμάτινα τοιχώματα. Τώρα είχε μείνει μόνη της εκεί κάτω. Σηκώθηκε με αστάθεια στα πόδια της καθώς το φορείο εξαφανιζόταν με μια προσεκτική κίνηση πάνω από το χείλος του πηγαδιού. Ήταν ασφαλής. Η ανακούφισή της ήταν τόσο έντονη, που σχεδόν μπορούσε να τη γευθεί. Το σκυλί γάβγιζε και περισσότερα φώτα πλησίασαν τώρα διαλύοντας τα σκοτάδια. Η Λουσίντα διέκρινε τις λάμψεις πάνω στο μαύρο ουρανό ενώ μια άλλη μορφή κατέβαινε στο πηγάδι. Ήταν και πάλι ο Μπριγκς που της κρατούσε το σκοινί με τις θηλιές για να ανεβεί κι εκείνη. «Θα έρθω δίπλα σας, κυρία. Εσείς κρατηθείτε απλώς και θα σας τραβήξουν επάνω». Μια στιγμή αργότερα ένιωσε δυνατά μπράτσα να την τραβούν και η Λουσίντα βρέθηκε μετά από ώρες πάλι στον καθαρό αέρα, κάτω από τον απέραντο κατάμαυρο ουρανό και τα λιγοστά αστέρια που λαμπύριζαν ανάμεσα στα σύννεφα. Ο Τέιλεν κειτόταν ακίνητος. Το πρόσωπό του ήταν χλομό, ρυάκια από ξεραμένο αίμα υπήρχαν στους κροτάφους του. Σχεδόν δε φαινόταν ζωντανός, όταν όμως η Λουσίντα ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό του ο Τέιλεν προσπάθησε να γυρίσει και να πει κάτι. Τα πράσινα μάτια του είχαν εξαφανιστεί από το πρήξιμο. «Είσαι εντάξει τώρα», του είπε. «Δε θα πονέσεις άλλο, σ’ το υπόσχομαι». Σαν να την κατάλαβε εκείνος έκλεισε τα μάτια και ξεφύσησε βαριά. Οι κουβέρτες που τον σκέπαζαν ήταν χοντρές και ζεστές και η Λουσίντα ένιωσε κάποιον να ρίχνει άλλη μια γύρω από τους δικούς της ώμους. Στο κάρο που είχαν φέρει λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχαν στρωμένες περισσότερες τέτοιες κουβέρτες, έτσι ώστε εκείνη και ο σύζυγός της να μεταφερθούν με άνεση πίσω στο Άλντεργουορθ. Ο Σουάν κουλουριάστηκε δίπλα του. * * * «Ο δούκας θα χρειαστεί απόλυτη ηρεμία και ξεκούραση», είπε ο γιατρός όταν λίγες ώρες αργότερα ολοκλήρωσε την εξέταση του Τέιλεν. «Έχει χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να πάθει διάσειση. Από την πείρα μου σε τέτοιες περιπτώσεις ίσως χρειαστεί καμιά βδομάδα μέχρι να ξανα-βρεί τις αισθήσεις του, γιατί ο Μπριγκς είπε ότι το πηγάδι ήταν τουλάχιστον τριάμισι μέτρα βαθύ». Ο οικογενειακός γιατρός των Έλσμιρ στεκόταν στη μια πλευρά του κρεβατιού και ανακοίνωνε τη διάγνωσή του εντελώς απαθής.
«Θα συνέλθει όμως;» Η Λουσίντα το ρώτησε με φόβο, γιατί ο Τέιλεν φαινόταν όλο και χειρότερα καθώς περνούσαν οι ώρες. «Ο εγκέφαλος έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του λόγους να παραμένει αδρανής· ορισμένοι άνθρωποι ξαναβρίσκουν πολύ γρήγορα τις αισθήσεις τους, άλλοι κάνουν να επανέλθουν εβδομάδες, μήνες ή ακόμα και χρόνια. Είναι το θέλημα του Θεού. Να του μιλάτε. Να του περιγράφετε τα νέα του σπιτιού. Υπάρχει μια καινούρια σχολή στον τομέα ανάκτησης της συνείδησης η οποία υποστηρίζει ότι όσοι βρίσκονται σε βαθύ κώμα εξακολουθούν να έχουν συνείδηση των όσων γίνονται γύρω τους, αν ένα αγαπητό πρόσωπο τους μεταδίδει διαρκώς πληροφορίες». Ένα αγαπητό πρόσωπο; Άραγε η Λουσίντα ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία ή μήπως θα χειροτέρευε την κατάστασή του; «Αν με χρειαστείτε κάτι για απόψε, στείλτε κάποιον να με ειδοποιήσει. Αλλιώς θα ξαναέρθω αύριο το απόγευμα για να δω πώς τα πηγαίνει ο ασθενής μου». Ύστερα ο γιατρός έφυγε. Ο Τέιλεν ήταν εντελώς ακίνητος ενώ η κυρία Μπέρικ τακτοποιούσε τα στρωσίδια του. «Είστε σίγουρη ότι δε θέλετε να μείνω, κυρία;» Η Λουσίντα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. Κι όταν η γυναίκα έφυγε και την άφησε μόνη της, κάθισε σε μια καρέκλα στο πλευρό του συζύγου της και πήρε το χέρι του. Το νύχι στον δεξιό αντίχειρά του είχε βγει και υπήρχαν αμυχές σ’ όλα τα δάχτυλά του. «Αν μπορούσα να σε γιατρέψω, αγάπη μου, θα το έκανα», μουρμούρισε ισιώνοντάς του την κουβέρτα κι ύστερα έσβησε όλα τα κεριά εκτός από ένα, αυτό με το γυάλινο σκέπασμα ασφαλείας για την περίπτωση πυρκαγιάς. * * * Τον κοιτούσε καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε πίσω από τους λόφους των οποίων τα ονόματα η Λουσίντα αγνοούσε, ενώ ο ορίζοντας βαφόταν με μία αχνορόδινη λάμψη. Έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε ανάσα, όπως και το σφυγμό στο λαιμό του, εκεί όπου το αξύριστο γένι σκούραινε το δέρμα του. Το στήθος του ήταν γυμνό και διακρίνονταν οι άκρες των ουλών του, αυτές που ξεκινούσαν από την πλάτη και τύλιγαν το σώμα του μέχρι το λαιμό. Είχε χτυπηθεί απ’ τη ζωή κι από την οικογένειά του, ύστερα καταδικάστηκε από την κοινωνία και εξορίστηκε μακριά από την Αγγλία εξαιτίας των δικών της ψεμάτων. Κι όλο αυτό τον καιρό σήκωνε το ανάστημά του απέναντι στα αδέρφια της, ξέροντας ότι δεν είχε κάνει αυτά που τον κατηγορούσαν. Μετά δέχτηκε την επίθεση του Χάλσι, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα πλευρά του και να τραυματιστεί άσχημα το πρόσωπό του. Κανείς δεν τον είχε πιστέψει ποτέ, ούτε τον είχαν αγαπήσει όπως θα του άξιζε. Κανείς μέχρι τώρα. Η Λουσίντα έσφιξε περισσότερο το χέρι του. «Σ’ αγαπώ, Τέιλεν. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, που πονάω». Μισούσε τα δάκρυα που μαζεύονταν στα μάτια
της. «Αν πεθά-νεις, δεν ξέρω τι θα κάνω, γιατί κανείς άλλος δε με καταλαβαίνει, κανείς δε με κάνει να αισθάνομαι τόσο όμορφα όσο εσύ». Αψεγάδιαστη, καθόλου ανόητη, όχι απλά συμπαθητική αλλά όμορφη, δυνατή και σίγουρη για τον εαυτό της. Τελικά καταλάβαινε τι έλειπε τόσα χρόνια απ’ τη ζωή της: ένας φίλος, ένας εραστής, ένας άντρας έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για να σώσει τη δική της. Ταρακούνησε θυμωμένη το χέρι του κι ύστερα το έφερε στα χείλη της. «Μην τολμήσεις να μ’ αφήσεις, Τέιλεν, γιατί, αν το κάνεις, θα σε σκοτώσω, το ορκίζομαι πως θα το κάνω...» «Νερό...» Η φωνή ακούστηκε τραχιά ενώ τα σκούρα πράσινα μάτια άνοιξαν, θολά απ’ τα δυνατά παυσίπονα και αντίκρισαν τα δικά της. Της φάνηκε απίστευτο που ξαναέβρισκε τις αισθήσεις του. «Μπορείς να μ’ ακούσεις;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Με... απειλούσες». «Και σ’ αγαπώ». Έπρεπε να το πει, έπρεπε να τον κάνει να καταλάβει. «Ναι, κι αυτό». Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έγιναν πιο έντονες. «Για πάντα. Θα σ’ αγαπώ για πάντα». Δεν προσπάθησε να σταματήσει τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν άφθονα στα μάγουλά της. Ανασήκωσε το κεφάλι του και του έδωσε να πιει λίγο νερό από μια κανάτα, μόνο μερικές μικρές γουλιές όπως της είχε συστήσει ο γιατρός. Ο πόνος τον έκανε να μορφάσει όταν ο Τέιλεν προσπάθησε να κουνηθεί. «Έχεις ένα άσχημο καρούμπαλο στο κεφάλι σου και διάστρεμμα στον αστράγαλό σου. Ο γιατρός λέει πως πρέπει να μείνεις εντελώς ακίνητος. Θα χαρεί όταν μάθει ότι ξύπνησες». «Πόσο... καιρό ήμουν έτσι;» «Μόνο λίγες ώρες. Είναι πέντε το πρωί και σε έφεραν στο Άλντεργουορθ χτες βράδυ περασμένες έντεκα». Άπλωσε και πήρε το χέρι της. «Μη φύγεις». Πριν προλάβει να του απαντήσει, ο Τέιλεν βυθίστηκε πάλι στον ύπνο. * * * Όλα πονούσαν. Το κεφάλι, τα μάτια και ο λαιμός του. Είχε ένα σφιχτό επίδεσμο γύρω από το μέτωπό του και δίπλα του τρεμόλαμπε ένα μικρό φως. Η Λουσίντα... οι τελευταίες στιγμές που την είδε ασφαλή, να σκαρφαλώνει από τα έγκατα του πηγαδιού. Του είχε μιλήσει λίγο αργότερα μέσα στο κρύο και τη λάσπη κι ύστερα πάλι κάπου αλλού.
Εδώ. Στην κάμαρά του. Ένα μικρό χέρι πλεγμένο στο δικό του. Ζεστασιά, ελπίδα και ασφάλεια, η ήρεμη και βαθιά ανάσα της δίπλα του και το φεγγάρι που ξεθώριαζε πέρα στη δύση. Βρισκόταν στο σπίτι του. Μαζί με τη γυναίκα του. Έκλεισε πάλι τα μάτια και αποκοιμήθηκε. * * * Όταν ξύπνησε, είδε εκεί τον Άσερ Γουέλιγχαμ, καθισμένο σε μια πολυθρόνα με τα μακριά πόδια του τεντωμένα μπροστά. Η Λουσίντα έλειπε. Ψηλάφισε δίπλα του ψάχνοντας το χέρι της, αλλά βρήκε το κρεβάτι άδειο. Κόντευε μεσημέρι, γιατί ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό. Η γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού πονούσε τα μάτια του με την τόση φωτεινότητά του. «Έσωσες τη ζωή της Λούσι κι έβαλες τη δική σου σε κίνδυνο. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω γ’ αυτό. Αν δεν είχες φτάσει έγκαιρα...» Σώπασε για να μαζέψει το κουράγιο του πριν συνεχίσει. Τώρα που τον έβλεπε ξύπνιο ο Άσερ του μιλούσε με βιάση, σαν να είχε ένα επείγον μήνυμα να του μεταφέρει. «Η Λουσίντα μας ομολόγησε ότι έκανε λάθος όταν μας είπε όσα συνέβησαν μεταξύ σας πριν τρία χρόνια. Σε διώξαμε απ’ την Αγγλία για ένα ψέμα, Άλντεργουορθ. Κι έχεις κάθε λόγο να μας μισείς γι’ αυτό». Τόσες ομολογίες μεμιάς, σκέφτηκε ο Τέι. Πού ήταν η γυναίκα του; Την ήθελε πίσω. «Η Λουσίντα;» «Κοιμόταν δίπλα σου τις τελευταίες τρεις νύχτες μετά το ατύχημα. Σκεφτήκαμε πως ήταν ώρα να ξεκουραστεί λίγο, αν και φαντάζομαι πως όπου να ’ναι θα ξανάρθει. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν μπορεί να μείνει μακριά σου». Η εξάντληση νίκησε τον Τέι κι άφησε τα βλέφαρά του να κλείσουν. * * * Την επόμενη φορά που ξύπνησε ήταν νύχτα και η Λουσίντα βρισκόταν εκεί και τον κοιτούσε. «Καλώς όρισες κοντά μας». Το χαμόγελό της ήταν ντροπαλό και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους και την πλάτη της. «Είσαι όμορφη». Και ήταν, με όλους τους τρόπους που μπορούσε να φανταστεί. «Σ’ ευχαριστώ που μ’ έσωσες, Τέιλεν». Τα δάχτυλά της χάι-δεψαν μια γρατσουνιά στο πίσω μέρος της παλάμης του. «Αν δεν είχες έρθει...» Τη διέκοψε. «Ήρθα όμως». Απόψε έβλεπε πιο καθαρά, η ζαλάδα είχε υποχωρήσει. Μπορούσε ακόμα και να σηκώσει το κεφάλι του από το μαξιλάρι χωρίς να πονάει. «Πόσες μέρες;»
«Τέσσερις». Έφερε το ελεύθερο χέρι του στον επίδεσμο. Αναμνήσεις. Μετά τη Ρουέν. Ένα μικρό παιδί χωρίς καμία ελπίδα να προστατευτεί από την κόλαση. Η Λουσίντα ήξερε λοιπόν τα πάντα κι όμως τον αγαπούσε; Ένα μπουκέτο αγριολούλουδα βρισκόταν σ’ ένα βάζο απέναντι από το κρεβάτι και, για πρώτη φορά ο Τέιλεν δεν ένιωσε τη γνώριμη αηδία στη σκέψη του θείου του. Όλα είχαν τελειώσει, μπροστά του ανοιγόταν ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Η γαλήνη που ένιωσε τον έκανε να χαμογελάσει. «Φαίνεσαι χαρούμενη». «Είμαι. Έχω εσένα δίπλα μου και μια ολόκληρη νύχτα μπροστά μας. Ο Ας καθόταν μαζί σου όσο εγώ έλειπα. Ήρθε και ο Τάρις, όπως και ο Κρίστο. Όλοι ελπίζουν να τους συγχωρήσεις». Αυτή τη φορά ο Τέιλεν γέλασε. «Να τους συγχωρήσω επειδή με πάντρεψαν μαζί σου; Να τους συγχωρήσω επειδή έκαναν τη ζωή μου πλήρη;» Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Τότε πρόσεξε τις γρατσουνιές πάνω στις αρθρώσεις της από την πτώση στο πηγάδι. Πιο ψηλά στον καρπό της υπήρχε μια παλιότερη πληγή από το ατύχημα με την άμαξα. Ήθελε να την κλείσει στην αγκαλιά του και να την κρατήσει σφιχτά. Όταν ξάπλωσε δίπλα του να κοιμηθεί, ο Τέιλεν ήξερε πως δε θα ένιωθε ποτέ ξανά μόνος. * * * Βρίσκονταν όλοι στην τραπεζαρία του Άλντεργουορθ Μάνορ γιορτάζοντας την πρώτη φορά που ο Τέιλεν μπόρεσε να κα-τέβει χωρίς βοήθεια. Είχε περάσει μια βδομάδα από το ατύχημα στο πηγάδι. Η Λουσίντα ένιωθε σαν να είχε περάσει μια ζωή. Όλοι ήταν παρόντες, τα αδέρφια της με τις συζύγους τους και η Πόζι. Ο Κρίστο φρόντισε να φέρει μια άνετη πολυθρόνα για να καθίσει ο Τέι και ο Άσερ του έφερε ένα ποτό. Ήταν παράξενο να βλέπει τα αδέρφια της να περιποιούνται τον άνθρωπο που πριν λίγο καιρό μισούσαν. Ο Τάρις σήκωσε το ποτήρι του για να κάνει πρόποση. «Στην υγειά σου, Τέιλεν, σε καλωσορίζουμε θερμά στην οι-κογένειά μας. Μπορεί να μην κάναμε καλή αρχή, αλλά έχουμε πολλά χρόνια μπροστά μας για να αναπληρώσουμε το χαμένο καιρό». Ο Τέι χαμογέλασε και πήρε το χέρι της Λουσίντα. «Χωρίς τη δική σας... βοήθεια...» το είπε σαν ερώτηση και όλοι γέλασαν «... ίσως να μην είχα βρει τη σύζυγό μου». Σήκωσε και το δικό του ποτήρι και την κοίταξε στα μάτια. «Στην υγειά σου, Λουσίντα, και στην οικογένεια». Τα πράσινα μάτια του έλαμπαν από ευτυχία που απάλυνε τις ρυτίδες του προσώπου του. Για τη Λουσίντα ήταν ο ομορφότερος άντρας του κόσμου, ο δικός της άντρας, ο σύζυγος που την έκανε να νιώθει δυνατή κι αληθινή.
Αθεράπευτα προβληματική; Όχι, δεν ένιωθε καθόλου έτσι. «Στη ζωή και το γέλιο», αντευχήθηκε και κοίταξε γύρω της τα χαμογελαστά πρόσωπα καθώς σήκωνε το ποτήρι της. Η ευτυχία ήταν ένα σχεδόν σωματικό αίσθημα. Το φυλαχτό τηςΈμεραλντ ήταν ζεστό μέσα στην παλάμη της και αποφάσισε μέσα της να ρωτήσει τη νύφη της αν μπορούσε να το δώσει στην Πόζι. Η φίλη της καθόταν δίπλα της μ’ ένα ύφος σαν αυτό που θα πρέπει να είχε η Λουσίντα μερικούς μήνες πριν. Σαν ένας άνθρωπος που παρατηρεί τη ζωή λαχταρώντας πολύ περισσότερα για τον εαυτό του. «Επέστρεψε λοιπόν η μνήμη σου, Λούσι;» ρώτησε η Μπί-ατρις. «Όχι απόλυτα. Όμως τώρα θυμάμαι κάποια καινούρια πράγματα». «Τότε ας πιούμε σ’ αυτό». Ο Κρίστο σηκώθηκε και σέρβιρε ξανά μπράντι σε όλα τα ποτήρια. «Σε προειδοποιώ όμως, δούκα, όποιος γίνεται Γουέλιγχαμ μένει για πάντα ένας Γου-έλιγχαμ. Τώρα είμαστε οχτώ στην οικογένεια και δε μετράμε τα παιδιά». Η Λουσίντα κοίταξε το σύζυγό της. Παιδιά. Πόσο ήλπιζε να ερχόταν η μέρα που θα κρατούσε στην αγκαλιά της τον κληρονόμο τωνΈλσμιρ!
Κεφάλαιο 16 Λονδίνο - τρεις μήνες αργότερα. Ο Τέι ανέκαθεν μισούσε αυτές τις μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις για την υποκρισία που έκρυβαν μέσα τους. Ως δούκας του Άλντεργουορθ δεχόταν πολλές προσκλήσεις λόγω του τίτλου του, η υψηλή κοινωνία ωστόσο τον αντιμετώπιζε με επιφύλαξη, ίσως ακόμα και φόβο, αφού όλοι ανησυχούσαν για το τι θα έκανε ή τι θα έλεγε, έχοντας πάντα κατά νου όλες αυτές τις γεμάτες υπερβολή φήμες που είχαν κατά καιρούς συνδεθεί με το άτομό του. Γι’ αυτούς ήταν ένας παρείσακτος. Ένας δούκας τον οποίο προσκαλούσαν επειδή ήταν δυσκολότερο να μην το κάνουν, καθώς μια τέτοια παράλειψη θα υπενθύμιζε σε όλους πόσο χαμηλά είχε πέσει. Κάποιοι απ’ αυτούς επιδίωκαν ακόμα και τη συντροφιά του, όμως συχνά ήταν άντρες με τους οποίους ο Τέι δεν ένιωθε να επικοινωνεί, ή μερικοί επαναστάτη μένοι νεαροί που ήθελαν να εκνευρίσουν τις οικογένειές τους. Όμως απόψε, λουσμένος στα φώτα των πολυελαίων και περιτριγυρισμένος από τους Γουέλιγχαμ, όλα ήταν διαφορετικά. Όλα τα μάτια στρέφονταν προς το μέρος τους, αλλά αυτό δεν του προκαλούσε κανέναν πανικό. Ένιωθε πως ήταν ασφαλής. Πως ανήκε κάπου. Ένιωθε το χέρι της γυναίκας του περασμένο στο μπράτσο του και στο άλλο του πλευρό το μεγαλύτερο αδερφό της. «Ένα χαμόγελο ίσως να έπειθε κάποιους από τους παρευρι-σκομένους να πάψουν να σε κριτικάρουν, Τέι», είπε ο Άσερ.
«Το θεωρείς εύκολο;» Τους τελευταίους μήνες ο Τέιλεν και ο Άσερ είχαν γίνει αρκετά φίλοι. «Η υψηλή κοινωνία έχει την εξαπάτηση στο αίμα της. Δεν μπορεί, αυτό τουλάχιστον το έχεις μάθει». Αυτή η απάντηση τον βοήθησε πράγματι να χαμογελάσει, χλευάζοντας αυτή την εξαπάτηση και χρησιμοποιώντας την προς όφελος του. Ο Τέιλεν είδε τον Τάρις να χαμογελά κι αυτός δίπλα στη γυναίκα του την Μπίατρις και τον Κρίστο, την Έμεραλντ και τηνΈλινορ. Ο φίλος του Άσερ, ο Τζακ Χένσο, βρισκόταν κι αυτός ανάμεσά τους, ενώ η Πόζι Τόμκινς στο μπράτσο του φορούσε ένα πανάκριβο φόρεμα με διαμάντια στην ύφανση που άστραφταν στο φως. Το λιτό μενταγιόν από νεφρίτη γύρω απ’ το λαιμό της φαινόταν εντελώς παράταιρο με το υπόλοιπο σύνολο και ο Τέι θυμήθηκε απορημένος πως είχε δει το ίδιο κόσμημα στο λαιμό της Λουσίντα. Όλοι μαζί αποτελούσαν μια διακεκριμένη ομάδα και μολονότι επιφανειακά στηρίζονταν στα χρήματα και τους τίτλους, αυτό που έκανε την καρδιά του Τέιλεν να φουσκώνει από περηφάνια ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο. Δεν ήταν συνηθισμένος να του δείχνουν σεβασμό, απόψε όμως εισέπραττε άφθονο από τον κόσμο γύρω τους, σαν συνέπεια, υπέθετε, της φιλανθρωπίας και των έργων των Γου-έλιγχαμ. Άλλωστε ο Τέιλεν δε συγκαταλεγόταν πια ανάμεσα στους ξοφλη μένους και τους μεθύστακες, είχε βρει γαλήνη στην προστατευτική αγκαλιά των Κάρισμπρουκ. Ήταν ένας από αυτούς. Για πάντα. To χέρι του έσφιξε αυτό της γυναίκας του. «Θα κρατήσεις όλους τους χορούς για μένα, αγάπη μου;» «Σε έχω ήδη γράψει στη λίστα μου, Τέι». Ήταν απαράμιλλη με την ανοιχτή χρυσαφιά τουαλέτα της, τα μαλλιά της χτενισμένα σε πυκνές μπούκλες και το ντεκολτέ που αναδείκνυε τη λευκή επιδερμίδα του στήθους της. «Ήταν ανάγκη να έχεις τόσο αποκαλυπτικό μπούστο;» Εκείνη έβαλε τα γέλια. «Το λες εσύ που επιμένεις να ξαπλώνω κάθε βράδυ γυμνή;» «Άλλο πράγμα όταν είμαστε μόνοι, εδώ όμως...» Κοίταξε γύρω του. Αρκετά αντρικά βλέμματα είχαν καρφωθεί πάνω στη σύζυγό του και ο Τέιλεν ήξερε ακριβώς το λόγο. Ήταν η ευτυχία που ανέβλυζε από μέσα της σαν σιντριβάνι και ξεχυνόταν γύρω της με γέλιο, ειλικρίνεια και χαρά. Και υπήρχε και κάτι άλλο που μόνο ο ίδιος γνώριζε, ένα τρελό και υπέροχο μυστικό που ακόμα δεν το είχε μάθει κανείς. Σε λιγότερο από έξι μήνες θα αποκτούσαν παιδί και η μόνη πληρωμή για τη σύλληψή του ήταν η αγάτιη. Ολόκληρο το είναι του πλημμύριζε από ένα αίσθημα σχεδόν τρομακτικό μέσα στην έντασή του. Κι όμως, όταν κοίταξε τον Τάρις, τον Ας και τον Κρίστο είδε την ίδια αδυναμία και στα δικά τους μάτια. Γιατί ήταν άντρες που είχαν γίνει πλήρεις χάρη στις γυναίκες τους και ένιωθαν δέος γι' αυτό. «Πόσες ώρες έχουμε ακόμα πριν γυρίσουμε στην κρεβατοκάμαρά μας;» της ψιθύρισε και είδε τα μάγουλά της να ροδίζουν από ευχαρίστηση. Λάτρευε αυτή την πουριτανική πλευρά του εαυτού της, γιατί ήταν πολύ διασκεδαστικό να τη νικά κάθε νύχτα. «Τουλάχιστον πέντε βαλς ακόμα, αγαπητέ δούκα», του απάντησε, ξέροντας πόσο του άρεσε να την κρατά στην αγκαλιά του για να νιώθει την ελαφριά καμπύλη της κοιλιάς της. Ο μικρότερος Έλσμιρ.
Άλλος ένας Γουέλιγχαμ. Ένας ακόμα ξάδερφος για τα αμέτρητα παιδιά που έτρεχαν και γελούσαν στις επαύλεις του Φάλντερ, του Μπίκονσμιντ και του Γκρέιβσον. Άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα. Περισσότερη προστασία. Ένας σφιχτός κύκλος ασφάλειας. Σαν ένα κρεμμύδι, σκέφτηκε, με κέντρο του τη Λουσίντα. Την αδελφή ψυχή. Ποτέ δεν περίμενε πως θα αποκτούσε κάτι τέτοιο, ποτέ δεν πίστευε πως μετά από όσα είχε περάσει θα έβρισκε τέτοιον παράδεισο. Έχασε το βήμα του και στηρίχτηκε γερά στο μπαστούνι που τώρα ήταν υποχρεωμένος να κρατάει, ενθύμιο όχι μονάχα του τραυματισμού του αλλά και της επιβίωσής τους. Το μπράτσο του Άσερ απλώθηκε αστραπιαία και τον κράτησε. «Αν κουράστηκες, μπορούμε να γυρίσουμε τώρα». Ο Τέι ήξερε ότι ο Άσερ μισούσε αυτές τις συγκεντρώσεις όσο κι ο ίδιος και χαμογέλασε ακούγοντας την ελπίδα στη φωνή του. «Υποσχέθηκα στην αδερφή σου ότι θα χορέψω μαζί της». «Μπορείς να το κάνεις;» «Η ισορροπία μου βελτιώνεται όλο και περισσότερο κάθε βδομάδα. Ο δόκτωρ Κάμερον είπε πως σύντομα οι ίλιγγοι θα μειωθούν». «Φτηνά τη γλίτωσες. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα». «Θα μπορούσε να είχε πέσει η Λουσίντα αντί για μένα». Ο Τέιλεν ξανάζησε για μια στιγμή τον τρόμο που για πολλές νύχτες τον συνόδευε σαν γνώριμος ξένος. «Όχι, για εσένα εννοούσα, Τέι. Θα μπορούσες να πεθά-νεις». Τα μελιά μάτια του άλλου άντρα είχαν σοβαρέψει. «Αντί γι’ αυτό όμως, βρήκα όλα όσα έψαχνα». Έγνεψε προς τη Λουσίντα και την οικογένεια Γουέλιγχαμ γύρω του. «Και όπως είπε ο Κρις, όταν διεκδικήσουμε κάποιον τον κρατάμε για πάντα», πρόσθεσε πίσω τους ο Τάρις και η παρέα προχώρησε με γέλια προς τη γεμάτη κόσμο πίστα. * * * Λίγες ώρες αργότερα η Λουσίντα και ο Τέι βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους με τις αχτίδες του φεγγαριού πάνω στα σώματά τους, ενώ στους τοίχους χόρευαν οι σκιές από τα δέντρα που λίκνιζε έξω ο άνεμος από το Χάιντ Παρκ. Ο Σουάν κοιμόταν κουλουριασμένος στο δικό του γούνινο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο. Τώρα τους ακολουθούσε παντού και η φοβισμένη συμπεριφορά του είχε εξαφανιστεί. «Σ’ αγαπώ», είπε η Λουσίντα σιγανά στο σύζυγό της και τα δάχτυλά της χάιδεψαν το δέρμα στο στήθος του, νιώθοντας το δυνατό και σταθερό καρδιοχτύπι του. «Κι εγώ σ’ αγαπώ», της αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο που την έκανε να κουρνιάσει επάνω του ακόμα περισσότερο. Απόψε ήταν μια κρύα βραδιά, αλλά εκείνος ένιωθε απέραντη ζεστασιά. «Όταν σε
συνάντησα στο χορό των Κρόξλι και σου -πρόσφερα χρήματα για ένα νόμιμο κληρονόμο των Έλσμιρ, δεν είχα καταλάβει ότι στην πραγματικότητα αυτό που σου χάριζα ήταν η καρδιά μου». Κράτησε ακίνητο το χέρι της. «Εσύ τα έχεις όλα, Λουσίντα, όλη την αγάπη μου. Κι αν σου συνέβαινε ποτέ το παραμικρό...» «Τίποτα δε θα μου συμβεί». Γύρισε στο πλάι και ξάπλωσε επάνω του. Τα μαλλιά της έπεφταν σαν πέπλο πάνω στο πρόσωπό του και η ανησυχία του εξαφανίστηκε. Το βλέμμα του έκοψε την ανάσα της. «Εκείνη την πρώτη φορά που ήρθες στο δωμάτιό μου στο Άλντεργουορθ, πίστεψα...» Σώπασε και κατάπιε νευρικά. «Πίστεψα πως εσύ θα ήσουν η σωτηρία μου. Και είχα δίκιο, αγάπη μου». «Σώσαμε ο ένας τον άλλον, Τέιλεν, κι αυτό το παιδί θα είναι το ξεκίνημα μιας καινούριας δυναστείας τωνΈλσμιρ». Τη γύρισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Και όλη η μαγεία που η Λουσίντα είχε νιώσει από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε άρχισε πάλι να τους τυλίγει.