Η κρίση του SWP και ο Λενινισμός Ο Paul D'Amato, συγγραφέας του The Meaning of Marxism ( Η σημασία του μαρξισμού), εξετάζει τα επιχειρήματα που επικαλείται στο όνομα του Λενινισμού ένα ηγετικό μέλος του SWP (σ.μ. Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, αδελφή οργάνωση του ελληνικού ΣΕΚ) στη Βρετανία. 11 Φεβρουαρίου , 2013 Η διαχρονική ,στους κόλπους της αριστεράς, συζήτηση γύρω από τη σχέση Λενινισμού κι επαναστατικής οργάνωσης έχει φωτιστεί καλύτερα από τα επεισόδια της κρίσης του SWP στη Βρετανία- και πιο συγκεκριμένα, από ένα άρθρο με τίτλο «είναι ξεπερασμένος ο Λενινισμός?», άρθρο που γράφτηκε σε σχέση με την κρίση του κόμματος από τον Άλεξ Καλλίνικος, πιθανά το πιο γνωστό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του SWP. Οι διαφωνίες μέσα στο SWP έχουν σαν αφετηρία το χειρισμό των κατηγοριών εις βάρος ηγετικού στελέχους για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση, αλλά περιλαμβάνουν επίσης και την αντίδραση της ηγεσίας του κόμματος στις κατηγορίες και στη σκληρή διαμάχη που ακολούθησε, μέσα κι έξω από το κόμμα. Δημοσιευμένο το άρθρο του Καλλίνικος στη «Σοσιαλιστική Ανασκόπηση» (σ.μ. το περιοδικό του SWP) του Φλεβάρη του 2013, ακριβώς για να παρέμβει σε αυτη τη διαμάχη, είναι ταυτόχρονα μια σύντομη εξιστόρηση συγκεκριμένων εννοιών σχετικών με το Λενινισμό, όπως ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, και μια σκληρή καταγγελία όσων κατέκριναν τις ενέργειες της ηγεσίας του SWP. Το άρθρο μου γράφτηκε σαν απάντηση στο κείμενο του Καλλίνικος, και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει γύρω από το Λενινισμό και την επαναστατική σοσιαλιστική οργάνωση σήμερα. - - - - - - - - - - - - - - - Η διαμάχη μέσα στο SWP συνεχίστηκε και μετά τη Συνδιάσκεψη των αρχών του Γενάρη, παρά τους ισχυρισμούς του Καλλίνικος ότι οι διαφωνίες περιορίζονταν σε μια «μικρή μειοψηφία». Η ΚΕ αποφάνθηκε ότι τα μέλη του SWP πρέπει να πάψουν να συζητάνε γι αυτό το πολύ σοβαρό και συναισθηματικά φορτισμένο θέμα, παρόλο που αρκετές ψηφοφορίες πάνω στα επίμαχα θέματα της Συνδιάσκεψης αποφασίστηκαν με πολύ ισχνές πλειοψηφίες (narrow margins). Αυτή η στάση της ΚΕ προκάλεσε οργανωμένη αντιπαράθεση μεταξύ των μελών του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου και του σχηματισμού την προηγούμενη εβδομάδα μιας φράξιας που δήλωνε ότι αμφισβητεί τις ενέργειες της ΚΕ και του Εθνικού Συμβουλίου National Committee μετά τη Συνδιάσκεψη. Το μόνο στο οποίο αποσκοπούσε το άρθρο του Καλλίνικος ήταν να αποτελέσει μια δήλωση υπεράσπισης της ηγεσίας του SWP ,με την επίκληση της αυθεντίας του Λενινισμού στη μακρινή Ρώσικη Επανάσταση σα δικαιολογία. Είναι τραγική ειρωνεία ότι η ηγεσία του SWP χρησιμοποίησε ένα από τα έντυπα του κόμματος για να απαντήσει δημόσια για μια εσωτερική διαμάχη που χαρακτήριζε λήξασα, αλλά δεν έχει δώσει το ίδιο δικαίωμα και στην αντιπολίτευση -την ίδια
στιγμή που διαμαρτύρεται για τη χρήση από τους επικριτές της των διαφόρων «μπλογκ και μέσων κοινωνικής δικτύωσης» για να εκθέσουν τις απόψεις τους. Στο άρθρο, ο Καλλίνικος συνδέει την απάντηση στον Owen Jones, έναν αριστερό υποστηρικτή του κόμματος των Εργατικών (σ.μ. Η εκφυλισμένη Σοσιαλδημοκρατία Αγγλίας), που επιχειρηματολόγησε στην εφημερίδα Independent ότι η κρίση του SWP απέδειξε τη ματαιότητα της προσπάθειας να οικοδομηθεί ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς βασισμένο στο Λενινισμό, με την απάντηση στις κριτικές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στην ηγεσία του SWP . Ο Λέον Τρότσκι κάποτε είχε περιγράψει αυτήν την «τεχνική» αντιπαράθεσης σαν «αμάλγαμα»- συνδέοντας δύο άσχετα πράγματα μεταξύ τους μόνο και μόνο για να κατασκευαστούν ένοχοι από τη συσχέτισή τους. Ο Καλλίνικος όχι μόνο αποφεύγει να απαντήσει στα σοβαρά θέματα που εγείρουν τα μέλη του κόμματος, αλλά φτάνει στο σημείο να τους ανακηρύξει εχθρούς του Λενινισμού, ταυτίζοντάς τους με τον Owen Jones. Η επικίνδυνη κατάχρηση της ταμπέλας «Λενινισμός» παρέχει πολύ κακές υπηρεσίες στην πολιτική παράδοση που μοιραζόμαστε- στην πραγματικότητα επιχειρήματα τέτοιου είδους πείθουν με βεβαιότητα πολύ κόσμο έξω από το SWP ότι πρέπει να κρατήσει ασφαλείς αποστάσεις από το Λενινισμό. «Μια μειοψηφία μέσα στο SWP αρνείται να αποδεχθεί τις δημοκρατικά ειλημμένες αποφάσεις της Συνδιάσκεψης» γράφει ο Καλλίνικος- κάτι που χαρακτηρίζει ως «σκανδαλώδες». Αυτή η μειοψηφία, ισχυρίζεται, ψάχνει για ένα «διαφορετικό» μοντέλο οργάνωσης που περιλαμβάνει «μια πολύ πιο χαλαρή και αδύναμη ηγεσία», ατελείωτη εσωτερική συζήτηση και «μόνιμες φράξιες». Επιπλέον, συμπεραίνει ο Καλλίνικος, αυτή είναι η συνταγή για «πολύ μικρότερη και πολύ πιο αναποτελεσματική οργάνωση , ανίκανη να βοηθήσει στο χτίσιμο πλατύτερων κινημάτων». Λοιπόν, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την πραγματική παράδοση του Λενινισμού? Καταρχήν , είναι καθαρή τυπολατρεία να ισχυρίζεται κανείς, όπως κάνει ο Καλλίνικος, ότι από τη στιγμή που έγιναν οι ψηφοφορίες στη Συνδιάσκεψη , όλα τα προβλήματα θεωρούνται λυμένα. Οι μεγάλες διαμάχες μέσα σε μια επαναστατική οργάνωση δεν μπορούν να λυθούν με διοικητικά ή καταναγκαστικά μέτρα. Καμιά υγιής οργάνωση δεν είναι δυνατό να ανταποκρίνεται σε μια τέτοια αμφισβήτηση, που έχει προκύψει από ένα τόσο σημαντικό θέμα, λέγοντας απλά στα μέλη της να σταματήσουν τη συζήτηση- και πολύ περισσότερο, επινοώντας πολιτικές διαφορές για να δικαιολογήσει την αποκήρυξη αυτών με τους οποίους διαφωνεί. Το θέμα με το SWP είναι το εξής: ένα τμήμα της οργάνωσης έχασε την εμπιστοσύνη του στην ηγεσία λόγω των ενεργειών της- και η ηγεσία σε μια λενινιστική οργάνωση κατακτιέται, δεν επιβάλλεται. Η προσπάθεια της ηγεσίας να ταμπουρωθεί και να απαντήσει σε πολιτικά ζητήματα με οργανωτικές φόρμουλες , για να υπερασπιστεί τη θέση της, δεν έχει τίποτα κοινό με Μπολσεβικισμό ή Λενινισμό. Ο Τρότσκι αυτό το αποκάλεσε «πολιτική στρουθοκαμήλου». Είναι τόσο ευάλωτο το SWP που δεν μπορεί να επιτρέψει να γίνει μια συζήτηση να προχωρήσει περισσότερο απ ότι επιτρέπουν οι τυπικοί κανόνες? Είναι βέβαιο ότι η δημοσιοποίηση της αντιπαράθεσης και η ελευθερία να εκφραστούν όσο γίνεται
εκτενέστερα όλες οι αποχρώσεις και οι απόψεις, μόνο να ενισχύσουν θα μπορούσαν την οργάνωση- ενώ αντίθετα η φίμωσή τους θα την έκαναν πιο εύθραυστη, κι επομένως πιο εύκολο να διαλυθεί. Οι ηγέτες του SWP θα έπρεπε να πάρουν σοβαρά υπόψη τους τη συμβουλή που έδωσε ο Τρότσκι το 1940 στα μέλη του SWP στις ΗΠΑ, όταν βρίσκονταν εν μέσω μιας δριμείας εσωκομματικής διαμάχης για τη φύση της Σοβιετικής Ένωσης: «Η συνέχιση της αντιπαράθεσης με κείμενα αμέσως μετά από μια μεγάλη εσωκομματική συζήτηση και ένα κομματικό συνέδριο, δεν είναι φυσικά ο κανόνας αλλά η εξαίρεση, και μάλιστα μια εξαίρεση θλιβερή. Αλλά δεν είμαστε γραφειοκράτες. Δεν έχουμε αμετάβλητους κανόνες. Πρέπει να είμαστε διαλεκτικοί και στο οργανωτικό πεδίο. Αν έχουμε στο κόμμα μια σημαντική μειοψηφία που δεν ικανοποιείται με τις αποφάσεις του συνεδρίου, είναι ασύγκριτα προτιμότερο να νομιμοποιηθεί αυτή η συζήτηση μετά το Συνέδριο, παρά να έχουμε μια διάσπαση.» Ο Καλλίνικος, επιπλέον, κατηγορεί τα μέλη που κάνουν κριτική στην ηγεσία για θέσεις που στην πραγματικότητα δεν υποστηρίζουν. Αφού τα μέλη δε βάζουν τέλος στη συζήτηση, πρέπει «ντε και καλά» να τάσσονται με την «ατελείωτη εσωκομματική συζήτηση». Αν δε δέχονται ότι οι φράξιες μπορούν να υπάρχουν μόνο για τρεις μήνες πριν την πανεθνική συνδιάσκεψη- και στην πράξη για λιγότερο χρονικό διάστημα- τότε υποστηρίζουν τις «μόνιμες» φράξιες. Αν αμφισβητούν τις ενεργειες της ηγεσίας, θέλουν πιο «αδύναμη» ηγεσία. Και πάει λέγοντας. Αλλά ο Καλλίνικος δεν παρέχει ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο ότι τα μέλη του SWP, που αντιτίθενται στο κλείσιμο αυτής της συγκεκριμένης συζήτησης, υποστηρίζουν πράγματι τέτοιες απόψεις. Κι αυτό γιατί πολύ απλά, τουλάχιστον όσο μπορεί να βγεί συμπέρασμα από τα γραπτά κείμενα, τέτοια αποδεικτικά στοιχεία δεν υπάρχουν. - - ------------Το υπόλοιπο κείμενο του Καλλίνικος αποτελεί μια συμπαθητική, αν και εξαιρετικά συντετμημένη, απάντηση στον Owen Jones. Υπάρχουν γενικότητες για το Μπολσεβίκικο Κόμμα υπό την καθοδήγηση του Λένιν , και για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, για τη μεταλλασσόμενη φύση του καπιταλισμού και την εργατική τάξη, για το Εργατικό Κόμμα και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την παρακμή των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων (αν και δεν καταπιάνεται καθόλου με το προφανές- την παρακμή της οργανωμένης επαναστατικής αριστεράς), την απόρριψη της πολιτικής οργάνωσης από πολλούς από τους σημερινούς αγωνιστές, και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα είναι ότι όσο αληθινές κι αν είναι αυτές οι γενικότητες έτσι αφηρημένα, εδώ επιστρατεύονται για να στηρίξουν μια υπόθεση που δεν «πατάει»/στηρίζεται πουθενά. The are press-ganged here into service for a cause they can't support. «Η δική μας εκδοχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», γράφει ο Καλλίνικος, «συνίσταται σε δυο πράγματα. Πρώτον, οι αποφάσεις προκύπτουν μετά απο πλατιά συζήτηση, αλλά από τη στιγμή που ληφθούν με ψηφοφορία και πλειοψηφία, δεσμεύουν όλα τα μέλη. Αυτό είναι απαραίτητο για να δοκιμάζουμε τις απόψεις μας στην πράξη.» Το μοντέλο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού για το SWP, λέει ο Καλλίνικος, απαιτεί «ισχυρή πολιτική ηγεσία» που με τη σειρά της «εφορμά
(campaigns) στην οργάνωση για να δώσει ξεκάθαρο προσανατολισμό στη δουλειά του κόμματος». Η αντίληψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που περιγράφει ο Καλλίνικος εδώ έχει να κάνει με αποφάσεις που αφορούν πολιτικές τακτικές και ενέργειες, όχι πειθαρχικές υποθέσεις. Δεν υπάρχει καμία «δοκιμή των ιδεών μας στην πράξη» που που να αφορά τέτοιες υποθέσεις, έτσι λοιπόν αυτο το επιχείρημα είναι παραπλανητικό-πετά την μπάλα στην εξέδρα. Η ουσία είναι ότι μια σημαντική μειοψηφία στο κόμμα θεωρεί ότι τα ζητήματα που άνοιξε η πειθαρχική διαμάχη δε «συζητήθηκαν πλατιά». Δεν υπάρχει τίποτα το «στραβό» με μια ισχυρή πολιτική ηγεσία. Αλλά είναι μονόπλευρο να παρουσιάζεις την κομματική ηγεσία σαν ένα ομοιογενές σώμα που «εφορμά» στην οργάνωση για να περάσει τη γραμμή της. Το κλειδί για μια υγιή επαναστατική οργάνωση βρίσκεται στα «στελέχη» της- δηλαδή στον αριθμό των έμπειρων μελών της και τις δυνατότητες επιρροής τους. Μια τέτοια οργάνωση αγωνίζεται ακατάπαυστα για να χτίζει ισχυρά κομματικά στελέχη , και δίνοντάς τους την αυτοπεποίθηση ότι η ηγεσία τους μπορεί διαρκώς να ανανεώνεται. Ένα τέτοιο στέλεχος δεν μπορεί να χτιστεί αν η αντίληψη της οργάνωσης για την ηγεσία είναι μια πολιτικά ομοιογενής κεντρική επιτροπή που «εφορμά» και ένα μέλος-παθητικός δέκτης των αποφάσεων της κεντρικής επιτροπής. Πρέπει να υπάρχει μια διαλεκτική σχέση αμοιβαίων παραχωρήσεων, μια φυσιολογική διαδρομή συζήτησης και αντιπαράθεσης. Δεν είναι ζήτημα τυπολατρείας, αλλά πολιτικής μεθόδου. Η δημοκρατία σε μια επαναστατική οργάνωση με πολλά και δυνατά στελέχη σημαίνει πλούσια συζήτηση και διαδικασία λήψης αποφάσεων, και ταυτόχρονα την «ευλυγισία» στην οργάνωση να προσαρμόζεται και, θαρραλέα, χωρίς αμυντικά αντανακλαστικά, να επανεκτιμά τη στάση της και να αλλάζει κατεύθυνση. Στη «Νέα Πορεία», γραμμένη το 1923, ο Τρότσκι κάνει μια παθιασμένη πολεμική εναντίον της αντίληψης της ηγεσίας ότι όλη η σοφία κατευθύνεται από «πάνω προς τα κάτω», και εναντίον του ότι ο σχηματισμός φραξιών αντιμετωπίζεται καχύποπτα: «Μόνο μέσα από τις αντιφάσεις και τις διαφορετικές απόψεις αναπόφευκτα διαμορφώνεται η επεξεργασία της κοινής γνώμης του Κόμματος. Με το να περιορίζει κανείς αυτή τη διαδικασία μέσα στο «μηχανισμό», που ύστερα αναλαμβάνει να τροφοδοτήσει το Κόμμα με «τους καρπούς των κόπων του», με τη μορφή συνθημάτων, παραγγελμάτων κλπ, σημαίνει ότι στειρώνει το Κόμμα ιδεολογικά και πολιτικά. Αν θέλουμε να κάνουμε όλο το κόμμα, σαν σύνολο, κοινωνό στην επεξεργασία και την υιοθέτηση των αποφάσεων, σημαίνει να επιτρέψουμε και να παροτρύνουμε τις προσωρινές ιδεολογικές ομάδες ακόμα και με τον κίνδυνο να μετατραπούν σε μόνιμες ομάδες και σε φράξιες. Τι να κάνουμε? Είναι δυνατό να μην υπάρχει διέξοδος; Είναι δυνατό να μην υπάρχει μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του κόμματος της “σιγής νεκροταφείου” και του κόμματος που διαλύεται από τις φράξιες; Όχι. Υπάρχει διέξοδος, και το όλο καθήκον της ηγεσίας συνίσταται στο να βρίσκει κάθε φορά
αυτήν την ενδιάμεση γραμμή , ανταποκρινόμενη στην αντικειμενική ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, κάθε φορά που χρειάζεται, και ιδίως στα σημεία καμπής του κόμματος» . ----------------
Ο Λένιν ήταν οτιδήποτε άλλο από οργανωτικός φετιχιστής. Οι οργανωτικές μέθοδοι ήταν γι αυτόν –όπως σημειώνει και ο Καλλίνικος σε μια από τις γενικότητές του ερευνώντας την εμπειρία της επανασταστικής παράδοσης του παρελθόντοςευπροσάρμοστες στις συνθήκες της περιόδου. Οι συνθήκες παρανομίας απαιτούσαν συγκεκριμένες μορφές παράνομης οργάνωσης, για παράδειγμα, που δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούνε σε περιόδους επαναστατικού αναβρασμού. Επιπλέον, ο Λένιν δεν κολλούσε στην κατά γράμμα τήρηση των οργανωτικών τύπων όταν θεωρούσε ότι διακυβευόταν κάτι πολύ σημαντικό για την επιτυχία της επανάστασης. Περισσότερες από μια φορές το 1917 παρέκαμψε την κεντρική επιτροπή για να προσεγγίσει και να κερδίσει με το μέρος του ενδιάμεσα ηγετικά σώματα και άλλα τμήματα του κόμματος. Με άλλα λόγια, η ηγεσία των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια της Ρώσικης Επανάστασης δεν ήταν μονολιθική. Ο Λένιν βρήκε πολύ συχνά τον εαυτό του στη μειοψηφία κατά τη διάρκεια του 1917. Σε κρίσιμες στιγμές κατά τη διάρκεια του 1917 και μετά, σχηματίστηκαν φράξιες με οξύτατες αντιπαραθέσεις. Ο ιστορικός Marcel Leibman, στο βιβλίο του «Ο Λενινισμός υπό το Λένιν» ( Leninism under Lenin), απαριθμεί έναν αριθμό κρίσιμων αποφάσεων που ψηφίστηκαν από την Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων και τις Συνδιασκέψεις αντιπροσώπων, καμιά από τις οποίες δεν ήταν ομόφωνη, και περιλαμβάνουν: «όλες εκείνες τις ψηφοφορίες που έδειχναν μια ισχυρή μειοψηφία, τα μεγέθη της οποίας ήταν κυμαινόμενα, αλλά ήταν πάντα υπαρκτή ανάμεσα στα κομματικά στελέχη, και ποτέ δεν μπήκε ζήτημα αποκλεισμού της μειοψηφίας από τα εκτελεστικά όργανα του Κόμματος...» Η επιθυμία (σ.μ. από τους Μπολσεβίκους) να εντάξουν τη μειοψηφία στη λήψη αποφάσεων και στην υλοποίηση του κομματικού σχεδιασμού φαίνεται και με άλλους τρόπους, πχ την παρουσία των μελών της «μειοψηφίας» στα έντυπα-όργανα του κόμματος και η δυνατότητα έκθεσης της μειοψηφικής άποψης , δίνοντας σε εκπρόσωπο της «αντιπολίτευσης» την ευκαιρία να εκθέσει την άποψη του διεξοδικά στις σημαντικές συνεδριάσεις του Κόμματος. Οι διαγραφές (expulsions) για πολιτικους λόγους, επιπλέον, ήταν εξαιρετικά σπάνιες, όπως παρατήρησε ο Τρότσκι το 1931, γράφοντας για τους Μπολσεβίκους και ενάντια στη «μονολιθικότητα» του Σταλινισμού μετά την άνοδο στην εξουσία της αντεπαναστατικής γραφειοκρατίας: «Αυτή η ομοφωνία παρουσιάζεται σαν απόδειξη ισχύος του κόμματος.Πότε και πού στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος υπήρξε τέτοια βουβή «μονολιθικότητα»? » Όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι ιστορία οξείας εσωκομματικής πάλης μέσα από την οποία το κόμμα διαμόρφωσε τις απόψεις του και σφυρηλάτησε τις μεθόδους του. Τα γεγονότα του έτους 1917, της σπουδαιότερης χρονιάς στην ιστορία του κόμματος, είναι γεμάτα από τέτοιες οξείες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, όπως επίσης και η ιστορία του κόμματος τα πέντε πρώτα χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας. Παρ όλα αυτά, δεν έγινε ούτε μια διάσπαση, ούτε μαζικές διαγραφές για πολιτικούς λόγους.
Ο Alexander Rabinowitch, στο εξαιρετικό του βιβλίο «Οι μπολσεβίκοι έρχονται στην εξουσία» (The Bolsheviks Come to Power), το οποίο περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το ρόλο που έπαιξαν οι Μπολσεβίκοι το 1917, σημειώνει τον ανοιχτό, δημοκρατικό και ελευθεριακό/ “χύμα” (freewheeling) χαρακτήρα του Κόμματος εκείνη την περίοδο: «Ίσως το πιο σημαντικό, η διαφαινόμενη επιτυχία των μπολσεβίκων μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στη φύση του κόμματος το 1917. Εδώ, δεν έχω στο μυαλό μου ούτε τη θαρραλέα και αποφασιστική καθοδήγηση του Λένιν, την τεράστια ιστορική σημασία της οποίας δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, ούτε την παροιμιώδη , αν και απόλυτα υπερεκτιμημένη, οργανωτική ενότητα και πειθαρχία. Πιο θέλω να υπογραμμίσω την εσωκομματική, σχετικά δημοκρατική, ανεκτική και αποκεντρωμένη δομή και τρόπο λειτουργίας, όπως επίσης και στον ουσιαστικά ανοιχτό και μαζικό χαρακτήρα του- σε αντίθεση με ότι θεωρείται το παραδοσιακό Λενινιστικό μοντέλο. Όπως έχουμε δει, μέσα στην Μπολσεβίκικη οργάνωση της Πετρούπολης σε όλα τα επίπεδα το 1917 υπήρχε ελεύθερη και ζωηρή συζήτηση και αντιπαράθεση για τα πιο σημαντικά θέματα θεωρίας και τακτικής. Οι ηγέτες που διαφωνούσαν με τη πλειοψηφία είχαν πλήρη ελευθερία να παλέψουν για τις απόψεις τους, και όχι σπάνια ο Λένιν ήταν ο χαμένος σε αυτές τις εσωκομματικές διαμάχες.» ---------------ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι το SWP στη Βρετανία ακολουθεί Λενινιστικές αρχές δεν αποτελεί από μόνο του ασφαλιστική δικλείδα για να αποφύγει λάθη ή γραφειοκρατικές τάσεις. Δεν έιναι κακό να γίνονται λάθη.Το πρόβλημα υπάρχει όταν μια οργάνωση αρνείται να τα αναγνωρίσει, να τα συζητήσει και να τα διορθώσει. Ο Λένιν παρατηρούσε στον «Αριστερισμό» : «Η ειλικρινής αναγνώριση ενός λάθους, το να προσδιορίζουμε τις αιτίες του, αναλύοντας τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, και το να ξεδιαλύνουμε τους τρόπους για τη διόρθωσή του- αυτά είναι τα εχέγγυα ενός σοβαρού κόμματος». Είναι δεδομένο ότι τ SWP δεν είναι ένα μαζικό κόμμα πρωτοπορίας με τη Λενινιστική έννοια του όρου. Αν με το όρο «πρωτοπορία» καταλαβαίνουμε αυτό που έχει συνοπτικά περιγραφεί από τον μακαρίτη τον Duncan Hallas, "ένα οργανωμένο στρώμα –στην ψυχή και στο σώμα- χιλιάδων εργατών, στέρεα ριζωμένο ανάμεσα στους συναδέλφους τους και με κοινή συναίσθηση της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού και του τρόπου για να τον πετύχουν " , τότε τέτοιο κόμμα δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο σήμερα. Αυτό που υπάρχει είναι οργανώσεις που φιλοδοξούν να χτίσουν ένα τέτοιο κόμμα, ή να είναι ένα τμήμα μιας διαδρομής που θα οδηγήσει στο χτίσιμο ενός τέτοιου κόμματος. Το SWP, με τα μέλη του να προσδιορίζονται σε λίγες χιλιάδες, είναι πιθανόν η μεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση στον αγγλόφωνο κόσμο. Αλλά απέχει από το να είναι ένα κόμμα που αγκαλιάζει την εργατική πρωτοπορία. – για μια σειρά λόγους, ένας σημαντικός από τους οποίους είναι ότι η οργάνωση , η μαχητικότητα και η ταξική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης, στη Βρετανία όπως και αλλού, δεν
είναι πουθενά κοντά στο στάδιο τέτοιας ανάπτυξης όπου τα συστατικά στοιχεία μιας τέτοιας πρωτοπορίας να είναι δυνατό να διαμορφωθουν καθαρά. Όταν μιλάμε, επομένως, για τα μαθήματα που πρέπει να πάρουμε από την Μπολσεβίκικη παράδοση, πρέπει να υπάρχει μια αίσθηση ταπεινότητας, η αναγνώριση του τιτάνιου μεγέθους των στόχων μας, σε σύγκριση με την αδυναμία των μέσων και των δυνάμεων μας resources, και ένας ρεαλιστικός υπολογισμός του πού βρισκόμαστε, αν θέλουμε να αποφύγουμε να υποπέσουμε σε αυτό που ένα ηγετικό στέλεχος του SWP κάποτε είχε αποκαλέσει " καρικατούρα Μπολσεβικισμού" (toy Bolshevikism).