Κωνσταντίνου Αθανασίου Οικονόμου
Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία Τόμος Γ΄ Από την Ρωμαιοκρατία έως την οθωμανική κατάκτηση (1ος αιώνας π.Χ. έως το 1423)
Λάρισα 2008
«Όποιος την ιστορία του την ίδια δεν ξέρει, το πώς και το γιατί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, στης αμάθειας το σκοτάδι μένει και ζει μονάχα απ’ τη μια μέρα στην άλλη.»
Γιόχαν Βολφ. Γκαίτε
Ευχαριστίες για την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια, στον έλεγχο των κειμένων μου, οφείλω στον σημαντικότερο ίσως ερευνητή- -εκπαιδευτικό της Λάρισας Κώστα Σπανό.
© Κώστας Α. Οικονόμου Καπλάνη 11 TK 41335 Τηλ. 2410 615425 Λάρισα
[email protected] Περιεχόμενα
Πρόλογος Βιβλιογραφία Χρονολόγιο Κεφάλαιο 1ο Το θεσσαλικό κοινό κατά τη ρωμαϊκή εποχή Κεφάλαιο 2ο Η Πρωτοβυζαντινή Εποχή (325-610 μ.Χ.) στη Θεσσαλία Κεφάλαιο 3ο Μεσοβυζαντινή Εποχή, 1η περίοδος (610-867) Κεφάλαιο 4ο Μεσοβυζαντινή Εποχή, 2η περίοδος (867-1025) Κεφάλαιο 5ο Υστεροβυζαντινή Εποχή, 1η περίοδος (1025-1204) Κεφάλαιο 6ο Υστεροβυζαντινή Εποχή, 2η περίοδος (1204-1453) α΄ Η Θεσσαλία από το 1204- 1318 Κεφάλαιο 7ο Υστεροβυζαντινή Εποχή, 2η περίοδος (1204-1453) β΄ Η Θεσσαλία από το 1318 μέχρι το 1421 Κεφάλαιο 8ο Συνοπτική Ιστορία των Σποράδων από τη Ρωμαιοκρατία ως το 1453 Κεφάλαιο 9ο Τα κυριότερα αστικά κέντρα στη βυζαντινή Θεσσαλία εκτός από τη Λάρισα Κεφάλαιο 10ο Άλλες πόλεις, μονές και τοπωνύμια της Θεσσαλίας με βυζαντινά κατάλοιπα Κεφάλαιο 11ο Οικονομικά στοιχεία της Βυζαντινής (Μεσαιωνικής) Θεσσαλίας Κεφάλαιο 12ο Οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Θεσσαλία από τον 1ο αιώνα μ.Χ. ως το 1453 Κεφάλαιο 13ο Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι Κεφάλαιο 14ο Συσχέτιση Μεσαιωνικής Θεσσαλικής Ιστορίας και σχολικών εγχειριδίων (για τους εκπαιδευτικούς της Α΄θμιας εκπαίδευσης)
Στην Αλεξάνδρα της ζωής μου
Βιβλιογραφία Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία τόμοι α΄- β΄, μτφρ. Βρ. Καραλής, εκδόσεις «Κανάκη- Αγρωστίς», 1992 Ευσέβιος Καισαρείας, Χρονικό α΄ και β΄ βιβλία, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10 βιβλία, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Προκόπιος Καισαρείας, Περί κτισμάτων, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Προκόπιος Καισαρείας, Ανέκδοτα , www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Προκόπιος Καισαρείας, Περί πολέμων , www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιουστινιανός, Νεαραί (Novellae), www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Κων/νος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί Βασιλείου τάξεως
,
www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Κων/νος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων , www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Θεοφάνης, Χρονογραφία, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιωάννη Καντακουζηνού, Ιστορία, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιωάννη Καντακουζηνού, Ιστορία, (1-3), εκδ. Schopen, Βόννη 1828-32 Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Απόδειξις Ιστοριών, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Ιστορία, εκδ. Barko, Βουδαπέστη, 1922-7 Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιωάννης Σκυλίτσης, Σύνοψις ιστοριών, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ιστοριών, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή ιστοριών, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Συνεχιστής Θεοφάνους, Χρονογραφία, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν ημιτελές ποίημα, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Νικηφόρου του βασιλέως, Περί Βιγλών, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Γεώργιος Μοναχός, Χρονικόν σύντομον, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab Ιωάννης Καμενιάτης, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, www.aegean.gr /culturaltec/chmlab
Γ. Φραντζής – Νίκ. Μπαρμπάρο, Η Πόλις εάλω, εκδ. Νέα Σύνορα, Λιβάνη 1993 I. Φραντζής, Πολιορκία και άλωση της Κων/λης, μτφρ. Γ. Κουσουνέλης, Λιβάνη 1993 Γ. Παχυμέρης, Ιστορία, τόμοι 1,2 .Βekker, Βόννη, 1835 Miracula Sancti Demetrii, (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου), β.3 Migne, P.G., τ.116 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Δ . Τσουγκαράκης, Αθήνα, 1996 Ευθύμιος Ιερομόναχος, Το Χρονικόν του Γαλαξειδίου, Ακρίτας, 1985 Χρονικόν του Μορέως (σύμφωνα με τον κώδικα Κοπεγχάγης και Παρισιού), Ρένος Αποστολίδης, Πέτρος Καλονάρος, εκδ. Εκάτη Γοδεφρίδος Βιλλαρδουίνος, Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, μτφρ. Κ. Αντύπα, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1985 Ερρίκος της Βαλενσιέν, Η Ιστορία του αυτοκράτορα Ερρίκου της Κων/λεως, μτφρ. Κ. Αντύπα, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1987 Χρονικόν των Τούρκων σουλτάνων , εκδ. Γ. Ζώρας, Αθήναι 1958 Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμοι 9-17, β΄ εκδ. 1886, ανατύπωση ΔΟΛ 2006 Επαμεινώνδας Φαρμακίδης, Η Λάρισα, τοπογραφική και ιστορική μελέτη,
εισαγωγή σχόλια, επιμέλεια, Κώστας Σπανός, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2001 Ιωάννης Λεονάρδος, Νεοτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, εισαγωγή σχόλια, επιμέλεια, Κώστας Σπανός, εκδ. Θετταλός, 1992 Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, β΄ έκδ., Βόλος, 1894 Απόστολος Παπαθανασίου, «Η επανάσταση των Ελλαδικών το έτος 727 και η συμβολή της βυζαντινής Θεσσαλίας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 30 (Λάρισα 1996), 49-65 Απόστολος Παπαθανασίου, «H καταστροφή της Δημητριάδος από τους Σαρακηνούς πειρατές», ανακοίνωση στο συνέδριο « Θέματα Ιστορίας του θεσσαλικού χώρου», Βόλος 9/12/1989 Απόστολος Παπαθανασίου, «Αλέξιος Φιλανθρωπηνός και Ιωάννης Δούκας Παλαιολόγος», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, 8 (Βόλος 1988) σελ. 189-207 Απόστολος Παπαθανασίου, Οι Μελισσηνοί της Δημητριάδας, Κτήτορες Ι. Μονών, εκδ. Παπαζήση, 1989 Ν. Βέης, Η αρχέτυπος κτητορική διαθήκη του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος, Μητροπολίτου Λαρίσης, ιδρυτού των Μεγάλων Πυλών, Αθήναι 1949 Κ. Σαθάς, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι- Βενετία 1872-1894 Άννα Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι το 1204, Αθήνα 1974 Δ. Ζακυθηνός, Η βυζαντινή Ελλάς,392-1204, Αθήνα 1965 Δ. Ζακυθηνός , Οι Σλάβοι εν Ελλάδι, Αθήναι 1965 Δ. Ζακυθηνός, «Περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει», Ε.Ε.Β.Σ. 1951, 21 και 1941,17, 1948,18 Δ. Ζακυθηνός, Το Βυζάντιον από του 1071 μέχρι του 1453, Αθήνα β΄ έκδ. 1980 Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, εκδ. Collection de l’Institut Français, 2007 Ιωάννης Ν. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τ. Β΄ Βυζάντιο, Λάρισα 1985 Κώστας Σπανός, Επιγραφές και ενθυμήσεις από τα χωριά Στόμιο και Καρίτσα της Λάρισας, 4ος αι. μ.Χ.- 1900, Θεσσαλονίκη 1979 Κώστας Σπανός, «Ιστορική θεσσαλική βιβλιογραφία 19621981»,Θ.Η.1(Λάρισα 1980)-23 (Λάρισα 1993) Κώστας Σπανός, «Τα χωριά της επισκοπής Γαρδικίου», Τρικαλινό Ημερολόγιο 4, 1993 Χρήστος Ντάμπλιας, Η Ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Ηρόδοτος, 2002 Κώστας Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Α΄, Στην ομίχλη του Μύθου, εκδ. Γνώση, Λάρισα, 2007 Κώστας Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Β΄ τόμος, από Τις απαρχές της Ιστορία στην τετραρχία και τη Ρωμαιοκρατία, (8000- 197 π.Χ.), Λάρισα 2007 Δ. Αγραφιώτης, «Ο Αετόλοφος και το Βαθύρεμα Αγιάς», ανάτυπο από το ΘΗ Ι΄(1976), 17-74 Σ. Γουλούλης, «Ο τάφος του Αγίου Αχιλλίου και η τιμή των λειψάνων του στη Λάρισα μέχρι το 985 μ.Χ.», Πρακτικά Συνεδρίου: «Λάρισα, παρελθόν, μέλλον», Λάρισα 1985,(σελ. 211-240) Σ. Γουλούλης, Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον εις τον Άγ. Κυπριανό Λαρίσης, Λάρισα 1991 Μ. Κορδώσης, «Οι τελευταίες στιγμές του Λέοντα Σγουρού», Πρακτικά β΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήνα 1989 Α. Σαββίδης, Μελέτες βυζαντινής Ιστορίας 11ου-13ου αιώνα, Αθήνα 1986 Α. Σαββίδης, «Θεσσαλική βυζαντινή και μεταβυζαντινή βιβλιογραφία»,
ανάτυπο από τόμους του Θ.Η. : 23 (1993) 33-64, 24 (1993) 101-105, 27 (1995) 77-80, 29 (1996) 280-288 Α. Σαββίδης, «Η μεσαιωνική Φάρσαλος έως την οθωμανική κατάκτηση του 1393», Ανακοίνωση Α΄ Συνεδρίου Φαρσαλινών Σπουδών, 31/10/1992, ΘΗ 25 (Λάρισα 1993), 97-108 Α. Σαββίδης, «Ο Λέων Σγουρός στη Λάρισα το 1204», πρακτικά 1ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1992, σελ. 55-72 Α. Σαββίδης, «Περί του βυζαντινού κρατιδίου της Θεσσαλίας», Σελίδες από την Ιστορία της Λάρισας, Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1994, σελ. 73-80 Γ. Σούλης, (μτφρ. Ν. Ντεσλή) «Η Θεσσαλική Βλαχία», Θ.Η. 15 (Λάρισα 1989) 13-15 Γ. Σούλης, «Η πρώτη περίοδος της Σερβοκρατίας εν Θεσσαλία, 1348-1356», ΕΕΒΣ 20 (1950), σελ. 56-73 Σουζάνα Χούλια, «Οι Φράγκοι στη Θεσσαλία», Θ.Η. 15 (Λάρισα1989), 17-28 G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμοι Α, Β, Γ, εκδ. Βασιλόπουλος, 1978 Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1452, τόμοι Α΄, Β΄, εκδ. Πάπυρος, 1971 Στήβεν Ράνσιμαν, Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μπεργαδή, 1979 W. M. Leake, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809, μτφρ. Γεωργία Καραϊσκου, Θ.Η. Donald M. Nicol, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1991 Donald M. Nicol, The last Centuries of Byzantium 1269-1453, London 1972 Donald M. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenus, Washington 1968 N. H. Baynes / H. St. Moss, Βυζάντιο, Εισαγωγή στο βυζαντινό Πολιτισμό, εκδ. Παπαδήμα, 1983 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμοι στ΄- θ΄, Εκδοτική Αθηνών, 1976 Νικ. Κ. Μάρτη, Η πλαστογράφηση της Μακεδονίας, 6η έκδοση, Αθήνα 1983 Ι. Φ. Φαλλμεράιερ, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Π. Ρωμανός, Νεφέλη, 1984 Ελλάδα, Ιστορία, οικονομία, πολιτισμός, πρόσωπα, γεωγραφία, εκδ. Δομή, τ. 17ος, Ν. Λάρισας,2007 Ιστορία των Ελλήνων, τ. 5-8, εκδ. Δομή, 2006 Edward Gibbon, The History of the decline and fall of the Roman Empire, ed. J. B. Bury, 1, London 1896 Δ. Σοφιανός, Ο Άγιος Αχίλλιος Λαρίσης, Αθήνα 1990 Δ. Σοφιανός, Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Αθήναι 1972 Β. Χ. Στεργιούλης, Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του εν αγίοις πατρός ημών αρχιεπισκόπου και θαυματουργού Αχιλλίου μητροπολίτου Λαρίσης, Λάρισα 1980 B. X. Στεργιούλης- Ι. Ν. Καραμήτρου, Λάρισα, η πόλη του Αγίου Αχιλλίου, Π. Ο. Δ. Λαρισαίων, 2007 Κ. Άμαντος, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, 867-1204, Αθήνα 1957 Α. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969 Ιστορία, περιοδικό, τεύχος 355, Ιανουάριος, 1998 εκδ. Πάπυρος Ιστορικά , περιοδικό, τ.53 (19-10-2000), 50 (28-9-2000), 14 (20-1-2000), 9 (16-12-1999), 11 (16-12-1999) και 169 (23-1-2003), εφημερίδα Ελευθεροτυπία Αρχαιολογία, περιοδικό, τεύχος 20 (8/1986) και 19 (5/1986) εκδ. ΔΟΛ Σποράδες, Εxplorer, 2006 Θεσσαλία, Εxplorer 2002
Θεσσαλικό Ημερολόγιο, εκδ. κ. Σπανός , τόμος Ι΄(1986) Θεσσαλικό Ημερολόγιο, εκδ. κ. Σπανός, τόμος Δ΄(1983) Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, εγκυκλοπαίδεια, 2007, εκδ. Πάπυρος γραφικές τέχνες Ευαγγελία Ιωαννιδάκη-Ντόστογλου, «Οι Νορμανδοί και η πολιορκία της Λάρισας», ανάτυπο από τον 15ο τόμο του Θ.Η., (Λάρισα 1989), 3-15 Βίκτωρ Δουσμάνης, Ιστορία της Θεσσαλίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήνα 1925 Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960 Άννα Βογιατζή, Σερβο – Ελληνικό Λεξικό, Θεσσαλονίκη, 1997 Δ. Τσοποτός, «Δημητριάς η παρά τον Παγασητικόν κόλπον», Θεσσαλικά Χρονικά 1931 Δ. Τσοποτός, Ο Παγασητικός κόλπος κι ο Βόλος, Αναίρεσις των περί εγκαταστάσεως Σλάβων αστήρικτων ισχυρισμών, Αθήναι 1930 Ξ. Αναγνωστόπουλος, Ιστορία της Υπάτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήναι 1959 Α. Αρβανιτόπουλος, «Ανασκαφαί και έρευναι εν Θεσσαλία», ΠΑΕ 1906 (123130), 1907 (147-182), 1912 (154-226) Χρ. Βλυτσάκης, Σύντομος Ιστορία της πόλεως Τρικάλων, Αθήναι 1892 Μητροπολίτης Αθηναγόρας, «Η Ιερά Μητρόπολις Φαναροφερσάλων δια μέσου των αιώνων», Θεολογία 8 (1930), σ. 79-90 Ν. Γιαννόπουλος, Τα Φθιωτικά, ήτοι περιγραφή της επαρχίας Αλμυρού υπό ιστορικήν και τοπογραφικήν έποψιν, Αθήναι 1891 Λ. Δεριζιώτης, «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία Θεσσαλίας», Α.Δ. 29 (1973-4) Λ. Δεριζιώτης, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά Συμποσίου «Λάρισα, παρελθόν και μέλλον», Λάρισα 1985, σ. 199-204 Ν. Ζαχαρόπουλος, Η Εκκλησία της Ελλάδας κατά τη Φραγκοκρατία, Θεσ/κη 1984 Α. Κεραμόπουλος, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1939 Β. Λάππας, Ιστορία της πόλεως Καρδίτσης, Αθήνα 1974 Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας από το 10ο αι. ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Συμβολή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Αθήνα 1979 Ν. Νικονάνος, «Ασκηταριά του Κισσάβου», ΘΗ Δ΄(Λάρισα 1983), 11-16 Κ. Γαλλής, «Μια παλαιοχριστιανική βασιλική στην Ελασσόνα», ΘΗ Δ΄(Λάρισα 1983) 17-21 Ι. Ρωμάνος, Περί του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ανατύπωση 1959 Σ. Σδρόλια, «Συμβολή στην ιστορία του Φαναρίου Καρδίτσας, 1289-1453», ΘΗ 12 (Λάρισα 1987), 129-144 Fr. Hild, J. Koder, Κ. Σπανός, Δ. Αγραφιώτης, (μτφρ. από τα γερμανικά Γ. Παρασκευάς) «Βυζαντινή Θεσσαλία, οικισμοί, τοπωνύμια, μοναστήρια, ναοί», ΘΗ (Λάρισα 1987) 12-127 J. Koder, Fr. Hild, Hellas αnd Thessalia, ΘΗ 12 W. Miller, (μτφρ. Αγγ. Φουριώτη) Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Λονδίνο 1908, Α. Ρίζος, (μτφρ. Γ. Γουριώτης) «Οι Βλάχοι της Λάρισας κατά τον 10ο αιώνα», ανακοίνωση στο 23ο συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών, Μπέρμπιχαμ (1821/3/1989), ΘΗ 21 (Λάρισα 1992) 37-43 Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. 2, Αθήνα 1969, (επανέκδοση) Μ. Κατσαρόπουλος, Ένα πρόβλημα της ελληνικής μεσαιωνικής Ιστορίας, η σερβική επέκταση στη Δυτική Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του ΙΔ΄ αιώνα,
Θεσ/κη 1989 Α. Αδαμαντίδου, «Η Θεσσαλία κατά το Μεσαίωνα», Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός 12 (599-601) Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία βυζαντινού κράτους, τ. Α΄ , Β΄, Γ΄ 1978, 1980,1991 Σ. Παπαδημητρίου, Η Εκκλησία εν Θεσσαλία και αι Μητροπόλεις Λαρίσης και Δημητριάδος, Αθήναι 1937 Κ. Γουργιώτης, «Ο βυζαντινός Τύρναβος», Αρχαιολογία 8 (1983), 64- 68 Θ. Καρατζάς, Ιστορία Επαρχίας Δομοκού, Αθήνα 1961 I. Sokolov, (μτφρ. Τ. Λεβέντη), «Μεγάλοι και μικροί γαιοκτήμονες της Θεσσαλίας την εποχή των Παλαιολόγων», Vizantiiski Vremannik 24, Πετρούπολη, 1923-6, ΘΗ 27 (Λάρισα 1995) 65-72 Γ. Χατζηδάκης, Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, Αθήναι 1905 Πορφύριος Ουσπένσκι, Περιήγηση στα μοναστήρια των Μετεώρων, της Όσσας και του Ολύμπου στη Θεσσαλία το 1859, εκδ. Αυτοκρ. Ακαδημίας Επιστημών, Πετρούπολη 1896 Κ. Καιροφύλας, Οι κουρσάροι στην Ελλάδα, Αθήναι 1959 Φ. Φιλίππου, «Το πρώτο βουλγαρικό κράτος και η κατάκτηση της Λάρισας από το Σαμουήλ Βουλγαρίας», πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1991, σ. 80 κ. εξ. Α. Καρατόλιας, Τα Φάρσαλα από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, Αθήνα 1968 P. Magdalino, (μτφρ. Τόμης Αλεξόπουλος), «Μέση Ρωμανία, η Θεσσαλία και η Ήπειρος στον ύστερο Μεσαίωνα», ΘΗ 19, (Λάρισα1991), 33-52 Α. Διομήδης, Βυζαντιναί μελέται ΙΙ, Αι σλαβικαί επιδρομαί εις την Ελλάδα και η πολιτική του Βυζαντίου, Αθήναι 1945 Στ. Κυριακίδης, Βυζαντιναί μελέται 4, Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσ/κη 1947 Ν. Ανδριώτης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελλ. Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσ/κη 1992 Ιωάννης Παπαθανασίου, Ιστορία των Βλάχων, εισαγ. Ν. Μουτσόπουλος, Μπαρμπουνάκη Θεσ/κη, 1991 Β. Λιαπής, Γλώσσα η ελληνική, Θεσ/κη 1991 Ηώς, επιθεώρηση, «Θεσσαλία», 1962, β΄ εκδ. 2001, εκδ. Παπαδήμα R. Browning, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1992 G. H. Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, Μορφ. Ίδρυμα Εθν. Τραπέζης, β΄ εκδ. 1992 Ν. Γιαννόπουλος, «Οι δύο μεσαιωνικοί Αλμυροί και ο νυν», Επετηρίς Παρνασσού 8 (1904) Ν. Γιαννόπουλος, «Το φρούριον του Βόλου», ΕΕΒΣ 8 (1931) 110-133 Κ. Μαυρίκης, Άνω Μαγνήτων νήσοι, Αλόννησος 1997 Κων. Λάζαρης, Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας, Ελασσόνα 2002 «Πάσχα στη Σκιάθο», Επτά Ημέρες, εφημερίδα Καθημερινή, 23-4-1995 «Σκόπελος, το νησί του Δαπόντε», Επτά Ημέρες, εφημερίδα Καθημερινή, 1/9/1996 «Αλόννησος, μνημεία και φύση», Επτά Ημέρες, εφημερίδα Καθημερινή, 31/8/1997 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων κατακτητών», εφημ. Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, 27/10/07 Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νέας, τόμοι 113, εκδ. Πάπυρος, 2008 Συντομογραφίες: ΘΗ= Θεσσαλικό Ημερολόγιο
ΕΕΒΣ= Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών ΑΔ = Αρχαιολογικό Δελτίο ΑΕ= Αρχαιολογική Εφημερίς ΠΑΕ= Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ www.thessalia.gov.gr/contents , Ιστορία Θεσσαλίας www.larissaonline.gr/default.asp?Top=Istoria top , Ιστορία Λάρισας www.elassona.com.gr/m_elassona/perraibikhtripolis/istorikes.php, Περραιβική. Τρίπολις, παλαιοχριστιανικά ευρήματα με πλήθος εικόνων www.e-history.gr , Ελληνική Ιστορία από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (Ι.Μ.Ε.), χωρισμένη σε περιόδους και γεωγραφικές περιοχές www.archetai.gr/site/index.php , Η επιστήμη της Αρχαιολογίας- ξένες αρχ. σχολές www.tmth.edu.gr/el/expo/ancient_greek_technology.html ,Αρχαία τεχνολογία www.aegean.gr/culturaltec/chmlab., Πλήθος ολοκληρωμένων κειμένων Βυζαντινών και Εκκλησιαστικών συγγραφέων http://patrologia.ct.aegean.gr/kleida.htm www.fhw.gr/chronos/gr,Ι.Μ.Ε., Περίοδοι ελληνικής Ιστορίας, τέχνες, πολιτισμός, οικονομία www.culture.gr, Υπουργείο Πολιτισμού: Μουσεία, αρχ. Τόποι, χάρτες www.culture.gr/2/21/214/21401m/presveis/pages/images/titles/t0506/t1401.ipg,Υπουρ. Πολιτισμού: έκθεση αρχ. Ελληνικών νομισμάτων www.e-city.gr/larissa/home/view/view.php , Ιστορικά στοιχεία πόλης Λάρισας www.thessalia.gr/historycongress/material_gr.asp , Ιστορικό συνέδριο (9-11 Noε. 2006) για την Θεσσαλική Ιστορία (ανενημέρωτο μέχρι 8/1/2008) www.larissacity.com , Ιστορικά στοιχεία Λάρισας www.dimos-agias.gr , Ιστορικά στοιχεία Δήμου Αγιάς. www.na/lar.gr, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας, σύγχρονα στοιχεία www.pneuma.gr/useful2.htm , Ον λάιν ανάγνωση ιστορικών βιβλίων www.antivaro.gr, Διάφορα ιστορικά θέματα www.dimos-eurimenon.gr/contents/contents.php?cat=11 Από τα πιο ενημερωμένα και αξιόλογα sites της Θεσσαλίας, Ιστορική αναδρομή Δήμου Ευρυμενών, www.farsala.gr/main.htm , Ιστορία πόλης Φαρσάλων www.Achilles.gr/ old-farsalos.htm, Μυθολογία και Ιστορία Φαρσάλων http//skyscraper.fortunecity.com/cyburbia/704/farsala.html, Ιστορικά στοιχεία Φαρσάλων www.farsala-ep.gr/index.php?option=com , Ιστορία Φαρσάλων www.trikalacity.gr, Ιστορία Τρικάλων
www.3kala.gr, Ιστορία Τρικάλων www.karditsa.org/thriskeia08.php, Βυζαντινά θρησκευτικά μνημεία Ν. Καρδίτσας www.karditsa-net.gr/2007/religion/index.htm www.karditsacity.gr/ www.volos-city.gr/ecportal.asp?id=1351&nt=18&lang=1, Ιστορία Βόλου http://www.portaria.gr/PanagiaPortarea.asp www.pelion.com.gr/History/Greek/zagora/index.htm www.geocities.com/Pyrgetos http://2tee-almyr.mag.sch.gr/town/Almyros/isto_andromi_1.htm (Ιστορικά στοιχεία Αλμυρού) www.sofades.gr/ Πληροφορίες για το Δήμο Σοφάδων. www.smokovo.gr www.vlahoi.net/index.php (το δίκτυο των πολιτιστικών συλλόγων Βλάχων) www.aspropotamos.org/ www.evrimenon.gr/index.php? pid=2&lg=EL&PHPSESSID=7e8fa38a2509a63be193c3fad37403e4
www.portaria.gr www.larissa.gr http://acta.chadwyck.com www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Auctores/g_alpha.html (κείμενα αιώνα π.Χ. – 16ου μ.Χ.) www.ekepp-ekechak.gr/ (κέντρο χαρτών) www.imd.gr/html/gr/mainpage/maingr.htm (Ι. Μ. Δημητριάδας) www.e-erevna.gr (αρχαίο της τρικαλινής εφημερίδας) www.imfth.gr/ (Ι. Μ. Φθιώτιδας)
Θεσσαλικό Χρονολόγιο
168 π.Χ. 149 π.Χ. 146 π.Χ. 48 π.Χ. 27 π.Χ. -100 μ.Χ. μ.Χ. 26 7 26 9 38 0 39 5 47 6 48 1 51 7 52 2 53 1 54 0 54 1 54 2 55
Ήττα των Μακεδόνων του Περσέα στην Πύδνα Αναγόρευση της Λάρισας σε πόλη Augusta Καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους – Υποταγή της Ελλάδας Η μάχη της Φαρσάλου. Ο Ιούλιος Καίσαρ συντρίβει τον Πομπήιο Μεταρρυθμίσεις Αυγούστου Καίσαρα – Υποβάθμιση του Θεσσ. Κοινού (περίπου) Περιοδεία του Αποστόλου Ηρωδίωνα στη Θεσσαλία Κάθοδος Ερούλων στη Ν. Ελλάδα μέσω Θεσσαλίας και Β. Σποράδων Επιδρομή Γότθων στη Θεσσαλία Οι Βησιγότθοι υπό τον Φριτιγέρνη εισβάλλουν στη Θεσσαλία Δεύτερη εισβολή Βησιγότθων στο θεσσαλικό χώρο με τον Αλάριχο Πρώτη εισβολή Οστρογότθων στη Θεσσαλία Εισβολή Οστρογότθων υπό τον Θευδέριχο Αμαλό στη Θεσσαλία. Κατάληψη της Λάρισας και καταστροφή της Επιδρομή Αντών (πρώιμο σλαβικό φύλο) στην πεδινή Θεσσαλία Ισχυροί σεισμοί στην Κεντρική Ελλάδα Η Επισκοπή Λάρισας αναβαθμίζεται σε Μητρόπολη Επιδημία βουβωνικής πανώλης σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Ερήμωση της Λάρισας και λεηλασία της Θεσσαλίας από τους Ονογούρους (πρώιμο βουλγαρικό φύλο συγγενικό των Ούννων) Οχύρωση των κυριοτέρων θεσσαλικών πόλεων από τον Ιουστινιανό Εισβολή Κουτριγούρων υπό τον Ζαβέρ Χαν στη Ν.
7ου
9 57 7 59 7 67 0 72 7 74 6 79 9 89 4 89 6 98 0 98 5 99 7 10 18 10 40 10 66 10 70 10 82 10 83 12 04 12 08 12 22 12 30 12 47 12
Βαλκανική. Μία από τις τρεις μοίρες τους λεηλάτησε τη Θεσσαλία Εισβολή συνασπισμένων Σλάβων και Αβάρων στη Θεσσαλία Σχηματίζονται σλαβικοί θύλακες στην ορεινή Θεσσαλία – συγκρούσεις βυζ. στρατού και Σλάβων εποίκων Πρώτες εισβολές Βουλγάρων στην Κεντρική Θεσσαλία Στάση των «Ελλαδικών» Επιδημία πανώλης στη Θεσσαλία προερχόμενης από την Ιταλία Συνομωσία εκτοπισμένων βυζαντινών αρχόντων και Σλάβων της Βελζητίας («Σκλαβηνία» στην επαρχία Αλμυρού) - Ακάμηρος Επιδρομές των Βουλγάρων του Συμεών στη Θεσσαλία (ή 902) Καταστροφή της Δημητριάδας από Άραβες Σαρακηνούς πειρατές Έναρξη πολιορκίας της Λάρισας από τους Βουλγάρους του Σαμουήλ Κατάληψη της Λάρισας από τους ΒουλγάρουςΕκτοπισμός των κατοίκων της και του Ι. Λειψάνου του Α. Αχιλλίου στην Πρέσπα Δεύτερη εισβολή Βουλγάρων στη Θεσσαλία. Προέλαση μέχρι την Αττική Κατάλυση του βουλγαρικού κράτους από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο Επιδρομή Βουλγάρων στη Δημητριάδα «Μούλτος» - επανάσταση Βλάχων της Θεσσαλίας Νικολίτζας (Δελφινάς) Δεύτερη επιδρομή Σαρακηνών στη Δημητριάδα
–
Κατάληψη των Τρικάλων και εξάμηνη πολιορκία της Λάρισας από τους Νορμανδούς (Βοημούνδος) Απελευθέρωση των Τρικάλων και εκδίωξη των Νορμανδών που πολιορκούσαν τη Λάρισα Λατινοκρατία και στη Θεσσαλία – διαμερισμός εδαφών – Λέων Σγουρός Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος καταλαμβάνει τη Λάρισα διώχνοντας τους Λομβαρδούς – η Λάρισα έδρα Λατίνου επισκόπου Απελευθέρωση Θεσσαλίας, πλην Αλμυρού από τον δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Άγγελο Αποβίβαση στον Παγασητικό του Μανουήλ Αγγέλου της Θεσσαλονίκης – κατάληψη Λάρισας, Δημητριάδας, Φαρσάλων, Πλαταμώνα Η Θεσσαλία γίνεται τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Ο αυτοκράτορας Μιχ. Η΄ Παλαιολόγος συγκαλεί Σύνοδο
64 12 68 12 74 12 75 12 76 12 78 12 83 13 09 13 10 13 11 13 18 13 19 13 33 13 34 13 35 13 41 13 42 13 47 13 50 13 58 13 70 13 86 13
υπέρ της ένωσης των εκκλησιών, συμμετοχή του Θωμά Γοργιανίτη, μητροπολίτη της Λάρισας Διάσπαση του Δεσποτάτου της Ηπείρου - Ο νόθος γιος του Μιχαήλ Β΄, Ιωάννης Α΄ Δούκας ορίζεται κυβερνήτης του αυτόνομου θεσσαλικού κράτους Πολιορκία της Υπάτης, πρωτεύουσας της Θεσσαλίας, από τον Μιχαήλ Η΄ Ναυμαχία Δημητριάδας – νίκη των δυνάμεων της Θεσσαλίας και του Φιλανθρωπινού εις βάρος του φράγκικου στόλου (ή 1278) Ο Ιωάννης της Θεσσαλίας νικά το βυζαντινό στρατό του Συναδηνού στη μάχη των Φαρσάλων Σύνοδος Θεσσαλίας υπό τον Ιωάννη Α΄ της Θεσσαλίας – καταδίκη των ενωτικών Μιχαήλ Η΄ και του πατριάρχη Ι. Βέκκου ως αιρετικών Αλλεπάλληλες συγκρούσεις βυζαντινού στρατού και Θεσσαλών Λεηλασία της Θεσσαλίας από την Καταλανική Εταιρεία Έναρξη εισβολών άτακτων στιφών Αλβανών ως αποτέλεσμα εμφυλίων συγκρούσεων στην πατρίδα τους Νίκη συμμαχίας Καταλανών-Τούρκων στον Αλμυρό επί του δούκα των Αθηνών Βάλτερ Θάνατος του τελευταίου σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας, Ιωάννη Β΄ Διαμελισμός θεσσαλικών εδαφών από Ηπειρώτες, Βενετούς, Καταλανούς και από Φεουδάρχες, έλληνες και ξένους Τέλος της ηγεμονίας Στεφάνου Γαβριηλόπουλου – πρώτη αναφορά σε πόλισμα Βόλος (Γόλος) Εισβολή βυζ. Στρατού υπό τον Μιχαήλ Μονομάχο – άφιξη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου Ενσωμάτωση Θεσσαλίας στο Βυζάντιο – Η Μαγνησία στα χέρια των διαδόχων του οίκου των Μελισσηνών (Armegolio Μελισσηνός-Νοβέλ) (μέχρι 1347) Εμφύλιος μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ - Η Θεσσαλία αναγνωρίζει αυτοκράτορα τον Καντακουζηνό Σερβική κυριαρχία στη Θεσσαλία. Ίδρυση Ι. Μονών Μετεώρων – Ο Στέφανος Δουσάν ανακηρύσσεται αυτοκράτορας. (-1348) Κυβερνήτης Θεσσαλίας ο Συμεών Ουρός Παλαιολόγος – Επιδημία πανώλης Αποτυχημένη προσπάθεια Καντακουζηνού να απελευθερώσει τη Θεσσαλία Μάχη Αχελώου – Ο Νικηφόρος Β΄ της Ηπείρου ηττάται από τον ενωμένο στρατό Αλβανών-Σέρβων υπό την ηγεσία του Αλβανού οπλαρχηγού Γκίνη Μπούα Σπάτα (-1392) Πολυαρχία στη Θεσσαλία – Αλέξιος Άγγελος Φιλανθρωπηνός, Μανουήλ Φιλανθρωπηνός, Μαλιασσηνοί Πρώτη εισβολή Οθωμανών στη Θεσσαλία υπό τον Εβρενός μπέη – πρώτη κατάληψη της Λάρισας Μάχη Κοσσυφοπεδίου – εδραίωση τουρκικής παρουσίας στη
89 13 92 13 95 14 13 14 23 14 44 14 53 14 70
Βαλκανική (-1393) Β΄ κατάκτηση της Θεσσαλίας από του Οθωμανούς Παράδοση Τρικάλων στους Οθωμανούς – Η πόλη γίνεται έδρα του πρώτου Τούρκου πασά της Θεσσαλίας Τουραχάν Συνθήκη Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και Τούρκων – προσωρινή απελευθέρωση Ανατολικής Θεσσαλίας Οριστική οθωμανική κατάκτηση της ηπειρωτικής Θεσσαλίας επί Μουράτ Β΄ (Τουραχάν) Τελευταίες απεγνωσμένες προσπάθειες για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον Κων/νο Παλαιολόγο, δεσπότη του Μυστρά Άλωση της Βασιλεύουσας Πόλης Τα τελευταία οχυρά των Βενετών στην ηπειρωτική Θεσσαλία (Γαρδίκι, Πτελεός) πέφτουν στα χέρια των Τούρκων
Κεφάλαιο 1ο Το θεσσαλικό Κοινό κατά την Ρωμαϊκή εποχή 1
Α΄ Γενικά Στο β΄ μέρος της σειράς των βιβλίων, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, είχαμε αναφερθεί εκτενώς στην πρώτη περίοδο του Κοινού των Θεσσαλών (8ος-6ος αι.) καθώς και στη δεύτερη, την υπό μακεδονική κηδεμονία (352-197 π.Χ.). H τρίτη περίοδος αυτού του Κοινού εγκαινιάστηκε από τον Τίτο Φλαμινίνο, τον νικητή των Μακεδόνων και «ελευθερωτή» των ελληνικών πόλεων. Τότε διακηρύχθηκε η πλήρης ανεξαρτησία της Θεσσαλίας με πολίτευμα καθαρά αριστοκρατικό. Η νέα, τρίτη, αυτή μορφή του παρηκμασμένου Κοινού συμπεριλάμβανε την Πελασγιώτιδα, την Εστιαιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα και την Αχαΐα Φθιώτιδα (197-27 π.Χ.). Η πραγματική υποβάθμιση του Θεσσαλικού Κοινού επιβλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου Καίσαρα μετά το 27 π.Χ. Έτσι το Κοινό έγινε κάτι μια μορφή επαρχιακής συνέλευσης που συγκροτούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στη Λάρισα, τη θεσσαλική πρωτεύουσα. Άλλα ελληνικά ή ελληνιστικά Κοινά της εποχής ήταν: το αχαϊκό , το βοιωτικό, το φωκικό, το αρκαδικό, των Ελευθερολακώνων, των Μακεδόνων, το καππαδοκικό, της Βιθυνίας, του Πόντου, της Γαλατίας (Μ. Ασίας), της Λυκίας και το κιλικικό. Σ’ αυτά τα Κοινά ο επικεφαλής, ο οποίος επιλεγόταν από την αριστοκρατία, είχε τον τίτλο του αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας (δηλαδή του…θεοποιημένου αυτοκράτορα !!). Στις συνελεύσεις του Κοινού των Θεσσαλών συμμετείχαν περίπου 1
Γενικά για το Θεσσαλικό Κοινό, στο βιβλίο του Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία Β΄ τόμος, Λάρισα 2007.
300 βουλευτές όλων των θεσσαλικών πόλεων και αποφάσιζαν για ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος, υπό τη στενή επιτήρηση των Ρωμαίων διοικητών. Το θεσσαλικό Κοινό έκοβε δικά του νομίσματα, τοπικής εμβέλειας-χρήσης, τα οποία στη μια όψη είχαν την επιγραφή «Θεσσαλών» και στην άλλη τη μορφή του εκάστοτε αυτοκράτορα. Oι άρχοντες της Θεσσαλίας, σ’ αυτή την τέταρτη φάση του Κοινού είχαν το….προνόμιο της προεδρίας κατά τη διάρκεια των εορτών ή των αγώνων ενώ οι αρμοδιότητές τους εξαντλούνταν….. στον έλεγχο και την επιβολή των δικαστικών αποφάσεων σε περιπτώσεις αστυνομικής φύσης. Η τέταρτη αυτή περίοδος του θεσσαλικού Κοινού σταματά απότομα, λίγο μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, ή το πολύ το 269 μ.Χ., χρονιά κατά την οποία κορυφώθηκαν οι επιδρομές των Ερούλων και των πρωτο-Γότθων. Πληροφορίες για την οργάνωση της τελευταίας περιόδου της θεσσαλικής ομοσπονδίας έχουμε από μια πινακίδα που βρέθηκε μεταξύ των ερειπίων του Κιέριου2. Πάντως η θεσσαλική βουλή προσπάθησε πολλές φορές να υπερβεί τα καθορισμένα από τους Ρωμαίους όριά της, όπως σε μια περίπτωση που μας τη διασώζει ο Πλούταρχος3, όταν η βουλή του Κοινού διέταξε να τιμωρήσουν με θάνατο στην πυρά έναν πολίτη, ο οποίος όμως τελικά διασώθηκε γιατί αιτήθηκε δίκη ενώπιον του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά ονόματα στρατηγών του Κοινού στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως διασώθηκαν σε νομίσματα της εποχής. Α΄ Στα χρόνια του Αυγούστου: Αντίγονος, Ευβίοτος, Κύλλας Ευβιότου, Λύκυτος, Μεγαλοκλής, Θεμιστοκλής Ανδροσθένους καθώς και ο ίδιος ο Αύγουστος [27π.Χ. – 14 μ.Χ.]. Β΄ Στα χρόνια του Τιβέριου: Άσανδρος, Λύκυτος και Μεγαλοκλής (πιθανώς οι δυο τελευταίοι να είναι τα ίδια πρόσωπα με τα αντίστοιχα της εποχής του Αυγούστου). [14-37 μ.Χ.] Γ΄ Στα χρόνια του Νέρωνα: Αλόρχος, Αριστίων και Λάθυχος. [5468 μ.Χ.] Δ΄ Στα χρόνια του Δομιτιανού: Θύχος [81-96 μ.Χ.]. Ε΄ Στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. : Ηγησίας, 4 Κλαύδιος Αριστόφιλος, Φλάβιος Πολύκριτος, Σωσίπατρος (αυτοκράτορες Νέρβας [96-98] και Τραϊανός [98-117]. Στ΄ Νικόμαχος, στα χρόνια του Αδριανού [117-138]. Η Θεσσαλία κατά την Ρωμαϊκή Εποχή ανήκε άλλοτε στην 2
L. Heuzey- H. Daumet, Le Bas, Voyages Archéologiques 2, Παρίσι 1876. σύμφωνα με την επιγραφή το Κοινό εκείνη την περίοδο (14-37 μ.Χ.) ήταν υπό την επιτήρηση του Ποππαίου Σαββίνου, παππού της συζύγου του Νέρωνα, ο οποίος και αποφάνθηκε, μετά από σχετικό ψήφισμα της συνέλευσης του Κοινού, υπέρ των κατοίκων του Κιέριου σε μια συνοριακή διαμάχη με τη γειτονική Μητρόπολη. 3 Πλούταρχος, Πολιτικά παραγγέλματα. 4 Αυτή την εποχή μερικοί Θεσσαλοί ευγενείς αρχίζουν να παίρνουν ρωμαϊκά ονόματα ή επώνυμα (Κλαύδιος, Φλάβιος, κ.α.).
επαρχία Αχαΐας κι άλλοτε στην επαρχία της Μακεδονίας. Έτσι, για παράδειγμα, την εποχή του Αυγούστου η Θεσσαλία ήταν μέρος της Αχαΐας, ενώ το 2ο και τον 3ο αιώνα ήταν προσαρτημένη στη Μακεδονία. Δυστυχώς καμιά ιστορική πηγή δεν ορίζει ακριβείς χρονολογικούς προσδιορισμούς γι’ αυτές τις διοικητικές αλλαγές. Είναι πάντως σίγουρο ότι οι Τετράδες, οι διαιρέσεις δηλαδή της Αρχαιότητας, εξακολουθούσαν να ισχύουν, όπως και η οργάνωση του, έστω υποβαθμισμένου, Κοινού. Όμως η Μαγνησία ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη Θεσσαλία και οι πόλεις της ήταν ενωμένες στο Κοινό των Μαγνητών. Σ’ αυτό το τελευταίο Κοινό προσαρτήθηκαν οι νότιες περιοχές της Πελασγιώτιδας (περιοχή Φερών) καθώς και τμήματα της Αχαΐας Φθιώτιδας. Πίνακας
Ρωμαίων
αυτοκρατόρων (από τον Αύγουστο ως το Μ. Κων/νο) [Οι χρονολογίες σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζονται λόγω της διαίρεσης του ρωμαϊκού κράτους σε τετραρχίες. Το κράτος επανενώθηκε στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Κων/νου του Μεγάλου.] 1.Αύγουστος
2.Τιβέριος
14-37
3.Καλιγούλας
37-41
4.Κλαύδιος
31π.Χ.14 μ.Χ. 41-54
5.Νέρων
54-68
69-79
7.Τίτος 10. Τραϊανός
79-81 98-117
8.Δομιτιανός 11.Αδριανός
13.Μάρκος Αυρήλιος 16.Καρακάλλα ς 19.Μαξιμίνος Θραξ 22.Πουπηινός
161180 211218 235238 238
14.Κόμμοδος
81-96 117138 180192 218222 238
6.Βεσπασιανό ς 9.Νέρβας 12.Αντωνίνος
25.Δέκιος
249251 253260
26. Τριβωνιανός Γάλλος 29.Γαλλιηνός
28.Βαλεριανό ς
17.Ηλιογάβαλος 20.Γορδιανός Α΄ 23.Γορδιανός Γ΄
238244 251253 260268
15.Σεπτίμιος Σεβήρος 18.Σεβήρος Αλέξανδρος 21.Γορδιανός Β΄ 24.Φίλιππος Άραψ 27.Αιμιλιανός 30.Κλαύδιος Γοτθικός
Η Δυναστεία των Ιλλυριών 1 . 3 . 5 . 7 . 9 . 1 1 . 1 3
Αυρηλιαν ός Φλωριαν ός Κάρος Νουμερια νός Μαξιμιαν ός Γαλέριος Κων/νος Μέγας
270275 276
2.
Τάκιτος
3.
Πρόβος
282283 283284 286305 293311
6.
Καρίνος
8.
Διοκλητιανό ς Κωνστάντιος Χλωρός Μαξέντιος Α΄
306337
κ αι
1 0. 1 2.
337-
275276 276282 283285 284305 293306 306337
96-98 138161 192211 222235 238 244249 253 268270
.
Η μεγάλη καταστροφή για τη Θεσσαλία συντελέστηκε την τριετία 267-269 μ.Χ.. Τότε πρώτα οι Έρουλοι, επί αυτοκρατορίας Γαλλιηνού, εισέβαλαν στην ηπειρωτική Ελλάδα καταστρέφοντας Αθήνα, Κόρινθο, Άργος, Σπάρτη και λεηλατώντας την πεδινή Θεσσαλία. Έπειτα αποβιβάστηκαν και κατέστρεψαν αρκετά αιγαιοπελαγίτικα νησιά, μεταξύ των οποίων η Λήμνος και η Σκύρος για να συντριβούν τελικά από τα στρατεύματα του Γαλλιηνού στο Νέστο ποταμό. Το 269 εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο οι Γότθοι (πριν διασπαστούν σε Οστρογότθους και Βησιγότθους), οι οποίοι εισέβαλαν κι αυτοί με τη σειρά τους στη Θεσσαλία, επί Κλαύδιου Γοτθικού και πολιόρκησαν τις μεγάλες πόλεις προξενώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και στη θεσσαλική ενδοχώρα. Το τέλος της εποχής ήρθε με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Τότε διαλύθηκαν και τα δύο Κοινά της Θεσσαλίας ενώ αφαιρέθηκε ακόμα κι αυτή η τυπική εξουσία των ντόπιων αρχόντων. Η Θεσσαλία αναδείχτηκε σε χωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα. Β΄ Πόλεις – λιμάνια – οικονομία Οι κυριότερες πόλεις της Θεσσαλίας ήταν η Λάρισα, η Δημητριάδα, οι Φθιώτιδες Θήβες και η Υπάτη, αρκετά νοτιότερα, έξω από τα όρια της σημερινής Θεσσαλίας. Φαίνεται πως η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν η Λάρισα καθώς εκεί διασταυρώνονταν οι κύριοι οδικοί άξονες της εποχής, ΤέμπηΘερμοπύλες και Μακεδονία – Ολοσσών – Λάρισα – Φερές, και εκεί ήταν η έδρα του Κοινού. Τα μοναδικά λιμάνια της Θεσσαλίας ήταν, για μεν τους Μάγνητες η Δημητριάς, ενώ για τους υπόλοιπους Θεσσαλούς οι Παγασές και κυρίως οι Φθιώτιδες Θήβες με το επίνειό τους, την Πύρασο. Η Δημητριάδα μετά την αυτοκρατορική εποχή είχε χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής της, αλλά παρέμενε πρωτεύουσα του μαγνησιακού Κοινού. Σπουδαιότερο λιμάνι ήταν η Πύρασος των Θηβών όπως μαρτυρείται κι από τα υπολείμματα του οδικού της δικτύου. Γύρω στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. φαίνεται πως οι Φερές δεν ήταν ανεξάρτητη πόλη αλλά υπαγόταν στη Δημητριάδα. Έτσι τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ιδρύονταν οι πρώτες μητροπόλεις και επισκοπές της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, όλες οι μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας έγιναν έδρες μητροπολιτών ή επισκόπων πλην των Φερών. Ο πλούτος της Θεσσαλίας ήταν η γεωργία, η εκμετάλλευση της πορφύρας5, η εκτροφή αλόγων, το εμπόριο, κα. Όμως η 5
Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄, Λάρισα 2007, στην ενότητα για τις πόλεις της Θεσσαλίας, στο λήμμα για την αρχαία Μελίβοια.
Θεσσαλία φημιζόταν και για το μάρμαρό της. Το σπουδαιότερο λατομείο ήταν αυτό στο λόφο της Χασάμπαλης, μεταξύ Λάρισας και Συκυρίου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί εντατικά από τα χρόνια του Αυγούστου ως τις μέρες μας. Έτσι, ενώ στις επιτύμβιες στήλες των ελληνιστικών χρόνων δεν παρατηρήθηκε η χρήση τέτοιου λίθου, στα αυτοκρατορικά χρόνια και μετά, όλα τα μιλιάρια6, πολλοί κίονες σε ναούς της εποχής και σε παλαιοχριστιανικά οικοδομήματα7 των Φθιώτιδων Θηβών, κατασκευάζονταν από το λεγόμενο οφίτη λίθο της Χασάμπαλης. Άλλο σπουδαίο λατομείο της εποχής ήταν αυτό του Καστρίου της Αγιάς και αργότερα το Κριτήρι του Τυρνάβου. Γ΄ Κάτοικοι – πνευματική ανάπτυξη Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας δεν ήταν τελείως ομοιογενής. Διάφορες επιγραφές μας αποκαλύπτουν τη συνύπαρξη με τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων κατοίκων, διαφόρων μικρών κοινοτήτων, όπως Εβραίων, Ρωμαίων, Ανατολιτών, κ.α.. Οι Ρωμαίοι φαίνεται πως ήταν πράγματι μια πολύ μικρή μειονότητα μιας και βρέθηκαν πολύ λίγες επιτύμβιες στήλες γραμμένες στα Λατινικά, ενώ αντίθετα οι Εβραίοι είχαν μικρές μεν αλλά οργανωμένες κοινότητες, κυρίως στη Λάρισα8 και στις Φθιώτιδες Θήβες. Δεν αποκλείεται, κι αυτό μαρτυρείται από τα ερείπια ναών ανατολικών λατρειών, στις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας να κατοικούσε και μικρός αριθμός Συρίων και Αιγυπτίων, ως αποτέλεσμα του θρησκευτικού συγκρητισμού της εποχής (Σέραπις, Ίσις, κ.α.). Πάντως οι Έλληνες της Θεσσαλίας άρχισαν να επηρεάζονται από το ρωμαϊκό τρόπο ζωής σε κάποιο βαθμό, πράγμα που διαπιστώνεται και από την αλλαγή των ονομάτων ορισμένων μελών των σπουδαιότερων οικογενειών της περιοχής. Οι διασημότεροι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής (1ος-3ος αι. μ.Χ.) κατάγονταν είτε από τη Λάρισα είτε από την Υπάτη και προέρχονταν από τον κύκλο των ευπορότερων οικογενειών. Στην Υπάτη, λόγου χάριν, γεννήθηκε ο φιλόσοφος Αλέξανδρος ο Υπαταίος και οι, λιγότερο σημαντικοί, γιοι του Φοίνιξ και Φύλαξ, που αναφέρονται στο έργο του Φιλόστρατου «Βίοι Σοφιστών». Ο Αλέξανδρος ανήκε στη φιλοσοφική σχολή των Επικούρειων και ήταν φίλος του Πλούταρχου. Από την άλλη, στη Λάρισα γεννήθηκαν ο Ιππόδρομος και ο Φιλίσκος που ήταν καθηγητές ρητορικής από το 209 ως το 220 μ.Χ. στην Αθήνα. Άλλοι δυο σπουδαίοι ρήτορες ήταν ο Φίλων ο Λαρισαίος και ο Αρτεμίδωρος από το Μόψιο που δίδαξαν ακόμα και σε χώρες της Δύσης. Μάλιστα στη γαλλική πόλη Béziers βρέθηκε ταφικό επίγραμμα του Αρτεμίδωρου γραμμένο στα 6
Οδοδείκτες μιλίων. Οι κίονες της Αγίας Σοφίας Κων/λης είναι κατασκευασμένοι από το ίδιο μάρμαρο. 8 Για την εβραϊκή κοινότητα της Λάρισας δες ειδική ενότητα στο Δ΄ τόμο. 7
ελληνικά από τον αδελφό του.
Κεφάλαιο 2ο Η Πρωτοβυζαντινή εποχή στη Θεσσαλία
(325-
610 μ.Χ.)
Α΄ Επικράτηση του Χριστιανισμού - Οικουμενικές ΣύνοδοιΒαρβαρικές εισβολές Μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου και ιδίως μετά τη μονοκρατορία του Μ. Κων/νου, η χριστιανική θρησκεία κέρδιζε συνεχώς έδαφος στο ρωμαϊκό κράτος, φυσικά και στη Θεσσαλία, σε βάρος της ειδωλολατρικής ή εθνικής. Ο Χριστιανισμός εισήχθη σχετικά νωρίς στην Ελλάδα, αρχικά με τις περιοδείες του Αποστόλου Παύλου (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, κ.α.) και στη συνέχεια με άλλους κήρυκες του Ευαγγελίου. Η Υπάτη, που βεβαίως σήμερα, γεωγραφικά, δεν ανήκει στο θεσσαλικό χώρο, δέχτηκε τον 1ο μόλις αιώνα μ.Χ. έναν εκ των Εβδομήκοντα Αποστόλων, τον Ηρωδίωνα9, ο οποίος αφού κήρυξε στην ευρύτερη περιοχή, χειροτονήθηκε επίσκοπος Υπάτης και έγινε ο πρώτος ιερομάρτυρας στην περιοχή (δες σχετικά το κεφάλαιο με του Θεσσαλούς Αγίους πιο κάτω). Από την Υπάτη λοιπόν φαίνεται πως εισήχθη η χριστιανική θρησκεία και σε άλλες θεσσαλικές πόλεις και χωριά. Αργότερα, και κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια με σκοπό να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Αρείου ο οποίος δε δεχόταν την υπόσταση του Υιού ισότιμη με αυτή του Πατρός, μεταξύ των συνοδικών πατέρων της Εκκλησίας συμμετείχαν και τρεις Θεσσαλοί ιεράρχες, μετέπειτα άγιοι: ο επίσκοπος Λάρισας Αχίλλιος, ο επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος (ή Διόδωρος) και ο μετέπειτα επίσκοπος Πεπαρήθου (Σκοπέλου) Ρηγίνος. Φαίνεται ότι μέχρι το 380 η Θεσσαλία, έχοντας κλείσει τις πληγές που άνοιξαν στην εύφορη χώρα οι βαρβαρικές επιδρομές του προηγούμενου αιώνα (Έρουλοι, Γότθοι), ευημερούσε. Όμως μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιου (395), οι φιλοαρειανοί διάδοχοί του άφησαν περιθώρια ανεξέλεγκτης δράσης στα μισθοφορικά γερμανικά στρατεύματα (Βησιγότθοι), που και αυτά είχαν ασπασθεί την αίρεση του Αρείου. Έτσι άρχισαν οι 9
Προς Ρωμαίους Επιστολή, ιστ΄ 11.
επιδρομές και στο θεσσαλικό χώρο, που δεν είχε εκείνη την εποχή ουσιαστική αμυντική δύναμη (έλλειψη οχυρών, σχετικά ανοργάνωτη διοίκηση) και σε συνδυασμό με την έλξη που ασκούσαν πάντα οι εύφορες περιοχές στα βαρβαρικά στίφη, η Θεσσαλία γνώρισε μεγάλες καταστροφές. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τις καταστροφές των αρχαίων μνημείων από τις ορδές του Αλάριχου «… Οπωσδήποτε ο Αλάριχος αναχωρήσας εκ Θράκης, προήλασε κατ’ αρχάς εις την Μακεδονίαν και έπειτα εις την Θεσσαλίαν πάντα καταστρεφόμενος τα εν τω μέσω. Περί τας αρχάς δε του 396 γενόμενος πλησίον των Θερμοπυλών, ανήγγειλε λάθρα την άφιξιν αυτού προς τε τον Αντίοχον, τον ανθύπατον, και προς τον Γερόντιον, τον προϊστάμενον της εν Θερμοπύλαις φυλακής. Και εν τω άμα ο Γερόντιος, αναχωρήσας μετά των φυλάκων, αφήκεν ελευθέραν και ακώλυτον εις τους βαρβάρους την εις την Ελλάδαν είσοδον. Οι δε, καθοδηγούμενοι υπό πολυαρίθμων μοναχών, κατεπλημμύρισαν πάντα τα μεταξύ Θερμοπυλών και Αττικής … λεηλατούντες και καταστρέφοντες χώρας και πόλεις, τους μεν άνδρας ηβηδόν10 αποσφάττοντες, παίδας δε και γυναίκας αγεληδόν συνεπαγόμενοι … ήσαν δε Γότθοι Αρειανοί μεν αλλ’ ουδέν ήττον Χριστιανοί και επιτήδειοι να συντελέσωσιν εις τον θρίαμβον των συμμάχων αυτών, δια της των ιερών καταστροφής.» Σημείωση: Βλέπουμε ότι υπό την ανοχή και τη διευκόλυνση των Ρωμαίων αξιωματούχων και πιθανώς του ίδιου του αυτοκράτορα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους οι Βησιγότθοι κατέστρεφαν οτιδήποτε ελληνικό, δήθεν ως ζηλωτές της χριστιανικής θρησκείας. Τα ίδια υπέστη και η θεσσαλική ύπαιθρος. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 9, β. 8ο, εκδ. ΔΟΛ, σελ. 92,3
Συγκεκριμένα οι Γότθοι, με αρχηγό τους το γνωστό Αλάριχο, εισέβαλαν το 396 μ.Χ. από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και έκτισαν κάποιο οχυρό κοντά στον Πηνειό ποταμό λεηλατώντας τη Λάρισα. Στο εσωτερικό της Θεσσαλίας κατάστρεψαν τα πάντα στο διάβα τους. Από εκεί, προελαύνοντας στη Στερεά, πολιόρκησαν την Αθήνα, που παραδόθηκε αμέσως, ενώ εν συνεχεία έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Ο Θεοφάνης για την εισβολή των Γότθων επί αυτοκρ. Ουάλη «Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη τοʹ (370 μ.Χ) .Ῥωμαίων βασιλεὺς Οὐάλης ἔτη γʹ…..Τούτῳ τῷ ἔτει οἱ Γότθοι πάλιν ἑνωθέντες ἐξῆλθον εἰς τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων καὶ ἠρήμωσαν πολλὰς ἐπαρχίας, Σκυθίαν, Μυσίαν, Θρᾴκην, Μακεδονίαν, καὶ Ἀχαΐαν, καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, περὶ τὰς εἴκοσιν ἐπαρχίας……..Οὐάλης δὲ διάγων ἐν τῇ Ἀντιοχέων καὶ μαθὼν περὶ τῶν Γότθων ἦλθεν ἐπὶ Κωνσταντινούπολιν, οἱ δὲ Βυζάντιοι ὕβριζον αὐτὸν ὡς ἄνανδρον καὶ φυγοπόλεμον.» Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 10
Από ην εφηβική ηλικία.
∆ΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ∆ΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ , 65 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Έναν αιώνα αργότερα, συγκεκριμένα το 476 μ.Χ. πρώτα, χωρίς επιτυχία, και αργότερα το 481, οι Οστρογότθοι (Γότθοι της Ανατολής) υπό τη διοίκηση του Θευδέριχου Αμαλού εισέβαλλαν στη Θεσσαλία καταλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και την αραιοκατοικημένη τότε Λάρισα. Η άμυνα των Βυζαντινών υπήρξε ανύπαρκτη διότι ο ικανότατος στρατηγός του Ιλλυρικού, που ήταν υπεύθυνος στρατιωτικά για τη Θεσσαλία, Σαβινιανός, είχε δολοφονηθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ζήνωνα. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τις εισβολές των Οστρογότθων (481 μ.Χ.) και των Κουτριγούρων υπό τον Ζαβέρ Χαν (559 μ.Χ.) στη Θεσσαλία «Ο Θευδέριχος επαναλαμβάνει τας επιδρομάς, και εμβαλών εις αυτήν την Θεσσαλίαν λεηλατεί την πρωτεύουσαν αυτής Λάρισαν. (…) εκ δε των τριών μοιρών (των τριών δηλαδή τμημάτων των Κουτριγούρων) η δε αφού διήλθε Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν, δεν ηδυνήθη να εκπορθήσει τας Θερμοπύλας από αποχρώσης δυνάμεως κατεχομένας.» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τ. 10ος, βιβλίον 9, σελ. 97, 212
Η αποχώρηση των Οστρογότθων έγινε το 483 μετά από συμφωνία με τους Βυζαντινούς οι οποίοι τους παραχώρησαν περιοχές στη νότια όχθη του Δούναβη (Ίστρου) για εγκατάσταση. Στις αρχές του επόμενου αιώνα οι Άντες, ένα πρωτο-σλαβικό φύλο, εισέβαλαν στην Ελλάδα (517) και ερήμωσαν την πεδινή Θεσσαλία και τη βόρεια Στερεά για να νικηθούν τελικά από το βυζαντινό στρατό στις Θερμοπύλες. Όμως τα βάσανα της Θεσσαλίας δε σταμάτησαν εδώ: το 522 ισχυροί σεισμοί έπληξαν την κεντρική Ελλάδα σωριάζοντας σε ερείπια ό,τι απέμενε όρθιο απ’ τις προηγούμενες βαρβαρικές δηώσεις11. Ο ιστορικός της εποχής Προκόπιος αναφέρει, θέλοντας να δείξει τη σφοδρότητα των σεισμικών δονήσεων που κράτησαν μήνες, ότι τότε πήραν τη μορφή που έχουν σήμερα οι λίμνες της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας Υλίκη και Παραλίμνη καθώς και ο Κρισσαίος κόλπος (Ιτέα, Αντίκυρα Ν. Φωκίδας). Ο Γεώργιος Μοναχός για τους μεγάλους σεισμούς του 6ου αιώνα «ΡΣΤ΄4̣ Κατ' ἐκείνους δὲ τοὺς καιροὺς σεισμὸς (μέ γας καὶ φοβερώτατος) γέγονεν, ὡς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὑποχωρῆσαι (μὲν) τὴν θάλασσαν ἐπὶ πολὺ, τὰ δὲ πλοῖα ὡς ἐπὶ ξηρᾶς εὑρεθῆναι κείμενα. Πλήθους δὲ λαοῦ συνδραμόντος εἰς θέαν τοῦ παραδόξου θαύ ματος καὶ τοῦ ὕδατος πάλιν ὑποστρέψαντος ̣ 120b καὶ ἐκβεβληκότος μακρότερον τοῦ συνήθους τόπου, κατεποντίσθησαν ἀνθρώπων μυριάδες εʹ·12 (καὶ τὰς μὲν ἐκεῖθεν προσορμιζούσας ναῦς τὸ ὕδωρ κατεκάλυψεν, τὰς δὲ ἐν τῷ ποταμῷ Νείλῳ εὑρεθείσας ἀπέῤῥιψεν ὁ ποταμὸς εἰς ξηρὰν μετὰ πολλῆς τῆς ῥύμης μέχρι σταδίων ρπʹ· ἀλλὰ μὴν) καὶ τῆς Κρήτης καὶ τῆς Ἀχαΐας καὶ τῆς Βοιωτίας καὶ τῆς Ἠπείρου καὶ Σικελίας τὰ πλεῖστα μέρη (συνέβη τότε) ἀπολεσθῆναι, τῆς θαλάσσης ἀνελθούσης· καὶ 11 12
δηώσεις, δηλαδή λεηλασίες – καταστροφές. Ενν. 50.000 πνιγέντες.
ὑψωθέντος τοῦ ὕδατος, ἐπὶ ὀρέων ἐῤῥίφη ἄχρι σταδίων ρʹ (τάς τε Βρετανικὰς νήσους καὶ τῆς Ἀφρικῆς τὰ αὐτὰ καὶ χείρονα ὑποστῆναι· καὶ σχεδὸν πάσης 463 τῆς οἰκουμένης τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ τὰ μὲν ὑπὸ τῶν σεισμῶν,τὰ δὲ ὑπό τῆς θαλάσσης κατεποντίσθη· καὶ μέντοι ἐν τοῖς βυθοῖς καὶ ἐν τοῖς μεγάλοις πελάγεσι τὰ ἀμφὶ τὸ Ἀδρίαν καὶ Αἰγαῖον πέλαγος καὶ ἄλλα πλεῖστα ὑπεχώρησε καὶ διέστη ὡσεὶ τεῖχος ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ὕδατα, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά· καὶ πολλὰ τότε πλοῖα εὑρέθησαν πλέοντα καὶ εἰς τὸν πυθμένα καθίσαντα καὶ πάλιν ἀνήχθησαν τῇ τοῦ ὕδατος καταστάσει.» πολλὰ πλοῖα,
ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΞΗΓΗΤΩΝ ΣΥΛΛΕΓΕΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΘΕΝ ΥΠΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΩΥ ΜΟΝΑΧΟΥ. Βίβλος δ΄ Βασιλεία Γρατιανοῦ καὶ Οὐαλεντινιανοῦ τῶν υἱῶν τοῦ Μεγάλου Οὐαλεντινιανοῦ. Ρστ΄ www.aegean.gr/culturaltec/chmla
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τους φοβερούς σεισμούς της Κεντ. Ελλάδας (522 κ.έ.) «… Συγχρόνως δε συνέβησαν εντός της κυρίως Ελλάδος σεισμοί καταστρεπτικοί. Η Βοιωτία, η Αχαΐα και πάσα η παρά τον Κρισαίον13 κόλπον παραλία εσείσθησαν, πολλά δε χωρία κατηδαφίσθησαν εκ τούτου. (…) Εν δε τη χώρα όπου η Βοιωτία χωρίζεται από της Θεσσαλίας και ιδίως παρά το Εχίναιον και την Σκάρφειαν, η θάλασσα πλημμυρίσασα κατέκλυσε πάσαν την γην μέχρι των ορέων.» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τ. 10ος, βιβλίον 9ον, σελ. 215.
Η τελευταία όρθια πέτρα από ό,τι ελάχιστο είχε διασωθεί από τα οικοδομήματα των αρχαιότερων εποχών, ισοπεδώθηκε από τους Ονογούρους. Οι Ονογούροι, πρωτο-βουλγαρικό φύλο, ουραλοαλταϊκής προέλευσης, συγγενικό με τους Ούννους του Αττίλα, εισέβαλαν το 540/1 στη Θεσσαλία προξενώντας την απόλυτη ερήμωση. Το «έργο» τους τερματίστηκε στην Κόρινθο. Παίρνοντας μαζί τους λάφυρα και αιχμαλώτους, επέστρεψαν στην αρχική τους κοιτίδα, βόρεια του Δούναβη. Β΄ Οχυρωματικά έργα του Ιουστινιανού στη Θεσσαλία – Το τείχος της Λάρισας Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Ιουστινιανός, βλέποντας τα προβλήματα που προξενούσαν οι αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, σχεδίασε και πραγματοποίησε ένα τεράστιο έργο οικοδόμησης τειχών γύρω από τις σπουδαιότερες πόλεις που το περιγράφει αναλυτικά ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του Περί κτισμάτων. Μέρος αυτού του έργου αφορούσε τη Θεσσαλία (δες σχετικό παράθεμα). Έτσι μέχρι το τέλος της τέταρτης δεκαετίας του 6ου αιώνα μ.Χ. τειχίστηκαν η Δημητριάδα, η Φάρσαλος, η 13
Ο κόλπος της Φωκίδας κοντά στη Ιτέα – Αντίκυρα.
Τρίκκη, οι Γόμφοι, κ.α.. Η Λάρισα , που από το 531 είχε ανακηρυχθεί έδρα Μητροπόλεως, με τον μητροπολίτη της να είναι ο επικεφαλής όλων των θεσσαλικών επισκοπών, οχυρώθηκε με ημικυκλικό τείχος που άρχιζε από τη δεξιά όχθη του Πηνειού, περίπου στη θέση του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και τελείωνε στην ίδια όχθη του ποταμού, κάπου στη σημερινή συνοικία του Αγίου Αθανασίου. Ο Βασίλειος Στεργιούλης για τα έργα του Ιουστινιανού στη Λάρισα «… Εξαιτίας μάλιστα της θέσης και της σημασίας της η Λάρισα έγινε την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) έδρα (πρωτεύουσα) της μεγάλης σε έκταση και οικονομική δύναμη επαρχίας της Θεσσαλίας. Και για να είναι ασφαλής και απόρθητη, ενισχύθηκε από τον εν λόγω αυτοκράτορα με οχυρωματικά έργα. Συγκεκριμένως την περιτείχισε με μεγάλο ημικυκλικό τείχος, το οποίο άρχιζε από τη μια όχθη του ποταμού και κατέληγε στην άλλη. Άφηνε ακάλυπτη μόνο τη βορινή πλευρά της πόλης, η οποία προστατευόταν από το Φρούριο. Το παραπάνω τείχος είχε τέσσερις πύλες (Τρικάλων, Φαρσάλων, Βόλου, Αγιάς). Για να είναι δε περισσότερο ασφαλισμένη και απόρθητη η πόλη, ο Ιουστινιανός περικύκλωσες το εν λόγω τείχος με μεγάλη τάφρο, το εύρος της οποίας εκτεινόταν από πέντε μέχρι δέκα μέτρα, …» Β. Χ. Στεργιούλης – Ι. Ν. Καραμήτρος, Λάρισα, η πόλη του Α. Αχιλλίου, Π.Ο.Δ. Λαρισαίων 2007, σ. 15,16
Η βόρεια πλευρά της πόλης καλυπτόταν από τον λόφο του φρουρίου και τον ίδιο τον Πηνειό. Στην εξωτερική πλευρά του τείχους ανοίχτηκε μια τάφρος πλάτους 5-10 μέτρων για μεγαλύτερη ασφάλεια. Τμήμα αυτού του τείχους ανασύρθηκε πρόσφατα στην επιφάνεια με ειδικούς χειρισμούς από την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Λάρισας κατά τη διάρκεια έργων για την κατασκευή υπογείου σταθμού αυτοκινήτων στην Πλατεία Λαού (2004-2006). Βέβαια αυτές οι αναγκαστικές ή «σωστικές», όπως λέγονται, ανασκαφές, δεν μπορούν να αναδείξουν τον ιστορικό πλούτο της πόλης. Χρειάζεται συνδυασμένη δράση και εξοικονόμηση πόρων για να έλθει στο φως η πλήρης εικόνα της αρχαίας και βυζαντινής πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι στα έργα που προαναφέραμε βρέθηκε και το ιερό μιας βασιλικής14 των πρωτοχριστιανικών χρόνων η οποία και … επιχωματώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, υπό την καταλυτική παρουσία πανύψηλων λαμαρινών και ισχυρών λουκέτων που παρεμπόδιζαν … τα αδιάκριτα βλέμματα των φίλων της τοπικής Ιστορίας!! Προκόπιος, Περί κτισμάτων 4.2.2 (…) μάλιστα δὲ πάντων θαυμάσειεν ἄν τις ὁπόσοις περιβόλοις ἐτειχίσατο τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν. τῶν τε γὰρ ἄλλων προὐνόησε πάντωνκαὶ οὐχ ἥκιστα τῶν ἐν 4.2.3 Θερμοπύλαις ἀνόδων. πρῶτα μὲν οὖν τὰ τείχη ἐς ὕψοςαὐτῷ ἀνέστη μέγα. ἦν γάρ, εἴ τις προσίοι, εὐπετῶς ἁλωτὰ καὶ οὐ τετειχισμένα τὰὄρη, ἃ ταύτῃ ἀνέχει, ἀλλ' 4.2.4 ἀποτετριγχωμένα ἐδόκει εἶναι. οἷς δὴ καὶ διπλᾶς τὰς4.2.4 ἐπάλξεις ἐντέθειται πάσας. 14
Η βασιλική ήταν ο αρχαίος ρυθμός οικοδόμησης των χριστιανικών ναών.
4.2.12 (…) προσχωρεῖν τέχνῃ καὶ βιαζομένοις ὑπείκειν. οὐ μέντοι οὐδὲ τάς τε λόχμας καὶ νάπας ἀλλήλαιςἀνάψας,οὐδὲ τὴν θάλασσαν τῷ ὄρει ἐναρμοσάμενος ὁ βασιλεὺς οὗτος, ὅλην τε τὴν Ἑλλάδα περιβαλὼν τοῖς ὀχυρώμασι, κατέπαυσε τὴν ὑπὲρ τῶν κατηκόων σπουδήν, ἀλλὰ καὶ φρούρια πολλὰ τοῦ τείχους ἐντὸς ἐτεκτήνατο, ἄξια τύχης τῆς ἀνθρωπείας 4.2.16 (…) Οὕτω μὲν Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς τὰ ἐν Θερμοπύλαις ἐρύματα ἐκρατύνατο. καὶ πόλεων δὲ ἁπασῶν, αἵπερ αὐτῶν ἐκτὸς τῇ χώρᾳ ἐξικανοῦσιν οὖσαι,ξὺν ἐπιμελείᾳ πολλῇ τείχη ᾠκοδομήσατο ἰσχυρά, ἔν τε Σάκκῳ καὶ Ὑπάτῃ καὶΚορακίοις καὶ Οὐννῷ καὶ Βαλέαις καὶ τῷ 4.2.17 καλουμένῳ Λεονταρίῳ. ἐν δὲ τῇ Ἡρακλείᾳ πεποίηται τάδε. 4.3.1 (…) Πόλις δὲ ἦν τις ἐπὶ Θεσσαλίας, ∆ιοκλητιανούπολις ὄνομα, εὐδαίμων μὲν τὸ παλαιὸν γεγενημένη, προϊόντος δὲ τοῦχρόνου βαρβάρων οἱ ἐπιπεσόντων καταλυθεῖσα καὶ οἰκητόρων ἔρημος γεγονυῖα ἐπὶ μακρότατον· λίμνη δέ τις αὐτῇ ἐν γειτόνων τυγχάνει οὖσα, ἣ Καστορία ὠνόμασται. καὶ νῆσος κατὰ μέσον τῆς λίμνης τοῖς ὕδασι 4.3.5. (…) ἐπὶ μέντοι Ἐχιναίου τε καὶ Θηβῶν καὶ Φαρσάλου καὶ ἄλλων τῶν ἐπὶ Θεσσαλίας πόλεων ἁπασῶν, ἐν αἷς ∆ημητριάς τέ ἐστι καὶ Μητρόπολις ὄνομα καὶ Γόμφοι καὶ Τρίκα, τοὺς περιβόλους ἀνανεωσάμενος, ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἐκρατύνατο, χρόνῳ τε καταπεπονηκότας μακρῷ, εὐπετῶς τε ἁλωτοὺς ὄντας, εἴ τις προσίοι. 4.3.6 Ἀλλ' ἐπεὶ ἐς Θεσσαλίαν ἀφίγμεθα, φέρε δή, τῷ λόγῳ 4.3.6 ἐπί τε τὸ ὄρος τὸ Πήλιον καὶ Πηνειὸν ποταμὸν ἴωμεν. 4.3.7 ῥεῖ μὲν ἐξ ὄρους τοῦ Πηλίου πρᾴῳ τῷ ῥείθρῳ ὁ Πηνειός, ὡράϊσται δὲ αὐτῷ περιρρεομένη πόλις ἡ Λάρισσα, τῆς Φθίας ἐνταῦθα οὐκέτι οὔσης, τοῦτο δὴ τοῦ μακροῦ 4.3.8 χρόνου τὸ διαπόνημα. φέρεται δὲ ὁ ποταμὸς οὗτος εὖ μάλα προσηνῶς ἄχρι ἐς θάλασσαν. εὔφορός τε οὖν ἐστιν ἡ χώρα καρπῶν παντοδαπῶν καὶ ποτίμοις ὕδασι κατακορὴς ἄγαν, ὧνπερ ὀνίνασθαι ὡς ἥκιστα εἶχον περίφοβοι ὄντες οἱ τῇδε ᾠκημένοι διηνεκὲς καὶ καραδοκοῦντες ἀεὶ τοὺς βαρβάρους ἐγκείσεσθαι σφίσιν· ἐπεὶ οὐδαμῆ τῶν ταύτῃ χωρίων ὀχύρωμα ἦν, ὅπη ἂν καταφυγόντες 4.3.9 σωθήσονται. ἀλλὰ καὶ Λάρισσαν καὶ Καισάρειαν, πεπονηκότων σφίσιν ὑπεράγαν τῶν ἐρυμάτων, σχεδόν τι 4.3.10 ἀτειχίστους εἶναι ξυνέβαινε. βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς ἄμφω τείχη ἰσχυρότατα ποιησάμενος γνησίᾳ τὴν χώραν 4.3.11 εὐδαιμονίᾳ ξυνῴκισεν. οὐ πολλῷ δὲ ἄποθεν ὄρη ἀνέχει ἀπόκρημνα, οὐρανομήκεσιν ἀμφιλαφῆ δένδροις· οἰκεῖα 4.3.12 δὲ Κενταύροις τὰ ὄρη. καὶ γέγονε Λαπίθαις ἐν τῇδε τῇ χώρᾳ πρὸς τὸ Κενταύρων γένος ἡ μάχη, ὡς οἱ μῦθοι ἡμῖν ἐκ παλαιοῦ ἰσχυρίζονται, νεανιευόμενοι γεγονέναι ἀνθρώπων γένος ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις ἀλλόκοτον καὶ 4.3.13 ζῴων φύσιν τινὰ δυοῖν σύμμικτον. ἀφῆκε δέ τι καὶ τῷ μύθῳ ἐν προσηγορίᾳ μαρτύριον ὁ παλαιὸς χρόνος, φρουρίου ἐν τοῖς τῇδε ὄρεσιν ὄντος. Κενταυρόπολις γὰρ τὸ 4.3.14 χωρίον καὶ εἰς ἐμὲ ὀνομάζεται. οὗπερ τὸ τεῖχος Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς καταπεπτωκὸς ἤδη σὺν Εὐρυμένῃ τῷ φρουρίῳ ἐνταῦθά πη ὄντι καὶ ταὐτὸ πεπονθότι ἀνοικο4.3.15 δομησάμενος ἐκρατύνατο. πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα φρούρια ἐπὶ Θεσσαλίας ὁ βασιλεὺς οὗτος ἀνενεώσατο, ὧνπερ τὰ ὀνόματα σὺν τοῖς ἐν Μακεδονίᾳ τετειχισμένοις ἐν καταλόγῳ γεγράψεταί μοι οὐ πολλῷ ὕστερον. 4.4.3 (…) Ἀνενεώθη καὶ ἐπὶ Θεσσαλίας φρούρια τάδε· Ἀλκών. Λόσσονος. Γεροντική. Πέρβυλα. Κερκινέου. Σκιδρεοῦς. Φράκελλαν.
Γ΄ Η μεγάλη επιδημία – Νέα καταστροφική εισβολή Το 542 σ’ όλο το θεσσαλικό χώρο και γενικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκε μια
διαφορετική απειλή: θανατηφόρα επιδημία βουβωνικής πανώλης (πανούκλας) η οποία έφτασε μέσω των εμπορικών πλοίων που ήλθαν από την Ινδία μεταφέροντας εδώδιμα προϊόντα (φαγώσιμα είδη). Η αυτοκρατορία θρήνησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Σαν να μην έφτανε όμως αυτή η καταστροφή, μια νέα εισβολή αναστάτωσε τη Νότια Βαλκανική. Άτακτα στίφη Κουτριγούρων (συγγενικός λαός με τους Ονογούρους), έχοντας επικεφαλής τους τον Ζαβέρ Χαν, εισέβαλαν στη Μακεδονία και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Μία απ’ αυτές, το 559, κατέβηκε προς τη Θεσσαλία και λεηλάτησε ό,τι είχε απομείνει15. Πριν όμως ο έκτος αιώνας φτάσει στο τέλος του, μια, διαφορετικής μορφής, εισβολή, ήρθε να ανατρέψει , κατά τόπους, την υφιστάμενη κατάσταση και να αναστατώσει για δυο-τρεις αιώνες την αυτοκρατορία και τον ελλαδικό χώρο. Ήταν η εισβολή των Σλάβων. Δ΄ Η σλαβική εισβολή Αρχική κοιτίδα των Σλάβων ήταν η νότια Πολωνία και η Λευκορωσία. Πιεζόμενοι από άλλους λαούς κατέληξαν στην περιοχή της Παννονίας (Ουγγαρίας). Εκεί βρίσκοντας εύκολα περάσματα στα αχανή βόρεια σύνορα (Δούναβης) της αυτοκρατορίας, εισέβαλαν στην αρχή μόνοι τους ή ως σύμμαχοι των Ονογούρων, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Στη συνέχεια περνούσαν πάλι το Δούναβη και επέστρεφαν στις εστίες τους. Λίγο αργότερα, οι επιδρομές τους άλλαξαν χαρακτήρα. Τώρα πλέον είχαν μαζί τους και τα γυναικόπαιδα, διότι επεδίωκαν να κατοικήσουν στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους. Η χρονιά σταθμός, με την μεγαλύτερη εισβολή Σλάβων, ήταν το 577, χρονιά κατά την οποία οι εισβολείς κατέστρεψαν διάφορες περιοχές της Θράκης, της Βόρειας16 και Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ μεγάλες ομάδες απ’ αυτούς κατέληξαν στην Πελοπόννησο όπου και δημιούργησαν μερικούς φυλετικούς θύλακες στο εσωτερικό της. Στις καταστροφές που προξένησαν στα μέρη που κατέκτησαν αναφέρονται πολλοί ιστορικοί της εποχής17. Όμως οι «παροικίες» αυτές των Σλάβων δεν άντεξαν στο χρόνο διότι ο στρατιωτικός διοικητής του Ιλλυρικού Ιωάννης ζήτησε τη βοήθεια ενός άλλου βαρβαρικού φύλου, των Αβάρων, για την αντιμετώπιση των παρείσακτων. Έτσι στρατός 60.000 Αβάρων με αρχηγό το Χάνο Βαϊανό εισέβαλαν στις πρώιμες «Σκλαβηνίες»18 και εκδίωξαν τους Σλάβους προς το Βορρά. Αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τους Αβάρους, πολλές σλαβικές ομάδες επανήλθαν στην παλιά τους 15
Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α΄ ,εκδόσεις Πάπυρος, σ. 185. Άλλη μια ιστορική επιβεβαίωση για τους προγόνους των σημερινών Σκοπιανών. Εμφανίστηκαν στη Βαλκανική μεταξύ 6ου και 7ου αι. μ.Χ. και διεκδικούν ιστορική συνέχεια … με το ελληνικό φύλο των Μακεδόνων που εμφανίστηκε στο προσκήνιο 1500 περίπου χρόνια πιο πριν (8ος αι. π.Χ.) ! 17 Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, β΄6,25 , Μένανδρος σ. 331-334, εκδ. Βόννης. 18 Σκλαβηνίες ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς οι ημιαυτόνομες περιοχές που κατείχαν οι Σλάβοι κατά τον επόμενο αιώνα (7ο) στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. 16
κοιτίδα, βορείως του Ίστρου (Δούναβη). Όμως οι Άβαροι, αθετώντας τη συμφωνία με τους Βυζαντινούς, στράφηκαν κατά του βυζαντινού πληθυσμού. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε προσωρινά, το 580, όταν ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄, μη έχοντας ισχυρές δυνάμεις, λόγω της εκστρατείας του μεγαλύτερου στρατιωτικού σώματος της αυτοκρατορίας στην μεθόριο με την Περσία, υπέγραψε με τους Αβάρους συνθήκη ειρήνευσης, με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, που όμως δεν κράτησε για πολύ. Τα επόμενα χρόνια παρατηρούνται οι πρώτες από κοινού επιδρομές Σλάβων και Αβάρων κατά της αυτοκρατορίας. Έτσι, για παράδειγμα, το 584 και το 586 πολιόρκησαν, χωρίς αποτέλεσμα, τη Θεσσαλονίκη. Τα σλαβικά φύλα, βλέποντας ότι δεν υπήρχε στον ευρωπαϊκό χώρο σοβαρή βυζαντινή στρατιωτική παρουσία, δεν αρκέστηκαν στις λεηλασίες αλλά εγκαταστάθηκαν για τα καλά σε εδάφη της αυτοκρατορίας και κατέλαβαν μόνιμα πολλές περιοχές της στα νότια του Δούναβη, δηλαδή: περιοχές της σημερινής Κροατίας, Σερβίας, Κοσσυφοπεδίου, Βόρειας Μακεδονίας, κ.α. Μικρότερες ομάδες Σλάβων κατέβηκαν νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο και δημιούργησαν τις προαναφερθείσες «Σκλαβηνίες» σε επαρχιακές19 αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες θεωρούνταν αυτόνομοι σλαβικοί θύλακες μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα. O G. Ostrogorsky για τις σλαβικές επιδρομές Α΄ Οι απαρχές: « … στην εποχή του Ιουστινιανού, οι σλαβικές φυλές, σε συμμαχία με τους Βουλγάρους, έκαναν συνεχείς επιδρομές στο βαλκανικό χώρο. Οι μεγάλες εκστρατείες στην Αφρική και την Ιταλία εξάντλησαν τη δύναμη που διέθετε η Αυτοκρατορία για την άμυνα της Βαλκανικής … και τα πιο ισχυρά ακόμα οχυρώματα ήταν άχρηστα, αφού έλειπαν οι απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις. Οι Σλάβοι ξεχύθηκαν πάνω σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο ως την Αδριατική, τον Κορινθιακό κόλπο και τα παράλια του Αιγαίου πελάγους. Έτσι την εποχή που οι βυζαντινές δυνάμεις πανηγύριζαν τις νίκες τους στην απόμακρη Δύση, οι κεντρικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας ερημώνονταν … τα κύματα όμως των Σλάβων νομάδων επεκτάθηκαν σύντομα σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία και δεν άργησε να φανεί η στιγμή που θα άρχιζαν να εγκαθίστανται μόνιμα στη Βαλκανική χερσόνησο.» G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, εκδ. Βασιλόπουλου, 1978, σελ. 136-7 Β΄ Δεύτερη φάση: «… το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα και εξής άρχισε η μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική. Τα σλαβικά φύλα δεν αρκέστηκαν πια στις λεηλασίες αλλά εγκαταστάθηκαν στο βυζαντινό έδαφος και κατέλαβαν μόνιμα πολλές περιοχές … οι Σλάβοι παρέμεναν μόνιμα στα Βαλκάνια. Με την εγκατάστασή τους στην περιοχή αυτή άρχισε μια διαδικασία που οδήγησε αργότερα στη σύσταση ανεξάρτητων σλαβικών κρατών μέσα στο ίδιο το βυζαντινό έδαφος.» G. Ostrogorsky, ό.π., σελ. 148 Γ΄ Σκλαβηνίαι: «… στις αρχές του 7ου αι., και ιδιαίτερα μετά την αποτυχία 19
Άλλωστε από κανέναν ιστορικό της εποχής δεν αναφέρεται κάποια κατάληψη πόλης ή κάστρου στη Θεσσαλία ή την υπόλοιπη Ελλάδα.
της εκστρατείας του Μαυρίκιου στο Δούναβη, … πολυάριθμα στίφη Αβάρων και Σλάβων ξεχύθηκαν στα Βαλκάνια … το μεγαλύτερο τμήμα των Αβάρων (εν συνεχεία) αποσύρθηκε στις περιοχές πίσω από το Δούναβη, οι Σλάβοι όμως εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Βαλκανική χερσόνησο … ισχυρές ορδές Σλάβων κατέλαβαν ολόκληρη τη Μακεδονία και ερήμωσαν τη Θράκη ως τα τείχη της Κων/λης. Το κύμα των αβαρο-σλαβικών μαζών ξεχύθηκε δια μέσου της Θεσσαλίας στην Κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο … αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι εκσλαβίστηκε πλήρως ή οριστικά ο ελληνικός χώρος. Όμως ακόμα και η Πελοπόννησος βρέθηκε κάτω από τη σλαβική κατοχή περισσότερο από δυο αιώνες. Ωστόσο η βυζαντινή εξουσία κατόρθωσε σιγά – σιγά να επιβληθεί στην Ελλάδα και τις λοιπές παράκτιες περιοχές, οι οποίες έτσι διαφύλαξαν ή ανέκτησαν τον ελληνικό τους χαρακτήρα … Από την εποχή αυτή οι βυζαντινές επαρχίες της Βαλκανικής, όπου επικράτησαν πια οι Σλάβοι (έστω και προσωρινά) και ήταν (κατά συνέπεια) αδύνατο να ασκηθεί η αυτοκρατορική διοίκηση, ονομάζονται στις σλαβικές πηγές Σκλαβηνίαι.» G. Ostrogorsky ό.π., σελ. 160-1
Τέτοιες ομάδες εποίκων ήταν οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί του Ταϋγέτου καθώς και διάφορες άλλες ανώνυμες ομάδες στην Ηλεία, την Κορινθία και τη Μεσσηνία. Στη Θεσσαλία η μόνη γνωστή ομάδα ήταν οι Βελεγιζήτες20 ή Βελεσίτσαι που κατοικούσαν στις βόρειες περιοχές της επαρχίας Αλμυρού και στην περιοχή των Φερών. Σ’ αυτούς οφείλεται και η ονομασία της σημερινής κωμόπολης Βελεστίνο καθώς και η ονομασία Βελεχατούια (10ος αι.). Ο γνωστότερος ηγέτης των Θεσσαλών Σλάβων ήταν ο Ακάμηρος (Akamir), στον οποίο θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Φαίνεται όμως, βάσει των τοπωνυμίων, ότι Σλάβοι κατοίκησαν επίσης στα ανατολικά της Λάρισας (Όσσα), σε ημιορεινές περιοχές των Τρικάλων καθώς και στον Ανατολικό Όλυμπο (Πιερίας). Ο Κ. Π. Ρωμανός για τα κατάλοιπα της σλαβικής παρουσίας στη Θεσσαλία «Η παρουσία των Σλάβων στην Ελλάδα κατά τα τέλη του έκτου αιώνα επιβεβαιώθηκε στις μέρες μας από ανασκαφές, οι σπουδαιότερες των οποίων ήταν του Σωτηρίου το 1924-28 στη Νέα Αγχίαλο (Ν. Μαγνησίας), όπου βρέθηκαν τάφοι με πόρπες σλαβικών ζωνών, … στην αρχαία Κόρινθο, …. και του Γιαλούρη το 1959 στην Ολυμπία όπου βρέθηκε σλαβικό νεκροταφείο.» Κ. Π. Ρωμανός, εισαγωγή στη Νεοελλ. Έκδοση του έργου του Ι. Φ. Φαλλμεράιερ, εκδ. Νεφέλη, 1984, σελ. 16,17
Έτσι ένα πλήθος τοπωνυμίων έχουν περάσει στη γλώσσα μας από εκείνη τη μακρινή εποχή και τη σλαβική (σπανιότερα και από τη βουλγαρική21) γλώσσα: Κίσαβος22 (Όσσα), ακρωτήριο Βερλίκι (Δερματάς), Βελίκα23, Βοϊβόνδα24 (Βασιλική Τρικάλων), 20
Ο βυζαντινός στρατός ανέλαβε δράση εναντίον τους το θέρος του599. Τα βουλγαρικής προέλευσης τοπωνύμια ανάγονται στο 10ο και 11ο αιώνα. 22 kiša = βροχή, Κίσαβος = βροχερός[Άννα Βογιατζή, Σερβο – Ελληνικό Λεξικό, Θεσ/κη 1997]. 23 velik= μεγάλος. Α. Βογιατζή, ό.π. 24 Βοιβόνδα < Βοεβόδας (άρχοντας) <σλαβ. voivoda (στρατηγός). Λεξικό της ελλ. Γλώσσας, β΄ τόμος πάπυρος 2008, σελ. 321. 21
Κάπιστα25 (Α. Σωτηρίτσα), Κούκουρα26 ή Κουκουράβα (Αμυγδαλή), Σελίτσανη (Ανατολή), Νιβόλιανη27 (Μεγαλόβρυσο), Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι), Πλαβίστα ή Πλαβίτσα28 (Πλασιά), Βελεστίνο, Λεβάχοι (από το Βελεχατούια), Βόργιανη (Αχλαδοχώρι), Βοϊβόνδα (Βασιλική Τρικάλων), Βοξίστα (κοντά στον Κλεινό), Βελέσνικο (Αετοράχη), Βούμπιανη (περιοχή Ελασσόνας), Γαρδίκι (= σλαβ. κάστρο ή χωριό, περιοχή Τρικάλων), Γορίτσα (Αγ. Ανάργυροι Φαναρίου και άλλο τοπωνύμιο έξω από το Βόλο), Γρεβενοσέλι (Νεράιδα Τρικάλων), Γρήμιανη (Μάτι Τυρνάβου), Γρούβιανη (κοντά στην Ποταμιά Αγιάς), Γροχοβό (κοντά στο Φανάρι), Δούπιανη (Ι. Ναός στο Καστράκι και εγκαταλειμμένη Ι. Μονή των Μετεώρων), Ντρίσκολη (Κρήνη Φαρσάλων), Δρόγγος (το βουνό της Μακρυνίτσας), Δρυανούβαινα (είναι η Πορταριά, σλαβικό παράγωγο της ελλ. λέξης δρυς,), Ζαβλάντια29 (Παλιόπυργος Τρικάλων), Αβαρνίτσα (πάνω από την Παλαιά Σκοτίνα Πιερίας), Ζαγορά30, Ζάρκος31, Ζηλιάνα (ποταμός μεταξύ Ολύμπου και Κ. Ολύμπου), Κάπραινα ή Κάπουρνα (Γλαφυρές Βόλου), Κλινοβίστα (Κλεινός Τρικάλων), Κόζιακας, Κόρμποβο (Λαγκαδιά Τρικάλων), Κόρμπος (βουνό Λουπάτα), Τζίβισκος (Γριζάνο), Κουβέλτσι (Θεόπετρα 32 Καλαμπάκας), Κούρσεβο (Ελληνόκαστρο Τρικάλων), Γράλιστα (Ελληνόπυργος Καρδίτσα), Χρεπού (Πέτρα Βοιβηίδας), Σμόκοβο (ή Οξυμόκοβο33), Λιμπόχοβο (Παναγιά Καλαμπάκας), Λαψίστα ή Ραψίστα (Γόμφοι), Λεβάχοι (κοντά στα Φάρσαλα), Λέσσιανη (Φιλύρα Τρικάλων), Λυκούβιανη (σλαβ. κατάληξη), Μίντζιανη (Αγναντερό Καρδίτσας), Μοτζάρα (Αθαμανία Τρικάλων), Νταμούχαρη (Μαγνησία), Μπονάσα (δυτικά Καμβούνια, κοντά στη Δεσκάτη), Μυρόκοβο ((Μυρόφυλλο Τρικάλων), Οροχοβιάνα (περιοχή Καλαμπάκας), Μπελέτσι (Παλιομονάστηρο Τρικάλων), Πουλιάνα34, Πρεβέντα35 (Διάβα Καλαμπάκας), Ραδοβίσδι (σύνορα Άρτας- Τρικάλων), Ραδοσίβια36 (Γαλανόβρυση και Στεφανόβουνο Ελασσόνας), Ράσουσα ή Ράσοβα (Ι. Μονή κοντά στη Ζαγορά), Ριζάβα (Ριζοβούνι Καρδίτσας), Σ(θ)λάταινα (Ρίζωμα Καλαμπάκας), 25
kapija = πύλη, είσοδος. [Άννα Βογιατζή, Σερβο – Ελληνικό Λεξικό, Θεσ/κη 1997] kukuruz= καλαμπόκι ή kukuruzina= καλαμιά, Α. Βογιατζή, ό.π. 27 Ίσως : nivelisanje=ισοπέδωση ή nivo=επίπεδη, Α. Βογιατζή, ό.π. 28 plavan= πλημμυρισμένος, Α. Βογιατζή, ό.π. 29 zavladičiti= χειροτονώ. Α. Βογιατζή, ό.π. 30 zagorje= περιοχή πέρα από τα βουνά. (Ίδιο τοπωνύμιο και στην Κροατία) Α. Βογιατζή, ό.π. 31 žarko= φλογερά, καυτερά (επίρρ.) Α. Βογιατζή, ό.π. 32 Συνηθισμένες καταλήξεις της Σλαβικής Γλώσσας είναι: -έβο, -άβο, -ιανη, -βίστα, -ιανα, κ.α. 33 Εκκλησιαστική ονομασία. Παρατηρούμε τη γενικευμένη προσπάθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας να «στρογγυλέψει» τους ακραίους βαρβαρισμούς στα τοπωνύμια. Έτσι το Σμόκοβο σύμφωνα με την Α. Αβραμέα σημαίνει στα σλαβικά «Δρακότοπος», μεταγλωττίζεται σε «τόπος με οξιές». Όμως κατά τη γνώμη μου αυτό είναι λάθος, διότι smokovina= συκεώνας, τόπος με συκιές. 34 (α)πουλιάνα= (βουλγ.) χέρσος τόπος . Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, 2007, τ. 53ος 35 Preventivan= προφυλακτικός, προφυλαγμένος, Α. Βογιατζή, ό.π. 36 Ίσως : radovati= χαρούμενος, ευτυχισμένος, Α. Βογιατζή, ό.π. 26
Σλοντοβό (περιοχή δυτικά των Τρικάλων που ανήκα στην Ι. Μονή της Θεοτόκου Καλογηριανής), Σμόλια37 (Αγριελιά Καλαμπάκας), Στάριτσα38 (Τσαριτσάνη), Τέρναβος (ή Μελούνα, όρος δίπλα στον Τύρναβο), Τζηρίτζοβο ή Τζερνίτσοβο (κοντά στο Μεγαλοχώρι Τρικάλων), Τραμπουχούνιστα39 (Μεγαλοχώρι Τρικάλων), Χάρμαινα (κοντά στη Μαρμαρίνη Αγιάς αλλά και ομώνυμος οικισμός κοντά στο Φανάρι), κ.α. Ο Θεοφάνης για την υποταγή των Σκλαβηνών στο Βυζαντινό κράτος 454 «Κόσμου ἔτη _σογʹ. Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη ψογʹ (873). Τούτῳ τῷ ἔτει εἰρηνεύσασα Εἰρήνη μετὰ τῶν Ἀράβων καὶ ἄδειαν εὑροῦσα ἀποστέλλει Σταυράκιον τὸν πατρίκιον καὶ λογοθέτην τοῦ ὀξέος δρόμου μετὰ δυνάμεως πολλῆς κατὰ τῶν Σκλαυινῶν ἐθνῶν. καὶ κατελθὼν ἐπὶ Θεσσαλονίκην καὶ Ἑλλάδα ὑπέταξε πάντας καὶ ὑποφόρους ἐποίησε τῇ βασιλείᾳ. εἰσῆλθε δὲ καὶ ἐν Πελοποννήσῳ 457 καὶ πολλὴν αἰχμαλωσίαν καὶ λάφυρα ἤγαγε τῇ τῶν Ῥωμαίων βασιλείᾳ. δʹ. θʹ. ιεʹ. εʹ. Τούτῳ τῷ ἔτει μηνὶ Ἰαννουαρίῳ, ἰνδικτιῶνος ζʹ, κατέλαβε Σταυράκιος ὁ προρρηθεὶς ἐκ τῶν Σκλαυινῶν καὶ ἐθριάμβευσε τὰ ἐπινίκια ἐπὶ ἱπποδρομίας.» Chronographia ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΤΩΝ ΦΚΗʹ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ∆ΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΕΩΣ ∆ΕΥΤΕΡΟΥ ΕΤΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΥΤΟΥ, 454, 457 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Ο Νικ. Π. Ανδριώτης για τις αλλαγές στη μεσαιωνική Ελληνική Γλώσσα που προήλθαν από τους κατακτητές « … Πολύ πιο αισθητή είναι η εμφάνιση στην όψιμη μεσαιωνική και η επικράτηση στη νέα Ελληνική Γλώσσα παραγωγικών καταλήξεων που μπήκαν στη γλώσσα μας αρχικά από ξένες δάνειες λέξεις, και αργότερα «κόλλησαν» και σε λέξεις δικές μας. Τέτοιες είναι: α΄ Οι λατινικές –άτος: αμυγδαλάτος, αφράτος, δροσάτος, τρεχάτος, φευγάτος, -πούλλος, -πούλλα, -πουλλο και –πουλλι: Πετρόπουλλος, βασιλοπούλλα, αρχοντόπουλλο,, -άνος: πελεκάνος, Ποταμιάνος, Πρεβεζάνος, -άρης: κουρελιάρης, πενηντάρης, περιβολάρης, κ.α. β΄ Οι ιταλικές: -άρω: αμολάρω, γουστάρω, κριτικάρω, -αδα: βαρκάδα, λεμονάδα, φασολάδα, -έζος: Σκωτσέζος, Βιεννέζος, κ.α. γ΄ Οι τούρκικες: -τζης: βολιτζής, γανωτζής, παλιατζής, -λης: παραλής, Προύσαλης, -(ι)λίκι: προεδριλίκι, βουλευτιλίκι,, τα επώνυμα σε –όγλου: Καμπούρογλου, Κόντογλου, τα ρήματα σε –ντίζω: (από τον Αόριστο των τουρκικών ρημάτων σε-dim): καβουρντίζω, νταγιαντίζω, καζαντίζω, κ.α. δ΄ Οι σλαβικές –ίτσα: ελίτσα, σαλατίτσα, ωρίτσα, Ελενίτσα, η κατάληξη γυναικείων ονομάτων σε –ο (από την Κλητική των σλαβικών ονομάτων): Αγγέλκο, Αρχόντο, Δέσπο, Φρόσο, κ.α. (….) Ιταλικής καταγωγής είναι οι εξής: βαρέλι, βίδα, γάντζος, καρέκλα, λίμα, πάγκος, ομπρέλα … βέλο, βελούδο, κάλτσα, καπέλο, … παντελόνι, φανέλα, κάσα, κατσαρόλα, λάμπα, … μπαστούνι, μπουκάλι, πιάτο, γαρίφαλο, … μπακαλιάρος, μπαρμπούνι, σαρδέλα, μπεκάτσα, αντίδι, βανίλια, λεμόνι, φράουλα, καραμέλα, κομπόστα, μπουκέτο, .. μακαρόνια, μπριζόλα, σαλάτα, σούπα, σιρόπι, φρούτο, κάβος, καπετάνιος, λεβάντες, μαϊνάρω, 37
smola= ρητίνη (πεύκου), Α. Βογιατζή, ό.π. starica= γριά, γερόντισσα, Α. Βογιατζή, ό.π. 39 Το πρώτο συνθετικό του τοπωνυμίου ίσως από : trabunjianje= φλυαρία. Α. Βογιατζή, ό.π. 38
μαΐστρος, μούτσος, μπούσουλας, τραμουντάνα, φουρτούνα, … φρέσκος. Τουρκικής καταγωγής είναι μαζί με πολλές άλλες οι εξής: αγάς, βελής, βεζύρης, βιλαέτι, ιμάμης, κατής, καφάσι, σουλτάνος, γιαχνί, γιαούρτι καταΐφι, καΐκι καπαμάς, κεφτές, λουκάνικο, λουκούμι, μπακλαβάς, ντολμάς, πελτές, χαλβάς, καΐσι, καφές, μούσμουλο, μενεξές, καζάνι, καπάκι, κουβάς, μπρίκι, … χαγιάτι, γελέκο, τσέπη, φέσι, τουφέκι, μπαρούτι, τζάκι, χάνι, .. καβούκι, καΐκι, .. λεκές, μελτέμι, μπακίρι, οκάς, καντάρι,.. μανάβης, μουσαφίρης, μπακάλης, … γουρσούζης, καμπούρης, μπαγιάτικος, … άιντε, γιούχα, άχτι, γλέντι, καβγάς, κέφι, μερακλής, κελεπούρι, ντέρτι, χατίρι, κ.α. Πολύ λιγοστές είναι οι λέξεις που πέρασαν στη νέα Ελληνική από τις γειτονικές σλαβικές γλώσσες, όπως τα: γουστέρα (σαύρα), ζακόνι (έθιμο), κουνάβι, πέστροφα, ρούχο, σανός, τσέλιγκας, τσοπάνης, και κάμποσα τοπωνύμια, όπως: Αράχοβα, Βοστίτσα, Δολιανά, Ζαγορά, Σέλιτσα(νη), Τύρναβος, Χελμός, κ.α. Το ίδιο και με τις λέξεις που πήραμε από τα αρβανίτικα: βλάμης, γκιόνης, μπέσα, σιγκούνα, φέρμελη, Λιόπεσι, Σάλεσι, Σπάτα, Τατόι.» Ν. Π. Ανδριώτης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, τέσσερις μελέτες, Α.Π.Θ., Ινστ. Νεοελλ. Σπουδών, 1992, σελ.131,132, 139
Αν σκεφτούμε ότι στην Πελοπόννησο και στη Δυτική Μακεδονία υπάρχουν πολύ περισσότερα τοπωνύμια σλαβικής προέλευσης, τι μπορούμε να συμπεράνουμε; Ότι δικαιώνεται ο Φαλλμεράιερ (δες σχετικό παράθεμα), που ισχυρίστηκε ότι «στο αίμα των σύγχρονων Ελλήνων δεν κυλάει ούτε σταγόνα αρχαίου ελληνικού αίματος»; Μα και βέβαια όχι. Γιατί αν η καταγωγή των κατοίκων μιας περιοχής φαίνεται από τα τοπωνύμια, τότε, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας είναι … Έλληνες (ISMIR< εις την Σμύρνην, ISTANBUL< εις την Πόλην, ISNIK< εις Νίκαιαν, SAMSUN< Σαμψούντα, SINOP<Σινώπη, ERDINE<Αδριανούπολη, KALIPOL<Καλλίπολη, ANKARA< Άγκυρα, κα.)! Ή από την άλλη ότι οι κάτοικοι της Σημερινής Θεσσαλίας είναι .. Τούρκοι (Μπαισλάρι, Καζακλάρι, Νεμπεγλέρι, Ταουσάνι, Καραντάου, κ.α.). Εύκολα λοιπόν μπορούμε να καταλάβουμε το αβάσιμο των ισχυρισμών του Φαλλμεράιερ. Ι. Φ. Φαλλμεράιερ: Οι αιρετικές του απόψεις για τους Νεοέλληνες που έχουν απορριφθεί συνολικά από τους ιστορικούς. «… ο ελληνικός λαός, που πριν από τον τρωικό πόλεμο έως τον 6ο μετά Χριστόν αιώνα κατοίκησε στην Πελοπόννησο και τη χερσαία χώρα βορειότερα, δεν υπάρχει πια σήμερα (!). Ατυχείς περιστάσεις κάθε είδους επέφεραν την τελειωτική παρακμή του, τον περιορισμό του σε τελείως ασήμαντα υπολείμματα (!) και στην επιμιξία του με ξένους, ώστε να σβήσει ολοκληρωτικά ο αρχικός του χαρακτήρας και να εξαλειφθούν μέσα στο γενικό μετασχηματισμό, ακόμα και τα τελευταία ίχνη του αρχαίου ελληνικού βίου …» Ι. Φ. Φαλλμεράιερ, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Π. Ρωμανός, Νεφέλη 1984, σελ. 12-17
Όμως, θα ρωτούσε ένας καλόπιστος φίλος της Ιστορίας: τι
απέγιναν αυτοί οι Σλάβοι των «Σκλαβηνιών»; Η απάντηση είναι πως, αν εξαιρέσουμε τους Εζερίτες του Βορείου Ταϋγέτου, που η ύπαρξη τους σημειώνεται στις ιστορικές πηγές ως τα τέλη του 11ου αιώνα, οι υπόλοιποι, μέσα σε διάστημα δύο ή το πολύ τριών αιώνων, συγχωνεύτηκαν πλήρως με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και εξελληνίστηκαν. Αν, σύμφωνα με τους οπαδούς της θεωρίας του Φαλλμεράιερ, δεν υπήρχαν τον 6ο, 7ο και 8ο αιώνα καθόλου Έλλήνες στην Πελοπόννησο και αλλού, τότε πώς πραγματοποιήθηκε ο εξελληνισμός τους; Ας δούμε τώρα τους βασικούς ρυθμιστές αυτής της φυλετικής μεταλλαγής. Πρώτος παράγοντας ήταν η ελληνική γλώσσα που βρήκε εύφορο έδαφος διάδοσης μιας, και η Σλάβοι δεν είχαν τότε γραπτή γλώσσα. Δεύτερος, όχι ιεραρχικά, ρυθμιστής ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, που έφερε σύντομα το μήνυμα του Ευαγγελίου στους βάρβαρους μέχρι τότε αγρότες και νομάδες κτηνοτρόφους του Βορρά, είτε αυτοί βρίσκονταν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας (Σκλαβηνίες), είτε εκτός συνόρων (Κύριλλος-Μεθόδιος στη Μοραβία, και αλλού). Και ενώ αυτό αποδεικνύεται εύκολα ιστορικά, είναι να απορεί κανείς με τους σύγχρονους «ιστορικούς» της προπαγάνδας και τους «συγγραφείς» της νέας τάξης που προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαστρέψουν το ρόλο της Ορθοδοξίας ή να εξοβελίσουν κάθε συμμετοχή αυτής στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, με σκοπό, προφανώς, να προλειάνουν το έδαφος για μια παγκόσμια κοινωνία-συνοθύλευμα εθνών, χωρίς διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τον εποικισμό μέρους της Θεσσαλίας από τους Σλάβους – Γνωστές Σκλαβηνίες – Ακάμηρος- Απάντηση στον Φαλλμεράιερ «… οι σλαβικαί φυλαί … από των αρχών της έβδομης εκατονταετηρίδος ..ήρχισαν καταβαίνουσαι προς μεσημβρίαν, και κατεστάθησαν εν μέρει δια της βίας, εν μέρει δια συμβάσεων, εις διάφορα τμήματα της υπαίθρου χώρας εν Μακεδονία, εν Ηπείρω, εν Θεσσαλία, εν τη κυρίως Ελλάδι, … περί δε τα μέσα της ογδόης εκατονταετηρίδος ομολογουμένως εισήλθαν δια την τότε συμβάσαν εκ ποικίλων αιτιών πολλήν εν αυτή λειψανδρίαν, όχι όμως ότι εξόντωσαν την ελληνικήν φυλήν. (…) Κατά το έτος 675 Σλάβοι πολυάριθμοι και ποικίλοι, οι περί την Θεσσαλονίκην και Βέροιαν Δραγουβίται και Σαγουθάτοι, οι περί τον Παγασητικόν κόλπον Βελεγιζίται (όπου σήμερον το Βελεστίνον) και Βερζίται, οι εν Ηπείρω Βαγιουσίται (οι κτίσαντες την Βαγινέταν ή Βόνιτσαν), επεχείρησαν επί των μονοξύλων αυτών επιδρομάς εις τα παράλια της Θεσσαλίας, της Κυρίως Ελλάδος, … και έπειτα επολιόρκησαν από ξηράς και θαλλάσσης .. συνεμάχησαν μετά του Χαγάνου των Αβάρων ..» Αλλά μετ’ ου πολύ (799) κάτοικοι τινές της άλλης Ελλάδος διενοήθησαν να εξάγωσι τους υιούς του Κων/νου40 εξ Αθηνών, ίνα προχειρίσωσιν ένα εξ αυτών βασιλέα, επί δε τούτω παρέλαβον συνεργόν … Ακάμηρον τον άρχοντα 40
Πρόκειται για τον Κων/νο ΣΤ΄ (780-797).
των εν Θεσσαλία Σλάβων της Βελζητίας. (…) … ο Φαλλμεράιερ ισχυρίσθη ότι οι σλαβικαί φυλαί αίτινες κατ’ αυτόν είχον πολύ πρότερον, επί της Ιουστινιανού βασιλείας, καταλάβει τα περί Θεσσαλονίκην και περί Λάρισαν χώραν, νυν, από της εν έτει 578 γενόμενης επιδρομής, κατεστάθησαν και εν αυτή τη κυρίως Ελλάδι και εν αυτή τη Πελοποννήσω. Εις απόδειξιν … ο Φαλλμεράιερ αναφέρει χωρία τινά της περί Κτισμάτων πραγματείας του Προκοπίου, ων το μεν διαλαμβάνει … οι περί την Λάρισαν κάτοικοι εφοβούντο αδιαλείπτως την των βαρβάρων επίθεσιν. Βεβαίοι δε ο Γερμανός ιστορικός ότι δια των χωρίων τούτων ο Προκόπιος ρητώς λέει του Σλάβους έκτοτε περί τας δύο εκείνας πόλεις μονίμως κατοικούντας. Ο Προκόπιος όμως ου μόνον τούτο ρητώς λέγει αλλά … ρητώς εξεναντίας συνάγεται ότι επί της βασιλείας εκείνης οι Σλάβοι, συχνάκις μεν διαβαίνοντες τον Ίστρον, ελεηλάτησαν και αυτά τα ενδότερα του κράτους, ουδαμού όμως εντός αυτού μονίμως εγκατεστάθησαν. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστ. του Ελληνικού Έθνους, τ. 11ος, σ. 108-109, 224, και τ. 10ος σ.274, 407 Ο Αυστριακός Ακαδημαϊκός Peter Soustal για την αφομοίωση των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο «… Οι ελληνικές ηπειρωτικές περιοχές, με εξαίρεση ορισμένες παραθαλάσσιες πόλεις και ορεινές τοποθεσίες, αποικίστηκαν επίσης από Σλάβους. Στην Ελλάδα οι Σλάβοι, υποθετικά εδώ ολιγαριθμότεροι από ό,τι στα βόρεια της Βαλκανικής, εξελληνίστηκαν με την πάροδο του χρόνου, και σε αυτό συνετέλεσαν ουσιαστικά οι μετακινήσεις πληθυσμών τον 9ο αιώνα, καθώς και η εκκλησιαστική οργάνωση . Ένα πρωτο κύμα εισβολέων περιέλαβε την ηπειρωτική Ελλάδα το 586, και κυρίως το βόρειο και το ανατολικό (ανάμεσα στα άλλα Αττική και Κόρινθο), μια δεύτερη σλαβική προώθηση προς τα νότια εκδηλώθηκε λίγο αργότερα, περίπου τριάντα χρόνια μετά, γύρω στο 614/5 οι Σλάβοι διείσδυσαν ακόμα δυτικότερα ..(…) Ο εξελληνισμός των Σλάβων είχε συντελεστεί λίγο πριν από τη βυζαντινή ανάκτηση και τον εκχριστιανισμό της Πελοποννήσου στις αρχές του 9ου αιώνα . (…) Το αργότερο ως το 10ο αιώνα ο Ελληνισμός είχε επιβληθεί στην Πελοπόννησο γλωσσικά και πολιτιστικά.» P. Soustal, Η Βαλκανική τον 7ο αιώνα, Ιστορικά 169, 23/1/2003, σελ. 40
Κεφάλαιο 3ο Μεσοβυζαντινή εποχή - 1η περίοδος (610-867) Πίνακας Βυζαντινών αυτοκρατόρων Α΄ 1 . 2 . 3 . 4 .
1. Δυναστεία Μεγάλου Κωνσταντίνου-ενδιάμεση δυναστεία Κων/νος ο Μέγας 324-337 5.Ιοβιανός 363364 Κων/νος Β΄ 337-340 6. Ουάλης 364378 Κώνστας (337-350) - Κωνστάντιος 337-361 Ιουλιανός
361-363 1 .
2. Δυναστεία Θεοδοσίου Θεοδόσιος Α΄ 3792 Αρκάδιο 395 . ς
395408
3 .
Θεοδόσιος Β΄(Ευδοκία)
4084 Μαρκια 450450 . νός 457 3. Δυναστεία Λέοντος 1 Λέων 4572 Λέων Β΄ 474 . Α΄ 474 . 3 Ζήνων 4744 Αναστάσ 491. 491 . ιος 518 4. Δυναστεία Ιουστινιανού 1 Ιουστίνο 5182 Ιουστινιανός ο 527. ς Α΄ 527 . Μέγας 565 3 Ιουστίνο 5654 Τιβέριος Β΄ 578. ς Β΄ 578 . 582 5 Μαυρίκιο 5826 Φωκάς (εκτός 602. ς 602 . δυναστείας) 610 5.Δυναστεία Ηρακλείου 1 Ηράκλειος 6102 Κων/νος Γ΄- 641 . 641 . Ηρακλεωνάς 3 Κώνστας Β΄ 6414 Κων/νος Δ΄ ο 668. 668 . Πωγωνάτος 685 5 Ιουστινιανός Β΄ 6856 Λεόντιος (εκτός 695. Ρινότμητος 695 . δυν.) 698 7 Τιβέριος Γ΄ (εκτός 6988 Ιουστινιανός 705. δυν.) 705 . Β΄(ξανά) 711 Ακολούθησαν εκτός δυναστειών : Φιλιππικός Βαρδάνης (711-713), Αναστάσιος Β΄(713716) και Θεοδόσιος Γ΄(716-717) 6. Δυναστεία των Ισαύρων 1 Λέων Γ΄ ο 7172 Κων/νος Ε΄ 741. Ίσαυρος 741 . (Κοπρώνυμος) 775 3 Λέων Δ΄ ο 7754 Κων/νος Στ΄ 780. Χάζαρος 780 . 797 5 Ειρήνη η 7916 Νικηφόρος Α΄ 802. Αθηναία 802 . 811 7 Σταυράκιος 811 8 Μιχαήλ Α΄ 811. . Ραγκαβές 813 9 Λέων Ε΄ ο 813(εκτός δυναστείας) . Αρμένιος 820 7.Δυναστεία Αμορίου 1. Μιχαήλ 8202. Θεόφιλος Β΄(Τραυλός) 829 829-842 3.Μιχαήλ Γ΄ 842-867 (Μέθυσος)
Α΄ Η ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους Το 679 μ.Χ., ιδρύεται για πρώτη φορά βουλγαρικό κράτος νότια του Δούναβη με σαφείς σλαβικές επιρροές. Ο πρώτος βασιλιάς αυτού του λαού, που θα προξενήσει τους επόμενους αιώνες αρκετά προβλήματα στο Βυζάντιο γενικά, αλλά και στη Θεσσαλία ειδικά, ήταν ο Ασπαρούχ. Οι Βούλγαροι αρχικά ήταν λαός Ουραλοαλταϊκής καταγωγής, συγγενικός με τους Τούρκους, αλλά με την πάροδο των αιώνων επηρεάστηκε φυλετικά, πολιτισμικά και γλωσσικά από τους πολυπληθέστερους γείτονες τους , Σλάβους. Β΄ Η στάση των «Ελλαδικών» (727) Η στάση των «Ελλαδικών», ήταν μια ανταρσία κατά του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου, με κυριότερη αιτία την
εικονομαχική πολιτική του επίσημου βυζαντινού κράτους και το διωγμό που είχε κηρύξει ο αυτοκράτορας κατά των φίλων των εικόνων (εικονόφιλων41). Στη στάση αυτή συμμετείχαν κάτοικοι του Θέματος της Ελλάδος (Θεσσαλία, Στερεά, Εύβοια) και των νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης. Η κυριότερη ιστορική πηγή αυτών των γεγονότων είναι η «Χρονογραφία» του Θεοφάνη και ο πατριάρχης Νικηφόρος. Φαίνεται πως αυτή η στάση ήταν μια συντονισμένη προσπάθεια λαού και στρατού να αντιστρατευτεί την εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα. Την ίδια ακριβώς περίοδο, μετά από συμβουλές του Πάπα, οι Λογγοβάρδοι της Ιταλίας επιτέθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις της Ν. Ιταλίας. Εκείνη την εποχή η Λάρισα ήταν πιθανότατα έδρα του Ελλαδικού Θέματος ή τουλάχιστον πρωτεύουσα «τούρμας», δηλαδή υποδιαίρεση του Θέματος, καθόσον δεν είχε επηρεαστεί από τις σλαβικές επιδρομές και η οχύρωσή της ήταν ασφαλής. Μάλιστα τα κυριότερα οδικά δίκτυα περνούσαν απ’ αυτή (Τέμπη-Ν. Ελλάδα, Δημητριάδα – Λάρισα42 και Λάρισα - Δυτ. Μακεδονία). Πάντως δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν ιστορικό αν όντως ήταν η Λάρισα πρωτεύουσα της Θεσσαλίας και έδρα του Θέματος. 1 . 2 . 3 . 4 . 1 . 2 . 3 . 4 . 5 . 6 . 7 .
41
Η διοικητική διαίρεση του βυζαντινού κράτους 1. Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου Επαρχότητα Διοική Αιγύπτου, Ανατολής, Πόντου, Ανατολής σεις: Ασιανής, Θράκης Επαρχότητα Διοική Δακίας, Μακεδονίας Ιλλυρικού σεις Επαρχότητα Διοική Ιταλίας, Αφρικής, Δαλματίας, Ιταλίας σεις Παννονίας, Νορικού, Ραιτίας Επαρχότητα Διοική Ρωμαϊκής Βρετανίας και Γαλλίας, Γαλατίας σεις Ιβηρικής, Μαυριτανίας
Η Διοίκηση Μακεδονίας διαιρούνταν στις εξής Επαρχίες Άρα η Λάρισα, επί παραδείγματι ανήκε στην Επαρχότητα Ιλλυρικού, στη Διοίκηση Μακεδονίας Μακεδονία Σαλουτάρια και στην Επαρχία Θεσσαλίας. 2. Τον 7ο αιώνα Αχαΐα 1. 2. Ανατολικών Θεσσαλία Αρμενια κών Νέα Ήπειρος 3. 4. Καραβησιανών ή Παλαιά Ήπειρος (Νότια) Οψίκιον Κιβυραιωτών 6. Ελλάδος Κρήτη 5.Θρακώ ον (συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλίας) Μακεδονία
Ο όρος «εικονολάτρες» που έχει επικρατήσει είναι νομίζω λανθασμένος, διότι οι οπαδοί των εικόνων δεν λάτρευαν τις εικόνες, εκτός ορισμένων ακραίων περιπτώσεων, αλλά τις τιμούσαν διότι «ιστορούσαν», σύμφωνα με το Μέγα Φώτιο, ως βιβλία των αγραμμάτων, τον Ιησού Χριστό και τους Αγίους. 42 Ήταν η λεγόμενη Βελεστινόστρατα που ήταν λιθόστρωτη και φυλασσόμενη από περιπόλους.
7. Μακεδο νίας43
1. 3. 5. 7. 9. 1 1. 1 3. 1 5.
8. Σικελίας
3.Τον 10ο αιώνα α΄ στη Μ. Ασία 1. Μεσοποτ 2. Κολώνειας αμίας 3. Χαλκίδας 4. Σεβάστειας 5. Λυκανδο 6. Χαρσιανού ύ 7. Αρμενιακ 8. Παφλαγονίας ών 9. Καππαδο 1 Βουκελλαρίω κίας 0. ν 1 Σελεύκει 1 Κιβυραιωτών 1. ας 2. 1 Ανατολικ 1 Θρακησίων 3. ών 4. (Σμύρνη) 1 Οψικίου 1 Οπτιμάτων 5. 6. β΄ στην Ευρώπη Θρακώον 2. Μακεδονίας (Ανατ. ΜακεδονίαΔυτ. Θράκη) Στρυμόν 4. Θεσσαλονίκης (Δυτ. Μακεδονίαος Δυτ. Θεσσαλία) Πελοπον 6. Ελλάδος (Αν. Θεσσαλία – Ανατ. νήσου Στερεά) Δυρραχί 8. Νικοπολέως (Ήπειρος-Κέρκυραου Δυτ. Στερεά) Δαλματί 1 Κρήτης ας 0. Αιγαίου 1 Κεφαλληνίας 2. Καλαβρί 1 Σικελίας ας 4. Κύπρος
Κ. ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ De thematibus (Περί Θεμάτων) 1. τῆς Ἀνατολῆς θέματα Α. Πρῶτον θέμα τὸ καλούμενον Ἀνατολικόν Β. ∆εύτερον θέμα τὸ προσαγορευόμενον Ἀρμενιακόν Γ. Τρίτον θέμα τῶν Θρᾳκησίων ∆. Τέταρτον θέμα τὸ ὀνομαζόμενον Ὀψίκιον Ε. Πέμπτον θέμα τὸ λεγόμενον Ὀπτίματος ΣΤ. Ἕκτον θέμα τὸ καλούμενον Βουκελλάριος Ζ. Ἕβδομον θέμα τὸ προσαγορευόμενον Παφλαγονία Η. Ὄγδοον θέμα τὸ ὀνομαζόμενον Χαλδία Θ. Ἔνατον θέμα τῆς Μεσοποταμίας 43
Προστέθηκε στα Θέματα τον 8ο αιώνα και σ’ αυτήν προστέθηκαν τμήμα της Θεσσαλίας (Βόρεια και Κεντρική).
Ι. ∆έκατον θέμα Κολωνείας ΙΑ. Ἑνδέκατον θέμα Σεβαστείας ΙΒ. ∆ωδέκατον θέμα τῆς Λυκανδοῦ ΙΓ. Τρισκαιδέκατον θέμα Σελευκείας Ι∆. Τεσσαρεσκαιδέκατον θέμα τὸ λεγόμενον Κιβυρραιωτών ΙΕ. Πεντεκαιδέκατον θέμα· Ἐπαρχία τῆς νήσου Κύπρου ΙΣΤ. Ἑξκαιδέκατον θέμα Σάμου ΙΖ. Ἑπτακαιδέκατον θέμα τοῦ Αἰγαίου πελάγους 2.ἐπὶ τῆς δύσεως Πρῶτον θέμα τὸ Εὐρώπης γῆς τὸ ὀνομαζόμενον Θρᾳκῶον ∆εύτερον θέμα Μακεδονίας Μακεδονία Ἐπαρχία Μακεδονίας αʹ· ὑπὸ κονσιλάριον, Ἐπαρχία Μακεδονίας βʹ· ὑφ' ἡγεμόνα Ἐπαρχία Θεσσαλίας· ὑπὸ τὸν αὐτόν, πόλεις ιζʹ· Λάρισσα, ∆ημητριάς, Θῆβαι, Ἐχιναιός, Λάμια, Τρίκη, Γόμφοι, Ὑπάτη αἱ νῦν λεγόμεναι Νέαι Πάτραι, Μητρόπολις, Καισάρεια, Φάρσαλος, Βουραμίνσιος, σάλτος Ἰ[ωανν]ούβιος, νῆσος Σκίαθος, νῆσος Σκέπολα, νῆσος Πεπάρηθος. Ἕως ὧδε τὸ θέμα Μακεδονίας. Τρίτον θέμα Στρυμόνος Τέταρτον θέμα Θεσσαλονίκη Πέμπτον θέμα τῆς Εὐρώπης Ἑλλάς Ἔχει δὲ τὸθέμα τῆς Ἑλλάδος πόλεις οθʹ· αʹ μὲν Σκάρφειαν, βʹ Ἐλατίνα, γʹ ∆αύλιον, δʹ Χαιρώνειαν, εʹ Ναύπακτον, ∆ελφούς, ζʹ Ἄμφισσαν, καὶ λοιπάς. Συναριθμεῖ δὲ ταύταις καὶ νῆσον τὴν Εὔβοιαν, Ἕκτον θέμα Πελοπόννησος Ἕβδομον θέμα Κεφαληνία Ὄγδοον θέμα Νικόπολις Ἐπαρχία τῆς παλαιᾶς Ἠπείρου τῆς Φωκικῆς, ὑφ' ἡγεμόνα Ἔνατον θέμα ∆υρράχιον ∆έκατον θέμα Σικελία Νῆσος Ἑνδέκατον θέμα Λογγιβαρδίας ∆ωδέκατον θέμα Χερσῶνος
Κυριότερη αιτία της Στάσης των Ελλαδικών, όπως προαναφέραμε, ήταν ο διωγμός των λεγόμενων εικονολατρών, κυρίως κληρικών και μοναχών, οι οποίοι με τη σειρά τους ξεσήκωναν το λαό των επαρχιών. Άλλη αιτία που διόγκωσε το κίνημα διαμαρτυρίας ήταν ένα τυχαίο φυσικό γεγονός. Μια έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (726) και η εμφάνιση μιας νέας νησίδας που επακολούθησε, ερμηνεύτηκαν από τον απλό λαό του Βυζαντίου ως «οργή Θεού» κατά της πολιτικής του αυτοκράτορα στο ζήτημα των εικόνων. Ένας από τους ηγέτες της στάσης ήταν ο στρατηγός Στέφανος, που ήταν διοικητής του Ελλαδικού Θέματος. Άμεσος συνεργάτης του ήταν ο τουρμάρχης του Αιγαίου Αγαλλιανός. Ο τελευταίος ετοίμασε το στόλο που επανδρώθηκε από δυνάμεις του Στεφάνου και κατευθύνθηκε προς την Προποντίδα. Σκοπός τους ήταν να νικήσουν τον αυτοκρατορικό στόλο, να στέψουν αυτοκράτορα έναν ιδιαίτερα δυναμικό Κρητικό από τους ηγέτες της στάσης, ονόματι Κοσμά και τέλος να επαναφέρουν τις εικόνες στους ιερούς ναούς. Την άνοιξη του 727 ο
στόλος των στασιαστών έφτασε στην Προποντίδα. Ο Λέων Γ΄, έχοντας πληροφορηθεί εγκαίρως για τον κίνδυνο που τον απειλούσε, φρόντισε να αξιοποιήσει ένα τμήμα των στρατιωτικών του δυνάμεων αποσπώντας το απ’ το αραβικό μέτωπο (Καππαδοκία) και ανακαλώντας το στην πρωτεύουσα. Η ναυμαχία πραγματοποιήθηκε στις 18/4/727 και το αποτέλεσμά της ήταν η εύκολη επικράτηση του αυτοκρατορικού στόλου. Ο Θεοφάνης για τη στάση των «Ελλαδικών» «… Παρ΄ όλα αυτά λοιπόν, κινούμενοι από θείο ζήλο, στασιάζουν εναντίον του (Λέοντα Γ΄) συμφωνώντας να κάνουν μεγάλη ναυμαχία και οι Ελλαδικοί και οι (κάτοικοι) των Κυκλάδων νήσων, έχοντας μαζί τους τον Κοσμά για να στεφθεί αυτοκράτορας, ενώ ο Αγαλλιανός, που ήταν τουρμάρχης44 των Ελλαδικών, ηγείτο του στρατιωτικού σώματος καθώς και ο Στέφανος. Αυτοί λοιπόν φτάνοντας με στόλο στη βασιλίδα πόλη (Κων/λη) την 18η Απριλίου (…) ηττούνται στη μάχη με τους Βυζαντινούς, επειδή κάηκαν τα πλοία (τους) από το υγρό πυρ (… ) ο Αγαλλιανός έπεσε με τα όπλα του στη θάλασσα, ενώ οι επιζήσαντες παραδόθηκαν στον αυτοκράτορα. Και αποκεφαλίζονται και ο Κοσμάς και ο Στέφανος.» Θεοφάνης, Χρονογραφία, 405, 5-25, ελευθ. απόδοση Κ. Οικ.
Αξιώματα – τίτλοι – κρατικοί υπάλληλοι στο Βυζάντιο 1. Εντός των «θεμάτων» 1 . 2 . 3 . 4 . 5 .
στρατηγός του θέματος ρέκτωρ πρωτονοτάριος του θέματος πραίτωρ του θέματος χαρτουλάριος
διοικητής θέματος πολιτικός διοικητής δικαστής του θέματος υπεύθυνος στρατολογίας
2. Στις υποδιοικήσεις των θεμάτων 1 τουρμάρχης στρατ. διοικητής της τούρμας (μεγάλης . στρ. μονάδας) 2 βανδάρχης διοικητής στις βάνδες που ήταν διαιρέσεις . της τούρμας 3 δομέστιχος διοικητής τάγματος . σχολών 4 εξκουβήτωρ ειδικός στρατιωτικός απεσταλμένος . 5 ικανάτοι μέλη του σώματος της φρουράς . 6 εταιρειάρχης διοικητής των μισθοφορικών μονάδων . 7 πιγκέρνης διοικητής μεγάλης περιοχής (μετά την . κατάργηση των θεμάτων (12ος αιώνας και 44
Διοικητής τούρμας. Η τούρμα ήταν υποδιαίρεση του Θέματος.
μετά) 3.Στην 1 . 2 . 3 . 4 . 5 . 6 . 7 . 8 . 9 .
κεντρική κρατική εξουσία, ανώτεροι και κατώτεροι υπάλληλοι μάγιστρος των θείων από τον 7ο αι. ονομάζονταν οφφικίων λογοθέτης έπαρχος πόλεως ή πραιτωρίων διοικητής της Κων/λης έπαρχος των δρουγγάριος της αναπληρωτής του έπαρχου βίγλας χαρτουλάριος του (ή σακελλάριος) επιθεωρητής σακελλίου οικονομικών μέγας κουράτωρ διαχειριστής των εσόδων της αυτοκρατορικής περιουσίας λογοθέτης του υπεύθυνος φορολόγησης της γενικού αυτοκρατορίας αντιγραφέας χαρτουλάριος απλός
αρχειοφύλακας
νοτάροι (ή νοδάροι)
γραμματείς
Τα πλοία των Ελλαδικών, πριν προλάβουν να προσεγγίσουν τα αντίστοιχα εχθρικά, δέχτηκαν καταιγισμό βολών «υγρού πυρός» στον οποίο δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν ανάλογα. Τα περισσότερα πλοία των στασιαστών βυθίστηκαν φλεγόμενα, παρασέρνοντας μαζί τους στο βυθό πλήθος στρατιωτών του Στεφάνου. Βλέποντας τη φανερή υπεροπλία των βυζαντινών δρομώνων, τα υπόλοιπα πληρώματα των επαναστατών παραδόθηκαν, μεταξύ των οποίων οι Αγαλλιανός και Κοσμάς. Ο Στέφανος προτίμησε να πεθάνει ως στρατιώτης, συνεχίζοντας με το φλεγόμενο σκάφος του τον αγώνα. Όταν όμως διείδε τον κίνδυνο να πιαστεί αιχμάλωτος, όρμησε, χωρίς να βγάλει την πανοπλία του κρατώντας τον οπλισμό του στα χέρια και πνίγηκε πέφτοντας στη θάλασσα. Γ΄ Συνομωσία αρχόντων - Ακάμηρος της Βελζητίας. Στα μέσα του 8ου αιώνα, επί βασιλείας Κων/νου Κοπρώνυμου (741-775), έκανε την εμφάνισή της μια θανατηφόρα επιδημία λοιμού (746), η οποία επηρέασε και την κεντρική Ελλάδα, αραιώνοντας κατά πολύ τον πληθυσμό45. Σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί κάτοικοι των Σκλαβηνιών, κυρίως του Στρυμόνα και του Παγασητικού, εξόρμησαν επεκτείνοντας την κυριαρχία τους σε γειτονικές περιοχές46 βρίσκοντας κατά κανόνα έρημους τόπους, λόγω και της επιδημίας. Η επικράτηση όμως αυτή των Σλάβων ήταν πρόσκαιρη γιατί το 783 η Ειρήνη η Αθηναία έστειλε το στρατηγό Σταυράκιο με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, ο οποίος 45 46
Νικ. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, β΄ έκδοση 1995, ΕΛΛΑ, σελίδα 73. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων, 53, 54.
κατόρθωσε να υποτάξει τους Σλάβους και να τους καταστήσει φόρου υποτελείς. Το Μάρτιο του 799 κάποιοι εκτοπισμένοι αριστοκράτες συνωμότησαν εις βάρος της αυτοκράτειρας Ειρήνης, με σκοπό να φέρουν στο θρόνο έναν γιο του προηγούμενου αυτοκράτορα Κων/νου ΣΤ΄ που ήταν τότε εξόριστος στην Αθήνα φυλασσόμενος από το στρατηγό Κων/νο Σαραντάπηχο, στενό συγγενή της αυτοκράτειρας. Ένας εκ των ηγετών της συνωμοσίας εμφανίζεται από τους ιστορικούς της εποχής ο Σλάβος ηγέτης της Σκλαβηνίας του Αλμυρού Akamir (Ακάμηρος). Ο στρατηγός Σαραντάπηχος νίκησε τελικά τους στασιαστές και τύφλωσε τους ηγέτες τους. Από τότε η δύναμη του σλαβικού στοιχείου εξασθένισε και σταδιακά οι σλάβοι έποικοι συγχωνεύτηκαν με το ντόπιο θεσσαλικό πληθυσμό. Ο G. Ostrogorsky για την εξέγερση των Βελεγεζιτών Σλάβων «Το 783 ο λογοθέτης Σταυράκιος εκστρατεύει με ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, εισβάλλει μετά στην (υπόλοιπη) Ελλάδα και την Πελοπόννησο και εξαναγκάζει τις εκεί σλαβικές φυλές να αναγνωρίσουν τη βυζαντινή κυριαρχία και να καταβάλουν φόρους (…) Ωστόσο στα τέλη του 8 ου αιώνα οι Σλάβοι της Ελλάδας με ηγέτη τον άρχοντα της φυλής των Βελεγεζιτών έλαβαν ενεργό μέρος σε ένα πραξικόπημα47 εναντίον της αυτοκράτειρας Ειρήνης για χάρη των εκτοπισμένων στην Αθήνα γιων του Κων/νου Ε΄…» G. Ostrogorsky, ό.π., τόμος Β΄ σελ. 63,64
Δ΄ Η Λάρισα έδρα Μητρόπολης48 Τον 6ο αιώνα η Λάρισα είχε αναβαθμιστεί από απλή Επισκοπή σε Μητρόπολη ενώ κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα τίθενται υπό την εποπτεία της πολύ περισσότερες επισκοπές (εικοσιπέντε συνολικά, για να αυξηθούν σε τριάντα τον επόμενο αιώνα). Αυτές ήταν: Βελεστίνου, Βεσαίνης, Βουναίνης, Χαρμαίνων (Μαρμάριανη και η ευρύτερη περιοχή της Αγιάς), Βιαίνης(;), Δημητριάδος, Δομένικου-Ελασσόνας, Εχίνου (Φθιώτιδας), Οξυμοκόβου (Σμόκοβο), Φαναρίου, Φαρσάλων, Θαυμακού, Εζερού 49 (Φθιώτιδος ή περιοχής Καλλιπεύκης ), Γαρδικίου (Πελιναίου, ανατολικά των Τρικάλων), Ετέρας Γαρδικίας (Φθιώτιδας), Θαυμακού (Δομοκού), Φθιώτιδων Θηβών, Θεσσαλικών Σαλτών ή Λυκοστομίου (Τέμπη), Γόμφων, Αλμυρού, Καισαρείας (Δ. Μακεδονίας), Καλλινδού(;), Καπουλιάνων ή Καππούης (Καππάς Καρδίτσας), Καστρίου ή Κατρίας (Αγιάς), Κολυδρού (Πιερίας), 47
Πρόκειται ασφαλώς για τη συνομωσία του 799, στην οποία δε συμμετείχαν μόνο Σλάβοι αλλά και διάφοροι εκτοπισμένοι άρχοντες. 48 Η Μητρόπολη ή Αρχιεπισκοπή ήταν ανώτερη από μια Επισκοπή. Συνήθως οι Μητροπόλεις υποδιαιρούνταν σε επισκοπές. 49 Αυτή η δεύτερη υπόθεση δεν έχει επιβεβαιωθεί από κανένα αρχαιολογικό εύρημα.
Λιδωρικίου (Φωκίδας), Λιτζάς ( Νοτίων Αγράφων), Μαρμαριτζίου(;), Μουντονίτσας(;), Πατζουνιάς(;), Περιστεράς (Ταξιάρχες Τρικάλων), Ραδοβισδίου (Αργιθέας- Άρτας) Τρίκκης, Ζητουνίου (Λαμίας), Σκιάθου, Σκοπέλου .
Κεφάλαιο 4ο Μεσοβυζαντινή Εποχή – 2η περίοδος (867-1025) Α΄ Πειρατεία – Ανερχόμενος Ισλαμισμός – Άλωση της Δημητριάδας Την περίοδο αυτή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να παρουσιάζει απώλειες στα ανατολικά σύνορά της εξαιτίας της αλματώδους διάδοσης και εξάπλωσης του Ισλαμισμού, ο οποίος είχε ως κύριο όπλο όχι την ιδεολογική υπεροχή του έναντι του Χριστιανισμού, αλλά τη Τζιχάντ, δηλαδή τον ιερό πόλεμο. Έτσι οι ένοπλοι νεόφυτοι οπαδοί της νέας θρησκείας αρέσκονταν στη διάδοση του ιερού τους Κορανίου με «φωτιά και τσεκούρι», έχοντας κατά νου τους πως, ακόμα κι αν πέθαιναν πάνω στη μάχη, θα γίνονταν μάρτυρες και μόνιμοι μέτοχοι του υλιστικού παραδείσου, που τους υπόσχονταν ο προφήτης Μωάμεθ. Έτσι μεγάλα πλήθη των βυζαντινών υπηκόων των ανατολικών κυρίως επαρχιών της αυτοκρατορίας, και παρά τις προσπάθειες του δυναμικού αλλά λιγοστού ακριτικού στρατού, καταβάλλονταν από το φόβο του θανάτου και ασπάζονταν το Μωαμεθανισμό, προσφέροντας τους εαυτούς τους στη στρατιωτική υπηρεσία του Ισλάμ, μεγαλώνοντας έτσι την ισχύ της νέας θρησκείας. Καθοριστικό πλήγμα κατά του Βυζαντίου κατάφερε ο λαός του προφήτη, οι Άραβες καταλαμβάνοντας την Κρήτη (824-961), με ηγέτη τον Αμπού Χαφς Ομάρ. Οι Σαρακηνοί, όπως λέγονταν αρχικά οι Σύριοι και Αιγύπτιοι Άραβες, αφού εξόντωσαν κάθε αντιστεκόμενο Κρητικό, οργάνωσαν το νησί σαν πραγματικά πειρατικό κράτος και κατατρομοκράτησαν, επανειλημμένα, με πειρατικές επιδρομές τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, πόλεις της Μ. Ασίας αλλά και παράκτιες πόλεις της κυρίως Ελλάδας, όπως τη Θεσσαλονίκη και τη Δημητριάδα. Πολύ συχνά επικεφαλής αυτών των επιδρομέων θέτονταν Έλληνες αρνησίθρησκοι που είχαν ναυτικές γνώσεις και γνώριζαν τα στενά του Αιγαίου και τις ιδιομορφίες του. Τέτοιοι αρνησίθρησκοι ήταν ο Λέων ο Τριπολίτης, που κυρίεψε και λεηλάτησε τη Θεσσαλονίκη, αιχμαλωτίζοντας μεγάλο πλήθος κατοίκων της και πουλώντας τους σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, και ο Δαμιανός που
κατέστρεψε τη θεσσαλική Δημητριάδα το 89650. Κυριότερη πηγή γι’ αυτή την καταστροφική επιδρομή στα θεσσαλικά παράλια είναι ο Ιωάννης ο Καμενιάτης [δες σχετικό κείμενο]. Η Δημητριάδα εκείνη την εποχή ήταν μια ισχυρή παραθαλάσσια πόλη, πρωτόθρονη επισκοπή της Μητροπόλεως Λαρίσης και σημαντικότατο εμπορικό λιμάνι, το οποίο ουδέποτε απειλήθηκε από τους γειτονικούς της Βελεγιζήτες Σλάβους. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τους αρνησίθρησκους ηγέτες των Σαρακηνών και τις καταστροφές που προξένησαν «… αλλά μέχρι των μέσων της δεκάτης εκατονταετηρίδας έτερόν τι υφίστατο κακόν, ου μικρόν επενεργήσαν εις την του ιθαγενούς πληθυσμού αραίωσιν. Η παραλία και αι νήσοι εδηούντο πολλάκις από των Μωαμεθανών. Εκ μόνης της Θεσσαλονίκης ο Λέων ο Τριπολίτης απήγαγε, τω 904, 22000 νέους αιχμαλώτους, πλην των εν τη πολιορκία φονευθέντων. Μικρόν πρότερον, ήτοι τω 896, έτερος αρνησίθρησκος, ο Δαμιανός, κατέσφαξεν άπαντας σχεδόν τους κατοίκους της Δημητριάδος.» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τ. 14ος, βιβλίον 11ο, β΄ μέρος, σ. 193
Φαίνεται πως η πόλη πολιορκήθηκε από τα στίφη του Δαμιανού για μικρό χρονικό διάστημα από στεριά και θάλασσα. Η πολιορκία από ξηράς γινόταν με ψηλά κινητά «ξυλόκαστρα», που ήταν εξελιγμένες «ελεπόλεις51». Αυτά τα ξυλόκαστρα ήταν πολυώροφα και έφταναν στο ύψος των τειχών της πολιορκούμενης πόλης. Ο κάθε όροφος αυτής της πολεμικής μηχανής, που μετακινούνταν συρόμενος από ομάδα βοδιών, ήταν εξοπλισμένος με τοξότες. Μερικές φορές για να βρεθεί η αναγκαία για την κατασκευή των ελεπόλεων ξυλεία ήταν αναγκαίο να καταστραφούν καράβια.
Εικόνα 1 Μικρογραφία από χρονικό του Σκυλίτση. Αραβικός στόλος σε εκστρατεία 50
Μερικοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβήτησαν τη χρονολογία αυτή. Ο Παπαρρηγόπουλος την τοποθετεί το 899, ο Ζακυθηνός το 902 ενώ οι περισσότεροι ασπάζονται τη γνώμη του Σ. Λάμπρου που θεωρεί χρονολογία αλώσεως το 896. 51 Ελεπόλεις ονομάζονταν οι κινητοί πολιορκητικοί πύργοι που πρώτος τυποποίησε και χρησιμοποίησε εντατικά ο Μακεδόνας Δημήτριος ο Πολιορκητής (δες σχετικά στον Β΄ τόμο).
(Ιστ. Ελλ. Έθνους, Εκδ, Αθηνών) Ο ηγέτης των Σαρακηνών Δαμιανός είχε εξισλαμισθεί από μικρός και ανέβηκε γρήγορα την στρατιωτική ιεραρχία λόγω, προφανώς, των μεγάλων του ικανοτήτων. Είχε φτάσει στο βαθμό του εμίρη της Τύρου του Λιβάνου και ήταν ονομαστός για το σκληρό του χαρακτήρα και τις βιαιότητες που επακολουθούσαν τις καταλήψεις χριστιανικών νησιών ή πόλεων από τους πειρατές του. Το 912 ο στόλος του, μαζί με τις δυνάμεις του Λέοντα του Τριπολίτη, συνέτριψε το βυζαντινό στόλο, που διοικούσε ο ναύαρχος Ημέριος, ανοικτά της Κύπρου. Ο Ιωάννης Καμενιάτης για την άλωση της Δημητριάδας από τους Σαρακηνούς « … Η Δημητριάδα, η έτσι ονομαζόμενη άλλη πόλη, όχι μακριά από μας (τη Θεσσαλονίκη), καυχιέται για το πλήθος των κατοίκων της, όπως και άλλες πόλεις περηφανεύονται γι΄ αυτό, όχι πολύ πριν από μας52, αλώθηκε από βαρβάρους. Η οποία πολιορκήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα και όλοι οι κάτοικοί της έπεσαν στο μαχαίρι …» Ιωάννης Κουβουκλησιώτης Καμενιάτης, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, εκδ. Βόννης, σελ. 506,7
Εικόνα 2 Τύποι πολιορκητικών μηχανισμών του 8ου και 9ου αιώνα Όταν οι Σαρακηνοί53 κατέλαβαν την Δημητριάδα προέβησαν σε απίστευτες καταστροφές. Λεηλασίες, φόνοι, αρπαγές γυναικών και παιδιών ήταν τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας. Στη 52
Εννοεί την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς στις 29/7/904. Τα τοπωνύμια Σαρακηνός στο Βόλο, Σαρακήνικο στην Εύβοια, κ.α. φανερώνουν ότι αυτές οι τοποθεσίες ήταν λημέρια Αράβων πειρατών. 53
βιογραφία (βίος) του Αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, διαβάζουμε για τις συνήθειες των Αράβων πειρατών: «Οι Κρήτες (Σαρακηνοί) χρησιμοποιούσαν πειρατικά πλοία, ζούσαν ληστρική ζωή και ενέδρευαν τις νύχτες ανοιχτά των νησιών, των πόλεων και των παράλιων χωριών και λεηλατούσαν ό,τι εύρισκαν. Όποιους τολμούσαν να αντιμιλήσουν, τους κατέσφαζαν με τα μαχαίρια τους ενώ, όσοι σιωπούσαν (και δεν αντιδρούσαν) τους οδηγούσαν στην οικτρή σκλαβιά.» 54 Οι Σαρακηνοί πρέπει να έμειναν λίγα χρόνια στην πόλη, που αποτέλεσε ορμητήριό τους για άλλες επιδρομές στα θεσσαλικά παράλια, τις Σποράδες αλλά και την ενδοχώρα. Αυτές οι επιδρομές, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ίσως να έφτασαν ως τη Λάρισα55 κι ακόμα δυτικότερα. Ο συνεχιστής του Θεοφάνη για την άλωση της Δημητριάδας από τους Σαρακηνούς «16 Ετελεύτησεν δὲ ὁ πατριάρχης Στέφανος, καὶ ἀντ' αὐτοῦ πατριάρχης ὁ μυστικὸς ἐχειροτονήθη Νικόλαος, ὁ πολλὰ μὲν κατὰ τῆς σοφίας προτερήματα σὺν εὐσχήμονι καταστάσει. παρελήφθη δὲ ἡ πόλις ∆ημητριάς, ἡ ἐν τῷ θέματι Ελλάδος, ὑπὸ τῶν Αγαρηνῶν.» (ΛΟΓΟΣ Ζ, 16) ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣΑ ΕΚ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ ∆ΕΣΠΟΤΟΥ, ΥΙΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ∆ΕΣΠΟΤΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ .... ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΟΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ................. ΑΠΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΜΕΝΙΟΥ
Μετά την αποχώρηση των Σαρακηνών, οι λιγοστοί επιζήσαντες Δημητριείς επέστρεψαν στην πόλη τους, μα αυτή είχε χάσει οριστικά την αίγλη της. Αργότερα (1040) δέχτηκε βουλγαρική επιδρομή, ενώ το 1070 καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Σαρακηνούς. Από τότε η Δημητριάδα κατήντησε ένας άσημος οικισμός, ο οποίος παύει οριστικά να κατοικείται γύρω στο 1333, τη χρονιά δηλαδή που ο Κων/νος Μονομάχος, ο βυζαντινός στρατηγός, εισέβαλε στη Θεσσαλία56. Β΄ Ο Βουλγαρικός κίνδυνος – Άλωση Λάρισας από το Σαμουήλ Οι Βλάχοι της Θεσσαλίας Ο βουλγαρικός λαός πρωτοεμφανίστηκε στη Βαλκανική στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. Η ίδρυση όμως του πρώτου, με σλαβικές επιρροές, κράτους τους ανάγεται στο 679 με ιδρυτή τον Ασπαρούχ. Λαός πολεμικός από τη φύση του, ασπάστηκε το Χριστιανισμό στα χρόνια του βασιλιά Βόριδα (Boris) ο οποίος βαπτίστηκε Χριστιανός με το όνομα Μιχαήλ (852-889). Οι πρώτες 54
Χ. Παπαοικονόμου, Ο πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος επίσκοπος Άργους, 1908, σελίδα 91.
55
Ο Δημήτρης Σοφιανός στο έργο του Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, (Αθήνα 1972), υποστηρίζει ότι το 901 οι Σαρακηνού εισέβαλαν και κατέλαβαν τη Λάρισα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, ο Άγιος Νικόλαος μαρτύρησε από τους Σαρακηνούς. 56
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, στην «Ιστορία» του, αναφέρει ότι ο Μονομάχος κατέλαβε Γόλον (Βόλο) και Καστρίον, χωρίς να ονομάζει μεταξύ των απελευθερωμένων πόλεων τη Δημητριάδα.
σοβαρές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς έγιναν στα χρόνια του τσάρου Συμεών (893-927), με αποκορύφωμα δύο πολιορκίες της Βασιλεύουσας. Στα χρόνια του Σαμουήλ (976-1014) οι Βούλγαροι μετατόπισαν το κέντρο βάρους του κράτους τους δυτικότερα, εξαιτίας των ρωσικών επιθέσεων, ιδρύοντας ένα νέο κράτος με κέντρο την περιοχή της Πρέσπας και της Οχρίδας [πρόκειται για το προδρομικό κράτος του σημερινού ψευδομακεδονικού ή Σκοπιανού]. Την ίδια εποχή αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο ικανότατος Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο επιλεγόμενος Βουλγαροκτόνος.
Εικόνα 3 Η βάπτιση του Βούλγαρου τσάρου Βόγορι (Μιχαήλ) Ας εξετάσουμε ,όμως, τα θέματα που αφορούν στο βουλγαρικό κράτος του 10ου αιώνα με χρονολογική σειρά. Όταν το 976 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τζιμισκής, οι Βούλγαροι της ΒΔ Μακεδονίας αποστάτησαν, έχοντας επικεφαλής τους τούς τέσσερις γιους του κόμη της περιοχής Νικολάου (γι’ αυτό ονομάστηκαν από τους ιστορικούς της εποχής Κομητόπουλοι), Δαβίδ, Μωυσή, Ααρών και Σαμουήλ. Αυτοί ήταν αρμενο-βουλγαρικής καταγωγής διότι η μητέρα τους, Ριψίμη, ήταν Αρμένια. Φιλοδοξία των τεσσάρων ήταν να αναστήσουν το βουλγαρικό κράτος δίνοντάς του τη χαμένη του αίγλη. Οι τρεις πρώτοι από τους Κομητόπουλους βγήκαν νωρίς εκτός μάχης. Ο Δαβίδ σκοτώθηκε από Βλάχους στην Καστοριά, ο Μωυσής φονεύτηκε στην πολιορκία των Σερρών, ενώ ο Ααρών εξοντώθηκε μαζί με την οικογένειά του από τον αδελφό του Σαμουήλ, με την κατηγορία του φιλοβυζαντινού, άρα του προδότη. Μόνος επιζών ο Σαμουήλ αυτοανακηρύχτηκε τσάρος όλης της Βουλγαρίας, ξεκινώντας έναν 40ετή αγώνα κατά του Βυζαντίου, που κατέληξε σε σοβαρές ήττες στο Κλειδί, στο Σπερχειό και
αλλού, με τελική κατάληξη την οριστική συντριβή του ιδίου και την κατάλυση του κράτους του το 1014 από το Βουλγαροκτόνο. Ο Σκυλίτσης αναφέρει ότι το έτος 986 ο Σαμουήλ κυρίεψε τη Λάρισα «της Θεσσαλίας αρχαίαν πρωτεύουσαν της πολυανθρώπου ταύτης επαρχίας». Για τις λεπτομέρειες αυτής της πολιορκίας και της άλωσης μπορούμε να καταφύγουμε στο «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου (δες το κείμενο που ακολουθεί). Ο Κεκαυμένος για την άλωση της Λάρισας «… μέχρι την εποχή που ήταν ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Κεκαυμένος στη Λάρισα, έχοντας την εξουσία της Ελλάδας, επιχείρησε πολλές φορές ο Βούλγαρος τύραννος Σαμουήλ, άλλοτε με πόλεμο, άλλοτε με δόλο, να καταλάβει τη Λάρισα και δεν τα κατάφερε, αλλά τον απέκρουσε και τον κορόιδεψε (ενν. ο παππούς του). Κι άλλες φορές τον έδιωχνε με πόλεμο, άλλες πάλι τον καλόπιανε με δώρα, προς τον ίδιο και τους ανθρώπους του, και με αυτά είχε το ελεύθερο να σπέρνει και να θερίζει τη γη και να διασώζει το λαό του έχοντας αυτάρκεια. Αλλά και όταν τον είδε να επικρατεί εντελώς, τον αναγνώρισε (ενν. ως ηγεμόνα), και έτσι ξεγελώντας τον πάλι έσπειρε και θέρισε. Έστειλε όμως και γράμμα προς τον Πορφυρογέννητο Βασίλειο (ενν. Βασίλειο Β΄ τον αυτοκράτορα), λέγοντας : Εγώ, άγιε κύριέ μου, εξαναγκασμένος από τον αποστάτη πρόσταξα τους Λαρισαίους και τον επεφήμησαν, και με τη βοήθεια του Θεού έσπειρα και θέρισα. Και με τη βοήθεια της Μεγαλειότητάς σου αποθήκευσα καρπούς που φτάνουν στους Λαρισαίους για τέσσερα χρόνια και να(!), πάλι είναι δούλοι της Μεγαλειότητάς σου. Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο αυτοκράτορας, αποδέχτηκε το τέχνασμα του παππού μου. Και μετά τρία χρόνια όρισε άλλον στρατηγό στην Ελλάδα. Όμως ο παππούς μου δεν κατοικούσε στη Λάρισα αλλά βρισκόταν στη Κων/λη κι ο (ενν. νέος) στρατηγός δεν είχε την πονηριά να σοφιστεί κάποιο στρατήγημα. Ήλθε λοιπόν ο Σαμουήλ και δεν τους άφησε να θερίσουν, αλλά την εποχή της σποράς τους έδινε την άδεια να σπέρνουν, ενώ το θέρος δεν τους επέτρεπε να βγουν έξω (από τα τείχη) καθόλου. Αυτό το έκανε επί τρία χρόνια , ώστε τους τελείωσαν οι τροφές και αναγκάστηκαν να φάνε σκύλους γαϊδούρια κι άλλα ακάθαρτα κρέατα. Όταν τους τελείωσαν κι αυτά, μάζευαν δέρματα που βρίσκονταν στις κοπριές και τα έψηναν και τα έτρωγαν, θέλοντας να ξεγελάσουν την πείνα τους. Μάλιστα μια γυναίκα που πέθανε ο άντρας της έφαγε το μηρό του. Έτσι από την πίεση της αφόρητης πείνας, ο Σαμουήλ τους υπέταξε αναίμακτα και υποδούλωσε όλους τους Λαρισαίους εκτός από τη γενιά του Νικουλιτζά57. Αυτούς μόνο τους ανάγκασε να μετοικήσουν χωρίς να τους πειράξει, ελεύθερους με τα υπάρχοντά τους, λέγοντάς τους τούτο : Ευχαριστώ πολύ τον πορφυρογέννητο Βασίλειο που μετέθεσε τον συμπέθερό σας τον Κεκαυμένο από την Ελλάδα και με απάλλαξε από τα τεχνάσματά του.» Κεκαυμένος Στρατηγικόν, εισαγ. μετάφρ., σχόλια Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, σελ. 214-7
Φαίνεται ότι η πόλη πολιορκούνταν χαλαρά για τρία με τέσσερα έτη και εξαιτίας των ενεργειών του στρατηγού Κεκαυμένου άντεχε χωρίς να λιμοκτονεί. Όταν, όμως, ο έμπειρος στρατηγός 57
Πρόκειται για την πιο ονομαστή βλάχικη οικογένεια στη Μεσαιωνική Θεσσαλία.
μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλο στρατιωτικό διοικητή, ο διάδοχός του δεν έδειξε τις ίδιες ικανότητες. Έτσι, οι Λαρισαίοι δεν μπόρεσαν να θερίσουν τους καρπούς της γης τους και, όταν τέλειωσαν τα αποθέματα τροφών, αναγκάστηκαν να φάνε ακόμα και σκύλους, άλογα και οτιδήποτε άλλο ξεγελούσε την πείνα τους. Ο Σαμουήλ άφησε να φύγει μόνο μια βλάχικη οικογένεια, αυτή του Νικουλιτζά, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και, συρόμενοι από το στρατό των εισβολέων, να μετοικήσουν οικογενειακώς στην Πρέσπα και βορειότερα. Όλοι οι άνδρες υποχρεώθηκαν να καταταγούν στο βουλγαρικό στρατό. Σύμφωνα με τον Κεδρηνό, αλλά και το Σκυλίτση, ο Σαμουήλ άρπαξε και το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, μεταφέροντάς το στην Μικρή Πρέσπα, στο ομώνυμο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου, όπου ο Βούλγαρος ηγεμόνας ανήγειρε ναό προς τιμήν του αγίου, βρίσκοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σύμβολο θρησκευτικότητας για το λαό του και (δήθεν) θείας επιστασίας στο μεγαλόπνοο έργο του. Εκτός των άλλων, ο Σαμουήλ βρήκε μεταξύ των αιχμαλώτων Λαρισαίων μια πανέμορφη κόρη την Έλα ή Ελένη και την νυμφεύτηκε. Σύμφωνα με μερίδα ιστορικών μελετητών η Έλα ήταν ήδη παντρεμένη με κάποιον αξιωματικό του βυζαντινού στρατού ονόματι Ρηγίνο, αλλά η κόρη αιχμαλωτίστηκε σε κάποια επιδρομή από Βουλγάρους και αυτοί την παρέδωσαν στο Σαμουήλ διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο σύζυγός της είχε φονευτεί σε μάχη. Αυτή αναγκάστηκε να παντρευτεί τον Σαμουήλ, αλλά αργότερα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ρηγίνος, ο οποίος κατόρθωσε να την απαγάγει από τα χέρια του. Όμως, για κακή της τύχη, αυτή πνίγηκε κατά τη δραματική καταδίωξη του ζεύγους από τους Βουλγάρους στα νερά ενός ορμητικού ποταμού. (Βέβαια αυτή η εκδοχή είναι μάλλον μυθιστορηματικού χαρακτήρα.) Η ιστορικός Γ. Μωυσείδου για τον Σαμουήλ «… το 976 οι τέσσερις γιοι του κόμη Νικολάου, ενός Βυζαντινού αξιωματούχου, επαναστάτησαν. Η επανάστασή τους, που είναι γνωστή ως επανάσταση των Κομητόπουλων, ξεκίνησε ως ανταρσία και πήρε στη συνέχεια μεγάλες διαστάσεις. Ο ένας από του Κομητόπουλους, ο Σαμουήλ, κατόρθωσε να γίνει βασιλιάς των Βουλγάρων (977-1014) και ίδρυσε κράτος που είχε κέντρο του αρχικά την περιοχή γύρω από τη λίμνη Πρέσπα και στη συνέχεια την Αχρίδα. Ο Σαμουήλ εξελίχθηκε σε μεγάλο εχθρό του Βυζαντίου καθώς επανειλημμένα επιτέθηκε κατά της Αυτοκρατορίας στη Μακεδονία, στη Θράκη, στη Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο ..» Γ. Μωυσείδου, Βυζάντιο και σλαβο-βυζαντινός κόσμος, Ιστορία των Ελλήνων, τ. 6ος, Δομή, σελ. 460,1 Ο Ιωάννης Σκυλίτσης για την αιχμαλωσία των Λαρισαίων και του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου από το Σαμουήλ «Ο Σαμουήλ επέδραμε σ’ όλη τη δύση, όχι μόνο τη Θράκη και τη Μακεδονία και τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, αλλά και στη Θεσσαλία, την Ελλάδα (Στερεά) και την Πελοπόννησο. Και πολλά φρούρια κατέκτησε, απ’ τα οποία το κορυφαίο η Λάρισα, τους κατοίκους της οποίας μετέφερε στα ενδότερα
της Βουλγαρίας μαζί με τις οικοσκευές τους και τους κατέταξε στα συμμαχικά του στρατεύματα που τα χρησιμοποιούσε κατά των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Μετέφερε και το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, που είχε χρηματίσει επίσκοπος Λαρίσης στα χρόνια του Μεγάλου Κων/νου και ήταν παρών κατά την Πρώτη και μεγάλη (Οικουμενική) Σύνοδο μαζί με το Ρηγίνο της Σκοπέλου και το Διόδωρο της Τρίκκης και το τοποθέτησε στην Πρέσπα, όπου ήταν το βασίλειό του, οικοδομώντας ένα ναό πολύ όμορφο και πολύ μεγάλο στο όνομά του (ενν. του Α. Αχιλλίου).» Ιωάννης Σκυλίτσης, εκδ.I. Thurn, Βερολίνο, 1973, σελ. 330 , απόδ. Κ. Οικ.
Εικόνα 4 Τα ερείπια του Ι. Ν. Αγίου Αχιλλίου στο νησί της Μικρής Πρέσπας Ο Ι. Σκυλίτσης για την άλωση της Λάρισας από το Σαμουήλ «καὶ καθίσταται μόναρχος Βουλγαρίας ἁπάσης ὁ Σαμουήλ. οὗτος πολεμικὸς ἄνθρωπος ὢν καὶ μηδέποτε εἰδὼς ἠρεμεῖν, τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατευμάτων ταῖς πρὸς τὸν Σκληρὸν μάχαις ἀσχολουμένων ἀδείας τυχὼν κατέδραμε πᾶσαν τὴν ἑσπέραν, οὐ μόνον Θρᾴκην καὶ Μακεδονίαν καὶ τὰ τῇ Θεσσαλονίκῃ πρόσχωρα, ἀλλὰ καὶ Θετταλίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον. καὶ πολλὰ φρούρια παρεστήσατο, ὧν ἦν τὸ κορυφαῖον ἡ Λάρισσα, ἧς τοὺς ἐποίκους μετῴκισεν εἰς τὰ τῆς Βουλγαρίας ἐνδότερα πανεστίους, καὶ τοῖς καταλόγοις τῶν ἑαυτοῦ κατατάξας στρατιωτῶν συμμάχοις ἐχρῆτο κατὰ Ῥωμαίων. μετήγαγε δὲ καὶ τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου, ἐπισκόπου Λαρίσσης χρηματίσαντος ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου κἀν τῇ μεγάλῃ καὶ πρώτῃ συνόδῳ παρόντος σὺν Ῥηγίνῳ Σκοπέλων (Σκοπέλου α) καὶ ∆ιοδώρῳ (∆ιοδώρου αξ) Τρίκκης (Τρίκης αξε), καὶ εἰς τὴν Πρέσπαν ἀπέθετο, ἔνθα ἦσαν αὐτῷ τὰ βασίλεια, οἶκον κάλλιστον καὶ μέγιστον ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ δομησάμενος.» Σύνοψις Ιστοριών Ι. Σκυλίτση (Βασ., Κων., 8,11) www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πιθανό ότι από την Έλα ο Σαμουήλ απέκτησε το διάδοχό του στο θρόνο Γαβριήλ-Ρωμανό ή Ροδόμηρο, που ανακηρύχθηκε τσάρος της Βουλγαρίας στις 15/9/1015. Η παρουσία μεταξύ των πολιορκούμενων της οικογένειας του Νικουλιτζά ή Νικολίτση, φανερώνει ότι στη θεσσαλική πρωτεύουσα και στη γειτονική ύπαιθρο χώρα κατοικούσαν
οικογένειες Βλάχων οι οποίες τον επόμενο αιώνα (11ο) γίνονται πολυπληθέστερες μετά και την κάθοδο των ομοφύλων τους από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο58. Οι Βλάχοι ήταν δίγλωσσος λαός που ομιλούσε την ελληνική και τη βλάχικη γλώσσα. Προέρχονταν πιθανότατα από αρχαία ελληνικά φύλα της Μακεδονίας και της Ηπείρου που εργάζονταν ως οροφύλακες (φύλακες των βουνών) ή βιγλάτορες [δες το κείμενο του αυτοκρ. Νικηφόρου] και ως φύλακες της Εγνατίας Οδού, στην υπηρεσία του ρωμαϊκού κράτους αναγκαζόμενοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, να ομιλούν τη λατινική γλώσσα (από την οποία προήλθε και το βλάχικο ιδίωμα). O Αντώνιος Κεραμόπουλος για τους (Κουτσο-)Βλάχους «… Εφόσον λοιπόν δεν αποδεικνύει τι, ότι οι Δάκες59 κατήλθαν εις την Πίνδον και την Μακεδονίαν, οι ημέτεροι Βλάχοι ούτε ρανίδα αίματος δακικού, ούτε ίχνος συγγενείας φυλετικής μετά των Δακορουμάνων έχουν. (…) Οι φρουροί των ορέων της Μακεδονίας ήταν εντόπιοι, χρησιμοποιούντο δε προς τήρησιν της τάξεως και ησυχίας, και προς ασφάλειαν των οδών και κλεισωρειών από ληστών εγχωρίων ή από πάσης επιδρομής ανθρώπων κακοποιών εκ γειτονικών χωρών. Ταύτα δε αποδεχόμεθα, διότι οι νόμοι και η οργάνωσις του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσι τούτο. (…) Αλλά ταύτα σημαίνουσιν, ότι οι Βλάχοι ούτοι είναι Έλληνες αποβαλόντες την γλώσσαν, τόσον Έλληνες, όσο οι αποβαλόντες την γλώσσαν Μικρασιάται πρόσφυγες. Η λατινογλωσσίαν των δε δηλοί, ότι πιθανότατα, οι πλείστοι τουλάχιστον, εγκαθίσταντο εις τα όρη ως veterani (…) ,ήτοι αφ’ ου είχον ήδη εκμάθει την λατινικήν γλώσσαν εν τω στρατώ (….) επί δε Διοκλητιανού, τουλάχιστον, κατεστάθησαν οι οροφύλακες στα κάστρα και τα φωσσάτα, και αι αυστηραί διατάξεις περί υποχρεωτικής κατά την έκτασιν των ορεινών συνόρων κατοικίας και ωσαύτως υποχρεωτικής κληρονομικής διαδοχής και στρατεύσεως. (…)» Αντώνιος Κεραμόπουλος, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Univ. Studio Press, β΄ έκδοση, 2000, σελ. 59, 95, 144 O βασιλιάς Νικηφόρος για τους βιγλάτορες και τους οροφύλακες 1.τ Περὶ βιγλῶν καὶ πόσον διάστημα ὀφείλουσιν ἀπ' ἀλλήλων μία ἑκάστη διίστασθαι 1.1 Τοὺς τῶν μεγάλων ἀκριτικῶν θεμάτων τὴν πρόνοιαν ἀναδεχομένους καὶ ὑπὸ τὴν αὐτῶν ἐπικράτειαν τὰς κλεισούρας ἔχοντας πάσῃ μηχανῇ καὶ προθέσει καὶ ἀγρύπνῳ ἐπιμελείᾳ προσήκει σπουδάζειν καὶ ἀγωνίζεσθαι τὰς τῶν Ῥωμαίων χώρας διαφυλάττειν τῆς τῶν πολεμίων ἐπιδρομῆς ἀσινεῖς καὶ ἀνεπηρεάστους, βιγλάτορας ἐφιστῶντας ῥωμαλέους καὶ ἐπιτηδείους καὶ τὰς ὁδοὺς εἰς ἄκρον ἐπισταμένους. 1.2 Καὶ εἰ μὲν ὄρη εἰσὶν ὑψηλὰ καὶ δύσβατα διορίζοντα τὴν πολεμίαν, ἐν τούτοις τὰς βίγλας ἵστασθαι· ἀπέχειν δὲ τὰς στάσεις τῶν βιγλατόρων ἄχρι μιλίων γʹ ἢ δʹ. Καὶ ἡνίκα τοὺς ἐχθροὺς ἐξερχομένους θεάσονται, δρομαίως ἀπέρχεσθαι εἰς τὸ ἔτερον στασίδιον καὶ ἀπαγγέλλειν ἃ ἐθεάσαντο, κἀκείνους πάλιν πρὸς τὸ ἕτερον στασίδιον σπουδῇ πολλῇ· καὶ οὕτως καθεξῆς μηνύεσθαι τὰ τῶν καβαλλαρίων στασίδια εἰς τοὺς ἐφομάλους τόπους ἱστάμενα καὶ δι' αὐτῶν ἀναμανθάνειν τὸν στρατηγὸν τὴν τῶν ἐθνῶν ἔφοδον. 1.3 Καρτερεῖν δὲ 58 59
Γι’ αυτό το λόγο τους επόμενους αιώνες η Θεσσαλία θα αποκαλείται και Μεγάλη Βλαχία ή Μεγαλοβλαχία. Αρχαίοι Ρουμάνοι.
αὐτοὺς ἡμέρας πεντεκαίδεκα ἐν τῇ τῶν ὁδῶν φυλακῇ, ἐπιφερομένους καὶ τὴν διαρκοῦσαν αὐτοῖς τροφὴν τῶν αὐτῶν ἡμερῶν· εἴθ' οὕτως ἀπέρχεσθαι ἑτέρους εἰς τὴν τούτων ὑπαλλαγήν, καλῶς ἀδνουμιαζομένους καὶ εὐτρεπιζομένους παρὰ τῶν ἀρχόντων, καὶ σῴους καὶ ἀνελλιπεῖς κατὰ τὸν τυπωθέντα ἀριθμὸν ἀποστελλομένους, καὶ μὴ δι' αἰσχρὸν κέρδος οἴκοι καθέζεσθαι παρὰ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν ἐαθῶσιν. 1.4 Ἔξεστι δὲ τοὺς βιγλάτορας ἀφορᾶν ἐν οἷς ἄπληκτα τῶν πολεμίων ἁρμόζει γίνεσθαι· ἐκεῖ γὰρ τὰ ἄπληκτα ὡς ἐπίπαν εἴωθε γίνεσθαι ἐν οἷς ὕδωρ ἐστὶ διαρκὲς καὶ τόπος ἐφόμαλος. Ἑτέρους δὲ βλέπειν ἐν οἷς ἡ ὁδὸς ἀποτελεῖ στένωμα, ἄλλους δὲ ὅπου ποταμὸς ὑπάρχει δυσπέρατος. Καὶ τούτων οὕτως ἀσφαλῶς φυλαττόντων οὐ δυνήσονται οἱ πολέμιοι λάθρα ποιήσασθαι τὴνἐξέλευσιν. 1.5 Ἀποστέλλειν τε πιστοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐμπειροτάτους τοῦ ἐφορᾶν αὐτούς, εἴγε καλῶς καὶ ἀγρύπνως τὰ κατατόπια αὐτῶν διαφυλάττουσι. 1.6 Καὶ οἱ τυπωθέντες βιγλάτορες σῷοι τῷ ἀριθμῷ καὶ μὴ ἐλλιπεῖς ἀπέρχωνται, καὶ μὴ καταλιμπάνωσι τὰς στάσεις αὐτῶν, ἐν αἷς βλέπειν καὶ φυλάττειν τὰς ὁδοὺς ἐτάχθησαν, μήτε χρονίζειν ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς στασιδίοις, ἀλλ' ἐναλλάσσειν τοὺς τόπους καὶ ἀλλαχοῦ μεταβαίνειν, ἵνα μὴ ἐπὶ πολὺ χρονίζοντες τοῖς αὐτοῖς τόποις, διαγινωσκόμενοι εὐάλωτοι γίνωνται τοῖς ἐχθροῖς ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑ∆ΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ 1.1-1.6
Στη συνέχεια, στην εποχή που αναφερόμαστε, οι περισσότεροι απ’ αυτούς έγιναν κτηνοτρόφοι με διπλή κατοικία, ορεινή το καλοκαίρι και πεδινή (γύρω από τη Λάρισα ή τα Τρίκαλα) το χειμώνα. Οι ορεινές εστίες τους, ως επί το πλείστον, βρίσκονταν στην Πίνδο αλλά και στην Όθρυ, ενώ μικρότερες ομάδες εξέτρεφαν τα κοπάδια τους στις πλαγιές του Ολύμπου και της Όσσας. Ο προαναφερθείς Βλάχος Νικολίτσης, αργότερα συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους και γι’ αυτό το λόγο συνελήφθη από το Βασίλειο Β΄ στα Σέρβια και φυλακίστηκε. Αυτός κατόρθωσε να αποδράσει, αλλά ξαναπιάστηκε για να δραπετεύσει και δεύτερη φορά. Όταν αργότερα, μετανοημένος για τη συμπεριφορά του, ζήτησε να παρουσιαστεί στο Βουλγαροκτόνο, εκείνος δεν τον δέχτηκε. Γιος αυτού του Βλάχου ηγεμόνα ήταν ο Δελφινάς Νικολιτζάς που έδρασε στα χρόνια της βασιλείας του Κων/νου Δούκα και του Ρωμανού του Διογένη. Το 997 ο Βουλγαροκτόνος, έχοντας αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα της αυτοκρατορίας με επιτυχία, ανέθεσε στο στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να οργανώσει εκστρατεία στην Κεντρική Ελλάδα με σκοπό την εκδίωξη των Βουλγάρων, που έκαναν για δεύτερη φορά καταστροφική εισβολή στον ελλαδικό χώρο φτάνοντας τη φορά αυτή μέχρι την Αττική. Ο Νικηφόρος έφτασε στη Λάρισα, που είχε αρχίσει και πάλι να κατοικείται, αφήνοντας εκεί τις αποσκευές του στρατού του. Έπειτα κατευθύνθηκε εσπευσμένα στο Σπερχειό ποταμό, όπου, σε μια αποφασιστική μάχη, συνέτριψε το βουλγαρικό στρατό φονεύοντας χιλιάδες στρατιώτες, ενώ ο ίδιος ο Σαμουήλ τραυματίστηκε σοβαρά..
Ο Ιωάννης Ζωναράς για την ήττα των Βουλγάρων στο Σπερχειό ποταμό. «Τοῦ Σαμουὴλ δὲ τοῦ τῶν Βουλγάρων ἐξάρχοντος οὐ τὰ Θρᾳκῶν οὐδὲ τὰ κατὰ Μακεδονίαν μόνα ληιζομένου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ αὐτὴν δέ γε τὴν Πελοπόννησον, τὸν μάγιστρον Νικηφόρον τὸν Οὐρανὸν ἐκπέμπει ὁ βασιλεύς, τῆς δύσεως ἄρχοντα, ὃς παρὰ τῷ Σπερχειῷ ποταμῷ τοῦ Σαμουὴλ κατεσκηνωμένου παρὰ τῇ ἀντικρὺς ἠπείρῳ ηὐλίσατο. ὅτι δ' ὗσε τότε πολλὰ καὶ ὁ ποταμὸς ἐντεῦθεν ἄπλωτος ἦν, ἀνέλπιστος ἐδόκει τῷ Σαμουὴλ ἡ τῶν Ῥωμαίων ἐπέλευσις. ὁ Οὐρανὸς δὲ νυκτὸς ἀνερευνήσας καὶ κατά τινα τόπον βατὸν κατανοήσας τὸν ποταμόν, διαβαίνει τοῦτον ἡσύχως μετὰ τῆς στρατιᾶς καὶ ἀφροντιστοῦσιν ἐμβάλλει τοῖς περὶ τὸν Σαμουήλ. καὶ τῷ ἀδοκήτῳ καταπλαγέντες οἱ βάρβαροι ἔπιπτον μηδὲ χεῖρας ἀνταίροντες, καὶ τῷ Σαμουὴλ δὲ καὶ τῷ ἐκείνου υἱῷ Ῥωμανῷ πληγαὶ ἐπηνέχθησαν, καὶ ἑάλωσαν ἄν, εἰ μὴ τοῖς νεκροῖς συνανεμίχθησαν σώμασι, καὶ οὕτω λαθόντες διέφυγον…» Ι. Ζωναράς Επιτομή ιστοριών 559/560
Εικόνα 4 Ο Νικηφ. Ουρανός νικάει του Βουλγάρους στο Σπερχειό. Μικρογρ. Ιω. Σκυλίτση (Εθν. Βιβλιοθ. Μαδρίτης) Για να καταλάβουμε το μέγεθος της βουλγαρικής καταστροφής, αρκεί να αναφέρουμε ότι είκοσι χρόνια μετά, όταν ο Βασίλειος κατέβαινε στην Αθήνα για να προσκυνήσει το ναό της Θεοτόκου στον Παρθενώνα, πέρασε από το πεδίο της μάχης του Σπερχειού και το βρήκε γεμάτο λευκασμένα οστά των εχθρών του. Το τελικό χτύπημα στην ηγεμονία του Σαμουήλ δόθηκε στη μάχη στο Κλειδί το 1014, όταν ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας τον κατανίκησε διαλύοντας το στρατό και το κράτος του. Ο Βασίλειος Β’ στο πεδίο της μάχης του Σπερχειού είκοσι τρία χρόνια μετά. «Τη φοβερή καταστροφή των Βουλγάρων στη μάχη του Σπερχειού αποδεικνύει και το γεγονός που αναφέρεται από τους χρονογράφους της εποχής. Κατά την κάθοδό του στην Αθήνα, 23 χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, το 1018, φτάνοντας στη Λαμία, πέρασε κοντά από το πεδίο της μάχης και αντίκρισε τα «λευκαθέντα οστά» των πολυάριθμων Βουλγάρων που είχαν σκοτωθεί στη μάχη του 995
και σκέπαζαν μεγάλη έκταση στην πεδιάδα του Σπερχειού. Μόλις είδε ο Βασίλειος αυτούς τους πένθιμους σωρούς κατεπλάγη από τη θέα τόσο μεγάλης συμφοράς και ύμνησε την ανδρεία των στρατιωτών του. Ακόμη όμως περισσότερο εντυπωσιάστηκε από το θέαμα του υπερμεγέθους τείχους, που άρχιζε από την Υπάτη και κατέληγε στις Θερμοπύλες, για να εμποδίσει τους διάφορους επιδρομείς. Αυτό είχε κατασκευαστεί από τον Αρμένιο στρατηγό Ρουπένη.» Αλκ. Παπαμίχος, Η ήττα των Βουλγάρων στο Σπερχειό το 995 μ.Χ., περ. Ιστορία, τ. 355, Ιαν. 1998, σελ. 117 Ο Γεώργιος Κεδρηνός για την ήττα του Σαμουήλ «ὁ μάγιστρος Νικηφόρος ὁ Οὐρανός· ἔφθασε γὰρ καὶ οὗτος τὴν ἐκ Βαβυλῶνος φυγὴν ὠνησάμενος καὶ τὴν βασιλίδα καταλαβών. ὅστις ἐν Θεσσαλονίκῃ γενόμενος, ἐπεὶ ἔγνω τὸν Σαμουὴλ τῇ τοῦ δουκὸς Γρηγορίου τοῦ Ταρωνίτου σφαγῇ καὶ τῇ ἁλώσει τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐπαιρόμενον, καὶ διὰ τοῦτο τά τε Θετταλικὰ διαβάντα τέμπη καὶ τὸν Πηνειὸν πε ραιωσάμενον ποταμόν, Θετταλίαν τε καὶ Βοιωτίαν καὶ Ἀττικὴν 2.450 εἰσβαλόντα τε καὶ ἐν Πελοποννήσῳ διὰ τοῦ ἐν Κορίνθῳ ἰσθμοῦ, καὶ πάντα ταῦτα δῃοῦντα καὶ ληϊζόμενον, ἄρας καὶ αὐτὸς μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν στρατευμάτων καὶ τὰς ὑπωρείας διελθὼν τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἐν Λαρίσσῃ γενόμενος, κἀκεῖσε λιπὼν τὴν ἀποσκευὴν καὶ εὔζωνον λαβὼν τὸν στρατόν, τὴν Θετταλίαν ὁδοιπορίᾳ συν τόνῳ διελθὼν καὶ τὸ τῆς Φαρσαλίας πεδίον καὶ τὸν Ἀπιδανὸν διαβὰς ποταμόν, κατὰ τὸ χεῖλος τοῦ Σπερχειοῦ ποταμοῦ πήγνυσι τὴν στρατοπεδείαν, εἰς τὴν περαίαν καὶ αὐτοῦ τοῦ Σαμουὴλ αὐλι ζομένου· ὄμβρων γὰρ ἀπλέτων ὑσθέντων ἐξ οὐρανοῦ, καὶ τοῦ ποταμοῦ πλημμυροῦντος καὶ πελαγίζοντος, ἀπέγνωστο τὸ νῦν ἔχον ἡ συμ πλοκή. ἀλλ' ὁ μάγιστρος ἄνω καὶ κάτω τὸν ποταμὸν περισκοπήσας, καί τινα τόπον εὑρὼν δι' οὗ ᾠήθη δυνατὸν ἔσεσθαι τούτῳ περαιωθῆναι, ἀγείρας νυκτὸς τὸν στρατὸν περαιοῦται τὸν ποταμὸν καὶ τοῖς περὶ τὸν Σαμουὴλ ἀμερίμνως καθεύδουσιν ἐπιτίθεται· καὶ σφάζονται μὲν ἀριθμοῦ κρείττους, μηδενὸς πρὸς ἀλκὴν ἀπιδεῖν τολμήσαντος, ἐπλήγη δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Σαμουὴλ καὶ ὁ τούτου υἱὸς ὁ Ῥωμανὸς βαθείαις πληγαῖς. καὶ ἑάλωσαν ἄν, εἰ μὴ τοῖς νεκροῖς συμμίξαντες ἑαυτοὺς ἔκειντο ὡς τεθνεῶτες, καὶ νυκτὸς ἐπιγενο μένης ἔλαθον διαδράντες εἰς τὰ ὄρη τῶν Αἰτωλῶν, κἀκεῖθεν διὰ τῶν κορυφῶν τῶν τοιούτων ὀρέων διελθόντες τὸν Πίνδον διεσώθησαν ἐν Βουλγαρίᾳ. ὁ δὲ μάγιστρος τοὺς αἰχμαλώτους Ῥω μαίους ἐλευθερώσας, σκυλεύσας δὲ καὶ τοὺς πεσόντας Βουλγάρους, διαρπάσας δὲ καὶ τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον καὶ πλοῦτον ὅτι πλεῖστον περιβαλόμενος, σὺν τῇ στρατιᾷ ἐπανέζευξεν εἰς Θεσσαλονίκην(…..) τὸν βασιλέα δέσμιος ἀχθεὶς εἰς φυλακὴν ἐνεβλήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει πεμφθείς. ὁ δὲ βασιλεὺς ἐλθὼν εἰς Θετταλίαν τὰ ἐν αὐτῇ φρούρια ἤδη παρὰ τοῦ Σαμουὴλ κατάσκαφέντα ἀνωρθώσατο, καὶ τὰ παρὰ τῶν Βουλγάρων κατεχόμενα ἐκπολιορκήσας τοὺς μὲν Βουλγάρους ἐς τὸν λεγόμενον μετῴκισε Βολερόν, φρουρὰν δὲ ἐν πᾶσι καταλιπὼν ἀξιόμαχον ἐπανῆλθεν εἰς τὰ λεγόμενα Βοδηνά» ΣΥΝΟΨΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΑΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΚΤΙΣΕΩΣ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΣΑΑΚΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΠΑΡΑ ΚΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΚΕ∆ΡΗΝΟΥ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ.(2450,2453) www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Γ΄ Οι κυριότεροι Βούλγαροι ηγεμόνες Α΄ βουλγαρικό κράτος Β΄ βουλγαρικό κράτος
681702 803814 814831 852889 893927 9761014
Ασπαρούχ Κρούμμος Ομουρτάγ Βόρις Μιχαήλ Συμεών
Α΄
11861196 11971207 12801292 13311371
Ασέν Α΄ Καλογιάννης Γεώργιος Α΄ Τερτέριος Ιβάν Αλέξανδρος
Σαμουήλ
Γ΄ Αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρωτοβυζαντινής εποχής στη θεσσαλική πρωτεύουσα – Το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου Η Λάρισα συγκαταλέγεται μεταξύ των «περιφήμων πόλεων» στη «Σφαίρα» του Julli Honorii (370 μ.Χ. περίπου), ενώ ο Συνέκδημος του Ιεροκλή αναφέρει τη Λάρισα ως «πρώτη των πόλεων της επαρχίας Θεσσαλίας»60. Η πόλη, εκτός από έδρα επισκόπου, αρχικά, και μητροπολίτη, αργότερα, διετέλεσε έδρα του στρατηγού του Ελλαδικού Θέματος τον 10ο και 11ο αιώνα. Ο γνωστός σύγχρονος αρχαιολόγος Λάζαρος Δεριζιώτης61 πιστεύει ότι «… ίσως στα σπλάχνα της η γη της Λάρισας να κρύβει πολλά, η ύπαρξη των οποίων όμως είναι άγνωστη, όπως και η τύχη των. Γιατί δεν είναι μόνο οι επιδρομές των διαφόρων λαών που εξαφάνισαν τις πηγές, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η νοοτροπία των λαών της Ευρώπης μας ταλαιπωρεί και πολλές φορές και με τον επίσημο μανδύα του κράτους, ακόμα δυστυχώς και της Εκκλησίας, έστω κι αν πρόκειται για λατρευτικά ιδρύματα….62» Η άποψη του σεβαστού αρχαιολόγου δικαιώθηκε πρόσφατα (2004-5) με τη βιαστική … επιχωμάτωση του ιερού της μεγάλης βασιλικής που ανασκάφτηκε στη συμβολή των οδών Ολύμπου και Βενιζέλου κατά την κατασκευή του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων στην Πλατεία Λαού. Η επίσημη Εκκλησία (μάλλον ο ανώτερος Κλήρος της) σιώπησε, ψελλίζοντας ίσως κάποιες τυπικές διαμαρτυρίες, «ξεχνώντας» ότι η Αγία Τράπεζα του Ιερού Βήματος θεμελιώθηκε πάνω σε λείψανα κάποιου, τοπικού ίσως, αγίου. Το 1978 έγιναν οι δύο συνολικά ανακαλύψεις πρωτοβυζαντινών ναών στη Λάρισα. Η πρώτη ήταν στην ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας, στο «Λόφο του Φρουρίου». Ο πρώτος που υπέθεσε την ύπαρξή αυτού του ναού ήταν ο Α. Αρβανιτόπουλος το 1910. Η θεμελίωση της βασιλικής αυτή τελικά αποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρη. Ο ναός ήταν πλήρως 60
Άννα Αβραμέα, ό.π. 126. Πρώην έφορος της 7ης Ε.Β.Α. 62 Λαζ. Δεριζιώτης, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά Συμποσίου «Λάρισα, παρελθόν και μέλλον», Λάρισα 1985, 199-204. 61
κατεστραμμένος, χωρίς λείψανα τοιχοποιίας. Εκτός των θεμελίων του ναού, σώθηκαν ελάχιστα ψηφιδωτά δάπεδα. Η σημαντικότερη ανακάλυψη όμως στον ιερό αυτό χώρο ήταν ένας καμαροσκεπής τάφος, στο βόρειο κλίτος και ένας μικρότερος στο μεσαίο κλίτος (δες φωτογραφία).
Εικόνα 5 Ο καμαροσκεπής τάφος εντός της βασιλικής του Α. Αχιλλίου Αποκαλύφθηκαν, επίσης, και άλλοι μικρότεροι τάφοι με μορφή λάκκου κοντά στους προηγούμενους. Όλοι αυτοί οι τάφοι είναι κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του ναού κι αυτό σίγουρα σημαίνει ότι ο ναός κτίστηκε αργότερα από την περίοδο που έγιναν οι τάφοι αυτοί. Στον μεγαλύτερο από τους τάφους ήρθαν στο φως παραστάσεις καλοσχηματισμένων σταυρών. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτού του τάφου οδήγησε τους αρχαιολόγους στην εικασία (υπόθεση) ότι επρόκειτο για τον τάφο κάποιου εξέχοντος προσώπου, επισκόπου ή ακόμα και του ίδιου του Αγίου Αχιλλίου63. Χρονολογικός πίνακας γνωστών επισκόπων (ή μητροπολιτών) Λάρισας μέχρι την Οθωμανική εισβολή 1 . 2 . 3 . 4 . 5 .
Άγιος Αχίλλιος Αλέξανδρος
Πρόκλος
446-451 Δ΄ Οικ. 531
6 . 7 . 8 . 9 .
Αχίλλιος Β΄
Έως 535
Στέφανος Α΄
535-540 (;)
Ιωάννης Α΄
578-599
Κωνσταντίνο ς66
858
63
Βασίλειος Α΄ Βιγιλάντιος
περί το 340 μ.Χ. γύρω στο 345 424-431
συμμετοχή στην Α΄ Οικουμ. Σύνοδο συμμετοχή στη Σύνοδο Σαρδικής (344) 64 συμμετοχή στη Γ΄ Οικουμ. Σύνοδο Σύνοδος και «ληστρική» Εφέσου65
στην ποιμαντορία του η Λάρισα έγινε Μητρόπολη ο «από στρατιωτικών», καθαιρέθηκε από τον Πατρ.Επιφάνιο
Ίσως να πρόκειται για τον άλλο επίσκοπο Λάρισας με το όνομα Αχίλλιος (Β΄) που έζησε τον 6Ο αιώνα. Άννα Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, Αθήναι 1974, σελ. 191. 65 Άννα Αβραμέα, ό.π., 191. 66 Αβραμέα, ό.π., 192. 64
1 0 1 1 . 1 2 . 1 3 . 1 4 . 1 5 . 1 6 . 1 7 . 1 8 . 1 9 . 2 0 . 2 1 . 2 2 . 2 3 . 2 4 . 2 5 . 2 6 . 2 7 67
Ευθύμιος
869-870
Βασίλειος Β΄
877-880
Φίλιππος
895-915
Ιωάννης Β΄
9ος/10ος αι.
Ιάκωβος
10ος αιώνας
Στυλιανός
997
συμμετοχή στην Η΄ Οικουμ. Σύνοδο67
επί πατριαρχίας Σισινίου68
Θωμάς Γοργιανίτης 11ος ή 13ος αι. Στέφανος (Β΄)
αρχές 11ου αι.
Λέων
μέσα 11ου αι.
Ιωάννης Γ΄
περί το 1080
Βασίλειος Γ΄
1084-1092
Γεώργιος Α΄
1107
Γεώργιος Β΄
περί το 1147
Ιωάννης Δ΄
1166
Βασίλειος Δ΄
γύρω στο 1170
Καλοσπίτης
1212 ορισμός
Νίκανδρος69
1264-1273
Ά. Κυπριανός70
ως το θέρος 1362
ο «Κεκαυμένος»
επί πατριαρχίας Κοσμά του Αττικού
με απόφαση συνόδου της Ηπείρου
επί πατριαρχίας Ιωάννη ΙΓ΄ Γλυκά
Αβραμέα, ό.π., 192. Επαμ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, «Γνώση» 2001, 81 69 Δημ. Σοφιανός, Ο Άγιος Αχίλλιος Λαρίσης, Αθήνα 1990, 108 70 Λόγω της ερήμωσης της Λάρισας αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο Φανάρι (ή σύμφωνα με τον Κ. Σπανό στα Τρίκαλα). Μετά το θάνατό του, ο διάδοχός του στο θρόνο της Λάρισας, Αντώνιος, έγραψε εγκωμιαστικό λόγο προς 68
2 8 . 2 9 . 3 0 . 3 1 3 2 3 3
Αντώνιος
πριν το 136771
είχε έδρα τα Τρίκαλα, συνέθεσε ακολουθία προς τιμή του Αγ. Αχιλλίου
Νείλος
από το 1367
εποχή ιδρύσεως Ι. Μονών Μετεώρων
Ιωάσαφ Α΄
1387
μετατέθηκε από τη Δράμα στη Λάρισα
Διονύσιος Α΄
1388
αμφισβητείται η ύπαρξή του
Συμεών
γύρω στο 1393
επί πατριαρχίας Αντωνίου
Διονύσιος Α΄72
μέχρι 1499
(Ο Ελεήμων, Άγιος. Εκοιμήθη το 1510
Σύμφωνα μάλιστα με τα συναξάρια του Αγίου, ο ιερός άνδρας είχε προβλέψει την ημέρα της κοιμήσεως του και είχε μεριμνήσει για την κατασκευή του τάφου του73. Επίσης, γνωρίζουμε ότι με την πάροδο του χρόνου, τις ληστρικές βαρβαρικές επιδρομές και τη μαρτυρική περίοδο της Εικονομαχίας, ο τάφος του Αγίου έμενε άγνωστος, και, μετά από παρέλευση ίσως και 300 ετών, κάπου στα τέλη του 9ου αιώνα, φανερώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο η ύπαρξή του, την 10η Φεβρουαρίου. Από τότε οι κάτοικοι της Λάρισας ανήγειραν εκ βάθρων τον ιερό του ναό, όπου και τοποθέτησαν σε λάρνακα το σκήνωμα του Αγίου. Το ιερό λείψανο έμενε στη νέα του θέση μέχρι την επιδρομή του Σαμουήλ. Η ύπαρξη των άλλων τάφων εξηγείται από τη συνήθεια των πιστών Χριστιανών να θάπτονται κοντά στον πνευματικό τους πατέρα, πράγμα που συνέβαινε και στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών. Το όνομα του Αχιλλίου βρέθηκε γραμμένο στο στόμιο κάποιου φρέατος καθώς και σε ορισμένες πλίνθους του ναού. Οι αρχαιολόγοι τοποθετούν χρονικά την ανέγερση αυτής της βασιλικής στα μέσα του 7ου αιώνα. Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη, κατ’ ευφημισμό μιας και σήμερα δεν διακρίνεται κανένα σημάδι της, είναι μια μεγάλη, για τα δεδομένα της εποχής, βασιλική με τρία κλίτη που αρχίζει περίπου από τη διασταύρωση των οδών Ερμού και Κύπρου και καταλήγει στην οδό Ολύμπου. Πρόκειται για έναν τεράστιο παλαιοχριστιανικό ναό, από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, που κτίστηκε στα τέλη του 4ου (!) αιώνα, στα χρόνια δηλαδή που την πόλη εποίμενε ο Άγιος Αχίλλιος, ή λίγο αργότερα. Τμήμα του ναού αποκαλύφθηκε πρώτα σε οικόπεδο της οδού Κύπρου (1964), αργότερα σε εργασίες θεμελίωσης άλλων οικοδομών της περιοχής, ενώ τέλος το ιερό βήμα του ναού βρέθηκε στο χώρο της Πλατείας τιμήν του Κυπριανού 71 Επαμ. Φαρμακίδης, ό.π., 85. 72 Αυτός ο Διονύσιος, που παραιτήθηκε το 1499 και αποσύρθηκε στη συνέχεια στην Ι. Μ. Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, θεωρείται ο Α΄ λόγω σοβαρών αμφιβολιών για την ύπαρξή του συνονόματός του (1388). 73 Κώδικας αριθμ. 143 και 212 της Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους.
Λαού (στην Παλιά Αγορά), όταν ο Δήμος Λαρισαίων έκανε την εκσκαφή του χώρου όπου δημιουργήθηκε ο υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων. Το πλάτος του ναού ήταν 22 μέτρα, ενώ το μήκος του 44 ή 66 μέτρα. Αν αυτός ο ναός ερχόταν στο φως, σίγουρα η Λάρισα θα λαμπρυνόταν με ένα ακόμα αξιοθέατο, που θα ήταν τουλάχιστο αντάξιο του ελληνιστικού της θεάτρου. Είναι πολύ πιθανό, κι αυτό είναι προσωπική άποψη, αυτός να ήταν ο αρχικός μητροπολιτικός ναός της Λάρισας και μάλιστα ίσως σ’ αυτόν να ιερουργούσε ο ίδιος ο επίσκοπος της πόλης, ο Άγιος Αχίλλιος, ενώ στο χώρο του «Φρουρίου» είναι πιθανό να υπήρχε, κατ’ αρχήν, ένας μικρός κοιμητηριακός ναός, που αναβαθμίστηκε σε μητροπολιτικό μετά την εύρεση του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου (8ος-9ος αι.) και την καταστροφή της τρίκλιτης βασιλικής από επιδρομές ή σεισμούς.
Κεφάλαιο 5ο Υστεροβυζαντινή Εποχή – 1η περίοδος 1025-1204 «Μούλτος» - Νορμανδικός κίνδυνος Η Λάρισα και ο Αλμυρός τον 11ο αιώνα Α΄ Η κατάληψη της Δημητριάδας από τους Βουλγάρους – Οι Βλάχοι στη Θεσσαλία Μετά το θάνατο του Βουλγαροκτόνου επανήλθε ο βουλγαρικός κίνδυνος. Έτσι ο Βούλγαρος στρατηγός Λυτοβόης Διαβολίτης πολιόρκησε και κατέλαβε την ευρισκόμενη σε παρακμή Δημητριάδα (1040). Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα μεγάλο πλήθος Βλάχων νομάδων προερχόμενων από περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Βόρειας Πίνδου εισχώρησαν ειρηνικά στην αραιοκατοικημένη τότε Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν με τα κοπάδια τους στις πλαγιές των βουνών που κυκλώνουν τη θεσσαλική πεδιάδα. Στους επόμενους μάλιστα αιώνες, η περιοχή θα ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, ή Μεγαλοβλαχία λόγω της ισχυρής παρουσίας του βλάχικου στοιχείου. Σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν από την Τουδέλη της Ισπανίας (πέθανε το 1173) οι Βλάχοι των ορεινών περιοχών, βορείως της Λαμίας, ήταν λαός άγριος και εθνικός στο θρήσκευμα (ειδωλολάτρες). Βέβαια οι
οικογένειες των αστικοποιημένων Βλάχων, όπως του Νικουλιτζά, είχαν ήδη ασπαστεί την Ορθόδοξη πίστη. Ο Ιωάννης Λεονάρδος για τους Βλάχους της Θεσσαλίας « … Οι πολυανθρωπότατοι οικήτορες της Θεσσαλίας θεωρούνται οι Έλληνες απόγονοι των παλαιών Θεσσαλών. Πλησίον αυτών λαμβάνουν ένα μικρό μέρος οι Ελληνοβλάχοι ή Μεγαλοβλάχοι, μια φυλή ελληνική, η οποία κατοικεί τα ορεινά μέρη μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου, ήτις φαίνεται έζη ποτέ νομαδικώς, το οποίον σώζεται ακόμη μεταξύ τινών ως ανωτέρω είπομεν.» Ιωαν. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, Θετταλός, 1992, σελ. 31
Β΄ «Μούλτος» Στα χρόνια του Κων/νου Ι΄ Δούκα (1059-1067) σπουδαίο ρόλο στην κοινωνία της Λάρισας έπαιζε ο γιος του Νικολίτζη, ο «πρωτοσπαθάριος» Νικολιτζάς ο ονομαζόμενος και Δελφινάς εκ Λαρίσης. Ήταν η εποχή που οι κάτοικοι της Θεσσαλίας διαμαρτύρονταν κατά της σκληρής φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο, μαζί με τους κατοίκους των Φαρσάλων και άλλων πόλεων, να κάνουν στάση, την επονομαζόμενη στάση του «Μούλτου74» στα 1066, έχοντας με το μέρος τους τον «πρωτοσπαθάριο», ο οποίος θέλοντας και μη, πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες. Φαίνεται πως οι στασιαστές κέρδισαν τις εντυπώσεις και, παρά την καταστολή της στάσης, μετά το θάνατο του Δούκα, στα χρόνια της Ευδοκίας (1067) και του Ρωμανού Δ΄ Διογένη, η φορολογία έγινε λιγότερο σκληρή. Στα χρόνια που ακολουθούν έχουμε μια δεύτερη καταστροφική επιδρομή Σαρακηνών στη Δημητριάδα (1070), συνέπεια της οποίας ήταν η σταδιακή, οριστική ερήμωση του κάποτε πλουσιότερου θεσσαλικού λιμένα.
Γ΄ Ο νορμανδικός κίνδυνος Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος ήρθε από τα βορειοδυτικά και ήταν από ένα λαό του Βορρά (North man), τους λεγόμενους Νορμανδούς ή Βαράγγους, που ήταν συγγενικό φύλο των Βίκκιγκς. Λίγο μετά το 1080 οι Νορμανδοί πέρασαν, από τις κτήσεις τους στην Ιταλία, απέναντι στο σπουδαιότερο λιμάνι της Αδριατικής, το Δυρράχιο, το οποίο κατάλαβαν νικώντας κατά κράτος το βυζαντινό στρατό και, στη συνέχεια, κατευθυνόμενοι προς τα νοτιοανατολικά, κατέλαβαν εύκολα τα Ιωάννινα και την Άρτα. Η 74
Στη λατινική γλώσσα η λέξη «μούλτος» σημαίνει πολύ. Άρα η στάση ήταν κατά της πολλής φορολόγησης.
προέλαση των Νορμανδών σταμάτησε από ένα ξαφνικό περιστατικό: μια επανάσταση των Λομβαρδών στην Ιταλία ανάγκασε το βασιλιά των εισβολέων Ροβέρτο Γυισκάρδο να επιστρέψει με ένα τμήμα του στρατού του, το καλοκαίρι του 1082, για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Στη Θεσσαλία άφησε το γιο του Βοημούνδο με το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού εκστρατευτικού σώματος. Στις αρχές του 1083 έπεσαν στα χέρια του Βοημούνδου τα Τρίκαλα, ενώ στη συνέχεια παίρνοντας θάρρος από τις επιτυχίες του, ο νεαρός εισβολέας επιχείρησε την πολιορκία της Λάρισας. Την ίδια εποχή ο βυζαντινός στρατός, έχοντας επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα, Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, αναχωρούσε από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόταν τις προηγούμενες βδομάδες, κατευθυνόμενος προς Νότο για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Η ισχυρή νορμανδική δύναμη, που φρουρούσε τα Τέμπη, ανάγκασε τον αυτοκράτορα να κινηθεί ανατολικότερα και να περάσει δια μέσω του όρους των Κελλίων (Όσσα). Από εκεί κατευθύνθηκε στα χαμηλότερα περάσματα, είτε ανάμεσα από την Όσσα και το Μαυροβούνι (όπου και ο σημερινός δρόμος Αγιάς - Αγιοκάμπου), είτε μεταξύ Μαυροβουνίου και Πηλίου (περιοχή Σκλήθρου, Κεραμιδίου , Καναλίων). Η ακριβής διαδρομή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, λόγω των σοβαρών ελλείψεων της βασικής ιστορικής πηγής της εποχής, της Αλεξιάδας, 75 που έγραψε η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου, καθώς έχουν προταθεί τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές πιθανές διαδρομές του Αλέξιου (Ε. Βρανούση, Α. Αβραμέα, Ν. Νικονάνος, Δ. Αγραφιώτης)76. Έτσι τα διάφορα τοπωνύμια της Αλεξιάδας μπορούν να ταυτοποιηθούν με περισσότερους από έναν τόπους. Στη συνέχεια ο βυζαντινός στρατός μετά από πορεία στην ανατολική όχθη της Βοιβηίδας λίμνης, κατευθύνθηκε προς τη Λάρισα. Στο μεταξύ, η φρουρά των Λαρισαίων αντιστεκόταν ακόμα με δύναμη και σθένος, έχοντας επικεφαλής της τον ανδρείο διοικητή της πόλης Λέοντα Κεφαλά. Τον Ιούνιο του 1084 ο βυζαντινός στρατός έχοντας στις τάξεις του και ισχυρή δύναμη Τούρκων μισθοφόρων, παρέταξε νότια της πόλης ένα τμήμα του στρατού του υπό την διοίκηση του στρατηγού Μελισσηνού, τον οποίο έντυσε επίτηδες με αυτοκρατορική (πορφυρή) στολή για να εξαπατήσει το Βοημούνδο, δίνοντάς του την εντολή, σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, να υποχωρήσει αυτός και το στρατιωτικό του τμήμα χωρίς αντίσταση προς το Λυκοστόμιο (Τέμπη) και την περιοχή του Κάστρου της Ωριάς. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού προχώρησε δυτικότερα και κρύφτηκε πίσω από χαμηλούς λόφους. Ο Βοημούνδος, την ίδια 75
Αλεξιάς κεφάλαιο ε΄, δες σχετικό παράθεμα. Δες σχετικά : Δημ. Αγραφιώτης, «Σχόλια σε ένα χωρίο της Άννας Κομνηνής, Συμβολή στην Ιστορία της επαρχίας Αγιάς», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 19, Λάρισα 1990, 65-80. 76
στιγμή, βρισκόταν σε μια νησίδα του Πηνειού και αναπαυόταν τρώγοντας σταφύλια (!). Μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του βυζαντινού στρατού (του τμήματος υπό τον Μελισσηνό), έδωσε εντολή για επίθεση, νομίζοντας ότι επρόκειτο για την κυρίως βυζαντινή δύναμη. Και, ενώ οι δυνάμεις του Μελισσηνού υποχωρούσαν, ο Αλέξιος, κρίνοντας κατάλληλη τη συγκυρία, επιτέθηκε από τα νώτα στο νορμανδικό στρατό, αιφνιδιάζοντάς τους αντιπάλους . Κατ’ αυτό τον τρόπο οι βυζαντινοί κατανίκησαν τους εισβολείς, που είχαν βρεθεί, απροσδόκητα, εν μέσω δύο πυρών. Οι Νορμανδοί, ταπεινωμένοι, αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία της Λάρισας και να υποχωρήσουν προς τα Τρίκαλα. ΑΛΕΞΙΑΣ 5. Ὁ δέ γε Βαϊμοῦντος ἐξελθὼν τῆς Καστορίας ἔρχεται εἰς τὴν Λάρισσαν κεῖθι παραχειμάσαι βουλόμενος. 5.5.2 Καταλαβὼν δὲ τὴν μεγαλόπολιν ὁ αὐτοκράτωρ, καθάπερ εἴρηται, εὐθὺς ἔργου εἴχετο, ὁποῖος ἐκεῖνος θερμουργὸς καὶ μηδέποτε ῥᾳστώνης μετειληχώς, δυνάμεις τε ᾐτεῖτο τὸν σουλτάνον μετὰ ἡγεμόνων πεῖραν ἐκ μακροῦ ἐσχηκότων. Ὁ δὲ τηνικαῦτα πέμπει πρὸς αὐτὸν χιλιάδας ἑπτὰ μετὰ ἡγεμόνων λίαν ἐμπείρων καὶ αὐτὸν τὸν Καμύρην χρόνῳ καὶ πείρᾳ τῶν ἄλλων ὑπερέχοντα. Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ᾠκονόμει καὶ ἡτοιμάζετο, ὁ Βαϊμοῦντος μέρος τι τοῦ ἰδίου στρατεύματος ἀποδιελόμενος Κελτοὺς καταφράκτους ὅλους ἀπο στείλας ἐξ ἐπιδρομῆς κατέσχε τὴν Πελαγονίαν, τὰ Τρίκαλα καὶ τὴν Καστορίαν. Αὐτὸς δὲ ὁ Βαϊμοῦντος μετὰ ξύμπαντος τοῦ στρατεύματος καταλαβὼν τὰ Τρίκαλα ἀποσπάδα τοῦ ὅλου στρατεύματος ἀποστείλας γενναίους ὅλους ἐξ ἐφόδου κατέσχε τὸν Τζίβισκον77. Κᾆθ' οὕτως καταλαβὼν τὴν Λάρισσαν κατ' αὐτὴν τὴν τοῦ μεγαλομάρτυρος Γεωργίου μνήμην σὺν ὅλαις δυνάμεσι καὶ περιζώσας τὰ τείχη ἐπολιόρκει αὐτήν. 5.5.3 Ὁ δὲ ταυτηνὶ τὴν πόλιν φυλάττων πατρῴου τοῦ αὐτοκράτορος θεράποντος υἱός, Λέων ὁ Κεφαλᾶς, γενναίως πρὸς τὰς τοῦ Βαϊμούντου ἀντικαθίστατο μηχανὰς ἐπὶ ὅλοις μησὶν ἕξ. ∆ηλοῖ δὲ τὴν τοῦ βαρβάρου ἔφοδον διὰ γραφῶν τηνικαῦτα τῷ αὐτοκράτορι. Ὁ δὲ οὐ παραχρῆμα, καίτοι σφαδᾴζων, τῆς πρὸς τὸν Βαϊμοῦντον φερούσης ἥπτετο, ἀλλὰ πλεῖον μισθοφορικὸν ἐπισυνάγων ἁπανταχόθεν ἀνεβάλλετο τὴν ἐξέλευσιν78. Εἶτα καρτερῶς ὁπλίσας ἅπαντας ἔξεισι τῆς Κωνσταντίνου. Καὶ τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης ἐγγίσας καὶ διελθὼν διὰ τοῦ βουνοῦ τῶν Κελλίων καὶ τὴν δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπὼν καὶ τὸν βουνὸν τὸν οὑτωσὶ ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐζεβάν· χωρίον δὲ τοῦτο Βλαχικὸν τῆς Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον. Ἐκεῖθεν δὲ καταλαβὼν ἑτέραν αὖθις κωμόπολιν Πλαβίτζαν79 συνηθῶς καλουμένην, ἀγχοῦ που τοῦ οὑτωσί πως καλουμένου ποταμοῦ ῥέοντος διακειμένην, τὴν σκηνὴν κατέθετο ἀποχρῶντα τάφρον διορύξας. Καὶ ἐγερθεὶς ἐκεῖθεν ὁ βασιλεὺς ἀπῆλθεν ἄχρι τῶν κηπουρείων τοῦ ∆ελφινᾶ κἀκεῖθεν εἰς τὰ Τρίκαλα. 5.5.4 Γράμμα δέ τις τηνικαῦτα ἧκε κομίζων τοῦ Κεφαλᾶ Λέοντος, περὶ οὗ φθάσας ὁ λόγος ἐδήλωσε, παρρησιαστικώτερον γράφοντος· «Ἴσθι, ὦ βασιλεῦ, ὅτι μέχρι τοῦ νῦν σπουδὴν πολλὴν εἰσενηνοχὼς διετήρησα τὸ κάστρον ἀνάλωτον. Ἤδη δὲ τῶν ἐφειμένων Χριστιανοῖς τροφίμων 77
Πρόκειται για το κάστρο δυτικά του χωριού Γριζάνο των Τρικάλων. Βλέπουμε ότι ο Λέων Κεφαλάς αμυνόταν σθεναρά και δεν επιχείρησε έξοδο απ΄ το κάστρο της Λάρισας. 79 Πιθανότατα η Πλασιά της Αγιάς. 78
στερούμενοι καὶ τῶν μὴ προσηκόν των ἡψάμεθα. Ἀλλὰ καὶ ταῦθ' ἡμῖν ἐπέλιπον. Εἰ γοῦν βοηθῆσαι ἡμῖν θέλων σπεύσεις καὶ τοὺς πολιορκοῦντας ἐκδιῶξαι δυνηθείης, τῷ Θεῷ χάρις. Εἰ δ' οὔ, τοὐμὸν ἤδη πεπλήρωκα· καὶ τὸ ἐντεῦθεν ἀνάγκῃ δουλεύοντες (καὶ τί γὰρ δεῖ πρὸς φύσιν καὶ τὴν ἐκ ταύτης τυραννίδα ποιεῖν;) γνώμην ἔχομεν τὸ φρούριον παραδοῦναι τοῖς ἐπικειμένοις ἐχθροῖς καὶ φανερῶς ἀποπνίγουσιν. Ἀλλ' εἰ ταῦτα δυστυχῆσαι συμβαίη, ἐπάρατος μὲν γενοίμην ἐγώ, τολμηρῶς δὲ καὶ κατὰ τῆς σῆς βασιλείας τοῦτο παρρησιάζομαι, εἰ μὴ τάχιον σπεύσεις τοῦ κινδύνου ἡμᾶς ἐξελέσθαι μὴ πρὸς τοσοῦτον βάρος πολέμου τε καὶ λιμοῦ ἀντισχεῖν ἐπὶ πλέον δεδυνημένους, σὺ δ' ὁ ἡμέτερος βασιλεύς, εἴ γε δυνάμενος βοηθεῖν οὐκ ἐπέσπευσας τὴν βοήθειαν, οὐκ ἂν φθάνοις ἔγκλημα προδοσίας ἀποφυγγάνων». 5.5.5 Ὁ δὲ αὐτοκράτωρ δεῖν ἔγνω διά τινος τρόπου ἑτέρου αὐτοὺς καταγωνίσασθαι· λογισμοὶ δὲ τοῦτον συνεῖχον καὶ μέριμναι. Καὶ δῆτα σκοπῶν ὅπως χρὴ λόχους ἐνστήσασθαι, δι' ὅλης ἡμέρας διεπονεῖτο Θεὸν ἀρωγὸν ἐπικαλούμενος. Μετακαλεσάμενος οὖν τηνικαῦτά τινα τῶν γερόντων Λαρισσαίων ἐπυνθάνετο περὶ τῆς τοῦ τόπου θέσεως. Καὶ ἀνατείνας τοὺς ὀφθαλμούς, ἅμα καὶ τῷ δακτύλῳ ἐπισημαίνων, ἐπιμελῶς ἀνηρώτα ὅπη φάραγγές εἰσι διερρωγυῖαι τοῖς τόποις ἢ λόχμαι τινὲς βαθεῖαι πρὸς αὐτὰς συνεχίζονται. Ταῦτα δὲ τοῦ Λαρισσαίου ἐπυνθάνετο βουλόμενος λόχον ἐπιστῆσαι καὶ δι' ἀπάτης τοὺς Λατίνους καταγωνίσασθαι· τὸν γὰρ φανερὸν καὶ κατὰ μέτωπον φθάσας ἀπηγόρευε πόλεμον πολλάκις συμβαλὼν καὶ ἡττηθεὶς καὶ πεῖραν τῆς συμβολῆς τοῦ φραγγικοῦ πολέμου λαβών. 5.5.6 Ἐπεὶ δὲ ἥλιος κατέδυ αὐτός τε δι' ὅλης κεκοπιακὼς τῆς ἡμέρας ὁ βασιλεὺς εἰς ὕπνον ἐτράπετο, ὄνειρος ἐφίσταται τούτῳ. Ἐδόκει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ τεμένους τοῦ μεγαλομάρτυρος ∆ημητρίου ἑστάναι καὶ φωνῆς ἀκοῦσαι, «Μὴ λυποῦ μηδὲ στένε, αὔριον νικᾷς». Τὴν δὲ φωνὴν βάλλειν αὐτοῦ τὴν ἀκοὴν ᾤετο ἐκ μιᾶς τῶν ἐν τῷ τεμένει ἀπῃωρημένων εἰκόνων, ἐν ᾖ ὁ μεγαλόμαρτυς ∆ημήτριος κατεγέγραπτο. ∆ιυπνισθεὶς δὲ καὶ περιχαρὴς γεγονὼς ἐκ τῆς τοῦ ὀνείρου ταύτης ὀμφῆς ἐθεοκλύτει τε τῷ μάρτυρι καὶ προσυπισχνεῖτο, εἰ γένοιτό οἱ νίκην κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἄρασθαι, αὐτόθι τε παραγενέσθαι καὶ πρὸ σταδίων ἱκανῶν τῆς πόλεως Θεσσαλονίκης οὐκ ἔφιππον, ἀλλὰ πεζῇ καὶ βάδην ἐρχόμενον εἰς τὴν αὐτοῦ ἐλεύσεσθαι προσκύνησιν 5.5.7 (…) Ἐπέσκηπτε δὲ ποιήσασθαι τὴν παράταξιν καθ' ὃ σχῆμα ἐν τοῖς προηγησαμένοις πολέμοις αὐτὸς παρετάττετο παραγγείλας αὐτοῖς δι' ἀκροβολισμῶν πρότερον ἀπόπειραν τῶν ἔμπροσθεν τῶν Λατίνων ἐρχομένων ποιήσασθαι, εἶτα τὸ ἐνυάλιον ἀλαλάξαντας πανστρατὶ κατ' αὐτῶν χωρῆσαι· ἐπὰν δὲ ὁ συνασπισμὸς γένηται καὶ εἰς χεῖρας κατ' ἀλλή- λων ἔλθωσι, νῶτα παρασχεῖν τοῖς Λατίνοις καὶ φεύγειν ἀκρατῶς ὡς πρὸς τὸ Λυκοστόμιον ὑποκρίνεσθαι. Ἐν ᾧ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς παρεκελεύετο, χρεμετισμὸς ἁπάντων τῶν ἵππων τοῦ στρατοπέδου αἴφνης ἐξηκούσθη. Καὶ θάμβος ἐπὶ τούτῳ κατέσχεν ἅπαντας· ἀγαθὸς δὲ ὅμως οἰωνὸς αὐτῷ τε τῷ βασιλεῖ παραυτίκα καὶ πᾶσι τοῖς περιεργοτέροις ἐδόκει. 5.5.8 Ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὕτω πως ἐπισκήψας αὐτοῖς καὶ καταλιπὼν δεξιόθεν τοῦ κάστρου Λαρίσσης περιμείνας τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν γεννάδας τινὰς ἄνδρας ἕπεσθαί οἱ ἐπιτάξας τὴν τοῦ Λιβοτανίου κλεισούραν διεληλυθὼς καὶ τὸν Ῥεβένικον80 περικόψας καὶ διὰ τῆς καλουμένης Ἀλλαγῆς πρὸς τὸ εὐώνυμον τῆς Λαρίσσης μέρος καταλαβὼν καὶ περιαθρήσας τὴν ἅπασαν τοῦ τόπου θέσιν χθαμαλώτερον τόπον κατανοήσας ἐκεῖθι μετὰ τῶν συνεφεπομένων αὐτῷ λοχῶν ἦν. Οἱ δὲ ἡγεμόνες τῶν ῥωμαϊκῶν ταγμάτων, ὁπηνίκα ὁ βασιλεὺς προλοχίσειν, ὡς εἴρηται, ἐπειγόμενος τὴν τοῦ Λιβοτανίου κλεισούραν διέρχεσθαι ἔμελλε, τηνικαῦτα 80
Ποταμός κοντά στη Σκοτούσσα των Φαρσάλων.
ἀποσπάδα τινὰ τῶν ῥωμαϊκῶν ἀποδιελόμενοι ταγμάτων κατὰ τῶν Κελτῶν ἐξέπεμψαν, ἐφ' ᾧ πρὸς ἑαυτοὺς ἑλκύσαι, ὡς μὴ ἐκεχειρίαν ἔχοιεν φωρᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα ὅπη πορεύεται. Οἳ καὶ πρὸς τὴν πεδιάδα κατελθόντες προσέβαλον τοῖς Κελτοῖς καὶ ἐφ' ἱκανὸν μαχεσάμενοι διέστησαν τῆς νυκτὸς ἀπάρτι μὴ παραχωρούσης τὴν μάχην. Καταλαβὼν δὲ τὸν σκοπηθέντα τόπον ὁ βασιλεὺς ἅπαντας ἀποβῆναι τῶν ἵππων ἐκέλευσε καὶ ἐπὶ γόνυ κλιθέντας τοὺς χαλινοὺς χερσὶ κατέχειν. Καὶ αὐτὸς δὲ χαμαιδρύῳ περιτυχὼν ὡσαύτως κατακλιθεὶς τὸν χαλινὸν ἐν χερσὶ κατέχων ἐπὶ πρόσωπον τὸ ἐπίλοιπον τῆς νυκτὸς ἔκειτο. 5.6.1 Ἀνίσχοντος δὲ τοῦ ἡλίου, ἐπεὶ τὰ τῶν Ῥωμαίων τάγματα κατὰ φάλαγγας ἱστάμενα ὁ Βαϊμοῦντος ἐθεάσατο τάς τε βασιλικὰς σημαίας καὶ τὰ ἀργυρόηλα δόρατα <καὶ> τοὺς ἵππους μετὰ τῶν βασιλικῶν ἐρυθρῶν ἐφεστρίδων, ὡς ἐνὸν καὶ αὐτὸς κατ' αὐτῶν τὴν ἰδίαν κατεστήσατο φάλαγγα διχῆ διελὼν τὰς δυνάμεις καὶ τῶν μὲν αὐτὸς κατάρχων, τῶν δὲ φαλαγγάρχην τὸν Βρυέννιον καταστήσας· Λατῖνος δὲ οὗτος τῶν ἐπιφανῶν, ὃν καὶ κονοσταῦλον ὠνόμασαν. Οὕτω γοῦν τὰς ἰδίας καταστήσας δυνάμεις τὸ σύνηθες καὶ πάλιν ποιεῖ καὶ κατὰ μέτωπον τῆς παρατάξεως, ὅπου τὰ βασιλικὰ ἑώρα παράσημα, ἐκεῖ τὸν αὐτοκράτορα νομίσας εἶναι ὡς πρηστὴρ τοῖς φαινομένοις ἐμπίπτει. Οἱ δὲ μικρὸν ἀντισχόντες τὰ νῶτα τούτῳ διδόασιν· ὁ δὲ τούτους διώκων ὄπισθεν ἤλαυνεν ἀκρατῶς, ὡς ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν. Ὁ μέντοι βασιλεὺς τὰ ἴδια τάγματα ἐπὶ πολὺ φεύγοντα ὁρῶν καὶ τὸν Βαϊμοῦντον ὄπισθεν τῶν ῥωμαϊκῶν ταγμάτων ἀκρατῶς διώκοντα στοχασάμενος ἱκανὸν ἤδη διάστημα τῆς ἰδίας ἀποστῆναι τὸν Βαϊμοῦντον παρεμβολῆς, ἐπὶ τὸν ἵππον ἀναβάς, τὸ αὐτὸ δὲ καὶ τοῖς μετ' αὐτοῦ παρακελευσάμενος καταλαμβάνει τὴν τοῦ Βαϊμούντου παρεμβολήν. Καὶ εἴσω ταύτης γενόμενος πολλοὺς μὲν τῶν παρευρεθέντων Λατίνων ἀναιρεῖ καὶ τὰ λάφυρα ἐκεῖθεν ἀναιρεῖται· εἶτα περιαθρεῖ τοὺς διώκοντας καὶ φεύγοντας. 5.6.2 Καὶ ἐπεὶ ἀτέχνως τὴν φυγὴν ἑώρα ποιουμένους καὶ τὸν Βαϊμοῦντον ὄπισθεν διώκοντα καὶ ἐκείνου ὄπισθεν τὸν Βρυέννιον, μετακαλεσάμενος τὸν καλούμενον Πυρρὸν Γεώργιον ἐπὶ τοξείᾳ ὑμνούμενον καὶ ἑτέρους ἄνδρας γενναίους χωρίσας ἱκανοὺς πελταστὰς ὄπισθεν τοῦ Βρυεννίου ὀξέως ἐλαύνειν ἐπέσκηψε, φθάσαντας δὲ μὴ ἀγχέμαχον τὴν μάχην ποιῆσαι, ἀλλὰ πόρρωθεν κατὰ τῶν ἵππων μᾶλλον συχνὰ πέμπειν τὰ βέλη. Ἐπικαταλαβόντες οὖν τοὺς Κελτοὺς τοὺς ἵππους πυκνοῖς ὀϊστοῖς ἔβαλλον, ὡς ἐν ἀμηχανίᾳ τοὺς ἱππότας καθίστασθαι. Καὶ γὰρ ἀνὴρ Κελτὸς πᾶς ἐποχούμενος μὲν ἀνύποιστος τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν θέαν ἐστίν, ἐπὰν δ' ἀποβαίη τοῦ ἵππου, τὸ μέν τι τῷ μεγέθει τῆς ἀσπίδος, τὸ δέ τι καὶ διὰ τὰ τῶν πεδίλων προάλματα καὶ δρόμον ἀνεπιτήδειον εὐχειρότατός τε τηνικαῦτα γίνεται καὶ ἀλλοῖος παντά πασιν ἢ πρότερον ὀκλαζούσης οἷον καὶ τῆς ψυχικῆς αὐτῷ προθυμίας. Καὶ τοῦτο, οἶμαι, γινώσκων ὁ βασιλεὺς μὴ τοὺς ἱππότας, ἀλλὰ τοὺς ἵππους ἀναιρεῖν ἐπέταττε. 5.6.3 Τῶν δὲ ἵππων τῶν Κελτῶν πιπτόντων περιεδινοῦντο οἱ τοῦ Βρυεννίου. Καὶ ἀπὸ τῆς τούτων πολλῆς συστροφῆς κονίσσαλος μακρὸς καὶ πυκνὸς ἵστατο μέχρι νεφῶν κορυφούμενος, ὡς παραβάλλεσθαι τοῦτον κατ' ἐκείνου καιροῦ τῷ κατὰ τὴν Αἴγυπτον γεγονότι πάλαι σκότει ψηλαφητῷ. Τάς τε γὰρ τούτων ὄψεις ἡ πυκνότης ἀπετύφλου τῆς κόνεως καὶ ἄγνοιαν ἐμπαρεῖχεν ὁπόθεν καὶ παρὰ τίνων οἱ ὀϊστοὶ πέμπονται. Τρεῖς δὲ Λατίνους ἀποστείλας ὁ Βρυέννιος ἐδήλωσε τῷ Βαϊμούντῳ τὸ πᾶν. Οἳ καὶ κατέλαβον αὐτὸν εἴς τι νησίδιον ποταμοῦ81 τοῦ οὕτω καλουμένου Σαλαβρία82 μετά τινων ἱστάμενον ὀλίγων Κελτῶν καὶ σταφυλὰς ἐσθίοντα, ἅμα δὲ καὶ ὑπέρκομπόν τι καυχώμενον, ὅπερ καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρῳδεῖται καὶ 81
Αυτή η νησίδα του Πηνειού υπήρχε μέχρι την περίοδο κατασκευής της δεύτερης , βορειότερης κοίτης του στις αρχές του 20ου αιώνα. Το νησάκι αυτό ήταν ΒΔ του φρουρίου, περίπου στην αρχή του κήπου του Αλκαζάρ. 82 Σαλαβριάς ή Σαλαμπριάς ήταν το υστεροβυζαντινό όνομα του Πηνειού.
περιφέρεται. Τοῦτο γὰρ πολλάκις ἔλεγε βαρβαρίζων τὸ Λυκοστόμιον ὅτι «Τὸν Ἀλέξιον εἰς λύκου στόμα ἐνέβαλον». Τοιοῦτον γὰρ ἡ ὑπεροψία σφάλλουσα τοὺς πολλοὺς καὶ πρὸς τὰ ὑπ' ὄψιν καὶ ἐν ποσὶ κείμενα. 5.6.4 Ἀκούσας δὲ τὰ παρὰ τοῦ Βρυεννίου μηνυθέντα καὶ ἐπιγνοὺς τὸν δόλον καὶ τὴν δι' ἀπάτης νίκην τοῦ αὐτοκράτορος ἤχθετο μέν, ὡς εἰκός, κατέπιπτε δὲ οὐδαμῶς, ὁποῖος ἐκεῖνος. Ἀποκριθέντες οὖν τινες τῶν ὑπ' αὐτὸν κατάφρακτοι Κελτοὶ ἀνῆλθον εἰς ἀκρώρειάν τινα κατέναντι τῆς Λαρίσσης διακειμένην. Τούτους τὸ ὁπλιτικὸν θεασάμενοι ξὺν πολλῇ προθυμίᾳ ἐβίαζον ξυμβαλεῖν αὐτοῖς·
Δ΄ Η Λάρισα και ο Αλμυρός τον 11ο και 12ο αιώνα Οι περιηγητές της εποχής αναφέρονται στη Λάρισα χαρακτηρίζοντάς την πλούσια και σπουδαία με μεγάλη παραγωγή σιταριού, σταφυλιών και σύκων83. Ο Άραβας γεωγράφος Edrisi αναφέρει «… πόλιν αξιόλογον, έχουσα πολλές σιτοφόρους γαίας και το αξιόλογον εμπορείον του Αλμυρού..»84. Ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν από την Τουδέλη της Ισπανίας, έχοντας πιθανώς επισκεφθεί στο τέλος ή στα μέσα του 12ου αιώνα τη Λάρισα, αναφέρει την ύπαρξη ιουδαϊκής κοινότητας που είχε τρεις συναγωγές. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος το 1199 ανανέωσε τη συμμαχία με τους Βενετούς παραχωρώντας τους προνόμια και εμπορικά κέντρα σ’ ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια, με ειδικά χρυσόβουλα. Σ’ ένα απ’ αυτά τα χρυσόβουλα μνημονεύονται η Λάρισα, τα Τρίκαλα και ο Αλμυρός. Στον Αλμυρό μάλιστα υπήρχαν και εμπορικοί σταθμοί Πισατών και Γενουατών καθώς και μια ανθηρή εβραϊκή κοινότητα τετρακοσίων Ιουδαίων. Πίνακας Βυζαντινών Αυτοκρατόρων Β΄ 8. Μακεδονική δυναστεία 1 . 3 . 5 . 7 . 9 .
Βασίλειος Α΄ Μακεδών Αλέξανδρος
867-886
Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός Νικηφόρος Β΄ Φωκάς Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος
920-944
1 1 . 1 3 . 1 5 . 1
Ρωμανός Γ΄ Αργυρός
10281034
Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης
10411042
Κων/νος Θ΄ Μονομάχος
10421055
Μιχαήλ Η΄
1056-
83 84
912-913
963-969 976-1025
2 . 4 . 6 . 8 . 1 0 . 1 2 . 1 4 . 1 6 .
Λέων Στ΄ Σοφός
886-912
Κων/νος Στ΄ Πορφυρογέννητος Ρωμανός Β΄
913-959
Ιωάννης Α΄ Τζιμισκής
969-976
Κων/νος Η΄
1025-1028
Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγών
1034-1041
Ζωή-Θεοδώρα Πορφυρογέννητες
1042
Θεοδώρα (ξανά)
1055-1056
(εκτός δυναστείας)
Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια Κ. Σπανός, Γνώση 2001. Edrisi, geographie, τόμος Β΄ 292 και Α. Αβραμέα, ό.π. σ. 128.
959-963
7 .
Στρατιωτικός ή Γέρων
1057
9. Δυναστεία Κομνηνών-Δουκών 1.Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός 3.Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα 5.Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκης
10571059 1067
2.Κων/νος Δούκας 4. Ρωμανός Διογένης 6.Νικηφόρος Βοτανειάτης
10711078
Ι΄ Δ΄ Γ΄
10591067 10671071 10781081
10. Δυναστεία Κομνηνών
1.Αλέξιος Κομνηνός 3.Μανουήλ Κομνηνός 5.Ανδρόνικος Κομνηνός
Α΄ Α΄ Α΄
10811118 11431080 11831185
2.Ιωάννης Κομνηνός 4.Αλέξιος Κομνηνός
Β΄ Β΄
11181143 11801183
11. Δυναστεία Αγγέλων
1 . 2 . 3 . 4 .
Ισαάκιος Β΄ Άγγελος Αλέξιος Γ΄ Άγγελος Αλέξιος Δ΄ ΆγγελοςΙσαάκιος Β΄(ξανά) Αλέξιος Ε΄ Δούκας -Μούρτζουφλος
11851195 11951203 12031204 1204
12. Δυναστεία Λασκαριδών της Νίκαιας {όσο η Κων/λη κατεχόταν από Φράγκους (1204-1258)} 1 . 2 . 3 . 4 . 5 .
Κων/νος Λάσκαρις Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρις Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις
12041205 12051222 12221254 12541258 1258
13. Δυναστεία των Παλαιολόγων 1. 2.
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1258-1261 Δεσπότης Νίκαιας) Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος
3.
Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος
4.
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος
5.
Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός
6.
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (ξανά)
7.
Ανδρόνικος Δ΄ Παλαιολόγος
8.
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (για τρίτη φορά)
9.
Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος (ως συμβασιλέας)
1 0.
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος
1
Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος
ως
10611282 12821328 13281341 13411347 13471354 13541376 13761379 13791391 13901391 13911425 14251448
1. 1 2.
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
14491453
Κεφάλαιο 6ο Υστεροβυζαντινή Εποχή. 2η περίοδος (1204-1453) α΄ Η Θεσσαλία από το 1204 μέχρι το 1318 Εισαγωγή Το 1204 ξεκίνησε η επαίσχυντη 4η λεγόμενη «Σταυροφορία» που, έχοντας σκοπό να απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους από τους Μουσουλμάνους κατακτητές, ξεστράτισε στα βυζαντινά εδάφη και προκάλεσε το διαμελισμό της αυτοκρατορίας, χιλιάδες φόνους και την καταστροφή και λεηλασία μνημείων και τόπων της Ορθοδοξίας. Αυτή η Σταυροφορία ξεκίνησε με τις «ευλογίες» του πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιου Γ΄ και την οικονομική χορηγία του δόγη της Βενετίας Ερρίκου Δάνδολου και ομάδας Φράγκων ευγενών. Είναι αλήθεια ότι μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης φέρει ο έκπτωτος αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, ο οποίος ζητώντας την παλινόρθωσή του στο θρόνο πρότεινε μεγάλα οικονομικά ανταλλάγματα στους Σταυροφόρους για να τον βοηθήσουν. Έτσι, με την βοήθεια των Φράγκων, ο Ισαάκιος αποκαταστάθηκε στο θρόνο με συναυτοκράτορα το γιο του Αλέξιο Δ΄. Μη έχοντας όμως πόρους να ξεπληρώσει τους Δυτικούς, οι Λατίνοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Βασιλεύουσα τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο Ισαάκιος πέθανε και ο γιος του Αλέξιος θανατώθηκε ως προδότης. Ο διάδοχος στο θρόνο Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος δεν κατάφερε να εμποδίσει τις εξελίξεις. Η οριστική κατάληψη της Κων/λης έγινε τη 13η Απριλίου του 1204. Μετά τη λεηλασία της Πόλης, τους φόνους αμάχων, τις αρπαγές, τα ανοσιουργήματα σε ιερούς τόπους και πολλά άλλα, ανέλαβε αυτοκράτορας ένα ηγέτης των Σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Η Θεσσαλία λίγο πριν από τη λατινική κατάκτηση Οι περιοχές της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν μεταξύ των Λατίνων ευγενών με τη Partitio (διανομή) Romaniae. Ο Βονιφάτιος του Μομφερά (Μομφεραρατικός) πήρε τη Μακεδονία που έγινε ιδιαίτερο βασίλειο με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Στους Βενετούς δόθηκε η Θεσσαλία, η οποία όμως αμέσως ανταλλάχτηκε με την Κρήτη που είχε δοθεί στο Βονιφάτιο. Έτσι, θεωρητικά, ο Μομφερατικός μπορούσε να ελέγχει μια τεράστια ελλαδική περιοχή, από τις Σέρρες μέχρι τις Θερμοπύλες. Σύντομα ο
Βονιφάτιος επικεφαλής στρατοί κατάφρακτων ιπποτών ξεκίνησε για την κατάκτηση της επαρχίας της Βλαχίας (Θεσσαλίας) που ήταν χωρισμένη σε μικρότερες διοικήσεις τις λεγόμενες «επισκέψεις». Αυτές ήταν: 1. Δημητριάδας, 2. Δύο Αλμυρών, 3. Ρεβένικου85, 4. Φαρσάλων, 5. Δομοκού και 6. Βεσαίνης86. Στη Θεσσαλία ανήκε επίσης η Provincia Velechative, η περιοχή του σημερινού Βελεστίνου. Το καθεστώς της Θεσσαλίας εκείνη την εποχή ήταν φεουδαρχικό. Μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης ήταν τότε η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου, στην οποία ανήκε, μεταξύ άλλων, και η σημερινή Επαρχία της Αγιάς. Αυτή είχε παραχωρήσει τη νομή αυτών των απέραντων εκτάσεων σε διάφορες οικογένειες ευγενών της περιοχής, όπως τους Μαλιασηνούς της Μακρυνίτσας, τους Γαβριηλόπουλους, κ.ά., οι οποίοι είχαν υπό την κατοχή τους και άλλες τεράστιες εκτάσεις γης. Αυτές οι οικογένειες καταπίεζαν τους φτωχούς αγρότες της Θεσσαλίας που, σε συνδυασμό με τις συνεχείς επιδρομές και την ευρύτερη ανασφάλεια της εποχής, αύξαιναν τη δυσφορία των κατοίκων. Έτσι οι Φράγκοι είχαν «εύκολο έργο» προχωρώντας προς το νότο. Η κατάληψη της Θεσσαλίας – Λέων Σγουρός Λίγο πριν από τη λατινική κατάκτηση, το φθινόπωρο του 1204, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο άρχων του Ναυπλίου Λέων Σγουρός που, επειδή διέβλεπε το κενό εξουσίας στις θεσσαλικές επαρχίες, κυρίευσε προσωρινά τη Λάρισα87.Εκεί τον συνάντησε ο έκπτωτος Αλέξιος Γ΄ και για να τον προσεταιριστεί ως σύμμαχό του, του πρόσφερε την κόρη του Ευδοκία ως σύζυγο. Όμως οι ενωμένες στρατιωτικές δυνάμεις τους ήταν και πάλι κατώτερες από τις αντίστοιχες των κατακτητών. Την άνοιξη του 1205 ο Βονιφάτιος, που είχε «υιοθετήσει» προφανώς για πολιτικούς λόγους το γιο του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, επικεφαλής στρατού Λομβαρδών και άλλων μισθοφόρων, διέσχισε τα Τέμπη. Πολλοί Θεσσαλοί τοπάρχες, όπως ο μελλοντικός ιδρυτής του ηπειρωτικού Δεσποτάτου, Μιχαήλ Α΄ Δούκας, προσχώρησαν στις δυνάμεις του λόγω της προαναφερθείσας «υιοθεσίας». Ο Βονιφάτιος κατέλαβε εύκολα τη Λάρισα όπως και άλλες θεσσαλικές πόλεις, ενώ ο στρατός του Σγουρού περιορίστηκε σε ρόλο θεατή. Βλέποντας την εύκολη επικράτηση του Βονιφάτιου, που είχε καταλάβει πια και το επίνειο της Λάρισας, τον Αλμυρό, ο Λέοντας υποχώρησε στις Θερμοπύλες. Όμως μετά την κατάληψη και της 85
Πρόκειται για την περιοχή της αρχαίας Σκοτούσσας Φαρσάλων ή κατ΄άλλους κάποια περιοχή της Φθιώτιδας (Κ. Σπανός). 86 Βέσαινα ή Βέσιανη ή Δέσιανη, είναι ο σημερινός Αετόλοφος Αγιάς. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι ίσως το Βαθύρεμμα Αγιάς να ήταν η μεσαιωνική Βέσαινα. 87 Νικήτας Χωνιάτης, Ιστορία, 608-610.
Λαμίας, η φυγή του έγινε άτακτη υποχώρηση ακόμα πιο νότια, στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο ιστορικός της εποχής Χωνιάτης περιγράφει μάλλον ειρωνικά τις άτακτες υποχωρήσεις του88. Ο Αλέξιος Γ΄, μόνος πια, συνθηκολόγησε με τους εισβολείς αφήνοντας στο Βονιφάτιο την απόλυτη κυριαρχία της κεντρικής και ανατολικής, Θεσσαλίας, ενώ τμήμα της δυτικής Θεσσαλίας περιήλθε στην κυριαρχία του ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Δούκα.
Εικόνα 6 Μολυβδόβουλο του Λέοντα Σγουρού (Νομισματικό Μουσείο). Η εικόνα από τον Θ΄ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Αθηνών Ο Νικήτας Χωνιάτης για το γάμο του Σγουρού με την Ευδοκία «606. Οὐκοῦν Θερμοπύλας διιὼν καὶ τὴν Οἴτην ὑποκαταβὰς εἰς Λάρισσαν ἔξεισι καὶ τῷ βασιλεῖ Ἀλεξίῳ συγγίνεται· (οὗτος γὰρ τῶν τοῦ βορρᾶ πλευρῶν κατασυρεὶς καὶ τῆς ἐν πόλεσιν ἀρχούσης ἐκσφαιρισθεὶς τοῖς Θετταλοῖς παρέβαλε Τέμπεσιν), ἐπὶ δὲ καὶ τῆς ἐκείνου θυγατρὸς Εὐδοκίας εὐνέτης γίνεται. αὕτη δὲ Στεφάνῳ συναφθεῖσα πρότερον τῷ ἀρχηγοῦντι τῶν Τριβαλλῶν παρὰ μὲν ἐκείνου ἐμβριθῶς ἀποπέμπεται,…» ΧΡΟΝΙΚΗ ∆ΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΧΩΝΙΑΤΟΥ ΚΥΡ ΝΙΚΗΤΑ 606,www.aegean.gr/culturaltec/chmla Ο Νικήτας Χωνιάτης για την εισβολή των Λατίνων στη Θεσσαλία και τον Λέοντα Σγουρό 605 τὰ δὲ Θετταλὰ Τέμπη ἐκπεριελθὼν μαρκέσιος ὑφ' ἡγεμόσι Ῥωμαίοις ἦγε διὰ ταχέων ἐν τοῖς μὴ ὀρειαίοις τὴν δύναμιν, ὥστε καὶ ἔλαθε τὰ πεδινὰ τῶν Λαρισσαίων κατέχων τοὺς ταῖς ἄκραις ἐφεστῶτας Ῥωμαίους καὶ τὰς ὑπερβολὰς τηροῦντας ἐπιμελῶς, αἳ τὸν μὲν Πηνειὸν ποταμὸν ἐς τὸ στενότατον πάντῃ ξυνάγουσιν, ὡς καὶ καχλάζειν ἐν πολλοῖς ἐπὶ μέγα τὸ ῥόθιον καὶ τὰς ὄχθας τῇ τῶν κτύπων ἀντιπέμψει συνεπηχεῖν, περὶ δὲ τὰς τῶν ὀρῶν ὑποβάσεις μίαν ἀτραπὸν παρανοίγουσι, συνεπτυγμένην καὶ ταύτην καὶ 88
Ν. Χωνιάτης, ό.π., 610-611.
χαλεπὴν τοῖς βαδίζουσιν, ὥστε πῃ μηδ' ἐπὶ τεσσάρων ἀσπίδων αὐτὴν ἀναπτύσσεσθαι, ὑπὸ πετρῶν λισσάδων καὶ ποταμίου ῥεύματος ἐς τὸ πάντῃ συνιοῦσαν στενόπορον. ἐκ δὲ Λαρίσσης ἄρας προυχώρει τοῖς ἔμπροσθεν, μηδενὸς ἐς χεῖρας αὐτῷ προσιέναι θαρρεῖν ηαλοσις,πτ1.605 ἔχοντος. ὀψὲ δὲ καὶ μόλις περὶ τὰς Θερμοπύλας λόχον ὁ Σγουρὸς Λέων ὑποκαθίσας, μηδὲν δέ τι καὶ δράσας γενναῖον, ἀλλὰ καὶ πρὸς μόνην τὴν τῶν ἱππέων Λατίνων ὄψιν ἀλλοφρονήσας φυγὰς ἐκεῖθεν ἐς τὸν Ἀκροκόρινθον ᾤχετο. Ὁ δὲ Σγουρὸς οὗτος ἐκ τοῦ Ναυπλίου γεγενημένος χρόνον μέν τινα τῶν ἐκ τοῦ γένους βίᾳ μᾶλλον ἤπερ πειθοῖ κατίσχυε, πατρῷόν τι μέτρον ἀναπληρῶν καὶ χειρίζων οὐχ αἱμάτων καθαρεῦον κληρούχημα· ἀεὶ δὲ τῷ τῶν πραγμάτων ἀνωμάλῳ ἐπιδιδοὺς καὶ τοῖς στασιώδεσι καιροῖς οἰδαινόμενος μέγας ἐκ μικροῦ πρόεισιν, ὡς οἱ χείμαρροι τοῖς ὄμβροις καὶ τοῖς βιαίοις τὰ κύματα πνεύμασι. τὸ γὰρ ἱππόβοτον Ἄργος ὑπονοθεύσας καὶ ἐπὶ τῷδε τὴν Κόρινθον ληϊσάμενος καὶ προϊὼν ἀεὶ τοῖς λῃστεύμασιν εἶτα καὶ ταῖς Ἀθήναις αὐταῖς προσήραξε μετὰ πολεμικῶν νεῶν καὶ τὸν Ἰσθμὸν διελθόντος στρατεύματος, ἐλπίσι θαλπόμενος ὡς εὐμαρῶς κρατήσει τῆς ἀκροπόλεως ἢ γοῦν ἑλεπόλεις ἐπιστήσας ὡς ἀπόλεμον θροήσει τὸ ἔνδον ἀπομαχόμενον Χρονική Διήγησις, 60
Η διανομή των θεσσαλικών εδαφών Ο βαρώνος Γουλιέλμος πήρε τη Λάρισα, δίνοντας στον εαυτό του τον επίσημο τίτλο Γουλιέλμος di Larsa, όπως και τις γύρω πεδινές εκτάσεις καθώς και το επίνειο της θεσσαλικής πρωτεύουσας, τον Αλμυρό. Τα αδέλφια Albertino και Ronaldo της Canosa πήραν τις δυτικές ακτές του Παγασητικού με έδρα τις Φθιώτιδες Θήβες. Ο Αμμαδαίος Μπούφα πήρε την περιοχή του Δομοκού, όμως η κυριαρχία του ήταν πρόσκαιρη καθώς το 1210 η πόλη κατακτήθηκε από το δεσπότη της Ηπείρου. Στον Γερμανό βαρώνο Bertold von Katzenellenbogen δόθηκε η περιοχή του Βελεστίνου. Μικρότερες εκτάσεις πήρε και η Μαρία, σύζυγος του Βονιφάτιου Μομφερατικού. Αυτές ήταν της Βεσσαίνης, της Δημητριάδας, του Αρχοντοχωρίου και η ύπαιθρος των Δύο Αλμυρών. Γύρω από τη Θεσσαλία άλλοι Λατίνοι φεουδάρχες ήταν: ο Λομβαρδός Rolando Piscia στον Πλαταμώνα, ο Thomas Autromencourt στα Σάλωνα (Άμφισσα), ενώ στη Βόρεια Εύβοια, πλην των περιοχών που ανήκαν στη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία»89, μεγάλες εκτάσεις ήλεγχε ο Ravanos dale Canceri από τη Βερόνα90. Πίνακας Λατίνων επισκόπων (Παπικών) της Λάρισας91 Στο διάστημα 1204-1362 εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα τέσσερις τουλάχιστον Λατίνοι επίσκοποι, ενώ συνεχιζόταν η τοποθέτηση και ορθοδόξων επισκόπων, οι περισσότεροι από τους οποίους αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στα γειτονικά Τρίκαλα Αξίζει να σημειωθεί ότι η παπική εκκλησία συνέχιζε να δίνει τον τίτλο του τιτουλάριου μητροπολίτη σε καθολικούς ιερωμένους στη Λάρισα, ατύπως μεν, δείχνοντας όμως ότι δεν έχει παραιτηθεί των…..δικαιωμάτων της. Ο χρονολογικός πίνακας των τιτουλάριων αυτών φτάνει μέχρι τον εικοστό αιώνα!!! (Δες σχετικά στον Δ΄ τόμο) 89
Άλλη ονομασία του Ενετικού κράτους. Χρήστος Ντάμπλιας, Η Ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Ηρόδοτος, 2002. 91 Επ. Φαρμακίδης, ό.π. σελ. 82,83. 90
1 .
Β…92
2 . 3 .
Petru s Phili ppus
4 .
Nikol aus
γύρω στο 1222 (;)
ήταν διαχειριστής και των επισκοπών Δαύλειας και Θερμοπυλών
13511362
ήταν επίσκοπος των Γιούτων (Δανών) μισθοφόρων στη Θράκη και μετατέθηκε στις 23/6/1351 στη Λάρισα μετά το θάνατο του Petrus μετατέθηκε από την επισκοπή Lincopen της Σουηδίας (6/4/1362). Πέθανε εξόριστος στη Γαλλία το1374
1362(;)
Λομβαρδική στάση–Προσάρτηση Θεσσαλίας στη Λατινική Αυτοκρατ. Στα 1207 (4 Σεπτεμβρίου) οι Βούλγαροι, που επανέκαμψαν ισχυροποιημένοι στο ιστορικό προσκήνιο, κατά τη διάρκεια μιας εισβολής τους στη Μακεδονία, σκότωσαν το Βονιφάτιο και έστειλαν το κεφάλι του ως τρόπαιο στο βασιλιά τους Ιωαννίτση. Ο θάνατος του κυβερνήτη της Θεσσαλίας ήταν η απαρχή μεγάλων αναταραχών. Η εξουσία πέρασε στα χέρια της χήρας του Βονιφάτιου, Μαρίας, η οποία θα κυβερνούσε στο όνομα του ανήλικου γιου της Δημητρίου, υπό την εποπτεία βέβαια του Λατίνου αυτοκράτορα της Κων/λης Ερρίκου Α΄. Μια μεγάλη μερίδα των Λομβαρδών ιπποτών δεν αποδέχτηκαν τη διαδοχή και το 1208 στασίασαν καταλαμβάνοντας περιοχές της Θεσσαλίας και τη Θήβα. Ο αυτοκράτορας δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια και επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης εξεστράτευσε εναντίον τους, ενώ οι Λομβαρδοί της Λάρισας συμμαχώντας με τον Αμμαδαίο Μπούφα προετοιμάστηκαν για σύγκρουση. Στη μάχη που δόθηκε νότια της Λάρισας, νικήτριες αναδείχτηκαν οι δυνάμεις του αυτοκράτορα, ενώ όσοι Λομβαρδοί ξέφυγαν οχυρώθηκαν όπως, όπως στο κάστρο της Λάρισας. Ο Ερρίκος τους πολιόρκησε ανεπιτυχώς. Η λύση τελικά δόθηκε με συμφωνία μεταξύ του Γουλιέλμου της Λάρισας, που θεωρούνταν προστάτης και πιθανός υποκινητής των Λομβαρδών, και του αυτοκράτορα, σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο πρώτος δέχτηκε την επικυριαρχία του αυτοκράτορα και ο δεύτερος διατηρούσε τις κτήσεις του στη Θεσσαλία. Επίσης, μετά τη συμφωνία, οι επτακόσιοι περίπου Λομβαρδοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Λάρισα. Οι διωχθέντες κατευθύνθηκαν μέσω Φαρσάλων στη Νότια Ελλάδα.
92
Το πλήρες όνομά του δεν διασώθηκε.
Εικόνα 7 Τα λατινικά κρατίδια στην Ν. Βαλκανική - 1204 (Ιστ. του Ελλ. Έθνους, τ. Θ΄) Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας υποδέχτηκαν με τιμές το Λατίνο αυτοκράτορα γιατί επιθυμούσαν την ειρήνευση. Ο Ερρίκος έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στον Αλμυρό. Το Μάρτιο του 1209 έγινε μια συνάντηση των Λατίνων φεουδαρχών της περιοχής και του αυτοκράτορα στο κάστρο του Ρεβένικου, ίσως κάπου βόρεια των Φαρσάλων, με την οποία ρυθμίστηκαν αναλυτικά οι μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι όλοι οι βαρώνοι και ιππότες παραιτούμενοι από τις φιλοδοξίες τους για ανεξαρτησία των περιοχών που ήλεγχαν, αναγνώρισαν την κυριαρχία του αυτοκράτορα. Η εκκλησιαστική οργάνωση το πρώτο μισό του 13ου αιώνα στη Θεσσαλία Η εκκλησιαστική κυριαρχία της Ρώμης στα θεσσαλικά πράγματα κράτησε περίπου μια δεκαετία. Τα κυριότερα εκκλησιαστικά κέντρα ήταν η Λάρισα και οι Νέες Πάτρες, που ήταν από το 10ο αιώνα το όνομα της αρχαίας Υπάτης. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λάρισας είχε υπό την επίβλεψή του τους επισκόπους της Δημητριάδας, του Αλμυρού, του Γαρδικίου, του Ζητουνίου (όπως ήταν η μεσαιωνική ονομασία της Λαμίας), του Εζερού και
του Δομοκού. Σύμφωνα με τον D. M. Nicol, στη λατινική αρχιεπισκοπή της Λάρισας υπάγονταν ακόμα και οι επισκοπές Φαρσάλων, Σταγών, Θερμοπυλών και Βελεστίνου93. Ιστορική πηγή για την εποχή αποτελεί η επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ την οποία απέστειλε την 19/4/1213 στο Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Λάρισας σχετικά με τις προετοιμασίες για τη Σύνοδο του Λατερανού, που θα γίνονταν τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο πρώτος (αγνώστου ονόματος) Λατίνος επίσκοπος της Λάρισας ήρθε σε σύγκρουση με το Γουλιέλμο di Larsa κι έτσι ο πάπας του επέτρεψε τη μεταφορά της έδρας του στα Φάρσαλα. (1208)94. Πάντως ο αρχιεπίσκοπος της Λάρισας φαίνεται πως είχε μεγάλη δύναμη, αφού ο πάπας Ονώριος Γ΄ στα 1218 όρισε τον ίδιο μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως επικεφαλής της επιτροπής που θα ήλεγχε τις καταγγελίες για κάποια παραπτώματα του αρχιεπισκόπου των Νέων Πατρών. Το 1212, που η μεγαλύτερη έκταση της Θεσσαλίας και πιθανώς και η ίδια η πρωτεύουσά της, ελέγχονταν από το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Δούκα, ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος κρατούσε ακόμα τον τίτλο του, έστω κι αν η έδρα του ήταν σε άλλη πόλη. Άλλοι Λατίνοι επίσκοποι της εποχής ήταν: στο Γαρδίκι ο Βαρθολομαίος (1210-1217) και στο Δομοκό κάποιος Βαλόν ντε Νταμπιέρ95. Ορθόδοξοι επίσκοποι την ίδια εποχή ήταν στη μεν Λάρισα ο Καλοσπίτης (1212) στις δε Νέες Πάτρες, μετά την απελευθέρωσή της από το Θεόδωρο Α΄ της Ηπείρου, ο Κοστομύρης, στη Δημητριάδα ο Αρσένιος και στο Δομοκό ο Συμεών. Η Θεσσαλία υπό το ηπειρωτικό Δεσποτάτο Η λατινική εξουσία δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί στη Θεσσαλία κυρίως λόγω των αντιδράσεων των Ελλήνων κατοίκων της. Έτσι ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας της Ηπείρου επιχείρησε, με επιτυχία, να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. Το ηπειρωτικό κράτος περιελάμβανε αρχικά τη λεγόμενη Παλαιά Ήπειρο και τη Δυτική Θεσσαλία, έχοντας πρωτεύουσα την Άρτα. Το καλοκαίρι του 1210 ο Μιχαήλ εισέβαλε στη Θεσσαλία, αιχμαλώτισε και σταύρωσε τον Αμμαδαίο Μπούφα και μέσα σε δύο χρόνια απελευθέρωσε τις κυριότερες θεσσαλικές πόλεις (Λάρισα, Βελεστίνο, Δημητριάδα). Από τη χρονιά σταθμό, 1210, υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Δούκα, έως το 1224, με το διάδοχό του Θεόδωρο Δούκα, το κράτος της Ηπείρου επεκτεινόταν συνεχώς, αποκτώντας, με τη δύναμη των όπλων του, εδάφη από τους Βουλγάρους (Αχρίδα, Πρίλεπ, Αξιός, Στρώμνιτσα, Σκόπια) και από τους Λατίνους (Ν. Πάτρες, Λαμία, Λάρισα, Γρεβενά, Καστοριά, Πλαταμώνας, 93
D. M. Nicol, Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1991, σελίδα 329-346. Χρήστος Ντάμπλιας, ό.π., σελίδες 38,39. 95 Χρήστος Ντάμπλιας, ό.π., σελίδες 38-42. 94
Σέρρες). Στο αποκορύφωμα αυτής της εξάπλωσης, το 1224, καταλήφθηκε και η Θεσσαλονίκη. Την επόμενη χρονιά οι Φράγκοι έκαναν μια προσπάθεια να ανακτήσουν τα θεσσαλικά εδάφη αλλά, όταν το εκστρατευτικό τους σώμα αποβιβάστηκε στον Αλμυρό (σημερινό Τσιγκέλι), και πριν καλά, καλά προλάβει να επιχειρήσει κάτι, χτυπήθηκε από φονική δυσεντερία. Το 1226 ή την επόμενη χρονιά ο Θεόδωρος Δούκας στέφθηκε αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης και άρχισε ένα αγώνα δρόμου με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας για την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Όμως τα σχέδιά του ναυάγησαν καθώς στη μάχη της Κλοκότνιτσας (Μάρτιος του 1230) ηττήθηκε από τον τσάρο του βουλγαροβλαχικού κράτους Ιωάννη Β΄ Ασάν. Ο ίδιος ο Θεόδωρος συνελήφθη και τυφλώθηκε. Διάδοχός του, και φυσικά κυρίαρχος και του θεσσαλικού χώρου, ανέλαβε ο αδελφός του Μανουήλ Δούκας. Τα χρόνια ανάμεσα στα 1230 μέχρι το 1268 Από το 1230 παρατηρείται μια άτυπη διάσπαση του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το βόρειο τμήμα του με έδρα τη Θεσσαλονίκη, εξουσιαζόταν από το Μανουήλ Δούκα και το νοτιοδυτικό από το δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Δούκα, που ήταν γιος του Μιχαήλ Α΄. Οι ιστορικοί δεν απαντούν με βεβαιότητα για το ποιος από τους δυο ηγεμόνες ήλεγχε τη Θεσσαλία, πιθανότερο φαίνεται πως εξαρτιόταν από το κράτος της Θεσσαλονίκης. Στα 1237 ο Ιωάννης Ασάν της Βουλγαρίας νυμφεύτηκε την κόρη του τυφλού, όπως αναφέραμε πιο πριν, Θεοδώρου Δούκα, Ειρήνη, και έτσι ο Θεόδωρος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Όμως, μη έχοντας τη δυνατότητα, λόγω της αναπηρίας του, να διεκδικήσει την εξουσία, όρισε αυτοκράτορα το γιο του Ιωάννη96. Τότε ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη και να καταφύγει στον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πήρε το μέρος του και του πρόσφερε πέντε επανδρωμένα πλοία για να κατακτήσει αρχικά, τουλάχιστο, τη Θεσσαλία. Πράγματι, το 1239, μ’ αυτά τα πλοία ο Μανουήλ αποβίβασε το στρατό του κάπου κοντά στην Δημητριάδα και κατευθύνθηκε προς την ενδοχώρα. Γρήγορα, με τη συμπαράσταση του Θεσσαλού άρχοντα Κων/νου Κομνηνού Μελισσηνού Δούκα Βρυέννιου, κατέλαβε τα Φάρσαλα και τη Λάρισα και αφού ήλθε σε συνεννόηση με τα αδέλφια του Κωνσταντίνο και Θεόδωρο, διέλυσε τη συμφωνία που είχε κάνει με το Βατάτζη. Κύριος σκοπός του Μανουήλ ήταν η εξασφάλιση της διοίκησης της Θεσσαλίας. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης για την κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Βυζαντινούς 96
Γεώργιος Ακροπολίτης, 60.1.
38.Ὁ μὲν οὖν Μανουὴλ τῇ Ἀττάλου προσοκείλας παρὰ προσδοκίαν τοὺς ἐξ Ἄγαρ εὗρε φιλανθρωπίᾳ μᾶλλον πρὸς αὐτὸν χρησαμένους· ἐπεὶ γὰρ εἰρήκει πρὸς τὸν βασιλέα Ἰωάννην τυγχάνειν αὐτοῦ τὴν ὁρμήν, παρεχώρησάν τε τούτῳ τὴν δίοδον καὶ ἐφοδιασάμενοι προσηκόντως. ἐκεῖθεν οὖν πρὸς τὸν βασιλέα ἀφίκετο οὗτος, καὶ ὁ βασιλεὺς ἀσμένως τε τοῦτον ἐδέξατο καὶ ὡς προσῳκειωμένον τῷ γένει καὶ ὡς πάλαι δεσπότην ὠνομασμένον· δοὺς δὲ αὐτῷ χρῆμα καὶ τριήρεις ἓξ περὶ Μεγάλην Βλαχίαν ἀφῆκεν, ὅρκους παρ' αὐτοῦ λαβὼν φρικώδεις, οἷος ἐκεῖνος συνέσεως καὶ ἀγχινοίας πλήρης ὤν. καταλαβὼν οὖν τὸν τῆς ∆ημητριάδος χῶρον ὁ Μανουὴλ κἀκεῖθεν τοῖς μὲν τῶν οἰκείων γραφαῖς παρασημήνας τὴν αὐτοῦ ἔφοδον, τοὺς δὲ ὑποθέλξας ταῖς ὑποσχέσεσιν, οὐ διὰ πολλῶν συνηθροίκει τῶν ἡμερῶν περὶ αὐτὸν στράτευμα, ἦρξέ τε Φαρσάλων καὶ Λαρίσσης καὶ Πλαταμῶνος καὶ τῶν περὶ αὐτά. αnnalesΓεΩργιου τουΑκροπολιτου χρονικη συγγραφη.(38)
Ο αιφνίδιος όμως θάνατός του (1241) ανέτρεψε τα σχέδια του και η Θεσσαλία έμεινε ακέφαλη. Ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ άδραξε την ευκαιρία και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας97, ενώ κάποιοι Λατίνοι βαρώνοι εξασφάλισαν, για λογαριασμό τους περιοχές γύρω από τον Αλμυρό. Ο άρχοντας όμως της Μαγνησίας Κων/νος Μαλιασηνός, που δεν μπορούσε να ανεχθεί στο ζωτικό του χώρο μια ξένη ηγεμονία, ζήτησε τη βοήθεια του Μιχαήλ Δούκα και ο δεσπότης διέλυσε το λατινικό κρατίδιο. Το 1256 ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ξεκίνησε εκστρατεία κατάληψης της Θεσσαλίας, θέλοντας να δείξει ότι η αυτοκρατορία του δίκαια έπρεπε να θεωρηθεί συνεχιστής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου, βλέποντας τη δύναμη του Λάσκαρη, φάνηκε διαλλακτικός και ήρθε σε συμφωνία με τον αντίπαλο του . Έτσι αποφεύχθηκε η αιματοχυσία και η πιθανή ήττα του δεσπότη. Αντάλλαγμα για τη συμφωνία αυτή ήταν η παραχώρηση των κάστρων του Δυρραχίου και των Σερβίων στον ηγεμόνα της Νίκαιας. Μετά το θάνατο του Λάσκαρη, ο Μιχαήλ της Ηπείρου έκλεισε συμφωνία με το Μανφρέδο της Σικελίας και το Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας για να αντιμετωπίσουν από κοινού τον νέο πανίσχυρο και ικανότατο αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Έτσι οι Λατίνοι πέρασαν από το νότο στη Θεσσαλία κι αφού συναντήθηκαν με το στρατό του δεσπότη της Ηπείρου, συνέχισαν την πορεία τους προς τη Δυτική Μακεδονία. Μαζί τους ενώθηκε και στρατός αποτελούμενος κυρίως από Βλάχους της Θεσσαλίας υπό την ηγεσία του νόθου γιου του Μιχαήλ Β΄, Ιωάννη. Η καθοριστική μάχη δόθηκε το 1259 στην Καστοριά. Ο βυζαντινός στρατός υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Παλαιολόγου, αδελφού του Μιχαήλ Η΄, με διάφορα τεχνάσματα και με τη βοήθεια του «νόθου» Ιωάννη, που άλλαξε στρατόπεδο (!), έτρεψε το στρατό των αντιπάλων του σε φυγή. Αυτή η νίκη έδειξε τη δύναμη των Παλαιολόγων και αναδείχτηκε σε προάγγελο ενός μοναδικού κατορθώματος που σύντομα θα πραγματοποιούσε: Την ανάκτηση της Πόλης (1261). 97
Νικηφόρος Γρηγοράς, 98,99 ,׀.
Κι ενώ φαινόταν το ηπειρωτικό Δεσποτάτο αδύναμο να αντιδράσει και η Θεσσαλία είχε περάσει στα χέρια των Παλαιολόγων, μια «παρασπονδία» και πάλι του «νόθου» γιου του Μιχαήλ, Ιωάννη που άλλαξε και πάλι στρατόπεδο, ήρθε να ανατρέψει την κατάσταση. Τότε ο πατέρας του Ιωάννη ανακατέλαβε την πρωτεύουσά του Άρτα και το 1260 το Τρίκορφο της Φωκίδας, συντρίβοντας το βυζαντινό στρατό που είχε επικεφαλής τον σπουδαίο στρατιωτικό Αλέξιο Στρατηγόπουλο. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης την 25η Ιουλίου 1261 (παλαιό ημερολόγιο) από τους Παλαιολόγους, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος διατάχτηκε να χτυπήσει το κράτος της Ηπείρου με απώτερο στόχο να επανενωθεί η κατακερματισμένη Αυτοκρατορία. Όμως η εκστρατεία του απέτυχε παταγωδώς, ενώ συνελήφθη ο ίδιος αιχμάλωτος. Τότε ήρθε η ώρα να αναλάβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και απελευθερωτής της Πόλης Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος τα «ηνία» του στρατού του και στο τέλος του 1264 ξεκίνησε μια εκστρατεία προς τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το 1265 ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου ηττήθηκε και υποχώρησε δυτικά της Πίνδου, αναγνωρίζοντας συγχρόνως την αυτοκρατορική εξουσία του μεγάλου του αντιπάλου, υποτασσόμενος σ’ αυτόν. Το 1271 ο δεσπότης της Ηπείρου πέθανε και το κράτος του μοιράστηκε και τυπικά στους δυο γιους του. Λέμε τυπικά επειδή ήδη από το 1268 οι γιοι του είχαν γεωγραφικά μοιρασμένη την εξουσία. Ο νόμιμος γιος του Νικηφόρος πήρε το δυτικό τμήμα, την Ήπειρο δηλαδή, με διοικητικό κέντρο την Άρτα, ενώ ο Ιωάννης, ο λεγόμενος Σεβαστοκράτωρ98, που ήταν νόθος γιος του αποθανόντος, πήρε τη Θεσσαλία και χρησιμοποίησε τη μικρή πόλη των Νέων Πατρών (Υπάτη), που ήταν κτισμένη σε σαφώς πιο οχυρή θέση από οποιαδήποτε άλλη θεσσαλική πόλη, όπως για παράδειγμα από τη Λάρισα, ως πρωτεύουσά του. Η Θεσσαλία αυτόνομη (Θεσσαλική Σεβαστοκρατορία99) Το κράτος της Θεσσαλίας ή αλλιώς της Μεγάλης Βλαχίας εκτεινόταν από τον Όλυμπο μέχρι τον Παρνασσό και από τις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου και τις πηγές του Αχελώου και του Εύηνου μέχρι τις ακτογραμμές του Αιγαίου, του Παγασητικού , του Βόρειου Ευβοϊκού και του Μαλιακού κόλπου. Ο Ιωάννης Α΄ ο Σεβαστοκράτορας παρέμεινε αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Θεσσαλίας ως το 1289 (ή 1990). Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για το θεσσαλικό κράτος του Ιωάννη Α΄ «.. Ο νόθος εκείνος υιός του Μιχαήλ Β΄ , Ιωάννης Α΄ έλαβε την Θεσσαλίαν, ήτοι την Πελασγίαν, την Φθιώτιδαν, την Λοκρίδα, ενί λόγω πάσαν την χώραν την προς βορράν μεν 98 99
Τίτλος που δινόταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα σε υψηλά ιστάμενους συγγενείς του εξ αγχιστείας. Κατά το αυτοκράτωρ – Αυτοκρατορία, σεβαστοκράτωρ – Σεβαστοκρατορία.
υπό του Ολύμπου, προς μεσημβρίαν δε υπό του Παρνασσού οριζομένην, και έδρευε εν Υπάτην, ονομαζομένην έκτοτε Νέας Πάτρας, ην ασφαλώς οχύρωσε, καλούμενος υπό των Λατίνων δουξ Πατρών ή Λαπατρίας.» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τόμος 16ος, βιβλίον 13ον, Α΄ μέρος, σελ. 162
Ο ιστορικός της εποχής Νικηφόρος Γρηγοράς παρουσιάζει τον Ιωάννη Α΄ στην «Ιστορία» του ασταθή, κακότροπο και διεφθαρμένο100. Είναι όμως βέβαιο πως ήταν σταθερός αντίπαλος των Παλαιολόγων καθώς αμφισβητούσε κάθε προσπάθεια επέκτασης της βυζαντινής εξουσίας προς το Νότο και αυτό δικαιολογεί, τουλάχιστο εν μέρει, την εμπάθεια των ιστορικών πηγών προς το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης Α΄ πήρε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα επειδή πάντρεψε την κόρη του με τον ανεψιό του αυτοκράτορα Ανδρόνικο Ταρχανειώτη101. Πάντως αυτός ο τίτλος ήταν μικρότερης αξίας από αυτόν του δεσπότη, Για να ισχυροποιήσει το κράτος του ο Ιωάννης σύναψε συνθήκες συμμαχίας με διάφορους ηγεμόνες, όπως τον Βούλγαρο τσάρο Γεώργιο Α΄ Τερτέριο102, γνωστό εχθρό του βυζαντινού αυτοκράτορα. Το «Χρονικόν του Μορέως» για τον ιδρυτή του Θεσσαλικού Κράτους 3.085 «Εν ταύτα ήλθε ο θάνατος κυρ Ιωάννου103 του δεσπότου κι αφήκεν κληρονόμον του ,κυρ Νικηφόρον τον υιόν του εκείνου επαράδωσεν το δεσποτάτον όλον. Είχεν και έτρον υιόν όπου γαρ ήτο νόθος, του οποίου αφήκεν την Βλαχίαν ένα καλό ιμερίδι104, χώρες και κάστρη δυνατά δια να τα αφεντεύει, κυρ Θεόδωρον τον έλεγαν, Δούκαν το παρονόμι ………………………………………………….. … ο Νικηφόρος ωρέχτηκε να επάρη την Βλαχίαν105, να πάρει γαρ και το ήμισον όλου του Δεσποτάτου. Εποιήσε κάστρον αφιρόν, το λέγαν Νέα Πάτρα106. ……………………………………………………. Και δια το εβοηθούσασιν οι Φράγκοι του Δεσπότου εδιάβη ο κυρ Θεόδωρος εκείς εις τον βασιλέαν, στον κυρ Μιχάλην, σε λαλώ, τον Μέγαν Παλαιολόγον.» Στίχοι 3.085 κ. εξ.
Ο Παχυμέρης μας αναφέρει ότι ο Ιωάννης πάντρεψε τη δεύτερη Νικηφόρος Γρηγοράς , 110 ,׀. Γ. Παχυμέρης, 322 ,308 ,׀. 102 Για τις σχέσεις Θεσσαλίας και Γ. Τερτέριου δες: Bistra Cvetkova, μετάφραση, σχόλια Χρ. Ντάμπλιας, «Οι βουλγαροθεσσαλικές σχέσεις στα χρόνια του Γεώργιου Τερτέριου Α΄», Θεσσαλικό Ημερολόγιο. 103 Εννοεί το θάνατο του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ και όχι τον (κυρ)Ιωάννη, ο δε Θεόδωρος είναι ο πρώτος Σεβαστοκράτορας της Θεσσαλίας Ιωάννης. Επίσης τα αναφερόμενα σχετικά με τη διαμάχη των δυο αδελφών χαρακτηρίζονται αποκυήματα της φαντασίας του γασμούλου συγγραφέα. Γενικά ο ποιητής του χρονικού δε δείχνει να έχει σπουδαίες γνώσεις. Άλλωστε ο σκοπός της συγγραφής αυτού του έπους ήταν η εξύμνηση των … αρετών των Λατίνων κατακτητών και η σπίλωση των Ελλήνων-Βυζαντινών με μύρια ελαττώματα, γεγονός που φαίνεται από την εμπάθειά του προς το Βυζάντιο συνολικά. 104 Εννοεί το μερίδιο της Θεσσαλίας. 105 Άλλη ονομασία της Θεσσαλίας. 106 Πρόκειται για την Υπάτη. 100 101
κόρη του Ελένη με το Σέρβο ηγεμόνα Μιλούτιν που επρόκειτο να γίνει κράλλης της Σερβίας, συνάπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο συμμαχία με το γειτονικό κράτος. Πάντως, αυτές οι συμμαχίες δεν άντεξαν στο χρόνο. Η μόνη πραγματικά εποικοδομητική συμμαχία ήταν τελικά αυτή με το δούκα των Αθηνών Ιωάννη ντε Λα Ρος. Η συμμαχία επισφραγίστηκε με το γάμο της τρίτης κόρης του Σεβαστοκράτορα με το Γουλιέλμο ντε Λα Ρος, που ήταν αδελφός του δούκα. Στο δουκάτο, που συνόρευε με τη Θεσσαλία,, προσφέρθηκε προίκα η Λαμία, η Γραβιά, το Γαρδίκι και το Σιδερόκαστρο. Ο Γ. Παχυμέρης για τον Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ Εἶχε δὲ καὶ τὸν ἐκ νοθείας u965 υἱὸν Ἰωάννην, μετὰ τοῦ οἰκείου λαοῦ τὰ μέγιστα συναιρόμενον· ἐκεῖνος καὶ γὰρ ἤδη καθ' αὑτόν, τῇ τοῦ Ταρωνᾶ θυγατρὶ συνών, λαὸν ἔξαιτον ἔχων, δυνατὸς ἦν καὶ μόνος στρατηγεῖν καὶ προσκτᾶσθαι· τοὺς γὰρ τὸ παλαιὸν Ἕλληνας, οὓς Ἀχιλλεὺς ἦγε, Μεγαλοβλαχίτας καλῶν, ἐπεφέρετο, ὥστε μηδ' ἔξω προ βαίνειν εἴα Βερροίας τὸν Παλαιολόγον καὶ μέγαν δομέστικον Ἰωάννην, τὸν Στρατηγόπουλον Ἀλέξιον καὶ τρίτον τὸν Ῥαοὺλ Ἰωάννην, συχνὰς δυνάμει περὶ αὐτοὺς ἔχοντας. Τότε τοίνυν συναγαγὼν πάντας ὁ δεσπότης τοὺς εἰρημένους, ἔχων καὶ τοὺς ἑαυτοῦ ἐς ὅτι πλείστους, προσκροῦσαι μὲν τὰ πρῶτα τοῖς στρατηγοῖς καὶ συρρήξας, ὡς ᾤετο, προσβαλεῖν Θεσσαλονίκῃ καὶ τὰ κατὰ δύσιν καταδραμεῖν καὶ αὐτῆς δὴ πειραθῆναι Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ νοῦν ἔστρεφεν· εὔκαιρον γὰρ καὶ τοῦτό οἱ ξυνέπιπτεν, ἐξ αἰτίας τῆς ὅτι καὶ ὁ Μαφρὲ παρὰ πατρὸς Θευδερίχου ὡς κλῆρόν τινα εἶχε τὸ τῆς ἐκκλησίας ἀποστατεῖν, ὥστε μὴ ξένον εἶναι τὸ Γερμανοὺς τοῖς ἐν 119 τῇ πόλει Ἰταλοῖς μάχεσθαι· καί γε ὁ πρίγκιψ καθ' αὑτὸν ἦν, τὰ περί τε τὴν Ἀχαΐαν πᾶσαν καὶ τὸν Μορέαν προσκεκληρωμένος. Ἐπεὶ οὖν εἰς ταὐτὸν αἱ δυνάμεις συνῆσαν καὶ ἤδη πρὸς πόλεμον ἡτοιμάζοντο οὐδὲ γὰρ οὐδ' οἱ στρατηγοὶ ἠρεμεῖν εἶχον, τόσον συνηθροῖσθαι τὸ Ἰταλικὸν πυνθα νόμενοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἑτέρωθεν ηὐτρεπίζοντο, ὡς γοῦν ὅσον οὔπω ὁμαιχμήσαντες οἱ τοῦ δεσπότου ἔμελλον προσβαλεῖν, ἡ μυθευομένη Ἔρις ἐκείνη, ἡ μεταξὺ τῶν τριῶν θεαινῶν τὸ μῆλον ῥίψασα πρὸς φιλονεικίαν τὴν περὶ κάλλους, ἐκείνη καὶ τούτοις ἐμπίπτει. Καὶ ἡ αἰτία παρὰ μικρὸν ἐμφερής. ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΧΥΜΕΡΗ 1o ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΚ∆ΙΚΟΥ ΚΑΙ ∆ΙΚΑΙΟΦΥΛΑΚΟΣ λʹ. 118,119
Η πολιορκία της Υπάτης από το βυζαντινό στρατό Το 1275 ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος έστειλε στρατό σαράντα χιλιάδων οπλιτών έχοντας επικεφαλής τον αδελφό του Ιωάννη Παλαιολόγο για να υποτάξει το Σεβαστοκράτορα και τη Θεσσαλία. Συγχρόνως στάλθηκε και ναυτική δύναμη υπό την ηγεσία του Αλέξιου Φιλανθρωπινού. Λεπτομερή περιγραφή της εκστρατείας και όλων των γεγονότων της βυζαντινοθεσσαλικής σύγκρουσης κάνει ο Νικηφόρος Γρηγοράς107. 107
Νικηφόρος Γρηγοράς , |, || και Κ. Κοτσίλης, «Περί του μεγάλου πολέμου, ον εποίησαντο κατά του Θεσσαλού Σεβαστοκράτορος οι Ρωμαίοι, Η πολιορκία της Υπάτης από τους Βυζαντινούς το 1275 κατά τον Νικηφόρο Γρηγορά», Θ. Η. 35 (Λάρισα 1999), 171-180.
Το «Χρονικό του Γαλαξειδιού» για την πολιορκία του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ στις Νέες Πάτρες (Υπάτη) από το στρατό του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου « … πεθαίνοντας ο Κυρ Μιχαήλ, επήρε την αυθεντείαν του δεσποτάτου ο υιός του Κυρ Ιωάννης. Και έχοντας στη Νεόπατρα (Υπάτη) την πρωτεύουσά του, εμάζωξε φουσάτα και εσηκώθηκε, λέγοντας πως δε γνωρίζει την αυθεντεία του βασιλέως έχοντας δική του αυθεντείαν. Και ο βασιλέας (Μιχαήλ Η΄ ), έστοντας και να μάθει τα μαντάτα, έστειλε καταπάνου του φουσάτα με τους καλλίτερους καφαλάδες. Και ο Κυρ Ιωάννης εβγήκε εις πόλεμο και ενίκησε τους εχθρούς του. Και ο βασιλέας, μαθαίνοντας το κακό μαντάτο, έστειλε καταπάνου του άλλα φουσάτα καλλίτερα με τους διαλεγμένους περιφημότερους κεφαλάδες. Και ο Κυρ Ιωάννης έστειλε παραγγελίες και μπουλέτια108, παρακαλώντας με τα δάκρυα στα μάτια του Γαλαξειδιώτες και Λιδορικιώτες και αλλού109 να τρέξουνε σε βοήθειά του, και αυτός θα τους πλερώσει με το παραπάνου. Και εδράμασι διακόσιοι Γαλαξειδιώτες και διακόσιοι Λιδορικιώτες και διακόσιοι από άλλα χωριά, οι πλέον διαλεχτοί και αντρειώτερα παλληκάρια με απόφαση να ζήσουνε ή να πεθάνουνε. Και ήρθασι γοργόν σε βοήθειαν. Και ο Κυρ Ιωάννης βλέποντάς τους πολύ εχάρηκε και πήρες θάρρο.110» Ευθύμιος Ιερομόναχος, Χρονικόν του Γαλαξειδιού, φ. 7, εκδ. Ακρίτας, 1985, σελ. 31-33
Ο στρατός αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα κάστρα του Ιωάννη Α΄ έπεφταν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των Βυζαντινών. Έτσι ο Σεβαστοκράτορας αναγκάστηκε να καταφύγει πίσω από την ασφάλεια των τειχών της Υπάτης. Εκεί άρχισε μια χαλαρή πολιορκία της πόλης από τους εισβολείς. Όμως ο Ιωάννης κατέστρωσε ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο. Μια νύχτα, παριστάνοντας τον ιπποκόμο, κατάφερε να περάσει μέσα από τις εχθρικές γραμμές και να καταφύγει στη γειτονική Θήβα. Εκεί ζήτησε τη βοήθεια των ντε Λα Ρος. Ο δούκας του πρόσφερε ένα στρατιωτικό σώμα πεντακοσίων σιδερόφρακτων ιπποτών. Εν συνεχεία ο Ιωάννης οδηγώντας αυτό το συμμαχικό στράτευμα έφτασε έξω από την Υπάτη, όπου ο αυτοκρατορικός στρατός ήταν άτακτα διασκορπισμένος. Άλλοι απ’ αυτούς λέει ο Γρηγοράς λεηλατούσαν τους γύρω οικισμούς, άλλοι κυνηγούσαν κι άλλοι διασκέδαζαν. Στηριζόμενος στον επακόλουθο αιφνιδιασμό, χτύπησε το βυζαντινό στρατό, ο οποίος υπέστη μια ταπεινωτική ήττα. Αντίθετα πάντως με το στρατό του αυτοκράτορα, το ναυτικό του τα κατάφερε καλύτερα. Νίκησε το λατινικό στόλο των δουκών της Εύβοιας, που είχε βρει την ευκαιρία να χτυπήσει απροειδοποίητα τους Βυζαντινούς, πιστεύοντας ότι το ηθικό τους θα ήταν πολύ χαμηλό μετά την αποτυχία στην ξηρά. Νικηφόρος Γρηγοράς: Η πολιορκία της Υπάτης από τους Βυζαντινούς 108
Έγγραφα. το αλλού αναφέρεται στον ντε λα Ρος των Θηβών. 110 Διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου. 109
«(…) Το άλλο τμήμα (του αρχικά ενιαίου Δεσποτάτου της Ηπείρου) το άφησε ο πατέρας στο νόθο γιο του Ιωάννη111. Αυτό περιλαμβάνει τους Πελασγούς και τους Φθίωτες και ακόμα τους Θεσσαλούς και τους Οζόλες Λοκρούς. Στα βόρεια συνορεύει με το όρος Όλυμπος και στα νότια με τον Παρνασσό … Ο νόθος Ιωάννης (…) δεν ήταν ικανοποιημένος με ότι είχε, μολονότι είχε λάβει, μόλις πριν λίγο, το αξίωμα του Σεβαστοκράτορα από το βασιλιά, αλλά με συχνές παρασπονδίες λεηλατούσε τη γη των Ρωμαίων, με αποτέλεσμα να αγανακτήσει ο βασιλιάς και να αποστείλει τον αδελφό του Ιωάννη112 εναντίον του (…)Αυτός, λοιπόν, συγκέντρωσε όσες δυνάμεις βρίσκονταν εκεί, από Παφλαγόνες και Βιθυνούς ιππείς, προσθέτοντας και τα τάγματα των Κομάνων (οι λεγόμενοι Πολόφτσι) και των Τουρκόπουλων113 και αναχώρησε για να στρατολογήσει και δυνάμεις πεζικού από τη Θράκη και τη Μακεδονία. Ο Σεβαστοκράτορας, (…) αφού οχύρωσε και εξασφάλισε όσα από τα φρούριά του μπορούσε, (…) και από μακριά παρακολουθούσε τι έκανε ο εχθρός, με την ελπίδα ότι ίσως με ενέδρες και με αιφνιδιαστικές επιδρομές θα τάραζε και θα απέκοπτε το στρατόπεδο των Ρωμαίων … Όταν, οι Ρωμαίοι114 εισέβαλαν στη χώρα του σεβαστοκράτορα (Θεσσαλία) και την κυρίευσαν όλη χωρίς να τους αντιστέκεται κανένας, οι συστρατευμένοι Κομάνοι δεν έκαναν τίποτε καλό παρά μόνο λεηλατούσαν όλους τους ναούς και τα ασκηταριά, τα έκαιγαν άφοβα, εξανδραπόδιζαν μοναχές και βεβήλωναν τα Ιερά (…) Γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε αίσια η έκβαση του πολέμου (…) Όταν, λοιπόν, έφτασε ο Δεσπότης Ιωάννης οδηγώντας το στρατό, οι μικρές πόλεις υπέκυπταν αμέσως, ενώ άλλες, οι οποίες είχαν εμπιστοσύνη στη φυσική οχύρωσή τους, προέβαλαν για λίγο αντίσταση. Έπειτα, όμως, κι αυτές υπέκυπταν μια και δεν είχαν δυνάμεις ν΄ αντέξουν μέχρι το τέλος τη βίαιη χρήση των πολεμικών μηχανών. Ο Σεβαστοκράτορας, φεύγοντας με απόγνωση από παντού, καταφεύγει στο οχυρό του, το φρούριο το ονομαζόμενο των Νέων Πατρών (Υπάτη). Εκεί τον περικυκλώνει ο εχθρός και τον πολιορκεί για μεγάλο διάστημα. Το φρούριο, βεβαίως, των Νέων Πατρών, κτισμένο πάνω σε ψηλό βουνό, μπορούσε εύκολα να καταφρονήσει τις πολεμικές μηχανές. Εξαιτίας, όμως, το μεγάλου πληθυσμού που είχε κλειστεί μέσα, ο Σεβαστοκράτορας φοβόταν την έλλειψη των αναγκαίων (…) Τελικώς (…) του ήρθε μια αλλόκοτη, αλλά στ’ αλήθεια μεγαλοφυής, ιδέα (…) Παραφύλαξε μια νύχτα, κατά την οποία η σελήνη συνταιριάζεται με τον ήλιο και επικρατεί βαθύ σκοτάδι στη γη115 , και κατέβηκε από το τείχος με σκοινί. (…) κατεβαίνει κρυφά στο στρατόπεδο των Ρωμαίων με κουρελιασμένα ρούχα και, για να μην τον γνωρίσουν, με δυνατή φωνή και κάπως βαρβαρική προφορά, έκανε πως ζητούσε το δήθεν χαμένο του άλογο. (…) Με τέτοια τεχνάσματα διέφυγε από το ρωμαϊκό στρατόπεδο και αφού απομακρύνθηκε έφτασε σε ένα μονύδριο, στα σύνορα, κι αποκαλύφθηκε (…) Μόνο στον ηγούμενο, από τον οποίο πήρε πέντε υποζύγια και άλλους τόσους υπηρέτες. Το πρωί, περνώντας από τα όρη των Θεσσαλών, φτάνει τη δεύτερη μέρα στη Βοιωτία και από εκεί την τρίτη μέρα στην Αττική, όπου συνάντησε τον Δούκα των Αθηνών116, στον οποίον υπόσχεται και χρήματα και συνοικέσια, για τα παιδιά τους που θα του 111
Ιωάννης Α΄ Σεβαστοκράτορας. Είναι ο Ιωάννης αδελφός του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. 113 Ήταν Σελτζούκοι Τούρκοι. 114 Εννοεί το βυζαντινό στρατό. Άλλωστε ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία συναντάται από τον 17ο αιώνα και μετά. 115 Ασέληνη νύχτα ή ίσως έκλειψη σελήνης. 116 Ο Παχυμέρης, αντίθετα, πίστευε ότι ο Σεβαστοκράτορας Ιωάννης δεν πήγε στην Αθήνα αλλά συναντήθηκε με το Δούκα στη Θήβα. (Ιω. Ντε Λαρός) 112
απόφεραν μεγάλο πλούτο. Κι έτσι ζητά και πετυχαίνει τη συμμαχία του (…) Ο στρατός των Ρωμαίων νομίζοντας ότι ο Ιωάννης είναι συνεχώς μέσα στο φρούριο επιχειρούσε κάποιους ακροβολισμούς κατά των τειχών (διότι δεν είχε που να στήσει τις πολεμικές μηχανές) και παραφύλαγε γύρω- γύρω τις εξόδους για να μην αποδράσει κρυφά ο Ιωάννης, αλλά να εξαναγκασθεί να παραδοθεί με τη θέλησή του ή, εάν δεν ήθελε, να τον παραδώσουν οικειοθελώς οι πολίτες, πιεζόμενοι από δυο κακά : την πολιορκία και την έλλειψη των αναγκαίων μέσα στο κάστρο. Έτσι, λοιπόν, οι Ρωμαίοι κάθονταν αμέριμνοι. Μερικοί μάλιστα απομακρύνονταν από το στρατόπεδο είτε για να λεηλατήσουν τους κοντινούς Αχαιούς είτε για να κυνηγήσουν. Σ’ αυτούς, όπως ήταν διασκορπισμένοι, επιτίθεται πρώτα ο Σεβαστοκράτορας Ιωάννης με (…) πεντακόσιους Αθηναίους (…) από το απροσδόκητο και τον αιφνιδιασμό, να ταραχθούν και οι στρατηγοί κι αυτός ο Δεσπότης Ιωάννης, επειδή νόμισαν ότι έρχεται ο πρίγκιπας της Πελοποννήσου και της Αχαΐας με αρκετό στρατό (…) Γι’ αυτό, λοιπόν (…) άρχισε κρυφά και από μόνος του να διαλύεται ο ρωμαϊκός στρατός και, συχνά ο ένας προσπαθώντας να προλάβει τον άλλον, έφυγαν ανεπιστρεπτί (..) Ακόμα και αυτοί οι στρατηγοί με το δεσπότη Ιωάννη (…) αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν με κάποια τάξη και κανόνες στρατηγικής, ακολουθώντας εκείνους που είχαν διαφύγει, αφού πήραν μαζί τους και το σώμα των Παφλαγόνων (…) Ανοίγουν αμέσως οι πύλες του φρουρίου από μέσα και τρέχουν όλοι μαζί και συναντιούνται με το Σεβαστοκράτορα Ιωάννη και τους συμμάχους του (…) κι άρχισαν να καταδιώκουν τους Ρωμαίους καθώς ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί κι όσους αντιστέκονταν τους σκότωναν. Όσοι δεν αντιστέκονταν, ξεγυμνώνονταν ακόμα κι από το χιτωνίσκο και αφήνονταν ελεύθεροι μόνο με την αναξυρίδα117 τους. Αυτό διότι υπήρχε ένας πολύ παλιός νόμος, ανόθευτος νόμος, που ορίζει πως όταν πρόκειται για ομοθρήσκους επιτρέπεται μόνο η λεηλασία των πραγμάτων και όχι η αιχμαλωσία ή ο φόνος τους, εκτός από τη διάρκεια της μάχης. Όσοι από τους Ρωμαίους διέφυγαν τον κίνδυνο, μαζεύτηκαν γύρω από το δεσπότη Ιωάννη (…) και καταλήγουν στα κοντινά χωριά της Δημητριάδας.» Νικηφ. Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, Θ΄, μτφρ. Κων. Κοτσίλης
Άλλες συγκρούσεις του Μιχαήλ Η΄ και του Ιωάννη Α΄ της Θεσσαλίας Η δεύτερη προσπάθεια του Μιχαήλ Η΄ να «τιμωρήσει» τον Ιωάννη έγινε το 1278. αρχηγός της εκστρατείας, αυτή τη φορά, ορίστηκε ο «στρατοπεδάρχης» Ιωάννης Συναδηνός και ο «μέγας κοντόσταυλος» Μιχαήλ Καβαλλάριος. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κάτω από τα τείχη του κάστρου των Φαρσάλων. Κι αυτή τη φορά ο Ιωάννης στηριζόμενος στους Λατίνους συμμάχους του, ήταν ο νικητής, καταφέρνοντας να διαλύσει το εκστρατευτικό σώμα και να συλλάβει αιχμάλωτο τον ίδιο το Συναδηνό, ενώ ο άλλος στρατηγός, ο Καβαλλάριος είχε σκοτωθεί σε ατύχημα την ώρα της μάχης (έπεσε πάνω σε δέντρο). G. Ostrogorsky: Ο Ιωάννης Α΄ της Θεσσαλίας εκμεταλλεύεται την ανθενωτική μερίδα «… Το μίσος εναντίον της ενωτικής πολιτικής του αυτοκράτορα στα 117
αναξυρίδα = παντελόνι.
αυτόνομα ελληνικά κράτη είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις … Ο Ιωάννης της Θεσσαλίας, ο μεγαλύτερος εχθρός του Μιχαήλ Η΄, που είχε πολλά χρόνια αγωνισθεί εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη συμπαράσταση των δυτικών δυνάμεων, ανακήρυξε τώρα τον εαυτό του αρχηγέτη των Ορθοδόξων Ελλήνων και συγκέντρωσε γύρω του όλους του Βυζαντινούς αντιπάλους της ενώσεως (ενν. των εκκλησιών), που πλήθαιναν συνεχώς. Το 1278 μάλιστα συγκάλεσε και μια σύνοδο που καταδίκασε τον αυτοκράτορα ως αιρετικό.» G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, 3ος τόμος, 1981, σελ. 148
Εικόνα 8 Ο Μιχαήλ Ή Παλαιολόγος. Μικρογραφία από χειρόγραφο του Παχυμέρη. (Βαυαρική κρατική Βιβλιοθήκη Ιστ. του Ελλ. Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τ. Θ΄.) Μια τρίτη προσπάθεια, καταδικασμένη κι αυτή να αποτύχει, έγινε τα επόμενα χρόνια (1279-1280). Επικεφαλής όμως της εκστρατείας ήταν τώρα ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο «πιγκέρνης» Μιχαήλ Ραούλ Κομνηνός (νορμανδικής καταγωγής), ο Ιωάννης Κομνηνός Καντακουζηνός και ο άτυχος πολιορκητής της Υπάτης Ιωάννης Παλαιολόγος. Όμως, οι τέσσερις αυτοί στρατηγοί, αντί να χτυπήσουν το Σεβαστοκράτορα, πείστηκαν από την εξαιρετική διπλωματικότητα του Ιωάννη Α΄ και συνεργάστηκαν μαζί του … χτυπώντας αυτοκρατορικές περιοχές, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αποδοκιμασία τους στις αυτοκρατορικές ενέργειες για την «ένωση» των εκκλησιών που είχε επιβάλει ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Τέλος το 1282, ο γηραιός πια αυτοκράτορας αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος προσωπικά, έστω και πάνω σε φορείο λόγω της ασθενείας του, της νέας εκστρατείας, θέλοντας να δείξει ότι δεν θα ανεχόταν κανέναν αμφισβητία της πολιτικής του και της εξουσίας του. Κάλεσε για το σκοπό αυτό και βοήθεια από το χάνο των Τατάρων. Ο χάνος Νογκάι του έστειλε τετρακόσιους βάρβαρους Τατάρους πολεμιστές οι οποίοι προσκολλήθηκαν στο
αυτοκρατορικό εκστρατευτικό σώμα. Η ρητή διαταγή118 του αυτοκράτορα στους Ασιάτες αυτούς συμμάχους του ήταν απολύτως σαφής: «Αφανίστε τον ανδρικό πληθυσμό της Θεσσαλίας!»119. Όμως, η ασθένεια του αυτοκράτορα σύντομα, πολύ πριν φτάσει στα όρια της Θεσσαλίας, τον πρόδωσε. Η εκστρατεία πάντως συνεχίστηκε με τη καθοδήγηση του Ανδρόνικου Β΄, γιου του αποθανόντος αυτοκράτορα. Η βυζαντινοταταρική δύναμη επέφερε πολλές καταστροφές στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας, χωρίς όμως να συμβάλλει στην εξουδετέρωση του Ιωάννη Α΄. Η επόμενη εκστρατεία έγινε το 1284 υπό τους Μιχαήλ Ταρχανειώτη, Αλέξιο Ραούλ και Ιωάννη Συναδηνό. Οι εισβολείς κατάφεραν τη φορά αυτή να καταλάβουν το λιμάνι της Δημητριάδας, αλλά το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο στρατός τους αποδεκατίστηκε από πανούκλα. Οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες λιποτάκτησαν120. Η «ένωση» που επιβλήθηκε από τους Παλαιολόγους και Η Ορθοδοξία στη Θεσσαλία Ένας από τους πολυτιμότερους συμμάχους του Σεβαστοκράτορα ήταν ο βασιλιάς της Σικελίας Κάρολος ντ’ Ανζού (1267-1282) που ήταν ορκισμένος εχθρός του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Κάρολος βέβαια δεν τόλμησε να επιχειρήσει εναντίον του Βυζαντίου λόγω της φιλοενωτικής πολιτικής του Παλαιολόγων. Μάλιστα το 1274 υπογράφηκε στη Λυών η λεγόμενη (ψευδο)ένωση των εκκλησιών με όρους απαράδεκτους για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως για παράδειγμα το «πρωτείο» του πάπα. Έτσι ο Κάρολος της Σικελίας «αφοπλίστηκε» από επιχειρήματα που θα του επέτρεπαν να συνεργήσει με τον Ιωάννη της Θεσσαλίας εναντίον του Παλαιολόγου. Την ίδια περίοδο ο Μιχαήλ Η΄ καθαίρεσε το νόμιμο (κανονικό) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ, τοποθετώντας αντ’ αυτού τον περιβόητο διώκτη της Ορθοδοξίας Ιωάννη Βέκκο, που έγινε γνωστός ως αυτουργός των μαρτυρίων εκατοντάδων πιστών, λαϊκών ή μοναχών, στο Άγιο Όρος και αλλού121. Αυτή η φιλοπαπική πολιτική των Παλαιολόγων δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ενότητα του Βυζαντινού κράτους, μιας και οι αντιδράσεις στην «ένωση» έφταναν από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Α΄ της Θεσσαλίας κι ο Νικηφόρος, δεσπότης της Ηπείρου, εμφανίστηκαν ως υπερασπιστές της Ορθοδόξου πίστεως. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε, μάταια, 118
Νικ. Γρηγοράς, |, 148. Γ. Παχυμέρης , |, 524. 120 Γ. Παχυμέρης, |||, 71,72. 121 Για τις διώξεις των Λατινόφρονων κατά της Ορθοδοξίας μπορούμε να διαβάσουμε, ενδεικτικά, το μαρτυρολόγιο της 22ας Σεπτεμβρίου, όπου ιστορείται το μαρτύριο των 26 Ζωγραφιτών μοναχών (Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδοξίας, 5η έκδοση, τόμος Θ, μην Σεπτέμβριος, σελίδες 485-487). 119
στέλνοντας απεσταλμένους και στο Σεβαστοκράτορα και στο Νικηφόρο, επιδιώκοντας άμβλυνση των διαφορών. Βλέποντας ο Μιχαήλ ότι δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τους Θεσσαλούς και τους Ηπειρώτες στην πολιτική του, συγκάλεσε στις 16 Ιουλίου του 1277 «σύνοδο» υπό τον Ιωάννη Βέκκο για να ληφθούν τα πρέποντα μέτρα κατά των αντιδρώντων στην «ένωση» των εκκλησιών. Οι αποφάσεις αυτής της «ληστρικής», όπως επονομάσθηκε αργότερα η σύνοδος αυτή, ήταν πρακτικά ανεφάρμοστες, γι’ αυτό κι ο αυτοκράτορας διοργάνωσε τις εκστρατείες που περιγράψαμε πιο πάνω κατά της Θεσσαλίας. Ο Μιχαήλ εξασφάλισε και τις «ευλογίες» του πάπα Ιννοκέντιου Ε΄, ο οποίος αναγνώρισε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο ως αδιαίρετα τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτό όπως καταλαβαίνουμε δε σήμαινε απολύτως τίποτα, μιας και μόνο με τη δύναμη των όπλων θα μπορούσε να επιβληθεί η υποταγή της Κεντρικής Ελλάδας στο θρόνο του Μιχαήλ. Ο Ιωάννης, ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε κι αυτός με τη σειρά του Σύνοδο στις Νέες Πάτρες, ή ίσως στη Λάρισα, στην οποία συμμετείχαν οκτώ επίσκοποι του κράτους του, ηγούμενοι Ιερών Μονών και πλήθος μοναχών. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε την ένωση και τους υποστηρικτές της, άρα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κηρύττοντας ως αιρετικούς τους «ενωτικούς». Με την απόφαση της τοπικής αυτής συνόδου διαφώνησαν οι τότε επίσκοποι Τρίκκης και Πέτρας Πιερίας. Οι διάδοχοι του Ιωάννη Α΄ στο θεσσαλικό θρόνο Ο Ιωάννης Α΄ πέθανε το 1295. Η σύζυγος του Ιωάννη, έγινε μοναχή, μετά το θάνατο του σεβαστοκράτορα, με το όνομα Υπομονή. Νωρίτερα η ίδια είχε ιδρύσει την Ι. Μονή της Παναγίας Λυκουσάδας κοντά στο Φανάρι122 (Ιθώμη). Εκεί λοιπόν τελείωσε την επίγεια ζωή της. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1283 ίδρυσε επίσης, μαζί με τον Ιωάννη, την Ι. Μονή Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιά). Μετά το θάνατο του σεβαστοκράτορα, οι τύχες του κράτους της Θεσσαλίας έπεσαν στα χέρια των γιων του. Μεγαλύτερος γιος του ήταν ο Μιχαήλ-Δημήτριος, αλλά βρισκόταν, τη χρονιά του θανάτου του πατέρα του, φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη, όμηρος των Παλαιολόγων, οπότε δεν μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Οι άλλοι δυο γιοι του ήταν ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος, που φαίνεται ότι μοιράστηκαν τη νομή της εξουσίας στη Θεσσαλία με την πρωτοκαθεδρία ίσως του Κωνσταντίνου. Η μητέρα τους μεσολάβησε στον αυτοκράτορα με σκοπό την 122
Λίγο νωρίτερα ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος είχε εκδώσει χρυσόβουλο (αναγνώρισης) για τις Ιερές Μονές της Παναγίας Μακρινίτισσας (Μακρινίτσας) που είχε ιδρύσει ο Νικ. Μαλιασηνός και του Αγίου Δημητρίου, ως προσάρτημα, και της Νέας Πέτρας με ιδρυτή τον ιερομόναχο Κυπριανό.
άμβλυνση των αντιθέσεων Θεσσαλίας και κεντρικής βυζαντινής εξουσίας. Και ο καλύτερος τρόπος, όπως πάντα εκείνη την εποχή, να κλείνει κανείς συμφωνίες ήταν ένας γάμος (συνοικέσιο). Έτσι και έγινε. Ο Γ. Παχυμέρης περιγράφει τις προετοιμασίες του γάμου του Θεόδωρου της Θεσσαλίας με την εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Θεοδώρα. Αποτέλεσμα της «συγγένειας», που απέκτησε ο Θεόδωρος με τον αυτοκράτορα, ήταν ο τιμητικός τίτλος του Σεβαστοκράτορα που του αποδόθηκε. Μετά από αυτό το συνοικέσιο η πολιτική του θεσσαλικού κράτους άλλαξε. Επιχειρήθηκε με επιτυχία προσέγγιση με την Κωνσταντινούπολη και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ο οποίος αναγνώρισε την τοπική εξουσία των δύο αδελφών με μικρότερες όμως αρμοδιότητες απ’ ό,τι πριν, ενώ οι Σεβαστοκράτορες υποτάχθηκαν στην ανωτερότητα της εξουσίας του αυτοκράτορα, παραχωρώντας, σε ένδειξη καλής θέλησης, την περιοχή της Δημητριάδας στην απευθείας επικυριαρχία του (1299). Λίγο νωρίτερα (1295-6) το κράτος της Θεσσαλίας είχε επεκτείνει τα σύνορά του προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας εδάφη του κράτους της Ηπείρου που κυβερνιόταν τότε από το Λατίνο Φίλιππο του Τάραντα. Ανάμεσα στα κέρδη του θεσσαλικού κράτους ήταν το κάστρο της Ναυπάκτου και το 123 Αγγελόκαστρο (Αιτωλοακαρνανία). Όταν στην Ήπειρο ανέλαβε την εξουσία η χήρα του προηγουμένου δεσπότη Νικηφόρου, Θεσσαλοί και Ηπειρώτες υπέγραψαν συνθήκη (3-9-1296), σύμφωνα με την οποία οι θεσσαλικές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από τις περισσότερες κατακτημένες περιοχές. Ο Θεόδωρος σκοτώθηκε, πιθανώς σε κάποια πολεμική σύγκρουση, το 1299. Η ιστορία του ανεξάρτητου θεσσαλικού κράτους τελειώνει το 1303 με το θάνατο του τελευταίου Σεβαστοκράτορα, του Κωνσταντίνου. Βέβαια θεωρητικά η ύπαρξη του κράτους της Θεσσαλίας θα υφίσταται για 15 ακόμα έτη, υπό την ηγεσία του γιου του Κων/νου, Ιωάννη Β΄, ο οποίος την εποχή του θανάτου του πατέρα του ήταν ακόμη ανήλικος. Η τελευταία περίοδος του θεσσαλικού κράτους (1303-1318) – Καταλανική Εταιρεία Κυβερνήτης, τυπικά, της Θεσσαλίας ή έστω του νοτιοανατολικού τμήματός της ήταν ο νεαρός Ιωάννης Β΄ Δούκας που ασκούσε την εξουσία υπό την κηδεμονία του δούκα των Αθηνών Γκυ. Όταν ο δούκας της Αθήνας πέθανε, ο Ιωάννης είχε πια ενηλικιωθεί. 123
Μεταξύ των ζημιωθέντων θυμάτων αυτής της εισβολής ήταν και δύο Ενετοί έμποροι: ο Λορέντζο Μένγκουλο και ο Πέτρο Σαβονάριο. Έτσι το 1298 η Ενετία απαίτησε οικονομική αποζημίωση από το δούκα Νέων Πατρών, όπως ονόμαζε το Σεβαστοκράτορα, για την καταστροφή που υπέστησαν οι περιουσίες των δύο πολιτών της.[D. M. Nicol, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, Ελληνική Ευρωεκδοτική, σελ. 103.
Νέος ηγεμόνας στην Αθήνα ανέλαβε το 1309 ο Βάλτερ ντε Μπριέν. Την εποχή εκείνη εμφανίστηκε μια πραγματική μάστιγα για τον ελλαδικό χώρο: η Καταλανική Εταιρεία. Αυτή απαρτιζόταν από τυχοδιώκτες εμπειροπόλεμους μισθοφόρους, υπό την ηγεσία του Σεπούν, που είχαν προσληφθεί από τον αυτοκράτορα λίγο νωρίτερα, το1303, για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Οι Καταλανοί, όταν τελείωσε η αποστολή που τους ανατέθηκε, στράφηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης, για να διωχθούν εν συνεχεία πολύ δύσκολα από τη Θράκη. Έπειτα κατηφόρισαν προς τη Μακεδονία, ερημώνοντας τα πάντα στο διάβα τους (μεταξύ των θυμάτων τους ήταν και Ιερές Μονές του Αγίου Όρους (1307). Από εκεί μετακινήθηκαν στη Θεσσαλία (1309) συνεχίζοντας ανεμπόδιστα το καταστροφικό έργο τους. Ως από μηχανής θεός, ο Βάλτερ των Αθηνών κάλεσε τους Καταλανούς να υπηρετήσουν ως μισθοφόροι υπό την εξουσία του, δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο βαθιές ανάσες στην πολύπαθη Θεσσαλία. Όμως στις αρχές του 1311 οι Καταλανοί, βλέποντας ότι ο Βάλτερ δεν είχε οικονομικούς πόρους για να ικανοποιήσει τις συμφωνίες που είχε κάνει, στράφηκαν εναντίον του. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στον Αλμυρό στις 15 Μαρτίου του 1311. Η Εταιρεία έχοντας και τη βοήθεια ισχυρής τουρκικής δύναμης, νίκησαν τους Φράγκους και σκότωσαν το δούκα των Αθηνών (Βάλτερ). Στο μεταξύ, λίγο νωρίτερα, ο δεσπότης των Νέων Πατρών (Θεσσαλίας) Ιωάννης Β΄ έσπασε την πολιτική των προγόνων του και, επειδή προέβλεπε ότι δεν θα είχε πλέον την προστασία του αθηναϊκού Δουκάτου, στράφηκε προς το βυζαντινό θρόνο. Νυμφεύτηκε μάλιστα τη νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Ειρήνη το 1310. Τα αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν η επανένωση, διπλωματικά, της Θεσσαλίας με την αδυνατισμένη πλέον Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο G. Ostrogorsky σχολιάζει την κατάπτωση του θεσσαλικού κράτους στα χρόνια του Ιωάννη Β΄ και της καταλανικής εισβολής «… οι Καταλανοί (…) κινήθηκαν από την Κασσάνδρα προς τη Θεσσαλία, όπου κυβερνούσε ο Ιωάννης Β΄ (1303-1318), ένας εγγονός του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη. Ήταν ένας ασθενικός νεανίας, που αρχικά βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία του Δούκα των Αθηνών Γουίδων Δελαρός, ύστερα όμως από το θάνατό του (1308) στράφηκε προς το βυζαντινό Αυτοκράτορα και αρραβωνιάστηκε την εξώγαμη θυγατέρα του Ειρήνη. Η χώρα βρισκόταν τελείως κάτω από την εξουσία των μεγάλων γαιοκτημόνων και η Θεσσαλία ως κράτος έπνεε τα λοίσθια. Από ένδοξη δύναμη που ήταν στα χρόνια του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ είχε τώρα καταντήσει ο θλιβερός απόηχός της. Φυσικά κάθε αντίσταση στους Καταλανούς ήταν αδιανόητη. Η μεγάλη Εταιρεία έζησε ανέμελα έναν ολόκληρο χρόνο από την πλούσια εσοδεία της εύφορης χώρας. Στη συνέχεια την άνοιξη του 1310 κινήθηκε, εφοδιασμένη με θεσσαλικά χρήματα, προς την
Κεντρική Ελλάδα και τέθηκε στην υπηρεσία του Δούκα των Αθηνών Βάλτερ (Walter) G. Ostrogorsky, ό.π., σελ. 186,7
Ο Ανδρόνικος, από την άλλη μεριά, ένιωθε, μετά το γάμο που προαναφέραμε καθώς και με το γάμο μιας εγγονής του με τον ηγέτη της Ηπείρου, ότι το Βυζάντιο επανενώθηκε (πλην τουλάχιστον των νήσων του Αιγαίου και του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας). Αλβανικές εισβολές – Γαβριηλόπουλος Η πιο δυσοίωνη εξέλιξη για το μέλλον της Θεσσαλίας ήταν η διείσδυση, ιδίως μετά το 1309, ομάδων Αλβανών124, εκτοπισμένων από τις κοιτίδες τους λόγω εμφυλίων ταραχών125 ,που λεηλατούσαν τα πάντα. O Λαόνικος Χαλκοκονδύλης για την κάθοδο των Αλβανών 1.24 «νῦν Ἀλβανοί. ἀρχὴν δ' ἐγὼ οὐδὲ προσίεμαι τὸν λόγον, ὡς εἴησαν Ἰλλυριῶν γένος οἱ Ἀλβανοί. ὡς μὲν οὖν ἀπ' Ἐπιδάμνου καὶοὗτοι ὥρμηντο ἐς τὴν πρὸς ἕω χώραν τῆς Εὐρώπης ἐπὶ Θετταλίαν τε ἀφικόμενοι καὶ ἐπὶ Αἰτωλίαν καὶ Ἀκαρνανίαν, οὐκ ὀλίγα ἄττα τῆς Μακεδονίας χωρία ὑφ' αὑτοῖς πεποιημένοι ᾤκουν,» Historiae ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Α. www.aegean.gr/culturaltec
Ο τελευταίος Σεβαστοκράτορας, Ιωάννης Β΄ Δούκας, πέθανε χωρίς ν΄ αφήσει διαδόχους το 1318. Η Θεσσαλία παρασύρθηκε στην αναρχία ή καλύτερα στην πολυαρχία ξεχωριστών κρατιδίων που κυβερνούνταν από ντόπιους Έλληνες, και λίγο αργότερα Καταλανούς, Φράγκους και Αλβανούς φεουδάρχες, τους λεγόμενους τοπάρχες. Ο σημαντικότερος απ’ αυτούς ήταν ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος είχε συγγενική σχέση με την άλλη μεγάλη οικογένεια «ευγενών», των Μαλιασηνών (ή Μελισσηνών) του Βόλου126. Το «Ορκωτικόν Γράμμα» του Μιχ. Γαβριηλόπουλου «Άρχοντες Φαναριώτες, μεγάλοι και μικροί, κοσμικοί και κληρικοί, χρυσοβουλάτοι127, εσκουσάτοι128, ζητώ τη βοήθειά σας, να γνωστοποιήσετε το περιεχόμενο αυτού του γράμματος. Αν κάποιοι ήταν ή είναι στρατιώτες, και προσφέρουν τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους, δεν χρειάζονται πουθενά αλλού, δηλαδή σε φύλαξη τζακώνικη129. Έπειτα στην περιοχή αυτή δεν θα μετακινήσω τους Αλβανούς, ούτε έναν από τους κληρονόμους μου, για κείνους οι οποίοι αποκλειστικά ζουν σύμφωνα με τα χρυσόβουλα και τα βασιλικά διατάγματα σ’ εκείνες τις περιοχές, τις οποίες τις πήραν από τους 124
Για το πρόβλημα των Αλβανών δες σχετικά το παράθεμα «Ορκωτικόν γράμμα». D. M. Nicol, ό.π. σ. 111. 126 Δες τους σχετικούς γενεαλογικούς πίνακες στο τέλος του βιβλίου. 127 Εννοεί τους κατόχους χρυσόβουλων του αυτοκράτορα. 128 Ή εκσκουσάτοι. Εννοεί τους απαλλαγμένους από τους φόρους γης. 129 Οι Τσάκωνες (σήμερα κάτοικοι της ΝΑ. Πελοποννήσου, δηλ. Λεωνίδιο, Άστρος, Πάρνωνας, κ.α.) ήταν μια συγκεκριμένη στρατιωτική ομάδα του βυζαντινού στρατού που είχε την αρμοδιότητα να φρουρεί τα περάσματα, από εχθρική εισβολή, ληστείες, κ.α. 125
Φαναριώτες με την προστασία του αυτοκράτορα.. Δεν θα εκμεταλλεύομαι, επίσης, αυτούς τους Φαναριώτες για τρία χρόνια. Με την παρέλευση τριών χρόνων αυτοί μπορούν να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία και όχι άλλη, συγκεκριμένα τζακώνικη. Το ίδιο και οι ντόπιοι ας προσφέρουν υπηρεσίες στην περιοχή του Φαναρίου και όχι αλλού. Και ακόμα ας έχουν υπό την κατοχή τους το μοναστήρι της Λυκουσάδας και των Μεγάλων Πυλών130. Ας κυριαρχούν επίσης στις περιοχές τις οποίες κατέχουν με χρυσόβουλα. (….) Και αυτή η περιοχή του Φαναρίου, αν και πέρασε στην κατοχή κάποιου άλλου, θεωρώ ότι βρίσκεται στην κατοχή μου και στην κατοχή των κληρονόμων μου. Έτσι λοιπόν οι Φαναριώτες δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν κάποιους φόρους, συγκεκριμένα για τη συγκομιδή των σιτηρών, για τ’ αμπέλια, το κρέας, τους βοσκοτόπους, τη δεκάτη για τους χοίρους, για τις κτήσεις σε άλλες περιοχές, εκτός βέβαια από τους φόρους που παίρνει το κράτος μου για το στρατό, δηλαδή τον τελωνιακό φόρο, το φόρο κληρονομιάς και το φόρο για τα ζώα. Αν κάποιος καταγγελθεί για απιστία ή για απειθαρχία, τότε θα δικάζεται μπροστά σε όλους τους άρχοντες. Θα δικάζεται μόνον αυτός και κανείς άλλος από το οικογενειακό ή φιλικό του περιβάλλον. Ορκίζομαι στο ιερό Ευαγγέλιο, στους Αγίους, και στην Παναγία μας, ότι καμιά από τις παραπάνω αποφάσεις δε θα παραβιαστεί όσο ζω εγώ και οι κληρονόμοι μου. Κάθε κάτοικος του Φαναρίου θα έχει τη δυνατότητα να κατέχει μια έκταση μέχρι το πολύ τριάντα χρόνια. 8η Ινδικτιών, 6803131. Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος.»
Ο Γαβριηλόπουλος ήλεγχε τη Δυτική Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Την ίδια χρονική περίοδο της ακμής του οίκου του Γαβριηλόπουλου, οι Καταλανοί εισέβαλαν από νότια στη Θεσσαλία, όπου αργότερα κάποιοι απ’ αυτούς θα συνάψουν επιγαμίες με τη γενιά των Μαλιασηνών. Ο αυτοκράτορας, από την άλλη, απαιτούσε τη Θεσσαλία ως επαρχία του Βυζαντίου, διεκδικώντας την ως περιουσία της χήρας κόρης του. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: Οι εισβολές Καταλανών και Αλβανών στη Θεσσαλία – Γενική ερήμωση «Ο Ιωάννης Β΄ Άγγελος …τω 1315 έγημε μίαν των νόθων θυγατέρων του πρεσβύτερου Ανδρονίκου, εκυβέρνα την Μεγαλοβλαχίαν μάλλον ως υποτελής του εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορος ή ως ηγεμών ανεξάρτητος (…) Όθεν ο ηγεμών της Αττικής, Αλφόνσος των Καταλανών, άμα ρυθμίσας τας προς την Ενετίαν σχέσεις αυτού, ετράπη επί την Θεσσαλίαν και κατέλαβεν ευχερώς την Φθιώτιδαν, επικληθείς έκτοτε γενικός επίτροπος των Δουκάτων Αθηνών και Νέων Πατρών. Ακριβέστερον δε οι υπό τον Αλφόνσον Καταλανοί κατέλαβον τότε τας Νέας Πάτρας, το Λοιδωρίκι, το Σιδηρόκαστρον, το Ζητούνι, το Γαρδίκι, την Δομοκόν και την Φάρσαλον. Το δε λοιπόν της Θεσσαλίας διενεμήθησαν οι ιθαγενείς άρχοντες. Αλλά τότε επήλθον εις Θεσσαλίαν και νέοι τινές άποικοι, οι Αλβανοί, οίτινες φεύγοντες τα άγονα όρη και τους 130
Πόρτα-Παναγιά. Η γέννηση του Κυρίου σύμφωνα με το λεγόμενο έτος Κτίσεως Κόσμου έγινε το 5508. έτσι η χρονιά 6803. α. κ. κ. είναι 6803-5508=1295 μ.Χ. Όμως οι ιστορικοί χρονολογούν την επιστολή αργότερα, γύρω στο 1340-2 μ.Χ. Δες σχετικά: Δ. Σοφιανός, «Το ορκωτικόν γράμμα του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου προς τους Φαναριώτες της Καρδίτσας», Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου για την Καρδίτσα και την περιοχή της, Καρδίτσα 1996, 24-46 131
διηνεκείς εμφυλίους πολέμους της πατρώας αυτών γης, ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις Θεσσαλίαν κατ’ αρχάς μεν επί σκοπώ λεηλασίας, μετ’ ου πολύ δε και ίνα οριστικώς κατασταθώσιν εις τας πλουσίας αυτής πεδιάδας (…) μετ΄ ολίγον εισέρευσαν άλλοι και πάλι άλλοι, ώστε πάσα σχεδόν η ύπαιθρος χώρα, παρεκτός των υπό Καταλανών και των Ελλήνων κατεχομένων φρουρίων, κατελήφθη μονίμως υπ’ αυτών. Μετά τριάντα δε περίπου έτη σπουδαίαι πολιτικαί μεταβολαι συμβάσαι εν τη ιδία αυτών πατρίδι ηύξησαν τας εκείθεν μεταναστεύσεις, η δε Θεσσαλία τοσούτον υπερπληρώθη Αλβανών, ώστε ούτοι μη δυνάμενοι πλέον να ζήσωσι αυτόθι ετράπησαν εις νέας πάλιν μεταναστεύσεις κατά δε τη λοιπήν χέρσον Ελλάδα και εις τινάς των νήσων. Τας νέας ταύτας των Αλβανών μεταναστεύσεις διηυκόλυνεν η ερήμωσις ήτις ήρχισε να συμβαίνη εν Ελλάδι εκ της προαγομένης παρακμής των Φράγκων αυτής κυριάρχων.» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τ. 16ος, βιβλίον 13ο, Α΄ μέρος, σελ. 292,3 Η Γ. Μωυσείδου για τους Αλβανούς στην Ελλάδα το 14ο αιώνα « Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα προς τον ελλαδικό χώρο δε μετακινήθηκαν μόνο Αλβανοί ηγεμόνες, φεουδάρχες και φύλαρχοι με τους στρατούς τους, όπως οι Σπάτα και οι Λιόσα, αλλά και Αλβανοί χωρικοί που αγανακτισμένοι από τη συμπεριφορά των φεουδαρχών τους και των νέων κυριάρχων, των Σέρβων κυρίως, αναζητούσαν την τύχη τους προς τα νότια. αλβανικοί πληθυσμοί έφτασαν τότε μαζικά στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην Εύβοια, στην Αττική, στην Πελοπόννησο. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αλλά ιδίως οι δεσπότες του Μορέως (Μιστρά), στων οποίων τα εδάφη κατέφθαναν τελικά τους δέχτηκαν με ευχαρίστηση ως μια λύση στα δημογραφικά προβλήματα της επικράτειάς τους. Έτσι τους εγκατέστησαν σε διάφορες περιοχές, τους έδωσαν γη για να καλλιεργούν και επιπλέον τους χρησιμοποίησαν για την ενίσχυση του στρατού. Σταδιακά οι πληθυσμοί αυτοί ενσωματώθηκαν στον κοινωνικό ιστό των συγκεκριμένων περιοχών.» Γ. Μωυσείδου, Βυζάντιο και Σλαβοαλβανικός κόσμος, Ιστορία των Ελλήνων, Δομή, τόμος 7, σελ. 53
Κεφάλαιο 7ο Υστεροβυζαντινή Εποχή. 2η περίοδος (1204-1453) β΄ Η Θεσσαλία από το 1318 μέχρι το 1421 1. Από το 1318- 1333 -Τοπικές Ηγεμονίες Αναφερθήκαμε στη θεσσαλική πολυαρχία των χρόνων αμέσως μετά από θάνατο του τελευταίου Σεβαστοκράτορα. Την ίδια εποχή οι Καταλανοί, έχοντας ιδρύσει μια ηγεμονία στην Ανατολική Στερεά (1311), παρενοχλούσαν τις νότιες παρυφές της Ανατολικής
Θεσσαλίας (Αλμυρό). Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επικρατούσαν, όπως αναφέραμε, διάφοροι Έλληνες (αρχικά) μεγαλοκτηματίες. Αυτοί αποτελούσαν τη λεγόμενη «Βουλή των προεχόντων κατά γένος»132. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τους αποκαλεί με τον όρο «οι Θετταλοί» ή «οι των Θετταλών άρχοντες». Κατά διαστήματα κάποιος απ’ αυτούς τους γαιοκτήμονες αποκτούσε μεγαλύτερη δύναμη και προσπαθούσε να επιβληθεί στους άλλους. Αυτό έγινε με το Στέφανο Γαβριηλόπουλο από τα Τρίκαλα που, έχοντας εξασφαλίσει κατά χάριν133, και όχι λόγω συγγένειας, τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα, δημιούργησε μια ισχυρή μεν, αλλά βραχύβια ηγεμονία, που περιελάμβανε περιοχές νοτιοδυτ. του Σμoκόβου ως την Καστοριά. Η ηγεμονία του διαλύθηκε με το θάνατό του το 1333. Τότε ο Ιωάννης Orsini της Ηπείρου προσπάθησε ανεπιτυχώς να επεκτείνει την κυριαρχία του εισβάλλοντας στη Θεσσαλία. 2.Η έδρα της Μητροπόλεως Λαρίσης - Μητροπολίτης Αντώνιος Ο Μητροπολίτης της Λάρισας Αντώνιος (1333-1350 περίπου) στο εγκώμιο που έγραψε για τον προκάτοχό του στον αρχιερατικό θρόνο, Κυπριανό, νοσταλγεί την εποχή που στη Λάρισα επικρατούσε τάξη («ρωμαϊκή δεξιά») και όλα κυβερνιόνταν από δίκαιους νόμους. Αλλού, στο ίδιο εγκώμιο, αναφέρει ότι στην εποχή του («σήμερον») μια επαναστατική ομάδα πολιτών επικράτησε στη Λάρισα, σκορπώντας ανησυχία στην παραδοσιακή βυζαντινή κοινωνία. Μας είναι γνωστά και άλλα αντίστοιχα κινήματα σε άλλες βυζαντινές πόλεις, όπως το κίνημα των «Ζηλωτών» της Θεσσαλονίκης. Ο Αντώνιος προσθέτει κι άλλους χαρακτηρισμούς για τη Λάρισα του 14ου αιώνα, «φωλεά θηρίων και πετεινών» την αποκαλεί, ενώ το Ναό του Αγίου Αχιλλίου τον ονομάζει «ορμητήριο ληστών»! Δε χρειάζεται, λοιπόν, και μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε γιατί οι μητροπολίτες Κυπριανός, Αντώνιος και οι μετέπειτα ιεράρχες δεν κατοικοέδρευαν στη Λάρισα. Έτσι τα Τρίκαλα, από την εποχή του Κυπριανού (1371), έγινε η έδρα της Μητροπόλεως Λαρίσης. 3.Η προσωρινή ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Η νότια Θεσσαλία, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Υπάτης, είχε περιέλθει στα χέρια των Καταλανών. Στη βόρεια και τη δυτική Θεσσαλία, εκτός του Γαβριηλόπουλου, μεγάλες εκτάσεις νέμονταν και ο 132 133
Νικηφ. Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία θ΄-ι΄. Γιατί δεν υπήρξε επιγαμία με την αυτοκρατορική οικογένεια.
Καταλανικός οίκος των Ραούλ134, που συγχωνεύθηκε με την οικογένεια των Μελισσηνών, καθώς και η οικογένεια του γασμούλου135 Σιγκουρίνου. Μετά το θάνατο του Γαβριηλόπουλου (1333).,η βόρεια και δυτική Θεσσαλία ήταν ανοικτή για οποιονδήποτε εισβολέα. Ο τότε βυζαντινός διοικητής της Θεσσαλονίκης Συριάννης είχε κατηγορηθεί για συνομωσία και βρισκόταν στην Κων/λη περιμένοντας τη δίκη του. Τη θέση του είχε πάρει ένας ικανότατος και έμπειρος στρατηγός, ο Μιχαήλ Μονομάχος. Ο Μονομάχος είδε την ευκαιρία, που για χρόνια οι βυζαντινοί αυτοκράτορες περίμεναν, για επέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Θεσσαλία. Πράγματι, αφού οργάνωσε το στρατό του, κατέβηκε νότια και το 1334 κατέλαβε μερικές πόλεις και κάστρα, όπως του Λυκοστομίου στα Τέμπη και του Καστρίου στη σημερινή επαρχία Αγιάς, στην Ανατολική Θεσσαλία. 0 Ι. Καντακουζηνός για την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο βυζαντινό κράτος 1.473 «(….) ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους μετὰ μικρὸν καὶ ὁ Θετταλίας δεσπόζων τῆς ὁμόρου τῇ Βοτιαίᾳ Γαβριηλόπουλος Στέφανος ὁ σεβαστοκράτωρ ἐτεθνήκει. Θεσσαλονίκης δὲ ἐπιτροπεύων ἐν τῷ τότε ὕπαρχος ὁ Μονομάχος, συνέσει τε ἀγαθὸς καὶ πράγμασιν εἰδὼς χρῆσθαι, τά τε κατὰ τὰς στρατείας ἐξησκημένος καὶ στρατηγεῖν ἱκανὸς, συνιδὼν καιρὸν εἶναι ἐπιθέσθαι Θετταλίᾳ, ὡς ἂν ὑπαγάγοι βασιλεῖ, στρατιὰν ὅσην ἐνῆν ἀθροίσας ἐκ Θεσσαλονίκης, ἐσέβαλεν εἰς αὐτὴν, οὖσαν τεταραγμένην διὰ τὴν τοῦ δεσπόζοντος τελευτήν. καὶ εἷλε τόν τε Γόλον καὶ Καστρὶν καὶ 1.474 Λυκόστομον πολίσματα αὐτῆς. Σταγοὺς δὲ καὶ Τρίκαλα καὶ Φανάριον καὶ ∆αμάσιν καὶ Ἐλασῶνα, ἃ ὑπὸ Γαβριηλόπουλον ἐτέλουν, καὶ ἕτερα φρούριά τινα ὁ τῆς Ἀκαρνανίας ἄρχων ὁ δεσπότης Ἰωάννης ὁ δοὺξ φθάσας παρεστήσατο ὁμολογίᾳ. καὶ κατασχὼν φρουραῖς, ἐπανῆλθεν εἰς Ἀκαρνανίαν. βασιλεὺς δὲ ἐπεὶ ἐπύθετο τὰ κατὰ Θετταλίαν, ἔγνω δεῖν ἐκεῖ παραγενέσθαι. καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ἐλθὼν, εἷλε πάντα ὅσα ὑπεποιήσατο ὁ δούξ. καὶ τοὺς φρουροὺς ἐκβαλὼν, ἠδίκησεν οὐδέν· ἀλλ' εὖ ποιήσας, ἀπέπεμψεν εἰς τὴν οἰκείαν. διατρίβοντα δὲ ἐν Θετταλίᾳ βασιλέα οἱ τὰ ὀρεινὰ τῆς Θετταλίας νεμόμενοι Ἀλβανοὶ ἀβασίλευτοι Μαλακάσιοι καὶ Μπούϊοι καὶ Μεσαρίται ἀπὸ τῶν φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περὶ δισχιλίους καὶ μυρίους ὄντες, προσεκύνησαν ἐλθόντες καὶ ὑπέσχοντο δουλεύσειν. ἐδεδοίκεσαν γὰρ μὴ, χειμῶνος ἐπελθόντος, διαφθαρῶσιν ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων, ἅτε πόλιν οἰκοῦντες οὐδεμίαν, ἀλλ' ὄρεσιν ἐνδιατρίβοντες καὶ χωρίοις δυσπροσόδοις, ὧν ἀναχωροῦντες τοῦ χειμῶνος διὰ τὸ κρύος καὶ τὴν χιόνα, ἄπιστόν τινα ἐν τοῖς ὄρεσιν ἐκείνοις νιφομένην, εὐεπιχείρητοι ἔσεσθαι ἐδόκουν.» Historiae I. Kαντακουζηνός, 1, 473 – 1, 474 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
134
Από το όνομα Ραούλ προέρχονται τα σημερινά επώνυμα Ραούλης και Ράλλης (εγκυκλ. Πάπυρος) Γασμούλοι λέγονταν τα τέκνα των Λατίνων κατακτητών που αποκτώνταν από Βυζαντινές συζύγους. Η ορολογία αυτή εμφανίζεται πρώτα στο Χρονικόν του Μορέως. 135
Την προηγούμενη χρονιά ο Ιωάννης Ορσίνι κατάφερε να εισχωρήσει από διαβάσεις της Πίνδου στα Δυτικά και να καταλάβει τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι, το Δαμάσι και την Ελασσόνα, τοποθετώντας σ’ αυτά δικές του φρουρές. Ο Καντακουζηνός136 ισχυρίζεται ότι ο Ορσίνι τα κατέλαβε χωρίς να εμπλακεί σε συγκρούσεις αλλά βάσει συμφωνίας που έκλεισε με τους άρχοντες των πόλεων. Συνεπώς, ένα τμήμα της Δυτικής Θεσσαλίας είχε ενωθεί με το ηπειρωτικό Δεσποτάτο, άγνωστο όμως παραμένει πόσο κράτησε αυτή η ένωση. Πάντως είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο δεσπότης αυτός της Ηπείρου τίμησε με χρυσόβουλα τις Ι. Μονές Λυκουσάδας και Ζαβλαντίων (Ν. Τρικάλων). Στο τέλος του 1334 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος έσπευσε με στρατό για δυο λόγους: ο πρώτος λόγος ήταν ο δραπέτης Συργιάννης που είχε καταφύγει στη Βόρεια Εύβοια, συνεννοούνταν με Ενετούς και Λατίνους άρχοντες προετοιμάζοντας κάποια πράξη αντεκδίκησης στη Θεσσαλία κατά του βυζαντινού θρόνου και ο δεύτερος λόγος ήταν η εκδίωξη των φρουρών του Ορσίνι από τη Δυτική Θεσσαλία. Δε χρειάστηκε πολύς καιρός στο στρατό του αυτοκράτορα, που αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, να καταλάβει όλα τα κατεχόμενα απ’ τους στρατιώτες του Ορσίνι κάστρα. G. Ostrogorsky: Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στο Βυζαντινό κράτος «… Ύστερα από το θάνατο του ισχυρού Θεσσαλού ηγεμόνα Στεφάνου Γαβριηλόπουλου Μελισσηνού (1333) η θεσσαλική χώρα περιήλθε σε μεγάλο χάος. Ο αυτοκρατορικός διοικητής της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Μονομάχος εισέβαλε αστραπιαία στη χώρα και ακολούθησε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Με γοργό ρυθμό το βόρειο τμήμα της Θεσσαλίας ως τα καταλανικά σύνορα ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Δεσπότης της Ηπείρου Ιωάννης Ορσίνι (1323-1335) που είχε επιχειρήσει να υποτάξει στην εξουσία του το δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα και αναγκάστηκε να εκκενώσει τη χώρα. Ακόμη και τα αλβανικά φύλα που είχαν μεταναστεύσει στη Θεσσαλία και που ως τότε διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους, αναγνώρισαν τώρα την εξουσία του Αυτοκράτορα. Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας έγινε επιτακτική και η λύση του προβλήματος της Ηπείρου (…) Ο Ανδρόνικος και ο Καντακουζηνός, επικεφαλής ενός ισχυρού στρατού, που ο πυρήνας του απαρτιζόταν από τουρκικές μονάδες, πέρασαν μέσα από τη Θεσσαλία, κατέστειλαν μια επανάσταση που είχε ξεσπάσει στα αλβανικά εδάφη και στη συνέχεια προχώρησαν για να δεχτούν την υποταγή του Δεσποτάτου (1337).» G. Ostrogorsky, ό.π., σελ. 202-203
Ο αυτοκράτορας, φερόμενος διπλωματικά και αποφεύγοντας άσκοπες αιματοχυσίες, αφού συνέλαβε τους εισβολείς στρατιώτες, τους έστειλε άθικτους και ασφαλείς πίσω στην Ήπειρο, δείχνοντας 136
Καντακουζηνός, ||, 28:1.
με τον τρόπο αυτό την καλή του θέληση. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, πλην Μαγνησίας και περιοχών νοτίως του όρους Όθρυς, ενσωματώθηκε πάλι στην Αυτοκρατορία. Ο Ανδρόνικος, ο οποίος αναγκάστηκε σύντομα να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία γιατί οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της Θράκης είχαν πάρει το μέρος του σφετεριστή του θρόνου, Ιωάννη Καντακουζηνού, διόρισε το Μονομάχο κυβερνήτη της Θεσσαλίας. Ο Ανδρόνικος, λίγο πριν αποχωρήσει, δέχτηκε μία αντιπροσωπεία Αλβανών εποίκων. Αυτοί εκπροσωπούσαν δώδεκα χιλιάδες ομόφυλούς τους που ζούσαν στα γύρω ορεινά «αβασίλευτοι» και κατέβαιναν περιστασιακά (το χειμώνα) στις πεδιάδες. Οι Αλβανοί ζήτησαν την προστασία του αυτοκράτορα από πιθανή καταπίεσή τους, εκ μέρους των ντόπιων, λόγω των κακών σχέσεων που είχαν τα προηγούμενα χρόνια με τους Έλληνες γαιοκτήμονες (δες «Ορκωτικόν γράμμα»), και ως ένδειξη ικανοποίησης, από την υποστήριξη που έλαβαν από τον Ανδρόνικο, υποσχέθηκαν ότι θα του ήταν πάντα πιστοί του υπήκοοι137. Μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα οι φρουρές του Μονομάχου παραχώρησαν περιοχές της Μαγνησίας στον ελληνο-καταλανικό οίκο των φεουδαρχών Μελισσηνών-Novelles οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στην περιοχή του κάστρου του Γόλου (Βόλου) και το Πήλιο μέχρι το 1392, χρονιά κατά την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν για πρώτη φορά τη Θεσσαλία. Εν τω μεταξύ ο Συργιάννης πέρασε κρυφά στη Θεσσαλία όπου τον υποδέχτηκαν οι Αλβανοί σαν έναν καλό παλιό τους φίλο, μιας και ο Συργιάννης υπήρξε, πριν από τη Θεσσαλονίκη, κυβερνήτης του Βερατίου. Οι Αλβανοί, δίνοντάς του φρουρά, τον οδήγησαν στη Σερβία, όπου συναντήθηκε με τον Κράλη138 Στέφανο Δουσάν. Ο Σέρβος ηγεμόνας του έδωσε στρατό κι εκείνος κατέλαβε την Καστοριά, στο όνομα του Σέρβου μονάρχη. Εκεί τελείωσε και η δράση του διπρόσωπου Συργιάννη Ο Ανδρόνικος έστειλε στρατεύματα εναντίον του και ένας βυζαντινός αξιωματούχος τον δολοφόνησε. Το 1337 βρήκε βίαιο θάνατο, δηλητηριασμένος από τη σύζυγό του Άννα, ο Ιωάννης Ορσίνι. Μόνη κυρίαρχος του Δεσποτάτου της Ηπείρου έμεινε η Άννα, έχοντας δυο ανήλικα παιδιά, το Νικηφόρο και τη Θωμαΐδα. Εύκολα, μετά απ’ αυτά, το 1340 το Δεσποτάτο καταλήφθηκε από βυζαντινές δυνάμεις και ενώθηκε, όπως λίγο νωρίτερα η Θεσσαλία, με την Αυτοκρατορία.
137 138
Δες το προηγούμενο παράθεμα του Καντακουζηνού και από το Ν. Γρηγορά 10, 5:1. Σερβικός τίτλος, αντίστοιχος με την ελληνική λέξη βασιλιάς.
Κυρίαρχοι στη Θεσσαλία τον 13ο και τον 14ο αιώνα α΄ Σεβαστοκράτορες Θεσσαλίας ή Δεσπότες (Αυθένται) Βλαχίας 1 . 2 . 3 .
1 . 2 .
Ιωάννης Α΄ (ο νόθος γιος του 1271Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου) 1295 Κωνσταντίνος (γιος του Ιωάννη Α΄) 12951303 Ιωάννης Β΄ (γιος του Κωνσταντίνου) 13031318 Γουίδσων Δελαρός ως κηδεμών του ανήλικ Ιωάννη Β΄ όσο ήταν ος
Μανουήλ Ραούλ Κομνηνός ΙωάννηςΆγγελος
β΄ «Κεφαλή» Μεγαλοβλαχίας 1276άτυπα 1277 1343ανιψιός του Ιω. Στ΄ 1348 Καντακουζηνού
γ΄ Άλλοι ηγεμόνες της Θεσσαλίας (Περίοδος Σερβοκρατίας) 1345-1355 Γρηγόριος Πρελιούμπ (Σέρβος) 1355-1372 Συμεών Ουρός (Σέρβος) (;) Παλαιολόγος 1371-1381 Ιωάννης Ουρός Μον. Ιωάσαφ, Παλαιολόγος †Μετέωρα 1423 1378Αλέξιος-Άγγελος ( Καίσαρ στην Αν. 1388 Φιλανθρωπηνός Θεσσαλία)
13881393(;) ;
Μανουήλ-Άγγελος Φιλανθρ. Στέφ. Δούκας Ούρεσης Χλαπηνός 1 . 2 . 3 . 4 . 5 .
Καίσαρ Μεγ. Βλαχίας Τοπάρχης Φαρσάλων - Δομοκού
δ΄ Τοπάρχες Δημητριάδας Γαβριήλ Μελισσηνός 1280(;)1310 Στέφανος Γαβριηλόπουλος1310Μελισσηνός 1333 Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος (;)- 1334 Armegolio ΜελισσηνόςΝοβέλ Messilino (παραφθορά του Μελισσηνός) Νοβέλ
13351365 13651393
ε΄ Οι οικογένειες φεουδαρχών στη Θεσσαλία τον13ο και 14ο αι. 1 . 2 . 3 . 4 .
1.Η οικογένεια Μελισσηνών Κων/νος γαμπρός του Θεοδώρου της Ηπείρου Μελισσηνός(ιδρυτής της Ι. Μ. Παναγίας Κομνηνός-ΔούκαςΜακρινίτισσας) Βρυένιος Νικόλαος γιος του προηγουμένου (1250-1280 Μελισσηνός περίπου) Ιωάννης Μελισσηνός γιος του Νικολάου (ιδρυτής της Ι. Μ. Παλαιολόγος Ιωάννη Προδρόμου ΔρυανούβαιναςΠορταριάς) Άννα Μαλιασσηνή ανιψιά του Μιχαήλ Η΄, ιδρύτρια της Ι. Κομνηνή Δούκαινα Μ. Τιμίου Προδρόμου Ν. Πέτρας, Παλαιολογίνα πέθανε ως μοναχή Ανθούσα
2.Στρατηγόπουλοι Κομνηνός Στρατηγόπουλος (Καίσαρ), ιδρυτής Ι. Μ. Αγίου Δημητρίου Μακρινίτσας 1 Μιχαήλ . Γαβριηλόπουλ ος 2 Στέφανος . Γαβριηλόπουλ ος
3.Γαβριηλόπουλοι αυθέντης Θεσσαλίας-Φανάρι (συγγραφέας ορκωτικού γράμματος) Ιδιοκτήτης Φαναρίου, Λυκοστομίου, Καστρίου, Σταγών, Τρικάλων, Δαμασίου και Ελασσόνας
4.Ζωριάνοι Μιχαήλ Ζωριάνος, αυλικός του δεσπότη της Ηπείρου Θωμά Αγγέλου, ιδιοκτήτης Ζαγοράς 5.Οικογένειες Αλβανών γαιοκτημόνων (1310-1350)
1 . 2 . 3 . 4 . 5 .
οι Μπούα οι Μεσαρίτες οι Μαλακασαίοι ή Μαλακάσιοι οι Ματαράγκοι Πέτρος και Ιωάννης Σεβαστόπουλοι (Δομοκός) 6.Άλλοι
Λέων Σπίγγης Πηγωνίτης Αλέξιος Αλβανίτης Ιωάννης Αλβανίτης Μιχαήλ Αρχοντίτζης Μιχαήλ Μακρογένης Ανδρέας Ζαγκλιβάνης Νικηφόρος Νεόλος Δημήτριος Βούτος Ορφανοϊωάνν ης Βαρδάνης Σινιορινός Ταρωνάς (Βλάχος) Ζωή Συροπούλου Μαρμαράς
(Ιδιοκτήτης Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Τρικάλων) (Ιδιοκτήτης εκτάσεων στην Κλινοβίστα Καλαμπάκας)
(Ιδιοκτήτης περιοχής Σαμοσάδας)
(-Μελαχρηνού) (Πρωτονοβελίσσιμος)
4. Οι Σέρβοι στη Θεσσαλία Η περίοδος από το 1341 ως και το 1350 χαρακτηρίζεται από κυβερνητική αστάθεια στην Κων/λη λόγω των συγκρούσεων, αρχικά, του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου με τον διεκδικητή του θρόνου Καντακουζηνό, και, εν συνεχεία, εξαιτίας της «οικογενειακής» διαμάχης Ιωάννη Ε΄ και Ανδρόνικου Δ΄, παππού και εγγονού δηλαδή, για το θρόνο της Αυτοκρατορίας.
Εικόνα 9 Ο Ιωάννης Καντακουζηνός σε μικρογραφία ως αυτοκράτωρ και ως μοναχός. (Ιστ. Ελλ. Έθνους τ. Θ΄) Ας ακολουθήσουμε όμως τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Τον Ιούνιο του 1341 πέθανε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος. Ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννης ήταν μόλις εννέα ετών και ήταν «φύσει» αδύνατο να αναλάβει το θρόνο. Τότε ολόκληρος ο βυζαντινός κόσμος, η Εκκλησία, ο στρατός, η αριστοκρατία και ο απλός λαός είχαν διχαστεί σε δύο στρατόπεδα: εκείνους που υποστήριζαν την απαίτηση του Ιω. Καντακουζηνού να ενεργεί ως αντιβασιλέας στο όνομα του μικρού διαδόχου Ιωάννη και σε εκείνους που υποστήριζαν τον Πατριάρχη και τη χήρα του αυτοκράτορα, Άννα της Σαβοΐας για τη δημιουργία κυβέρνησης139. Έτσι τον Οκτώβριο του 1341 ο Ιωάννης Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στη Θράκη από τους υποστηρικτές του, ενώ το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο ανήλικος γιος του νεκρού Ανδρόνικου Γ΄ στέφθηκε από τον Πατριάρχη αυτοκράτορας κι αυτός. G. Ostrogorsky: Οι Θεσσαλοί αναγνωρίζουν τον Καντακουζηνό αυτοκράτορα – Ιωάννης Άγγελος «… Οι οπαδοί του Καντακουζηνού είχαν μειωθεί σχεδόν στους πεντακόσιους άνδρες, όταν πληροφορήθηκε την είδηση, ότι η Θεσσαλία τον αναγνώρισε αυτοκράτορα (1343). Έτσι η χώρα των ισχυρών γαιοκτημόνων ενώθηκε με τον αρχηγό της βυζαντινής αριστοκρατίας. Ο Καντακουζηνός ανέθεσε τη διοίκηση της επαρχίας εφ’ όρου ζωής στον παλιό φίλο και συγγενή του Ιωάννη Άγγελο. Αυτός κυβέρνησε με σχετική ανεξαρτησία, αναγνωρίζοντας όμως τα κυριαρχικά δικαιώματά του κυρίου του στην Ήπειρο με την Αιτωλία και Ακαρνανία όπως και στη Θεσσαλία. Πέτυχε μάλιστα γρήγορα να επεκτείνει περισσότερο τη σημαντική επικράτειά του σε βάρος των καταλανικών κτήσεων στη Θεσσαλία.» G. Ostrogorsky, ό.π., σελ. 213. 139
D. M. Nicol, ό.π., σελίδα 180.
Ακολούθησε μια εμφύλια διαμάχη που κατέληξε στη θριαμβευτική είσοδο του Καντακουζηνού το 1347 στην Κωνσταντινούπολη. Όλο αυτό το διάστημα οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συγκρούσεις των Βυζαντινών, έπαιρναν μέρος σ’ αυτές, πότε στο πλευρό του ενός και πότε του άλλου, ανάλογα με το συμφέρον τους. Ο Μιχαήλ Μονομάχος την ίδια περίοδο, με τη σύμφωνη γνώμη των Θεσσαλών φεουδαρχών, είχε ταχθεί σταθερά στο πλευρό του Καντακουζηνού, όπως και ο Θεόδωρος Συναδηνός, κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, που μαστίζονταν τότε από κοινωνικές και πολιτικές ταραχές,. Ο τελευταίος αναγκάστηκε από την μερίδα των αντι καντακουζηνών να εγκαταλείψει την πόλη που διοικούσε. Στη Θεσσαλία, όπως και στην Ήπειρο, περιοχές με μεγάλη φεουδαρχική δύναμη, ήταν φυσικό να ταχθούν με το μέρος του Καντακουζηνού αφού αυτός θεωρούνταν εκπρόσωπος της αριστοκρατίας και προστάτης των λογής-λογής αρχόντων και «ευγενών». Ο τοπάρχης που είχε τη μεγαλύτερη δύναμη στη Θεσσαλία, μετά το Μονομάχο, ήταν το 1342 ο Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος, συγγενής του παλιότερου Σεβαστοκράτορα Στέφανου Γαβριηλόπουλου. Ο κυριαρχικός του χώρος ήταν η ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, όμως η εξουσία του αμφισβητούνταν από τους άλλους μεγαλοκτηματίες της περιοχής. «Οι Θεσσαλοί ήθελαν έναν μοναδικό άρχοντα, ο οποίος θα συναρμόνιζε την άμυνά τους εναντίον των Καταλανών προς το Νότο κα κατά των ανήσυχων Αλβανών στην ενδοχώρα τους».140 Γι’ αυτό το λόγο η ντόπια αριστοκρατία των γαιοκτημόνων εμπιστεύτηκε τη χώρα και τις περιουσίες τους στα χέρια του Καντακουζηνού, αναγνωρίζοντάς τον ως αυτοκράτορα. Ο Καντακουζηνός, ικανοποιημένος μεν απ’ αυτή την εξέλιξη, αλλά αδυνατώντας να μεταβεί ο ίδιος στη Θεσσαλία, έστειλε σαν αντιπρόσωπό του τον εξάδελφό του Ιωάννη Άγγελο141. Έτσι στα τέλη του 1342 αφίχθηκε στη Θεσσαλία και ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ο Ιωάννης, σύμφωνα με το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο, διορίστηκε ισόβιος κυβερνήτης της επαρχίας και η εξουσία του δεν μπορούσε να καταστεί κληρονομούμενη στους απογόνους του. Στο χρυσόβουλο αυτό ορίζονταν και τα σύνορα μεταξύ Βλαχίας (Θεσσαλίας) και Ηπείρου που ήταν ακριβώς αυτά που ίσχυαν και παλαιότερα, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανά προβλήματα και έριδες. Ο Ιωάννης Άγγελος αποδείχτηκε ικανός κυβερνήτης, αγαπητός στο λαό. Επεξέτεινε τα σύνορα της βυζαντινής Θεσσαλίας νότια και νοτιοανατολικά εις βάρος των Καταλανών, οι οποίοι, σύμφωνα με το Γρηγορά, είχαν καταντήσει αλκοολικοί 140 141
D. M. Nicol. ό.π., 182. Καντακουζηνός, |||, 53:2.
ηδονιστές142. Λίγο αργότερα εισέβαλε και στο κράτος της Ηπείρου καταλαμβάνοντας την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Συνέλαβε, μάλιστα, τη βασίλισσα Άννα που είχε επιστρέψει στην Άρτα και επιχειρούσε στάση κατά του Βυζαντίου. Αντί να τη φονεύσει, ήταν άλλωστε αδελφή της συζύγου του, την καταδίκασε σε «κατ’ οίκον εγκλεισμό» ορίζοντας φρουρά για να την εποπτεύει. Συμπερασματικά, ως το τέλος του 1342, ο Ιωάννης Άγγελος προσάρτησε όλο το δεσποτάτο στη Θεσσαλία. Επωφελούμενοι, τότε, από τις ενδο – βυζαντινές συγκρούσεις και το διχασμό στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, οι Σέρβοι με οργανωμένο στρατό προχώρησαν ταχύτατα προς τη Μακεδονία και τη Βόρεια Ήπειρο. Καθώς κατέβαιναν ορμητικά τη Βαλκανική συμπαρέσερναν στο διάβα τους και αλβανικούς πληθυσμούς αναγκάζοντάς τους να κινηθούν νοτιότερα. Οι Αλβανοί, με τη σειρά τους, πραγματοποιούσαν συχνά ληστρικές επιδρομές σε ελληνικές πόλεις και χωριά μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο. Σύμφωνα με τον εξαίρετο Βυζαντινολόγο Νίκολ143, αποτελούσε ατυχή συγκυρία για τους Βυζαντινούς το ότι ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος τους συνέπεσε με τη βασιλεία του φιλοδοξότερου απ’ όλους τους Σέρβους κυβερνήτες του 14ου αιώνα, του Στεφάνου Δουσάν. Ο Δουσάν αρχικά είχε χορηγήσει καταφύγιο και βοήθεια στον Καντακουζηνό, αλλά βλέποντας ότι η τύχη του Καντακουζηνού άλλαζε προς το καλύτερο, τον εγκατέλειψε για να στραφεί τελικά εναντίον του. Έτσι μετά την βυζαντινή προσάρτηση της Θεσσαλίας, το 1343, ο Δουσάν ανακάλεσε τα στρατεύματά του που είχε δανείσει στο νέο αυτοκράτορα της Κων/λης, για να τα χρησιμοποιήσει κάπου αποδοτικότερα γι’ αυτόν. Έτσι ως το 1345 η Αλβανία, πέραν του Σκούμπη ποταμού, έγινε τμήμα της σερβικής επικράτειας. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Δουσάν κατέλαβε τις Σέρρες και τον Απρίλιο του 1346 αυτοανακηρύχθηκε «Αυτοκράτωρ των Σέρβων και των Ρωμαίων». Ο Α. Βασίλιεφ για τους Θεσσαλούς γαιοκτήμονες « Χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής των Παλαιολόγων ήταν οι μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι χρεοκοπημένοι χωρικοί τελούσαν υπό την εξουσία των κυρίων τους. Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων έγιναν, μετά το 1261, ισχυροί γαιοκτήμονες στη Θεσσαλία. Στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας, το οποίο κατείχε ο Δεσπότης της Ηπείρου, και στο βορειοανατολικό, που ανήκε στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο, παγιώνοντας φεουδαλικές σχέσεις με τους μικρότερους γαιοκτήμονες. Εξαιτίας όμως των λεηλασιών των Καταλανών στις αρχές του 14ου αιώνα, καθώς και των εισβολών των Αλβανών, το αγροτικό σύστημα της Θεσσαλίας βρέθηκε σε μια χαώδη κατάσταση. Πολλοί Αλβανοί έγιναν μεγαλογαιοκτήμονες. Κάποια πρόοδος στη διαχείριση της γης 142 143
Ζούσαν δηλαδή έκλυτη ζωή, παραδομένοι στα πάθη τους. D. M. Nicol. ό.π., σελίδα 185
σημειώθηκε το 1348, όταν ο βασιλεύς της Σερβίας Στέφανος Δουσάν κατέλαβε τη Θεσσαλία. Σε ορισμένα ορεινά σημεία της Θεσσαλίας υπήρχαν μικρές ατομικές αγροτικές ιδιοκτησίες, καθώς και ελεύθερες κοινότητες χωρικών.» Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Πάπυρος 1971, τόμος 2ος, σ. 406
Εικόνα 10 Χρυσόβουλο του Στεφάνου Δουσάν (Ι. Μ. Χελανδαρίου, Α. Όρος - Ιστ. του Ελλην. Έθνους, τόμος Θ΄). Στο τέλος του 1346 δωροδόκησε τους κατοίκους της Βέροιας, οι οποίοι του άνοιξαν τις πύλες της πόλης τους, αναγνωρίζοντάς τον συγχρόνως βασιλιά τους. Ο διοικητής του φρουρίου της Βέροιας, Μανουήλ που ήταν γιος του Καντακουζηνού, διέφυγε και βρήκε καταφύγιο στη Θεσσαλία και στο διοικητή της Ιωάννη Άγγελο. Η Ήπειρος έπεσε στα χέρια του Δουσάν μάλλον μέχρι τις αρχές του 1347 ενώ μέχρι τους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς ολοκλήρωσε και την κατάκτηση της Θεσσαλίας, μάλλον ειρηνικά. Η κατάκτηση της Ηπείρου έγινε με βίαιο τρόπο διότι ο Δουσάν αντιμετώπισε ισχυρή αντίδραση που είχε, κατά τα φαινόμενα, οργανωθεί από τον Ιωάννη Άγγελο, που από το 1347 είχε τον τιμητικό τίτλο του Σεβαστοκράτορα. Όταν η Ήπειρος έπεσε στα χέρια του μεγάλου του αντιπάλου, ο Ιωάννης υποχώρησε
ανατολικά της Πίνδου, στη Θεσσαλία όπου λίγους μήνες αργότερα πέθανε. Ο Καντακουζηνός αναφέρει καθαρά ότι οι Σέρβοι εισέβαλαν στη Θεσσαλία μετά το θάνατο του Ιωάννη144. Ο Ιωάννης Άγγελος ήταν ένα από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα του «μαύρου θανάτου», όπως ονομαζόταν τότε η πανούκλα. Η θανατηφόρα αυτή επιδημία χτύπησε την Κωνσταντινούπολη το 1347, και εν συνεχεία, μέσα στα επόμενα δυο χρόνια, την υπόλοιπη Ελλάδα όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μετά το θάνατο, λοιπόν, του Θεσσαλού διοικητή, οι Σέρβοι κατέλαβαν, κάνοντας προέλαση, τη Μεγαλοβλαχία ή Θεσσαλία. Ο ηγέτης των Σέρβων, Στέφανος Δουσάν, πιστός στο δόγμα του καισαροπαπισμού, συγκρότησε Σύνοδο από ιερωμένους της επικράτειάς του στο Βελεστίνο145, η οποία εξέλεξε τον ίδιο … Πατριάρχη! Ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Δουσάν, ο Γρηγόριος Πρελιούμπος (Preliub), που ήταν και ο επικεφαλής της σερβικής εκστρατείας στη Θεσσαλία, ορίστηκε διοικητής έπαρχός της, έχοντας έδρα του τα Τρίκαλα. Τον Ιανουάριο του 1349 ο Στέφανος Δουσάν ονόμασε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα της Rascia146 και της Ρωμανίας, Δεσπότη Άρτας και κόμη της Θεσσαλίας147». Η Ήπειρος δόθηκε στον ετεροθαλή αδελφό του Δουσάν, τον Συμεών Ουρός (Uroč), ο οποίος έχοντας μακρινή συγγένεια με τους Παλαιολόγους, έδωσε βυζαντινό «χρώμα» στο όνομά του προσθέτοντας στο επίθετό του και το όνομα Παλαιολόγος. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για την ίδρυση των Ι. Μονών στα Μετέωρα από τον Συμεών Ουρός «…Ο δε της Θεσσαλίας άρχων, Συμεών Ουρός, μετέβαλε την χώραν εκείνην εις αληθές μοναστήριον. Διότι επί τούτου (1355-1371) κατεσκευάσθησαν τα γνωστά των Μετεώρων ερημητήρια εν οις διήγαγεν άπαντα τον βίον ο υιός και διάδοχός του βασιλεύς Ιωάννης Ουρός Δούκας Παλαιολόγος (1371-1410) καταλιπών μεν την διοίκησιν της Θεσσαλίας εις τον Αλέξιον Άγγελον, ον προεχειρίσατο καίσαρα Μεγαλοβλαχίας …» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., τόμος 13ος β΄ μέρος, σελ.78,79
Τελευταία προσπάθεια των Βυζαντινών και του Καντακουζηνού για απελευθέρωση της Θεσσαλίας έγινε ανεπιτυχώς το 1350 Η χρονιά σταθμός για τις εξελίξεις στη νότια Βαλκανική είναι το 1354. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός αποσύρθηκε από τα εγκόσμια κι έγινε μοναχός. Είχε αποτύχει στην πολιτική του και έγινε αντιπαθής στο λαό γιατί είχε στηριχθεί πολιτικά από την ολιγαρχία και στρατιωτικά από τους Τούρκους. Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Δουσάν που είχε μεν δημιουργήσει μια μεγάλη σέρβο-ελληνική αυτοκρατορία, αλλά Καντακουζηνός, 4, 20:3. Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, ό. π.,. 139. 146 Ρασκία είναι το όνομα της αρχαίας πόλης – κοιτίδας των Σέρβων, το σημερινό Νόβι Πάζαρ και η γειτονική περιοχή. 147 Jireček – Radovič, Istorija Srba 1, sel. 226 και D. M. Nicol, ό. π.,. 198. 144 145
από την άλλη δεν είχε κατορθώσει να καταλάβει την Κων/λη. Το έργο του, αμέσως μετά το θάνατό του, άρχισε να διαλύεται. Ο γιος του Στέφανος Uroč Ε΄ ήταν ανίκανος να κρατήσει ενωμένη την αυτοκρατορία που του κληροδότησε ο πατέρας του. Έτσι διάφοροι συγγενείς του προέβαλλαν αξιώσεις για τις περιοχές που διοικούσαν, ακόμα και για τον ίδιο το θρόνο. Ακόμα και η μητέρα του κήρυξε την ανεξαρτησία της Ηπείρου υπό τη διοίκησή της. Το 1356/7 πέθανε και ο Γρηγόριος Preliub, ο λεγόμενος Καίσαρ της Θεσσαλίας μετά από τραυματισμό του κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσής του με Αλβανούς. Ο τελευταίος Έλληνας και μοναδικός κληρονόμος του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ήταν ο Νικηφόρος, μετά το θάνατο του πεθερού του Καντακουζηνού, εξόπλισε το 1356 μερικά πλοία και κατέπλευσε στη Θεσσαλία, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τους ντόπιους, οι οποίοι ήθελαν τη βοήθειά του στην αντιμετώπιση των όλο και περισσότερων Αλβανών που εισέρεαν στην περιοχή. Η χήρα του Preliub, Ειρήνη, μόλις έμαθε για την εισβολή του Νικηφόρου, πήρε μαζί της το γιο της Θωμά και αναχώρησε εσπευσμένα από τα Τρίκαλα στη Σερβία. Η Θεσσαλία αναγνώρισε το Νικηφόρο ως κύριό της. Εκείνη την περίοδο, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, μπόρεσε κάποιος μητροπολίτης Λάρισας να επισκεφθεί την έδρα της Μητρόπολής του. Πραγματικά, ο μητροπολίτης Αντώνιος το 1356 παρέμεινε για , μόλις, τρεις μήνες στη Λάρισα. Στα μέσα του επόμενου έτους (1357) το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου και η Θεσσαλία αναγνώρισαν τον τίτλο του Δεσπότη στον Νικηφόρο. Αργότερα ο Νικηφόρος χώρισε τη σύζυγό του Μαρία, την οποία εξόρισε στη Σερβία, για να τη διασώσει αργότερα ο αδελφός της Μανουήλ Καντακουζηνός, δεσπότης του Μυστρά. Στη συνέχεια, ο Δεσπότης της Ηπείρου νυμφεύτηκε, για πολιτικούς λόγους, την αδελφή της χήρας του Στεφάνου Δουσάν. Κι ενώ εξασφάλιζε, κατ’ αυτό τον τρόπο, τη σερβική συμμαχία, ο ίδιος γινόταν ιδιαίτερα αντιπαθής στους υπηκόους του. Οι Αλβανοί της Ηπείρου χρησιμοποίησαν τη σκανδαλώδη ζωή του δεσπότη ως πρόφαση για ανταρσία. Ο Νικηφόρος, φοβισμένος, υποχώρησε κι έδιωξε τη νέα Σερβίδα σύζυγό του καλώντας τη νόμιμη πρώην σύζυγό του Μαρία να επιστρέψει. Όμως πριν ξεκινήσει η Μαρία το ταξίδι της επιστροφής της από το Μυστρά, της έφτασαν τα δυσάρεστα νέα ότι ο δεσπότης ήταν πια νεκρός. Ο Νικηφόρος είχε προσπαθήσει με τη βοήθεια ενός τυχοδιωκτικού σώματος Τούρκων πειρατών, που πρωτύτερα χτύπησαν τα θεσσαλικά παράλια, να χτυπήσει τους στασιαστές Αλβανούς κοντά στις όχθες του βόρειου ρου του Αχελώου. Εκεί, λοιπόν, την άνοιξη του 1359 ο στρατός του
καταστράφηκε ολοσχερώς και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη148. Η σύζυγός του Μαρία δε γύρισε ποτέ, ούτε στην Ήπειρο ούτε στη Θεσσαλία, αλλά αποσύρθηκε σε μοναστήρι (Ι. Μ. Κυρά-Μάρθας) της Κων/λης, μαζί με τη μητέρα της, την πρώην αυτοκράτειρα Ειρήνη Καντακουζηνού. Οι Αλβανοί, υπό την ηγεσία του Μπούα Σπάτα,149 εξαπλώθηκαν προς Νότον και Ανατολικά δημιουργώντας μικρά κρατίδια (ανάλογα με τις φάρες τους), στα πρότυπα των «Σκλαβηνιών», κυρίως σε ορεινές περιοχές της Ακαρνανίας, της Βοιωτίας, της Ν. Φθιώτιδας, της Κορινθίας, της Αργολίδας, της Αττικής καθώς και σε κοντινά νησιά (Ύδρα, Πόρος, Σπέτσες, Άνδρος, Ν. Εύβοια). «Η μοίρα του ηπειρωτικού δεσποτάτου δε βρισκόταν πια στα χέρια των Ελλήνων κατοίκων του ή των Βυζαντινών προστατών τους. Έμενε στους Σέρβους, τους Αλβανούς και τους νέους Ιταλούς κόμητες της Κεφαλλονιάς. »150 Όταν ο Συμεών Uros άκουσε για την ήττα και το θάνατο του Νικηφόρου, συγκέντρωσε στρατό 4-5 χιλιάδων Ελλήνων και Αλβανών και κατέλαβε χωρίς προβλήματα τα Τρίκαλα. Έπειτα κάλεσε τη σύζυγό του, Θωμαΐδα με τα δυο τους παιδιά να εγκατασταθεί στα Τρίκαλα. Έτσι το τέλος του 1359 βρίσκει τη Θεσσαλία και πάλι κάτω από σερβική ηγεμονία. Ο Συμεών υπέγραφε τα χρυσόβουλά του ως Συμεών Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων και της Σερβίας. Στη συνέχεια άφησε την οικογένειά του στα Τρίκαλα και επεχείρησε να απαιτήσει τις υπόλοιπες περιοχές δυτικότερα της Πίνδου. Όσο όμως ο Συμεών απουσίαζε μακριά από την έδρα του, ένας νέος διεκδικητής της Θεσσαλίας εμφανίστηκε στο προσκήνιο. Αυτός ήταν ο Ραντισλάβος Χλάπενος (Radovan Chlapen), ο οποίος, αφού κατάλαβε τη Δ. Μακεδονία και έχοντας νυμφευτεί την Ειρήνη, χήρα του Γρηγορίου Preljub, προέβαλε απαιτήσεις διαδοχής στη Θεσσαλία. Ο Χλάπενος, μάλιστα, σύμφωνα με τους σερβικούς νόμους, είχε το δίκαιο με το μέρος του. Οδήγησε, λοιπόν, το στρατό του στη Θεσσαλία παίρνοντας μαζί του και το θετό του γιο (γιο του Preljub) Θωμά Preljubovic. Τα δυσάρεστα νέα έφεραν τον Συμεών πίσω στα Τρίκαλα. Οι δυο αντίπαλοι τελικά ήρθαν σε συμφωνία, που προέβλεπε τον αρραβώνα του Θωμά Preljubovic με την κόρη του Συμεών Μαρία. Επειδή η τελευταία ήταν ανήλικη (10 ετών) ο γάμος έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον δυο χρόνια. Πάντως η τελετή των αρραβώνων έγινε με κάθε επισημότητα από τον ίδιο το μητροπολίτη της Λάρισας Αντώνιο. Συγχρόνως, ο Συμεών αναγνωρίστηκε ως ο αδιαμφισβήτητος αυτοκράτορας των Ελλήνων και των Σέρβων Θεσσαλίας και Ηπείρου. Μετά απ’ αυτό το 148
Καντακουζηνός, 4, 43, 3. Σ’ αυτόν οφείλεται το τοπωνύμιο Σπάτα στην Αττική. 150 D. M. Nicol, ό.π., 196. 149
.. διακανονισμό ο Preljubovic έφυγε για την έδρα του, το κάστρο των Βοδενών (Έδεσσα), ενώ ο θετός του πατέρας, Chlapen, αναχώρησε για την Καστοριά. Πολύ σύντομα ο Χλάπενος, βλέποντας ότι οι Αλβανοί είχαν γίνει πολυάριθμοι, δυτικά της Πίνδου, χώρισε το κράτος του στα δυο. Ο ίδιος κράτησε τη Θεσσαλία, ενώ η Ήπειρος ουσιαστικά αφέθηκε στην τύχη της. Τα επόμενα έτη η περιοχή του Αχελώου και του Αγγελόκαστρου (δηλαδή η νότια, τότε, Ήπειρος, σημερινή Αιτωλοακαρνανία) έγιναν ηγεμονία του Αλβανού Γκίνη Μπούα Σπάτα (Gjin Boua Spata). Ο Συμεών παραχώρησε επίσης την βορειότερη Ήπειρο σε έναν άλλον Αλβανό φύλαρχο τον Πέτρο Λ(ι)όσα151 (Losha). Μόνο ένα μικρό τμήμα της Ηπείρου, η περιοχή των Ιωαννίνων, αποδόθηκε στο Θωμά Preljubovic. Αυτή η ρύθμιση, διάσπαση ουσιαστικά, του ηπειρο-θεσσαλικού δεσποτάτου πρόσθεσε κάτι παραπάνω στον ήδη βαρύγδουπο τίτλο του Συμεών: «Αυτοκράτορας των Ελήνων και των Σέρβων Θεσσαλίας, Ηπείρου και όλης της Αλβανίας»!152 Την περίοδο 1367-1370 οι Αλβανοί επιδίωξαν να διώξουν το Θωμά που κυβερνούσε τυραννικά τα Ιωάννινα, οδηγημένοι από τον Πέτρο Λιόσα που είχε στο πλευρό του τις αλβανικές φυλές των Μαζαρακέων και των Μαλακασέων. Ο Θωμάς σώθηκε με την αλάνθαστη μέθοδο των .. αρραβώνων. Έτσι πρόσφερε το χέρι της κόρης του στο γιο του Λιόσα, εξασφαλίζοντας την απαραίτητη ομαλότητα στο βασίλειό του. Όταν το 1374 πέθανε ο Πέτρος Λιόσα στην Άρτα, από μια επιδημία, ο δεσπότης του Αχελώου Gjin Boua Spata κινήθηκε γρήγορα και ένωσε υπό την ηγεσία του τα δεσποτάτα Αχελώου και Άρτας ισχυροποιώντας το κράτος του και φέρνοντας «πονοκεφάλους» στο Συμεών της Θεσσαλίας και τα δυτικά σύνορά του. 5. 1371- 1392: Από την αναρχία στην πρώτη οθωμανική κατάκτηση Οι μέρες της σερβικής κυριαρχίας το 1371 είχαν πια παρέλθει. Ο Συμεών Uros πέθανε λίγο νωρίτερα, στις αρχές του ίδιου έτους. Ο γιος του Ιωάννης Uros εξουσίασε τα Τρίκαλα για λίγο, ίσως λιγότερο από ένα χρόνο υπό τον τίτλο Ιωάννης Uros Δούκας Άγγελος Κομνηνός Παλαιολόγος, αυτοκράτωρ Ελλήνων και Σέρβων. Η ψυχή του όμως, μη όντας πλασμένη για την κοσμική εξουσία, δόθηκε στο Χριστό με συνέπεια την αναχώρησή του από τα εγκόσμια. Έλαβε το μοναχικό σχήμα και φέρεται ως ο δεύτερος κτήτορας – ιδρυτής της Ι. Μ. του Μεγάλου Μετεώρου. Αντικαταστάτης του στην εξουσία ήταν ο Αλέξιος Άγγελος 151
Σ’ αυτόν οφείλεται το τοπωνύμιο Λιόσια της Αττικής. Ο πλήρης τίτλος αναγράφεται στο χρυσόβουλό του για την Ι. Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Ζαβλάντια (Μάιος 1366), D. M. Nicol, σελ. 220 152
Φιλανθρωπινός, ο οποίος ήταν συγγενής με τη σερβική βασιλική οικογένεια, καθώς είχε νυμφευτεί μια ανεψιά του κυβερνήτη της Ηπείρου (Ιωαννίνων) Θωμά Preljubovic. Ο Αλέξιος έφερε το βυζαντινό τίτλο του καίσαρα, τον οποίο κατείχε, όπως προαναφέραμε ο πατέρας του Θωμά, Γρηγόριος Preljub. Το 1382 ο Αλέξιος αναγνώρισε το Μανουήλ Β΄ της Θεσσαλονικης ως εξουσιαστή του. Ανάμνηση αυτών των χρόνων αποτελεί μια εικονογραφική παράσταση της Ι. Μ. του Μ. Μετεώρου: σ’ αυτήν εικονίζονται ο Ιωάννης Uros ως μοναχός Ιωάσαφ και ο Θωμάς με τη σύζυγό του. Στα 1385 η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας επεκταθεί ως την καρδιά της νότιας Βαλκανικής, προώθησε στρατιωτικές δυνάμεις ως την Αλβανία όπου οι ντόπιοι προέβαλαν μικρή αντίσταση. Άλλες οθωμανικές δυνάμεις, με το νέο τους μπεηλέρμπεη (αρχιστράτηγο) Χαΐρ αντίν πασά, πέρασαν από τη Μακεδονία στη Βόρεια Θεσσαλία. Το 1386 κατέλαβαν το Κίτρος Πιερίας και το φρούριο της Λάρισας153. Τον Απρίλιο του 1387, μετά την εγκατάλειψη της πόλης από το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, οι Τούρκοι άλωσαν και τη Θεσσαλονίκη για να ακολουθήσει και η πτώση της Βέροιας το Μάιο της ίδιας χρονιάς. Η σπουδαιότερη μάχη που έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ των Οθωμανών ήταν η πρώτη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, τον Ιούνιο του 1389. Εκεί ο σουλτάνος154 Μουράτ έσπασε την αντίσταση των Σέρβων και των άλλων Χριστιανών ηγεμόνων καταφέροντας περηφανή νίκη. Ο Μουράτ σκοτώθηκε σ’ εκείνη τη μάχη και διάδοχός το ανέλαβε ο γιος του Βαγιαζήτ. Η Θεσσαλία φαίνεται ότι κατελήφθη προσωρινά, τουλάχιστον μερικώς, το 1386. Είναι πιθανό οι Τούρκοι να υποχώρησαν βορείως των Τεμπών για να επανέλθουν τη διετία 1392-3 καταλαμβάνοντας και πάλι θεσσαλικά εδάφη που υπάγονταν στο βυζαντινό θρόνο, τα περισσότερα τουλάχιστον απ’ αυτά, μιας και τα Φάρσαλα και ο Δομοκός μέχρι το 1392 κατέχονταν από σερβική φρουρά. Οι Οθωμανοί, είναι γεγονός, ότι προέλασαν εύκολα στο εσωτερικό της Θεσσαλίας και αυτό οφείλεται και στο φαινόμενο των εκούσιων (εθελοντικών) εξισλαμισμών, που στη Θεσσαλία ήταν γεγονός. Πραγματικά αρκετοί φεουδάρχες, για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους και τα υποστατικά τους, δέχονταν την ισλαμική περιτομή και προσχωρούσαν στη θρησκεία του Μωάμεθ. Ως συνέπεια αυτής της αλλαξοπιστίας των αρχόντων ήταν και η αθρόα προσέλευση στο Μουσουλμανισμό και των περισσότερων υποτακτικών τους155. 153
Σπ. Λάμπρος, Ενθυμήσεων ήτοι Συλλογή σημειωμάτων (1910), 145, αρ. 77-78 Ο Μουράτ ήταν ο πρώτος Οθωμανός ηγέτης που χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο. 155 Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, 1974, σελ. 50-51 και Α. Σαββίδης, Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο Θεσσαλικό χώρο, Θεσσαλ. Ημερολόγιο, , σ. 33-64 154
6. Οι φάσεις της Οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας (μέχρι το 1470) Α΄ φάση: Αναφερθήκαμε προηγουμένως στην πρώτη οθωμ. εισβολή στη Θεσσαλία. Αυτή έλαβε χώρα το 1386. Κατά τη διάρκειά της κατελήφθησαν κατά σειρά το κάστρο του Πλαταμώνα, το κάστρο της Ωριάς στα Τέμπη και η Λάρισα. Κατά τη γνώμη πολλών ιστορικών σ’ αυτή τη φάση άρχισε η εγκατάσταση των πρώτων Τούρκων νομάδων εποίκων. Στρατηγός των Οθωμανών, μάλιστα ένας από τους κορυφαίους του σουλτάνου, ήταν ο Εβρενός μπέης, ο ονομαζόμενος και πορθητής της Λάρισας που ήταν Έλληνας αρνησίθρησκος. Πέθανε το 1417 και θάφτηκε στη νέα οθωμανική πόλη της Δ. Μακεδονίας, τα Γιαννιτσά. Την ίδια περίοδο ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός, ο λεγόμενος Καίσαρ της Μεγάλης Βλαχίας, παρέμενε οχυρωμένος στα Τρίκαλα μέχρι και το θάνατό του , που μάλλον συνέβη το 1388. Συνεπώς αυτή η πρώτη φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία τερματίστηκε στην περιοχή της Λάρισας. Τα επόμενα έτη, όταν άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες των Παλαιολόγων δεσποτών του Μυστρά, ζητήθηκε από τον Εβρενός μπέη να επέμβει! Πράγματι ο οθωμανικός στρατός πέρασε για πρώτη φορά τον Ισθμό και έφερε την … ειρήνευση μεταξύ των αντιμαχομένων. Β΄ φάση: Η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία άρχισε το 1392/3 υπό την ηγεσία και πάλι του Εβρενός και κατέληξε το 1394 υπό την αρχιστρατηγία του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄. Ο Εβρενός επικεφαλής ισχυρού στρατού, πέρασε το 1392 τα Τέμπη. Συμμετείχε σ’ αυτήν την εκστρατεία και ο Χασάν Μπαμπά ως πνευματικός καθοδηγητής του στρατού, καθόσον ήταν δερβίσης 156. Αφού οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το κάστρο της Ωριάς, αντιμετώπισαν με άνεση στην έξοδο της κοιλάδας το στρατό του νέου Καίσαρα της Μεγαλοβλαχίας Μανουήλ Άγγελου Φιλανθρωπινού, που ήταν αδελφός του νεκρού Αλέξιου. Έτσι ο οθωμανικός στρατός, χωρίς καμιά άλλη αντίσταση, κατάλαβε ξανά τη Λάρισα. Την ίδια χρονιά έπεσαν προσωρινά (μέχρι του 1403) στα χέρια των Οθωμανών η Σκιάθος και η Σκόπελος. Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές157 το 1394 την αρχιστρατηγία του οθωμ. στρατού ανέλαβε ο Βαγιαζήτ ο οποίος και υπέταξε την ίδια χρονιά κατά σειρά τα Φάρσαλα, το Δομοκό, το Ζητούνι, τις Θερμοπύλες και την παλιά πρωτεύουσα του θεσσαλικού κράτους Υπάτη (Νέες Πάτρες), η οποία μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς σε Πατρατζίκ. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων παραχώρησε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, ως φέουδο, στον 156
Οι δερβίσηδες ήταν μυστικιστές, περίπου μοναχοί του Ισλαμισμού, που διαιρούνταν σε διάφορες ομάδες-τάγματα. Λεπτομέρειες γι’ αυτούς θα αναφερθούν στον Δ΄ τόμο. 157 «Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων» Εκδόσεις Ζώρας, σελίδα 31.
Εβρενός, τιμώντας τον κατ’ αυτόν τον τρόπο για την προσφορά του. Λίγο αργότερα, το 1396/7, ο Εβρενός συνέχισε το καταστροφικό του έργο, λεηλατώντας περιοχές της Στερεάς και της Πελοποννήσου, ενώ ο Βαγιαζήτ συνέχισε τις κατακτήσεις του στο θεσσαλικό έδαφος (Τρίκαλα, Βαθύρρεμα, Φανάρι, Γόλος [Βόλος] κ.ά.). Χρονιά σταθμός ήταν το 798 μετά Εγίραν158, σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές,159 (1395-6), διότι τότε έπεσε η πιο οχυρή θεσσαλική πόλη, τα Τρίκαλα, τα οποία στη συνέχεια απετέλεσαν έδρα του πρώτου Οθωμανού πασά (διοικητή) της Θεσσαλίας, Τουραχάν (ή Τουρχάν). Γ΄ φάση: Το 1402 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ συνετρίβη από τους Μογγόλους του Τιμούρ του Χωλού (Ταμερλάνου) στη μάχη της Άγκυρας. Αυτό το γεγονός παρέτεινε για λίγα χρόνια τον επιθανάτιο ρόγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι, κατόπιν της συμφωνίας του 1403, που συνήφθηκε μεταξύ του γιου του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Α΄ και του Μανουήλ Παλαιολόγου, αρκετά από τα κατακτημένα εδάφη επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος, μεταξύ των οποίων και η Ανατολική Θεσσαλία μέχρι τη Λάμία160. Η Δυτική Θεσσαλία, ισχυρίζονται ορισμένοι, πως παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη. Όμως οι πηγές161 της εποχής αναφέρουν έναν Οθωμανό, το Γιουσούφ μπέη, κυβερνήτη της Μεγάλης Βλαχίας για το έτος 1406. Σύμφωνα με δυο ανώνυμα μικρά χρονικά της συλλογής P. Schreiner (48/3 και 69/9) το καλοκαίρι του 1404 ξέσπασε μια «στάση» των Χριστιανών («απιστία» ή «αποστασία» κατά τα κείμενα) της περιοχής του Φαναρίου. Το 1403 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τη μια ήταν ο νόμιμος σουλτάνος Σουλεϊμάν και από την άλλη ο επίδοξος σφετεριστής του θρόνου και αδελφός του προηγουμένου, Μουσά Τσελεμπή. Ένα βίαιο επεισόδιο αυτής της διαμάχης παίχτηκε στη Λάρισα. Ο Χαλκοκονδύλης μας αναφέρει ότι «περί τα μέρη της Λαρίσου» ο Μουσά τύφλωσε τον ανεψιό του Σουλεϊμάν Ορχάν162 (1413). Την ίδια χρονιά ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ Α΄ (1423-1421) ανανέωσε τη συνθήκη του 1403 παραχωρώντας επιπλέον και άλλα φρούρια και χωριά της Θεσσαλίας στους Βυζαντινούς. Οι Βενετοί μ’ αυτή τη συνθήκη ήλεγχαν το κάστρο του Πτελεού και των Λεχωνίων έχοντας τη νομή των καλλιεργειών του κάμπου των Λεχωνίων. [Βέβαια τα Λεχώνια υπάγονταν, τυπικά, στο Δούκα των Αθηνών Antonio Acciaiuoli.] Το 1416 δυνάμεις εμίρηδων, αντιπάλων του σουλτάνου, συνεργάστηκαν με Βλάχους και προσπάθησαν να προξενήσουν 158
Έτος Εγίρας θεωρείται η χρονιά που ξεκίνησε τη δράση του ο προφήτης της ισλαμικής θρησκείας, Μωάμεθ. Ιmber, Ottoman Empire, σ. 112. 160 «Απέδωκεν Ζητούνιον τοις Έλλησι» Χαλκοκονδύλης εκδ. Βόννης, σελ. 174 161 Τη χρονολογία και το όνομα του μπέη κατέγραψε ένας Τούρκος χρονικογράφος του 1650, ο Κατίμπ Τσελεμπή. 162 Χαλκοκονδύλης, ό.π. 178. 159
προβλήματα στον οθωμανικό θρόνο. Συγκεκριμένα ο Μουσταφά της Καραμανίας και ο Τζουνέιντ του Αϊδινίου εισέβαλαν στη Βουλγαρία κι από εκεί στη Μακεδονία. Όπως όμως μας βεβαιώνει ο ιστορικός Δούκας, οι δυνάμεις τους, που βασίστηκαν στη βοήθεια ντόπιων πληθυσμών, αναχαιτίστηκαν από το στρατό του σουλτάνου. Μετά το θάνατο του Μεχμέτ (1421) ο Μανουήλ συνεργάστηκε με τους προαναφερθέντες εμίρηδες κατά του νέου σουλτάνου Μουράτ Β΄ . Ο Μουράτ αφού αντιμετώπισε με επιτυχία τους στασιαστές, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας, σχεδόν αναίμακτα, με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη. Η κατάκτηση τη φορά αυτή συνοδεύτηκε από οργανωμένη εγκατάσταση πολυάριθμων μουσουλμάνων από την Ανατολία. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν αγροτικές οικογένειες από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, εκτοπισμένοι λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων των ηγεμόνων της Μικράς Ασίας. Αυτοί συνοικίστηκαν σε χωριά της βορειοανατολικής Θεσσαλικής πεδιάδας και ονομάζονταν Κονιαρέοι ή Κόνιαροι από τον τόπο καταγωγής τους (Ικόνιο). Τα περισσότερα από αυτά τα χωριά συγκροτήθηκαν στον άξονα της σημερινής Παλαιάς Εθνικής Οδού Λάρισας- Βόλου, από το ύψος της λίμνης Κάρλας και βορειότερα μέχρι την περιοχή Συκουρίου. Μια άλλη ομάδα μουσουλμάνων εποίκων, που έφθασαν λίγο αργότερα στη Θεσσαλία (1463), ήταν οι Γιουρούκοι οι οποίοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία163 και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του Ολύμπου (από το Αργυροπούλι ως την Ιτέα), της Όσσας (χωριά του Συκουρίου ως τη Μαρμαρίνη), του Μαυροβουνίου (Καλαμάκι, κ.ά.) του Φυλλήιου όρους, στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών, και αλλού. [Περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν τον εποικισμό θα έχουμε, συν Θεώ, στο Δ΄ μέρος της σειράς της Ιστορίας της Θεσσαλίας.] Στη συνέχεια ο Τουραχάν διαμοίρασε το θεσσαλικό κάμπο, σε ντόπιους εκούσια εξισλαμισθέντες φεουδάρχες164 και σε δικούς του αξιωματούχους, υπό τη μορφή φέουδων. Ο λόγος της διανομής ήταν η επιβράβευση αυτών για τη συμβολή τους στην κατάκτηση της Θεσσαλίας. Ο νεότερος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρεται στο γεγονός με τη χαρακτηριστική του λεπτή ειρωνεία: «Οι Τούρκοι άφησαν το φεουδαρχικό καθεστώς, μια που οι φεουδάρχες ειρηνικά παρέδωσαν τη χώρα.»165 Από τη Λαμία εκδιώχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του λιγοστού τότε χριστιανικού πληθυσμού και κατοικήθηκε από Τούρκους εποίκους καθώς και από διοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς του οθωμανικού κράτους. Ο ίδιος ο Τουραχάν το 1452 βρισκόταν εγκαταστημένος 163
Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί, 52,53. Δηλαδή δε πλούσιους γαιοκτήμονες που δέχτηκαν με τη θέλησή τους να αλλαξοπιστήσουν για να μη χάσουν τις πλούσιες εκτάσεις γης που κατείχαν και τα προνόμιά τους. 165 Γ. Κορδάτος, Ιστορία Βόλου – Αγιάς, 182. 164
στον Ισθμό απ’ όπου επιχείρησε των αποκλεισμό των δεσποτών του Μυστρά166.
O Φραντζής για τον Τουραχάν «12.1 Καὶ τὸν Μάϊον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐχάλασε καὶ ὁ Τουραχάνης τὸ Ἑξαμίλιον εἰς τὸν Μορέαν καὶ πολλοὺς τῶν Ἀλβανιτῶν ἐσκότωσεν. (….) 21.9 Καὶ τῷ τέλει τοῦ ἔαρος αὐτοῦ δὴ τοῦ ἔτους ἦλθεν ὁ Τουραχάνης καὶ κατεχάλασε καὶ ἔτι τὸ Ἑξαμίλιον. Chronicon sive Minus [Sp.] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΦΡΑΝΤΖΗΣ, Ο ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΕΣΤΙΑΡΙΤΗΣ,12,1 21,9 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Ο Φραντζής γενεαλογεί τους Οθωμανούς σουλτάνους «1.1Ἐρτογρούλης167 γὰρ ἦν ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος Ὀτμάνης168, ἐξ οὗ καὶ Ἀτουμαλίδαι· ὁ τρίτος Ὀρχάνης169, ὁ τέταρτος Μοράτης170, ὁ πέμπτος Παϊαζήτης171, ὁ ἕκτος Μεχέμετις, ὁ ἕβδομος Μοράτης, ὁ ὄγδοος Μεχέμετις172, ὃς δὴ καὶ ἡμᾶς ᾐχμαλώτευσε καὶ ἐξέωσε τῆς Κωνσταντινουπόλεως.» Chronicon sive Minus [Sp.] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΦΡΑΝΤΖΗΣ, Ο ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΕΣΤΙΑΡΙΤΗΣ,1,1 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.
Η ίδια η Λάρισα άλλαξε όνομα και μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς «Γενή Χεσίρ», δηλαδή Νέα Πόλη, χωρίς όμως να καταφέρουν να εκτοπίσουν το παλιό της όνομα.. Συμπερασματικά το 1423 ολοκληρώθηκε και η τρίτη φάση της οθωμανικής κατάκτησης του μεγαλύτερου τμήματος της Θεσσαλίας. Η τελευταία, απεγνωσμένη, προσπάθεια των Βυζαντινών εναντίον της οθωμανικής επέκτασης στη Θεσσαλία ήταν μια παράτολμη ενέργεια του Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (του μελλοντικού τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα). O Κων/νος, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, το 1445 προέλασε στη Στερεά και εισήλθε στη Θεσσαλία περνώντας από το Φανάρι (δεν γνωρίζουμε αν το κατέλαβε προσωρινά) και έφτασε στα ορεινά των Αγράφων. Ειδοποιούμενος όμως ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο Βελεστίνο (αρχές του 1446), αναγκάστηκε να υποχωρήσει νοτιότερα. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για την απέλπιδα προσπάθεια του Κων/νου Παλαιολόγου στη Θεσσαλία «… Ο Κων/νος Παλαιολόγος εξακολουθήσας από του Φεβρουαρίου 1445 το επιχείρημα κατέλαβε την Δαυλίδα και μέγα μέρος της Φωκίδας, … και προχωρήσας εις Θεσσαλίαν, της οποίας οι Βλάχοι και οι Αλβανοί εφάνησαν 166
Το 1456, γέρος πια ο Τουραχάν θα κληθεί από τους δεσπότες του Μυστρά Δημήτριο και Θωμά να αντιμετωπίσει μια εξέγερση Αλβανών και Ελλήνων χωρικών του Μοριά. 167 Ερτογρούλ 168 Οσμάν 169 Ορχάν 170 Μουράτ 171 Βαγιαζήτ 172 Μωάμεθ Β΄ (πορθητής)
πρόθυμοι να συνταχθώσι μετ’ αυτού, κατέλαβε την επαρχίαν ταύτην και επέστηκεν αυτή ίδιον άρχοντα .. Ο Τουραχάν είχε και ίδιον συμφέρον να περιστείλη τας ενεργείας ταύτας, διότι υπελάμβανε την Θεσσαλίαν ως ίδιον κληρονομικόν τιμάριον … και την άνοιξην του 1446 ο σουλτάνος συνεκέντρωσε εις τας Φεράς στρατόν πολυάριθμον. Ο Κων/νος εννόησεν ότι είναι ασύνετον να παραταχθή εκ του συστάδην προς την δύναμιν εκείνην, ήτις προ ολίγου έτι κατετρόπωσε τους αρίστους μαχητάς της Ευρώπης. Υπεχώρησε λοιπόν … ο δε στρατός του σουλτάνου προελάσας ακολύτως μέχρι Θηβών .. και κατέλαβε… το Γαλαξείδιον και τα Σάλωνα..» Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., βιβλίον 13ο, β΄ μέρος, σελ. 153 Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης για την προσωρινή απελευθέρωση του Φαναρίου από τον Κωνσταντίνο παλαιολόγο “Κωνσταντῖνος ὁ ἐπίκλην Δραγάσης, ἀφικόμενος ἐς Πελοπόννησον καὶ παραλαβὼν τὴν τοῦ ἀδελφοῦ χώραν, τά τε ἄλλα καὶ Σπάρτην τὴν πρὸς τὸ Ταΰγετον ὄρος, καὶ σχεδὸν ξύμπασαν τὴν ἄλλην Πελοπόννησον….. τό τε ἐν τῷ Ἰσθμῷ τειχίζειν παρεσκευάζετο, καὶ τὴν ἐκτὸς Πελοποννήσου χώραν ἀφίστη ἀπὸ βασιλέως, τήν τε Βοιωτίαν κατέσχε, καὶ τὴν Θηβῶν πόλιν ὑφ' αὑτῷ ποιησάμενος καὶ ξύμπασαν τὴν Βοιωτίαν κατέσχε. …τό τε Πίνδον ὄρος Βλάχοι δ' ἐνοικοῦσιν (…)·ἐπολέμουν τοῖς τὴν Θετταλίαν οἰκοῦσι Τούρκοις, λαμβάνοντες ἄρχοντα παρὰ τοῦ Πελοποννησίων ἡγεμόνος. Λεωδορίκιόν τε τὸ κατὰ τὴν Λοκρῶν χώραν ᾠκημένον πολίχνιον, Πίνδου μέντοι τὸ κατὰ τὴν Φαναρίου πόλιν ᾠκημένον, ἄρχοντά τε λαμβάνει ἀπὸ βασιλέως. “ ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Α. 2.912.92 www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. 101
Η αντίσταση των Ελλήνων που ήταν περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας εγκαταλείφθηκε μετά την άλωση της Πόλης (1453). Τότε φαίνεται πως έπεσε οριστικά και το Φανάρι στα χέρια των εισβολέων. Τέλος το 1454 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή) και των Ενετών, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι αποκτούσαν τον έλεγχο των τελευταίων δυο οχυρών173 της Θεσσαλίας: των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου (Ετέρα Γαρδικία). Όμως η συμφωνία έμελλε να γίνει πράξη το 1470, μετά την πτώση της Εύβοιας (12-7-1470). Έτσι τα τελευταία οχυρά εκπορθήθηκαν, ενώ οι Ενετοί υπερασπιστές των σκοτώθηκαν μέχρι ενός από τους Τούρκους, και οι Έλληνες κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κων/λη. Αυτοί μαζί με άλλους εκτοπισμένους, μεταξύ των οποίων και Φαναριώτες, επρόκειτο να συνοικίσουν την γειτονιά του Φαναρίου στην Πόλη. Ας δούμε τις πιθανότερες χρονολογίες της οθωμανικής κατάκτησης των διαφόρων θεσσαλικών περιοχών, σε κάθε φάση, σύμφωνα με τον Αλέξη Σαββίδη174: Α΄ φάση: Κάστρο Ωριάς Τεμπών 1386, Λάρισα 1386-7, Όρος Κελλίων 1386-1403 173 174
Εξαιρουμένων των θεσσαλικών νήσων. Α. Σαββίδης, «Τα προβλήματα της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία», Θ. Η., 59,60.
Β΄ φάση: Κάστρο Ωριάς 1392 (οριστικά), Λάρισα 1392-4, Αλμυρός 1392 (;), περιοχή Μετεώρων 1393 (οριστικά), κάστρο Γόλου (Βόλος) 1393-4 (ή 1403), Σκιάθος 1393, Σκόπελος 1393, Δομοκός 1393, Φάρσαλα 1393-4 (οριστικά), Φανάρι 1393-1404, Σάλωνα 1393 (οριστικά), Υπάτη 1393 (οριστικά), Ζητούνι 13941403, Τρίκαλα (1395-6 (οριστικά), Βαθύρρεμα 1395. Γ΄ φάση: Αλμυρός 1414 (οριστικά), Άγραφα 1445 (οριστικά), Όρος Κελλίων 1423 (οριστικά), Τύρναβος (περιοχή) 1423 (οριστικά), Λάρισα 1423 (οριστικά), κάστρο Γόλου 1423 (οριστικά), Ζητούνι 1423-1444 και 1445 (οριστικά), Φανάρι 1453 (οριστικά), Πτελεός και Γαρδίκι 1470 (οριστικά), Σποράδες 1538 (οριστικά). Α΄ Πίνακας των πρώτων Οθωμανών σουλτάνων 12881326 13261362 13621389 13891402 14021410 14111413 14021421 14211451 14511481
Οσμάν Ορχάν Μουράτ Α΄ Βαγιαζήτ Α΄ Σουλεϊμάν (ως συμβασιλέας του Μωάμεθ Α΄) Μουσά (ως συμβασιλέας του Μωάμεθ Α΄) Μωάμεθ Α΄ Μουράτ Β΄ Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής
Β΄ Οθωμανοί Τούρκοι διοικητές της Θεσσαλίας (15ος αι.) 1 . 2 .
Τουραχάν ή Τουρχάν μπέης Αχμέτ ή Ομέρ μπέης
Πασάς Θεσσαλίας (Τρίκαλα) (γιος του Τουραχάν)
14231456 1456(;)
Κεφάλαιο 8ο Συνοπτική Ιστορία των Β. Σποράδων από τη Ρωμαιοκρατία ως τον 15ο αιώνα Στα τέλη του 3
ου
Α΄ Σκιάθος αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοι της Σκιάθου άρχισαν να
ασπάζονται το Χριστιανισμό. Μερικούς αιώνες αργότερα, το 530 μ.Χ. η Σκιάθος έγινε έδρα Επισκοπής η οποία υπαγόταν στη Μητρόπολη Λαρίσης. Αργότερα η Επισκοπή μετονομάστηκε σε «Σκιάθου και Σκοπέλου». Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) η Σκιάθος πέρασε στο «μερίδιο» των Ενετών. Κύριοι του νησιού έγιναν μέλη της οικογένειας των Γκίζι (Ιερεμίας και Ανδρέας). Οι νέοι κύριου του νησιού απαγόρευσαν την τέλεση των ιεροπραξιών του ορθοδόξου κλήρου, αναγκάζοντας τους κατοίκους να αποδεχθούν τον Παπισμό. Θέλοντας όμως να έχουν φιλική αντιμετώπιση από τους ντόπιους, οι Γκίζι έδωσαν στο νησί ελεύθερη αυτοδιοίκηση και ορισμένα προνόμια. Το 1276 το νησί επανήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (ιππότης Λικάριος). Η Σκιάθος υπέφερε από συχνές πειρατικές επιδρομές, κυρίως Σαρακηνών αλλά και Τούρκων αναγκάζοντας του ντόπιους να μεταφέρουν την αρχαία τους πόλη από τα νοτιοανατολικά, όπου περίπου βρίσκεται και σήμερα, στο Κάστρο, σε μια ασφαλέστατη τοποθεσία, στην προεξοχή μιας απόκρημνης ακτής στα βόρεια του νησιού. Αυτό έγινε περί το 1350. Οι κάτοικοι του Κάστρου ανέρχονταν την εποχή εκείνη στους 1500. Την περίοδο 1350 -1390 η Σκιάθος βρέθηκε στη δίνη των ανταγωνισμών μεταξύ Ενετών και Βυζαντινών. Το 1393 η Σκιάθος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι την εγκατέλειψαν σύντομα επιστρέφοντάς την στο βυζαντινό κράτος εξαιτίας της βυζαντινοτουρκικής συνθήκης του 1403. Μετά την οριστική άλωση της Πόλης (1453) οι κάτοικοι της Σκιάθου ζήτησαν από τους Ενετούς να καταλάβουν αυτοί πρώτα το νησί τους για να αποφύγουν την πολύ σκληρότερη τουρκική σκλαβιά, έτσι οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί, παραχώρησαν ειδικά προνόμια (όπως και παλαιότερα) και επιπλέον επετράπη στους ντόπιους να έχουν τη δική τους ορθόδοξη Επισκοπή. Η αναπόφευκτη τουρκική κυριαρχία τελικά άρχισε το 1538 όταν η Σκιάθος κατελήφθη μετά από πολιορκία έξι ημερών, από τον Έλληνα αρνησίθρησκο, ναύαρχο του τουρκικού στόλου, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Την αποβίβαση των Τούρκων στη νήσο επακολούθησε γενική σφαγή των κατοίκων. Κατάλοιπα της Μεσαιωνικής Εποχής είναι τα γνωστά ερείπια του κάστρου Μπούρτζι που είχε κτιστεί από τους Γκίζι τον 13ο αιώνα και συμπεριλάμβανε μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου που σήμερα δεν υπάρχει. Το Μπούρτζι καταστράφηκε το 1660 κατά τη διάρκεια του ενετο-τουρκικού πολέμου. Ένα μικρό τμήμα του βυζαντινού μώλου του 8ου αιώνα σώζεται ως σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Β΄ Σκόπελος (Πεπάρηθος) Στην Ύστερη Ρωμαιοκρατία (Σεπτίμιος Σεβήρος- 186 μ.Χ.) το
νησί αποκαλείται για πρώτη φορά με τη νέα του ονομασία: «Scopell». Για τους πρώτους Βυζαντινούς Χρόνους, μοναδική πηγή αποτελεί ο βίος του Αγίου Ρηγίνου. Στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Χριστιανισμός είχε ήδη διαδοθεί στη Σκόπελο. Τότε επίσκοπος του νησιού ήταν ο Ρηγίνος, συγγενής του Αγίου Αχιλλίου, που συμμετείχε στην Πρώτη (Α΄) Οικουμενική Σύνοδο καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (σημ. Σόφια Βουλγαρίας). Το 363 θανατώθηκε κατά τη διάρκεια των διωγμών του Ιουλιανού του Παραβάτη175. Αργότερα ανακηρύχθηκε Άγιος ενώ σήμερα θεωρείται ο προστάτης της Σκοπέλου. Κατά την Πρωτοβυζαντινή Εποχή, αλλά και λίγο αργότερα, το νησί χρησιμοποιούνταν από τη βυζαντινή εξουσία ως τόπος εξορίας διαφόρων ανεπιθύμητων. Το 10ο αιώνα υπαγόταν στην Επαρχία Θεσσαλίας εντός του θέματος της Μακεδονίας176. Ευρήματα αυτής της περιόδου έχουν βρεθεί στη Γλώσσα (τοποθεσία Μαντάκι, 1 χλμ. από τη Γλώσσα όπως και στην ακτή του Λουτρακίου) καθώς και στη Σκάλα. Τον 11ο αιώνα η Σκόπελος γίνεται έδρα της Επισκοπής Σκιάθου - Σκοπέλου. Τότε κτίστηκαν ο Ναός της Παναγίας (1078), εντός της Επισκοπής, και ο Ναός των Αγίων Αποστόλων στο Βράχο. Το 1204 η αρχαία Πεπάρηθος δόθηκε αρχικά στο Δουκάτο Νάξου αλλά στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του οίκου των Γκίζι που κυριαρχούσαν και στη γειτονική Σκιάθο. Οι Γκίζι επισκεύασαν το αρχαίο κάστρο της Χώρας, υπολείμματα του οποίου σώζονται ως και σήμερα. Το 1276 ο Λατίνος ιππότης Λικάριος, που ήταν διοικητής του αυτοκρατορικού στόλου, ανακατέλαβε το νησί για λογαριασμό των Βυζαντινών. Το 1333 φαίνεται πως διασπάστηκε η Επισκοπή Σκοπέλου – Σκιάθου. Το 1453 οι Σκοπελίτες, μιμούμενοι τους κατοίκους της Σκιάθου, ζήτησαν την προστασία του Ενετικού στόλου. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία έστειλε τον Τζιάκομο Λορεντάνο ο οποίος κατέλαβε το νησί και εγκατέστησε εκεί κάποιους Ιταλιώτες εποίκους. Κατάλοιπο της εποχής εκείνης είναι το τοπωνύμιο Φραγκομαχαλάς της Χώρας καθώς και κάποια σημερινά επώνυμα κατοίκων. Στα χρόνια της Β΄ Ενετοκρατίας (1453-1538) κτίστηκε το κτίριο της Επισκοπής στο νοτιοανατολικό άκρο της Χώρας. Επρόκειτο να αποτελέσει την έδρα του επισκόπου, όμως έμεινε ημιτελές, προφανώς λόγω της επιδρομής του Μπαρμπαρόσα (1538), ο οποίος κατέλαβε το νησί και κατέσφαξε τους κατοίκους του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με πληροφορίες του G. Rizzardo, η Σκόπελος και η 175
Αυτοί οι σκληροί διωγμοί του Ιουλιανού αδυνατίζουν, για να μην πω κονιορτοποιούν, τις απόψεις μερικών συγχρόνων ιστοριογράφων που υπεραμύνονται την προσωπικότητα του διώκτη της Ορθοδοξίας με χαρακτηρισμούς όπως : σοφός, δίκαιος, αγαθός, καλόκαρδος φιλόσοφος, κ.ά. 176 Ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους αναφέρει το νησί με το όνομα Σκέπολα. (Επτά Ημέρες Καθημερινή «Σκόπελος» ) σ. 6.
Σκιάθος κατοικούνταν από 1200 κατοίκους και διοικούνταν από τον Ενετό ρέκτορα της Σκιάθου. Στη διάρκεια του υπολοίπου του 16ου αιώνα, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή-ναυτικό Πίρι Ρέις, το κάστρο παρέμενε ακατοίκητο, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του Ενετού G. Bembo (1525-1540;) στην αυτοβιογραφία του. Σύμφωνα με το σχετικό κείμενο του τελευταίου, το νησί ήταν έρημο και ενήργησε ο ίδιος προς την κατεύθυνση να μεταφερθεί στη Σκόπελο πληθυσμός από άλλα μέρη. Ο ίδιος προσθέτει ότι λίγους χρόνους αργότερα η Σκόπελος κατοικείτο μόνον από 60 οικογένειες. Ίσως γι’ αυτό το λόγο να μην αναφέρεται από τον Marko Sanudo η Σκόπελος στον κατάλογο των κατοικημένων νήσων του Αιγαίου. Κι αυτό δικαιολογείται γιατί δυο χρόνια νωρίτερα, όπως προαναφέραμε, εξανδραποδίστηκε ο πληθυσμός της Σκοπέλου από τον φοβερό Μπαρμπαρόσα. Τέλος, το 1564 το νησί παραχωρείται στον … αρχιμάγειρο του σουλτάνου, ο οποίος μετέφερε κατοίκους από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για να το συνοικήσουν. Γ΄ Αλόννησος (Λιαδρόμια – Ίκος) και τα γύρω νησιά. Στα χρόνια του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου ολόκληρη η Ίκος ήταν ένα τεράστιο αγρόκτημα-αμπελώνας που ανήκε σε κάποιον Υμναίο από τη γειτονική Πεπάρηθο. Οι ιστορικές πηγές των επόμενων αιώνων αγνοούν συστηματικά την Αλόννησο αλλά κατά τη Φραγκοκρατία γνωρίζουμε ότι έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Το μόνο σίγουρο στοιχείο που έχουμε για την Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή είναι ότι στο νησί υπήρχε οργανωμένος οικισμός στον Άγιο Δημήτριο ενώ στην Ύστερη Βυζαντινή στο Κάστρο (Χώρα Αλοννήσου). Το νησί, όπως και κατά τους αρχαίους χρόνους, ήταν συχνά τόπος εξορίας και μόνιμος στόχος πειρατικών επιδρομών (κυρίως από την περίοδο του 7ου και 8ου αιώνων). Μεγάλα μοναστικά κέντρα δημιουργήθηκαν στο νησί κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή Εποχή. Ένα τέτοιο ήταν στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, πολύ κοντά στην ακτή, με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένο σε κάθε λογής κινδύνους. Δεύτερη σπουδαία Ιερά Μονή υπήρχε κοντά στον Άγιο Πέτρο, όπου γύρω απ’ το ναό, 15 επί 9 μέτρων, βρέθηκαν διάφορα υπολείμματα κτισμάτων. Ίσως να κατοικούνταν από λαϊκούς που εργάζονταν στο Μοναστήρι. Πολλές Ι. Μονές είχαν ιδρυθεί και στα γειτονικά ερημόνησα. Τέτοιες κατασκευές ή υπολείμματα των αρχικών κτιρίων έχουν εντοπιστεί στα Σκάντζουρα (Ι. Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου), στη νησίδα Πιπέρι (Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής), στην Ψαθούρα ίχνη βυζαντινών ναών, στο Πελαγονήσι ή Κυρα-Παναγιά ερείπια του μεγαλύτερου ίσως μοναστικού κέντρου των νησιών177. Το 1207 η Αλόννησος και 177
Σύμφωνα με έγγραφο της Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας του Άθω, το νησί πωλήθηκε σε δυο μοναχούς το 993. Ο ένας απ’
τα γύρω νησιά έπεσαν στα χέρια της οικογένειας Γκίζι. Αυτοί έδωσαν κάποια προνόμια στους ντόπιους και επισκεύασαν το βυζαντινό κάστρο της Χώρας. Κατασκευάστηκε και μια κρυφή στοά, μέσα στο κάστρο, που έκλεινε από πάνω με πλάκα. Αυτή η στοά βοηθούσε στη διαφυγή των κατοίκων σε περίπτωση πτώσης του κάστρου μετά από πολιορκία, μιας και κατέληγε βαθιά μέσα στο δάσος, στα ανατολικά της Χώρας178. Σήμερα δε σώζεται γιατί καταστράφηκε μετά από σεισμό. Πολύ συχνά οι διοικητές του νησιού συμμαχούσαν με πειρατές. Το 1259 κάποιος Λατίνος Φίλιππος κατέλαβε τα νησιά και τα λεηλάτησε. Το 1261 η Αλόννησος κατελήφθη από τον Lorenzo Tiepolo, ο οποίος έκανε το νησί ορμητήριο πειρατών. Πολλά ονόματα και τοπωνύμια του νησιού προέρχονται από την Ενετοκρατία (Μαρπούντα, Ζαρμπούντα, Τζωρτζή γιαλός, Μουρτερώ, Σινιόρα, κ.ά.). Το 1276 ο Λικάριος επανέφερε τις Σποράδες στη βυζαντινή επικράτεια. Στα χρόνια των Παλαιολόγων το νησί υπέφερε από τη φορολογία της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας και τις αναρίθμητες πειρατικές επιδρομές. Μετά την άλωση (1453) τα νησιά ανήκαν επισήμως στο ναυτικό κράτος της Ενετίας, η οποία έστειλε δυο αντιπροσώπους της (Rettore) που λέγονταν Ρέκτορες. Αυτοί οι διοικητές υπάγονταν στο γενικό διοικητή της Χαλκίδας (Βάιλο του Νεγροπόντε). Πάντως οι κάτοικοι είχαν αυτοδιοίκηση και ήταν οργανωμένοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι πιο γνωστοί Ρέκτορες της εποχής ήταν ο Bonzi Paolo και ο Nicola Giorgio (1475). Ο δεύτερος διετέλεσε τελευταίος διοικητής πριν από την Τουρκοκρατία. Το 1475 μέχρι το 1486 η Αλόννησος ήταν κατακτημένη από τους Οθωμανούς. Από το 1486 ως το 1538 οι Βενετοί ανέλαβαν ξανά την εξουσία. Τον Ιούνιο του 1538 ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε κατά σειρά τη Σκιάθο, τη Σκόπελο και την Αλόννησο καταστρέφοντας μάλιστα ολοσχερώς τα δυο τελευταία νησιά. Όσοι κάτοικοι της Αλόννησου δεν σφαγιάστηκαν οδηγήθηκαν σκλάβοι στα παζάρια της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Οι λιγοστοί που κατάφεραν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στην Εύβοια και στη Θεσσαλία. Η ερήμωση του νησιού κράτησε τουλάχιστον ως το 1650.
Κεφάλαιο 9ο Τα κυριότερα αστικά κέντρα στη βυζαντινή Θεσσαλία179 αυτούς ονόματι Σέργιος, επρόκειτο να γίνει ο πρώτος κτήτορας της Ι. Μονής του νησιού. (Κ. Μαυρίκης, Άνω Μαγνητών νήσοι, Αλόννησος, 1997, 81). 178 Κ. Μαυρίκης, ό.π. σελ. 87. 179 Κυριότερες πηγές: Α. Αβραμέα, Βυζαντινή Θεσσαλία (μέχρι το 1204), σελίδες 134-181 και Δ. Αγραφιώτης, Κ. Σπανός, F. Hild, j. Koder, Βυζαντινή Θεσσαλία, Θεσ. Ημερολόγιο, 12 (Λάρισα 1987) , σελίδες 11/111.
(εκτός από τη Λάρισα) 1.Τρίκαλα: Τα Τρίκαλα διατηρούσαν το αρχαίο τους όνομα Τρίκκη σ’ όλη τη διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής Εποχής. Πρώτη αναφορά στο νέο όνομα της πόλης παρατηρούμε στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής. Η κατάληξη αυτή του τοπωνυμίου οφείλεται στο βλάχικο ιδίωμα. Στη Λατινική γλώσσα, απ’ την οποία προέρχονται τα βλάχικα, δεν υπήρχαν άρθρα, αλλά αντ’ αυτών χρησιμοποιούνταν η αντωνυμία ille, illa, illud δίπλα σε κύρια ονόματα. Έτσι έχουμε: Τρίκκα – illa = Τρίκ(κ)αλα180. Ο Κεκαυμένος χαρακτηρίζει τους Τρικαλινούς, τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους, Βλάχους181. Πάντως η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε την αρχαία ονομασία «Μητρόπολις Τρίκκης», ενώ αργότερα προστέθηκε και το «και Σταγών». Ο «Συνέκδημος» του Ιεροκλή κατατάσσει τα Τρίκαλα όγδοα στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Θεσσαλίας. Επίσκοποι Τρίκκης 1 . 2 . 3 .
ΟικουμένιοςΔιόδωρος182 Κωνσταντίνος Οικουμένιος
Α΄ Οικουμ. Σύνοδος 880
«Ψευδοφωτιανή» Σύνοδος
10ος αι.
Πολυγραφότατος ερμηνευτής των Γραφών
Τα τείχη των Τρικάλων, όπως και πολλών άλλων θεσσαλικών πόλεων, επισκευάστηκαν επί Ιουστινιανού. Μάλιστα τότε χτίστηκε και το βυζαντινό φρούριο σε λόφο της πόλης, ακριβώς πάνω από τη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Αναφορά στα Τρίκαλα κάνει και ο άραβας γεωγράφος Edrisi καθώς και το χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ΄ Κομνηνού που εκδόθηκε το 1198 και αφορά στα προνόμια των Ενετών και στο θεσσαλικό χώρο. Το αρχαιότερο κλασικό μνημείο της πόλης, το Ασκληπιείο, καταστράφηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ερείπια βασιλικής του 5ου αιώνα μ.Χ. στο λόφο του Προφήτη Ηλία, κοντά στο κάστρο. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι υπήρχε και άλλη βασιλική. Σώζεται ο ναός των Αρχαγγέλων, η ονομασία του οποίου βασίζεται σε κάποια επιγραφή ή αναγραφή στα δίπτυχα του ναού και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα του 13ου αι. μ.Χ. εντός των τειχών του φρουρίου. Το κάστρο των Τρικάλων αναφέρεται στο χρυσόβουλο (1336) του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Είχε τριπλή περιτείχιση, κατέχει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης, που περιβαλλόταν από τείχος κλασσικής εποχής. Εντός του φρουρίου υπάρχει πηγάδι από τον πυθμένα του 180
Α. Κεραμόπουλος, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Univ. Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 43 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ρογ΄. 182 Ή Ηλιόδωρος. 181
οποίου, όπως πιστεύεται, άρχιζε λιθόκτιστο λαγούμι που περνούσε κάτω από το τείχος και ακολουθώντας ΒΑ. κατεύθυνση διέσχιζε τη νότια πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία και κατέληγε μετά από 21 χλμ. στην Καλαμπάκα(!).
Εικόνα 11. Η είσοδος του φρουρίου των Τρικάλων (www.3kala.gr) Τον 14ο αιώνα κυρίαρχοι της πόλης και της γύρω περιοχής ήταν κατά σειρά οι: Στέφανος Γαβριηλόπουλος, Ορσίνι της Ηπείρου, Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος και διάφοροι Σέρβοι ηγεμόνες. Στα Τρίκαλα, τέλος, υπήρχαν εμπορικές παροικίες Ενετών και Εβραίων. 2. Φάρσαλα: Η αρχαία Φάρσαλος, όπως και η διάδοχος μεσαιωνική πόλη των Φαρσάλων, κατέχει σπουδαία στρατηγική θέση, γιατί εκεί διασταυρώνονταν οι δυο βασικότεροι δρόμοι της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με το «Συνέκδημο» του Ιεροκλή, τα Φάρσαλα κατατάσσονταν στη δωδέκατη θέση της θεσσαλικής επαρχίας, ενώ αναφέρονται στο «Περί θεμάτων» του Πορφυρογέννητου, στο γνωστό χρυσόβουλο (1198) του Αλέξιου Γ΄, ενώ στο «Περί διανομής κείμενον» του Αλέξιου Γ΄ δηλώνεται ως «επίσκεψις» της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης. Η Επισκοπή των Φαρσάλων κατείχε τη δεύτερη θέση μέσα στη Μητρόπολη της Λάρισας, και αργότερα υψώθηκε σε Αρχιεπισκοπή (52η στην τάξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου). Επίσκοποι Φαρσάλων 1 . 2 . 3 . 4 .
Περρέ βιος Στέφαν ος Γεώργι ος Πέτρος
880 11ος/12ο ς αι. 1192
Πάντως το 1371 υποβιβάστηκε εκ νέου σε Επισκοπή εντός των ορίων της Μητρόπολης της Λάρισας. Έξω από τα όρια της πόλης, το 1278, ο βυζαντινός στρατός νικήθηκε από το Σεβαστοκράτορα
Ιωάννη Α΄ της Θεσσαλίας (δες σχετ. ενότητα). Το 1393 η πόλη κατελήφθη από τους Οθωμανούς, ενώ ως τότε διοικητής ήταν ο Στέφανος Uros, γιος του Συμεών. Τα λιγοστά ερείπια της μεσαιωνικής πόλης συμπίπτουν μ’ αυτά της αρχαίας πάνω στους δίδυμους λόφους, νοτίως της σύγχρονης πόλης. 3. Δημητριάδα: Ήταν κτισμένη κοντά σε έλη στις περιοχές Πευκάκια και Μπουρμπουλήθρα, ακριβώς απέναντι από το σημερινό λιμάνι του Βόλου. Ο Λέων ο Γραμματικός183 την χαρακτηρίζει «κάστρον», ενώ ο Προκόπιος, ο Ιεροκλής και ο Κεκαυμένος184 «πόλιν» μάλιστα «ισχυράν». Σε χρυσόβουλο του 1266 γίνεται αναφορά σε Θέμα Δημητριάδος, ενώ στο «Περί διανομής» η Δημητριάδα ονομάζεται «Επίσκεψις της αυτοκράτειρας». Εκτός από τις εισβολές των Σαρακηνών (Δαμιανός 902), η πόλη υπέφερε και από βουλγαρικές επιδρομές. Μάλιστα το 1040 οι στρατηγοί των Βουλγάρων Πέτρος Δελεάνος και Λυτοβόης Διαβολίτης κατέλαβαν την πόλη ενώ μετά από αυτό ο Διαβολίτης επισκεύασε τα τείχη της185, χρησιμοποιώντας την Δημητριάδα ως ορμητήριο για επιδρομές στη θεσσαλική ενδοχώρα. Η Δημητριάδα μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα είχε μεγάλη εμπορική ανάπτυξη, μάλιστα ο Καμενιάτης186 (10ος αι.) την περιγράφει με χαρακτηρισμούς όπως, πυκνοκατοικημένη και ευημερούσα, ενώ ο Κεκαυμένος μας αναφέρει ότι η πόλη «βρίθει παντός αγαθού»187. Επίσκοποι Δημητριάδος 1.
Μάξιμος
422
2.
449
3.
Κωνσταντίν ος Α΄ Προβιανός
4. 5. 6.
Αβουδάντιος 531 Σάββας 9ος αι. Ξενοφών 880
7.
Λέων
8.
Ιωάννης
10ος αι. 1157
9. 1 0. 1 1. 1 2.
Νικηφόρος Αρσένιος
1160+ 1215
Νικόλαος Βλαττής Νεόφυτος
1256
183
531
Όπως διαβάζουμε σε επιστολή του Πάπα Βονιφάτιου Συμμετείχε στη «ληστρική» Σύνοδο Εφέσου Συμμετείχε στη σύνοδο της Ρώμης το ίδιο έτος Και αυτός στη Σύνοδο της Ρώμης Συμμετείχε στην Σύνοδο Κων/λης .
Συμμετείχε στη Σύνοδο του 1157 στην Κων/λη
Διάδοχος στο θρόνο του Βλαττή
Λέων ο Γραμματικός, Χρονογραφία, σ. 274 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ογ΄ 185 Στρατηγικόν οε΄ και Α. Αβραμέα, ό.π., 137. 186 Καμενιάτης 14, 6. 187 Στρατηγικόν πδ΄. 184
«Ψευδοφωτιανή»
1 3.
Πανάρετος
1274-9
Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός επιτρέπει, με χρυσόβουλο του 1082, στους Βενετούς το ελεύθερο από δασμούς εμπόριο στην πόλη. Αυτό το προνόμιο ανανεώθηκε από άλλους αυτοκράτορες το 1126, το 1148, το 1187 και το 1198. Τάφοι της βυζαντινής περιόδου βρέθηκαν στα Πευκάκια, ενώ άλλοι αρχαιότεροι τάφοι από την Παλαιοχριστιανική Εποχή ανασκάφθηκαν στο κέντρο της αρχαίας πόλης και στην περιοχή του Φάρου188. Τα πιο σημαντικά από τα βυζαντινά οικοδομήματα είναι τα ερείπια τριών συνολικά βασιλικών. Η σημαντικότερη απ’ αυτές ήρθε στο φως κοντά στις πηγές της Μπουρμπουλήθρας και σύμφωνα με τις ευρεθείσες επιγραφές η οικοδόμησή της οφείλεται στις δαπάνες κάποιας πλούσιας πιστής, ονόματι Δαμοκρατίας και ανάγεται μάλλον στα τέλη του 4ου αιώνα. Μια άλλη βασιλική, του ιδίου αιώνα, βρέθηκε στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία. Τέλος μια άλλη μικρή βασιλική ανασκάφθηκε κοντά στην εμπορική αγορά. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ακόμα και σήμερα σώζονται λείψανα του ρωμαϊκού υδραγωγείου που ήταν σε χρήση ως το Μεσαίωνα. Μεγάλης κλίμακας καταστροφή στα μνημεία της Δημητριάδας προξένησαν οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο 1942-44. Συγκεκριμένα ανατίναξαν τα αρχαία και βυζαντινά τείχη της πόλης189 για να κατασκευάσουν … οχυρωματικά έργα! Η Δημητριάδα έπαψε να κατοικείται πιθανώς στα τέλη του 13ου αιώνα και διάδοχος οικισμός της ήταν το πόλισμα- κάστρο του Γόλου (ο μετέπειτα Βόλος). 4. Λαμία – Ζητούνι: Η μεσαιωνική Λαμία ήταν κτισμένη στην ίδια ακριβώς θέση με την αρχαία. Μόνη διαφορά είναι η ακτογραμμή του Μαλιακού κόλπου, που, λόγω των προσχώσεων του Σπερχειού, απομακρύνθηκε ανατολικότερα από την αρχαία θέση της. Ο Ιεροκλής την αναφέρει πέμπτη κατά σειρά πόλη της Θεσσαλίας. Τον 9ο αιώνα το όνομά της αντικαταστάθηκε από το σλαβικό όνομα Ζητούνι190. Η θέση της πόλης ήταν κομβική. Όποιος ήλεγχε Λαμία και τις Θερμοπύλες ήταν «κυρίαρχος των διόδων που οδηγούν από τη Θεσσαλονίκη στη μεσημβρινή Ελλάδα»191. Επισκοπή Λαμίας ή Ζητουνίου 1 . 2 . 3 . 4 188
Σεκουνδια νός Στέφανος Γεώργιος Γρηγόριος
43 1 53 1 86 9 88
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος Σύνοδος Ρώμης Η΄ Οικουμενική Σύνοδος «Ψευδοφωτιανή»
Δ. Θεοχάρης, Αρχαιότητα και μνημεία Θεσσαλίας, Αρχ. Δελτίο τόμος 17, 1961-2 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων κατακτητών» .εφημ. Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, 27/10/07, σελίδα 48-9 190 Ζητούνι (σλαβ.) = πέρα από τον ποταμό, Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 141. 191 Stählin, Thessalien, σελ. 25. 189
.
0
Σύνοδος
Το φρούριο της Λαμίας κτίστηκε κατά την Πρωτοβυζαντινή Εποχή πάνω στα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης. Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος στις αρχές του 11ου αιώνα πέρασε απ’ την πόλη και είδε την τοποθεσία της μάχης του Σπερχειού, ενώ ο Εβραίος περιηγητής από την Τουδέλη, μια μικρή ισπανική πόλη, Βενιαμίν βρήκε στην πόλη 50 ομοεθνείς του. Ο επίσκοπος του Ζητουνίου κατείχε την τέταρτη θέση μέσα στα όρια της Μητρόπολης της Λάρισας. Μεταξύ των ερειπίων της Βυζαντινής Εποχής σημαντικότερα είναι τα ευρήματα μιας παλαιοχριστιανικής εκκλησίας στη δυτική πλευρά του βυζαντινού κάστρου καθώς και οι τοίχοι κάποιου βυζαντινού κτιρίου με ψηφιδωτό δάπεδο που βρέθηκαν κοντά στη σημερινή Πλατεία Διάκου. 5. Υπάτη – Νέες Πάτρες: Η αρχαία, η μεσαιωνική μα και η σημερινή Υπάτη βρίσκονται στην ίδια τοποθεσία, σε πλαγιά της Οίτης, από τον 4ο π.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα, έχοντας φυσική προστασία λόγω της οχυρής και απόκρημνης θέσης της. Το όνομα Υπάτη διατηρήθηκε μέχρι τον 7ο αιώνα και η πόλη κατείχε την 6η θέση στο σχετικό κατάλογο του Ιεροκλή. Πρώτη αναφορά στο όνομα Νέες Πάτρες συναντάμε σε ένα έγγραφο του Πατριάρχη Φωτίου (858-867) που αναφέρεται σε μετάθεση του τότε επισκόπου Νέων Πατρών στη Λαοδίκεια της Φρυγίας192. Η Υπάτη ανακηρύχθηκε Επισκοπή ήδη από τον 3ο αιώνα. Ο πρώτος της επίσκοπος, ατύπως, ήταν ο άγιος Ηρωδίων (δες πιο κάτω σχετικό κεφάλαιο με τους Αγίους της Θεσσαλίας). Σε Μητρόπολη ανυψώθηκε τον 10ο αιώνα. Πρωτύτερα ο Προκόπιος αναφέρει και την Υπάτη μεταξύ των πόλεων που είχαν επισκευαστεί τα τείχη τους από τον Ιουστινιανό. Στο κάτω μέρος της πόλης βρέθηκαν λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου ενός παλαιοχριστιανικού ναού193. Επίσκοποι (ε) και μητροπολίτες (μ) Υπάτης ή Νέων Πατρών 1. 2. 3.
Ηρωδίων (ε) Υμέναιος (ε) Παυσανίας (ε)
4.
Συμεών (ε)
1ος αι 393 422431 860 (;)
5.
Λέων (ε)
880
6. 7.
Νικόλαος(μ) Βασίλειος (μ)
8.
Κοσμάς(μ)
9.
Μιχαήλ(μ)
10
Ευθύμιος
997 10ος αι. 11ος αι. 1200 (;) 1166-1204 αναφέρεται από τον Μ. Χωνιάτη
192 193
Άγιος και μάρτυς συμμετείχε στη Σύνοδο Σαρδικής αναφέρεται σε επιστολή του Πάπα Βονιφάτιου μετατέθηκε στη Λαοδίκεια της Φρυγίας συμμετείχε στην «Ψευδοφωτιανή» Σύνοδο
Α. Αβραμέα, ό.π. , 143. Π. Λαζαρίδου, «Μεσαιωνικά Φθιώτιδος Φωκίδος», Αρχ. Δελτίο 16, 1960.
. 11 . 12 .
Μαλάκης(μ) Ευθύμιος Τορνίκης(μ) Κοστομύρης(μ)
1217 1218(;)
Κοντά στο κτίριο του Γυμνασίου βρέθηκαν ερείπια βασιλικής και βαπτιστηρίου από τον 6ο αιώνα. Στο νεότερο Ι. Ν. του Αγίου Νικολάου αποκαλύφθηκε ένα τμήμα βυζαντινού ψηφιδωτού δαπέδου, ενώ ερείπια άλλης βασιλικής του 6ου αιώνα βρέθηκαν στην περιοχή Βαρκά κοντά στα Λουτρά της Υπάτης. 6. Εχίνος: Ο Εχίνος, που είναι κατά τον «Συνέκδημο» η τέταρτη πόλη της Θεσσαλίας, βρισκόταν στο ΒΑ άκρο του Μαλιακού κόλπου, ακριβώς απέναντι από τις Θερμοπύλες και είχε στρατηγική σημασία. Η πόλη υπέστη την περίοδο 551-2 μεγάλη καταστροφή από σεισμούς και κατακλύστηκε από παλιρροϊκό κύμα. Στα χρόνια του Ιουστινιανού επισκευάστηκαν τα αρχαία τείχη της πόλης. Ο Εχίνος στα τέλη του 5ου αιώνα ανακηρύχθηκε έδρα Επισκοπής. Στον Ι. Ν. του Αγίου Αθανασίου εντός του οικισμού βρέθηκε θεμελίωση παλαιότερου βυζαντινού ναού καθώς και τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου. Επισκοπή Εχίνου ή Εχίναιου 1 . 2 . 3 . 4 .
Θεόδωρ ος Πέτρος Αριστοτ έλης Θεοδόσι ος
43 1 45 1 45 8 53 1
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος Υπογράφει σε επιστολή Πατριάρχη Γεννάδιου Σύνοδος Ρώμης
του
7. Γόμφοι: Η πόλη αυτή ήταν κτισμένη στην περιοχή της Πόρτας Μουζακίου, δύο χιλιόμετρα βορειότερα του χωριού Μουζάκι της Καρδίτσας. Η πόλη ήλεγχε το στενό πέρασμα του δρόμου που οδηγούσε στην Αμβρακία. Η πόλη αναφέρεται και από το Συνέκδημο και από τον Προκόπιο καθώς και από τον Πορφυρογέννητο στο «Περί Θεμάτων». Το 531 επίσκοπος Γόμφων ήταν κάποιος Ευστάθιος194. Στην πόλη βρέθηκαν ελάχιστα λείψανα της Πρωτοβυζαντινής Εποχής. Πάντως μετά το τέλος του 8ου αιώνα πέφτει σε αφάνεια διότι δεν μνημονεύεται από καμιά μεταγενέστερη πηγή195. 8. Μητρόπολις: Η Μητρόπολις ήταν κτισμένη στην περιοχή Παλιόκαστρο, δυτικά της Καρδίτσας στους πρόποδες ενός λόφου, όπου και η σημερινή κωμόπολη. Ιδρύθηκε περί τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ιεροκλής την κατατάσσει έβδομη μεταξύ των θεσσαλικών πόλεων, ενώ την εποχή του Ιουστινιανού ανακαινίστηκε η οχύρωσή της196. Ο 194
Ν. Γεωργιάδης , Θεσσαλία, 310. Α. Αβραμέα, ό.π. 149. 196 Προκόπιος, Περί κτισμάτων, δ΄3. 195
Αρβανιτόπουλος αναφέρει μόνο τα ερείπια ενός οικοδομήματος Πρωτοβυζαντινής Εποχής197. Και αυτή η πόλη παύει να αναφέρεται από τις ιστορικές πηγές μετά το τέλος του 8ου αιώνα. 9. Φθιώτιδες Θήβες: Οι παλαιοχριστιανικές Θήβες εντοπίζονται στη θέση της αρχαίας Πυράσου, που αποτελούσε το μοναδικό λιμένα της Πελασγιώτιδας, (δες β΄ τόμο198) στη θέση της σημερινής Νέας Αγχιάλου. Αυτή η πόλη ονομαζόταν Πύρασος μέχρι τον 2ο αιώνα μ. Χ. και στη συνέχεια πήρε το όνομα των μεσογειακών Θηβών (σημερινές Μικροθήβες) καθόσον και οι κάτοικοι της τελευταίας μετακινήθηκαν στην παράκτια πόλη. Ο Ιεροκλής την αναφέρει τρίτη ιεραρχικά πόλη της Θεσσαλίας στο Συνέκδημό του, ενώ ο πρώτος της επίσκοπος υπέγραψε τα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας199. Επισκοπή Φθιώτιδων Θηβών 1 . 2 . 3 . 4 . 5 . 6 . 7 .
Κλεόνικος Κλαυδιανός Μόσχος
ή 325
Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
343
Σύνοδος Σαρδικής (Σόφιας)
Δίων
431
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος
Ελπίδιος
531
Σύνοδος Ρώμης
Αδριανός
592
Επιφάνιος Πέτρος
Αναφέρεται σε επιστολή του Πάπα Πελάγιου (;) Το όνομά του διασώθηκε σε επιγραφή200 4ος αι. Το όνομά του διασώθηκε σε (;) επιγραφή201
Η αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε το μεγαλείο της πρωτοβυζαντινής πόλης και τον πλούτο της. Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος που διακόπτονταν από ψηλούς πύργους, ενώ στο ΒΑ άκρο της Ν. Αγχιάλου, βρισκόταν η ακρόπολη. Φυσικό ήταν ο Ιουστινιανός να ενισχύσει με οχυρωματικά έργα αυτή τη σπουδαία θεσσαλική πόλη. Αποκαλύφθηκαν πολλές θεμελιώσεις κατοικιών, εντός και εκτός της πόλης. Υπήρχε φροντισμένη ρωμαϊκή οδός που συνέδεε τις παράκτιες Θήβες με την μεσόγεια πόλη, η οποία δεν έπαψε να κατοικείται μέχρι και τον 7ο αιώνα. Ένας άλλος αποκαλυφθείς δρόμος, επικαλυμμένος με κοκκινωπές πλάκες, οδηγούσε στο λιμάνι. Αριστερά και δεξιά αυτού του δρόμου βρέθηκαν θεμέλια εμπορικών καταστημάτων. Σώθηκαν ακόμα λείψανα της αρχαίας προκυμαίας καθώς και επιγραφή που δήλωνε τους τόπους των αγκυροβολίων. Μεγάλο κοιμητήριο της Παλαιοχριστιανικής Εποχής βρέθηκε στα βορειοδυτικά της 197
Αρβανιτόπουλος, Π.Α.Ε. 1991, 340. Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄, Λάρισα 2007, σελ. 49. 199 Α. Αβραμέα, ό.π. 153. 200 Σωτηρίου, ΠΑΕ 1955, 138. 201 Λαζαρίδης, ΠΑΕ 1970, σελ. 46. 198
σημερινής Αγχιάλου, ενώ άλλοι κοιμητηριακοί τόποι βρέθηκαν κοντά στο οινοποιείο και κοντά στη λεγόμενη βασιλική Α΄. Βρέθηκαν και ορισμένες επιτύμβιες εβραϊκές επιγραφές που αποδεικνύουν την εγκατάσταση Ιουδαίων της διασποράς στην πόλη. Μεταξύ των σπουδαιότερων ευρημάτων της εποχής είναι και τα ερείπια πέντε συνολικά βασιλικών. Η Α βασιλική202, του Αγίου Δημητρίου, κτίστηκε μεταξύ του 5ου και του 6ου αιώνα, στη συνέχεια καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίσθηκε μάλλον στις αρχές του 8ου αιώνα. Η Β βασιλική, του Ελπίδιου, κτίστηκε ίσως στις αρχές του 6ου αιώνα, ενώ η Γ βασιλική, που είναι η μεγαλύτερη, κτίστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα, ανακαινίσθηκε από έναν αρχιερέα ονόματι Πέτρο και καταστράφηκε από πυρκαγιά στα τέλη του 7ου αιώνα. Η Δ βασιλική, η λεγόμενη κοιμητηριακή, κτίστηκε στις αρχές του 7ου αιώνα και κάηκε, όπως και οι προηγούμενες, στο τέλος του ίδιου αιώνα. Τέλος ερείπια μιας πέμπτης βασιλικής βρέθηκαν κοντά στο οινοποιείο. Και αυτή καταστράφηκε από φωτιά στα τέλη του 7ου αιώνα. Ο συγχρονισμός των καταστροφών ανάγεται ακριβώς στην εποχή των σλαβικών επιδρομών από τους Βελεγηζίτες Σλάβους που εγκαταστάθηκαν στην παράκτια περιοχή της Επαρχίας Αλμυρού. Στο δεύτερο βιβλίο των «θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» αναφέρεται ότι οι Σλάβοι, ειδωλολάτρες τότε, έκανα επιδρομή στη Θεσσαλία (710- 725; μ.Χ.). Στην ίδια πηγή αναφέρεται ότι το 675 οι Βελεγηζίτες Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στην «παρά τον Παγασητικόν χώραν» ασχολούμενοι με αγροτικές εργασίες. Βασιζόμενος σ’ αυτές τις πληροφορίες ο Γ. Σωτηρίου υποστήριξε ότι «η πόλη των Φθιώτιδων Θηβών καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σλάβους επιδρομείς». Τα στοιχεία που οδήγησαν τον Σωτηρίου, αλλά και πλειάδα άλλων καταξιωμένων Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων και ιστορικών, να καταλήξουν σ’ αυτό το συμπέρασμα ήταν: 1ον. Η εμφάνιση τέφρας και αποδεικτικών καύσεως, 2ον. Η έλλειψη βυζαντινών ιχνών μετά το 675, 3ον. Η απουσία νομισμάτων μετέπειτα από την εποχή του Ηρακλείου και 4ον. Τα ευρήματα σλαβικών τάφων μέσα στο βαπτιστήριο της βασιλικής Α, όπως και αντικειμένων σλαβικής προέλευσης (χάλκινη περόνη).203 Αντίθετος είναι ο Πάλλας που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν ασφαλή αρχαιολογικά τεκμήρια πυρπόλησης ναών(!) ή καθόδου Αβάρων και Σλάβων στην Ελλάδα204. Από τα τέλη του 7ου αιώνα οι Φθιώτιδες Θήβες δεν αναφέρονται στις ιστορικές πηγές. 10. Βέσαινα: Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι τοποθετούν τη θέση της Βέσαινας στο σημερινό χωριό Αετόλοφο της Αγιάς (π. 202
Σωτηρίου, Π.Α.Ε.,1929, 63, 1930, 32-34 και Π.Α.Ε. 1934, 61-64. Α. Αβραμέα, ό.π. σελ. 154-5. 204 Δ. Πάλλας, «Τα αρχαιολογικά τεκμήρια της καθόδου των βαρβάρων εις την Ελλάδα», Ελληνικά τ. 14, (1955), 102103. 203
ονομασία Δέσιανη), ενώ μικρή μερίδα ερευνητών, μεταξύ των οποίων και ο Δ. Αγραφιώτης, στο Θαθύρρεμα Αγιάς. Οι πηγές που αναφέρονται στην πόλη είναι όλες μετά το 10ο αιώνα. Μια απ’ τις πρώτες πηγές είναι μια επιγραφή που αναφέρεται στην κατασκευή της στέγης του Ι. Ν. της Θεοτόκου (δες εικόνα) από τον πρωτοσπαθάριο Ευστάθιο205. Ο Δ. Ζακυθηνός πιστεύει ότι η επιγραφή ανάγεται στον 11ο αιώνα, ενώ ο Γιαννόπουλος την τοποθετεί χρονικά έναν αιώνα αργότερα206. Η πόλη και η περιφέρειά της διοικούνταν από βασιλικό άρχοντα. Ο περιηγητής Βενιαμίν από την Τουδέλη συνάντησε εκατό Εβραίους στην πόλη, αριθμός μάλλον υπερβολικός, που όμως μαρτυρά την εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που προαναφέραμε, κτίστηκε πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Στις αρχές του 11ου αιώνα η Βέσαινα εμφανίζεται ως Επισκοπή της Μητρόπολης Λαρίσης. Αργότερα σε επιστολή του Μ. Ψελλού προς τον πραίτορα Ελλάδος και Πελοποννήσου γίνεται λόγος για τον επίσκοπο Βεσαίνης και τη φτώχεια που αντιμετώπιζε αυτή η Επισκοπή207. Λίγο πριν τη Φραγκοκρατία η πόλη παραχωρήθηκε στη σύζυγο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄. Μετά το 1204 στη Βέσαινα εγκαταστάθηκε Λατίνος επίσκοπος. Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου φιλοξενήθηκε από τον επίσκοπο Βεσαίνης το 1222 και σε επιστολή του προς Μητροπολίτη Λαρίσης Καλοσπίτη χαρακτηρίζει Εικόνα 12. Ο Ι. Ν. της Θεοτόκου στον Αετόλοφο (Βέσαινα) τη Βεσαίνη «εύυδρον χωρίον και πάσι βρύον τοις αγαθοίς».208 Άλλα ερείπια στο σημερινό Αετόλοφο είναι του Ι. Ν. του Αγίου Αθανασίου και των Αγίων Αποστόλων καθώς και το Ασκηταριό της Ανάληψης στο λόφο Αετός, όπου διασώζονται λείψανα αγιογράφησης σε τοίχο («Δέησις»). 11. Βαθύρρεμα: Από ορισμένους υποστηρίζεται ότι αυτή η πόλη ήταν η μεσαιωνική Βέσαινα. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι το Βαθύρρεμα ήταν η διάδοχη πόλη της Βέσαινας, μετά την ερήμωση της τελευταίας κατά την τελευταία φάση της Τουρκοκρατίας. Δυο ναοί της περιοχής, η Παναγία και ο Α. Νικόλαος, ανάγονται στη Βυζαντινή Εποχή. Αρχιτεκτονικά μέλη αυτών των ναών καθώς και άλλα ευρήματα φυλάσσονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς. 12. Περιοχή Αγιάς – Όρος Κελλίων – Ασκηταριά: Δεν υπάρχει 205
Ν. Γιαννόπουλος, Η Επισκοπή Βεσαίνης εν Θεσσαλία, Αθήναι 1933, 201. Α. Αβραμέα, ό.π. 157. 207 Μ .Ψελλός, Επιστολαί, τόμος Ε΄ αρ. 13, στο Κ. Σαθά, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη. 208 Δ. Αγραφιώτης, «Ο Αετόλοφος και το Βαθύρρεμα της Αγιάς», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Ι΄ (1976), 17-43. 206
βεβαιότητα για την ύπαρξη βυζαντινού οικισμού στην περιοχή. Πάντως η θέση της Αγιάς ήταν επίκαιρη καθόσον βρισκόταν επί του δρόμου που παρέκαμπτε τα Τέμπη και οδηγούσε στη Λάρισα (δες σχετ. κείμενο της Άννας Κομνηνής). Στην περιοχή βρέθηκε μιλιοδείκτης του 4ου μ.Χ. αιώνα καθώς και τμήματα κιόνων του 6ου αιώνα μ.Χ. Ο ενσωματωμένος ναΐσκος στον Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου στην Αγιά ανάγεται στο 14ο αιώνα209. Η γειτονική ορεινή περιοχή της Όσσας και του Μαυροβουνίου ονομαζόταν κατά την Μεσοβυζαντινή και Υστεροβυζαντινή Εποχή «Όρος των Κελλίων», λόγω του μεγάλου αριθμού των Ασκηταριών σε σπήλαια της περιοχής. Πρώτη αναφορά στο Όρος των Κελλίων έχουμε στα 1083 από την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής. Πολλά τοπωνύμια της περιοχής δικαιώνουν το μοναστικό παρελθόν της : Αγιά, Σκήτη, Αγιόκαμπος, κ.α. Το 1091 στην «Υποτύπωση» του Οσίου Χριστοδούλου αναφέρονται επίσης τα «Κελλία». Τα σημαντικότερα Ασκηταριά είναι αυτά των Αγίων Αναργύρων. Το μεγαλύτερο Ασκηταριό είναι ένας τρίκλιτος σπηλαιώδης ναός, το Κυριακόν μιας Σκήτης όπου συγκεντρώνονταν για τις ιερές ακολουθίες των Κυριακών και των άλλων εορτών οι ασκητές από τα Εικόνα 13. Μερικές από τις τοιχογραφίες στο Ασκηταριό των Αγίων Αναργύρων της Αγιάς. γειτονικά σπήλαια. Το «Ασκηταριό» αποτελείται από τρία συνεχόμενα ναΐδρια. Τα τοιχώματα είναι η ίδια η επιφάνεια των βράχων της σπηλιάς, όπως και η οροφή ενώ μόνο ο εξωτερικός τοίχος είναι τεχνητός. Αυτός είναι κτισμένος με πλίθους και έχει τρεις εισόδους. Με πλιθιά είναι κτισμένες και οι μεσοτοιχίες που διαιρούν τη σπηλιά σε τρία κλίτη-ναούς. Οι διαστάσεις των ναΐσκων είναι 2-3,5 μ. μήκος και 4-6,2 πλάτος. Οι τοιχογραφίες (δες εικ. 4) των ναών, πολύ φθαρμένες σήμερα, χρονολογούνται από τον 12ο ως τον 16ο αιώνα Ψηλότερα από αυτό το Ασκηταριό υπάρχει και ένας μικρότερος δίχωρος ναός. Το δεύτερο τμήμα αυτού του ναού ήταν πιθανώς ο τάφος κάποιου ασκητή. Τέλος βρέθηκαν στις γύρω βραχώδεις περιοχές και άλλα μικρά σπήλαιαησυχαστήρια. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι στην περιοχή ζούσαν πολλοί αναχωρητές οι οποίοι συγκεντρώνονταν για να λειτουργηθούν στον τρίχωρο ναό-Κυριακό που περιγράψαμε. Από την αντίθετη πλευρά της Όσσας (βόρεια) σώζεται το ασκηταριό της Αγίας Παρασκευής Ομολίου, πάνω από μια χαράδρα, το οποίο ανάγεται στην εποχή των Παλαιολόγων, και ήταν, προφανώς, το Κυριακόν των γύρω αναχωρητών. 13. Δομένικον: Είναι η διάδοχος πόλη των αρχαίων Χυρετιών. 209
Δ. Αγραφιώτης, ό.π., 20.
Ήταν κτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης, βορειοανατολικότερα του σημερινού ομώνυμου χωριού. Βρέθηκαν, πλην των αρχαίων ευρημάτων, ερείπια ασβεστόκτιστου τοίχου της ιουστινιάνειας περιόδου. Η ακρόπολη χωριζόταν από την κάτω πόλη με τείχος210. Η πόλη δέσποζε στη γύρω κοιλάδα (Ποταμιά) που διαρρέεται από τον Τιταρήσιο. Συνοπτική περιγραφή της πόλης κάνει η Άννα Κομνηνή211. Το Δομένικο ήταν έδρα Επισκοπής υπαγόμενης στη Μητρόπολη Λαρίσης (11ος αιώνας). Στα 1250 αναφέρεται κάποιος επίσκοπος Δομένικου Δημήτριος. Το 1371 έχουμε ακόμα μια αναφορά σε επισκοπή Δομένικου. Ο Ληκ αναφέρει κάποιον βυζαντινό ναό από τον οποίο δεν σώζεται σήμερα τίποτε. Κάτω από αυτόν το ναό πιστεύεται ότι υπήρχαν κατακόμβες της πρώιμης Χριστιανικής Εποχής212. 14. Σταγοί: Η πόλη αυτή ήταν κτισμένη στη θέση του αρχαίου Αιγινίου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη της Καλαμπάκας. Το οχυρό κάστρο της πόλης, στη θέση ακριβώς της αρχαίας ακρόπολης, ήλεγχε τα πιθανά εχθρικά περάσματα από Βορρά και Δύση. Η ονομασία της πόλης ίσως προήλθε από τη φράση «εις τους αγίους» ή από τη λέξη «σταγός» που σημαίνει σωρός θημωνιών. Πιο πιθανή φαίνεται η άποψη του Ν. Γιαννόπουλου213 ότι το τοπωνύμιο είναι σλαβικού ετύμου (σλαβ. στάγια = κοιλώματα, σπήλαια βράχων). Ο Σκυλίτσης και ο Κεδρηνός μας διασώζουν ότι ο Βασίλειος Β΄, μετά το πέρας του πολέμου με τους Βουλγάρους, επισκέφτηκε τους Σταγούς. Σε έγγραφο του 1163 οι Σταγοί φαίνονται εξαρτημένοι από το Θέμα Σερβίων. Από τα βυζαντινά ευρήματα της περιοχής σημαντικότερο είναι ο παλαιοχριστιανικός ναός που αποκαλύφθηκε κάτω από τον Ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας214.Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέστρεψαν πολλά μνημεία του Ι. Ναού, διότι μετέτρεψαν το χώρο σε … στάβλο215 αλόγων! Η αρχαιότατη Επισκοπή Σταγών από τις αρχές του 10ου αιώνα υπήχθη στη Μητρόπολη της Λάρισας, ενώ το 1020 ο Βασίλειος Β΄, ακολουθώντας πολιτική συμφιλίωσης και άμβλυνσης των συνεπειών του βουλγαρο-βυζαντινού πολέμου, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, και την υπαγωγή της Επισκοπής Σταγών στην Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος που ήταν βουλγαρική. Από το 1204 και μετά οι Σταγοί επανήλθαν στην αρμοδιότητα του Μητροπολίτη της Λάρισας. Η περιοχή ευθύνης της Επισκοπής Σταγών άρχιζε δυτικότερα από τη Θεόπετρα και τελείωνε στις όχθες του ποταμού Πηνειού. Το 1333, μετά το θάνατο του Στ. 210
Αρβανιτόπουλος, «Ανασκαφαί και έρευναι», Π. Α. Ε., 1914, 171. Αλεξιάς, ε΄ 7,1. 212 Δ. Αγραφιώτης, Κ. Σπανός, F. Hild, J. Koder, Βυζαντινή Θεσσαλία, ό.π., 42. 213 Ν. Γιαννόπουλος, Τα Μετέωρα, Βόλος, 1926, και Vasmer, Die Slaven in Griechenland, 107. 214 Γ. Σωτηρίου, «Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας, ΙΓ΄- ΙΔ΄ αιώνος», ΕΕΒΣ, (1929) Τ. 6ος , 295. 215 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων κατακτητών», Ελεύθ. Τύπος της Κυριακής, 27/10/07. 211
Γαβριηλόπουλου η περιοχή περιήλθε προσωρινά στα χέρια του δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Ορσίνι. Κοντά στους Σταγούς βρισκόταν και η Ι. Μονή Βυτουμά, που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του 1161 από τον Κων/νο και τη Ζωή Ταρχανειώτη, επί αυτοκρατορίας του Μανουήλ Κομνηνού. Επιφανέστεροι κάτοικοι στους Σταγούς κατά την Σερβοκρατία ήταν: Θεόδωρος Ορφανοιωάννης, Λ. Κομητόπουλος, Σπ. Κορέσης, κ.α 15. Γαρδίκι: Αυτή η πόλη ήταν κτισμένη στην περιοχή Παλιογαρδίκι στη θέση της αρχαίας Πέλιννας (Πελινναίον). Η μεσαιωνική πόλη κτίστηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας. Το όνομα Γαρδίκι είναι παλαιοσλαβική λέξη και σημαίνει χωριό, μικρή πόλη ή κάστρο216. Τον 12ο αιώνα, πληροφορούμαστε από μια επιστολή του Μ. Χωνιάτη προς τον ντόπιο επίσκοπο Επιφάνιο, πως στην πόλη άκμαζε η βιοτεχνία κατασκευής αμαξών. Το Γαρδίκι ο πρωτοαναφέρεται ως έδρα επισκόπου κατά τον 11 αιώνα, κατέχοντας την δωδέκατη θέση μεταξύ των Επισκοπών της Μητροπόλεως Λαρίσης. Στα τέλη του 12ου αιώνα η Επισκοπή συνενώθηκε με τη γειτονική Επισκοπή Περιστεράς, που μέχρι τότε κατείχε την 15η θέση, εντός των ορίων της Μητρόπολης της Λάρισας. Τελευταία αναφορά αυτής της Επισκοπής γίνεται το 1371. εντός της αρχαίας ακρόπολης σώζονται ερείπια τρίκλιτης βασιλικής των αρχών του 15ου αιώνα. 16. Βούναινα: Η πόλη αναφέρεται ως έδρα Επισκοπής για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα. Κατείχε την 25η θέση μεταξύ των Επισκοπών υπό την εποπτεία του Μητροπολίτη της Λάρισας. Στην περιοχή βρήκε μαρτυρικό θάνατο ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος (δες σχετική ενότητα). Στα μέσα του 10ου αιώνα ο δούκας της Θεσσαλονίκης Ευφημιανός, που έπασχε από ανίατη ασθένεια, επισκέφτηκε κατά σειρά τα Ιερά Σκηνώματα του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αχιλλίου στη Λάρισα και του Α. Νικολάου στη Βούναινα. Μάλιστα στη Βούναινα έκτισε ναό προς τιμήν του νεοφανούς Οσιομάρτυρα217. Σε χρυσόβουλο του 1289 αναφέρεται η ύπαρξη ενός Μετοχίου του Αγίου Δημητρίου στην περιοχή της Βούναινας218. Ο πιο πιθανός τόπος του μαρτυρίου του Αγίου Νικολάου βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την Άνω Βούναινα (Τσιαμπασλάρ), στο ψηλότερο σημείο μιας, κάποτε, δασώδους χαράδρας. Ο παλαιότερος ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιοχή υπάρχει μια πηγή και μια αιωνόβια δρυς, όπου κατά την παράδοση θανατώθηκε ο Άγιος. Σύμφωνα με το Ν. Γιαννόπουλο219 η λατρεία, τιμή θα λέγαμε εμείς καλύτερα, 216
Α. Αβραμέα, ό.π., 162. Δημ. Σοφιανός, Άγιος Νικόλαος, ο εν Βουναίνη, 146. 218 Σπ. Λάμπρος, «Ανέκδοτον χρυσόβουλον του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου», ΔΙΕΕ, 1 (1883-4), 118, 119. 219 Γιαννόπουλος, Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, 3, αριθ. 37, 739. 217
του Αγίου Νικολάου αντικατέστησε την αρχαία λατρεία του Ασκληπιού στη γειτονική Κραννώνα. Το μετόχι του Αγίου Δημητρίου βρισκόταν, ίσως, στο ύψωμα Παλαιόκαστρο, δυτικά της Βούναινας220. 17. Αλμυρός – Δύο Αλμυροί: Η θέση των διδύμων Αλμυρών βρισκόταν στο Τσιγγέλι (παράλιος Αλμυρός) και στην Κεφάλωση, πάνω στα ερείπια της αρχαίας Άλω. Τα ερείπια της πόλης αρχίζουν από την παραλία του σημερινού Αλμυρού και τις πηγές του Αμφρύσιου ποταμού ως τις εκβολές του Χωλορέματος. Βρέθηκαν ερείπια σπιτιών, τειχών καθώς και κέραμοι, πλίνθοι και βυζαντινά νομίσματα. Πολλά ανάλογα ευρήματα έχουμε και από την περιοχή Τσιγγέλι. Τον 11ο αιώνα η Επισκοπή Αλμυρού κατείχε την 26η θέση υπό τον Μητροπολίτη Λάρισας. Οι διάφορες πηγές χρησιμοποιούν ποικίλα ονόματα για την πόλη. Μερικά απ’ αυτά είναι: Αλμυρός, Δύο Αλμυροί, Armiro, Armirioun, Larmiro, Larimiro, Duo Almuruς, κ.ά. Το 12ο αιώνα ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν από την Τουδέλη περιγράφει τον Αλμυρό ως μεγάλη ναυτική πόλη, στις παράκτιες περιοχές της οποίας ήταν εγκατεστημένοι, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, Βενετοί, Γενουάτες, Πισάτες και Εβραίοι έμποροι. Το παλαιότερο επίσημο έγγραφο που επικυρώνει τα εμπορικά προνόμια των Ενετών στην πόλη, ανάγεται στο Μάρτιο του 1112221, και κατά τη σύνταξή του παρίστατο ο απεσταλμένος του Δόγη Giovanni Morosini. Σε διάφορες άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις μνημονεύονται κάποια ονόματα Βενετών υπηκόων που κατοικούσαν στον Αλμυρό: Stefano Capello, Natalis Betani (1150), κ.α. Άλλο σπουδαίο βενετικό έγγραφο του Αλμυρού που διασώθηκε είναι η colleganza δηλαδή η συμφωνία για συνένωση των κεφαλαίων διαφόρων επιχειρηματιών με τους Βενετούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας222. Πρώτη, χρονολογικά, αναφορά του Αλμυρού σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο είναι του έτους 1198. Με το χρυσόβουλο αυτό, όπως και τα επόμενα χρυσόβουλα, ρυθμίζονται τα εμπορικά προνόμια των Βενετών στα διάφορα λιμάνια της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και του Αλμυρού. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι στα προηγούμενα του 1148 χρυσόβουλα, αντί του Αλμυρού εμφανιζόταν η Δημητριάδα. Ήδη όμως, στα τέλη του 12ου αιώνα, η πάλαι ποτέ ένδοξη Δημητριάδα είχε καταντήσει μια σχεδόν εγκαταλελειμμένη πόλη. Το 1171 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός εξέδωσε διαταγή να συλληφθούν όλοι οι Βενετοί υπήκοοι στην Αυτοκρατορία. Εκείνοι αναγκάστηκαν τότε να αναχωρήσουν εσπευσμένα από τον Αλμυρό με είκοσι πλοία223. Λίγο αργότερα, το 1181, οι Βενετοί λεηλάτησαν 220
Κατά τον Κ. Σπανό ταυτίζεται με τον κοιμητηριακό Ναό της Βούναινας. Α. Αβραμέα, ό.π., 168. 222 R. Morozzo della Rocca – A. Lombardo, Documenti del comercio veneziano dei secoli, τ. Α΄ Τορίνο, 1940. 223 Historia Ducum Veneticorum, τόμος ΙΔ΄ (Αννόβερο 1883), 79. 221
ως αντίποινα, μεταξύ άλλων και τα παράλια του Παγασητικού. Ιδρυτές της άλλης ισχυρής παροικίας του Αλμυρού, των Πισατών, ήταν μια ομάδα τυχοδιωκτών του Βερτράνδου, γιου του Ραϊμόνδου της Τρίπολης, που είχαν αποβιβαστεί το 1108 στην θεσσαλική πόλη. Οι Πισάτες είχαν και δικό τους ναό στην πόλη, το ναό του Αγίου Ιακώβου. Το 1158, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Μανουήλ Α΄ και του Γουλιέλμου Α΄ της Σικελίας, η πόλη λεηλατήθηκε από τον εχθρικό στόλο και κάηκε ο ναός των Πισατών. Αργότερα ο Αλέξιος Γ΄ ανανέωσε με ευνοϊκούς για τους Πισάτες όρους τις εμπορικές συμφωνίες Βυζαντίου – Πίζας. Το 1180 οι σχέσεις Βενετών και Πισατών οδηγήθηκαν σε ρήξη. Για να αποφευχθούν τα χειρότερα, τα δυο μέρη ήρθαν σε συμφωνία που, μεταξύ άλλων, απαγόρευε στους δυο ανταγωνιστές να οχυρώσουν τις συνοικίες τους. Για τα προνόμια των Γενουατών στον Αλμυρό διασώζεται μόνο ένα εμπορικό συμβόλαιο της 30ης Ιουλίου του 1157. τέλος, σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν, ο Αλμυρός κατοικούνταν και από τετρακόσιους Εβραίους, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη (επιγραφικά ευρήματα, κυρίως επιτύμβια). Σε κείμενα του «Περί διανομής» οι Δύο Αλμυροί υπάγονταν στην «Επίσκεψιν της Αυτοκρατείρας»224. Μετά την άλωση της Κων/λης του 1204, ο Αλμυρός δόθηκε ως κτήση στη σύζυγο του Αλέξιου Γ΄. Μάλιστα ο Βονιφάτιος του Μομφερά πρότεινε στον Αλέξιο Γ΄ να εγκατασταθεί, ως ιδιώτης, στην πόλη. Για μικρό διάστημα ο Αλμυρός έπεσε στα χέρια του Γουλιέλμου di Larsa, για να καταλήξει στη συνέχεια μαζί με τη Βέσαινα και τη Δημητριάδα στα χέρια της Μαργαρίτας, της χήρας του Βονιφάτιου, που ήταν, μέχρι το θάνατό του, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Σταθμός στην περιοδεία του βασιλιά Ερρίκου στο κατακτημένο Βυζάντιο είναι ο Αλμυρός του 1209. Η λατινική κατοχή στην περιοχή τερματίστηκε λίγο πριν το 1250. Το 1307 ο Αλμυρός λεηλατήθηκε από τους Καταλανούς ενώ δυο χρόνια αργότερα η λεγόμενη «μάστιγα» της εποχής, Καταλανική Εταιρία υπό την ηγεσία του Φράγκου Valter von Brienne έκανε έδρα της δράσης τους τον ίδιο τον Αλμυρό. Πάντως το 1311 ο Βάλτερ και η ομάδα του συνετρίβη από τους πρώην συμμάχους τους Καταλανούς σε αιματηρή μάχη λίγο πιο μακριά από τα τείχη του Αλμυρού. Το 1327 ο Αλμυρός και τα Φάρσαλα είναι σταθερά υπό την κατοχή των Καταλανών. Από τα μέσα του 14ου αιώνα αρχίζει η παρακμή των δίδυμων πόλεων του Αλμυρού, αποτέλεσμα κυρίως της ίδρυσης του Γόλου225 (Βόλου). Κοντά στον Αλμυρό βρισκόταν η περιοχή Βελεχατούια (Provincia Velechative) όπου πρέπει να βρισκόταν και η Σκλαβηνία του 8ου και 9ου αιώνα. Ίσως όμως το τοπωνύμιο να 224 225
Ζακυθηνός, «Μελέται», ΕΕΒΣ 21, (1951), 141. Δ. Αγραφιώτης, Κ. Σπανός, F. Hild , … , ό.π., 25,26.
οφείλεται σε χωριό της περιοχής με το όνομα Λεβάχοι ή Λεβάχη. Στο δάσος Λόγγος βρέθηκαν ερείπια βυζαντινού ναού της Αγίας Μαρίνας ενώ στη θέση Καραγάτσι βρέθηκαν ερείπια βυζαντινών κατοικιών. Ανάλογα ευρήματα ήρθαν στο φως στις γειτονικές περιοχές Πουρναλί και Ζερέλια226, καθώς και στα χωριά της πρώην Επαρχίας Αλμυρού Άνω Μαυρόλοφος, Πλάτανος και Κωφοί. Τέλος βυζαντινά γλυπτά σώζονται στην παλαιά Άνω Μονή Ξενιάς καθ’ οδόν της διαδρομής προς το χωριό Κοκωτοί. 18. Θαυμακός – Δομοκός: Η μεσαιωνική πόλη είναι κτισμένη στη θέση της αναγόμενης στην Ομηρική Εποχή, αρχαίας πόλης Θαυμακίης227. Στην ακρόπολη σώζονται ερείπια της μεσαιωνικής οχύρωσης. Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός στο έργο του «Διατύπωσις» εμφανίζει την πόλη ως τρίτη Επισκοπή εντός των ορίων της Μητροπόλεως Λαρίσης. Τον 11ο αιώνα δεν εμφανίζεται στους επίσημους καταλόγους των Επισκοπών. Ο Θαυμακός αναφέρεται στο υπέρ των Βενετών χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ΄ κατά το έτος 1198, ενώ στο «Περί διανομής» μνημονεύεται ως «Επίσκεψις της Αυτοκρατείρας»228. Το 1204 ο Δομοκός ή Θαυμακός παραχωρήθηκε στην αυτοκράτειρα, ενώ το 1208 η πόλη έχει Λατίνο επίσκοπο. Το 1371, σε συνοδικά έγγραφα, η Ορθόδοξη Επισκοπή Δομοκού κατέχει και πάλι την τρίτη θέση μεταξύ των Επισκοπών της Λάρισας. Από το 1325 μέχρι το 1327 πέφτει στα χέρια των Καταλανών, ενώ γύρω στα 1350 η πόλη διοικείται από Σέρβο ηγεμόνα. Το 1393 οι Τούρκοι κατέλαβαν το Δομοκό από το Σέρβο διοικητή Φαρσάλων και Δομοκού Στέφανο, που ήταν γιος του Συμεών Ουρός (Uroč). 19. Εζερός: Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό και σημαίνει λίμνη229. Δύο περιοχές αντιστοιχούν σ’ αυτό το τοπωνύμιο: Η Καλλιπεύκη (τέως Νεζερός), όπου βρισκόταν η αποξηραμένη σήμερα λίμνη Ασκυρίς ή Ασκουρίς της Αρχαιότητας στον Κάτω Όλυμπο και η αρχαία πόλη Ξυνιάς, που ήταν κτισμένη στις όχθες της επίσης αποξηραμένης σήμερα ομώνυμης λίμνης σε οροπέδιο του όρους Όθρυς. Στην πρώτη από τις δύο αυτές πιθανές θέσεις δεν έχουμε καθόλου βυζαντινά ευρήματα, ενώ στην ακρόπολη της αρχαίας Ξυνιάδας παρατηρήθηκαν μεσαιωνικές προσθήκες στα αρχαία της τείχη. Στα πρακτικά της Συνόδου του 579 εμφανίζεται η υπογραφή του Επισκόπου Εζερού Δαμιανού. Αυτή είναι και η πρώτη αναφορά σε Επισκοπή στην περιοχή. Η Επισκοπή Εζερού στην «Διατύπωση» του Λέοντα ΣΤ΄ κατέχει την πέμπτη θέση μεταξύ των Επισκοπών της Μητρόπόλης της Λάρισας. Σύμφωνα με μια ανώνυμη επιστολή του 975 στην πόλη έγινε μια στάση των 226
Κοντά στο νεολιθικό οικισμό. Όμηρος, Ιλιάδα, Β 716. 228 Ζακυθηνός, «Μελέται», ΕΕΒΣ 21, (1951), 191. 229 Ζακυθηνός, «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι και αι σλαβικαί τοπωνυμίαι», Ν. Εστία, 227
35 (1944) 538.
κατοίκων κατά των φεουδαρχών, ένα γεγονός που εν συνεχεία βοήθησε τον Σαμουήλ230 της Βουλγαρίας στην πραγματοποίηση των επεκτατικών του σχεδίων στην περιοχή. Επί Αλεξίου Γ΄ στο γνωστό υπέρ των Βενετών χρυσόβουλο του 1198, αναφέρεται το «χαρτουλαράτον Εζερού».231 20. Ετέρα Γαρδικία: Ήταν μικρή πόλη της Φθιώτιδας, τρία περίπου χιλιόμετρα από τη θάλασσα, κτισμένη στη θέση της αρχαίας Λάρισας Κρεμαστής (δες Β΄ τόμο). Η θέση της ήταν στρατηγική γιατί ήλεγχε την παράκτια οδό που συνέδεε τη Λαμία με τη Δημητριάδα και τον Αλμυρό. Ερείπια του βυζαντινού οικισμού βρέθηκαν στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης. Αυτά ήταν κάποια τμήματα του ασβεστοκτισμένου τοίχου καθώς και μια στέρνα όπου οι κάτοικοι αποθήκευαν το αναγκαίο νερό σε περίπτωση κινδύνου πολιορκίας. Στο «Τακτικόν» του 11ου αιώνα αναφέρεται η ύπαρξη της Επισκοπής Ετέρας Γαρδικίας. Όταν ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης πέρασε από την πόλη περί το 1165, την βρήκε κατεστραμμένη και να κατοικείται από λιγοστούς Έλληνες και Εβραίους232. Εντός του σημερινού οικισμού που ονομάζεται Πελασγία, βρίσκεται ο Ναός των Αποστόλων με λιγοστά πρωτοχριστιανικά ανάγλυφα, ενώ έξω από την πόλη υπάρχει η Ι. Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου που είναι κτίσμα των Βυζαντινών Χρόνων. Τέλος στο γειτονικό χωριό Γάβριανη της Μαγνησίας, μέσα στο βυζαντινό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου υπάρχει εντοιχισμένη επιτύμβια επιγραφή233. 21. Άλλες Επισκοπές της Θεσσαλίας που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με βεβαιότητα είναι: Αγίας, Βελάς (πρόκειται για διαφορετική Επισκοπή από την ομώνυμη της Ηπείρου), Βιαίνης, Καλλινδού, Κολυδρού (που δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα για το αν ταυτίζεται με τη σημερινή πόλη του Νομού Πιερίας), Κατρίας ή Καστρίας (μάλλον το Καστρί της Αγιάς), Λιτζάς (περιοχή μάλλον στη Βόρεια Ευρυτανία), Λιδωρικίου (ίσως η αρχαία φωκική πόλη Πυλαία), Μαρμαριτζάνων (ίσως η περιοχή της Μαρμαρίνης Αγιάς, αν και δεν συνηγορεί σ’ αυτή την κατεύθυνση η εξάρτηση της Επισκοπής, για κάποιο χρονικό διάστημα, από τη Μητρόπολη των Νέων Πατρών), Οξυμοκόβου ή Σμοκόβου, Πατζούνας, Πέτρας (ίσως της Πέτρας της Κερκινίτιδας ή Βοιβηίδας λίμνης), Ραδοβισδίου ή Δοβροχουβίστης, (πρόκειται για σλαβικά τοπωνύμια που προφανώς αναφέρονται στην περιοχή Άρτης και δυτικής Αργιθέας) και Χάρμαινας234 (κάπου στους πρόποδες της 230
V. Tapkova – Zaimovα, Autour de la penetration du tzar bulgare Samuel dans le régions de la Grèce, Byzantinobulgarica, 2 (1966), 237-9 και Α. Αβραμέα, ό.π. 175. 231 Ζακυθηνός, «Μελέται», ΕΕΒΣ, 18, (1948), 48. 232 Α. Αβραμέα, ό.π., 176. 233 Γιαννόπουλος, Μεσαιωνική Φθιώτις, 14-16. 234 Με το όνομα Χάρμαινα υπήρχε και οικισμός στην περιοχή του Φαναρίου της Καρδίτσας.
Όσσας/ Χάρμαινα (σλαβ.) =εκκλησία235). Άλλα εκκλησιαστικά πρόσωπα στη Θεσσαλία236 1 . 2 . 3 . 4 . 5 . 6 . 7 . 8 .
Ευστάθιος
531
Δαμιανός
880
Βαρθολομαίο ς Βαλόν ντε Νταμπιέρ Συμεών
1201
Ιωάννης Επιφάνιος Σωφρόνιος Α΄
1210
Επίσκοπος Γόμφων (Σύνοδος Ρώμης) Επίσκοπος Εζερού237 («Ψευδοφωτιανή» Σύνοδος) Λατίνος επίσκοπος Γαρδικίου Φθιώτιδας Λατίνος επίσκοπος Δομοκού
1218
Ορθόδοξος επίσκοπος Δομοκού
1218 (;) 12ος αι. 1425
Ορθόδοξος επίσκοπος Γαρδικίου Φθιώτιδας Μητροπολίτης Γαρδικίου Ζάρκου Ορθ. μητροπολίτης Γαρδικίου και Περιστεράς
[Τέλος δεν θα ασχοληθούμε με τις δυο άλλες Επισκοπές Διοκλητιανουπόλεως (Καστοριάς) και Καισάρειας (Ν. Κοζάνης) που ανήκαν στην Μητρόπολη Λαρίσης γιατί είναι έξω αpό το θεματικό κέντρο αυτής της εργασίας.]
235
M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, 98. Όπως αναφέρονται στο έργο του Χρ. Ντάμπλια, Η Ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Ηρόδοτος 2002, 129-136. 237 Δεν είναι εξακριβωμένο για ποιο Εζερό πρόκειται. (Καλλιπεύκη ή στην περιοχή Δομοκού). 236
Η Ανατολική Θεσσαλία το Μεσαίωνα 2 σελίδες
Κεφάλαιο 10ο Άλλες πόλεις, Ι. Μονές και τοπωνύμια της Θεσσαλίας με βυζαντινά κατάλοιπα238 238
Πηγές : Δ. Αγραφιώτης, Κ. Σπανός, … ό.π., σελ. 23 και J. J. Bjornstahl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας, 1779, Θεσ/κη 1979, 128-9.
Α΄ Στο νομό της Λάρισας 1. Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονα: Κτίσμα κάποιου Ανδρόνικου (Παλαιολόγου ή Κομνηνού). Απέχει 4 χλμ. ΒΑ της Αγιάς. Ό,τι σώζεται σήμερα από το μνημείο είναι κάποιες μεταβυζαντινές προσθήκες. 2. Άζωρος: Βρίσκεται 2 χλμ. νότια της σημερινής Άζωρου. Βρέθηκαν ερείπια πάνω από τον αρχαίο περραιβικό οικισμό της Υστερορωμαϊκής Εποχής καθώς και από την περίοδο του Ιουστινιανού. Σώζονται, στην περιοχή Παλιοκκλήσι, ερείπια του βυζαντινού ναού του Αγίου Αθανασίου239. 3. Άτραξ: Βρίσκεται 1 χλμ. ΒΔ του χωριού Κάστρο της Λάρισας, στην πλαγιά του όρους Τίτανος (Δοβρούτσι). Η πόλη κατοικούνταν ως τα μέσα της Πρωτοβυζαντινής Εποχής. Σήμερα δεν σώζεται κανένα αρχαιολογικό κατάλοιπο μετά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Η πόλη παύει να αναφέρεται μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα240. 4. Παναγία Βελίκα: Κτίστηκε κατά τον 12ο αιώνα. Κοντά σ’ αυτή, στη θέση Κάστρο, σώζονται υπολείμματα βυζαντινού φρουρίου, ενώ στην παραλία, στη θέση Κάβος, βρέθηκαν τμήματα κιόνων της Παλαιοχριστιανικής Εποχής. ΒΑ του κάστρου βρίσκεται η Ι. Μονή Ιωάννη του Θεολόγου όπου και βρίσκεται ένα θωράκιο που παριστά ένα σταυρό από τον 11ο αιώνα241. 5. Βερλίκι ή Κάβο-Δερματάς: Στο λόφο Βίγλα, ανάμεσα από τον κάβο και τη Μελίβοια, υπάρχουν ερείπια ενός βυζαντινού κάστρου242. 6. Κερκινίτις ή Βοιβηίς λίμνη: Πρόκειται για τη γνωστή αρχαία λίμνη που σήμερα είναι αποξηραμένη. Το βυζαντινό της όνομα Κερκινίτις, προφανώς οφείλεται στη μεγαλύτερη παρόχθια πόλη της εποχής. Το Καστρί ή Κερκίνειον. Άλλοι παρόχθιοι οικισμοί ήταν τα Κανάλια, η Πέτρα, η Κρυπούς και η Μέλισσα243. 7. Γρήμιανη: Τοπωνύμιο περιοχής κοντά στην πηγή Μάτι του Τυρνάβου. Σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, που εκδόθηκε το 1336, το Μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας της Ελασσόνας είχε ως μετόχι στην περιοχή τη μικρή Ι. Μονή των Ασωμάτων244. 8. Γρούβιανη: Υστεροβυζαντινός οικισμός που αναφέρεται ότι κατακτήθηκε από Αλβανούς κατά τα μέσα του 14ου αιώνα. Βρισκόταν μεταξύ των χωριών Ποταμιά και Αετόλοφος της Αγιάς. Βρέθηκαν βυζαντινά όστρακα και τάφοι της 239
Αρβανιτόπουλος,, ΠΑΕ 1914, 190, A. Αβραμέα, ό.π., 85, Θ. Τζαφάλιας, 42 Ανέκδοτες επιγραφές από την Περραιβία, Θ. Η. Η΄, www.elassona.com.gr/m-elassona/perraibikhtripolis/ azoros.php. 240 Fr. Hild, ό.π., σελ. 28, Στ. Βυζάντιος, 143, 611, Κ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσ. Ιστορία, Β΄ τόμος. 241 Δ. Αγραφιώτης, ό.π., σελ. 33. 242 Fr. Hild, ό.π., 33. 243 Fr. Hild, ό.π., 35, Γ. Κορδάτος, 92-96. 244 Κ. Σπανός, ό.π., 41.
υστεροβυζαντινής Εποχής245. 9.Δάμασις: ήταν βυζαντινό οχυρό και πόλη ΒΔ του σημερινού Δαμασίου. Το κάστρο είχε μεγάλη στρατηγική σημασία γιατί ήλεγχε τη στενή στο σημείο αυτό κοιλάδα του Τιταρήσιου και την γνωστή από τον πόλεμο του 1897 κλεισούρα Ρεβένι. Στις αρχές του 13ου αιώνα κυρίαρχος του κάστρου ήταν ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος. Το 1333 η πόλη κατελήφθη από τον Ιωάννη Ορσίνι της Ηπείρου, ενώ το 1354 η πόλη έπεσε στα χέρια του διεκδικητή του σερβικού θρόνου Ραντισλάβ Χλάπεν(ος). Σήμερα διατηρείται σχεδόν ολόκληρος ο περίβολος της οχύρωσης, τμήμα ενός πύργου κι ενός ορθογώνιου κτιρίου (μάλλον φυλακίου). Το κάστρο χρησιμοποιήθηκε, αφού προφανώς επισκευάστηκε, από τους Οθωμανούς, μετά την κατάληψη της Θεσσαλίας. Οι εισβολείς μετονόμασαν την πόλη σε Τσαΐ Χισάρ (= κάστρο του ποταμού)246, μια ονομασία, όμως, που δεν άντεξε στο χρόνο. 10. Διαβατό: Υστεροβυζαντινός οικισμός, λίγο ψηλότερα από την πιθανολογούμενη θέση της μακεδονικής πόλης Φίλα, 3 χλμ. ΒΑ του σημερινού Πυργετού της Λάρισας. Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή ονομάστηκε Μπουρουβάρια (τουρκ. =χαμένοι άνθρωποι). Οι κάτοικοι της κατά το 17ο αιώνα, μετά από επιδημία πανώλης, ίδρυσαν τον Πυργετό που κατοικήθηκε κι από κατοίκους της γειτονικής Αβαρνίτσας (περιοχή Παλαιάς Σκοτίνας Πιερίας). Ο Στέφανος Βυζάντιος τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται στη Φίλα, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν αυτή κατοικούνταν την εποχή του. Η παρουσία πέντε ναών στην περιοχή φανερώνει κοντινή κατοίκηση. Ο περιηγητής Heusey αναφέρει στις αρχές του 19 ου αιώνα ότι στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου της περιοχής βρήκε κτίσμα βαπτιστηρίου πρώιμης Χριστιανικής Εποχής. Σε μερικούς ιστορικούς φαίνεται πιθανό ότι εκεί βρισκόταν το βυζαντινό Λυκοστόμιον247. 11. Δοβρούτσι: Βουνό Δυτικά της Λάρισας. Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό. Η αρχαία ονομασία του βουνού ήταν Τίτανος248. Σήμερα η κορυφή του κατακλύζεται από κεραίες. 12. Δογάνη: Είναι η σημερινή Ανάβρα της Αγιάς. Πρόκειται για τοπωνύμιο είτε αλβανικό είτε ιταλικό. Ελάχιστα διάσπαρτα όστρακα της βυζαντινής εποχής είναι τα μοναδικά ευρήματα. Πιθανώς στην περιοχή να υπήρχε τελωνείο (dogana= τελωνείο στην ιταλική γλώσσα) για τα αλιεύματα της γειτονικής λίμνης Βοιβηίδας249. 13. Δρίσκολη: Η σημερινή Κρήνη Φαρσάλων. Γνωρίζουμε την 245
Δ. Αγραφιώτης, ό.π., 41, Γ. Κορδάτος 489. Fr. Hild, ό.π., σελ. 42, Καντακουζηνός, 1, 474, Θ. Μπεκιάρης, «Τοπωνύμια του Δαμασίου», Θ. Η. 7 (1986), 165171. 247 Κ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄ 2007, 64. 248 Κ. Οικονόμου, ό.π., κεφάλαιο με την ετυμολόγηση των κυρίων θεσσαλικών ονομάτων, σελ. 147. 249 Δ. Αγραφιώτης, ό.π., 46. 246
ύπαρξη της πόλης καθ’ όλη την Βυζαντινή Περίοδο μόνο μέσω έμμεσων πηγών (βυζαντ. βιβλιογραφία). Παρατηρείται παντελής απουσία σχετικών ευρημάτων250. 14. Ελασσών: Η βυζαντινή, όπως και η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη σε ύψωμα βορείως της σημερινής πόλης, εκεί που βρίσκεται η Ι. Μ. Ολυμπιωτίσσης. Τα τείχη της στρατηγικής αυτής πόλης ανακαινίστηκαν τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό (φρούριο Λοσσόνος). Το όνομα Ελασσόνα συναντάται πρώτη φορά σε κείμενα του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης. Η ίδρυση της Ι. Μονής Παναγίας Ολυμπιώτισσας ανάγεται σε εποχή πριν το 1342. Αυτή τη χρονολογία εκδόθηκε σιγίλλιο251 του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ που αναφέρει για πρώτη φορά την ύπαρξη της Ι. Μονής: «… εις το όνομα τιμωμένης της υπεράγνου δεσποίνης και Θεομήτορος και επικεκλημένης της Ολυμπιωτίσσης, ανεγερθέντι εντός του κάστρου Ελασσόνος …». Το 1333 το κάστρο της πόλης έπεσε στα χέρια του Ιωάννη Ορσίνι της Ηπείρου. Το 1336 ένα χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου επικυρώνει στην Ι. Μονή της Ελασσόνας διάφορα εξαρτήματα – μετόχια (Στάριτσα – Τσαριτσάνη, Ραδοσίβια, Α. Θεόδωροι Σπαρμού, Ι. Μ. Ασωμάτων Γρήμιανης, Έζοβο, Μυρίχοβο, κ.α.). Στις Notitiae του Ανδρόνικου Γ΄ η Ελασσόνα ήταν έδρα Αρχιεπισκοπής. Ο υπόλοιπος βυζαντινός οικισμός ήταν στους πρόποδες του κάστρου μέχρι τις όχθες του Ελασσονίτικου ποταμού. Σώζεται σήμερα, εντός της Ι. Μονής το Καθολικό του 1300 μ. Χ. περίπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μονή λεηλατήθηκε από τους Ιταλούς κατακτητές (1941-32). Τότε εκλάπη ένα σπουδαίο κειμήλιο, η λεγόμενη «ζώνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας»252. Επισκοπή Ελασσόνας253 Συμεών (; )-879 (Λευκής) Γρηγόριος (;) Α' Δημήτριο 1250-(; ) ς (Ξηρός) ~ Δαμασκην (;) ός Α' Ματθαίος 1461-(; )
~
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι το 1971 σε οικόπεδο στη συνοικία Βαρόσι της πόλης βρέθηκαν ερείπια παλαιοχριστιανικής 250
Α. Αβραμέα, ό.π., 110, Fr. Hild, ό.π., 49. Σύμφωνα, πάντως, με τον Κ. Σπανό το έγγραφο αυτό δεν είναι γνήσιο. 252 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων κατακτητών», εφημ. Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, 27/10/07, σ. 49. 253 www.elassona.com.gr/m-elassona/ime/index.php 251
βασιλικής διαστάσεων δαπέδου 4,2 επί 9,2 μέτρων. Το ψηφιδωτό δάπεδο της εκκλησίας αποκολλήθηκε και μεταφέρθηκε για συντήρηση στην Μητρόπολη της Ελασσόνας. Κάτω από αυτό το δάπεδο βρέθηκαν δυο τάφοι κάποιων, προφανώς, σημαντικών προσώπων, ίσως αγίων. Η βασιλική χρονολογείται από τον 5ο αιώνα254. 15.Ευρυμένη: Βρισκόταν κοντά στο λιμάνι του Στομίου. Το φρούριο ήταν κτισμένο πάνω στην αρχαία πόλη Ευρυμενές και ήλεγχε τον παραλιακό, παρακαμπτήριο των Τεμπών, δρόμο. Λείψανα τείχους Βυζαντινής Εποχής σώζονται στη θέση Παλιόπυργος, ενώ κοντά στο λιμάνι βρέθηκαν τάφοι του 5ου και 6ου αιώνα μ. Χ.255. 16. Οικονόμειος, Κομνήνειος, Ι. Μονή Θεομήτορος ή Αγίου Δημητρίου: Η Ι. Μονή είναι κτισμένη στις πλαγιές της Όσσας σε υψόμετρο 350 μέτρων. Το Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου είναι κτισμένο στη θέση παλαιότερης Μονής της ονομαζόμενης Πανάγνου Θεομήτορος Παρθένου. Ο Σωτηρίου πίστευε ότι εκεί κοντά υπήρχε οικισμός με το όνομα Οικονομείο. Αλλά Οικονομείο πιθανότατα σημαίνει το χώρο που βρίσκονταν οι αποθήκες της Ι. Μονής. Διατηρείται το καθολικό του 13ου αιώνα χωρίς τον τρούλο. Υπάρχουν τέσσερα μικρά ναϋδρια ένα σε κάθε γωνιά του Καθολικού. Έχουν εντοιχιστεί μέλη προχριστιανικής και 256 Πρωτοχριστιανικής Εποχής .Τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη έργο εγκιβωτισμού των υπογείων υδάτων κάτω από τη Μονή, ώστε να μη θίγονται στο εξής τα θεμέλια της από τη διάβρωση. 17. Καστρί ή Κερκίνεον: Εδώ πιθανώς βρισκόταν η Επισκοπή Καστρίας ή Εικόνα 14 Λείψανα από την οχύρωση του βυζαντινού Καστρίου Κατρίας που αναφέρεται μεταξύ του 11ου και 14ου αιώνα. Εκεί κτίστηκε αμυντικός πύργος, η τοιχοποιία του οποίου ανακαινίστηκε επί Ιουστινιανού. Το 1325 το Καστρί ήταν στην κατοχή κάποιου από τη γενιά των Μελισσηνών, που όντας υποτελής των Καταλανών, είχε δώσει την αδελφή του στον επικεφαλής της Καταλανικής Εταιρίας Odon de Novelles. Το 1333 το κάστρο κατελήφθη από τον Κων/νο Μονομάχο, ενώ το 1350 από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Το 1380 το Καστρί ονομαζόταν Castel del 254
Κ. Λάζαρη, Ι. Μ. Παναγίας Ολυμπιώτισσας, Ελασσόνα 2002, σελ. 15-17, Κ. Γαλλής, «Μια πρωτοχριστιανική βασιλική στην Ελασσόνα», Θ. Η. ,Δ΄ (1983), 17-21, Fr. Hild, ό.π., σελ. 52. 255 Κ. Σπανός, ό.π., 52. 256 Σωτηρίου, ΕΕΒΣ (1928), 348-375, Κ. Σπανός, Επιγραφές … ,4,8-9,16-18,20, Πορφύριος Ουσπέσκι, «Το βυζαντινό Μοναστήρι της Όσσας Παναγία του Οικονομείου», μτφρ. Κ. Γκριτζώνς, Θ. Η., 53,59.
Espaniol από τον Misili de Novelles Senyor, που ήταν διάδοχοςκληρονόμος του ελληνο-καταλανικού οίκου της Δημητριάδας. Σήμερα σώζονται ερείπια τειχών (εικόνα 11), ενώ αρκετοί μικροί πύργοι με αρκετές φθορές σώζονται ως τις μέρες μας. Στην κορυφή του υψώματος υπήρχε ο κεντρικός πύργος και η στέρνα. Τέλος κοντά στις όχθες της πρώην λίμνης Βοιβηίδας σώζονταν (1975) ερείπια πύργου ή μάλλον βίγλας που ήλεγχε για πιθανούς εισβολείς με πλωτά μέσα257. 18. Κενταυρόπολις: Ήταν βυζαντινό φρούριο πολύ κοντά στη Σκήτη της Αγιάς. Οχυρώθηκε επί Ιουστινιανού. Σήμερα στην περιοχή σώζονται υπολείμματα ενός πύργου και κυκλικών τειχών258. 19. Κόκκινο Νερό: Παλαιότερα πιστεύονταν ότι εκεί βρισκόταν η αρχαία Ευρυμένη. Σήμερα σώζονται ΒΑ του οικισμού υπολείμματα μεταβυζαντινού οχυρού, ενώ στην περιοχή Τσιλιγιώργης υπολείμματα βυζαντινού πύργου καθώς και η θεμελίωση ενός ναΐσκου που, κατά τον Νικονάνο, ανάγεται στα τέλη του 12ου αιώνα. Τέλος υπάρχουν ίχνη ενός τμήματος λιθόστρωτου δρόμου, περί τα 100 μέτρα, που οδηγούσε στην Ι. Μ. Θεομήτορος του Στομίου259. Πάνω από την ομώνυμη πηγή βρίσκεται ένα γεφύρι με στοιχεία παλαιοχριστιανικής κατασκευής, το οποίο πήρε τη σημερινή του μορφή το 1719. Από αυτό260 λέγεται πως πέρασε ο Αλέξιος Α’ το 1084 κατευθυνόμενος προς την πολιορκημένη από τους Νορμανδούς πόλη της Λάρισας. 20. Κούκουρα: Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό και αναφέρεται στην Αμυγδαλή της Αγιάς, την παλιά Κουκουράβα. Σε ένα έγγραφο του Επισκόπου Δημητριάδας Μιχαήλ Πανάρετου (1279), για το Μοναστήρι της Ν. Πέτρας, αναφέρεται ο Ι. Ν. Θεοτόκου Κούκουρας. Σήμερα σώζονται ερείπια μικρής βυζαντινής εκκλησίας του 8ουθ ή 9ου αιώνα στην Αμυγδαλή261. 21. Κράνειος Ιερά Μονή : Πρόκειται για Μοναστήρι της Μεσοβυζαντινής Εποχής που βρισκόταν στην Κρανιά του Κάτω Ολύμπου. Κατά τα τέλη του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα ο ηγούμενος της Ι. Μονής Ιωάννης Ιβηρίτης262 αναχώρησε από την περιοχή και ίδρυσε την Ι. Μ. Ιβήρων στο Άγιο όρος 263. Η Μονή της Κρανιάς βρισκόταν ίσως εκεί που βρίσκεται ο σημερινός Ι. Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην βορειοανατολικό άκρο του 257
Fr. Hild, ό.π., 57, Προκόπιος δ΄4, Κορδάτος, 171-3. Αβραμέα, ό.π., 83, Προκόπιος δ΄3. 259 Νικονάνος, 108-114, Κ. Σπανός, Fr. Hild, ό.π., σελ. 61. 260 Παλαιότερα η επικρατούσα άποψη ήταν ότι ο Αλέξιος πέρασε από το πετρογέφυρο του Πηνειού κοντά στο Ομόλιο. Νεότερε όμως έρευνες τοποθετούν χρονικά την κατασκευή αυτού του πετρογέφυρου τον 18ο αιώνα (1729). 261 Αβραμέα, ό.π., σελ. 113, Fr. Hild, ό.π., σελ. 63. 262 Ιβηρίτης, σημαίνει ο καταγόμενος από την Ιβηρία, που εκείνη την εποχή ονομαζόταν η περιοχή του Καυκάσου (Γεωργία). 263 Γ. Μπασλής, Η Κρανιά του Ολύμπου (εισαγ.). 258
χωριού. Μια άλλη Ιερά Μονή , αυτή του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου/ Αγίας Παρασκευής, υπήρχε κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας 3 χλμ. ΒΑ του χωριού. 22. Κρύπους: Χωριό που υπήρχε λίγο νοτιότερα της Πέτρας στις όχθες της λίμνης Κάρλας. Το χωριό αναφέρεται την περίοδο 12661276 σαν ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής της Μακρυνίτισσας (Μακρινίτσας)264. 23. Λόετρον: Πρόκειται για το χωριό Λουτρό της Ελασσόνας. Αναφέρεται σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1336) με το οποίο οριζόταν η περιοχή δικαιοδοσίας της Επισκοπής Σταγών. 24. Λυκοστόμιον (Τεμπών)-Κάστρο της Ωριάς: Ορισμένοι τοποθετούν το Λυκοστόμιο στην περιοχή του Πυργετού (Διαβατό). Πιθανότερη όμως τοποθεσία φαίνεται πως είναι οι βόρειες πλαγιές της Όσσας, εντός της κοιλάδας των Τεμπών, στην περιοχή του λεγόμενου Κάστρου της Ωριάς. Στην πρώιμη Βυζαντινή Εποχή ήταν η έδρα της Επισκοπής των Θεσσαλικών Σαλτών που ανήκε στην Ιερά Μητρόπολη της Λάρισας. Ο Επίσκοπός της Περραίβιος, υπογράφει, μεταξύ άλλων, τα πρακτικά της Συνόδου της Εφέσου (431). Κατά τις επιδρομές των Σλάβων (7ος-8ος αι.) ο οικισμός καταστράφηκε. Στην Notitia του 13ου αιώνα η Επισκοπή ονομάζεται πλέον Λυκοστομίου. Το 1333 το Λυκοστόμιο κυριεύθηκε από τον Ιωάννη Μονομάχο. Το 1340 επισκέφθηκε την πόλη ο Μητροπολίτης Λάρισας Αντώνιος, ενώ το 1350 η περιοχή περιήλθε στα χέρια του Καντακουζηνού. Τα ερείπια του κάστρου της Ωριάς είναι προσπελάσιμα μόνο από τα Αμπελάκια. Κάτω ακριβώς από το κάστρο αυτό βρέθηκαν ίχνη οχύρωσης, ίσως φραγκικής265. 25. Μεγαλόβρυσο-Νιβόλιανη: Στο μεταβυζαντινό μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1639) βρέθηκαν όστρακα του 11ου και του 14ου αιώνα. Ο κυρίως ναός της Ι. Μονής ανάγεται στην Υστεροβυζαντινή εποχή266. 26. Μέλισσα: Βρισκόταν στη δυτική όχθη της παλιάς λίμνης Βοιβηίδας. Σε αργυρόβουλο του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου (1266) η Μέλισσα επικυρώθηκε ως ιδιοκτησία του μοναστηριού της Μακρινίτισσας267. 27. Παλιόπυργος: Είναι κτισμένος κοντά στις εκβολές του Πηνειού ποταμού. Στην περιοχή υπήρχαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ερείπια ενός βυζαντινού πύργου που ονομαζόταν Παλιόπυργος ή Καστρί. Δυστυχώς οι πέτρες του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους του Παλιόπυργου (τουρκ. 264
Fr. Hild, ό.π., σελ. 64. Fr. Hild, ό.π., σελ. 72. 266 Κορδάτος, 462, Δ. Αγραφιώτης, ό.π., 75. 267 Fr. Hild, ό.π., 76. 265
Νυχτερέμι) για οικοδομικές εργασίες268. 28. Πέτρα Βοιβηίδος: Ήταν κτισμένη στην κορυφή ενός συμπαγούς βραχώδους υψώματος κοντά στις ΝΔ όχθες της λίμνης Κάρλας, ακριβώς πίσω από το σημερινό χωριό Σωτήριο της Λάρισας. Το 1276 η περιοχή της Πέτρας διαμοιράστηκε μεταξύ των Ι. Μονών της Μακρινίτισσας και της Θεοτόκου Πέτρας. Η κορυφή ενός γειτονικού στην Πέτρα λόφου ονομαζόταν Αρμενόπετρα ή Αρμενονήσι (από τον μυθικό βασιλιά Άρμενο, που, κατά τον Στράβωνα, συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία). Την ίδια χρονιά και η Αρμενόπετρα διαμοιράστηκε μεταξύ των ίδιων Μονών. Στην Πέτρα βρέθηκαν ερείπια, που, κατά τον Fr. Hild, ίσως να είναι τα υπολείμματα της Ι. Μονής Θεοτόκου Πέτρας269. 29. Πηνειός – Σαλαμβριάς ποταμός: O Πηνειός κατά το Μεσαίωνα μετονομάστηκε σε Σαλαμπριά. Πρώτη γραπτή αναφορά στο νέο τοπωνύμιο έχουμε από την Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα Ο Ιωάννης Τζέτζης θεωρεί την ονομασία βαρβαρική. Ο Άραβας γεωγράφος Edrisi ονόμαζε τον Πηνειό ποτάμι του Λυκοστομίου270. 30. Πλαβίτσα: Οικισμός τον οποίον διέσχισε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός κατά την εκστρατεία του κατά των Νορμανδών (Αλεξιάς 5,3). Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή εκεί στρατοπέδευσε ο στρατός του πατέρας της. Ίσως να πρόκειται για το χωριό Ποταμιά ή την Πλασιά της Αγιάς271. 31. Πύθιον – Σέλος: Το αρχαίο Πύθιον της Περραιβικής Τρίπολης272 αναφέρεται και στην Πρωτοβυζαντινή Εποχή. Το φρούριό της ήλεγχε το δρόμο που οδηγούσε στα Στενά της Πέτρας. Στο λόφο Άγιοι Απόστολοι σώζονται ερείπια και από την Πρωτοβ. Εποχή, όπως θεμέλια πύργου και οχύρωσης, ασκηταριά (1339) με τοιχογραφίες273. Ζημιές σε μνημεία της περιοχής προξένησαν οι Γερμανοί κατακτητές. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησαν για … προσάναμμα κατά την παρασκευή του φαγητού τους ιερές εικόνες (!) άγνωστης χρονολογίας και πιθανώς ανεκτίμητης αξίας274. 32. Ρεβένικος: Σύμφωνα με την περιγραφή των συγκρούσεων Αλέξιου Α΄ και Νορμανδών έξω από τη Λάρισα που κάνει η Άννα Κομνηνή, ο Ρεβένικος έρεε νοτίως της Λάρισας. Είναι το ποτάμι που πηγάζει από τις Κυνός Κεφαλές – Χαλκοδώνιο όρος και χύνεται στον Πηνειό. Παλαιότερα χυνόταν στη Βοιβηίδα λίμνη. Η περιοχή-οικισμός των πηγών του ποταμού ονομαζόταν επίσης Ρεβένικος και ήταν η διάδοχος πόλη της αρχαίας Σκοτούσσας. Το 268
Α. Αβραμέα, ό.π., 80, Fr. Hild, ό.π., 83, Α. Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος. Γιαννόπουλος, Βυζαντιναί Μοναί, 1, 220, Fr. Hild, ό.π., 85. 270 Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, β΄29-31, Σκυλίτσης, 341, Ν. Χωνιάτης 604, Fr. Hild, ό.π., 86. 271 Α. Αβραμέα, 38, 84, Α. Κομνηνή 5,3, Δ. Αγραφιώτης, 88. 272 Κ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄ , 36,37. 273 Fr. Hild, ό.π., 90. 274 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων …», εφημερίδα Ε.Τ. της Κυριακής, 27/10/07, 49 . 269
1198 στο γνωστό μας χρυσόβουλο υπέρ των Ενετών αναφέρεται η περιοχή αυτή με το όνομα «Επίσκεψις Γρεβένικων»275. 33. Ριζούς: Βρισκόταν κοντά στην περιοχή Ταρσανάς, 2 χλμ. βόρεια του ακρωτηρίου Βερλίκι (Δερματάς). Η πόλη παρά την αραίωσή της από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα276, αναφέρεται και στην Πρωτοβυζαντινή Εποχή. Κοντά στο χείμαρρο της Παλιουριάς βρέθηκαν ερείπια βυζαντινού ναού, ενώ στη θέση Μονόπετρα υπάρχουν ερείπια βυζαντινής μονής277. 34. Στάριτσα: Βρισκόταν στην περιοχή της Τσαριτσάνης (θέση Παλιοχώρι). Η πόλη (με το σλαβικό τοπωνύμιο) αναφέρεται σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1336), όπου επικυρώνονται οι ιδιοκτησίες της Ι. Μ. Παναγίας Ολυμπιώτισσας278. 35. Σφαρημός – Σπαρμός: Ο οικισμός βρισκόταν στον Όλυμπο κοντά στη Ι. Μονή της Αγίας Τριάδας. Αναφέρεται στο χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ (1336). Σώζεται το καθολικό της Ι. Μονής, που είναι πάντως νεότερο κτίσμα (1602)279. 36. Σωτηρίτσα – Κάπιστα: Το παλιό χωριό είναι η λεγόμενη Άνω Σωτηρίτσα. Το τοπωνύμιο Κάπιστα είναι σλαβικό και σημαίνει θυσιαστήριο280 (ναός;). Στην Κάτω Σωτηρίτσα, στην περιοχή Άγιος Ιωάννης βρέθηκαν όστρακα και κεραμίδια διάσπαρτα σε μεγάλη περιοχή καθώς και ερείπια ορθογωνίου κτίσματος της Βυζαντινής Εποχής281. 37. Τέρναβος: Ο μεσαιωνικός οικισμός, πρόδρομος του Τυρνάβου, βρισκόταν 3 χλμ. δυτικά της αρχαίας Φάλαννας. Τέρναβος ονομαζόταν και το όρος της Μελούνας, που αναφέρεται στο συναξάρι του Αγίου Νικολάου του Νέου. Σε έγγραφα του Μοναστηριού της Νέας Πέτρας Πηλίου αναφέρεται χωριό ονόματι Τρίνοβος (1274, 1277). Ο νεότερος Τύρναβος ιδρύθηκε από τον Τουραχάν Μπέη, τον Οθωμανό κατακτητή της Θεσσαλίας. Αυτός συνοίκησε στη νέα πόλη τους κατοίκους των γύρω μικρών μεσαιωνικών οικισμών (Γρήμιανη, Τέρναβος, κ.α.)282. Β΄ Στο Νομό της Μαγνησίας 1.Άγιος Λαυρέντιος: Μοναστήρι του Πηλίου που απέχει περίπου 10 χλμ από το Βόλο. Το καθολικό της Μονής κτίστηκε το 1704 275
Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, β΄27, Στ. Βυζάντιος, 578, Γεωργιάδης, Θεσσαλία …, 69, Fr. Hild, ό.π., 91. Κ. Οικονόμου, ό.π., 51,53. 277 Σ. Βυζάντιος, 545, Γεωργιάδης, ό.π., 222, Fr. Hild, ό.π., 92. 278 Fr. Hild, ό.π., 91. 279 Κ. Σπανός, ό.π., 99. 280 Υπάρχει και η άποψη, που μάλλον είναι η ορθότερη της Α, Βογιατζή: kapija = πύλη, είσοδος. [Άννα Βογιατζή, Σερβο – Ελληνικό Λεξικό, Θεσ/κη 1997] 281 Δ. Αγραφιώτης, ό.π., 100. 282 Στ. Βυζάντιος, 655, Α. Αβραμέα, ό.π., 88-90, Fr. Hild, ό.π., 101. 276
πάνω στα ερείπια ενός παλαιότερου (1378) Ναού. Το 1378 είναι το έτος ιδρύσεως της Ι. Μ. Αγίου Λαυρεντίου. Πιο πριν στο ίδιο μέρος υπήρχε άλλη Ι. Μονή αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στον Προφήτη Ηλία. Ιδρυτές – κτήτορες ήταν ο Αλέξιος Γ΄ από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στο διάστημα της Λατινοκρατίας, μετά το 1204, εκεί είχε ιδρυθεί από Αμαλφινούς283μια ρωμαιοκαθολική μονή στο όνομα του Αγίου Ανδρέα. Στην Ι. Μονή σώζονται σήμερα κιονόκρανα από την Αρχαιότητα μέχρι τη Βυζαντινή Εποχή, ανάγλυφα βυζαντινής αλλά και λατινικής προέλευσης καθώς και ένα βυζαντινό ηλιακό ρολόι284. 2. Βελεστίνο: Ο βυζαντινός οικισμός ήταν κτισμένος πάνω από την αρχαία πόλη των Φερών και αναφέρεται από τις πηγές με την παλαιά της ονομασία μέχρι το τέλος της Πρωτοβυζ. Εποχής. Κοντά στο γειτονικό Σέσκλο βρέθηκαν υπολείμματα της παλαιάς οδού Δημητριάδας – Λάρισας, της λεγόμενης Βελεστινόστρατας. Στον κοντινό της περιοχή λόφο, Σπαρτιά, υπήρχε φυλάκιο της Βυζαντινής Εποχής, για τον έλεγχο της οδού. Η παλιά ονομασία Φεραί ξεχάστηκε μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Βελεγιζήτες Σλάβους. Ο οικισμός, με το σλαβικό πλέον όνομα Βελεστίνο, αναφέρεται, για πρώτη φορά, στις επιστολές του πάπα Ιννοκέντιου (1208), όπου ορίζεται κυρίαρχος της περιοχής ο βαρώνος Berthold von Katzenellenbogen . Από τα μέσα του 13ου αιώνα το Βελεστίνο εμφανίζεται ως έδρα Επισκοπής. Το 1259 η περιοχή (κορατωρία) του Βελεστίνου υπαγόταν στο Θέμα Αλμυρού, ενώ από το 1280 το Βελεστίνο αναφέρεται ως χωριστό θέμα. Από την Βυζ. Εποχή βρέθηκαν μόνο χριστιανικοί τάφοι κοντά στον αρχαίο ναό των Φερών285. 3. Βελεχατούια: Γενική ονομασία, σλαβικής προέλευσης, της βόρειας περιοχής της επαρχίας Αλμυρού. Κατά τη διανομή των εδαφών της Ελλάδας στους Φράγκους κατακτητές, η επαρχία αναφέρεται ως Βελαχατουία (Provincia Velechative) ή Επίσκεψις Βελεχατουίας. Η προέλευση του τοπωνυμίου οφείλεται στους Βελεγιζήτες Σλάβους που εγκαταστάθηκαν γύρω στο 677 στην περιοχή αυτή. Παλιότερη ονομασία της περιοχής ήταν η Βελζητία. Γνωστότερος ηγέτης αυτών των Σλάβων ήταν ο Ακάμηρος (799). Το τοπωνύμιο ίσως εξηγείται ετυμολογικά από τη δεύτερη ομάδα των Σλάβων εποίκων που έφτασαν στην περιοχή το 720. Αυτοί ήταν οι Βερζήτες. Τέλος ίσως το χωριό Λεβάχη και η γη των Λεβαχάτων, που βρίσκουμε στις πηγές, να ήταν εδώ286. 4. Γόλος – Βόλος: Αναφερόμαστε φυσικά στο γνωστό Βόλο τη 283
Πρόκειται για Ιταλούς από το Αμάλφι. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και αυτοί προνόμια αντίστοιχα των τριών άλλων ιταλικών κοινοτήτων (Ενετίας, Γένουας, Πίζας). 284 Fr. Hild, ό.π., 22. 285 Στ. Βυζάντιος, 662, Α. Αρβανιτόπουλος ΠΑΕ, 1911, 301, Α. Αβραμέα, ό.π., 112, Γ. Κορδάτος, 151, Fr. Hild, ό.π., 31. 286 Θεοφάνης, Χρονογραφία, 1, 473, Α. Αβραμέα, ό.π., 29, 64, 120, Fr. Hild, ό.π., 32.
σημερινή πρωτεύουσα της Μαγνησίας. Η βυζαντινή πόλη – κάστρο βρισκόταν στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Ιωλκού στα δυτικά της σημερινής πόλης. Μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται με το προγενέστερο όνομά της. Τους επόμενους αιώνες θα πέσει σε αφάνεια καθώς βρισκόταν στη σκιά της Δημητριάδας. Το 1333 αναφέρεται ότι η πόλη – κάστρο του Γόλου έπεσε στα χέρια του βυζαντινού στρατηγού Ιωάννη Μονομάχου. Σε έγγραφο του 1359, ο Σέρβος ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης Συμεών Ουρός παραχώρησε στην Ι. Μονή Ζαβλαντίων τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των αλυκών του Βόλου. Από το 1393 το φρούριο του Γόλου στεγάζει την Οθωμανική φρουρά. Από τότε αρχίζει η ανάπτυξη της πόλης. Σύμφωνα με ορισμένους το τοπωνύμιο Γόλος είναι σλαβικό ενώ κατά τη γνώμη των περισσοτέρων ερευνητών προέρχεται από την αρχαία ονομασία Ιωλκός. Σώζονται ερείπια του βυζαντινού Γόλου καθώς και πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοχριστιανικών ναών , κυρίως από την εποχή του Μ. Θεοδοσίου. Δυτικότερα του κάστρου βρέθηκε πρωτοχριστιανικό και βυζαντινό κοιμητήριο287. 5. Δρόγγος: Σλαβική ονομασία του όρους που ήταν κτισμένη η Ι. Μ. Μακρυνίτισσας, πάνω από το Βόλο. Αναφέρεται σε διάφορα έγγραφα της Μονής του 13ου αιώνα288. 6. Δρυανούβαινα: Βυζαντινή ονομασία της Πορταριάς αλλά και του Κατωχωρίου Βόλου. Αναφέρεται σε έγγραφα της Ι. Μ. Νέας Πέτρας που είχε κτιστεί το 1271 πάνω από την Πορταριά. Τον 14ο αιώνα η περιοχή ήταν γνωστή με το όνομα «Θέμα Δρυανούβαινας». Αργότερα η Ι. Μονή ονομάστηκε Πορταρ(ε)αία, έτσι και ο γειτονικός, εξαρτημένος από τη Μονή, οικισμός ονομάστηκε Πορταριά. Στο Κατωχώρι (Κάτω Δρυανούβαινα) βρισκόταν η Ι. Μονή της Θεοτόκου. Κοντά σ’ αυτήν υπήρχαν δύο ακόμα μικρότερες Ιερές Μονές, αυτές των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Νικολάου του Ξυλόπα, τα οποία το 1274 παραχωρήθηκαν στην Ι. Μ. Νέας Πέτρας. Σήμερα στον Άγιο Νικόλαο Πορταριάς σώζονται εντοιχισμένα τμήματα του παλαιότερου βυζαντινού ναού289. O Δήμος Πορταριάς για την Παναγία Ποτραρέα Ο μονόχωρος ξυλόστεγος ναΐσκος της Παναγίας Πορταρέας στην Πορταριά χτίστηκε τον 16° αι. πάνω στο βυζαντινό μονύδριο της Παναγίας Πορταρέας Εργασίες συντήρησης που έγιναν τα τελευταία χρόνια στο μνημείο απέδειξαν ότι από τον αρχικό βυζαντινό ναό διασώζονται στα χαμηλά μέρη της βόρειας, νότιας και ανατολικής πλευράς τμήματα της τοιχοποιίας και ότι αυτός είχε τις ίδιες διαστάσεις με εκείνες του ναού του 16ου αι. Η μικρή αυτή μονή ήταν όπως πληροφορούμαστε από τις πηγές, αρχαιότερη από την 287
Καντακουζηνός, 3, 473, Α. Αβραμέα, ό.π., 108, Fr. Hild, ό.π., σ. 38. Fr. Hild, ό.π., σ. 49. 289 Fr. Hild, ό.π., σ. 50. 288
μονή Προδρόμου Νέας Πέτρας, στην οποία και ανήκε μετά την ίδρυση της ( (1972) η χρονολογία ανέγερσης της τοποθετείται με πολύ πιθανότητα στο πρώτο μισό του13ου αι.) Στον ναί'σκο υπάρχουν τοιχογραφίες του 16ου αι. http://www.portaria.gr/PanagiaPortarea.asp
7. Ζαγορά : Σλαβικής προέλευσης ονομασία του Πηλίου κατά τη Βυζαντινή και Υστεροβυζαντινή Εποχή. Στη σλαβική γλώσσα Ζαγορά σημαίνει τόπος πίσω από το βουνό. Έτσι αρχικά Ζαγορά ονομαζόταν το πίσω (Ανατολικό) μέρος του Πηλίου, όπου βρίσκεται και η ομώνυμη κωμόπολη290. 8. Κανάλια: Στα Κανάλια, που βρίσκονταν στις νότιες όχθες της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας, έφτανε ένας βυζαντινός δρόμος από την περιοχή της Αγιάς, την Κενταυρόπολη και το Κεραμίδι. Για τη φύλαξη αυτής της οδού είχαν κτιστεί σε λόφο πάνω από τα Κανάλια τρεις πύργοι. Στα Κανάλια υπήρχε η Ι. Μονή του Αγίου Γεωργίου, η οποία παραχωρήθηκε ως μετόχι στη Νέα Μονή της Χίου το 1259. Δύο χλμ. νότια του χωριού υπάρχει ο βυζαντινός ναός του Α. Νικολάου. Σώζονται αρχιτεκτονικά πρωτοχριστιανικά μέλη εντοιχισμένα σε τοίχο του 13ου αιώνα στον προαναφερθέντα ναό καθώς και ερείπια των τριών πύργων στο λόφο291. 9. Κάπραινα: Πρόκειται για τις σημερινές Γλαφυρές του Βόλου. Στα Πρωτοβυζ. Χρόνια η πόλη αποκαλούνταν ακόμα με το αρχαίο της όνομα, Γλαφυραί. Με την ονομασία Κάπραινα ή Κάπουρνα αναφέρεται σε έγγραφα του 1260 και του 1272 ως ιδιοκτησία της Ι. Μ. Μακρυνίτισσας292. 10. Κότται: Βρίσκονται τρία χλμ. ΒΑ του χωριού Τρικέρι στο εσωτερικό του Παγασητικού κόλπου. Εδώ σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, γύρω από την οποία ίσως υπήρχε μικρός οικισμός της Πρωτοβυζ. Εποχής293. 11. Λεχώνια: Τα Λεχώνια ήταν κτισμένα σε περιοχή ανάμεσα από τα σημερινά Άνω και Κάτω Λεχώνια.. Όλες οι πληροφορίες για τον οικισμό δίνονται από δυτικές πηγές. Το 1259 τα Λεχώνια (Castello della Liconia) δόθηκαν προίκα στην Άννα, την κόρη του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου, για το γάμο της με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Σε βενετικό έγγραφο του 1278 αναφέρονται ως Aliconia. Το 1235, από μια επιστολή του Μάρκου Σανούδου, προκύπτει ότι η περιοχή είχε πέσει στα χέρια των Μαλιασηνών. Κοντά στα Πλατανίδια (αρχαία Με(η)θώνη) βρέθηκαν ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής καλυμμένα μερικώς από τη θάλασσα. Λόγω του πειρατικού κινδύνου οι κάτοικοι ίδρυσαν νέο οικισμό στο λόφο Παλιόκαστρο. Εκεί σώζονται υπολείμματα τείχους και πύργου. Σε 290
Γ. Κορδάτος, 88-89, Fr. Hild, ό.π., 50. Α. Αβραμέα, ό.π., σελ. 23,113, Fr. Hild, ό.π., 56. 292 Γ. Κορδάτος, 92-3, Fr. Hild, ό.π., 56. 293 Γ. Κορδάτος, 446, Fr. Hild, ό.π., 62. 291
πλάτωμα της κορυφής του υψώματος υπάρχουν ερείπια τρίκλιτης βασιλικής294. 12. Μακρυνίτισσα (ή Μακρινίτισσα): Ονομασία του μοναστηριού της Θεοτόκου στη Μακρινίτσα πάνω από το παρακλάδι του Πηλίου, όρος Δρόγγο. Κτίστηκε από τον Τοπάρχη Δημητριάδας Κων/νο Μαλιασηνό λίγο πριν το 1240. Η Μονή υπαγόταν απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κων/λης, ήταν δηλαδή «Σταυροπηγιακή Μονή». Αυτό επιβεβαιώνεται και από σειρά πατριαρχικών εγγράφων διαφόρων ετών, όπως 1240, 1254, 1256 και 1266-1275, επί πατριαρχίας Ιωσήφ Α΄, που όλα επιβεβαιώνουν αυτό το προνόμιο. Η περιουσία του μοναστηριού αυξανόταν χρόνο με το χρόνο και η κάθε νέα προσθήκη ακινήτων ιδιοκτησίας της Μονής επικυρωνόταν με νέο έγγραφο. Το 1246 επικυρώθηκε ως μετόχι της Μονής η Ι. Μ. Ιλαρίωνος στον Αλμυρό. Το 1256 επικυρώθηκε αντίστοιχα η Ι. Μ. του Α. Ονουφρίου. Τα υπόλοιπα μετόχια της Ι. Μονής μαζί με τη χρονολογία επικύρωσης ήταν: α΄ οικισμός Κάπραινας (1272), β΄ οικισμοί Μέλισσα και Κρυπούς (1267, 1273), γ΄ το μονύδριο Α. Δημητρίου Μεγάλης (1270 και 1272), δ΄ οικισμός Μαγούλας (1268), ε΄ Ι. Μ. Ράσουσας (1272), στ΄ τμήμα της περιοχή Πέτρας (1276), ζ΄ Ι. Μ. Χάρμαινας (1277, 1279), και η΄ Ι. Μ. Σωτήρα Λατόμου Θεσσαλονικης (1277 ή 1279). Στην Ι. Μ. Μακρινίτισσας μόνασε τα τελευταία έτη της ζωής του ο γιος του ιδρυτή Νικόλαος Μαλιασηνός ή μοναχός Ιωάσαφ. Μετά το θάνατο του τελευταίου, ένα διάταγμα του Μιχαήλ Η΄ (1274) προέβλεπε την απόδοση της Ι. Μονής στο γιο του θανόντος Ιωάσαφ, Ιωάννη Κομνηνό Μαλιασηνό. Άλλες περιοχές που επικυρώθηκαν στην Μονή από τον Ανδρόνικο β΄ Παλαιολόγο (1285-6) και τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκο (1282) ήταν οι εξής : Ι. Μ. Α. Νικολάου του Νέου κοντά στο σημερινό Στεφανοβίκειο, ο Βάλτος της Κρυπούς, η Αειδαροράχη, η Βασιλίς, ο Βούκοβας, η Καλή, η Καλή του Ζερβού, η Καλίτσα, η Κατούνα, η Κυρακαλή, ο Λόγγος, κ.α. Δυστυχώς, σήμερα, δεν σώζεται τίποτα από αυτή την τόσο σπουδαία Μονή της Θεσσαλίας. Λίγα μόνο ανάγλυφα από το παλαιό καθολικό σώζονται σε ναό του Άνω Βόλου (περιοχή Επισκοπής)295. 13. Νέα Πέτρα: Έτσι ονομαζόταν η Ι. Μονή Ιωάννη Προδρόμου στην Πορταριά. Κτίστηκε το 1271 από τον Νικόλαο Κομνηνό Δούκα Μαλιασηνό και τη σύζυγό του Άννα Κομνηνή Δούκαινα Παλιολογίνα, στο οικόπεδο κάποιου Αρχοντίτζη και υπαγόταν στο Πατριαρχείο της Κων/λης (σταυροπηγιακό). Το 1272 ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος επικύρωσε όλες τις ιδιοκτησίες του νέου μοναστηριού. Ο Επίσκοπος Δημητριάδος Μιχαήλ Πανάρετος 294 295
Α. Αβραμέα, ό.π., 107, Fr. Hild, ό.π., 69. Fr. Hild, ό.π., 74.
παραχώρησε με έγγραφο του 1272 στην Μονή ως μετόχια τις Ι. Μονές της Θεοτόκου Πορταρέας και του Α. Νικολάου στη Δρυανούβαινα (Πορταριά). Το 1274, με χρυσόβουλο του Μιχαήλ Η΄, αναγνωρίστηκαν ως περιουσία της Μονής οι καλλιεργήσιμες γαίες των «Βραστών» στην περιοχή του Τρινόβου (Τύρναβος). Λίγο αργότερα το μοναστήρι μετατράπηκε από γυναικείο που ήταν αρχικά σε ανδρικό. Από έγραφα της περιόδου 1274-1279 προκύπτει αλματώδης αύξηση της έγγειας περιουσίας της Ι. Μονής (Ι. Μ. Αποστόλων Μεγαλογένους, Α. Νικόλαος Ξυλόπας, Ι. Ν. Θεοτόκου Κόυκουρας, κ.α.). σήμερα στη θέση της Νέας Πέτρας υπάρχει ένας νέος ναός του Τιμίου Προδρόμου στον οποίον έχουν εντοιχιστεί πολλά τμήματα του παλιού ναού296. 14. Νηές: Έτσι ονομάζεται ο όρμος πίσω από το βουνό Χλωρό, γνωστό σήμερα και ως παραλία Σούρπης. Ο Ν. Γιαννόπουλος εντόπισε στο μέσο της διαδρομής Νηές – Σούρπη ερείπια της Ι. Μ. της Αγίας Τριάδας. Σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του καθολικού. Κτίστηκε με πέτρες προερχόμενες από άλλα κατεστραμμένα παλαιοχριστιανικά κτίσματα της Άλου και των Φθιώτιδων Θηβών. Σώζονται επίσης ίχνη τοιχογραφιών στην κόγχη της πρόθεσης εντός του Ιερού του ναού. Το κτίσμα ανάγεται στα μέσα του 11ου αιώνα297. 15. Ξενιά: Κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο η Ι. Μ. Ξενίας βρισκόταν στην άκρη μιας μικρής χερσονήσου έξω από το χωριό Αχίλλειο Πτελεού., ακριβώς απέναντι από τη δυτικότερη απόληξη του όρους Όθρυς, το Τραγοβούνι. Ονομάστηκε έτσι από την εικόνα της Παναγίας Ξενίας. Το μοναστήρι, κατά την παράδοση, λεηλατήθηκε από πειρατές του Ομούρ Πασά πριν το 1400 και μεταφέρθηκε, αναγκαστικά, στο εσωτερικό της περιοχής. Όμως μια νέα πειρατική επιδρομή ανάγκασε τους επιζήσαντες μοναχούς να βρουν καταφύγιο στην περιοχή της Βρύναινας Αλμυρού (Ι. Μ. Κισιώτισσας). Από τότε η Μονή μετονομάστηκε σε Ι. Μ. Παναγίας Ξενίας ή Ξενιάς. Τα ερείπια που περιγράφει ο Γιαννόπουλος έχουν χαθεί. Υπάρχει ένα νεότερο εκκλησάκι, ακριβώς στην αρχική τοποθεσία της πρώτης Μονής, που πρόσφατα (1995) ανακαινίστηκε και στο οποίο τοποθετήθηκε νέα στέγη. Ίσως, και αυτό είναι προσωπική άποψη, αυτός ο ναΐσκος να θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια της αρχικής Ι. Μονής298. 16. Πτελεόν (Πτελεός): Βρισκόταν 3 χλμ. ΝΑ του σημερινού Πτελεού. Ίσως μάλιστα ο πρώιμος βυζαντινός οικισμός να βρισκόταν στην περιοχή του γειτονικού Αχιλλείου, όπου βρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα και κιονόκρανα εκείνης της εποχής. Ο οικισμός αναφέρεται σε πηγές μετά τα τέλη του 12ου αιώνα. Ονομαστός 296
Fr. Hild, ό.π., 80. Ν. Γιαννόπουλος, Φθιώτις 37-38, Α. Αβραμέα, ό.π., 166, J. Koder – Κ. Σπανός, ό.π., 81. 298 Ν. Γιαννόπουλος, ό.π., 29-36, Fr. Hild, ό.π., 81. 297
ήταν ο οίνος της περιοχής, ο «οίνος πτελεατικός», που πουλιόταν μέχρι και στα ακριβά καταστήματα και καπηλειά της Κων/λης. Ο Πτελεός γνώρισε μια σύντομη φραγκική κατάκτηση, από το 12041218, ενώ έπειτα ο Θεόδωρος Α΄ της Ηπείρου τον προσάρτησε στο Δεσποτάτο του μέχρι το 1259. Το Πτελεόν πέρασε στα χέρια της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας αμέσως μετά, και για σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί λίγο αργότερα η περιοχή υπάγονταν στη Θεσσαλική Σεβαστοκρατορία (κράτος Υπάτης). Το 1319 η περιοχή καταλήφθηκε από την περιβόητη Καταλανική Εταιρεία ενώ το 1322 οι Ενετοί κατέλαβαν το κάστρο του Πτελεού με τη σύμφωνη γνώμη και των κατοίκων και της κεντρικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Οι νέοι κύριοι του κάστρου προέρχονταν από της κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην Εύβοια, οπότε, ως φυσική εξέλιξη, το 1416 ο Πτελεός έγινε επίσημα κτήση των Ενετών υπό την εξουσία του Βάιλου του Εγρίπου (Χαλκίδα). Ο Πτελεός λεηλατήθηκε τουλάχιστον δύο φορές από Καταλανούς και μάγκες299 Αλβανούς. Η πόλη παραδόθηκε από τους Βενετούς στους Οθωμανούς το 1470. Το 1365 υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή τρεις μικρές Ι. Μονές, με πιο γνωστή αυτή του Αγίου Γεωργίου, στο ομώνυμο ακρωτήρι. Το 1213 Ιωαννίτες ιππότες κατείχαν, για σύντομο χρονικό διάστημα, μια αποικία στον Πτελεό. Πριν το 1400 αναφέρονται συχνές πειρατικές επιδρομές στην περιοχή, ενώ μάλιστα ένας γνωστός Οθωμανός αρχιπειρατής, ο Ομούρ, άραξε με το στόλο του στον κόλπο του Qoc (βόρεια του Τραγοβουνίου στο σημερινό Αχίλλειο). Εκτός των ευρημάτων του Αχιλλείου, διατηρούνται ως σήμερα οχυρωματικά ερείπια σε βραχώδη προεξοχή κοντά στην παραλία Πηγάδι καθώς και ερείπια πύργου και στέρνας, ενώ στις πλαγιές του υψώματος υπάρχουν ερείπια οικιών. Άλλος πύργος ελέγχου ήταν ο λεγόμενος Αλατόπυργος300. 17. Ρασούσα ή Ράσοβα: Πρόκειται για Ιερά Μονή του Πηλίου στη Ζαγορά, γνωστή με το όνομα Παναγία Ράσοβα. Ιδρύθηκε το 1215 από τον Κων/νο Μαλιασηνό ως ησυχαστήριο του πνευματικού του, ιερομόναχου Ιωάννη, στην περιοχή της Ζαγοράς, Ράσουσα. Αργότερα η Ι. Μονή εξαρτήθηκε από το μοναστήρι της Μακρινίτσας. Αυτό αναφέρεται σε έγγραφο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του πατριάρχη Ιωσήφ Α΄, το 1270 και το 1272 αντίστοιχα. Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό. Το σημερινό μοναστήρι κτίστηκε κατά την Τουρκοκρατία301. 18. Τρίκερι: Στην παραλία Αγία Σοφία του νησιού Τρίκερι στον Παγασητικό βρέθηκαν παλαιότερα υπολείμματα τρίκλιτης βασιλικής, που κατά ένα μέρος κατακλύζονταν απ’ τη θάλασσα. 299
Μάγκες ονομάζονταν οι άτακτοι ένοπλοι Αλβανοί. Μ. Χωνιάτης, 2, 83, Marcus Sanudus, Lettere 353, Ν .Γιαννόπουλος, ΕΕΒΣ 8 (1931), σ. 413. 301 Fr. Hild, ό.π., σ. 91. 300
Σήμερα δε φαίνεται τίποτα302. 19. Χόρτον: Το Χόρτο κατά τη Βυζαντινή Εποχή ήταν η διάδοχος πόλη των αρχαίων Σπαλάθρων (Χορτόκαστρο). Στο χωριό βρέθηκαν ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτά δάπεδα, ενώ στο δρόμο προς τη Μηλίνα βρέθηκαν υπολείμματα μονόκλιτης βασιλικής (Φραγκοκλησιά). Τέλος στο Χορτόκαστρο, στο λόφο πάνω από το χωριό, υπάρχουν κατάλοιπα οχύρωσης (τείχη) και ενός ναού στο όνομα του Αγ. Δημήτρίου303. Γ΄ Στο νομό Καρδίτσας. 1. Γορίτσα: Είναι το σημερινό χωριό Άγιοι Ανάργυροι (Γορίτσα – Παλιούρι) που απέχει 4 χλμ. από το Φανάρι. Σε παραχωρητήριο του Στεφάνου Δουσάν, το 1348, δυο μύλοι της Γορίτσας παραχωρήθηκαν στην Ι. Μονή Λυκουσάδας304. 2. Κάππουα: Είναι το μεσαιωνικό όνομα του χωριού Καππά της Καρδίτσας. Τα έτη 1382 και 1388 αναφέρεται ο επίσκοπος της Κάππουας και Φαναρίου Δαμιανός. Τον προηγούμενο αιώνα (13ο) υπάρχουν αναφορές σε επισκοπή των Καπουλιάνων στην περιοχή και είναι προφανές ότι αναφέρεται στην Κάππουα305. 3. Κερασέα: είναι το γνωστό χωριό της Καρδίτσας, 2 χλμ. δυτικά της λίμνης του Ταυρωπού (Μέγδοβα). Ο Στέφανος Δουσάν το 1348 βεβαιώνει ότι η Κερασέα ήταν μετόχι της Ι. Μ. Λυκουσάδας306. 4. Κορτίκι: Φρούριο της Μεσαιωνικής Εποχής στο Στρογγυλοβούνι Μεταμόρφωσης του Ν. Καρδίτσας. Το φρούριο που ήταν κτισμένο στη θέση του αρχαίου Λιμναίου (δες Β΄ τόμο), παύει να αναφέρεται κατά τη Μεταβυζαντινή Εποχή. Ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα των βυζαντινών φρουρίων ελέγχου των περασμάτων της περιοχής (Βλοχού, Κλοκοτού, ΤζίβισκουΓριζάνου), που επόπτευαν τις διαβάσεις του Πηνειού από τη Δυτική στην ανατολική Θεσσαλία. Στην αρχαία πόλη σώζονται ερείπια τειχών καθώς και υπολείμματα βυζαντινού ναού307. 5. Λυκουσάδα: Μοναστήρι και χωριό στην περιοχή της σημερινής Λοξάδας Καρδίτσας. Στην περιοχή βρισκόταν η Ι. Μ. Θεομήτορος της Ελεούσης ή απλά Λυκουσ(ι)άδα. Ιδρύτρια της Μονής ήταν η χήρα του Σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄, Υπομονή. Το 1289 παραχωρήθηκαν στη Μονή όλα τα περιουσιακά στοιχεία του θανόντος Σεβαστοκράτορα. Έτσι δόθηκαν ως μετόχια της τεράστιες εκτάσεις από πολλές 302
Ν. Γιαννόπουλος, Φθιώτις 20, 51, Α. Αβραμέα, ό.π., 105, Fr. Hild, ό.π., σ. 104. Αρβανιτόπουλος, ΠΑΕ 1910, σ. 221, Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 106, Fr. Hild, ό.π., σ. 110. 304 Fr. Hild, ό.π., σ. 40. 305 Ν. Πολύζος, «Τοπωνύμια και επώνυμα του Καππά της Καρδίτσας», Θ. Η. ΙΑ΄ (1987), σελ. 161-176, Fr. Hild, ό.π., σ. 56. 306 Fr. Hild, ό.π., σ. 58. 307 Θεοχάρης, ΑΔ 21/1966, Β΄ 255, Fr. Hild, ό.π., σ. 58. 303
θεσσαλικές περιοχές (Αλμυρού, Βουναίνης, Εζερού, Τρικάλων, κ.α.). Με χρυσόβουλα διαφόρων αυτοκρατόρων (1331, 1336, 1341) επικυρώθηκαν στη Λυκουσάδα και άλλα κτήματα – γαίες. Με το δεύτερο απ’ αυτά τα επίσημα έγγραφα, αυτό του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου ή ίσως του δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Ορσίνι, επικυρώνεται ως μετόχι και η Ιερά Μονή Θεομήτορος της Άρτας. Για μικρό διάστημα,1342-8, το μοναστήρι περιήλθε στη δικαιοδοσία των Γαβριηλόπουλων του Φαναρίου. Όμως ο Στέφανος Δουσάν, το 1348, έκανε νέα επικύρωση της μοναστηριακής περιουσίας της Λυκουσάδας παραχωρώντας της και επί πλέον κτήματα. Οι Πατριάρχες Φιλόθεος (1354-1376) και Νείλος (1383) επικύρωσαν στην Ι. Μονή την ιδιότητα της σταυροπηγιακής Μονής, ενώ ο ηγούμενός της αναβαθμίστηκε σε «Αρχιμανδρίτης και Πρωτοσύγκελος περί την Βλαχίαν (Θεσσαλία) Μοναστηρίων». Εκτός από μια πλειάδα μοναστηριών, στη Λυκουσάδα δόθηκαν ως μετόχια και ολόκληροι οικισμοί όπως η Βατουσιάνη, η Γόριανη (Δομοκού), τα Καλογηριανά, η Λάσδα, η Λεβάχη, η Γορίτσα και η Μαγούλα Αλμυρού καθώς και περιοχές όπως οι εξής: η λίμνη Εζερού, οι Γκρουμαράδες, η Κράνεια, η Λαγκάβιστα, το Λιβάδι Γορίτσας, η Λυκουβιάνη, η Λυσέτζου(;), η Συκέα, οι Πρακτικάτοι, ο Πύργος Ρίμου, η Ριζάβα, του Σκούρτη, η Πόρτα Παναγιά, κ.α. Το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Σήμερα γνωρίζουμε μόνο τη θέση του308. 6. Μίντζιανη: Είναι το σημερινό χωριό της Καρδίτσας Αγναντερό ή Μισδάνι. Ο Vasmer πιστεύει ότι το τοπωνύμιο είναι βουλγαρικό309. Η Μίντζιανη αναφέρεται σε σιγίλλιο του Πατριάρχη Αντώνιου Δ΄ (1393) με το οποίο επικυρωνόταν το μονύδριο του Α. Νικολάου του χωριού στην Ι. Μ. του Σωτήρα Μεγάλων Πυλών310. 7. Ριζάβα: Πρόκειται για το σημερινό Ριζοβούνι της Καρδίτσας. Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε χρυσόβουλο του Στ. Δουσάν (1348), σύμφωνα με το οποίο παραχωρούνταν στη Λυκουσάδα ένα βιβάρι (διβάρι), δηλαδή ιχθυοτροφείο της Ριζάβας. Άρα η Ριζάβα θα βρισκόταν σε κάποιο έλος της περιοχής του Φαναρίου, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Κ. Σπανό, που θα τροφοδοτούνταν από τα νερά του Μπλιούρη (αρχ. Πλήρης) ποταμού και των παραποτάμων του311. 8. Οξυμόκοβο ή Σμόκοβο: το τοπωνύμιο είναι σλαβικό και σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Α. Αβραμέα) σημαίνει Δρακότοπος312. Η περιοχή αναφέρεται σε μια Notitia του 11ου 308
Fr. Hild, ό.π., σ. 73. Misdane = κάτοικος συνόρων (βουλγ.). 310 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 79. 311 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 92. 312 Όμως το όνομα ίσως σημαίνει συκεώνας, γιατί smokovina= συκεώνας, τόπος με συκιές (Κ. Οικ.) 309
αιώνα ως επισκοπή Οξυμοκόβου. Η νέα αυτή ονομασία είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας εξωραϊσμού και εξελληνισμού του τοπωνυμίου313. 9. Φανάρι: Ο βυζαντινός οικισμός και το κάστρο του βρίσκονται στην περιοχή της αρχαίας Ιθώμης. Με το όνομα Ιθώμη ήταν γνωστή η πόλη και την Πρωτοβυζαντινή Εποχή314. Το 1304 το κάστρο του Φαναρίου καταλήφθηκε από την Άννα Παλιολογίνα, χήρα του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄. Το 1333, μετά το θάνατο του Στέφανου Γαβριηλόπουλου, το κάστρο και ο οικισμός παραχωρήθηκαν στον νέο Δεσπότη της Ηπείρου Ορσίνι. Το 1336 ολόκληρη η περιοχή ονομάζεται «Θέμα Φαναρίου». Εικόνα15 Η Πύλη εισόδου του κάστρου του Φαναρίου σήμερα (Κοκ.) Γνωστό είναι και το «Ορκωτικόν γράμμα» του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου προς τους ανυσηχούντες με τις αλβανικές εισβολές κατοίκους του Φαναρίου. Φαίνεται πως το Φανάρι κατά τα τέλη του 14ου αιώνα εξουσιαζόταν από μια ομάδα πλούσιων φεουδαρχών («άρχοντες»), οι οποίοι αναφέρονται και στην τοπική Σύνοδο των Ζαβλαντίων (1382). Το 1393 το κάστρο της περιοχής πέρασε προσωρινά στα χέρια των Οθωμανών. Το 1444 ο δεσπότης του Μυστρά, Κων/νος Παλαιολόγος, που έμελλε να γίνει ο τελευταίος μαρτυρικός αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας, κατέλαβε, πιθανότατα, το φρούριο εκδιώκοντας τους Τούρκους. Η Επισκοπή Φαναρίου, συνενωμένη με τη γειτονική της Κάππουας, υπαγόταν στο Μητροπολίτη Λάρισας, που τότε είχε την έδρα του στα Τρίκαλα. Κατά την Πρώιμη Τουρκοκρατία το Φανάρι έγινε έδρα Αρχιεπισκοπής. Διατηρούνται τα τείχη του κάστρου καθώς και υπολείμματα των πέντε τετράπλευρων πύργων. Στο οχυρό, που έχει κυκλικό σχήμα με διάμετρο περί τα 100 μέτρα, υπάρχουν ερείπια μιας στέρνας καθώς και ενός μακρόστενου οικήματος, ίσως κοιτώνα της φρουράς315. Εικόνα 16 Ηλιοβασίλεμα στο κάστρο Φαναρίου (Κοκ.) 10. Φίλια: Στην περιοχή Παλιοκκλησιά, στο σημερινό χωριό, αποκαλύφθηκε μια παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αιώνα, η οποία αντικατέστησε το αρχαίο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς316. Ο Δ. Θεοχάρης ανέσκαψε χριστιανικούς τάφους της Μεσοβυζαντινής 313
Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 179, Fr. Hild, ό π., σ. 96. Στ. Βυζάντιος, 329. 315 Καντακουζηνός, 1, 474, Fr. Hild, ό.π., σ. 105, Κ. Κύρρης, «Κοινωνική κατάσταση των αρχόντων του Φαναρίου της Καρδίτσας το 1342», μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η. 12 (1987), σ. 123-127, Στ. Σδρόλια, «Συμβολή στην Ιστορία του Φαναρίου της Καρδίτσας (1289-01453)», Θ. Η 12 (1987), σ. 129-144. 316 Κ. Οικονόμου, ό.π., σ. 107. 314
Εποχής317. 11. Πειρασία: Βρισκόταν στο Στρογγυλοβούνι του Βλοχού της Καρδίτσας. Εκεί ήταν κτισμένο κατά τα ομηρικά χρόνια το Αστέριον και η διάδοχος πόλη Πειρασίαι κατά την Αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Σ. Βυζάντιο η πόλη ονομαζόταν Πειρασία μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Στα Βυζαντινά Χρόνια υπήρχε φρούριο που ήλεγχε τη διάβαση του Πηνειού από τη Δυτική στην Ανατολική Θεσσαλία. Επικοινωνούσε με τα κάστρα του Κορτικίου και του Κλοκοτού (αρχ. Φαρκαδών). Σώζονται υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών318. Δ΄ Στο Νομό Τρικάλων 1.Άγιος Στέφανος Μετεώρων: Ένα από τα γνωστότερα μετεωρίτικα μοναστήρια. Η πρώτη κατοίκηση μοναχού στο βράχο του Α. Στεφάνου ανάγεται στο 1192. Το όνομα του πρώτου ασκητή ήταν Ιερεμίας ή Ερμάς. Η Μονή ιδρύθηκε μεταξύ του 1350 και του 1400 από τον Αντώνιο Καντακουζηνό, εγγονό του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού. Υπάρχει σήμερα μικρό ναϋδριο εντός του χώρου της Μονής που ανάγεται στο 1501. Σύμφωνα με τον Θ. Αργυράκη319 το μοναστήρι αυτό όπως και η γειτονική Μονή της Αγίας Τριάδας λεηλατήθηκαν από τους Ιταλούς στρατιώτες του στρατηγού Τζουντίς κατά τη διάρκεια της Κατοχής320. 2. Ασπροκκλησιά: Στην περιοχή Ασπροκκλησιά των Χασίων, 28 χλμ. βόρεια της Καλαμπάκας, βρέθηκε βυζαντινός ναός της Παναγίας. Συγκεκριμένα, 3 χλμ. δυτικά του σημερινού οικισμού, στην περιοχή Παλιχώρα, φαίνεται πως υπήρχε συνεχής κατοίκηση από τη Μεσοβυζαντινή Εποχή. Το εσωτερικό του ναού καλύπτεται από τοιχογραφίες του 1781, οι οποίες όμως κρύβουν κάτω τους παλαιότερη βυζαντινή αγιογράφηση. Σύμφωνα με το Ν. Νικονάνο, που μελέτησε το πρώτο στρώμα των αγιογραφιών, ο ναός ανάγεται στον 11ο αιώνα321. 3. Βαρλαάμ: Πρόκειται για τη γνωστή Ι. Μονή των Μετεώρων που ιδρύθηκε γύρω στο 1350 από τον σύγχρονο του Α. Αθανασίου του Μετεωρίτη, μοναχό Βαρλαάμ. Ο Βαρλαάμ είχε κτίσει ναό προς τιμήν των Τριών Ιεραρχών και κάποια κελλιά, που κατέρρευσαν όμως κατά τον 15ο αιώνα. Αργότερα, το 1517, ξαναχτίστηκε ο ίδιος ναός από τους μοναχούς Θεοφάνη και Νεκτάριο (Αψαράδες). Δεν σώζονται σήμερα κτίσματα από τη Βυζαντινή Εποχή322. 317
Δ. Θεοχάρης, 244-246, Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 41, Fr. Hild – Κ. Σπανός, ό.π., σ. 109. Στ. Βυζάντιος, 514, Fr. Hild, ό.π., σ. 84. 319 Θ. Αργυράκης, «Ο μύθος των πολιτισμένων κατακτητών», εφημ. Ε. Τ. Κυριακής, 27/10/07, σ.49. 320 Σωτηρίου, ΕΕΒΣ 9 (1932) σ. 389-404, Fr. Hild, ό.π., σ. 24. 321 Ν. Νικονάνος, Θ. Η., Γ΄ 1982, σ. 123-126, Κ. Σπανός, ό.π., σ. 28 322 Fr. Hild, ό.π., σ. 30. 318
4. Βητουμάς: Πρόκειται για την Ι. Μονή της Θεοτόκου Βητουμά, 7 χλμ. από την Καλαμπάκα. Το καθολικό του μοναστηριού, του οποίου σώζονται σήμερα υπολείμματα, κτίστηκε από τον Κων/νο και τη Ζωή Ταρχανειώτη το 1161323. 5. Δούπιανη: Πρόκειται για την εγκαταλειμμένη Ι. Μ. του Παντοκράτορα Δούπιανης, κοντά στο Καστράκι. Το μοναστήρι κτίστηκε το αργότερο τον 12ο αιώνα. Σε χρυσόβουλο του 1336, του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, το μοναστήρι της Θεοτόκου, που υπήρχε τότε στο βράχο της Δούπιανης, τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία του Επισκόπου Σταγών. Από το 1341 όλοι οι μοναχοί των γύρω μονών πλήρωναν φόρο στην Ι. Μ. Δούπιανης. Μάλιστα ο εκάστοτε ηγούμενος της Δούπιανης είχε τον τίτλο «Πρώτος της Σκήτης των Σταγών». Ο παλαιότερος; «Πρώτος» ήταν κάποιος ιερομόναχος Μακάριος. Το 1362, όταν ήταν ο Νείλος Πρώτος της Σκήτης, παραχωρήθηκε ανεξαρτησία στη Σκήτη από τους Σέρβους κατακτητές, ενώ ο Συμεών Ουρός παραχώρησε στη Μονή διάφορα κτήματα. Για προστασία από τους Αλβανούς ληστές, ο Νείλος έκτισε τέσσερα ναϋδρια σε σπηλιές γύρω από τη Δούπιανη. Ένας απ’ αυτούς ήταν το καθολικο της Ι. Μονής Υπαπαντής που διατηρείται ακόμη. Στο εσωτερικό αυτού του ναού υπάρχει επιγραφή που φανερώνει ότι ο Νείλος ήταν πράγματι ο κτήτορας του ναού. Ο διάδοχος του Νείλου, Νεόφυτος, έκτισε στη βόρεια πλευρά του βράχου της Δούπιανης την Ι. Μ. Παντοκράτορα, την οποία παραχώρησε με τη διαθήκη του ως μετόχι του Μεγάλου Μετεώρου. Στα τέλη του 14ου αιώνα η Δούπιανη χάνει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, ο οποίος θα ανήκει από τότε στην Ι. Μονή του Μ. Μετεώρου. Στη Σκήτη των Σταγών υπάγονταν οι Ι. Μονές του Α. Δημητρίου, του Θεοστηρίκτου και των Κοφινίων καθώς και η σπηλιά του Κυρίλλου, η τοποθεσία της Μηκάνης (Μουργκάνη) κ.α. Σήμερα σώζονται ακόμα υπολείμματα τοιχογραφιών στο εσωτερικό του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, που βρίσκεται χαμηλά στο βράχο της Δούπιανης (13ος αιώνας). Στη βόρεια πλευρά του βράχου υπάρχουν ερείπια του παλιού μοναστηριού του Παντοκράτορα324. 6. Ζαβλάντια: [σλαβικό τοπωνύμιο] Πρόκειται για το σημερινό χωριό Παλιόπυργος Τρικάλων και την Ι. Μονή που βρισκόταν κοντά του. Η ομώνυμη Μονή πρωτοαναφέρεται σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1336) με το οποίο, μεταξύ άλλων, κατοχυρώνονταν σ’ αυτή η περιουσία του γειτονικού χωριού Ζαβλάντια, του χωριού Κόρμποβο (Λαγκαδιά) και τα μετόχια του Α. Νικολάου και Θεοτόκος Καλογηριανής. Ο Σεβαστοκράτορας Ιωάννης Άγγελος απέσπασε το χωριό Ζαβλάντια και τους 323 324
Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 161, σημ. 4, Fr. Hild, ό.π., σ. 35. Νικονάνος, Α.Δ., 25(1970), Β΄ 294, Fr. Hild, ό.π., σ. 49.
κατοίκους του από την Ι. Μονή Α. Γεωργίου Ζαβλαντίων για να τους στρατολογήσει. Ο Δουσάν το 1348 επέστρεψε στην Ι. Μονή το χωριό και τους κατοίκους του, ενώ με χρυσόβουλο του Συμεών Ουρός (1359) παραχωρήθηκαν στη Μονή και τα έσοδα των αλυκών του Λυκοστομίου, ενώ με δεύτερο χρυσόβουλο (1366) επετράπη στο μοναστήρι η ανέγερση ενός αμυντικού πύργου εντός των εκτάσεων της, στο ύψωμα Μέλισσα, για την αντιμετώπιση των Αλβανών και άλλων ληστών. Στους ιδιοκτησιακούς τίτλους της Ι. Μ. Α. Γεωργίου Ζαβλαντίων αναφέρονται μεταξύ άλλων οι Ι. Μονές Α. Δημητρίου, Α. Νικολάου Εζερού, Σωτήρα Χριστού, οι ναοί Α. Γεωργίου Κοτζηκόβου, Α. Παρασκευής Τζουρούγιαννης, τα χωριά Βόξιστα, Γουληνός, Κλινοβίστα, Μαγούλα, Σαμοσάδα, Ράξα, Ζούλιανη, οι αλυκές του Βόλου και πολλές άλλες περιοχές. Στα ΒΔ του Παλιόπυργου σώζονται οχυρωματικά τείχη γύρω από τον Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου και υπολείμματα πύργου, τα οποία και έδωσαν το όνομα στο σύγχρονο οικισμό325. 7. Ζάρκος: Σλαβικής προέλευσης ονομασία του διαδόχου οικισμού της αρχαίας Φαϋττού. Η Φαϋττός αναφέρεται και στα Πρωτοχριστιανικά χρόνια. Τα ερείπια δύο βασιλικών που βρέθηκαν στην περιοχή ανάγονται σε εκείνη την εποχή326. 8. Κλινοβίστα: Παλαιότερη, σλαβικής προέλευσης, ονομασία του χωριού Κλεινός, 35 χλμ. δυτικά της Καλαμπάκας. Σε γράμμα του Μητροπολίτη Λάρισας Αντωνίου (1340), επικυρώνονταν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Ι. Μ. Καλογηριανής. Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι οι αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης Αλβανίτης κατείχαν το γειτονικό, στη Μονή, χωριό Κλινοβίστα327. 9. Κλοκοτός: Στο λόφο που υπάρχει πάνω από το σημερινό ομώνυμο χωριό του Ν. Τρικάλων σώζονται ερείπια αρχαίων και βυζαντινών τειχών που ανήκαν πιθανότατα στην αρχαία Φαρκαδόνα. Στην περιοχή, σύμφωνα με τα ευρήματα, παρατηρείται συνεχής κατοίκηση από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Έξω από το σύγχρονο χωριό, αλλά σίγουρα εντός των ορίων του παλιού Κλοκοτού, σώζεται ο Ι. Ν. των Αγίων Πέτρου και Παύλου που, σύμφωνα με τον Ν. Νικονάνο, ανάγεται, το πολύ, στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες και γενικά η διακόσμηση του ναού είναι νεότερη (1731 και μετά)328. 10. Κόζιακος: Το αρχαίο όνομα του βουνού ήταν Κερκέτιο. Στους πρόποδες του βουνού ήταν η αρχαία πόλη Πιάλεια. Τα δύο αυτά τοπωνύμια διατηρήθηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η σλαβική ονομασία Κόζιακος (ή Κόζιακας) αναφέρεται σε έγγραφα του 1336 325
Heuzey, Θ. Η. Ζ΄ (Λάρισα 1984), σ. 3-6, Fr. Hild, ό.π., σ. 53. Α. Αβραμέα,ό.π., σ. 114, Fr. Hild, ό.π., σ. 54. 327 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 59. 328 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 59. 326
και του 1393329. 11. Κόρμποβο: Μεσαιωνική σλαβική ή πιθανότερα βουλγαρικής προέλευσης ονομασία του χωριού Λαγκαδιά, 14 χλμ. ΒΔ. των Τρικάλων. Το Κόρμποβο παραχωρήθηκε από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο (1336) και τον Συμεών Ουρός (1359) στην Ι. Μ. Ζαβλαντίων. Με την ονομασία Κόρμποβο υπήρχε και μοναστήρι κοντά στο γειτονικό χωριό Λιόπρασο330. 12. Κουβέλτσιον ή Κοβέλτσιον: Σλαβική ονομασία της Θεόπετρας Καλαμπάκας. Αναφέρεται σε έγγραφα που αφορούν στην Επισκοπή Σταγών των ετών 1163, 1336 και 1393331. 13.Κούρσεβον: Σλαβική ονομασία του Ελληνόκαστρου Τρικάλων. Σε σιγίλλιο του Πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ (1393), το Κούρσεβο, ως όρος, αναφέρεται ότι ήταν το όριο της Επισκοπής Σταγών332. 14. Λάψιστα ή Ράψιστα: Μεσαιωνική ονομασία των Γόμφων Τρικάλων. Με χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ (1336) και σιγίλλιο του Πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ (1393) ο οικισμός ορίζεται ιδιοκτησία της Ι. Μ. Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιά)333. 15. Μετέωρον ή Μέγα Μετέωρον: Πρόκειται για το κυριότερο μοναστήρι των Μετεώρων. Για την ίδρυση της Μονής και την εξέλιξή της μπορούμε να δούμε σχετικά στο ειδικό κεφάλαιο που ακολουθεί για τους αγίους της Θεσσαλίας, στα λήμματα «Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης» και «Ιωάσαφ». Εκτός του Μ. Μετεώρου άλλες Ιερές Μονές της περιοχής που ανάγονται στην Υστεροβυζαντινή Εποχή είναι και οι εξής: Άγιος Αντώνιος (Βαρλαάμ), Α. Δημήτριος, Α. Γεώργιος Μανδηλάς, Α. Γεώργιος, Άλυσος ή Υπαπαντή, Α. Νικόλαος Αναπαυσά, Α. Νικόλαος Κοφινά, Παντοκράτωρ (Δούπιανη), Α. Πνεύμα και Α. Στέφανος. Το καθολικό της Ι. Μονής κτίστηκε από το 1545 ως το 1552334. 16. Μοτζάρα: Σλαβικό τοπωνύμιο του χωριού Αθαμανία, 40 χλμ. ΝΔ. της Καλαμπάκας. Το βουνό της Μοτζάρας, ή Μουτσιάρα, αναφέρεται ως όριο της επικράτειας της Επισκοπής Σταγών (1336 και 1393)335. 17. Παναγίτσα: Πρόκειται για μικρό οικισμό κοντά στο Αχλαδοχώρι Τρικάλων. Έξω από τον οικισμό βρίσκεται ο Ι. Ν. της Α. Παρασκευής που, σύμφωνα με τον Κώστα Σπανό, είναι κτισμένος πάνω σε αρχαιότερο, μικρότερο του σημερινού, ναό. Ο 329
Στ. Βυζάντιος, 522, Θ. Η., Ζ΄(Λάρισα 1984) σ. 75-6, Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 60, Fr. Hild, ό.π., σ. 60. Fr. Hild, ό.π., σ. 62. 331 Fr. Hild, ό.π., σ. 62. 332 Fr. Hild, ό.π., σ. 63. 333 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 68. 334 Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδοξίας, τόμος Δ΄, ημ. 20η Απριλίου, Βέης, Χειρόγραφα των Μετεώρων, τ. Α΄, Αθήνα 1967, Fr. Hild, ό.π., σ. 78. 335 Α. Αβραμέα, ό.π., σελ. 60, Fr. Hild, ό.π., σ. 79. 330
Ν. Νικονάνος πιστεύει πως ίσως κτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα336. 18. Περιστερά : Πρόκειται για το χωριό Ταξιάρχες (Κριτσίνι) του Ν. Τρικάλων. Για την Επισκοπή Περιστεράς αναφέρεται ότι, μεταξύ του 11ου και 14ου αιώνα,. υπαγόταν στη Μητρόπολη Λαρίσης. Σε κάποιες χρονικές περιόδους εμφανίζεται ενωμένη με τη γειτονική Επισκοπή Γαρδικίου. Δεν διασώζεται κάποιο μνημείο της Βυζαντινής Εποχής παρά μόνο ο Ιερός Ναός των Αγίων Ταξιαρχών της Μεταβυζ. Εποχής (1600 περίπου)337. 19. Πόρτα – Παναγιά ή Θεοτόκος Μεγάλων Πυλών: Τέως μοναστήρι της Βυζαντινής Εποχής λίγο μετά την Πύλη Τρικάλων. Η ονομασία (Πόρτα) οφείλεται στο άνοιγμα των βράχων αριστερά και δεξιά του Πορταΐτικου ή Πορταϊκού ποταμού, που θυμίζει πύλη περάσματος. Η βυζαντινή ονομασία ήταν Μεγάλες Πύλες και, εκτός του ομώνυμου μοναστηριού, φαίνεται ότι υπήρχε οικισμός γύρω από αυτό, προγενέστερος της σημερινής Πύλης. Ο ναός, που διατηρείται σώος ως τις μέρες μας, ήταν το καθολικό της σταυροπηγιακής Ι. Μονής της Παναγίας Ακαταμαχήτου. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1283 από το Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ Άγγελο. Οι ιδιοκτησίες της Ι. Μονής επικυρώθηκαν διαδοχικά από τον Ανδρόνικο Β΄ και τον Ανδρόνικο Γ΄. Το 1342 η Μονή παραχωρήθηκε στους άρχοντες του Φαναρίου. Στις επικυρώσεις της Ι. Μονής καταγράφονται τα εξής: 1. Μετόχια: Α. Αθανάσιος Φαναρίου, Α, Δημήτριος Πυργητού Τρικάλων, Α. Νικόλαος Λυκουσάδας, Νέα Μονή, Α. Θεόδωροι του Παύλου, Θεοτόκος Μαυροβουνίου, Θεοτόκος Φαναρίου και Θεοτόκος Βοξίστας. 2. Ναοί: Α. Άνθιμος, Α. Γεώργιος του Νάσκου, Σωτήρα Χριστού κάστρου Τρικάλων. 3. Τοποθεσίες – τοπωνύμια: Αργυρολίμνη, Δέση, Α. Κυριακή, Λεσσιανά, Λάψιστα, Μελέοι, Μέρτσιο, Πελετζή, Δροβίστιανη, Φανάρι, Βελάς, Πυργητός, Ράξα, Σλοντοβάν, Ακονίτις Πέτρα, Αραμηνός, Βάρβορα, Κλερινού. Ο ναός κτίστηκε το 1283 και είναι τρίκλιτη σταυρεπίστεγος βασιλική. Το τέμπλο είναι μαρμάρινο με ψηφιδωτές εικόνες του Κυρίου και της Θεοτόκου, αντίστροφα όμως από ότι συνηθίζεται (η Θεοτόκος είναι δεξιά της Ωραίας Πύλης). Ο εξωνάρθηκας είναι προσθήκη του 14ου αιώνα338. 20. Πρεβέντα: Μεσαιωνική ονομασία του χωριού Διάβα Καλαμπάκας. Σε γράμμα του Ιωάσαφ, Μητροπολίτη Λάρισας το 1401, αναφέρεται ότι στο χωριό υπήρχε μύλος ιδιοκτησίας κάποιου Γρουζή, ο οποίος παραχωρήθηκε στην Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου. Η λέξη Πρεβέντα σημαίνει κάποιο είδος φόρου, που ορίζεται σε 336
Κ. Σπανός, ό.π., σ. 83. Μιχ. Χωνιάτης, 2, 69, Fr. Hild, ό.π., σ. 84. 338 Heuzey, Θ. Η., Θ΄ (Λάρισα 1986), σ. 203-208, Fr. Hild, ό.π., σ. 87. 337
χρυσόβουλο του Ορσίνι της Ηπείρου (1332)339. Σήμερα στα χωριά των Αγράφων με τον όρο «πρεβέντα» ορίζεται ένα γαμήλιο έθιμο340. 21. Σ(θ)λάταινα: Σλαβική ονομασία του χωριού Ρίζωμα Καλαμπάκας. Αναφέρεται σε επικυρωτικά έγγραφα της Επισκοπής των Σταγών (1336, 1393)341. Άλλες ονομασίες του χωριού ήταν Σκλάτινα, Σκλάτενα, Σλάτενα (< Σκαλβηνίαι < σκλάβοι <Σλάβοι). 22. Τζίβισκος: Ονομασία του κάστρου ΒΑ. του χωριού Γριζάνο, κοντά στα σύνορα των νομών Λάρισας και Τρικάλων. Το κάστρο αυτό κατελήφθη το 1082, μετά από μάχη από το Νορμανδό Βοημούνδο που κατευθυνόταν προς τη Λάρισα. Το φρούριο είχε ανεμπόδιστη ορατότητα προς την κοιλάδα του Πηνειού και τη Δυτική θεσσαλική πεδιάδα. Ήταν το κεντρικότερο και μεγαλύτερο μεταξύ των βυζαντινών φρουρίων της περιοχής (Βλοχού, Κλοκοτού, Κορτικίου). Σήμερα σώζονται εκατοντάδες μέτρα των τειχών στην ανηφορική ράχη του βουνού πάνω από το Γριζάνο. Από τη δυτική πλευρά τα τείχη «αγγίζουν» σχεδόν το χωριό κι αυτό για λόγους προστασίας μιας σημαντικής, σε περίπτωση αποκλεισμού, πηγής που βρισκόταν εκεί. Σώζονται επίσης τμήματα των ενδιάμεσων τειχών καθώς και υπολείμματα πύργων. Η μεγάλη έκταση της οχυρωμένης περιοχής φαίνεται ότι θα πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο στους κατοίκους των γύρω χωριών342. 23. Τραμπουχούνιστα: Μεσαιωνική ονομασία του Μεγαλοχωρίου ή Μπουχούνιστας, προαστίου των Τρικάλων. Σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1336), που επικύρωνε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Επισκοπής; Σταγών, αναφέρεται ότι οι αμπελώνες της Τραμπουχούνιστας αποτελούσαν όριο της Επισκοπής αυτής. Το σημερινό Μεγαλοχώρι είναι πολύ κοντά στα Τρίκαλα (6 χλμ.) και γι’ αυτό ο ερευνητής Κ. Σπανός πιστεύει ότι ο υστεροβυζαντινός οικισμός πρέπει να βρισκόταν αρκετά βορειότερα343. 24. Τριστένικος : Κατά τον Κ. Σπανό, αυτό το τοπωνύμιο πρέπει να ταυτιστεί με το διαλυμένο χωριό Ντριστιανός ή Τριστιανός κοντά στο Καστράκι των Τρικάλων. Ο οικισμός αναφέρεται ως ιδιοκτησία της Ι. Μ. Λυκουσάδας σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1289). Σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γ΄(1332) και του Στ. Δουσάν (1348), αναφέρεται ως «μετόχιον 339
Κ. Σπανός, ό.π., σ. 88. Προφορική παράδοση που μου τη μετέφερε ο φίλος και εκλεκτός συνάδελφος Γιάννης Φρύδας. Βλέπε σχετ. και τον 15ο τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου. 341 Fr. Hild, ό.π., σ. 92. 342 Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, β΄23, Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 521, 115, Stählin, Θ. H. Z΄ (Λάρισα 1984), σ. 69, Fr. Hild, ό.π., σ. 101. 343 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 102. 340
Τριστενίκου». Ο οικισμός διαλύθηκε περί το 1800344. 25. Φαρκαδών: Η αρχαία Φαρκαδών, που βρισκόταν στις πλαγιές του βουνού πάνω ακριβώς από τον σημερινό Κλοκωτό, άντεξε στο χρόνο μέχρι τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα. Ο οικισμός ήταν χωρισμένος σε δυο ευδιάκριτα τμήματα, ένα σε κάθε ύψωμα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα υψώματα βρέθηκαν ερείπια δύο ναών, της Αγ. Σοφίας και της Παναγίας. Το βυζαντινό κάστρο βρισκόταν λίγο δυτικότερα απ’ αυτούς τους δυο συνοικισμούς. Εκεί σώζονται ερείπια ενός βυζαντινού κτίσματος, μιας στέρνας κι ενός τετραγωνικού πύργου345. 26. Φλαμουλίνη: Βυζαντινή ονομασία του τρικαλινού προαστίου Φλαμούλι. Αναφέρεται στο χρυσόβουλο του Συμεών Ουρός (1336), με το οποίο αναγνωρίζονταν διάφορες ιδιοκτησίες των Ι. Μονών Α. Νικολάου και Α. Γεωργίου Ζαβλαντίων. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στη Φλαμουλίνη ως εξής: «Χωρίον της Φλαμουλίνης … και ευρίσκεται όπερ ενι εκκλησιαστικόν μονύδριον του Σωτήρος Χριστού …»346. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι πολλά θεσσαλικά τοπωνύμια έλκουν την καταγωγή τους από τα ονόματα των διαφόρων Ελλήνων και ξένων φεουδαρχών του τόπου, π.χ. Μελισσιάτικα < Μελισσηνός, Μουζάκι <Μουζάκι (διάδοχος του Ορσίνι στην Ήπειρο), Ματαράγκα <Ματαραγκαίοι = οικογένεια Αλβανών κτηματιών, Μουργκάνι και Μουργκάνης (Ίων) ποταμός < Μουργκάνι = Αλβανός ή ίσως Βλάχος τοπάρχης κ.α. Κεφάλαιο 11ο Οικονομικά στοιχεία της Βυζαντινής (Μεσαιωνικής) Θεσσαλίας Α΄ Η γεωργία Τα σιτηρά εξακολουθούν, κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους να αποτελούν την κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή του εύφορου κάμπου της Θεσσαλίας. Έτσι η Expositio Totius Mundi et Getium, τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., λέει για τη Θεσσαλία ότι «… άφθονο σίτον έχει …347». Αργότερα, τον Ιούλιο του 677, όταν η Θεσσαλονίκη πολιορκούνταν από τους Ρηγχίνους και τους Σαγουδάτους Σλάβους, οι πολιορκημένοι προμηθεύονταν το απαραίτητο γι’ αυτούς σιτάρι από τους 344
Κ. Σπανός, ό.π., σ. 104. Στ. Βυζάντιος, 658, Stählin, Θ. H. Z΄ (1984), σ. 69, Fr. Hild, ό.π., σ. 92. 346 Κ. Σπανός, ό.π., σ. 109. 347 Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 64, σημ. 5 [Post Macedoniam Thessalia multa ferens (frumenta) et (in) alliis (sibi) sufficere dicitur. Δηλαδή: Η Θεσσαλία είναι αυτάρκης όσον αναφορά εις την παραγωγήν των λοιπών προϊόντων.] 345
Βελεγηζίτες Σλάβους της ΝΑ. Θεσσαλίας. Την πληροφορία αυτή την αντλούμε από το βιβλίο «Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου348». Πληροφορίες για το όργωμα των σταροχώραφων της Λάρισας καθώς και για τον θερισμό του Ιουνίου μας δίνει ο Κεκαυμένος349. Οι ρωμαϊκές και βυζαντινές νομισματικές μονάδες 1. ρωμαϊκές χρυσ 1 = 25 ό aureu δηνάρια s ασημ 1 = 4 ένιο δηνάρ σηστέρσι ιο α χάλκ 1 = 4 ινο σηστέ δουπόντι ρσιο α χάλκ 1 = 2 ινο δουπό ασσάρια ντιο χάλκ 1 = 2 ινο ασσάρ ημιασσ ιο άρια 2. βυζαντινές χρυσ 1 νόμισμα = 288 φόλλεις ή ό ή solidus 2 semisse χρυσ 1 semisse =144 φόλλεις ή ό ½ νομίσματος χρυσ 1 = 96 φόλλεις ή ό tremisse 1/3 νομίσματος ασημ 1 = 24 φόλλεις ή 2 ένιο μιλιαρέσι κεράτια ον ασημ 1 = 12 φόλλεις ένιο κεράτιον χάλκ 1 φόλλις =2 ημιφόλλια ινο χάλκ 1 ινο ημιφόλλιο ν Το 1037, όταν η Κων/λη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω λιμού, ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, αγόρασε από περιοχές της νοτιότερης Ελλάδας κι όχι 348 349
Migne, P.G. (Ελληνική Πατρολογία), τόμος 116, σ. 1351, κ.εξ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ροε΄.
από τη Θεσσαλία, σίτο εκατό χιλιάδων μοδίων. Φαίνεται λοιπόν ότι ο λιμός αυτός είχε «χτυπήσει» την ίδια περίοδο και το σιτοβολώνα των Βυζαντινών, τη Θεσσαλία. Στο τέλος του 12ου αιώνα ο Μ. Χωνιάτης, απευθυνόμενος στους Κωνσταντινουπολείς, τους θυμίζει ότι οι πεδιάδες της Θεσσαλίας καλλιεργούνταν γι’ αυτούς. Ο Προκόπιος, νωρίτερα τον 6ο αιώνα, αναφέρεται και στις πλούσιες καλλιέργειες των οπωροφόρων («παντοίων καρπών») της Θεσσαλίας350. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός κατά την εκστρατεία του στη Θεσσαλία κατά των Νορμανδών, πέρασε από τα πλούσια «κηπουρεία του Δελφινά»351. Επρόκειτο για τα κτήματα του Βλάχου άρχοντα της Λάρισας Νικουλιτζά Δελφινά. Προσοδοφόρα επίσης καλλιέργεια για την Ανατολική Θεσσαλία ήταν η αμπελουργία. Ο Ιουστινιανός για τα αγροτικά χρέη ΛˉˉΒ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ∆ΕΝΑ ∆ΑΝΕΙΖΟΝΤΑ ΓΕΩΡΓΩΙ ΚΡΑΤΕΙΝ ΤΗΝ ΕΚΕΙΝΟΥ ΓΗΝ, ΚΑΙ ΠΟΣΟΝ ΟΦΕΙΛΟΥΣΙ ΛΑΜΒΑΝΕΙΝ ΤΟΚΟΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ. Αὐτοκράτωρ ̓Ιουστινιανὸς Αύγουστος Αγερωχίῳ τῷ λαμπροτάτῳ αρχοντι Αἱμιμόντου τῆς Θρᾴκης. <Προοίμιον.> Πρᾶγμα δεινὸν καὶ πάσης ἐπέκεινα καὶ ἀσεβείας καὶ πλεονεξίας γινόμενον συνείδομεν νόμῳ θεραπεῦσαι κοινῷ, οὐκ ἐπὶ τῆς παρούσης μόνον ἀνάγκης, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν ἑξῆς απαντα χρόνον 240πολιτεύεσθαι δυναμένῳ. έγνωμεν γὰρ ως τινες ἐπὶ τῆς ἐπαρχίας ης αρχεις ἐτόλμησαν ἐπιλαβόμενοι τοῦ καιροῦ τῆς ἀφορίας τοῦ σίτου δάνεισμα πρᾶξαι πρός τινας ἐπ' ἐλαχίστῳ μέτρῳ καρπῶν καὶ τὴν αὐτῶν λαβεῖν γῆν απασαν ἀντ' αὐτοῦ, ωστε τοὺς μὲν τῶν γεωργῶν φεύγειν, τοὺς δὲ διαφθαρῆναι λιμῷ, δεινήν τε γεγενῆσθαι φθορὰν οὐδὲν τῆς βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς ἐλάττονα. Θεσπίζομεν τοίνυν απαντας τοὺς δανείσαντας ὁσονδήποτε μέτρον τῶν οἱωνδήποτε ξηρῶν καρπῶν τοῦτο ἀπολαμβάνοντας νῦν χωρὶς τῆς οἱασοῦν προσθήκης ἀποδοῦναι τὰ γήδια τοῖς γεωργοῖς, μηδενὸς παντελῶς θαρροῦντος γῆν κατέχειν προφάσει τῶν εἰρημένων δανεισμάτων, ειτε εγγραφα ειτε αγραφα ειη, κομιζομένους δέ, εἰ μὲν οἱ δανεισθέντες ειεν καρποί, ὀγδόην τοῦ μοδίου μοῖραν ἐφ' ἑκάστῳ μοδίῳ εἰς ἐνιαυτὸν ολον, εἰ δὲ νομίσματα τὰ δανεισθέντα ειη, ἐφ' ἑκάστῳ νομίσματι ἐνιαύσιον κεράτιον εν προφάσει τόκου. τοῦ λοιποῦ δὲ τοὺς δανειστὰς ἀρκουμένους ὀγδόῃ μοδίου μοίρᾳ ἐφ' ἑκάστῳ μοδίῳ εἰς ἐνιαυτὸν ενα (η ἐφ' οσον μένει τὸ δάνεισμα κατὰ τὴν ἀναλογίαν ταύτην) η τῷ κερατίῳ ἀποδιδόναι πάντως, ειτε γῆν ειτε αλλο τι λαβόντες τύχοιεν ἐνέχυρον, βόας τυχὸν η πρόβατα η ἀνδράποδα. καὶ τοῦτον ειναι τὸν νόμον κοινὸν απασι, φιλάνθρωπόν τε αμα καὶ εὐσεβῆ καὶ τήν τε χρείαν θεραπεύοντα τοῖς δεομένοις τοῖς τε δανεισταῖς φέροντα μετρίαν παραψυχήν. < ̓Επίλογος.> Τὰ τοίνυν παραστάντα ἡμῖν ἡ σὴ λαμπρότης εργῳ καὶ πέρατι παραδοῦναι σπευσάτω· εἰδότος τοῦ δανειστοῦ, ὡς εἰ παρὰ ταῦτά τι πρᾶξαι θαρρήσειε, τῆς εἰσπράξεως ἐκπεσεῖται, καὶ ὁ λαβὼν ειτα ἀδικούμενος εξει παραψυχὴν τὸ αὐτὸς μὲν ἀπηλλάχθαι πραγμάτων, τὸν δανειστὴν δὲ ἰδεῖν ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ ζημιούμενον. 246 Νεαραί Ιουστινιανού ΛΒ΄ 239-246
Από αρχαιοτάτων χρόνων φημιζόταν ο πεπαρήθιος οίνος (σκοπελίτικος) και η «αμπελοφόρος χώρα» του Φιλοκτήτη στην Αν. Όσσα. Στα μεσαιωνικά χρόνια φημισμένος ήταν ο «πτελεατικός οίνος» από αμπελώνες της περιοχής του Πτελεού. Μάλιστα ο οίνος αυτός πουλιόταν μέχρι και την απαιτητική αγορά της Βασιλεύουσας και ήταν περιζήτητος στα καπηλειά της. Σε έγγραφα 350 351
Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Δ΄ 3. Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, ε΄5,3.
της περιόδου της Φραγκοκρατίας αναφέρονται οι καλλιέργειες και τα αμπέλια των περιοχών Βελεστίνου και Δύο Αλμυρών. Συχνές επίσης είναι οι αναφορές διαφόρων εκκλησιαστικών εγγράφων στην ύπαρξη νερόμυλων της Δ. Θεσσαλίας μέχρι και τον 15ο αιώνα. Στην Υστεροβυζαντινή Εποχή, οι κυριότεροι ιδιοκτήτες γης ήταν λίγοι μεγαλοκτηματίες, όπως στην περιοχή Φαναρίου και Δημητριάδας, και οι ιερές Μονές. Τα διάφορα μεγάλα θεσσαλικά μοναστήρια χρησιμοποιούσαν εργαζόμενους λαϊκούς για τις αγροτικές και άλλες χειρονακτικές εργασίες, οι οποίοι μετοικούσαν με τις οικογένειές τους στις παρυφές των κτημάτων των Μονών. Έτσι σχηματίστηκαν πολλοί από τους οικισμούς που διατηρούνται ως τις μέρες μας.
Β΄ Η κτηνοτροφία Από αρχαιοτάτων χρόνων η Θεσσαλία φημιζόταν ως ο σπουδαιότερος και πλέον κατάλληλος τόπος για την εκτροφή των αλόγων. Όλες οι πόλεις-κράτη της Κλασσικής Εποχής επιδίωκαν τη συμμαχία με το θεσσαλικό ιππικό. Στην Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης αναγνώριζε τη σημασία της θεσσαλικής πεδιάδας στην εκτροφή των αλόγων, που ήταν πολυτιμότατα στον αυτοκρατορικό στρατό352. Αργότερα, στη Μεσοβυζ. Εποχή, η Άννα Κομνηνή μας πληροφορεί ότι οι στρατιώτες του Βρυέννιου μεταφέρονταν από θεσσαλικά άλογα353. Αλλά και τον 12ο αιώνα η Θεσσαλία συνεχίζει να φημίζεται για τα άλογα που εξέτρεφε σύμφωνα με τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης354. Με την κτηνοτροφία, γενικά, ασχολούνταν ιδίως οι εγκατεστημένοι στην περιοχή Βλάχοι. Από το «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου γνωρίζουμε ότι αυτοί μετέφεραν τα κοπάδια τους στα βουνά της Βουλγαρίας (το βουλγαρικό κράτος είχε τότε επίκεντρο την περιοχή των Σκοπίων) κάθε Απρίλιο. Από εκεί επέστρεφαν στα πεδινά της Θεσσαλίας το Σεπτέμβριο355. Ο Νικήτας ο Μάγιστρος που καταγόταν από τη Λάρισα έγραφε για την ιδιαίτερή του πατρίδα το 945 σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο: « Λάρισαν και λογογράφοι και ποιηταί κυδαίνουσι τάχα και ρήτορες ουχ ως εριβώλακα μόνον και κουροτρόφον και εύιππον και εύβοτον τε και εύδιον και αγλαά πάντα φέρουσαν356». 352
«Περί βασιλείας», έκδοση, J. Βidez, τόμος Α΄, Παρίσι 1932, σ. 134. Α. Κομνηνή, ό.π., 5,2 354 Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί, 1187, 31. 355 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ροε΄. 356 L.G. Westerink : Nicetas Magistros, Lettres, Παρίσι 1873, 23.113. 353
1 . 2 . 3 . 4 . 5 . 6 . 7 . 8 . 9 . 1 0 . 1 1 . 1 2 . 1 3 . 1 4 . 1 5 . 1 6 . 1 7 .
Οι βασικοί φόροι στη Θεσσαλία μετά τον 9ο μ.Χ. αιώνα έγγειος φόρος φόρος για την ιδιοκτησία γης εννόμιος
για τα οικόσιτα ζώα
η συνωνή
για τα αγροτικά προϊόντα
παρακολουθήματα
έκτακτοι φόροι
δικέρατο εξάφολλο
για την επισκευή των πρωτεύουσας για κοινωνικούς σκοπούς
επήρειες
ως αμοιβή των φοροεισπρακτόρων
αγγαρείες
υποχρεωτική προσφορά εργασίας ή εξαγορά της
τειχών
της
νόμιστρο καπνολόγιον
ορική
μελισσωνόμιον (θ.)
(από το 1314 και μετά)
πρεβέντα οίνου
δόσεως (θ.) στρατιωτικός φόρος
μετά
σιτάρκεια
για τη φρουρά του κάστρου σε είδος ή χρήμα
κομμέρκιος
πενταμίδεια
παρθενοφθορίας (θ.)
προορισμένος για ειδικά εγκλήματα, κατέληξε σε προσφορά προς τον εκάστοτε άρχοντα όταν παντρευόταν κάποια από τις «υπηκόους» του Όλοι αυτοί οι φόροι εφαρμόστηκαν και στη Θεσσαλία. Οι φόροι που έχουν δίπλα (θ.) ήταν κυρίως τοπικοί θεσσαλικοί φόροι που θεσπίστηκαν από τους Σεβαστοκράτορες και τους διαφόρους φεουδάρχες
Γ΄ Ορυκτός πλούτος – Λατομεία Η εκμετάλλευση του θεσσαλικού ορυκτού πλούτου που είχε αρχίσει κατά την Αρχαιότητα, συνεχίστηκε και κατά τη Βυζαντινή
Εποχή. Το κυριότερο λατομικό προϊόν ήταν το φημισμένο θεσσαλικό μάρμαρο. Η τιμή του θεσσαλικού μάρμαρου τον 3ο μ.Χ. αιώνα ανέρχονταν στα 150 δηνάρια ανά πόδα357, σύμφωνα με το «Περί τιμών» διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Αργότερα, τον Αύγουστο του 376, εκδόθηκε διάταγμα των αυτοκρατόρων Ουάλη, Γρατιανού και Βαλεντινιανού Β΄, με το οποίο χορηγούνταν φορολογική ατέλεια στους ιδιώτες που εκμεταλλεύονταν λατομεία στη Μακεδονία και στο Ιλλυρικό όπου την εποχή εκείνη συμπεριλάμβανε και τη Θεσσαλία. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης μας πληροφορεί ότι το θεσσαλικό μάρμαρο χρησιμοποιούταν για το στολισμό των τοίχων των πολυτελών κατοικιών358. Από έργα του Κων/νου του Πορφυρογέννητου359 και του Συνεχιστή360 του Θεοφάνη πληροφορούμαστε την εξαιρετική ποιότητα του λεγόμενου «Θετταλικού λίθου». Είναι χαρακτηριστικό ότι στον περικαλλή ναό του Αγίου Δημητρίου οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από το πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο και το λευκό της Θράκης. Αυτός ο θεσσαλικός λίθος είχε πράσινα νερά, από ορισμένους ονομάζεται και οφίτης, χρησιμοποιήθηκε και στον μνημειώδη ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κων/λη. Άλλη ονομασία αυτού του μαρμάρου ήταν Ατράγιος λίθος. Εξ’ αιτίας αυτής της τελευταίας ονομασίας μερικοί ιστορικοί πίστευαν ότι εξορύσσονταν από τα υψώματα γύρω από την πόλη της Θεσσαλίας Άτραξ. Όμως τα λατομεία που έχουν εντοπιστεί στο ύψωμα της Χασάμπαλης, πίσω από το Ομορφοχώρι, είναι τελικά αυτά από τα οποία έβγαινε το φημισμένο αυτό μάρμαρο. Από ανασκαφές που έγιναν στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν στο φως οι διάφορες πετρογραφικές ζώνες, που διακρίνονται σ΄ αυτές της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Νεότερης Εποχής361. Λατομεία επίσης έχουν εντοπιστεί κοντά στο χωριό Κάστρο της Λάρισας (Άτραξ) και ΒΑ. του χωριού Καστρί της Αγιάς. Το δεύτερο από αυτά φαίνεται πως λειτουργούσε και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους. Στην περιοχή του Ν. Μαγνησίας έχουν εντοπιστεί λατομεία στη περιοχή του Αλμυρού και του Νοτίου Πηλίου, συγκεκριμένα στην περιοχή Ζάστενη του Τισαίου όρους. Φαίνεται πως αυτό το τελευταίο λειτουργούσε και στα βυζαντινά χρόνια. Θέσεις λατομείων εντόπισε επίσης ο Γ. Σωτηρίου362 στη Μ. Βελανιδιά (Καντήραγα) και κοντά στο κοιμητήριο της Νέας Αγχιάλου. Φαίνεται πως τα μάρμαρα που εξορύχθηκαν από τις δυο τελευταίες θέσεις χρησιμοποιήθηκαν στη οικοδόμηση των χριστιανικών ναών της Πρωτοβυζαντινής Εποχής στις Φθιώτιδες Θήβες. 357
Μονάδα όγκου ενός κύβου με πλευρά ένα πόδι. Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, Γ΄ Migne PG, Τόμος 44, στ. 653δ΄. 359 Κων/νος Πορφυρογέννητος, Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, Βόννης, τόμος Α΄ σ. 642-648. 360 Συνεχιστής Θεοφ., Β΄18, Γ΄43. 361 Αρβανιτόπουλος, «Ανασκαφαί και έρευναι», ΠΑΕ 1910, σ. 184-5. 362 Γ. Σωτηρίου, «Αι χριστιανικαί Θήβαι της Θεσσαλίας», ΑΕ. 1929, σ. 52. 358
Δ΄ Αλυκές Στη μεσαιωνική Θεσσαλία λειτουργούσαν αλυκές απ’ τις οποίες εξαγόταν το πολύτιμο αλάτι. Σε επιγραφή των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που βρέθηκε κοντά στις Φθ. Θήβες, υπονοούνται με τη λέξη «αρμυρά» κάποια εδάφη απ’ τα οποία εξορυσσόταν το αλάτι363. Ο L. Heuzey364 κοντά στον Πυργετό της Λάρισας (θέση Διαβατός) αναφέρει ότι βρήκε μια χρυσή σφραγίδα, η τύχη της οποίας αγνοείται σήμερα (!), στην οποία γινόταν λόγος για τις αλυκές Λυκοστομίου (Τεμπών). Στο άλλο θεσσαλικό Λυκοστόμιο, αυτό στην περιοχή των Σταγών, μαθαίνουμε από τον βίο του Αγίου Αθανασίου του Μετεωρίτη ότι υπήρχαν και εκεί αλυκές και ότι ο Άγιος μετέβαινε ως εκεί «δι’ άλατος χρείαν».
Κεφάλαιο 12ο Οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Θεσσαλία από τον 10 αιώνα μ.Χ. ως το 1453 Α΄ Ο Άγιος Ηρωδίων (28 Μαρτίου) Ήταν ένας από τους «εβδομήκοντα» μαθητές του Κυρίου ο οποίος αρχικά είχε ακολουθήσει τον Απόστολο Πέτρο ως συνεργάτης του στη διάδοση του Ευαγγελίου. Αργότερα ευαγγελιζόμενος διάφορες περιοχές της πατρίδας μας έφτασε στην Υπάτη. Εκεί χειροτονήθηκε επίσκοπος Υπάτης ή Νέων Πατρών365 (τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.). ο Συναξαριστής αναφέρει ότι κάποτε συνελήφθη από ειδωλολάτρες και Ιουδαίους της εκεί παροικίας. Αυτοί τον χτύπησαν άγρια στο κεφάλι και με πέτρες στο σώμα. Στο τέλος σφαγιάστηκε παραδίδοντας την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Το όνομα του Αγίου Ηρωδίωνα αναφέρεται και από τον Απόστολο Παύλο στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του κι απ’ αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ηρωδίων πριν την Υπάτη είχε κηρύξει και στη Ρώμη. «Ρόδον νοητόν ως σαφώς Ηρωδίων 363
Ν. Γιαννόπουλος, «Επιγραφαί της Επαρχίας Αλμυρού», Δ.Φ.Ε.Ο., τ. 2 (1899), αρ. 39, σ. 23, 24. L. Heuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, σ. 86, σημ. 2. 365 Η Υπάτη ονομάστηκε Νέες Πάτρες τον 6ο αιώνα μ.Χ., ενώ τον 15ο αιώνα οι Τούρκοι την μετονόμασαν σε Πατρατζίκ(ι). Μετά την απελευθέρωσή της και την ένταξη στο σύγχρονο ελληνικό κράτος ανέκτησε το αρχαίο της όνομα. 364
ξίφει τρυγηθείς πάλιν ανθεί εν πόλω.» Β΄ Ο Άγιος Αχίλλιος (15 Μαΐου) Γεννήθηκε στην Καππαδοκία λίγο πριν το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Αυτοί τον ανέθρεψαν χριστιανικά και τον μόρφωσαν πλουσιοπάροχα, για τα δεδομένα της εποχής. Όταν πέθαναν οι γονείς του άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού από πόλη σε πόλη. Κάποτε τα βήματά του τον οδήγησαν στη Λάρισα, όπου και χειροτονήθηκε επίσκοπος της πόλης την οποία υπηρέτησε για 35 χρόνια. Ο Άγιος έλαβε μέρος μαζί με δυο άλλους Θεσσαλούς ιεράρχες που ήταν ανεψιοί του, τον Οικουμένιο ή Διόδωρο Τρίκκης και το Ρηγίνο της Σκοπέλου, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια366 το 325, στην οποία καταδικάστηκε η αιρετική διδασκαλία του Αρείου. Εκεί ο Άγιος θαυματούργησε, για να δείξει τη δύναμη της ορθής πίστης, κάνοντας την πέτρα να αναβλύσει λάδι. Μετά το πέρας της Συνόδου ο Μ. Κων/νος οδήγησε όλους τους ιεράρχες στη νέα πόλη που έκτιζε ο Αυτοκράτορας (Κωνσταντινούπολη). Εκεί όλοι οι Άγιοι Πατέρες προσευχήθηκαν στον Κύριο για να μείνει η πόλη στέρεα, ασάλευτη και ανίκητη. Ο ασθενής τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, που δεν παρευρέθη λόγω της ασθενείας του στη Σύνοδο, ακούγοντας τα κατορθώματα του Αχιλλίου ζήτησε να τον δει και όταν αυτός παρουσιάστηκε μπροστά του τον τίμησε και τον μακάρισε. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, του ετοιμάστηκε υποδοχή στην είσοδο της πόλης από ιερείς, μοναχούς και πλήθη πιστών Λαρισαίων. Μόλις ο Άγιος έφτασε, έπεφταν στα πόδια του και ασπάζονταν τα άκρα των ιματίων του. Ο Αχίλλιος τους εξιστόρησε τα γεγονότα στην Σύνοδο κι αυτοί χάρηκαν ιδιαίτερα και στερεώθηκαν ακόμα περισσότερο στην ορθή πίστη. Το ποιμαντικό του έργο συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του (περίπου το 350), όχι μόνο στα όρια της Θεσσαλίας αλλά ως τα πέρατα της Ελλάδας. Έτσι ο Α. Αχίλλιος θεωρείται δίκαια Ισαπόστολος, φωτισμένος κήρυκας του Ευαγγελίου και χαρισματικός διδάσκαλος της ορθής πίστης. Ακόμα τα συναξάρια τον χαρακτηρίζουν υπερασπιστή των φτωχών, πατέρα των ορφανών και ευεργέτη και πρόμαχο κάθε ανάγκης367. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, πράγμα που επιβεβαιώνεται με το ακόλουθο περιστατικό. Προσκλήθηκε κάποτε ο Αγ. Αχίλλιος σε μια μικρή πόλη της Θεσσαλίας για κάποια ανάγκη της τοπικής τους Εκκλησίας κι αυτός 366
Εν τούτοις το όνομα του Αγίου Αχιλλίου δεν αναγράφεται στους επίσημους καταλόγους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Αντί του Αχιλλίου και του Οικουμένιου αναφέρονται εκεί τα ονόματα Κλαυδιανός και Κλεόνικος με το προσδιοριστικό «Θεσσαλίας». Δες σχετικά: H. Gelzer – H. Hilgenfield – O. Cuntz, Patrum Nicaenorum Nomina, Λειψία, 1848, σ. 54,55. 367 Ματθαίος Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ε΄ έκδοση, τόμος Ε΄ ,1996, σ. 428.
έσπευσε να πάει. Οι κάτοικοι εν τω μεταξύ έκαναν μεγάλη προετοιμασία, αντάξια ενός επισκόπου. Αφού λοιπόν ευπρέπισαν χώρους φιλοξενίας, καθάρισαν δρόμους, ετοίμασαν φαγητά, περίμεναν τον ερχομό του, τον οποίον τον φαντάζονταν πάνω σε κάποιο πολυτελές άλογο με κουστωδία συνοδών, έναν δηλαδή ερχομό αντάξιο του αξιώματός του. Όμως, αντί των αναμενόμενων, είδαν δυο κληρικούς που έρχονταν πεζή. Οι κάτοικοι της πόλης, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν προπομποί του Επισκόπου, ρώτησαν αν ο Άγιος ήταν κοντά. Όταν ο ένας από τους δυο κληρικούς είπε ότι αυτός είναι ο Επίσκοπός τους, οι απλοϊκοί κάτοικοι το εξέλαβαν σαν ειρωνεία. Μετά από λίγο, κι αφού επέμεναν ρωτώντας και ακούγοντας τα ταπεινά και γλυκά του λόγια, πείστηκαν ότι αυτός ήταν ο αρχιερέας τους και θαύμασαν την ταπείνωσή του. Γενικά το ποίμνιό του είναι σίγουρο πως ωφελήθηκε πολύ περισσότερο από την ταπείνωσή του παρά από τις αγαθοεργίες ή τους λόγους του. Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η μέρα της εκδημίας του, ζήτησε να κατασκευαστεί ο τάφος του. Πραγματικά γύρω στο 350 κοιμήθηκε εν ειρήνη, παραδίδοντας την αγία του ψυχή στα χέρια του δικαιοκρίτη Θεού. Ο λαός και οι κληρικοί έθαψαν το άγιο του λείψανο στον ήδη ετοιμασμένο τάφο του. Επειδή εκείνα τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν συνηθίζονταν η ανακομιδή των λειψάνων κι επειδή πέρασαν πολλά έτη και μεσολάβησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές, έμεινε όχι μόνο το άγιο λείψανο αλλά και ο τάφος του Αγίου άγνωστος. Όμως ο Κύριος με θαύμα του, τριακόσια περίπου έτη αργότερα, την 10η του Φεβρουαρίου, φανέρωσε το λείψανο του εκλεκτού του Αγίου. Έτσι για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την άλωση της πόλης απ’ τους Βουλγάρους, το λείψανο και ο τάφος του Αγίου ήταν πηγή θαυμάτων για όσους κατέφευγαν στη μεσιτεία του. Πάνω από τον τάφο του κτίστηκε και ιερός ναός368 , πιθανότατα αυτός που βλέπουμε ανεβαίνοντας στο λόφο του Φρουρίου, νότια από το μπεζεστένι369. Στα χρόνια της ακμής της Βουλγαρίας, ο τσάρος Σαμουήλ άρπαξε το λείψανο του Αγίου και το τοποθέτησε σε λάρνακα στο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου της Μικρής Πρέσπας, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ιερό προσκυνηματικό κέντρο για το βασίλειό του, δίνοντας συγχρόνως κύρος στην εξουσία του. Στο ίδιο νησάκι ο Σαμουήλ ανήγειρε μεγαλοπρεπή βασιλική, της οποίας ακόμα και σήμερα σώζονται τα ερείπια. Από το 1981 το λείψανο του Αγίου βρίσκεται ξανά στη Λάρισα, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. «Χαίροις της εώας αστήρ λαμπρός, και των Λαρισαίων λαμπαδούχος και οδηγός, 368 369
Αποκαλύφθηκε το 1978. Πιστεύεται ότι ο τάφος που βρέθηκε στο βόρειο κλίτος του ναού είναι του Αγίου Αχιλλίου. Τουρκική σκεπαστή αγορά.
χαίροις ευσεβείας, λειμών ο ανθηφόρος, Αχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος σκήνωμα.» Γ΄. Ο Άγιος Ρηγίνος (25 Φεβρουαρίου) Ο Άγιος καταγόταν από τη Λιβαδειά και ήταν από τη νεότητά του πιστός Χριστιανός, ασκητικός στους τρόπους και ζούσε μια καθαρή και αγνή ζωή. Αναφέρθηκε στη βιογραφία του Αγίου Αχιλλίου ότι ήταν συγγενής του και ότι βρέθηκε, ως παρατηρητής, μάλλον, καθόσον δεν είχε ακόμα χειροτονηθεί, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Σκοπέλου πράγμα που προξένησε πάνδημη χαρά στο νησί. Υπό τη νέα του αρχιερατική ιδιότητα συμμετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής370, το 347, μαζί με άλλους τριακόσιους αρχιερείς. Η Σύνοδος είχε σκοπό να καταδικάσει κάποιους επισκόπους υπερασπιστές των κακοδοξιών του Αρείου, οι οποίοι συμμερίζονταν την άποψη ότι ο Ιησούς ήταν ετεροούσιος από τον Πατέρα, πράγμα που επιτεύχθηκε, καθώς και να επαναδιατυπώσει το Σύμβολο της Νικαίας («Πιστεύω»). Ο συναξαριστής του Αγίου μας βεβαιώνει για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ομιλία του Αγίου ο οποίος κατάφερε με πειστικά επιχειρήματα να νικήσει κατά κράτος τα σοφίσματα των αιρετικών. Στα κατοπινά χρόνια της ποιμαντορίας του Ρηγίνου εμφανίστηκε ένας χειρότερος πειρασμός . Στο θρόνο της Αυτοκρατορίας ανήλθε ο νέο – ειδωλολάτρης Ιουλιανός που, ως γνωστόν, προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία του δωδεκαθέου, χτυπώντας με κάθε τρόπο το Χριστιανισμό. Έτσι, κατά τη διάρκεια του διωγμού που εφάρμοσε ο αυτοκράτορας, ο έπαρχος της Ελλάδας έφτασε στη Σκόπελο και άρχισε να φονεύει, βασανίζοντας σκληρά, πολλούς Χριστιανούς. Συνέλαβε και τον Άγιο επίσκοπο του νησιού και προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και υποσχέσεις να τον πείσει απλώς να θυσιάσει στα είδωλα, έστω προς το θεαθήναι. Επειδή, όπως αντιλαμβανόμαστε, ο Ρηγίνος αρνήθηκε θαρραλέα, επιχείρησε στη συνέχεια με άγρια και αφόρητα βασανιστήρια να τον μεταπείσει. Ο έπαρχος – τύραννος, βλέποντας τον Άγιο να μένει σα βράχος στέρεος στην πίστη του και τον πιστό λαό της Σκοπέλου να ενισχύεται από το παράδειγμα του ποιμένα του, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Έτσι την 25η Φεβρουαρίου του 362, στο παλιό γεφύρι της Χώρας Σκοπέλου αποκεφαλίστηκε. Το σώμα του τέθηκε από το ποίμνιό του μέσα σε ναό που οικοδομή8θηκε σε ένα λόφο έξω από τη Χώρα του νησιού στο δρόμο προς τον Αγνώντα. Το 1068 ο Γουλιέλμος της Σικελίας άρπαξε και μετέφερε το άγιο λείψανο του Ρηγίνου στην Κύπρο. Πολύ αργότερα, το 1740, στάλθηκε από τη Γερουσία της Σκοπέλου στην Κύπρο ο Κων/νος Χατζής ο οποίος πήρε από τους 370
Πρόκειται για τη σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας.
Κυπρίους τμήματα του λειψάνου, που τοποθετήθηκαν στη συνέχεια στην Ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Σκοπέλου. Μετά τη διάλυση του μοναστηριού, τα λείψανα μεταφέρθηκαν σε λειψανοθήκη στη Μητρόπολη (Ι. Ν. Χριστού Γεννήσεως) του νησιού όπου βρίσκονται και σήμερα371. «Χαίροις, της Σκοπέλου λαμπρός πυρσός, χαίροις, εκκλησίας ωραιότης και στολισμός, χαίροις ορθοδόξων δογμάτων μυροθήκη, Ρηγίνε θεοφόρε, πίστεως καύχημα.» Δ΄ . Ο Άγιος Οικουμένιος [Διόδωρος] (3 Μαΐου) Για τον Άγιο αυτό υπάρχουν αρκετές διχογνωμίες μεταξύ των διαφόρων συναξαριστών. Είναι σίγουρο ότι ο Άγιος Οικουμένιος έζησε το 10ο αιώνα, συνέγραψε ερμηνείες στις Πράξεις των Αποστόλων και στις Επιστολές της Καινής Διαθήκης ενώ διετέλεσε και επίσκοπος Τρίκκης. Ο δεύτερος Άγιος με το ίδιο όνομα, που ήταν κι αυτός αρχιερέας στην ίδια Επισκοπή, έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Αυτού του τελευταίου, αλλά αρχαιότερου χρονολογικά, η ύπαρξη αμφισβητείται από ορισμένους. Πάντως ο μητροπολίτης Λάρισας Αντώνιος, το 14ο αιώνα, έγραψε ακολουθία και εγκώμια προς τιμήν του Αγίου του 4ου αιώνα372. Σύμφωνα με τον Αντώνιο Λαρίσης, ο Άγιος Οικουμένιος ή Διόδωρος ήταν ανιψιός του Αγίου Αχιλλίου και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά τη διάρκεια της οποίας θαυματούργησε373. Στην Ι. Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μετεώρων, όπου ο Άγιος εικονίζεται σε πολλές αγιογραφίες, τελείται την 3η Μαΐου η σύναξη του Αγίου Οικουμένιου. «Οικουμένιον και θανόντα τοις λόγοις Τιμώ κατορθών έργον εκ λόγων μέγα.» Ε΄ . Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος [ο εν Βουναίνη] (9 Μαΐου) Ο Νικόλαος γεννήθηκε στην Μ. Ασία από ευσεβείς και ευγενείς γονείς και ανατράφηκε από μικρός με τα νάματα της χριστιανικής πίστης. Όταν μεγάλωσε, οι γονείς του τον κατέταξαν στο στρατό του βυζαντινού κράτους όπου και ήταν το πρότυπο του ήρωα για τους συστρατιώτες του χάρις στα σπουδαία του ανδραγαθήματα. Όταν ο βασιλιάς, μετά από λίγα χρόνια, έμαθε για το χαρακτήρα του πιστού του στρατιώτη, τον κάλεσε στο παλάτι και του απένειμε το οφφίκιο374 του Δούκα και του διοικητή μιας επαρχίας. Και στα 371
Ακολουθία και Παρακλητικός Κανών εις τον Ιερομάρτυρα Επίσκοπον Σκοπέλου, Ι. Μ. Ν. Γεννήσεως Χριστού της Σκοπέλου, Αθήναι 2006, σ. 28-30. 372 Τα Εγκώμια και η Ακολουθία που συνέγραψε ο Αντώνιος σώζονται στην Ι. Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, αριθ. Κώδικα 571 καθώς και στη βιβλιοθήκη της Οξφόρδης Aedis Christi, αρ. 66. 373 Σύμφωνα με τον Αντώνιο με τη δύναμη της προσευχής του ο Οικουμένιος κατόρθωσε να κάνει την πέτρα να αναβλύσει νερό. 374 Εδώ έχει τη σημασία του αξιώματος.
νέα του καθήκοντα διέπρεπε ο Νικόλαος, μέχρι που τον ξανακάλεσε ο βασιλιάς μαζί με άλλους σημαντικούς στρατιωτικούς για να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε με μια στάση των κατοίκων της Θεσσαλίας που αντιδρούσαν για την υπερβολική φορολόγησή τους375. Έτσι τα αυτοκρατορικά στρατεύματα της Κων/λης έχοντας επικεφαλής τους, μεταξύ άλλων, και τον Νικόλαο άρχισαν τον αγώνα για να υποτάξουν τους Θεσσαλούς στασιαστές. Βλέποντας όμως την αντίσταση των Λαρισαίων και των λοιπών Θεσσαλών καθώς και τους νεκρούς των συγκρούσεων, αποφάσισε να αποσυρθεί απ’ τα εγκόσμια και να αφοσιωθεί στην ασκητική ζωή. Έτσι πήγε στους λόφους της περιοχής Βουναίνης376, όπου μόναζαν και άλλοι ασκητές, και, μαθητεύοντας κοντά τους, παρουσίαζε μεγάλη πρόοδο στην αρετή. Ο συναξαριστής αναφέρει μια εισβολή Αβάρων (ή πιθανότερα Σαρακηνών) που έγινε εκείνα τα χρόνια, στη διάρκεια της οποίας ρημάχτηκε η ύπαιθρος της Θεσσαλίας. Μαθαίνοντας οι Άβαροι για την ύπαρξη των ασκητών, οδηγήθηκαν προς τα εκεί για λεηλασία και καταστροφή. Ο Νικόλαος, βλέποντας τους εισβολείς, στήριξε τους συναθλητές του για να μη δειλιάσουν. Οι βάρβαροι συνέλαβαν τον Νικόλαο και προσπάθησαν να τον πείσουν ν’ αρνηθεί την πίστη του με υποσχέσεις και κολακείες στην αρχή, με χτυπήματα και μαστιγώσεις στη συνέχεια. Μάταια, όμως, γιατί ο Νικόλαος έμενε στέρεος στην πίστη του. Τότε ο επικεφαλής των φονέων διέταξε να τον δέσουν σ’ ένα δέντρο όπου τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Τέλος τον έσυραν μισοπεθαμένο και τον αποκεφάλισαν την 9η Μαΐου. Στο «Μέγα Συναξαριστή» αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα θαύματα που έκανε ο Άγιος μετά το θάνατό του377. Ο ιστορικός μελετητής Α. Σοφιανός378 υποστήριξε ότι ο αρχηγός των Σαρακηνών (άρα Αράβων και όχι Αβάρων) αρνησίθρησκος Δαμιανός, μετά την άλωση της Δημητριάδας, γύρω στο 900 μ.Χ. εισέβαλε και στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Έτσι σύμφωνα και με ένα αγιολογικό κείμενο379 του 10ου αιώνα, ο Νικόλαος επικεφαλής τότε μιας μικρής στρατιωτικής μονάδας στη Λάρισα αποσύρθηκε, προ του κινδύνου με τις δυνάμεις του και τον αρχιεπίσκοπο Φίλιππο, στους πρόποδες του όρους Τέρναβος (Μελούνα), όπου πίστευε ότι μπορούσε να οχυρωθεί καλύτερα. Εκεί τελικά νικήθηκε αλλά κατόρθωσε να διαφύγει προσωρινά για να συλληφθεί αργότερα. Έτσι μετά τη σύλληψή του και την άρνησή του να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε μαρτυρικά στη Βούναινα. Αντίθετα, η 375
Πρόκειται πιθανώς για μια στάση ανάλογη μ’ αυτή του «Μούλτου», που αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα (Κεφ. 5, β΄). 376 Μετά το 1371 το όνομα της Βουναίνης (ή Βουνένης) που ήταν και έδρα Επισκοπής δεν αναφέρεται από καμιά πηγή. 377 «Μέγας Συναξαριστής», τόμος Ε΄, σ. 241-2. 378 Δ. Σοφιανός, Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Αθήναι 1972. 379 Κώδικας αρ. 81, στην Ι. Μ. Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Μετεώρων.
ιστορικός Άννα Αβραμέα380 υποστηρίζει ότι η επιδρομή που περιγράφει ο Συναξαριστής αφορά στους Βουλγάρους του Συμεών που έκαναν επιδρομές στη Θεσσαλία στα τέλη του 9ου αιώνα και τις αρχές του 10ου. Προσωπική μου γνώμη είναι ότι η άποψη του Δ. Σοφιανού είναι η ορθή διότι οι Βούλγαροι ήταν ήδη από την εποχή του τσάρου τους Βόριδος (Μιχαήλ) Χριστιανοί, ενώ αντίθετα οι Σαρακηνοί επιδίωκαν πάντοτε το βίαιο εξισλαμισμό των αιχμαλώτων τους. ΣΤ΄ . Ο Όσιος Λαυρέντιος (10 Αυγούστου) Ο Όσιος χειροτονήθηκε μοναχός στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, αλλά εξαιτίας της θεολογικής έριδας των Βαρλαάμ και Ακινδύνου αναχώρησε στην περιοχή του Βόλου, όπου στις πλαγιές του Πηλίου επιδόθηκε απερίσπαστος στην οικοδόμηση της Ι. Μονής (εκεί που είναι σήμερα το χωριό Άγιος Λαυρέντιος). Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Αλέξιος Κομνηνός, έστειλε στον Όσιο χρυσόβουλο381 που αναγνώριζε τη μονή και τα εξαρτήματά της, χρήματα και ιερά σκεύη για τον Ιερό Ναό του μοναστηριού. Ο Ναός και η Μονή αποπερατώθηκαν πολύ αργότερα από την κοίμηση του Λαυρεντίου, το 1378. Ζ΄ . Ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (20 Απριλίου) [Κτήτωρ της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου] Ο Όσιος Αθανάσιος (το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ανδρόνικος) γεννήθηκε στην Υπάτη το 1310 από πλούσιους και επιφανείς γονείς. Μικρός έμεινε ορφανός, ενώ αργότερα διέφυγε από την αιχμαλωσία των Φράγκων στην Υπάτη. Υπεύθυνος για την ανατροφή του ήταν ο μεγαλύτερός του αδελφός, αρχικά, και αργότερα ο θείος του που ήταν αξιωματούχος στη Θεσσαλονίκη. Είχε μορφωθεί από μικρός στα εκκλησιαστικά γράμματα, ενώ αργότερα πήρε και κοσμική – εγκύκλια μόρφωση σε ονομαστές σχολές της Θεσσαλονίκης. Δυο έτη αργότερα έκανε την πρώτη του, ανεπιτυχή όμως, προσπάθεια να γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος. Οι πατέρες όμως δεν τον δέχτηκαν επειδή ήταν ακόμη ανήλικος. Τα επόμενα έτη γνωρίστηκε με σπουδαίους Άγιους Πατέρες της εποχής, όπως το Γρηγόριο Σιναΐτη, το Δανιήλ τον Ησυχαστή, τον μετέπειτα πατριάρχη Κων/λεως Ισίδωρο, τον Ακίνδυνο, που δεν είχε ακόμα πλανηθεί σε αιρέσεις και άλλους. Το κρίσιμο στάδιο επιλογής του μοναχικού δρόμου διαδραματίστηκε για τον Άγιο στην Κρήτη. Μετά την οριστική επιλογή της ασκητικής πορείας στη ζωή του, επέστρεψε στον Άθω όπου έγινε ακόλουθος και διακονητής των ονομαστών ασκητών Γρηγορίου και Μωυσή στη 380
Α. Αβραμέα, ό.π., σελ.89-91 και 129. Το χρυσόβουλο αυτό φυλάσσεται στη Βατικάνειο Βιβλιοθήκη, ενώ ένα αντίγραφό του σώζεται στην Ι. Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. 381
Μηλιά του Αγίου Όρους. Τριακονταετής ο όσιος δέχτηκε την κουρά από τον Γρηγόριο με το νέο του όνομα Αντώνιος. Λίγους μήνες αργότερα ο ίδιος πνευματικός πατέρας τον έντυσε με το μοναχικό σχήμα και τον επονόμασε Αθανάσιο. Εκεί έζησε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με άσκηση, αγρυπνίες, νηστεία, υπακοή, διακονώντας πάντα ταπεινά τους δύο γέροντες πατέρες. Εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, που ενοχλούσαν εκείνη την εποχή το Άγιο Όρος, αποφάσισαν να χωριστούν. Ο Μωυσής πήγε στην Ι. Μ. Ιβήρων, ενώ ο Γρηγόριος με τον Αθανάσιο πήγαν στη Βέροια, όπου ο επίσκοπος Σερβίων Ιάκωβος τους πληροφόρησε ότι στους Σταγούς (Καλαμπάκα) βρίσκονταν κάποιοι πανύψηλοι λίθοι (Μετέωρα), κατάλληλοι για αναχωρητές. Ο γέροντας Γρηγόριος πρότεινε στον Αθανάσιο να μονάσουν εκεί. Ανέβηκαν λοιπόν σε κάποιον απ’ αυτούς τους βράχους. Όμως, σύντομα, ο Γρηγόριος, βλέποντας την αγριότητα της περιοχής, θέλησε να επιστρέψουν, αλλά ο Αθανάσιος τον καθησύχασε υποσχόμενος ότι δε θα στερηθούν ποτέ τις αναγκαίες τροφές (άρτο, λάδι, κρασί). Έτσι ο γέροντας δέχτηκε να παραμείνουν. Λίγο αργότερα, κι ενώ η φήμη των δύο ασκητών απλώθηκε παντού, άρχισε καθημερινά να συρρέει πλήθος πιστών έχοντας επιθυμία να συνομιλήσουν με τους ασκητές για πνευματικά θέματα και να πάρουν ευλογία φέρνοντας μαζί τους όλα τα αναγκαία για την τροφή των πατέρων. Κι ενώ η αδελφότητα μεγάλωνε με την είσοδο σ’ αυτή και άλλων μοναχών, από τις συχνές επιδρομές των ληστών και από δαιμονικές επήρειες, ο Αθανάσιος κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να ανεβεί σε κάποιο ψηλότερο και πιο απρόσιτο βράχο. Ζήτησε λοιπόν την άδεια του γέροντά του για να μετοικήσει. Εκείνος του έδωσε την ευλογία του αλλά του ζήτησε να πάρει και δυο αδελφούς μαζί του. Έτσι και έγινε, ο ένας μάλιστα από τους δυο, ο Ιάκωβος, χειροτονήθηκε προηγουμένως ιερέας. Στο νέο τόπο άσκησης, στο Μεγάλο Μετέωρο, ο Αθανάσιος οικοδόμησε Ναό στο όνομα της Θεοτόκου, εντός του οποίου τελούσαν τις ιερές ακολουθίες. Στο Μεγάλο Μετέωρο κατέφθαναν καθημερινά πολλοί πιστοί που τον παρακαλούσαν να μείνουν κοντά του. Εκείνος όμως δέχτηκε λίγους και όρισε (θέσπισε) τους κανόνες για να πολιτεύονται οι νέοι αλλά και οι παλαιότεροι συνασκητές του στην μοναχική τους ζωή. Ανήγειρε έπειτα και Ναό αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Ο Άγιος Τριαδικός Θεός αξίωσε το Σκεύος εκλογής Του, τον Όσιο Αθανάσιο, που άσκησε παραδειγματικά την αρετή της ησυχίας, με το προορατικό χάρισμα και το χάρισμα της θαυματουργίας. Την 20η Απριλίου του 1382 ή του 1383, σε ηλικία εβδομήντα ετών, μετά από σύντομη ασθένεια, εκοιμήθη εν ειρήνη. «Στύλος άσειστος, και στερρόν τείχος, και προπύργιον, γενού και σκέπη του σου ποιμνίου Σοφέ Αθανάσιε,
των πρεσβειών σου σκεπάζων ταις πτέρυξι, τους εν αυτώ ασκουμένους εκάστοτε, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν δοξάζοντας, και ανυμνούντας εκ πόθου την μνήμην σου.» Η΄ . Ο Όσιος Ιωάσαφ (20 Απριλίου) [συνασκητής του Οσίου Αθανασίου στο Μ. Μετέωρο] Ήταν ο γνωστός μας, από προηγούμενα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου, Σερβοέλληνας κυρίαρχος της Θεσσαλίας από το 1372, με το κατά κόσμον όνομα Ιωάννης Ουρός Παλαιολόγος, γιος του Συμεών382. Μετά το 1383 ήταν επικεφαλής της μοναστικής αδελφότητας των Μετεώρων. Το 1390 ίδρυσε την Ι. Μ. της Υψηλοτέρας που είναι σήμερα ερειπωμένη. Όταν παρέδωσε την εξουσία της Θεσσαλίας στο συγγενή του Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπηνό, αποσύρθηκε στα Μετέωρα όπου γνωρίστηκε με τον Άγιο Αθανάσιο και έγινε αφοσιωμένος μαθητής του. Το μοναχικό του όνομα ήταν Ιωάσαφ. Λίγο πριν το θάνατο του ο Όσιος Αθανάσιος συμβούλεψε τα μέλη της αδελφότητάς του να αναγνωρίσουν τον Ιωάσαφ ως επόμενο αρχηγό τους (προ – ηγούμενο). Στην Ι. Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος σώζονται μέχρι σήμερα αγιογραφίες που παριστούν τον Ιωάσαφ ντυμένο με το μοναχικό σχήμα. Μετά την πρώτη εισβολή των Οθωμανών χειροτονήθηκε από το Διονύσιο, το Μητροπολίτη Λάρισας, Επίσκοπος Φαναρίου383. Κοιμήθηκε εν ειρήνη το 1422. «Αθανασίω εν πόλω Ιωάσαφ Νυν συγχορεύεις συμμεριστής ως πόνων.» Θ΄ . Ο Άγιος Κυπριανός ο Θαυματουργός Ο Κυπριανός διετέλεσε ηγούμενος της Ι. Μ. Μαρμαριανιτών και τοποθετήθηκε μητροπολίτης Λάρισας από τον Πατριάρχη Ιωάννη ΙΓ΄ τον Γλυκά γύρω στο 1305-1320. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί στη Λάρισα λόγω των πολιτικών συγκρούσεων και της γενικής αναταραχής που επικρατούσε στη θεσσαλική πρωτεύουσα, αλλά παρέμενε στην Επισκοπή Χάρμαινας κοντά στη σημερινή Αγιά, στους πρόποδες της Όσσας. Απεβίωσε το 1362 και ετάφη στα Τρίκαλα διότι «… η Λάρισα ήτο αοίκητος και έρημος ιχνών ανθρωπίνων, παραδεδομένη να καταπατείται από τα θηρία του καλάμου και τα πετεινά του ουρανού …», όπως αναφέρει στο εγκώμιο προς τιμήν του Αγίου που έγραψε ο διάδοχός του στη Μητρόπολη Λάρισας Αντώνιος384. Ι΄ . Ο Άγιος Αντώνιος ο Λογιώτατος και Νέος Θεολόγος 382
Δες σχετικά το κεφάλαιο για τη Σερβοκρατία στη Θεσσαλία. Ν. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 88. 384 Στ. Γουλούλης, Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον εις τον Άγιο Κυπριανό Λαρίσης, Λάρισα 1991. 383
Διαδέχτηκε τον Άγιο Κυπριανό πριν τα μέσα του 14ου αιώνα (ίσως γύρω στο 1333), πριν την κοίμηση του προκατόχου του, αλλά εγκαταστάθηκε, εξαιτίας της ερήμωσης της Λάρισας, στα Τρίκαλα. Όπως μάλιστα γράφει ο ίδιος «την μέν πόλιν (Λάρισα) ης επεκηρύχθην προστάτης, αοίκητον εύρον και θηρσί και πετεινοίς του ουρανού ψαλμικώς ειπείν φωλεάν (φωλιά θηρίων και πουλιών) και τον θείον και φωτοειδήν ναόν (Α. Αχιλλίου) ληστών ορμητήριον». Ο Άγιος Αντώνιος συνέθεσε ακολουθία του Αγίου Αχιλλίου, Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, καθώς και εγκώμιο προς τον Ά. Κυπριανό. Πρέπει να παραιτήθηκε από το θρόνο του το 1363 και να πέθανε λίγο αργότερα, οπωσδήποτε όμως πριν το 1372. Σε τοιχογραφία του 1627 στον Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων Τρικάλων απεικονίζονται επτά άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης: Κυπριανός ο Θαυματουργός, Αντώνιος ο Λογιώτατος και νέος Θεολόγος, Θωμάς ο Χωριάτης (ή Γοργιανίτης), Βησσαρίων ο πρώην385, Διονύσιος ο Ελεήμων386, Μάρκος ο Ησυχαστής387 και Βησσαρίων388 του Σωτήρος. Το ότι εικονίζονται σε Ναό των Τρικάλων και όχι της Λάρισας, που ήταν έδρα της Αρχιεπισκοπής, οφείλεται στο γεγονός ότι επί αιώνες τα Τρίκαλα αποτέλεσαν την καθέδρα των Μητροπολιτών της Λάρισας389. Αξίζει ν΄ αναφερθεί ότι η Ι. Μητρόπολη Λαρίσης τελεί, εδώ και μερικά έτη, την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου κάθε έτους τη λεγόμενη «Σύναξιν των Αγίων της Μητροπόλεως». ΙΑ΄ . Οι Μάρτυρες της Ελάτειας – Συκυρίου (18 Δεκεμβρίου) των πρώτων Χριστιανικών Χρόνων Άλλοι τέσσερις Μάρτυρες μπορούν να συμπεριληφθούν στη μεγάλη ομάδα των Θεσσαλών Αγίων. Πρόκειται για τους Λουκά, Ανδρέα, Ιωάννη και Λεωνίδα, τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν σε επιτάφια πλάκα, με την αναφορά ότι μαρτύρησαν την 18η Δεκεμβρίου. Η πλάκα390 με τα ονόματα των Πρωτο – Μαρτύρων της Θεσσαλίας βρέθηκε στο Συκούριο και ανήκει στις λεγόμενες «Τράπεζες των Μαρτύρων» πάνω στις οποίες τελούνταν οι «Αγάπες», οι κοινές τράπεζες δηλ., των πρώτων Χριστιανών. Η επίσημη Εκκλησία αγνοεί την ύπαρξή τους. [Μήπως θα έπρεπε η Μητρ. Λάρισας να ασχοληθεί με το θέμα;]
385
www.imlarissis.gr (Ιστοσελίδα της Ι. Μ. Λαρίσης). www.imlarissis.gr 387 www.imlarissis.gr 388 www.imlarissis.gr 389 Θα αναφερθούμε , συν Θεώ, σ’ αυτούς τους Αγίους στο Αγιολόγιο του Δ΄ τόμου (που θα καλύπτει την εποχή μετά το 1450) μαζί με άλλους νεότερους Αγίους της Θεσσαλίας (Νεομάρτυρες, κ.α.). 390 Γ. Σωτηρίου, Δ.Χ.Α.Ε. Γ,΄ τόμος 1, (1932), σ. 7-17. 386
Κεφάλαιο 13ο Βιογραφικά στοιχεία ορισμένων Βυζαντινών Ιστορικών που χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές του παρόντος βιβλίου 1.Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) Γεννήθηκε στην Κων/λη έκανε λαμπρές σπουδές, ήταν πολυμαθής και εκπληκτικός ρήτορας. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της μεσαιωνικής Επιστήμης, Τέχνης, Ιστορίας και Θεολογίας. Χαρακτήρας μάλλον κυνικός, ιδιοτελής, τυπικός εκπρόσωπος της αριστοκρατίας της Πόλης, κατόρθωσε να γίνει σύμβουλος του Κων/νου Μονομάχου, ενώ στα χρόνια του Ισαάκιου Κομνηνού, του Δούκα και του Ρωμανού του Δ΄ Διογένη έγινε πανίσχυρος. Συνετέλεσε στην αναγέννηση των Γραμμάτων του 11ου αιώνα, αλλά συνέβαλε με τον τρόπο του και στην κοινωνική και πολιτική παρακμή της εποχής του. Σημαντικότερο έργο του η «Χρονογραφία». 2.Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (905-959) Γεννήθηκε όταν ο πατέρας του, Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, ήταν ήδη αυτοκράτορας και σ’ αυτό οφείλεται το προσωνύμιο «Πορφυρογέννητος». Ενθρονίστηκε σε ηλικία επτά ετών. Έτσι μέχρι το 920 την εξουσία ασκούσε το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας και έπειτα ο πεθερός του Ρωμανός Λεκαπηνός, ο οποίος παραμερίζοντας το νόμιμο αυτοκράτορα, κυβέρνησε έχοντας σαν συμβούλους τους τρεις γιους του (Χριστόφορο, Στέφανο, Κων/νο). Το 944 δύο από τους γιους του στασίασαν κατά του πατέρα τους κι έτσι ο Κων/νος πήρε ξανά τον έλεγχο στα χέρια του. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ήταν περισσότερο ιστορικός ή φιλόσοφος παρά αυτοκράτορας. Στο έργο του περιλαμβάνονται ιστορικά, γεωγραφικά («Περί Θεμάτων») και πολιτικά κείμενα. Ίσως να πέθανε δηλητηριασμένος από τη νύφη του Θεοφανώ. 3.Προκόπιος (περίπου 500-561) Ο ιστορικός Προκόπιος θεωρείται ο συνεχιστής και ο τελευταίος εκπρόσωπος της κλασικής Ιστοριογραφίας. Γεννήθηκε γύρω στο 500 μ.Χ. στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Διετέλεσε σύμβουλος και γραμματέας του μεγάλου στρατηγού του Ιουστινιανού, Βελισάριου. Χάρις ακριβώς σ’ αυτήν του την ιδιότητα και έχοντας
προσωπική επαφή με τις διάφορες επιχειρήσεις του στρατού, το ιστορικό του έργο διακρίνεται για τη ζωντάνια των λόγων του και την λεπτομέρεια των περιγραφών του. Το πρώτο από τα έργα του είναι το «Υπέρ των πολέμων», στο οποίο περιγράφει τις εκστρατείες του στρατού του Ιουστινιανού κατά των βαρβάρων στην Ανατολή, τη Δύση και τη Βόρεια Αφρική. Στο δεύτερο έργο του «Ανέκδοτα ή Απόκρυφος Ιστορία», που γράφτηκε λίγο αργότερα, γίνεται καυστικός έως προσβλητικός για τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα (όσον αφορά στην προσωπική του ζωή) σε σημείο που να έχει αμφισβητηθεί αν δημιουργός του ήταν ο ίδιος συγγραφέας μ’ αυτόν του «Υπέρ πολέμων». Το έργο του έμενε αδημοσίευτο μέχρι το θάνατό του γιατί, όπως ο ίδιος έγραψε, «ήταν αδύνατον να καταγραφούν οι πράξεις με τον πρέποντα τρόπο, όσο οι αυτουργοί τους ήταν ακόμα στη ζωή, γιατί δε θα ήταν δυνατό ούτε να ξεφύγω απ’ τα πλήθη των κατασκόπων ούτε, αν με ανακάλυπταν, να γλυτώσω από τον πιο οικτρό θάνατο (…) σε πολλές περιπτώσεις αναγκάστηκα να αποφύγω τις αιτίες των γεγονότων που έχω αναφέρει στα προηγούμενα βιβλία μου391.» Ο Προκόπιος αναθεωρώντας φαίνεται την κακή εικόνα που είχε για τον Ιουστινιανό, συνέγραψε το τρίτο βιβλίο του λίγο πριν το θάνατό του, στο οποίο παρουσιάζει το αρχιτεκτονικό έργο του αυτοκράτορα. Έτσι στα έξι βιβλία του «Περί κτισμάτων» κάνει αναφορές στα φρούρια, τους δρόμους, τα γεφύρια, οι ναοί, και γενικά σε κάθε έργο που έγινε στην αυτοκρατορία. [Το απόσπασμα του 4ου βιβλίου του που συμπεριλάβαμε σε προηγούμενες σελίδες του παρόντος τόμου, αφορά τα φρούρια και τα τείχη που έκτισε ο Ιουστινιανός στη Θεσσαλία.] Αυτό που ξεχωρίζει τον Προκόπιο από άλλους βυζαντινούς ιστοριογράφους είναι ότι έχει «θέση», προσωπική γνώμη δηλαδή, την οποία και δικαιολογεί με επιχειρήματα. 4. Άννα Κομνηνή Ήταν η πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ (10801118) και της Ειρήνης Δούκαινας. Τη μέρα που γεννήθηκε (2 Δεκεμβρίου 1083) επέστρεψε ο πατέρας της από την επιτυχή του εκστρατεία εναντίον των Νορμανδών. Νεογέννητη ακόμα, αρραβωνιάσθηκε με το γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, Κωνσταντίνο. Όμως ο γάμος δεν έγινε ποτέ γιατί ο Κων/νος πέθανε το 1095. Αυτό το γεγονός, καθώς και η γέννηση άρρενος (άρα διαδόχου του θρόνου) αδελφού, του Ιωάννη Β΄ το 1087, έσβησαν τις ελπίδες της για αναρρίχηση στο θρόνο που τόσο επιθυμούσε. Οι ελπίδες της όμως αναζωπυρώθηκαν το 1097 όταν παντρεύτηκε το Νικηφόρο Βρυέννιο. Από τότε προσπαθούσε, 391
Προκόπιος, Ανέκδοτα, βιβλίο 1, 1-3.
ανεπιτυχώς, να πείσει τον πατέρα της να παρακάμψει τον αδελφό της και να χρίσει διάδοχο τον σύζυγό της. Μάλιστα προσπάθησε γύρω στο 1130 να οργανώσει απόπειρα εναντίον του αδελφού της. Μετά κι απ’ αυτή την αποτυχημένη προσπάθεια, αναγκάστηκε να αποσυρθεί σε μοναστήρι (Ι. Μονή Κεχαριτωμένης Κων/λεως). Εκεί λίγο πριν πεθάνει χειροτονήθηκε μοναχή. Η Άννα ήταν ίσως η πιο μορφωμένη γυναίκα στο βυζάντιο. Τα κείμενά της φανερώνουν γνώσεις ποίησης, μυθολογίας, γεωγραφίας, ακόμα και ιατρικής. Το έργο της ονομάστηκε «Αλεξιάς» προς τιμήν του πατέρα της και κατά μίμηση των αρχαίων επών («Ιλιάς», «Αινειάς», κ.α.). Το ιστορικό της έργο, που χωρίζεται σε δεκαπέντε βιβλία, περιγράφει τα ανδραγαθήματα του πατέρα της. Τα κεφάλαια 4-6 έχουν και θεσσαλικό ενδιαφέρον γιατί περιγράφουν τον αγώνα των Βυζαντινών σε Θεσσαλία και Ήπειρο εναντίον των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του διαδόχου του στην εκστρατεία Βοημούνδου. Γενικά η «Αλεξιάς» κατέχει σημαίνουσα θέση στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία διότι θεωρείται ως ένα αριστούργημα της Βυζαντινής Εποχής. 4. Ο «Συνεχιστής» του Θεοφάνη Το συλλογικό έργο «Οι μετά Θεοφάνην» ή «Θεοφάνους Συνεχιστής392», γράφηκε κατά παραγγελία του Κων/νου Ζ΄ Πορφυρογέννητου και καλύπτει την περίοδο 813-961. Στα τέσσερα πρώτα, από τα έξι συνολικά βιβλία, επέβλεπε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το πέμπτο βιβλίο, «Ιστοριών διήγησις βίου και πράξεων του Βασιλείου αοιδίμου βασιλέως», το έγραψε ο ίδιος ο Κων/νος Ζ΄. Επρόκειτο άλλωστε για βιογραφία του παππού του Πορφυρογέννητου, Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Τέλος το έκτο βιβλίο το έγραψε ο Έπαρχος Θεόδωρος Δαφνοπάτης. Απ’ αυτά τα βιβλία μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν μας ότι γράφτηκαν με σκοπό να εξυμνήσουν τη Μακεδονική δυναστεία. 6. Νικηφόρος Γρηγοράς Ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγιους του 14ου αιώνα (1290-1360). Το ιστορικό του έργο περιέχει σημαντικές πληροφορίες και διαφωτίζει σε θέματα διοικητικής, στρατιωτικής, πολιτειακής αλλά και οικονομικής φύσεως. Ελέγχεται μόνον για τη μεροληπτική του θέση κατά των Ησυχαστών. Διασώθηκαν διάφορες επιστολές του καθώς και η «Ρωμαϊκή Ιστορία». Αυτή αποτελείται από 37 μέρη και εξετάζει την περίοδο 1204-1320 (στα πρώτα επτά βιβλία) καθώς και την περίοδο 1320-1360 (ως το θάνατό του δηλαδή), που την παρουσιάζει πιο διεξοδικά σε τριάντα 392
Theophanes Continuatus, είναι ο τίτλος του πρωτοτύπου.
βιβλία. Στο έργο του θεσσαλικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της πολιορκίας της Υπάτης καθώς και διάφορα προγενέστερα επεισόδια της «ζωής» του θεσσαλικού μεσαιωνικού κράτους. 7. Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός Είναι ο γνωστός βυζαντινός αυτοκράτορας (1347-1354) και το ιστορικό του έργο αρχίζει από τη χρονιά ανόδου στο θρόνο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1320) και φτάνει μέχρι το 1360 περίπου. Ο Καντακουζηνός παρουσιάζει όλα τα γεγονότα της περιόδου αυτής, αλλά ειδικά τα δικά του έργα και πράξεις τα διατυπώνει με ευνοϊκό τρόπο. Έτσι πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί δέχονται με επιφύλαξη τις πληροφορίες του, καταλογίζοντάς του μεροληψία. Όμως κατά κανόνα τα γεγονότα που παρουσιάζει είναι αξιόπιστα και μόνο η ερμηνεία τους είναι υποκειμενική393. 8. Νικήτας Χωνιάτης Ήταν αδελφός του Μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη. Το έργο του καλύπτει την περίοδο 1110-1206. Καταγόταν από τις Χωνές της Φρυγίας και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως βασιλικός γραμματέας, ενώ στα χρόνια της δυναστείας των Αγγέλων έγινε Μέγας Λογοθέτης. Ο Νικήτας Χωνιάτης, μαζί με τον Ψελλό, χαρακτηρίζονται ως οι σπουδαιότεροι ιστοριογράφοι του Βυζαντινού Μεσαίωνα. Στο έργο του διακρίνεται μια αντιπάθεια προς τον «ενωτικό» αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ και προς τους Λατίνους, εκφράζοντας κατά κάποιον τρόπο έναν πρωτοεμφανιζόμενο πατριωτισμό-εθνικισμό. 9. Γεώργιος Ακροπολίτης Γεννήθηκε το 1217 και πέθανε το 1282. Θεωρείται ο κυριότερος ιστορικός της βυζαντινής Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Διακρίθηκε ως πολιτικός και λόγιος. Το 1246 έγινε Μέγας Λογοθέτης και πήρε μέρος στην «ενωτική» Σύνοδο της Λυών, ως αρχηγός της βυζαντινής αντιπροσωπείας. Το κυριότερο έργο του ονομάζεται «Χρονική Συγγραφή» και περιγράφει την περίοδο 1203-1261, δηλαδή την περίοδο από την πρώτη άλωση της Πόλης μέχρι την απελευθέρωσή της. 10. Γεώργιος Παχυμέρης [1242-1310] Θεωρείται «διάδοχος» ιστορικός του Γ. Ακροπολίτη. Στο έργο του περιγράφει τα γεγονότα της περιόδου 1255-1308 και ασχολείται κυρίως με την ιστορική έκθεση των γεγονότων στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Γνώρισμά 393
G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Γ΄ τόμος, εκδ. Βασιλόπουλος, 1981, σ. 156.
του είναι η ασυμβίβαστη υιοθέτηση της «ανθενωτικής» μερίδας και η ελληνορθόδοξη πίστη του.
11. Θεοφάνης Ήταν μοναχός και το έργο του «Χρονογραφία» καλύπτει την περίοδο 284-813. Το έργο του έχει ιδιαίτερη αξία γιατί καλύπτει τον 7ο και 8ο αιώνα (σκοτεινοί αιώνες) για τους οποίους ο σημερινός ιστορικός έχει μηδαμινές άμεσες πηγές. Όμως το έργο του δεν διακρίνεται για τη λογοτεχνική του καλλιέργεια ούτε για το ρεαλισμό του.
ΝΑ μεγεθυνθεί 2 : 1 ή2,5: 1
Κεφάλαιο 14ο Συσχέτιση μεσαιωνικής (βυζαντινής) τοπικής Ιστορίας και σχολικού εγχειριδίου Ε΄ τάξης Σημεία του νέου βιβλίου Ιστορίας της Ε΄ τάξης του Δημοτικού στα οποία μπορούν να παρεμβληθούν θέματα τοπικής Ιστορίας από την παρούσα εργασία είναι, ενδεικτικά, τα εξής: 1. Στην ενότητα 13 (σελίδα 42) : Η οργάνωση και επισκευή των τειχών των θεσσαλικών πόλεων, υπάρχει εκτενής αναφορά στο ανά χείρας βιβλίο, καθώς και στο κείμενο-παράθεμα του Προκόπιου. 2. Στην ίδια ενότητα και σελίδα αναφέρονται οι «Νεαρές» (νέοι νόμοι) του Ιουστινιανού. Μπορούμε ειδικά να παρεμβάλουμε το σχετικό κείμενο-παράθεμα στη σελ. 120 του βιβλίου, που αφορά στην αγροτική πολιτική του αυτοκράτορα, άρα και τη Θεσσαλία της εποχής εκείνης. 3. Στην ίδια ενότητα (σελίδα 43) μπορούμε να παραθέσουμε τον πίνακα των κυριότερων βυζαντινών νομισματικών μονάδων με τις υποδιαιρέσεις τους. Το θέμα προσφέρεται για σχετική ενασχόληση του μαθητή στο μάθημα των Μαθηματικών, στο πλαίσιο των ΔΕΠΣΣ (ευέλικτη ζώνη) 4. Στο μάθημα 15 (σελίδα 47), μπορούμε να αναφερθούμε στη βασιλική του Φρουρίου της Λάρισας, των Τρικάλων, ή όπου αλλού κοντινότερα στο Σχολείο μας (Δημητριάδα, Φθιώτιδες Θήβες, κ.α.), σώζονται αντίστοιχα ερείπια, χρησιμοποιώντας τον Γ΄ τόμο της Θεσσαλικής Ιστορίας 5. Στο ίδιο μάθημα και στην ίδια σελίδα, όπου γίνεται αναφορά στα υλικά οικοδόμησης της Αγίας Σοφίας, μπορούμε να αναφερθούμε, μέσω της τοπικής Ιστορίας στα φημισμένα θεσσαλικά λατομεία (Κριτήρι, Χασάμπαλη, κ.α.) καθώς και στην παραγωγή του οφίτη (πράσινου μάρμαρου) που χρησιμοποιήθηκε στον μητροπολιτικό ναό της βυζαντινής πρωτεύουσας. 6. Στο μάθημα 17, σελίδα 54, υπάρχουν συνοπτικές πληροφορίες για τους Σλάβους και τους Αβάρους. Εδώ μπορούμε, μέσω της τοπικής Ιστορίας, να επεκταθούμε στη συνεργασία των δύο λαών και στην κατοίκηση των πρώτων σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και σε τμήματα της Θεσσαλίας.{Προτείνεται αυτό να γίνει διακριτικά και με την επισήμανση από τη δική μας πλευρά για την πλήρη
αφομοίωση και ενσωμάτωσή τους από τους Έλληνες, μέσω της Γλώσσας και της πίστης μας.} 7. Στο μάθημα 19 (σελίδα 60), υπάρχει κείμενο για την κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς. Εδώ πρέπει να αναφερθούμε στην άλωση και καταστροφή της Δημητριάδας από Σαρακηνούς πειρατές και τους εξωμότες ηγέτες τους. Το θέμα προσφέρεται και για ενασχόληση των μαθητών στο μάθημα της Γεωγραφίας, στο πλαίσιο της Ευέλικτης Ζώνης με θέματα όπως: νησιά που είχαν ως ορμητήρια οι Σαρακηνοί, πειρατικές διαδρομές τους, παράκτιοι στόχοι τους, οι χώρες των νησιών καθώς και των παράκτιων θεσσαλικών χωριών που κτίζονταν σε απρόσιτες περιοχές μακριά από την από θάλασσας θέα, κ.α..(Αυτό μπορεί να γίνει και στο μάθημα 32, σελ.98) 8. Στο μάθημα 21, σελίδα 64, υπάρχει πάλι αναφορά στους Σλάβους και στην εγκατάστασή του σε βυζαντινές περιοχές. Από την τοπική Ιστορία αντλούμε πληροφορίες για τους Σλάβους της Βελζητίας (Βελεστίνο). 9. Στο μάθημα 22, σελίδα 66, υπάρχει αναφορά στον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ. Εδώ μπορεί να γίνει εκτενής αναφορά στην άλωση της Λάρισας, την μετοίκηση των κατοίκων της, την αρπαγή του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου, εφόσον υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στον Γ΄ τόμο της θεσσαλικής Ιστορίας. Μπορεί επίσης να γίνει μνεία στην κατάληψη και της Δημητριάδας από τους Βουλγάρους τον 11ο αιώνα. Σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στη Γεωγραφία για την έκταση του τότε βουλγαρικού κράτους (Σκόπια, Δυτική και Κεντρική Μακεδονία), για την έδρα του (Πρέσπες) κ.α. 10. Στο μάθημα 24, σελίδα 73, γίνεται λόγος για την Εικονομαχία. Εδώ θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με την επανάσταση των «Ελλαδικών», από την τοπική Ιστορία. 11. Στο μάθημα 25, σελίδα 75, μιλάμε για την οργάνωση της αυτοκρατορίας σε Θέματα. Υπάρχει παράρτημα στο βιβλίο της τοπικής Ιστορίας που αναφέρεται στην κατά καιρούς διαφορετική διαίρεση της αυτοκρατορίας. Εδώ οι μαθητές, και μέσω της Γεωγραφίας, μπορούν να εντοπίσουν πού ανήκε η Θεσσαλία είτε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου είτε στο 10ο αιώνα, κ.α. 12. Στο μάθημα 27, σελίδα 81, όπου μιλάει για τις αγροτικές εργασίες της υπαίθρου, μπορούμε να αναφερθούμε στην αντίστοιχη ενότητα ή στο παράθεμα της τοπικής Ιστορίας στα οποία αναφέρονται τα προϊόντα της Θεσσαλίας. 13. Στο μάθημα 28, σελίδα 86, υπάρχει αναφορά στα προνόμια των Βενετών. Μέσω του βοηθήματος της τοπικής Ιστορίας
μπορούμε να εντοπίσουμε τις εμπορικές «βάσεις» των Βενετών στη Θεσσαλία αλλά και των άλλων Ιταλιωτών (της Πίζας, της Γένουας, του Αμάλφι), επισημαίνοντας τη νευραλγικότητα των περιοχών αυτών. Σχετική αναφορά μπορεί να γίνει και στο μάθημα 29, σελίδα 89 καθώς και στο 38, σελίδα 117. 14. Στο μάθημα 29, σελίδα 89 υπάρχουν δύο παράγραφοι που αναφέρονται στη σύγκρουση Αλέξιου Α΄ και Νορμανδών. Μέσω της αντίστοιχης ενότητας της τοπικής Ιστορίας καθώς και του κειμένου-παραθέματος της Αλεξιάδας οι μαθητές παρακολουθούν αναλυτικά αυτή τη σύγκρουση, που λαμβάνει χώρα στην θεσσαλική πεδιάδα. Είναι περιττό να τονιστεί ότι το σχετικό παράθεμα της Άννας Κομνηνής μπορεί να αξιοποιηθεί, στα πλαίσια της Ευέλικτης Ζώνης και στο μάθημα της Γλώσσας, όπου οι μαθητές μπορούν να εντοπίσουν πολλές άγνωστες λέξεις που θα αποτελέσουν ερέθισμα, μέσω πιθανώς κάποιου ετυμολογικού λεξικού, για να αντιληφθούν το μεταβατικό στάδιο της ελληνικής βυζαντινής γλώσσας σαν ένα κρίκο που συνδέει την αρχαία με την νεοελληνική γλώσσα. Αυτό μπορεί να γίνει και με άλλα παραθέματα του βιβλίου. 15. Στο μάθημα 30α , σελίδα 92, γίνεται αναφορά μόνο στην άλωση της Πόλης του 1204. Εδώ μπορούμε να αναφερθούμε εκτενέστερα στη διαίρεση του βυζαντινού κράτους, στη θέση της Θεσσαλίας και στα γεγονότα και τα πρόσωπα της εποχής (Γουλιέλμος di Larsa, Katzelenbogen του Βελεστίνου, Λομβαρδοί Δομοκού, κ.α.). 16. Στο μάθημα 30β, σελίδα 94, υπάρχει παράγραφος για το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Εδώ μπορούμε να αναφερθούμε στα γεγονότα του 13ου αιώνα, δηλαδή στη διαίρεση του Δεσποτάτου, στο θεσσαλικό κράτος, στους σεβαστοκράτορες, στις συμμαχίες της Θεσσαλίας, στην ανθενωτική πολιτική των Θεσσαλών (και μέσω Ευέλικτης Ζώνης στο μάθημα των Θρησκευτικών), στην πολιορκία της Υπάτης, στην Καταλανική Εταιρεία, κ.α. 17. Στο μάθημα 33, σελίδα 101, στο τέλος της β΄ παραγράφου αναφέρεται η μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389). Στην τοπική Ιστορία θα δούμε ότι από αυτό το έτος ή λίγο νωρίτερα, αρχίζει η σταδιακή κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς. Μπορούμε , από το ιδιαίτερο κεφάλαιο, να εντοπίσουμε πότε κάθε θεσσαλική πόλη καταλήφθηκε για πρώτη φορά. Μπορούμε να αναφερθούμε στον εξισλαμισμό, αναγκαστικό ή μη, αρκετών κατοίκων της περιοχής. Θα ήταν όμως σωστότερο να ασχοληθούμε πρώτα, και πάλι μέσω της
τ.Ι., στην σχεδόν αναίμακτη κάθοδο των Σέρβων στη δυτική Θεσσαλία, στις επιδρομές των άτακτων στιφών από την Αλβανία, καθώς και στη φεουδαρχική οργάνωση της θεσσαλικής κοινωνίας μέσα από τις ιστορικές πηγές (ορκωτικό γράμμα, πίνακες ντόπιων και ξένων φεουδαρχών, κ.α.) 18. Στο ίδιο μάθημα και στην ίδια σελίδα, αναφέρεται η μάχη της Άγκυρας (1402) και η ήττα των Τούρκων. Εδώ, μέσω της τ.Ι., μπορούμε να μιλήσουμε στους μαθητές μας για την προσωρινή απελευθέρωση της Θεσσαλίας (με τη συνθήκη του 1412) καθώς και για τον ελληνο-καταλανικό οίκο που ήλεγχε τη Μαγνησία. 19. Στο ίδιο μάθημα, στη σελίδα 102, μπορούμε να αναφερθούμε στην οριστική υποδούλωση της Θεσσαλίας, βλέποντας και τις χρονολογίες κατάκτησης της κάθε θεσσαλικής περιοχής καθώς και στην άφιξη των πρώτων Τούρκων εποίκων (Καισαρείας, Ικονίου, κλπ). 20. Στο μάθημα 34, σελίδα 104, μπορούμε να ασχοληθούμε με την απέλπιδα προσπάθεια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να απελευθερώσει τη Θεσσαλία (κάστρο Φαναρίου, κλπ). 21. Στο μάθημα 40, σελίδα123, που αναφέρεται στη βυζαντινή τέχνη, μπορούμε να αναφερθούμε σε Ιερές Μονές του θεσσαλικού χώρου, που ιδρύθηκαν κατά την Βυζαντινή Εποχή καθώς και στις σωζόμενες αγιογραφίες σε διάφορους ιερούς τόπους, όπως σε ασκηταριά (Όσσας-Μαυροβουνίου). 22. Στο μάθημα 42, σελίδες 128-9, υπάρχει αναφορά στη γλώσσα των Βυζαντινών. Μπορούμε, μέσω και των παραθεμάτων του βιβλίου της τ.Ι., να βρούμε βυζαντινές λέξεις που χρησιμοποιούνται αυτούσιες ή αλλαγμένες ως σήμερα. Μπορούμε να εντοπίσουμε ακόμα και ξενικές λέξεις (λατινικές, σλαβικές, αλβανικές, κ.α.). Υπάρχει σχετική ενότητα στο βιβλίο της τ.Ι. Όμως και το τετράδιο εργασιών Ιστορίας της Ε΄ τάξης προσφέρεται για επαφή με την τ.Ι. Ενδεικτικά και μόνο σημειώνουμε: μάθημα 1, άσκηση 3 (Οι Ρωμαίοι ως «ελευθερωτές» της Ελλάδας - κεφάλαιο 1ο τοπικής Ιστορίας), μάθημα 2, άσκηση 5 (Μνημεία εποχής - Φθιώτιδες Θήβες, Αρχαίο θέατρο Λάρισας, κ.α.), μάθημα 8 (Χριστιανισμός – Α. Αχίλλιος, Ηρωδίων, μάρτυρες; Ελάτειας, κ.α.), μάθημα 13, άσκηση 3 (Προκόπιος – οχύρωση θεσσαλικών πόλεων), μάθημα 15 , άσκηση 4 (Τα μάρμαρα της Α. Σοφίας), μάθημα 19, άσκηση 6 (Άλωση Δημητριάδας), μάθημα 28, άσκηση 3 (φορολογία – είδη φορολόγησης από το σχετικό παράρτημα του βιβλίου της τ.Ι.), μάθημα 29, άσκηση 4 (εκτενής αναφορά στην
Άννα Κομνηνή και το νορμανδικό κίνδυνο), μάθημα 31, άσκηση 5 (κρυφά περάσματα κάστρων – Χώρα Αλοννήσου, κάστρο Τρικάλων), μάθημα 33, άσκηση 2 (παιδομάζωμα - εκούσιος εξισλαμισμός Θεσσαλών αρχόντων), και σε πολλά άλλα σημεία.
ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΙΣΘΌΦΥΛΛΟ Ο Κώστας Αθ. Οικονόμου κατάγεται από την Κρανιά του Ολύμπου και γεννήθηκε στη Λάρισα το 1963. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Λάρισας το 1983. Υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση από το 1986. Είναι παντρεμένος με την εκπαιδ. Αλεξάνδρα Σκουράλη και είναι πατέρας πέντε παιδιών. Από το 1999 υπηρετεί στο 32ο Δημ. Σχολείο της Λάρισας. Στο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται: 1. «Η Γραμματική της Νεοελληνικής σε 70 μαθήματα», Λάρισα 1998, (χρησιμοποιήθηκε σε προγράμματα του Κ.Ε.Κ. της ΠΑΣΕΓΈΣ για παλιννοστούντες που οργανώθηκαν στη Λάρισα τη διετία 2000-1) 2. «Το ά- λογον και το παράλογον των Χιλιαστών», Εκδ. Τήνος 2000 (αντιαιρετικός οδηγός) 3. «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Μετάφραση στη δημοτική, Σημειώσεις Υπομνηματισμός - Λεξικό», Λάρισα 2006 (ανέκδ.) 4. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία τόμος Α΄ , Στην ομίχλη του μύθου», εκδ. Γνώση, Λάρισα, 2007 5. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄ , Από τις απαρχές της Ιστορίας στην τετραρχία και τη Ρωμαιοκρατία, (8000-197 π.Χ.)», Λάρισα, Οκτώβριος 2007 6. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Γ΄, Από τη ρωμαιοκρατία ως την οθωμανική κατάκτηση (1ος αι. π.Χ. ως το 1423)», εκδ. Γνώση, Λάρισα 2008 ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΙΣΘΌΦΥΛΛΟ