Κάνε την εγγραφή σου στο dioptra.gr και απόκτησε πρόσβαση σε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ και ΔΩΡΑ.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ονόματα, χαρακτήρες, οργανισμοί, τοποθεσίες, γεγονότα και περιστατικά, είτε είναι αποκυήματα της φαντασίας του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται από αυτόν μυθοπλαστικά. τίτλος πρωτοτύπου: The Last Town © Blake Crouch 2014 • © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Διόπτρα, 2015 • Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με την Inkwell Management, LLC. ISBN: 978-960-364-595-5 πρώτη ελληνική έκδοση: Οκτώβριος 2015 • μετάφραση: Δημήτρης Αλεξίου • επιμέλεια – διόρθωση: Γιώργος Ρουσσόπουλος • σχεδιασμός ξωφύλλου - σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. ΕΔΡΑ: Εκδόσεις Διόπτρα • Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 • ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Στοά του Βιβλίου • Πεσμαζόγλου 5, 105 64 Αθήνα • Τηλ.: 210 330 07 74 • www.dioptra.gr • e-mail:
[email protected] •
[email protected]
Blake Crouch
Η πόλη 3 Μετάφραση: Δημήτρης Αλεξίου ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ
Στους αγγέλους μου, Άνσλι και Αντελάιν
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΠΟΛΗ 3 Καλωσήρθατε στο Γουέιγουορντ Πάινς, την τελευταία πόλη. Ο μυστικός πράκτορας Ήθαν Μπερκ έχει φτάσει στο Γουέιγουορντ Πάινς του Άινταχο πριν από τρεις εβδομάδες. Σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι ακολουθούν οδηγίες για το ποιον θα παντρευτούν, πού θα ζήσουν και πού θα δουλέψουν. Τα παιδιά τους διδάσκονται ότι ο Ντέιβιντ Πίλτσερ, ο ιδρυτής της πόλης, είναι θεός. Κανένας δεν επιτρέπεται να φύγει. Ακόμα και οι ερωτήσεις μπορούν να οδηγήσουν στο θάνατο. Ο Ήθαν έχει ανακαλύψει το αδιανόητο μυστικό πέρα από τον ηλεκτροφόρο φράχτη που περιβάλλει το Γουέιγουορντ Πάινς για να το προστατέψει από τον υπόλοιπο φρικιαστικό κόσμο – το μυστικό που κρατά ολόκληρο τον πληθυσμό υπό τον έλεγχο ενός παράφρονα και του στρατού των οπαδών του, το μυστικό που ετοιμάζεται να αποκαλύψει το βίαιο πρόσωπό του πίσω από το φράχτη για να εξαφανίσει αυτό το ύστατο, εύθραυστο απομεινάρι της ανθρωπότητας. Ο καταιγιστικός επίλογος της τριλογίας του Blake Crouch στη σειρά Wayward Pines, που έγινε και τηλεοπτικό γεγονός αφού προβλήθηκε στο κανάλι Fox, δεν θα σας αφήσει να αποχωριστείτε το βιβλίο παρά μόνο όταν διαβάσετε και την τελευταία λέξη.
Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Ἰὼβ διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν· τίς οὗτος ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ῥήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν; ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν. τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς; ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς; Επάνω δεν εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου; Και είπε ο Κύριος διά βοής της καταιγίδας: «Ποιος είναι αυτός που συσκοτίζει τις βουλές μου με λόγια άνευ γνώσης; Φανού άνδρας· θα σε ερωτήσω να μου απαντήσεις. Πού ήσουν όταν εγώ θεμελίωνα τούτη τη γη; Απάντησε εάν έχεις σύνεση. Ποιος έθεσε τα μέτρα αυτής; Πες μου εάν γνωρίζεις. Ποιος έβαλε το νήμα της στάθμης κατά το χτίσιμό της; Σε ποια βάση στερεώθηκαν οι κρίκοι αυτής; Ποιος έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο όταν γεννήθηκαν τα άστρα και οι άγγελοί μου με δοξολογούσαν;» Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ, 38,1-7
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΕΣΧΑΤΟΙ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΜΑΣ, ΜΙΑ ΑΠΟΙΚΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΖΟΥΜΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΛΕΓΟΤΑΝ ΑΪΝΤΑΧΟ, ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ. ΟΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ 44 ΜΟΙΡΕΣ, 13 ΠΡΩΤΑ, O ΔΕΥΤΕΡΑ ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ 114 ΜΟΙΡΕΣ, 56 ΠΡΩΤΑ, 16 ΔΕΥΤΕΡΑ ΔΥΤΙΚΑ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΕΞΩ; (Τμήμα ηχητικού και σήματος Μορς που αναμεταδίδεται διαρκώς σε όλες τις συχνότητες στα βραχέα κύματα, από το υπερκαταφύγιο του Γουέιγουορντ Πάινς τα τελευταία έντεκα χρόνια.)
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΠΙΛΤΣΕΡ ΥΠΟΓΕΙΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ…
Ανοίγει τα μάτια του. Κρυώνει και τρέμει. Το αίμα χτυπάει στα μηνίγγια του. Κάποιος στέκεται από πάνω του, φορώντας χειρουργική μάσκα, αλλά το πρόσωπο χάνεται στη θολούρα. Δεν ξέρει πού βρίσκεται. Σίγουρα δεν ξέρει ούτε ποιος είναι. Μια διάφανη μάσκα κατεβαίνει αργά στο πρόσωπό του. Μια φωνή –γυναικεία– τον παροτρύνει: «Πάρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να αναπνέεις σταθερά». Το αέριο που εισβάλλει στον οργανισμό του είναι ζεστό, καθαρό οξυγόνο. Κυλάει στους αεραγωγούς του και φτάνει στους πνεύμονες με καλοδεχούμενη ζεστασιά. Η γυναίκα που σκύβει από πάνω του φαίνεται από το βλέμμα να χαμογελάει παρόλο που το στόμα της είναι καλυμμένο από τη χειρουργική μάσκα. «Καλύτερα;» ρωτάει. Της συγκατανεύει. Το πρόσωπό της μοιάζει να ξεκαθαρίζει. Και η φωνή της ακούγεται οικεία. Όχι τόσο ο τόνος της όσο το συναίσθημα που του προκαλεί. Είναι προστατευτική. Ένας ήχος σχεδόν μητρικός. «Πονάει το κεφάλι σου;» τον ρωτάει, κι εκείνος συγκατανεύει ξανά. «Θα περάσει σύντομα. Ξέρω ότι νιώθεις σαν να μην μπορείς να προσανατολιστείς». Κουνάει ξανά το κεφάλι του. «Απολύτως φυσιολογικό. Ξέρεις πού βρίσκεσαι;» Η κίνηση του κεφαλιού είναι οριζόντια αυτή τη φορά. «Ξέρεις ποιος είσαι;» Ξανά οριζόντια κίνηση. «Κι αυτό είναι φυσιολογικό. Το αίμα κυκλοφορεί στις φλέβες σου εδώ και μόλις είκοσι πέντε λεπτά. Συνήθως χρειάζονται λίγες ώρες για να συνέλθεις». Κοιτάζει τις μακρόστενες λάμπες φθορισμού από πάνω του, που τον τυφλώνουν. Ανοίγει το στόμα, αλλά ήχος δεν βγαίνει. «Μην προσπαθείς να μιλήσεις ακόμα. Θέλεις να σου εξηγήσω τι συμβαίνει;» Το νεύμα του είναι θετικό αυτή τη φορά. «Το όνομά σου είναι Ντέιβιντ Πίλτσερ». Έχει την αίσθηση ότι αυτή η πληροφορία είναι σωστή. Το όνομα μοιάζει να είναι δικό του, όχι επειδή το αναγνωρίζει, αλλά με τον τρόπο που ένα αστέρι μοιάζει σωστό να βρίσκεται στον ουρανό. «Δεν βρίσκεσαι σε νοσοκομείο. Δεν είχες ατύχημα με το αυτοκίνητο, ούτε έπαθες
καρδιακό επεισόδιο. Δεν σου συνέβη κάτι». Αισθάνεται την ανάγκη να της πει ότι δεν μπορεί να κινηθεί. Ότι νιώθει παγωμένος σαν νεκρός και φοβισμένος. Εκείνη όμως συνεχίζει. «Μόλις βγήκες από διαδικασία αναστολής ζωτικών λειτουργιών. Οι ζωτικές σου ενδείξεις είναι όλες φυσιολογικές. Κοιμόσουν επί χίλια οκτακόσια χρόνια σε μια μονάδα βιοτικής αναστολής. Μία από τις χίλιες μονάδες που εσύ ο ίδιος δημιούργησες. Είμαστε όλοι ενθουσιασμένοι. Το πείραμά σου πέτυχε. Το προσωπικό της αποστολής επιβίωσε σε ποσοστό 97 τοις εκατό. Λίγο καλύτερα, δηλαδή, απ’ ό,τι υπολόγιζες, και χωρίς σημαντικές απώλειες. Συγχαρητήρια!» Ο Πίλτσερ κοιτάζει ακόμα τα φώτα πάνω από το φορείο. Το μόνιτορ καρδιακού ρυθμού στο οποίο είναι συνδεδεμένος αρχίζει να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Αλλά αυτή τη φορά δεν είναι από φόβο ή άγχος. Είναι απέραντη αγαλλίαση. Μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Ποιος είναι. Πού βρίσκεται. Γιατί είναι εκεί. Τα πάντα έχουν ξεκαθαρίσει σαν τη φωτογραφική μηχανή που πέτυχε την ιδανική εστίαση. Ο Πίλτσερ σηκώνει το χέρι του –βαρύ σαν από γρανίτη– και απομακρύνει τη μάσκα οξυγόνου από το στόμα του. Καρφώνει το βλέμμα στη νοσοκόμα. Για πρώτη φορά μετά από δύο χιλιετίες σχεδόν, αρθρώνει τις πρώτες του λέξεις, βραχνά αλλά καθαρά: «Έχει βγει κανείς έξω;» Εκείνη απομακρύνει τη χειρουργική μάσκα από το πρόσωπό της. Είναι η Παμ. Είκοσι χρονών μόλις, αλλά με όψη χλωμή σαν φάντασμα μετά και τη δική της αφύπνιση από τον μακροχρόνιο ύπνο. Όμορφη, παρ’ όλα αυτά. Του χαμογελά. «Ξέρεις καλά ότι δεν θα το επέτρεπα, Ντέιβιντ. Σε περιμέναμε». Έξι ώρες αργότερα, ο Πίλτσερ έχει σηκωθεί και κινείται με αστάθεια στο διάδρομο του Επιπέδου 1, συνοδευόμενος από τον Τεντ Άπσοου, την Παμ, τον Άρνολντ Πόουπ και έναν άντρα ονόματι Φράνσις Λέβεν, που έχει τον επίσημο τίτλο του «επιστάτη» του καταφυγίου. Μιλάει με καταιγιστική ταχύτητα. «…Είχαμε μία παραβίαση κύτους στο τμήμα της Κιβωτού, επτακόσια ογδόντα τρία χρόνια πριν, αλλά οι αισθητήρες κενού το έπιασαν». «Επομένως οι προμήθειες…» προσπάθησε να συμπεράνει ο Πίλτσερ. «Κάνω ακόμα ελέγχους, αλλά τα πάντα φαίνεται να έχουν χρονομεταφερθεί πλήρως διατηρημένα». «Πόσοι από το πλήρωμα έχουν ήδη ξυπνήσει;» «Οκτώ μαζί μ’ εμάς». Φτάνουν στις αυτόματες γυάλινες συρόμενες πόρτες που οδηγούν στην τετρακοσίων εξήντα στρεμμάτων σπηλαιώδη κοιλότητα που λειτουργεί σαν αποθήκη για προμήθειες τροφίμων και οικοδομικών υλικών. Χαϊδευτικά την αποκαλούν Κιβωτό. Ένα εξαιρετικό δείγμα της ανθρώπινης μηχανικής αλλά και φιλοδοξίας.
Επικρατεί μια μεταλλική υγρή οσμή. Τεράστιοι φωτιστικοί γλόμποι κρέμονται από την οροφή σε σειρές που σχεδόν χάνονται από το μάτι κατά μήκος της Κιβωτού. Περπατούν προς ένα θωρακισμένο στρατιωτικό τζιπ που είναι παρκαρισμένο στην είσοδο μιας στοάς. Ο Πίλτσερ είναι ήδη λαχανιασμένος και τα πόδια του τρέμουν από τις κράμπες. Ο Πόουπ αναλαμβάνει να οδηγήσει. Οι λάμπες φθορισμού της σήραγγας δεν λειτουργούν ακόμα και το τζιπ χιμάει στο απότομο και κατά επτά μοίρες επικλινές έδαφος, μέσα σε ένα δυσάρεστο σκοτάδι που σπάει μόνο από τα μοναχικά φώτα του οχήματος που αντανακλούν στους υγρούς βράχους των τοιχωμάτων. Ο Πίλτσερ κάθεται μπροστά, δίπλα στο πρωτοπαλίκαρό του. Ο αποπροσανατολισμός του δεν τον έχει εγκαταλείψει ακόμη, αλλά έχει υποχωρήσει αισθητά. Οι άνθρωποί του του είπαν ότι η κατάσταση αναστολής κράτησε χίλια οκτακόσια χρόνια, αλλά κάθε φορά που ανασαίνει του φαίνεται όλο και πιο δύσκολο να πιστέψει κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, νιώθει σαν να πέρασαν μόλις λίγες ώρες από εκείνο το ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς του 2013, όταν αυτός και όλοι του οι ακόλουθοι ήπιαν την Ντομ Περινιόν τους, γδύθηκαν και μπήκαν στις κάψουλες βιοτικής αναστολής. Τα αυτιά του βουλώνουν από την πίεση καθώς κατεβαίνουν. Το στομάχι του τον γαργαλάει με μια νευρική ενεργητικότητα. Ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τον ώμο του, βλέπει τον Λέβεν στο πίσω κάθισμα. Ένας ντελικάτος νεαρός με πρόσωπο μωρού αλλά μάτια σοφού. «Μπορούμε να αναπνέουμε με ασφάλεια σ’ αυτή την ατμόσφαιρα;» ρωτάει ο Πίλτσερ. «Έχει μεταλλαχθεί ελαφρά», απαντά ο Λέβεν, «ελάχιστα θα έλεγα. Ευτυχώς το άζωτο και το οξυγόνο εξακολουθούν να είναι τα βασικά συστατικά του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατά μία ποσοστιαία μονάδα περισσότερο οξυγόνο και κατά μία λιγότερο άζωτο. Η αναλογία έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση». «Να υποθέσω πως έχετε ήδη αρχίσει τη διαδικασία αποσυμπίεσης του υπερκαταφυγίου;» «Ήταν πρώτης προτεραιότητας εργασία μας. Ήδη χρησιμοποιούμε αέρα από την εξωτερική ατμόσφαιρα». «Κάτι άλλο σχετικό που θα έπρεπε να ξέρω;» «Θα πάρει λίγες μέρες μέχρι όλα τα συστήματα να ενεργοποιηθούν και να λειτουργούν πλήρως». «Και πού ακριβώς μας τοποθετεί το ηλεκτρονικό ρολόι στο μετρητή του χριστιανικού ημερολογίου;» «Σήμερα είναι 14 Φεβρουαρίου του σωτήριου έτους 3813 μ.Χ.» Χαμογελάει πονηρά. «Του Αγίου Βαλεντίνου, χρόνια μας πολλά!»
Ο Άρνολντ Πόουπ σταματάει το όχημα. Οι προβολείς φωτίζουν το πίσω μέρος μιας πύλης από τιτάνιο, της πύλης που σφραγίζει και προστατεύει τη σήραγγα, ολόκληρο το υπερκαταφύγιο και όλους εκείνους από τον έξω κόσμο που κοιμούνται μέσα. Σβήνει τη μηχανή, αλλά αφήνει τους προβολείς αναμμένους. Κατεβαίνουν από το στρατιωτικό όχημα κι εκείνος πηγαίνει στο πίσω μέρος και ανοίγει τις πόρτες. Βγάζει μια επαναληπτική καραμπίνα από την οπλοθήκη. «Για όνομα του Θεού, Άρνι!» αναφωνεί ο Πίλτσερ. «Πάντα απαισιόδοξος!» «Γι’ αυτό με πληρώνεις τόσο καλά, έτσι δεν είναι; Αν ήταν στο χέρι μου θα είχα φέρει όλη την ομάδα ασφαλείας εδώ». «Όχι, ας το κρατήσουμε αυτό μεταξύ μας προς το παρόν». «Παμ, θα μπορούσες να μου φέρεις το φακό σου;» λέει ο Λέβεν. Καθώς εκείνη φωτίζει με το φακό τον τροχό που ανοίγει την πύλη, ο Πίλτσερ συστήνει: «Ας περιμένουμε μια στιγμή». Ο Λέβεν σηκώνεται. Ο Πόουπ στρέφει το κεφάλι. Ο Τεντ και η Παμ γυρίζουν προς αυτόν. Η φωνή του Πίλτσερ είναι ακόμα βραχνή από τα φάρμακα για την αναζωογόνηση. «Ας μην αφήσουμε αυτή τη στιγμή να περάσει έτσι απλά». Οι δικοί του τον κοιτάζουν με απορία. «Καταλαβαίνετε όλοι τι έχουμε καταφέρει; Μόλις ολοκληρώσαμε το πιο δύσκολο, το πιο επικίνδυνο ταξίδι στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Ένα ταξίδι όχι σε απόσταση. Ένα ταξίδι στο χρόνο. Ξέρετε τι μας περιμένει στην άλλη πλευρά αυτής της πύλης;» Αφήνει την ερώτηση να αιωρείται, αλλά κανείς δεν απαντά. «Γνήσια πρωτοποριακή ανακάλυψη». «Δεν καταλαβαίνω», παραδέχεται η Παμ. «Το έχω πει και παλιότερα, θα το πω και πάλι. Αυτή η στιγμή είναι αντίστοιχη εκείνης που ο Νιλ Άρμστρονγκ κατέβηκε τα σκαλιά του ‘‘Απόλλων 11’’ για να πατήσει στο φεγγάρι. Των αδελφών Ράιτ που έκαναν τις πρώτες πειραματικές απόπειρες πτήσης στο Κίτι Χοκ. Του Κολόμβου που αποβιβάστηκε στις ακτές του Νέου Κόσμου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι βρίσκεται στην άλλη μεριά αυτής της πύλης». «Μα προέβλεψες ότι το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιστεί», αντιγυρίζει η Παμ. «Ναι, αλλά η πρόβλεψή μου ήταν μόνο αυτό: μια πρόβλεψη. Θα μπορούσα να κάνω λάθος. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ουρανοξύστες τρία χιλιόμετρα ψηλοί εκεί έξω. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που ζει στο έτος 213 μ.Χ. να βρίσκεται ξαφνικά στο 2013. “Η ομορφότερη εμπειρία είναι το απροσδόκητο”, είπε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Θα πρέπει όλοι μας να γευτούμε αυτή τη στιγμή όπως της αξίζει». Ο Λέβεν στρέφει πάλι την προσοχή του στον τροχό απασφάλισης της πύλης, τον οποίο αρχίζει να γυρίζει αριστερόστροφα. Όταν δείχνει να έχει ξεκλειδώσει στρέφεται στον Πίλτσερ. «Θα θέλατε να το κάνετε εσείς, κύριε;» Ο Πίλτσερ πλησιάζει την πύλη.
«Είναι αυτός εδώ ο σύρτης». Ο Πίλτσερ τραβάει το σύρτη. Για μια στιγμή δεν συμβαίνει τίποτα. Τα φώτα του τζιπ σβήνουν. Απομένει μόνο η ακτίνα από το φακό της Παμ να σκίζει το σκοτάδι. Κάτι αρχίζει να τρίζει κάτω από τα πόδια τους, σαν παλιό καράβι που αγκομαχά στο κύμα. Η βαριά πύλη δονείται και αρχίζει να ανοίγει. Φως πέφτει πάνω στις πλάκες και αρχίζει να έρπει προς το μέρος τους, καθώς η πύλη ανοίγει όλο και περισσότερο. Η καρδιά του Πίλτσερ χτυπάει άτακτα. Είναι η πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής του. Νιφάδες χιονιού γλιστρούν προς τα μέσα και μια ξαφνική ριπή παγωνιάς εισβάλλει στη σήραγγα. Ο Πίλτσερ κλείνει τα μάτια στην εισβολή του λευκού φωτός. Τώρα η πύλη έχει ανοίξει εντελώς. Ο κόσμος πίσω της μοιάζει με κορνιζαρισμένη ζωγραφιά. Ένα πευκόδασος σπαρμένο με ογκόλιθους βράχων υπομένει μια χιονοθύελλα. Κινούνται μέσα στο δάσος αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο χιονιού. Η σιωπή είναι εκκωφαντική. Το χιόνι πέφτει σαν άχνα. Διακόσια μέτρα παρακάτω, ο Πίλτσερ σταματάει και οι άλλοι μένουν ακίνητοι κι αυτοί. «Νομίζω ότι εδώ είναι που κάποτε βρισκόταν ο δρόμος προς το Γουέιγουορντ Πάινς». Στέκονται ακόμα μέσα σε ένα πυκνό πευκόδασος. Πουθενά ολόγυρα δεν φαίνεται δρόμος. Ο Πίλτσερ βγάζει μια πυξίδα. Κατευθύνονται βόρεια μέσα στην κοιλάδα. Τα πεύκα τους σκεπάζουν. «Αναρωτιέμαι», λέει ο Πίλτσερ, «πόσες φόρες κάηκε και αναγεννήθηκε αυτό το δάσος». Κρυώνει. Τα πόδια του πονούν. Είναι σίγουρος ότι και οι άλλοι έχουν τα ίδια συμπτώματα, αλλά κανείς τους δεν παραπονιέται. Βαδίζουν με κόπο μέχρι εκεί που τα δέντρα αραιώνουν. Δεν μπορεί να υπολογίσει με σιγουριά πόσο έχουν προχωρήσει. Η χιονόπτωση έχει σταματήσει και για πρώτη φορά βλέπει κάτι που αναγνωρίζει: τα τεράστια βραχώδη τοιχώματα που περικλείουν την κοιλάδα του Γουέιγουορντ Πάινς. Του προκαλεί έκπληξη η ανακούφιση που του προσφέρει ξανά η θέα αυτών των βουνών. Δύο χιλιετίες είναι πάρα πολύς χρόνος για τα δάση και τα ποτάμια, αλλά τα βράχια στα βουνά φαίνονται ανέπαφα από το χρόνο. Σαν παλιοί φίλοι. Σε λίγο στέκονται στο γυμνό κέντρο της κοιλάδας. Κανένα κτίριο δεν έχει απομείνει πια εκεί. Ούτε καν ερείπια. «Σαν να μην υπήρξε ποτέ εδώ η πόλη», μονολογεί ο Λέβεν. «Τι σημαίνει αυτό;» ρωτάει η Παμ. «Τι σημαίνει ποιο;» λέει ο Πίλτσερ. «Το ότι η φύση έχει καταλάβει τα πάντα. Ότι η πόλη εξαφανίστηκε». «Δεν είναι εύκολο να πει κανείς με σιγουριά. Ίσως το Άινταχο να έχει γίνει πλέον
πάρκο διατήρησης άγριας ζωής. Ίσως το Άινταχο να μην υπάρχει πια. Έχουμε πολλά να μάθουμε γι’ αυτόν το νέο κόσμο». Ο Πίλτσερ ψάχνει με το βλέμμα τον Πόουπ που έχει απομακρυνθεί μερικά μέτρα σε ένα ξέφωτο και γονατίζει κοιτάζοντας το χιόνι. «Τι είναι, Άρνι;» Κάνει νεύμα στον Πίλτσερ να πλησιάσει. Όταν συγκεντρώνονται όλοι γύρω του, τους δείχνει ίχνη στο χιόνι. «Ανθρώπινα;» ρωτάει ο Πίλτσερ. «Έχουν το μέγεθος ανθρώπινου ίχνους, αλλά οι αποστάσεις δεν ταιριάζουν». «Για ποιο λόγο;» «Ό,τι και να είναι αυτό το πράγμα, κινείται με τα τέσσερα. Βλέπεις;» Αγγίζει το χιόνι. «Αυτά είναι τα πίσω πόδια. Αυτά τα μπροστινά. Δες την απόσταση μεταξύ τους. Τι διάολο είναι αυτό που βαδίζει έτσι;» Στη νοτιοδυτική πλευρά της κοιλάδας πέφτουν πάνω σε τεράστιες κοτρόνες που ορθώνονται από το έδαφος σκορπισμένες ανάμεσα σε συστάδες από δρυς και λεύκες. Ο Πίλτσερ σκύβει να αγγίξει έναν απ’ αυτούς τους κάθετους βράχους, σκουπίζοντας το χιόνι από τη βάση του. Κάποτε ήταν ένα κομμάτι γυαλισμένου μαρμάρου. Ο χρόνος το έχει κάνει τραχύ. «Τι είναι αυτά;» ρωτάει η Παμ καθώς διατρέχει με το χέρι της άλλη μια τέτοια πέτρα. «Ερείπια νεκροταφείου», απαντά ο Πίλτσερ. «Οι ακμές έχουν διαβρωθεί. Αυτό είναι ό,τι απέμεινε από το Γουέιγουορντ Πάινς του εικοστού πρώτου αιώνα». Παίρνουν το δρόμο της επιστροφής προς το καταφύγιο. Αποκαμωμένοι και παγωμένοι. Το χιόνι αρχίζει να πέφτει πάλι πιο πυκνό, σαν άσπρο κάλυμμα πάνω σε σκηνικό από βράχους και δέντρα. «Δεν δείχνει και τόσο ελκυστικό ώστε να θέλει να ζει κανείς», μουρμουρίζει ο Λέβεν. «Κατά προτεραιότητα θα στείλουμε έξω τα τηλεκατευθυνόμενα», λέει ο Πίλτσερ. «Μέχρι το Μπόις, τη Μισούλα, ίσως και το Σιάτλ. Να μάθουμε αν έχει απομείνει κάτι εκεί έξω». Ακολουθούν τα ίχνη τους μέσα στο δάσος. Μέσα στη σιωπή που απλώνεται γύρω τους, μια κραυγή ακούγεται στην κοιλάδα πίσω τους, τρεμουλιαστή και υπόκωφη έτσι όπως αντηχεί στις χιονισμένες βουνοκορφές. Όλοι τους μένουν ακίνητοι. Μία ακόμη κραυγή απαντά στην πρώτη, σε χαμηλότερο τόνο αλλά με την ίδια χροιά θλίψης και επιθετικότητας. Ο Πόουπ ανοίγει το στόμα να πει κάτι, αλλά ένας πραγματικός καταιγισμός από κραυγές αντηχεί μέσα από το δάσος που τους περιβάλλει. Αρχίζουν να τρέχουν μέσα στο χιόνι, αργά στην αρχή, αλλά καθώς οι κραυγές
δυναμώνουν, βάζουν φτερά στα πόδια τους. Εκατό μέτρα από την είσοδο της σήραγγας, οι δυνάμεις του Πίλτσερ τον εγκαταλείπουν. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από το πρόσωπό του. Οι άλλοι έχουν ήδη φτάσει στην είσοδο. Καθώς περνούν μέσα, του φωνάζουν να τρέξει πιο γρήγορα, αλλά οι φωνές τους μπερδεύονται με τις στριγκές κραυγές που ακούγονται όλο και πιο κοντά. Η όρασή του θολώνει. Κοιτάζει πίσω και βλέπει φευγαλέα διάφανες μορφές που τρέχουν στα τέσσερα να έρχονται καταπάνω του μέσα από το δάσος. Προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του, του περνάει από το μυαλό η τρομακτική σκέψη ότι θα πεθάνει ακριβώς την πρώτη μέρα που αναζωογονήθηκε. Τα πάντα γύρω του μαυρίζουν και το πρόσωπό του παγώνει. Δεν έχει χάσει τις αισθήσεις του. Έχει πέσει με το πρόσωπο στο χιόνι και δεν μπορεί να σαλέψει. Καθώς οι κραυγές πλησιάζουν, ξαφνικά κάτι τον σηκώνει από το μαλακό χιόνι. Από τη νέα του θέση, γερμένος πάνω στον ώμο του Άρνολντ Πόουπ, βλέπει τα δέντρα πίσω του να σείονται καθώς μέσα από το δάσος ξεπετάγονται ανθρωποειδή πλάσματα που τώρα βρίσκονται πολύ κοντά. Ο Πόουπ τον ξεφορτώνει από την πλάτη του και τον σωριάζει μέσα από την πύλη. Καθώς ο Πίλτσερ σκάει στο δάπεδο, ο Πόουπ χώνεται μέσα. Ο Πίλτσερ βρίσκεται τώρα κατάχαμα, με το πρόσωπο στο κρύο τσιμέντο. «Κάνε πίσω! Η πύλη θα κλείσει!» του φωνάζει ο Πόουπ. Η πόρτα κλείνει ερμητικά. Δυνατοί γδούποι ακούγονται πάνω στην επιφάνειά της από την εξωτερική πλευρά. Στην ασφάλεια του εσωτερικού πια, ο Πίλτσερ νιώθει να χάνει τις αισθήσεις του. Το τελευταίο πράγμα που ακούει πριν λιποθυμήσει είναι η φωνή της Παμ που ξεχωρίζει πάνω από τις κραυγές και τους χτύπους. «Τι στο διάολο είναι τούτα εδώ;»
Κεφάλαιο 1 - ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΗΘΑΝ ΜΠΕΡΚ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΡΟΤΣΕΣΤΕΡ Το σπίτι ήταν διαολεμένα σκοτεινό. Η Τζένιφερ δοκίμασε ενστικτωδώς να ανάψει το διακόπτη της κουζίνας, αλλά δεν έγινε τίποτα. Προχώρησε ψηλαφώντας από το ψυγείο μέχρι το ντουλάπι πάνω από το φούρνο, το άνοιξε κι έπιασε το κρυστάλλινο κηροπήγιο, ένα κερί και το κουτί με τα σπίρτα. Άνοιξε τη στρόφιγγα του ματιού με το γκάζι, άναψε το σπίρτο και ακούμπησε το τσαγιερό πάνω στη γαλάζια φλόγα που πετάχτηκε με ένα συριγμό. Άναψε το απομεινάρι του κεριού που είχε βρει και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Στην προηγούμενη ζωή της κάπνιζε ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα, και τώρα λαχταρούσε να είχε ένα τσιγάρο, κάτι να καλμάρει τα νεύρα της και το τρέμουλο των χεριών της. Η θέα της φλόγας του κεριού θόλωσε από τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο άντρας της ο Τέντι και το πόσο μακριά του βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Δύο χιλιάδες χρόνια μακριά, για την ακρίβεια. Έτρεφε πάντα την ελπίδα ότι ο κόσμος που γνώριζε βρισκόταν ακόμα εκεί έξω. Πέρα από το φράχτη και πέρα από τον εφιάλτη αυτής της πόλης. Ο άντρας της ήταν ακόμα κάπου εκεί έξω. Το σπίτι της. Η δουλειά της στο πανεπιστήμιο. Μόνο η ελπίδα ήταν αυτή που σε κάποιο βαθμό τη βοήθησε να αντέξει όλα αυτά τα χρόνια. Η ελπίδα ότι κάποια μέρα θα ξυπνούσε ξανά πίσω στο Σποκέιν με τον Τέντι ξαπλωμένο δίπλα της, κι αυτό το μέρος –το Γουέιγουορντ Πάινς– δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κακό όνειρο. Θα γλιστρούσε αργά από το κρεβάτι τους, θα πήγαινε στην κουζίνα και θα του έφτιαχνε αυγά για πρωινό. Θα ετοίμαζε μια κανάτα δυνατό καφέ και θα τον περίμενε στο τραπέζι της κουζίνας, όταν θα σηκωνόταν αγουροξυπνημένος, φορώντας την απαίσια ρόμπα του, ακόμα νυσταγμένος και αναμαλλιασμένος – όλα αυτά που θυμόταν να αγαπά σ’ αυτόν. Θα του έλεγε απλά «Είδα ένα πολύ παράξενο όνειρο χθες το βράδυ», αλλά καθώς θα προσπαθούσε να του το αφηγηθεί, να ιστορήσει όλα όσα είχε ζήσει στο Γουέιγουορντ Πάινς, τα πάντα θα χάνονταν στην ομίχλη των ονείρων που πια δεν θυμόμαστε καλά. Θα τον κοιτούσε τελικά στο τραπέζι του πρωινού και με ένα χαμόγελο θα παραδεχόταν: «Το ξέχασα». Τώρα όμως η ελπίδα είχε χαθεί. Η μοναξιά την έσφαζε σαν στιλέτο. Κάτω όμως από την επιφάνεια σιγόβραζε η οργή. Οργή γι’ αυτό που της είχαν κάνει. Οργή για όλες τις απώλειές της. Η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει. Σηκώθηκε δύσθυμα, με το μυαλό της να ταξιδεύει αλλού. Το σφύριγμα έσβησε μόλις απομάκρυνε το σκεύος από τη φωτιά. Έριξε το
βραστό νερό στην αγαπημένη της κούπα όπου πάντα έβαζε ένα σουρωτήρι με χαμομήλι. Κρατώντας στο ένα χέρι την κούπα και στο άλλο το κερί, βγήκε από τη σκοτεινή κουζίνα. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης βρίσκονταν ακόμα στο θέατρο, συγκλονισμένοι από την αποκάλυψη του σερίφη. Σκεφτόταν πως ίσως κι αυτή έπρεπε να μείνει μαζί με όλους τους άλλους. Η αλήθεια είναι όμως πως ήθελε να μείνει μόνη. Απόψε ήθελε να κλάψει μόνη της στο κρεβάτι. Εξάλλου δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί. Άρχισε να ανεβαίνει κρατώντας την κουπαστή της σκάλας. Άκουγε τα τριξίματα του ξύλου κι έβλεπε τις τρεμουλιαστές σκιές από το φως του κεριού στον τοίχο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν διακοπή ρεύματος στην πόλη, αυτή τη φορά όμως είχε την αίσθηση ότι συνέβαινε κάτι πιο σημαντικό. Η απόφασή της να κλειδώσει κάθε πόρτα και παράθυρο του σπιτιού την καθησύχαζε πολύ λίγο. Σχεδόν καθόλου, για την ακρίβεια.
ΣΕΡΙΦΗΣ ΗΘΑΝ ΜΠΕΡΚ Ο Ήθαν κοιτούσε τους οκτάμετρους ατσάλινους πυλώνες και τους αγκαθωτούς αγωγούς-συρματοπλέγματα που απλώνονταν σε σπείρα. Ο φράχτης συνήθως βούιζε από το ηλεκτρικό ρεύμα που τον διαπερνούσε – μια ηλεκτρική τάση ικανή να σκοτώσει άνθρωπο χίλιες φορές. Το βουητό ήταν τόσο δυνατό που μπορούσες να το ακούσεις από εκατό μέτρα απόσταση. Αισθανόσουν το βόμβο στα σωθικά σου όταν πλησίαζες κοντά. Απόψε δεν άκουγε τίποτα. Ακόμα χειρότερα, η δεκάμετρη πόρτα του φράχτη έχασκε ορθάνοιχτη. Χωρίς τρόπο να κλείσει. Συννεφάκια ομίχλης έκαναν την εμφάνισή τους, προάγγελος χιονοθύελλας που πλησιάζει, καθώς ο Ήθαν κοιτούσε έξω, πέρα από το φράχτη. Το μόνο που ακούστηκε πιο δυνατά από τους χτύπους της καρδιάς του ήταν οι στριγκλιές που ξεχύνονταν μέσα από το δάσος έξω από το φράχτη. Τα ανθρωπόζωα έρχονταν. Τα τελευταία λόγια που του είπε ο Πίλτσερ ακούγονταν σαν επαναλαμβανόμενη ηχώ ξανά και ξανά στο μυαλό του. Η Κόλαση έρχεται να σας βρει. Αυτό ήταν το λάθος του. Η Κόλαση έρχεται να σας βρει. Είχε κάνει λάθος που νόμιζε πως ήταν μια μπλόφα αυτού του ψυχάκια. Η Κόλαση έρχεται να σας βρει. Είχε πει την αλήθεια στον κόσμο. Και τώρα όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μαζί και η γυναίκα του και ο γιος του, θα πέθαιναν. Άρχισε να τρέχει μέσα από το δάσος προς την πόλη, καθώς ο πανικός του μεγάλωνε σε κάθε δρασκελιά κι ανάσα. Κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα δέντρα, έτρεξε δίπλα στον σιωπηλό φράχτη. Όταν έφτασε στο τζιπ, οι κραυγές είχαν δυναμώσει και ακούγονταν πιο κοντά. Όρμησε πίσω από το τιμόνι του Μπρόνκο, έβαλε μπρος και πάτησε γκάζι πάνω στο ανώμαλο έδαφος του δάσους, τραντάζοντας το αμάξωμα και εκτινάσσοντας από το παρμπρίζ τα τελευταία κομματάκια γυαλιού που απέμεναν πάνω του. Έφτασε στο δρόμο που οδηγούσε πίσω στην πόλη, σκαρφάλωσε το χαντάκι και προσγειώθηκε στο οδόστρωμα. Σανίδωσε το γκάζι. Ο κινητήρας μούγκριζε. Βγήκε από το δάσος και πέρασε δίπλα από ένα βοσκότοπο. Οι μεγάλοι προβολείς του αυτοκινήτου φώτισαν την πινακίδα στην άκρη της πόλης. Μια τετραμελής οικογένεια χαιρετούσε χαμογελώντας με αυτά τα ανέμελα ψεύτικα χαμόγελα της δεκαετίας του ’50 πάνω από το μήνυμα: ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Όχι πια, σκέφτηκε ο Ήθαν. Αν στέκονταν αρκετά τυχεροί, τα τέρατα θα σταματούσαν πρώτα στο εκτροφείο και θα ξέσκιζαν τα βοοειδή προτού στραφούν
προς την πόλη. Στην πόλη που βρισκόταν τώρα μπροστά του. Τα πρώτα σπίτια του Γουέιγουορντ Πάινς. Η πόλη που τις καλές μέρες αποτελούσε τον ορισμό της τελειότητας. Όμορφα τετράγωνα από φρεσκοβαμμένα πολύχρωμα βικτωριανά σπίτια. Άσπροι, ξύλινοι φράχτες. Πλούσιο καταπράσινο γκαζόν. Η Μέιν Στριτ έμοιαζε δρόμος φτιαγμένος για τουρίστες που βολτάροντας θα ονειρεύονταν να περάσουν εδώ ξέγνοιαστα τα χρόνια της σύνταξής τους. Μια διαφορετική ζωή. Οι ορεινοί όγκοι που περιέκλειαν την πόλη υπόσχονταν ασφάλεια και προστασία. Με μια πρώτη ματιά, τίποτα δεν έδειχνε πως ήταν ένα μέρος από το οποίο δεν θα μπορούσες να φύγεις, ούτε βέβαια ότι θα έχανες τη ζωή σου μόνο και μόνο αν το προσπαθούσες. Εκτός από απόψε. Μια βραδιά κατά την οποία όλα τα όμορφα σπίτια παρέμεναν δυσοίωνα σκοτεινά. Ο Ήθαν έστριψε στη 10η Λεωφόρο και διέσχισε επτά τετράγωνα σαν αστραπή, βγαίνοντας με τόση φόρα στη Μέιν Στριτ που οι δεξιοί τροχοί σηκώθηκαν από το οδόστρωμα. Μπροστά του, στη διασταύρωση της Μέιν με την 8η, ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης έμοιαζε να περιμένει εκεί ακριβώς που τους άφησε – μπροστά από το κτίριο της Όπερας. Τετρακόσιες-τόσες ψυχές περίμεναν μέσα στο σκοτάδι, σαν κάποιος να τους είχε διώξει μαζικά από πάρτι μεταμφιεσμένων, έτσι όπως ήταν ντυμένοι ακόμα με τις κακόγουστες φορεσιές για τη χθεσινοβραδινή δημόσια εκτέλεση. Έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε. Αισθανόταν παράξενα να βλέπει τη Μέιν Στριτ σκοτεινή, να φεγγοβολά μόνο από το φως των πυρσών που αντανακλούσε στις γυάλινες προθήκες των καταστημάτων. Ο Αχνιστός Κόκκος. Οι Ξύλινοι Θησαυροί, το παιχνιδάδικο της Κέιτ και του Χάρολντ Μπάλιντζερ. Το Ξενοδοχείο του Γουέιγουορντ Πάινς. Ο φούρνος του Ρίτσαρντσον. Η μπιραρία. Ο Λιχούδης. Το Μεσιτικό Γραφείο του Γουέιγουορντ Πάινς, όπου δούλευε η γυναίκα του η Τερέζα. Ο θόρυβος ανάμεσα στο πλήθος ήταν διάχυτος. Οι άνθρωποι περνούσαν από τη δυσπιστία και το σοκ στην αφύπνιση που προκάλεσε η απόφαση του Ήθαν να αποκαλύψει την αλήθεια. Μιλούσαν όλοι αναμεταξύ τους, από μια άποψη ίσως και για πρώτη φορά. Η Κέιτ Μπάλιντζερ έτρεξε δίπλα του. Μαζί με τον άντρα της τον Χάρολντ ήταν τα υποψήφια θύματα της δημόσιας εκτέλεσης που η αποκάλυψη του Ήθαν απέτρεψε κι έσωσε τις ζωές τους για την ώρα. Κάποιος είχε κάνει πρόχειρα ράμματα στο σκίσιμο στο αριστερό της φρύδι, αλλά υπήρχαν ακόμα σημάδια από ξεραμένο αίμα στο πρόσωπό της και στα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά της. Η εξαφάνισή της στην πόλη του Γουέιγουορντ Πάινς, ήταν ο λόγος που έφερε εδώ τον Ήθαν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Σε μια άλλη προηγούμενη ζωή τους, δούλευαν μαζί στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Ήταν συνεργάτες. Για ένα πολύ μικρό διάστημα είχαν υπάρξει και κάτι παραπάνω από απλοί συνεργάτες. Ο Ήθαν γράπωσε την Κέιτ από το μπράτσο και την έσπρωξε στο πίσω μέρος του
τζιπ, για να μην μπορούν να τους ακούσουν. Η γυναίκα απόψε είχε έρθει αντιμέτωπη με το θάνατο. Καθώς την κοιτούσε, έβλεπε στα μάτια της ότι κρατιόταν ακόμα στα πόδια της από μια λεπτή, εύθραυστη κλωστή. «Ο Πίλτσερ έκλεισε το ρεύμα», της είπε. «Το ξέρω». «Εννοώ ότι έκλεισε το ρεύμα και στο φράχτη. Κι άνοιξε την πύλη». Τον κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να κατανοήσει πόσο άσχημα ήταν τα νέα αυτά. «Δηλαδή, αυτά τα πλάσματα… τα ανθρωπόζωα…» «Μπορούν να μπουν στην πόλη, ναι. Έρχονται ήδη. Τα άκουσα από το φράχτη». «Πόσα είναι;» «Δεν ξέρω. Αλλά και μια μικρή αγέλη μπορεί να σπείρει τον όλεθρο». Η Κέιτ κοίταξε γύρω το πλήθος. Οι συζητήσεις κόπαζαν και οι περισσότεροι πλησίαζαν για να μάθουν τα νέα. «Μερικοί από εμάς έχουμε όπλα. Κάποιοι έχουν μπαλτάδες», του είπε δειλά. «Δεν θα ωφελήσει». «Δεν μπορείς να αλλάξεις γνώμη στον Πίλτσερ; Να τον καλέσεις ξανά; Να τον λογικέψεις;» «Δεν υπάρχει πια σημείο επαφής». «Τότε πρέπει να ξαναβάλουμε όλο τον κόσμο πίσω στην Όπερα. Δεν υπάρχουν παράθυρα. Μία μόνο έξοδος σε κάθε πλευρά της σκηνής. Διπλές πόρτες εισόδου. Μπορούμε να αμπαρωθούμε εκεί μέσα». «Κι αν μας πολιορκήσουν για μέρες; Χωρίς φαγητό, χωρίς θέρμανση, χωρίς νερό; Και δεν υπάρχει κανενός είδους εμπόδιο που θα μπορεί να κρατήσει τα ανθρωπόζωα έξω για πάντα». «Και τι θα κάνουμε, Ήθαν;» «Δεν ξέρω. Σίγουρα όμως δεν μπορούμε να στείλουμε τον κόσμο πίσω στα σπίτια του». «Κάποιοι έχουν ήδη πάει». «Σου είπα να τους κρατήσεις όλους εδώ». «Προσπάθησα». «Πόσοι έχουν φύγει για τα σπίτια τους;» «Πενήντα με εξήντα άτομα». «Χριστέ μου!» Η ματιά του Ήθαν έπεσε στην Τερέζα και τον Μπεν –τη μεγαλύτερή του έγνοια– καθώς πλησίαζαν μέσα από το πλήθος. «Αν μπω στο υπερκαταφύγιο, αν μπορέσω να δείξω στους ανθρώπους του Πίλτσερ ποιος είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος που υπηρετούν, ίσως να έχουμε μία ελπίδα». «Φύγε, λοιπόν. Τι κάθεσαι;» «Δεν αφήνω μόνη την οικογένειά μου. Όχι χωρίς κανονικό σχέδιο, όχι έτσι στην τύχη».
Η Τερέζα τον πλησίασε. Είχε πιάσει τα ξανθά μαλλιά της σε αλογοουρά. Και εκείνη και ο Μπεν ήταν ντυμένοι στα μαύρα. Τη φίλησε και ανακάτεψε τα μαλλιά του Μπεν. Στα αστραφτερά μάτια του γιου του έβλεπε έναν δωδεκάχρονο που πάσχιζε να γίνει άντρας. Μια απειλητική ωριμότητα που μόλις έκανε την εμφάνισή της. «Τι νέα;» τον ρώτησε η Τερέζα. «Τίποτα καλό». «Το βρήκα!» πετάχτηκε η Κέιτ. «Πρέπει να μείνουμε κάπου ασφαλείς όσο εσύ θα προσπαθείς να εισχωρήσεις στο υπερκαταφύγιο». «Σωστά». «Κάπου προστατευμένα. Με δυνατότητα άμυνας. Με μαζεμένες ήδη προμήθειες». «Ακριβώς». Χαμογέλασε. «Νομίζω πως ξέρω ένα τέτοιο μέρος». Το πρόσωπο του Ήθαν φωτίστηκε. «Τη σπηλιά των Περιπλανώμενων». «Ναι». «Αυτό είναι μια πιθανή λύση. Έχω όπλα στο γραφείο». «Πήγαινε φέρ’ τα. Πάρε και τον Μπραντ Φίσερ μαζί». Έδειξε κάπου στο πεζοδρόμιο. «Εκεί είναι». «Πώς θα ανεβάσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους στο βράχο;» «Θα τους χωρίσω σε εκατοντάδες», απάντησε η Κέιτ. «Σε κάθε ομάδα θα μπει επικεφαλής κάποιος που γνωρίζει το δρόμο». «Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς που έχουν γυρίσει στο σπίτι τους;» ρώτησε η Τερέζα. Αντί για απάντηση ακούστηκε μια κραυγή. Το πλήθος που πριν ακουγόταν να ψιθυρίζει, έμεινε άλαλο. Ο ήχος ήρθε από τα νότια της πόλης. Ένα οξύ, μοχθηρό βογκητό. Όχι κάτι που θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει ή να περιγράψει με λόγια. Κάτι όμως που όλοι αισθάνθηκαν το νόημά του. Η Κόλαση ερχόταν. «Είναι ήδη πολύ δύσκολο να σώσουμε τους ανθρώπους που έμειναν εδώ», είπε ο Ήθαν. «Και να τους αφήσουμε μόνους τους;» «Όλοι μόνοι μας είμαστε πλέον». Πήγε στην μπροστινή θέση του Μπρόνκο και πήρε από το κάθισμα του συνοδηγού τον τηλεβόα. Τον έδωσε στην Κέιτ. «Θα το αναλάβεις;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ο Ήθαν στράφηκε στην Τερέζα. «Θέλω εσύ και ο Μπεν να μείνετε μαζί με την Κέιτ». «Εντάξει», συμφώνησε η Τερέζα. «Εγώ θέλω να έρθω μαζί σου, μπαμπά», αντέδρασε ο Μπεν. «Πρέπει να μείνεις με τη μαμά». «Μα μπορώ να σε βοηθήσω».
«Έτσι με βοηθάς». Απευθύνθηκε πάλι στην Κέιτ. «Θα βρεθούμε όταν γυρίσω από το γραφείο». «Έλα στο μικρό πάρκο στη βόρεια άκρη της πόλης». «Αυτό με το κιόσκι;» «Ναι, αυτό». Ο Μπραντ Φίσερ, ο μοναδικός δικηγόρος του Γουέιγουορντ Πάινς, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα στη διαλυμένη θέση του συνοδηγού στο Μπρόνκο του Ήθαν, έχοντας γραπώσει τη χειρολαβή καθώς ο Ήθαν έτρεχε του σκοτωμού στην 1η Λεωφόρο. «Πού είναι η γυναίκα σου;» ρώτησε ο Ήθαν. «Ήμαστε μαζί στο θέατρο, όταν μας μιλούσες και μας έλεγες τι συμβαίνει. Όταν ξανακοίταξα όμως, η Μέγκαν είχε φύγει». «Αν λογαριάσουμε τι δίδασκε στα παιδιά μας πίσω από τις πλάτες μας, το πιο πιθανό είναι να σκέφτηκε ότι οι υπόλοιποι θα την έβλεπαν σαν προδότρια. Φοβήθηκε μάλλον για τη ζωή της. Τι νιώθεις γι’ αυτήν τώρα;» Δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια ερώτηση. Συνήθως ήταν προσεγμένος, καλοχτενισμένος και φρεσκοξυρισμένος, υπόδειγμα νεαρού ελπιδοφόρου δικηγόρου. Έτριψε το αξύριστο πιγούνι του. «Δεν ξέρω. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι την ήξερα πραγματικά ή ότι εκείνη ήξερε εμένα. Ζούσαμε μαζί, γιατί έτσι μας είπαν. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Μερικές φορές κάναμε και έρωτα». «Πολλοί γάμοι είναι ακριβώς έτσι. Την αγαπούσες;» Ο Μπραντ αναστέναξε. «Είναι περίπλοκο. Πάντως έκανες το σωστό. Που μας είπες την αλήθεια, εννοώ». «Αν ήξερα ότι θα έκοβε το ρεύμα στο φράχτη…» «Μην το λες αυτό, Ήθαν. Δεν πάει έτσι το πράγμα. Έκανες αυτό που πίστευες σωστό. Έσωσες την Κέιτ και τον Χάρολντ. Έδειξες σε όλους ποια ακριβώς είναι η αξία της ζωής μας». «Αναρωτιέμαι πόσο θα κρατήσει αυτό το συναίσθημα όταν οι άνθρωποι αρχίσουν να χάνουν τη ζωή τους». Οι προβολείς φώτισαν τον σκούρο τοίχο του αστυνομικού τμήματος. Ο Ήθαν έστριψε το τιμόνι και σταμάτησε το όχημα έξω από την πόρτα. Κατέβηκε και άναψε ένα φακό καθώς κατευθύνονταν και οι δύο προς τη διπλή πόρτα. Ξεκλείδωσε και άνοιξε το ένα πορτόφυλλο. «Τι παίρνουμε;» ρώτησε ο Μπραντ καθώς διέσχιζαν τρέχοντας τον προθάλαμο κι έστριβαν στο διάδρομο για το γραφείο του Ήθαν. «Οτιδήποτε πυροβολεί». Ο Μπραντ κρατούσε το φακό καθώς ο Ήθαν κατέβαζε όπλα από το ντουλάπι και
τα ταίριαζε με τα αντίστοιχα πυρομαχικά. Ακούμπησε ένα Μόσμπεργκ 930 στο γραφείο και το γέμισε με οκτώ σφαίρες. Γέμισε με τριάντα σφαίρες το γεμιστήρα ενός Μπουσμάστερ ΑR-15. Φόρτωσε το γεμιστήρα για το δικό του περίστροφο, τον Αετό της Ερήμου. Υπήρχαν κι άλλα κοντόκαννα. Και κυνηγετικές καραμπίνες. Περίστροφα. Ένα πιστόλι Σιγκ. Ένα Σμιθ & Γουέσον 357. Γέμισε ακόμα δύο περίστροφα, αλλά έχαναν πολύτιμο χρόνο.
ΚΕΪΤ ΧΙΟΥΣΟΝ ΜΠΑΛΙΝΤΖΕΡ Έπιασε τον Χάρολντ από το χέρι. Ο άντρας της οδηγούσε το δικό του γκρουπ σε μια είσοδο λίγα τετράγωνα νοτιότερα, κι εκείνη πήγαινε τους δικούς της στη βόρεια άκρη της πόλης. Τον αγκάλιασε από το σβέρκο και του έδωσε ένα ατέλειωτο φιλί. «Σ’ αγαπάω», ψιθύρισε. Της χαμογέλασε. Τα ασημένια του μαλλιά ήταν κολλημένα στο μέτωπο από τον ιδρώτα παρά το κρύο, και τα χτυπήματα στο πρόσωπό του είχαν αρχίσει να μελανιάζουν. «Κέιτι, αν συμβεί κάτι…» «Μην το κάνεις αυτό». «Ποιο;» «Κοίτα, τσακίσου να φτάσεις στο βράχο. Εντάξει;» Λίγα τετράγωνα παρακάτω, κάτι ούρλιαξε. Καθώς επέστρεφε στην ομάδα της, που την περίμενε να τους οδηγήσει, γύρισε κι έστειλε στον Χάρολντ ένα φιλί ακόμα. Αυτός το άρπαξε στον αέρα.
ΤΖΕΝΙΦΕΡ Στην κρεβατοκάμαρα, η Τζένιφερ ακούμπησε το κερί στο κομοδίνο κι έβγαλε τη φορεσιά που είχε βάλει για τη δημόσια εκτέλεση – μια μαύρη καμπαρντίνα πάνω από ένα κόκκινο νεγκλιζέ, με ένα αυτοσχέδιο ζευγάρι κέρατα διαβόλου στο κεφάλι. Το νυχτικό την περίμενε στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. Ξάπλωσε και άρχισε να πίνει το ζεστό χαμομήλι της, παρακολουθώντας τη φλόγα να στέλνει τρεμουλιαστές σκιές στο ταβάνι. Ήταν κάτι που συνήθιζε εδώ και χρόνια, και σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να διακόψει αυτή τη συνήθεια ούτε απόψε. Όταν ο κόσμος γύρω σου καταρρέει, ψάχνεις να πιαστείς απ’ αυτό που σου είναι οικείο. Σκέφτηκε τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Θα αντιμετώπιζαν κι αυτοί κάτι παρόμοιο. Θα αναρωτιούνταν για όλα όσα τους είχαν πει. Θα προσπαθούσαν να χωνέψουν το πόσο οικτρά είχαν εξαπατηθεί. Τι θα έφερνε άραγε το αύριο; Στο παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι της, το τζάμι ήταν ραγισμένο, και μια ριπή κρύου νυχτερινού αέρα γλιστρούσε μέσα. Κρατούσε επίτηδες το δωμάτιο κρύο, γιατί της άρεσε η αίσθηση να κοιμάται σε έναν κρύο χώρο, κουκουλωμένη με ένα βουνό από σκεπάσματα. Έξω από το τζάμι, βασίλευε το απόλυτο σκοτάδι. Τα ηχογραφημένα τριζόνια δεν ακούγονταν απόψε. Ακούμπησε την κούπα στο κομοδίνο και τράβηξε τις κουβέρτες ως το σαγόνι. Είχε μείνει ελάχιστο κερί, αλλά δεν ήθελε ακόμα να βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι. Θα το άφηνε να καεί ώσπου να λιώσει. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωσε να πέφτει στο κενό. Άπειρες σκέψεις, αμέτρητος φόβος. Ένα βάρος ασήκωτο. Ας μπορούσε μόνο να κοιμηθεί. Σκέφτηκε τον Τέντι. Τον τελευταίο χρόνο, ανακάλυψε ότι μπορούσε να ξαναθυμηθεί τη μυρωδιά του, τον τόνο της φωνής του, την αίσθηση του αγγίγματός του στο κορμί της πολύ ευκολότερα από την ανάμνηση του προσώπου του. Είχε ξεχάσει πια την εικόνα του. Κάπου έξω στο σκοτάδι, ένας άντρας άρχισε να ουρλιάζει. Η Τζένιφερ ανακάθισε στο κρεβάτι. Δεν είχε ακούσει ποτέ παρόμοιο ουρλιαχτό. Τρόμος και δυσπιστία, ένα αδιανόητο μαρτύριο συμπιεσμένο σε ένα και μόνο ξέσπασμα που έμοιαζε να συνεχίζεται χωρίς τελειωμό. Ήταν ο ήχος που μαρτυρούσε το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου. Προχώρησαν τελικά στην εκτέλεση της Κέιτ και του Χάρολντ; Η κραυγή σταμάτησε απότομα, σαν κάποιος να της έκοψε τον ήχο. Η Τζένιφερ κοίταξε κάτω. Είχε σηκωθεί και στεκόταν στο κρύο δάπεδο. Πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε μερικά εκατοστά ακόμα. Το κρύο τρύπωσε μέσα ορμητικά. Ακούστηκε μια φωνή σε ένα γειτονικό σπίτι. Μια πόρτα έκλεισε με πάταγο. Κάποιος έτρεχε γρήγορα στο δρόμο. Άλλη μια κραυγή αντήχησε στην κοιλάδα, αλλά αυτή ήταν διαφορετική. Έμοιαζε με
τον ήχο που είχε βγάλει το τέρας στο αυτοκίνητο του σερίφη. Ένα διαβολικό, απαίσιο στρίγκλισμα. Κι άλλες τέτοιες κραυγές απάντησαν στην πρώτη, ενώ μια καυστική, έντονη οσμή ήρθε με τον αέρα και μπήκε στο δωμάτιο. Ένα σιγανό λαρυγγικό μουγκρητό ακούστηκε στον κήπο της. Η Τζένιφερ έκλεισε το παράθυρο και το ασφάλισε. Έκανε βήματα προς τα πίσω και τη στιγμή που καθόταν στο στρώμα του κρεβατιού, κάτι διαπέρασε το παράθυρο του σαλονιού στο ισόγειο. Τίναξε το κεφάλι προς την πόρτα. Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε κι έσβησε. Η Τζένιφερ άρχισε να βαριανασαίνει. Το δωμάτιο ήταν πια τόσο σκοτεινό που δεν έβλεπε ούτε το χέρι που είχε απλωμένο μπροστά στο πρόσωπό της. Πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε προς την πόρτα, χτυπώντας το γόνατό της στο μπαούλο που βρισκόταν στην κάτω πλευρά του κρεβατιού. Κατάφερε να κρατηθεί όρθια. Πλησίασε την πόρτα και άκουσε τα σκαλοπάτια να τρίζουν καθώς κάτι ανέβαινε τη σκάλα. Έσπρωξε την πόρτα να κλείσει και ψαχούλεψε να βρει την κλειδαριά. Ένας κοφτός, ξερός κρότος ακούστηκε. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε παραβιάσει το σπίτι, βρισκόταν τώρα στο χολ του ισογείου και οι σανίδες του πατώματος έτριζαν κάτω από το βάρος του. Από κάτω ακούστηκε κι άλλος ήχος. Κρότοι και στριγκλιές πλημμύρισαν το σπίτι. Έπεσε στα γόνατα και μπουσούλησε μακριά από την πόρτα καθώς τα βήματα απέξω πλησίαζαν. Σύρθηκε ξαπλωτά κάτω από το κρεβάτι. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε πάνω στο σκονισμένο ξύλινο δάπεδο καθώς άκουγε κι άλλα βήματα στη σκάλα. Η πόρτα εκτινάχτηκε από τους μεντεσέδες. Τα βήματα στο δωμάτιο ακούστηκαν σαν να χτυπούσε κάτι σκληρό στο ξύλο. Σκληρό σαν οπλή ζώου. Σαν νύχια. Τώρα πια μπορούσε να νιώσει τη μυρωδιά σε όλη της τη φρίκη. Ένα μείγμα νεκρικής αποφοράς διαχεόταν στην ατμόσφαιρα – σαπίλα και αίμα, μια εμετική δυσωδία που δεν είχε ξαναμυρίσει ποτέ. Απέμεινε βουβή κι ασάλευτη. Στο πλάι του κρεβατιού οι σανίδες έτριξαν, σαν να υποχωρούσαν κάτω από το βάρος κάποιου που γονάτιζε. Κράτησε την αναπνοή της. Κάτι σκληρό γρατσούνισε το χέρι της. Ούρλιαξε και τραβήχτηκε πίσω. Αισθάνθηκε ξαφνικά κάτι κρύο στον ώμο της. Έβαλε το χέρι της κι ένιωσε υγρασία. Είχε κοπεί από κάτι. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου!» ψιθύρισε. Τώρα πια ήταν κι άλλα στο δωμάτιο. ‘‘Τέντι’’, σκέφτηκε. Ήθελε μόνο να μπορούσε να δει ξανά το πρόσωπό του. Μια τελευταία φορά. Αν είχε έρθει στ’ αλήθεια το τέλος. Το κρεβάτι σηκώθηκε στον αέρα κι ένα από τα πόδια του τη γρατσούνισε πριν εκσφενδονιστεί πάνω στον τοίχο. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, αδυνατούσε να κινηθεί, παραλυμένη από το φόβο. Ο ώμος της αιμορραγούσε ακατάσχετα, αλλά δεν ένιωθε τίποτα. Ολόκληρο το σώμα της είχε μουδιάσει.
Ήταν όλα κοντά της πια, στέκονταν από πάνω της. Οι γρήγορες και ρηχές εκπνοές τους έμοιαζαν με σκύλο που ασθμαίνει στη ζέστη. Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατα, σε εμβρυακή στάση. Δύο εβδομάδες πριν κάνουν το μοιραίο ταξίδι προς το Γουέιγουορντ Πάινς, μαζί με τον Τέντι είχαν περάσει ένα Σάββατο στο Ρίβερφροντ Παρκ, στο Σποκέιν. Είχαν απλώσει μια κουβέρτα στο γρασίδι κι έμειναν εκεί μέχρι το σούρουπο, διαβάζοντας τα βιβλία τους και χαζεύοντας τους άσπρους αφρούς του καταρράκτη. Για ένα δευτερόλεπτο είχε προσέξει το πρόσωπό του. Όχι ολόκληρο, μόνο το προφίλ του. Τα χρώματα της δύσης φέγγιζαν μέσα από τα ελάχιστα πια μαλλιά του και αντανακλούσαν στο σκελετό των γυαλιών του. Κοίταζε κι εκείνος το ηλιοβασίλεμα στον καταρράκτη, απολαμβάνοντας τη στιγμή με όλο του το είναι. Το ίδιο όπως κι αυτή. Τέντι... Γύρισε να την κοιτάξει. Χαμογελαστός. Την εικόνα του κατάπιε το σκοτάδι.
ΗΘΑΝ Ο Μπραντ έσπρωξε το γεμάτο πυρομαχικά σακίδιο μέσα από το κατεστραμμένο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου καθώς ο Ήθαν καθόταν στο τιμόνι. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν χάσει έντεκα λεπτά. «Πάμε!» φώναξε ο Ήθαν. Ο Μπραντ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και σκαρφάλωσε στο ξεχαρβαλωμένο κάθισμα. Οι λάμπες φώτιζαν τον προθάλαμο του αστυνομικού τμήματος μέσα από τα τζάμια. Ο Ήθαν κοίταξε τον καθρέφτη. Στην κοκκινωπή ανταύγεια των πίσω φώτων, μια χλωμή φιγούρα πέρασε γρήγορα. Έβαλε όπισθεν. Το αυτοκίνητο κατέβηκε με φόρα από το πεζοδρόμιο και το κεφάλι του Ήθαν χτύπησε στην οροφή όταν οι τροχοί βρόντησαν στο οδόστρωμα και οι αναρτήσεις αναπήδησαν. Πάτησε απότομα φρένο και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Έβαλε ταχύτητα. Κάτι χτύπησε πάνω στην πόρτα του συνοδηγού και μια στριγκλιά διαπέρασε την καμπίνα του αυτοκινήτου. Μέχρι να προλάβει να γυρίσει το κεφάλι του ο Ήθαν, τα πόδια του Μπραντ εξαφανίστηκαν μέσα από το πλαίσιο του σπασμένου παραθύρου. Ο Μπραντ ακούστηκε να ουρλιάζει. Ο Ήθαν δεν μπορούσε να δει το αίμα στο σκοτάδι, αλλά μπορούσε να το μυρίσει – αυτή την έντονη, ξαφνική μυρωδιά σκουριάς στον αέρα. Έβγαλε το πιστόλι, αλλά οι κραυγές είχαν σταματήσει. Το μόνο που ακουγόταν πια ήταν το σύρσιμο των παπουτσιών του Μπραντ στο πεζοδρόμιο, που έσβηνε σιγά-σιγά. Άρπαξε το φακό που είχε πέσει από τον Μπραντ ανάμεσα στα καθίσματα. Φώτισε το δρόμο. Θεέ μου! Η φωτεινή δέσμη έπεσε πάνω στο τέρας. Στεκόταν στα πίσω πόδια, με τη μούρη χωμένη στο λαιμό του Μπραντ. Ξεσκίζοντας αδηφάγα. Σήκωσε το κεφάλι, με το στόμα γεμάτο αίματα, και γρύλισε στο φως, σαν την επιθετική προειδοποίηση του λύκου που προστατεύει το θήραμά του. Λίγο πιο πέρα, στο φως, φάνηκαν κι άλλες χλωμές φιγούρες να κινούνται στη μέση του δρόμου. Φύγε, διάολε! Είναι νεκρός πια. Πάτησε γκάζι. Στον καθρέφτη είδε καμιά δεκαριά ανθρωπόζωα να τρέχουν προς το αυτοκίνητο με τα τέσσερα. Το πρώτο έφτασε δίπλα στην πόρτα. Όρμησε προς το παράθυρο του Ήθαν –θα είχε μπει μέσα αν δεν επιτάχυνε όσο χρειαζόταν–, χτύπησε πάνω στο αμάξωμα και τινάχτηκε πιο πέρα. Ο Ήθαν το είδε να κυλιέται στο οδόστρωμα και πάτησε το πεντάλ με όλη του τη δύναμη. Όταν έστρεψε την προσοχή του στο δρόμο, ένα μικρόσωμο ανθρωπόζωο στεκόταν στα έξι μέτρα μπροστά από τη μάσκα του αυτοκινήτου, ακίνητο στο φως των
προβολέων, με τα δόντια ξεγυμνωμένα. Ο Ήθαν επιτάχυνε. Η πρόσκρουση εκσφενδόνισε το τέρας δέκα μέτρα μπροστά. Πέρασε από πάνω του και το έσυρε κάτω από την καρότσα για μισό τετράγωνο. Το Μπρόνκο ταλαντεύτηκε τόσο πολύ που δυσκολευόταν να κρατήσει σταθερό το τιμόνι. Τελικά το ξέρασε πιο κάτω. Ο Ήθαν συνέχισε βόρεια. Από τον καθρέφτη, ο δρόμος πίσω του φαινόταν άδειος. Μπόρεσε να ανασάνει ξανά… Κοντά στη βόρεια άκρη της πόλης, έστριψε δυτικά και διέσχισε μερικά τετράγωνα προς τη Μέιν Στριτ, ώσπου οι προβολείς φώτισαν μια ομάδα ανθρώπων που κρατούσαν πυρσούς. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στο πλάι, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη για να φωτίζει το χώρο. Πήγε στο πορτμπαγκάζ και άρπαξε μία από τις τρεις γεμάτες καραμπίνες. Η Κέιτ στεκόταν δίπλα σε μια ανοιχτή καταπακτή πίσω από ένα παγκάκι. Η εσωτερική πλευρά του ανοίγματος ήταν φτιαγμένη από σανίδες με σκουριασμένους μεντεσέδες, ενώ απέξω ήταν καμουφλαρισμένη με χώμα και γρασίδι. Μαζί με έναν άλλον άντρα βοηθούσε ανθρώπους να κατεβούν στο εσωτερικό, ένας-ένας. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν καθώς την πλησίαζε. Έβαλε στο χέρι της την καραμπίνα και γύρισε να δει πόσος κόσμος απέμενε πίσω· ήταν κάπου τριάντα άνθρωποι. «Έπρεπε όλοι να βρίσκονται ήδη στο υπόγειο», της είπε. «Κάνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται». «Πού είναι ο Μπεν και η Τερέζα;» «Έχουν κατεβεί ήδη». «Τα τέρατα είναι εδώ, Κέιτ». Είδε στο βλέμμα της την ερώτηση, πριν την ξεστομίσει. «Πού είναι ο Μπραντ;» «Τον άρπαξαν. Κι εμείς έχουμε μόνο ελάχιστα λεπτά ακόμα πριν εμφανιστούν και τελειώσουν όλα». Το πλήθος των ανθρώπων συμπεριφερόταν με την κανονικότητα μιας κατάστασης εκκένωσης – με τάξη, χωρίς κανένας να μιλάει και με μια βουβή ένταση να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Ανθρώπινες κραυγές και τερατώδεις στριγκλιές ξεσπούσαν απ’ όλα τα σημεία της πόλης όλο και πιο συχνά τώρα πια. Ο Ήθαν στράφηκε στο πλήθος. «Έχω ένα αυτοκίνητο γεμάτο όπλα. Όσοι έχετε πιάσει ποτέ όπλο στην προηγούμενη ζωή σας, αν έχετε οποιαδήποτε εμπειρία ή εξοικείωση, ελάτε μαζί μου». Καμιά δεκαριά άτομα βγήκαν από την ουρά και ακολούθησαν τον Ήθαν στο Μπρόνκο. Ανάμεσά τους και ο Χέκτερ Γκάιδερ, ο πιανίστας της πόλης. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και σχεδόν άσπρους
κροτάφους. Με λεπτά, αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Ήταν μασκαρεμένος σε σατανικό ξωτικό – αυτή ήταν η φορεσιά του για τη δημόσια εκτέλεση. «Τι σχέση είχες με τα όπλα στην προηγούμενη ζωή σου, Χέκτερ;» «Πήγαινα με τον πατέρα μου για κυνήγι πάπιας τα Χριστούγεννα». Ο Ήθαν του έδωσε ένα Μόσμπεργκ. «Το γέμισα με δωδεκάρες σφαίρες. Θα κλοτσάει λίγο παραπάνω από τις βολές που είχες συνηθίσει». Ο Χέκτερ το έπιασε από το κοντάκι. Φαινόταν παράδοξο αυτά τα απαλά, ντελικάτα χέρια να κρατούν μια φονική καραμπίνα μάχης. «Εμείς οι δύο θα κατεβούμε τελευταίοι», του είπε ο Ήθαν. «Θα είμαι μαζί σου». Κοίταξε ξανά το οπλοστάσιο στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. «Έχω λίγα περίστροφα και μερικά ημιαυτόματα πιστόλια. Διαλέγετε και παίρνετε».
Κεφάλαιο 2 ΠΙΛΤΣΕΡ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Είναι πρωί. Φθινόπωρο. Ο ουρανός στη ζωή του πριν, δεν ήταν ποτέ τόσο γαλανός. Μπορείς να κοιτάξεις ψηλά και η ματιά σου να φτάσει στη στρατόσφαιρα. Ο αέρας τόσο καθαρός και διάφανος, που δημιουργεί μια σουρεαλιστική εικόνα με χρώματα εκτυφλωτικά έντονα. Ο Πίλτσερ περπατάει στο δρόμο που οδηγεί στην πόλη. Στρώθηκε με άσφαλτο μόλις δύο εβδομάδες πριν και μυρίζει ακόμη από τις αναθυμιάσεις της πίσσας. Περνάει μπροστά από την καινούρια πινακίδα όπου ένας εργάτης ζωγραφίζει το όμικρον στη λέξη ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.Μόλις τελειώσει, η πινακίδα θα γράφει ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ, ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. «Καλημέρα», του λέει ο Πίλτσερ. «Ωραία δουλειά». «Ευχαριστώ, κύριε». Η πόλη έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα, αλλά ο πολιτισμός μοιάζει ήδη να εγκαθίσταται στην κοιλάδα. Ένα μεγάλο μέρος του δάσους έχει αποψιλωθεί, εκτός από μια σειρά δέντρα που παρέμειναν για να ορίζουν τις ευθείες των δρόμων και να σκιάζουν τα πεζοδρόμια. Μια μπετονιέρα περνάει από δίπλα με βρόντο. Λίγο πιο κάτω, καινούρια σπίτια στήθηκαν ήδη, σε διάφορα στάδια αποπεράτωσης το καθένα. Οι ίδιες οι κατοικίες είχαν προκατασκευαστεί πριν από τη διαδικασία αναστολής. Τώρα που όλες οι θεμελιώσεις έχουν γίνει, η δουλειά μοιάζει να επιταχύνεται όλο και περισσότερο. Η πόλη μεγαλώνει διαρκώς, κάθε μέρα καινούρια σπίτια αρχίζουν να ανεγείρονται. Το σχολείο έχει σχεδόν τελειώσει. Ο σκελετός των τριών πρώτων ορόφων του νοσοκομείου είναι έτοιμος. Ο Πίλτσερ φτάνει στην ήδη διανοιγμένη, αλλά όχι ακόμα πλακοστρωμένη, γωνία που μια μέρα θα γίνει η διασταύρωση της Μέιν Στριτ με την 8η. Η κοιλάδα αντηχεί από το μονότονο κλαψούρισμα των πριονιών και τους κρότους των καρφιών που μπήγονται στις σανίδες. Οι σκελετοί των κτιρίων που σε λίγο θα αποτελούν τη Μέιν Στριτ είναι έτοιμοι, η ξανθή ξυλεία του πεύκου αστράφτει στον πρωινό ήλιο. Ο Άρνολντ Πόουπ εμφανίζεται σε ένα ανοιχτό τζιπ Ράνγκλερ. Κατεβαίνει από το αυτοκίνητο κορδωμένος, με ύφος που αξίζει στο δεξί χέρι του Πίλτσερ. «Ήρθες να δεις την πρόοδο των εργασιών;» «Είναι μεγαλειώδες, σωστά;»
«Για την ακρίβεια, είμαστε μπροστά από το πρόγραμμα. Αν όλα πάνε καλά, εκατόν εβδομήντα σπίτια θα είναι έτοιμα πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια, καθώς και το εξωτερικό όλων των κτιρίων. Θα μπορούμε να ολοκληρώσουμε και το εσωτερικό τους μέσα στο χειμώνα». «Πότε να προγραμματίσω τα επίσημα εγκαίνια;» «Την άνοιξη». Ο Πίλτσερ χαμογελάει καθώς φαντάζεται την εικόνα: μια ζεστή μέρα του Μάη, που η κοιλάδα θα ξεχειλίζει από λουλούδια και θα λάμπει από βλαστάρια με κιτρινοπράσινα νεογέννητα φύλλα. Μια καινούρια αρχή. Η νέα άγραφη πλάκα της ανθρωπότητας. «Έχεις σκεφτεί πώς θα εξηγήσεις όλο αυτό στους καινούριους κατοίκους;» ρωτάει ο Πόουπ. Περπατούν στη μέση του δρόμου και ο Πίλτσερ κοιτάζει με θαυμασμό τη σκαλωσιά στην πρόσοψη του κτιρίου που θα γίνει η Όπερα της πόλης. «Φαντάζομαι ότι στην αρχή θα νιώσουν κάποιο σοκ και δυσπιστία, αλλά όταν καταλάβουν σε τι ακριβώς τους έδωσα την ευκαιρία να συμμετέχουν…» «Θα πέσουν στα γόνατα να σ’ ευχαριστούν», συμπληρώνει ο Πόουπ. Ο Πίλτσερ χαμογελάει. Μια νταλίκα-πλατφόρμα περνάει από δίπλα, φορτωμένη ξυλεία. «Μπορείς να αντιληφθείς τη σημασία αυτής της ευκαιρίας; Στον κόσμο από τον οποίο ερχόμαστε, η ύπαρξή μας ήταν εύκολη και τόσο γεμάτη απογοήτευση εξαιτίας της ευκολίας της. Πού βρίσκεις το νόημα της ζωής όταν είσαι ένας από τα επτά δισεκατομμύρια ανθρώπους; Όταν το φαγητό σου, τα ρούχα σου και οτιδήποτε άλλο χρειάζεσαι βρίσκονται στο διπλανό εμπορικό κέντρο; Όταν αφήνουμε το μυαλό μας να μουδιάζει μπροστά από δεκάδες οθόνες και διασκέδαση υψηλής ευκρίνειας, ο σκοπός της ζωής και της ύπαρξής μας χάνεται». «Και ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Πόουπ. «Ποιος αυτός;» «Ο σκοπός της ύπαρξής μας». «Μα να διαιωνίσουμε το είδος μας, φυσικά. Να κυριεύσουμε αυτό τον πλανήτη. Και θα το κάνουμε ξανά. Όχι ίσως όσο ζούμε εγώ κι εσύ, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον θα το κάνουμε πάλι. Οι άνθρωποι τους οποίους θα ξυπνήσω από τη βιοτική αναστολή για να κατοικήσουν την πόλη μου, δεν θα έχουν facebook, i phones, ipads, twitter και ντελίβερι. Θα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με τον τρόπο που το είδος μας έκανε παλιά. Πρόσωπο με πρόσωπο. Και θα ζουν ξέροντας ότι είναι οι τελευταίοι του ανθρώπινου είδους, ότι έξω απ’ αυτόν το φράχτη υπάρχουν δισεκατομμύρια τέρατα που ορέγονται να τους κατασπαράξουν. Έχοντας αυτό κατά νου θα αναγκαστούν να κατανοήσουν ότι με αυτό το υψηλό διακύβευμα οι ζωές τους έχουν αποκτήσει ανυπολόγιστη αξία. Αυτό δεν είναι που αποζητάμε όλοι, στο κάτω-κάτω; Να αισθανόμαστε χρήσιμοι. Να είμαστε πολύτιμοι». Ο Πίλτσερ χαμογελά καθώς η πόλη του –το όνειρο της ζωής του– ζωντανεύει αργά
μπροστά στα μάτια του. «Αυτή θα είναι η δική μας Γη της Επαγγελίας».
ΟΙ ΤΕΡΝΕΡ Ο Τζιμ Τέρνερ φίλησε την οκτάχρονη κόρη του στο μέτωπο και σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της. «Θέλω να μείνεις μαζί μας». «Αγαπούλα μου, πρέπει να πάω να ασφαλίσω το σπίτι». «Φοβάμαι». «Θα μείνει η μαμά μαζί σου». «Γιατί ουρλιάζουν έξω οι άνθρωποι;» «Δεν ξέρω, καλή μου», απάντησε ψέματα. «Φταίνε αυτά τα τέρατα; Μάθαμε γι’ αυτά στο σχολείο. Ο κύριος Πίλτσερ μας προστατεύει απ’ αυτά». «Δεν ξέρω τι συμβαίνει, Τζέσικα, αλλά πρέπει να βγω για να εξασφαλίσω ότι εσύ και η μαμά θα είστε καλά. Εντάξει;» Το κορίτσι κούνησε απρόθυμα το κεφάλι. «Σ’ αγαπώ, γλυκιά μου». «Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπά». Σηκώθηκε και ψηλάφισε με τα χέρια το πρόσωπο της γυναίκας του. Δεν μπορούσε να τη δει στο σκοτάδι, αλλά ήταν σε θέση να αισθανθεί τα χείλη της να τρέμουν και να μουσκεύουν από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό της. «Έχετε νερό, φαγητό κι ένα φακό». Προσπάθησε να ελαφρύνει κάπως την κατάσταση. «Και μια κατσαρόλα για τα τσίσα». Τον γράπωσε από το λαιμό και πλησίασε τα χείλη της στο αυτί του. «Μην το κάνεις». «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, και το ξέρεις». «Το υπόγειο…» «Δεν γίνεται. Οι σανίδες είναι πολύ μακριές για να περάσουν από την πόρτα». Άκουσε τους γείτονές τους, τους Μίλερ, να πεθαίνουν στο σπίτι τους, στο δρόμο απέναντι. «Όταν έρθει η ώρα να βγείτε…» «Θα μας βγάλεις εσύ». «Το θέλω όσο τίποτε άλλο. Αλλά αν δεν είμαι εδώ για να το κάνω, χρησιμοποίησε το λοστό. Να τον σφηνώσεις στο κούφωμα». «Έπρεπε να μείνουμε με τους άλλους». «Το ξέρω. Τώρα όμως πρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Ό,τι κι αν ακούσετε στο δωμάτιο, πρέπει να μείνετε στην ντουλάπα και να μην κάνετε καθόλου θόρυβο. Βούλωσε τα αυτιά της αν…» «Σταμάτα!» «Αν… τι, μπαμπά;» «Προς Θεού, μη λες τέτοια πράγματα».
«Σας αγαπώ, γλυκές μου. Τώρα όμως πρέπει να ασφαλίσω αυτή την πόρτα». «Όχι, μπαμπάκα!» «Ήσυχα, Τζες», της ψιθύρισε. Φίλησε τη γυναίκα του. Φίλησε την κόρη του. Τις έκλεισε και τις δύο στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας του βιολετί διώροφου βικτωριανού σπιτιού τους. Η εργαλειοθήκη ήταν ήδη ανοιχτή δίπλα του στο πάτωμα. Φώτισε με το φακό του ένα ξύλινο τακάκι πέντε επί δέκα εκατοστά, απ’ αυτά που είχε κουβαλήσει από το υπόστεγο – τα απομεινάρια από το σπιτάκι του σκύλου που είχε φτιάξει το περασμένο καλοκαίρι. Εκείνα τα ζεστά απογεύματα που του άρεσε να δουλεύει στον κήπο. Η κραυγή της κυρίας Μίλερ απόδιωξε την ανάμνηση πίσω στη λήθη. «Όοοχιιιι! Θεεεεεέ μου!» Η Τζέσικα ακούστηκε να κλαίει μέσα από την ντουλάπα ενώ η Γκρέισι προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Ο Τζιμ άρπαξε ένα σφυρί. Κάρφωσε πρώτα τα καρφιά σε κάθε άκρη στο τακάκι. Οι βίδες θα ήταν καλύτερες, αλλά δεν υπήρχε χρόνος γι’ αυτό. Κράτησε το τακάκι κάθετα πάνω στην ένωση των δύο πορτόφυλλων και σφυροκόπησε τα καρφιά να χωθούν βαθιά στο ξύλο. Το μυαλό του δούλευε πυρετικά. Έφερνε διαρκώς στο νου του όσα είχε ακούσει από το σερίφη, αλλά του φαινόταν αδιανόητο να τα συλλάβει σε όλο τους το μέγεθος. Πώς ήταν δυνατόν να έχουν απομείνει μόνο αυτοί από ολόκληρη την ανθρωπότητα; Όταν κάρφωσε τέσσερα τακάκια μπροστά από το κούφωμα της πόρτας, δεν ακουγόταν τσιμουδιά από το σπίτι των Μίλερ απέναντι. Ακούμπησε το σφυρί κάτω και σκούπισε το μέτωπό του που έσταζε ιδρώτα. Γονάτισε μπροστά στην πόρτα και πλησίασε τα χείλη του στη σχισμή. «Τζέσικα; Γκρέισι;» «Σ’ ακούω», απάντησε η γυναίκα του. «Σας σφράγισα. Τώρα θα πάω να βρω ένα μέρος να κρυφτώ». «Πρόσεχε, σε παρακαλώ!» Ακούμπησε το χέρι του στο πορτόφυλλο «Σας αγαπώ και τις δύο πάρα πολύ». Η Γκρέισι απάντησε κάτι, αλλά δεν ακούστηκε καθαρά. Οι λέξεις έσβησαν μέσα στους λυγμούς που έπνιξαν την τρεμουλιαστή φωνή της. Σηκώθηκε παίρνοντας μαζί το φακό και το σφυρί – ό,τι πιο κοντινό σε όπλο υπήρχε μέσα στην εργαλειοθήκη. Στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας γύρισε την ασφάλεια κι έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Στεκόταν στον σκοτεινό διάδρομο. Ήταν τόσες οι κραυγές και τα στριγκλίσματα που ακούγονταν την τελευταία μισή ώρα, που τώρα η σιωπή τού φαινόταν αφύσικη. Ψεύτικη. Πού θα κρυφτείς; Πώς θα επιβιώσεις;
Σταμάτησε στο κεφαλόσκαλο. Μπήκε στον πειρασμό να ανάψει το φως, αλλά φοβήθηκε μήπως τραβούσε την προσοχή. Με το χέρι στην κουπαστή για οδηγό, κατέβηκε τα σκαλιά που έτριζαν κάτω από το βάρος του. Το σαλόνι ήταν βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι. Κινήθηκε προς την εξώπορτα. Την είχε ασφαλίσει και με το σύρτη, αλλά είχε την αίσθηση ότι ήταν μάταιο. Απ’ ό,τι είχε δει, αυτά τα πλάσματα περνούσαν μέσα από τα παράθυρα. Να μείνει μέσα; Να φύγει; Άκουσε ένα γρατσούνισμα από την εξωτερική πλευρά της πόρτας. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα. Τα φώτα του δρόμου ήταν σβηστά, αλλά μπορούσε να δει αμυδρά έξω, καθώς το πεζοδρόμιο, οι ξύλινοι φράχτες και τα αυτοκίνητα αντανακλούσαν ελάχιστα την αστροφεγγιά. Τρία απ’ αυτά τα πράγματα σέρνονταν ήδη πάνω στο πλακόστρωτο που οδηγούσε από το φράχτη στην είσοδο. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας είχε δει σαν σκιές κάποια απ’ αυτά να διασχίζουν το δρόμο, αλλά δεν είχε ακόμη αντικρίσει κανένα από κοντά. Δεν ήταν πιο μεγαλόσωμα από τον ίδιο, αλλά η μυϊκή τους διάπλαση ήταν απίστευτη. Έδιναν την εντύπωση ανθρώπινου πλάσματος τυλιγμένου με τον υμένα τέρατος. Είχαν μακριά νύχια αντί για δάχτυλα, δόντια προορισμένα να κόβουν και να ξεσκίζουν, και χέρια που κρέμονταν αφύσικα μακριά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Μακρύτερα ακόμα κι από τα πόδια. ‘‘Τι στο διάολο είστε;’’ ψιθύρισε μέσα του. Έφτασαν στο πλατύσκαλο της πόρτας. Ο φόβος τον έζωσε ξαφνικά και κινήθηκε ξανά μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στον καναπέ και το τραπεζάκι, και μετά προς την κουζίνα, όπου το φεγγαρόφωτο περνούσε από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη και αντανακλούσε στο πλαστικό δάπεδο. Ακούμπησε το σφυρί στον πάγκο και ξεκρέμασε από το καρφί δίπλα στην πόρτα το κλειδί της. Κάτι έπεσε με δύναμη πάνω στην εξώπορτα τη στιγμή που γύριζε το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας της κουζίνας. Το δυνατό χτύπημα έσκισε τα ξύλα και ξεχαρβάλωσε τα μεταλλικά μέρη της πόρτας. Η γλώσσα της κλειδαριάς γύρισε. Βγήκε τρέχοντας από την πίσω πόρτα, ακριβώς τη στιγμή που η εξώπορτα του σπιτιού άνοιγε με πάταγο. Το πρώτο πράγμα που θα έβλεπαν τα τέρατα μπαίνοντας στο σπίτι ήταν τα σκαλιά που οδηγούσαν στον επάνω όροφο, στην κρεβατοκάμαρα και στην ντουλάπα όπου κρύβονταν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ο Τζιμ έκανε λίγα βήματα πίσω, μέσα στην κουζίνα. «Έι, μάγκες, εδώ είμαι!» φώναξε επιδεικτικά. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό πλημμύρισε το σπίτι. Δεν έβλεπε τίποτε, αλλά τα άκουσε να έρχονται προς το μέρος του, παρασύροντας τραπέζια και καρέκλες στο πέρασμά τους. Βγήκε πάλι από την κουζίνα, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι πάτησε στο άψογο γκαζόν του. Προσπέρασε το άδειο σπιτάκι του σκύλου με κατεύθυνση το φράχτη. Γυαλιά ακούστηκαν να σπάνε πίσω
του. Μόλις έφτασε στην πόρτα του φράχτη, είδε πίσω του ένα απ’ αυτά τα πράγματα σκαρφαλωμένο στο παράθυρο της κουζίνας, ενώ άλλα δύο διέλυαν την πίσω πόρτα και χιμούσαν έξω. Ξεμαντάλωσε το γάντζο και βγήκε από τη χαμηλή πόρτα του φράχτη.
ΗΘΑΝ Οι στριγκλιές από τα ανθρωπόζωα ακούγονταν μόλις ένα τετράγωνο μακριά, όταν ο Ήθαν κατέβηκε κι αυτός μέσα από την καταπακτή, άρπαξε το χερούλι από την εσωτερική πλευρά και την έκλεισε πάνω από το κεφάλι του. Η σήραγγα αντηχούσε εκκωφαντικά από τις φωνές εκατό ανθρώπων από κάτω του. Ήταν θόρυβος ικανός να τραβήξει τα ανθρωπόζωα. Έψαξε να βρει το μάνταλο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα στη μέσα πλευρά της καταπακτής που να την ασφαλίζει από τον έξω κόσμο. Κατέβηκε τα είκοσι πέντε σκαλιά της κατακόρυφης σκάλας κι έφτασε στο έδαφος μιας σήραγγας που φωτιζόταν από καμιά δεκαριά πυρσούς. Ήταν ένας κυλινδρικός υπόγειος οχετός από διαβρωμένο τσιμέντο που είχε πιάσει τόπους-τόπους ρίζες αναρριχητικών φυτών ηλικίας σίγουρα μερικών χιλιάδων χρόνων. Διέτρεχε την πόλη υπογείως και μαζί με το κοιμητήριο ήταν το τελευταίο απομεινάρι κατασκευασμένου έργου από το Γουέιγουορντ Πάινς του εικοστού πρώτου αιώνα. Ανέδυε ψύχος, υγρασία και πολυκαιρία. Στέκονταν όλοι σε μια σειρά, με τις πλάτες στα τοιχώματα σαν τρομαγμένα μαθητούδια σε άσκηση ετοιμότητας. Σε ένταση. Σε αναμονή. Σε τρόμο. Κάποιοι με τα μάτια γουρλωμένα, άλλοι με απλανές βλέμμα, σαν να μην μπορούσαν να χωνέψουν αυτό που ζούσαν. Ο Ήθαν προχώρησε προς την Κέιτ. «Είναι όλοι μέσα;» τον ρώτησε «Ναι. Μπες μπροστά. Ο Χέκτερ κι εγώ θα κρατήσουμε τα νώτα». Μετακινήθηκε πάλι κατά μήκος της σειράς κι έβαλε το χέρι του στα χείλη συστήνοντας σε όλους να κάνουν ησυχία. Περνώντας μπροστά από τη γυναίκα και το γιο του, συνάντησε τη ματιά της Τερέζας και της έσφιξε το μπράτσο κλείνοντας το μάτι. Έφτασε στην ουρά όπου το πλήθος είχε ήδη αρχίσει να κινείται. Τράβηξε από τη γραμμή την τελευταία κοπέλα που κρατούσε πυρσό. Ήταν η σερβιτόρα της μπιραρίας τα Σαββατοκύριακα. Μάγκι-κάπως την έλεγαν. «Τι θέλεις να κάνω;» τον ρώτησε. Ήταν νέα, φοβισμένη. «Τίποτα πέρα από το να κρατάς τον πυρσό. Μάγκι δεν σε λένε;» «Ναι». «Εγώ είμαι ο Ήθαν». «Το ξέρω». «Προχωράμε». Η ομάδα μετακινιόταν αρκετά αργά, δίνοντας την ευκαιρία στον Ήθαν, τον Χέκτερ και τη Μάγκι να βαδίζουν πισωπατώντας χωρίς τον κίνδυνο να πέσουν. Το φως του πυρσού έφεγγε πάνω στο διαβρωμένο τσιμέντο, σχηματίζοντας ένα φωτοστέφανο της σήραγγας πίσω τους. Τα τοιχώματα γυάλιζαν, αλλά το κέντρο ήταν βυθισμένο σε
ενοχλητικό σκοτάδι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν πλατσουρίσματα από βήματα σε νερό και μερικές χαμηλόφωνες ομιλίες. Ο Ήθαν σκεφτόταν την Τερέζα και τον Μπεν. Βρίσκονταν μόνο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά του, αλλά κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν θα ήθελε να υπάρχει καν αυτή η απόσταση. Έφτασαν σε μια συμβολή αγωγών. Ο πυρσός της Μάγκι φώτισε για λίγο τις σήραγγες που συναντιόνταν. Για μια φευγαλέα στιγμή, ο Ήθαν νόμισε πως άκουσε κραυγές στο βάθος κάποιας σήραγγας, αλλά η κίνηση της ομάδας γρήγορα τις κάλυψε. «Είμαστε εντάξει;» ρώτησε η Μάγκι με ένα τρέμουλο στη φωνή. «Ναι», είπε ο Ήθαν. «Σε λίγο θα είμαστε ασφαλείς». «Κρυώνω». Η φορεσιά που είχε βάλει για τη δημόσια εκτέλεση ήταν ένα μπικίνι κάτω από καμπαρντίνα και μπότες με γούνινο ρέλι. «Θα ανάψουμε φωτιά εκεί που πάμε», την καθησύχασε ο Ήθαν. «Φοβάμαι». «Τα πας μια χαρά, Μάγκι». Είχαν ήδη περάσει δύο διασταυρώσεις, όταν έστριψαν δεξιά σε μια άλλη σήραγγα. Τη στιγμή που περνούσαν δίπλα από μια παμπάλαια σιδερένια κατακόρυφη σκάλα που έμοιαζε να ανεβαίνει στο πουθενά, ο Ήθαν σταμάτησε. «Τι είναι αυτός ο ήχος;» ρώτησε ο Χέκτερ. Ο Ήθαν απευθύνθηκε στη Μάγκι. «Δώσε μου τον πυρσό». «Γιατί;» Άρπαξε τον πυρσό και της έδωσε την καραμπίνα. Σκαρφάλωσε πιασμένος με το ένα χέρι στη σκάλα, σφίγγοντας με το άλλο τον πυρσό. Είχε ανεβεί δέκα σκαλιά, όταν άκουσε τη φωνή του Χέκτερ από κάτω. «Ήθαν, δεν συνηθίζω να γκρινιάζω, αλλά είμαστε στο απόλυτο σκοτάδι εδώ κάτω». «Επιστρέφω σε ένα λεπτό». «Τι κάνεις;» του φώναξε η Μάγκι. Η φωνή της έσπαγε από τους λυγμούς, αλλά εκείνος συνέχισε να ανεβαίνει ώσπου το κεφάλι του χτύπησε στην καταπακτή. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο και φώτισε την καταπακτή ενώ η φλόγα τού ζέσταινε το πρόσωπο. Άκουγε ακόμα τη Μάγκι και τον Χέκτερ να τον φωνάζουν. Άνοιξε λίγο την καταπακτή. Σε σύγκριση με το σκοτεινό τούνελ, η πόλη στην έναστρη νύχτα φαινόταν σχεδόν φωτεινή σαν να ήταν μέρα. Ο ήχος που τον έκανε να ανεβεί τη σκάλα ήταν κραυγές. Ανθρώπινες κραυγές. Αυτό που είδε όμως δεν μπορούσε να το συλλάβει το μυαλό του. Πώς να χωνέψεις τη σκηνή ενός δρόμου που κάποτε θα μπορούσε να ήταν εξώφυλλο στη Σάτερντεϊ Ίβνινγκ Ποστ, γεμάτου από ανθρώπους που έτρεχαν πανικόβλητοι καθώς τους κυνηγούσαν ορδές χλωμών τεράτων που φάνταζαν ημιδιαφανή μέσα στη νύχτα, κάποια από τα οποία έτρεχαν όρθια κι άλλα κάλπαζαν
στα τέσσερα σαν λύκοι; Μόνο αποσπασματικά μπορείς να επεξεργαστείς μια τέτοια εικόνα. Την αποδομείς σε μια σειρά από ανεξίτηλες εικόνες. Στριγκλιές ακούγονται από το κοντινό σπίτι καθώς ένα ανθρωπόζωο μπουκάρει από το παράθυρο. Τρία ανθρωπόζωα επιτίθενται σε έναν από τους αξιωματικούς της εκτέλεσης, που στρέφει να τα αντιμετωπίσει με έναν μπαλτά. Το χτύπημα αστοχεί, στην προσπάθειά του να τσακίσει το πρόσωπο του αρχηγού της τριάδας των τεράτων, κι έτσι τα άλλα δύο βρίσκουν την ευκαιρία να τον ρίξουν στο έδαφος. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα άλλο τέρας τραβάει με τα σαγόνια του μια μάζα από εντόσθια καθώς ο άνθρωπος που είναι καθηλωμένος κάτω από τα νύχια του βγάζει την τελευταία φρικιαστική, απελπισμένη κραυγή της ζωής του. Στη μέση ακριβώς της Μέιν Στριτ, ένα μεγαλόσωμο ανθρωπόζωο έχει πέσει πάνω στο κορμί της Μέγκαν Φίσερ και τη βιάζει. Καμιά δεκαριά ανθρώπινα σώματα σκορπισμένα παντού κατά μήκος του δρόμου, τα περισσότερα ακίνητα μέσα στους σωρούς των υπολειμμάτων τους, δύο που μόλις προσπαθούν να συρθούν, τρία που κατασπαράσσονται εκείνη τη στιγμή ζωντανά. Σαν σε βιντεοπαιχνίδι εφιαλτικού τρόμου όπου κανείς δεν έχει εναλλακτική κατεύθυνση να στραφεί. Ο Ήθαν αισθάνθηκε την ανάγκη να βγει στην επιφάνεια του εδάφους και να βοηθήσει. Να σώσει κάποιον. Έστω κι έναν. Να σκοτώσει τουλάχιστον ένα απ’ αυτά τα τέρατα. Αυτό όμως θα τον καταδίκαζε σε βέβαιο θάνατο αφού ήταν άοπλος. Αυτή η ομάδα ανθρώπων –το ένα τέταρτο περίπου των κατοίκων του Γουέιγουορντ Πάινς– είχε δεχτεί αυτή τη φρικιαστική επίθεση τη στιγμή που κατευθυνόταν προς τη δική της καταπακτή διαφυγής. Χωρίς άλλα όπλα πέρα από κάτι μπαλτάδες. Μήπως όπως θα γλίτωναν ακόμα κι αν ήταν οπλισμένοι; Θα γλίτωνε η δική του ομάδα έτσι και τα ανθρωπόζωα ανακάλυπταν τις σήραγγες; Αυτή η σκέψη προκαλούσε τρόμο. Σκέψου την οικογένειά σου. Βρίσκονται αυτή τη στιγμή ακριβώς από κάτω. Σε χρειάζονται. Σε χρειάζονται ζωντανό. «Ήθαν!» φώναξε η Μάγκι. «Έλα επιτέλους!» Στην επιφάνεια, ένας άντρας πέρασε σαν βολίδα, τρέχοντας γρηγορότερα απ’ οποιονδήποτε είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Ήθαν. Η ξέφρενη ταχύτητα και ο πανικός που έδειχνε αποκάλυπταν την απεγνωσμένη προσπάθειά του να αποφύγει έναν φρικτό επικείμενο θάνατο. Το ανθρωπόζωο που τον κυνηγούσε έτρεχε στα τέσσερα και τον πλησίαζε γοργά. Τη στιγμή που ο άντρας γύρισε το κεφάλι για να λογαριάσει την απόσταση που τον χώριζε από το διώκτη του, ο Ήθαν τον αναγνώρισε. Ήταν ο Τζιμ Τέρνερ, ο οδοντογιατρός της πόλης. Ένα δεύτερο ανθρωπόζωο έπεσε πάνω του με ορμή, τσακίζοντας το λαιμό του μόνο και μόνο με τη δύναμη της πρόσκρουσης. Τα ερωτήματα πια θόλωναν το μυαλό του. Τι θα γινόταν αν δεν είχε αποκαλύψει
στους κατοίκους την αλήθεια; Τι θα γινόταν αν τους είχε αφήσει να σκοτώσουν την Κέιτ και τον Χάρολντ, και να αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν όπως πριν; Σίγουρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα πέθαιναν μπροστά του αυτή τη στιγμή. Έκλεισε αθόρυβα την καταπακτή και κατέβηκε τη σκάλα. Η Μάγκι βρισκόταν πια σε κατάσταση υστερίας και ο Χέκτερ προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Ο Ήθαν έφτασε κάτω και αντάλλαξε τον πυρσό με το όπλο. «Προχωράμε», ήταν η μόνη λέξη που πρόφερε. Προχώρησαν γρήγορα στο τούνελ καθώς το υπόλοιπο γκρουπ δεν φαινόταν πια. «Τι γίνεται πάνω;» ρώτησε η Μάγκι. «Μία από τις άλλες ομάδες δεν πρόλαβε να κατεβεί εγκαίρως». Ο Χέκτερ αντέδρασε. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε». «Τίποτα δεν μπορεί να τους βοηθήσει». «Τι πάει να πει αυτό;» Την ερώτηση έκανε η έντρομη Μάγκι. Ο Ήθαν διέκρινε στο βάθος την αμυδρή λάμψη ενός πυρσού και επιτάχυνε το βήμα προς τους υπόλοιπους. «Τώρα προσπαθούμε να οδηγήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους σε ασφαλές μέρος». «Πέθαναν άνθρωποι;» «Ναι». «Πόσοι;» «Φαντάζομαι τελικά όλοι».
ΟΙ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ Ο Μπομπ Ρίτσαρντσον γλίστρησε πίσω από το τιμόνι ενός παλιού Όλντσμομπιλ του 1982 κι έβαλε μπροστά καθώς η γυναίκα του στριμωχνόταν βιαστικά στη θέση του συνοδηγού. «Πιο ηλίθια ιδέα απ’ αυτή δεν έχω ξανακούσει», γκρίνιαξε. Εκείνος έβαλε ταχύτητα και βγήκε στον θεοσκότεινο δρόμο. «Μπας κι έχεις καμιά καλύτερη; Να κάτσουμε μέσα στο σπίτι και να περιμένουμε αυτά τα πράγματα να μπουκάρουν;» «Τα φώτα δεν είναι αναμμένα». «Επίτηδες, γλυκιά μου». «Νομίζεις ότι δεν θα ακούσουν τη μηχανή του αυτοκινήτου;» «Μπορείς, σε παρακαλώ, να το βουλώσεις και να με αφήσεις να οδηγήσω;» «Φυσικά. Θα είναι εξάλλου το συντομότερο ταξίδι που επιχείρησε ποτέ κανείς, αν λογαριάσεις ότι δεν υπάρχει δρόμος για να φύγεις απ’ αυτή την πόλη». Ο Μπομπ έστριψε στην 1η Λεωφόρο. Δεν σκόπευε να κάνει διάλογο πάνω σ’ αυτό και, πολύ περισσότερο, να ανάψει τα φώτα του αυτοκινήτου, αλλά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως ήταν κατασκότεινα. Πολύ σκοτεινά για να μπορείς να οδηγήσεις με σβηστούς προβολείς. Είχε μήνες να πιάσει τιμόνι στα χέρια του κι ένιωθε κάπως σαν σκουριασμένος. Πέρασαν μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν κλειστά και οι κραυγές που διαπερνούσαν την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη ακούγονταν αμυδρά στην ηλεκτρισμένη ησυχία της καμπίνας. Σε λίγο έφτασαν στα όρια την πόλης. Ο Μπομπ παρατηρούσε μια κίνηση μέσα από το τζάμι. «Είναι εκεί έξω αυτά», είπε η γυναίκα του. «Το ξέρω». Η Μπάρμπαρα άπλωσε το χέρι της πάνω από τα πόδια του και γύρισε το διακόπτη των προβολέων. Οι δίδυμες ακτίνες φώτισαν το λιβάδι. Ξεκοιλιασμένα βοοειδή ήταν διάσπαρτα στο βοσκότοπο κι ένα τσούρμο τέρατα γύρω τους τα κατασπάραζαν. «Τι κάνεις, που να πάρει ο διάολος!» Τα τέρατα σήκωσαν το βλέμμα από τα θηράματά τους, και τα ματωμένα σαγόνια τους γυάλισαν στο φως των προβολέων. Ο Μπομπ σανίδωσε το γκάζι. Πέρασαν αστραπιαία δίπλα από τη μεγάλη αποχαιρετιστήρια πινακίδα – την υπέροχη αμερικάνικη οικογένεια του ’50 που χαμογελούσε κι έγνεφε. ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΑΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΑΣ ΣΤΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ! ΜΗ ΧΑΘΕΙΤΕ! ΝΑ ΜΑΣ ΞΑΝΑΡΘΕΤΕ ΣΥΝΤΟΜΑ!
Ο δρόμος τώρα διέσχιζε το δάσος. Ο Μπομπ έσβησε τους προβολείς και άναψε τα
φώτα ομίχλης, που μόλις κι έφταναν να τον προσανατολίζουν στη διπλή κίτρινη γραμμή του ασφαλτόδρομου. Στο οδόστρωμα εξάλλου είχε κατακαθίσει η νυχτερινή πάχνη που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα. Ο Μπομπ είχε διαρκώς τα μάτια καρφωμένα στον εσωτερικό καθρέφτη, αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα ελάχιστο κομμάτι ασφάλτου να φωτίζεται αμυδρά κόκκινο από τα πίσω φώτα. «Πήγαινε πιο γρήγορα!» τον παρότρυνε η Μπάρμπαρα. «Δεν μπορώ. Σε λίγο ο δρόμος κάνει φουρκέτα». Εκείνη μετακινήθηκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και κάθισε ανάποδα στο κάθισμα κοιτάζοντας με αγωνία από το πίσω τζάμι. «Βλέπεις τίποτα;» «Όχι. Τι θα κάνουμε τώρα;» «Δεν ξέρω. Το καλό είναι ότι δεν είμαστε στην πόλη, μέσα σε όλο αυτό το μακελειό. Θα μπορούσαμε ίσως να βρούμε ένα ήσυχο μέρος ανάμεσα στα δέντρα να παρκάρουμε. Να περιμένουμε στο αμάξι να περάσει όλο αυτό». «Κι αν δεν τελειώσει ποτέ;» Η ερώτηση έμεινε δυσοίωνα αναπάντητη. Ο δρόμος άρχισε να στρίβει και ο Μπομπ κράτησε χαμηλή ταχύτητα για να πάρει τη στροφή. Η Μπάρμπαρα τώρα κλαψούριζε στο πίσω κάθισμα. «Μακάρι να μη μας τα είχε πει», άρθρωσε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Τι πράγμα;» «Ο σερίφης Μπερκ, λέω. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί εκείνος μας είπε την αλήθεια». «Σίγουρα έτσι είναι». «Δεν λέω ότι περνούσα υπέροχα εδώ, αλλά ξέρεις κάτι;» Ρούφηξε τη μύτη της. «Δεν είχαμε να ανησυχούμε για λογαριασμούς. Ούτε για υποθήκη για το σπίτι. Είχαμε μάλιστα και δικό μας φούρνο». «Είχες συνηθίσει, λοιπόν, αυτή την κατάσταση». «Φυσικά». «Ξεχνάς ότι δεν μας επιτρεπόταν να μιλάμε ποτέ για το παρελθόν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τους φίλους και τους συγγενείς μας. Μας υποχρέωσαν να παντρευτούμε μεταξύ μας». «Αυτό δεν βγήκε και τόσο κακό τελικά». Ο Μπομπ κρατήθηκε να μην απαντήσει καθώς διέσχιζε το δύσκολο σημείο της κλειστής στροφής. Ο δρόμος οδηγούσε ξανά μέσα στην πόλη. Σήκωσε το πόδι από το γκάζι μόλις πέρασε δίπλα από την πινακίδα του καλωσορίσματος. Η πόλη βρισκόταν ακριβώς μπροστά, βυθισμένη σε απόλυτο σκοτάδι. Άφησε το αμάξι να ρολάρει κι έσβησε τη μηχανή. «Θα περιμένουμε εδώ;» ρώτησε η Μπάρμπαρα. «Για την ώρα». «Δεν θα έπρεπε να συνεχίσουμε να κινούμαστε;» «Είναι ζήτημα αν έχει μείνει καθόλου βενζίνη».
Ξαναγύρισε στη θέση του συνοδηγού. «Υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν εκεί έξω. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή», του είπε με ένταση. «Το ξέρω». «Ο καταραμένος ο σερίφης φταίει». «Χαίρομαι που το έκανε». «Τι είπες;» «Είπα χαίρομαι που το έκανε». «Το άκουσα. Δεν κατάλαβα όμως γιατί. Οι γείτονές μας σφαγιάζονται αυτή τη στιγμή, Μπομπ». «Ήμαστε σκλάβοι». «Και τώρα πώς σου φαίνεται η καινούρια σου ελευθερία;» «Αν έχει έρθει το τέλος μου, είμαι ευτυχής που τουλάχιστον ξέρω την αλήθεια». «Δεν φοβάσαι;» «Είμαι τρομοκρατημένος». Ο Μπομπ άνοιξε την πόρτα του. «Τι πας να κάνεις;» τον ρώτησε. «Χρειάζομαι να μείνω για λίγο μόνος». «Εγώ δεν θα βγω από το αμάξι». «Αυτό ακριβώς προτιμώ κι εγώ, χρυσή μου».
ΗΘΑΝ Καθώς πλησίαζαν τους υπόλοιπους, ο Ήθαν συνειδητοποίησε την απόσταση απ’ αυτό που είχε δει στην επιφάνεια, και το ότι η δική τους ομάδα ήταν ακόμα εδώ ζωντανή στην υπόγεια σήραγγα. Ξεκάθαρη επίδειξη του αρρωστημένου και τυχαίου τρόπου με τον οποίο επεμβαίνει η μοίρα: Αν είχες στρίψει αριστερά αντί για δεξιά, η σφαίρα θα είχε διαπεράσει το δικό σου μάτι αντί του φίλου σου. Αν η Κέιτ είχε οδηγήσει τη δική τους ομάδα προς διαφορετική είσοδο στις σήραγγες, θα μπορούσε να είναι η δική του οικογένεια που σφαγιαζόταν στη Μέιν Στριτ. Δεν μπορούσε να βγάλει τη Μέγκαν Φίσερ από το μυαλό του. Ο ίδιος είχε αντιμετωπίσει το πιο σκληρό πρόσωπο του θανάτου και ανείπωτη καταστροφή στο Ιράκ παλιότερα, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο δικός της θάνατος θα στοίχειωνε περισσότερο τον ύπνο του για καιρό. Ήξερε ότι δεν θα έπαυε να αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί αν είχε ρισκάρει να βγει έξω για να βοηθήσει. Θα είχε σκοτώσει άραγε το διώκτη της; Θα την είχε σώσει; Θα μπορούσε να τη μεταφέρει στο τούνελ; Η σκηνή θα παιζόταν στο μυαλό του ασταμάτητα, μέχρι να κατασταλάξει σαν φαντασίωση. Μια φαντασίωση που θα εξάλειφε επιτέλους την εικόνα του πτώματός της κάτω από ένα ανθρωπόζωο στη μέση του δρόμου. Υπήρχαν κι άλλες τέτοιες στιγμές πολέμου που κουβαλούσε μέσα του – ίσως για πάντα. Στιγμές αδιανόητου μαρτυρίου και οδύνης. Αλλά αυτή τις ξεπερνούσε όλες. Πρόφτασαν την ουρά του γκρουπ καθώς έστριβε σε μια άλλη σήραγγα. Βλέποντάς τους ο Ήθαν αναλογίστηκε: Πριν από λίγο εξολοθρεύτηκε το ένα τέταρτο της ανθρωπότητας. Στο χαμηλό φως είδε στην ουρά την πλάτη της Τερέζας. Αισθάνθηκε την ανάγκη να βρεθεί δίπλα της, πλάι στον Μπεν. Η Μέγκαν στη μέση του δρόμου. Σταμάτα. Η Μέγκαν ουρλιάζει. Σταμάτα. Η Μέγκαν… Ένα διαπεραστικό αλύχτισμα ξεχύθηκε μέσα στη σήραγγα. Η Μάγκι και ο Χέκτερ σταμάτησαν. Ο Ήθαν σήκωσε το όπλο του. Ο πυρσός άρχισε να τρέμει στο χέρι της Μάγκι. Ο Ήθαν κοίταξε πίσω. Οι υπόλοιποι είχαν βραδύνει το βήμα τους. Είχαν ακούσει προφανώς και γύριζαν το κεφάλι ανήσυχοι, προσπαθώντας να διακρίνουν κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Προχωράτε!» φώναξε ο Ήθαν. «Μη σταματήσετε ό,τι κι αν γίνει. Δρόμο!» Συνέχισαν. Κάπου δεκαπέντε μέτρα παρακάτω, πετάχτηκε η Μάγκι. «Μου φαίνεται ότι ακούω κάτι». «Τι;» ρώτησε ο Χέκτερ. «Κάτι σαν πλατσούρισμα. Σαν να περπατάει κάποιος στο νερό». «Οι δικοί μας είναι».
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά κι έδειξε με το δάχτυλο. «Έρχεται από εκεί». «Περιμένετε λίγο», είπε ο Ήθαν. «Αφήστε τους άλλους να προηγηθούν». Ενώ απομακρύνονταν οι τελευταίοι, ο Ήθαν αφουγκράστηκε μέσα στο σκοτάδι. Τώρα το άκουγε κι εκείνος. Δεν περπατούσε, όμως. Έτρεχε. Το στόμα του στέγνωσε και η καρδιά του βροντοχτυπούσε. «Ώρα να σημαδέψεις, Χέκτερ». «Έρχεται κάτι;» «Έρχεται κάτι». Η Μάγκι οπισθοχώρησε λίγο. Ο Ήθαν στράφηκε προς το μέρος της. «Ξέρω ότι φοβάσαι, αλλά είσαι το φως μας, Μάγκι. Ό,τι κι αν δεις να έρχεται από το τούνελ, μείνε στη θέση σου. Αν τρέξεις, είμαστε όλοι χαμένοι. Κατάλαβες;» Το πλατσούρισμα δυνάμωνε και ακουγόταν όλο και πιο κοντά. «Μάγκι, με κατάλαβες;» «Ναι», μουρμούρισε εκείνη ξέπνοα. Ο Ήθαν όπλισε την καραμπίνα. «Χέκτερ, έχεις απασφαλίσει;» «Ναι». Ο Ήθαν κοίταξε πάλι προς τα πίσω, προσπαθώντας να εντοπίσει την Τερέζα και τον Μπεν, αλλά όλοι είχαν απομακρυνθεί και το φως ήταν ελάχιστο. Ο Ήθαν τράβηξε δυνατά το μαύρο συνθετικό κοντάκι προς τον ώμο του και κοίταξε πίσω από την κάννη. Έβλεπε διαμέσου μιας αυτόνομης μονάδας φωτισμού από τρίτιο* που άστραφτε απαλά στο σκοτάδι σαν δέσμη από χαμηλά πράσινα φωτάκια. «Ρίχνεις σφαίρες κι όχι σκάγια», τόνισε στον Χέκτερ. «Σαν να λέμε, δεν υπάρχει διασπορά;» «Ακριβώς. Σημάδεψε καλά». «Κι αν μου τελειώσουν;» «Θα το αντιμετωπίσουμε όταν συμ…» Ξετρύπωσε από το σκοτάδι με απίστευτη ταχύτητα, σκυμμένο στα τέσσερα. Σαν λαγωνικό που ξεχύνεται καταπάνω στο θήραμα. Ο Ήθαν σημάδεψε. Ο Χέκτερ πυροβόλησε. Το στόμιο άστραψε μέσα στη σήραγγα και τύφλωσε για λίγο τον Ήθαν. Όταν μπόρεσε να ξαναδεί καθαρά, το πλάσμα βρισκόταν στα πέντε μέτρα και δύο δευτερόλεπτα μακριά. Η Μάγκι έπαιρνε απανωτές ανάσες μονολογώντας: «Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου!» Ο Ήθαν πυροβόλησε και το κοντάκι κλότσησε και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κρότος ακούστηκε στον περιορισμένο χώρο σαν έκρηξη κανονιού. Το ανθρωπόζωο σωριάστηκε ένα μέτρο από τις μπότες του, με ένα μεγάλο μέρος του κρανίου του διαλυμένο. «Σούπερ!» αναφώνησε ο Χέκτερ, αλλά ο Ήθαν δεν μπόρεσε να τον ακούσει μέσα
από το βουητό που ηχούσε στ’ αυτιά του. Άρχισαν να βαδίζουν βιαστικά για να βρουν τους άλλους που αμυδρά φαίνονταν σε μεγάλη απόσταση. Όταν η ακοή του Ήθαν επανήλθε, άκουσε κι άλλα ουρλιαχτά να αντηχούν στο τούνελ. «Πιο γρήγορα!» Άκουγε τα βήματα στο νερό να πλησιάζουν πίσω τους. Κάθε φορά που κοιτούσε προς τα πίσω δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα πια έτρεχαν ο ένας δίπλα στον άλλο, γδέρνοντας τους αγκώνες τους στα τοιχώματα. Έφτασαν σε μια διασταύρωση. Από τη δεξιά σήραγγα ακούστηκαν κραυγές, ουρλιαχτά και οδυρμοί. * Ραδιενεργό ισότοπο του υδρογόνου (ΣτΕ)
ΧΑΡΟΛΝΤ ΜΠΑΛΙΝΤΖΕΡ Οι πρώτοι που ούρλιαξαν ήταν αυτοί που βρίσκονταν στην ουρά. Κραυγές στο σκοτάδι. Ανθρώπινες. Κι άλλες, κτηνώδεις. «Τρέξτε, τρέξτε, τρέξτε!» «Θεέ μου, είναι πίσω μας!» «Βοήθεια!» «Όχι, Όοοχιιι…» Μια αναστάτωση τάραξε τη γραμμή τους και κάποιοι έπεσαν κάτω μέσα στα νερά. Κι άλλα κλάματα. Κι άλλες ικεσίες. Και μετά, ο τρόμος. Όλα γίνονταν υπερβολικά γρήγορα. Ο Χάρολντ έκανε αναστροφή για να βρεθεί στο τέλος της ουράς, αλλά δεν έβλεπε κάτι για να γυρίσει σ’ αυτό. Όλοι οι πυρσοί είχαν σβήσει. Δεν υπήρχε παρά μόνο το σκοτάδι και οι κραυγές – μια έκρηξη ήχων που αντιλαλούσαν στα τοιχώματα της σήραγγας. Έτσι πρέπει να ακούγεται η κόλαση, σκέφτηκε. Άκουσε πυροβολισμούς σε μια κοντινή σήραγγα. Η Κέιτ; Η Τίφανι Γκόλντεν φώναζε το όνομά του. Του ούρλιαζε, όπως και στους υπόλοιπους, να προχωρήσουν, να κάνουν γρήγορα, να μη στέκονται έτσι εκεί. Είχε προχωρήσει καμιά δεκαριά μέτρα και κρατούσε τον μοναδικό πια πυρσό. Κάποιοι τον προσπέρασαν τρέχοντας. Ένας ώμος τον σκούντησε βίαια και τον έριξε πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο. Οι κραυγές θανάτου ακούγονταν πια κοντά. Άρχισε να τρέχει στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Οι αγκώνες τους τον χτυπούσαν στα πλευρά καθώς προσπαθούσαν να τον ξεπεράσουν στο δρόμο για τη μοναδική πηγή φωτός που απομακρυνόταν μπροστά. Υπολόγιζε ότι δεν απείχαν πολύ. Σε περίπου τριακόσια μέτρα μπροστά, η σήραγγα έβγαζε στο δάσος. Να μπορούσαν μόνο να προφτάσουν να βγουν – έστω οι μισοί. Ο πυρσός που φαινόταν μακριά, ξαφνικά χάθηκε στη δίνη μιας κραυγής. Το σκοτάδι κατάπιε τα πάντα. Τα ουρλιαχτά κορυφώθηκαν. Ο πανικός πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Ακόμα κι ο δικός του. Τον έριξαν κάτω, με το πρόσωπο στο ρυάκι, και πόδια άρχισαν να πατούν πάνω στα δικά του. Μετά πάτησαν και πάνω στο σώμα του. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ξανάπεσε. Άνθρωποι σκόνταφταν επάνω του, τον πατούσαν σαν να ήταν εμπόδιο. Κάποιος του πατίκωσε το κεφάλι. Σύρθηκε στην άκρη και κατάφερε να ανασηκωθεί. Κάτι τον προσπέρασε με ορμή μέσα στο σκοτάδι. Κάτι που ανέδυε οσμή αποσύνθεσης. Λίγο πιο πέρα, ένας άντρας καλούσε σε βοήθεια, την ίδια στιγμή που ακούγονταν ήχοι από κόκαλα και αρθρώσεις που τσακίζονταν. Ο Χάρολντ ένιωθε να τον εγκαταλείπει το θάρρος του. Έπρεπε να φύγει. Να τρέξει. Ο δύστυχος άντρας
δίπλα του έπαψε να ακούγεται και ο μόνος ήχος που γέμιζε το χώρο προερχόταν από το τέρας που κατασπάραζε τη λεία του. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Ένιωσε μια δύσοσμη ανάσα στο πρόσωπό του. Λίγα εκατοστά μακρύτερα, ένα χαμηλόφωνο γρύλισμα άρχισε να ακούγεται. «Μη!» είπε ξέπνοα. Ένιωσε ένα ξαφνικό κάψιμο στο λαιμό. Το στήθος του υγράνθηκε από ζεστό υγρό. Μπορούσε να ανασάνει και δεν αισθανόταν πόνο, αλλά το αίμα έτρεχε ασταμάτητα από το λαιμό του. Αισθανόταν μόνο μια ζάλη να απλώνεται στο μυαλό του. Σωριάστηκε στο παγωμένο ρυάκι καθώς το κτήνος τού άνοιξε το στομάχι με ένα χτύπημα. Όταν το τέρας ξεκίνησε να τρώει, αισθανόταν μόνο έναν αδιόρατο μακρινό πόνο. Γύρω του ακούγονταν μόνο βογκητά και κλάματα από ανθρώπους που πέθαιναν μέσα σε απερίγραπτο τρόμο. Κάποιοι τον προσπερνούσαν μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να φτάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλείς. Δεν έβγαλε κανέναν ήχο. Δεν αντιστάθηκε. Μαρμάρωσε από το σοκ, την απώλεια αίματος, τις πληγές και το φόβο. Δεν πίστευε ποτέ ότι θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Άφησε αυτό το πράγμα να τον καταβροχθίσει με την ακόρεστη όρεξη ενός κτήνους νηστικού για μέρες, ακινητοποιημένος στο έδαφος από τα νύχια των πίσω ποδιών του και στο τοίχωμα από τα κεράτινα δάχτυλα του χεριού του. Κι όμως, δεν αισθανόταν πόνο. Ήταν μάλλον από τους τυχερούς. Θα πέθαινε χωρίς ποτέ να γνωρίσει τον αληθινό πόνο.
ΗΘΑΝ Ανθρώπινη οδύνη και τρόμος. Χάος. «Μη σταματάτε! Προχωρήστε!» φώναξε ο Ήθαν. Είχαν επιτεθεί άραγε σε κάποια άλλη ομάδα σε κοντινό τούνελ; σκεφτόταν. Δεν άντεχε ούτε να φανταστεί το ενδεχόμενο να δεχτούν επίθεση εδώ κάτω. Οι άνθρωποι θα ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλο για να γλιτώσουν. Οι πυρσοί θα έπεφταν και θα έσβηναν στο νερό που κυλούσε κάτω από τα πόδια τους. Θα τους κατασπάραζαν μέσα στο σκοτάδι. Ο πυρσός που φώτιζε μπροστά την ομάδα τους εξαφανίστηκε. «Πού πήγαν;» ρώτησε ο Ήθαν λαχανιασμένος. «Δεν ξέρω. Το φως εξαφανίστηκε ξαφνικά», απάντησε ο Χέκτερ. Το νερό στα πόδια τους έγινε τώρα πιο ορμητικό, και στο πρόσωπο τους χτυπούσε ένα ψυχρό ρεύμα αέρα. Βγήκαν από τη σήραγγα σε ένα πλάτωμα από βράχους και για λίγο ο ήχος των τεράτων αντικαταστάθηκε από το κελάρυσμα νερού που ακουγόταν εκεί κοντά χωρίς να φαίνεται. Κοίταξε την πλαγιά και εντόπισε τα φώτα των πυρσών να κινούνται μέσα στο δάσος. Τα έδειξε στον Χέκτερ και τη Μάγκι. «Ακολουθήστε τους πυρσούς», είπε ο Ήθαν. «Εσύ θα μείνεις;» ρώτησε ο Χέκτερ. «Θα έρθω σε λίγο». Οι στριγκλιές των τεράτων ακούστηκαν πάνω από τον ήχο του καταρράκτη. «Φύγετε!» είπε ο Ήθαν. Ο Χέκτερ και η Μάγκι προχώρησαν μέσα στο δάσος. Ο Ήθαν όπλισε ξανά και προχώρησε λίγο κατά μήκος της όχθης. Σκαρφάλωσε σε ένα πλάτωμα. Τα μάτια του προσαρμόζονταν σιγά-σιγά. Μπορούσε πια να διακρίνει τα περιγράμματα των δέντρων, ακόμα και τον καταρράκτη, καθώς το νερό αντανακλούσε την αστροφεγγιά στο σημείο όπου ξεχείλιζε και χυνόταν δεκάδες μέτρα κάτω. Οι μύες του πονούσαν από το τρέξιμο στη σήραγγα και, παρά το κρύο, το μπλουζάκι του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ένα ανθρωπόζωο βγήκε από το τούνελ και σταμάτησε στην κοίτη του χειμάρρου. Συνειδητοποίησε το νέο περιβάλλον. Μετά στράφηκε στον Ήθαν. Τώρα θα σε κανονίσω. Το κεφάλι του τέρατος τινάχτηκε στο πλάι. Η ορμή της σφαίρας το έριξε στο ποτάμι. Δύο ακόμα πετάχτηκαν από το τούνελ. Το ένα έτρεξε προς τον χτυπημένο σύντροφό του, αφήνοντας έναν αργόσυρτο ήχο σαν θρήνο. Το άλλο στράφηκε αμέσως εναντίον του Ήθαν, διασχίζοντας τη βραχώδη όχθη στα τέσσερα. Εκείνος όπλισε ξανά και με μία μόνο βολή έστειλε τη σφαίρα να θρυμματίσει τα σαγόνια του.
Την ώρα που το ανθρωπόζωο κατέρρεε, ένα άλλο ερχόταν ήδη πίσω του και δύο ακόμα έβγαιναν από τη σήραγγα. Ο Ήθαν όπλισε και πυροβόλησε. Κι άλλες στριγκλιές ακούστηκαν πίσω από τα δύο τέρατα που συνέχιζαν να πλησιάζουν. Πέτυχε το πρώτο, αλλά αστόχησε να βρει το κεφάλι του άλλου. Όπλισε ξανά. Πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στη βάση του λαιμού. Αίμα πιτσίλισε το πρόσωπό του. Το σκούπισε βιαστικά και είδε το επόμενο να έρχεται. Όπλισε, σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Κλικ. Γαμώτο! Το κτήνος άκουσε τον ήχο. Όρμησε. Ο Ήθαν πέταξε κάτω την άδεια καραμπίνα και τράβηξε τον Αετό της Ερήμου. Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα βρήκε το τέρας στην καρδιά. Πριν ακόμα διαλυθεί ο καπνός από τον πυροβολισμό και ενώ ένιωθε τους σφυγμούς του να σφυροκοπούν, κι άλλα ουρλιαχτά ακούστηκαν από τη σήραγγα. Φύγε, φύγε, φύγε! Έβαλε το όπλο στη θήκη του, σήκωσε από κάτω την καραμπίνα και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την όχθη, σκαρφαλώνοντας στους βράχους και γλιστρώντας στο λασπερό έδαφος ενδιάμεσα, μέχρι να φτάσει στο δάσος. Ο αλμυρός ιδρώτας έτσουζε τα μάτια του. Έβλεπε τα φώτα των πυρσών κάπου στο βάθος. Άκουγε τις κραυγές πίσω του. Πέρασε το όπλο από τον ιμάντα στον ώμο του και συνέχισε το τρέξιμο. Λίγο αργότερα, ο ήχος από τα ανθρωπόζωα πολλαπλασιάστηκε. Τώρα πια ήταν όλα έξω από τη σήραγγα. Πλήθος απ’ αυτά. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Συνέχισε να τρέχει. Συνέχισε να ανηφορίζει.
Κεφάλαιο 3 ΑΝΤΑΜ ΤΟΜΠΑΪΑΣ ΧΑΣΛΕΡ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΑΣΛΕΡ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΟ ΓΟΥΑΪΟΜΙΝΓΚ 678 ΗΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ
Ανοιχτόχρωμη άλγη αγγίζει την όχθη και πίδακες μεταλλικού νερού δημιουργούν φυσαλίδες στα σημεία όπου αναδύονται από το υπέδαφος που κοχλάζει. Η μυρωδιά από θειάφι κι άλλα μέταλλα είναι έντονη. Ο Χάσλερ γδύνεται εντελώς στο χιόνι που πέφτει και καλύπτει τα ρούχα και τον εξοπλισμό του κάτω από το βρόμικο πανωφόρι. Τρέχει στο γρασίδι, γλιστράει στη μικρή λιμνούλα και γρυλίζει από ευχαρίστηση. Στο κέντρο της η λίμνη δείχνει βαθιά, καθαρή και καταγάλανη. Βρίσκει ένα σημείο κοντά στην όχθη με μισό μέτρο βάθος και τεντώνεται πάνω σε έναν μεγάλο, μαλακό, κοίλο βράχο. Απόλυτη, πλέρια απόλαυση. Σαν να έφτιαξε κάποιος αυτόν το βράχο για τούτο το σκοπό. Απλώνεται στο νερό της λιμνούλας, που φτάνει τους σαράντα βαθμούς, ενώ το χιόνι πέφτει ολόγυρα. Κλείνει τα μάτια του για να αισθανθεί λίγο τις στιγμές ευφορίας που του θυμίζουν τι πάει να πει να είσαι άνθρωπος. Να ζεις σε έναν πολιτισμένο κόσμο άνεσης και πολυτέλειας. Κάπου όπου η ανάσα του θανάτου δεν σκιάζει την κάθε στιγμή. Η επίγνωση όμως του πού βρίσκεται, ποιος είναι και τι τον έχει φέρει εκεί, ποτέ δεν τον εγκαταλείπει εντελώς. Μια έντονη φωνή –αυτή που τον έχει κρατήσει ζωντανό για οκτακόσιες-κάτι μέρες στην άγρια ύπαιθρο– του ψιθυρίζει πως ήταν ανοησία να σταματήσει γι’ αυτό το μπάνιο. Χαλαρωμένος και απρόσεκτος. Δεν βρισκόταν σε πισίνα. Μια αγέλη ανθρωπόζωων θα μπορούσε να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή. Παραμένει πάντα σε εγρήγορση, αλλά αυτή η λίμνη είναι σχεδόν δώρο εξ ουρανού και ξέρει καλά ότι αυτή η ανάμνησή της θα τον κρατήσει για πολύ καιρό ακόμα. Εξάλλου, ο χάρτης και η πυξίδα είναι άχρηστα μέσα στη χιονοθύελλα. Δεν μπορεί να μετακινηθεί μέχρι να καλμάρει ο καιρός. Κλείνει ξανά τα μάτια και αισθάνεται τις νιφάδες στις βλεφαρίδες του. Λίγο πιο μακριά, ακούγεται ένας ήχος όμοιος με το νερό που πετάγεται από μια φάλαιναφυσητήρα. Είναι ένας από τους μικρούς θερμοπίδακες που εκτινάσσονται με πάταγο. Το χαμόγελό του ξαφνιάζει ακόμα και τον ίδιο. Αυτό το μέρος το είχε πρωτοδεί στις ξεφτισμένες φωτογραφίες του τελευταίου τόμου της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα στο υπόγειο των γονιών του: δεκαετία του ’60, ένα συγκεντρωμένο πλήθος να παρακολουθεί από την όχθη καθώς ο διάσημος θερμοπίδακας γκέιζερ Ολντ Φέιθφουλ του Εθνικού Πάρκου της Καλιφόρνια εκτόξευε
καυτό μεταλλικό νερό. Ονειρευόταν να έρθει εδώ από παιδί. Ποτέ όμως δεν φαντάστηκε πως η πρώτη του επίσκεψη στο Γέλοουστοουν θα γινόταν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, και με τον κόσμο να έχει πάει κατά διαόλου. Πιάνει μια χούφτα χαλίκια και αρχίζει να τρίβει τη βρόμα που έχει καλύψει το σώμα του σαν πανοπλία. Στη μέση της λίμνης, εκεί που το νερό είναι αρκετά βαθύ ώστε να σκεπάσει και το κεφάλι του, βυθίζεται εντελώς. Καθαρός για πρώτη φορά μετά από μήνες, βγαίνει από τη λίμνη και κάθεται στο παγωμένο γρασίδι μέχρι να νιώσει το σώμα του να κρυώνει. Ατμοί αναδύονται από τους ώμους του. Νιώθει θολωμένος από τη ζέστη του νερού. Πέρα από το λιβάδι, τα δέντρα στέκονται σαν φαντάσματα, χαμένα ανάμεσα στους ατμούς και το χιόνι. Και ξαφνικά, κάτι που νόμιζε πως ήταν θάμνος αρχίζει να έρπει. Νιώθει την καρδιά του να σταματάει. Τεντώνει το λαιμό και μισοκλείνει τα μάτια για να δει καλύτερα. Δεν μπορεί να υπολογίσει ακριβώς την απόσταση, σίγουρα όμως είναι πιο κοντά από εκατό μέτρα. Πολύ εύκολα θα το περνούσε για άνθρωπο που σέρνεται στα τέσσερα, μόνο που δεν υπάρχουν πια άνθρωποι στον κόσμο. Τουλάχιστον όχι έξω από τον ηλεκτροφόρο φράχτη που περικλείει το Γουέιγουορντ Πάινς. Μάλλον υπάρχει ένας μόνο. Αυτός. Η φιγούρα φαίνεται να πλησιάζει. Δεν είναι μόνο μία τελικά. Είναι τρεις. Ηλίθιε! Είναι γυμνός, και ο καλύτερος τρόπος άμυνάς του –ένα όπλο διαμετρήματος 357– βρίσκεται μακριά, στην τσέπη του πανωφοριού στην άλλη πλευρά της λιμνούλας. Όμως ούτε καν το Σμιθ & Γουέσον μπορεί να προσφέρει προστασία απέναντι σε τρία όντα που είναι τόσο κοντά και σε ορατότητα χιονοθύελλας. Αν ήταν προετοιμασμένος, αν τα είχε εντοπίσει εγκαίρως, ίσως είχε σκοτώσει ήδη κάνα-δυο με το Γουίντσεστερ από απόσταση. Θα φύτευε μετά μια σφαίρα στο κεφάλι του τελευταίου με το περίστροφο. Αυτές οι σκέψεις είναι ανούσιες τώρα πια. Πλησιάζουν τη λίμνη. Ο Χάσλερ βουτάει αθόρυβα στο νερό μέχρι το λαιμό. Ίσα που μπορεί να τα διακρίνει μέσα από τους ατμούς και ελπίζει ότι αυτή η έλλειψη ορατότητας ισχύει και γι’ αυτά. Καθώς τα πλάσματα πλησιάζουν, χαμηλώνει στο νερό μέχρι τα μάτια. Είναι ένα ψηλό θηλυκό και δύο πιο αδύνατα νεαρά, με ύψος γύρω στο ένα και είκοσι, άρα εξίσου θανάσιμα. Έχει παρακολουθήσει μικρότερα απ’ αυτά να βάζουν κάτω έναν μεγαλόσωμο βίσονα. Το θηλυκό είναι περίπου όσο και τα δύο μαζί σε μέγεθος. Από εκεί που είναι βυθισμένος παρακολουθεί τη μητέρα να σταματάει στο σωρό με τα ρούχα και τον εξοπλισμό του. Χαμηλώνει τη μύτη της στο πανωφόρι του. Τα νεαρά έρχονται δίπλα της και μυρίζουν κι αυτά. Ο Χάσλερ ανασηκώνει τη μύτη ελάχιστα από την επιφάνεια. Παίρνει μια βαθιά εισπνοή και βυθίζεται βγάζοντας όσο αέρα χρειάζεται για να βουλιάξει το σώμα του. Τα πόδια του ακουμπάνε τελικά στον βραχώδη βυθό της
λίμνης. Ρεύματα καυτού νερού εκτοξεύονται από μικροσκοπικές οπές κάτω από τα πόδια του. Κλείνει τα μάτια και καθώς η πίεση του νερού και το κάψιμο στα πνευμόνια μεγαλώνει, η έλλειψη οξυγόνου είναι σαν να προκαλεί φωτεινές εκρήξεις στον εγκέφαλό του. Βυθίζει τα νύχια στους μηρούς του. Η λαχτάρα για μια ανάσα οξυγόνου γιγαντώνεται. Τον κυριεύει στο έπακρο. Όταν δεν μπορεί πια να αντέξει άλλο, αναδύεται στην επιφάνεια και ρουφάει τον αέρα με απληστία. Τα ανθρωπόζωα έχουν φύγει. Γυρνάει αργά το κεφάλι μέσα στο νερό και παγώνει. Η παρόρμηση να γυρίσει πίσω και να βυθιστεί πάλι στον πυθμένα τον κυριεύει. Τρία μέτρα μακρύτερα, στην όχθη της λίμνης, ένα από τα τέρατα είναι ζαρωμένο, γονατιστό δίπλα στο νερό. Ακίνητο. Με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Ακινητοποιημένο. Κοιτάζει άραγε το είδωλό του στην επιφάνεια του νερού; Ο Χάσλερ έχει δει πολλά από δαύτα εδώ και τόσο καιρό, αλλά κυρίως μέσα από το διοπτροσκόπιο του όπλου. Από απόσταση. Δεν έχει βρεθεί ποτέ τόσο κοντά σε κάποιο, χωρίς να τον εντοπίσουν. Δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από την καρδιά του πλάσματος. Ο μυς χτυπάει ξεκάθαρα ορατός μέσα από το διάφανο δέρμα, το αίμα κατευθύνεται μέσα από τις αρτηρίες του που διασχίζουν όλη τη σάρκα. Όλα είναι ασαφή και θολά, σαν να τα βλέπει μέσα από ένα πέπλο χαλαζία. Το πλάσμα έχει μικρά μάτια που μοιάζουν με μαύρα διαμάντια – σκληρά κι απόκοσμα. Παραδόξως όμως δεν τον ενοχλούν τα φρικτά χαρακτηριστικά του τέρατος. Πίσω από τα άκρα με τα κεράτινα νύχια, τις σειρές από τα κοφτερά δόντια και την ολέθρια φυσική δύναμη, το ανησυχητικό είναι η ανθρωποειδής μορφή. Το ότι αυτά τα πλάσματα είναι σαφές ότι προέρχονται και εξελίχθηκαν από το ανθρώπινο είδος, και τώρα αυτός ο κόσμος είναι δικός τους. Ο Ντέιβιντ Πίλτσερ, το αφεντικό του Χάσλερ και δημιουργός του Γουέιγουορντ Πάινς, υπολόγισε πως υπήρχαν περίπου μισό δισεκατομμύριο ανθρωπόζωα μόνο σε αυτή την ήπειρο. Ο ατμός είναι πυκνός, αλλά ο Χάσλερ δεν τολμάει να βυθιστεί ξανά στο νερό. Μένει ακίνητος. Το πλάσμα εξακολουθεί να κοιτάζει την αντανάκλασή του στην επιφάνεια της λίμνης. Κάποια στιγμή θα τον προσέξει και τότε θα πεθάνει ή… Η μητέρα ακούγεται να στριγκλίζει. Το νεαρό πλάσμα σηκώνει το κεφάλι. Στη νέα στριγκλιά, η φωνή ακούγεται απειλητική. Το μικρό φεύγει τρεχάτο. Ο Χάσλερ αφουγκράζεται τους ήχους που κάνουν τα τρία ανθρωπόζωα καθώς απομακρύνονται και προτού επιχειρήσει την παραμικρή κίνηση –ένα στρίψιμο του κεφαλιού μόνο– έχουν εξαφανιστεί μέσα στη χιονοθύελλα. Ο Χάσλερ περιμένει ένα άνοιγμα του καιρού, που ποτέ δεν έρχεται. Βγαίνει από τη λίμνη και σκουπίζει το στρώμα φρέσκου χιονιού που έχει συσσωρευτεί στο πανωφόρι του, πριν σκουπίσει τα πόδια και φορέσει τις μπότες του. Βάζει το πανωφόρι
βρεγμένος ακόμη, αρπάζει τον υπόλοιπο εξοπλισμό του και τρέχει μέσα από το ξέφωτο προς το δάσος. Χώνεται σε μια συστάδα από χαμηλά κλαδιά που καλύπτουν το έδαφος σχεδόν σαν αχυροσκεπή. Τρέμει. Τα πετάει όλα κάτω και ανοίγει το σακίδιο. Τα βάτα βρίσκονται πάνω-πάνω, και ακριβώς από κάτω είναι ένα κομμάτι στεγνό δαδί που μάζεψε το πρωί. Το φυτό ανάβει με την τρίτη προσπάθεια. Καθώς τα μικρά κλαδάκια αρχίζουν να τριζοβολούν καίγοντας, μαζεύει λίγα μεγαλύτερα κλαδιά που βρίσκει εκεί γύρω και τα σπάζει στο γόνατό του. Η φωτιά τριζοβολάει και κρατάει μακριά το κρύο. Στέκεται γυμνός στη ζέστη που εκπέμπουν οι φλόγες. Λίγη ώρα μετά, ντύνεται και ξαπλώνει στον κορμό του δέντρου, με τις παλάμες απλωμένες στις φλόγες. Έξω από την προστατευμένη κόχη του, πυκνό χιόνι πέφτει στο λιβάδι. Η νύχτα ζυγώνει, αλλά αυτός είναι ζεστός. Στεγνός. Και για την ώρα, ζωντανός. Με βάση τις συνθήκες, σ’ αυτόν το σκατένιο καινούριο κόσμο, αυτό είναι ό,τι περισσότερο μπορεί να ελπίζει κάποιος στο τέλος μιας ατέλειωτης, παγωμένης ημέρας. Όταν ανοίγει τα μάτια του, ο ουρανός που φαίνεται ανάμεσα στα κλαδιά είναι ποτισμένος στο βαθύ γαλάζιο και το λιβάδι από κάτω θαμμένο κάτω από ένα εκτυφλωτικά λευκό στρώμα τριάντα εκατοστών. Η φωτιά έχει σβήσει ώρες πριν. Τα δενδρύλλια σχηματίζουν τόξα γέρνοντας κάτω από το βάρος του χιονιού. Μόλις σηκώνεται, διαπιστώνει πως είναι η πρώτη φορά εδώ και μήνες που δεν νιώθει σαν σκουριασμένος μεντεσές – χάρη στο ζεστό μπάνιο. Διψάει, αλλά το νερό του έχει παγώσει μέσα στη νύχτα. Μασουλάει ένα μικρούτσικο κομμάτι αποξηραμένο βοδινό, ίσα για να ξεγελάσει την πάντα έντονη πρωινή πείνα του. Σηκώνει το τουφέκι του και εξετάζει με τη διόπτρα το ξέφωτο μήπως διακρίνει κάποια κίνηση. Η θερμοκρασία είναι τουλάχιστον δέκα βαθμούς κάτω από χθες –λίγο πάνω από τους μείον 20 βαθμούς Κελσίου– και σύννεφα ατμών ανεβαίνουν διαρκώς πάνω από τις θερμές πηγές. Πέρα απ’ αυτό, τίποτε άλλο δεν κινείται στο απέραντο χειμωνιάτικο τοπίο. Βγάζει την πυξίδα κι έναν διπλωμένο χάρτη και περνάει το σακίδιο στους ώμους. Σκύβει για να βγει από τη φυσική σκεπή και ξεκινάει για το λιβάδι. Κάνει παγωνιά και η σιγή είναι απόλυτη. Ο ήλιος αρχίζει να σηκώνεται. Στο κέντρο του λιβαδιού σταματάει κι ελέγχει ολόγυρα μέσα από τη διόπτρα του Γουίντσεστερ. Αυτή τη στιγμή τουλάχιστον είναι ολομόναχος και ο κόσμος ολότελα δικός του. Όταν ο ήλιος αρχίζει να ανεβαίνει στο στερέωμα, η αντανάκλασή του στο χιόνι γίνεται αβάσταχτη. Θα σταματούσε να βρει τα γυαλιά ηλίου, αλλά η σκιά του πλησιέστερου δάσους είναι αρκετά κοντά. Είναι δάσος ελατοπεύκης. Γιγάντια δέντρα εξήντα μέτρα ψηλά, με ίσιους λεπτούς κορμούς και στενό άνοιγμα κλαδιών. Η πορεία μέσα στο δάσος είναι πάντα πιο επικίνδυνη και ο Χάσλερ στην άκρη του
δάσους βγάζει το πιστόλι από μια εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του και ελέγχει αν είναι γεμάτο. Το δάσος είναι ανηφορικό. Ο ήλιος πέφτει ανάμεσα στα πεύκα σαν σταγόνες φωτός. Ο Χάσλερ φτάνει σε μια κορυφογραμμή. Βλέπει μια λίμνη αστραφτερή σαν κόσμημα. Στις όχθες της το νερό έχει παγώσει, αλλά στο κέντρο της δεν έχει ακόμα στερεοποιηθεί. Κάθεται σε ένα λευκασμένο κομμάτι κορμού και σηκώνει το κοντάκι του όπλου στον ώμο. Η λίμνη είναι τεράστια. Κοιτάζει τηλεσκοπικά την ακτογραμμή. Δεν υπάρχει τίποτα προς την κατεύθυνση που θέλει να πάει, μόνο ένα άσπιλο, αστραφτερό λευκό. Στην απέναντι πλευρά –λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα– εντοπίζει ένα αρσενικό μεγαλόσωμο ανθρωπόζωο γερμένο σε ένα ματωμένο σημείο στο χιόνι, να τραβάει με τα δόντια εντόσθια από μια πελώρια γκρίζα αρκούδα με κομμένο το λαιμό. Ο Χάσλερ αρχίζει να κατεβαίνει αργά. Στην όχθη, μελετάει ξανά το χάρτη. Το δάσος φτάνει κοντά στο νερό και μένοντας ανάμεσα στην όχθη και τα δέντρα, φτάνει στη δυτική πλευρά της λίμνης. Η πορεία μέσα στο χιόνι τον έχει εξουθενώσει. Κατεβάζει το όπλο από τον ώμο και κάθεται κουρασμένος δίπλα στην άκρη του νερού. Από κοντά βλέπει ότι το στρώμα του πάγου στο νερό δεν είναι παχύ. Μια εύθραυστη κρούστα από την παγωνιά της νύχτας. Αυτό το χιόνι είναι πρώιμο. Υπερβολικά πρώιμο. Απ’ ό,τι μπορεί να υπολογίσει, πρέπει ακόμα να είναι Ιούλιος μήνας. Κοιτάζει ξανά με τη διόπτρα την ακτογραμμή και το δάσος πίσω του. Τίποτα δεν κινείται εκτός από το ανθρωπόζωο που τώρα πια έχει χώσει ολόκληρο το κεφάλι του στην κοιλιά της αρκούδας, καταβροχθίζοντας τα εντόσθια. Ο Χάσλερ γέρνει προς τα πίσω, πάνω στο σακίδιό του, και βγάζει το χάρτη. Επικρατεί άπνοια και καθώς ο ήλιος τον χτυπάει κατακόρυφα, αισθάνεται τη ζέστη των ηλιαχτίδων να φτάνει μέχρι το κόκαλο. Λατρεύει τα πρωινά, είναι η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Υπάρχει πάντα κάτι ελπιδοφόρο στο να ξυπνάς στο πρώτο φως και να μην ξέρεις ακόμα τι σου επιφυλάσσει η καινούρια μέρα. Από συναισθηματική άποψη, τα απογεύματα είναι τα δυσκολότερα. Το φως αρχίζει να χάνεται κι εκείνος γνωρίζει ότι θα περάσει άλλη μια νύχτα μόνος στο σκοτάδι, με την απειλή ενός φρικτού θανάτου να κρέμεται από πάνω του. Τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, η νύχτα είναι ακόμα πολύ μακριά. Για άλλη μια φορά, οι σκέψεις του ταξιδεύουν βόρεια, στο Γουέιγουορντ Πάινς. Στην ημέρα που θα φτάσει πίσω στο φράχτη του και στην ασφάλεια. Σ’ αυτό το μικρό βικτωριανό σπίτι στην 6η Οδό. Και στη γυναίκα που αγαπά με τέτοια πρωτόγνωρη ορμή. Γι’ αυτήν και μόνο εγκατέλειψε τη ζωή του το 2013, συναινώντας να μπει σε βιοτική αναστολή για δύο χιλιάδες χρόνια, χωρίς να έχει ιδέα σε τι κόσμο θα ξυπνούσε. Ήξερε ότι η Τερέζα Μπερκ θα ήταν ζωντανή σ’ αυτό τον κόσμο και ο άντρας της, ο Ήθαν, θα ήταν πλέον νεκρός, κι αυτό ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να
διακινδυνεύσει τα πάντα. Συντονίζει το χάρτη με την πυξίδα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής είναι ένα βουνό τριών χιλιάδων μέτρων που κάποτε λεγόταν Όρος Σέρινταν. Τα τελευταία τριακόσια μέτρα από την κορυφή είναι γυμνά από δέντρα και η κορυφογραμμή στέκει κατάλευκη στο πορφυρό χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού. Φυσάει εκεί πάνω και στρόβιλοι χιονιού φαίνονται να το κυκλώνουν. Απόσταση μίας ώρας σε ιδανικές συνθήκες. Δύο με τρεις ώρες για περπάτημα σε φρέσκο χιόνι. Προς το παρόν δεν αντιπροσωπεύει παρά την κατεύθυνση προς Βορρά. Την κατεύθυνση προς το σπίτι του.
ΟΙ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ Ο Μπομπ βγήκε από το αμάξι κι έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω του. Το δάσος ήταν ήσυχο, τα ουρλιαχτά της πόλης ακούγονταν πολύ μακρινά. Περπάτησε λίγο πιο πέρα και προσπάθησε να σκεφτεί. Είχαν κάνει τη σωστή επιλογή να φύγουν από την πόλη, αφού ήταν ακόμα ζωντανοί. Το εσωτερικό φωτάκι του αυτοκινήτου έσβησε και το σκοτάδι απλώθηκε πάλι. Κάθισε στο πλακόστρωτο και στήριξε το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατα. Έκλαψε ήσυχα. Μετά από λίγο η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε πίσω του και το εσωτερικό φως φώτισε ξανά το οδόστρωμα. Η γυναίκα που παντρεύτηκε στο Γουέιγουορντ Πάινς τον πλησίασε. «Είπα ότι θέλω να μείνω μόνος μου για λίγο». «Κλαις;» «Όχι». Σκούπισε τα δάκρυά του. «Θεέ μου, κλαις!» «Άφησέ με μόνο μου, σε παρακαλώ». «Γιατί κλαις;» Έδειξε αόριστα προς την πόλη. «Δεν σου φτάνει αυτό εκεί;» Κάθισε κάτω, δίπλα του. «Ήσουν με κάποια, έτσι δεν είναι; Εννοώ πριν το Γουέιγουορντ Πάινς». Δεν της απάντησε. «Ήταν γυναίκα σου;» «Τον έλεγαν…» «Τον;» «…Πολ». Συνέχισαν να κάθονται αμίλητοι στο δρόμο. Μόνο αναπνέοντας. «Πρέπει να ήταν φρικτό για εσένα», είπε τελικά η Μπάρμπαρα. «Είμαι σίγουρος ότι ούτε για εσένα ήταν εύκολο». «Ποτέ δεν έδειξες ότι ήσουν…» «Σου ζητώ συγγνώμη». «Κι εγώ». «Δεν φταις εσύ ούτε στο ελάχιστο. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν δική μας επιλογή, Μπάρμπαρα. Δεν είχες παντρευτεί ποτέ πριν, έτσι δεν είναι;» «Ήσουν ο πρώτος μου. Από κάθε άποψη». «Ω Θεέ μου, λυπάμαι!» «Δεν φταις κι εσύ ούτε στο ελάχιστο. Πού να το φανταστείς; Η πενηντάχρονη παρθένα…» Χαμογέλασε πικρά. «Και ο γκέι…» «Σαν κακή ταινία ακούγεται». «Ναι, μα την αλήθεια».
«Πόσα χρόνια ήσαστε εσύ και ο Πολ…;» «Δεκάξι. Κοίτα, είναι που δυσκολεύομαι να χωνέψω πως είναι πια νεκρός εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Πάντα πίστευα ότι θα ξαναβρισκόμασταν». «Ίσως ξαναβρεθείτε». «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που λες». Του έπιασε το χέρι. «Τα τελευταία πέντε χρόνια ήσουν όλα όσα είχα, Μπομπ», του είπε απαλά. «Πάντα με φρόντιζες και μου φερόσουν με σεβασμό». «Προσπαθήσαμε να το κάνουμε όσο πιο εύκολο γινόταν». «Και η αλήθεια είναι ότι φτιάχναμε πραγματικά νόστιμα κουλουράκια!» Κάπου στην κοιλάδα ακούστηκαν πυροβολισμοί. «Δεν θέλω να πεθάνω απόψε, γλυκέ μου», του είπε. Της έσφιξε το χέρι. «Δεν θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο».
ΜΠΕΛΙΝΤΑ ΜΟΡΑΝ Η ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα της, με τα πόδια στο σκαλάκι κι ένα δίσκο βραδινού στην ποδιά. Κάτω από το φως των κεριών, γυρνούσε τα χαρτιά ανάποδα απλώνοντας την πασιέντζα της. Στο διπλανό σπίτι, οι γείτονές της σφαγιάζονταν. Εκείνη σιγοτραγουδούσε. Βαλές μπαστούνι. Τον τοποθέτησε στη μεσαία στήλη κάτω από την ντάμα κούπα. Έξι καρό κάτω από το εφτά μπαστούνι. Κάτι έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα της. Συνέχισε να γυρίζει τα χαρτιά και να τα βάζει στη θέση που ταίριαζαν. Δύο ακόμα χτυπήματα. Η πόρτα έσπασε κι άνοιξε. Σήκωσε το βλέμμα. Το τέρας σύρθηκε μέσα και μόλις την είδε καθισμένη στην καρέκλα γρύλισε. «Ήξερα ότι θα ερχόσουν. Δεν φαντάστηκα όμως ότι θα αργούσες τόσο». Δέκα σπαθί. Δεν ταίριαζε πουθενά. Πίσω, στο σωρό. Το τέρας κινήθηκε προς το μέρος της, κι αυτή κάρφωσε το βλέμμα της στα μικρά μαύρα μάτια του. «Δεν ξέρεις ότι δεν είναι ευγενικό να πηγαίνεις στο σπίτι κάποιου ακάλεστος;» Η φωνή της το έκανε να σταματήσει. Τέντωσε το κεφάλι του. Αίμα –σίγουρα κάποιου γείτονα– έσταζε από το στήθος του στο πάτωμα. Η Μπελίντα γύρισε το επόμενο χαρτί. «Το πρόβλημα είναι ότι η πασιέντζα παίζεται με έναν παίκτη, και δεν έχω τσάι να σου προσφέρω». Το τέρας άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε έναν ήχο σαν κρώξιμο πουλιού. «Αυτή δεν είναι η φωνή που έχεις μέσα σου», τόνισε η Μπελίντα. Το ανθρωπόζωο πισωπάτησε λίγο. Η Μπελίντα γύρισε το τελευταίο χαρτί. «Χα!» αναφώνησε χτυπώντας τα χέρια «Βγήκε!» Μάζεψε ξανά τα χαρτιά σε ένα πάκο, τα έκοψε στα δύο και ανακάτεψε. «Θα μπορούσα να ρίχνω πασιέντζες όλη μέρα, κάθε μέρα. Ανακάλυψα τελικά ότι στη ζωή η καλύτερη συντροφιά είναι ο εαυτός σου». Ένα γρύλισμα ακούστηκε πάλι από το τέρας. «Σταμάτα το αμέσως αυτό! Δεν θα ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι!» Το γρύλισμα έγινε κάτι σαν γουργουρητό. «Έτσι μπράβο!» είπε, ξεκινώντας καινούρια παρτίδα. «Με συγχωρείς που φώναξα. Μερικές φορές δεν μπορώ να συγκρατηθώ».
ΗΘΑΝ Τα φώτα φαίνονταν πιο κοντινά τώρα πια, αλλά γύρω του δεν μπορούσε να δει τίποτα. Σκόνταφτε κάθε λίγο κι έσκισε τα χέρια του στα κλαδιά καθώς τα άπλωνε για να προχωράει ψηλαφώντας. Μπορούν άραγε να μας εντοπίσουν; Με τη μυρωδιά; Με τον ήχο; Με τα μάτια; Με όλα αυτά μαζί; Οι πυρσοί φάνηκαν κοντά. Στην αντανάκλασή τους, μπορούσε να διακρίνει την ομάδα. Βγήκε από το δάσος στη βάση του βράχου. Ήδη μια σειρά ανέβαινε τη βραχώδη πλαγιά σαν στρατιά μυρμηγκιών, δίνοντας την αίσθηση γιρλάντας από χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που διακοσμούσαν το βουνό. Ο Ήθαν είχε κάνει αυτή τη διαδρομή μόνο μία φορά, όταν εισχώρησε στην ομάδα των Περιπλανώμενων, τη μυστική ομάδα της Κέιτ και του Χάρολντ. Ατσάλινα συρματόσκοινα ήταν καρφωμένα στην πέτρα, σε μια σειρά από οδυνηρά εναλλασσόμενες ανηφορικές και κατηφορικές κατευθύνσεις, όπου κάποιοι είχαν στηρίξει αυτοσχέδιες λαβές και υποδοχές στο βράχο. Καμιά δεκαριά άνθρωποι περίμεναν στη βάση τη σειρά τους να ανεβούν. Έψαξε με το μάτι για την οικογένειά του, αλλά δεν ήταν εκεί. Ο Χέκτερ πλησίασε. «Τι ιδέα κι αυτή! Παιδιά να κρατιούνται από τα σύρματα μέσα στο σκοτάδι». Ο Ήθαν σκέφτηκε για μια στιγμή τον Μπεν, αλλά απόδιωξε τη σκέψη. «Πόσα έρχονται;» ρώτησε ο Χέκτερ. «Περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε». Στην πλαγιά πίσω του, ακούγονταν κλαδιά δέντρων να σπάνε. Είχε την τσέπη του γεμάτη σφαίρες και άρχισε να τις τοποθετεί στο γεμιστήρα κοιτώντας προς την άκρη του δάσους. Όταν και ο τελευταίος κάλυκας μπήκε στη θαλάμη, χαμήλωσε το όπλο προς τα δέντρα. Όχι ακόμα. Λίγο ακόμα, σε παρακαλώ. Ο Χέκτερ τον χτύπησε στον ώμο. «Έλα, σειρά μας», του είπε. Ανέβηκαν στην επιφάνεια του βράχου, κρατώντας το παγωμένο συρματόσκοινο. Τη στιγμή που ο Ήθαν πατούσε στην τρίτη υποδοχή στο βράχο, το δάσος πίσω του γέμισε τσιρίδες και στριγκλιές. Ουρλιαχτά αναδύονταν από τα δέντρα. Ο κοντινότερος πυρσός ήταν αρκετά πιο πάνω, αλλά τα άστρα ήταν αμέτρητα και αρκετά φωτεινά ώστε να φωτίζουν το βράχο. Ο Ήθαν κοίταξε κάτω μόλις άκουσε το πρώτο πλάσμα να βγαίνει από τα δέντρα στριγκλίζοντας. Μετά κι άλλο. Κι άλλο. Ύστερα άλλα πέντε. Κι άλλα δέκα. Σε λίγο, γύρω στα τριάντα από δαύτα ήταν μαζεμένα στη βάση του βράχου. Συνέχισε να ανεβαίνει εστιάζοντας την προσοχή του στο να κρατιέται γερά από το συρματόσκοινο και να πατάει σταθερά τα πόδια του στις υποδοχές, αλλά κάθε φορά που κοιτούσε κάτω έβλεπε να μαζεύονται ακόμα περισσότερα.
Ο βράχος έγινε σχεδόν κατακόρυφος. Αναρωτήθηκε πόσο μπροστά είχαν προχωρήσει ο Μπεν και η Τερέζα. Είχαν φτάσει άραγε ασφαλείς στη σπηλιά των Περιπλανώμενων; Από πάνω του, μια κραυγή ακούστηκε να έρχεται όλο και πιο δυνατή προς το μέρος του. Όλο και πιο κοντά του. Ένας άντρας έπεφτε σαν βολίδα, με χέρια απλωμένα απεγνωσμένα στον αέρα και μάτια ορθάνοιχτα από τον πανικό. Πέρασε ξυστά δίπλα από τον Ήθαν και το κεφάλι του χτύπησε σε μια προεξοχή του βράχου λίγο πιο κάτω. Μετά το χτύπημα κατρακύλησε ολότελα σιωπηλός στην υπόλοιπη απόσταση μέχρι το έδαφος. Χριστέ μου! Ο Ήθαν ένιωσε τα πόδια του να μην τον βαστάνε. Ένα τρέμουλο άρχισε να ταράζει το αριστερό του πόδι. Έγειρε στο βράχο και γραπώθηκε από μια χειρολαβή. Έκλεισε τα μάτια. Άφησε τον πανικό να περάσει και να εκτονωθεί μόνος του. Τα κατάφερε. Συνέχισε να ανεβαίνει τραβώντας το σκουριασμένο συρματόσκοινο παλάμη την παλάμη, καθώς τα τέρατα ξέσκιζαν τον άντρα που είχε πέσει. Έφτασε στο σανιδένιο πέρασμα. Ένα γείσο παράλληλο με το βράχο, μόλις δεκαπέντε εκατοστά φάρδος. Ο Χέκτερ ήταν ήδη στη μέση. Ο Ήθαν ακολούθησε. Βρίσκονταν τώρα εκατό μέτρα πάνω από το δάσος. Το Γουέιγουορντ Πάινς βρισκόταν κι αυτό κάπου εκεί κάτω, αλλά η πόλη ήταν θεοσκότεινη, γεμάτη μόνο από ουρλιαχτά που ακούγονταν από μακριά. Στο βράχο όμως από κάτω, ο Ήθαν παρατήρησε μια κινητικότητα. Χλωμές μορφές που σκαρφάλωναν προς το μέρος του. «Ανεβαίνουν!» φώναξε στον Χέκτερ. Εκείνος κοίταξε κάτω. Τα ανθρωπόζωα σκαρφάλωναν γρήγορα και χωρίς φόβο, σαν να μην υπήρχε καν πιθανότητα να γκρεμιστούν κάτω. Ο Ήθαν σταμάτησε και κρατώντας το συρματόσκοινο με το ένα χέρι, προσπάθησε να σταθεροποιήσει το τουφέκι. Ήταν ανώφελο. «Έλα λίγο!» φώναξε στον Χέκτερ. Ο Χέκτερ παλινδρόμησε λίγο πάνω στις στενές σανίδες και γύρισε με δυσκολία στον Ήθαν. «Πρέπει να με κρατήσεις από τη ζώνη». «Γιατί;» «Δεν έχω αρκετό χώρο εδώ για να σταθώ και να σημαδέψω». «Και τι πρέπει να κάνω;» «Κράτα το συρματόσκοινο με το ένα χέρι και γράπωσε τη ζώνη μου με το άλλο. Θέλω να γείρω έξω από το γείσο για να σημαδέψω καλά». Ο Χέκτερ ήρθε κοντά του με πλάγια βηματάκια και γράπωσε τη ζώνη του Ήθαν. «Φαντάζομαι να έχει γερό κούμπωμα». «Ναι. Με κρατάς;» «Σε κρατάω».
Του πήρε τρία δευτερόλεπτα να βρει το κουράγιο. Άφησε το συρματόσκοινο κι έβγαλε τον αορτήρα του όπλου από τον ώμο, σημαδεύοντας τη φωτεινή πλαγιά του βράχου. Δέκα ανθρωπόζωα σκαρφάλωναν σε συμπαγή ομάδα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να διώξει το φόβο από το μυαλό του, αλλά η εικόνα του άντρα που έπεφτε από το βράχο καταπάνω του και μετά στο βράχο, ζωντάνευε διαρκώς άθελά του μπροστά από τα μάτια του. Η κραυγή. Και μετά η σιγή. Η κραυγή και μετά η σιγή. Ανακατευόταν. Ο κόσμος έμοιαζε να έρχεται καταπάνω του και να απομακρύνεται συνάμα. Σύνελθε. Ο Ήθαν πυροβόλησε αυτό που ανέβαινε πρώτο. Η εκπυρσοκρότηση τον τίναξε πίσω στο βράχο. Ο κρότος αντήχησε πάνω από την κοιλάδα, έκανε αντήχηση στο δυτικό τείχος των βουνών κι επέστρεψε. Η σφαίρα χτύπησε το πρώτο ανθρωπόζωο. Αυτό ξεκόλλησε από το βράχο αφήνοντας μια διαπεραστική στριγκλιά και κατρακύλησε κάτω παρασύροντας τέσσερα ακόμα που κατέρρευσαν σαν κορύνες του μπόουλιγκ. Τα υπόλοιπα συνέχισαν να σκαρφαλώνουν με ταχύτητα. Είχαν ήδη πλησιάσει τη σανίδα στα είκοσι μέτρα. Για άλλη μια φορά ο Ήθαν έγειρε έξω από τη σανίδα και άκουσε τον Χέκτερ να βογκά καθώς το συρματόσκοινο του χάραζε την παλάμη από την πίεση. Τα ανθρωπόζωα είχαν καταλάβει το λάθος τους και είχαν απλωθεί. Χωρίς βιασύνη ο Ήθαν τα πυροβόλησε όλα ένα προς ένα, από αριστερά προς τα δεξιά. Όλες οι σφαίρες βρήκαν στόχο. Τα είδε να γκρεμίζονται στο σκοτάδι, παρασύροντας κι άλλα που είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν. Τώρα όμως του είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά. «Ως εδώ ήταν», είπε ο Ήθαν. Ο Χέκτερ τον τράβηξε πίσω όρθιο στη σανίδα και προχώρησαν γρήγορα κατά μήκος του βράχου ώσπου έφτασαν στην άκρη. Στο πλάτωμα του βράχου, άρχισαν να τρέχουν προς το εσωτερικό του βουνού. Το πέρασμα ήταν θεοσκότεινο και μπροστά τους η πόρτα της σπηλιάς κλειστή. Χτύπησε το ξύλο. «Έι! Είμαστε άλλοι δύο εδώ έξω! Ανοίξτε!» Ο σύρτης ακούστηκε να μετακινείται από την άλλη πλευρά και οι μεντεσέδες έτριξαν καθώς άνοιγε. Την προηγούμενη φορά, ο Ήθαν δεν είχε προσέξει αυτή την πόρτα. Ήταν φτιαγμένη από κούτσουρα πεύκου, τοποθετημένα οριζόντια και τσιμενταρισμένα μεταξύ τους με ένα αργιλικό κονίαμα. Ακολούθησε τον Χέκτερ που μπήκε πρώτος. Η Κέιτ έκλεισε την πόρτα πίσω του και τοποθέτησε τον ατσάλινο σύρτη στην υποδοχή του. «Η οικογένειά μου;» «Είναι εδώ. Όλα καλά».
Τους εντόπισε και τους έκανε νεύμα από μακριά. Διέτρεξε με το βλέμμα ολόκληρη τη σπηλιά. Μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα που φωτίζονταν με λάμπες κηροζίνης κρεμασμένες από σύρματα στη χαμηλή πέτρινη οροφή. Διάσπαρτα έπιπλα. Το μπαρ αριστερά, η σκηνή δεξιά. Και οι δύο κατασκευές φαίνονταν πρωτόγονες, σαν να είχαν συναρμολογηθεί από άχρηστα κομμάτια ξύλου. Στο μεγάλο τζάκι κοντά στο βάθος, κάποιος άναβε φωτιά. Ο Ήθαν υπολόγιζε τους ανθρώπους που ήταν στη σπηλιά γύρω στους εκατό. Ήταν όλοι συνωστισμένοι γύρω από τους πυρσούς και τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως της φλόγας. «Πού είναι οι άλλες ομάδες;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μόνο εμείς είμαστε;» Τα μάτια της βούρκωσαν και την πήρε αγκαλιά. «Θα βρούμε τον Χάρολντ», της είπε. «Σου το υπόσχομαι». Οι στριγκλιές των ανθρωπόζωων ακούστηκαν μέσα από το πέρασμα που οδηγούσε στην πόρτα. «Πού είναι ο στρατός μας;» ρώτησε ο Ήθαν. «Αυτοί εδώ». Του έδειξε έξι τρομοκρατημένα ανθρωπάκια που είναι ζήτημα αν είχαν κρατήσει ποτέ όπλο στα χέρια τους. Στρατός για τα πανηγύρια. Ο Ήθαν επιθεώρησε την πόρτα. Ο σύρτης ήταν ένα μακρύ κομμάτι συμπαγές μέταλλο, με πάχος δύο εκατοστά. Ήταν ενσωματωμένος στη φαρδιά πόρτα ενάμισι μέτρου που εφάρμοζε ακριβώς στο άνοιγμα της καμάρας. Τα υποστυλώματα έδειχναν ανθεκτικά. «Μπορούμε να σταθούμε όλοι έξω από την πόρτα», πρότεινε η Κέιτ. «Να πυροβολήσουμε οτιδήποτε προσπαθήσει να βγει από το πέρασμα». «Δεν μου καλοφαίνεται. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα απ’ αυτά τα πράγματα έρχονται, και χωρίς παρεξήγηση…» –κοίταξε τα τρομοκρατημένα πρόσωπα που τους περιτριγύριζαν– «…πόσοι από εσάς μπορούν να πυροβολήσουν με ακρίβεια σε συνθήκες πίεσης; Αυτά τα πράγματα δεν εξολοθρεύονται εύκολα. Εσείς με τα περίστροφα θα πρέπει να τα πετυχαίνετε στο κεφάλι κάθε φορά. Όχι. Νομίζω ότι πρέπει να μείνουμε μέσα και να προσευχηθούμε να αντέξει η πόρτα». Γύρισε και απευθύνθηκε στους υπόλοιπους. «Θα ήθελα όλοι να μετακινηθείτε στον απέναντι τοίχο. Δεν έχουμε γλιτώσει ακόμα. Κάντε ησυχία». Όλοι άρχισαν να απομακρύνονται από το μπαρ και τη σκηνή, και συγκεντρώθηκαν κοντά στους καναπέδες στην πίσω πλευρά της σπηλιάς». Ο Ήθαν στράφηκε στην Κέιτ. «Εμείς θα μείνουμε ακριβώς εδώ, μπροστά από την είσοδο. Οτιδήποτε περάσει, του τινάζουμε τα μυαλά στον αέρα. Πού είναι ο σάκος με τα πυρομαχικά;»
Ένας νεαρός που δούλευε στο εκτροφείο προχώρησε μπροστά. «Εδώ τον έχω». Ο Ήθαν τον πήρε και τον αναποδογύρισε στο πάτωμα. Γονάτισε δίπλα στο περιεχόμενο. «Χρειάζομαι λίγο φως εδώ, παρακαλώ». Η Μάγκι κράτησε τον πυρσό πάνω από το κεφάλι του για να βλέπει. Διέτρεξε με τα χέρια τα πυρομαχικά, βρήκε ένα κουτί με σφαίρες επτά εκατοστών Γουίντσεστερ για τον ίδιο, και μετά μοίρασε τα πυρομαχικά στους άλλους. Μετακινήθηκαν λίγα μέτρα μακρύτερα από την πόρτα. Ο Ήθαν όπλισε αθόρυβα το Μόσμπεργκ καθώς μια ανησυχητική σιωπή είχε απλωθεί στη σπηλιά. Η Μάγκι κι άλλος ένας άντρας κρατούσαν πυρσούς πίσω από τους οπλισμένους. Η Κέιτ στεκόταν δίπλα στον Ήθαν με ένα τουφέκι στο χέρι. Ήταν λαχανιασμένη και η κοφτή ανάσα της φανέρωνε την προσπάθεια που κατέβαλλε να μην καταρρεύσει. Ξαφνικά ακούστηκε κινητικότητα στο πέρασμα έξω από την πόρτα. Η Κέιτ πήρε βαθιά ανάσα και σκούπισε τα μάτια της. Ο Ήθαν που ένιωθε ότι επίκειται μάχη, έστρεψε προς τα πίσω το βλέμμα και προσπάθησε να δει την οικογένειά του ανάμεσα στους άλλους, αλλά ήταν χαμένοι μέσα στις σκιές. Είχε συμφιλιωθεί με την προοπτική του δικού του θανάτου. Όχι όμως και με την ιδέα ενός τέρατος να ξεσκίζει το γιο του ή να ξεκοιλιάζει τη γυναίκα του. Μετά απ’ αυτό δεν θα υπήρχε πια ζωή. Δεν θα επιβίωνε, ακόμα κι αν είχε μείνει ζωντανός. Αν τα ανθρωπόζωα περνούσαν αυτή την πόρτα και ήταν πάνω από δέκα, όλοι μέσα στη σπηλιά θα πέθαιναν με φρικτό θάνατο. Περίμενε να ακούσει στριγκλιές, αλλά τελικά στο πέρασμα ακούστηκε ο ήχος οπλής. Κάτι γρατσούνιζε τα κομμάτια του ξύλου στην άλλη πλευρά της πόρτας και μετά άρχισε να σκαλίζει το μεταλλικό χερούλι.
Κεφάλαιο 4 ΠΙΛΤΣΕΡ Η πόλη ήταν κατεστραμμένη. Κτίρια γκρεμισμένα, αυτοκίνητα πεταμένα παντού, δρόμοι ξεκοιλιασμένοι. Ακόμα και το νοσοκομείο έστεκε σε ερείπια – οι τρεις τελευταίοι όροφοι είχαν διαλυθεί. Το σπίτι του Ήθαν βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Ήταν σωριασμένο σε ερείπια και οι λεύκες της αυλής είχαν τσακίσει στα δύο και είχαν χωθεί μέσα από τα παράθυρα που έχασκαν. Αυτή η αρχιτεκτονική μινιατούρα του Γουέιγουορντ Πάινς είχε παραγγελθεί από τον Ντέιβιντ Πίλτσερ το 2010 και η αλήθεια είναι ότι δεν είχε τσιγκουνευτεί στο παραμικρό. Αυτό το πλήρως αναπτυγμένο μοντέλο τού είχε στοιχίσει τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια. Για δύο χιλιάδες χρόνια στόλιζε το κέντρο του γραφείου του μέσα στη γυάλινη βιτρίνα του, δείγμα θριάμβου όχι μόνο της ίδιας της πόλης, αλλά και της απύθμενης φιλοδοξίας του δημιουργού της. Του πήρε μόλις δεκαπέντε δευτερόλεπτα να το καταστρέψει. Τώρα καθόταν στον δερμάτινο καναπέ του και παρακολουθούσε στις οθόνες του τοίχου την πραγματική πόλη να καταστρέφεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχε διακόψει την παροχή ρεύματος σε ολόκληρη την κοιλάδα, αλλά οι κάμερες ασφαλείας λειτουργούσαν με μπαταρίες και οι περισσότερες είχαν λειτουργία νυχτερινής λήψης. Οι οθόνες έδειχναν αυτά που έβλεπαν οι κάμερες, και οι κάμερες τα έβλεπαν όλα. Βρίσκονταν σε κάθε δωμάτιο κάθε σπιτιού. Σε κάθε μαγαζί. Σε θάμνους. Κρυμμένες σε φανάρια του δρόμου. Ενεργοποιούνταν με την κίνηση από τα μικροτσίπ που ήταν ενσωματωμένα σε κάθε κάτοικο του Γουέιγουορντ Πάινς. Και απόψε λειτουργούσαν ασταμάτητα. Όλες οι οθόνες ήταν αναμμένες. Στη μία, ένα τέρας κυνηγάει μια γυναίκα στις σκάλες του σπιτιού της. Σε μια άλλη, τρία απ’ αυτά ξεσκίζουν έναν άντρα στη μέση μιας κουζίνας. Μια ομάδα ανθρώπων τρέχει να σωθεί καταμεσής της Μέιν Στριτ και τελικά πέφτουν στα χέρια των τεράτων μπροστά από το κατάστημα με τα ζαχαρωτά. Ένα άλλο ανθρωπόζωο καταβροχθίζει την Μπελίντα Μοράν πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα της. Οικογένειες τρέχουν πανικόβλητες στους διαδρόμους των σπιτιών τους. Γονείς προσπαθούν να προστατέψουν τα παιδιά τους από έναν τρόμο που είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν. Άπειρα καρέ μαρτυρίου, τρόμου και απόγνωσης. Ο Πίλτσερ ήπιε λίγο από το ουίσκι του –ετικέτα του 1925– και προσπάθησε να σκεφτεί πώς έπρεπε να αισθάνεται γι’ αυτό που συνέβαινε. Φυσικά υπήρχε προηγούμενο. Όταν τα τέκνα του Θεού στασίασαν, ο Θεός έριξε πάνω τους τη δίκαιη τιμωρία του.
Μια απαλή φωνή, ίσως αυτή που εδώ και χρόνια είχε πείσει τον εαυτό του να αγνοεί, φάνηκε να του ψιθυρίζει μέσα από την παράνοιά του: Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως είσαι ο Θεός τους; Είναι ο Θεός Αυτός που Παρέχει; Ισχύει. Είναι ο Θεός Αυτός που Προστατεύει; Ισχύει. Είναι ο Θεός Αυτός που Δημιουργεί; Ισχύει. Συμπέρασμα; Σωστή απάντηση το Α: Ισχύει. Η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων υπήρξε πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρώπινης ανησυχίας, κι αυτός είχε απαλείψει αυτό το εμπόδιο. Είχε χαρίσει σε αυτές τις τετρακόσιες εξήντα μία ψυχές αυτής της κοιλάδας μια ύπαρξη πέρα από κάθε φαντασία. Τους έδωσε ζωή και σκοπό, καταφύγιο και ανέσεις. Ο μόνος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι τους είχε διαλέξει, ότι αυτοί ήταν οι σημαντικότεροι του είδους τους, από τότε που ο homo sapiens πρωτοπερπάτησε στις σαβάνες της ανατολικής Αφρικής διακόσιες χιλιάδες χρόνια πριν. Αυτοί οδήγησαν σε τούτο τον απολογισμό. Αυτοί απαίτησαν τη γνώση. Τη γνώση που δεν είχαν τις δυνάμεις να αντέξουν. Και όταν έμαθαν την αλήθεια από τον Ήθαν Μπερκ, επαναστάτησαν ενάντια στο δημιουργό τους. Κι όμως, ένιωθε να πληγώνεται παρακολουθώντας το θάνατό τους στις οθόνες. Οι ζωές τους του ήταν πολύτιμες. Όλο αυτό το μεγαλόπνοο έργο δεν σήμαινε τίποτα χωρίς ανθρώπους. Βρε άμε στο διάολο! Ας τους φάνε όλους τα τέρατα. Υπήρχαν ακόμα καμιά διακοσαριά άνθρωποι σε βιοτική αναστολή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ξεκινούσε από την αρχή, και οι άνθρωποί του στο βουνό θα τον υποστήριζαν με απόλυτη, τυφλή αφοσίωση. Ήταν η δική του στρατιά αγγέλων. Σηκώθηκε όρθιος με μια μικρή αστάθεια. Προχώρησε προς το γραφείο παραπατώντας. Κανείς άλλος στο καταφύγιο δεν ήξερε τι συνέβαινε στην πεδιάδα. Είχε διατάξει τον Τεντ Άπσοου να κλείσει το σύστημα παρακολούθησης γι’ απόψε. Η αποκάλυψη του τι είχε κάνει έπρεπε να ρετουσαριστεί λίγο. Ο Πίλτσερ κατέρρευσε στην καρέκλα, σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον παλιό του φίλο, τον Τεντ.
ΠΑΜ Έφτασε στο φράχτη μέσα στην άγρια νύχτα. Η τρύπα που της προκάλεσε στο μηρό ο Ήθαν Μπερκ, διέχεε τον πόνο παντού στο πόδι της, ακόμα και ψηλότερα στον κορμό της. Ο σερίφης είχε αφαιρέσει το μικροτσίπ της και την άφησε ζωντανή στην εξωτερική πλευρά του φράχτη. Δεν είχε πάψει στιγμή να αναρωτιέται γιατί το έκανε αυτό. Τώρα πια κοιτούσε το φράχτη και η απορία της ήταν άλλη: Τι στο διάολο; Ησυχία. Κανένας βόμβος δεν ακουγόταν από τα ηλεκτροφόρα σύρματα. Όσο ανόητο κι αν φαινόταν, δεν αντιστάθηκε στην παρόρμηση. Γράπωσε το χοντρό ατσάλινο σύρμα. Οι αγκαθωτές ακίδες μπήχτηκαν στη χούφτα της, κι αυτό ήταν όλο. Κανένα τίναγμα. Αγγίζοντας το φράχτη ένιωθε μια αίσθηση παρανομίας σχεδόν ηδονική. Τράβηξε το χέρι της αναζωογονημένη και υγρή. Κουτσαίνοντας κατά μήκος του φράχτη αναρωτιόταν αν αυτό ήταν έργο του σερίφη. Μια πολυπληθής αγέλη ανθρωπόζωων την είχε προσπεράσει τρέχοντας πριν από δύο ώρες περίπου. Τα παρακολούθησε να κατευθύνονται βόρεια προς την πόλη, από την κορυφή ενός πεύκου, δώδεκα μέτρα πάνω από το χώμα. Πολλές εκατοντάδες από δαύτα. Επιτάχυνε το βήμα, παλεύοντας με τον πόνο και το κάψιμο στο μηρό της. Πέντε λεπτά αργότερα είχε φτάσει. Η πύλη ήταν ορθάνοιχτη. Κάποιος την ασφάλισε ανοιχτή ώστε να μην κλείνει. Κοίταξε πίσω το σκοτεινό δάσος απ’ όπου είχε έρθει αυτή – και η αγέλη. Κοίταξε πάλι την ανοιχτή πύλη. Ήταν δυνατόν; Μπήκε στ’ αλήθεια η αγέλη στην κοιλάδα; Πέρασε τρέχοντας την πύλη. Πονούσε τυραννικά, αλλά δεν επιβράδυνε, παρά έσφιξε τα δόντια. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα άκουσε τις κραυγές. Από μακριά δεν μπορούσε να καταλάβει αν προέρχονταν από ανθρώπους ή τέρατα, μόνο ότι γινόταν πανδαιμόνιο. Σταμάτησε να τρέχει. Το πόδι της παλλόταν από τον πόνο. Δεν είχε όπλο. Ήταν πληγωμένη. Και σίγουρα ένα κοπάδι απ’ αυτά τα πλάσματα βρισκόταν ήδη στην κοιλάδα. Βρέθηκε σε δίλημμα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης την παρότρυνε να τρέξει προς το καταφύγιο. Να φτάσει κάπου όπου θα ήταν ασφαλής. Να ανασυνταχθεί. Να δεχτεί τη φροντίδα του δόκτορα Μίτερ. Όμως το κυρίαρχο συναίσθημα που διέτρεχε κάθε ίνα του κορμιού της ήταν ο φόβος. Όχι για τα τέρατα. Όχι για τον τρόμο που θα συναντούσε σε μια πόλη πλημμυρισμένη από τα ανθρωπόζωα. Φοβόταν ότι θα έβρισκε τον Ήθαν Μπερκ ήδη νεκρό. Κι αυτό δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί. Μετά απ’ αυτό που της είχε κάνει, το μόνο που ήθελε ήταν να τον βρει και να τον κάνει κομματάκια. Να τον κόψει μαρτυρικά σε χιλιάδες μικρά κομμάτια.
ΤΕΝΤ ΑΠΣΟΟΥ Η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν το πρώτο που αντιλήφθηκε μόλις μπήκε στο γραφείο του ηλικιωμένου αφεντικού του. Ο Πίλτσερ καθόταν στο γραφείο του. Όταν είδε τον Τεντ χαμογέλασε λίγο πιο πλατιά απ’ όσο συνήθιζε. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και τα μάτια του θολά. «Πέρασε, πέρασε!» Τη στιγμή που ο Τεντ έκλεινε την πόρτα πίσω του, εκείνος προσπαθούσε με δυσκολία να σηκωθεί όρθιος. Ο Πίλτσερ είχε καταστρέψει τα πάντα εκεί μέσα. Δύο οθόνες είχαν γίνει θρύψαλα και η αρχιτεκτονική μινιατούρα του Γουέιγουορντ Πάινς είχε διαλυθεί. Τα γυαλιά της βιτρίνας που κάποτε την προστάτευε ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, ενώ κομμάτια από τα μοντέλα των σπιτιών και των κτιρίων κείτονταν ανάμεσα στα θραύσματα. «Σε ξύπνησα, ε;» είπε ο Πίλτσερ. Όχι, δεν τον είχε ξυπνήσει. Ο Τεντ δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, ακόμα κι αν κάποιος του έκανε πολλαπλές ηρεμιστικές ενέσεις. «Δεν πειράζει», περιορίστηκε να πει. «Ας κάτσουμε λίγο εδώ σαν παλιόφιλοι». Η φωνή του μαρτυρούσε προσπάθεια στην εκφορά των λέξεων. Ο Τεντ αναρωτήθηκε πόσο αλκοόλ είχε κατεβάσει. Ο Πίλτσερ έφτασε τρεκλίζοντας στον καναπέ. Ο Τεντ τον ακολούθησε και παρατήρησε ότι οι οθόνες και εδώ ήταν σβηστές. Κάθισαν και οι δύο απέναντί τους πάνω στο κρύο δέρμα. Ο Πίλτσερ σέρβιρε σε δύο ποτήρια ουίσκι από ένα μπουκάλι που φαινόταν ακριβό κι έγραφε Μακάλαν στην ετικέτα, και του το έτεινε. Τσούγκρισαν τα κρυστάλλινα ποτήρια και ήπιαν. Ήταν η πρώτη γουλιά αλκοόλ που έπινε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Τότε που ήταν άστεγος και μέθυσος, θρηνολογώντας για το θάνατο της γυναίκας του, ένα τέτοιο ακριβό ουίσκι θα το αντιμετώπιζε με θρησκευτική ευλάβεια. Τώρα πια δεν του έλεγε τίποτα. «Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που γνωριστήκαμε», ξεκίνησε ο Πίλτσερ. «Στεκόσουν στην ουρά του συσσιτίου σ’ εκείνο το άσυλο. Το βλέμμα σου με έκανε να σε προσέξω. Υπήρχε βαθιά θλίψη μέσα του». «Μου έσωσες τη ζωή». Ο ηλικιωμένος άντρας τον κοίταξε λοξά. «Με εμπιστεύεσαι ακόμα, Τεντ;» «Φυσικά», απάντησε ψέματα εκείνος. «Φυσικά. Έκλεισες το σύστημα παρακολούθησης όταν σου το ζήτησα». «Σωστά». «Και δεν ρώτησες καν γιατί». «Όχι».
«Επειδή μου έχεις εμπιστοσύνη». Ο Πίλτσερ κοίταξε μέσα στο ποτήρι το κεχριμπαρένιο υγρό να στροβιλίζεται με την κίνηση του χεριού του. «Έκανα κάτι απόψε, Τεντ». Ο Τεντ σήκωσε το κεφάλι προς τις μαύρες οθόνες. Αισθάνθηκε ένα απότομο σφίξιμο στο στομάχι. Κοίταξε ξανά τον Πίλτσερ που πήρε μια φορητή οθόνη στα χέρια και πληκτρολόγησε κάτι. Οι οθόνες άναψαν. Ως επικεφαλής του κέντρου παρακολούθησης, ο Τεντ είχε περάσει το ένα τέταρτο της ζωής του βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους να τρώνε, να κοιμούνται, να γελάνε, να κλαίνε, να πηδιούνται και μερικές φορές –όταν είχε δοθεί δημόσια επικήρυξη– να πεθαίνουν. «Δεν το έκανα αβασάνιστα, ξέρεις», συμπλήρωσε. Ο Τεντ κοίταξε τις οθόνες. Τα μάτια του καρφώθηκαν σε μία συγκεκριμένη. Μια γυναίκα ζαρωμένη στην ντουσιέρα, με τους ώμους να τραντάζονται από τους λυγμούς καθώς μια οπλή με κεράτινα νύχια διαπερνούσε την πόρτα του μπάνιου τσακίζοντάς την. Ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται. Ο Πίλτσερ τον παρατηρούσε. Ο Τεντ κοίταξε το αφεντικό του με μάτια γεμάτα δάκρυα. «Πρέπει να το σταματήσεις αυτό», είπε. «Είναι πολύ αργά». «Γιατί;» «Χρησιμοποίησα τα ανθρωπόζωα που είχαμε σε αιχμαλωσία για να προσελκύσω ένα ολόκληρο κοπάδι στο φράχτη. Μετά άνοιξα την πύλη. Πάνω από πεντακόσια από δαύτα έχουν ήδη μπει στην πόλη». Ο Τεντ σκούπισε τα μάτια του. Πεντακόσια. Ήταν αδύνατον να συλλάβει αυτό τον αριθμό. Και μόνο πενήντα θα έφταναν για να αφανίσουν τα πάντα. Έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια να διατηρήσει ψύχραιμη τη φωνή του. «Σκέψου πόσο σκληρά προσπάθησες να μαζέψεις τους ανθρώπους που βρίσκονται σ’ αυτή την κοιλάδα. Δεκαετίες ολόκληρες άοκνης δουλειάς. Θυμήσου την έξαψη που ένιωθες κάθε φορά που βάζαμε κάποιον νεοσύλλεκτο σε βιοτική αναστολή. Το Γουέιγουορντ Πάινς δεν είναι ούτε οι δρόμοι του ούτε τα κτίρια ούτε καν οι μονάδες βιοτικής αναστολής. Δεν είναι τίποτε απ’ αυτά που κατασκευάστηκαν. Είναι οι άνθρωποί του, κι εσύ είσαι ο…» «Μου γύρισαν την πλάτη, Τεντ». «Θέλεις να πεις ότι όλα αυτά έγιναν από την αναθεματισμένη ματαιοδοξία σου;» «Έχω μερικές εκατοντάδες ακόμα ανθρώπους σε βιοτική αναστολή. Θα ξεκινήσουμε από την αρχή». «Άνθρωποι πεθαίνουν εκεί κάτω τώρα που μιλάμε, Ντέιβιντ. Παιδιά πεθαίνουν». «Ο σερίφης Μπερκ τους αποκάλυψε τα πάντα».
«Έχασες την ψυχραιμία σου», είπε ο Τεντ. «Είναι κατανοητό. Τώρα όμως στείλε κάτω μια ομάδα να σώσει όποιον μπορούμε ακόμα». «Είναι πολύ αργά». «Όχι όσο υπάρχουν ακόμα ζωντανοί άνθρωποι. Μπορούμε να τους βάλουμε ξανά σε βιοτική αναστολή. Δεν θα θυμούνται τίποτα μετά». «Ό,τι έγινε, έγινε. Σε μια μέρα το πολύ, η ανταρσία στην κοιλάδα θα έχει τελειώσει. Φοβάμαι όμως μήπως μια άλλη ξεσπάσει στο βουνό». «Τι εννοείς;» Ο Πίλτσερ ήπιε μία ακόμα γουλιά. «Πιστεύεις ότι ο σερίφης τα έκανε όλα αυτά μόνος του;» Ο Τεντ έσφιξε τις γροθιές του για να κρύψει το τρέμουλο που τον διαπέρασε. «Ο Μπερκ είχε βοήθεια από μέσα. Από κάποιον από τους δικούς μου ανθρώπους», είπε ο Πίλτσερ. «Πώς το ξέρεις;» «Επειδή είχε πληροφορίες που αποκλείεται να ήξερε, αν δεν τον είχε βοηθήσει κάποιος από το κέντρο παρακολούθησης. Κάποιος από την ομάδα σου, Τεντ». Ο Πίλτσερ άφησε τη μομφή να αιωρηθεί για λίγο στην ατμόσφαιρα. Πάγος ακούστηκε να σπάει στο ποτήρι. «Τι είδους πληροφορίες εννοείς;» ρώτησε ο Τεντ. Ο Πίλτσερ αγνόησε την ερώτηση και κοίταξε τον Τεντ κατάματα. «Η ομάδα σου αποτελείται από εσένα και τέσσερις τεχνικούς παρακολούθησης. Ξέρω ότι η δική σου αφοσίωση είναι σταθερή, αλλά τι γίνεται με τους υφιστάμενούς σου; Κάποιος απ’ αυτούς βοήθησε τον Μπερκ. Έχεις καμιά ιδέα για το ποιος μπορεί να είναι;» «Ποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο;» «Τεντ, δεν είναι αυτή η σωστή απάντηση». Ο Τεντ κοίταξε το ποτήρι που κρατούσε. Σήκωσε ξανά το κεφάλι. «Δεν ξέρω ποιος από την ομάδα μου θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτός είναι ο λόγος που έκλεισες το σύστημα παρακολούθησης;» «Είσαι επικεφαλής του πιο ευαίσθητου τμήματος στο καταφύγιο. Και το τμήμα σου έχει εκτεθεί». «Η Παμ, όμως;» «Η Παμ;» «Μπορεί ο σερίφης να την επηρέασε». Ο Πίλτσερ γέλασε ειρωνικά. «Η Παμ θα αυτοπυρπολούνταν αν της το ζητούσα. Και μια που αναφέρθηκες σ’ αυτήν, έχει εξαφανιστεί. Το μικροτσίπ της δίνει ένδειξη ότι βρίσκεται στην πόλη, αλλά δεν έχω νέα της εδώ και ώρες. Θα σε ρωτήσω για τελευταία φορά. Ποιος από τους ανθρώπους σου ήταν;» «Δώσε μου μία νύχτα».
«Τι πράγμα;» «Δώσε μου μία νύχτα χρόνο να ανακαλύψω ποιος ήταν». Ο Πίλτσερ έγειρε πίσω και τον εξέτασε με ένα ανεξιχνίαστο, έντονο βλέμμα. «Θέλεις να το χειριστείς μόνος σου, ε;» «Ναι». «Είναι ζήτημα τιμής;» «Κατά κάποιον τρόπο». «Δεκτό». Ο Τεντ σηκώθηκε. Ο Πίλτσερ του έδειξε με το δάχτυλο τις οθόνες. «Μόνο εμείς οι δύο ξέρουμε τι συμβαίνει κάτω στην κοιλάδα. Προς το παρόν θα παραμείνει έτσι». «Μάλιστα». «Είναι πολύ δύσκολη νύχτα για εμένα, Τεντ. Είμαι ευγνώμων που έχω ένα φίλο σαν εσένα να στηριχτώ». Ο Τεντ προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Θα σε δω το πρωί», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Άφησε το ποτήρι με το ουίσκι στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
ΗΘΑΝ Έκαναν όλοι ησυχία. Τόσο απόλυτη ησυχία που ο Ήθαν άκουγε τη φωτιά να τριζοβολάει στο τζάκι, στην πίσω άκρη της σπηλιάς. Το γρατσούνισμα στην πόρτα σταμάτησε. Άκουσε πάλι τον ήχο από τις οπλές πάνω στο βράχο. Υποχωρούσαν. Υπήρχε λογική σ’ αυτό. Γιατί να πιστεύουν αυτά τα όντα ότι η λεία τους βρισκόταν πίσω απ’ αυτή την πόρτα; Δεν ήξεραν καν τι είδους πόρτα ήταν. Ή αν ήταν πόρτα – αν ήταν κάτι που άνοιγε και οδηγούσε κάπου αλλού. Τα περισσότερα ήταν μάλλον ακόμα εκεί που… Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Όλοι κράτησαν την ανάσα τους. Ο μεταλλικός σύρτης τραντάχτηκε στις υποδοχές του. Ο Ήθαν όρθωσε το σώμα κι ετοιμάστηκε. Κι άλλο χτύπημα, ακόμα πιο δυνατό. Σαν να έπεσαν πάνω στην πόρτα δύο μαζί. Απασφάλισε το όπλο κι έκανε νεύμα στον Χέκτερ, την Κέιτ και τους άλλους. «Πόσα είναι εκεί έξω;» ρώτησε η Κέιτ. «Δεν έχω ιδέα. Μπορεί τριάντα, ίσως κι εκατό». Παιδιά ακούστηκαν να κλαψουρίζουν στο σκοτάδι πίσω τους. Οι γονείς τους προσπαθούσαν να τα καθησυχάσουν. Και τα χτυπήματα στην πόρτα έγιναν τώρα ασταμάτητα. Ο Ήθαν πλησίασε την αριστερή πλευρά της πόρτας, εκεί που στερεωνόταν στον παραστάτη. Μια βίδα πετάχτηκε από τον ένα σκουριασμένο μπρούντζινο μεντεσέ. «Θα κρατήσει;» ρώτησε η Κέιτ. «Δεν ξέρω». Κι άλλο χτύπημα. Ακόμα πιο δυνατό. Ολόκληρη η πάνω πλευρά αποκολλήθηκε από το κάσωμα. Έκανε νεύμα στη Μάγκι να έρθει με τον πυρσό. Έλεγξαν την υποδοχή του σύρτη. Στην επόμενη πρόσκρουση ταρακουνήθηκε ολόκληρος, αλλά άντεξε. Επέστρεψε δίπλα στην Κέιτ. «Υπάρχει άλλη έξοδος από εδώ μέσα;» «Όχι». Ο καταιγισμός χτυπημάτων συνεχίστηκε. Όσο πιο πολύ τα τέρατα εκσφενδονίζονταν πάνω στις σανίδες τόσο περισσότερο έδειχναν να εξαγριώνονται. Τώρα πια έσκουζαν και στρίγκλιζαν μετά από κάθε αποτυχημένη τους προσπάθεια. Άλλη μια σανίδα χαλάρωσε. Μετά, κι άλλη. Το τέλος ερχόταν. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του Ήθαν η σκέψη να πάει κοντά στην οικογένειά του. Να τους χαρίσει έναν γρήγορο, λυτρωτικό θάνατο, γιατί όταν αυτά τα πλάσματα έμπαιναν τελικά, οι τελευταίες τους συνειδητές στιγμές θα κυλούσαν μέσα σε ανείπωτη φρίκη. Το πλάτωμα έξω από την πόρτα ησύχασε ξαφνικά. Ούτε γρατσουνιές ούτε βήματα. Όλοι μέσα στη σπηλιά κρατούσαν την ανάσα τους. Μετά από ελάχιστη ώρα που φάνηκε αιώνας, ο Ήθαν πλησίασε ξανά την πόρτα και ακούμπησε το αυτί του στο ξύλο. Δεν ακούστηκε τίποτα. Έπιασε το σύρτη.
«Όχι!» ψιθύρισε η Κέιτ. Τον έσυρε όσο πιο αθόρυβα γινόταν και κράτησε το χερούλι της πόρτας. «Μάγκι, φέρε το φως». Μόλις εκείνη στάθηκε πίσω του, τράβηξε το σύρτη. Οι δύο μεντεσέδες που είχαν απομείνει έτριξαν δυνατά σηκώνοντας με το ζόρι το βάρος της πόρτας. Ο πυρσός φώτισε το πέρασμα μπροστά από την πόρτα. Υπήρχε ακόμα η μυρωδιά τους –θάνατος και αποσύνθεση– αλλά δεν ήταν κανένα από δαύτα εκεί. Κάποιοι κάθονταν με την πλάτη στο τοίχωμα κι έκλαιγαν. Άλλοι έτρεμαν σιωπηρά αναλογιζόμενοι τον τρόμο που είχαν βιώσει. Μερικοί κάθονταν ανέκφραστοι, πετρωμένοι, με το βλέμμα χαμένο σε μια άγνωστη προσωπική τους άβυσσο. Κάποιοι είχαν κουβαριαστεί. Άλλοι ανασκάλευαν τη φωτιά. Επισκεύαζαν την πόρτα. Τακτοποιούσαν το οπλοστάσιο. Μετέφεραν φαγητό και νερό από την αποθήκη. Παρηγορούσαν όσους θρηνούσαν το χαμό των αγαπημένων τους. Ο Ήθαν κάθισε μαζί με την οικογένειά του σε έναν ξεχαρβαλωμένο διθέσιο καναπέ κοντά στο τζάκι. Ο χώρος είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Ο Χέκτερ έπαιζε κάτι όμορφο στο πιάνο, κάτι που απάλυνε την αγωνία κι έκανε όλους να αισθάνονται λίγο περισσότερο άνθρωποι από πριν. Στο ημίφως, ο Ήθαν τους είχε μετρήσει όλους ξανά και ξανά. Κάθε φορά έφτανε στους ενενήντα έξι. Το προηγούμενο πρωί, υπήρχαν τετρακόσιοι εξήντα ένας άνθρωποι στο Γουέιγουορντ Πάινς. Προσπάθησε να σκεφτεί ότι κι άλλες ομάδες επέζησαν. Ότι είχαν καταφέρει με κάποιον τρόπο να βρουν καταφύγιο. Κάπου όπου τα ανθρωπόζωα δεν θα μπορούσαν να τους ξετρυπώσουν. Ότι αμπαρώθηκαν στα σπίτια ή στο θέατρο. Ότι ξέφυγαν μέσα στο δάσος. Όμως βαθιά μέσα του δεν το πίστευε. Ίσως θα μπορούσε να πειστεί πιο εύκολα αν δεν είχε κρυφοκοιτάξει από εκείνη την καταπακτή και δεν είχε δει τη Μέγκαν Φίσερ και τους άλλους να σφαγιάζονται καταμεσής του δρόμου. Όχι. Στην πόλη του Γουέιγουορντ Πάινς είχε αφανιστεί το ογδόντα τοις εκατό του ανθρώπινου πληθυσμού. «Δεν μου φεύγει από το μυαλό ότι σε λίγο θα ακούσουμε κάποιον να χτυπάει την πόρτα», είπε η Τερέζα. «Πιστεύεις πως υπάρχει πιθανότητα κάποιοι να καταφέρουν να φτάσουν ως εδώ;» «Υπάρχει πάντα ελπίδα, έτσι δεν είναι;» Το κεφάλι του κοιμισμένου Μπεν ακουμπούσε στα πόδια του. «Εσύ είσαι εντάξει;» ρώτησε η Τερέζα. «Έτσι λέω, αν αναλογιστείς ότι σήμερα πήρα μια απόφαση που καταδίκασε σε βίαιο θάνατο τους περισσότερους».
«Δεν έκλεισες το ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε άνοιξες την πύλη εσύ, Ήθαν». «Όχι, μόνο που εγώ το προκάλεσα». «Θα σκοτώνονταν η Κέιτ και ο Χάρολντ». «Ο Χάρολντ πιθανότατα είναι ήδη νεκρός έτσι κι αλλιώς». «Δεν πρέπει να το βλέπεις έτσι». «Τα σκάτωσα, μωρό μου». «Έδωσες σ’ αυτούς τους ανθρώπους την ελευθερία τους». «Και είμαι σίγουρος ότι δεν πρόλαβαν καν να τη γευτούν προτού τα τέρατα τους κόψουν το λαιμό». «Σε ξέρω, Ήθαν. Όχι… κοίτα με, σε παρακαλώ», είπε γυρνώντας του το πιγούνι. «Σε ξέρω καλά. Ξέρω ότι έκανες αυτό που πίστευες πως είναι το σωστό». «Μακάρι να ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου οι πράξεις θα κρίνονταν από τις προθέσεις. Η πικρή αλήθεια είναι ότι κρίνονται από τα αποτελέσματα». «Δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί, αλλά πρέπει να σου πω… θέλω να ξέρεις ότι εδώ, στο χείλος του θανάτου, αισθάνομαι πιο κοντά σου από ποτέ. Σε εμπιστεύομαι πια, Ήθαν. Ξέρω πλέον πως μ’ αγαπάς. Το βλέπω πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη φορά». «Σ’ αγαπώ, Τερέζα. Τόσο πολύ. Για εμένα είσαι τα πάντα». Τη φίλησε κι εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του. Την κράτησε έτσι ώσπου την πήρε ο ύπνος. Κοίταξε γύρω. Ο συλλογικός πόνος ήταν αισθητός. Έμοιαζε να επικάθεται στον αέρα με μια βαρύτητα υγρασίας ή πυκνού καπνού. Τα χέρια του πάγωσαν. Έχωσε το δεξί του χέρι στην τσέπη του μπουφάν του. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν το στικάκι με το οπτικό υλικό από τη δολοφονία της κόρης του Ντέιβιντ Πίλτσερ από τον ίδιο. Όπως το κρατούσε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη, μια έκρηξη οργής ξέσπασε μέσα του. Ο Τεντ είχε αντίγραφα απ’ αυτό το υλικό και ο Ήθαν του είχε πει να μην κάνει κάτι με αυτό. Να περιμένει. Βέβαια, αυτό είχε συζητηθεί πριν από την εισβολή των ανθρωπόζωων. Ήξερε άραγε ο Τεντ τι συνέβαινε στο Γουέιγουορντ Πάινς; Ξαναμέτρησε κεφάλια άλλη μια φορά. Και πάλι ενενήντα έξι. Τόσο λίγοι, τόσο απροστάτευτοι. Η σκέψη του φτερούγισε στον Ντέιβιντ Πίλτσερ που σίγουρα ήταν στρογγυλοκαθισμένος στην ασφάλεια και ζεστασιά του γραφείου του, παρακολουθώντας από τις διακόσιες δεκαέξι οθόνες του τους ανθρώπους, που ο ίδιος είχε απαγάγει σε μια άλλη ζωή, να σφάζονται μαζικά. Ακούγονταν φωνές. Άνοιξε τα μάτια του. Η Τερέζα σάλεψε δίπλα του. Η χροιά του φωτός δεν είχε αλλάξει, αλλά έδινε την αίσθηση ότι ήταν πολύ πιο αργά. Σαν να είχε κοιμηθεί για ώρες. Ανασήκωσε απαλά το κεφάλι του Μπεν από την αγκαλιά του, σηκώθηκε κι έτριψε
τα μάτια του. Πολλοί είχαν σηκωθεί και περιφέρονταν. Κοντά στην πόρτα επικρατούσε αναταραχή. Έβλεπε δύο ομάδες ανθρώπων. Η Κέιτ στεκόταν ανάμεσα στον Χέκτερ κι έναν άλλο άντρα. Και οι δύο φώναζαν. Πλησίασε κοιτάζοντας την Κέιτ. «Κάποιοι θέλουν να βγουν έξω». Ένας άντρας που τον έλεγαν Ίαν –αυτός που είχε το τσαγκαράδικο Το μαγαζί του Κόμπλερ στη Μέιν Στριτ– στράφηκε προς το μέρος του. «Η γυναίκα μου είναι εκεί έξω. Χωριστήκαμε όταν ορίστηκαν τα τέσσερα γκρουπ». «Και τι ακριβώς θέλεις να κάνεις;» τον ρώτησε ο Ήθαν. «Να τη βοηθήσω βέβαια, τι άλλο;» «Πήγαινε, λοιπόν». «Θέλει όμως να πάρει και όπλο», μπήκε στη μέση η Κέιτ. Μια γυναίκα που δούλευε στο Κοινοτικό Περιβόλι έσπρωξε μερικούς που στέκονταν μπροστά της και απευθύνθηκε επιθετικά στον Ήθαν. «Ο άντρας μου κι ο γιος μου είναι εκεί έξω». «Αντιλαμβάνεστε ότι και ο δικός μου ο άντρας είναι έξω;» της είπε η Κέιτ. «Γιατί, λοιπόν, κρυβόμαστε εδώ μέσα αντί να πάμε να τους σώσουμε;» «Θα είστε νεκροί μέσα σε δέκα λεπτά αν φύγετε από τη σπηλιά», είπε ο Χέκτερ. «Δική μου επιλογή, φιλαράκο», του αντιγύρισε ο Ίαν. «Δεν θα πάρετε όπλο». «Μια στιγμή!» παρενέβη ο Ήθαν. «Αυτή είναι μια συζήτηση που αφορά όλους». Προχώρησε στη μέση του χώρου και είπε αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι: «Ελάτε να κάνετε κύκλο. Πρέπει να συζητήσουμε». Άρχισαν να συγκεντρώνονται αργά, ταλαιπωρημένοι, με θολά μάτια. «Ξέρω πως ήταν δύσκολη νύχτα», άρχισε να λέει. Ησυχία. Αισθανόταν θυμό και μομφή στα μάτια που τον κοίταζαν. Δεν ήταν σίγουρος αν συνέβαινε πραγματικά έτσι ή το φανταζόταν. «Όλοι σας ανησυχείτε γι’ αυτούς που δεν κατάφεραν να φτάσουν εδώ. Κι εγώ το ίδιο. Κι εμείς μόλις που τα καταφέραμε. Κάποιοι από εσάς ίσως αναρωτιέστε γιατί δεν σταματήσαμε για να βοηθήσουμε τους άλλους. Σας λέω με κάθε σιγουριά ότι αν το είχαμε κάνει, τούτη τη στιγμή η σπηλιά αυτή θα ήταν έρημη. Θα είχαμε πεθάνει όλοι στην κοιλάδα. Ξέρω ότι δύσκολα μπορείτε να το χωνέψετε αυτό. Ιδίως όταν το λέει ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή την κατάσταση». Το κεφάλι του έγειρε από την ένταση. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα στα μάτια και τους λυγμούς στη φωνή του. «Όταν ήμουν στην ουρά της πορείας, είδα τι συνέβη στους ανθρώπους πάνω στην πόλη. Ξέρω τι μπορούν να κάνουν αυτά τα μεταλλαγμένα πλάσματα. Και νομίζω ότι όλοι πρέπει να αρχίσουμε να συμφιλιωνόμαστε με μια πολύ σκληρή αλήθεια. Κατά
πάσα πιθανότητα εμείς εδώ είμαστε ό,τι ανθρώπινο έχει απομείνει από το Γουέιγουορντ Πάινς». «Μην το λες αυτό!» ούρλιαξε κάποιος. Ένας άντρας μπήκε στον κύκλο. Ήταν αξιωματικός της δημόσιας εκτέλεσης. Ντυμένος ακόμα στα μαύρα και με τον μπαλτά στο χέρι. Ο Ήθαν δεν είχε ανταλλάξει ποτέ κουβέντες μαζί του, αλλά ήξερε πού έμενε και ότι δούλευε στη βιβλιοθήκη. Ήταν αδύνατος και γυμνασμένος, με ξυρισμένο κεφάλι και γένια γύρω από το στόμα. Είχε απροσδιόριστα αυτή την αύρα της υπερφίαλης αλαζονείας που συνοδεύει συνήθως αυτούς που αποζητούν την εξουσία μόνο και μόνο για την αίσθηση της δύναμης. «Θα σου πω εγώ τι να κάνεις», είπε ο αξιωματικός. «Να τσακιστείς να πας να συρθείς στον Πίλτσερ και να ικετέψεις για συγχώρεση. Να του πεις ότι εσύ το προκάλεσες αυτό. Να του πεις ότι εσύ μας έριξες σ’ αυτή τη χαβούζα και ότι θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, όπως ήταν τα πράγματα. Ότι κανένας άλλος από εμάς δεν ζήτησε κάτι τέτοιο». «Είναι πολύ αργά», είπε ο Ήθαν. «Όλοι πια ξέρετε την αλήθεια. Δεν γίνεται να κλείσετε τα μάτια μπροστά της. Δεν υπάρχει τόσο εύκολος τρόπος να βγούμε απ’ αυτή την κατάσταση». Ένας άλλος κοντόχοντρος άντρας –ο χασάπης της πόλης– έσπρωξε τους διπλανούς του για να βγει μπροστά. «Μου λες, δηλαδή, ότι η γυναίκα μου και οι κόρες μου είναι νεκρές. Ότι τουλάχιστον καμιά δεκαριά αγαπημένοι μου φίλοι είναι νεκροί. Και σαν τι θέλεις να κάνουμε γι’ αυτό; Να κάτσουμε εδώ σαν ένα τσούρμο δειλοί και να τους ξεγράψουμε;» Το στόμα του Ήθαν είχε κοκαλώσει από την ένταση καθώς τον πλησίασε για να του απαντήσει. «Δεν λέω αυτό, Άντριου. Δεν λέω να ξεγράψουμε κανέναν». «Τότε τι; Τι πρέπει να κάνουμε; Μας τράβηξες το μαντίλι από τα μάτια. Για ποιο λόγο; Για να χάσουμε τους περισσότερους από τους ανθρώπους μας και να ζήσουμε έτσι; Θα προτιμούσα να μείνω σκλάβος. Να είμαι ασφαλής και να έχω την οικογένειά μου». Ο Ήθαν στάθηκε ένα μέτρο απέναντί του. Κοίταξε τα πρόσωπα όλων. Είδε το πρόσωπο της Τερέζας δακρυσμένο να εκπέμπει αγάπη. «Μπορεί να έκανα την αρχή, αλλά δεν έκοψα εγώ το ρεύμα στο φράχτη, ούτε άνοιξα την πύλη. Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τους θανάτους των φίλων και των οικογενειών σας, ακόμα και για το ότι βρίσκεστε εδώ, είναι ζωντανός και χαίρει άκρας υγείας τρία χιλιόμετρα πιο πέρα. Και η ερώτηση που έχω να σας κάνω είναι: εσείς θα το επιτρέψετε αυτό;» Ο Άντριου διαμαρτυρήθηκε. «Μα έχει δικό του στρατό. Εσύ ο ίδιος μας το είπες». «Ναι».
«Τι θέλεις, λοιπόν, να κάνουμε;» «Να μη χάσετε τις ελπίδες σας. Ο Ντέιβιντ Πίλτσερ είναι ένα κτήνος, αλλά δεν είναι όλοι έτσι μέσα στο βουνό. Θα πάω στην άλλη πλευρά της κοιλάδας». «Πότε;» «Τώρα αμέσως. Και θα ήθελα η Κέιτ Μπάλιντζερ κι άλλοι δύο που μπορούν να χειριστούν όπλο να έρθουν μαζί μου». «Πρέπει να οργανώσουμε μεγάλη ομάδα», είπε ο αξιωματικός της εκτέλεσης. «Γιατί; Για να τραβήξουμε περισσότερο την προσοχή και να οδηγήσουμε περισσότερους στο θάνατο; Όχι, πρέπει να είμαστε ευκίνητοι και γρήγοροι. Να περάσουμε εντελώς απαρατήρητοι, αν είναι δυνατόν. Και ναι, είναι πιθανό να μην ξαναγυρίσουμε πίσω, αλλά η εναλλακτική προοπτική είναι να κάτσουμε να περιμένουμε το αναπόφευκτο τέλος σ’ αυτή τη σπηλιά. Ας κάνουμε τουλάχιστον μια ηρωική έξοδο». «Ακόμα κι αν καταφέρεις να φτάσεις στο βουνό, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορείς να σταματήσεις αυτό τον άνθρωπο;» ρώτησε ο Χέκτερ. «Και βέβαια το πιστεύω». Μια γυναίκα ξεχώρισε από το πλήθος. Ήταν ακόμα ντυμένη με τη φορεσιά που είχε διαλέξει για τη χθεσινή βραδιά – μακριά τουαλέτα με τιάρα στο κεφάλι, που ακόμα δεν την είχε βγάλει. Το κραγιόν της, η μάσκαρα και το αϊλάινερ είχαν ξεβάψει πάνω στο πρόσωπό της. «Θέλω να πω κάτι. Ξέρω ότι πολλοί από εσάς είστε θυμωμένοι με αυτόν εδώ. Το σερίφη, εννοώ. Ο άντρας μου…» –χρειάστηκε μια στιγμή παύσης για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της– «…ήταν σε άλλη ομάδα. Ήμαστε παντρεμένοι έξι χρόνια. Το γάμο μας μας τον επέβαλαν, αλλά τελικά τον αγάπησα. Ήταν ο καλύτερός μου φίλος, κι ας μιλούσαμε ελάχιστα. Είναι καταπληκτικό το πόσο μπορείς να γνωρίσεις κάποιον τελικά μόνο με τη δύναμη του βλέμματος. Από απλές, σύντομες ματιές». Ένας ψίθυρος συγκατάβασης απλώθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Η γυναίκα απευθύνθηκε στον Ήθαν. «Θέλω να ξέρεις ότι θα προτιμούσα να είναι νεκρός ο Καρλ κι εγώ να πεθάνω σήμερα, παρά να ζούσαμε σ’ αυτή την αρρωστημένη ψευδαίσθηση αυτής της πόλης έστω για μία ώρα παραπάνω. Σαν φυλακισμένοι. Σαν σκλάβοι. Ξέρω ότι έκανες αυτό που θεωρούσες σωστό. Δεν σε κατηγορώ για κάτι. Ίσως να μην αισθάνονται όλοι έτσι, σίγουρα όμως δεν είμαι εγώ η μόνη». «Σ’ ευχαριστώ», της είπε ο Ήθαν. «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που είπες». Γύρισε αργά και κοίταξε τα πρόσωπα των ενενήντα πέντε ανθρώπων που τον κοίταζαν. Οι ζωές τους έμοιαζαν ξαφνικά να βαραίνουν τους ώμους του. Τελικά περιορίστηκε να πει: «Θα βγω απ’ αυτή την πόρτα σε δέκα λεπτά. Είσαι μέσα, Κέιτ;» «Εννοείται». «Χρειαζόμαστε άλλους δύο. Ξέρω ότι θέλετε να έρθετε περισσότεροι, σκεφτείτε
όμως ότι μπορεί να ξαναγίνει επίθεση στη σπηλιά. Πρέπει να μείνετε με πολυπρόσωπη φρουρά και αρκετά όπλα. Αν πιστεύετε ότι μπορείτε να χειριστείτε όπλο, αν είστε σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και μπορείτε να καταπνίξετε το φόβο σας, ακολουθήστε με στην πόρτα». Καθόταν στη σκηνή ανάμεσα στην Τερέζα και τον Μπεν. «Δεν θέλω να πας πάλι εκεί έξω, μπαμπά», του είπε ο μικρός. «Το ξέρω, φιλαράκο. Μεταξύ μας, ούτε κι εγώ πετάω τη σκούφια μου γι’ αυτό». «Τότε μην πας». «Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε και πράγματα που δεν θέλουμε». «Γιατί;» «Γιατί έτσι είναι το σωστό». Δεν μπορούσε να ξέρει τι περνούσε από το μυαλό του μικρού. Όλα τα ψέματα που είχε διδαχτεί στο σχολείο έλιωσαν ξαφνικά μέσα στην αποπνικτική πυρά της αλήθειας. Θυμόταν τον δικό του πατέρα να τον ξυπνάει από τους εφιάλτες όταν ήταν στην ηλικία του Μπεν, να του λέει πως δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο, ότι δεν υπήρχαν τέρατα. Στον κόσμο όπου ζούσε ο γιος του, όμως, τέρατα υπήρχαν. Παντού. Πώς να βοηθήσεις ένα παιδί να αντιληφθεί κάτι που κι εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις καλά-καλά; Ο μικρός τύλιξε τα χέρια γύρω από τον Ήθαν και τον έσφιξε με δύναμη. «Μπορείς να κλάψεις, αν θέλεις», του είπε τρυφερά εκείνος. «Δεν είναι ντροπή». «Εσύ δεν κλαις». «Για κοίτα καλύτερα». Ο μικρός σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. «Μπαμπά, κλαις γιατί δεν θα γυρίσεις;» «Όχι, κλαίω γιατί σε αγαπάω πάρα πολύ». «Θα γυρίσεις, όμως;» «Θα βάλω τα δυνατά μου». «Κι αν δεν μπορέσεις;» «Θα γυρίσει, Μπεν», είπε η Τερέζα. «Όχι, ας είμαστε ειλικρινείς μαζί του. Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που πρέπει να κάνω, γιε μου. Υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρω. Αν μου συμβεί κάτι, εσύ πρέπει να φροντίσεις τη μητέρα σου». «Δεν θέλω να σου συμβεί τίποτα», είπε κλαίγοντας τώρα ο Μπεν. «Μπεν, κοίτα με». «Τι;» «Αν συμβεί κάτι σ’ εμένα, πρέπει να φροντίσεις τη μητέρα σου. Εσύ θα είσαι ο άντρας του σπιτιού. Εντάξει;»
«Εντάξει». «Υποσχέσου μου». «Το υπόσχομαι». Φίλησε το γιο του στο κεφάλι, κοιτώντας την Τερέζα. Αυτή έδειχνε δυνατή. «Θα γυρίσεις», του είπε με σιγουριά. «Και μετά, όλα θα είναι καλύτερα σ’ αυτή την πόλη».
ΧΑΣΛΕΡ Ο νομάδας είχε σχεδιάσει να περάσει μία ακόμα νύχτα στην άγρια ύπαιθρο, αλλά μόλις έκλεισε το φερμουάρ του υπνόσακου στην κορυφή ενός πεύκου, ο Χάσλερ συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον έπιανε ύπνος. Βρισκόταν έξω από το φράχτη εδώ και 1.308 ημέρες. Δεν μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρος, αλλά υπολόγιζε ότι το Γουέιγουορντ Πάινς βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια, και τώρα πια που το κοπάδι των ανθρωπόζωων είχε φύγει από το δρόμο του, μπορούσε να γυρίσει σπίτι. Αυτή τη στιγμή ονειρευόταν σχεδόν κάθε οδυνηρή μέρα της αποστολής του. Θα το έβλεπε ποτέ ξανά; Πώς θα ήταν η στιγμή που θα ξανάμπαινε στην πόλη; Πώς θα ένιωθε επιστρέφοντας στην ασφάλεια και στα πράγματα που αγαπούσε; Στην ιστορία του Γουέιγουορντ Πάινς είχαν σταλεί μόνο οκτώ νομάδες έξω από το φράχτη. Στον περίγυρο του Πίλτσερ θεωρούνταν η απόλυτη τιμή και θυσία. Απ’ ό,τι ήξερε ο Χάσλερ, ποτέ πριν κανένας νομάδας δεν είχε επιστρέψει από μακροχρόνια αποστολή. Αν κάποιος απ’ αυτούς δεν είχε γυρίσει όσο έλειπε εκείνος, ο Χάσλερ θα ήταν ο πρώτος που είχε επιστρέψει ποτέ. Συνέχισε αργά και μεθοδικά να τακτοποιεί το σακίδιό του για τελευταία φορά – τα άδεια μονόλιτρα δοχεία νερού, το τσακμάκι και τα πυρομαχικά, ένα άδειο κουτί πρώτων βοηθειών, τα τελευταία ελάχιστα κομμάτια μουχλιασμένου αποξηραμένου βοδινού. Από συνήθεια έκλεισε και το δερματόδετο ημερολόγιό του σε μια πλαστική σακούλα. Ό,τι είχε συναντήσει και βιώσει σ’ αυτά τα τριάμισι χρόνια έξω στην αγριότητα της υπαίθρου είχε καταγραφεί σ’ αυτές τις σελίδες. Μέρες λύπης. Χαράς. Μέρες που ήταν σίγουρος πως ήταν οι τελευταίες του. Όλα όσα ανακάλυψε και όλα όσα είχε δει. Η καρδιά του να βροντοχτυπά καθώς ένα πλήθος από χιλιάδες ανθρωπόζωα έτρεχε πάνω στη φυσική αλυκή που κάποτε λεγόταν Μπονβίλ Σολτ Φλατς στη μεγάλη Σολτ Λέικ. Τα δάκρυά του που έτρεχαν στη μοναδική εμπειρία του ηλιοβασιλέματος, που μετέτρεψε τον γεμάτο ερείπια ορίζοντα του Πόρτλαντ από σκουριά σε γυαλιστερό μπρούντζο. Η άδεια πια λίμνη Κρέιτερ. Το κολοβό πλέον βουνό Σάστα. Η εικόνα των ερειπίων του Φορτ Πόιντ όπως κοίταζε από την προβλήτα τα απομεινάρια της γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ – καθώς τα τελευταία τριάντα μέτρα του νότιου υποστηρίγματός της αναδύονταν από το νερό σαν καρίνα βυθισμένου πλοίου. Όλες οι νύχτες που πέρασε στο κρύο και την υγρασία. Πεινασμένος και μόνος. Τα γκρίζα πρωινά που δεν είχε το κουράγιο να βγει από τον υπνόσακο και να προχωρήσει. Τις νύχτες που είχε καθίσει ευχαριστημένος δίπλα σε μια αναμμένη φωτιά και κάπνιζε την πίπα του. Τι περίεργη, τι απίστευτη ζωή! Και μετά απ’ όλα αυτά, η επιστροφή τώρα στο σπίτι. Έκλεισε το σακίδιο, το κούμπωσε και το πέρασε στους ώμους του. Είχε πιέσει τον
εαυτό του πολύ περισσότερο τις τελευταίες ημέρες κι αισθανόταν πια την κόπωση στα πόδια και τη μέση του, ένας πόνος που άρχιζε να γίνεται επίμονος και θα του έπαιρνε πολλές μέρες να συνέλθει. Όμως τι σημασία είχε τώρα πια; Σε λίγο θα ήταν ξαπλωμένος χορτάτος σε ένα μαλακό, ζεστό κρεβάτι. Δεν θα πείραζε να χαιρόταν λίγο παραπάνω την ξάπλα που είχε στερηθεί. Ακολούθησε ένα ποταμάκι ώσπου έκανε στροφή προς τα δυτικά. Το κελάρυσμα του νερού έσβηνε σιγά-σιγά. Το δάσος παρέμενε ήσυχο και σκοτεινό. Κάθε βήμα έδειχνε να είναι σημαντικό, πιο σημαντικό κάθε φορά από το προηγούμενο. Σταμάτησε λίγο μόλις πριν ανατείλει ο ήλιος. Μπροστά του ορθωνόταν ο φράχτης. Κάτι όμως φαινόταν λάθος. Έπρεπε να βουίζει από μακριά, φορτωμένος τα θανατηφόρα του βολτ, κι αυτός έμενε σιωπηλός. Μία μόνο σκέψη ούρλιαξε μέσα στο μυαλό του: Τερέζα! Άρχισε να τρέχει προς την πύλη.
Κεφάλαιο 5 ΤΕΝΤ Το δωμάτιο του Τεντ στο Επίπεδο 4, ήταν διπλάσιο από των άλλων, ένα πλεονέκτημα που δικαιούνταν επειδή ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που επάνδρωσαν την ομάδα του Πίλτσερ. Για δεκατέσσερα χρόνια έζησε σε αυτόν το μικροσκοπικό χώρο που απέπνεε την αίσθηση της σπιτικής ακαταστασίας, όπου το κάθε πράγμα είχε κατά κάποιον τρόπο τη θέση του. Η ζωή στο υπερκαταφύγιο κυλούσε με έναν περίεργο ρυθμό ανάμεσα σε δουλειά και διασκέδαση, και γενικά χρειάζονταν χρόνια ώσπου να βρει κανείς την ισορροπία του. Ανεξάρτητα από τον τομέα απασχόλησης, οι βάρδιες ήταν σκληρές. Δεκάωρη δουλειά, έξι μέρες την εβδομάδα. Ακόμα κι έτσι, για τον Τεντ που ήταν επικεφαλής του κέντρου παρακολούθησης η δουλειά έβγαινε ακόμα πιο δύσκολα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποτέ τον εαυτό του να δουλεύει λιγότερο από εβδομήντα ώρες την εβδομάδα. Η μεγάλη πρόκληση γι’ αυτόν ήταν να ανακαλύψει τι θα έκανε πέρα από το να κοιμάται τις υπόλοιπες εβδομήντα ώρες της εβδομάδας του. Δεν ήταν εξωστρεφής άνθρωπος και παρότι επιτηρούσε τους πάντες μόνο μέσα από τις οθόνες του, είχε την αίσθηση ότι περνούσε κάθε δευτερόλεπτο της εργασίας του μαζί με τους κατοίκους του Γουέιγουορντ Πάινς. Και όταν δεν δούλευε, δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από το να είναι μόνος του. Δοκίμασε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία, έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα με το πλέξιμο, καταπιάστηκε με εντατική γυμναστική. Ώσπου μια μέρα, πριν από οκτώ χρόνια, ανακάλυψε στην αίθουσα της Κιβωτού μια γραφομηχανή αντίκα, μια Άντεργουντ Τατσμάστερ 5. Τη μετέφερε στο δωμάτιό του μαζί με πολλά κουτιά χαρτί κι έστησε ένα μικρό συγγραφικό τραπέζι σε μια γωνία του χώρου. Όλη του τη ζωή αισθανόταν ότι ετοίμαζε μέσα του το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα. Τώρα όμως που δεν υπήρχε πια ούτε Αμερική ούτε τίποτε άλλο, τι θα έγραφε; Υπήρχε άραγε λόγος για δημιουργία λόγου και τέχνης, όταν η ίδια η ανθρωπότητα βρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης; Δεν ήξερε την απάντηση, αλλά η αλήθεια είναι πως όταν άρχισε να χτυπάει τα παλιά πλήκτρα με τα ξεθωριασμένα γράμματα, κατάλαβε ότι του άρεσε το γράψιμο και ότι λάτρευε την αφή της γραφομηχανής στα δάχτυλά του. Δεν υπήρχε εκεί καμία οθόνη. Μόνο το γλυκό, απτό κλικ-κλικ των πλήκτρων, η μυρωδιά του μελανιού που στεγνώνει καθώς το χαρτί ανασηκώνεται λίγο-λίγο στον κύλινδρο, και ο εαυτός του μόνος με τις σκέψεις του. Στην αρχή έπαιξε με την ιδέα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Του έφυγε γρήγορα. Μετά, η αυτοβιογραφία του, που γρήγορα όμως κουράστηκε να ανασκαλεύει. Λίγο καιρό αργότερα επιτέλους κατέληξε. Όλη την ημέρα
παρακολουθούσε από κάμερες ασφαλείας τις ιδιωτικές ζωές εκατοντάδων ανθρώπων σε όλα τα στάδια της απόγνωσης. Θα κατέγραφε τα βιογραφικά του παρελθόντος τους, τον τρόπο ενσωμάτωσης στην πόλη, θα φανταζόταν τις εσωτερικές τους σκέψεις και φοβίες. Όταν άρχισε να γράφει, δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Οι ιστορίες τους έβγαιναν αβίαστα και οι δακτυλογραφημένες σελίδες συσσωρεύονταν δίπλα στο γραφείο του σαν χειμωνιάτικο χιόνι. Έφτασε να γράψει αμέτρητες σελίδες για τις ζωές των ανθρώπων του Γουέιγουορντ Πάινς, όπως τις οραματιζόταν ο ίδιος. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει με όλες αυτές τις ιστορίες. Δεν πίστευε ότι θα ήθελε ποτέ κανείς να τις διαβάσει. Ο προσωρινός τίτλος ήταν «Οι μυστικές ζωές του Γουέιγουορντ Πάινς» και φανταζόταν ένα εξώφυλλο με κολάζ από τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων που ζούσαν στην κοιλάδα. Βέβαια, για να φτάσει στο εξώφυλλο, το βιβλίο θα έπρεπε να τελειώσει πρώτα, κι εδώ ακριβώς βρισκόταν το πρόβλημα. Δεν υπήρχε τέλος γι’ αυτό το βιβλίο. Οι ζωές αυτές συνεχίζονταν. Καινούρια πράγματα συνέβαιναν, κάποιοι πέθαιναν, νέοι άνθρωποι έρχονταν στην πόλη. Πώς μπορεί κάποιος να εκδώσει ένα ζωντανό βιβλίο, που οι ιστορίες του δεν τελειώνουν ποτέ; Η απάντηση δόθηκε με τραγικό τρόπο το προηγούμενο βράδυ, τη στιγμή που καθόταν στο γραφείο του Πίλτσερ κι έβλεπε στις οθόνες ένα κοπάδι τέρατα να σαρώνουν την πόλη. Το τέλος θα ερχόταν μια και καλή, αφού ο «θεός» της πόλης επέλεξε μια ξαφνική και γρήγορη κατάληξη. Το χτύπημα στην πόρτα του Τεντ ήρθε νωρίς. Ήταν ακόμα ξαπλωμένος, έτσι όπως είχε περάσει όλη τη νύχτα, παράλυτος από το φόβο. Χωρίς να έχει πάρει απόφαση. «Εμπρός». Ο παλιότερος φίλος του, ο Ντέιβιντ Πίλτσερ, μπήκε στο δωμάτιο. Ο Τεντ δεν είχε κοιμηθεί και απ’ ό,τι φαινόταν, ούτε κι ο Πίλτσερ. Ο ηλικιωμένος άντρας έδειχνε κουρασμένος. Το χθεσινοβραδινό μεθύσι του ήταν φανερό από το ελαφρύ αλληθώρισμα και τη μυρωδιά του ουίσκι. Ήταν πέντε η ώρα το πρωί και η σκιά έσβηνε σιγά-σιγά στο πρόσωπό του και απλωνόταν στο ξυρισμένο του κεφάλι με μικρά γκρι στίγματα. Ο Πίλτσερ τράβηξε την καρέκλα από το γραφείο του Τεντ, την έσυρε δίπλα στο κρεβάτι και κάθισε. Κοίταξε τον Τεντ. «Τι έχεις για εμένα;» «Σαν τι να έχω;» «Από την ομάδα σου. Μου είπες ότι θα το χειριστείς εσύ. Ότι θα έβρισκες ποιος απ’ αυτούς βοήθησε το σερίφη Μπερκ να οργανώσει αυτή την ανταρσία». Ο Τεντ αναστέναξε. Ανακάθισε στο κρεβάτι, πήρε από το κομοδίνο τα γυαλιά του με τους χοντρούς φακούς και τα έβαλε. Φορούσε ακόμα το χρωματιστό κοντομάνικο
πουκάμισο με το παπιγιόν. Το ίδιο παντελόνι. Δεν είχε μπει καν στον κόπο να βγάλει τα παπούτσια του. Την προηγούμενη νύχτα, στο γραφείο του Πίλτσερ, είχε φοβηθεί. Τώρα αισθανόταν μόνο κούραση και οργή. Οργή που ξεχείλιζε. «Όταν μου είπες ότι ο σερίφης είχε πληροφορίες που δεν μπορούσε να έχει αποκτήσει αλλιώς, θέλεις να μου πεις τι εννοούσες;» Ο Πίλτσερ έγειρε στην πλάτη της καρέκλας και σταύρωσε τα πόδια. «Όχι, μάλλον όχι. Θέλω απλώς εσύ, ως επικεφαλής του κέντρου παρακολούθησης, να κάνεις τη δουλειά σου». Ο Τεντ κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. «Έτσι κι αλλιώς δεν πίστευα ότι θα μου απαντούσες. Δεν πειράζει, όμως. Ξέρω τι ακριβώς είναι αυτές οι πληροφορίες. Έπρεπε να σου το πω χθες το βράδυ, αλλά ήμουν τόσο φοβισμένος». Ο Πίλτσερ σήκωσε το κεφάλι. «Είδα το φιλμάκι που έδειχνε τι κάνατε εσύ και η Παμ στην κόρη σου». Επώδυνη σιωπή απλώθηκε για λίγο. «Σου ζήτησε ο σερίφης Μπερκ να τον βοηθήσεις;» ρώτησε ο Πίλτσερ. «Κάθισα όλη νύχτα και σκεφτόμουν τι να κάνω». Έβγαλε από την τσέπη του έναν μικρό κρύσταλλο από μαρμαρυγία. «Έφτιαξες αντίγραφο του φιλμ;» «Ναι». Ο Πίλτσερ χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα στο πάτωμα και μετά ξανακοίταξε τον Τεντ. «Ξέρεις όλα όσα έχω κάνει για το πρόγραμμά μας. Για να μπορούμε εμείς οι δύο να καθόμαστε εδώ αυτή τη στιγμή, δύο χιλιάδες χρόνια μπροστά από την εποχή μας. Οι τελευταίοι των ανθρώπων. Έσωσα…» «Υπάρχουν όρια, Ντέιβιντ». «Νομίζεις;» «Δολοφόνησες την ίδια σου την κόρη». «Υποστήριζε μια μυστική οργάνωση…» «Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί το φόνο της Αλίσα. Πώς είναι δυνατόν να μην το βλέπεις αυτό;» «Τεντ, έκανα μια επιλογή στην προηγούμενη ζωή μου. Τίποτα, μα τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το Γουέιγουορντ Πάινς». «Ούτε καν η κόρη σου;» «Ούτε καν η γλυκιά μου Αλίσα. Νομίζεις…» –δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του– «…ότι ήθελα μια τέτοια εξέλιξη;» «Δεν ξέρω πια τι θέλεις. Δολοφόνησες ολόκληρη πόλη. Την κόρη σου. Χρόνια πριν, τη γυναίκα σου. Πού τελειώνει όλο αυτό; Ποιο είναι το όριο;» «Δεν υπάρχει όριο». Ο Τεντ χάιδεψε με τα δάχτυλα τον κρύσταλλο στο χέρι του. «Μπορείς ακόμα να
κάνεις πίσω». «Τι εννοείς;» «Φώναξέ τους όλους. Πες την αλήθεια. Πες τους τι έκανες στην Αλίσα. Τι έκανες στους κατοίκους του Γουέιγουορντ Πάινς…» «Κανείς τους δεν θα καταλάβαινε, Τεντ. Ούτε εσύ καταλαβαίνεις». «Ο σκοπός δεν είναι να καταλάβουν εκείνοι. Ο σκοπός είναι να κάνεις εσύ αυτό που είναι σωστό». «Γιατί να έκανα κάτι τέτοιο;» «Για την ψυχή σου, Ντέιβιντ». «Άκουσέ με καλά. Σε ολόκληρη τη ζωή μου, οι άνθρωποι ποτέ δεν καταλάβαιναν τι είμαι ικανός να κάνω για να πετύχω τους στόχους μου. Η γυναίκα μου δεν κατάλαβε. Η Αλίσα δεν κατάλαβε. Και λυπάμαι, αλλά δεν απορώ που κι εσύ δεν καταλαβαίνεις. Κοίτα τι δημιούργησα. Κοίτα τι κατάφερα. Αν γράφονταν ακόμα βιβλία ιστορίας, θα είχα καταγραφεί ως ο πιο σημαντικός άνθρωπος που έζησε ποτέ. Αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι πραγματικότητα. Έσωσα το ανθρώπινο είδος, Τεντ, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε τίποτα που δεν θα ήμουν διατεθειμένος να κάνω για να πετύχω. Κανείς ποτέ δεν το κατάλαβε αυτό. Για την ακρίβεια, δύο άνθρωποι μόνο το κατάλαβαν. Αλλά ο Άρνολντ Πόουπ είναι νεκρός και η Παμ εξαφανισμένη. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» «Όχι». «Σημαίνει ότι απομένει σ’ εμένα να κάνω τη βρόμικη δουλειά». Τινάχτηκε από την καρέκλα και πλησίασε το κρεβάτι. Ο Τεντ δεν κατάλαβε τι συνέβαινε μέχρι που είδε τη λάμψη που έβγαλε η μικρή λεπίδα του κυνηγετικού μαχαιριού.
ΗΘΑΝ Ουσιαστικά, η Μάγκι και ο Χέκτερ ήταν οι μόνοι εθελοντές που ο Ήθαν εμπιστευόταν περισσότερο. Κανείς άλλος στην ομάδα, ούτε καν η Κέιτ, δεν είχαν έρθει κατευθείαν αντιμέτωποι με τα ανθρωπόζωα όπως αυτοί οι δύο. Ακόμα και ο πιο θαρραλέος θα έχανε ίσως το θάρρος του στην πρώτη επαφή με ένα τέρας που επιτίθεται. Καλύτερα να εμπιστεύεσαι αυτό που ήδη ξέρεις. Εξοπλίστηκαν όλοι. Η Μάγκι είχε ρίξει μόνο μία φορά στη ζωή της με εικοσιδυάρι τουφέκι, γι’ αυτό ο Ήθαν όπλισε για λογαριασμό της ένα Μόσμπεργκ 930 που έριχνε σκάγια και γέμισε τις τσέπες της καμπαρντίνας της με έξτρα φυσίγγια. Της έδειξε πώς να το κρατάει και να το γεμίζει. Την προετοίμασε για το άγριο τίναγμα της ανάκρουσης. Γέμισε ένα Μόσμπεργκ κι ένα περίστροφο Σμιθ & Γουέσον για τον Χέκτερ. Η Κέιτ διάλεξε ένα Μπουσμάστερ ΑR-15 κι ένα σαραντάρι περίστροφο Γκλοκ για εφεδρικό. Ο Ήθαν στάθηκε στην είσοδο και κοίταξε τους λίγους ανθρώπους που είχε εξοπλίσει για να υπερασπιστούν τη σπηλιά. «Αν δεν γυρίσεις πίσω;» ρώτησε ο αξιωματικός της τελετής. «Υπάρχουν εδώ προμήθειες για μερικές μέρες», απάντησε η Κέιτ. «Και μετά;» «Φαντάζομαι ότι αυτό πρέπει να το αποφασίσετε μόνοι σας». Η Τερέζα και ο Μπεν στέκονταν λίγο πέρα από την είσοδο της σπηλιάς. Είχαν ήδη αποχαιρετιστεί. Ο Ήθαν κοιτούσε τη γυναίκα του ώσπου η βαριά ξύλινη πόρτα έκλεισε και ο ατσάλινος σύρτης ακούστηκε να μπαίνει με κρότο στη θέση του. Έκανε παγωνιά. Λίγο πιο κάτω, το φως της ημέρας μόλις άρχισε να φωτίζει έξω από το στενό πέρασμα. «Κανείς δεν πυροβολεί, εκτός κι αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή», είπε ο Ήθαν. «Η καλύτερη περίπτωση είναι να φτάσουμε κάτω στην πόλη χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Μόλις αποκαλυφθεί η παρουσία μας, θα μας πάρουν όλα στο κυνήγι». Η Κέιτ μπήκε μπροστά και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του περάσματος. Στο μυαλό του Ήθαν ξαναζωντάνεψε η εικόνα της γυναίκας και του γιου του, την ώρα που η πόρτα έκλεινε ανάμεσά τους. Ήταν άραγε η τελευταία φορά που σας είδα; Ξέρετε πόσο σας αγαπώ; Στάθηκαν στην άκρη της προεξοχής, κοιτώντας την κοιλάδα. Είχε ξημερώσει πια. Από την πόλη που αναπαυόταν τριακόσια μέτρα κάτω από τα πόδια τους, δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Το φως του ήλιου αναζωογονούσε το πρόσωπο του Ήθαν. «Μοιάζει σχεδόν σαν ένα όμορφο, φυσιολογικό πρωινό, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε η
Μάγκι. Η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη για να διακρίνουν κάτι συγκεκριμένο στους δρόμους της πόλης. Ο Ήθαν θυμήθηκε τα κιάλια που βρίσκονταν στο κάτω συρτάρι του γραφείου του στο αστυνομικό τμήμα. Σίγουρα θα ήταν χρήσιμα εδώ. Περπάτησε στο χείλος κοιτάζοντας τον κατακόρυφο, αστραφτερό στον πρωινό ήλιο βράχο, εκατό μέτρα κάτω. Προχώρησαν πάνω στις σανίδες κι έφτασαν στην κορυφή του απόκρημνου σημείου κατάβασης. Ο βράχος είχε αρχίσει να ζεσταίνει στον ήλιο. Κατέβαιναν κρατώντας το συρματόσκοινο και ακολουθώντας τις υποδοχές που είχαν σμιλευτεί στο βράχο. Δεν ακούγονταν πουλιά, ούτε αέρας. Μόνο οι κοφτές ανάσες τους. Στο τελείωμα της κατάβασης, εκεί που η σκιά των δέντρων σκέπαζε ακόμα το βράχο, το συρματόσκοινο ήταν κρύο σαν πάγος. Πάτησαν στο μαλακό έδαφος του δάσους. «Κέιτ, ξέρεις το δρόμο για την πόλη;» ρώτησε ο Ήθαν. «Έτσι νομίζω. Είναι περίεργο, αλλά δεν έχω ξανάρθει ποτέ εδώ την ημέρα». Μπήκε μπροστά τους μέσα στο πευκόδασος. Υπήρχαν ακόμα στερεοποιημένες μάζες χιονιού και αποτυπώματα ποδιών από την προηγούμενη νύχτα. Ακολούθησαν τα ίχνη κατεβαίνοντας την πλαγιά. Ο Ήθαν παρατηρούσε συνεχώς γύρω του τα δέντρα, αλλά δεν έβλεπε την παραμικρή κίνηση. Το δάσος έδειχνε ασάλευτο. Μετά από λίγο ακούστηκε ο καταρράκτης. Κατέβηκαν μια πλαγιά με απότομη κλίση. Έφτασαν στο χείμαρρο και στο άνοιγμα της σήραγγας. Τα όντα που είχε σκοτώσει το προηγούμενο βράδυ ο Ήθαν, κείτονταν στο νερό και την όχθη. Ένιωσε σταγόνες στο πρόσωπό του. Κοίταξε προς τα πάνω και είδε έναν μικρό καταρράκτη που έπεφτε από ένα χείλος πενήντα μέτρα πιο πάνω. Οι ηλιαχτίδες σχημάτιζαν ουράνιο τόξο έτσι όπως διαθλούνταν μέσα από τα σταγονίδια του νερού. «Θα πάμε στην πόλη μέσα από τη σήραγγα;» ρώτησε η Κέιτ. «Όχι», απάντησε ο Ήθαν. «Ας έχουμε τουλάχιστον αρκετό χώρο για να μπορούμε να τρέξουμε». Τετρακόσια μέτρα παραπέρα, έφτασαν σε επίπεδο έδαφος. Βγήκαν από το δάσος πίσω από ένα παλιό, ετοιμόρροπο σπίτι στην ανατολική άκρη της πόλης. Ήταν το ίδιο σπίτι, συνειδητοποίησε ο Ήθαν, όπου είχε ανακαλύψει το ακρωτηριασμένο πτώμα του πράκτορα Έβανς, όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην πόλη. Σταμάτησαν στο χορταριασμένο πέρασμα δίπλα από το σπίτι. Ως τώρα, η ησυχία είχε φανεί καθησυχαστική στον Ήθαν. Τώρα όμως τον φόβιζε. Ήταν σαν να κρατούσε ο κόσμος όλος την ανάσα του, περιμένοντας κάτι να συμβεί. «Όσο κατεβαίναμε σκεφτόμουν ότι αν μπορούσαμε να βρούμε ένα αυτοκίνητο θα
φτάναμε στο άψε-σβήσε στη νότια πλευρά της πόλης χωρίς να ανησυχούμε διαρκώς μην πέσουμε σε καμιά ενέδρα», είπε ο Ήθαν. «Κέιτ, εκείνο το σαραβαλάκι μπροστά από το σπίτι σου λειτουργεί;» «Έχω να το κινήσω εδώ και χρόνια. Ας μην το διακινδυνεύσουμε καλύτερα». «Το δικό μου αυτοκίνητο λειτουργεί», είπε η Μάγκι. «Πότε το έβαλες μπρος τελευταία φορά;» «Πριν από δύο εβδομάδες. Κάποιος μου τηλεφώνησε ένα πρωί και μου είπε να οδηγήσω για λίγες ώρες μέσα στην πόλη». «Πάντα αναρωτιόμουν γιατί το έκαναν αυτό», μονολόγησε ο Χέκτερ. «Επειδή στις φυσιολογικές πόλεις οι δρόμοι δεν είναι ποτέ εντελώς άδειοι», είπε ο Ήθαν. «Άλλο ένα τέχνασμα για να μοιάζει το Γουέιγουορντ Πάινς με φυσιολογική πόλη. Πού είναι το σπίτι σου, Μάγκι;» «Στην 8η, μεταξύ 6ης και 7ης Λεωφόρου». «Μόνο έξι τετράγωνα μακριά. Πού έχεις τα κλειδιά;» «Στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας». «Είσαι σίγουρη;» «Δεν χωράει αμφιβολία». Ο Ήθαν κρυφοκοίταξε από τη γωνία του σπιτιού. Είδε πτώματα στο δρόμο, αλλά πουθενά τέρατα. «Ας καθίσουμε λίγο να πάρουμε μια ανάσα», πρότεινε. Κάθισαν όλοι κάτω, ακουμπώντας στις σάπιες σανίδες του σπιτιού. «Εσείς, Μάγκι και Χέκτορ, δεν έχετε καθόλου στρατιωτική εκπαίδευση, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ήθαν. Έγνεψαν και οι δύο αρνητικά. «Εγώ ήμουν πιλότος σε Μπλακ Χοκ», είπε ο Ήθαν. «Είδα με τα μάτια μου άγριες μάχες στη Φαλούτζα. Έχουμε έξι τετράγωνα να διασχίσουμε σε ιδιαίτερα εχθρικό έδαφος και υπάρχει σωστός τρόπος να κινηθούμε σε τέτοιες περιπτώσεις για να ελαχιστοποιήσουμε την έκθεσή μας στον εχθρό. Από τη θέση που βρισκόμαστε μπορούμε μόνο να δούμε το τετράγωνο αυτό. Όταν διασχίσουμε όμως το δρόμο, η προοπτική μας αλλάζει. Θα έχουμε καινούριες παραστάσεις. Παρόλο που έχουμε να καλύψουμε έξι τετράγωνα, θα δούμε αυτή τη διαδρομή τμηματικά. Η Μάγκι κι εγώ θα περάσουμε πρώτοι το δρόμο και θα βρούμε μια ασφαλή θέση. Θα κατοπτεύσω τη γύρω περιοχή από τη νέα, πλεονεκτικότερη θέση και μετά, όταν θα κάνω νεύμα, η Κέιτ και ο Χέκτερ θα έρθουν να μας βρουν. Κατανοητό;» Κούνησαν το κεφάλι. «Ένα μόνο πράγμα ακόμα για το πώς θα κινηθούμε. Η διάταξη αυτή λέγεται συντεταγμένη φάλαγγα. Θα είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον όσο θα τρέχουμε, αλλά ο ρυθμός θα είναι τέτοιος ώστε να είμαστε σε επιφυλακή. Αν το πεδίο είναι ελεύθερο, ο πειρασμός θα είναι να εστιάσουμε μακριά για να δούμε αν κάτι βρίσκεται εκεί. Αυτό όμως είναι λάθος. Αν δούμε τέρατα στα εκατό ή διακόσια μέτρα,
έχουμε χρόνο να αντιδράσουμε. Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να αιφνιδιαστούμε από κοντά. Να πεταχτεί ένα απ’ αυτά τα πλάσματα πίσω από ένα θάμνο ή μια γωνία και να μην έχουμε χρόνο ούτε να σηκώσουμε το όπλο μας. Γι’ αυτό ελέγχουμε τις κοντινές ζώνες κινδύνου. Αυτό είναι η πρώτη μας προτεραιότητα. Αν περάσετε κοντά από ένα θάμνο χωρίς να βλέπετε τι είναι πίσω του, έχετε το νου σας σ’ αυτόν το θάμνο. Συνεννοηθήκαμε;» Το όπλο της Μάγκι άρχισε να τρέμει καθώς το κρατούσε. Ο Ήθαν της έπιασε το χέρι. «Θα τα καταφέρεις μια χαρά». Εκείνη στράφηκε από την άλλη κι έκανε εμετό στα χόρτα. Η Κέιτ τη χτύπησε τρυφερά στην πλάτη. «Εντάξει, καλή μου», της ψιθύρισε. «Είναι φυσιολογικό να φοβάσαι. Καλά κάνεις και φοβάσαι. Έτσι θα είσαι πιο προσεκτική». Ο Ήθαν συνειδητοποίησε πόσο απροετοίμαστη ήταν αυτή η γυναίκα. Δεν είχε ποτέ εκτεθεί σε τέτοιο βαθμό τρόμου και πίεσης στη ζωή της, κι όμως κατάφερνε να καταπνίξει όλον αυτό το φόβο. Η Μάγκι σκούπισε το στόμα της και πήρε βαθιές ανάσες. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε ο Ήθαν. «Δεν μπορώ να το κάνω. Νόμιζα ότι μπορούσα αλλά δεν…» «Είμαι σίγουρος ότι μπορείς». «Όχι. Ίσως θα έπρεπε να γυρίσω πίσω». «Σε χρειαζόμαστε, Μάγκι. Σε χρειάζονται οι άνθρωποι που έμειναν πίσω στη σπηλιά». Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. «Θα είσαι μαζί μου», συνέχισε ο Ήθαν, «και θα προχωρήσουμε βήμα-βήμα». «Εντάξει». «Μπορείς να το κάνεις». «Είναι που χρειάζομαι λίγο χρόνο». Το είχε δει αυτό να συμβαίνει στον πόλεμο. Παράλυση την ώρα της μάχης. Συνέβαινε όταν ο τρόμος από την ασταμάτητη βία και τη διαρκή απειλή του θανάτου εξουθένωνε το στρατιώτη. Στο Ιράκ, ο χειρότερος εφιάλτης ήταν η σφαίρα του ελεύθερου σκοπευτή ή ο αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός. Αλλά ακόμα και τις χειρότερες ημέρες στους δρόμους της Φαλούτζα, δεν υπήρχε κάτι που σκόπευε να σε φάει ζωντανό. Της άπλωσε το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Έτοιμη;» «Έτσι νομίζω». Έδειξε απέναντι στο δρόμο. «Θα περάσουμε να πάμε μέχρι αυτό το σπίτι στη γωνία. Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο». «Εντάξει». «Θα δεις πτώματα στο δρόμο. Σε προειδοποιώ. Αγνόησέ τα. Μην τα κοιτάς καν».
«Τις επικίνδυνες περιοχές μόνο», είπε η Μάγκι προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Έτσι μπράβο! Μείνε κοντά μου». Πήρε το τουφέκι του. Ένιωσε πεταλούδες στο στομάχι του. Αυτό τον πανάρχαιο οικείο φόβο. Πέντε βήματα πέρα από το πλάι του σπιτιού, τα πτώματα φαίνονταν πεντακάθαρα. Και δεν μπορούσες να μην τα κοιτάξεις. Μέτρησε επτά –τα δύο, παιδιά– κατακρεουργημένα. Η Μάγκι ακολουθούσε. Άκουγε τα βήματά της λίγο πιο πίσω. Βγήκαν στο δρόμο. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο από τα βήματά τους στο οδόστρωμα και τον ήχο του παντελονιού στα πόδια τους. Η 1η Λεωφόρος, πάνω και κάτω, ήταν έρημη. Διέσχισαν το δρόμο, μπήκαν στον κήπο κι επιτάχυναν μέχρι να φτάσουν στο διώροφο βικτωριανό σπίτι απέναντι. Κουβαριάστηκαν κάτω από ένα παράθυρο. Ο Ήθαν κοίταξε προφυλαγμένος από τη διπλανή γωνία. Διέτρεξε ξανά με το βλέμμα τις δύο πλευρές της 1ης Λεωφόρου. Όλα εντάξει. Κοίταξε προς την Κέιτ και τον Χέκτερ, και σήκωσε το δεξί του χέρι. Εκείνοι κινήθηκαν στην ίδια διαδρομή τρέχοντας αργά, η Κέιτ μπροστά με αυτοπεποίθηση σαν να ήξερε καλά τι έκανε, και ο Χέκτερ μερικά αμήχανα βήματα πίσω της. Ο Ήθαν κατάλαβε πότε είδαν τα πτώματα. Το πρόσωπο του Χέκτερ χαμήλωσε προς τα κάτω και η Κέιτ άνοιξε το στόμα. Δεν μπορούσαν σχεδόν να πάρουν τα μάτια τους από το μακάβριο θέαμα. Γύρισε στη Μάγκι και την εμψύχωσε. «Μια χαρά τα πήγες». Ήταν πια όλοι μαζί, όταν ο Ήθαν έδωσε τις επόμενες οδηγίες. «Ο δρόμος είναι άδειος. Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο ήσυχα, αλλά ας το εκμεταλλευτούμε. Αυτή τη φορά, όλοι μαζί. Θα βγούμε στο δρόμο και θα κινηθούμε ακριβώς στη μέση». «Γιατί ;» ρώτησε ο Χέκτερ. «Δεν είναι πιο ασφαλές να μείνουμε κοντά στα σπίτια ώστε να μην είμαστε τόσο εκτεθειμένοι;» «Οι γωνίες είναι ο φόβος μας», απάντησε ο Ήθαν. Άφησε λίγο τον Χέκτερ και την Κέιτ να πάρουν ανάσες. Σηκώθηκε. «Ποιος είναι ο επόμενος προορισμός;» ρώτησε η Κέιτ. «Υπάρχει ένα πράσινο σπίτι δύο τετράγωνα πιο κάτω στην απέναντι πλευρά του δρόμου, με θάμνους άρκευθου στη σειρά μπροστά του. Θα κρυφτούμε πίσω τους, εντάξει;» «Θέλεις να μείνω τελευταία;» «Ναι. Κάλυψέ μας δεξιά και πρόσεχε μη μας βγουν από το πλάι». Ήταν ένα απατηλά ειρηνικό πρωινό στην 8η Οδό. Έτρεχαν με αργό ρυθμό στη μέση του δρόμου, περνώντας από πολύχρωμα βικτωριανά σπίτια με άσπρους ξύλινους φράχτες που άστραφταν στον πρωινό ήλιο. Το στομάχι του Ήθαν πονούσε από την πείνα. Δεν θυμόταν πότε είχε φάει τελευταία φορά. Εξέταζε πότε τα σπίτια της αριστερής πλευράς και πότε το δρόμο. Οι πλαϊνοί
κήποι ήταν αυτό που τον έκανε περισσότερο ανήσυχο. Σαν στενά φαράγγια ανάμεσα στα σπίτια, που έβγαζαν σε πίσω αυλές, αθέατες. Έφτασαν στην πρώτη διασταύρωση. Περίεργο. Περίμενε ότι η πόλη θα ήταν γεμάτη τέρατα. Να είχαν φύγει άραγε; Έκαναν μόνο μια νυχτερινή επιδρομή και μετά έφυγαν προς την ύπαιθρο από τον ίδιο δρόμο που ήρθαν – την πύλη του Πίλτσερ; Τα πράγματα θα απλουστεύονταν γι’ αυτούς αν μπορούσε να αποκτήσει τον έλεγχο του φράχτη κι έκλεινε έξω τα τέρατα. Η πράσινη μονοκατοικία βρισκόταν μόλις δύο σπίτια πιο πέρα. Σταθεροποίησε το βήμα του και κατευθύνθηκε προς τον μπροστινό κήπο. Ξαφνικά η Κέιτ άρχισε να τρέχει σχεδόν δίπλα του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε λαχανιασμένος. «Πιο γρήγορα», είπε με κομμένη την ανάσα. «Τρέξτε». Έστριψαν στην αυλή και διέσχισαν τρεχάτοι το χορτάρι, ελέγχοντας τα νώτα τους. Έφτασαν στους θάμνους του άρκευθου και χώθηκαν πίσω από τα κλαδιά. Κούρνιασαν στη σκιά ανάμεσα στους θάμνους και το σπίτι. Ξέπνοοι όλοι. «Τι συνέβη, Κέιτ;» τη ρώτησε ο Ήθαν. «Είδα ένα απ’ αυτά». «Πού;» «Μέσα σε ένα από τα σπίτια που περάσαμε». «Μέσα;» «Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω». «Πιστεύεις ότι μας είδε;» «Δεν ξέρω». Ο Ήθαν ανασηκώθηκε αργά στα γόνατα και κρυφοκοίταξε μέσα από τα κλαδιά. «Σκύψε, θα σε δουν», του είπε η Κέιτ χαμηλόφωνα. «Πρέπει να το τσεκάρω. Ποιο σπίτι ήταν;» «Το καφέ με την κίτρινη ρίγα. Έχει κούνια στη βεράντα και δύο αγαλματάκια νάνων στον κήπο». Το είδε. Η πόρτα της σήτας έκλεισε και άκουσε το ξύλο να χτυπάει στο κούφωμα. Αλλά δεν είδε το πλάσμα. Χαμήλωσε πάλι πίσω από τους θάμνους. «Είναι έξω», είπε. «Η πόρτα της σήτας μόλις έκλεισε. Δεν ξέρω πού βρίσκεται». «Μπορεί να έρχεται από την πίσω μεριά», είπε η Κέιτ. «Να έρχεται φροντίζοντας να μένει κρυμμένο στο πλάι. Πόσο έξυπνα είναι αυτά τα πράγματα;» «Τρομακτικά». «Ξέρεις με ποιον τρόπο κυνηγάνε; Ποιες αισθήσεις τους χρησιμοποιούν κυρίως;» «Δεν έχω ιδέα». «Άκουσα κάτι!» πετάχτηκε η Μάγκι. Όλοι κράτησαν την ανάσα τους. Ήταν ένας χτύπος σαν γρατσούνισμα. Ο Ήθαν ανασηκώθηκε ίσα για να κοιτάξει πάλι μέσα από το θάμνο. Το ανθρωπόζωο περπατούσε όρθιο στο πεζοδρόμιο και κατευθυνόταν προς το σπίτι. Ο ήχος
προερχόταν από τις οπλές και τα νύχια του στο πλακόστρωτο. Ένα μεγαλόσωμο αρσενικό. Κάπου εκατό κιλά. Είχε φάει πρόσφατα. Δεν φαινόταν σχεδόν η παλλόμενη καρδιά του από το ξεραμένο αίμα και τα υπολείμματα τροφής που ξεραίνονταν πάνω στο στήθος του λες και φορούσε λερωμένη σαλιάρα. Στο ύψος της βεράντας σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι. Ο Ήθαν κρύφτηκε ξανά. Έβαλε το δάχτυλο στο στόμα κι έγειρε για να μπορεί να ψιθυρίσει στο αυτί της Κέιτ. «Είναι στη βεράντα, ούτε επτά μέτρα μακριά. Ίσως χρειαστεί να το κανονίσουμε». Σηκώθηκε στα γόνατα, σήκωσε το τουφέκι και κοίταξε πάνω από το θάμνο. Έβαλες σφαίρα στη θαλάμη; Φυσικά και έβαλα. Χθες βράδυ φουλάρισα το γεμιστήρα. Το πλάσμα δεν φαινόταν πουθενά, αλλά η μυρωδιά του μαρτυρούσε την παρουσία του. Κάπου κοντά. Πετάχτηκε ξαφνικά ουρλιάζοντας από την άλλη πλευρά του θάμνου, με τα δόντια γυμνωμένα και τα μάτια σαν ολοστρόγγυλα υγρά μαύρα βότσαλα. Ο κρότος του πυροβολισμού ήταν εκκωφαντικός και παρά το τεράστιο μέγεθος του πλάσματος, η ορμή της σφαίρας το έριξε ανάσκελα στο γρασίδι ανοίγοντας μια τεράστια πληγή στο στήθος, απ’ όπου ανάβλυζε σαν γκέιζερ μέσα από το διάφανο δέρμα του το σκουρόχρωμο αίμα. Η Κέιτ είχε ήδη σηκωθεί όρθια. Ο Χέκτερ και η Μάγκι είχαν μείνει σαν μαρμαρωμένοι πίσω από το θάμνο. «Πρέπει να φύγουμε», είπε ο Ήθαν βγαίνοντας σκυφτός από το θάμνο. Το ανθρωπόζωο ήταν ακόμα ζωντανό. Αγκομαχούσε στην προσπάθειά του να κλείσει με τα χέρια την τεράστια τρύπα στο στήθος του που την έβλεπε παραξενεμένο να ματώνει ασταμάτητα. Άπλωσε το χέρι να γραπώσει τον Ήθαν καθώς περνούσε κοντά του, κι ένα νύχι του σκάλωσε στο ρεβέρ του τζιν παντελονιού, σκίζοντας το ύφασμα σαν χαρτί. Η Κέιτ τον ακολούθησε τρεχάτη, ο Χέκτερ και η Μάγκι λίγο πιο αργά. «Γρήγορα!» τους φώναξε. Έτρεξαν στο δρόμο. Ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο του Ήθαν και κατέληγε στα μάτια του, προκαλώντας του ανυπόφορο τσούξιμο από το αλάτι. Διέσχισαν την επόμενη διασταύρωση. Τίποτα δεν ερχόταν. Κοίταξε πάλι πίσω του την 8η. Η Μάγκι και ο Χέκτερ έτρεχαν πανικόβλητοι πίσω τους, αλλά απ’ ό,τι έβλεπε τίποτα δεν τους ακολουθούσε. Στη δεξιά πλευρά τους βρισκόταν το σχολείο που καταλάμβανε ολόκληρο το τετράγωνο. Πίσω από τα κάγκελα φαινόταν η παιδική χαρά του προαυλίου. Τραμπάλες, κούνιες, τσουλήθρες κι ένα γύρω-γύρω όλοι. Ένα γατόδεντρο** και μια μπασκέτα. Από πίσω φαινόταν ο τοίχος του σχολείου με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα. «Θεέ μου!» αναφώνησε η Μάγκι.
Ο Ήθαν την είδε που σταμάτησε στη μέση του δρόμου κι έμεινε να κοιτάζει το σχολείο. Έτρεξε κοντά της. «Πρέπει να συνεχίσουμε». Του έδειξε με το δάχτυλο. Μια πόρτα στο πλάι του κτιρίου ήταν ανοιχτή κι ένας άντρας στεκόταν στο κατώφλι κουνώντας τους το χέρι. «Τι κάνουμε;» ρώτησε η Μάγκι. Τι κάνουμε; Μια απόφαση απ’ αυτές που μπορεί να σταθούν καθοριστικές. Ο Ήθαν σκαρφάλωσε τα κάγκελα της περίφραξης κι έτρεξε κατά μήκος της σχολικής αυλής, περνώντας το σκάμμα και το μονόζυγο στη σκιά μιας πελώριας λεύκας που είχε σκορπίσει τα κίτρινα φύλλα της στο έδαφος. Ο άντρας που στεκόταν στην πόρτα ήταν ο Σπιτς, ο ταχυδρόμος του Γουέιγουορντ Πάινς, μια ευφάνταστη θέση εργασίας για μια πόλη που δεν είχε καμία ανάγκη αλληλογραφίας. Παρ’ όλα αυτά διέσχιζε τους δρόμους της πόλης αρκετές φορές την εβδομάδα, γεμίζοντας τα γραμματοκιβώτια των κατοίκων με άχρηστα διαφημιστικά, ψεύτικες ειδοποιήσεις από την εφορία και κάτι τέτοιες ανοησίες. Ήταν ένας ρωμαλέος άντρας με απίστευτα μακριά γενειάδα και με παράδοξα φαρδιά λεκάνη για κάποιον που περπατάει σε όλη του τη ζωή. Τώρα φορούσε ένα κομματιασμένο μαύρο φανελάκι κι ένα κιλτ –τη φορεσιά που διάλεξε για τη δημόσια γιορτή της εκτέλεσης– και είχε το αριστερό του χέρι τυλιγμένο σε ένα κομμάτι ματωμένο ύφασμα. Είχε ένα άσχημο κόψιμο στο μάγουλο, κι ένα κομμάτι σάρκας κρεμόταν από το δεξί του πόδι. «Γεια σου, σερίφη», του είπε. «Δεν περίμενα να σε δω». «Ούτε εγώ. Φαίνεσαι χάλια». «Μόνο μια πληγή είναι», είπε χαμογελώντας. «Νομίζαμε ότι τα άλλα γκρουπ είχαν εξολοθρευτεί». «Καταφέραμε να βγούμε από τις σήραγγες και φτάσαμε πάνω στη σπηλιά». «Πόσοι είστε;» «Ενενήντα έξι». «Εγώ έχω ογδόντα τρία κεφάλια κάτω στο υπόγειο του σχολείου». «Και ο Χάρολντ;» ρώτησε η Κέιτ. Ο Σπιτς κούνησε το κεφάλι. «Λυπάμαι». «Νομίζαμε πως όλοι οι άλλοι είχαν σκοτωθεί», είπε ο Χέκτερ. «Μας επιτέθηκαν όταν κατευθυνόμασταν στις σήραγγες. Χάσαμε καμιά τριανταριά κοντά στο ποτάμι. Ήταν βάρβαρο. Όπως βλέπετε μπλέχτηκα κι εγώ σε έναν καβγά με ένα απ’ αυτά τα γαμιόλικα. Χρειάστηκαν πέντε από εμάς για να το εξολοθρεύσουμε, κι αν κάποιος δεν κουβαλούσε μπαλτά θα μας είχε σκοτώσει όλους. Άκουσα τον πυροβολισμό πριν από λίγο. Αυτό με έκανε να βγω». «Μας επιτέθηκε ένα, λίγο πιο πάνω στο τετράγωνο», είπε ο Ήθαν. «Πιστεύαμε πως είχαν φύγει όλα ξανά στο δάσος». «Α μπα. Η πόλη είναι ακόμα γεμάτη από δαύτα. Κάνω επιδρομές στα κοντινά σπίτια. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που κρύβονται στα σπίτια τους. Έσωσα την
Γκρέισι και την Τζέσικα Τέρνερ λίγο πριν ξημερώσει. Ο Τζιμ τις είχε κρύψει μέσα στην ντουλάπα και την είχε καρφώσει. Μήπως είναι μαζί σας;» «Τον είδα χθες βράδυ», απάντησε ο Ήθαν. «Δεν τα κατάφερε». «Κρίμα». «Πώς είστε εσείς;» ρώτησε η Μάγκι. «Τρεις πέθαναν από τα τραύματα χθες το βράδυ. Δύο είναι σε κακό χάλι. Μάλλον δεν θα βγάλουν τη μέρα. Αρκετοί από εμάς έχουμε βαθιές γρατσουνιές. Και όλοι είμαστε φρικαρισμένοι. Χωρίς φαγητό και μόνο με λίγο νερό από τις βρύσες. Είχαμε ένα δάσκαλο στην ομάδα μας. Αν δεν είχε προτείνει να έρθουμε εδώ, θα ήμαστε όλοι σκοτωμένοι. Χωρίς αμφιβολία. Χθες βράδυ έγινε πραγματικός πόλεμος». «Πόσο ασφαλές είναι το υπόγειο;» «Τα κουτσοκαταφέρνουμε. Είμαστε αμπαρωμένοι πίσω από μια διπλή πόρτα στην αίθουσα μουσικής. Χωρίς παράθυρα και με μόνο μία είσοδο κι έξοδο. Στήσαμε φράγματα. Δεν λέω ότι είναι αδύνατον να μπουν, αλλά τα καταφέρνουμε για την ώρα». Μια κραυγή ακούστηκε μερικά τετράγωνα παραπέρα. «Δεν μπαίνετε μέσα, λέω εγώ;» πετάχτηκε ανήσυχος ο Σπιτς. «Απ’ ό,τι ακούω, αυτό που ξεκάνατε είχε και παρέα». Ο Ήθαν κοίταξε την Κέιτ και μετά πάλι τον Σπιτς. «Πάω στο βουνό», είπε. «Για τον Πίλτσερ». «Αν έχετε τραυματίες, ίσως μπορώ να βοηθήσω», πετάχτηκε η Μάγκι. «Στην παλιά μου ζωή σπούδαζα να γίνω νοσοκόμα». «Καλοδεχούμενη η βοήθειά σου», είπε ο Σπιτς. Μια δεύτερη κραυγή ακούστηκε, λες κι απαντούσε στην πρώτη. «Έχετε καθόλου όπλα;» ρώτησε ο Ήθαν. «Έναν μπαλτά». Τζίφος. Έπρεπε να τους αφήσει με κάποιον που μπορούσε να χειριστεί πυροβόλο όπλο. Αυτή η ομάδα χρειαζόταν προστασία μεγαλύτερη από μια λεπίδα. «Κέιτ, μείνε κι εσύ μαζί τους». «Μα με χρειάζεσαι». «Ναι, αλλά αν πάμε και οι δύο και σκοτωθούμε, τι θα γίνει; Τουλάχιστον έτσι είσαι εσύ το εναλλακτικό σχέδιο, αν εγώ δεν τα καταφέρω. Και στο μεταξύ θα προστατέψεις αυτούς τους ανθρώπους». «Επομένως, Ήθαν, φαίνεται ότι μείναμε εσύ κι εγώ τελικά». Ο Χέκτερ δεν έδειχνε να έχει χωνέψει αυτή την ιδέα. «Θα σε ξαναδούμε, σερίφη;» ρώτησε ο Σπιτς. «Ας το ελπίσουμε». Έπιασε το χέρι της Μάγκι. «Στο κομοδίνο, είπαμε;» «Ναι. Ανέβα πάνω, δεξιά από τη σκάλα, στην πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου». «Το σπίτι είναι κλειδωμένο;» «Όχι».
«Ποιο είναι;» «Το ροζ με τη λευκή φάσα. Με το στεφάνι στην πόρτα». Η Μάγκι και ο Σπιτς μπήκαν μέσα. Την ώρα που ο Ήθαν έστρεφε να φύγει, η Κέιτ τον έπιασε. Αισθάνθηκε τα χέρια της κρύα στο σβέρκο του. Τον τράβηξε κοντά της επίμονα ώσπου τα χείλη τους ενώθηκαν. Τον φιλούσε, κι αυτός αφηνόταν. «Πρόσεχε», του είπε κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σχολείου. Ο Ήθαν κοίταξε τον Χέκτερ. Τα ανθρωπόζωα ακούγονταν να ουρλιάζουν. «Δύο τετράγωνα», του είπε. «Μπορούμε να τα καταφέρουμε». Διέσχισαν τρέχοντας το προαύλιο του σχολείου, ανάμεσα από τα τραπέζια του κυλικείου, και πέρασαν μέσα από το γήπεδο για να φτάσουν στα κάγκελα. Ο Ήθαν κοίταξε προς τα πίσω στο δρόμο και είδε κίνηση – χλωμές φιγούρες να περπατούν στα τέσσερα. Με το τουφέκι περασμένο στον ώμο, σκαρφάλωσαν τα κάγκελα και πήδηξαν απέξω. Έφτασαν στη διασταύρωση. Δεξιά δεν υπήρχε ψυχή. Αριστερά κινούνταν τέσσερα πλάσματα, αλλά αρκετά τετράγωνα μακριά. Στα μισά του επόμενου τετραγώνου, ένα απ’ αυτά πετάχτηκε μέσα από το τζάμι ενός παραθύρου κι επιτέθηκε στον Ήθαν. «Τρέχα!» φώναξε στον Χέκτερ ενώ ο ίδιος σταμάτησε, γύρισε και όπλισε το τουφέκι. Πέτυχε το τέρας κατακέφαλα τη στιγμή που ο Χέκτερ τον προσπερνούσε τρέχοντας. Τον ακολούθησε και όταν πια πλησίαζαν το τετράγωνο της Μάγκι, συνειδητοποίησε ότι δεν την είχε ρωτήσει για το αυτοκίνητό της. Υπήρχαν πολλά σ’ αυτό το τετράγωνο, και μάλιστα δύο απ’ αυτά ήταν παρκαρισμένα στην εσοχή μπροστά από το σπίτι της. Τέρατα ξεπρόβαλαν μπροστά τους και άρχισαν να κατευθύνονται προς το μέρος τους από τη Μέιν Στριτ, ένα τετράγωνο πιο πέρα, ενώ με μια ματιά που πρόλαβε να ρίξει πίσω, είδε άλλα έξι πλάσματα, δύο γωνίες πίσω, κοντά στο σχολείο. Οι δυο τους έτρεξαν τα τελευταία μέτρα μέσα από τον κήπο της Μάγκι. Ανέβηκαν τα μπροστινά σκαλιά στη βεράντα και άνοιξαν την πόρτα της σήτας. Τα τέρατα τους ακολουθούσαν κατά πόδας ουρλιάζοντας. Ο Χέκτερ άρχισε να τρέμει. Ο Ήθαν έπιασε το πόμολο της πόρτας, το γύρισε και μπήκε μέσα. «Κλείδωσε την πόρτα!» φώναξε στον Χέκτερ μόλις κουτρουβάλησε κι εκείνος μέσα. «Στάσου στη μέση της σκάλας και πυροβόλησε όποιο σκατόπραμα μπουκάρει μέσα». «Πού πας;» «Να βρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου». Ανέβηκε τα σκαλιά δυο-δυο. Οι στριγκλιές διαπερνούσαν τους τοίχους του σπιτιού. Στο κεφαλόσκαλο έστριψε δεξιά κι έτρεξε προς την κλειστή πόρτα στο βάθος. Χωρίς να σταματήσει έπεσε πάνω της και την άνοιξε διάπλατα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι κίτρινοι με άσπρη διαχωριστική διακοσμητική σανίδα στο ταβάνι. Απαλές, τραβηγμένες κουρτίνες. Ένα μπουρνούζι αφημένο στην πλάτη μιας καρέκλας. Ένα μεγάλο κρεβάτι με πολλά μαξιλάρια, στρωμένο και τακτοποιημένο. Στο κομοδίνο, μια στοίβα βιβλία της Τζέιν Ώστιν και μια υποδοχή για να καίνε
αρωματικά. Ο κρύος αέρας του δωματίου ακόμα απέπνεε τη μυρωδιά του αρωματικού καπνού. Το καταφύγιο της Μάγκι. Έτρεξε στο κομοδίνο κι άνοιξε το συρτάρι. Στο ισόγειο ακούστηκε ήχος γυαλιού που σπάει. Ξύλο που διαλύεται. Γρύλισμα. Ο Χέκτερ φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε καθώς ο Ήθαν έχωνε το χέρι στο συρτάρι κι αισθάνθηκε τα ακροδάχτυλά του να αγγίζουν τα κλειδιά. Ένας πυροβολισμός. Μετά, κραυγές. Ο Χέκτερ να φωνάζει «Θεέ μου!» Το όπλο ακούστηκε να οπλίζει ξανά. Κι άλλος πυροβολισμός. Κι άλλη όπλιση. Ο κάλυκας κατρακύλησε στις σκάλες. Ο Ήθαν έχωσε τα κλειδιά στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού του και κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα έξω. Μια κραυγή. Του Χέκτερ. Δεν ακούστηκε άλλος πυροβολισμός. Οι σόλες των παπουτσιών του γλίστρησαν πάνω στις σανίδες καθώς έτρεχε να φτάσει στην κορυφή της σκάλας. Αίμα παντού. Τρία τέρατα πάνω από τον Χέκτερ. Το ένα να ξεσκίζει το δεξί πόδι, το άλλο να ξεκολλάει τους μυς του χεριού και το τρίτο να μασουλάει ήδη μέσα από μια τρύπα στο στομάχι. Εκείνος έσκουζε σπαρακτικά πασχίζοντας να χτυπήσει με το ελεύθερο χέρι το κρανίο εκείνου που του έτρωγε τα σωθικά. Ο Ήθαν σήκωσε το όπλο. Η πρώτη σφαίρα αποκεφάλισε το τέρας που ήταν γερμένο πάνω στο στομάχι του Χέκτερ. Η δεύτερη πέτυχε το άλλο, καθώς έστρεφε απορημένο. Το τρίτο όμως είχε ήδη αρχίσει να κινείται εναντίον του με προτεταμένα τα νύχια. Δευτερόλεπτα πριν τον γραπώσει, κατάφερε τελικά να οπλίσει ξανά το Μόσμπεργκ και να πυροβολήσει. Το τέρας κατρακύλησε στις σκάλες κι έπεσε πάνω σε δύο άλλα που μόλις είχαν μπουκάρει από την πόρτα. Άλλαξε γεμιστήρα και στάθηκε στην κορυφή της σκάλας για μια στιγμή, προσπαθώντας να σκεφτεί ποια έπρεπε να είναι η επόμενη κίνησή του· να καταπνίξει τον πανικό και την αναπόφευκτη αίσθηση ότι όλα είχαν πάει κατά διαόλου. Το αριστερό του χέρι ήταν τόσο πονεμένο από το κλότσημα του όπλου, που αναρωτιόταν αν μπορούσε να αντέξει το μαρτύριο να ακουμπήσει ξανά το κοντάκι στον ώμο. Τα δύο ανθρωπόζωα σύρθηκαν κάτω από το πυροβολημένο που είχε πέσει πάνω τους και όρμησαν καταπάνω του. Τα πυροβόλησε και τα δύο καθώς ανέβαιναν τη σκάλα. Μια θολούρα καπνού ξεχύθηκε στο σπίτι και για λίγο ο μόνος ήχος ήταν ένας συριγμός από τη μηριαία αρτηρία του Χέκτερ, που εκτόξευε κόκκινους πίδακες μπροστά από την είσοδο. Τα σκαλιά ήταν γλιστερά, βουτηγμένα στο αίμα. Ο Χέκτερ βογκούσε τρέμοντας σύγκορμος. Κρατούσε τα σωθικά του στα χέρια με ένα ύφος φρικιαστικής απορίας. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Είχε γίνει κάτωχρος, και παγωμένος ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του. Είχε όψη νεκρού, κάτι που μάλλον προεξοφλούσε τι θα συνέβαινε. Κοίταξε τον Ήθαν όπως θα κοιτούσε ένας ετοιμοθάνατος στρατιώτης τον διπλανό
του που σώθηκε. Με φόβο και δυσπιστία. Θεέ μου, πες μου ότι δεν μου συμβαίνει αυτό. Η μπροστινή πόρτα είχε κρεμάσει από τα στηρίγματά της και μέσα από τα κενά είδε κι άλλα τέρατα να συνωστίζονται στην μπροστινή αυλή. Σίγουρα αυτά θα έτρωγαν τον Χέκτερ καθώς θα ξεψυχούσε. Ο Ήθαν έβγαλε το πιστόλι και το απασφάλισε. Χωρίς να ξέρει αν έλεγε την αλήθεια, του είπε: «Πας κάπου καλύτερα από εδώ». Ο Χέκτερ τον κοιτούσε. Έπρεπε να αφήσω εσένα να πας για τα κλειδιά. Τον πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια. Όταν τα τέρατα μπήκαν από τη διαλυμένη πόρτα, ο Ήθαν ήδη έτρεχε στο διάδρομο του πάνω ορόφου. Μπήκε στη δεύτερη πόρτα δεξιά. Την έκλεισε αθόρυβα πίσω του και γύρισε τη μικρή ασφάλεια που σίγουρα δεν θα μπορούσε να κρατήσει τίποτα έξω. Στο δωμάτιο υπήρχε μια ντουσιέρα μπροστά από ένα παράθυρο με τζάμι αμμοβολής. Μόλις την πλησίασε άκουσε τα τέρατα στον κάτω όροφο. Έτρωγαν. Ακούμπησε το τουφέκι δίπλα στο σιφόνι και μπήκε στην ντουσιέρα. Ξεμαντάλωσε το γάντζο του παραθύρου. Το σήκωσε εξήντα πόντους από το περβάζι. Ήταν στενό. Πάτησε στο σκαλί της ντουσιέρας και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είδε μια μικρή πίσω αυλή, με κάγκελα γύρω-γύρω. Ήταν άδεια. Η σκάλα ακούστηκε να τρίζει, σημάδι ότι ανέβαιναν. Στο διάδρομο του ορόφου ακούστηκε ένας πάταγος, σαν κάτι να προσέκρουσε με μεγάλη δύναμη σε μία από τις πόρτες. Γύρισε και πήρε το όπλο, τη στιγμή που μια στριγκλιά ακούστηκε έξω από την πόρτα. Κάτι κοπάνησε πάνω της και το ξύλο άρχισε να ανοίγει στη μέση. Όπλισε κι έριξε στο κέντρο της πόρτας. Κάτι ακούστηκε να εκσφενδονίζεται στον απέναντι τοίχο του διαδρόμου. Η πόρτα είχε τώρα μια τρύπα στο κέντρο, και αίμα απλωνόταν από κάτω, στα πλακάκια. Ανέβηκε πάλι στο σκαλάκι της ντουσιέρας. Ακούμπησε το όπλο στην οροφή απέξω και βγήκε στριμωχτά από το παράθυρο. Ένα ακόμα πλάσμα έπεσε με πάταγο πάνω στην πόρτα. Γονατίζοντας στο περβάζι, ο Ήθαν τροφοδότησε με άλλες οκτώ σφαίρες το όπλο και το πέρασε στον ώμο. Έκλεισε το παράθυρο πίσω του κι άρχισε να κατεβαίνει με προσεκτικά βήματα ως την άκρη της στέγης. Ήταν τριάμισι μέτρα ψηλά, πάνω από την πίσω αυλή. Έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλησε. Κρεμάστηκε από την υδρορροή, κι έτσι το ύψος μειώθηκε στο ενάμισι μέτρο. Έπεσε βαριά κάτω, με τα πόδια λυγισμένα για να απορροφήσει τους κραδασμούς της πτώσης. Κύλησε στο έδαφος και αμέσως σηκώθηκε όρθιος. Από το τζάμι της πίσω πόρτας έβλεπε φιγούρες να τρέχουν μέσα στο σπίτι. Έτρεξε γύρω από τον τοίχο του σπιτιού. Οι μύες του, τα κόκαλα και κάθε ίνα του σώματός του ήταν σε υπερδιέγερση. Ο φράχτης του κήπου ήταν φτιαγμένος από σκεβρωμένες σανίδες του ενάμισι
μέτρου, και μια πόρτα οδηγούσε στην πλαϊνή πλευρά του κήπου. Κοίταξε πάνω από τα ξύλα και δεν είδε πουθενά ανθρωπόζωα. Σήκωσε το μάνταλο και άνοιξε την πόρτα όσο χρειαζόταν για να γλιστρήσει έξω. Από τον δεύτερο όροφο ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει. Έτρεξε κατά μήκος του σπιτιού κι επιβράδυνε καθώς πλησίασε την μπροστινή πλευρά του κήπου. Για την ώρα, ο κήπος ήταν άδειος. Κοίταξε τα δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα στην εσοχή μπροστά από το σπίτι της Μάγκι. Ένα παλιό τζιπ Σι-Τζέι 5 με υφασμάτινη οροφή και μια άσπρη Μπιούικ στέισον βάγκον που έδειχνε προϊστορική. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του. Το μπρελόκ είχε περασμένα τρία. Χωρίς ετικέτες. Κάπου από πάνω του ακούστηκε ένα γρατσούνισμα που θα μπορούσε να είναι νύχια πάνω στη στέγη. Έτρεξε αμέσως έξω. Στα μισά κοίταξε πίσω και είδε ένα από τα τέρατα να γέρνει πάνω από το υπόστεγο της βεράντας. Μόλις πήδηξε στο έδαφος ρίχτηκε καταπάνω του. Ο Ήθαν σταμάτησε στο πεζοδρόμιο, σημάδεψε με το όπλο και του τρύπησε το στέρνο με μία σφαίρα. Στριγκλιές ξεσηκώθηκαν μέσα στο σπίτι. Πρόσεξε ότι το πιο κοντινό αμάξι ήταν το στέισον βάγκον. Πενήντα-πενήντα οι πιθανότητες να είναι αυτό το αμάξι της Μάγκι. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπουκάρισε μέσα, κλείνοντάς την πίσω του. Στριμώχτηκε πίσω από το τιμόνι κι έβαλε το πρώτο κλειδί στη μίζα. Τίποτα. Έλα! Το δεύτερο κλειδί γλίστρησε μέσα εύκολα, αλλά δεν γυρνούσε. Ένα ανθρωπόζωο βγήκε βολίδα από την μπροστινή πόρτα του σπιτιού της Μάγκι. Το τρίτο κλειδί. Τέσσερα ακόμα εμφανίστηκαν πίσω του, τα δύο από τα οποία έτρεξαν πάνω στο γρασίδι προς τον νεκρό σύντροφό τους. Το τρίτο κλειδί δεν έμπαινε καν στη σχισμή. Να πάρει ο διάολος! Έσκυψε κάτω από το τιμόνι κι έγινε ένα με το δάπεδο του αυτοκινήτου. Δεν έβλεπε τίποτε, αλλά άκουγε τις φωνές τους στον κήπο. Θα κοιτάξουν μέσα και θα σε δουν. Τι περιμένεις; Φύγε όσο είναι καιρός! Άπλωσε το χέρι και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Η πόρτα έτριξε λίγο, ανοίγοντας. Γλίστρησε αργά πάνω στο οδόστρωμα, μένοντας σκυφτός και κοντά στο αμάξι, αθέατος απ’ όποιον βρισκόταν στο σπίτι. Στο δρόμο δεν υπήρχαν άλλα τέρατα. Ανασηκώθηκε ελάχιστα για να ελέγξει μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου. Μέτρησε έξι στον μπροστινό κήπο. Δύο ακόμα φαίνονταν από την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού να τρώνε τα απομεινάρια του Χέκτερ. Το τζιπ ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα πίσω από το στέισον βάγκον. Άρπαξε το όπλο από το κάθισμα και σύρθηκε κατά μήκος του δρόμου. Διακινδυνεύοντας να τον δουν στο ενδιάμεσο, πέρασε το κενό ανάμεσα στην Μπιούικ και το τζιπ απαρατήρητος. Ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε μέσα από τα παράθυρα του τζιπ. Μερικά από τα τέρατα είχαν επιστρέψει στο σπίτι. Ένα καθόταν ακόμα κουλουριασμένο πάνω από το πτώμα εκείνου που είχε σκοτώσει ο
Ήθαν. Φαινόταν να θρηνεί. Η πόρτα του οδηγού ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκε μέσα και άφησε το όπλο στο χώρισμα ανάμεσα στα καθίσματα. Είχε βάλει το πρώτο κλειδί όταν ακούστηκε η στριγκλιά. Τον είχαν δει. Έρχονταν τώρα προς το μέρος του. Γύρισε το κλειδί. Δεν ήταν αυτό. Άρχισε να ψάχνει για το επόμενο κλειδί, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε χρόνο. Άρπαξε το όπλο και πήδηξε έξω από το τζιπ στη μέση του δρόμου. Πέντε ανθρωπόζωα έτρεχαν καταπάνω του. Μην αστοχήσεις γιατί πέθανες! Χτύπησε το ένα μπροστά του και τα δύο αριστερά του, καθώς οπισθοχωρούσε, ενώ τα άλλα δύο πλησίαζαν. Χρειάστηκε τρεις βολές για να πετύχει το τέταρτο. Το πέμπτο, που είχε πλησιάσει πια στα τρία μέτρα, το πέτυχε με την πρώτη. Τρία ακόμα βγήκαν από το σπίτι. Με την περιφερική του όραση αντιλήφθηκε κίνηση σε όλους τους δρόμους γύρω του. Κοπάδια από ανθρωπόζωα άρχισαν να κινούνται προς την κατεύθυνσή του. Ένα γρύλισμα πίσω του τον έκανε να στραφεί. Δύο απ’ αυτά ήταν έτοιμα να του χιμήξουν, σαν πύραυλοι προς εκτόξευση, πεσμένα στα τέσσερα. Ήταν ένα μεγάλο θηλυκό κι ένα μικρότερο που δεν ζύγιζε πάνω από τριάντα πέντε κιλά. Σημάδεψε το μικρό. Το πέτυχε στα γεμάτα. Εκσφενδονίστηκε προς τα πίσω στο δρόμο. Η μητέρα σταμάτησε κι έγειρε πάνω από το μικρό της. Έβγαλε ένα αργόσυρτο ουρλιαχτό πόνου. Ο Ήθαν πέταξε το φυσίγγιο από τη θαλάμη και σημάδεψε ξανά. Τον κοιτούσε με ένα βλέμμα μίσους, που αποκάλυπτε σίγουρα νοημοσύνη κι έκανε τα μάτια της να στενεύουν. Όρμησε όρθια καταπάνω του, ουρλιάζοντας. Πάτησε τη σκανδάλη. Κλικ. Άδειο. Πέταξε κάτω το τουφέκι και χούφτωσε το πιστόλι καθώς οπισθοχωρούσε προς το τζιπ. Την έβγαλε από τη μέση τελικά με δύο πενηντάρες σφαίρες στο λαιμό. Τώρα πια τα τέρατα ήταν παντού. Κινήθηκε προς το τζιπ. Ένα δίμετρο προσγειώθηκε στην κουκούλα του αυτοκινήτου. Το πυροβόλησε κι αυτό κατά λάθος δύο φορές –το σύνδρομο της μυϊκής μνήμης– στον κορμό. Έφτασε στην πόρτα του οδηγού καθώς ένα ακόμα ξεπρόβαλλε από την πίσω μεριά. Το πυροβόλησε στο κεφάλι, σχεδόν εξ επαφής, ελάχιστα πριν προλάβουν τα νύχια του να σκίσουν το λαιμό του. Μπήκε μέσα. Δεν θυμόταν ποιο κλειδί είχε δοκιμάσει την προηγούμενη φορά, κι έτσι χρησιμοποίησε στην τύχη το πρώτο που έπιασαν τα δάχτυλά του. Ένα ακόμη ανθρωπόζωο εμφανίστηκε στο παράθυρο του συνοδηγού. Το νύχι έκοψε το πλαστικό κι ένα μακρύ, μυώδες χέρι εισχώρησε στο αμάξι. Ο Ήθαν σήκωσε το πιστόλι από την ποδιά του και το πυροβόλησε στο πρόσωπο καθώς προσπαθούσε να μπει μέσα. Το κλειδί δεν γύριζε. Καθώς προσπαθούσε να βρει το επόμενο κλειδί, μια
φρικιαστική σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Κι αν το αυτοκίνητο της Μάγκι ήταν παρκαρισμένο απέναντι από το σπίτι; Ή λίγο πιο πέρα; Έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν να το οδηγεί συχνά. Θα με φάνε ζωντανό μέσα σ’ αυτό το κωλοτζίπ. Ένα ηχηρό κόψιμο ακούστηκε πίσω του. Γύρισε και είδε ένα μαύρο νύχι να σκίζει το πλαστικό πίσω παράθυρο. Δεν είχε καλή ορατότητα μέσα από το πολυκαιρισμένο βρόμικο πλαστικό, αλλά μπορούσε να υπολογίσει πού ακριβώς βρισκόταν το τέρας, για να το πυροβολήσει. Έριξε μέσα από το παράθυρο. Αίμα απλώθηκε πάνω στο πλαστικό και ο ολισθητήρας του όπλου κλείδωσε πίσω. Άδειο. Είχε μόνο ένα γεμιστήρα και θα του έπαιρνε τουλάχιστον τριάντα δευτερόλεπτα να βγάλει το κουτί με τις σφαίρες για να τον ξαναγεμίσει. Όμως… όχι. Δεν είχε πάρει έξτρα πυρομαχικά για τον Αετό της Ερήμου. Μόνο για το Μόσμπεργκ. Τα τέρατα πλησίαζαν. Έβλεπε καμιά δεκαριά μέσα από το τζάμι και άκουγε κι άλλα να βγαίνουν από το σπίτι της Μάγκι. Έπιασε το δεύτερο κλειδί. Κοίτα να δεις που η ζωή μου κρέμεται απ’ αυτό το κλειδί. Το γλίστρησε στη μίζα. Πάτησε τέρμα το συμπλέκτη. Σε παρακαλώ! Ο κινητήρας έβηξε δυο-τρεις φορές και πήρε μπροστά. Πήρε ζωή και του έδωσε πίσω τη δική του. Κατέβασε το χειρόφρενο και μετακίνησε το λεβιέ των τριών ταχυτήτων. Έβαλε όπισθεν και πάτησε γκάζι. Το τζιπ τινάχτηκε πίσω και χτύπησε πάνω στο στέισον βάγκον καρφώνοντας ένα ανθρωπόζωο ανάμεσα στους δύο προφυλακτήρες. Έβαλε πρώτη, έκοψε όλο το τιμόνι αριστερά και σανίδωσε το γκάζι. Ο δρόμος ήταν γεμάτος ανθρωπόζωα. Αν οδηγούσε ένα αμάξι πιο βαρύ δεν θα δίσταζε στιγμή να πέφτει πάνω τους και να τα πατάει, αλλά το τζιπ ήταν ελαφρύ και με στενό σασί, εύκολο να ανατραπεί. Μάλλον δεν θα άντεχε καν μια μετωπική σύγκρουση με ένα αρσενικό μεσαίου μεγέθους. Όμως του άρεσε η αίσθηση της επιτάχυνσης. Έκανε μια αριστερή μανούβρα για να αποφύγει ένα απ’ αυτά και το τζιπ σηκώθηκε πλαγιαστά στους δύο τροχούς. Το επανέφερε, αλλά τέσσερα ακόμα κατευθύνονταν καταπάνω του απτόητα, χωρίς την πρόθεση να αλλάξουν την πορεία πρόσκρουσης που ακολουθούσαν. Έστριψε απότομα, ανέβηκε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, διαπέρασε έναν ξύλινο φράχτη τρέχοντας με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, διέσχισε τον κήπο ενός γωνιακού σπιτιού και ξαναπέρασε μέσα από το φράχτη στην άλλη πλευρά. Το τζιπ βρέθηκε ξανά στο δρόμο με ένα απότομο στρίγκλισμα των ελαστικών καθώς προσπαθούσε να επαναφέρει το τιμόνι. Ο δρόμος μπροστά ήταν άδειος και το στροφόμετρο του κινητήρα στο κόκκινο. Έβαλε δεύτερη. Τελικά είχε κότσια αυτή η σακαράκα με την κουκούλα.
Κοίταξε τον πλαϊνό καθρέφτη. Ένα κοπάδι γύρω στα τριάντα με σαράντα τέρατα τον κυνηγούσαν τρέχοντας στο δρόμο πίσω του. Οι κραυγές και τα στριγκλίσματα ακούγονταν ακόμα και πάνω από το βουητό του οκτακύλινδρου κινητήρα. Στο επόμενο τετράγωνο είχε πιάσει ήδη τα εκατό. Προσπέρασε μια παιδική χαρά όπου καμιά εικοσαριά τέρατα έτρωγαν ένα σωρό πτώματα. Πρέπει να ήταν σαράντα με πενήντα κουφάρια. Μάλλον κάποια από τις ομάδες που δεν τα κατάφεραν. Η 6η Λεωφόρος τελείωνε απότομα. Το δάσος με τα ψηλά πεύκα φαινόταν στο βάθος. Κατέβασε ταχύτητα. Είχε αφήσει πίσω τα ανθρωπόζωα τουλάχιστον μισό χιλιόμετρο. Έστριψε απότομα δεξιά στη 13η Οδό και πάτησε γκάζι ξανά. Οδήγησε για ένα τετράγωνο κατά μήκος του δάσους και μετά πέρασε το νοσοκομείο. Έσπρωξε το λεβιέ στη χαμηλή ταχύτητα κι έστριψε αργά αριστερά στο δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη. Γκάζωσε πάλι. Το Γουέιγουορντ Πάινς φαινόταν να μικραίνει στον καθρέφτη του τζιπ. Πέρασε την πινακίδα αποχαιρετισμού και αναρωτήθηκε αν μπόρεσε κανείς να φτάσει τόσο μακριά στο δάσος όταν άρχισε η εισβολή. Σχεδόν σαν απάντηση στη σκέψη του, προσπέρασε ένα Όλντσμομπιλ παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Κάθε εκατοστό γυαλιού είχε γίνει θρύψαλα και το αμάξωμα ήταν γεμάτο χτυπήματα και γρατσουνιές. Κάποιος φαίνεται είχε προσπαθήσει να βγει από την πόλη, μόνο και μόνο για να βρει το θάνατο μέσα στο δάσος. Στην πινακίδα Απότομη στροφή μπροστά, οδήγησε το αμάξι έξω από το δρόμο, μέσα στο δάσος. Συνέχισε με την ίδια ταχύτητα ανάμεσα στα δέντρα. Οι ογκόλιθοι φάνηκαν σε απόσταση. Είχε την τσέπη γεμάτη φυσίγγια καραμπίνας, χωρίς καραμπίνα. Ένα πολύ καλό πιστόλι, χωρίς σφαίρες. Όχι και οι καλύτερες προϋποθέσεις γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. Η φυσική προεξοχή που κάλυπτε την είσοδο του υπερκαταφυγίου φάνηκε εκατό μέτρα μπροστά. Έβαλε δεύτερη ταχύτητα κι έσφιξε τα χέρια πάνω στο τιμόνι. Πενήντα μέτρα. Με το πόδι να έχει σανιδώσει το πεντάλ, αισθανόταν την υψηλή θερμοκρασία του ζορισμένου κινητήρα από τους αεραγωγούς. Στα είκοσι πέντε μέτρα προετοιμάστηκε γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Η ταχύτητα παρέμενε σταθερή. Οδηγούσε με εξήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα καταπάνω σε έναν βραχώδη τοίχο. ** Γατόδεντρο: Παιχνίδι με μια μπάλα που κρέμεται δεμένη με σκοινί από ένα στύλο. Οι παίκτες χτυπούν την μπάλα προς διάφορες κατευθύνσεις και νικητής είναι όποιος τυλίξει ολόκληρο το κορδόνι γύρω από το στύλο. Σε μινιατούρα είναι αγαπημένο παιχνίδι για κατοικίδιες γάτες. (ΣτΜ)
ΤΕΡΕΖΑ ΜΠΕΡΚ Βρισκόταν στο Σιάτλ, στο παλιό τους σπίτι στη γειτονιά του Κουίν Ανν. Ολόκληρη η οικογένεια μαζί στον πίσω κήπο, ένα απ’ αυτά τα υπέροχα καλοκαιρινά βράδια, που μπορείς να δεις τα πάντα: Το ηφαίστειο Ρενιέρ, τον πορθμό του Πάτζετ και το χώρο διεξαγωγής των θαλάσσιων Ολυμπιακών Αγώνων του Σιάτλ. Τη λίμνη Γιούνιον και τη γραμμή του ορίζοντα. Όλα δροσερά και πράσινα, και το νερό να στραφταλίζει στο ηλιοβασίλεμα. Όλες οι ανυπόφορες, ατέλειωτες γκρίζες και κρύες μέρες του ψιλόβροχου ανταμείβονταν με τέτοιες νύχτες. Η ομορφιά της πόλης ήταν σχεδόν ακαταμάχητη. Ο Ήθαν στεκόταν δίπλα στην ψησταριά κι έψηνε φιλέτα σολομού σε ξύλα κέδρου ποτισμένα με κρασί. Ο Μπεν γρατσούνιζε μια ακουστική κιθάρα ξαπλωμένος στην αιώρα. Εκείνη βρισκόταν εκεί. Τα πάντα ήταν ζωντανά, το όνειρο φαινόταν να έχει απόλυτη διαύγεια. Αναρωτιόταν αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, καθώς πλησίασε τον άντρα της και ακούμπησε τα χέρια στην πλάτη του. Μπορούσε να μυρίσει τη μυρωδιά του ψημένου ψαριού, να νιώσει τις ηλιαχτίδες στο πρόσωπο. Το επιλεγμένο μπέρμπον που έπινε, της έφερνε ένα γλυκό μούδιασμα στα πόδια. «Νομίζω πως είναι έτοιμα», είπε εκείνη. Την ώρα που το έλεγε, ο κόσμος άρχισε να τρέμει και παρόλο που τα μάτια της ήταν ήδη ανοιχτά, ορθάνοιξαν πάλι, αυτή τη φορά για να δουν τον Μπεν να την ταρακουνάει για να την ξυπνήσει. Ανακάθισε στο σκληρό, βραχώδες δάπεδο της σπηλιάς. Τα είχε χαμένα ακόμη. Πέρασαν λίγες στιγμές για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Άνθρωποι έτρεχαν δίπλα της, κατευθυνόμενοι προς μια βαριά ξύλινη πόρτα που έχασκε. Το όνειρο ξεθώριασε γρήγορα και η πραγματικότητα όρμησε στο μυαλό βαριά σαν επίμονο μεθύσι. Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν είχε ονειρευτεί τίποτε από την παλιά της ζωή. Και της συνέβη σε μια στιγμή που το έκανε ακόμα σκληρότερο. «Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα;» ρώτησε τον Μπεν. «Πρέπει να φύγουμε, μαμά». «Γιατί;» «Τα τέρατα ξανάρχονται. Ένας από τους παρατηρητές είδε μια ομάδα απ’ αυτά να σκαρφαλώνει στους βράχους». Η πληροφορία αυτή την επανέφερε σε πλήρη πνευματική εγρήγορση. «Πόσα είναι;» «Δεν ξέρω». «Γιατί φεύγουν όλοι από τη σπηλιά;» «Λένε ότι η πόρτα δεν θα αντέξει σε άλλη επίθεση. Έλα, πάμε». Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε να σηκωθεί.
Κινήθηκαν προς την ανοιχτή πόρτα, μέσα στον πανικό που όλο και μεγάλωνε. Όλοι στριμώχνονταν κοντά στο άνοιγμα, δίνοντας αγκωνιές και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Η Τερέζα έσκυψε να κάνει χώρο και τράβηξε τον Μπεν από το χέρι, να περάσει μπροστά. Σπρώχνοντας βγήκαν από το άνοιγμα της σπηλιάς. Το κοίλωμα αντηχούσε από τις φωνές όσων προσπαθούσαν να βγουν στο άνοιγμα και στο φως της μέρας πιο πέρα. Η Τερέζα και ο Μπεν βγήκαν σε έναν μεσημεριανό ουρανό τόσο γαλάζιο που έμοιαζε ψεύτικος. Η Τερέζα σταμάτησε στην άκρη του βράχου κι έπεσε μπρούμυτα για να κοιτάξει κάτω. «Χριστέ μου!» αναφώνησε. Τουλάχιστον είκοσι ανθρωπόζωα είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν στο βράχο. Γύρω στα πενήντα ακόμα συγκεντρώνονταν στη βάση του, εκατό μέτρα πιο κάτω. Κι άλλα ξετρύπωναν μέσα από το δάσος. Ο Μπεν έκανε μια κίνηση να σκύψει κι εκείνος να δει, αλλά τον απέτρεψε. «Ούτε να το σκεφτείς!» Αυτό που ξεκίνησε σαν χαοτική ένταση μέσα στη σπηλιά, εξελισσόταν σε υστερία εδώ έξω. Και ήταν επόμενο αφού όλοι είχαν δει τι ερχόταν καταπάνω τους. Κάποιοι επέστρεψαν στην προστασία της κοιλότητας. Άλλοι βάλθηκαν να σκαρφαλώνουν ακόμα ψηλότερα στο βράχο. Μερικοί είχαν κοκαλώσει από το φόβο κι έμεναν καθισμένοι με την πλάτη στο βράχο, περιμένοντας να έρθει το τέλος. Αυτοί που είχαν πάρει όπλα από τον Ήθαν έπιαναν θέσεις κατά μήκος της πιο ψηλής προεξοχής, προσπαθώντας να σημαδέψουν τα πλάσματα που σκαρφάλωναν στο βράχο. Η Τερέζα είδε μια γυναίκα να χάνει το τουφέκι μέσα από τα χέρια της, καθώς της έπεσε στον γκρεμό. Ένας άλλος παραπάτησε και γκρεμίστηκε ο ίδιος αφήνοντας μια κραυγή φρίκης πάνω από το δάσος. Ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από το χείλος της προεξοχής. «Τι θα κάνουμε, μαμά;» Η Τερέζα δεν μπορούσε να αντέξει τον τρόμο που έβλεπε να καθρεφτίζεται στα μάτια του γιου της. Κοίταξε ξανά πίσω το πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στη σπηλιά. «Μήπως έπρεπε να μείνουμε μέσα;» ρώτησε ο Μπεν. «Και να προσευχόμαστε ότι η πόρτα θα αντέξει; Όχι». Στα δεξιά του ανοίγματος της σπηλιάς ξεκινούσε μια στενή προεξοχή που εκτεινόταν γύρω από το βράχο. Δεν ήταν σίγουρο αν οδηγούσε πουθενά, αλλά ήταν κάτι. «Έλα». Έπιασε τον Μπεν από το χέρι και τον οδήγησε στο πλάτωμα. Πίσω τους ακούγονταν τώρα κι άλλοι πυροβολισμοί. «Μα νόμιζα πως είπες…» «Δεν πάμε στη σπηλιά, Μπεν».
Όταν έφτασαν στο πλάτωμα, ξανακοίταξε προσεκτικά την προεξοχή στο βράχο. Δεν ήταν φαρδύτερη από τριάντα πόντους και δεν υπήρχαν ούτε σανίδες ούτε συρματόσκοινο. Το να ισορροπήσουν πάνω της έμοιαζε ακατόρθωτο. Κοίταξε το γιο της, καθώς τους προσπερνούσαν άνθρωποι τρέχοντας πάλι προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Μια στριγκλιά ανθρωπόζωου ακούστηκε από κάτω. «Πρέπει να ακολουθήσουμε αυτή την προεξοχή». Ο Μπεν κοίταξε το στενό πέτρινο μονοπάτι κατά μήκος της επιφάνειας του βράχου. «Φαίνεται τρομακτικό», είπε. «Θα προτιμούσες να μείνουμε παγιδευμένοι στη σπηλιά όταν πενήντα τέρατα σπάσουν την πόρτα και μπουν μέσα;» «Και οι άλλοι;» «Το δικό μου καθήκον είναι να προστατέψω εσένα. Είσαι έτοιμος;» Έκανε ένα φευγαλέο διστακτικό νεύμα. Με ένα σφίξιμο στο στομάχι, η Τερέζα ανέβασε το πόδι στην προεξοχή του βράχου και πίεσε το στήθος της στον τοίχο, χρησιμοποιώντας τις παλάμες για να μετακινηθεί πάνω στο βράχο. Έκανε μικρά βήματα, το ένα μετά το άλλο, και γραπωνόταν από οποιοδήποτε κράτημα μπορούσε να βρει. Είχε διανύσει ενάμισι μέτρο όταν στράφηκε στον Μπεν. «Είδες πώς το έκανα;» «Ναι». «Σειρά σου τώρα». Όσο δύσκολο κι αν της είχε φανεί να εγκαταλείψει την ασφάλεια που έδινε το πλάτωμα, ήταν σίγουρα πολύ πιο βασανιστικό να βλέπει το γιο της να περπατάει πάνω σ’ αυτή τη στενή προεξοχή. Το πρώτο πράγμα που έκανε εκείνος ήταν να κοιτάξει κάτω. «Όχι, αγάπη μου, μην το κάνεις αυτό. Κοίτα εμένα». Ο Μπεν σήκωσε το βλέμμα. «Είναι πολύ πιο τρομακτικό τώρα που το κάνουμε στο φως της ημέρας». «Μείνε συγκεντρωμένος στο να κάνεις σταθερά βήματα και κράτα τα χέρια σου απλωμένα στον τοίχο. Όλο και κάποια στηρίγματα θα βρίσκεις να κρατηθείς». Ο Μπεν άρχισε να κάνει μικρά βηματάκια πίσω της. «Μια χαρά τα πας, γλυκέ μου». Όταν την πλησίασε, συνέχισαν να κινούνται μαζί. Έξι μέτρα πιο πέρα, ο βράχος από κάτω τους έγινε τελείως κατακόρυφος, μια κάθετη πτώση εκατόν είκοσι μέτρων μέχρι το έδαφος του δάσους. Τίποτα δεν φαινόταν να σπάει την κάθετη γραμμή. «Πώς τα πάμε;» ρώτησε η Τερέζα. «Εντάξει». «Κοιτάς κάτω;» «Όχι». Η Τερέζα γύρισε και τον κοίταξε. Φυσικά κοιτούσε κάτω.
«Να πάρει η ευχή, Μπεν, μην το κάνεις αυτό». «Δεν μπορώ να το αποφύγω, μαμά. Το στομάχι μου ανακατεύεται». Ήθελε να έρθει δίπλα του, να του πιάσει το χέρι και να τον κρατήσει σφιχτά. «Πρέπει να συνεχίσουμε», είπε. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά είχε την αίσθηση ότι η προεξοχή του βράχου στένευε. Το αριστερό της πόδι, που το κρατούσε πάντα κάθετο, είχε τώρα τη φτέρνα στον αέρα για λίγα εκατοστά. Καθώς έφταναν στη στροφή του βουνού, μια ομοβροντία από πυροβολισμούς ξέσπασε πίσω τους, κοντά στη σπηλιά. Έστρεψαν και οι δύο το κεφάλι. Πολλοί άνθρωποι υποχωρούσαν στο κοίλωμα με μια ένταση και ταχύτητα που φανέρωνε ότι έτρεχαν να σωθούν. Η κραυγή ενός ανθρωπόζωου ακούστηκε φρικιαστική. Μετά κι άλλη. Κι άλλη. Τα χλωμά, διάφανα τέρατα έφτασαν στο πλάτωμα του βράχου και μόλις τα νύχια τους ακούμπησαν σε επίπεδο έδαφος, άρχισαν να τρέχουν στα τέσσερα προς το κοίλωμα. «Αν μας δουν;» ρώτησε ο Μπεν. «Μείνε ακίνητος», ψιθύρισε η Τερέζα. «Μην κουνήσεις ούτε βλέφαρο». Όταν και το τελευταίο από τα σαράντα τέσσερα ανθρωπόζωα που μέτρησε η Τερέζα μπήκε στην κοιλότητα, του είπε: «Πάμε τώρα». Καθώς κινούνταν προσεκτικά πάνω στη στροφή του βράχου, ένας υπόκωφος κρότος ξεχύθηκε από το κοίλωμα. «Τι είναι αυτό;» «Τα τέρατα. Χτυπούν την πόρτα της σπηλιάς». Η Τερέζα αγκάλιασε το βράχο και πέρασε με την ψυχή στο στόμα τη στροφή, όπου η προεξοχή στένευε ακόμα πιο πολύ, μόλις στα δεκαπέντε εκατοστά. Σπαρακτικές κραυγές ξέσπασαν πίσω τους στο κοίλωμα της σπηλιάς.
Κεφάλαιο 6 ΧΑΣΛΕΡ ΠΑΡΚΟ ΦΩΤΑΕΡΙΟΥ ΣΙΑΤΛ, ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ 1.816 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Ο Χάσλερ γυρίζει τα μπιφτέκια στην ψηστιέρα, στη σκιά από τα απομεινάρια της Εταιρείας Φωταερίου του Σιάτλ, μια έκταση με σκουριασμένες τεράστιες στρογγυλές δεξαμενές και σιδηροκατασκευές που υψώνονται σαν ερείπια ενός ατμοκίνητου παρελθόντος. Το σμαραγδένιο γρασίδι φτάνει μέχρι την όχθη της λίμνης Γιούνιον, τα νερά της οποίας λαμπυρίζουν στον απογευματινό ήλιο. Είναι Ιούνιος και κάνει ζέστη. Όλη η πόλη φαίνεται να έχει βγει για να απολαύσει αυτή τη σπάνια, υπέροχη μέρα. Τα κατάρτια των ιστιοπλοϊκών προσθέτουν χρωματιστά τρίγωνα στη λίμνη και οι χαρταετοί γεμίζουν χρώμα τον ουρανό. Φρίσμπι*** σκίζουν τον αέρα και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών αντηχούν από ένα εργοστασιακό κτίριο συμπίεσης φυτικής μάζας, που έχει μετατραπεί σε παιδότοπο. Είναι το ετήσιο πικνίκ του Γραφείου Μυστικών Υπηρεσιών του Σιάτλ, και ο Χάσλερ παραξενεύεται που βλέπει να φορούν βερμούδες και σανδάλια αυτοί που πάντα είναι ντυμένοι με μαύρα κοστούμια και υπηρεσιακά παντελόνια. Ο βοηθός του ο Μάικ έρχεται κουβαλώντας δύο άδεια πιάτα και δυο-τρία λουκάνικα που του έχουν παραγγείλει. Τη στιγμή που ο Χάσλερ καρφώνει ένα με το πιρούνι, βλέπει την Τερέζα Μπερκ να απομακρύνεται από την παρέα με την οποία καθόταν, προς την όχθη της λίμνης, με βήμα φανερά πιο βιαστικό από έναν απλό περίπατο. Αφήνει κάτω το πιρούνι. «Σου είπα ότι παίρνεις προαγωγή;» λέει στο βοηθό του. Τα μάτια του Μάικ ανοίγουν διάπλατα. Ο νεαρός δουλεύει βοηθός του για μόλις οκτώ μήνες, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχει επιδείξει παντελή έλλειψη συνειδητοποίησης του ότι ο βασικός σκοπός της ζωής είναι να απαντάει στο τηλέφωνο, να φτιάχνει καφέ και να δακτυλογραφεί τις υπαγορεύσεις του ειδικού πράκτορα. «Σοβαρά;» Ο Χάσλερ βγάζει την ασπροκόκκινη καρό ποδιά πάνω από το κεφάλι και τον κοιτάζει. «Τα καινούρια σου καθήκοντα συμπεριλαμβάνουν να ρωτάς αν κάποιος θέλει μπιφτέκι, λουκάνικο ή και τα δύο. Και μην τα κάψεις, εντάξει;» Οι ώμοι του Μάικ κρεμάνε. «Ήθελα μόνο να πάρω ένα πιάτο για τη Λέισι». «Η καινούρια σου κοπέλα;» «Ναι». «Να της πεις να έρθει από δω για να ακούσει τα ευχάριστα νέα».
Τον χτυπάει φιλικά στον ώμο και απομακρύνεται από την ψηστιέρα περπατώντας πάνω στο παχύ γρασίδι. Η Τερέζα στέκεται στην ακτή. Περπατάει προς το μέρος της και σταματάει λίγα μέτρα πιο μακριά, προσποιούμενος ότι θαυμάζει τη θέα. Τους ραδιοτηλεοπτικούς πύργους στην κορυφή του Κάπιτολ Χιλ. Τους διάσπαρτους με σπίτια λόφους του Κουίν Ανν. Μετά από λίγο στέκεται και την παρατηρεί. Εκείνη κοιτάζει επίμονα πάνω από το νερό, με σφιγμένο στόμα και ματιά γεμάτη ένταση. «Όλα εντάξει;» τη ρωτάει. Ξαφνιάζεται. Γυρίζει προς το μέρος του και σκουπίζει τα μάτια της, επιστρατεύοντας ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Ναι. Απολαμβάνω την όμορφη μέρα. Μακάρι να είχαμε περισσότερες σαν κι αυτήν». «Πραγματικά. Σχεδόν θα ήθελα να μπορώ να κάνω ιστιοπλοΐα». Η Τερέζα κοιτάζει προς το πάρκο όπου η υπόλοιπη παρέα διασκεδάζει. Κοιτάζει κι εκείνος. Το αεράκι μεταφέρει την ευχάριστη μυρωδιά της μπίρας σε πλαστικό ποτήρι. Βλέπει τον Ήθαν Μπερκ και την Κέιτ Χιούσον να στέκονται στο πλάι, μόνοι τους. Η Κέιτ γελάει καθώς εκείνος χειρονομεί σαν να αφηγείται κάποιο ανέκδοτο ή μια ιστορία. Ο Χάσλερ πλησιάζει την Τερέζα. «Δεν περνάς πολύ καλά, έτσι δεν είναι;» Εκείνη κουνάει το κεφάλι. «Αυτά τα εργασιακά πάρτι είναι λίγο περίεργα για τις οικογένειες. Οι πράκτορές μου βλέπουν κάθε μέρα συνεχώς ο ένας τον άλλο. Σίγουρα περνούν μαζί περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι με τις συζύγους τους. Κι έτσι, όταν έρχονται εκείνες εδώ, νιώθουν κάπως παρείσακτες». «Πάνω-κάτω το πέτυχες», του λέει χαμογελώντας. Πάει να πει και κάτι άλλο, αλλά το μετανιώνει. «Τι είναι;» την ενθαρρύνει ο Χάσλερ διακινδυνεύοντας ένα βήμα πιο κοντά. Τώρα είναι σε θέση να μυρίσει το σαμπουάν ή το σαπούνι που χρησιμοποίησε σήμερα. Τα μάτια της είναι φωτεινά, πράσινα. Ένα ρεύμα ηλεκτρισμού τον χτυπάει ξεκινώντας από τα μάτια και καταλήγοντας στο στομάχι του. Αισθάνεται ταυτόχρονα άρρωστος, αναζωογονημένος, τρομοκρατημένος, πιο ζωντανός. Ακτινοβολεί όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί. «Θα έπρεπε να ανησυχώ;» τον ρωτάει. «Γιατί να ανησυχείς;» Χαμηλώνει τη φωνή της. «Γι’ αυτούς. Τον Ήθαν και…» –φαίνεται σαν να μη θέλει να το ξεστομίσει, λες και η λέξη τής προκαλεί άσχημη γεύση– «…την Κέιτ». «Να ανησυχείς για ποιο πράγμα;» Φυσικά και ξέρει. Θέλει όμως να του το πει εκείνη. «Είναι συνεργάτες… πόσο; Τέσσερις μήνες;» «Ναι, κάπου τόσο». «Αυτή είναι μια δεμένη σχέση, έτσι δεν είναι; Μεταξύ συνεργατών, εννοώ».
«Μπορεί. Οι συνεργάτες δουλεύουν μαζί σε υποθέσεις. Συχνά για πολλές ώρες. Εμπιστεύονται ο ένας στον άλλο τη ζωή τους». «Άρα είναι κάτι σαν σύζυγοι εργασίας». «Θα έψαχνα πολύ για να βρω οποιοδήποτε ζευγάρι συνεργατών από τους πράκτορές μου που να μην έχουν στενή σχέση. Η φύση της δουλειάς τούς αναγκάζει να έρθουν κοντά». «Είναι απλώς δύσκολο». «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο». «Άρα δεν νομίζεις…» «Προσωπικά δεν έχω δει κάτι που να με κάνει να υποψιαστώ ότι ο Ήθαν δεν είναι αφοσιωμένος σύζυγος. Είναι τυχερός άντρας εξάλλου. Ελπίζω να το αντιλαμβάνεσαι αυτό». Η Τερέζα αφήνει έναν αναστεναγμό και κρύβει το πρόσωπο στις παλάμες της. «Τι συμβαίνει;» τη ρωτάει. « Δεν θα έπρεπε να…» «Όχι, πες μου». «Θα μου κάνεις μια χάρη;» «Ό,τι θέλεις». «Μην αναφέρεις στον Ήθαν αυτή τη συζήτηση. Δεν με ξέρεις καλά, Άνταμ, αλλά δεν είμαι ζηλιάρα. Απλώς… δεν ξέρω τι μου συμβαίνει». «Τα χείλη μου σφραγισμένα», της λέει χαμογελώντας. «Και θα έπρεπε να ξέρεις ότι είμαι υπόδειγμα εμπιστευτικότητας. Για όνομα του Θεού, “μυστικός” πράκτορας λέγεται η δουλειά μου». Τώρα του χαμογελάει εκείνη, και του είναι αβάσταχτο. Ξέρει ότι δεν θα μπορεί να σκεφτεί σχεδόν τίποτε άλλο απ’ αυτή την εικόνα για πολλές μέρες. «Ευχαριστώ», του λέει ακουμπώντας φευγαλέα το μπράτσο του. Θα μπορούσε να ζήσει ένα χρόνο με την ανάμνηση αυτής της στιγμής και μόνο. «Μπορώ να κάτσω να σου κρατήσω παρέα…» προσφέρεται. «Όχι, δεν πειράζει. Σε περιμένει ένα πάρτι, κι εγώ έχω να ξεπεράσω τα γυναικεία μου προβληματάκια. Καλοσύνη σου που το πρότεινες, πάντως». Η Τερέζα ανηφορίζει την πρασινισμένη πλαγιά και ο Χάσλερ απομένει να την κοιτάζει. Δεν ξέρει τι είναι αυτό που τον συνταράζει σ’ αυτή τη γυναίκα. Για την ακρίβεια, μόλις που γνωρίζονται. Έχουν μιλήσει ελάχιστες φορές: όταν μπήκε στο γραφείο για να φέρει κάτι στον Ήθαν· όταν έπεσαν τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο σε μια συναυλία· σε ένα δείπνο όπου ήταν καλεσμένος στο σπίτι των Μπερκ. Δεν έχει παντρευτεί ποτέ κι έχει να ερωτευτεί από το λύκειο. Όμως τη στιγμή αυτή, έτσι όπως στέκεται στην όχθη της λίμνης και βλέπει την Τερέζα να πλησιάζει τον Ήθαν και να τον αγκαλιάζει από τη μέση, νιώθει το κέντρισμα της ζήλιας. Σαν να βλέπει τη γυναίκα που του ανήκει, να ερωτεύεται έναν άλλο άντρα.
*** Πλαστικός δίσκος που έδωσε το όνομά του στο παιχνίδι που παίζεται μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. (ΣτΕ)
ΗΘΑΝ Στουκάρισε το τζιπ πάνω στην πόρτα με τη γρανιτένια επένδυση. Ένα κομμάτι μέταλλο χτύπησε πάνω στο παρμπρίζ και χάραξε μια ευθεία κάθετη ρωγμή στη μέση του γυαλιού. Ο Ήθαν νόμιζε ότι μια στρατιά άντρες του Πίλτσερ θα τον περίμεναν, αλλά αντί γι’ αυτό, έβλεπε τη σήραγγα μπροστά του άδεια. Έβαλε τρίτη ταχύτητα. Στο ανηφορικό έδαφος, το ταχύτερο που μπορούσε να πάει ήταν με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Τα φώτα της σήραγγας περνούσαν διαδοχικά πάνω από την κουκούλα του αυτοκινήτου, ενώ η θολωτή οροφή έσταζε πάνω στο ραγισμένο τζάμι του παρμπρίζ. Κάθε φορά που έπαιρνε μια στροφή, περίμενε ότι θα συναντήσει κάποιο οδόφραγμα. Ή μια σειρά από άντρες του Πίλτσερ με αυτόματα όπλα και εντολές για πυρ κατά βούληση. Από την άλλη, ίσως οι άνθρωποι του Πίλτσερ να μην είχαν ιδέα για το τι είχε κάνει αυτός στην πόλη. Οι μόνες οθόνες καταγραφής στο υπερκαταφύγιο βρίσκονταν στο κέντρο παρακολούθησης και στο γραφείο του Πίλτσερ. Οι τεχνικοί της παρακολούθησης μπορεί να είχαν αποκλειστεί, να ήταν κλειδωμένοι μέσα, να είχαν δωροδοκηθεί ή να ήταν σκοτωμένοι. Ο στενός κύκλος του Πίλτσερ σίγουρα διατηρούσε μια παραληρηματική αίσθηση πίστης στο πρόσωπό του, αλλά ήταν αδιανόητο όλοι τους να παρέμεναν απαθείς καθώς εκείνος δολοφονούσε με τέτοιον τρόπο τους τελευταίους του ανθρώπινου είδους. Τα αυτιά του βούλωσαν από το υψόμετρο. Ήταν πια κοντά, αλλά ακόμα δεν είχε συναντήσει καμία αντίσταση. Θα έβαζε στοίχημα ότι ο Πίλτσερ σχεδίαζε να περιμένει μέχρι να εξολοθρευτεί και ο τελευταίος κάτοικος της πόλης και μετά θα έλεγε στους δικούς του ότι έγινε ένα τρομερό δυστύχημα. Ότι ο φράχτης έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά και τίποτα δεν μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα. Χαλάρωσε το πάτημα στο γκάζι καθώς εμφανίστηκε μπροστά του η είσοδος στο υπερκαταφύγιο μετά από μια μεγάλη, ανοιχτή στροφή. Μπήκε στην τεράστια κοιλότητα και σταμάτησε το τζιπ. Κλείδωσε το λεβιέ των ταχυτήτων στην πρώτη κι έσβησε τη μηχανή. Σήκωσε τον Αετό της Ερήμου από το δάπεδο του αυτοκινήτου, τράβηξε πίσω το ουραίο και το άφησε να οπλίσει ξανά, έτσι ώστε το όπλο να φαίνεται γεμάτο. Ψάχνοντας ξανά τις τσέπες του, βρήκε μόνο δύο κουτιά με δωδεκάρια βλήματα και το σουγιά του. Άνοιξε την πόρτα του τζιπ και κατέβηκε. Η Κιβωτός ήταν ήσυχη. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο πέρα από έναν μικρό συριγμό πεπιεσμένου αέρα που ερχόταν από το κέντρο βιοτικής αναστολής με τον απαλό γαλάζιο φωτισμό. Ξεκούμπωσε το πανωφόρι του και το πέταξε μέσα στο τζιπ. Έχωσε το άσφαιρο όπλο στην μπροστινή μεριά του λερωμένου με λάσπες και αίματα τζιν. Πλησιάζοντας την ενισχυμένη γυάλινη πόρτα που οδηγούσε στο Επίπεδο 1 του συγκροτήματος, θυμήθηκε ότι δεν είχε κάρτα πρόσβασης. Μια κάμερα ήταν στραμμένη προς το μέρος του, πάνω από την πόρτα.
Με βλέπεις αυτή τη στιγμή; Πρέπει να ξέρεις ότι είμαι εδώ. «Βάλε τα χέρια πάνω από το κεφάλι σου και σταύρωσε τα δάχτυλα», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή πίσω του. Ο Ήθαν σήκωσε τα χέρια και στράφηκε αργά. Ένας νεαρός λίγο πάνω από τα είκοσι, με επίδεσμο τυλιγμένο στο κεφάλι, στεκόταν καμιά δεκαπενταριά μέτρα πιο πέρα, δίπλα στην πιο κοντινή από τις ογκώδεις κυλινδρικές δεξαμενές της Κιβωτού και τον σημάδευε με ένα ΑR-15. «Γεια σου, Μάρκους», του είπε ο Ήθαν. Ο Μάρκους προχώρησε προς το μέρος του. Το ωχρό φως από τις λάμπες που κρέμονταν του έδινε μια αλλόκοτη όψη τρέλας. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους, ο Ήθαν τον έβγαλε νοκ-άουτ με ένα χτύπημα με τη λαβή του πιστολιού του. «Ο κύριος Πίλτσερ ήξερε ότι θα έρθεις», είπε ο Μάρκους. «Σου το είπε;» «Μου είπε όλα όσα έκανες». «Όλα όσα έκανα εγώ;» «Και μου είπε επίσης να σε σκοτώσω, γι’ αυτό…» «Οι άνθρωποι στο Γουέιγουορντ Πάινς σκοτώνονται, Μάρκους. Γυναίκες και παιδιά». Ο Μάρκους είχε διανύσει ήδη τη μισή απόσταση και ο Ήθαν έβλεπε στα μάτια του να καίει η οργή. Μια οργή ικανή να τον κάνει να τραβήξει τη σκανδάλη. Η πόρτα άνοιξε. Ο Ήθαν γύρισε και είδε έναν μεγαλόσωμο ξανθό άντρα να τον σημαδεύει κατάστηθα με ένα πιστόλι. Τον θυμήθηκε από εκείνη την ημέρα στο νεκροτομείο. Ήταν ο φίλος της Αλίσα, ο Άλαν, επικεφαλής ασφαλείας του Πίλτσερ. Ξανακοίταξε τον Μάρκους που είχε στηρίξει το αυτόματο στον ώμο κι ετοιμαζόταν να ρίξει. «Έχεις κι εσύ οδηγίες να με πυροβολήσεις εν ψυχρώ;» ρώτησε ο Ήθαν τον Άλαν. «Εννοείται». «Πού είναι ο Τεντ;» «Δεν έχω ιδέα». «Ίσως θα ήθελες να με ακούσεις πρώτα». Ο Μάρκους πλησίαζε. Καθώς ο Άλαν σημάδευε τον Ήθαν στο πρόσωπο, έφτασε δίπλα του ο Μάρκους, τράβηξε το όπλο του Ήθαν από τη μέση του και το πέταξε στο δάπεδο μακριά. «Δεν έχετε ιδέα τι συμβαίνει εκεί έξω. Κανείς από τους δυο σας. Χθες βράδυ ο Πίλτσερ έκοψε το ρεύμα στο φράχτη και άνοιξε την πύλη. Άφησε ένα κοπάδι ανθρωπόζωα να μπουν στην κοιλάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν ήδη σφαγιαστεί». «Μπούρδες», είπε ο Άλαν. «Λέει ψέματα», πετάχτηκε ο Μάρκους. «Μα γιατί καθόμαστε και τον…»
«Θέλω να σου δείξω κάτι. Θα βάλω πολύ αργά το χέρι μου στην τσέπη», τον διέκοψε ο Ήθαν. «Να είσαι σίγουρος ότι αυτή θα είναι η τελευταία κίνηση που θα κάνεις», απείλησε ο Άλαν. «Μου πήρατε το όπλο». Ο Μάρκους μπήκε στη μέση. «Άλαν, έχουμε διαταγές. Θα τον…» «Σκάσε, γαμώτο!» τον έκοψε ο Ήθαν. «Το λόγο έχουν οι ενήλικοι». Γύρισε πάλι στον Άλαν. «Θυμάσαι την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο νεκροτομείο; Θυμάσαι τι μου ζήτησες να κάνω;» «Να βρεις ποιος σκότωσε την Αλίσα». «Ακριβώς». Ο Άλαν κάρφωσε το βλέμμα στον Ήθαν. «Βρήκα ποιος τη σκότωσε». Το σαγόνι του Άλαν σφίχτηκε. «Το αφεντικό σου. Μαζί με την Παμ». «Αν έρχεσαι εδώ με τέτοια κατηγορία, το καλό που σου θέλω, να έχεις…» «Αποδείξεις;» Έδειξε την τσέπη του. «Μπορώ;» «Με πολύ αργές κινήσεις». Ο Ήθαν έβαλε το χέρι στην τσέπη και ψαχούλεψε ώσπου τα δάχτυλά του το βρήκαν. Έβγαλε το στικάκι. Κράτησε ψηλά το μακρόστενο μεταλλικό κάλυμμα. «Ο Πίλτσερ και η Παμ σκότωσαν την Αλίσα. Πρώτα όμως τη βασάνισαν. Ο επικεφαλής του κέντρου παρακολούθησης μου το έδωσε αυτό. Τα δείχνει όλα». Ο Άλαν εξακολουθούσε να τον σημαδεύει με το όπλο ανέκφραστος. «Να σε ρωτήσω κάτι μόνο, Άλαν», συνέχισε ο Ήθαν. «Αν όσα λέω είναι αλήθεια, σε ποιον θα μείνεις πιστός;» «Σε παίζει», βρυχήθηκε ο Μάρκους. «Ένας τρόπος υπάρχει να το διαπιστώσεις», είπε ο Ήθαν. «Τι σου κοστίζει να το δεις, Άλαν; Εκτός κι αν δεν σε ενδιαφέρει πια να πάρεις εκδίκηση για το θάνατο της Αλίσα». Πίσω από το τζάμι της πόρτας είδε άλλον ένα οπλισμένο άντρα να κατηφορίζει το διάδρομο. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, οπλισμένος με τέιζερ, πιστόλι, αυτόματο και πολλή τεστοστερόνη. Πλησιάζοντας την πόρτα, είδε τον Ήθαν και σήκωσε το όπλο του. Ξαφνικά, ο Άλαν τύλιξε το δεξί του μπράτσο γύρω από το λαιμό του Ήθαν κι έβαλε την κάννη του όπλου στο λαιμό του. Η πόρτα άνοιξε γλιστρώντας. «Είναι δικός μου!» φώναξε ο Άλαν. «Κάνε πίσω!» «Σκότωσέ τον!» ούρλιαξε ο Μάρκους. «Έχεις διαταγή». «Άλαν, τι διάολο κάνεις;» ρώτησε ο νεοφερμένος. «Δεν θα ήθελες να σκοτώσεις αυτόν εδώ, Μάστιν. Όχι ακόμα τουλάχιστον». «Το τι θέλω και δεν θέλω, δεν έχει τίποτα να κάνει. Το ξέρεις αυτό καλύτερα από
τον καθένα». Ο Άλαν έσφιξε το κράτημα του Ήθαν περισσότερο. «Ο σερίφης από δω λέει ότι η πόλη γέμισε ανθρωπόζωα και ότι το αφεντικό άνοιξε την πύλη. Λέει επίσης ότι ο κύριος Πίλτσερ και η Παμ είναι υπεύθυνοι για το θάνατο της Αλίσα». «Άλλο να το λες, κι άλλο να το αποδεικνύεις», είπε ο Μάστιν. Ο Ήθαν σήκωσε ψηλά το στικάκι. «Λέει ότι έχει το οπτικό υλικό του θανάτου της Αλίσα». «Ε και;» πετάχτηκε ο Μάρκους. Ο Άλαν του έριξε μια ματιά αποδοκιμασίας. «Δηλαδή, μικρέ, εσύ τι λες; Ότι στην απίθανη περίπτωση που κάτι απ’ όλα αυτά είναι αλήθεια, εσύ δεν θα είχες πρόβλημα αν ο κύριος Πίλτσερ σκότωσε έναν δικό μας –την ίδια του την κόρη μάλιστα– και προσπαθεί να το κρύψει; Θα ήσουν εντάξει μ’ αυτό;» «Είναι το αφεντικό», επέμεινε ο Μάρκους. «Αν έκανε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα υπήρχαν λόγοι…» «Δεν είναι ο Θεός όμως, σωστά;» Μια κραυγή ακούστηκε μέσα από τη σήραγγα και αντήχησε στην Κιβωτό. Ο Άλαν παράτησε απότομα τον Ήθαν. «Τι ήταν αυτό;». «Μάλλον κάποια τέρατα βρήκαν το δρόμο και μπήκαν μέσα», είπε ο Ήθαν. «Πέρασα μέσα από την πόρτα της σήραγγας με το αμάξι». Ο Άλαν κοίταξε το όπλο του Μάστιν. «Τι έχουμε πιο φονικό από το ΑR-15;» «Ένα οπλοπολυβόλο Μ-230 σε κυλιόμενη βάση». «Πάρτε το οι δυο σας. Και φωνάξτε τους όλους. Όλη την ομάδα». «Τι θα κάνεις μ’ αυτόν;» ρώτησε ο Μάρκους δείχνοντας με το σαγόνι τον Ήθαν. «Εμείς οι δύο θα πάμε πάνω, στο κέντρο παρακολούθησης, να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό που λέει πως έχει». «Μας διέταξαν να τον σκοτώσουμε». Ο Μάρκους σήκωσε το όπλο του. Ο Άλαν τον πλησίασε και στάθηκε απέναντί του έτσι ώστε η κάννη του όπλου ακούμπησε πάνω στο στέρνο του. «Θα σε πείραζε να μη με σημαδεύεις με το όπλο σου, παιδί μου;» Ο Μάρκους χαμήλωσε το όπλο. «Όσο εσύ και ο Μάστιν διασφαλίζετε ότι δεν θα γίνουμε μεζές σήμερα, εγώ θα δω αυτό που ο σερίφης λέει αποδεικτικό στοιχείο για το τι συνέβη στη φίλη μου. Αν είναι ελάχιστα διαφορετικό απ’ ό,τι είπε, θα τον εκτελέσω επιτόπου. Έχεις κανένα πρόβλημα μ’ αυτό;»
ΤΕΡΕΖΑ «Έλα, το έφτασες!» ψιθύρισε η Τερέζα. Ο Μπεν χαμήλωσε το πόδι προς το επόμενο πάτημα. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά από τη σπηλιά των Περιπλανώμενων ακούγονταν ακόμα. Η στενή προεξοχή όπου πατούσαν είχε μόλις τελειώσει και τώρα πια έκαναν κανονική κατάβαση σε ένα βράχο με κλίση πενήντα μοιρών. Για την ώρα, οι προεξοχές και οι αυλακώσεις πάνω στον σκληρό γρανίτη τους είχαν σώσει, αλλά η Τερέζα δεν μπορούσε να παραβλέψει τον γκρεμό που έχασκε για εξήντα μέτρα περιμένοντας να τους καταπιεί στο παραμικρό παραπάτημα. Αυτό που έκανε αφόρητη την κατάσταση ήταν ότι βρισκόταν πάνω σ’ αυτόν το βράχο μαζί με το γιο της. Αν εκείνος έπεφτε, θα πηδούσε πίσω του. Για την ώρα όμως την άκουγε και ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της, καταφέρνοντας να συγκρατεί με αξιοθαύμαστο τρόπο το φόβο των δώδεκα χρόνων του. Ο Μπεν έβαλε το πόδι του στη μικρή προεξοχή όπου είχε σταθεί εκείνη τα τελευταία λίγα λεπτά. Δεν συνέχιζε προς κάποια κατεύθυνση, τουλάχιστον όμως ήταν μια επιφάνεια ικανή να τους δώσει ανάσες ύστερα από την κούραση που ένιωθαν καθώς βάδιζαν σε μικρότερα πατήματα. Είχαν ακόμη αρκετό δρόμο, αλλά είχαν προχωρήσει και οι κορυφές των πεύκων βρίσκονταν τώρα μόλις έξι μέτρα από κάτω. Άλλη μια κραυγή ακούστηκε από τη σπηλιά πάνω τους. «Μη δίνεις σημασία, Μπεν. Μη σκέφτεσαι τι συμβαίνει εκεί πάνω. Κάνε μόνο μικρές, προσεκτικές κινήσεις». «Θα πεθάνουν όλοι σ’ αυτή τη σπηλιά». «Μπεν!» «Αν δεν είχαμε βρει αυτή την προεξοχή…» «Να που τη βρήκαμε, όμως. Και σε λίγο θα έχουμε κατεβεί αυτόν το βράχο και θα συναντήσουμε τον πατέρα σου». «Φοβάσαι;» τη ρώτησε. «Φυσικά και φοβάμαι». «Κι εγώ». Η Τερέζα άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το πρόσωπο. Ήταν λείο και δροσερό από τον ιδρώτα, αναψοκοκκινισμένο από την προσπάθεια και την έκθεση στον ήλιο. «Πιστεύεις ότι ο μπαμπάς είναι καλά;» «Πιστεύω πως ναι», απάντησε, αλλά τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στη σκέψη του Ήθαν. «Ο γέρος σου είναι σκληρός άντρας. Φαντάζομαι ότι το ξέρεις αυτό». Συμφώνησε και κοίταξε κάτω τη θελκτική σκιά του πυκνού πευκοδάσους. «Δεν θέλω να μας φάνε». «Και ούτε πρόκειται. Είμαστε κι εμείς σκληρά αντράκια. Είμαστε μια οικογένεια με σκληρά αντράκια».
«Εσύ δεν είσαι σκληρό αντράκι». «Τι είπες;» «Είσαι σκληρό γυναικάκι». Η Τερέζα στριφογύρισε τα μάτια της. «Έλα, φιλαράκο. Καλύτερα να συνεχίσουμε». Αργά το απόγευμα, κατέβηκαν τελικά από το βράχο στο μαλακό έδαφος του δάσους. Είχαν μείνει εκεί για ώρες, πυρπολημένοι από έναν ήλιο ανελέητο. Έσταζαν από τον ιδρώτα και προσπαθούσαν να προσαρμόσουν την όρασή τους στη δροσερή σκιά των δέντρων. «Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Μπεν. Ήταν αναποφάσιστη. Λογάριαζε πως βρίσκονταν κάπου ενάμισι χιλιόμετρο από την άκρη της πόλης, αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι το Γουέιγουορντ Πάινς ήταν ασφαλής επιλογή για να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Τα τέρατα παραμόνευαν για φαγητό. Θα έμεναν εκεί όπου υπήρχαν άνθρωποι ή τουλάχιστον εκεί όπου είχαν βρει την τελευταία τους τροφή. Από την άλλη, όμως, αν οι δυο τους κατάφερναν να φτάσουν στην πόλη, θα μπορούσαν να ταμπουρωθούν μέσα σε κάποιο σπίτι. Να κλειστούν σε κάποιο υπόγειο, ίσως. Αν τα ανθρωπόζωα τους έβρισκαν στο δάσος, δεν θα είχαν πού να κρυφτούν. Ήταν ήδη αργά και δεν την ενθουσίαζε η ιδέα να κοιμηθούν στο δάσος, μέσα στο απειλητικό σκοτάδι. «Λέω να γυρίσουμε στην πόλη». «Μα εκεί είναι τα τέρατα». «Ξέρω ένα μέρος όπου μπορούμε να κρυφτούμε και να περιμένουμε μέχρι ο μπαμπάς να τακτοποιήσει τα πράγματα». Η Τερέζα ξεκίνησε πρώτη και ο Μπεν την ακολουθούσε από κοντά. «Γιατί πας τόσο αργά;» τη ρώτησε. «Επειδή δεν πρέπει να πατήσουμε κανένα κλαδί, ούτε να κάνουμε θόρυβο. Αν κάτι βρεθεί στο δρόμο μας, πρέπει να είμαστε σε θέση να το ακούσουμε εγκαίρως για να κρυφτούμε». Προχώρησαν κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα δέντρα. Δεν άκουσαν άλλες κραυγές, ούτε από ανθρώπους ούτε από τέρατα. Δεν άκουγαν τίποτε άλλο πέρα από τον ήχο των βημάτων τους πάνω στις πευκοβελόνες και το αεράκι στις κορυφές των δέντρων.
ΗΘΑΝ Ακολούθησε τον Άλαν περνώντας μέσα από τη γυάλινη πόρτα. Ανέβηκαν τις σκάλες για τον επάνω όροφο και διέσχισαν το διάδρομο του Επιπέδου 2. Όταν έφτασαν στο κέντρο παρακολούθησης, ο Άλαν έβγαλε από την τσέπη μια κάρτα-κλειδί. Την πέρασε στη συσκευή ανάγνωσης και μια κόκκινη κουκκίδα άναψε στην οθόνη. Προσπάθησε πάλι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Κοπάνησε με τη γροθιά του την πόρτα. «Ο Άλαν Σπίαρ είμαι. Ανοίξτε!» Καμία απάντηση. Έκανε λίγα βήματα πίσω, πυροβόλησε τέσσερις φορές τη συσκευή ανάγνωσης κι έριξε μια δυνατή κλοτσιά με την μπότα του στο κέντρο της πόρτας. Άνοιξε με πάταγο. Ο Ήθαν τον άφησε να μπει πρώτος. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Φωτιζόταν αμυδρά μόνο, από τη λάμψη που εξέπεμπαν οι οθόνες. Κανένας δεν καθόταν μπροστά στην κονσόλα ελέγχου. Ο Ήθαν περίμενε στο κατώφλι, ενώ ο Άλαν πλησίασε την εσωτερική πόρτα. Τοποθέτησε ξανά την κάρτα του, κι αυτή τη φορά άναψε ένα πράσινο λαμπάκι. Η κλειδαριά άνοιξε. Μπήκε στο δωμάτιο με το όπλο προτεταμένο. «Έλα», είπε. «Μπορείς να δουλέψεις αυτό το σύστημα;» τον ρώτησε ο Ήθαν. «Μπορώ να βρω πώς να παίξω αυτό το μαραφέτι. Δώσ’ το μου». Κάθισαν στην κονσόλα. Καθώς ο Άλαν τοποθετούσε το στικάκι σε μια υποδοχή, ο Ήθαν κοίταξε τις οθόνες. Ήταν όλες σβηστές εκτός από μία. Λειτουργούσε μόνο η κάμερα στο υπόγειο του σχολείου. Έδειχνε ένα μεγάλο πλήθος στριμωγμένο σε μια τάξη. Στο κέντρο της αίθουσας, οι τραυματίες ήταν ξαπλωμένοι σε αυτοσχέδια φορεία και κάποιοι τους φρόντιζαν και περιποιούνταν τις πληγές τους. Έψαξε για την Κέιτ, αλλά δεν μπόρεσε να τη δει. Ξαφνικά, μια δεύτερη οθόνη ενεργοποιήθηκε. Έδειχνε ένα μακρινό πλάνο μιας αλάνας. Ήταν το πάρκο δίπλα στο ποτάμι. Ένας άντρας εμφανίστηκε κουτσαίνοντας. «Κοίτα, Άλαν», του είπε. Ο Άλαν κοίταξε στην οθόνη. Ο άντρας άρχισε να τρέχει με το ασταθές, μονόπαντο βήμα του πληγωμένου. Τρία ανθρωπόζωα εμφανίστηκαν τρέχοντας από την αριστερή μεριά έτσι όπως έδειχνε η οθόνη, καθώς ο άντρας έβγαινε από τη δεξιά. Μια άλλη οθόνη άναψε – η κάμερα στην 6η Οδό, το δρόμο του σπιτιού του Ήθαν. Ο άντρας μπήκε τρέχοντας στο δρόμο ενώ τα τέρατα πίσω του, ανορθωμένα στα πόδια τους, πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στην κάμερα. Τον γράπωσαν μπροστά από το σπίτι του Ήθαν και τον διαμέλισαν καταμεσής του δρόμου. Ο Ήθαν ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται. Και την οργή να τον πλημμυρίζει. «Αναρωτιόμουν σήμερα το πρωί αν συμβαίνει κάτι», είπε ο Άλαν.
«Για ποιο λόγο;» «Ο Μάστιν, αυτός που μας βρήκε πριν, είναι ελεύθερος σκοπευτής. Όλη μέρα, καθημερινά, κάθεται στην κορυφή του βουνού και επιτηρεί την πόλη και το φαράγγι. Πυροβολεί οποιοδήποτε απ’ αυτά τα πλάσματα προσπαθήσει να μπει. Τον είδα στο εστιατόριο το πρωί, ενώ θα έπρεπε να είναι στο πόστο του. Είπε ότι ο Πίλτσερ τον είχε αποσύρει από τη θέση του για σήμερα. Χωρίς να του πει για ποιο λόγο. Και ήταν πεντακάθαρη μέρα η σημερινή». «Το έκανε για να μη δει ο Μάστιν τι επιφύλασσε το αφεντικό του σε όλους αυτούς τους αθώους ανθρώπους». «Πότε πέρασαν το φράχτη;» «Χθες βράδυ. Δεν σου είπαν τίποτα;» «Ούτε λέξη». Μια οθόνη ενεργοποιήθηκε. «Αυτό είναι το αρχείο από το στικάκι που σου έφερα;» ρώτησε ο Ήθαν. «Ναι. Το έχεις δει εσύ;» «Ναι». «Και…;» «Τι να σου πω… Δες το μόνος σου». Ο Άλαν πρόβαλε το αρχείο. Μια κάμερα οροφής από μια γωνία έπαιρνε λήψη του νεκροτομείου. Φαινόταν ο Πίλτσερ. Και η Παμ. Και η Αλίσα. Η κοπέλα ήταν δεμένη με χοντρά δερμάτινα λουριά στο τραπέζι αυτοψίας. «Δεν έχει ήχο;» ρώτησε ο Άλαν. «Καλύτερα που δεν έχει». Η Αλίσα ούρλιαζε, το κεφάλι της σηκωνόταν από το τραπέζι, κάθε μυς του σώματός της τεντωνόταν. Η Παμ της άρπαξε μια τούφα από τα μαλλιά και της κοπάνησε το κεφάλι στο μεταλλικό τραπέζι. Στο πλάνο εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ Πίλτσερ που άφησε δίπλα του στο μεταλλικό τραπέζι ένα νυστέρι και κάθισε πάνω στην Αλίσα. Ο Ήθαν έστρεψε αλλού το βλέμμα. Το είχε ξαναδεί και δεν ήθελε να εισβάλουν ξανά αυτές οι εικόνες στο μυαλό του. «Θεέ και Κύριε!» μονολόγησε ο Άλαν. Σταμάτησε το βίντεο, έσπρωξε πίσω την καρέκλα και σηκώθηκε. «Πού πας;» τον ρώτησε ο Ήθαν. «Εσύ πού νομίζεις;» Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Περίμενε». «Τι;» Ο Άλαν γύρισε και τον κοίταξε. Δεν θα καταλάβαινες τι είχε μόλις δει αν τον παρατηρούσες. Η σκανδιναβική ψυχρότητα έκανε το πρόσωπό του παγωμένο σαν χειμωνιάτικο τοπίο. «Τώρα σε χρειάζονται οι άνθρωποι στην πόλη», του είπε ο Ήθαν.
«Πρώτα όμως θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα». «Δεν σκέφτεσαι καθαρά». «Μα την ίδια του την κόρη!» «Αυτός τελείωσε. Ξόφλησε πια. Έχει όμως πληροφορίες που θα χρειαστούμε. Πήγαινε και κινητοποίησε τους άντρες σου. Στείλε μια ομάδα να κλείσει την πύλη και να συνδέσει πάλι το ρεύμα στο φράχτη. Θα πάω εγώ στον Πίλτσερ». «Εσύ;» «Ναι, εγώ». Σηκώθηκε όρθιος. Ο Άλαν έψαξε στην τσέπη για τη μαγνητική του κάρτα και την πέταξε στο πάτωμα. «Θα χρειαστείς αυτό», του είπε. Ένα κλειδί έπεσε δίπλα στην κάρτα. «Κι αυτό επίσης. Είναι για το ασανσέρ. Και μια που μιλάμε για τα χρειαζούμενα…» Έβγαλε από μια θήκη κάτω από τη μασχάλη του ένα μικρό Γκλοκ, το κράτησε από την κάννη και το έτεινε προς το μέρος του. Ο Ήθαν το πήρε. «Αν την επόμενη φορά που σε δω, μου εξομολογηθείς ότι πάνω στην έξαψη της στιγμής φύτεψες σ’ αυτό τον καριόλη μια σφαίρα στην κοιλιά και τον άφησες να πνιγεί μέσα στο ίδιο του το αίμα, θα δείξω κατανόηση». «Λυπάμαι πολύ για την Αλίσα». Ο Άλαν βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ήθαν γονάτισε και πήρε από το πάτωμα την κάρτα και το κλειδί. Ο διάδρομος έξω ήταν άδειος. Στα μισά της σκάλας όμως άκουσε έναν ήχο γνώριμο από τα χρόνια του στον πόλεμο. Έριχναν με το οπλοπολυβόλο και ο ήχος έμοιαζε με ντραμς που έπαιζαν μια μελωδία θανάτου. Μέχρι να κατεβεί τελικά στο Επίπεδο 1, ο θόρυβος είχε γίνει εξωπραγματικός. Άνθρωποι παρατούσαν τις δουλειές και τα δωμάτιά τους. Στη διπλή πόρτα χωρίς ένδειξη, πέρασε την κάρτα από τη συσκευή ανάγνωσης. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκε στο θαλαμίσκο του ανελκυστήρα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά που βρισκόταν στο καντράν και το γύρισε. Το ένα και μοναδικό κουμπί άρχισε να αναβοσβήνει. Το πάτησε, οι πόρτες έκλεισαν και ο ήχος του μυδραλιοβόλου έσβησε σιγά-σιγά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σκέφτηκε την οικογένειά του. Αισθανόταν την ανησυχία του γι’ αυτούς να τον σφάζει σαν ένα σωρό σπασμένα γυαλιά στο στομάχι του. Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκε στη σουίτα του Ντέιβιντ Πίλτσερ. Περνώντας από την κουζίνα άκουσε τον ήχο από τσιτσίρισμα. Γεμίζοντας τον αέρα με μυρωδιές σκόρδου, κρεμμυδιού και ελαιόλαδου, ο μάγειρας Τιμ δούλευε απερίσπαστος από την εισβολή των ανθρωπόζωων, ετοιμάζοντας με φροντίδα το πιάτο του Πίλτσερ και προσθέτοντας σχολαστικά με μια σακούλα ζαχαροπλαστικής πινελιές μιας ζωηρής κόκκινης σάλτσας σε ένα πορσελάνινο πιάτο. Συνεχίζοντας προς το γραφείο του Πίλτσερ, ο Ήθαν έλεγξε τα πυρομαχικά στο Γκλοκ του Άλαν, ικανοποιημένος που το περίστροφο ήταν οπλισμένο. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και μπήκε μέσα. Ο Πίλτσερ καθόταν σε έναν από τους δερμάτινους καναπέδες που ήταν στραμμένοι στον τοίχο με τις οθόνες. Είχε τα πόδια πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι από ξύλο
ακακίας, ένα τηλεχειριστήριο στο ένα χέρι κι ένα μπουκάλι που περιείχε ένα καφετί υγρό στο άλλο. Η αριστερή πλευρά του τοίχου έδειχνε εικόνες από κάμερες του Γουέιγουορντ Πάινς. Η δεξιά πλευρά απεικόνιζε το εσωτερικό κύκλωμα μέσα στο υπερκαταφύγιο. Ο Ήθαν προχώρησε και κάθισε δίπλα του στον καναπέ. Θα μπορούσε να του σπάσει το λαιμό. Να του τσακίσει το κρανίο. Να τον πνίξει. Το μόνο πράγμα που τον συγκρατούσε ήταν η αίσθηση ότι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου ήταν στα χέρια των κατοίκων του Γουέιγουορντ Πάινς. Δεν μπορούσε να τους το στερήσει. Όχι, μετά απ’ όσα τους έκανε να υποφέρουν. Ο Πίλτσερ σήκωσε το βλέμμα. Το πρόσωπό του ήταν χαρακωμένο από μακριές γρατσουνιές που ακόμα έβγαζαν αίμα. «Με ποιον αρπάχτηκες;» ρώτησε ο Ήθαν. «Έπρεπε να απομακρύνω τον Τεντ σήμερα το πρωί». Ο Ήθαν ανατρίχιασε. Ο Πίλτσερ μύριζε αλκοόλ. Φορούσε μια μαύρη μεταξωτή ρόμπα και ήταν αναμαλλιασμένος. Έτεινε στον Ήθαν το μπουκάλι. «Όχι, ευχαριστώ». Σε μία από τις οθόνες πρόσεξε το αστραφτερό ρύγχος του μυδραλιοβόλου που εξολόθρευε ανθρωπόζωα μέσα στη σήραγγα. Σε μια άλλη, τέρατα καταμεσής της Μέιν Στριτ έτρωγαν χωρίς ενθουσιασμό απομεινάρια από την περασμένη νύχτα, με τα στομάχια τους πρησμένα. «Φοβερό τέλος για όλα, ε;» είπε ο Πίλτσερ. «Τίποτα δεν τελείωσε εκτός από εσένα». «Δεν σε κατηγορώ». «Εμένα; Γιατί;» «Για τη ζήλια σου». «Τι ακριβώς πιστεύεις ότι ζηλεύω;» «Εμένα, φυσικά. Το πώς είναι να κάθεσαι πίσω απ’ αυτό το γραφείο. Το να… έχεις δημιουργήσει όλο αυτό». «Αυτό νομίζεις πως είναι; Ότι έχω βάλει στο μάτι τη θέση σου;» «Ξέρω πως πιστεύεις μέσα σου ότι το έκανες για να πεις στους ανθρώπους την αλήθεια και να τους δώσεις την ελευθερία τους, Ήθαν, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο σαν τη δύναμη της εξουσίας. Τη δύναμη να σκοτώνεις. Να θυσιάζεις». Έδειξε τις οθόνες. «Να ελέγχεις τις ζωές των ανθρώπων. Να τις κάνεις καλύτερες ή χειρότερες. Αν υπήρξε ποτέ Θεός, νομίζω ότι ξέρω πώς αισθανόταν. Οι άνθρωποι απαιτούν απ’ αυτόν απαντήσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν. Τον μισούν ακόμα κι αν απόλαυσαν την ασφάλεια που τους πρόσφερε. Νομίζω ότι τελικά καταλαβαίνω γιατί ο Θεός απέστρεψε το πρόσωπό του κι άφησε τον κόσμο να καταστραφεί από μόνος του». Χαμογέλασε. «Θα καταλάβεις κι εσύ κάποια μέρα, Ήθαν. Αφού θα έχεις καθίσει λίγο πίσω απ’ αυτό το γραφείο. Θα καταλάβεις ότι οι άνθρωποι στην κοιλάδα δεν είναι σαν εμένα κι εσένα. Δεν
μπορούν να αντέξουν αυτά που τους είπες χθες βράδυ. Θα το δεις». «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, δικαιούνταν να μάθουν την αλήθεια». «Δεν λέω πως ήταν τέλεια τα πράγματα. Ούτε δίκαια. Αλλά πριν από εσένα, Ήθαν, τα πράγματα λειτουργούσαν. Προστάτευα αυτούς τους ανθρώπους και ζούσαν ό,τι πιο κοντινό σε μια φυσιολογική ζωή. Τους έδωσα μια όμορφη πόλη και την ευκαιρία να πιστέψουν ότι όλα ήταν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι». Έφερε το μπουκάλι στα χείλη και ήπιε. «Το θανάσιμο λάθος σου, Ήθαν, είναι ότι έχεις τη λαθεμένη εντύπωση πως οι άνθρωποι είναι σαν εσένα. Ότι έχουν το κουράγιο, το θάρρος και τη θέληση τη δική σου. Εσύ κι εγώ είμαστε εξαιρέσεις φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Ακόμα κι οι στρατιώτες μου στο βουνό παλεύουν με το φόβο. Όχι όμως εσύ κι εγώ. Εμείς ξέρουμε την αλήθεια. Δεν φοβόμαστε να την κοιτάξουμε στα μάτια. Η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ το γνωρίζω ήδη, ενώ εσύ θα το μάθεις αργά και οδυνηρά, και με μεγάλο ανθρώπινο κόστος. Σίγουρα θα θυμηθείς αυτή τη συζήτηση κάποια μέρα. Και τότε θα καταλάβεις γιατί έκανα αυτά που έκανα». «Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί έκοψες το ρεύμα στο φράχτη. Ή γιατί δολοφόνησες την ίδια σου την κόρη». «Αν κυβερνήσεις για αρκετό διάστημα θα καταλάβεις». «Δεν σκοπεύω να κυβερνήσω». «Σοβαρά; Τι θαρρείς πως είναι εκεί κάτω – ο βράχος του Πλίμουθ;**** Θα φτιάξεις και Σύνταγμα μήπως; Θα εγκαθιδρύσεις μια δημοκρατία; Ο κόσμος πέρα από το φράχτη είναι σκληρός κι εχθρικός. Η πόλη χρειάζεται οπωσδήποτε έναν ισχυρό άντρα στο τιμόνι». «Γιατί έκοψες το ρεύμα στο φράχτη, Ντέιβιντ;» Ο ηλικιωμένος άντρας ήπιε άλλη μια γουλιά από το ουίσκι του. «Χωρίς εμένα ο κόσμος αυτός δεν θα είχε το δικό μας είδος. Είμαστε εδώ χάρη σ’ εμένα και μόνο. Στα χρήματά μου και στην ιδιοφυΐα μου. Στο όραμά μου. Εγώ τους πρόσφερα τα πάντα». «Γιατί το έκανες;» «Μπορείς να πεις με σιγουριά ότι εγώ τους δημιούργησα. Κι εσένα. Κι έχεις το θράσος να ρωτάς…» «Γιατί;» Τα μάτια του Πίλτσερ ξαφνικά φλογίστηκαν από μια ανεξέλεγκτη οργή. «Πού ήταν αυτοί όταν εγώ ανακάλυψα ότι το ανθρώπινο γονιδίωμα εκφυλιζόταν; Ότι η ανθρωπότητα θα εξαφανιζόταν σε μερικές γενιές; Όταν έχτισα χίλιες μονάδες αναστολής ζωτικών λειτουργιών; Όταν έσκαψα μια σήραγγα στην καρδιά ενός βουνού και δημιούργησα μια κιβωτό πεντακοσίων χιλιάδων τετραγωνικών με προμήθειες ικανές να χτίσουν από την αρχή την τελευταία πόλη πάνω στη γη; Και μια και το θίξαμε, Ήθαν, πού στο διάολο ήσουν εσύ σε όλα αυτά;»
Έτρεμε σύγκορμος από ασυγκράτητο θυμό. «Ήσουν εκεί την ημέρα που ανένηψα από την αναστολή και βγήκα με την ομάδα μου, για να ανακαλύψουμε ότι ολόκληρος ο κόσμος είχε καταληφθεί από τέρατα; Ήσουν εκεί όταν κατέβαινα τη Μέιν Στριτ για να επιβλέψω τους εργάτες να στήνουν ένα προς ένα κάθε κτίριο; Να στρώνουν κάθε δρόμο της πόλης; Ήσουν εκεί το πρωί που φώναξα τον επικεφαλής της διαδικασίας αναστολής σ’ αυτό το γραφείο και του έδωσα εντολή να σε ξυπνήσει για να μπορείς να ξαναβρεθείς με τη γυναίκα και το γιο σου; Εγώ σου έδωσα αυτή τη ζωή, Ήθαν. Σ’ εσένα και σε κάθε άλλον σ’ αυτή την κοιλάδα. Και σε όλους σ’ αυτό το βουνό». «Γιατί;» «Γιατί μπορούσα!» ούρλιαξε. «Γιατί εγώ είμαι ο γαμιόλης ο δημιουργός τους, και τα δημιουργήματα δεν δικαιούνται να αμφισβητούν αυτόν που τα έπλασε. Που τους έδωσε ζωή και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους την πάρει πίσω». Ο Ήθαν κοίταξε τις οθόνες. Έδειχναν σκηνές χάους στη σπηλιά. Το μυδραλιοβόλο ήταν δίχως χειριστή και οι φρουροί με τα ΑR-15 οπισθοχωρούσαν μπροστά στην προέλαση των τεράτων. «Μπορούσα να μη σε αφήσω καν να έρθεις εδώ. Θα μπορούσα να έχω κλειδώσει το ασανσέρ. Τι σκοπεύεις να κάνεις μ’ εμένα;» ρώτησε ήρεμα. «Αυτό θα το αποφασίσουν οι άνθρωποι τους οποίους προσπάθησες να δολοφονήσεις». Τα μάτια του Πίλτσερ θάμπωσαν. Ήταν σαν για μια φευγαλέα στιγμή να είδε τον εαυτό του καθαρά. Κοίταξε πάλι το γραφείο του. Τον τοίχο με τις οθόνες. Η φωνή του έσπασε. «Αυτό μου ξέφυγε», είπε μόνο. Έκλεισε στιγμιαία τα βλέφαρα και η σκληρότητα ξαναγύρισε στα μικρά μαύρα μάτια του σαν νερό που παγώνει στη στιγμή. Όρμησε καταπάνω στον Ήθαν με ένα μικρό πολεμικό μαχαίρι, σημαδεύοντας κατευθείαν το στομάχι. Ο Ήθαν έσπρωξε την τελευταία στιγμή το χέρι του Πίλτσερ και η λεπίδα μόλις που γρατσούνισε το πλευρό του. Σηκώθηκε όρθιος και του κατάφερε μια δυνατή αριστερή γροθιά που του γύρισε το κεφάλι και ράγισε το ζυγωματικό του. Η δύναμη του χτυπήματος τον έριξε από τον καναπέ και το κεφάλι του χτύπησε στο τραπεζάκι. Γύρισε τρέμοντας ανάσκελα και το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι του κι έπεσε στο δάπεδο κροταλίζοντας. **** Ο βράχος στην είσοδο του Πλίμουθ της Μασαχουσέτης όπου θεωρείται ότι αποβιβάστηκαν οι πρώτοι Πατέρες Πουριτανοί Προσκυνητές, επιβάτες του Μεϊφλάουερ, το 1620 και ίδρυσαν την αποικία του Πλίμουθ. (ΣτΜ)
Κεφάλαιο 7 ΧΑΣΛΕΡ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΙΑΤΛ, ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ 1.814 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Ο Χάσλερ μπαίνει στο γωνιακό γραφείο του στο Κέντρο Κολούμπια και χαίρεται που βλέπει τον Ήθαν Μπερκ να κάθεται ήδη απέναντι από το γραφείο. Σύμφωνα με το ρολόι του, έχει αργήσει πέντε λεπτά. Ο Μπερκ σίγουρα έφτασε πέντε λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού, κι έτσι περιμένει συνολικά δέκα λεπτά. Ωραία. «Συγγνώμη που άργησα», λέει περνώντας δίπλα του. «Δεν πειράζει». «Φαντάζομαι ότι θα αναρωτιέσαι γιατί σε απέσυρα από την υπόθεση Έβερετ». «Είμαστε κοντά σε σύλληψη». «Ευχάριστο αυτό, αλλά έχω κάτι πιο πιεστικό για εσένα». Ο Χάσλερ κάθεται πίσω από το γραφείο και παρατηρεί για λίγο τον Ήθαν απέναντί του. Σήμερα δεν φοράει το ασπρόμαυρο κοστούμι. Φοράει μια γκρίζα φόρμα που κρατάει ακόμα υγρασία στους ώμους από την πρωινή πάχνη. Μπορεί σχεδόν να διακρίνει την κρυμμένη θήκη του όπλου του κάτω από την αριστερή μασχάλη. Για μια στιγμή, του περνάει από το μυαλό ότι μπορεί ακόμα να κάνει πίσω. Μέχρι να ξεστομίσει οποιαδήποτε λέξη, δεν έχει διαπράξει ακόμη αδίκημα. Στα χρόνια της υπηρεσίας του στην εφαρμογή του νόμου, ανακρίνοντας εγκληματίες, ακούει πάντα για μια αδιόρατη γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό. Έκλεβαν μόνο για χάρη της οικογένειάς τους. Σκόπευαν να το κάνουν μόνο για μία φορά. Και το αγαπημένο του: Δεν είχαν καταλάβει πως είχαν κάνει κάτι κακό, ώσπου βρίσκονταν πια χωμένοι ως το λαιμό στην αντίπερα όχθη του νόμου, σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό. Αλλά έτσι όπως κάθεται τώρα ο Χάσλερ στο γραφείο του, όλες αυτές οι εικασίες για την αμφιλεγόμενη φύση του καλού και του κακού τού φαίνονται μπούρδες. Η επιλογή του είναι φανερή με κρυστάλλινη καθαρότητα. Αν του αναθέσει αυτή την αποστολή, έχει διαβεί για πάντα τη γραμμή. Χωρίς ελπίδα επιστροφής. Αν πάλι υπαναχωρήσει απ’ όλη αυτή την επιχείρηση και αφήσει τον Ήθαν να γυρίσει στην υπόθεση Έβερετ, παραμένει ένας καλός άνθρωπος που παραλίγο να κάνει κάτι κακό. Δεν μπερδεύεται το πράγμα. Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες σ’ αυτή την περίπτωση. «Κύριε;…» λέει ο Ήθαν. Ο Χάσλερ οραματίζεται την Τερέζα, έτσι όπως την είδε λίγα χρόνια πριν σ’ εκείνο το πικνίκ της υπηρεσίας. Σκέφτεται τον Ήθαν να φλερτάρει με την Κέιτ, ενώ η γυναίκα του υπέφερε στην όχθη της λίμνης Γιούνιον. Οι φόβοι της Τερέζας για τους δυο τους
επιβεβαιώθηκαν όταν η Κέιτ ζήτησε ξαφνική μετάθεση για την πόλη Μπόις του Άινταχο. Ο Ήθαν είχε απατήσει την Τερέζα με τη συνεργάτιδά του, και όλοι πια το ήξεραν. Ταπείνωσε τη γυναίκα του. Μια γυναίκα σαν αυτή άξιζε σίγουρα καλύτερη τύχη. «Άνταμ;…» λέει ο Ήθαν. Ο Χάσλερ ξεφυσάει με θόρυβο ενώ η βροχή αρχίζει να ακούγεται πάνω στο τζάμι του παραθύρου πίσω του. «Η Κέιτ Χιούσον έχει εξαφανιστεί», λέει τελικά. Ο Ήθαν γέρνει μπροστά στην καρέκλα. «Από πότε;» «Εδώ και τέσσερις μέρες». «Εξαφανίστηκε σε ώρα υπηρεσίας;» «Εξαφανίστηκε και ο συνεργάτης της. Κάποιος Έβανς. Εσύ και η Κέιτ είχατε… μια ιδιαίτερη σχέση, ή κάνω λάθος;» Ο Ήθαν δεν τσιμπάει το δόλωμα. Η ματιά του είναι γεμάτη ένταση. «Τέλος πάντων, απλώς θεώρησα ότι θα ήθελες να πάρεις μέρος στην έρευνα για την παλιά σου συνεργάτιδα». Ο Ήθαν σηκώνεται όρθιος. «Το Μπόις μας στέλνει ηλεκτρονικά το φάκελο της υπόθεσης. Θα σου κλείσουμε ένα αεροπορικό εισιτήριο το συντομότερο δυνατόν. Αύριο το πρωί θα συναντηθείς με τον πράκτορα Στάλινγκς στο γραφείο του Μπόις και οι δυο σας θα πάτε βόρεια. Στο μέρος όπου χάθηκαν τα ίχνη της. «Πού έγινε αυτό;» «Σε μια μικρή πόλη που λέγεται Γουέιγουορντ Πάινς». Τον βλέπει καθώς βγαίνει από το γραφείο. Το έκανε τελικά. Έβαλε τα γρανάζια σε κίνηση. Και το περίεργο είναι ότι δεν αισθάνεται διαφορετικά. Ούτε μεταμέλεια ούτε φόβο ούτε αγωνία. Αν υπάρχει ένα συναίσθημα επιτακτικό είναι η ανακούφιση. Στριφογυρίζει την καρέκλα και κοιτάζει από το παράθυρο την γκρίζα, υγρή γυαλάδα του κέντρου του Σιάτλ, ενώ οι στάλες της βροχής κυλάνε ήδη στο τζάμι. Από το γραφείο του στον τριακοστό πρώτο όροφο μπορεί να δει το κτίριο όπου εργάζεται η Τερέζα στο πόστο της νομικής υπαλλήλου. Τη φαντάζεται να κάθεται στο ψυχρό, διάφανο κουβούκλιό της και να δακτυλογραφεί κάτι που της υπαγορεύουν. Δεν ξέρει πώς θα γίνει ακριβώς, αλλά μια μέρα θα την έχει δική του. Θα την αγαπάει όπως πρέπει να την αγαπούν. Για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο, εκείνη έχει γίνει το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει σημασία γι’ αυτόν. Ανοίγει το καρτοτηλέφωνό του και σχηματίζει έναν αριθμό. Απαντά ο Ντέιβιντ Πίλτσερ. «Εμπρός;» «Εγώ είμαι». «Και είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν θα μάθαινα καμιά φορά νέα σου».
«Σου έρχεται αύριο». «Θα είμαστε έτοιμοι». Κλείνει το κινητό, βγάζει την μπαταρία και τσακίζει το τηλέφωνο στα δύο. Ρίχνει τα δύο κομμάτια στον πάτο του καλαθιού απορριμμάτων μέσα στο πεταμένο κουτί του χθεσινού του γεύματος.
ΤΕΡΕΖΑ Η Τερέζα και ο Μπεν έφτασαν στην άκρη του δάσους την ώρα που ο ήλιος χανόταν πίσω από τις μακρινές κορυφές. «Περίμενε εδώ», ψιθύρισε στο γιο της. Προχώρησε μπουσουλώντας μέσα σε ένα δασύλλιο από νεαρές βελανιδιές. Τα ξερά φύλλα κριτσάνιζαν κάτω από τα γόνατά της. Εκεί που τελείωναν τα δέντρα, κρυφοκοίταξε μέσα από τα κλαδιά. Είχαν φτάσει στα περίχωρα του Γουέιγουορντ Πάινς, και χωρίς να το καταλάβει είχαν διασχίσει ολόκληρο το δάσος προς τη βόρεια πλευρά της πόλης. Οι δρόμοι που έβλεπε φαίνονταν άδειοι. Τα σπίτια, σκοτεινά. Και δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Στράφηκε προς τον Μπεν και του έκανε νεύμα να πλησιάσει. Σύρθηκε κι αυτός πάνω στα φύλλα και κούρνιασε δίπλα της. Πλησίασε το στόμα της στο αυτί του. «Πρέπει να προχωρήσουμε δέκα τετράγωνα», του ψιθύρισε. «Πού θα πάμε;» «Στο αστυνομικό τμήμα». «Περπατώντας ή τρέχοντας;» «Τρέχοντας, αλλά να πάρουμε λίγες ανάσες πριν, να γεμίσουμε καλά τα πνευμόνια μας». Πήραν και οι δυο τους πολλές βαθιές εισπνοές. «Έτοιμος;» τον ρώτησε. «Έτοιμος». Βγήκε πρώτη από τους θάμνους και σηκώθηκε όρθια. Βοήθησε και τον Μπεν να σηκωθεί. Βρίσκονταν στην πίσω αυλή ενός σπιτιού που αναγνώρισε. Το είχε πουλήσει τρεις μήνες πριν σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι που περίμενε παιδί. Η καλή τους συμπεριφορά στην πόλη είχε επιβραβευτεί με ένα μεγαλύτερο και πιο όμορφο σπίτι. Ποια να ήταν η τύχη τους αυτές τις τελευταίες είκοσι τέσσερις κολασμένες ώρες; Οι περισσότεροι κήποι μπροστά ήταν περιφραγμένοι με λευκούς ξύλινους φράχτες, γι’ αυτό έτρεξαν από το πλάι του σπιτιού. Η κοιλάδα σκοτείνιαζε. Η νύχτα έμοιαζε πάντα να πέφτει πολύ γρήγορα όταν ο ήλιος βουτούσε πίσω από τα βουνά. Και καθώς η κοιλάδα δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, προμηνυόταν μια πολύ σκοτεινή νύχτα. Πλησίαζαν κοντά στο πρώτο πτώμα στο δρόμο. Η Τερέζα κοίταξε έντονα τον Μπεν. «Μην κοιτάξεις, γλυκέ μου», τον προειδοποίησε. Η ίδια όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή της. Το νεκρό σώμα είχε καταβροχθιστεί σε τέτοιο βαθμό που δεν έμοιαζε πια με ανθρώπινο πλάσμα, αλλά με ένα σωρό από κόκαλα και ίνες. Ένα όρνιο είχε βυθίζει τα νύχια του στο θώρακα και χόρταινε την πείνα του. Έφτασαν στη διασταύρωση της 1ης Λεωφόρου με την 11η. Η Τερέζα διέκρινε μακριά
τις κορυφές των μικρών πεύκων στην πρόσοψη του αστυνομικού τμήματος. «Σχεδόν φτάσαμε. Ενάμισι τετράγωνο μόνο». «Κουράστηκα». «Κι εγώ, αλλά ας κάνουμε ένα δυνατό φίνις». «Μαμά!» ψιθύρισε ο Μπεν στη διασταύρωση 1ης και 13ης. «Τι;» «Κοίτα!» Δύο χλωμές μορφές έτρεχαν στα τέσσερα προς το μέρος τους, από απόσταση τριών τετραγώνων. «Τρέξε γρήγορα!» φώναξε η Τερέζα. Επιτάχυναν, με ένα ξαφνικό κύμα αδρεναλίνης να πυροδοτεί την αντοχή και την ταχύτητά τους. Έστριψαν στην εσοχή κι έτρεξαν πάνω στο κουρεμένο γρασίδι προς την είσοδο του αστυνομικού τμήματος. Μόλις μπήκαν μέσα, η Τερέζα σταμάτησε και κοίταξε το δρόμο από το τζάμι της πόρτας. «Μας είδαν να μπαίνουμε;» ρώτησε ο Μπεν. Το πρώτο πλάσμα έφτασε τρέχοντας στη διασταύρωση και χωρίς να κόψει ταχύτητα άλλαξε πορεία προς το αστυνομικό τμήμα. «Γρήγορα!» φώναξε η Τερέζα και άρχισε να διασχίζει τον προθάλαμο τρέχοντας. Όσο απομακρύνονταν από την πόρτα τόσο πιο σκοτεινό γινόταν το εσωτερικό. Μπήκε στο γραφείο του Ήθαν και είδε το ντουλάπι με την οπλοθήκη ορθάνοιχτο και πυρομαχικά σκορπισμένα στο πάτωμα. Αρκετά όπλα ήταν ακουμπισμένα στο γραφείο. Πήρε στα χέρια της ένα μεγάλο πιστόλι, σημάδεψε τον τοίχο και πάτησε τη σκανδάλη. Τίποτα. Ήταν άδειο ή είχε ασφάλεια, ή και τα δύο. «Κάνε γρήγορα, μαμά!» Άρπαξε ένα περίστροφο από το ντουλάπι, αλλά ήταν άδειο και δεν ήξερε καν πώς να ανοίξει το μύλο για να το γεμίσει – αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε κιόλας να βρει τα σωστά πυρομαχικά. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη δίπλα στο ντουλάπι, έβλεπε στο πάτωμα σκορπισμένες σφαίρες τουλάχιστον σε έξι διαφορετικά μεγέθη. «Μαμά, τι κάνεις;» ρώτησε ο Μπεν. Αυτό δεν ήταν λύση. Δεν είχαν χρόνο πια και παρόλο που ήταν παντρεμένη με ειδικό πράκτορα δεν είχε ιδέα από πυροβόλα όπλα. «Αλλαγή σχεδίου», του είπε. «Δηλαδή;» Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου. Έπρεπε να είναι εκεί. Την πρώτη του εβδομάδα στη δουλειά, ο Ήθαν την ξενάγησε στο αστυνομικό τμήμα. Την είχε κλειδώσει μέσα στο μοναδικό κελί στο κρατητήριο και κουνούσε χαμογελώντας το κλειδί στο χέρι του από τον κρίκο, καθώς της έλεγε αργά: «Μάλλον θα περάσετε τη νύχτα στο κελί, κυρία Μπερκ, εκτός κι αν δωροδοκήσετε το σερίφη σε είδος». Τον είχε δει να βάζει αυτό το κλειδί στο μεσαίο συρτάρι του γραφείου και τώρα έχωνε το χέρι της μέχρι μέσα προσπαθώντας να το βρει. Εκεί ήταν. Έπιασε τον κρίκο, τον τράβηξε έξω κι
έτρεξε προς τον Μπεν. «Τι κάνουμε;» τη ρώτησε εκείνος. «Ακολούθησέ με!» Βγήκαν πάλι στο διάδρομο. Απέξω ακούστηκε μια ανατριχιαστική στριγκλιά. «Είναι εδώ, μαμά!» Καθώς διέσχιζαν τον προθάλαμο, η Τερέζα κοίταξε την είσοδο και είδε δύο απ’ αυτά να τρέχουν στο μονοπάτι με τα μικρά πευκάκια που οδηγούσε στην είσοδο. Δευτερόλεπτα πριν μπουν μέσα. «Πιο γρήγορα, Μπεν!» του φώναξε. Έστριψαν σε έναν άλλο σκοτεινό διάδρομο. Στο τέρμα του, είδε τα μαύρα κάγκελα του μοναδικού κελιού στο Γουέιγουορντ Πάινς. Την πρώτη φορά που τα είχε δει, της είχαν θυμίσει τα κελιά στο σόου του Άντι Γκρίφιθ. Αυτές οι κάθετες μπάρες, με το μονό κρεβάτι και το τραπεζάκι μέσα, έβγαζαν την ίδια γραφικότητα. Έμοιαζε σαν ένα μέρος όπου οι μεθυσμένοι του Σαββατόβραδου είχαν μόνιμη κράτηση. Τώρα το κελί ήταν μια σανίδα σωτηρίας. Ο χώρος άνοιγε προς την άκρη και το λιγοστό βραδινό φως κατάφερνε να τρυπώσει από ένα ψηλό παράθυρο. Έφτασαν στα κάγκελα την ώρα που τα τέρατα έσπαζαν τη γυάλινη πόρτα του αστυνομικού τμήματος. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε ακούγοντας τα νύχια από τις οπλές στο διάδρομο πίσω τους. Μία ακόμα κραυγή γέμισε το χώρο. Το γλωσσίδι της κλειδαριάς γύρισε. Η Τερέζα άνοιξε την πόρτα. «Μπες μέσα!» φώναξε στον Μπεν Ο Μπεν έτρεξε να χωθεί μέσα, καθώς το πρώτο ανθρωπόζωο ξεπρόβαλλε από το διάδρομο. Εκείνη μπήκε πίσω του, έκλεισε την καγκελόπορτα και την κλείδωσε μισό δευτερόλεπτο πριν το τέρας πέσει με δύναμη πάνω στα κάγκελα. Η κραυγή που ακούστηκε ήταν του Μπεν. Ενώ το πρώτο τέρας σηκωνόταν όρθιο ξανά, το ταίρι του ερχόταν από το διάδρομο. Η Τερέζα συνειδητοποίησε πως ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπε από κοντά. Αυτό που είχε πέσει πάνω στα κάγκελα ήταν τεράστιο και βουτηγμένο σε πηχτό αίμα. Το ματωμένο δέρμα του είχε κολλημένο πάνω του το θάνατο. Ο Μπεν στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο και τα μάτια ορθάνοιχτα, ενώ μια μικρή λιμνούλα άρχισε να σχηματίζεται στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια του. «Μπορούν να μας πιάσουν εδώ μέσα;» «Δεν νομίζω». «Είσαι σίγουρη;» «Όχι». Όταν το δεύτερο απ’ αυτά έπεσε με φόρα πάνω στα κάγκελα, ολόκληρο το κελί σείστηκε. Η Τερέζα έκλεισε τον Μπεν στην αγκαλιά της, καθώς το πρώτο τέρας στάθηκε ολόρθο στο ένα κι εβδομήντα ύψος του. Τίναξε το κεφάλι και τους κοίταζε ανάμεσα από τα κάγκελα ανοιγοκλείνοντας τα γαλακτερά του μάτια σαν να
μελετούσε το πρόβλημα. «Τι είναι αυτό στο στήθος του που κινείται;» μονολόγησε η Τερέζα ψιθυριστά. «Η καρδιά του, μαμά». «Πώς το…» Σωστά. Τα παιδιά είχαν μάθει γι’ αυτά στο σχολείο. Η καρδιά του τέρατος χτυπούσε απίστευτα γρήγορα, αλλά φαινόταν θαμπή και παραμορφωμένη μέσα από στρώματα δέρματος σαν να διακρινόταν κάτω από αρκετά εκατοστά πάγου. Τα πόδια του ήταν κοντά και όταν στεκόταν όρθιο, τα χέρια του έφταναν σχεδόν μέχρι το πάτωμα. Πέρασε το δεξί του χέρι ανάμεσα από τα κάγκελα. Ήταν λεπτό, αλλά γεμάτο μυς. Το μήκος του ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Η Τερέζα κοιτούσε με τρόμο καθώς τα κεράτινα νύχια απλώνονταν στο πάτωμα στο εσωτερικό του κελιού. «Φύγε!» του ούρλιαξε. Το δεύτερο τέρας ήρθε στο πλάι του κελιού κι έκανε το ίδιο. Το αριστερό του χέρι έφτανε σχεδόν το ενάμισι μέτρο. Όταν ένα νύχι του ακούμπησε το παπούτσι του Μπεν, η Τερέζα το πάτησε με δύναμη. Το τέρας μούγκρισε. Τράβηξε τον Μπεν προς τη γωνία όσο πιο μακριά μπορούσε από τα κάγκελα και ανέβηκαν στη μεταλλική κουκέτα. «Θα πεθάνουμε, μαμά;» «Όχι». Τρία ακόμα εμφανίστηκαν στο διάδρομο τρέχοντας προς το κελί, με στριγκλιές και μουγκρητά. Πίσω τους έρχονταν κι άλλα, και ο θόρυβος στον κλειστό χώρο όλο και δυνάμωνε. Σε λίγο, πάνω από δέκα χέρια έγδερναν το πάτωμα μέσα από τα κάγκελα, ενώ κι άλλα ανθρωπόζωα ξεπρόβαλλαν πίσω τους. Η Τερέζα κάθισε πάνω στο γυμνό στρώμα της κουκέτας και κράτησε τον Μπεν σφιχτά στην αγκαλιά της. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο είχε αλλάξει από μπλε σε πορφυρό και το δωμάτιο λίγο-λίγο βυθιζόταν στο σκοτάδι. Η Τερέζα μίλησε στο αυτί του Μπεν προσπαθώντας να σκεπάσει τους ήχους των ανθρωπόζωων. «Φαντάσου πως είσαι κάπου αλλού, κάποια άλλη στιγμή». Ο Μπεν έτρεμε στα χέρια της, καθώς το κοπάδι των τεράτων πλήθαινε. Η Τερέζα κοίταξε ψηλά προς το παράθυρο ενώ τα τέρατα έπεφταν με δύναμη πάνω στα κάγκελα, τα έσπρωχναν ή άπλωναν τα απαίσια άκρα τους ανάμεσά τους. Καθώς το φως υποχωρούσε γοργά, το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν τον προθάλαμο ασφυκτικά γεμάτο από τέρατα, κι ένα απ’ αυτά γονατιστό να προσπαθεί να βάλει το νύχι του μέσα στην κλειδαριά. Μετά, δεν μπορούσε να δει πια. Η νύχτα σκέπασε το Γουέιγουορντ Πάινς. Κι αυτοί ήταν μόνοι, με τα τέρατα να τους ζώνουν στο πυκνό σκοτάδι.
ΗΘΑΝ Ο Ήθαν κατέβηκε με το ασανσέρ από το γραφείο του Πίλτσερ στο διάδρομο του Επιπέδου 1. Την ώρα που άνοιγε η πόρτα του ασανσέρ, άκουσε πάλι πυροβολισμούς, αλλά πιο μακριά τώρα. Κατευθύνθηκε προς τη γυάλινη πόρτα στο βάθος, βγάζοντας το πιστόλι που του είχε δώσει ο Άλαν, και πέρασε το κατώφλι της Κιβωτού. Του φάνηκε πως ήταν εκεί όλοι οι άνθρωποι του Πίλτσερ. Μαζεύτηκαν για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τι προκαλούσε αυτή την αναστάτωση. Γύρω στα εκατό άτομα περιφέρονταν με βλέμματα απορίας και φόβου. Οι πυροβολισμοί εδώ ακούγονταν πιο δυνατά. Προφανώς έπεφταν πολύ πιο χαμηλά μέσα στη σήραγγα που οδηγούσε έξω από το καταφύγιο προς την πόλη. Παντού υπήρχαν νεκρά ανθρωπόζωα. Σωροί ολόκληροι στη σήραγγα. Σαράντα με πενήντα τουλάχιστον στη σπηλιά. Ρυάκια αίματος έτρεχαν παντού πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Πέντε σώματα σκεπασμένα με σεντόνια κείτονταν στη σειρά δίπλα στην είσοδο της μονάδας βιοτικής αναστολής. Η μυρωδιά από τους πυροβολισμούς ήταν διάχυτη παντού. Ο Άλαν βγήκε τρέχοντας από τη σήραγγα. Ο Ήθαν σπρώχτηκε ανάμεσα στον κόσμο για να τον πλησιάσει. Το πρόσωπό του ήταν πιτσιλισμένο με αίμα και το δεξί του χέρι είχε ένα σκίσιμο σίγουρα από νύχι. Μια ριπή ακούστηκε από το τούνελ και αμέσως μετά μια κραυγή. «Τα αναχαιτίζουμε», είπε ο Άλαν, «αλλά πρέπει να είναι πάνω από διακόσια. Έχασα άντρες. Τα πυρομαχικά για το Μ230 τελείωσαν. Αν δεν είχαμε το οπλοπολυβόλο, τα πράγματα θα ήταν σκούρα. Πού είναι ο Πίλτσερ;» «Δεμένος και αναίσθητος στο γραφείο του». «Θα στείλω κάποιον μετά». Ακούστηκε ο ασύρματός του. Απάντησε αμέσως. «Εδώ Άλαν. Όβερ». Η φωνή του Μάστιν ακούστηκε από το ηχείο να φωνάζει πάνω από τους πυροβολισμούς. «Μόλις διώξαμε τα τελευταία έξω από τη σήραγγα, αλλά η πόρτα του τούνελ χάσκει. Όβερ». «Έχω ήδη στείλει όχημα κάτω με φύλλα ενισχυμένου ατσαλιού κι ένα συνεργείο με τρεις τεχνικούς. Θα κλείσουν την πόρτα. Όβερ». «Ελήφθη. Θα κρατήσουμε τη γραμμή επικοινωνίας ανοιχτή. Τέλος». «Ούτε να το σκέφτεστε να σφραγίσετε αυτή την έξοδο», είπε ο Ήθαν. «Πρέπει να πάμε στους ανθρώπους στην κοιλάδα. Η γυναίκα και το παιδί μου είναι εκεί έξω». «Θα το κάνουμε, αλλά πρέπει να ανασυνταχθούμε και να οπλιστούμε. Έχασα οκτώ άντρες, αν όχι περισσότερους. Για να κάνουμε επίθεση στο Γουέιγουορντ Πάινς,
πρέπει να έχουμε και το τελευταίο όπλο διαθέσιμο. Πρέπει να βρούμε κι άλλα πυρομαχικά για το οπλοπολυβόλο». Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Και δεν μπορούμε να βγούμε εκεί έξω μέσα στη νύχτα». «Μα τι είναι αυτά που λες!» «Έχει βραδιάσει. Θα έχει πέσει σκοτάδι πριν καν μπορέσουμε να ετοιμαστούμε. Θα πάμε στην πόλη με το πρώτο φως της αυγής». «Αύριο;» «Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για νυχτερινή μάχη». «Νομίζεις ότι οι άοπλοι άνθρωποι στην κοιλάδα είναι; Νομίζεις ότι η γυναίκα και ο γιος μου…» «Θα σφαγιαστούμε μέσα στο σκοτάδι αν πάμε τώρα, και το ξέρεις. Το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να χάσουμε τη μόνη πιθανότητα που έχουμε να σώσουμε αυτούς τους ανθρώπους». «Να πάρει ο διάολος!» «Νομίζεις ότι εγώ δεν θα ήθελα να μπουκάρω αυτή τη στιγμή με τα όπλα μέσα στην πόλη; Δεν γίνεται». Ο Ήθαν κινήθηκε προς τη σήραγγα. «Πού πας;» φώναξε πίσω του ο Άλαν. «Να βρω την οικογένειά μου». «Αν βγεις εκεί έξω μέσα στη νύχτα, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να πέσεις στα νύχια τους. Υπάρχουν εκατοντάδες απ’ αυτά τα πράγματα εκεί έξω». Ο Ήθαν είχε κάνει λίγα βήματα στο τούνελ, αλλά σταμάτησε. «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», πρόσθεσε ο Άλαν. «Αν ήταν η δική μου οικογένεια εκεί έξω, δεν θα μπορούσες να με σταματήσεις. Αλλά εσύ είσαι πιο συνετός από εμένα, Ήθαν. Και είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις πως με το θάνατό σου ή μια αποστολή αυτοκτονίας σήμερα το βράδυ, δεν θα καταφέρεις να σώσεις ούτε την οικογένειά σου ούτε κανέναν άλλο». Διάολε, είχε δίκιο. Ο Ήθαν γύρισε ξεφυσώντας με απόγνωση. «Δηλαδή οι κάτοικοι της πόλης θα περάσουν μία ακόμα νύχτα στο σκοτάδι και το κρύο, χωρίς νερό και φαγητό, σε μια κοιλάδα που τη μοιράζονται με ένα ολόκληρο κοπάδι τέρατα», είπε. Ο Άλαν τον πλησίασε. Μακριά στη σήραγγα ακούστηκαν κι άλλοι πυροβολισμοί. «Ας ελπίσουμε ότι όσοι επιβίωσαν από την αρχική επιδρομή, έχουν βρει ασφαλείς χώρους να κρυφτούν τώρα πια. Πού είναι η οικογένειά σου;» «Τους άφησα σε μια σπηλιά, με μια κλειδωμένη πόρτα, στα μισά ενός βουνού». «Επομένως είναι ασφαλείς». «Δεν μπορώ να το ξέρω. Υπάρχει άλλη μια ομάδα στο υπόγειο του σχολείου. Ογδόντα-ενενήντα άνθρωποι περίπου. Γιατί δεν πάμε…» «Πολύ ριψοκίνδυνο. Και το ξέρεις». Ο Ήθαν έγνεψε καταφατικά. «Και με το φράχτη τι θα γίνει; Η πύλη είναι ακόμη
ανοιχτή; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να μπουκάρουν μέσα κι άλλα χίλια ή τριάντα χιλιάδες απ’ αυτά στην κοιλάδα». «Έβαλα τον επικεφαλής του τεχνικού τμήματος να το φροντίσει. Αλλά μου είπε ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε το φράχτη από το υπερκαταφύγιο». «Γιατί;» «Προφανώς ο Πίλτσερ μπλοκάρισε το εσωτερικό σύστημα λειτουργίας. Ο μόνος τρόπος να επανασυνδέσουμε το ρεύμα στο φράχτη και αμέσως μετά να κλείσουμε την πύλη είναι με χειροκίνητη παράκαμψη» «Που απ’ ότι υποψιάζομαι…» «Είναι στο φράχτη, ναι. Σιγά μην ήταν κάτι εύκολο». «Εγώ λέω να στείλουμε κάποιον», είπε ο Ήθαν. «Αυτή τη στιγμή». «Υπάρχει μια μυστική έξοδος στη νότια πλευρά του βουνού. Γύρω στα τετρακόσια μέτρα από το φράχτη». «Στείλε τότε τον τεχνικό με μια μικρή φρουρά». «Εντάξει. Αλλά όσο εγώ θα φροντίζω αυτό…» Κοίταξε τον κόσμο πίσω του που είχε μαζευτεί στην Κιβωτό. «Δεν ξέρουν τίποτα για ό,τι έχει συμβεί. Άκουσαν μόνο πυροβολισμούς και κατέβηκαν να δουν τι τρέχει». «Θα τους μιλήσω εγώ», είπε ο Ήθαν και κατευθύνθηκε προς το πλήθος. «Με το μαλακό!» φώναξε πίσω του ο Άλαν. «Για ποιο λόγο;» «Γιατί αυτή είναι η μόνη ζωή που έχουν γνωρίσει, κι εσύ θα διαλύσεις κάθε τους ψευδαίσθηση».
ΤΕΡΕΖΑ Ξύπνησε με ένα τίναγμα, αλλά τα μάτια της αντίκρισαν το απόλυτο σκοτάδι. Ο Μπεν τιναζόταν στον ύπνο του και μουρμούριζε «Όχι, όχι, όχι». Τον σκούντησε απαλά να ξυπνήσει. «Είσαι εντάξει, καλέ μου», του ψιθύρισε. «Η μαμά είναι εδώ». Είχε χρόνια να ξεστομίσει τέτοια λόγια στο γιο της – από τότε που ήταν νέα μητέρα και λίκνιζε την κούνια του για να κοιμηθεί. Το παράθυρο στο παιδικό δωμάτιο είχε μια χαραμάδα που άφηνε τον ήχο της απαλής βροχής του Σιάτλ να τους νανουρίζει. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Μπεν. «Βρισκόμαστε ακόμα στο κελί, αλλά είμαστε καλά». «Πού είναι τα τέρατα;» Ο χώρος ήταν εκνευριστικά ήσυχος. Πιο πέρα από τα κάγκελα δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. «Νομίζω πως έχουν φύγει για την ώρα». «Διψάω πολύ». «Το ξέρω, καλέ μου. Κι εγώ». «Δεν υπάρχει ένας ψύκτης πίσω από το γραφείο στον προθάλαμο;» «Νομίζω ναι». «Ίσως θα μπορούσαμε να βγούμε κρυφά και να πάρουμε…» «Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα, Μπέντζαμιν!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή έξω από το κελί. «Ποιος είναι εκεί;» πετάχτηκε η Τερέζα. «Δεν αναγνωρίζεις τη φωνή, χρυσή μου; Πώς κι έτσι; Μου ξερνάς τα σώψυχά σου κάθε τελευταία Πέμπτη του μήνα εδώ και…» «Παμ! Θεέ μου, τι κάνεις…» «Σας άκουσα να ουρλιάζετε λίγες ώρες πριν, και είδα τα πλάσματα να σας κυνηγούν στο αστυνομικό τμήμα. Περίμενα να φύγουν. Ανακουφίστηκα πολύ που σας βρήκα ζωντανούς. Πάρα πολύ. Καλή σκέψη, Τερέζα, να κλειστείτε εδώ μέσα». Η Τερέζα πίστευε ότι όσο περνούσε η ώρα τα μάτια της θα συνήθιζαν το σκοτάδι, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να δει ούτε το ίδιο της το χέρι ανασηκωμένο μπροστά στη μύτη της. «Δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι συνέβη εδώ χθες βράδυ», είπε η Παμ. «Έδειξε ο άντρας σου ένα ανθρωπόζωο στους κατοίκους;» «Τους είπε τα πάντα. Για τα ανθρωπόζωα, για τις κάμερες παρακολούθησης. Ότι ζούμε δύο χιλιάδες χρόνια στο μέλλον. Πως είμαστε ό,τι έχει απομείνει από το ανθρώπινο είδος στον κόσμο». «Το έκανε στ’ αλήθεια, λοιπόν. Τον καριόλη! Μη με κοιτάς έτσι». Η Τερέζα ένιωσε έναν παγωμένο κόμπο ιδρώτα να κυλάει στο σβέρκο της.
«Είναι θεοσκότεινα εδώ μέσα», είπε. «Ναι, πραγματικά. Εγώ όμως σε βλέπω να κρατάς αγκαλιά τον Μπέντζαμιν και να κοιτάς στο σκοτάδι κάπου προς το μέρος που είμαι εγώ και δεν εκτιμώ…» «Πώς μπορείς και βλέπεις;» «Τα λένε διόπτρες νυχτερινής όρασης, Τερέζα, κι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που σε παρακολουθώ με δαύτα». «Μαμά, τι λέει;» «Μπεν, μη…» «Μπέντζαμιν, μιλάω για τότε που τσάκωσα τη μαμά και τον μπαμπά σου να βγαίνουν νύχτα από το σπίτι σας στην 6η Οδό. Αυτό απαγορεύεται αυστηρά, όπως ξέρεις». «Μη μιλάς έτσι στο γιο μου…» «Μη μιλάς έτσι στη γυναίκα που σε σημαδεύει με όπλο». Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. Η Τερέζα προσπαθούσε να κατανοήσει τη σκοτεινή εικόνα: η Παμ στεκόταν μπροστά από το κελί, φορώντας γυαλιά νυχτερινής όρασης, και σημάδευε με όπλο μέσα στο σκοτάδι μαμά και γιο. «Σημαδεύεις με όπλο το γιο μου;» Η Τερέζα έκανε την ερώτηση με ψύχραιμο τρόπο, αλλά η φωνή της τρεμούλιασε προδίδοντας την οργή και το φόβο που την κυρίευαν. «Και τον σημαδεύω, και θα τον πυροβολήσω». Η Τερέζα βρέθηκε σε απόγνωση. Γονάτισε και προσπάθησε να καλύψει τον Μπεν με το σώμα της. «Έλα τώρα!» είπε η Παμ. «Το μόνο που έχω να κάνω…» Κινήθηκε. Η φωνή της ακούστηκε τώρα από άλλη κατεύθυνση. «…είναι να έρθω και να σταθώ σ’ αυτή την πλευρά του κελιού. Κι έχω πάλι καθαρό στόχο». «Γιατί το κάνεις αυτό; Είσαι η ψυχολόγος μου». «Ποτέ δεν ήμουν ψυχολόγος σου». «Μα τι είναι αυτά που λες;» «Είναι πραγματικά κρίμα, Τερέζα. Σε συμπαθούσα. Μου άρεσαν οι συνεδρίες μας. Θέλω να ξέρεις ότι αυτό που πρόκειται να συμβεί σ’ εσένα και στο γιο σου δεν είναι προσωπικό. Είναι που είχες την ατυχία να παντρευτείς τον άνθρωπο που κατέστρεψε αυτή την πόλη». «Ο Ήθαν δεν κατέστρεψε τίποτα. Είπε μόνο την αλήθεια σε όλους». «Δεν ήταν δουλειά του. Η αλήθεια μπορεί να είναι επικίνδυνη για τα αδύναμα μυαλά». «Ήξερες, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε η Τερέζα. «Όλον αυτό τον καιρό ήξερες». «Την αλήθεια για το Γουέιγουορντ Πάινς; Φυσικά και την ήξερα. Τερέζα, εγώ βοήθησα να δημιουργηθεί αυτή η πόλη. Ήμουν εδώ από την αρχή. Από την πρώτη μέρα. Αυτό το μέρος ήταν το μοναδικό σπίτι που είχα ποτέ, κι ο άντρας σου το κατέστρεψε. Ισοπέδωσε τα πάντα».
«Ο Ήθαν δεν άνοιξε την πύλη. Δεν έκοψε το ρεύμα στο φράχτη και δεν άφησε όλα αυτά τα τέρατα να μπουν μέσα. Το αφεντικό σου τα έκανε όλα αυτά». «Το αφεντικό μου, ο Ντέιβιντ Πίλτσερ, είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε αυτή την πόλη. Κάθε σπίτι και κάθε δρόμο. Διάλεξε ο ίδιος καθέναν από τους κατοίκους της. Κάθε μέλος της ομάδας. Χωρίς αυτόν θα είχες πεθάνει αιώνες πριν. Πώς τολμάς να αμφισβητείς τον άνθρωπο που σου πρόσφερε αυτή τη ζωή;» «Παμ, σε παρακαλώ. Ο γιος μου δεν ευθύνεται σε τίποτα για όλα αυτά. Το ξέρεις πολύ καλά». «Δεν καταλαβαίνεις, χρυσή μου. Αυτό δεν έχει να κάνει με απόδοση ευθυνών σ’ εσένα και στον Μπέντζαμιν. Έχουμε ξεπεράσει προ πολλού αυτό το σημείο». «Τι θέλεις, λοιπόν;» Ο πανικός της Τερέζας υποχωρούσε και δάκρυα έρχονταν να πάρουν τη θέση του. Ο Μπεν έκλαιγε ήδη, τρέμοντας στην αγκαλιά της. «Το μόνο που με νοιάζει είναι να κάνω τον άντρα σου να πονέσει οδυνηρά. Τίποτε άλλο. Αν είναι ακόμα ζωντανός, κάποια στιγμή θα φτάσει εδώ για να σε βρει. Και ξέρεις τι θα βρει;» «Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό, Παμ». «Τους δυο σας νεκρούς, κι εμένα να κάθομαι εδώ. Περιμένοντας. Θέλω να ξέρει ότι εγώ το έκανα αυτό, πριν του τινάξω τα μυαλά στον αέρα». «Άκουσέ με μόνο». «Ακούω. Αλλά πριν αρχίσεις να μιλάς αναρωτήσου αν πράγματι πιστεύεις ότι θα μου αλλάξεις γνώμη». Ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ήχος ακούστηκε έξω από το διάδρομο στον προθάλαμο. Σαν να θρυμματιζόταν ένα μικρό κομμάτι γυαλιού. Σε παρακαλώ, μακάρι να είναι ένα τέρας! σκέφτηκε η Τερέζα. «Οι περισσότεροι άνθρωποι της πόλης σκοτώθηκαν χθες βράδυ», είπε κρατώντας την ψυχραιμία της. «Δεν ξέρω καν πόσοι από εμάς έχουν απομείνει ζωντανοί». Άλλο ένα κομμάτι γυαλιού ακούστηκε να σπάζει. Ανέβασε λίγο την ένταση της φωνής της. «Ακόμα όμως κι αν νιώθεις έτσι για τον άντρα μου, πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι το να σκοτώσεις δύο ακόμη από εμάς που έχουμε επιβιώσει είναι το καλύτερο για το ανθρώπινο είδος; Είμαστε πια στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής εξαφάνισης». «Τι ακαταμάχητο επιχείρημα, Τερέζα! Δεν το είχα σκεφτεί!» «Αλήθεια;» «Έλα τώρα, πλάκα κάνω. Κι αν θες τη γνώμη μου, χέστηκα γι’ αυτό». Η Παμ όπλισε τη θαλάμη. «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υποφέρετε καθόλου. Σκέψου λίγο και την καλή πλευρά. Τουλάχιστον εσείς οι δύο δεν θα πεθάνετε στα χέρια ενός τέρατος. Έτσι, δεν θα αισθανθείτε το παραμικρό. Δηλαδή, εντάξει, κάτι θα αισθανθείτε, αλλά θα τελειώσει πριν καν το καταλάβετε».
«Είναι παιδί ακόμα!» ούρλιαξε η Τερέζα. «Θα σε πείραζε να μου έδινες το κλειδί του κελιού πριν…» Η αστραπή που έβγαλε η κάννη φώτισε ολόκληρο το δωμάτιο. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Η Τερέζα σκέφτηκε πως ήταν πια νεκροί. Πως η Παμ είχε πραγματοποιήσει την απειλή της. Όμως διαπίστωνε ότι μπορούσε ακόμα να σκεφτεί. Αισθανόταν ακόμα τον Μπεν στην αγκαλιά της. Είχε προετοιμαστεί για τον πόνο που θα ένιωθε, αλλά δεν αισθάνθηκε κάτι τέτοιο. Κάποιος φώναζε το όνομά της. Το βουητό στ’ αυτιά της έκανε τις λέξεις να ακούγονταν λες κι έβγαιναν από τον πάτο πηγαδιού. Κάτι άστραψε μπροστά της. Ένα φωτεινό σημείο μπροστά από τα μάτια της. Είναι αυτό το φως στην άκρη του τούνελ; Είμαι νεκρή καθώς το πλησιάζω; Είναι ο γιος μου μαζί μου; Άστραψε ξανά, αλλά αυτή τη φορά η φωτεινή ανταύγεια δεν έσβησε. Το φως έμοιαζε να μεγαλώνει συνεχώς ώσπου η φλόγα άναψε μια μικρή δέσμη ξερόχορτα. Το φως κάπνιζε πια. Ένιωθε τη μυρωδιά κι έβλεπε χέρια να σηκώνουν το μικρό σπίρτο από το έδαφος. Η φλόγα φώτισε το πιο βρόμικο πρόσωπο που είχε δει ποτέ, και μια γενειάδα που μάλλον χρειάστηκε χρόνια να μεγαλώσει τόσο. Τα μάτια, όμως… Ακόμα και στο ελάχιστο φως και παρόλη τη βρομιά και την αγριάδα του προσώπου, τα αναγνώρισε. Ούτε κι αυτός ακόμα ο τρόμος μπροστά στον επαπειλούμενο θάνατό τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με το σοκ που ένιωσε βλέποντας ξανά αυτά τα μάτια. Ο άντρας μίλησε με σπασμένη φωνή. «Τερέζα! Αγάπη μου!» Εκείνη άφησε τον Μπεν και πλησίασε τα κάγκελα. Καθώς το φως έσβηνε, άπλωσε τα χέρια μέσα από τα κάγκελα. Τον άρπαξε και τον τράβηξε κοντά. Ο Άνταμ Χάσλερ απέπνεε τη μυρωδιά ανθρώπου που ζούσε για χρόνια στην ύπαιθρο. Καθώς πέρασε τα χέρια της κάτω από το αδιάβροχο και γύρω από τη μέση του, συνειδητοποίησε πως είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. «Άνταμ;» «Εγώ είμαι, Τερέζα». «Θεέ μου!» «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πραγματικά σε αγγίζω». Τη φίλησε μέσα από τα κάγκελα. Ο Μπεν κατέβηκε κι αυτός από την κουκέτα και πλησίασε. «Νόμιζα πως είχες πεθάνει». «Θα έπρεπε να έχω πεθάνει, μικρέ μου. Θα έπρεπε να έχω πεθάνει τουλάχιστον χίλιες φορές».
ΗΘΑΝ Στεκόταν πάνω στην κουκούλα του τζιπ της Μάγκι και κοιτούσε τα πρόσωπα των εκατόν πενήντα ανθρώπων που άρχισαν να συνωστίζονται γύρω του στην Κιβωτό. Ένιωθε περίεργα καθώς αντίκριζε αυτή την ομάδα των ανθρώπων που για δεκατέσσερα χρόνια δούλευαν από κοινού για να κρατήσουν τους συνανθρώπους τους, τους κατοίκους του Γουέιγουορντ Πάινς, στο σκοτάδι. «Χθες βράδυ», άρχισε να λέει, «πήρα μια δύσκολη απόφαση. Είπα στους κατοίκους της πόλης την αλήθεια. Τους είπα τι χρονιά έχουμε. Τους έδειξα ένα ανθρωπόζωο». Μια φωνή ξέσπασε από τη μέση του πλήθους. «Δεν είχες κανένα δικαίωμα!» Ο Ήθαν την αγνόησε. «Φαντάζομαι ότι κανένας από εσάς δεν συμφωνεί μ’ αυτή την απόφαση, κι αυτό δεν μου προκαλεί έκπληξη. Ας δούμε όμως αν συμφωνείτε με την απόφαση που πήρε ο Ντέιβιντ Πίλτσερ σε απάντηση. Έκοψε το ρεύμα στο φράχτη και άνοιξε την πύλη. Τουλάχιστον πεντακόσια τέρατα πλημμύρισαν την κοιλάδα μέσα στη νύχτα. Πάνω από τους μισούς κατοίκους σφαγιάστηκαν. Όσοι έχουν καταφέρει να γλιτώσουν είναι παγιδευμένοι χωρίς νερό και φαγητό. Δεν έχουν ούτε θέρμανση, αφού ο Πίλτσερ έκοψε το ρεύμα και στην πόλη». Δυσπιστία φαινόταν αποτυπωμένη στα πρόσωπα. «Ψεύτη!» φώναξε κάποιος. «Κατανοώ ότι κάποια στιγμή στο παρελθόν, καθένας από εσάς πίστεψε με όλη του την καρδιά αυτό που επαγγελλόταν ο Ντέιβιντ Πίλτσερ. Για να είμαι ειλικρινής, είναι ιδιοφυής άνθρωπος. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι ένας οραματιστής και σίγουρα ο πιο φιλόδοξος άνθρωπος που έζησε ποτέ. Κατανοώ τι σας γοήτευσε σ’ αυτόν. Είναι λογικό να συμπαρατάσσεται κανείς με κάποιον που αποπνέει τέτοια δύναμη και εξουσία. Σε κάνει να αισθάνεσαι πιο βέβαιος για τον εαυτό σου. »Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, πολλοί από εσάς βρισκόσασταν σε μια πολύ άσχημη στιγμή της ζωής σας, όταν εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ Πίλτσερ. Σας έδωσε σκοπό και νόημα, κι αυτό το σέβομαι. Αλλά είναι πια τόσο τερατώδης όσο και τα πλάσματα που ζούσαν έξω απ’ αυτόν το φράχτη. Για να μην πω, περισσότερο. Η ιδέα του Γουέιγουορντ Πάινς ήταν γι’ αυτόν πάντα πιο σημαντική από τους ίδιους τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και, δυστυχώς, και από οποιονδήποτε από εσάς. Όλοι γνωρίζατε την Αλίσα. Όλα όσα έχω μάθει επιβεβαιώνουν ότι την αγαπούσαν οι πάντες μέσα σ’ αυτό το βουνό. Εκείνη όμως δεν έβλεπε τα πράγματα με τα μάτια του πατέρα της. Πίστευε ότι οι άνθρωποι του Γουέιγουορντ Πάινς δεν άξιζαν να βρίσκονται σε εικοσιτετράωρη παρακολούθηση, ούτε να τους βάζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο σε δημόσιες εκτελέσεις, ούτε να τους κρύβουν την αλήθεια. Αυτό που θα σας δείξω θα σας αναστατώσει –και ζητάω προκαταβολικά συγγνώμη– αλλά πρέπει να μάθετε τι είδους άνθρωπο υπηρετούσατε τόσο καιρό, για να μπορέσετε πια να το
ξεπεράσετε». Ο Ήθαν έδειξε με το δάχτυλο μια κατοστάρα οθόνη δίπλα στην είσοδο πίσω από το πλήθος και πάνω στο βράχο. Τον περισσότερο καιρό η οθόνη έδειχνε το πρόγραμμα εργασίας: ποιος είχε βάρδια στο κέντρο παρακολούθησης, ασφαλείας και αναστολής· ώρες αναχώρησης και άφιξης για μετακινήσεις από και προς το Γουέιγουορντ Πάινς. Ένα σύστημα ενδοεπικοινωνίας μέσα στο βουνό ανάμεσα στον Πίλτσερ και τους δικούς του ανθρώπους. Απόψε θα έδειχνε τον Ντέιβιντ Πίλτσερ, ιδρυτή και δημιουργό του Γουέιγουορντ Πάινς, να δολοφονεί την ίδια του την κόρη. Ο Ήθαν φώναξε σε έναν από τους τεχνικούς της ομάδας του Τεντ που στεκόταν κάτω από την οθόνη. «Βάλ’ το να παίξει».
ΤΕΡΕΖΑ Ο καπνός ανέβαινε κι έφευγε μέσα από το καγκελόφραχτο παράθυρο κοντά στην οροφή. Οι φλόγες σιγόκαιγαν τα πόδια της καρέκλας του γραφείου της Μπελίντα και φούντωναν με δεσμίδες από φωτοτυπικό χαρτί. Ο Μπεν ξάπλωσε πάνω στο μονό στρώμα που η Τερέζα κατέβασε από τον μεταλλικό σκελετό του κρεβατιού και ακούμπησε κοντά στη φωτιά. Εκείνη καθόταν απέναντι από τον Χάσλερ με τα χέρια απλωμένα προς τις φλόγες. Ακριβώς έξω από το κελί, το σώμα της Παμ κειτόταν πάνω στο τσιμέντο. Μια λίμνη αίματος απλωνόταν σιγά-σιγά γύρω από το κεφάλι της. «Είδα ότι ο φράχτης δεν είχε ρεύμα», συνέχισε ο Χάσλερ. «Ήρθα τρέχοντας στην πόλη. Πήγα σπίτι μας, αλλά δεν σας βρήκα εκεί. Έψαξα παντού. Νόμιζα ότι εσύ και ο Μπεν είχατε σκοτωθεί. Τη στιγμή που έψαχνα για πυρομαχικά στο γραφείο του σερίφη, σε άκουσα να ικετεύεις την Παμ να σας λυπηθεί. Δεν είναι ακριβώς το καλωσόρισμα που είχα λογαριάσει». «Εγώ δεν περίμενα πια κανένα καλωσόρισμα. Μου είπαν ότι δεν θα γυρνούσες πίσω». «Τι έγινε εδώ;» «Η πόλη ξέρει την αλήθεια». «Τα πάντα;» «Τα πάντα. Χάσαμε πολύ κόσμο. Υποθέτω ότι ο άνθρωπος που οικοδόμησε όλο αυτό αποφάσισε να γκρεμίσει τα τουβλάκια του και να μας παρατήσει». «Ποιος είπε στον κόσμο την αλήθεια;» «Είχε προκηρυχθεί δημόσια εκτέλεση για την Κέιτ και τον Χάρολντ Μπάλιντζερ, αλλά αντί να τους εκτελέσει, ο σερίφης εκμεταλλεύτηκε την περίσταση για να τα αποκαλύψει όλα». «Ο Πόουπ;» «Ο Πόουπ είναι νεκρός, Άνταμ». Η Τερέζα δίστασε να συνεχίσει. «Πολλά έχουν συμβεί από τότε που έφυγες. Σερίφης πια είναι ο Ήθαν». «Ο Ήθαν είναι εδώ;» «Τον έφεραν στην πόλη εδώ κι ένα μήνα περίπου. Έκανε τον τόπο άνω-κάτω. Τίποτα δεν είναι το ίδιο από τότε». Ο Χάσλερ κοίταξε μέσα στις φλόγες. «Δεν ήξερα πως είναι εδώ», μονολόγησε. «Γιατί να το ξέρεις;» «Όχι, απλώς… Ο Ήθαν ξέρει;» «Για εμάς;» «Ναι». «Όχι. Δεν του το είπα. Δηλαδή, θα του το έλεγα κάποια στιγμή. Το συζήτησα με τον Μπεν και αποφασίσαμε ότι δεν υπήρχε λόγος να βιαστούμε. Εξάλλου, δεν
πιστεύαμε ότι θα σε ξαναβλέπαμε». Δάκρυα κύλησαν από τις άκρες των ματιών του Χάσλερ, χαράζοντας αυλάκια στο στρώμα της βρόμας που είχε απλωθεί στο πρόσωπό του. Ο Μπεν τον παρακολουθούσε από το στρώμα. «Είναι σκέτος εφιάλτης», είπε ο Χάσλερ. «Ποιο απ’ όλα;» «Να γυρίζεις σπίτι και να μαθαίνεις τέτοιο πράγμα. Κάθε μέρα που πέρασα έξω απ’ αυτόν το φράχτη, αντιμετωπίζοντας τη δίψα, την πείνα, το θάνατο, μόνο εσύ με κράτησες ζωντανό. Η σκέψη πώς θα ήταν η ζωή μας όταν γυρνούσα πίσω». «Άνταμ…» «Αυτός ο χρόνος που ζήσαμε μαζί…» «Σε παρακαλώ!» «…ήταν ο πιο ευτυχισμένος στη ζωή μου. Σ’ αγαπώ. Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ». Σύρθηκε δίπλα από τα κάρβουνα της φωτιάς και την αγκάλιασε. Κοίταξε τον Μπεν. «Υπήρξα πατέρας για εσένα, έτσι δεν είναι;» Απευθύνθηκε στην Τερέζα. «Και ήμουν ο άντρας σου. Ο άνθρωπος που σε προστάτευε». «Δεν θα είχα επιβιώσει στο Γουέιγουορντ Πάινς χωρίς εσένα, Άνταμ, αλλά πίστευα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα. Και μετά, ξαφνικά, από το πουθενά ο άντρας μου βρέθηκε εδώ». Κάπου έξω, ένα ανθρωπόζωο ούρλιαξε. Ο Χάσλερ τράβηξε το σακίδιό του, το άνοιξε, ψαχούλεψε μέσα κι έβγαλε το δερματόδετο ημερολόγιο. Έσκισε το πλαστικό κάλυμμα και άνοιξε το ταλαιπωρημένο βιβλίο στην πρώτη σελίδα. Στη λάμψη της φωτιάς, έδειξε την αφιέρωση που ήταν γραμμένη. Όταν γυρίσεις –και θα γυρίσεις– θα σε πηδήξω, στρατιώτη, σαν να έχεις μόλις γυρίσει απ’ τον πόλεμο. Την πόνεσε πολύ που διάβασε αυτά τα λόγια. Την ισοπέδωσε. Τα είχε γράψει η ίδια λίγο πριν φύγει εκείνος. «Το διάβαζα κάθε μέρα. Δεν έχεις ιδέα πόσες δύσκολες στιγμές με βοήθησε να ξεπεράσω». Εκείνη δεν μπορούσε πια να δει από τα δάκρυα που κυλούσαν και το συναίσθημα που την πλημμύρισε σαν εσωτερική αιμορραγία, ακατάσχετη για να μπορέσει να τη συγκρατήσει. «Δεν σου ζητάω να προβλέψεις το μέλλον», της είπε. «Μιλάω για το τώρα. Για τούτη τη στιγμή. Μ’ αγαπάς ακόμα, Τερέζα;» Κοίταξε τα μπερδεμένα γένια του, το γεμάτο ουλές πρόσωπο και τα διογκωμένα από την πείνα μάτια. Θεέ μου, τον αγαπούσε. «Ποτέ δεν έπαψα», του ψιθύρισε. Τα μάτια του έδειξαν την ανακούφιση μελλοθάνατου στον οποίο απονεμήθηκε
χάρη. «Πρέπει να μάθω κάτι», του είπε. «Όταν ζούσαμε μαζί, ήξερες;» «Να ξέρω τι;» «Γι’ αυτή την πόλη. Τι ήταν. Όλα τα μυστικά που έμεναν κρυφά». Την κοίταξε κατάματα πριν απαντήσει. «Μέχρι τη μέρα που ο Ντέιβιντ Πίλτσερ με κάλεσε και μου είπε ότι με είχε διαλέξει για μια εξωτερική αποστολή πέρα από το φράχτη, ήξερα μόνο όσα κι εσύ». «Γιατί σε έστειλε εκεί έξω;» «Για να εξερευνήσω. Να ψάξω για σημάδια ανθρώπινης ζωής έξω απ’ αυτή την κοιλάδα». «Βρήκες κάτι;» Ο Χάσλερ γύρισε τα φύλλα του ημερολόγιού του στην τελευταία γραμμένη σελίδα και την έδειξε. «Η τελευταία μου καταχώριση. Έγραψα: ‘‘Μόνο εγώ κρατάω το κλειδί που μπορεί να μας σώσει. Είμαι κυριολεκτικά ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη που μπορεί να σώσει τον κόσμο’’». «Ποιο είναι, λοιπόν; Ποιο είναι το κλειδί;» «Να συμφιλιωθούμε». «Με τι;» «Με το γεγονός ότι αυτό είναι πραγματικά το τέλος. Ο κόσμος πια ανήκει στα ανθρωπόζωα». Παρά τον πόνο και το σοκ που ένιωσε, κατανόησε τη δήλωση. Ξαφνικά αισθάνθηκε εντελώς μόνη. «Δεν υπάρχει καμία ανακάλυψη που μπορεί να μας σώσει», συνέχισε ο Χάσλερ. «Αυτό από μόνο του θα μας βάλει πάλι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Αυτή η κοιλάδα είναι το μόνο μέρος στο οποίο μπορούμε να επιβιώσουμε. Κάποια στιγμή θα εξαφανιστούμε εντελώς. Είναι δεδομένο. Μόνο που πρέπει να το κάνουμε με χάρη. Απολαμβάνοντας την κάθε μέρα, την κάθε στιγμή».
ΜΑΣΤΙΝ Ο Μάστιν σκούπισε το χιόνι από τα βράχια και ξανακάθισε στην κούρνια του. Αυτή τη φορά είχε φέρει μαζί του πολύ μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών, γι’ αυτό του πήρε κάπου μία ώρα παραπάνω να φτάσει στην κορυφή. Πάντα επόπτευε την πόλη απ’ αυτό το σημείο, αλλά ποτέ πριν δεν είχε να σημαδέψει στόχο μέσα στην κοιλάδα. Εστίασε τη διόπτρα πάνω στο απομεινάρι από το Μπρόνκο του σερίφη Μπερκ. Χρειάστηκε τρεις βολές κι άλλες τόσες μικρές προσαρμογές στη σκόπευση, πριν καταφέρει να πετύχει τελικά ακριβώς αυτό που σημάδευε – το μπροστινό λάστιχο στην πλευρά του οδηγού. Η πόλη απλωνόταν σε συμμετρικά τετράγωνα που απείχαν μεταξύ τους γύρω στα εκατό μέτρα, πράγμα που σήμαινε ότι πρόσθετη προσαρμογή στη στόχευση θα ήταν πια πολύ πιο εύκολη εφόσον υπήρχε σημείο αναφοράς. Τέντωσε τους μυς του λαιμού του. Άρπαξε το κλείστρο και όπλισε με την πρώτη σφαίρα τη θαλάμη. Πήρε θέση σκόπευσης πίσω από τη διόπτρα και ενεργοποίησε το μικρόφωνο επικοινωνίας καθώς κοιτούσε τη Μέιν Στριτ. «Μάστιν έτοιμος στη θέση του. Όβερ». Του απάντησε ο Ήθαν Μπερκ. «Είμαστε στην πόρτα της σήραγγας. Όβερ». «Ελήφθη. Ξεκινάω την πρώτη σάρωση. Αναμείνατε νεότερα. Τέλος». Κατά μήκος της Μέιν Στριτ υπήρχαν παντού σκορπισμένα πτώματα. Πέντε ανθρωπόζωα έτρωγαν καταμεσής του δρόμου μπροστά από τον Αχνιστό Κόκκο. Για την ώρα αγνόησε το δάσος και τους βράχους που περιέβαλλαν την πόλη, και σάρωνε απλώς την πόλη, από ανατολικά προς δυτικά τις λεωφόρους, και από Βορρά προς Νότο τους δρόμους. Μετά από κάθε επιμέρους σάρωση, έγραφε πρόχειρα κάτι στο σημειωματάριό του. Έντεκα λεπτά αργότερα, πίεσε ξανά το κουμπί ομιλίας στα ακουστικά του. «Ο Μάστιν πάλι. Όβερ». «Σε ακούμε. Όβερ». «Έχω διοπτεύσει εκατόν πέντε ανθρωπόζωα. Περίπου μισά απ’ αυτά κινούνται σε ομάδες ανάμεσα στη 15η και την 20ή. Τα υπόλοιπα περιφέρονται σκόρπια στην πόλη. Καμία ένδειξη επιζώντων ακόμα». «Έχεις είκοσι λεπτά και μετά μπαίνουμε. Όβερ». Ο Μάστιν χαμογέλασε. Του άρεσε η διορία. «Θα πάμε κάνα στοίχημα; Όβερ». «Τι εννοείς;» «Πόσα θα σκοτώσω. Όβερ». «Κοίτα να τα κανονίσεις». Ο Μάστιν ξεκίνησε από τη νότια άκρη της Μέιν Στριτ και προχωρούσε αργά προς τα βόρεια. Δεκαπέντε εύστοχες βολές, πέντε άστοχες. Δώδεκα νεκρά και τρία που θα ζήλευαν την τύχη των άλλων, καθώς σέρνονταν σακατεμένα στο οδόστρωμα.
Προχώρησε στην 7η Οδό, έκανε προσαρμογή σκόπευσης κι έριξε τις βολές του. Κοντά στο σχολείο εντόπισε μια ομάδα δεκαοκτώ ανθρωπόζωων που κοιμούνταν στο δρόμο. Σκότωσε τέσσερα πριν καν τα υπόλοιπα ξυπνήσουν και συνειδητοποιήσουν την επίθεση. Πέτυχε άλλα πέντε καθώς σκορπίζονταν ολόγυρα. Συνέχισε έτσι για αρκετή ώρα. Έπρεπε να παραδεχτεί πως είχε πολύ καιρό να περάσει τόσο καλά με το τουφέκι του. Στα πέντε λεπτά που απέμεναν χτύπησε τρία ακόμα στο δρόμο νότια της πόλης, κι άλλα δύο κοντά στους κήπους. Τη στιγμή που η φωνή του σερίφη έβγαινε από τα ακουστικά του, φύτευε μία ακόμα σφαίρα στο κεφάλι ενός τέρατος που έτρεχε δίπλα στο νοσοκομείο. «Τέλος χρόνου. Όβερ», είπε ο Ήθαν. «Σαράντα τέσσερα», δήλωσε ο Μάστιν. «Όβερ». «Τι πράγμα;» «Έχετε να κάνετε με σαράντα τέσσερα λιγότερα. Όβερ». «Εντυπωσιακό. Ο φράχτης κρατάει ακόμα;» Ο Μάστιν γύρισε το όπλο νότια και διόπτευσε το δάσος γύρω από το φράχτη. «Η πύλη είναι ακόμα κλειστή. Μπορώ να σας καλύψω ως ένα βαθμό όταν θα είστε μέσα στην πόλη, αλλά το να πυροβολώ στο δάσος θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα. Όβερ». «Κατανοητό. Είσαι τα μάτια μας. Ξέκανε ό,τι μπορείς. Λέγε μας τι μας πλησιάζει. Όβερ» Ο Μάστιν φόρτωσε το γεμιστήρα και όπλισε ξανά. Κοίταξε από τη διόπτρα το δάσος στην περιοχή της εισόδου του υπερκαταφυγίου. «Μπορείτε να βγείτε», είπε.
ΗΘΑΝ Καθόταν στη θέση του συνοδηγού ενός θωρακισμένου Χάμβι. Ο Άλαν ήταν στο τιμόνι. Από τον πλαϊνό καθρέφτη έβλεπε τους σιδεράδες να κλείνουν με οξυγονοκόλληση την είσοδο της σήραγγας. Στην οροφή του Χάμβι, ένας ακόμα φρουρός στεκόταν πίσω από ένα πενηντάρι οπλοπολυβόλο. Δύο φορτηγάκια ακολουθούσαν πίσω τους. Στην καρότσα του πρώτου στέκονταν δύο άντρες με αυτόματες καραμπίνες. Το δεύτερο κουβαλούσε το μυδραλιοβόλο. Δύο νταλίκεςπλατφόρμες έρχονταν παραπίσω και τη συνοδεία έκλεινε ένα ακόμα φορτηγάκι με έξι άντρες οπλισμένους σαν αστακούς. Στα ακουστικά του Ήθαν ήχησε η φωνή του Μάστιν. «Σας συμβουλεύω να μην ακολουθήσετε τη Μέιν Στριτ. Τι πορεία έχετε; Όβερ». Ο Άλαν βγήκε από το δάσος και μπήκε στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη. «Από 13η προς 5η», απάντησε ο Ήθαν, «και μετά τρία τετράγωνα μέχρι το σχολείο. Έχουμε καθόλου παρέα;» «Τον βλέπεις αυτό τον τύπο λίγο πιο πέρα;» Ο Ήθαν προσπάθησε να δει μακριά μέσα από το παρμπρίζ. Γύρω στα εκατό μέτρα μπροστά, ένα ανθρωπόζωο καθόταν πάνω στη διπλή γραμμή του δρόμου. Ο ήχος των αυτοκινήτων που πλησίαζαν το κινητοποίησε και τη στιγμή ακριβώς που σηκωνόταν, ένα κόκκινο σύννεφο εκτοξεύτηκε από το κεφάλι του. «Έχετε μερικούς ακόμα ξέμπαρκους στην πορεία σας», ακούστηκε ο Μάστιν. «Θα προσπαθήσω να καθαρίσω το δρόμο. Όβερ». Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανεβεί πάνω από τα βουνά και η κοιλάδα αναπαυόταν στο πρωινό ημίφως της αυγής. «Κοιμήθηκες καθόλου;» τον ρώτησε ο Άλαν. «Εσύ τι λες;»
ΚΕΪΤ Η Κέιτ άκουσε τη ριπή του αυτόματου όπλου. Όλοι στην αίθουσα της τάξης άκουσαν τον ήχο. Μαζί με τον Σπιτς άρχισαν να μετακινούν με βιασύνη τα έπιπλα από την πόρτα και να ξεκαρφώνουν τις σανίδες. Όταν την άνοιξαν είπαν στους άλλους να περιμένουν μέσα. Βγήκαν στο διάδρομο και ανέβηκαν τις σκάλες. Ο ήχος των όπλων δυνάμωνε, αλλά στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις βολές, ένας άλλος ήχος ακουγόταν πια καθαρά – ο ήχος κινητήρα αυτοκινήτου. Μόλις έφτασαν στην έξοδο, η Κέιτ σήκωσε το ΑR-15 και είπε στον Σπιτς να ανοίξει την πόρτα. Εκείνος την άνοιξε και η Κέιτ βγήκε λίγο έξω στο κατώφλι. Είδε ανθρωπόζωα στην αυλή να τρέχουν καταπάνω σε μια φάλαγγα οχημάτων στη διασταύρωση 10ης και 5ης. Ξεχώρισε ένα Χάμβι, τρία φορτηγάκια και δύο νταλίκες. Ένα τέρας ξεστράτισε από τα υπόλοιπα και κινήθηκε προς το μέρος της. «Θα τον καταφέρεις;» τη ρώτησε ο Σπιτς. Εκείνη άφησε το τέρας να πλησιάσει πιο κοντά, σχεδόν στα έξι μέτρα. «Κέιτ;» Πάτησε τη σκανδάλη τρεις φορές σκοπεύοντας ολόισια το στήθος του τέρατος που κατέρρευσε μόλις δύο μέτρα από την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος σαν κεραυνός από το δεύτερο φορτηγάκι και μαζί μια πορτοκαλί φωτεινή λάμψη από ένα όπλο τόσο μεγάλο που κανονικά θα χρειαζόταν στρατιωτικό ελικόπτερο για να το μεταφέρει. Ένα τσούρμο τέρατα διαμελίστηκε επιτόπου. Η πόρτα του συνοδηγού του Χάμβι άνοιξε. Όταν είδε τον Ήθαν να κατεβαίνει, η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Τον είδε να περνάει τρέχοντας μπροστά από το αυτοκίνητο και να κατευθύνεται προς το φράχτη του σχολείου. Τη στιγμή που τον σκαρφάλωνε, τέσσερα τέρατα που βρίσκονταν στην αυλή κινήθηκαν καταπάνω του. Η Κέιτ άδειασε ολόκληρο το γεμιστήρα πάνω τους και τα σώριασε και τα τέσσερα στο πλακόστρωτο. Ο Ήθαν κοίταξε προς τα εκεί, με μάτια γουρλωμένα από την κατάπληξη. Για λίγο δεν ακούγονταν πια πυροβολισμοί. Τέρατα ήταν διάσπαρτα παντού και άντρες κατέβαιναν από τα φορτηγά και σχημάτιζαν περιμετρική γραμμή κρούσης. Η Κέιτ έτρεξε προς το μέρος του. Ο Ήθαν κούτσαινε, κρατούσε ένα τουφέκι στο χέρι, το παντελόνι του ήταν ξεσκισμένο, από το πουκάμισο απέμεναν μόνο κουρέλια και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα. Τα μάτια της θάμπωσαν από τα δάκρυα. Τα σκούπισε γρήγορα. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον και τον αγκάλιασε με ορμή. «Πώς είναι οι τραυματίες;» ρώτησε εκείνος. «Ένας πέθανε. Ένας άλλος ψυχορραγεί». «Έφερα φορτηγά. Θα σας πάρουμε όλους από εδώ στο βουνό». «Βρήκες τον Χάρολντ;» «Όχι ακόμα».
«Κάποιο νέο από την Τερέζα και τον Μπεν;» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της και κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Ο Ήθαν εξακολουθούσε να την κρατάει, προφέροντας το όνομά της και λέγοντάς της πως όλα θα πάνε καλά. Όμως εκείνη δεν μπορούσε πια να σταματήσει το κλάμα, ούτε και να πάψει να τον κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της.
ΗΘΑΝ Έτσι όπως κρατούσε αγκαλιά την Κέιτ, το μάτι του έπεσε σε έναν άντρα με ένα μαύρο πανωφόρι, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, να περπατάει στη 10η Οδό. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο κάτω από ένα μαύρο πλατύγυρο καπέλο που δεν μπορούσε να κρύψει τη μακριά, απεριποίητη γενειάδα του. «Ποιος διάολο είναι αυτός;» Η Κέιτ γύρισε το κεφάλι. «Δεν τον έχω ξαναδεί». Ο Ήθαν διέσχισε την αυλή, πήδηξε ξανά το φράχτη και βγήκε στο δρόμο. Ο μαυροντυμένος άντρας είχε ακουμπισμένο στον ώμο ένα τουφέκι Γουίντσεστερ. Οι μπότες του σέρνονταν στο οδόστρωμα με έναν αλλόκοτο βηματισμό. Σταμάτησε αρκετά μέτρα μακριά από τον Ήθαν, δείχνοντας ταλαιπωρημένος και αποπνέοντας εμετική μπόχα. Θα μπορούσε να είναι ένας σαλεμένος, εκκεντρικός άστεγος, αν δεν είχε αυτό το βλέμμα. Ούτε ίχνος παραφροσύνης στα μάτια του. Μόνο σαφής, ξεκάθαρη ένταση. «Ρε γαμώτο, ο Ήθαν!» αναφώνησε ο άντρας. «Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» Ο Ήθαν διέκρινε το χαμόγελο του άντρα μέσα από την αφρόντιστη γενειάδα του. «Αν γνωριζόμαστε, λέει;» Η φωνή του ακούστηκε στριγκή σαν να είχε γυαλόχαρτο στο λάρυγγα. «Θα σου φρεσκάρω λιγάκι το θυμητικό. Τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν τότε που σε έστειλα εδώ». Η αναγνώριση έσκασε σαν έκρηξη στο μυαλό του Ήθαν. Συνειρμοί που ένωναν τα στοιχεία. Τέντωσε το κεφάλι μπροστά. «Άνταμ;» «Απ’ ό,τι μαθαίνω, εσύ ξεκίνησες όλο αυτό το χάος». «Ήσουν στην πόλη όλον αυτό τον καιρό;» «Όχι, όχι. Μόλις γύρισα». «Από πού;» «Από εκεί έξω. Από πέρα». «Είσαι νομάδας;» «Έλειπα τριάμισι χρόνια. Επέστρεψα περνώντας μέσα από το φράχτη μόλις χθες το ξημέρωμα». «Άνταμ…» «Ξέρω πως έχεις πολλές ερωτήσεις, αλλά πρώτα να σου πω ότι αν ψάχνεις για την οικογένειά σου, τους βρήκα χθες βράδυ». «Πού;» «Η Τερέζα κλειδώθηκε μαζί με τον Μπεν στο κελί του αστυνομικού τμήματος». «Είναι ακόμη εκεί τώρα;» «Ναι, και…»
Ο Ήθαν έβαλε φτερά στα πόδια του κι έτρεξε του σκοτωμού στη 10η Οδό. Συνεχίζοντας να τρέχει με όλη του την ταχύτητα για έξι τετράγωνα, έφτασε λαχανιασμένος στο αστυνομικό τμήμα. «Τερέζα!» φώναξε ξέπνοα, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Ήθαν!» Όρμησε στο διάδρομο που οδηγούσε στο κελί, στη βορινή άκρη του κτιρίου. Μόλις αντίκρισε τη γυναίκα και το γιο του ζωντανούς, ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. Η Τερέζα ψηλάφισε το κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα του κελιού. Εκείνος έσπρωξε απότομα την πόρτα και την άρπαξε στην αγκαλιά του, φιλώντας τη στο πρόσωπο και στα χέρια, σαν να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που την άγγιζε. «Νόμιζα ότι σε έχασα», της είπε. «Παραλίγο». Ο Μπεν έπεσε κι αυτός πάνω του με ορμή. «Είσαι καλά, φιλαράκο;» «Ναι, μπαμπά, αλλά τη γλιτώσαμε την τελευταία στιγμή». Πυροβολισμοί ακούστηκαν ξανά λίγα τετράγωνα πιο πέρα. «Έφερες το ιππικό, ακούω», είπε η Τερέζα. «Ναι». «Σώθηκαν αρκετοί άνθρωποι;» «Είναι κάποιοι μαζεμένοι στο υπόγειο του σχολείου, που έχουν επιζήσει. Μια ομάδα ασφαλείας χτενίζει την πόλη αυτή τη στιγμή. Σκοτώνουν οποιοδήποτε πλάσμα δεν είναι ανθρώπινο και προσπαθούν να σώσουν όποιον είναι δυνατόν. Γιατί δεν μείνατε στη σπηλιά;» «Τα τέρατα επέστρεψαν», απάντησε ο Μπεν. «Πολλοί έμειναν εκεί, αλλά μαζί με τη μαμά βρήκαμε έναν άλλο δρόμο να κατεβούμε από τους βράχους». «Αυτοί που έμειναν δεν νομίζω να τα κατάφεραν», συμπλήρωσε η Τερέζα. Μέσα από τα κάγκελα του κελιού, ο Ήθαν πρόσεξε τώρα για πρώτη φορά το πτώμα της Παμ. «Μας βρήκε εδώ χθες βράδυ. Ήμαστε κλειδωμένοι στο κελί χωρίς όπλα. Σκόπευε να μας σκοτώσει». «Γιατί;» «Για να πληγώσει εσένα». Η Τερέζα ανατρίχιασε στην ανάμνηση του περιστατικού. «Ο Άνταμ Χάσλερ μας έσωσε». «Ήξερες ότι βρίσκεται εδώ;» ρώτησε ο Ήθαν. «Όχι». Μια ριπή οπλοπολυβόλου ακούστηκε πάλι. Ο Ήθαν μίλησε στον ασύρματο. «Μπερκ εδώ. Όβερ». Απάντησε η φωνή του Άλαν. «Σ’ ακούω. Όβερ». «Μπορείς να στείλεις ένα αυτοκίνητο στο αστυνομικό τμήμα; Βρήκα την οικογένειά μου. Θέλω να τους πάω κάπου όπου να είναι ασφαλείς».
Κεφάλαιο 8 ΤΕΡΕΖΑ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
Στέκεται ξυπόλυτη στη βροχή, με τη ρόμπα του νοσοκομείου να κολλάει μούσκεμα πάνω στο σώμα, και κοιτάζει τον εξάμετρο φράχτη μπροστά της με τα αγκαθωτά σύρματα που πετάνε σπίθες. Οι δύο διπλανές πινακίδες γράφουν: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΨΗΛΗ ΤΑΣΗ
Και: ΕΠΙΣΤΡΕΨΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ
Γονατίζει στη λάσπη, παγωμένη, νιώθοντας ρίγη. Το σούρουπο πέφτει ακριβώς τη στιγμή που το σκοτάδι αρχίζει να ζώνει το δάσος. Βρίσκεται στο τέλος. Το δικό της τέλος. Δεν έχει σε ποιον να στραφεί και πουθενά να πάει. Καταρρέει. Κλαίει με ανεξέλεγκτους λυγμούς ενώ η παγωμένη βροχή πέφτει πάνω της. Χέρια την αρπάζουν από τους ώμους. Αντιδρά σαν πληγωμένο αγρίμι. Τινάζεται στο πλάι και πέφτει στα τέσσερα. Ακούει μια φωνή: «Τερέζα!» Αλλά δεν γυρίζει να δει. Σηκώνεται και κάνει να τρέξει μακριά, αλλά τα πόδια της γλιστρούν πάνω στις υγρές πευκοβελόνες. Τα χέρια τη σπρώχνουν στο έδαφος. Το πρόσωπό της βυθίζεται στη λάσπη. Τα χέρια την κρατούν ακινητοποιημένη και προσπαθούν να τη γυρίσουν. Αντιστέκεται λυσσαλέα παρά τα καθηλωμένα στα πλευρά χέρια της. Σκέφτεται ότι αν τα χέρια που την κρατούν βρεθούν οπουδήποτε κοντά στο στόμα της, σίγουρα θα χάσουν κάμποσα δάχτυλα. Όμως τελικά ο άντρας καταφέρνει να τη γυρίσει ανάσκελα κρατώντας σφιχτά τα χέρια της και ακινητοποιώντας τα πόδια της κάτω από τα γόνατά του. «Άσε με!» ουρλιάζει. «Πάψε να παλεύεις». Η φωνή αυτή... Τον κοιτάζει. Είναι πια πολύ σκοτεινά, όμως αναγνωρίζει αυτό το πρόσωπο. Από μια άλλη ζωή. Από καλύτερες μέρες. Και σταματά να αντιστέκεται. «Άνταμ;» «Εγώ είμαι». Της απελευθερώνει τα χέρια και τη βοηθάει να σηκωθεί. «Τι κάνεις…; Γιατί…;»
Είναι τόσες οι ερωτήσεις που καίνε στο μυαλό της ώστε δεν ξέρει ποια να αρθρώσει πρώτη. «Τι μου συμβαίνει;» καταλήγει τελικά. «Είσαι στο Γουέιγουορντ Πάινς, στο Άινταχο». «Αυτό το ξέρω. Γιατί όμως δεν υπάρχει δρόμος για να φύγεις από εδώ; Γιατί υπάρχει αυτός ο φράχτης; Γιατί κανείς δεν μου λέει τι συμβαίνει;» «Ξέρω πως έχεις ερωτήσεις…» «Πού είναι ο γιος μου;» «Μπορώ να σε βοηθήσω να βρεις τον Μπεν». «Ξέρεις πού βρίσκεται;» «Όχι, αλλά μπορώ…» «Πού είναι;» ουρλιάζει εκείνη. «Πρέπει να τον…» «Τερέζα, βάζεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου αυτή τη στιγμή. Διακινδυνεύεις τις ζωές και των δυο μας. Θέλω να έρθεις μαζί μου». «Πού;» «Στο σπίτι μου». «Στο σπίτι σου;» Βγάζει το αδιάβροχό του και το τυλίγει γύρω από τους ώμους της. Τη στυλώνει στα πόδια της. «Γιατί έχεις σπίτι εδώ, Άνταμ;» «Γιατί ζω εδώ». «Πόσο καιρό;» «Ενάμιση χρόνο τώρα». «Αδύνατον». «Ξέρω ότι έτσι σου φαίνεται. Είμαι σίγουρος ότι όλα μοιάζουν λάθος και παράξενα αυτή τη στιγμή. Πού είναι τα παπούτσια σου;» «Δεν ξέρω». «Θα σε κουβαλήσω». Τη σηκώνει στα χέρια σαν πούπουλο. Εκείνη τον κοιτάζει και παρά τον τρόμο που έχει βιώσει τις τελευταίες πέντε μέρες, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί την ανακούφιση που της προσφέρουν δύο οικεία μάτια. «Γιατί είσαι εδώ, Άνταμ;» «Ξέρω ότι έχεις πολλές ερωτήσεις. Άσε με πρώτα να σε πάω σπίτι. Πρέπει να έχεις υποθερμία». «Έχω τρελαθεί; Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Ξύπνησα στο νοσοκομείο εδώ, κι αυτές οι τελευταίες μέρες ήταν…» «Κοίταξέ με! Δεν είσαι τρελή, Τερέζα». «Τότε, τι;» «Είσαι σε ένα διαφορετικό μέρος τώρα». «Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό».
«Το ξέρω, αλλά αν με εμπιστευτείς, σου ορκίζομαι ότι θα σε φροντίσω. Θα εξασφαλίσω ότι θα είσαι καλά. Και θα σε βοηθήσω να βρεις το γιο σου». Παρά τη θαλπωρή που της προσφέρει το σακάκι του, τρέμει ανεξέλεγκτα στα χέρια του Χάσλερ καθώς την κουβαλάει στο σκοτεινό δάσος κάτω από τη βροχή. Μπροστά στα μάτια της ζωντανεύει η τελευταία ανάμνηση που έχει πριν ξυπνήσει σ’ αυτή την πόλη: Καθόταν στο σπίτι της στη γειτονιά του Κουίν Ανν, απέναντι από έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Ντέιβιντ Πίλτσερ. Ήταν το βράδυ της εκδήλωσης που είχε οργανώσει στη μνήμη του εξαφανισμένου συζύγου της. Όταν έφυγαν όλοι οι καλεσμένοι, ο Πίλτσερ είχε εμφανιστεί στο κατώφλι της πολύ αργά, προτείνοντάς της μια μυστηριώδη προσφορά: αν τον ακολουθούσε μαζί με το γιο της τον Μπεν, θα μπορούσαν να ξαναβρεθούν με τον Ήθαν. Όπως έδειχναν τα πράγματα, η υπόσχεση αυτή δεν είχε τηρηθεί. Είναι ξαπλωμένη σε έναν καναπέ δίπλα σε μια αναμμένη ξυλόσομπα και κοιτάζει τον Άνταμ Χάσλερ να ρίχνει ξύλα στη φωτιά. Η παγωνιά αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί από τα κόκαλά της. Δεν έχει κοιμηθεί εδώ και σαράντα οκτώ ώρες –από τότε που ξύπνησε για δεύτερη φορά σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου δίπλα σ’ αυτή την απαίσια, χαμογελαστή νοσοκόμα– αλλά τώρα αισθάνεται ότι ο ύπνος παραμονεύει να την τυλίξει. Δεν θα μπορέσει να κρατηθεί για πολύ ακόμα. Ο Χάσλερ κάνει τη φωτιά να φουντώσει. Οι χυμοί του ξύλου αφρίζουν και σκάνε με θόρυβο. Τα φώτα στο σαλόνι είναι σβηστά. Οι τοίχοι έχουν ντυθεί το χρώμα της φωτιάς. Ο σταθερός ήχος της βροχής που χτυπάει στη μεταλλική στέγη, τη νανουρίζει. Εκείνος γυρίζει και κάθεται στην άκρη του καναπέ. Την κοιτάζει με μια καλοσύνη που εκείνη έχει να δει εδώ και μέρες. «Θέλεις να σου φέρω κάτι; Νερό; Κι άλλες κουβέρτες;» «Είμαι καλά. Δηλαδή, όχι ακριβώς καλά, αλλά…» «Ξέρω τι εννοείς», λέει χαμογελώντας. Τον κοιτάζει. «Αυτές είναι οι πιο αλλόκοτες, οι χειρότερες μέρες της ζωής μου». «Το ξέρω». «Τι μου συμβαίνει;» «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω». «Δεν μπορείς ή δεν θέλεις;» «Εξαφανίστηκες από το Σιάτλ τη βραδιά της εκδήλωσης για τον Ήθαν. Εσύ και ο Μπεν». «Ακριβώς». «Υπέθεσα πως είχες πάει στο Γουέιγουορντ Πάινς να ψάξεις για τον Ήθαν, γι’ αυτό ήρθα κι εγώ να σε αναζητήσω». «Διάολε! Είσαι εδώ εξαιτίας μου». «Μπήκα στην πόλη με το αυτοκίνητο δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Το μόνο που
θυμάμαι είναι ένα φορτηγό να βγαίνει από το πουθενά και να πέφτει από το πλάι πάνω στο αμάξι μου. Ξύπνησα στο νοσοκομείο όπως κι εσύ. Χωρίς τηλέφωνο και χωρίς πορτοφόλι. Προσπάθησες να τηλεφωνήσεις στο Σιάτλ;» «Κάλεσα την αδελφή μου την Ντάρλα, κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές, από τον κερματοδέκτη δίπλα στην τράπεζα, αλλά μου έβγαζε διαρκώς μήνυμα ότι είναι λάθος αριθμός ή η σύνδεση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί». «Το ίδιο μου συνέβη κι εμένα». «Και πώς έχεις σπίτι εδώ τώρα;» «Και δουλειά έχω». «Τι πράγμα;» «Μπροστά σου στέκεται ο εκπαιδευόμενος βοηθός σεφ στο ‘‘Σπίτι της Λεύκας’’, το ωραιότερο εστιατόριο στην πόλη». Η Τερέζα τον κοιτάζει ερευνητικά ψάχνοντας ένα σημάδι ότι αστειεύεται, αλλά αυτός δείχνει απόλυτα ειλικρινής. «Είσαι ειδικός πράκτορας, επικεφαλής του Γραφείου Μυστικών Υπηρεσιών στο Σιάτλ. Είσαι…» «Τα πράγματα έχουν αλλάξει». «Άνταμ…» «Άκουσέ με». Την ακουμπάει στον ώμο. Αισθάνεται το βάρος του χεριού του πάνω από την κουβέρτα. «Όλα τα ερωτήματα, όλους τους φόβους που έχεις, τα είχα κι εγώ. Ακόμα τα έχω. Αυτό δεν αλλάζει. Δεν υπάρχουν όμως απαντήσεις σ’ αυτή την κοιλάδα. Υπάρχει μόνο ο σωστός τρόπος για να ζήσεις, γιατί όλοι οι άλλοι οδηγούν στο θάνατο. Σου μιλάω σαν φίλος, Τερέζα. Ελπίζω ότι θα με ακούσεις. Αν δεν σταματήσεις να τρέχεις, αυτή η πόλη θα σε σκοτώσει». Εκείνη γυρίζει και κοιτάζει τη φωτιά. Η λάμψη της φλόγας θολώνει μέσα από τα δάκρυά της. Το πιο τρομακτικό είναι ότι τον πιστεύει. Τον πιστεύει ανεπιφύλακτα. Υπάρχει κάτι στραβό, κάτι αλλόκοτο σ’ αυτό το μέρος. «Αισθάνομαι χαμένη», λέει. «Το ξέρω». Της σφίγγει τρυφερά τον ώμο. «Ήμουν κι εγώ στη θέση σου. Θα σε βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ».
ΗΘΑΝ Εκείνο το βράδυ, βρήκε την Κέιτ στο σαλόνι του σπιτιού της να κοιτάζει με βλέμμα απλανές το κρύο, σκοτεινό τζάκι. Ακούμπησε το όπλο στο πάτωμα και κάθισε δίπλα της. Κάποια στιγμή θα πρέπει να είχαν εισβάλει ανθρωπόζωα στο σπίτι. Τα μπροστινά παράθυρα ήταν σπασμένα και το εσωτερικό του σπιτιού έδειχνε αναστατωμένο. Η μυρωδιά τους παρέμενε ακόμα – μια μυρωδιά ανυπόφορη, απόκοσμη. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε ο Ήθαν. Ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως αν περιμένω εδώ αρκετά, κάποια στιγμή θα μπει απ’ αυτή την πόρτα». Έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. «Μάλλον όμως δεν πρόκειται ποτέ να διαβεί ξανά αυτή την πόρτα, έτσι δεν είναι;» αναρωτήθηκε. Φαινόταν να καταβάλλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ο Ήθαν επιβεβαίωσε τα τελευταία της λόγια με ένα αρνητικό νεύμα του κεφαλιού. «Επειδή τον βρήκες, ε;» Το φως που γλιστρούσε σπαστό από τα κατεστραμμένα παράθυρα άρχισε να εξασθενεί. Σε λίγο η κοιλάδα θα βυθιζόταν στο σκοτάδι. «Η ομάδα του αποδεκατίστηκε μέσα σε μια σήραγγα». Τα δάκρυα δεν είχαν κυλήσει ακόμα. Ακουγόταν μόνο η ανάσα της. «Θέλω να τον δω». «Φυσικά. Μαζεύαμε τους νεκρούς όλη μέρα. Κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να τους ετοιμάσουμε για…» «Δεν φοβάμαι να τον δω κατακρεουργημένο, Ήθαν. Θέλω μόνο να τον δω». «Εντάξει». «Πόσους χάσαμε;» «Βρίσκουμε ακόμα πτώματα. Γι’ αυτό προς το παρόν μετράμε μόνο τους επιζήσαντες. Από το σύνολο των τετρακοσίων εξήντα ενός κατοίκων στην πόλη, έχουμε απομείνει εκατόν οκτώ. Εβδομήντα πέντε είναι ακόμα αγνοούμενοι». «Είναι παρήγορο που ήρθες εσύ να μου πεις τα νέα». «Όλοι οι επιζώντες θα μεταφερθούν στο βουνό για λίγες διανυκτερεύσεις». «Εγώ θα μείνω εδώ». «Δεν είναι ασφαλές, Κέιτ. Υπάρχουν ακόμα τέρατα στην κοιλάδα. Σίγουρα δεν τα έχουμε εξοντώσει όλα. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε θέρμανση. Μόλις δύσει ο ήλιος, θα κάνει πολύ κρύο και θα είναι κατασκότεινα. Όσα απ’ αυτά έχουν απομείνει μέσα από το φράχτη, θα επιστρέψουν στην πόλη». Τον κοίταξε επίμονα. «Δεν με νοιάζει», είπε. «Θέλεις να μείνω μαζί σου για λίγο;»
«Θέλω να μείνω μόνη». Ο Ήθαν σηκώθηκε νιώθοντας κάθε εκατοστό του κορμιού του χτυπημένο, πονεμένο, εξαντλημένο. «Θα σου αφήσω αυτό το όπλο εδώ, μήπως χρειαστεί». Δεν ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε. Φαινόταν να βρίσκεται αλλού. «Είναι καλά η οικογένειά σου;» ρώτησε τελικά η Κέιτ. «Ναι». Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Θα έρθω πάλι το πρωί. Θα σε πάω να δεις τον Χάρολντ». Προχωρούσε προς την πόρτα όταν άκουσε τη φωνή της. «Έι!» Γύρισε να την κοιτάξει. «Να ξέρεις ότι δεν είναι δικό σου λάθος». Εκείνη τη νύχτα, ο Ήθαν ξάπλωσε μαζί με την Τερέζα σε ένα ζεστό, σκοτεινό δωμάτιο μέσα στο υπερκαταφύγιο. Ο Μπεν κοιμόταν σε ένα πτυσσόμενο ράντζο στο κάτω μέρος του κρεβατιού τους, ροχαλίζοντας ελαφρά. Ο Ήθαν χάζευε το φως νυκτός στην απέναντι πλευρά του δωματίου, που σκόρπιζε μια απαλή γαλάζια λάμψη. Ήταν η πρώτη νύχτα εδώ και πολύ καιρό που μπορούσε να κοιμηθεί σε ζεστό, ασφαλές περιβάλλον, χωρίς κάμερα να τον κατασκοπεύει. Το χέρι της Τερέζας μετακινήθηκε στο πλευρό του, πάνω στην κοιλιά του. «Είσαι ξύπνιος;» είπε ψιθυριστά. Γύρισε στο πλάι και την κοίταξε. Στην αντανάκλαση του αχνού γαλάζιου, είδε τα μάτια της να γυαλίζουν και το πρόσωπό της ιδρωμένο. «Πρέπει να σου πω κάτι», πρόσθεσε. «Πες μου». «Έχεις γυρίσει πίσω ξανά στη ζωή μας εδώ κι ένα μήνα». «Έτσι είναι». «Εμείς ήμαστε εδώ πέντε χρόνια. Για την ακρίβεια, δεν ξέραμε πού ήμαστε. Ούτε αν πράγματι ήμαστε ζωντανοί». «Τα ξέρω όλα αυτά». «Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι… υπήρξε κάποιος πριν γυρίσεις εσύ». «Κάποιος;» Ο Ήθαν αισθάνθηκε μια ξαφνική πίεση στο στήθος, ένα βάρος που τον εμπόδιζε να πάρει γεμάτη ανάσα. «Νόμιζα πως ήσουν νεκρός. Ή ότι εγώ ήμουν νεκρή». «Ποιος ήταν;» «Όταν πρωτοήρθα στην πόλη δεν ήξερα κανέναν. Ξύπνησα μόνη μου εδώ, όπως κι
εσύ, και ο Μπεν δεν ήταν μαζί μου και…» «Ποιος ήταν;» «Είδες σήμερα ότι εδώ βρίσκεται και ο Άνταμ Χάσλερ». «Ο Χάσλερ;» «Μου έσωσε τη ζωή, Ήθαν. Με βοήθησε να βρω τον Μπεν». «Μιλάς σοβαρά;» Τώρα πια εκείνη συνέχιζε κλαίγοντας. «Έζησα μαζί του στο σπίτι της 6ης Οδού για πάνω από ένα χρόνο, μέχρι την ημέρα που τον έστειλαν μακριά». «Έζησες μαζί με τον Χάσλερ;» Ένας λυγμός τής ξέφυγε. «Νόμιζα πως ήσουν νεκρός. Ξέρεις πόσο μπορεί να σε μπερδέψει αυτή η πόλη». «Κοιμόσασταν μαζί;» «Ήθαν…» «Πες μου!» Εκείνη κατένευσε. Αυτός γύρισε ξανά ανάσκελα στο κρεβάτι και βάλθηκε να κοιτάζει το ταβάνι. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να το διαχειριστεί. Είχε μόνο ερωτήματα, εικόνες του Χάσλερ και της γυναίκας του που ξεπετιούνταν αθέλητα στο μυαλό του, κι ένα ανεπεξέργαστο, εκρηκτικό μείγμα από σύγχυση, θυμό και φόβο που συσσωρευόταν μέσα του με τρομερή σφοδρότητα. «Μίλα μου, σε παρακαλώ», του είπε. «Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου». «Ήσουν ερωτευμένη μαζί του;» «Ναι». «Είσαι ακόμα;» «Νιώθω μπερδεμένη». «Αυτό δεν σημαίνει όχι». «Προτιμάς να μη σε πληγώσω ή να είμαι ειλικρινής, Ήθαν;» «Γιατί δεν μου το είπες;» «Επειδή δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτή τη συζήτηση. Ήσουν εδώ μόνο ένα μήνα. Μόλις είχαμε αρχίσει να συνδεόμαστε ξανά». «Δεν θα μου το έλεγες ποτέ. Αναγκάστηκες να μου το πεις, επειδή ο εραστής σου εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά». «Δεν είναι αλήθεια αυτό, Ήθαν. Σου ορκίζομαι ότι θα σου το έλεγα. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι ο Άνταμ δεν θα γυρνούσε ποτέ ξανά. Και για να το θέσουμε πιο σωστά, ήμουν μαζί του όταν πίστευα πως εσύ ήσουν νεκρός. Εσύ πηδιόσουν με την Κέιτ Χιούσον ενώ εγώ ήμουν ολοζώντανη· ενώ ήμουν η γυναίκα σου. Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις». «Θέλεις να είσαι μαζί του;» «Αν δεν με είχε βρει, θα είχα συνεχίσει να τρέχω και να προσπαθώ να ξεφύγω μέχρι να με σκοτώσουν. Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό. Με στήριξε, με φρόντισε,
όταν δεν υπήρχε κανείς άλλος να το κάνει. Όταν εσύ δεν ήσουν εδώ». Ο Ήθαν γύρισε πάλι προς αυτήν και την κοίταξε καταπρόσωπο. Οι μύτες τους σχεδόν αγγίζονταν, η ανάσα της χάιδευε το πρόσωπό του. Μέσα του αντάριαζε μια συναισθηματική τρικυμία που δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τιθασεύσει. «Θέλεις να είσαι μαζί του;» ξαναρώτησε. «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις; Αυτό σημαίνει ίσως;» «Ποτέ δεν αγαπήθηκα έτσι όπως με αγαπάει εκείνος». Η ανάσα του κόπηκε, αλλά εκείνη συνέχισε. «Λυπάμαι αν σου είναι σκληρό να το ακούς, αλλά ήμουν ολόκληρος ο κόσμος του, κι αυτό…» Η φράση της βούλιαξε ξαφνικά στη σιωπή. «Τι;» «Δεν θα έπρεπε να πω τίποτα…» «Ολοκλήρωσε τη σκέψη σου». «Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε εσύ κι εγώ, σ’ αγάπησα με όλο μου το είναι. Μπορώ να είμαι ειλικρινής; Πάντα σ’ αγαπούσα περισσότερο απ’ όσο μ’ αγάπησες εσύ». «Αυτό δεν είναι αλήθεια». «Το ξέρεις πως είναι. Η πίστη και η αφοσίωσή μου στο πρόσωπό σου ήταν κάτι απόλυτο. Αν ο γάμος μας ήταν μια διελκυστίνδα, εγώ ήμουν πάντα αυτή που τραβούσε λίγο περισσότερο. Μερικές φορές, πολύ περισσότερο». «Με τιμωρείς μ’ αυτό; Για την Κέιτ;» «Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από εσένα. Αυτό αφορά εμένα και τον άντρα που ερωτεύτηκα όταν εσύ έλειπες. Και τώρα αυτός γύρισε και δεν έχω την παραμικρή γαμημένη ιδέα πώς να το χειριστώ. Μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση μου για λίγο μόνο;» Ο Ήθαν ανακάθισε στο κρεβάτι και πέταξε τα σκεπάσματα. «Μη φεύγεις», του είπε. «Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα». «Δεν έπρεπε να σου το πω». «Όχι, έπρεπε να μου το έχεις πει από την πρώτη μέρα». Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε από το δωμάτιο φορώντας μόνο τις κάλτσες, το παντελόνι της πιτζάμας και τη φανέλα. Η ώρα ήταν προχωρημένες δύο μετά τα μεσάνυχτα και το Επίπεδο 4 έδειχνε άδειο κάτω από τις λάμπες φθορισμού. Περπάτησε κατά μήκος του διαδρόμου. Πίσω από κάθε πόρτα που περνούσε, κάτοικοι του Γουέιγουορντ Πάινς κοιμούνταν ήρεμοι και ασφαλείς. Και ήταν παρήγορο να γνωρίζεις ότι μερικοί συνάνθρωποί σου είχαν διασωθεί τελικά. Το εστιατόριο ήταν κλειστό και σκοτεινό. Σταμάτησε στην πόρτα του γυμναστηρίου και κοίταξε μέσα από το τζάμι. Το γήπεδο του μπάσκετ ήταν γεμάτο ράντζα. Οι
άνθρωποι στο βουνό είχαν προσφερθεί να παραχωρήσουν στους πρόσφυγες της πόλης τα δωμάτιά τους – χειρονομία που φάνταζε καλός οιωνός για τη δύσκολη μετάβαση που τους περίμενε όλους. Κάτω, στο Επίπεδο 2, πέρασε τη μαγνητική του κάρτα στη συσκευή ανάγνωσης και μπήκε στο κέντρο παρακολούθησης. Ο Άλαν βρισκόταν στην κονσόλα και παρατηρούσε τις κάμερες. Κοίταξε τον Ήθαν που μπήκε. «Είναι αργά για να είσαι ξύπνιος». Ο Ήθαν κάθισε δίπλα του. «Έχουμε τίποτα;» «Αποσύνδεσα τους αισθητήρες κίνησης που ενεργοποιούσαν τις κάμερες και τώρα λειτουργούν συνεχώς. Είμαι σίγουρος ότι οι μπαταρίες δεν θα αντέξουν για πολύ. Έχω εντοπίσει μερικές δεκάδες τέρατα στην πόλη. Θα πάρω μια ομάδα μαζί αύριο πρωί-πρωί να τα ξεκάνουμε». «Ο φράχτης;» «Σε πλήρη ηλεκτρική ισχύ. Όλα τα επίπεδα στο πράσινο. Πρέπει να κοιμηθείς λίγο». «Δεν προβλέπω να κοιμάμαι πολύ στο μέλλον». Ο Άλαν γέλασε. «Σ’ εμένα το λες; Έλα παππού μου…» «Πάντως σ’ ευχαριστώ. Αν δεν με είχες υποστηρίξει χθες…» «Έσωσες την τιμή της φίλης μου». «Οι άνθρωποι της πόλης…» «Μην το πεις παραέξω, αλλά εμείς τους αποκαλούμε ‘‘χωριάτες’’». «Αυτοί θα ακούν μάλλον εμένα. Οι άνθρωποι στο βουνό θα ακούν εσένα». «Έτσι φαίνεται. Θα έχουμε κάποιες δύσκολες επιλογές να κάνουμε στο μέλλον, και πάντα υπάρχει σωστός αλλά και λάθος τρόπος να τις χειριστούμε». «Τι εννοείς;» «Ο Πίλτσερ έκανε τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο». «Ναι, τον δικό του τρόπο». «Δεν τον υπερασπίζομαι. Όμως μερικές καταστάσεις που μπορεί να είναι ζωτικές, όπως θέματα ζωής και θανάτου, χρειάζονται έναν ή δύο δυνατούς ανθρώπους να παίρνουν τις αποφάσεις». «Πιστεύεις ότι ο Πίλτσερ έχει οπαδούς μέσα στο βουνό;» ρώτησε ο Ήθαν. «Τι εννοείς; Αληθινούς πιστούς;» «Ακριβώς». «Όλοι στο βουνό είμαστε αληθινοί πιστοί. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσα πράγματα αφήσαμε για να είμαστε εδώ;» «Όχι». «Τα πάντα. Τον πιστέψαμε με κλειστά μάτια όταν μας έλεγε ότι ο παλιός κόσμος πέθαινε και ότι είχαμε μία ευκαιρία να γίνουμε μέρος του καινούριου κόσμου που ερχόταν. Εγώ πούλησα το σπίτι μου, τα αυτοκίνητά μου, σήκωσα τα τετρακόσια ένα χιλιάρικά μου από την τράπεζα και παράτησα την οικογένειά μου. Θυσίασα για
πάρτη του όσα είχα και δεν είχα». «Να σε ρωτήσω κάτι;» «Ελεύθερα». «Ίσως δεν πρόσεξες μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση ότι είχαμε την επιστροφή ενός νομάδα σήμερα». «Μιλάς για τον Άνταμ Χάσλερ». «Άρα τον ξέρεις». «Όχι καλά. Έχω μείνει έκπληκτος πάντως που κατάφερε να γυρίσει πίσω». «Θα ήθελα να μάθω λίγα παραπάνω γι’ αυτόν. Ήταν ‘‘χωριάτης’’, όπως λέτε, πριν φύγει σε αποστολή;» «Δεν ξέρω να σου πω. Καλύτερα να μιλήσεις με τον Φράνσις Λέβεν». «Ποιος είναι αυτός;» «Ο φροντιστής του υπερκαταφυγίου». «Που σημαίνει…» «Είναι αυτός που ελέγχει τις προμήθειες, τη λειτουργία του συστήματος, την κατάσταση των ανθρώπων που είναι σε αναστολή ή αναζωογονήθηκαν. Θησαυρός οργανωτικής μνήμης. Οι επικεφαλής όλων των τμημάτων αναφέρουν σ’ αυτόν, κι αυτός αναφέρει –δηλαδή ανέφερε– στον Πίλτσερ». «Δεν τον ξέρω». «Είναι τύπος που του αρέσει η απομόνωση. Δεν κάνει γενικά παρέες». «Πού θα τον βρω;» «Το γραφείο του είναι στο βάθος, πίσω από την Κιβωτό». Ο Ήθαν σηκώθηκε και αμέσως διαπίστωσε ότι η επήρεια των παυσίπονων περνούσε. Μέσα σε μια στιγμή, ο πόνος και η ταλαιπωρία των τελευταίων σαράντα οκτώ ωρών έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Καθώς κατευθυνόταν προς την πόρτα, άκουσε τη φωνή του Άλαν. «Κάτι ακόμα». «Ναι;» «Βρήκαμε τελικά τον Τεντ. Ήταν στο δωμάτιό του, χωμένος μέσα στην ντουλάπα, μαχαιρωμένος. Ο Πίλτσερ είχε βγάλει το μικροτσίπ του και το κατέστρεψε». Ο Ήθαν σκέφτηκε ότι μετά από μια τέτοια μέρα, ένα ακόμη άσχημο νέο θα χτυπούσε απλώς στην ψυχή του σαν κύμα που σκάζει σε κυματοθραύστη. Όμως αυτή η είδηση τη διαπέρασε βαθιά. Άφησε τον Άλαν και βγήκε στο διάδρομο. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες προς τους κοιτώνες του Επιπέδου 4, αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Γύρισε πίσω και κατέβηκε τα σκαλοπάτια προς το Επίπεδο 1. Η Μάργκαρετ, το ανθρωπόζωο που εξέταζε ο Πίλτσερ τους τελευταίους μήνες για την ευφυΐα του, ήταν ξύπνια και βημάτιζε μέσα στο κλουβί της κάτω από τα φώτα φθορισμού. Ο Ήθαν κοίταξε μέσα από το φινιστρίνι της πόρτας. Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Την προηγούμενη φορά που την είχε δει, καθόταν ήσυχη στη γωνία
του δωματίου. Πειθήνια. Σχεδόν ανθρώπινη. Τώρα έδειχνε νευρική. Όχι θυμωμένη, ούτε εχθρική. Νευρική. Μήπως επειδή τόσα και τόσα αδέλφια σου ήρθαν στην κοιλάδα; Επειδή σκοτώθηκαν τόσοι από δαύτα ακόμα και μέσα σ’ αυτό το συγκρότημα; Ο Πίλτσερ του είχε πει ότι τα ανθρωπόζωα επικοινωνούσαν μεταξύ τους με φερομόνες. «Τις χρησιμοποιούν σαν λέξεις», ήταν τα ακριβή λόγια του. Η Μάργκαρετ τον είδε. Περπάτησε στα τέσσερα προς την πόρτα και σηκώθηκε όρθια στα δύο πόδια. Τα μάτια τους απείχαν ελάχιστα εκατοστά, χωρισμένα από ένα γυαλί. Τα δικά της από κοντά φαίνονταν σχεδόν όμορφα. Ο Ήθαν προχώρησε στο διάδρομο. Έξι πόρτες πιο κάτω, κοίταξε από το φινιστρίνι ενός άλλου κελιού. Μέσα δεν υπήρχε κρεβάτι, ούτε καρέκλα. Μόνο γυμνοί τοίχοι και το πάτωμα. Ο Ντέιβιντ Πίλτσερ καθόταν σε μια γωνία, με το κεφάλι γερμένο στο στήθος, σαν να είχε κοιμηθεί καθισμένος. Το φως που περνούσε μέσα από το τζάμι φώτιζε την αριστερή πλευρά του προσώπου του. Δεν του είχε επιτραπεί να κρατήσει καθόλου προσωπικά αντικείμενα, ούτε φυσικά ξυράφι, κι έτσι λίγα άσπρα γένια φύτρωναν στο σαγόνι του. Εσύ το έκανες αυτό. Εσύ κατέστρεψες τόσες ζωές. Τη δική μου ζωή. Το γάμο μου. Αν αυτή τη στιγμή είχε κλειδί γι’ αυτό το κελί, θα έμπαινε μέσα και θα τον σκότωνε στο ξύλο. Όλοι –βουνίσιοι και χωριάτες– κατέβηκαν για τις ταφές. Το νεκροταφείο δεν έφτανε για να χωρέσει τόσα πτώματα, γι’ αυτό επιστρατεύτηκε ένα χέρσο χωράφι που γειτόνευε στη νότια πλευρά του νεκροταφείου. Ο Ήθαν βοήθησε την Κέιτ με τον Χάρολντ. Κανείς δεν μιλούσε και ο ουρανός τους παρακολουθούσε γκρίζος. Μικρές νιφάδες χιονιού χόρευαν στον αέρα ανάμεσά τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα επίμονα χτυπήματα του φτυαριού στο σκληρό, κρύο χώμα. Όταν το σκάψιμο τελείωσε, οι παρευρισκόμενοι γονάτισαν στο κρυσταλλιασμένο γρασίδι δίπλα στους σαβανωμένους σε νεκροσέντονα αγαπημένους τους. Όσο έσκαβαν είχαν κάτι να κάνουν και απασχολούσαν το μυαλό τους. Μόλις όμως στάθηκαν ακίνητοι στο κρύο, δίπλα σε χαμένους πατεράδες, μανάδες, αδέλφια, συζύγους, φίλους και παιδιά, λυγμοί κι αναφιλητά άρχισαν να ακούγονται μέσα από το πλήθος. Ο Ήθαν προχώρησε στο κέντρο του χωραφιού. Από εκεί, οι εικόνες που έβλεπε και οι ήχοι που άκουγε ήταν συγκλονιστικοί. Όλοι οι χωμάτινοι σωροί, οι νεκροί που περίμεναν να κατεβούν στην τελευταία τους κατοικία, η οδύνη αυτών που είχαν χάσει τα πάντα, οι άνθρωποι του βουνού που στέκονταν με επισημότητα πίσω από τους κατοίκους της κοιλάδας και η στήλη καπνού στη βόρεια άκρη της πόλης που έστελνε ασταμάτητα μαύρες σπείρες γλυκερής οσμής στον ουρανό, καθώς εξακόσια πτώματα ανθρωπόζωων καίγονταν μέχρι να γίνουν στάχτη, συμπλήρωναν την εικόνα.
Εκτός από τον Ντέιβιντ Πίλτσερ, τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για τον αβάσταχτο αυτό πόνο, όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα που είχαν απομείνει στη γη βρίσκονταν σε αυτό το ξέφωτο. Ακόμα κι ο Άνταμ Χάσλερ που στεκόταν σε μια άκρη μαζί με την Τερέζα και τον Μπεν. Ξαφνικά, μια τρομακτική σκέψη αναστάτωσε τον Ήθαν. Χάνω τη γυναίκα μου. Γύρισε αργά και κοίταξε προσεκτικά όλα τα πρόσωπα. Η θλίψη ήταν συντριπτική. Την ένιωθες γύρω σου σαν ζωντανό πλάσμα. «Δεν ξέρω τι να σας πω», είπε ο Ήθαν. «Οι λέξεις δεν μπορούν να απαλύνουν αυτό που ζούμε. Χάσαμε τα τρία τέταρτα των ανθρώπων μας και θα είναι κάτι απίστευτα σκληρό για πάρα πολύ καιρό. Ας πράξουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, γιατί είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό τον κόσμο». Όλοι άρχισαν να κατεβάζουν τους νεκρούς τους στους ανοιγμένους λάκκους. Στο χιόνι που έπεφτε πυκνό πια, ο Ήθαν διέσχισε το χωράφι και γύρισε στην Κέιτ. Τη βοήθησε να κατεβάσει τη σορό του Χάρολντ στον τάφο. Μετά πήραν τα φτυάρια και όπως όλοι οι άλλοι, άρχισαν να γεμίζουν τους λάκκους με χώμα.
ΤΕΡΕΖΑ Περπατούσε με τον Χάσλερ μέσα από το δάσος που βρισκόταν νότια της πόλης, ενώ οι χιονονιφάδες έπεφταν απαλά ανάμεσα στα πεύκα. Ο Άνταμ είχε ξυρίσει τη γενειάδα του και είχε κουρευτεί. Η μαλακή επιδερμίδα του τόνιζε την αδυναμία του προσώπου και τα τραβηγμένα του χαρακτηριστικά. Φαινόταν λιπόσαρκος σαν πρόσφυγας από χώρα που τη μάστιζε λιμός. Η Τερέζα δυσκολευόταν ακόμα να συνειδητοποιήσει ότι στ’ αλήθεια εκείνος βρισκόταν πάλι δίπλα της. Στο παρελθόν, είχε φαντασιωθεί τη στιγμή που θα έσμιγαν ξανά, μέχρι τουλάχιστον να πειστεί ότι δεν θα επέστρεφε πια ζωντανός. Καμία φαντασίωση όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πραγματικότητα. «Κοιμάσαι καλά;» τον ρώτησε. «Είναι αστείο. Δεν ξέρεις πόσες νύχτες εκεί έξω ονειρεύτηκα να κοιμηθώ ξανά σε κρεβάτι. Με μαξιλάρια και σκεπάσματα, σε ζέστη και ασφάλεια. Να μπορώ να απλώσω το χέρι μου σε ένα κομοδίνο και να βρω ένα ποτήρι δροσερό νερό. Όμως από τότε που επέστρεψα, έχω κοιμηθεί ελάχιστα. Τελικά μάλλον έχω συνηθίσει να κοιμάμαι σε υπνόσακο πάνω σε δέντρα, δέκα μέτρα πάνω από το έδαφος. Κι εσύ;» «Είναι δύσκολος ο ύπνος». «Εφιάλτες;» «Ονειρεύομαι διαρκώς ότι τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Ότι τα τέρατα μπήκαν τελικά στο κελί της φυλακής». «Πώς είναι ο Μπεν;» «Καλά. Μάλλον κι αυτός προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του όσα έγιναν. Πολλοί συμμαθητές του δεν επέζησαν». «Είδε πράγματα που κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να βλέπει στη ζωή του». «Είναι δώδεκα χρονών πια. Το πιστεύεις;» «Σου μοιάζει τόσο πολύ, Τερέζα. Ήθελα να τον δω λίγο παραπάνω, να μιλήσω μαζί του, αλλά δεν μου φάνηκε σωστό. Όχι ακόμα». «Καλύτερα έτσι». «Πού είναι ο Ήθαν;» «Θα έμενε με την Κέιτ για λίγο μετά την ταφή». «Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, ε;» «Έχασε τον άντρα της. Στην ουσία, δεν έχει κανέναν άλλον». Αναστέναξε πριν συνεχίσει. «Του το είπα». «Του είπες…;» «Για εμάς». «Α!» «Δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν μπορούσα πια να συνεχίσω να του το κρατάω κρυφό». «Πώς το πήρε;» «Τον ξέρεις. Πώς νομίζεις ότι το πήρε;»
«Καταλαβαίνει όμως πώς ήταν τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Ότι και εσύ και εγώ ήμαστε παγιδευμένοι εδώ. Ότι πιστεύαμε πως ήταν νεκρός». «Τα εξήγησα όλα». «Και δεν σε πίστεψε;» «Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι αυτό ή απλώς δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι… Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις». «Ότι πηδούσα τη γυναίκα του». Η Τερέζα δεν είπε τίποτε άλλο. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο δάσος. «Ήταν όμορφα, έτσι;» ρώτησε ο Χάσλερ. «Όταν ήμαστε μόνο εσύ ο Μπεν κι εγώ. Δεν σας έκανα ευτυχισμένους;» «Πολύ». «Θα έκανα τα πάντα για εσένα, Τερέζα». Κοίταξε τα μάτια του που ήταν γεμάτα αγάπη. Υπήρχε ένας ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα, μια αίσθηση ότι η στιγμή είχε πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι φαινόταν. Είχε δώσει στο παρελθόν την καρδιά της σ’ αυτό τον άνθρωπο, κι αν τώρα τον άφηνε να την κοιτάζει μ’ αυτό τον τρόπο, σαν να ήταν δηλαδή το μοναδικό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο… Κινήθηκε προς το μέρος της και τη φίλησε. Στην αρχή, εκείνη τραβήχτηκε, αλλά μετά τον άφησε. Κι έπειτα τον φίλησε κι εκείνη. Την έσπρωξε απαλά πάνω στον κορμό ενός πεύκου. Την αγκάλιαζε και τα χέρια της ανακάτευαν τα μαλλιά του. Καθώς τη φιλούσε στο λαιμό, εκείνη έγειρε το κεφάλι πίσω και οι χιονονιφάδες έπεφταν κι έλιωναν στο πρόσωπό της. Ξεκούμπωσε το μπουφάν της. Τα δάχτυλά του έψαχναν για τα κουμπιά του πουκάμισού της, την ίδια στιγμή που και τα δικά της έκαναν το ίδιο. Ξαφνικά, σταμάτησε. «Τι;» τη ρώτησε λαχανιασμένος. «Τι συμβαίνει;» «Είμαι ακόμα παντρεμένη». «Αυτό όμως δεν το σκέφτηκε εκείνος». Ένα μέρος του εαυτού της επιζητούσε να τον αφήσει να την πείσει. Να συνεχίσει να την πιέζει. Να μη σταματήσει. «Θυμάσαι πώς σε έκανε να αισθανθείς; Πώς μου το είχες πει, Τερέζα; Πάντα η δική σου η αγάπη ήταν πιο ζεστή από τη δική του». «Είδα πως έχει αλλάξει τον τελευταίο μήνα. Έχω δει αναλαμπές…» «Αναλαμπές; Αυτό σου πρόσφερα εγώ; Αναλαμπές;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Σ’ αγαπώ με όλο μου το είναι. Χωρίς αναστολές. Χωρίς όρια. Απόλυτα. Κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα». Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου μακριά. Κραυγή ανθρωπόζωου. Στριγκή, διαπεραστική, ανατριχιαστική. Ο Χάσλερ έκανε βήματα προς τα πίσω και αμέσως φάνηκε η ένταση στο πρόσωπό του.
«Είναι…;» «Δεν νομίζω πως είναι από τη μέσα μεριά του φράχτη», την καθησύχασε. «Ας φύγουμε από εδώ έτσι κι αλλιώς», είπε εκείνη και κουμπώθηκε στα γρήγορα. Άρχισαν να περπατούν πάλι προς την πόλη. Το κορμί της έτρεμε κι ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Βγήκαν στο δρόμο και περπάτησαν πάνω στην κίτρινη διαχωριστική γραμμή. Είδαν τα πρώτα κτίρια και συνέχισαν την πορεία τους αμίλητοι. Σκέφτηκε πως αυτό που έκανε ήταν κάπως παράτολμο, αλλά συνέχισε να βαδίζει μαζί του. Τελικά, στη διασταύρωση της 6ης με τη Μέιν Στριτ ο Χάσλερ ρώτησε: «Μπορούμε να πάμε να το δούμε μαζί;» «Γιατί όχι». Περπάτησαν μαζί στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς τους. Κανείς δεν υπήρχε στο δρόμο. Τα σπίτια έστεκαν άδεια και σκοτεινά. Όλα έδειχναν παγωμένα, γκρίζα και χωρίς ζωή. Έφτασαν μπροστά από τα σκαλιά αυτού που κάποτε ήταν η δική τους κίτρινη μονοκατοικία. «Δεν έχει πια τη δική μας μυρωδιά», είπε ο Χάσλερ. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, πέρασε από την τραπεζαρία και ξαναβγήκε στο χολ. «Δεν μπορώ καν να φανταστώ πόσο δύσκολα είναι όλα αυτά για εσένα, Τερέζα». «Στ’ αλήθεια δεν μπορείς». Ο Χάσλερ ξεπρόβαλε ξαφνικά μπροστά της μέσα από το σκιερό χολ και γονάτισε στο ένα πόδι. «Αν δεν κάνω λάθος, έτσι γίνεται», είπε. «Τι κάνεις εκεί, Άνταμ;» Της πήρε το χέρι στο δικό του, που δεν έμοιαζε και πολύ με αυτό που θυμόταν. Τα χέρια του είχαν γίνει κοκαλιάρικα, αλλά ήταν δυνατά σαν ατσάλι και η βρόμα από τη δύσκολη διαβίωση έξω από το φράχτη είχε μπει τόσο βαθιά στο πετσί του, που μάλλον δεν θα καθάριζε ποτέ. «Μείνε μαζί μου, Τερέζα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στον καινούριο τούτο κόσμο που ζούμε». Δάκρυα κύλησαν από τα μάγουλά της κι έσταξαν στο πάτωμα. Η φωνή της τρεμούλιασε. «Είμαι ήδη…» «Ξέρω πως είσαι παντρεμένη, ξέρω πως ο Ήθαν είναι εδώ, αλλά δεν μου καίγεται καρφί, και το ίδιο θα έπρεπε να σκέφτεσαι κι εσύ. Η ζωή είναι πολύ σκληρή και πολύ σύντομη για να μην είμαστε με αυτόν που αγαπάμε. Γι’ αυτό, πρέπει να διαλέξεις εμένα».
Κεφάλαιο 9 ΗΘΑΝ Ο Φράνσις Λέβεν έμενε σε μια αυτόνομη κατασκευή χτισμένη σε μια προεξοχή της απομακρυσμένης γωνίας της Κιβωτού. Η συσκευή ανάγνωσης δεν αναγνώριζε την κάρτα-κλειδί του Ήθαν, γι’ αυτό αναγκάστηκε να χτυπήσει με τη γροθιά του την ατσάλινη πόρτα. «Κύριε Λέβεν!» Δευτερόλεπτα αργότερα, η κλειδαριά ξεκλείδωσε και η πόρτα άνοιξε. Ένας άντρας μόλις ψηλότερος από ενάμισι μέτρο στεκόταν μπροστά του, φορώντας ένα μπουρνούζι που πριν γαριάσει από τη βρόμα και τα χρόνια πρέπει να ήταν λευκό. Ο Ήθαν τον υπολόγισε γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα, χωρίς όμως να είναι σίγουρος γιατί ο άντρας έδειχνε ολότελα αφρόντιστος. Τα μαλλιά του γυάλιζαν από τη λίγδα και του έφταναν μέχρι τους ώμους. Τα μεγάλα γαλανά μάτια του κοιτούσαν τον Ήθαν με ξεκάθαρη καχυποψία στα όρια της εχθρότητας. «Τι θέλεις;» «Πρέπει να σου μιλήσω». «Έχω δουλειά. Άλλη φορά». Ο Λέβεν έκανε να κλείσει την πόρτα, αλλά ο Ήθαν την έσπρωξε με δύναμη και μπήκε μέσα με το ζόρι. Περιτυλίγματα σοκολάτας ήταν πεταμένα ολόγυρα στο πάτωμα και ο αέρας είχε μια οσμή υγρασίας και μούχλας, όπως θα μύριζε το δωμάτιο δεκαεξάχρονου αγοριού, ανακατεμένη με τη μυρωδιά καμένου καφέ. Ο μοναδικός φωτισμός προερχόταν από φώτα χωνευτά στο ταβάνι και από τη φωτεινότητα που εξέπεμπε το γιγαντιαίο σύστημα από οθόνες led σε όλο τον τοίχο. Ο Ήθαν κοίταξε αυτήν που βρισκόταν πιο κοντά του κι έδειχνε ένα ψηφιακό γράφημα που έμοιαζε να απεικονίζει την ατμοσφαιρική κατανομή του αέρα στο υπερκαταφύγιο. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει τι έδειχναν όλες αυτές οι οθόνες. Μάλλον μια ακατανόητη καταγραφή διαφόρων δεδομένων: Διαβαθμίσεις θερμοκρασιών σε κλίμακα Κέλβιν. Μια ψηφιακή αναπαράσταση αυτού που ο Ήθαν υπέθεσε πως ήταν οι χίλιες μονάδες βιοτικής αναστολής. Μετρήσεις ζωτικών λειτουργιών των τελευταίων διακοσίων πενήντα τελευταίων ζωντανών ανθρώπων στον πλανήτη. Οπτικό υλικό από μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη. Μια πλήρης βιομετρική ανάλυση του θηλυκού ανθρωπόζωου που κρατούσαν στο καταφύγιο. Ο χώρος έμοιαζε με μονάδα ελέγχου στεροειδών. «Θα ήθελα να φύγεις. Κανείς δεν μ’ ενοχλεί ποτέ εδώ μέσα». «Ο Πίλτσερ ξόφλησε. Σε περίπτωση που δεν έμαθες τα νέα, τώρα πια δουλεύεις
για εμένα». «Αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση». «Τι είναι αυτό το μέρος;» Ο Λέβεν τον κοίταξε μέσα από τα χοντρά γυαλιά του, εκδηλώνοντας ξεκάθαρα πεισματική αντίσταση. «Δεν φεύγω», συνέχισε ο Ήθαν. «Παρακολουθώ τα συστήματα λειτουργίας του υπερκαταφυγίου και της πόλης. Το λέμε τμήμα ελέγχου αποστολής». «Ποια συστήματα;» «Όλα: ηλεκτρικά, δομής, διήθησης, ασφάλειας, αναστολής, εξαερισμού. Του αντιδραστήρα από κάτω μας που δίνει ενέργεια στα πάντα». Ο Ήθαν προχώρησε κι άλλο μέσα στο νευραλγικό αυτό κέντρο. «Και μόνο εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα αυτά;» Ο Λέβεν άφησε να του ξεφύγει ένα ειρωνικό γελάκι. «Έχω και τσιράκια. Ξέρεις, για την περίπτωση που με πατήσει ίσως το γνωστό λεωφορείο». Ο Ήθαν χαμογέλασε σ’ αυτή την πρώτη ένδειξη έστω και σαρκαστικού χιούμορ. «Μαθαίνω πως είσαι λίγο κλειστός τύπος». «Είμαι υπεύθυνος για τη μηχανή που μας επιτρέπει να υπάρχουμε. Δουλεύω δεκαοκτώ ώρες την ημέρα, καθημερινά. Πριν από την ταφή σήμερα το πρωί, δεν είχα δει ουρανό εδώ και τρία χρόνια». «Δεν το λες και ζωή αυτό». «Τι να κάνουμε, αυτήν έχω. Και συμβαίνει να μου αρέσει κιόλας». Ο Ήθαν πλησίασε μια σειρά από μόνιτορ σε μια σκοτεινή εσοχή, όπου σειρές κωδικών διέτρεχαν τις οθόνες σε ταχύτητα τηλετυπωτή χρηματιστηρίου. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε. «Όμορφο, ε; Κάνω μερικές προβλέψεις». «Προβλέψεις πάνω σε τι;» Ο Λέβεν ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Έμειναν για λίγο να κοιτάζουν τις σειρές κωδικών που διέτρεχαν τις οθόνες από πάνω προς τα κάτω – ένας καταιγισμός δεδομένων. «Για τη βιωσιμότητα αυτού που έχει απομείνει από το είδος μας», είπε τελικά ο Λέβεν. «Βλέπεις, τα πράγματα ήταν φρικτά ακόμα και πριν ο Ντέιβιντ εκδηλώσει το μικρό ξέσπασμα της ιδιοσυγκρασίας του και πετάξει τους ανθρώπους του στους λύκους». «Τι εννοείς φρικτά;» «Ακολούθησέ με». Τον οδήγησε στην κεντρική κονσόλα όπου κάθισαν σε τεράστια δερμάτινα καθίσματα μπροστά σε μια εκτεταμένη σειρά από οθόνες. «Πριν από τη σφαγή στην κοιλάδα, ζούσαν στο βουνό εκατόν εξήντα άτομα. Και τετρακόσια εξήντα ένα στο Γουέιγουορντ Πάινς. Τα δεδομένα μας πάνε πίσω μόνο
για δεκατέσσερα χρόνια, πάντως το πρώτο δριμύ κύμα ψύχους εμφανίζεται συνήθως στα τέλη Αυγούστου. Δεν έχεις περάσει εδώ ολόκληρο χειμώνα ακόμα, γι’ αυτό δεν ξέρεις ότι οι χειμώνες είναι σκληροί και κρατάνε πολύ. Το χιόνι στην κοιλάδα μπορεί να φτάσει από τρία μέχρι πέντε μέτρα. Δεν υπάρχει αγρόκτημα για να καλλιεργήσεις κάτι το χειμώνα. Καθόλου φρούτα και λαχανικά. Ζούμε μόνο χάρη στα αποθέματα κατεψυγμένων και αποξηραμένων τροφίμων, στα συμπληρώματα και στις συγκεκριμένες μερίδες κρέατος. Θέλεις να μάθεις ένα μικρό αμαρτωλό μυστικό τώρα που έχεις αναλάβει το θέμα; Ο Ντέιβιντ Πίλτσερ ποτέ δεν σκόπευε να μείνουμε σ’ αυτή την κοιλάδα για πάντα». «Τι ακριβώς εννοείς;» «Δεν είχε υπολογίσει σωστά σε ποιο βαθμό θα ήταν μη κατοικήσιμος και εχθρικός αυτός ο κόσμος». Ο Ήθαν ένιωσε ένα ακαθόριστο κενό μέσα του. «Ξανακάνω τους υπολογισμούς μου», συνέχισε ο Λέβεν, «αλλά φαίνεται ότι οι χειμερινές μερίδες φαγητού θα τελειώσουν σε τέσσερα κόμμα δύο χρόνια. Θα μπορούσαμε βέβαια να πάρουμε μέτρα για να καθυστερήσουμε το αναπόφευκτο, όπως να επιβάλουμε μειωμένες μερίδες. Αλλά ακόμα κι έτσι, θα κερδίζαμε μόνο έναδύο χρόνια ακόμα». «Δεν θέλω να φανώ κυνικός, αλλά τώρα πια δεν έχουμε λιγότερα στόματα να θρέψουμε;» «Ναι, αλλά τα τέρατα εξολόθρευσαν όλα μας τα βοοειδή, την κτηνοτροφία μας. Δεν θα έχουμε ούτε κρέας ούτε γάλα. Θα απαιτούνταν χρόνια για να ξαναφτιάξουμε κοπάδι». «Άρα πρέπει να βρούμε τρόπο να αποθηκεύουμε αυτά που παράγουμε το καλοκαίρι για το χειμώνα». «Έτσι όπως είναι η κατάσταση στην πόλη, δεν παράγουμε αρκετό φαγητό για να τραφούμε και να μας φτάσει και για το χειμώνα». «Εννοείς ότι καταναλώνουμε όσα παράγουμε;» «Ακριβώς. Και μάλιστα σχεδόν αμέσως. Είμαστε σε πολύ βόρεια περιοχή. Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ίσως καταφέρναμε κάτι, όταν δεν ήταν τόσο μικρή η καλλιεργητική περίοδος. Τώρα πια όμως είναι ελαττωμένη κι έχει δυσκολέψει πολύ. Εδώ είναι αυτό που ήθελα να σου δείξω». Πληκτρολόγησε στην οθόνη έναν άλλο κωδικό. Μια λίστα άρχισε να αναδιπλώνεται στην οθόνη. Ο Ήθαν την είδε στο μόνιτορ ακριβώς από πάνω του. Ρύζι: 17% Αλεύρι: 6% Ζάχαρη: 11% Σιτάρι: 3% Ιωδιούχο αλάτι: 32% Αραβόσιτος: 0%
Βιταμίνη C: 55% Σόγια: 0% Γάλα σε σκόνη: 0% Βύνη: 4% Κριθάρι: 3% Μαγιά: 1% Και η λίστα συνέχιζε. «Αυτά είναι τα επίπεδα αποθεμάτων;» ρώτησε ο Ήθαν. «Ναι. Κι όπως βλέπεις, βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο». «Τι σχεδίαζε να κάνει ο Πίλτσερ;» «Με πλήρη πληθυσμό στην πόλη, ίσως είχαμε το ανθρώπινο δυναμικό για να επεκτείνουμε τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις αρκετά γρήγορα ώστε να ανταποκριθούμε στη ζήτηση. Εξετάζαμε επίσης το ενδεχόμενο να φτιάξουμε θερμοκήπια, αλλά το πρόβλημα είναι τα φορτία χιονιού το χειμώνα. Εάν το γυαλί μάζευε μεγάλο βάρος χιονιού θα κατέρρεε. Ξαναλέω, η θέση μας βρίσκεται πολύ βόρεια». «Ξέρουν οι άνθρωποι στο βουνό τι μας περιμένει;» «Όχι. Ο Ντέιβιντ δεν ήθελε να τρομοκρατήσει κανέναν μέχρι να βρούμε μια λύση». «Αλλά δεν βρήκατε». «Δεν υπάρχει λύση. Μοντέλα υπολογισμών λένε ότι σε πέντε χρόνια αυτή η κοιλάδα δεν θα μπορεί πια να κατοικηθεί. Έτσι και πέσει πολύ βαρύς χειμώνας, ίσως και νωρίτερα. Είμαστε όλοι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής. Αν ήταν τόσο ζωτική ανάγκη, ίσως μπορούσαμε να προσαρμοστούμε σε έναν αγροτικό τρόπο ζωής σε κάποιο πιο εύκρατο κλίμα. Αλλά με τέτοιον καιρό; Ο μόνος τρόπος ζωής που θα μπορούσε να μας συντηρήσει είναι του νομάδα κυνηγού-συλλέκτη». «Μόνο που εμείς είμαστε παγιδευμένοι σ’ αυτή την κοιλάδα». «Ακριβώς». «Τα ανθρωπόζωα ίσως;» «Σαν πηγή τροφής εννοείς;» «Ναι». «Πρώτον, σκέτη αηδία. Και δεύτερον, σύμφωνα με τα μοντέλα υπολογισμού, είναι τεράστιος ο εγγενής κίνδυνος να βγαίνουμε από το φράχτη για να τα σκοτώσουμε. Αν το κάναμε αυτό σε τακτική βάση, θα χάναμε πάρα πολλούς δικούς μας. Κοίτα, ξέρω ότι εσύ μόλις τώρα το μαθαίνεις, αλλά πίστεψέ με, αυτό το πρόβλημα με ταλαιπωρεί τρία χρόνια τώρα. Δεν υπήρχε λύση ούτε και πριν. Τώρα, ακόμα περισσότερο». «Ήξερες τι σχεδίαζε ο Πίλτσερ;» «Εννοείς που έκλεισε το ρεύμα στο φράχτη;» «Ναι». «Όχι. Καθόμουν ακριβώς εδώ τη νύχτα που έγινε μπλακάουτ στο φράχτη. Του τηλεφώνησα. Δεν απάντησε. Το έκανε από το γραφείο του κι εμένα με απέκλεισε
από το σύστημα». «Επομένως δεν σε συμβουλεύτηκε πριν;» «Ο Ντέιβιντ κι εγώ δεν ήμαστε στα καλύτερά μας τα τελευταία χρόνια». «Γιατί;» Ο Λέβεν έσπρωξε πίσω το κάθισμά του και απομακρύνθηκε από την κονσόλα. «Ο Ντέιβιντ Πίλτσερ που γνώρισες εσύ δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που με πήρε από το δυναμικό της Λόκχιντ Μάρτιν*****. Το τέλος του Γουέιγουορντ Πάινς είναι προδιαγεγραμμένο εδώ και πολύ καιρό, αλλά ο Ντέιβιντ δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Αλαζονεία, φαντάζομαι, μια άρνηση να παραδεχτεί ότι δεν είχε προβλέψει την πιθανότητα αυτής της κρίσης. Ότι δεν υπολόγισε σωστά και μας εκτροχίασε όλους. Τελευταία, ήταν όλο και πιο απόμακρος, αλλοπρόσαλλος και παρορμητικός. Σκότωσε την ίδια του την κόρη. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ρωγμή. Μετά, όταν εσύ πήρες τον έλεγχο της πόλης και είπες στους κατοίκους την αλήθεια, νομίζω ότι δεν μπορούσε πια να το διαχειριστεί. Είπε “να πάει να γαμηθεί” και πάτησε το κουμπί της αυτοκαταστροφής». «Δηλαδή, μου λες ότι όλα τελείωσαν. Ότι όλοι θα πεθάνουμε από την πείνα». Ο Λέβεν χαμογέλασε. «Εκτός κι αν μας προλάβουν τα τέρατα». Ο Ήθαν σηκώθηκε κοιτάζοντας στην οθόνη τη λίστα των εξαντλημένων προμηθειών που έμοιαζε σαν γραπτή προφητεία της Δευτέρας Παρουσίας. «Έχεις πρόσβαση σε κάθε βάση δεδομένων του υπερκαταφυγίου;» τον ρώτησε. «Βεβαίως». «Ήξερες ότι ένας νομάδας, ο Άνταμ Χάσλερ, μόλις επέστρεψε;» «Κάτι έφτασε στ’ αυτιά μου». «Έχεις πρόσβαση στο φάκελό του εδώ;» Ο Λέβεν κούνησε το κεφάλι. «Δεν μου αρέσει και πολύ ο δρόμος που παίρνει αυτή η συζήτηση». «Θέλω να βρεις το φάκελό του». «Γιατί;» «Πριν το Γουέιγουορντ Πάινς, δούλευα μαζί με τον Χάσλερ. Ήταν προϊστάμενός μου στη Μυστική Υπηρεσία και ο άνθρωπος που με έστειλε εδώ. Δεν είχα ιδέα ότι βρισκόταν εδώ, ώσπου έπεσα πάνω του στο δρόμο, πριν από δύο μέρες. Ανακάλυψα τελικά ότι πριν ο Πίλτσερ με επαναφέρει από την αναστολή, ο Χάσλερ ζούσε εδώ και δεν νομίζω ότι αυτό είναι σύμπτωση. Κάτι δεν κολλάει». Ο Λέβεν επέστρεψε στην κονσόλα κι έκανε μερικούς χειρισμούς. «Και τι ακριβώς θέλεις να μάθεις;» Το πρόσωπο του Χάσλερ εμφανίστηκε στην οθόνη, με κλειστά μάτια και χλωμή επιδερμίδα. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη μετά τη διαδικασία της βιοτικής αναστολής. «Πώς βρέθηκε εδώ». «Α!» Ο Λέβεν σταμάτησε να πληκτρολογεί και στριφογύρισε στο κάθισμά του. «Δεν
νομίζω ότι έχω τέτοιου είδους πληροφορίες στο αρχείο μου. Μάλλον πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο τον Πίλτσερ». Ο Ήθαν μπήκε στο κελί και βρήκε τον Πίλτσερ να τρώει βραδινό – κάποιο σιχαμερό κατεψυγμένο, αποξηραμένο απομεινάρι από τις προμήθειες για το χειμώνα. Ο ηλικιωμένος άντρας φαινόταν ακόμα πιο γερασμένος, καθώς άσπρα γένια άρχιζαν να απλώνονται στο πρόσωπό του. Ο Ήθαν κάθισε απέναντί του στο στενόχωρο κελί και αναρωτήθηκε πόση ακριβώς οργή σιγόβραζε κάτω από την επιφάνεια. Ίσως όση και στον ίδιο. Ήταν αδύνατον να ξεχάσει την εικόνα των οικογενειών που πενθούσαν, τον ήχο των φτυαριών στο παγωμένο έδαφος. Όλη την οδύνη που αυτός ακριβώς ο άνθρωπος είχε προκαλέσει. «Αυτό δεν φαίνεται να το μαγείρεψε ο Τιμ», του είπε κυνικά. Ο Πίλτσερ ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προκλητικά με βλέμμα αγανάκτησης. «Είναι ίδια η κουράδα του διαβόλου. Θα πρέπει να χαίρεσαι πολύ». «Για ποιο πράγμα;» «Που με βλέπεις έτσι. Κρατούμενο σε ένα κελί που φτιάχτηκε για να φυλακίζει τέρατα». «Θα έλεγα ότι το κελί επιτελεί επακριβώς το σκοπό του». «Πίστευα ότι με είχες ξεχάσει εδώ μέσα, Ήθαν». «Δεν σε ξέχασα. Απλώς είχα να συμμαζέψω το χάος που εσύ δημιούργησες». «Που εγώ δημιούργησα;» κάγχασε ο Πίλτσερ. «Άνταμ Χάσλερ». «Τι τρέχει μ’ αυτόν;» «Μαθαίνω ότι πριν επανέλθω από την αναστολή, εκείνος ζούσε με τη γυναίκα και το παιδί μου». «Και απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν πολύ ευτυχισμένοι». «Πώς κι έγινε ο Άνταμ Χάσλερ κάτοικος του Γουέιγουορντ Πάινς;» Μια σπίθα άστραψε στην άκρη των ματιών του Πίλτσερ. «Τι σημασία έχει πια;» είπε. «Μην παίζεις μαζί μου». Ο Πίλτσερ άφησε στο πλάι το πιάτο. Ο Ήθαν συνέχισε. «Μου είπαν πως ήρθε εδώ ψάχνοντας για εμένα μετά την εξαφάνισή μου. Και ότι τον απήγαγες. Ότι ξύπνησε με τον ίδιο τρόπο που ξύπνησα κι εγώ. Όπως όλοι στην πόλη, δηλαδή». «Χμ… ενδιαφέρον. Από απλή περιέργεια, ποιος σου είπε να έρθεις να βρεις εμένα γι’ αυτό το θέμα; Ο Φράνσις Λέβεν;» «Ναι, αυτός». «Μήπως επίσης ο Φράνσις μοιράστηκε μαζί σου το ανησυχητικό νέο για τις προοπτικές μας στο μέλλον; Κι όταν λέω ‘‘μας’’, εννοώ της ανθρώπινης φυλής».
«Πες μου για τον Χάσλερ». «Θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα μέσα σε λίγα χρόνια. Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορείς να το αντιμετωπίσεις αυτό, Ήθαν; Είσαι έτοιμος να σηκώσεις τέτοιο βάρος στους ώμους σου; Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα θέσεις το θέμα σε ψηφοφορία; Κοίτα, εγώ τα σκάτωσα, το καταλαβαίνω. Αλλά με χρειάζεσαι. Όλοι με χρειάζεστε». Ο Ήθαν σηκώθηκε και κινήθηκε προς την πόρτα. «Εντάξει, εντάξει. Στην αρχή, ήταν απλώς μια δωροδοκία», είπε ο Πίλτσερ. «Τι σόι δωροδοκία;» «Χρήματα. Για να εξαγοράσω τη σιωπή του Άνταμ για εσένα, για την Κέιτ Χιούσον και τον Μπιλ Έβανς. Να τερματιστούν οι έρευνες για τις εξαφανίσεις σας. Μετά όμως κάτι άλλαξε. Αποφάσισε πως ήθελε κι αυτός να έρθει μαζί μ’ εμένα και τους ανθρώπους μου. Να πάρει μέρος σε όλο αυτό». Ο Ήθαν τίναξε το δεξί χέρι και χτύπησε με τη γροθιά του την πόρτα. Οι ματωμένες αρθρώσεις του άφησαν τα σημάδια τους πάνω στο ατσάλι. Χτύπησε την πόρτα και δεύτερη φορά. «Εντελώς μεταξύ μας», συνέχισε ο Πίλτσερ, «πάντα πίστευα ότι ο Χάσλερ είναι ένα αλαζονικό αρχίδι. Τον άφησα να περάσει έναν όμορφο χρόνο στο Γουέιγουορντ Πάινς και μετά τον ξαπόστειλα σε αποστολή αυτοκτονίας έξω από το φράχτη. Δεν γύρισε ποτέ». Ο Ήθαν φώναξε το φρουρό. «Με χρειάζεσαι!» φώναξε ο Πίλτσερ. «Το ξέρεις πως με χρειάζεσαι. Αν δεν γίνει κάτι, θα πεθάνουμε σε πολύ λίγο…» «Δεν είναι πια δική σου έγνοια». «Δεν σε καταλαβαίνω». Ο φύλακας άνοιξε την πόρτα. «Πώς σου φάνηκε το γεύμα σου;» ρώτησε ο Ήθαν. «Τι πράγμα;» «Το γεύμα σου. Πώς ήταν;» «Απαίσιο». «Λυπάμαι που το λες, επειδή ήταν το τελευταίο σου». «Τι σημαίνει αυτό;» «Θυμάσαι που με ρώτησες τι θα σου συμβεί και σου είπα ότι θα αποφασίσουν οι κάτοικοι της κοιλάδας; Λοιπόν, οι κάτοικοι αποφάσισαν. Κάναμε ψηφοφορία λίγες ώρες πριν, μόλις τελειώσαμε με την ταφή των ανθρώπων που δολοφόνησες. Και θα γίνει απόψε». Βγήκε στο διάδρομο αγνοώντας τον Πίλτσερ που ούρλιαζε το όνομά του. Ήταν προχωρημένο απόγευμα και ο ήλιος είχε ήδη βουτήξει πίσω από τους βράχους. Ο ουρανός είχε κρυφτεί από σύννεφα που προμήνυαν χιόνι.
Η ηλεκτροδότηση της πόλης δεν είχε αποκατασταθεί ακόμη, αλλά μερικοί κάτοικοι είχαν ήδη γυρίσει στα σπίτια τους για να αρχίσουν το καθάρισμα – στην ουσία, τη διαδικασία αποκατάστασης μιας ζωής που ποτέ ξανά δεν θα ήταν η ίδια. Πιο μακριά, ο σωρός των ανθρωπόζωων ακόμα έκαιγε. Ο Ήθαν δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς, ίσως ήταν η ώρα του δειλινού, τα σκουρόχρωμα σύννεφα, η ψυχρή, γκρίζα απάθεια των βράχων που περιστοίχιζαν την πόλη, αλλά ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει εδώ, που το Γουέιγουορντ Πάινς έμοιαζε ακριβώς αυτό που ήταν: η τελευταία πόλη πάνω στη γη. Στάθμευσε το τζιπ στην εσοχή του σπιτιού του στην 6η Οδό. Το ζωηρό κίτρινο χρώμα του και η διακοσμητική άσπρη μπορντούρα τού φάνηκαν σκέτη παραφωνία μέσα στον κατάμαυρο ζόφο των τελευταίων ημερών. Δεν ζούσαν πια σε έναν κόσμο όπου η ζωή ήταν πολύχρωμη κι όμορφη. Η ζωή ήταν πια κάτι στο οποίο προσκολλάσαι πεισματικά, κάτι που κρατιέσαι σταθερά πάνω του, ενάντια στον πόνο, σαν τους ελαστικούς ιμάντες που σε κρατάνε ακινητοποιημένο σε μια θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου με τον ώμο του και κατέβηκε στο δρόμο. Η γειτονιά ήταν σιωπηλή. Μια σιωπή καταθλιπτική που έκρυβε ένταση. Δεν υπήρχαν πια πτώματα, αλλά μια μεγάλη κηλίδα αίματος σημάδευε ακόμα το διπλανό πεζοδρόμιο. Χρειαζόταν μια δυνατή, ασταμάτητη βροχή για να το ξεπλύνει. Από την μπροστινή πλευρά του κήπου τουλάχιστον το σπίτι φαινόταν άθικτο. Χωρίς σπασμένα παράθυρα και παραβιασμένες πόρτες. Περπάτησε στο πλακόστρωτο μονοπάτι και ανέβηκε στην μπροστινή βεράντα. Οι σανίδες έτριξαν. Άνοιξε την πόρτα της σήτας και μετά τη μασίφ ξύλινη πόρτα. Στο εσωτερικό επικρατούσε σκοτάδι και κρύο. Ο Άνταμ Χάσλερ καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στη σβηστή ξυλόσομπα. Έμοιαζε με εξαθλιωμένη εκδοχή του άντρα που θυμόταν ο Ήθαν. «Τι διάολο κάνεις στο σπίτι μου;» Η φωνή του Ήθαν ακούστηκε περισσότερο σαν γρύλισμα. Ο Χάσλερ τον κοίταξε σαν χαμένος, αποκαλύπτοντας τις αδρές γραμμές του προσώπου του και τα βαθουλωμένα από την ασιτία μάγουλα. «Πίστεψέ με, ένιωσα κι εγώ την ίδια μεγάλη έκπληξη που σε είδα». Ξαφνικά βρέθηκαν στο πάτωμα να παλεύουν. Ο Ήθαν προσπαθούσε να κάνει κεφαλοκλείδωμα στον Χάσλερ και να τον σφίξει μέχρι θανάτου. Υπέθετε ότι η εξασθενημένη κατάστασή του θα τον διευκόλυνε να τον βάλει κάτω εύκολα, αλλά η νευρώδης δύναμή του αποδείχτηκε ανθεκτική. Ο Χάσλερ έκανε μια περιστροφή κι έριξε τον Ήθαν κάτω ανάσκελα. Ο Ήθαν αντέδρασε ακαριαία και τίναξε τη γροθιά του στον ώμο του Χάσλερ. Εκείνος αντιγύρισε ένα δυνατό ξαφνικό χτύπημα. Πυροτεχνήματα άστραψαν στο κεφάλι του Ήθαν. Αναγνώρισε στα χείλη του τη γεύση του αίματος που έτρεχε στο πρόσωπό του. Ένιωθε τη μύτη του να καίει. «Ποτέ δεν κατάλαβες τι ήταν αυτό που είχες», είπε ο Χάσλερ.
Τίναξε άλλη μια γροθιά, αλλά ο Ήθαν τον πρόλαβε με τον αγκώνα και το χτύπημα εξοστρακίστηκε. Ο Χάσλερ ξεφώνισε από τον πόνο καθώς οι σύνδεσμοι του χεριού του τεντώθηκαν. Ο Ήθαν τον έσπρωξε στην κουνιστή πολυθρόνα κι έψαξε τριγύρω να βρει κάτι βαρύ και σκληρό να χρησιμοποιήσει για όπλο. Ο Χάσλερ όμως μπόρεσε να σταθεί ξανά στα πόδια του παίρνοντας αμυντική στάση. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό και ο Ήθαν δεν έβλεπε τις γροθιές που έριχνε ο αντίπαλός του. Ο Χάσλερ του κατάφερε ένα ντιρέκτ και αμέσως μετά ένα γυριστό χτύπημα που θα μπορούσε να τον βγάλει νοκ-άουτ αν δεν ήταν σε τόσο εξασθενημένη κατάσταση. Κι έτσι όμως, το κεφάλι του γύρισε ενενήντα μοίρες κι αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Χάσλερ να καταφέρει μια δυνατή γροθιά στο νεφρό του Ήθαν. Ο Ήθαν παραπάτησε υποχωρώντας καθώς ο Χάσλερ εξακολούθησε να επιτίθεται ψύχραιμος και με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του. «Δεν είναι δίκαιος ο αγώνας», είπε ο Χάσλερ. «Είμαι καλύτερος από εσένα. Πάντα ήμουν». Τα χέρια του Ήθαν τυλίχτηκαν γύρω από τον μεταλλικό καλόγερο. «Ακόμα και τη γυναίκα σου αγαπούσα καλύτερα απ’ ό,τι μπορούσες εσύ». Ο Ήθαν εκσφενδόνισε τη βαριά μεταλλική κρεμάστρα στον αέρα. Ο Χάσλερ έσκυψε και ο καλόγερος άνοιξε μια τρύπα στη γυψοσανίδα. Ο Χάσλερ όρμησε καταπάνω του, αλλά ο Ήθαν του κατάφερε μια με τον αγκώνα στο σαγόνι, που έκανε τα γόνατά του να λυγίσουν. Αμέσως μετά, ο Ήθαν έριξε το πρώτο ντιρέκτ στο πρόσωπο του Χάσλερ. Το ζυγωματικό του ράγισε και ο Ήθαν ένιωσε τόσο καλά που του έριξε και δεύτερη γροθιά. Και τρίτη. Και τέταρτη. Ο Χάσλερ έχανε σταδιακά όλο και περισσότερη δύναμη, ενώ ο Ήθαν έπαιρνε τα πάνω του. Με κάθε εύστοχη γροθιά, η επιθυμία να τον σακατέψει γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Ο φόβος μέσα του μετατρεπόταν σε ένα ξέσπασμα βίας. Ο φόβος για το τι μπορούσε να κάνει αυτός ο άντρας. Ο φόβος για το τι μπορούσε να του στερήσει. Ο φόβος να χάσει την Τερέζα. Τελικά ξέσφιξε το λαιμό του Χάσλερ, κι αυτός απέμεινε να βογκάει στο πάτωμα. Άρπαξε τον καλόγερο που ήταν καρφωμένος στη γυψοσανίδα και σήκωσε τη βαριά μεταλλική βάση πάνω από το κεφάλι του Χάσλερ. Θα τον σκοτώσω. Ο Χάσλερ τον κοίταξε με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Το ένα του μάτι ήταν κλειστό από το πρήξιμο και το άλλο έδειχνε να συνειδητοποιεί απόλυτα αυτό που τον περίμενε. «Κάν’ το», του είπε. «Με έστειλες εδώ πέρα να πεθάνω. Ήταν για τα χρήματα; Ή για να μπορείς να έχεις τη γυναίκα μου;» «Της αξίζει κάτι καλύτερο από εσένα». «Ήξερε η Τερέζα πως εσύ σχεδίασες όλο αυτό, για να είσαι μαζί της;» «Της είπα πως ήρθα εδώ ψάχνοντας για εσένα και ότι μου συνέβη αυτοκινητικό
ατύχημα. Ήταν ευτυχισμένη μαζί μου, Ήθαν. Πραγματικά ευτυχισμένη». Για λίγη ώρα ο Ήθαν έμεινε από πάνω του, με την πρόθεση να του συντρίψει το κρανίο. Επιθυμούσε πολύ να το κάνει, αλλά δεν ήθελε να είναι αυτός ο άνθρωπος που θα το έκανε. Πέταξε τελικά τον μεταλλικό καλόγερο στην άκρη του σαλονιού και κατέρρευσε στο πάτωμα δίπλα στον Χάσλερ, νιώθοντας εξάντληση από την υπερπροσπάθεια. «Είμαστε εδώ εξαιτίας σου», είπε ο Ήθαν. «Η γυναίκα μου, ο γιος μου…» «Είμαστε εδώ γιατί πριν από δύο χιλιάδες χρόνια πήδηξες την Κέιτ Χιούσον, κι αυτό έκανε σμπαράλια τη γυναίκα σου. Αν η Κέιτ δεν είχε πάρει μετάθεση στο Μπόις, δεν θα είχε έρθει ποτέ στο Γουέιγουορντ Πάινς. Ο Πίλτσερ δεν θα είχε απαγάγει ποτέ αυτήν και τον Μπιλ Έβανς». «Κι εσύ δεν θα με είχες πουλήσει». «Να ξεκαθαρίσουμε μόνο ότι τώρα εσύ θα ήσουν νεκρός, αν εγώ δεν…» «Όχι, βέβαια! Θα είχαμε απλώς τελειώσει τις ζωές μας κανονικά πίσω στο Σιάτλ». «Αποκαλείς ζωή αυτό που είχατε με την Τερέζα; Ήταν δυστυχισμένη. Ήσουν ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα. Και βγαίνεις τώρα να μου πεις ότι αυτό που έκανα εγώ ήταν λάθος;» «Το λες σοβαρά αυτό;» «Δεν υπάρχει πια σωστό ή λάθος, Ήθαν. Υπάρχει μόνο η επιβίωση. Το έμαθα αυτό στα τριάμισι χρόνια περιπλάνησης στην κόλαση που απλώνεται έξω απ’ αυτόν το φράχτη. Μη με κοιτάς, λοιπόν, ελπίζοντας να βρεις στο βλέμμα μου το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας». «Σε σκοτώνω ή με σκοτώνεις, δηλαδή; Έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο οι άνθρωποι;» «Πάντα σ’ αυτό το σημείο ήμαστε οι άνθρωποι». «Γιατί δεν με σκότωσες, λοιπόν;» Ο Χάσλερ μειδίασε και το χαμόγελό του αποκάλυψε ματωμένα δόντια. «Όταν γύρισες στο υπερκαταφύγιο από το σπίτι της Κέιτ χθες βράδυ, ήμουν εκεί. Στο δάσος. Ήταν σκοτεινά και ήμαστε μόνο εσύ κι εγώ. Είχα το κυνηγετικό μου μαχαίρι, το ίδιο με το οποίο σκότωνα ανθρωπόζωα σε μάχες σώμα με σώμα που ούτε θα μπορούσες να φανταστείς. Δεν ξέρεις πόσο κοντά ήμουν για να σε σκοτώσω». Ο Ήθαν ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. «Τι σε σταμάτησε;» Ο Χάσλερ σκούπισε το αίμα από τα μάτια του. «Το σκέφτηκα πολύ. Και κατέληξα ότι τελικά δεν είμαι όσο σκληρός θα ήθελα να είμαι. Γιατί, βλέπεις, ενώ στο μυαλό μου ξέρω πια ότι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, η καρδιά μου δεν έχει κάνει ακόμα αυτόν το συνειρμό. Ο προγραμματισμός μου που έχει βάσεις στον εικοστό πρώτο αιώνα τελικά είναι αρκετά συμπαγής. Απολύτως θεσμικός. Η συνείδησή μου μοιάζει να παρεμβαίνει συνεχώς». Ο Ήθαν έβλεπε το παλιό του αφεντικό μόλις και μετά βίας μέσα στο σκοτάδι του
σαλονιού που γινόταν όλο και πιο βαθύ. «Τελικά τι θα γίνει μ’ εμάς;» τον ρώτησε. «Εδώ έζησα τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Με την Τερέζα και το γιο σου». Ο Χάσλερ βόγκηξε στην προσπάθειά του να ανακαθίσει με την πλάτη στον τοίχο. Ο Ήθαν παρατήρησε στο αμυδρό φως ότι το σαγόνι του είχε αρχίσει να πρήζεται. Οι λέξεις έβγαιναν πια από το στόμα του Χάσλερ από τη μια πλευρά, αλλοιωμένες. «Θα φύγω», είπε ο Χάσλερ. «Για πάντα. Υπό έναν όρο». «Νομίζεις ότι έχεις δικαίωμα να θέτεις όρους;» «Η Τερέζα δεν θα μάθει ποτέ τι συνέβη στ’ αλήθεια». «Θα το κάνεις αυτό μόνο και μόνο για να συνεχίσει να σ’ αγαπάει». «Διάλεξε εσένα, Ήθαν». «Τι πράγμα;» «Διάλεξε εσένα». Η ανακούφιση τον κυρίευσε ξαφνικά. Ένας κόμπος συγκίνησης στάθηκε στο λαιμό του. «Τώρα που όλα τελείωσαν», συνέχισε ο Χάσλερ, «δεν θέλω να ξέρει την αλήθεια. Σεβάσου αυτή την επιθυμία μου και θα κατορθώσω αυτό που φαίνεται ακατόρθωτο». «Υπάρχει όμως κι άλλη επιλογή», αντιγύρισε ο Ήθαν. «Ποια;» «Να σε σκοτώσω». «Το ’χεις μέσα σου, παλιόφιλε; Αν το ’χεις, ο δρόμος είναι ανοιχτός». Ο Ήθαν κοίταξε την κρύα ξυλόσομπα. Κοίταξε το βραδινό ημίφως που έμπαινε από τα παράθυρα. Αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε ποτέ αυτό το σπίτι να το νιώσει ξανά σπιτικό του. «Δεν είμαι δολοφόνος», είπε τελικά. «Είδες; Τελικά είμαστε και οι δύο πολύ μαλακοί γι’ αυτό τον καινούριο κόσμο». Ο Ήθαν σηκώθηκε. «Έζησες εκεί έξω για τριάμισι χρόνια;» «Ακριβώς». «Άρα ξέρεις αυτό τον καινούριο κόσμο καλύτερα απ’ όλους μας». «Μάλλον». «Κι αν σου έλεγα ότι δεν μπορούμε πια να μείνουμε στο Γουέιγουορντ Πάινς για πολύ ακόμα; Ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτή την κοιλάδα και να πάμε σε ένα πιο ζεστό μέρος όπου θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε τη γη; Πιστεύεις ότι θα είχαμε καμιά τύχη να το πετύχουμε;» «Να επιβιώσουμε σαν ομάδα ανθρώπων από την άλλη πλευρά του φράχτη;» «Ακριβώς». «Αυτό ακούγεται σαν ομαδική αυτοκτονία. Από την άλλη, αν όντως δεν έχουμε άλλη επιλογή, αν αντιμετωπίζουμε το δίλημμα να μείνουμε εδώ και να πεθάνουμε ή να το διακινδυνεύσουμε για να πάμε νότια, φαντάζομαι ότι θα μπορούσαμε να
βρούμε έναν τρόπο». Στο δρόμο για το εστιατόριο, ο Ήθαν σταμάτησε πάλι στο κλουβί του θηλυκού ανθρωπόζωου. Κοιμόταν κουλουριασμένη σε μια γωνία του τοίχου, πιο αδύνατη και πιο ευάλωτη από την τελευταία φορά που την είχε δει. Ένας επιστήμονας με άσπρη μπλούζα διέσχιζε το διάδρομο. Ο Ήθαν τον φώναξε, κι εκείνος γύρισε. «Είναι άρρωστη;» τον ρώτησε. «Πεθαίνει από ασιτία». «Την υποβάλλετε σε ασιτία;» «Όχι. Αυτή αρνείται να φάει ή να πιει οτιδήποτε». «Γιατί;» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχουμε ιδέα. Ίσως γιατί ξεπαστρέψαμε όλα τα ξαδέρφια της», κάγχασε και απομακρύνθηκε στο διάδρομο. Βρήκε την Τερέζα και τον Μπεν σε ένα γωνιακό τραπεζάκι του κατάμεστου εστιατορίου. Μόλις εκείνη είδε τους μώλωπες στο πρόσωπό του, τα κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Τι συνέβη;» τον ρώτησε. «Έκλαιγες;» «Θα μιλήσουμε αργότερα». Το φαγητό ήταν μια φρίκη βαθιάς κατάψυξης. Λαζάνια για τον Ήθαν. Μοσχαράκι Στρογκανόφ για τον Μπεν, μελιτζάνες παρμεζάνα για την Τερέζα. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο Ήθαν ήταν το κόστος αυτού του γεύματος. Ένα γεύμα λιγότερο μπροστά στην πείνα που ερχόταν. Κανένας δεν μπορούσε να ξέρει πόσο γρήγορα τελείωναν οι προμήθειες. Το θεωρούσαν δεδομένο ότι θα έμπαιναν στο εστιατόριο ή στο Κοινοτικό Περιβόλι ή στο μπακάλικο της πόλης και θα έβρισκαν φαγητό. Πού θα πήγαινε όλη αυτή η πολιτισμένη τους ευγένεια, όταν το φαγητό θα τελείωνε; «Θέλεις να μιλήσουμε γι’ αυτό που θα γίνει αργότερα απόψε, Μπεν;» ρώτησε ο Ήθαν. «Δεν νομίζω». «Δεν χρειάζεται να πας, αν δεν θέλεις να το δεις, γλυκέ μου», είπε η Τερέζα. «Θέλω να το δω. Αυτό είναι η τιμωρία γι’ αυτό που έκανε, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπε ο Ήθαν. «Και όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να το κάνουμε γιατί δεν υπάρχουν πια δικαστήρια. Ούτε δικαστές ούτε ένορκοι. Πρέπει μόνοι μας να προστατεύουμε τους εαυτούς μας, κι αυτός ο άνθρωπος έβλαψε πολλούς. Πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Μετά το δείπνο, ο Ήθαν έστειλε τον Μπεν στο δωμάτιό τους και ζήτησε από την Τερέζα να πάνε μια βόλτα. «Ο Χάσλερ κι εγώ ήρθαμε στα χέρια», της είπε καθώς ανέβαιναν τις σκάλες. «Θεέ μου! Μα τι είστε, έφηβοι στο γυμνάσιο;» Στην τρίτη πόρτα δεξιά του διαδρόμου στο Επίπεδο 4, ο Ήθαν πέρασε από τη συσκευή ανάγνωσης τη μαγνητική κάρτα του κι άνοιξε τη βαριά μεταλλική πόρτα. Βγήκαν σε μια μικρή πλατφόρμα. «Κρατήσου από τη λαβή», είπε ο Ήθαν και πάτησε το κουμπί με το ανοδικό βέλος. Ο αναβατήρας μετακινήθηκε προς τα πάνω μέσα στο κατακόρυφο φρεάτιό του με μεγάλη ταχύτητα για εκατό μέτρα περίπου. Όταν σταμάτησε, βγήκαν σε έναν μικρό διάδρομο που μετά από έξι μέτρα οδηγούσε σε μια δεύτερη μεταλλική πόρτα. Ο Ήθαν πέρασε ξανά τη μαγνητική του κάρτα και η κλειδαριά ακούστηκε να απασφαλίζει. Άνοιξε την πόρτα προς τα μέσα και βρέθηκαν έξω, αντιμέτωποι με ένα απροσδόκητο κρύο. «Τι είναι εδώ;» ρώτησε η Τερέζα. «Το ανακάλυψα ένα βράδυ τις προάλλες που δεν με έπαιρνε ύπνος». Ο ουρανός ήταν ανέφελος και η αστροφεγγιά πανέμορφη. Διαυγής και φωτεινή. Στέκονταν σε ένα μονοπάτι σκαλισμένο σε βάθος ενός μέτρου μέσα στο βράχο. Το βουνό κατέβαινε κάθετα και από τις δύο πλευρές. «Νομίζω πως έρχονται εδώ για να καπνίσουν ή να πάρουν καθαρό αέρα. Είναι ο πιο γρήγορος δρόμος να δει κανείς το φως της ημέρας από το καταφύγιο χωρίς να πρέπει να κατεβεί τη σήραγγα που οδηγεί στην πόλη. Το αποκαλούν χαϊδευτικά ηλιοροφή». «Πόσο μακριά φτάνει;» «Κατά μήκος όλης αυτής της βουνοκορφής. Μου είπαν ότι αν το ακολουθήσεις, σε κάποιο σημείο κατεβαίνει στο δάσος που απλώνεται δυτικά της πλαγιάς που την έχει κάνει απόκρημνη η διάβρωση των παγετώνων». Περπάτησαν για λίγο στην κορυφογραμμή που έμοιαζε με κόψη ξυραφιού. «Αφού σπάσαμε ο ένας τα μούτρα του άλλου, μιλήσαμε με τον Άνταμ». «Οριακά ενήλικη συμπεριφορά». «Μου είπε ότι διάλεξες εμένα». Η Τερέζα σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. Αισθάνονταν το κρύο να παγώνει τα μάγουλά τους. «Τελικά ήταν πολύ απλή επιλογή για εμένα, Ήθαν. Τι προτιμούσα, να αγαπάω ή να με αγαπούν;» «Τι εννοείς;» «Ο Άνταμ θα έκανε τα πάντα για…» «Κι εγώ θα έκανα…» «Θα μ’ ακούσεις, σε παρακαλώ; Σου είπα ότι ποτέ κανείς δεν με αγάπησε με τον τρόπο που με αγαπάει ο Άνταμ, και το εννοούσα. Ποτέ όμως δεν αγάπησα κάποιον
όπως αγάπησα εσένα. Υπήρξαν στιγμές που σιχάθηκα τον εαυτό μου γι’ αυτό. Γιατί αισθανόμουν αδύναμη. Τότε που ήθελα να μπορώ να γίνω σκληρή και να σε αφήσω, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ακόμα και μετά την Κέιτ. Ήταν σαν να με είχες δεμένη με κάποιον τρόπο. Είναι πολύτιμο πράγμα αυτό, Ήθαν, και το καλό που σου θέλω, να το εκτιμήσεις. Με πλήγωσες αρκετά στο παρελθόν. Άσχημα». «Το ξέρω ότι τα σκάτωσα στο παρελθόν. Ξέρω ότι δεν σου φέρθηκα όπως σου άξιζε». «Ήθαν…» «Όχι, τώρα είναι η σειρά μου. Κατέστρεψα πολλά. Διάολε, κατέστρεψα τα πάντα. Με τη δουλειά μου. Με την Κέιτ. Με τα κατάλοιπα του πολέμου που δεν ξερίζωσα. Όμως προσπαθώ, Τερέζα. Από τη στιγμή που ξύπνησα σ’ αυτή την πόλη, προσπαθώ διαρκώς. Προσπαθώ να προστατέψω εσένα και τον Μπεν. Να σ’ αγαπώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Προσπαθώ να κάνω τις σωστές επιλογές». «Το ξέρω ότι προσπαθείς. Το βλέπω. Βλέπω αυτό που μπορούμε να έχουμε μαζί, και είναι αυτό που πάντα ήθελα». Τον φίλησε απαλά. «Πρέπει όμως να μου υποσχεθείς κάτι, Ήθαν». «Τι;» «Ότι δεν θα τα βάλεις με τον Άνταμ. Πρέπει όλοι μαζί πλέον να ζήσουμε σ’ αυτή την κοιλάδα». Ο Ήθαν την κοίταξε επίμονα και αισθάνθηκε την ανάγκη να της αποκαλύψει όλα όσα είχε κάνει αυτός ο άντρας, που εκείνη αγνοούσε. «Θα προσπαθήσω, για σένα», περιορίστηκε να πει. «Σ’ ευχαριστώ». Συνέχισαν το περπάτημα. «Συμβαίνει κάτι άλλο, αγάπη μου;» τον ρώτησε. «Δεν είναι όλα αυτά περίεργα;» «Όχι. Συμβαίνει και κάτι άλλο. Κάτι καινούριο. Ήσουν παράξενος στο βραδινό». Ο Ήθαν κοίταξε το φαράγγι που απλωνόταν εννιακόσια μέτρα από κάτω. Μόλις ένα μήνα πριν, είχε συναντηθεί για πρώτη φορά με ανθρωπόζωο εκεί κάτω, και όσο οδυνηρή κι αν ήταν αυτή η εμπειρία, τουλάχιστον τότε είχε καταλήξει με ελπίδες. Πίστευε ακόμα τότε ότι ο κόσμος βρισκόταν ακέραιος κάπου εκεί έξω. Ότι μόλις κατάφερνε να δραπετεύσει απ’ αυτή την πόλη, τα βουνά και την κοιλάδα, η ζωή και η οικογένειά του θα τον περίμεναν ακόμα στο Σιάτλ. «Ήθαν;» «Είμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση». «Το γνωρίζω». «Εννοώ ότι δεν θα μπορέσουμε τελικά να τα καταφέρουμε. Ως είδος». Ένας κομήτης διέσχισε τον ουρανό. «Ήθαν, βρίσκομαι εδώ πολύ περισσότερο καιρό από εσένα. Πολλές φορές δείχνει
αποκαρδιωτικό όλο αυτό, τώρα ίσως πιο πολύ από ποτέ, τουλάχιστον όμως στο Γουέιγουορντ Πάινς έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε». «Το φαγητό τελειώνει. Αυτό το πράγμα βαθιάς κατάψυξης που φάγαμε σήμερα δεν θα είναι διαθέσιμο για πάντα. Μόλις τελειώσουν οι προμήθειες, δεν θα είμαστε σε θέση σ’ αυτή την κοιλάδα να καλλιεργήσουμε φαγητό που θα μας θρέψει στη μεγάλη βαρυχειμωνιά. Αν ήμαστε πιο νότια θα μπορούσαμε να το παλέψουμε, αλλά είμαστε παγιδευμένοι σ’ αυτή την κοιλάδα. Λυπάμαι που σου το λέω, αλλά δεν θέλω πια να σου κρύβω τίποτα. Όχι άλλα μυστικά. Σε χρειάζομαι δίπλα μου, γιατί δεν ξέρω τι να κάνω». «Πόσος καιρός μας απομένει;» «Τέσσερα χρόνια» «Και μετά τι θα γίνει;» «Μετά, θα πεθάνουμε όλοι». ***** Αμερικανική πολυεθνική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας (ΣτΜ)
ΧΑΣΛΕΡ Διέσχισε το ποτάμι στην ανατολική πλευρά της πόλης. Τα πόδια του είχαν μουδιάσει εντελώς μέχρι να συρθεί έξω από το νερό. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει στα τέσσερα ανάμεσα στα πεύκα που κατέβαιναν στην απότομη πλαγιά της όχθης. Κάθε φορά κι από ένα βήμα προς τα πάνω. Τριάντα μέτρα ψηλότερα από την πόλη, το έδαφος γινόταν κατακόρυφο, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε. Συνέχισε να πασχίζει να ανεβεί πάνω στο βράχο, όλο και πιο ψηλά. Σκαρφάλωνε χωρίς φόβο, χωρίς προσοχή. Δεν σκεφτόταν καν ότι στην πραγματικότητα ανέβαινε στο βράχο για τους αυτόχειρες. Σ’ αυτό τον ένα χρόνο που είχε ζήσει με την Τερέζα, δύο άνθρωποι είχαν ανεβεί σ’ αυτό το μέρος κι έκαναν το θανάσιμο πήδημα στο κενό. Υπήρχαν πολλά άλλα τέτοια θανατηφόρα σημεία σε απότομους βράχους γύρω από το Γουέιγουορντ Πάινς, αλλά αυτό ειδικά το μέρος δέσποζε στον τρομερό γκρεμό που έχασκε από κάτω. Χωρίς πιθανότητα άστοχου άλματος και αναπήδησης σε κάποια προεξοχή. Έτσι και κατάφερνε κανείς να φτάσει στην κορυφή χωρίς να πέσει, μπορούσε να κάνει ανεμπόδιστα το άλμα στην αιωνιότητα. Ο Χάσλερ έφτασε σε μια προεξοχή εκατόν πενήντα μέτρα πάνω από την κοιλάδα. Κατέρρευσε πάνω στον κρύο γρανίτη, χτυπώντας και ίσως τσακίζοντας το σαγόνι του. Ήταν νύχτα και η πόλη από κάτω παρέμενε σκοτεινή καθώς η αστροφεγγιά αντιφέγγιζε αμυδρά πάνω στην πλακόστρωση των δρόμων. Το παντελόνι του είχε γίνει κόκαλο από το κρύο. Καθώς η παγωνιά τον τύλιγε όλο και περισσότερο, αναλογίστηκε τη ζωή του. Και όταν τελικά ορθώθηκε στα πόδια του, βρήκε την παρηγοριά κάνοντας αυτή τη σκέψη: Από τα τριάντα οκτώ χρόνια της ζωής του, ένας μόνο χρόνος είχε υπάρξει μαγικός. Ζούσε σε ένα κίτρινο-καναρινί σπίτι με την αγάπη της ζωής του, και κάθε μέρα που ξυπνούσε δίπλα στην Τερέζα μακάριζε τον εαυτό του. Λαχταρούσε να είχε περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της, αλλά και μόνο ότι το είχε ζήσει αυτό, ήταν αρκετό. Αρκετό να τον κρατήσει μια ζωή. Του πήρε λίγες στιγμές, αλλά τελικά εντόπισε το σπίτι τους κάτω στη σκοτεινή κοιλάδα. Το κοιτούσε και δεν έβλεπε αυτό που ήταν, ένα άδειο σκοτεινό σπίτι, αλλά μάλλον αυτό που υπήρξε στο απαλό δροσερό φως εκείνες τις καλοκαιρινές βραδιές, όταν διέσχιζε την μπροστινή βεράντα για να συναντήσει ό,τι αγαπούσε περισσότερο. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Δεν φοβόταν. Ούτε το θάνατο ούτε τον πόνο. Είχε ζήσει τόση αγωνία θανάτου στη νομαδική αποστολή του, που έφτανε για αρκετές ζωές. Ο θάνατος ήταν κάτι για το οποίο είχε προετοιμαστεί. Τουλάχιστον η ανυπαρξία υποσχόταν μια κάποια γαλήνη. Λύγισε τα γόνατά του, έτοιμος να πηδήξει. Ένας θόρυβος του απέσπασε την προσοχή. Γύρισε να δει, αλλά στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε. Άκουσε κάποιον να κλαίει.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε. Το κλάμα σταμάτησε. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε. «Ποιος είναι εκεί;» «Είσαι καλά;» «Θα βρισκόμουν εδώ πάνω, αν ήμουν καλά;» «Σωστό επιχείρημα. Θέλεις να έρθω κοντά;» «Όχι». Ο Χάσλερ απομακρύνθηκε από την άκρη του βράχου και κάθισε κάτω. «Δεν θα έπρεπε να το κάνεις», είπε. «Δεν κατάλαβα! Και τότε τι στο διάολο κάνεις εσύ εδώ πάνω; Θα μπορούσα να σου πω το ίδιο ακριβώς». «Μάλλον ναι, μόνο που εγώ πρέπει στ’ αλήθεια να βρίσκομαι εδώ πάνω». «Γιατί; Επειδή και η δική σου ζωή είναι τόσο χάλια;» «Θέλεις να ακούσεις τη θλιβερή ιστορία μου;» «Όχι. Ήθελα μόνο να έχω σαλτάρει ήδη. Είχα καταφέρει τελικά να βρω το κουράγιο, όταν ένας κόπανος με διέκοψε. Είναι η δεύτερη φορά που ανεβαίνω εδώ πάνω». «Και τι έγινε την πρώτη φορά;» ρώτησε ο Χάσλερ. «Ήταν μέρα και σιχαίνομαι τα ύψη. Δείλιασα». «Γιατί είσαι εδώ πάνω;» «Θα σου πω, φτάνει να μην προσπαθήσεις να με σώσεις». «Σύμφωνοι». Η γυναίκα αναστέναξε. «Έχασα τον άντρα μου, όταν μπήκαν στην πόλη τα τέρατα». «Λυπάμαι γι’ αυτό. Είχατε παντρευτεί εδώ, στο Γουέιγουορντ Πάινς;» «Ναι, και ξέρω τι σκέφτεσαι, αλλά εγώ τον αγαπούσα. Επίσης αγαπούσα κι αυτό τον άλλον άντρα που είναι εδώ. Το παρανοϊκό είναι ότι γνωριζόμασταν από πριν. Είναι εδώ με τη γυναίκα και το γιο του, και όταν ήρθε να μου πει ότι ο άντρας μου είχε σκοτωθεί, τον ρώτησα αν η δική του οικογένεια ήταν καλά». «Και ήταν;» «Ναι. Έλα όμως που ένα κομμάτι μέσα μου, μεγαλύτερο ίσως απ’ ό,τι θα ήθελα να παραδεχτώ, πραγματικά στενοχωρήθηκε που εκείνη επέζησε. Μη με παρεξηγείς. Μου λείπει απίστευτα ο άντρας μου, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου…» «Πως αν η γυναίκα του είχε σκοτωθεί, τότε οι δυο σας...» «Σωστά. Στο αποκορύφωμα της απώλειας του άντρα μου και της ταυτόχρονης αδυναμίας να είμαι με αυτόν που αγαπώ, ανακαλύπτω πως είμαι ένα ελεεινό υποκείμενο». Ο Χάσλερ ξέσπασε σε γέλια. «Γελάς μαζί μου;» «Όχι, μόνο μου φαίνεται αστείο που εσύ το βρίσκεις αυτό τόσο φρικτό. Θες να
ακούσεις κάτι πραγματικά φρικτό;» «Για ρίξ’ το». «Στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν ερωτευμένος με μια γυναίκα, αλλά ήταν παντρεμένη με κάποιον που δούλευε για εμένα. Κανόνισα μια σειρά από πράγματα ώστε ο άντρας της να βγει από τη μέση. Βλέπεις, ήξερα τι ήταν αυτή η πόλη όταν φτιαχνόταν δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Εξασφάλισα ότι αυτή τη γυναίκα θα την έπαιρνε μαζί του ο Ντέιβιντ Πίλτσερ και μετά μπήκα εθελοντικά σε διαδικασία αναστολής για να μπορώ να είμαι μαζί της όταν ξυπνούσε. Ζήσαμε μαζί στο Γουέιγουορντ Πάινς και ποτέ δεν έμαθε ότι βρισκόταν εδώ εξαιτίας μου. Ένα χρόνο μετά, με έστειλαν σε αποστολή έξω από το φράχτη. Κανείς δεν περίμενε να γυρίσω. Κάθε μέρα εκεί έξω, η δική της σκέψη με κρατούσε στη ζωή, οδηγούσε το κάθε μου βήμα, με στήριζε. Αντίθετα σε κάθε λογική, τα κατάφερα να γυρίσω. Πίστευα ότι θα γύριζα σ’ εκείνη σαν ήρωας που επιστρέφει από τον πόλεμο. Αντί γι’ αυτό, ανακάλυψα ότι ο άντρας της είναι εδώ και η πόλη καταστράφηκε». Στη σκοτεινή κοιλάδα από κάτω, μικρές εστίες φωτιάς είχαν αρχίσει να ανάβουν στη Μέιν Στριτ. Ο Χάσλερ τις παρατηρούσε καθώς συνέχιζε την αφήγησή του. «Γι’ αυτό ανέβηκα εδώ πάνω, για να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Εσύ σκέφτηκες άσχημα πράγματα. Εγώ τα έκανα. Αλλάζει λίγο αυτό την προοπτική των πραγμάτων;» «Γιατί είσαι εδώ πάνω;» τον ρώτησε. «Μόλις σου είπα». «Εννοώ, είσαι εδώ επειδή δεν αντέχεις να ζεις μ’ αυτά που έκανες, ή γιατί δεν αντέχεις να ζεις χωρίς εκείνη;» «Επειδή δεν μπορώ να είμαι μαζί της. Δεν γίνεται να πάψω να την αγαπώ μόνο και μόνο επειδή είναι εδώ ο άντρας της. Η ανθρώπινη καρδιά δεν αντιδρά έτσι. Δεν μπορώ να ακρωτηριάσω τα συναισθήματά μου. Εξάλλου δεν ζούμε πια σε έναν μεγάλο, αχανή κόσμο όπου θα μπορούσα να μετακομίσω σε άλλη πόλη ή σε άλλη πολιτεία. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική ζωή να με περιμένει εκεί έξω. Αυτό είναι όλο. Πόσοι είμαστε; Διακόσιοι πενήντα άνθρωποι; Δεν γίνεται να την αποφύγω, κι αυτό που νιώθω για εκείνη με έχει σημαδέψει εδώ και τόσο πολύ καιρό, που δεν θα αναγνώριζα τον εαυτό μου αν προσπαθούσα να το αλλάξω». «Το καταλαβαίνω». «Και το παράδοξο είναι ότι όσο κακός κι αν είμαι, δεν μου πάει να σκοτώσω τον άντρα της. Υπάρχει χειρότερη μοίρα από το να είναι κάποιος κακός, αλλά όχι όσο πρέπει;» Για λίγο, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν ο ψίθυρος του ανέμου που μουρμούριζε δίπλα στο βράχο. «Σε γνωρίζω, Άνταμ Χάσλερ», είπε ξαφνικά η γυναίκα. «Από πού κι ως πού;» «Κάποτε δούλευα για εσένα».
«Κέιτ;» «Τελικά, η ζωή είναι παράξενη». «Μπορώ να σε αφήσω μόνη τώρα αν…» «Δεν σε κατακρίνω, Άνταμ». Την άκουσε να σηκώνεται και να τον πλησιάζει. Η σκιά της αναδύθηκε από το σκοτάδι. Κάθισε δίπλα του. Τα πόδια τους κρέμονταν στον γκρεμό, πλάι-πλάι. «Είναι και το δικό σου παντελόνι κόκαλο από το κρύο;» τη ρώτησε. «Ναι, κι έχω γίνει κατεψυγμένη. Λες να σημαίνει κάτι που εμείς οι δύο ανεβήκαμε εδώ πάνω για να πηδήξουμε την ίδια ακριβώς νύχτα;» «Τι εννοείς; Κάτι σαν να μας λέει το σύμπαν ‘‘μην το κάνεις’’; Συμφωνείς τουλάχιστον ότι το σύμπαν δεν δίνει δεκάρα για εμάς, ούτε τώρα ούτε στο παρελθόν;» Η Κέιτ τον κοίταξε με ένταση. «Δεν με νοιάζει αν θα πηδήξουμε και οι δύο ή θα κατεβούμε ξανά κάτω μαζί. Ό,τι κι αν είναι να γίνει, ας μην το κάνει ο καθένας μόνος του».
ΠΙΛΤΣΕΡ Κάποιος τον άρπαξε από το χέρι και τον έσυρε έξω από το φορτηγό. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και μέρες που έβγαινε έξω, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα μέσα από τη μαύρη κουκούλα που του είχαν φορεμένη στο κεφάλι. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Πίλτσερ. Η κουκούλα τραβήχτηκε βίαια. Είδε φώτα πολλά – πενήντα, εξήντα, ίσως κι εκατό. Φανούς και πυρσούς που κρατούσαν οι κάτοικοι του Γουέιγουορντ Πάινς, αλλά και οι δικοί του άνθρωποι του βουνού, που τον είχαν περικυκλώσει σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Καθώς τα μάτια του προσαρμόζονταν σιγά-σιγά, είδε από πάνω του τα κτίρια της Μέιν Στριτ. Οι προσόψεις και οι βιτρίνες φωτίζονταν κι άλλαζαν χρώματα στη λάμψη της φωτιάς. Δύο άντρες στέκονταν δίπλα του, στη μέση του κύκλου: ο Ήθαν Μπερκ και ο Άλαν Σπίαρ, ο επικεφαλής ασφαλείας του. Ο Ήθαν τον πλησίασε. «Τι τρέχει εδώ πέρα;» τον ρώτησε ο Πίλτσερ. «Ετοιμάζετε δημόσια εκτέλεση σ’ εμένα;» Κοίταξε γύρω του τα πρόσωπα που μισοκρύβονταν στις σκιές και αλλοιώνονταν στις ανταύγειες της φλόγας. Φαίνονταν θυμωμένα και αποφασιστικά. «Ψηφίσαμε», του είπε ο Ήθαν. «Ποιος ψήφισε;» «Όλοι εκτός από εσένα. Η δημόσια επικήρυξη ήταν μια επιλογή, αλλά τελικά σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν σωστό να σε θανατώσουμε με τον ίδιο τρόπο αυτοδικίας που εσύ επέβαλες στους κατοίκους του Γουέιγουορντ Πάινς». Τον πλησίασε στο ένα βήμα. Η βαριά ανάσα του άχνιζε στο κρύο. «Κοίταξε καλά αυτούς τους ανθρώπους, Ντέιβιντ. Όλοι τους έχασαν μέλη της οικογένειάς τους ή φίλους. Εξαιτίας σου». Ο Πίλτσερ αντιπαρέθεσε ένα χαμόγελο στην οργή, τη φονική, ψυχοφθόρα οργή του κόσμου. «Εξαιτίας μου;» είπε. «Αυτό είναι ανήκουστο». Απομακρύνθηκε από τον Ήθαν και πήγε στη μέση του κύκλου. «Τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω εγώ για εσάς; Σας έδωσα φαγητό. Σας πρόσφερα καταφύγιο. Σας έδωσα σκοπό στη ζωή σας. Σας προστάτεψα από μια γνώση που δεν μπορούσατε να διαχειριστείτε – από τη σκληρή αλήθεια του κόσμου που βρίσκεται πέρα από το φράχτη. Και καθένας από εσάς είχε μόνο ένα πράγμα που έπρεπε να κάνει. Ένα και μόνο αναθεματισμένο πράγμα». Οι λέξεις βγήκαν τσιριχτά από το στόμα του. «Να με υπακούτε!» Είδε το βλέμμα μιας γυναίκας που στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα να γυαλίζει από τα δάκρυα που ήδη έτρεχαν στα μάγουλά της. Είδε πολλά δάκρυα στο πλήθος. Αφόρητο πόνο. Και ίσως κάποτε να έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο, απόψε όμως έβλεπε μόνο αχαριστία, προβολή δικαιωμάτων, ανυπακοή, ανταρσία.
«Τι στο διάολο παραπάνω θα μπορούσα να κάνω για εσάς;» ούρλιαξε στο πλήθος. «Δεν θα σου απαντήσουν», του είπε ο Ήθαν. «Και τότε τι κάνουν εδώ;» «Είναι εδώ για να σε συνοδέψουν». «Να με συνοδέψουν προς τα πού;» Ο Ήθαν στράφηκε στους πιο κοντινούς. «Μπορείτε, παρακαλώ, να κάνετε λίγο χώρο;» Καθώς το πλήθος άνοιγε δρόμο, στράφηκε στον Πίλτσερ. «Μετά από εσένα, Ντέιβιντ». Ο Πίλτσερ κοίταξε τον σκοτεινό δρόμο μπροστά του και μετά τον Ήθαν. «Δεν καταλαβαίνω». «Ξεκίνα να περπατάς». «Ήθαν…» Κάποιος από πίσω τον έσπρωξε απότομα και όταν βρήκε ξανά την ισορροπία του, γύρισε και είδε τον Άλαν που τον κοιτούσε με μια φονική ένταση στο βλέμμα. «Ο σερίφης είπε να προχωρήσεις», βρυχήθηκε ο Άλαν. «Τώρα σου το λέω κι εγώ, κι αν δεν κουνήσεις τα πόδια σου, με χαρά θα σε σύρουμε από τα χέρια». Ο Πίλτσερ άρχισε να περπατάει στη Μέιν Στριτ ανάμεσα στα σκοτεινά κτίρια, με τον Ήθαν και τον Άλαν να τον περιστοιχίζουν. Το πλήθος άρχισε να τους ακολουθεί σαν σε λιτανεία. Μια δυσοίωνη σιωπή απλώθηκε. Κανένας δεν μιλούσε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των βημάτων στο πλακόστρωτο και κάποιος περιστασιακός πνιχτός λυγμός. Προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του, αλλά το μυαλό του ήταν σε κατάσταση πανικού. Πού με πάνε; Πίσω στο υπερκαταφύγιο; Σε κάποιο σημείο εκτέλεσης; Πέρασαν το εστιατόριο και μετά το νοσοκομείο. Όταν πια μπήκαν στο δρόμο που οδηγούσε στο δάσος νότια της πόλης, ο Πίλτσερ συνειδητοποίησε τι τον περίμενε. Κοίταξε τον Ήθαν. Ο φόβος σάρωνε το μέσα του σαν υγρό άζωτο, αλλά συνέχιζε να περπατάει. Στην καμπύλη του δρόμου, όλοι βγήκαν από το οδόστρωμα και προχώρησαν μέσα στο δάσος. Δεν πρόλαβα καν να κοιτάξω πίσω για τελευταία φορά το Γουέιγουορντ Πάινς, ήταν το μόνο που σκέφτηκε ο Πίλτσερ. Ένα χαμηλό στρώμα πάχνης κάλυπτε το έδαφος στο δάσος, και το φως των πυρσών έμοιαζε να το διαπερνά με απόκοσμο τρόπο. Σαν γλώσσες φωτιάς που είχαν αποκοπεί από ένα φλεγόμενο σώμα. Ο Πίλτσερ άρχισε να κρυώνει όλο και πιο πολύ, καθώς η ώρα περνούσε. Τώρα πια άκουγε καθαρά το βουητό του φράχτη, αφού περπατούσαν δίπλα του. Στάθηκαν στην πύλη. Είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα. Του φαινόταν σαν να μην είχε
περάσει ούτε μια στιγμή από τότε που του έβγαλαν την κουκούλα στη Μέιν Στριτ. Ο Ήθαν του έτεινε ένα μικρό σακίδιο πλάτης. «Έχει λίγο νερό και τροφή. Φτάνουν για αρκετές μέρες, αν αντέξεις τόσο πολύ». Ο Πίλτσερ απέμεινε να το κοιτάζει. «Δεν έχετε, λοιπόν, τα κότσια να με σκοτώσετε οι ίδιοι;» ρώτησε. «Δεν είναι αυτό», απάντησε ο Ήθαν. «Το ακριβώς αντίθετο. Το θέλαμε όλοι πάρα πολύ. Θέλαμε να σε βασανίσουμε. Να αφήσουμε τον καθένα να κόψει ένα κομμάτι από τη σάρκα σου. Εκτός κι αν δεν θέλεις το σακίδιο». Ο Πίλτσερ το άρπαξε και το πέρασε στον ώμο του. Ο Ήθαν κατευθύνθηκε στον πίνακα ελέγχου και πάτησε το κουμπί της χειροκίνητης λειτουργίας. Το βουητό σταμάτησε. Το δάσος βυθίστηκε στη σιωπή. Ο Πίλτσερ τους κοίταξε όλους. Τους κατοίκους της πόλης και τους ανθρώπους του βουνού. Θα ήταν τα τελευταία ανθρώπινα πρόσωπα που αντίκριζε στη ζωή του. «Αχάριστα ψοφίμια! Θα είχατε όλοι πεθάνει δύο χιλιάδες χρόνια πριν, αν δεν ήμουν εγώ. Σας έφτιαξα έναν Παράδεισο. Παράδεισο επί της γης. Εγώ είμαι ο Θεός σας. Κι έχετε το θράσος να εξορίζετε τον Θεό από τον Παράδεισο που έφτιαξε!» «Νομίζω πως έχεις μπερδέψει τις Γραφές», είπε ήσυχα ο Ήθαν. «Ο Θεός δεν εξορίστηκε από τον Παράδεισο. Εκείνος ο άλλος τύπος ήταν που εξορίστηκε». Ο Ήθαν άνοιξε την πύλη. Ο Πίλτσερ τον κοίταξε διαπεραστικά και μετά πέρασε το βλέμμα του πάνω από το πλήθος. Διάβηκε τη γραμμή ασφαλείας και βρέθηκε στην άλλη πλευρά του φράχτη. Ο Ήθαν έκλεισε την πύλη πίσω του. Σε λίγο τα ηλεκτροφόρα σύρματα άρχισαν πάλι να βουίζουν την προστασία τους. Ο Πίλτσερ στεκόταν και παρακολουθούσε το πλήθος που απομακρυνόταν, καθώς οι φανοί και οι πυρσοί χάνονταν σιγά-σιγά στην ομίχλη. Απέμεινε μόνος στο κρύο, σκοτεινό δάσος. Κινήθηκε νότια ώσπου το βουητό του φράχτη δεν ακουγόταν πια. Το φως των άστρων πάνω από τις κορυφές των πεύκων δεν έφτανε για να φωτίζει το δρόμο του. Όταν κουράστηκε από το περπάτημα, ακούμπησε στον κορμό ενός πεύκου. Κάπου μακριά, ένα ανθρωπόζωο ούρλιαξε. Ένα άλλο απάντησε από πιο κοντά. Μετά, κι άλλο. Ο Πίλτσερ άκουσε τον ήχο βημάτων μέσα στο σκοτάδι. Κάτι έτρεχε προς το μέρος του.
ΗΘΑΝ Στο πρώτο φως της ημέρας, ο Ήθαν βγήκε από το υπερκαταφύγιο με ένα από τα φορτηγάκια Ντοτζ Ραμς της ομάδας ασφαλείας. Ο γιος του καθόταν στη θέση του συνοδηγού δίπλα του. Πέρασαν τα δέντρα και τους ογκόλιθους, και βγήκαν στον κεντρικό δρόμο, οδηγώντας νότια έξω από την πόλη. Στο ύψος της απότομης στροφής-φουρκέτα βγήκε από το οδόστρωμα, πέρασε το ανάχωμα του δρόμου προς το εσωτερικό του δάσους και κινήθηκε προσεκτικά ανάμεσα από τα δέντρα. Όταν έφτασαν στο φράχτη, οδήγησε για λίγο παράλληλα με αυτόν ώσπου έφτασαν για μια ακόμα φορά στην πύλη. Έσβησε τη μηχανή. Ο βόμβος από το ηλεκτρικό ρεύμα που διαπερνούσε τα αγκαθωτά σύρματα ακουγόταν ακόμα και μέσα στο αυτοκίνητο. «Λες να έχει πεθάνει πια ο κύριος Πίλτσερ;» ρώτησε ο Μπεν. «Δεν έχω ιδέα». «Όμως κάποια στιγμή τελικά θα τον πιάσουν τα ανθρωπόζωα, έτσι δεν είναι;» «Αυτό είναι σίγουρο». Ο Μπεν κοίταξε από το πίσω τζάμι την καρότσα του φορτηγού. «Δεν καταλαβαίνω», είπε, «γιατί το κάνουμε αυτό μπαμπά;» «Γιατί μου είναι αδύνατον να σταματήσω να σκέφτομαι εκείνο το πράγμα εκεί πίσω». Τώρα ήταν η σειρά του Ήθαν να κοιτάξει στην καρότσα του φορτηγού. Το θηλυκό ανθρωπόζωο που φύλαγαν στο υπερκαταφύγιο στεκόταν ακίνητο μέσα στο κλουβί από πλεξιγκλάς και κοιτούσε το δάσος. «Παράξενο», πρόσθεσε ο Ήθαν. «Ο κόσμος πια τους ανήκει, αλλά εμείς ακόμα κατέχουμε κάτι που δεν το έχουν». «Τι;» «Ανθρωπιά. Καλοσύνη. Αυτό που μας διακρίνει τους ανθρώπους. Τουλάχιστον στην καλύτερη εκδοχή μας». Ο Μπεν φαινόταν μπερδεμένος. «Νομίζω ότι αυτό το πλάσμα διαφέρει από τα άλλα», συνέχισε ο Ήθαν. «Τι εννοείς;» «Έχει μια ευφυΐα, μια ευγένεια που δεν έχω δει σε κανένα άλλο του είδους του. Ίσως έχει οικογένεια και θέλει να την ξαναδεί». «Θα έπρεπε να την πυροβολήσουμε και να την κάψουμε μαζί με τα υπόλοιπα». «Και τι θα πετυχαίναμε μ’ αυτό; Θα ικανοποιούσαμε για λίγο την οργή μας. Αν όμως κάναμε το αντίθετο; Αν τη στέλναμε έξω, στον δικό της κόσμο, με ένα μήνυμα για το είδος που κάποτε ζούσε σ’ αυτή την κοιλάδα; Ξέρω ότι ακούγεται παλαβό, αλλά έχω αγκιστρωθεί στη σκέψη ότι μια πράξη καλοσύνης πάντα έχει ουσιαστική απήχηση». Άνοιξε την πόρτα του οδηγού και βγήκε στο δάσος.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μπεν. «Ότι κάτι τέτοιο ίσως άλλαζε το είδος των ανθρωπόζωων; Ότι περισσότερα απ’ αυτά θα γίνονταν σαν κι αυτήν;» Ο Ήθαν πήγε στο πίσω μέρος του φορτηγού και κατέβασε την πόρτα της καρότσας. «Τα είδη εξελίσσονται. Στην αρχή, ο άνθρωπος ήταν κυνηγός-συλλέκτης. Επικοινωνούσε με γρυλίσματα και χειρονομίες. Μετά ανακαλύψαμε τη γεωργία και τη γλώσσα. Μάθαμε να δείχνουμε καλοσύνη». «Αυτό όμως χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια. Θα είμαστε όλοι πεθαμένοι πολύ προτού συμβεί». Ο Ήθαν χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, γιε μου. Θα πάρει πολύ-πολύ καιρό». Γύρισε και αντίκρισε το ανθρωπόζωο. Καθόταν ήσυχο στο κλουβί του, με τα μάτια ακόμα βαριά από το ηρεμιστικό που ο Ήθαν είχε παραγγείλει να του δώσουν». Έβγαλε τον Αετό της Ερήμου από τη θήκη του, σκαρφάλωσε στην καρότσα και απασφάλισε τις κλειδαριές του κλουβιού, ανοίγοντας την πόρτα μερικά εκατοστά. Κάτι ανάμεσα σε γουργούρισμα και γρύλισμα ήχησε από το λαιμό του ανθρωπόζωου. «Δεν θα σε πειράξω», είπε ο Ήθαν. Έκανε βήματα προς τα πίσω και κατέβηκε από την καρότσα. Το πλάσμα τον παρατηρούσε. Μετά από λίγο άνοιξε την πόρτα του κλουβιού με το μακρύ αριστερό χέρι και σύρθηκε έξω. «Αν κάνει κάτι, μπαμπά; Αν επιτεθεί…» «Δεν θα μας πειράξει. Ξέρει το σκοπό μου». Κοίταξε το ανθρωπόζωο στα μάτια. «Έτσι δεν είναι;» Ο Ήθαν κατευθύνθηκε αργά προς το φράχτη, ενώ το ανθρωπόζωο τον ακολουθούσε νωθρά αρκετά πιο πίσω. Μόλις εκείνος έφτασε στην πύλη, πληκτρολόγησε τον κωδικό για τη μετάβαση σε χειροκίνητη λειτουργία και περίμενε καθώς οι σύρτες απασφάλιζαν. Ο φράχτης έπαψε να βουίζει. Ο Ήθαν έσπρωξε την πύλη με το πόδι. «Πήγαινε», της είπε, «είσαι ελεύθερη». Το πλάσμα τον κοιτούσε επίμονα καθώς ξεγλιστρούσε στριμωγμένο από τη μισάνοιχτη πύλη προς τον κόσμο που του ανήκε. «Μπαμπά, πιστεύεις ότι θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε ειρηνικά μαζί τους;» Τρία μέτρα έξω από το φράχτη, το ανθρωπόζωο έριξε μία ακόμα ματιά στον Ήθαν κι έγειρε το κεφάλι. Όση ώρα τον κοιτούσε, σχεδόν θα έπαιρνε όρκο πως ήθελε να του πει κάτι. Τα μάτια του ξεχείλιζαν από ευφυΐα και κατανόηση. Μόνο που λόγια δεν ειπώθηκαν. Ο Ήθαν όμως έδειξε σαν να είχε καταλάβει. Ξαφνικά ένιωσε σίγουρος. «Ναι», απάντησε στην ερώτηση, «το πιστεύω». Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και την επόμενη στιγμή το πλάσμα είχε γίνει άφαντο.
Καθόταν με την Τερέζα σε ένα από τα παγκάκια του πάρκου και κοίταζαν τον Μπεν που στεκόταν στη μέση του πάρκου και κοιτούσε με τη σειρά του τον ουρανό. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω, ένα χαρταετός σκιρτούσε στο αεράκι. Είχαν χρειαστεί αρκετές προσπάθειες για να μπορέσει ο μικρός να σηκώσει τον αετό του αρκετά πιο πάνω από τον ακίνητο αέρα της επιφάνειας του εδάφους. Τώρα όμως το κόκκινο σημάδι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στο γαλάζιο του ουρανού και στροβιλιζόταν στα ρεύματα του αέρα. Ωραίο πράγμα να μπορείς να χαζεύεις ένα παιδί με το χαρταετό του, πολύ περισσότερο που ήταν το πρώτο πρωινό εδώ και μέρες –αν όχι εβδομάδες– που δεν απέπνεε την αίσθηση του χειμώνα. «Είναι παράλογο, Ήθαν». «Αν μείνουμε σ’ αυτή την κοιλάδα», είπε εκείνος, «θα πεθάνουμε όλοι σε λίγα χρόνια. Γιατί, λοιπόν, να το θέσουμε σε ψηφοφορία;» «Να αφήσεις τους ανθρώπους να αποφασίσουν οι ίδιοι». «Κι αν…» «Αφήνεις τους ανθρώπους να αποφασίσουν οι ίδιοι». «Οι άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα λάθος». «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά πρέπει να αποφασίσεις τι είδους ηγέτης θέλεις να είσαι». «Είμαι σίγουρος για το ποια είναι η σωστή απόφαση, Τερέζα». «Άρα πρέπει να τους επιβάλεις την άποψή σου». «Είναι δύσκολο. Είναι ριψοκίνδυνο. Κι αν τελικά κάνουν τη λάθος επιλογή; Ακόμα κι εσύ αμφιταλαντεύεσαι». «Είναι στη φύση μας να πάρουμε ακόμα και τη λάθος απόφαση, γλυκέ μου. Αν σκοπεύεις να επιβάλεις μια τέτοια απόφαση στους ανθρώπους εδώ, τότε ποιο νόημα είχε η αλήθεια που τους είπες για το Γουέιγουορντ Πάινς;» «Εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά – το θάνατο, την οδύνη της απώλειας. Έκανα τις ζωές όλων μας άνω-κάτω. Τώρα θέλω μόνο να επανορθώσω». «Είσαι καλά;» «Είμαι τρομοκρατημένος». Πήρε το χέρι του μέσα στο δικό της. «Δεν μου ζητάς να εμπιστευτώ μόνο τη μοίρα των ανθρώπων στα δικά τους χέρια. Μου ζητάς να τους εμπιστευτώ και τη δική σας μοίρα. Τη δική σου και του Μπεν». Ο γιος τους έτρεχε κάνοντας χαρές κατά μήκος του πάρκου με την καλούμπα του χαρταετού πίσω του. «Την ημέρα που εισέβαλα στο υπερκαταφύγιο, ο Πίλτσερ μου είπε ότι θα ερχόταν η ώρα που θα καταλάβαινα τα πράγματα που έκανε. Τις επιλογές του». «Και τις καταλαβαίνεις τώρα;» «Αρχίζω να νιώθω το βάρος που κουβαλούσε στους ώμους του». «Δεν εμπιστευόταν ότι οι άνθρωποί του θα έπαιρναν τις σωστές αποφάσεις, γιατί φοβόταν. Εσύ, Ήθαν, δεν χρειάζεται να το κάνεις. Αν ξέρεις μέσα σου ποιο είναι το σωστό να γίνει, αν δώσεις στους ανθρώπους την ελευθερία να διαλέξουν τη δική
τους μοίρα, το δικό τους πεπρωμένο…» «Θα κινδυνεύαμε να πεθάνουμε από την πείνα σ’ αυτή την κοιλάδα». «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν θα έχεις υπονομεύσει τη δική σου ακεραιότητα. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβάσαι». Εκείνη τη νύχτα, ο Ήθαν στεκόταν εκεί που είχαν αρχίσει όλα –πάνω στην άδεια σκηνή της Όπερας, κάτω από το φως των προβολέων– ενώ οι τελευταίοι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι του πλανήτη είχαν το βλέμμα στραμμένο πάνω του. «Εδώ είμαστε, λοιπόν», είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος. «Η ανθρωπότητα στο τέλος του κόσμου. Βρισκόμαστε εδώ επειδή πήρα την απόφαση να πω σε όλους την αλήθεια για το Γουέιγουορντ Πάινς. Μη νομίζετε ότι το ξεχνάω αυτό. Πολλοί από εσάς χάσατε αγαπημένα πρόσωπα. Όλοι υποφέραμε. Πρέπει να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με αυτή μου την απόφαση και το τι στοίχισε, αλλά τώρα είναι η ώρα να νοιαστούμε για το μέλλον. Για την ακρίβεια, αυτό είναι το μόνο που με απασχόλησε όλη την προηγούμενη εβδομάδα». Ο σκληρός πυρήνας των ανθρώπων του Πίλτσερ –ο Φράνσις Λέβεν, ο Άλαν, ο Μάρκους, ο Μάστιν– κάθονταν όλοι μαζί μπροστά κι αριστερά από τη σκηνή και τον παρακολουθούσαν. Η ησυχία στο θέατρο ήταν απόλυτη. Μια σιωπή γεμάτη ταραχή. «Ξέρω ότι όλοι προσπαθούμε να αναλογιστούμε πού πάμε από εδώ και πέρα. Τι θα γίνει μετά. Πώς θα είναι οι ζωές μας. Έχουμε μερικές σκληρές αλήθειες να παραδεχτούμε και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε μαζί. Αμέσως. Και να η πρώτη: το φαγητό μας τελειώνει». Δυνατοί αναστεναγμοί και ψίθυροι ακούστηκαν ανάμεσα στο πλήθος. «Σε πόσο καιρό;» φώναξε κάποιος, «Σε τέσσερα χρόνια περίπου», απάντησε ο Ήθαν. «Πράγμα που μας οδηγεί στη δεύτερη σκληρή αλήθεια: δεν μπορούμε να μείνουμε σ’ αυτή την κοιλάδα. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνο μέχρι την επόμενη μεγάλη βλάβη στο φράχτη. Ή τον πιο σκληρό χειμώνα που μπορούμε να φανταστούμε. Ή μέχρι να εξαντληθούν τελείως όλα τα αποθέματα φαγητού. Ο Φράνσις Λέβεν από το υπερκαταφύγιο είναι εδώ και μπορεί να σας αναλύσει όλες τις λεπτομέρειες, να σας εξηγήσει επακριβώς γιατί πια η ζωή μας στο Γουέιγουορντ Πάινς δεν έχει μέλλον. Αλλά δεν σας έφερα εδώ μόνο και μόνο για να σας πω τα άσχημα νέα. Έχω να σας προτείνω μια νέα πορεία δράσης. Κάτι ριζοσπαστικό, τολμηρό και επικίνδυνο. Ένα άλμα στο σκοτάδι». Το βλέμμα του εντόπισε την Τερέζα ανάμεσα στο πλήθος. «Για να είμαι ειλικρινής, έκανα έντονες συζητήσεις για το αν έπρεπε καν να το προτείνω ως επιλογή. Κάποιος φίλος μου είπε πρόσφατα ότι μερικές φορές σε καταστάσεις ζωής ή θανάτου, ένας ή δύο άνθρωποι ως ηγέτες πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις. Νομίζω όμως ότι όλοι πήραμε την απόφαση να μην επιτρέψουμε ξανά να ελέγχουν άλλοι τις ζωές μας. Δεν ξέρω ακριβώς τον τρόπο, αλλά θα βρούμε τη
λύση και σε τούτο. Αυτό που τελικά θεώρησα πιο σημαντικό είναι ότι προτιμώ να πάρουμε ομαδικά μια λάθος απόφαση παρά να ζήσουμε πάλι σε καθεστώς ανελευθερίας. Αυτό ήταν ο παλιός τρόπος ζωής. Ο τρόπος του Πίλτσερ. Τώρα, λοιπόν, ζητώ να με ακούσετε και μετά θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Μαζί. Όπως πρέπει στα ελεύθερα ανθρώπινα όντα».
Κεφάλαιο 10 - ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΜΕΤΑ ΗΘΑΝ Υπήρχαν ακόμα κάτι τέτοιες στιγμές, όταν πλέον η ηλεκτροδότηση ήταν κανονική και η μυρωδιά από τη μαγειρική της Τερέζας ξεχυνόταν από την κουζίνα, που όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Όπως θα ήταν οποιοδήποτε καθημερινό βράδυ στην προηγούμενη ζωή του. Ο Μπεν στο υπνοδωμάτιό του. Ο Ήθαν να κάθεται στο γραφείο του, κρατώντας σημειώσεις για την επομένη. Στο βραδινό φως έξω από το παράθυρο, μπορούσε να δει το σκοτεινό σπίτι της Τζένιφερ Ρότσεστερ. Είχε σκοτωθεί στην εισβολή και ο κήπος της είχε καταστραφεί από τον πρόσφατο παγετό. Τουλάχιστον τα φώτα του δρόμου ήταν πάλι αναμμένα. Τα τριζόνια ακούγονταν ξανά μέσα από τα ηχεία σε κάποιον μακρινό θάμνο. Του έλειπε ο ήχος του πιάνου του Χέκτερ Γκάιδερ που ακουγόταν από τα ραδιόφωνα σε όλα τα σπίτια του Γουέιγουορντ Πάινς. Θα του άρεσε πολύ να χαθεί μέσα στη μουσική για μία τελευταία φορά. Για μια στιγμή μόνο, έκλεισε τα μάτια βυθισμένος στην ογκώδη πολυθρόνα του και αφέθηκε να χαθεί μέσα στη φυσιολογική αποτύπωση της στιγμής. Προσπάθησε να ξεχάσει την ευθραυστότητά τους, χωρίς να το κατορθώσει. Δεν υπήρχε τρόπος να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι αποτελούσε μέλος ενός είδους στο όριο της εξαφάνισης. Αυτό γέμιζε κάθε στιγμή με νόημα. Γέμιζε όμως την κάθε στιγμή και με τρόμο. Η μυρωδιά των ζυμαρικών που έβραζαν και της σάλτσας που μαγειρευόταν τον τράβηξε στην κουζίνα. «Μυρίζει φανταστικά», είπε. Πλησίασε την Τερέζα που στεκόταν μπροστά από τις κατσαρόλες, την αγκάλιασε από πίσω και τη φίλησε στο σβέρκο. «Το τελευταίο γεύμα στο Γουέιγουορντ Πάινς», του είπε εκείνη. «Θα το ρίξουμε έξω. Αδειάζω όλο το ψυγείο». «Βάλε με να κάνω κάτι. Μπορώ να πλύνω εκείνα τα πιάτα». «Νομίζω ότι δεν θα πειράξει να τα αφήσουμε έτσι», είπε ανακατεύοντας τη σάλτσα. Ο Ήθαν γέλασε. Σωστά. Φυσικά και δεν θα πείραζε. Η Τερέζα σκούπισε τα μάτια της. «Κλαις», της είπε. «Είμαι εντάξει». Της έπιασε το χέρι και τη γύρισε απαλά προς το μέρος του. «Τι είναι;» τη ρώτησε.
«Απλώς φοβάμαι, αυτό είναι όλο». Ήταν η τελευταία φορά που θα κάθονταν μαζί σ’ αυτό το τραπέζι για βραδινό. Ο Ήθαν κοίταξε την Τερέζα και το γιο του, και σηκώθηκε. Ύψωσε το ποτήρι με το νερό. «Θα ήθελα να πω λίγα λόγια στους δύο πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου». Η φωνή του τρεμούλιασε. «Δεν είμαι τέλειος. Ίσα-ίσα, απέχω πολύ απ’ αυτό. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε που δεν θα έκανα για να προστατέψω εσένα, Τερέζα, κι εσένα, Μπεν. Τίποτε απολύτως. Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο. Ούτε το μεθαύριο». Συνοφρυώθηκε για να εμποδίσει τα δάκρυα που μαζεύονταν. «Είμαι απλώς ευγνώμων που είμαστε μαζί και μοιραζόμαστε αυτή τη στιγμή». Τα μάτια της Τερέζας γυάλιζαν. Του έπιασε το χέρι μόλις κάθισε ξανά στην καρέκλα του. Ήταν η τελευταία νύχτα που θα κοιμόταν σε μαλακό στρώμα. Ήταν σφιχταγκαλιασμένος με την Τερέζα. Θαμμένοι και οι δύο κάτω από ένα βουνό σκεπάσματα. Ήταν αργά, αλλά έμεναν και οι δύο ξύπνιοι. Αισθανόταν τις βλεφαρίδες της να πεταρίζουν πάνω στο στήθος του. «Μπορείς να πιστέψεις ότι αυτή είναι στ’ αλήθεια η ζωή μας;» του ψιθύρισε. «Δεν το έχω χωνέψει ακόμα. Ούτε και θα το χωνέψω ποτέ». «Κι αν δεν πετύχει; Αν πεθάνουμε όλοι;» «Αυτό είναι μια πιθανότητα που έχει βάση». «Ένα μέρος του εαυτού μου θα ήθελε να μη ρισκάρω», του είπε. «Είναι πιθανό να έχουμε μόνο τέσσερα χρόνια ζωής. Γιατί, λοιπόν, να μην τα κάνουμε τέσσερα υπέροχα χρόνια; Να γευτούμε την κάθε στιγμή. Κάθε μπουκιά φαγητού, κάθε ανάσα αέρα. Κάθε φιλί. Την κάθε μέρα που δεν διψάμε ή πεινάμε ή τρέχουμε να σωθούμε». «Τότε όμως θα πεθάνουμε σίγουρα. Το είδος μας θα είναι καταδικασμένο». «Μπορεί να μην είναι και τόσο τρομερό αυτό. Είχαμε την ευκαιρία μας και αποτύχαμε». «Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Να το παλεύουμε». «Γιατί;» «Επειδή αυτό ξέρουμε να κάνουμε». «Δεν ξέρω αν είμαι ικανή γι’ αυτό». Η πόρτα του δωματίου άνοιξε τρίζοντας. «Μαμά; Μπαμπά;» ακούστηκε η φωνή του Μπεν. «Τι τρέχει, φιλαράκο;» ρώτησε η Τερέζα. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ».
«Έλα στο κρεβάτι μαζί μας». Ο Μπεν τρύπωσε κάτω από τα σκεπάσματα και χώθηκε ανάμεσά τους. «Καλύτερα τώρα;» ρώτησε ο Ήθαν. «Ναι. Πολύ καλύτερα». Έμειναν και οι τρεις ξαπλωμένοι μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να τους παίρνει ο ύπνος. Ο Μπεν αποκοιμήθηκε τελικά πρώτος, και μετά η Τερέζα. Ο Ήθαν όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Στηρίχτηκε στον αγκώνα και απέμεινε να παρατηρεί την οικογένειά του όλη τη νύχτα, ώσπου ο ουρανός φωτίστηκε έξω από το παράθυρο και η αυγή ξημέρωσε την τελευταία τους μέρα στο Γουέιγουορντ Πάινς. Σε όλα τα σπίτια στην κοιλάδα, άρχισαν να χτυπούν τα τηλέφωνα. Ο Ήθαν βγήκε από την κουζίνα κρατώντας ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ και απάντησε στο τηλέφωνο εσωτερικού κυκλώματος που βρισκόταν στο σαλόνι, στο τρίτο του κουδούνισμα. Παρόλο που ήξερε το μήνυμα που θα άκουγε, το στομάχι του σφίχτηκε καθώς έβαζε το ακουστικό στο αυτί του και άκουγε την ίδια του τη φωνή: «Πολίτες του Γουέιγουορντ Πάινς, ήρθε η ώρα». Ο Ήθαν κράτησε την πόρτα ανοιχτή μέχρι να βγει η Τερέζα που κουβαλούσε μια κούτα γεμάτη με κορνίζες φωτογραφιών της οικογένειας. Είχαν αποφασίσει πως ήταν το μοναδικό σημαντικό πράγμα που έπρεπε να πάρουν μαζί. Ήταν ένα όμορφο πρωινό που σε προδιέθετε για αναχώρηση. Σε ολόκληρο το τετράγωνο γύρω τους, κι άλλες οικογένειες ξεπρόβαλλαν από τα σπίτια κουβαλώντας χαρτόκουτα με τα πιο πολύτιμα αντικείμενά τους. Κάποιοι δεν είχαν τίποτα πέρα από τα ρούχα που φορούσαν. Οι Μπερκ κατέβηκαν τα σκαλιά της βεράντας, πέρασαν τον μπροστινό κήπο και βγήκαν στο δρόμο. Όλοι οι κάτοικοι κατευθύνονταν προς τη Μέιν Στριτ. Κινήθηκαν μαζί προς το δάσος στα νότια προάστια της πόλης. Ο Ήθαν πρόσεξε λίγο πιο μπροστά την Κέιτ να περπατάει με ένα σακίδιο περασμένο στον ώμο, δίπλα στον Άνταμ Χάσλερ. Ένιωσε μια περίεργη σουβλιά που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ίσως μερικά συναισθήματα είναι πολύ περίπλοκα για να τα κατανοήσει κανείς. Αν έπρεπε όμως να κατατάξει αυτό που ένιωθε, σίγουρα βρισκόταν στο πεδίο της νοσταλγίας. Άφησε το χέρι της Τερέζας. «Θα γυρίσω αμέσως», είπε. Έφτασε την πρώην συνεργάτιδά του, καθώς περνούσαν το εστιατόριο. «Καλημέρα», είπε. Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Έτοιμος για το μεγάλο βήμα;» «Είναι κάπως παλαβιάρικο, τι λες;»
«Λιγουλάκι». «Γεια, Ήθαν», είπε ο Χάσλερ. Ένας μήνας διαβίωσης στον πολιτισμό είχε κάνει θαύματα στην εμφάνισή του. Είχε πάρει αρκετό βάρος ώστε να μοιάζει σχεδόν όπως ήταν παλιά. «Γεια, Άνταμ. Πώς πάει;» «Καλά, υποθέτω». «Αισθάνομαι ότι σε λίγο θα ξεκινήσω μια επίφοβη διαδρομή χωρίς να έχω ιδέα προς τα πού», είπε η Κέιτ. Προσπέρασαν το νοσοκομείο. Ο Ήθαν θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε ξυπνήσει εδώ μέσα βλέποντας το χαμογελαστό πρόσωπο της νοσοκόμας Παμ. Αυτές τις πρώτες μέρες που περιπλανιόταν ζαλισμένος στην πόλη, χαμένος μέσα σε ένα λαβύρινθο, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με το σπίτι του και την οικογένειά του χωρίς να τα καταφέρει. Την πρώτη φορά που είδε ξανά την Κέιτ, εννιά χρόνια μεγαλύτερη απ’ όσο έπρεπε να είναι. Τι περιπέτεια κι αυτή… Κοίταξε την Κέιτ. «Σε λίγο ο κόσμος θα παραληρεί», είπε. «Έχω τη γνώμη ότι πρέπει να αποχαιρετιστούμε εδώ». Η Κέιτ σταμάτησε στη μέση του δρόμου, αφήνοντας τους άλλους κατοίκους να τους προσπερνούν. Ο τρόπος που του χαμογέλασε, ο ήλιος που έλαμπε στο πρόσωπό της κι έκανε τα μάτια της να αλληθωρίζουν ελαφρά, του θύμισε την Κέιτ του παρελθόντος. Την Κέιτ του Σιάτλ. Το χειρότερο και συνάμα ωραιότερο λάθος που έκανε ποτέ. Αγκαλιάστηκαν με ένταση. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να με ψάξεις τόσα χρόνια πριν», του είπε. «Κρίμα που τελείωσε με αυτό τον τρόπο». «Δεν θα άλλαζα τίποτα». «Έκανες το σωστό», του ψιθύρισε. «Μην αμφιβάλλεις ποτέ γι’ αυτό». Η Τερέζα τους έφτασε. Χαμογέλασε στην Κέιτ. Πλησίασε τον Χάσλερ και τον αγκάλιασε. «Θέλετε να περπατήσουμε μαζί για λίγο;» ρώτησε όταν τελείωσε η αγκαλιά. «Θα το θέλαμε πολύ», απάντησε ο Άνταμ. Έτσι όπως στεκόταν ο Ήθαν ανάμεσα στη γυναίκα του, το γιο του, την πρώην ερωμένη του και τον άντρα που κάποτε τον είχε προδώσει, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Έτσι, λοιπόν, είναι μια οικογένεια σ’ αυτό τον καινούριο κόσμο; Γιατί, ανεξάρτητα από το τι είχε συμβεί στο παρελθόν, σε αυτό το βασανισμένο παρόν όλοι πλέον χρειάζονταν όλους. Καθώς οι τελευταίοι της πομπής τούς προσπερνούσαν, καθυστέρησαν στο σημείο όπου ο κύριος δρόμος έφευγε από το Γουέιγουορντ Πάινς και εισχωρούσε στο σκοτάδι του δάσους. Πίσω τους, η πόλη έμεινε εγκαταλειμμένη κι έρημη. Ο πρωινός ήλιος έλαμπε στους δρόμους. Οι βιτρίνες της δυτικής πλευράς της Μέιν Στριτ άστραφταν. Κοίταξαν τα όμορφα βικτωριανά σπίτια με τους ξύλινους φράχτες.
Τους βραχώδεις όγκους που περιέβαλλαν την πόλη. Τις γερμένες από τον άνεμο λεύκες που είχαν χάσει από τα κλαδιά τους τα τελευταία χρυσαφιά φύλλα. Αυτή ακριβώς η στιγμή ήταν απόλυτα ειδυλλιακή για το παρανοϊκό αλλά υπέροχο δημιούργημα του Πίλτσερ. Λίγο μετά, έκαναν μεταβολή και προχώρησαν όλοι μαζί στο δρόμο, μακριά για πάντα από το Γουέιγουορντ Πάινς. Ο Ήθαν κάθισε στην κεντρική κονσόλα του κέντρου παρακολούθησης, ανάμεσα στον Άλαν και τον Φράνσις Λέβεν. «Ποιος ακριβώς είναι ο σκοπός αυτού του μηνύματος;» τον ρώτησε ο Λέβεν. «Για την περίπτωση που κάποιος βρεθεί κατά λάθος σ’ αυτό το μέρος», απάντησε ο Ήθαν. «Το βρίσκω εξαιρετικά απίθανο να συμβεί». «Ξέρεις τι θέλεις να λέει το μήνυμα;» ρώτησε ο Άλαν. «Έγραψα κάτι χθες βράδυ». Τα δάχτυλα του Άλαν χόρεψαν πάνω στην οθόνη αφής. «Είσαι έτοιμος;» «Πάμε». «Γράφουμε, λοιπόν». Ο Ήθαν έβγαλε το πρόχειρο χαρτί από την πίσω τσέπη του παντελονιού, το ξεδίπλωσε κι έγειρε μπροστά στο μικρόφωνο. Διάβασε αυτά που είχε γράψει. Όταν τελείωσε, ο Άλαν σταμάτησε την ηχογράφηση. «Καλά τα είπες, σερίφη». Οι είκοσι πέντε οθόνες από πάνω τους έδειχναν ακόμα σκόρπιες εικόνες από τις κάμερες ασφαλείας στην κοιλάδα. Τους άδειους διαδρόμους στο υπόγειο του νοσοκομείου. Την άδεια είσοδο του σχολείου. Το άδειο πάρκο. Έρημα σπίτια κι ερημωμένους δρόμους. Ο Ήθαν στράφηκε στον Φράνσις Λέβεν. «Είμαστε έτοιμοι;» τον ρώτησε. «Όλα τα επουσιώδη συστήματα έχουν σβήσει». «Έχουν προετοιμαστεί όλοι;» «Τα πάντα είναι δρομολογημένα». Καθώς ο Ήθαν περπατούσε μόνος του στο διάδρομο του Επιπέδου 1, τα φώτα οροφής έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Όταν έφτασε στις συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν στην Κιβωτό, κοίταξε πίσω του το πέρασμα καθώς και η τελευταία λάμπα στο βάθος του διαδρόμου έσβηνε. Η θερμοκρασία ήταν ήδη πολύ χαμηλότερη, αφού τα συστήματα θέρμανσης και εξαερισμού είχαν πλέον απενεργοποιηθεί. Ένιωθε το πέτρινο δάπεδο της μεγάλης σπηλιάς παγωμένο κάτω από τα ξυπόλυτα πόδια
του. Μέσα στο κέντρο βιοτικής αναστολής επικρατούσε ψύχος· ελάχιστοι βαθμοί μόλις πάνω από το μηδέν. Κάτω από ένα πέπλο γαλάζιας καταχνιάς επικρατούσε μεγάλη δραστηριότητα. Οι μηχανές έβγαζαν με συριγμό πίδακες λευκού αερίου. Διέσχισε την ομίχλη, έστριψε σε μια γωνία και μπήκε στο διάδρομο ανάμεσα σε δύο σειρές από κάψουλες. Άντρες με άσπρες εργαστηριακές φόρμες βοηθούσαν τους κατοίκους του Γουέιγουορντ Πάινς να μπουν στις μονάδες βιοτικής αναστολής. Σταμάτησε στο μηχάνημα που βρισκόταν στο τέλος της σειράς. Η ψηφιακή πινακίδα έγραφε: ΚΕΪΤ ΧΙΟΥΣΟΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ: 19/9/12 ΜΠΟΪΣ, ΑΪΝΤΑΧΟ ΚΑΤΟΙΚΟΣ: 8 ΧΡΟΝΙΑ, 9 ΜΗΝΕΣ, 22 ΗΜΕΡΕΣ
Εκείνη βρισκόταν ήδη μέσα. Ο Ήθαν κοίταξε μέσα από το μακρόστενο κομμάτι γυαλιού, πλάτους πέντε εκατοστών, που διέτρεχε την μπροστινή πλευρά της κάψουλας. Η Κέιτ τον κοίταξε από μέσα. Έτρεμε. Ο Ήθαν ακούμπησε το χέρι του πάνω στο τζάμι. «Όλα θα πάνε καλά», της είπε χωρίς να ακούγεται. Εκείνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Προχώρησε βιαστικά τρεις σειρές πιο κάτω, περνώντας ανάμεσα από ακόμα περισσότερους ανθρώπους που φορούσαν ήδη τις λευκές στολές του ύπνου τους. Βρήκε την Τερέζα γονατισμένη μπροστά στον Μπεν, να τον αγκαλιάζει και να του ψιθυρίζει στο αυτί. Τους αγκάλιασε και τους δύο σφιχτά. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. «Δεν θέλω να το κάνω, μπαμπά», είπε κλαίγοντας ο Μπεν. «Φοβάμαι». «Κι εγώ φοβάμαι. Όλοι φοβόμαστε. Είναι φυσιολογικό». «Κι αν αυτό είναι το τέλος;» ρώτησε η Τερέζα. Κοίταξε τα πράσινα μάτια της γυναίκας του. «Τότε να ξέρετε ότι σας αγαπώ. Είναι ώρα». Βοήθησε τον Μπεν να σηκωθεί και κράτησε το χέρι του μέχρι να μπει στο μηχάνημά του. Το αγόρι έτρεμε τόσο από το κρύο όσο κι από φόβο. Ο Ήθαν τον έβαλε προσεκτικά να καθίσει στο μεταλλικό κάθισμα. Τα συστήματα συγκράτησης ξεπρόβαλαν από τα τοιχώματα και τύλιξαν τους καρπούς και τους αστραγάλους του Μπεν. «Κρυώνω πολύ, μπαμπά». «Σ’ αγαπώ, Μπεν. Είμαι πολύ περήφανος για σένα. Πρέπει να κλείσω την πόρτα τώρα». «Όχι ακόμα, σε παρακαλώ». Ο Ήθαν έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο.
Μπορεί να είναι η τελευταία φορά που αγγίζω το γιο μου. Κοίταξε κατάματα τον Μπεν. «Κοίταξέ με, γιε μου. Δείξε θάρρος, εντάξει;» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι. Ο Ήθαν του σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα και στάθηκε έξω από την κάψουλα. «Σ’ αγαπώ, Μπεν», του είπε η Τερέζα. «Σ’ αγαπώ, μαμά». Ο Ήθαν έδωσε ένα ελαφρύ σκούντημα στην πόρτα του μηχανήματος. Αυτή έκλεισε κι ένας εσωτερικός μηχανισμός σφράγισε το θάλαμο. Στέκονταν κι έβλεπαν μέσα από το γυαλί το εσωτερικό του θαλάμου του γιου τους να γεμίζει με αέριο. Του χαμογελούσαν παρά τα δάκρυά τους, ώσπου τα μάτια του Μπεν έκλεισαν. Η Τερέζα στράφηκε στον Ήθαν. «Θα με βάλεις κι εμένα;» Την πήρε από το χέρι και περπάτησαν μέχρι το δικό της μηχάνημα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η Τερέζα κοίταξε το εσωτερικό με το μαύρο ειδικό κάθισμα, τις λαβές των χεριών, τον μαύρο αγωγό που κρεμόταν από το εσωτερικό τοίχωμα και κατέληγε στη μεγάλη σύριγγα που θα στράγγιζε κάθε σταγόνα από το αίμα της. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε. Μπήκε μέσα και κάθισε στο κάθισμα. Το μηχάνημα την ασφάλισε. «Θα σε δω στην άλλη πλευρά», της είπε ο Ήθαν. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα φτάσουμε;» «Απολύτως». Τη φίλησε σαν να ήταν η τελευταία φορά στη ζωή του που την άγγιζε. Μπαίνοντας στον δικό του θάλαμο αναστολής, σκέφτηκε αυτό που είχε γράψει το προηγούμενο βράδυ, τα λόγια που είχε ηχογραφήσει στο κέντρο παρακολούθησης. Σίγουρα, ήταν η τελευταία καταγεγραμμένη δήλωση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ένας σκληρός κόσμος. Σ’ αυτή την κοιλάδα ζήσαμε στο έλεος των ανθρωπόζωων. Ζήσαμε σαν φυλακισμένοι αντίθετα σε κάθε ίνα της ύπαρξής μας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να εξερευνά. Είμαστε φτιαγμένοι να κατακτάμε και να περιπλανιόμαστε. Είναι στο DΝΑ μας, κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε. Κάθισε στο κάθισμα. Θα είναι μια μεγάλη διαδρομή, και όταν θα φτάσουμε στον προορισμό μας, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα βρούμε. Τα κλείστρα κλείδωσαν στους αστραγάλους του. Φοβάμαι. Όλοι μας φοβόμαστε. Και στους καρπούς του. Τι είδους κόσμος μάς περιμένει στην άλλη πλευρά αυτού του μακροχρόνιου ύπνου;
Ως ένα σημείο, δεν έχει και πολλή σημασία. Γιατί εμείς, οι κάτοικοι του Γουέιγουορντ Πάινς, θα το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Χωρίς μυστικά, χωρίς ψέματα, χωρίς τυράννους. Η πόρτα του θαλάμου έκλεισε κι ασφάλισε. Έχουμε όλοι αποχαιρετιστεί. Ξέρουμε όλοι ότι μπορεί αυτό να είναι το τέλος, κι έχουμε συμφιλιωθεί όσο είναι δυνατόν με την ιδέα. Ο συριγμός του αερίου που απελευθερωνόταν συνοδεύτηκε από μια ψηφιακή γυναικεία φωνή, παραδόξως καθησυχαστική. «Παρακαλώ, εισπνεύστε βαθιά. Μυρίστε τα λουλούδια όσο πιο πολύ μπορείτε». Λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές. Εμείς έχουμε πολλές. Και αρκετό χρόνο για την άνοδο και την πτώση πολλών αυτοκρατοριών. Για την αλλαγή πολλών ειδών. Για τον κόσμο, προκειμένου να μπορέσει να γίνει ένα πιο φιλόξενο μέρος. Το αέριο είχε μυρωδιά πασχαλιάς και λεβάντας. Μόλις το εισέπνευσε, άρχισε να χάνει την επαφή με το περιβάλλον. Σαλπάρουμε, λοιπόν, με την προσμονή τού τι μας περιμένει στην άκρη του ορίζοντα, τι βρίσκεται πίσω από την επόμενη στροφή. Μα αυτό δεν είναι τελικά το κίνητρο των ανθρώπων; Τα βλέφαρά του άρχισαν να γλαρώνουν, αλλά τα μάτια του γέμισαν από την οπτασία των προσώπων της γυναίκας και του γιου του. Η ελπίδα επέστρεψε. Πήρε την εικόνα του Μπεν και της Τερέζας μαζί του σ’ αυτό τον τόσο μακρύ ύπνο που ξεκινούσε. Αυτή τη στιγμή, ο κόσμος ανήκει στο είδος των ανθρωπόζωων, αλλά στο μέλλον… Το μέλλον μπορεί να είναι δικό μας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Εβδομήντα χιλιάδες χρόνια αργότερα, τα μάτια του Ήθαν Μπερκ άνοιξαν απότομα. ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Βαθύτατη ευγνωμοσύνη οφείλω στους Ντέιβιντ Χέιλ Σμιθ, Ρίτσαρντ Πάιν, Αλέξις Χέρλι, σε όλα τα παιδιά στην Ίνκγουελ Μάνατζμεντ και στους μαχητές μου της Δυτικής Ακτής Άντζελα Τσενγκ Κάπλαν και Τζόελ Βάντερκλουτ. Είστε καταπληκτική ομάδα και είμαι ευλογημένος που σας έχω στο πλευρό των βιβλίων μου. Σε όλα τα παιδιά στην Τόμας & Μέρσερ και στην Άμαζον Πάμπλισινγκ –Άλαν Τούρκους, Δάφνη Ντάρχαμ, Τζεφ Μπελ, Κρίστι Κάουλτερ, Ντανιέλ Μάρσαλ, Γκρέισι Ντόιλ, Άντι Μπάρτλετ, Σάρα Τόμασεκ, Ρίμα Αλ-Ζαμπέν, Φίλιπ Πάτρικ, Τίφανι Ποκόρνι, Νικ Λέφλερ και Τζόντι Γουάρσο– που είναι η πιο ατρόμητη ομάδα που είχα ποτέ τη χαρά να δουλέψω μαζί της. Είμαι ενθουσιασμένος που έκανα αυτή τη διαδρομή μαζί σας. Ευχαριστίες στον Ζαν Μπεν-Ζέκρι που επιμελήθηκε εξαίρετα αυτό το βιβλίο και το ανέδειξε με χίλιους-δυο τρόπους. Στη Μισέλ Χόουπ Άντερσον για την καταπληκτική επιμέλεια έκδοσης. Στην Ανν Βος Πίτερσον και τους Τζο Κόνραθ, Μάρκους Σάκι και Τζόρνταν Κράουτς που μου παρείχαν καταπληκτικές πληροφορίες και με βοήθησαν να ανυψώσω το βιβλίο αυτό σε άλλο επίπεδο. Και τέλος –αλλά πιο σημαντικό απ’ όλα– ένα ευχαριστώ στην υπέροχη οικογένειά μου.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΩΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ Οι fans των Lost, Twin Peaks και Stephen King θα τα λατρέψουν! Η ΠΟΛΗ
Το Πάινς στο Άινταχο είναι μια τυπική μικρή αμερικανική πόλη – ή έτσι δείχνει εκ πρώτης όψεως. Ο μυστικός πράκτορας Ήθαν Μπερκ φτάνει εκεί ερευνώντας την εξαφάνιση δύο ομοσπονδιακών πρακτόρων, πολύ σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι είναι αντιμέτωπος με κάτι πολύ πιο σοβαρό από αυτό που του είχαν αρχικά αναθέσει. Έπειτα από ένα βίαιο τροχαίο ατύχημα που τον στέλνει στο νοσοκομείο, ο Ήθαν βρίσκεται χωρίς ταυτότητα και χωρίς κινητό τηλέφωνο. Και καθώς η μέρα φτάνει στο τέλος της, η έρευνα του Ήθαν για τους δύο εξαφανισμένους συναδέλφους του καταλήγει να γεννά περισσότερα ερωτήματα αντί να δίνει απαντήσεις: Γιατί δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με την οικογένειά του στον έξω κόσμο; Γιατί κανείς δεν πιστεύει πως είναι αυτός που ο ίδιος λέει ότι είναι; Και ποιο σκοπό εξυπηρετούν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα που περιφράσσουν την πόλη; Είναι για να κρατήσουν μέσα τους κατοίκους ή μήπως για να κρατήσουν κάτι άλλο έξω από την πόλη; Κάθε βήμα προς την αλήθεια απομακρύνει όλο και περισσότερο τον Ήθαν από τον κόσμο έτσι όπως τον γνωρίζει ως τώρα, μέχρι που πια πρέπει να αντιμετωπίσει μια τρομακτική πιθανότητα: ότι ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ του να φύγει ζωντανός από
το Πάινς.
ΠΟΛΗ 2 ΚΑΛΩΣΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΕΪΓΟΥΟΡΝΤ ΠΑΪΝΣ ΜΕ ΠΛΗΘΥΣΜΟ 461 ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φωλιασμένη ανάμεσα σε πανέμορφα βουνά, η ειδυλλιακή αυτή κωμόπολη είναι μια σύγχρονη Εδέμ, αν παραβλέψουμε τον ηλεκτροφόρο φράχτη και το συρματόπλεγμα, τους ελεύθερους σκοπευτές που φρουρούν άγρυπνα όλο το εικοσιτετράωρο και την αμείλικτη παρακολούθηση που καταγράφει κάθε λέξη και κίνηση. Κανείς από τους κατοίκους δεν γνωρίζει πώς έφτασε εκεί. Τους λένε πού θα δουλέψουν, πώς θα ζήσουν και ποιον να παντρευτούν. Μερικοί πιστεύουν ότι έχουν πεθάνει. Άλλοι ότι είναι παγιδευμένοι σε ένα ακατανόητο πείραμα. Όλοι ονειρεύονται κρυφά να φύγουν, αλλά όσοι το τολμούν βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φρίκη. Ο Ήθαν Μπερκ έχει δει τον κόσμο έξω από το Πάινς. Είναι ο σερίφης και ένας από τους λίγους που γνωρίζουν την αλήθεια: Το Γουέιγουορντ Πάινς δεν είναι απλώς μια πόλη. Αυτό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του φράχτη είναι ένας εφιάλτης πέρα από κάθε φαντασία.