Τίτλος τοΟ προ>τοτύπου : NIKOS POULANTZAS: Pouvoir politique et classes sociales. Librairie François Maspero 1968.
Copyright 1975. ΕΚΛΟΣΕΕ «ΘΕΜΕΛΙΟ», ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 63 — ΤΗΛ. 608.180
ΝΙΚΟΣ Α. ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
ΤΟΜΟΣ Β'
β'
έ κ δ ο σ η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Λ. ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ra
ΘΕΜΕΛΙΟ
Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α
Τ ό μ ο ς II III. TA ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΑΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1. Τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος και των κυριαρχούμενων τάξεων
9
τα συμφέροντα
2. Το κεφαλαιοκρατικό Κράτος και οί ιδεολογίες . . . Ι. Ή ίστορικίστική αντίληψη των Ιδεολογιών Π, Κυρίαρχη Ιδεολογία, κυρίαρχη τάξη καΐ κοινωνικός σχηματισμός IIL ^Η μαρξιστική αντίληψη των ιδεολογιών ... IV, ^Η αστική πολιτική Ιδεολογία καΐ ή πάλη των τάξεων V. Τό πρόβλημα της νομιμότητας
15 21 21 30 38 43 59
3· Το κεφαλαιοκρατικό Κράτος και ή δύναμη
65
4. Το κεφαλαιοκρατικό Κράτος και οί κυρίαρχες τάξεις
70
L ^Ο συνασπισμός στην εξουσία IL Συνασπισμός στην εξουσία, ηγεμονία και καθορισμός περιόδο)ν ενός σχηματισμού: οι πολιτικές αναλύσεις του Μάρξ
70
78
8
III, Συνασπισμός στην εξουσία, συμμαχίες, τάξεις στηρίγματα IV. Πολιτικός καθορισμός περιόδων, πολιτική σκηνή, επικρατούσες τάξεις, τάξεις πού κρατούν τό Κράτος
87
94
IV. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΑΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ..
105
1. Τό πρόβλημα και ή θεωρητική τοποθέτηση άπό τούς κλασικούς του μαρξισμού 2. Μερικές παρερμηνείες και ot συνέπειές τους .. / . Ή γενική πολιτική θεωρία IL ^Η μαρξιστική πολιτική θεωρία
107 119 119 127
3. Τό κεφαλαιοκρατικο Κράτος και τό πεδίο τής. . πάλης τών τάξεων L Τό γενικό πρόβλημα IL Ol άναλύσεις του Μάρξ ΠΙ. Τό λεγόμενο ολοκληρωτικό φαινόμενο
136 136 143 158
4. Το κεφαλαιοκρατικο Κράτος και oi κυρίαρχες τάξεις L Ό συνασπισμός στήν εξουσία Π. ^Π διάκριση τών εξουσιών
167 167 177
5. Τό πρόβλημα μέσα στις μορφές Κράτους και μέσα στις μορφές καθεστέ^τος: ή νομοθετική και ή έκτελεστική έξουσία L Μορφές Κράτους, μορφές νομιμότητας IL Μορφές καθεστώτος, πολιτικά κόμματα . . .
184 184 198
V. ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΙΤ . . . 1. Το πρόβλημα και οι θεωρίες τών έλιτ 2· Ή μαρξιστική θέση και το ζήτημα της ταξικής τοποθέτησης του κρατικού μηχανισμού 3. Κεφαλαιοκρατικο Κράτος — γραφειοκρατισμός — γραφειοκρατία 4. Ή γραφειοκρατία και ή πάλη τών τάξεων
203 205 213 227 242
m.
TA
ΒΑΣΙΚΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΤΟΥ ΚΕΦΑΑΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Θα προσπαθήσω τώρα να δώσω μερικά βασικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικου Κράτους. Γι' αύτό πρέπει να διατυπώσω και πάλι όρισμένες παρατηρήσεις σχετικές μέ το θέμα. Α) Τά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικου τύπου Κράτους περιλαμβάνονται στήν έννοια αύτοϋ του Κράτους, πού μπορεί νά συγκροτηθεί ξεκινώντας απ' τον «καθαρό» Κ.Τ.Π. δπως έκτίθετ<χι στο Κεφάλαιο. 'Ωστόσο, λόγω τής ειδικής αύτονομίας των βαθμίδων αύτοϋ του τρόπου παραγωγής, τά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικου Κράτους διαγράφονται στο Κεφάλαιο σε αποτύπωση. Επίσης θά αναφερθώ κυρίως στά πολιτικά εργα των Μάρξ, Ένγκελς, Γκράμσι, Αένιν, γιατί παρατήρησα ιδιαίτερα στά εργα των Μάρξ, Ένγκελς τον διττό τους χαρακτήρα: περιλαμβάνουν συγχρόνως τήν μελέτη δοσμένων ιστορικά κεφαλαιοκρατικών Κρατών καί, μαζί, τή θεωρία του κεφαλαιοκρατικου τύπου Κράτους. Μ' αύτό τον τρόπο και ύπογραμμίζοντας αύτή τή θεωρητική οικοδόμηση του κεφαλαιοκρατικου τύπου Κράτους, θά αναφερθώ στούς σχηματισμούς πού κυριαρχεί ό Κ.Τ.Π., γιά νά μελετήσω τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος σιή λειτουργία του. Β) Τό Κράτος μέ τό ρόλο συνοχής τής ένότητας ενός σχηματισμού, ρόλος ιδιαίτερα σπουδαίος στόν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, επιτελεί πολλές λειτουργίες: οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές. Οί λειτουργίες αύτές είναι ιδιαίτερες εκφράσεις
12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τοΰ συνολικά πολιτικού ρόλου του Κράτους: είναι νπερπροσδιορισμένες άπό —καΐ συμπυκνωμένες μέσα— την κυρίως πολιτική λειτουργία του, το ρόλο του σε σχέση με τον χώρο της πολιτικής πάλης των τάξεων. Γύρω άπ' αύτή τή λειτουργία, και σχέση θα περιστραφούν οι άναλύσεις πού άκολουθοϋν. Γ) Ή φύση της σχέσης του Κράτους μέ τον χώρο τί|ς ταξικής πάλης έξαρταται άπ' τον τύπο τής σχέσης πού υπάρχει ανάμεσα στις δομές και αύτό το χώρο. Τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος, πού ή σύνδεσή του μέ τις παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζει τήν είδική αύτονομία, θέτει τά δρια πού περικλείουν τή σχέση του χώρου τής ταξικής πάλης στις περιοχικές του δομές. Μ' άλλα λόγια, αυτές οί κρατικές δομές, τέτοιες πού εμφανίζονται στή σχέση τους μέ τις βαθμίδες, επιφέρουν ενσωματωμένες σ αυτές μια σειρά μεταβολών, πού όροθετοϋν τήν ταξική πάλη και τήν διοχετεύουν ακολουθώντας τήν δράση αύτής τής πάλης πάνω στο Κράτος, μέσα στά τεθειμένα δρια. Όταν θά άναφέρουμε δτι όρισμένα χαρακτηριστικά τής ταξικής πάλης, σ' έναν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, άνάγονται στο κεφαλαιοκρατικό Κράτος, δέν θά πρέπει νά έννοουμε μ' αύτό δτι τά χαρακτηριστικά αύτά είναι ένα άπλό φαινόμενο πού άπορρέει άπ' τις δομές του ή καθορίζεται άποκλειστικά άπ' αύτές. Πρέπει να έννοοϋμε δτι ό χώρος τής ταξικής πάλης έχει βασικές έπιδράσεις πάνω σ' αύτό τό Κράτος, έπιδράσεις πού ενεργούν στά τεθειμένα άπό τις δομές του δρια στό βαθμό πού έπιβάλλουν και διακανονίζουν μια σειρά μεταβολών. Ή όροθετική γραμμή άνάμεσα στή σχέση του Κράτους μέ τις κυρίαρχες τάξεις καί τή σχέση του μέ τις κυριαρχούμενες τάξεις μπορεί νά άποτελέσει τό όδηγητικό νήμα γιά τή μελέτη αύτοϋ του Κράτους. Τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος παρουσιάζει τήν έξής ιδιομορφία: ή κυρίως πολιτική ταξική κυριαρχία δέν εκδηλώνεται, μέ τή μορφή μιας πολιτικής ταξικής σχέσης κυρίαρχων - κυριαρχούμενων τάξεων στούς θεσμούς του^. "Ολα συμβαίνουν στούς θεσμούς του, σάν νά μήν ύπάρχει 1. Δομή-Θεσμός: βλέπε I. τόμ. σελ. 159, σημ. 22.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
13
ή ταξική «πάλη». Τό Κράτος αύτό είναι όργανωμένο σάν πολιτική ένότητα μιας κοινωνίας μέ διϊστάμενα οίκονομικά συμφέροντα, οχι ταξικΙά, άλλά συμφέροντα «άτομικοτήτων», οικονομικών υποκειμένων: αυτό άνάγεται στή σχέση του Κράτους μέ τήν άπομόνωση των κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, πού είναι, έν μέρει, δικό του άποτέλεσμα. Μ' αύτή τήν άπομόνωση, ό ρόλος του Κράτους παρουσιάζει μιά χαρακτηριστική δυσαρμονία, σέ σχέση μέ τις κυρίαρχες και τις κυριαρχούμενες τάξεις. 1) 'Απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις: ό ρόλος του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους συνίσταται στήν παρεμπόδιση τής πολιτικής τους όργάνωσης πού θά ξεπερνούσε τήν οίκονομική τους άπομόνωση, και στο νά τίς διατηρήσει σ' αύτή τήν απομόνωση, πού είναι, μερικά, δικό του άποτέλεσμα. Αύτός ό ρόλος επιτελείται μ' δναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, πού έπιτρέπει νά διακρίνουμε ριζικά αύτό τό Κράτος άπό άλλα, π.χ. τό δουλοκτητικό ή τό φεουδαρχικό. Τά τελευταία περιόριζαν τήν πολιτική όργάνωση τών κυριαρχούμενων τάξεων, έπιβάλλοντας μέ θεσμούς, τον περιορισμό τών τάξεων τών σκλάβων ή τών δουλοπάροικων, μέσα στις ϊδιες τους τις δομές, μέ δημόσια διατάγματα, δηλαδή έπιβάλλοντας τήν ταξική πολιτική ύποταγή «κλειστές τάξεις και κάστες». 'Αντίθετα, τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος έπιφέρει τήν πολιτική άποδιοργάνωση τών καταπιεζόμενων τάξεων, απ' τή μιά χάρις στήν άπομόνωση πού έπιβάλλει στις κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις, άπ' τήν άλλη, χάρις στο κόμμα πού έμφανίζεται άπ' αύτό τό άποτέλεσμα, παρουσιάζοντάς το σάν τήν ένότητα έθνος-λαός άποτελούμενο άπό πολιτικά πρόσωπα - άτομικότητες. Αύτός ό ρόλος εκπληρώνεται μέσο τής άπόκρυψης, στά μάτια τών κυριαρχούμενων τάξεων, του ταξικού του χαρακτήρα και μέσο του ειδικού τους αποκλεισμού απ' τούς θεσμούς του Κράτους σάν κυριαρχούμενες τάξεις. 2) 'Αντίθετα έναντι τών κυρίαρχων τάξεων, τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος ασχολείται μόνιμα γιά τήν όργάνωσή τους στο πολιτικό έπίπεδο, έξαλείφοντας τήν οίκονομική τους απομόνωση, πού είναι κι' αύτό δικό του άποτέλεσμα, όπως έπίσης καΐ ιδεολογικό.
14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Μπορούμε νά περιγράψουμε αύτή την κύρια αντίφαση του κεφαλαιοκρατικου Κράτους «λαϊκό - ταξικό» πού είναι ή πραγματική (ταξική) οψη της έσώτερής του άντίφασης «ιδιωτικό δημόσιο», μέ τόν άκόλουθο τρόπο: Έχει γιά ρόλο νά άποδιοργανώνει πολιτικά τις κυριαρχούμενες τάξεις, και νά οργανώνει πολιτικά τις κυρίαρχες τάξεις* νά αποκλείει άπ' τούς κόλπους του τήν παρουσία, σάν τάξεων, των κυριαρχούμενων τάξεων, έγκαθιστώντας έκεΐ, σάν τάξεις, τις κυρίαρχες τάξεις* νά έπιβάλλει τή σχέση του μέ τις κυριαρχούμενες τάξεις σάν έκφραση της ένότητας δθνος - λαός, ένώ ή σχέση του μέ τΙς κυρίαρχες τάξεις επιβάλλεται σάν σχέση μέ πολιτικά όργανωμένες τάξεις* μέ δυο λόγια, αύτό τό Κράτος ύφίσταται σάν Κράτος των κυρίαρχων τάξεων άποκλείοντας άπ τούς κόλπους του τήν «πάλη» των τάξεων. Ή κύρια άντίφαση αύτου του Κράτους δέν συνίσταται τόσο σ' αύτό πού «λέγεται» ένα Κράτος δλου του λαου, ένώ είναι ενα ταξικό Κράτος, άλλά, γιά νά μιλήσουμε κυριολεκτικά, στό δτι παρουσιάζεται, μέσα στούς ίδιους του τούς θεσμούς, σάν ενα Κράτος «ταξικό» (των κυρίαρχων τάξεων πού συμβάλλει στήν πολιτική τους όργάνωση) μιας κοινωνίας θεσμικά έπιβεβλημένης σάν κοινωνίας μή διηρημένης σέ τάξεις* στό δτι παρουσιάζεται σάν ένα Κράτος της αστικής τάξης, υπονοώντας δτι δλος ό λαός ανήκει σ' αύτή τήν τάξη.
τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος καΐ τα συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων
Αυτό τό πρώτο χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικου Κράτους άπορρέει απ' τήν ειδική αυτονομία, μέσα στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς, της πολιτικής πάλης και τής οικονομικής πάλης, τής πολιτικής έξουσίας και τής οικονομικής έξουσίας των ταξικών οικονομικών συμφερόντων και τών ταξικών πολιτικών συμφερόντων. Τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος, με ήγεμονική ταξική διεύθυνση δεν αντιπροσωπεύει άμεσα τά οικονομικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων, αλλά τά πολιτικά τους συμφέροντα: εΪναι τό κέντρο τής πολιτικής έξουσίας τών κυρίαρχων τάξεων, άποτελώντας τον παράγοντα όργάνωσης τής πολιτικής τους πάλης. Ό Γκράμσι τό εξέφραζε πολύ καλά βεβαιώνοντας ότι: «... ή ζωή του Κράτους είναι αντιληπτή σάν μιά συνεχής διαμόρφωση και ενα συνεχές ξεπέρασμα άσταθών ισορροπιών... ανάμεσα στά συμφέροντα τής βασικής όμάδας και τά συμφέροντα τών υποταγμένων όμάδων, Ισορροπίες δπου τά συμφέροντα τής κυρίαρχης όμάδας τό παρασύρουν, αλλά ώς ενα ορισμένο σημείο, δηλαδή οχι ώς τό στενό οικονομικό - συντεχνιακό συμφέρον». Μ' αύτό τό νόημα, τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος περικλείει, ένσωματωμένο σϋίς ϊδιες του τις ^ομές, ενα ΐ)όλο πού επιτρέπει, στά όρια του συστήματος, μιά όρισμένη εγγύηση τών οικονομικών συμφερόντων όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων. Αύτός ανήκει στή λειτουργία του, στό βαθμό πού ή έγγύηση συμβιβάζεται μέ τήν ήγεμονική έπιβολή τών κυρίαρχων τάξεων, δηλαδή
16
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μέ τήν πολιτική συγκρότηση τών κυρίαρχων τάξεων, σέ σχέση μέ το Κράτος, σάν άντιπροσωπευτικών ένός γενικού λαϊκού συμφέροντος. Εϊναι γεγονός ότι ή έννοια του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους ύπονοεί μιά ειδική λειτουργία της πολιτικής Ιδεολογίας, μιά μορφή εξουσίας πού θεμελιώνεται πάνω σέ μιά ειδικά όργανωμένη και κατευθυνόμενη «συναίνεση» τών κυριαρχούμενων τάξεων: δμως ό χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους δέν περιορίζεται μόνο στον ιδεολογικό καθορισμό. Ή άντίληψη γιά τό γενικό «λαϊκό» συμφέρον, αντίληψη ιδεολογική άλλά πού καλύπτει ενα θεσμικό ρόλο του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, δείχνει ενα πραγματικό γεγονός: τό Κράτος αύτό έπιτρέπει, μέ τήν διάρθρωσή του, τήν έγγύηση των οικονομικών συμφερόντων όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων, πού ένδεχομένως νά είναι άντίθετα μέ τά βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων, άλλά εϊναι σύμφωνα μέ τά πολιτικά τους συμφέροντα, μέ τήν ήγεμονική τους έπιβολή. Αύτό μας όδηγει σ' ενα άπλό συμπέρασμα, πού όμως ποτέ δέν τονίζεται άρκετά. Ή έγγύηση τών οικονομικών συμφερόντων όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων απ τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος δέν μπορεί νά κατανοηθεί σάν περιορισμός της πολιτικής έξοναίας των κυρίαρχων τάξεων. Είναι αλήθεια ότι αύτή επιβάλλεται στο Κράτος με την πολιτική και οικονομική πάλη των κυριαρχούμενων τάξεων: ώστόσο αύτό σημαίνει απλούστατα δτι τό Κράτος δέν είναι ενα ταξικό όργανο, αλλά δτι είναι τό Κράτος μιας ταξικά διηρημένης κοινωνίας. Ή ταξική πάλη στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς σημαίνει δτι ή έγγύηση των οικονομικών συμφερόντων όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων απ' τό Κράτος εΪναι ένταγμένη, σάν δυνατότητα, μέσα στά δρια πού αύτό έπι βάλλει στήν πάλη μέ ταξική ήγεμονική διεύθυνση. Ή έγγύηση εχει ακριβώς γιά στόχο τήν πολιτική αποδιοργάνωση τών κυριαρχούμενων τάξεων, εϊναι τό άπαραίτητο καμιά φορά μέσον γιά τήν ήγεμονία τών κυρίαρχων τάξεων σ' ενα σχηματισμό στόν όποιο ή κυρίως πολιτική πάλη τών κυριαρχούμενων τάξεων εϊναι δυνατή. Μ· άλλα λόγια μποροί3με πάντα, άκολουθώντας τή συγκεκριμένη
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΜΕΝΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
17
συγκυρία, να χαράξουμε μιά οροθετική γραμμή έντεϋθεν τής όποίας ή έγγύηση τών οικονομικών συμφερόντων, των κυριαρχούμενων τάξεων, άπ' το κεφαλαιοκρατικό Κράτος, οχι μόνο δεν άμφισβητει άμεσα τήν πολιτική σχέση ταξικής έπιβολής, άλλα έπιπρόσθετα άποτελεΐ ενα στοιχείο αυτής τής σχέσης. Στήν πραγματικότητα αυτό είναι ενα Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, πού άπορρέει άπ' τήν είδική αυτονομία τοϋ πολιτικού έποικοδομήματος και τής οικονομικής βαθμίδας, τής πολιτικής έξουσίας και τής οίκονομικής έξουσίας. Στούς «προηγούμενους» σχηματισμούς, πού ή σχέση τών βαθμίδων δεν επαιρνε αυτή τή μορφή, μιά «οικονομική» διεκδίκηση τών κυριαρχούμενων τάξεων — π.χ. ή άκύρωση ενός διατάγματος, ένός φόρου ή ένός προνομίου — άποτελούσε συνήθως πολιτική διεκδίκηση, αμφισβητώντας άμεσα τό σύστημα τής «δημόσιας έξουσίας»: ή Ρ. Λούξεμπουργκ παρατήρησε δτι ή οίκονομική πάλη ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μιά άμεσα πολιτική πάλη, σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο αύτών των εννοιών σ' αυτούς τούς σχηματισμούς^. Οί διεκδικήσεις τών κυριαρχούμενων τάξεων μπορούσαν νά ικανοποιηθούν μόνο στο έσωτερικό τής άσταθοϋς άναλογίας δπου τοποθετούνταν και τά αυστηρά οικονομικά - πολιτικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων, στο βαθμό πού δέν άμφισβητοϋσαν τήν κρατική εξουσία. Στήν περίπτωση τοϋ κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, ή αύτονομία τοϋ πολιτικού στοιχείου έπιτρέπει τήν Ικανοποίηση τών οικονομικών συμφερόντων όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων, περιορίζοντας ένδεχομένως τήν οικονομική έξουσία τών κυρίαρχων τάξεων, έμποδίζοντας αν χρειαστεί τήν πραγματοποίηση τών βραχυπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων τους, μέ τον δρο ώστόσο, — πού εγινε δυνατός στό κεφαλαιοκρατικό Κράτος — ή πολιτική τους έξουσία και ό κρατικός μηχανισμός νά παραμείνουν άθικτοι. Έτσι, σέ κάθε συγκεκριμένη συγκυρία, ή αύτονομημένη πολιτική έξουσία τών κυρίαρχων τάξεων, στις σχέσεις της μέ τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος, τοποθετεί ενα δριο εντεύθεν τον 2. R. Luxembourg, Grèves de masse, parti et syndicats, 1964 σελ. 61.
2
18
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
οποίου ενας περιορισμός της οικονομικής εξουσίας αυτών των τάξεων δεν εχει επιπτώσεις πάνω του. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους να έκφράζει τό γενικό συμφέρον ένός εθνικού - λαϊκού συνόλου δεν άποτελεϊ άπλά εναν απατηλό μυθο, μέ την έννοια οτι αυτό τό Κράτος μπορεί πραγματικά νά ικανοποιεί, μέσα στά δριά του, όρισμένα οικονομικά συμφέροντα όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων έπι πλέον: δτι μπορεί νά τά ικανοποιεί, χωρίς νά μειώνεται ή πολιτική του έξουσία. Έξ άλλου είναι προφανές δτι δεν μπορούμε νά χαράξουμε μια για πάντα τό δριο αυτής της ήγεμονικής κυριαρχίας: αυτό έξαρταται τόσο άπ' τό συσχετισμό δυνάμεων στήνπάλη δσο κι'όπ' τις μορφές του Κράτους, άπ' τη διάρθρωση των λειτουργιών του, άπ' τις σχέσεις τής οικονομικής και τής πολιτικής έξουσίας, άπ' τό ρόλο τοϋ κρατικού μηχανισμού. Ή πολιτική έξουσία φαίνεται ετσι νά στηρίζεται, σ' αύτό τό Κράτος, πάνω σέ μια άσταθή Ισορροπία συμβιβασμών. Συγκεκριμένα: 1) Συμβιβασμός, στό βαθμό δπου αυτή ή έξουσία, οντάς μέρος μιας ταξικής ήγεμονικής έπιβολής, μπορεί νά παίρνει υπ' Οψη της τά οικονομικά συμφέροντα όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων, συμφερόντων ένδεχομένως άντίθετων μέ τά βαχυπρόθεσμα ο,ικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, αλλά τά όποια δέν θίγουν τά πολιτικά τους συμφέροντα. 2) ^Ισορροπία, στό βαθμό πού αυτές οί οικονομικές «θυσίες» έντελώς πραγματικές καΐ δημιουργώντας τό χώρο μιας ισορροπίας, δέν άμφισβητουν, σάν τέτοιες, τήν πολιτική έξουσία, πού σταθεροποιεί τά δρια αύτής τής ισορροπίας. 3) "Ασταθής, σνό βαθμό πού αύτά τά δρια ισορροπίας προσδιορίζονται από τήν πολιτική συγκυρία. Γίνεται ευσι σαφές δ η αύτή ή ισορροπία δέν δείχνει καθόλου, κατά τήν εικόνα τής ζυγαριας, μια οποιαδήποτε Ισοτιμία έξουσίας τών άντίπαλων δυνάμεων: δέν πρέπει νά συγχέουμε αύτό τό νόημα τής ισορροπίας μέ τό νόημα πού του άπέδιδαν ό Μάρξ και ό Ένγκελς, μιλώντας γιά τήν αύτονομία του Κρά-
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΜΕΝΕ! ΤΑΞΕΙΣ
19
τους τήν στιγμή πού οί τάξεις συγκρούονται πολιτικά, ή στή σχέση της πολιτικής και της οικονομικής πάλης, πού είναι ετοιμες για ισορροπία. Ή ισορροπία, για τήν οποία μιλάμε, ύποδηλώνει τή συνθετότητα και τήν διάσταση των σχέσεων της εξουσίας στά πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού Κράτους, του συσχετισμού των δυνάμεων απ' το χώρο της οικονομικής πάλης σέ προσδιορισμένα απ τήν πολιτική έξουσία δρια. Μ' αύτό τό νόημα ό Γκράμσι γράφει^: «τό γεγονός της ήγεμονίας προϋποθέτει αναμφισβήτητα οτι λαμβάνουμε ύπ' όψη τά συμφέροντα και τις τάσεις των όμάδων πάνω στις όποιες άσκεϊται ή ήγεμονία, ότι διαμορφώνεται μια όρισμένη ισορροπία συμβιβασμών, δηλαδή δτι ή διευθύνουσα όμάδα κάνει θυσίες οίκονομικο -συντεχνιακής τάξης, αλλά είναι άναμφισβήτητο επίσης δτι ό τέτοιος συμβιβασμός και οί τέτοιες θυσίες δεν άφορουν τίποτε τό ούσιαστικό...» Έχουμε ετσι τό διπλό χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού Κράτους: απ' τή μιά ή αύτονομία του έναντι του οικονομικού στοιχείου συνεπάγεται τή δυνατότητα, άνάλογα με τόν συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, μιας «κοινωνικής» πολιτικής, οικονομικής θυσίας πρός οφελος όρισμένων κυριαρχούμενων τάξεων άπ' τήν άλλη, αύτή άκριβώς ή αύτονομία τής θεσμοθετημένης πολιτικής εξουσίας του έπιτρέπει καμιά φορά νά θίγει τήν οικονομική έξουσία τών κυρίαρχων τάξεων, χωρίς ποτέ νά απειλείται ή πολιτική έξουσία τους. Έδώ βρίσκεται π.χ. δλο τό πρόβλημα τής άποκαλούμενης Κοινωνίας τής Ευημερίας πού στήν πραγματικότητα εϊναι ενας δρος πού καλύπτει τή μορφή τής «κοινωνικής πολιτικής» ενός κεφαλαιοκρατικου Κράτους στό στάδιο του κρατικό - μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ή πολιτική στρατηγική τής εργατικής τάξης έξαρτάται απ' τήν πλήρη άποκρυπτογράφηση, στή συγκεκριμένη συγκυρία, του ορίου πού προσδιορίζει τήν ισορροπία συμβιβασμών, και ή οποία είναι ή οροθετική γραμμή άνάμεσα στήν οικονομική και τήν πολιτική έξουσία. Αύτή ή «κοινωνική πολιτική», τού κεφαλαιοκρατικου Κρά3. «Analyse des situations» in Machiavel..., loc. cit.
20
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τους διαγράφτηκε άνάγλυφα στό Κεφάλαιο^ Ιδιαίτερα στα κείμενα τοϋ 1ου βιβλίου σχετικά μέ τήν έργοστασιακή νομοθεσία, άν και στήν περίπτωση αύτη δέν πρόκειται, παρά για ψεύτικες θυσίες, πού άντιστοιχοΰν στο στενό οικονομικό συμφέρον τοϋ κεφαλαίου^. 'Αναλυτικότερα έκτίθεται στό οΐ ταξικοί άγωνες στη Γαλλία σχετικά μέ τήν Δημοκρατία τοϋ Φεβρουαρίου, ίστορικό παράδειγμα κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους πού θέλει νά παρουσιάζεται σάν «Δημοκρατία πού πληρώνεται άπό κοινωνικούς θεσμούς», και στήν 18η τοϋ Μπρυμαίρ σχετικά μέ τόν «κοινωνικό Καισαρισμό» του Λ. Βοναπάρτη®. Είναι σαφές άλλωστε δτι αύτή ή «κοινωνική πολιτική» τοϋ Κράτους ,δέν εχει τίποτε τό Κθινό μέ μιά κρατική παρέμβαση στις παραγωγικές σχέσεις μέ τήν αυστηρή ëvvoia τοϋ δρου — αύτό τό πρόβλημα εϊναι έντελώς διαφορετικό—' αύτό πού έννοώ, είναι δτι ό τύπος του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, τέτοιος πού σκιαγραφείται άνάγλυφα στό Κεφάλαιο, περιλαμβάνει τήν δυνατότητα, τήν ενσωματωμένη στά δρια το&ν δομών του, μιάς «κοινωνικής πολιτικής», πού ή πραγματοποίηση και οι έκφράσεις της —οί ποικιλίες της— έξαρτώνται προφανώς, άπ' τό συσχετισμό δυνάμεων τής ταξικής πάλης. Έτσι αύτή ή «κοινωνική πολιτική», δσο κι αν σημαδεύεται ένδεχομένως άπό πραγματικές οικονομικές παραχωρήσεις πού επιβάλλονται στίς κυρίαρχες τάξεις άπό τήν πάλη τών κυριαρχούμενων τάξεων, δέν μπορεί σέ καμιά περίπτωση, άσκούμενη μέσα σ' αντά τα δρια νά αμφισβητήσει τις δομές του κεφαλαιοκρατικοϋ τύπου Κράτους.
4. Γιά τό θέμα αύτό, βλέπε Sweezy: The Theory of Capitalist Development, 1962, σελ. 239 καΐ έπόμ. 5. Ed. Pauvert, σελ. 67 καΐ έπόμ.
το κεφαλαιοΐίρατικό Κράτος καΐ οι ιδεολογίες
I. Ή ιστορικιστική άντίληψη τόν ιδεολογιών Ή ιδιαίτερη σχέση τοϋ κεφαλαιοκρατικοϋ τύπου Κράτους μέ τΙς κυριαρχούμενες τάξεις έκδηλώνεται έπίσης και στο επίπεδο τοϋ Ιδεολογικού στοιχείου. Πραγματικά, ή ταξική ήγεμονική κυριαρχία, σαν ιδιαίτερος τύπος ταξικής κυριαρχίας, ύποδηλώνει τή θέση και τήν ιδιαίτερη λειτουργία τοΰ ιδεολογικού στοιχείου, στις σχέσεις του μέ το πολιτικό στοιχείο, στους κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς: μέ δυο λόγια, ύποδηλώνει τήν Ιδιαίτερη πολιτική λειτουργία αύτου πού μπορούμε νά προσδιορίσουμε μέ τον όρο άστική Ιδεολογία, Αυτό το Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής άστικής ιδεολογίας δέν είναι στήν πραγματικότητα παρά ή πολιτική πλευρά, σέ σχέση μέ τό Κράτος, αύτής τής ειδικής λειτουργίας τής ιδεολογίας, πού στό Κεφάλαιο ο Μαρξ τήν εβλεπε σαν δρο ύπαρξης τοϋ κεφαλαιοκρατικοϋ τρόπου παραγωγής. Τό θέμα 'έχει πολύ περισσότερο ένδιαφέρον, γιατί άφορα ενα άπ' τα καίρια προβλήματα τής πολιτικής επιστήμης, τό πρόβλημα τής νομιμότητας. Οί άναλύσεις τοϋ Γκράμ<ίι πού αφορούν τήν ταξική ήγεμονία εϊναι άπ' αύτή τήν άποψη άποκαλυπτικές. Κυρίως σ' αυτό: απ' τή μιά, ό Γκράμσι συνέλαβε μέ άσυνήθη όξύτητα τά προβλήματα πού τίθενται απ' τήν πολιτική λειτουργία τής άστικής Ιδεολογίας σ' ëvav κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό* άπ' τήν άλλη, άν και διαφέρουν άπό τήν τυπική ίστορικιστική άντίληψη των ιδεολογιών, π.χ. τέτοια πού παρουσιάζεται στόν Λούκατς, οί άναλύσεις λόγω τής ίστορικιστικής προβληματικής
22
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πού κυριαρχεί ουσιαστικά στο εργο, άποδείχνουν μέ ιδιαίτερα σαφή τρόπο τά άδιέξοδα και τά λάθη στά όποια όδηγεϊ αυτή ή προβληματική της ιδεολογίας. Είναι φανερό λοιπόν πόσο σημαντική είναι ή ριζική κριτική της ιστορικιστικής αντίληψης των ιδεολογιών γιά τήν σε συνέχεια επιστημονική τοποθέτηση των προβλημάτων. Γι' αύτόν τό λόγο, πρέπεί να υπενθυμίσουμε πολύ σύντομα τήν προβληματική τής ιδεολογίας στό νέο Μάρξ: ή προβληματική αυτή προσανατολίζονταν προς τό ύποκείμενο. Ό Μαρξ αντιλαμβάνονταν τήν ιδεολογία όπως και τό έποΐκοδόμημα γενικά, ξεκινώντας άπ' τό μοντέλο ((υποκείμενο - πραγματικό άλλοτρίωση», Τό ύποκείμενο είναι άποστερημένο άπ' τήν συγκεκριμένη του ούσία μέσα στό «πραγματικό»—ή αντίληψη του «πραγματικού» οικοδομείται θεωρητικά ξεκινώντας άπ' τήν όντολογική αντικειμένοποίηση του ύποκειμένου—, ή ιδεολογία άποτελει μια προβολή, μέσα σ' ενα φανταστικό κόσμο, τής μυθοποιημένης ούσίας του, μέ δυό λόγια, τήν «Ιδεατή» αλλοτριωτική ανασυγκρότηση τής ούσίας του, πού είναι άντικειμενοποιημένη — άλλοτριωμένη μέσα στό πραγματικό: οικονομικό - κοινωνικό. Ή ιδεολογία διατυπωμένη πάνω στό σχήμα τής αφαίρεσης - αλλοτρίωσης, ταυτίζεται μέ τήν «ψεύτικη συνείδηση». Έτσι ξαναβρίσκουμε στή συγκρότηση τής ιδεολογικής άντίληψης στό νέο Μάρξ, τά ζεύγη τής ίστορικιστικής προβληματικής πού εϊναι Κράτος - κοινωνία τών πολιτών, βάση - εποικοδόμημα, ιδεολογία - πραγματικό, άλλοτρίωση ούσία, αφηρημένο - συγκεκριμένο. Αύτή ή άντίληψη τής ιδεολογίας επέζησε μέσα στό σύγχρονο ίστορικιστικό ρεύμα του μαρξισμού, πού ή προβληματική του προσανατολίζεται πρός τό ύποκείμενο. Ή άντίληψη αύτή είχε πολλές συνέπειες, απ' τις όποιες, πρώτα απ' ολα, μιά άτελή άνάλυση τών ιδεολογιών μέσα στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς και τούς σύγχρονους μετασχηματισμούς τους. Πράγματι, ή προβληματική αύτή —πού ύποκείμενο θεωρείται ή κοινωνική τάξη, τό συγκεκριμένο άτομο, ή κοινωνική εργασία, ή πράξη, κ.λ.π.— ταυτίζει κατ' άνάγκην Ιδεολογία και άλλοτρίωση και καταλήγει σε μια ατελή κατανόηση τών ΐδεολο-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
23
γιων: θεωρούνται σαν «προϊόντα» μιας συνείδησης —ταξικής— ή μιας ελευθερίας —της πράξης— αλλοτριωμένα άπ' τό ύποκείμενο. Ή τέτοια κατανόηση των ιδεολογιών προϋποθέτει σύγχρονα μιά άλλοτρίωση και μια μή όλική - αλλοτρίωση του «υποκειμένου» μέσα στο «πραγματικό». Στην περίπτωση π.χ. τής κομμουνιστικής κοινωνίας, οπου τό υποκείμενο θα τείνει να άνακτά την ούσία του, οι ιδεολογίες θα εξαφανίζονταν καΐ θα παραχωρούσαν τή θέση τους σέ μιαν «επιστημονική» διαφάνεια τής συνείδησης στήν αντικειμενική της ύπαρξη. Αύτό πού εϊναι πιό ενδιαφέρον ώστόσο εδώ, είναι τό γεγονός δτι αύτή ή προοπτική κυριαρχεί στό θέμα τής μόδας του «τέλους των ιδεολογιών» πού θά χαρακτήριζε, κατά τή γνώμη όρισμένων ιδεολόγων πού έμπνέονται απ τό μαρξισμό, τις σύγχρονες «βιομηχανικές κοινωνίες». Πράγματι, στήν περίπτωση μιας όλικής άλλοτρίωσης τοϋ υποκείμενου μέσα στό πραγματικό, οι ιδεολογίες αύτές - καθ'αύτές θά άναιρουνταν «μέσα στήν πραγματικότητα» στό βαθμό άκριβώς πού, ή συνείδηση αφομοιωμένη πλήρως και τό ύποκείμενο εντελώς έξαφανισμένο μέσα στό πραγματικό, θά καταργούσαν κάθε δυνατότητα μιας «άλλοτριωτικής» προβολής —ή «άπελευθερωτικής» μόνο στήν περίπτωση τού προλεταριάτου, προνομιούχας τάξης μέσα στό πραγματικό— και σχετικά συνεκτικής τής ούσίας μέσα σ' εναν «ιδεατό» κόσμο. Εϊναι άκριβώς αύτή ή σταθερή σχέση «ιδεολογία - πραγματικό - άλλοτρίωση» πού έπιβάλλει τό θέμα, συχνά σιωπηλά, τοϋ «τέλους τών ιδεολογιών» σέ πολλούς συγγραφείς απ' τόν Μαρκοϋζε^ ως τόν Άντόρνο^ και τόν Γκόλτμαν^ Αύτοι έρμηνεύουν, λεπτομερειακά, τις σύγχρονες έξελίξεις του κεφαλαιοκρατικου σχηματισμού, μέ τό σχήμα μιας .όλικής έμπραγμάτωσης - άλλοτρίωσης τοϋ ύποκειμένου μέσα στό πραγματικό τής τεχνολογικής - βιομηχανικής κοινωνίας. "Αν και ύπάρχουν σημαντικές διαφορές 1. One Dimensional Man. 1964, et «Uber das Ideologie - problem in der Hochentwickelten Industriegesellschaft», in Kurt Lenk,Ideologie, 1964 σελ. 334 και έπόμ. 2. Prismen, Kultur - Kritik und Gesellschaft, 1955 σελ. 24 και έπόμ. 3. Pour une Sociologie du roman, 1964.
24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
άνάμεσα σ' αύτούς τούς συγγραφείς, τό κοινό συμπέρασμα στο όποιο καταλήγουν εϊναι, κατά τήν έκφραση του ΜαρκοΟζε, «ή απορρόφηση τής ιδεολογίας μέσα στήν πpαγματικότητα»^ μέ δυό λόγια τό συμπέρασμα μιας δήθεν άποϊδεολογικοποίησης και άκόμα άποπολιτικοποίησης τών σύγχρονων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών. Ή ίστορικιστική άντίληψη των ιδεολογιών είναι ώστόσο άκόμη πιό σαφής στό τυπικό παράδειγμα τοϋ Λούκατς και τής θεωρίας του γιά τήν «ταξική συνείδηση» και τήν «κοσμο άντίληψη». Πρέπει νά παραμείνουμε λίγο περισσότερο σ' αυτό τό σημείο, γιατί αυτή ή θεωρία θέτει πολύ ξεκάθαρα τό πρόβλημα τών επιστημολογικών προϋποθέσεων μιδς ίστορικιστικής προοπτικής τών ιδεολογιών: 'Αλλά έπι πλέον: Έχοντας δεδομένο τόν ίστορικισμό τοϋ Γκράμσι, πού είναι έκδηλος στις άντιλήψεις του πού άφοροϋν τό διαλεκτικό ύλισμό, ιδιαίτερα στήν άντίληψή του γιά τό «ιστορικό μπλόκ» οί περισσότεροι άπ' τούς μαρξιστές θεωρητικούς χρησιμοποιούν τήν ëvvoia τής ήγεμονίας μ' δνα νόημα πού συσχετίζεται μέ τήν προβληματική τοϋ Λούκατς. Αυτό πού εχει μεγαλύτερη σημασία στις παρατηρήσεις πού άκολουθοϋν, εϊναι ή λαθεμένη σχέση, πού έπέβαλλε αύτή ή προβληματική άνάμεσα στήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη και τήν κυρίαρχη ιδεολογία μέσα σ* ëva σχηματισμό, και κατά συνέπεια, στή σχέση, άνάμεσα στήν κυρίαρχη Ιδεολογία και τις πολιτικά κυριαρχούμενες τάξεις: Ιδιαίτερα, στό τελευταίο σημείο βρίσκονται οί έντονα άμφισβητούμενες συνέπειες τών άναλύσεων τοϋ Γκράμσι. Κατά τήν άντίληψη τής προβληματικής τοϋ υποκείμενου στό Λούκατς, ή ένότητα πού χαρακτηρίζει εναν τρόπο παραγωγής κι' δναν κοινωνικό σχηματισμό, δεν είναι ένότητα ένός σύνθετου συνόλου, μέ πολλά είδικά έπίπεδα, καθορισμένα, σέ τελευταία άνάλυση άπό τό οικονομικό στοιχείο. Ή ένότητα άνάγεται σέ μιά όλότητα λειτουργικού τύπου, μέ δομικές άλληλεπιδράσεις, γιά τήν όποία ή έννοια συγκεκριμένο-καθολικό 4. Ibid., σελ. 151. "Ας σημειώσουμε δτι ό Μαρκοϋζε ύπερασπίζεται σαφώς τό συμπέρασμα για τό «τέλος τών Ιδεολογιών».
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
25
τοϋ Χέγκελ μας προσφέρει το χαρακτηριστικό παράδειγμα: πρόκειται, μ' άλλα λόγια, γιά μιά εκφραζόμενη δλότητα. Στήν περίπτωση αυτή, ή ένότητα ενός σχηματισμού θά πρέπει νά συσχετισθεί μέ μιά κεντρική βαθμίδα, πού παρέχει πρωταρχικά τό νόημα σ' αυτή τήν ένότητα. Αυτή ή βαθμίδα πού συγκεντρώνει σ' ενα δλο τά έπί μέρους, στον Λούκατς άντιπροσωπεύεται άπό τήν τάξη - ύποκείμενο τής ιστορίας: ή ένότητα ένός κοινωνικοί) σχηματισμού συσχετίζεται μέ τήν πολιτική όργάνωση αυτής τής τάξης, ή όποία και άναλαμβάνει τήν συγκρότηση μιας «κοσμοαντίληψης» πού θά τήν άνέδειχνε σέ κεντρική αρχή τής ένότητος του συγκεκριμένου σχηματισμού. Ή κοσμοαντίληψη αύτή πού περιλαμβάνει συγχρόνως τήν ιδεολογία και τήν έπιστήμη^, έκφράζει τήν ένότητα ένός σχηματισμού στο έσωτερικό τής κυκλικής και γραμμικής όλότητας στο μέτρο πού συσχετίζεται μέ τήν κεντρική άρχή ένότητας πού εϊναι ή τάξη - ύποκείμενο: αύτή άποτελει μέ τήν κοσμοαντίληψή της, τή θέληση - συνείδηση τής «όλότητος» τών άνθρώπων «πού κάνουν τήν ιστορία τους» — τήν πράξη. Μέσο τής τάξης - ύποκείμενο ό ρόλος πού προορίζεται γιά τήν ιδεολογία είναι ό ρόλος τής άρχής τής όλοκλήρωσης ένός, σχηματισμού: εϊναι άλλωστε πολύ συγκεκριμένη ή θέση τοϋ νέου Μάρξ δτι οι ιδέες πού καθοδηγούν τον κόσμο είναι τά δπλα τής κριτικής, πού μπορούν νά τον άλλάξουν. 5. Ή ταύτιση Ιδεολογίας και έπιστήμης, εϊτε ή άντίληψη τής ιδεολογίας πού περιλαμβάνει τήν έπιστήμη, καταλήγει στις σχέσεις τοϋ άντικειμενικου και τοΟ ύποκειμενικοϋ μέσα στό πλαίσιο μιας προβληματικής τοϋ ύποκειμένου. Πράγματι, ό ύποκειμενικός χαρακτήρας τής Ιδεολογίας σάν έκφραση τοϋ ύποκειμένου περιλαμβάνει τήν άντικειμενικότητα τής έπιστήμης στό βαθμό πού ή ύποκειμενική συνείδηση γιά τόν κόσμο μιάς «άνερχόμενης τάξης» άγκαλιάζει τό σύνολο ένός κοινωνικού σχηματισμού. Γνωρίζουμε τήν όψη αύτοϋ τοϋ έπιχειρήματος πού ό Λούκατς, ό Κόρς, κλπ., έφάρμοσαν στό προλεταριάτο και στήν «προλεταριακή έπιστήμη»: έπειδή τό προλεταριάτο είναι άπ' τήν ούσία του μιά τάξη καθολική, έτσι καΐ ή ύποκειμενικότητά του είναι καθολική, άλλα μιά καθολική ύποκειμενικότητα δέν μπορεί παρά νά είναι άντικειμενική, καΐ άκόμη έπιστημονική. Γνωρίζουμε καΐ τή συνέπεια αύτής τής άντίληψπς: τόν αύθορμητισμό.
26
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Αύτη ή σχέση τής ιδεολογίας μέ τήν ενότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού εΪναι τόσο πιο σημαντική στο βαθμό πού διέπει τήν σύγχρονη προβληματική του «λειτουργιστικοϋ» κοινωνιολογικού ρεύματος, σιωπηρά, δπως θα τό δούμε στό πρόβλημα της νομιμότητας, σέ μεγάλο τμήμα των άναλύσεων της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Γιά νά αποκαλύψουμε τις σχέσεις άνάμεσα στήν όλότητα Χεγκελιανής υφής του Λούκατς και τήν λειτουργιστική όλότητα αρκεί να άναφερθουμε στον άμεσο δεσμό μεταξύ Λούκατς και Μ. Βέμπερ. Αύτό, πού, κατά τον Πάρσονς, συνδέει τις θεωρίες του Βέμπερ μέ τον λειτουργισμό, είναι δτι ή όλική κοινωνική δομή θεωρείται, σέ τελευταία ανάλυση, σάν το προΐον μιας κοινωνίας ύποκείμενο, πού δημιουργεί, στό τελικό της γίγνεσθαι, όρισμένες άξίες ή κοινωνικούς σκοπούς. Οι τελευταίοι προσδιορίζουν, κατά τον λειτουργισμό, τό τυπικό πλαίσιο μιας ολοκλήρωσης τών διαφόρων ιδιαίτερων και «Ισοδύναμων» δομών μέσα στό κοινωνικό «ολο». Ή ολοκλήρωση αυτή συσχετίζεται μέ μιά «Ισορροπία» βασισμένη σέ όρισμένες ρυθμισμένες και έπαναλαμβανόμενες διαδικασίες κανονιστικών στοιχείων — π.χ. τρόποι συμπεριφοράς® — πού διέπουν τήν κοινωνική «δράση». Στό Βέμπερ^, αύτές οι κοινωνικές αξίες, άποκρυσταλλώσεις 6. Τρόποι συμπεριφοράς μέ τήν έντονη έννοια του ορου: ή έννοια αύτη θα καταλήξει, άκριβέστερα, στήν τοποθέτηση απ' τόν Adorno τής έννοιας τοϋ «πολιτικού ταμπεραμέντου». Adorno et Horkheimer: The Authoritarian Personnality, 1950. 7. Για τις σχέσεις, κατά τό παρελθόν σχεδόν άπαρατήρητές στή Γαλλία, άνάμεσα στις θεωρίες γιά τις τάξεις τοϋ Βέμπερ και τοΟ Αούκατς, βλέπε Βέμπερ, Gesammelte politische Schriften, 1958, σελ. 294-431 (ιδιαίτερα στό κείμενο πού τιτλοφορείται «Parlament und Regierung im neugeordneten Deuntschland», γραμμένο τό 1918). Σχετικά μέ τις σχέσεις Βέμπερ και Πάρσους, είναι βέβαιο ότι ό Πάρσονς παρερμηνεύει, σέ όρισμένες πλευρές το έργο του Βέμπερ (βλέπε The Sosial system, 1964, σελ. 100 καΙέπόμ. 519 καί έπόμ. κλπ.): ή σχέση όμως πού ύποστηρίζει άνάμεσα στον Βέμπερ και τόν λειτουργισμό είναι ώστόσο, σέ τελευταία άνάλυση, άκριβής. Σ* δ,τι άφορα τό πρόβλημα τοϋ ίστορικισμοΟ τοΟ Βέμπερ, παρατηρούμε δτι έπεχείρησε σαφώς τήν κριτική τής ίστορικιστικής «όλότητας» ίδιαίτερα στις άναλύσεις του γιά τό έργο τοΟ Ed. Meyer, στά Gesammelte Aufsatze zur Wissens-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
27
σχεδίων τών κοινωνικών φορέων, άποτελουν τις άρχές σχηματισμού των ιδεατών του τύπων: στήν περίπτωση του Κράτους, αυτές τείνουν κατά τή γνώμη του σέ μιά τυπολογία σύμφωνα μόνο μέ τούς τύπους νομιμότητας, πού συγκροτούνται από άξίες των δρώντων παραγόντων. Ή διαμόρφωση αυτών τών αξιών ή: κοινωνικών στόχων, συσχετίζεται άλλωστε συχνά, στο Βέμπερ, μέ τή δράση κοινωνικών όμάδων — τών περίφημων «καταστατικών όμάδων» διακρινόμενων σ' αύτόν άπ' τις τάξεις καταστάσεις, και έπι πλέον, τής τάξης καθ' αύτή—, ύποκειμένων τής Κοινωνίας καΐ της ιστορίας: οι παρατηρήσεις αυτές τοποθετούνται στή βάση τής αντίληψής του γιά τή γραφειοκρατία. Ή θεωρία τής ταξικής συνείδησης του Αούκατς, πού οι σαφείς σχέσεις του μέ τον Βέμπερ είναι γνωστές, έμφανίζεται ετσι σάν μιά άπόπειρα χονδροειδοϋς μαρξοποίησης τοϋ Βέμπερ: ενώ προϋποθέτει μιά εκφραζόμενη ολότητα, στο εσωτερικό τής όποίας ό ρόλος του κυρίαρχου παράγοντα δεν άναγνωρίζεται καθόλου —^και ό Βέμπερ δέν ξεγελιέται καθόλου σ' αύτό το σημείο®— αύτή ή θεωρία προσδίδει στήν ιδεολογία τον ρόλο τού κυρίαρχου παράγοντα στο κοινωνικό δλο®. chaftslehre. Όμως παρά τις έπιφυλάξεις του, ή θεωρία του μπορεί νά θεωρηθεί σαν μιά «τυπική» ίστορικιστική θεωρία. Γιά τις σχέσεις τοϋ «Ιδεατού τύπου» τοϋ Βέμπερ καΐ την έννοια «συγκεκριμένο - καθολικό» τοϋ Χέγκελ βλέπε Ιδιαίτερα Κ. Larenz, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 1960. 8. Επίσης ό ίστορικισμός τοϋ Βέμπερ συνοδεύει την αντίληψη μιας έκφραζόμενης όλότητας, χωρίς κυριαρχία στο κοινωνικό σύνολο, πραγμα πού γίνεται σαφές στόν Βέμπερ, στή θεωρία του τών «παραγόντων» και τών «μεταβλητών». Τήν βρίσκουμε έπίσης στά γραπτά του για τήν προτεσταντική ήθική και τόν καπιταλισμό, άλλα κυρίως στις Gesammelte Aufsatze zur Religionssoziologie. 9. Δέν έχουμε καλύτερο παράδειγμα, αύτής τής κατεύθυνσης, πού έφαρμόζεται στήν πολιτική άνάλυση, αλλά πού καταλήγει [σέ άλλα συμπεράσματα, άπ' τόν Μαρκοϋζε. Ό Μαρκοϋζε δέχθηκε καθαρά στο παρελθόν (1935) ότι ή ένότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού, αντίθετα άπό μιά καθαρά «λειτουργιστική » άντίληψη, συνίσταται στήν κυριαρχία ένός όρισμένου στοιχείου αύτοϋ τοϋ σχηματισμού πάνω σχά άλλα: αύτό τό στοιχείο έκφραζόταν ώσιόσο μέ τή «συνείδηση - κοσμοαντίληψη» μιας «τάξης» Ιδεολογικά κυρίαρχης σ' αύτό τό σχηματισμό (Kultur und Gesellschaft, 1965, σ. 34
28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Έτσι, άπ' τή μιά, ή ίστορικιστική αντίληψη τοϋ Γκράμσι σχετικά μέ τό διαλεκτικό ύλισμό, άπ* τήν άλλη, ή άσάφεια τών διατυπώσεών του, όδήγησαν πολλούς θεωρητικούς στο νά άνάγουν τις άναλύσεις τους γιά τήν ταξική ήγεμονία στήν προβληματική τοϋ Λούκατς^®. Μ' αυτό τόν τρόπο μιά ήγεμονική τάξη γίνεται ή τάξη - υποκείμενο τής ίστορίας, πού μέ τήν κοσμοαντίληψή της, φθάνει στό νά διαπερνά μέ τήν ένότητά της §να κοινωνικό σχηματισμό και νά τόν διευθύνει περισσότερο παρά νά κυριαρχεί, προκαλώντας τήν «ένεργό συγκατάθεση» τών κυριαρχούμενων τάξεων. Ή έρμηνεία αυτή τοϋ Γκράμσι είναι π.χ. ιδιαίτερα φανερή στή μαρξιστική τάση τής ^Επιθεώρησης Νέας ^Αριστεράς πού εϊχα τήν εύκαιρία νά τής κάνω κριτική^^ Τήν βλέπουμε νά έμφανίζεται στόν άκόλουθο όρισμό πού ό Perry Anderson, ενας άπ' τούς πιό σπουδαίους έκπροσώπους αυτής τής τάσης, δίνει γιά τήν ήγεμονική τάξη: «""Αν μιά ήγεμονική τάξη μπορεί νά καθοριστεί σαν ή τάξη πού έπιβάλλει τούς στόχους της και τις κατευθύνσεις της σ' όλόκληρη τήν κοινωνία, μιά συντεχνιακή τάξη άντίθετα είναι αύτή πού άκολουθει τούς στόχους της στό έσωτερικό μιδς κοινωνικής όλότητας, πού ό όλικός καθορισμός της βρίσκεται εξω άπ' αύτήν^^». Γίνεται κατανοητό έδοδ, δτι ή ένότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού, ή κοινωνική «όλότητα» συσχεκαι έπόμ.). Ό Μαρκοϋζε καταλήγει τώρα, μέ τήν όλική άποϊδεολογικοποίηση πού θά χαρακτήριζε, κατά τή γνώμη του, τΙς βιομηχανικές κοινωνίες, στήν άντίληψη ένός οτχηματισμοϋ σάν όλοκληρωμένη Χεγκελιανή - λειτουργιστική «όλότητα»: κι αύτό, λόγω τής άπουσίας μιάς τάξης Ιδεολογικά κυρίαρχης, καΐ λόγω τής άπουσίας μι0ς «ταξικής συνείδησης» τοϋ προλεταριάτου πού θά «τήν άμφισβητοϋσε στο σύνολό της » (One dimensional Man, σελ. 51 καΐ έπόμ.). 10. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: L. Magri: «Problemi délia teoria marxista des partito revoluzionario,» στήν Critica Marxista, No 5 - 6, 1963, σελ. 61 Kai έπόμ. 11. « Ή Μαρξιστική πολιτική θεωρία στή Μεγάλη Βρεταννία», στό Les Temps Modernes, Μάρτιος 1966, δημοσιευμένο στή New Left Review, Μάης 1967. Πρέπει ώστόσο νά σημειώσω ότι οί θεωρητικές άντιλήψεις αύτής τής τάσης έχουν έκτοτε άλλάξει σημαντικά. 12. «Les origines de la crise présente», στό Les Temps Modernes, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1964, σελ. 425.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
29
τίζεται μέ μιά ήγεμονική τάξη: ή ήγεμονία της θά άντιστοιχοϋσε στη συγκρότηση μιας κοσμοαντίληψης, πού θα τήν επέβαλλε σάν άρχή ένότητας ένός καθορισμένου σχηματισμού: «Μιά ήγεμονική τάξη θέλει νά μετασχηματίσει τήν κοινωνία κατ* εικόνα της, έπινοώντας τό οικονομικό σύστημα, τούς πολιτικούς θεσμούς, τΙς πολιτιστικές άξίες μιας κοινωνίας, όλόκληρο τόν «τρόπο έμφάγισής» της μέσα στον κόσμο»'®. Είναι άναμφισβήτητο άλλωστε ότι ό Γκράμσι άφήνει τό δικαίωμα γιά τήν παρερμηνεία των άναλύσεών του πού αφορούν τόν ιστορικό υλισμό, ιδιαίτερα σ' δ,τι άφορδ τήν πολιτική κυριαρχία, πού εϊναι ή ταξική ήγεμονική κυριαρχία, λόγω τής ίστορικιστικής άντίληψής του γιά τόν διαλεκτικό ύλισμό. Αύτή έκδηλώνεται, σχετικά μέ τό υπόβαθρο τού ιδεολογικού στοιχείου, στήν άντίληψή του γιά τόν «ιστορικό συνασπισμό». Στόν Γκράμσι αύτή ή έννοια χρησιμεύει γιά τήν κατανόηση τής ένότητας θεωρίας και πρακτικής, ιδεολογίας — πού περιλαμβάνει τήν έπιστήμη («όργανικοι διανοούμενοι») — και δομής, μέ δυό λόγια τής ένότητας ένός κοινωνικού σχηματισμού στό σύνολο του σέ μιά Ιστορικά καθορισμένη στιγμή. Αύτή ή ένότητα ώστόσο, είναι, άκριβέστερα, ή έκφραζόμενη όλότητα ίστορικιστικού τύπου, πού άνάγει τήν βαθμίδα τού ιδεολογικού και τού θεωρητικού στοιχείου στό σύνολο τής κοινωνικής δομής: «... χρειάζεται να τονίσουμε τήν έννοια τού «ιστορικού συνασπισμού» όπου άκριβώς οί υλικές δυνάμεις εϊναι τό περιεχόμενο και οί ιδεολογίες ή μορφή, ή διάκριση μορφής και περιεχομένου εϊναι καθαρά δ ι δ α κ τ ι κ ή . . . Σ ' αύτό τό πλαίσιο, ό ιστορικός συνασπισμός δέν εϊναι παρά ή θεωρητική διατύπωση τού ιστορικού «παρόντος» Χεγκελιανής ύφής, ή συμπαρουσία των βαθμίδων μέσα στήν έκφραζόμενη όλότητα τού γραμμικού γίγνεσθαι, καΐ δπου ή ιδεολογία γίνεται ή άπλή έκφραση τής ίστορίας. Αύτός ό ρόλος κεντρικής άρχής τής ένότητας ένός σχηματισμού, πού άποδίδεται στήν Ιδεολογία - κοσμοαντίληψη είναι έξ άλλου έκδηλος στήν άρκε13. Ορ. cit., σ. 428. 14. II Materialismo storico e la filosofia di B. Croce, 1948, σ. 49.
30
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τα διφορούμενη μεταφορά, στο πλαίσιο πού τήν χρησιμοποιεί, της ιδεολογίας σάν «τσιμέντο» ένός σχηματισμού: «Μ' άλλα λόγια, το πρόβλημα πού τίθεται γιά τήν ιδεολογία είναι νά διατηρήσει τήν ιδεολογική ένότητα μέσα στο κοινωνικό μπλόκ, πού τσιμεντάρεται και ένοποιειται άκριβώς άπ' αυτή τήν ιδεολογία...» 'Ή ακόμη: «... μια «ιδεολογία» θα μπορούσαμε νά πούμε, αν στόν όρο ιδεολογία δίναμε άκριβώς τό πιο υψηλό νόημα μιας κοσμοαντίληψης, πού έκδηλώνεται σιωπηρά στήν τέχνη, στό δίκαιο, στήν οικονομική δραστηριότητα, σ' όλες τις εκδηλώσεις της άτομικής και συλλογικής ζωής»^^. "Ομως, εϊναι επίσης άληθινό ότι τό εργο του Γκράμσι παρουσιάζει πολλές θεωρητικές ρήξεις, ιδιαίτερα σχετικά μέ τΙς αναλύσεις πού άφορουν τό διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό: μέσο μιας συμπτωματικής (symptomale) ανάγνωσης του Γκράμσι, πού δέν εϊναι πρόθεσή μου σ' αυτή τήν έργασία, θά μπορούσαμε νά αποκαλύψουμε τά έπιστημονικά και πρωτότυπα χαρακτηριστικά της, κάτω άπ' τήν πολεμική κάλυψη του «απόλυτου ίστορικισμοϋ του», της άντίληψής του γιά τήν ιδεολογία. Μπορούμε ήδη νά τά έπικαλεστοϋμε. α) Μέ τή μεταφορά Ιδεολογία - «τσιμέντο» μιας κοινωνίας, ό Γκράμσι θέτει μέ §ναν πρωτότυπο τρόπο τό βασικό πρόβλημα των σχέσεων άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία και τήν ένότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού. β) Ό Γκράμσι είναι ό πρώτος, στήν ίστορία της μαρξιστικής σκέψης, πού ξεκόβει άπ' τήν άντίληψη της ιδεολογίας σάν εννοιολογικό σύστημα, μέ τό κυριολεκτικό νόημα αύτών τών δύο όρων. IL Κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίαρχη τάξη και κοινωνικός σχηματισμός Ποιά έξήγηση μπορεί νά δώσει ή λουκατσιανή προβληματική στό γεγονός, ότι, γιά τό μαρξισμό ή κυρίαρχη ιδεολογία μέσα σ' ενα κοινωνικό σχηματισμό, είναι, κατά γενικό κανόνα, ή ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης; Μ' άλλα λόγια, 15. II Materialismo storico e la filosofia di B. Croce, 1948, σελ. 7.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
31
πώς εξηγείται τό γεγονός δτι ή κυρίαρχη ιδεολογία, έχοντας μιά δική της ένότητα, άντανακλώντας έπομένως σ' εγα χώρο, σχετικά συγκροτημένο, το σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού πού επηρεάζει είναι ή ιδεολογία τής κυρίαρχης τάξης; Βρισκόμαστε πράγματι άντιμέτωποι με τρεις σειρές ερωτημάτων, πού άφορουν τη σχέση της κυρίαρχης ιδεολογίας και τής ενότητας ενός σχηματισμού: 1) 'Απέναντι στήν ϊδια ένότητα, στή σχετική συνοχή, σ* αυτό πού ή λουκατσιανή προβληματική θά ύποδηλώσει πρόθυμα, σαν «νοηματική όλότητα» του ιδεολογικού κόσμου, της κυρίαρχης ιδεολογίας ένός σχηματισμού σαν περιοχικη δομή τών βαθμίδων. 2) 'Απέναντι στό γεγονός ότι αυτός ό συνεκτικός κόσμος είναί άκριβώς μιά κυρίαρχη ιδεολογία στό βαθμό πού επηρεάζει επίσης και τίς κυριαρχούμενες τάξεις, στό βαθμό πού γίνεται, ή κοσμοαντίληψή τους, με δυό λόγια, στό βαθμό δπου ή έσωτερική συνοχή της συσχετίζεται με τό σύνολο τών τάξεων, πού à ντ αγωνίζονται σ' ε να σχηματισμό. 3) 'Απέναντι στό γεγονός δτι αύτή ή κυρίαρχη ιδεολογία εϊναι ή ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Τό νά άναλύσουμε αύτές τΙς τρεις σειρές έρωτημάτων είναι χρήσιμο, γιατί ή λουκατσιανή εξήγηση συνίσταται άκριβώς στό δτι αύτές καλύπτονται, μέ τήν άναφορά στή γενική (générique) άρχή της τάξης - υποκείμενο της κοινωνίας και τής ίστορίας. 'Εκκινώντας απ' τό σημείο δπου ή ένότητα ένός σχηματισμού αποδίδεται στήν τάξη - υποκείμενο, και από έκει στή «συνείδηση» αύτής της τάξης, ό ρόλος της κυρίαρχης και κεντρικής βαθμίδας του κοινωνικού δλου άποδίδεται στή σφαιρική κοσμοαντίληψη, πού αύτή ή τάξη θά παρήγαγε άμεσα. Ή άπάντηση σ' αύτά τά ερωτήματα βρίσκεται έτσι στή γενετική σχέση άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία και τήν «τάξη καθ' αύτή», υποκείμενο της ίστορίας. "Οπως τό λέει ό Αούκατς: « Ό προορισμός μιας τάξης γιά κυριαρχία σημαίνει δτι είναι δυνατόν, ξεκινώντας άπ' τά ταξικά της συμφέροντα, άπ' τήν ταξική της συνείδηση, νά όργανώσει τό σύνολο της κοινωνίας σύμφωνα μέ τά συμφέροντά της... Και τό άποφασι-
32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
στικό έρώτημα, σέ τελευταία άνάλυση, για κάθε ταξική πάλη εϊναι αύτό: ποιά είναι ή τάξη πού διαθέτει, τήν έπιθυμητή στιγμή, αυτή τήν ικανότητα και αυτή τήν ταξική συνείδηση; "Ως ποιό σημείο αύτή ή τάξη έκπληρώνει συνειδητά, ώς ποιο σημείο άσυνείδητα, ώς ποιό σημείο μέ μιά ψεύτικη συνείδηση τούς έπιβαλλόμενους άπ' τήν ίστορία στόχους^®;». Ή κυρίαρχη Ιδεολογία έκφράζει συγχρόνως μιά ένότητα και άποτελεΐ μιά χαρακτηριστική κοσμοαντίληψη στο σύνολο ένός σχηματισμού, στο βαθμό πού συσχετίζεται γενετικά μέ τήν κυρίαρχη τάξη — ή καλύτερα μέ τήν άνερχόμενη τάξη. Αύτή ή τάξη, ύποκείμενο μιας Ιστορικότητας - γίγνεσθαι, προχωρώντας άπό σύνολα όλο και μεγαλύτερα ώς τήν τελική σύμπτωση τής άντικειμενοποίησης καιτής ούσίας, είναι πάντα χυμώδης άπό ίστορικό νόημα και ένσαρκώνει συγκεκριμένα τή νοηματική όλότητα, τήν ένότητα δηλ. ένός κοινωνικού σχηματισμού. Αύτή ή αντίληψη γιά τήν Ιδεολογία όδηγεί σέ μια όλόκληρη σειρά λαθεμένων άποτελεσμάτων, απ' τά όποια θά σημειώσω μόνο τά σημαντικότερα. Α. —Κατά γενικό κανόνα, καταλήγει σ' αύτό πού μπορούμε νά τό ύποδηλώσουμε σάν νπερπολιτικοποίηση τών ιδεολογιών, οι όποιες θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο σάν διακριτικές ταμπέλες πολιτικής ένταξης, πού οί κοινωνικές τάξεις θά είχαν στήν πλάτη τους: ή Ιδεολογική δομή άνάγεται στήν πολιτική όργάνωση μιας τάξης, αύτή στήν συγκρότηση μιας δικής της κοσμοαντίληψης πού θά τήν άνύψωνε σέ τάξη καθ' αύτή, ύποκείμενο τής ιστορίας—ταύτιση τής πολιτικής συνείδησης τής τάξης μέ τήν ειδική λειτουργία τής κοσμοαντίληψης. Συνεπώς δέν μπορεί νά άναγνωριστει καμιά ειδική αύτονομία στήν Ιδεολογική βαθμίδα. 'Ιδιαίτερα, αύτή ή άντίληψη δέν έπιτρέπει μιά άποκρυπτογράφηση τής συγκεκριμένης σχέσης άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία και στήν τάξη ή τήν πολιτικά κυρίαρχη μερίδα: όδηγεϊ σέ λάθη σ' δ,τι άφορα τόν άκριβή έντοπισμό τής τάξης ή τής κυρίαρχης μερίδας σέ μιά 16. Histoire et conscience de classe, 1960, σ. 76 καΐ έπόμ.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
33
καθορισμένη ιστορικά κατάσταση. Πράγματι μια από τις ενδείξεις πού επιτρέπουν αύτη τήν έντόπιση συνίσταται ακριβώς στή σχέση άνάμεσα σ' αύτή τήν τάξη ή τμήμα της με τις δομές τής κυρίαρχης ιδεολογίας: αύτή ή σχέση, δμως, δεν μπορεί νά γίνει δεκτή, κατά τήν λουκατσιανή προβληματική, παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, δπου ή κυρίαρχη ιδεολογία θά έμφανιστεί μέσα στήν «καθαρότητα» τής σχέσης της με τήν τάξη ή τήν κυρίαρχη μερίδα της. Πράγματι, ή κυρίαρχη ιδεολογία δεν άντανακλα άπλα τις συνθήκες ζωής τής κυρίαρχης τάξης, «καθαρό και άπλο» υποκείμενο, αλλά τή συγκεκριμένη πολιτική σχέση, των κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων μέσα σ' εναν κοινωνικό σχηματισμό. Ή κυρίαρχη Ιδεολογία συχνά εϊναι διαποτισμένη από στοιχεία πού προέρχονται απ' τον «τρόπο ζωής» άλλων τάξεων ή μερίδων παρά απ' τήν κυρίαρχη τάξη ή μερίδα: Π.χ. είναι ή κλασσική περίπτωση αποδοχής, μέσα στήν κυρίαρχη αστική Ιδεολογία τών καπιταλιστικών σχηματισμών, «στοιχείων» τής μικροαστικής Ιδεολογίας (6 «γιακωβινισμός» και ό διάδοχός του, ό «ριζοσπαστισμός»), και ακόμα τής Ιδεολογίας τής έργατικής τάξης (εϊναι ή περίπτωση του «άστικοϋ σοσιαλισμοϋ», γιά τον όποιο μιλάει ό "Ενγκελς: π.χ. ό Σαιν - σιμονισμός στή διάρκεια τής Δεύτερης Αύτοκρατορίας στή Γαλλία)^^. "Αλλωστε, λόγω τής ειδικής αύτονομίας τής ιδεολογικής βαθμίδας, λόγω άκόμα του ύπόβαθρου του Ιδεολογικού στοιχείου μέσα στίς δομές, οι σχέσεις άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία καΐ τήν κυρίαρχη τάξη ή μερίδα της είναι πάντα μεταμφιεσμένες. Αύτή ή ιδεολογία, κρύβοντας, δπως κάθε ιδεολογία απ' τον έαυτό της τις ϊδιες τις αρχές της, μπορεί νά φαίνεται, μέσα στή σύνθετη συγκρότηση του ιδεολογικού στοιχείου, πιο κοντινή στον τρόπο ζωής και τούς δρους ύπαρξης μιας άλλης τάξης ή μερίδας, παρά στήν κυρίαρχη τάξη ή μερίδα. Μέ δυο λόγια μπορούμε νά βεβαιώσουμε τή δυνατότητα μιας ολόκληρης σειράς διαστάσεων άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη ή μερίδα. Οί δια17. Γι' αυτό τό θέμα βλέπε Cl.Willard, Socialisme et communisme français 1967, σ. 18 και έπόμ.
3
34
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
στάσεις αύτές μπορούν νά όφείλονται σέ πολλούς παράγοντες: π.χ. στή συγκεκριμένη λειτουργία της κάστας (caste) των «διανοουμένων». "Η άκόμα στήν άνιση ανάπτυξη των διαφόρων έπιπέδων των δομών πού όφείλεται στον ιδιαίτερο ρυθμό τους και τη διάσταση τους μέ τό χώρο τών δραστηριοτήτων της τάξης: π.χ. μια κυρίαρχη ιδεολογία, βαθειά διαποτισμένη άπ' τον τρόπο ζωής μιας τάξης ή μερίδας μπορεί νά συνεχίζει νά είναι ή κυρίαρχη ιδεολογία ακόμα κι' δταν ή άντίστοιχη τάξη ή μερίδα δεν είναι πιά κυρίαρχη. Σ' αύτή τήν περίπτωση δέν είναι φαινόμενο μιας άπλής «έπιβίωσης» άλλά υφίσταται όλόκληρη σειρά τροποποιήσεων όσο καΐ άλλαγών οττή συγκεκριμένη πολιτική της λειτουργία: δμως αύτές δέν μπορούν νά άποκρυπτογραφηθοϋν παρά μόνο αν ξεκόψουμε μέ τήν ίστορικιστική προβληματική τής ιδεολογίας. Τυπικό παράδειγμα αυτής τής τελευταίας περίπτωσης εχουμε στή Μεγάλη Βρεταννία, δπου ή μετατόπιση τής πολιτικής κυριαρχίας άπ' τήν αριστοκρατία στήν άστική τάξη χαρακτηρίστηκε άπ' τή διατήρηση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας — τροποποιημένης — άριστοκρατικής ύφής. Γιά τήν λουκατσιανή προβληματική, ή μετατροπή αύτή θά παρέμενε μυστηριώδης, στο βαθμό πού θά ανήγαγε, χωρίς άλλο, αύτή τή διατήρηση, σάν συνέχιση τής πολιτικής κυριαρχίας, τής φεουδαρχικής τάξης^®. Μέ δυο λόγια, αύτή ή προβληματική δέν μπορεί νά άποκαταστήσει μιά πλήρη σχέση άνάμεσα στή σειρά τών έρωτημάτων πού εχω επισημάνει και πού θέτει τή σχέση τής κυρίαρχης ιδεολογίας και τής πολιτικά κυρίαρχης τάξης. Β. —^Μπορεί, έξ άλλου, νά όδηγήσει σέ λάθη σχετικά μέ τίς σχέσεις τής κυρίαρχης ιδεολογίας καΐ τών κυριαρχούμενων τάξεων: πράγματι, αύτό τό δείχνει μιά άπ' τις ιδιαίτερες θέσεις του Γκράμσι, στήν όποία προβαίνει σέ μιά απαράδεκτη έπέκταση τής έννοιας τής ήγεμονίας στή στρατηγική τής έργατικής τάξης. "Αν και αύτή ή θέση είναι φαινομενικά άντίθετη μέ τά συγκεκριμένα αποτελέσματα αύτής τής προβληματικής, προέρχεται ώστόσο από τΙς ϊδιες θεωρητικές αρχές, 18. Γι' αύτό τό θέμα βλέπε τό άρθρο μου σημείωση 11.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
35
και εχει συμβάλει σέ μεγάλο βαθμό στή διαστρέβλωση του επιστημονικού περιεχομένου τής έννοιας της ήγεμονίας, στο μέτρο πού ή ήγεμονία δεν εκλαμβάνεται πιά σαν ενας τύπος ταξικής κυριαρχίας. Ό Γκράμσι κάνει εδώ μια θεωρητική τομή άνάμεσα στήν ηγεμονία και τήν κυριαρχία. Σύμφωνα με τον Γκράμσι, μιά τάξη μπορεί και πρέπει νά γίνει άρχουσα τάξη πρίν νά γίνει πολιτικά κυρίαρχη τάξη, μπορεί νά κατακτήσει τήν ήγεμονία πριν κατακτήσει τήν πολιτική εξουσία. Μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο, ή έννοια τής ήγεμονίας δείχνει άποτελεσματικά το γεγονός δτι μιά τάξη επιβάλλει σ' ενα σχηματισμό τή δική της κοσμοαντίληψη, κατακτά λοιπόν μ'αύτή τήν έννοια τή θέση τής κυρίαρχης ιδεολογίας, κι' αύτό πρίν τήν κατάκτηση τής πολιτικής εξουσίας. Θεωρητική άνάλυση πού ό Γκράμσι έφάρμοσε στό πλαίσιο τής στρατηγικής τής εργατικής τάξης, και ή όποία βρίσκεται σέ αντίθεση μέ τις λενινιστικές θέσεις. Ό Λένιν εχει επιμείνει επανειλημμένα στό γεγονός δτι, στήν περίπτωση τής συγκεκριμένης συγκυρίας τής μετάβασης άπ' τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, σέ αντίθεση μέ όρισμένες περιπτώσεις τής μετάβασης απ' τή φεουδαρχία στόν καπιταλισμό—π.χ. ή περίπτωση τής αστικής τάξης στή Γαλλία—, ή έργατική τάξη δέν μπορεί νά κατακτήση τή θέση τής κυρίαρχης ιδεολογίας πριν κατακτήσει τήν πολιτική έξουσία. Ή άνάλυση αύτή του Λένιν στηρίζει τήν επιχειρηματολογία του γιά τήν άναγκαιότητα οργάνωσης τής εργατικής τάξης στό κόμμα της. Επομένως, μ' αύτήν τήν έννοια, ή θέση του Γκράμσι εϊναι φαινομενικά αντίθετη άπό τήν λουκατσιανή προβληματική, και αύτό, στό μέτρο πού υποστηρίζει μιά πιθανή διάσταση άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία — πού στόν Γκράμσι θά μπορούσε νά εϊναι ιδεολογία τής κυριαρχούμενης τάξης — και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη. 'Απορρέει ώστόσο άπό τίς ϊδιες άρχές: τό πρόβλημα τής πολιτικής όργάνωσης μιας τάξης άνάγεται στή διαδικασία συγκρότησης τής δικής της κοσμοαντίληψης, τήν όποία επιβάλλει στό σύνολο τής κοινωνίας. Μ' αύτή τήν έννοια πραγματικά, μία κοινωνική τάξη, δέν μπορεί νά γίνη πολιτικά κυρίαρχη και δέν μπορεί άκόμα νά άποκτήση δική της πολιτική οργάνωση, εάν ή ιδεολογία της δέν
36
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
είναι ή κυρίαρχη Ιδεολογία, και αυτό γιατί ή Ιδεολογική της όργάνωση συμπίπτει μέ τήν ταυτόχρονη έκδήλωσή της ώς τάξης - ύποκείμενο τής κοινωνίας και τής ιστορίας. 'Αναγνωρίζουμε έδώ τις άναλύσεις του Λούκατς γιά τήν ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, πού βασίζεται απόλυτα πάνω στο γενικό θέμα «τής ανερχόμενης τάξης», φορέα του νοήματος τής Ιστορίας. Μ' αυτό τόν εμμεσο τρόπο μπορούμε νά δούμε στή θέση τοϋ Γκράμσι, τή λογική συνέπεια τής λουκατσιανής θέσης. Ή διάσταση, πού εισάγει ό Γκράμσι,άνάμεσα στήν Ιδεολογικά κυρίαρχη τάξη — τό ήγεμονικό προλεταριάτο — και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη — τήν άστική —, μέ δυό λόγια, ή ίστορικη διάσταση (πού παίρνει, στόν Γκράμσι, τήν μορφή μιδίς θεωρητικής διάστασης) άνάμεσα στήν ήγεμονία και τήν κυριαρχία, τοϋ χρησιμεύει απλώς σε φαινομενική άντίθεση μέ τή λουκατσιανή άντίληψη, γιά νά έξηγήση τά γεγονότα μέσα από μιά άκατάλληλη θεωρία. Αύτό έξηγεϊ, άλλωστε, γιατί ό Γκράμσι πίστευε πάντα δτι είχε βρει στό Λένιν, αυτή τήν έρμηνεία τής έννοιας τής ήγεμονίας: Ό Λένιν βέβαια εχει έπιμείνει στήν άναγκαιότητα αύτόνομης Ιδεολογικής όργάνωσης τής έργατικής τάξης, πού άλλωστε είναι μιά άπ' τις δψεις τής πολιτικής της όργάνωσης. Μ' αυτή τή βασική διαφορά, δτι οχι μόνο αύτή ή ιδεολογική όργάνωση δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ τήν κατάκτηση άπ' τό προλεταριάτο τής θέσης τής κυρίαρχης Ιδεολογίας πριν τήν κατάληψη τής έξουσίας, άλλά τήν άντιλαμβάνεται σάν ιδεολογική όργάνωση ένάντια στήν κυρίαρχη ιδεολογία: ή τελευταία, άκόμα και μετά τήν κατάληψη τής έξουσίας, συνεχίζει νά εϊναι γιά μεγάλο διάστημα ή άστική και μικροαστική ιδεολογία. Γ. —Τέλος, έάν ή ιδεολογία, σύμφωνα μέ τήν ίστορικιστική αναπαράσταση, νοείται σάν ταμπέλα άναγνωριστική, πού οι τάξεις - υποκείμενα φέρουν στήν πλάτη τους, οχι μόνο καθίσταται αδύνατη κάθε έξήγηση γιά τό πώς ένυπάρχουν ^^έσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία, στοιχεία προερχόμενα άπό ιδεολογίες άλλων τάξεων, και οχι αποκλειστικά στοιχεία τής πολιτικά κυρίαρχης τάξης, άλλά δέν είναι πιά δυνατό, νά θεμελιώσουμε πειστικά, τό γεγονός δτι ή ιδεολογία τής έργατικής
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
37
τάξης εϊναι διαρκώς εκτεθειμένη στήν έπιρροή τής κυρίαρχης ιδεολογίας, δπως και τής μικροαστικής ιδεολογίας. Μέ τέτοια δηλ. άντίληψη περι ιδεολογίας, μηδενίζεται ή ύπαρξη τοϋ κόσμου εξω άπό τά ιδεολογικά δρια κάθε τάξης, σάν ή Ιδεολογία να λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο μέσα σ' ενα κλειστό κύκλωμα. Είναι άδύνατο ετσι νά άναγνωρίσουμε τις έπιπτώσεις τής ιδεολογικής υποτέλειας τής έργατικής τάξης προς τήν κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτό όδηγει άμεσα στίς διάφορες μορφές του αυθορμητισμού και στις πραγματικές του συνέπειες: ή έργατική ιδεολογία, άπό τό γεγονός και μόνο δτι εϊναι ή Ιδεολογία τοϋ προλεταριάτου, τάξης παγκόσμιας, θεωρείται δτι αύτόματα περιέχει τά κλειδιά τής μαρξιστικής έπιστήμης. Γνωρίζουμε δμως πολύ καλά, άπό πολλά κείμενα τών Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν, δτι ή «αύθόρμητη» Ιδεολογία τής έργατικής τάξης πέρασε στήν άρχή άπό τόν άναρχοσυνδικαλισμό, μετά άπό τόν συνδικαλισμό και τόν ρεφορμισμό: και αύτό δέν είναι παρά τό άποτέλεσμα. τής διαρκούς έπιβολής τής κυρίαρχης άστικής Ιδεολογίας και τής μικροαστικής ιδεολογίας πάνω στήν Ιδεολογία τής έργατικής τάξης. Γνωρίζουμε έπίσης δτι αύτή ή άντίληψη βρίσκεται στή βάση τής άποδοχής άπό τόν Λένιν τής περίφημης καουτσκικής θέσης, κατά τήν όποίαν, ή έπαναστατική ιδεολογία πρέπει νά εισαχθή στήν έργατική τάξη, άπ' εξω, ένω ταυτόχρονα παρατηρούμε στούς άριστεριστές εκπροσώπους τής ίστορικιστικής άντίληψης γύρω στά 1920, δπως ό Λούκατς, ό Κόρς κ.τλ. τήν θέση άπόρριψης τών διανοουμένων (άφού τό προλεταριάτο εϊναι μόνο του διανοούμενο) τήν παραγνώριση του ιδεολογικού ρόλου του Κόμματος (Ρ. Λούξεμπουργκ) κ.τλ. Έτσι έπαναστατική ιδεολογία τής έργατικής τάξης υπάρχει μόνον δταν βασίζεται στήν διαρκή κριτική τής αύθόρμητης ιδεολογίας της, διά μέσου τής μαρξιστικής έπιστήμης. Αύτή ή κριτική προϋποθέτει τήν ριζική διάκριση μεταξύ Ιδεολογίας και επιστήμης, διάκριση πού δέν μπορεί νά θεμελιωθεί μέσα σέ μιά ίστορικιστική άντίληψη.^® 19. Είναι άλήθεια ότι ό Γκράμσι καταπολέμησε πάντα τόν αύθορμητισμό, πράγμα πού μπορεί να έξηγηθεί άπό τις θεωρητικές τομές μέσα οτό ίδιο του τό έργο.
38
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
III. Ή μαρξιστική άντίληψη τ&ν ιδεολογιών Γιά να μπορέσουμε νά άποκαλύψουμε τήν ιδιαίτερη πολιτική λειτουργία των ιδεολογιών στήν περίπτωση μιας ήγεμονικής ταξικής κυριαρχίας, θά επρεπε να άποκαταστήσουμε μιά επιστημονική σχέση άνάμεσα στις τρεις σειρές έρωτημάτων πού θέσαμε όσον άφορα τή σχέση κυρίαρχης ιδεολογίαςπολιτικά κυρίαρχης τάξης. Γι' αυτό χρειάζεται νά επανέλθουμε στο θέμα του υπόβαθρου του ιδεολογικού στοιχείου. Ή Ιδεολογία συγκροτείται πράγματι, σ' ενα εΙδικό άντικείμενικο επίπεδο, σ' ενα σύνολο μέ σχετική συνοχή παραστάσεων, άξιων, δοξασιών: όπως οι «άνθίρωποι», οί παράγοντες μέσα σ' ενα σχηματισμό, συμμετέχουν σε μιά οικονομική και πολιτική δραστηριότητα,· συμμετέχουν επίσης σε θρησκευτικές, ήθικές, αισθητικές, φιλοσοφικές δράστηριότητες^®. Ή ιδεολογία σχετίζεται μέ τον κόσμο μέσα στον όποιο ζοϋν οί άνθρωποι, τις σχέσεις τους μέ τή φύση,μέ τήν κοινωνία, μέ. τούς άλλους άνθρώπους, μέ τήν ιδιαίτερή τους δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής καΐ πολιτικής τους δραστηριότητας . Το υπόβαθρο του ιδεολογικού στοιχείου έξαρτάται απ' το γεγονός οτι καθρεφτίζει τον τρόπο μέ τον όποιο, οί δρώντες παράγοντες ένός σχηματισμού, πού εϊναι και φορείς τών δομών τους, ζουν τΙς συνθήκες της υπαρξής τους, τή σχέση ζωής τών δρώντων παραγόντων μ' αυτές τις συνθήκες. Ή ιδεολογία είναι παρούσα σέ τέτοιο βαθμό μέσα σ' όλες τις δραστηριότητες τών δρώντων παραγόντων πού γίνεται αδιαχώριστη άπ' τή βιωμένη τους εμπειρία. Σ' αύτό τό πλαίσιο, οι ιδεολογίες αποκρυσταλλώνουν σέ έναν κόσμο σχετικά συγκροτημένο όχι απλώς καί μόνον πραγματικές σχέσεις, αλλά έπίσης καί φανταστικές σχέσεις, μια πραγματική δηλ. σχέση τών ανθρώπων μέ τΙς συνθήκες της υπαρξής τους, επενδυμένη σέ μιά σχέση φανταστική. Πράγμα πού σημαίνει οτι οί ιδεολογίες αναφέρονται, σέ τελευταία άνάλυση, στο άνθρώπινο βίωμα, χωρίς νά περιορίζονται ώστόσο σέ μιά προβληματική ύποκειμένου20. Γι* αυτό τό θέμα βλέπε, Althusser, «Marxisme et humanisme» στο Pour Marx.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
39
συνείδησης. Αυτό το φανταστικό κοινωνικό στοιχείο μέ πραγματική πρακτικοκοινωνική λειτουργία, δέν μπορεί κατά κανέναν τρόπο νά έξαντληθει άπό την προβληματική τής άλλοτρίωσης, ή από τήν προβληματική της ψεύτικης συνείδησης. Έπεται δηλ. άπό τή μιά μεριά ότι ή ιδεολογία, πού άπό τή φύση της μπλέκεται στή λειτουργία αύτου του φανταστικού κοινωνικού στοιχείου, εϊναι αναγκαστικά παραποιημένη. Ό κοινωνικός της ρόλος δέν εϊναι νά προσφέρει στούς δρώντες παράγοντες μια πραγματική γνώση της κοινωνικής δομής άλλά άπλούστατα νά τούς έντάξει κατά κάποιον τρόπον μέσα στις πρακτικές δράστηριότητές τους πού στηρίζουν αύτή τή δομή. 'Ακριβώς λόγω του προσδιορισμού του άπ' τή δομή της, τό κοινωνικό σύνολο παραμένει στό επίπεδο του βιώματος αδιαφανές για τούς δρώντες παράγοντες και ή αδιαφάνεια αύτή ύπερπροσδιορίζεται στις κοινωνίες πού διαιρούνται σέ τάξεις, απ' τήν ταξική εκμετάλλευση και τις μορφές πού παίρνει αύτή ή εκμετάλλευση γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι ή ιδεολογία, ακόμα κι' αν περιλαμβάνει στοιχεία γνώσης, έκφράζει άναγκαστικά μιά καταλληλότητα - ακαταλληλότητα σέ σχέση μέ τό πραγματικό, αύτό πού ό Μάρξ εννοεί μέ τόν όρο «άντιστροφή». Ά π ' τήν άλλη αύτό σημαίνει δτι ή ιδεολογία δέν εϊναι όρατή στούς δρώντες παράγοντες, μέσα στήν έσώτερή της διάταξη: οτύως κάθε επίπεδο της κοινωνικής πραγματικότητας, ετσι και ή ιδεολογία έχει τή δική της δομή, πού παραμένει αδιαφανής στούς δρώντες παράγοντες μέσα στις βιωμένες σχέσεις τους. Αύτό μας φέρνει στό πρόβλημα της ϊδιας της ένότητας του ιδεολογικού στοιχείου, δηλαδή της δομής τον καΐ της σχέσης του μέ τήν κυρίαρχη τάξη. Ή ενότητα αύτή του ιδεολογικού στοιχείου δέν προέρχεται καθόλου άπό κάτι πού θά ήταν γενετικά συσχετισμένο μέ μιά τάξη - υποκείμενο και τήν ταξική της συνείδηση. Αύτή ανήκει άρχικά, στή σχέση της ιδεολογίας μέ ανθρώπινα βιώματα μέσα σ' ένα σχηματισμό καΐ τή φανταστική της έπένδυση. Ό .ρόλος της ιδεολογίας, σέ αντίθεση μέ τήν έπιστήμη, εϊναι άκριβώς νά αποκρύπτει τις πραγματικές άντιθέσεις, νά ανασυγκροτήσει, σ' ενα φανταστικό έπίπεδο
40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ενα σχετικά συγκροτημένο λόγο πού χαρίζει δναν όρίζοντα^ στά «βιώματα» των δρώντων παραγόντων, πλάθοντας τις παραστάσεις τους μέ υλικό τΙς πραγματικές σχέσεις και ένσωματώνοντάς τις στήν ένότητα τών σχέσεων ένός σχηματισμού. 'Αναμφισβήτητα έδώ βρίσκεται τό βαθύτερο νόημα τής διφορούμενης μεταφοράς του «τσιμέντου» πού χρη<τιμοποιεΐ ό Γκράμσι γιά νά όρίσει τον κοινωνικό ρόλο τής Ιδεολογίας. Ή ιδεολογία, κινούμενη σέ δλες τΙς κλίμακες τοϋ κοινωνικού οικοδομήματος, δχει αύτή τήν ιδιαίτερη λειτουργία συνοχής άποκαθιστώντας στο έπίπεδο τής ζωής των δρώντων παραγόντων, σχέσεις προφανείς - ψευδείς, πού έπιτρέπουν τήν έκπλήρωση τών πρακτικών δραστηριοτήτων τους — διαίρεση τής εργασίας κ.λπ.— μέσ' τήν ένότητα ένός σχηματισμού. Έτσι, αύτή ή Ιδιαίτερη συγκρότηση του ιδεολογικού στοιχείου δεν §χει καμιά σχέση μέ τή συγκρότηση τής έπιστήμης, λόγω άκριβώς τών διαφορετικών κοινωνικών λειτουργιών τους. Ή Ιδεολογία, σέ άντίθεση μέ τήν έπιστημονική έννοια τού συστήματος, δέν άντέχει στούς κόλπους της τήν άντίφαση, προσπαθεί νά τήν έπιλύσει προφασιζόμενη δλλειψη άντίφασης^^. Μ' αύτό θέλουμε νά πούμε δτι ή δομή τού Ιδεολογικού λόγου και ή δομή τού έπιστημονικού λόγου είναι βασικά διαφορετικές. Μ' αυτό το νόημα, δν έγκαταλείψουμε τήν αντίληψη τής Ιδεολογίας σάν εννοιολογικό σύστημα — στο κυριολεκτικό νόημα αύτών τών δύο δρω ν —, αύτή περιλαμβάνει αύτό πού τό όρίζουν συχνά σάν ή «κουλτούρα» ένός σχηματισμού: υπό τόν δρο, έννοειται νά μήν πέσουμε στό σφάλμα τού έθνολογικού κουλτουραλισμού πού εννοεί, γενικά, μ' αύτόν τόν δρο, εναν «κοινωνικό σχηματισμό» στό σύνολό του^^. Έτσι ή Ιδεολογία περιέχει, δπως σωστά τό εχει δει ό Γκράμσι, οχι άπλώς διάσπαρτα στοιχεία γνώσης νοημάτων, κ.λπ. άλλά έπίσης τήν διαδικασία παραγωγής συμβόλων, τή μυθική μετατόπιση. 21. Βλέπε σ' αύτή τήν κατεύθυνση Macherey « Ό Λένιν κριτικός τοϋ Τολστόι», στό Pour une theo rie de la production littéraire, 1966. 22. Βλέπε σ* αύτή τήν κατεύθυνση, R. Establet στή Démocratie nouvelle, 'Ιούνιος 1966.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
41
τό «γοϋστο», τό «στύλ», τή «μόδα», μέ δυο λόγια τον «τρόπο ζωίίς» γενικά. Πρέπει ώστόσο νά σημειώσουμε τά δρια αύτής τής διφορούμενης μεταφορας τοϋ «τσιμέντου». Πραγματικά, αύτήν δεν πρέπει καθόλου νά τήν έφαρμόζουμε στούς δρώντες παράγοντες ένός σχηματισμού, στούς φορείς δομών, σάν νά είναι ή άπαρχή τους και τό κεντρικό ύποκείμενό τους, ουτε στούς άνθρώπους μέσα στά «βιώματά» τους σάν παραγωγών της ένότητας τής ιδεολογίας. 'Ακόμα είναι άλήθεια δτι ή ϊδια ή συγκρότηση —ή ένότητα— του Ιδεολογικού λόγου, πού περιλαμβάνεται άναγκαστικά μέσα στό φανταστικό πλαίσιο τών «βιωμάτων» τών δρώντων παραγόντων, και έπι πλέον μέσα στή λειτουργία άπόκρυψης τών πραγματικών μέ έπιστημονική διερεύνηση, άντιθέσεων, δέν αίρει, άλλά προϋποθέτει τήν άπομάκρυνση τοϋ ύποκειμένου στό έπίπεδο τών υποστηριγμάτων τών δομών. Οί προηγούμενες παρατηρήσεις, αν και άπόδειξαν τήν άνάγκη τής συνοχής τοϋ ιδεολογικοϋ λόγου σέ σχέση μέ τόν κοινωνικό του ρόλο, δέν καθόρισαν ώστόσο τις άρχές αύτής τής συνοχής, ή τις άρχές τής κρυμμένης δομής τής κυρίαρχης ιδεολογίας. Ή Ιδεολογία, λοιπόν, σάν ειδική βαθμίδα ένός τρόπου παραγωγής και ένός κοινωνικού σχηματισμού, συγκροτείται μέσα σέ δρια πού τοποθετούνται άπ' αύτόν τόν τρόπο παραγωγής και άπ' αύτό τόν σχηματισμό, μέ τήν έννοια δτι αυτή προσφέρει μιά φανταστική συνοχή στή ν ένότητα πού διέπει τις πραγματικές αντιφάσεις τοϋ συνόλου ένός σχηματισμού. Ή δομή τοϋ Ιδεολογικού στοιχείου έξαρτάται άπ* τό δτι άντανακλά τήν ένότητα ένός κοινωνικού σχηματισμού. "Απ αύτή τήν άποψη, ό ειδικός και πραγματικός ένωτικός ρόλος της δέν είναι ή άνασύνθεση τής ένότητας ένός σχηματισμού — δπως νομίζει ή ίστορικιστική άντίληψη —, άλλά ή άντανάκλαση αύτής τής ένότητας μέ τήν άνασύνθεση της πάνω σ' ένα φανταστικό έπίπεδο. Έτσι, ή κυρίαρχη ιδεολογία ένός κοινωνικού σχηματισμού περιλαμβάνει άσφαλώς τήν «όλότητα» αύτού τοϋ σχηματισμού, οχι μέ τήν έννοια δτι αύτή ή ιδεολογία θά άποτελούσε τήν «ταξική συνείδηση» ένός ίστορικο - κοινωνικού ύποκειμένου, άλλά μέ τήν έννοια δτι
42
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
άντανακλα, μέ τις δικές της μορφές της άντιατροψης και της απόκρυψης την σννάθρωση των βαθμίδων πού όρίζουν τήν ένότητα αύτοϋ του σχηματισμού. "Οπως συμβαίνει και μέ κάθε άλλη βαθμίδα, ό χώρος τού ιδεολογικού στοιχείου σταθεροποιείται, στά όριά του, απ' τήν ολική δομή ένός τρόπου παραγωγής και ενός κοινωνικού σχηματισμού. Μπορούμε ετσι νά καθορίσουμε έπακριβώς το νόημα τής σχέσης, στις ταξικά διηρημένες κοινωνίες, άνάμεσα στήν κυρίαρχη ιδεολογία και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη. Ό πρωταρχικός ρόλος τής ιδεολογίας, μέσα σ' αυτές τίς κοινωνίες, είναι έπικαθορισμένος, άπό τις ταξικές σχέσεις μέσα στις όποιες οι δομές τοποθετούν τούς δρώντες παράγοντες. Ή άντιστοιχία τής κυρίαρχης Ιδεολογίας και τής πολιτικά κυρίαρχης τάξης δέν όφείλεται καθόλου, δπως άκόμα καΐ ή ιδιαίτερη έσώτερη συνοχή αυτής τής ιδεολογίας, σέ μιά όποιαδήποτε ίστορικο - γενετική σχέση. Ή άντιστοιχία όφείλεται στο γεγονός δτι ή συγκρότηση τού ιδεολογικού στοιχείου — τής μιδς ή τής άλλης Ιδεολογίας — σάν περιοχικής βαθμίδας συντελείται μέσα στήν ένότητα τής δομής, πού 'έχει σάν αποτέλεσμα, στο χώρο τής ταξικής πάλης, τήν μιά ή τήν άλλη ταξική κυριαρχία, τήν κυριαρχία τής Α ή Β τάξης. Μ' αυτό άκριβώς τό νόημα ή ιδεολογία, μέσα σ' ëva κοινωνικό σχηματισμό, κυριαρχείται άπ' τό σύνολο των παραστάσεων, των αξιών, τών έννοιών, τών δοξασιών, κ.λ.π. μέσο τών όποίων διαιωνίζεται ή ταξική κυριαρχία' ή ιδεολογία κυριαρχείται λοιπόν απ' αύτό πού μπορούμε νά τό ορίσουμε σαν τήν: ιδεολογία τής κυρίαρχης τάξης. Μ' αυτή τήν έννοια μπορούμε άσφαλώς νά αντιληφθούμε, δτι ή δομή — ή ένότητα — τής κυρίαρχης Ιδεολογίας δέν μπορεί νά γίνει αντιληπτή απ' τις σχέσεις της μέ μιά ταξική συνείδηση - κοσμοαντίληψη αφηρημένα, άλλά απ τήν ενότητα του πεδίου δπου διαδραματίζεται ή ταξική πάλη, δηλαδή άπ' τή συγκεκριμένη σχέση πού έχουν οί διάφορες τάξεις και πού μέσα στήν πάλη τους, στο εσωτερικό τής σχέσης αυτής, λειτουργεί ή ταξική κυριαρχία. Έτσι μπορούμε νά καταλάβουμε
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
43
γιατί, αν εϊναι αληθινό δτι οι κυριαρχούμενες τάξεις ζουν άναγκαστικά τις σχέσεις τους μέ τούς δρους ϋπαρξής τους μέσα στό λόγο της κυρίαρχης ιδεολογίας, δεν εϊναι λιγότερο άληθινό άπ' την άλλη πλευρά ότι αύτός ό λόγος έκφράζει συχνά στοιχεία πού εϊναι δανεισμένα άπό άλλους τρόπους ζωής, διάφορους από της κυρίαρχης τάξης. Ό Λένιν τό σημειώνει σαφέστατα: «Κάθε έθνική κουλτούρα περιέχει στοίχεϊα, άκόμα μή άνεπτυγμένα, μιας δημοκρατικής καί σοσιαλιστικής κουλτούρας. 'Αλλά μέσα σε κάθε έθνος, υφίσταται έπίσης μιά αστική κουλτούρα..., οχι μόνο σε κατάσταση «στοιχείων», άλλά μέ τή μορφή τής κυρίαρχης κουλτούρας^®. "Αλλωστε ή κυρίαρχη ιδεολογία οχι μόνο περιέχει, σέ κατάσταση «στοιχείων» ένσωματωμένων στή δομή της, χαρακτηριστικά πού προέρχονται άπό διαφορετικές άπ' τής κυρίαρχης τάξης ιδεολογίες, άλλά μπορούμε έπίσης νά βροϋμε σ' εναν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό γνήσια Ιδεολογικά υποσύνολα, πού λειτουργούν ένωτικά μέ μιά σχετική αύτονομία απέναντι στήν κυρίαρχη ιδεολογία: π.χ. φεουδαρχικό, μικροαστικό ύποσύνολο, κ.λπ. Αύτά κυριαρχούνται άπ' τίς ιδεολογίες των άντίστοίχων τάξεων — φεουδαρχική, μικροαστική—, στό βαθμό δμως πού αυτές οί ιδεολογίες πού κυριαρχούν στά ιδεολογικά ύποσύνολα είναι οί Ιδιες κυριαρχούμενες άπ' τήν κυρίαρχη ιδεολογία, θά δούμε πιό κάτω μέ ποια μορφή. Αύτά τά ιδεολογικά ύποσύνολα περιέχουν, άλλωστε κι αύτά, έπίσης στοιχεία πού προέρχονται από άλλες ιδεολογίες εξω άπ' αύτές πού τις ελέγχουν, ή άπ' τήν κυρίαρχη ιδεολογία ενός σχηματισμού: εϊναι χαρακτηριστική ή περίπτωση των σταθερών σοοέσεων άνάμεσα στή μικροαστική καί τήν έργατική ιδεολογία. IV. Ή αστική πολιτική Ιδεολογία και ή πάλη των τάξεων ΠρΙν προχωρήσουμε στήν έξέταση των πολιτικών ιδεολογιών στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς, πρέπει νά 23. Notes Critiques sur la question nationale, Oeuvres, T. 20, σελ. 16-17.
44
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
σημειώσουμε άκόμα, ενα σημαντικό γεγονός. Ή Ιδεολογία αύτη καθαυτή εϊναι σχετικά διηρημένη σε διάφορους χώρους, πού π.χ. μπορούμε νά τούς χαρακτηρίσουμε σάν ηθική, νομική και πολιτική, θρησκευτική, οικονομική, φιλοσοφική, αίσθητική κ.λπ. ΐδεολογία. Χωρίς νά έμβαθύνουμε περισσότερο σ* αύτό τό πρόβλημα, χρειάζεται ώστόσο νά παρατηρήσουμε δτι μπορούμε, γενικά, νά ξεχωρίσουμε μέσα στήν κυρίαρχη Ιδεολογία ένός κοινωνικού σχηματισμού, την κυριαρχία ενός χώρου της Ιδεολογίας πάνω στους άλλους χώρους.^Υί κυριαρχία αύτή είναι πολυσύνθετη και έκδηλώνεται στο γεγονός δτϊ οί άλλοι χώροι τής Ιδεολογίας λειτουργούν δανείζοντας στον κυρίαρχο χώρο τις εννοιες και τίς παραστάσεις τους, ή άκόμα δτι τά πρώτα βήματα τής έπιστήμης συγκροτούνται άπό δάνεια αυτού τού είδους. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ίνας Ιδεολογικός χώρος κυριαρχεί πάνω στούς άλλους μέσα στά πλαίσια τής κυρίαρχης ιδεολογίας. Ή ϊδια συνοχή τής κυρίαρχης ιδεολογίας πού, άπ' αυτήν τήν ύποψη, εϊναι έγγυημένη άπ' τήν κυριαρχία ένός ιδεολογικού χώρου πάνω στούς άλλους, προέρχεται άπ' τό δτι άντανακλα, με τήν άναστροφή καΐ τήν άπόκρυψη πού χαρακτηρίζουν τό Ιδεολογικό στοιχείο, τήν ένότητα τής δομής, δηλαδή τόν δείκτη κυριαρχίας της και έπικαθορισμού. Θ à μπορούσαμε νά πουμε κατά κάποιο τρόπο δτι 6 ρόλος τής Ιδεολογίας συνίσταται εδώ, δχι άπλώς στο νά κρύβει το πάντα καθοριστικά οίκονομικο επίπεδο, αλλά νά κρύβει τό επίπεδο πού εχει τον κυρίαρχο ρόλο, και κυρίως το ίδιο το γεγονός τής κυριαρχίας της. Ό κυρίαρχος χώρος τής ιδεολογίας εϊναι ακριβώς αυτός πού εκπληρώνει καλύτερα, γιά πολλούς λόγους, αύτήν τήν ιδιαίτερη λειτουργία κάλυψης. Δίνω μερικά σύντομα παραδείγματα: στον φεουδαρχικό σχηματισμό, ό κυρίαρχος ρόλος άνήκει συχνά στο πολιτικό στοιχείο. "Ομως παρατηρούμε δτι ό κυρίαρχος χώρος τού ιδεολογικού στοιχείου δεν εϊναι ή νομικο - πολιτική ιδεολογία, άλλα ή θρησκευτική Ιδεολογία. Άκόμα περισσότερο: ό Μάρξ ύπογραμμίζει, δτι ό κυρίαρχος ρόλος συχνά κατέχεται
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
45
απ' τό ϊδιο τό Ιδεολόγικο έπίπεδο. 'Αναμφισβήτητα μποροϋμε νά δείξουμε δτι ή θρησκευτική Ιδεολογία είναι άκριβώς ό χώρος τής Ιδεολογίας πού έπιτρέπει καλύτερα, χάρις στήν ιδιαίτερη δομή του, νά καλύπτει τον κυρίαρχο ρόλο τοϋ ιδεολογικού στοιχείου, δηλαδή τήν άμεση ταξική λειτουργία του. Ή ιδιαίτερα «μυθική» «σκοταδιστική» καί «άπατηλή» λειτουργία πού πήρε ή θρησκευτική ιδεολογία του μεσαιωνικού καθολικισμού όφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός δτι κατείχε συχνά τον κυρίαρχο ρόλο καί δτι επρεπε νά κρύβει τότε άπ' τον ϊδιο τον έαυτό της τον άληθινό ρόλο της. Στον Κ.Τ.Π. καί σ' εναν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, δπου τό οικονομικό στοιχείο κατέχει γενικά τόν κυρίαρχο ρόλο, διαπιστώνουμε τήν κυριαρχία μέσα στό ιδεολογικό στοιχείο του νομικο - πολιτικού χώρου: ώστόσο πιό συγκεκριμένα, στό στάδιο τού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, στό όποιο ό κυρίαρχος ρόλος άνήκίει στό πολιτικό στοιχείο, ή οικονομική Ιδεολογία — πού ό «τεχνοκρατισμός» είναι μιά άπ' τις Οψεις του — είναι αύτή πού τείνει νά γίνει ό κυρίαρχος χώρος τής κυρίαρχης Ιδεολογίας. Λίέ <5υό λόγια, δλα συμβαίνουν σαν εάν ή κυρίαρχη Ιδεολογία συγκεντρώνονταν πάντα άλλου άπο εκεί δπου επρεπε να ψάχνουμε την πραγματική γνώση, σαν νά εκπλήρωνε το ρόλο απόκρυψης της, άλλάζοντας, τό χώρο της, δηλαδή παραμορφώνοντας το αντικείμενο τής επιστήμης. Πριν άναρωτηθούμε γιά τούς λόγους γιά τούς οποίους ή νομικο - πολιτική ιδεολογία έκπληρώνει καλύτερα τόν ρόλο άπόκρυψης τού κυρίαρχου ρόλου τού οίκονομικού στοιχείου, στόν τρόπο παραγωγής και τόν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, πρέπει νά παραθέσουμε μερικά παραδείγματα πού κάνουν σαφή τήν κυριαρχία αυτού τού χώρου. Κυριαρχία άμεση κατά πρώτο λόγο: ή κυρίαρχη μορφή μέ τήν όποία ή άστική τάξη εζησε στήν άρχή τΙς άνηρρήσεις της ένάντια στή φεουδαρχική τάξη πραγμάτων, κάτω άπ τήν όποία στή συνέχεια δζησε τούς δρους ΰπαρξής της καί πού διαπότισε τό σύνολο τών κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών είναι ό νομικο - πολιτικός λόγος. Ελευθερία, Ισότητα, δικαιώματα, καθήκοντα, βασιλεία τού νόμου, κράτος δικαίου, έθνος, άτομα - πρόσωπα,
46
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
γενική θέληση, μέ δυο λόγια τα συνθήματα μέ τά όποια εμφανίστηκε και κυριάρχησε μέσα στήν ιστορία ή ταξική αστική έκμετάλλευση, ήταν άμεσα δανεισμένα, μέ το νομικο - πολιτικό νόημα αυτών τών έννοιών, διαμορφωμένα για πρώτη φορά απ' τούς νομομαθείς του κοινωνικού συμβολαίου στήν πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα μέσα στα ιταλικά πανεπιστήμια. Κανείς δέν μελέτησε καλύτερα απ' τόν Μάξ Βέμπερ αύτή τήν κυριαρχία του νομικο - πολιτικού χώρου μέσα στήν καπιταλιστική ιδεολογία, πού εχει εξ άλλου δείξει τή σχέση μέ τό σχηματισμό μιας κάστας «ειδικευμένων νομικών». Μπορούμε κυριολεκτικά νά ποϋμε δτι άν, [στή Δυτική Εύρώπη, ή κυρίαρχη ιδεολογία τής δουλοκτητικής τάξης ήταν μια ήθική και φιλοσοφική ιδεολογία και τής φεουδαρχικής τάξης ήταν θρησκευτική, ή ιδεολογία τής αστικής τάξης είναι ή νομικο - πολιτική: δέν εϊναι τυχαίο δτι αύτός ό ιδεολογικός χώρος είναι για τόν Μάρξ, τόν Ένγκελς και τόν Λένιν, ιδιαίτερα γιά τόν Μάρξ, στή Γερμανική Ιδεολογία, στήν ^Αθλιότητα τής φιλοσοφίας, στό Κομμουνιστικά Μανιφέστο, στή 18η τον Μπρνμαίρ, και στο Κεφάλαιο τό κέντρο αναφορας και τό εύνοούμενο αντικείμενο τής κριτικής τους. Ή κυριαρχία του νομικο - πολιτικού χώρου πάνω στούς άλλους έκδηλώνεται εξ δλλου, οχι μόνο μέ τή διάκριση της άπ' τή φιλοσοφική, ήθική και θρησκευτική ιδεολογία, άλλά επίσης μέ τήν παραχώρηση εννοιών πού δίνουν οι τελευταίες στήν πρώτη, εννοιες μέ τις όποιες διαλογίζονται, ή πού τις χρησιμοποιούν σάν σημείο άναφορας γιά νά αποκαταστήσουν τις ιδιαίτερα διι^ές τους. Ή φιλοσοφική ιδεολογία: άρκει νά ύπενθυμίσουμε τήν ιδιαίτερη θέση τής «φιλοσοφίας του δικαίου» καΐ τής «πολιτικής φιλοσοφίας» στούς Σπινόζα, Κάντ, Χέγκελ, κ.λπ., τή διαμόρφωση τών φιλοσοφικών εννοιών — π.χ. τής «φύσης» ή τής «ελευθερίας» — στούς Γάλλους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου και επίσης στούς Λόκ, Μίλλ, Μπένθαμ, κ.λπ. Ή θρησκευτική ιδεολογία, άρκει νά ύπενθυ24. Γι' αύτό το θέμα βλέπε, Μ. Villey, Cours d'histoire de la philosophie du droit, Cours de droit, Fasc. 3 καΐ 4.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
47
μίσουμε τις άναλύσεις του Βέμπερ πού άφορουν τή σύγκρουση της νομικο - πολιτικής ιδεολογίας για τον προτεσταντισμό, στις σχέσεις του μ' αύτό πού όρίζει σαν «λογική - έννομη νομιμότητα. Ή ήθική ιδεολογία: αρκεί να υπενθυμίσουμε την μεταβολή, πού έπιβλήθηκε άπό τή νομικο - πολιτική ιδεολογία, στίς εννοιες τοϋ «άτόμου» και του «προσώπου», του «δικαιώματος» και του «καθήκοντος» τής «άρετής» —&ς θυμηθούμε τον Μακιαβέλλι και τον Μοντεσκιέ—, τής «άγάπης», —άληθινου «συμβολαίου» εύγνωμοσύνης—: έξ άλλου έδώ δέν πρόκειται γιά μιά άπλή ύποταγή τής ήθικής στήν πολιτική, άλλά κυρίως γιά μιά συγκρότηση των ήθικών εννοιών πού παίρνει σάν σημείο αναφορας, συχνά αναφορά άντίθεαης, τήν πολιτική κ.λπ. Έπι πλέον: ή συγκρότηση τής επιστήμης διατυπώνεται συχνά μέ εννοιες πού προέρχονται απ' τήν νομικο πολιτική ιδεολογία, τέτοια προέλευση εχει ή σύγχρονη έννοια του «νόμου», πού βρίσκουμε στο Μοντεσκιέ, ή είναι έντονα επηρεασμένη απ' αύτήν: Κλασσική είναι ή περίπτωση τής οικονομικής επιστήμης, τής όποιας ό Μάρξ επικρίνει τον ίδιο τον προσδιορισμό της σαν «πολιτικής» οικονομίας. Τέλος, ό προτιμητέος χώρος, μέσα στον όποιο οι κυριαρχούμενες τάξεις ζουν «αύθόρμητα» τήν έξέγερσή τους ενάντια στήν αστική τάξη, εξουσιάζεται άπό τον νομικο - πολιτικό χώρο τής κυρίαρχης Ιδεολογίας: ή «κοινωνική δικαιοσύνη», ή ισότητα» κ.λ.π.2^
Αύτά τά Ιδιαιτέρως άπλά και πολύ σχηματικά παραδείγματα θέλουν άπλά νά δείξουν το πρόβλημα. 'Αντίθετα θά επιμείνουμε περισσότερο πάνω στούς λόγους τής κυριαρχίας του 25. Εϊναι γεγονός ότι αύτη ή κυριαρχία τοϋ νομικο - πολιτικού χώρου μέσα στήν κυρίαρχη αστική ιδεολογία παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα μέ τούς κοινωνικούς σχηματισμούς πού μελετάμε: αύτό έννοοΰσε ό Μάρξ όταν έλεγε: «οί Γερμανοί έχουν τή φιλοσοφική κορυφή, οί "Αγγλοι τήν οικονομική, οί Γάλλοι τήν πολιτική κορυφή Αύτή ή πα(5ατήρηση τοϋ Μαρξ δείχνει, σ' δ,τι μας άφορα έδώ, ότι αύτή ή κυριαρχία τοϋ νομικο πολιτικού χώρου τής ιδεολογίας δέν είναι παρά ενας γενικός κανόνας, και ôti μπορεί ν' αμφισβητηθεί σ' έναν καθορισμένο καπιταλιστικό σχηματισμό.
48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
νομικο - πολιτικοϋ χώρου τί|ς κυρίαρχης ιδεολογίας σέ άμεση σύνδεση με το πρόβλημα τής ιδιαίτερής του λειτουργίας στο πλαίσιο μιας ταξικής ήγεμονικής κυριαρχίας. Γίνεται σαφές ότι άν ή νομικο - πολιτική ιδεολογία είναι ό κυρίαρχος χώρος τής άστικής ιδεολογίας, αύτό συμβαίνει γιατί αύτή εϊναι σέ θέση νά έκπληρώσει καλύτερα τον Ιδιαίτερο ρόλο τής Ιδεολογίας μέσα στον Κ.Τ.Π. και σ' εναν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό: αύτό έξ άλλου βρίσκεται σέ στενή σχέση μέ τον ειδικό ρόλο τοϋ πραγματικοϋ νομικο - πολιτικοϋ έπιπέδου, στό Κράτος και στό δίκαιο. Ή Ιδεολογία «τσιμέντο» διοχετεύεται σέ όλες τις κλίμακες τοϋ κοινωνικοϋ οικοδομήματος, συμπεριλαμβανομένης σ* αυτό τής οικονομικής και πολιτικής πρακτικής. Σχετικά μέ τήν οικονομική πρακτική, είδαμε πιό πάνω 0τι ή ιδεολογία έκδηλώνεται, στόν Κ.Τ.Π. και σ' ε να ν καπιταλιστικό σχηματισμό, μ' αύτό τό έντελώς Ιδιαίτερο αποτέλεσμα πού εϊναι τό αποτέλεσμα απομόνωσης, πραγμα πού έκδηλώνεται άλλωστε μέσα στή σύγκρουση τοϋ νομικο - πολιτικού έπιπέδου πάνω στις κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις. Αύτό τό άποτέλεσμα άπομόνωσης, είναι στις διάφορες πλευρές του, ένας άπαραίτητος δρος ύπαρξης και λειτουργίας τοϋ Κ.Τ.Π. και τοϋ καπιταλιστικού σχηματισμού. Είναι τό ϊδιο τό νόημα τών άναλύσεων τοϋ Μάρξ, πού αφορούν τον καπιταλιστικό φετιχισμό, διαφορετικός απ τόν άπλό φετιχισμό τοϋ έμπορεύματος, μέσα στόν «καθαρό», Κ.Τ.Π. Τά φαινόμενα πού κατανοούμε μέ τόν όρο τοϋ φετιχισμού, όπως ή γενίκευση των ανταλλαγών, ό άνταγωνισμός, κ.λπ., προϋποθέτουν ακριβώς, σαν απαραίτητο όρο, αύτό τό Ιδιαίτερο αποτέλεσμα άπομόνωσης πού καταλήγει στήν ιδεολογία: αποτέλεσμα πού ό Μάρξ εννοεί μέ ενα περιγραφικό τρόπο σέ αντίθεση μ' αύτό πού προσδιορίζει σάν «φυσικούς δεσμούς» τών προ - καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, οτι αύτό τό άποτέλεσμα άπομόνωσης είναι, στόν καπιταλισμό, τό ιδιαίτερο προϊόν τής νομικοπολιτικής ιδεολογίας, πιό συγκεκριμένα τής νομικής ιδεολογίας. Σίγουρα μπορούμε να ποϋμε δτι, άν τό ίερό καΐ ή θρη-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
49
σκεία συνδέουν, ή νομικο - πολιτική ιδεολογία, σέ μιά πρώτη φάση, διαχωρίζει, λύει μέσα στο νόημα πού ό Μαρξ μας λέει δτι αύτη «ελευθερώνει» τούς δρώντες παράγοντες από «φυσικούς δεσμούς». Πρόκειται μεταξύ των άλλων για τή συγκρ0Γ τη ση των πολιτικών «ατόμων - προσώπων», των «υποκειμένων του δικαίου» «έλεύθερων» και «ϊσων» άνάμεσά τους, κ.λπ. πού καθιστούν ικανή τή λειτουργία των νομικο - πολιτικών δομών και επιτρέπουν τή σύμβαση έργασίας — άγορά και πώληση τής εργατικής δύναμης — τήν καπιταλιστική άτομική ιδιοκτησία, (ό ρόλος αύτής της ιδεολογίας, σαν όρος δυνατότητας τής νομικής σχέσης της ιδιοκτησίας, εΪναι Ιδιαίτερα σημαντικός) τήν γενίκευση τών άνταλλαγών, τον ανταγωνισμό, κ.λπ. Παράλληλα διαπιστώνουμε ότι αύτό τό αποτέλεσμα απομόνωσης στις διάφορες μορφές του μέσα στήν οικονομική πραγματικότητα και από τά αποτελέσματα άντιστροφής πού εχει πάνω στο ιδεολογικό στοιχείο είναι ή ϊδια ή βάση τής απόκρυψης στούς δρώντες παράγοντες τών πραγματικών δομών του οικονομικού στοιχείου, τής κυριαρχίας μέσα στόν Κ.Τ.Π. τών ταξικών δομών κ.λπ. Πρόκειται γιά τήν ούσία τών αναλύσεων του Μάρξ σχετικά μέ τό φετιχισμό, με τό ρόλο τοϋ ανταγωνισμού μέσα στίς ταξικές σχέσεις, τή σύγκρουση τής ιδεολογίας μέσα στήν κλασική «πολιτική» οικονομία, κ.λπ. 'Ωστόσο, εκεί βρίσκεται μιά απ' τις πλευρές τής λειτουργίας τής ιδεολογίας μέσα στόν καπιταλιστικό σχηματισμό: δσο εϊναι γεγονός ότι αυτή κρατάει επίσης τό ρόλο συνοχής και σύνδεσης πού ανήκει στήν Ιδεολογία γενικά, άλλο τόσο είναι γεγονός ότι αύτός ό ρόλος τής ιδεολογίας στο επίπεδο τών δρώντων παραγόντων εΪναι άκόμα εδώ Ιδιαίτερα σημαντικός. Ρώτο όφείλεται, κατά πρώτο λόγο, στήν ειδική αύτονομία πού κατέχουν οι βαθμίδες μέσα στόν Κ.Τ.Π. καί σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, πράγμα πού αντανακλάται σέ μιά ειδική αύτονομία τής οικονομικής, πολιτικής και Ιδεολογικής πρακτικής. Αύτή ή σπουδαιότητα προκύπτει έπίσης απ' τό αποτέλεσμα απομόνωσης του Ιδεολογικού στοιχείου, καΐ του ρόλου συνοχής πού του ανήκει λόγω αύτής τής απομόνωσης, πού εϊναι σέ μεγάλο βαθμό — γιατί τό νομικο - πολιτικό έπίà
50
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πεδο παίζει κι αυτό ενα ρόλο — δικό του αποτέλεσμα. Ό πολιτικός ρόλος της κυρίαρχης άστικής ιδεολογίας, στην όποία δεσπόζει ό νομικο - πολιτικός χώρος, συνίσταται στήν προσπάθειά της νά επιβάλλει, στό σύνολο της κοινωνίας, ενα «τρό,πο ζωής» μέσο τής όποίας τό Κράτος θά έμφανίζεται σαν έκπρόσωπος του «γενικού συμφέροντος» της κοινωνίας* σάν κάτοχος τών κλειδιών, του συνόλου, άπέναντι στά «άτομα ιδιώτες». Αύτά, πού εϊναι δημιούργημα τής κυρίαρχης ιδεολογίας, παρουσιάζονται σάν ένωμένα άπό μιά «ισότιμη» και «έλεύθερη» συμμετοχή στήν «έθνική» κοινότητα κάτω άπ' τήν αίγίδα τών κυρίαρχων τάξεων πού είναι προορισμένες νά ένσαρκώνουν τή «λαϊκή θέληση». Πραγματικά, ενα άπ' τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής κυρίαρχης άστικής ιδεολογίας συνίσταται στό δτι κρύβει μέ ενα έντελώς ειδικό τρόπο τήν ταξική έκμετάλλευση, στό βαθμό που κάθε ϊχνος ταξικής κυριαρχίας απουσιάζει συστηματικά απ τη γλώσσα της. Είναι άλήθεια δτι, άπ' τό ϊδιο της τό ύπόβαθρο, καμιά Ιδεολογία δεν έμφανίζεται σάν Ιδεολογία ταξικής κυριαρχίας. Έ ν τούτοις, στήν περίπτωση τών «προκαπιταλιστικών» ιδεολογιών, ή ταξική λειτουργία είναι πάντα παρούσα μέσα στις άρχές της και δικαιωμένη σ' αύτές σάν «φυσική» ή «άπαραβίαστη». Τυπική είναι ή περίπτωση τής θρησκευτικής φεουδαρχικής Ιδεολογίας, δπου ή «διαφορά» τών «άνθρώπων» παρουσιάζεται μέσα στή δομή της και δικαιωμένη σάν «άπαραβίαστη»^®. Επίσης μέσα στήν ήθική ή φιλοσοφική ιδεολογία τών δουλοκτητικών κοινωνικών σχηματισμών, δπου ή διαφορά δικαιώνεται σάν «φυσική». Μπορούμε νά πούμε άντίθετα δτι ή κυριαρχία του νομικο - πολιτικού χώρου στήν κυρίαρχη αστική ιδεολογία άντιστοιχει άκριβώς σ' αύτή τήν ιδιαίτερη άπόκροψη τής ταξικής κυριαρχίας. 'Ιδεολογικός 26. Πράγματι, ή συγκρότηση τών τάξεων σάν «Κράτη - κάστες» πρέπει νά συσχετισθεί ταυτόχρονα μέ τήν κυριαρχία του Ιδεολογικού στοιχείου και μέ τήν κυριαρχία, μέσα στήν Ιδεολογία, τοΰ χώρου ττ^ς θρησκευτικί^ς ιδεολογίας. Για το θέμα αύτό, δπως και γιά τό θέμα τής «άποϊεροποίησης» του πολιτικού στοιχείου στό «σύγχρονο Κράτος», βλέπε R. Balandier, Anthropologie politique, 1967, ο. 103 και έπόμ., 191 και έπόμ.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
51
χώρος πού είναι έντελώς προσαρμοσμένος για να έκπληρώσει αυτό το ρόλο, άν ύπολογίσουμε άλλωστε και τήν ανάλογη άπουσία της ταξικής κυριαρχίας μέσα στούς θεσμούς του καπιταλιστικού Κράτους και στο σύγχρονο δίκαιο. Ή έπιβολή αύτου του χώρου πάνω στούς άλλους χώρους του ιδεολογικού στοιχείου, και απ' τήν άλλη πλευρά ό πολιτικός ρόλος τής κυρίαρχης άστικής ιδεολογίας, συνίσταται ετσι, οχι μόνο στο ότι δικαιώνει τά άμεσα οικονομικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων, άλλά κυρίως στο ότι προϋποθέτει, συνθέτει ή επιβάλλει τήν έκφραση μιας «ισότητας» «άτόμων Ιδιωτών» «ταυτόσημων», «διεσπαρμένων» και «άπομονωμένων», ένωμένων μέσα στήν πολιτική καθολικότητα τοΰ Κράτους-Έθνους: έδώ βλέπουμε, π.χ. το πολιτικό περιεχόμενο των ιδεολογιών τής «κοινωνίας τών μαζών», τής «κοινωνίας τ^ς κατανάλωσης», κ.λπ. 'Ακριβώς μ' αύτή τήν ειδική άπόκρυψη τής ταξικής κυριαρχίας ή νομικο - πολιτική ιδεολογία έκπληρώνει τόν Ιδιαίτερο ρόλο συνοχής, ρόλος πού ανήκει στό Ιδεολογικό στοιχείο μέσα στόν Κ.Τ.Π. καΐ σ' ëva καπιταλιστικό σχηματισμό. Με δυό λόγια, δλα συμβαίνουν έδώ σάν έάν ό χώρος τής Ιδεολογίας πού είναι ό καλύτερα τοποθετημένος γιά να κρύβει τόν πραγματικό δείκτη καθορισμού και κυριαρχίας τής δομής είναι έπίσης ό καλύτερα τοποθετημένος γιά νά τσιμεντάρει τή συνοχή τών κοινωνικών σχέσεων, άνασυγκροτώντας τήν ένότητα πάνω σ' ενα φανταστικό πεδίο. Αύτή ή ειδική άπόκρυψη τής ταξικής κυριαρχίας, πού συνδέεται μέ τόν ιδιαίτερο ρόλο συνοχής πού ανήκει στήν άστική ιδεολογία, κάτω άπ' τήν κυριαρχία του νομικο - πολιτικού χώρου τής ιδεολογίας, άντανακλαται άκριβώς στή στενή σχέση τής ιδεολογίας και τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Πρόκειται έδώ γι' αύτό πού ό Γκράμσι όριζε σάν «ήθικοπολιτική» λειτουργία τοϋ Κράτους, και πού έπιβεβαιώνεται μέ τήν άνάληψη τών βαρών τής έκπαίδευσης, μέσα στήν όργάνωση άπ' τό καπιταλιστικό Κράτος τοΰ χώρου τής κουλτούρας γενικά. Ό Ιδιαίτερος ρόλος τοϋ κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους σέ σχέση μέ τήν ιδεολογία έμφανίζεται σάν ρόλος «όργάνωσης»' αύτός
52
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ό ρόλος οργάνωσης δεν είναι παρά το άποτέλεσμα της έπίτευξης του ιδιαίτερου ρόλου ενότητας πού άνήκει στο καπιταλιστικό Κράτος, μέσα στό χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας, χώρος διαμορφωμένος άπ' τόν ιδιαίτερο ρόλο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Έτσι τό ειδικό άποτέλεσμα αύτής της ιδεολογίας παραμένει σταθερά παρόν μέσα στην ϊδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού Κράτους. "Ας πάρουμε την περίπτωση της γραφειοκρατίας, του κρατικού μηχανισμού, χωρίς όμως νά μπούμε στό ιδιαίτερο πρόβλημα της γραφειοκρατίας πού θά μας απασχολήσει πιό κάτω. Στά εργα τής ώριμότητάς του, κυρίως στή 18η του Μπρυμαίρ, ό Μαρξ δείχνει τό ρόλο τής ιδεολογίας μέσα σιόν σύγχρονο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Ό τελευταίος παρουσιάζεται, οχι άμεσα σάν ενας μηχανισμός ταξικής κυριαρχίας, άλλά σάν ή «ένότητα», ή αρχή όργάνωσης και ένσάρκωσης του «γενικού συμφέροντος» τής κοινωνίας, πραγμα πού άλλωστε εχει βασικές επιπτώσεις στή συγκεκριμένη λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού: μόνιμη άπόκρυψη τής γνώσης στούς κόλπους αύτοϋ του μηχανισμού μέσο ιεραρχικών κανόνων και τυπικών αρμοδιοτήτων, πραγμα, πού καθιστά αναγκαία τήν προβολή τής άστικής νομικο - πολιτικής ιδεολογίας. Ή «τυπική λογική» του γραφειοκρατικού μηχανισμού είναι δυνατή στό βαθμό πού ή ταξική πολιτική κυριαρχία απουσιάζει άπ' αύτόν και αναπληρώνεται απ τήν ιδεολογία τής όργάνωσης^"^. Αύτός ό ρόλος τής ιδεολογίας παρουσιάζεται επίσης μέσα στή συγκεκριμένη λειτουργία αύτου του ιδιαίτερου χώρου του καπιταλιστικού Κράτους, πού είναι ή πολιτική σκηνή, ό όποιος είναι ό τόπος τής πολιτικής εκπροσώπησης του Κράτους, και πού ό Μάρξ, ό Ένγκελς και ό Λένιν συχνά τόν άναφέρουν σάν σύγχρονο άντιπροσωπευτικό Κράτος: παρουσίαση του Κοινοβουλίου σάν «άντιπρόπωπου» τής λαϊκής θέ27. Μέσα σ' αυτό τό νόημα μπορούμε να κατανοήσουμε τΙς σχέσεις, πού τοποθετεί ό Βέμπερ, άνάμεσα στή γραφειοκρατική «όρθολογικότητα» καΐ τόν «όρθολογικο έννομο » τύπο έξουσίας, πού βασίζεται στό «γενικά -συμφέρον» τοϋ έθνους.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
53
λησης, των κομμάτων σαν «εκφραστών» της κοινής γνώμης, κ.λπ. Ή παρέμβαση της ιδεολογίας μέσα στη λειτουργία του Κράτους γίνεται γιά νά τοποθετήσει στούς ταξικούς παράγοντες-φορείς ενα ένδυμα άντιπροσώπευσης, μέσο του όποίου θα μπορούν νά ενσωματώνονται στούς θεσμούς του λαϊκού ταξικού - Κράτους, και με την κάλυψή του θά μπορούν νά κρύβουν τά άναπόφευκτα χάσματα, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού Κράτους, άνάμεσα στό ρόλο αυτών των παραγόντων - φορέων και των τάξεων πού εκπροσωπούν. Ό ρόλος αύτός της ιδεολογίας ενισχύεται απ' τις αναλύσεις του ώριμου Μάρξ πού αφορούν τις σχέσεις κομμάτων και τάξεων, ή άκόμα τις σχέσεις του Κράτους και των τάξεων εκείνων πού έχουν μια ιδιαίτερη λειτουργία στό κεφαλαιοκρατικό Κράτος καΐ πού είναι οί «τάξεις-στηρίγματα» — διακρινόμενες άπ' τις κυρίαρχες τάξεις: ό ρόλος της ιδεολογίας στό φετιχισμό της εξουσίας των μικροαστών, τών μικρό - άγροτών, κ.λπ. Οί άστικές νομικο - πολιτικές ιδεολογίες κρύβουν τό ταξικό, πολιτικό τους περιεχόμενο μ' εναν ιδιαίτερο τρόπο. Αύτό οδηγεί σ' ενα εντελώς άξιοπρόσεχτο χαρακτηριστικό: αυτή ή άπόκρυψη συντελείται απ'τό γεγονός δτι αύτές οί ιδεολογίες έμφανίζονται καθαρά σάν επιστήμη. 'Αντίθετα απ' τις έπιφανειακές άναλύσεις σ' αύτό τό θέμα, μπορούμε νά δούμε δτι στήν πραγματικότητα τό θέμα του «τέλους τών ιδεολογιών» — σύγχρονη έκφραση — αποτελεί τό θεωρητικό έδαφος, για κάθε παρόμοια ιδεολογία. Αύτό είναι φανερό στή σύσταση τών πολιτικών κατηγοριών της κοινής γνώμης καΐ της συναίνεσης: αύτές οι δύο κατηγορίες συσχετίζονται μέ τόν ιδιαίτερο τρόπο άποδοχής αύτών τών ιδεολογιών απ' τΙς κυριαρχούμενες τάξεις: Πράγματι, ό ειδικός χαρακτήρας αύτών τών ιδεολογιών δεν συνίσταται καθόλου, δπως πίστευε ό Γκράμσι, στήν πρόκληση μιας περισσότερο ή λιγότερο ενεργού «συγκατάθεσης» τών κυριαρχούμενων τάξεων άπέναντι στήν πολιτική κυριαρχία: αύτό αποτελεί τό γενικό χαρακτηριστικό κάθε κυρίαρχης ιδεολογίας. Αύτό πού ξεχωρίζει τις ιδεολογίες πού αναφέρουμε είναι δτι δεν τείνουν νά γίνονται δεκτές απ' τις κυριαρχούμενες τάξεις σύμφωνα μέ τόν τρόπο συμμετοχής σέ
54
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κάτι το ιερό: αύτές εμφανίζονται σαφώς, και γίνονται δεκτές, σάν έπιστημονικές τεχνικές. Πράγματι, στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς έμφανίζεται ή πολιτική κατηγορία της κοινής γνώμης^® καΐ ή συγγενική κατηγορία τής συναίνεσης — γιά τήν όποία μίλησαν πρώτοι οι φυσιοκράτες: αύτές συνδέονται μέ τή διαμόρφωση τών εννοιών μέσα στο πλαίσιο τής κυρίαρχης ιδεολογίας, τής σχετικής αύτονομίας του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου μέσα σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό. Αύτές συσχετίζονται ετσι μέ μια όλόκληρη θεωρητική έπανάσταση πού άφορα τήν έννοια του πολιτικού στοιχείου, πού μέχρι τότε ήταν πιστή στήν παράδοση τής άριστοτελικής ήθι^ής2».
Ή τομή, πού εγινε στο πρόσωπο του Μακιαβέλλι και τοϋ Τόμας Μούρ, έπεκτείνεται μέσα στο ρεϋμα πού συγκροτεί τήν πολιτική πάνω στο πρότυπο άποδεικτικής επιστήμης, και πού είναι έκδηλη στήν έννοια τής κοινής γνώμης. Ή τελευταία, εκφράζοντας τον κυρίως πολιτικό χώρο — τον δημόσιο στή διάκρισή του άπ' τον ιδιωτικό — υποδηλώνει, μέσο τής έξέλιξής της, τήν άνάγκη μιας «όρθολογικής γνώσης» τών νόμων λειτουργίας τής πολιτικής τάξης—«έπιτηδευμένης» ήδη, κατά τόν Χόμπς , άπό τήν πλευρά τών «πολιτών». Πρόκειται, γιά τή γνώση τών δρων τής είδικής «πρακτικής» τους — techne — πού εϊναι από δώ και πέρα ή κυρίως πολιτική πρακτική. Ή πολιτική ιδεολογία, υπό τή μορφή τής κοινής γνώμης, έμφανίζεται σάν ενα σώμα πρακτικών κανόνων, σάν μια τεχνική γνώση, σάν «φωτισμένη συνείδηση» τών πολιτών γιά μιά είδική πρακτική, και σάν «Λόγος» αύτής τής πρακτικής. Έννοια πού κυριαρχεί σέ δλη τήν άλληλουχία τών πολιτικών ελευθεριών, πού αφορούν τήν ελευθερία τής γνώμης, τήν έλευθερία του Τύπου, κ.λπ. Ή κοινή γνώμη, άναγκαιος παράγοντας γιά τή λειτουργία του καπιταλιστικού Κράτους και σύγχρονη μορφή 28. Γι' αυτό τό θέμα βλέπε, J. Habernas, Strukturwandel der öffentlichkeit, 1965, σ. 65 και έπόμ.. 29. 'Ιδιαίτερα σ' δ,τι άφορα τήν έννοια τοΰ πολιτικού στοιχείου και τής πολιτικί^ς στήν παράδοση τής έλληνικής φιλοσοφίας, βλέπε F. Chatelet, Platon, 1966, και J-P. Vernant, Mythe et pensée chez les Grecs, 1966.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
55
πολιτικής συγκατάθεσης — συναίνεσης — μπορεί να λειτουργεί πραγματικά στο βαθμό πού πετυχαίνει νά παρουσιάζεται και νά γίνεται άποδεκτή, με τον τρόπο τής «όρθολογικ'ΡΙς» επιστημονικής τεχνικής, στο βαθμό πον συγκροτείται, μέσα στίς άρχές της ενάντια σ αυτό πού προσδιορίζει, παραχωρώντας ή ίδια μια θέση, σαν ουτοπία?^. Ή ούτοπία είναι γι' αυτήν κάθε παράσταση δπου ή πάλη των τάξεων, άδιάφορο με ποιά μορφή, είναι εμφανής. Μποροΰμε, έξ άλλου, νά τοποθετήσουμε εύκολα μέσα στο ϊδιο πλαίσιο τις σύγχρονες ιδεολογίες τής «κοινωνίας των μαζών», τήν «τεχνική τής έπικοινωνίας», κλπ. πού έχουν δημιουργήσει τον ιδεολογικό μυθο του «τέλους των ιδεολογιών», — ό δρος τής ιδεολογίας παίρνεται μέσα στο νόημα τής «ούτοπίας» —. Ή άστική ιδεολογία εμφανίζεται πάντα μέσα στήν πολιτική της λειτουργία, σάν επιστημονική τεχνική, προσδίνοντας σ' αύτόν τον δρο δνα νόημα: δηλαδή ύποδηλώνοντας εναν πιό πέρα χώρο πού τον όνομάζει ούτοπία. Ή ιδιαίτερη λειτουργία, τής κυριαρχούμενης απ' τον νομικοπολιτικό χώρο, αστικής Ιδεολογίας, μπορεί άλλωστε νά διαπιστωθεί και απ' αύτό πού οχι κατάλληλα όρίζουν σάν «ολοκληρωτικό» της χαρακτηριστικό. Πράγματι ή σύγχρονη πολιτική επιστήμη χρησιμοποίησε αύτό τον δρο γιά νά όρίσει τις σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες, στήν άντίθεσή τους με τις «φιλελεύθερες» πολιτικές ιδεολογίες. Οί όλοκληρωτικές πολιτικές ιδεολογίες θά χαρακτηρίζονταν ετσι κατά πρώτο λόγο, γιατί θά κατέστρεφαν τούς φραγμούς άνάμεσα στο άτομο και 30. Ή σχέση άνάμεσα αύτη τή λειτουργία τής κοινής γνώμης καΐ τήν ειδική Ιδεολογία όπου ή ταξική κυριαρχία είναι παροϋσα μέ τήν άπουσία της, περιγράφεται μ' αύτό τόν τρόπο άπ' τόν Habernas: «Tô ταξικό συμφέρον, είναι τό θεμέλιο τής κοινής γνώμης. Αύτό τό συμφέρον πρέπει ώστόσο σέ μιά όρισμένη φάση νά άντιστοιχεί στό γενικό συμφέρον μέ τήν έννοια ότι αύτη ή γνώμη πρέπει νά μπορεί νάάξιολογείται σάν «κοινή», σάν νά διαπερνάται άπό τή σκέψη τοϋ κοινού και μ' αυτό τόν ΐρόπο σάν όρθολογική», ορ. cit., σ. ΙΟΟ.Βλέπε έπίσης γι* αύτό τό θέμα, J. Touchard: Histoire des idées politiques, 1967, 1.1.
56
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
το Κράτος, πού τοποθέτησε ή φιλελεύθερη ιδεολογία, υποστηρίζοντας τήν «ολική» ένταξη τοϋ ατόμου στο Κράτος, και κατά δεύτερο λόγο, άπ' τό γεγονός δτι αύτη ή ιδεολογία θά κατελάμβανε δλα τά έπίπεδα τής κοινωνικής πρακτικής, σέ άντίθεση μέ τήν φιλελεύθερη ιδεολογία πού περικλείει στούς κόλπους της τά όρια της: Π.χ. μέ τήν αναγνώριση των χώρων πού τής είναι έξωτερικοι — τόν οικονομικό —, και επιμένοντας στή μή παρέμβαση του Κράτους στον οικονομικό και τόν ιδεολογικό χώρο. Θά χρειαστεί νά επανέλθουμε στήν κριτική αύτών των θεωριών τοϋ όλοκληρωτισμου, στό μέτρο πού σχετίζονται μέ τήν τωρινή λειτουργία του καπιταλιστικού Κράτους®^. Πρός τό παρόν άς επισημάνουμε οτι αύτές οι θεωρίες περιλαμβάνουν σέ ιδεολογική μορφή, όρισμένα πραγματικά προβλήματα πού εθεσε ή άστική πολιτική ιδεολογία: ώστόσο τά προβλήματα αύτά άναφέρονται στήν ιδιαίτερη λειτουργία τών ιδεολογιών σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό άπ' τήν όποία ή φιλελεύθερη πολιτική ιδεολογία δέν μπορεί μέ κανένα τρόπο νά αποτελέσει εξαίρεση. Α. — Ή ιδιαίτερη λειτουργία άπομόνωσης και συνοχής τής αστικής πολιτικής ιδεολογίας καταλήγει σέ μιά εντελώς χαρακτηριστική εσωτερική αντίφαση, πού άλλοτε καταχωρήθηκε στίς θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου μέ τή διάκριση καΐ τή σχέση άνάμεσα στή σύμβαση αστικής ένωσης καΐ τή σύμβαση πολιτικής κυριαρχίας. Αύτή ή ιδεολογία εμφανίζει τούς δρώντες παράγοντες σαν άτομα - υποκείμενα, ελεύθερα καΐ ϊσα, πού τά παρουσιάζει κατά κάποιο τρόπο σέ προκοινωνική κατάσταση, επιτυγχάνοντας μ' αύτό τόν τρόπο αύτή ν τήν ειδική άπομόνωση τών κοινωνικών σχέσεων. Αύτή ή πλευρά, πού ύποδηλώθηκε σαν «άστικός ατομισμός», είναι αρκετά γνωστή. Αύτό πού ενδιαφέρει νά σημειώσουμε, εϊναι τό άντίθετο.^Αύτά τά άτομα - πρόσωπα, τά μ' αύτό τόν τρόπο άτομικοποιημένα, δέν φαίνονται ούτε καΐ θεο)ρητικά, νά μπορούν 31. Βλέπε πιο κάτω στό κεφ. «τό λεγόμενο όλοκληρωτικό φαινόμενο», δπου παραθέτω τή βιβλιογραφία σχετικά μέ τόν «όλοκληρωτισμό».
τ ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
57
νά ένοποιηθοΟν και νά φθάσουν στήν κοινωνική τους ύπαρξη, παρά μέσο της πολιτικής τους ύπαρξης μέσα στο Κράτος. 'Αποτέλεσμα: αύτη ή ελευθερία του άτομου - ιδιώτη φαίνεται ξαφνικά νά εξαφανίζεται μπροστά στήν εξουσία του Κράτους πού ένσαρκώνει τή γενική θέληση. Μπορούμε να πούμε ότι, για τήν αστική πολιτική ιδεολογία, ôèv μπορεί νά υπάρχει κανένα δρω δικαίου κάί άρχης, στη δραστηριότητα και στους σφετερισμούς του Κράτους μέσα στήν αποκαλούμενη σφαίρα του άτομικοί) - ιδιωτικού. Αύτή ή σφαίρα δεν φαίνεται να εχει τελικά άλλη λειτουργία παρά να συνιστά ενα σημείο άναφορας, πού έπίσης είναι ενα σημείο φυγής, στήν πανταχού παρούσα και πάνσοφη πολιτική βαθμίδα. Είναι γεγονός οτι ό Χόμπς έμφανίζεται σαν ή προδρομική άλήθεια των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου και ό Χέγκελ, αναμφισβήτητα, σάν ή κατάληξή τους, αλλά ή περίπτωση είναι πολύπλοκη, όπως δλες οι θεωρητικές περιπτώσεις. "Ας θυμηθούμε τήν χαρακτηριστική περίπτωση του Ρουσσώ γιά τον όποιο «ό άνθρωπος πρέπει νά είναι δσο το δυνατόν πιό άνεξάρτητος άπ' δλους τούς άλλους ανθρώπους, και δσο τό δυνατόν έξαρτώμενος απ το Κράτος». Ή περίπτωση εϊναι ακόμα πιό φανερή στό κλασικό παράδειγμα των φυσιοκρατών, ενθερμων όπαδών του laisser - faire στήν οικονομία και άλλο τόσο ενθερμων ύποστηρικτών του πολιτικού δεσποτισμού, υποστηρίζοντας τόν απόλυτο μονάρχη πού θά ενσάρκωνε τό γενικό συμφέρον και τή γενική θέληση. "Ολα αύτά είναι άλλωστε έπίσης και χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης πολιτικής ιδεολογίας^^: δέν ύπάρχει άπ" αύτή τήν άποψη καλύτερο παράδειγμα απ' τήν ξεκάθαρη έπίδραση του Χόμπς πάνω στό Αόκ, και πάνω στήν κλασική τάση του αγγλικού πολιτικού φιλελευθερισμού πού εϊναι ό «ώφελιμισμός», με τόν I. Μπένθαμ, τόν Ι. Μίλλ και κυρίως τόν Ι. Στ. Μίλλ. Μέ δυό λόγια, και χρησιμοποιώντας δυό δρους έπίσης ιδεολογικούς, ό άτομικισμός της άστικής πολιτικής ιδεολογίας 32. Σ' αύτή τήν κατεύθυνση βλέπε τό βασικό εργο τοΰ C. Β. Macpherson, The political Theory of possessive individualism, 1964.
58
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
συμβαδίζει, και εχει γιά ταίρι τον ολοκληρωτισμό του^. Πρόκειται για τήν ιδιαίτερη αντίφαση της μορφής της άστικής πολιτικής ιδεολογίας γενικά—και οχι γιά μιά άπ' τις μορφές της, τή σύγχρονη—καιπούάνήκει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής ιδεολογίας του. "Ολα συμβαίνουν πραγματικά σάν εάν αυτή ή νομικο - πολιτική ιδεολογία, πού έπέβαλλε τήν ειδική άπομόνωση, πού εϊναι ό ατομικισμός, εχει πάρει ταυτόχρονα στον ελεγχό της, τά μέσα μιας είδικής συνοχής χάρη στο ρόλο πού αποδίδει στήν πολιτική βαθμίδα. Β. — Ή άστική νομικο - πολιτική ιδεολογία δέν περιέχει, μέσα στή δομή της, όρια αρχής και δικαίου στις παρεμβάσεις τής πολιτικής βαθμίδας μέσα στο οικονομικό ή στό ιδεολογικό στοιχείο. Είναι αυτό πού περιγράφουν γενικά, λέγοντας δτι αύτή ή ιδεολογία δέν αναγνωρίζει βασικά παρά δνα και μόνο πεδίο ύπαρξης, τό πολιτικό πεδίο, ότι έκτείνει τόν χώρο τοϋ πολιτικού στοιχείου στό σύνολο τής άνθρώπινης ζωής, δτι θεωρεί πώς κάθε σκέψη και δράση έχουν ενα πολιτικό νόημα και δτι δλα αυτά κατά συνέπεια ανήκουν στήν τροχιά τής πολιτικής δράσης. Αυτό πού είναι σωστό, άπ' τή μιά πλευρά, εϊναι δτι ή άστική πολιτική ιδεολογία, ό βασικός χώρος τής κυρίαρχης ιδεολογίας, δέν αναγνωρίζει εξωτερικούς κανόνες δίκαιον στις παρεμβάσεις — σέ διάκριση απ' τόν τόπο συγκρότησής της — του πολιτικού στοιχείου: πράγμα πού, άλλάζοντας τα δεδομένα, δέν συνέβαινε καθόλου στήν περίπτωση τής φιλοσοφικής ιδεολογίας και τής δουλοκτητικής ήθικής και στήν φεουδαρχική θρησκευτική ιδεολογία. 'Αρκεί μόνο νά σημειώσουμε τόν έκθειασμό τών παρεμβάσεων του Κράτους μέσα στό οικονομικό στοιχείο, οχι απλά στις άντιλήψεις τών θεωρητικών τής Γαλλικής έπανάστασης, αλλά επίσης και στις αντιλήψεις κλασικών φιλελεύθερων θεωρητικών, άπ' τό Λόκ ώς τούς ώφελιμιστές — πραγμα πού πρέπει, ασφαλώς, νά διακρίνουμε άπ' τήν πραγματική 33. Παρά τή γενική θεωρητική του κατεύθυνση καΐ τά πολύ άμφισβηιούμενα συμπεράσματά του, βλέπε σ* αύτή τήν κατεύθυνση J. L. Talmon Les Origines de la démocratie totalitaire, 1966.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
59
λειτουργία του Κράτους. Αυτή ή πλευρά της νομικο - πολιτικής αστικής ίδεολοιγίας σχετίζεται πράγματι μέ τον ιδιαίτερο ρόλο σάν παρ%οντα ένότητας πού ανήκει στο καπιταλιστικό Κράτος, ρόλος πού περικλείεται στήν περίπτωσή μας μέσα στο πλαίσιο τής κυρίαρχης ιδεολογίας. 'Αντίθετα, äv είναι σωστό, δτι τό ρεύμα τής νομικο - πολιτικής αστικής ιδεολογίας διεισδύει και καταλαμβάνει δλες τις κοινωνικές δραστηριότητες, μαζί και τήν οικονομική, δέν είναι σωστό νά θεωρούμε αύτό τό χαρακτηριστικό σάν κάτι πού ορίζει αύτή τήν ιδεολογία: αύτό τό χαρακτηριστικό ισχύει στήν πραγματικότητα γιά κάθε κυρίαρχο χώρο μιας κυρίαρχης ιδεολογίας. Π.χ. ή οικονομική δραστηριότητα είναι τόσο «αλυμμένη απ τήν νομικο - πολιτική ιδεολογία, δσο ήταν επίσης απ' τό φιλοσοφικό καί ήθικό ρεύμα στούς δουλοκτητικούς σχηματισμούς, ή άπ' τό θρησκευτικό ρεύμα στούς φεουδαρχικούς σχηματισμούς. Συμπεραίνουμε: ή έννοια τής ηγεμονίας, πού δίνουμε στήν κυριαρχία μέ ταξική ήγεμονική διεύθυνση των καπιταλιστικών σχηματισμών, συμπεριέχει εδώ τά ειδικά χαρακτηριστικά πού άναφέραμε γιά τήν κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία, μέσο τών όποίων μιά τάξη ή μερίδα πετυχαίνει νά παρουσιάζεται σάν ό ένσαρκωτής του γενικού συμφέροντος του λαου - έθνους και νά καθορίζει ετσι μιά είδική πολιτική άποδοχή τής κυριαρχίας της άπό μέρους τών κυριαρχούμενων τάξεων. V. Τό πρόβλημα τής νομιμότητας Αύτές οι παρατηρήσεις πάνω στις ιδεολογίες αποτελούν τήν άπαραίτητη εισαγωγή γιά τό ζήτημα τής νομιμότητας ενός πολιτικού συστήματος, ζήτημα πού είναι βασικό γιά τήν σύγχρονη πολιτική έπιστήμη. Μπορούμε πράγματι νά ορίσουμε με τον δρο νομιμότητα τις δομές και τους πολιτικούς θεσμούς στη σχέση τους με την κυρίαρχη Ιδεολογία μέσα σ ενα σχηματισμό: πιο συγκεκριμένα ή νομιμότητα εκφράζει τήν είδική πολιτική επιβολή τής κυρίαρχης Ιδεολογίας.
60
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Αί>τό εχει την σημασία του έάν το συσχετίσουμε με τό νόημα πού άποδίδει σ' αύτή τήν έννοια ή σύγχρονη πολιτική έπιστήμη. Ή νομιμότητα — ή ή «πολιτική κουλτούρα» — προσδιορίζει, κατά γενικό κανόνα, τόν τρόπο μέ τόν όποιο γίνονται αποδεκτές οι πολιτικές δομές από τούς δρώντες παράγοντες ενός συστήματος. Αύτή ή έννοια, στόν Βέμπερ, ώστόσο, ένσωματώθηκε μέσα στή λειτουργιστική προβληματική, πού συνδεδεμένη μέ τήν άντίληψη του ιστορικού ύποκειμένου, καλύπτει μέσα στήν ιδεολογική γλώσσα ένός σχηματισμού τούς στόχους και τούς σκοπούς της πρακτικής των κοινωνικά δρώντων άτόμων. Μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο, αύτό πού προσδιορίζουμε σαν ιδεολογικό στοιχείο, δηλαδή τις άξίες, τά σύμβολα,, τό κυρίαρχο στύλ ένός σχηματισμού, παίρνει τό νόημα καΐ τή θεωρητική λειτουργία τής κεντρικής βαθμίδας ένός κοινωνικού συσΓήματος· βλέπουμε έδώ τήν έννοια του άνθρωπολογικου κουλτουραλισμοϋ. Τα κανονιστικά πολιτικά μοντέλα θά άποτελέσουν τό πλαίσιο ένσωμάτωσης, πού ορίζει τήν έκφρασηκή και κυκλική μορφή σχέσεων των στοιχείων ένός συστήματος, μέ τή λειτουργιστική έννοια του δρου. Ή νομιμότητα των πολιτικών δομών θα σήμαινε έτσι τήν καταχώρησή τους στή λειτουργικότητα του συστήματος πού διέπεται άπ' τούς σκοπούς, τούς στόχους και τίς κοινωνικές άξιες του* ή νομιμότητα θά προσδιόριζε τήν αποδοχή τους άπ' τούς ενσωματωμένους ήθοποιούς, μέσο αύτής τής αποδοχής, μέσα σ' ένα κοινωνικό σύνολο®^. Στήν περίπτωση πού οί πολιτικές δομές δέν συμπίπτουν μέ τα κανονιστικά μοντέλα μιας κοινωνίας, θά έρμηνευτουν σάν φαινόμενο δυσλειτουργικότητας ένός συνόλου μή ενσωματωμένου, πράγμα πού θά όριζε και
34. Βλέπε, μεταξύ των άλλων, G. Almond και S. Verba, The Civic Culture 1963, σελ. 3 - 78, όπου ή νομιμότητα καθορίζεται σάν «προσανατολισμός τής πολιτικής δράσης»· και έπίσης τήν εισαγωγή του σημαντικού έργου του Almond καΐ Coleman, The politics of Developing Areas, 1960, σελ. 3 - 64· Mitchell, The American Polity, 1962· Shils, Political Development in New States, 1962, et Towards General Theory of Action 1951· Kautsky, Political Change in Underdeveloped Countries, 1962, κ.λ.π.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
61
τό νόθο του συσΓήματος^^. "Αν τώρα άναφερόμαστε στή γενική λειτουργική αντίληψη του πολιτικού συστήματος, σαν κεντρικού παράγοντα όλοκλήρωσης ενός κοινωνικού συστήματος, τό πολιτικό σύστημα θα πρέπει νά όρισθεί σαν ή «αυταρχική κατανομή άξιων γιά τό κοινωνικό σύνολο», και ή μελέτη της πολιτικής, θά πρέπει νά όρισθεϊ σάν ή διαδικασία νομιμοποίησης των σχέσεων ενός κοινωνικού συστήματος®®. Δεν έχω τήν πρόθεση νά μπω λεπτομερώς στις συνέπειες πού άκολουθουν ύπογραμμίζω τις πιό σημαντικές πού άλλωστε τέμνουν τήν ίστορικιστική άντίληψη των ιδεολογιών: α) Υπερεκτίμηση του ιδεολογικού στοιχείου, και έπι πλέον της Ιδιαίτερης λειτουργίας τής νομιμότητας: στήν περίπτωσή μας, ή διάσταση ανάμεσα στις πολιτικές δομές και τήν κυρίαρχη Ιδεολογία δέν μπορεί νά γίνει αποδεκτή μέ έπιστημονικό τρόπο, άλλα γίνεται κατανοητή κάτω άπ' τήν κατηγορία, πού δέν εχει προφανώς κανένα νόημα μέσα στό θεωρητικό πλαίσιο τοϋ λειτουργισμου, τής δυσλειτουργικότητας®'. 'Ωστόσο, αυτή ή διάσταση, δηλαδή ή δυνατότητα λειτουργίας νόθων πολιτικών δομών, μπορεί νά έξηγηθει πλήρως άπ' τή μαρξιστική θεωρία πού είναι θεωρία τής ένότητας έπιπέδων έν διαστάσει μέχρι σημείο ρήξης. Σύμφωνα μέ τήν πιό πάνω μαρξιστική θεωρία, αύτό συμβαίνει, γιατί απ' τή μιά πλευρά, αυτή ή διάσταση του ιδεολογικού καΐ τοϋ πολιτικού στοιχείου δέν αντανακλα αναγκαία και μιά διάσταση τοϋ πολιτικού καΐ του οικονομικού στοιχείου ή, στή συνθετότητά της, μιά κατάσταση ρήξης του συνολικού σχηματισμού* άπ'τήν άλλη, αύτό συμβαίνει, λόγω τού μηχανισμού δύναμης καΐ καταπίεσης τού Κράτους. 35. Π.χ., L. Binder στό σπουδαίο του έργο Iran: Political Development in a changing Society, 1962, σ. 7 και έπόμ.. 36. Κυρίως D. Easton, στά δυό πολύ σπουδαία του εργα πού ήδη ανέφερα: Α Frame work for Political Analysis, 1965, καΐ A Systems Analysis of Political Life, 1965. Έχω όρίσει άλλου τή σχέση, στό Βέμπερ, ανάμεσα στίς έννοιες έξουσίας καΐ νομιμότητας. 37. Ό Binder π.χ., πού εχει τή πληρέστερη συνείδηση αυτών των δυσχερειών θά εισάγει, παράλληλα μέ τήν ëvvoia τής νομιμότητας, και τήν έννοια τής άποτελεσματικότητας ή τής πραγματικότητας τών πολιτικών δομών.
62
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Ρ) Αύτη ή αντίληψη εχει σάν άποτέλεσμα τή διαμόρφωση μιας τυπολογίας πολιτικών δομών πού βασίζεται κυρίως στούς τύπους νομιμότητας, καΐ σε μιά τυπολογία μή έπιχειρησιακή αυτών τών τύπων αύτη ή περίπτωση ήδη συνέβη με τούς τύπους εξουσίας του Μ. Βέμπερ. γ) Αύτή καταλήγει σέ μιά αδυναμία να σκεφτούμε, με δνα αύστηρό τρόπο, τήν συνύπαρξη, μέσα σ' ενα σχηματισμό, πολλών τύπων νομιμότητας και τή συμμετοχή συγκεκριμένων θεσμικών δομών σέ πολλούς παρόμοιους τύπους. Αύτο σημαίνει, έπι πλέον δτι ή διαφοροποίηση τών δομών και τών πολιτικών θεσμών σύμφωνα μα τούς τύπους νομιμότητας γίνεται προφανής άπό τή μαρξιστική θεωρία, ϋν αναφερθούμε στις σχέσεις τοΰ πολιτικού στοιχείου και τής κυρίαρχης ιδεολογίας. Είναι πράγματι, σωστό, δτι ή πολιτική κυριαρχία άντιμετωπίζει, γενικά, δνα Ιδιαίτερο τρόπο αποδοχής και συγκατάθεσης άπ' τήν ένότητα ένός σχηματισμού, συμπεριλαμβανομένων τών κυριαρχούμενων τάξεων, πραγμα πού φαίνεται ξεκάθαρα άπ' τις σχέσεις πού σημειώσαμε άνάμεσα στήν κυρίαρχη Ιδεολογία και τήν ένότητα ένός σχηματισμού. Αύτό δέν σημαίνει, βέβαια, δτι αύτές οι τάξεις εϊναι κατά κάποιο τρόπο ένσωματωμένες μέσα σ' αύτό τό σχηματισμό — ελλειψη ταξικής πάλης —: τό γεγονός αύτό σχετίζεται με τό ίδιο τό ύπόβαθρο τοΰ ιδεολογικού στοιχείου και κάί ατη σύνθετη μορφή κυριαρχίας, μέσα σ ενα σχηματισμό τών Ιδεολογικών υποσυνόλων, άπό τήν κυρίαρχη Ιδεολογία. Γνωρίζουμε δτι ή κυριαρχία αύτής τής Ιδεολογίας έκδηλώνεται απ' τό γεγονός δτι οί κυριαρχούμενες τάξεις ζούν τούς δρους τής πολιτικής τους ύπαρξης μέσα στις μορφές τοΰ κυρίαρχου πολιτικού πλαίσιου: πραγμα, πού σημαίνει δτι αύτές ζούν, συχνά, τήν ϊδια τους τήν έξέγερση, ένάντια στό σύστημα κυριαρχίας μέσα στό πλαίσιο άναφορας τής κυρίαρχης νομιμότητας. Οί παρατηρήσεις αύτές μπορεί νά έχουν μεγάλη βαθύτητα, γιατί δέν δηλώνουν απλά τήν δυνατότητα μιας ελλειψης «ταξικής συνείδησης» απ' τή μεριά τών κυριαρχούμενων τάξεων. Ά π ό αυτά συμπεραίνεται δτι άκόμα και ή «ιδιαίτερη» πολιτική ιδεολογία αύτών τών τάξεων πολύ συχνά
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
63
διαπλάθεται πάνω στο πλαίσιο της κυρίαρχης νομιμότητας. Ή κυριαρχία της κυρίαρχης ιδεολογίας μπορεί νά παρουσιάζεται κάτω από πολλές μορφές®®: συχνά, δέν εκδηλώνεται μέ το απλό γεγονός της επιβολής στις κυριαρχούμενες τάξεις του ϊδιου του περιεχομένου του πλαισίου της, αλλά μέ το ότι αυτό τό κυρίαρχο πλαίσιο παρουσιάζεται γιά τις τελευταίες σάν μιά αναφορά αντίθεσης, σάν μια άπουσία πού ώστόσο καθορίζει τη διαφορά ανάμεσα στήν ιδεολογία τους και την κυρίαρχη ιδεολογία. Π.χ. ή στάση των κυριαρχούμενων τάξεων άπέναντι στήν «πολιτική δημοκρατία» συχνά εϊναι στάση μιας διεκδίκησης πού άντιτίθεται σ' «άλλες μορφές πολιτικής δημοκρατίας». Αύτός εϊναι πάντα ενας τρόπος συμμετοχής στήν κυρίαρχη νομιμότητα πού, στήν περίπτωση αύτή, εϊναι κυρίαρχη άκριβώς γιατί αποτελεί το πρότυπο αναφοράς τής άντίθεσης ένάντιά της. "Η άκόμα, ή άντίθεση έκδηλώνεται καμιά φορά μέ δναν άπλό τρόπο διαφορετικής συμπεριφοράς άπέναντι στά σημεία και στά σύμβολα πού έπιβάλλει*ή κυρίαρχη νομιμότητα. Δέν είναι δτσι καθόλου έκπληκτικο νά διαπιστώνουμε καμιά φορά, στήν έργατική τάξη, οχι άπλώς μιά κλασική ρεφορμιστική ιδεολογία, πού άποδέχεται ειλικρινά τήν κυρίαρχη νομιμότητα, άλλά άκόμα και τήν συνύπαρξη μιας έπαναστατικής ιδεολογίας, στέρεα δομημένης και μιας ιδεολογίας υποταγμένης στά ούσιαστικά πλαίσια τής κυρίαρχης νομιμότητας. Εϊναι περιττό άλλωστε νά έπιμείνουμε στό γεγονός δτι, ένώ ή έπαναστατική Ιδεολογία τής έργατικής τάξης έκτείνεται στις τάξεις, καμιά φορά στηρίγματα του Κράτους, δπως π.χ. οι τάξεις τής μικρής παραγωγής, δέν γίνεται δεκτή παρά σέ μιά σύνθετη σχέση μέ τήν κυρίαρχη ιδεολογία. Μπορούμε ετσι νά δούμε δτι καθώς οί δομές του Κράτους ένός συγκεκριμένου σχηματισμού παρουσιάζουν, κάτω άπ' τήν κυριαρχία ένός τύπου Κράτους, δομές πού προέρχονται άπ' άλλους τύπους, αύτές οί δομές συχνά συμμετέχουν, κάτω άπ' τήν κυριαρχία ένός τύπου νομιμότητας σέ διαφορετικούς 38. 'Απλώς σημειώνω τά γνωστά εργα τοϋ Bourdieu, πού, λαμβάνοντας ύπ' δψη τΙς έπιφυλάξεις πού άνάφερα σχετικά μέ τήν άντίληψή του γιά τΙς κοινωνικές τάξεις, είναι βασικής σημασίας.
64
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τύπους νομιμότητας^^: στην περίπτωση μας σέ προηγούμενες κυρίαρχες ιδεολογίες, πού αντιστοιχούν σέ τάξεις πού δεν είναι πιά πολιτικά κυρίαρχες τάξεις. Γνωρίζουμε, π.χ. ότι ή φεουδαρχική νομιμότητα χαρακτηρίζονταν συχνά οχι μόνο, πράγμα πού εϊναι άπλό, άπ' τη συνύπαρξη φεουδαρχικών δομών μέσα σέ καπιταλιστικά Κράτη, άλλά ακόμα καΐ άπό τυπικές δομές αύτών τών Κρατών: εϊναι ή περίπτωση της σύγχρονης εκτελεστικής έξουσίας πού συχνά συμμετείχε στή μοναρχική νομιμότητα. 'Αντιλαμβανόμαστε δτι ή σχέση συνύπαρξης, μέσα σ' ενα συγκεκριμένο Κράτος, δομών πού προέρχονται άπό πολλούς τύπους, και νομιμοτήτων πού επίσης προέρχονται άπό πολλούς τύπους, προκαλεί όλόκληρη σειρά σύνθετων συνδυασμών τών σχέσεών τους. Τέλος, δέν θά επρεπε νά ύποτιμάμε τήν ύπαρξη, όσον άφορα ενα συγκεκριμένο καπιταλιστικό Κράτος, νομιμοτήτων πού προέρχονται κυρίως άπό ιδιαίτερες ταξικές ιδεολογίες σάν τή μικροαστική ή της μικρής άγροτιάς. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι ή άνάλυση θά μπορούσε νά είναι πιό έκτενής. 'Ωστόσο οι πιό πάνω παρατηρήσεις γιά τις άστικές πολιτικές ιδεολογίες, πού άντιστοιχοϋν σέ μιά κυριαρχία μέ ήγεμονική ταξική κατεύθυνση άρκοϋν γιά νά διεισδύσουμε σ' αύτό πού μπορούμε νά όρίσουμε σάν άστικό τύπο νομιμότητας, πού είναι χαρακτηριστικό του Κ.Τ.Π. και ενός σχηματισμού πού κυριαρχείται άπ' αύτό τόν τρόπο παραγωγής. Θά πρέπει μόνο νά έπανέλθω στό ζήτημα της διάκρισης τών διάφορων μορφών νομιμότητας αύτου του τύπου, άκολουθώντας τις μορφές του καπιταλιστικού τύπου Κράτους. 39. Γι' αύτό το θέμα βλέπε έπίσης Μ· Duverger, Instituiions Politiques, 1966, σ. 32 και έπόμ. "Εξ άλλου, ή μετατόπιση άνάμεσα σ' ενα τύπο Κράτους καί στην κυρίαρχη νομιμότητα μέσα σ' ενα σχηματισμό — πού άντιστοιχει σέ διάφορες πολιτικές μορφές — είναι ιδιαίτερα έκδηλη στίς χώρες πού είναι στην πορεία άποαποικιοποίησης και άνάπτυξης, π.χ. στήν 'Αφρική— όπου ή έγκαθίδρυση «σύγχρονων» Κρατών κυριαρχείται σταθερά άπό τΙς παραδοσιακές ιδεολογίες: γι* αύτό το θέμα, βλέπε, άνάμεσα στ' άλλα, D. Apter. The politics τική άνθρωπολογία,
of Modernisation, 1955, Kai R. Balandier, ^H 1967 σ. 186 και έπόμ.
πολι-
τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος κ α ΐ ή δύναμη
Ή θέση και ή ιδιαίτερη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικου Κράτους επιτρέπουν έπίσης νά καθορίσουμε τό ρόλο τής «δύναμης» της «καταπίεσης» ή τής «βίας» μέσα στο πλαίσιο αύτοϋ τοϋ Κράτους. Πράγματι, δεν μπορούμε νά ανάγουμε το Κράτος σ' ενα μηχανισμό ή οργανο δύναμης στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Τό στοιχείο της δύναμης έμφανίζεται σάν ενα γενικό χαρακτηριστικό τίίς λειτουργίας του ταξικού Κράτους. Εϊναι όμως περιττό νά επιμείνουμε στό γεγονός ότι οί θεσμοί ταξικής κυριαρχίας, χωρίς νά παράγονται από ενα όποιοδήποτε συσχετισμό δυνάμεων, ψυχο - κοινωνικής ύφής, είναι αύτοί πού προσδίνουν σ' αύτη τη δύναμη καταπίεσης τη συγκεκριμένη λειτουργία της μέσα σ' ενα καθορισμένο σχηματισμό. Τί πρέπει, λοιπόν, νά έννοουμε λέγοντας δύναμη καταστολής, έννοια πού εϊναι άρκετά ασαφής, όπως άλλωστε και ή έννοια τής βίας, και πού δεν μπορεί νά εϊναι χρήσιμη τουλάχιστον, όσο δεν τήν προσδιορίζουμε; Αύτή ύποδηλώνει, πράγματι τή λειτουργία ορισμένων θεσμών οργανωμένης φυσικής καταπίεσης, όπως ό στρατός, ή άστυνομία, τό σο)φρονιστικό σύστημα κ.λπ. Αύτή ή καταπίεση, κοινωνικά όργανωμένη, άποτελεΐ ενα άπ' τά χαρακτηριστικά κάθε σχέσης της έξονσίας. Ή έννοια τής δύναμης δεν μπορεί ετσι ούτε νά απομονωθεί θεωρητικά από τις σχέσεις έξουσίας — οττήν έννοια π.χ. τής δ
66
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ισχνός^ —, ουτε νά επεκταθεί μέ τρόπο πού νά ύποδηλώνει κατά γενικό τρόπο — στήν έννοια τής βίας π.χ. — τις θέσεις κυριαρχίας και ύποταγής πού κατέχουν οι κοινωνικές τάξεις μέσα στις σχέσεις ταξικής κυριαρχίας. Έχει ένδιαφέρον λοιπόν νά κατανοήσουμε τή συγκεκριμένη λειτουργία τής·^φυσικής όργανωμένης καταπίεσης, στήν περίπτωση του Κράτους πού αντιστοιχεί σε μιά ταξική ήγεμονική κυριαρχία. Ό Γκράμσι εχει μελετήσει το πρόβλημα θεωρώντας αύτή τή λειτουργία σάν μιά «συναίνεση θωρακισμένου καταναγκασμού», βλέποντας στήν ήγεμονία — τή συναίνεση μέ κρατική «κατεύθυνση» ενα «συμπλήρωμα» του Κράτόυς δύναμη — ύπολογίζοντας τό γεγονός ότι ή έννοια τής ήγεμονίας καλύπτει, καταχρηστικά σ' αύτόν, τις δομές του Κράτους. Οι παρατηρήσεις αυτές όροθετουν τον χώρο δπου τοποθετείται τό πρόβλημα, άλλά είναι μακριά άπ' τό νά σκιαγρα/ φοϋν μιά άπάντηση: πράγματι αύτή ή «συναίνεση θωρακισμένου καταναγκασμού» είναι 'ένα γενικό χαρακτηριστικό τών σχέσεων τής έξουσίας. 'Από τή θέση του Κράτους μέσα σ' ενα σχηματισμό — ιδεολογική λειτουργία, κ.λπ.—, οι πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας παρουσιάζουν ενα χαρακτήρα νομιμότητας, πού, ακριβώς, έπιτρέπει τή λειτουργία τής φυσικής όργανωμένης καταπίεσης. Αύτό πού όρίζουν συχνά σάν άστννομικά Κράτος και πού δείχνει τήν ιδιαίτερα έντονη δραστηριοποίηση, σε ορισμένες περιστάσεις, τών κατάπιεστικών θεσμών, δέν αποτελεί πράγματι εναν τύπο κυριαρχίας διαφορετικό απ' τόν τύπο πού άντιστοιχει στήν ταξική ήγεμονική κυριαρχία: στήν περίπτωση πού αύτή ή δράση εμφανίζεται μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο, αναφέρεται στήν ιστορικά καθορισμένη λειτουργία της. "Αλλωστε αύτές οι παρατηρήσεις του Γκράμσι καταλήγουν σ' ëva έννοιολογικό δισταγμό πού είναι συχνός στις άναλύσεις του. Ή ήγεμονία δέν συνιστά στις αναλύσεις του μιά έννοια, εστω και άνεπεξέργαστη πού προσδιορίζει ενα ειδικό θεωρητικό αντικείμενο, (ϊτήν ένότητά του, και μάλιστα εναν τύπο ταξικής πολιτικής κυριαρχίας, αλλά του χρησιμεύει γιά 1. Βλέπε παραπάνω.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑ( Η ΔΥΝΑΜΗ
67
\
νά άπομονώσει τή «στιγμή» xfjç συναίνεσης, της «διανοητικής και ήθικής διεύθυνσης» και «όργάνωσης», τή στιγμή τής «δύναμης» και του «καταναγκασμού», έννοιες πού παραμένουν στο Γκράμσι πάντα αοαφεϊς και άνακριβεις. Ή σχέση αύτών των δύο «στιγμών» γίνεται κατανοητή μέ τον χαρακτηριστικό όρο τής συμπληρωματικότητας, Άπ εδώ άπορρέει μιά σύγχυση, συχνή στό Γκράμσι, τών χώρων πού εξασκείται ή ήγεμονία: ή δύναμη θά άσκούνταν από το Κράτος μέσα στήν «πολιτική κοινωνία», ή ήγεμονία μέσα στήν κοινωνία τών πολιτών μέσο όργανώσεων πού συνήθως θεωρούνται «ιδιωτικές» — ή 'Εκκλησία, οί πολιτιστικοί θεσμοί, κ.λπ. Έτσι το ύπόβαθρο τής διάκρισης άνάμεσα στήν ήγεμονία καί τή δύναμη, καλύπτοντας άντίστοιχα τούς χώρους του οίκονομικου και του πολιτικού στοιχείου, άπορρέει άπ' τήν ίστορικιστική αντίληψη τών σχέσεών τους. Μπορούμε νά εξάγουμε, σ' αύτή τή διάκριση, το μοντέλο σύμφωνα μέ το όποιο κατανοεί ή ίστορικιστική αντίληψη τις σχέσεις του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου* το πολιτικό στοιχείο — ή ταξική πάλη — έμφανίζεται σάν ή κινητήρια δύναμη — ή δύναμη — τών «οικονομικών νόμων», πού κατανοούνται κατά μηχανιστικό τρόπο: μ' άλλα λόγια, ή πολιτική γίνεται αντιληπτή σάν ή κινητήρια δύναμη του οικονομικού «αύτοματισμου» — αύτοματισμός πού ύποδηλώνεται μέ τον όρο «στιγμή τής συναίνεσης». Στήν πραγματικότητα, ή επιστημονική έξέταση του καπιταλιστικού Κράτους μπορεί νά προσδιορίσει τή θέση πού κατέχει αύτό τό στοιχείο τής «δύναμης», όρίζοντάς το σάν φυσική όργανωμένη καταπίεση. 'Από τήν άποψη αύτή, τό χαρακτηρίίττικό αύτοΰ του Κράτους, είναι δτι κατέχει το μονοπώλιο τής οργανωμένης φυσικής καταπίεσης, σέ αντίθεση μ' άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, όπου θεσμοί όπως ή 'Εκκλησία, ή δεσποτική έξουσία, κ.λπ., είχαν, παράλληλα μέ τό Κράτος, τό προνόμιο τής άσκησής της. Ή όργανωμένη φυσική καταπίεση παίρνει μ' αύτό τόν τρόπο εναν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Γίνεται τό άποκλειστικό κτήμα τής πολιτικής έξουσίας, καί ή νομιμότητά της από δώ και πέρα συμ-
68
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μετέχει στη νομιμότητα του Κράτους: παρουσιάζεται σαν «θεσμοθετημένη βία» και υποτάσσεται στη ρύθμιση των κανόνων του «Κράτους δικαίου». Μ' αύτό τό νόημα, το καπιταλιστικό Κράτος κατέχει τό μονοπώλιο της νόμιμης δύναμης, καθορίζοντας και τους μετασχηματισμούς της νομιμότητας^. Αύτή ή συγκέντρωση δύναμης στα χέρια του Κράτους φαίνεται έτσι να άνησυοιχει στήν αύτονομία των βαθμίδων μέσα στόν Κ.Τ.Π., στήν άπονομή δημόσιου χαρακτήρα στούς πολιτικούς θεσμούς του Κράτους και στόν προσδιορισμό, άπ' τό ίδιο τό Κράτος του ιδιωτικού χαρακτήρα των θεσμών πού έξασκοϋσαν αύτή τή δύναμη μέσα σέ άλλους σχηματισμούς. 'Από δω και πέρα ή άσκηση της φυσικής καταπίεσης εϊνύι νομιμοποιημένη, με τόν τρόπο πού παρουσιάζεται, σαν νά αντιστοιχεί στό γενικό συμφέρον του Έθνους-λαοϋ: ή νομιμότητα αναφέρεται, έδώ, αποκλειστικά στό Κράτος. Ή καταπιεστική όργάνωση είναι φρόνιμο νά είναι εύπειθής στόν ελεγχο τής κοινής γνώμης —βλέπε π.χ. τό θεσμό των ορκωτών δικαστηρίων, κ.λπ.—, και δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες θεωρητικές μελέτες πού άφορουν τήν όργάνωση τής άστυνόμίας ενισχύουν τήν αντίληψη του «Κράτους δικαίου»®. Με δυό λόγια, σ' δ,τι άφορα τό καπιταλιστικό Κράτος, ή οργανωμένη φυσική καταπίεση του εμφανίζεται, δπως ελεγε ό Μάρξ, σέ «γυμνή» κατάσταση, λόγω του ότι άπ' τή μιά μεριά είναι άπογυμνωμένη άπ' τις έξωπολιτικές δικαιώσεις της, και άπ' τήν άλλη λόγω τής ένσωμάτωσής της μέσα στούς θεσμούς του λαϊκού - ταξικού Κράτους^. 2. Μπορούμε ετσι νά έγκρίνουμε πλήρως τή θέση του Βέμπερ σύμφωνα με τήν όποία το Κράτος, άνάμεσα στ' άλλα, χαρακτηρίζεται άπο τήν κατοχή του μονοπωλίου τής νόμιμης δύναμης, μέ τόν όρο νά του το παραχωρούμε σαν άντικείμενο του καπιταλιστικού
Κράτους,
3. Βλέπε ιδιαίτερα το έργο τοϋ R. Mohl, πού εκδόθηκε τό 1832, μέ τον χαρακτηριστικό τίτλο: Polizeiwissenschaft nach den Grundsätzen des Rechtsstaates. 4. Δέν στέκομαι περισσότερο στή σχέση των πολιτικών δομών και τής δύναμης, γιατί, στή μαρξιστική άντίληψη τοΟ πολιτικού στοιχείου, αύτή ή σχέση φαίνεται ανάγλυφα. Μου φαίνεται πιό σημαντικό νά έπικρίνω τή «σορελιανή» παραμόρφωση, πού βλέπει στή δύναμη, στό ασαφές νόημα
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΔΥΝΑΜΗ
69
"Ετσι, ή κατοχή απ' το καπιταλιστικό Κράτος του νόμιμου μονοπωλίου της οργανωμένης φυσικής καταπίεσης φαίνεται συνδεδεμένη με τήν ειδική αυτονομία των βαθμίδων πού είναι χαρακτηριστικό του σχηματισμού πού κυριαρχείται απ' τόν Κ.Τ.Π., ό όποιος καθορίζει τή θέση του Κράτους. Έπι πλέον : αύτό τό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού Κράτους περιλαμβάνεται μέσα στην Ιδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπον παραγωγής, δπως την περιγράφει δ Μαρξ στο Κεφάλαιο, Λέω περιλαμβάνεται, γιατί αύτό τό χαρακτηριστικό του Κράτους σκιαγραφείται επίσης ανάγλυφα. Ή λειτουργία αύτου του «καθαρού» τρόπου παραγωγής δέν φαίνεται δυνατή παρά στό βαθμό πού ή όργανωμένη φυσική καταπίεση δέν άσκειται άμεσα από τούς δρώντες παράγοντες στόν χώρο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, άλλά είναι προνόμιο του Κράτους. Αύτό είναι κυρίως τό νόημα πού παίρνουν αύτές οι άναλύσεις τόϋ Μάρξ γιά τόν Κ.Τ.Π.—κυρίως ή «ελλειψη βίας» στό οικονομικό στοιχείο αύτου του τρόπου παραγωγής — καΐ οχι, όπως πιστεύεται συχνά, τό νόημα μιας μή-παρέμβασης τής κρατικής καταπίεσης μέσα στίς κοινωνικές σχέσεις παραγωγής αύτου του τρόπου, καταπίεσης πού, πράγματι, εϊναι σταθερά παρούσα — και πού, με τή σειρά της, δέν πρέπει νά συγχέεται με τήν παρέμβαση ή τήν μή παρέμβαση του Κράτους στη δομή των παραγωγικών σχέσεων, Αύτό τό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού Κράτους δέν ύποδηλώνει ετσι καθ' αύτό μιά όποια ελάττωση τής καταπίεσης, άλλά τό πραγματικό και σημαντικό γεγονός, ότι τό Κράτος, στή μονοπωλιακή άσκηση τής βίας, τείνει σταθερά νά τήν παρουσιάζει σάν σύμφωνη μέ τό γενικό συμφέρον του λαου. Κι' αύτό στό βαθμό πού θά άσκουνταν, και γίνεται συχνά άλλωστε, μέσα στά συνταγματικά καί νομικά όρια μέ τή σύγχρονη έννοια του δρου. τής βίας, τόν παράγοντα δημιουργίας των πολιτικών δομών. Είναι δμως χρήσιμο νά σημειώσω δτι ή σύγχρονη πολιτική έπιστήμη δέχεται, στήν πλειοψηφία της, ότι το χαρακτηριστικό τής όργανωμένης φυσικής καταπίεσης καΐ τής νομιμοποίησής της είναι συστατικό χαρακτηριστικό τών πολιτικών δομών γενικά. (Βλέπε σ' αύτό το νόημα έκτος τών Μ. Weber, R. Dahl: Modem Political Analysis, 1963, σ. 12 και έπόμ. Επίσης Easton, Coleman, Apter, Balandier, op. cit. σ. 32. και έπόμ. 144 και έπόμ. κ.λπ.
Το κεφαλαιοκρατικο Κράτος καΐ OL κυρίαρχες τάξεις
I. Ό συνασπισμός στην έξουσία Ή ένότητα και ή σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, πού μελετήσαμε ώς έδώ άπ' τήν πλευρά τής σχέσης τους με τό γενικό πεδίο τής ταξικής πάλης, πρέπει νά έξεταστοΰν επίσης από τήν πλευρά τοϋ είδικοϋ τους ρόλου στις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες ένος κεφαλαιοκρατικου σχηματισμού. Μ' αύτόν τόν πολιτικό τους ρόλο θα άσχοληθοϋμε τώρα. Καί, άκόμα μια φορά, θά άναφερθοϋμε στις άναλύσεις του Μάρξ, στό βαθμό πού αύτές άφοροϋν τήν δννοια τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Γι' αύτό θά επρεπε νά άναφερθοϋμε στις παρατηρήσεις σχετικά μέ τό συνασπισμό τής έξουσίας, τοϋ όποίου θυμίζω έν συντομία τά σημεία πού μας ένδιαφέρουν εδώ. 1) Σ' ενα κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό μπορούμε νά βεβαιώσουμε τή χαρακτηριστική συνύπαρξη στό έπίπεδο τής πολιτικής κυριαρχίας, πολλών τάξεων και κυρίως, μερίδων τάξεων, πού συγκροτούνται στό συνασπισμό τής έξουσίας. Αύτό έξαρταται πριν άπ' όλα άπ' τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, π.χ. απ' τήν ιδιαίτερη συνύπαρξη, σάν κυρίαρχων τάξεων ένός καπιταλιστικού σχηματισμού, τών μεγάλων ιδιοκτητών τής γαιοπροσόδου — αρχικά σάν τάξη τών εύγενών ή μερίδα τους, στή συνέχεια σαν αύτόνομη μερίδα τής άστικής τάξης — και τής άστικής τάξης, καΐ άπ' τόν ιδιαίτερο τεμαχισμό τής άστικής τάξης σέ έμπορική, βιομηχανική και χρηματιστική μερίδα' έξαρταται μετά και απ' τόν τύπο κυριαρχίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
71
τισμός συγκροτείται από μιά αλληλοεπικάλυψη πολλών τρόπων παραγωγής, περιλαμβάνοντας ετσι τή συνύπαρξη, μέσα στο χώρο τής ταξικής πάλης, πολλές τάξεις και τμήματα τάξης, και ενδεχομένως, πολλές τάξεις και κυρίαρχα τμήματα. Ωστόσο, αυτό το χαρακτηριστικό δέν αρκεί γιά νά έξηγήσουμε τό φαινόμενο του συνασπισμού στήν εξουσία, πού φαίνεται νά είναι ενα ιδιαίτερο φαινόμενο των κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών. Πράγματι, αν ή συνύπαρξη πολλών τάξεων είναι ενα γενικό χαρακτηριστικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού, παίρνει ειδικές μορφές μέσα στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς. Μέσα σ' αύτούς τούς σχηματισμούς μπορούμε νά θεμελιώσουμε τη σχέση άνάμεσα, σ' ενα είδικό θεσμικό παιγνίδι, πού έγγράφεται μέσα στήν ϊδια τή δομή του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, από τη μιά πλευρά, παιγνίδι έξ άλλου πού λειτουργεί πρός τήν κατεύθυνση μιας ειδικά πολιτικής ένότητας, τής κρατικής εξουσίας, και από τήν άλλη μεριά, τήν ειδική, ταυτόχρονη έμφάνιση τών σχέσεων πού υπάρχουν μεταξύ τών κυρίαρχων τάξεων: οι σχέσεις αυτές, μέσα στό σύστημα συνάρτησής τους ώς πρός τό Κράτος, λειτουργούν στό κέντρο μιας ειδικής πολιτικής ένότητας πού έπικαλύπτεται από τήν έννοια του συνασπισμού εξουσίας. Α. Οί αιτίες έμφάνισης τοΰ συνασπισμού Εξουσίας, μπορούν ήδη νά διαγραφούν μέσα στήν δομή τού κεφαλαιοκρατικού Κράτους: ή δομή αύτή, εμφανίζει τήν έξής ιδιαιτερότητα, δτι πραγματοποιεί τήν ταυτόχρονη πολιτική κυριαρχία περισσότερων τάξεων και τμημάτων τάξης. Γιά νά γίνουμε σαφέστεροι: τό κεφαλαιοκρατικό Κράτος, μέσα από τό έσωτερικό παιγνίδι τών θεσμών τ§υ, καθιστά δυνατή τή συγκρότηση τού συνασπισμού έξουσίας, από τήν ϊδια τή σχέση του μέ τό πεδίο τής πολιτικής πάλης τών τάξεων, σχέσης πού μπορεί νά θεωρηθεί σάν οροθέτηση. Ό Μαρξ τό σημειώνει επίμονα: ας πάρουμε ενα παράδειγμα αύτών τών θεσμών, τήν καθολική ψηφοφορία, τυπικό θεσμό ένός Κράτους αύτόνομου'άπ' τό οικονομικό στοιχείο και πού έμφανίζεται σάν ή ένσάρκωση τού γενικού λαϊκού συμφέροντος: «Τήν αστική μοναρχία τού Λουδοβίκου Φιλίππου δέν μπο-
72
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ρει νά τή διαδεχθεί παρά ή αστική δημοκρατία. Αύτό σημαίνει δτι ενώ, στη μοναρχία, ήταν ενα περιορισμένο τμήμα τής αστικής τάξης πού κυβερνοϋσε στο ονομα του βασιλια, άπό δώ και πέρα, είναι το σύνολο της άστικής τάξης πού θά κυβερνάει στ' ονομα του λαοϋ»^. Ή καθολική ψηφοφορία παρουσιάζεται, στο Μάρξ, σάν ενας θεσμός πού έπεκτείνει τή σχέση του καπιταλιστικού Κράτους με τήν Ιδιαίτερη συνύπαρξη της κυριαρχίας πολλών τάξεων και τμημάτων των κυρίαρχων τάξεων: «Ήταν άναγκαία... ή Δημοκρατία στή βάση τής καθολικής ψηφοφορίας... για νά όδηγήσει πρίν àn δλα στήν κυριαρχία της αστικής τάξης, εισάγοντας δίπλα στή χρηματιστική αριστοκρατία, δλες τΙς ιδιοκτήτριες τάξεις στή σφαίρα τής πολιτικής έξουσίας. Ή πλειονότητα των μεγάλων γαιοκτημόνων... βγήκε άπ' τήν πολιτική άνυπαρξία στήν όποία τήν είχε καταδικάσει ή μοναρχία του Ίούλη»2. "Άν ό ρόλος τής καθολικής ψηφοφορίας είναι, κατά τον Μάρξ, νά διαγράψει εναν ιδιαίτερο χώρο πού τον όρίζει σάν σκηνής σφαίρα ή πολιτική τροχιά — κάνοντας διάκριση τής παρουσίας μιας τάξης πάνω στήν πολιτική σκηνή άπ' τή συμμετοχή της στο μπλοκ τής έξουσίας — δεν είναι λιγότερο αληθινό δτι τήν καθολική ψηφοφορία τήν αντιλαμβάνεται, παράλληλα, σάν προσδιοριστική μιας ιδιαίτερης σχέσης άνάμεσα στο Κράτος, άπ' τή μια πλευρά, και τις ύπάρχουσες σχέσεις μεταξύ πολλών τάξεων ή τμημάτων στήν εξουσία απ τήν αλλη. Ό Μάρξ άντιλαμβάνεται συχνά αυτή τή σχέση με τήν έκφραση τής «συμμετοχής» στήν πολιτική έξουσία ή τής «κατοχής» αύτής τής έξουσίας, διακρίνοντας ετσι αύτόν τον τύπο Κράτους άπ' τον άλλο πού καθιερώνει τήν «άποκλειστική κυριαρχία» μιας τάξης ή τμήματος. Μ' αύτή τήν ëvvoia ή καθολική ψη1. 18η του Μπρυμαίρ, σ. 229. 'Αναφέρομαι στήν έκδοση Pauvert πού παρουσιάζει ένωμένα τά κείμενα τής Πάλης των τάξεων στή Γαλλία και χής 18ης του Μπρυμαίρ, Θά σημειώνω άπό δώ και πέρα Lt. για το πρώτο κείμενο, ΒΓ. για τό δεύτερο. 2. Lt. 66.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
73
φοφορία αποτελεί ενα παράδειγμα μεταξύ των άλλων, πού φωτίζει ώστόοΌ σαφέστατα τά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού Κράτους πού επιτρέπουν το φαινόμενο του συνασπισμού της εξουσίας. Β. —^Αύτό το φαινόμενο ανάγεται επίσης στο χώρο της πολιτικής πρακτικής των κυρίαρχων τάξεων σ' ενα κεφαλαιοκρατικό σχηματισαό: έξαρταται απ' την «πολλαπλότητα», και τά ιδιαίτερα γνωρίσματα των κυρίαρχων τάξεων (και τμημάτων) μέσα σ' αύτό τό σχηματισμό. Αύτό, μέ τη σειρά του, έξαρταται απ' τό γενικό φαινόμενο τή^^ συνύπαρξης σε κάθε σχηματισμό, πολλών τρόπων παραγωγής και συνεπώς τής παρουσίας πολλών τάξεων (και τμημάτων). Αύτό τό γενικό φαινόμενο παίρνει ωστόσο, στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς πού μας ενδιαφέρουν έδώ, μια εντελώς Ιδιαίτερη οψη πού εχει την προέλευσή του στην ειδική επιβολή τής κυριαρχίας τοϋ Κ.Τ.Π. στή γεωργία: πρόκειται γιά τό πρόβλημα τής μεγάλης Ιδιοκτησίας τής γαιοπροσόδον. Ό Μάρξ αντιλαμβάνεται πολλές φορές "στό Κεφάλαιο, τή μεγάλη ιδιοκτησία τής γαιοπροσόδου σάν ξέχωρη τάξη πού άνήκει συόν «καθαρό» Κ.Τ.Π. Πράγματι, αύτη ή παρατήρηση τοϋ Μάρξ επισημαίνει τόν χώρο ένός ειδικού προβλήματος, αν καΐ ή παρατήρηση δέν είναι ακριβής στόν προσδιορισμό της. Ό Λένιν απόδειξε ώραιότατα ότι ή γαιοκτησία, ή ατομική ιδιοκτησία τής γής, δέν άνήκει στόν χώρο τών συνδυαστικών σχέσεων του «καθαρού» Κ.Τ.Π.: « Ή ύπόθεση τής καπιταλιστικής όργάνωσης τής γεωργίας περιλαμβάνει άναγκασηκά τήν ύπόθεση ότι όλη ή γή καταλαμβάνεται άπό ξεχωριστά έκμεταλλευτικά συστήματα, αλλά δέν περιλαμβάνει καθόλου τήν ύπόθεση, ότι όλη ή γή είναι ατομική ιδιοκτησία αύτών τών εκμεταλλευτών, ή άλλων προσώπων, ή ή ατομική ιδιοκτησία γενικά»^ 'Ωστόσο, μπορούμε νά αντιληφθούμε, στή διαδικασία έγκαθίδρυσης του Κ.Τ.Π. μέσα στή γεωργία μέ ταξική πολιτική
3. Το άγροτικό ζήτημα καΐ οί κριτικές τοϋ Μάρξ.
74
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
διεύθυνση «εύγενών» ή «αστική» τά ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) Αύτη ή έγκαθίδρυση τί\ς κυριαρχίας του Κ.Τ.Π. συντελείται, πράγματι, και για λόγους κυρίως πολιτικούς και Ιδεολογικονς, μέσο τής άτομικής ιδιοκτησίας τής γής. β) Αύτη ή έγκαθίδρυση συντελείται μέ την συγκέντρωση της μεγάλης γαιοκτησίας. Ό Λένιν διακρίνει έδώ δνο δρόμους. Στήν περίπτωση μιας μεταβατικής περιόδου απ τή φεουδαρχία στον καπιταλισμό, πέρα άπό άξιόλογες διαφορές, ή μεγάλη γαιοκτησία παρεμβαίνει κατά κάποιο τρόπο στήν έναρξη τής διαδικασίας κεφαλαιοποίησης τής γεωργίας: αύτό συμβαίνει γιά λόγους πολιτικούς πού άφορδ^ν τή φεουδαρχική τάξη τής γαιοκτησίας του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής καΐ τις σχέσεις της μέ τήν άστική τάξη. Στήν περίπτωση πού προηγούμενα, δέν ύπάρχει φεουδαρχική όργάνωση τής παραγωγής, έπικρατεί ό «αμερικάνικος δρόμος»: ή διαδικασία ξετυλίγεται μέσο τής μεσαίας καί μικρής άνεξάρτητης Ιδιοκτησίας τής γής, αλλά καταλήγει επίσης, στή συνέχεια, στη μεγάλη γαιοκτησία^. Τί γίνεται μέ τήν τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων τής γαιοπροσόδου, πού ό Μάρξ καταχρηστικά χαρακτηρίζει σαν ξεχωριστή τάξη του καθαρού Κ.Τ.Π.; Οί πολιτικο - ιδεολογικοί καθορισμοί έμφανίζονται έδώ, πραγματικά, αποφασιστικοί. Λειτουργώντας σάν ξεχωριστή τάξη στή μεταβατική περίοδο απ' τή φεουδαρχία στον καπιταλισμό, άνήκει στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, όπως αύτός μετασχηματίζεται μέ τήν έγκαθίδρυση τής κυριαρχίας του Κ.Τ.Π.: αύτή εϊναι ή περίπτωση τής Πρωσσίας. Μπορεί επίσης μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο, να λειτουργεί σαν τμήμα τών εύγενών: αύτή είναι ή περίπτωση τής Μεγάλης Βρεταννίας. Όμως, στή συνέχεια τής διαδικασίας ακριβώς, μέσο τής κεφαλαιοποίησης τής γαιοπροσόδου, ή τάξη αύτή απορροφαται καί γίνεται τμή^α τής άστικής τάξης, μέ τή μορφή αυτόνομου τμήματός της — γιά 4. TÔ άγροτικό πρόβλημα τής σοσιαλδημοκρατίας στήν πρώτη ρώσικη έπανάσταση 1905-1907.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
75
μεγάλο διάστημα. Ό χαρακτήρας της αυτονομίας της πηγάζει στήν περίπτωση αυτή: α) άπο πολιτικο - ιδεολογικούς λόγους πού πηγάζουν απ' τήν παράδοση τής ενταξής της στούς φεουδάρχες εύγενείς, β) από οίκονομικούς λόγους, πού πηγάζουν από τήν γαιοπρόσοδο σαν ιδιαίτερο τρόπο μεταβίβασης τοΰ κοινωνικού προϊόντος και κατανομής τής υπεραξίας. Ό τελευταίος αυτός λόγος έπικρατεί όταν, δπως εγινε στή Γαλλία, ή μεγάλη γαιοκτησία πραγματοποιείται άπό τήν άστική τάξη —Απαλλοτρίωση τών ευγενών. Είναι λοιπόν κυρίως αυτή ή άναγκαία μεταβατική περίοδος, πού πραγματοποιείται εϊτε μέ τήν πολιτική ή ιδεολογική διεύθυνση τών εύγενών ή τής αστικής τάξης, μέσο τής μεγάλης γαιοκτησίας, άπ' τή μιά πλευρά, και ή αύτονομία της εως δτου άπορροφηθεί άπ τήν άστική τάξη, άπ" τήν δλλη, πού οδήγησαν τόν Μαρξ στό νά θεωρεί τή μεγάλη γαιοκτησία σαν τάξη του καθαρού Κ.Τ.Π. Σημειώσαμε ήδη τήν αποφασιστική σπουδαιότητα τής ιδιοκτησίας τής γαιοπροσόδου, τάξη ξεχωριστά ή αυτόνομο τμήμα τάξης μέσα στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς. Ή σπουδαιότητα αυτή αναφέρεται ετσι στήν ιδιαίτερη μορφή πού παίρνει στόν καπιταλιστικό σχηματισμό, το γενικό γεγονός τής σύνθετης συνύπαρξης, μέσα σ' ενα σχηματισμό, πολλών τρόπων παραγωγής: άφορα ετσι τήν πολλαπλότητα τών κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων πού είναι ενας άξιοσημείωτος παράγοντας τοϋ φαινομένου του συνασπισμού τής εξουσίας. Αύτή ή πολλαπλότητα άντιστοιχεί στις δομές τοϋ καπιταλιστικού Κράτους πού έπιτρέπουν μιά ιδιόμορφη «συμμετοχή» στήν έξουσία εϊτε τών κυρίαρχων τάξεων πού έλέγχουν τούς παρωχημένους τρόπους παραγωγής, εϊτε μερίδων τής αστικής τάξης πού ή αύτονομία τους απορρέει άπό τή σχέση τους μ' αύτούς τούς τρόπους. Γ. —Άλλα έπι πλέον: ή άστική τάξη παρουσιάζεται στόν Κ.Τ.Π., άπό τήν ϊδια τή συγκρότησή της διαιρεμένη σέ ταξικά τμήματα. Τό πρόβλημα τών τμημάτων τής τάξης είναι άρκετά μπερδεμένο στό Μάρξ. Εϊναι ένδιαφέρον να σημειώσουμε δτι όρισμένα τμήματα τής άστικής τάξης δπως τό εμπορικό, τό βιομηχανικό και τό χρηματιστικό, δεν άνάγονται απλώς,
76
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
δπως γίνεται συχνά για τα τμήματα της τάξης ενός σχηματισμού, στον συγκεκριμένο συνδυασμό των διαφόρων τρόπων παραγωγής ή στα ιδαίτερα χαρακτηριστικά μόνο της βαθμίδας του πολιτικού στοιχείου. Στήν τελευταία περίπτωση, ό άντίκτυπος της βαθμίδας του πολιτικού στοιχείου — αφοϋ οι τάξεις προκύπτουν απ τά αποτελέσματα τοϋ συνόλου των βαθμίδων πάνω στις κοινωνικές σχέσεις — μπορούν νά παράγουν τμήματα τάξης μέσα στό χώρο της ταξικής πολιτικής πρακτικής. Ό Μαρξ λέει, π.χ., στή 18η Μπρυμαίρ, σχετικά με τό δημοκρατικό άστικό τμήμα: «Δέν ήταν μιά μερίδα τής αστικής τάξης, συσπειρωμένη άπό κοινά μεγάλα συμφέροντα, και χωρισμένη άπό άλλα λόγω ιδιαίτερων δρων παραγωγής. Ήταν απλώς μιά όμάδα άστών, συγγραφέων, δικηγόρων·.., πού ή έπίδρασή τους βασίζονταν στήν αντιπάθεια πού ή χώρα αισθανόταν προς τόν Λουδοβίκο Φίλιππο, στις αναμνήσεις τής παλιας δημοκρατίας..., και κυρίως στό γαλλικό εθνικισμό...»®. 'Ωστόσο τό εμπορικό, τό βιομηχανικό και τό χρηματιστικό τμήμα άνάγεται στήν ίδια τή συγκρότηση του κεφαλαίου, στή διαδικασία τής διευρυμένης άναπαραγωγής, ώς παραγωγική σχέση. Είναι γεγονός δτι στό Κεφάλαιο ό Μάρξ δέν χρησιμοποιεί ρητά τόν δρο τμήμα για νά προσδιορίσει τό έμπορικό, βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Έδώ τά τμήματα αύτά έννοουνται ώς «μορφές ύπαρξης» πού πάντως ξεχωρίζουν μέσα στό ίδιο κεφάλαιο: « Ή ύπαρξη του κεφαλαίου, ώς κεφάλαιο - εμπόρευμα (τό εμπορικό κεφάλαιο)... άποτελει μιά φάση τής διαδικασίας άναπαραγωγής του βιομηχανικού κεφαλαίου, και συνεπώς τής όλικής παραγωγικής διαδικασίας του... πρόκειται γιά δυό μορφές ύπαρξης ξεχωριστές, διαφορετικές τοΰ ϊδιου κεφαλαίου»®. Τό εμπορικό κεφάλαιο, πού παράγει τήν ύπεραξία - τόκο, δέν αποτελεί ετσι μιά «αύτόνομη» μορφή τού βιομηχανικού κεφαλαίου, πού παράγει τήν ύπεραξία κέρδος. "Ομως: «δτι ό βιομήχανος κεφαλαιοκράτης εργάζεται μέ δικό του κεφάλαιο ή δανειακό κεφάλαιο δέν άλλάζει διό5. Br. 134. 6. Capital, 3, II, 280.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
77
λου τό γεγονός ότι ή τάξη των χρηματιστών κεφαλαιοκρατών αντιτίθεται σ' αυτό σάν μιά ιδιαίτερη κατηγορία κεφαλαιοκρατών, τό χρηματιστικό κεφάλαιο, ώς ενα είδος αυτόνομου κεφαλαίου καί, τέλος, ό τόκος ώς άνεξάρτητη μορφή της ύπεραξίας πού άντιστοιχεί σ' αύτό τό είδικό κεφάλαιο»^. Με δυο λόγια, αυτή ή; τμηματοποίηση της αστικής τάξης άναφέρεται ήδη στή θέση πού κατέχουν αυτά τά τμήματα μέσα στήν παραγωγική διαδικασία: γι' αυτά ισχύει ο,τι ισχύει για τή μεγάλη γαιοκτησία, όταν γίνει τμήμα τής άστικής τάξης. <ΓΟ,τι διαιρούσε αύτά τά τμήματα (τή μεγάλη γαιοκτησία καί τό κεφάλαιο) δεν ήταν οι δήθεν «αρχές» άλλά οι ύλικές συνθήκες ύπαρξής τους... ό παλιός άνταγωνισμός ανάμεσα στήν πόλη και στό χωριό, ό άνταγωνισμός άνάμεσα στό κεφάλαιο και τή γαιοκτησία»®. Αυτή ή παρουσία μέσα σ' ενα σχηματισμό πού κυριαρχείται άπ' τόν Κ.Τ.Π., τής μεγάλης γαιοκτησίας και τής αστικής τάξης, καί πολλών τμημάτων τής άστικής τάξης, είναι σημαντική ώς μιά απ' τις αΙτίες του μπλόκ εξουσίας. 'Ανάλογα με τις δομές του κεφαλαιοκρατικοϋ Κράτους, ανάλογα με τήν ύπαρξη τών τάξεων καί τών τμημάτων πού αναφέραμε, ό^^Ααόΐ) άνάλογα με την Ιδιαίτερη συμμέτοχη στην πολιτική κυριαρχία πολλών τάξεων και τμημάτων τάξεων, διαπιστώνουμε τή σχέση άνάμεσα σ' αύτό τό Κράτος καί τήν πολιτική οργάνωση αύτών τών τάξεων ή τμημάτων πού άνήκουν στό μπλόκ εξουσίας®. 7. Ibid. 3, II, 42. 8. ΒΓ. 256. 9. Ό Ένγκελς μάς περιγράφει τις συγκεκριμένες συνέπειες αύτής τής κατάστασης μέ τά έξής λόγια: «Φαίνεται νά είναι ενας νόμος τής ίστορικής ανάπτυξης, τό ότι ή άστική τάξη δεν μπορεί, σε καμιά χώρα τής Ευρώπης, νά καταλάβει τήν πολιτική έξουσία — τουλάχιστον για ëva μεγάλο διάστημα — μέ τον ίδιο αποκλειστικό τρόπο όπως ή αριστοκρατική φεουδαρχία στο Μεσαίωνα» (Socialisme utopique et socialisme scientifique, Πρόλογος τής αγγλικής έκδοσης, 1892). Ή , στον Πρόλογο τοϋ Πόλεμος τών χωρικών (1850). «Αύτό πού διακρίνει τήν άστική τάξη άπ' όλες τις τάξεις πού κυριαρχούσαν άλλοτε εϊναι τούτο τό ιδιαίτερο στοιχείο, ότι, στήν
78
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
II. Συνασπισμός στην έξουσία, ήγεμονία και καθορισμός περιόδων ενός σχηματισμοδ: οΐ πολιτικές άναλύσεις του Μάρξ Αυτή ή έννοια του συνασπισμού εξουσίας, πού δεν χρησιμοποιείται ρητά άπ' τον Μάρξ ή τον Ένγκελς, προσδιορίζει επίσης την Ιδιαίτερη αντιφατική ενότητα των τάξεων ή τμημάτων τάξης πον είναι πολιτικά κυρίαρχες, στη σχέση της με μια Ιδιαίτερη μορφή καπιταλιστικού Κράτους, Ό συνασπισμός έξουσίας άναφέρεται στον καθορισμό περιόδου του καπιταλιστικού σχηματισμού σέ τυπικά στάδια^®. Ή έννοια αύτη έκφράζει τή συγκεκριμένη διαμόρφωση της ενότητας αύτών τών τάξεων ή τμημάτων μέσα σέ στάδια, πού χαρακτηρίζονται άπό εναν ειδικό τρόπο συνάρθρωσης και εναν ιδιαίτερο ρυθμό έναλλαγής του σύνολου τών βαθμίδων. Μ' αύτό τό νόημα, ή έννοια τοϋ συνασπισμού έξουσίας άναφέρεται στό πολιτικό έπίπεδο, και καλύπτει τόν χώρο τής πολιτικής πρακτικής, στό βαθμό πού αύτός ό χώρος συγκεντρώνει και άντανακλα τή συνάρθρωση τοϋ συνόλου τοδν βαθμίδων και τών έπιπέδων τής ταξικής πάλης σ' ενα καθορισμένο στάδιο. Ή έννοια τοϋ συνασπισμού έξουσίας έχει, στήν περίπτωση αύτή, ένα ρόλο άνάλογο μέ τήν έννοια τής μορφής του Κράτους σέ σχέση μέ τό νομικο - πολιτικό έποικοδόμημα. Αύτή ή διαίρεση σέ περιόδους διαφέρει ώστόσο από έκείνη πού άφορα τόν ειδικό ρυθμό εναλλαγής του πολιτικού έπιπέδου, στό δτι αύτή ή τελευταία άναφέρεται πιό ειδικά, στό συντοάνάπτυξή της, υπάρχει μιά καμπή μετά τήν όποία κάθε αύξηση τής δύναμής της... συντελεί στό νά τήν κάνει όλο καΐ πιό άκατάλληλη γιά τήν πολιτική κυριαρχία...Μετά άπ'αύτό τό σημείο χάνει τή δύναμη τής άποκλειστικής διατήρησης τής πολιτικής κυριαρχίας της· άναζητα συμμάχους μέ τούς όποιους μοιράζεται τήν έξουσία της ή τούς τήν παραχωρεί έντελώς άνάλογα μέ τήν περίσταση». Θα δούμε ώστόσο δτι, άπ' τή μιά μεριά, αύτός ό δρος τής συμμαχίας είναι άχελής γιά να περιγράψει αύτή τήν Ιδιαιτερότητα τής άστικής τάξης (ή φεουδαρχική τάξη συνήπτε έπίσης συμμαχίες — ό Ένγκελς τό βεβαίωσε πολλές φορές),άπ' τήν άλλη, δτι πρόκειται άκριβώς γιά ενα μπλόκ στήν έξουσία, στό έσωτερικό του όποίου ή άστική τάξη δέν «μοιράζεται>νπαγματικά, τήν έξουσία ουτε τήν «παραχωρεί έντελώς». 10. Βλέπε πιό πάνω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
79
νισμό τής ταξικής άντιπροσώπευσης από τά πολιτικά κόμματα. Ή αντιπροσώπευση αυτή αντανακλά, μέσο μιας όλόκληρης σειράς μεταθέσεων, τις μετατοπίσεις των ταξικών άντιφάσεων — κύρια και δευτερεύουσα, μορφές των αντιφάσεων, κ.λπ. —, μετατοπίσεις πού τοποθετούνται ώστόσο μέσα στα όρια του μπλοκ έξουσίας πού χαρακτηρίζουν ενα στάδιο. Αύτη ή δεύτερη διαίρεση σε περιόδους έκφράζεται σ' ο,τι άφορα το Κράτος, άπο την έννοια της μορφής τοϋ καθεστώτος* σέ ο,τι άφορα τήν ταξική πολιτική πάλη, άπό μια σειρά έννοιών, πού προσδιορίζουν τις ταξικές κομματικές σχέσεις πού τοποθετούνται μέσα στον Ιδιαίτερο χώρο πού ό Μάρξ κατά γενικό κανόνα σημειώνει σάν πολιτική σκηνή ή άμεση ταξική δράση. Ό χώρος αύτός άκριβώς επιτρέπει νά διαγράψουμε τή μετάθεση ανάμεσα στο χώρο τής ταξικής πολιτικής πρακτικής — συνασπισμός έξουσίας — σέ μιά μορφή κράτους άπ' τή μιά, και τήν έκπροσώπησή τους από τά κόμματα σέ μιά μορφή καθεστώτος, άπό τήν άλλη. Τά προβλήματα αύτά μελετήθηκαν άπ' τόν Μάρξ και τόν Ένγκελς στά πολιτικά τους εργα, πιό ειδικά άπ' τόν Μάρξ στό Πάλη των τάξεων στη Γαλλία και στό ή 18η ΜπρνμαΙρ τον Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Είναι γεγονός δτι, λόγω τής περιορισμένης περιόδου πού καλύπτουν τά εργα του, τά προβλήματα τής διαίρεσης σέ περιόδους και οί διακρίσεις τών έννοιών πού^περιλαμβάνουν δέν είναι πάντα σαφείς. 'Αλλά δέν θά επρεπε νά ξεχάσουμε ώστόσο τόν ιδιαίτερο χαρακτήρα, πού τόν υπογραμμίζει 6 Αένιν, τής τ^εριόδου πού μελετάει 6 Μάρξ: ή περίοδος αύτή παρουσιάζει μέ συγκεντρωτικό τρόπο τά στάδια του μετασχηματισμοί) του καπιταλιστικού σχηματισμού: «Δέν ύπάρχει καμιά άμφιβολία δτι έκει βρίσκονται τά κοινά χαρακτηριστικά γιά όλη τή σύγχρονη έξέλιξη τών καπιταλιστικών Κρατών γενικά. Σέ τρία χρόνια, 1848- 1851, ή Γαλλία εδειξε σέ μορφή σαφή και συγκεντρωτική, στή γρήγορη διαδοχή τους, αύτές τΙς ίδιες τις διαδικασίες τής άνάπτ^ξης πού είναι κοινές γιά τό σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου»^^. Άκρι11. L' Etat et la Révolution, Oeuvres en trois volumes, vol. Il, éd. Moscou., σ. 358.
80
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
βώς μ' αύτό το νόημα μπορούμε νά βγάλουμε άπ' αύτά τά εργα γενικές ενδείξεις και ορισμένες έπιστημονικές έννοιες πού αν καΐ απορρέουν άπ' τό περιορισμένο θέμα των αναλύσεών τους, εΪναι πολύτιμες για τή μελέτη αύτών των προβλημάτων. Πράγματι, οι άναλύσεις του Μαρξ πού άφοροϋν την πρώτη απ τις δυο διαιρέσεις σε περιόδους, τον καθορισμό περιόδου, τή διαίρεση σέ στάδια, δείχνουν τό άκόλουθο μόνιμο φαινόμενο: την ιδιαίτερη αντιφατική ένότητα πολλών κυρίαρχων τάξεων ή τμημάτων, ένότητα πού αντιστοιχεί σέ μιά ιδιαίτερη μορφή Κράτους. 'Ωστόσο, αύτό πού λείπει στόν Μάρξ, γιά τή θεωρητική κατανόηση αύτής τής ένότητας, είναι ακριβώς ή έννοια του μπλόκ έξουσίας και ή ήγεμονία πού έφαρμόζεται σ' αύτό τό μπλόκ. Αύτός είναι ό λόγος πού καταλήγει συχνά νά μιλάει γιά μιά «αποκλειστική κυριαρχία» ή γιά ένα «μονοπώλιο τής έξουσίας» μιας τάξης ή τμήματος, ένώ οι αναλύσεις του άποδείχνουν σταθερά τήν πολιτική κυριαρχία πολλών τάξεων και τμημάτων. "Ας πάρουμε τις περιπτώσεις τής παλινόρθωσης τών Βουρβώνων, τής συνταγματικής μοναρχίας τοϋ Λουδοβίκου Φιλίππου, και τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας — τής πτώσης τοϋ Λουδοβίκου Φιλίππου στό πραξικόπημα του Βοναπάρτη — πού εκπροσωπούν γιά τόν Μάρξ — μ' δλες τις έπιφυλάξεις — ιδιαίτερες μορφές τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Ή παλινόρθωση κατανοείται σάν ή «άποκλειστική κυριαρχία» [ή τό «μονοπώλιο τής εξουσίας» απ' τούς μεγάλους γαιοκτήμονες ^^ ή συνταγματική μοναρχία σάν έξουσία τής χρηματιστικής άριστοκρατίας^^ Έ ν τούτοις, σχετικά μ' αυτή τή μοναρχία, ό Μάρξ μας λέει άλλου ότι αποτελεί τήν «αποκλειστική κυριαρχία» ή τό «μονοπώλιο τής έξουσίας», όνο τμημάτων^ '^ής χρηματιστικής και τής βιομηχανικής άστικής τάξης ταυτόχρονα^^: πράγματι, ή ιδιαίτερη πολιτική τους ένότητα εϊναι αύτό πού άντιοτοιχεΐ στή συνταγματική μοναρχία, και πού 12. Lt., 131. 13. Lt., 56. 14. ΒΓ., 244.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
81
κατανοείται εδώ σαν μορφή Κράτους. "Ας εξετάσουμε τώρα τήν κοινοβουλευτική δημοκρατία: εϊναι αυτή πού αντιστοιχεί, σάν μορφή Κράτους, στήν ιδιαίτερη πολιτική ένότητα των τμημάτων των μεγάλων γαιοκτημόνων — των νομιμοφρόνων — 'ί^ήζ χρηματιστικής και της βιομηχανικής αστικής τάξης: «Βρήκαν στήν άστική δημοκρατία... τήν κρατική αορφή μέσα στήν οποία μπορούσαν νά κυβερνοϋν από κ ο ι ν ο ύ . « Ή κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν κάτι παραπάνω άπό ούδέτερη περιοχή δπου τά δύο τμήματα της γαλλικής αστικής τάξης, νομιμόφρονες και όρλεανιστές, μεγάλη γαιοκτησία καί βιομηχανία (βιομηχανικός και χρηματιστικός τομέας) μπορούσαν νά συνυπάρχουν ή μιά πλάϊ στήν άλλη με ϊσα δικαιώματα. "Ήταν ό απαραίτητος ορος γιά τήν κοινή τους κυριαρχία, ή μοναδική κρατική μορφή, μέσα στήν όποία τό γενικό ταξικό τους συμφέρον κρατούσε σέ ύποταγή ταυτόχρονα τις άξιώσεις αυτών τών ξεχωριστών τμημάτων και όλες τΙς άλλες τάξεις της κοινωνίας»^®. Έδώ εμφανίζονται τά προβλήματα. Ό Μάρξ βεβαιώνει πράγματι τή σχέση ανάμεσα σέ μιά μορφή Κράτους και τή συγκεκριμένη διαμόρφωση της ένότητας πολλών κυρίαρχων τμημάτων. "Αν και δεν διαθέτει, γιά νά συλλάβει θεωρητικά αύτή τήν ένότητα, τήν έννοια τοϋ συνασπισμού έξουσίας, τής παραχωρεί ώστόσο μιά ιδιαίτερη θέση: χρησιμοποιεί στη θέση τής έκφρασης ασυμμαχίω^, τις εκφράσεις «συνασπισμός»^ και ((ένωση)), άλλά κυρίως τή ((συγχώνευση)). Πράγματι, απ' τό ενα μέρος, ή ελλειψη αύτής τής έννοιας εμποδίζει καμιά φορά νά αποκαλύψουμε αύτή τή συνύπαρξη πολλών τμημάτων στήν πολιτική κυριαρχία, εμφανίζοντας μιά απ' αύτές σάν τό «άποκλειστικά κυρίαρχο» τμήμα, ενώ στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά ένότητα πολλών κυρίαρχων τμημάτων. Ά π ' τό άλλο μέρος, όταν αύτή ή ένότητα προσδιορίζεται και παίρνει ενα όνομα, γίνεται αντιληπτή με τόν όρο «συγχώνευση», πού είναι εντελώς ακατάλληλος. Αύτός ό όρος, πού εϊναι δανεισμέ15. .Br., 244. 16. ΒΓ., 315.
82
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
νος άπ' την φυσικό - χημική επιστήμη και χρησιμοποιείται συχνά απ' το Μάρξ και τον Ένγκελς, μπορεί νά ύποδηλώνει, αν δέν προσέξουμε, μια εκφραστική όλότητα πού συντίθεται από «ισοδύναμα» στοιχεία. Αύτός ό όρος μπορεί ετσι νά περιπλέκει συγχρόνως τήν αντίληψη ενός διαμελισμού^ άνάμεσα σ' αυτά τα σΓοιχεία, της έξουσίας του καπιταλιστικού Κράτους, και τήν αντίληψη μιας κυκλικής ένότητας, χωρίς κυριαρχία, αύτών των στοιχείων, στό εσωτερικό της οποίας χάνουν τήν ειδική τους αύτονομία: «ή άνώνυμη έξουσία τής δημοκρατίας ήταν ή μοναδική κάτω από τήν όποία τά δύο τμήματα μπορούσαν νά διατηρούν μέ ϊση εξουσία το κοινό ταξικό τους συμφέρον χωρίς νά παραιτούνται άπ' τόν άμοιβαιο άνταγωνισμό τους. "Αν ή άστική δημοκρατία δέν μπορούσε νά είναι άλλη απ' τήν όλοκληρωμένη σαφέστατη κυριαρχία όλόκληρης τής άστικής τάξης, μπορούσε νά είναι άλλη απ' τήν κυριαρχία των νομιμοφρόνων ολοκληρωμένη απ' τούς όρλεανιστές, άπ' τήν σύνθεση της παλινόρθωσης και τής μοναρχίας του 'Ιούλη;... Δέν καταλάβαιναν ότι αν κάθε μιά άπ' τις όμάδες της κοιτάζοντάς την ξεχωριστά ήταν φιλοβασιλική, τό προϊόν του χημικού συνδυασμού τους θά επρεπε άναγκαστικά, νά είναι δημοκρατικό...»^"^. Θά σημειώσουμε έδώ τούς όρους συμπληρωματικότητας και σύνθεσης, πού είναι τυπικοί στήν προβληματική μιας έκφραστικής όλότητας^®. Έτσι, ή έννοια τής συγχώνευσης δέν έπιτρέπει νά κατανοήσουμε τό φαινόμενο του συνασπισμού έξουσίας. Ή τελευταία άποτελει πράγματι, οχι μιά εκφραστική όλότητα μέ ίσο17. Lt., 131 - 132. 18. Μιά παρατήρηση γι αυτό τό θέμα: στό Κεφάλαιο γιά τις κοινωνικές τάξεις μίλησα, σχετικά μέ τον ύποκαθορισμό τών τάξεων τών μή κυρίαρχων τρόπων παραγωγής, γιά τή διάλυση και συγχώνευσή τους μέσα στίς τάξεις του ϊςυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, αυτός ό όρος τής συγχώνευσης ύποδήλωνε έκεΐ άκριβώς τό γεγονός, ότι όρισμένες τάξεις ή τμήματα δέν λειτουργουν, σ' ενα σχηματισμό, σάν «ξεχωριστές τάξεις» ή «αυτόνομα τμήματα» μέ κατάλληλα άποτελέσματα στό έπίπεδο του πολιτικού στοιχείου, μέ δυο λόγια σάν «κοινωνικές δυνάμεις». Έδώ, άντίθετα, πρόκειται γιά τήν κατανόηση ένός τύπου ένότητας μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
83
δύναμα στοιχεία, άλλα μια σύνθετη αντιφατική ένότητα για κυριαρχία. Έδώ μπορεί να εφαρμοστεί ή έννοια της ηγεμονίας σέ μιά τάξη ή τμήμα στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας. Αύτή ή ήγεμονική τάξη ή τμήμα άποτελει πράγματι το κυρίαρχο στοιχείο τής αντιφατικής ένότητας των τάξεων ή τμημάτων πολιτικά «κυρίαρχων», μετέχοντας στο συνασπισμό τής εξουσίας. "Οταν ό Μαρξ μας μιλάει γιά τμήμα «αποκλειστικά κυρίαρχο» κάνοντας δεκτή την πολιτική κυριαρχία πολλών τμημάτων, έπιχειρει ακριβώς νά εντοπίσει στό έσωτετρικό τοϋ συνασπισμού έξουσίας τό ήγεμονικό τμήμα. Έτσι, δταν μας λέει, σχετικά με τήν παλινόρθωση και τή μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου, δτι προσέφεραν ή κάθε μιά τό «μονοπώλιο τής έξουσίας» σέ μιά άπ' τις μερίδες, προσθέτει άμέσως μετά: «Βουρβώνος ήταν τό βασιλικό ονομα πού κάλυπτε τήν επικρατούσα επιρροή συμφερόντων τής μιας hn τις μερίδες. 'Ορλεάνη, αύτό πού κάλυπτε τήν επικρατούσα επιρροή συμφερόντων τής άλλης μερίδας, τό άνώνυμο βασίλειο τής Δημοκρατίας ήταν τό μόνο, κάτω άπ τό όποιο αύτές οί δυό μερίδες σκέφθηκαν νά διατηρήσουν μέϊση εξουσία τό κοινό ταξικό τους συμφέρον...»^®. Πραγματικά, ή παλινόρθωση και ή μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου αντιστοιχούσαν ταυτόχρονα σ' ενα συνασπισμό στήν έξουσία τών τριών αναφερομένων μερίδων — μεγάλοι γαιοκτήμονες, χρηματιστική αστική τάξη, βιομηχανική αστική τάξη —, ό συνασπισμός έξουσίας τής παλινόρθωσης οντάς συγκροτημένος ύπό τήν αιγίδα τής ήγεμονικής μερίδας τής χρηματιστικής αστικής τάξης. Ό συνασπισμός έξουσίας τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι άπ' αύτή τήν άποψη χαρακτηριστικός. Θά άποτελούσε αυτός ό συνασπισμός μιά κυριαρχία μέ ϊση εξουσία — μιά «συγχώνευση»— αύτών τών ομάδων, αύτό πού μας λέει ό Μάρξ κατά μήκος τών άναλύσεών του; Τίποτα άπ' όλα αύτά: «Όλη ή εκθεσή μας έδειξε δτι ή δημοκρατία, άπ' τήν πρώτη μέρα τής ύπαρξής της, δέν ανέτρεψε, άλλά αντίθετα, συγκρότησε τήν χρηματιστική αριστοκρατία... θά αναρωτηθούμε πώς 19. Lt., 131.
84
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ή συνασπισμένη άσηκή τάξη θά μπορούσε να ύποστηρίξει καΐ να ανεχθεί την κυριαρχία (βλέπε τήν ήγεμονία) τοϋ χρηματιστικού τμήματος πού, υπό τον Λουδοβίκο Φίλιππο, στηριζόταν στον αποκλεισμό ή τήν υποταγή (βλέπε το συνασπιμό εξουσίας) των άλλων μερίδων ι;ής άσηκής τάξης; Ή άπάντηση εϊναι απλή. Πρώτα απ' όλα, ή χρηματιστική αριστοκρατία άποτελεΐ αύτή ή ϊδια ενα τμήμα πρωταρχικής σπουδαιότητας του φιλοβασιλικού συνασπισμού πού ή κοινή κυβερνητική τους έξουσία ονομάζεται δημοκρατία...»^®. Βλέπουμε καθαρά έδώ ότι ό συνασπισμός εξουσίας τής Δημοκρατίας, χωρίς νά αντιπροσωπεύει μια διανομή σέ ίσα μέρη τής εξουσίας ανάμεσα στις μερίδες πού τόν συγκροτούν στηρίζεται πάνωστήν ήγεμονία τής χρηματιστικής μερίδας. Αύτή ή ήγεμονία παίρνει, σέ σχέση με τή δημοκρατική μορφή του Κράτους, μιά διαφορετική μορφή απ' τήν ήγεμονία τής ϊδιας μερίδας μέσα στό συνασπισμό έξουσίας τής συνταγματικής μοναρχίας^^. "Ας βγάλουμε τά συμπεράσματα: ό συνασπισμός έξουσίας αποτελεί μιά αντιφατική ενότητα τάξεων και μερίδων πολιτικά κυρίαρχων υπό τήν αΙγίδα της ηγεμονικής μερίδας. Ή ταξική πάλη, ό άνταγωνισμός των συμφερόντων μεταξύ αύτών των κοινωνικών δυνάμεων, παραμένουν μόνιμα μέσα α αυτό τό μπλόκ, 20. Lt., 160. 21. Οί περιπλοκές και οί συνέπειες τής χρήσης τής έννοιας συγχώνευση βρίσκονται άλλωστε μέσα σέ πολλά σύγχρονα έργα τής μαρξιστικής πολιτικής έπιστήμης.Έκανα τήν κριτική αύτής τής έννοιας, πού χρησιμοποιήθηκε άπό συγγραφείς όπως ό Ρ. Anderson και 6 Τ. Nairn, στις άναλύσεις τους, πού αφορούν τήν έξέλιξη του καπιταλισμού στή Μ. Βρεταννία, στο όρθρο πού ανέφερα «Ή Μαρξιστική πολιτική θεωρία στή Μ. Βρεταννία». Δείχνω σ' αύτο το άρθρο, τις συγκεκριμένες αναλύσεις του Μαρξ και του Ένγκελς πού αφορούν το «μπλοκ στήν έξουσία» στή Μ. Βρεταννία πού άκολουθοϋν τήν ϊδια θεωρητική γραμμή μέ τΙς άναλύσεις του Μάρξ γιά τή γαλλική περίπτωση. Πρέπει ώσυόοο νά σημειώσω, μέ τήν εύκαιρία, ότι ή ίστορική ιδιαιτερότητα τής Γαλλίας συνίσταται, άπ' αύτή τήν άποψη, στή σχεδόν σταθερή
ήγεμονία
μετά
τον
Λουδοβίκο
Φίλιππο
τον χρηματιστικού
κε-
φαλαίου: άντίθετα στή Μ. Βρεταννία και τή Γερμανία, αύτή ή θέση καταλήγει πολύ συχνά στό έμπορικο καΐ βιομηχανικό κεφάλαιο. Γιά τούς λόγους αύτής τής κατάστασης στή Γαλλία: Βλέπε G. Dupeux,La Société française, 1789- 1960, 1964, σ. 39 καΐ έπόμ., 132 καΐ έπόμ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
85
κρατώντας τον ειδικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους: δυό λόγοι για τούς όποιους ή έννοια συγχώνευση είναι ακατάλληλη γιά τήν κατανόηση αύτής της ένότητας. Ή ήγεμονία, στό εσωτερικό αύτοϋ του συνασπισμού μιας τάξης ή μιας μερίδας, δεν είναι καθόλου τυχαία: γίνεται δυνατή, θά τό δοϋμε, μέ τήν ιδιαίτερη ενότητα της θεσμοποιημένης εξουσίας του καπιταλιστικού Κράτους. Ή τελευταία, επειδή αντιστοιχεί στήν ιδιαίτερη ένότητα κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων, δηλαδή επειδή βρίσκεται σέ σχέση μέ τό φαινόμενο του συνασπισμού τής εξουσίας, συντελεί ώστε οι σχέσεις ανάμεσα σ' αύτές τΙς κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες νά μή μπορούν νά συγκροτούνται, όπως συνέβαινε γιά άλλους τύπους Κράτους, μέ μιά «διανομή» τής κρατικής εξουσίας —«ϊση εξουσία» άνάμεσά τους. Ή σχέση τού καπιταλιστικού Κράτους και τών κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων λειτουργεί μέσα στό νόημα τής πολιτικής τους ένότητας ύπό τήν αιγίδα μιας ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα προκαλεί πόλωση τών ειδικών αντιφατικών συμφερόντων τών διάφορων τάξεων ή μερίδων τού συνασπισμού έξουσίας, συγκροτώντας τά οικονομικά τους συμφέροντα σέ πολιτικά συμφέροντα, και αντιπροσωπεύοντας τό κοινό γενικό συμφέρον τών τάξεων ή μερίδων τού συνασπισμού έξουσίας: γενικό συμφέρον πού συνίσταται στήν οικονομική έκμετάλλευση και τήν πολιτική κυριαρχία. Ό Μάρξ, σ' ενα λαμπρό χωρίο του πού άφορα τήν ήγεμονία τής χρηματιστικής μερίδας στήν κοινοβουλευτική δημοκρατία μας έκθέτει μ' αύτό τόν τρόπο τή συγκρότηση αύτής τής ήγεμονίας: «Σέ μιά χώρα, σάν τή Γαλλία... χρειάζεται μιά απειράριθμη μαζα ανθρώπων όλων τών αστικών μερίδων... νά συμμετέχουν στό δημόσιο χρέος, στό παιχνίδι τού χρηματιστηρίου, στα οικονομικά. Όλοι αύτοί οι ύποδεέστεροι συμμετέχοντες δεν βρίσκουν τό στήριγμά τους και τούς φυσικούς τους ήγέτες μέσα στή μερίδα πού αντιπροσωπεύει αύτά τά συμφέροντα στις πιό φοβερές διαστάσεις τους, πού τούς αντιπροσωπεύει στήν όλότητά τους»^^ 22. Lt., 161.
86
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Πρέπει νά σημειώσουμε ακόμη ενα σημαντικό γεγονός. Ή διαδικασία συγκρότησης της ήγεμονίας μιας τάξης ή μερίδας, διαφέρει ανάλογα με τό αν αύτή ή ήγεμονία αναφέρεται στίς άλλες κυρίαρχες τάξεις και μερίδες — συνασπισμός εξουσίας—, ή στό σύνολο ενός σχηματισμού πού συμπεριλαμβάνει ετσι και τις κυριαρχούμενες τάξεις. Αύτή ή διαφορά τέμνΛ έκ νέου τήν οροθετική γραμμή των θέσεων κιίριαρχίας και υποταγής πού κατέχουν οι κοινωνικές τάξεις μέσα σ' ενα σχηματισμό. Τό γενικό συμφέρον, πού αντιπροσωπεύει ή ήγεμονική μερίδα άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις, στηρίζεται, σε τελευταία άνάλυση, στήν έκμεταλλευτική θέση πού αύτές κατέχουν μέσα στήν παραγωγική διαδικασία. Τρ γενικό συμφέρον πού αντιπροσωπεύει αύτή ή μερίδα απέναντι στό σύνολο τής κοινωνίας, κι' ετσι άπέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις, άπορρέει άπ' τήν ιδεολογική λειτουργία τής ήγεμονικής μερίδας. Μπορούμε ώστόσο νά βεβαιώσουμε δτι ή λειτουργία τής ήγεμονίας μέσα στό συνασπισμό έξουσίας και ή λειτουργία της άπέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις συγκεντρώνονται κατά γενικό κανόνα σε μια. και τήν αυτή τάξη ή μερίδα, Ή τελευταία άνέρχεται οτήν ήγεμονική θέση του μπλόκ έξουσίας, συγκροτούμενη πολιτικά σε ήγεμονική τάξη ή μερίδα, του συνόλου τής κοινωνίας. Σχετικά μέ τήν κοινοβουλευτική δημοκρατία και τήν ήγεμονία τής χρηματιστικής άριστοκρατίας στό μπλόκ έξουσίας, ό Μάρξ μας λέει δτι ήταν ή μοναδική κρατική μορφή «...στήν όποία τό γενικό ταξικό τους συμφέρον μπορούσε νά ύποτάσσει ταυτόχρονα τις απαιτήσεις αύτών των διαφόρων μερίδων καΐ όλων των άλλων τάξεων της κοινωνίας))^^' ή άκόμα: ((οί παλιές κοινωνικές δυνάμεις εντάσσονταν^ συναθροίζονταν, συγκεντρώνονταν, και έβρισκαν ενα απροσδόκητο στήριγμα μέσα στή μεγάλη μάζα του έθνους: τους χωρικούς και τούς μικροαστούς»^^. Ό Μάρξ μας προσφέρει έπίσης μιά^ ολόκληρη σειρά συγκεκριμένων αναλύσεων, πού δείχνουν τή διαδικασία συγκρότησης τής χρηματιστικής άστικής τάξης σε ήγεμονική μερίδα του συ23. ΒΓ., 315. 24. Βγ., 228.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
87
νασπισμου έξουσίας και τοϋ συνόλου της κοινωνίας ταυτόχρονα. Ωστόσο, αύτη ή συγκέντρωση τής διπλής λειτουργίας τής ήγεμονίας σε μιά τάξη ή μερίδα, πού είναι ένταγμένη στο παιχνίδι των θεσμών του καπιταλιστικού Κράτους, εϊναι ενας γενικός κανόνας πού ή πραγματοποίησή του έξαρταται από τή συγκυρία των κοινωνικών δυνάμεων. Επίσης θά διαπιστώσουμε τις δυνατότητες μετάθεσης, αποσύνθεσης και μετατόπισης αύτών τών λειτουργιών της ήγεμονίας στις διάφορες τάξεις ή μερίδες — ή μιά νά αντιπροσωπεύει την ήγεμονική μερίδα του συνόλου τής κοινωνίας, ή άλλη, ειδική αύτή, το συνασπισμό έξουσίας — πράγμα πού εχει βασικές συνέπειες στό πολιτικό έπίπεδο. III. Συνασπισμός στην έξουσία—^Συμμαχίες—Τάξεις-στηρίγματα Ή έννοια του συνασπισμού έξουσίας διακρίνεται από τήν έννοια της συμμαχίας^^, Ή τελευταία περιλαμβάνει έπίσης μιά ενότητα και μιά αντίφαση τών συμφερόντων τών τάξεων ή μερίδων τών σύμμαχων τάξεων. Ή διάκριση αναφέρεται: 1) Στη φύση αυτής της άντίφασης σέ σχέση μέ μιά «μορφή» του καπιταλιστικού Κράτους στό έσωτερικό ένός σταδίου. Στήν περίπτωση του συνασπισμού έξουσίας, μπορούμε νά αποκαλύψουμε ένα κατώφλι, άπ' τό όποιο θά οδηγηθούμε γιά νά διακρίνουμε καθαρά τις αντιφάσεις άνάμεσα στις τάξεις και τις μερίδες πού τό συνθέτουν, σέ σχέση μέ μια μορφή Κράτους 25. Γιά τήν έννοια τής συμμαχίας βλέπε έπίσης Linhart: «La Nep. Quelques caractéristiques de la transition soviétique», op. cit. Σημειώνω έδώ ότι ό Λένιν, όπως και ό Μάο, ύπενθυμίζουν συχνά τα όρια ττίς έννοιας συμμαχία, ζητώντας νά τήν άλλάξουν μέ πιό είδικές εννοιες, όπως του ενιαίου μετώπου. "Αν δέν άναφέρομαι στις αναλύσεις τους, το κάνω, γιατί άφορουν τή δικτατορία τοΟ προλεταριάτου και τή μεταβατική περίοδο απ' τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, καΐ δέν μποροϋν νά έφαρμοστουν άμεσα στον καπιταλιστικό σχηματισμό. 'Ωστόσο, ή άνάγκη, στήν όποία βρέθηκαν, νά χρησιμοποιήσουν τήν έννοια του ένιαίου μετώπου σέ διάκριση απ' τήν έννοια τής συμμαχίας ένισχύει τήν δική μου χρήση της έννοιας του συνασπισμού έξουσίας.
88
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
καΐ μέσα σ' ενα Ιδιαίτερο στάδιο, αντιφάσεις πού ύφίστανται ανάμεσα σ' αύτές και τις άλλες σύμμαχες τάξεις ή μερίδες. Ή συμμαχία μπορεί νά λειτουργεί ανάμεσα στίς τάξεις ή μερίδες του συνασπισμοϋ εξουσίας ή μιας απ' αύτές, άπ' τό ενα μέρος και μια άλλη τάξη ή τμήμα, απ' το άλλο: συνηθισμένη περίπτωση αύτής της συμμαχίας είναι, π.χ., ή σχέση τής μικροαστικής τάξης μέ το συνασπισμό έξουσίας. 2) Τή φύση των άντιφάσεων μεταξύ των μελών τοϋ συνασπισμού έξουσίας καΐ μεταξύ τών μελών τής συμμαχίας καθορίζει εξ ϊσου ο διαφορετικός χαρακτήρας τής ενότητάς τους: ή συμμαχία λειτουργεί, κατά γενικό κανόνα, σ' §να επίπεδο πού καθορίζεται απ' το χώρο τής ταξικής πάλης και συνδυάζεται συχνά μέ μιά έντονη πάλη στά άλλα έπίπεδα. Π.χ., μια πολιτική συμμαχία, του συνασπισμού έξουσίας μέ τή μικροαστική τάξη συνδέεται συχνά μέ μιά έντονη οικονομική πάλη εναντίον της, ή ακόμα μιά οικονομική συμμαχία μαζί της συνδέεται μέ μιά έντονη πολιτική πάλη ένάντια στήν πολιτική της έκπροσώπηση^®. 'Αντίθετα, στήν περίπτωση τού συνασπισμού τής έξουσίας, διαπιστώνουμε μιά σχετική έπέκταση τής ενότητας — μέ άμοιβαιες θυσίες — σέ δλα τά έπίπεδα τής ταξικής πάλης: οίκονομική, πολιτική καί, συχνά άλλωστε, ιδεολογική ένότητα. Αύτό δέν εμποδίζει, βέβαια, τις αντιφάσεις μεταξύ τών μελών του συνασπισμού έξουσίας: απλώς διαπιστώνουμε μιά σχετική όμοιογένεια τών σχέσεών τους σέ δλα τά έπίπεδα. Οι διαφορές αύτές εϊναι άλλωστε σαφείς στήν περίπτωση μιας σημαντικής άνατροπής τού συσχετισμού δυνάμεων ή τής διάλυσης τής συνασπισμού έξουσίας, άπ' τή μιά, τής συμμαχίας, απ' τήν άλλη: αύτά τά φαινόμενα, μέσα στο πλαίσιο του συνασπισμού έξουσίας, αντιστοιχούν κατά γενικό κανόνα σ" ενα μετασχηματισμό τής μορφής τον Κράτους, Ά π ' αύτή τήν άποψη, ό Μάρξ μας δείχνει τούς μετασχηματισμούς τού συνασπισμού έξουσίας τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στή σχέση τους μέ τήν άνοδο στο θρόνο τού Λουδοβίκου Βο-
26. Lt., 93.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
89
ναπάρτη^^. 'Αντίθετα, μέσα crcô πλαίσιο των συμμαχιών, αύτά τά φαινόμενα δεν άντίστοιχουν σε μετασχηματισμό της κρατικής μορφής: άπ' αύτη τήν πλευρά, ό Μαρξ μας δείχνει τή διάλυση τής συμμαχίας με τή μικροαστική τάξη — πού περνάει άπ τήν κατάσταση τής συμμάχου στήν κατάσταση του οπαδού—, πού τοποθετείται στο τέλος τής πρώτης περιόδου τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και πού καθόλου δεν καταλήγει σέ αντικατάσταση αύτής τής κρατικής μορφής με άλλη, άλλά, σιή συγκεκριμένη περίπτωση, σ' ενα μετασχηματισμό τής μορφής του καθεστώτος^». Επίσης δεν πρέπει να συγχέουμε τή διάκριση ανάμεσα στό συνασπισμό εξουσίας και τή συμμαχία με μιά διάκριση χρονολογικής διάρκειας — μεγάλη, μικρή—, πού, κατά κάποιο τρόπο, θά εκανε τόν συνασπισμό έξουσίας μιά συμμαχία μακροπρόθεσμη: χαρακτηριστικό παράδειγμα, ή μόνιμη συμμαχία στή Γερμανία ανάμεσα στή μικροαστική τάξη — σύμμαχο— και τή χρηματισακή άσακή τάξη — μπλόκ έξουσίας — πού κατευθύνεται ενάντια στήν βιομηχανική αστική τάξη —συνασπισμός έξουσίας — γιά τήν όποία ήδη μας εφιστούσε τήν προσοχή ό Ένγκελς στό 'Επανάσταση κάί Άντεπανάσταση στη Γερμανία. "Αν λοιπόν δοκιμάσουμε νά γενικεύσουμε αυτές τις παρατηρήσεις , μπορούμε νά δούμε ότι ή τυπική διαμόρφωση, πού χαρακτηρίζει ενα συνασπισμό έξουσίας, αντιστοιχώντας σέ μιά μορφή Κράτους μέσα σ' ενα στάδιο, έξαρταται απ' τόν συγκεκριμένο συνδυασμό τριών σημαντικών παραγόντων: 1) τής τάξης ή τμήματος πού κατέχει συγκεκριμένα τήν ήγεμονία μέσα στό συνασπισμό, 2) τις τάξεις ή μερίδες πού συμμετέχουν σ' αυτόν, 3) τις μορφές πού παίρνει αύτή ή ήγεμονία, μ' άλλα λόγια, ή φύση τών άντιφάσεων καΐ ό συγκεκριμένος συσχετισμός δυνάμεων μέσα στό συνασπισμό έξουσίας. Μιά μετατόπιση του δείκτη ήγεμονίας του σύνασπισμοϋ άπό^μιά τάξη ή μερίδα σέ μιά άλλη, μιά σημαντική τροποποίηση τής σύνθεσής 27. ΒΓ., 316 και έπόμ. 28. Lt., 93. ΒΓ., 250.
90
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
του — άποχώρηση ή προσχώρηση μιας τάξης ή μερίδας—, μια μετατόπιση της κύριας άντίφασης ή τής κύριας πλευράς της ταξικής άντίφασης, ανάμεσα στο συνασπισμό έξουσίας απ' την μια και τις άλλες τάξεις και μερίδες απ τήν άλλη, ή στο εσωτερικό του συνασπισμοϋ έξουσίας, μπορούν νάάντιστοιχουν, κατά το συγκεκριμένο άποτέλεσμα τοϋ σννδνασμον τους, σ' ενα μετασχηματισμό τής μορφής τοϋ Κράτους. Εϊναι προφανές ότι ή τυπική διαμόρφωση ένός καθορισμένου συνασπισμού έξουσίας έξαρταται άπό τη συγκυρία, δηλαδή άπ' τό συγκεκριμένο συνδυασμό των παραγόντων πού αναφέραμε* αυτός μας προσφέρει σέ κάθε περίπτωση δνα πλαίσιο άποκάλυψης τών τυπικών ταξικών σχέσεων ένός σταδίου του καθορισμένου σχηματισμού, χαράσσοντας τά δρια τους. Στό έσοηερικό των όρίων πού τίθενται απ' αύτό τό στάδιο, διαπιστώνουμε μιά σειρά μεταβολών τών ταξικών σχέσεων, τροποποιήσεις τοϋ συνασπισμού έξουσίας, πού δέν θέτουν ωστόσο σέ αμφισβήτηση τήν τυπική του διαμόρφωση και τήν αντίστοιχη μορφή Κράτους^®. Αύτή ή συνθετότητα τοϋ συνασπισμού έξουσίας μπορεί ετσι νά επιτρέπει νά τοποθετήσουμε καλύτερα τή σχέση του μέ τή συμμαχία. Πράγματι, ή τυπική του διαμόρφωση, πού αντιστοιχεί σέ μιά μορφή Κράτους, έπιτρέπει μιά σειρά μεταβολών πού έκδηλώνονται, μεταξύ τών άλλων, στις μετατοπίσεις τοϋ σημείου όροθέτησης τής συμμαχίας και τοϋ συνασπισμού έξουσίας μέσα στά ϊδια τά δρια τής τυπικής του διαμόρφωσης. Μιά σύμμαχη τάξη μπορεί π.χ. ακολουθώντας αύτές τις μετατοπίσεις, νά περάσει τό κατώφλι και νά γίνει τμήμα τοϋ συνασπισμού έξουσίας ή, αντίθετα, ëva μέλος τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας ν' άλλάξει κατάσταση και νά γίνει σύμμαχη τάξη ή μερίδα. "Οταν οί μετατοπίσεις άπ' αύτό τό κατώφλι τοποθετούνται μέσα στά δρια πού άναφέραμε, δέν έπιφέρουν, κατά γενικό κανόνα, μετασχηματισμό τής μορφής τοϋ Κράτους. 'Αντίθετα δταν αύτές οι μετατοπίσεις όφείλονται σ' ένα συνδυασμένο μετασχηματισμό παραγόντων τοϋ συνασπισμού έξουσίας, έπιφέρουν τέτοιου είδους μετασχηματισμό. 29. Θα έπανέλθουμε μέ συγκεκριμένα παραδείγματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
91
Αυτές οί εννοιες, του συνασπισμού εξουσίας και της συμμαχίας, συμπληρώθι\καν απ' τον Μάρξ σ' δ,τι αφορά πάντα τις μεταβολές μέσα c/τά δρια μιας μορφής Κράτους και του συνασπισμού εξουσίας ένός καθορισμένου στάδιου, μέ μιά άλλη έννοια, πού άφορΡ μιά ιδιαίτερη κατηγορία σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις τού συνασπισμού εξουσίας καί σ' άλλες τάξεις: πρόκειται για τάξεις πάνω στις όποιες «στηρίζεται» μιά μορφή καπιταλιστικού Κράτους. Τυπικές περιπτώσεις αυτών τών τάξεων - στηριγμάτων: οί μικροϊδιοκτήτες αγρότες, μέσα στο πλαίσιο τού βοναπαρτισμού* ή μικροαστική τάξη στο τέλος της πρώτης περιόδου τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας* τό «λοϋμπεν προλεταριάτο)) τού βοναπαρτισμού. Τό «στήριγμα» διακρίνεται άκόμα άπ' τό συνασπισμό εξουσίας, δπως επίσης και απ' τή συμμαχία, άπό τή φύση τών άντιφάσεων ανάμεσα στό συνασπισμό εξουσίας και τις σύμμαχες τάξεις απ' τή μιά, τις τάξεις - στηρίγματα απ' τήν άλλη και συνεπώς, άπό τή φύση τής ένότητας άνάμεσα στό συνασπισμό τής έξουσίας και τις σύμμαχες τάξεις, άπ' τή μιά, τις τάξεις - στηρίγματα, άπ' τήν άλλη. Μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε τήν Ιδιαίτερη κατάσταση τών τάξεων - στηριγμάτων ή μερίδων - στηριγμάτων λέγοντας: 1) "Οτι ή υποστήριξη πού παρέχουν σέ μιά καθορισμένη ταξική κυριαρχία δεν βασίζεται γενικά πάνω σε καμιά πραγματική πολιτική Ουσία συμφερόντων τού συνασπισμού έξουσίας και τών σύμμαχων τάξεων γιά τήν ευνοιά τους. Αυτή ή υποστήριξη, απαραίτητη γι' αύτή τήν ταξική κυριαρχία, βασίζεται κατά πρώτο λόγο, σέ μιά διαδικασία Ιδεολογικής αυταπάτης. Ό Μαρξ τό απόδειξε στήν περίπτωση τών μικροϊδιοκτητών αγροτών, πού ή ύποστήριξή τους, απαραίτητη στό βοναπαρτικό Κράτος, θεμελιώθηκε πάνω σ' όλόκληρο τό ιδεολογικό πλαίσιο πού οδηγούσε στήν «παράδοση» και στήν καταγωγή τού Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Τό βοναπαρτικό Κράτος, πού στηρίζεται πάνω σ' αύτούς τούς αγρότες, δέν παίρνει πράγματι κανένα μέτρο πού νά εύνοεί πολιτικά τά ιδιαίτερά τους συμφέροντα. Παίρνει άπλώς όρισμένα μέτρα στό έπίπεδο συμβιβασμών γιά νά συνεχίσει νά τρέφει τήν Ιδεολογική αύ-
92
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ταπάτη πού είναι ή βάση αύτής της πολιτικ-ής ύποστήριξης. 2) "Οτι ή ιδιαίτερη υποστήριξη των τάξεων - στηριγμάτων οφείλεται στο φόβο, θεμελιωμένο ή φανταστικό, της εξόνοίας της εργατικής τάξης. Στην περίπτωση αύτή, ή ύποστήριξη δεν στηρίζεται ασφαλώς, οϋτε σε μια κοινότητα συμφερόντων πού έχουν σαν αρχή πραγματικές αμοιβαίες θυσίες, ουτε σε μια ιδεολογική αυταπάτη πού εχει σχέση μέ αύτή τή θυσία, άλλα πάνω στον πολιτικό παράγοντα της πάλης της εργατικής τάξης. Ό παράγοντας αύτός, ούσιαστικό στοιχείο, άλλωστε, της ενότητας του συνασπισμού έξουσίας ή των συμμαχιών ταξικής κυριαρχίας, γίνεται, στήν περίπτωση τών τάξεωνστηριγμάτων, ό άποκλειστικός παράγοντας τής ύποστήριξής τους σε τάξεις πού, ενδεχόμενα, ζημιώνουν τά συμφέροντά τους, αλλά σέ μικρότερο βαθμό,πραγματικό ή ύποθετικό, άπ'ο,τι θά τά ζήμιωνε ή έργατική τάξη. Ή ιδεολογική αύταπάτη δέν βαραίνει στήν παρίπτωση αύτή, κυρίως, στή στάση του Κράτους ή τών κυρίαρχων τάξεων, άλλα στή στάση πού εχει απέναντί τους τό προλεταριάτο. Τυπικό παράδειγμα: ή κατάσταση, σέ ορισμένες συγκυρίες, τής μικροαστικής τάξης. Αύτοί οι παράγοντες τής ύποστήριξης τών τάξεων - στηριγμάτων και ή φύση τών αντιφάσεων πού τΙς χωρίζουν απ' τις τάξεις χου συνασπισμού έξουσίας και τις τάξεις - σύμμαχους επιδρούν πάνω στή φύση τής ένότητας μαζί τους. Αύτή ή ένότητα δέν εκδηλώνεται κατά γενικό κανόνα, μέσα στίς άμεσες ταξικές σχέσεις, άλλα λειτουργεί με τη διαμεσολάβηση τον Κράτους. Ή σχέση τών τάξεων - στηριγμάτων μέ τό συνασπισμό τής έξουσίας και μέ τις σύμμαχες τάξεις εκδηλώνεται λιγότερο σάν σχέση ταξικής πολιτικής ένότητας και περισσότερο σάν σιήριγμα σέ μιά καθορισμένη μορφή Κράτους. Ή ιδεολογική αύταπάτη, βασική στήν περίπτωση τών τάξεωνστηριγμάτων παίρνει τήν ιδιαίτερη πολιτική του φετιχισμού τής εξουσίας γιά τήν οποία μιλούσε ό Λένιν: πίστη σ' ένα Κράτος ύπεράνω ταξικών αγώνων, τό όποιο θά μπορούσε να υπηρετήσει τά συμφέροντά τους ενάντια στα συμφέροντα του συνασπισμού έξουσίας καί τών σύμμαχων τάξεων στήν πρώτη περίπτο>ση, πίστη σ'ένα Κράτος - φύλακα του Status quo, φραγμός
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
93
γιά τήν κατάκτηση τής εξουσίας από την εργατική τάξη στή δεύτερη περίπτωση. Και στις δυο περιπτώσεις, ή ιδιαίτερη ιδεολογική απόκρυψη της φύσης και του ρόλου του Κράτους, δπως και του μεσολαβητικού ρόλου του, ανάμεσα στις τάξεις στηρίγματα απ' τή μιά, και τό συνασπισμό εξουσίας και τις σύμμαχες τάξεις άπ' τήν άλλη, εξαρτάται έπίσης απ τό βαθμό τοϋ χαρακτηριστικού πολιτικού υποκαθορισμον των τάξεων στηριγμάτων, στήν αδυναμία τους νά άνυψωθοϋν σε μιά αύτονομη πολιτική οργάνωση, λόγω της ιδιαίτερης θέσης τους μέσα στή διαδικασία της παραγωγής. Ή πολιτική τους όργάνωση διέρχεται από τήν άμεση μεσολάβηση του Κράτους, και αύτή είναι ή κλασική περίπτωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών καΐ συχνά της μικροαστικής τάξης. Μ' άλλα λόγια ή διάσταση ανάμεσα στον συνασπισμό εξουσίας και τή συμμαχία, απ' τή μιά, τό στήριγμα απ' τήν άλλη, εκδηλώνεται έπίσης στήν αδυναμία αύτόνομης πολιτικής οργάνωσης τών τάξεωνστηριγμάτων. Ό Μάρξ εκανε τήν έξης παρατήρηση σχετικά με τις τάξεις τής μικρής παραγωγής: «επειδή δύσκολα μποροϋν νά αντιπροσωπεύονται αυτές οί ϊδιες, αφήνονται νά αντιπροσωπεύονται από άλλες τάξεις, βλέπουν τούς αντιπροσώπους τους σαν αφεντικά τους, σάν μιά απόλυτη κυβερνητική δύναμη πού τούς προστατεύει, ένάντια στις άλλες τάξεις, και πού τούς στέλνει από ψηλά τή βροχή καΐ τόν καλό καιρό». Έτσι μπορούμε νά διαπιστώσουμε ανάμεσα στις τάξεις και τις μερίδες του συνασπισμού εξουσίας, τις σύμμαχες τάξεις και μερίδες, και τις τάξεις και μερίδες-στηρίγματα, ολόκληρη μιά σειρά σύνθετων σχέσεων ανάλογα μέ τή συγκεκριμένη συγκυρία. Οί τροποποιήσεις τών συμμαχιών και τών στηριγμάτων δέν άντιστοιχοΰν ώστόσο, κατά γενικό κανόνα, σέ μιά τροποποίηση της μορφής του Κράτους στο πλαίσιο του καθορισμού τής περιόδου σέ στάδια, παρά όταν συνδυάζονται μέ τροποποιήσεις τών συστατικών παραγόντων τής διαμόρφωσης του συνασπισμού εξουσίας.
94
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
IV. Πολιτικός καθορισμός περιόδων—Πολιτική σκηνή—Επικρατούσες τάξεις — Τάξεις πού κρατούν τό Κράτος Είναι φανερό ότι οί ενδείξεις αυτές του Μάρξ έχουν κεφαλαιώδη σημασία γιά κάθε συγκεκριμένη μελέτη των σχέσεων άνάμεσα στο πολιτικό εποικοδόμημα του Κράτους και του πεδίου διεξαγωγής της πάλης των τάξεων. 'Ωστόσο οί εννοιες, πού μόλις διευκρινήσαμε, πρέπει νά συμπληρωθούν με μία σειρά άλλων έννοιών, πού σχετίζονται με μιά διαφορετική διαίρεση κατά περιόδους και ενα διαφορετικό χώρο: ή σπουδαιότητα της έννοιας του συνασπισμού στήν έξουσία θά φανεί ^τσι καθαρώτερα. Πράγματι ή έννοια αυτή άνάγεται στήν γενική κατά περιόδους διαίρεση ένός σταδιακού σχηματισμού. Καλύπτει, όπως άλλωστε και ή έννοια της μορφής τού Κράτους, τό πολιτικό επίπεδο στή σχέση του με τό σύνολο των βαθμίδων ένός σχηματισμού σ' ενα δεδομένο στάδιο, πού χαρακτηρίζεται άπό μία ιδιαίτερη συνάρθρωση τών βαθμίδων του. Αύτή ή διαίρεση κατά περιόδους, δπως άνακόπτεται άπό τή σχέση πού ύπάρχει άνάμεσα στίς ειδικές χρονικές διάρκειες κάθε έπιπέδου, διακρίνεται άπό τήν περιοδική διαίρεση πού άφορα τήν ειδική χρονική διάρκεια τού πολιτικού έπιπέδου. Έτσι, εάν μέ τήν πρώτη διαίρεση κατά περιόδους πού άναφέραμε, χαράζονται τά όρια ένός σταδίου, παγιωμένα σ ' ε ν α καθορισμένο επίπεδο δομών καΐ πρακτικών, ή δεύτερη άνακόπτει τόν ειδικό ρυθμό αύτού τού έπιπέδου μέσα στό εσωτερικό αυτών τών ορίων. Έτσι ή χρονική διάρκεια ένός έπιπέδου έξαρταται άπό τΙς ϊδιες τΙς δομές του: αύτή ή δεύτερη διαίρεση κατά περιόδους, πού χαρακτηρίζει τό πολιτικό έπίπεδο, έξαρταται άπό τις ειδικές δομές τού πολιτικού έπιπέδου, μέσα σ' ενα δεδομένο σχηματισμό. Ό Μάρξ σημειώνει μέ σαφή τρόπο, στή 18η του Μπρνμαίρ, τή διάκριση άνάμεσα στούς δύο καθορισμούς περιόδων. Μας λέει γιά τήν πρώτη: «Πρέπει νά ξεχωρίσουμε τρεις κύριες περιόδους: 1) Ή περίοδος τού Φεβρουαρίου, 2) Ά π ό τίς 4 Μαΐου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
95
1848 ώς τις 29 Μαΐου 1849* ή περίοδος τής συγκρότησης τής δημοκρατίας ή περίοδος της συντακτικής συνέλευσης* 3) 'Από τις 29 Μάιου 1849 ώς τις 2 Δεκεμβρίου 1851, ή περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας ή περίοδος τής νομοθετικής εθνοσυνέλευσης^®. Πρόκειται άκριβώς για τήν περιοδικότητα πού εκφράζεται μέσα στις δομές της, άπό τήν έννοια τής μορφής του Κράτους, και στο χώρο τής πρακτικής τών κυρίαρχων τάξεων από τήν έννοια του συνασπισμού τής έξουσίας. Αυτή ή διαίρεση κατά περιόδους διακρίνεται ώστόσο άπό μιαν άλλη πού ό Μαρξ τήν έκθέτει μ' αύτόν τον τρόπο καΐ πού εχει σχέση με τήν περίοδο τής συνταγματικής δημοκρατίας: «Διαιρείται σέ τρεις κύριες περιόδους: Άπό τις 29 Μαΐου ώς τΙς 13 'Ιουνίου 1849, πάλη ανάμεσα στή δημοκρατία και τήν άστική τάξη, ήττα τοϋ μικροαστικού ή δημοκρατικού κόμματος* άπό τΙς 13 'Ιουνίου 1849 ώς τίς 31 Μαΐου 1850, κοινοβουλευτική δικτατορία τής αστικής τάξης, δηλαδή τών συνασπισμένων όρλεανιστών και νομιμοφρόνων ή του κόμματος τής τάξης, δικτατορία πού όλοκληρώνεται μέ τήν κατάργηση τής καθολικής ψηφοφορίας* απ' τις 31 Μαΐου 1850 ώς τίς 2 Δεκεμβρίου 1851, πάλη άνάμεσα στήν άστική τάξη καΐ τό Βοναπάρτη, ανατροπή τής άστικής κυριαρχίας, πτώση τής συνταγματικής ή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας»®^. Αύτή ή περιοδικότητα εκφράζεται στίς δομές άπό τήν έννοια τών μορφών του καθεστώτος, πού οι μετασχηματισμοί του δεν συσχετίζονται άμεσα μέ τΙς τροποποιήσεις τής σχέσης του πολιτικού καΐ του οικονομικού στοιχείου, οι,όποιες καΐ χαρακτηρίζουν τούς μετασχηματισμούς τών μορφών του Κράτους: άλλα άναφέρονται στις Ιδιαίτερες δομές του καπιταλιστικού Κράτους, στίς συντεταγμένες τής κομματικής έκπροσώ/ιησης, στο θεσμό τής ψηφοφορίας, κ.λπ. Ώστόσο αυτό πού ένδιαφέρει εδώ, είναι οι εννοιες πού εφαρμόζει ό Μαρξ για τή μελέτη τής περιοδικότητας, ειδικά τής πολιτικής μέσα στό χώρο τής πρακτικής τών κυρίαρχων 30. ΒΓ., 227. 31. Βγ.. 250.
96
ΠΟΛΙΉΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τάξεων. Παρατηρούμε ότι ό Μαρξ προσδιορίζει το Ιδιαίτερο τμήμα του χώρου πού άποδίδει στο δεύτερο καθορισμό περιόδου: αύτό το τμήμα υποδηλώνεται μέ τήν έκφραση πολιτική σκηνή, Αύτό καλύπτει ενα ιδιαίτερο τμήμα του επιπέδου τής ταξικής πολιτικής πρακτικής στούς σχηματισμούς πού μελετήθηκαν απ' τό Μάρξ: από τή μελέτη του συνόλου των πολιτικών κειμένων του, βγαίνει καθαρά δτι αύτό τό τμήμα περιλαμβάνει άκριβώς τήν πάλη των οργανωμένων σε πολιτικά κόμματα κοινωνικών τάξεων. Οι μεταφορές, πού σχετίζονται μέ τήν παρουσία πάνω στην πολιτική σκηνή, μέ τή θέση μιας τάξης πάνω στή σκηνή — στα παρασκήνια, στό προσκήνιο κ.λπ. — ανάγονται σταθερά στους τρόπους τής παρτιζάνικης εκπροσώπησης τής τάξης, στίς σχέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, Ή είσοδος στήν πολιτική σκηνή μιας τάξης και ή έξοδός της εξαρτώνται άπό τή συγκεκριμένη συγκυρία πού καθορίζει τήν οργάνωση εξουσίας της καΐ τις σχέσεις της μέ τά κόμματα. "Αλλωστε μέσα σ' αύτό τό συγκεκριμένο πλαίσιο πρέπει νά τοποθετήσουμε τις σχέσεις πού αποκαθιστά 6 Μάρξ ανάμεσα στήν πολιτική σκηνή και τήν καθολική ψηφοφορία. Ή καθολική ψηφοφορία ρίχνει στήν πολιτική σκηνή πολλές τάξεις λόγω του ότι αποτελεί στις συγκεκριμένες περιστάσεις πού μελετήθηκαν απ' τό Μάρξ εναν άπ' τούς παράγοντες οργάνωσης όρισμένχον τάξεων σέ κόμματα. "Ομως, ή όροθέτηση αύτοϋ του νέου χώρου τής πολιτικής σκηνής θέτει ορισμένα θεωρητικά προβλήματα, κυρίως τό πρόβλημα τής σχέσης του μέ τό χώρο τής πολιτικής πρακτικής γενικά. Πραγματικά, ή ύπαρξη μιας τάξης ή μερίδας σαν ξεχωριστή τάξη ή αυτόνομη μερίδα, δηλαδή σαν κοινωνική δύναμη, προϋποθέτει τήν παρουσία της στό πολιτικό επίπεδο μέ «κατάλληλα αποτελέσματα)), 'Ωστόσο, αύτή ή παρουσία στό επίπεδο τής πολιτικής πρακτικής είναι διαφορετική από τήν παρουσία στήν πολιτική σκηνή: ή τελευταία προϋποθέτει τήν οργάνωση τής εξουσίας μιας τάξης, ξέχωρα από τήν πολιτική πρακτική της. Αύτή ή διάκριση βρίσκεται στό Λένιν, ενσωματωμένη στήν εννοιά του τής ανοιχτής ή διακηρυγμένης δράσης, έννοια πού ύπάρχει στό Μάρξ σέ άνεπεξέργαστη
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
97
μορφή μέ τον ορο άληθινή δράση. Έτσι, όσο ή ανοιχτή δράση των κοινωνικών δυνάμεων δεν συμπίπτει μέ τήν έννοια της πολιτικής πρακτικής, μποροϋμε νά πούμε ότι ή πολιτική σκηνή είναι ενας προνομιούχος τόπος στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς, γιά τήν άνοιχτή δράση των κοινωνικών δυνάμεων μέσο της κομματικής τους εκπροσώπησης. Ό χώρος της πολιτικής σκηνής εχει λοιπόν στο Μαρξ μιά πολύ συγκεκριμένη λειτουργία: Είναι ό τόπος δπου μπορούμε νά επισημάνουμε μιά σειρά μεταθέσεων άνάμεσα στά πολιτικά συμφέροντα καΐ τήν ταξική πολιτική πρακτική, απ"* τή μιά, και άνάμεσα στά πολιτικά συμφέροντα καΐ τά κόμματα πού εκπροσοπονν τις τάξεις, απ"" τήν άλλη, Ή πολιτική σκηνή, σάν ιδιαίτερος χώρος δράσης τών πολιτικών κομμάτων, μετατοπίζεται συχνά σε σχέση μέ τήν πολιτική πρακτική καί στο στίβο τών ταξικών πολιτικών συμφερόντων πού άντιπροσωπεύονται απ' τά κόμματα στήν πολιτική σκηνή: στο Μάρξ αύτή ή διάσταση κατανοήθηκε, μέσο της προβληματικής της «άντιπροσώπευσης». Ή ακριβής οροθέτηση της πολιτικής σκηνής, πού αποτελεί τό χώρο τής δεύτερης περιοδικότητας έχει πολλές συνέπειες. Αύτή επιτρέπει π.χ. νά άποκαταστήσουμε τΙς βασικές σχέσεις άνάμεσα στις μορφές καθεστώτος και τό χώρο τής κομματικής δράσης. Πραγματικά, θά δούμε ότι ό κύριος παράγοντας μιας τυπολογίας τών μορφών του καθεστώτος, οπως τον έχουν εμφανίσει άλλωστε όρισμένοι σύγχρονοι θεωρητικοί^^, συνίσταται στή σχέση τους μέ τή συγκεκριμένη δράση τών πολιτικών κομμάτων στό χώρο τής πολιτικής σκηνής. "Οπως και μέ τήν περίπτωση τών σχέσεων τών κρατικών μορφών μέ τό μπλόκ στήν εξουσία, οι μορφές του καθεστώτος, έννοια πού καλύπτει ή είδική περιοδικότητα τών πολιτικών δομών, σχετίζονται μέ μιά συγκεκριμένη διαμόρφωση τών σχέσεων άνάμεσα στά κόμματα τών κυρίαρχων τάξεων πάνω στήν πολιτική σκηνή, έννοια πού προσδιορίζει ή ειδική περιοδικότητα τής ταξικής πολιτικής πάλης^^ 32. 'Ιδιαίτερα ό Ντυβερζέ. 33. Θα έπανέλθουμε εύρύτερα πάνω στίς συγκεκριμένες
άναλύσεις
7
98
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Έδώ μπορούμε να κατανοήσουμε, το παρατηρήσαμε ήδη, τή χρησιμότητα της έννοιας του συνασπισμού της εξουσίας στις σχέσεις των κυρίαρχων τάξεων, απ' τή μιά και στή δράση των κομμάτων αύτων των τάξεων στήν πολιτική σκηνή, άπ' τήν άλλη. Ό συνασπισμός τής εξουσίας ένός στάδιου θέτει τά όρια των διαφόρων κομματικών σχέσεων πού χαρακτηρίζουν το ρυθμό αυτοϋ του συάδιου πάνω στήν πολιτική σκηνή: αύτές οί σχέσεις άντισΓοιχουν σε μιά μορφή καθεστώτος, πού έντάσσεται στά δρια πού τίθενται άπ' τή μορφή του Κράτους πού άντιστοιχει στο συνασπισμό της εξουσίας. Ό συνασπισμός τής εξουσίας, και οι σχέσεις πού αυτό καθορίζει για τις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες, χρησιμεύει ετσι στήν έντόπιση και αποκάλυψη του πραγματικού (ταξικού) νοήματος τών καθαρά κομματικών σχέσεων σΓ0 εσωτερικό ένός σταδίου, στήν αποκάλυψη λοιπόν, τής μετατόπισής τους με τΙς πολιτικές ταξικές σχέσεις. Πράγματι, άν παραμείνουμε μόνο στό χώρο τής πολιτικής πού άφορουν αύτη τή σχέση τής πολιτικής σκηνής — τόπος κομματικής έκπροσώπησης — καΐ τής τυπολογίας τών πολιτικών καθεστώτων. Αύτή ή σχέση, πού προσδιορίστηκε άπ* τό Μάρξ, ύπογραμμίστηκε άπ' το Γκράμσι, στις άναλύσεις του σχετικά με τή 18η τοϋ Μπρυμαίρ, και κυρίως στό κείμενο του Παρατηρήσεις πάνω α ε μερικές πλευρές τής δομής τών πολιτικών κομμάτων σε περίοδο οργανικής κρίσης, οπου άντί του όρου πολι-
τική σκηνή, χρησιμοποιεί τον όρο κομματικός στίρος: «Σ* ενα όρισμένο σημείο τής ιστορικής ζωής τους οί κοινωνικές ομάδες άπομακρύνονται άπ' τα παραδοσιακά τους κόμματα, δηλαδή τα παραδοσιακά κόμματα με τή μορφή όργάνωσης πού άντιπροσωπεύουν, με τους συγκεκριμένους άνθρώπους πού τα άποτελοϋν, τά έκπροσωποΰν και τά διευθύνουν, δεν άναγνωρίζονται πιά σάν έκφραση τής τάξης τους ή τής μερίδας τους... Πώς σχηματίζονται αύτές οί άντιπολιτευτικές καταστάσεις άνάμεσα στους «εκπροσωπούμενους καΐ τους εκπροσώπους», πού, απ' τον κομματικό στίβο... άντανακλώνται μέσα σ' δλο τον οργανισμό τοϋ Κράτους;.,.)). Ν ά λάβουμε
ύπ' όψη το γεγονός ότι ό Γκράμσι δεν έξετάζει έδώ, παρά τήν περίπτωση μιας κρίσης τής πολιτικής σκηνής, αυτό πού ένδιαφέρει νά συγκρατήσουμε είναι ή σχέση πού ύποδηλώνεται άνάμεσα στον «κρατικό όργανισμό» και τή συγκεκριμένη λειτουργία τής κομματικής έκπροσώπησης. (Παραθέτω τό κείμενο του Γκράμσι στή γαλλική μετάφραση τών éd. Sosiales, op. cit., σ. 246 και συνέχεια).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
99
σκηνης γιά νά άποκαλύψουμε τις ταξικές σχέσεις, ανάγοντας αύτές τις σχέσεις μόνο σέ κομματικές σχέσεις, είναι αναπόφευκτο νά οδηγηθούμε σέ λάθη πού πηγάζουν απ τήν παραγνώριση αύτών των μετατοπίσεων. Π.χ. συχνά εχουμε νά κάνουμε μέ καταστάσεις στις όποιες μια πολιτική τάξη εξαφανίζεται άπ' τήν πολιτική σκηνή, παραμένει όμως μέσα στο συνασπισμό της εξουσίας. Αύτό μπορεί νά συμβεί από έκλογική ήττα του κόμματός της, από διάσπαση, πού όφείλεται σέ πολλούς λόγους, αύτοϋ του κόμματος στο χώρο της πολιτικής σκηνής, απ' τόν αποκλεισμό αύτοϋ του κόμματος στις σχέσεις κομματικής μορφής μέ τά άλλα κόμματα τών κυρίαρχων τάξεων. "Ομως, αύτή ή άπουσία μιας τάξης ή μερίδας άπ' τήν πολιτική σκηνή δέν σημαίνει άμεσα και τον αποκλεισμό της άπ' τό συνασπισμό τής έξουσίας. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις πού, σέ δ,τι άφορα τήν περιοδικότητα τής πολιτικής σκηνής, άπουσιάζει μια τάξη ή μερίδα, αν και συνεχίζει νά εϊναι παρούσα στήν περιοδικότητα πού άφορα τό συνασπισμό τής έξουσίας. Τά παραδείγματα αφθονούν στά πολιτικά εργα του Μάρξ, άρκει νά σημειώσουμε τό χαρακτηριστικό παράδειγμα τής βιομηχανικής αστικής τάξης ύπό τόν Λουδοβίκο Φίλιππο. Ή περίπτωση αύτή παρουσιάζει τόσο ένδιαφέρον, πού ό Μάρξ τήν υπογράμμισε κάνοντας σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σέ τάξεις ή μερίδες πολιτικά κυρίαρχες, πού ανήκουν στό συνασπισμό τής έξουσίας, και σέ επικρατούσες τάξεις ή μερίδες, τών όποίων τά πολιτικά κόμματα έχουν καταλάβει τις κυρίαρχες θέσεις τής πολιτικής σκηνής. Αύτή ή διάσταση ανάμεσα στή θέση μιας τάξης ή μερίδας στό χώρο τής πολιτικής πρακτικής και τή θέση της στήν πολιτική σκηνή, συνοδεύεται, βέβαια, από μιά σειρά μετασχηματισμών πού έχουν σχέση μέ τήν κομματική έκπροσώπηση: αύτοί αναφέρονται στή σύνθεση τών κομμάτων, στίς σχέσεις τους, στό αντιπροσωπευτικό τους περιεχόμενο —τά πολιτικά συμφέροντα αύτής τής τάξης ή μερίδας εκπροσωπούνται μ' έναν τρόπο πού εξαλείφεται, ασφαλώς, από τά κόμματα άλλων τάξεων ή μερίδων πού επικρατούν κ.λπ.— και μπορούν νά αποκαλυφθούν μόνο αν αρχίσουμε απ' τή διασάφηση τών μεταθέσεων ανάμεσα στήν πολιτική
100
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πρακτική και την πολιτική σκηνή. Ό ρόλος του ιδεολογικού στοιχείου, σ' αύτή τή διάσταση, άποκαλύπτεται άποφασιστικός. 01 μετατοπίσεις, άλλωστε, στο εσωτερικό του χώρου της πολιτικής πρακτικής, δεν συμπίπτουν άναγκαστικά με τις μετατοπίσεις κομματικής εκπροσώπησης πάνω στήν πολιτική σκηνή, δέν άντιστοιχοϋν, π.χ., αναγκαστικά στο πέρασμα άπ' το παρασκήνιο στο προσκήνιο. Έπι πλέον: μπορεί νά συμβεί ώστε ή ηγεμονική τάξη ή μερίδα του μπλοκ στήν εξουσία νά απουσιάζει από τήν πολιτική σκηνή. Ή διάσταση ανάμεσα σε πολιτικά κυρίαρχες τάξεις ή ομάδες απ' τή μιά, επικράτησης από τήν άλλη εκφράζεται με μιά διάκριση άνάμεσα στήν ϊδια τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα και τήν έπικρατουσα τάξη ή μερίδα, παράδειγμα, ή περίπτωση της αστικής τάξης πρός τό τέλος του μπισμαρκικοϋ καθεστώτος. Δέν θάπρεπε νά συγχέουμε τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα, αύτή πού, σε τελευταία ανάλυση, κατέχει τήν πολιτική εξουσία, με τήν τάξη ή μερίδα πού άποτελει τό στήριγμα τον κρατικού μηχανισμού. Κατά τόν Μάρξ, ή τελευταία εϊναι ή τάξη ή μερίδα μέσα απ' τήν όποία στρατολογείται τό πολιτικό γραφειοκρατικό, στρατιωτικό προσωπικό, κ.λπ. και πού καταλαμβάνει «τις υψηλές θέσεις» του Κράτους. Σε συνοπτική μορφή αύτή ή ανάλυση περιέχεται στά κείμενα του Μάρξ γιά τήν κτηματική αριστοκρατία στή Μ. Βρεταννία. Μ' αύτή τήν έννοια δηλώνει ό Μάρξ: «Οι Ούιγοι εϊναι οι αριστοκράτες αντιπρόσωποι της έμπορικής και βιομηχανικής αστικής τάξης. 'Υπό τόν όρο ότι ή αστική τάξη άφήνει σε μιά όλιγαρχία αριστοκρατικών οικογενειών τό μονοπώλιο της διακυβέρνησης και τήν αποκλειστική κατοχή τών αξιωμάτων... αύτές τήν βοηθούν νά κατακτήσει όλα τά προνόμια πού της είναι απαραίτητα μέσα στή διαδικασία τής κοινωνικής και πολιτικής άνάπτυξης... Τά συμφέροντα και οί άρχές πού κατά καιρούς ύπερασπίζονται, από δώ κΓ άπό κει, δέν εϊναι, κυριολεκτικά, δικά τους, αλλά τούς επιβάλλονται από τήν εξέλιξη τής αστικής τάξης»^^. 34. Oeuvres politiques, t. II σελ. 10-11 καΐ τά κείμενα γιά τόν Palmerston, t. I και VI. Οί βασικές άναλύσεις του Ένγκελς γι αυτό τό θέμα βρίσκονται
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
101
Προς τό παρόν αρκεί να σημειώσουμε ότι αυτές οί ήγεμονικές τάξεις ή μερίδες, επικρατούσες και στηρίγματα, άλλοτε ταυτίζονται, και άλλοτε διακρίνονται. Ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα μπορεί νά είναι επίσης επικρατούσα και στήριγμα του Κράτους· αλλά ή επικρατούσα τάξη ή μερίδα μπορεί νά είναι στήριγμα του Κράτους χωρίς ώστόσο νά είναι ήγεμονική: αύτό συνέβη μετά το 1832, στήν περίπτωση της κτηματικής άριστοκρατίας στη Μ. Βρεταννία πού καταλαμβάνει τήν πολιτική σκηνή και προσφέρει το άνώτερο γραφειοκρατικοστρατιωτικό προσωπικό, ενώ ή άστική είναι ή ήγεμονική τάξη. Στήν ειδική αυτή περίπτωση ή κτηματική αριστοκρατία είναι ή έπικρατοϋσα τάξη σάν κόμμα των «Torits»(((Συντηρητικών»)' α αυτή τήν περίπτωση ό Μαρξ δέν μιλάει για έπικρατοϋσα άλλά γιά «κυβερνώσα» τάξη: « Ή τάξη πού κυβέρνα και πού δέν συμπίπτει καθόλου στήν 'Αγγλία μέ τή διευθύνουσα τάξη®®...». Είναι κι αυτή επίσης ή τάξη - στήριγμα μέ τή μορφή του κόμματος τών Ούιγων — στήν παγματικότητα πρόκειται έδώ, κατά τον Μάρξ, γιά διάφορες μερίδες της κτηματικής άριστοκρατίας. Ό συγκεκριμένος συνδυασμός, πού δέν είναι μια άπλή συνδυαστική, μπορεί να φθάσει μέχρι ενα πλήρη διαχωρισμό τών τριών θέσεων πού μπορούν νά καταληφθούν κάθε μια άπό διαφορετική τάξη ή μερίδα. Ή έπικρατοϋσα τάξη ή μερίδα, και αύτό ισχύει άκόμα περισσότερο γι' αύτές πού στηρίζουν τον κρατικό μηχανισμό, μπορεί, άλλωστε, οχι μόνο νά είναι ήγεμονική, άλλά επίσης πολλές φορές νά μη συμμετέχει στο συνασπισμό της εξουσίας: μια τάξη πού είναι απλώς σύμμαχη σ' αύτόν τό συνασπισμό μπορεί γιά μιά σύντομη περίοδο νά είναι ή έπικρατοϋσα τάξη. Αύτό είναι ιδιαίτερα φανερό στή Γαλλία, κατά τή διάρκεια τών κυβερνήσεων τών ριζοσπαστών της Τρίτης Δημοκρατίας, πρίν τόν πόλεμο τοϋ 1914: ή χρημαστόν Πρόλογο του 1892, στήν πρώτη άγγλική έκδοση τοϋ Οντοπικος καΐ επιστημονικός σοσιαλισμός, όπου άλλωστε βρίσκουμε όξυδερκεις παρατηρήσεις για τήν περιοδικότητα τοϋ «μπλοκ στήν έξουσία» στή Μ. Βρεταννία. 35. Oeuvres politiques, op. cit. t. VI, σ. 19, και έπόμ.
102
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τιστική μερίδα είναι ή ήγεμονική και μοιράζεται με τή βιομηχανική μερίδα το ρόλο του στηρίγματος, ενώ ή μικροαστική τάξη έμφανίζεται — σε μιά σύνθετη συμμαχία με τή μέση αστική τάξη — σαν ή επικρατούσα τάξη^®. Αύτή ή κατάσταση συναντιέται μερικές φορές, πάντα μέ τή μικροαστική τάξη και κυρίως στή Γαλλία, σε περιπτώσεις σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις συνανταμε κατά γενικό κανόνα μιά χαρακτηριστική διάσταση άνάμεσα στή μικροαστική τάξη και τήν κομματική της εκπροσώπηση, στο γεγονός δτι τό κόμμα της παίζει τό ρόλο τοϋ «ύπαλλήλου» της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας ή ακόμα μιας άλλης τάξης ή μερίδας του συνασπισμού της έξουσίας. Τό ϊδιο Ισχύει γιά τήν τάξη πού στηρίζει τό Κράτος. Θά επανέλθουμε γιά νά έξετάσουμε βαθύτερα τά πολυάριθμα προβλήματα πόύ προκύπτουν άπό αυτήν τήν διάσταση άνάμεσα στή ν πρακτική καΐ τήν πολιτική σκηνή. "Ας συνοψίσουμε έδώ τις προηγούμενες άναλύσεις, σημειώνοντας ότι είναι απαραίτητο ένάντια σε μιά μόνιμη διπλή σύγχυση τής σύγχρονης πολιτικής έπιστήμης, πού άνάγει τις ταξικές σχέσεις στίς κομματικές σχέσεις και τις σχέσεις άνάμεσα σέ κόμματα στις ταξικές σχέσεις, νά καθορίσουμε τά δρια τών ταξικών πολιτικών πρακτικών και τά δρια τής πολιτικής σκηνής. Χρειάζεται κατά συνέπεια νά συγκεκριμενοποιούμε πάντα τις εννοιες πού εφαρμόζουμε γιά τον καθορισμό τών σχέσεων άνάμεσα στά στοιχεία σ' αύτούς τούς δύο χώρους. Ή έννοια τού συνασπισμού της έξουσίας, πού εχει γιά άντικείμενο —δπως και ή έννοια της ήγεμονίας— τό έδαφος τών ταξικών πολιτικών πρακτικών, χρησιμεύει ετσι στό φωτισμό τών σχέσεων τών κυρίαρχων τάξεων πού ύπόκεινται —στά δρια— στις σχέσεις άνάμεσα στά κόμματα —αποτελέσματα— της πολιτικής σκηνής, ταξικές σχέσεις πού συχνά άποκρύπτονται άπό 36. Γι* αύτο τό θέμα βλέπε G. Dupeux, La sosiété française 1789- 1960, 1964, σελ. 182 και έπόμ. Σημειώνουμε ώστόσο ότι ό Dupeux, μή κάνοντας τΙς διακρίσεις πού άναφέραμε, κατανοεί μέ έπιφυλάξεις αύτή τήν κατάσταση σαν «άπώλεια τής πολιτικής έξουσίας» άπ' τή μεγάλη άστική τάξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
103
πολυάριθμες μεταβολές των κομματικών σχέσεων. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές διαθέτουμε ειδικές εννοιες πού έκφράζουν αντίστοιχα τά δύο πεδία: είναι ή περίπτωση της έπικρατούσας τάξης ή μερίδας πού καλύπτει,άλλα μόνο κατά γενικό κανόνα, τό ρόλο της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας πάνω στήν πολιτική σκηνή* θυμίζουμε επίσης τήν περίπτωση τοϋ συνασπισμού των κομμάτων πού ύποδηλώνει συχνά τις σχέσεις, πάνω στήν πολιτική σκηνή άνάμεσα στά κόμματα των τάξεων και μερίδων τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας. Καμιά φορά, ώστόσο, αντιμετωπίζουμε εννοιες μή - είδικές, όπως τήν έννοια της συμμαχίας. Είναι σωστό τότε νά τήν προσδιορίζουμε, στή χρήση της, άν πρόκειται γιά συμμαχία τάξεων, ή συμμαχία κομμάτων, τουλάχιστον γιά νά μή συμβεί και χρησιμοποιούμε διαφορετικούς δρους: π.χ., σ' αύτή τήν περίπτωση, μπορούμε νά χρησιμοποιούμε τον όρο συμμαχία γιά τις ταξικές σχέσεις, και νά μιλάμε γιά «συμφωνία», γιά νά ορίσουμε τις κομματικές σχέσεις. Ή διάσταση σ' αύτά τά δύο πεδία έκδηλώνεται σταθερά σ' όλες τΙς συγκεκριμένες σχέσεις άνάμεσα στά στοιχεία τους. Π.χ. ό συνασπισμός τής έξουσίας μπορεί νά αφήνει χώρο πάνω στήν πολιτική σκηνή σ' ενα συνασπισμό κομμάτων, σέ μιά συμμαχία κομμάτων ή άκόμα και σέ μιά ανοιχτή και διακηρυγμένη πάλη τών κομμάτων. 'Αρκεί νά θυμίσουμε τήν πολύ συνηθισμένη περίπτωση ένός κόμματος της κοινοβουλευτικής άντιπολίτευσης —σέ μιά φάση της περιοδικότητας τής πολιτικής σκηνής—, πού έκπροσωπει στήν πραγματικότητα μιά τάξη ή μερίδα τοϋ συνασπισμού της έξουσίας —του στάδιου ένός σχηματισμού στό όποιο τοποθετείται αύτή ή φάση. 'Αντίθετα, μιά κομματική συμφωνία μπορεί νά κρύβει μιά έντονη πάλη στό πεδίο τών πολιτικών πρακτικών, καΐ δέν εχουμε παρά νά θυμίσουμε τή συνηθισμένη περίπτωση ορισμένων συμφωνιών άποκλειστικά εκλογικών. Τέλος μιά τελευταία παρατήρηση σχετικά, αύτή τή φορά, μέ τις σχέσεις άνάμεσα στις δύο ειδικές περιοδικότητες τοϋ πολιτικού στοιχείου και της πολιτικής σκηνής. Ή διάκρισή τους δέν μπορεί νά αναφέρεται σέ ζήτημα χρονολογικό, πού θά εκανε, π.χ., τήν περιοδικότητα τοϋ πολιτικού στοιχείου
104
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
περιοδικότητα μεγάλης διάρκειας και τήν περιοδικότητα της πολιτικής σκηνής, περιοδικότητα μικρότερης διάρκειας. Ή διάκριση αυτή έξαρταται από μιά διαφορά πεδίον, και πράγματι μόνο αν ξεκινάμε από τη θεωρητική διάκριση ανάμεσα σ' αυτές τις περιοδικότητες μπορούμε νά κατανοήσουμε τα χρονολογικά διαστήματα: π.χ. μιά κομματική συμφωνία μπορεί νά διαρκέσει πολύ περισσότερο από μιά ταξική συμμαχία, στό βαθμό πού μιά τάξη συνεχίζει νά συμφωνάει με μιά άλλη πάνω στήν πολιτική σκηνή, μέσο του ή των κομμάτων της, παρά τήν πραγματική ρήξη της συμμαχίας στό πεδίο της πάλης των τάξεων. Αύτό είναι σαφές έπίσης σ' ο,τι άφορα τις πολιτικές δομές: μιά μορφή καθεστώτος — π.χ. τό δικομματικό σύστημα στή Μ. Βρεταννία — μπορεί νά εχει μιά μεγαλύτερη πραγματική διάρκεια άπό μιά μορφή Κράτους.
IV. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΑΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
το πρόβλημα και ή 'θεωρητική του τοποΰ^έτηση από τους κλασικούς του μαρξισμού
Θ' άσχοληθώ, σ' αύτό το μέρος, μέ ενα άπ* τά πιο σημαντικά χαρακτηριστικά τοϋ κεφαλαιοκρατικοϋ τύπου Κράτους πού δγινε άντικείμενο πολλών άντιθέσεων και παρερμηνειών. Πρόκειται γιά τήν Ιδιαίτερη ενότητα .τής θεσμοποιημένης πολιτικής έξουσίας και γιά τήν σχετική αυτονομία της. Οί εννοιες τής Ιδιαίτερης ένότητας και τής σχετικής αύτονομίας — άς τό πούμε άμέσως — δεν φαίνονται, αύτές καθ' αύτές, να παρουσιάζουν δλη τήν έπιθυμητή άκρίβεια γιά τήν έπιστημονική διαπραγμάτευση τών προβλημάτων: (Χρησιμοποιημένες συχνά άπ' τή μαρξιστική θεωρία, δεν είχαν συνήθως το ρόλο της έφαρμογής για μια βαθειά άνάλυση αυτών τών θεμάτων). Στήν ουσία δεν μπορούμε νά τις χρησιμοποιήσουμε έάν δέν συγκεκριμενοποιήσουμε απόλυτα τό νόημά τους. Αύτό θά έπιχειρήσω νά κάνω σ' αύτό τό κεφάλαιο. 'Ωστόσο, γιά νά προσδιορίσω τις ΐδέες, προχωρώ σε όρισμένες παρατηρήσεις ύποδείχνοντας κυρίως τά προβλήματα πού καλύπτουν αύτές οι ιδέες στό χώρο της μαρξιστικής θεωρίας^. 1. Χρησιμοποιώ λοιπόν αυτούς τούς δρους, γιατί είναι όροι ήδη καθιερωμένοι καΐ πρέπει νά τούς λάβουμε ύπ δψη. Άπ αύτη τήν άποψη, δέν μπορώ νά ξεφύγω άπ' τόν πειρασμό καΐ νά μή σημειώσω τήν άπάντηση τοϋ Λένιν στόν Parvus πού τόν κατηγορούσε δτι χρησιμοποιεί τόν «άλλη γορικό δρο» τοϋ «ένεργου μποϋκοτάζ»: « Ό Parvus, μπορεί βέβαια νά εχει άντιρρήσεις καΐ δτι γι' αυτόν δέν είναι ύποχρεωτική ή χρτίσις αλληγορικών δρων. Ή άντίρρηση αύτή τυπικά είναι όρθή,άλλ' ούσιαστικά δέν σημαίνει
108
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
α) Μέ τον όρο ϊδια ενότητα της θεσμοποιημένης πολιτικής εξουσίας, εννοώ αύτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του καπιταλιστικού Κράτους πού κάνει ώστε οι θεσμοί της κρατικής έξουσίας, πού είναι σχετικά αύτόνομοι άπ' τό οικονομικό στοιχείο, νά παρουσιάζουν μια είδικη έσωτερική συνοχή: πραγμα πού μπορεί νά κατανοηθεί στά άποτελέσματα πού έπιφέρει. Θά μπορούσαμε νά ποϋμε από τώρα, κατά προσέγγιση, δτι ή Ιδιαίτερη ένότητα αύτή έμποδίζει τις σχέσεις τών τάξεων ή των μερίδων του συνασπισμού (μπλοκ) στην εξουσία, και ακόμα περισσότερο τις σχέσεις τών τελευταίων αύτών μέ τις σύμμαχες τάξεις, τις τάξεις - στηρίγματα ή μερίδες, νά θεμελιωθούν πάνω σέ μια τμηματοποίηση ή κατακερματισμό ή σέ μιά διαίρεση τής θεσμοποιημένης έξουσίας του Κράτους. Αύτό τό στοιχείο φαίνεται νά είναι χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού Κράτους: πράγματι, «οί προγενέστεροι» τύποι Κράτους τών όποίων ή σχέση μέ τό οικονομικό στοιχείο διαφέρει ριζικά απ' αύτή ν του καπιταλιστικού Κράτους, δεν παρουσίαζαν αύτή τήν ειδική συνοχή ένός αύτονομημένου νομικο - πολιτικού οικοδομήματος: οί θεσμοί τους συνίσταντο σέ μιά πολλαπλότητα κέντρων έξουσίας οικονομικού - πολιτικού χαρακτήρα και οί ταξικές σχέσεις στηρίζονταν πάνω σέ μιά διαίρεση αύτών τών κέντρων. β) Μέ τόν δρο σχετική αυτονομία αύτού τού τύπου Κράτους, δέν έννοώ πιά, άμεσα, τή σχέση τών δομών του μέ τις παραγωγικές σχέσεις, άλλα τή σχέση τού Κράτους μέ τό χώρο τής ταξικής πάλης και άκόμα ιδιαίτερα τή σχετική του αύτονομία απέναντι στις τάξεις ή μερίδες τού συνασπισμού τής έξουσίας, καΐ κατ' έπέκταση άπέναντι στούς συμμάχους ή τά στηρίγματά του. Αύτή ή έκφραση συναντιέται στούς κλασικούς τού μαρξισμού, καΐ ύποδηλώνει τή λειτουργία τού Κράτους γενικά στήν περίπτωση πού οί πολιτικές δυνάμεις τής στιγμής είναι «έτοιμες νά ισορροπήσουν». Τήν χρησιμοποιώ έδώ μέ τό εύρύτερο τίποτα. Είναι ύποχρεωτικο νά γνωρίζουμε γιά τί μιλάμε. Δέν συζητάμε για τις λέξεις καθ' αύτές, άλλα λέμε άπλούστατα ότι οί πολιτικοί δροι πού δημιουργήθηκαν στη Ρωσία στό χώρο τής δράσης είναι ένα πραγματικό γεγονός πού πρέπει νά τό λάβουμε ύπ* όψη...». Oeuvres τόμ. IX, σελ. 275.
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ TÖY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
109
και στενότερο νόημά της διά να δείξω τήν ειδική λειτουργία του καπιτα?^ιστικοϋ Κράτους. Ελπίζω ετσι νά δείξω καθαρά τήν άπόσταση πού χωρίζει αυτή τήν έννοια του Κράτους από μιά άπλοϊκή και τετριμμένη έννοια, πού βλέπει στο Κράτος το μέσο ή τό οργανο της κυρίαρχης τάξης. Πρόκειται λοιπόν γιά τήν κατανόηση της ειδικής λειτουργίας του καπιταλιστικού τύπου Κράτους σε σχέση μέ τούς προγενέστερους τύπους Κράτους, και γιά νά αποδείξουμε ότι ή έννοια του Κράτους γενικά σαν άπλου μέσου ή όργάνου της κυρίαρχης τάξης, λαθεμένη στήν ϊδια τή γενίκευσή της, είναι ιδιαίτερα άκατάλληλη, γιά τήν κατανόηση τής λειτουργίας τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Θά προσθέσω επίσης, και αυτό είναι σημαντικό, ότι θά μπορούσαμε νά βεβαιώσουμε, στή συνέχεια, μιά στενή σχέση ανάμεσα σ' αύτά τά δύο χαρακτηριστικά τοϋ καπιταλιστικού τύπου Κράτους. "Αν παρουσιάζει μιά σχετική αύτονομία απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες, αύτό συμβαίνει στό βαθμό πού κατέχει μιά δική του ενότητα — ενότητα ταξικής εξουσίας — σάν ειδικό έπίπεδο του Κ.Τ.Π. και ενός καπιταλιστικού σχηματισμού. Και άκόμα, κατέχει αύτή τή θεσμοποιημένη ένότητα στό βαθμό, πού είναι σχετικά αύτόνομο απέναντι σ' αύτές τις τάξεις και μερίδες, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση, λόγω της ειδικής λειτουργίας πού εχει σέ σχέση μ' αύτές. Οι παρατηρήσεις αύτές αποκτούν μεγαλύτερη σημασία στό μέτρο πού ή ίστορικιστική τάση του μαρξισμού, μέ τόν σταθερό της «βολονταρισμό - οικονομισμό», καθόρισε τή σχέση άνάμεσα στήν ένότητα της θεσμοποιημένης πολιτικής έξουσίας και τό ρόλο της άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες άλλά διαψεύστηκε στό νόημά της. Αύτή ή τάση βλέπει τελικά στό Κράτος τό προϊόν ένός ύποκειμένου, συχνότερα τό προϊόν της κυρίαρχης τάξης - ύποκείμενο, τής όποίας τό Κράτος αποτελεί ενα άπλό οργανο κυριαρχίας. Χειραγωγήσιμο κατά τή θέλησή της. Ή ένότητα αύτοϋ του Κράτους υπάγεται ετσι σέ μιά ύποθετική ένότητα τής «θέλησης» τής κυρίαρχης τάξης, απέναντι στήν όποία τό Κράτος δέν παρουσιάζει καμμιά
110
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
αυτονομία. Τό Κράτος, ενοποιημένο αποκλειστικά και μόνο άπό τή θέληση κυριαρχίας αύτης της τάξης, γίνεται γι' αύτήν ενα απλό οργανο. Αύτό όδηγεϊ άμεσα στο άκόλουθο συμπέρασμα: αν παραδεχθούμε μιά σχετική αυτονομία του Κράτους απέναντι στήν κυρίαρχη τάξη, αύτό έρμηνεύεται αμεσα σάν μιά ρήξη τής ενότητας τής θεσμοποιημένης πολιτικής εξουσίας, σάν ενας κατακερματισμός ή τμηματοποίηση αύτής τής εξουσίας, απ'τήν οποία «ή εργατική τάξη» θά μπορούσε νά κατακτήσει ëva αυτόνομο «τμήμα». Έπί πλέον, με μιά αύτονόητη θεωρητική ασυνέπεια, τό καπιταλιστικό Κράτος θά θεωρούνταν ταυτόχρονα σάν άπλός «υπάλληλος» τής κυρίαρχης τάξης, και σάν άθροισμα άπό κομμάτια τά όποια θά αρκούσε νά γίνουν λεία τής έργατικής τάξης. Μιά συμπληρωματική παρατήρηση: Έδειξα ήδη τή σχέση του καπιταλιστικού Κράτους μέ τό σύνολο των επιπέδων των δομών του Κ.Τ.Π., σημειώνοντας τόν ιδιαίτερο ρόλο του παράγοντα τής ένότητας ένός καπιταλιστικού σχηματισμού, πού αποτελείται από ειδικά καΐ σχετικά αύτόνομα επίπεδα, πού ανήκει σ' αύτό τό Κράτος. Θά προσεγγίσω, ώστόσο, εδώ τό πρόβλημα εξετάζοντας οχι άμεσα τή σχέση του Κράτους και τών άλλων·βαθμίδων, αλλά τή σχέση του Κράτους και του χώρου τής ταξικής πάλης, πιο Ιδιαίτερα τής πολιτικής πάλης των τάξεων. Θά πρέπει λοιπόν νά συγκρατήσουμε οτι αύτή ή τελευταία σχέση άντανακλά πράγματι τή σχέση βαθμίδων, γιατί είναι άποτέλεσμά της, και οτι ή σχέση του Κράτους μέ τήν πολιτική πάλη τών τάξεων συμπυκνώνει μέσα στό Κράτος τή σχέση των έπιπέδων των δομών μέ τό χώρο τής ταξικής πρακτικής. Μ' άλλα λόγια, ό ένοποιητικός χαρακτήρας τής κρατικής έξουσίας πού αναφέρεται στό ρόλο της μέσα στήν ταξική πάλη είναι ή αντανάκλαση του ένοποιητικου της ρόλου απέναντι στις βαθμίδες, ή σχετική της αύτονομία απέναντι στις πολιτικά κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες εϊναι ή άντανάκλαση τής σχετικής αύτονομίας τών βαθμίδων ένός καπιταλιστικού σχηματισμού. Μέ δυό λόγια, αύτή ή ένότητα και αύτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, προκύπτει άπό τήν Ιδιαιτερότητα τών δομών του —σχετικά αύτόνομων σε σχέση μέ
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ TÖY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
111
τό οικονομικό στοιχείο— στή σχέση τους μέ τήν ταξική πολιτική πάλη —σχετικά αύτόνομη σέ σχέση μέ τήν ταξική οικονομική πάλη. Παρόμοια χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού Κράτους μελετήθηκαν και άναλύθηκαν απ' τόνΜάρξ και τόνΈνγκελς στά πολιτικά τους εργα. Πρέπει ώστόσο εδώ νά κάνω δυο παρατηρήσεις. α) Αύτά τά κείμενα δεν είναι πάντα σαφή, σ' δ,τι αφορά τουλάχιστον αύτά τά προβλήματα. Έπι πλέον, όπως συνέβη στο θέμα του συνασπισμου της έξουσίας, ό Μάρξ και ό Ένγκελς άναλύουν συχνά ιστορικές πραγματικότητες άναφερόμενοι σαφώς σέ εννοιες άκατάλληλες γιά νά δώσουν μιά έξήγηση. Αύτά τά κείμενα περιέχουν πολύτιμες ύποδείξεις, μέ τον όρο δτι θά απομονώσουν τις ακριβείς έπιστημονικές εννοιες πού εϊγαι απαραίτητες γιά τήν έπεξεργασία τους. Έννοιες οί όποιες ή λείπουν, ή συχνότερα βρίσκονται άνεπεξέργαστες· β) Πρέπει νά υπενθυμίσουμε εδώ τον διφορούμενο χαρακτήρα αύτών τών κειμένων: πράγματι, σέ πείσμα τών φαινομένων, δέν άποτελουν απλώς ιστορικές αναλύσεις τών συγκεκριμένων φαινομένων ένός καθορισμένου σχηματισμού, άλλά έπίσης, αποτελούν μέσα σ' ενα πολύπλοκο διχασμό πού πρέπει νά αποκαλύψουμε μιά θεωρητική σύλληψη πάνω στίς πολιτικές μορφές του Κ.Τ.Π. "Ας άναφερθούμε π.χ. στά κείμενα του Μάρξ πού αφορούν τήν περίοδο 1848 - 1852 στή Γαλλία: ήδη, ό Λένιν θεωρούσε δτι έκφράζουν μέ μιά συνοπτική μορφή τούς μετασχηματισμούς πού συντελέστηκαν στό καπιταλιστικό Κράτος. Ό Λένιν μ' αύτό έννοεί δτι αύτά τά κείμενα του Μάρξ έκφράζουν μιά προσπάθεια θεωρητικης κατασκευής τής έννοιας του ι^απιταλιστικοϋ Κράτους. Μέ τέτοια οπτική γωνία ανάγνωσης, μπορούμε νά άποκαλύψουμε κάτω απ' τΙς συγκεκριμένες ιστορικές μορφές πού μελετάει ό Μάρξ στον κοινωνικό σχηματισμό στή Γαλλία, και κάτω άπ' τΙς διάφορες «φάσεις» μετασχηματισμού τών πολιτικών μορφών, μερικά άπ' τά συστατικά χαρακτηριστικά
112
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
της έννοιας του καπιταλκτυικου Κράτους. Δεν πρόκειται δηλ. με κανέναν τρόπο μ' αυτή τήν ανάγνωση νά οικοδομήσουμε ενα τύπο Κράτους γενικεύοντας τά ιστορικά δεδομένα, δηλαδή ξεκινώντας απ' τις συγκεκριμένες πολιτικές μορφές πού περιγράφει Ô Μάρξ. Πρόκειται άντίθετα νά άναφερθουμε στήν έννοια του καπιταλιστικού Κράτους, πράγμα πού εϊναι έντελώς διαφορετικό. Τέτοιες εννοιες μας επιτρέπουν νά κατανοήσουμε τούς ιστορικούς μετασχηματισμούς, πού αναλύθηκαν μέ «συνοπτικό» τρόπο άπ' το Μάρξ. 'Αλλά δέν πρέπει νά μας ξεφεύγει ποτέ ό τμηματικός και σχηματικός χαρακτήρας αυτών τών άναλύσεων πού μας προσφέρουν μόνο θεωρητικές ένδείξεις. Μέ δυό λόγια, αν τό Κεφάλαιο παρουσιάζει ανάγλυφα τούς εννοιολογικούς χαρακτήρες τοϋ καπιταλιστικού Κράτους πού προηγούμενα άναλύθηκαν, τά πολιτικά εργα παρουσιάζουν τούς έννοιολογικούς χαρακτήρες της ενότητας και τής σχετικής αύτονομίας αύτοΰ του τύπου Κράτους. Αύτό σημαίνει, δτι μπορούμε νά προσεγγίσουμε τό πρόβλημα, βασικό απ' αύτή τήν άποψη, τοϋ βσναπαρτισμοϋ, Στά κείμενα τοϋ Μάρξ και τοϋ Ένγκελς γιά τό βοναπαρτισμό, περιέχεται πριν άπ' όλα ή άνάλυση ένός συγκεκριμένου πολιτικού φαινομένου, ένός καθορισμένου σχηματισμού. 'Ωστόσο ό βοναπαρτισμός εϊναι, παράλληλα, όπως συστηματικά συλλαμβάνεται άπ' τόν Μάρξ και τόν Ένγκελς, οχι απλώς μιά συγκεκριμένη μορφή καπιταλιστικού Κράτους, άλλα ενα συσταστικό θεωρητικό χαρακτηριστικό τον ϊδιον τοϋ τύπου τον καπιταλιστικού Κράτονς, Αύτό εκφράστηκε άπ' τόν Ένγκελς σ' ενα γράμμα στό Μάρξ, τής 13 - 4 - 1866: «... ο βοναπαρτισμός είναι ή αληθινή θρησκεία τής σύγχρονης άστικής τάξης. Βλέπω όλο και πιό ξεκάθαρα ότι ή αστική τάξη δέν εϊναι καμωμένη γιά νά κυριαρχεί άμεσα* κατά συνέπεια... μιά βοναπαρτική ήμιδικτατορία γίνεται ή κανονική μορφή' αύτή κρατάει... τά μεγάλα συμφέροντα τής άστικής τάξης (ένάντια στήν αστική τάξη αν χρειαστεί), άλλά δέν τής έπιτρέπει καμιά συμμετοχή στήν κυριαρχία». Ό Ένγκελς έπανέρχεται σ' αύτό τό σημείο στόν περίφημο πρόλογο στήν τρίτη έκδοση τής 18ης τον Μπρνμαιρ στόν όποιο θεωρεί δτι ή Γαλλία είναι τόσο άντιπροσωπευτική
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ TÖY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
113
του Κ.Τ.Π., σ' δ,τι άφορα τις πολιτικές μορφές, όσο ή Μ. Βρεταννία για την ανάλυση των οικονομικών μορφών. Τέλος, αύτη ή άντίληψη περιέχεται καθαρά στον πρόλογο, του 1869, του Μάρξ, στή 18η Μπρυμαίρ, στον όποΐο αντιπαραθέτει τον βοναπαρτισμό, σάν πολιτική μορφή της σύγχρονης ταξικής πάλης γενικά, στις πολιτικές μορφές σχηματισμών πού κυριαρχούνται από διαφορετικούς άπ' τον καπιταλιστικό τρόπους παραγωγής: «Τέλος έλπίζω ότι τό εργο μου θά συντελέσει στο να παραμεριστεί ή σχολαστική έκφραση, πού συνηθίζεται σήμερα, ιδιαίτερα στή Γερμανία, για τον λεγόμενο καισαρισμό. Μ' αυτή τήν επιφανειακή ιστορική άναλογία λησμονούν τό ούσιαστικό, οτι δηλαδή στή ν άρχαία Ρώμη, ή ταξική πάλη διεξαγόταν μόνο στό έσωτερικό " μιας προνομιούχας μειοψηφίας, άνάμεσα στούς πλούσιους και τούς φτωχούς πού ήταν έλεύθεροι πολίτες, ένώ ή μεγάλη, παραγωγική μάζα του πληθυσμού, οί σκλάβοι, αποτελούσε μόνο ενα παθητικό βάθρο γιά τούς άντιμαχόμενους. Με μια τέτοια ριζική διαφορά ανάμεσα στούς ύλικούς και οικονομικούς όρους τής ταξικής πάλης στήν άρχαία και τή σύγχρονη έποχή, τά προϊόντα τών πολιτικών τους μορφών δέν μπορεί νά έχουν άνάμεσά τους περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά απ όσα εχει ό έπίσκοπος της Κανταβρυγίας μέ τόν άρχιερέα Σαμουήλ». Γίνεται σαφές λοιπόν ότι, δταν αναφερόμαστε σ' αυτά τά κείμενα, πρέπει πάντα νά ξεχωρίζουμε τις δυό δυνατές αναγνώσεις, και ετσι νά διακρίνουμε αύτό πού εϊναι χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ιστορικού φαινομένου του βοναπαρτισμου στή Γαλλία και αύτό πού στό βοναπαρτισμό αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό τού καπιταλιστικού τύπου Κράτους. "Ετσι, ενα άπ' τά ούσιαστικά χαρακτηριστικά του βοναπαρτισμου στή δεύτερη περίπτωση, εϊναι ή σχετική αυτονομία τον Κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες και ακριβώς μ' αύτή τήν όπτική γωνία τόν βλέπουν ό Μάρξ και ό Ένγκελς. Ποιό είναι δμως τό σχήμα, μέ τό όποιο εξηγούν τόν βοναπαρτισμό; Γενικά, ό Μάρξ και ό Ένγκελς προσφεύγουν στή γενική εξήγηση μιας σχετικής αύτονομίας του Κράτους δταν S
114
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
οί άνημαχόμενες τάξεις βρίσκονται «στο σημείο νά Ισορροπήσουν». Μ' αυτό το νόημα ό Μάρξ μας λέει στο ^Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, δτι ό βοναπαρτισμός έξηγείται άπο τή στιγμή δπου «ή άστική τάξη εϊχε ήδη χάσει τήν ικανότητα νά κυβέρνα το έθνος και ή εργατική τάξη δέν είχε κατακτήσει άκόμα αύτή τήν ικανότητα». Αύτό είναι άκόμα πιο σαφές στον Ένγκελς: έπίσης κι' αύτός καταφεύγει, δσον αφορά το βοναπαρτισμό, στή γενική έξήγηση πού δέχεται ό μαρξισμός γιά τή σχετική αυτονομία του Κράτους στήν περίπτωση μιας Ισορροπίας των άντίμαχων κοινωνικών δυνάμεων και μέ τόν ϊδιο τρόπο τείνει νά αφομοιώσει τά τόσο διαφορετικά φαινόμενα του απολυταρχισμού, τοϋ μπισμαρκισμού και του βοναπαρτισμοΰ. Εϊναι ένδιαφέρον ώστόσο νά σημειώσουμε ότι ό βοναπαρτισμός, σαν ιστορικό φαινόμενο, αφορά τό Κράτος ένός κοινωνικού σχηματισμού μέ ήδη παγιωμένη τήν κυριαρχία τού Κ.Τ.Π. Πρόκειται λοιπόν, άντίθετα απ' τό άπολυταρχικό Κράτος τής μεταβατικής περιόδου, γιά μιά πολιτική μορφή πού άνήκει στή φάση τής διευρυμένης άναπαραγωγής τού Κ.Τ.Π. - ό μπισμαρκισμός άποτελει ενα διαφορετικό φαινόμενο. Γι' αυτόν άλλωστε τό λόγο, ό Μάρξ, σχετικά μέ τή συγκεκριμένη μελέτη τού βοναπαρτισμού, έπιχειρει μιά πρώτη ανάλυση, γιά τόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους, Έτσι εϊναι σαφές δτι ή έξήγηση τής σχετικής αύτονομίας τού βοναπαρτικού Κράτους, πού θεωρείται σαν ή «θρησκεία τής αστικής τάξης», σαν συστατικό χαρακτηριστικό τού καπιταλιστικού τύπου Κράτους, άναφορικά μέ μιά κατάσταση ισορροπίας άνάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις πού αντιμάχονται, δέν είναι καθόλου επαρκής.. ΈπΙ πλέον: αύτή δέν αρκεί ακόμα γιά νά έξηγήσει τό συγκεκριμένο φαινόμενο τού βοναπαρτισμού στή Γαλλία. "Ολη ή ανάλυση γίνεται κατά κάποιον τρόπο σάν ό Μάρξ και ό Ένγκελς νά έχουν ώς μοναδική αναφορά τήν έννοια τής σχετικής αύτονομίας τού Κράτους, τήν όποία έχουν επεξεργαστεί θεωρητικά γιά νά εξηγήσουν γεγονότα γιά τήν άνάλυση τών όποίων μιά τέτοια 'έννοια φαίνεται άνεπαρκής. Πράγματι, μέ μιά βαθύτερη άνάγνωση των κειμένων τού Μάρξ, μπορούμε νά δούμε δτι δέν παραδέχεται μέ κανένα
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ TÖY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
115
τρόπο στην περίπτωση του βοναπαρτισμου στη Γαλλία δτι ύπάρχει μιά ισορροπία ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη —μέ τήν έννοια π.χ. πού μποροϋμε νά μιλάμε γιά μιά ισορροπία ανάμεσα στή φεουδαρχική και τήν άστική τάξη κατά τήν τελευταία μόνο περίοδο του παλιού καθεστώτος—: ή εργατική τάξη αποδιοργανωμένη άπ' τά γεγονότα του 1848, οχι μόνο δεν είναι σέ κατάσταση ισορροπίας μέ τις δυνάμεις της αστικής τάξης, αλλά «έξαφανίζεται άπ' τή σκηνή». Ή κύρια αντίφαση μετατοπίζεται και συγκεντρώνεται ανάμεσα στήν άστική τάξη, απ' τή μια μεριά και τή μικροαστική τάξη και τήν άγροτιά, άπ' τήν άλλη, χωρίς νά μπορούμε νά μιλάμε γιά μιά ισορροπία άνάμεσα σ' αύτές τις δυνάμεις. Επίσης και ό Λένιν, στά κείμενά του γιά τον γαλλικό βοναπαρτισμό άκολ-ουθει αύτό τό έρμηνευτικό σχήμα^. Μόνο ή θέση του Γκράμσι .πάνω σ' αύτό τό σημείο είναι πιο προχωρημένη, χωρίς ώστόσο νά προσεγγίζει τήν ούσία τού προβλήματος. Στό βασικό του κείμενο για τόν «καισαρισμό», έπιχειρεϊ νά εντοπίσει αύτό τό ειδικό πολιτικό φαινόμενο συσχετίζοντάς το με τους διάφορους τύπους Κράτους, Έτσι βλέπει στόν γαλλικό βοναπαρτισμό του Ναπολέοντα III μιά Ιδιαίτερη μορφή καισαρισμοϋ πού τοποθετείται μέσα στό πλαίσιο τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Δέν προσπαθεί νά έρευνήσει τόν βοναπαρτισμό από θεωρητική άποψη, σαν χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τύπου Κράτους: ή ένταξη τού βοναπαρτισμού σ' αύτό τό Κράτος χρησιμεύει έδώ στή συγκεκριμενοποίηση αύτού του φαινομένου σάν ιδιαίτερη μορφή καισαρισμοϋ. Έτσι, ό καισαρισμός, σάν ειδικό πολιτικό φαινόμενο, άναφέρεται άπ' τόν Γκράμσι, οχι σέ μιά οποιαδήποτε ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων της στιγμής, άλλά σέ μια Ιδιαίτερη ισορροπία αντιληπτή μέ τήν εννοΐά του τής «καταστροφικής Ισορροπίας» πού παράγει τήν πολιτική κρίση: «πρόκειται γιά μιά ισορροπία τέτοιου είδους πού ή συνέχιση τής πά2. Κυρίως στά "Έργα τ. 25, σελ. 93 - 96, και 240 - 244: «Les débuts du bonapartisme ».
116
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
λης δεν μπορεί νά εχει άλλη κατάληξη παρά τήν αμοιβαία καταστροφή... και πού προσφέρει μια προοπτική καταστροφής»^. Βασικές παρατηρήσεις, πού είναι κοντά στις παρατηρήσεις του Μάρξ, πού ανάγουν το γαλλικό βοναπαρτισμό σ' αυτή τήν ιδιαίτερη ισορροπία δυνάμεων κατά τήν όποία «ή αστική τάξη είχε ήδη χάσει τήν ικανότητα νά κυβέρνα τό έθνος και ή εργατική τάξη δέν τήν είχε ακόμα κατακτήσει». Ωστόσο, αν είναι άλήθεια δ η αυτή ή ιδιαίτερη καταστροφική ισορροπία, πού πρέπει να τήν διακρίνουμε κατά τον Γκράμσι, απ' τή γενική ισορροπία — έκδηλη στήν περίπτωση του άπολυταρχικοΰ Κράτους —, οδηγεί σ" αύτο τό εΙδικο φαινόμενο πού είναι ό καισαρισμός, δέν είναι λιγότερο αληθινό δτι δέν μπορεί νά εξηγήσει καλύτερα απ' ο,τι ή έννοια της γενικής ισορροπίας [τό σνγκεκοιμενο Ιστορικό φαινόμενο τον γαλλικού βοναπαρτισμον. Ό Γκράμσι άλλωστε έχει πλήρη συνείδηση αύτοϋ του γεγονότος, κι αύτό είναι σαφές απ' τΙς προφυλάξεις πού παίρνει για να εξηγήσει τό γαλλικό βοναπαρτισμό, καί δέν τόν ανάγει σ' αύτήν τήν έννοια της πολιτικής κρίσης της καταστρόφικής ισορροπίας: «... ή καταστροφική φάση μπορεί νά παρουσιάζεται στή συνέχεια μιας «στιγμιαίας» πολιτικής ανεπάρκειας της παραδοσιακής κυρίαρχης δύναμης, καί οχι εξ αιτίας μιας αναγκαστικά αξεπέραστης όργα^ νικής άνεπάρκειας. Αύτό συνέβη στήν περίπτωση του' Ναπολέοντα III... ή ύφιστάμενη κοινωνική μορφή δέν είχε εξαντλήσει άκόμα τις δυνατότητές της ανάπτυξης, όπως ή συνέχεια των γεγονότων τό απόδειξε καθαρά. Ό Ναπολέων III εκφράζει... αυτές τις λανθάνουσες καΐ ένυπάρχουσες δυνατότητες: ό καισαρισμός του λοιπόν έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα... Στήν περίπτωση καισαρισμου του Ναπολέοντα... δέν υπήρχε πέρασμα άπό ένα τύπο Κράτους σέ άλλο, αλλά μόνο «εξέλιξη» του ίδιου τύπου πάνω σέ μιά αδιάρρηκτη γραμμή...». Έτσι, αύτή ή σχετική αύτονομία του γαλλικού βοναπαρτικου Κράτους άπένανη στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες μπορεί 3. Παραθέτω σύμφωνα μέ τή μετάφραση τών éd. Sociales, op. cit., σελ. 256-258.
ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ TÖY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
117
να κατανοηθεί μόνο από την ένταξη αυτής τής συγκεκριμένης μορφής στον καπιταλιστικό τύπο Κράτους. Αύτό τό Κράτος παρουσιάζει πραγματικά αύτη τη σχετική αύτονομία σάν συστατικό χαρακτηριστικό τής εννοιάς του. Αύτό τό στοιχείο καταλήγει ετσι στή σχέση του μέ τα ειδικά χαρακτηριστικά τής ταξικής πάλης μέσα στόν Κ.Τ.Π. και μέσα σ' εναν καπιταλιστικό σχηματισμό, σχέση πού θέτει τα όρια πού διαγράφει ή συγκεκριμένη δράση αύτής τής πάλης πάνω στό Κράτος. Αύτη ή αύτονομία ύπάρχει ακόμα και στήν περίπτωση πού δεν άντιμετωπίζουμε ούτε μιά ισορροπία μέ τη γενική έννοια, ούτε μιά καταστροφική ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων σάν εδρα τής κύριας άντίφασης. Αύτό σημαίνει ότι αύτή ή αύτονομία, εγγεγραμμένη σαν δυνατότητα μέσα στό θεσμικό παιχνίδι του καπιταλιστικού Κράτους, του οποίου οι μεταβολές και τά χαρακτηριστικά τής πραγμάτωσης του εξαρτώνται απ' τή συγκεκριμένη συγκυρία τών κοινωνικών δυνάμεων, δεν μπορεί νά περιοριστεί ούτε στό γενικό σχήμα ισορροπίας αύτών τών δυνάμεων, ούτε στήν καταστροφική ισορροπία, πού ύποκρύπτει τό ιδιαίτερο φαινόμενο του καισαρισμου. Θά έξετάσω, σ' αύτό τό κεφάλαιο, τούς λόγους και τό ακριβές νόημα αύτής τής αύτονομίας, γιά τήν όποία 6 Μάρξ μας δίνει μερικές ενδείξεις στά πολιτικά του εργα. Ή αύτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους δέν έξαλείφει ώστόσο τή δυνατότητα λειτουργίας τών αντίμαχων δυνάμεων μέσα σέ μιά ιστορική μορφή αύτοϋ του τύπου τής αύτονομίας, πού όφείλεται στήν ισορροπία, τήν γενική ή τήν καταστροφική. Αύτό πού πρέπει νά δούμε βέβαια είναι ότι αύτές οί αύτονομίες, μέσα στή σχέση ανάμεσα στό Κράτος και στόν χώρο τής ταξικής πάλης, δέν είναι του ϊδιου επιπέδου* στήν περίπτωση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις, τό Κράτος μπορεί νά λειτουργεί πραγματικά, όπως λέει ό Ένγκελς, μέ τήν αντικειμενική κατεύθυνση μιας διαιτησίας ανάμεσα σ' αύτές τις δυνάμεις. 'Αντίθετα, ή συστατική αύτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, στή σχέση της μέ τά ειδικά χαρακτηριστικά τής πάλης τών τάξεων του Κ.Τ.Π., δέν μπορεί νά γίνει κατανοητή, μέ κανένα τρόπο, σάν μιά μορφή διαιτη-
118
ΠΟΛΙΉΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
σίας. Οί τύποι της σχετικής αύτονομίας μπορούν να συνδεθούν μέσα σέ μιά συγκεκριμένη μορφή του καπιταλιστικού Κράτους αλλά μπορούν επίσης νά είναι άντιφατικοί. Ή σχετική αυτονομία μιας μορφής αύτου του Κράτους, πού οφείλεται σέ μιά ισορροπία των αντίμαχων κοινωνικών δυνάμεων, μπορεί νά άμφισβητεί όπως θά δούμε, τό ρόλο του απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες, και κατά συνέπεια τον τύπο σχετικής αύτονομίας πού του προσιδιάζει λόγω τής συμμετοχής του στόν καπιταλιστικό τύπο του Κράτους.
μερικες παρερμηνείες και οί συνέπειές τους
I. Ή γενική πολτττκΓΐ θεωρία Θα ήταν χρήσιμο, πρίν μπούμε στην ούσία του προβλήματος και για νά ύπογραμμίσουμε τή σπουδαιότητά του, νά σημειώσουμε τις συγχύσεις πού μπορούν νά προκαλέσουν ώρισμένες σύγχρονες ερμηνείες του Κράτους και τής πολιτικής εξουσίας. Αύτές οί τάσεις διαμορφώνονται κυρίως εξω ή στο περιθώριο τής μαρξιστικής σκέψης, αλλά, μέσο της εύρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, επηρέασαν συχνά, τή στρατηγική τής εργατικής τάξης σ' αύτές τις χώρες. Αύτές εϊχαν συχνά σαφείς έπιπτώσεις πάνω στή μαρξιστική θεωρία του Κράτους. "Αλλωστε, άς σημειώσουμε όρισμένες παραμορφώσεις αύτής τής θεωρίας, πού διαμετρικά άντίθετες στά παραπάνω ρεύματα, άποδεχόμενη όμως τις ίδιες θεωρητικές αρχές, άπομακρύνεται από τον επιστημονικό χαρακτήρα τής μαρξιστικής θεωρίας του Κράτους, σέ δ,τι άφορα πάντα το πρόβλημα τής ένότητάς του καί τής σχετικής αύτονομίας του. "Αν είναι δύσκολο νά ταξινομήσουμε μέ συστηματικό τρόπο θεωρίες φαινομενικά τόσο διαφορετικές και πού, τώρα, παρουσιάζονται μέ εναν έποικοδομητικό συγκριτισμό, μπορούμε τό λιγότερο νά άποκαταστήσουμε πρωταρχικά μιά κοινή θεματική, Γι' αύτό θ' άρκουσε, νά άπομονώσουμε, ανάμεσα στις μεταβλητές τους, μιά σειρά αμοιβαίων σχέσεων πού είναι πολύ άποκαλυπτικές. Αύτές οί αμοιβαίες σχέσεις φαίνεται νά είναι: α) "Ή υποτίμηση τοϋ πολιτικού στοιχείου: αύτό χάνει τήν είδικότητά του σάν επίπεδο σχετικά αύτόνομο των δομών και των
120
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κοινωνικών πρακτικών. Μ' άλλα λόγια βεβαιώνεται ή ελλειψη μιας επιστημονικής έννοιας της σχέσης ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό στοιχείο πού,σάν σταθερή μήτρα του Κ.Τ.Π. και ένός καπιταλιοττικοϋ σχηματισμού, ρυθμίζει τις μεταβολές αύτής τής σχέσης στά διάφορα στάδια και φάσεις αύτοΰ του σχηματισμού. Ή παραγνώριση αύτής τής σχέσης εκφράζεται θεωρητικά μέ δυο μορφές: σάν διάλυση του πολιτικού μέσα στό οικονομικό στοιχείο, άπ' τό ενα μέρος* σάν απορρόφηση του οικονομικού μέσα στό^ πολιτικό στοιχείο, απ' τό άλλο μέρος. β) ^Η ελλειψη μιας έννοιας τής ενότητας τής εξουσίας του Κράτους και τής πολιτικής εξουσίας γενικά: σειρά εννοιών κατατεμαχισμού τής θεσμοθετημένης πολιτικής εξουσίας πρός οφελος ένός «πλουραλισμού» εξουσιών αντιεξουσιών, ομάδων βέτο κέντρων αποφάσεων, κ.λ.π. γ) ^Η ελλειψη μιας έννοιας τής σχετικής αυτονομίας τής πολιτικής εξουσίας, διαμοιράζεται την «πολλαπλότητα» τών φορέων - όμάδων, συνόλων, κ.λπ. — αύτών τών τεμαχισμένων έξουσιών, ή την παρερμηνεία αύτής τής αυτονομίας — στην έννοια του Κράτους δύναμη - διαιτητής, ή ένός Κράτους παθητικού γιά μιά επανάσταση άπ' τά πάνω πρός τό σοσιαλισμό. δ) ^Η απουσία τής έννοιας τής ταξικής πάλης ή ή παρερμηνεία τής θεωρίας τής ταξικής πολιτικής πάλης. Κατά δεύτερο λόγο, μπορούμε νά άναφερθοϋμε στις επιστημολογικές αρχές αύτών τών θεωριών πού φαίνεται νά έχουν πολύ διαφορετικές προελεύσεις. Σέ δ,τι άφορα τη σύγχρονη διατύπωσή τους αύτές καταλήγουν στις πρώτες εννοιες τής «θεσμοποίησης» τοϋ Βέμπλεν και τοϋ Gommons και στις «νέο συντεχνιακές» εννοιες του Κράτους πού αναπτύχθηκαν στή Γερμανία μετά τή Δημοκρατία τής Βαϊμάρης. Στή συνέχεια πήραν πολύ διαφορετικές μορφές, και κατά κάποιο τρόπο έκσυγχρονίστηκαν, καί διοχετεύτηκαν μέσα σέ πολλά θεωρητικά και πολιτικά ρεύματα. 'Ακόμα συχνότερα αύτές οί θεωρίες ένσωματώνονται στις διάφορες σύγχρονες εννοιες τών άποκαλουμένων μετασχηματισμών τής καπιταλιστικής κοινωνίας. Οί προελεύσεις τους μέ τήν πάροδο τοϋ χρόνου έχουν
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
121
αποκρυφτεί. Έτσι, άνα^φέρομαι σ' αυτές τις προελεύσεις πού είναι σχετικά άκριβεις, για τούς ακόλουθους δύο λόγους. Ά π ' το ενα μέρος γιά'νά δείξω δτι, κάτω απ' τή «σύγχρονη» μορφή τους, πού άπορρέει απ' τούς αύτοαποκαλούμενους σύγχρονους μετασχηματισμούς της κοιγωνίας, κρύβεται μια πολύ παλιά ιδεολογική λειτουργία: πόύ συνίσταται στήν κάλυψη των ταξικών χαρακτηριστικών της θεσμοθετημένης πολιτικής εξουσίας. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι άύτές οι «σύγχρονες» θεωρητικές και πολιτικές μορφές συμπίπτουν μέ τις αρχές και τα συμπεράσματα τών μακρινών τους προελεύσεων. Αύτές οί μορφές του παρελθόντος είχαν γιά τό ρεύμα της εύρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, πρίν τό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τις ϊδιες επιπτώσεις πού έχουν οί σύγχρονές τους μορφές μέσα στό σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα. Ά π ' τό άλλο μέρος, αν διαλέγω εδώ τις άκριβεις τους πηγές, τό κάνω γιατί αύτές θέτουν τα πρχ^βλήματα τής ιδιαίτερης ένότητας και της σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους μέ μιά ιδιαίτερη σαφήνεια. Μπορούμε νά αποκαλύψουμε τόν κοινό χαρακτήρα αύτών τών θεωρητικών άρχών, απ' τή χεγκελιανη προέλευση τών Γερμανών νεο - συντεχνιακών πού προεκτείνονται από τό σύγχρονο συντεχνιακό ρεύμα μέχρι τις βαθειές αντανακλάσεις τής αμερικάνικης θεσμοποίησης πάνω στό ρεύμα του «λειτουργισμοϋ»—πράγμα πού είναι φανερό στις περισσότερες απ' τις σύγχρονες θεωρίες του Weifare State^ 'Αλλά χωρίς νά έπιμείνω πάνω σ' αύτό τό σημείο, αρκεί νά ύπενθυμίσω τή σχέση άνάμεσα στήν ίστορικιστική προβληματική και τό λειτουργισμό. "Οσον άφορα τό πρόβλημα τής ένότητας και τής σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους, αύτά τά ρεύματα αναφέρονται τελικά στήν προβληματική του κεντρικού ύποκειμένου, και δέν μπορούν νά παραδεχθούν τή δόμηση 1. Για τις λειτουργιστικές προϋποθέσεις τών έννοιών τοϋ «Weifare State» και την άποφασιστική τους έπίδραση πάνω στήν ëwoia τής έξουσίας τών Άγγλων έργαζομένων, βλέπε τό άρθρο τοϋ D. Weddeburn «Facts and Theories of the Weifare State», στο The Socialist Register, 196^, σελ. 127 και έπόμ.
122
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ενός κοινωνικού συνόλου σε ειδικά επίπεδα με ιδιαίτερη άποτελεσματικότητα. Κάθε ένότητα, εϊτε πρόκειται γιά ενα ιδιαίτερο έπίπεδο εϊτε γιά το σύνολο του κοινωνικού συστήματος, αναφέρεται σε μιά όλότητα έκφρα€Γτικου τύπου, δηλαδή απλή καί κυκλική, πού αποτελείται από όμοιογενή και ισοδύναμα στοιχεία. Ή ένότητα και ή σχέση αυτών τών στοιχείων θεμελιώνονται μέσα στο πρωταρχικό ύποκείμενο, κέντρο ύλοποίησης. Μέσα σ' αύτή τήν προβληματική, ξαναβρίσκουμε, κάτω άπ' τις διάφορες μορφές πού παίρνουν στή συνέχεια αύτές οί θεωρίες, τή σειρά των άμοιβαίων σχέσεων πού ήδη μνημονεύσαμε: α) Τήν άπουσία τής έπιστημονικής έννοιας της ταξικής πάλης. Χρησιμοποιούνται σχέσεις «ολοκλήρωσης» ανάμεσα σε όρισμένες «όμάδες», «σύνολα», «κυκλώματα συμφερόντων» κ.λπ., μέσα σ' ενα κοινωνικό - σύστημα - ύποκείμενο. β) Σ' αύτό τό πλαίσιο, ή θεσμοθετημένη πολιτική έξουσία του Κράτους δεν μπορεί νά γίνει κατανοητή σάν ειδικό έπίπεδο του κοινωνικού συοττήματος: αύτό είναι σαφές στή ν έννοια του θεσμού, όπως γίνεται δεκτή άπ' αύτά τά ρεύματα. Αύτή ή έννοια εκφράζει άλλωστε μιά χαρακτηριστική σύγχυση, καί άντικαθίσταται άδιάκριτα με τούς όρους, δομή, όργάνωση, έταιρία ή σωματείο. Αύτή καλύπτει ταυτόχρονα τή σφαίρα του οικονομικού στοιχείου — ύποδηλώνοντας μ' αύτό τις οικονομικές «όμάδες» ή «σύνολα» δπως τις μεγάλες έπιχειρήσεις, τά συνδικάτα, τά lobbies, τις όμάδες πίεσης, κ.λπ. — και τΙς ιδιαίτερες δομές τής πολιτικής έξουσίας. Τό Κράτος - θεσμός θεωρείται σάν ενα όμοιογενές και ισοδύναμο στοιχείο, πρός τά άλλα, του συνολικού κοινωνικού συστήματος, σάν ενα προϊόν τοϋ άρχικου ύποκειμένου, ενσωματωμένο μέσα στήν κυκλική του ισορροπία. Αύτό θά συμμετάσχει σ' αύτή τή συγκεχυμένη καί αδιάκριτη λειτουργία συνοχής του κοινωνικού όλου πού ανήκει σε δλα τά μέρη ένός συνόλου — είναι γνωστή απ' αύτή τήν άποψη ή τυπική έννοια του πολιτικού crcoiχείου στον Τ. Parsons. γ) Τό ϊδιο τό Κράτος, σάν Ιδιαίτερο στοιχείο του συνολικού
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
123
κοινωνικού συστήματος, δεν εκφράζει μιά εσωτερική ένότητα με τό ιδιο νόημα: ή θεσμοθετημένη πολιτική εξουσία κατανοείται σάν να συντίθεται από μιά «όλότητα» «εξουσιών - άντιεξουσιών», «αντισταθμιστικών εξουσιών», «όμάδων - βέτο», με δυο λόγια, απο ισοδύναμα μέρη. Αύτα τά μέρη θα ύποδιαιρεθουν επίσης ανάμεσα στά διάφορα σύνολα ή ομάδες πού ισορροπούν μέσα α: αυτό το κυκλικό σύστημα: κυκλική ισορροπία, πού διέπει συγχρόνως τό κοινωνικό σύνολο και δλα τά ιδιαίτερα στοιχεία του, στό οικονομικό ή τό πολιτικό επίπεδο. Ή ισορροπία και ή κατανομή της πολιτικής εξουσίας εντάσσεται έδώ πάνω στήν ύποτιθέμενη ισορροπία, στήν οικονομική σφαίρα, ανάμεσα στις «όμάδες - σύνολα» πού τό συνθέτουν : αυτά τά σύνολα διαμοιράζονται τήν πολιτική έξουσία, και βεβαίως ή ταξική πάλη είναι εδώ άποϋσα. Αυτές οι πολύ γενικές γραμμές καθορίζουν, αν τίς δοϋμε συγκεκριμένα, στις σύγχρονες μορφές τους, τις δυό συνέπειες πού απορρέουν από τήν άπουσία του ειδικού ρόλου του πολιτικού επιπέδου, τή διάλυση τοϋ πολιτικού μέσα στό οίκονομικό στοιχείο απ τή μιά μεριά, τήν άπορρόφηση του οικονομικού μέσα στό πολιτικό στοιχείο άπ' τήν άλλη. α) Ή πρώτη τάση εϊναι σήμερα έκδηλη μέσα στό ρεύμα του «νεοφιλελευθερισμού», πού συνδέεται μέ τις κλασικές εννοιεςτής «ισορροπίας» και του «πλουραλισμού» του φιλελευθερισμού^. Σ' αύτό τό πλαίσιο τό Κράτος, θεωρούμενο σάν «θεσμός», δέν αποτελεί ενα ιδιαίτερο επίπεδο, μιά θεσμοθετημένη πολιτική 2. Ή φιλολογία, ή σχετική μ* αύτό τό θέμα είναι τεράστια. Ένω τα δυο θεωρητικά ρεύματα πού δέχονται μια σύγχυση τοϋ οίκονομικου και τοϋ πολιτικού στοιχείου συμπίπτουν συχνά, ή «νεοφιλελεύθερη» τάση κυριαρχεί π.χ. στούς A.A. Berle (The 20th Century Capitalist Revolution, 1961, «Corporations and the Modern State», στό The future of Democratic Capitalism έκδ. Arnold, 1961, και σέ συνεργασία μέ τόν G. Means, The Modem Corporation and Private Property): στούς συγγραφείς τής πρώτης περιόδου τοϋ ρεύματος Trend of Economies, όπως ό J. Μ. Clark, όπως ό Galbraith (Ιδιαίτερα: The affluent Society, και έπίσης Der americanische Kapitalismus im Gleichgewicht der Wirtschafts - Kräfte, 1956), στόν Hoover (the Economy, Liberty and the State), κ.λ.π.
124
ΠΟΛΙΉΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
εξουσία μέ ιδιαίτερη ένότητα και ειδικό ρόλο. Αύτη ή πολιτική εξουσία θα διαλυόταν σέ μιά «πλουραλκττική» πολλαπλότητα νέων κέντρων απόφασης άνάμεσα στά όποια ή ισορροπία θα πραγματοποιούνταν «αύτόματα», μέ τή «συγκέντρωση» διαφόρων «δυναμικών όμάδων», «όμάδων πίεσης» ή«πραγματικής εξουσίας» — έπιχειρήσεις, συνδικάτα, όργανώσεις καταναλωτών, — άντιπροσωπεύοντας τις «οικονομικές δυνάμεις» μιας όλοκληρωμένης κοινωνίας^. Ή ένότητα της θεσμοθετημένης πολιτικής εξουσίας φαίνεται άποσυντεθειμένη προς όφελος αύτών τών θεσμών. Ή ίδιαιτερότητά της διαλύεται μέσο διαφόρων «στοιχείων» έξουσίας - αντιεξουσίας, άντισταθμιστικών δυνάμεων, όμάδων βέτο, κ.λπ. προς όφελος αύτών τών δυνάμεων, τών όποίων ή ισορροπία πραγματοποιείται μ' εναν «αμοιβαίο περιορισμό», μ' ενα «αμοιβαίο ελεγχο» μέσα στή συνολική κοινωνική διαδικασία^. ΣύπΦωνα μ' αύτό τό ρεύμα, σέ αντίθεση μέ τό φιλελευθερισμό στήν κλασική του μορφή, ή φυσική «αύτοματική» ισορροπία της άγορας πού προϋποθέτει μιά αύτόνομη πολιτική εξουσία πού δέν παρεμβαίνει μέσα στήν οικονομική διαδικασία, μετατρέπεται εδώ σέ ισορροπία «ανάμικτων» έξουσιών μέσα στήν «τεχνολογική - βιομηχανική κοινωνία». Αύτή ή «σχεδιασμένη» ισορροπία θά πραγματο3. Βλέπε ήδη μ' αυτό τό νόημα. Η. Laski: «The pluralistic State», στο Foundations of Sovereignty, 1931 και A Grammar of Politics 1948 και έπίσης Η. J. Kaiser, Die Repräsentation organisierter Interessen» 1956. Σχετικά μέ την. έννοια τοϋ «πλουραλισμοϋ», πρέπει να δούμε ότι δέν χρησιμοποιείται έδώ άπλ&ς για να προσδιορίσει ενα πολιτικό σύστημα πολύκομματισμού, άντίθετα μέ το σύστημα του μοναδικού κόμματος, άλλα έκτείνεται προς κάθε έννοια «ένσωματική» του κοινωνικού συστήματος στο σύνολο του. Για τον Γάλλο άναγνώ7τη, ή άναφορά στίς άπλουστεύσεις του Άρον δέν είναι περιττή (π.χ. Démocratie et Totalitarisme, σελ. 26 και έπόμ., 111 καΐ έπόμ. κ.λ.π.). 4. Βλέπε, π.χ. Η. Pross, «Zum Begriff der pluralistischen Gesellschaft», Zeugnisse Th. Adorno., 1963, σελ. 441 και έπόμ. Αύτές οι εννοιες τοϋ «έλεγχου », τής «ισορροπίας » και τοΰ «πλουραλισμού », στήν νεοφιλελεύθερη μορφή τους, ύποκρύπτουν άλλωστε τΙς αναλύσεις του Σουμπέτερ στο «Capitalisme, Socialisme et démocratie» του οποίου γνωρίζουμε τήν έπίδραση στή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
125
ποιηθεί, μέσο της συγκέντρωσης των οίκονομικο - πολιτικών δυνάμεων, των όποιων τα «κέντρα άπόφασης» διαμοιράζονται τή θεσμοθετημένη πολιτική έξουσία^. Σ' ^ιύτό το πλαίσιο, σέ στενή σχέση μέ τό πρόβλημα της ένότητας αύτής τής έξουσίας, δεν μπορούμε νά θέσουμε τό πρόβλημα της αύτονομίας του άπέναντι στις «όμάδες - δυνάμεις» στο βαθμό άκριβώς πού δεν εχει δική του ιδιαιτερότητα. Αύτή ή εξουσία αποκτάει μια «τεχνική» λειτουργία «όργάνωσης», πού προσφέρει σ' αύτή τήν «πλουραλιστική» κοινωνία, τήν ήδη θεσμοθετημένη - ενσωματωμένη, ενα πλαίσιο τυπικής συνοχής. Ό ρόλος της, καθορισμένος άπ' τήν άρχή τής «έπικουρικότητας», περιορίζεται στήν άτΛή έκτέλεση άποφάσεων, πού λαμβάνονται άπό διάφορες οίκονομικο - πολιτικές «έξουσίες» πού διαμοιράζονται τήν έξουσία του Κράτους* ένώ ή ισορροπία αύτών των δυνάμεων βασίζεται κυρίως στή σφαίρα τής οικονομικής διαδικασίας. Ή αύτονομία τοϋ Κράτους γίνεται αύστηρά δεκτή, κατ' έξαίρεση, σάν τύπος τής δυσλειτουργίας του Κράτους - θεσμός άπέναντι τής κοινωνίας - ύποκείμενο. "Ας άφήσουμε ώστόσο στή ν άκρη τούς υποτιθέμενους μετασχηματισμούς τής καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, πού αποδέχεται αύτό τό σύγχρονο ρεϋμα,και ας συγκρατήσουμε μόνο τήν απουσία Ιδιαιτερότητας στό πολιτικό επίπεδο, πού άφομοιώνεται μέσα στό οικονομικό επίπεδο. β) Ή αντίθετη τάση συναντιέται στις σύγχρονες εκδοχές τής θεσμοποιητικής «νεο - συντεχνιακής» έννοιας του Κράτους. Σ' αύτή τήν περίπτωση, ύποθέτοντας θεωρητικά τήν ίδια σχέση ένσωμάτωσης άνάμεσα στά διάφορα «σύνολα» ή «κυκλώματα συμφερόντων» του οικονομικού επιπέδου, παραδέχονται τήν ύπαρξη άνταγωνισμών πού διαταράσσουν, τις μεταξύ τους σχέσεις χωρίς νά φθάνουν ώστόσο — εννοείται— νά μιλάνε γιά ταξική πάλη. Καταφεύγουν ετσι σέ μιά θεσμοθετημένη πολιτική έξουσία, πού θά μπορούσε νά λειτουργεί 5. Για τήν κριτική πάνω σ' αύτό τό σημείο βλέπε Macpherson, συγγραφέα τής έξαίρετης έργασίας The political Theory of possessive individualism στό άρθρο του: «Post-liberal democracy;», στή New Left Review, Σεπτ. Όκτωβ. 1963.
126
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
σαν κεντρικός παράγοντας «9ciyciauévnç διεύθυνσης» μέσα στη «δυναμική» συγκέντρωση αυτών των συνόλων®. Λεν τίθεται θέμα εγκατάλειψης των γενικών έννοιών της λειτουργικής θεσμοποίησης: ό πλουραλισμός πού απαρτίζεται άπό ισοδύναμα στοιχεία είναι πάντα απαραίτητος. 'Ωστόσο άν οι διάφορες έξουσίες - άντιεξουσίες κ.λπ. παρουσιάζονται σ' αυτή τή δεύτερη έκδοχή σάν «θεσμοθετημένες», αυτό δεν γίνεται πιά στό μέτρο πού άποτελουν «οικονομικο - κοινωνικούς» θεσμούς έξωτερικούς πρός τό Κράτος - φάντασμα, άλλα στό μέτρο πού είναι άμεσα θεσμοθετημένοι άπό τό Κράτος - δύναμη. Πρέπει νά ξέρουμε ότι οι διάφορες όμάδες συμφερόντων καΐ όμάδες πίεσης δέχονται άμεσα τή δημόσια κατάσταση πραγμάτων άφοϋ είναι έπίσημα άναγνωρισμένες από τό Κράτος πού πραγματοποιεί τήν ένότητά τους. Επανεμφανίζεται ή βαθμίδα Κράτος-θεσμός: πρόκειται για τή δημιουργία κέντρων πολιτικής έξουσίας, διαφόρων έπιτροπών ή δημόσιων, κρατικών όργανισμών μέσα στις όποιες αυτές οι «θεσμοθετημένες» όμάδες θά συμπράξουν, κάτω απ' τή διεύθυνση και τήν ούδέτερη διαιτησία τής τεχνικό - γραφειοκρατικής διοίκησης, στό σκοπό μιας «άπό κοινού διεύθυνσης» τής κοινωνίας. Είναι ή γνφστή έννοια, στή σύγχρονη μορφή της, με τ ονομα τής «θεσμοθέτησης τής ταξικής πάλης»^. 6. Πρόδρομοι τής σύγχυσης τοϋ πολιτικοϋ και τοϋ οίκονομικοϋ στοιχείου και τής νεο - συντεχνιακής έννοιας τοϋ Κράτους είναι οί Γερμανοί θεωρητικοί όπως οί C. Schmitt Ο. Spann, Κ. Larentz, πού πρόδρομός τους υπήρξε ό Ο. Gierke. Αύτη είναι χαρακτηριστική τοϋ καθολικού δόγματος, όπως έκφράζεται στην εγκύκλιο «Quadragesino anno», τοϋ Πάπα Πίου XI, και τελευταία στή «Mater et Magistra»— σχετικά μέ ϋήν τελευταία βλέπε τήν κριτική τοϋ U. Cerroni στό Politica ed Economia, Αΰγουστ.- Σεπτ. 1961. Ή καμπή, στή ν αμερικανική θεωρία, άπ' τό νεοφιλελευθερισμό πρός μιά νεο - συντεχνιακή έννοια είναι προφανής στις εισηγήσεις στό 66« Συνέδριο τής αμερικανικής οίκονομικής έταιρίας 1953. Τήν ξαναβρίσκουμε τώρα στον Ehrmann, Interest groups on Four Continents, 1959, Eshenburg, Herrschaft der Verbände, 1955, W. Weber, Spannungen und Kräfte im westdeutschen Verfassungssystem, 1951, κ.λπ. 7. 'Ιδιαίτερα σχόν R. Dahrendorf, op. cit., μπορούμε να τή βροϋμε έπίσης στόν Τ. Parsons: The Social System op. cit., σελ. 127 και έπόμ.
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
127
Αύτή ή νεο - συντεχνιακή έννοια του Κράτους θέτει, προφανώς, το πρόβλημα της ιδιαίτερης ένότητας της πολιτικής έξουσίας καΐ της αύτονομίας της. Άλλά αύτή ή ενότητα παρουσιάζεται σαν άποσυντεθειμένη προς οφελος αύτών των θεσμοθετημένων εξουσιών. Ή θεωρητική γενίκευση απ' τό νέο φιλελευθερισμό μιας όλικής διάλυσης του πολιτικού έπιπέδου προς όφελος ένός πλουραλισμού «πραγματικά οικονομικο κοινωνικών» έξουσιών, δηλαδή ή διάλυση του είδικου πολιτικού έπιπέδου σε μιά κοινωνία πρακτικά αύτοδιαχειριζόμενη παρουσιάζεται έδώ κάτω από μιά άντεστραμμένη μορφή. Πρόκειται γιά μιά πολυκεντρική διασπορά, στο έσωτερικό του Κράτους-θεσμός, τής πολιτικής έξουσίας προς οφελος διαφόρων συνόλων πλουραλιστικών συμφερόντων πολιτικά θεσμοθετημένων. Ή διάλυση τής πολιτικής έξουσίας μέσα στήν οικονομική σφαίρα έκφράζεται έδώ μέ μιά άπορρόφηίτη του οικονομικού μέσα στο πολιτικό στοιχείο. Έτσι, αυτά'τά δυό ρεύματα είναι σε άμοιβαία σχέση, στό δτι καταλήγουν σέ μιά άπουσία αύστηρής οροθέτησης του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου. Πραγματικά, στό συντεχνιακό ρεύμα τό πρόβλημα τής αύτονομίας τού Κράτους παρουσιάζεται έντονο άφού ή πολιτική βαθμίδα αναγνωρίζεται στήν άναγκαιότητά της σάν «διευθύνουσα» διαιτησία. Άλλά αύτή συσχετίζεται μέ τήν κλασική έννοια τής γραφειοκρατίας: τή θεωρία τών ελίτ καΐ τής διευθύνουσας τάξης πού είναι τό τελευταίο της βλαστάρι. II. Ή μαρξιστική πολιτική θεωρία Αύτά τά θεωρητικά ρεύματα έχουν επιπτώσεις συχνά σιωπηρές, πάνω στή σύγχρονη θεωρία τού εργατικού κινήματος. Δεν συνειδητοποιούμε ποτέ όσο χρειάζεται τή βαθμίδα διάβρωσης τής μαρξιστικής θεωρίας γιά τήν πολιτική έξουσία απ' αύτά τά ιδεολογικά ρεύματα. Είναι αναγκαίο νά επαναλάβουμε ότι αύτές οί έννοιες, πάντα πιστές και στή σύγχρονη μορφή τους στήν παλιά τους ιδεολογική λειτουργία, υποστηρίζουν τούς αποκαλούμενους μετασχηματισμούς τού «κλασικού» καπι-
28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ταλιστικοΰ τρόπου παραγωγής. Πράγματι, άπέναντι <τΓθύς δισταγμούς της μαρξιστικής θεωρίας του κρατικό - μονοπωλιακού καπιταλισμού, άπέναντι στήν απουσία επιστημονικής θεωρίας αυτών των μετασχηματισμών, ή επιβολή τους γίνεται πολύ αισθητή. Άρκει π.χ. να δούμε τή σημασία πού αποδίδεται άπ' το σύγχρονο σοσιαλ - δημοκρατικό ρεύμα, στις ίννοιες τής άντιεξουσίας, τής άντισταθμιστικής έξουσίας, κ.λπ. Βρισκόμαστε έτσι στήν ϊδια γραμμή γιά κάθε ρεφορμισμό: μια γραμμή πού αφορά άκριβώς τά προβλήματα τής ένότητας τής τάξης και τής σχετικής αύτονομίας τής έξουσίας του καπιταλιστικού Κράτους®. Επίσης, γιά να δείξουμε τήν μονιμότητα τής Ιδεολογικής λειτουργίας αύτών τών θεωριών, δεν εϊναι περιττό νά θυμίσουμε τήν έπίδρασή τους στήν ιστορία του έργατικοϋ κινήματος. Παίρνουμε ιδιαίτερα δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Α. —Χωρίς άμφιβολία, το πιό χτυπητό παράδειγμα πού μπορούμε νά δώσουμε εϊναι τό παράδειγμα τών όλέθριων έπιδράσεων τής «θεσμοθετημένης - συντεχνιακής» έννοιας του Κράτους πάνω στό ρεύμα τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας®. Αύτές οι θεωρίες άποκρυσταλλώνονται μετά τή σύσταση τής δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, και ό «πλουραλιστικός» χαρακτήρας τους γίνεται άφορμή νά χυθεί πολύ μελάνι άπ' τούς
8. Αύτα τά θέματα τής σοσιαλδημοκρατικής Ιδεολογικής έννοιας τής έξουσίας ξαναβρίσκονται, σέ μια παραδειγματική σύγχυση, στα γραφτά πολλών Γάλλων σοσιαλιστών. Βλέπε, π.χ. τόν πρόλογο τοϋ L. Blum στη γαλλική έκδοση τής Révolution des techniciens τοΰ Burnham τό βιβλίο τοΟ L. Laurat, Problèmes actuels du socialisme 1955 τόν πρόλογο τοϋ G. Mollet — όπου ξαναπιάνει τά θέματα τοϋ Shumpeter— στήν έργασία τοϋ Weille Raynal, Déclin et succession du capitalisme, 1944. A. Philip, Le sosialisme trahi, 1957, κ.λπ. Βλέπε τήν κριτική αύτών τών εννοιών στο Α. Gorz, Strategie ouvrière et nèocapitalisme, 1964, σελ. 5 και έπόμ. 9. Υπογραμμίστηκε τότε άπ' τόν Fr. Neuman, σέ ένα άρθρο πού αναδημοσιεύτηκε στο The Démocratie and Anthoritarian State, σελ. 65 και έπόμ. και άπ τό Μαρκοϋζε στό άρθρο του. «Der Kampf gegen den Libéra^ lismus in der totalitären Staatsauffassunng», άναδημοσιευμένο στο Kultur und Gesellschaft, 1963, σελ. 34 και έπόμ.
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
129
πολιτικούς θεωρητικούς τής εποχής^®: αύτες οί θεωρίες είχαν ήδη άμεσες αντανακλάσεις στά γραφτά τοϋ Κάουτσκι και του Μπερνστάϊν^^. Ή ένοποιητική πολιτική έξουσία του Κράτους εμφανίζεται διαλυμένη προς οφελος «συντεχνιακών» συνόλων άμεσα θεσμοθετημένων στο Κράτος. Αυτό τό γενονός έκφράζεται στήν ιδεολογική πολιτική θεωρία, μέσο μιας κριτικής των κλασικών φιλελεύθερων θεωριών τής ένότητας και τής κυριαρχίας του Κράτους, βασισμένης στήν «ήθική της προσωπικότητα» και τήν «άνώτερη βούλησή» της — και πού άποτελεΐ πράγματι τήν άμεση ιδεολογική της έξήγηση γιά τήν ενότητα του ταξικού Κράτους. Αύτή ή κυριαρχία θά βασίζεται στο έξης πάνω σ' ενα «κύκλωμα συμφερόντων», πάνω σε θεσμοθετημένες συντεχνίες ισορροπημένες και άποφασισμένες στο έσωτερικό του Κράτους λόγω σύγχυσης τοϋ οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου, καθημερινό σύνθημα μετά τό καπιταλιστικό Κράτος στήν περίοδο τον πολέμου. Ή κρατική έξουσία μοιάζει ετσι διεσπαρμένη, και διαμοιρασμένη άνάμεσα σ' αυτά τά συντεχνιακά σύνολα. Οι συνέπειες πού ακολουθούν βγαίνουν εύκολα. Ή έργατική τάξη έμφανίζεται νά μπορεί νά αποτελεί ενα άπ' αύτά τά σύνολα και μέσο τής ένσωμάτωσής της στο θεσμό τοϋ Κράτους, νά «κρατάει» ëva αύτόνομο «τμήμα» τής πλουραλιστικής πολιτικής έξουσίας. Ή συνέχεια εϊναι γνωστή: αυτές οί «πλουραλιστικές» θεωρίες, πού διαφημίστηκαν άπό πολλούς φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες θεωρητικούς τής έποχής, αναπτύχθηκαν άμεσα μέ τόν C. Schmittr και τόν Κ. Laren ζ, πρός τήν «συντεχνιακή θεσμοθετική» έννοια τού ναζιστικού Κράτους (υπενθυμίζω στόν αναγνώστη τις λαμπρές αναλύσεις, γιά τό σύνολο του προβλήματος του «συντεχνιακού Κράτους» του D. Guerin στό Φαΐ 0. Ή περίπτωση είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική γιατί, δεδομένης τής σχετικής ισορροπίας δυνάμεων άνάμεσα στήν καπιταλιστική καί τήν έργατική τάξη τή στιγμή τής συγκ ρότησης αής δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, πρόσφερε πραγματικά τό φαινόμενο ένός πλουραλισμού. Γι' αύτό το θέμα, Ρ. Sweezy: The Tlieory of Capitalist Development, op. cit. σελ. 329 και έπόμ. 11. Περίπτωση Ιδιαίτερα σαφής στόν Μπερστάιν. «La théorie marxiste de Γ évolution sociale», στό Etudes de marxologie, Paris, no 6, 1962.
130
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
αισμος και μεγάλο κεφάλαιο), Ή «θεσμοποίηση» της έργατικής τάξης άλλωστε συντελέστηκε πραγματικά μέσα στο ναζιστικό Κράτος, αλλά χωρίς νά προκαλέσει κανένα διαμοιρασμό τής εξουσίας με τις κυρίαρχες τάξεις. Τό παράδειγμα εδώ άπό θεωρητική άποψη εϊναι προφανές και χαρακτηριστικό: έκφράζει πράγματι τη σχέση από πρώτη ματιά συγκεχυμένη, άνάμεσα σε όρισμένες σοσιαλδημοκρατικές εννοιες τοϋ Κράτους και τις συντεχνιακές εννοιες τοϋ φασιστικού Κράτους. Αυτό τό ρεϋμα άλλωστε εχει επεκτείνει τήν έπίδρασή του και πάνω στην εξέλιξη τής φαβιανής θεωρίας των "Αγγλων εργαζομένων στά χρόνια του είκοσι. Β. —Τό πρόβλημα τής σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, δεν εϊναι άλλωστε λιγότερο σημαντικό. Οί σύγχρονες μορφές αυτών των θεωριών εϊχαν, κυρίως μέσο του ρεύματος πού ύποστηρίζει τη «φωτισμένη διεύθυνση» από πλευράς Κράτους και τό ρόλο, απ' αύτη τήν άποψη, τής διοίκησης, αποφασιστική έπίδρασή στις σύγχρονες μορφές του παλιού ρεύματος τής έπανάστασης έκ τών άνω, πού συνδέεται μέ τό λ α σ σ α λ ι σ μ ό ^ ^ Είναι γεγονός δτι ή σύγχρονη τάση δεν παρουσιάζεται σαφώς όπως ό λασσαλισμός σάν όπαδός τής έννοιας ένός Κράτους-διαιτητή και ούδέτερου συμφιλιωτή άνάμεσα στις τάξεις: τό πρόβλημα εδώ είναι πιό μπλεγμένο γιατί υποστηρίζουν κυρίως τις άναλύσεις του Μάρξ και ιδιαίτερα του Ένγκελς γιά τό μπισμαρκισμό. Αυτό τό ρεύμα εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στό βαθμό πού συγκεντρώνεται πάνω στό ζήτημα τής σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους. Τό πρόβλημα εϊναι τό άκόλουθο: μπορεί τό Κράτος νά εχει μιά τέτοια αυτονομία άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ώστε τό 12. 'Αναφέρομαι έδώ στό Αασσάλ γιατί ήταν ό πρώτος πού διατύπωσε θεωρητικά παρόμοιες ΐδέες σέ μαρξιστικούς όρους. Αέν θάπρεπε όμως νά ξεχνάμε ότι «ό κοινωνικός καισαρισμός» εχει ισχυρές παραδόσεις στό γαλλικό έργατικό κίνημα όπου πήρε έντελώς πρωτότυπες μορφές: εχει πηγές άπ' τόν L. Blanc και τρν Proudhon — άς θυμηθούμε τή στάση του τελευταίου άπέναντι τοΟ Λ. Βοναπάρτη — και βυθίζει χωρίς αμφιβολία τις ρίζες του στό γιακωβινισμό.
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
131
πέρασμα στο σοσιαλισμό να συντελεστεί χωρίς να τσακιστεί ό κρατικός μηχανισμός άπ' την κατάκτηση της ταξικής έξουσίας απ' τήν εργατική τάξη; "Ας θυμίσουμε τά χαρακτηριστικά του μπισμαρκισμοΰ: στήν Πρωσσία, στήν ιδιαίτερη περίοδο μετάβασης απ' τόν φεουδαρχικό τρόπο στόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τό Κράτος του Μπίσμαρκ παίρνει μιά εντελώς ιδιαίτερη αύτονομία. Και αυτό συνέβαινε, εϊτε λόγω των μετατοπίσεων των βαθμίδων, είτε λόγω των μετατοπίσεων ανάμεσα στις βαθμίδες καί τό χώρο της ταξικής πάλης, πού προκαλούνται άπό τήν ταυτόχρονη παρουσία αύτών των τρόπων παραγωγής σ' αύτόν τό σχηματισμό: Ή αύτονομία των δομών του επέτρεψε νά συντελεστεί τό 'πέρασμα άπ' τη φεουδαρχία στό'ν καπιταλισμό ενάντια στήν πολιτικά κυρίαρχη, φεουδαρχική τάξη, με τή σταθεροποίηση τής ανερχόμενης οικονομικής κυριαρχίας τής αστικής τάξης καί με τήν άνύψωσή της στήν πολιτική κυριαρχία. Έχουμε λοιπόν αύτονομία του Πρωσσικου Κράτους απέναντι στήν πολιτικά κυρίαρχη φεουδαρχική τάξη, αύτονομία όμως πού δεν μπορούμε νά τήν αναγάγουμε σε μιά ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στούς εύγενεις γαιοκτήμονες καί τήν άστική τάξη. Ποιές είναι λοιπόν οι προϋποθέσεις πού αποδέχεται ή σύγχρονη μορφή τής θεωρίας μιας επανάστασης εκ τών άνω; Ή θεωρία αύτή αποκαλύπτει στή σύγχρονη κατάσταση μιά ιστορική αναλογία μέ τό φαινόμενο του μπισμαρκισμοΰ." Είμαστε σήμερα, σέ μιά περίοδο μετάβασης άπ' τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, πού βρίσκεται στή φάση του κρατικό - μονοπωλιακού καπιταλισμού. Αύτή ή μετάβαση χαρακτηρίζεται από μιά μή ειδική άντιστοιχία του νομικο - πολιτικού εποικοδομήματος του Κράτους καί του οικονομικού στοιχείου, μέ τό νόημα ότι (όπως καί στό πέρασμα άπ' τή φεουδαρχία στόν καπιταλισμό) τό νομικο - πολιτικό έποικοδόμημα —εθνικοποιήσεις, σχεδιοποίηση, κ.λπ. — προηγείται κατά κάποιο τρόπο του οικονομικού στοιχείου, καί παρουσιάζει ήδη τά χαρακτηριστικά ενός σοσιαλιστικού Κράτους. Μέ τήν επιβολή τέτοιων βασικών χαρακτηριστικών βρισκόμαστε σέ μιά ιδιαίτερη αύτονομία του σύγχρονου Κράτους σέ σχέση μέ τό
132
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
οικονομικό στοιχείο. Αύτη αντανακλα μιά ιδιαίτερη αυτονομία του κρατικού μηχανισμού απέναντι στή μονοπωλιακή αστική τάξη —ή σύγχρονη τεχνογραφειοκρατική κατηγορία παίζει έδώ, αναλογικά, το ρόλο της μπισμαρκικής γραφειοκρατίας. Σ' αύτό προστίθεται, πολύ συχνά, ή υπόθεση μιας σύγχρονης ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στήν άστική τάξη και τήν εργατική τάξη, υπόθεση πού έκφράζει έδώ τήν σύγκρουση των έννοιών μιας δήθεν ισορροπίας άνάμεσα σε άναγνωρισμένες εξουσίες και άντιεξουσίες ελεγχόμενες απ' τήν εργατική τάξη. Σ' αύτή τήν ύποτιθέμενη ισορροπία των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων προσφέρεται μεταγενέστερα μιά έπι πλέον αναλογία μέ το μπισμαρκικό φαινόμενο πού εξηγείται τό ϊδιο, μέσο μιας ύποτιθέμενης ισορροπίας άνάμεσα στούς ευγενείς γαιοκτήμονες και τήν άστική τάξη μέσα στο μπισμαρκισμό. Δεν ύπάρχει αμφιβολία ότι αύτές οι εννοιες εϊναι ριζικά ψεύτικες καΐ στήν ανάλυση του μπισμαρκικου φαινομένου και στήν εξήγηση τους γιά τούς μετασχηματισμούς τοΰ Κ.Τ.Π. μέ τό μοντέλο μιας μετάβασης άπ' τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό. Πράγματι, πρόκειται μόνο γιά την επανάληψη μιας τυπικής μορφής ρεβιζιονισμού, τής μορφής τον ^ «κρατικού σοσιαλισμού» πού εμφανίζεται σταθερά κάθε φορά πού το καπιταλιστικό Κράτος επιχειρεί μαζικές παρεμβάσεις γιά νά προσαρμόσει καΐ νά δικαιώσει το σύστημα άπέναντι στήν κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων : «λασσαλισμός» —Μπίσμαρκ* Προυντόν και ό «κοινωνικός καισαρισμός» — Λ. Βοναπάρτης· «κοινωνικός καπιταλισμός» — New Deal του Ρούσβελτ* «Κράτος τής εύημερίας»—κρατικός καπιταλισμός ύπό τόν ιμτίεριαλισμό. Αέν είναι πρόθεσή μου νά συζητήσω αύτό τό θέμα. Ένα άλλο είναι τό σημείο πού μας ένδιαφέρει έδώ: το πραγματικό πρόβλημα τής σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους απέναντι στίς κυρίαρχες τάξεις και μερίδες πού θέτουν αύτές οι σύγχρονες εννοιες. Ή αύτονομία πού αύτές βεβαιώνουν πραγματικά, δεν μπορεί νά έξηγηθεί παρά μέ τό μοντέλο μιας ισορροπίας κοινωνικών δυνάμεων, πού συνδέεται μέ τήν αύτονόμηση μή αντίστοιχων δομών μιας με-
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
133
ταβατικης φάσης μέ τή στενή έννοια τοϋ ορου^^. Άπό αύτη την αντίληψη απορρέει μιά παρερμηνεία της αύτονομίας τοϋ Κράτους υπό τον Ιμπεριαλισμό. Αυτή είναι ώστόσο ή συγκεκριμένη μορφή πού παίρνει στις μέρες μας ή σχετική αύτονομία, πού είναι συστατικό στοιχείο τοϋ καπιταλιστικού τύπον Κράτους. Αύτός ό άκριβής τύπος σχετικής αύτονομίας διακρίνεται ριζικά απ' τήν αύτονομία τοϋ εποικοδομήματος ενός σχηματισμού σέ μετάβαση ή ακόμα, απ' τήν αύτονομία πού όφείλεται σέ ισορροπία, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις: αύτή δέν μπορεί μέ κανένα τρόπο νά λειτουργεί στήν προοπτική μιας επανάστασης έκ των άνω. Ή μαρξιστική θεωρία, επειδή εγκαταλείπεται καμιά φορά στήν λαθραία πολιορκία αύτών των ιδεολογικών έννοιών, έπανέλαβε κατά γενικό κανόνα τό σχήμα του Κράτους σάν μέσο ή οργανο της κυρίαρχης τάξης. Αύτό τό σχήμα, τοποθετημένο, φαινομενικά, στόν άντίποδα αύτών τών έννοιών, άποδέχεται τις ίδιες θεωρητικές άρχές. Δέν είναι ετσι καθόλου περίεργο δτι αύτή ή σχηματική φρασεολογία, ριζοσπαστική μόνο έπιφανειακά, επιτρέπει μέ τήν κάλυψή της τή μόλυνση τής μαρξιστικής θεωρίας άπ' τήν ιδεολογία. Ειδικότερα, στήν θεωρητική του συνέπεια, αύτό τό σχήμα καταλήγει στήν έννοια του Κράτους - υπάλληλου τών μονοπωλίων στον κρατικό μονοπωλιακά καπιταλισμό. Έτσι, δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι οί μετασχηματισμοί του Κ.Τ.Π. μαρτυρούν, μέ τήν ανάπτυξη τοϋ ιμπεριαλισμού, ολόκληρη μιά είδική και σύνθετη συνάρθρωση τοϋ οικονομικού και τοϋ πολιτικού στοιχείου. Ώστόσο, τό σχήμα τοϋ Κράτους - ύπάλληλου τών μονοπωλίων ύπονοεί, λαθεμένα, μιά σύγχυση του οικονομικού και τοϋ πολιτικού στοιχείου — προσεγγίζοντας μ' αύτό τόν τρόπο τΙς σύγχρονες 13. TÔ πρόβλημα είναι σαφές στό πολύ διορατικό άρθρο τοϋ L. Barca: «Sviluppo deir analisi teorica sul capitalismo monopolistico di Stato» (στό Ctitica Marxista Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης 1966, σελ. 55 και 62) δπου άναφέρεται άκριβώς σ' αύτή τήν έξήγηση γιά νά έπικρίνει τήν σχηματική έννοια του Κράτους - ύπαλλήλου τών μονοπωλίων, του Κράτους καΐ τών μονοπωλίων σάν «μοναδικού μηχανισμού ».
134
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ιδεολογίες του Κράτους πού ήδη αναφέραμε — και δεν είναι, άλλωστε, παρά ενας δρος πού καλύπτει τήν ελλειψη μιας επιστημονικής θεωρίας σ' αύτή τη σφαίρα. Ά π ' αύτή τήν ελλειψη άπορρέουν πολλές αντιφάσεις: ειδικότερα, πάνω σ' αύτό το σχήμα, θά βρούμε προσκολλημένη τήν έννοια μιας αύτονομίας του Κράτους παρόμοια μ' αύτήν πού αποδέχονται οι υποστηρικτές τής έπανάστασης έκ των άνω. Ή σχέση του «υπάλληλος - οργανο» μέ τήν μονοπωλιακή μερίδα θεωρείται σάν μιά συνωμοσία πού, μέσο προσωπικών δεσμών, θέτει τό Κράτος, πού είναι ικανό νά οδηγήσει μιά έπανάσταση έκ των άνω, στά χέρια μιας δράκας μονοπωλίων. "Οτι ό λαός καταδιώκει αύτούς τούς σφετεριστές και τό Κράτος θά κάνη τά ύπόλοιπα^^. 'Αλλά τό πρόβλημα εϊναι πολύ πιό μπερδεμένο απ' δσο φαίνεται: αν αύτή ή άντίληψη μπορεί νά όδηγήσει άμεσα σ' εναν όππορτοννισμό της Δεξιάς, αύτή όδήγησε έπίσης, κάτω από διάφορες μορφές, er' εναν εξτρεμισμό τής 'Αριστεράς, πού εϊναι έκδηλος στις άναλύσεις τής Τρίτης Διεθνούς, πού άφορουν τό σοσιαλδημοκρατικό Κράτος — τόν «κοινωνικό φασισμό» σάν υπάλληλο τών μονοπωλίων —, έξτρεμισμός πού διορθώθηκε στή συνέχεια στό VU συνέδριο τής Διεθνούς^®. 14. Πράγματι, αύτο είναι τό συμπέρασμα πού θά κινδυνεύαμε νά καταλήξουμε άπό τή θέση τής ένωσης \ί\ς δύναμης \&ν μονοπωλίων και του Κράτους σ' ενα «μοναδικό μηχανισμό» γιά νά σωθεί ή καπιταλιστική κοινωνία, θέση πού κυριάρχησε στή συζήτηση τοϋ Choisy.- le - Roi γιά τόν κρατικό - μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αύτή ή φαινομενικά ύπερ - έπαναστατική θέση παραδέχεται ώστόσο ότι αύτός ό περίφημος «μοναδικός μηχανισμός» δέν άντιλαμβάνεται καθόλου τις δομές τοϋ Κράτους. Τό βλέπουμε αύτό άπ' τήν εισήγηση στήν ϊδια συνάντηση, τοΰ Fr. Lazard κατά τόν όποιο αύτός ό μοναδικός μηχανισμός, ό τόσο διαφημισμένος, θά είχε γιά στόχο μόνο «τό περιεχόμενο τής παρέμβασης του Κράτους, τΙς μορφές μέ τις όποιες έκδηλώνεται αύτή ή παρέμβαση» (in Economie et politique, No spécial, τ. I, σελ. 19). Αύτό πού έμφανίζεται έδώ άνάγλυφα εϊναι ή άντίληψη ότι αύτό τό Κράτος, διαφορετικά «χρησιμοποιημένο», θά μπορούσε νά έκπληρώσει τό πέρασμα στό σοσιαλισμό. 15. Γιά τό θέμα αύτό βλέπε κυρίως τήν εισήγηση τοϋ G. Dimitrov στό VII συνέδριο τής κομμουνιστικής διεθνούς. Oeuvres choisies éd Sociales.
-ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΊΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ
135
Δεν θά ασχοληθώ μέ τις συνέπειες αύτής τής αντίληψης γιά τό Κράτος. Δείχνω μόνο ότι ή σχετική αυτονομία του σύγχρονου Κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες δεν είναι παρά ή συγκεκριμένη μορφή πού παίρνει αύτή ή αύτονομία, συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού τύπου Κράτους στο βαθμό πού αντανακλα, στις σχέσεις ανάμεσα στΛς δομές και τό χώρο τής ταξικής πάλης, μιά νέα συνάρθρωση του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου. Αύτή ή συνάρθρωση ωστόσο προϋποθέτει τόν τύπο σχέσεων ανάμεσα στό πολιτικό και τό οικονομικό στοιχείο του Κ.Τ.Π.: αύτή αποτελεί μιά μεταβλητή στό εσωτερικό σταθερών ορίων. Αύτή ή σχετική αύτονομία δεν εχει τίποτα τό κοινό μέ τήν αύτονομία ένός Κράτους μετάβασης ούτε μέ τήν αύτονομία μιας ισορροπίας δυνάμεων. Μ' άλλα λόγια, δέν αμφισβητεί καθόλου τις βαθύτερες σχέσεις του σύγχρονου Κράτους μέ τήν ήγεμονική μερίδα τών μονοπωλίων: άντίθετα τις προϋποθέτει.
τό κεφαλαιοκρατικο Κράτος και τό πεδίο της πάλης των τάξεων
I. Τό γενικό πρόβλημα. Ή ιδιαίτερη ενότητα και ή σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες έξαρταται απ το ρόλο του μέσα στις δομές τοϋ Κ.Τ.Π. και άπό τήν ιδιαίτερη σχέση του μέ τον χώρο της ταξικής πάλης μέσα σ' αύτόν τόν τρόπο παραγο>γής. Έτσι θά πρέπει νά θυμίσω èv συντομία τις άναλύσεις πού ήδη έχουν γίνει γι' αύτο τό θέμα\ 1) Οί καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής — χωρισμός στο πλαίσιο τής σχέσης πραγματικής ιδιοποίησης τοϋ άμεσου παραγωγού απ τά μέσα παραγωγής — καθορίζουν στο νομικο - πολιτικό εποικοδόμημα τοϋ Κράτους μιά ειδική αυτονομία απέναντι στις σχέσεις παραγωγής. Αύτή ή αυτονόμηση των βαθμίδων αντανακλάται, στό πεδίο τής ταξικής πάλης, σε μιά αύτονομία τής ταξικής οικονομικής πάλης — κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις — και τής ταξικής πολιτικής πάλης — κοινωνικο - πολιτικές σχέσεις. "Ετσι οί νομικές δομές του καπιταλιστικού Κράτους, συνδμασμένες μέ τη νομική ιδεολογία και μέ τό ιδεολογικό στοιχείο γενικά αύτου του τρόπου παραγωγής, έχουν γιά αποτέλεσμα, πάνω στην οικονομική ταξική πάλη, πάνω στίς κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις, την άπομόνωση των παραγόντων ένός τρόπου παραγωγής, στό ν όποιο όμως ή πραγματική δομή των παραγωγικών σχέσεων 1. Βλέπε πρώτο μέρος σελ. 172.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ 137
— χωρισμός του άμεσου παραγωγού και τών μέσων παραγωγής — όδηγεί σέ μιά ύπέρμετρη κοινωνικοποίηση της διαδικασίας της έργασίας. Αύτη ή απομόνωση, αποτέλεσμα ύπερπροσδιορισμένο αλλά πραγματικό, βιώνεται από τούς παράγοντες μέ τη μορφή του ανταγωνισμού και καταλήγει στήν απόκρυψη, γι'αύτά τά όργανα, των σχέσεών τους σάν ταξικών σχέσεων. Ή άπομόνωση ισχύει, απ' τό άλλο μέρος, τόσο για τούς κεφαλαιοκράτες - ιδιοκτήτες ιδιώτες, δσο και γιά τούς μισθωτούς έργάτες, αν και αναμφισβήτητα δεν εκδηλώνεται μέ τόν ίδιο τρόπο στις κοινωνικο - οίκονομικές σχέσεις αύτών τών δύο τάξεων. Σημειώσαμε ήδη τή σπουδαιότητα πού αποδίδουν ό Μάρξ και ό Λένιν σ' αύτά τά χαρακτηριστικά τής οικονομικής πάλης τής εργατικής τάξης, οταν άποδείχνουν τήν αναγκαιότητα ένός πολιτικού κόμματος: ανάμεσα στ' άλλα, ό ρόλος αύτου του κόμματος εϊναι ή συγκρότηση τής έπαναστατικής πολιτικής ενότητας αυτής τής τάξης πού σταθερά καταγίνεται μέ τήν οικονομική πάλη «άτομική», «τοπική», «μερική», «άπομονωμένη». 2) Πρέπει νά λάβουμε ύπ' όψη, στο πλαίσιο αύτή τή φορά ένός καπιταλιστικού σχηματισμού πού κυριαρχείται άπ' τόν Κ.Τ.Π., τήν άπομόνωση τών ταξικών κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων πού άνήκουν σέ άλλους τρόπους παραγωγής και πού συνυπάρχουν σ' αύτό τό σχηματισμό: είναι ή περίπτωση τής μικροαστικής τάξης και τών μικροϊδιοκτητών άγροτών. Ή άπομόνωσή τους, γιά τήν όποία τόσο επέμειναν ό Μάρξ, ό 'Ένγκελς και ό Λένιν, δέν είναι όμόλογη μέ τήν άπομόνωση τών τάξεων του Κ.Τ.Π.: αύτή απορρέει ειδικά απ' τις ϊδιες τΙς σχέσεις παραγωγής αύτών τών τάξεων, σχέσεις πού χαρακτηρίζονται άκριβώς από ενα μή χωρισμό του άμεσου παραγωγού και τών μέσων παραγωγής. 'Ωστόσο, στό βαθμό πού αύτές οί τάξεις είναι παρούσες μέσα σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, αύτή ή πραγματική άπομόνωση πού είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ύπερπροσδιορίζεται απ' τό άποτέλεσμα απομόνωσης πού επιβάλλει ό Κ.Τ.Π. 3) Ή σχέση άνάμεσα στό καπιταλιστικό Κράτος και τό πεδίο τής ταξικής πάλης είναι διπλή: όδηγεί πάνω στήν ταξική
138
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πολιτική πάλη, άπ' το ενα μέρος, και πάνω στην ταξική οικονομική πάλη, απ' τό άλλο. Βεβαιώσαμε, γι' αύτό το θέμα, τή σχέση άνάμεσα, στο καπιταλιστικό Κράτος και τίς κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, όπως αύτές παρουσιάζονται μέσω του αποτελέσματος απομόνασης, toö οποίου τό ϊδιο τό Κράτος, μαζί μέ τό ιδεολογικό στοιχείο, είναι ή κινητήρια δύναμη. Αύτό τό Κράτος κατέχει θεσμούς, στό έσωτερικό τών οποίων ή ταξική οίκονομική ύπαρξη και ή ταξική πολιτική πάλη απουσιάζουν. Έτσι τό Κράτος αύτό, οντάς απομονωμένο άπό τίς κοινωνικο ' οίκο νομικές σχέσεις, παρουσιάζεται σάν νά ένώνει καθαρά πολιτικά καί δημόσια τούς ιδιαίτερους καί «ιδιωτικούς», οικονομικούς ανταγωνισμούς του συνόλου τής «κοινωνίας». Ή θεσμοποιημένη έξουσία του καπιταλιστικού Κράτους παρουσιάζει μιά Ιδιαίτερη ενότητα, στό πλαίσιο τών κοινωνικο - οικονομικών της σχέσεων — ταξική οικονομική πάλη —, στό μέτρο πού αντιπροσωπεύει τήν ένότητα τοϋ έθνος - λαός πού συντίθεται από δρώντες παράγοντες, πού θεσπίζονται σάν υποκείμενα «άτομα - πρόσωπα - πολιτικά», δηλαδή στό μέτρο πού άντιπροσωπεύει τήν πολιτική ένότητα μιας οικονομικής άπομόνωσης πού είναι δικό του αποτέλεσμα. Στό έπίπεδο τών σχέσεων άνάμεσα στό Κράτος καί τήν ταξική πολιτική πάλη, αύτό όδηγει σ' ενα αποτέλεσμα φαινομενικά παράδοξο, άλλα πού, στήν πραγματικότητα, αποτελεί τό «μυστικό» αύτου του Κράτους - έθνικό - λαϊκό - ταξικό: ή θεσμοθετημένη έξουσία του ταξικού καπιταλιστικού Κράτους παρουσιάζει μιά Ιδιαίτερη ταξική ένότητα στό βαθμό ακριβώς πού μπορεί νά εμφανίζεται σάν ενα Κράτος έθνικό - λαϊκό, σάν ενα Κράτος πού δέν αντιπροσωπεύει τήν έξουσία μιας τάξης ή καθορισμένων τάξεων, άλλά τήν πολιτική ένότητα δρώντων παραγόντων ιδιωτών, παραδομένων σε οικονομικούς ανταγωνισμούς πού τό Κράτος εχει γιά ρόλο νά τούς ξεπεράσει, ένώνοντας αύτούς τούς δρώντες παράγοντες σ' ενα «λαϊκό έθνικό» σώμα. 4) Αύτό τό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού Κράτους αναφέρεται, εϊναι γεγονός, σέ μια άκριβή ιδεολογική λειτουργία: δεν μπορούμε νά ύποτιμήσουμε τή σπουδαιότητα αύτής της λει-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
139
τουργίας λαμβάνοντας ύπ' δψη την ειδική αποτελεσματικότητα του ιδεολογικού στοιχείου και του ρόλου του μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού Κράτους. Αύτή ή λειτουργία άφορα τό σύνθετο πρόβλημα τής νομιμότητας αύτου του Κράτους: ιδεολογική λειτουργία πού, άλλωστε, δεν πρέπει να συγχέουμε με τήν παρέμβαση του ιδεολογικού στοιχείου στήν ϊδια τήν όργάνωση τοϋ Κράτους: δηλαδή στή θέσπιση τών δρώντων παραγόντων σέ νομικά - πολιτικά ύποκείμενα και στή συγκρότηση του «έθνικοϋ - λαϊκού» σώματος. Επιβάλλεται ώστόσο μιά παρατήρηση: άν τό νομικο-πολιτικό έποικοδόμημα τοϋ Κράτους συσχετίζεται μέ τήν ιδεολογική του λειτουργία, αύτό δέν σημαίνει δτι αύτή ανάγεται στο ιδεολογικό στοιχείο. Μέ δυο λόγια, τό Κράτος «άντιπρόσωπος» τής πολιτικής ένότητας του λαοϋ - έθνους, αντανακλάται οχι λιγότερο σ' δνα πραγματικό θεσμικό πλαίσιο πού τείνει να λειτουργεί αποτελεσματικά, σύμφωνα μέ τή συγκεκριμένη κατάσταση τών ύπαρχουσών δυνάμεων στο νόημα μιας Ιδιαίτερης ένότητας τής κρατικής έξουσίας και μιας σχετικής αύτονομίας άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις. "Αν είναι άλήθεια δτι δέν πρέπει νά υπερτιμάμε αύτό τό θεσμικό πλαίσιο, και δτι πρέπει πάντα νά εχουμε μπροστά μας αύτό πού κρύβει, δέν μπορούμε άπό μιά αλλη πλευρά, νά παραμελήσουμε τήν είδική αποτελεσματικότητα πού παρουσιάζει συνδεδεμένο μέ τόν ειδικό ρόλο νομιμότητας τού Κράτους, απέναντι τής ίδιαίτερής του ένότητας και τής σχετικής αύτονομίας του. Εμφανίζεται, πράγματι, αύτό τό Κράτος, νά άντιπροσωπεύει τή γενική θέληση και τήν πολιτική ένότητα του λαου και του Έθνους. Έχουμε έδώ τά χαρακτηριστικά τής αντιπροσωπευτικότητας, του γενικού συμφέροντος, τής κοινής γνώμης, τής καθολικής ψηφοφορίας, των δημόσΐο>ν έλευθεριών, μέ δυο λόγια εχουμε μπροστά μας τό θεσμικό κανονιστικό σύνολο τής πολιτικής δημοκρατίας. "Ώστόσο, για νά εξετάσω τό πρόβλημα τής ένότητας του Κράτους, θα άναφερθώ, πιο ειδικά, στήν έννοια τής λαϊκής κυριαρχίας, και στό σχηματισμό τής έννοιας του λαοϋ.
140
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Ή έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, πού αντιστοιχεί στο καπιταλιστικό Κράτος, συνδέεται, στην πολιτική θεωρία, μέ το πρόβλημα της Ιδιαίτερης ενότητας τής θεσμοποιημένης πολιτικής έξουσίας. Ή έννοια τής κυριαρχίας, δημιουργημένη ήδη σχετικά μέ το άπολυταρχικό Κράτος, προσδιώριζε, άκόμα άρκετά συγκεχυμένα, την ενωτική δομή τής αυτονομημένης άπό το οικονομικό στοιχείο πολιτικής έξουσίας. Μέ τόν δρο λαϊκή κυριαρχία, αύτό τό Κράτος, ύποδηλώνει, σαν πηγή νομιμότητας του Κράτους, ενα σύνολο πολιτών, ατόμων τυπικά καί άφηρημένα ελεύθερων και ϊσων πού θεσπίζονται σάν πολιτικά πρόσωπα. Αύτό τό σύνολο κατανοείται σάν πολιτικό σώμα, σάν λαός. Τό πιό ένδιαφέρον ώστόσο εδώ είναι, δτι ή κυριαρχία τον Κράτους και ή λαϊκή κυριαρχία άλληλοκαλύπτονται: αύτός ό λαός τών πολιτών μπορεί νά πετύχει τήν ιδιαίτερή του ύπαρξη σάν πολιτικού σώματος, πηγή νομιμότητας, μόνο στό βαθμό πού ή ένότητά του ύλοποιειται άμεσα άπ' τήν ενότητα τής κρατικής έξουσίας. Τέτοιες άντιλήψεις έκφράζονται μέσο τών πολιτικών θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου στή διφορούμενη σχέση τής σύμβασης αστικής ένωσης καΐ τής σύμβασης διακυβέρνησης: ενώ είναι γεγονός δτι εκτός άπ' τό Ρουσσώ, πού τά συμπεράσματά του ξεπερνούν τό πλαίσιο τής πολιτικής δημοκρατίας, ό Χόμπς έμφανίζεται σάν ή άντιπροσωπευτική άλήθεια τών θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου. Άρκεϊ νά θυμίσουμε τό πρόβλημα τής γενικής θέλησης και τής άντιπροσωπευτικότητας στούς θεσμούς του Κράτους δπως γεννήθηκε στή Γαλλική επανάσταση. ^Η άντιπροσώπευση του λαου άπό τις διάφορες εκλεγμένες συνελεύσεις δεν εχει, μιλώντας κυριολεκτικά, τό νόημα μιας άπλής έκφρασης ενός πολιτικού σώματος μέ προσυγκροτημένη ένότητα, αλλά τό νόημα τής ιδίας τής συγκρότησης τής ένότητας και άκόμα τής ύπαρξης αύτοϋ του πολιτικού σώματος. Ή λαϊκή κυριαρχία ταυτίζεται μέ τήν ^κυριαρχία του Κράτους, άφου ό λαός είναι παρών στό Κράτος, αόνο αν είναι άντιπροσωπευμένος. Ό ρόλος τών άντι προσώπων του λαου δεν είναι ή έκφραση τής θέλησης του έθνους, άλλά σύμφωνα μέ μιά έκφραση πού έπαναλαμβάνεται σταθερά άπό τούς θεωρητικούς τής φιλελεύθερης δημοκρατίας, νά
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
141
θέλουν γίά το "Εθνος, δηλαδή νά (τυγκροτουν τό πολιτικό σώμα πού είναι ό λαός,' ενώνοντας τά μέλη της «κοινωνίας»^. Εϊναι εύκολο ^να αντιληφθούμε τις έπιπτώσεις πάνω στούς θεσμούς του Κράτους άπ' αύτή τή σχέση ανάμεσα €Γτήν κυριαρχία του Κράνους και τή λαϊκή κυριαρχία, σχέση πού καθορίζεται άπό παρόμοιες αντιλήψεις της άντιπροσωπευτικότητας. Ή κρατική εξουσία αποτελεί μια ιδιαίτερη ένότητα, στο βαθμό πού οι θεσμοί της εΪναι όργανωμένοι σάν συστατικά στοιχεία τής ένότητας του λαού και του έθνους. Τό Κράτος, εγκαθιδρυμένο σάν τόπος του «καθολικού» της γενικής θέλησης και τού γενικού συμφέροντος, του δημόσιου, εμφανίζεται νά αντιπροσωπεύει οχι τά μεν ή τά δε ιδιωτικά συμφέροντα και κοινωνικο - οικονομικά κυκλώματα, ή τό σύνολο τους, αλλά τό ένωτικό πολιτικό σύνολο τού έθνος - λαός. Ή κυριαρχία τού Κράτους εμφανίζεται ετσι συνδεδεμένη με τό «ήθικό πρόσωπο» τού Κράτους ενα καΐ άδιαίρετο. Κάθε «μέρος» της κρατικής εξουσίας και κάθε ιδιαίτερο οργανο τού Κράτους είναι τοποθετημένα θεσμικά σάν αντιπρόσωποι ταυτόχρονα της ενότητας τοϋ πολιτικού σώματος και της ενότητας της κρατικής εξουσίας: ετσι πού κάθε αντιπρόσωπος στις έκλογικές συνελεύσεις εμφανίζεται νά άντιπροσωπεύει, οχι τά ιδιωτικά συμφέροντα των εκλογέων του, άλλά τό σύνολο τού έκλογικού σώματος σέ διάκριση άπ' τις «κλειστές τάξεις». 'Αποκλείεται έτσι, ανάμεσα στ' άλλα, ή δυνατότητα γιά mandat impératif (κατηγορική εντολή) στό πλαίσιο της πολιτικής δημοκρατίας. Τά όργανα τής διοίκησης άντιπροσο)πεύουν αύτά τά ίδια τήν ένότητα τής κρατικής εξουσίας: αυτό είναι ενα άπ' τά χαρακτηριστικά τής σύγχρονης γραφειοκρατίας, πού λειτουργεί σάν ιεράρχηση άρμοδιοτήτων μέ τήν έξουσιοδότηση τής κεντρικής εξουσίας. Ή ϊδια ή σχέση άνάμεσα στις θεσμικές εξουσίες τού Κράτους, σχέση πού κατανο2. Μπορούμε νά συμβουλευτούμε, γι' αυτό τό θέμα, τό εργο τοϋ G. Burdeau, Traité de Sciencé politique, τομ. V, VI, και VII όπως και του Leibholz: Das Wesen der Repräsentation und der Gestaltwandel der Démocratie in 20 Jahrhundert, 2η έκδ. 1960.
142
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ειται σαν ενας «διαχωρισμός» ανάμεσα στις τρεις εξουσίες, τοποθετείται στο καπιταλιστικό Κράτος σαν μιά κατανομή εξουσίας πού απορρέει απ' την άδιαίρετη ένότητα της κρατικής κυριαρχίας: μ' αύτό τόν τρόπο θεωρητικοποιήθηκε απ' τόν Μοντεσκιέ^ Αύτό τό χαρακτηριστικό της ενότητας του καπιταλιστικού Κράτους διέπει τη συγκεντροηική του όργάνωση: ή παρακμή τών τοπικών εξουσιών συνδέεται άμεσα με τήν ενωτική όργάνωση του Κράτους, βασισμένη πάνω σ' αύτό τό κεντρικό σημείο πού είναι ό θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας. Ή ένότητα του Κράτους βρίσκεται, άλλωστε, κάτω άπό άλλες μορφές, στό σύγχρονο νομικο σύστημα με τή στενή έννοια : αύτό τό ειδικό κανονιστικό σύνολο, πού συγκροτείται από «ύποκείμενα τοϋ δικαίου» πού είναι απομιμήσεις πάνω στό όμοίωμα τών πολιτών, παρουσιάζει στό μέγιστο βαθμό μιά συστηματική ενότητα στό δτι ρυθμίζει, μέσο νόμων, τήν ένότητα αύτών τών «υποκειμένων»^. Δεν εχω πρόθεση νά πληθύνω τά παραδείγματα πού παρέθεσα μόνο ενδεικτικά. 'Αρκεί νά παρατηρήσουμε ότι ή νομικοπολιτική περιοχή του καπιταλιστικού Κράτους είναι πραγματικά οργανωμένη σάν θεσμική ενότητα της κυρίως πολιτικής εξουσίας (δημόσια) στό μέτρο πού είναι σταθεροποιημένη σάν συστατικό στοιχείο τής ενότητας ένός συνόλου στοιχείων (πολίτες) τών οποίων ό οικονομικός καθορισμός, και κατά συνέπεια ή ταξική τους ένταξη άπουσιάζει συστηματικά από τούς θεσμούς του. Μπορούμε νά περάσουμε τώρα στή δεύτερη φάση τής έρευνας: δηλαδή νά δείξουμε πώς αύτό τό ενωτικό θεσμικό πλαίσιο, συνδεδεμένο με τήν ιδιαίτερη ιδεολογική λειτουργία αύτου του Κράτους, του επιτρέπει νά λειτουργεί, στις σχέσεις του 3. Βλέπε, Ch. Eisenmann «L' Esprit des lois et la séparation des pouvoirs», στο Mélangés Malberg, Paris, 1933. 4. Πρόσφερα ένδείξεις γι' αύτό το θέμα στα άρθρα μου: «L' examen marxiste de Γ Etat et du droit actuels», στο Temps Modernes, ΑύγουστοςΣεπτέμβρης 1964, και «Α propos de la théorie marxiste du Droit», in Archives de philosophie du Droit, τομ. XII, 1967, «Marx et le droit moderne»
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
143
μέ την ταξική πάλη, σάν πολιτική εξουσία βεβαιωτική των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων, και επίσης μέ ποιά συγκεκριμένη έννοια ή βεβαιωτική λειτουργία αύτου του Κράτους περιέχει τή σχετική αύτονομία του απέναντι στις τελευταίες. Θά άρχίσω μέ αύτα πού μας λέει ό Μαρξ στα πολιτικά του εργα. II. ο ι αναλύσεις του Μαρξ Πράγματι, άν θεωρήσουμε τά πολιτικά εργα του Μάρξ σάν εργα πού αφορούν τον θεωρητικό τύπο του καπιταλιστικού Κράτους, μας κάνει εντύπωση πριν απ' όλα τό γεγονός δτι ό Μάρξ άντιλαμβάνεται αύτά τά διάκριτα χαρακτηριστικά του Κράτους σάν ενα «άνταγωνισμό ανάμεσα στο Κράτος και τήν κοινωνία». Γράφει π.χ.: «Μόνο κάτω άπ' τό δεύτερο Βοναπάρτη τό Κράτος φαίνεται νά εμφανίζεται τελείως άνεξάρτητο. Ή κρατική μηχανή ενισχύεται περισσότερο απέναντι στήν άστική κοινωνία...»^, ή ακόμα «ή παρωδία της αύτοκρατορίας (ή λατρεία του αύτοκράτορα) ήταν αναγκαία γιά νά άπελευθερώσει τή μαζα του γαλλικού έθνους άπ' τό βάρος της παράδοσης και γιά νά εμφανιστεί σέ δλη του τήν καθαρότητα ό άνταγω,νισμός ανάμεσα στό Κράτος και τήν κοινωνία»®. Ό άνταγωνισμός περιγράφεταΐνέτσι: «Κάθε κοινό συμφέρον αποσπάστηκε άμεσα άπ' τήν κοινωνία και στάθηκε άπέναντι σ' αύτήν σάν άνώτερο, σάν γενικό συμφέρον, αφαιρέθηκε άπ' τήν πρωτοβουλία των μελών της κοινωνίας και εγινε αντικείμενο της κυβερνητικής δραστηριότητας...^. Τό Κράτος εμφανίζεται έτσι σάν νά «άπαλλάσσει πλήρως τήν άστική κοινωνία άπ' τή φροντίδα νά κυβερνιέται άπ' αύτή τήν ίδια», άπ' τήν φροντίδα της «selfgouvernement»®* στό καθεστώς του δεύτερου αύτοκράτορα «τό έθνος... άρνειται κάθε δική του θέληση και ύποτάσσεται στούς κανόνες μιας εξωτερικής θέλησης, στήν εξουσία»· τό βοναπαρτι5. 6. 7. 8.
Le 18 Brumaire, σελ. 348. Ibid. σελ. 356. Ibid. σελ. 347. Ibid. σελ. 242.
144
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κό Κράτος «έκφράζει τήν έτερονομία του έθνους σέ άντίθεση μέ τήν αυτονομία του»^. Αύτές οί παρατηρήσεις, ουσιαστικές στις άναλύσεις του Μάρξ για τον καπιταλιστικό τύπο Κράτους, μπορεί νά φαίνονται από πρώτη ματιά, παράδοξες. Αύτές επέτρεψαν νά καταλήξουν σέ λαθεμένα συμπεράσματα πολλοί έρμηνευτές πού τις βλέπουν σάν μιά επιστροφή του Μαρξ στά νεανικά του έργα, στήν αντίληψη του Κράτους σάν αλλοτρίωσης της κοινωνίας των πολιτών στο νόημα πού έχει αύτή ή άντίληψη — «συγκεκρικριμένα άτομα - γενικός άνθρωπος»— στό νεαρό Μάρξ. Κατά συνέπεια, αύτές οί αναλύσεις του Μάρξ Εμφανίζονται σέ άντίφαση μέ τήν άντίληψη του ώριμου Μάρξ σ' ο,τι άφορα τό ταξικό Κράτος. Έτσι ό Ρ. Nora γράφει: «'Αλλά γιά τό μηχανισμό του συγκεντρωτικού Κράτους, ό Μάρξ διατυπώνει δυο άντιφατικές κρίσεις: απ τή μιά πλευρά βεβαιώνει δτι αύτός είναι τό όργανο καταπίεσης της κυρίαρχης τάξης...— και απ' τήν άλλη, εχει τήν άντίληψη δτι αύτός ό συγκεντρωτικός μηχανισμός, πού γίνεται όλο καΐ πιό ανεξάρτητος απ' τήν κοινωνία μέ τή τελειοποίηση των γραναζιών του, είναι ό τόπος του γενικού συμφέροντος...»^®. "Η ακόμα, ό Μ. Pubel: «Δέν φαίνεται άπό πρώτη ματιά δτι ό βοναπαρτισμός άντιστοιχει στήν ιδέα πού είχε ό Μάρξ γιά τό Κράτος, δηλαδή, δτι τό Κράτος είναι τό δργανο έξουσίας και κυριαρχίας τής έκμεταλλεύτριας τάξης... Αύτός διαγράφει μιά ιδανική προοπτική στήν όποια ό βοναπαρτισμός είναι ένας «συσχετισμός δυνάμεων», στου όποίου τά άκρα είναι τό Κράτος και ή κοινωνία, και αντιπαρατίθενται σ' εναν απόλυτο άνταγωνισμό»^^. 'Ακόμα κι αν αύτές οί ερμηνείες εϊναι λαθεμένες, ύπογραμμίζουν ώστόσο τή σπουδαιότητα του προβλήματος πού μας άπασχολεΐ. Πράγματι, ό Μάρξ, μέσα στήν αύστηρά επιστημονική προοπτική πού χαρακτηρίζει τά έργα τής ώριμότητάς 9. Ibid. σελ. 348. 10. Σχήν εισαγωγή τής 18ης τοϋ Μπρυμαιρ στη γαλλική έκδοση Pauvert, σελ. 15. 11. Κ. Marx devant le bonapartisme, op. cit... σ. 155.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
145
του καθορίζει σταθερά και συστηματικά τή σχέση ανάμεσα στο καπιταλιστικό Κράτος και τις ειδικές μορφές τής πολιτικής πάλης των κυρίαρχων τάξεων, σ' ενα σχηματισμό πού κυριαρχείται απ' τόν Κ.Τ.Π., δηλαδή «τήν αστική κυριαρχία σάν έκδήλωση και αποτέλεσμα τής καθολικής ψηφοφορίας^ σάν έκφραση τοϋ κυρίαρχου λαου...»^^ ή ακόμα «Τό ^θνος ανύψωνε τή γενική του θέληση στό ΰψος του νόμου, δηλαδή έκανε άπ' τό νόμο τής κυρίαρχης τάξης τή γενική του θέληση»^®. Πώς τότε, μέσα σ' ένα τόσο πολύπλοκο πλαίσιο, ή κρατική έξουσία όργανώνεται σέ ιδιαίτερη ένότητα, ενότητα ταξικής εξουσίας, παρουσιάζοντας μαζί, και άκριβώς στό βαθμό πού παρουσιάζει, μιά σχετική αύτονομία σέ σχέση μέ τήν κυρίαρχη τάξη ή τάξεις; Μόνο ή έλλειψη διασάφησης αύτοϋ τοϋ προβλήματος επιτρέπει νά μιλάμε γιά αντιφάσεις στις αναλύσεις του Μάρξ. "Ας δοϋμε τι εννοεί ό Μάρξ στά κείμενά του μέ τούς δρους «ανταγωνισμός άνάμεσα στό Κράτος και τήν κοινωνία». Είναι σαφές, πριν άπ' δλα, δτι δέν πρόκειται γιά μιά μετάθεση τής άντίφασης άνάμεσα στό Κράτος και τό οικονομικό στοιχείο, αύτό πού τό έννοουμε π.χ. σά μιά ιδιαίτερη διάσταση άνάμεσα στή βάση και τό νομικο - πολιτικό έποικοδόμήμα. 'Αντίθετα, ό βοναπαρτισμός, σάν τύπος Κράτους — «θρησκεία τής άστικής τάξης»—, κατανοείται άκριβώς σαν ειδική μορφή άντιοετοιχίας τοϋ νομικο - πολιτικού έποικοδομήματος και των παραγωγικών σχέσεων στόν ΚίΤ.Π. ή σ' ενα σχηματισμό πού κυριαρχείται άπ' αυτόν τόν τρόπο παραγωγής. "Άν αναφερθούμε στό σύνολο τών άναλύσεων τοϋ Μάρξ, μπορούμε νά δοϋμε δτι ό άνταγίι)νισμός άνάμεσα στό Κράτος και τήν κοινωνία, τό δημόσιο και τό ιδιωτικό, κ.λπ., εϊναι μόνο —τό σημείωσα ήδη^^—ή ένδειξη τών άποτελεσμάτων τής αύτονομίας των βαθμίδων τοϋ Κ.Τ.Π. πάνω στό πεδίο τής ταξικής πάλης. Αύτό άντανακλαται στή σχέση των δομών μέ τό πεδίο τής ταξικής πάλης, μέ μιά ειδική 12. Luttes des classes, σ. 185. 13. 18 Brumaire, σ. 245. 14. Βλέπε παραπάνω.
11
146
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μετατόπιση του Κράτους και της ταξικής οικονομικής πάλης. Ή μορφή αύτής τής μετατόπισης συνίσταται ακριβώς στή σχέση του Κράτους — άντιπροσωπευτικό τής «ένότητας» — μέ τήν άπομόνωση των κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, μέσο τής λαϊκής κυριαρχίας και τοϋ πολιτικού σώματος «λαόςπολίτες». 'Ανταγωνισμός άνάμεσα στό Κράτος και τήν κοινωνία σημαίνει έδώ μετατόπιση και αμοιβαία αύτονομία τοϋ πολιτικού καΐ τού οικονομικού στοιχείου και μετατόπιση του Κράτους απ' τήν «άπομονωμένη» ταξική οικονομική πάλη. «ανταγωνισμός ανάμεσα στο Kqάτoζ και τήν κοινωνία» προσδιορίζει εν τούτοις, πέρα απ το πρόβλημα στό όποιο επιμείναμε ώς εδώ, μιά σχετική αυτονομία τοϋ Κράτους και των πολιτικά κυρίαρχων τάξεων. Ή σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τό πολιτικό συμφέρον αύτών τών τάξεων, πού ό Μάρξ διακρίνει πολλές φορές άπ' τό «Ιδιωτικό», «οικονομικό», «έγωϊστικό», κ.λπ. συμφέρον τους καθορίζεται μοναδικά άπό μιά σχετική αυτονομία τοϋ Κράτους καΐ αυτών τών τάξεων, πού τό μυστικό της άποκαλύπτεται άπ' τό βοναπαρτισμό: τό ούσιαστικό χαρακτηριστικό της εϊναι άκριβώς ή Ιδιαίτερη άνεξαρτησία τού Κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις. Τό καπιταλιστικό Κράτος, πού δέν βρίσκεται σε άμεση σχέση μέ τα οικονομικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων, μέ τό νόημα δτι ή οικονομική πάλη άπουσιάζει άπ τούς θεσμούς του και δτι οί δρώντες παράγοντες τής παραγωγής, κατανεμημένοι σέ τάξεις, παρουσιάζονται μέ τή μορφή «λαός - πολίτες», βρίσκεται σέ σχέση μέ τά κυρίως πολιτικά τους συμφέροντα, παραμένοντας σχετικά αυτόνομο απ' αυτές τις τάξεις. Μπορούμε ετσι νά συμπεράνουμε δτι ή έκφραση «άνταγωνισμός άνάμεσα στό Κράτος και τήν κοινωνία» προσδιορίζει στό Μάρξ τής ώριμότητας, οχι μόνο τήν αύτονομία τών άντίστοιχων δομών τού πολιτικού και τού οικονομικού στοιχείου, πού άντανακλάται στή σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τήν ταξική οικονομική πάλη, άλλά επίσης τή σχετική αύτονομία τού Κράτους και τών πολιτικά κυρίαρχων τάξεων. Ή έκφραση αύτή υποδηλώνει τή σχέση άνάμεσα στά δύο φαινόμενα, λαμβάνοντας ύπ' οψη τό γεγονός δτι ό δρος τής «αυτονομίας» δέν πρέπει νά παρθεί, στις διά-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
147
φορές εφαρμογές της, μ' ενα ταυτόσημο νόημα, άλλα ότι χρησιμεύει κυρίως έδώ γιά την ξέχωρη τοποθέτηση των προβλημάτων. Ό Μάρξ είχε δει, μέσα σ' αυτό τό πλαίσιο, τή σχέση της ιδιαίτερης ένότητας της ταξικής εξουσίας του καπιταλιστικού Κράτους και το γεγονός δτι αυτό άντιπροσωπεύει τήν πολιτική ένότητα των δρώντων παραγόντων και του οποίου οί οικονομικές σχέσεις εκδηλώνουν τό άποτέλεσμα απομόνωσης: αντη ή ενότητα είναι δ αναγκαίος δρος για τη δυνατότητα της σχετικής αυτονομίας του απέναντι στίς κυρίαρχες τάξεις. Το καπιταλιστικό Κράτος ^χει γιά ρόλο νά δημιουργεί «τήν άστική ένότητα του Έθνους»^^. Σχετικά μέ τήν Κομμούνα τοϋ Παρισιοϋ γράφει ό Μάρξ στό ^Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: « Ή ένότητα τοϋ έθνους δέν θά επρεπε να διαλυθεί, αλλά άντίθετα δπρεπε νά όργανωθει μέ τό Σύνταγμα τής Κομμούνας* επρεπε νά γίνει μια. πραγματικότητα μέ τήν καταστροφή τής όποιας κρατικής εξουσίας πού ισχυριζόταν ότι είναι ή ένσάρκωση αύτής τής ένότητας, ανεξάρτητη και ανώτερη άπ' τό ϊδιο τό έθνος, ένώ δέν ήταν παρά μιά παρασιτική απόφυση». Ένότητα κυρίως πολιτική πού αντιπροσωπεύει τό Κράτος άπέναντι στούς «απομονωμένους δρώντες παράγοντες» τής ταξικής οικονομικής πάλης: αύτούς τούς δρώντες παράγοντες πού ό Μάρξ βλέπει, στό ίδιο κείμενο, σάν «τήν ασύνδετη δυσμορφία του κοινωνικού σώματος» και του οποίου έμφανίζεται τό Κράτος σάν ή πολιτική ένότητα. Σ' ο,τι άφορα τή σχέση άνάμεσα σ' αύτό τό φαινόμενο και τήν ιδιαίτερη ένότητα τής θεσμοθετημένης πολιτικής έξουσίας, ό Μάρξ προσφέρει στις άναλύσεις του γιά τό βοναπαρτισμό μερικές ενδείξεις πού άφοpoöv τό συγκεντρωτικό χαρακτήρα τοϋ καπιταλιστικού Κράτους. Ή έννοια του συγκεντρωτισμού δέν χρησιμοποιείται άπ' τό Μάρξ στό απλό «διοικητικό» νόημα του δρου, άλλά κυρίως γιά νά προσδιορίσει τόν χαρακτήρα ένότητας τής έξουσίας του καπιταλιστικού Κράτους. Αύτό είναι επίσης και τό νόημα των παρατηρήσεων του Ένγκελς γιά τό «ένωτικό Κράτος» 15. Le 18 Brumaire, σελ. 347.
148
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
και τήν «ένωτική δημοκρατία» στην Κηιτική τον προγράμματος της ^Ερφονρτης, Έτσι, το ένωτικό χαρακτηριστικό τής θεσμοθετημένης εξουσίας άντιστοιχεί άκριβώς στο γεγονός δτι αντο αποτελεί μιά βεβαιωτική εξουσία των κυρίαρχων τάξειον ή μερίδο^ν, Σ' αυτό τό σημείο ό Μάρξ επανέρχεται σταθερά. Τό Κράτος συσχετίζεται ετσι με τά πολιτικά συμφέροντα με τήν κυρίως πολιτική οργάνωση τών κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων στήν ταξική πολιτική τους πάλη ενάντια στις κυριαρχούμενες τάξεις. Πράγματι, αν θεωρήσουμε τον βοναπαρτισμό σαν τύπο καπιταλιστικού Κράτους, σάν «θρησκεία τής άστικής τάξης», άνταποκρίνεται στά πολιτικά της συμφέροντα στήν ταξική βεβαιωτική πολιτική έξουσία της. Τό ίδιο πραγμα μποροϋμε νά πούμε γιά τό Ιστορικά φαινόμενο του γαλλικού βοναπαρτισμοϋ, πού ύπηρετει άποκλειστικά τά πολιτικά συμφέροντα τής άστικής τάξης, ένώ ή μικρή άγροτιά, πού εκπροσωπείται άπ' τό Λουδοβίκο Βοναπάρτη, είναι, στήν πραγματικότητα, μόνο μιά τάξη - στήριγμα πού δέν εχει καμιά θέση πάνω στήν πολιτική έξουσία. Ποόκειται λοιπόν γιά μιά σχέση άνάμεσα στό καπιταλιστικό Κράτος και τά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων, σ' δ,τι άφορα τά πολιτικά τους συμφέροντα. Πράγματι, μιά ήγεμονική τάξη ή μερίδα, πού κατέχει τελικά τήν πολιτική έξουσία ένός καπιταλιστικού σχηματισμού, πού χαρακτηρίζεται απ' τήν αύτονομία άνάμεσα στήν οικονομική και τήν ;ϋολιτική πάλη, μπορεί νά κυριαρχεί αποτελεσματικά μόνο άν ανυψώσει τά οικονομικά της συμφέροντα σε πολιτικά συμφέροντα. Κατέχοντας τήν κρατική έξουσία, μπορεί νά διαιωνίζει τις ύπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, άλλά μόνον μέ μιά σειρά συμβιβασμών, πού διατηρούν τήν ασταθή ισορροπία των τάξεων ένός σχηματισμού, μόνο μέ μιά πολιτική όργάνωση καΐ μιά ιδιαίτερη ιδεολογική λειτουργία, μέσο των οποίων πετυχαίνει νά έμφανίζεται σάν άντιπρωσωπευτική τού γενικού συμφέροντος του λαου, και σάν ή ενσάρκωση της ένότητας του έθνους. Αύτός εϊναι ό ρόλος του καπιταλιστικού Κράτους απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις, πού θεμελιώνει άπ' τήν
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
149
άλλη πλευρά την ειδική σχέση αύτου του Κράτους μέ τα πολιτικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων και μερίδων. Γιατί δμως αντη ή σχέση, δηλαδή ή ιδιαίτερη ένότητα τής θεσμοθετημένης έξουσίας σαν βεβαιωτική έξουσία αύτών τόδν τάξεων, μπορεί νά σταθεροποιηθεί μόνο σέ σύνδεση μέτήν σχετική αύτονομία του καπιταλιστικού Κράτους άπέναντί τους, αυτονομία της οποίας ό βοναπαρτισμός — θρησκεία τής αστικής τάξης —προσφέρει τά κλειδιά γιά τήν κατανόησή της; Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς μας δίνουν τήνάπάντηση: ή αστική τάξη, μέ τή διαμόρφωση της, και μέ τό ρόλο της στήν ταξική πάλη φαίνεται, έκτος από εξαιρετικές περιπτώσεις, ακκανη νά άνυψωθεϊ, μέσο των πολιτικών κομμάτων της, στο ήγεμονικό επίπεδο όργάνωσης. Ό Μάρξ μίλησε συχνά γι' «αύτή τήν άστική τάξη πού, σέ κάθε στιγμή, θυσίαζε το γενικό ταξικό της συμφέρον, δηλαδή τό πολιτικό της συμφέρον, γιά τά πιο στενά, τά πιό βρώμικα ιδιωτικά της συμφέροντα...»^®, αύτή τήν άστική τάξη «πού ήθελε νά άποδείξει ότι ή πάλη γιά τήν ύπεράσπιση των κοινών συμφερόντων της, τών ιδιαίτερων ταξικών συμφερόντων της, τής πολιτικής έξουσίας της, δυσχέραινε και ενοχλούσε τίς ιδιωτικές της ύποθέσεις»^^. "Ας κάνουμε δμως δυό παρατηρήσεις. α) Ή ανικανότητα τής άστικής τάξης νά ανυψωθεί στό κυρίως πολιτικό επίπεδο άπορρέει άπ' τήν αδυναμία της νά πραγματοποιήσει τήν εσωτερική της ένότητα: αύτή αφήνεται νά βυθιστεί στήν πάλη μερίδων της, χωρίς νά μπορεί νά πραγματοποιήσει τήν πολιτική της ένότητα στή βάση ενός κοινά κατανοητού πολιτικοί) συμφέροντος. β) Ή τέτοια άνικανότητα, όμως, πηγάζει επίσης, καί αύτό μας ένδιαφέρει έδώ, άπ' τήν πάλη τής άστικής τάξης ένάντια στις κυριαρχούμενες τάξεις, καί απ' τήν ιδιαίτερη δυσχέρεια στήν όποία βρίσκεται νά πραγματοποιήσει τήν πολιτική ήγεμονία της απέναντι στις τελευταίες. Πράγματι, ό Μάρξ δείχνει, σχετικά μέ τΙς μερίδες τής άστικής τάξης, δτι ή κοινοβουλευ16. Le 18 Brumaire, σελ. 327. 17. Ibid σελ. 342.
150
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τική δημοκρατία ήταν «ό άπαραίτητος όρος γιά τήν κοινή τους κυριαρχία, ή μόνη μορφή Κράτους μέσα στήν οποία το γενικό ταξικό τους συμφέρον θά μπορούσε νά υποτάξει συγχρόνως τις απαιτήσεις αυτών των διαφορετικών μερίδων και δλων τών άλλων τάξεων της κοινωνίας»^®. Και ώστόσο «ή σημερινή Γαλλία — ό βοναπαρτισμός — βρισκόταν ήδη όλόκληρη μέσα στήν κοινοβουλευτική δημοκρατία»'9. Ό Μάρξ και ό Ένγκελς έξηγουν επίσης και τούς λόγους γιά τούς οποίους ή άστική τάξη δυσκολεύεται νά πραγματοποιήσει τήν ήγεμονία της άπέναντι στΙς κυριαρχούμενες τάξεις: 6 εσωτερικός τεμαχισμός τής άστικής τάξης* ή διατήρηση, στούς κεφαλαιοκρατικούς· σχηματισμούς τάξεων τής μικρής παραγωγής και ή σύνθετη άντανάκλασή τους στο πολιτικό επίπεδο* ή άνοδος και ή όργανωμένη πολιτική πάλη τής εργατικής τάξης* οί θεσμοί του καπιταλιστικού Κράτους, κι' έδώ περιλαμβάνεται ή καθολική ψηφοφορία, πού ρίχνουν πάνω στήν πολιτική σκηνή δλες τις τάξεις ή μερίδες τής κοινωνίας, κ.λπ. Mè δυο Λόγια, οί εΙδικες συντεταγμένες τής πάλης τών κυρίαρχων τάξεων φαίνονται νά συμπίπτουν εδώ με την ανικανότητα αυτών τών τάξεων για μιά πολιτική οργάνωση. Ποιός είναι, λοιπόν, μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο ό ρόλος του καπιταλιστικού ταξικού Κράτους; Μ' ενα ορισμένο νόημα μπορούμε νά πούμε δτι το καπιταλιστικό Κράτος άναλαμβάνει τά πολιτικά συμφέροντα τής άστικής τάξης και πραγματοποιεί γιά λογαριασμό του τήν ήγεμονική πολιτική λειτουργία πού ή άστική τάξη δεν μπορεί νά επιτελέσει. Για νά το πετύχει δμως αυτό, τό καπιταλιστικό Κράτος αποκτά μιά σχετική αυτονομία απέναντι τής άστικής τάξης: έδώ βρίσκεται ή βαθειά σημασία τών αναλύσεων του Μάρξ γιά τό βοναπαρτισμό σάν τύπο καπιταλιστικού Κράτους: Ή σχετική αύτονομία, τού Κράτους, τού έπιτρέπει ακριβώς νά παρέμβει, οχι μόνο γιά νά πραγματοποιήσει συμβιβασμούς απέναντι στίς κυριαρχούμενες τάξεις, πού, μακροπρόθεσμα, άποδεικνύονται ώφέλιμες 18. Le 18 Brumaire, σελ. 315. 19. Ibid, σΓ,λ. 343.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
151
για τά ϊδια τά οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων, αλλά επίσης να παρέμβει, σύμφωνα μέ τή συγκεκριμένη συγκυρία, ένάντια στά μακροπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα τής μιας ή τής άλλης μερίδας τής κυρίαρχης τάξης: συμβιβασμοί και θυσίες πολλές φορές άναγκαιες για τήν πραγματοποίηση των ταξικών πρλιτικών συμφερόντων τους. Άρκεϊ νά θυμηθουμε τις άποκαλρύμενες «κοινωνικές λειτουργίες» πού παίρνουν σήμερα uià μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Ά ν είναι αλήθεια δτι αύτές είναι τώρα σύμφωνες μέ τήν πολιτική κρατικών έπενδύσεων, σκοπεύοντας στήν άπορρόφηση του πλεονάσματος τής μονοπωλιακής παραγωγής, δέν είναι λιγότερο άλήθεια δτι αύτές επιβλήθηκαν στις κυρίαρχες τάξεις άπ' το Κράτος κάτω άπ' τήν πίεση τής πάλης τών κυριαρχούμενων τάξεων αύτό έκφράζεται συχνά μέ μιά εχθρότητα άνάμεσα στο Κράτος και τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτές οί λειτουργίες ^χουν επιβληθεί πολλές φορές άπό σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις : αλλά αυτό δέν αλλάζει σέ τίποτε τά πράγματα. Παρόμοιες κυβερνήσεις, ακριβώς, στήν περίπτωση αυτή, δούλεψαν μέσο του Κράτους, δηλαδή τής σχετικής αυτονομίας του, σάν πολιτικοί όργανωτές τών κυρίαρχων τάξεων. Έν τούτοις, τό Κράτος, γιά νά πάρει συγκεκριμένα αυτή τή σχετική αυτονομία, πού είναι ένταγμένη στο παιχνίδι τών θεσμών του και άναγκαία γιά τήν ήγεμονική ταξική κυριαρχία, στηρίζεται πάνω σέ ορισμένες κυριαρχούμενες τάξεις τής κοινωνίας, και καταλήγει νά έμφανίζεται, μέσο μιας σύνθετης ιδεολογικής διαδικασίας, σάν ό άντιπρόσωπός τους: αύτό τις κινεί, μ' ένα όρισμένο νόημα, ένάντια στήν κυρίαρχη τάξη ή τάξεις, άλλα γιά πολιτικό κέρδος αύτών τών τελευταίων. "Ετσι πετυχαίνει νά τις κάνει νά αποδεχθούν μιά όλόκληρη σειρά συμβιβασμών οί κυριαρχούμενες τάξεις σάν νά εϊναι σύμφωνες μέ τό πολιτικό τους συμφέρον. Στή συγκεκριμένη Ιστορική περίπτωση του γαλλικού βοναπαρτισμού, ό Μαρξ δείχνει αύτή τή σύνθετη λειτουργία τοϋ καπιταλιστικού Κράτους απέναντι στή μικρή άγροτιά και τή μικροαστική" τάξη: «Ταυτόχρονα ό Βοναπάρτης θεωρεί τόν έαυτό του έκπρόσωπο τών άγροτών
152
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
και του λαου γενικά, ενάντια στήν αστική τάξη και θέλει να κάνει, μέσα στά πλαίσια τής αστικής κοινωνίας, εύτυχισμένες τις κατώτερες λαϊκές τάξεις. Καινούργια λοιπόν διατάγματα πού στερούν έκ τών προτέρων τούς «άληθινούς σοσιαλιστές» απ' τήν κυβερνητική τους σοφία»^®. Πράγματι, σέ πείσμα των διαφορών πού ό Μαρξ τοποθετεί άνάμεσα, στήν κοινοβουλευτική έξουσία τής δημοκρατίας και τήν εκτελεστική έξουσία του βοναπαρτικου Κράτους, πού αντιστοιχούν σέ διάφορές άνάμεσα σέ ιστορικές μορφές Κράτους, ό βοναπαρτισμός, σάν τύπος καπιταλιστικού Κράτους, καταλήγει ακριβώς νά εμφανίζεται σάν έκφραση του γενικού συμφέροντος καΐ σάν άντιπρόσωπος τής ένότητας τού λαού - έθνους. Στή συγκεκριμένη περίπτωση τού γαλλικού βοναπαρτισμού, ό Βοναπάρτης έκλεγμένος μέ τήν καθολική ψηφοφορία πού επανέφερε, είναι πιο «άντιπροσωπευτικός» απ' τή δημοκρατία πού κατάργησε: «"Αν μέ τήν πρότασή της γιά επαναφορά τού γενικού έκλογικού δικαιώματος ή εκτελεστική έξουσία απευθύνονταν άπ' τήν 'Εθνοσυνέλευση στο λαό, ή νομοθετική έξουσία, μέ τό νομοσχέδιο τών κοσμητόρων, άπευθύνονταν απ' τό λαό στό στρατό»^^. Βλέπουμε ετσι δτι τό καπιταλιστικό Κράτος, στήν εκπλήρωση τού πολιτικού του ρόλου, καταλήγει νά στηρίζεται πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις και να τις κάνει πολλές φορές νά δρούν ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις, πραγματοποιώντας συγκεκριμένα τή σχετική αυτονομία, άπέναντι στις τελευταίες, πού είναι ενταγμένη στούς θεσμούς του: αυτονομία πού τού επιτρέπει νά βρίσκεται σέ σταθερή σχέση μέ τό πολιτικό τους συμφέρον. Πράγματι, δέν πρέπει κυρίως νά ξεχνάμε ότι τό καπιταλιστικό Κράτος, σ' αύτά τά σαφή δρια, δέν απομακρύνεται απ' τά πολιτικά συμφέροντα τής άστικής τάξης: στήν περίπτωση τού γαλλικού βοναπαρτισμού, ό Μάρξ δείχνει πώς ό Λουδοβίκος Βοναπάρτης, «έπίσημος» άντιπρόσωπος τής
20. Le 18 Brumaire, σελ. 360. 21. iBid, σελ. 339.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
15:
μικροαστικής τάξης και της μικροϊδιοκτήτης αγροτιας, δεν παίρνει κανένα πολιτικό μέτρο γιά νά τις ευνοήσει. Μέσα στά τοποθετημένα δρια από τη σχέση ανάμεσα στις δομές καΐ τό πεδίο τής ταξικής πάλης ή σχετική αύτονομία του Κράτους μπορεί νά ποικίλλει σύμφωνα μέ τις τροποποιήσεις του ρόλου πού κατέχει απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και σύμφωνα μέ τή συγκεκριμένη σχέση των άντιμαχόμενων δυνάμεων. Τό Κράτος π.χ., μπορεί νά λειτουργεί σαν παράγοντας πολιτικής οργάνωσης αύτών των τάξεων, πραγμα πού εκδηλώνεται μέσα στη σύνθετη σχέση του Κράτους και των κομμάτων αύτών των τάξεων. Στήν περίπτωση αύτή ή σχετική αύτονομία θά εμφανιστεί στή σχέση Κράτος - κόμματα, αφού αύτά τά κόμματα συνεχίσουν νά έμφανίζουν μιά ιδιαίτερη όργανωτική λειτουργία. Τό Κράτος μπορεί επίσης νά υποκαθίσταται από τά κόμματα, συνεχίζοντας νά λειτουργεί σαν παράγοντας ήγεμονικής οργάνωσης αύτών τών τάξεων. Μπορεί επίσης, σέ όρισμένες περιπτώσεις, να αναλαμβάνει ολοκληρωτικά το πολιτικό τους συμφέρον: πρόκειται γιά τό συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο τοΰ γαλλικού βοναπαρτισμοϋ. Στήν τελευταία περίπτωση, ή σχετική αύτονομία του Κράτους εϊναι τέτοια πού οι κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες φαίνονται νά παραιτούνται στήν πολιτική τους έξουσία, όπως περιγράφει ό Μάρξ στις αναλύσεις του γιά τή δεύτερη Αύτοκρατορία. 'Ωστόσο, δλες αύτές οι μεταβολές τοποθετούνται μέσα στά όρια τής σχετικής αύτονομίας, συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, όρια πού άναφέρονται στά Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής ταξικής πάλης μέσα στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς : αυτψ διακρίνεται σαφώς ôji την περίπτωση μιας αύτονομίας του Κράτους πού οφείλεται στήν Ισορροπία των αντιμαχόμενων δυνάμεων μέσα στήν ταξική πάλη, Στήν τελευταία περίπτωση, πράγματι, βρισκόμαστε γενικά, εϊτε άπέναντι σέ «ισοδύναμες» πολιτικά όργαγωμένες δυνάμεις, είτε απέναντι σέ ισοδύναμες ^ πολιτικά αποδιοργανωμένες δυνάμεις. Και στίς δυό περιπτώσεις, τό χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ή δυσχέρεια νά αποκαλύψουμε, κατά τή διάρκεια
154
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
αύτής τής περιόδου, την άμεση σχέση άνάμεσα στο Κράτος και τά πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, μέσα στο πεδίο της ταξικής πάλης. Το Κράτος, βοηθώντας εναλλακτικά τή μιά ενάντια στήν άλλη τΙς αντιμαχόμενες δυνάμεις, συντελεί στην πραγματική κυριαρχία ορισμένων τάξεων — γιατί δεν είναι ποτέ ενας ουδέτερος διαιτητής — μόνο μέ το ρόλο του παράγοντα συνοχής και διατήρησης των δομών ένός δοσμένου σχηματισμού. Οί δομές και τό πεδίο της ταξικής πρακτικής παρουσιάζουν εδώ μιά ιδιαίτερη μετατόπιση. 'Αντίθετα, στήν περίπτωση τής σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους μπορούμε πάντα να προσδιορίσουμε, μέσα στο πλαίσιο τής πολιτικής περιοδικότητας, τήν άμεση σχέση του Κράτους μέ τά πολιτικά συμφέροντα τών κυρίαρχων τάξεων: είτε ότι λειτουργεί σαν παράγοντας πολιτικής όργάνωσης αυτών τών τάξεων, εϊτε ότι άναλαμβάνει άμεσα νά έκπληρώσει αυτά τά συμφέροντα. Έτσι, ή σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού Κράτους απορρέει απ' τήν κυρίως πολιτική λειτουργία του απέναντι στις διάφορες τάξεις ένός σχηματισμού πού κυριαρχείται άπ' τόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και πιο συγκεκριμένα: α) Ά π ' τό ρόλο του σάν παράγοντα πολιτικής όργάνωσης τών κυρίαρχων τάξεων, πού συνήθως, εξ αιτίας τής άπομόνωσης τών κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, τής διαίρεσης σε μερίδες τής άστικής τάξης, κ.λπ., εϊναι ανίκανες νά ανυψωθούν μέ τά δικά τους μέσα στό ήγεμονικό επίπεδο άπέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις.'Ακριβώς μ'αύτό τό νόημα πρέπει νά κατανοήσουμε, τις συχνές εκφράσεις τών Μάρξ, Ένγκελς και Αένιν γιά τό Κράτος σάν «οργάνωση τής κυρίαρχης τάξης» ή σάν «οργάνωση ταξικής κυριαρχίας». β) 'Απ' τό ρόλο του σάν παράγοντα πολιτικής αποδιοργάνωσης, δηλαδή έμπόδιου στήν όργάνωση σε «αύτόνομο» πολιτικό κόμμα τής εργατικής τάξης. Ή πολιτική όργάνωση τής εργατικής τάξης, ή πολιτική της πάλη, εϊναι ενας παράγοντας πού καθιστά αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα^ εμποδίζει, τήν ήγεμονική όργάνωση τών κυρίαρχων τάξεων. Στήν περίπτωση αυτή, τό Κράτος όργανώνει πολιτικά αυτές τις τελευ-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
155
ταιες, προσπαθώντας παράλληλα νά αποδιοργανώσει πολιτικά τήν έ|)γατική τάξη. Το σταθερό αποτέλεσμα άπομόγωσης, έκδηλωμέλ/ο απ' τήν οικονομική πάλη της εργατικής τάξης καθίστα αναγκαία τήν πολιτική οργάνωση αύτής της τάξην^ σέ αύτόνομο κόμμα πού πραγματοποιεί τήν ένότητά της. Έτσι, το Κράτοΐ εχει γιά ρόλο νά τήν διατηρεί σ' αύτήν τήν άπομόνωση, — πού είναι δικό του αποτέλεσμα —, εμφανιζόμενο σάν αντιπρόσωπος τής πολιτικής ένότητας λαός - έθνος: αύτό συντελεί στη σχετική του αυτονομία απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις. γ) Ά π ' τόν ιδιαίτερο ρόλο του, και συχνά άποφασιστικής σημασίας, άπέναντι σέ όρισμένες τάξεις μή κυρίαρχων τρόπων παραγωγής μέσα στόν κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, πού δρουν απ' τήν ύπερπροσδιορισμένη απομόνωση του κυρίαρχου Κ.Τ.Π., είναι ή περίπτωση τής άγροτιας, ιδιαίτερα τής μικρής ιδιοκτησίας, και τής μικροαστικής τάξης, με δυό λόγια, κατά τήν. έκφραση του Λένιν, γιά τόν ώκεανό τής μικρής παραγωγής. Ριγμένες πάνω στήν πολιτική σκηνή απ' τούς θεσμούς του καπιταλιστικού Κράτους, αυτές οί τάξεις αποτελούν συχνά τάζεις - στηρίγματα, Τό Κράτος, μέσο μιας σύνθετης ιδεολογικής διαδικασίας, έπωφελείται άπ' τήν ανικανότητα πολιτικής επιβεβαίωσης αύτών των τάξεων, έξ αιτίας τής θέσης τους μέσα στήν παραγωγική διαδικασία — άντίθετα με τήν έργατική τάξη, γιά τήν όποία συντελείται ή κοινωνικοποίηση τής διαδικασίας τής έργασίας: τό Κράτος έμφανίζεται συχνά άμεσα σάν ό πολιτικός άντιπρόσωπος τών συμφερόντων τής μικρής παραγωγής. Μπορούμε ετσι νά αποκαλύψουμε τή σχέση άνάμεσα στόν ένωτικό χαρακτήρα τής θεσμοποιημένης έξουσίας στό καπιταλιστικό Κράτος και τή σχετική αύτονομίά του άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις. Ό παράδοξος χαρακτήρας αυτής τής σχέσης βρίσκεται στό γεγονός δτι τό Κράτος παίρνεκμιά σχετική αύτονομία άπέναντι σ' αύτές τις τάξεις, στό βαθμό άκριβώς πού άποτελει μιά πολιτική εξουσία βεβαιωτική και αποκλειστική αύτών των τάξεων. Μ' άλλα λόγια, ή αύτονομία άπέναντι στίς πολιτικά κυρίαρχες τάξεις, ενταγμένη στό θεσμικό παιχνί-
156
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
δι του καπιταλιστικού Κράτους, δεν καθορίζει καθόλου μια πραγματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία των κυριαρχούμενων τάξεων, ή μία παραχώρηση «τμημάτων» τής θεσμοποιημένης έξουσίας σ' αυτές τις τάξεις. Ή κρατική εξουσία δέν άποτελεΐ μιά μηχανή ή ε να όργανο, ε να άπλό άντικείμενο επιθυμίας των διαφόρων τάξεων, ενα δλο του όποίου τά μέρη πού δέν θά ήταν «στα χέρια» ορισμένων τάξεων θά περιέρχονταν αύτόματα στα χέρια άλλων τάξεων* ή Κρατική έξουσία εΪναι δνα σύνολο δομών. *Άν, στο πλαίσιο μιας αύτονομίας τοΰ Κράτους, πού όφείλεται σέ μιά ισορροπία των άντιμαχόμενων δυνάμεων, μπορούμε μερικές φορές νά επιβεβαιώσουμε μιά όρισμένη κατανομή τής θεσμοθετημένης πολιτικής έξουσίας, αυτό δέν συμβαίνει καθόλου μέσα στα πλαίσια της σχετικής αύτονομίας, συ€Γτατικό στοιχείο τοϋ καπιταλιστικού τύπου Κράτους. Ή πολιτική του ένότητα, σαν άντιπρόσωπος τής ένότητας λαός - έθνος, είναι, σέ τελευταία άνάλυση, ή ένότητά του σάν βεβαιωτική πολιτική έξουσία των κυρίαρχων τάξεων. Ή σχετική του αύτονομία, ρόλος τοΰ ένωτικοϋ χαρακτηριστικού του σάν Κράτος έθνικο - λαϊκό, είναι, σέ τελευταία άνάλυση, ή αναγκαία αύτονομία για τήν ήγεμονική όργάνωση των κυρίαρχων τάξεων, είναι ή άπαραίτητη σχετική αύτονομία στή βεβαιωτική έξουσία αύτών τών τάξεων. • Ή σχετική αύτονομία τού καπιταλιστικού Κράτους έξαρτα•ται δτσι, στις σχέσεις άνάμεσα στό Κράτος και το πεδίο τής ταξικής πάλης, απ' τά Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά - οικονομικά, πολιτικά— τής ταξικής πάλης στον Κ.Τ.Π. και σ' ενα κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό. Αύτό πρέπει νά κατανοηθεί μέσα στό γενικό νόημα τής σχέσης άνάμεσα στις δομές και τό πεδίο τής ταξικής πάλης. Μέσα σ' αύτό τό νόημα, τό Κράτος θέτει τά δρια μέσα στά όποια ή ταξική πάλη έπιδρά πάνω του: τό παιχνίδι των θεσμών τον επιτρέπει και κάνει δυνατή αύτή τή σχετική αύτονομία απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες. Οί μεταβολές και οι τροποποιήσεις αύτής τής σχετικής αύτονομίας εξαρτώνται άπ' τό συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων στό πεδίο τής ταξικής πολιτικής πάλης* αύτές έξαρτώνται, πιό
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
157
ειδικά, από την πολιτική πάλη των κυρίαρχουμενο:>ν τάξεων Έδώ παρεμβάλλεται, πράγματι, το πρόβλημα της Ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων πού είναι παρούσες στην πολιτική πάλη. Αύτή ή ισορροπία δεν είναι ό αναγκαίος δρος τί\ς σχετικής αυτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες, μέ τό νόημα δτι αύτή ή αύτονομία, ανάμεσα στα δοσμένα δρια, έξαρταται άπ τα ϊδια τά χαρακτηριστικά του πεδίου τής ταξικής πάλης του Κ.Τ.Π. και ένός κεφαλαιοκρατικοϋ σχηματισμού. Εϊναι ώστόσο προφανές δτι ή ισορροπία παρεμβαίνει, μέ άποφασιστικό τρόπο, στις τροποποιήσεις και στίς μεταβολές αύτής τής αύτονομίας. Οί παρατηρήσεις αύτές δείχνουν δυο πράγματα: α) δτι αύτή ή ισορροπία, μέσα στο γενικό νόημα ή στό νόημα τής καταστροφικής ισορροπίας, δέν εϊναι, δπως σέ άλλους τύπους Κράτους, ή μόνη μορφή πού έπιτρέπει: στήν πολιτική πάλη των κυριαρχούμενων τάξεων νά έπιδρα πάνω στήν σχετική αύτονομία του καπιταλιστικού Κράτους. Στό βαθμό πού αύτή ή αύτονομία είναι ενταγμένη στό παιχνίδι τών θεσμών του, ή πολιτική πάλη τών κυριαρχούμενων τάξεων μπορεί νά έκδηλώνεται, άκόμα και χωρίς νά προσεγγίσει τό κατώφλι μιας ισορροπίας τών κοινωνικών δυνάμεων β) δτι αύτή ή αύτονομία, πού εμφανίζεται έδώ σαν αποτέλεσμα τής πολιτικής πάλης τών κυριαρχούμενων τάξεων, δέν πρέπει νά κατανοηθεί σάν συνισταμένη μιας ισορροπίας δυνάμεων. Πιό ειδικά, οντάς πραγματική, μέ τό νόημα δτι είναι ένταγμένη μέσα στά τεθειμένα άπό τό θεσμικό παιχνίδι δρια, αύτή δέν λειτουργεί καθόλου μέ τόν ϊδιο τρόπο πού λειτουργεί μιά αύτονομία πού όφείλεται στήν ισορροπία των αντιμαχόμενων δυνάμεων^^. 23. Αυτές οί δυό περιπτώσεις αύτονομίας τοϋ Κράτους μπορούν νά είναι σέ άντίφαση μέ την έννοια δτι ή συνύπαρξη τους άποκαλύπτεται συχνά άσυμβίβαστη. Πράγματι, είναι χαρακτηριστικό ότι στήν περίπτωση μιας αύτονομίας πού όφείλεται στήν Ισορροπία των άντιμαχόμενων δυνάμεων, τό Κράτος παύει νά λειτουργεί σάν πολιτικός όργανωτής τών κυρίαρχων τάξεων: πράγμα που φαίνεται καθαρά στίς σχέσεις Κράτουςκομμάτων. Στήν τελευταία περίπτωση μπορούμε νά δοϋμε μιά βαθειά κρί-
158
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
III. To λεγόμενο ολοκληρωτικό φοηνόμενο Αυτά τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού Κράτους εξετάστηκαν, κατά συγκεχυ^ιένο τρόπο, από τή σύγχρονη πολιτική θεωρία, μέσο του ιδεολογικοϋ θέματος τοϋ «όλοκληρωτισμου». Επειδή τό αντικείμενο είναι τεράστιο, θά αρκεστώ έδώ σε μερικές σύντομες ένδείξεις^^. "Αν και έπιχείρησαν πολλές φορές νά λύσουν τό λεγόμενο όλοκληρωτικό φαινόμενο μέσα σέ μιά γενική θεωρία τής «δικτατορίας», γενικά προσπάθησαν περισσότερο νά τό κατανοήσουν σαν μιά ειδική πολιτική μορφή πού έφαρμόζεται στούς σύγχρονους μετασχηματισμούς τοϋ καπιταλιστικού Κράτους και πού είναι ριζικά άντίθετη στή φιλελεύθερη μορφή τοϋ Κράτους. Άφοΰ, απ' τήν άλλη πλευρά, ή προβληματική του όλοκληρωτισμου είναι στενά συνδεδεμένη μέ τήγ προοπτική τών «άτόμων» υποκειμένων τής κοινωνίας και παραγωγών του Κράτους, τό όλοκληρωτικό Κράτος θά πήγαζε άπό μιά μορφή θεσμοθετημένης εξουσίας, τοϋ όποίου ή άρχή νομιμότητας θά βασιζόταν πάνω σέ μιά κοινωνία «μάζας». Τό Κράτος, άλλοτριωμένη ούσία «μαζοποΐημένων άτόμων» μιας έκβιομηχανισμένης κοινωνίας, εμφανίζεται σήμερα σ' όλο τόν άνταγω-
ση πολιτικής κυριαρχίας, μια κρίση ήγεμονίας^ πραγμα πού δεν συμβαίνει καθόλου σ' ό,ιι άφορΰ τή σχετική αυτονομία τοϋ καπιταλιστικού τύπου Κράτους. 'Αντίθετα, όταν, ή Ισορροπία δυνάμεων δέν έκφράζει μιά κρίση, δηλαδή μιά τροποποίηση τοϋ συνόλου τών σχέσεων ένός σχηματισμοϋ — μιας άπ' τις φάσεις ή στάδια του — άλλα περιορίζεται στό χώρο τής πολιτικής σκηνής, αύτοι οί δυό τρόποι αύτονομίας τοϋ Κράτους μποροϋν νά συγκλίνουν, σέ μορφές πού ποικίλλουν σύμ<ρωνα μέ τίς συγκεκριμένες καταστάσεις. 24. Γιά τον «όλοκληρωτισμό» γενικά ή φιλολογία είναι πολύ πλούσια ΕΙδικώτερα: Η. Arendt, The Origins of totalitarianism, 1951· W. Komhau ser, The Politics of Mass Society, 1965· Adorno The Authoritarian Person nality, 1950, C. Friedrich (έπιμελητής), Totalitarianism, 1944· ή μόνη άπό πείρα μαρξιστικής άνάλυσης τοϋ φαινομένου συναντιέται στο Fr. Neu mann: Behemoth: The Structure and practice of National Socialism, 1944 και The Democratic and the Authoritarian State, 1957.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
159
νισμό του μέ τήν κοινωνία. Στη φιλελεύθερη κοινωνία και Κράτος, τα άτομα κατέχουν μιά σφαίρα ιδιωτικής αύτονομίας, πού πηγάζει άπ' τήν αρχή της συμμετοχής τους στήν πολιτική και ευνοείται απ' τις ταξικές διαφορές πού εμποδίζουν μιά όλική μαζοποίηση. 'Αντίθετα σήμερα βρισκόμαστε απέναντι σέ ριζικούς μετασχηματισμούς: όλική άπώλεια της άτομικότητας μέσα στήν τεχνολογική διαδικασία* εξαφάνιση της ταξικής πάλης προς όφελος μιας όμοιογενοϋς κοινωνίας άτόμων έμπράγματων, ταυτόσημων και διάσπαρτων, τή μάζα, και τή γέννηση μιας νέας άλλοτρίωσης, τό όλοκληρωτικό Κράτος, πού καταργεί πλήρως τήν ατομική ουσία, μέσο τής άνταγωνιστικής της άντίθεσης μέ τήν κοινωνία* όλική επίδραση τής κρατικής έξουσίας σέ δλες τις σφαίρες τής ατομικής δραστηριότητας* άπορρόφηση τής ιδιωτικής σοαίρας στα έγκατα του κρατικοϋ «Behemoth»* απουσία συμμετοχής των άτόμων στο πολιτικό έπίπεδο, πού γίνονται άπό δω και πέρα μηχανικά γρανάζια τοϋ νέου τερατώδους Λεβιάθαν. Δεν προχωράω περισσότερο σ' αυτή τήν αποκαλυπτική μυθολογία. Είναι αλήθεια ώστόσο δτι συχνά τής όφείλουμε ένδιαφέρουσες περιγραφές τής σύγχρονης νομικο - πολιτικής βαθμίδας. "Αν ή προβληματική πού διέπει αύτές τις άναλύσεις είναι ή ιδεολογική προβληματική των άτόμων - υποκειμένων, αν επίσης οί υποτιθέμενοι σύγχρονοι μετασχηματισμοί πηγάζουν περισσότερο από ενα φαντασμαγορικό στοιχείο παρά άπό τήν επιστημονική άνάλυση, μπορούμε έν τούτοις νά ξεχωρίσουμε, μέσα σ' αύτές τΙς άναλύσεις, προβλήματα πραγματικά πού καλύπτονται άπ' τήν ιδεολογία. Ειδικώτερα, τό καπιταλιστικό Κράτος όφείλει τήν άρχη της νομιμότητάς του στό γεγονός δτι εμφανίζεται σάν ή ένότητα του έθνος - λαός, έννοούμενο ''σάν ενα σύνολο όμοιογενών οντοτήτων, ταυτόσημων και διάσπαρτων, πού αύτό καθορίζει σάν πολιτικά άτομα - πολίτες. 'Ιδιαίτερα απ' αύτή τήν πλευρά, δπως άκριβώς τό έχουν παρατηρήσει και μερικοί θεωρητικοί τοϋ όλοκληρωτικοΰ φαινομένου, διαφέρει ριζικά άπό άλλες μορφές «δεσποτισμού», π.χ. τής «άπόλυτης» πολιτικής έξουσίας, στήν όποία μοιάζει τυπικά καΐ έξασκείται, μέσο μορφών
160
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τυραννίας, βασισμένων στή νομιμότητα θειο-ίερό.^® Αυτές οί μορφές, ετσι δπως παρουσιάστηκαν π.χ. στις μορφές τοϋ δουλοκτητικου ή του φεουδαρχικού Κράτους, δέν απέτυχαν ώστόσο νά κρατήσουν τήν έξουσία μέσα σέ δρια αυστηρά ρυθμισμένα. Μ' άλλα λόγια, ό ϊδιος ό τύπος νομιμότητας του καπιταλιστικού Κράτους, σαν αντιπρόσωπος τής ένότητας λαός-έθνος, επιτρέπει τήν ειδική λειτουργία τοϋ Κράτους πού προσδιορίζεται μέ τον δρο του όλοκληρωτισμοΰ. Ό λαόςεθνος είναι ή πολιτικο - Ιδεολογική έκφραση τοϋ αποτελέσματος απομόνωσης πάνω στούς δρώντες παράγοντες άπό μέρους τών ιδεολογικών και πολιτικών δομών, άποτέλεσμα πού έκδηλώνουν οί κοινωνικο - οίκονομικές σχέσεις. Μποροϋμε ^τσι νά ξεχωρίσουμε εύκολα τά πραγματικά φαινόμενα πού κρύβονται στο ιδεολογικό έπίπεδο μέ τόν δρο τής μάζας^®. Έτσι, ή λειτουργία τοΰ καπιταλιστικού Κράτους έκφρασμένη μέ τόν δρο τοϋ όλοκληρωτισμοΰ, και πού άφορα στή ν πραγματικότητα τή σχέση αύτοϋ τοϋ Κράτους μέ τις τάξεις, καθίσταται δυνατή άπό τή σχέση, ανάμεσα στή ν άρχή τής νομιμότητας αύτοϋ τοϋ Κράτους και τήν άπομόνωση άπ' τό οίκονομικό στοιχείο, άπομόνωση πού, άκριβώς, άπ' τή μιά πλευρά αποκρύπτει στούς δρώντες παράγοντες τόν ταξικό χαρακτήρα τών σχέσεών τους καί, άπό τήν άλλη, έπιτρέπει τήνάπουσία άμεσης έκφρασης τής ταξικής πάλης στούς κρατικούς θεσμούς. Αυτό ακριβώς όδηγεί τις θεωρίες τοϋ όλοκληρωτισμοΰ στό νά παραδεχθούν, καί αύτό είναι πολύ άποκαλυπτικό, μιά στενή σχέση ανάμεσα στήν όλοκληροοτική πολιτική μορφή καί σ' αύτό πού όνομάζουν απουσία ή πτώση της ταξικής πάλης. Ή κοινωνία, λένε οί τέτοιες θεωρίες, μέσα στήν όποία υφίσταται ή ταξική πάλη, μέσα στήν όποία τά άντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα είναι πολιτικά όργανωμένα σαν «μεσολάβηση» άνάμεσα στο ά25. Βλέπε π.χ.: Arendt, op. cit. καΐ Talmon, Les origines du totalitarisme 1966 σελ. 10 και έπόμ. 26. Ενδιαφέρουσες ενδείξεις για μια αυστηρά μαρξιστική τοποθέτηση τοϋ προβλήματος στον R. Banfi: «Abozzo di una ricerca attorno al valore d* υ so nel pensiero di Marx», στό Critica Marxista, Ίανουάρ. - Φεβρουάρ. 1966 σελ. 137 καΐ έπόμ.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
161
τομο και την πολιτική εξουσία, εϊναι μιά κοινωνία πού παρουσιάζει μια «πλουραλιστική» πολιτική μορφή έξουσίας. Τό όλοκληρωτικό Κράτος εμφανίζεται μόνο σε μιά κοινωνία μάζας, όπου μή λειτουργώντας πιά ή ταξική συμμετοχή, τό άτομο παραδίδεται κατ' εύθείαν στήν πολιτική έξουσία^"^. Έχουμε ετσι μιά ιδεολογική άπάντηση σ' ενα πραγματικό πρόβλημα: εϊναι αλήθεια δτι ή λειτουργία, πού έκφράζεται σάν «όλοκληρωτική», του καπιταλιστικού Κράτους βρίσκεται σέ στενή σχέση οχΙι με μιά όποιαδήποτε άπουσία άντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων ή «διαμεσολαβητικών» ενώσεων άνάμεσα στό «άτομο» και τό «Κράτος», αλλά με μιά άπουσία άμεσης έκφρασης τής ταξικής πάλης στούς θεσμούς τής πολιτικής έξουσίας. Αυτό πού ήταν άδύνατο στήν τοποθέτηση τών τάξεων σάν κάστες ή κλειστές τάξεις στό έσωτερικό τής θεσμικής όργάνωσης γίνεται δυνατό στό λαϊκό - ταξικό Κράτος* δηλαδή σ' ενα Κράτος πού λειτουργεί σάν ενα ταξικό Κράτος στό βαθμό πού ή ταξική πολιτική πάλη απουσιάζει απ' τούς θεσμούς του στό βαθμό πού παρουσιάζεται σάν ή ένότητα του λαου - έθνος. Μ' άλλα λόγια, ή συγκέντρωση τής ταξικής πολιτικής έξουσίας δέν ήταν ποτέ τόσο ένισχυμένη και έντονη — όλοκληρωτική —, όπως δταν πέτυχε νά άποκλείσει άπό τήν ιδεολογική της άρχή τής νομιμότητας τόν θεσμικό ταξικό χαρακτήρα της. Άπ' τήν άλλη πλευρά, τό πράγμα έμφανίζει μιά διάσταση άκόμα πιο σημαντική άν άναφερθουμε στήν έπιβολή τοϋ άπο27. Βλέπε σ' aôtô τό νόημα Arendt, op. cit. σελ. 305 καΐ έπόμ. Kernhäuser, op. cit., σελ. 33 και έπόμ., σελ. 48 και έπομ., 76 σελ. και έπόμ. Άπ' τήν άλλη πλευρά, μ' δλες τις έπιφυλάξεις, μποροϋμε νά προσεγγίσουμε μ' αύτη τήν αντίληψη τήν κριτική τής δεσποτικής έξουσίας άπ' rôv Dürkheim, τήν βασισμένη πάνω σέ μιά έλλειψη, «διαμεσολαβητικών» όργανώσεων ανάμεσα στό άτομο και τό Κράτος. Τελικά, τό ιδεολογικό πρόβλημα πού θέσαν αύτές οί θεωρίες τοϋ όλοκληρωτισμοϋ γιά μιά σχέση Κράτος άλλοτρίωση - κοινωνικά άτομα, καλύπτοντας τή σχέση Κράτος - τάξεις είναι ή ϊδια πού εθεσαν, οί Rubel και Nora σχετικά μέ τις άναλύσεις τοϋ Μάρξ πάνω στό βοναπαρτισμό, στήν όποία πίστευαν δτι άποκαλύπτουν δυό αντιφατικές έννοιες, τήν έννοια μιας σχέσης Κράτος άλλοτρίωσηάτομα καί τήν έννοια μιας σχέσης Κράτος - τάξεις.
11
162
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τελέσματος άπομόνωσης τών κοινωνικά - οικονομικών σχέσεων των καπιταλιστικών σχηματισμών πάνω στά άλλα επίπεδα της ταξικής πάλης. Αυτό πού θεωρήθηκε από αυτές τις θεωρίες σάν αμοιβαία σχέση του όλοκληρωτικοϋ φαινομένου και τής άπουσίας τής ταξικής πάλης αφορά στήν πραγματικότητα τήν έπιβολή τής άπομόνωσης τής ταξικής οικονομικής πάλης πάνω στην πολιτική ταξική οργάνωση. Πράγματι στο φασιστικό και στό ναζιστικό Κράτος, συχνά θεωρούμενα σάν ιδιαίτερα εντονες μορφές του όλοκληρωτισμοϋ, συναντάμε την άπουσία ιδιαίτερης πολιτικής όργάνωσης όρισμένων τάξεων, πού όφείλεται, άνάμεσα στά άλ^α, στό άποτέλεσμα άντεπίδρασης τής άπομόνωσης τής οικονομικής πάλης πάνω στήν πολιτική πάλη. Δέν πρόκειται καθόλου γιά μιά διάλυση τής ταξικής πάλης άνάμεσα στά «μαζοποιημένα» άτομα, άλλά αντίθετα γιά τήν άπουσία ταξικής πολιτικής όργάνωσης σέ συνάρτηση μέ τήν απομόνωση τής οικονομικής πάλης. Αύτό επληξε κυρίως τις τάξεις πού, πέρα άπ' τήν άπομόνωση πού όφείλεται στούς δρους τής οικονομικής ζωής τους, ύφίστανται ταυτόχρονα τά άποτελέσματα από τήν άπομόνωση πού έπιβλήθηκε στούς άλλους τρόπους παραγωγής, άπ'τόν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή τή μικροαστική τάξη και όρισμένες μερίδες τής άγροτιας, δπως π.χ. ή μικρή άγροτική ιδιοκτησία. Τό ναζιστικό Κράτος στη Γερμανία π.χ. ζευγαρώθηκε από τήν έλλειψη πολιτικής όργάνωσής τους και από τή στήριξη πού του πρόσφεραν, μέσο του ιδεολογικού μηχανισμού τοϋ φετιχισμού τής έξουσίας: οί τάξεις αύτές θεώρησαν τό Κράτος σάν τόν πολιτικό τους αντιπρόσωπο, καί σάν τήν ένσάρκωση τής ένότητας έθνος - λαός. Ά π ' τήν άλλη πλευρά, δέν θά επρεπε νά ξεχνάμε, δτι τό ναζιστικό Κράτος, οντάς στήν ύπηρεσία τών μονοπωλίοον, αντιστοιχούσε σε μια περίοδο Ιδιαίτερα έντονης κρίσης τής Ιδιαίτερης πολιτικής οργάνωσης τής ϊδιας τής αστικής τάξης^«. 'Αφήνω στήν άκρη τό πρόβλημα του φα28. Αύτό το σημείο φωτίζεται ιδιαίτερα απ' τό Γκράμσι στά κείμενα γιά τόν <ίκαισαρισμό», καί το φασισμό. Ό Γκράμσι προσπαθεί να ξεχωρίσει ενα ειδικό φαινόμενο τοϋ «καισαρισμοϋ» πού θά επαιρνε διαφορετικές
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
163
σιστικου Κράτους, φαινόμενο πιο σύνθετο πού δεν μπορεί βέβαια να επιλυθεί μέσα στη γενική θεματική του όλοκληρωτισμοΟ, και πού μπορεί νά μελετηθεί μόνο έξετάζοντας το συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων σέ μια συγκεκριμένη συγκυρία29.
Ό δρος του όλοκληρωτισμου δεν μπορεί ετσι να παραπέμπει σέ κανένα ακριβές πολιτικό φαινόμενο: χαρακτηρίζει απλώς ενα ιδιαίτερα «ισχυρό» στοιχείο τής κρατικής εξουσίας, αν μορφές κατά τους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Αυτό θά κατέληγε δχι σέ μια άπλΐ| ισορροπία άνάμεσα στις άντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, άλλά σέ μια καταστροφική Ισορροπία, δηλαδή σέ μια κατάσταση πού αύτές οί δυνάμεις «ισορροπούν μέ τέτοιο τρόπο, πού ή συνέχιση τής πάλης δέν μπορεί νά καταλήξει παρά στήν άμοιβαία καταστροφή». Αύτή ή κατάσταση άποδίδει στήν πολιτική έξουσία μορφές διαφορετικές, άπ* αύτές πού παίρνει στήν περίπτωση μιας γενικής ισορροπίας: στον κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό αύτή ύφίσταται σαν πολιτική κρίση των άντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων, σαν Ιδιαίτερη πολιτική άποδιοργάνωση τών κοινωνικών δυνάμεων,άνάμεσα στις όποιες ύποκινέΐ αύτή τήν καταστροφική Ισορροπία και ιδιαίτερα τής αστικής τάξης. Ό φασισμός Θεωρείται απ' τον Γκράμσι
σάν ό ιδιαίτερος
καισαρισμός
των ανεπτυγμένων
καπιτα-
λιστικών σχηματισμών. (Βλέπε ειδικότερα το κείμενο του γιά τον «καισαρισμό» Oeuvres, ed. Sociales, σελ. 225 και έπόμ. 29. Σχετικά μέ τό φασιστικό Κράτος, περιορίζομαι μόνο σέ μιά παρατήρηση. "Αν άποδώσουμε σ' αύτό τόν όρο, όπως το κάνουν γενικά, ενα πολύ άσαφές νόημα του «αύταρχισμου » ή του «όλοκληρωτισμου», χάνει κάθε ειδικότητα: κάθε συγκεκριμένη μορφή του καπιταλιστικού Κράτους, είναι, μ' αύτή τήν έννοια, περισσότερο ή λιγότερο «φασιστική». Καταλήγουμε άλλωστε στά ίδια άποτελέσμαΐα, και σέ μιά άπουσία ιδιαιτερότητας του φαινομένου, όταν, πάνω στή θεωρητική γραμμή τής 3ης Διεθνούς, πριν τό VII Συνέδριο, βλέπουμε απλώς στό φασισμό τή μορφή του καπιταλιστικού Κράτους πού αντιστοιχεί στόν μονοπωλιακό καπιταλισμό και τόν ιμπεριαλισμό: μ' αύτό τό νόημα, κάθε σύγχρονη μορφή Κράτους θά ήταν σέ διάφορες κλίμακες «φασιστική». Έτσι αύτές οί εννοιες είναι φανερά ανεπαρκείς, κυρίως γιατί δέν έπιτρέπουν τήν έπιστημονική μελέτη τών είδικών πολιτικών μορφών. Θά έπρεπε νά άποδώσουμε στόν όρο φασιστικό Κράτος ένα ακριβές νόημα, πού νά χαρακτηρίζει αύτές τις ειδικές μορφές Κράτους, πού έμφανίστηκαν στή ναζιστική Γερμανία καί, σέ διαφορετική κλίμακα, στή φασιστική 'Ιταλία. Επαναλαμβάνω, αν καί πρέπει νά είναι προφανές, ότι σ' αύτή τήν περίπτωση πρόκειται γιά ειδικές μορφές Κράτους: κι* αύτό στό βαθμό πού δέν μπορούν νά ένσωματωθούν μέ-
164
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
και επιχειρήθηκε νά τον διακρίνουν άπ' τον «αύταρχισμό». Τά φαινόμενα πού του άποδίδουν αναφέρονται στήν πραγματικότητα στα χαρακτηριστικά τής ιδιαίτερης ένότητας και της σχετικής αύτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους γενικά. Έπι πλέον, αποκλείεται μ' αυτόν τόν ορο ή δυνατότητα μιας έπιστημονικής ανάλυσης αύτών των φαινομένων. Αυτό πού ιδεολογικά κατανοείται σαν «ολοκληρωτικός» χαρακτήρας του Κράτους άπέναντι στις μάζες, άφορα στήν πραγματικότητα τή συγκέντρωση και τήν ειδική ένότητα τής πολιτικής εξουσίας, μιά ιδιαίτερη ένίσχυση της αποκλειστικής καΐ βεβαιωτικής ταξικής πολιτικής εξουσίας στό καπιταλιστικό Κράτος, σα στό τυπολογικό πλαίσιο τοϋ καπιταλιστικού Κράτους, γιατί χαρακτηρίζονται άπό μία συνάρθρωση του οικονομικού καΐ τοϋ πολιτικοϋ στοιχείου, διαφορετική άπ' τή συνάρθρωση πού χαρακτηρίζει τόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους. Είναι σαφές ότι δέν είναι ϊδια ή περίπτωση τού Ιδιαίτερου αύταρχισμού τού «τυπικού » καπιταλιστικού Κράτους, πού έπιτ ρέπει νά κατανοήσουμε τόν βοναπαρτισμό σάν «θρησκεία τής άστικής τάξης». Προσθέτω δυό σύντομες ένδείξεις. Κατά πρώτο λόγο αύτή ή παρέκκλιση τού φασιστικού Κράτους άπ' τό καπιταλιστικό τύπο Κράτους δέν δημιουργεί Θεωρητικές άδυναμίες, μέ τό ϊδιο νόημα πού ό καπιταλισμός τού πολέμου δέν κάνει άδύνατη τήν θεωρητική άνάλυση τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή τού μονοπωλιακού καπιταλισμού: πρόκειται γιά ιστορικές οριακές παρεκκλίσεις. Κατά δεύτερο λόγο, τό φασιστικό Κράτος, έμφανιζόμενο μέσα σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, παρουσιάζει, άσφαλώς, σέ διάκριση άπό άλλες «δικτατορικές» ή «άπολυταρχικές» μορφές, άπειρα χαρακτηριστικά τού καπιταλιστικού τύπου Κράτους πού τοποθετούνται στό περιθώριο τού τυπολογικού του πλαισίου: αύτό εϊναι ενα θεωρητικό πρόβλημα τυπικά παρόμοιο mutatis mutandis μ' αύτό πού συναντήσαμε σχετικά μέ τό μπισμαρκικό Κράτος. Είναι άκριβώς αύτό πού όδήγησε στό νά τοποθετήσουμε τό φασιστικό Κράτος μέσα στόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους, έντάσσοντάς το στό «βοναπαρτισμό» (βλέπε π.χ. τόν παραλληλισμό βοναπαρτισμός - έθνικοσοσιαλισμός στόν Aug. Thalheimer: Uber den Faschismus αναδημοσιευμένο στό Faschismus und Kapitalismus, Europa Verlag, 1967, σελ. 19 και έπόμ. καΐ στον Η. Berl: Napoléon III. Demokratie und Dictatur, 1948, κ.λπ.). Αυτές οι παρατηρήσεις δέν άπαντοϋν καθόλου στό πρόβλημα ποιοί είναι οΐ συγκεκριμένοι παράγοντες, κι" άκόμα οί ταξικές πολιτικές σχέσεις, μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία ενός καπιταλιστικού σχηματισμού πού γεννοϋν αύτό τό ειδικό πολι· τικό φαινόμενο πού είναι τό φασιστικό Κράτος. Πρόκειται γιά ëva πολύ-
πλοκο πρόβλημα πού δέν μπορώ νά προσεγγίσω έδώ.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ 165
δηλαδή στο λαϊκό - ταξικό Κράτος, πού εκφράζει τήν ένότητα λαός-έθνος. Παρόμοια, αύτό πού περιγράφεται σαν άνταγωνιστική άντίθεση του όλοκληρωτικοϋ Κράτους και τής κοινωνίας δεν είναι, σε τελευταία άνάλυση, παρά ή σχετική αυτονομία του καπιταλιστικού Κράτους άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις. Τέλος, αύτό πού περιγράφεται σαν ή σχέση ανάμεσα στό όλοκληρωτικό φαινόμενο και τήν άπουσία ταξικής πάλης, δεν είναι παρά ή ιδιαίτερη σχέση του καπιταλιστικού Κράτους, με τήν ταξική πολιτική όργάνωση μέσα στούς κεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς. Αύτό πού μπορούμε τελικά νά παραδεχθούμε στις θεωρίες του όλοκληρωτισμοϋ, είναι δτι έπέμειναν πάνω στή σχέση άνάμεσα στούς πολιτικούς θεσμούς σαν άντιπροσωπευτικούς τής πολιτικής ένότητας τών δρώντων παραγόντων τών όποίων οι ταξικές σχέσεις έκδηλώνουν τό άποτέλεσμα άπομόνωσης, άπ τό ëva μέρος, και τόν Ιδιαίτερο ένωτικό χαρακτήρα τής πολιτικής έξουσίας, πού συμπεριλαμβάνει τό χαρακτηριστικό τής σχετικής αύτονομίας της, άπ'τό άλλο μέρος: αύτή ή σχέση μπορεί νά εξηγηθεί μόνο μέ τήν μαρξιστική άνάλυση τής πολιτικής έξουσίας. Είναι άλλωστε, βέβαιο, ότι οί σύγχρονοι μετασχηματισμοί τοΰ Κ.Τ.Π. άντιστοιχούν στούς μετασχηματισμούς τοϋ καπιταλιστικού Κράτους στή σύγχρονή του μορφή. Είναι έπίσης βέβαιο δτι αύτοι δεν μπορούν νά άποκρυπτογραφηθούν στήν προβληματική τοϋ όλοκληρωτισμοϋ, και π.χ., προσδιορίζονται σάν όλοκληρωτικοί. Πράγματι, τά πραγματικά χαρακτηριστικά πού σιωπηρά συμπεριλαμβάνονται κάτω απ' αύτό τόν δρο δεν βρίσκονται καθόλου σε άντίθεση με την καθαρή λεγόμενη φιλελεύθερη μορφή Κράτους: τά πραγματικά φαινόμενα πού καλύπτονται άπ' αύτή τήν πολιτική ιδεολογία ξαναβρίσκονται στή μορφή τοϋ φιλελεύθερου Κράτους, άκριβώς στό βαθμό πού άναφέρονται στόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους. Πρόβλημα πού έχουμε ήδη συναντήσει σχετικά μέ τΙς πολιτικές ιδεολογίες δταν διαπιστώσαμε δτι τά πραγματικά χαρακτηριστικά τών σύγχρονων πολιτικών Ιδεολογιών ύποδηλωμένα μέ τόν δρο όλοκληρωτικών πολιτικών ιδεολογιών, ξαναβρίσκονται στήν πραγματικότητα στις φιλελεύθερες πολιτικές ιδεολογίες
166
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
και είναι συστατικά στοιχεία των άστικών πολιτικών ιδεολογιών. Έτσι δεν είναι έκπληκτικό πού βλέπουμε πολλούς ιδεολόγους τόϋ όλοκληρωτικοϋ φαινομένου να παραδέχονται ρητά τήν παρουσία τών χαρακτηριστικών αύτου του φαινομένου στο ϊδιο τό φιλελεύθερο Κράτος: αποκαλύπτουν ετσι τήν πηγή τους μέσα στο σύγχρονο Κράτος γενικά^.
30. π.χ. μεταξύ τών άλλων, Talmon op. cit.
τό κεφαλαιοκραηκό Κράτος καΐ οί κυρίαρχες τάξεις
I. Ό συνασπισμός στήν έξουσία Το καπιταλκττικό Κράτος παρουσιάζει επίσης, άπ' τήν ειδική δομή του, και στις σχέσεις του μέ τις κυρίαρχες τάξεις και τμήματά τους, μιά ιδιαιτερότητα σέ σχέση μέ άλλους τύπους Κράτους. Πρόκειται γιά τό πρόβλημα τοϋ «συνασπισμού στήν εξουσία»: ή έννοια τής ήγεμονίας θά μπορούσε νά είναι χρήσιμη εδώ γιά να μελετήσει τή λειτουργία τί\ς πολιτικής πρακτικής των κυρίαρχων τάξεων ή τμημάτων τους μέσα στο συνασπισμό τής εξουσίας και γιά νά τοποθετήσει τις σχέσεις του Κράτους και αύτου του συνασπισμού. Πράγματι, διαπιστώνουμε, στήν περίπτωση αύτου του τύπου Κράτους, μιά ειδική σχέση ανάμεσα στις τάξεις ή τά τμήματα τάξεων και στά πολιτικά συμφέροντα τών όποίων ανταποκρίνεται αυτό τό Κράτος. Αύτό ακριβώς μας επιτρέπει νά τοποθετήσουμε τίς σχέσεις άνάμεσα στις κρατικές μορφές, αύτου τού τύπου, και τήν τυπική διαμόρφωση πού παρουσιάζει αύτή ή σχέση άνάμεσα σέ τάξεις και κυρίαρχα τμήματα, σέ μιά φάση ένός κεφαλαιοκρατικοϋ σχηματισμού. Πριν άπ' όλα, πρέπει ακόμα να υπενθυμίσω ότι ή όροθέτική πολιτική γραμμή κυριαρχίας - ύποταγής δέν μπορεί νά χαραχθεί, δπως τό ήθελε μιά όργανικιστική και ίστορικιστική θεωρία γιά τό Κράτος, σύμφωνα μέ τήν άντίληψη μιας «δυαδικής» πάλης τών τάξεων —κυρίαρχοι-κυριαρχούμενοι—, δηλαδή ξεκινώντας άπό μιά σχέση άνάμεσα στο Κράτος και μιά κυρίαρχη τάξη. Γνωρίζουμε δτι ενας κοινωνικός σχήμα-
168
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
του Κ.Τ.Π. πάνω στούς μή κυρίαρχους τρόπους παραγωγής και άπ τήν θέση πού κατέχουν αυτές οί τάξεις των μή κυρίαρχων τρόπων παραγωγής στο συνασπισμό έξουσίας, και έξαρταται, τέλος άπ' τις δομές του καπιταλιστικού Κράτους πού κάνουν δυνατή τήν παρουσία, πάνω στήν πολιτική σκηνή, πολλών τάξεων και μερίδων τάξεων, κ.λπ. 2) Έξ άλλου εχουμε καθορίσει τον τύπο τών σχέσεων άνάμέσα στις τάξεις ή μερίδες τάξης πού άνήκουν στο συνασπισμό έξουσίας. 'Αντίθετα μέ όρισμένες έννοιες πού χρησιμοποιεί ό Μαρξ —συγχώνευση ή σύνθεση π.χ.— ό συνασπισμός έξουσίας άποτελει μια άντιφατική ένότητα κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων, ένότητα πού κυριαρχείται άπό τήν ηγεμονική τάξη ή μερίδα. Ή ένότητα τοϋ συνασπισμοϋ έξουσίας συγκροτείται υπό τήν αιγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας πού πολώνει πολιτικά τά συμφέροντα τών άλλων τάξεων ή μερίδων πού τό άποτελοΰν. 'Αποκαλύπτουμε έτσι ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό τοϋ συνασπισμού έξουσίας· πέρα άπ* τό άμφισβητούμενο όρισμένων έκφράσεων, οί άναλύσεις τοϋ Μάρξ στηρίζονται σέ μια άρχή άπολύτως παραδεκτή: οί σχέσεις τών διαφόρων τάξεων ή μερίδων τοϋ ^συνασπισμού δέν μπορούν νά συνίστανται σέ ένα μοίρασμα τής θεσμοθετημένης πολιτικής έξουσίας, άπ τό όποιο ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα θά κατείχε άπλώς ένα πιό σημαντικό κομμάτι άπ' τις άλλες. Μ' άλλα λόγια, äv ή έννοια μιας κρατικής έξουσίας μοιρασμένης σέ κομμάτια δέν ισχύει γιά τις σχέσεις κυρίαρχων-κυριαρχούμενων τάξεων, ή άκόμα κυρίαρχων τάξεων καί τάξεων στηρίγματα ή συμμάχων, δέν ίσχύει πολύ περισσότερο γιά τις σχέσεις άνάμεσα σέ τάξεις και μερίδες πού άποτελοΰν τό συνασπισμό έξουσίας. Οί άναλύσεις τοϋ Μάρξ ύπογραμμίζουν, ότι τόσο αληθινή είναι ή έκφραση τής αντιστοιχίας άνάμεσα στο Κράτος και τά ειδικά συμφέροντα τής ηγεμονικής τάξης ή μερίδας, όσο αύτές πολώνουν και συσπίειρώνουν τά συμφέροντα τών άλλων τάξεων ή μερίδων τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας. Είναι πάντα ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα πού φαίνεται να κατέχει, σέ τελευταία ανάλυση, τήν κρατική εξουσία στήν
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ 169
ένότητά της, μέ τόσο σαφη τρόπο πού αύτή εμφανίζεται συχνά στο Μαρξ σάν ή τάξη ή μερίδα ή «αποκλειστικά κυρίαρχη». * Ενότητα πολιτική τον σννασπιαμον της εξουσίας κάτω απ την αίγιδα της ηγεμονικής τάξης f j μερίδας, σημαίνει λοιπόν ενότητα της κρατικής εξουσίας στην αντιστοιχία της με τα εΙδικά συμφέροντα αυτής τής τάξης ή μερίδας. Αυτό το χαρακτηριστικό άναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στο έσωτερικό παιχνίδι τών θεσμών τοΰ καπιταλιστικού Κράτους, στήν ιδιαίτερη ένότητά καΐ τή σχετική του αύτονομία, πού θεωρούνται έδώ άπ' τήν άποψη τοϋ ρόλου του Κράτους σέ σχέση μέ τό συνασπισμό έξουσίας. Ή Ιδιαίτερη σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα δέν άπορρέει καθόλου άπό μιά άμεση έξάρτηση τής κρατικής «μηχανής» άπ αύτή τήν τάξη ή μερίδα: άντίθετα αύτή άπορρέει άπ' τή σχετική αύτονομία άπέναντί τους και άπέναντί στό συνασπισμό τής έξουσίας στό σύνολό του. 3) Πράγματι, ταυτόχρονα μέ τή συνύπαρξη, στό πεδίο τής πολιτικής κυριαρχίας, πολλών τάξεων και μερίδων τάξεων πού αποτελούν τό συνασπισμό έξουσίας, μπορούμε νά παρατηρήσουμε τήν χαρακτηριστική τους άνικανότητα νά άποτελέσουν πολιτική ένότητα υπό τήν αιγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Παρατηρούμε μ' άλλα λόγια, μιαν άνικανότητα τής άστικής τάξης ή μερίδων αυτής τής τάξης νά άνυψωθει στό ήγεμονικό έπίπεδο, μέσο τών δικών της κομμάτων πάνω στήν πολιτική σκηνή: Είναι ή άνικανότητα τής άστικής τάξης και τών μερίδων της νά μετασχηματίσουν, με τά δικά τους μέσα οργάνωσης, τό ειδικό τους συμφέρον σέ πολιτικό συμφέρον, πού θα συσπείρωνε τά συμφέροντα των άλλων τάξεων και μερίδων του συνασπισμού έξουσίας: αύτές δέν μπορούν λοιπόν νά συγκροτήσουν τήν ένότητα των τάξεων και μερίδων αύτού του συνασπισμού. Αύτό έξαρτάται πρωτίστως, άπ τόν βαθύτερο διαμερισμό, πού πηγάζει άπ' τις ϊδιες τΙς παραγωγικές σχέσεις τής άστικής τάξης σέ άνταγωνιστικές ταξικές μερίδες: «Αύτή ή άστική τάξη, πού, σέ κάθε στιγμή, θυσίαζε τό γενικό ταξικό της συμφέρον, τό πολιτικό της συμφέρον, στό πιό στενό, στό πιο βρώ-
170
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μικο ιδιωτικό της συμφέρον...»^. Αυτό έξαρταται επίσης ταυτόχρονα, απ' το γεγονός, δτι τό άποτέλεσμα τής άπομόνωσης πάνω στις κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις δέν άντισταθμίζεται, στήν πλευρά τής καπιταλιστικής τάξης απ' τούς «καπιταλιστές ίδιώτες», δπως συμβαίνει μέ τό «συλλογικό έργάτη» άπ' τήν πλευρά των μισθωτών έργαζομένων της εργατικής τάξης. Παραδομένες στόν έαυτό τους οί κυρίαρχες τάξεις και μερίδες στό πολιτικό έπίπεδο, οχι μόνο έξαντλοϋνται σέ εσωτερικές τριβές, άλλά, πιό συχνά, βυθίζονται μέσα σέ αντιφάσεις πού τις καθιστοϋν ανίκανες νά κυβερνήσουν πολιτικά. 'Ακόμα κι αν αύτές οί άντιφάσεις, στό σύνολο τών ταξικών σχέσεων ένός κεφαλαιοκρατικοϋ σχηματισμού, εϊναι. δευτερεύουσες, ή, πιό σπάνια, δευτερεύουσες πλευρές τής κύριας άγτίφασης, δέν είναι λιγότερο αληθινό δτι ή έπιβολή τους αποδεικνύεται κεφαλαιώδης. Συνδυασμένες μέ τήν κύρια άντίφαση, ή μέ τήν κύρια πλευρά της δημιουργούν, μέσο τής ταξικής τους λειτουργίας, μιά μόνιμα άσταθή κατάσταση τής κυριαρχίας στό πολιτικό έπίπεδο. 4) Αύτό τό σημείο άλλωστε, θέλει νά υπογραμμίσει ό Γκράμσι, στό κείμενο πού μνημονεύσαμε γιά τόν Καιααρισμό, αν και αύτός εκεί περιγράφει μιά θεωρητική ιδιαιτερότητα του «Καισαρικού» φαινομένου, χωρίς νά τό θεωρεί σάν ένα χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τύπου Κράτους: τό συσχετίζει μέ μια «καταστροφική Ισορροπία» άνάμεσα στις βασικές κοινωνικές δυνάμεις. Ό Γκράμσι ώστόσο δείχνει τά δρια αύτής τής έρμηνείας, προσφέροντας χρήσιμες ενδείξεις γιά τήν κατανόηση αύτου του τύπου Κράτους: «Θά ήταν μεθοδολογικό λάθος (μιά πλευρά μηχανιστικής κοινωνιολογίας) νά θεωρούμε δτι στα φαινόμενα του Καισαρισμου... ^δλο τό νέο ιστορικό φαινόμενο όφείλεται στήν ισορροπία των «βασικών» δυνάμεων θά πρέπει επίσης να δούμε τις σχέσεις πού παρεμβαίνουν ανάμεσα στις κύριες ομάδες των βασικών τάξεων και τις βοηθητικές δυνάμεις πού καθοδηγούν ή υποτάσσονται στήν ήγεμονική
1. Le 18 Brumaire, σελ. 327.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
171
έπιρροή»^. Έτσι είναι αυτές οι ιδιαίτερες αντιφατικές σχέσεις άνάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις τής αστικής τάξης, πού εϊναι διαιρεμένη άπ' τη σύστασή της σέ ταξικές μερίδες, πού άποκαλύπτουν είτε τις Καισαρικές τάσεις πού ένυπάρχουν στον καπιταλιστικό τύπο Κράτους, εϊτε τον βοναπαρτισμο σαν θρησκεία τής άσηκής τάξης. Οί παρατηρήσεις μας αποκτούν δλη τους τή σπουδαιότητα άν τις θεωρήσουμε, δπως καΐ τό μεγαλύτερο μέρος τών σύγχρονων πολιτικών θεωριών, πού άρνουνται τήν ύπαρξη μιας κυρίαρχης τάξης ενισχύοντας τήν αντίληψη τών πολιτικών ελίτ άνάμεσα στις όποιες κατανέμουν τήν έξουσία, δτι βασίζονται στήν πεποίθηση δτι ή άστική τάξη δέν εϊναι πιά σήμερα, ή συνεκτική και μονολιθική τάξη πού ήταν στο παρελθόν'. Στήν πραγματικότητα ή άστική τάξη δέν αποτέλεσε ποτε μια τάξη - ύποκείμενο χωρίς αυτό νά άλλαξε σέ τίποτε βέβαια, τόν χαρακτήρα της σάν κυρίαρχης τάξης αλλά ουτε περισσότερο, και τήν ένότητα τής θεσμοποιημένης έξουσίας της, σχετικά αύτόνομης απ' αύτήν, στήν βεβαιωτική άντιστοιχία της μέ τά εΙδικά συμφέροντα τής ήγεμονικής μερίδας αύτής τής τάξης. Ποιός εϊναι, στήν περίπτωση αύτή, ό ρόλος τοϋ Κράτους; Αυτό αποτελεί στήν πραγματικότητα, τον παράγοντα πολιτικής ενοποίησης του συνααπισμοϋ εξουσίας ύπο την αΙγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Μ^ άλλα λόγια, αυτο αποτελεί τον παράγοντα ήγεμονικής οργάνωσης αυτής τής τάξης ή μερίδας μέ τρόπο πού τά ειδικά τους συμφέροντα θά μπορούν νά συσπειρώνουν τα συμφέροντα τών άλλων τάξεων και μερίδων του συνασπισμού έξουσίας. Εϊναι άλήθεια ότι ή μαρξιστική θεωρία τόνισε συχνά τό ρόλο τοϋ Κράτους απέναντι στίς τάξεις και μερίδες που είναι στήν εξουσία: αύτός ό ρόλος ώστόσο γενικά περιγράφηκε σαν §νας ρόλος διαιτησίας. Πρέπει νά καταστρέψουμε αύτό τόν τελευταίο μύθο πού άπορρέει, απ 2. Παραθέτω τό κείμενο σύμφωνα μέ τή γαλλική μετάφραση τών Ed. Sociales, op. cit., σελ. 259. 3. Γι* αυτό τό θέμα Bottomore, Classes in Modern Society, 1966, σελ. 28 και έπόμ. Elites and Society, 1964, σελ. 24 και έπόμ. κ.λπ.
172
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τήν άλλη πλευρά, απ' τήν παραγνώριση του ύπερπροσδιοριστικου ρόλου πού μπορούν να παίζουν οί δευτερεύουσες άντιφάσεις, σ' ενα σχηματισμό. Δεν πρόκειται, μιλώντας κυριολεκτικά, στήν περίπτωση αύτή, για ενα ρόλο τοϋ Κράτους άπέναντι σε τάξεις ή μερίδες ήδη πολιτικά όργανωμένες σέ κόμματα, για μιά διαιτησία άνάμεσα σέ κοινωνικές δυνάμεις ήδη συγκροτημένες. "Ολα συμβαίνουν άκριβώς σάν νά κατείχε τό Κράτος σταθερά το ρόλο πολιτικής όργάνωσης τοϋ συνασπισμοϋ τής έξουσίας, δπως θά γίνει πιο σαφές στή μελέτη τών σχέσεων άνάμεσα στο καπιταλιστικό Κράτος και τά κόμματα τών τάξεων και μερίδων τοϋ συνασπισμού. Τό Κράτος κατέχει πράγματι αύτόν τό ρόλο μόνο γιατί τά πολιτικά κόμματα τής άσηκής τάξης καΐ τών μερίδων της είναι άνίκανα νά άναλάβουν ëva αύτόνομο όργανωτικό ρόλο, πού νά εχει έστω και μικρή άναλογία μέ τό ρόλο τών κομμάτων τής έργατικής τάξης. Έτσι βλέπουμε νά έμφανίζεται πιό καθαρά ό ουσιαστικός ρόλος τρϋ Κράτους, σάν παράγοντας πολιτικής ένότητας τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας κάτω άπ' τήν αΙγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας — κι' ετσι και ό ρόλος του άπέναντι στις μή ήγεμονικές τάξεις καί μερίδες τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας—, και σάν παράγοντας όργάνωσης τών συμφερόντων τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας —και έτσι και ό είδικός του ρόλος άπέναντί τους*. 4. Τό φαινόμενο είναι Ιδιαίτερα σαφές στή μελέτη τών σχέσεων άνάμεσα στό Κράτος
καί τά κόμματα
τών κυρίαρχων
τάξεων
"και
μερίδων.
Πρέπει να παρατηρήσουμε δτι σπάνια αύτά τά κόμματα μπόρεσαν νά άναλάβουν έναν όργανωτικό ρόλο σέ σχέση μ' αύτές τίς τάξεις Kai μερίδες, έστω καΐ σέ μακρινή άναλογία μέ τό ρόλο τών σοσιαλιστικών κομμάτων και στή συνέχεια τών κομμουνιστικών κομμάτων. Αύτά έχουν άναλάβει κυρίως τό ρόλο άντιπροσώπενσης
αυτών τών τάξεων
και μερίδων
κοντά
στό Κράτος, μέ τή μορφή «Κοινοβουλευτικών μερίδων». Φαίνεται ετσι σωστό νά τά θεωρούμε γενικά σάν Ιμάντες μεταβίβασης τής κρατικής έξουσίας. Άλλα αύτή ή παρατήρηση είναι πολύ γενική: μπορούμε νά τήν συγκεκριμενοποιήσουμε τονίζοντας ότι τό Κράτος άποκτα τόσο μεγαλύτερη αυτονομία άπέναντι τών κυρίαρχων τάξεων καΐ μερίδων, άναλαμβάνοντας αύτό τόν όργανωτικό ρόλο, δσο περισσότερο αύτά τά κόμματα είναι σέ πτώση. Μ* άλλα λόγια, ή παρακμή
αυτών τών κομμάτων
δεν
σημαίνει
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
173
Αν προσπαθήσουμε τώρα να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού Κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξειζ και μερίδες, μπορούμε νά δοϋμε ότι αυτό το Κράτος παροΐ^σίάζεί μιά Ιδιαίτερη ενότητα, συνδεδεμένη με τή σχετική του αυτονομία, οχι στο δτι εϊναι το οργανο μιας τάξης^ πολιτικά. ήδη ένοποιημένης, άλλα στο ότι αποτελεί ακριβώς τον παράγοντα ενότητας του συνασπισμού εξουσίας. Δέν πρόκειται λοιπόν γιά κοινωνικές δυνάμεις πού μοιράζονται τή θεσμοθετημένη έξουσία: πρόκειται άντίθετα για πολλές τάξεις και μερίδες παρούσες πάνω στό έδαφος τής πολιτικής κυριαρχίας, πού μπορούν νά έξασφαλίσουν αυτή τήν κυριαρχία μόνο στό βαθμό πού είναι πολιτικά ένοποιημένες. Τό Κράτος ελκει τήν δική του ένότητα απ' αύτή τήν πολλαπλότητα κυρίαρχων τάξεων και μερίδων, στό βαθμό πού οί σχέσεις τους, μή μπορώντας νά λειτουργήσουν στό αοντέλο κατανομής τής έξουσίας, έχουν ανάγκη του Κράτους σάν όργανωτικοϋ παράγοντα τής κυρίως πολιτικής τους ενότητας. Αύτή ή ένότητα, πραγματοποιημένη και πολιτική
αποδιοργάνωση
του συνασπισμού
τής
έξουσίας^ στό βαθμό
πού τό Κράτος τά ύποκαθιστα σ' αύτό τό ρόλο: Είναι ή συνηθισμένη περίπτοοση τής αύτονομίας ένός Κράτους μέ χαρακτηριστική έπικράτηση τής έκτελεστικής έξουσίας, δταν αύτή συμπίπτει μέ τήν παρακμή τών κομμάτων και μέ τήν άντικατάστασή τους από όμάδες πίεσης. Έτσι έχει σημασία να βεβαιώσουμε ότι, τελικά ή θεωρητική άνάλυση τών κομμάτων τής αστικής τάξης καΐ τών κομμάτων τής έργατικής τάξης δέν μπορεί άπολύτως να προχωρήσει άπο τΙς ϊδιες άρχές — άντίθετα μ' αυτό πού συμβαίνει στό μεγαλύτερο μέρος τών άναλύσεων τής σύγχρονης πολιτικής έπιστήμης, άλλά έπίσης και τής μαρξιστικής θεωρίας, όπως π.χ. στήν περίπτωση τοϋ Ούμπ. Τοερόνι, σ' ένα σπουδαίο άρθρο. «Γιά μιά θεωρία τοϋ πολιτικού κόμματος, στήν Critica Marxista, Σεπτ.-Δεκ. 1963, σ. 15 και έπόμ. Ή διαφορά, γιά τήν όποία μιλάω έδώ, δέν άνάγεται άλλωστε μόνο στο γεγονός, ότι τό «κόμμα νέου τύπου» άποσκοπεί στον έπαναστατικό μετασχηματισμό τών κοινωνικών σχέσεων: μ' άλλα λόγια ή όργανωτική άνικανότητα τών αστικών κομμάτων δέν έξαρταται μόνο άπ τό γεγονός δτι ή άίττική τάξη σκοπεύει στή διατήρηση τών ύπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων. Στήν πραγματικότητα τά άστικά κόμματα δέν έκπληρώνουν καθόλου, γενικά, τόν αύτόνομα ρόλο όργάνωσης αύτών τών τάξεων πού είναι αναγκαίος γιά τή διατήρηση τών ύφισταμένων κοινωνικών σχέσεων, γιατί αύτός ό ρόλος ανήκει στό Κράτος.
174
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κάτω απ' την αιγίδα της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας, αντιστοιχεί ετσι <ττήν ένότητα του Κράτους σάν παράγοντα όργάνωσης αυτής της τάξης ή μερίδας. Μ' αύτη τήν έννοια, ή ένότητα τής κρατικής έξουσίας εγκειται, σέ τελευταία άνάλυ<τη, στήν ιδιαίτερη σχέση της με τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα, στήν βεβαιωτική αντιστοιχία του Κράτους ατά εΙδικά συμφέροντα αυτής τής τάξης ή μερίδας. Αυτό είναι τό ϊδιο τό νόημα των αναλύσεων του Μάρξ γιά τήν περίοδο 1848 - 1852 στή Γαλλία, άνάλυση πού δείχνει ταυτόχρονα τή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τό συνασπισμό έξουσίας, και τήν ένωτική λειτουργία τής θεσμοποιημένης έξουσίας ύπέρ τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Οι παρατηρήσεις μας εξ άλλου μπορούν νά συντελέσουν στήν κατάργηση ένός άλλου μύθου, άρκετά διαδομένου σήμερα και κατά τόν όποιο τό αστικό Κράτος του παρελθόντος είναι ό έκπρόσωπος τοϋ συνόλου τής άστικής τάξης, ένώ τό σύγχρονο Κράτος του κρατικό - μονοπωλιακού καπιταλισμού αντιπροσωπεύει μόνο τό μονοπωλιακό τμήμα. Αύτή ή έρμηνεία είναι διπλά λαθεμένη: τό καπιταλιστικό Κράτος, άντιπροσωπεύοντας τά συμφέροντα του συνασπισμού έξουσίας στό σύνολό του, πάντα λειτούργησε μέ μιά ειδική σχέση με τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα αύτού του συνασπισμού, ήταν πάντα στήν ύπηρεσία το5ν ειδικών συμφερόντων αύτής τής τάξης ή μερίδας. Πραγμα πού δέν έμπόδιζε, βέβαια, τήν πολιτική κυριαρχία των άλλων τάξεων καΐ μερίδων του συνασπισμού τής έξουσίας. Άπό μιά άλλη πλευρά, ή τωρινή σχέση ανάμεσα στό Κράτος και τήν ήγεμονική μονοπωλιακή μερίδα δέν έμποδίζει πραγματικά τή συμμετοχή άλλων μερίδων τής άστικής τάξης στόν συνασπισμό τής έξουσίας: δέν μπορώ εδώ νά επεκταθώ σ' ενα πρόβλημα πού ή άνάλυσή του θά μας όδηγούσε αρκετά μακριά. Περιορίζομαι νά δείξω ότι ή άνάπτυξη του Ιμπεριαλισμού δημιουργώντας νέα χάσματα και μετατοπίσεις των άντιφάσεοη' (ιμπεριαλιστική και μεταπρατική αστική τάξη, εθνική αστική τάξη, μέση αστική τάξη), δέν καταργεί τις βασικές συντεταγμένες του συνασπισμού τής έξουσίας (αντίθετα μέ μιά αντίληψη πού θά τοποθετούσε τή σύγχρονη οροθετική γραμμή πολι-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ 175
τικής κυριαρχίας άνάμεσα σέ μιά δράκα τιποτένιων μονοπωλητών, άπ' τή μιά, και τό ύπόλοιπο έθνος, άπ τήν άλλη). Αύτός ό ρόλος του καπιταλιστικού Κράτους καθορίζει, εξ άλλου, τή σχετική αυτονομία τον άπέναντι στο συνασπισμό τΑς έξουσίας και απέναντι τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας—αυτονομία πού μπορεί νά πάρει πολλές συγκεκριμένες μορφές. Τό Κράτος μπορεί, π.χ., νά παρουσιάζεται σαν ή πολιτική έγγύηση τών συμφερόντων τών διαφόρων τάξεων και μερίδων του συνασπισμού τής έξουσίας, άπέναντι στά συμφέροντα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας, μπορεί άκόμα νά ύποκινεΐ αύτές τις τάξεις καΐ μερίδες ένάντια στήν τελευταία: αύτά δμως, μέσα στό ρόλο της σάν πολιτικού όργανωτή τής ήγεμονικής τάξης, στόν όποιο αποδέχεται και τις άναγκαϊες θυσίες γιά τή διατήρηση τής ήγεμονίας της. Τό νά ποϋμε, σύμφωνα μέ τή φράση του Κομμουνιστικού μανιφέστου, δτι τό Κράτος είναι ή έπιτροπή διαχείρισης των κοινών ύποθέσεων τής άστικής τάξης στο σύνολο της, εϊναι συγχρόνως ακριβές και άνεπαρκές, άνεπαρκές, öv αύτό μας κάνει νά μή βλέπουμε τό σύνθετο ρόλο του Κράτους άπέναντι στό συνασπισμό τής έξουσίας, και τήν ιδιαίτερή του σχέση μέ τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα. Είδικώτερα, αύτή τή σχετική αύτονομία του Κράτους πρέπει νά τή δούμε στήν περίπτωση του βοναπαρτισμου. Πράγματι, στή συγκεκριμένη ιστορική περίπτωση του γαλλικοϋ βοναπαρτισμου, ό Μάρξ δείχνει τή γέννησή της άπό τις άντιφάσεις τών τάξεων και μερίδων τής έξουσίας και άπ' τήν άδυναμία μιας άπ' αύτές νά άνυψωθει σέ ήγεμονική τάξη ή μερίδα πραγματοποιώντας ετσι τήν ένοποίηση του συνασπισμού τής έξουσίας κάτω άπ' τήν αιγίδα της. Ή Δεύτερη Δημοκρατία συσχετίζεται έτσι μέ τή διάλυση τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας κάτω απ' τήν αίγίδα τού χρηματιστικού κεφαλαίου: «Τό κόμμα τής τάξης ήταν ενας συνδυασμός από έτερογενή κοινωνικά στοιχεία. Τό ζήτημα τής άναθεώρησης τού Συντάγματος δημιουργεί ενα πολιτικό κλίμα πού αποσυνθέτει τό προϊόχ αύτού τού συνδυασμού στά άρχικά του στοιχεία... Ή διάλυση τού κόμματος τής τάξης δέν σταμάτησε στα άρχικά του στοιχεία. Κάθε μιά από τις δυό μεγάλες μερίδες άποσυντέθηκε κι αύτή μέ τή
176
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
σειρά της...»®. Παράλληλα, ό Μάρξ έπιμένει, στόϊδιο πλαίσιο, στην αμφισβήτηση της ήγεμονίας του χρηματιστικού Κεφαλαίου, πού έκφράζεται όταν αύτή ή μερίδα διακόπτει τούς δεσμούς της με το πολιτικό της κόμμα, με τούς «πολιτικούς πού την εκπροσωπούσαν» και γίνεται «βοναπαρτιστική»®. Τό Κράτος τής Δεύτερης Δημοκρατίας είναι ετσι σχετικά αύτόνομο απ' το συνασπισμό τής εξουσίας και άπ' αύτή τή χρηματιστική μερίδα, αν και ύπηρετεί τα συμφέροντα τής άστικής τάξης στο σύνολό της καί, — θέμα στο όποιο θά επανέλθει ό Μαρξ είδικώτερα στό ο ^Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία — τά συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου^. Μέσο τών συγκεκριμένων πολιτικών άναλύσεών τους, ό Μάρξ και ό Ένγκελς αναφέρονται πάντα στόν βοναπαρτισμό, σάν θρησκεία τής άστικής τάξης, σάν χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τύπου Κράτους, στήν ενότητα και τή σχετική του αύτονομία, πού απορρέει απ τό ρόλο του απέναντι στό συνασπισμό τής έξουσίας και τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα. Έδώ πρέπει νά φυλαχτούμε άπ' τήν έννοια τής ισορροπίας: ή σχετική αύτονομία του Κράτους απέναντι στό συνασπισμό τής έξουσίας και τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα δεν έξαρτάται από μιά ισορροπία δυνάμεων των κυρίαρχων τάξεων καΐ μερίδων, ανάμεσα στις όποιες ή θεσμοθετημένη εξουσία θά δρούσε σαν διαιτητής. Πράγματι, κατά γενικό κανόνα, ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα, τής οποίας τό Κράτος συνιστά τόν πολιτικό όργανωτή, εχει τό προβάδισμα πάνω στις άλλες δυνάμεις του συνασπισμού τής έξουσίας: αύτή ή προνομιούχα θέση πού κατέχει δεν εμποδίζει ώστόσο τή σχετική αύτονομία του Κράτους απέναντί της. 5. Le 18 Brumaire, δτελ. 313, 319. 6. Ibid., σελ. 322. 7. Οί άναλύσεις του Μαρξ έπιβεβαιώθηκαν άπό πρόσφατες μελέτες. Τα πολυ σημαντικά μέτρα πού παίρνει 6 Λ. Βοναπάρτης υπέρ τής βιομηχανικής άστικής τάξης, δέν σημαίνουν δτι ή χρηματιστική άστική τάξη δέν διατήρησε τήν ήγεμονία. Ένας λόγος παραπάνω πού ύπό τον Λ. Βοναπάρτη ή χρηματιστική άστική τάξη ένδιαφέρθηκε γιά πρώτη φορά στή Γαλλία γιά τή διαδικασία τής έκβιομηχάνισης (C. Dupeux, La société Française, 1789-1960, 1964, σελ. 132 καί έπόμ.).
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΑΞΕΙΣ
177
Είναι προφανές ότι, και σ' αύτη τήν περίπτωση ή ένότητα και ή σχετική αύτονομία τοϋ Κράτους παίρνουν, στις διάφορες συγκεκριμένες μορφές τοϋ Κράτους και του καθεστώτος, ιδιαίτερες μορφές, κι ακόμα διάφορες κλίμακες: πρόκειται γιά μεταβολές στο εσωτερικό όρίων σταθεροποιημένων από τις δομές του. II. Ή διάκριση τόν έξουσιών Οί παρατηρήσεις γιά τήν ιδιαίτερη ένότητα τοϋ καπιταλιστικοΰ Κράτους μποροϋν νά φωτιστοϋν αν λάβουμε ύπ' όψη τους ιδιαίτερους θεσμούς αύτοϋ τοϋ Κράτους, σταματώντας, ιδιαίτερα, στήν περίφημη θεωρία τής διάκρισης των έξουσιών. Πράγματι, σέ πείσμα τής διακήρυξης γιά τή διάκριση των έξουσιών, κυρίως άνάμεσα στή νομοθετική έξουσία — Κοινοβούλιο — και στήν έκτελεστική έξουσία, μπορούμε νά διαπιστώσουμε δτι τό καπιταλιστικό Κράτος λειτουργεί σάν μιά συγκεντρωτική ένότητα, όργανωμένη στή βάση της κυριαρχίας μιας απ' αύτές τις έξουσίες πάνω στις άλλες. Στήν πραγματικότητα, ή διάκριση άνάμεσα στή νομοθετική και τήν έκτελεστική έξουσία δέν εϊναι μιά απλή τυπική νομική διάκριση, άλλα αντιστοιχεί ταυτόχρονα σέ καθορισμένες σχέσεις πολιτικών δυνάμεων καΐ σέ πραγματικές διαφορές μέσα στή λειτουργία τών θεσμών τοϋ Κράτους. 'Ωστόσο, προς τό παρόν έχει σημασία νά συγκρατήσουμε ότι, σέ αντίθεση μέ μια αντίληψη ένός διαχωρισμού πολυκεντρικού και ισορροπημένου στό έσωτερικό της έξουσίας τοϋ Κράτους, μπορούμε πάντα νά αποκαλύψουμε τήν χαρακτηριστική κυριαρχία μιας απ' αύτές τις έξουσίες, αύτής πού αποτελεί τήν κύρια βαθμίδα τής ένότητας τοϋ Κράτους. Αύτή ή βαθμίδα—^κατά γενικό κανόνα, ή νομοθετική ή ή έκτελεστική αποτελεί έτσι τό συγκλίνον σημείο όπου συγκεντρώνεται στό έσωτερικό της σύνθετης όργάνωσης τοϋ Κράτους, ή ένιαία θεσμοποιημένη έξουσία: αύτή αντανακλα τόν δείκτη τών εσωτερικών σχέσεων υποταγής^ μέ έξουσιοδότηση της έξουσίας, τών διαφόρων «έξουσιών» τοϋ Κράτους, σ' αύτή τήν κυρίαρχη «έξουσία», πού αποτελεί τήν αρχή ένότητας της Κρατικής έξουσίας. 12
178
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Πώς μπορούμε νά άποκαλύψουμε αύτό τον κεντρικό τόπο τής θεσμοθετημένης έξουσίας; Ή ενότητα του καπιταλιστικού Κράτους άπορρέει συγχρόνως απ' τό γεγονός ότι έκφράζει τήν πολιτική ένότητα λαός - έθνος και απ' τό γεγονός δτι αποτελεί τήν πολιτική ένότητα του συνασπισμού έξουσίας κάτω απ' τήν αιγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Ή κύρια βαθμίδα της έσωτερικής ένότητας του Κράτους είναι ό τόπος όπου συγκεντρώνεται ή σχέση ανάμεσα σ* αυτές τΙς δύο αρχές της ενότητας του Κράτους, ό τόπος οπου εκφράζεται ή νομιμότητα της θεσμοποιημένης πολιτικής έξουσίας. Στή σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τις «απομονωμένες» κοινωνικο - οικονομικές σχέσεις, σχέση στήν όποία ανάγεται, τελικά, μέσα στούς θεσμούς του Κράτους, ή σχέση του Κράτους και τών κυριαρχούμενων τάξεων, αύτή ή βαθμίδα αποτελεί τόν τόπο δπου άντανακλαται ή λαϊκή κυριαρχία. Στή σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τΙς κυρίαρχες τάξεις καΐ μερίδες, αύτή ή βαθμίδα ύποδηλώνει τόν τόπο δπου συγκροτείται, στό έσωτερικό του Κράτους, σάν παράγοντας ένότητας του συνασπισμού έξουσίας κάτω απ' τήν αιγίδα της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας, ή τάξη ή ή μερίδα σάν ήγεμονική. Έτσι, διαπιστώνουμε πράγματι δτι αύτός ό τόπος είναι, γενικά, ό ϊδιος: καΐ αύτό στό βαθμό ακριβώς πού, σ' αύτόν τόν θεσμικό τόπο και μέ τή διαμεσολάβηση του Κράτους, ή δοσμένη τάξη ή μερίδα πετυχαίνει να συγκροτείται σάν άντιπροσωπευτική ενός γενικού συμφέροντος του λαου, σάν νά ύλοποιειται σ' αύτήν ή λαϊκή κυριαρχία, και μέ τό νά άνυψώνει τά ειδικά της συμφέροντα σέ συμφέροντα του συνασπισμού έξουσίας νά πραγματοποιεί κάτω απ' τήν αιγίδα της τήν ένότητα τού συνασπισμού. Μέ δυό λόγια, ή βαθμίδα της έσωτερικής ένότητας τού καπιταλιστικού Κράτους συγκεντρώνει τή σχέση άνάμεσα στίς δύο άρχές, της ένότητας της θεσμοποιημένης έξουσίας. Αύτή εϊναι ό τόπος στόν όποιο συγκροτείται, μέ τή μεσολάβηση τού Κράτους, ή πολιτική οργάνωση της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας άπέναντι στήν «κοινωνία» καΐ απέναντι στό συνασπισμό έξουσίας. "Αν αύτές οί παρατηρήσεις μας έπιτρέπουν νά αποκαλύ-
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ 179
ψουμε τήν ένιαία λειτουργία του Κράτους, παρά τήν φαινομενική διάκριση των έξουσιών, μπορούμε νά εμβαθύνουμε άκόμη περισσότερο στην έξέτασή του στη σχέση ανάμεσα στο Κράτος και το συνασπισμό εξουσίας. Υπενθυμίζω ακόμα δτι ή διάκριση νομοθετικό - εκτελεστικό καλύπτει πράγματι μιά όλόκληρη σειρά έτερογενών παραγόντων. Τό ούσιαστικό είναι νά δοϋμε έδώ, γιατί και πώς αύτοι οι παράγοντες, πού άντανακλώνται στή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τό συνασπισμό έξουσίας, θεσμοθετούνται ακριβώς σάν σχέσεις εκτελεστικού νομοθετικού, και κατανοούνται, αυτό πού είναι ακόμα πιό σημαντικό, σάν διάκριση των έξουσιών. Ή παρουσία πολλών τάξεων και μερίδων τάξεων πάνω στο έδαφος τής πολιτικής κυριαρχίας, στό όποιο στηρίζεται ό σχηματισμός του συνασπισμού έξουσίας, είναι βασική έδώ. Μπορούμε πράγματι νά βεβαιώσουμε ότι ή διάκριση τών έξουσιών όφείλεται ^ ι ς σύνθετες σχέσεις τών τάξεων και μερίδων αύτου του συνασπισμού και θεσμοθετήθηκε γιά τό ένδεχόμενο πού οί διάφορες τάξεις καί μερίδες του συνασπισμού θά κατείχαν άντίστοιχα τό νομοθετικό ή τό έκτελεστικό, γιά τό ένδεχόμενο λοιπόν πού οί διαφορετικές τάξεις και μερίδες θά άποκρυσταλλώνονταν σέ διάφορους θεσμικούς χώρους. Ή διάκριση τών θεσμικών έξουσιών είναι, μ' αύτό τό νόημα, τυπικό χαρακτηριστικό ενός Κράτους πού λειτουργεί μέ τήν παρουσία ενός συνασπισμού έξουσίας. Ό Μαρξ μας προσφέρει ένδείξεις στή 18η ΜπρυμαΙρ και στό Ταξικοί άγώνες στη Γαλλία, στά όποια μελετάει τις σχέσεις του έκτελεστικοΰ και τοϋ νομοθετικού, πριν τό πραξικόπημα του Λ. Βοναπάρτη, σάν αντανάκλαση τών σχέσεων άνάμεσα στή χρηματιστική μερίδα,—έκτελεστικό— και στή βιομηχανική μερίδα — νομοθετικό. Μέ ποιό νόημα λειτουργεί πραγματικά αύτή ή κατανομή έξουσιών; Στήν περίπτωση κατά τήν όποία τό έκτελεστιί^ και τό νομοθετικό έλέγχονται άπό τήν ίδια ήγεμονική τάξη ή μερίδα, ή διάκριση τών έξουσιών στή λειτουργία τους, εΪναι ανύπαρκτη : ή περίπτωση εϊναι πολύ προφανής γιά νά έπιμείνουμε. 'Αρκεί νά θυμίσουμε τήν κλασική περίπτωση της Μ. Βρεταννίας,. δπου, σε πείσμα τών φαινομένων, ή διάκριση νομο-
180
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
θετικό - έκτελεσηκό δεν εχει ποτέ, ώς σήμερα, λειτουργήσει πραγματικά: κι' αύτό εξ αιτίας τής διαμόρφωσης και της ιδιαίτερης λειτουργίας, πού συχνά εχουμε τονίσει, του συνασπισμου έξουσίας στη Μ. Βρεταννία. Είναι περισσότερο ενδιαφέρον νά εξετάσουμε αύτό πού συμβαίνει δταν τό έκτελεστικό και τό νομοθετικό άντανακλουν τάξεις ή μερίδες διαφορετικές άπ' τό συνασπισμό έξουσίας. Στήν περίπτωση αύτή, πρόκειται γιά μια πραγματική «διάκριση» των εξουσιών του Κράτους, μέ δυό λόγια γιά μια πραγματική διαίρεση της πολιτικής έξουσίας πρός όφελος αύτών των διαφορετικών τάξεων ή μερίδων; Τίποτα απ' αύτά δέ συμβαίνει. Σ' αύτή τήν περίπτωση, ή ένότητα τής θεσμοποιημένης έξουσίας διατηρείται, μέσο τής συγκέντρωσής της στόν κυρίαρχο τόπο, στόν όποιο αντανακλάται ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα. Οί άλλες έξουσίες λειτουργούν κυρίως μέ τή μορφή αντίστασης στήν κυρίαρχη έξουσία: ενσωματωμένες στήν ένωτική λειτουργία του Κράτους, συντελούν στήν όργάνωση τΐις ήγεμονίας τής τάξης ή μερίδας πού άντανακλαται, σαν πολιτική δύναμη, στήν κυρίαρχη έξουσία®. Αύτό μπορεί νά επιβεβαιωθεί συγχρόνως είτε στό σχηματισμό του Κράτους, πού βγήκε άπ' τή Γαλλική έπανάσταση, δπως και στή διαμόρφωση τής τρίτης Δημοκρατίας, εϊτε Ιδιαίτερα, πάνω σΓ0 έπίπεδο τής πολιτικής θεωρίας, στό εργο του Μοντεσκιέ, πού ήταν χωρίς άμφιβολία ό πιό σημαντικός θεωρητικός καΐ μέ τή μεγαλύτερη έπίδραση τής πολιτικής δημοκρατίας. Γιά ν' αρχίσουμε από τήν τελευταία, ό Ch. Eisenmann και ό L. Althusser® έχουν δείξει δτι ό Μοντεσκιέ δέν βεβαιώνει 8. Δέν είναι περιττό νά τονίσουμε δτι, για τούς ύποστηρικτές τοΟ «νεοφιλελεύθερου» ρεύματος, ή καινοτόμος έννοια των «checks and balances» θεσμών συμπίπτει μέ τήν ένσωματιστική άντίληψη τοΟ Ισορροπημένου πολυκεντρισμοϋ τής έξουσίας στήν κοινωνία (βλέπε π.χ., R. Dahl, op. cit σ. 83 και έπόμ.). 'Υπενθυμίζω έδώ, σχετικά μέ τήν όρολογία, τις παρατηρήσεις μου γιά τήν έννοια τής έξουσίας: άναφέροντας τήν ταξική έξουσία, όταν δηλώνουμε μέ τόν όρο έξουσία θεσμοθετημένες δομές, στήν πραγματικότητα, πρέπει να τΙς έννοουμε σαν κέντρα εξουσίας, 9. Μοντεσκιέ, la politique et Γ histoire, 1964.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ 181
καθόλου τή διάκριση των εξουσιών, όπως ισχυρίζονται, καΐ ότι ή θεωρία του γιά τήν κατανομή των εξουσιών, πού προϋποθέτει τήν ένότητα του Κράτους, δέν μας παραπέμπει σέ μιά συνταγματικό - νομική αντίληψη διάκρισης των διαφόρων σφαιρών νομιμότητας. Αυτή καταλήγει σέ μιά ορισμένη αντίληψη τών σχέσεων ανάμεσα στις άντίπαλ^ς κοινωνικές δυνάμεις, στο πλαίσιο της μεταβατικής περιόδου πού ό Μοντεσκιέ είχε μπροστά του. Οί σχέσεις ανάμεσα στο εκτελεστικό και το νομοθετικό, πού διακρίνονται σέ κάτω και άνω Βουλή αναφέρονται σέ μιά όρισμένη αντίληψη τών σχέσεων ανάμεσα στίς κοινωνικές δυνάμεις: σχέσεις ανάμεσα στή βασίλεια πού [εχει τήν ^δρα της στήν έκτελεστική εξουσία, τούς ευγενείς, πού έχουν τή εδρα τους στήν άνω Βουλή και στο «λαό», δηλαδή τήν αστική τάξη, πού εχει τήν εδρα του στήν κάτω Βουλή. Στον Μοντεσκιέ μπορούμε νά βρούμε περισσότερα: ή άντίληψή του γιά τήν κατανομή τών εξουσιών προϋποθέτει τήν αντίληψη τής ενότητας της θεσμικής εξουσίας στο νόημα, ότι αυτή ή κατανομή δέν συλλαμβάνεται σαν μιά διάκριση-διαίρεση πού αμφισβητεί τήν ένότητα. Αυτή ή ένότητα είναι αύτή καθ' αυτή συνδεμένη μέ τήν κυριαρχία μιας από τις εξουσίες πάνω στις άλλες, ή οποία και αποτελεί τό σταυρικό σημείο της εξουσίας του Κράτους. OAlthusser, αν και άποδέχεται τόν όρο τής διαίρεσης, τοποθετεί σωστά τό πρόβλημα: «Άρκούμενοι νά άποκαλύψουμε, κάτω απ' τις μυθικές όψεις της διάκρισης τών έξουσιών, τήν πραγματική δράση μιας διαίρεσης της εξουσίας ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, κινδυνεύουμε, μου φαίνεται, νά ενισχύσουμε τήν αύταπάτη μιας φυσικής διαίρεσης, πού συνοδεύει και άντιστοιχει σέ μιά προφανή ισότητα. Περάσαμε απ' τις εξουσίες στις δυνάμεις. Έχουν αλλάξει οί όροι; Τό πρόβλημα παραμένει τό ίδιο: πρόκειται πάντα και μόνο γιά Ισορροπία και διανομή. Είναι αύτός ό τελευταίος μύθος πού θά ήθελα νά καταγγείλω... Γιατί αύτή ή διασάφηση θέτει ή ϊδια ëva έρώτημα. Προς δψελος τίνος γίνεται αυτή ή διανομή;», Ό Althusser δείχνει καθαρά δτι στή θεωρία του Μοντεσκιέ, ή κυρίαρχη θεσμοποιημένη εξουσία, κέντρο οργά-
182
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣ ΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
νωσης της ενότητας του Κράτους, συγκροτείται απ' την άνω Βουλή, εδρα των εύγενών. "Άς πάρουμε τώρα το παράδειγμα της κατανομής των εξουσιών στο Κράτος πού βγαίνει απ' τή Γαλλική έπανάσταση^^. Κατά τήν διάκριση ανάμεσα στο έκτελεστικό (ό βασιλιάς και οί ύπουργοί του) και τό νομοθετικό (ή έθνοσυγέλευση), στο πλαίσιο της Συντακτικής, αυτή άντιστοιχει στή σύγκρουση των εύγενών και τής άστικής τάξης, πού κατέχουν αντίστοιχα τό έκτελεστικό και το νομοθετικό. Στο πλαίσιο αύτής τής κατανομής, και στο εσωτερικό τής ενότητας του πρόσφατα έγκαθιδρυμένου αστικού Κράτους, πού βασίζεται στή λαϊκή κυριαρχία, ή κατανομή εγινε πρός οφελος του έκτελεστικου και τών εύγενών. Με τήν Συμβατική βρισκόμαστε στήν ανατροπή αύτής τής κατάστασης πραγμάτων, και σε μιά νέα κατανομή του εκτελεστικού (στήν αρχή τό έκτελεστικό συμβούλιο, μετά ή επιτροπή κοινής σωτηρίας) καΐ του νομοθετικού (ή συνέλευση τής Συμβατικής). Τό έκτελεστικό εϊναι στά χέρια τής έμπορικής μερίδας τής άστικής τάξης, πού έκπροσωπειται στή συνέχεια από τή Montagne, τό νομοθετικό στά χέρια τής χρηματιστικής και βιομηχανικής μερίδας, πού έκπροσωπειται άπό τή Gironde. Στό έσωτερικό τής ένότητας αύτοϋ του αστικού Κράτους, ή χρηματιστική μερίδα καΐ ή νομοθετική έξουσία αναλαμβάνουν, μέ τόν καιρό τόν κυρίαρχο ρόλο, καθορίζοντας έτσι τόν οριστικό άποκλεισμό τής Montagne άπ' τήν έξουσία. Ή περίπτωση εϊναι άκόμα πιό σαφής στό πλαίσιο του Συντάγματος τής τρίτης Δημοκρατίας'^. Ή συνέλευση τοϋ Μπορντώ, εξασφαλίζοντας στή Γαλλία ένα δημοκρατικό καθεστώς μέ τή μορφή πού λειτούργησε γιά πολύ καιρό, ρυθμίζοντας μέ τόν αποκαλούμενο «Νόμο τών τριάντα» τήν ύπουργική ύπευθυνότητα καΐ τΙς σχέσεις άνάμεσα στόν Πρόεδρο, τόν ήγέτη τής κυ10. Γι' αυτά τα προβλήματα βλέπε, μεταξύ τών άλλων, Α. Soboul, Histoire de la Revolution Française, Paris, 1964, τ. I. και II. 11. Γι' αυτό το θέμα, άνάμεσα στ' άλλα: G. Hanotaux, Histoire de la France contemporaine, 1908, τ. I., R. Dreufus, La République de M. Thiers, 1930· D. Thompson, Democracy in France since 1870, 1964. D. Halevy, La Republique des Ducs, 1937.
TO ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ KAI ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ 183
βέρνησης και τής συνέλευσης, δεν σκόπευε καθόλου νά έγκαταστήσει τήν κυριαρχία του Κοινοβουλίου, πού έκπληρώνει τή λειτουργία αύτής της μορφής Κράτους. Πράγματι, ή χρηματιστική αστική τάξη και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, αντιπροσωπευμένοι άπ' τούς Μοναρχικούς και τούς βοναπαρτικούς, σκόπευαν νά επιβάλουν τό προβάδισμα του έκτελεστικοϋ άπέναντι στο νομοθετικό: άπ' τό ενα μέρος, γιατί ή παρουσία τους στο Κοινοβούλιο φαίνονταν άνίσχυρη άπέναντι στούς ριζοσπάστες και τούς δημοκρατικούς, καί, άπ' τό άλλο, γιατί είχαν τή δυνατότητα, με τον Θιέρσο και τόν Μάκ Μαόν, νά περνούν στό διοικητικό σώμα του έκτβλεστικοϋ. Ή κυριαρχία του έκτελεστικου χαρακτηρίζει άλλωστε τήν προεδρία του Μάκ Μαόν. 'Ωστόσο, στήν πορεία τής εξέλιξης της τρίτης Δημοκρατίας, με μιά σύνθετη διαδικασία, μέσα άπ' τήν όποία αύτές οί τάξεις και μερίδες μπόρεσαν νά άποκαταστήσουν τόν ελεγχό τους πάνω στό Κοινοβούλιο (χρηματιστική μερίδα) και στή Γερουσία (γαιοκτήμονες), ή κατανομή τών έξουσιών πήρε γενικά μόνο μιά τυπική σημασία και ή νομοθετική έξουσία παρέμεινε ή κεντρική βαθμίδα του Κράτους.
το πρόβλημα μέσα στίς μορφές Κράτους καΐ μέσα στίς μορφές κα'θεστώτος: ή νομοθετική καΐ ή έκτελεστική έξουσια
I. Μορφές Κράτους — μορφές νομιμότητας Ή σχέση ανάμεσα στή νομοθετική και τήν έκτελεστική εξουσία προσφέρει ενα λαμπρό παράδειγμα γιά τή συγκεκριμένη άνάλυση του προβλήματος των μορφών Κράτους και του βαθμού ένότητας και σχετικής αυτονομίας πού χαρακτηρίζουν κάθε μορφή. Στο φως των άναλύσεων πού προηγήθηκαν, θά μπορούσαμε ετσι νά βεβαιώσουμε μέ σαφήνεια τήν καταλληλότητα τοϋ κριτηρίου των σχέσεων νομοθετικό - εκτελεστικό στή διάκριση των μορφών Κράτους. Επιβάλλονται, ώστόσο, δυο προκαταρκτικές παρατηρήσεις. 1) Ή διάκριση νομοθετικό - εκτελεστικό, πέρα απ' τήν πολιτική της σημασία μέσα στίς ταξικές σχέσεις έξουσίας, και αν παραβλέψουμε τήν συνταγματικό - νομική της έκφραση, πού είναι συχνά ιδεολογικής υφής, άφορα πολλούς ετερογενείς παράγοντες. Πρώτα απ' δλα παράγοντες τεχνική; τάξης πού αφορούν τή λειτουργία του Κράτους, στό βαθμό πού τό εκτελεστικό, στήν πλατειά έννοια τοϋ όρου, καλύπτει ιδιαίτερα αυτό πού ύποδηλώνεται σαν κρατικός μηχανισμός — γραφειοκρατία, διοίκηση, άστυνομία, στρατός. Ή λειτουργία του στό εσωτερικό του καπιταλιστικού Κράτους δέν μπορεί νά άπορροφηθεί στις ιδιαίτερες λειτουργίες των εκλογικών συνελεύσεων, αντιπροσωπευτικών στήν στενή έννοια. Δέν υπάρχει άμφιβολία ότι αύτή ή διάκριση καΐ ή κυριαρχία μιας απ' αύτές τΙς έξουσίες πάνω στήν άλλη, εκφράζουν επίσης διαφορετικές μορφές-συνάρθρωσης, κι ακόμα παρέμβασης και μή παρέμβασης,
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
185
του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου: π.χ. μιά έπιβολή τοϋ έκτελεστικοϋ, σημαίνει συχνά μιά ειδική παρέμβαση του πολιτικού στο οικονομικό στοιχεΐο\
1. Πρέπει νά τονίσουμε έδώ ότι το ϊδιο τό άντικείμενο τών εννοιών του νομοθετικοΟ και τοΟ έκτελεστικοϋ ποικίλλει, άνάλογα μέ τις διαφορετικές μορφές Κράτους. Θά τούς αποδώσουμε κατά συνέπεια ενα νόημα πιό άκριβές, διακρίνοντας τούς θεσμούς καί τις ιδιαίτερες λειτουργίες, πού καλύπτουν στις διάφορες μορφές Κράτους. Δέν θά έπεκταθώ, πάνω στην συνταγματικό - νομική έννοια αύτής τής διάκρισης — έξουοία άπόφασης καί έξουσία έκτέλεσης, πολιτική έξουσία καί διοικητική έξουσία, κυβερνητική έξουσία και συμβουλευτική — πού είναι μόνο ή μάσκα τών ταξικών σχέσεων έξουσίας. Στήν πραγματικότητα, αύτό πού ένδιαφέρει έδώ, είναι νά έπισημάνουμε τΙς ταξικές σχέσεις έξουσίας πού καθορίζουν θεσμικά τεχνικές διαιρέσεις σάν διάκριση πολιτικών λειτουργιών. Μ' αύτή τήν έννοια άκριβώς ό όρος «έκτελεστικό» δέν ταυτίζεται μέ τόν δρο κρατικός μηχανισμός. Ό όρος αύτός καλύπτει ένα κέντρο πολιτικής έξουσίας, μια ιδιαίτερη πολιτική
λειτουργία
του κρατικού
μηχανισμού.
ΕΙναί σημαντικό νά
τό ύπογραμμίσουμε αύτό γιατί όρισμένα κομμάτια του Μάρξ (18η Μπρυμαϊρ) Kai του Λένιν (Κράτος καΐ Επανάσταση), είναι άμφίλογα άπ' αύτή τήν άποψη: φαίνεται καμιά φορά νά ταυτίζουν τούς όρους «έκτελεστικό» και «κυβέρνηση» μέ τόν δρο «κρατικός μηχανισμός», μέ τήν έννοια δτι τό έκτελεστικό δέν έξέφραζε ενα κέντρο ιδιαίτερης πολιτικής έξουσίας, άλλά μόνο τόν τεχνικό μηχανισμό τοΟ Κράτους και μάλιστα τό «προσωπικό του Κράτους». Είναι προφανές δτι αύτό δέν θά έπέτρεπε νά δούμε τούς πολιτικούς λόγους τής διάκρισης έκτελεστικό - νομοθετικό και τις σύνθετες ταξικές σχέσεις πού άλληλοσυνδέονται στό πλαίσιό τους. Άπ' τήν άλλη πλευρά, μιά προσεκτική άνάγνωση τοϋ Μάρξ δείχνει δτι ή πρωτοκαθεδρία τού έκτελεστικοϋ σέ μιά μορφή Κράτους δηλώνει, κατ' αύτόν, τήν ιδιαίτερη πολιτική λειτουργία τοϋ κρατικού μηχανισμοΰ σε σχέση μέ τούς μετασχηματισμούς τής νομιμότητας καΐ τών ταξικών σχέσεων τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας. Πρέπει έπίσης νά τονίσουμε δτι πολλοί σύγχρονοι θεωρητικοί τής πολιτικής έπιστήμης, πού άποδέχονται άλλωστε διάφορα μή νομικά κριτήρια κατάταξης τών δομών καΐ λειτουργιών τοϋ πολιτικού συστήματος, διατηροΰν τό τυπολογικό σχήμα τής διάκρισης έκτελεστικό - νομοθετικό: π.χ. Almond καΐ Coleman, The Political System of Devôloping Areas, 1960^ σέ μιά εισαγωγή (σελ. 3 - 6 4 ) πού περιλαμβάνει γενικές παρατηρήσεις πάνω στήν τυπολογία τών πολιτικών συστημάτων. R. Dahl: Α Préfacé Ιο Démocratie Theory, 1964, σ. 63 καί έπόμ. S.W. Eisenstandt, The political Systems of Historical Bureaucratie Empires, 1963, στή Γαλλία, Duverger, Vedel, Lavau, για νά σημειώσω μόνο μερικούς άπ' τούς πιό σημαντικούς.
186
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
2) Ή διάκριση άνάμεσα <ττις μορφές του Κράτους συνδέεται μέ μεταβολές της συνάρθρωσης του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου, άνάμεσα στά δρια πού θέτει ή κυριαρχία του Κ.Τ.Π. στη διαίρεση σέ στάδια ένός κεφαλαιοκρατικου σχηματισμού: αύτή άφορα μια όλόκληρη σειρά μετασχηματισμών των λειτουργιών τοϋ Κράτους, μετατοπίσεων της κυριαρχίας άνάμεσα σ' αύτές τις λειτουργίες, διαφοροποιήσεις τών μορφών παρέμβασης τοϋ πολιτικού στο οικονομικό και του οικονομικού στο πολιτικό στοιχείο^. 'Ωστόσο βεβαιώσαμε δτι αύτές οί μεταβολές πού αφορούν μορφές Κράτους, αν εκφράζουν τις διαφορετικές μορφές παρέμβασης και μή παρέμβασης τού οικονομικού και τού πολιτικού στοιχείου στις δομές, δεν είναι αμεσα καθορισμένες. Μ' άλλα λόγια, αύτές άντανακλώνται σέ διαφορετικές μορφές Κράτους, μόνο öv συγκεντρώνονται στις σχέσεις άνάμεσα στό Κράτος και τό πεδίο τής ταξικής πάλης: δηλαδή, ακριβώς στις σχέσεις άνάμεσα στό Κράτος και τήν απομόνωση τών κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων απ' τη μιά, και στις σχέσεις άνάμεσα στό Κράτος και τό συνασπισμό τής εξουσίας στό πλαίσιο της πολιτικής ταξικής πάλης, άπ' τήν άλλη, σύμφωνα μέ τις μορφές σύνδεσης αύτών τών δύο σχέσεων^. Έτσι μπορούμε νά βεβαιώσουμε τήν καταλληλότητα τού κριτηρίου τών σχέσεων άνάμεσα στό νομοθετικό καΐ τό εκτελεστικό σάν ξεχωριστό χαρακτηριστικό τής τυπολογίας τών μορφών τού Κράτους. "^Αν ή διάκριση έκτελεστικό - νομοθετικό καλύπτει διαφορετικές λειτουργίες τού Κράτους, πού αναφέρονται σέ μεταβολές τών μορφών παρέμβασης ή μή παρέμβασης τού οίκο νομικού και τού πολιτικού στοιχείου, τότε δεν είναι κατάλληλη δπως είναι γιά κριτήριο τών μορφών τον Κράτους: ή αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις μορφές Κράτους και ή σχέση έκτελεστικό - νομοθετικό εϊναι αύτή ή ίδια, επικαθορισμένη. Ή καταλληλότητα τού κριτηρίου τών σχέσεων έκτελεστικό νομοθετικό βασίζεται στό γενονός δτι αύτό συγκεντρώνει τή 2. Πιό πάνω. 3. Βλέπε πιο πάνω.
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
187
σχέση του Κράτους μέ τήν οικονομική καΐ μέ τήν πολιτική ταξική πάλη. Πετυχαίνουμε ετσι να κατανοήσουμε γιατί και πώς οι διαφορετικές μορφές συνάρθρωσης του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου, χαρακτηριστικές των μορφών του Κράτους, άνταγακλώνται σωστά στις σχέσεις ανάμεσα στο νομοθετικό και το εκτελεστικό^. Στή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τήν απομόνωση της ταξικής οικονομικής πάλης, στήν όποία ανάγεται, τελικά, ή σχέση άνάμεσα στο Κράτος και τΙς κυριαρχούμενες· τάξεις, ετσι δπως παρουσιάζεται στούς ίδιους του τούς θεσμούς, αύτή ή διάκριση φαίνεται σωστή, σχρ μέτρο πού ανταποκρίνεται σε διαφοροποιήσεις των μορφών νομιμότητας τοϋ καπιταλιστικού Κράτους^. Επομένως σέ διαφοροποιήσεις των σύνθετων ιδεολογικών διαδικασιών, μέσο τών όποίων τό Κράτος έμφανίζεται σάν άντιπροσωπευτικό της ενότητας λαός - έθνος. Και δρα σάν παράγοντας πολιτικής άποδιοργάνωσης τών κυριαρχούμενων τάξεων. Αύτή είναι ή συνέπεια του γεγονότος, δτι ή ίδια ή απομόνωση τών κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, τών όποίων τό Κράτος έμφανίζεται σάν ή ένότητα, δέν είναι παρά τό άποτέλεσμα τοϋ νομικο - πολιτικοΰ και του Ιδεολογικού στοιχείου. Στήν πραγματικότητα δπου κι' αν αντανακλάται ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα, είτε στό νομοθετικό εϊτε στό έκτελεστικό, αύτός ό τόπος, σάν κυρίαρχη βαθμίδα του Κράτους, πρέπει κατ' άρχήν νά συγκεντρώνει έπίσης τή σχέση τοϋ Κράτους μέ τήν οικονομική πάλη τών τάξεων.Έν τούτοις, οί μορφές 4. Δέν θά μπορούσαμε νά κριτικάρουμε ποτέ έπαρκώς τήν τεχνολο-
γιστική παραμόρφωση πού βλέπει στήν τωρινή έπιβολή τοϋ έκτελεστικοϋ τό άμεσο άποτέλεσμα τής παρέμβασης τοϋ πολιτικού στό οικονομικό στοιχείο καΐ τοϋ αύξανόμενου «τεχνικού» ρόλου τής γραφειοκρατικής διοίκησης : Έτσι είναι άλήθεια ότι αύτή ή λειτουργία τοϋ κρατικού μηχανισμού σέ μιά λεγόμενη «διευΟυνόμενη» οικονομία μπορεί νά συντελείται στό πλαίσιο μιας κυριαρχίας τοϋ νομοθετικού. 'Απόδειξη, σ'ενα ώρισμένο βαθμό, οί ^χετικές διαφορές άνάμεσα στις δομές τοϋ Κράτους στή Γαλλία απ' τή μ\ά πλευρά, στήν 'Ιταλία και τή Γερμανία, άπ' τήν άλλη, όπου, σέ πείσμα τών (Ι^αινομένων, ή κρατική παρέμβαση είναι πιο έντονη άπ' τή Γαλλία.
l'uvai ψανι-ρό οτι το πρόβλημα είναι σαφώς πολιτικό. 5- Παραπάνο).
188
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μέσο των οποίων το έκτελεστικό ή τό νομοθετικό εμφανίζονται σάν ένότητα τοϋ έθνος-λαός εϊναι διάφορες. Ή χαρακτηριστική υπεροχή του νομοθετικού ή του έκτελεστικοΰ διαφοροποιεί τις μορφές του Κράτους, στή σχέση Κράτος - απομόνωση τών κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, στο μέτρο πού άντιστοιχει σε διαφοροποιήσεις των μορφών τής άστικής νομιμότητας. Οι μετασχηματισμοί συνάρθρωσης, παρέμβασης και μή παρέμβασης του οικονομικού και του πολιτικού στοιχείου, πού χαρακτηρίζουν τα στάδια ένός καπιταλιστικού σχηματισμοϋ, άντανακλώνΐαι στο Κράτος σάν διαφοροποιήσεις τής νομιμότητας. Πράγματι, äv στο πλαίσιο τής ύπεροχής του Κοινοβουλίου, ή νομιμότητα τείνει να συγχέεται με τό έννομο, δηλαδή μ' ëva ειδικό κανονιστικό σύστημα διακανονισμού, πού παρουσιάζεται σάν ή έκπορευμένη γενική θέληση απ' τούς αντιπροσώπους τοϋ λαοΰ, οί Ιδεολογικές διαδικασίες λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο σ' δ,τι άφορα τή νομιμότητα του έκτελεστικοΰ: περιορισμός τής κοινοβουλευτικής δημοσιότητας, πού επιδρά στή ν άπόκρυψη τής ιδιαίτερης πληροφόρησης τής γραφειοκρατίας (πρωταρχικός ρόλος του κρατικού μηχανισμού πού δείχνει τήν ύπεροχή του εκτελεστικού)* σπουδαιότητα τών «χαρισματικών» στοιχείων —πού είναι σαφώς ενσωματωμένα στον τύπο άστικής νομιμότητας—, και συγκεντρώνουν τήν Ιεραρχική νομιμότητα κατ' εξουσιοδότηση τής εξουσίας του κρατικού μηχανισμού στό πρόσωπο ένός «ήγέτη»: αύτός ό ήγέτης έμφανίζεται σάν αντιπρόσωπος τής ενότητας έθνος λαός, μέσο ένός έλόκληρου ιδεολογικού όπλοστάσιου, γιά τό όποιο οί Μαρξ και Ένγκελς μας πρόσφεραν λαμπρές αναλύσεις σχετικά με τό Λουδοβίκο Βοναπάρτη και τόν Μπουλανζέ®, καΐ πού σήμερα είναι κατανοητός, μ' εναν Ιδεολογικό όρο, σάν «προσωποποίηση τής έξουσίας»* μπλοκάρισμα τής «άντιπροσωπευτικής» σχέσης ανάμεσα στό Κράτος και τις κοινωνικές τάξεις, πού συντελείται εδώ μέ τήν παραμόρφωση του ρόλου 6. Βλέπε ιδιαίτερα τις παρατηρήσεις τοΟ Ένγκελς για το «boulangisme» στην άλληλογραφία του μέ τόν Ρ. καΐ L. Lafargue.
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ
ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
189
των κομμάτων. Και μέ τή χειραγώγηση την άμεση τής κοινής γνώμης, μέσο του κρατικού μηχανισμού, κ.λπ. Μ' αύτό το νόημα πρέπει νά έρμηνεύουμε τις αναλύσεις του Μάρξ, ειδικώτερα αυτές τής 18ης Μπρυμαίρ, στις όποιες δείχνει σαν κατάλληλο κριτήριο τών μορφών του Κράτους τή μετατόπιση κυριαρχίας άπ το νομοθετικό στό έκτελεστικό. Πρόκειται γιά μετασχηματισμούς τών άστικών μορφών νομιμότητας, και νομίζω δτι ακριβώς αύτό εϊναι πού ό Μάρξ θέλει νά ύπογραμμίσει, δείχνοντας δτι «ή έκτελεστική έξουσία, αντίθετα μέ τήν νομοθετική, έκφράζει τήν έτερονομία τοϋ έθνους, σέ άντίθεση μέ τήν αύτονομία του». Χρειάζεται νά έπιμείνουμε πάνω σ' αύτό τό σημείο, γιατί μιά όλόκληρη «κοινοβουλευτική» παράδοση τοϋ έργατικοϋ κινήματος, έκφράζοντας τή δυσπιστία της προς τήν έκτελεστική έξουσία κυρίως έξ αίτίας τών ειδυλλιακών αυταπατών πού έτρεφε γιά τήν νομοθετική έξουσία, έρμήνευσε τις άναλύσεις του Μάρξ σάν μιά αμφισβήτηση τής νομιμότητας του έκτελεστικου. Αύτό έπέτρεψε νά αναπτυχθεί μιά έντονη κριτική τής υπεροχής τοϋ έκτελεστιKOÖ, έγκαταλείποντας μιά πλήρη κριτική τοϋ καπιταλιστικού Κράτους σάν τέτοιο. Μέ δυό λόγια, αύτή ή παράδοση θεωρεί τήν κοινοβουλευτική νομιμότητα σάν τή μόνη «αύθεντική» νομιμότητα τής αστικής πολιτικής δημοκρατίας, τή μόνη νόμιμη έκφραση του «λαοϋ» και βλέπει στήν ύπεροχή του έκτελεστικου μιά παράνομη έξουσία, κατά κάποιο τρόπο, μιά παραμόρφωση του ταξικοϋ έθνικου - λαϊκού Κράτους*^. Δέν υπάρχει τίποτα πιο λαθεμένο απ' αύτό: στό πλαίσιο του ταξικού καπιταλιστικού Κράτους, ή κοινοβουλευτική νομιμότητα δέν είναι καθόλου «πιό κοντά στό λαό» άπ' τήν αντίστοιχη νομιμότητα, όπου έπικρατεί το έκτελεστικό. Και στίς δυό περιπτώσεις πρόκειται, πράγματι, γιά Ιδεόλογικες διαδικασίες. Ή νομιμότητα, στήν περίπτωση 7. Αύτη ή παράδοση είναι άλλωστε Ιδιαίτερα έντονη στο γαλλικό εργατικό κίνημα: αύτό έξηγείται έν μέρει, μέ ιστορικά αίτια πού προέρχονται άπ* τή Γαλλική Επανάσταση — γόητρο τών έκλεγμένων συνελεύσεων — και μέ τήν έπίδραση τοΟ γιακωβινισμοϋ μέσα σ' αύτό τό κίνημα.
190
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Tîjç επικράτησης του έκτελεστικου, μπορεί, θαυμάσια νά ένσωματώνεται στο πλαίσιο της λαϊκής κυριαρχίας τοϋ καπιταλιστικού τύπου Κράτους: αντίθετα με άλλους τύπους νομιμότητας, (π.χ. ή χαρισματική του θείου δικαίου), στις όποιες μοιάζει μόνο μ' ενα πολύ επιφανειακό τρόπο, αυτή ή νομιμότητα είναι μόνο μια διαφορετική μορφή του τύπου τής όστικής νομιμότητας. Στίς άναλύσεις του γιά τή Δεύτερη Δημοκρατία, ό Μάρξ μας δείχνει πώς ό Λ. Βοναπάρτης πέτυχε νά παρουσιάσει τήν εκτελεστική του έξουσία σάν τήν έκφραση της ένότητας λαός - έθνος, σαν τήν ενσάρκωση τής λαϊκής κυριαρχίας, άποκαθιστώντας, στήν περίπτωση, τό γενικό έκλογικό δικαίωμα, πού εϊχε καταργηθεί προηγουμένως άπ' τήν κοινοβουλευτική δημοκρατία. Παρατηρούμε ετσι, συχνά, τήν περίπτωση τής νομιμότητας του εκτελεστικού, πραγμα πού χαρακτηρίζαμε λαθεμένα σάν παραποίηση, μέσο τής όποίας ή έπικράτηση του εκτελεστικού γυρεύει νά καλύψει τον παράνομο χαρακτήρα της, δανειζόμενη στοιχεία άπ' τή μοναδική νομιμότητα τής λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή τοϋ Κοινοβουλίου. Στήν πραγματικότητα, δεν πρόκειται γι' αύτό, άλλα γιά κοινά χαρακτηριστικά συνδεμένα με τό γεγονός, δτι αυτές οί νομιμότητες δέν είναι παρά διαφορετικές μορφές τής λαϊκής κυριαρχίας του τύπου έθνος λαός. Οί Ιδεολογικές διαδικασίες πού διέπουν τήν κλασική κοινοβουλευτική νομιμότητα και τήν νομιμότητα του γαλλικοϋ βοναπαρτισμοϋ εϊναι στήν πραγματικότητα διαφορετικές μορφές τοϋ ϊδιου τύπου. Είναι γεγονός, ίστορικά άποδειγμένο, δτι ή λαϊκή κυριαρχία τής πολιτικής δημοκρατίας μπορεί νά βρει τήν εκφρασή της εϊτε στόν κλασικό κοινοβουλευτισμό εϊτε σέ μιά «ήμιδικτατορία» βοναπαρτικου τύπου. Ό Μάξ Βέμπερ, στή δική του προφπτική βέβαια, διαπίστωνε έπίσης τή βαθειά τυπολογική συγγένεια τής νομιμότητας, άνάμεσα στήν κοινοβουλευτική έπικράτηση και σ' αύτό πού προσδιόριζε μέ τόν όρο «αύταρχικές» πολιτικές μορφές®. 8. Βλέπε έπίσης γι* αύτό το θέμα τΙς παρατηρήσεις τοϋ Μ. Ντυβερζέ. Institutions politiques, 1966, σ. 162 καΐ έπόμ.
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
191
"Ετσι ή διάκριση νομοθετικό - εκτελεστικό, πού άφορα τή σχέση άνάμεσα στο Κράτος και τις κυριαρχούμενες τάξεις, είναι μια σχέση άνάμεσα στο Κράτος και τήν άπομόνωση των κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων και άφορα μερικές μορφές νομιμότητας: γενικά, αντή δεν καθορίζεται άμεσα από τήν πολιτική πάλη των κυριαρχούμενων τάξεων. Εξηγούμαι: έχουν συχνά τήν τάση, στο πλαίσιο τής «κοινοβουλευτικής» διαστρέβλωσης νά θεωρούν ότι το Κοινοβούλιο παρουσιάζεται γιά τις κυρίαρχες τάξεις σάν ενας επικίνδυνος τόπος, εξ αιτίας των πιθανών κινδύνων γιά κατάκτηση^,τρυ άπ' τις κυριαρχούμενες τάξεις, μέσο τή καθολικής ψηφαφofaας. Μ' αυτό τό νόημα, ή διάκριση νομοθετικό - εκτελεστικό θά άποτελουσε μιά έγγύηση γιά τις κυρίαρχες τάξεις: θά επέτρεπε τή μετατόπιση του κέντρου βάρους τής ένότητας τής εξουσίας στην περίπτωση μιας κοινοβουλευτικής άνόδου των κυριαρχούμςνων τάξεων. Πολλοί εϊναι οί συγγράφεις, μετά τόν Κάουτσκυ®, πού έχουν έρμηνεύσει τήν τάση γιά επικράτηση του εκτελεστικού άπό τήν κοινοβουλευτική άνοδο αύτών τών τάξεων. Ή έρμηνεία πρός τήν όποία φαίνεται νά καταφεύγουν πολλές φορές οί Μάρξ—Ένγκελς, οι οκοΐοχ δέν γνώρισαν παρόμοιες καταστάσεις, είναι στό γενικό της νόημα, ενας μϋθος. Πράγματι, σχετικά μέ τήν κατάκτηση του Κοινοβουλίου άπ' τις κυριαρχούμενες τάξεις, γνωρίζουμε δτι ή ταξική κυριαρχία διαθέτει ενα εσωτερικό όπλοστάσιο μέσων πού τήν προφυλάσσουν άπό τέτοιες περιπέτειες^®. Καί, άπ* τήν άλλη πλευρά, οι κυρίαρχες τάξεις, — μακρόχρονα — δέν ξεγελιώνται. Πολύ σπάνιες είναι οί περιπτώσεις, στις όποιες μιά κυριαρχία του έκτελεσηκου, χαρακτηριστικό μιας μορφής Κράτους, περιείχε τόν κίνδυνο τής κατάκτησης του Κοινοβουλίου άπ' τις κυριαρχούμενες τάξεις: τό έπιβεβαιώνουν πολλές δυτικές χώρες στις όποιες κυριαρχεί σήμερα ή έκτελεστική έξουσία και πού εϊναι, ώς επί τό πλείστον, πολύ μακριά άπ' τήν άπειλή ένός παρόμοιου 9. Κάουτοκυ, La Revolution sociale, ed Marc - Riviere, 1912. 10. ΆρκεΙ νά υπενθυμίσουμε τά έκλογικά συστήματα, νέες μορφές, άπ' αυτή τήν ύποψη, τοϋ άποκλεισμοϋ άπ' τήν ψηφοφορία, στο ταξικό νόημα αύτοϋ τοΟ όρου.
192
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κινδύνου, ευνουχισμένου ήδη από παλιά στο κλασικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο. "Οχι ότι οι κυρίαρχες τάξεις δεν πίστεψαν, γίά ενα όρισμένο διάστημα, σ' αυτό τόν κίνδυνο, και ό φόβος τους ήταν άκριβώς παράλληλος μέ τις αυταπάτες ένός τμήματος του έργατικου κινήματος: άλλα εϊναι γεγονός ότι ή συμπεριφορά τής σοσιαλδημοκρατίας κατέπνιξε γρήγορα αύτούς τούς φόβους τών κυρίαρχων τάξεων. Ή σύγχρονη κυριαρχία του εκτελεστικού άντιστοιχει πράγματι στίς δυσχέρειες πού αντιμετωπίζει ή μονοπωλιακή μερίδα, γιά νά όργανώσει τήν πολιτική της ήγεμονία άπέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις στό Κοινοβούλιο, αντιστοιχεί μέ δυό λάμα σε μετασχηματισμούς τής νομιμότητας, αλλά αύτές οι δυσχέρειες δέν μαρτυρούν ώστόσο ενα πραγματικό κίνδυνο κατάκτησης του Κοινοβουλίου άπ' τις κυριαρχούμενες τάξεις, πραγμα πού εϊναι εντελώς διαφορετικό^^. Όπωσδήποτε, άκόμα κι αν ήταν βάσιμος ενας παρόμοιος κίνδυνος, θά ήταν άδύνατο νά έρμηνεύσουμε αύτό 11. "Οταν λέω λοιπόν ότι, κατά γενικό κανόνα, ή μετατόπιση τής κυριαρχίας προς τό έκτελεστικό δέν άντιστοιχει άμεσα στην πολιτική πάλη τών κυριαρχούμενων τάξεων, έννοώ δτι αυτή δέν είναι άμεσα
καθορισμένη.
Δέν υπάρχει άμφιβολία ότι ή παρακμή τοΟ κοινοβουλευτισμού βρίσκεται εμμεσα
σέ σχέση,
δηλαδτ] μ
ëva περιθώριο
άοριστίας.
μέ τήν πολιτική
άνοδο τοϋ έργατικου κινήματος: αύτό, βέβαια, δέν ταυτίζεται μέ τόν κίνδυνο κατάκτησης του Κοινοβουλίου άπό τΐς κυριαρχούμενες τάξεις, άλλα άναφέρεται μεταξύ τών άλλων, στίς δυσχέρειες, πού ήδη άναφέραμε, τής μονοπωλιακής μερίδας νά όργανώσει τήν ήγεμονία της στό Κοινοβούλιο, άναφέρεται, μέ δυό λόγια, σ' ένα πρόβλημα νομιμότητας.ΙΜ' αύτή τήν έννοια, δέν θά επρεπε νά συγχέουμε τήν έπικράτηση του έκτελεστικοϋ, στό πλαίσιο μιάς μορφής Κράτους μέ τόν αύξανόμενο καταπιεστικό ρόλο τοϋ Κράτους στήν περίπτωση μιας πολιτικής ανόδου τών κυριαρχούμενων τάξεων: στην τελευταία περίπτωση, η έπικράτηση τοϋ εκτελεστικού [δέν εϊναι καθόλου αναγκαία γιά νά αναλάβει τό Κράτος αυτό τό ρόλο. Τό πλαί-
σιο τοϋ κοινοβουλευτισμού μέ έπικράτηση τοϋ νομοθετικού έπιτρέπει, άνετα, άντίθετα άπό όρισμένες ειδυλλιακές αντιλήψεις, αυτόν τον καταπιεστικό ρόλο· μέ δυό λόγια: ή πολιτική άνοδος τών κυριαρχούμενων τάξεων δέν προκαλεί άμεσα, σαν απάντηση, μιά έπικράτηση τοϋ έκτελεστικοϋ, άλλά, όπωσδήποτε, προκαλεί μιάν αύξηση τής καταπίεσης, συμφωνώντας πλήρως, όπως δείχνει ή έμπειρία, μέ τό κλασικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Ά π ό μιά άλλη πλευρά, γνωρίζουμε δτι ό Λένιν, μέ πολύ ασάφεια, καθό-
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
193
το γεγονός σάν μια κατάκτηση τής πολιτικής εξουσίας άκ τις κυριαρχούμενες τάξεις. Ό χ ι μόνο γιατί, σ' αύτή την περίπτωση, η κρατική έξουσία θά συγκεντρωνόταν στο εκτελεστικό, άλλά εξ αιτίας τής συνολικής λειτουργίας τής έξουσίας και του κρατικού μηχανισμοί) σ' εναν καπιταλιστικό σχηματισμό. Β. —Στή σχέση άνάμεσα στό Κράτος και τό συνασπισμό έξουσίας, ή μετατόπιση κυριαρχίας απ τό νομοθετικό στό έκτελεστικό είναι ενα όρθό κριτήριο τής διαφοροποίησης των μορφών του Κράτους, σ' δ,τι άφορα τις τροποποιήσεις τής ήγεμονικής μερίδας τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας κατά τά στάδια ένός σχηματισμού, και τή μετατόπιση των τόπων, δπου αντανακλάται ή πολιτική έξουσία αύτής τής μερίδας άπέναντι στό συνασπισμό τής έξουσίας: μετατοπίσεις τής ήγεμονίας άπ' τή βιομηχανική μερίδα στή χρηματιστική μερίδα καί, στή συνέχεια, στή μονοπωλιακή μερίδα. Π.χ., ή χαρακτηριστική έπικράτηση τοϋ έκτελεστικοϋ, σέ μιά ήγεμονία τών μονοπωλίων, άντιστοιχεί αμεσα σέ μιά Ιδιαίτερη αδυναμία όργάνωσης τής ήγεμονίας απέναντι ατά συνασπισμό της εξουσίας στό πλαίσιο τοϋ Κοινοβουλίου. Οι ιδιαίτερα εντονες άντιφάσεις άνάμεσα στις διάφορες μερίδες τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας στό μονοπωλιακό στάδιο, πού αντανακλώνται καΐ πολλαπλασιάζονται στό Κοινοβούλιο μέσο μιας ιδιαίτερης μετάθεσης άνάμεσα σ' αυτές τις μερίδες και τά κόμματα, πού όφείλεται σέ «παραδοσιακές» έπιβιώσεις κομματικής έκπροσώπησης, έξηγούν αύτή τήν άδυναμία. Ή ήγεμονία όργανώνεται, από δώ και μπρός, μέσο διαφορετικών διαδικασιών, στο έσωτερικο τοϋ εκτελεστικού. ρισε τήν «republique démocratique», oàv τό «καλύτερο δυνατό καθεστώς» γιά τήν έργατική τάξη ο' έναν καπιταλιστικό σχηματισμό: ετσι ακόμα κι' αν ύποθέσουμε ότι αύτό δείχνει μιά ύπεροχή τοϋ Κοινοβουλίου, δέν θα έπρεπε νά δημιουργήσουμε αύταπάτες και να θεωρούμε αύτή τή μορφή Κράτους σαν τή μόνη «λαϊκή», τή μόνη «κοντινή στις μάζες» τοΟ καπιταλιστικού Κράτους, κριτικάροντας σάν παράνομη τήν τωρινή ύπεροχή τοϋ έκτελεστικοϋ.
13
194
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Αύτό μπορεί να φανεί πιο καθαρά σ' αύτή τή μορφή Κράτους, αν άναφερθουμε στή σχέση πού αύτή επάγεται ανάμεσα στο Κράτος και τά κόμματα του συνασπισμού τής εξουσίας. Πράγματι, οί συγκεκριμένες τροποποιήσεις τής κομματικής έκπροσώπησης ένσωματώνονται πάνω στήν πολιτική σκηνή, μέσο τής ιδιότυπης πολιτικής, περιοδικότητας σε μορφές καθεστώτος. 'Ωστόσο, ή σχέση άνάμεσα στις μορφές του Κράτους και τή λειτουργία των κομμάτων δέν εϊναι τόσο αδιάφορη. Οι μορφές του Κράτους καθορίζουν τά δρια τής λειτουργίας τών κομμάτων πάνω στήν πολιτική σκηνή: αύτές διαγράφουν το γενικό πλαίσιο του ρόλου των κομμάτων άπέναντι στο συνασπισμό τής έξουσίας και στήν ταξική πολιτική του όργάνωση. Μ' άλλα λόγια, οί μορφές του Κράτους, ή έπικράτηση του έκτελεστικού ή τού νομοθετικού, σχετίζονται μέ τό ρόλο των κομμάτων τού συνασπισμού τής έξουσίας, στο μέτρο πού συνδέονται μέ τις ταξικές σχέσεις τού συνασπισμού τής έξουσίας, μέ τις τροποποιήσεις τής πολιτικής όργάνωσης αυτού τού συνασπισμού: οί μορφές τού Κράτους διαγράφουν έτσι το χώρο τής πολιτικής σκηνής. Μπορούμε λοιπόν νά βεβαιώσουμε, μέσα σ' ενα πολύ γενικό νόημα, δτι ή ύπεροχή τού έκτελεστικού, χαρακτηριστικό μιας μορφής Κράτους, άντιστοιχεί σ' δ,τι άφορα τό συνασπισμό τής έξουσίας, σέ μιά άξιοσημείωτη πτώση τού Ιδιαίτερου όργανωτικού ρόλου τών κομμάτων foi) συνασπισμού. Ά π ' αύτό άπορρέουν πολλές συνέπειες, δπως π.χ., ή υποκατάσταση τών ομάδων πίεσης στά κόμματα, κ.λπ.^^ Στήν περίπτωση αύτή, πρόκειται γιά άμεση άνάληψη απ τό 12. Σχετικά μέ τις όμάδες πίεσης, είναι γεγονός δτι αύτές έχουν έπιδείξει ένα βασικό ρόλο άκόμα καΐ κατά τή διάρκεια τής ύπεροχής τοϋ νομοθετικού, 6 ρόλος όμως αυτός συνδεόταν μέ τόν χαρακτηριστικό ρόλο τών κομμάτων. Τώρα, ή λειτουργία τους είναι έντελώς διαφορετική, γιατί έμφανίζονται να ύποκαθιστοϋν τόν διεκδικητικό - έπαγγελματικό ρόλο τών κομμάτων, ένώ ό κρατικός μηχανισμός όποκαθιστα τήν πολιτική λειτουργία τών κομμάτων τοϋ συνασπισμού τής έξουσίας. Γι' αύτό τό θέμα: J. Meynaud, Les Groupes de pression en France, 1958 και Nouvelles études sur les groupes de pression, 1962. G. Lavau, «Note sur un «pressure group» Français: la Confédération des Petites et Moyennes enterprises », in Rev Franc, de Science politique 1955 καΐ έπόμ.
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
195
Κράτος της πολιτικής οργάνωσης της ήγεμονικής μερίδας και της ήγεμονίας της άπέναντι στο συνασπισμό τής έξουσίας. Κατά γενικό κανόνα, ή ύπεροχή τοϋ εκτελεστικού, χαρακτηριστικό μιας μορφής Κράτους, δείχνει τώρα, μιά ιδιαίτερα έντονη αδυναμία της μονοπωλιακής μερίδας νά όργανώσει, μέσο των κομμάτων της, τήν ήγεμονία απέναντι του λαου^θνους — μετασχηματισμοί τής νομιμότητας — και τήν ήγεμονία άπέναντι στό συνασπισμό τής εξουσίας: κι' ετσι σέ μιά αύξηση τής όργανωτικής πολιτικής πρακτικής του κρατικού μηχανισμου^^ Πρέπει τέλος νά σημειώσουμε δτι αύτη ή εκτενής διάκριση ανάμεσα στό νομοθετικό και τό έκτελεστικό δεν μπορεί μέ κανένα νόημα νά αντικαταστήσει μιά ειδική μελέτη των διαφόρων κέντρων πολιτικής εξουσίας στις διάφορες μορφές Κράτους. Αύτα τα κέντρα συμπεριλαμβάνουν διάφορους θεσμικούς τόπους, όπως οι συνελεύσεις, ή διοίκηση, ό στρατός, ή αστυνομία, ή δικαστική εξουσία, οι δήμοι, τά ϊδια τά πολιτικά κόμματα, οι διάφορες «έπιτροπές», δπως ή επιτροπή σχεδίου ή τό οικονομικό και κοινωνικό συμβούλιο στή Γαλλία, κ.λπ. Θά επρεπε άλλωστε να ξεχωρίσουμε αύτούς τούς τόπους απ' τά κέντρα οίκονομικής εξουσίας και απ' τά κέντρα Ιδεολογικής εξουσίας, "Αν αναφερόμαστε ώστόσο στή συγκεκριμένη λειτουργία του Κράτους και στις διάφορες μορφές νομιμότητας, φαίνεται δτι ή κατανομή αύτών των θεσμικών τόπων συμφωνεί, γενικά, μέ τή διάκριση ανάμεσα στό νομοθετικό και τό έκτελεστικό. Αύτό είναι ιδιαίτερα φανερό στή μελέτη του σύγχρονου πολιτικού συστήματος, στό όποιο βεβαιώνουμε ταυτόχρονα εναν πολυκεντρισμό των θεσμικών τόπων, τών κέντρων πολιτικής έξουσίας — καί οχι, βέβαια, ενα πλουραλισμό ταξικής έξουσίας — και τή συγκέντρωσή τους στό έκτελεστικό, πού είναι 13. 'Αξιόλογες άναλύσεις γι' αύτό τό θέμα στον Α. Gorz, Le sociasilme difficile, 1967 1er chapitre: «Syndicalisme et politique: Crise de la démocratie représentative ».
196
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
προς τό παρόν κυρίαρχο. Αύτή ή κυριαρχία άντιστοιχεϊ στην ήγεμονία τών μονοπωλίων και στην αδυναμία τους νά οργανώσουν στο Κοινοβούλιο, μέ τά κόμματά τους, την ήγεμονία πάνω στο συνασπισμό τής έξουσίας, και στό λαό - έθνος. Βρισκόμαστε ëτσι μπροστά σέ μια παρακμή των κομμάτων του συνασπισμρυ τής έξουσίας, σέ μιά αύξηση του πολιτικοϋ ρόλου τοΰ κρατικού μηχανισμού καΐ στήν όργάνωση τής ήγεμονίας των μονοπωλίων, μέ τή μεσολάβηση του Κράτους, στό ίδιο τό εκτελεστικό. Ό πολυκεντρισμός του εκτελεστικού άντανακλα στήν πραγματική του λειτουργία, τις σύγχρονες σχέσεις άνάμεσα στό συνασπισμό τής έξουσίας και τά μονοπώλια, ενώ τό έκτελεστικό, στό σύνολα, άνταποκρίνεται στα συμφέροντα των μονοπωλίων. "Οντας δεδομένη ή Ιδιαίτερη ιεραρχική όργάνωση κατ' έντολή των λειτουργιών πού προσδιορίζει τό έκτελεστικό, ή ήγεμονία τών μονοπωλίων πραγματοποιείται τώρα μέ τήν κατάκτηση τοΰ «ανώτερου προσΰ)πικοϋ» του έκτελεστικου: οχι μόνο τό άνώτερο προσωπικό τοϋ Κράτους, αλλά κατά πρώτο λόγο τά κέντρα^ τά πιο υψηλά τοποθετημένα του εκτελεστικού — πράγμα πού δέν έμποδίζει, κάθε άλλο, τή σχετική αύτονομία του κρατικού μηχανισμού, τόν Ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο τής γραφειοκρατίας, κ.λπ. Μέ δυό λόγια, οί ταξικές σχέσεις του συνασπισμού τής έξουσίας, πού άντανακλώνται ή στό νομοθετικό ή στή σχέση νομοθετικόέκτελεστικό έχουν δλο καΐ περισσότερο τήν τάση νά μετατίθενται στα κέντρα του ϊδιου τού έκτελεστικου, συνδυάζοντας τήν ίδιαίτερή του λειτουργία. "Ας έλθουμε στό πρόβλημα τής ένότητας τού καπιταλιστικού Κράτους στήν περίπτωση τής διαφοροποίησης, άνάμεσα στό νομοθετικό και τό έκτελεστικό. Ή έπικράτηση μιας άπ' αύτές τις έξουσίες εκφράζει τήν κεντρική βαθμίδα ένότητας τού Κράτους στό μέτρο πού συγκεντρώνει σ' ο,τι άφορα σ' αύτή τις δύο αρχές ένότητας τού Κράτους. Ά π ' τή μιά πλευρά, αντανακλά τήν πολιτική νομιμότητα ένός σχηματισμού καί, άπ' τήν άλλη, είναι ή εδρα όργάνωσης τής ήγεμονικής μερίδας. Ωστόσο, μπορεί νά συμβεί, σέ μιά δοσμένη περίοδο, νά
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
197
έκδηλωθοΟν όρισμένες μετατοπίσεις: μπορεί να συμβεί τό Κοινοβούλιο νά συνεχίσει νά εμφανίζεται σάν ό άντιπροσωπευτικός τόπος τής λαϊκής κυριαρχίας, τής ένότητας λαός-έθνος, ένώ ή ήγεμονική μερίδα άντανακλάται στο έκτελεστικό. 'Αποκαλύπτεται τότε ή άντιστοιχία τής μορφής νομιμότητας του Κράτους και τής κυριαρχίας των έκλεγμένων συνελεύσεων, ενώ ή ήγεμονική μερίδα δεν πετυχαίνει νά έπιβάλει τήν ήγεμονία της στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο και καταφεύγει στο έκτελεστικό. ΕΪναι φανερό δτι δέν πρόκειται έδώ για μιά έξάρθρωση τής κρατικής εξουσίας, ή κατά κάποιο τρόπο γ^ά ενα δναδίσμο τών «διακεκριμένων» θεσμοποιημένων έξουσιών. Ή ένότητα τής θεσμοποιημένης έξουσίας όργανώνεται κάτω άπ τήν κυριαρχία τής έξουσίας πού είναι ή εδρα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας τοϋ συνασπισμού έξουσίας. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια διάσταση ανάμεσα στη διπλή ήγεμονική λειτουργία αυτής τής τάξης ή μερίδας: ·αν αύτή συνεχίζει νά κατέχει, μέσο τοϋ Κράτους, τήν ήγεμονία του συνασπισμού τής έξουσίας, χάνει τήν ήγεμονία της άπέναντι του συνόλου τοϋ κοινωνικού σχηματισμού. Αύτό άντανακλαται με μιά διάσταση άνάμεσα στή θεσμική εδρα τής έξουσίας της και τή μορφή νομιμότητας τού Κράτους. Σ' αύτή τήν κατάσταση, πού μπορεί άλλωστε νά φτάσει τελικά ώς τήν πολιτική κρίση, παρατηρούμε, πάντα κατά γενικό κανόνα, μιά σύντομη περίοδο έντασης τής δραστηριότητας τού καταναγκαστικού μηχανισμού τού Κράτους, περίοδο στή διάρκεια τής οποίας τό Κράτος πέφτει άμεσα στά χέρια αύτής τής τάξης και μερίδας. 'Ωστόσο, τό Κράτος καταλήγει νά ξαναβρεί τή σχετική του αύτονομία απέναντι τής τελευταίας, δρώντας μέ τήν προοπτική τής σύμπτωσής του μέ τή μορφή νομιμότητας: κι' αύτό εϊτε άποκαθιστώντας τήν παλιά κατάσταση πραγμάτων, δηλαδή όργανώνοντας τήν ήγεμονία τής τάξης ή μερίδας στό Κοινοβούλιο—μέ όλόκληρη σειρά τροποποιήσεων των έκλογικών κανόνων, παρέμβασης στις κομματικές σχέσεις, κ.λπ. — είτε τροποποιώντας, μέ άπειρα μέσα, τήν ίδια τή νομιμότητα.
198
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
II. Μορφές καθεστώτος — πολιτικά κόμματα Είναι αύτονόητο δτι οι μορφές του Κράτους μποροϋν νά μελετηθούν <τυγκεκριμένα μόνο μέσα στή σύνδεσή τους, μέ τις μορφές τοϋ καθεστώτος, πού αφορούν τήν πολιτική σκηνή και τήν καθαυτό ττολιτική περιοδικότητα. Οι μορφές του Κράτους όροθετοΰν τον ιδιαίτερο χώρο τής πολιτικής σκηνής, διαγράφοντας τό γενικό πλαίσιο τοϋ ρόλου των κομμάτων άπέναντι στό συνασπισμό τής εξουσίας. Ή πολιτική σκηνή άφορα τις συγκεκριμένες τροποποιήσεις τής κομματικής εκπροσώπησης σέ σχέση μέ τήν ανοικτή ή διακηρυγμένη δράση των κοινωνικών δυνάμεων. Ό συνδυασμός τών μορφών του Κράτους και τής διαμόρφωσης τής πολιτικής σκηνής μας προσφέρει τά πολιτικά καθεστώτα. Δέν §χω τήν πρόθεση νά έμβαθύνω στό πρόβλημα μιας τυπολογίας τών πολιτικών καθεστώτων. 'Απλώς παραπέμπω στις ιδιαίτερα σημαντικές ένδείξεις, άπ αύτή τήν άποψη, πού προσφέρει ό Μ. Ντυβερζέ, στά διάφορα δργα του. Ό Ντυβερζέ ήταν ό πρώτος πού ξεκαθάρισε σ' αύτή τήν τυπολογία, τις σχέσεις ανάμεσα στήν υπεροχή του εκτελεστικού ή του νομοθετικού, ή τήν ισορροπία τους (τούς δρους νομοθετικό και έκτελεστικό δέν τούς παίρνει μέ τό συνταγματικό - νομικό τους νόημα άλλά μ' ενα νόημα παραπλήσιο μ' αύτό πού δεχόμαστε έδώ) άπ' τή μιά, και τή συγκεκριμένη διαμόρφωση τής πολιτικής σκηνής, άπ' τήν άλλη. Σ' αύτό τό νόημα, ό συγγραφέας δείχνει τή σπουδαιότητα παραγόντων, δπως ό αριθμός τών κομμάτων —^καθεστώτα μέ δικομματικό ή πολυκομματικά σύστημα—, ή ιδιαίτερη δομή αύτών τών κομμάτων, δικομματισμός ή πολυκομματισμός άκαμπτος ή ευλύγιστος, κ.λ.π.^^. Οί άναλύσεις 14. Βλέπε, κυρίως Sociologie politique 1967, σ. 116 καΐ έπόμ. Institutions poltiiques, 1966, σ. 137 και έπόμ. partis politiques, 1964 σ. 387 και έπόμ. κ.λπ. όπου ό Ντυβερζέ προτείνει τή διάκριση σε προεδρικά καθεστώτα μέ «ψευτο δικομματισμό » (έλαστικός δικομματισμός) ή μέ πολυκομματισμό κοινοβουλευτικά καθεστώτα με δικομματισμό, κοινοβουλευτικά καθεστώτα μέ πολυκομματισμό. Βλέπε έπίσης, γι' αύτό τό θέμα, τις σπουδαίες άναλύσεις τοΰ Α. Hauriou, στό Régimes politiques et structures économicosociales, παραδόσεις πολυγραφημένες.
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
199
αύτές μποροϋν νά μας προσφέρουν πολύ χρήσιμες ένδείξεις, μέ τον δρο νά τονίσουμε ότι ό Ντυβερζέ, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο τμήμα των θεωρητικών τής πολιτικής έπιστήμης, δεν χρησιμοποιεί τή διάκριση ανάμεσα στις δύο περιοδικότητες και τούς δυο σχετικούς χώρους, στήν περίπτωσή μας ανάμεσα στις μορφές του Κράτους και τις μορφές καθεστώτος. Ή τυπολογία του των μορφών του καθεστώτος άπορροφα τήν διάκριση τών μορφών του Κράτους. Στις αναλύσεις γιά το συνασπισμό έξουσίας είχα ήδη δείξει^^ δτι ή άπουσία διάκρισης άνάμεσα στούς δύο χώρους και στις δύο περιοδικότητες έπιφέρει μια σύγχυση μεταξύ τής ταξικής διαμόρφωσης του συνασπισμού έξουσίας και τών κομματικών σχέσεων πάνω στήν πολιτική σκηνή. Γίνεται ετσι δύσκολος ό εντοπισμός τών διαφόρων μετατοπίσεων καί, τελικά, ή άκριβής άποτύπωση του ταξικού σκελετού τής πολιτικής σκηνής. Στήν περίπτωση πού έδώ μας απασχολεί, αυτή ή άπουσία εχει επίσης τά ειδικά της αποτελέσματα. Αύτή έμποδίζει νά δούμε δτι ή διάκριση σε καθεστώτα παίρνει ενα έντελώς διαφορετικό νόημα, σύμφωνα μέ τις διάφορες μορφές Κράτους στις όποιες έντάσσονται αύτά τά καθεστώτα: αύτά τά καθεστώτα μπορούν νά ταξινομηθούν μόνο μέ βάση τις μορφές Κράτους πού προσδιορίζουν τό χώρο τους. Μόνο ετσι αύτό πού έμφανίζεται σάν αμοιβαία σχέση — π.χ. ή ύπεροχή τοϋ εκτελεστικού καί ό έλαστικός δικομματισμός ή ό πολυκομματισμός — μπορεί νά γίνει μιά έξήγηση, μέ άναφορά στό σύνολο τών συντεταγμένων, ένός σταδίου ένός σχηματισμού καί στήν ταξική πολιτική πρακτική, και αύτό πού φαίνεται σαν μιά τυχαία συνδυαστική μπορεί νά αποκαλύπτεται άντίθετα σάν ενας άκριβής συνδυασμός. Ή ιδιαίτερη ένότητα και ή σχετική αύτονομία του καπιταλιστικού Κράτους, άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις καί μερίδες, οί κλίμακές τους, και οι συγκεκριμένες τους μορφές μπορούν νά μελετηθούν λοιπόν μόνο μέσα σ' ενα συνδυασμό τών μορφών του Κράτους μέ τις μορφές τού καθεστώτος: και 15. Παραπάνω.
200
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
αυτό στό μέτρο πού είναι στενά συνδεμένες με τις συγκεκριμένες άλλαγές τής κομματικής έκπροσώπησης στις μορφές πολιτικής όργάνωσης τοΰ συνασπισμου τής έξουσίας. Άρκεϊ νά πάρουμε τό παράδειγμα τής διάκρισης των έξουσιόδν και της ένότητας τής θεσμοθετημένης έξουσίας: ή «διάκριση» λειτουργεί πολύ διαφορετικά äv πρόκειται γιά υπεροχή του νομοθετικού σε πολυκομματικό ή δικομματικό σύστημα ή άντίέετα αν πρόκειται γιά υπεροχή του έκτελεστικοϋ σε σύστημα δικομματικό, έλαστικο ή άκαμπτο, ή πολυκομματικό^®. 'Ωστόσο ή διάκριση των μορφών τοϋ Κράτους και των μορφών του καθεστώτος παραμένει βασική στήν άναζήτηση τής σχέσης ανάμεσα στήν ένότητα του Κράτους και τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα του συνασπισμού τής έξουσίας, κάτω άπ' τήν έπιφάνεια τής πολιτικής σκηνής στό πλαίσιο τών καθεστώτων. Με δυο λόγια, αύτή είναι βασική στή διάκριση τών πραγματικών άποτελεσμάτων, πάνω στήν ένότητα τής κρατικής έξουσίας, του συνδυασμού τών μορφών Κράτους — μορφών καθεστώτος κάτω άπό τά συνήθως άπατηλά έπιφαινόμενα του μοναδικού καθεστώτος. "Άς πάρουμε, π.χ., μια μορφή Κράτους μέ ύπεροχή τού νομοθετικού και μέ πολυκομματικό καθεστώς: πρόκειται γιά μια τυπική περίπτωση στήν όποία, πολύ συχνά, άντιμετωπίζουμε κυβερνητικούς κομματικούς συνασπισμούς, πού πάνω στήν πολιτική σκηνή έμφανίζονται νά άμφισβητούν τήν ένότητα τής κρατικής έξουσίας, μέ τή διαίρεσή της άνάμεσα στά διάφορα κόμματα τού συνασπισμού. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται, συνήθως γιά τήν ένότητα τής κρατικής έξουσίας πού άντιστοιχεί στήν ένότητα τού συνασπισμού τής έξουσίας κάτω άπ' τήν αιγίδα τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας, μέ δυό λόγια γιά μιά σχέση μονοσήμαντη ανάμεσα στήν κρατική έξουσία και αύτήν τήν τάξη ή μερίδα. Αύτό μπορεί να άποδειχθεί μέ τήν έξέταση τής μορφής τού Κράτους καΐ τής ταξικής διαμόρφωσης τού συνασπισμού έξουσίας: αύτή ή έξέταση, μέ τή σειρά της, θά μπορέσει να μας άποκαλύψει τήν άκριβή διάταξη τών μεταμφιεσμένων ήθοποιών, πάνω στήν πολιτική σκηνή, πέρα απ'τάφαινόμε16. Βλέπε Ντυβερζέ. Τά πολιτικά κόμματα, κεφάλαιο «Τά κόμματα καΐ ή διάκριση τών έξουσιών».
ΜΟΡΦΕΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
201
να. Πράγματι, στήν περίπτωση αύτή, ή ένότητα τής κρατικής εξουσίας άποκαλύπτεται με τήν όργάνωση της ήγεμονίας αύτής της τάξης ή μερίδας πάνω στις άλλες μέσα στο Κοινοβούλιο: εϊτε με τή σύνθετη κυριαρχία του κόμματος της ήγεμονικής τάξης ή μερίδας πάνω στά άλλα κόμματα (είναι ή περίπτωση του «κυρίαρχου κόμματος» του κυβερνητικού συνασπισμου)* είτε με τή μεσολάβηση μιας σύνθετης εκπροσώπησης πάνω στήν πολιτική σκηνή, μέσο τής όποίας αύτή ή τάξη ή μερίδα έκπροσωπείται στο έσωτερικό των διαφόρων κομμάτων αύτοΰ του συνασπισμού* εϊτε μέ τήν κατοχή των κυβερνητικών τομέων-κλειδιά απ' τό κόμμα, ή τά κόμματα αυτής τής τάξης ή μερίδας. "Αλλωστε, 6 συνδυασμός των μορφών του Κράτους και των μορφών του καθεστώτος μας έπιτρέπει νά έκτιμήσουμε τό βαβμο τής σχετικής αυτονομίας του Κράτους άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή μερίδες. Π.χ. ή αύτονομία μιας μορφής Κράτους μέ ύπεροχή του έκτελεστικοϋ έξαρταται ταυτόχρονα απ τή συγκεκριμένη ταξική διαμόρφωση του συνασπισμού τής έξουσίας, άπ' τό γενικό ρόλο τών κομμάτων πού προσδιορίζεται απ' αύτή τή μορφή Κράτους και άπ' τήν ειδική συμπεριφορά τών κομμάτων, πάνω στήν πολιτική σκηνή στό πλαίσιο τών μορφών τού καθεστώτος. Μ' άλλα λόγια, ή ύπεροχή τού εκτελεστικού δείχνει μιά αύξανόμενη αύτονομία τού Κράτους άπέναντι σ' αύτές τΙς τάξεις και μερίδες, μόνο δταν συνδυάζεται μέ μιά πτώση τού όργανωτικού ρόλου τών κομμάτων πού αντανακλάται επίσης πάνω στην πολιτική σκηνή: αύτή ή αμοιβαία σχέση συναντιέται άρκετά συχνά. Και είναι ξεκάθαρη στήν περίπτωση τού Ιστορικού φαινομένου του γαλλικού βοναπαρτισμού. Όπως ό Γκράμσι, μετά τό Μάρξ, τό παρετήρησε, αύτή έκδηλώνεται μέ μιά κατάσταση κρίσης τής κομματικής άντιπροσώπευσης, μέ δυό λόγια μέ μιά ρήξη άνάμεσα στις διάφορες τάξεις ή μερίδες και τήν έκπροσώπησή τους^'. Έν τούτοις μπορούμε συχνά νά ξεχωρίσουμε μεταβολές αύτής τής άμοιβαίας σχέσης: π.χ. ή σχετική αύτονομία τού 17. «Πώς διαμορφώνονται αύτές οί καταστάσεις άντίθεσης άνάμεσα σε «έκπροσωπουμένους-έκπροοώπους» πού, άπ* τό έδαφος τών κομμάτων
202
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Κράτους μπορεί νά άποδειχθεί πιο σημαντική σέ περίπτωση ύπεροχί^ς του νομοθετικού σέ πολυκομματικό καθεστώς — ιδιαίτερα έκδηλη στο ρόλο τής γραφειοκρατίας στήν περίπτωση κυβερνητικής άστάθειας —, δπως και σέ μιά υπεροχή του εκτελεστικού σέ δικομματικό καθεστώς μέ κόμματα μέ ισχυρές δομές και μέ αύστηρή εσωτερική πειθαρχία — περίπτωση στή Μ. Βρετταννία σήμερα—· ή μπορεί νά είναι άκόμα πιο σημαντική στήν περίπτωση μιας κυριαρχίας του έκτελεστικου σέ πολύ κομματικό καθεστώς — δπως στή Γαλλία. Ό συνδυασμός πού άναφέραμε μπορεί νά προσφέρει τήν έξήγηση: στήν περίπτωση δικομματικού συστήματος, μέ αύστηρή έσωτερική πειθαρχία τών κομμάτων — Μ. Βρεταννία —, βρίσκόμαστε, φαίνεται, μπροστά σέ μιά ιδιαίτερη ικανότητα πολιτικής όργάνωσης τής ήγεμονίας άπ' τά μονοπώλια, πράγμα πού κάνει λιγότερο σημαντική τήν αυτονομία τοϋ κρατικού μηχανισμού άπέναντί τους. Οι σχέσεις άνάμεσα στήν ανοιχτή δράση τής ήγεμονικής μερίδας και του συνασπισμού έξουσίας, δπως και ή όργάνωση τής ήγεμονίας τους άπέναντί στό λαό έθνος, δένονται ήδη στό εσωτερικό ενός και τον Ιδιον κόμματος, ή στό έσωτερικό των δύο κομμάτων πού καταλαμβάνουν έναλλακτικά τό πολιτικό προσκήνιο. Ή ήγεμονική μερίδα γίνεται έπικρατοϋσα μερίδα καταλαμβάνοντας χάρις στούς «υπαλλήλους» της — έννοια πολιτική και οχι άπλή λέξη πού δηλώνει σχέσεις μεταξύ προσώπων — τούς «άνώτερους» αύτου ή αύτών των κομμάτων. Ή περίπτωση εϊναι ξεκάθαρη δσον άφορα τΙς Ηνωμένες Πολιτείες, δπου ή άδύναμη όργάνωση των κομμάτων έπιτρέπει πολλές φορές μιά σχετική αυτονομία του Κράτους, πού πραγματικά λειτούργησε στό uNeiv Deal» του Ρούζβελτ. Αύτή ή αύτονομία λειτούργησε επίσης, σέ μιά όρισμένη έννοια, σέ πείσμα του συστήματος, στήν ιδιαίτερη περίπτωση τής Εργατικής κυβέρνησης τό 1945 στή Μ. Βρεταννία^® ... άντανακλώνται σ' όλο τον κρατικό όργανισμό, ένισχύοντας τήν αντίστοιχη θέση τής γραφειοκρατικής έξοοσίας...». Γκράμσι στά Oeuvres, éd. Sociales op. cit., σ. 246. 18. Γιά το πρόβλημα των έργατικών κυβερνήσεων στή Μ. Βρεταννία τό πιό λαμπρό εργο είναι, άναμφισβήτητα τοϋ R. Milliland, Parliamentary Socialism, Londres, 1964.
ν. ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΑΙΤ
τό πρόβλημα καΐ οι 'θεωρίες των έλΙτ
Είμαστε, τώρα, σέ θέση νά έπιχειρήσουμε μιά αύστηρή όξέταση του κρατικού μηχανισμοϋ: είναι γνωστό ότι, στή μαρξιστική θεωρία, ή συζήτηση συγκεντρώθηκε γύρω απ' το πρόβλημα τής γραφειοκρατίας, πού έξ άλλου είναι μόνο μιά άπ' τις Οψεις, άναμφισβήτητα ή σημαντικότερη, του κρατικού μηχανισμού. Είναι γνωστό, απ' τήν άλλη πλευρά, δτι ή θεωρητική ερευνά μειώθηκε σέ μεγάλο βαθμό, έξ αιτίας τών λαθών πού περιέχονται στις άναλύσεις του Τρότσκυ, αλλά κυρίως έξ αιτίας τής έντονης ιδεολογικής σύγχυσης των έπιγόνων του: θά προσπαθήσω νά άποφύγω τό ιδεολογικό έδαφος αύτής τής συζήτησης και νά στηριχτώ στις έπιστημονικές ένδείξεις πού οί Μάρξ, Ένγκελς, Γκράμσι καί Λένιν μας προσφέρουν γι* αύτό τό θέμα. Θά λάβω έξ' άλλου ύπ' δψη μου μόνο τις άναλύσεις τοΰ Μάξ Βέμπερ: άνεξάρτητα άπ' τις κριτικές πού μπορούμε νά του άπευθύνουμε, άσφαλώς μποροϋμε νά τόν θεωρήσουμε σάν τόν συγγραφέα πού φώτισε καλύ^€ρα αύτό τό πρόβλημα. Θά άρχίσω τήν άνάλυση μέ μιά σύντομη εξέταση των θεωριών περί «πολιτικών έλΙτ»: αύτές έχουν μιά άξιόλργη επίδραση, σιή σύγχρονη πολιτική θεωρία και έμφανίζονται ρητά σάν κριτικές τής μαρξιστικής θεωρίας του πολιτικού στοιχείου. 'Ωστόσο δέν υπάρχει άμφιβολία δτι αύτές άπευθύνονται σέ παρερμηνείες τοϋ μαρξισμού και δτι ή μαρξιστική θεωρία υφίσταται αύτές τις κριτικές έξ αίτίας τής παραμόρφωσης
206
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πού συχνά έχουν υποστεί οί επιστημονικές μαρξιστικές εννοιες. Μέ δυο λόγια, τό μεγαλύτερο μέρος των θεωριών περι πολιτικών έλιτ θέτουν προβλήματα πού δέν μπορούν νά έπιλυθοϋν ουτε άπό ενα μαρξισμό ετσι παραμορφωμένο ουτε στή βάση τών ιδεολογικών προοπτικών πού αύτές προτείνουν: αύτά τά προβλήματα μπορούν νά βρουν τή λύση τους μόνο στην έπιστημονική προβληματική του μαρξισμού. Πράγματι, οί θεωρίες τών πολιτικών έλιτ άντιμετωπίζουν δυο προβλήματα σχετικά διακεκριμένα, θέτοντας τό ζήτημα τών σχέσεών τους: 1) Τό πρόβλημα της «πολιτικά κυρίαρχης τάξης» ύποδηλωμένο πολλές φορές, στήν αντίληψη τών πολιτικών έλίτ, μέ τόν ειδικό δρο τής «πολιτικής τάξης». Απ' αύτή τήν άποψη ήρ κύρια άμφισβήτηση πού άποδίδεται στή μαρξιστική θεωρία άφορα τήν αναγκαία ταυτότητα πού αύτή θά εθετε ανάμεσα στήν οίκονομικά κυρίαρχη και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη. Οί θεωρίες τών έλιτ τονίζουν άκριβώς, δτι τά πράγματα δέν συμβαίνουν πάντα έτσι. Πάνω σ' αύτή τή βάση άναπτύσσονται διάφορες προσπάθειες για έπεξεργασία μιας έννοιας τής πολιτικής εξουσίας, πού θά διακρινόταν ριζικά απ' τή μαρξιστική αντίληψη. Πάνω σ'αύτή τή βασική κριτική συνενώνεται, άλλωστε τό ρεύμα τών αποκαλουμένων «μετασχηματισμών», τοϋ καπιταλιστικού συστήματος: σήμερα, δέν θά μπορούσαμε πιά νά μιλάμε γιά μιά τάξη οικονομικά κυρίαρχη στή μαρξιστική έννοια του δρου — διάκριση τής ιδιοκτησίας και του έλέγχου, κυκλοφορία και κινητικότητα άνάμεσα στις κοινωνικές όμάδες, κ.λπ. —, πραγμα πού θά έπέβαλλε τήν άνάγκη νά προσφύγουμε σέ άλλες έξηγήσεις σχετικά μέ τή βάση τής πολιτικής έξουσίας. 2) Τό πρόβλημα του κρατικού μηχανισμού και τής γραφειοκρατίας. Κατά πρώτο λόγο, αύτές οί θεωρίες βλέπουν, στή μαρξιστική άντίληψη μιά έμπειρική συγκέντρωση δλων τών πολιτικών λειτουργιών στά χέρια τής οικονομικο - πολιτικά κυρίαρχης τάξης, τήν πρακτική τους έξάσκηση άπό τά μέλη αύτής τής ϊδιας τάξης. ""Αν ή φεουδαρχική τάξη έκπλήρωνε δμεσα τις λειτουργίες τής πολιτικής διακυβέρνησης, τής δημόσιας διοίκησης, τών στρατιωτικών λειτουργιών, κ.λπ. δέν
TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ KAI ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΙΤ
207
μπορούμε να πούμε, πραγματικά τό ϊδιο, γιά τήν άστική τάξη. Έτσι, για να έξηγήσουμε θεωρητικά αύτή τη μετατόπιση καταφεύγουμε σε μιά έννοια πού αποκαλύπτει το βάθρο τής πολιτικής εξουσίας σιήν ϊδια τήν ύπαρξη του κρατικού μηχανισμού, και αποδίδει, συγχέοντας τήν κρατική εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό, μια Ιδιαίτερη πολιτική έξουσία στήν κρατική γραφειοκρατία. Κατά δεύτερο λόγο, οι θεωρίες των έλιτ βλέπουν στή μαρξιστική θεωρία τήν άντίληψη ένός Κράτους πού λειτουργεί σάν άπλό οργανο κυριαρχίας της κυρίαρχης τάξης: ή μαρξιστική θεωρία θα αποκλειόταν ετσι άπ' τή δυνατότητα νά εξετάσει τ ή σχετική αύτονομία της γραφειοκρατίας απέναντι στήν κυρίαρχη τάξη. Έτσι έρμηνεύεται ή προσφυγή σε μιά αυτόνομη πολιτική έξουσία, παράλληλη με τήν οικονομική ή πολιτική «ταξική» κυριαρχία, πού άποδίδουν στή γραφειοκρατία: σύμφωνα με τις θεωρίες αύτές, αύτό θά ήταν το μόνο μέσον γιά να έξηγήσουμε τήν ιδιαίτερη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Ό Ράϊτ Μίλλς εκφράζει ξεκάθαρα τις κριτικές πού απευθύνονται σέ μιά παραμορφωμένη μαρξιστική θεωρία, εξηγώντας γιατί άπορρίπτει τον δρο «κυρίαρχη τάξη», προτιμώντας τόν δρο «έλιτ της έξουσίας»: «Κυρίαρχη τάξη» είναι μιά έκφραση πολύ μπερδεμένη: «Τάξη» είναι ένας οικονομικός δρος, «κυριαρχία» εϊναι πολιτικός δρος. Ή έννοια «κυρίαρχη τάξη» περιλαμβάνει έτσι τήν άντίληψη, δτι μιά οικονομική τάξη κυριαρχεί πολιτικά. Αύτή ή θεωρία, πού καταλήγει νά μπλοκάρεται, μπορεί νά είναι αληθινή ή μή* δέν θά έπρεπε ώστόσο νά υπονοεί αύτή τήν περισσότερο απλουστευτική θεωρία στούς ίδιους τούς δρους πού χρησιμοποιεί γιά νά καθορίσει τά προβλήματα... Είδικώτερα, ή φράση «κυρίαρχη τάξη», στή συνηθισμένη πολιτική σημασία της, δέν άναγνωρίζει άρκετή αυτονομία στήν πολιτική τάξη πραγμάτων καΐ στά μέλη της και δέν λέει τίποτα γιά τούς στρατιωτικούς στή δική τους τάξη πραγμάτων... Θεωρώ δτι αύτή ή άπλουστευτική"αντίληψη ένός «οικονομικού ντετερμινισμού» πρέπει νά συμπληρωθεί μέ έναν «πολιτικό ντετερμινισμό» και μ' έναν «στρατιοπικό ντετερμινισμό»* κατά τή γνώμη μου οί ανώτεροι παράγοντες καθ' ένός απ' αύτούς
208
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τους τρεις τομείς κατέχουν συχνά δναν άξιοσημείωτο βαθμό αυτονομίας^. Πριν δούμε τή σχέση πού βεβαιώνουν αυτές οι θεωρίες άνάμεσα στον κρατικό μηχανισμό, στό στενό του νόημα, και σ' αύτό πού ύποδηλώνουν σάν τάξη πολιτικά κυρίαρχη, θά πρέπει για λίγο νά δούμε τΙς λύσεις αυτές πού προτείνουν. Κατά γενικό κανόνα θά άνακαλύψουμε μιά βάση πολιτικής έξουσίας διαφορετική απ' αύτή πού είναι αποδεκτή άπ' τή μαρξιστική θεωρία, δηλαδή, σέ τελευταία άνάλυση, διαφορετική άπό τή σύνθετη σχέση άνάμεσα στό πολιτικό στοιχείο και στις παραγωγικές σχέσεις. Και αύτό, άκολουθώντας πολλές παραλλαγές: εϊτε, στό δρόμο του Παρέτο, γιά νά τό πούμε σχηματικά, σέ μιά σχέση σχεδόν, όντολογική κυβερνώντες - κυβερνώμενοι, πού συγγενεύει μέ τό χεγκελιανό σχήμα Κύριος - Σκλάβος, όπως τό ξαναβρίσκουμε στόν C. Schmitt* εϊτε, στή γραμμή τού Mannheim και του σχήματός του της « frcischwebende Intelligenz», ξεκινώντας άπ' τό «διανοητικό» μονοπώλιο τών έλιτ άπέναντι στις μάζες* εϊτε ακόμα, σύμφωνα μ' ενα πιό σημαντικό ρεύμα, πού φτάνει στό Μ. Βέμπερ, πού ξεκινάει απ' τόν ελεγχο του κρατικού μηχανισμού, θεωρώντας τό ϊδιο τό Κράτος, άλλοτε σάν αποκλειστική βάση και ανεξάρτητο απ' τό οικονομικό στοιχείο, από τήν πολιτική εξουσία, καΐ άλλοτε σάν βάση της πολιτικής εξουσίας, ανεξάρτητο απέναντι στήν οικονομική έξουσία, άλλά παράλληλο μ' αύτήν. Αύτή ή τελευταία αντίληψη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αύτή αποκαλύπτει τή λειτουργία της γραφειοκρατίας, ξεκινώντας από μια ιδιαίτερη πολιτική έξουσία, πού θά τήν καθιστούσε άπλώς, μέ τόν έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, αύτόνομη βάση πολιτικής έξουσίας. 1. C.W. Mills, The Power Elite, 1963, σ. III. Ό T. Β. Bottomore έκθέτει πολύ καλά αύτό τόν τρόπο κριτικής πού οί θεωρίες τών έλιτ απευθύνουν στή μαρξιστική θεωρία: Elites and Society, 1966, τα δύο πρώτα κεφάλαια, και Classes in Modern Society, 1966, τό πρώτο κεφάλαιο. "Εχω αναλύσει πιό πάνω, στό κεφάλαιο γιά τήν έξουσία, τήν έννοια τής έξούσίας πού διατυπώνουν τό μεγαλύτερο μέρος τών αναλύσεων τών πολιτικών έλίτ.
TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ KAI ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΙΤ
209
Ποιες είναι, τώρα, οι αποδεκτές σχέσεις άνάμεσα στην κοινωνική όμάδα πού έλέγχει τον κρατικό μηχανισμό, είδικώτερα τή γραφειοκρατία, και τις δλλες πολιτικές έλίτ, καί, σύμφωνα μέ τή μαρξιστική θεωρία, τις σχέσεις τής γραφειοκρατίας μέ τήν κυρίαρχη τάξη; Τό έρώτημα εϊναι άκόμα πιό ένδιαφέρον, γιατί αυτές οί θεωρίες προσφέρουν άλληλοσυγκρουόμενες λύσεις: μερικές επιβεβαιώνουν τήν ενότητα των πολιτικών έλΙτ και άλλες τήν πολλαπλότητα των πολιτικών ελιτ ή διευθυνόντων κατηγοριών. Ή ερώτηση άφορα, άλλωστε, έπίσης ενα πρόβλημα τής αύθεντικής μαρξιστικής θεωρίας: τήν ένότητα και τήν ιδιαίτερη συνοχή αυτής τής κοινωνικής κατηγορίας πού είναι ή γραφειοκρατία. Α. Ή άντίληψη γιά πολλαπλότητα των πολιτικών έλιτ ή διευθυνόντων κατηγοριών δέν άξίζει νά μας απασχολήσει. Αύτή είναι μόνο μιά τυπική Ιδεολογική άντίδραση στήν μαρξιστική θεο^ρία τοϋ πολιτικού στοιχείου: είναι ή άντίδραση του «λειτουργιστικοϋ» ρεύματος^. Στήν ιδεολογική της λειτουργία, ή άρνηση οποιασδήποτε ένότητας άνάμεσα στις όνομαζόμενες πολιτικές έλιτ ή διευθύνουσες κατηγορίες αποσκοπεί, ξεκάθαρα, στο νά έξαλείψει κάθε πιθανότητα προσφυγής προς αύτο πού θά μπορούσε άπλώς νά θυμίσει τήν ύπαρξη ταξικής πάλης: αν άναγνωρίσουμε τήν ένότητα των έλιτ ή κατηγοριών, διατρέχουμε τον κίνδυνο μιας επικίνδυνης έπαφής μ' αύτούς πού αποδέχονται άκόμα μιά κυρίαρχη τάξη, όπως π.χ. εϊναι ό Άρόν, ό καλύτερος έκπρόσωπός τους. Κάτω άπό τήν προοττασία του λειτουργισμοϋ, πού στερεί από περιεχόμενο τήν έννοια και τήν πραγματικότητα τοϋ πολιτικού στοιχείου, θεωρώντας το σαν συγκεγχυμένη και άδιάφορη λειτουργία «κατεύθυνσης» διαφόρων «στοιχείων - σφαιρών» μιας κοινωνικής «όλοκληρω2. Βρίσκουμε τις λειτουργικές άρχές αύτής τής άντίληψης στήν κριτική, τοϋ Τ. Parsons, στό αναφερόμενο ëpyo του Μίλλς: The Distribution of Power in American Society», in World Politics, vol. X No 1/Υποστηρικτές τής πολλαπλότητας, μεταξύ τών άλλων: Aron «Classe sociale, classe politique, classe dirigeante», in Revue Européenne de sociologie I (2) 1960 καΐ «Classe politique ou catégories dirigeanétes; », Revue française de sciences politiques.
u
210
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μένης» «ολότητας», καταλήγουμε σ' αυτό τό αποτέλεσμα: οι πολιτικές ελίτ καθορίζονται άπ'τόν διευθυντικό τους ρόλο στούς διάφορους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας — άνάμεσα στούς οποίους τοποθετείται καΐ τό θεσμοθετημένο πολιτικό στοιχείο, τό Κράτος —, αύτές είναι πολιτικές έλΙτ στό βαθμό πού εϊναι διευθύνουσες κατηγορίες. Αύτές άποτελουν, ταυτόχρονα, μιά πολλαπλότητα, εϊτε γιατί οι διάφοροι τομείς — άνάμεσα στούς όποίους τό Κράτος μέ τή στενή έννοια — δέν έχουν μεταξύ τους άλλες σχέσεις άπό τό νά είναι κυκλικά ένσωματωμένες στό κοινωνικό σύνολο είτε γιατί τά ((νψηλά κοινωνικά στρώματα» (high social Stratums) τώγ διαφόρων κοινωνικών όμάδων εκπροσωπούν διϊστάμενα συμφέροντα πού όλοκληρώνονται μέ πολλούς τρόπους. Μπορούμε νά πούμε ότι τά «άνώτερα συνδικαλιστικά στελέχη», οι «καθοδηγητές» δλων των σημαντικών πολιτικών κομμάτων, οι «μεγάλοι μάνατζερς» τών μονοπωλίων, ή «άνώτερη κρατική γραφειοκρατία» — πού άποτελουν δλες τμήμα, σύμφωνα μ' αύτή τή θεωρία, τών διευθυνόντων κατηγοριών — συγκροτούν μιά πολιτική ένότητα: τό λιγότερο πού μπορούμε νά πούμε είναι δτι αύτό θά ήταν ύπερβολικό! Σ' αύτό τό πλαίσιο, ό κρατικός μηχανισμός, ή γραφειοκρατία και ειδικότερα οι «άνώτεροί» τους θεωρούνται δτι κατέχουν μιά δική τους πολιτική εξουσία, τής όποίας ή σχέση μέ τις άλλες διέπεται άπ' τή γενική άντίληψη τής «τμηματοποίησης» τής πολιτικής έξουσίας, χαρακτηριστικό τής λειτουργιστικής θεωρίας. Β. Τό ρεύμα πού μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι αύτό πού άποδέχεται τήν ένότητα τών πολιτικών έλίτ, έκφρασμένη καμιά φορά, μέσο τής έννοιας τής «πολιτικής τάξης»^ Κι αύτό στό βαθμό πού αύτό τό ρεύμα, κάνοντας κριτική τής μαρξιστικής 3. Είναι κυρίως ή περίπτωση του Mosca, The Ruling Class, 1939, σ. 12 και έπόμ. του R. Michels καΐ τής πολιτικής του γραφειοκρατίας-τάξης: The political Parties, 1966, σ. 43 και έπόμ. 188 και έπόμ. του Ρ.Μίλλς The Power Elite, του J. Meynaud, Les Elites politiques, 1960 τής «διευθυντικής» ταξικής τάσης του Burnham, κ.λπ. Σημειώνουμε ότι οί ύποστηρικτές τής άντίληψης τής ένότητας τών έλιτ είναι αύτοι πού είχαν έπηρεαστεϊ άπ' τή μαρξιστική άντίληψη.
TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ KAI ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΩΝ
ΕΛΙΤ
211
άντίληψης της κυρίαρχης τάξης — και πού δεν θά επέτρεπε νά εξετάσουμε τή σύγχρονη αποκέντρωση των πολιτικών λειτουργιών και τόν ιδιαίτερο ρόλο της γραφειοκρατίας και θά προϋπόθετε μια πολιτική ένότητα της αστικής τάξης πού, ταυτόχρονα, δεν θά ύπήρχε πιά — εννοεί νά συγκρατεί τό γενικό σχήμα τής πολιτικής κυριαρχίας. Βρίσκουμε, κι' έδώ επίσης πολλές παραλλαγές: ή ένότητα τών διαφόρων έλίτ βασίζεται πολλές φορές, δπως συμβαίνει στο εργο του Mosca μέ τήν «πολιτική τάξη», πάνω στήνϊδια τή σχέση τους—επιρροής ή συμμετοχής— μέ τή θεσμοθετημένη πολιτική εξουσία. Αύτή ή έξουσία, χωρίς πιθανή βάση θεωρείται σάν ενας άπλός τόπος, τοΰ όποίου ή ϊδια ή ύπαρξη ένοποιει τις διάφορες έλίτ, ενώ οι άνώτεροι τής γραφειοκρατίας συγκροτούν μιά έλιτ μεταξύ τών άλλων. Σύμφωνα μ' αύτό τό ρεύμα, αποκαλύπτονται παράλληλες πηγές πολιτικής εξουσίας: τό οικονομικό στοιχείο θεωρείται σάν μιά πηγή εξουσίας, και τό Κράτος σάν μιά άλλη. Οί έλίτ, ανάμεσά τους και ή γραφειοκρατία, διατηρούν τις σχέσεις τους μέ τις διάφορες πηγές, εϊναι όμως άναγκασμένες νά βρίσκονται ένωμένες, κατά τόν Ράϊτ Μίλλς, γιατί οι «ήγέτες τών οικονομικών επιχειρήσεων», οί «πολιτικοί ήγέτες» — ανάμεσά τους οί άνώτεροι γραφειοκράτες — καί οι «στρατιωτικοί ήγέτες» — οι έλίτ — ανήκουν όλοι σ'αύτό πού προσδιορίζει σάν «corporate rieb». Στήν περίπτωση αύτή, ή αντίληψη, πού ήθελε νά ξεπεράσει τόν αποκαλούμενο μαρξιστικό οικονομικό ντετερμινισμό και νά εξετάσει τήν αύτόνομη λειτουργία τής γραφειοκρατίας φαίνεται άκριβώς νά διαλύει τό πρόβλημα σ' εναν οικονομικό έπικαθορισμό. Ή πολιτική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού έξαντλειται στή συμμετοχή τών μελών του, οχι μόνο στις διάφορες έλίτ, άλλά έπίσης σ' αύτό τό ένοποιητικό κέντρο, σ' αύτή τήν κοινωνική όμάδα μέ ύψηλά εισοδήματα. Ή ένότητα άναφέρεται έπίσης, πολλές φορές, στήν κυριαρχία τής έλίτ πού κατέχει τήν βασισμένη στίς παραγωγικές σχέσεις έξουσία, όπως κάνει ό Μεϋνώ, ή στήν έξουσία πού βασίζεται στόν ϊδιο τόν ελεγχο τοϋ κρατικού μηχανισμού, παράλληλη βάση τής πολιτικής έξουσίας, δπως τό βλέπουμε σέ ορισμένες θέσεις ανάμεσα στίς όποιες και τοϋ R. Michels, τής θεωρίας τής γρα-
212
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
φειοκρατίας τοϋ Βέμπερ. Ή κυριαρχία αύτή, άλλωστε, είναι πέρα γιά πέρα ανεξήγητη μέσα στο πλαίσιο αυτών τών έννοιών. Τέλος, δπως κάνει ό Burnham, ή ένότητα έξηγειται μέ τή συμμετοχή των διαφόρων έλιτ στή νέα τεχνο - γραφειοκρατική «τάξη» τών μάνατζερς, πού έλέγχει τήν παραγωγή, μέσο τοϋ λεγόμενου διαχωρισμού ιδιοκτησίας και ελεγχου των μεγάλων έπιχειρήσεων, και ταυτόχρονα, μέσο της συμμετοχής της στον κρατικό μηχανισμό, σ' δ,τι άφορα τον έθνικοποιημένο τομέα. Δεν θά επιχειρήσω τήν κριτική αυτών τφν άντιλήψεων και τών θεωρητικών τους προϋποθέσεων: άλλοι τό έχουν κάνει μέ άρκετά έξαντλητικό τρόπο^. Ή βασική τους ελλειψη είναι δτι δεν προσφέρουν καμιά εξήγηση γιά τή βάση τής πολιτικής έξουσίας. Έπι πλέον: άποδεχόμενες μιά πολλαπλότητα πηγών πολιτικής έξουσίας δεν μποροϋν νά προσφέρουν καμιά έξήγηση τών σχέσεων τους. Έτσι οδηγούνται σε άντίθετα άποτελέσματα άπ' αυτά πού σκόπευαν: κάνοντας κριτική τής παραμορφωμένης μαρξιστικής άντίληψης τής κυρίαρχης τάξης, θέλοντας, ειδικότερα, νά έξετάσουν τήν ιδιαίτερη λειτουργία τής γραφειοκρατίας, καταλήγουν στή ν άποδοχή τής ένότητας τών πολιτικών ελίτ. Αύτή ή ένότητα παραμένει ώστόσο, σ'αύτή τήν περίπτωση, ιδεολογική: σ' ο,τι άφορα τή γραφειοκρατία, αύτές οί θεωρίες καταλήγουν, μέσο τής ιδιαίτερης έξουσίας πού τής άναγνωρίζουν, ή μέ τό νά διαλύουν τήν λειτουργία της στή συμμετοχή της σέ μιά φανταστική οικονομική όμάδα — Μίλλς— ή μέ τό νά τήν θεωρούν σάν άποκλειστικό «ύποκείμενο» τής ' πολιτικής εξουσίας, μέ τή στενή της ίννοια — βεμπεριανή τάση — ή μέ τήν πλατειά της έννοια — Burnham—
4. Σημειώνω, ειδικότερα, τήν κριτική του Σουήζυ στο Μίλλς: «Power Elite or Ruling Class», άπόσπασμα άπ' τή Monthly Review, 1963.
ή μαρξιστική ΰ^έση καΐ τό ζήτημα της ταξικής τοποιΟ^έτησης του κρατικού μηχανισμοί)
Τά προβλήματα πού τέθηκαν άπ' τις θεωρίες τών έλίτ μπορούν νά έπιλυθουν μέσα στή μαρξιστική θεωρία του πολιτικού στοιχείου. "Άν ξαναδούμε τις κριτικές πού έγιναν στή μαρξιστική θεωρία μπορούμε εύκολα, πράγματι, να καταλάβουμε δτι αύτές κατευθύνονται στίς παραμορφώσεις της. "Ας έξετάσουμε, κατά πρώτο λόγο, τήν κριτική για τήν έννοια τής κυρίαρχης τάξης. Ή έννοια της τάξης άφορα μόνο το οίκονομικό έπίπεδο, ή έννοια της κυριαρχίας, μόνο τό πολιτικό έπίπεδο: ή έννοια τής κυρίαρχης τάξης έπάγεται, λοιπόν, άναγκαστικά, μέ μιά καταχρηστική έπέκταση, ότι ή οικονομικά κυρίαρχη τάξη είναι ή πολιτικά κυρίαρχη τάξη. Στή ν πραγματικότητα, στο κεφάλαιο γιά τις κοινωνικές τάξεις δείξαμε μέ ποιά έννοια ή έννοια τής τάξης δέν ορίζει καθόλου μόνο σχέσεις τών δρώντων παραγόντων μέ τις παραγωγικές σχέσεις, άλλά δείχνει τά άποτελέσματα του συνόλου τής δομής πάνω στό πεδίο τών κοινωνικών σχέσεων. Επίσης δείξαμε, στο κεφάλαιο γιά τήν έννοια τής εξουσίας, ότι αύτή, δπως άλλωστε καΐ ή έννοια τής κυριαρχίας, στή σχέση τους μέ τήν έννοια τής τάξης, δέν όρίζουν καθόλου μόνο τό έπίπεδο τών πολιτικών δομών, άλλά τό αννολο του πεδίου τών κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή οίκονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές, ταξικές, πρακτικές. Οί διαπιστώσεις αύτές μας έπέτρεψαν νά έξηγήσουμε τή δυνατότητα άποκέντρωσης και διάστασης άνάμεσα στούς
214
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
διάφορους χώρους οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας πού κατέχονται άπό διάφορες τάξεις. "Αν το οικονομικό έπίπεδο των παραγωγικών σχέσεων καθορίζει, σέ τελευταία άνάλυση, το ρόλο εξουσίας και κυριαρχίας στο πεδίο τής ταξικής πάλης, αύτό συμβαίνει μόνο μέ τήν αντανάκλασή του στο σύνθετο σύνολο ενός σχηματισμού. Συναντήσαμε ετσι πολλά παραδείγματα διάστασης άνάμεσα στήν οικονομικά κυρίαρχη και τήν πολιτικά κυρίαρχη τάξη. "Αλλωστε, έχοντας δείξει τή σύνθετη δομή και τή σχετική αυτονομία του πολιτικού στοιχείου, δπως και τών διάφορων τομέων πού περιλαμβάνει, δείξαμε τή δυνατότητα αποκέντρωσης των διαφόρων πολιτικών λειτουργιών, πού κατέχουν οι διάφορες τάξεις: διαφοροποίηση άνάμεσα σέ τάξεις πολιτικά κυρίαρχες, πού μετέχουν στο συνασπισμό τής εξουσίας και στήν ήγεμονική τάξη τοϋ συνασπισμού, πού κατέχει καθοριστικά τήν πολιτική έξουσία και άναλαμβάνει τόν ρόλο πολιτικής όργάνωσης τοϋ συνασπισμού τής εξουσίας· διαφοροποίηση άνάμεσα σ' αύτές και τήν έπικρατοϋσα τάξη, πού εχει τό ρόλο τής έκπροσώπησης στό χώρο τής πολιτικής σκηνής. Μέ δυό λόγια, ή αύστηρά μαρξιστική έννοια τής κυρίαρχης τάξης δεν συνεπάγεται καθόλου τήν έμπειρική συγκέντρωση τών διαφόρων πολιτικών λειτουργιών στά χέρια τών μελών μιας και τής ϊδιας τάξης, άλλά έξηγει αυτήν τήνένδεχόμενη άποκέντρωση, σύμφωνα μέ τις συγκεκριμένες μορφές τής ταξικής πάλης, τις πολιτικές δομές, τούς τύπους καΐ τις μορφές Κράτους και τις μορφές καθεστώτος^. 'Ακόμα, έδώ πρόκειται γιά σχέσεις, άνάμεσα σέ διαφορετικές τάξεις: δέν επιλύεται μ' αύτό τόν τρόπο τό πρόβλημα πού θέτει ή κοινωνική ομάδα τοϋ κρατικού μηχανισμού. Χρησιμοποιώ τόν όρο «γραφειοκρατία» έξ αιτίας τής σπουδαιότητας πού πήρε, αν και τελικά ύποδηλώνει μόνο ενα τμήμα αύτής τής όμάδας, πέρα άπ' τό στρατό, τήν άστυνομία, κ.λπ. πού συνήθως προσδιορίζονται άπ' τούς κλασικούς του μαρξισμού μέ τήν έκφραση «κρατική διοίκηση». Ό σ ο ν άφορα τή διάκριση άνάμεσα σέ μερίδα, στρώμα, και κατηγορία δείξαμε ήδη, ότι ή γραφειο1. Βλέπε παραπάνω.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
215
κρατία άποτελεΐ μιά ειδική κατηγορία^. "Αν λάβουμε ύπ' όψη τή σύνθετη ολότητα ένός τρόπου παραγωγής καί τήν ειδική αποτελεσματικότητα των διαφόρων βαθμίδων του, βλέπουμε ότι ή γραφειοκρατία είναι το εΙδικο αποτέλεσμα τής τοπικής δομής τους Κράτους πάνω στούς δρώντες παράγοντες, μέσα σ' εναν κοινωνικό σχηματισμό: Εϊναι ό ϊδιος μηχανισμός πού συνανταμε στούς «διανοουμένους» στη σχέση τους μέ τήν περιοχή τής ιδεολογίας. "Αν είναι άλήθεια δτι αυτή ή τοπική δομή του πολιτικού στοιχείου εχει επίσης αποτελέσματα πάνω στούς δρώντες παράγοντες πού είναι κατανεμημένοι στις κοινωνικές τάξεις ή μερίδες τάξης, στο βαθμό πού δέν πρόκειται γιά εννοιες πού καλύπτουν τά αποτελέσματα του οικονομικού στοιχείου μόνο, πάνω στούς δρώντες παράγοντες ή παραγωγή τής γραφειοκρατικής κατηγορίας άποτελει δικό της ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Ά π ' τήν πλευρά τής γραφειοκρατίας, αύτό έκδηλώνεται κατά πρώτο λόγο μέ τή συμμετοχή της στον κρατικό μηχανισμό, μέ τό γεγονός δτι θέτει σέ κίνηση, κατά κάποιο τρόπο, τούς θεσμούς τής πολιτικής εξουσίας. Ή γραφειοκρατία σαν κοινωνική κατηγορία του κρατικού μηχανισμού είναι, ώστόσο, μόνο μιά οψη του προβλήματος. Πράγματι, εϊναι πολύ σημαντικό νά διακρίνουμε στόν δρο τής γραφειοκρατίας τά δυό νοήματα πού παίρνει, κι ακόμα τά δυό νοήματα πού τής άποδίδουν οι Μάρξ, Ένγκελς, Αένιν και Γκράμσι. Τό δεύτερο νόημα δέν ύποδηλώνει, αυστηρά, άμεσα αύτή τήν κοινωνική κατηγορία, αλλά ενα ειδικό σύστημα οργάνωσης και εσωτερικής λειτουργίας τον κρατικού μηχανισμού, πού έκφράζει κυρίως τήν πολιτική επιβολή τής αστικής Ιδεολογίας πάνω στό Κράτος: φαινόμενο πού συχνά εκφράζεται μέ τόν ιδιαίτερο δρο του γραφειοκρατίαμου ή τής γραφείοκρατοποίησης^. Αύτή ή διάκριση εχει διπλή σπουδαιότητα: 2. Βλέπε παραπάνω. 3. Τή διάκριση αύτή μπορεί νά τή συναντήσουμε έπίσης στό Βέμπερ, Wirtschaft und Gesellschaft op. cit. αρίτο μέρος, εκτο κεφάλαιο καΐ στό Michels. Στις συζητήσεις πού ακολούθησαν, κατανοήθηκε βασικά ότι αύτή ή διάκριση άφορα τήν γραφειοκρατία σάν «σύστημα μεταβίβασης και έκτέλεσης» (γραφειοκρατισμός) καί τή γραφειοκρατία μέ δρους έξουσίας (ή
216
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κατά πρώτο λόγο^ θέτει τό πρόβλημα των σχέσεων άνάμεσα στη γραφειοκρατία και το γραφειοκρατισμό, άνάμεσα στήν έντόπιση αυτής τής κατηγορίας καΐ τή λειτουργία του συστήματος όργάνωσης, ιδιαίτερα τοϋ κρατικοϋ μηχανισμοϋ, σ* εναν καθορισμένο κοινωνικό σχηματισμό. Κατά δεύτερο λόγο, θέτει το πρόβλημα τής δυνατότητας διατήρησης του γραφειοκρατισμου, άνεξάρτητα άπ τήν ύπαρξη ή μή τής γραφειοκρατίας σάν κοινωνικής κατηγορίας. Πρόκειται έδώ γιά όλόκληρη τήν προβληματική τών κειμένων του Λένιν, γιά τό μεταβατικό Κράτος στήν Ε.Σ.Σ.Δ., και γιά τήν διατήρηση τοΰ γραφειοκρατισμου, πού τήν υποδηλώνει μέ «τάση γιά γραφειοκρατοποίηση», χωρίς τήν ύπαρξη τής «γραφειοκρατίας» σάν ειδικής κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, οί δυό όψεις του γραφειοκρατικοϋ φαινομένου αφορούν πάντα το μηχανισμό καΐ δχι τήν εξουσία τον Κράτους. Ειδικότερα, ή γραφειοκρατία, σάν είδική κοινωνική κατηγορία, έξαρταται άπ' τή συγκεκριμένη λειτουργία τοϋ κρατικού μηχανισμού και οχι άπό μιά δική του κρατική έξουσία. ""Ας μπούμε στό πρόβλημα, πού ή σπουδαιότητά του άναμφισβήτητα μεγαλοποιήθηκε: ή γραφειοκρατία δεν μπορεί να άποτελει, αύτή καθ' αύτή, μιά Ιδιαίτερη τάξη ή εστω μιά μερίδα, αυτόνομη ή μή, τάξης.'Άν ό Ένγκελς μπόρεσε, έντελώς έξαιρετικά, νά τήν ύποδηλώσει μέ τόν δρο τής τάξης, αύτό, προφανώς, δεν μπορεί νά γίνει αποδεκτό. Επειδή αύτό πού όρίζει τή γραφειοκρατία είναι άκριβώς ή ιδιαίτερη σχέση της μέ τή θεσμοθετημένη έξουσία και ή συμμετοχή της στόν κρατικό μηχανισμό. λεγόμενη κυρίως γραφειοκρατία). Είναι ή περίπτωση του Α. Touraine, «L* aliénation bureaucratique», in Arguments, νούμ. 17, i960· του G. Lefort, «Qu est ce que la bureaucratie;» Ibid τοϋ G. Lapassade, Groupes, organisations, institutions, 1967 σ. 57 και έπόμ.,'οπως έπίσης και των άναλύσεωνστό Socialisme ou Barbarie πού είναι έπηρεασμένο άπ' τον τροτσκισμό. Μιά παρατήρηση μόνο: αύτό το ρεύμα βλέπει το γραφειοκρατισμό σάν γενικό πρόβλημα όργάνωσης και συνδέει τήν ύπαρξη τής γραφειοκρατίας μέ τήν δική της έξουσία. Πρόκειται για δυό άντιλήψεις πού δέν Ισχύουν γιά τή μαρξιστική διάκριση γραφειοκρατίαμοϋ - γραφειοκρατίας.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
217
δέν μπορεί παρά'να είναι το άποτέλεσμα τχ\ς σχέσης τοϋ Κράτους μέ τις οίκονομικές δομές, άπ' τή μιά, και με τις κοινωνικές τάξεις καΐ μερίδες τάξης, άπό τήν άλλη. Δέν άρκει νά λέμε, γι αυτό τό θέμα, δτι ή γραφειοκρατία δέν έπιτελει μιά ειδική λειτουργία στις σχέσεις πού καθορίζουν τις τάξεις στο έπίπεδο τών παραγωγικών σχέσεων μέ τή στενή τους έννοια. "Αν αύτό άρκεΐ γιά τήν άπόρριψη τής άντίληψης πού άντιλαμβάνεται τήν γραφειοκρατία σάν τάξη ήδη στο έπίπεδο των παραγωγικών σχέσεων, δέν άρκει ώστόσο γιά τήν άπόρριψη τής άντίληψης τής γραφειοκρατίας σάν μερίδα τάξης : οι αυτόνομες μερίδες τάξης μπορούν νά καθοριστούν πράγματι μόνο στο έπίπεδο τών πολιτικών σχέσεων. Έτσι, ή λειτουργία τής γραφειοκρατίας, πού καθορίζεται άπ' τήν ιδιαίτερη σχέση της μέ τό Κράτος, και άπ' τή συμμετοχή της στόν κρατικό μηχανισμό, μπορεί νά προσδιοριστεί αύστηρά στο πολιτικό έπίπεδο, άπό τήν ταξική λειτουργία αύτου του Κράτους. Μ' άλλα λόγια, αύτό πού μερικές φορές θεωρούνταν σάν ένα προνομιούχο χαρακτηριστικό τής γραφειοκρατίας, δηλαδή ή Ιδιαίτερη σχέσης της μέ τό Κράτος, οχι μόνο δέν τήν συνιστά σέ κοινωνική τάξη ή μερίδα τάξης, άλλά, προσδιορίζοντάς την σάν κατηγορία, άποκλείει άκριβώς τήν υπαρξή της σάν αύτόνομη ταξική μερίδα στό πολιτικό έπίπεδο, Εγγράφοντας τή λειτουργία της στήν ταξική έξουσία του Κράτους. 'Απ' τήν άλλη πλευρά, ή συζήτηση, πού όδήγησε μερικές φορές στήν παραποίηση αύτού του χαρακτηριστικού τής γραφειοκρατίας, άναφερόταν στό ρόλο τού Κράτους στή διαδικασία τής παραγωγής, δηλαδή στίς διάφορες οικονομικές λειτουργίες του. Αυτές οί λειτουργίες φάνηκε ότι μπορούσαν νά άποδώσουν στή γραφειοκρατία, σέ όρισμένες περιπτώσεις και εμμεσα, μιά ειδική λειτουργία στίς παραγωγικές σχέσεις μέ τή στενή τους έννοια. Άλλά οί κρατικές λειτουργίες διαγράφονται άκριβώς άπ' τήν ταξική πολιτική έξουσία τού Κράτους. Ή Ιδιαίτερη περίπτωση πού μπορεί νά παρουσιαστεί έδώ είναι τό παράδειγμα τού αατικον Κράτους μερικών χωρών π5ύ είναι στό δρόμο τής άνάπτυξης: ή γραφειοκρατία μπορεί, μέσο τού Κράτους, νά δημιουργεί μιά δική της θέση στίς υπάρχουσες
218
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
παραγωγικές σχέσεις, ή επίσης στις παραγωγικές σχέσεις πού δέν είναι δοσμένες ακόμα. 'Ωστόσο, δέν άποτελεΐ και τότε μια τάξη σάν γραφειοκρατία, αλλά σαν πραγματική τάξη. Αυτή ή διευκρίνηση ήταν άπαραίτητη για νά τεθεί τό πρόβλημα της σχέσης άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τις τάξεις και ταξικές μερίδες. "Αν ή γραφειοκρατία αποτελεί μιά ειδική κατηγορία, αυτό σημαίνει επίσης ότι τά μέλη της άνήκονν σε τάξεις. Πρόκειται για τις τάξεις ή μερίδες κοινωνικών τάξεων άπ' δπου προέρχονται τά διάφορα στρώματα της γραφειοκρατίας, και απ' όπου στρατολογούνται τά μέλη του διοικητικού μηχανισμού. Οι Μάρξ, Ένγκελς και Αένιν επέμεναν στο γεγονός δτι ή γραφειοκρατία πρέπει νά διακρίνεται απ' αύτή τήν πλευρά, σέ ξεχωριστά στρώματα, πού στρατολογούνται κι' άνήκουν σε διαφορετικές τάξεις. Στήν περίπτωση π.χ. τής γερμανικής και γαλλικής γραφειοκρατίας, ό Μάρξ και ό Ένγκελς διακρίνουν τούς «άνώτερους», σύμφωνα μέ τον δρο τοϋ Αένιν, τής γραφειοκρατίας, πού άνήκουν άντίστοιχα στούς εύγενείς γαιοκτήμονες και στήν αστική τάξη, και τά κατώτερα στρώματα πού άνήκουν στή μικροαστική τάξη. "Αλλωστε, ό Μάρξ και ό Ένγκελς κάνουν συχνά διακρίσεις, σ' δ,τι άφορα τήν ταξική στρατολόγηση των ανώτερων στελεχών τής γραφειοκρατίας, άνάμεσα στις διάφορες μερίδες τής αστικής τάξης, ειδ κότερα άνάμεσα στή βιομηχανική και τή χρηματιστική^. Ό Μάρξ και ό Ένγκελς έχουν υπογραμμίσει μέ τήν ειδική έννοια «τάξη πού κρατάει τον κρατικό μηχανισμό» τή σημασία τής τάξης ή μερίδας, απ'τήν οποία στρατολογοΐ)νταιτά ανώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας. Αυτή ή έννοια τούς φάνηκε απαραίτητη για νά ύποδηλώσουν δτι αύτή ή τάξη ή μερίδα μπορεί νά ταυτίζεται ή αντίθετα νά μή συμπίπτει μέ τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα τού συνασπισμού τής έξουσίας, μ' αύτήν πού τήν όρίζουν συνήθως, άλλά λαθεμένα, σάν τήν πολιτικά κυρίαρχη 4. Μάρξ, Ή
18η Μπρνμαίρ,
Ό
Εμφύλιος
πόλεμος
στη Γαλλία,
τά
κείμενά του για τή Μ. Βρεταννία, "Ενγκελς, Le Statu quo en Allemagne, La Question du logement 6 πρόλογος στο Ό Πόλεμος των Χωρικών, ό πρόλογος στήν πρώτη άγγλική έκδοση του Ούτοπικοϋ καΐ επιστημονικού σοσιαλισμού y κ.λπ.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
219
τάξη ή μερίδα. Μέ δυο λόγια, οί «άνώτεροι» τής γραφειοκρατίας μπορεί να προέρχονται άπό μιά τάξη ή μερίδα πολιτικά κυρίαρχη πού μετέχει στο συνασπισμό τής εξουσίας, άλλά πού δεν εϊναι ή ήγεμο>>ική τάξη ή μερίδα αύτου του συνασπισμού. Πρόκειται γιά τήν τυπική περίπτωση του κρατικού μηχανισμού στή Μ. Βρετα^νία μετά τό 1830, άλλά επίσης και τής Γερμανίας μετά τον Μπί<ίμαρκ,δπου οι ανώτεροι τής γραφειοκρατίας στρατολογούνταν απ' τούς γαιοκτήμονες, ενώ τήν ήγεμονική θέση τήν κατείχε ή αστική τάξη. Αυτή ή τάξη ή μερίδα πού κρατάει τον κρατικό μηχανισμό μπορεί, έξ άλλου, νά συμπίμπτει ή αντίθετα νά μήν ταυτίζεται μέ τήν επικρατούσα τάξη ή μερίδα στήν πολιτική σκηνή. Συναντήσαμε ήδη μέσα άπ' τά παραδείγματά μας μιά όλόκληρη σειρά, μετατοπίσεων άνάμεσα στις ήγεμονικές τάξεις ή μερίδες, επικρατούσα και κάτοχο τού Κράτους, άπ' τήν όποία στρατολογούνται τά άνώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας. Οί παρατηρήσεις αυτές είναι σημαντικές. "Ολο τό πρόβλημα τής γραφειοκρατίας συνίσταται, στήν πραγματικότητα, στο γεγονός δτι άποτελεΐ μιά εΙδική κατηγορία, Αύτό σημαίνει δτι ή ιδιαίτερη λειτουργία της, αύτό πού τήν προσδιορίζει σάν κατηγορία, δέν καθορίζεται αμεαα απ την ταξική της ένταξη, απ τήν πολιτική λειτουργία τών τάξεων ή μερίδων απ τις όποιες προέρχεται* έξαρταται άπ' τή συγκεκριμένη λειτουργία τού κρατικού μηχανισμού, κι' έπομένως άπ' τό ρόλο τού Κράτους στο σύνολο ένός σχηματισμού και άπ' τις πολύπλοκες σχέσεις του μέ τις διάφορες τάξεις και μερίδες. Κυρίως αύτό έπιτρέπει στή γραφειοκρατία νά κατέχει, σαν κοινωνική κατηγορία, μιά Ιδιαίτερη ένότητα και συνοχή, παρά τις διαφορές στρατολόγησης και ταξικής ένταξης, τών διαφόρων στρωμάτων της: ή πολιτική ένότητα τής γραφειοκρατικής κατηγορίας δέν μπορεί, κατά συνέπεια, νά συσχετίζεται μέ τήν τάξη πού κρατάει τό Κράτος. Ή ένότητα αυτή δέν μπορεί πολύ περισσότερο νά συσχετίζεται μέ τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα πού κατέχει, σέ τελευταία άνάλυση, τήν κρατική εξονσία'Ο Μάρξ καΐ ό "Ενγκελς έπέμεναν, κάνοντας διάκριση άνάμεσα σέ κρατική έξονσΙα και κρατικό
220
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
μηχανισμό, στο γεγονός ότι ή γραφειοκρατία, έπειδή δεν εϊναι μιά αυτόνομη τάξη ή ταξική μερίδα, δέν μπορεί νά εχει δική της πολιτική έξουσία. Ή όνομαζόμενη «γραφειοκρατική εξουσία» δέν είναι, στήν πραγματικότητα, παρά ή άσκηση τών κρατικών λειτουργιών — είναι τό δεύτερο νόημα πού ό "Μάρξ και ό Λένιν άποδίδουν στον δρο τοϋ κρατικού μηχανισμού —, και τό Κράτος δέν είναι τό θεμέλιο τής πολιτικής έξουσίας, άλλά τό κέντρο τής πολιτικής έξουσίας πού ανήκει σέ καθορισμένες τάξεις, κατά περίπτωση στήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα®. Μ' άλλα λόγια, ή λειτουργία τής γραφειοκρατίας άντιστοιχει, σέ τελευταία άνάλυση, στό πολιτικό συμφέρον αυτής τής τάξης ή μερίδας: μέσο, δμως, τής σύνθετης σχέσης τού Κράτους μέ τήν πολιτική έξουσία αύτής τής τάξης ή μερίδας, και οχι μέσο τής ένταξης ή τής ταξικής στρατολόγησης τής γραφειοκρατίας. Ή γραφειοκρατία δέν εχει λοιπόν δική της ταξική έξουσία, και άπ' τήν άλλη πλευρά, δέν άσκεΐ άμεσα τήν έξουσία τών τάξεων στις όποΐες άνήκει, καί, πραγμα πού μετράει περισσότερο, έξ αιτίας αύτής τής ένταξης. Αύτό είναι φανερό στήν περίπτωση μιας διάστασης άνάμεσα στήν τάξη ή μερίδα πού κρατάει τό Κράτος και τήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα: στήν περίπτωση αύτή,δπως δείχνουν ό Μάρξ και ό Ένγκελς στά γραπτά τους για τήν Μ. Βρεταννία, ή γραφειοκρατία δέν άσκεΐ μιά έξουσία σάν τάξη πού κρατάει τό Κράτος, άλλά τήν έξουσία τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Έχει σημασία νά τονίσουμε αύτό τό σημείο, γιατί συχνά , έπιχειροϋν νά θεμελιώσουν τή σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τήν πολιτική έξουσία τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας, βεβαιώνοντας τήν ταυτότητα άνάμεσα σ' αύτή τήν τάξη και έκείνη άπ τήν ό;τοία προέρχονται οί άνώτεροι τής γραφειοκρατίας: εϊτε μέ τή φανταιζίστικη έννοια τοϋ Ράιτ Μίλλς, είτε, μέ μιά άκόμα πιό έγκεφαλική έννοια μέσο τής μυστηριώδους άναζήτησης και διαφόρων άπόκρυφων σχέσεων συγγένειας άνάμεσα στά άνώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας και τά μέλη τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. 5. TÔ γενικό θέμα τοϋ Μαρξ καΐ τοϋ Ένγκελς εΙνάι δτι ή γραφειοκρατία είναι ό «υπάλληλος» ό «άντιπρόσωπος» τών ήγεμονικών τάξεων.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
221
Περνάμε ετσι στή δεύτερη οψη τοϋ προβλήματος. ^Ακόμα και στην περίπτωση πού ή ήγεμονική τάξη ή μερίδα είναι αύτή άπ' τήν όποία στρατολογούνται πραγματικά τα άνώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας και κατά συνέπεια υπάρχει ταυτότητα άνάμεσα στις ηγεμονικές τάξεις ή μερίδες και αυτές πού κρατούν τό Κράτος, ή σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τήν πολιτική της έξουσία δέν είναι πάντα άμεσα καθορισμένη άπο τήν ταξική της δνταξη: αύτή περνάει μέσο του Κράτους. Τά χαρακτηριστικά τής ιδιαίτερης ένότητας και συνοχής της γραφειοκρατίας σάν ειδικής κατηγορίας, δεν άνάγονται στή ν ταξική της ένταξη, στα χαρακτηριστικά τής τάξης πού κρατάει το Κράτος, πού σ' αύτή τήν περίπτωση εϊναι ταυτόχρονα καί ή ήγεμονική τάξη, άλλα έξαρτώνται άπό τήν είδική της σχέση με τό Κράτος και άπ* τήν ενταξή της στόν κρατικό μηχανισμό. Αύτό είναι άκριβ(δς πού έπιτρέπει τή σχετική αύτονομία τής πολιτικής της λειτουργίας άπέναντι στήν ήγεμονική τάξη ή μερίδα γιά τήν όποία άσκεϊ τήν έξουσία. Ή γραφειοκρατία θέτει λοιπόν πραγματικά ενα ιδιαίτερο πρόβλημα. Χάρη στήν είδική της σχέση με τό Κράτος, ή γραφειοκρατία άποκτα, στήν περίπτωση τής ταυτότητας άνάμεσα στις ήγεμονικές τάξεις και σ' αύτές πού κρατούν, τό Κράτος, μιά σχετική αύτονομία άπέναντί τους καί, στήν περίπτωση μιάς διάστασης άνάμεσα σ' αύτές τις τάξεις, μπαίνει στήν ύπηρεσία τών πολιτικών συμφερόντων τής ήγεμονικής τάξης, παρά τήν ταξική Ενταξή της στήν τάξη πού κρατάει τό Κράτος.Σ'αύτή τήν τελευταία περίπτωση, ώστόσο, έχει πάντα μιά σχετική αύτονομία απέναντι στήν ήγεμονική τάξη, οχι γιατί εχει μιά διαφορετική ταξική ένταξη, άλλά έξαιτίας του χαρακτήρα της ώς ειδική κατηγορία, μέσο τής σχέσης της μέ τό Κράτος. Τονίζω λοιπόν ήδη ότι δέν χρειάζεται, θεωρητικά, νά αποδώσουμε στή γραφειοκρατία μιά δική της πολιτική έξουσία γιά νά δικαιωθεί ή σχετική αύτονομία τής πολιτικής λειτουργίας της, ούτε εϊναι άνάγκη νά τής άποδώσουμε έξουσία πάνω στό · Κράτος — τό Κράτος παραμένει μόνο ëva κέντρο ταξικής έξουσίας —, γιά νά δικαιωθεί ή σχετική αύτονομία της άπέναντι στό συνασπισμό τής έξουσίας καΙ τής ήγεμονικής τάξης.
222
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
"Αν ή ταξική ένταξη της γραφειοκρατίας δεν είναι άμεσα καθορισμένη σ' δ,τι άφορα την πολιτική της λειτουργία, δεν είναι ωστόσο άδιάφορη, γι' αύτή τή λειτουργία. Ό Μάρξ και ό Ένγκελς προσφέρουν παραδείγματα στα όποια ή ταξική ένταξη έκδηλώνεται, άν κι' αύτό συμβαίνει γενικά, στο έσωτερικό των ορίων πού επιβάλλονται απ' τή σχέση άνάμεσα στο Κράτος και τις ήγεμονικές τάξεις. Αύτό είναι ιδιαίτερα φανερό δταν συντελείται μια διαφοροποίηση άνάμεσα στις ήγεμονικές τάξεις ή μερίδες και τις τάξεις άπ' τις όποιες στρατολογείται ή γραφειοκρατία, άνάμεσά τους και ή τάξη πού κρατάει τό Κράτος. Έτσι, στήν περίπτωση αύτή και κατά γενικό κανόνα, ή έπιβολή τής ταξικής ένταξης τής γραφειοκρατίας στήν τάξη πού κρατάει τό Κράτος δέν έκδηλώνεται μέ μιά ιδιαίτερη πολιτική έξουσία αύτής τής τάξης, εξ αιτίας τον γεγονότος δτι τά άνώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας στρατολογούνται στό έσωτερικό της: είναι μιά πολιτική έξουσία διαφορετική άπ' αυτήν πού κατέχει πράγματι άπ' τή θέση της στήν ταξική πάλη. Αύτή άντανακλαται, τις περισσότερες φορές, στα όρια, στούς φραγμούς δεντέοον βαθμοϋ, πού ή ταξική ένταξη των άνώτερων στελεχών τής γραφειοκρατίας θέτει στήν πολιτική έξουσία τής ήγεμονικής τάξης ή μερίδας. Αύτό είναι τό γενικό συμπέρασμα πού μπορούμε, πράγματι, νά βγάλουμε απ' τις αναλύσεις του Μάρξ γιά τόν κρατικό μηχανισμό στή Μ. Βρετταννία — αριστοκρατία καΐ καπιταλιστική γαιοπρόσοδος ενάντια στήν αστική τάξη—, καί άπ' τΙς αναλύσεις του Ένγκελς γιά τόν πρωσσικό κρατικό μηχανισμό — μεγάλη φεουδαρχική γαιοκτησία ενάντια σιήν αστική τάξη®. Τό ίδιο συμβαίνει, άν και μέ πιό λεπτό τρόπο, σέ μεταβατικές περιόδους, με τή στενή έννοια. Στήν περίπτωση αύτή, έξ αιτίας του κυρίαρχου ρόλου πού άνήκει στήν πολιτική βαθμίδα, έξ' αίτιας τής ιδιαίτερης αστάθειας τής κρατικής εξουσίας και 6. Είδαμε, άλλωστε, στήν κριτική τής αντίληψης «έξουσία - μηδενικό άθροισμα», ότι τά όρια πού τίθενται στήν έξουσία μιας τάξης δέν σημαίνουν αναγκαστικά μια κατάκτηση εξουσίας γιά τήν τάξη πού τά θέτει, στή περίπτωσή μας, ή τάξη πού κρατάει τό Κράτος, μέσο τής γραφειοκρατίας.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
223
τής ασταθούς και πρόσκαιρης ισορροπίας των αντιμαχόμενων τάξεων, ή ταξική ένταξη του κρατικού μηχανισμού μπορεί νά παίζει εναν καθοριστικά ρόλο ύπέρ των τάξεων πού κρατούν το Κράτος και δεν είναι ήγεμονικές: οχι δτι τούς προσφέρει καθ' αύτή, πολιτική εξουσία, άλλα δημιουργεί τους δρους για την ανοδό τους στην εξουσία. Αύτή είναι ή όπτική γωνία απ' τήν όποία ό Μάρξ βλέπει τον κρατικό μηχανισμό στή Γαλλία. «Άλλά, κάτω απ' τό καθεστώς τής άπόλυτης μοναρχίας, κατά τή διάρκεια τής πρώτης επανάστασης, και ύπό τον Ναπολέοντα, ή γραφειοκρατία ήταν μόνο τό μέσον γιά νά προετοιμαστεί ή ταξική κυριαρχία τής άστικής τάξης (ή άστική τάξη παρέμενε, δπως είναι γνωστό, άπό δω και πέρα ή τάξη πού κρατάει τό Κράτος). Κάτω απ' τήν παλινόρθωση, κάτω άπ' τό Λουδοβίκο Φίλιππο, κάτω άπ'τή κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήταν τό όργανο τής κυρίαρχης τάξης, δσο μεγάλες κι' αν ήταν οι προσπαθειές της νά γίνει μια άνεξάρτητη δύναμη»^. Άλλά ή γαλλική περίπτωση εϊναι ιδιόμορφη. Στή μεταβατική περίοδο στή MÎ Βρεταννία,ή Ιδιαίτερα σαφής επιβεβαίωση τής κυριαρχίας τούΚ.Τ.Π. συντελείται με μιάν όρισμένη έννοια, παρά τήν ταξική τοποθέτηση τού κρατικού μηχανισμού (ευγενείς γαιοκτήμονες). Στή μεταβατική περίοδο στή Γερμανία, ή πραγματοποίηση της ηγεμονίας τής αστικής τάξης συντελείται, με χαρακτηριστικό τρόπο, μέσο τού κρατικού μηχανισμού, πού ωστόσο, στήν ταξική του τοποθέτηση, συνδέεται με τούς ευγενείς γαιοκτήμονες. Οί συγκεκριμένες λειτουργίες τής γραφειοκρατίας είναι δυνατές στό βαθμό πού έξαρτώνται αύστηρά απ' τή σχέση άνάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις και τό ρόλο τού Κράτους στή μεταβατική περίοδο. 'Ωστόσο, ή ταξική ένταξη τού κρατικού μηχανισμού τής μεταβατικής περιόδου συνεχίζει νά γίνεται αισθητή μέ τή μορφή παρεμπόδισης και αντίστασης στήν έγκαθίδρυση τής κυριαρχίας τού Κ.Τ.Π., μέσα στά δρια τής γενικής διαδικασίας τής μεταβατικής περιόδου, πού ποικίλλει άνάλογα μέ τόν ακριβή ρόλο τού Κράτους σ' αύτή τή διαδικασία και είναι ιδιαίτερα φανερά στή Γερμανία, δπου αύτός ό ρόλος είναι 7. Ή 18η Μπρυμαίρ.
224
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
πολύ σημαντικός. Αυτή είναι, άλλωστε, δπως θά δοϋμε, ή θεωρητική γραμμή πού καθοδηγεί τις άναλύσεις τοϋ Λένιν γιά το πρόβλημα τής γραφειοκρατίας στήν Ε.Σ.Σ.Δ. (άστοι ειδικοί τοϋ κρατικού μηχανισμοϋ) στο άρχικό στάδιο τής μεταβατικής περιόδου. Ή ταξική ένταξη του κρατικοϋ μηχανισμού δεν είναι σημαντική μόνο σ' δ,τι άφορά τις σχέσεις άνάμεσα στά άνώτερα στελέχη τής γραφειοκρατίας και τήν τάξη πού κρατάει τό Κράτος: äv έξ αιτίας τής Ιδιαίτερης Ιεραρχημένης λειτουργίας πού χαρακτηρίζει τή γραφειοκρατία, αυτά τά άνώτερα στελέχη δχουν αποφασιστική έπιρροή, ή μικροαστική τοποθέτηση τών κατώτερων στρωμάτων αύτοϋ τοϋ μηχανισμοϋ, στή Γαλλία και τή Γερμανία π.χ., συνδεμένη μέ τήν ιδιαίτερη λειτουργία τής μικροαστικής τάξης, σ' αυτές τις χώρες — σ' άντίθεση μέ τή Μ. Βρεταννία, — εχει πάρει μιά χαρακτηριστική σπουδαιότητα. Ή ταξική ένταξη των κατώτερων στρωμάτων τοϋ κρατίκοϋ μηχανισμοϋ άξίζει τον κόπο νά μελετηθεί. Αύτή εϊναι, πράγματι, μιά άπ' τις αιτίες τής Ιδιαίτερης επέκτασης τον γραφειοκρατικον μηχανισμού τον. Ό Μάρξ στή 18η Μπρνμαίρ, τον ^Εμφύλιο πόλεμο στή Γαλλία και στά κείμενά του γιά τήν'Ισπανία, ό Ένγκελς στο Statu quo en Allemagne, ό Γκράμσι στο κείμενό του για τον «Καισαρισμό», έπέμεναν πάνω στή σχέση άνάμέσα στήν έπέκταση τοϋ γραφειοκρατικού κρατικοϋ μηχανισμοϋ και τήν ύπαρξη τάξεων — ή μερίδων — τής μικρής παραγωγής — τής μικροαστικής τάξης, τών μικροϊδιοκτητών άγροτών, κ.λπ.—, σ' ενα σχηματισμό πού όδηγειται στήν έγκαθίδρυση τής κυριαρχίας τοϋ Κ.Τ.Π. Ό Γκράμσι π.χ. εβαζε τό πρόβλημα ετσι: «Υπάρχει σέ μιά καθορισμένη χώρα ενα πολυάριθμο κοινωνικό στρώμα για τό όποιο ή γραφειοκρατική σταδιοδρομία, στόν πολιτικό ή στόν στρατιωτικό τομέα, εϊναι τόσο σπουδαίο στοιχείο τής οικονομικής ζωής και τής πολιτικής τουέπιβεβαίωσης;»®. Οι λόγοι αυτής τής σχέσης είναι πρινάπ' δλα οΙ8. Ό Γκράμοη ατά κείμενό του γιά τόν «Καισαρισμό». θ ά έπανέλθω για τή διατύπωση τοϋ προβλήματος στό Λένιν.
ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
225
κονομικής φύσης: ή συνύπαρξη των τρόπων τΐ^ς μικρής παραγωγής, μέ τον καπιταλιστικό τρόπο «δημιουργεί ενα πληθυσμό υπερβολικά μεγάλο, χωρίς έργασία, πού δεν βρίσκει θέση ουτε στήν ύπαιθρο ούτε στις πόλεις καί, κατά συνέπεια, ζητάει τις δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις σάν ενα είδος άξιοπρεπους έλεημοσύνης και προκαλεί ετσι τή δημιουργία τέτοιων θέσεων»®. Και πολιτικής φύσης: επέκταση του γραφειοκρατικού μηχανισμού πού έπιτρέπει στίς κυρίαρχες τάξεις νά κατακτούν τά κατώτερα στρώματα μετατρέποντάς τα σε τάξεις - στηρίγματα. Και τέλος Ιδεολογικής φύοης: ειδικότερα ή ιδεολογία του φετιχισμού τής εξουσίας αύτών των τάξεων - στηριγμάτων, μαζί μέ τήν έλλειψη μιας δικής τους πολιτικής όργάνωσης, κάνει τά μέλη τους ιδιαίτερα πρόσφορα στό νά ύπηρετούν σάν κατώτερα στρώματα τού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Ωστόσο, οι λόγοι τής έπέκτασης του γραφειοκρατικού μηχανισμού, πού έξαρτώνται άπ' τήν ταξική τοποθέτηση των κατώτερών του στρωμάτων, δέν ταυτίζονται μέ τούς λόγους τής ύπαρξης και λειτουργίας τους, πού έξαρτώνται απ τήν ταξική θέση των τάξεων τής μικρής παραγωγής στό πεδίο τής ταξικής πάλης : μέ δυό λόγια, δέν ταυτίζονται μέ τούς λόγους πού απορρέουν άπ τήν ιδιαίτερη πολιτική δράση τής γραφειοκρατίας άπέναντι σ' αύτές τΙς τάξεις. Π.χ. αύτή ή θέση κάνει αναγκαίο και δυνατό, εξ αιτίας κυρίως των οικονομικών δρων ζωής — απομόνωση κ.λπ. —, καΐ τής άδυναμίας πολιτικής όργάνωσης των τάξεων τής μικρής παραγωγής, ενα γραφειοκρατικά μηχανισμό πον τις εκπροσωπεί με Ιδιαίτερο τρόπο. Έτσι, αύτός ό μηχανισμός, και οχι άμεσα ή ένταξη των κατωτέρων στρωμάτων του σ' αύτές τις τάξεις, καθορίζει τή στήριξή τους στήν κυρίαρχη έξουσία, μέσο τής ειδικής τους δράσης.Χρειάζεται έπίσης νά παρατηρήσουμε, ότι ή λειτουργία τού κατώτερου μικροαστικού μηχανισμού τού Κράτους, σέ σχέση μέ τήν ένότητα μέ τούς «ανώτερους» ποικίλλει ανάλογα
9. Ή 18η Μπρυμαίρ.
15
226
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
μέ τις δομές του Κράτους, και κατά συνέπεια άνάλογα μέ τήν κρατική εξουσία των κυρίαρχων τάξεων. Τελικά, ή σχέση άνάμεσα στη γραφειοκρατία σάν κοινωνική κατηγορία και τις τάξεις της μικρής παραγωγής προέρχεται απ' το γεγονός, δτι ή γραφειοκρατία είναι τό αποτέλεσμα τής τοπικής βαθμίδας του Κράτους μέσα σ* ενα κοινωνικά σχηματισμό. Ή γραφειοκρατία έκφράζει τον συγκεκριμένο συνδυασμό, σ' αυτόν τό σχηματισμό, του Κ.Τ.Π. μέ τούς άλλους τρόπους, πού έμφανίζονται στις τάξεις τής μικρής παραγωγής. Αυτή ή σχέση έξαρταται ετσι άπ' τόν έπικαθορισμό αύτων των τάξεων άπ' τις τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου και άπ' τις σχέσεις τους μέ τό καπιταλιστικό Κράτος.
κεφαλαιοκρατικό Κράτος γραφειοκρατισμός — γραφειοκρατία
"Οπως βλέπουμε ή άνάλυση του γραφειοκρατικού προβλήματος προϋποθέτει τον αυστηρό ^καθορισμό σχέσεων άνάμεσα στήν ειδική κατηγορία τής γραφειοκρατίας, τον γραφειοκρατισμό σάν ιδιαίτερο σύστημα όργάνωσης του κρατικού μηχανισμού, και τις δομές ένός τύπου Κράτους. Εϊναι αναγκαίο λοιπόν νά έξετάσουμε, άπ' τή μιά πλευρά, τή γραφειοκρατία στο πλαίσιο ένος καθορισμένου τρόπου παραγωγής κι' ένός σχηματισμού πού κυριαρχείται άπ' αύτό τον τρόπο, στήν περίπτωση του καπιταλιστικού τρόπου καί, απ' τήν άλλη, τήν παρεμβολή της στο πλαίσιο της ταξικής πάλης αύτοϋ του σχηματισμού, πού είναι διαφορετικό πρόβλημα άπ' αύτό πού αφορά τήν ταξική της ένταξη. Θά περιοριστώ σε μερικές παρατηρήσεις πάνω στή γραφειοκρατία και τόν γραφειοκρατισμό στο πλαίσιο του Κ.Τ.Π. και ένός καπιταλιστικού σχηματισμού. Θά ακολουθήσω, γι' αύτό, τις παρατηρήσεις τοϋ Μαρξ και τοϋ Ένγκελς, του Γκράμσι καί του Λένιν, παίρνοντας υπ' οψη τις αναλύσεις του Βέμπερ, πού συνετέλεσε πολύ στον καθορισμό των ιδιαίτερων σχέσεων τής γραφειοκρατίας καΐ τοϋ γραφειοκρατισμου μέ τό καπιταλιστικό σύστημα, άπ' τή μιά, και μέ τήν πολιτική δημοκρατία απ τήν άλλη. ^Οί μόνες έγκυρες άναλύσεις τής μεταγενέστερης πολιτικής έπιστήμης γιά τό γραφειοκρατικό φαινόμενο προεκτείνουν τις. παρατηρήσεις του. Ό Βέμπερ μας προσφέρει χρήσιμες παρατηρήσεις, πέρα απ' τις κριτικές πού μπορούμε νά του άπευθύνουμε.
228
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
^Ας συνοψίσουμε σύντομα τήν κριτική πού κάναμε πιο πάνω. Σέ δ,τι άφορα τή γραφειοκρατία, ή γενική προβληματική του Βέμπερ καταλήγει, ταυτόχρονα, σ' εναν άνεπαρκή και άσαφή χαρακτηρισμό τής κατάστασης τοϋ γραφειοκρατισμου καί σ' εναν λαθεμένο χαρακτηρισμό τής κατάστασης της γραφειοκρατίας. Πρώτα-προδτα γιά τον γραφειοκρατισμό, καθορίζει τή σχέση του με τό καπιταλιστικό σύστημα με τήν ατελή έννοια τής «τυπικής όρθολογικότητας», δηλαδή ενα σύνολο κανονιστικών μοντέλων πού ρυθμίζουν τήν όργάνωση των διαφόρων τομέων του καπιταλιστικού συστήματος. Ύστερα γιά τή γραφειοκρατία: Αυτή ή κοινωνική όμάδα, κατά τό Βέμπερ, έκφράζει με τή συγκρότησή της τό ύποκείμενο - δημιουργό τής σύγχρονης πολιτικής έξουσίας καί τό ύποκείμενο τής πολιτικής έξέλιξης, στό μέτρο ακριβώς πού έμφανίζεται σάν ύποκείμενο - δημιουργός αύτών τών κανόνων συμπεριφοράς στό πολιτικό έπίπεδο^. Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας συστηματικής [απόκρυψης τής σχέσης άνάμεσα στή γραφειοκρατία καί τΙς κοινωνικές τάξεις, δηλαδή τής ταξικής πολιτικής πάλης: δπως εϊναι γνωστό, ή βεμπεριανή έννοια τής γραφειοκρατίας διαμορφώθηκε σαφώς γιά νά καταπολεμήσει τήν έννοια τής ταξικής πάλης. Δεν ξεχνάμε δμως δτι ο Βέμπερ, δπως και οί κλασικοί του μαρξισμού, διαπιστώνει μιά άναγκαία σχέση μεταξύ γραφειοκρατισμου - γραφειοκρατίας καί του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. "Αν καί τοποθετεί αόριστα τό γραφειοκρατικό φαινόμενο στούς διάφορους τομείς ένός καπιταλιστικού σχηματισμού, επιμένει ειδικότερα στή σχέση άνάμεσα σ' αύτό τό φαινόμενο καί τήν πολιτική μορφή του σύγχρονου Κράτους, δηλαδή του καπιταλιστικού Κράτους. Σχέση άναγκαία, άλλα μέ διπλή οψη: σχηματικά, τό γραφειοκρατικό φαινόμενο — ή γραφειοκρατία καΐ ό γραφειοκρατισμός — θεωρείται άπό τόν Βέμπερ απαραίτητη γιά τή λειτουργία του συνόλου ενός καπιταλισηκου σχηματισμού καί τών πολιτικών του μορφών, καί 1. Σχετικά με τον Βέμπερ αναφέρομαι έδώ βασικά στό κεφάλαιο πού όνάφερα παραπάνω άπ' το Wirtschaft und Gesellschaft.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
229
φορέας σημαντικών σπερμάτων αντιφάσεων, πού εκδηλώνονται κυρίως στο πολιτικό έπίπεδο. Έτσι ή σύγχρονη πολιτική επιστήμη, μετά τις αναλύσεις του Μέρτον, του εκπρόσωπου του Φονξιοναλισμου, ακολουθώντας τό δρόμο πού χάραξε ό Βέμπερ, έξέτασε τό γραφειοκρατικό φαινόμενο με βάση τήν έννοια της δυσλειτουργίας^. Ή λειτουργία της γραφειοκρατίας αποτελεί ενα πρόβλημα ή ενα ειδικό πολιτικό φαινόμενο μόνο σε έξαιρετικές περιπτώσεις, δηλαδή «παθολογικές», στις όποιες ή λειτουργία της μέσα στό καπιταλιστικό σύστημα ξεπερνά τά πλαίσια άναφορας - όλοκλήρωσης του συστήματος. Σ' αύτή τήν προοπτική ένσωματώνεται σχεδόν ή ολότητα των αναλύσεων της άαερικανικής κοινωνιολογίας για τή γραφειοκρατία, σύμφωνα με τις όποιες θά επρεπε νά διακρίνουμε άνάμεσα σέ μια λειτουργική γραφειοκρατία αποτελεσματική γιά τό σύστημα, και σέ μιά δυσλειτουργική γραφειοκρατία πού θά δρούσε κυρίως πρός τήν καλύτερη άναπροσαρμογή των «άνθρώπινων σχέσεων»στό πλαίσιο τοΰ συστήματος. Ό Βέμπερ » εμφανίζεται λοιπόν αντιφατικός : διαπιστώνει μια σχέση άνάμεσα στήν ύπαρξη τής γραφειοκρατίαςγραφειοκρατισμοϋ καί τήν λεγόμενη ορθολογικότητα του συστήματος, με δυό λόγια βλέπει τή γραφειοκρατία και τόνγραφειοκρατισμό σάν τό πιό αποτελεσματικό πλαίσιο δράσης στό σύστημα, άλλά επιμένει ταυτόχρονα στήν αναγκαία αντίφαση άνάμεσα στό γραφειοκρατικό φαινόμενο και τήν πολιτική δημοκρατία. Εϊναι επίσης γεγονός δτι αύτή ή άντίφαση δεν τοποθετείται σωστά, και όδηγει στήν άντίληψη τοΰ Michels γιά τή «γραφειοκρατία - πολιτική τάξη», στή σχέση της με τήν πολιτική δημοκρατία. Στό γενικό βεμπεριανό έπίπεδο τό μειονέκτημα έμφανίζεται ήδη στή σχέση μεταξύ γραφειοκρατισμοϋ και καπιταλισμού, πού εισάγεται μέ τήν έννοια τής «όρθολογικότητας». Ή ορθολογικότητα αύτή ^χει, κατά τόν Βέμπερ, δνα πρώτο πε2.Merton «Bureaucratie Structure and Personality» in Social forces t.XVIII, 1940, σ. 560 και έπόμ. Ό τυπικός έκπρόσωπος αύτής τής τάσης στή Γαλλία είναι ό Μ. Crozier: Le phénomène bureaucratique, 1963, σ. 233 και έπόμ.
230
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
ριορισμένο νόημα, όταν αναφέρεται στο σύστημα λογιστικού υπολογισμού της έπιχείρησης και του καπιταλιστικού Κράτους: στήν περίπτωση αύτή, ή άντίληψη εϊναι ύπερβολικά στενή και υποδηλώνει μόνο ε να μερικό και δευτερεύον αποτέλεσμα των δομών αύτου του τρόπου παραγωγής. Αύτή ή άντίληψη παίρνει συχνά, έπίσης, τό πολύ άσαφές νόημα τής «όρθολογικότητας» γενικά: σύμφωνα μ' αύτή τήνέκδοχή, ή άντίφαση γραφειοκρατισμός - καπιταλισμός, δπως εδειξε ό Μαρκουζε (στο Μονοδιάστατο άνθρωπο) [όδηγώντας μέχρι τήν έσχατη συνέπεια αύτή τήν άντίληψη καταλήλει στή μετατροπή τής τυπικής όρθολογικότητας τής γραφειοκρατικής λειτουργίας σε «παραλογισμό» πού βαραίνει πιεστικά το σύστημα. Άπό τήν άλλη πλευρά, δεν εϊναι περιττό νά θυμίσουμε δτι ό ϊδιος ό Μάρξ στά νεανικά εργα του επιχειρεί τήν κριτική τής γραφειοκρατίας και τής σχέσης της με το σύγχρονο Κράτος και μέ τήν άστική κοινωνία, χρησιμοποιώντας τούς ορούς «όρθολογικότητα - παράλογο», πού προσιδιάζουν στήν προβληματική του γιά τήν αλλοτρίωση. 'Ωστόσο, 6 Μάρξ τής ώριμότητας, ό Ένγκελς, ό Γκράμσι και ό Λένιν διαπιστώνουν τήν ύπάρχουσα άναγκαία σχέση άνάμεσα στο «γραφειοκρατικό φαινόμενο» — γραφειοκρατία και γραφειοκρατισμός — καΐ τό καπιταλιστικό 'Κράτος κι 'ένα καπιταλιστικό σχηματισμό και δείχνουν ταυτόχρονα τόν άντιφατικό χαρακτήρα αύτής τής σχέσης. Ειδικότερα, ή γραφειοκρατία, σάν ειδικό άντικείμενο θεωρητικής ερευνάς, δέν ανάγεται καθόλου σε μιά εξαιρετική και παθολογική λειτουργία του καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού: εκφράζει ενα χαρακτηριστικό συστατικό του κρατικού μηχανισμού πού άναφέρεται στόν θεωρητικό τύπο του καπιταλιστικού Κράτους. "Ετσι όταν ό Μάρξ, στά εργα του τής ώριμότητας, ό "Ενγκελς και ό Λένιν κάνουν κριτική στή γραφειοκρατία του καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού σάν «παρασιτικό σώμα», σάν σώμα «ξένο» πρός τήν κoιvωvία^ δέν επιχειρούν νά διαγράψουν ενα έξαι4. Ειδικότερα, βλέπε Μάρξ, Ή 18η Μπρυμαίρ, και Λένιν σχετικά μέ τούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς, στό Κράτος και 'Επανάσταση.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
231
ρετικό χαρακτηριστικό, πού όφείλεται σέ μιά συγκεκριμένη κατάσταση, αύτου του μηχανισμού, σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό. Στην πραγματικότητα, έχουν για στόχο να άποκαλύψουν μιά όλόκληρη σειρά άντιφάσεων άνάμεσα σ' εναν καπιταλιστικό σχηματισμό και την είδική κατηγορία του κρατικού μηχανισμού σάν «παρασιτικό σώμα», άπολύτως άναγκαιο για τήν λειτουργία του, πού ή ύπαρξή του συνδέεται με τόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους. Οί άντιφάσεις αύτές έντάσσονται στις σχέσεις άνάμέσα στη λειτουργία τής γραφειοκρατίας και τις κοινωνικές τάξεις, Ά π ' τη μιά πλευρά, αύτές άπορρέουν απ' τόν Κ.Τ.Π. σ' ενα σχηματισμό, δηλαδή άπ τις σχέσεις άνάμεσα στη γραφειοκρατία και τις τάξεις αύτού τού τρόπου παραγωγής, ανάμεσα στήν αστική τάξη και τή σχετική αύτονομία τής γραφειοκρατίας άπέναντί της. Ά π ' τήν άλλη πλευρά έξαρτώνται άπ' τις σχέσεις άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τις τάξεις άλλων τρόπων παραγωγής ένός καπιταλιστικού σχηματισμού, πού είναι οί τάξεις τής μικρής παραγωγής.Ή γραφειοκρατία έμφανίζεται λοιπόν στήν άναγκαιότητά της και στις σχέσεις της μέ τις τάξεις, σάν άποτέλεσμα τού καπιταλιστικού τύπου Κράτους σ' εναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, σύμφωνα μέ τις μορφές συνδυασμών τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέ άλλους τρόπους παραγωγής, και τις πολιτικές σχέσεις πού συνεπιφέρουν. Ή ίδια θεωρητική γραμμή ακολουθείται καί σχετικά μέ τό γραφειοκρατισμό: πρόκειται γιά τήν έπισήμανση τής άναγκαιότητας και τών άντιφάσεων ένός όρισμένου συστήματος όργάνωσης τού κρατικού μηχανισμού, στις σχέσεις του εϊτε μέ τά ιδεολογικά πρότυπα τού καπιταλιστικού τρόπου και τών τρόπων τής μικρής παραγωγής, είτε μέ τήν άστική και τή μικροαστική Ιδεολογία, Οί άντιφάσεις εδώ τοποθετούνται στό ίδιο τό έσωτερικό τής καπιταλιστικής πολιτικής ιδεολογίας, είτε άνάμεσα στή νομιμότητα τής πολιτικής δημοκρατίας και τις μορφές πού παίρνει ή καπιταλιστική Ιδεολογία στή γραφειοκρατική λειτουργία, είτε άνάμεσα σ' αύτή καΐ τή μικροαστική όψη τής ιδεολογίας πού επικρατεί στή γραφειοκρατική λειτουργία. Τό νά πούμε δτι ή γραφειοκρατία και ό γραφειοκρατισμός
232
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
σχετίζονται μ' ενα τύπο Κράτους, τό καπιταλιστικό Κράτος, και με τις συγκεκριμένες του μορφές, σημαίνει ότι τοποθετούμαστε, απέναντι στο γραφειοκρατικό φαινόμενο, στην προοπτική των κλασικών του μαρξισμοϋ: δεχόμαστε δηλαδη δη το γραφειοκρατικό φαινόμενο είναι ha εΙδικά πολιτικά φαινόμενο. 'Ασφαλώς, εντοπισμένο στό σύνολο ένός καπιταλιστικού σχηματισμού τό γραφειοκρατικό φαινόμενο μέ τήν οψη του γραφειοκρατισμοϋ σάν κανονιστικό ιδεολογικό πρότυπο όργάνωσης, παρουσιάζει ομολογίες μέ τήν οργάνωση τών διαφόρων τομέων αύτοϋ του σχηματισμού: επιχειρήσεις — όργάνωση τής εργασίας —, πολιτιστική σφαίρα — «γραφειοκρατικοποίηση» της κουλτούρας, κ.λπ. Αύτές οί όμολογίες οφείλονται, σ' αύτή τήν περίπτωση, στήν κυριαρχία ένός ιδεολογικού πρότυπου πάνω στό σύνολο ένός σχηματισμού. Έν τούτοις, ή γραφειοκρατία,/^ε τ?) στενή έννοια^ σαν ειδική κοινωνική κατηγορία, συνδέεται μέ τήν ενταξή της στόν κρατικό μηχανισμό. Μποροϋμε ετσι νά έντοπίσουμε τούς οικονομικούς παράγοντες της γραφειοκρατίας. Αύτοι οί παράγοντες, πού αφορούν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής σέ σύνδεση μέ τις παραγωγικές σχέσεις άλλων τρόπων παραγωγής σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, δεν εχονν άμεση επίδραση στη γέννηση τής γραφειοκρατίας. Έχουν τέτοια επίδραση σ' δ,τι αφορά τή γραφειοκρατία και τή σχέση της μέ τις κοινωνικές τάξεις, π.χ. έκει δπου ό «υπερπληθυσμός» τών τάξεων τής μικρής παραγωγής τις άναγκάζει νά ψάχνουν δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις σάν πηγή εισοδήματος μόνο σιό βαθμό στόν όποιο αντανακλώνται στις δομές και στις λειτουργίες τον Κράτους, Ή κύρια Οψη του προβλήματος είναι έδώ, όπως λέει ό Μάρξ, ή χαρακτηριστική εξάπλωση τών άρμοδιοτήτων και τών λειτουργιών τοϋ Κράτους σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, ειδικότερα τών λειτουργιών πού αφορούν τήν ειδική του πάρέμβαση στό οικονομικό στοιχείο, σέ σύγκριση μέ άλλους τύπους Κράτους^. Αύτές οί λειτουργίες συμπεριλαμβάνουν, άλλωστε» 5. Στη 18η Μπρυμαιρ καΐ στο 6 'Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. 'Επίσης ό Μάξ Βέμπερ έπιμένει πάνω σ' αύτή τήν όψη τοϋ προβλήματος.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
233
ενα ολόκληρο φάσμα πού άρχίζει απ τήν είσπραξη τών φόρων και τήν έπέκταση του κρατικού προϋπολογισμού, στοιχεία πού ή σημασία τους τονίστηκε τόσο άπ' τό Βέμπερ, δσο κι άπ' τούς κλασικούς του μαρξισμοϋ, ώς τη άμεση κρατική παρέμβαση στήν οικονομική σφαίρα, πού είναι εκδηλες στο στάδιο του κρατικό - μονοπωλιακού καπιταλισμού. Έδώ τίθεται τό πρόβλημα της έθνικοποιημένης κρατικής ιδιοκτησίας. Τό πρόβλημα άξίζει τόν κόπο νά ύπογραμμιστεϊ κυρίως έξ αιτίας τών παρερμηνειών πού εχει προκαλέσει : ας θυμηθούμε, π.χ· τήν «διευθυντική» τάση, πού βασίστηκε εϊτε σε μιά σύγχυση τών παραγωγικών σχέσεων μέ τόν τεχνικό καταμερισμό τής έργασίας στήν έπιχείρηση και πάνω στή λεγόμενη «διάκριση ανάμεσα στήν ιδιωτική ιδιοκτησία και τόν ελεγχό της», εϊτε σέ μιά γενική αντίληψη τών «όργανώσεων»: αύτή ή τάση, συλλαμβάνοντας τό οικονομικό στοιχείο ιδεολογικά, — όργάνωση τής έπιχείρησης κ.λπ. — νόμισε δτι τό στοιχείο αυτό αποτελεί τό θεμέλιο τής «τάξης» των γραφειοκρατών, Ή έπέκταση τών «αρμοδιοτήτων και λειτουργιών» του καπιταλιστικού Κράτους δεν άφορα μόνο τις οικονομικές λειτουργίες, αλλά έπίσης τις πολιτικές και ιδεολογικές. Αύτό είναι σημαντικό για τή γραφειοκρατία, πρώτα άπ' δλα γιατί καθορίζει τήν αριθμητική αύξηση του προσωπικού του Κράτους: δίν είναι γεγονός δτι ή γραφειοκρατία, γιά πολλούς λόγους, μπορεί νά επεκταθεί ύπερβολικά πέρα άπ' τόν άπαιτούμενο αριθμό προσώπων γιά τήν έκπλήρωση αύτών τών λειτουργιών, δεν εϊναι λιγότερο αληθινό δτι είναι βασική σ' αύτό τό σημείο ή σχέση άνάμεσα στήν έπέκταση του κρατικού μηχανισμού - κοινωνική κατηγορία — και του κρατικού μηχανισμού - λειτουργίες. Ή έπέκταση τών λειτουργιών τού Κράτους παίρνει άκόμα μιά άλλη σημασία, δταν, δπως συμβαίνει συνήϋως, άντιστοιχεί, σέ μιά μετατόπιση τής κυριαρχίας άνάμεσα στις βαθμίδες ενός σχηματισμού: πρόκειται γιά μιά κατάσταση στήν όποία τό Κράτος άναλαμβάνει τόν κυρίαρχο ρόλο ένός καπιταλιστικού σχηματισμού. Αύτό έπιδρδ πάνω στήν πολιτική λειτουργία τής γραφειοκρατίας καΐ στό ρόλο αύτής τής λειτουργίας, πού ά-
234
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ναπτύσσεται μέ τον κυρίαρχο ρόλο του Κράτους. Πρέπει λοιπόν, μέσα στήν ϊδια τή σχέση τους, να διακρίνουμε άνάμεσα στήν επίδραση τής έπέκτασης των κρατικών λειτουργιών πάνω στήν αριθμητική αύξηση τής γραφειοκρατικής κατηγορίας και τήν έπίδραση του κυρίαρχου ρόλου του Κράτους πάνω στήν πολιτική λειτουργία τής γραφειοκρατίας: αύτοι οι δυο παράγοντες δεν συμπίπτουν άναγκαστικά πέρα γιά πέρα. Ό Μάρξ και ό "Ενγκελς άναλύουν, κάτω άπ' αύτή τή διπλή άποψη, τούς κρατικούς μηχανισμούς καί τή γραφειοκρατία στή Γαλλία, τή Γερμανία και τήν 'Αγγλία. Στή Γαλλία και τή Γερμανία, ή γραφειοκρατία έκπληρώνει εναν ιδιαίτερο και σπουδαίο πολιτικό ρόλο, έξ αιτίας τοϋ κυρίαρχου ρόλου πού άνήκει συνήθως στήν κρατική βαθμίδα. Ή έπίδραση τής έπέκτασης τών κρατικών λειτουργιών, πάνω στήν αύξηση τής γραφειοκρατικής κατηγορίας, είναι ώστόσο ιδιαίτερα έντονη στή Γαλλία, έξ αΐτίας τής Ικτασης πού παίρνει τό στρώμα τών μικροϊδιοκτητών άγροτών: έπικαθορισμένος από τήν καπιταλιστική παραγωγή ό «ύπερπληθυσμός» της βρίσκει μιά θέση στον κρατικό μηχανισμό. 'Αντίθετα, στή Μ. Βρεταννία, ή ιδιαίτερα καθαρή κυριαρχία τοϋ Κ.Τ.Π. πάνω στούς άλλους τρόπους παραγωγής όδηγεϊ, μέ τή διάλυση τών τάξεων τής μικρής παραγωγής, στον κυρίαρχο ρόλο τοΰ οικονομικού στοιχείου, μέ δυο λόγια, στήν έγκαθίδρυση τής τυπικής μήτρας του Κ.Τ.Π. στο βρεταννικό κοινωνικό σχηματισμό: ό ρόλος τής γραφειοκρατίας εϊναι λιγότερο σημαντικός, πράγμα πού συντέλεσε ώστε αύτή ή ειδική κατηγορία νά μήν ύψωθεϊ σχεδόν ποτέ, στή Μ. Βρεταννία, σέ κοινωνική δύναμη. Θά μπορούσαμε προφανώς νά έπεκτείνουμε αυτές τις παρατηρήσεις μέ μιά άνάλυση τής μεταγενέστερης καί διαφορετικής έξέλιξης τής γραφειοκρατίας στις διάφορες χώρες, και του πολιτικού ρόλου πού επαιξε. Ώστόσο, ή μελέτη τής γραφειοκρατικής κατηγορίας σ' ëva καπιταλιστικό σχηματισμό δέν μπορεί νά περιορίζεται στό πρόβλημα τών λειτουργιών πού άνήκουν στό καπιταλιστικό Κράτος. Αύτή έξαρταται, κατά πρώτο λόγο, απ' τις δομές αύτου τοϋ Κράτους καί, κατά συνέπεια, απ' τήν θέση αύτου τοΰ τύπου
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
235
Κράτους στο σύνολο των βαθμίδων του Κ.Τ.Π. Το βασικό στοιχείο είναι εδώ ή σχετική αύτονομία του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου, πού χαρακτηρίζει τον Κ.Τ.Π. σέ σύγκριση μέ τούς άλλους τρόπους παραγ(ογΐ\ς, π.χ. τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Ή έπίδραση αυτής τής ιδιομορφίας στούς αναγκαίους δρους ύπαρξης τής γραφειοκρατίας, ώς ειδικής κατηγορίας, ύπογραμμίστηκε τόσο άπό τον Μαρξ, δσο και από τόν Βέμπερ. Στόν φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και στην ειδική του σχέση άνάμεσα στό οικονομικό και τό πολιτικό στοιχείο, ή άσκηση των δημοσίων λειτουργιών στηριζόταν σέ προσωπικούς δεσμούς, οικονομικο - πολιτικούς, άνάμεσα στό μονάρχη και σ' αύτούς πού τις άσκοϋσαν. Ό μονάρχης έκπροσωποϋσε τήν κυριαρχία του Κράτους. Ή άσκηση αυτών τών λειτουργιών ταυτιζόταν, είδικότερα, μέ το ρόλο τών τάξεων σ' αυτό τόν τρόπο παραγωγής, μέ τό «κοινό τους ύπόβαθρο» ώς «κάστες» και μέ τή λειτουργία τών φεουδαρχικών δικαιωμάτων. Πρόκειται γι' αύτό πού é Βέμπερ προσδιόριζε σαν «διοίκηση τών εύγενών»: ή κυρίαρχη φεουδαρχική τάξη συγκεντρώνει στά χέρια της τήν άσκηση τών πολιτικών λειτουργιών. Μπορούμε νά πούμε, δτι στήν περίπτωση αύτή ή ταξική ένταξη μέ τή μορφή τής κάστας ή τής κοινωνικής τάξης καθορίζει άμεσα τή διοίκηση του Κράτους, πράγμα πού άποκλείει τή δυνατότητα μιας γραφειοκρατίας πού λειτουργεί σάν είδική κατηγορία. Αύτό είναι άλλωστε έντελώς ξεκάθαρο σ' δ,τι άφορα τό ρόλο τού Ιδεολογικού στοιχείου σ' ενα φεουδαρχικό σχηματισμό. Ό ρόλος αύτός έμποδίζει τόν σχηματισμό μιας ειδικής κατηγορίας «διανοουμένων»: πρόκειται γιά τό πρόβλημα τού κλήρου σάν τάξη, κι άκόμα σάν κάστα. Έχουμε ήδη έξετάσει λεπτομερειακά, στις άναλύσεις πάνω στο απολυταρχικό Κράτος, τό πέρασμα άπ' αύτή τήν κατάσταση στή σύγχρονη γραφειοκρατία, Αύτό τό πέρασμα προϋποθέτει τόν καπιταλιστικό τύπο Κράτους, δηλαδή μιά νομικοπολιτική βαθμίδα, σχετικά αύτονομημένη άπ' τό οίκονομικό στοιχείο, πού θεμελιώνει τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τού γραφειοκρατισμού. Στόν καπιταλιστικό «τύπο» Κράτους άνα-
236
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
φέρεται ό Μάρξ στη 18η Μπρυμάίρ^, όταν περιγράφει τή διαμόρφωση της γαλλικής γραφειοκρατίας: « Ή έκτελεστική εξουσία μέ τήν τεράστια γραφειοκρατική της οργάνωση... συγκροτείται στήν περίοδο τής άπάλυτης μοναρχίας... Τά κυριαρχικά προνόμια τής μεγάλης γαιοκτησίας καΐ των πόλεων μετατράπησαν σε άλλες τόσες άρμοδιότητες τής κρατικής εξουσίας, οί φεουδάρχες τιτλοΰχοι σε μισθωτούς υπαλλήλους, και ό πολύχρωμος χάρτης των άντιμαχόμενων μεσαιωνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων γίνεται τό καλά ρυθμισμένο σχέδιο μιας κρατικής έξουσίας... Ή πρώτη γαλλική επανάσταση, πού έμφανίστηκε μέ σκοπό νά συντρίψει όλες τις τοπικές, έδαφικές, δημοτικές και επαρχιακές ανεξάρτητες εξουσίες γιά νά δημιουργήσει τήν άστική ένότητα του Έθνους, επρεπε άναγκαστικά νά άναπτύξει αύτό πού ή απόλυτη μοναρχία είχε άρχίσει: τό συγκεντρωτισμό, ταυτόχρονα όμως τήν επέκταση [και τΙς άρμοδιότητες τής κυβερνητικής έξουσίας». Πριν εξετάσουμε τήν έπίδραση του καπιταλιστικού Κράτους στή λειτουργία τής γραφειοκρατίας, ας σταθούμε στή δεύτερη οψη του προβλήματος: τον γραφειοκρατισμό. Μέ τον δρο γραφειοκρατισμός, εννοούμε ενα ιδιαίτερο τρόπο όργάνωσης καΐ λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, πού στίγν περίπτωση τον καπιταλιστικού Κράτους εχει τήν ϊδια έκταση, μέ τήν ειδική γραφειοκρατική κατηγορία. Ό γραφειοκρατισμός οφείλεται or' αντη την περίπτωση^ είτε στις δομές τον καπιταλιστικού Κράτονς, ειτε στην επιβολή τής κνρίαρχης καπιταλιστικής Ιδεολογίας πάνω στονς κανόνες πον ρνθμίζονν τήν οργάνωση τον κρατικού μηχανισμού: Πρόκειται γιά δυό παράγοντες του γραφειοκρατισμου σχετικά ξεχωριστούς. Ή έπιβολή τής κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας πάνω στο γραφειοκρατισμό παίρνει πολλές μορφές: α) εϊτε μιά γενική μορφή, πού άφορα τόν συστατικό χαρακτήρα κάθε ιδεολογίας, π.χ. τήν ειδική απόκρυψη τής γνώσης, πού εκδηλώνεται μέ τό γραφειοκρατικό «μυστικό»' 6. Στο ϊδιο σΓ.λ. 346.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
237
β) εϊτε μερικές ιδιαίτερες μορφές της καπιταλιστικής ιδεολογίας, πού ό Μάρξ μελέτησε στο φετιχισμό του εμπορεύματος καΐ πού πηγάζουν απ' τον απρόσωπο χαρακτήρα των γραφειοκρατικών λειτουργιών — ιδεολογική συγκρότηση του «άτόμου - προσώπου» — ώς τα μοντέλα πού ρυθμίζουν τον καταμερισμό της εργασίας' γ) είτε νομικο - πολιτικές μορφές, κυρίαρχη περιοχή της κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας. Σ' αύτή τήν περίπτωση, πρόκειται, ειδικότερα, για τήν επιβολή τής άστικής νομιμότητας πάνω στο γραφειοκρατισμό, πού ύπογραμμίστηκε απ* τό Μάρξ, στα εργα τής ώριμότητας, καί απ' το Μάξ Βέμπερ — νομιμότητα «όρθολογική - έννομη» —. Ή γραφειοκρατία, στό πλαίσιο αύτής τής νομιμότητας, φαίνεται να αντιπροσωπεύει τήν πολιτική ενότητα του λαου - έθνους* αύτή έμφανίζεται και μπορεί νά έμφανίζεται σαν ενα «ούδέτερο σώμα» πού ενσαρκώνει τό γενικό συμφέρον και πού ή πολιτική της λειτουργία, άπέναντι στις τάξεις, καλύπτεται συστηματικά. δ) Ή επιβολή τής κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας, ή Επίσης τής μικροαστικής ιδεολογίας, πάνω στό γραφειοκρατισμό, έκδηλώνεται τέλος, μέσο των άποτελεσμάτων της πάνω στήν ελλειψη καλλιέργειας και τήν άγνοια των μαζών: πράγμα πού άκριβώς επιτρέπει τό γραφειοκρατικό μονοπώλιο τής γνώσης. Είναι φανερό ετσι οτι 6 γραφειοκρατισμός του κρατικού μηχανισμού, μέσο τών σχέσεών του μέ τήν κυρίαρχη ιδεολογία στό σύνολο τοΐ> καπιταλιστικού μηχανισμού, παρουσιάζει όμολογίες μέ τά κανονιστικά μοντέλα, πού ρυθμίζουν τήν όργάνωση και τόν καταμερισμό τής εργασίας στούς διάφορους τομείς αύτου του σχηματισμού: έργοστάσια, πολιτιστικοί θεσμοί, κ.λπ.'. 'Ωστόσο, αύτό αποτελεί ενα εΙδικό αποτέλεσμα τής κυρίαρχης ιδεολογίας μόνο γιά τόν κρατικό μηχανισμό. 7. Ό Μαρξ άποκάλυψε αύτές τΙς όμολογίες τόσο στίς άναλύσεις του σχετικά μέ τόν τεχνικό καταμερισμό τής έργασίας στή μεγάλη έπιχείρηση (στό πρώτο βιβλίο τοΟ Κεφαλαίου) öao καΐ σ' αύτές πού άφοροϋν τόν κρατικό μηχανισμό «στόν όποΐο ή έργασία καταμερί ζεται καΐ συγκεντροποιείται όπως σ' ενα έργοστάσιο» Π8η ΜπρυμαΙρ).
238
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ιδιαίτερα στο βαθμό πού συσχετίζεται, στο εσωτερικό τών καπιταλιστικών σχηματισμών, με τήν ύπαρξη της γραφειοκρατίας σαν κοινωνικής κατηγορίας. Και αυτό, άπ' τήν άλλη πλευρά, στό βαθμό πού ή ιδεολογία συνδέεται σ' αύτόν τό χώρο, με τις δομές του Κράτους, γιά νά παράγει τόν γραφειοκρατισμό στίς σχέσεις του μέ τό πολιτικό φαινόμενο της γραφειοκρατίας, μέ δυό λόγια τη γραφειοκρατία στΙς σχέσεις της με τήν ταξική πολιτική πάλη. Έτσι, αν ή γραφειοκρατία άποτελει μιά είδική κοινωνική κατηγορία, αύτό συμβαίνει έξ αιτίας της Ιδιαίτερης ενότητας, πού παρουσιάζει στή λειτουργία της, σαν κοινωνική όμάδα, και της σχετικής αυτονομίας της σέ σχέση μέ τίς κοινωνικές τάξεις, εϊτε μέ τις τάξεις στις όποιες άνήκει, εϊτε μέ τις κυρίαρχες τάξεις. Αύτά τα χαρακτηριστικά προκύπτουν, σ' εναν καπιταλιστικό σχηματισμό, κατά πρώτο λόγο στό γραφειοκρατισμό, σαν αποτέλεσμα τής κυρίαρχης ιδεολογίας και τοϋ Κράτους, καί, κατά δεύτερο λόγο, άπ τίς σχέσεις τής ταξικής πάλης μέ τό Κράτος. Ό γραφειοκρατισμός άνα>ύθηκε άρκετά και δέν χρειάζεται νά έπιμείνουμε άλλο. "Άς θυμίσουμε πολύ σύντομα όρισμένα χαρακτηριστικά χωρίς νά θέλουμε νά τά ταξινομήσουμε κατά σειρά σπουδαιότητας και χωρίς νά τά ξεχωρίσουμε σέ χαρακτηριστικά πού εξαρτώνται άπό τά διακριτικά γνωρίσματα του Κράτους και σ' αύτά πού έξαρτώνται άπ' τήν ιδεολογία. Αύτά έχουν μελετηθεί απ' τούς Μάρξ, Ένγκελς, Γκράμσι και Λένιν,® κι' έπίσης άπ' τόν Βέμπερ: σ' αύτό τό σημείο οί 8. Οί πιό σημαντικές άναλύσεις τοϋ Λένιν άφοροΟν τό σοσιαλιστικό μεταβατικό Κράτος καί βρίσκονται στά εργα του μετά τό 1918. Σημειώνω άμέσως τό πρόβλημα: σ' αύτά τά κείμενα 6 Λένιν μέ τόν όρο γραφειοκρατία έννοεϊ τό «γραφειοκρατισμό», καί αυτός 6 όρος, κατά γενικό κανόνα, χρησιμοποιείται παράλληλα μέ τον όρο τής «γραφειοκρατοποίησης» (τάσεις γιά γραφειοκρατοποίηση). Ή γενική θεωρητική γραμμή πού άπορρέει άπ' αύτά τά κείμενα είναι ή άκόλουθη: ό Λένιν θεωρεί, δτι σέ μιά μεταβατική κατάσταση μπορεί νά ύπάρχει «γραφειοκρατίαμός» πού δεν συνδέεται μέ τήν ύπαρξη μιας ((γραφειοκρατίας» σαν ειδικής κοινωνικής κατηγορίας-
κι αύΐο έξ αιτίας πολλών χαρακτηριστικών τής μεταβατικής περιόδου,
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
239
άναλύσεις του Βέμπερ είναι χρήσιμες. Μπορούμε να δώσουμε τον άκόλουθο γενικό χαρακτηρισμό: ό γραφειοκρατισμός άντιπροσωπεύει μιά κατ' έξουσιοδότηση ίεραρχική όργάνωση του κρατικού μηχανισμού, μέ Ιδιαίτερα άποτελέσματα πάνω στη λειτουργία του. Αύτό, κατά γενικό κανόνα, εχει σχέση: 1. Μέ την άναγωγή σέ αξίωμα του νομικού συστήματος, μέ αφηρημένους γενικούς, τυπικούς και αύστηρά διακανονισμένους κανόνες - νόμους, πού κατανέμουν τίς σφαίρες δραστηριότητας και άρμοδιότητας (Ένγκελς, Βέμπερ). 2. Μέ τή συγκέντρωση των λειτουργιών και μέ τόν διοικητικό συγκεντρωτισμό τοϋ μηχανισμού (Μάρξ, Ένγκελς, Γκράμσΐ).
δπως, π.χ., ή άπουσία έκμεταλλεύτριας τάξης, ή πολιτική όργάνωση τοϋ προλεταριάτου, κ.λπ. Ή διατήρηση τοϋ «γραφειοκρατισμοϋ» χωρίς «γραφειοκρατία» συσχετίζεται άπ' τό Λένιν, άπ τή μιά πλευρά μέ τήν ιδεολογική κληρονομιά τοΟ προηγούμενου κοινωνικού σχηματισμοΟ (τής καπιταλιστικής Ιδεολογίας κυρίως) και απ' τή διατήρηση χαρακτηριστικών τοϋ προηνοναενου Κοάτονα αέσα στό σοσιαλιστικό Κράτος, μεταξύ τών όποίων ή ύπαρξη άστών «ειδικών» «μέ τόν δικό τους τρόπο ζωής και τήν Ιδεολογία τους» στούς διάφορους τομείς τής διοίκησης. Ή διατήρηση αύτή, άπ' τήν άλλη πλευρά, συσχετίζεται μέ τΙς οίκονομικές πολιτικές καΐ ιδεολογικές συνέπειες τής παρουσίας στόν ρωσικό μεταβατικό σχηματισμό, τού κρατικού καπιταλισμού
καΐ τών τάξεων τής μικρής
παραγωγής^
καΐ μάλιστα
τής μικρής άγροτικής παραγωγής. Οί λενινιστικές άναλύσεις, παίρνοντας ύπ' όψη αύτές τΙς παρατηρήσεις, μπορούν νά είναι χρήσιμες γιά τόν καπιταλιστικό σχηματισμό, κι* αύτό σ' δ,τι άφορα τήν έπιβολή, πάνω στό «γραφειοκρατισμό », τής καπιταλιστικής και μικροαστικής Ιδεολογίας. Αύτές είναι έπίσης χρήσιμες σ' δ,τι άφορα τή γενική θεωρητική γραμμή έξέτασης του γραφειοκρατικού φαινομένου: Είναι βασικό νά τονίσουμε έδώ, δτι τή διατήρηση τού «γραφειοκρατισμοϋ» στήν ΕΣΣΔ, στο ^αθμό πού αύτή άφορα τούς άστούς «ειδικούς» τού κρατικού μηχανισμού, δέν τήν συσχετίζει ό Λένιν μέ τήν «άστική» ταξική τους ένταξη στις σχέσεις παραγωγής, άλλά μέ τήν άστική τους Ιδεολογία: ή άστική τάξη, σάν τάξη, είναι σχεδόν διαλυμένη έκείνη τήν έποχή στήν ΕΣΣΔ. Αύτή ή προβληματική πρέπει νά έπεκταθεϊ στήν ύπαρξη τής γραφειοκρατίας στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς: σ' αύτούς τούς σχηματισμούς, ή γραφειοκρατία δέν σχετίζεται πιά μέ τήν ταξική της ένταξη, άλλά μέ τΙς δομές τού Κράτους — γιατί έδώ πρόκειται γιά γραφειοκρατία — καΐ μέ τήν έπίδραση τής Ιδεολογίας.
240
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
3. Μέ τον απρόσωπο χαρακτήρα τών λειτουργιών του κρατικού μηχανισμού (Μάρξ, Βέμπερ). 4. Μέ τον τρόπο αμοιβής αύτών των λειτουργιών, πάγιος μισθός (Μάρξ, Βέμπερ). 5. Μέ τόν τρόπο πρόσληψης των δημοσίων λειτουργών μέ διορισμό ή επιλογή άπό τά «πάνω» ή, μέσο ένός ιδιόμορφου συστήματος διαγωνισμών (Μάρξ, Βέμπερ). 6. Μέ τή διάκριση άνάμεσα στήν ιδιωτική ζωή του ύπαλλήλου και τό δημόσιο λειτούργημά του, το «γραφείο» του (Μάρξ, Βέμπερ). 7. Μέ τή συστηματική απόκρυψη τής γνώσης του μηχανισμού, και κατά συνέπεια του γραφειοκρατικού μυστικου άπό τις τάξεις (Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν, Βέμπερ). 8. Μέ τήν άπόκρυψη τής πληροφόρησης στούς ίδιους τούς κόλπους του μηχανισμού, μέ τήν έννοια ότι μόνο οι «άνώτεροι» κρατούν τά κλειδιά τής έπιστήμης (Λένιν). 9. Μέ μιά χαρακτηριστική ανισότητα άνάμεσα στήν επιστημονική διαμόρφωση τών «ανώτερων» και τήν αμορφωσιά τών κατώτερων στρωμάτων (Μάρξ, Λένιν), κ.λπ. Ό γραφειοκρατισμός αυτός τής όργάνωσης του κρατικού μηχανισμού έπιφέρει μιά αύστηρή ιεραρχική μορφή λειτουργίας μέ επιλογή εξουσιών και τομέων λειτουργίας, μιά ιδιαίτερη έσωτερική μορφή κατανομής τής εξουσίας και τής νομιμότητας απ' τά πάνω, μιά άδιάκοπη παραπομπή ύπευθυνότητας στις άνώτερες κλίμακες: χαρακτηριστικά πού περιγράφονται συχνά απ' τούς Μάρξ, Ένγκελς και Λένιν, δπως και από πολλούς άλλους συγγραφείς. Ό γραφειοκρατισμός, κατά κύριο λόγο, άποδίδει στή γραφειοκρατία, στή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, τόν ένωτικό της χαρακτήρα και τήν συγκροτεί, δτσι, σάν ειδική κατηγορία: αυτή ή συγχώνευση τής κυρίαρχης ιδεολογίας μέ τις δομές του καπιταλιστικού Κράτους έπιτρέπει στή γραφειοκρατία, παρά τήν διαφορετική ταξική ένταξη τών ποικίλων στρωμάτων της, νά λειτουργεί σάν κοινωνική κατηγορία. Είναι αλήθεια δτι αύτή ή κοινωνική όμάδα εχει ιδιαίτερα συμφέροντα (ένταξη στις διοικητικές λειτουργίες σάν πηγή εισοδήματος, σάν εύκαιρία γιά καρριέρα
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ — ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
241
κ.λπ.), άλλα αύτά δεν άρκουν για νά την συγκροτήσουν σέ ειδική κατηγορία: άπ' τό ενα μέρος, έξ αίτιας της άνισότητας συμφερόντων των διαφόρων στρωμάτων τής γραφειοκρατίας, και απ' τό άλλο, έξ αιτίας του γεγονότος ότι τα συμφέροντα εξηγούν, σ' ενα όρισμένο βαθμό, τή στενή σχέση άνάμεσα στη γραφειοκρατία και τΙς κυρίαρχες τάξεις, αλλά δεν έξηγουν τή σχετική αυτονομία της γραφειοκρατίας άπέναντί τους, πού συντελεί στή συγκρότησή της σέ ειδική κατηγορία.
16
ή γραφειοκρατία καΐ ή πάλη των τάξεων
"Αν ό γραφειοκρατισμός και ή γραφειοκρατία συνδέονται μέ το καπιταλιστικό Κράτος, αύτό πρέπει νά μας όδηγήσει στο πρόβλημα των σχέσεων τής γραφειοκρατίας μέ τήν πάλη των τάξεων, σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό. Μόνο αύτη ή σχέση μπορεί νά μας άποκαλύψει τη σχετική αύτονομία της γραφειοκρατίας άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις σ' αύτό τό σχηματισμό, πού μαζί μέ τήν ένότητά της, τήν συγκροτεί σάν ειδική κατηγορία. Στά κείμενα του Μαρξ καΐ του Ένγκελς άποκαλύπτουμε μιά σταθερή θεωρητική γραμμή σχετικά μ' αύτό τό πρόβλημα: ή σχετική αύτονομία της γραφειοκρατίας απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις καθορίζεται απόλυτα και λεπτομερειακά από τις σχέσεις ανάμεσα στό καπιταλιστικό Κράτος καί τήν πάλη των τάξεων. Άφοϋ ή γραφειοκρατία δέν εχει δική της έξουσία, ή σχετική της αύτονοαία είναι αύτή πού ανήκει στό Κράτος και απορρέει άπό τόν συσχετισμό δυνάαεων της ταξικής πάλης, μιά πού ή κρατική έξουσία κατέχεται άπό τάξεις, δεδομένου ότι στήν πραγαατικότητα τό Κράτος εϊναι μόνο ενα κέντρο εξουσίας. Πρέπει ώστόσο νά θυμίσουαεέδώ πως έμφανίζεται τό πρόβλημα της σχετικής αύτονοαίας του καπιταλιστικού Κράτους στό Μάρξ και τόν "Ενγκελς: ή αύτονομία αύτή άναφέρεται ρητά και άποκλειστικά, σύμφωνα μέ τή μοναδική έννοια πού είχαν επεξεργαστεί θεωρητικά, στήν ισορροπία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες κοινωνικές δυνάμεις. Κατά συνέπεια ή σχετική
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
243
αύτονομία τής γραφειοκρατίας, επειδή καθορίζεται αύστηρά άπ* τήν αύτονομία του Κράτους άπέναντι στις τάξεις, εντοπίζεται μόνο σε καταστάσεις πού πραγματώνουν μιά τέτοια ισορροπία. Πρώτα άπ' όλα μ' αύτό το νόημα έξετάζει ό Μάρξ το πρόβλημα τής γραφειοκρατίας, στην περίπτωση του συγκεκριμένου ιστορικού φαινομένου του γαλλικού βοναπαρτισμοϋ πού τό άνάγει, καταχρηστικά, σε μοντέλο ισορροπίας δυνάμεων. Γράφει 6 Μάρξ: «ή γραφειοκρατία... στο καθεστώς τής Παλινόρθωσης, του Λουδοβίκου Φίλιππου, τής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ήταν τό οργανο τής κυρίαρχης τάξης, δσες προσπάθειες κι αν κατέβαλλε για νά γίνει άνεξάρτητη δύναμη. Μόνο στο καθεστώς του δεύτερου Βοναπάρτη φαίνεται τό Κράτος νά γίνεται εντελώς άνεξάρτητο»^ (πρόκειται γιά τή σχετική αύτονομία τής βοναπαρτικής γραφειοκρατίας άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις). Ό Ένγκελς εϊναι άκόμα σαφέστερος: «'Αλλά στήν πραγματικότητα επίσης και στή Γερμανία, τό Κράτος δπως ύφίσταται σήμερα, εϊναι τό άναγκαιο προϊόν τής κοινωνικής βάσης απ' τήν οποία γεννιέται. Στήν Πρωσσία —^και ή Πρωσσία εϊναι τώρα ό καθοριστικός παράγοντας— δίπλα στούς πάντα ισχυρούς εύγενεις γαιοκτήμονες, ύπάρχει μιά άστική τάξη σχετικά νέα και κυρίως πολύ δειλή, πού δεν εχει κατακτήσει, ώς σήμερα, τήν πολιτική εξουσία ούτε άμεσα, δπως σιήν ι αλλία, ουτε εμμεσα δπως στήν 'Αγγλία. Δίπλα σ' αύτές τις δυό τάξεις ύπάρχει, ώστόσο, ενα γοργά άναπτυσσόμενο προλεταριάτο, πολύ άναπτυγμένο διανοητικά, πού όργανώνεται κάθε μέρα καΐ περισσότερο. Βρισκόμαστε ετσι κοντά στή βασική προϋπόθεση τής παλιας απόλυτης μοναρχίας: στήν ισορροπία άνάμεσα στούς εύγενεϊς γαιοκτήμονες και τήν αστική τάξη· βασική προϋπόθεση γιά τό σύγχρονο βοναπαρτισμό: ή ισορροπία άνάμεσα στήν άστική τάξη και τό προλεταριάτο. 'Αλλά, δπως στήν παλιά άπόλυτη μοναρχία, ετσι καί στή σύγχρονη βοναπαρτική μοναρχία, ή πραγματική κυβερνητική εξουσία βρίσκεται στά χέρια μιας ιδιαίτερης κάστας άξιωματούχων και δημοσίων λειτουργών πού στρατολογούνται στήν 1. Ή 18η Μπρυμαίρ.
244
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Πρωσσία... Ή αύτονομία αύτής της κάστας, πού φαίνεται να τοποθετείται εξω και πάνω απ' τήν κοινωνία, προσφέρει στο Κράτος μια φαινομενική ανεξαρτησία άπέναντι στήν κοινωνία»^. Είναι φανερό δτι ό Ένγκελς αναγνωρίζει έδώ μιά Ιδιαίτερη έξουσία στη γραφειοκρατία* φτάνει μερικές φορές ώς το σημείο νά τη θεωρεί σαν μιά τάξη: διατυπώσεις όλοφάνερα λαθεμένες. Ενδιαφέρον εχει ώστόσο ό τρόπος μέ τον όποιο θέτει το πρόβλημα της σχετικής αυτονομίας τής γραφειοκρατίας. "Αλλοτε, ό Ένγκελς έντοπίζει τή σχετική αύτονομία τής γραφειοκρατίας, σ' αύτή τήν ιδιαίτερη κατάσταση ισορροπίας πού εϊναι ή καταστροφική Ισορροπία, π.χ. στο κείμενό του γιά τό καθεστώς στη Γερμανία^. «Το καθεστώς πού άντιπροσωπεύεται άπ' τή γραφειοκρατία είναι πολιτική σύνθεση γενικής άνεπάρκειας...ή αθλιότητα του γερμανικού καθεστώτος συνίσταται βασικά στο γεγονός δτι καμιά τάξη δέν ήταν ώς τώρα άρκετά ισχυρή νά ανυψωθεί σέ τάξη άντιπροσωπευτική των συμφερόντων όλου τοϋ έθνους». Ή καταστροφική Ισορροπία προσεγγίζει μιαν άλλη έρμηνεία τοϋ Μάρξ γιά τή σχετική αύτονομία τής γραφειοκρατίας στό γαλλικό βοναπαρτισμό, πού οφείλεται στό γεγονός ότι «ή άστική τάξη είχε ήδη χάσει τήν ιδιότητα να κυβερνά τό έθνος, και ή εργατική τάξη δέν απόχτησε ακόμα αύτή τήν ιδιότητα». Έν τούτοις αύτά τά μοντέλα ισορροπίας, καθώς δέν έπαρκοϋν γιά νά έξηγήσουν τή σχετική αύτονομία του καπιταλιστικού Κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις, ετσι δέν επαρκούν και γιά νά έξηγήσουν τή σχετική αύτονομία τής ειδικής κατηγορίας τοϋ κρατικού μηχανισμού απέναντι σ' αύτές τις τάξεις. Ή σχετική αύτονομία εϊναι ενα συστατικό στοιχείο τοϋ καπιταλιστικού τύπου Κράτους, και κατά συνέπεια των συγκεκριμένων μορφών του, ακόμα και στήν περίπτωση πού δέν ύφίσταται ισορροπία δυνάμεων. Έτσι στό βαθμό πού βρίσκουμε στό Μάρξ τήν εξέταση (σε ανεπεξέργαστη μορφή) τής σχετικής αύτονομίας τοϋ καπιταλιστικού Κράτους άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις, βρίσκουμε, μέ τρόπο άμεσα καθορισμένο, 2. TÔ πρόβλημα τής κατοικίας. 3. Κείμενο πού σημειώσαμε πιο πάνω.
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
245
τήν έξέταση τής σχετικής αύτονομίας τής γραφειοκρατίας άπέναντι σ' αύτές τις τάξεις, ακόμα και σέ μια συγκεκριμένη κατάσταση μή ισορροπίας δυνάμεων. Περιορίζομαι νά παραπέμψω τον αναγνώστη στο προηγούμενο κεφάλαιο πού ασχολείται μέ τούς παράγοντες της σχετικής αύτονομίας αύτου του τύπου Κράτους και των συγκεκριμένων μορφών του στούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Οι άναλύσεις του Μαρξ γιά τή γραφειοκρατία συμπίπτουν ακριβώς, μέ τις άναλύσεις του γιά τό καπιταλιστικό Κράτος στις σχέσεις του μέ τις τάξεις και τονίζουν τον ιδιαίτερα ενωτικό χαρακτήρα τής γραφειοκρατίας άπέναντι σ' αύτές τις τάξεις, πού καθορίζεται άπ' τον συνδυασμό τών δομών τοϋ Κράτους μέ τήν κυρίαρχη ιδεολογία, και ειδικότερα τήν νομικο - πολιτική ιδεολογία. Ή ενότητα τής γραφειοκρατίας σχετίζεται, εμμεσα, μέ τό σύνολο τών έπιπέδων τής πάλης τών τάξεων σ' ενα καπιταλιστικό σχηματισμό, τόσο μέ τις τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όσο καί μέ τΙς τάξεις μή κυρίαρχων τρόπων παραγωγής αύτου του σχηματισμού. Αύτή σχετίζεται, κατά πρώτο λόγο, μέ τό αποτέλεσμα άπομόνωσης, πού εϊναι χαρακτηριστικό τής οικονομικής πάλης άνάμεσα στ ή ν άστική καί τήν έργατική τάξη και μέ τήν ιδιαίτερη απομόνωση τής μικρής άγροτιας και τής μικροαστικής τάξης. Ή απομόνωση αύτή έπιτρέπει στήν κρατική γραφειοκρατία νά εμφανίζεται σάν πολιτική ένότητα, πού αντιπροσωπεύει τήν ένότητα λαοϋ - έθνους. Ό Μάρξ έπψένει σ' αύτό τό σημείο, στίς αναλύσεις του γιά τήν ίδιαίτερη σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τή μικρή άγροτιά: « Ή μικρή ιδιοκτησία, απ' τήν ϊδια τή φύση της, χρησιμεύει γιά βάση σέ μια πανίσχυρη και αναρίθμητη γραφειοκρατία. Δημιουργεί σ' όλόκληρη τήν έκταση τής χώρας ενα ισότιμο επίπεδο σχέσεων καί προσώπων καί, κατά συνέπεια, δίνει τήν δυνατότητα σέ μιά κεντρική έξουσία νά δρα όμοιόμορφα πρός δλα τά σημεία αύτής τής όμοιόμορφης μάζας»^. Επίσης ό Ένγκελς ύπογραμμίζει αύτό τό σημείο, στις άναλύσεις του γιά τή σχέση τής γραφειοκρατίας και τής γερμανικής μι4. Ή
18η Μπρυμαίρ.
246
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κροαστικής τάξης μέ τά «μικρά τοπικά τους συμφέροντα, τήν τοπική τους όργάνωση στις διάφορες πόλεις, τούς τοπικούς άγώνες, και τήν τοπική τους πρόοδο» Στήν περίπτωση τής σχέσης γραφειοκρατία - αστική τάξη, πρόκειται, απ' τή μιά πλευρά» γιά σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και «κοινούς άστούς», πού είναι έτοιμοι νά θυσιάσουν τά ιδιωτικά τους συμφέροντα γιά τά γενικά ταξικά τους συμφέροντα — αποτέλεσμα απομόνωσης —, και απ' τήν άλλη, γιά σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και μιά άστική τάξη βαθύτατα διαιρεμένη σε ταξικές μερίδες. Στο επίπεδο της ταξικής πολιτικής πάλης πρόκειται γιά σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τήν πάλη των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων τους, πράγμα πού όδηγεϊ στο πρόβλημα τήζ πολιτικής τους οργάνωσης, δπου ή γραφειοκρατία γίνεται ενας αντιπροσωπευτικός συντελεστής τής πολιτικής τους ένότητας, μέσο του Κράτους πού παίζει το ρόλο αύτής τής όργάνωσης. Στή σχέση άνάμεσα στή γραφειοκρατία και τίς τάξεις τής μικρής παραγωγής πρόκειται γιά τήν βαθύτερή τους άνικανότητα νά όργανωθουν πολιτικά, πραγμα πού καθορίζει τό φετιχισμό τους γιά τήν έξουσία καΐ το ρόλο τής γραφειοκρατίας ώς άντιπροσώπου τής ένότητάς τους: ή μικρή άγροτιά και ή μικροαστική τάξη αντιπροσωπεύονται «τυπικά» στο πολιτικό έπίπεδο άπό το γραφειοκρατικό σώμα πού, μέσο του Κράτους, τΙς διατηρεί πολιτικά αποδιοργανωμένες®. Διαπιστώνουμε μέ δυό λόγια, οτι ή σχετική αύτονομία τής γραφειοκρατικής κατηγορίας άπέναντι στις κυρίαρχες τάξεις 5. Le statu quo, έπίσης Λένιν: «Σέ μδς ύπάρχει δνας άλλος οικονομικός λόγος για το γραφειοκρατισμό: ή άπομόνωση, 6 διασκορπισμός τών μικρόν παραγωγών, ή άθλιότητά τους, ή άμορφωσιά τους, ή Ιλλειψη δρόμων, ό αναλφαβητισμός, ή ελλειψη ανταλλαγών ανάμεσα στή γεωργία και τή βιομηχανία, ή απουσία σύνδεσης και άμοιβαίας δράσης μεταξύ τους». 6. Οί άναλύσεις αύτές βρίσκονται κυρίως στά κείμενα του Μαρξ γιά τή Γαλλία.[Παρατηρο0με ότι, σύμφωνα μέ τούς έξεταζόμενους κοινωνικούς σχηματισμούς, ή τυπική σχέση «άντιπροσώπευσης» τών τάξεων τής μικρής παραγωγής, μέσο του κρατικού μηχανισμοϋ, μπορεί νά αποκρυσταλλώνεται σ' ëva άλλο «κρατικό σώμα», διαφορετικό απ' τή γραφειοκρατία μέ τή στενή της έννοια: π.χ. στο στρατό. Αύτή είναι, ιδιαίτερα, ή περίπτωση πολλών
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
247
συνδέεται μέ την αύτονομία του καπιταλιστικού τύπου Κράτους και τών μορφών του μέσα στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Επαναλαμβάνοντας, μέ ακρίβεια, τα συμπεράσματά μας για τή σχετική αύτονομία του Κράτους, μπορούμε νά πούμε δτι και ή γραφειοκρατία, σάν κοινωνική κατηγορία, παρουσιάζει αύτή τήν αύτονομία, στο μέτρο πού άντανακλα άκριβώς τήν πολιτική έξουσία των κυρίαρχων τάξεων, και άντιπροσωπεύει τά συμφέροντά τους μέσα στις ιδιόμορφες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες τής ταξικής πάλης μέσα σ' αύτούς τούς σχηματισμούς. Οί παρατηρήσεις αύτές έπιτρέπουν νά διευκρινίσουμε δνα όρΐσμένο άριθμό προβλημάτων. Α. Το ζήτημα πού άναφέρεται σέ μερικές πλευρές τής σχέσης à νάμεσα στο γραφειοκρατισμό, σαν σύστημα όργάνωσης του κρατικού μηχανισμού, και τις μορφές πολιτικής κυριαρχίας τής άστικής τάξης: ζήτημα πού, στήν ιδεολογική συζήτηση, συγκεντρώθηκε γύρω άπ το θέμα τής «δυσλειτουργικότητας» του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Στήν πραγματικότητα, αύτό το πρόβλημα δέν εϊναι απ' τή μιά πλευρά τεχνικής φύσης — αποτελεσματικότητα ή μή άποτελεσματικότητα, τεχνική— άλλά κατ' έξοχήν πολιτικό* καί, άπ' τήν άλλη, δέν μπορεί νά κατανοηθεί, μέσο τής έννοιας τής δυσλειτουργίας. 'Από τις αναλύσεις του Μάρξ και τού "Ενγκελς γίνεται φανερό ότι ό γραφειοκρατισμός, αποτελώντας ενα άναγκαϊο πολιτικό άποτέλεσμα τής κυριαρχίας του Κ.Τ.Π. σ' ένα σχηματισμό, παρουσιάζει μιά όλόκληρη σειρά αντιφάσεων μέ τις μορφές πολιτικής κυριαρχίας. Πιό συγκεκριμένα, εδώ πρόκειται για αντιφάσεις εσωτερικές τόσο στην κυρίαρχη πολιτική Ιδεολογία δσο και στις δομές τον καπιταλιστικού Κράτους: π.χ. δπως τό έδειξε ό Ένγκελς ανάμεσα στό γραφειοκρατικό μυστικό, αναγκαίο για τό μηχανισμό αύτού τού Κράτους, και τήν άρχή χωρών τής Λατινικής 'Αμερικής: βλέπε, Jose Num Amérique Latine: la crise hégémonique et le coup d'Etat militaire», in Sociologie du travail, n» 3, 1967.
248
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
της δημοσιότητας πού χαρακτηρίζει ταυτόχρονα τήν άοττική πολιτική ιδεολογία — κοινή γνώμη, κ.λπ.— και το «άντιπροσωπευτικό»' Κράτος* ή άκόμα, όπως εδειξε ό Μαρξ, ανάμεσα στή λειτουργία τής έκτελεστικής έξουσίας πού άντιστοιχει στή γραφειοκρατία, και τή λειτουργία τής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικότητας. 'Ωστόσο, κι' αύτή είναι μια οψη τοϋ προβλήματος, πού γενικά τήν έξετάζουμε πολύ βιαστικά, αυτές οί άνηφάσεις εξαρτώνται επίσης άπο τΙς σχέσεις ανάμεσα στο γραφειοκρατίαμο και τΙς τάξεις τής μικρής παραγωγής, στο βαθμό πού αύτό τό αποτέλεσμα — γραφειοκρατισμός και γραφειοκρατία—, ένός τύπου Κράτους πάνω στή ν ταξική πάλη, άντανακλάται σ' ενα κοινωνικό σχηματισμό. Ή σχέση πού γεννάει αύτές τις αντιφάσεις είναι τόσο φανερή, πού 6 Ένγκελς καταλήγει νά οικοδομήσει δλο τό σχετικό με τό καθεστώς στή Γερμανία κείμενό του στό «άσυμβίβαστο» τής πολιτικής κυριαρχίας τής αστικής τάξης μέ τις «γραφειοκρατοποιημένες» πολιτικές μορφές®. Ά π ' τήν άλλη πλευρά, ό Λένιν βλέπει έπίσης στό γραφειοκρατισμό του μεταβατικού σοσιαλιστικού Κράτους τήν ιδεολογική κληρονομιά του καπιταλισμού και τήν έπίδραση τής μικροαστικής ιδεολογίας. "Ετσι, αύτή ή πλευρά τής σχέσης άνάμεσα στό γραφειοκρατισμό και τις πολιτικές μορφές κυριαρχίας τής αστικής τάξης μας όδηγει: 1) Στις άντιφάσεις ανάμεσα οτήν κυρίαρχη καπιταλιστική Ιδεολογία και τή μικροαστική Ιδεολογία στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό. Ή μικροαστική ιδεολογία είναι αναγκαία γιά τή λειτουργία του γραφειοκρατισμου στό μηχανισμό του καπιταλιστικού Κράτους. Ό φετιχισμός τής έξουσίας, πού χαρακτηρίζει αύτή τήν ιδεολογία, συντελεί στή συγκρότηση ρυθμιστικών κανόνων, πού κάνουν δυνατή τήν ιεραρχική ύποταγή των κατώτερων στρωμάτων του κρατικού μηχανισμού.
7. ΚΓ.ίμΓ,νο πού παραθέσαμε. Le Statu quo en Allemagne. 8. « H γραφειοκρατία Θεσπίστηκί: γιά να κυβέρνα μικροαστούς και χωρικούς » στο Statu quo...
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
249
'Ωστόσο, ό φετιχισμός άπειλεΐ το σύνολο του μηχανισμού κάΙ έρχεται τότε σέ αντίφαση μέ τήν κυρίαρχη καπιταλιστική Ιδεολογία. Αυτό συμβαίνει π.χ. στήν προσωποποίηση, μέσο προνομίων πού δίνονται στούς λειτουργούς, σέ αντίφαση μέ τόν άπρόσωπο χαρακτήρα του γραφείου τους, στή μοιρολατρία καΐ τήν άδράνεια σέ αντίφαση μέ τήν ιδεολογία της αποτελεσματικότητας, κ.λπ. 2) Στις άντιφάσεις ανάμεσα στον καπιταλιστικό τύπο Κράτους καΐ τά χαρακτηριστικά πού σ ενα σχηματισμό τον επιβάλλονται απ την ύπαρξη των τάξεων της μικρής παραγωγής: είναι ή περίπτωση τής «ύπερτροφίας» του κρατικού μηχανισμού στή Γαλλία, πού όφείλεται στήν ύπαρξη τής μικρής αγροτιας και τής μικροαστικής τάξης πού είναι, μεταξύ των άλλων, ή βάση τών άντιφάσεων τής έκτελεστικής εξουσίας και τής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικότητας σ' αύτή τή χώρα. Αυτές οι παρατηρήσεις επιτρέπουν νά φωτιστεί ενα «παράδοξο» πρόβλημα του γραφειοκρατικού φαινομένου, πού είναι φαινόμενο τυπικά καπιταλιστικό. Τόσο πιο σημαντική, τόσο μεγαλύτερη είναι ή δυνατότητα τής γραφειοκρατίας, ή έπιβολή του γραφειοκρατισμου, νά ανυψωθεί σέ κοινωνική δύναμη δσο λιγότερο καθαρή και σαφής είναι ή κυριαρχία τού Κ.Τ.Π. πάνω στούς άλλους τρόπους παραγωγής μέσα σ' ένα σχηματισμό. 'Απόδειξη ή γαλλική και γερμανική περίπτωση, σ' άντίθεση μέ τή βρεταννική. Β. Πολλοί συγγραφείς, άνάμεσά τους ό Βέμπερ και ό Michels έπισημαΐνουν, άπ' τήν άλλη πλευρά, αύτό πού όρίζουν σάν άντίφαση ανάμεσα στο γραφειοκρατισμό και τις μορφές τής «δημοκρατίας». Πρόκειται για τήν τάση πού συσχετίζει τόν γραφειοκρατισμό μέ τις «όλοκληρωτικές» πολιτικές μορφές, και τις άντιλαμβάνεται σάν ριζικά «διαφορετικές» άπ' τή «δημοκρατία» γενικά. Έπι πλέον: ή γραφειοκρατία συχνά θεωρείται σάν τό υποκείμενο - δημιουργός τού γραφειοκρατισμου— γραφειοκρατικοποιημένοι κανόνες λειτουρχίας και θεσμοθετημένη εξουσία — και κατά συνέπεια, σάν βάση των όλοκληρωτικών θεσμικών μορφών. Γιά νά άναλύσουμε τά προγματι-
250
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
κά φαινόμενα πού καλύπτονται απ' αύτή την ιδεολογική προβληματική, θα έπρεπε νά άπομονώσουμε μια όλόκληρη σει^ά ξεχωριστών προβλημάτων, άφήνοντας στο περιθώριο τό πρόβλημα τών αντιφάσεων άνάμεσα στο γραφειοκρατισμό και τή σοσιαλιστική δημοκρατία τής δικτατορίας του προλεταριάτου, ετσι δπως τέθηκε άπό τό Μάρξ, στά κείμενά του γιά τήν Κομμούνα του Παρισιού, και άπ' τό Λένιν, σχετικά με τό μεταβατικό σοσιαλιστικό Κράτος, γιατί πρόκειται για ενα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο άπ' αύτό πού μάς απασχολεί έδώ. Τί εχουμε νά ποϋμε γιά τό πρόβλημα τών σχέσεων άνάμεσα στό γραφειοκρατισμό καΐ τήν αστική δημοκρατία, δηλαδή άνάμεσα στό γραφειοκρατισμό και τις θεσμοθετημένες μορφές πολιτικής κυριαρχίας τής άστικής τάξης; Ά π ' τήν άποψη τής νομψότί,τας, πού εϊναι ούσιαστική γιά τήν άνάλυση του γραφειοκρατισμοϋ, βλέπουμε δτι, στήν πραγματικότητα, ή Ιδιαίτερη νομιμότητα τής γραφειοκρατίας, δηλαδή ή έπιβολή τής κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας στή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, ανήκει στον τύπο τής αστικής νομιμότητας, Μ' αύτό τό νόημα, 6 γραφειοκρατισμός άποτελει ενα ούσιαστικό χαρακτηριστικό τού τύπου αύτής τής νομιμότητας, δπως και ή γραφειοκρατία άποτελει ëva χαρακτηριστικό τού καπιταλιστικού τύπου Κράτους. Πράγματι, ύπάρχει μιά ιδιαίτερη νομιμότητα του κρατικού μηχανισμού πού χαρακτηρίζεται απ' τόν γραφειοκρατισμό. Ή νομιμότητα τού κρατικού μηχανισμού, έξ αιτίας τής κατ' εξουσιοδότηση ιεραρχικής λειτουργίας του, και ό φετιχισμός τής έξουσίας, περιλαμβάνει π.χ. χαρισματικά στοιχεία πού θεμελιώνονται στήν ανώτατη εξουσία ένός «ήγέτη» — κορυφή τής κρατικής πυραμίδας, τάσεις γιά απομόνωση τού μηχανισμού απέναντι στή λαϊκή άντιπροσωπευτικότητα, κ.λπ. Ή ιδιαίτερη νομιμότητα τής γραφειοκρατίας εϊναι ώστόσο μόνο μιά Ιδιαίτερη μορφή τής άστικής νομιμότητας, αύτή πού χαρακτηρίζει τήν κυριαρχία τού εκτελεστικού. Ή γραφειοκρατική νομιμότητα δεν ερχεται καθόλου σέ αντίθεση μέ τήν τυπική νομιμότητα τού καπιταλιστικού Κράτους, ούτε περισσότερο μέ τις κρατικές μορφές πού κυριαρχούνται άπ' τό εκτελεστικό, τού όποίου οί διάφορες μορφές.
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
251
βοναπαρτικές - καισαρικές, δεν εϊναι αντίθετες μέ τις τυπικές μορφές τής άστικης κυριαρχίας, δηλαδή τούς θεσμούς της πολιτικής δημοκρατίας. Μπορεί ώστόσο νά αντιμετωπίσουμε μια όλόκληρη σειρά αντιφάσεων και διαστάσεων ανάμεσα στή νομιμότητα τοϋ κρατικού μηχανισμού καΐ στη νομιμότητα μιδς μορφής Κράτους μέ κοινοβουλευτική κυριαρχία, ή ακόμα άνάμεσα στή νομιμότητα μιας μορφής Κράτους μέ κυριαρχία τού έκτελεστικού και στή νομιμότητα τού κοινωνικού σχηματισμού, δταν ή μορφή τής κυρίαρχης νομιμότητας σ' αύτόν το σχηματισμό είναι κοινοβουλευτική. Γ. Στή ν περίπτωση μιας μορφής καπιταλιστικού Κράτους πού κυριαρχείται άπ' το έκτελεστικό,πού συμφωνεί μέ τή μορφή τής κυρίαρχης νομιμότητας στον σχηματισμό, ύφίσταται σύμπτωση άνάμεσα στήν έσωτερική νομιμότητα τού γραφειοκρατικού μηχανισμού και τή νομιμότητα στό σύνολο τού σχηματισμού. Αύτό θέτει, μέ ιδιαίτερη όξύτητα, τό ζήτημα τής làiaL τερης λεηονργίας της γραφειοκρατίας σέ μιά συγκεκριμένη μορφή Κράτους πού κυριαρχείται άπ' τό έκτελεστικό. Πράγματι, äv ύφίσταται τέτοιος ρόλος, πρέπει νά τον άναζητήσουμε στήν έπίδραση τού πολιτικο - Ιδεολογικού φαινομένου τού γραφειοκρατισμού, και οχι σέ μιά γραφειοκρατία πού στηρίζει τήν κυριαρχία τού έκτελεστικού για νά υπερασπίσει τά συμφέροντά της. Όσες φορές και νά τό πούμε δέν είναι πολύ: ή γραφειοκρατία συγκροτείται σέ ειδική κατηγορία, μέσο τής σχέσης της μέ τό πολιτικό και μέ τό ιδεολογικό στοιχείο. Αύτό έξαρταται άπ' τό αν ή γραφειοκρατία άποτελεϊ ή δέν άποτελεΐ, στή συγκεκριμένη συγκυρία, μιά κοινωνική δύναμη. Δυό προκαταρκτικές παρατηρήσεις: 1) Ή πρώτη είναι άρκετά φανερή: επειδή ή γραφειοκρατία δέν εϊναι μιά τάξη ή μερίδα τάξης δέν μπορεί, κατά όποιοδήποτε τρόπο, νά άναλαμβάνει κύριο ρόλο στή συγκρότηση μιας μορφής Κράτους. Στήν περίπτωση ένός Κράτους πού κυριαρχείται απ' τό έκτελεστικό, και πού άντιστοιχει στήν κυρίαρχη νομιμότητα ένός σχηματισμού, ή μορφή του έξαρταται άπ' τό σύνολο των παραγόντων τής πάλης τών τάξεων. Τό Ιδιο συμβαίνει
252
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝίί^ΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
στήν περίπτωση μιας διάστασης ανάμεσα σ' αυτή τή μορφή Κράτους και τήν κυρίαρχη νομιμότητα ένός σχηματισμού. Ή διάσταση αυτή δμως ουτε άποκλειστικά ουτε βασικά εξαρτάται από τήν ύπαρξη της γραφειοκρατίας. 2) Ή δεύτερη παρατήρηση εϊναι λιγότερο φανερή: άν ή γραφειοκρατία σάν τέτοια — δηλαδή άπ' τή στιγμή κατά τήν όποία μπορεί νά συνιστά ενα θεωρητικό άντικείμενο —, είναι μιά ειδική κατηγορία, και κατέχει μιά σχετική αύτονομία και μιά ιδιαίτερη ένότητα, δεν είναι ωστόσο, οπως οι τάξεις ή οί αυτόνομες μερίδες τάξης μια κοινωνική δύναμη. [Σάν ειδική κατηγορία, μπορεί νά γίνει κοινωνική δύναμη, σε μιά συγκεκριμένη συγκυρία, δπως έπέμενε ό Λένιν, μιλώντας γιά τό καπιταλιστικό Κράτος. 'Αποτελώντας τότε μιά κοινωνική δύναμη, άναλαμβάνει ενα δικό της ρόλο στήν πολιτική δράση, πον ωστόσο δεν της προσφέρει μιά δική της εξουσία: πραγμα πού μπορεί, άλλωστε, να συμβαίνει έπίσης σε τάξεις - κοινωνικές δυνάμεις, π.χ., στήν εργατική τάξη ή στίς τάξεις - στηρίγματα, πού μπορεί νά άποτελουν κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς δμως νά έχουν δική τους εξουσία. Ή συγκρότηση της γραφειοκρατίας σέ κοινανική δύναμη έξαρτάται άπ' τή συγκυρία. Εξαρτάται π.χ. άπ' τον κυρίαρχο ή μή ρόλο του Κράτους στο σύνολο των βαθμίδων: αύτό πού συνέβει κυρίως στή Γερμανία, καί, σέ μικρότερο βαθμό, στή Γαλλία, δταν ή· γραφειοκρατία ήταν μιά κοινωνική δύναμη στο γενικό πλαίσιο του κυρίαρχου ρόλου πού άνηκε στο Κράτος. Εξαρτάται έπίσης άπ' τή συγκεκριμένη κατάσταση της ταξικής πάλης: π.χ. ή κατάσταση πού ήδη σημειώσαμε, μιας γενικής ισορροπίας των αντιμαχόμενων δυνάμεων ή προ πάντων μιας καταστροφικής ισορροπίας, πού, δρώντας στο πλαίσιο ένός καπιταλιστικού Κράτους, δημιουργούν εύνοϊκές προϋποθέσεις γιά τή συγκρότηση τής γραφειοκρατίας σέ κοινωνική δύναμη. Τό ϊδιο συμβαίνει σέ ιδιαίτερες περιπτώσεις πολιτικής αποδιοργάνωσης των κυρίαρχων τάξεων — κρίση άντιπροσωπευτικότητας των κομμάτων στήν πολιτική σκηνή — πού συνδέεται περισσότερο ή λιγότερο μέ καταστάσεις ισορροπίας, ή σέ περιπτώσεις συγκρότησης σέ κοινωνική δύναμη τών τάξεων
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
253
τί|ς μικρής παραγωγής, τής αγροτιας, ιδιαίτερα της μικρής άγροτιάς, και τής μικροαστικής τάξης: στήν τελευταία περίπτωση ή γραφειοκρατία ανυψώνεται σε κοινωνική δύναμη και λειτουργεί σαν πολιτικός «έκπρόσωπος» αύτών των τάξεων ή άκόμα σε περιπτώσεις γενικής κρίσης τής νομιμότητας σ' 2να σχηματισμό. Μέ δυο λόγια, πρόκειται γιά ενα σύνολο παραγόντων πού, στον πάντα πρωτότυπο συνδυασμό τους στο έσίοτερικό ένός σχηματισμού, μπορούν νά επιτρέπουν στή γραφειοκρατία νά δρα, οχι μόνο σάν ειδική κατηγορία μέ ιδιαίτερη ένότητα και σχετική αύτονομία, άλλα έπίσης σαν πραγματική κοινωνική δύναμη. Ή ύπαρξη τής γραφειοκρατίας σάν κοινωνική δύναμη μπορεί νά αποκαλυφθεί στο πλαίσιο ένός συσχετισμού μέ τις ποικίλες μορφές του καπιταλιστικού Κράτους. Αύτή είναι ιδιαίτερα φανερή στις ειδικές ίοττορικές μορφές τού καπιταλιστικού Κράτους, όπως οί καισαρικές μορφές, ή δπως οι δημοκρατίες τών δύο Βοναπάρτηδων στή Γαλλία. Στις περιπτώσεις αύτές, ή γραφειοκρατία άσκει τό ρόλο κοινωνικής δύναμης πού τόν κατέχει άπ' τήν ϊδια τή συγκυρία, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στή συγκρότηση και τήν ύποστήριξη αύτών τών μορφών Κράτους. Ή γραφειοκρατία - κοινωνική δύναμη άναλαμβάνει ετσι έναν Ιδιαίτερο ρόλο: πρόκειται γιά τήν ύποστήριξη πού προσφέρει, μέσο του γραφειοκρατισμού πού χαρακτηρίζει τήν έσωτερική της νομιμότητα, σ' αύτές τίς ιδιαίτερες μορφές Κράτους. Ό Μάρξ, στή 18η Μπρνμαίρ, μας δείχνει τήν ιδιαίτερη ύποστήριξη πού προσφέρθηκε στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη άπ' τόν κρατικό μηχανισμό, μέσο τού γραφειοκρατισμού. Αύτή ή ύποστήριξη καθορίστηκε βασικά απ'τόν γραφειοκρατισμό και οχι από απλά ύλικά συμφέροντα τών μελών τού κρατικού μηχανισμού.
TO ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ν. Α. ΠΟΤΛΑΝΤΖΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΞΟΥΣΙΑ
ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΤΑΞΕΙΣ
ΤΤΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ TOT 1975 ΣΕ Β' ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ - ΣΑΚΑΤΖΗΣ» O.E. ΛΕΥΚΤΡΩΝ 3, ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ Ε.Π.Ε. ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 63 - ΤΗΛ. 608-180
Ό Νίκος Α. Πουλαντζας γεννήθηκε στην 'Αθήνα τό 1936. Σπούδασε Νομικά καΙ Κοινωνικές Επιστήμες στην 'Αθήνα, στη Χαϊδελβέργη και στο Παρίσι. Σήμερα καθηγητής Κοινωνιολογίας στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού καΐ διευθυντής σπουδών στήν École PraHque des Hautes Éhdes. Έ χ ε ι γράψει τή διδακτορική του διατριβή « Ή Φύσις των πραγμάτων καΐ το δίκαιο» 1965^ «Φασισμός «αΐ Δικτατορία» 1970^ καΐ «Οι κοινωνι^ες τάξεις στο σημερινό καπιταλισμό» 1974. Το παρόν βιβλίο εχει εκδοθεί σε 8 γλώσσες και το «Φασισμός καΐ Δικτατορία» σέ 7. Είναι εγκατεστημένος στη Γαλλία άπο το 1961·
%ανάΐωωη
^iœavia
ΤΙΜΗ
ΔΡΧ.
140