To ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αςτεράκι (ανζκδοτο παραμφκι του Ευγζνιου Τριβιηά)
Ήταν κάποτε ζνασ ποντικοφλθσ που το λζγανε Τρωκτικοφλθ. Ο Τρωκτικοφλθσ ο ποντικοφλθσ κάκε φορά που ζβλεπε τα αςτεράκια ςτον ουρανό, ικελε να τα αγγίξει. - Παπποφ - ζλεγε ςτον παπποφ του - ςικωςζ με ςε παρακαλϊ ςτα χζρια ςου για να αγγίξω ζνα αςτεράκι. - Δεν γίνεται αυτό που ηθτάσ εγγονάκι μου απαντοφςε ο παπποφσ του. Τα αςτεράκια είναι πάρα πολφ ψθλά. Δεν είναι κακόλου εφκολο να τα αγγίξει κανείσ. - Μα γιατί είναι τόςο ψθλά παπποφ; - Είναι τόςο ψθλά για να μθν τα αγγίηουνε τα ποντικάκια και λερϊνεται θ αςθμόςκονι τουσ. - Εγϊ όμωσ παπποφ μια μζρα, να το δεισ, κα αγγίξω ζνα αςτεράκι. Αλλά προτοφ το αγγίξω, κα πλφνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μθν λερϊςω τθν αςθμόςκονθ του. Και τι δεν ζκανε ο Τρωκτικοφλθσ για να αγγίξει ζνα αςτεράκι. Ζπαιρνε φόρα και πθδοφςε με όλθ του τθν δφναμθ όςο πιο ψθλά μποροφςε. Σκαρφάλωνε ςε ςκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε ςε τθλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε ςε κεραίεσ τθλεόραςθσ. Σκαρφάλωνε ςε καμπαναριά. Τίποτα όμωσ. Όςο και να προςπακοφςε δεν κατάφερνε να αγγίξει ζνα αςτεράκι. - Ίςωσ είχε δίκιο ο παποφλθσ ςκεφτόταν - Ίςωσ να μθν αγγίξω ποτζ ςτθν ηωι μου αςτεράκι. Αλλά πάλι, το κζλω τόςο πολφ, που -ποιοσ ξζρει- ίςωσ κάποια μζρα να τα καταφζρω. - Ζτςι περνοφςαν οι μζρεσ και οι μινεσ ϊςπου ζνα Χριςτουγεννιάτικο βράδυ βγικε ο Τρωκτικοφλθσ από τθν ποντικότρυπα του και τι να δει; Ζνα ςτολιςμζνο ζλατο ςτθν μζςθ του ςαλονιοφ και ςτθν κορφι του ελάτου ζνα αςθμζνιο αςτεράκι. Ο Τρωκτικοφλθσ, ζτριψε τα μάτια του ςαςτιςμζνοσ, ζκανε πζντε τοφμπεσ από τθ χαρά του, ζκανε μπροςτά, ζκανε πίςω και ζτρεξε ςτθν ποντικοφωλιά του. - Παπποφ! παπποφ! Ζλα να δεισ! ζνα δζντρο φφτρωςε ςτθ μζςθ του ςαλονιοφ και ςτθν κορυφι του ζχει ζνα αςτεράκι. - Είςαι ςίγουροσ εγγονάκι μου. - Άμα ςου λζω παπποφ! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεφγει! κα το αγγίξω.
Ζτςι λοιπόν ο τρωκτικοφλθσ ζπλυνε τα χζρια του και για καλό και για κακό ςαποφνιςε τα ποδαράκια του και τα μουςτάκια του και τθν ουρίτςα του και άρχιςε να ςκαρφαλϊνει ςτο Χριςτουγεννιάτικο δζντρο. Σκαρφάλωνε, ςκαρφάλωνε, ςκαρφάλωνε. Εκεί που ςκαρφάλωνε ςυνάντθςε ζνα ξφλινο ςτρατιωτάκι. Φοροφςε φανταχτερι ςτολι και ςτθν μζςθ του είχε ηωςμζνο ζνα ςπακί. - Γεια ςου ποντικάκι - του είπε το ςτρατιωτάκι - Για ποφ το'βαλεσ; - Πάω να αγγίξω ζνα αςτεράκι - Αςτεράκι; Τι νόθμα ζχει να αγγίξεισ ζνα αςτεράκι; - είπε το ςτρατιωτάκι - Ζχω να ςου προτείνω κάτι πολφ καλφτερο. - Δθλαδι; - Να γίνεισ και ςυ ςτρατιϊτθσ - Βλζπεισ εκείνο εκεί το κουτί ςτθ βάςθ του δζντρου; Εκεί μζςα βρίςκονται άλλα δϊδεκα ςτρατιωτάκια. Θα κάνουμε ζνα ςτρατό και κα κατακτιςουμε όλο το ςπίτι, κα κυριεφςουμε το μπάνιο. Θα λεθλατιςουμε τθν κουηίνα και ποιοσ ξζρει; Μπορεί να βροφμε κανζναν άλλο ςτρατό και να τον κατατροπϊςουμε. Μετά κα κατακτιςουμε και τον υπόλοιπο κόςμο. Θα είςαι ζνασ δοξαςμζνοσ ςτρατιϊτθσ ποντικόσ και όλοι κα ςε τρζμουνε. - Δεν κζλω να είμαι ζνασ δοξαςμζνοσ ςτρατιϊτθσ ποντικόσ και όλοι να με τρζμουνε. - Τι κζλεισ; - Να αγγίξω ζνα αςτεράκι. Ζτςι ο Τρωκτικοφλθσ ςυνζχιςε να ςκαρφαλϊνει. Σκαρφάλωνε, ςκαρφάλωνε -ςκαρφάλωνε κι εκεί που ςκαρφάλωνε, ςυνάντθςε μια κουκλίτςα. Ήταν θ πιο όμορφθ κουκλίτςα που είχε δει ποτζ του. Είχε ολόξανκα μαλλιά και γαλάηια φουςτίτςα. - Γεια ςου ποντικάκι - του είπε θ κουκλίτςα - για ποφ τόβαλεσ; - Πάω να αγγίξω ζνα αςτεράκι. - Και τι κα καταλάβεισ να αγγίξεισ ζνα αςτεράκι; είπε θ κουκλίτςα - Ενϊ αν αγγίξεισ εμζνα, αν με αγκαλιάςεισ, αν με φιλιςεισ, αν με αγαπιςεισ - ποιοσ ξζρει - μπορεί να ςε αγαπιςω κι εγϊ. Βλζπεισ εκείνο εκεί το κουτί με το ροη περιτφλιγμα και τθν βυςςινιά κορδζλα ςτθ βάςθ του δζντρου; Ε λοιπόν
εκεί μζςα βρίςκεται ζνα πανζμορφο κουκλόςπιτο, με λουλουδζνια ταπετςαρία ςτθ κρεβατοκάμαρα και μικροφλικα ςερβίτςια ςτθν τραπεηαρία. Θα ηιςουμε εκεί για πάντα ευτυχιςμζνοι και κα ςου τθγανίηω κάκε μζρα τυροπιτάκια και τθν Κυριακι κα πθγαίνουμε ςτο κουκλοκζατρο. - Δεν κζλω να ηιςουμε εκεί για πάντα ευτυχιςμζνοι οφτε να μου τθγανίηεισ κάκε μζρα τυροπιτάκια οφτε τθν Κυριακι να πθγαίνουμε ςτο κουκλοκζατρο. - Τι κζλεισ; - Να αγγίξω ζνα αςτεράκι. - Καλά. Κάνε του κεφαλιοφ ςου να δοφμε τι κα καταλάβεισ, είπε θ κουκλίτςα. Ζτςι το ποντικάκι ςυνζχιςε να ςκαρφαλϊνει. - Σκαρφάλωνε, ςκαρφάλωνε, ςκαρφάλωνε και εκεί που ςκαρφάλωνε ςυνάντθςε ζνα ναυτάκι. - Γεια ςου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για ποφ το' βαλεσ; - Πάω να αγγίξω ζνα αςτεράκι. - Αςτεράκι; Ποιοσ ο λόγοσ να αγγίξεισ ζνα αςτεράκι; Γιατί να χάνεισ τον πολφτιμο χρόνο ςου με αςτεράκια; -είπε το ναυτάκι - Ζχω να ςου προτείνω κάτι πολφ -πολφ - πολφ μα πάρα πολφ καλφτερο. - Τι; - Βλζπεισ εκείνο εκεί το κουτί με το καλαςςί περιτφλιγμα και τθν μπλε κορδζλα ςτθ βάςθ του δζντρου; Ε λοιπόν εκεί μζςα βρίςκεται μια μπουκάλα που ζχει μζςα ζνα καραβάκι. Θα ςπάςουμε τθν μπουκάλα, κα κλζψουμε το καραβάκι κα πάμε ςτο πιο κοντινό ρυάκι και κα ςαλπάρουμε. Ζχω εδϊ ςτθν τςζπθ ζνα χάρτθ κθςαυρϊν. Θα βγοφμε ςτον ωκεανό και κα βροφμε τον κθςαυρό. Εκατό ροη ρουμπίνια μεγάλα ςαν καρφδια και χίλια πράςινα ςμαράγδια μεγάλα ςαν αμφγδαλα. κα είςαι ο πιο εφποροσ ποντικόσ του κόςμου, όλοι κα ςου κάνουν υποκλίςεισ και κα ηεισ ςε ζνα τυριόροφο ςπίτι. - Δεν κζλω να είμαι ο πιο εφποροσ ποντικόσ του κόςμου οφτε όλοι να μου κάνουν υποκλίςεισ οφτε να ηω ςε ζνα τυριόροφο ςπίτι, είπε το ποντικάκι. - Τι κζλεισ; - Να αγγίξω ζνα αςτεράκι - Πωσ το λζνε ρε παιδιά; - Θζλω να αγγίξω ζνα αςτεράκι. Ζνα αςτεράκι. Δεν κζλω οφτε να γίνω δοξαςμζνοσ ςτρατιϊτθσ ποντικόσ, οφτε να μου τθγανίηουν τυροπιτάκια, οφτε, οφτε να μου κάνουν υποκλίςεισ. Ζνα αςτεράκι κζλω ν' αγγίξω κι εγϊ. Πωσ το λζνε; Ζνα αςτεράκι.
- Καλά ντε μθ φωνάηεισ. Εςφ κα το μετανιϊςεισ... είπε το ναυτάκι Ζτςι το ποντικάκι ςυνζχιςε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ϊςπου ζφταςε ςτθν κορυφι του ελάτου. Εκεί αντίκριςε το πιο όμορφο αςτεράκι που είχε δει ποτζ του Φεγγοβολοφςε και το ζλουηε ςε μια μαλαματζνια λάμψθ. Το ποντικάκι άπλωςε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλφνει οχτϊ φορζσ και τ άγγιξε. Το αςτεράκι λεσ και ανάςανε. Ζγινε ακόμα πιο αςθμζνιο, πιο ηεςτό, πιο λαμπερό. Λεσ και το αγκάλιαςε θ φεγγοβολιά του, λεσ και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινζσ αχτίνεσ του με τθν πιο γλυκιά καλπωρι που μποροφςε ποτζ να φανταςτεί. Το ποντικάκι αιςκάνκθκε τόςο μα τόςο ευτυχιςμζνο. Τα μουςτάκια του ζτρεμαν. Τα ποδαράκια του ζτρεμαν. Η ουρίτςα του ζτρεμε. Ζτρεμε ολόκλθρο από τθ χαρά του. Ζτρεμε τόςο πολφ που ζχαςε τθν ιςορροπία του, ζπεςε από το δζντρο και βρζκθκε ανάςκελα ςτο παχφ χαλί. Μόλισ ςθκϊκθκε ζτρεξε αμζςωσ ςτθν ποντικότρυπα για να πει τα νζα ςτον παπποφ του. - Παπποφ... παπποφ... Το άγγιξα. - Ποιο άγγιξεσ εγγονάκι μου; - Το αςτεράκι! Το άγγιξα το αςτεράκι! - Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωςε ο παπποφσ. Είςαι το πρϊτο ποντικάκι ςτθν οικογζνειά μασ που αγγίηει αςτεράκι. -Θα χουμε να το λζμε... Μετά το ποντικάκι βγικε από τθν ποντικότρυπα και ζτρεξε γριγορα-γριγορα να δει πάλι το αςτεράκι που είχε αγγίξει. Αλλά ςτο μεταξφ είχε γίνει μια βλάβθ του θλεκτρικοφ και το αςτεράκι είχε ςβιςει. - Φαίνεται ότι κα γφριςε πάλι ξανά ςτον ουρανό! ςκζφτθκε το ποντικάκι. Φόρεςε το παλτουδάκι του βγικε ςτον κιπο και ςικωςε τα μάτια του ψθλά. Χιλιάδεσ, μυριάδεσ αςτζρια ςτραφτάλιηαν ςτο απζραντο ςτερζωμα... Το ποντικάκι τα αγκάλιαςε όλα με το βλζμμα του. - Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτικθκε. Τϊρα όμωσ που είχε αγγίξει ζνα αςτεράκι ζνοιωκε μια μεγάλθ αυτοπεποίκθςθ. - Υπάρχουν χιλιάδεσ ακόμα αςτεράκια για να αγγίξω - ςκζφτθκε.
Αλλά αφοφ τα κατάφερα μια φορά, ςίγουρα κα τα ξανακαταφζρω... Θα τ' αγγίξω όλα... Κι εκεί ανάμεςα ςτα χιλιάδεσ αςτζρια ζνα μικρό αςτεράκι τρεμόςβθνε λεσ και του'κλεινε το μάτι, λεσ και το ζλεγε. - Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μζρα κα τ'αγγίξεισ όλα...