BACHMAN R
i
c
h
a
r
d
Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 360.9438 - 362.9723
iSSN 1105-8250 ISBN 960-450-574-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «The Regulators» © Richard Bachman, 1996 All rights reserved Για την ελληνική γλώσσα: © 1997 ΧΑΡΑΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Επιμέλεια: Έ φ η Ζε'ρβα Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασίάδης
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Για τον συγγραφέα Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν γεννήθηκε στη Ν έ α Υόρκη. Εργάστηκε για μερικά χρόνια στην Ακτοφυλακή και, για μια περίπου δεκαετία, στο εμπορικό ναυτικό. Στη συν έ χ ε ι α εγκαταστάθηκε σε μια φ ά ρ μ α στο Νιου Χαμσάιρ και αποφάσισε ν' ασχοληθεί με το γράψιμο. Α π ό το 1977 έως το 1984 ε ξ έ δ ω σ ε πέντε μυθιστορήματα: Rage (Οργή), The Long Walk (Η Μεγάλη Πορεία), Roadwork (Οδικά Έργα), The Running Man (Δρομέας) και Thinner (Αδύνατος). Ο ταλαντούχος συγγραφέας, που χαρακτηρίστηκε «Στίβεν Κινγκ χωρίς συνείδηση», πέθανε ξαφνικά το 1985, όταν ακριβώς είχε αρχίσει να επιβάλλεται και να αποκτά το δικό του σταθερό κοινό. Μετά το θάνατο του, τόσο ο Αδύνατος όσο και τα άλλα τέσσερα έργα του, που επανακυκλοφόρησαν σε μία έκδοση υπό τον τίτλο Τα Βιβλία του Μπάκμαν, έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Οι Ρυθμιστές, το χειρόγραφο των οποίων ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα, έγιναν μπεστ σέλερ από την πρώτη στιγμή της έκδοσής τους χαρίζοντας στον Μπάκμαν μια μεγάλη μετά θάνατον επιτυχία.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν εξέδωσε πέντε μυθιστορήματα μέχρι το θάνατο του από καρκίνο, στα τέλη του 1985. Το 1994, η χήρα του άλλαξε σπίτι, και στη μετακόμιση βρήκε στο υπόγειο ε'να χαρτοκιβώτιο με χειρόγραφα. Ή τ α ν μυθιστορήματα και διηγήματα από τα οποία άλλα είχε προχωρήσει περισσότερο ο συγγραφέας και άλλα λιγότερο. Μερικά ήταν απλώς πρόχειρες, κακογραμμένες σημειώσεις που είχε κρατήσει ο Μπάκμαν στα τετράδια που χρησιμοποιούσε στο πρώτο στάδιο της συγγραφής ενός έργου. Το πιο ολοκληρωμένο ήταν ένα δακτυλογραφημένο χειρόγραφο του μυθιστορήματος που ακολουθεί. Βρέθηκε σε ξεχωριστό ειδικό κουτί δεμένο με λαστιχάκια, σαν να ήταν έτοιμος να το στείλει στον εκδότη του, όταν εξέπνευσε και η τελευταία παράταση ζωής που είχε αποσπάσει. Η κυρία Μπάκμαν μου το έφερε για να το προχωρήσω και διαπίστωσα ότι ήταν τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τα προηγούμενα έργα του. Έ κ α ν α κάποιες μικρές αλλαγές, κυρίως σε κάποιες αναφορές στη σημερινή πραγματικότητα (για παράδειγμα, στο πρώτο κεφάλαιο άλλαξα τον Ρομπ Λόου σε Ί θ α ν Χοκ), αλλά κατά τα άλλα το χειρόγραφο διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσιο. Το έργο αυτό παρουσιάζεται τώρα (με την έγκριση της χήρας του συγγρα-
φέα) ως το επιστέγασμα μιας ιδιόμορφης, αλλά όχι ασήμαντης καριέρας. Θέλω να ευχαριστήσω την Κλαούντια Έσελμαν (πρώην Κλαούντια Μπάκμαν), τον μελετητή των έργων του Μπάκμαν Ντάγκλας Γουίντερ, την Ελέιν Κόστερ από τη Νέα Αμερικανική Βιβλιοθήκη, και την Κάρολιν Στρόμπεργκ που έκανε την επιμέλεια στα πρώτα έργα του Μπάκμαν και αξιολόγησε και αυτό εδώ. Η πρώην κυρία Μπάκμαν δήλωσε ότι, από όσα γνωρίζει, ο Μπάκμαν δεν επισκέφθηκε ποτέ το Οχάιο, «αν και μπορεί να είχε περάσει από πάνω με αεροπλάνο, μια δυο φορές». Επίσης, δεν ξέρει καθόλου πότε γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα, αλλά έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως ήταν αργά τη νύχτα. Ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν υπέφερε από χρόνια αϋπνία. Τσαρλς Βέριλ Νέα Υόρκη
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΑΑΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Τον Φεβρουάριο του 1985, η εφημερίδα Daily News του Μπάνγκορ δημοσίευσε την είδηση ότι ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν ήταν απλώς ένα ψευδώνυμο του διάσημου συγγραφέα Στίβεν Κινγκ. Ο Κινγκ επιβεβαίωσε την πληροφορία και ο Μπάκμαν «πέθανε» το ίδιο ξαφνικά όπως είχε γεννηθεί. «Ο Μπάκμαν δημιουργήθηκε», λέει ο Στίβεν Κινγκ, «επειδή για λίγο ήταν διασκεδαστικό να είμαι κάποιος άλλος». Ο Μπάκμαν ωστόσο, απέκτησε σιγά σιγά προσωπικότητα -«μάλλον αντιπαθητική», κατά τον ίδιο τον Κινγκ, «λίγο στραβόξυλο, λίγο ερημίτης». Απέκτησε μια ψεύτικη ζωή, σύζυγο, μια φάρμα όπου παράλληλα με το γράψιμο διατηρούσε μια μικρή κτηνοτροφική μονάδα, ένα γιο που σκοτώθηκε σε ηλικία έξι ετών σ' ένα τραγικό δυστύχημα. Απέκτησε ακόμη και πλαστή φωτογραφία που συνόδευε το βιογραφικό του. Ως τη στιγμή που ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου στην Ουάσιγκτον παρατήρησε ότι τα βιβλία του Μπάκμαν ήταν αφιερωμένα σε πρόσωπα που σχετίζονταν με τον Στίβεν Κινγκ. Μια μικρή έρευνα στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου αποκάλυψε το όνομα του Κινγκ στα έγγραφα των πνευματικών δικαιωμάτων. Το να διαρρεύσει η πληροφορία στον Τύπο ήταν πλέον απλώς θέμα χρόνου. Χτυπημένος, υποτίθεται, από το 1982
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
από καρκίνο στον εγκέφαλο, ο Μπάκμαν επέζησε τελικά, για να πεθάνει, όπως δηλώνει ο Κινγκ χαριτολογώντας, από μια πολΰ σπάνια μορφή, τον καρκίνο του ψευδώνυμου. Έ ν α ψευδώνυμο που αποκαλύπτεται είναι μάλλον ένα ψευδώνυμο που δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, το 1996, ο Στίβεν Κινγκ «επανέφερε στη ζωή» τον Μπάκμαν για να υπογράψει ένα ακόμη μυθιστόρημα, τους Ρυθμιστές. Οι Ρυθμιστές αποτελούν το «δίδυμο» βιβλίο του Ντεσπερέισον που εξέδωσε ταυτόχρονα ως Στίβεν Κινγκ. Ό λ α ξεκίνησαν όταν, το 1991, διασχίζοντας τη Νεβάδα με αυτοκίνητο, ο Κινγκ βρέθηκε για πρώτη φορά στη μικρή πόλη Ρουθ, που έδειχνε τόσο έρημη λες κι όλοι οι κάτοικοί της ήταν νεκροί. Η πόλη αυτή, την οποία επισκέφθηκε ξανά το 1994, κατά την περιοδεία για το βιβλίο του Αϋπνία, αποτέλεσε το μοντέλο της Ντεσπερέισον. Ύστερα, η εσωτερική φωνή στην οποία όπως έχει δηλώσει υπακούει πάντοτε, τον παρότρυνε να γράψει μαζί άλλο ένα βιβλίο, τους Ρυθμιστές. Να το γράψει ως Μπάκμαν και να χρησιμοποιήσει τους ίδιους χαρακτήρες με το Ντεσπερέισον αλλά σε διαφορετικούς ρόλους, «σαν ηθοποιούς σε θέατρο ρεπερτορίου που ανεβάζουν διαφορετική παράσταση κάθε βράδυ». Έτσι «επανήλθε στη ζωή» ο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, «πράγμα απίστευτα t. εελευθερωτικό», λέει ο Κινγκ, «γιατί ο Μπάκμαν δεν φοβάται να πει πράγματα που εγώ ίσως διστάζω». Και έτσι γεννήθηκαν οι Ρυθμιστές και το Ντεσπερέισον, δυο βιβλία που σχετίζονται χωρίς ν' αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου, αλλά δυο διαφορετικές, γοητευτικές ιστορίες που σε κάποια σημεία διασταυρώνονται και μαζί, σαν κομμάτια ενός παζλ, σκιαγραφούν με μοναδική δύναμη έναν κόσμο άγνωστο, ακατανόητο και εχθρικό, που από πολλούς κριτικούς θεωρήθηκε πως αποτελεί την τέλεια απόδοση του εφιαλτικού τοπίου και της μεταφυσικής αγωνίας του τέλους της χιλιετίας. Τα δύο βιβλία κυκλοφορούν στην Ελλάδα ταυτόχρονα από τις Εκδόσεις BELL.
Με τη σκε'ψη στον Τζιμ Ί ο μ σ ο ν και τον Σαμ Πέκινπα: θρυλικούς ίσκιους.
0S05 ~ Mstoavr* Mst&iYUt Wjefscy JuapLi foeutf
%
Vvtgei 'υαρίν %χμι
Ptvt\
T^fMi
£ Xxfyju
%s
M m .
I cif
UaoM
U>
^
£
Jdf&g
Ο Ο f x
Μπίβιψί^ί
Μ Ο
ΐ3άηω»„-
Ο ft
ίΐοπ-24
&tράφαν
ftToi
'(liawvfi
Z2Q Q^
«Κύριος, εμείς κάνουμε τις συναλλαγές μας με μολύβι». Στιβ Μακ Κουίν Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι
;
~
ϊ ϊ ϊ ο ψΐ™ W4
Κ
ι Kipwv ί.'τ. Λ)*|4>
WU Αύριο fjinhitj Μ ^twou^
tU SM Xfcl ίίριΟ on yxrt 14 KtlVtftJ^tit*!» Χ1' 0 iH® BA kN nw f)tpiu0"ifp* ApvOrtpo «w T -O &V Χοί,ί. 'Τ» jrvo r^i ^«pul V* T«up* riv* β Qfljj μάΙ Q
—
&
Οδός Π ό π λ α ρ / 3 : 4 5 μ . μ . / Ι 5 Ιουλίου 1 9 9 6
Έφτασε το καλοκαίρι. Και δε μιλάμε για ένα οποιοδήποτε καλοκαίρι -φέτος είναι αλλιώς τα πράγματα* μιλάμε για την αποθέωση του καλοκαιριού, καλοκαίρι στο καταπράσινο Κεντρικό Οχάιο, μέσα Ιουλίου, ένας κάτασπρος ήλιος να καίει τα πάντα πάνω σε έναν ουρανό σαν ξεθωριασμένο τζιν, ήχος από παιδιά που ξεφωνίζουν στο δάσος Μπέαρ, στην κορυφή του λόφου, κρότος από ρόπαλα του μπέιζμπολ, από το γήπεδο στην άλλη μεριά του δάσους, ήχος από μηχανές που κουρεύουν γρασίδι, ήχος από σπορ αμάξια στον Αυτοκινητόδρομο 19, ήχος από πατίνια στο τσιμέντο των πεζοδρομίων και στη λεία άσφαλτο της οδού Πόπλαρ, ήχος από ραδιόφωνα -ματς μπέιζμπολ των Κλίβελαντ Τντιανς (τα ημερήσια ματς σπανίζουν, αλλά γίνονται ακόμη) εναντίον Τίνα Τάρνερ στο «Natbush City Limits», εκείνο που λέει «Twenty-five is the speed limit, motorcycles not allowed in it»*- και γύρω από όλους αυτούς τους ήχους, σαν μια ακουστική μπορντούρα από * Τα όρια του Νάτμπους Σίτι. «Το όριο ταχύτητας είναι 25 μίλια, οι μοτοσικλέτες απαγορεύονται». (Σ.τ.Μ.)
18
RICHARD BACHMAN
δαντέλα, το απαλό, μεταξένιο σφύριγμα από τις τεχνητές βροχές στους κήπους. Καλοκαίρι στο Γουέντγουορθ του Οχάιο. Αδερφέ μου, δεν ξέρω αν το πιάνεις. Καλοκαίρι εδώ, στην οδό Πόπλαρ, που διασχίζει ολόισια το μυθικό, ξεθωριασμένο αμερικάνικο όνειρο, με τη μυρωδιά των χοτ ντογκ στον αέρα και μερικά μισοκαμένα χαρτιά, απομεινάρια από πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου, σκόρπια εδώ κι εκεί στα χαντάκια. Ή τ α ν ζεστός ο Ιούλιος και, όταν λέμε ζεστός, μιλάμε για καμίνι. Δεν είναι μόνο αυτό όμως· είχε και μεγάλη ξηρασία, πουθενά νερό πέρα από κανένα ράντισμα με το λάστιχο για να σπρώξει τα χαρτάκια των πυροτεχνημάτων από εκεί που έχουν πέσει. Τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν σήμερα, όμως. Από τα δυτικά ακούγονται μπουμπουνητά πού και πού κι εκείνοι που είδαν το Μετεωρολογικό Κανάλι (η οδός Πόπλαρ είναι γεμάτη καλωδιακές τηλεοράσεις) ξέρουν ότι αργότερα θα ξεσπάσει καταιγίδα. Μπορεί ακόμη και ανεμοστρόβιλος, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο. Στο μεταξύ, όμως, ο κόσμος τη βγάζει με καρπούζι και γκαζόζες και μπέιζμπολ. Το τέλειο καλοκαίρι εδώ στο κέντρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ζωή ονειρεμένη, με τις Σεβρολέτ παρκαρισμένες μπροστά στα γκαράζ και τις μπριζόλες στα συρτάρια του καταψύκτη να περιμένουν να τις ρίξουν στο μπάρμπεκιου, στην πίσω αυλή, μόλις βραδιάσει (και μετά μια μηλόπιτα ίσως; Τι λέτε;). Πράσινο γκαζόν στους κήπους και περιποιημένα παρτέρια. Αυτό είναι το Βασίλειο του Οχάιο, όπου τα παιδιά φοράνε τα κασκέτα τους με το γείσο προς τα πίσω και οι μπλούζες τους κρέμονται πάνω από τα φαρδιά σορτς και τα τεράστια αθλητικά παπούτσια τους έχουν όλα το σήμα της Νάικ. Στο τετράγωνο της Πόπλαρ, ανάμεσα στην οδό Μπέαρ, στην κορυφή του λόφου, και την οδό Άιακινθ στο κάτω μέρος του, υπάρχουν έντεκα σπίτια και ένα μαγαζί. Το μαγαζί, στη γωνία Πόπλαρ και Αιακινθ, είναι ένα καθαρόαιμο, πάντα δημοφιλές αμερικανικό εμπορι-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
19
κό όπου μπορείς να αγοράσεις τσιγάρα, Μπλατζ ή Ρόλινγκ Ροκ, φτηνά ζαχαρωτά (αν και στις μέρες μας ακόμα και τα ζαχαρωτά έχουν ακριβύνει), είδη μπάρμπεκιου (πλαστικά πιάτα, πλαστικά πιρούνια, τάκο τσιπς, παγωτό, κέτσαπ, μουστάρδα, καρυκεύματα), γρανίτες και μια μεγάλη ποικιλία Σναπλ, φτιαγμένο από τα καλύτερα υλικά της γης. Μπορείς να βρεις ακόμη και κάποιο τεύχος του Πέντχαονζ στο Στοπ-24, αλλά πρέπει να το ζητήσεις από την πωλήτρια. Στο Βασίλειο του Οχάιο, τα περιοδικά με τσίτσιδες τα φυλάμε κάτω από τον πάγκο. Δεν τρέχει τίποτα, όμως. Το σημαντικό είναι να ξέρεις πού να πας αν σου χρειαστεί κανένα. Η πωλήτρια σήμερα είναι καινούρια, λιγότερο από μια βδομάδα στη δουλειά, και αυτή τη στιγμή, στις 3:45 το μεσημέρι, εξυπηρετεί ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Το κορίτσι είναι γύρω στα έντεκα και δείχνει από τώρα ότι θα γίνει καλλονή. Το αγόρι, σίγουρα αδερφός της, είναι γύρω στα έξι και δείχνει από τώρα (κατά τη γνώμη της πωλήτριας, τουλάχιστον) ότι είναι ήδη πρώτης τάξεως μυξιάρικο. «Θέλω όνο σοκολάτες!» φωνάζει το μυξιάρικο. «Τα λεφτά μας φτάνουν μόνο για μία, αν πάρουμε από ένα αναψυκτικό ο καθένας», του λέει η αδερφή του με αξιοθαύμαστη, για την πωλήτρια, υπομονή. Αν είχε αυτή τέτοιο αδερφό, πολύ θα γούσταρε να του ρίξει μια γερή κλοτσιά στον κώλο. «Η μαμά σου 'δωσε πέντε δολάρια το πρωί, τα είδα», λέει το μυξιάρικο. «Πού είναι τα υπόλοιπα, Μάργκριτ;» «Μη με λες έτσι, μου τη σπάει», λέει το κορίτσι. Έ χ ε ι μακριά, μελόξανθα μαλλιά που η πωλήτρια τα βρίσκει υπέροχα. Τα μαλλιά της πωλήτριας είναι κοντά και πεταχτά, βαμμένα πορτοκαλιά δεξιά και πράσινα αριστερά. Υποψιάζεται ότι δε θα έπαιρνε αυτή τη δουλειά χωρίς να τα ξεβάψει, αλλά ο διευθυντής του μαγαζιού χρειαζόταν επειγόντως κάποιον για τη βάρδια έντεκα-εφτά -ευτυχώς γι' αυτή και δυστυχώς γι' αυτόν. Πάντως, την είχε βάλει να του υποσχεθεί ότι θα φορού-
20
RICHARD BACHMAN
σε μαντίλι ή κασκέτο στη δουλειά, αλλά, δε βαριέσαι, οι υποσχέσεις είναι για να αθετούνται. Η πωλήτρια βλέπει το κορίτσι να κοιτάζει με ενδιαφέρον τα μαλλιά της. «Μάργκριτ-Μάργκριτ-Μάργκριτ!» στριγκλίζει ο μικρός μ' εκείνο το χαιρέκακο ύφος, που το βλέπεις μόνο σε αγοράκια που απευθύνονται στη μεγαλύτερη αδερφή τους. «Κανονικά με λένε Έλεν», λέει το κορίτσι, μιλώντας με εμπιστευτικό ύφος. «Μάργκαρετ είναι το μεσαίο μου όνομα. Με λέει έτσι γιατί ξέρει ότι μου τη σπάει». «Χάρηκα για τη γνωριμία, Έ λ ε ν » , λέει η πωλήτρια και αρχίζει να χτυπάει στη μηχανή τα πράγματα που έχει αγοράσει το κορίτσι. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Μάργκριτ», λέει κοροϊδευτικά το μυξιάρικο, με μια γκριμάτσα τόσο απαίσια που καταντά αστεία. Έ χ ε ι ζαρώσει τη μύτη του κι αλληθωρίσει τα μάτια του. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Μαδημένη Μαργαρίτα!» Η Έ λ ε ν δεν του δίνει σημασία. «Μου αρέσουν πολύ τα μαλλιά σου». «Ευχαριστώ», λέει η πωλήτρια χαμογελώντας. «Δεν είναι τόσο όμορφα σαν τα δικά σου, αλλά τι να κάνουμε... Έ ν α δολάριο και σαράντα έξι». Το κορίτσι βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα πλαστικό πορτοφόλι, από κείνα που τα ζουλάς για να ανοίξουν. Μέσα έχει δύο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου και μερικά κέρματα. «Ρώτα τη Μαδημένη Μαργαρίτα πού πήγαν τα άλλα τρία δολάρια!» βροντοφωνάζει το μυξιάρικο, τόσο δυνατά σαν ν' ακούς ντουντούκα. «Αγόρασε ένα περιοδικό με τον Ίιιιιθαααν Χοοοοκ στο εξώφυλλο!» Η Έ λ ε ν συνεχίζει να τον αγνοεί, αλλά τα μαγουλά της έχουν κοκκινίσει λίγο. Καθώς δίνει στην πωλήτρια τα δύο δολάρια, λέει: «Δε σ' έχω ξαναδεί εδώ, έτσι δεν είναι;» «Μάλλον όχι. Έ π ι α σ α δουλειά την περασμένη Τετάρτη. Ή θ ε λ α ν κάποιον για τη βάρδια έντεκα-εφτά,
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
21
που να μπορεί να μείνει και λίγη ώρα ακόμη μήπως έρθει κανένας πελάτης αργά». «Χάρηκα για τη γνωριμία. Λέγομαι Έ λ λ η Κάρβερ. Και από δω ο μικρός μου αδερφός, ο Ραλφ». Ο Ραλφ Κάρβερ βγάζει τη γλώσσα του και κάνει έναν ήχο σαν σφίγγα παγιδευμένη μέσα σε βάζο μαγιονέζας. Τι ευγενικό ζώο, σκέφτεται η πωλήτρια με τα δίχρωμα μαλλιά. «Σΰνθια Σμιθ», λέει και απλώνει το χέρι της πάνω από τον πάγκο στο κορίτσι. «Πάντα Σΰνθια, ποτέ Σίντι. Να το θυμάσαι αυτό». Το κορίτσι χαμογελάει. «Κι εγώ πάντα Έ λ λ η , ποτέ Μάργκαρετ». «Μαδημένη Μαργαρίτα/» φωνάζει ο Ραλφ με ένα τρελό, θριαμβευτικό ύφος. Σηκώνει τα χέρια του στον αέρα και κουνάει δεξιά αριστερά τους γοφούς του με μια δηλητηριώδη χαρά. «Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί ιιιιθαααν Χοοοκ!» Η Έ λ ε ν ρίχνει στη Σΰνθια μια ματιά πολΰ ώριμη για τα χρόνια της, με μια έκφραση σαν να λέει, Είδες τι τραβάω. Η Σΰνθια, που είχε κι αυτή μικρό αδερφό και ξέρει πολΰ καλά τι τραβάει η όμορφη Έλλη, θέλει να χαμογελάσει, αλλά καταφέρνει να κρατηθεί. Ευτυχώς. Το κορίτσι είναι θΰμα της εποχής και της ηλικίας του, όπως και όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, κι αυτό σημαίνει ότι όσα τραβάει είναι πολΰ σοβαρά γι' αυτή. Η Έ λ λ η δίνει στον αδερφό της ένα κουτάκι Πέπσι. «Πάμε», του λέει. «Τη σοκολάτα θα τη μοιραστούμε έξω». « θ α με τραβήξεις με τον Μπάστερ», λέει ο Ραλφ καθώς πηγαίνουν προς την πόρτα, μπαίνοντας στο φωτεινό τετράγωνο από ηλιόφως που πέφτει εκτυφλωτικό στο πάτωμα. Μπάστερ λέγεται το καρότσι του. «Θα με τραβήξεις με τον Μπάστερ μέχρι το σπίτι». «Ναι, κάνε όρεξη», λέει η Έλλη, αλλά, καθώς ανοίγει την πόρτα, το μυξιάρικο γυρίζει και ρίχνει μια αυτάρεσκη ματιά στη Σΰνθια, σαν να της λέει, Περίμενε
RICHARD BACHMAN
22
και θα δεις ποιανού
θα περάσει.
Περίμενε
και θα δεις.
Βγαίνουν έξω.
Καλοκαίρι, ναι, αλλά όχι απλό καλοκαίρι. Μιλάμε για 15 Ιουλίου, το καλύτερο κομμάτι του καλοκαιριού, σε μια πόλη του Οχάιο, όπου τα πιο πολλά παιδιά πηγαίνουν σε κατασκηνώσεις του κατηχητικού το καλοκαίρι και συμμετέχουν σε θερινά αναγνωστικά προγράμματα της βιβλιοθήκης, και όπου ένα αγόρι έχει ένα μικρό κόκκινο καρότσι που (για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει) το έχει ονομάσει Μπάστερ. Έ ν τ ε κ α σπίτια και ένα μαγαζί σιγοβράζουν στον καύσωνα του Ιουλίου, τριάντα τρεις βαθμοί υπό σκιά, τριάντα εννέα στον ήλιο, τέτοια ζέστη που ο αέρας κυματίζει πάνω από το πεζοδρόμιο σαν να έχεις ανοίξει την πόρτα από καμίνι. Ο δρόμος έχει κατεύθυνση προς βορρά και προς νότο, τα σπίτια με μονούς αριθμούς από τη δυτική πλευρά, τα ζυγά από την ανατολική. Στο πάνω πάνω μέρος, στη δυτική γωνία Πόπλαρ και Μπέαρ, είναι το νούμερο 251. Ο Μπραντ Τζόζεφσον είναι μπροστά στο σπίτι του και ποτίζει με το λάστιχο τα παρτέρια με τα λουλούδια δίπλα στο μονοπάτι του κήπου. Είναι σαράντα έξι χρονών, με σοκολατένιο δέρμα και πεταχτή κοιλιά. Η Έλλη βρίσκει ότι μοιάζει λιγάκι στον Μπιλ Κόσμπι. Ο Μπραντ και η Μπελίντα Τζόζεφσον είναι οι μοναδικοί μαύροι στο τετράγωνο και η γειτονιά είναι πολύ περήφανη για την παρουσία τους. Είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι οι μαύροι στα προάστια του Οχάιο· όταν τους βλέπεις να τριγυρίζουν, δίνουν το σωστό τόνο στη γειτονιά. Είναι καλοί άνθρωποι. Ό λ ο ι τους συμπαθούν. Ο Κάρι Ρίπτον, που κάθε Δευτέρα απόγευμα μοιράζει τη Σάπερ, στρίβει με το ποδήλατο τη γωνία και πετάει στον Μπραντ μια τυλιγμένη εφημερίδα. Ο Μπραντ την πιάνει επιδέξια με το ελεύθερο χέρι του, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. Σηκώνει απλώς το χέρι και την αρπάζει στον αέρα. «Ωραίο πιάσιμο, κύριε Τζόζεφσον!» φωνάζει ο Κάρι και κατεβαίνει την κατηφόρα, ενώ ο πάνινος σάκος με
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
23
τις εφημερίδες αναπηδάει πάνω στο πόδι του. Φοράει μια τεράστια φανέλα των Ορλάντο Μάτζικ με το νούμερο 32, το νούμερο του Σακ. «Τα καταφέρνω ακόμη», λέει ο Μπραντ. Πιάνει το λάστιχο του ποτίσματος κάτω από τη μασχάλη του για να ανοίξει την εφημερίδα και να δει την πρώτη σελίδα. Ξέρει ότι θα είναι οι γνωστές βλακείες -πωλήσεις οικοπέδων και τοπικές διαφημίσεις- αλλά θέλει να ρίξει μια ματιά. Έ τ σ ι είναι η ανθρώπινη φύση. Από την απέναντι μεριά του δρόμου, στον αριΟ, υ 250, ο Τζόνι Μάρινβιλ κάθεται στη σκάλα του σπιτιού του και τραγουδάει παίζοντας κιθάρα. Παίζει ένα από τα πιο χαζά τραγούδια φολκ, αλλά ο Μάρινβιλ είναι καλός. Δεν έχει σπουδαία φωνή, παίζει όμως σωστά και δε φαλτσάρει. Ο Μπραντ το βρίσκει λίγο ενοχλητικό. Πιστεύει πως, όταν τα καταφέρνεις καλά σε ένα πράγμα, πρέπει να αρκείσαι σ' αυτό και να μην ασχολείσαι με τα υπόλοιπα. Ο Κάρι Ρίπτον, δεκατεσσάρων χρονών, κουρεμένος με την ψιλή, παίζει μπέιζμπολ στην ομάδα του Γουέντγουορθ (τους Χοκς, που αυτή τη στιγμή προηγούνται με 14-4 παιχνίδια κι έχουν δύο αγώνες ακόμη), πετάει την επόμενη Σόπερ στη βεράντα του 249, του σπιτιού των Σόντερσον. Οι Τζόζεφσον είναι οι μαύροι της γειτονιάς, οι Σόντερσον (ο Γκάρι και η Μαριέλ) είναι οι μποέμ. Οι Σόντερσον εξισορροπούν ο ένας τον άλλο στη ζυγαριά της κοινής γνώμης. Ο Γκάρι, σε γενικές γραμμές, είναι συμπαθής, παρ' όλο που κυκλοφορεί συνέχεια τουλάχιστον μισομεθυσμένος. Η Μαριέλ, από την άλλη μεριά... Ό π ω ς είχε πει κάποτε η Πάι Κάρβερ, «Σκύλα με τα όλα της». Η βολή του Κάρι είναι τέλεια. Η εφημερίδα χτυπάει στην εξώπορτα των Σόντερσον και προσγειώνεται στο χαλάκι για τα πόδια, αλλά δε βγαίνει κανείς να την πάρει. Η Μαριέλ είναι μέσα και κάνει ντους (το δεύτερο της μέρας - δ ε ν την αντέχει αυτή τη ζέστη), ενώ ο Γκάρι είναι στον πίσω κήπο και ανάβει αφηρημένα το μπάρμπεκιου. Τελικά ρίχνει τόσα κάρβουνα που φτάνουν για να ψήσει ολόκληρο βούβαλο. Φοράει μια ποδιά που γράφει ΜΠΟ-
24
RICHARD BACHMAN
PEITE ΝΑ ΦΙΛΗΣΕΤΕ TO ΜΑΓΕΙΡΟ. Είναι νωρίς ακόμη για να βάλει τις μπριζόλες να ψηθούν, όχι όμως και για να αρχίσει τις ετοιμασίες. Στη μέση του κήπου υπάρχει ένα τραπέζι με ομπρέλα και πάνω του ο Γκάρι έχει αραδιάσει το φορητό του μπαρ: ένα βάζο με ελιές, ένα μπουκάλι τζιν κι ένα μπουκάλι βερμούτ. Το μπουκάλι του βερμούτ είναι καινούριο. Μπροστά του υπάρχει ένα διπλό μαρτίνι. Ο Γκάρι σταματάει να φορτώνει με κάρβουνα την ψησταριά, πηγαίνει στο τραπέζι και πίνει όσο μαρτίνι έχει μείνει ακόμη στο ποτήρι. Του αρέσουν πολύ τα μαρτίνι και, όταν δεν έχει μάθημα, συνήθως γίνεται φέσι μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Η σημερινή μέρα δεν αποτελεί εξαίρεση. «Ωραία», λέει ο Γκάρι. «Πάμε γι' άλλα». Αρχίζει να φτιάχνει άλλο ένα μαρτίνι αλά Σόντερσον. Γεμίζει το ποτήρι ως τα τρία τέταρτα με τζιν Μπομπάι, ρίχνει μέσα μια ελιά Αμάτι και τσουγκρίζει το ποτήρι πάνω στο μπουκάλι του βερμούτ για γούρι. Το δοκιμάζει. Κλείνει τα μάτια του. Δοκιμάζει πάλι. Τα μάτια του, που είναι ήδη κατακόκκινα, ανοίγουν. Χαμογελάει. «Μάλιστα, κυρίες και κύριοι!» λέει στον κήπο. « Έ χ ο υ μ ε το νικητή!» Αμυδρά, πάνω από όλους τους άλλους ήχους του καλοκαιριού - π α ι δ ι ά , μηχανές που κουρεύουν το γρασίδι, σπορ αυτοκίνητα, τεχνητές βροχές και διάφορα έντομα που ζουζουνίζουν στα χ ο ρ τ ά ρ ι α - ο Γκάρι ακούει την κιθάρα του συγγραφέα, ένα γλυκό και ήρεμο ήχο. Πιάνει αμέσως το σκοπό και χορεύει γύρω από την κυκλική σκιά της ομπρέλας, με το ποτήρι στο χέρι, τραγουδώντας κι αυτός: «So kiss me and smile for me... Tell me that you 11 wait for me... Hold me like you 11 never let me go... *» Ωραίο τραγούδι, πολύ παλιό. Θυμάται που το άκουγε κάποτε, πριν ακόμη γεννηθούν τα δίδυμα των Ριντ, δύο σπίτια πιο κάτω. Για μια στιγμή συνειδητοποιεί πόσο γρή* «Φίλα με και χ α μ ο γ έ λ α μου... Πες μου ότι θα με περιμένεις... Κράτα με στην α γ κ α λ ι ά σου σαν να μην ήταν να μ' α φ ή σ ε ι ς ποτέ...» Παλιό τ ρ α γ ο ύ δ ι του Τζον Ντένβερ. (Σ.τ.Μ.)
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
25
γορο και ανελέητο είναι το πέρασμα του χρόνου. Πίνει άλλη μια μεγάλη γουλιά από το μαρτίνι και αναρωτιέται τι να κάνει τώρα που το μπάρμπεκιου είναι έτοιμο για άναμμα. Μαζί με τους άλλους ήχους, ακούει και το ντους από τον πάνω όροφο και σκέφτεται τη Μαριέλ γυμνή εκεί μέσα. Η μεγαλύτερη σκύλα του δυτικού ημισφαιρίου, αλλά έχει κρατήσει σε φόρμα το κορμί της. Τη φαντάζεται να σαπουνίζει τα βυζιά της, ίσως να χαϊδεύει τις ρώγες της με τ' ακροδάχτυλά της για να τις κάνει να σκληρύνουν. Φυσικά η Μαριέλ δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά έτσι και σου μπει μια τέτοια εικόνα στο μυαλό δε φεύγει αν δεν κάνεις κάτι. Ο Γκάρι αποφασίζει να «κάνει κάτι» και συγκεκριμένα να πάει να την πηδήξει. Αφήνει το μαρτίνι στο τραπέζι και ξεκινάει για το σπίτι. Παναγίτσα μου, είναι καλοκαιράκι, που λέει και το τραγούδι, και η ζωή στην οδό Πόπλαρ είναι πρώτη. Ο Κάρι Ρίπτον κοιτάζει στον καθρέφτη για να δει αν έρχεται κανένα αμάξι, βλέπει το δρόμο ελεύθερο και περνάει στην απέναντι μεριά, στο σπίτι των Κάρβερ, προσπερνώντας τον Τζόνι Μάρινβιλ. Στην αρχή του καλοκαιριού, ο κύριος Μάρινβιλ του είχε δώσει πέντε δολάρια για να μην του δίνει τη Σόπερ. «Σε παρακαλώ, Κάρι», του είπε σοβαρός. «Δεν αντέχω να διαβάζω για σούπερ μάρκετ που ανοίγουν και τα παρόμοια». Ο Κάρι δεν τον καταλαβαίνει καθόλου αυτό τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι κακός τύπος και άλλωστε πέντε δολάρια είναι πέντε δολάρια. Η κυρία Κάρβερ ανοίγει την εξώπορτα του 248 και κουνάει το χέρι στον Κάρι καθώς αυτός της πετάει την εφημερίδα. Προσπαθεί να την πιάσει στον αέρα, δεν τα καταφέρνει και γελάει. Ο Κάρι γελάει κι αυτός. Η κυρία Κάρβερ δεν έχει τα ανακλαστικά του Μπραντ Τζόζεφσον, αλλά είναι όμορφη και φιλική. Ο άντρας της είναι δίπλα στο σπίτι, με μαγιό και σαγιονάρες, και πλένει το αμάξι. Βλέπει τον Κάρι με την άκρη του ματιού του, γυρίζει και τον σημαδεύει με το δάχτυλο. Ο Κάρι τον σημαδεύει κι αυτός με το δικό του και κάνουν ότι πυροβολούν ο ένας τον άλλο. Ο κύριος Κάρβερ προσπαθεί να το «παίξει
26
RICHARD BACHMAN
κουλ» και ο Κάρι το σέβεται αυτό. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ δουλεύει στο ταχυδρομείο και φαίνεται ότι έχει πάρει άδεια αυτή τη βδομάδα. Ο Κάρι ορκίζεται κάτι στον εαυτό του: όταν μεγαλώσει και αναγκαστεί να πιάσει δουλειά γραφείου εννιά με πέντε (ξέρει ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει σε μερικούς, είναι σαν τις αρρώστιες), δε θα περάσει ποτέ τον την άδεια στο σπίτι του πλένοντας το αμάξι. Ούτε και πρόκειται να πάρω αμάξι, σκέφτεται. Θα έχω μοτοσικλέτα. Ό χ ι γιαπωνέζικη. Μια ωραία Χάρλεϊ-Ντάβιντσον, σαν αυτή που έχει στο γκαράζ του ο κύριος Μάρινβιλ. Κοιτάζει πάλι στον καθρέφτη και βλέπει κάτι κόκκινο στην οδό Μπέαρ, πέρα από το σπίτι των Τζόζεφσον. Μοιάζει με βαν, παρκαρισμένο στη νοτιοδυτική γωνία της διασταύρωσης. Περνάει πάλι στην απέναντι μεριά του δρόμου, στο 247, το σπίτι των Γουάιλερ. Από όλα τα σπίτια του δρόμου που κατοικούνται (το 242, το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ, είναι άδειο), το σπίτι των Γουάιλερ είναι το μόνο που δείχνει αφρόντιστο: ένα μικρό σπίτι, σε στυλ αγροκτήματος, που σίγουρα χρειάζεται ένα χέρι βάψιμο και φρέσκο τσιμέντο στο δρομάκι του γκαράζ. Στον κήπο στριφογυρίζει μια τεχνητή βροχή, αλλά το γρασίδι δεν είναι σε τόσο καλή κατάσταση όσο των άλλων σπιτιών (ακόμη και το γκαζόν στο άδειο σπίτι των Χόμπαρτ είναι καλύτερο). Εδώ κι εκεί βλέπεις σημεία όπου το χόρτο έχει κιτρινίσει κι αυτά τα μπαλώματα δείχνουν να εξαπλώνονται. Η κυρία Γουάιλερ δεν ξέρει ότι δε φτάνει να το ποτίζεις μόνο, σκέφτεται ο Κάρι. Παίρνει από τον πάνινο σάκο άλλη μια τυλιγμένη εφημερίδα. Ο άντρας της μπορεί να το ήξερε, αυτή όμως... Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι η χήρα, η κυρία Γουάιλερ, στέκεται πίσω από την εξωτερική πόρτα με τη σήτα και έτσι όπως τη βλέπει εκεί πέρα (μόλις που διακρίνεται μια σιλουέτα) τρομάζει πολύ. Το ποδήλατο ταλαντεύεται για μια στιγμή και, όταν πετάει την εφημερίδα, αστοχεί εντελώς. Η Σόπερ πέφτει πάνω σε έναν από τους θάμνους
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
27
δίπλα στη σκάλα. Του τη σπάει όταν το παθαίνει αυτό, του τη σπάει άσχημα, είναι σαν κάτι παλιές κωμωδίες στις οποίες το παιδί πετάει την εφημερίδα στη σκεπή του σπιτιού ή μέσα στις τριανταφυλλιές. Αν γινόταν καμιά άλλη φορά (και σε κανένα άλλο σπίτι), μπορεί να γύριζε πίσω και να έβαζε την εφημερίδα στη θέση της... ή ακόμη να την έδινε στη γυναίκα. Ό χ ι σήμερα όμως. Κάτι δεν του αρέσει εδώ. Ί σ ω ς είναι ο τρόπος που στέκεται η Γουάιλερ πίσω από τη σήτα της πόρτας, με τους ώμους γυρτούς και τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά της, σαν παιδικό παιχνίδι που του έχουν βγάλει την μπαταρία. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν τη βλέπει πολύ καλά κι έτσι δεν είναι σίγουρος, αλλά του φαίνεται ότι η γυναίκα είναι γυμνή από τη μέση και πάνω, ότι στέκεται στην πόρτα φορώντας μόνο ένα σορτς και τον κοιτάζει. Αν είναι έτσι τα πράγματα, η σκηνή δεν είναι σέξι* είναι ανατριχιαστική. Ο μικρός που ζει μαζί της, ο ανιψιός της, είναι κι αυτός αλλόκοτος τύπος. Σηθ Γκάρλαντ τον λένε... ή Γκάριν ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Δε μιλάει ποτέ, ακόμη και όταν του μιλάς εσύ - τ ι γίνεται, πώς πάει, σ' αρέσει εδώ, θα τα πάνε καλά φέτος οι Ίντιανς; Κάθεται και σε κοιτάζει με κάτι μάτια που έχουν το χρώμα της λάσπης. Σε κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο που ο Κάρι νιώθει να τον κοιτάζει τοόρα η κυρία Γουάιλερ, που συνήθως είναι πολύ εντάξει. Σαν αράχνη που κοιτάζει μύγα. Ο άντρας της πέθανε πέρσι (την εποχή που έγινε εκείνη η φασαρία κι έφυγαν οι Χόμπαρτ, τώρα που το σκέφτεται) και ο κόσμος λέει ότι δεν ήταν ατύχημα. Ο κόσμος λέει ότι ο Χερμπ Γουάιλερ, που έκανε συλλογή από γραμματόσημα και κάποτε είχε χαρίσει στον Κάρι ένα παλιό αεροβόλο, αυτοκτόνησε. Νιώθει μια ανατριχίλα στην πλάτη του - δ ύ ο φορές πιο τρομακτικό μια τόσο ζεστή μ έ ρ α - και στρίβει πάλι προς το απέναντι πεζοδρόμιο, αφού ρίχνει άλλη μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη. Το κόκκινο βαν είναι ακόμη κοντά στη γωνία Μπέαρ και Πόπλαρ (ωραίο όχημα, σκέφτεται ο Κάρι), αλλά αυτή τη φορά βλέπει
28
RICHARD BACHMAN
ένα άλλο αμάξι να πλησιάζει, ένα μπλε Ακοΰρα που το αναγνωρίζει αμέσως. Είναι ο κύριος Τζάκσον, ο άλλος καθηγητής της γειτονιάς. Αυτός όμως δε διδάσκει στο γυμνάσιο αλλά στο πολιτειακό κολέγιο του Οχάιο. Οι Τζάκσον μένουν στο 244, μια πόρτα πιο κάτω από το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ. Είναι το πιο όμορφο σπίτι του δρόμου, ευρύχωρο, με έναν ψηλό φράχτη από θάμνους στη νότια πλευρά κι έναν ξύλινο στη βόρεια, εκεί όπου συνόρευε με το παλιό κτηνιατρείο. «Ε, Κάρι!» λέει ο Πίτερ Τζάκσον και σταματάει δίπλα του. Φοράει ξεθωριασμένο τζιν και μια φανέλα με ένα μεγάλο χαμογελαστό πρόσωπο πάνω της. Κάτω από το πρόσωπο γράφει ΚΑΛΗΜΕΡΑ! «Πώς πάει, αγόρι μου;» «Μια χαρά, κύριε Τζάκσον», λέει χαμογελώντας ο Κάρι. Σκέφτεται να προσθέσει, Μόνο που μου φαίνεται ότι η κυρία Γουάιλερ στέκεται στην πόρτα της με τα βυζιά έξω, αλλά δε λέει τίποτα. « Ό λ α πρίμα». « Έ χ ε ι ς μπει καθόλου στη βασική ομάδα;» «Μόνο δύο φορές μέχρι τώρα, αλλά δε βιάζομαι. Χτες βράδυ έκανα δύο αποκρούσεις και απόψε μάλλον θα ξαναπαίξω. Αυτό ήθελα βασικά. Μάθατε ότι φέτος θα φύγει ο Φράνκι Αλμπερτίνι;» Δίνει στον Τζάκσον μια εφημερίδα. «Ναι», απαντάει αυτός καθώς την παίρνει. «Και του χρόνου θα είναι η σειρά σου να ουρλιάξεις στο γήπεδο». Ο Κάρι γελάει καθώς σκέφτεται την «τελετή μύησης» στην ομάδα, να ουρλιάζεις σαν λύκος μέσα στο γήπεδο. «Διδάσκετε θερινά μαθήματα πάλι φέτος;» «Ναι, δύο. Ιστορικά θεατρικά έργα του Σαίξπηρ και Τζέιμς Ντίκι. Ενδιαφέρεσαι;» «Μάλλον όχι». Ο Πίτερ γνέφει καταφατικά. «Δεν έχεις κι άδικο, παλικάρι μου». Δείχνει το χαμογελαστό πρόσωπο πάνω στην μπλούζα του. «Το μόνο καλό είναι ότι μπορούμε να ντυνόμαστε πιο ανεπίσημα, αλλά τα καλοκαιρινά μαθήματα είναι πάντοτε μεγάλος μπελάς». Πετάει τη Σόπερ στο κάθισμα δίπλα του και ετοιμάζεται να ξεκι-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
29
νήσει. «Κοίτα μην πάθεις καμιά ηλίαση έτσι που κάνεις ποδήλατο με τέτοια ζέστη». «Μπα. Άλλωστε μάλλον θα βρέξει αργότερα. Έ χ ο υ ν αρχίσει και ακούγονται μπουμπουνητά». «Ναι, έτσι είπε και η... Πρόσεχε/» Έ ν α ς τεράστιος όγκος περνάει δίπλα τους σαν σφαίρα, κυνηγώντας έναν κόκκινο δίσκο. Ο Κάρι γέρνει το ποδήλατο προς το αμάξι και καταφέρνει να αποφύγει την ουρά του Χάνιμπαλ, καθώς το γερμανικό τσοπανόσκυλο κυνηγάει το φρίσμπι. «Αυτός πάντως δεν τη γλιτώνει την ηλίαση», λέει ο Κάρι. « Έ χ ε ι ς δίκιο», λέει ο Πίτερ και ξεκινάει μαλακά το αυτοκίνητο. Ο Χάνιμπαλ πιάνει το φρίσμπι με τα δόντια του από το απέναντι πεζοδρόμιο όπου έχει πέσει. Του έχουν δεμένο ένα μαντίλι στο λαιμό του και φαίνεται να χαμογελάει. «Φέρ' το πίσω, Χάνιμπαλ!» φωνάζει ο Τζιμ Ριντ και ο αδερφός του, ο Ντέιβ, συμπληρώνει: «Έλα, Χάνιμπαλ! Μην είσαι βλάκας! Φέρ' το εδώ!» Ο Χάνιμπαλ στέκεται μπροστά στο 246, με το φρίσμπι στο στόμα, και κουνάει αργά αργά την ουρά του. Το χαμόγελο του δείχνει να γίνεται πιο πλατύ. Τα δίδυμα αδέρφια, οι Ριντ, μένουν στο 245, το σπίτι δίπλα στην κυρία Γουάιλερ. Είναι στον κήπο (ο ένας μελαχρινός, ο άλλος ξανθός, και οι δύο ψηλοί και όμορφοι με φανέλες και σορτς Έ ν τ ι Μπάουερ) και κοιτάζουν τον Χάνιμπαλ. Πίσω τους είναι δύο κορίτσια. Η μία είναι η Σούζι Γκέλερ, από το διπλανό σπίτι. Όμορφη, αλλά όχι και να πέφτεις κάτω. Η άλλη, μια ψηλοπόδαρη κοκκινομάλλα, είναι άλλη ιστορία. Αυτή είναι όχι απλώς να πέφτεις κάτω, αλλά και να σέρνεσαι κιόλας. Ο Κάρι δεν την ξέρει, αλλά θα ήθελε να τη γνωρίσει, να μάθει τις ελπίδες, τα όνειρα, τα σχέδια και τις φαντασιώσεις της. Ιδιαίτερα τις φαντασιώσεις. Μην κάνεις όρεξη, σκέφτεται. Η γκόμενα είναι τουλάχιστον δεκαεφτά.
30
RICHARD BACHMAN
«Φτου!» λέει ο Τζιμ Ριντ και κοιτάζει το μελαχρινό αδερφό του. «Είναι η σειρά σου να πας να το πάρεις». «Δεν πάω πουθενά, θα 'ναι γεμάτο σάλια», λέει ο Ντέιβ Ριντ. «Χάνιμπαλ, έλα, καλό μου σκυλάκι, φέρ' το εδώ αυτό!» Ο Χάνιμπαλ στέκεται στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι του κτηνιάτρου, και χαμογελάει ακόμη. Ξέχνα το, λέει, χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτα. Φαίνεται στο χαμόγελο και στο ήρεμο κούνημα χης ουράς του. Μ π ο ρ ε ί εσείς να έχετε κορίτσια και σορτς Έ ν τ ι Μπάουερ, εγώ όμως έχω το φρίσμπι σας και το 'χω γεμίσει σάλια κι αυτό σημαίνει ότι σας έχω στο χέρι. Ο Κάρι βάζει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει ένα σακουλάκι με ηλιόσπορους. Ό τ α ν κάθεσαι πολλή ώρα στον πάγκο, οι ηλιόσποροι σε βοηθάνε να περνάς την ώρα σου. Έ χ ε ι μάθει να τους σπάει με τα δόντια, να τρώει το μέσα και να φτύνει τα φλούδια στο τσιμέντο μπροστά του με ταχύτητα πολυβόλου. «Αφήστε το πάνω μου», φωνάζει στους διδύμους. Θέλει ν α εντυπωσιάσει την κοκκινομάλλα με τις θηριοδαμαστικές του ικανότητες, ξέροντας ταυτόχρονα ότι αυτό το όνειρο είναι εντελώς ανόητο, αλλά είναι τόσο όμορφη μ' αυτό το άσπρο σορτς που φοράει, μπουκιά και συχώριο, και σε τελική ανάλυση μια φαντασίωση πότε πότε δε βλάπτει. Χαμηλώνει το σακουλάκι με τους ηλιόσπορους και τσαλακώνει το σελοφάν. Ο Χάνιμπαλ πλησιάζει αμέσως, με το φρίσμπι πάντα στο στόμα. Ο Κάρι αδειάζει μερικούς σπόρους στην παλάμη του. «Είναι καλοί, Χάνιμπαλ», λέει. «Πολύ καλοί. Ηλιόσποροι. Τους τρώνε τα σκυλιά όλου του κόσμου. Δοκίμασε και θα με θυμηθείς». Ο Χάνιμπαλ περιεργάζεται για λίγο τους σπόρους, με τα ρουθούνια του να τρεμοπαίζουν, μετά αφήνει το φρίσμπι και τους μαζεύει από την παλάμη του Κάρι. Αμέσως, το αγόρι αρπάζει το φρίσμπι (η αλήθεια είναι ότι έχει σάλια γύρω γύρω) και το πετάει στον Τζιμ Ριντ. Η βολή είναι τέλεια· ο Τζιμ το αρπάζει χωρίς να χρεία-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΗς
31
στεί να κάνει ούτε βήμα. Και, ω Θεέ μου, η κοκκινομάλλα τον χειροκροτεί και χοροπηδάει δίπλα στη Σοΰζι Γκέλερ και τα βυζιά της (μικρά αλλά υπέροχα) ανεβοκατεβαίνουν μέσα στην μπλούζα της. Ο Κάρι είναι εκστατικός. Τώρα έχει αρκετό υλικό στη μνήμη του για να αυνανίζεται μια βδομάδα. Ο Κάρι χαμογελάει, χωρίς να ξέρει ότι του, είναι γραφτό να πεθάνει πριν ακόμη χάσει την παρθενιά του. Πετάει μια εφημερίδα στη βεράντα του σπιτιού του Τομ Μπίλινγκσλι, του κτηνιάτρου (ακούει τη μηχανή του γκαζόν να μουγκρίζει στον πίσω κήπο), και στρίβει πάλι τώρα προς το σπίτι των Ριντ. Ο Ντέιβ πετάει το φρίσμπι στη Σούζι Γκέλερ και μετά πιάνει τη Σόπερ μόλις του την πετάει ο Κάρι. «Ευχαριστώ για το φρίσμπι», λέει ο Ντέιβ. «Δεν κάνει τίποτα». Δείχνει με ένα νεύμα την κοκκινομάλλα. «Ποια είναι αυτή;» Ο Ντέιβ γελάει με κατανόηση. «Άσ' το καλύτερα, μικρέ. Δε σε παίρνει». Ο Κάρι σκέφτεται να επιμείνει λίγο ακόμη, μετά όμως αποφασίζει να τα παρατήσει τώρα που είναι στα πάνω του. Η γκόμενα τον είχε χειροκροτήσει και το θέαμα, καθώς πηδούσε πάνω κάτω, θα έκανε ακόμη και βρασμένο μακαρόνι να σκληρύνει. Αρκετά όλα αυτά για μια μέρα και μάλιστα με τέτοια ζέστη. Πίσω του, στην κορυφή του λόφου, το κόκκινο βαν αρχίζει να προχωρεί αργά αργά προς τη γωνία. «Θα 'ρθεις στον αγώνα απόψε;» ρωτάει ο Κάρι τον Ντέιβ Ριντ. «Παίζουμε με τους Κολόμπους Ρέμπελς. Θα είναι καλό παιχνίδι». «Θα παίξεις κι εσύ;» «Μάλλον». «Τότε δε θα 'ρθω», λέει ο Ντέιβ και γελάει με ένα ηλίθιο χαχανητό. Οι δίδυμοι είναι όμορφα παιδιά, σκέφτεται ο Κάρι, αλλά όταν ανοίγουν το στόμα τους σου χαλάνε όλη τη θετική εντύπωση.
32
RICHARD BACHMAN
Ο Κάρι ρίχνει μια ματιά στο σπίτι στη γωνία Πόπλαρ και Άιακινθ, απέναντι από το μαγαζί. Είναι το τελευταίο σπίτι στην αριστερή μεριά του δρόμου. Δεν υπάρχει αμάξι μπροστά, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να είναι στο γκαράζ. «Είναι μέσα ο τύπος;» ρωτάει τον Ντέιβ, δείχνοντάς του με το πιγούνι το 240. «Δεν ξέρω», απαντάει ο Τζιμ, που έχει πλησιάσει. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι στο σπίτι του αυτός ο άνθρωπος. Περίεργος τύπος. Τις πιο πολλές φορές αφήνει το αμάξι του στο γκαράζ. Φαίνεται ότι παίρνει λεωφορείο». «Τον φοβάσαι;» ρωτάει ο Ντέιβ τον Κάρι. Η ερώτηση δεν είναι ακριβώς πειρακτική, αλλά πλησιάζει. « Ό χ ι βέβαια», απαντάει αδιάφορα ο Κάρι, ενώ κοιτάζει την κοκκινομάλλα και αναρωτιέται πώς είναι να έχεις ένα τέτοιο μανούλι στην αγκαλιά σου και να σου κάνει διάφορα κόλπα. Άσ' το καλύτερα για την άλλη ζωή, δικέ μου, λέει στον εαυτό του. Κουνάει το χέρι στην κοκκινομάλλα, αδιάφορος εξωτερικά, μέσα του όμως πανηγυρίζει βλέποντάς τη να τον χαιρετάει κι αυτή. Μετά διασχίζει διαγώνια το δρόμο με κατεύθυνση το 240. Θα πετάξει τη Σόπερ στη βεράντα και μετά - α ν δε βγει αυτός ο παλαβός πρώην αστυνομικός από μέσα βγάζοντας αφρούς από το στόμα του, λιώμα από κρακ και κραδαίνοντας το υπηρεσιακό του πιστόλι ή κανένα μ α χ α ί ρ ι - θα πάει να πιει ένα αναψυκτικό στο Στοπ-24, για να γιορτάσει το τέλος της διαδρομής του: λεωφόρος Άντερσον, Κολόμπους Μπροντ, οδός Μπέαρ, οδός Πόπλαρ. Και μετά σπίτι για να φορέσει τη στολή του και γραμμή στο γήπεδο. Πρώτα όμως πρέπει να ξεμπερδεύει με το 240, το σπίτι του πρώην αστυνομικού, που λένε ότι τον απέλυσαν επειδή ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου δύο νεαρούς που είχαν βιάσει ένα κοριτσάκι, όπως ισχυριζόταν. Ο Κάρι δεν ξέρει αν είναι αλήθεια αυτό - δ ε ν έχει διαβάσει τίποτα σχετικό στις εφημερίδες— έχει δει όμως τα μάτια του πρώην αστυνομικού... και έχουν κάτι που δεν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
33
έχει ξαναδεί ποτέ σε ανθρώπινα μάτια, ένα κενό που σε αναγκάζει να γυρίζεις αμέσως το βλέμμα σου αλλού. Στην κορυφή του λόφου, το κόκκινο βαν - α ν πρόκειται για βαν, είναι τόσο φανταχτερό και παράξενο, που δεν μπορείς να καταλάβεις σ ί γ ο υ ρ α - στρίβει στην Πόπλαρ. Αρχίζει να πηγαίνει πιο γρήγορα. Ο ήχος της μηχανής του είναι ένας ρυθμικός, απαλός ψίθυρος. Και τι είναι αυτό το νικέλινο κατασκεύασμα στην οροφή του; Ο Τζόνι Μάρινβιλ σταματάει να παίζει την κιθάρα του και κοιτάζει το βαν που περνάει από μπροστά του. Δε βλέπει μέσα γιατί τα τζάμια είναι φιμέ, αλλά αυτό το πράγμα στην οροφή μοιάζει σαν δίσκος ραντάρ, κόβει το κεφάλι του. Τι έγινε, προσγειώθηκε η CIA στην οδό Πόπλαρ; Απέναντι του, ο Τζόνι βλέπει τον Μπραντ Τζόζεφσον να κρατάει ακόμη το λάστιχο στο ένα χέρι και την εφημερίδα στο άλλο και να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα το βαν (είναι βαν όμως αυτό το πράγμα; Είναι;). Δείχνει έκπληκτος και μπερδεμένος. Ο ήλιος καθρεφτίζεται τόσο έντονα στην κατακόκκινη μπογιά και τα χρώμια κάτω από τα σκούρα παράθυρα, που ο Τζόνι μισοκλείνει τα μάτια του. Στο διπλανό σπίτι από του Τζόνι, ο Ντέιβιντ Κάρβερ πλένει ακόμη το αμάξι του. Η Σεβρολέτ είναι βουτηγμένη στη σαπουνάδα μέχρι τους υαλοκαθαριστήρες. Στην άλλη μεριά του δρόμου, οι δίδυμοι και τα κορίτσια σταματάνε να παίζουν φρίσμπι για να κοιτάξουν κι αυτοί το βαν που προχωρεί αργά στο δρόμο. Στέκονται σε σχηματισμό τετραγώνου και στη μέση περιμένει ο Χάνιμπαλ, έτοιμος να αρπάξει το φρίσμπι με την πρώτη ευκαιρία. Τα πράγματα έχουν αρχίσει να εξελίσσονται πολύ γρήγορα τώρα, αν και κανείς στην οδό Πόπλαρ δεν το έχει καταλάβει ακόμη. Κάπου μακριά ακούγεται μπουμπουνητό. Ο Κάρι Ρίπτον μόλις που προσέχει το κόκκινο βαν στον καθρέφτη του και το κίτρινο φορτηγό που στρίβει από την Αιακινθ στην Πόπλαρ και σταματάει στο πάρκινγκ του Στοπ-24, όπου τα παιδιά των Κάρβερ στέκονται ακόμη
34
RICHARD BACHMAN
δίπλα στο κόκκινο καρότσι και μαλώνουν για το αν η Έλλη θα τραβήξει τον Ραλφ μέχρι το σπίτι. Ο Ραλφ τελικά έχει δεχτεί να πάει με τα πόδια και να μην πει τίποτα για το περιοδικό με τον Ί θ α ν Χοκ στο εξώφυλλο, με τον όρο ότι η αδερφή του, η Μαδημένη Μαργαρίτα, θα του δώσει όλη τη σοκολάτα και όχι τη μισή. Τα παιδιά σταματούν τον καβγά και κοιτάζουν τον άσπρο ατμό που βγαίνει από τη μηχανή του κίτρινου φορτηγού, σαν ανάσα δράκου. Στο μεταξύ, ο Κάρι Ρίπτον δε δίνει σημασία στα προβλήματα του φορτηγού. Έ χ ε ι συγκεντρώσει όλη του την προσοχή σε ένα και μόνο πράγμα: να πετάξει την εφημερίδα στο σπίτι του πρώην αστυνομικού και να απομακρυνθεί σώος και αβλαβής. Ο τύπος λέγεται Κόλι Εντράτζιαν και το σπίτι του είναι το μοναδικό στη γειτονιά που έχει στον κήπο μια ταμπέλα που λέει ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ. Είναι μικρή και διακριτική αλλά και πολύ εμφατική. Αν σκότωσε δύο νεαρούς, γιατί δεν είναι φυλακή; αναρωτιέται ο Κάρι, όχι για πρώτη φορά. Αλλά τι τον νοιάζει σε τελική ανάλυση; Το μόνο που τον απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι η επιβίωσή του. Έ χ ο ν τ α ς όλα αυτά στο μυαλό του, δεν είναι περίεργο που δεν προσέχει το φορτηγό που βγάζει ατμούς από τη μηχανή ούτε τα δύο παιδιά που έχουν σταματήσει προς στιγμήν τις περίπλοκες διαπραγματεύσεις τους σχετικά με το περιοδικό, τη σοκολάτα και το καρότσι ούτε και το βαν που κατεβαίνει το δρόμο. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να μη γίνει το επόμενο θύμα ενός ψυχοπαθούς αστυνομικού κι αυτό είναι μεγάλη ειρωνεία, γιατί στην πραγματικότητα η μοίρα του τον πλησιάζει από πίσω. Έ ν α από τα παράθυρα του βαν αρχίζει να κατεβαίνει. Μια κάννη από δίκαννο ξεπροβάλλει. Έ χ ε ι παράξενο χρώμα* ούτε ασημί ούτε γκρίζο. Οι δίδυμες κάννες μοιάζουν με το σύμβολο του απείρου βαμμένο μαύρο. Κάπου μακριά, ακούγονται νέα μπουμπουνητά.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
Α π ό . ι η ν Νιισπάτς
35
r o u Κ ο λ ό μ π ο υ ς , 3 1 Ιουλίου 1994:
ΜΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΛΕΝΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΑΝ ΧΟΣΕ Τέσσερις νεκροί, σε ανταλλαγή πυροβολισμών από αυτοκίνητα εν κινήσει, πιθανότατα σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών. Μόνος επιζών ένα παίδι έξι ετών. ΣΑΝ ΧΟΣΕ, Καλιφόρνια, 30 Ιουλίου. — Οι διακοπές στη Βόρεια Καλιφόρνια μιας οικογένειας από το Τολέντο του Οχάιο κατέληξαν χθες σε τραγωδία, όταν τέσσερα από τα μέλη της σκοτώθηκαν από αγνώστους. Η Αστυνομία του Σαν Χοσέ υποψιάζεται ότι επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες, φαίνεται όμως ότι οι δολοφόνοι έκαναν λάθος στο στόχο τους. Τα θύματα της δολοφονικής επίθεσης είναι ο Γουίλιαμ Γκάριν, 42 ετών, η Τζουν Γκάριν, 40 ετών, και δυο από τα τρία παιδιά τους: ο Ί ζ ο ν Γκάριν, 12 ετών, και η Μαίρη Λου Γκάριν, 10 ετών. Οι Γκάριν είχαν έρθει στο Σαν Χοσέ για να επισκεφτούν τον Τζόζεφ και τη Ροξάν Καλαμπρέζε, παλιούς τους φίλους από το κολέγιο. Οι Καλαμπρέζε ήταν στον πίσω κήπο τη στιγμή της δολοφονίας και δεν κινδύνευσαν. Επίσης, σώθηκε ο εξάχρονος Σηθ Γκάριν, που έπαιζε στην αμμοδόχο, στην πίσω αυλή. Σύμφωνα με τον Τζόζεφ Καλαμπρέζε, οι Γκάριν και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους έπαιζαν κροκέ στον μπροστινό κήπο όταν δολοφονήθηκαν. «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που συνέβη. Σε τι κοινωνία ζούμε;» είπε συγκλονισμένος ο Καλαμπρέζε. «Δεν έχει ξαναγίνει τέτοιο πράγμα στην περιοχή μας». Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν ένα κόκκινο βαν στο δρόμο λίγο πριν από τους πυροβολισμούς. Κάποιος δήλωσε ότι μπορεί να ήταν εφοδιασμένο με συσκευές υψηλής τεχνολογίας. «Είχε ένα πράγμα που έμοιαζε με δίσκο ραντάρ στην οροφή του», είπε. «Αν δεν το παρατήσουν πουθενά αυτοί οι αλήτες, θα είναι εύκολο να βρεθεί». Ωστόσο, η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη το μυστηριώδες βαν και δεν έγιναν συλλήψεις. Ο υπαστυνόμος Ρόμπερτ Αλβαρέζ, όταν ρωτήθηκε για τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση, δήλωσε μόνο ότι το βαλλιστικό τμήμα δεν έχει καταφέρει ακόμη να τα προσδιορίσει και ότι οι έρευνες συνεχίζονται.
1
Ο Σ π β Έ ψ ς ε ί δ ε ΓΠν ε Κ ΐ έ λ ε 0 Π , γιατί παρακολουθούσε τα δυο παιδιά που μάλωναν μπροστά στο μαγαζί. Το κορίτσι φαινόταν πολύ τσατισμένο με το αγόρι και για μια στιγμή ο Στιβ φοβήθηκε ότι θα του έδινε καμιά σπρωξιά και θα το έστελνε μπροστά στις ρόδες του νοικιασμένου φορτηγού που οδηγούσε. Μόνο αυτό του έλειπε τώρα, να πατούσε και κανένα πιτσιρίκι. Το τέλειο φινάλε για μια μέρα ταλαιπωρίας. Καθώς σταματούσε το αμάξι (ένα κίτρινο νοικιασμένο κλειστό φορτηγό Ράιντερ) σε αρκετή απόσταση από τα παιδιά - γ ι α καλό και για κακό— είδε ότι σταμάτησαν τον καβγά για να κοιτάξουν τον ατμό που έβγαινε από το ψυγείο του φορτηγού. Πιο κάτω στο δρόμο πλησίαζε ένα βαν με το λαμπερότερο κόκκινο χρώμα που είχε δει ποτέ του. Εκείνο που του τράβηξε την προσοχή όμως δεν ήταν το χρώμα του αλλά ένα αστραφτερό μαραφέτι στην οροφή. Έ μ ο ι α ζ ε με κεραία ραντάρ από έργο επιστημονικής φαντασίας και κουνιόταν δεξιά αριστερά με μια επαναληπτική κίνηση, όπως κάνουν οι κεραίες.
38
RICHARD BACHMAN
Στην άλλη πλευρά του δρόμου είδε ένα νεαρό με ποδήλατο. Το βαν τον πλησίαζε, λες και ο οδηγός ήθελε να του μιλήσει. Ο νεαρός δεν το είχε πάρει είδηση. Μόλις είχε βγάλει μια εφημερίδα από το σάκο και σήκωνε το χέρι του για να την πετάξει. Ο Στιβ έσβησε ξαφνικά τη μηχανή του φορτηγού. Ή τ α ν μια αυθόρμητη κίνηση, που την έκανε χωρίς καμιά σκέψη. Δεν άκουγε πια το σφύριγμα που έβγαζε το ψυγείο, δεν έβλεπε πια τα πιτσιρίκια που στέκονταν δίπλα στο κόκκινο καρότσι, δε σκεφτόταν πια τι θα πει όταν θα τηλεφωνούσε στο γραφείο απ' όπου είχε νοικιάσει το φορτηγό για να τους ενημερώσει σχετικά με τη βλάβη που είχε πάθει. Μία ή δύο φορές στη ζωή του είχε ξαφνικά προαισθήματα, αλλά αυτό που ένιωθε τώρα δεν ήταν απλό προαίσθημα. Ή τ α ν βεβαιότητα ότι κάτι θα γινόταν. Κάτι καθόλου ευχάριστο. Δεν είδε το δίκαννο που βγήκε από το παράθυρο του βαν, γιατί ήταν από την άλλη μεριά, άκουσε όμως τον πυροβολισμό και κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Είχε μεγαλώσει στο Τέξας και δε θα έπαιρνε ποτέ έναν πυροβολισμό για κεραυνό. Ο νεαρός πετάχτηκε από τη σέλα του ποδηλάτου, με τους ώμους τσακισμένους και τα πόδια λυγισμένα, το καπέλο του να φεύγει από το κεφάλι του. Το πίσω μέρος της φανέλας του ήταν διαλυμένο και ο Στιβ είδε περισσότερα απ' όσα θα ήθελε - α ί μ α και ξεσκισμένη, μαύρη σάρκα. Το χέρι του νεαρού ήταν ανασηκωμένο ακόμα και η εφημερίδα έπεσε στο δρόμο, ενώ ο ίδιος σωριαζόταν στο γκαζόν του μικρού γωνιακού σπιτιού. Το βαν σταμάτησε στη μέση του δρόμου λίγο πριν από τη διασταύρωση Πόπλαρ και Άιακινθ, με τη μηχανή στο ρελαντί. Ο Στιβ Έιμς κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, καθώς ένα μικρό παράθυρο στο πίσω δεξιό μέρος του βαν κατέβηκε με μια σταθερή, ομαλή κίνηση, σαν παράθυρο από λιμουζίνα. Δεν ήξερα ότι έχουν και τα βαν ηλεκτρικά παράθυρα, σκέφτηκε. Και μετά: Τι σόι βαν είναι αυτό; Συνειδητοποίησε ότι κάποιος είχε βγει από το μαγαζί, μια κοπέλα με μπλε στολή σαν αυτή που φοράνε συνήθως
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
39
οι ταμίες. Είχε φέρει το χέρι της στο μέτωπο, για να σκιάσει τα μάτια της από τον ήλιο. Το πτώμα του νεαρού δε φαινόταν τώρα, το έκρυβε το βαν. Ο Στιβ είδε ένα δίκαννο να βγαίνει από το παράθυρο που μόλις είχε ανοίξει. Και είδε επίσης τα δυο παιδιά να στέκονται μπροστά στο μαγαζί, στα ανοιχτά, εντελώς εκτεθειμένα, και να κοιτάζουν προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακουστεί ο πρώτος πυροβολισμός.
2
0 Χάνιμπαλ, ο σκύλος, είδε ένα και μοναδικό πράγμα: την τυλιγμένη εφημερίδα που έπεσε από το χέρι του Κάρι Ρίπτον, όταν ο πυροβολισμός τον πέταξε από το ποδήλατο δίνοντας τέλος στη ζωή του. Όρμησε να την πιάσει γαβγίζοντας ευτυχισμένα. «Χάνιμπαλ, όχι!» φώναξε ο Τζιμ Ριντ. Δεν ήξερε τι συμβαίνει (δεν είχε μεγαλώσει στο Τέξας και είχε περάσει το διπλό πυροβολισμό από το δίκαννο για κεραυνό, όχι επειδή έμοιαζε ο ήχος με κεραυνό, αλλά επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος πυροβολούσε μέρα μεσημέρι στην οδό Πόπλαρ), αλλά κάτι δεν του άρεσε. Χωρίς να σκεφτεί τι κάνει -και γιατί- πέταξε το φρίσμπι προς το μαγαζί, ελπίζοντας να το δει ο Χάνιμπαλ και να το ακολουθήσει. Το κόλπο δεν έπιασε. Ο Χάνιμπαλ αγνόησε το φρίσμπι και συνέχισε να τρέχει προς την πεσμένη εφημερίδα που μόλις φαινόταν μπροστά στο κόκκινο βαν.
3
Η Σΰνθια Σμίθ ήξερε ΚΙ αυΐή καλά τον ήχο των πυροβολισμών. Ο πατέρας της, αν και εφημέριος, έκανε σκοποβολή κάθε Σάββατο και την έπαιρνε συχνά μαζί του.
40
RICHARD BACHMAN
Μόνο που ήταν λίγο απίθανο να ασκείται κανείς στη σκοποβολή μέσα στο δρόμο. Αφησε το βιβλίο που διάβαζε και βγήκε από το μαγαζί. Ο ήλιος τη θάμπωσε και σκίασε τα μάτια της για να δει τι συμβαίνει. Είδε το βαν σταματημένο στη μέση του δρόμου, είδε το δίκαννο να ξεπροβάλλει από το πίσω παράθυρο, το είδε να γυρίζει προς τα παιδιά των Κάρβερ. Αυτά παρακολουθούσαν απορημένα αλλά όχι τρομαγμένα ακόμη. Θεέ μου! σκέφτηκε. Θα ρίξει στα παιδιά. Για μια στιγμή πάγωσε. Το μυαλό της έλεγε στα πόδια της να τρέξουν, αλλά δε γινόταν τίποτα. Τρέχα, λοιπόν! ούρλιαξε σιωπηλά στον εαυτό της κι αυτό τη συνέφερε. Όρμησε μπροστά, νιώθοντας σαν να περπατάει με ξυλοπόδαρα, και κόντεψε να πέσει κατεβαίνοντας τα τρία σκαλιά. Άρπαξε τα παιδιά. Η διπλή κάννη του όπλου φάνταζε τεράστια και η Σύνθια κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά. Εκείνη η πρώτη στιγμή της καθυστέρησης ήταν μοιραία. Το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να σκοτωθεί κι αυτή μαζί με τα δύο αθώα παιδάκια.
4
0 Ντέιβιντ Κάρβερ πέταξε το σφουγγάρι μέσα στον κουβά με το σαπουνόνερο, δίπλα στο αμάξι, και βγήκε στο δρόμο να δει τι συμβαίνει. Στο σπίτι δεξιά του, ο Τζόνι Μάρινβιλ έκανε το ίδιο, κρατώντας ακόμη την κιθάρα. Από την άλλη μεριά του δρόμου, ο Μπραντ Τζόζεφσον έβγαινε κι αυτός στο δρόμο, με το λάστιχο να ραντίζει το γρασίδι πίσω του. Κρατούσε ακόμη την εφημερίδα στο χέρι. «Εξάτμιση ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τζόνι. Αλλά ήξερε ότι δεν ήταν εξάτμιση. Την εποχή πριν αρχίσει να γράφει τον Πατ το Γατούλη, όταν θεωρούσε ακόμη τον εαυτό του «σοβαρό συγγραφέα» (κάτι σαν «μια καλή πόρνη»), όπως
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
41
πίστευε, είχε κάνει μια εφιαλτική ερευνητική περιήγηση στο Βιετνάμ και του φάνηκε ότι ο ήχος που είχε ακούσει πριν από λίγο έμοιαζε περισσότερο με τις «εξατμίσεις» που ακούγονταν στο Βιετνάμ. Εξατμίσεις της ζούγκλας. Απ' αυτές που σκοτώνουν ανθρώπους. Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι του και γύρισε τα χέρια προς τα πάνω, δείχνοντας ότι δεν ξέρει. Πίσω του άκουσε την πόρτα με τη σήτα να κλείνει και μετά γυμνά πόδια να τρέχουν στο μονοπάτι. Ή τ α ν η Πάι*. Φορούσε τζιν κι ένα στραβοκουμπωμένο πουκάμισο και τα μαλλιά της ήταν μούσκεμα. Μύριζε ακόμη από το ντους που είχε κάνει. «Εξάτμιση ήταν αυτό; θ ε έ μου, Ντέιβ, έμοιαζε με...» «Με πυροβολισμό», είπε ο Τζόνι και μετά πρόσθεσε απρόθυμα: «Είμαι σίγουρος ότι ήταν πυροβολισμός». Η Κίρστεν Κάρβερ -Κίρστι για τους φίλους της και Πάι για τον άντρα της, για λόγους που μόνο ένας σύζυγος μπορεί να ξ έ ρ ε ι - κοίταξε προς το μαγαζί. Μια έκφραση τρόμου απλωνόταν στο πρόσωπο της, που έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο να μεγαλώνει όχι μόνο τα μάτια της αλλά όλα τα χαρακτηριστικά της. Ο Ντέιβ ακολούθησε το βλέμμα της. Είδε το βαν και το δίκαννο που ξεπρόβαλλε από το πίσω δεξιό παράθυρο. «"Ελλη! Ραλφ!» ούρλιαξε η Πάι. Ή τ α ν μια διαπεραστική κραυγή. Πίσω από το σπίτι των Σόντερσον, ο Γκάρι έμεινε ακίνητος με το ποτήρι του μαρτίνι μπροστά στο στόμα του και αφουγκράστηκε. «Θεέ μου, η Έλλη και ο Ραλφ!» Η Πάι άρχισε να τρέχει στον κατηφορικό δρόμο προς το βαν. «Κίρστεν, όχι, μη!» φώναξε ο Μπραντ Τζόζεφσον. Έτρεξε πίσω της, καταμεσής του δρόμου, ελπίζοντας να την προλάβει κάπου ανάμεσα στα σπίτια των Τζάκσον και των Γκέλερ. Έτρεχε με αξιοπρόσεκτη γρηγοράδα, παρ' όλο που ήταν μεγαλόσωμος, αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να την πιάσει. * Pie: πίτα, γλύκισμα. (Σ.τ.Μ.)
42
RICHARD BACHMAN
Ο Ντέιβιντ Κάρβερ έτρεξε κι αυτός πίσω από τη γυναίκα του, με την κοιλιά του να αναπηδάει πάνω από το μικροσκοπικό μαγιό και τις σαγιονάρες του να πλαταγίζουν στο πεζοδρόμιο. Η σκιά του έτρεχε πίσω του, μακριά και πολΰ πιο λεπτή από τον ίδιο, υπάλληλο του ταχυδρομείου.
5
Είμαι νεκρή, σκέφτηκε η Σύνθια, και έπεσε στο ένα γόνατο πίσω από τα παιδιά. Τα αγκάλιασε από τους ώμους για να τα τραβήξει κοντά της. Ή ξ ε ρ ε όμως ότι ήταν μάταιο. Είμαι νεκρή, νεκρή, τελείως νεκρή. Και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τις δίδυμες κάννες, δύο μαύρες τρύπες σαν ανελέητα μάτια. Η πόρτα του κίτρινου φορτηγού άνοιξε και η Σύνθια είδε έναν ξερακιανό τύπο με μπλουτζίν και φανέλα, γκρίζα μαλλιά ως τους ώμους και τραχύ πρόσωπο. «Φέρ' τα εδώ, κυρά μου!» της φώναξε. «Γρήγορα!» Η Σύνθια έσπρωξε τα παιδιά προς το φορτηγό, ξέροντας ότι είναι πολύ αργά. Και τότε, τη στιγμή που προετοιμαζόταν για τα σκάγια που θα της ξέσκιζαν το κορμί (αν είναι ποτέ δυνατόν να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο), το ^πλο στο παράθυρο του βαν στράφηκε αλλού. Ακούστηκε πάλι ένας πυροβολισμός και ο κρότος αντήχησε στον αέρα σαν μπάλα του μπόουλινγκ που τρέχει σε πέτρινο αυλάκι. Η Σύνθια είδε φωτιά να εκτοξεύεται από τις κάννες. Το σκυλί των Ριντ, που είχε φτάσει την εφημερίδα, πετάχτηκε με ένα τίναγμα στα δεξιά και σωριάστηκε άτσαλα στο δρόμο, σαν τον Κάρι Ρίπτον. «Χάνιμπαλ!» φώναξαν ο Τζιμ και ο Ντέιβ μαζί. Η Σύνθια έσπρωξε τα παιδιά τόσο δυνατά προς την ανοιχτή πόρτα του φορτηγού, που το μυξιάρικο έπεσε κάτω. Αμέσους άρχισε να ουρλιάζει. Το κορίτσι -πάντα Έλλη, ποτέ Μάργκαρετ, θυμήθηκε η Σύνθια- κοίταξε
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
43
προς τα πίσω με παιδική απορία. Μετά ο άντρας με τα μακριά μαλλιά την άρπαξε από το χέρι και την ανέβασε στην καμπίνα του φορτηγού. «Πέσε κάτω, στο πάτωμα!» της φώναξε, μετά έσκυψε για να σηκώσει το μικρό που ξεφώνιζε ακόμη. Η κόρνα του φορτηγού έβγαλε έναν κοφτό ήχο, καθώς ο οδηγός είχε πιαστεί με το πόδι του από το τιμόνι για να μην πέσει κάτω. Η Σύνθια έσπρωξε πέρα το κόκκινο καρότσι, άρπαξε το μυξιάρικο από το πίσω μέρος του σορτς του και το απίθωσε στα χέρια του οδηγού. Στο δρόμο, άκουγε να πλησιάζουν ένας άντρας και μια γυναίκα που φώναζαν τα ονόματα των παιδιών. Ο μπαμπάς και η μαμά, μάλλον, και αν δεν πρόσεχαν θα είχαν την τύχη του σκύλου και του νεαρού με το ποδήλατο. «Ανέβα πάνω!» της φώναξε ο οδηγός. Η Σύνθια δε χρειαζόταν δεύτερη πρόσκληση. Χώθηκε στην καμπίνα του φορτηγού.
6 0 Γκάρι Σόντερσον βγήκε στο δρόμο με αποφασιστικό (αν και όχι τόσο σταθερό) βήμα, κρατώντας πάντα το ποτήρι του μαρτίνι στο χέρι. Είχε ακούσει κι ένα δεύτερο δυνατό κρότο και αναρωτιόταν μήπως είχε εκραγεί η ψησταριά των Γκέλερ που δούλευε με γκάζι. Είδε τον Μάρινβιλ, που είχε πλουτίσει τη δεκαετία του '80 γράφοντας παιδικά βιβλία με έναν απίθανο χαρακτήρα που λεγόταν Πατ ο Γατούλης, να στέκεται στη μέση του δρόμου και να κοιτάζει προς τα κάτω σκιάζοντας τα μάτια του. «Τι τρέχει, αδερφέ;» ρώτησε ο Γκάρι πλησιάζοντας. «Νομίζω ότι κάποιος από κείνο το βαν σκότωσε τον Κάρι Ρίπτον και το σκύλο των Ριντ», είπε ο Τζόνι Μάρινβιλ με μια παράξενη, άχρωμη φωνή. «Τι; Για ποιο λόγο;» «Δεν έχω ιδέα».
44
RICHARD BACHMAN
Ο Γκάρι είδε ένα ζευγάρι -μάλλον οι Κάρβερ ήταν- να κατεβαίνουν τρέχοντας το δράμο προς το μαγαζί και να τους ακολουθεί, ασθμαίνοντας, ένας μαύρος, που πρέπει να ήταν ο ένας και μοναδικός Μπραντ Τζόζεφσον. Ο Μάρινβιλ γύρισε και τον κοίταξε. «Κωλοκατάσταση. Πάω να τηλεφωνήσω στην αστυνομία. Στο μεταξύ, σε συμβουλεύω να ξαναμπείς στο σπίτι σου αμέσως». Ο Μάρινβιλ έκανε μεταβολή και γύρισε στο σπίτι του. Ο Γκάρι αγνόησε τη συμβουλή του. Έ μ ε ι ν ε εκεί που ήταν, με το ποτήρι στο χέρι, να κοιτάζει το βαν που ήταν σταματημένο στη μέση του δρόμου μπροστά στο σπίτι του Εντράτζιαν. Ξαφνικά ευχήθηκε (και ήταν πολύ παράξενη ευχή γι' αυτόν) να μην ήταν τόσο μεθυσμένος.
7
Η πόρίο 10U σπιτιού στο 240 άνοιξε με βρόντο και ο Κόλι Εντράτζιαν βγήκε τρέχοντας έξω, ακριβώς όπως φοβόταν ο Κάρι Ρίπτον ότι θα τον έβλεπε μια μέρα: με το πιστόλι στο χέρι. Κατά τα άλλα, πάντως, φαινόταν μάλλον εντάξει - ο ύ τ ε αφροί στο στόμα ούτε κόκκινα μάτια. Ή τ α ν ψηλός, τουλάχιστον ένα ενενήντα πέντε. Η κοιλιά του είχε αρχίσει να μεγαλώνει λιγάκι, αλλά είχε φαρδιούς ώμους και μυώδη μπράτσα σαν παίκτης του ράγκμπι. Φορούσε μόνο ένα χακί παντελόνι, είχε αφρούς ξυρίσματος στο αριστερό του μάγουλο και μια πετσέτα στον ώμο. Το πιστόλι στο χέρι του ήταν των 38 χιλιοστών και μπορεί κάλλιστα να ήταν το υπηρεσιακό πιστόλι που φοβόταν ότι θα αντιμετώπιζε κάποτε ο Κάρι. Ο Κόλι κοίταξε το νεαρό που κειτόταν νεκρός στο γκαζόν του, με τα ρούχα του μούσκεμα ήδη από την τεχνητή βροχή (οι εφημερίδες που είχαν αδειάσει από το σάκο του είχαν μουσκέψει κι αυτές) και μετά γύρισε προς το βαν. Σήκωσε το πιστόλι, πιάνοντας το δεξί του καρπό με το αριστερό χέρι. Εκείνη τη στιγμή, το βαν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
45
άρχισε να κινείται. Ο Κόλι πήγε να πυροβολήσει, αλλά σταμάτησε. Έ π ρ ε π ε να προσέχει. Υπήρχαν μερικοί ισχυροί τύποι στο Κολόμπους που πολΰ θα χαίρονταν αν μάθαιναν ότι ο Κόλι Εντράτζιαν είχε πυροβολήσει σε ένα ήσυχο προάστιο της πόλης, με ένα πιστόλι που κανονικά έπρεπε να το είχε παραδώσει στην υπηρεσία. Αυτά είναι δικαιολογίες, σκέφτηκε, γυρίζοντας και ακολουθώντας την πορεία του βαν με το πιστόλι. Ρίξ' τους! Ρίξ' τους, π ' ανάθεμα σε! Δεν πυροβόλησε όμως και καθώς το βαν έστριβε στην Άιακινθ είδε ότι δεν είχε πινακίδα πίσω. Και τι στην οργή ήταν αυτό το ασημί μαραφέτι στην οροφή; Από την άλλη μεριά του δρόμου, οι Κάρβερ έφταναν τρέχοντας στο πάρκινγκ του μαγαζιού, με τον Τζόζεφσον πίσω τους. Ο μαύρος έριξε μια ματιά αριστερά και είδε ότι το κόκκινο βαν είχε εξαφανιστεί πίσω από τα δέντρα στη γωνία. Διπλώθηκε στα δυο και ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ο Κόλι διέσχισε το δρόμο, βάζοντας το πιστόλι στο πίσω μέρος του παντελονιού του, και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Τζόζεφσον. «Είσαι εντάξει;» Ο Μπραντ τον κοίταξε και χαμογέλασε με δυσκολία. Το πρόσωπο του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. «Μπορεί», είπε. Ο Κόλι πλησίασε το κίτρινο φορτηγό, προσέχοντας το κόκκινο καροτσάκι εκεί κοντά. Μέσα υπήρχαν δυο κουτιά αναψυκτικά και δίπλα του ήταν πεσμένη μια σοκολάτα. Κάποιος την είχε πατήσει και την είχε λιώσει. Ουρλιαχτά από πίσω του. Γύρισε και είδε τους διδύμους, τα πρόσωπά τους κατάχλομα, παρά το καλοκαιρινό μαύρισμα, να κοιτάζουν το νεαρό που ήταν πεσμένος στο γκαζόν του. Ο ξανθός - ο Τζιμ, μάλλον- άρχισε να κλαίει. Ο άλλος οπισθοχώρησε ένα βήμα, έκανε μια γκριμάτσα και μετά διπλώθηκε στα δύο και ξέρασε πάνω στα γυμνά του πόδια. Κλαίγοντας με λυγμούς, η κυρία Κάρβερ πήρε το γιο της από την καμπίνα του φορτηγού. Ο μικρός, που
46
RICHARD BACHMAN
έκλαιγε με την ένταση στο τέρμα, την αγκάλιασε από το λαιμό και κόλλησε πάνω της σαν βδέλλα. «Σσο», του είπε η μητέρα του. «Σσσ, αγάπη μου. Πάει... πέρασε. Έ φ υ γ α ν οι κακοί». Ο Ντέιβιντ Κάρβερ πήρε την κόρη του από τον οδηγό του φορτηγού και την αγκάλιασε. «Μπαμπά, με γέμισες σαπουνάδες!» διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. Ο Κάρβερ τη φίλησε στο μέτωπο, ανάμεσα στα μάτια. «Δεν πειράζει», είπε. «Είσαι καλά, Έλλη;» «Ναι», απάντησε η μικρή. «Τι έγινε;» Πήγε να γυρίσει και να κοιτάξει στο δρόμο, αλλά ο πατέρας της έβαλε το χέρι του μπροστά στα μάτια της. Ο Κόλι πλησίασε τη γυναίκα με το αγοράκι. «Είναι εντάξει ο μικρός, κυρία Κάρβερ;» Αυτή τον κοίταξε, χωρίς να τον αναγνωρίσει μάλλον, και μετά γύρισε πάλι στο παιδί που έκλαιγε. Του χάιδευε τα μαλλιά με το ένα χέρι και είχες την αίσθηση ότι τον καταβρόχθιζε με τα μάτια της. «Ναι, έτσι νομίζω», είπε. «Είσαι καλά, Ραλφ; Είσαι;» Ο μικρός πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε μ' όλη του τη δύναμη: «Η Μάργκριτ έπρεπε να με φέρει σπίτι με το καροτσάκι! Έτσι συμφωνήσαμε». Ο Κόλι κατάλαβε ότι το μυξιάρικο ήταν καλά. Γύρισε προς τον τόπο του εγκλήματος και είδε το σκυλί να κείτεται μέσα σε μια λίμνη αίματος που απλωνόταν. Ο ξανθός δίδυμος πλησίαζε διστακτικά το πτώμα του άτυχου νεαρού. «Μην πλησιάζεις!» του φώναξε ο Κόλι. Ο Τζιμ Ριντ γύρισε προς το μέρος του. «Κι αν είναι ακόμη ζωντανός;» «Τι θα κάνεις; Έ χ ε ι ς καμιά μαγική σκόνη να του τη ρίξεις και να γίνει καλά; Ό χ ι ; Μην πλησιάζεις τότε!» Ο νεαρός πλησίασε τον αδερφό του και μόρφασε με αηδία. «Κοίτα τα πόδια σου», είπε. Μετά γύρισε από την άλλη και ξέρασε κι αυτός. Ο Κόλι Εντράτζιαν ένιωσε ξαφνικά να ξαναμπαίνει στη δουλειά που νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω του για
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
47
χαλά τον περασμένο Οκτώβριο, όταν τον έδιωξαν από την Αστυνομία του Κολόμπους υστέρα από ένα τεστ ναρκωτικών που βγήκε θετικό. Βρήκαν κοκαΐνη και ηρωίνη στο αίμα του. Δύσκολο κόλπο αυτό, αφοΰ δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή του ναρκωτικά. Πρώτη προτεραιότητα: να προστατεύσεις τους πολίτες. Δεύτερη προτεραιότητα: να βοηθήσεις τους τραυματίες. Τρίτη προτεραιότητα: να περιφράξεις τον τόπο τον εγκλήματος. Τέταρτη προτεραιότητα... Τέλος πάντων, θα άρχιζε να ανησυχεί για την τέταρτη αφοΰ θα είχε φροντίσει τις τρεις πρώτες. Η νέα πωλήτρια του μαγαζιού - μ ι α κοκαλιάρα κοπέλα με δίχρωμα μαλλιά που όταν τα κοίταζε ο Κόλι ένιωθε να του πονάνε τα μάτια- κατέβηκε από το φορτηγό και ίσιωσε τη στολή της. Την ακολούθησε ο οδηγός. «Είσαι αστυνομικός;» ρώτησε τον Κόλι. «Ναι». Πιο εύκολο έτσι από το να προσπαθήσει να του εξηγήσει. Οι Κάρβερ βέβαια ήξεραν ότι δεν είναι, αλλά ήταν απασχολημένοι με τα παιδιά τους και ο Μπραντ Τζόζεφσον ήταν ακόμη πίσω του, διπλωμένος στα δύο και αγκομαχούσε. «Μπείτε μέσα στο μαγαζί, σας παρακαλώ. Όλοι σας. Μπραντ; Παιδιά;» Ύψωσε τη φωνή του στην τελευταία λέξη, για να τον προσέξουν οι δίδυμοι. «Όχι, εγώ θα γυρίσω σπίτι», είπε ο Μπραντ. Ορθώθηκε, έριξε μια ματιά στο πτώμα του Κάρι και μετά ξανακοίταξε τον Κόλι. Η έκφρασή του ήταν απολογητική αλλά αποφασισμένη. Τουλάχιστον είχε αρχίσει να συνέρχεται. Για μερικές στιγμές ο Κόλι είχε αρχίσει να φέρνει στη μνήμη του όσα ήξερε από πρώτες βοήθειες. «Η Μπελίντα είναι ακόμη σπίτι, και...» «Ναι, αλλά θα ήταν καλύτερα αν μπείτε στο μαγαζί, κύριε Τζόζεφσον, προς το παρόν, τουλάχιστον. Μήπως και ξανάρθει το βαν». «Γιατί να ξανάρθει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ Κάρβερ. Κρατούσε ακόμη το κοριτσάκι στην αγκαλιά του και κοίταζε τον Κόλι πάνοο από το κεφάλι της μικρής.
48
RICHARD BACHMAN
Ο Κόλι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί ήρθαν και έκαναν ό,τι έκαναν. Καλύτερα να είμαστε σίγουροι. Μπείτε μέσα, παιδιά». « Έ χ ε ι ς καμιά επίσημη εξουσία εδώ;» ρώτησε ο Μπραντ. Η φωνή του, αν και δεν ήταν προκλητική, έδειχνε ότι ήξερε πως ο Κόλι δεν είχε καμιά αρμοδιότητα πια. Ο Κόλι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Η κατάθλιψη που τον τριγύριζε από τότε που τον είχαν διώξει από το Σώμα είχε αρχίσει να φεύγει λίγο τις τελευταίες βδομάδες, τώρα όμως την ένιωθε να τον απειλεί πάλι. Τελικά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ό χ ι , δεν είχε καμιά εξουσία. Ό χ ι πια. «Τότε θα πάω στη γυναίκα μου. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, κύριε». Ο Κόλι αναγκάστηκε να χαμογελάσει λιγάκι με τον αξιοπρεπή τόνο που είχε η φωνή του Τζόζεφσον. Δε μου κολλάς και δε σου κολλάω, έλεγε. «Καμιά προσβολή», είπε. Οι δίδυμοι κοιτάχτηκαν αβέβαια, μετά κοίταξαν τον Κόλι. Κατάλαβε τι ήθελαν και αναστέναξε. «Εντάξει. Αλλά πηγαίνετε με τον κύριο Τζόζεφσον. Και όταν φτάσετε σπίτι, να μπείτε μέσα, κι εσείς και οι φίλες σας. Εντάξει;» Ο ξανθός κατένευσε. «Τζιμ... Εσύ δεν είσαι ο Τζιμ;» Ο Τζιμ Ριντ έγνεψε καταφατικά και μετά σκούπισε αμήχανα τα κόκκινα μάτια του. «Είναι η μητέρα σας σπίτι; Ή ο μπαμπάς σας;» «Η μαμά», απάντησε ο νεαρός. «Ο μπαμπάς είναι ακόμη στη δουλειά». «Εντάξει. Πηγαίνετε. Και κάντε γρήγορα. Κι εσύ, Μπραντ». «Θα κάνω ό,τι μπορώ», απάντησε ο Μπραντ, «αλλά δε νομίζω να με παίρνει να τρέξω άλλο για σήμερα». Οι τρεις τους άρχισαν να κατηφορίζουν το λόφο, από τη δυτική πλευρά του δρόμου, την πλευρά με τους μονούς αριθμούς.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
49
«Θα θέλαμε να πάμε κι εμείς σπίτι με τα παιδιά, κύριε Εντράτζιαν», είπε η Κίρστεν Κάρβερ. Ο Κόλι αναστέναξε και της έγνεψε καταφατικά. Δε βαριέσαι, πηγαίνετε όπου θέλετε. Πηγαίνετε και στην Αλάσκα. Ή θ ε λ ε ένα τσιγάρο, αλλά τα είχε αφήσει στο σπίτι. Είχε καταφέρει να το κόψει πριν από δέκα χρόνια περίπου, αλλά όταν τον έδιωξαν από τη δουλειά του άρχισε πάλι να καπνίζει και, μάλιστα, με μια ένταση που τον ανησυχούσε. Και τώρα ήθελε να καπνίσει, επειδή κάτι τον ανησυχούσε. Δεν ήταν απλώς το πτώμα στο γκαζόν του, πράγμα που θα ήταν φυσικό. Όχι* κάτι δεν του άρεσε σε όλα αυτά. Τι όμως; Το ότι είναι πάρα πολύς κόσμος έξω στο δρόμο, είπε στον εαυτό του. Αυτό δε μ' αρέσει. Αλήθεια; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Δεν ήξερε. Τι έχεις πάθει, επιτέλους; Έ χ ε ι ς πολύ καιρό έξω από τη δουλειά και άρχισες να γίνεσαι δειλός; Αυτό σ' ενοχλεί, φίλε; Ό χ ι . Εκείνο το ασημί πράγμα στην οροφή του βαν. Αυτό με ενοχλεί, φίλε. Μπα; Και γιατί; Δεν ξέρω... Ί σ ω ς να μην είναι αυτό ακριβώς, αλλά είναι μια καλή αρχή. Ή μια δικαιολογία έστω. Σε τελική ανάλυση, τα προαισθήματα είναι προαισθήματα και ή τα πιστεύεις και τα ακολουθείς ή δεν τα πιστεύεις. Αυτός τα πίστευε πάντα και ένα ασήμαντο γεγονός, όπως το ότι τον είχαν απολύσει, δεν άλλαζε τη δύναμη που ασκούσαν πάνω του. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ άφησε την κόρη του κάτω και πήρε το γιο του, που έκλαιγε ακόμη, από τη γυναίκα του. «Θα σε τραβήξω εγώ με το καροτσάκι», του είπε. «Θα σε πάω μέχρι το σπίτι. Τι λες;» «Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί θ α ν Χοκ», του είπε εμπιστευτικά ο γιος του. «Σοβαρά; Μπορεί, αλλά δεν πρέπει να λες έτσι την αδερφή σου», είπε ο Ντέιβιντ. Μιλούσε με τον αφηρημέ-
50
RICHARD BACHMAN
vo τόνο του ανθρώπου που είναι διατεθειμένος να συγχωρήσει στο παιδί του - ή , τουλάχιστον, σε ένα από τα παιδιά τ ο υ - τα πάντα. Και η γυναίκα του κοίταζε το αγόρι με μια έκφραση σαν να έβλεπε άγιο ή προφήτη. Μόνο ο Κόλι Εντράτζιαν πρόσεξε το βουβό πόνο στα μάτια του κοριτσιού, καθώς ο πατέρας της άρχισε να τραβά το καροτσάκι με το νικητή αδερφό της. Ο Κόλι είχε πολλά πράγματα να σκεφτεί εκείνη την ώρα, πάρα πολλά, αλλά εκείνη η έκφραση του κοριτσιού είχε τέτοια ένταση και βάθος που δεν ήταν δυνατό να του ξεφύγει. Γύρισε και κοίταξε την πωλήτρια με τα δίχρωμα μαλλιά και τον οδηγό του φορτηγού που θύμιζε γερασμένο χίπι. «Μήπως θα μπορούσατε, τουλάχιστον, να μπείτε εσείς μέσα μέχρι να 'ρθει η αστυνομία;» ρώτησε. «Και βέβαια», αποκρίθηκε η κοπέλα. Μετά τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Δε μου λες, είσαι αστυνομικός, έτσι δεν είναι;» Οι Κάρβερ είχαν απομακρυνθεί, με τον Ραλφ να κάθεται σταυροπόδι στο καροτσάκι, αλλά και πάλι μπορεί να άκουγαν τι θα απαντούσε. Άλλωστε θα έλεγε ψέματα; Έ τ σ ι κι αρχίσεις να το κάνεις αυτό, είπε στον εαυτό του, τελικά θα σου στρίψει. Έ ν α ς πρώην μπάτσος, με μια συλλογή αστυνομικών σημάτων στο υπόγειο του σπιτιού του και κάνα δυο περισσευούμενα καρφιτσωμένα στο πορτοφόλι του, για να πουλάει μούρη. Πες ότι είσαι ιδιωτικός αστυνομικός, αν και ξέρεις ότι δεν πρόκειται να κάνεις ποτέ αίτηση για να πάρεις την άδεια. Έ π ε ι τ α από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, θα τσαμπουνάς ακόμη το ίδιο παραμύθι ότι σε λίγο θα υποβάλεις τα χαρτιά σου, σαν γυναίκα που πάτησε τα τριάντα και φοράει μίνι φούστες και κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν για να πείσει τους άλλους (που έτσι κι αλλιώς δε δίνουν δεκάρα) ότι είναι ακόμη όμορφη. «Ήμουν», είπε τελικά. Η πωλήτρια κατένευσε. Ο τύπος με τα μακριά μαλλιά τον κοίταζε με περιέργεια αλλά όχι χωρίς σεβασμό. « Έ κ α ν ε ς καλή δουλειά με τα
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
51
παιδιά», πρόσθεσε ο Κόλι. Κοίταζε την κοπέλα, αλλά απευθυνόταν και στους δυο. Η Σύνθια το σκέφτηκε αυτό, μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Το σκυλί μάς έσωσε», είπε και προχώρησε προς το μαγαζί. Ο Κόλι και ο γερασμένος χίπι την ακολούθησαν. «Ο τύπος στο βαν, αυτός με το δίκαννο, θα έριχνε στα παιδιά». Γύρισε στον οδηγό του φορτηγού. «Το είδες κι εσύ, έτσι δεν είναι; Συμφωνείς;» Αυτός κατένευσε. «Και δεν π ρ ο λ α β α ί ν α μ ε να κάνουμε τίποτα για να τον σταματήσουμε». Μιλούσε με προφορά του Τέξας ή της Οκλαχόμα. «Αλλά του τράβηξε την προσοχή το σκυλί και του έριξε. Έ τ σ ι δεν έγινε;» «Ναι», συμφώνησε η Σύνθια. «Αν δεν ερχόταν ο σκύλος... μάλλον θα ήμαστε νεκροί σαν αυτόν τώρα». Έ δ ε ι ξ ε με το πιγούνι της το πτώμα του Κάρι Ρίπτον, που βρεχόταν ακόμη στο γκαζόν του Κόλι. Μετά γύρισε και μπήκε στο μαγαζί.
Ο Ι Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς 46
Από ίο Ταινίες σιην Τηλεόραση, ίου Σιίβεν Σόιερ, Εκδοτικός Οίκος Μπάνιαμ:
Οι Ρυθμιστές (1958) ** Με τους Τζον Πέιν, Τάι Χάρντιν, Κάρεν Στιλ, Ρόρι Καλχοΰν. Μελόδραμα γουέστερν κάτω του μετρίου, με μια συμμορία που τρομοκρατεί μια πάλη. Π ε ρ ι έ χ ε ι μερικές σκηνές και ορισμένα εφέ που είναι πολύ μακάβρια για μία καουμπόικη ταινία της σειράς, γυρισμένη στα τέλη της δεκαετίας του '50. Μια συμμορία (με επικεφαλής τον Καλχούν) τρομοκρατεί μια πόλη μεταλλωρύχων στο Κολοράντο. Τα μέλη της συμμορίας εμφανίζονται αρχικά σαν υπερφυσικά όντα, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι μερικά καθάρματα που επέζησαν από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Ο Πέιν κάνει ηρωικές προσπάθ ε ι ε ς στο ρόλο του, αλλά π α ρ α μ έ ν ε ι ψυχρός. Η Στιλ εκμεταλλεύεται όσο μπορεί τα βαθιά ντεκολτέ της χορεύτριας του καμπαρέ. (Σκηνοθεσία Μπίλι Ράνκορτ, Α μ έ ρ ι κ α ν Ι ν τ ε ρ ν ά σ ι ο ν α λ Πίκτσερς, 81 λεπτά, ασπρόμαυρο.)
1 Οδός Πόττλαρ/3:58 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6
0 Κόλι, η Σύνθια και ο μακρυμάλλης οδηγός του φορτηγού μπαίνουν στο μαγαζί και μερικά δευτερόλεπτα μετά ε'να βαν σταματάει στη νοτιοδυτική γωνία της Πόπλαρ και Άιακινθ, απέναντι από το Στοπ-24. Έ χ ε ι μπλε μεταλλικό χρώμα και φιμέ τζάμια. Δεν υπάρχει κανένα μαραφέτι στην οροφή, αλλά τα πλαϊνά του αυτοκινήτου ανοίγουν προς τα έξω, με ένα φουτουριστικό στυλ, που το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με αναγνωριστικό όχημα από ταινία επιστημονικής φαντασίας παρά με απλό βαν. Τα λάστιχα δεν έχουν καθόλου αυλακώσεις, είναι λεία και ομαλά σαν φρεσκοσβησμένος μαυροπίνακας. Βαθιά μέσα στο σκοτάδι πίσω από τα φιμέ παράθυρα, αμυδρά χρωματιστά φώτα αναβοσβήνουν ρυθμικά, σαν ενδεικτικές λυχνίες σε πίνακα ελέγχου. Οι κεραυνοί ακούγονται πιο κοντά και πιο δυνατά τώρα. Το καλοκαιρινό φως αρχίζει να ξεθωριάζει από τον ουρανό. Κατάμαυρα, απειλητικά σύννεφα πλησιά-
56
RICHARD BACHMAN
ζουν από τα δυτικά. Φτάνουν τον ήλιο και τον σβήνουν. Η θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει αμέσως. Η μηχανή του μπλε βαν βγάζει ένα σιγανό βόμβο. Στην άλλη άκρη του τετραγώνου, στην κορυφή του λόφου, ένα άλλο β*χν - α υ τ ό έχει το λαμπερό κίτρινο χρώμα ψεύτικης μ π α ν ά ν α ς - εμφανίζεται στη νοτιοανατολική γωνία Μπέαρ και Πόπλαρ. Σταματάει εκεί, με τη μηχανή του να βγάζει τον ίδιο σιγανό βόμβο. Ο πρώτος κοντινός κεραυνός πέφτει και ακολουθεί η δυνατή, σύντομη λάμψη της αστραπής. Το φως πέφτει για μια στιγμή στο γυάλινο δεξιό μάτι του Χάνιμπαλ, που λάμπει σαν να φωτίζεται από μέσα.
2
0 Γκάρι Σόντερσον στεκόταν ακόμη στο δρόμο, όταν πλησίασε η γυναίκα του. «Τι διάβολο κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. «Μοιάζεις σαν υπνωτισμένος». «Δεν άκουσες τίποτα;» «Τι ν' ακούσω;» ρώτησε αυτή εκνευρισμένη. «Ήμουν στο μπάνιο, τι ν' ακούσω εκεί μέσα;» Ή τ α ν παντρεμένοι εννιά χρόνια και ο Γκάρι ήξερε ότι αυτός ο εκνευρισμός ήταν μόνιμο χαρακτηριστικό της Μαριέλ. «Άκουσα τα παιδιά των Ριντ με το φρίσμπι. Άκουσα τον αναθεματισμένο το σκΰλο τους να γαβγίζει. Κεραυνούς. Τι άλλο ήθελες ν' ακούσω; Τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης;» Ο Γκάρι της έδειξε κάτω στο δρόμο, πρώτα το σκύλο (τουλάχιστον η γυναίκα του δε θα ξαναπαραπονιόταν για τον Χάνιμπαλ), μετά το πτώμα στο γκαζόν του 240. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι κάποιος σκότωσε το μικρό που μοιράζει τη Σόπερ». Η Μαριέλ κοίταξε εκεί που της έδειξε ο άντρας της μισοκλείνοντας τα μάτια και κάνοντας σκιά με το χέρι της, παρ' όλο που ο ήλιος είχε χαθεί (ο Γκάρι ένιωθε λες και η θερμοκρασία είχε πέσει ήδη δέκα βαθμούς).
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
57
Ο Μπραντ Τζόζεφσον ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Πίτερ Τζάκσον ήταν μπροστά στο σπίτι του και κοίταζε με περιέργεια προς το μαγαζί στη γωνία. Το ίδιο και ο Τομ Μπίλινγκσλι, ο ηλικιωμένος κτηνίατρος. Οι Κάρβερ περνούσαν απέναντι στο δρόμο πηγαίνοντας προς το σπίτι τους, με το κορίτσι να περπατάει δίπλα στη μητέρα της κρατώντας της το χέρι. Ο Ντέιβ Κάρβερ (έμοιαζε σαν βρασμένος αστακός με το μαγιό που φορούσε - κ α ι μάλιστα βρασμένος αστακός γεμάτος σαπουνάδες) τραβούσε ένα μικρό κόκκινο καρότσι με t o γιο του μέσα. Ο μικρός καθόταν σταυροπόδι και κοίταζε γΰρω του με την αυτοκρατορική περιφρόνηση ενός πασά. Ο Γκάρι πάντα τον θεωρούσε ένα παραχαϊδεμένο κωλόπαιδο. «Ε, Ντέιβ!» φώναξε ο Πίτερ Τζάκσον. «Τι τρέχει;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Κάρβερ, η Μαριέλ χτύπησε τον Γκάρι στον ώμο τόσο δυνατά, που του έχυσε το τελευταίο μαρτίνι από το ποτήρι πάνω στα παλιά αθλητικά παπούτσια που φορούσε. Καλό του έκανε, όμως. Θα μπορούσε ίσως να μην πιει άλλο σήμερα, να βοηθήσει λίγο το συκώτι του που δούλευε συνέχεια υπερωρίες. «Δε μου λες, είσαι κουφός ή απλώς ηλίθιος;» τον ρώτησε ο έρωτας της ζωής του. «Μάλλον και τα δύο», της απάντησε. Αν αποφάσιζε ποτέ να κόψει το ποτό, σκέφτηκε, θα 'πρεπε πρώτα να χωρίσει τη Μαριέλ. Ή , τουλάχιστον, να της κόψει τις φωνητικές χορδές. «Δεν άκουσα, τι είπες;» «Σε ρώτησα γιατί να σκοτώσουν ένα παιδί που μοιράζει εφημερίδες». «Μπορεί κάποιος να μην πήρε τα κουπόνια του την περασμένη βδομάδα και να τσατίστηκε», απάντησε ο Γκάρι. Κι άλλα μπουμπουνητά. Ή τ α ν στα δυτικά ακόμη, αλλά πλησίαζαν. Η βροντή λες και διαπερνούσε τα σύννεφα σαν λόγχη.
RICHARD BACHMAN
58
3
0
TZOVI
Μάρίνβΐλ, που κάποτε είχε κερδίσει το
Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για ένα μυθιστόρημα σεξουαλικού πάθους με τίτλο Ηδονή και τώρα έγραφε παιδικά βιβλία με μια γάτα ιδιωτικό ντετέκτιβ που λεγόταν Πατ ο Γατούλης, στεκόταν στη μέση του λίβινγκ ρουμ και κοίταζε το τηλέφωνο φοβισμένος. Κάτι τρέχει εδώ, σκέφτηκε. Προσπαθούσε να μη σαλτάρει εντελώς, αλλά, ναι, σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. «Μπορεί», είπε με σιγανή φωνή. Ναι, μπορεί. Το τηλέφωνο όμως... Είχε μπει μέσα, είχε αφήσει την κιθάρα στη γωνία και είχε καλέσει το 911. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή στη γραμμή, τόσο μεγάλη, που ετοιμαζόταν να το κλείσει και να δοκιμάσει πάλι, όταν άκουσε κάτι που έμοιαζε με παιδική φωνή. Ο ήχος αυτής της φωνής -ήταν τραγουδιστή και άδί-ια μαζί- τον ξάφνιασε και τον τρόμαξε πολύ. Δεν προσπάθησε καν να πείσει τον εαυτό του ότι ο φόβος του ήταν μια ανακλαστική αντίδραση από το ξάφνιασμά του. «Μικρέ, μικρούλη Σμάικι», είπε η φωνή τραγουδιστά, «σ' είδα να δαγκώνεις της μαμάς σου το βυζάκι. Μην γκρινιάζεις και μη γρυλίζεις και το βυζάκι κοίτα μην το φτύσεις». Μετά ακούστηκε ένα κλικ και το βουητό της ανοιχτής γραμμής. Ο Τζόνι συνοφρυώθηκε και κάλεσε πάλι το 911. Πάλι η ίδια μεγάλη παύση, μετά ένα κλικ και μετά ένας ήχος που του φάνηκε ότι τον αναγνώρισε: κάποιος που ανάσαινε από το στόμα. Σαν παιδί που είναι κρυωμένο ίσως. Αλλά δεν είχε σημασία αυτό. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι οι γραμμές κάπου είχαν μπερδευτεί στη γειτονιά και αντί να συνδεθεί με την αστυνομία... «Ποιος είναι;» ρώτησε κοφτά. Καμιά απάντηση, μόνο αυτή η ανάσα από το στόμα. Και γιατί του φάνηκε γνωστός αυτός ο ήχος; Παράξενο αυτό. Πώς γίνεται, για όνομα του θ ε ο ύ , να του φανεί γνωστός ο ήχος μιας ανάσας στο τηλέφωνο; Κι όμως...
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
59
« Ό π ο ι ο ς κι αν είσαι, κλείσε το τηλέφωνο», είπε ο Τζόνι. « θ έ λ ω να τηλεφωνήσω στην αστυνομία». Η ανάσα σταμάτησε. Ο Τζόνι ετοιμαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο, όταν άκουσε την ίδια φωνή, κοροϊδευτική αυτή τη φορά. Σίγουρα ήταν η ίδια φωνή. «Ο μικρός, μικρούλης Σμάικι έχωσε το πουλάκι του στης μαμάς του το μουνάκι. Μην γκρινιάζεις και μη φωνάζεις, η μαμά δε θα σου πει να της το βγάλεις». Και μετά η ίδια φωνή με έναν τόνο που ήταν άδειος και τρομερός: «Μην ξαναπάρεις εδώ, γερο-βλάκα. Τακ!» Άλλο ένα κλικ και η γραμμή νεκρώθηκε, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε οΰτε καν ο βόμβος της ανοιχτής γραμμής. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ο Τζόνι ανοιγόκλεισε μερικές φορές το τηλέφωνο. Τίποτα. Η γραμμή παρέμεινε νεκρή. Ακούστηκαν κι άλλα μπουμπουνητά, από τα δυτικά ακόμη, αλλά πλησίαζαν. Ο ξαφνικός βρόντος τον έκανε να αναπηδήσει. Άφησε το ακουστικό στη θέση του και πήγε στην κουζίνα, προσέχοντας πόσο γρήγορα μειωνόταν το φως στον ουρανό. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κλείσει τα παράθυρα πάνω, πριν αρχίσει η βροχή. Αν άρχιζε ποτέ. Εδώ το τηλέφωνο ήταν στον τοίχο, δίπλα στο τραπέζι, για να μπορεί να το σηκώνει εύκολα όταν έτρωγε. Ό χ ι ότι είχε τόσο πολλά τηλεφωνήματα. Μόνο η πρώην γυναίκα του του τηλεφωνούσε καμιά φορά. Οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου στη Νέα Υόρκη ήξεραν ότι δε θέλει πολλές επαφές και φρόντιζαν να μην ενοχλούν τη μηχανή που τους έβγαζε λεφτά. Έ φ ε ρ ε το ακουστικό στο αυτί του. Σιωπή πάλι. Ούτε μπιπ-μπιπ ούτε παράσιτα όταν έπεφταν κεραυνοί ούτε βόμβος. Τίποτα. Κάλεσε πάλι το 911, αλλά δεν ακούστηκαν ούτε καν τα μπιπ που βγάζει η ίδια η συσκευή κάθε φορά που πατάς ένα κουμπί. Έ κ λ ε ι σ ε το τηλέφωνο και το κοίταξε. «Μικρέ, μικρούλη Σμάικι», μουρμούρισε και ξαφνικά ρίγησε με έναν τρόπο που θα έμοιαζε ίσως υπερβολικά θεατρικός αν δεν ήταν μόνος του μέσα στο δωμάτιο: ένα ξαφνικό τίναγμα των ώμων μπρος
60
RICHARD BACHMAN
πίσω. Δεν το είχε ξανακούσει ποτέ αυτό το απαίσιο τραγουδάκι. Άσ' το το τραγουδάκι, σκέφτηκε. Τι φωνή ήταν αυτή; Κάπου την έχεις ξανακούσει, έτσι δεν είναι; «Όχι», είπε μεγαλόφωνα. « Ή , τουλάχιστον... δεν ξέρω». Ναι. Αλλά η ανάσα... «Που να πάρει, δεν μπορείς να αναγνωρίσεις κάποιον από την ανάσα τον», είπε στην άδεια κουζίνα. «Εκτός αν είναι κανένας με άσθμα». Βγήκε από την κουζίνα και πήγε στην εξώπορτα. Ξαφνικά ήθελε να δει τι συμβαίνει έξω στο δρόμο.
4
«Τι έγινε εκεί καίω;» ρώτησε ο Πίτερ Τζάκσον, όταν η οικογένεια Κάρβερ ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Έγειρε το κεφάλι προς τον Ντέιβιντ και χαμήλωσε τη φωνή του για να μην ακούσουν τα παιδιά. «Πτώμα είναι αυτό που φαίνεται;» «Ναι», απάντησε ο Ντέιβιντ, επίσης με χαμηλή φωνή. «Νομίζω ότι τον έλεγαν Κάρι Ρίπτον». Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στη γυναίκα του για επιβεβαίωση κι αυτή κατένευσε. «Το παιδί που μοιράζει τη Σόπερ κάθε Δευτέρα απόγευμα. Πέρασε ένα βαν και κάποιος του 'ριξε από μέσα». «Κάποιος σκότωσε τον Κάρι;» ρώτησε εμβρόντητος ο Πίτερ Τζάκσον. Αυτό ήταν αδύνατο! Δεν μπορεί να σκότωσαν κάποιον που πριν από λίγο μιλούσε μαζί του. Αλλά ο Κάρβερ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Δεν είμαστε καλά!» Ο Ντέιβιντ έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς. Δεν είμαστε καθόλου καλά». « Έ λ α , μπαμπά, προχώρα», διέταξε ο Ραλφ από το καροτσάκι. Ο Ντέιβιντ τον κοίταξε χαμογελώντας, μετά γύρισε πάλι στον Πίτερ. Αυτή τη φορά μίλησε σχεδόν ψιθυρι-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
61
στά. «Τα παιδιά είχαν πάει στο μαγαζί να αγοράσουν αναψυκτικά. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά υποψιάζομαι ότι ο τΰπος παραλίγο να τους ρίξει. Εμφανίστηκε όμως το σκυλί των Ριντ και ο τΰπος σκότωσε το σκΰλο». «Χριστέ μου!» είπε ο Πίτερ. Πώς είναι δυνατόν να σκότωσε κάποιος τον Χάνιμπαλ, τον Χάνιμπαλ με το μαντίλι στο λαιμό, που δεν έκανε άλλη δουλειά από το να κυνηγάει φρίσμπι; «Αν είναι δυνατόν!» Ο Ντέιβιντ κατένευσε πάλι. Κι όμως είναι, σ' αυτόν το βρομόκοσμο που ζοΰμε. Ξεφΰγαμε από το δρόμο του Θεοΰ. Ο Πίτερ σκέφτηκε τα εκατομμύρια του κοσμάκη, που, όπως λέει η ιστορία, σφαγιάστηκαν στο όνομα του Θεοΰ, αλλά απώθησε τη σκέψη και συγκατένευσε. Μάλλον δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για θεολογικές διαφωνίες με το γείτονά του. «Ντέιβ, θέλω να πάω τα παιδιά μέσα», μουρμούρισε η Κίρστεν. «Δε μου αρέσει να είναι έξω στο δρόμο, εντάξει;» Ο Ντέιβιντ άρχισε να περπατάει πάλι, αλλά ύστερα από μερικά βήματα σταμάτησε και κοίταξε πάλι τον Πίτερ. «Πού είναι η Μαίρη;» «Στη δουλειά», απάντησε αυτός. «Μου άφησε ένα σημείωμα ότι θα περάσει πρώτα από το εμπορικό κέντρο γυρίζοντας. Πρέπει να έρθει όμως όπου να 'ναι· τις Δευτέρες σχολάει νωρίς, στις δύο. Γιατί;» «Καλό θα είναι να μπει κατευθείαν μέσα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο τύπος θα έχει γίνει άφαντος τώρα πια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κι αν είναι τόσο τρελός ώστε να σκοτώσει ένα παιδί που μοιράζει εφημερίδες...» Ο Πίτερ κατένευσε. Από τον ουρανό ακούστηκε άλλο ένα δυνατό μπουμπουνητό. Η Έ λ λ η κόλλησε πάνω στη μητέρα της ζαρώνοντας, αλλά ο Ραλφ στο καρότσι έβαλε τα γέλια. Η Κίρστεν τράβηξε τον Ντέιβιντ από το χέρι. « Έ λ α . Και μη σταματήσεις να μιλήσεις και με το γιατρό». Του έδειξε με το πιγούνι τον Μπίλινγκσλι, που στεκόταν στο
62
RICHARD BACHMAN
πεζοδρόμιο με τα χέρια στις τσέπες και κοίταζε προς το μαγαζί στη γωνία. Ο Ντέιβιντ άρχισε να τραβάει πάλι το καρότσι. «Τι κάνεις, Ραλφ;» ρώτησε ο Πίτερ καθώς το καρότσι περνούσε μπροστά του. Ο Ραλφ του έβγαλε τη γλώσσα, κάνοντας πάλι εκείνο το βόμβο σαν σφήκα μέσα σε βάζο, και φυσώντας τόσο δυνατά, που τα μάγουλά του φούσκωσαν σαν του Ντίζι Γκιλέσπι. «Μπράβο, πολύ ωραία», είπε ο Πίτερ. «Μ' αυτό το κόλπο θα βγάλεις πολλές γκόμενες μόλις μεγαλώσεις. Σίγουρα πράματα». «Παλιομαλάκα!» φώναξε το αλητάκι από το καρότσι και έκανε στον Πίτερ μια αισχρή χειρονομία σαν να αυνανιζόταν, πράγμα πολύ ώριμο για την ηλικία του. «Αρκετά, Ραλφ», είπε ο Ντέιβιντ με ήπιο τόνο χωρίς να γυρίσει. Οι γλουτοί του κουνιόντουσαν ρυθμικά μέσα στο μικρό μαγιό. «Τι έγινε;» ρώτησε ο Τομ με την τραχιά φωνή του, καθώς περνούσε μπροστά του το καρότσι. Ο Πίτερ δεν άκουσε την απάντηση του Κάρβερ (που άρχισε να εξηγεί στο γιατρό, συνεχίζοντας όμως να περπατάει για να μην καθυστερήσει) και κοίταξε στη γωνία μήπως δει το αμάξι της γυναίκας του. Το μόνο που είδε ήταν ένα βαν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι των Άμπελσον στην οδό Μπέαρ. Ή τ α ν κίτρινο, αλλά σε τόσο έντονη απόχρωση που σου πονούσε τα μάτια. Αυτό οφειλόταν ίσως και στο γεγονός ότι το φως είχε λιγοστέψει σημαντικά από τα σύννεφα, αλλά και πάλι... Μάλλον τίποτα νεαροί θα είναι, σκέφτηκε. Μόνο νεαροί θα ήθελαν αυτοκίνητο με τέτοιο χρώμα. Σχεδόν δεν έμοιαζε με κανονικό αυτοκίνητο· θύμιζε περισσότερο όχημα από το Σταρ Τρεκ ή... Ξαφνικά του ήρθε μια σκέψη. Καθόλου καλή σκέψη. «Ντέιβ;» Ο Κάρβερ γύρισε και τον κοίταξε. Η κοιλιά του, καμένη από τον ήλιο, κρεμόταν μπροστά από το μαγιό, που είχε ακόμη πάνω του σαπουνάδες.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΗς
63
«Τι αυτοκίνητο είχε αυτός που σκότωσε τον Κάρι;» « Έ ν α κόκκινο βαν». «Ναι», πετάχτηκε και ο Ραλφ από το καρότσι. «Κόκκινο σαν το Τράκερ Αροου». Ο Πίτερ δεν άκουσε το μικρό. Το μυαλό του είχε κολλήσει στη λέξη βαν και ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται σαν να του το γύριζαν με μανιβέλα. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο κόκκινο αυτοκίνητο», πρόσθεσε η Κίρστεν. «Κοίταζα από το παράθυρο και το είδα που περνούσε. Έ λ α , λοιπόν, Ντέιβιντ, πάμε». «Ναι, ναι, έρχομαι», είπε αυτός κι άρχισε να τραβάει πάλι το καρότσι. Ό τ α ν ο Ντέιβιντ γύρισε μπροστά, ο Πίτερ (ξεχνώντας τη στιγμιαία του ανησυχία) έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα του στον Ραλφ, που έτυχε να κοιτάζει προς το μέρος του. Ο Ραλφ τον κοίταξε με μια κωμική έκφραση κατάπληξης. Ο γερο-γιατρός πλησίασε τον Πίτερ με τα χέρια στις τσέπες. Τα μπουμπουνητά συνεχίζονταν. Σήκωσαν και οι δύο το κεφάλι και είδαν στρώματα από μαύρα σύννεφα να σκεπάζουν τον ουρανό πάνω από την οδό Πόπλαρ. Αστραπές σχημάτιζαν φωτεινά αυλάκια πάνω από το κέντρο του Κολόμπους. «Θα βρέξει με το τουλούμι», είπε ο κτηνίατρος. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα και αραιά. «Ελπίζω να σκεπάσει κάποιος το πτώμα του νεαρού πριν πιάσει η βροχή». Έ β γ α λ ε το ένα χέρι από την τσέπη και έτριψε αργά το μέτωπο του, σαν να προσπαθούσε να διώξει τις αρχές ενός πονοκεφάλου. «Τρομερό! Ή τ α ν καλό παιδί. Έ π α ι ζ ε μπέιζμπολ». «Ναι, το ξέρω». Ο Πίτερ θυμήθηκε πώς είχε γελάσει ο Κάρι όταν του είπε ότι του χρόνου θα ούρλιαζε στο γήπεδο και ένιωσε , έναν ξαφνικό πόνο στο στομάχι. Αυτό το όργανο (και όχι η καρδιά, όπως υποστηρίζουν οι ποιητές) είναι περισσότερο συντονισμένο με τα βαθύτερα συναισθήματα του ανθρώπου. Ξαφνικά άρχισε να συνειδητοποιεί όσα είχαν συμβεί. Ο Κάρι Ρίπτον δε θα έπαιζε στους Χοκς το επόμενο καλοκαίρι. Ο Κάρι
64
RICHARD BACHMAN
Ρίπτον δε θα έμπαινε χοροπηδώντας από την πίσω πόρτα του σπιτιού του απόψε, ρωτώντας τι υπάρχει για φαγητό. Ο Κάρι Ρίπτον είχε πετάξει στη χώρα του Πουθενά, αφήνοντας πίσω μόνο τη σκιά του. Ή τ α ν ένας από τα Χαμένα Αγόρια τώρα. Κι άλλα μπουμπουνητά και αυτή τη φορά η βροντή ήταν τόσο κοντινή και δυνατή, που ο Πίτερ αναπήδησε τρομαγμένος. «Κοίτα», είπε στον Τομ, «στο γκαράζ μου έχω έναν πλαστικό μουσαμά, φτάνει να σκεπάσεις αυτοκίνητο σχεδόν. Αν τον φέρω, θα 'ρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις να τον σκεπάσουμε;» «Μπορεί αυτό να μην αρέσει στον Εντράτζιαν», είπε ο κτηνίατρος. «Να πάει να πνιγεί ο Εντράτζιαν, δεν είναι αστυνομικός», είπε ο Πίτερ. «Τον απέλυσαν πέρσι για δωροληψία». «Οι άλλοι αστυνομικοί, όμως, όταν έρθουν...» «Δε με νοιάζει ούτε γι* αυτούς», απάντησε ο Πίτερ. Η φωνή του δεν ήταν και τόσο σταθερή. « Ή τ α ν καλό παιδί, πολύ καλό παιδί, και κάποιο κάθαρμα τον σκότωσε εν ψυχρώ πάνω στο ποδήλατο. Σε λίγο θα βρέξει και θα γίνει μούσκεμα. Θα ήθελα να μπορώ να πω στη μητέρα του πως έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου. Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;» «Αφού το θέτεις έτσι», είπε ο Τομ. Χτύπησε τον Πίτερ στον ώμο. «Άντε, πάμε». « Έ τ σ ι μπράβο».
5
Η Κιμ Γκέλερ κοιμόταν και δεν είχε πάρει είδηση τίποτα. Ό τ α ν η Σούζι και η Ντέμπι Ρος - η κοκκινομάλλα που άρεσε τόσο πολύ στον Κάρι Ρίπτον- όρμησαν στην κρεβατοκάμαρά της, τη βρήκαν να κοιμάται ακόμη πάνω από το κουβερλίτου κρεβατιού. Την ξύπνησαν κι αυτή ανακάθισε στο κρεβάτι. Είχε πονοκέφαλο. Είναι λάθος να κοιμάσαι
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
65
όταν κάνει τόσο πολλή ζέστη, αλλά μερικές φορές δεν μπορείς να αντισταθείς. Προσπάθησε να καταλάβει τι της έλεγαν τα κορίτσια, αλλά μπερδεύτηκε σχεδόν αμέσως. Της έλεγαν ότι είχαν σκοτώσει κάποιον εδώ, στην οδό Πόπλαρ, κι αυτό φυσικά ήταν αδύνατο. Ό τ α ν όμως την πήγαν στο παράθυρο, κατάλαβε ότι σίγουρα κάτι είχε συμβεί. Οι δίδυμοι και η Κάμι, η μητέρα τους, στέκονταν στην είσοδο του κήπου τους. Οι Σόντερσον - ο Μπεκρής και η Σκύλα, όπως ήταν γνωστοί στους λιγότερο ευγενικούς κύκλους- στέκονταν στη μέση του δρόμου, στην άκρη του τετραγώνου... Είδε τη Μαριέλ να τραβάει τον Γκάρι προς το σπίτι τους κι αυτός να την ακολουθεί. Πιο κάτω, στο πεζοδρόμιο, είδε τους Τζόζεφσον. Και απέναντι τον Πίτερ Τζάκσον και τον Μπίλινγκσλι να βγαίνουν από το γκαράζ του Τζάκσον κρατώντας ένα μεγάλο μπλε μουσαμά. Ο αέρας είχε αρχίσει να δυναμώνει και οι άκρες του μουσαμά κυμάτιζαν στα χέρια τους. Σχεδόν όλοι είχαν βγει έξω, στο δρόμο. Όσοι ήταν σπίτια τους, τουλάχιστον. Αλλά δεν μπορούσε να δει τι κοίταζ α ν το πλάι του σπιτιού τής έκρυβε τη θέα προς τη γωνία. Η Κίμπερλι Γκέλερ γύρισε πάλι στα κορίτσια, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της. Χοροπηδούσαν από πόδι σε πόδι, σαν να ήθελαν να πάνε στην τουαλέτα, ενώ η Ντέμπι ανοιγόκλεινε τις παλάμες της από ανυπομονησία. Ή τ α ν χλομές και γεμάτες έξαψη, ένας συνδυασμός που δεν άρεσε καθόλου στην Κιμ. Κι αυτό που της είπαν, ότι κάποιος σκοτώθηκε... Δεν ήταν δυνατόν... «Και τώρα πείτε μου τι έγινε», είπε. «Και όχι ανοησίες». «Σου είπαμε* κάποιος σκότωσε τον Κάρι Ρίπτον!» φώναξε ανυπόμονα η Σούζι, με ένα ύφος λες και η μητέρα της ήταν ο πιο κουτός άνθρωπος του κόσμου... Κι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κάπως έτσι ένιωθε η Κιμ. « Έ λ α , μαμά! Θα δούμε την αστυνομία να 'ρχεται!» «Θέλω να τον ξαναδώ πριν τον σκεπάσουν!» φώναξε ξαφνικά η Ντέμπι. Γύρισε και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Η Σούζι δεν την ακολούθησε αμέσως. Κοίταξε τη
66
RICHARD BACHMAN
φίλη της με κάποια αμφιβολία -ένιωσε να βρίσκεται στα πρόθυρα της ναυτίας- μετά όμως έτρεξε κι αυτή κάτω. « Έ λ α , μαμά!» φώναξε πάνω από τον ώμο της και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Είχε εκλεγεί Βασίλισσα στο χορό αποφοίτησης του γυμνασίου, αλλά ήταν άχαρη. Έ τ ρ ε χ ε σαν βούβαλος και τα βήματά της έκαναν τα παράθυρα να βροντάνε και τον πολυέλαιο στο ταβάνι να κουδουνίζει. Η Κιμ πήγε αργά αργά στο κρεβάτι και φόρεσε τα σαντάλια της. Έ ν ι ω θ ε αποβλακωμένη και μπερδεμένη.
6 «Και πήγες τρέχοντας μέχρι εκεί κάτω;» ρώτησε η Μπελίντα Τζόζεφσον για τρίτη φορά. Αυτό ήταν το κομμάτι της ιστορίας που δυσκολευόταν να χωνέψει περισσότερο απ' όλα. «Έτσι χοντρός που είσαι;» «Δεν είμαι χοντρός, γυναίκα», είπε ο Μπραντ. «Είμαι μεγαλόσωμος». «Αγάπη μου, αυτό θα γράψουν στο πιστοποιητικό θανάτου έτσι και κάνεις μερικά τέτοια κατοστάρια ακόμη», είπε η Μπελίντα. «"Το θύμα πέθανε επειδή ήταν μεγαλόσωμο"». Τα λόγια της ήταν πειρακτικά, ο τόνος της όμως όχι. Καθώς μιλούσε, του έτριβε το σβέρκο, νιώθοντας τον κρύο ιδρώτα που σκέπαζε το δέρμα του άντρα της. Αυτός έδειξε στο δρόμο. «Κοίτα. Ο Πιτ Τζάκσον και ο γιατρός». «Τι κάνουν εκεί;» «Μάλλον πάνε να σκεπάσουν το μικρό», είπε ο Μπραντ και ξεκίνησε κι αυτός προς τα εκεί. Η Μπελίντα τον τράβηξε αμέσως πίσω. «Να σου λείπει. Δεν ξαναπάς εκεί κάτω με τίποτα. Μια διαδρομή τη μέρα φτάνει και περισσεύει».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
67
Ο Μπραντ της έριξε μια ματιά που έλεγε, Γυναίκα, μη μου κολλάς, αλλά δεν έφερε αντίρρηση, θ α μπορούσε να επιμείνει, εκείνη τη στιγμή όμως είδαν τον Τζόνι Μάρινβιλ να βγαίνει από το σπίτι του. Οι βροντές συνεχίζονταν και είχε αρχίσει να φυσάει ένα σταθερό αεράκι. Η Μπελίντα το ένιωθε κρύο, σχεδόν παγερό. Εκείνο που την τρόμαζε, όμως, ήταν το κίτρινο χρώμα που είχε πάρει ο ουρανός στα νοτιοδυτικά. Ελπίζω να μη μας χτυπήσει κανένας ανεμοστρόβιλος μέχρι το βράδυ, σκέφτηκε. Ό τ α ν έπιανε η βροχή, ο κόσμος θα γύριζε στα σπίτια του, προς το παρόν όμως όλοι ήταν έξω και χάζευαν το σπίτι του Εντράτζιαν. Καθο5ς παρακολουθούσε η Μπελίντα, είδε την Κιμ Γκέλερ να βγαίνει από το 243, να κοιτάζει γύρω της και μετά να πηγαίνει στο διπλανό σπίτι, για να μιλήσει με την Κάμι Ριντ στη βεράντα. Οι δίδυμοι (τέλειο υλικό για να τροφοδοτήσουν τις αθώες φαντασιώσεις μιας νοικοκυράς, κατά την ταπεινή γνοόμη της Μπελίντα Τζόζεφσον), μαζί με τη Σούζι Γκέλερ και μια όμορφη κοκκινομάλλα που της ήταν άγνωστη, στέκονταν στον κήπο. Ο Ντέιβ Ριντ είχε γονατίσει και σκούπιζε τα πόδια του με τη φανέλα του, ποιος ξέρει γιατί... Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψεις, σκέφτηκε η Μπελίντα. Υπάρχει ένα πτώμα εκεί κάτω και ο Ντέιβ Ριντ ξέρασε μόλις το είδε. Και λέρωσε τα πόδια του ο καημένος. Έ β λ ε π ε κόσμο μπροστά σε όλα τα σπίτια, εκτός από το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ, που ήταν άδειο, το σπίτι του πρώην αστυνομικού και το 247, το τρίτο σπίτι πιο κάτω από το δικό τους, το σπίτι των Γουάιλερ. Πολύ άτυχη αυτή η οικογένεια. Ούτε η Ό ν τ ρ ε ϊ ούτε το καημένο το ορφανό που μεγάλωνε (αν και δεν μπορείς να μεγαλώσεις ένα π α ι δ ί σαν τον Σηθ, σκέφτηκε η Μπελίντα, αυτό είναι το κακό) είχαν βγει έξω. Να έλειπαν; Μπορεί, αλλά ήταν σίγουρη ότι είχε δει την Ό ν τ ρ ε ϊ το μεσημέρι να τριγυρίζει με νωθρές κινήσεις στον κήπο και να βάζει μπροστά την τεχνητή βροχή. Η Μπελίντα το σκέφτηκε λίγο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έκανε λάθος για την ώρα. Ό τ α ν την είδε,
68
RICHARD BACHMAN
σκέφτηκε ότι η Ό ν τ ρ ε ϊ έχει αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο. Η μπλούζα και το μπλε σορτς που φορούσε φαίνονταν βρόμικα και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πήγε και έβαψε τα ωραία καστανά μαλλιά της μ' αυτό το απαίσιο μοβ-κόκκινο χρώμα. Αν το έκανε για να φαίνεται πιο νέα, είχε αποτύχει οικτρά. Και τα μαλλιά της ήθελαν λούσιμο* ήταν λαδωμένα και αχτένιστα. Στα εφηβικά της χρόνια, η Μπελίντα ένιωθε μερικές φορές την επιθυμία να ήταν λευκή - τ α λευκά κορίτσια έδειχναν να διασκεδάζουν πιο πολύ και να είναι πιο ευχαριστημένα με τη ζωή τ ο υ ς - τώρα όμως που πλησίαζε τα πενήντα και την εμμηνόπαυση χαιρόταν που ήταν μαύρη. Οι λευκές χρειάζονται πολύ περισσότερη «συναρμολόγηση» όσο μεγαλώνουν. Μπορεί η «κόλλα» που τις συγκρατεί να μην είναι τόσο δυνατή. «Προσπάθησα να πάρω την αστυνομία», είπε ο Τζόνι Μάρινβιλ. Κατέβηκε στο δρόμο σαν να είχε σκοπό να περάσει από τη δική τους πλευρά, αλλά σταμάτησε. «Το τηλέφωνο...» Άφησε τη φράση του στη μέση, σαν να μην ήξερε πώς να τη συνεχίσει. Αυτό φάνηκε πολύ παράξενο στην Μπελίντα. Πάντα πίστευε ότι αυτός ο τύπος θα φλυαρούσε ασταμάτητα ακόμη και την ώρα που πέθαινε. Ο Θεός θα αναγκαζόταν να τον περάσει από τη χρυσή πύλη μόνο και μόνο για να τον κάνει να το βουλώσει. «Τι έγινε με το τηλέφωνο;» ρώτησε ο Μπραντ. Ο Τζόνι έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Φαινόταν να εξετάζει διάφορες απαντήσεις που θα μπορούσε να δώσει. Τελικά διάλεξε μια σύντομη. «Δε δουλεύει. Δε δοκιμάζετε κι εσείς;» «Θα δοκίμαζα», είπε ο Μπραντ, «αλλά είμαι σίγουρος ότι ο Εντράτζιαν τους τηλεφώνησε ήδη από το μαγαζί. Είχε αναλάβει τον έλεγχο εκεί κάτω». «Αλήθεια;» είπε σκεφτικός ο Μάρινβιλ και κοίταξε προς το μαγαζί. «Ανέλαβε πραγματικά τον έλεγχο;» Αν είδε τους δυο άντρες με το μουσαμά και κατάλαβε τι πήγαιναν να κάνουν, δεν είπε τίποτα. Φαινόταν χαμένος σε σκέψεις.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
69
Μια κίνηση τράβηξε την προσοχή της Μπελίντα. Γύρισε προς την οδό Μπέαρ και είδε ένα λαδί αυτοκίνητο να πλησιάζει στη διασταύρωση. Το αμάξι της Μαίρης Τζάκσον. Πέρασε δίπλα από ένα κίτρινο βαν, που ήταν παρκαρισμένο κοντά στη γωνία, και μετά έκοψε ταχύτητα. Πρόλαβες και γύρισες πριν πιάσει βροχή, μπράβο σου, σκέφτηκε η Μπελίντα. Δεν ήταν στενές φίλες, αλλά τη συμπαθούσε τη Μαίρη Τζάκσον, όπως όλοι στη γειτονιά. Ή τ α ν γυναίκα με χιούμορ, ντόμπρα και αξιοπρεπής, αν και τελευταία φαινόταν κάτι να την απασχολεί. Ευτυχώς, δεν της είχε χαλάσει την εμφάνιση, όπως έγινε με την Όντρεϊ Γουάιλερ. Αντίθετα, η Μαίρη τελευταία θαρρείς και είχε ανθίσει σαν στεγνό παρτέρι έπειτα από βροχή.
7
Το τηλέφωνο για 10 κοινό ήταν δίπλα στα ράφια με τις εφημερίδες, που ήταν άδεια εκτός από ένα τελευταίο αντίτυπο της Γιου-Ες 'Ει Τουντέι και μερικές Σόπερ. Της περασμένης βδομάδας. Ο Κόλι Εντράτζιαν ένιωσε μια παράξενη αίσθηση, όταν συνειδητοποίησε ότι το παιδί που θα γέμιζε το ράφι με το τελευταίο τεύχος ήταν νεκρό στον κήπο του σπιτιού του. Και στο μεταξύ αυτό το κωλοτηλέφωνο... Βρόντηξε το ακουστικό στη θέση του και πήγε πίσω από τον πάγκο, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τους τελευταίους αφρούς από το πρόσωπο του με την πετσέτα που είχε ακόμη στον ώμο του. Η ομορφούλα με τα δίχρωμα μαλλιά και ο γερασμένος χίπι από το φορτηγό τον παρακολουθούσαν και ο Κόλι ένιωσε αμηχανία επειδή δε φορούσε πουκάμισο. Βασικά, ένιωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά αυτό που ήταν: ένας απολυμένος αστυνομικός. «Το αναθεματισμένο το τηλέφωνο δε δουλεύει», είπε στην κοπέλα. Είδε ότι στο στήθος της είχε μια
70
RICHARD BACHMAN
μικρή ταμπέλα με το όνομα της. «Γιατί δε βάζετε μια ταμπέλα "Δε λειτουργεί", Σΰνθια;» «Γιατί στη μία η ώρα λειτουργούσε», απάντησε αυτή. «Ο τύπος που έφερε το ψωμί τηλεφώνησε στο κορίτσι του». Έ κ α ν ε μια γκριμάτσα και μετά πρόσθεσε κάτι που ο Κόλι το βρήκε σχεδόν σουρεαλιστικό κάτω από αυτές τις συνθήκες: «Σου έφαγε το κέρμα;» Η αλήθεια ήταν ότι του το είχε φάει, αλλά τι σημασία είχε; Κοίταξε από την πόρτα του μαγαζιού και είδε τον Πίτερ Τζάκσον και το συνταξιούχο κτηνίατρο να πλησιάζουν στο σπίτι του κρατώντας ένα μεγάλο μπλε μουσαμά. Ή τ α ν φανερό ότι ήθελαν να σκεπάσουν το πτώμα. Ο Κόλι ξεκίνησε για την πόρτα, έχοντας σκοπό να τους πει να μην πλησιάσουν, ότι ήταν ο τόπος του εγκλήματος και ότι μπορεί να κατέστρεφαν στοιχεία. Ξαφνικά έπεσε μία ακόμη βροντή, η δυνατότερη ως τώρα, που έκανε τη Σύνθια να ξεφωνίσει από έκπληξη. Δε γαμιέται, σκέφτηκε. Άσ' τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Έ τ σ ι κι αλλιώς θα βρέξει. Ναι, ίσως το καλύτερο ήταν να σκεπαστεί το πτώμα. Κατά πάσα πιθανότητα θα έπιανε βροχή πριν φτάσουν οι αστυνομικοί (δεν είχε ακούσει ούτε σειρήνες ακόμη) και το νερό θα κατέστρεφε όποια στοιχεία υπήρχαν. Καλύτερα να το σκεπάσουν... Παρ' όλα αυτά, ένιωθε βαθιά ανησυχία ότι τα γεγονότα ξέφευγαν από τον έλεγχο του. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε ότι κι αυτό ήταν ψευδαίσθηση. Τα γεγονότα δεν ήταν ποτέ κάτω από τον έλεγχο του. Στην ουσία ήταν κι αυτός ένας ακόμη πολίτης της οδού Πόπλαρ. Πάντως, είχε κι αυτό τα προτερήματά του. Αν έκανε κανένα λάθος στις διαδικασίες, δεν μπορούσαν πια να του το φορτώσουν στο φάκελο του. Βγήκε έξω κι έβαλε τις παλάμες γύρω από το στόμα του για να ακουστεί μέσα στον άνεμο που είχε δυναμώσει. «Πίτερ! Κύριε Τζάκσον!» Ο Τζάκσον τον κοίταξε με σφιγμένο πρόσωπο, περιμένοντας ότι ο Εντράτζιαν θα τους έλεγε να γυρίσουν πίσω.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
71
«Μην αγγίξετε το πτώμα!» φώναξε. «Μην αγγίξετε το πτώμα! Απλώστε το μουσαμά από πάνω του χωρίς να πειράξετε τίποτε άλλο. Εντάξει;» «Ναι!» φώναξε ο Πίτερ. Ο κτηνίατρος κατένευσε κι αυτός. «Υπάρχουν μερικοί τσιμεντόπλιθοι στο γκαράζ μου, στον πίσω τοίχο!» φώναξε ο Κόλι. «Η πόρτα είναι ξεκλεΐδωτη! Πάρτε τους και βάλτε τους πάνω από τις άκρες του μουσαμά για να μην τον πάρει ο αέρας!» Τους είδε να γνέφουν και οι δυο καταφατικά και ένιωσε λίγο καλύτερα. «Μπορούμε να τον απλώσουμε για να σκεπάσουμε και το ποδήλατο!» φώναξε ο Μπίλινγκσλι. «Να το κάνουμε;» «Ναι!» τους φώναξε ο Κόλι. Μετά του ήρθε μια άλλη ιδέα. «Στη γωνία, στο γκαράζ μου, υπάρχει άλλος ένας μουσαμάς. Μπορείτε να σκεπάσετε και το σκύλο, αν δε σας πειράζει να κουβαλήσετε κι άλλους τσιμεντόπλιθους». Ο Τζάκσον του έγνεψε ενώνοντας τον αντίχειρα και το δείκτη του σε κύκλο και μετά άφησαν κάτω το μουσαμά που κρατούσαν και κατευθύνθηκαν προς το γκαράζ του Εντράτζιαν. Ο Κόλι τους παρακολούθησε για λίγο. Ας ελπίσουμε ότι θα προλάβουν να τον απλώσουν και να τον στερεώσουν πριν δυναμώσει ο αέρας και τους τον πάρει, σκέφτηκε. Ξαναμπήκε στο μαγαζί για να ρωτήσει τη Σύνθια πού ήταν το τηλέφωνο του μαγαζιού, αλλά είδε ότι του το είχε βγάλει ήδη στον πάγκο. «Ευχαριστώ». Το σήκωσε, άκουσε το σήμα, πάτησε τέσσερις αριθμούς, μετά σταμάτησε και κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο χίπι. «Τίποτα». Αν του έλεγε ότι μόλις είχε πάρει τα τέσσερα πρώτα ψηφία του παλιού του αστυνομικού τμήματος, ο άλλος μάλλον δε θα τον καταλάβαινε - κ ά τ ι σαν γέρικο άλογο που γυρίζει στον παλιό του αχυρώνα. Έκλεισε τη γραμμή και πήρε το 911. Ακουσε βόμβο κλήσης, πράγμα πολύ παράξενο. Ο βόμβος αυτός ακούγεται όταν τηλεφωνείς σε κάποιο
72
RICHARD BACHMAN
σπίτι, όχι στο 911. Ο Κόλι συνοφρυώθηκε. Ό τ α ν παίρνεις το 911 - ε κ τ ό ς αν τα είχαν αλλάξει τα πράγματα όσο καιρό είχε φύγει από την παλιά του δ ο υ λ ε ι ά - άκουγες ένα συνεχές μπιπ, μέχρι να σου απαντήσουν. Φαίνεται ότι το άλλαξαν, σκέφτηκε. Το έκαναν πιο φιλικό. Ο βόμβος κλήσης ακούστηκε πάλι και μετά κάποιος το σήκωσε. Μόνο που αντί να ακούσει τις μαγνητοφωνημένες οδηγίες του 911 που σου λένε ποιο κουμπί να πατήσεις ανάλογα με το τι θέλεις να αναφέρεις, άκουσε μια σιγανή, υγρή, μπουκωμένη ανάσα. Τι στην οργή; «Εμπρός;» «Φάρσα ή κέρασμα», είπε μια φωνή. Νεαρή φωνή και, για κάποιο λόγο, ανατριχιαστική. Ο Κόλι ένιωσε ένα ρίγος να ανεβαίνει την πλάτη του. «Γλείψε τα πόδια μου, δώσ' μου να φάω. Αλλιώς δε με νοιάζει, θα 'ρθω να σε φάω». Μετά ακολούθησε ένα ένρινο χαχανητό. «Ποιος είναι;» «Μην ξαναπάρεις εδώ», είπε η φωνή. «Τακ!» Το κλικ της γραμμής που έκλεισε ήταν τόσο εκκωφαντικό, που το άκουσε και η κοπέλα και ούρλιαξε. Ό χ ι , δεν ήταν από το κλικ, σκέφτηκε ο Κόλι. Έ π ε σ ε κεραυνός. Γι' αυτό ουρλιάζει. Αλλά ο χίπι έτρεχε προς την πόρτα λες και τον κυνηγούσαν, το τηλέφωνο στο χέρι του είχε νεκρωθεί, το άλλο τηλέφωνο ήταν κι αυτό νεκρό και όταν ακούστηκε ο ήχος ο Κόλι κατάλαβε. Δεν ήταν κεραυνός αλλά νέοι πυροβολισμοί. Έ τ ρ ε ξ ε κι αυτός στην πόρτα.
δ
Η Μαίρη Τζάκσον είχε φύγει από το λογιστικό γραφείο όπου δούλευε όχι στις δύο αλλά στις έντεκα. Δεν είχε πάει στο εμπορικό κέντρο, όμως. Είχε πάει στο ξενοδοχείο Κολόμπους. Εκεί είχε συναντηθεί με κάποιον Τζιν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
73
Μάρτιν και για τρεις ώρες του είχε κάνει όλα όσα μπορεί να κάνει μια γυναίκα για έναν άντρα, εκτός από το να του κόψει τα νύχια των ποδιών. Αν της το ζητούσε, θα του το έκανε κι αυτό. Και τώρα κόντευε να φτάσει σπίτι της και, αν έκρινε από την εικόνα της στον καθρέφτη του αυτοκίνητου, έδειχνε μάλλον εντάξει. Αλλά μόλις, έμπαινε σπίτι έπρεπε να πάει κατευθείαν στο μπάνιο, πριν προλάβει να τη δει καλά ο Πίτερ. Επίσης, έπρεπε να πάρει ένα σλιπ από το συρτάρι και να το ρίξει στο καλάθι με τα άπλυτα μαζί με τη φούστα και την μπλούζα της. Το σλιπ που είχε φορέσει το πρωί -ό,τι είχε απομείνει από αυτό- βρισκόταν κάπου κάτω από το κρεβάτι στο δωμάτιο 203 του ξενοδοχείου. Ο Τζιν Μάρτιν της το είχε σκίσει. Το ερώτημα ήταν, πώς είχε μπλέξει έτσι; Και τι θα έκανε τελικά; Τον αγαπούσε τον Πίτερ αυτά τα εννιά χρόνια που ήταν παντρεμένοι και τον είχε αγαπήσει ακόμη περισσότερο μετά την αποβολή της, αν αυτό ήταν δυνατόν. Και τον αγαπούσε ακόμη. Παρ' όλα αυτά, όμως, ήδη θα ήθελε να ξαναβρεθεί με τον Τζιν και να κάνει μαζί του πράγματα που δεν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει με τον Πίτερ. Οι τύψεις πάγωναν το μισό μυαλό της, η λαγνεία έκαιγε το άλλο μισό και, κάπου στη μέση, σε μια ουδέτερη ζώνη που όλο και μίκραινε ζούσε η λογική, ως καλοπροαίρετη και προσγειωμένη γυναίκα που υποτίθεται ότι ήταν. Είχε μπλέξει με άλλο άντρα, ο οποίος ήταν επίσης παντρεμένος. KaL τώρα γύριζε σπίτι της, σε έναν καλό άνθρωπο που δεν υποψιαζόταν τίποτα (σίγουρα δεν υποψιαζόταν, Θεούλη μου, ας μην υποψιαζόταν, και βέβαια δεν υποψιαζόταν, πώς ήταν δυνατόν να υποψιαστεί), χωρίς σλιπ κάτω από τη φούστα της και με διάφορα σημεία του σώματος της να πονούν ακόμη από τις περιπέτειές τους. Δεν ήξερε πώς ακριβώς είχαν αρχίσει όλα αυτά και πώς ήταν δυνατόν να θέλει να συνεχίσει μια τόσο ηλίθια και βρόμικη κατάσταση, π' ανάθεμά τον τον Τζιν Μάρτιν, δεν είχε καθόλου μυαλό στο κεφάλι του, μόνο που φυσικά εκείνη δεν την ενδιέφερε το μυαλό του, δεν έδινε δεκάρα για το
74
RICHARD B A C H M A N
μυαλό του, και τι θα έκανε τελικά; Δεν ήξερε. Μ ό ν ο ένα πράγμα ήξερε τώρα: ήξερε πώς νιώθουν οι ν α ρ κ ο μανείς και γι' αυτό δε θα τους ξανακατηγορούσε π ο τ έ στη ζωή της. Ό σ ο ι δεν το έχουν δοκιμάσει αυτό, νομίζουν ότι είναι εύκολο να πεις όχι. Δεν είναι, όμως, δ ε ν είναι καθόλου εύκολο. Οδηγούσε, με αυτές τις χαώδεις σκέψεις να μ π ε ρ δ ε ύ ονται στο μυαλό της, ενώ γύρω της οι δρόμοι π ε ρ ν ο ύ σ α ν σαν θολές εικόνες σε όνειρο και ευχόταν να μην ήταν στο σπίτι ο Πίτερ όταν γύριζε, να είχε πάει ίσως στης Μίλι για ένα παγωτό (ή ίσως στη Σάντα Φε για να δει τη μητέρα του για μερικές βδομάδες, αυτό θα ήταν το καλύτερο, έτσι μπορεί να κατάφερνε να απαλλαγεί από αυτό τον τρομερό πυρετό). Δεν πρόσεξε ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει πρόθυρα από τα σύννεφα ούτε ότι πολλά αυτοκίνητα είχαν αναμμένα τα φώτα τους, δεν άκουγε τους κεραυνούς και δεν είδε τις αστραπές. Ούτε το κίτρινο βαν που ήταν παρκαρισμένο στη γωνία της Μπέαρ και της Πόπλαρ όταν το προσπέρασε. Εκείνο που την έκανε να βγει από τις σκέψεις της ήταν το ότι είδε τον Μπραντ και την Μ π ε λ ί ν τ α Τζόζεφσον μπροστά στο σπίτι τους. Ο Τζόνι Μάρινβιλ ήταν μαζί τους. Και πιο κάτω στο δρόμο είδε κι άλλους: ο Ντέιβιντ Κάρβερ, με ένα πολύ μικρό και εφαρμοστό μαγιό, στεκόταν στο πεζοδρόμιο με τα χέρια στους γοφούς... οι δίδυμοι Ριντ... η Κάμι, η μητέρα τους... η Σούζι Γκέλερ και μια φίλη της στον κήπο τους, με την Κιμ Γκέλερ πίσω τους... Μια τρελή σκέψη της πέρασε από το μυαλό: το ξέρουν. Το ξέρουν όλοι. Με περιμένουν και θα βοηθήσουν τον Πίτερ να με κρεμάσει από κανένα δέντρο ή ίσως να με λιθοβολήσουν, όπως έκαναν παλιά. Μην είσαι βλάκας, της είπε ένα πιο ψύχραιμο μέρος του εαυτού της, ένα μέρος που είχε μικρύνει απελπιστικά τον τελευταίο καιρό, ευτυχώς όμως υπήρχε ακόμη. Δεν έχει καμιά σχέση μ' εσένα, Μαίρη. Ό,τι βρομιές κι αν έχεις κάνει, ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω σου.
H i ΡΥΘΜΙΣΤΕΣ
75
^ ν ε λ θ ε , λοιπόν. Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα ήσουν %όοο παρανοϊκή αν δεν κυκλοφορούσες χωρίς σλιπάκι... Φτου! Ο Πίτερ ήταν αυτός στο βάθος, κοντά στο μαγαζί, στην άκρη του δρόμου. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά £χβι της φάνηκε. Ο Πίτερ και ο γερο-κτηνίατρος από το διπλανό σπίτι. Κάτι σκέπαζαν στον κήπο του σπιτιού 3ΐου βρισκόταν απέναντι από το μαγαζί. Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή τόσο δυνατή που την έχανε να αναπηδήσει τρομαγμένη. Οι πρώτες σταγόνες βροχής ράντισαν το παρμπρίζ, κάνοντας έναν ήχο σαν να ήταν μεταλλικές μπάλες. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάμποση ώρα τώρα που ήταν σταματημένη στη γωνία και κοίταζε σαν χαμένη το δρόμο μπροστά της. Οι Τζόζεφσον και ο Τζόνι Μάρινβιλ θα άρχιζαν να αναρωτιούνται μήπως της έχει στρίψει. Ό χ ι , είπαμε, ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω σου. Μόλις έστριψε στη γωνία, είδε ότι δεν της έδιναν καμιά σημασία. Η Μπελίντα μόνο της έριξε μια σύντομη ματιά και μετά γύρισε κι αυτή προς την άλλη άκρη του δρόμου όπου κοίταζαν όλοι, σαν να παρακολουθούσαν τον άντρα της και τον Μπίλινγκσλι που σκέπαζαν κάτι. Άναψε τους υαλοκαθαριστήρες, καθώς οι σταγόνες της βροχής γίνονταν όλο και πιο πυκνές, και προσπάθησε να διακρίνει κι αυτή τι συμβαίνει. Δεν ήξερε ότι to κίτρινο διαστημικό βαν την είχε ακολουθήσει στην οδό Πόπλαρ και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του παρά μόνο όταν έπεσε πάνω στο αμάξι της από πίσω.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
77
Απόκομμα από ίο περιοδικό Παιχνίδια, Το Διεθνές Διαφημιστικό Περιοδικό ιης Βιομηχανίας Παιχνιδιών, Ιανουάριος 1994 (Τομ. 94, No. 2), σ. 96. Απόσπασμα από to άρθρο «Επισκόπηση Δικαιωμάτων για ίο '94», ίου Τζον Μίλερ. ν και η σεζόν μόλις άρχισε, ένα προϊόν που εμφανίστηκε στην αγορά μετά τα Χριστούγεννα γνωρίζει ήδη μεγάλη επιτυχία. Η μεγάλη ζήτηση που παρατηρείται, παρ' όλο που οι πρώτοι μήνες του χρόνου συνήθως έχουν ελάχιστη εμπορική κίνηση, δείχνει ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες επιτυχίες όπως τα Χελωνονιντζάκια και οι Πάουερ Ρέίντζερς θα υποσκελιστούν από την τελευταία «τρέλα», που όπως γνωρίζουν όλοι οι γονείς με παιδιά ηλικίας 2-8 ετών (σ' αυτή την περίπτωση και αγόρια και κορίτσια) είναι OL Μότοκαπς 2200 και τα διαστημικά τους βαν. Η κατασκευή των παιχνιδιών με βάση το καρτούν της NBC άρχισε με καθυστέρηση τριών εβδομάδων περίπου και έτσι τα προϊόντα δεν πρόλαβαν να βγουν στην αγορά για τα Χριστούγεννα. Ο Τζον Κλάιστ, αντιπρόεδρος της Γκουντ Παλζ, που έχει πάρει τα δικαιώματα κατασκευής των παιχνιδιών, αναγνωρίζει ότι μια τέτοια καθυστέρηση (που προκλήθηκε από απεργίες στο εργοστάσιο της Παλζ στο Τολέντο) συνήθως καταστρέφει ένα προϊόν, σ' αυτή την περίπτωση όμως μπορεί να λειτούργησε θετικά για την εταιρεία. «Μερικές φορές η αγορά σε βλέπει πιο καθαρά όταν εμφανίζεσαι για πρώτη φορά μετά τα Χριστούγεννα», είπε χαμογελαστός ο Κλάιστ. Ό π ο ι ο ς κι αν είναι ο λόγος, είναι φανερό ότι οι Μότοκαπς, ο συνταγματάρχης Χένρι, ο Φιδοκυνηγός, ο Μπάουντί, ο ταγματάρχης Πάικ, ο Ρούτι το ρομπότ και η σκληρή αλλά και θηλυκή Κασσάνδρα Στάιλς, θα είναι τα πιο καυτά κουκλάκια αυτό το καλοκαίρι, μαζί με τους μεγάλους εχθρούς τους, τον Απρόσωπο και την κόμισσα Λίλι Μαρς. Μεγάλη επιτυχία έχουν επίσης τα μάλλον ακριβά οχήματα των Μότοκαπς, τα λεγόμενα Πάουερ Βάγκον, τέσσερα φουτουριστικά βαν με πτυσσόμενους τροχούς και φτερά. Το κίτρινο Τζάστις Βάγκον του συνταγματάρχη Χένρι, το κόκκινο Τράκερ Άροου του Φιδοκυνηγού, το ασημί Ρούτι Τοΰτι του Ρούτι και το ροζ Ντριμ Φλόατερ της Κάσι Στάιλς πουλάνε πολύ καλά, παρά την ψηλή τιμή τους. Τις μεγαλύτερες πωλήσεις από τα οχτώ οχήματα
69 RICHARD BACHMAN
που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά έχει το κατάμαυρο Μιτ Βάγκον του «κακού» Απρόσωπου. Αυτό δεν εκπλήσσει τον Τζον Κλάιστ. «Τα παιδιά αγαπούν τους κακούς», λέει. Μερικές ομάδες γονέων έχουν διαμαρτυρηθεί για το «υπερβολικά βίαιο περιεχόμενο» του καρτούν Μότοκαπς 2200, αλλά σύμφωνα με τον Κλάιστ, τα νέα επεισόδια των Μότοκαπς (που θα αρχίσουν να προβάλλονται από το NBC το Μάρτιο) θα τονίζουν «τις οικογενειακές αξίες και τις ειρηνικές λύσεις». Ανεξάρτητα από το ύφος των νέων επεισοδίων, η Γκουντ Παλζ είναι τρομερά ευχαριστημένη. Αυτή η μικρή εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών κατάφερε να κάνει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων ετών.
Οδός Πόττλαρ/4:09 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6
Βλέπει ία πάντα. Αυτή ήταν η ευλογία και η κατάρα που τον ακολουθούσε σε όλα τα χρόνια της ζωής του. Ο κόσμος πέφτει ακόμη στα μάτια του όπως πέφτει στα μάτια ενός παιδιού, καθαρά και αμερόληπτα, χωρίς επεμβάσεις και επιλογές. Βλέπει τη Λούμινα, το αμάξι της Μαίρης, στη γωνία και ξέρει ότι η γυναίκα του Τζάκσον προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο κόσμος είναι στο δρόμο και κοιτάζει προς το ίδιο σημείο. Κάτι σ' αυτή την εικόνα δεν ταιριάζει με τη γειτονιά. Ό τ α ν to αμάξι αρχίζει να προχωρεί, βλέπει το κίτρινο βαν, δΕου είναι τώρα πίσω της, να ξεκινά κι αυτό, ακούει $λλη μια δυνατή βροντή και νιώθει τις πρώτες ψυχρές Σταγόνες της βροχής στα χέρια του. Το αμάξι της Μαίρης αρχίζει να κατεβαίνει τον κατηφορικό δρόμο ί*αι τότε βλέπει το κίτρινο βαν να ανοίγει ξαφνικά ταχύτητα ,και ξέρει τι πρόκειται να συμβεί, αλλά και Ήχλι δεν μπορεί να το πιστέψει.
80
RICHARD BACHMAN
Πρόσεξε, σ κ έ φ τ ε τ α ι Έ τ σ ι που κάθεσαι και χαζεύεις τη Μαίρη Τζάκσον, μπορεί να σε πατήσουν κι εσένα σαν σκίουρο στο δρόμο. Ο π ι σ θ ο χ ω ρ ε ί μερικά βήματα και ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι των Τζόζεφσον, με το κεφάλι γυρισμένο ακόμη αριστερά και τα μάτια διάπλατα. Βλέπει τη Μαίρη στο τιμόνι να κοιτάζει προς το βάθος του δρόμου. Μάλλον αναγνώρισε τον άντρα της, η απόσταση δεν είναι πολύ μεγάλη, και μάλλον αναρωτιέται τι κάνει ο Πίτερ, δε βλέπει τον Τζόνι Μάρινβιλ και δε βλέπει ούτε το παράξενο κίτρινο βαν με τα φιμέ τζάμια να πλησιάζει πίσω της. «Μαίρη, πρόσεξε!» της φωνάζει. Ο Μπραντ και η Μπελίντα, που εκείνη τη στιγμή ανεβαίνουν τα σκαλιά του σπιτιού τους, γυρίζουν. Την ίδια στιγμή, το βαν πέφτει στο πίσω μέρος της Λούμινα, διαλύει τα φανάρια, σπάει τον προφυλακτήρα και τσαλακώνει το πορτ μπαγκάζ. Βλέπει το κεφάλι της Μαίρης να πετάγεται πίσω και μετά μπροστά, σαν ένα λουλούδι με μακρύ κοτσάνι που το τραντάζει ο άνεμος. Τα λάστιχα της Λούμινα ουρλιάζουν και ακούγεται ένας δυνατός, ξερός κρότος καθώς το δεξί μπροστινό σκάει. Το αμάξι στρίβει αριστερά και το σκασμένο λάστιχο πλαταγίζει, ενώ το καπάκι του τροχού κατεβαίνει κυλώντας στο δρόμο σαν το φρίσμπι των Ριντ. Ο Τζόνι βλέπει τα πάντα, ακούει τα πάντα, νιώθει τα πάντα. Οι πληροφορίες πλημμυρίζουν το μυαλό του, που επιμένει όμως να αραδιάζει στη σειρά το κάθε ασύλληπτο γεγονός, λες και συμβαίνει κάτι λογικό εδώ, κάτι που μπορείς να το αφηγηθείς. Οι ουρανοί ανοίγουν και τα σύννεφα αδειάζουν την παγερή βροχή τους. Ο Τζόνι βλέπει σκούρες ψιχάλες στο πεζοδρόμιο, νιώθει σταγόνες να πέφτουν στο σβέρκο του όλο και πιο γρήγορα, ενώ ο Μπραντ Τζόζεφσον πίσω του φωνάζει: «Χριστέ μου!» Το βαν είναι κολλημένο ακόμη στο πίσω μέρος της Λούμινα, σπρώχνει το αμάξι σαν μπουλντόζα, το παραμορφώνει. Ακούγεται ένα φρικτό μεταλλικό στρίγκλισμα
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
81
και μετά ένας κράτος καθώς ελευθερώνεται το πορτ μπαγκάζ και ανοίγει, αποκαλύπτοντας μια ρεζέρβα, μερικές παλιές εφημερίδες και ένα πορτοκαλί φορητό ψυγείο. Η Λούμινα ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο, το διασχίζει και σταματάει πάνω στο φράχτη, ανάμεσα στο σπίτι του Μπίλινγκσλι και το επόμενο, των Τζάκσον. Μια αστραπή —είναι κοντά τώρα, πολύ κοντά— βάφει στιγμιαία το δρόμο με ένα μακάβριο βιολετί χρώμα, ακολουθεί η βροντή σαν μπαράζ όλμων, ο αέρας αρχίζει να δυναμώνει, σφυρίζει στα δέντρα και η βροχή αρχίζει να πέφτει σαν καταρράχτης. Η ορατότητα μειώνεται συνεχώς, αλλά μέσα στο λίγο φως που υπάρχει ακόμη ο Τζόνι βλέπει το κίτρινο βαν να επιταχύνει και να απομακρύνεται μέσα στη βροχή και την πόρτα της Λούμινα να ανοίγει. Έ ν α πόδι ξεπροβάλλει από μέσα και μετά βγαίνει η Μαίρη Τζάκσον. Φαίνεται σαν να μην ξέρει πού βρίσκεται. Ο Μπραντ του σφίγγει το μπράτσο τώρα, τον ρωτάει αν το είδε αυτό, αν το είδε, αυτό το κίτρινο βαν τη χτύπησε επίτηδες, αλλά ο Τζόνι δεν τον ακούει, γιατί τώρα βλέπει ένα άλλο βαν, μπλε αυτή τη φορά. Εμφανίζεται μέσα από τη βροχή, σαν μούρη προϊστορικού τέρατος, με το νερό να τρέχει ποτάμι πάνω στο φιμέ παρμπρίζ, που δεν έχει υαλοκαθαριστήρες. Και ξαφνικά ο Τζόνι ξέρει τι πρόκειται να συμβεί. «Μαίρη!» ουρλιάζει στη ζαλισμένη γυναίκα που παραπατάει με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, αλλά άλλη μια βροντή πνίγει τη φωνή του. Η Μαίρη δε γυρίζει καν προς το μέρος του. Η βροχή τρέχει στο πρόσωπο της σαν δάκρυα. «ΜΑΙΡΗ, ΠΕΣΕ ΚΑΤΩ!» Αυτή τη φορά ουρλιάζει τόσο δυνατά, που νομίζει ότι θα σπάσουν οι φωνητικές χορδές του. «ΜΠΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΛΜΑΕΙ!» Και τότε το παρμπρίζ του μπλε βαν κατεβαίνει. Ναι. Γλιστράει κάτω σαν ηλεκτρικό παράθυρο και πίσω του είναι σκοτάδι και μέσα στο σκοτάδι υπάρχουν φαντάσματα. Ναι, δύο φαντάσματα. Πρέπει να είναι φαντάσματα. Είναι δύο όντα με λαμπερό γκρίζο χρώμα, σαν
82
RICHARD BACHMAN
τοπίο σκεπασμένο από ομίχλη λίγο πριν αρχίσει να τη διαπερνά ο ήλιος. Το φάντασμα στο τιμόνι φοράει στολή των Νοτίων από τον εμφύλιο πόλεμο - ο Τζόνι είναι σχεδόν σίγουρος γι' α υ τ ό - αλλά δεν είναι άνθρωπος. Κάτω από το καπέλο του ιππικού φαίνεται ένα πεταχτό μέτωπο, αλλόκοτα αμυγδαλωτά μάτια και ένα στόμα που προεξέχει από το πρόσωπο του σαν σαρκώδες κέρατο. Ο σύντροφος του έχει κι αυτός το ίδιο λαμπερό γκρίζο χρώμα, αλλά τουλάχιστον φαίνεται άνθρωπος. Φοράει δερμάτινο πουκάμισο κυνηγού και σταυρωτή ζώνη με φισεκλίκια. Έ χ ε ι γένια μιας βδομάδας και οι τρίχες φαίνονται κατάμαυρες πάνω στο αφύσικο ασημί χρώμα του δέρματος του. Αυτός ο τύπος στέκεται όρθιος και κρατάει ένα βαρύ δίκαννο. Καθώς παρακολουθεί ο Τζόνι, αυτός το σηκώνει και γέρνει προς τα έξω, σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, άχρωμος αυτός, και χαμογελάει, τα χείλια του είναι τραβηγμένα πίσω και δείχνουν κάτι άγρια δόντια που είναι φανερό ότι δεν έχουν δει ποτέ τους οδοντίατρο. Αυτό το εφιαλτικό πλάσμα φαίνεται σαν να έχει βγει από ταινία φρίκης με σαδιστές κρετίνους που ζουν σε απομονωμένους βάλτους. Ό χ ι , λάθος, σκέφτεται ο Τζόνι. Φαίνεται σαν να έχει βγει από ταινία αλλά όχι τέτοιου τύπου. «ΜΑΙΡΗ!» ουρλιάζει και δίπλα του ο Μπραντ φωνάζει κι αυτός: «ΜΑΙΡΗ, ΚΟΙΤΑ ΠΙΣΩ ΣΟΥ!» Αλλά η Μαίρη δεν παίρνει είδηση τίποτα. Ο τύπος με το δερμάτινο πουκάμισο ρίχνει τρεις φορές, οπλίζοντας γρήγορα έπειτα από κάθε πυροβολισμό. Η πρώτη σφαίρα δεν πετυχαίνει τίποτε, απ' όσο μπορεί να δει ο Τζόνι. Η δεύτερη κόβει την κεραία της Λούμινα. Η τρίτη διαλύει το αριστερό μέρος του κεφαλιού της Μαίρης Τζάκσον. Παρ' όλα αυτά κάνει μερικά βήματα προς το σπίτι του Μπίλινγκσλι, με το αίμα να χύνεται στο λαιμό της και να μουσκεύει την αριστερή μεριά της μπλούζας της, και τα μαλλιά της αρπάζουν φωτιά για μερικές στιγμές π α ρ ά τη βροχή (τα βλέπει όλα αυτά ο Τζόνι, βλέπει τα πάντα), και μετά γυρίζει για μια στιγμή προς το
ΟΙ
ΡΥΘΜΙςΤΕς
83
μέρος του και τον κοιτάζει με το καλά της μάτι... και πέψτει μια αστραπή που γεμίζει αυτό το μάτι με φωτιά. Τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής της δείχνει να είναι εντελώς άδεια, το μόνο που υπάρχει μέσα της είναι ηλεκτρισμός. Μετά παραπατάει πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και πέφτει προς τα πίσω, τη στιγμή που ακούγεται η βροντή, οι φλόγες σβήνουν στα μαλλιά της και το κεφάλι της καπνίζει ακόμη για λίγο σαν την άκρη μισοσβησμένου τσιγάρου. Σωριάζεται κοντά στο κεραμικό λυκόσκυλο, στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι, αυτό που έχει πάνω του το όνομα του κτηνιάτρου και τον αριθμό του σπιτιού, και, καθώς τα πόδια της χαλαρώνουν και ανοίγουν, ο Τζόνι βλέπει κάτι που είναι τρομερό και λυπηρό και ανεξήγητο ταυτόχρονα: μια σκιά που μπορεί να είναι μόνο ένα πράγμα. Ξαφνικά βάζει τα γέλια μέσα στη βροχή. Η γυναίκα του Πίτερ Τζάκσον εκτελέστηκε από ένα φάντασμα, ένα φάντασμα από ένα βαν που το οδηγούσε ένα άλλο φάντασμα (αυτό ντυμένο με στολή των Νοτίων), και η κυρία πέθανε ξεβράκωτη. Δεν είναι αστεία όλα αυτά, αλλά ο Τζόνι γελάει. Ί σ ω ς για να μην αρχίσει να ουρλιάζει. Φοβάται ότι, αν αρχίσει, δε θα μπορέσει να σταματήσει. Τώρα το λαμπερό πλάσμα στο τιμόνι του μπλε βαν γυρίζει προς το μέρος του και για μια στιγμή ο Τζόνι το βλέπει να τον παρατηρεί, να τον σημαδεύει με τα τεράστια αμυγδαλωτά του μάτια, και έχει την αίσθηση ότι κάπου το έχει ξαναδεί αυτό το πράγμα, είναι αδύνατο φυσικά, αλλά η αίσθηση παραμένει πολύ έντονη. Την επόμενη στιγμή το βαν έχει περάσει από μπροστά του. Με είδε, όμως, σκέφτεται ο Τζόνι. Αυτό το πράγμα με τη μάσκα {πρέπει να είναι μάσκα) με είδε και με σημάδεψε, έτσι όπως τσακίζεις τη σελίδα ενός βιβλίου για να ξαναβρείς το σημείο στο οποίο ήσουν. Το δίκαννο ρίχνει δύο φορές ακόμη και στην αρχή ο Τζόνι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει, γιατί το μπλε βαν είναι μπροστά του και του κρύβει τη θέα. Ακούει μόνο γυαλιά να σπάνε μέσα στη βοή της καταιγίδας και
84
RICHARD BACHMAN
τίποτ' άλλο. Μετά, το βαν απομακρύνεται μέσα στην καταρρακτώδη βροχή και βλέπει τον Ντέιβιντ Κάρβερ να κείτεται νεκρός στον κήπο του σπιτιού του, ανάμεσα σε σπασμένα τζάμια από το π α ρ ά θ υ ρ ο πίσω του. Υπάρχει μια τεράστια κόκκινη τρύπα στη μέση της κοιλιάς του και γύρω της σκισμένες σάρκες. Οι μέρες του Κάρβερ ως ταχυδρομικού υπαλλήλου - γ ι α να μην αναφέρουμε και τις μέρες του ως κατοίκου των προαστίων, επιφορτισμένου με το πλύσιμο του αυτοκινήτου- έχουν πάρει τέλος. Ο Κάρβερ είναι νεκρός. Το μπλε βαν φτάνει γρήγορα στη γωνία. Μέχρι να στρίψει και να εξαφανιστεί, ο Τζόνι το κοιτάζει και του φαίνεται σαν οφθαλμαπάτη. «Χριστέ μου, κοίτα εκεί!» ουρλιάζει ο Μπραντ και τρέχει στο δρόμο. «Μπράντλεϊ, όχι!» Η γυναίκα του πάει να τον πιάσει, να τον σταματήσει, αλλά είναι πολύ αργά. Πιο κάτω στο δρόμο πλησιάζουν οι δίδυμοι Ριντ. Ο Τζόνι βγαίνει στο δρόμο νιώθοντας τα πόδια του μουδιασμένα, αβέβαια. Σηκώνει το χέρι του και βλέπει ότι οι άκρες των δαχτύλων του είναι άσπρες. (Τα βλέπει όλα, ναι, όλα, αλλά πώς είναι δυνατόν να του φάνηκε γνωστός ένας τύπος με μάσκα από τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου;) Παραμερίζει τα βρεγμένα μαλλιά από τα μάτια του. Μια αστραπή κάνει ζιγκ ζαγκ στον ουρανό σαν λαμπερή ρωγμή σε σκούρο καθρέφτη. Η βροντή την κυνηγάει. Νιώθει τα πόδια του να γλιστράνε μέσα στα μουσκεμένα αθλητικά παπούτσια και στον αέρα μυρίζει υγρό μπαρούτι. Σε δέκα δεκαπέντε δευτερόλεπτα η μυρωδιά θα χαθεί, θα παρασυρθεί στη γη από τη βροχή, αλλά προς το παρόν υπάρχει, σαν μια υπενθύμιση σε περίπτωση που θα προσπαθούσε να πιστέψει πως όσα είδε ήταν μια παραίσθηση. Και... ναι, βλέπει τα ανοιχτά πόδια της Μαίρης Τζάκσον και αυτό το τόσο επιθυμητό μέρος της γυναικείας ανατομίας που την εποχή του γυμνασίου το ονόμαζαν «γενειοφόρα αχηβάδα». Δε θέλει να τα σκέφτε-
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
85
ται όλα αυτά - ο ΰ τ ε και να βλέπει αυτά που βλέπει— αλλά δεν ελέγχει πια τις σκέψεις του. Ό λ ο ι οι φραγμοί του μυαλοΰ του έχουν πέσει, όπως του συμβαίνει όταν γράφει (ήταν ένας από τους λόγους που αναγκάστηκε να μην ξαναγράψει μυθιστορήματα, όχι ο μοναδικός, αλλά ο σημαντικότερος ίσως), το πέρασμα του χρόνου επιβραδύνεται και η αντίληψη διευρύνεται, πλαταίνει μέχρι που είναι σαν να π α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί ταινία του Σέρτζιο Λεόνε, στην οποία οι άνθρωποι πεθαίνουν με τη χάρη κολυμβητών σε υποβρύχια μπαλέτα. Μικρέ, μικρούλη Σμάικι, σκέφτηκε, ακούγοντας πάλι τη φωνή στο τηλέφωνο. Σ} είδα να δαγκώνεις της μαμάς σον το βυζάκι. Και γιατί αυτή η φωνή να του θυμίζει τον άνθρωπο με τα παράξενα ρούχα και την ακόμη πιο παράξενη μάσκα του εξωγήινου με τα αμυγδαλωτά μάτια; «Μα τι έγινε εδώ πέρα;» ρωτάει μια φωνή δίπλα του. Οι άλλοι πλησιάζουν τον Ντέιβιντ Κάρβερ, αλλά ο Γκάρι Σόντερσον έχει έρθει εδώ, στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι. Με το χλομό πρόσωπο και το ξερακιανό του σώμα φαίνεται σαν να πάσχει από χολέρα στο δεύτερο στάδιο. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα μισάνοιχτα πόδια της Μαίρης Τζάκσον. «Τζόνι! Βλέπεις ό,τι βλέπω...» «Βούλωσέ το, ρε μεθυσμένε μαλάκα», του λέει ο Τζόνι. Κοιτάζει αριστερά και βλέπει τους διδύμους και τη μητέρα τους, την Κιμ Γκέλερ και την κόρη της, καθώς και μια κοκκινομάλλα που δεν την ξέρει. Είναι μαζεμένοι γύρω από το πτώμα του Ντέιβιντ Κάρβερ σαν ποδοσφαιριστές που έχουν μαζευτεί γύρω από ένα χτυπημένο σύντροφο τους. Η Μαριέλ, η γυναίκα του Γκάρι, είναι κι αυτή εκεί, αλλά μόλις βλέπει τον Γκάρι έρχεται να τους συναντήσει. Σταματάει όμως και κοιτάζει συνεπαρμένη, καθώς η πόρτα των Κάρβερ ανοίγει με ένα δυνατό βρόντο και η Κίρστι βγαίνει τρέχοντας έξω στη βροχή σαν ηρωίδα παλιού γοτθικού μυθιστορήματος, ουρλιάζοντας το όνομα του άντρα της μέσα στις αστραπές και τους κεραυνούς.
86
RICHARD BACHMAN
Μιλώντας αργά, σαν να είναι ηλίθιος, ο Γκάρι λέει: «Πώς με είπες;» Δεν κοιτάζει τον Τζόνι, όμως, δεν κοιτάζει καν τον κόσμο που έχει μαζευτεί στον κήπο των Κάρβερ. Εξακολουθεί να κοιτάζει αυτό που αποκαλύπτει η ανασηκωμένη φούστα της νεκρής γυναίκας, καταχωρίζοντας την εικόνα για μελλοντική χρήση (και ίσως σχολιασμό). Ο Τζόνι αισθάνεται ξαφνικά μια σχεδόν ακατανίκητη ανάγκη να του δώσει μια γροθιά στη μύτη. «Δεν έχει σημασία πώς σε είπα, κοίτα μόνο να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό». Κοιτάζει δεξιά, στο δρόμο, και βλέπει τον Κόλι Εντράτζιαν να πλησιάζει τρέχοντας. Φαίνεται να φοράει ροζ πλαστικά σαντάλια. Πίσω του είναι ένας μακρυμάλλης τύπος, που ο Τζόνι δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ του, και η καινούρια πωλήτρια από το μαγαζί - η Σύνθια. Και πίσω τους πλησιάζει τρέχοντας ακόμη πιο γρήγορα, με μάτια γουρλωμένα από φρίκη, ο Πίτερ Τζάκσον. «Μπαμπά!» Μια διαπεραστική, απελπισμένη παιδική κραυγή: η Έ λ ε ν Κάρβερ. «Πάρτε τα παιδιά από δω!» ακούγεται η φωνή του Μπραντ Τζόζεφσον, σκληρή και επιτακτική- ευτυχώς που βοηθάει και κάποιος άλλος, αλλά ο Τζόνι δεν κοιτάζει καν προς το μέρος του. Ο Πίτερ Τζάκσον πλησιάζει, κι εδώ υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να το δει κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Έ ν α ς γρίφος με καθόλου ευχάριστη απάντηση. Ο Τζόνι ρίχνει άλλη μια ματιά γύρω του για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν κοιτάζει τη Μαίρη εκτός από τον Γκάρι. Κανείς. Είναι ένα θαύμα που δε θα κρατήσει για πολύ. Σκύβει, γυρίζει το γοφό της Μαίρης - π ό σ ο βαριά είναι τώρα που είναι ν ε κ ρ ή ! - και τα πόδια της ενώνουν. Το νερό τρέχει πάνω στο λευκό μηρό της σαν βροχή σε ταφόπλακα. Της κατεβάζει τη σηκωμένη φούστα έχοντας γυρίσει έτσι που να μη βλέπουν οι άλλοι τι κάνει. Ακούει κιόλας τον Πίτερ να φωνάζει, «Μαίρη; Μαίρη;» Έ χ ε ι δει το αμάξι της, φυσικά, καρφωμένο πάνω στο φράχτη.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
87
«Γιατί...» αρχίζει να ρωτάει ο Γκάρι, αλλά σταματάει όταν ο Τζόνι τον κοιτάζει άγρια. «Έτσι και πεις τίποτα θα σου σπάσω τα μούτρα», του λε'ει. «Σοβαρά μιλάω». Ο Γκάρι τον κοιτάζει με ένα ηλίθιο ύφος για μερικές στιγμές, μετά αρχίζει να καταλαβαίνει και παίρνει μια σοβαροφανή έκφραση. Κάνει όμως μια κίνηση σαν να κλείνει τα χείλη του με φερμουάρ, κι αυτό είναι καλό. Είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ο Γκάρι θα μιλήσει, αλλά το μόνο που δ . απασχολεί αυτή τη στιγμή τον Τζόνι είναι το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Γυρίζει προς το σπίτι των Κάρβερ και βλέπει τον Ντέιβιντ Ριντ να κουβαλάει το κοριτσάκι των Κάρβερ προς το σπίτι, ενώ η μικρή ουρλιάζει και κλοτσάει. Η Πάι Κάρβερ είναι πεσμένη στα γόνατα και σκούζει όπως είχε ακούσει ο Τζόνι να σκούζουν οι γυναίκες στο Βιετνάμ πριν από τόσα χρόνια (μόνο που λες και δεν έχει περάσει και τόσο πολύς καιρός, με τα τελευταία υπολείμματα από την οσμή του μπαρουτιού ακόμη στον αέρα). Έ χ ε ι αγκαλιάσει τον άντρα της από το λαιμό και το κεφάλι του Ντέιβιντ κουνιέται πέρα δώθε με ένα φρικτό τρόπο. Ακόμη πιο φρικτό όμως είναι το θέαμα που παρουσιάζει ο μικρός, ο Ραλφ, ο οποίος στέκεται δίπλα της. Συνήθως ο Ραλφ μιλάει ασταμάτητα και φέρεται όσο πιο ενοχλητικά μπορεί, τώρα όμως έχει μετατραπεί σε κέρινη κούκλα και κοιτάζει το νεκρό πατέρα του με ένα πρόσωπο που θαρρείς και λιώνει μέσα στη βροχή. Κανείς δεν έχει σκεφτεί να τον πάρει από εκεί, γιατί, για πρώτη φορά, η αδερφή του φωνάζει περισσότερο ενώ αυτός είναι αμίλητος. Κάποιος όμως πρέπει να απομακρύνει το παιδί. «Τζιμ», λέει ο Τζόνι στον άλλο δίδυμο, πλησιάζοντάς τον για να μη χρειαστεί να φωνάξει. Ο νεαρός σηκώνει τα μάτια του από το νεκρό Κάρβερ και τη γυναίκα του που ουρλιάζει. Έ χ ε ι αποσβολωμένη έκφραση. «Πάρε τον Ραλφ μέσα, Τζιμ. Δεν πρέπει να είναι εδώ». Ο Τζιμ γνέφει καταφατικά, παίρνει το παιδί στην αγκαλιά του και ανεβαίνει προς το σπίτι. Ο Τζόνι περιμέ-
88
RICHARD BACHMAN
νει ότι ο μικρός θα στριγκλίσει, θα διαμαρτυρηθεί - ο Ραλφ είναι έξι χρονών, αλλά συνήθως φέρεται σαν να ξέρει ότι μια μέρα θα κυβερνήσει τον κόσμο- τώρα όμως κείτεται στην αγκαλιά του Τζιμ Ριντ σαν κούκλα, με τα μάτια του διάπλατα, παγωμένα. Ο Τζόνι πιστεύει ότι η σημασία των παιδικών τραυμάτων έχει υπερεκτιμηθεί από μια γενιά που άκουγε πολύ Μούντι Μπλουζ, αλλά αυτό δεν ισχύει μάλλον για μια τέτοια εμπειρία. Θα περάσει πολύς καιρός, σκέφτεται ο Τζόνι, μέχρι να ξεπεράσει κάπως το παιδί αυτή την εικόνα: τον πατέρα του νεκρό και τη μητέρα του γονατισμένη δίπλα του μέσα στη βροχή, να τον έχει αγκαλιάσει από το λαιμό και να ουρλιάζει το όνομά του ξανά και ξανά, σαν να μπορεί να τον ξυπνήσει. Σκέφτεται να προσπαθήσει να ξεκολλήσει την Κίρστεν από το πτώμα - ε ί ν α ι κάτι που πρέπει να γίνει αργά ή γ ρ ή γ ο ρ α - αλλά εκείνη τη στιγμή φτάνει ο Κόλι Εντράτζιαν, με την πωλήτρια του μαγαζιού από πίσω του. Η κοπέλα έχει ξεπεράσει το μακρυμάλλη, που αγκομαχάει λαχανιασμένος. Ο τύπος δεν είναι τόσο νέος όσο φαίνεται από μακριά. Εκείνο που κάνει περισσότερη εντύπωση στον Τζόνι είναι το θέαμα που παρουσιάζουν οι Τζόζεφσον. Στέκονται στην είσοδο του κήπου των Κάρβερ πιασμένοι χέρι χέρι και, κατά κάποιο τρόπο, του θυμίζουν τον Χάνσελ και την Γκρέτελ του παραμυθιού μέσα στη βροχή. Η Μαριέλ Σόντερσον περνάει πίσω από τον Τζόνι και πλησιάζει τον άντρα της στο γκαζόν του Μπίλινγκσλι. Ο Τζόνι σκέφτεται ότι αν ο Μπραντ και η Μπελίντα Τζόζεφσον είναι ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, η Μαριέλ είναι σίγουρα η κακιά μάγισσα. Μοιάζει με το τελευταίο κεφάλαιο από βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι, σκέφτεται, όταν η μις Μαρπλ ή ο Ηρακλής Πουαρό εξηγεί τα πάντα, ακόμη και το πώς κατάφερε ο δολοφόνος να βγει από το κλειδωμένο δωμάτιο μετά το φόνο. Είμαστε όλοι εδώ εκτός από τον Φρανκ Γκέλερ και τον Τσάρλι Ριντ, που είναι ακόμη στη δουλειά τους. Σαν πάρτι της γειτονιάς.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
89
Τώρα όμως συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ Γουάιλερ δεν είναι εδώ, το ίδιο και ο ανιψιός της. Μια αμυδρή σκέψη περνάει τότε από το μυαλό του. Του έρχεται μια αστραπιαία ανάμνηση -σαν παιδί που έχει κρυολογήσει, είχε σ κ ε φ τ ε ί αλλά, πριν προλάβει να την εντοπίσει για να δει αν συνδέεται με κάτι (έτσι νιώθει, ότι συνδέεται, χωρίς να ξέρει γιατί), ο Κόλι Εντράτζιαν φτάνει στο αμάξι της Μαίρης και τον αρπάζει από τον ώμο, τον σφίγγει τόσο δυνατά που τον πονάει. Κοιτάζει στο σπίτι των Κάρβερ. «Τι έγινε;... Δύο;... Μα πώς;... Χριστέ μου!» «Κΰριε Εντράτζιαν... Κόλι...» Προσπαθεί να μιλήσει ήρεμα, να μη μορφάσει από τον πόνο. «Θα μου σπάσεις τον ώμο». «Ω, με συγχωρείς. Αλλά...» Τα μάτια του πηγαίνουν από το πτώμα της γυναίκας στο πτώμα του άντρα. Λες και δεν μπορεί να διαλέξει ποιον να κοιτάξει τελικά και το κεφάλι του συνεχίζει να κινείται δεξιά αριστερά σαν να παρακολουθεί αγώνα τένις. «Το πουκάμισο σου», λέει ο Τζόνι και απορεί και ο ίδιος με τη βλακεία που του ήρθε να πει σε μια τέτοια στιγμή. «Δεν το φοράς». «Ξυριζόμουν», απαντάει ο Κόλι και περνάει τα χέρια μέσα από τα κοντά, μουσκεμένα μαλλιά του. Αυτή η χειρονομία εκφράζει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένα μυαλό που έχει περάσει πια τα όρια της σύγχυσης και βρίσκεται σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού σαστίσματος. Είναι μια κίνηση που προκαλεί τη συμπάθεια του Τζόνι. «Κύριε Μάρινβιλ, μήπως ξέρεις τι συμβαίνει εδώ;» Ο Τζόνι κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Απλώς ελπίζει πως ό,τι κι αν ήταν έχει τελειώσει πια. Τότε φτάνει ο Πίτερ, βλέπει τη γυναίκα του πεσμένη μπροστά στο κεραμικό σκυλί του Μπίλινγκσλι και ουρλιάζει. Ο ήχος φέρνει μια νέα ανατριχίλα στα μουσκεμένα μπράτσα του Τζόνι. Ο Πίτερ πέφτει στα γόνατα δίπλα στη γυναίκα του, όπως η Πάι Κάρβερ έπεσε στα γόνατα δίπλα στον άντρα της, και ο Τζόνι Μάρινβιλ
90
RICHARD BACHMAN
βλέπει πάλι σκηνές από το Βιετνάμ. Το μόνο που χρειαζόμαστε, σκέφτεται, είναι ο Χέντριξ να παίζει το Περπλ Χέιζ για μουσική υπόκρουση. Ο Πίτερ πιάνει τη γυναίκα του και ο Τζόνι βλέπει τον Γκάρι να παρακολουθεί συνεπαρμένος, περιμένοντας να δει αν ο Πίτερ θα τραβήξει το πτώμα της στην αγκαλιά του. Ο Τζόνι διαβάζει τις σκέψεις του σαν να γράφονται σε μια μικρή οθόνη στο μέτωπο του: Τι θα σκεφτεί μόλις το όει; Μόλις τη γυρίσει και ανοίξουν τα πόδια της και δει αυτό που θα δει, τι θα σκεφτεί; Μπορεί όμως να μην είναι τίποτα σπουδαίο, μπορεί να κυκλοφορούσε πάντα έτσι. «ΜΑΙΡΗ! φωνάζει ο Πίτερ. Δεν τη γυρίζει (ευτυχώς), αλλά ανασηκώνει το σώμα της σε καθιστή στάση. Ουρλιάζει πάλι -χωρίς λέξεις αυτή τη φορά, άναρθρα, μόνο ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό π ό ν ο υ - καθώς βλέπει σε τι κατάσταση είναι το κεφάλι της - τ ο μισό της πρόσωπο έχει χαθεί, τα μισά μαλλιά της είναι καμένα. «Πίτερ...» αρχίζει να λέει ο Μπίλινγκσλι κι εκείνη τη στιγμή ο ουοανόζ σχίζεται στα δύο από μια αστραπή. Ο Τζόνι γυρίζει ζαλισμένος, αλλά εξακολουθεί (φυσικά) να βλέπει τα παντα. Η βροντή τραντάζει όλο το δρόμο πριν ακόμη αρχίσει να ξεθωριάζει η λάμψη της αστραπήςείναι τόσο δυνατή που νομίζει ότι τον χτύπησαν με δύναμη στα αυτιά. Ο Τζόνι βλέπει τον κεραυνό να χτυπάει το εγκαταλειμμένο σπίτι των Χόμπαρτ, που είναι ανάμεσα στο σπίτι του Εντράτζιαν και των Τζάκσον. Διαλύει τη διακοσμητική καμινάδα που είχε φτιάξει ο Γουίλιαμ Χόμπαρτ πέρσι, πριν αρχίσουν τα προβλήματά του και αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι. Η στέγη αρπάζει φωτιά. Πριν ακόμη τελειώσει το γρονθοκόπημα της βροντής, πριν ακόμη προλάβει ο Τζόνι να καταλάβει ότι αυτή η μυρωδιά που φτάνει στα ρουθούνια του είναι όζον, το άδειο σπίτι τυλίγεται στις φλόγες. Η πυρκαγιά μαίνεται μέσα στην καταρρακτώδη βροχή σαν οφθαλμαπάτη. «.Χριστέ μου!» λέει ο Τζιμ Ριντ. Στέκεται στην πόρτα του σπιτιού των Κάρβερ, με τον Ραλφ στην αγκαλιά του.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
91
Ο Τζόνι βλέπει ότι ο μικρός βυζαίνει το δάχτυλο του. Και ο Ραλφ είναι ο μόνος (εκτός από τον ίδιο τον Τζόνι) που δεν κοιτάζει το φλεγόμενο σπίτι. Κοιτάζει στην κορυφή του λόφου και ο Τζόνι βλέπει τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα. Βγάζει το δάχτυλο από το στόμα και, πριν αρχίσει να στριγκλίζει από τρόμο, ο Τζόνι ακούει καθαρά τρεις λέξεις... που είναι και πάλι βασανιστικά οικείες. Σαν λέξεις που τις έχει ακούσει σε ένα όνειρο. «Το Ντριμ Φλόατερ», λέει ο μικρός. Και ξαφνικά, λες και αυτές οι λέξεις ήταν κάποιο μαγικό ξόρκι, η παράλυση που είχε πιάσει το παιδί χάνεται. Αρχίσει να ουρλιάζει με τρόμο και να χτυπιέται στην αγκαλιά του Τζιμ Ριντ. Ο Τζιμ αιφνιδιάζεται και ο Ραλφ τού πέφτει από την αγκαλιά και προσγειώνεται με τον πισινό. Τέτοιο χτύπημα πρέπει να τον πόνεσε πολύ, σκέφτεται ο Τζόνι, και προχωρεί προς τα εκεί αυθόρμητα, χωρίς καμιά σκέψη, αλλά το παιδί δε δείχνει να πονάει, μόνο να φοβάται. Τα γουρλωμένα μάτια του κοιτάζουν ακόμη προς την κορυφή του λόφου και αρχίζει να σπρώχνει πανικόβλητο με τα πόδια, να μπει στο σπίτι γλιστρώντας προς τα πίσω πάνω στον πισινό του. Ο Τζόνι, που στέκεται στον κήπο των Κάρβερ, γυρίζει να κοιτάξει και βλέπει δύο βαν ακόμη να στρίβουν τη γωνία της οδού Μπέαρ. Το μπροστινό είναι ροζ και απίστευτα αεροδυναμικό, με φιμέ τζάμια. Στην κορυφή του υπάρχει μια κεραία ραντάρ σε σχήμα καρδιάς. Κάτω από άλλες συνθήκες μπορεί να ήταν χαριτωμένο, τώρα όμως δείχνει αλλόκοτο. Καμπυλωτές αεροδυναμικές επιφάνειες προεξέχουν δεξιά κι αριστερά. Μοιάζουν λίγο με φτερά. Πίσω από αυτό το βαν, που μπορεί να ονομάζεται Ντριμ Φλόατερ, μπορεί και όχι, ακολουθεί ένα μακρύ μαύρο όχημα με εξογκωμένο φιμέ παρμπρίζ και μια κατασκευή σαν μανιτάρι, επίσης μαύρη, στην οροφή. Αυτός ο κατάμαυρος εφιάλτης είναι διακοσμημένος με νικελένια ζιγκ ζαγκ που θυμίζουν το σήμα των Ες Ες. Τα οχήματα αρχίζουν να επιταχύνουν, οι μηχανές τους ακούγονται μαλακά, σταθερά.
92
RICHARD BACHMAN
Έ ν α μεγάλο φινιστρίνι ανοίγει στην αριστερή πλευρά του ροζ βαν. Και στο πάνω μέρος του μαύρου βαν, που μοιάζει με κάτι ανάμεσα σε νεκροφόρα και ατμομηχανή, η μια πλευρά του μανιταριού ανοίγει, αποκαλύπτοντας δύο φιγούρες με δίκαννα. Η μία είναι άνθρωπος με μούσι. Φαίνεται να φοράει κι αυτός στολή Νοτίου, όπως και ο εξωγήινος που οδηγούσε το μπλε βαν. Το πλάσμα δίπλα του φοράει εντελώς διαφορετική στολή: μαύρη, με ψηλό κολάρο και ασημιά κουμπιά. Η στολή θυμίζει κι αυτή ναζί, όπως και το αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι αυτό που παγώνει τον Τζόνι και στην αρχή δεν μπορεί να φωνάξει, να προειδοποιήσει τους άλλους. Πάνω από το ψηλό κολάρο λες και υπάρχει μόνο σκοτάδι. Δεν έχει πρόσωπο, σκέφτεται ο Τζόνι μια στιγμή πριν αρχίσουν να ρίχνουν από το ροζ και το μαύρο βαν. Δεν έχει πρόσωπο, αυτό το πράγμα δεν έχει πρόσωπο. Ο Τζόνι Μάρινβιλ σκέφτεται ότι μπορεί να έχει πεθάνει και να βρίσκεται στην κόλαση.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
93
Γράμμα από την Όνιρεϊ Γουάιλερ (Γουένιγουορθ, Οχάιο) σιην Τζάνις Κονρόι (Πλέινβιου, Νέα Υόρκη), με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1994: Αγαπητή
Τζάνις,
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για το τηλεφώνημά σον. Και για το συλλυπητήριο σημείωμα, φυσικά, αλλά όεν ξέρεις πόσο καλό μου έκανε που άκουσα τη φωνή σου χτες βράδυ —σαν ένα ποτήρι κρύο νερό σε μια ζεστή μέρα. Ή ίσως μια λογική φωνή την ώρα που χάνεις το μυαλό σον! Ήταν λογικά όλα αντά πον σον είπα στο τηλέφωνο; Δ ε θνμάμαι. Έχω κόψει τα ηρεμιστικά —«κομμένες οι μαλακίες», όπως λέγαμε παλιά στο κολέγιο- αλλά μόνο τις δύο τελευταίες μέρες, και παρ' όλο πον ο Χερμπ έχει σκιστεί να με βοηθάει, ο κόσμος μού φαίνεται ακόμη σαν ομελέτα. Αυτό άρχισε όταν μου τηλεφώνησε ο φίλος του Μπιλ, ο Τζο Καλαμπρέζε, και μον είπε ότι κάποιοι σκότωσαν τον αδερφό μου και τη γυναίκα του και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους. Ο άνθρωπος έκλαιγε, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε και ήταν τόσο ταραγμένος, που δεν μπορούσε να μον το φέρει «διπλωματικά». Μον έλεγε σννέχεια πόσο ντρέπεται και τελικά κατέληξα να τον παρηγορώ εγώ, και στο μεταξύ σκεφτόμονν: «Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος, δεν είναι δυνατόν να είναι νεκρός ο Μπιλ, υποτίθεται ότι ο αδερφός μου θα ήταν σννέχεια δίπλα μου όσο τον χρειαζόμουν». Ακόμη ξυπνάω τα βράδια και σκέφτομαι: «Δεν μπορεί να σκότωσαν τον Μπιλ, κάποιο μπέρδεμα έχει γίνει, δεν μπορεί να είναι ο Μπιλ». Δε θνμάμαι να μου 'χει ξανασυμβεί τόσο τρελό πράγμα στη ζωή μου, εκτός, ίσως, όταν ήμαστε παιδιά και μας έριχνε όλους κάτω η γρίπη ταυτόχρονα.
85 RICHARD BACHMAN
Πήγα μαζί με τον Χερμπ στο Σαν Χοσέ για να πάρω τον Σηθ και μετά γυρίσαμε στο Τολέντο με το ίδιο αεροπλάνο που μετέφερε και τα πτώματα. Τα βάζουν στο χώρο με τα εμπορεύματα, το ήξερες αυτό; Ούτε κι εγώ. Ούτε και ήθελα να το μάθω. Η κηδεία ήταν μια από τις πιο φρικτές εμπειρίες της ζωής μου —ίσως η πιο φρικτή. Αυτά τα τέσσερα φέρετρα -ο αδερφός μου, η νύφη μου, η ανιψιά μου και ο ανιψιός μου— βαλμένα στη σειρά, πρώτα στην εκκλησία και μετά στο νεκροταφείο, όπου τα ακούμπησαν σ' εκείνες τις απαίσιες ράγες πάνω από τις τρύπες, θέλεις να σου πω κάτι εντελώς τρελό; Όσο γινόταν η λειτουργία στο νεκροταφείο σκεφτόμουν συνέχεια το μήνα του μ έλ ι το ς π ο ν έκ αν α με τον Χ ε ρμπ στη ν Τζαμάικα. Έχουν «βουναλάκια» στους δρόμους, για να μην τρέχουν τα αυτοκίνητα, και τα λένε «αστυνομικούς που κοιμούνται». Για κάποιο λόγο, έτσι μου φαίνονταν τα φέρετρα, σαν «αστυνομικοί που κοιμούνται». Σου είπα ότι έχω παλαβώσει, δε σον το είπα; Η Βασίλισσα των Βάλιονμ. Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο —ο Μπιλ και η Τζονν είχαν πολλούς φίλονς— και όλοι έκλαιγαν. Εκτός από τον καημένο τον Σηθ, φυσικά, πον δεν μπορεί να κλάψει. Ή δεν κλαίει, τέλος πάντων. Ποιος ξέρει; Καθόταν εκεί ανάμεσα σ' εμένα και τον Χερμπ με δύο από τα παιχνίδια του πάνω στα πόδια τον —ένα ροζ βαν που το λέει «Νταμ Φόατε», και το κουκλάκι που είναι σετ με το βαν, μια σέξι κοκκινομάλλα, την Κασσάνδρα Στάιλς. Τα παιχνίδια είναι από μια σειρά κινούμενων σχεδίων, το Μότοκαπς 2200, και τα ονόματα των αυτοκινήτων τους είναι από τα λίγα πράγματα πον λέει ο Σηθ και τον καταλαβαίνεις (ένα άλλο είναι το «Ντόνατς αγόασέ μου», και το «Σηθ πάει γιογιό», που σημαίνει ότι πρέπει να πας κι εσύ μαζί του —έχει μάθει να πηγαίνει στην τουαλέτα, αλλά είναι πολύ περίεργος σ' αυτό το θέμα).
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
95
Ελπίζω να μην κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η λειτουργία, ότι έχασε για πάντα την οικογένειά του. Ο Χερμπ είναι σίγουρος ότι δεν ξέρει («Το καημένο το παιδί δεν ξέρει πού βρίσκεται», μου λέει), αλλά εγώ δεν είμαι σίγουρη. Λυτή είναι η κόλαση του αυτισμού, τελικά. Αναρωτιέσαι συνέχεια, δεν μπορείς να ξέρεις στα σίγουρα. Αυτά τα παιδιά εκπέμπουν, αλλά ο Θεός τους έχει βάλει κωδικοποιητή στο τηλέφωνο τους, κι έτσι εμείς ακούμε μόνο ακαταλαβίστικα πράγματα. Θα σον πω κάτι όμως τις τελευταίες βδομάδες ένιωσα έναν καινούριο σεβασμό για τον Χερμπ Γουάιλερ. Κανόνισε ΤΑ ΠΑΝΤΑ, από τα αεροπλάνα μέχρι τις νεκρολογίες στην Ντισπάτς του Κολόμπους και στην Μπλέιντ του Τολέντο. Και να πάρει έτσι τον Σηθ στο σπίτι μας, χωρίς το παραμικρό παράπονο -και δεν είναι ένα απλό ορφανό, αλλά ένα αυτιστικό ορφανό- είναι εκπληκτικό, δε νομίζεις; Και φαίνεται να νοιάζεται πραγματικά για το καημένο το παιδί. Μερικές φορές, όταν το κοιτάζει, παίρνει μια ανήσυχη, σκεφτική έκφραση που θα μπορούσε να είναι και αγάπη. Ή η αρχή της αγάπης, ίσως. Αυτό είναι ακόμη πιο εκπληκτικό όταν καταλάβεις πόσο λίγα πράγματα μπορεί να δώσει ένα παιδί όπως ο Σηθ. Συνήθως κάθεται στην αμμοδόχο που έφτιαξε ο Χερμπ μόλις γυρίσαμε από το Τολέντο, φορώντας μόνο ένα μποξεράκι των Μότοκαπς 2200 (έχει και το καλαθάκι του φαγητού με το σήμα της εκπομπής), λέει ακαταλαβίστικες λέξεις και παίζει με τα βαν και τα κουκλάκια τ ους, ιδιαίτερα με τη σέξι κοκκινομάλλα με το μπλε σορτς. Αυτά τα παιχνίδια με προβληματίζουν λίγο, γιατί —αν δεν έχεις βεβαιωθεί ακόμη ότι μου }χει στρίψει, αυτό θα σε πείσει μια και καλή— δεν ξέρω πού τα βρήκε, Τζανϊ Σίγουρα δεν είχε τέτοια ακριβά παιχνίδια την τελευταία φορά πον πήγαμε και είδαμε τον Μπιλ και την Τζουν στο
87 RICHARD BACHMAN
Τολέντο (κοίταξα οε έναν κατάλογο παιχνιδιών και είναι ΠΟΛΥ ακριβά). Επιπλέον, ο Μπιλ και η Τζουν δε θα τον αγόραζαν ποτέ τέτοια παιχνίδια, όεν τονς άρεσε η βία. Ο καημένος ο Σηθ δεν μπορεί να μου πει πώς τα βρήκε, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Ο λόγος πον ξέρω πώς λέγονται τα βαν και τα κονκλάκια είναι ότι κάθε Σάββατο πρωί παρακολονθώ το καρτούν μαζί με τον Σηθ. Ο κακός της σειράς, ο Απρόσωπος, είναι πολύ ανατριχιαστικός. Είναι τόσο παράξενος, Τζαν (ο Σηθ εννοώ, όχι ο Απρόσωπος, χα-χα). Δεν ξέρω αν ο Χερμπ το νιώθει όσο εγώ, αλλά ξέρω ότι νιώθει κι αντός κάτι. Μερικές φορές σηκώνω το κεφάλι μον και πιάνω τον Σηθ να με κοιτάζει (τα μάτια τον είναι καστανά, αλλά τόσο σκούρα πον μερικές φορές μοιάζουν με μαύρα), και με πιάνει μια παράξενη ανατριχίλα, σαν να παίζει κάποιος ξυλόφωνο στη σπονδυλική μον στήλη. Και από τότε πον ήρθε ο Σηθ στο σπίτι μας έχουν σνμβεί μερικά παράξενα πράγματα. Μη γελάσεις, αλλά έγιναν μερικά περιστατικά πολτεργκάιστ, σαν αυτά πον γίνονται σε κάτι ψυχοπαθιάρικες ταινίες: ποτήρια που εκτοξεύονται ξαφνικά από τα ράφια, μερικά παράθνρα που σπάνε χωρίς κανένα φανερό λόγο και κάτι αλλόκοτα κυματιστά σχήματα πον εμφανίζονται μερικές φορές στην αμμοδόχο τον Σηθ, τη νύχτα. Μοιάζουν με παράξενες, σουρεαλιστικές ζωγραφιές πάνω στην άμμο. Όταν σον ξαναγράψω, θα σου στείλω μερικές φωτογραφίες για να τα δεις —αν το θυμηθώ. Τζαν, πίστεψε με, δε θα τα έλεγα σε κανέναν άλλο αντά τα πράγματα, μόνο σ' εσένα. Σε ξέρω και έχω εμπιστοσύνη στη φυσική σον περιέργεια, αλλά κνρίως στην ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ σου! Σε γενικές γραμμές, ο Σηθ δε μας δημιουργεί προβλήματα. Το πιο ενοχλητικό που έχει είναι ο τρόπος που ανασαίνει! Ρονφάει τον αέρα από το
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
97
στόμα τον, πον κρέμεται πάντα ανοιχτό, κ/ αυτο τον κάνε/ να φαίνεται σαν ηλίθιος, κα* ότι όεν ε ίνα/ ηλίθιος, ανεξάρτητα από τα προβλήματα πον έχει. Τις προάλλες ήρθε ο κύριος Μάρινβιλ πον μένει απέναντι, έφερε ένα κέικ μπανάνα πον είχε φτιάξει (πολύ ανμπαθητικός τύπος, αν και κάποτε έγραψε ένα βιβλίο για έναν άντρα πον είχε ερωτικό δεσμό με την κόρη του... και το ονόμασε μάλιστα Ηδονής και κάθισε λίγο με τον Σηθ, που είχε κάνει διάλειμμα από την αμμοδόχο για να δει την Μπονάντσα. Το θνμάσαι αντό το σίριαλ; Το ΤΝΤ το βάζει σε επανάληψη κάθε απόγευμα (η εκπομπή λέγεται Απογευματινό Πάρτι στην Ποντερόζα, πολύ χαριτωμένο, ε;) και αρέσει πολύ στον Σηθ. Γουέσ'ε'ν, γουέσ'ε'ν, λέει όταν αρχίζει. Ο κύριος Μάρινβιλ, που θέλει να τον λένε Τζόνι, έμεινε μαζί μας αρκετή ώρα και βλέπαμε οι τρεις μας την Μπονάντσα, τρώγοντας κέικ και πίνοντας σοκολάτα σαν παλιοί καλοί φίλοι, και όταν τον ζήτησα συγνώμη πον ανασαίνει έτσι ο Σηθ (κυρίως επειδή ενοχλεί εμένα, φυσικά), ο Μάρινβιλ γέλασε και είπε ότι δε φταίει ο Σηθ που έχει κρεατάκια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι τα κρεατάκια, αλλό. μάλλον θα πρέπει να πάμε τον Σηθ στο γιατρό να τον δει. Υπάρχει κάτι που με ενοχλεί όμως και γι' αυτό σου στέλνω και ένα φωτοαντίγραφο της κάρτας που μου έστειλε ο αδερφός μον από το Κάρσον Σίτι λίγο πριν πεθάνει. Γράφει ότι ο Σηθ έδειξε βελτίωση -εκπληκτική βελτίωση, μάλιστα. Με κεφαλαία γράμματα και με πολλά θαυμαστικά. Δες και μόνη σου. Όπως καταλαβαίνεις, ήμουν περίεργη, έτσι τον ρώτησα την επόμενη φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Αντό πρέπει να έγινε στις 27 ή στις 28 Ιουλίου, αυτή ήταν η τελευταία φορά που του μίλησα. Η αντίδραση τον ήταν πολύ παράξενη, δεν ταίριαζε καθόλου με τη συνηθισμένη συμπεριφορά τον Μπιλ. Έμεινε σιωπηλός για
89 RICHARD BACHMAN
αρκετή ώρα και μετά γέλασε με το ζόρι, ψεύτικα, «Χα-χα-χα!» ξέρεις, κανείς δε γελάει έτσι παρά μόνο σε τίποτα βαρετά πάρτι. Δεν είχα ξανακούσει τον αδερφό μον να γελάει έτσι. «Κοίτα να δεις, Οντ», μον λέει, «μπορεί να ήμονν λιγάκι νπερβολικός σ' αντά πον σον 'γραψα». Δεν ήθελε να πει τίποτε άλλο, αλλά όταν τον πίεσα μον είπε πως όταν πλησίασαν στα Βραχώδη Όρη ο Σηθ φαινόταν πιο ξύπνιος, σαν να αντιλαμβανόταν καλύτερα το περιβάλλον τον. «Ξέρεις πώς τον αρέσονν τα γονέστερν», μον είπε. Δεν το ήξερα τότε, τώρα όμως το ξέρω. Τρελαίνεται για καονμπόηδες και σερίφηδες και πιστολίδι. Ο Μπιλ μον είπε ότι ο Σηθ ήξερε μάλλον ότι δεν είναι στο πραγματικό Φαρ Ονέστ, αφού έβλεπε αντοκίνητα και τροχόσπιτα, αλλά «το τοπίο τον ξύπνησε». Έτσι μον το είπε. Θα το άφηνα να περάσει έτσι το πράγμα, αλλά μιλούσε πολύ περίεργα και αόριστα, όε μον θύμιζε καθόλον τον Μπιλ. Τον ήξερα καλά τον αδερφό μον. Ή, τονλάχιστον, νόμιζα ότι τον ήξερα. Ο Μπιλ ή θα ήταν εξωστρεφής και φλύαρος ή σκνθρωπός και κλεισμένος στον εαντό τον. Δεν νπήρχε μέση κατάσταση. Σ' αντό το τηλεφώνημα, όμως, ήταν σννέχεια σ' αντή τη μέση κατάσταση. Έτσι σννέχισα να τον πιέζω, κάτι πον δε θα έκανα κανονικά. Τον είπα ότι αντό πον μον έγραψε, ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ, φαίνεται να αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Τότε μον είπε ότι, ναι, είχε σνμβεί κάτι κοντά στο Ιλάι, μία από τις λίγες μεγάλες πόλεις βόρεια τον Λ ας Βέγκας. Μόλις πέρασαν μια πινακίδα πον έδειχνε προς ένα μέρος πον λέγεται Ντεσπερέισον, ο Σηθ «σαν να φρικάρισε». Έτσι το είπε ο Μπιλ. Ταξίδεναν στην Εθνική Οδό 50, αντή πον δεν έχει διόδια, και στα αριστερά τους, νότια από το δρόμο, υπήρχε ένα τεράστιο ανάχωμα.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
99
Ο Μπιλ βρήκε ενδιαφέρον το θέαμα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ο Σηθ, όμως, μόλις γύρισε και το είδε, τρελάθηκε. Αρχισε να κουνάει τα χέρια του και να μιλάει σ' αυτή τη δική του γλώσσα. Αν τον ακούσεις, είναι σαν κασέτα με ομιλία βαλμένη ανάποδα. Ο Μπιλ, η Τζουν και τα άλλα δύο παιδιά άρχισαν να τον ενθαρρύνουν όπως κάνουν πάντα -όπως έκαναν- όταν ο Σηθ ενθουσιάζεται με κάτι και αρχίζει να «μιλάει», κάτι που συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει. Ξέρεις, άρχισαν να τον λένε, ναι, Σηθ, έτσι είναι, Σηθ, είναι ψώνιο, Σηθ, και καθώς του τα λένε όλα αυτά η ράχη όλο και απομακρύνεται πίσω τους. Και ξαφνικά ο Σηθ —εδώ είναι το απίστευτο- μιλάει, όχι ακαταλαβίστικα αλλά κανονικά. Μιλάει φυσιολογικά, λέει: «Σταμάτα, μπαμπά, γύρνα πίσω, ο Σηθ θέλει να δει το βουνό, ο Σηθ θέλει να δει τον Χος και τον Αιτλ Τζο». Ο Χος και ο Λιτλ Τζο, αν θυμάσαι, είναι δύο από τονς πρωταγωνιστές της Μπονάντσα. Ο Μπιλ μον είπε ότι αντή ήταν η μεγαλύτερη πρόταση πον είχε πει ο Σηθ σε όλη τον τη ζωή και, τώρα πον τον ξέρω καλύτερα, καταλαβαίνω πόσο ασννήθιστο ήταν να πει μια τόσο καθαρή φράση. Αλλά να το πεις αντό ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ; Δε θέλω να νποτιμήσω αντό πον έκανε, αλλά σε τελική ανάλνση δεν ήταν παρά μια φράση. Και στην κάρτα ο Μπιλ είναι τόσο ενθονσιασμένος, πον νομίζεις ότι θα τον στρίψει. Στο τηλέφωνο μον μιλούσε σαν ρομπότ. Και κάτι ακόμη. Στην κάρτα λέει, «θα σου πω περισσότερα αργότερα», που σημαίνει ότι όε βλέπει την ώρα να μον αφηγηθεί όλο το επεισόδιο, και όταν μιλάμε στο τηλέφωνο αναγκάζομαι να τον το βγάλω με το τσιγκέλι. Πολύ παράξενο! Ο Μπιλ μον είπε ότι αντό πον έγινε του θύμισε ένα παλιό ανέκδοτο με ένα ζευγάρι που νομίζει ότι ο γιος τους είναι μουγκός. Και μια μέρα, όταν το παιδί είναι έξι χρονών, μιλάει την ώρα που τρώνε.
91 RICHARD BACHMAN
«Σε παρακαλώ, μητέρα, μπορείς να μου δώσεις άλλο ένα καλαμπόκι;» λέει. Οι γονείς τον μένονν με ανοιχτό το στόμα και τον ρωτάνε γιατί δε μιλούσε μέχρι τώρα. «Δεν είχα τίποτα να πω», τονς απαντάει. Ο Μπιλ, λοιπόν, μον είπε αντό το αστείο (το 'χα ξανακούσει, φνσικά, είναι πολύ παλιό, πάνω κάτω από την εποχή πον έκαψαν τη Ζαν ντ'Αρκ) και μετά έβγαλε πάλι εκείνο το ψεύτικο γέλιο, «Χα~ χα-χα!» Σαν να ήθελε να κλείσει το θέμα μια και καλή. Μόνο πον εγώ δεν είχα σκοπό να το αφήσω. «Λοιπόν, τον ρώτησες, Μπιλ;» τον είπα. «Τι να τον ρωτήσω;» μον λέει. «Γιατί δεν είχε ξαναμιλήσει ως τότε». «Μα αφού μιλούσε». «Δε μιλούσε έτσι, όμως. Και γι' αντό ακριβώς μον έστειλες εκείνη την κάρτα, έτσι δεν είναι;» Είχα αρχίσει να τσατίζομαι μαζί τον. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα τσατιστεί. «Λοιπόν, τον ρώτησες γιατί δεν είχε πει μια καθαρή φράση ως τότε;» «Όχι», μον λέει, «δεν τον ρώτησα». «Και γνρίσατε πίσω;» «Δεν μπορούσαμε να γνρίσονμε, Οντ», μον λέει μετά από μία ακόμη σιωπή. Ήταν σαν να περιμένεις έναν κομπιούτερ πον παίζει σκάκι να βρει πώς πρέπει να απαντήσει σε μια δύσκολη κίνηση. Δε μον αρέσει να μιλάω έτσι για τον αδερφό μον, πον τον αγαπούσα και θα μον λείπει σ' όλη μον τη ζωή, αλλά θέλω να καταλάβεις πόσο παράξενη ήταν αντή η σνζήτηση. Ήταν σαν να μιλούσα όχι με τον αδερφό μον αλλά με έναν άγνωστο. Μακάρι να ήξερα γιατί ένιωθα έτσι, αλλά δεν ξέρω. «Τι εννοείς, δεν μπορούσατε να γνρίσετε;» τον ρωτάω. «Δεν μπορούσαμε σημαίνει δεν μπορούσαμε», μον λέει. Νομίζω ότι είχε τσατιστεί κι αντός μαζί μον, αλλά όε με ένοιαζε. Τονλάχιστον τώρα έμοιαζε περισσότερο με τον Μπιλ πον ήξερα. «Ήθελα να
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
101
φτάσουμε στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει και όε θα προλαβαίναμε αν πηγαίναμε σ' αντό το μέρος. Ένα σωρό κόσμος μου έχει πει ότι η Εθνική Οδός 50 είναι πολύ επικίνδυνη μετά τη δύση τον ηλίου και δεν ήθελα να εκθέσω την οικογένειά μου σε κάποιο κίνδυνο». Λες και διέσχιζε την Έρημο Γκόμπι και όχι την Κεντρική Νεβάδα. Λυτά είχα να σου πω. Μιλήσαμε λίγο ακόμη και μετά μου είπε, «Γεια σου, μωρό μου», όπως έλεγε πάντα, κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του. Γεια σου, μωρό μου, και μετά πέρασε κάποιος μαλάκας και τον σκότωσε. Τους σκότωσε όλους εκτός από τον Σηθ. Η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη τι όπλα χρησιμοποίησαν,, σου το είπα αυτό; Η ζωή είναι τόσο μπερδεμένη σε σχέση με τα βιβλία και τις ταινίες! Μια γαμημένη σαλάτα. Όμως, αυτή η τελευταία συζήτηση με ενοχλεί ακόμη. Κυρίως δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το ψεύτικο γέλιο. Ο Μπιλ -ο Μπιλ πον ήξερα- όε γελούσε ποτέ έτσι. Πάντως, δεν ήμονν η μόνη πον πρόσεξε ότι ο αδερφός μον φερόταν παράξενα. Ο φίλος του ο Τζο, αυτόν πον είχαν επισκεφτεί, μον είπε ότι όλη η οικογένεια είχε κάτι το περίεργο, εκτός από τον Σηθ. Μίλησα μαζί τον στο γραφείο τελετών, την ώρα πον ο Χερμπ υπέγραφε τα έγγραφα. Ο Τζο μου είπε ότι, βλέποντάς τους έτσι, αναρωτιόταν μήπως είχαν κολλήσει κανέναν ιό. «Εκτός από το μικρό», μον είπε. «Αυτός ήταν πάντα γεμάτος όρεξη• έπαιζε συνέχεια στην αμμοδόχο με τα παιχνίδια του». Λοιπόν, αρκετά σον έγραψα -ίσως παραπάνω από αρκετά. Αλλά σκέψου τα λιγάκι όλα αντά, εντάξει; Βάλε το πανέξνπνο μυαλό σον να δουλέψει γιατί ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ! Η συζήτηση με τον Χερμπ δε με βοηθάει.
93 RICHARD BACHMAN
Μου λέει ότι απλώς κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα αντά από τη λύπη μον και μόνο. Σκέφτηκα να μιλήσω στον Μάρινβιλ που μένει απέναντι —φαίνεται καλός τύπος και έξυπνοςαλλά δεν τον ξέρω τόσο καλά για να καθίσω να του πω τέτοια πράγματα. Έτσι, αναγκαστικά, τα λέω σ' εσένα. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Σ' αγαπώ, Τζαν. Μου λείπεις. Και μερικές φορές, ιδιαίτερα τελευταία, εύχομαι να ήμαστε νέες ακόμη, με όλα τα βρόμικα χαρτιά που μας μοιράζει η ζωή θαμμένα ακόμη βαθιά μέσα στην τράπουλα. Θυμάσαι πώς ήμαστε στο κολέγιο, όταν νομίζαμε ότι θα ζούμε αιώνια; Πρέπει να σταματήσω γιατί θα με πάρουν πάλι τα κλάματα. Πολλά πολλά
φιλιά,
1 Ε κ ε ί ν ο ΪΟ ΟΠΟγείφΟ. πριν πέσει ο κόσμος στην κόλαση σαν κουβάς με κομμένο σκοινί, ο Κόλι Εντράτζιαν είχε πάρει τρεις σημαντικές αποφάσεις την ώρα που ξυριζόταν. Η πρώτη ήταν να σταματήσει να τριγυρίζει αξύριστος. Η δεύτερη να κόψει το ποτό, τουλάχιστον μέχρι να ορθοποδήσει πάλι και να τακτοποιήσει τη ζωή του* έπινε πάρα πολύ τελευταία, τόσο που είχε αρχίσει να τον ανησυχεί, κι αυτό έπρεπε να σταματήσει. Η τρίτη ήταν ότι έπρεπε να κόψει τις αναβολές και να ψάξει να βρει δουλειά. Υπήρχαν τρεις εταιρείες σεκιούριτι στην περιοχή του Κολόμπους, σε δύο από αυτές είχε γνωστούς, και ήταν πια καιρός να κάνει μια καινούρια αρχή. Δεν είχε πεθάνει σε τελική ανάλυση. Έ π ρ ε π ε πια να σταματήσει να κλαίγεται και να συνεχίσει τη ζωή του. Τώρα, καθώς το σπίτι των Χόμπαρτ γινόταν κάρβουνο λίγο πιο κάτω και τα δύο αλλόκοτα βαν πλησίαζαν, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να μείνει ζωντανός. Εκείνο που τον κινητοποίησε ήταν κυρίως το μαύρο όχημα που ζύγωνε πίσω από το ροζ. Αυτό ξύπνησε ένα πανίσχυρο
104
RICHARD BACHMAN
ένστικτο μέσα του που του φώναζε να εξαφανιστεί αμέσως από εκεί, αν ήταν δυνατό να πάει στην Άπω Μογγολία κι ακόμη παραπέρα. Μέσα στη βροχή, δε διέκρινε καθαρά τις σκοτεινές φιγούρες μέσα στον «πυργίσκο» του μαύρου βαν, το ίδιο το όχημα όμως ήταν αρκετό για να του προκαλέσει πανικό. Μοιάζει με νεκροφόρα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, σκέφτηκε. «Μέσα!» άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει - κ ά π ο ι ο μέρος του εαυτού του που προφανώς ήθελε ακόμη να δίνει διαταγές. «Όλοι μέσα τώρα!» Σ' εκείνο το σημείο ξέχασε αυτούς που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το μακαρίτη τον Κάρβερ και τη γυναίκα του που ούρλιαζε ακόμη: την κυρία Γκέλερ, τη Σούζι, τη φίλη της Σούζι, τους Τζόζεφσον, την κυρία Ριντ. Ο Μάρινβιλ, ο συγγραφέας, ήταν λίγο πιο κοντά, αλλά ο Κόλι τον αγνόησε κι αυτόν. Ό λ η η προσοχή του συγκεντρώθηκε στα άτομα μπροστά στο σπίτι του κτηνιάτρου: τον Πίτερ Τζάκσον, τους Σόντερσον, την πωλήτρια από το μαγαζί, το μακρυμάλλη οδηγό και τον Μπίλινγκσλι, το γέρο κτηνίατρο που είχε βγει στη σύνταξη πριν από ένα χρόνο, χωρίς να έχει ιδέα ότι η μοίρα τού επιφύλασσε κάτι τέτοιο. «Εμπρός!» ούρλιαξε ο Κόλι και είδε τον Γκάρι Σόντερσον, μούσκεμα από τη βροχή, να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, μισοχαμένος ακόμη στο μεθύσι του. Εκείνη τη στιγμή του ήρθε η διάθεση να τον σκοτώσει, να τον σύρει κάπου και να τον καθαρίσει, να του βάλει φωτιά ή κάτι τέτοιο. «Μπείτε στο γαμημένο το ΣΠΙΤΙ!» Πίσω του άκουσε τον Μάρινβιλ να ουρλιάζει το ίδιο πράγμα, αλλά μάλλον αναφερόταν στο σπίτι των Κάρβερ. «Μα τι...» άρχισε να λέει η Μαριέλ, πλησιάζοντας δίπλα στον άντρα της. Μετά κοίταξε στο δρόμο και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Έ π ι α σ ε τα μάγουλά της, το στόμα της άνοιξε και ούρλιαξε. Την επόμενη στιγμή, λες και οι δολοφόνοι περίμεναν το ουρλιαχτό της σαν σύνθημα, άρχισαν οι πυροβολισμοί —σκληροί, κοφτοί κρότοι που κανείς δε θα μπορούσε να τους πάρει για κεραυνούς.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
105
Ο χίπι άρπαξε τον Πίτερ Τζάκσον από το δεξί του χέρι και προσπάθησε να τον σηκώσει από τη νεκρή γυναίκα του. Ο Πίτερ δεν την άφηνε. Ούρλιαζε ακόμη και φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει γΰρω του. Ακούστηκε ένα ΚΑ-ΠΑΟΥ, εκκωφαντικό σαν έκρηξη δυναμίτη, και αμέσως μετά ο ήχος από τζάμια που θρυμματίζονται. Έ ν α ΚΑ-Μ Π AM, ακόμη δυνατότερο, και μετά ένα ουρλιαχτό φόβου ή πόνου. Ο Κόλι σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν μάλλον φόβου... αυτή τη φορά τουλάχιστον. Έ ν α ς τρίτος πυροβολισμός και το κεραμικό λυκόσκυλο του Μπίλινγκσλι διαλύθηκε. Η εξώπορτα ϊου σπιτιού του γιατρού ήταν ανοιχτή, αλλά αυτό το σκοτεινό ορθογώνιο άνοιγμα που οδηγούσε στην ασφάλεια λες και απείχε χιλιάδες χιλιόμετρα. Ο Κόλι έτρεξε πρώτα για τον Πίτερ, χωρίς καμία απολύτως σκέψη ηρωισμού. Απλώς εκεί πήγε πρώτα. Αλλος ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός και έσφιξε ενστικτωδώς την πλάτη και τους γλουτούς του περιμένοντας το θανάσιμο χτύπημα, ενώ το μυαλό του τον πληροφορούσε ότι ένας τουλάχιστον από τους κρότους ήταν κεραυνός. Ο δεύτερος δεν ήταν. Ή τ α ν ένα δεύτερο ΚΑ-ΠΑΟΥ, και ο Κόλι αισθάνθηκε κάτι να περνάει δίπλα από το δεξιό αυτί του. Πρώτη φορά μου ρίχνουν, σκέφτηκε. Εννιά χρόνια αστυνομικός και δε με είχαν πυροβολήσει ποτέ. Άλλος ένας πυροβολισμός. Έ ν α από τα παράθυρα χον λίβινγκ ρουμ στο σπίτι του Μπίλινγκσλι διαλύθηκε, λευκές κουρτίνες από μέσα να ανεμίζουν σαν χέρια φαντάσματος. Τα όπλα έριχναν πίσω του σαν πυροβολικό τώρα, ένα συνεχές μπαμ-μπαμ-μηαμ-μπαμ, και αισθάνθηκε άλλη μια σφαίρα να περνάει δίπλα του, αυτή τη φορά αριστερά από το χέρι του, και μια μαύρη ϊρύπα εμφανίστηκε στον τοίχο, κάτω από το σπασμένο Παράθυρο. Η τρύπα έμοιαζε με μεγάλο ξαφνιασμένο («Χτι. Η επόμενη πέρασε βουίζοντας δίπλα από το μηρό Ιου. Ή τ α ν απίστευτο που ζούσε ακόμη, εντελώς απίστευτο. Του ήρθε μυρωδιά από ξύλο κέδρου που καιγό-
106
RICHARD BACHMAN
ταν και από το μυαλό του πέρασε αστραπιαία μια ανάμνηση, απογεύματα Οκτωβρίου στον κήπο με τον πατέρα του, να καίνε φΰλλα σε αρωματικούς σωρούς. Του φαινόταν ότι έτρεχε ώρες τώρα, ένιωθε σαν πήλινη πάπια σε σκοπευτήριο, και δεν είχε φτάσει ακόμη τον Πίτερ Τζάκσον, τι γινόταν εδώ, πήγαινε πιο αργά ο χρόνος; Έ χ ο υ ν περάσει πέντε δευτερόλεπτα από την ώρα που άρχισαν οι πυροβολισμοί, τον πληροφόρησε η πιο ψύχραιμη πλευρά του μυαλού του. Μπορεί και τρία μόνο. Ο χίπι τραβούσε ακόμη τον Πίτερ από το χέρι και τώρα η Σύνθια ήρθε να τον βοηθήσει, τραβώντας κι αυτή. Ο Πίτερ όμως αντιστεκόταν με όλες του τις δυνάμεις. Ή θ ε λ ε να μείνει με τη γυναίκα του, η οποία είχε διαλέξει την πιο ακατάλληλη ώρα για να γυρίσει σπίτι της. Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα (και ήταν πολύ καλός δρομέας), ο Κόλι έσκυψε και πέρασε το χέρι του κάτω από τη μασχάλη του Πίτερ Τζάκσον καθώς περνούσε δίπλα του. Σαν παλιό τρένο που παίρνει τον ταχυδρομικό σάκο από το σταθμό, σκέφτηκε. Ο Πίτερ έβαλε κόντρα ρίχνοντας το σώμα του προς τα πίσω, προσπαθώντας να τους εμποδίσει. Το χέρι του Κόλι άρχισε να γλιστράει. Φτου, σκέφτηκε. Είμαστε χαμένοι όλοι. Ακούστηκε άλλη μια στριγκλιά από πίσω του, στο σπίτι των Κάρβερ. Με την άκρη του ματιού του είδε το ροζ βαν, που τους είχε προσπεράσει, να ανοίγει ταχύτητα προς την οδό Άιακινθ. «Η Μαίρη!» ούρλιαξε ο Πίτερ. «Είναι χτυπημένη!» «Άσ' τη σ' εμένα, Πιτ, μην ανησυχείς, άσ' τη σ' εμένα!» φώναξε εύθυμα ο Μπίλινγκσλι και, παρ' όλο που την ίδια στιγμή προσπερνούσε τρέχοντας το πτώμα της Μαίρης χωρίς καν να το κοιτάξει, ο Πίτερ κατένευσε ανακουφισμένος. Είναι ο τόνος της φωνής του Μπίλινγκσλι, σκέφτηκε ο Κόλι. Αυτός ο ξετρελαμένος από χαρά, εύθυμος τόνος. Ο χίπι είχε αρχίσει να βοηθάει πραγματικά τώρα αντί να προσπαθεί απλώς να βοηθήσει. Πρώτα πρώτα.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
107
βίχε πιάσει τον Πίτερ από τη ζώνη του και ε'τσι τα κατάφερνε καλύτερα. « Έ λ α , βοήθα κι εσύ, ρε φίλε», είπε στον Πίτερ. «Βόηθα λιγάκι». Ο Πίτερ τον αγνόησε. Κοίταξε τον Κόλι με πελώρια, θολωμένα μάτια. «Θα τη φροντίσει ο γιατρός, έτσι δεν είναι; Θα τη βοηθήσει». «Ναι, ναι, θα τη βοηθήσει!» φώναξε ο Κόλι, προσπαθώντας να πάρει τον ίδιο χαρούμενο τόνο με τον Μπίλινγκσλι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η φωνή του ήταν γεμάτη τρόμο. Το ροζ βαν είχε χαθεί, το μαύρο όμως προχωρούσε ακόμη αργά, ήταν σχεδόν σταματημένο. Στον πυργίσκο ξεχώρισε μερικές φιγούρες, ήταν φωτεινές, σχεδόν σαν να φωσφόριζαν. «Μπίλινγκσλι...» Εκείνη τη στιγμή έπεσε πάνω του η Μαριέλ Σόντερσον καθώς περνούσε τρέχοντας δίπλα του, με Κατεύθυνση το σπίτι του κτηνιάτρου. Κόντεψε να τον ρίξει κάτω. Αμέσως μετά πέρασε από τα δεξιά του ο Γκάρι και χτύπησε την πωλήτρια με τον ώμο του. Η κοπέλα έπεσε στο ένα γόνατο, βγάζοντας μια κραυγή πόνου. Κάτι πρέπει να είχε στραμπουλίξει, ίσως τον αστράγαλο της. Ο Γκάρι ούτε που γύρισε να την κοιτάξει, τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην πόρτα του σπιτιού. Η κοπέλα σηκώθηκε πάλι σαν αστραπή. Η γκριμάτσα του πόνου υπήρχε ακόμη στο πρόσωπο της, αλλά εξακολουθούσε να κρατάει παλικαρίσια τον Πίτερ από ίο χέρι, προσπαθώντας να βοηθήσει. Ο Κόλι είχε αρχίζει να την εκτιμά, παρ' όλα τα δίχρωμα μαλλιά της. Οι Σόντερσον συνέχιζαν το κατοστάρι. Είχαν χρειαστεί μια δυο στιγμές για να μπουν στο νόημα, μόλις μπήκαν, όμως, τίποτα δεν τους σταματούσε. Ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός. Ο μακρυμάλ|ης ξεφώνισε από κατάπληξη και πόνο και έπιασε το δεξί του πόδι. Ο Κόλι είδε να αναβλύζει αίμα ανάμεσα ίβχα δάχτυλά του, ένα αναπάντεχα λαμπερό χρώμα μέσα (ρτο γκρίζο φως. Η κοπέλα τον κοίταζε με ανοιχτό το ϋτόμα και τα μάτια διάπλατα.
RICHARD BACHMAN
108
«Είμαι εντάξει», είπε ο χίπι ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του. «Μια γρατσουνιά είναι. Πάμε, πάμε!» Ο Πίτερ είχε σηκωθεί επιτέλους. «Τι διάβολο συμβαίνει;» ρώτησε τον Κόλι. Έ μ ο ι α ζ ε σαν ναρκωμένος. Πριν προλάβει να πει τίποτα ο Κόλι, ακούστηκε ένας τελευταίος πυροβολισμός από το μαύρο βαν και ένας ήχος που θύμιζε το σφύριγμα οβίδας. Η Μαριέλ Σόντερσον, που είχε φτάσει στη βεράντα του σπιτιού (ο Γκάρι ήταν κιόλας μέσα, δε θα περίμενε βέβαια τη γυναίκα του), ούρλιαξε και έπεσε πάνω στην πόρτα. Το αριστερό της χέρι πετάχτηκε προς τα πάνω και ο τοίχος γέμισε αίματα, που άρχισαν αμέσως να κυλούν προς τα κάτω καθώς τα ξέπλενε η βροχή. Ο Κόλι άκουσε την πωλήτρια να ουρλιάζει και ένιωσε κι αυτός τη διάθεση να κάνει το ίδιο. Η σφαίρα είχε χτυπήσει τη Μαριέλ στον ώμο και της είχε ξεκολλήσει σχεδόν το αριστερό χέρι από το σώμα της. Τώρα κρεμόταν μόνο από μια λωρίδα ματωμένης σάρκας που είχε μια κρεατοελιά πάνω της. Αυτή η κρεατοελιά - π ο υ σίγουρα ο Γκάρι θα την είχε φιλήσει πολλές φορές παλιότερα, πριν αρχίσει να π ί ν ε ι - έκανε την εικόνα ακόμη πιο πραγματική. Η Μαριέλ στεκόταν μπροστά στην πόρτα στριγκλίζοντας, με το αριστερό της χέρι να κρέμεται δίπλα της σαν πόρτα που την έχουν ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες. Πίσω της, το μαύρο βαν επιτάχυνε κατηφορίζοντας το λόφο και ο πυργίσκος έκλεισε καθιός απομακρυνόταν. Χάθηκε μέσα στη βροχή και στον καπνό που έβγαινε από το άδειο σπίτι των Χόμπαρτ, όπου η φωτιά είχε κατεβεί τώρα και στους τοίχους.
2
Ε,
/
IXC CVQ HGpOQ όπου μπορούσε να κρύβεται, ένα καταφύγιο. Μερικές φορές αυτό της φαινόταν πραγματική ευλογία και άλλες σκέτη κατάρα, επειδή παρέτεινε την κατάσταση.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
109
έδινε συνέχεια στο εφιαλτικό παιχνίδι. Ό,τι από τα δυο κι αν ήταν, όμως, χάρη σ' αυτό το καταφύγιο ήταν ακόμη ο εαυτός της, τουλάχιστον για κάποια διαστήματα. Χάρη σ' αυτό δεν τα είχε φτύσει, όπως ο Χερμπ. Τελικά όμως ο Χερμπ είχε καταφέρει να ξαναβρεί τον εαυτό του για μια τελευταία φορά. Είχε καταφέρει να ελέγξει τον εαυτό του για όση ώρα χρειάστηκε να πάει στο γκαράζ και να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τουλάχιστον αυτή έτσι ήθελε να πιστεύει. Μερικές φορές όμως έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Μερικές φορές σκεφτόταν εκείνα τα ατέλειωτα βράδια πριν ακουστεί ο πυροβολισμός από το γκαράζ, θυμόταν τον Σηθ στην καρέκλα του, εκείνη με τα αυτοκόλλητα με τα άλογα και τους καβαλάρηδες που του είχαν βάλει όταν κατάλαβαν πόσο του άρεσαν τα «γουέσ'ε'ν». Ο Σηθ καθόταν εκεί χωρίς να δίνει σημασία στην τηλεόραση (εκτός αν έπαιζε κανένα καουμπόικο ή διαστημικό, βέβαια) και κοίταζε τον Χερμπ με τα φρικτά μάτια του που είχαν το χρώμα της λάσπης, μάτια ενός πλάσματος που έχει ζήσει όλη τη ζωή του μέσα σε βάλτο. Καθόταν στην καρέκλα που ο θείος και η θεία του του είχαν διακοσμήσει με τόση αγάπη τον πρώτο καιρό, πριν αρχίσει ο εφιάλτης. Ή , μάλλον, πριν καταλάβουν ότι είχε αρχίσει. Καθόταν και κοίταζε τον Χερμπ, την ίδια δεν την κοίταζε σχεδόν ποτέ, εκείνη την εποχή τουλάχιστον. Τον κοίταζε συνέχεια. Προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα του με τη σκέψη. Τον στράγγιζε σαν βρικόλακας σε ταινία φρίκης. Και τελικά αυτό ήταν το πλάσμα που ζούσε μέσα στον Σηθ, ένας βρικόλακας. Και αυτή ήταν η ταινία: η ζωή τους με ένα βρικόλακα στην οδό Πόπλαρ. Αν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ' αυτή τη γειτονιά, όπου όλα τα σπίτια είχαν τουλάχιστον ένα δίσκο των Κάρπεντερ. Καλοί γείτονες, άνθρωποι που τρέχουν να δώσουν αίμα, όταν ακούν στο ραδιόφωνο ότι κάποιος το χρειάζεται, και κανείς δεν ήξερε ότι η Όντρεϊ Γουάιλερ, η χήρα που έμενε ανάμεσα στους Σόντερσον και στους Ριντ, πρωταγωνιστούσε σε μια πραγματική ταινία φρίκης και τρόμου.
110
RICHARD BACHMAN
Τις καλές μέρες σκεφτόταν ότι ο Χερμπ (ο Χερμπ που το χιούμορ του τους έδινε δύναμη και θύμωνε ακόμη περισσότερο το πλάσμα μέσα στον Σηθ) είχε αντέξει αρκετά για να καταφέρει να ξεφύγει. Τις κακές μέρες ήξερε ότι αυτά είναι ανοησίες, ότι ο Σηθ απλα3ς τον χρησιμοποίησε όσο τον χρειαζόταν και μετά τον έστειλε στο γκαράζ με ένα πρόγραμμα αυτοκαταστροφής στο μυαλό του. Στην πραγματικότητα όμως δεν τα έκανε ο ^ηθ αυτά. Ο Σηθ που τον πρώτο καιρό τους αγκάλιαζε και, τους φιλούσε μερικές φορές. «Εγώ ουμπόι», έλεγε μερικές φορές όταν καθόταν στην καρέκλα του, λέξεις που ξεχώριζαν από την ακαταλαβίστικη ομιλία του και τους έκαναν να νιώθουν, έστω και στιγμιαία, ότι υπήρχε κάποια πρόοδος: Εγώ είμαι καουμπόι. Εκείνος ο Σηθ ήταν γλυκός και αξιολάτρευτος και ο αυτισμός του τον έκανε ακόμη πιο αγαπητό. Ταυτόχρονα όμως ο Σηθ ήταν μέντιουμ, κάτι σαν το μολυσμένο αίμα που τρέφει και μεταφέρει έναν ιό. Ο ιός —Ο βρικόλακαςήταν ο Τακ. Έ ν α μικρό δώρο από την έρημο της Νεβάδα. Ο αδερφός της ο Μπιλ της είχε πει ότι δεν πήγαν στην Ντεσπερέισον, δε σταμάτησαν για να εξερευνήσουν εκείνο το ανάχωμα που είχαν δει από το δρόμο και που είχε κάνει τον Σηθ να μιλήσει καθαρά. Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε, Οντ, της είχε πει ο Μπιλ. Ήθελα να φτάσουμε στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει. Αλλά ο Μπιλ της είχε πει ψέματα. Αυτό το είχε μάθει από ένα γράμμα που πήρε από κάποιον Άλεν Σάιμς. Ο Σάιμς, γεωλόγος της μεταλλευτικής εταιρείας Ντιπ Ερθ, είχε δει την οικογένεια Γκάριν στις 24 Ιουλίου του 1994, τη μέρα που ο Μπιλ της είχε στείλει την ενθουσιώδη κάρτα. Ο Σάιμς τη διαβεβαίωσε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το ενδιαφέρον εκείνη τη μέρα, ότι απλώς πήγε τους Γκάριν μέχρι την άκρη του ορυχείου (οι κανονισμοί απαγορεύουν την είσοδο στο ορυχείο, έλεγε το γράμμα του) και τους έκανε μια μικρή ιστορική διάλεξη. Μετά οι Γκάριν έφυγαν. Καλή ιστορία, βαρετή και αληθοφανής.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
111
Η Όντρεϊ θα την πίστευε χωρίς ενδοιασμούς κάτω από άλλες συνθήκες, εκείνη όμως ήξερε κάτι που ο Άλεν Σάιμς το αγνοούσε: ότι ο Μπιλ της είχε πει πως δε σταμάτησαν καθόλου. Ό τ ι συνέχισαν το δρόμο τους για να φτάσουν στο Κάρσον Σίτι πριν σκοτεινιάσει. Και αφού είχε πει ψέματα ο Μπιλ, δεν ήταν πιθανό, ίσως και αναμενόμενο, να είχε πει ψέματα και ο Σάιμς; Να είπαν ψέματα, όμως, για τι πράγμα; Για τι πράγμα; Σταμάτα, μπαμπά, γύρνα πίσω, ο Σηθ θέλει να δει το βουνό. Γιατί μου είπες ψέματα, Μπιλ; Αλλά την ήξερε την απάντηση: ο Μπιλ της είπε ψέματα επειδή τον ανάγκασε ο Σηθ. Το πιθανότερο ήταν ότι ο Σηθ ήταν δίπλα στον Μπιλ την ώρα που μιλούσαν στο τηλέφωνο και κοίταζε το πλάσμα που δε θεωρούσε πια πατέρα του μ' εκείνα τα μάτια του στο χρώμα της λάσπης, που θα έπρεπε να είναι θαμμένα σε κάποιο βάλτο. Ο Μπιλ μπορούσε να της πει μόνο ό,τι ήθελε ο Τακ, σαν άνθρωπος που μιλάει με ένα πιστόλι κολλημένο στο κεφάλι του. Έ τ σ ι της είπε εκείνα τα αδέξια ψέματα και γέλασε μ' εκείνο το αφύσικο γέλιο, χα-χα-χα! Τελικά, το πλάσμα που κρυβόταν μέσα στον Σηθ είχε φάει τον Χερμπ ζωντανό και τώρα προσπαθούσε να φάει κι αυτή, εδώ όμως υπήρχε, προφανώς, μια σημαντική διαφορά: αυτή είχε ένα καταφύγιο. Το είχε ανακαλύψει ίσως τυχαία, ίσως με τη βοήθεια του Σηθ -του πραγματικού Σ η θ - και προσευχόταν να μην ανακαλύψει ποτέ ο Τακ τι κάνει και πού πηγαίνει, να μην την ακολουθήσει ποτέ μέχρι το καταφύγιο της. Το Μάιο του 1982, όταν ήταν είκοσι ενός ετών και ανύπαντρη ακόμη, είχε περάσει ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο —το καλύτερο της ζωής της ίσως- μαζί με τη συγκάτοικο της, την Τζάνις Γκούντλιν, που ήταν επίσης η καλύτερη φίλη της από τότε και για πάντα. Είχαν πάει στο ξενοδοχείο του βουνού Μοχόνκ, στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Το ταξίδι ήταν δώρο από τον πατέρα της Τζαν, που είχε προαχθεί και είχε πάρει κάποιο χρηματικό βραβείο από την
112
RICHARD BACHMAN
εταιρεία του για την απόδοση του στις πωλήσεις. Αν ο σκοπός του ήταν να μοιραστεί την ευτυχία του με τις δΰο κοπέλες, τα είχε καταφέρει περίφημα. Εκείνο το Σάββατο πήραν μαζί τους ένα υπέροχο παλιό καλάθι με τρόφιμα για πικνίκ και άρχισαν να περπατάνε επί ώρες, ψάχνοντας το τέλειο σημείο για να καθίσουν. Ό τ α ν το κάνεις αυτό, συνήθως δεν το βρίσκεις, εκείνη τη μέρα όμως στάθηκαν τυχερές. Ή τ α ν ένα υπέροχο λιβάδι γεμάτο νεραγκοΰλες, μαργαρίτες και αγριοτριαντάφυλλα. Στον αέρα βούιζαν μέλισσες και λευκές πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι σαν μαγικό κομφετί που δε λέει να πέσει στη γη. Στη μια άκρη του λιβαδιού υπήρχε κάτι σαν περίπτερο, μερικές ξύλινες κολόνες και μια θολωτή στέγη από πάνω -υπήρχαν πολλά τέτοια περίπτερα στο ύπαιθρο γύρω από το ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο - που προσφέρει σκιά και ανοιχτό από παντού για να μην εμποδίζει τον αέρα και τη θέα. Εκεί έφαγαν μέχρι σκασμού, μιλώντας ασταμάτητα, και σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις γέλασαν μέχρι δακρύων. Από τότε δεν είχε ξαναγελάσει ποτέ της τόσο πολύ. Δεν ξέχασε ποτέ το καθαρό καλοκαιρινό φως εκείνης της μέρας και τις λευκές πεταλούδες. Αυτό ήταν το μέρος όπου πήγαινε όταν ο Τακ είχε πλήρη έλεγχο του Σηθ. Εκεί κρυβόταν, με μια Τζάνις που λεγόταν ακόμη Γκούντλιν και όχι Κονρόι, μια Τζάνις που ήταν ακόμη νέα. Μερικές φορές μιλούσε στην Τζάνις για τον Σηθ, της έλεγε πώς τον είχαν πάρει σπίτι τους και πώς (στην αρχή τουλάχιστον) δεν είχαν υποψιαστεί τι υπήρχε μέσα του, ένα πλάσμα που τους παρακολουθούσε απαρατήρητο και καλλιεργούσε τις δυνάμεις του, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί. Μερικές φορές, έλεγε στην Τζαν πόσο της έλειπε ο Χερμπ και πόσο τρομοκρατημένη ήταν, της έλεγε ότι αισθανόταν σαν μύγα πιασμένη στον ιστό της αράχνης. Έ ν ι ω θ ε όμως ότι αυτές οι συζητήσεις ήταν επικίνδυνες και προσπαθούσε να τις αποφεύγει. Τις περισσότερες φορές απλώς ξανάπαιζε μέσα στο μυαλό της τις γλυ-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
113
κές σαχλαμάρες εκείνης της μακρινής μέρας, όταν ο Ρίγκαν ήταν ακόμη στην πρώτη του θητεία και στα δισκάδικα πουλούσαν ακόμη δίσκους βινιλίου. Μιλούσαν για το αν ο Ρέι Σόουμς, το τότε αγόρι της Τζαν, θα ήταν τρυφερός εραστής (εγωιστικό γουρούνι, την είχε πληροφορήσει η Τζαν τρεις βδομάδες αργότερα, πριν αποχαιρετήσει για πάντα το γοητευτικό Ρέι) και τι δουλειές θα έβρισκαν και πόσα παιδιά θα έκαναν και ποιος από τους φίλους και τις φίλες τους θα πετύχαινε περισσότερο στη ζωή. Αναπολώντας όλα αυτά, τα πολύτιμα αλλά ανομολόγητα - ί σ ω ς δεν είχαν τολμήσει να τα κουβεντιάσουν από φόβο μη χαλάσουν τη μαγεία τ ο υ ς - ξαναζούσε τη χαρά εκείνης της μέρας. Δύο πεντάγερες νεαρές γυναίκες που αγαπούσαν αληθινά η μια την άλλη. Κι έτσι η Ό ν τ ρ ε ϊ συγκεντρωνόταν σ' αυτές τις εικόνες και όχι στα τωρινά της προβλήματα, όταν ένιωθε τον Τακ να σκάβει μέσα της με τα αόρατα αλλά οδυνηρά του δόντια, προσπαθώντας να την απομυζήσει, να τραφεί από αυτή. Κατέφευγε στην αγάπη και το φως εκείνης της μέρας και μέχρι τώρα έβρισκε εκεί παρηγοριά και καταφύγιο. Τουλάχιστον, ήταν ακόμη ζωντανή. Και, το σημαντικότερο, ήταν ακόμη ο εαυτός της. Στο λιβάδι, η σύγχυση και το σκοτάδι σκόρπιζαν και όλα ξεχώριζαν ολοκάθαρα: οι ξύλινες κολόνες που στήριζαν την οροφή, η καθεμιά με τη λεπτή σκιά της- το τραπέζι με τους αντικριστούς ξύλινους πάγκους όπου κάθονταν, ένα τραπέζι γεμάτο αρχικά ονομάτων, τα περισσότερα σκαλισμένα από ερωτευμένους' το καλάθι του πικνίκ, ακουμπισμένο τώρα στο ξύλινο πάτωμα, ακόμη ανοιχτό αλλά σχεδόν άδειο, με τα σκεύη και τα πλαστικά τάπερ τακτοποιημένα για την επιστροφή στο ξενοδοχείο. Έ β λ ε π ε τις χρυσαφένιες ανταύγειες στα μαλλιά της Τζαν και μια κλωστή στον αριστερό ώμο της μπλούζας της. Άκουγε τις κραυγές κάθε πουλιού. Υπήρχε μόνο μία διαφορά με το πώς ήταν τα πράγματα εκείνη τη μέρα. Πάνω στο τραπέζι, όπου τότε είχαν ακου-
114
R I C H A R D BACHMAN
μπήσει το καλάθι του πικνίκ, τώρα υπήρχε ένα μικρό κόκκινο πλαστικό τηλέφωνο. Η Όντρεϊ είχε ένα τέτοιο σε ηλικία πέντε χρονών και έκανε πολύωρες και ανόητες συνομιλίες με μια φανταστική της φίλη, τη Μελίσα Σουίτχαρτ. Σε μερικές επισκέψεις της στο λιβάδι, πάνω στο τηλέφωνο υπήρχε η λέξη ΠΛΕΪΣΚΟΥΛ. Άλλες φορές (συνήθως όταν τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα φρικτά, και οι μέρες αυτές πλήθαιναν τελευταία) έβλεπε μια πολύ μικρότερη και πιο απειλητική λέξη: το όνομα του βρικόλακα. Ή τ α ν το τηλέφωνο του Τακ και δε χτυπούσε ποτέ. Τουλάχιστον δεν είχε χτυπήσει ακόμα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε την αίσθηση ότι, αν χτυπούσε ποτέ, αυτό θα σήμαινε ότι ο Τακ είχε βρει το μυστικό της καταφύγιο. Και αν γινόταν αυτό, θα ήταν το τέλος της. Μπορεί να συνέχιζε να ανασαίνει και να τρώει για λίγο, όπως είχε κάνει ο Χερμπ, αλλά η ίδια θα έπαυε να υπάρχει. Μερικές φορές προσπαθούσε να κάνει το τηλέφωνο να εξαφανιστεί. Είχε σκεφτεί ότι, αν κατάφερνε να απαλλαγεί από τη συσκευή, θα μπορούσε ίσως να ξεφύγει από το τέρας μια για πάντα. Ό μ ω ς , της ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από την παρουσία του τηλεφώνου όσο κι αν προσπαθούσε. Το τηλέφωνο εξαφανιζόταν μερικές φορές, αλλά ποτέ όταν το κοίταζε ή όταν το σκεφτόταν. Μπορεί να κοίταζε το γελαστό πρόσωπο της Τζαν (που της έλεγε ότι μερικές φορές ήθελε να σφίξει τον Ρέι Σόουμς στην αγκαλιά της και να τον ρουφήξει ολόκληρο, και μερικές φορές —όπως όταν τον έπιανε να σκαλίζει κρυφά τη μύτη τ ο υ - ήθελε να τον σπάσει στο ξύλο) και μετά γύριζε στο τραπέζι και έβλεπε ότι το τηλέφωνο είχε χαθεί. Αυτό σήμαινε ότι ο Τακ έλειπε, προσωρινά τουλάχιστον, ότι κοιμόταν ή είχε αποσυρθεί. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, επέστρεφε και έβρισκε τον Σηθ καθισμένο στη λεκάνη της τουαλέτας, με τα μάτια του θολά και παράξενα, τουλάχιστον όμως ανθρώπινα. Φαίνεται ότι ο Τακ δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί όταν ο Σηθ πήγαινε στην τουαλέτα. Ή τ α ν
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
115
μια παράξενη, σχεδόν υπαρξιακή ιδιοτροπία για ένα τόσο ανελέητο και απάνθρωπο πλάσμα. Κοίταξε στο τραπέζι και είδε ότι το τηλέφωνο είχε χαθεί. Σηκώθηκε και η Τζαν - ε κ ε ί ν η η νεαρή Τζαν, που είχε ακόμη και τους δυο μαστούς τ η ς - σταμάτησε τη φλυαρία της και την κοίταξε θλιμμένη. «Τόσο γρήγορα;» «Λυπάμαι», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ , αν και δεν ήξερε αν είναι νωρίς ή αργά. Αυτό θα το καταλάβαινε μόνο όταν γύριζε πίσω και κοίταζε το ρολόι. Ό σ ο ήταν εδώ, δεν υπήρχε οΰτε χρόνος ούτε ρολόγια. Το λιβάδι εκείνο το Μάιο του 1982 ήταν μια άχρονη ζώνη. «Μπορεί μια μέρα να καταφέρεις να απαλλαγείς από το καταραμένο τηλέφωνο μια για πάντα και να μείνεις», είπε η Τζαν. «Μπορεί. Θα ήταν ωραία». Θα ήταν, όμως; Δεν ήξερε. Εξάλλου είχε να φροντίσει ένα μικρό παιδί. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο: δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τα παρατήσει και ήξερε ότι αυτό θα γινόταν αν έμενε μόνιμα στο λιβάδι. Αλλωστε, ποιος ξέρει πώς θα ένιωθε για το λιβάδι αν ήξερε ότι δεν μπορεί να φύγει ποτέ από εκεί; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο παράδεισος μπορεί να γινόταν κόλαση. Ό μ ω ς τα πράγματα άλλαζαν, και όχι προς το καλύτερο. Πρώτα πρώτα, ο Τακ δεν εξασθενούσε με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που είχε την ανοησία να ελπίζει στην αρχή. Αντίθετα, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Η τηλεόραση έπαιζε ασταμάτητα τις ίδιες ταινίες και τα ίδια σίριαλ (Μπονάντσα, Ο Σερίφης... και το Μότοκαπς 2200, φυσικά) ξανά και ξανά. Είχε πια την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί είναι τρελοί δημαγωγοί, απάνθρωπες φωνές που παροτρύνουν έναν αδίστακτο όχλο σε κάποια ανείπωτη πράξη. Κάτι θα γινόταν και μάλιστα γρήγορα. Ή τ α ν σχεδόν σίγουρη γι' αυτό. Ο Τακ σχεδίαζε κάτι... αν μπορούσες να πεις ότι ένα τέτοιο πλάσμα κάνει σχέδια ή και σκέφτεται ακόμη. Έ ν ι ω θ ε ότι σε λίγο όλα θα γύριζαν τα πάνω κάτω και τα μέσα
116
RICHARD BACHMAN
έξω, όπως συμβαίνει σε ένα σεισμό. Και αν γινόταν αυτό, όταν γινόταν... «Κοίτα να ξεφύγεις», είπε η Τζαν και τα μάτια της άστραψαν. «Πάψε να το σκέφτεσαι και κάν' το, Οντ. Άνοιξε την εξώπορτα, την ώρα που ο Σηθ κοιμάται ή είναι στην τουαλέτα, και βάλ' το-στα πόδια. Φΰγε από το σπίτι. Φΰγε απ' αυτό το πράγμα». Ή τ α ν η πρώτη φορά που η Τζαν της έδινε συμβουλές κι αυτό τη σοκάρισε. Δεν ήξερε πώς να απαντήσει. «Θα... θα το σκεφτώ». «Μην το σκέφτεσαι για πολΰ. Έ χ ω την αίσθηση ότι δε σου μένει πολΰς χρόνος». «Πρέπει να φΰγω». Έ ρ ι ξ ε άλλη μια ματιά στο τραπέζι για να βεβαιωθεί ότι το τηλέφωνο έλειπε. Εντάξει, δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. «Εντάξει. Γεια σου, Οντ». Η φωνή της Τζαν ακουγόταν σαν να ερχόταν από μεγάλη απόσταση και η εικόνα της ξεθώριαζε σαν να επρόκειτο για φάντασμα. Καθώς έφευγε το χρώμα από πάνω της, άρχισε να μοιάζει περισσότερο με την τωρινή Τζάνις, μια γυναίκα με τον ένα μαστό κομμένο, μια γυναίκα με στενές και μίζερες αντιλήψεις. «Να ξανάρθεις γρήγορα. Μπορεί να μιλήσουμε για το Σέρτζεντ Πέπερ». «Εντάξει». Η Ό ν τ ρ ε ϊ κατέβηκε από το περίπτερο και κοίταξε προς τη βάση του λόφου, ένα βράχο με ροζ αγριοτριαντάφυλλα μπροστά του. Οι λευκές πεταλοΰδες έκαναν πιρουέτες από πάνω τους. Έ ν α μπουμπουνητό ακοΰστηκε στο γαλάζιο ουρανό. Ο Θεός έστελνε καταιγίδα από τα βουνά Κάτσκιλ. Δεν ήταν παράξενο. Κάτι τόσο τέλειο όσο αυτό το απόγευμα δεν μποροΰσε να διαρκέσει πολΰ. Όλα τα όμορφα τελειώνουν... Ποιος ποιητής το 'χε γράψει αυτό; Ό χ ι πως είχε σημασία. Η Τζάνις ΓκοΰντλινΚονρόι πίστευε ότι ήταν τόσο αληθινό όσο και ποιητικό. Με τον καιρό, η Όντρεϊ Γκάριν συμφώνησε απολΰτως. Γΰρισε για να κοιτάξει τα σΰννεφα, αλλά αντί για τον ουρανό είδε το λίβινγκ ρουμ του σπιτιοΰ της. Τα
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
117
πάντα ήταν βρόμικα. Σκόνη κάτω από τα έπιπλα, όλα τα τζάμια γεμάτα δαχτυλιές, λίγδες στην κουζίνα, στα τραπέζια χυμένα αναψυκτικά. Ο αέρας μύριζε ιδρώτα και ζέστη, κυρίως όμως μύριζε μακαρόνια κονσέρβα και μπαγιάτικα τηγανητά χάμπουργκερ. Ή τ α ν τα μόνα πράγματα που έτρωγε ο Σηθ. Είχε γυρίσει στην πραγματικότητα. Κατάλαβε ότι κρύωνε. Κοίταξε κάτω και είδε ότι φορούσε μόνο σορτς και αθλητικά παπούτσια. Μπλε σορτς, φυσικά, γιατί τέτοιο φ ο ρ ά ε ι η Κ α σ σ ά ν δ ρ α Στάιλς, η Κάσι, η αγαπημένη Μότοκαπ του Σηθ. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν βρόμικα. Η άσπρη μπλούζα που είχε φορέσει το πρωί (πριν πάρει τον έλεγχο του σώματος της ο Τακ και αρχίσει να την κινεί από δω κι από κει σαν ηλεκτρικό τρενάκι) ήταν πεταμένη στον καναπέ. Έ ν ι ω θ ε έναν παλλόμενο πόνο στις ρώγες της. Με έβαλε να τις τσιμπήσω πάλι, σκέφτηκε, καθώς πήγαινε στον καναπέ και έπαιρνε την μπλούζα. Γιατί; Επειδή ο Κάρι Ρίπτον, ο μικρός που φέρνει την εφημερίδα, με είδε γυμνή από τη μέση και πάνω; Ναι, ίσως. Οι αναμνήσεις της ήταν θολές, όπως πάντα, αλλά μάλλον αυτό πρέπει να ήταν. Ο Τακ θύμωσε... άρχισε να την τιμωρεί... και μετά, όταν ξαναγύρισε στο γραφείο για να δει τις αναθεματισμένες τις ταινίες του, αυτή έτρεξε στο καταφύγιο της, στο λιβάδι. Τα τσιμπήματα την τρόμαζαν πολύ. Ο πόνος ήταν χειρότερος σε άλλες περιπτώσεις και η ταπείνωση το ίδιο - ο Τακ ήταν καλλιτέχνης σ' αυτά τα π ρ ά γ μ α τ α αλλά το να τη βάζει να τσιμπάει τις ρώγες της είχε κάτι το σεξουαλικό. Και μετά ήταν το γεγονός ότι όλο και πιο συχνά ο Τακ την έβαζε να γδύνεται όταν ήταν θυμωμένος μαζί της ή απλώς όταν βαριόταν. Θα 'λεγε κανείς ότι αυτός (ή ο Σηθ ή και οι δύο) την έβλεπε σαν την προσωπική του Κάσι Στάιλς. Και του άρεσε φαίνεται να βλέπει τα βυζιά της αγαπημένης του Μότοκαπ. Δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τη σχέση ανάμεσα στον Σηθ και τον Τακ κι αυτό έκανε ακόμη χειρότερη την
118
RICHARD BACHMAN
κατάσταση. To πιθανότερο ήταν ότι ο Σηθ δεν ενδιαφερόταν για γυναίκες και βυζιά. Σε τελική ανάλυση ήταν μόνο οχτώ χρονών. Ό μ ω ς , τι ηλικία είχε το πλάσμα μέσα του; Και τι ήθελε; Υπήρχαν άλλες πιθανότητες, πράγματα πέρα από τις τσιμπιές, που δεν ήθελε οΰτε να τα σκέφτεται. Λίγο πριν πεθάνει ο Χερμπ... Αλλά, όχι, δε θα το σκεφτόταν αυτό. Φόρεσε την μπλούζα, κουμπώθηκε και κοίταξε το ρολόι στο ράφι του τζακιού. Μόλις 4:15. Η Τζαν είχε δίκιο που τη ρώτησε γιατί φεύγει τόσο γρήγορα. Ο καιρός όμως είχε αλλάξει. Έ π ε φ τ α ν κεραυνοί και αστραπές και η βροχή που χτυπούσε το παράθυρο του λίβινγκ ρουμ ήταν τόσο δυνατή που έμοιαζε με καπνό. Η τηλεόραση έπαιζε στο γραφείο. Τη γνωστή ταινία, φυσικά. Τη φρικτή, απαίσια ταινία. Αυτή ήταν η τέταρτη κόπια των Ρυθμιστών που χρησιμοποιούσε τώρα ο Σηθ- οι τρεις προηγούμενες είχαν φθαρεί από την πολλή χρήση. Ο Χερμπ είχε φέρει την πρώτη από το βιντεοκλάμπ στο εμπορικό κέντρο γύρω στον ένα μήνα πριν από την αυτοκτονία του. Και αυτή η παλιά ταινία, με κάποιο τρόπο που η Ό ν τ ρ ε ϊ δεν καταλάβαινε ακόμη, ήταν το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ο τελευταίος αριθμός του συνδυασμού. Είχε απελευθερώσει τον Τακ... ή ίσως τον είχε εστιάσει, όπως ένας μεγεθυντικός φακός εστιάζει το φως και το μετατρέπει σε φωτιά. Αλλά πού να το ήξερε ο Χερμπ ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο; Πού να το ήξεραν και οι δύο; Εκείνη την εποχή σχεδόν δεν είχαν υποψιαστεί ακόμη την ύπαρξη του Τακ. Αυτός βέβαια είχε αρχίσει ήδη να «δουλεύει» τον Χερμπ, αλλά το έκανε κρυφά και αδιόρατα, σαν βδέλλα που έχει κολλήσει σε κάποιον κάτω από το νερό. «Θέλεις να τα βάλεις μαζί μου, σερίφη;» είπε ο Ρόρί Καλχούν με σφιγμένα δόντια. Η Ό ν τ ρ ε ϊ μουρμούρισε, χωρίς να το συνειδητοποιεί: «Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε; Να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
119
«Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε;» είπε ο Τζον Πέιν από την τηλεόραση. Η Ό ν τ ρ ε ϊ έβλεπε το φως της οθόνης να τρεμοπαίζει στην αψιδωτή πόρτα ανάμεσα στα δυο δωμάτια. «Να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;» Πήγε ακροπατώντας στην πόρτα του γραφείου, ενώ ταυτόχρονα έβαζε την μπλούζα μέσα στο σορτς (είχε μια ντουζίνα ίδια σορτς, σκούρο μπλε με λευκό σιρίτι στο πλάι), και κοίταξε μέσα. Ο Σηθ ήταν καθισμένος στον καναπέ φορώντας μόνο ένα σορτς Μότοκαπς. Ο Χερμπ είχε ντύσει ο ίδιος τους τοίχους με ξύλο πεύκου πρώτης ποιότητας, αλλά τώρα ήταν παντού γεμάτοι καρφιά που ο Σηθ είχε βρει στο εργαστήριο του Χερμπ, στο γκαράζ. Πολλές σανίδες είχαν σκιστεί στα δύο. Στα καρφιά ήταν περασμένες φωτογραφίες που είχε κόψει ο Σηθ από διάφορα περιοδικά. Οι περισσότερες έδειχναν καουμπόηδες, διαστημανθρώπους και, φυσικά, Μότοκαπς. Α ν ά μ ε σ ά τους υπήρχαν και κάμποσες ζωγραφιές του ίδιου του Σηθ, κυρίως τοπία φτιαγμένα με μαύρο μαρκαδόρο. Στο τραπεζάκι μπροστά του υπήρχαν ποτήρια με υπολείμματα από σοκολατούχο γάλα, το μόνο υγρό που έπινε ο Σηθ-Τακ, και πιάτα με μισοφαγωμένα γεύματα: μακαρόνια και χάμπουργκερ, χυλοπίτες και χάμπουργκερ και πηγμένη ντοματόσουπα με κομμάτια χάμπουργκερ να ξεπροβάλλουν από μέσα. Τα μάτια του Σηθ ήταν ανοιχτά αλλά ά δ ε ι α . Έ λ ε ι π α ν και αυτός και ο Τακ, ίσως φόρτιζαν τις μπαταρίες τους, ίσως κοιμούνταν με ανοιχτά τα μάτια σαν σαύρα πάνω σε βράχο, ή απλώς απολάμβαναν την καταραμένη ταινία με κάποιο βαθύ και πρωτόγονο τρόπο που η Ό ν τ ρ ε ϊ δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει. Ούτε και ήθελε να καταλάβει, άλλωστε. Δεν την ενδιέφερε πού πάει ο Τακ. Μπορεί έτσι να προλάβαινε να φάει κάτι με την ησυχία της κι αυτό της ήταν αρκετό. Οι Ρυθμιστές είχαν καμιά εικοσαριά λεπτά ακόμα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε δικό της αυτόν το χρόνο. Θα έτρωγε ένα σάντουιτς και μπορεί να έγραφε μερικές γραμμές στο
120
RICHARD BACHMAN
ημερολόγιο της - π ο υ έτσι και το ανακάλυπτε ποτέ ο Τακ μπορεί να τη σκότωνε. Κοίτα να ξεφύγεις. Πάψε να το σκέφτεσαι και κάν' το, Οντ. Σταμάτησε στη μέση του λίβινγκ ρουμ, έχοντας ξεχάσει για μια στιγμή το σαλάμι και το μαρούλι που πήγαινε να πάρει από το ψυγείο. Η φωνή ήταν τόσο καθαρή, που για μια στιγμή της φάνηκε ότι δεν ερχόταν από το δικό της μυαλό. Για μια στιγμή είχε την αίσθηση ότι η Τζάνις την ακολούθησε από το λιβάδι του 1982 και ήταν στο δωμάτιο δίπλα της. Ό τ α ν όμως γύρισε και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, δεν υπήρχε κανείς. Μόνο οι φωνές από την τηλεόραση, ο Ρόρι Καλχοΰν να λέει στον Τζον Πέιν ότι τέρμα οι κουβέντες, ο Τζον Πέιν να λέει: «Αφού το θέλεις έτσι». Σε λίγο η Κάρεν Στιλ θα έτρεχε ανάμεσά τους φωνάζοντας να σταματήσουν και θα σκοτωνόταν από μια σφαίρα του Ρόρι Καλχούν που προοριζόταν για τον Τζον Πέιν και μετά θα άρχιζε το τελικό πιστολίδι. ΚΑ-ΠΑΟΥ και ΚΑ-ΜΠΑΜ μέχρι το τέλος. Ό χ ι , δεν υπήρχε κανείς εδώ π έ ρ α από τους νεκρούς φίλους της στην τηλεόραση. Άνοιξε την εξώπορτα και βάλ' το στα πόδια. Πόσες φορές το είχε σκεφτεί αυτό; Υπήρχε και ο Σηθ όμως. Ή τ α ν κι αυτός αιχμάλωτος του Τακ, όπως και η ίδια, ίσως και περισσότερο. Μπορεί να ήταν αυτιστικός, αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι μπορεί να του έκανε ο Τακ, αν θύμωνε πραγματικά. Και ο αρχικός Σηθ υπήρχε ακόμα, ήταν σίγουρη γι' αυτό. Τα παράσιτα τρέφονται από τους ξενιστές τους, αλλά δεν τους σκοτώνουν... Εκτός αν το κάνουν σκόπιμα. Επειδή έχουν τσατιστεί ίσως. Και έπρεπε να σκεφτεί και τον εαυτό της. Μπορεί η Τζάνις να της έλεγε να ανοίξει την πόρτα και να το σκάσει, αλλά δεν είχε καταλάβει ίσως ότι, αν ο Τακ την έπιανε πριν προλάβει να ξεφύγει, σχεδόν σίγουρα θα τη σκότωνε. Ακόμη όμως κι αν κατάφερνε να βγει από το
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
121
σπίτι, πόσο έπρεπε να απομακρυνθεί ώστε να μην κινδυνεύει; Πού έπρεπε να πάει; Στο απέναντι πεζοδρόμιο; Στη γωνία; Στο Νιου Χαμσάιρ; Στη Μικρονησία; Είχε την εντύπωση ότι, ακόμη κι αν πήγαινε στη Μικρονησία, δε θα μπορούσε να κρυφτεί. Γιατί υπήρχε μια νοητική σύνδεση ανάμεσά τους. Αυτό φαινόταν από το κόκκινο πλαστικό τηλέφωνο, το τηλέφωνο του Τακ. Ναι, ήθελε να ξεφύγει. Το ήθελε τόσο πολύ. Αλλά μερικές φορές το πρόβλημα που γνωρίζεις είναι καλύτερο από το πρόβλημα που δε γνωρίζεις. Ξεκίνησε πάλι για την κουζίνα, αλλά σταμάτησε ξανά, αυτή τη φορά για να κοιτάξει από το παράθυρο. Νόμιζε ότι η βροχή που χτυπούσε το τζάμι ήταν τόσο δυνατή που έμοιαζε με καπνό, στην πραγματικότητα όμως η αρχική μανία της καταιγίδας είχε περάσει. Αυτό που έβλεπε δεν έμοιαζε με καπνό, ήταν καπνός. Έτρεξε στο παράθυρο, κοίταξε στο δρόμο και είδε ότι το σπίτι των Χόμπαρτ καιγόταν μέσα στη βροχή, στέλνοντας μεγάλα σύννεφα καπνού στον γκρίζο ουρανό. Δεν είδε ούτε οχήματα ούτε κόσμο γύρω του (και ο καπνός τής έκρυβε το νεκρό νεαρό και το σκύλο), έτσι γύρισε και κοίταξε προς την οδό Μπέαρ. Πού ήταν τα περιπολικά; Οι πυροσβεστικές; Τίποτα. Είδε όμως κάτι άλλο που την έκανε να βγάλει μια κραυγή μέσα από τα χέρια - δ ε ν ήξερε πώς είχαν πάει εκεί- που σκέπαζαν το στόμα της. Έ ν α αυτοκίνητο, π ρ έ π ε ι να ήταν της Μαίρης .Τζάκσον, ήταν στο γκαζόν, η μούρη του καρφωμένη στο ^φράχτη ανάμεσα στο σπίτι των Τζάκσον και του Μπίλινγκσλι. Το πίσω μέρος του ήταν σχεδόν διαλυμένο. Αλλά εκείνο που την έκανε να φωνάξει δεν ήταν το ^αμάξι. Δίπλα του, ξαπλωμένο στο γκαζόν του κτηνιάτρου, σαν πεσμένο άγαλμα, ήταν ένα γυναικείο πτώμα. ?Γο μυαλό της Όντρε'ι έκανε μια σύντομη προσπάθεια y a την πείσει ότι αυτό που βλέπει είναι κάτι άλλο - μ ι α «ούκλα από αυτές που βάζουν στις βιτρίνες ίσως, που Ιην είχαν πετάξει για κάποιο λόγο στον κήπο του Μπίλινγκσλι- αλλά γρήγορα τα παράτησε. Ό χ ι , ήταν
122
RICHARD BACHMAN
πτώμα. Ή τ α ν η Μαίρη Τζάκσον και ήταν νεκρή... νεκρή όπως και ο Χερμπ. Ο Τακ, σκέφτηκε. Αυτό είναι δουλειά του Τακ. Το ήξερες ότι ετοιμαζόταν για κάτι, σκέφτηκε ψυχρά. Το ήξερες. Τον ένιωθες να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, να παίζει συνέχεια στην αμμοδόχο μ' εκείνα τα καταραμένα τα βαν ή να βλέπει τηλεόραση, να τρώει χάμπουργκερ, να πίνει σοκολατούχο γάλα και να παρακολουθεί, να παρακολουθεί, να παρακολουθεί. Το ένιωθες, σαν καταιγίδα που μαζεύεται σιγά σιγά μέσα στη ζέστη. Πιο κάτω, στο σπίτι των Κάρβερ, υπήρχαν άλλα δύο πτώματα. Ο Ντέιβιντ Κάρβερ, που μερικές φορές έπαιζε πόκερ με τον Χερμπ και τους φίλους του την Πέμπτη το βράδυ, ήταν πεσμένος στον κήπο του σπιτιού του με μια τεράστια τρύπα στην κοιλιά, πάνω από το μαγιό που φορούσε πάντα όταν έπλενε το αμάξι του. Και στη βεράντα του σπιτιού των Κάρβερ ήταν πεσμένη μια γυναίκα με άσπρο σορτς. Είχε μακριά κόκκινα μαλλιά που απλώνονταν γύρω από το κεφάλι της. Η βροχή γυάλιζε στη γυμνή της πλάτη. Δεν είναι γυναίκα, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Είχε παγώσει ολόκληρη, λες και την είχαν τρίψει με πάγο. Δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεφτά χρονών. Είναι η κοπέλα που είχε έρθει επίσκεψη στους Ριντ σήμερα το απόγευμα. Πριν καταφύγω στο 1982 για λίγο. Φίλη της Σούζι Γκέλερ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ κοίταξε πιο κάτω στο δρόμο. Ξαφνικά ήταν σίγουρη ότι όλα αυτά που έβλεπε ήταν της φαντασίας της και ότι θα ξαναγύριζε στην πραγματικότητα μόλις έβλεπε το σπίτι των Χόμπαρτ να στέκεται άθικτο στη θέση του. Αλλά το σπίτι καιγόταν ακόμη, εξακολουθούσε να βγάζει πελώρια σύννεφα καπνού και, όταν ξανακοίταξε στο δρόμο, είδε πάλι τα πτώματα. Τα πτώματα των γειτόνων της. «Αρχισε», ψιθύρισε και από το γραφείο πίσω της ο Ρόρι Καλχούν ούρλιαξε: «Θα σβήσουμε την πόλη από το χάρτη!»
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΓΕς
123
Σκάσ' το! ούρλιαξε τώρα η Τζαν, μια φωνή μέσα στο κεφάλι της, αλλά εξίσου δυνατή με της τηλεόρασης. Δεν έχεις χρόνο πια, ο χρόνος σον τελείωσε! Σκάσ' το} Οντ! Σκάσ' το! Βάλ' το στα πόδια! Εξαφανίσον! Εντάξει. Θα ξεχνούσε την ανησυχία της για τον Σηθ και θα το έσκαγε. Μπορεί αυτό να τη βασάνιζε αργότερα - α ν υπήρχε α ρ γ ό τ ε ρ α - τώρα όμως... Είχε φτάσει στην εξώπορτα και άπλωνε το χέρι της στο πόμολο, όταν άκουσε μια φωνή πίσω της. Ακουγόταν παιδική, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο επειδή έβγαινε από παιδικές φωνητικές χορδές. Πέρα από την παιδική χροιά της, ήταν άτονη, απαίσια, χυδαία. Και το χειρότερο ήταν ότι διατηρούσε ακόμη κάποια αίσθηση του χιούμορ. «Μια στιγμή, κυρία μου», είπε ο Τακ, με τη φωνή του Σηθ Γκάριν να μιμείται τη φωνή του Τζον Πέιν. «Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε, να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;» Προσπάθησε να γυρίσει το πόμολο, είχε σκοπό να το ρισκάρει έστω και μπροστά στον Τακ. Είχε προχωρήσει πάρα πολύ για να γυρίσει πίσω τώρα. Θα πεταγόταν έξω στη βροχή και θα το έβαζε στα πόδια. Πού θα πήγαινε; Ό π ο υ να 'ναι. Αλλά το χέρι της, αντί να γυρίσει το πόμολο, έπεσε στο πλευρό της και ταλαντεύτηκε μερικές φορές μπρος πίσω σαν εκκρεμές. Μετά βρέθηκε να γυρίζει, αντιστεκόταν με όλη τη δύναμη της θέλησής της, αλλά συνέχιζε να γυρίζει, για να αντιμετωπίσει αυτό το πλάσμα μέσα στο άντρο του, ναι, άντρο ήταν η σωστή λέξη για το δωμάτιο όπου το τέρας περνούσε τον περισσότερο καιρό. Είχε επιστρέψει από το καταφύγιο της. Ο Θεός να τη βοηθήσει, μόλις είχε επιστρέψει αυτός ο δαίμονας που κρυβόταν μέσα στον αυτιστικό ανιψιό της καιτην είχε τσακώσει στην προσπάθειά της να το σκάσει. Αισθάνθηκε τον Τακ να εισχωρεί στο νου της, να παίρνει τον έλεγχο και, παρ ? όλο που τα ένιωθε όλα, δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει.
124
RICHARD BACHMAN
3 0 TZOVI όρμΠΟε προς το σπίτι, περνώντας δίπλα από το πτώμα της κοκκινομάλλας φίλης της Σούζι Γκέλερ. Το κεφάλι του βούιζε από μια σφαίρα που πέρασε ουρλιάζοντας δίπλα στο αριστερό αυτί του και η καρδιά του έτρεχε σαν λαγός στο στήθος του. Ή τ α ν ακόμη εκτεθειμένος όταν οι δολοφόνοι από τα βαν άνοιξαν πυρ και ήξερε ότι ήταν πολΰ τυχερός που ζούσε ακόμη. Για μια στιγμή είχε παγώσει, σαν ζώο που το ζαλίζουν τα φώτα του αυτοκινήτου. Μετά η σφαίρα - α ν και είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν απλή σφαίρα, ότι ήταν κάτι μεγάλο σαν τ α φ ό π λ α κ α - πέρασε δίπλα στο αυτί του και τότε συνήλθε και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι των Κάρβερ, με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια να ανεβοκατεβαίνουν σαν έμβολα. Η ζωή είχε απλοποιηθεί σε εκπληκτικό βαθμό. Είχε ξεχάσει τον Σόντερσον και το χυδαίο, μεθυσμένο ΰφος του, είχε ξεχάσει την ανησυχία του μήπως ανακαλύψει ο Τζάκσον ότι η νεκρή πια γυναίκα του πριν από λίγο είχε επιδοθεί σε εξωσυζυγικές δραστηριότητες, είχε ξεχάσει τον Εντράτζιαν, τον Μπίλινγκσλι, τους είχε ξεχάσει όλους. Η μόνη του σκέψη ήταν ότι θα πέθαινε στο δρόμο, σκοτωμένος από μερικούς ψυχοπαθείς δολοφόνους που φορούν μάσκες και αλλόκοτα κοστούμια και λάμπουν σαν φαντάσματα. Βρέθηκε σε ένα σκοτεινό χολ και ένιωσε ανακούφιση όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε κατουρηθεί πάνω του. Πίσω του υπήρχε κόσμος που ούρλιαζε. Στον τοίχο υπήρχε ένα ράφι με πορσελάνινες κούκλες βαλμένες σε μικρές πλατφόρμες. Και οι Κάρβερ δείχνουν τόσο φυσιολογικοί άνθρωποι, σκέφτηκε. Ξαφνικά άρχισε να χαχανίζει και έκλεισε το στόμα του με το χέρι για να πνίξει τον ήχο. Η κατάσταση σίγουρα δε σήκωνε χαχανητά. Υπήρχε μια γεύση στο δέρμα του, απλώς η γεύση του ιδρώτα του, φυσικά, αλλά για μια στιγμή του φάνηκε σχεδόν σαν γεύση από μουνί και έγειρε μπροστά έτοιμος να ξεράσει. Κατάλαβε ότι αν ξερνούσε θα
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
125
έχανε τις αισθήσεις του κι αυτό τον βοήθησε να συγκρατήσει την αναγούλα. Πήρε το χέρι από το στόμα του και σαν να ένιωσε καλύτερα. Η τάση για γέλια του είχε περάσει επίσης κι αυτό ήταν καλό. «Ο μπαμπάς μον!» ούρλιαξε η Έ λ ε ν Κάρβερ από πίσω του. Ο Τζόνι προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε ακούσει ποτέ - σ τ ο Βιετνάμ, για παράδειγμα— τέτοιο μοιρολόι από το στόμα ενός τόσο μικρού παιδιού. Ό χ ι , ποτέ. «Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ!» «Σώπα, αγάπη μου». Ή τ α ν η χήρα, η Πάι, όπως την έλεγε ο Ντέιβιντ. Έκλαιγε και η ίδια, αλλά προσπαθούσε ήδη να παρηγορήσει. Ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον εφιάλτη γύρω του, δεν τα κατάφερε όμως, γιατί τότε συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που είχε δρασκελίσει τρέχοντας προς το σπίτι. Η φίλη της Σούζι Γκέλερ. Μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά. Δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί έξω. Φαινόταν νεκρή, σαν τη Μαίρη και τον καημένο τον Ντέιβ, αλλά είχε πηδήξει από πάνω της, με τα αυτιά του να βουίζουν ακόμη από τη σφαίρα, κυριευμένος από ασυγκράτητο πανικό, και όταν είσαι σε τέτοια κατάσταση είναι λίγο δύσκολο να κάνεις ιατρικές διαγνώσεις. Άνοιξε τα μάτια του. Μια πορσελάνινη κούκλα που κρατούσε γκλίτσα τσοπάνη του χαμογελούσε προκλητικά. Ε, αγοράκι, τι λες, πάμε να χτενίσουμε μαλλί; Ο Τζόνι ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο με τους αγκώνες. Μια άλλη κούκλα είχε πέσει από τη βάση της και κειτόταν κομματιασμένη στα πόδια του. Μάλλον την είχε πετάξει ο ίδιος όταν αγωνιζόταν να μην ξεράσει. Κοίταξε αριστερά, ακούγοντας τους τένοντες του λαιμού του να τρίζουν. Η εξώπορτα των Κάρβερ ήταν ακόμη ανοιχτή. Η εξωτερική πόρτα με τη σήτα ήταν μισάνοιχτη. Το χέρι της κοκκινομάλλας, άσπρο και ακίνητο σαν αστερίας ξεβρασμένος στην παραλία, την εμπόδιζε να κλείσει. Έ ξ ω ο αέρας ήταν γκρίζος από τη βροχή, που έπεφτε με ένα σταθερό σφυριχτό ήχο. Υπήρχε μια μυρωδιά από γρασίδι, σαν υγρό, γλυκό
126
RICHARD BACHMAN
άρωμα, καρυκευμένο με καπνό από κέδρο που καίγεται. Ευτυχώς που έπεσε αυτός ο κεραυνός, σκέφτηκε. Η πυρκαγιά θα φέρει την αστυνομία και την πυροσβεστική. Προς το παρόν όμως... Η κοπέλα. Κοκκινομάλλα, σαν εκείνη που είχε ερωτευτεί ο Τσάρλι Μπράουν. Είχε πηδήξει από πάνω της, τυφλωμένος από το ένστικτο να σώσει το τομάρι του. Συγχωρείται μέσα στον πανικό της στιγμής, αλλά δε γινόταν να την αφήσει έτσι. Αλλιώς δε θα μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Έ κ α ν ε να πάει προς την πόρτα, αλλά κάποιος τον άρπαξε από πίσω. Γύρισε και είδε το τραβηγμένο, τρομαγμένο πρόσωπο του Ντέιβ Ριντ, του μελαχρινού διδύμου. «Όχι, μη», του είπε ο Ντέιβ με ένα συνωμοτικό •ψίθυρο. Το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του ανεβοκατέβηκε. «Μπορεί να είναι ακόμη εκεί έξω. Μπορεί να σας δουν και να ξαναρχίσουν». Ο Τζόνι κοίταξε το χέρι που τον κρατούσε. Το έπιασε και το τράβηξε μαλακά αλλά σταθερά. Πίσω από τον Ντέιβ είδε τον Μπραντ Τζόζεφσον να τον κοιτάζει. Ο Μπραντ κρατούσε τη γυναίκα του από τη μέση. Η Μπελίντα φαινόταν να τρέμει σύγκορμη και στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μπραντ», είπε ο Τζόνι, «πάρε όλους όσοι είναι εδώ και πήγαινέ τους πίσω, στην κουζίνα. Εκεί θα είστε πιο προφυλαγμένοι. Βάλ ? τους να καθίσουν στο πάτωμα, εντάξει;» Έ σ π ρ ω ξ ε μαλακά τον Ντέιβ Ριντ προς τον Μπραντ. Ο Ντέιβ πήγε, αλλά αργά, χωρίς ρυθμό στο περπάτημά του. Έ μ ο ι α ζ ε με κουρδιστό παιχνίδι που έχουν σκουριάσει τα γρανάζια του. «Μπραντ, εντάξει;» «Ναι, εντάξει. Κοίτα μόνο μη σε καθαρίσουν κι εσένα. Αρκετούς έφαγαν σήμερα». «Μην ανησυχείς, θα προσέχω». Ο Τζόνι κοίταξε τον Μπραντ, την Μπελίντα και τον Ντέιβ Ριντ που προχώρησαν στο χολ -μέσα στο μισοσκόταδο φαίνονταν μόνο σαν σκιές- και μετά γύρισε πάλι
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
127
προς την πόρτα με τη σήτα. Στο πάνω μέρος της υπήρχε μια τρύπα σε μέγεθος γροθιάς. Κάτι πολύ μεγάλο είχε περάσει από εκεί (κάτι, ίσως, στο μέγεθος ταφόπλακας), ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει τους συγκεντρωμένους γείτονές του. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον, αφού δεν άκουγε ουρλιαχτά πόνου. Για όνομα του Θεού, όμως, τι έριχναν αυτοί οι τύποι από τα βαν; Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλα βλήματα. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να προχωράει έρποντας προς την πόρτα. Προς την όμορφη μυρωδιά της βροχής και του γκαζόν. Ό τ α ν έφτασε όσο πιο κοντά μπορούσε, με τη μύτη του σχεδόν κολλημένη στη σήτα, κοίταξε δεξιά και μετά αριστερά. Δεξιά ήταν καλά - έ β λ ε π ε σχεδόν μέχρι τη γωνία, αν και η οδός Μπέαρ δε φαινόταν από τη βροχή. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί* ούτε βαν ούτε εξωγήινοι ούτε τρελοί ντυμένοι σαν φαντάσματα από το στρατό των Νοτίων. Είδε το σπίτι του δίπλα και θυμήθηκε που έπαιζε την κιθάρα του στα σκαλιά. Η σκέψη της κιθάρας του προκάλεσε μια έντονη αλλά εντελιός άσκοπη μελαγχολία. Η θέα προς τα αριστερά δεν ήταν καλή. Βασικά, ήταν για κλάματα. Ο φράχτης και το τρακαρισμένο αμάξι της Μαίρης Τζάκσον του έκρυβαν τον υπόλοιπο δρόμο μέχρι τους πρόποδες του λόφου. Κάποιος - έ ν α ς ακροβολιστής με στολή Νοτίων ίσως- μπορεί να ήταν κρυμμένος οπουδήποτε εκεί πέρα περιμένοντας τον επόμενο στόχο του. Όπως, για παράδειγμα, έναν ταλαιπωρημένο συγγραφέα. Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχε κανείς εκεί, φυσικά. Σίγουρα θα ήξεραν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε η αστυνομία και η πυροσβεστική και θα το είχαν σκάσει. Αλλά κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν και πολύ συνετό να στηρίζεσαι σε πιθανότητες. Γιατί οι συνθήκες ήταν εντελυίς παράλογες. «Δεσποινίς;» είπε στα απλωμένα κόκκινα μαλλιά από την άλλη μεριά της δικτυωτής πόρτας. «Δεσποινίς, με ακούς;» Ξεροκατάπιε και άκουσε ένα δυνατό κλικ στο λαιμό του. Το αυτί του δε βούιζε πια όπως πριν, δυνατά, αλλά υπήρχε ένας σταθερός βόμβος κάπου στο
128
RICHARD BACHMAN
βάθος του. Μάλλον θα του έμενε για λίγο καιρά. «Αν δεν μπορείς να μιλήσεις, κούνησε τα δάχτυλα σου». Δεν ακούστηκε τίποτα και τα δάχτυλα δεν κουνήθηκαν. Η κοπέλα δεν ανέπνεε μάλλον. Έ β λ ε π ε τη βροχή να κυλάει στο χλομό δέρμα της ανάμεσα στην μπλούζα και το σορτς της αλλά καμιά άλλη κίνηση. Μόνο τα μαλλιά της φαίνονταν ζωντανά, πλούσια και λαμπερά, δύο τόνους πιο σκούρα από πορτοκάλι. Σταγόνες βροχής γυάλιζαν πάνω τους σαν μαργαριτάρια. Ακούστηκε ένας ακόμη κεραυνός, λιγότερο απειλητικός όμως* φαίνεται ότι η καταιγίδα απομακρυνόταν. Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει την πόρτα με τη σήτα, όταν ακούστηκε ένας πολύ δυνατότερος κρότος. Έ μ ο ι α ζ ε με πυροβολισμό από τουφέκι μικρού διαμετρήματος και ο Τζόνι έπεσε αμέσως μπρούμυτα. «Αυτό πρέπει να ήταν κάποια σανίδα μάλλον», ψιθύρισε μια φωνή πίσω του και ο Τζόνι ξεφώνισε από έκπληξη και φόβο. Γύρισε και είδε τον Μπραντ Τζόζεφσον. Ή τ α ν πεσμένος κι αυτός στα τέσσερα. Το ασπράδι των ματιών του έλαμπε πάνω στο μαύρο πρόσωπο του. «Τι στην οργή κάνεις εδώ;» είπε ο Τζόνι. «Είπα να βγω κι εγώ για περιπολία. Ό λ ο εσείς οι λευκοί θα βγαίνετε; Θα σας πέσει βαριά, κάνει κακό στην καρδιά, ξέρεις». «Νόμιζα ότι θα πήγαινες τους άλλους στην κουζίνα». «Τους πήγα», απάντησε ο Μπραντ. «Είναι καθισμένοι στο πάτωμα, στη γραμμή. Η Κάμι Ριντ δοκίμασε το τηλέφωνο. Η γραμμή είναι νεκρή όπως και στο δικό σου. Μάλλον από την καταιγίδα». «Ναι, μάλλον». Ο Μπραντ κοίταξε τα κόκκινα μαλλιά στη βεράντα των Κάρβερ. «Νεκρή κι αυτή, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Έ τ σ ι νομίζω, αλλά... θα ανοίξω την πόρτα για να βεβαιωθώ. Καμιά αντίρρηση;» Είχε την ελπίδα ότι ο Μπραντ θα του έλεγε ότι, ναι. έχει αντιρρήσεις, έχει ένα ολόκληρο βιβλίο α π ό αντιρρήσεις, αλλά αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
129
«Πέσε μπρούμυτα καλύτερα», είπε ο Τζόνι. «Από δεξιά είμαστε εντάξει, από τα αριστερά όμως δε βλέπω τι γίνεται, είναι μπροστά το αμάξι της Μαίρης». «Μην ανησυχείς, θα γίνω ένα με το πάτωμα». «Και πρόσεχε αυτές τις σπασμένες πορσελάνες, μη σου χωθεί καμία στο χέρι». «Εμπρός», είπε ο Μπραντ. «Αν πρόκειται να την ανοίξεις, άνοιξέ την». Ο Τζόνι άνοιξε την πόρτα με τη σήτα. Μετά δίστασε, δεν ήξερε πώς να προχωρήσει. Τελικά έπιασε το κρύο άσπρο χέρι της κοπέλας και έψαξε για το σφυγμό της. Για μια στιγμή δεν ένιωθε τίποτα, μετά όμως... «Μου φαίνεται πως είναι ζωντανή!» ψιθύρισε στον Μπραντ. Η φωνή του ήταν τραχιά από έξαψη. «Μου φαίνεται ότι έχει σφυγμό!» Ξεχνώντας ότι έξω μπορεί να υπήρχαν ακόμη κάποιοι τρελοί με όπλα, ο Τζόνι άνοιξε τελείως την πόρτα, άρπαξε την κοπέλα από τα μαλλιά και της σήκωσε το κεφάλι. Ο Μπραντ στριμώχτηκε δίπλα του. Ο Τζόνι άκουγε τη γρήγορη ανάσα του και μύριζε ένα μείγμα από ιδρώτα και αφτερσέιβ. Το κεφάλι της κοπέλας σηκώθηκε, αλλά δεν υπήρχε πρόσωπο. Το μόνο που είδε ο Τζόνι ήταν μια τσακισμένη κόκκινη μάζα και μια μαύρη τρύπα εκεί που ήταν το στόμα της. Από κάτω υπήρχαν κάτι λευκά πράγματα που στην αρχή του φάνηκαν για σπυριά ρυζιού. Μετά κατάλαβε ότι ήταν τα δόντια της, ό,τι είχε απομείνει απ' αυτά. Οι δύο άντρες ούρλιαξαν μαζί, σε τέλειο αρμονικό σοπράνο, και το ουρλιαχτό του Μπραντ διαπέρασε το ταλαιπωρημένο αυτί του Τζόνι σαν βελόνα. Ο πόνος λες και έφτανε μέχρι τη μέση του κεφαλιού του. «Τι τρέχει;» φώναξε η Κάμι Ριντ από την πόρτα που Οδηγούσε στην κουζίνα. «Ω Θεέ μου, τι έγινε πάλι;» «Τίποτα», είπαν οι δύο άντρες, πάλι μαζί, και μετά κοιτάχτηκαν. Το πρόσωπο του Μπραντ Τζόζεφσον είχε €να παράξενο σταχτί χρώμα.
130
RICHARD BACHMAN
«Μείνε εκεί που είσαι», φώναξε ο Τζόνι. Ή θ ε λ ε να φωνάξει δυνατότερα, αλλά δεν μπορούσε να βάλει ένταση στη φωνή του. «Μείνε στην κουζίνα!» Κατάλαβε ότι κρατούσε ακόμη τα μαλλιά της νεκρής κοπέλας. Ή τ α ν σγουρά και σκληρά, σαν νικέλινο σύρμα για τις κατσαρόλες... Ό χ ι , σκέφτηκε ψυχρά. Δεν είναι έτσι. Είναι σαν να κρατάς ένα σκαλπ, ένα ανθρώπινο σκαλπ. Έ κ α ν ε μια γκριμάτσα μ' αυτή τη σκέψη και άνοιξε τα δάχτυλά του. Το πρόσωπο της κοπέλας έπεσε πάλι στο τσιμέντο με ένα υγρό πλατάγισμα, έναν ήχο που ο Τζόνι θα προτιμούσε να μην είχε ακούσει ποτέ του. Δίπλα του, ο Μπραντ βόγκηξε και μετά έκλεισε το στόμα του με το χέρι για να πνίξει τον ήχο. Ο Τζόνι τράβηξε πίσω το χέρι του και, καθώς η πόρτα έκλεινε, του φάνηκε ότι διέκρινε κάποια κίνηση στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο σπίτι των Γουάιλερ. Μια σιλουέτα που κινιόταν στο λίβινγκ ρουμ, πίσω από το μεγάλο παράθυρο. Αλλά δεν μπορούσε να ασχοληθεί και με τους Γουάιλερ τώρα. Ή τ α ν τόσο φρικαρισμένος, που δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κανέναν, ούτε καν με τον εαυτό του. Εκείνο που ήθελε - τ ο μοναδικό πράγμα στον κόσμο που ήθελε πραγματικά εκείνη τη στιγμή- ήταν να ακούσει σειρήνες από περιπολικά και πυροσβεστικές. Το μόνο που άκουσε ήταν οι κεραυνοί, το κροτάλισμα της πυρκαγιάς στο σπίτι των Χόμπαρτ και ο ήχος της βροχής. «Άφησέ την...» άρχισε να λέει ο Μπραντ, αλλά σταμάτησε, καθώς του βγήκε ένας ήχος κάπου ανάμεσα σε αναγούλιασμα και κατάποση. Ο σπασμός π έ ρ α σ ε . «Αφησέ την», ξανάπε. Ναι. Τι άλλο μπορούσε να κάνει, προς το παρόν τουλάχιστον; Αρχισαν να οπισθοχωρούν στο χολ μπουσουλώντας. Ο Τζόνι, αρχικά, προχωρούσε προς τα πίσω και μετά γύρισε, παραμερίζοντας με το παπούτσι του τα κομμάτια της σπασμένης πορσελάνινης κούκλας. Ο Μπραντ
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
131
είχε περάσει κιόλας την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο και από εκεί στην τραπεζαρία και την κουζίνα, όπου τον περίμενε η γυναίκα του, πεσμένη επίσης στα τέσσερα. Ο τεράστιος πισινός του Μπραντ κουνιόταν πέρα δώθε με έναν τρόπο που ο Τζόνι μπορεί να έβρισκε κωμικό κάτω από άλλες συνθήκες. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε κάτι παράξενο και σταμάτησε. Δίπλα στην πόρτα της τραπεζαρίας υπήρχε ένα μικρό διακοσμητικό τραπεζάκι. Το τραπεζάκι ήταν γεμάτο - φ υ σ ι κ ά - με πορσελάνινες κούκλες, καμιά δεκαριά τουλάχιστον. Και δεν ήταν επίπεδο, αλλά έγερνε και ακουμπούσε στον τοίχο, δεξιά από την πόρτα, σαν μεθυσμένος που τον έχει πάρει ο ύπνος πάνω σε κολόνα. Έ ν α από τα πόδια του έλειπε. Οι κούκλες, βοσκοπούλες, βοσκόπουλα και χωρικοί, είχαν πέσει πάνω στο τραπέζι και από κάτω υπήρχαν κομμάτια πορσελάνης από μερικές που είχαν σπάσει στο πάτωμα. Ανάμεσα στα χρωματιστά κομμάτια της πορσελάνης υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι μαύρο. Μέσα στο μισοσκόταδο, ο Τζόνι νόμισε για μια στιγμή ότι ήταν το πτώμα κάποιου τεράστιου νεκρού εντόμου. Άλλο ένα μπουσουλητό βήμα και κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του, την τρύπα σε μέγεθος γροθιάς στο πάνω μέρος της σήτας. Αν η τρύπα έγινε από μια σφαίρα που ακολουθούσε καθοδική τροχιά... Ακολούθησε την πορεία που μπορεί να διέγραφε μια τέτοια υποθετική σφαίρα και είδε ότι, ναι, θα έκοβε το πόδι του τραπεζιού και θα το έκανε να γείρει πάνω στον τοίχο όπως ήταν τώρα. Και μετά, αφού θα είχε εξαντλήσει την ορμή της, θα έπεφτε ίσως στο πάτωμα. Ο Τζόνι άπλωσε το χέρι του μέσα στις πορσελάνες, προσπαθώντας να μην κοπεί (το χέρι του έτρεμε πολύ και δεν μπορούσε να το σταματήσει όσο κι αν συγκεντρωνόταν), και έπιασε το μαύρο αντικείμενο. «Τι βρήκες εκεί;» ρώτησε ο Μπραντ, πλησιάζοντας στα τέσσερα.
132
RICHARD BACHMAN
«Μπραντ, έλα εδώ αμέσως!» ψιθύρισε άγρια η Μπελίντα. «Ησύχασε», της είπε ο Μπραντ. «Τι βρήκες, Τζόνι;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τζόνι και τού τ ο έδειξε. Βασικά ήξερε, το ήξερε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι δεν ήταν ψόφιο έντομο. Αλλά αυτό το πράγμα δεν έμοιαζε με σφαίρα. Πάντως, σίγουρα δεν ήταν αυτή που είχε σκοτώσει την κοπέλα, γιατί θα είχε παραμορφωθεί. Αυτό το πράγμα δεν είχε ούτε γρατσουνιά πάνω του, παρ' όλο που είχε περάσει μέσα από τη σήτα και είχε σπάσει το πόδι του τραπεζιού. «Για να δω», είπε ο Μπραντ. Η γυναίκα του ήρθε κι αυτή μπουσουλώντας και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Ο Τζόνι άφησε το μαύρο πράγμα στην παλάμη του Μπραντ. Ή τ α ν ένας μαύρος κώνος με μήκος γύρω στα δεκαοχτώ εκατοστά από τη μια άκρη του, που φαινόταν μυτερή σαν βελόνα, μέχρι την κυκλική του βάση. Στο πλατύτερο σημείο του πρέπει να είχε διάμετρο γύρω στα πέντε εκατοστά. Ή τ α ν συμπαγές μαύρο μέταλλο και δεν είχε κανένα σημάδι. Δεν υπήρχαν ομόκεντροι κύκλοι στη βάση ούτε καμιά γρατσουνιά από την πορεία του ούτε όνομα κατασκευαστή ούτε αριθμός που να δείχνει το διαμέτρημα. Ο Μπραντ σήκωσε το κεφάλι. «Τι στην οργή;» είπε εξίσου έκπληκτος με τον Τζόνι. «Για να δω», είπε η Μπελίντα με σιγανή φωνή. «Μικρή πήγαινα κυνήγι με τον πατέρα μου και ξέρω μερικά πράγματα από όπλα. Φέρ' το εδώ». Ο Μπραντ της το έδωσε. Η Μπελίντα το κύλησε στην παλάμη της, μετά το σήκωσε ψηλά και το κοίταξε. Ξαφνικά έπεσε ένας κεραυνός, ο δυνατότερος εδώ και μερικά λεπτά, και αναπήδησαν όλοι τρομαγμένοι. «Πού το βρήκες;» ρώτησε η Μπελίντα τον Τζόνι. Της έδειξε τις σπασμένες πορσελάνες κάτω από το τραπέζι. Η Μπελίντα τον κοίταξε με κάποιο σκεπτικισμό. «Και πώς δε χώθηκε στον τοίχο;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
133
Ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι είχε δίκιο. Αυτό το πράγμα είχε διαπεράσει τη σήτα και είχε σπάσει ένα ξύλινο πόδι τραπεζιού. Γιατί δεν είχε χωθεί στον τοίχο, λοιπόν, αφήνοντας μια τρύπα πίσω του; «Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου», είπε η Μπελίντα. «Βέβαια, δεν ξέρω όλες τις σφαίρες που υπάρχουν, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό το πράγμα δε βγήκε ούτε από πιστόλι ούτε από τουφέκι ούτε από δίκαννο». «Αυτοί οι τύποι έριχναν με δίκαννα, πάντως», είπε ο Τζόνι. «Μπορεί να είχαν τέτοιες σφαίρες;...» «Δεν καταλαβαίνω πώς εκτοξεύτηκε αυτό το πράγμα», είπε η Μπελίντα. «Δεν υπάρχει πυροδοτική θηλή από κάτω. Και είναι τόσο ογκώδες. Κάπως έτσι μπορεί να νόμιζε ένα παιδί ότι είναι οι σφαίρες». Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε χτυπώντας με δύναμη στον τοίχο του διαδρόμου. Ο κρότος τούς τρόμαξε ακόμη περισσότερο από τον κεραυνό. Ή τ α ν η Σούζι Γκέλερ. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο και, με την έκφραση που είχε, έδειχνε να μην είναι πάνω από έντεκα χρονών. «Κάποιος ουρλιάζει δίπλα, στου Μπίλινγκσλι», είπε. «Πρέπει να είναι γυναίκα, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Έ χ ο υ ν τρομάξει τα παιδιά». «Εντάξει, καλή μου», είπε η Μπελίντα. Μιλούσε εντελώς ήρεμα και ο Τζόνι ένιωσε θαυμασμό για την ψυχραιμία της. «Γύρνα στην κουζίνα και θα 'ρθουμε κι εμείς αμέσως». «Πού είναι η Ντέμπι;» ρώτησε η Σούζι. Ευτυχώς, οι Τζόζεφσον ήταν εύσωμοι και οι δύο και της έκρυβαν τη θέα προς την πόρτα. «Πήγε στο διπλανό σπίτι; Νόμιζα ότι ήταν πίσω μου». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Μήπως ουρλιάζει αυτή από δίπλα;» «Όχι, δεν είναι αυτή», είπε ο Τζόνι και συνειδητοποίησε με φρίκη ότι βρισκόταν στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης υστερικού γέλιου. «Πήγαινε τώρα, Σου». Η Σούζι μπήκε στην κουζίνα, αφήνοντας την πόρτα να κλείσει πίσο) της. Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν για μια στιγμή με ένα φοβισμένο συνωμοτικό βλέμμα. Κανείς
134
RICHARD BACH MAN
τους δε μίλησε. Μετά η Μπελίντα έδωσε το μαύρο κώνο στον Τζόνι, έφτασε την πόρτα της κουζίνας, περπατώντας σαν την πάπια, και την άνοιξε. Ο Μπραντ την ακολούθησε μπουσουλώντας. Ο Τζόνι κοίταξε τη σφαίρα και σκέφτηκε αυτό που είπε η Μπελίντα, ότι κάπως έτσι θα νόμιζε ίσως ένα παιδί ότι είναι σφαίρες. Είχε δίκιο. Από τότε που ο Τζόνι είχε αρχίσει να γράφει τις περιπέτειες του Πατ του Γατούλη, είχε επισκεφτεί πολλά δημοτικά σχολεία και είχε δει πολλές ζωγραφιές, μεγάλους χαμογελαστούς μπαμπάδες και μαμάδες κάτω από κίτρινους ήλιους, παράξενα πράσινα τοπία στολισμένα με καφέ δέντρα... Αυτό το πράγμα θαρρείς και είχε βγει από μια τέτοια ζωγραφιά, ολόκληρο και συμπαγές, σαν κάτι ζωγραφισμένο που έγινε ξαφνικά πραγματικό. Μικρέ, μικρούλη Σμάικι, είπε μια φωνή στα βάθη του μυαλού του, αλλά, όταν προσπάθησε να την κυνηγήσει για να τη ρωτήσει αν ξέρει τίποτα για όσα συμβαίνουν ή απλώς φλυαρεί άσκοπα, η φωνή χάθηκε. Έ β α λ ε τη σφαίρα στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του, μαζί με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και ακολούθησε τους Τζόζεφσον στην κουζίνα.
4
0 Σ ι ί β ε ν T z e i Έ ψ ζ είχε ένα σύνθημα κι αυτό το σύνθημα ήταν ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Στο πρώτο του εξάμηνο στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης τα είχε πάει χάλια - π α ρ ' όλο που στις εισαγωγικές εξετάσεις είχε πάρει εκπληκτικούς β α θ μ ο ύ ς - αλλά... δε βαριέσαι, ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Μεταφέρθηκε από την ηλεκτρομηχανολογία στη σκέτη μηχανολογία και, όταν οι βαθμοί του και πάλι δεν έφτασαν το απαραίτητο όριο, τα μάζεψε και πήγε λίγο πιο
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
135
κάτω, στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Είχε αποφασίσει να παρατήσει τους στείρους χώρους της επιστήμης και να κινηθεί στα πράσινα λιβάδια της αγγλικής λογοτεχνίας. Κόλριτζ, Κιτς, Χάρντι, λίγος Έλιοτ. Θα 'πρεπε να ήμουν ένα ζευγάρι κοφτερές δαγκάνες που τρέχουν στους πυθμένες του σύμπαντος- εδώ παίζουμε το γύρω γύρω όλοι. Ο βραχνάς του εικοστού αιώνα, δικέ μου. Τα είχε πάει καλά στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης για λίγο, αλλά τελικά έμεινε στο δεύτερο έτος. Ο λόγος ήταν η μανία του με το μπριτζ, το ποτό και τη μαριχουάνα. Αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Για ένα διάστημα τριγύριζε στο Κέμπριτζ, πήγαινε σε διάφορα κέντρα, έπαιζε κιθάρα και πηδούσε γκόμενες. Δεν ήταν πολύ καλός στην κιθάρα, με τις γκόμενες τα πήγαινε πολύ καλύτερα, αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Ό τ α ν το Κέμπριτζ άρχισε να του φαίνεται λίγο ξεπερασμένο, μάζεψε την κιθάρα του και πήγε με οτοστόπ στη Νέα Υόρκη. Στα χρόνια που είχαν περάσει από τότε, είχε κάνει πολλές δουλειές. Πωλητής κάμποσες φορές, ντισκ τζόκεϊ σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό χέβι μέταλ στο Φίσκιλ της Νέας Υόρκης, που έκλεισε γρήγορα όμως, ηλεκτρονικός σε ραδιοφωνικό σταθμό, διοργανωτής συναυλιών ροκ (έξι καλές συναυλίες και μετά μια εφιαλτική απόδραση από το Πρόβιντενς νυχτιάτικα - ε ί χ ε φύγει χρωστώντας 60.0Θ0 δολάρια σε κάτι πολύ σκληρούς τύπους, αλλά ΚΑΝΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ), χειρομάντης στα πεζοδρόμια του Γουάιλντγουντ στο Νιου Τζέρσεϊ και μετά άρχισε να επισκευάζει κιθάρες. Αυτή η δουλειά τού πήγαινε και συνέχισε να την κάνει για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη και την Ανατολική Πενσιλβάνια. Του άρεσε να κουρδίζει και να επισκευάζει κιθάρες, ήταν ήρεμη δουλειά. Πάντως, ήταν πολύ καλύτερος στις επισκευές απ' ό,τι στο να παίζει κιθάρα. Εκείνο το διάστημα έκοψε τη μαριχουάνα και το μπριτζ, πράγμα που απλοποίησε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
136
R I C H A R D BACH MAN
Πριν από δύο χρόνια είχε μετακομίσει στο Όλμπανι και σε λίγο έπιασε φιλίες με τον Ντικ Έιμπλσον, τον ιδιοκτήτη του κλαμπ Σμάιλ, όπου μπορούσες να ακούσεις καλό μπλουζ σχεδόν κάθε βράδυ. Ο Στιβ είχε πάει αρχικά στο Σμάιλ για να επισκευάσει τις κιθάρες, αλλά έπιασε μόνιμη δουλειά στο κλαμπ, όταν ο τύπος που δούλευε την ηχητική κονσόλα έπαθε καρδιακή προσβολή. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να μάθει τη δουλειά* ήταν ίσως το πιο σοβαρό πρόβλημα που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή του, για κάποιο λόγο όμως επέμεινε, παρ' όλο που φοβόταν ότι θα τα κάνει θάλασσα και θα τον λιντσάρουν οι εξαγριωμένοι μηχανόβιοι. Έ ν α ς λόγος που έμεινε ήταν ο Ντικ, ο οποίος διέφερε από όσους ιδιοκτήτες τέτοιων κέντρων είχε γνωρίσει ως τότε* δεν ήταν ούτε κλέφτης ούτε έκλυτος ούτε τύπος που αξιολογεί την ύπαρξη του μόνο ταλαιπωρώντας και τρομάζοντας τους άλλους. Επίσης, του άρεσε πραγματικά το ροκ εν ρολ, ενώ οι περισσότεροι ιδιοκτήτες κλαμπ το σιχαίνονταν και στα αυτοκίνητά τους άκουγαν άλλη μουσική. Ο Ντικ ήταν άνθρωπος που δε σου δημιουργούσε προβλήματα. Η γυναίκα του ήταν κι αυτή καλός τύπος, ανέμελη, με καλό χιούμορ, ωραία βυζιά και, απ' όσο είχε καταλάβει ο Στιβ, απόλυτα πιστή στον Ντικ. Το καλύτερο απ' όλα όμως ήταν ότι παλιά είχε κι αυτή μανία με το μπριτζ και ο Στιβ είχε κάνει πολλές βαθιές συζητήσεις μαζί της για το σχεδόν ανεξέλεγκτο πάθος της χαρτοπαιξίας. Το Μάιο εκείνου του χρόνου, ο Ντικ είχε αγοράσει ένα πολύ μεγάλο κλαμπ στο Σαν Φρανσίσκο και πριν από τρεις βδομάδες είχε φύγει για τη Δυτική Ακτή μαζί με τη γυναίκα του, τη Σάντι. Υποσχέθηκε στον Στιβ ότι θα του δώσει μια καλή δουλειά στο καινούριο κέντρο αν του έκανε μια εξυπηρέτηση: να πακετάρει όλα τους τα πράγματα (κυρίως δίσκους, πάνω από δύο χιλιάδες, οι περισσότεροι παμπάλαιοι), να τα φορτώσει σε ένα νοικιασμένο φορτηγό και να του τα πάει στο Σαν Φρανσίσκο. Η απάντηση του Στιβ: ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΝΤΙΚ.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
137
Είχε έντεκα.χρόνια να πάει στη Δυτική Ακτή και η αλλαγή θα του έκανε καλό, θα φόρτιζε τις μπαταρίες του. Του πήρε λίγο παραπάνω από όσο υπολόγιζε μέχρι να τακτοποιήσει όλες τις δουλειές του στο Όλμπανι, να νοικιάσει το φορτηγό, να το φορτώσει και να φΰγει. Είχε πάρει κάμποσα τηλεφωνήματα από τον Ντικ, το τελευταίο λίγο εκνευρισμένο, και όταν του το είπε ο Στιβ ο Ντικ του απάντησε ότι είναι φυσικό να χάνεις την ψυχραιμία σου, όταν κοιμάσαι επί τρεις βδομάδες σε υπνόσακους και δεν έχεις οΰτε ροΰχα να αλλάξεις. Τι θα έκανε τελικά, θα 'ρχόταν, ναι ή όχι; Ηρέμησε, μεγάλε, του απάντησε ο Στιβ. Έρχομαι. Και πραγματικά, είχε ξεκινήσει πριν από τρεις μέρες. Στην αρχή, όλα πήγαιναν πρίμα. Σήμερα το απόγευμα όμως πρέπει να έσπασε κάποιο σωληνάκι μέσα στη μηχανή. Βγήκε από τον πολιτειακό δρόμο στο Γουέντγουορθ για να βρει κανένα συνεργείο και ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ από το καπό και όλα τα καντράν του ταμπλό άρχισαν να δείχνουν άσχημα νέα. Στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν καμιά τσιμούχα, αλλά ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με πιστόνι. Ό π ω ς και να 'χει το πράγμα, το νοικιασμένο φορτηγό, που δούλευε μια χαρά όταν έφυγε από τη Νέα Υόρκη, έγινε ξαφνικά σαράβαλο. Παρ' όλα αυτά, ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Απλώς θα έβρισκε ένα συνεργείο και θα το έφτιαχνε. Πήρε λάθος στροφή όμως και βγήκε σε ένα ήσυχο προάστιο, ένα μέρος όπου δεν υπήρχαν συνεργεία. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να βγαίνει καπνός από τη μηχανή, η πίεση του λαδιού έπεφτε, η θερμοκρασία ανέβαινε, οι αεραγωγοί έβγαζαν μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, λες και κάτι τηγανιζόταν... αλλά τελικά ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΔΙΚΕ ΜΟΥ. Ή , τέλος πάντων, ίσως ένα πολύ μικρό πρόβλημα για το γραφείο από όπου είχε νοικιάσει το φορτηγό, αλλά ο Στιβ ήταν σίγουρος ότι το είχαν ασφαλισμένο. Και ξαφνικά είδε ένα μαγαζί με το σήμα του τηλεφώνου
138
RICHARD BACH MAN
για το κοινό απέξω... και ο αριθμός που έπρεπε να πάρεις αν είχες προβλήματα με το φορτηγό ήταν κολλημένος στο σκίαστρο του οδηγού. ΚΑΝΕΝΑ, ΜΑ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Μόνο που τώρα υπήρχε ένα πρόβλημα. Έ ν α πρόβλημα που μπροστά του ωχριούσαν όσα είχε τραβήξει μέχρι να μάθει την κονσόλα του κλαμπ Σμάιλ. Βρισκόταν σε ένα μικρό σπίτι που μύριζε καπνό από πίπα, μέσα σε ένα λίβινγκ ρουμ με φωτογραφίες ζώων στους τοίχους - ζ ώ α με ασυνήθιστες ικανότητες, σύμφωνα με τις λεζάντες- ένα λίβινγκ ρουμ όπου το μόνο έπιπλο που φαινόταν χρησιμοποιημένο ήταν μια τεράστια, ατσούμπαλη πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Και μόλις είχε δέσει με ένα μαντίλι το πόδι του στο σημείο όπου είχε ένα τραύμα από σφαίρα, ρηχό αλλά κανονικό τραύμα, και ένα σωρό κόσμος φώναζε τρομοκρατημένος και η μια γυναίκα ήταν επίσης τραυματισμένη (πολύ χειρότερο τραύμα από το δικό του) και απέξω υπήρχαν νεκροί και αν όλα αυτά δεν ήταν πρόβλημα τότε η λέξη «πρόβλημα» δεν είχε πια κανένα νόημα. Κάποιος του άρπαξε το χέρι από τον καρπό και του το έσφιξε τόσο δυνατά που τον πόνεσε. Γύρισε και είδε την πωλήτρια από το μαγαζί, αυτή με τα δίχρωμα μαλλιά. «Κοίτα μη φρικάρεις τώρα», του είπε με τραχιά φωνή. «Η ( j v a i x a χρειάζεται βοήθεια αλλιώς θα πεθάνει, δεν έχουμε περιθώρια για φρικαρίσματα». «Κανένα πρόβλημα, μωρό μου», είπε και μόνο που άκουσε κάποιες λέξεις -οποιεσδήποτε λ έ ξ ε ι ς - να βγαίνουν από το στόμα του ένιωσε καλύτερα. «Μη με λες μωρό σου, για να μη σε λέω κι εγώ μπούλη», είπε η πωλήτρια με έναν τόνο που έλεγε ότι δε σηκώνει και πολλά πολλά. Ο Στιβ έβαλε τα γέλια. Ο ήχος ακούστηκε πολύ παράξενος μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ούτε κι εκείνη έδειξε να τη νοιάζει. Τον κοίταζε με ένα αμυδρό χαμόγελο στις άκρες των χειλιών της. «Εντάξει», είπε ο
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
139
Στιβ, «εγώ δε θα σε λέω μωρό, εσΰ δε θα με λες μπούλη και κανείς από τους δυο μας δε θα φρικάρει. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι. Πώς είναι το πόδι σου;» «Τίποτα το σπουδαίο. Μια μικρή γρατσουνιά». «Είσαι τυχερός». «Ναι. Μπορεί να του ρίξω λίγο απολυμαντικό αν βρω την ευκαιρία, αλλά σε σύγκριση μ' αυτή...» «Γκάρι!» έσκουξε η Μαριέλ Σόντερσον. Ο Στιβ είδε ότι το χέρι της συνδεόταν μόνο από μια λεπτή λωρίδα σάρκας με το υπόλοιπο σώμα της. Ο άντρας της, κοκαλιάρης κι αυτός (αν και είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά), χόρευε έναν πανικόβλητο, αλλοπρόσαλλο χορό γύρω της. Έ μ ο ι α ζ ε με ιθαγενή σε παλιά ταινία που χορεύει μπροστά σε πέτρινο είδωλο. «Γκάρι!» ούρλιαξε πάλι η Μαριέλ. Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα από τον κομμένο ώμο της και είχε μουσκέψει την αριστερή μεριά της ροζ μπλούζας της. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο και ιδρωμένο, τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο λαιμό της. «Γκάρι, σταμάτα να κάνεις σαν σκυλί πον θέλει να κατονρήσει και βόηθα με...» Η Μαριέλ έπεσε στον τοίχο ανάμεσα στο λίβινγκ ρουμ και την κουζίνα, λαχανιασμένη. Ο Στιβ περίμενε ότι θα λυγίσουν τα γόνατά της, αλλά δε λύγισαν. Η Μαριέλ έπιασε τον αριστερό της καρπό με το δεξί της χέρι και σήκωσε με προσοχή το τραυματισμένο χέρι της προς τον Στιβ και τη Σύνθια. Η αιματοβαμμένη λωρίδα σάρκας που το συνέδεε με το υπόλοιπο σώμα της έβγαλε έναν υγρό ήχο, σαν μουσκεμένο πανί που το στύβεις, και ο Στιβ ήθελε να της πει να μην το κάνει αυτό, να σταματήσει πριν το κόψει τελείως το αναθεματισμένο, σαν φτερούγα από ψημένο κοτόπουλο. Τότε ο Γκάρι άρχισε να χορεύει τον ίδιο χορό μπροστά στον Στιβ· ανεβοκατέβαινε σαν να πηδούσε πάνω κάτω με πόγκο. Το μούτρο του ήταν άσπρο, με δύο κατακόκκινες βούλες στα μάγουλα. «Βοηθήστε τη!» φώναξε ο Γκάρι. «Βοηθήστε τη γυναίκα μου! Θα πεθάνει από αιμορραγία».
140
RICHARD BACH MAN
«Δεν μπορώ,..» άρχισε να λέει ο Στιβ. Ο Γκάρι τον άρπαξε ξαφνικά από τη φανέλα. Όταν δε θα υπάρχει άλλος χώρος στην κόλαση, έγραφε πάνω η φανέλα του, οι νεκροί θα βαδίσουν στη γη. Ο Γκάρι κόλλησε το αλαφιασμένο μούτρο του στο μούτρο του Στιβ. Τα μάτια του γυάλιζαν από το τζιν και τον πανικό. «Είσαι μαζί τους; Είσαι α π ' αυτούς;» «Δεν...» «Είσαι μ' αυτούς που μας έριχναν; Πες την αλήθεια!» Ο Στιβ δε φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να θυμώσει τόσο πολύ (ήταν άνθρωπος που δε θύμωνε εύκολα). Πέταξε τα χέρια του Γκάρι από την παλιά αγαπημένη του φανέλα και τον έσπρωξε. Ο Γκάρι οπισθοχώρησε παραπατώντας, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, μετά στένεψαν πάλι. «Ωραία», είπε. «Πας γυρεύοντας, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ». Και πήγε να ορμήσει στον Στιβ. Η Σύνθια μπήκε ανάμεσά τους. Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στον Στιβ - ί σ ω ς για να βεβαιωθεί ότι δε θα ορμούσε στον ά λ λ ο - και μετά κοίταξε τον Γκάρι. «Τι τρέχει μ' εσένα;» του είπε. Ο Γκάρι χαμογέλασε με νόημα. «Αυτός ο τύπος δεν είναι από δω, έτσι δεν είναι;» «Χριστέ μου! Ούτε κι εγώ είμαι από δω! Είμαι από το Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνιας. Αυτό σημαίνει ότι είμαι με τους δολοφόνους;» «Γκάρι!» Η φωνή αυτή τη φορά ακούστηκε σαν το εξουθενωμένο γάβγισμα ενός σκύλου που τρέχει πολλή ώρα σε σκονισμένο δρόμο και δεν έχει άλλο κουράγιο πια. «Σταμάτα τις μαλακίες και βόηθα με! Το χέρι μου...» Συνέχιζε να το κρατά και ξ α φ ν ι κ ά ο Στιβ θυμήθηκε - δ ε ν το ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, η εικόνα εμφανίστηκε ολοζώντανη στο μυαλό τούτο κρεοπωλείο στο Νιούτον. Έ ν α ς τύπος με άσπρο πουκάμισο, άσπρο σκούφο και αιματοβαμμένη ποδιά, να δίνει ένα μπούτι στη μητέρα του. Μην το παραψήσετε,
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
141
κυρία Έιμς, κρατήστε το ζουμερό και δεν πρόκειται να σας ξαναζητήσουν -ψητό κοτόπουλο. Σας το εγγυώμαι. «Γκάρι!» Ο κοκαλιάρης έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, μετά κοίταξε πάλι τον Στιβ και τη Σΰνθια. Το έξυπνο χαμόγελο είχε χαθεί από το πρόσωπο του. Τώρα έδειχνε απλώς άρρωστος. «Δεν ξέρω τι να κάνω για να τη βοηθήσω», είπε. «Γκάρι, ηλίθιε μεθύστακα», είπε η Μαριέλ με σιγανή, απελπισμένη φωνή. «Αποβλακωμένε κόπανε». Το πρόσωπο της γινόταν όλο και πιο άσπρο. Ουσιαστικά, ήταν πιο άσπρο και από το άσπρο. Κάτω από τα μάτια της είχαν εμφανιστεί καφέ μπαλώματα, που λες και απλώνονταν σαν φτερούγες, και το αριστερό της παπούτσι δεν ήταν πια λευκό αλλά κατακόκκινο. θ α πεθάνει αν δεν τη βοηθήσουν αμέσως, σκέφτηκε ο Στιβ. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει βλάκας. Η γυναίκα χρειαζόταν βοήθεια από γιατρό, κάμποσους τύπους με πράσινες φόρμες χειρουργείου που ξέρουν τι να κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά δεν υπήρχαν τέτοιοι τύποι και, απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ούτε είχαν σκοπό να 'ρθουν. Δεν είχαν ακουστεί ακόμη σειρήνες, ο μοναδικός ήχος ήταν οι κεραυνοί που απομακρύνονταν σιγά σιγά προς τα ανατολικά. Στον τοίχο αριστερά του υπήρχε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός μικρού καφέ σκύλου με πανέξυπνα μάτια. Η λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία έγραφε με κεφαλαία γράμματα: ΝΤΑΙΖΗ, ΠΕΜΠΡΟΟΥΚ ΚΟΡΓΚΙ, ΗΛΙΚΙΑ 9 ΕΤΩΝ. ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ ΜΙΚΡΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ. Σε μια άλλη φωτογραφία, αριστερά της Νταίζης, με το τζάμι πιτσιλισμένο τώρα από το αίμα της γυναίκας, υπήρχε ένα Κόλι που σου έδινε την εντύπωση πως χαμογελά στην κάμερα. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: ΣΑΡΛΟΤ, ΜΠΟΡΝΤΕΡ ΚΟΛΙ, ΗΛΙΚΙΑ 6 ΕΤΩΝ. ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΝΩΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.
142
RICHARD BACH MAN
Αριστερά της Σαρλότ υπήρχε η φωτογραφία ενός παπαγάλου που κάπνιζε ένα Κάμελ. «Δε μου συμβαίνουν όλα αυτά», είπε ο Στιβ με έναν ήρεμο, σχεδόν εΰθυμο τόνο. Δεν ήξερε αν μιλούσε στη Σύνθια ή στον εαυτό του. «Είμαι σε κάποιο νοσοκομείο, μάλλον, και βλέπω παραισθήσεις. Μπορεί να είχα καμιά μετωπική σύγκρουση στο δρόμο. Μάλλον αυτό έγινε. Είναι σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων σε έκδοση φρίκης και τρόμου». Η Σύνθια άνοιξε το στόμα της για να του απαντήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή ο γερο-κτηνίατρος - α υ τ ό ς που πρέπει να είχε δει την Νταίζη να προσθέτει έξι και δύο και να βρίσκει οχτώ, ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΤΑΙΖΗμπήκε μέσα κρατώντας μια παλιά μαύρη τσάντα. Ο αστυνομικός (τον έλεγαν πραγματικά Κόλι, αναρωτήθηκε ο Στιβ, ή το όνομα ήταν μία ακόμη αλλόκοτη φαντασίωση που του την προκάλεσαν οι φωτογραφίες στους τοίχους του δωματίου;) μπήκε πίσω του, βγάζοντας τη ζώνη του από τις θηλιές του παντελονιού του. Τελευταίος μπήκε, με παραζαλισμένο ύφος, ο Πίτερ (ο Στιβ δε θυμόταν το επώνυμο του), ο άντρας της γυναίκας που ήταν νεκρή έξω. «Βοηθήστε τη!» φώναξε ο Γκάρι, ξεχνώντας, προς το παρόν τουλάχιστον, τον Στιβ και τις υποψίες του. «Βόηθα τη, γιατρέ, αιμορραγεί σαν γουρούνι!» «Το ξέρεις ότι δεν είμαι κανονικός γιατρός, έτσι δεν είναι, Γκάρι; Δεν είμαι παρά ένας γερο-κτηνίατρος...» «Μη με λες εμένα γουρούνι», τον έκοψε η Μαριέλ. Η φωνή της ήταν τόσο σιγανή, που δεν ακουγόταν σχεδόν, αλλά τα μάτια της, καρφωμένα στον άντρα της, έλαμπαν από κακία. Προσπάθησε να ορθωθεί, δεν τα κατάφερε και γλίστρησε πιο χαμηλά στον τοίχο. «Μη με λες... έτσι». Ο κτηνίατρος γύρισε στον αστυνομικό, που στεκόταν στο κατώφλι της κουζίνας κρατώντας τη ζώνη τεντωμένη στα χέρια του. Έ τ σ ι όπως ήταν γυμνός από τη με'ση και πάνω, έμοιαζε με μπράβο σε ένα μπαρ όπου είχε δουλέψει κάποτε ο Στιβ στην κονσόλα.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
143
«Πρέπει;» ρώτησε ο αστυνομικός. Ή τ α ν πολύ χλομός, αλλά έδειχνε να έχει κουράγιο ακόμη. Ο Μπίλινγκσλι κατένευσε και ακούμπησε την τσάντα του στη μεγάλη πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Την άνοιξε κι άρχισε να ψάχνει μέσα. «Και κάνε γρήγορα. Ό σ ο περισσότερο αίμα χάνει, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες». Σήκωσε το κεφάλι, κρατώντας ένα καρούλι με νήμα για ράμματα στο ένα χέρι και ένα χειρουργικό ψαλίδι με λυγισμένες λεπίδες στο άλλο. «Ούτε για μένα είναι εύκολο. Ο μοναδικός ασθενής που είχα σ' αυτή την κατάσταση ήταν ένα πόνι που το πέρασαν για ελάφι και του έριξαν στο πόδι. Βάλε τη ζώνη όσο πιο ψηλά μπορείς στον ώμο. Γύρνα την αγκράφα προς το στήθος της και σφίξ' την καλά». «Πού είναι η Μαίρη;» ρώτησε ο Πίτερ. «Πού είναι η Μαίρη; Πού είναι η Μαίρη; Πού είναι η Μαίρη;» Κάθε φορά που έκανε την ερώτηση, η φωνή του γινόταν πιο κλαψιάρικη. Στην τέταρτη επανάληψη σχεδόν στρίγκλισε. Ξαφνικά σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του και τους γύρισε την πλάτη, ακουμπώντας το μέτωπο του στον τοίχο ανάμεσα στον ΜΠΑΡΟΝ, ένα Λαμπραντόρ που έγραφε το όνομά του με κύβους με γράμματα, και την ΝΤΕΡΤΙΦΕΪΣ, μια σκυθρωπή κατσίκα που, όπως έλεγε η λεζάντα, μπορούσε να παίξει απλές μελωδίες στη φυσαρμόνικα. Ο Στιβ σκέφτηκε ότι αν άκουγε ποτέ κατσίκα να παίζει το Γέλοον Ρόονζ οφ Τέξας σε φυσαρμόνικα θα πήγαινε να πνιγεί. Στο μεταξύ, η Μαριέλ Σόντερσον κοίταζε τον Μπίλινγκσλι με την ένταση ενός βρικόλακα που βλέπει έναν άντρα που κόπηκε στο ξύρισμα. «Πονάω», είπε βραχνά. «Δώσε μου κάτι για τον πόνο». «Ναι», είπε ο Μπίλινγκσλι, «πρώτα όμως πρέπει να το δέσουμε». Έ κ α ν ε νόημα στον αστυνομικό κι αυτός πλησίασε. Είχε περάσει την άκρη της ζώνης από την αγκράφα, σχηματίζοντας έτσι μια θηλιά. Άπλωσε διστακτικά τα χέρια του προς τη γυναίκα, που τα ξανθά μαλλιά της
144
RICHARD BACH MAN
ήταν τώρα δυο τόνους πιο σκούρα από τον ιδρώτα. Αυτή σήκωσε το καλό της χέρι και τον έσπρωξε με απροσδόκητη δύναμη. Ο αστυνομικός δεν το περίμενε. Οπισθοχώρησε δυο βήματα, χτύπησε στο μπράτσο της πολυθρόνας κι έπεσε πάνω της. Έ μ ο ι α ζ ε σαν φιγούρα σε ταινία κινούμενων σχεδίων που πήρε μια τούμπα. Η γυναίκα ούτε που τον κοίταξε. Είχε στραμμένη όλη της την προσοχή στον κτηνίατρο και τη μαύρη τσάντα του. «Τώρα!» του γάβγισε και η φωνή της ακούστηκε πραγματικά σαν γάβγισμα. «Δώσε μου κάτι για τον πόνο τώρα, γερο-μαλάκα, με πεθαίνει!» Ο αστυνομικός σηκώθηκε από την πολυθρόνα και κοίταξε με νόημα τον Στιβ. Αυτός κατάλαβε, κατένευσε κι άρχισε να πλησιάζει από τα δεξιά της Μαριέλ. Πρόσεχε, σκεφτόταν, είναι φλιπαρισμένη, μπορεί να σε γρατσουνίσει, να σε δαγκώσει, πρόσεχε. Η Μαριέλ απομακρύνθηκε από τον τοίχο όπου ήταν ακουμπισμένη, ταλαντεύτηκε για μια στιγμή, βρήκε την ισορροπία της και προχώρησε προς τον κτηνίατρο. Κρατούσε ακόμη το χέρι της μπροστά της, σαν να ήταν τεκμήριο σε δίκη. Ο Μπίλινγκσλι οπισθοχώρησε ένα βήμα, κοιτάζοντας νευρικά πότε τον αστυνομικό και πότε τον Στιβ. «Δώσε μου Ντεμερόλ, ηλίθιε!» φώναξε εξουθενωμε'νη. «Αλλιώς θα σε πνίξω! θ α σε...» Ο αστυνομικός έκανε πάλι νόημα στον Στιβ και όρμησε από τα αριστερά. Ο Στιβ κινήθηκε κι αυτός και πέρασε το μπράτσο του γύρω από το λαιμό της γυναίκας. Δεν ήθελε να την πνίξει, αλλά φοβόταν να την πιάσει από αλλού μήπως χτυπήσει το κομμένο χέρι της. «Μην κινείσαι!» φώναξε. Δεν ήθελε να φωνάξει, ήθελε απλώς να το πει, αλλά του βγήκε φωναχτά. Την ίδια στιγμή ο αστυνομικός πέρασε τη θηλιά της ζώνης στο αριστερό της χέρι και την ανέβασε ψηλά. «Κράτα τη, φίλε!» φώναξε ο αστυνομικός. «Κράτα την ακίνητη!»
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
145
Για μερικές στιγμές ο Στιβ την κράτησε, μετά όμως μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μάτι του και το τσούξιμο τον ανάγκασε να χαλαρώσει το κράτημα τη στιγμή που ο Κόλι Εντράτζιαν έσφιγγε τη ζώνη. Η Μαριέλ τραβήχτηκε δεξιά, κοιτάζοντας πάντα με μίσος τον κτηνίατρο, και το μπράτσο της ξεκόλλησε κι έμεινε στα χέρια του αστυνομικού. Ο Στιβ έβλεπε το ρολόι της πάνω στο χέρι, με το λεπτοδείκτη σταματημένο κάπου ανάμεσα στο τέσσερα και στο πέντε. Η ζώνη έμεινε στον ώμο της για μια στιγμή και μετά έπεσε στο πάτωμα αφού δεν υπήρχε τίποτα για να την κρατήσει. Το κορίτσι του ταμείου ούρλιαξε, τα μάτια της πελώρια, καρφωμένα στο χέρι. Ο αστυνομικός το κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. «Βάλτε το στον πάγο!» φώναξε ο Γκάρι. «Βάλτε το στον πάγο...» Μετά φάνηκε να συνειδητοποιεί ξαφνικά τι είχε συμβεί. Τι κρατούσε ο αστυνομικός. Ανοιξε το στόμα του, έστριψε το κεφάλι του με έναν παράξενο τρόπο και ξέρασε πάνω στη φωτογραφία του παπαγάλου με το τσιγάρο. Η Μαριέλ δεν είχε π ρ ο σ έ ξ ε ι τίποτε α π ' αυτά. Προχωρούσε παραπατώντας προς τον τρομοκρατημένο κτηνίατρο, με απλωμένο το άλλο της χέρι. «Θέλω να μου κάνεις ένεση αυτή τη στιγμή!» είπε βραχνά. «Μ' άκουσες, ρε μαλάκα; Θέλω να μου κάνεις έ... έ...» Έ π ε σ ε στα γόνατα, το κεφάλι της κρέμασε στο στήθος της. Μετά, με μια τρομερή προσπάθεια, κατάφερε να το ξανασηκώσει. Για μια στιγμή το βλέμμα της καρφώθηκε στον Στιβ. «Ποιος διάολος είσαι εσύ;» είπε με ολοκάθαρη φωνή, μετά έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Το κεφάλι της απείχε μερικά εκατοστά μόνο από τις φτέρνες του Πίτερ, του τύπου που είχε χάσει τη γυναίκα του. Τζάκσον, σκέφτηκε ο Στιβ ξαφνικά. Έ τ σ ι τον λένε, Τζάκσον. Ο Πίτερ Τζάκσον ήταν ακόμη γυρισμένος προς tov τοίχο, με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του. Αν κάνει ένα βήμα πίσω, σκέφτηκε ο Στιβ, θα την πατήσει. «Ρε γαμώ το», είπε ο αστυνομικός με σιγανή, κατάπληκτη φωνή. Μετά κοίταξε κάτω και είδε ότι κρατού-
146
RICHARD BACH MAN
σε ακόμη το χέρι της γυναίκας. Πήγε στην κουζίνα, κρατώντας το μπροστά του. Ο ήχος της βροχής αντηχούσε πολύ δυνατός στα αυτιά του Στιβ. «Έλα», του είπε ο κτηνίατρος. «Δεν τελειώσαμε ακόμη. Βάλ' της τη ζώνη, νεαρέ. Σφίξ' την προς το στήθος της. Μπορείς;» «Μάλλον», είπε ο Στιβ, αλλά ένιωσε τρομερή ανακούφιση όταν η Σύνθια, η πωλήτρια από το μαγαζί, πήρε τη ζώνη από κάτω και γονάτισε δίπλα στην αναίσθητη γυναίκα.
147
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
Απόσπασμα από ιον «Ενεργειακό Διάδρομο», Επεισόδιο 55 ίων Μόιοκαπς 2200, σε σενάριο ίου Αλεν Σμίθι: ΠΡΑΞΗ 2 ΕΣΩΤ. ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ, ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Στην αίθουσα κυριαρχεί, όπως πάντα, η τεράστια οθόνη. Μπροστά της, πάνω σε μια αιωροβάση, στέκεται ο συνταγματάρχης Χένρι με σοβαρό ύφος. Οι υπόλοιποι Μότοκαπς κάθονται στο πεταλοειδές τραπέζι των συνεδριάσεων: ο Φιδοκυνηγός, ο Μπάουντι, ο ταγματάρχης Πάχκ, ο Ρούτι και η Κάσι. Στην οθόνη βλέπουμε μια άποψη του διαστήματος. Στο βάθος φαίνεται η Γη, που μοιάζει με γαλαζοπράσινο νόμισμα από αυτή την απόσταση. ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟς (με το συνηθισμένο περιφρονητικό του ύφος) Λοιπόν, τι έγινε; Δε βλέπω τίποτα το σοβαρό. . . Τ τ στην ορνή: . . . Ξαφνικά εμφανίζεται στην οθόνη ο ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΌς ΔΙΆΔΡΟΜΟς κ αϊ τη γεμίζει σχεδόν, κρύβοντας τα άστρα δεξιά κι αριστερά. Είναι όπως όταν βλέπουμε να εμφανίζεται το διαστημόπλοιο του Νταρθ Βέντε ρ στην αρχή της πρώτης ταινίας. του Πολέμου των Άστρων. Το θέαμα είναι τρομερό! Ο ΔΙΆΔΡΟΜΟς αποτελείται από δύο μακρόστενες μεταλλικές πλάκες με μεγόιλες τετράγωνες προεξοχές κατά διαστήματα. 0 ΔΙΆΔΡΟΜΟς ΒΓΆΖΕΙ
ΕΝΑ
στράφτουν μεσα στις
ΔΥΣΟΊΩΝΟ
ΒΟΥΗΤΟ
από τη μια τετράγωνες
και
ΜΠΛΕ
πλάκα στην προεξοχές.
ΑΣΤΡΑΠΈς
άλλη
α-
ανά-
Η Κάσι Στάιλς βγάζει ένα επιφώνημα κατάπληξης και κοιτάζει την οθόνη με ανησυχία. Ο συνταγματάρχης Χένρι πιέζει ένα κουμπί
139 RICHARD BACH MAN
στο τηλεχειριστήριο που κρατάει και η εικόνα στην οθόνη παγώνει. Βλέπουμε ακόμη τη Γη, αλλά με το διάδρομο δεξιά κι αριστερά της μοιάζει να έχει πιαστεί οε ένα θανάσιμο ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΠΛΕΓΜΑ! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ ( στον ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟ) Αυτό είναι το σοβαρό! 0 Ενεργειακός Διάδρομος, έργο μιας φυλής εξωγήινων που έχει εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό! Ένα καταστροφικό όπλο... που κατευθύνεται προς τη Γη! ΚΑςΙ (ανήσυχη) Ω Θεέ μου! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Ησύχασε, Κάσι. Απέχει ακόμη πάνω από 150. 000 έτη φωτός. Η εικόνα στην οθόνη είναι τεχνητή, δείχνει τον τελικό προορισμό του διαδρόμου. ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ Ναι, αλλά πόσο γρήγορα κινείται; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Αυτό είναι το πρόβλημα. Ας πούμε ότι, αν δε βρούμε μια λύση μέσα στις επόμενες εβδομήντα δύο ώρες, μπορείς να ακυρώσεις τα σχέδιά σου γτα το Σαββατοκύριακο.
ΡΟΥΤΙ
Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Σκάσε, Ρούτι. (ΣΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΧΕΝΡΙ) Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο μας; Ο συνταγματάρχης Χένρι ανεβάζει την βάση πιο ψηλά και χρησιμοποιεί μια δέσμη για να τους δείξει τις προεξοχές εσωτερικές πλευρές του διαδρόμου.
αιωροφωτεινή στις
149
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Οι τηλεμετρικές συσκευές μας μας έδειξαν ότι ο Ενεργειακός Λχάδρο-μος έχει μήκος πάνω από 300. 000 χιλιόμετρα και πλάτος πάνω από 80.000 χιλιόμετρα. Ένας διάδρομος θανάτου μέσα στον οποίο δε ζει τίποτε! Αλλά μπορεί να έχει ένα α-δυνατο σημείο 1 Νομίζω ότι αυτά τα τετράγωνα σχήματα είναι γεννήτριες. Αν μπορέσουμε να τις καταστρέψουμε. . . ΜΠΑΟΥΝΤI Μιλάμε για επίθεση με τα Πάουερ Βαγκόν, αφεντικό; Ζουμ οτο ματάρχη
σκυθρωπό Χένρι.
πρόσωπο
του
συνταγ-
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Μπορεί αυτή να είναι η μοναδική λύση για να σωθεί η Γη. ΕΣΩΤ. ΟΙ ΜΟΤΟΚΑΠΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Επίθεση με τα Πάουερ Βάγκον στο διάστημα; Μπορεί να είναι το τελευταίο μας ταξίδι!
ΡΟΥΤΙ
Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Σκάσε, Ρούτι! ΕΣΩΤ. ΕΝΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Ο συνταγματάρχης Χένρι και η Κάσι Στάιλς περπατάνε μπροστά, οι άλλοι Μότοκαπς ακολουθούν πίσω τους. Ο Ρούτι, όπως συνήθως, έρχεται τελευταίος. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Είσαι ανήσυχη, μικρή μου.
RICHARD BACH MAN
150
ΚΑΣΙ Και βέβαια είμαι ανήαυχη! Ο Φιδοκυνηγός έχεχ δίκιο! Τα Πάουερ Βάγκον δεν έχουν σχεδιαστεί για επίθεση στο διάστημα! ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Δε σε απασχολε ί μόνο αυτό όμως. ΚΑΣΙ Μερικές φορές μου τη σπάνε οι τηλεπαθητικές σου δυνάμεις, Χανκ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Έλα. . . λέγε. ΚΑΣΙ Κάτι με ανησυχεί με αυτά τα τετράγωνα σχήματα μέσα στον Ενεργειακό Διάδρομο. Τι γίνεται αν δεν είναι γεννήτριες; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Τι άλλο μπορεί να είναι; Έχουν φτάσει στην αυτόματη πόρτα του Κοράλ των Πάουερ Βάγκον. Ο συνταγματάρχης Χένρι βάζει την παλάμη του στο σκάνερ της κλειδαριάς και η πόρτα ανοίγει συρταρωτά. ΚΑΣΙ Δεν ξέρω, αλλά. . . ΕΣΩΤ. ΤΟ ΚΟΡΑΛ ΤΩΝ ΠΑΟΥΕΡ ΒΑΓΚΟΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΚΑΠΣ Η Κάσι βγάζει ένα επιφώνημα κατάπληξης και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα! Ο συνταγματάρχης Χένρι, σκυθρωπός, την αγκαλιάζει από τους ώμους. Οι άλλοι Μότοκαπς μαζεύονται γύρω τους. ΡΟΥΤΙ Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ Ναι, Ρούτι, συμφωνώ απολύτως!
151
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
Κοιτάζει
βλοσυρός:
ΕΣΩΤ. ΤΟ ΚΟΡΑΛ ΤΟΝ ΠΑΟΥΕΡ ΒΑΓΚΟΝ Πάνω από τα παρκαρισμένα Βάγκον, ανάμεσα στο Τράκερ Άροου του Φιδοκυνηγού και το ασημί Ρούτι Τουτ, αιωρείται ένας απρόσκλητος επισκέπτης, το Μιτ Βάγκον, με ένα σιγανό βόμβο. ΕΣΩΤ. ΠΛΑΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΤΟΚΑΠΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ: ΧΕΝΡΙ
Μότοκαπς, ετοιμαστείτε για μάχη! ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟς {έχει βγάλει ήδη το πίστολό του) Είμαστε έτοιμοι, αφεντικό. Οι άλλοι
βγάζουν
τα όπλα
ακτινο-
τους.
ΕΣΩΤ. ΖΟΥΜ ΣΤΟ ΜΙΤ ΒΑΓΚΟΝ Ο Πυργίσκος• ανοίγει, αποκαλύπτοντας τον Απρόσωπο, ανατριχιαστικό όπως πάντα με τη μαύρη στολή του. Πίσω * του, στον πίνακα ελέγχου, κάθεται, με το συνηθισμένο αγέρωχο και σέξι ύφος της, η κόμισσα Λίλι. Το Υπνο-Κόσμημα γύρω από το λαιμό της αλλάζει συνεχώς χρώματα. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Κόμισσα, την αιωροβάση. Αμέσως! ΚΟΜΙΣΣΑ ΛΙΑΙ
Μάλιστα,
Εξοχότατε.
Η κόμισσα τραβάει ένα λεβιέ. Μια αιωροβάση εμφανίζεται. 0 Απρόσωπος ανεβαίνει πάνω της και η βάση τον κατεβάζει στο δάπεδο του Κοράλ. Είναι άοπλος και ο συνταγματάρχης Χένρι πλησιάζει βάζοντας στη θήκη το όπλο του. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ
Δε νομίζεις ότι είσαι λίγο μακριά από τη βάση σου, Απρόσωπε;
143 RICHARD BACH MAN
ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Η βάση μου είναι όπου είμαι εγώ, αγαπητέ μου Χανκ. ΜΠΑΟΥΝΤI Δεν είναι ώρα για παιχνίδια. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Συμφωνώ απολύτως. 0 Ενεργειακός Διάδρομος πλησιάζει. Συνταγματάρχα Χένρι, ξέρω ότι σχεδιάζεις να επιτεθείς με τα Πάουερ Βάγκον. . . ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ
Πώς το ξέρεις αυτό; ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ (με
παγερή
φωνή)
Το ξέρω γιατί κι εγώ θα έκανα το ίδιο πράγμα, βλάκα! (στο
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΧΕΝΡΙ)
Μια επίθεση με τα Πάουερ Βάγκον στο διάστημα κρύβ ε χ πολλούς κινδύνους, μπορε ί όμως να είναι η μοναδική λύση για να σωθεί η Γη. Θα χρειαστείς βοήθεια και το Μιτ Βάγκον είναι το ισχυρότερο όχημα που υπάρχει. ΦΙΔΟΚΥΝΗΓΟΣ
Αυτό είναι θέμα γνώμης, ηλίθιε! Το δικό μου, το Τράκερ Άροου. . . ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ
Σταμάτα, Φιδοκυνηγέ! (στον
ΑΠΡΟΣΩΠΟ)
Τι προτείνεις; ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Μια συνεργασία μέχρι να περάσει η κρίση. Παραμερίζουμε τους παλιούς καβγάδες μας, τουλάχιστον προσωρινά. Μια συνδυασμένη επίθεση κατά του Ενεργειακού Διαδρόμου.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
153
Απλώνει το γαντοφορεμένο χέρι του. Ο συνταγματάρχης Χένρι πάει να απλώσει κι αυτός το δικό του, αλλά τότε βγαίνει μπροστά ο ταγματάρχης Πάικ. Τα αμυγδαλωτά μάτια του έχουν ανοίξει διάπλατα και το στοματορύγχος του τρέμει από ανησυχία. ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΪΚ Μην το κάνεις, Χανκ! Μην του έχεις εμπιστοσύνη ! Είναι κόλπο! ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Σε καταλαβαίνω, ταγματάρχα. . . Σε καταλαβαίνουμε και οι δύο, έτσι δεν είναι, κόμισσα; ΚΟΜΙΣΣΑ ΛΙΑΙ Μάλιστα, Εξοχότατε. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Αυτή τη φορά όμως δεν υπάρχουν κόλπα ούτε κρυφά χαρττά. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ . ( σ τ ο ν ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΠΑΪΚ) Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλχώς. ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Έχει δίκιο. Δεν υπάρχει χρόνος. Ο συνταγματάρχης του Απρόσωπου.
Χένρι
σφίγγει
ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ Συνεργάτες; ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΧΕΝΡΙ Προς το παρόν. ΡΟΥΤΙ
Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ! Τέλος ΠΡΑΞΗΣ 2.
το
χέρι.
1
Ο Τακ μίλησε με i n φ ω ν ή του ΜπενΚαρτράιτ, του πατριάρχη της Ποντερόζα; «Κυρία μου, μου φαίνεται άτι ετοιμαζόσουν να το σκάσεις». «Όχι...» Η φωνή ήταν δική της αλλά αδύναμη και μακρινή, σαν ραδιοφωνική εκπομπή από τη Δυτική Ακτή σε βροχερή νύχτα. « Ό χ ι , απλώς πήγαινα στο μαγαζί. Γιατί μας τελείωσε...» Τι μας τελείωσε; Τι μπορεί να ενδιέφερε αυτό το τέρας; Τι μπορεί να πίστευε; Και, ευτυχώς, της ήρθε κάτι. «Η σοκολάτα! Μας τελείωσε η σοκολάτα!» Την πλησίασε από το διάδρομο του γραφείου, ο Σηθ Γκάριν με σορτς Μότοκαπς, μόνο που τώρα η Όντρεϊ είδε κάτι απίστευτο και φρικτό μαζί: τα γυμνά δάχτυλα tcov ποδιών του μόλις που ακουμπούσαν στο χαλί του λίβινγκ ρουμ. Ο Σηθ λες και αιωρούνταν σαν μπαλόνι με μορφή παιδιού. Ή τ α ν το σώμα του Σηθ, με βρόμικους αστραγάλους και καρπούς, αλλά στα μάτια δεν υπήρχε ίχνος του Σηθ. Κανένα απολύτως. Τώρα ήταν απλώς «κείνο το πλάσμα που λες και είχε βγει μέσα από βάλτο.
146
RICHARD BACH MAN
«Λέει ότι θα πήγαινε απλώς μέχρι το μαγαζί», είπε η φωνή του Μπεν Καρτράιτ. Ο Τακ ήταν εφιαλτικά καλός μίμος, αυτό τουλάχιστον έπρεπε να του το αναγνωρίσει. «Τι λες εσύ, Άνταμ;» «Λέει ψέματα, μπαμπά», απάντησε η φωνή του Περνέλ Ρόμπερτς, του ηθοποιού που έπαιζε τον Άνταμ Καρτράιτ. Ο Ρόμπερτς είχε χάσει τα μαλλιά του με τα χρόνια, αλλά ήταν ο μόνος που ζοΰσε. Οι άλλοι ηθοποιοί που έπαιζαν τον πατέρα του και τ' αδέρφια του είχαν πεθάνει σ' αυτό το διάστημα που η Μπονάντσα παιζόταν σε επαναλήψεις στην καλωδιακή τηλεόραση. Ξανά η φωνή του Μπεν, καθώς το πλάσμα πλησίασε πιο κοντά αιωρούμενο, τόσο κοντά, που η Ό ν τ ρ ε ϊ μύρισε την ξινίλα του ιδρώτα και μια αμυδρή μυρωδιά από σαμπουάν. «Τι λες εσύ, Χος; Μίλα, νεαρέ». «Λέει ψέματα, μπαμπά», είπε η φωνή του Νταν Μπλόκερ... και για μια στιγμή το αιωρούμενο παιδί έμοιαζε με τον Μπλόκερ. «Λιτλ Τζο;» «Λέει ψέματα, μπαμπά». «Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ!» «Σκάσε, Ρούτι», είπε η φωνή του Φιδοκυνηγού. Ή τ α ν λες και ένα τσίρκο από ταλαντούχους τρελούς έπαιζε ολόκληρη παράσταση γι' αυτή. Ό τ α ν ξαναμίλησε το πλάσμα που αιωρούνταν μπροστά της, η φωνή του Φιδοκυνηγού είχε χαθεί και της απευθύνθηκε ξανά ο Μπεν Καρτράιτ, ο αυστηρός Μωυσής της Σιέρα Νεβάδα. «Δε μας αρέσουν οι ψεύτες εδώ στην Ποντερόζα, κυρά μου. Ούτε αυτοί που το σκάνε κρυφά. Τώρα... τι λες να σου κάνουμε;» Μη μου κάνεις κακό, προσπάθησε να πει, αλλά δεν ακούστηκε τίποτε από το στόμα της, ούτε καν ένας ψίθυρος. Προσπάθησε να περάσει σε κάποιο άλλο εσωτερικό κύκλωμα, έφτιαξε μέσα στο νου της την εικόνα του μικρού κόκκινου τηλεφώνου, μόνο που πάνω του τώρα έγραφε τη λέξη ΣΗΘ. Την τρόμαζε η προοπτική να προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τον Σηθ, αλλά δεν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
147
είχε ξαναβρεθεί σε τέτοια κωλοκατάσταση. Αν αυτό το πλάσμα αποφάσιζε να τη σκοτώσει... Είδε το τηλέφωνο στο νου της, είδε τον εαυτό της να μιλάει στο ακουστικό, κι αυτό που έλεγε ήταν οδυνηρά απλό: Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, Σηθ. Στην αρχή είχες κάποια δύναμη πάνω του, το ξέρω αυτό. Ό χ ι μεγάλη ίσως, αλλά σίγουρα είχες. Αν έχεις ακόμη κάποια δύναμη, κάποια επιρροή πάνω του, σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, μην τον αφήσεις να με σκοτώσει. Είμαι δυστυχισμένη, αλλά όχι τόσο πολΰ που να θέλω να πεθάνω. Ό χ ι ακόμη. Αναζήτησε κάποια λάμψη ανθρωπιάς στα μάτια του αιωρουμένου τέρατος, το παραμικρό ίχνος του Σηθ, αλλά δεν είδε τίποτα. Ξαφνικά το αριστερό της χέρι σηκώθηκε και χτύπησε το αριστερό της μάγουλο με έναν ήχο σαν κλαδί που σπάει. Αισθάνθηκε το δέρμα της να καίει. Ή τ α ν σαν κάποιος να είχε ανάψει έναν προβολέα από αυτή την πλευρά του προσώπου της. Το αριστερό της μάτι δάκρυσε. Τώρα το δεξί της χέρι υψώθηκε μπροστά στα μάτια της, σαν φίδι Ινδού φακίρη που βγαίνει από το καλάθι. Έ μ ε ι ν ε εκεί για μια στιγμή και μετά έκλεισε αργά και έγινε γροθιά. Ό χ ι , προσπάθησε να πει, σε παρακαλώ, όχι, σε παρακαλώ, Σηθ, μην τον αφήσεις. Αλλά οΰτε κι αυτή τη φορά έγινε τίποτα και η γροθιά τινάχτηκε με δύναμη, οι κλειδώσεις λευκές μέσα στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, και ξαφνικά ένιωσε λες και έγινε μια έκρηξη στη μύτη της, το οπτικό της πεδίο γέμισε λευκές κουκκίδες σαν πεταλούδες. Χόρευαν αλαφιασμένα μπροστά στα μάτια της, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε αίματα να τρέχουν στα χείλη και στο σαγόνι της. Παραπάτησε προς τα πίσω. «Αυτή η γυναίκα είναι μια προσβολή για τη δικαιοσύνη του εικοστού τρίτου αιώνα!» είπε ο συνταγματάρχης Χένρι με την αυστηρή φωνή του - μ ι α φωνή που γινόταν πιο μισητή και υποκριτική με κάθε νέο επεισό-
148
RICHARD BACH MAN
δ to του γαμημένου καρτούν. «Πρέπει να την κάνουμε να καταλάβει τα σφάλματά της». Ο Χος: «Μπράβο, συνταγματάρχα! Θα δείξουμε ο* αυτή τη σκύλα ποιος κάνει κουμάντο!» «Ρουτ-ρουτ-ρουτ-ρουτ!» Κάσι Στάιλς: «Συμφωνώ με τον Ρούτι! Και για αρχή λέω να τη γλυκάνουμε λίγο!» Είχε αρχίσει να περπατά πάλι ή, μάλλον, να την περπατά ο Τακ. Το λίβινγκ ρουμ πέρασε μπροστά από τα μάτια της σαν τοπίο που τρέχει ανάποδα στα παράθυρα ενός τρένου. Το μάγουλο της την έτσουζε, η μύτη της την πονούσε και ένιωθε γεύση από αίμα στο στόμα της. Έ φ τ ι α ξ ε μέσα στο νου της την εικόνα ενός τηλεφώνου τύπου Μότοκαπς, από αυτά που βλέπεις αυτόν που μιλάς, και άρχισε να μιλάει στον Σηθ από αυτό το τηλέφωνο. Σε παρακαλώ, Σηθ, είμαι η θεία σου η Όντρεϊ, με αναγνωρίζεις παρ' όλο που τα μαλλιά μου έχουν άλλο χρώμα τώρα; Ο Τακ με έβαλε να τα βάψω για να μοιάζουν με της Κάσι και όταν βγαίνω έξω με αναγκάζει να φοράω μπλε κορδέλα όπως η Κάσι, αλλά είμαι ακόμη εγώ, η θεία Όντρεϊ, αυτή που σε πήρε στο σπίτι της, αυτή που σε φρόντιζε ή που προσπαθούσε τουλάχιστον, και τώρα πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ. Μην τον αφήσεις να μου κάνει κακό, Σηθ, σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις. Τα φώτα ήταν σβηστά στην κουζίνα και το δωμάτιο γεμάτο σκιές. Καθώς περπατούσε σαν τηλεκατευθυνόμενο ρομπότ πάνω στο κίτρινο δάπεδο (τόσο χαρούμενο όταν ήταν καθαρό, τώρα όμως βρόμικο και απαίσιο), της είχε έρθει μια σκέψη, μια τρομερά λογική σκέψη: Γιατί να τη βοηθήσει ο Σηθ; Ακόμη και αν λάβαινε το μήνυμά της και ακόμη κι αν μπορούσε να τη βοηθήσει, γιατί να το κάνει; Πριν από λίγο είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, εγκαταλείποντας το παιδί στη μοίρα του. Αν ο Σηθ υπήρχε ακόμη κάπου μέσα σ' αυτό το σώμα, το ήξερε αυτό τόσο καλά όσο και ο Τακ. Έ ν α ς λυγμός, αμυδρός και απόμακρος σαν ανάσα ανάπηρου, ξέφυγε από το λαιμό της, καθώς τα ματο-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
149
βαμμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού της έψαξαν το διακόπτη στον τοίχο, τον βρήκαν και άναψαν τα φώτα. «Να τη γλυκάνουμε, μπαμπά!» φώναξε ο Λιτλ Τζο Καρτράιτ. «Να τη γλυκάνουμε, να μάθει!» Η φωνή ξαφνικά έγινε πολύ ψιλή, μετατράπηκε στο γέλιο του Ρούτι του ρομπότ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ευχήθηκε να τρελαινόταν. Ακόμη και η τρέλα θα ήταν καλύτερη απ' αυτή την κατάσταση. Συνέχισε να παρακολουθεί, ένας ανήμπορος ταξιδιώτης μέσα στο ίδιο της το σώμα, καθώς ο Τακ τη γύρισε, την πήγε στον πάγκο και χρησιμοποίησε το χέρι της για να ανοίξει το ντουλάπι από πάνω. Το άλλο χέρι της πέταξε έξω ένα κίτρινο τάπερ, που έπεσε στο πάτωμα σκορπίζοντας παντού μακαρόνια. Μετά πέταξε το αλεύρι, που έπεσε δίπλα στα πόδια της και τα άσπρισε. Το χέρι χώθηκε μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει και άρπαξε ένα πλαστικό δοχείο με σχήμα αρκούδας, το δοχείο με το μέλι. Το άλλο χέρι έπιασε το καπάκι, το ξεβίδωσε και to πέταξε. Την επόμενη στιγμή, το πλαστικό δοχείο ήταν γυρισμένο ανάποδα πάνω από το ανοιχτό της στόμα. Το χέρι που κρατούσε την κοιλιά της πλαστικής αρκούδας άρχισε να σφίγγει ρυθμικά, όπως έσφιγγε κάποτε τη λαστιχένια φούσκα του κλάξον στο παιδικό της ποδήλατο. Το αίμα από τη μύτη της έτρεχε στο λαιμό της. Μετά ένιωσε το μέλι να γεμίζει το στόμα της, παχύρρευστο και γλυκό. «Κατάπιε!» φώναξε ο Τακ, μιλώντας τώρα με τη δική του φωνή. «Κατάπιε, σκύλα!» Η Όντρεϊ κατάπιε. Μια γουλιά, μετά δύο, μετά τρεις. Στην τρίτη ο λαιμός της έκλεισε. Ο οισοφάγος της φράκαρε από ένα σκασμό γλυκιάς κόλλας. Προσπάθησε να ανασάνει, αλλά δεν μπορούσε. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να μπουσουλάει στο πάτωμα της κουζίνας, με τα κόκκινα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά της, βήχοντας και ξερνώντας μέλι και αίμα μαζί. Είχε ανεβεί και είχε κλείσει και τη μύτη της και πεταγόταν από τα ρουθούνια. Για μερικές στιγμές ακόμη δεν μπορούσε να ανασάνει. Οι λευκές κουκκίδες που χόρευαν μπροστά στα
ΟΙ Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς
159
βαμμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού της έψαξαν το διακόπτη στον τοίχο, τον βρήκαν και άναψαν τα φώτα. «Να τη γλυκάνουμε, μπαμπά!» φώναξε ο Λιτλ Τζο Καρτράιτ. «Να τη γλυκάνουμε, να μάθει!» Η φωνή ξαφνικά έγινε πολύ ψιλή, μετατράπηκε στο γέλιο του Ρούτι του ρομπότ. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ευχήθηκε να τρελαινόταν. Ακόμη και η τρέλα θα ήταν καλύτερη απ' αυτή την κατάσταση. Συνέχισε να παρακολουθεί, ένας ανήμπορος ταξιδιώτης μέσα στο ίδιο της το σώμα, καθώς ο Τακ τη γύρισε, την πήγε στον πάγκο και χρησιμοποίησε το χέρι της για να ανοίξει το ντουλάπι από πάνω. Το άλλο χέρι της πέταξε έξω ένα κίτρινο τάπερ, που έπεσε στο πάτωμα σκορπίζοντας παντού μακαρόνια. Μετά πέταξε το αλεύρι, που έπεσε δίπλα στα πόδια της και τα άσπρισε. Το χέρι χώθηκε μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει και άρπαξε ένα πλαστικό δοχείο με σχήμα αρκούδας, το δοχείο με το μέλι. Το άλλο χέρι έπιασε το καπάκι, το ξεβίδωσε και το πέταξε. Την επόμενη στιγμή, το πλαστικό δοχείο ήταν γυρισμένο ανάποδα πάνω από το ανοιχτό της στόμα. Το χέρι που κρατούσε την κοιλιά της πλαστικής αρκούδας άρχισε να σφίγγει ρυθμικά, όπως έσφιγγε κάποτε τη λαστιχένια φούσκα του κλάξον στο παιδικό της ποδήλατο. Το αίμα από τη μύτη της έτρεχε στο λαιμό της. Μετά ένιωσε το μέλι να γεμίζει το στόμα της, παχύρρευστο και γλυκό. «Κατάπιε!» φώναξε ο Τακ, μιλώντας τώρα με τη δική του φωνή. «Κατάπιε, σκύλα!» Η Όντρεϊ κατάπιε. Μια γουλιά, μετά δύο, μετά τρεις. Στην τρίτη ο λαιμός της έκλεισε. Ο οισοφάγος της φράκαρε από ένα σκασμό γλυκιάς κόλλας. Προσπάθησε να ανασάνει, αλλά δεν μπορούσε. Έ π ε σ ε στα γόνατα κι άρχισε να μπουσουλάει στο πάτωμα της κουζίνας, με τα κόκκινα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά της, βήχοντας και ξερνώντας μέλι και αίμα μαζί. Είχε ανεβεί και είχε κλείσει και τη μύτη της και πεταγόταν από τα ρουθούνια. Για μερικές στιγμές ακόμη δεν μπορούσε να ανασάνει. Οι λευκές κουκκίδες που χόρευαν μπροστά στα
160
RICHARD BACH MAN
μάτια της έγιναν μαύρες. Θα πάθω ασφυξία, σκέφτηκε, θ α πεθάνω από μέλι. Ξαφνικά ο λαιμός της ελευθερώθηκε λίγο και άρχισε να ανασαίνει με τεράστιες εισπνοές και να κλαίει από τρόμο και πόνο. Ο Τακ γονάτισε μπροστά της και άρχισε να ουρλιάζει μπροστά στο πρόσωπο της. «Μην ξαναπροσπαθήσεις να το σκάσεις! Ποτέ! Ποτέ! Κατάλαβες; Κοΰνα το κεφάλι σου, παλιομαλακισμένη, δείξε μου ότι κατάλαβες!» Τα χέρια του - ε κ ε ί ν α που δε φαίνονταν, εκείνα που ήταν μέσα στο νου τ η ς - την άρπαξαν και ξαφνικά το κεφάλι της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει και το μέτωπο της να χτυπά στο πάτωμα με κάθε κατέβασμα. Ο Τακ γελούσε. Γελούσε. Η Όντρεϊ φοβήθηκε ότι θα συνέχιζε να της χτυπάει το κεφάλι στο πάτωμα μέχρι που να λιποθυμήσει. Αλλά σταμάτησε εξίσου απότομα όσο είχε αρχίσει. Τα χέρια χάθηκαν. Η αίσθηση του Τακ χάθηκε από το νου της. Σήκωσε επιφυλακτικά το κεφάλι και σκούπισε τη μύτη της με το πλάι του χεριού, ανασαίνοντας ακόμη με αγκομαχητά. Το μέτωπο της την πονούσε, το ένιωθε να πρήζεται. Ο Σηθ την κοίταζε. Και η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε την αίσθηση ότι αυτή τη φορά ήταν όντως ο Σηθ. Δεν ήταν τελείως σίγουρη, αλλά... «Σηθ;» Για μια στιγμή συνέχισε να την κοιτάζει, χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του ούτε καταφατικά ούτε αρνητικά. Μετά άπλωσε το βρόμικο χέρι του και σκούπισε λίγο μέλι από το σαγόνι της. «Σηθ, πού πήγε; Πού είναι ο Τακ;» Τον είδε να αγωνίζεται, να παλεύει μέσα του. Με το φόβο του ίσως, αλλά μπορεί και όχι. Το πιθανότερο ήταν ότι πάλευε με το δικό του ελαττωματικό σύστημα επικοινωνίας. Από το στόμα του βγήκε ένας ήχος σαν γουργουρητό και η Όντρεϊ σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει μαζί του. Αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σηκωθεί όρθια ο Σηθ είπε δύο πνιγμένες λέξεις. « Έ φ υ γ ε . Χτίζει».
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
161
Η Όντρεϊ τον κοίταξε. Ανάσαινε ακόμη με δυσκολία, αλλά για μια στιγμή το ξέχασε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα όταν άκουσε τη λέξη έφυγε. Ί σ ω ς ήταν ευκαιρία να το σκάσει. Κανονικά δε θα 'πρεπε ούτε να το διανοηθεί ύστερα από τα όσα είχε τραβήξει, αλλά... Μετά σκέφτηκε την άλλη λέξη. «Χτίζει, αγάπη μου; Τι χτίζει;» Ο Σηθ αγωνίστηκε πάλι να μιλήσει. «Φτιάχνει». Ο Τακ κάτι φτιάχνει. Τι μπορεί να φτιάχνει όμως... «Είναι», είπε ο Σηθ. «Είναι. Είναι. Είναι!...» Ο Σηθ χτύπησε το πόδι του με τη γροθιά του, δείχνοντας έναν εκνευρισμό που η Ό ν τ ρ ε ϊ δεν τον είχε ξαναδεί πάνω του. Αμέσως του έπιασε τη γροθιά και προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Όχι, Σηθ». Το διάφραγμά της σφίχτηκε πάλι σε μια προσπάθεια να κάνει εμετό - τ ο μέλι είχε γίνει μια βαριά μάζα στο στομάχι τ η ς - αλλά το ρεγουλάρισε. «Όχι, όχι, ηρέμησε. Πες μου αν μπορείς. Αν δεν μπορείς, δεν πειράζει». Ή τ α ν ψέμα φυσικά, αλλά, αν τον πίεζε περισσότερο, ο Σηθ δε θα κατάφερνε ποτέ να πει αυτό που προσπαθούσε. Ή , ακόμη χειρότερα, μπορεί να έφευγε, να χανόταν κάπου μέσα στο νου του, αφήνοντας πίσω του αυτό το κενό όχημα όπου έμπαινε τόσο εύκολα ο Τακ. «Σε...» Ο Σηθ άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τα αυτιά της. Μετά τα έβαλε πίσω από τα δικά του αυτιά και τα έσπρωξε προς τα εμπρός. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είδε πόσο βρόμικα ήταν κι αυτά από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε στην αμμοδόχο και ένιωσε δάκρυα στα μάτια της. Ο Σηθ όμως την κοίταζε με ένταση και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ναι, καταλάβαινε. Σε ακούει, της έλεγε το παιδί. Ο Τακ σε ακούει με τ' αυτιά μου. Και φυσικά είχε δίκιο. Ο Τακ, το πλάσμα με τις χίλιες φωνές. Ο Σηθ σηκώθηκε όρθιος, ένα κοκαλιάρικο παιδί με βρόμικο σορτς, και προχώρησε προς την πόρτα. Μετά σταμάτησε και γύρισε. Η Ό ν τ ρ ε ϊ ήταν ακόμη πεσμένη
162
RICHARD BACH MAN
στα γόνατα και σκεφτόταν αν θα καταφέρει να πιαστεί από τον πάγκο από το σημείο που ήταν ή έπρεπε να πλησιάσει πρώτα λίγο μπουσουλώντας. Ζάρωσε όταν τον είδε να την ξαναπλησιάζει, γιατί νόμισε ότι είχε γυρίσει ο Τακ, της φάνηκε ότι είδε εκείνη τη σκληρή λάμψη στα μάτια του. Αλλά όταν πλησίασε κι άλλο είδε ότι είχε κάνει λάθος. Η «λάμψη» ήταν δάκρυα. Ο Σηθ έκλαιγε. Δεν τον είχε ξαναδεί να κλαίει, ούτε καν όταν χτυπούσε. Μέχρι τότε δεν ήξερε καν ότι ο Σηθ μπορούσε να κλάψει. Την αγκάλιασε από το λαιμό και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. Την πονούσε από το χτύπημα, αλλά δεν τραβήχτηκε. Για μια στιγμή της ήρθε μια θολή αλλά πολύ εμφατική εικόνα του κόκκινου τηλεφώνου, μόνο που είχε τεράστιο μέγεθος. Μετά χάθηκε και άκουσε τη φωνή του Σηθ μέσα στο μυαλό της. Η Όντρεϊ είχε νιώσει αρκετές φορές την αίσθηση ότι τον ακούει, ότι ο Σηθ προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της τηλεπαθητικά. Συνήθως, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος ή καθώς ξυπνούσε, και η φωνή ήταν πάντα μακρινή, σαν κάλεσμα μέσα από πέπλα ομίχλης. Τώρα όμως ήταν απίστευτα κοντά. Ή τ α ν η φωνή ενός παιδιού που ακουγόταν έξυπνο και καθόλου προβληματικό. Δε σε κατηγορώ πον πήγες να το σκάσεις, είπε η φωνή. Η Όντρεϊ είχε την αίσθηση της βιασύνης. Ήταν σαν να άκουγε ένα παιδί που ψιθύριζε κάποιο κουτσομπολιό στο διπλανό του την ώρα που είχε γυρίσει την πλάτη του ο δάσκαλος. Πρέπει να πας στονς άλλους, αντούς πον μένουν στο δρόμο. Όχι τώρα αμέσως, πρέπει να περιμένεις, αλλά σε λίγο θα 'ρθει η ώρα. Γιατί ο Τακ..· Δεν υπήρχαν λέξεις τώρα, αλλά μια άλλη θολή εικόνα που γέμισε εντελώς το νου της, διώχνοντας προσωρινά κάθε σκέψη. Η εικόνα έδειχνε τον Σηθ. Φορούσε στολή γελωτοποιού και καπέλο με κουδούνια. Και έπαιζε όπως κάνουν οι ζογκλέρ αλλά όχι με μπάλες. Με κούκλες. Μικρές πορσελάνινες κούκλες. Ξαφνικά μια κούκλα έπεσε κι έσπασε δίπλα στα ασπροκόκκινα παπούτσια
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
163
του με τις μυτερές γυριστές άκρες και τότε η Όντρεϊ είδε ότι η κούκλα είχε το πρόσωπο της Μαίρης Τζάκσον. Οι κούκλες ήταν οι γείτονές της. Ο Τακ κάτι έχτιζε, κάτι έφτιαχνε, κάτι που είχε σχέση με τους γείτονές της. Υπέθεσε ότι ήταν και η ίδια υπεύθυνη για ένα μέρος του οράματος, τουλάχιστον. Είχε δει τις κούκλες της Κίρστι Κάρβερ άπειρες φορές· ένα πληκτικό χόμπι, κατά τη γνο'ψη της. Αλλά ήξερε επίσης ότι η όποια δική της παρέμβαση δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο το μήνυμα που ο Σηθ προσπαθούσε να της μεταδώσει. Το τρελό κατασκεύασμα του Τακ -κάτι έχτιζε, κάτι έφτιαχνεήταν αυτό που τον κρατούσε απασχολημένο. Δεν ήταν όμως τόσο απασχολημένος, ώστε να μη με δει όταν πήγα να το σκάσω πριν από λίγο, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Και να με σταματήσει. Και να με τιμωρήσει. Μπορεί την επόμενη φορά να με βάλει να καταπιώ αλάτι αντί για μέλι. Ή Τουμποφλό. Θα σον πω πότε, είπε πάλι η φωνή του παιδιού. Να ''χεις το νον σον για να με ακούσεις όταν θα σον μιλήσω, θεία Όντρεϊ. Όταν ξανάρθονν τα Πάονερ Βάγκον. Να 'χεις το νον σου για να με ακούσεις. Πρέπει να ξεφύγεις. Γιατί... Αυτή τη φορά πέρασαν από το νου της πολλές εικόνες μαζί. Μερικές χάθηκαν πολύ γρήγορα και δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έδειχναν, μερικές όμως τις είδε πιο καθαρά: μια άδεια κονσέρβα μέσα στα σκουπίδια, μια παλιά σπασμένη τουαλέτα πεσμένη στο πλάι σε ένα σκουπιδότοπο, ένα αυτοκίνητο πάνω σε τσιμεντόπλι6ους -ούτε ρόδες ούτε τζάμια. Σπασμένα πράγματα. Χρησιμοποιημένα πράγματα. Το τελευταίο πράγμα που είδε η Ό ν τ ρ ε ϊ πριν διακόψει την επαφή ο Σηθ ήταν μια δική της φωτογραφίαπορτραίτο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι του χολ. Τα μάτια του πορτραίτου ήταν βγαλμένα. Ο Σηθ την άφησε και σηκώθηκε. Την κοίταζε, καθώς η Όντρεϊ πιάστηκε από την άκρη του πάγκου και πάτησε στα πόδια της με κόπο. Η κοιλιά της ήταν ακόμη
164
RICHARD BACH MAN
βαριά κι ασήκωτη από το μέλι που την είχε βάλει να καταπιεί ο Τακ. Ο Σηθ τώρα είχε τη συνηθισμένη όψη του: απόμακρος και αποσυνδεμένος, άδειος από κάθε συναίσθημα. Ό μ ω ς υπήρχαν ακόμη τα ίχνη των δακρύων στα μάγουλά του. «Ο-α», είπε με την άτονη φωνή του - ή χ ο ι που είχαν υποθέσει με τον Χερμπ ότι σήμαιναν Όντρεϊ\ γεια- και βγήκε από την κουζίνα. Ξαναγύρισε στο γραφείο, όπου συνεχιζόταν το πιστολίδι. Και όταν τελείωνε; Μάλλον θα γύριζε την ταινία από την αρχή και θα την ξανάβλεπε. Μου μίλησε, όμως, σκέφτηκε η Όντρεϊ. Μου μίλησε ολοκάθαρα μέσα στο μυαλό μου. Με το δικό του «κόκκινο τηλέφωνο». Μόνο που το δικό του είναι τόσο μεγάλο. Πήρε τη σκούπα από το κελάρι και άρχισε να σκουπίζει το αλεύρι και τα μακαρόνια. Στο γραφείο, ο Ρόρι Καλχούν φώναξε: «Δε θα πας πουθενά, δειλέ Γιάνκη!» «Δε χρειάζεται να γίνει έτσι, Τζεμπ», μουρμούρισε η Ό ν τ ρ ε ϊ σκουπίζοντας. «Δε χρειάζεται να γίνει έτσι, Τζεμπ», είπε ο Τάι Χάρντιν - ο βοηθός σερίφη στην τ α ι ν ί α - αλλά αμέσως μετά ο κακός συνταγματάρχης Μέρντοκ τον σκότωσε. Αυτή ήταν και η τελευταία του δολοφονία. Σε τριάντα δευτερόλεπτα θα σκότωναν κι αυτόν. Το διάφραγμα της Ό ν τ ρ ε ϊ σφίχτηκε πάλι. Πήγε στο νεροχύτη, σέρνοντας πίσω της τη σκούπα, κι έσκυψε από πάνω. Προσπάθησε να κάνει εμετό, αλλά δεν έβγαλε τίποτα. Το σφίξιμο πέρασε. Άνοιξε το κρύο νερό και ήπιε κατευθείαν από τη βρύση, μετά έριξε νερό στο μέτωπο της. Έ ν ι ω σ ε κάπως καλύτερα. Έ κ λ ε ι σ ε τη βρύση, πήγε στο κελάρι και πήρε το φαράσι. Ο Τακ χτίζει, είχε πει ο Σηθ. Ο Τακ φτιάχνει. Τι όμως; Καθώς γονάτιζε δίπλα στα σκουπίδια με τη σκούπα στο ένα χέρι και το φαράσι στο άλλο, της ήρθε μια πολύ πιο σοβαρή σκέψη: Αν κατάφερνε να ξεφύγει εκείνη, τι θα έκανε ο Τακ στον ανιψιό της; Τι θα έκανε στον Σηθ;
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
165
2
Η Μπελίντα Τ ζ ό ζ ε φ σ ο ν κράτησε την πόρτα της κουζίνας για να μπει ο άντρας της, μετά ορθώθηκε και κοίταξε γΰρω. Το φως ήταν σβηστό, αλλά το δωμάτιο ήταν φωτεινότερο από πριν. Η καταιγίδα κόπαζε και σε μια δυο ώρες μάλλον θα ξανάβγαινε πάλι ο ήλιος και θα 'κανε ζέστη. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο πάνω από το τραπέζι και μπερδεύτηκε. 4:03; Ή τ α ν δυνατό να έχει περάσει τόσο λίγη ώρα; Κοίταξε καλύτερα και είδε ότι ο δείκτης των δευτερολέπτων ήταν ακίνητος. Άπλωσε το χέρι της στο διακόπτη για να ανάψει το φως. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα μπουσουλώντας ο Τζόνι και αμέσως μετά σηκώθηκε όρθιος. «Μην κάνεις τον κόπο», είπε ο Τζιμ Ριντ. Καθόταν στο πάτωμα, ανάμεσα στο ψυγείο και την κουζίνα, με τον Ραλφ Κάρβερ στην αγκαλιά του. Τα μάτια του γυάλιζαν και το βλέμμα του ήταν απαθές. Ο Ραλφ είχε το δάχτυλο στο στόμα. Η Μπελίντα δεν τον συμπαθούσε, κανείς στη γειτονιά δεν τον συμπαθούσε (εκτός από τη μητέρα και τον πατέρα του, βέβαια), αλλά το θέαμα που παρουσίαζε το παιδί τη συγκίνησε. «Ποιον κόπο;» ρώτησε ο Τζόνι. «Να ανάψεις το φως. Έ χ ε ι κοπεί το ρεύμα». Η Μπελίντα τον πίστεψε, αλλά γύρισε μερικές φορές το διακόπτη. Τίποτα. Υπήρχε πολύς κόσμος στο δωμάτιο —έντεκα άτομα, μαζί με την ί δ ι α - αλλά η μουδιασμένη σιωπή που κάλυπτε τα πάντα σου έδινε την αίσθηση ότι ήταν πολύ λιγότεροι. Η Έ λ ε ν Κάρβερ έβγαζε πότε πότε κανένα αναφιλητό, αλλά είχε χώσει το πρόσωπο της στο στήθος της μητέρας της και ίσως και να κοιμόταν. Ο Ντέιβιντ Ριντ είχε αγκαλιάσει τη Σούζι Γκέλερ. Από την άλλη μεριά καθόταν η μητέρα της, που την είχε αγκαλιασμένη επίσης (τυχερή κοπέλα, σκέφτηκε η Μπελίντα, τόση παρηγοριά και συμπαράσταση). Η Κάμι Ριντ, η μητέρα των
166
RICHARD BACH MAN
δίδυμων, καθόταν ακουμπισμένη σε μια πόρτα με την επιγραφή ΠΑΛΙΟ ΚΕΛΑΡΙ. Πάντως, η Κάμι δε φαινόταν τόσο σαστισμένη όσο οι άλλοι. Τα μάτια της είχαν μια •ψυχρή, υπολογιστική έκφραση. «Είπες ότι άκουσες ουρλιαχτά», είπε ο Τζόνι στη Σούζι. «Δεν ακοΰω τίποτα». «Σταμάτησαν», είπε η κοπέλα με βαριά φωνή. «Νομίζω ότι ήταν η κυρία Σόντερσον». «Ναι, αυτή ήταν», συμφώνησε ο Τζιμ. Άλλαξε θέση στον Ραλφ πάνω στα πόδια του, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. «Γνώρισα τη φωνή της. Τόσα χρόνια τώρα την ακούμε να ουρλιάζει στον Γκάρι. Έ τ σ ι δεν είναι, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ Ριντ κατένευσε. «Εγώ θα την είχα σκοτώσει αν ήμουν στη θέση του». «Ναι, αλλά εσύ δε γίνεσαι τύφλα στο μεθύσι, αγόρι μου», είπε ο Τζόνι. Σήκωσε το τηλέφωνο της κουζίνας, αφουγκράστηκε, πάτησε το μηδέν δυο τρεις φορές, μετά το άφησε πάλι. «Η Ντέμπι είναι νεκρή, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Σούζι την Μπελίντα. «Σσσ, μωρό μου, μη λες τέτοια πράγματα», είπε ταραγμένη η Κιμ Γκέλερ. Η Σούζι δεν της έδωσε σημασία. «Δεν πήγε στο διπλανό σπίτι, έτσι δεν είναι; Και μη μου πεις ψέματα». Η Μπελίντα σκεφτόταν να κάνει ακριβώς αυτό, αλλά άλλαξε γνώμη. Η πείρα τής είχε διδάξει ότι ακόμη και τα πιο καλοπροαίρετα ψέματα συνήθως χειροτερεύουν τα πράγματα. Και η κατάσταση ήταν ήδη αρκετά άσχημη στην οδό Πόπλαρ, δε χρειαζόταν να επιδεινωθεί κι άλλο. «Ναι, καλή μου», είπε, απορώντας για άλλη μια φορά με τη νότια προφορά που έπαιρνε η φωνή της - ή έτσι της φαινόταν τουλάχιστον- όταν έλεγε σε κάποιον ένα άσχημο νέο. Μπορεί να ήταν κι αυτό μέρος της εμπειρίας του αμερικανικού Νότου. Το ενδιαφέρον στη δική της περίπτωση ήταν ότι δεν είχε ζήσει ποτέ της στο Νότο. «Δυστυχώς». Η Σούζι έκρυψε το πρόσωπο της με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει. Ο Ντέιβ Ριντ την τράβηξε στην αγκαλιά του
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
167
και η Σούζι ακούμπησε το πρόσωπο της στον ώμο του. Όταν η Κιμ πήγε να την τραβήξει πίσω, η Σοΰζι αντιστάθηκε. Τότε η μητέρα της έριξε στον Ντέιβ Ριντ ένα βλέμμα μίσους, αλλά ο νεαρός δεν το πήρε είδηση. Η Κιμ έστρεψε το θυμό της στην Μπελίντα. «Γιατί της το είπες;» «Το κορίτσι είναι πεσμένο μπροστά στην πόρτα και με όλα αυτά τα κόκκινα μαλλιά είναι λίγο δύσκολο να μην τη δεις». «Σσσ», της είπε ο Μπραντ. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε στο νεροχύτη. «Μην τη στενοχωρείς». Τώρα πια είναι αργά, ό,τι έγινε έγινε, σκέφτηκε η Μπελίντα, αλλά προτίμησε να μη μιλήσει. Πίσω από το νεροχύτη υπήρχε ένα παράθυρο, από όπου φαινόταν ο φράχτης ανάμεσα στο σπίτι των Κάρβερ και του Μπίλινγκσλι. Έ β λ ε π ε επίσης την πράσινη στέγη του σπιτιού του κτηνιάτρου. Από πάνω του φαίνονταν σύννεφα να κινούνται στον ουρανό. Γύρισε και κάθισε πλαγιαστά στην άκρη του νεροχύτη. Μετά έγειρε κοντά στο παράθυρο, μυρίζοντας το μέταλλο και την οσμή της καλοκαιρινής βροχής που έμπαινε μέσα από τη σήτα. Ο συνδυασμός από αυτές τις μυρωδιές τής προκάλεσε μια στιγμιαία νοσταλγία για την παιδική της ηλικία, ένα συναίσθημα λεπτό και έντονο μαζί. Είναι παράξενο, σκέφτηκε, πόσο εύκολα σε γυρίζουν πίσω στο χρόνο οι μυρωδιές. Έβαλε τις παλάμες της γύρω από το στόμα της. «Ε, εκεί!» φώναξε. Ο Μπραντ την άρπαξε από τον ώμο, προφανώς για να την κάνει να σταματήσει, αλλά του πέταξε το χέρι με μια απότομη κίνηση. «Ε, Μπίλινγκσλι!» «Μην το κάνεις αυτό, Μπι», είπε η Κάμι Ριντ. «Είναι επικίνδυνο». Και τι θα κάνουμε; σκέφτηκε η Μπελίντα. Θα καθίσουμε στο πάτωμα της κουζίνας και θα περιμένουμε να ? ρθει το ιππικό; «Δε βαριέσαι, άσ' την», είπε ο Τζόνι. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν αυτοί που πυροβολούσαν είναι ακόμη απέξω, δε νομίζω να μην ξέρουν πού είμαστε». Εκείνη τη
168
RICHARD BACH MAN
στιγμή του ήρθε μια ιδέα. Πήγε και κάθισε στις φτέρνες μπροστά στην Πάι Κάρβερ. «Κίρστεν, μήπως είχε κανένα όπλο ο Ντέιβιντ; Κανένα κυνηγετικό τουφέκι ίσως...» «Υπάρχει ένα πιστόλι στο γραφείο του», απάντησε εκείνη. «Στο δεύτερο συρτάρι από την αριστερή μεριά. Το συρτάρι είναι κλειδωμένο, αλλά το κλειδί είναι στο μεγάλο μεσαίο συρτάρι». «Και το γραφείο; Πού είναι;» «Α. Στον πάνω όροφο* στο μικρό δωμάτιο, στο τέλος του διαδρόμου». Ό λ α αυτά τα είπε με το βλέμμα καρφωμένο στα γόνατά της. Μετά σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε απελπισμένη. «Είναι έξω στη βροχή, Τζόνι. Το ίδιο και η φίλη της Σούζι. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε έξω στη βροχή». «Η βροχή σταματάει», είπε ο Τζόνι, ξέροντας πόσο ανόητο ήταν αυτό που είπε. Ό μ ω ς η Πάι φάνηκε να ησυχάζει, τουλάχιστον προσωρινά, και αυτό ήταν το σημαντικό. Ί σ ω ς ήταν ο τόνος του Τζόνι. Τα λόγια ήταν ανόητα, αλλά η Μπελίντα δεν τον είχε ακούσει ποτέ να μιλάει τόσο ήρεμα και μαλακά. «Εσύ κοίτα να φροντίσεις τα παιδιά σου, Κίρστι, και μη σε απασχολούν τα υπόλοιπα προς το παρόν». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της κουζίνας, περπατώντας μαζεμένος, σαν στρατιώτης στο πεδίο της μάχης. «Κύριε Μάρινβιλ;» είπε ο Τζιμ Ριντ. «Μπορώ να έρθω μαζί σας;» Ό τ α ν όμως πήγε να αφήσει τον Ραλφ κάτω, το παιδί τον κοίταξε πανικόβλητο. Έ β γ α λ ε το δάχτυλο από το στόμα του με ένα δυνατό «ποπ» και κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, μουρμουρίζοντας ξεψυχισμένα: « Ό χ ι , Τζιμ, όχι, Τζιμ». Η Μπελίντα ανατρίχιασε. Σκέφτηκε ότι οι τρελοί μπορεί να μιλούν έτσι όταν είναι μόνοι στα κελιά τους τη νύχτα. «Μείνε εκεί που είσαι, Τζιμ», είπε ο Τζόνι. «Μπραντ; Τι λες; Έ ν α ταξιδάκι σε μεγαλύτερα υψόμετρα για ν' αλλάξουμε αέρα;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
169
«Βέβαια». Ο Μπραντ κοίταξε τη γυναίκα του με ένα μείγμα αγάπης και αγανάκτησης, μια έκφραση που βλέπεις μόνο σε ανθρώπους που είναι παντρεμένοι πάνω από δέκα χρόνια. «Είσαι σίγουρος ότι δεν πειράζει να φωνάξει η γυναίκα μου τους διπλανούς;» «Δε νομίζω να υπάρχει πρόβλημα». «Να προσέχετε», είπε η Μπελίντα. Χάιδεψε τον Μπραντ στο στήθος. «Να κρατάς το κεφάλι σου χαμηλά. Μου το υπόσχεσαι;» «Σου το υπόσχομαι». Η Μπελίντα κοίταξε τον Τζόνι. «Κι εσύ». «Τι; Α». Της χάρισε ένα πλατύ, γοητευτικό χαμόγελο και η Μπελίντα συνειδητοποίησε κάτι ξαφνικά: έτσι χαμογελούσε ο Τζον Μάρινβιλ όταν έδινε υποσχέσεις σε γυναίκες. «Σου το υπόσχομαι». Βγήκαν έξω, γονατίζοντας αμήχανα καθώς περνούσαν την πόρτα της κουζίνας, και μετά πάλι όταν βρέθηκαν στο μπροστινό χολ του σπιτιού. Η Μπελίντα έγειρε προς το παράθυρο πάλι. Εκτός από τη βροχή και το υγρό γρασίδι, της μύριζε επίσης το παλιό σπίτι των Χόμπαρτ που καιγόταν. Συνειδητοποίησε ότι το άκουγε επίσης: ένα κροτάλισμα και μια σιγανή βουή. Η νεροποντή δε θα άφηνε την πυρκαγιά να εξαπλωθεί, αλλά, για όνομα του Θεού, πού ήταν οι πυροσβεστικές; Γιατί πλήρωναν φόρους; «Ε, εσείς, στον Μπίλινγκσλι! Ποιοι είστε εκεί;» Της απάντησε μια αντρική φωνή που δεν την αναγνώρισε. «Είμαστε εφτά! Το ζευγάρι από πιο πάνω στο δρόμο...» Αυτοί πρέπει να είναι οι Σόντερσον, σκέφτηκε η Μπελίντα. «...ο αστυνομικός και ο τύπος που σκοτώθηκε η γυναίκα του. Είναι επίσης ο κύριος Μπίλινγκσλι και η Σύνθια από το μαγαζί!» «Εσύ ποιος είσαι;» φώναξε η Μπελίντα. «Στιβ Ειμς! Είμαι από τη Νέα Υόρκη! Είχα προβλήματα με το φορτηγό μον, μπήκα στην πόλη και χάθηκα! Σταμάτησα στο μαγαζί εκεί κάτω για να τηλεφωνήσω!»
170
RICHARD BACH MAN
«Το φουκαρά», είπε ο Ντε'ιβ Ριντ. «Σαν να του έπεσε το λότο στην κόλαση». «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η φωνή από το άλλο σπίτι. «Ξέρετε τι συμβαίνει;» «Όχι/» απάντησε η Μπελίντα. Σκεφτόταν τι άλλο ε'πρεπε να τους πει, τι άλλο έπρεπε να ρωτήσει, αλλά δεν της ερχόταν τίποτα. «Κοιτάξατε προς την πάνω μεριά του δρόμου; Είναι ανοιχτά από εκεί;» φώναξε ο Έ ι μ ς . Η Μπελίντα πήγε να απαντήσει, αλλά της τράβηξε την προσοχή ένας ιστός αράχνης έξω από τη σήτα του παραθύρου. Το γείσο του παραθύρου τον είχε προστατεύσει από τη δύναμη της βροχής, αλλά υπήρχαν σταγόνες πάνω του που έτρεμαν σαν μικροσκοπικά διαμάντια. Η αράχνη ήταν στη μέση του ιστού, ακίνητη. Τσως ψόφια. «Κυρία; Ρώτησα...» «Δεν ξέρω!» φώναξε η Μπελίντα. «Ο Τζόνι Μάρινβιλ και ο άντρας μου κοίταξαν, αλλά τώρα έχουν πάει πάνω να...» Δεν έπρεπε να πει για το όπλο. Η σκέψη ήταν βλακώδης ίσως, αλλά δεν είχε σημασία, «...για να δουν καλύτερα! Εσείς;» «Όχι! Είχαμε πολλές φασαρίες εδώ! Η γυναίκα πον σας είπα...» Μια παύση. «Δουλεύει το τηλέφωνο σας;» «Όχι!» φώναξε η Μπελίντα. «Ούτε το τηλέφωνο ούτε το ηλεκτρικό!» Άλλη μια παύση, μετά η Μπελίντα άκουσε ένα «Φτου!» με πολύ πιο σιγανή φωνή, που μόλις ακουγόταν πάνω από το θόρυβο της βροχής. Κατόπιν μια άλλη φωνή, γνωστή αυτή τη φορά, αλλά δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει αμέσως. «Μπελίντα, εσύ είσαι;» «Ναι!» απάντησε και κοίταξε ερωτηματικά τους άλλους. «Είναι ο κύριος Τζάκσον», είπε ο Τζιμ Ριντ, μιλώντας πάνιυ από τον ώμο του Ραλφ. Ο μικρός δεν είχε καταφε'ρει ακόμη να κοιμηθεί όπως η αδερφή του, αλλά μάλλον δε θα αργούσε να τον πάρει ο ύπνος. Το δάχτυλο είχε αρχίσει κιόλας να μισοβγαίνει από τα χείλια του.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
171
«Πήγα στην εξώπορτα!» φώναξε ο Πίτερ. «Ο δρόμος είναι έρημος μέχρι τη γωνία! Εντελώς έρημος! Ψυχή ζώσα, ούτε καν αργόσχολοι, από την Λιακινθ ή το επόμενο τετράγωνο της Πόπλαρ. Σον φαίνεται φυσικό αντό;» Η Μπελίντα συνοφρυώθηκε και κοίταξε γΰρω της. Είδε μόνο απορημένα μάτια και σκυφτά κεφάλια. Γύρισε πάλι στο παράθυρο. «Όχι!» Ο Πίτερ γέλασε και ο ήχος την πάγωσε, όπως την είχε παγώσει το υστερικό μουρμουρητό του Ραλφ Κάρβερ. «Ούτε κι εμένα μον φαίνεται φυσικό, Μπελίντα!» «Ποιος θα τολμούσε να πλησιάσει από τους άλλους δρόμους;» είπε περιφρονητικά η Κιμ Γκέλερ. «Τρελοί είναι να πλησιάσουν; Άκουσαν τους πυροβολισμούς και τα ουρλιαχτά». Η Μπελίντα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ή τ α ν λογικό αυτό που έλεγε η Κιμ, αλλά και πάλι δεν έστεκε. Γιατί οι άνθρωποι δε φέρονται λογικά όταν ξεσπούν φασαρίες. Έ ρ χ ο ν τ α ι και χαζεύουν. Συνήθως μένουν σε ασφαλή απόσταση, αλλά έρχονται. «Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει κόσμος στη γωνία;» φώναξε. Αυτή τη φορά η παύση ήταν τόσο μεγάλη, που ετοιμαζόταν να επαναλάβει την ερώτηση, όταν μίλησε μια τρίτη φωνή. Αυτή την αναγνώρισε αμέσως, ήταν του Μπίλινγκσλι. «Κανείς μας δε βλέπει κανέναν, αλλά η βροχή έχει σηκώσει ομίχλη από το δρόμο! Μέχρι να διαλυθεί, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι!» «Μα δεν ακούστηκαν σειρήνες!» είπε ο Πίτερ. «Ακούτε εσείς σειρήνες από τα βόρεια;» «Όχι!» φώναξε η Μπελίντα. «Θα φταίει η καταιγίδα!» «Δε νόμιζα)», είπε η Κάμι Ριντ. Μιλούσε στον εαυτό της, όχι στους άλλους. Αν δεν καθόταν τόσο κοντά στο νεροχύτη, η Μπελίντα δε θα την άκουγε. «Όχι, δε φταίει η καταιγίδα». «Πάω έξω να πάρω τη γνναίκα μον!» φώναξε ο Πίτερ Τζάκσον. Αμέσως ακούστηκαν φωνές διαμαρτυ-
172
RICHARD BACH MAN
ρίας. Η Μπελίντα δεν μπόρεσε να διακρίνει λέξεις, αλλά κατάλαβε από τον τόνο τι πρέπει να έλεγαν. Ξαφνικά η αράχνη - α υ τ ή που τη νόμιζε ψ ό φ ι α έτρεξε πάνω στον ιστό, ανέβηκε σε ένα από τα νήματα και χάθηκε. Δεν ήταν ψόφια, λοιπόν, σκέφτηκε η Μπελίντα. Απλώς έκανε την ψόφια. Ξαφνικά η Κίρστεν Κάρβερ έγειρε δίπλα της, σπρώχνοντάς την τόσο δυνατά με τον ώμο της, που η Μπελίντα θα είχε πέσει με τον πισινό μέσα στο νεροχύτη αν δεν προλάβαινε να πιαστεί από ένα ντουλάπι. Το πρόσωπο της Πάι ήταν κάτασπρο, τα μάτια της γυάλιζαν από φόβο. «Μη βγεις έξω!» ούρλιαξε. «Θα ξανάρθουν και θα σε σκοτώσουν! Θα 'ρθουν και θα μας σκοτώσουν όλους!» Καμιά απάντηση από το άλλο σπίτι για μερικές στιγμές, μετά ακούστηκε η φωνή του Κόλι Εντράτζιαν, απολογητική και προβληματισμένη. «Δεν ωφελεί! Έφυγε!» «Έπρεπε να τον σταματήσεις!» ούρλιαξε η Κίρστεν. Η Μπελίντα την αγκάλιασε από τους ώμους και τρόμαξε από την έντονη, γρήγορη τρεμούλα που αισθάνθηκε. Λες και η Κίρστεν κόντευε να εκραγεί. «Τι αστυνομικός είσαι εσύ!» «Δεν είναι», είπε η Κιμ, με έναν τόνο σαν να έλεγε: Τι περιμένεις από τέτοια καθάρματα; «Τον έδιωξαν από το Σώμα. Είχε μια συμμορία και διακινούσε κλεμμένα αυτοκίνητα». Η Σούζι σήκωσε το κεφάλι της. «Δεν το πιστεύω αυτό». «Τι ξέρεις εσύ στην ηλικία σου;» είπε η μητέρα της. Η Μπελίντα ετοιμαζόταν να κατεβεί από το νεροχύτη, όταν είδε κάτι στον πίσω κήπο που την έκανε να παγώσει. Ή τ α ν πιασμένο στο ένα πόδι μιας παιδικής κούνιας και πάνω του υπήρχαν σταγόνες βροχής όπως και στον ιστό της αράχνης. «Κάμι;» «Τι;» « Έ λ α εδώ». Η Κάμι θα ήξερε σίγουρα. Είχε ολόκληρο κήπο στην πίσω αυλή της, μια ζούγκλα από φυτά σε γλάστρες μέσα
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
173
στο σπίτι της και μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με βιβλία για καλλιέργειες. Η Κάμι σηκώθηκε από την πόρτα του κελαριοΰ και πλησίασε. Η Σοΰζι και η μητέρα της ήρθαν κι αυτές, το ίδιο και ο Ντέιβ Ριντ. «Τι είναι;» ρώτησε η Πάι Κάρβερ, γυρίζοντας το τρελό βλέμμα της προς την Μπε;λίντα. Η Έ λ λ η είχε αγκαλιάσει το πόδι της, λες και ήταν κορμός δέντρου, και προσπαθούσε ακόμη να κρύψει το πρόσωπο της στο μπατζάκι του σορτς της μητέρας της. Η Μπελίντα την αγνόησε* κοίταξε την Κάμι. «Κοίτα εκεί πέρα. Στην κοΰνια. Το βλέπεις;» Η Κάμι πήγε να πει ότι δεν έβλεπε τίποτε, αλλά η Μπελίντα της έδειξε και το είδε. Από τα ανατολικά ακούστηκαν μπουμπουνητά και ακολούθησε μια σύντομη ριπή αέρα. Ο ιστός έξω από το παράθυρο τρεμόπαιξε τινάζοντας μικρές σταγόνες βροχής. Αυτό που είχε δει η Μπελίντα ελευθερώθηκε από την κούνια και διέσχισε κατρακυλώντας την πίσω αυλή των Κάρβερ, πηγαίνοντας προς το φράχτη. «Είναι αδύνατο!» είπε η Κάμι ανέκφραστα, κοιτάζοντας τον ξερό, ξεριζωμένο θάμνο που κυλούσε στο έδαφος από τον αέρα. «Δεν υπάρχουν ξερόθαμνοι στο Οχάιο. Κι ακόμη κι αν υπήρχαν... τώρα είναι καλοκαίρι και το καλοκαίρι είναι ριζωμένοι στο έδαφος». «Τι είναι οι ξερόθαμνοι, μαμά;» ρώτησε ο Ντέιβ. Το χέρι του ήταν γύρω από τη μέση της Σοΰζι. «Αφάνες», απάντησε η Κάμι με την ίδια άχρωμη φωνή. «Ξερόθαμνοι είναι οι αφάνες».
3 0 Μπραντ κοίταξε μέσα στο γραφείο του Κάρβερ και £ίδε τον Τζόνι να βγάζει ένα κουτί με σφαίρες από ένα ρυρτάρι. Στο άλλο χέρι του κρατούσε το πιστόλι του
174
RICHARD BACH MAN
Ντέιβιντ Κάρβερ. Είχε ανοίξει τον κύλινδρο για να βεβαιωθεί ότι οι θαλάμες ήταν άδειες. Αν και ήταν, κρατούσε το πιστόλι αδέξια, με όλα τα δάχτυλα έξω από τον προφυλακτήρα της σκανδάλης. Βλέποντάς τον, ο Μπραντ θυμήθηκε αυτούς τους τύπους που πουλάνε διάφορα εργαλεία αμφίβολης χρησιμότητας από την τηλεόραση: Φίλοι μον, αντό εδώ το πραγματάκι μπορεί να σας απαλλάξει από κάθε εισβολέα πον θα κάνει το λάθος να μπει στο σπίτι σας, μάλιστα, κνρίες και κύριοι, αλλά δεν είναι μόνο αντό! Επιπλέον, αντό το πράγμα πον βλέπετε κόβει ντομάτες και πατάτες! Σας αρέσει να τρώτε τις πατάτες σας κομμένες σε διάφορα όμορφα διακοσμητικά σχέδια, αλλά δεν είχατε ποτέ το χρόνο να τις φτιάξετε έτσι; «Τζόνι». Ο Μάρινβιλ σήκωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά ο Μπραντ είδε καθαρά πόσο τρομαγμένος ήταν ο άλλος. Αυτό τον έκανε να τον συμπαθήσει ακόμη περισσότερο. Δεν ήξερε για ποιο λόγο, αλλά έτσι ένιωθε. «Κάποιος βλάκας έχει βγει στον κήπο του Μπίλινγκσλι. Ο Τζάκσον, μάλλον». «Φτου! Αυτό δεν είναι και πολύ έξυπνο». « Ό χ ι . Κοίτα μην πυροβοληθείς μ' αυτό το πράγμα». Ο Μπραντ γύρισε για να βγει από το δωμάτιο, αλλά σταμάτησε. «Είμαστε τρελοί;» ρώτησε. «Γιατί αυτή την αίσθηση έχω». Ο Τζόνι ανασήκωσε τους ώμους, δηλώνοντας άγνοια.
4
0 Τζόνι ΚΟίΐαξ€ άλλη μια φορά σ η ς θαλάμες του πιστολιού - λ ε ς και μπορεί να είχε φυτρώσει καμιά σφαίρα εκεί μέσα όσο δεν κοίταζε- και μετά έκλεισε πάλι τον κύλινδρο. Έ β α λ ε το πιστόλι στη ζώνη του και το κουτί με τις σφαίρες στην τσέπη του πουκαμίσου του.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
175
Ο διάδρομος ήταν γεμάτος από παιχνίδια του Ραλφ Κάρβερ. Φαίνεται άτι οι αφοσιωμένοι γονείς του δεν του είχαν μάθει να μαζεύει τα πράγματά του. Ο Μπραντ μπήκε σε ένα δωμάτιο, που πρέπει να ήταν η κρεβατοκάμαρα του κοριτσιού, και ο Τζόνι τον ακολούθησε. Ο Μπραντ του έδειξε από το παράθυρο. Ο Τζόνι κοίταξε κάτω. Ναι, ήταν ο Πίτερ Τζάκσον. Είχε βγει στον κήπο του Μπίλινγκσλι και ήταν γονατισμένος δίπλα στη γυναίκα του. Την είχε σηκώσει πάλι σε καθιστή στάση, περνώντας το ένα χέρι πίσω από την πλάτη της, και προσπαθούσε να περάσει το άλλο κάτω από τα γόνατά της. Η φούστα της Μαίρης ανέβηκε ψηλά στους μηρούς της και ο Τζόνι σκέφτηκε πάλι ότι η γυναίκα δε φορούσε σλιπ. Αλλά τι σημασία είχε τελικά; Καμία απολύτως. Ο Τζόνι είδε την πλάτη του Πίτερ να τραντάζεται από λυγμούς. Ξαφνικά, το μάτι του έπιασε μια ασημιά λάμψη. Γύρισε και είδε ένα ασημί όχημα που θύμιζε καντίνα να στρίβει από την Άιακινθ στην Πόπλαρ. Από πίσω του φάνηκε το κόκκινο βαν που είχε σκοτώσει το σκύλο και το παιδί με τις εφημερίδες και αμέσως μετά εκείνο με τη μεταλλική σκούρα μπλε μπογιά. Κοίταξε από την άλλη μεριά, προς την οδό Μπέαρ, και είδε το ροζ βαν με την κεραία σε σχήμα καρδιάς, το κίτρινο που χτύπησε το αμάξι της Μαίρης και το έβγαλε από το δρόμο και το μαύρο με τον πυργίσκο. Έ ξ ι αμάξια. Έ ξ ι αμάξια σε δύο συγκλίνουσες ομάδες των τριών. Είχε δει αμερικανικά οχήματα στον ίδιο σχηματισμό πριν από πολύ καιρό στο Βιετνάμ. Θα δημιουργούσαν ένα διάδρομο πυρός. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τα χέρια του κρέμονταν στα πλευρά του σαν να ήταν βαρίδια από τσιμέντο. Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, σκέφτηκε με ένα μείγμα δυσπιστίας και έξαλλου θυμού. Δεν μπορείτε να ξαναγυρίσετε, καθάρματα, δεν είναι δυνατόν να γυρίζετε ξανά και ξανά.
176
RICHARD BACH MAN
Ο Μπραντ δεν τους είχε δει. Κοίταζε τον Πίτερ στον κήπο του διπλανού σπιτιού, απορροφημένος από την προσπάθεια που έκανε να σηκώσει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Και ο Πίτερ... Ο Τζόνι κατάφερε να κουνήσει το δεξί του χέρι. Ήθελε να κινηθεί αστραπιαία, αλλά είχε την αίσθηση ότι κινιόταν απελπιστικά αργά. Έπιασε τη λαβή του πιστολιού και το τράβηξε από τη ζώνη του παντελονιού του. Δεν μπορούσε να ρίξει, δεν είχε σφαίρες. Ούτε μπορούσε να το γεμίσει στην κατάσταση που ήταν. Έτσι χτύπησε με τη λαβή το τζάμι και το έσπασε. «Μπες μέσαί» ούρλιαξε στον Πίτερ, αλλά η φωνή του του φάνηκε σιγανή και αδύναμη. Ω Θεέ μου, τι εφιάλτης είναι αυτός και πώς βρεθήκαμε μέσα του; «Μπες μέσα! Έρχονται πάλι! Γύρισαν! Έρχονται ξανά!»
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
177
Ζωγραφιά που βρέθηκε διπλωμένη μέσα σε ένα τετράδιο, στο οποίο προφανώς η Όντρεϊ Γουάιλερ κρατούσε to ημερολόγιο της. Δεν υπάρχει υπογραφή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει γίνει από τον Σηθ Γκάριν. Αν θεωρήσουμε ότι η θέση της μέσα στο ημερολόγιο αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα στο οποίο έγινε, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ζωγραφίστηκε το καλοκαίρι του 1995, μετά το θάνατο του Χέρμπερτ Γουάιλερ και την ξαφνική αναχώρηση της οικογένειας Χόμπαρτ από την οδό Πόπλαρ.
Οδός Π ό π λ α ρ / 4 : 4 4 μ . μ . / 1 5 Ιουλίου 1 9 9 6 Λ ε ς KOI β γ α ί ν ο υ ν μέσα από την ομίχλη που σηκώνεται από το δρόμο, σαν μεταλλικοί δεινόσαυροι που υλοποιούνται στον αέρα. Παράθυρα κατεβαίνουν με μια ομοιόμορφη μηχανική κίνηση. Το στρογγυλό φινιστρίνι στα πλευρά του ροζ Ντριμ Φλόατερ ανοίγει πάλι με μια κυκλική κίνηση, σαν ίριδα ματιού. Το παρμπρίζ του μπλε Φρίντομ Βαν του Μπάουντι κατεβαίνει, αποκαλύπτοντας ένα σκοτεινό χώρο από όπου ξεπροβάλλουν τρία γκρίζα δίκαννα. Ακούγονται κεραυνοί και από κάπου έρχεται η σκληρή κραυγή ενός πουλιού. Ακολουθεί μια στιγμή σιωπής και μετά αρχίζουν οι πυροβολισμοί. Είναι σαν να αρχίζει πάλι η καταιγίδα αλλά χειρότερα αυτή τη φορά. Και οι ήχοι των πυροβολισμών είναι πιο δυνατοί από πριν. Ο Κόλι Εντράτζιαν, πεσμένος μπρούμυτα στην πόρτα ανάμεσα στην κουζίνα και το λίβινγκ ρουμ του Μπίλινγκσλι, είναι ο πρώτος που το προσέχει αυτό, αλλά σε λίγο το καταλαβαίνουν και οι άλλοι. Κάθε πυροβολισμός μοιάζει με έκρηξη χειρο-
180
RICHARD BACH MAN
βομβίδας και μετά ακολουθεί ένας ήχος σαν μπάσο βογκητό, κάτι ανάμεσα σε βόμβο και σφύριγμα. Δυο πυροβολισμοί από το κόκκινο Τράκερ Άροου μετατρέπουν την καμινάδα του Κόλι Εντράτζιαν σε καφέ σκόνη που διαλύεται από τον άνεμο και σε κομματάκια τούβλο που πέφτουν σαν βροχή στη στέγη του. Μια σφαίρα χτυπάει το μουσαμά που σκεπάζει τον Κάρι Ρίπτον, που κυματίζει σαν αλεξίπτωτο, και μια άλλη διαλύει την πίσω ρόδα του ποδηλάτου του. Μπροστά από το Τράκερ Άροου είναι το ασημί βαν που μοιάζει με καντίνα. Έ ν α μέρος της οροφής του ανασηκώνεται σε γωνία και εμφανίζεται μια ασημιά φιγούρα* μοιάζει με ρομπότ που φορά στολή των Νοτίων. Πυροβολεί τρεις φορές το σπίτι των Χόμπαρτ. Κάθε πυροβολισμός είναι δυνατός σαν έκρηξη δυναμίτη. Κατεβαίνοντας από την οδό Μπέαρ, το Ντριμ Φλόατερ και το Τζάστις Βάγκον ρίχνουν στο 251 και στο 249, το σπίτι των Τζόζεφσον και το σπίτι των Σόντερσον. Τα παράθυρα διαλύονται, οι πόρτες ανοίγουν. Έ ν α βλήμα, που ακούγεται σαν μικρό αντιαρματικό, χτυπάει το παλιό Σάαμπ του Γκάρι. Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου τσαλακώνεται, κομμάτια κόκκινο γυαλί από τα φώτα τινάζονται στον αέρα και ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος, καθώς εκρήγνυται το ντεπόζιτο της βενζίνης, τυλίγοντας το αμάξι σε μια μπάλα από πορτοκαλιές φλόγες και καπνούς. Τα αυτοκόλλητα στον προφυλακτήρα -ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΩ ΑΡΓΑ, ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ στα δ ε ξ ι ά , Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α Κ Ο Α Υ Τ Ο Κ Ι Ν Η Τ Ο Τ Η Σ ΜΑΦΙΑΣ σ τ α α ρ ι -
στερά- λιώνουν από τη ζέστη. Τα τρία βαν που κατεβαίνουν το δρόμο και τα τρία που τον ανεβαίνουν συναντιούνται και σταματούν μπροστά στους φράχτες που χωρίζουν το σπίτι του Μπίλινγκσλι από τα δύο διπλανά σπίτια, των Κάρβερ από πάνω και των Τζάκσον από κάτω. Η Όντρεϊ Γουάιλερ, που όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί έτρωγε ένα σάντουιτς και έπινε μια μπίρα στην κουζίνα, τρέχει στο λίβινγκ ρουμ και κοιτάζει το δρόμο με γουρλωμένα μάτια, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι κρατάει
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
181
ακόμη το μισό σάντουιτς με σαλάμι και μαρούλι στο ένα χέρι της. Οι πυροβολισμοί έχουν ενωθεί σε ένα συνεχές εκκωφαντικό μουγκρητό που θυμίζει Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ίδια όμως δεν κινδυνεύει. Τα πυρά κατευθύνονται αποκλειστικά ενάντια στα δύο απέναντι σπίτια. Βλέπει το κόκκινο καρότσι του Ραλφ Κάρβερ - τ ο ν Μπάστερ- να τινάζεται στον αέρα με τη μια πλευρά του παραμορφωμένη έτσι που μοιάζει με μεταλλικό λουλούδι. Διαγράφει μια τροχιά πάνω από το μουσκεμένο πτώμα του Ντέιβιντ Κάρβερ, προσγειώνεται, με τις ρόδες του από πάνω να γυρίζουν, και μετά ένας ακόμη πυροβολισμός το διπλώνει σχεδόν στα δύο και το εκτοξεύει μέσα στα λουλούδια, στην αριστερή πλευρά από το δρομάκι του κήπου. Άλλος ένας πυροβολισμός πετάει από τη θέση της την πόρτα με τη σήτα στο σπίτι των Κάρβερ και τη στέλνει μέσα στο χολ. Δύο ακόμη πυροβολισμοί από το Φρίντομ Βαν του Μπάουντι διαλύουν τις περισσότερες πορσελάνινες κούκλες της Πάι. Τρύπες ανοίγουν στο τσαλακωμένο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της Μαίρης Τζάκσον και μετά εκρήγνυται κι αυτό. Οι φλόγες απλώνονται αμέσως και καταπίνουν όλο το αμάξι, από μπροστά μέχρι πίσω. Σφαίρες διαλύουν δύο από τα παντζούρια του Μπίλινγκσλι. Μια τρύπα σε μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ εμφανίζεται στο γραμματοκιβώτιο δίπλα στην πόρτα, που αμέσως μετά πέφτει από τη θέση του και προσγειώνεται πάνω στο χαλάκι για τα πόδια καπνίζοντας. Μέσα στο γραμματοκιβώτιο, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο και ένα γράμμα από τον Κτηνιατρικό Σύλλογο του Οχάιο αρπάζουν φωτιά. Άλλο ένα ΚΑ-ΜΠΑΜ και το ρόπτρο της πόρτας - έ ν α ασημί κεφάλι σκυλιού Αγίου Β ε ρ ν ά ρ δ ο υ - εξαφανίζεται ως διά μαγείας, σαν κέρμα μέσα στο χέρι ταχυδακτυλουργού. Ο Πίτερ Τζάκσον δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τίποτε απ' όλα αυτά. Καταφέρνει να σηκωθεί όρθιος, με τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Τα στρογγυλά γυαλιά του, με τους φακούς γεμάτους σταγόνες βροχής, γυαλίζουν μέσα στο φως που δυναμώνει. Το
182
RICHARD BACH MAN
χλομό του πρόσωπο δεν είναι απλώς σαστισμένο ή ζαλισμένο* είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχουν καεί όλες του οι ασφάλειες. Αλλά η Ό ν τ ρ ε ϊ βλέπει ότι στέκεται στη θέση του σώος και αβλαβής, ένα απίστευτο θαΰμα μέσα σ' αυτό τον καταιγισμό των πυρών... Θεία Όντρεϊ! Ο Σηθ. Η φωνή μέσα στο νου της είναι αμυδρή, αλλά είναι σίγουρα ο Σηθ. Θεία Όντρεϊ\ μ' ακούς; Ναι! Σηθ, τι συμβαίνει; Μη ρωτάς! Η φωνή ακούγεται στα πρόθυρα του πανικού. Έχεις εκείνο το μέρος όπου πηγαίνεις, έτσι δεν είναι; Το καταφύγιο; Το Μοχόνκ; Εννοεί το Μοχόνκ; Μάλλον. Πρέπει. Ναι... Πήγαινε εκεί! φωνάζει η αμυδρή φωνή. Πήγαινε εκεί ΤΩΡΑ! Γιατί... Η φωνή δεν αποτελειώνει τη φράση και ούτε χρειάζεται. Η Όντρεϊ έχει γυρίσει από την κόλαση του δρόμου προς το γραφείο, όπου η ταινία - Η Τ α ι ν ί α - παίζει ξανά. Η ένταση του ήχου είναι τόσο φοβερή, που είναι αδύνατο να βγαίνει από μια απλή τηλεόραση. Βλέπει στον τοίχο τη σκιά του Σηθ να χοροπηδάει εκστατικά' μοιάζει να έχει επιμηκυνθεί και της προκαλεί φρίκη. Της θυμίζει την εικόνα που την τρόμαζε περισσότερο από κάθε άλλη όταν ήταν παιδί, το δαίμονα με τα κέρατα από τη «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό» στη Φαντασία. Είναι λες και ο Τακ συστρέφεται και κουλουριάζεται μέσα στο σώμα του παιδιού, το παραμορφώνει, το τεντώνει, το σπρώχνει ανελέητα πέρα από τα φυσιολογικά του όρια. Και δεν είναι μόνο αυτό. Γυρίζει πάλι στο παράθυρο, κοιτάζει έξω. Στην αρχή νομίζει ότι φταίνε τα μάτια της, ότι κάτι έχουν πάθει - ί σ ω ς ο Τακ να τα έχει «λιώσει» με κάποιο τρόπο, ή να έχει διαστρεβλώσει τους φ α κ ο ύ ς - αλλά σηκώνει τα χέρια της, τα κοιτάζει και τα βλέπει κανονικά. Ό χ ι , το πρόβλημα υπάρχει μόνο στην οδό Πόπλαρ. Θαρρείς ότι διαστρεβλοΥνεται και παρα-
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
183
μορφώνεται με έναν τρόπο που δεν μπορεί να τον προσδιορίσει, οι γωνίες αλλάζουν, οι επιφάνειες εξογκώνονται, τα χρώματα θολαίνουν. Είναι λες και η ΰλη, η ίδια η πραγματικότητα, αρχίζει να υ γ ρ ο π ο ι ε ί τ α ι και η Όντρεϊ καταλαβαίνει γιατί: η περίοδος της προετοιμασίας και της ήρεμης ανάπτυξης του Τακ έχει τελειώσει. Τώρα είναι ώρα για δράση. Ο Τακ φτιάχνει, ο Τακ χτίζει. Ο Σηθ της είπε να πάει στο καταφύγιο της, για λίγο τουλάχιστον, αλλά ο ίδιος ο Σηθ πού μπορεί να πάει; Σηθ! φωνάζει, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί όσο πιο πολύ μπορεί. Σηθ, έλα μαζί μον! Δεν μπορώ! Πήγαινε, θεία Όντρεϊ! Πήγαινε αμέσως/ Δεν μπορεί να αντέξει την αγωνία που ακούει σ' αυτή τη φιυνή. Γυρίζει πάλι προς το διάδρομο που οδηγεί στο γραφείο, αλλά αντί για το γραφείο βλέπει ένα λιβάδι να απλιόνεται κατηφορικό μπροστά της. Βλέπει άγρια τριαντάφυλλα. Τα μυρίζει και νιώθει την αφροδισιακή, ντελικάτη ζέστη της άνοιξης που οδεύει προς το καλοκαίρι. Και μετά βρίσκεται δίπλα της η Τζάνις και τη ρωτάει ποιο είναι το πιο αγαπημένο της τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ και σε λίγο έχουν απορροφηθεί σε μια συζήτηση για το Homeward Bound και το I Am a Rock., εκείνο που λέει If /Υ/ never loved, I never would have cried»*. Στην κουζίνα των Κάρβερ, οι πολιορκημένοι έχουν πέσει στο πάτιυμα με τα χέρια πλεγμένα πάνω από τα κεφάλια τους και τα πρόσωπα κολλημένα στο πάτωμα. Γύρω τους ο κόσμος φαίνεται να διαλύεται. Τζάμια θρυμματίζονται, έπιπλα πέφτουν, κάτι εκρήγνυται. Ακούγονται φρικτοί κρότοι, καθώς οι σφαίρες διαπερνούν τους τοίχους. Ξαφνικά η Πάι Κάρβερ δεν μπορεί να αντέξει άλλο το αγκάλιασμα της Έλλης, που είναι αρπαγμένη από πάνω της. Την αγαπάει την Έλλη, βέβαια, αλλά αυτή τη στιγμή θέλει τον Ραλφ, τον θέλει οπωσδήποτε. Τον πανέξυπνο, τον αυθάδη Ραλφ, που μοιάζει τόσο πολύ * «Αν δεν είχα ποτέ αγαπήσει, 6ε θα είχα κλά\[>ει ποτέ». (Σ.τ.Μ.)
184
RICHARD BACH MAN
στον π α τ έ ρ α του. Σ π ρ ώ χ ν ε ι άγρια την Έ λ λ η μακριά της, α δ ι α φ ο ρ ώ ν τ α ς για την ξαφνιασμένη κραυγή του κοριτσιού, και ορμάει στην εσοχή ανάμεσα στην κουζίνα και το ψυγείο, άπου ο Τζιμ είναι σκυμμένος πάνω από τον Ραλφ, που ουρλιάζει απελπισμένος,J και σκεπάζει με το ένα χέρι του το κεφάλι του παιδιού. «Μαμάαααα!» ουρλιάζει η Έ λ λ η και πάει να τρέξει πίσω της. Η Κάμι Ριντ σηκώνεται από την πόρτα του κελαριού, α ρ π ά ζ ε ι το κοριτσάκι από τη μέση και το ρίχνει πάλι στο πάτωμα. Την επόμενη στιγμή, κάτι που βγάζει έναν ήχο σαν τεράστια ακρίδα διασχίζει την κουζίνα, χτυπάει τη βρύση και την πετάει στον α έ ρ α σαν ραβδί μαζορέτας. Η βρύση διαπερνάει τη σήτα του παραθύρου και τον ιστό της αράχνης. Από το νεροχύτη εκτοξεύεται ένας πίδακας νερού που'στην αρχή φτάνει σχεδόν μέχρι το ταβάνι. «Δώο' τον μου!» ουρλιάζει η Πάι. «Δώσε μου το γιο μου! Δώσε μου το γ...» Ακούγεται άλλο ένα βούισμα και αμέσως μετά ένα δυνατό κλανγκ. Μία από τις χάλκινες χύτρες που κρέμονται δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα διαλύεται σε στραβωμένα κομμάτια που εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις σαν σράπνελ. Και η Πάι ουρλιάζει ξαφνικά χωρίς λέξεις, ένα σκέτο άναρθρο ουρλιαχτό. Έ χ ε ι σκεπάσει το πρόσωπο της με τα χέρια. Αίμα αναβλύζει ανάμεσα στα δάχτυλά της και τρέχει στο λαιμό της. Κομμάτια χαλκού είναι καρφωμένα στην μπλούζα της. Αλλα έχουν χωθεί στα μαλλιά της και ένα μεγάλο μυτερό κομμάτι τρεμοπαίζει στη μέση του μετώπου της σαν λεπίδα στιλέτου. «Δε βλέπω!» στριγκλίζει και κατεβάζει τα χέρια της. Και είναι φυσικό. Τα μάτια της δεν υπάρχουν πια. Ό π ω ς και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της. Κομμάτια χαλκού ξεπροβάλλουν από τα μάγουλα, τα χείλια, το σαγόνι της. «Βοηθήστε με, δε βλέπω! Ντέιβιντ, βοήθα με! Πού είσαι;» Ο Τζόνι, που είναι πεσμένος μπρούμυτα δίπλα στον Μπραντ μέσα στο δωμάτιο της Έλλης στον πρώτο όροφο,
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
185
ακούει τα ουρλιαχτά και καταλαβαίνει άτι κάτι τρομερά συνέβη. Σφαίρες γαζώνουν τον αέρα από πάνω τους. Στον απέναντι τοίχο υπάρχει μια φωτογραφία του Έντι Βέντερ. Καθώς ο Τζόνι αρχίζει να προχωρά έρποντας προς την πόρτα, μια τεράστια τρύπα από σφαίρα εμφανίζεται στο στήθος του Έντι. Άλλη μία χτυπάει το μικρό καθρέφτη πάνω από την τουαλέτα της Έ λ ε ν και τον θρυμματίζει. Κάπου από το δρόμο ακούγεται ένας συναγερμός αυτοκινήτου και ο ήχος του ενώνεται με τα ουρλιαχτά της Πάι Κάρβερ από κάτω. Και οι πυροβολισμοί συνεχίζονται. Καθώς βγαίνει έρποντας στο διάδρομο, ακούει τον Μπραντ δίπλα του να αγκομαχάει. Πολλή γυμναστική σήμερα για έναν άνθρωπο με τόσο μεγάλη κοιλιά, σκέφτεται ο Τζόνι, αλλά ύστερα απ' αυτή τη σκέψη τα ουρλιαχτά της γυναίκας από κάτω και οι πυροβολισμοί σβήνουν, παύει να τους αντιλαμβάνεται. Για μια στιγμή νιώθει σαν να του έχει δώσει γροθιά ο Μάικ Τάισον. «Είναι ο ίδιος τύπος», ψιθυρίζει. «Θεέ μου, είναι ο ίδιος!» «Πέσε κάτω, βλάκα!» Ο Μπραντ τον αρπάζει από το χέρι και τον τραβάει. Ο Τζόνι πέφτει μπρούμυτα, σαν αυτοκίνητο που γλιστρά από κακοτοποθετημένο γρύλο* δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε σηκωθεί στα τέσσερα μέχρι που ο Μπραντ τον έριξε κάτω. Αόρατες σφαίρες βουίζουν στον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Το γυαλί μιας γαμήλιας φωτογραφίας στην κορυφή της σκάλας θρυμματίζεται. Η φωτογραφία πέφτει στο χαλί με ένα γδούπο. Αμέσως μετά η ξύλινη σφαίρα στην κορυφή της σκάλας διαλύεται εκτοξεύοντας θανάσιμες μυτερές ακίδες. Ο Μπραντ σκύβει και σκεπάζει το πρόσωπο του, αλλά ο Τζόνι συνεχίζει να κοιτάζει κάτι στο πάτωμα, χωρίς να αντιλαμβάνεται τίποτε άλλο. «Τι έπαθες εσύ;» τον ρωτάει ο Μπραντ. «Θέλεις να πεθάνεις;» «Αυτός είναι, Μπραντ», επαναλαμβάνει ο Τζόνι. Χώνει τα δάχτυλα στα μαλλιά του και τραβάει απότομα μία μία τούφα, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι όλα αυτά συμ-
186
RICHARD BACH MAN
βαίνουν πραγματικά. «Ο...» Πάνω από τα κεφάλια τους ακούγεται ένας άγριος βόμβος, σχεδόν σαν να χτυπάς χορδή κιθάρας, και το φως του χολ εκρήγνυται, σκορπίζοντας μια βροχή από γυαλιά κατάχαμα! «Ο τύπος που οδηγούσε το μπλε βαν», τελειώνει ο Τζόνι. «Πυροβολούσε ο άλλος - ο άνθρωπος- αλλά αυτός οδηγούσε». Απλώνει το χέρι του και πιάνει μια κούκλα, ένα από τα παιχνίδια του Ραλφ Κάρβερ από το πάτωμα, που τώρα είναι σκεπασμένο όχι μόνο από παιχνίδια αλλά και από γυαλιά και κομμάτια ξύλο. Η κούκλα είναι ένας εξωγήινος με πεταχτό μέτωπο, μαύρα, τεράστια αμυγδαλιοτά μάτια και ένα στόμα που δεν είναι στόμα, αλλά μοιάζει περισσότερο με σαρκώδες κέρατο. Φοράει μια πρασινωπή στολή που ιριδίζει. Το κεφάλι είναι φαλακρό εκτός από μία ξανθή λωρίδα μαλλιά. Μοιάζει με τη φούντα στο κράνος Ρωμαίου εκατόνταρχου. Πού είναι το καπέλο σου; ρωτάει μέσα του τη μικρή κούκλα, ενώ οι σφαίρες σφυρίζουν από πάνω του ανοίγοντας τρύπες στην ταπετσαρία. Η κούκλα μοιάζει με τον Ε.Τ. του Σπίλμπεργκ. Πού είναι το καπέλο του ιππικού που φορούσες, φίλε; «Τι είναι αυτά που λες;» ρωτάει ο Μπραντ. Είναι πεσμένος μπρούμυτα. Παίρνει από τον Τζόνι την κούκλα, που έχει γύρω στα δεκαοχτώ εκατοστά μήκος, και την κοιτάζει. Στο ένα μάγουλο του Μπραντ υπάρχει ένα κόψιμο. Γυαλιά που έπεσαν από το φωτιστικό, σκέφτεται ο Τζόνι. Στο ισόγειο, τα γυναικεία ουρλιαχτά σταματούν. Ο Μπραντ κοιτάζει τον εξωγήινο, μετά γυρίζει στον Τζόνι και τα γουρλωμένα μάτια του έχουν ένα κωμικά στρογγυλό σχήμα. «Δεν ξέρεις τι λες». «Όχι», λέει ο Τζόνι. «Αυτός είναι. Μάρτυς μου ο Θεός. Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα». «Τι θες να πεις; Ό τ ι αυτοί που μας ρίχνουν φοράνε μάσκες για να μην μπορούν να τους γνωρίσουν αργότερα όσοι επιζήσουν;» Ο Τζόνι δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Ναι, ο Μπραντ μπορεί να έχει δίκιο. «Μάλλον αυτό πρέπει να είναι. Αλλά...» «Αλλά τι;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
187
«Δε φαινόταν για μάσκα. Αυτό το πράγμα δε φαινόταν να είναι μάσκα». Ο Μπραντ τον κοιτάζει για μια στιγμή ακόμη, μετά πετάει το κουκλάκι και αρχίζει να προχωρεί έρποντας προς τη σκάλα. Ο Τζόνι το παίρνει, το κοιτάζει για λίγο, μετά κάνει ένα μορφασμό καθώς άλλη μια σφαίρα μπαίνει από το παράθυρο στο τέλος του διαδρόμου - α υ τ ό που βλέπει στο δ ρ ό μ ο - και περνάει βουίζοντας πάνω από το κεφάλι του. Βάζει το κουκλάκι στην τσέπη του παντελονιού του και ακολουθεί τον Μπραντ. Στον κήπο του Μπίλινγκσλι, ο Πίτερ Τζάκσον στέκεται με τη γυναίκα του στην αγκαλιά του χωρίς την παραμικρή γρατσουνιά μέσα σ' αυτό τον καταιγισμό πυρών. Βλέπει τα βαν με τα φιμέ τζάμια και τις φουτουριστικές γραμμές, βλέπει τις κάννες των όπλων που εκτοξεύουν φωτιά και, ανάμεσα στο ασημί και το κόκκινο, βλέπει το παλιό Σάαμπ, τη σακαράκα του Γκάρι Σόντερσον, να καίγεται μπροστά στο σπίτι. Ό λ α αυτά δεν του κάνουν καμιά εντύπωση. Σκέφτεται ότι μόλις γύρισε σπίτι από τη δουλειά του. Αυτό, για κάποιο λόγο, του φαίνεται πολύ σημαντικό. Σκέφτεται ότι κάθε φορά που θα αφηγείται όσα συνέβησαν αυτό το τρομερό απόγευμα (δεν έχει σκεφτεί ακόμη ότι μπορεί να μην επιζήσει από αυτό το τρομερό απόγευμα) θα αρχίζει λέγοντας, Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Αυτή η φράση έχει γίνει κιόλας ένας μαγικός κρίκος μέσα στο μυαλό του, μια γέφυρα που τον συνδέει με το λογικό και ήρεμο κόσμο στον οποίο πίστευε, μέχρι πριν από μια ώρα, ότι θα περνούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Σκέφτεται επίσης τον πατέρα της Μαίρης, καθηγητή στο Κολέγιο Οδοντιατρικής Μίρμοντ στο Μπρούκλιν. Πάντα φοβόταν λιγάκι τον Χένρι Κέπνερ, φοβόταν την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητά του. Κατά βάθος, ο Πίτερ πάντα ήξερε ότι ο Χένρι Κέπνερ τον θεωρούσε ανάξιο για άντρα της κόρης του (και μέσα του ο Πίτερ Τζάκσον συμφα>νεί με αυτή τη γνώμη). Και τώρα στέκεται μέσα στα πυρά, πατώντας στο βρεγμένο γρασίδι, και αναρωτιέται
188
RICHARD BACH MAN
πώς θα πει στον Κέπνερ ότι ο χειρότερος φόβος του έγινε πραγματικότητα: η κόρη του σκοτώθηκε και ο ανάξιος γαμπρός του δεν έκανε τίποτα για να τη σώσει. Δε φταίω εγώ, σκέφτεται ο Πίτερ. Μπορεί να τον κάνω να το καταλάβει αυτό, αν αρχίσω λέγοντας ότι μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δ... «Τζάκσον». Η φωνή εξαλείφει τις ανησυχίες του, κάνει τα πόδια του να λυγίσουν, του προκαλεί μια ανάγκη να ουρλιάξει. Είναι λες και άνοιξε μια τρύπα μέσα στο νου του και το στόμα ενός εξωγήινου του φωνάζει από εκεί. Η Μαίρη γλιστρά στα χέρια του, πάει να του πέσει και ο Πίτερ τη σφίγγει πιο δυνατά αγνοώντας τον πόνο στα μπράτσα του. Ταυτόχρονα αρχίζει να αποκτά κάποια αμυδρή αίσθηση της πραγματικότητας. Τα περισσότερα βαν κινούνται πάλι αλλά πολύ αργά, πυροβολώντας ακόμη. Το ροζ και το κίτρινο πυροβολούν τα σπίτια των Ριντ και των Γκέλερ, διαλύοντας τους λουτήρες για τα πουλιά, σπάζοντας τις βρύσες, θρυμματίζοντας τα παράθυρα του υπογείου, καταστρέφοντας λουλούδια και θάμνους, γκρεμίζοντας υδρορρόες που πέφτουν στον κήπο από κάτω. Έ ν α από τα βαν, όμως, δεν κινείται. Το μαύρο. Είναι παρκαρισμένο από την άλλη μεριά του δρόμου, κρύβοντας σχεδόν το σπίτι των Γουάιλερ. Ο πυργίσκος έχει ανοίξει και μια φωτεινή σιλουέτα, λαμπερό γκρίζο και απύθμενο μαύρο, βγαίνει από μέσα σαν φάντασμα από το παράθυρο στοιχειωμένου σπιτιού. Ο Πίτερ βλέπει ότι η σιλουέτα στέκεται πάνω σε κάτι. Μοιάζει με βάση που αιωρείται και φαίνεται να βγάζει ένα βόμβο. Είναι άνθρωπος; Δεν μπορεί να πει στα σίγουρα. Μοιάζει να φοράει ναζιστική στολή, κατάμαυρη, γυαλιστερό ύφασμα και ασημένια διακοσμητικά, αλλά δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο πάνω από το κολάρο. Βασικά, δεν υπάρχει καθόλου πρόσωπο. Μόνο μαυρίλα. «Τζάκσον! Έλα εδώ, φίλε».
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΈς
189
Προσπαθεί να αντισταθεί, να μείνει εκεί όπου είναι. Ό τ α ν ακούγεται πάλι η φωνή, δεν είναι πια ένα στόμα αλλά ένα αγκίστρι που τραβάει μέσα στο κεφάλι του και του κομματιάζει τις σκέψεις. Τώρα ξέρει πώς νιώθει ένα ψάρι που πιάνεται στο αγκίστρι. «Κοννήσου, φίλε!» Ο Πίτερ περνάει πάνω από τα υπολείμματα ενός σχήματος για κουτσό που υπάρχει στο πεζοδρόμιο (το είχαν φτιάξει η Έ λ ε ν Κάρβερ και η φίλη της, η Μίντι, εκείνο το πρωί), μετά κατεβαίνει στο χαντάκι. Τα νερά γεμίζουν το ένα παπούτσι του, αλλά δεν το νιώθει. Μέσα στο νου του τώρα ακούει κάτι πολύ παράξενο, κάτι σαν μουσική υπόκρουση. Την παίζει μια κιθάρα. Η μελωδία είναι γνωστή, αλλά δε θυμάται ποια είναι. Αυτή είναι η τελευταία σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της παράνοιας. Η φωτεινή σιλουέτα πάνω στην αιωρούμενη βάση κατεβαίνει στο επίπεδο του δρόμου. Καθώς πλησιάζει ο Πίτερ, περιμένει να δει το μαύρο ρούχο (ίσως νάιλον, ίσως μετάξι) που σκεπάζει το πρόσωπο του άλλου, δίνοντας αυτή την ανατριχιαστική αίσθηση ανυπαρξίας προσώπου, μόνο που δεν το βλέπει και, καθώς η βιτρίνα του Στοπ-24 θρυμματίζεται, συνειδητοποιεί κάτι τρομερό: δεν το βλέπει γιατί δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος από το μαύρο βαν δεν έχει πρόσωπο. «Ω Θεέ μου!» βογκάει με μια φωνή τόσο σιγανή, που μόλις την ακούει και ο ίδιος. «Ω Θεέ μου, σε παρακαλώ». Δύο άλλες φιγούρες κοιτάζουν από τον πυργίσκο του μαύρου βαν. Η πρώτη είναι ένας τύπος με γενειάδα, που φοράει μια κουρελιασμένη στολή από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Η δεύτερη είναι μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά και σκληρά, όμορφα χαρακτηριστικά. Είναι χλομή σαν βρικόλακας από κόμικς. Η στολή της είναι μαύρη και ασημιά, σαν του τύπου που δεν έχει πρόσωπο, και θυμίζει Γκεστάπο. Έ ν α παράξενο κόσμημα - μ ε γ ά λ ο σαν αβγό περιστεριού- κρέμεται από το λαιμό της και αστράφτει σαν υπόλειμμα από την ψυχεδελική δεκαετία του εξήντα.
190
RICHARD BACH MAN
Η γυναίκα είναι καρτούν, σκέφτ&ται ο Πίτερ. Η πρώτη διστακτική απόπειρα σεξουαλικής φαντασίωσης ενός εφήβου. Καθώς πλησιάζει περισσότερο τον άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, καταλαβαίνει κάτι ακόμη πιο τρομερό: ότι αυτή η φιγούρα δεν υπάρχει. Ούτε οι άλλοι δύο υπάρχουν ούτε το μαύρο βαν υπάρχει. Θυμάται ένα Σάββατο που είχε πάει στον κινηματογράφο - δ ε ν πρέπει να ήταν πάνω από έξι με εφτά χρονών- και στάθηκε κοντά στην οθόνη του κινηματογράφου και την κοίταξε, συνειδητοποιιόντας για πρώτη φορά πόσο φτηνό είναι το κόλπο. Από μισό μέτρο απόσταση, οι εικόνες δεν υπήρχαν. Η μοναδική πραγματικότητα ήταν η αντανακλαστική οθόνη, εντελούς άδεια από μόνη της, μια σκέτη λευκή επιφάνεια. Έπρεπε να είναι έτσι για να λειτουργεί η ψευδαίσθηση. Το ίδιο πράγμα είναι κι αυτό, σκέφτεται ο Πίτερ και νιώθει την ίδια κουτή έκπληξη που είχε νιώσει τότε. Βλέπω το σπίτι του Χερμπ Γουάιλερ από μέσα τους, σκέφτεται. Το βλέπω μέσα από το βαν. «ΤΖΑΚΣΟΝ!»
Αυτό όμως είναι πραγματικό, αυτή η φωνή, όπως και η σφαίρα που σκότωσε τη Μαίρη ήταν πραγματική. Ουρλιάζει από πόνο, για μια στιγμή τραβάει το σώμα της πιο κοντά στο στήθος του και μετά το αφήνει να σωριαστεί στο δρόμο χωρίς καν να αντιληφθεί τι κάνει. Είναι λες και κάποιος του κόλλησε ένα μεγάφωνο στο αυτί, ανέβασε την ένταση στο τέρμα και φο^ναξε το όνομα του στο μικρόφωνο. Αίματα τινάζονται από τη μύτη του και αρχίζουν να τρέχουν από τις άκρες των ματιών του. «ΠΗΓΑΙΝΕ
ΕΚΕΙ,
ΦΙΑΕ!»
Η ασημόμαυρη
φιγούρα,
άυλη τώρα αλλά ακόμη απειλητική, του δείχνει το σπίτι των Γουάιλερ. Η φωνή είναι η μοναδική πραγματικότητα που υπάρχει για τον Πίτερ. Είναι σαν τη λεπίδα ενός αλυσοπρίονου. Το κεφάλι του τινάζεται τόσο απότομα, που τα γυαλιά του φεύγουν από τη θέση τους. «ΕΧΟΥΜΕ ΔΟΥΑΕΙΑ
ΑΚΟΜΗ/
ΠΡΕΠΕΙ
ΝΑ
ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ/»
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
191
Δεν περπατάει προς το σπίτι του Χερμπ και της Όντρεϊ* είναι σαν κάτι να τον τραβάει προς τα εκεί, ίσως η πετονιά που έχει το αγκίστρι στην άκρη της. Καθώς περνά μέσα από τη μαΰρη φιγούρα που δεν έχει πρόσωπο, μια τρελή εικόνα γεμίζει για μια στιγμή το νου του: μακαρόνια από κονσέρβα, εκείνα με το αφύσικο κόκκινο χρώμα, και χάμπουργκερ. Ό λ α ανακατεμένα σε ένα άσπρο μπολ με φιγούρας της Γουόρνερ Μπρος γύρω γύρω -Μπαγκς Μπάνι, Έλμερ Φαντ, Ντάφι. Συνήθως, μόνο που σκέφτεται τέτοια φαγητά παθαίνει αναγούλα, εκείνη τη στιγμή όμως που επικρατεί αυτή η εικόνα στο μυαλό του νιώθει μια τρομερή πείνα. Λαχταράει να φάει αυτά τα μακαρόνια με την αφύσικη κόκκινη σάλτσα. Εκείνη τη στιγμή ακόμη και ο πόνος στο κεφάλι του παύει να υπάρχει. Περνάει μέσα από την εικόνα του μαύρου βαν τη στιγμή που αυτό αρχίζει να κινείται πάλι. Μετά ανεβαίνει το τσιμεντένιο μονοπάτι προς το σπίτι. Τα γυαλιά πέφτουν από το πρόσωπο του από το τράνταγμα του βηματισμού του, αλλά δεν το προσέχει. Ακούει ακόμη μερικούς μεμονωμένους πυροβολισμούς, αλλά είναι μακρινοί, σε έναν άλλο κόσμο. Η κιθάρα εξακολουθεί να παίζει μέσα στο μυαλό του και, καθώς η πόρτα του σπιτιού ανοίγει μόνη της, μαζί με την κιθάρα ακούει κι άλλα όργανα και καταλαβαίνει ποια είναι η μελωδία: το μουσικό θέμα μια παλιάς τηλεοπτικής εκπομπής, της Μπονάντσα. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, σκέφτεται και μπαίνει σε ένα σκοτεινό, βρόμικο δωμάτιο που μυρίζει ιδρώτα και μπαγιάτικα χάμπουργκερ. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, και η πόρτα κλείνει πίσω του. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά... και διασχίζει το λίβινγκ ρουμ, πηγαίνει προς το διάδρομο και τον ήχο της τηλεόρασης. «Γιατί φοράς αυτή τη στολή;» ρωτάει κάποιος. «Ο πόλεμος έχει τελειώσει τρία χρόνια τώρα, δεν το άκουσες;» Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, σκέφτεται ο Πίτερ, λες και αυτό τα εξηγεί όλα —τη νεκρή γυναίκα του,
192
RICHARD BACH MAN
τους πυροβολισμούς, τον άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, το βαρύ αέρα σ' αυτό το μικρό δωμάτιο- και τότε εκείνο το πράγμα που κάθεται μπροστά στην τηλεόραση γυρίζει και τον κοιτάζει και ο Πίτερ δε σκέφτεται τίποτε απολύτως. Έ ξ ω στο δρόμο, τα βαν που είχαν δημιουργήσει το διάδρομο πυρός επιταχύνουν. Το μαύρο φτάνει γρήγορα το Ντριμ Φλόατερ και το Τζάστις Βάγκον. Ο γενειοφόρος στον πυργίσκο ρίχνει μια τελευταία βολή. Χτυπάει το γαλάζιο γραμματοκιβώτιο έξω από το Στοπ-24 και του κάνει μια τρύπα σε μέγεθος μπάλας του ράγκμπι. Μετά οι επιδρομείς στρίβουν αριστερά στην οδό Άιακινθ και χάνονται. Το Ρούτι Τουτ, το Φρίντομ Βαν και το Τράκερ Άροου φεύγουν από την οδό Μπέαρ, εξαφανίζονται μέσα στην ομίχλη που πρώτα τα θολώνει και μετά τα καταπίνει. Στο σπίτι των Κάρβερ, ο Ραλφ και η Έ λ ε ν ουρλιάζουν κοιτάζοντας τη μητέρα τους, που έχει σωριαστεί στην πόρτα που οδηγεί στο χολ. Δεν έχει χάσει τις αισθήσεις της, όμως. Το σώμα της τινάζεται άγρια δεξιά αριστερά από δυνατούς σπασμούς. Είναι λες και το νευρικό της σύστημα σαρώνεται από ριπές ανέμου. Το αίμα πετάγεται από το τραυματισμένο πρόσωπο της σε πίδακες, ενώ βαθιά από το λαιμό της βγαίνει ένας μπερδεμένος ήχος, κάτι που μοιάζει με τραγουδιστό μουγκρητό. «Μαμά! Μαμά!» ουρλιάζει ο Ραλφ και ο Τζιμ Ριντ προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει το παιδί που παλεύει για να του ξεφύγει και να τρέξει στη μητέρα του που πεθαίνει. Ο Τζόνι και ο Μπραντ κατεβαίνουν τη σκάλα με τον πισινό - έ ν α ένα τα σκαλιά, σαν παιδιά που παίζουναλλά όταν ο Τζόνι φτάνει κάτω και καταλαβαίνει τι συνέβη, τι συμβαίνει ακόμη, σηκώνεται όρθιος και τρέχει, παραμερίζει με μια κλοτσιά τη διαλυμένη πόρτα και στο δρόμο του τσαλαπατάει τα κομμάτια από τις αγαπημένες πορσελάνινες κούκλες της Κίρστεν που είναι σκορπισμένα παντού. « Ό χ ι , πέσε κάτω!» του φωνάζει ο Μπραντ, αλλά ο Τζόνι δε δίνει σημασία. Σκέφτεται μόνο ένα πράγμα:
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
193
να απομακρύνει την ετοιμοθάνατη γυναίκα από τα παιδιά της όσο πιο γρήγορα μπορεί. Δε χρειάζεται να τη βλέπουν να υποφέρει. «Μαμάαααα!» φωνάζει η Έ λ ε ν και προσπαθεί να ξεφύγει από την Κάμι. Η μύτη του κοριτσιού τρέχει αίμα. Τα μάτια της είναι αλαφιασμένα, αλλά δείχνουν μια εφιαλτική κατανόηση. «Μαμάαααα!» Η Κίρστεν Κάρβερ δεν ακούει. Έ χ ο υ ν τελειώσει πια οι μέρες που φρόντιζε τα παιδιά της και τον άντρα της, και είχε μια κρυφή φιλοδοξία, να δημιουργήσει κάποια μέρα δικές της όμορφες πορσελάνινες κούκλες (οι περισσότερες, σκεφτόταν, θα έμοιαζαν με τον υπέροχο, πανέμορφο γιο της). Το σώμα της κάνει ανεξέλεγκτους σπασμούς στην πόρτα, τα πόδια κλοτσάνε, τα χέρια σηκώνονται και πέφτουν, τρέμουν για λίγο και μετά τινάζονται πάλι πάνω σαν ξαφνιασμένα πουλιά. Γρυλίζει και τραγουδάει, γρυλίζει και τραγουδάει, βγάζει ήχους που είναι σχεδόν λέξεις. «Βγάλ' την έξω!» φωνάζει η Κάμι στον Τζόνι. Κοιτάζει την Πάι με τρόμο και οίκτο. «Για όνομα του Θεού, πάρ' τη μακριά από τα παιδιά!» Ο Τζόνι σκύβει, τη σηκώνει στα χέρια του και η Μπελίντα τρέχει να τον βοηθήσει. Την κουβαλάνε στο λίβινγκ ρουμ και τη βάζουν πάνω σε έναν καναπέ που κάποτε ήταν το καμάρι της Πάι, αλλά τώρα έχει μια τεράστια τρύπα. Ο Μπραντ τους ακολουθεί, ρίχνοντας φοβισμένα βλέμματα προς το δρόμο, που φαίνεται όμως άδειος και πάλι. «Μη ζητήσεις από μένα να τον ράψω», λέει η Πάι εμφατικά και μετά βγάζει ένα φρικτό γέλιο. «Κίρστεν», λέει η Μπελίντα. Σκύβει από πάνω της και της πιάνει το χέρι. «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». «Μη ζητήσεις από μένα να τον ράψω», επαναλαμβάνει εκείνη. Αυτή τη φορά έχει έναν τόνο σαν να κάνει διάλεξη. Το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της γίνεται κόκκινο, ο λεκές από το αίμα εξαπλώνεται γοργά καθώς στέκονται οι τρεις τους και την κοιτάζουν. Μοιάζει σαν τα φωτοστέφανο που έφτιαχναν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης γύρω
194
RICHARD BACH MAN
από το κεφάλι της Μαντόνας. Και μετά ξαναρχίζουν οι σπασμοί. Η Μπελίντα σκύβει και πιάνει τους ώμους της Κίρστεν. «Βοηθήστε με!» φωνάζει στον Τζόνι και τον άντρα της. Έ χ ε ι αρχίσει να κλαίει. «Εμπρός, λοιπόν, τι κοιτάζετε σαν βλάκες; Δεν μπορώ να την κρατήσω μόνη μου, βοηθήστε με!» Στο διπλανό σπίτι, ο Τομ Μπίλινγκσλι συνέχισε τις προσπάθειες του να σώσει τη Μαριέλ ακόμη και στο αποκορύφωμα της επίθεσης, δουλεύοντας με την ψυχραιμία βετεράνου στρατιωτικού γιατρού. Τώρα της έχει ράψει το τραύμα και το έχει καλύψει με τρεις στρώσεις γάζας και επιδέσμων. Η αιμορραγία έχει περιοριστεί, αλλά όταν ο γερο-κτηνίατρος τελειώνει κοιτάζει τον Κόλι και κουνάει το κεφάλι του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο αναστατωμένος από το τραύμα της Μαριέλ, όσο από τις φωνές που ακούει από το διπλανό σπίτι. Για τη Μαριέλ Σόντερσον δε νιώθει τίποτα ιδιαίτερο, ούτε συμπάθεια ούτε αντιπάθεια, είναι όμως σχεδόν βέβαιος ότι η γυναίκα που φωνάζει δίπλα είναι η Κίρστι Κάρβερ και την Κίρστι τη συμπαθεί πολύ. «Ω Θεέ μου!» λέει μεγαλόφωνα. «Ω Θεέ μου!» Ο Κόλι κοιτάζει τον Γκάρι, για να βεβαιωθεί ότι είναι μακριά και δεν τους ακούει. Τον βλέπει στην κουζίνα του Μπίλινγκσλι, δε δίνει καμιά σημασία στα ουρλιαχτά και τις φωνές των παιδιών από το διπλανό σπίτι, δεν έχει πάρει είδηση ότι ο γιατρός τελείωσε την επίδεση του τραύματος της γυναίκας του. Ανοίγει και κλείνει ντουλάπια με τη μεθοδικότητα αλκοολικού που ψάχνει για οινόπνευμα. Μόλις ανοίγει το ψυγείο για καμιά μπίρα ή ίσως κανένα μπουκάλι κρύα βότκα, το κλείνει πάλι αμέσως. Στο δεύτερο ράφι είναι το χέρι της γυναίκας του. Το έβαλε εκεί ο Κόλι, παραμερίζοντας άλλα πράγματα -σάλτσες σαλάτας, πίκλες, μαγιονέζα, μερικά κομμάτια χοιρινό τυλιγμένα σε σελοφάν. Δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να της ξανακολλήσουν το χέρι -ακόμη και σ' αυτή την εποχή των θαυμάτων είναι αδύνατο αυτό- αλλά δεν μπο-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΈς
195
ρούσε να το βάλει στο κελάρι του Μπίλινγκσλι. Είναι ζεστά εκεί και θα τραβούσε μύγες. «Θα πεθάνει;» ρωτάει ο Κόλι. «Δεν ξέρω», απαντάει ο Μπίλινγκσλι. Σταματάει, κοιτάζει κι αυτός τον Γκάρι, αναστενάζει και περνάει τα χέρια του μέσα από τα λευκά, φουντωτά μαλλιά του. «Μάλλον. Σίγουρα, αν δεν πάει γρήγορα σε νοσοκομείο. Χρειάζεται βοήθεια. Κυρίως μετάγγιση αίματος. Και κάποιος χτυπήθηκε δίπλα, αν κρίνω από τις φωνές. Η Κίρστεν, νομίζω. Και μπορεί να μην είναι η μόνη». Ο Κόλι γνέφει καταφατικά. «Κόλι, τι νομίζεις ότι συμβαίνει εδώ;» «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα». Η Σύνθια παίρνει μια εφημερίδα (είναι η Ντισπάτς τον Κολόμπους, όχι η Σόπερ του Γουέντγουορθ) που έχει πέσει στο πάτωμα του λίβινγκ ρουμ, την τυλίγει και αρχίζει να προχωράει στα τέσσερα προς την εξώπορτα. Με την εφημερίδα παραμερίζει τα σπασμένα γυαλιά - ό λ ο το πάτωμα είναι γεμάτο. Ο Στιβ σκέφτεται να τη σταματήσει, να τη ρωτήσει μήπως πάει γυρεύοντας να την καθαρίσουν, αλλά σταματάει. Μερικές φορές του έρχονται παράξενες ιδέες. Πολύ έντονες ιδέες. Μια φορά, όταν έκανε το χειρομάντη σε ένα πεζοδρόμιο στο Γουάιλντγουντ, του ήρθε μια ιδέα τόσο έντονη, που παράτησε αυτή τη δουλειά το ίδιο βράδυ. Διάβαζε το χέρι μιας δεκαεφτάχρονης γελαστής κοπέλας και του μπήκε η ιδέα ότι αυτό το κορίτσι είχε καρκίνο στις ωοθήκες. Σε προχωρημένο στάδιο, ανίατο πια. Δεν είναι ευχάριστο να σου έρχονται τέτοιες ιδέες για ένα όμορφο, πρασινομάτικο κορίτσι, αν το σύνθημα της ζωής σου είναι ΚΑΝΕΝΑ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α .
Η ιδέα που αλλά πολύ πιο προς το παρόν αυτό, παρ' όλα
του έρχεται τώρα είναι εξίσου έντονη, αισιόδοξη: οι επιδρομείς έχουν φύγει, τουλάχιστον. Είναι αδύνατο να το ξέρει αυτά είναι σίγουρος.
196
RICHARD BACH MAN
Αντί να φωνάξει στη Σΰνθια να σταματήσει, πηγαίνει κι αυτάς πίσω της. Η μέσα πόρτα έχει διαλυθεί από κάμποσες σφαίρες (έχει στραβώσει τόσο πολύ από τα χτυπήματα, που είναι αδύνατο να ξανακλείσει) και η αύρα που μπαίνει από τη σήτα είναι υπέροχη, τη νιώθει γλυκιά και δροσερή στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Τα παιδιά κλαίνε ακόμη στο διπλανό σπίτι, αλλά τα ουρλιαχτά έχουν σταματήσει, προς το παρόν τουλάχιστον, κι αυτό τον κάνει να νιώσει κάποια ανακούφιση. «Πού είναι ο τύπος;» ρωτάει η Σύνθια έκπληκτη. «Κοίτα, εκεί είναι η γυναίκα του...» Δείχνει το πτώμα της Μαίρης, που κείτεται στο δρόμο, τόσο κοντά στο χαντάκι του απέναντι πεζοδρομίου, ώστε τα μαλλιά της κυματίζουν στο νερό που τρέχει ορμητικά, «...αλλά πού είναι αυτός; Ο Τζάκσον;» Ο Στιβ δείχνει απέναντι. «Πρέπει να είναι σ' εκείνο το σπίτι. Βλέπεις τα γυαλιά του στον κήπο;» Η Σύνθια γνέφει καταφατικά. «Ποιος μένει εκεί;» ρωτάει ο Στιβ. «Δεν ξέρω. Είμαι καινούρια στην περιοχή...» «Η κυρία Γουάιλερ και ο ανιψιός της», λέει ο Κόλι από πίσω τους. Γυρίζουν και τον βλέπουν καθισμένο στις φτέρνες, να κοιτάζει κι αυτός έξω. «Το παιδί είναι αυτιστικό ή δυσλεκτικό ή κατατονικό... ένα απ' αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω. Ο άντρας της πέθανε πέρσι και τώρα ζουν οι δυο τους εκεί. Ο Τζάκσον... πρέπει... πρέπει να...» Η φράση του κόβεται σταδιακά και μένει σιωπηλός. Ό τ α ν μιλάει πάλι, η φωνή του είναι σιγανή, προβληματισμένη. «Τι στην οργή;» «Τι;» ρωτάει ανήσυχη η Σύνθια. «Τι;» «Πλάκα μου κάνεις; Δε βλέπεις;» «Τι να δω; Βλέπω τη γυναίκα και τα γυαλιά του άντρα της...» Τώρα σταματάει κι αυτή. Ο Στιβ πάει να ρωτήσει τι τρέχει, αλλά μετά καταλαβαίνει - κ α τ ά κάποιο τρόπο, δηλαδή. Μάλλον θα το είχε δει κι αυτός νωρίτερα, παρ' όλο που είναι ξένος, αν δεν ήταν συγκεντρωμένη η προσοχή του στο πτώμα και στα
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
197
γυαλιά. Ξέρει ότι πρέπει να κάνει κάτι για τη γυναίκα και τόση ώρα προσπαθούσε να μαζέψει το κουράγιο του. Τώρα όμως κοιτάζει στο δρόμο, τα μάτια του πηγαίνουν από το Στοπ-24 στο διπλανό κτίριο, μετά στο σπίτι όπου τα παιδιά έπαιζαν φρίσμπι και μετά στο απέναντι, εκεί που πρέπει να κρύφτηκε ο Τζάκσον για να γλιτώσει. Υπάρχει μια αλλαγή εκεί. Δεν ξέρει πόσο μεγάλη είναι, γιατί είναι ξένος, δε γνωρίζει καλά το δρόμο, και είναι και ο καπνός από το σπίτι που καίγεται και η ομίχλη που σηκώνεται από τον υγρό δρόμο και δίνει στα σπίτια μια όψη σχεδόν φασματική, σαν οφθαλμαπάτη... αλλά βλέπει ότι υπάρχει μια αλλαγή. Το σπίτι των Γουάιλερ δεν έχει πια κανονικούς τοίχους· τώρα είναι φτιαγμένο από κορμούς δέντρων και εκεί όπου υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο τώρα υπάρχουν τρία παλιάς μόδας, με πολλά τζάμια. Πάνω στην πόρτα είναι καρφωμένες ξύλινες σανίδες που σχηματίζουν ένα Ζ. Και το σπίτι στα αριστερά... «Πες μου κάτι», λέει ο Κόλι, κοιτάζοντας το ίδιο σπίτι. «Από πότε οι Ριντ μένουν σε σπίτι από κορμούς δέντρων;» «Και από πότε οι Γκέλερ μένουν σε χασιέντα;» ρωτάει η Σύνθια, κοιτάζοντας πιο κάτω. «Πλάκα μου κάνετε», λέει ο Στιβ. Μετά, με αδύναμη φωνή: «Πλάκα δε μου κάνετε;» Δεν του απαντούν. Κοιτάζουν το δρόμο σαν υπνωτισμένοι. «Δεν είμαι σίγουρος αν το βλέπω πραγματικά», λέει τελικά ο Κόλι. Η φωνή του είναι διστακτική. «Είναι...» «Κυματίζει», λέει η κοπέλα. Ο Κόλι την κοιτάζει. «Ναι. Ό π ω ς όταν κοιτάζεις κάτι πάνω από φωτιά ή...» «Ας βοηθήσει κάποιος τη γυναίκα μου!» τους φωνάζει ο Γκάρι από το λίβινγκ ρουμ. Έ χ ε ι βρει ένα μπουκάλι - ο Στιβ δε βλέπει τι ε ί ν α ι - και στέκεται δίπλα στη φο3τογραφία της Έστερ, ενός περιστεριού που ζωγράφιζε με τα πόδια του. Παραπατάει και σχεδόν τραυλίζει: «Ας βοηθήσει κάποιος τη Μαρ'έλ! Έ χ α σ ε το χέ'ι της!»
198
RICHARD BACH MAN
«Πρέπει να φέρουμε βοήθεια για τη γυναίκα», λέει ο Κόλι. «Και...» «Και για μας τους υπόλοιπους», τελειώνει τη φράση του ο Στιβ. Ευτυχώς που το κατάλαβε και κάποιος άλλος αυτό και μπορεί να μη χρειαστεί να πάει μόνος του. Το αγόρι από δίπλα έχει σταματήσει τα κλάματα, αλλά ο Στιβ ακούει ακόμη το κορίτσι να κλαίει με αναφιλητά. Η Μαδημένη Μαργαρίτα, σκέφτεται. Έτσι δεν την έλεγε ο αδερφός της; Η Μαδημένη Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη με τον Ί θ α ν Χοκ, είχε πει ο μικρός. Ο Στιβ νιώθει μια ξαφνική παρόρμηση, έντονη όσο και ασυνήθιστη, να πάει δίπλα και να βρει το κοριτσάκι. Να γονατίσει μπροστά του, να το πάρει στην αγκαλιά του και να του πει ότι μπορεί να είναι ερωτευμένη με όποιον θέλει. Με τον Τθαν Χοκ ή με τον Νιουτ Τζίνγκριτς ή όποιον άλλο θέλει. Δεν κινείται όμως. Κοιτάζει προς την άκρη του δρόμου. Το Στοπ-24, απ' όσο μπορεί να καταλάβει, δεν έχει αλλάξει. Το στυλ του είναι το ίδιο -Κατάστημα του Εικοστού Αιώνα, ή Νεκρή Φύση με Σκουπιδοτενεκέ, όπως το λένε μερικές φορές. Δεν είναι όμορφο θέαμα, κάθε άλλο, αλλά οικείο και κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες αυτό του δημιουργεί ανακούφιση. Το φορτηγό είναι παρκαρισμένο ακόμη μπροστά, η μπλε πινακίδα του τηλεφώνου κρέμεται πάντα στη θέση της, η διαφήμιση του Μάρλμπορο στην πόρτα, και... ...και η σχάρα για τα ποδήλατα έχει χαθεί. Ή , μάλλον, δεν έχει χαθεί ακριβώς. Έ χ ε ι αντικατασταθεί. Με κάτι που μοιάζει μ' εκείνο το ξύλο που έχουν στα γουέστερν έξω από το μπαρ, εκεί όπου δένουν τα άλογά τους οι καουμπόηδες. Ξεκολλάει με κάποια προσπάθεια τα μάτια του από το θέαμα και κοιτάζει τον αστυνομικό, που λέει ότι ο Στιβ έχει δίκιο, ότι χρειάζονται βοήθεια. Και εδώ και στο σπίτι των Κάρβερ, αν κρίνει από τις φωνές. «Υπάρχει μια πράσινη ζώνη με ένα μικρό δάσος πίσω από τα σπίτια απ' αυτή την πλευρά του δρόμου»,
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
199
λέει ο Κόλι. «Και υπάρχει ένα μονοπάτι που τη διατρέχει. Συνήθως το χρησιμοποιούν παιδιά, αλλά πήγαινα κι εγώ συχνά από εκεί. Το μονοπάτι χωρίζεται στα δύο πίσω από το σπίτι τοον Τζάκσον. Το ένα παρακλάδι κατεβαίνει μέχρι την οδό Άιακινθ και καταλήγει στη στάση του λεωφορείου. Το άλλο πηγαίνει ανατολικά και φτάνει στη λεωφόρο Άντερσον. Αν στην Άντερσον συμβαίνουν τα ίδια που συμβαίνουν κι εδώ...» «Γιατί να συμβαίνουν;» ρωτάει η Σύνθια. «Δεν έχουν ακουστεί πυροβολισμοί από αυτή την κατεύθυνση». Ο Κόλι της ρίχνει μια παράξενη, υπομονετική ματιά. «Ούτε όμως ήρθε και καμιά βοήθεια από αυτή την κατεύθυνση. Και ο δρόμος εδιό έχει πάθει πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με τους πυροβολισμούς, αν το πρόσεξες». «Α», λέει η Σύνθια ζαρωμένη. «Αν, λοιπόν, η Αντερσον είναι στην ίδια κατάσταση με την Πόπλαρ -ελπίζω να μην είναι, αλλά... αν είναι- υπάρχει ένας μεγάλος αποχετευτικός σωλήνας που περνάει κάτω από το δρόμο και μπορεί να προχωρεί ακόμη παραπέρα. Μπορεί να βγαίνει στην Κολόμπους Μπροντ. Πρέπει να υπάρχει κόσμος εκεί». Δε φαίνεται να το πιστεύει πραγματικά, όμως. «Θα 'ρθω μαζί σου», λέει ο Στιβ. Ο αστυνομικός φαίνεται να ξαφνιάζεται, μετά το σκέφτεται λίγο. «Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα;» «Ναι. Πιστεύω ότι αυτοί οι τύποι έφυγαν, προς το παρόν τουλάχιστον». «Ποίίς το ξέρεις;» Ο Στιβ, που δεν έχει σκοπό να του μιλήσει για τη σύντομη καριέρα του ως χειρομάντη, του απαντάει ότι έχει ένα προαίσθημα. Βλέπει τον Κόλι Εντράτζιαν να το σκέφτεται και ξέρει ότι θα συμφωνήσει πριν ακόμη ανοίξει το στόμα του. Ό χ ι επειδή διάβασε τη σκέψη του. Έχουν σκοτοοθεί τέσσερα άτομα στην οδό Πόπλαρ (για να μην προσθέσουμε και τον Χάνιμπαλ, το σκύλο), υπάρχουν ακόμη περισσότεροι τραυματίες, ένα σπίτι καίγεται
200
RICHARD BACH MAN
χωρίς vet έχει έρθει οΰτε μια πυροσβεστική, υπάρχουν παλαβοί που περνάνε από το δρόμο και πυροβολούν, ψυχοπαθείς δολοφόνοι ίσως... Ο Εντράτζιαν θα ήταν τρελός αν ήθελε να τριγυρίζει μόνος του στο μικρό δάσος μέχρι να φτάσει στο επόμενο τετράγωνο. «Κι αυτός;» λέει η Σύνθια, δείχνοντας με τον αντίχειρα τον Γκάρι. Ο Κόλι κάνει μια γκριμάτσα. «Στην κατάσταση που είναι, δε θα πήγαινα ούτε στον κινηματογράφο μαζί του, όχι να τρέχω στο δάσος τη στιγμή που συμβαίνουν τέτοιες ιστορίες. Αλλά, αν μιλάς σοβαρά, κύριε... Έιμς, έτσι δεν είναι;» «Στιβ, καλύτερα. Ναι, μιλάω σοβαρά». «Εντάξει. Πάμε να δούμε αν ο Μπίλινγκσλι έχει τίποτε όπλα στο σπίτι. Βάζω στοίχημα ότι κάτι θα υπάρχει». Γυρίζουν και διασχίζουν το λίβινγκ ρουμ σκυφτοί. Η Σΰνθια πάει να τους ακολουθήσει, αλλά μια κίνηση της τραβάει την προσοχή. Κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Η αποστροφή ακολουθεί την έκπληξη και βάζει το χέρι στο στόμα για να πνίξει την κραυγή που πάει να της βγει. Σκέφτεται να φωνάξει τους άντρες, αλλά δεν το κάνει. Τι σημασία θα είχε; Έ ν α ς γύπας -μπορεί να είναι γύπας, αν και δεν έχει ξαναδεί ποτέ της τέτοιο πράγμα, ούτε σε βιβλία ούτε στον κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο - έχει κατεβεί μέσα από τους καπνούς πάνω από το σπίτι των Χόμπαρτ και έχει προσγειωθεί στο δρόμο δίπλα στη Μαίρη Τζάκσον. Είναι τεράστιος, με μια αφύσικη αδεξιότητα και.ένα απαίσιο, φαλακρό κεφάλι. Διαγράφει έναν κύκλο γύρω από το πτώμα, μοιάζοντας με άνθρωπο που κάνει αναγνώριση σε έναν μπουφέ πριν αρχίσει να γεμίζει το πιάτο του, και μετά το κεφάλι του τινάζεται μπροστά και κόβει τη μύτη της γυναίκας. Η Σύνθια κλείνει τα μάτια της και λέει στον εαυτό της ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο. Μακάρι να μπορούσε να το πιστέψει, όμως.
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
201
Από ίο ημερολόγιο ιης Όντρεϊ Γουάιλερ: 10 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Φοβάμαι απόψε. Φ ο β ά μ α ι τόσο πολύ. Τελευταία ήιαν ή ρ ε μ α τα π ρ ά γ μ α τ α - μ ε τον Σηθ, ε ν ν ο ώ - α λ λ ά τ ώ ρ α ά λ λ α ξ α ν όλα. Σ τ η ν α ρ χ ή δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε να κ α τ α λ ά β ο υ μ ε τι σ υ μ β α ί ν ε ι . ο Χ ε ρ μ π τα ε ί χ ε χ α μ έ ν α , ό π ω $ κι ε γ ώ . Β γ ή κ α μ ε έ ξ ω για π α γ ω τ ό oir\s Μ ί λ ι , to κ ά ν ο υ μ ε κ ά θ ε Σ ά β β α τ ο αν ο Σηθ είναι «καλό π α ι δ ί » (που σ η μ α ί ν ε ι αν ο Σηθ είναι ο Σηθ), και ήταν μια χ α ρ ά . Μ ε τ ά , ό τ α ν φ τ ά σ α μ ε σ π ί τ ι , ά ρ χ ι σ ε ν α ο σ μ ί ζ ε τ α ι , ό π ω $ κ ά ν ε ι μ ε ρ ι κ έ $
202
RICHARD BACH MAN
σ υ ν έ χ ε ι α να μου φτιάχνει to κέφι, π α ρ ' όλο που ξ έ ρ ω όιι ο ifiios δ ε ν ε ί ν α ι και ζόσο καλά. Ε ί ν α ι κατάχλομοδ και με φ ο β ί ζ ε ι π ο υ έ χ ε ι α δ υ ν α τ ί σ ε ι τόσο πολύ, κ υ ρ ί ω δ από τον Ιανουάριο. Π ρ έ π ε ι ν α έ χ ε ι χ ά σ ε ι τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν δ έ κ α κιλά, μ π ο ρ ε ί και δ ε κ α π έ ν τ ε , αλλά, όιαν τον ρ ω τ ά ω , γ ε λ ά ε ι και αλλάζει κουβέντα. Τέλο$ πάντων, το φ υ λ λ ά δ ι ο ήταν ο\ σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ε $ βλαK e i e s των β α π τ ι σ τ ώ ν . Στο ε ξ ώ φ υ λ λ ο ε ί χ ε ζην εικόνα cvos α ν θ ρ ώ π ο υ π ο υ υ π ο φ έ ρ ε ι , με τη γ λ ώ σ σ α β γ α λ μ έ ν η έ ξ ω , co π ρ ό σ ω π ο γ ε μ ά τ ο ι δ ρ ώ τ α και τα μάτι α γ ο υ ρ λ ω μ έ ν α . ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΕΡΟ! λ έ ε ι π ά ν ω α π ό το π ρ ό σ ω π ο . Και α π ό κάτω, ΚΑΛΏς ΉΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΚΌΛΑΣΗ! Κ ο ί τ α ξ α α π ό π ί σ ω και π ρ α γ μ α τ ι κ ά ήταν α π ό την Ε κ κ λ η σ ί α τ ω ν Β α π τ ι σ τ ώ ν τιIS Δ ι α θ ή κ η TKJS Σ ι ώ ν . « Κ ο ί τ α » , λ έ ε ι ο Χ ε ρ μ π , « μ ο ι ά ζ ε ι με τον π α τ έ ρ α μ ο υ π ρ ι ν χ τ ε ν ι σ τ ε ί το π ρ ω ί » . Ή θ ε λ α ν α γ ε λ ά σ ω - ξ έ ρ ω ότι ν ι ώ θ ε ι ό μ ο ρ φ α όταν με κ ά ν ε ι ν α γ ε λ ά ω - αλλά δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α . Έ ν ι ω θ α τον Σ η θ γ ύ ρ ω μα$, ήταν σ χ ε δ ό ν λε$ και σ π ι ν θ ή ρ ι ζ ε το δ έ ρ μ α μαϊ. Έ τ σ ι ONOIS α ι σ θ ά ν ε σ α ι ΜΕΡΊKCS φ ο ρ έ 5 όταν π λ η σ ι ά ζ ε ι καταιγίδα. Ε κ ε ί ν η τη σ τ ι γ μ ή μ π ή κ ε μέσα με α λ ύ γ ι σ τ α π ό δ ι α κι ε κ ε ί ν ο το φ ρ ι κ τ ό , σ υ ν ο φ ρ υ ω μ έ ν ο ύ φ ο 5 π ο υ έ χ ε ι όταν σ υ μ β α ί ν ε ι κάτι π ο υ δ ε ν τ α ι ρ ι ά ζ ε ι στο σ χ έ δ ι ο π ο υ έ χ ε ι κ ά ν ε ι a u T 0 s για τη ζ ω ή του. Μ ό ν ο π ο υ δ ε ν ε ί ν α ι ο Σηθ, ο Σ η θ ε ί ν α ι ΐ υ π ι ο γ λ υ κ ό και ε υ γ ε ν ι κ ό και β ο λ ι κ ό π α ι δ ί του κ ό σ μ ο υ . Έ χ ε ι ό μ ω ί α υ τ ή τ η ν ά λ λ η π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α π ο υ τη β λ έ π ο υ μ ε ό λ ο και π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο τ ε λ ε υ τ α ί α . Α υ τ ή π ο υ π ε ρ π α τ ά ε ι με α λ ύ γ ι σ τ α π ό δ ι α . Α υ τ ή π ο υ ο σ φ ρ α ί ν ε τ α ι τον αέρα σαν σκυλί. Ο Χ ε ρ μ π τον ρ ώ τ η σ ε τι σ υ μ β α ί ν ε ι , τι τον α π α σ χ ο λ ε ί και τότε, ε ν τ ε λ ώ 5 ξ α φ ν ι κ ά , σ ή κ ω σ ε το χ έ ρ ι του - ο Χ ε ρ μ π ε ν ν ο ώ - και έ π ι α σ ε το κάτω χ ε ί λ ι του. Ά ρ χ ι σ ε ν α το τραβ ά ε ι και ν α το σ τ ρ ί β ε ι μ έ χ ρ ι π ο υ το μ ά τ ω σ ε . Και στο μ ε τ α ξ ύ τα μάτια τ ο υ δάκρυζαν α π ό τον π ό ν ο και ε ί χ α ν γ ο υ ρ λ ώ σ ε ι α π ό το φ ό β ο , και ο Σ η θ τον κ ο ί τ α ζ ε με μίσοε, μ' ε κ ε ί ν ο το σ υ ν ο φ ρ υ ω μ έ ν ο ύφο$ π ο υ λ έ ε ι , «Θα κ ά ν ω
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
203
ό,τι θ έ λ ω , δ ε ν μ π ο ρ ε ί τ ε ν α μ ε σταματήσετε».
Και \σω$
μ π ο ρ ο ύ μ ε , ν ο μ ί ζ ω ό μ ω 5 ότι - μ ε ρ ι κ έ $ cpopds,
μην
να
τουλά-
χιστο ν - μ π ο ρ ε ί να τ ο ν σ τ α μ α τ ή σ ε ι ο Σ η θ . «Σταμάτα!» του φ ώ ν α ξ α . «Άσ' τον ήσυχο! Σταμάτα αυτή τη σ τ ι γ μ ή ! » Ό τ α ν ο a M o s (όχι ο Σ η θ ) τ σ α τ ί ζ ε τ α ι π ο λ ύ , τα μ ά τ ι α τ ο υ γ ί ν ο ν τ α ι α π ό κ α σ τ α ν ά μ α ύ ρ α . Μ ε κ ο ί τ α ξ ε μ' α υ τ ά τα μ ά τ ι α τότε και ξ α φ ν ι κ ά σ η κ ώ θ η κ ε το χ έ ρ ι μ ο υ α π ό μ ό ν ο τ ο υ και χ α σ τ ο ύ κ ι σ α το π ρ ό σ ω π ο μ ο υ . Τ ό σ ο δ υ ν α τ ά , π ο υ δ ά κ ρ υ σ α ν τα μάτια μου. «Σηθ, κάν' τον να σ τ α μ α τ ή σ ε ι » , ε ί π α . « Δ ε ν ε ί ν α ι σ ω σ τ ό . Ο,τι
κι αν σ υ μ β α ί ν ε ι ,
δεν
είμαστε
εμεί$
υπεύθυνοι.
Δεν
ξ έ ρ ο υ μ ε καν τι σ υ μ β α ί ν ε ι » . Τίποτα χέρι
μου
στην
αρχή.
ανέβηκε
Πάλι
ξανά
εκείνα
και
μετά
τα μ α ύ ρ α εκείνο
το
μάτια.
Το
μίσο$
tKjs
ματιά$ τ ο υ ά λ λ α ξ ε λ ί γ ο . Ό χ ι π ο λ ύ α λ λ ά α ρ κ ε τ ά . Το χ έ ρ ι μ ο υ κ α τ έ β η κ ε π ά λ ι και ο Σ η θ γ ύ ρ ι σ ε και κ ο ί τ α ξ ε το α ν ο ι χτό ν τ ο υ λ ά π ι π ά ν ω α π ό το ν ε ρ ο χ ύ τ η , ε κ ε ί ό π ο υ έ χ ω π ο τ ή ρ ι α . Στο π ά ν ω
ράφι
έχω
το σ ε τ τη$ μ η τ έ ρ α $
τα
μου,
κ ρ ύ σ τ α λ λ ο Γ ο υ ό τ ε ρ φ ο ρ ν τ , τα κ α τ ε β ά ζ ω μ ό ν ο TIS y i o p r e s . Τα ε ί χ α ε κ ε ί , δ η λ α δ ή . Τα π ο τ ή ρ ι α έ σ π α σ α ν μόλι$ τα κ ο ί τ α ξ ε ο Σηθ, το έ ν α μ ε τ ά το άλλο, σ α ν π ά π ι ε 5 σ ε
σκοπευ-
τήριο. Ό τ α ν έ σ π α σ α ν όλα, και τα έ ν τ ε κ α π ο υ μ ο υ
είχαν
α π ο μ ε ί ν ε ι , a u T 0 s μ ε κ ο ί τ α ξ ε χ α μ ο γ ε λ ώ ν τ α $ μ' ε κ ε ί ν η τ η ν έ κ φ ρ α σ η τη$ κ α κ ε ν τ ρ έ χ ε ι α 5 π ο υ π α ί ρ ν ε ι
μερικέ$
ό τ α ν του π η γ α ί ν ε ι κ ό ν τ ρ α και θ έ λ ε ι ν α σ ε ε κ δ ι κ η θ ε ί . Τα μ ά τ ι α τ ο υ τ ό σ ο μ α ύ ρ α και, κατά κ ά π ο ι ο τ ρ ό π ο , τ ό σ ο γ έ ρ ι κα σ τ ο π α ι δ ι κ ό τ ο υ π ρ ό σ ω π ο . Άρχισα
να
κλαίω.
Δεν
μπορούσα
να
κρατηθώ.
Του
ε ί π α ότι ε ί ν α ι κ α κ ό π α ι δ ί και ν α φ ύ γ ε ι α μ έ σ ο υ . Το χ α μ ό γ ε λ ο χ ά θ η κ ε α μ έ σ ο υ . Δ ε ν τ ο υ α ρ έ σ ε ι ν α τ ο υ Xes
τίποτα
και π ο λ ύ π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο ότι ε ί ν α ι κ α κ ό π α ι δ ί . Ν ό μ ι ζ α ότι θ α με έ κ α ν ε ν α χ τ υ π ή σ ω π ά λ ι το π ρ ό σ ω π ο
μου, α λ λ ά
μ π ή κ ε μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ ο Χ ε ρ μ π και τ ο υ ε ί π ε το ί δ ι ο μα, να φ ύ γ ε ι ,
και ό τ α ν
ηρεμήσει
iotus να μ π ο ρ ο ύ μ ε να τ ο ν
να
ξανάρθει
βοηθήσουμε.
και
τότε πράγτότε
204
RICHARD BACH MAN
Ο Σ η θ α π ο μ α κ ρ ύ ν θ η κ ε και κ α τ ά λ α β α , π ρ ι ν α κ ό μ η διασ χ ί σ ε ι το λ ί β ι ν γ κ ρ ο υ μ , ότι ο ά λ λ ο $ ε ί χ ε φ ύ γ ε ι ή έ φ ε υ γε. Τα π ό δ ι α τ ο υ δ ε ν ή τ α ν τ ό σ ο α λ ύ γ ι σ τ α πια. (Ο Χ ε ρ μ π λ έ ε ι n w s ό τ α ν ο Σ η θ π ε ρ π α τ ά ε ι έ τ σ ι μ ο ι ά ζ ε ι μ ε τον Ρούτι το ρ ο μ π ό τ ) . Α ρ γ ό τ ε ρ α τον α κ ο ύ σ α μ ε ν α κ λ α ί ε ι στο δ ω μ ά τιο του. Ο Χ ε ρ μ π μ ε β ο ή θ η σ ε ν α σ κ ο υ π ί σ ο υ μ ε τα γ υ α λ ι ά ε ν ώ εγώ έκλαιγα σαν ανόητη συνεχώ$. Δ ε ν π ρ ο σ π ά θ η σ ε να με π α ρ η γ ο ρ ή σ ε ι ούτε μου ε ί π ε κ α ν έ ν α αστείο. MepiKes φ ο ρ έ $ ε ί ν α ι π ο λ ύ 6 i o p a T i K 0 s , κ α τ α λ α β α ί ν ε ι ότι ε ί ν α ι π ρ ο τιμότερο να μη μιλήσει. Όταν τ ε λ ε ι ώ σ α μ ε (δεν κοπήκαμε καδόλου, ο ύ τ ε ε γ ώ ο ύ τ ε auT0s, π ρ ά γ μ α π ο υ ε ί ν α ι σ ω σ τ ό θ α ύ μ α ) , ο Χ ε ρ μ π δ ή λ ω σ ε το π ρ ο φ α ν έ $ , ότι ο Σ η θ ε ί χ ε χ ά σ ε ι κάτι. Τ ο υ ε ί π α , τ ι Xcs, β ρ ε π α ι δ ί μου, ε σ ύ ε ί σ α ι σ κ έ τ ο $ Σ έ ρ λ ο κ Χ ο λ μ ζ , και π ό τ ε το κ α τ ά λ α β ε $ αυτό; Λ/Ιετά έ ν ι ω σ α ά σ χ η μ α , τον α γ κ ά λ ι α σ α και τ ο υ ζ ή τ η σ α σ υ γ ν ώ μ η , τ ο υ ε ί π α ότι δ ε ν το ή θ ε λ α . Ο Χ ε ρ μ π μ ο υ ε ί π ε ότι το ξ έ ρ ε ι , μ ε τ ά γ ύ ρ ι σ ε α ν ά π ο δ α ε κ ε ί ν ο το η λ ί θ ι ο φ υ λ λ ά δ ι ο τ ω ν β α π τ ι σ τ ώ ν και έ γ ρ α ψ ε α π ό π ί σ ω , «Τι θα κ ά ν ο υ μ ε ; » Κ ο ύ ν η σ α το κ ε φ ά λ ι μου. Λ/Ιερικέ$ φ ο ρ έ $ δ ε ν τ ο λ μ ά μ ε ούτε να μ ι λ ή σ ο υ μ ε δυνατά από φ ό β ο μ ή π ω $ ακούει - ό χ ι ο Σηθ, ο άλλθ5, ε ν ν ο ώ . Ο Χ ε ρ μ π τ σ α λ ά κ ω σ ε το φ υ λ λ ά δ ι ο και το π έ τ α ξ ε στα σ κ ο υ π ί δ ι α , α λ λ ά αυτό δ ε ν ήταν α ρ κ ε τ ό για μ έ ν α . Το π ή ρ α και το έ σ κ ι σ α κ ο μ μ α τ ά κ ι α . Π ρ ι ν το σ κ ί σ ω , ό μ ω $ , κ ο ί τ α ξ α ά θ ε λ α μ ο υ ε κ ε ί ν ο το ι δ ρ ω μ έ ν ο , β α σ α ν ι σ μ έ ν ο π ρ ό σ ω π ο στο μ π ρ ο σ τ ι ν ό μ έ ρ ο $ . ΚΑΛΏς ΉΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ! Έ τ σ ι ε ί μ α σ τ ε ο Χ ε ρ μ π κι ε γ ώ ; Θα ή θ ε λ α να α π α ν τ ή σ ω όχι, α λ λ ά μ ε ρ ι κ έ $ φ ο ρ έ $ έ τ σ ι ν ι ώ θ ω , σ α ν ν α ε ί μ α σ τ ε σ τ η ν κ ό λ α σ η . Π ο λ λ έ 5 φ ο ρ έ 5 , μ ά λ λ ο ν . Α λ λ ι ώ 5 γ ι α τ ί γ ρ ά φ ω αυτό το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ;
11 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Ο Σ η θ κοιμάται. Ε ί ν α ι ε ξ α ν τ λ η μ έ ν ο $
ίσωΣ. Ο Χ ε ρ μ π
είναι
έ ξ ω , σ τ ο ν π ί σ ω κήπο, και ψ ά χ ν ε ι παντού. Α ν και ν ο μ ί ζ ω ότι
205
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
έ ψ α ξ ε ήδη ο Σηθ. Τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν τ ώ ρ α ξ έ ρ ο υ μ ε τι έ χ α σ ε : to Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ , το β α ν τ ω ν M 0 t O K a n s . Έ χ ε ι όλο το σετ τ ω ν M0TOKans: τα κουκλάκια, το α ρ χ η γ ε ί ο TOUS, to πάρτι τηs κάσι, το Κ ο ρ ά λ τ ω ν Π ά ο υ ε ρ Βάγκον, δύο α κ τ ι ν ο π ί σ τ ο λ α , ακόμη και σ ε ν τ ό ν ι α Λ/ΐότοκαπ$ για το κ ρ ε β ά τ ι του. Π ε ρ ι σ σ ό τερο απ 1 όλα, όμω5, α γ α π ά ε ι τα Π ά ο υ ε ρ Βάγκον. Είναι β α ν με μπαταρίε$, π ο λ ύ μ ε γ ά λ α και π ο λ ύ φ ο υ τ ο υ ρ ι σ τ ι κ ά . Τα πιο πολλά έχουν φτερά που βγαίνουν έξω, πατώνταδ ένα λεβιέ από κάτω, και Kepafes ρ α ν τ ά ρ στην ο ρ ο φ ή π ο υ γυρίζουν (η κ ε ρ α ί α στο Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ rrjs Κάσι Στάιλ$ έ χ ε ι σ χ ή μ α καρ6ids, κι αυτό ύ σ τ ε ρ α α π ό π ρ ο σ π ά θ ε ι ε $ τριάντα χ ρ ό ν ω ν για ίσα δ ι κ α ι ώ μ α τ α και α λ λ α γ ή του π α ρ α δ ο σ ι α κ ο ύ ρ ό λ ο υ τ ω ν γ υ ν α ι κ ώ ν · μόλ\5 το β λ έ π ω μ ο υ ' ρ χ ε τ α ι να ξ ε ρ ά σ ω ) . Έ χ ο υ ν φ ώ τ α π ο υ α ν α β ο σ β ή ν ο υ ν και β γ ά ζ ο υ ν δ ι ά φ ο ρ ο ι ήχουδ, σειρήνε$, διαστημικά κανόνια κ.λπ. Τέλθ5 πάντων, όταν γ ύ ρ ι σ ε ο Σηθ από την Κ α λ ι φ ό ρ ν ι α ε ί χ ε και τα έξι β α ν π ο υ υ π ά ρ χ ο υ ν σ τ η ν α γ ο ρ ά : το κ ό κ κ ι νο ( Τ ρ ά κ ε ρ Ά ρ ο ο υ ) , το κ ί τ ρ ι ν ο ( T z a a u s Βάγκον), το μ π λ ε ( Φ ρ ί ν ^ μ Βαν), to μ α ύ ρ ο (Λ/ΙΙΤ Βάγκον, αυτό ε ί ν α ι τ ο υ κακού), το α σ η μ ί (Ρούτι TOUT - κ α ι ν α σ κ ε φ τ ε ί icavefs ότι κάποιοδ π λ η ρ ώ ν ε τ α ι για να φ τ ι ά ξ ε ι α υ τ έ $ TIS μ α λ α κ ι ά ) κι ε κ ε ί ν ο το η λ ί θ ι ο to ρ ο ζ , τη$ Κ ά σ ι Στάιλ5, τ ο υ μ ε γ ά λ ο υ έ ρ ω τ α του α ν ι ψ ι ο ύ μα$. Η α γ ά π η τ ο υ για την Κ ά σ ι ε ί ν α ι α σ τ ε ί α ε δ ώ π ο υ τα λ έ μ ε , α π ό την ά λ λ η μ ε ρ ι ά ό μ ω 5 δ ε ν ε ί ν α ι κ α θ ό λ ο υ α σ τ ε ί α αυτά π ο υ σ υ μ β α ί ν ο υ ν ε δ ώ : χ ά θ η κ ε το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ τ ο υ Σ η θ και μα5 τα κ ά ν ε ι ό λ α αυτά επειδή είναι τσατισμένο$. Ο Χ ε ρ μ π μ ε ξ ύ π ν η σ ε auis έ ξ ι to π ρ ω ί και μ ε
από ΓΟ κρεβάτι. Το χέρι του ήταν παγωμένο. τι συμβαίνει και δε μου έλεγε. Me τράβηξε ρο και με ρώτησε αν βλέπω τίποτα έξω. εννοούσε άιαν κοίζαξα. Ήταν το Ντριμ Φλόατερ, σε ένα στυλ αρ
σήκωσε
Τον ρώτησα στο παράθυΚατάλαβα τι vtcKo, κάτι
σ α ν τα κόμικ5 τ ο υ Μ π ά τ μ α ν . Α λ λ ά δ ε ν ή τ α ν το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ τ ο υ Σηθ, το π α ι χ ν ί δ ι . Το π α ι χ ν ί δ ι έ χ ε ι γ ύ ρ ω στα ε ξ ή ν τ α ε κ α τ ο σ τ ά μ ή κ ο $ και γ ύ ρ ω στα τ ρ ι ά ν τ α ύψο$. Α υ τ ό π ο υ έ β λ ε π α μ π ρ ο σ τ ά μου ήταν σ ε φ υ σ ι κ ό μ έ γ ε θ ο $ , γ ύ ρ ω
206
RICHARD BACH MAN
σ τ α τ ρ ι ά μ ι σ ι μ έ τ ρ α μ ή κ ο δ και π ά ν ω α π ό δ ύ ο μ έ τ ρ α ύψο$. Η κ α τ α π α κ τ ή IY\S ο ρ ο φ ή 5 ήταν μ ι σ ο σ η κ ω μ έ ν η και το ρ α ν τ ά ρ - κ α ρ δ ι ά γ ύ ρ ι ζ ε , OHGJS στο κ α ρ τ ο ύ ν . « Χ ρ ι σ τ έ μου», ε ί π α , « π ο ύ β ρ έ θ η κ ε αυτό ε δ ώ ; » Το μ ό ν ο π ο υ μ π ό ρ ε σ α ν α σ κ ε φ τ ώ ή τ α ν ότι μ π ο ρ ε ί να ή ρ θ ε π ε τ ώ ν τ α * μ 1 ε κ ε ί ν α τα μ ι κ ρ ά π τ υ σ σ ό μ ε ν α φ τ ε ρ ά . Ή τ α ν σ α ν να σ η κ ώ ν ε σ α ι α π ό το κ ρ ε β ά τ ι , μ ε το έ ν α μάτι κ λ ε ι στό α π ό τη ν ύ σ τ α , και να β λ έ π ε ι έ ν α ν ι π τ ά μ ε ν ο δ ί σ κ ο σ τ η ν π ί σ ω αυλή σου. Δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α να π ά ρ ω α ν ά σ α , έ ν ι ω θ α σ α ν ν α μ ο υ ε ί χ α ν δ ώ σ ε ι γ ρ ο θ ι ά στο σ τ ο μ ά χ ι ! Σ τ η ν α ρ χ ή , ό τ α ν ο Χ ε ρ μ π μ ο υ ε ί π ε ότι δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι π ρ α γ μ α τ ι κ ά , δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α να κ α τ α λ ά β ω τι ε ν ν ο ε ί , μ ε τ ά ό μ ω $ , ό τ α ν σ η κ ώ θ η κ ε λ ί γ ο α κ ό μ η ο ήλιο$, κ α τ ά λ α β α ότι έ β λ ε π α u s λ ε ύ κ ε $ α π ό π ί σ ω του. Π ρ α γ μ α τ ι κ ά δ ε ν υ π ή ρ χε. Τ α υ τ ό χ ρ ο ν α ό μ ω $ υ π ή ρ χ ε . «Mas δ ε ί χ ν ε ι αυτό π ο υ δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε να μα$ πει», είπε ο Χερμπ. Τ ο ν ρ ώ τ η σ α αν ο Σ η θ ήταν ξ ύ π ν ι ο $ και ο Χ ε ρ μ π μ ο υ ε ί π ε όχι, ότι π ή γ ε και κ ο ί τ α ξ ε και ο Σ η θ κ ο ι μ ό τ α ν βαθιά. Α υ τ ό μ ο υ π ρ ο κ ά λ ε σ ε έ ν α p i y o s π ο υ δ ε ν μ π ο ρ ώ να το π ε ρ ι γ ρ ά ψ ω . Γιατί σ ή μ α ι ν ε ότι σ τ ε κ ό μ α σ τ ε στο π α ρ ά θ υ ρ ο μ ε us π ι τ ζ ά μ ε $ μα$ και κ ο ι τ ά ζ α μ ε το ό ν ε ι ρ ο του α ν ι ψ ι ο ύ μα$. Ε ί χ ε « υ λ ο π ο ι η θ ε ί » σ τ η ν π ί σ ω α υ λ ή μα$ σ α ν μια μεγάλη ροζ σ α π ο υ ν ό φ ο υ σ κ α . Σ τ ε κ ό μ α σ τ ε ε κ ε ί και το κ ο ι τ ά ζ α μ ε γ ύ ρ ω στα ε ί κ ο σ ι λ ε π τ ά . Δ ε ν ξ έ ρ ω αν π ε ρ ι μ έ ν α μ ε να β γ ε ι κ ά π ο ι α σ τ ι γ μ ή α π ό μ έ σ α η Κ ά σ ι Σ τ ά ι λ ϊ , α λ λ ά δ ε ν έ γ ι ν ε τ ί π ο τ α τέτοιο. Το β α ν ή τ α ν ε κ ε ί , σ τ ο ν κ ή π ο , μ ε την κ α τ α π α κ τ ή μ ι σ ο σ η κ ω μ έ ν η σ τ η ν ο ρ ο φ ή και το ρ α ν τ ά ρ να γ υ ρ ί ζ ε ι , και μετά ά ρ χ ι σ ε ν α ξ ε θ ω ρ ι ά ζ ε ι , μ έ χ ρ ι π ο υ δ ε ν το έ β λ ε π ε $ σ χ ε δ ό ν . Σ τ ο τ έ λ ο δ δ ε θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε * να κ α τ α λ ά β ε ι τι ήταν, αν δ ε ν το e f x e s δ ε ι ό τ α ν ή τ α ν π ι ο έ ν τ ο ν ο . Μ ε τ ά α κ ο ύ σ α μ ε τον Σ η θ ν α σ η κ ώ ν ε τ α ι και ν α π ε ρ π α τ ά ε ι στο δ ι ά δ ρ ο μ ο . Ό τ α ν α κ ο ύ σ α μ ε το κ α ζ α ν ά κ ι τηδ τ ο υ α λ έ τ α * , ε ί χ ε χ α θ ε ί ε ν τ ε λ ώ $ . Τ η ν ώ ρ α π ο υ τ ρ ώ γ α μ ε π ρ ω ι ν ό , ο Χ ε ρ μ π τ ρ ά β η ξ ε την κ α ρ έ κ λ α τ ο υ δ ί π λ α σ τ η ν κ α ρ έ κ λ α τ ο υ Σηθ, o n c j s κ ά ν ε ι όταν θ έ λ ε ι ν α τ ο υ μ ι λ ή σ ε ι σ ο β α ρ ά . Μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι ότι ο
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
207
Χ ε ρ μ π ε ί ν α ι π ο λ ύ π ι ο γ ε ν ν α ι ^ α π ό ό σ ο θα μ π ο ρ ο ύ σ α π ο τ έ να ε ί μ α ι εγώ. ι δ ι α ί τ ε ρ α μ ά λ ι σ τ α α φ ο ύ ανιόν... Όχι, δε 9α το γ ρ ά ψ ω αυιό. τίλο$ π ά ν τ ω ν , ο Χ ε ρ μ π π λ η σ ι ά ζ ε ι το π ρ ό σ ω π ο του στο π ρ ό σ ω π ο του Σηθ - γ ι α ν α α ν α γ κ α σ τ ε ί ο Σ η θ ν α τον κ ο ι τ ά ξ ε ι - και α ρ χ ί ζ ε ι να του μ ι λ ά ε ι με σιγανή, κ α λ ο σ υ ν ά τη φ ω ν ή . Του λ έ ε ι ότι ξ έ ρ ο υ μ ε τι σ υ μ β α ί ν ε ι , γ ι α τ ί ε ί ν α ι τόσο σ τ ε ν ο χ ω ρ η μ έ ν ο 5 και ν α μ η ν α ν η σ υ χ ε ί γ ι α τ ί το Π ά ο υ ε ρ βάγκον crjs κάσι θα ε ί ν α ι σ ί γ ο υ ρ α κ ά π ο υ στο σ π ί τ ι ή σ τ ο ν π ί σ ω κήπο. Θα to β ρ ο ύ μ ε , του λ έ ε ι . Ό λ η αυτή την ώ ρ α ο Σ η θ ήταν μια χαρά. Σ υ ν έ χ ι σ ε να ί ρ ώ ε ι to γάλα με τα κ ο ρ ν φ λ έ ι κ $ και to π ρ ό σ ω π ο t o u δ ε ν ά λ λ α ξ ε καθόλου. Μ ε ρ ι κ έ $ φ ο ρ έ $ to ν ι ώ θ ε ι oti ε ί ν α ι a u t o s και όχι ο άλλο$ και oti σε α κ ο ύ ε ι και σ ε ^ α λ α β α ί ν ε ι , λ ί γ ο ί ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν . Και μετά ο Χ ε ρ μ π ε ί π ε , «Και αν δ ε ν μ π ο ρ έ σ ο υ μ ε να to β ρ ο ύ μ ε με τ ί π ο τ α , θα σ ο υ α γ ο ρ ά σ ο υ μ ε έ ν α καινούριο», και tore έ γ ι ν ε χαμό$. Το μ π ο λ ε κ ί ο ξ ε ύ τ η κ ε σ τ η ν ά λ λ η ά κ ρ η t o u δ ω μ α π ο υ , O K o p n i z o v t a s γάλα και κ ο ρ ν φ λ έ ι κ $ πανιού. Χ τ ύ π η σ ε στον α π έ ν α ν τ ι t o i x o και έ σ π α σ ε , τ ο σ υ ρ τ ά ρ ι κάτω από την η λ ε κ τ ρ ι κ ή κ ο υ ζ ί ν α ά ν ο ι ξ ε και όλα t a π ρ ά γ μ α τ α π ο υ έ χ ω ε κ ε ί μ έ σ α - τ η γ ά ν ι α , ταψιά, φ ό ρ μ ε $ - π ε τ ά χ τ η κ α ν έ ξ ω . Οι β ρ ύ σ ε $ του ν ε ρ ο χ ύ τ η ά ν ο ι ξ α ν . Το π λ υ ν τ ή ρ ι ο π ι ά τ ω ν υ π ο τ ί θ ε τ α ι ότι δε δ ο υ λ ε ύ ε ι όταν ε ί ν α ι η π ό ρ τ α ανοιχτή, παρ 1 όλα αυτά ό μ ω $ ά ν α ψ ε και σ κ ό ρ π ι σ α ν ν ε ρ ά στο π ά t ω μ a . Το β ά ζ ο π ο υ έ χ ω o t o ρ ά φ ι π ά ν ω α π ό to ν ε ρ ο χ ύ ί η ε ^ ο ξ ε ύ τ η κ ε σ τ ο ν α π έ ν α ν τ ι t o i x o και έ σ π α σ ε . Ε κ ε ί ν ο π ο υ με τ ρ ό μ α ξ ε πιο π ο λ ύ ήιαν η τ ο σ τ ι έ ρ α . Την ε ί χ α α ν α μ μ έ ν η και ε ί χ α μ έ σ α δύο φ έ τ ε 5 ψ ω μ ί για να tis φ ά ω μ ε την π ο ρ τ ο καλάδα μ ο υ και ξ α φ ν ι κ ά ά ρ χ ι σ ε να λ ά μ π ε ι έ ν α δ υ ν α τ ό κόκκινο (pcos μ έ σ α α π ό tis σ χ ι σ μ έ 5 , σ α ν να ή t a v κ α ν έ ν α κ α μ ί ν ι και όχι έ ν α μ ι κ ρ ό μ α ρ α φ έ π . Το χ ε ρ ο ύ λ ι α ν έ β η κ ε π ά ν ω και οι cpeies π ε τ ά χ τ η κ α ν μ έ χ ρ ι το ταβάνι. Ή τ α ν μαύρε5 και κ ά π ν ι ζ α ν . Έ π ε σ α ν μ έ σ α στο ν ε ρ ο χ ύ τ η . Ο Σηθ σ η κ ώ θ η κ ε και β γ ή κ ε α π ό την κ ο υ ζ ί ν α . Μ ε τα π ό δ ι α αλύγιστα. Ο Χ ε ρ μ π κι ε γ ώ κ ο ι τ α χ τ ή κ α μ ε για μια στιγμή και μετά avios μ ο υ λ έ ε ι : « Ε κ ε ί ν η η φ έ τ α to ψ ω μ ί
208
RICHARD BACH MAN
μ ά λ λ ο ν θα ε ί ν α ι ε ν τ ά ξ ε ι μ ε λ ί γ ο β ο ύ τ υ ρ ο π ά ν ω » . Τον κ ο ί τ α ξ α με α ν ο ι χ τ ό το σ τ ό μ α σ τ η ν αρχή, μετά ό μ ω ί ά ρ χ ι σ α να γ ε λ ά ω . Αυτό τον έ κ α ν ε ν' α ρ χ ί σ ε ι κι α υ τ ο ί . Γ ε λ ο ύ σ α μ ε , μ ε τα κ ε φ ά λ ι α σ κ υ μ μ έ ν α στο τ ρ α π έ ζ ι τη* K o u z i v a s . Πνιχτά, για ν α μ η μ α * α κ ο ύ σ ε ι , φ α ν τ ά ζ ο μ α ι , αν και αυτό ε ί ν α ι μ ά λ λ ο ν β λ α κ ε ί α . Δ ε χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι να σε α κ ο ύ σ ε ι για να ξ έ ρ ε ι τι κ ά ν ε ι * . Δ ε ν ξ έ ρ ω τι α κ ρ ι β ο ί κάνει, αν δ ι α β ά ζ ε ι τη σ κ έ ψ η μ α * ή κάτι τέτοιο, αλλά σ ί γ ο υ ρ α ξέρει. Ό τ α ν τελικά σ υ ν ή λ θ α α ρ κ ε τ ά για να σ η κ ώ σ ω το κ ε φ ά λι μου, ο Χ ε ρ μ π έ χ ω ν ε τη σ φ ο υ γ γ α ρ ί σ τ ρ α κάτω από το π λ υ ν τ ή ρ ι ο π ι ά τ ω ν . Λ/Ιισσγελούσε α κ ό μ η και σ κ ο ύ π ι ζ ε τα μάτια του. Ε υ τ υ χ ώ * π ο υ έ χ ω κι αυτόν. Π ή γ α και π ή ρ α το φ α ρ ά σ ι και τη σ κ ο ύ π α για να μ α ζ έ ψ ω το σ π α σ μ έ ν ο βάζο. « Φ α ί ν ε τ α ι ότι θέλει το παλιό Ντριμ Φλόατερ», ε ί π ε μόνο ο Χ ε ρ μ π . Τι άλλο να πει, άλλωστε; Αυτή ήταν η ουσία. Τ ώ ρ α ε ί ν α ι τ ρ ε ί ί το μ ε σ η μ έ ρ ι και έ χ ο υ μ ε ψ ά ξ ε ι όλο το σ π ί τ ι από π ά ν ω μ έ χ ρ ι κάτω. Ο Σηθ π ρ ο σ π ά θ η σ ε να βοηθ ή σ ε ι κι auz6s με τον τ ρ ό π ο του. Τον λ υ π ή θ η κ α λιγάκι καθώς τον έ β λ ε π α να σ η κ ώ ν ε ι τα μαξιλάρια του καναπέ, Acs και το β α ν μ π ο ρ ε ί να ε ί χ ε π έ σ ε ι από κάτω σαν να ήταν κ α ν έ ν α κέρμα. Α ρ χ ι κ ά ο Χ ε ρ μ π ε ί χ ε ε λ π ί δ ε ς , έ λ ε γ ε ότι ε ί ν α ι μεγάλο, δ ε ν μ π ο ρ ε ί , θα το β ρ ο ύ μ ε , κι εγώ σκεφ τ ό μ ο υ ν ότι ε ί χ ε δίκιο. Ε δ ώ π ο υ τα λ έ μ ε , είακολουβώ να π ι σ τ ε ύ ω ότι έ χ ε ι δίκιο, ο π ό τ ε γιατί δ ε ν μ π ο ρ ο ύ μ ε να το β ρ ο ύ μ ε ; Κ ά θ ο μ α ι και γ ρ ά φ ω στο τ ρ α π έ ζ ι της K o u z i v a s και β λ έ π ω τον Χ ε ρ μ π , γ ο ν α τ ι σ μ έ ν ο μ π ρ ο σ τ ά στο φ ρ ά χ τ η του π ί σ ω κήπου, να ψ ά χ ν ε ι μ έ σ α σ τ ο υ * θ ά μ ν ο υ * με το χ ε ρ ο ύ λι τη* τ σ ο υ γ κ ρ ά ν α * . Θ έ λ ω να του π ω να σ τ α μ α τ ή σ ε ι - ε ί ν α ι η τρίτη φ ο ρ ά π ο υ ψ ά χ ν ε ι ε κ ε ί - αλλά δε μ ο υ κάνει καρδιά. Θ ό ρ υ β ο ι α π ό π ά ν ω . Ο Σ η θ ξ ύ π ν η σ ε από το μ ε σ η μ ε ρ ι α ν ό του ύ π ν ο , π ο υ σ η μ α ί ν ε ι ότι π ρ έ π ε ι να σ τ α μ α τ ή σ ω να γ ρ ά φ ω και να ε ξ α φ α ν ί σ ω το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο . Να π ρ ο σ π α θ ή σ ω να μ η ν το σ κ έ φ τ ο μ α ι , ε π ί σ η δ . Αυτό δ ε ν ε ί ν α ι τόσο δ ύ σ κ ο λ ο , ό μ ω ς . Ν ο μ ί ζ ω ότι ο Σ η θ π ι ά ν ε ι πιο ε ύ κ ο λ α ris σ κ έ ψ ε ι ς του Χ ε ρ μ π α π ό n s δ ι κ έ * μου. Δ ε ν ξ έ ρ ω γιατί σ υ μ β α ί ν ε ι αυτό, αλλά η α ί σ θ η σ η ε ί ν α ι π ο λ ύ έντονη. Και δ ε ν έ χ ω π ε ι σ τ ο ν Χ ε ρ μ π ότι γ ρ ά φ ω η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο .
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
209
Α ν to διάβαζε Kaveis αυτό το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο , ξ έ ρ ω ti da έλεγε: oti ε ί μ α σ τ ε t p ε λ o ί . Τ ρ ε λ ο ί π ο υ t o v κ ρ α τ ά μ ε ε δ ώ . Κάτι έ χ ε ι ο Σηθ, κάτι σ ο β α ρ ό , και δ ε ν ξ έ ρ ο υ μ ε τι ε ί ν α ι . Ξ έ ρ ο υ μ ε <5ΓΙ ε ί ν α ι ε π ι κ ί ν δ υ ν ο $ , ό μ ω $ . Γ ι α τ ί τον κ p α t ά μ ε , λ ο ι π ό ν ; Δ ε ν ξ έ ρ ω α κ ρ ι β ο ί . Ε π ε ι δ ή τον α γ α π ά μ ε ; Ε π ε ι δ ή μ a s ε λ έ γ χ ε ι ; Ό χ ι . MepiKes φ ο ρ έ $ υ π ά ρ χ ο υ ν και t c r o i e s φ ά σ ε ΐ 5 ( ό τ α ν ο Χ ε ρ μ π τ ρ α β ο ύ σ ε το χ ε ί λ ι τ ο υ και ό τ α ν ε γ ώ χ α σ τ ο ύ κ ι σ α τον ε α υ τ ό μου), κάτι σ α ν i a x u p 0 s υ π ν ω π σ μ ό 5 , α λ λ ά όχι σ υ χ ν ά . Tis π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε $ φ ο ρ έ $ ε ί ν α ι α π λ ώ 5 ο Σηθ, έ ν α π α ι δ ί κ λ ε ι σ μ έ ν ο σ τ η φυλακή του ίδιου τ ο υ ν ο υ tou. Ε ί ν α ι ε π ί σ η $ το t ε λ ε u t a ί o κ ο μ μ ά τ ι τ ο υ α δ ε ρ φ ο ύ μου. Σ ί γ ο υ ρ α , ό μ ω $ , π έ ρ α α π ό ό λ α αυτά, ε ί ν α ι απλώϊ ότι t o v α γ α π ά μ ε . Και κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ π έ φ τ ο υ μ ε για ύ π ν ο , β λ έ π ω στα μ ά τ ι α τ ο υ Χ ε ρ μ π το ί δ ι ο π ρ ά γ μ α π ο υ π ρ έ π ε ι να β λ έ π ε ι κι αυζόε στα δικά μου: ότι β γ ά λ α μ ε ά λ λ η μια μ έ ρ α και α φ ο ύ τη β γ ά λ α μ ε σ ή μ ε ρ α θ α τη β γ ά λ ο υ μ ε και α ύ ρ ι ο . Τη νύχια είναι εύκολο να neis otov ε α υ τ ό σ ο υ ότι ό λ α αυτά ε ί ν α ι anXtijs μια ά λ λ η π λ ε υ ρ ά t o u αυτισμού τ ο υ Σηθ, ότι δ ε ν ε ί ν α ι τ ί π ο τ α σ π ο υ δ α ί ο . βήματα από πάνω. Π η γ α ί ν ε ι στο μπάνιο. Όταν τελειώσει, θα κ α τ ε β ε ί κ ά τ ω μ ε την ε λ π ί δ α ότι έ χ ο υ μ ε β ρ ε ι το π α ι χ ν ί δ ι π ο υ έ χ α σ ε , n o i o s θ α α κ ο ύ σ ε ι ό μ ω $ τα κακά ν έ α ; Ο Σηθ, π ο υ a n X 0 s θ α α π ο γ ο η τ ε υ τ ε ί και θα κ λ ά ψ ε ι λ ί γ ο iocos; Ή ο άλλο$; AUTOS π ο υ π ε ρ π α τ ά ε ι μ ε α λ ύ γ ι σ τ α π ό δ ι α και π ε τ ά ε ι π ρ ά γ μ α τ α ό τ α ν δ ε γ ί ν ε τ α ι αυτό π ο υ θ έ λ ε ι ; Σ κ έ φ τ η κ α να τον ξ α ν α π ά ω στο γιατρό, φ υ σ ι κ ά το σ κ έ φ τ η κ α , ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η ότι το έ χ ε ι σ κ ε φ τ ε ί και ο Χ ε ρ μ π . . . αλλά όχι σ ο β α ρ ά , ύ σ τ ε ρ α α π ό ό σ α έ γ ι ν α ν τ η ν τ ε λ ε υ τ α ί α φ ο ρ ά . Τ ο ν π ή γ α μ ε και οι δ ύ ο μ α ζ ί και ε ί δ α μ ε κ α θ α ρ ά π ώ $ κ ρ ύ β ε τ α ι ο άλλθ5. Ε ί δ α μ ε π ώ $ ο α υ τ ι σ μ ό 5 τ ο υ Σ η θ τον β ο η θ ά ε ι να κ ρ υ φ τ ε ί . Α λ λ ά το π ρ α γ μ α τ ι κ ό π ρ ό β λ η μ α δ ε ν ε ί ν α ι ο αυτισμό5, α ν ε ξ ά ρ τ η τ α α π ό το τι β λ έ π ο υ ν ή δ ε β λ έ π ο υ ν οι γ ι α τ ρ ο ί . Ό τ α ν π ρ ο σ π α θ ή σ α μ ε ν α μ ι λ ή σ ο υ μ ε στο γιατρό, να του π ο ύ μ ε γ ι α τ ί ή ρ θ α μ ε π ά λ ι στ' α λ ή θ ε ι α , δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε . Α ν το δ ι α β ά σ ε ι π ο τ έ Kaveis αυτό, α ν α ρ ω τ ι έ μ α ι αν θα μ π ο ρ έ σ ε ι ν α κ α τ α λ ά β ε ι π ό σ ο φ ρ ι κ τ ό ε ί ν α ι να ν ι ώ θ ε ι κάτι σ α ν χ έ ρ ι να σ ο υ κ λ ε ί ν ε ι το σ τ ό μ α , έ ν α
210
RICHARD BACH MAN
φράχτη ανάμεσα a t i s φ ω ν η τ ι κ ά σ ο υ χ ο ρ δ έ ς και τη σα σου. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ.
γλώσ-
Φ ο β ά μ α ι τόσο πολύ. Φ ο β ά μ α ι αυτόν με to α λ ύ γ ι σ τ ο περπάτημα, ναι, αλλά φ ο β ά μ α ι και ά λ λ α π ρ ά γ μ α τ α . Μ ε ρ ι κ ά δ ε ν μ π ο ρ ώ καν να t a ε κ φ ρ ά σ ω και μ ε ρ ι κ ά t a ε κ φ ρ ά ζ ω π ι ο κ α λ ά απ 1 ό σ ο θα ή θ ε λ α , n p o s ro π α ρ ό ν , ό μ ω ς , ε κ ε ί ν ο π ο υ φ ο β ά μ α ι ε ί ν α ι to ti μ π ο ρ ε ί ν α μα$ σ υ μ β ε ί αν δ ε ν μ π ο ρ έ σ ο υ μ ε ν α β ρ ο ύ μ ε to Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ . A u t o to α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν ο to ρ ο ζ β α ν . Π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν α ε ί ν α ι το κ α τ α ρ α μ έ ν ο ; Α ν μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α το β ρ ο ύ μ ε . . .
1
Τη στιγμή που πέθαινε η Κίρστεν Κάρβερ, ο Τζόνι σκεφτόταν το λογοτεχνικό του πράκτορα, τον Μπιλ Χάρις, και την αντίδραση του Μπιλ όταν είδε για πρώτη φορά την οδό Πόπλαρ: σκέτη φρίκη. Είχε καταφέρει να διατηρήσει ένα ουδέτερο, αν και κάπως παγωμένο χαμόγελο στη διαδρομή από το αεροδρόμιο, αλλά το χαμόγελο άρχισε να σβήνει όταν μπήκαν στο προάστιο του Γουέντγουορθ (που μια ταμπέλα ανακοίνωνε ότι είναι Η ΠΙΟ ΚΑΛΟΚΑΡΔΗ Κ Ο Ι Ν Ο Τ Η Τ Α ΤΟΥ Ο Χ Α Ϊ Ο ! ) κ α ι έ σ β η -
σε εντελώς όταν ο πελάτης του, που κάποτε τον θεωρούσαν ισάξιο του Τζον Στάινμπεκ, του Σινκλέρ Λιοΰις και (μετά την Ηδονή) του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, σταμάτησε μπροστά στο γκαράζ του μικρού και ανώνυμου σπιτιού στη γωνία Πόπλαρ και Μπέαρ. Ο Μπιλ κοίταξε σαστισμένος την τεχνητή βροχή στον κήπο, την αλουμινένια πόρτα με το καλλιγραφικό Μ στη μέση και το μεγάλο σύμβολο της ζο)ής στα προάστια, τη μηχανή για το κόψιμο του γκαζόν, που στεκόταν στο δρομάκι σαν θεός που περιμένει να τον λατρέψουν. Από εκεί ο Μπιλ έστρεψε
212
RICHARD BACH MAN
το βλέμμα του σε έναν πιτσιρικά που κατέβαινε το απέναντι πεζοδρόμιο με πατίνια, τα ακουστικά του γουόκμαν στα αυτιά, ένα μισολιωμένο παγωτό χωνάκι από της Μίλι στο χέρι του και ένα ανεγκέφαλο χαμόγελο στο γεμάτο μπιμπίκια πρόσωπο του. Αυτά είχαν συμβεί πριν από έξι χρόνια, το καλοκαίρι του 1990, και όταν ο Μπιλ Χάρις, δυναμικός και επιτυχημένος λογοτεχνικός πράκτορας, κοίταξε πάλι τον Τζόνι το χαμόγελο είχε χαθεί. Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά, του είχε πει ο Μπιλ με μια άχρωμη φωνή γεμάτη δυσπιστία. Και όμως, μιλάω, Μπιλ, του είχε απαντήσει ο Τζόνι, και κάτι στον τόνο του έκανε τον Μπιλ να καταλάβει ότι το εννοούσε και όταν μίλησε πάλι η φωνή του είχε γίνει κλαψιάρικη. Μα γιατί; ρώτησε. Θεέ και Κΰριε, γιατί εδώ; Μόλις έφτασα και νιώθω κιόλας το δείκτη νοημοσύνης μου να πέφτει. Νιώθω μια ακατανίκητη τάση να γραφτώ συνδρομητής στο Ρίντερς Νταϊτζέστ και να ακούσω ραδιοφωνικές εκπομπές με τηλεφωνήματα ακροατών. Πες μου γιατί, λοιπόν. Αυτό τουλάχιστον μου το χρωστάς. Πρώτα εκείνη η αναθεματισμένη γάτα-ντετέκτιβ και τώρα μια γειτονιά όπου η φρουτοσαλάτα θεωρείται σπουδαίο πιάτο. Πες μου τι τρέχει, εντάξει; Και ο Τζόνι του είχε πει, ωραία, λοιπόν, εκείνο που τρέχει είναι ότι τελείωσαν όλα. Ό χ ι βέβαια. Η Μπελίντα το είπε αυτό. Ό χ ι ο Μπιλ Χάρις αλλά η Μπελίντα Τζόζεφσον. Μόλις τώρα. Ο Τζόνι καθάρισε με δυσκολία το μυαλό του και κοίταξε γΰρω του. Ή τ α ν καθισμένος στο πάτωμα του λίβινγκ ρουμ και κρατούσε το ένα χέρι της Κίρστεν. Το χέρι ήταν κρύο και ακίνητο. Η Μπελίντα ήταν σκυμμένη πάνω από την Κίρστι με μια πετσέτα στο χέρι της και άλλη μια διπλωμένη στον ώμο της σαν σερβιτόρος. Τα μάτια της Μπελίντα ήταν στεγνά, αλλά στο πρόσωπο της υπήρχε μια έκφραση αγάπης και θλίψης που συγκίνησε τον Τζόνι. Σκούπισε τα αίματα από το πρόσωπο της Κίρστεν, αποκαλύπτοντας ό,τι είχε απομείνει από τα χαρακτηριστικά της. «Τι είπες;» ρώτησε ο Τζόνι.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
213
«Με άκουσες». Η Μπελίντα άπλωσε την αιματοβαμμένη πετσέτα χωρίς να κοιτάξει και ο Μπραντ την πήρε. Μετά πήρε την άλλη πετσέτα που είχε στον ώμο της και την άπλωσε πάνω στο πρόσωπο της Κίρστεν. «Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της». «Αμήν», είπε ο Τζόνι. Υπήρχε κάτι το υπνωτιστικό στις μικρές κόκκινες παπαρούνες που άνθιζαν στη λευκή πετσέτα, τρεις από τη μια μεριά της προεξοχής που δημιουργούσε η μύτη της Κίρστεν, δύο από την άλλη και πέντ' έξι στο μέτωπο της. Ο Τζόνι έβαλε το χέρι στο δικό του μέτωπο και σκούπισε τον ιδρώτα. «Χριστέ μου, πόσο λυπάμαι». Η Μπελίντα τον κοίταξε, μετά γύρισε στον άντρα της. «Όλοι λυπόμαστε. Το ερώτημα είναι, τι γίνεται τώρα;» Πριν προλάβουν να απαντήσουν, μπήκε στο δωμάτιο η Κάμι Ριντ. Το πρόσωπο της ήταν χλομό, αλλά έδειχνε ψύχραιμη. «Κύριε Μάρινβιλ;» «Τζόνι». Χρειάστηκε να το σκεφτεί λίγο -άλλη μια περίπτωση επιβράδυνσης της σκέψης από το σοκ- μέχρι να καταλάβει ότι ο Μάρινβιλ της ζητούσε να του μιλά με το μικρό του όνομα. Το έπιασε και κατένευσε. «Τζόνι, εντάξει. Βρήκες το πιστόλι; Και τις σφαίρες;» «Ναι». «Μπορείς να μου τα δώσεις; Τα παιδιά μου θέλουν να πάνε να φέρουν βοήθεια. Το σκέφτηκα και αποφάσισα να τα αφήσω. Αν τους δώσεις το πιστόλι του Ντέιβ, βέβαια». «Δεν έχω καμιά αντίρρηση να τους το δώσω», είπε ο Τζόνι, χωρίς να ξέρει αν αυτό ήταν εντελώς αλήθεια, «αλλά δε νομίζεις ότι θα είναι πολύ επικίνδυνο να βγουν από το σπίτι στα ανοιχτά;» Η Κάμι τον κοίταξε ήρεμα, καμιά ένδειξη ανυπομονησίας στα μάτια ή στη φωνή της, αλλά έπαιζε νευρικά με ένα ματωμένο λεκέ στην μπλούζα της. Πρέπει να ήταν από τη μύτη της Έ λ ε ν Κάρβερ. «Γνωρίζω τον κίνδυνο και, αν έπρεπε να πάνε από το δρόμο, θα έλεγα όχι.
214
RICHARD BACH MAN
Αλλά τα παιδιά ξέρουν ένα μονοπάτι που διασχίζει την πράσινη ζώνη, πίσω απά τα σπίτια αυτής της πλευράς. Από εκεί μπορούν να φτάσουν στη λεωφόρο Άντερσον. Υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο κτίριο εκεί, ήταν αποθήκη μιας εταιρείας μεταφορών...» «Ναι, της Βίντον Μπράδερς», είπε ο Μπραντ. «...και ένας μεγάλος σωλήνας αποχέτευσης που πηγαίνει από το οικόπεδο πίσω από την αποθήκη μέχρι την Κολόμπους Μπροντ, όπου αδειάζει σε ένα ρυάκι. Τουλάχιστον θα καταφέρουν να βρουν τηλέφ(ονο που να δουλεύει και να ειδοποιήσουν την αστυνομία». «Κάμι, ξέρουν τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν το πιστόλι;» ρώτησε ο Μπραντ. Και πάλι το ήρεμο βλέμμα και από κάτω μια έκφραση που έλεγε: Γιατί προσβάλλεις τη νοημοσύνη μον; «Είχαν κάνει και οι δύο ένα μάθημα μαζί με τον πατέρα τους πριν από δύο χρόνια. Αφορούσε κυρίως τα τουφέκια και την ασφάλεια στο κυνήγι, αλλά τους έμαθαν και πώς να χειρίζονται πιστόλι». «Αν ο Τζιμ και ο Ντέιβ ξέρουν αυτό το μονοπάτι, οι επιδρομείς μπορεί να το ξέρουν κι αυτοί», είπε ο Τζόνι. «Το σκέφτηκες αυτό;» «Ναι». Τώρα άρχισε να φαίνεται κάποια ανυπομονησία αλλά πολύ μικρή. Ο Τζόνι δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τον αυτοέλεγχο της. «Όμως αυτοί οι... οι τρελοί... είναι ξένοι. Πρέπει να είναι. Έ χ ε ι ξαναδεί κανείς αυτά τα βαν;» Εδώ που τα λέμε, μπορεί να τα έχω ξαναδεί, σκέφτηκε ο Τζόνι. Δεν είμαι σίγουρος πού, αλλά αν βρω λίγο χρόνο να σκεφτώ... « Ό χ ι , αλλά πιστεύω...» άρχισε να λέει ο Μπραντ. «Εμείς μετακομίσαμε εδώ το 1982, όταν τα παιδιά ήταν τριών ετών», είπε η Κάμι. «Μου είπαν ότι αυτό το μονοπάτι δεν το ξέρει κανείς. Το χρησιμοποιούν μόνο παιδιά. Και είπαν επίσης ότι υπάρχει αυτός ο αγωγός. Τους πιστεύω».
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
215
Και βέβαια τους πιστεύεις, σκέφτηκε ο Τζόνι, αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Ούτε σε απασχολεί να στείλουν βοήθεια. Απλώς θέλεις να τα διώξεις από εδώ, έτσι δεν είναι; Φυσικά, και δε σε κατηγορώ γι' αυτό. «Τζόνι», είπε η Κάμι, θεωρώντας ίσως ότι η σιωπή του σήμαινε ότι διαφωνεί, «τα παιδιά που πολεμούσαν στο Βιετνάμ δεν ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα δικά μου». «Υπήρχαν και μερικά ακόμη μικρότερα», είπε αυτός. «Είχα πάει και τα είδα». Σηκώθηκε, έβγαλε το πιστόλι από τη ζώνη του παντελονιού „ου με το ένα χέρι και το κουτί με τις σφαίρες από την τσέπη του πουκαμίσου με το άλλο. «Ευχαρίστως να το δώσω αυτό στα παιδιά σου... αλλά θα ήθελα να πάω κι εγώ μαζί τους». Η Κάμι έριξε μια ματιά στην κοιλιά του Τζόνι. Δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο του Μπραντ, αλλά δεν ήταν και μικρή. Δεν τον ρώτησε γιατί ήθελε να πάει μαζί ή σε τι νόμιζε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει. Προς το παρόν το μυαλό της λειτουργούσε πολύ πιο ψυχρά και υπολογιστικά. «Τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο το φθινόπωρο και κάνουν στίβο το καλοκαίρι. Θα μπορέσεις να ακολουθήσεις το ρυθμό τους;» «Στο στίβο δε θα μπορούσα, φυσικά. Αλλά σε ένα μονοπάτι στο δάσος και μέσα σε έναν αγωγό; Ναι, έτσι νομίζω». «Δε μου λες, τι κάνεις τώρα, ξεγελάς τον εαυτό σου;» ριότησε ξαφνικά η Μπελίντα. Δεν απευθυνόταν στον Τζόνι αλλά στην Κάμι. «Αν υπήρχε τηλέφωνο που να λειτουργεί στην περιοχή, νομίζεις ότι θα καθόμαστε ακόμη εδώ με ένα σωρό σκοτωμένους ανθρώπους τριγύρω και ένα σπίτι να καίγεται;» Η Κάμι της έριξε μια ματιά, άγγιξε πάλι την κηλίδα του αίματος στην μπλούζα της, μετά κοίταξε πάλι τον Τζόνι. Πίσω της, η Έλλη είχε ξεπροβάλει το κεφάλι της από τη γο)νία και κοίταζε μέσα στο λίβινγκ ρουμ. Τα μάτια της ήταν διάπλατα από το σοκ και τη θλίψη, το στόμα και το πιγούνι της γεμάτα αίματα από τη μύτη της.
216
RICHARD BACH MAN
«Αν δεν έχουν αντίρρηση τα παιδιά, δεν έχω οΰτε κι εγώ», είπε η Κάμι, χωρίς να ασχοληθεί καθόλου με την ερώτηση της Μπελίντα. Αυτή τη στιγμή δεν την ενδιέφεραν οι εικασίες. Μπορεί αργότερα, τώρα όμως όχι. Τώρα την ενδιέφερε μόνο ένα πράγμα: να ρίξει τα ζάρια τη στιγμή που έκρινε ότι οι πιθανότητες ήταν υπέρ της. Να διώξει τους γιους της μακριά από αυτή την κόλαση. «Δε θα έχουν», είπε ο Τζόνι. Της έδωσε το πιστόλι και τις σφαίρες και προχώρησε προς την κουζίνα. Οι δίδυμοι ήταν καλά παιδιά και είχαν μάθει, εννιά φορές στις δέκα, να υπακούν στους μεγαλυτέρους τους, πράγμα θετικό στις συγκεκριμένες συνθήκες. Καθώς περπατούσε ο Τζόνι, άγγιξε την κούκλα που είχε βάλει στην τσέπη του .παντελονιού του. «Πριν φύγουμε όμως, πρέπει να μιλήσω με κάποιον. Είναι πολύ σημαντικό». «Με ποιον;» ρώτησε η Κάμι. Ο Τζόνι πήρε την Έ λ ε ν Κάρβερ στην αγκαλιά του, τη φίλησε στο μάγουλο και χάρηκε όταν τα χέρια του κοριτσιού τυλίχτηκαν στο λαιμό του και τον έσφιξαν δυνατά. Τέτοιο αγκάλιασμα δεν μπορείς να το αγοράσεις. «Με τον Ραλφ Κάρβερ», είπε και πήγε στην κουζίνα με την Έ λ ε ν στην αγκαλιά του.
2
Τελικά, 0 Τομ Μπίλινγκσλι είχε όντως μερικά όπλα στο σπίτι, πρώτα όμως βρήκε ένα ρούχο για τον Κόλι. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, μια παλιά φανέλα των Κλίβελαντ Μπράουνς σκισμένη κάτω από τη μία μασχάλη, αλλά ήταν μεγάλο νούμερο και θα τον προστάτευε κάπως -προτιμότερο από το να περπατάει στο δάσος γυμνός από τη μέση και πάνω. Ο Κόλι είχε περάσει πολλές φορές από το μονοπάτι και ήξερε ότι υπήρχαν βατομουριές κι άλλοι αγκαθωτοί θάμνοι.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΈς
217
«Ευχαριστώ», είπε φορώντας τη φανέλα, ενώ ο Μπίλινγκσλι τους οδηγούσε πίσω από το τραπέζι του πινγκ πονγκ στο βάθος του υπογείου. «Δεν κάνει τίποτα», απάντησε ο γιατρός. Σήκωσε το χέρι του και τράβηξε το κορδόνι του διακόπτη ανάβοντας το φως. «Δε θυμάμαι καν πώς βρέθηκε εδώ. Εγώ ήμουν πάντα οπαδός των Μπένγκαλς». Στη γωνία πίσω από το τραπέζι του πινγκ πονγκ υπήρχε ένας σωρός με σύνεργα του ψαρέματος, μερικά πορτοκαλιά γιλέκα κυνηγιού και ένα τόξο. Ο Μπίλινγκσλι κάθισε στις φτέρνες με μια γκριμάτσα πόνου, παραμέρισε τα γιλέκα και βρήκε ένα δέμα τυλιγμένο με πανί και δεμένο με σπάγκο. Μέσα υπήρχαν τέσσερα τουφέκια, αλλά τα δύο ήταν ξεμονταρισμένα. Ο Μπίλινγκσλι σήκωσε τα δύο που ήταν ολόκληρα. «Αυτά πρέπει να κάνουν», είπε. Ο Κόλι πήρε το τουφέκι των 30, που μάλλον ήταν πιο κατάλληλο από το υπηρεσιακό του πιστόλι για μια περιπολία στο δάσος (και θα δημιουργούσε λιγότερα ερωτηματικά αν αναγκαζόταν να ρίξει σε κανέναν). Έτσι έμεινε για τον Έ ι μ ς το μικρότερο τουφέκι, ένα Μόσμπεργκ. «Είναι των 22», είπε απολογητικά ο Μπίλινγκσλι, ενώ έψαχνε σε ένα ντουλάπι δίπλα στο κουτί με τις ασφάλειες, και έβαλε μερικά κουτιά με σφαίρες πάνω στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. «Είναι καλό όπλο, όμως. Παίρνει εννιά σφαίρες. Τι λες;» Ο Έιμς χαμογέλασε με έναν τρόπο που ο Κόλι βρήκε πολύ συμπαθητικό. «Λέω ότι είναι μεγάλο κελεπούρι», είπε, παίρνοντας το Μόσμπεργκ. Ο Μπίλινγκσλι γέλασε και τους οδήγησε πάλι στο ισόγειο. Η Σύνθια είχε βάλει ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της Μαριέλ, που ήταν ακόμη ξαπλωμένη στο δάπεδο του λίβινγκ ρουμ (κάτω από τη φωτογραφία της Νταίζης, του σκυλιού με τις μαθηματικές ικανότητες). Δεν είχαν τολμήσει να τη μετακινήσουν* ο Μπίλινγκσλι φοβόταν ότι μπορεί να άνοιγαν τα ράμματα. Ή τ α ν ακόμη ζωντανή και αναίσθητη, πράγμα μάλλον θετικό αν σκεφτεί κανείς τι της είχε συμβεί. Ανάσαινε όμως με δυνατά, ακανόνιστα αγκο-
218
RICHARD BACH MAN
μαχητά, που δεν άρεσαν καθόλου στον Κόλι. Ήταν μια ανάσα που μπορεί να σταματούσε από στιγμή σε στιγμή. Ο άντρας της, ο γοητευτικός Γκάρι, ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα, που την είχε γυρίσει ώστε να μπορεί, τουλάχιστον, να βλέπει τη γυναίκα του καθώς έπινε. Ο Κόλι είδε ότι είχε βρει ένα μπουκάλι σέρι από αυτό που χρησιμοποιούν στο μαγείρεμα και ένιωσε το στομάχι του να γυρίζει. Ο Γκάρι τον είδε να τον κοιτάζει (ή ίσως το ένιωσε) και γύρισε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και πρησμένα, σε άθλια κατάσταση. Ο Κόλι, κάνοντας μια προσπάθεια, βρήκε μέσα του κάποια συμπάθεια για τον άνθριοπο. Ό χ ι πολλή, πάντως, «...χάσει χέ'ι της», του είπε ο Γκάρι με τραχιά, εμπιστευτική φωνή. «Θέ'ει βοήθεια». «Ναι», είπε ο Κόλι. «Θα πάμε να ζητήσουμε βοήθεια». «'γώ 0α μεί'ω 'δώ. Πάει χέ'ι της. Εί'αι μες στο ψυχείο!» «Ναι, το ξέρω». Η Σύνθια τους πλησίασε. «Κύριε Μπίλινγκσλι, είστε κτηνίατρος, έτσι δεν είναι;» Ο Μπίλινγκσλι κατένευσε. « Έ ρ χ ε σ τ ε εδο3 μια στιγμή; Να δείτε κάτι από την εξώπορτα;» «Δε νομίζεις ότι είναι επικίνδυνο;» «Προς το παρόν, όχι. Αυτό το πράγμα εκεί έξιο... Τέλος πάντων, θα προτιμούσα να το δείτε μόνος σας». Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στους άλλους δύο. «Κι εσείς». Τους οδήγησε στην εξώπορτα που έβλεπε στην οδό Πόπλαρ. Ο Κόλι έριξε μια ματιά στον Στιβ, ο οποίος ανασήκωσε τους ώμους του. Ο Κόλι σκέφτηκε ότι ήθελε να τους δείξει τα σπίτια που είχαν αλλάξει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση είχε αυτό με το γεγονός ότι ο Μπίλινγκσλι ήταν κτηνίατρος. «Δεν είμαστε καλά», είπε στον Στιβ μόλις έφτασαν στην πόρτα. «Είναι κανονικά πάλι! Μήπως τα φανταστήκαμε όλα αυτά;» Ο Κόλι κοίταζε το σπίτι των Γκέλερ. Πριν από δέκα λεπτά, αυτός, ο χίπι και η Σύνθια κοίταζαν από την ίδια πόρτα και είχαν δει το σπίτι των Γκέλερ να έχει
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
219
μετατραπεί σε ισπανική χασιέντα, από κείνα τα σπίτια που ε'βλεπες στο Νέο Μεξικό και την Αριζόνα την παλιά εποχή. Τώρα το σπίτι ήταν πάλι μοντέρνο, σαν όλα τα σπίτια του Οχάιο. «Δεν το φανταστήκαμε και δεν είναι εντελώς κανονικό», είπε ο Στιβ. «Κοίτα εκεί». Ο Κόλι κοίταξε το σπίτι των Ριντ που του έδειχνε ο Στιβ. Οι κορμοί δέντρων είχαν εξαφανιστεί και οι τοίχοι ήταν πάλι κανονικοί, η στέγη επίσης, η δορυφορική κεραία φαινόταν πάλι στη θέση της πάνω από το γκαράζ. Αλλά τα θεμέλια του σπιτιού ήταν από ακατέργαστες χοντρές σανίδες αντί για τούβλο και όλα τα παράθυρα είχαν παντζούρια που ήταν κλειστά. Τα παντζούρια, μάλιστα, είχαν και τρύπες από κείνες που είχαν παλιά για να βγαίνουν τα τουφέκια, λες και οι κάτοικοι του σπιτιού περίμεναν ότι, εκτός από τους πλασιέ, μπορεί να αντιμετώπιζαν και επιθέσεις Ινδιάνων. Ο Κόλι δεν ήταν τελείως σίγουρος, αλλά είχε την εντύπωση ότι το σπίτι των Ριντ δεν είχε καθόλου παντζούρια πριν και μάλιστα παντζούρια με τρύπες για τουφέκια. «Καλά, τι γίνεται εδώ;» Η φωνή του Μπίλινγκσλι είχε έναν παράξενο τόνο, σαν να είχε καταλάβει επιτέλους πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια φάρσα της Κάντιτ Κάμερα. «Τι είναι αυτά μπροστά στο σπίτι της Όντρεϊ; Ξύλα για να δένουν τα άλογα, όπως είχαν στα σαλούν; Τι τρέχει εδώ;» «Άσ' το αυτό», είπε η Σύνθια. Σήκωσε τα χέρια της, έπιασε το πρόσωπο του κτηνιάτρου και το γύρισε σαν κάμερα πάνω σε τρίποδο, κάνοντάς τον να κοιτάξει το πτώμα της Μαίρης Τζάκσον. «Ω Θεέ μου!» είπε ο Κόλι. Πάνω στο γυμνό μηρό της γυναίκας ήταν καθισμένο ένα μεγάλο πουλί, με τα κίτρινα νύχια του χωμένα μέσα στη σάρκα. Είχε φάει ήδη το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της και τώρα έχωνε το ράμφος του κάτω από το πιγούνι της. Ο Κόλι είχε μια σύντομη, δυσάρεστη ανάμνηση, να προσπαθεί να φιλήσει την Κέλι Έμπερχαρτ στο ίδιο
220
RICHARD BACH MAN
ακριβώς σημείο ένα βράδυ στο ντράιβ-ιν, κι αυτή να του λέει ότι αν της άφηνε σημάδι ο πατέρας της θα τους εκτελούσε και τους δύο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε σηκώσει το τουφέκι για να ρίξει, μέχρι που ο Στιβ του κατέβασε πάλι την κάννη. «Όχι. Δεν είναι καλή ιδέα». Είχε δίκιο, αλλά... Θεέ μον! Δεν ήταν μόνο το τι έκανε αυτό το πράγμα, αλλά και το τι ήταν τελικά. «Πάει το χέ'ι της!» ανακοίνωσε ο Γκάρι από την κουζίνα, σαν να φοβόταν ότι θα το ξεχνούσαν αν τους άφηνε. Ο γιατρός τον αγνόησε. Προηγουμένως που διέσχισαν το λίβινγκ ρουμ έμοιαζε με άνθρωπο που περιμένει να τον σκοτώσουν από στιγμή σε στιγμή, τώρα όμως είχε ξεχάσει τους επιδρομείς, τα αλλόκοτα βαν και τα σπίτια που μεταμορφώνονται. «Θεέ μου, κοίτα το!» είπε με έναν τόνο που έμοιαζε με δέος. «Θα 'πρεπε να το φωτογραφίσω. Ναι! Με συγχωρείτε... Πάω να πάρω την κάμερα...» Έ κ α ν ε να γυρίσει, αλλά η Σύνθια τον άρπαξε από τον ώμο. «Η κάμερα μπορεί να περιμένει, κύριε Μπίλινγκσλι». Αυτό φάνηκε να τον επαναφέρει λίγο στην πραγματικότητα. «Ναι... Μάλλον... Αλλά...» Το πουλί γύρισε, σαν να τους είχε ακούσει, και φάνηκε να κοιτάζει το σπίτι του κτηνιάτρου με τα κόκκινα μάτια του. Το κρανίο του ήταν ροζ, με ένα στρώμα από αραιές, κοντές, μαύρες τρίχες. Το ράμφος του ήταν ένας απλός κίτρινος γάντζος. «Τι είναι, γύπας;» ρώτησε η Σύνθια. «Γύπας;» Ο Μπίλινγκσλι φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Όχι βέβαια. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πουλί στη ζωή μου». «Στο Οχάιο, εννοείς», είπε ο Κόλι. Ή ξ ε ρ ε ότι ο Μπίλινγκσλι δεν εννοούσε αυτό, αλλά ήθελε να το ακούσει με τ' αυτιά του. «Εννοώ παντού». Ο χίπι κοίταξε μια το πουλί, μια τον Μπίλινγκσλι και, τέλος, το πουλί. «Τι είναι τότε; Κανένα νέο είδος;»
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
221
«Νέο είδος; Αυτό το πράγμα είναι ολόκληρη μετάλλαξη!» Ο Μπίλινγκσλι κοίταξε άναυδος καθώς το πουλί άνοιξε τις φτερούγες του και τις χτύπησε μερικές φορές για να ανεβεί πιο ψηλά στο πόδι της Μαίρης. «Κοίτα πόσο μεγάλο είναι το σώμα του και πόσο μικρά τα φτερά του σε σχέση με το σώμα. Μπροστά σ' αυτό το πράγμα, η στρουθοκάμηλος είναι θαύμα αεροδυναμικής! Μου φαίνεται ότι τα φτερά του δεν έχουν καν το ίδιο μήκος!» «Ναι, το ένα είναι μακρύτερο από το άλλο», είπε ο Κόλι. «Και πώς πετάει;» είπε ο Μπίλινγκσλι. «Πώς είναι δυνατόν να πετάει;» «Δεν ξέρω, αλλά πετάει πάντως». Η Σύνθια τους έδειξε τα σύννεφα καπνού που σηκώνονταν ακόμη από το σπίτι των Χόμπαρτ. «Βγήκε πετώντας μέσα από τον καπνό. Το είδα». «Δεν αμφιβάλλω ότι το είδες και δεν πιστεύω ότι το έριξαν με αεροπλάνο, αλλά αυτό το πράγμα είναι αδύνατο να πετάει...» Κοίταξε το αλλόκοτο πλάσμα μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Αν και είναι φυσικό που στην αρχή νόμισες ότι ήταν γύπας». Ο Μπίλινγκσλι τώρα έδειχνε να μιλάει περισσότερο στον εαυτό του. «Μοιάζει λίγο με γύπα. Ό π ω ς θα ζωγράφιζε ένα παιδί ένα γύπα... ίσως». «Ε;» είπε απορημένη η Σύνθια. «Όπως θα το ζωγράφιζε ένα παιδί», επανέλαβε ο Μπίλινγκσλι. « Ί σ ω ς ένα παιδί που έχει μπερδέψει τους γύπες με το φαλακρό αετό».
3
Όιαν είδε ιον Ραλφ Κάρβερ, ο Τζόνι ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ο Τζιμ Ριντ τον είχε αφήσει, μέσα στην έξαψ'ή του για την επικείμενη αποστολή, και ο Ραλφ ήταν ανάμεσα στην κουζίνα και το ψυγείο, με το δάχτυλο στο στόμα και ένα μεγάλο υγρό λεκέ να εξαπλώνεται
222
RICHARD BACH MAN
στο μπροστινό μέρος του σορτς του. Ό λ ο το θράσος και η επιθετικότητά του είχαν εξατμιστεί. Τα μάτια του ήταν πελώρια, ακίνητα και γυαλιστερά. Θύμισε στον Τζόνι μερικούς ναρκομανείς που ήξερε παλιά. Ο Τζόνι άψησε κάτω την Έ λ ε ν . Το κοριτσάκι δεν ήθελε να τον αφήσει, αλλά τελικά κατάφερα να της λύσει μαλακά τα χέρια από το λαιμό του. Και τα δικά της μάτια ήταν σοκαρισμένα, αλλά δεν είχαν εκείνο το θόλωμα που υπήρχε στο βλέμμα του αδερφού της, κι αυτό σήμαινε ότι η Έ λ ε ν καταλάβαινε ακόμη τα πάντα και υπέφερε. Πιο κάτο) είδε την Κιμ και τη Σούζι Γκέλερ να κάθονται στο πάτωμα αγκαλιασμένες. Αυτό βολεύει πολύ τη μαμά, σκέφτηκε ο Τζόνι, καθώς θυμήθηκε ότι πριν από λίγο η Κιμ σχεδόν πάλευε με τον Ντέιβιντ Ριντ για το ποιος θα κρατήσει τη Σούζι. Ο Ντέιβ είχε νικήσει προηγουμένως, τώρα όμως είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Τον περίμενε η περιπέτεια. Πέρα από όλα αυτά, όμως, μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν δύο μικρά παιδιά που είχαν ορφανέψει πριν από λίγο. «Κιμ;» είπε. «Μήπως θα μπορούσες να βοηθήσεις με τα μικρά...» «Όχι», του απάντησε εκείνη. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και ήρεμα. Καμιά προκλητικότητα στο βλέμμα της, καμιά υστερία στον τόνο της -αλλά ούτε καμιά συμπόνια. Κρατούσε αγκαλιά την κόρη της, η Σούζι την είχε αγκαλιασμένη κι αυτή, βολεμένες μια χαρά οι δυο τους, και περίμεναν να περάσει η καταιγίδα. Ή τ α ν φυσικό ίσως, αλλά ο Τζόνι έγινε πυρ και μανία μαζί της. Ξαφνικά η Κιμ έγινε το σύμβολο όλων εκείνων που άρχιζαν να βαριούνται όταν η συζήτηση γύριζε στο AIDS ή τα άστεγα παιδιά ή την καταστροφή των δ α σ ώ ν όλων εκείνων που ήταν ικανοί να πατήσουν κάποιον άστεγο που κοιμόταν στο πεζοδρόμιο και να συνεχίσουν το δρόμο τους χοορίς να ρίξουν ούτε μια ματιά. Ό π ω ς είχε κάνει και ο ίδιος μερικές φορές. Ο Τζόνι φαντάστηκε τον εαυτό του να την αρπάζει από τα χέρια, να τη στήνει στα πόδια της, να τη γυρίζει μπρος
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
223
πίσω και να της ρίχνει μια γερή κλοτσιά στο στενό, μικροαστικό πισινό της. Μπορεί αυτό να την ξυπνούσε. Ακόμη και αν δεν την ξυπνοΰσε, όμως, ο ίδιος θα ένιωθε πολύ καλύτερα. «Όχι», επανέλαβε ο Τζόνι, νιώθοντας τους κροτάφους του να χτυπάνε ρυθμικά από θυμό. «Όχι», συμφώνησε η Κιμ, με ένα αμυδρό χαμόγελο και μια έκφραση σαν να έλεγε: Επιτέλους, το κατάλαβες. Μετά γύρισε στη Σούζι κι άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. « Έ λ α , μωρό μου», είπε η Μπελίντα στην Έ λ ε ν και έσκυψε, ανοίγοντας την αγκαλιά της. « Έ λ α εδώ να κάνουμε παρέα οι δυο μας». Το κορίτσι την πλησίασε, σιωπηλό, με το πρόσωπο του συσπασμένο σε ένα μορφασμό τρομερής θλίψης που έκανε τη σιωπή της ακόμη χειρότερη. Η Μπελίντα την αγκάλιασε. Οι δίδυμοι τα παρακολουθούσαν όλα αυτά, αλλά χωρίς να βλέπουν πραγματικά. Στέκονταν δίπλα στην πίσω πόρτα και τα μάτια τους έλαμπαν από έξαψη. Η Κάμι τους πλησίασε, στάθηκε μπροστά τους και τους ζύγιασε με μια έκφραση που στην αρχή ο Τζόνι νόμισε ότι ήταν απλώς σκυθρωπή. Μετά όμως κατάλαβε τι ήταν: ένας τρόμος τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να κρυφτεί. «Εντάξει», είπε τελικά. Η φωνή της ήταν ξερή. «Ποιος θα το κρατάει;» Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και ο Τζόνι ένιωσε μια επικοινωνία ανάμεσά τους, σύντομη αλλά πολύπλοκη, κάτι που μπορούν να κάνουν μόνο οι δίδυμοι ίσως. Ή , σκέφτηκε, μπορεί απλώς να τα 'χεις χάσει και να μην ξέρεις τι σου γίνεται. Δεν ήταν τόσο απίθανο αυτό έπειτα από όσα είχαν συμβεί. Ο Τζιμ άπλωσε το χέρι του. Για μια στιγμή το πάνω χείλι της μητέρας του τρεμούλιασε, μετά η τρεμούλα σταμάτησε και η Κάμι του έδωσε το πιστόλι του Ντέιβιντ Κάρβερ. Ο Ντέιβ πήρε το κουτί με τις σφαίρες και το άνοιξε, ενώ ο αδερφός του άνοιξε τον κύλινδρο και κοίταξε τις θαλάμες για να βεβαιωθεί ότι ήταν άδειες, όπως είχε
224
RICHARD BACH MAN
κάνει και ο Τζόνι. Προσέχουμε γιατί καταλαβαίνουμε ότι ένα όπλο έχει την ικανότητα να τραυματίσει και να σκοτώσει, σκέφτηκε ο Τζόνι. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Σε κάποιο επίπεδο ξέρουμε ότι είναι διαβολικά όργανα. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι λάτρεις των όπλων το διαισθάνονται αυτό. Ο Ντέιβ άπλωσε μια χούφτα σφαίρες στον αδερφό του και ο Τζιμ άρχισε να τις παίρνει μία μία και να γεμίζει το πιστόλι. «Θα φέρεσαι σαν να είναι μαζί σου συνέχεια ο πατέρας σου», είπε η Κάμι. «Αν σκεφτείς να κάνεις κάτι που εκείνος δε θα σε άφηνε, μην το κάνεις. Κατάλαβες;» «Ναι, μαμά». Ο Τζιμ έκλεισε τον κύλινδρο και κράτησε το πιστόλι στραμμένο προς το πάτωμα, με το δάχτυλο του έξω από τον προφυλακτήρα της σκανδάλης. Φαινόταν να ντρέπεται με τις διαταγές της μητέρας του -του μιλούσε σαν αξιωματικός σε παλιό μυθιστόρημα του Λίον Ούρις, που δίνει οδηγίες σε δύο στραβάδ ι α - αλλά και να μην μπορεί να συγκρατήσει την έξαψη του με την περιπέτεια που τον περίμενε. Η Κάμι γύρισε στον άλλο γιο της. «Ντέιβιντ;» «Ναι, μαμά;» «Αν δείτε αγνώστους στο δάσος, γυρίστε αμέσως πίσω. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Μην κάνετε ερωτήσεις, μην απαντήσετε σε ό,τι κι αν σας πουν, μην τους πλησιάσετε καν». «Μαμά», είπε ο Τζιμ, «αν δεν έχουν όπλα...» «Μην τους κάνετε ερωτήσεις και μην τους πλησιάσετε», επανέλαβε εκείνη. Η φωνή της δεν ήταν πολύ δυνατότερη, αλλά ο τόνος της είχε κάτι που τους έκανε να ζαρώσουν και οι δύο λιγάκι. Κάτι που έδωσε τέλος στη συζήτηση. «Κι αν συναντήσουν αστυνομικούς, κυρία Ριντ;» ρώτησε ο Μπραντ. «Η αστυνομία μπορεί να σκέφτηκε να πλησιάσει το δρόμο από την πράσινη ζώνη». «Το καλύτερο είναι να μην τους πλησιάσουμε», είπε ο Τζόνι. «Αν συναντήσουμε αστυνομικούς, θα είναι...
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
225
μάλλον νευρικοί. Και είναι γνωστό ότι οι αστυνομικοί, όταν είναι νευρικοί, πυροβολούν αθώους ανθρώπους. Δεν το θέλουν, αλλά συμβαίνει. Καλύτερα να είμαστε σίγουροι, να αποφύγουμε τα ατυχήματα». «Θα 'ρθετε μαζί μας, κύριε Μάρινβιλ;» ρώτησε ο Τζιμ. «Ναι». Οι δίδυμοι δεν είπαν τίποτε, αλλά ο Τζόνι είδε μια έκφραση ανακούφισης στα μάτια τους κι αυτό του άρεσε. Η Κάμι κοίταξε βλοσυρή τον Τζόνι -Τελείωσες; Μπορώ να συνεχίσω; έλεγε το βλέμμα της- και άρχισε πάλι να δίνει οδηγίες στα παιδιά της. «Θα πάτε στη λεωφόρο Άντερσον. Αν τα πράγματα είναι εντάξει εκεί...» Κόμπιασε για μια στιγμή, σαν να συνειδητοποίησε πόσο απίθανο ήταν αυτό, και μετά συνέχισε, «...ζητήστε να χρησιμοποιήσετε το τηλέφωνο κάποιου και ειδοποιήστε την αστυνομία. Αν όμως η λεωφόρος Αντερσον είναι όπως εδώ ή δείτε το παραμικρό που δε σας αρέσει...» Ο Τζόνι σκεφτόταν ότι η Κάμι έπρεπε να τελειώνει. Τα παιδιά την κοίταζαν με σεβασμό (και λίγο φόβο), αλλά με την έξαψη που είχαν ό,τι τους έλεγε θα έμπαινε από το ένα αυτί και θα έβγαινε από το άλλο. «Αν κάτι δεν πάει καλά στη λεωφόρο Αντερσον, μπείτε στον αγωγό και περάστε στην Κολόμπους Μπροντ. Τηλεφωνήστε στην αστυνομία και πείτε τους τι έγινε εδώ. Και μη διανοηθείτε να ξαναγυρίσετε στην Πόπλαρ!» «Μα, μαμά...» άρχισε να λέει ο Τζιμ. Η Κάμι του έπιασε τα χείλια και τα έκλεισε. Ο Τζόνι τη φαντάστηκε να κάνει το ίδιο πράγμα όταν τα δίδυμα ήταν δέκα χρόνια μικρότερα, μόνο που τότε θα χρειαζόταν μάλλον να σκύψει για να το κάνει. «Άσε τις αντιρρήσεις για καμιά άλλη φορά», του είπε. «Αυτή τη φορά θα κάνετε αυτό που σας λέω. Θα πάτε σε ένα ασφαλές μέρος, θα τηλεφωνήσετε στην αστυνομία και μετά θα μείνετε εκεί μέχρι να περάσει αυτή η τρέλα. Καταλάβατε;» Τα παιδιά κατένευσαν. Η Κάμι κούνησε κι αυτή το κεφάλι και άφησε τα χείλια του Τζιμ, που χαμογελούσε
226
RICHARD BACH MAN
αμήχανα ενώ είχε γίνει κατακόκκινος. Ή ξ ε ρ ε όμως ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιρρήσεις. «Και να προσέχετε», κατε'ληξε η Κάμι. Κάτι φάνηκε τότε στα μάτια της, μια επιθυμία να φιλήσει τα παιδιά, σκέφτηκε ο Τζόνι, ή ίσως να ακυρώσει την όλη επιχείρηση τώρα που μπορούσε. Αμέσως μετά όμως χάθηκε. «Έτοιμος, κύριε Μάρινβιλ;» ρώτησε ο Ντέιβ. Κοίταζε με φθόνο το πιστόλι που κρατούσε ο αδερφός του. Ο Τζόνι υποψιαζόταν ότι μόλις έμπαιναν στο δάσος θα του ζητούσε να το κρατήσει κι αυτός λίγο. «Μια στιγμή», είπε ο Τζόνι και γονάτισε μπροστά στον Ραλφ. Ο μικρός τραβήχτηκε πίσω, μέχρι που ο πισινός του κόλλησε στον τοίχο, μετά κοίταξε τον Τζόνι, πάντα με το δάχτυλο στο στόμα. Εδώ κάτω, στο επίπεδο του Ραλφ; η μυρωδιά των ούρων και του φόβου ήταν τόσο έντονη που θύμιζε ζούγκλα. Ο Τζόνι έβγαλε από την τσέπη του την κούκλα που είχε βρει πάνω - τ ο ν εξωγήινο με τα μεγάλα μάτια, το στόμα σαν σαρκώδες κέρατο και τη λωρίδα των κίτρινων μαλλιών στη μέση του φαλακρού κεφαλιού του. Τον έδειξε στο μικρό. «Ραλφ, τι είναι αυτό;» Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ο μικρός δε θα απαντούσε. Μετά, άπλωσε αργά το ελεύθερο χέρι του και το πήρε. Για πρώτη φορά από τότε που άρχισαν οι πυροβολισμοί, ο Τζόνι είδε μια σπίθα ζωής στο πρόσωπο του. «Αυτός είναι ο ταγματάρχης Πάικ», είπε. «Ναι;» «Ναι. Είναι Κανοπαλιανός». Ο Ραλφ πρόφερε τη λέξη με μεγάλη προσοχή και περηφάνια. «Αυτό σημαίνει ότι είναι εξωγήινος. Είναι όμως καλός εξωγήινος. Ό χ ι σαν τον Απρόσωπο». Μια παύση. «Μερικές φορές οδηγεί το Πάουερ Βάγκον του Μπάουντι. Δεν ήταν μαζί μ' αυτούς ο ταγματάρχης Πάικ, έτσι δεν είναι;» Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια του Ραλφ και ο Τζόνι ξαφνικά θυμήθηκε μια ιστορία, γνωστή σε όλους, για το σκάνδαλο με την ομάδα μπέιζμπολ των Μπλακ Σοξ το 1919. Έ ν α αγοράκι είχε πλησιάσει κλαίγοντας τον Ξυπόλυτο Τζο Τζάκσον
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
227
και τον ικέτευσε να του πει ότι δεν είχε δωροδοκηθεί, ότι όλα ήταν ψέματα. Έτσι και ο Τζόνι, μολονότι το είχε δει αυτό το τέρας μέσα στο βαν - ή κάποιον που φορούσε μάσκα ώστε να μοιάζει με το τέρας- κούνησε αμέσως αρνητικά το κεφάλι του και χτύπησε τον Ραλφ στον ώμο. «Ο ταγματάρχης Πάικ είναι από καμιά ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή;» ρώτησε ο Τζόνι, ήξερε όμως ήδη την απάντηση. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τώρα* ίσως θα 'πρεπε να το είχε καταλάβει πολύ νωρίτερα. Τα τελευταία χρόνια είχε μιλήσει πολλές φορές σε δημοτικά. Άκουγε τι συζητούσαν τα παιδιά, αλλά δεν έβλεπε τις παιδικές εκπομπές στην τηλεόραση ούτε πήγαινε σε παιδικές ταινίες. Ή ξ ε ρ ε ενστικτωδώς ότι μια τέτοια έρευνα μάλλον θα παρεμπόδιζε τη δουλειά του παρά θα τη βοηθούσε. Έτσι δεν τα ήξερε όλα, είχε πολλές ερωτήσεις ακόμη, αλλά άρχιζε να υποψιάζεται ότι αυτή η τρέλα θα μπορούσε να εξηγηθεί. «Ραλφ;» «Είναι από εκπομπή στην τηλεόραση», είπε ο Ραλφ, με το δάχτυλο στο στόμα. Κρατούσε ακόμη τον ταγματάρχη Πάικ μπροστά του και τον κοίταζε. «Είναι ένας Μότοκαπ». «Και το Ντριμ Φλόατερ... τι είναι αυτό, Ραλφ;» «Κύριε Μάρινβιλ», είπε ο Ντέιβ, «πρέπει να ξεκινήσουμε...» «Περίμενε μια στιγμή, νεαρέ», είπε ο Μπραντ. Ο Τζόνι δεν είχε πάρει το βλέμμα του από τον Ραλφ. «Το Ντριμ Φλόατερ;» «Είναι το Πάουερ Βάγκον της Κάσι», απάντησε ο Ραλφ. «Της Κάσι Στάιλς. Νομίζω ότι η Κάσι είναι το κορίτσι του συνταγματάρχη Χένρι. Ο φίλος μου ο Τζέισον λέει ότι δεν είναι γιατί οι Μότοκαπς δεν έχουν φιλενάδες, εγο5 όμως λέω ότι είναι. Κύριε Μάρινβιλ, γιατί ήρθαν τα Πάουερ Βάγκον στη γειτονιά μας;» «Δεν ξέρω, Ραλφ». Μόνο που σχεδόν ήξερε. «Γιατί είναι τόσο μεγάλα; Και αν οι Μότοκαπς είναι οι καλοί, γιατί σκότωσαν τον μπαμπά μου και τη μαμά μου;»
228
RICHARD BACH MAN
Ο Ραλφ άφησε τον ταγματάρχη Πάικ να πέσει στο πάτωμα και του έδωσε μια κλοτσιά, στέλνοντάς τον στον απέναντι τοίχο. Μετά έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει. Η Κάμι Ριντ έκανε να τον πλησιάσει, αλλά η Έ λ ε ν ξέφυγε από την Μπελίντα, πήγε στον Ραλφ και τον αγκάλιασε. «Μην κάνεις έτσι», είπε. «Μην κάνεις έτσι, Ραλφ. Θα σε φροντίζω εγώ». «Τώρα μας υποχρέωσες», είπε ο Ραλφ ανάμεσα στους λυγμούς του και ο Τζόνι έσφιξε το στόμα του με το χέρι τόσο δυνατά, που μάτωσε το χείλι του. Ή τ α ν ο μοναδικός τρόπος για να μην ξεσπάσει σε τρελά, υστερικά γέλια. Αν είναι οι καλοί, γιατί σκότωσαν τον μπαμπά μον και τη μαμά μον; «Ελάτε, παιδιά», είπε. Σηκώθηκε και γύρισε στους διδύμους. «Πάμε για εξερεύνηση».
4
Σιην οδό Πόπλαρ, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Ή τ α ν πολύ νωρίς ακόμη, παρ' όλα αυτά όμως ο ήλιος έδυε. Έ λ α μ π ε πάνω από τον ορίζοντα στα δυτικά σαν ένα θυμωμένο κόκκινο μάτι, βάφοντας κόκκινες τις λιμνούλες με το νερό της βροχής στο δρόμο. Τα σπασμένα γυαλιά που ήταν σκορπισμένα παντού έλαμπαν σαν κάρβουνα. Και τα μάτια του ψευτο-γύπα είχαν μετατραπεί σε κόκκινες λακκούβες, καθώς σηκώθηκε από το σώμα της Μαίρης Τζάκσον με τις ασύμμετρες φτερούγες του και διέσχισε το δρόμο πετώντας προς την πρασιά των Κάρβερ. Εκεί κάθισε, κοιτώντας μια το σώμα του Ντέιβιντ Κάρβερ και μια το σώμα της φίλης τής Σούζι Γκέλερ. Δεν ήξερε από ποιο ν' αρχίσει. Υπήρχε τόσο πολύ φαγητό και τόσο λίγος χρόνος. Τελικά διάλεξε τον πατέρα της Έ λ ε ν και του Ραλφ Κάρβερ και τον πλησίασε με μια σειρά από αδέξια πηδήματα. Έ ν α από τα πόδια του είχε πέντε δάχτυλα, το άλλο μόνο δύο.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
229
Απέναντι, στο σπίτι των Γουάιλερ -μέσα στις οσμές της βρομιάς, των μπαγιάτικων χάμπουργκερ και της ντοματόσουπας- η τηλεόραση συνέχιζε να παίζει στη διαπασών. Ή τ α ν η πρώτη σκηνή του σαλούν στους Ρυθμιστές. «Είσαι πολύ όμορφη», είπε ο Ρόρι Καλχούν με νόημα και ο κοροϊδευτικός τόνος της φωνής του έλεγε: Κούκλα μον, θα σε έχω φάει σαν παγωτό μέχρι να τελειώσει αυτή η ηλίθια ταινία, και το ξέρεις καλά. «Έλα, κάθισε εδώ να πιεις ένα ποτό. Να μου φέρεις λίγη τύχη». «Δεν πίνω με καθάρματα», απάντησε ψυχρά η Κάρεν Στιλ και όλοι οι άντρες του Ρόρι Καλχούν -όσοι δεν ήταν κρυμμένοι έξω από την πόλη, δηλαδή- έβαλαν τα γέλια. «Βλέπω ότι είσαι σκληρό καρύδι», είπε ο Ρόρι Καλχούν, ήρεμος πάντα, και οι άντρες του γέλασαν πάλι. «Θέλεις μερικά Ντορίτος, Πιτ;» είπε ο Τακ. Τώρα μιλούσε με τη φωνή του Λουκάς Μακέιν, που έπαιζε στο Σερίφη. Ο Πίτερ Τζάκσον, καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση, δεν απάντησε. Χαμογελούσε πλατιά. Οι κινούμενες σκιές έπαιζαν πάνω στο πρόσωπο του, κάνοντας μερικές φορές το χαμόγελο του να μοιάζει περισσότερο με σιωπηλή κραυγή. «Πρέπει να φάει λίγο, μπαμπά», είπε ο Τακ, με τη νεανική φωνή του Τζόνι Κρόφορντ, του ηθοποιού που έπαιζε το γιο του Λούκας. «Είναι καλά Ντορίτος. Έ λ α , κύριε Τζάκσον, φάε». Το παιδί άπλωσε το βρόμικο χέρι του κρατώντας μερικά τσιπς και τα κούνησε πάνω κάτω μπροστά στο πρόσωπο του Πίτερ Τζάκσον. Ο Πίτερ δεν αντέδρασε. Κοίταζε την τηλεόραση, χωρίς να τη βλέπει, και τα μάτια του, γουρλωμένα, ξεπρόβαλλαν από το κεφάλι του σαν μάτια εξωτικού ψαριού που ζει σε μεγάλα βάθη και το έχουν ανεβάσει στα ρηχά. Και συνέχιζε να χαμογελά. «Δε φαίνεται να πεινάει, μπαμπά».
230
RICHARD BACH MAN
«Νομίζω ότι πεινάει, γιε μου. Πεινάει πολΰ. Πεινάς, Πιτ, έτσι δεν είναι; Απλώς χρειάζεται λίγη βοήθεια. 77άρ' τα τα αναθεματισμένα τα τσιπς, λοιπόν!» Έ ν α βουητό ακούστηκε μέσα στο δωμάτιο και μερικές γραμμές σαν παράσιτα εμφανίστηκαν στην οθόνη της τηλεόρασης, όπου ο Ρόρι Καλχοΰν προσπαθούσε να φιλήσει την Κάρεν Στιλ. Αυτή τον χαστούκισε, πετώντας του κάτω το καπέλο. Το κοροϊδευτικό χαμόγελο έσβησε. Ο Τζεμπ Μέρντοκ δε θα άφηνε ατιμιόρητο κάποιον που τόλμησε να του πετάξει το καπέλο. Ο Πίτερ σήκωσε το χέρι που κρατούσε τα τσιπς. Προσπέρασε το στόμα του που χαμογελούσε πλατιά κι άρχισε να τα χώνει στη μύτη του, να τα θρυμματίζει, να τα σπρώχνει στα ρουθούνια του. Τα μάτια του, γουρλωμένα πάντα και αφύσικα, δεν ξεκολλούσαν από την τηλεόραση. «Λίγο ψηλά, κύριε Τζάκσον». Τώρα ήταν η φωνή του Χος Καρτράιτ. Ο Χος ήταν ένας από τους αγαπημένους ήρωες του Σηθ, πριν εγκατασταθεί μέσα του ο Τακ, και τώρα ήταν και του Τακ. Έ τ σ ι λειτουργούσαν οι δυο τους· κυλούσαν μαζί σαν τροχός. «Ας δοκιμάσουμε πάλι, τι λες;» Το χέρι κατέβηκε αργά, σπασμωδικά, σαν ασανσέρ φορτίων. Αυτή τη φορά τα τσιπς πήγαν στο στόμα του Πίτερ και άρχισε να μασάει μηχανικά. Ο Τακ του χαμογέλασε με το στόμα του Σηθ. Ευχόταν να του αρέσουν τα τσιπς -περιέργως, ο Τακ είχε κάποια συναισθήματα, μόνο που δεν ήταν ανθρώπινα- γιατί αυτά θα ήταν το τελευταίο του γεύμα. Είχε απομυζήσει πολλή ζωτική ενέργεια από τον Πίτερ, αναπληρώνοντας τη μικρή ποσότητα που είχε δαπανήσει το απόγευμα και αυξάνοντας τα αποθέματά του. Ετοιμαζόταν για το επόμενο βήμα. Ετοιμαζόταν για τη νύχτα. Ο Πίτερ μασούσε ασταμάτητα, κομματάκια τσιπς έπεφταν από το μισάνοιχτο, τρεμουλιαστό του στόμα στη φανέλα του, αυτή με το χαμογελαστό πρόσωπο μπροστά. Τα μάτια του προεξείχαν τόσο πολύ από τις κόγχες τους που λες και ακουμπούσαν στα μάγουλά του και έτρεμαν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
231
με τις κινήσεις του σαγονιού του. Το αριστερό είχε σκάσει σαν ζουληγμένη ρώγα σταφύλι τη στιγμή που ο Τακ εισέβαλε στο νου του και του τον έκλεψε σχεδόν όλο, αλλά έβλεπε ακόμη λίγο από το δεξί. Έ β λ ε π ε αρκετά για να μπορέσει να κάνει αυτά που έπρεπε. «Πίτερ; Ε, Πίτερ, παλιόφιλε, μ' ακούς;» Ο Τακ μιλούσε τώρα με την κοφτή βρετανική προφορά του Άντριου Κέις, του προϊσταμένου του Πίτερ στο κολέγιο. Ό π ω ς όλες οι μιμήσεις του Τακ, ήταν πολύ καλή. Ό χ ι τόσο καλή όσο όταν έκανε τους ήρωες διάφορων ταινιών (είχε εξασκηθεί πολύ περισσότερο σ' αυτούς), αλλά καλή πάντως. Και ο Τακ είχε ανακαλύψει ότι η φωνή της εξουσίας κάνει θαύματα, ακόμη και σε άτομα με εγκεφαλικές βλάβες. Μια αμυδρή σπίθα ζωής φάνηκε στο πρόσωπο του Πίτερ. Γύρισε και είδε δίπλα του τον Αντριου Κέις με το καλοσιδερωμένο κοστούμι του και όχι τον Σηθ Γκάριν με σορτς Μότοκαπς, λερωμένο από σάλτσες. «Θέλω να περάσεις στην απέναντι μεριά του δρόμου τώρα, φίλε μου. Να πας στο δάσος, ε; Αλλά δε χρειάζεται να φτάσεις μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. Θα πας μόνο μέχρι το μονοπάτι. Ξέρεις το μονοπάτι στο δάσος;» Ο Πίτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Τα γουρλωμένα μάτια του τρεμούλιασαν πάνω από τα τεντωμένα χαμογελαστά του χείλια. «Δεν πειράζει, θα το βρεις, παλιόφιλε. Ό τ α ν φτάσεις στη διακλάδωση του μονοπατιού, μπορείς να καθίσεις εκεί με το... φίλο σου». «Το φίλο μου», είπε ο Πίτερ. Δεν ήταν ερώτηση. «Ναι, ακριβώς». Ο Πίτερ δεν είχε δει ποτέ του τον άνθρωπο που θα έβρισκε στη διακλάδωση του μονοπατιού ούτε και θα τον έβλεπε ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά δεν υπήρχε λόγος να του τα πει όλα αυτά ο Τακ. Πρώτα πρώτα, το μυαλό που του είχε απομείνει δεν έφτανε για να τα καταλάβει. Και, δεύτερον, σε λίγο θα ήταν νεκρός. Νεκρός σαν τον Χερμπ Γουάιλερ. Νεκρός σαν τον άνθρωπο με το καροτσάκι, αυτόν που θα συναντούσε σε λίγο ο Πίτερ στο δάσος.
232
RICHARD BACH MAN
«Το φίλο μου», επανέλαβε ο Πίτερ. Τώρα ακουγόταν λίγο πιο σίγουρος. «Ναι». Η βρετανική προφορά είχε χαθεί. Ο Τακ μιλούσε τώρα σαν τον Τζον Πέιν όταν έκανε τον Γκάρι Κούπερ. « Ώ ρ α να φεύγεις, φίλε». «Στο μονοπάτι, στη διακλάδωση». «Αυτός είσαι». Ο Πίτερ σηκώθηκε σαν παλιό, κουρδιστό παιχνίδι που έχουν σκουριάσει τα γρανάζια του. Οι βολβοί των ματιών του έτρεμαν μέσα στο ασημί φως της τηλεόρασης. « Ώ ρ α να φεΰγω. Και όταν φτάσω στη διακλάδωση θα καθίσω μαζί με το φίλο μου». «Ακριβώς. Αυτό είναι το σχέδιο». Τώρα ήταν η μισοκοροϊδευτική, μισογελαστή φωνή του Ρόρι Καλχοΰν. «Σπουδαίο παιδί ο φίλος σου. Θα μπορούσες να πεις ότι αυτός τα άρχισε όλα αυτά. Ή , μάλλον, άναψε το φιτίλι. Πήγαινε τώρα, φίλε. Καλό δρόμο, μέχρι να ξανασυναντηθούμε». Ο Πίτερ βγήκε στο διάδρομο και διέσχισε το λίβινγκ ρουμ, χωρίς να κοιτάξει με το μάτι που του απέμενε την Όντρεϊ, που ήταν σωριασμένη με το πλευρό σε μια πολυθρόνα, με τα μάτια της μισάνοιχτα. Φαινόταν να βρίσκεται σε κώμα, η ανάσα της ήταν αργή και κανονική. Τα πόδια της, ψηλά και καλλίγραμμα (ήταν το πρώτο πράγμα που είχε προσέξει ο Χερμπ την εποχή που η Όντρεϊ λεγόταν ακόμη Γκάριν), ήταν τεντωμένα μπροστά της και ο Πίτερ κόντεψε να σκοντάψει πάνω τους καθώς προχώρησε προς την πόρτα περπατώντας σαν υπνοβάτης. Ό τ α ν άνοιξε την εξώπορτα και το κόκκινο φως έπεσε στο πρόσωπο του, το χαμόγελο του έμοιαζε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με σιωπηλό ουρλιαχτό. Στη μέση του μονοπατιού του κήπου, με το κόκκινο φως να δίνει παράξενες αποχρώσεις στον καπνό που υψωνόταν από το σπίτι των Χόμπαρτ, η φωνή του Ρόρι Καλχούν γέμισε το μυαλό του, ξεσκίζοντάς το σαν ξυράφι: Κλείσε την πόρτα πίσω σον, φίλε, σε στάβλο γεννήθηκες;
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
233
Ο Πίτερ έκανε μια μεθυσμένη μεταβολή, γύρισε στο σπίτι και εκτέλεσε τη διαταγή. Η πόρτα ήταν λεία και άθικτη, η μοναδική στο δρόμο που δεν ήταν διάτρητη από σφαίρες. Μετά έκανε άλλη μια μεταβολή (κόντεψε να πέσει από τη σκάλα της βεράντας) και άρχισε να περπατάει μέσα στο κόκκινο φως προς το δικό του σπίτι, όπου θα ανέβαινε το δρομάκι του κήπου και θα πήγαινε στην πίσω αυλή. Από εκεί θα σκαρφάλωνε το χαμηλό φράχτη και θα έμπαινε στην πράσινη ζώνη. Οα έβρισκε το μονοπάτι. Θα έβρισκε τη διακλάδωση. Θα έβρισκε το φίλο του. Θα καθόταν με το φίλο του. Πέρασε πάνω από το πτώμα της γυναίκας του, αλλά μετά σταμάτησε, καθώς μια άγρια κραυγή υψώθηκε στο ζεστό, γεμάτο καπνούς αέρα: Ον-ον-ονονον... Ό σ ο κι αν δεν του είχε απομείνει μυαλό, αυτό το ουρλιαχτό τον έκανε να ανατριχιάσει. Τι δουλειά είχε ένα κογιότ στο Οχάιο; Και μά; .ττα σε ένα προάστιο του Κολ... Προχώρα, *λζ, μην καθυστερείς. Εμπρός, καλό μου σκυλάκι. Πόνος, ακόμη πιο αφόρητος από πριν. Βόγκηξε μέσα από τα παγωμένα, χαμογελαστά χείλη του. Φρέσκο αίμα ανέβλυσε από το σκισμένο μάτι του και κύλησε στο μάγουλο του. Άρχισε να περπατάει ξανά και, όταν ακούστηκε πάλι η κραυγή, και μετά την ακολούθησε μια δεύτερη, μια τρίτη και τελικά μια τέταρτη, δεν αντέδρασε. Σκεφτόταν μόνο το μονοπάτι, τη διακλάδωση, το φίλο του. Ο Τακ έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο νου του (δε χρειάστηκε πολύ χρόνο, γιατί το μυαλό που απέμενε στον Πίτερ ήταν ελάχιστο) και αποσύρθηκε. Τώρα είχε απομείνει μόνο αυτός και η γυναίκα. Κατά βάθος ήξερε γιατί την είχε αφήσει να ζήσει. Ή τ α ν σαν το πουλί που ζει μέσα στα σαγόνια του κροκόδειλου και ο κροκόδειλος δεν το πειράζει γιατί του καθαρίζει τα δόντια. Αλλά δε θα την άφηνε να ζήσει για πολύ ακόμη. Από πολλές πλευρές, το παιδί ήταν ίσως ο μοναδικός ξενιστής μέσα στον οποίο θα μπορού-
234
RICHARD BACH MAN
σε να ζήσει και να αναπτυχθεί τόσο πολΰ, αλλά υπήρχε και ένα ειρωνικό μειονέκτημα: αυτά που επιθυμούσε ο Τακ δεν μπορούσε να τα κάνει το σώμα του παιδιοΰ. Μποροΰσε να ντύσει τη γυναίκα όπως ήθελε, να τη βάλει να βάψει τα μαλλιά της, να τη γδΰσει, να την κάνει να τσιμπήσει τις ρώγες της και όποια άλλη παιδιάστικη ανοησία ήθελε. Το θέμα όμως ήταν ότι ο Τακ δεν ήθελε τίποτε απ' αυτά. Εκείνο που ήθελε ήταν να ζενγαρώσει μαζί της κι αυτό δεν μποροΰσε να το κάνει. Είχε την αίσθηση ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες ίσως να κατάφερνε κάτι, παρά την ανωριμότητα του ξενιστή του, αλλά ο ίδιος ο Σηθ υπήρχε ακόμη μέσα σ' αυτό το σώμα και, στις περιπτώσεις που το είχε προσπαθήσει, ο Σηθ τον είχε εμποδίσει. Ο Τακ θα μποροΰσε να του επιβληθεί, αλλά ίσως ήταν προτιμότερο να μη φτάσουν ακόμη στην τελική σΰγκρουση- Δεν είχε βγει από κείνο το μαΰρο μέρος κάτω από ~ην έρημο της Νεβάδα, ΰστερα από τόσες χιλιετίες φυλάκισης, για να κάνει σεξ με μια γυναίκα που ήταν πολΰ νεότερη από τον ίδιο τον Τακ και πολΰ μεγαλΰτερη από το σώμα του ξενιστή του. Γιατί είχε βγει, όμως; Για να διασκεδάσει. Και... Για να βλέπω τηλεόραση, ψιθΰρισε μια φωνή στα βάθη του μυαλοΰ του. Να βλέπω τηλεόραση, να τρώω μακαρόνια κονσέρβα και για να φτιάξω. Να χτίσω. «Θέλεις να τα βάλεις μαζί μου, σερίφη;» ρώτησε ο Ρόρι Καλχοΰν και τα μάτια του Τακ στράφηκαν στην τηλεόραση. Κάποιοι από τα άλλα σπίτια ίσοος έβγαιναν στο δάσος. Μποροΰσε να το διαπιστώσει αν ήθελε, αλλά δεν έκανε τίποτε. Άσ' τους να πάνε στο δάσος αν θέλουν. Δε θα τους αρέσει καθόλου αυτό που θα βρουν. Και ποΰ θα μποροΰσαν να πάνε; Απλώς να ξαναγυρίσουν στα σπίτια. Κατά μία πολΰ πραγματική έννοια, δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάνε. Στο μεταξΰ, ήταν προτιμότερο να κάνει οικονομία στην ενέργειά του. Να
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
235
ηρεμήσει και να δει την ταινία. Σε λίγο έπρεπε να φε'ρει τη νύχτα. «Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε; Να το σκεφτούμε λίγο το πράγμα;» είπε ο Τζον Πέιν και ο Σηθ με τον Τακ ενώθηκαν πάλι, όπως γινόταν πάντα όταν έβλεπαν γουέστερν - κ α ι ιδιαίτερα αυτό το γουέστερν. Ο Τακ έσκυψε μπροστά, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη, και πήρε ένα μπολ γεμάτο με ένα παγωμένο μείγμα από μακαρόνια κονσέρβα και χάμπουργκερ. Άρχισε να τρ(όει, βλέποντας πάντα την ταινία, αδιαφορώντας για τα κομμάτια του χάμπουργκερ που κατρακυλούσαν στο γυμνό του στήθος πότε πότε και σταματούσαν στα πόδια του. Σε λίγο θα άρχιζε για άλλη μια φορά το τελικό πιστολίδι -ΚΑ-ΠΑΟΥ και ΚΑ-ΜΠΑΜ μέχρι το τέλοςκαι ο Τακ άφησε τον εαυτό του να ενωθεί με την ιστορία και τις ασπρόμαυρες εικόνες, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα της βίας, γεμάτη από έναν ηλεκτρισμό σαν καταιγίδα που πλησιάζει. Καθώς παρακολουθούσε απορροφημένος, ο Σηθ Γκάριν διαχώρισε τον εαυτό του από τον Τακ και απομακρύνθηκε με προσοχή για να μην τον πάρει είδηση, όπως ο Τζακ που περνάει μπροστά στον κοιμισμένο γίγαντα. Έ ρ ι ξ ε μια ματιά στην τηλεόραση και διαπίστωσε για άλλη μια φορά ότι, ανεξάρτητα από το τι νόμιζε ο Τακ, του ίδιου δεν του άρεσαν πια Οι Ρυθμιστές. Μετά βρήκε μία από τις μυστικές διόδους που είχε φτιάξει στο διάστημα της κυριαρχίας του Τακ και εξαφανίστηκε μέσα της. Προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο δικό του νου. Στην αρχή περπατούσε αργά, μετά άρχισε να τρέχει. Δεν καταλάβαινε αυτό τον εσωτερικό κόσμο περισσότερο απ' όσο καταλάβαινε τον εξωτερικό, αλλά τώρα ήταν ο μοναδικός κόσμος που είχε.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
237
Από τους Ρυθμιστές, Κουέντιν Γούλριις:
σενάριο των Κρεγκ Γκούνιις και
ΕΞΩΤ. ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, ΜΕΡΑ Ο σερίφης Στρίτερ κοιτάζει τ ο βοηθό του, τον Λέιν, που σηκώνει τον Κάντι όρθιο. Πίσω τους, στην είσοδο του Κινέζικου Πλυντηρίου Λούσαν, είναι μαζεμένοι μερικοί Κινέζοι εργάτες και παρακολουθούν.
ΚΑΝΤΙ Τι κοιτάζετε, κττρινιάρηδες; Αυτή
τη φορά οι
Κινέζοι
δε
ζαρώνουν.
ΚΙΝΕΖΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ
Εσένα! Ρούχα χρειάζονται πλύσιμο τώρα, βέβαια, βέβαια! Οι άλλοι Κινέζοι γελούν. Ακόμη και ο Στρίτερ χαμογελάει λίγο. Ο Κάντι τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο Στρίτερ τον νίκησε στον καβγά, δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτοί οι «κιτρινιάρηδες» γελούν μαζί του, δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που του συνέβησαν, ΣΤΡΙΤΕΡ
Μπείτε μέσα καλύτερα, παιδιά. Οι Κινέζοι μπαίνουν τα παράθυρα.
μέσα,
αλλά
κοιτάζουν
από
ΣΤΡΙΤΕΡ ( σ τ ο ν ΛΕΪΝ)
Κοίτα να πάρει και το καπέλο* του, Τζος. Δε θέλουμε να πάει στη φυλακή χωρίς καπέλο. 0 Λέιν σηκώνει χαμογελώντας το καπέλο των Νοτίων που έπεσε από το κεφάλι του Κάντι, όταν ο Στρίτερ τον πέταξε πάνω από το ξύλο όπου δένουν τα άλογα. Μετά, χαμογελώντας ακόμη πιο πλατιά, φοράει το καπέλο στο κεφάλι του νίκη-
RICHARD BACH MAN
238
μένου κακοποιού. από πάνω.
Ένα σύννεφο
σκόνης
υψώνεται
ΛΕΪΝ
Έλα, λοχαγέ. Σου έχω κρατήσει το καλύτερο αντίσκηνο σχο στρατόπεδο, θα σου αρέσει πολύ. Σπρώχνει το ζαλισμένο και νικημένο Κάντι προς τη φυλακή. Ο σερίφης Στρίτερ τους παρακολουθεί χαμογελώντας και στην αρχή δε βλέπει την πόρτα του Σαλούν Λέιντι Ντέι να ανοίγει και να βγαίνει στο πεζοδρόμιο ο ταγματάρχης Μέρντοκ. Για πρώτη φορά, ο Μέρντοκ δε χαμογελά. ΜΕΡΝΤΟΚ
Νομίζεις όχι αν βάλεις χον ΚάνχL σχη φυλακή θα λυθούν χα προβλήμαχά σου, σερίφη; 0 Στρίτερ γυρίζει προς το μέρος του. 0 Μέρντοκ παραμερίζει το λασπωμένο σακάκι των Νοτίων, ελευθερώνοντας τη λαβή του πιστολιού του. ΣΤΡΙΤΕΡ ( χ α μ ο γ ε λ ά ε ι ) Μπορεί να συνέλαβα χο πρώχο μου φάνχασμα. Πού είναι χρυπωμένοι οχ υπόλοιποι ρυθμιστές σου; Στο φαράγγι Ντεζατόγια; Στο Σκέιτ Ροκ; Τι λες, είσαι έτοιμος να μου πεις; ΜΕΡΝΤΟΚ
Είσαι τελείως τρελός! ΣΤΡΙΤΕΡ Έτσι λες; Θα δούμε. Υποψιάζομαι όμως ότι απόψε δε θα τρέχουν φαντάσματα στους δρόμους, αφού δε θα έχουν το λοχαγό Κάνχελ να χους μοιράσει χα σεντόνια. Χαμογελώντας ακόμη, προς τη φυλακή.
ο
Στρίτερ
γυρίζει
πάλι
239
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
ΜΕΡNTOK
Κι αν σου έλεγα ότι οι ρυθμιστές είναι πολύ πιο κοντά από το Ντεζατόγια ή το Σκέιτ Ροκ; Αν σου έλεγα ότι είναι έξω από την πόλη και περιμένουν τον πρώτο πυροβολισμό; Πώς θα σου φαινόταν αυτό, καταραμένε Γιάνκη; ΣΤΡΙΤΕΡ
Α, θα μου άρεσε, θα μου άρεσε πολύ. Κοιτάζει σφυρίζει.
πάνω,
βάζει
τα δάχτυλα
στο στόμα
και
ΕΞΩΤ. 01 ΣΤΕΓΕΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ Άντρες αρχίζουν να εμφανίζονται πίσω από όλες τις ταμπέλες, τις καμινάδες και τις προσόψεις των κτιρίων. Κάτοικοι της πόλης, αυτοί που μέχρι τώρα ήταν τρομοκρατημένο ι, κρατούν τουφέκια και περιμένουν βλοσυροί. Είναι πάνω στο Κινέζικο Πλυντήριο, πάνω στο Γενικό Κατάστημα Όουλ Κάουντι, πάνω στο Κατάστημα Νεωτερισμών Γουόρελ, ακόμη και πάνω στο Γραφείο Τελετών του Κρέιβεν. Ανάμεσά τους βλέπουμε τον ιεροκήρυκα Γιόμαν και το δικηγόρο Μπράντλεϊ. 0 Γιόμαν, που δε φοβάται πια ότι οι ρυθμιστές είναι υπερφυσικά όντα σταλμένα από το Θεό για να τιμωρήσουν την πόλη για τις αμαρτίες της, σηκώνει το χέρι και χαιρετά το σερίφη. ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΡΙΤΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΡΝΤΟΚ Ο Στρίτερ ανταποδίδει το χαιρετισμό στον Γιόμαν, μετά γυρίζει πάλι στον Μέρντοκ, που φαίνεται έξάλλος από θυμό αλλά και μπερδεμένος μαζί. Επικίνδυνος συνδυασμός! ΣΤΡΙΤΕΡ
Ναι, φέρ' τους, αν το θέλεις. Το πρόσωπο του Μέρντοκ σφίγγεται. Κατεβάζει το χέρι του μέχρι που βρίσκεται λίγο πάνω από τη λαβή του Κολτ του. Κανείς από τους δύο δε βλέ-
229 RICHARD B A C H MAN
πει in Λόρα να βγαίνει από το σαλούν πίσω από ζ ο ν Μέρντοκ. Φοράει μια τουαλέτα με πούλιες και κρατάει ένα Ντέρινγκερ. ΜΕΡΝΤΟΚ
Θέλεις να χα βάλεις μαζί μου, σερίφη; ΣΤΡΙΤΕΡ
Τι θα 'λεγες να ηρεμήσουμε; σκεφτούμε λίγο χο πράγμα;
Να χο
ΑΛΛά ξέρει ότι είναι πολύ αργά' πίεσε τον Μέρντοκ πάρα πολύ και ο άλλος δε θα υποχωρήσει0 Στρίτερ κατεβάζει το χέρι πάνω από τη λαβή του πιστολιού του. ΜΕΡΝΤΟΚ
Τέρμα οι κουβέντες, σερίφη. ΣΤΡΙΤΕΡ
Αφού το θέλεις έτσι. ΜΕΡΝΤΟΚ
Θα μπορούσες να μας αφήσεις ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας και κανείς δε θα πάθαινε τίποτα. ΣΤΡΙΤΕΡ
Δεν τα κάνουμε έτσι τα πράγματα εδώ. Εδώ... ί β λ έ π ε ι τη Λόρα) ΣΤΡΙΤΕΡ
Λόρα.
όχι !
Τη στιγμή που του τραβάει την προσοχή η Λόρα, ο Μέρντοκ τραβάει το πιστόλι του. Η Λόρα ορμάει ανάμεσα στους δύο άντρες, σημαδεύοντας τον Μέρντοκ με το Ντέρινγκερ. Τραβάει τη σκανδάλη, αΛΛά ακούγεται μόνο ένα κλικ. Αφλογιστία! Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, ο Μέρντοκ πυροβολεί και η σφαίρα που προοριζόταν για τον Στρίτερ χτυπάει τη Λόρα. Σωριάζεται κάτω.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
241
ΕΞΩΤ. 01 ΣΤΕΓΕΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ Οι άντρες οτις στέγες τους για να ρίξουν.
σηκώνουν
τα
τουφέκια
ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΥΝ Ο Μέρντοκ καταλαβαίνει τι θα συμβεί και ει μέσα στο σαλούν, όπου υπάρχει κάποια τική ασφάλεια. Ο Στρίτερ τον πυροβολεί να τον πετύχει, μετά τρέχει στη Λόρα και τίζει δίπλα της.
ορμάσχεχωρίς γονα-
01 ΣΤΕΓΕΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ Ο Φλιπ Μόραν, ο σταβλίτης, πυροβολεί. ακόμη τον μιμούνται, αλλά ευτυχώς τρεις.
Μερικοί μόνο δυο
ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΥΝ Μια σφαίρα σφυρίζει από τις πόρτες του
στον αέρα και χτυπάει μία σαλούν κάνοντας τρύπα.
ΣΤΡΙΤΕΡ Μην πυροβολείτε,
έφυνε!
01 ΣΤΕΓΕΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ Οι άντρες χαμηλώνουν τα όπλα τους. Ο Μόραν δείχνει να ντρέπεται που έχασε ψυχραιμία του.
Φλιπ την
ΕΞΩΤ. ΣΤΡΙΤΕΡ ΚΑΙ ΛΟΡΑ, ΚΟΝΤΙΝΟ Το σκληρό παρουσιαστικό του σερίφη προσωρινά. Κοιτάζει την ετοιμοθάνατη και συνειδητοποιεί ότι την αγαπά!
καταρρέει κοπέλα
ΣΤΡΙΤΕΡ Λόρα! ΛΟΡΑ { β ή χ ο ν τ α ς ) Αφλογιστία. . . μου το είχες πει. . . να μην έχω εμπιστοσύνη. . . στα παλιά όπλα. . .
231 R I C H A R D BACH MAN
Αρχίζει
να βήχει
πάλι.
στριτερ
Μη μιλάς. Θα οτείλω τον Τζο Προύντουμ στο γιατρό. . . λορα
{βήχοντας)
Πολύ. . . πολύ αργά. Αγκάλιασε με! 0 Στρίτερ απορημένη.
την
αγκαλιάζει.
Αυτή
τον
κοιτάζει
ΔΟΡΑ
Σερίφη!. . . Κλαις; ΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΣΑΛΟΥΝ 0 Μέρντοκ βγαίνει έξω τρέχοντας. θις είναι ακόμη εκεί και κρατά
Ο λοχίας τα άλογα.
Μά-
λοχίας
Τι έγινε; 'Ακουσα πυροβολισμούς! ΜΞΡΝΤΟΚ {ανεβαίνει στο άλογό του) Δεν έχει σημασία. Είναι ώρα να φέρουμε τα παιδιά. λοχίας
Τι θες να πεις; Ξαφνικά όλη η τρέλα του Μέρντοκ βγαίνει στην επιφάνεια. Τα μάτια του γυαλίζουν. Τα χείλια του τραβιούνται σε μια γκριμάτσα που μοιάζει με χαμόγελο. Είναι το χαμόγελο του παγιδευμένου ζώου! ΜΕΡΝΤΟΚ ·
Θα σβήσουμε την πόλη από το χάρτη! Γυρίζουν τα άλογα και φεύγουν καλπάζοντας για να βρουν τους υπόλοιπους ρυθμιστές.
1
Ο Στιβ KQI Ο Κόλι δε χρειάστηκε να πηδήξουν το φράχτη στο βάθος της αυλής του Μπίλινγκσλι, Υπήρχε μια πόρτα, αν και χρειάστηκε να κόψουν μερικά κλαδιά από έναν κισσό για να μπορέσουν να την ανοίξουν. Μίλησαν μόνο δυο φορές πριν φτάσουν στο μονοπάτι. Την πρώτη φορά μίλησε ο Στιβ. Κοίταξε γύρω του τα δέντρα - κ α χ ε κτικά τα περισσότερα, αλλά τώρα είχαν κάτι το μυστηριώδες, με τις σταγόνες της βροχής να στάζουν από τα φύλλα τους- και ρώτησε: «Λεύκες είναι αυτές;» Ο Κόλι, που προσπαθούσε να περάσει γύρω από έναν αγκαθωτό θάμνο, γύρισε και τον κοίταξε. «Τι πράγμα;» «Ρώτησα αν αυτά τα δέντρα είναι λεύκες. Μια και ο δρόμος απ' όπου ερχόμαστε λέγεται Πόπλαρ*, μου γεννήθηκε η απορία». «Α». Ο Κόλι κοίταξε γύρω του αναποφάσιστος, πέρασε το τουφέκι από το ένα χέρι στο άλλο και μετά σκούπισε το μέτωπο του. Έ κ α ν ε πολλή ζέστη. «Να σου πω την *Poplar στα αγγλικά σημαίνει λεύκα. (Σ.τ.Μ)
244
RICHARD BACH MAN
αλήθεια, δεν ξέρω αν είναι λεύκες ή πεύκα ή ευκάλυπτοι, Δεν έχω ιδέα από τέτοια πράγματα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτό εκεί είναι σημύδα». Και συνέχισε να παραμερίζει αγκαθωτά κλαδιά. Πέντε λεπτά αργότερα (στο μεταξύ ο Στιβ αναρωτιόταν αν υπήρχε πραγματικά μονοπάτι εδώ πίσω), ο Κόλι σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε πίσω του, πέρα από τον Στιβ, και το βλέμμα του ήταν τόσο διαπεραστικό και έντονο, που ο Στιβ γύρισε κι αυτός να δει τι κοιτάζει. Το μόνο που είδε ήταν η μπερδεμένη βλάστηση μέσα από την οποία είχαν περάσει πριν από λίγο. Το σπίτι του Μπίλινγκσλι δε φαινόταν. Ούτε των Τζάκσον. Έ β λ ε π ε μόνο μια μικρή κόκκινη επιφάνεια, που μπορεί να ήταν η καμινάδα στο σπίτι των Κάρβερ, και τίποτα παραπέρα. Θα 'λεγε κανείς ότι απείχαν εκατό χιλιόμετρα από τον κοντινότερο ανθρώπινο οικισμό. Ο Στιβ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτή η σκέψη ήταν σωστή και ρίγησε. «Τι;» ρώτησε. Είχε την εντύπωση ότι ο Κόλι θα τον ρωτούσε γιατί δεν ακούν αυτοκίνητα ούτε μοτοσικλέτες ούτε μια κόρνα, μια φωνή, τίποτα. Αλλά ο Κόλι είπε: «Χάνουμε το φως». «Δεν μπορεί. Είναι μόνο...» Ο Στιβ κοίταξε το ρολόι του, αλλά ήταν σταματημένο. Μάλλον είχε τελειώσει η μπαταρία. Δεν την είχε αλλάξει από τότε που του το έκανε δώρο η αδερφή του τα Χριστούγεννα, πριν από δύο χρόνια. Ή τ α ν παράξενο, όμως· είχε σταματήσει λίγο μετά τις τέσσερις, δηλαδή, την ώρα περίπου που μπήκε σ' αυτή την παράξενη γειτονιά. «Μόνο τι;» «Δεν ξέρω ακριβώς, το ρολόι μου έχει σταματήσει, αλλά σκέψου το..Δεν μπορεί να είναι πάνω από πεντέμισι, έξι π α ρ ά τέταρτο. Μπορεί και νωρίτερα. Δε λένε πως όταν βρίσκεσαι σε κρίσιμη κατάσταση σου φαίνεται ότι περνάει πιο γρήγορα ο χρόνος;» «Ιδέα δεν έχω», απάντησε ο Κόλι. «Κοίτα το φως, όμως. Την απόχρωσή του».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
245
Ο Στιβ είδε ότι ο αστυνομικός είχε δίκιο. Δεν του άρεσε που το παραδεχόταν αυτό, αλλά έτσι ήταν. Το φως έπεφτε πλαγιαστά μέσα από την πυκνή βλάστηση (δεν ήταν πράσινη ζώνη αυτή, ήταν σωστή ζούγκλα) σε κόκκινες, καυτές δέσμες. Κόκκινος ήλιος, σκέφτηκε, και ξαφνικά, λες και αυτό πυροδότησε κάτι, ένιωσε να τον περιζώνουν και να τον σφίγγουν τα πάντα, όλα αυτά τα παράξενα που συνέβαιναν γύρω τους. Δεν άντεχε άλλο. Σήκωσε τα χέρια και σκέπασε τα μάτια του, χτυπώντας κατά λάθος το κεφάλι του με τον υποκόπανο του τουφεκιού που κουβαλούσε. Έ ν ι ω σ ε την ουροδόχο κύστη του να χαλαρώνει, ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να κατουριόταν πάνω του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Παραπάτησε προς τα πίσω κι άκουσε τον Κόλι Εντράτζιαν - η φωνή του σαν να ερχόταν από μ α κ ρ ι ά - να τον ρωτάει αν είναι καλά. Του φάνηκε ότι εκείνη τη στιγμή έκανε τη μεγαλύτερη προσπάθεια της ζωής του, αλλά κατάφερε να του πει ότι, ναι, ήταν και ανάγκασε τον εαυτό του να κατεβάσει τα χέρια και να κοιτάξει πάλι αυτό το εξωφρενικό κόκκινο φως. «Θέλω να σου κάνω μια πολύ προσωπική ερώτηση», είπε ο Στιβ. Η φωνή του ακουγόταν εντελώς διαφορετική. «Πόσο φοβάσαι;» «Πολύ». Ο αστυνομικός σκούπισε πάλι τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Έ κ α ν ε τρομερή ζέστη, αλλά, παρ' όλο που τα φύλλα γύρω τους έσταζαν ακόμη από τη βροχή, η ζέστη σού έδινε την αίσθηση της ξηρασίας, δε θύμιζε θερμοκήπιο όπως συμβαίνει ύστερα από βροχή. Οι οσμές είχαν κι αυτές την ίδια χροιά. Ό χ ι δυσάρεστες αλλά στεγνές. Αιγυπτιακές σχεδόν. «Μη χάνεις τις ελπίδες σου, όμως. Μου φαίνεται ότι βλέπω το μονοπάτι». Ή τ α ν πραγματικά το μονοπάτι, έπειτα από ένα λεπτό περπατούσαν πάνω του και ο Στιβ είδε σημάδια - π α ρ ή γ ο ρ α , κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκεςαπό τα «ζώα» που το είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν: μια σακούλα από τσιπς, ένα περιτύλιγμα από κάρτες του μπέιζμπολ, δύο μπαταρίες που πρέπει να τις
246
RICHARD BACH MAN
πέταξε κάποιος πιτσιρικάς από το γουόκμαν του, αρχικά ονομάτων σκαλισμένα σε ένα δέντρο. Από την άλλη μεριά του μονοπατιού είδε κάτι που δεν ήταν καθόλου παρήγορο: ένα π α ρ ά ξ ε ν ο φυτό, αγκαθωτό, με ένα φαρμακερό πράσινο χρώμα, ανάμεσα στους θάμνους. Πίσω του υπήρχαν άλλα δυο, με τα κοντά κλαδιά τους να υψώνονται προς τα πάνω σαν τα χέρια εξωγήινων τροχονόμων. «Δεν είμαστε καλά! Τα βλέπεις αυτά τα πράγματα;» Ο Κόλι κατένευσε. «Μοιάζουν με κάκτους». Ναι, σκέφτηκε ο Στιβ, αλλά όχι ακριβώς. Μοιάζουν με κάκτους όσο έμοιαζαν με πραγματικές γυναίκες εκείνες οι φιγούρες που ζωγράφιζε ο Πικάσο στην κυβιστική του περίοδο. Η απλότητα των κάκτων και η έλλειψη συμμετρίας - σ α ν το πουλί με τις παράταιρες φτερούγες- τους έδιναν μια σουρεαλιστική όψη που του προκαλούσε πονοκέφαλο. Ή τ α ν σαν να κοιτάζεις κάτι που δεν μπορείς να το εστιάσεις εντελώς. Μοιάζει λίγο με γύπα, είχε πει ο Μπίλινγκσλι. Όπως θα το ζωγράφιζε ένα παιδί. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να ομαδοποιούνται κάπως στο μυαλό του. Ό χ ι ότι ταίριαζαν ακόμη ή ότι είχε βρει απαντήσεις, αλλά είχαν αρχίσει να σχηματίζουν κάποια σύνολα. Τα βαν, που λες και είχαν βγει από παιδική ταινία. Το πουλί. Τώρα αυτοί οι πράσινοι κάκτοι, που ήταν σαν να είχαν βγει από παιδική ζωγραφιά. Ο Κόλι πλησίασε τον πιο κοντινό θάμνο και άπλωσε το χέρι με το δάχτυλο τεντωμένο. «Μην το κάνεις αυτό, τρελός είσαι;» είπε ο Στιβ. Ο Κόλι τον αγνόησε. Πλησίασε κι άλλο το δάχτυλο του. Κι άλλο... «Άου! Το γαμημένο!» Ο Στιβ αναπήδησε τρομαγμένος. Ο Κόλι τράβηξε πίσω το χέρι του και το κοίταξε σαν παιδί που μόλις απέκτησε μια νέα ενδιαφέρουσα γρατσουνιά. Γύρισε στον Στιβ και του το έδειξε. Μια σταγόνα αίμα, μικρή και ολοστρόγγυλη, είχε σχηματιστεί στην άκρη του δεί-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
247
κτη του. «Τσιμπάνε, πάντως, που σημαίνει ότι είναι πραγματικοί», είπε. «Αυτός εδώ, τουλάχιστον». «Ωραία. Και τι γίνεται αν σε δηλητηριάσει; Σαν τα φυτά στις ζούγκλες;» Ο Κόλι ανασήκωσε τους ώμους σαν να έλεγε ότι τώρα πια είναι πολύ αργά, μετά άρχισε να προχωρεί πάλι στο μονοπάτι. Σ' αυτό το σημείο είχε νότια κατεύθυνση, προς την οδό Άιακινθ. Τουλάχιστον, με αυτό το κόκκινο-πορτοκαλί φως να περνά μέσα από τα δέντρα στα δεξιά, ήταν αδύνατο να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Αρχισαν να κατηφορίζουν το λόφο. Καθώς προχωρούσαν, ο Στιβ έβλεπε όλο και περισσότερους κακόμορφους κάκτους στα ανατολικά του μονοπατιού. Σε μερικά μέρη είχαν αρχίσει να εκτοπίζουν τα δέντρα του δάσους. Οι θάμνοι αραίωναν και ο λόγος ήταν απλός: το γόνιμο χώμα έδινε σιγά σιγά τη θέση του σε μια χοντρόκοκκο γκρίζα άμμο που έμοιαζε σαν... σαν... Μερικές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στα μάτια του Στιβ και τον έτσουξαν. Τα σκούπισε. Έ κ α ν ε αφόρητη ζέστη και το φως ήταν τόσο δυνατό και κόκκινο. Ένιωσε αναγούλα. «Κοίτα», είπε ο Κόλι δείχνοντας. Είκοσι μέτρα πιο κάτω, υπήρχε μια συστάδα κάκτων σε μια διακλάδωση του μονοπατιού. Ανάμεσά τους ήταν σφηνωμένο, σαν πλώρη πλοίου, ένα αναποδογυρισμένο καροτσάκι για ψώνια. Μέσα στο κόκκινο φως, οι μεταλλικές ράβδοι του φάνταζαν σαν να ήταν βουτηγμένες στο αίμα. Ο Κόλι έτρεξε στη διακλάδωση του μονοπατιού. Ο Στιβ τον ακολούθησε αμέσως· δεν ήθελε να χωριστεί από τον άλλο ούτε μερικά μέτρα. Τη στιγμή που ο αστυνομικός έφτανε στη διακλάδωση, ακούστηκαν ουρλιαχτά στον αέρα, δυνατά αλλά ταυτόχρονα με μια γλυκερή χροιά, σαν χορωδία κακής ποιότητας: Ουουονου! Ονονονον! Ονονουου! Ον-Ον-Ονονουον! Ακολούθησε μια παύση και μετά ακούστηκαν πάλι, περισσότερα αυτή τη φορά, να ανακατεύονται με κοφτές κραυγές σαν γαβγίσματα. Ο Στιβ ανατρίχιασε σύγκορμος. Τα παιδιά της νύχτας, σκέφτηκε, και θυμήθηκε τον Μπέλα
248
RICHARD BACH MAN
Λουγκόσι, ένα στοιχειό ντυμένο στα ασπρόμαυρα, να απλώνει το μανδύα του. Ό χ ι και πολύ σπουδαία εικόνα κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά μερικές φορές το μυαλό σου πηγαίνει όπου θέλει. «Χριστέ μου!» αναφώνησε ο Κόλι και ο Στιβ νόμισε ότι μιλούσε για τα ουρλιαχτά -κογιότ που ούρλιαζαν κάπου στα ανατολικά, εκεί όπου υποτίθεται ότι υπήρχαν σπίτια και μαγαζιά και πέντε διαφορετικά φαστφουντάδικααλλά ο αστυνομικός δεν κοίταζε προς τα εκεί. Κοίταζε κάτω. Ο Στιβ ακολούθησε το βλέμμα του και είδε έναν άντρα καθισμένο δίπλα στο αναποδογυρισμένο καροτσάκι, με την πλάτη του ν' ακουμπάει στον κάκτο, καρφωμένος στα αγκάθια του σαν ένα γκροτέσκο ανθρώπινο μνημόνιο που το είχαν αφήσει εκεί γι' αυτούς. Ον-Ον-Ονονονον... Άπλωσε το χέρι του, χωρίς να σκεφτεί τι κάνει, και βρήκε το χέρι του Κόλι. Αυτός αισθάνθηκε το άγγιγμα. Το άρπαξε και το έσφιξε με δύναμη. Σχεδόν τον πόνεσε, αλλά αυτό δεν ενόχλησε τον Στιβ. «Να πάρει. Τον έχω ξαναδεί αυτό τον τύπο», είπε ο Κόλι. «Και πώς, για όνομα του Θεού, τον αναγνώρισες έτσι που είναι;» ρώτησε ο Στιβ. «Από τα ρούχα του. Και το καρότσι. Έ χ ε ι περάσει δυο τρεις φορές από το δρόμο, από τις αρχές του καλοκαιριού. Είχα σκοπό, αν τον ξανάβλεπα, να του έλεγα να μην ξαναπλησιάσει. Μάλλον δεν ήταν επικίνδυνος, αλλά...» «Αλλά τι;» Ο Στιβ, που είχε βρεθεί άστεγος μια δυο φορές στη ζωή του, δεν ήξερε αν έπρεπε να τσατιστεί ή να γελάσει. «Τι φοβήθηκες ότι θα έκανε; Θα έκλεβε κανέναν πίνακα του Έλβις από κάποιο σπίτι; Ή θα ζητιάνευε κανένα ποτό από κείνο τον τύπο, τον Σόντερσον;» Ο Κόλι ανασήκωσε τους ώμους. Ο άνθρωπος που ήταν καρφωμένος στον κάκτο φορούσε μπαλωμένο χακί παντελόνι και μια φανέλα ακόμη πιο παλιά, βρόμικη και κουρελιασμένη από αυτή που είχε βρει ο Μπίλινγκσλι για τον Κόλι. Στα πόδια του
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
249
είχε κάτι παλιά αθλητικά παπούτσια, επιδιορθωμένα με κολλητική ταινία. Ή τ α ν ρούχα αστέγου και τα πράγματα που είχαν χυθεί από το καρότσι, όταν αναποδογύρισε, έδειχναν το ίδιο: ένα παλιό ζευγάρι επίσημα παπούτσια, ένα κομμάτι ξεφτισμένο σκοινί, μια κούκλα Μπάρμπι, ένα μπλε τζάκετ με τις λέξεις ΜΠΑΚΑΪ ΛΕΪΝΣ γραμμένες στην πλάτη με χρυσαφιά κλωστή, ένα μπουκάλι κρασί μισογεμάτο και ένα ραδιόφωνο που πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνων. Το πλαστικό κουτί του ήταν σπασμένο και κολλημένο σε κάμποσα σημεία. Υπήρχαν, επίσης, μια ντουζίνα πλαστικές σακούλες, τουλάχιστον, όλες προσεκτικά τυλιγμένες και δεμένες με σπάγκο. Έ ν α ς νεκρός αλήτης στο δάσος. Αλλά, για όνομα του Θεού, πώς είχε πεθάνει; Τα μάτια του ήταν πεταγμένα από τις κόγχες και κρέμονταν στα μάγουλά του από τα ξεραμένα πια οπτικά νεύρα. Και οι δύο βολβοί φαίνονταν «ξεφουσκωμένοι», λες και η δύναμη που τους είχε πετάξει έξω τους είχε κάνει να σκάσουν. Από τη μύτη του είχε τρέξει πολύ αίμα πάνω στα χείλια και την γκρίζα γενειάδα του. Το αίμα όμως δεν έκρυβε το στόμα του, μακάρι να το έκρυβε. Ή τ α ν τεντωμένο σε ένα τεράστιο, τρελό χαμόγελο που λες και τραβούσε τις άκρες των χειλιών του σχεδόν μέχρι τα βρόμικα αυτιά του. Κάτι τον είχε εκτοξεύσει πάνω στον κάκτο με τέτοια δύναμη, που του είχε πετάξει τα μάτια από τις κόγχες τους, κι όμως η ίδια δύναμη του είχε τεντώσει το στόμα σ' αυτό το χαμόγελο. Το χέρι του Κόλι τον έσφιγγε ακόμη πιο δυνατά, του έλιωνε τα δάχτυλα. «Σιγά», είπε ο Στιβ. «Κοντεύεις να μου σπάσεις τα...» Σταμάτησε, καθώς εκείνη τη στιγμή κοίταξε την ανατολική διακλάδωση του μονοπατιού, αυτή που υποτίθεται θα τους οδηγούσε στη λεωφόρο Αντερσον, όπου θα έβρισκαν βοήθεια. Συνέχιζε γύρω στα δέκα μέτρα ακόμη και μετά άνοιγε σαν το στόμιο ενός χωνιού σε έναν εφιαλτικό, ερημωμένο κόσμο. Το γεγονός ότι δεν είχε καμία ομοιότητα με το Οχάιο δεν έκανε εντύπωση
250
RICHARD BACH MAN
στον Στιβ, για τον απλό λόγο ότι δεν είχε καμία ομοιότητα με οποιοδήποτε τοπίο είχε δει ποτέ στη ζωή του. Ή και στα όνειρα του ακόμη. Μετά το τελευταίο - φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ό - πράσινο δέντρο απλωνόταν μια ασπρουδερή επίπεδη έκταση που έφτανε μέχρι έναν περίεργο ορίζοντα με οδοντωτές βουνοκορφές. Δεν υπήρχαν ούτε σκιάσεις ούτε αποχρώσεις ούτε πτυχώσεις ούτε προεξοχές ούτε κοιλάδες. Ή τ α ν κατάμαυρα βουνά, που θαρρείς και ήταν ζωγραφισμένα με κηρομπογιές από κάποιο παιδί. Το μονοπάτι δεν εξαφανιζόταν, αλλά φάρδαινε, γινόταν ένας δρόμος που θύμιζε καρτούν. Στα αριστερά υπήρχε ένας μισοθαμμένος τροχός από άμαξα. Πίσω της απλωνόταν μια πετρώδης χ α ρ ά δ ρ α γεμάτη σκιές. Στα δεξιά υπήρχε μια πινακίδα, μαύρα γράμματα πάνω σε ξύλο ξεθωριασμένο από τον ήλιο.
ΤΓΡ01 Π"0ΝΤ3Ρ°ΖΑ έλεγε. Πάνω στην πινακίδα υπήρχε ένα κρανίο αγελάδας εξίσου κακοσχηματισμένο με τους κάκτους. Πέρα από την πινακίδα, ο δρόμος πήγαινε κατευθείαν στον ορίζοντα με μια τεχνητή προοπτική που θύμισε στον Στιβ τα πόστερ της ταινίας Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου. Στον ουρανό, πάνω από τα βουνά, υπήρχαν ήδη αστέρια, αφύσικα αστέρια, πολύ μεγαλύτερα από τα κανονικά. Δεν τρεμόσβηναν έμοιαζαν να αναβοσβήνουν σαν φωτάκια από χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα ουρλιαχτά ακούστηκαν πάλι, αυτή τη φορά όχι τρίο ή κουαρτέτο αλλά ολόκληρη χορωδία. Ό χ ι από τους λόφους, στους πρόποδες των βουνών. Δεν υπήρχαν λόφοι. Μόνο μια επίπεδη λευκή έρημος, πράσινες πινελιές από κάκτους, ο δρόμος, η χαράδρα και στο βάθος η οδοντωτή οροσειρά. «Για όνομα του Θεού, τι είναι αυτό;» ψιθύρισε ο Κόλι.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
251
Πριν προλάβει να απαντήσει ο Στιβ -Μια εικόνα από παιδικό μυαλό, θα έλεγε, αν είχε την ευκαιρίαακοΰστηκε ένα σιγανό γρύλισμα από τη χ α ρ ά δ ρ α . Έ μ ο ι α ζ ε σχεδόν σαν δυνατή μηχανή βενζινακάτου που δουλεύει στο ρελαντί. Μετά, δύο πράσινα μάτια άνοιξαν μέσα στις σκιές και ο Στιβ έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας το στόμα του να στεγνοόνει. Σήκωσε το Μόσμπεργκ, αλλά τα χέρια του ήταν σαν ξύλινα και το όπλο φαινόταν μικροσκοπικό, άχρηστο. Τα μάτια (αιωρούνταν σαν μάτια θηρίου μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο, σε κάποιο κόμικς) ήταν τεράστια, σαν μπάλες ποδοσφαίρου, και δεν ήθελε να δει πόσο μεγάλο ήταν το ζώο στο οποίο ανήκαν. «Μπορούμε να το σκοτώσουμε;» ρώτησε. «Αν μας επιτεθεί, μπορούμε...» «Κοίτα γύρα) σου!» τον έκοψε ο Κόλι. «Κοίτα τι συμβαίνει!» Ο Στιβ κοίταξε. Ο πράσινος κόσμος υποχωρούσε και η έρημος εξαπλωνόταν. Η πρασινάδα κάτω από τα πόδια τονς χλόμιαζε πρώτα, λες και κάτι της ρουφούσε όλους τους χυμούς, και μετά εξαφανιζόταν τελείως, ενώ το σκούρο, υγρό χώμα στέγνωνε και γινόταν κοκκώδες. Ό χ ι , αυτά τα πράγματα δεν ήταν κόκκοι χώματος, ήταν χάντρες. Το χώμα έδινε τη θέση του σ' αυτές τις αλλόκοτες, στρογγυλές χάντρες. Στα δεξιά του, ένα από τα καχεκτικά δέντρα χόντρυνε ξαφνικά. Η αλλαγή συνοδεύτηκε από έναν ήχο σαν αυτόν που βγαίνει όταν βάλεις το δάχτυλο στο στόμα σου και μετά το βγάλεις απότομα. Ο λευκωπός κορμός του δέντρου έγινε πράσινος και έβγαλε αγκάθια. Τα κλαδιά ενώθηκαν και έγιναν κλαδιά κάκτου, ενώ το πράσινο χρώμα των φύλλων απλώθηκε σε όλο το δέντρο. «Ξέρεις, νομίζω ότι είναι ώρα να πάρουμε δρόμο από δω», είπε ο Κόλι. Ο Στιβ δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει- μίλησε με τα πόδια του. Την επόμενη στιγμή έτρεχαν και οι δύο προς το μέρος από όπου είχαν έρθει. Στην αρχή, ο Στιβ σκεφτόταν
252
RICHARD BACH MAN
μόνο να μην του μπει στο μάτι κανένα κλαδί, να μην πέσει πάνω σε κανέναν αγκαθωτό θάμνο και να μην προσπεράσει το σημείο όπου ήταν οι πεταμένες μπαταρίες, όπου έπρεπε να στρίψουν δυτικά για να γυρίσουν στο σπίτι του Μπίλινγκσλι. Μετά όμως άκουσε πάλι εκείνο το γρΰλισμα και τα ξέχασε όλα. Ή τ α ν κοντά. Το πλάσμα με τα πράσινα μάτια τους ακολουθούσε. Τι τους ακολουθούσε -τονς κννηγονσε. Και άρχιζε να τους πλησιάζει.
2
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ο Πίτερ Τζάκσον γύρισε αργά το κεφάλι του προς εκείνη την κατεύθυνση. Κατάλαβε (στο βαθμό που μπορούσε ακόμη να καταλάβει οτιδήποτε) ότι στεκόταν στην άκρη της πίσω αυλής του και κοίταζε (στο βαθμό που μπορούσε ακόμη να κοιτάξει κάτι) το τραπέζι. Πάνω του υπήρχε μια στοίβα βιβλία και περιοδικά, τα περισσότερα γεμάτα με ροζ σελιδοδείκτες. Δούλευε ένα άρθρο με τίτλο «Ο Τζέιμς Ντίκι και η Νέα Νότια Πραγματικότητα», απολαμβάνοντας τη σκέψη ότι θα προκαλούσε μεγάλη διαμάχη σε ορισμένους μουχλιασμένους ακαδημαϊκούς κύκλους. Μπορεί να τον καλούσαν άλλα κολέγια σε ανοιχτές συζητήσεις! Θα ταξίδευε με όλα τα έξοδα πληρωμένα! (Μέσα σε λογικά πλαίσια, φυσικά). Πόσο το ήθελε αυτό, πόσες φορές το είχε ονειρευτεί! Τώρα όλα φάνταζαν μακρινά και ασήμαντα. Ό π ω ς και ο πυροβολισμός στο δάσος και το ουρλιαχτό που τον ακολούθησε και οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν μετά το ουρλιαχτό. Ακόμη και τα γρυλίσματα -σαν να είχε ξεφύγει καμιά τίγρη από ζωολογικό κήπο και να κρυβόταν στην πράσινη ζώνη, πίσω από τα σπίτια- του φαίνονταν μακρινά και ασήμαντα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν... ήταν... «Να βρω το φίλο μου», είπε. «Να πάω στη διακλάδωση του μονοπατιού και να καθίσω μαζί με το φίλο μου. Καλύτερα να ξεκινάω».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
253
Διέσχισε διαγώνια την αυλή, χτυπώντας την άκρη του τραπεζιού με το γοφό του καθώς περνούσε. Έ ν α τεύχος της Ποιητικής Ανθολογίας της Τζόρτζια και κάμποσα βιβλία από τη στοίβα έπεσαν κάτω. Ο Πίτερ δεν τους έδωσε σημασία. Το μισότυφλο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην πράσινη ζώνη πίσω από τα σπίτια, στη\ ανατολική πλευρά της οδού Πόπλαρ. Το ισόβιο - σ χ ε δ ό ν - ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνική έρευνα και τις υποσημειώσεις τον είχε εγκαταλείψει.
3 OtQV συνέβη, η Τζαν δε μιλούσε ακριβώς για τον Ρέι Σόουμς. Αναρωτιόταν γιατί ο Θεός έφτιαξε έτσι τον κόσμο που να θέλεις να σε φιλάει και να σε χαϊδεύει ένας άντρας ο οποίος συχνά -τι συχνά, συνήθως- είχε βρόμικους αστραγάλους και λουζόταν το πολύ τέσσερις φορές το μήνα. Τους καλούς μήνες, δηλαδή. Που σημαίνει ότι μιλούσε πάλι για τον Ρέι, απλώς χωρίς να αναφέρει ονόματα. Και για πρώτη φορά από τότε που πρωτοβρέθηκε εδώ, που κατέφυγε εδώ, η Όντρεϊ ένιωσε κάποια ίχνη ανυπομονησίας, κάποια ενόχληση με τη φίλη της. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της με τη μονομανία της Τζαν. Η Ό ν τ ρ ε ϊ στεκόταν στην είσοδο του περιπτέρου και κοίταζε το λιβάδι προς το βράχο, ακούγοντας το βόμβο των μελισσών. Αναρωτιόταν τι έκανε εδώ. Υπήρχαν άνθρωποι που χρειάζονταν βοήθεια, άνθρωποι που τους γνώριζε και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τους συμπαθούσε. Έ ν α κομμάτι του εαυτού της -πολύ πειστικό κομμάτι, μάλιστα- προσπαθούσε να την κάνει να πιστέψει ότι όλοι αυτοί δεν είχαν σημασία, ότι βρίσκονταν εξακόσια πενήντα χιλιόμετρα δυτικά από εδώ και δεκατέσσερα χρόνια στο μέλλον, μόνο που αυτό, όσο πειστικό κι αν ακουγόταν, ήταν ψέμα. Αυτό το μέρος ήταν η ψευδαίσθηση. Αντό το μέρος ήταν το ψέμα.
254
RICHARD BACH MAN
Ό μ ω ς πρέπει να είμαι εδώ, σκέφτηκε. Πρέπει, οπωσδήποτε. Μπορεί, αλλά η σχέση αγάπης-μίσους της Τζάνις με τον Ρέι Σόουμς ξαφνικά είχε γίνει βαρετή σε αφόρητο βαθμό. Έ ν ι ω θ ε τη διάθεση να κάνει μεταβολή και να της πει, Τότε σταμάτα τις κλάψες και χώρισε τον. Είσαι νέα, είσαι όμορφη, έχεις ωραίο σώμα. Σίγουρα θα μπορείς να βρεις κάποιον με λουσμένα μαλλιά και καθαρή αναπνοή για να σε ξύνει εκεί που σε τρώει. Αν έλεγε κάτι τόσο απαίσιο στην Τζαν, ήταν σίγουρο ότι θα έχανε αυτό το καταφύγιο, όπως ο Αδάμ και η Εύα διώχτηκαν από τον Κήπο της Εδέμ επειδή έφαγαν λάθος μήλο. Αυτό όμως δεν άλλαζε τα συναισθήματά της. Και αν κατάφερνε να κρατήσει το στόμα της κλειστό για τη μονομανία της Τζαν, τι θα γινόταν μετά; Η Τζαν θα της έλεγε για εκατοστή πεντηκοστή φορά ότι ο Πολ ήταν βέβαια ο πιο όμορφος από τους Μπιτλς, αλλά ο μόνος με τον οποίο θα σκεφτόταν σοβαρά να κάνει έρωτα ήταν ο Τζον. Λες και οι Μπιτλς δεν είχαν διαλυθεί ποτέ, λες και ο Τζον δεν είχε πεθάνει. Τότε, πριν προλάβει να πει ή να κάνει τίποτα, ένας νέος ήχος εισέβαλε σ' αυτό το ήρεμο μέρος όπου συνήθως ακουγόταν μόνο ο βόμβος των μελισσών, τα τζιτζίκια στα χορτάρια και οι μουρμουριστές φωνές των δύο γυναικών. Ή τ α ν ένα κουδούνισμα, απαλό αλλά απαιτητικό, σαν το κουδούνι μιας γριάς δασκάλας που καλεί τα παιδιά να γυρίσουν από το διάλειμμα στις τάξεις τους. Γύρισε, συνειδητοποιώντας ότι η φωνή της Τζαν είχε σταματήσει. Ή τ α ν φυσικό, η Τζαν είχε χαθεί. Και πάνω στο τραπέζι, με τα σκαλισμένα αρχικά που άρχιζαν σχεδόν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το τηλέφωνο του Τακ χτυπούσε. Για πρώτη φορά σε όλες τις επισκέψεις της εδο3 το τηλέφωνο του Τακ χτυπούσε. Το πλησίασε αργά - τ ρ ί α βήματα χρειάστηκε μόνοκαι το κοίταξε, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Έ ν α μέρος του εαυτού της της φώναζε να μην το σηκώ-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
255
σει, αφοΰ ήξερε από την αρχή τι σήμαινε το κουδούνισμα του τηλεφώνου: ότι ο δαίμονας του Σηθ την είχε βρει. Αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Τρέξε, της είπε παγερά μια φωνή (ίσιος η φωνή του δικού της δαίμονα). Βάλ' το στα πόδια και βγες απ' αυτό τον κόσμο, Όντρεϊ. Κατέβα το λόφο, σκορπίζοντας τις πεταλούδες μπροστά σου, πε'ρνα το βράχο και βγες στο δρόμο από την άλλη μεριά. Πηγαίνει στο Νιου Παλτζ αυτός ο δρόμος και δεν έχει σημασία αν χρειαστεί να περπατήσεις όλη μέρα για να φτάσεις εκεί και αν βγάλεις φουσκάλες στα πόδια σου. Το Νιου Παλτζ είναι μια πόλη με κολέγια και κάπου στον κεντρικό δρόμο θα υπάρχει κάποιο μαγαζί με την ταμπέλα ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΣΕΡΒΙΤΟΡΑ. Μπορείς να πιάσεις δουλειά εκεί. Εμπρός, πήγαινε. Είσαι νέα πάλι, λίγο πάνω από τα είκοσι, είσαι υγιής, είσαι όμορφη και ο εφιάλτης δεν έχει συμβεί ακόμη. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει αυτό... Μπορούσε; Σε τελική ανάλυση, όλα αυτά γύρω της δεν ήταν πραγματικά. Ή τ α ν απλώς ένα καταφύγιο μέσα στο νου της. Ντριν, ντριν, ντριν. Απαλό κουδούνισμα αλλά απαιτητικό. Σήκωσε με, έλεγε. Σήκωσέ με, Όντρεϊ. Σήκωσε με. Πρέπει να πάμε στην Ποντερόζα κι αυτή τη φορά εσύ δεν πρόκειται να γυρίσεις πίσω. Ντριν, ντριν, ντριν. Έσκυψε ξαφνικά και ακούμπησε τα χέρια της δεξιά κι αριστερά από το μικρό κόκκινο τηλέφωνο. Ένιωσε το στεγνό ξύλο κάτω από τις παλάμες της, τα σχήματα των σκαλισμένων αρχικών κάτω από τα δάχτυλα της και κατάλαβε ότι, αν σ' αυτό τον κόσμο τής χωνόταν μια ακίδα από το τραπέζι στο δάχτυλο, θα αιμορραγούσε όταν γύριζε στον άλλο. Γιατί αυτός ο κόσμος ήταν πραγματικός και ήξερε τώρα ποιος τον είχε δημιουργήσει. Ο Σηθ της είχε φτιάξει αυτό το καταφύγιο· ξαφνικά ήταν εντελώς σίγουρη γι' αυτό. Το είχε δημιουργήσει από τις καλύτερες αναμνήσεις της και τα πιο γλυκά της όνειρα, της είχε προσφέρει ένα μέρος για να πηγαίνει όταν την απειλούσε η
RICHARD BACH MAN
256
τρέλα* και αν η φαντασίωση είχε αρχίσει να φθείρεται κάπως, σαν ένα χαλί που αρχίζει να λιώνει εκεί όπου πατιέται περισσότερο, δεν έφταιγε ο Σηθ γι' αυτό. Και δεν μποροΰσε να τον αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνος του. Δε θα τον άφηνε. Άρπαξε το ακουστικό. Ή τ α ν υπερβολικά μικρό, παιδικό μέγεθος, αλλά δεν το πρόσεξε αυτό. «Μην του κάνεις κακό!» φώναξε. «Μην του κάνεις κακό, τέρας! Αν θέλεις να βλάψεις κάποιον, βλάψε εμένα...» «Θεία Όντρεϊ!» Ή τ α ν σίγουρα η φωνή του Σηθ αλλά αλλαγμένη. Δεν υπήρχαν κομπιάσματα, ψάξιμο για λέξεις ούτε ακαταλαβίστικοι, άναρθροι ήχοι. Μια φωνή που ακουγόταν τρομαγμένη αλλά όχι πανικόβλητη. Ό χ ι ακόμη, τουλάχιστον. «Θεία Όντρεϊ, άκουσέ με!» «Σε ακούω! Πες μου!» «Γύρνα πίσω! Μπορείς να φύγεις από το σπίτι τώρα! Μπορείς να το σκάσεις! Ο Τακ είναι στο δάσος... Αλλά τα Πάουερ Βάγκον θα ξανάρθουν σε λίγο! Πρέπει να φύγεις πριν έρθουν!» «Κι εσύ;» «Μην ανησυχείς για μένα», είπε η φωνή και η Όντρεϊ αισθάνθηκε το ψέμα σ' αυτή την απάντηση. Ή , τουλάχιστον, την αβεβαιότητα. «Πρέπει να πας στους άλλους. Αλλά πριν φύγεις...» Της εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει και η Ό ν τ ρ ε ϊ ένιωσε την παράλογη τάση να βάλει τα γέλια. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί μόνη της; Ή τ α ν τόσο απλό! Αλλά... «Μπορείς να το κρύψεις από τον Τακ;» τον ρώτησε. «Ναι. Αλλά πρέπει να βιαστείς!» «Τι θα κάνουμε; Ακόμη κι αν πάω στους άλλους, τι μπορούμε να κάνουμε;...» «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα, δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη, θεία Ό ν τ ρ ε ϊ ! Γύρνα πίσω τώρα, έχε μου εμπιστοσύνη! Γύρνα πίσω! ΓΥΡΝΑ
ΠΙΣΩ!»
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
257
Αυτό το τελευταίο ουρλιαχτό ήταν τόσο δυνατό, που η Όντρεϊ τράβηξε το ακουστικό από το αυτί της κι έκανε ένα βήμα πίσω. Ακολούθησε μια στιγμή απόλυτου ιλίγγου και αποπροσανατολισμού καθώς έπεφτε και, αμέσως μετά, το κεφάλι της χτύπησε στο πάτωμα. Ευτυχώς, στο σημείο εκείνο υπήρχε το χαλί, αλλά το τράνταγμα έκανε το οπτικό της πεδίο να γεμίσει με φωτεινές βούλες για μερικές στιγμές. Ανακάθισε και της ήρθε αμέσως στα ρουθούνια η μυρωδιά από μπαγιάτικο λίπος χάμπουργκερ και κλεισούρα. Το σπίτι δεν είχε καθαριστεί ούτε είχε αεριστεί καλά εδώ και ένα χρόνο, μπορεί και παραπάνω. Κοίταξε πρώτα την πολυθρόνα από όπου είχε πέσει, μετά το τηλέφωνο που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Φαίνεται ότι τη στιγμή που σήκωνε το τηλέφωνο του Τακ στο όνειρο είχε σηκώσει ταυτόχρονα και το πραγματικό που ήταν στο τραπεζάκι δίπλα της. Μόνο που αυτό δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν φαντασίωση. Έ φ ε ρ ε το τηλέφωνο στο αυτί της (αυτό το ακουστικό ήταν μαύρο και είχε κανονικό μέγεθος) και αφουγκράστηκε. Τίποτα, φυσικά. Ό λ α τα άλλα σπίτια δεν είχαν ρεύμα, εδώ όμως υπήρχε, γιατί ο Τακ ήθελε να βλέπει τηλεόραση. Τα τηλέφωνα όμως τα είχε κόψει παντού. Η Όντρεϊ σηκώθηκε και κοίταξε το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο. Ή ξ ε ρ ε τι θα έβλεπε αν πλησίαζε και κοίταζε μέσα: τον Σηθ σε ύπνωση και τον Τακ να έχει φύγει εντελώς. Αυτή τη φορά όμως ο Τακ δεν είχε χαθεί μέσα στην ταινία που έπαιζε η τηλεόραση -ή, τουλάχιστον, όχι ακριβώς. Άκουσε κραυγές και έναν πυροβολισμό από απέναντι και της ήρθε στο νου μια φράση από τη Γένεση, εκεί που λέει ότι το πνεύμα του Θεού κινείται πάνω στην επιφάνεια των υδάτων. Είχε την υποψία ότι το πνεύμα του Τακ βρισκόταν επίσης σε κίνηση, έκανε ρυθμίσεις και χειρισμούς και, αν προσπαθούσε να το σκάσει, μάλλον θα τα κατάφερνε. Αλλά, αν έφτανε στους άλλους και τους έλεγε όσα ήξερε και αν την πίστευαν, τι θα μπορούσαν να κάνουν για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη μέσα στον οποίο
258
RICHARD BACH MAN
ήταν παγιδευμένοι; Και τι μπορεί να πάθαινε ο Σηθ αν αυτοί κατάφερναν να γλιτώσουν από τον Τακ; Μου είπε να φύγω, σκέφτηκε. Πρέπει να του έχω εμπιστοσύνη. Πρώτα όμως... Πριν φΰγει, έπρεπε να κάνει αυτό που της είχε πει ο Σηθ. Κάτι τόσο απλό, που μπορεί όμως να έλυνε πολλά προβλήματα. Ό λ α τους τα προβλήματα, αν ήταν τυχεροί. Η Ό ν τ ρ ε ϊ έτρεξε στην κουζίνα, αγνοώντας τις φωνές και τις κραυγές που άκουγε από την άλλη μεριά του δρόμου. Τώρα που είχε πάρει την απόφασή της, ένιωθε μια πιεστική ανάγκη να βιαστεί, να κάνει αυτό που της ζήτησε ο Σηθ, πριν τελειώσει ο Τακ «τις δουλειές του» και στρέψει πάλι την προσοχή τον πάνω της. Και πριν ξαναστείλει το συνταγματάρχη Χένρι και τους φίλους του.
4
Όταν συμβαίνει μια αναποδιά, γίνεται με θεαματική ταχύτητα. Ο Τζόνι αναρωτιόταν αργότερα πόσο έφταιγε ο ίδιος - έ κ α ν ε αυτή την ερώτηση ξανά και ξ α ν ά - και ποτέ δεν κατέληγε σε μια ξεκάθαρη απάντηση. Σίγουρα σε κάποια στιγμή είχε περισπαστεί η προσοχή του, αλλά αυτό είχε γίνει πριν ξεσπάσει το χάος. Είχε ακολουθήσει τους διδύμους, διασχίζοντας το δάσος προς το μονοπάτι, και είχε αφαιρεθεί σιγά σιγά, γιατί τα παιδιά προχωρούσαν με μια αφόρητη βραδύτητα, προσπαθώντας να μην κουνήσουν το παραμικρό φύλλο και να μη σπάσουν ούτε ένα κλαδί. Κανείς τους δε φανταζόταν ότι δεν ήταν μόνοι στην πράσινη ζώνη. Ό τ α ν ξεκίνησαν ο Τζόνι και οι δίδυμοι, ο Κόλι και ο Στιβ ήταν ήδη στο μονοπάτι, πολύ πιο μπροστά από αυτούς, και προχωρούσαν αθόρυβα προς τα νότια. Ο Τζόνι είχε θυμηθεί πάλι τη φρίκη του Μπιλ Χάρις όταν τον επισκέφτηκε το 1990 και είδε την οδό Πόπλαρ.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
259
Στην αρχή ο Μπιλ του είπε ότι δεν μπορεί να μιλάει σοβαρά, μετά, βλέποντας ότι μιλούσε όντως σοβαρά, τον ρώτησε τι τρέχει. Και ο Τζόνι Μάρινβιλ, που τώρα έγραφε για τις περιπέτειες ενός γάτου που είχε πάντα μαζί του το ειδικό κουτάκι για τα δακτυλικά αποτυπώματα, του είχε απαντήσει: Εκείνο πον τρέχει είναι ότι δε θέλω να πεθάνω ακόμη κι αντό σημαίνει ότι πρέπει να κάνω κάποιες διορθώσεις στον εαντό μον. Να φτιάξω ένα δεύτερο δοκίμιο τον Τζόνι Μάρινβιλ, αν θέλεις. Και μπορώ να το κάνω. Επειδή έχω την επιθυμία, πον είναι σημαντικό, και επειδή έχω τα μέσα, που είναι ζωτικό. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι μια άλλη μορφή της δουλειάς μον. Ξαναγράφω τη ζωή μον. Αναδιαμορφώνω τη ζωή μου. Εκείνη που του είχε δώσει αυτή την τελευταία ευκαιρία ήταν η Τέρι, η πρώτη του γυναίκα, αν και δεν το είχε πει αυτό στον Μπιλ. Ο Μπιλ δεν ήξερε καν ότι, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στα οποία η μοναδική επικοινωνία του με την Τέρι γινόταν μέσω δικηγόρων, σιγά σιγά ο Τζόνι και η πρώην Τερέζα Μάρινβιλ είχαν αρχίσει έναν επιφυλακτικό διάλογο, μερικές φορές με γράμματα, κυρίως όμως από τηλεφώνου. Αυτή η επαφή είχε αυξηθεί από το 1988 και μετά, όταν ο Τζόνι κατάφερε τελικά να κόψει το ποτό και τα ναρκιοτικά - γ ι α πάντα, ήλπιζε. Όμως κάτι εξακολουθούσε να μην πηγαίνει καλά στη ζωή του και κάποια στιγμή, την άνοιξη του 1989, είχε πει από το τηλέφωνο στην πρώην γυναίκα του, την οποία κάποτε είχε προσπαθήσει να μαχαιρώσει με το μαχαίρι για το βούτυρο, ότι η νέα νηφάλια ζωή του του φαινόταν άσκοπη και ότι δεν είχε πια κανένα στόχο. Δεν μπορούσε, της είπε, να φανταστεί τον εαυτό του να γράφει άλλο μυθιστόρημα. Αυτή η φωτιά είχε σβήσει και δεν του έλειπε καθόλου εκείνη η παλιά αίσθηση, όταν ξυπνούσε το πρωί και την ένιωθε να του καίει τα σωθικά... Αυτό είχε τελειώσει οριστικά. Και μπορούσε να το δεχτεί. Εκείνο που δεν μπορούσε να δεχτεί ήταν ότι η παλιά ζωή του, ένα μέρος της οποίας ήταν και τα μυθιστορήματά του, υπήρχε ακόμη παντού γύρω του, του ψιθύριζε από τις γωνίες και
260
RICHARD BACH MAN
του μουρμούριζε από την παλιά γραφομηχανή IBM κάθε φορά που την άναβε. Είμαι αυτό που ήσουν, του έλεγε ο βόμβος της γραφομηχανής, και αυτό που θα είσαι πάντα. Και αυτό δεν αφορά την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου, δεν αφορά καν το εγώ σου, αλλά μόνο τα χαρακτηριστικά που ήταν τυπωμένα στα γονίδιά σου από την αρχή. Τρέξε στην άκρη της γης και πιάσε δωμάτιο στο τελευταίο ξενοδοχείο και πήγαινε στο τέλος του τελευταίου διαδρόμου και όταν ανοίξεις την πόρτα που υπάρχει εκεί θα με βρεις να κάθομαι στο τραπέζι μέσα στο δωμάτιο, να βγάζω αυτό το ίδιο βουητό που το άκουγες τόσα πρωινά, με το κεφάλι σου να πονάει από τις χτεσινοβραδινές καταχρήσεις, και θα υπάρχει μια μπίρα Κουρς δίπλα στις σημειώσεις σου και ένα γραμμάριο κόκα στο πάνω αριστερό συρτάρι, γιατί τελικά αυτό είσαι και τίποτε παραπάνω. Ό π ω ς είπε κάποιος σοφός κάποτε, δεν υπάρχει βαρύτητα* απλώς η γη ρουφάει. «Θα 'πρεπε να ξεθάψεις εκείνο το παιδικό βιβλίο», του είχε πει η Τέρι, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Ποιο παιδικό βιβλίο; Δεν έχω γράψει ποτέ...» «Δε θυμάσαι τον Πατ, τον Γατούλη-Ντετέκτιβ;» Χρειάστηκε μερικές στιγμές, αλλά τον θυμήθηκε. «Τέρι, αυτή ήταν μια ιστοριούλα που έφτιαξα για το γιο της αδερφής σου, ένα βράδυ που δεν έλεγε να το βουλώσει ο μικρός και άρχισα να φοβάμαι ότι η αδερφή σου θα πάθαινε νευρικό κλονισμό...» «Ναι, αλλά σου άρεσε αρκετά ώστε μετά να τη γράψεις κάπου, έτσι δεν είναι;» «Δε θυμάμαι», της είπε, αν και θυμόταν. «Θυμάσαι. Την έγραψες και αυτό σημαίνει ότι θα την έχεις ακόμη κάπου, γιατί δεν πετάς ποτέ τίποτα. Πάντα σε υποψιαζόμουν ότι φυλάς ακόμη και τις κουράδες σου. Σε κανένα κουτί, ίσως, για δόλωμα στο ψάρεμα». «Θα ήταν καλές για δόλωμα», της απάντησε. Μέσα του όμως αναρωτιόταν πού να είναι εκείνο το διήγημα -οχτώ ή εννιά χειρόγραφες σελίδες. Στη Συλλογή Μάρινβιλ στο Φόρντχαμ; Ίσως. Στο σπίτι στο Κονέκτικατ όπου ζούσε
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
261
κάποτε με την Τέρι, το σπίτι όπου ζούσε τώρα μόνο η γυναίκα του και από το οποίο του μιλούσε εκείνη τη στιγμή; Πολύ πιθανό. Την εποχή που έγινε αυτή η συζήτηση, το σπίτι αυτό απείχε λιγότερο από δεκαπέντε χιλιόμετρα από το δικό του. «Πρέπει να βρεις την ιστορία», είπε η Τέρι. « Ή τ α ν καλή. Την έγραψες μια εποχή που ήσουν καλός, χωρίς να το επιδιώκεις». Μια παύση. «Μ? ακούς;» «Ναι». «Όταν σου λέω κάτι που δε σ' αρέσει το καταλαβαίνω αμέσως», του είπε, «γιατί είναι η μόνη περίπτωση που κλείνεις και λίγο το στόμα σου. Και κάνεις μούτρα». «Δεν κάνω μούτρα». «Κάνεις και παρακάνεις». Και μετά του είπε κάτι που μπορεί να ήταν το σημαντικότερο από όλα. Επειδή η πρώην γυναίκα του είχε θυμηθεί μια ιστορία που είχε φτιάξει κάποτε για να καταφέρει τον κακομαθημένο ανιψιό της να πάει για ύπνο, ο Τζόνι είχε εισπράξει πάνω από είκοσι εκατομμύρια δολάρια σε δικαιώματα και εκατομμύρια βιβλία με τις ανόητες περιπέτειες του Πατ είχαν πουληθεί σε όλο τον κόσμο, αλλά το επόμενο πράγμα που του είπε ήταν σημαντικότερο από όλα τα λεφτά και τα βιβλία. Μάλλον πρέπει να του είχε μιλήσει με το συνηθισμένο ήρεμο τόνο της, αλλά τα λόγια της είχαν χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά του, σαν να άκουγε την Πυθία να του απαγγέλλει ένα χρησμό στους Δελφούς. «Πρέπει να γυρίσεις πίσω», του είχε πει η γυναίκα που τώρα ονομαζόταν Τέρι Άλβεϊ. «Ε;» τη ρώτησε όταν ξαναβρήκε την ανάσα του. Δεν ήθελε να καταλάβει η Τέρι πόσο τον είχαν συγκλονίσει τα λόγια της. Δεν ήθελε να ξέρει η πρώην γυναίκα του ότι είχε ακόμη τέτοια δύναμη πάνω του ύστερα από τόσα χρόνια. «Τι θα πει αυτό;» «Να γυρίσεις πίσω στην εποχή που ένιωθες καλά. Στην εποχή που ήσουν καλά. Τον θυμάμαι αυτό τον Τζόνι. Ή τ α ν εντάξει. Ό χ ι τέλειος αλλά εντάξει».
262
RICHARD BACH MAN
«Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις πίσω στα παλιά, Τέρι. Πρε'πει να ήσουν άρρωστη όταν κάνατε τον Τομας Γουλφ στο κολε'γιο». «Άσε τις εξυπνάδες, γνωριζόμαστε πολΰ καιρό τώρα για να μου παίζεις δικολαβικά παιχνίδια. Γεννήθηκες στο Κονέκτικατ, μεγάλωσες στο Κονέκτικατ, πε'τυχες στο Κονέκτικατ και έγινες ένας μεθυσμένος ναρκομανής στο Κονέκτικατ. Δε σου είπα να γυρίσεις στα παλιά, σου είπα να αφήσεις τα παλιά». «Αυτό δεν είναι επιστροφή, είναι αυτό που στους Ανώνυμους Αλκοολικούς ονομάζουν γεωγραφική θεραπεία. Και δεν έχει αποτέλεσμα». «Πρέπει να γυρίσεις πίσω μέσα στο μυαλό σου», του απάντησε υπομονετικά, σαν να μιλούσε σε παιδί. «Και το σώμα σου χρειάζεται να περπατήσει σε νέο έδαφος, νομίζω. Άλλωστε, δεν πίνεις πια. Ούτε παίρνεις ναρκωτικά». Μια μικρή παύση. « Έ τ σ ι δεν είναι;» «Όχι», της απάντησε. «Τα έκοψα όλα εκτός από την ηρωίνη». «Χα-χα, πολύ αστείο. Δεν έπαιρνες ποτέ ηρωίνη». «Πού θα πρότεινες να πάω;» «Στο μέρος που θα σκεφτόσουν τελευταίο ότι θα μπορούσες να πας», του απάντησε χωρίς δισταγμό. «Το πιο απίθανο μέρος στη γη. Δεν έχει σημασία αν θα είναι το Άκρον του Οχάιο ή το Αφγανιστάν». Εκείνο το τηλεφώνημα έκανε την Τέρι πλούσια, γιατί είχε μοιραστεί τα δικαιώματα των παιδικών βιβλίων μαζί της, μισά μισά. Και εκείνο το τηλεφώνημα τον οδήγησε εδώ. Ό χ ι στο Άκρον αλλά στο Γουέντγουορθ του Οχάιο. Έ ν α μέρος όπου δεν είχε ξανάρθει ποτέ. Είχε διαλέξει την περιοχή, κλείνοντας τα μάτια και καρφώνοντας μια καρφίτσα σε ένα χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε αποδειχτεί ότι η Τέρι είχε δίκιο, ανεξάρτητα από το φρικάρισμα του Μπιλ Χάρις. Αρχικά πίστευε ότι θα έμενε εδώ για λίγο, μέχρι να σταθεί στα πόδια του, μετά όμως... Χαμένος μέσα στην ονειροπόλησή του, έπεσε πάνω στον Τζιμ Ριντ. Τα παιδιά είχαν σταματήσει. Ο Τζιμ
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
263
είχε σηκώσει το πιστόλι και σημάδευε προς το μονοπάτι, με το πρόσωπο χλομό και σκυθρωπό. «Τι είναι...» άρχισε να λε'ει ο Τζόνι, αλλά ο Ντέιβ Ριντ του έκλεισε το στόμα με το χέρι.
5
Ακούσιηκε ένας πυροβολισμός, μετά μια κραυγή. Θα 'λεγε κανείς ότι η κραυγή ήταν σινιάλο. Η Μαριέλ Σόντερσον άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της, τέντωσε την πλάτη της, έβγαλε έναν αργόσυρτο βαθΰ ήχο που μπορεί να ήταν και λέξεις και μετά άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Τα πόδια της χτυπούσαν στο πάτωμα. «Γιατρέ!» φώναξε η Σύνθια, τρέχοντας κοντά της. «Γιατρέ!» Ο Γκάρι ήρθε πρώτος. Έ φ τ α σ ε παραπατώντας στο κατώφλι της κουζίνας και θα είχε πέσει με το γόνατο πάνω στην κοιλιά της γυναίκας του, αν δεν προλάβαινε η Σύνθια να τον σπρώξει π ίσιο. Γύρω του πλανιόταν η γλυκερή μυρωδιά του σέρι. «Τι έ'ινε;» ρίότησε ο Γκάρι, «Τι έ'ει η 'υναίκα μου;» Η Μαριέλ άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά. Κάποια στιγμή χτύπησε τον τοίχο και από το τράνταγμα η φωτογραφία της Νταίζης, του σκύλου που μετρούσε και έκανε προσθέσεις, έπεσε από τη θέση της πάνω στο στήθος της Μαριέλ. Ευτυχώς δεν έσπασε το τζάμι. Η Σύνθια την άρπαξε και την πέταξε μακριά. Γυρίζοντας, είδε ότι η γάζα στο σημείο όπου είχε κοπεί το χέρι της γυναίκας είχε κοκκινίσει. Τα ράμματα -μερικά τουλάχιστον- είχαν κοπεί. «Γιατρέ!» ούρλιαξε. Ο Μπίλινγκσλι ήρθε τρέχοντας από την εξώπορτα όπου στεκόταν ακόμη και κοίταζε έξω, σχεδόν υπνωτισμένος από τις αλλαγές που συνέβαιναν ακόμη. Από την πράσινη ζώνη ακούγονταν γρυλίσματα, ουρλιαχτά,
264
RICHARD BACH MAN
πυροβολισμοί. Τουλάχιστον δΰο. Ο Γκάρι κοίταξε προς αυτή την κατεύθυνση, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του σαν κουκουβάγια. «Τι έ'ινε;» ρώτησε πάλι. Η Μαριέλ σταμάτησε να τρέμει. Τα δάχτυλά της κουνήθηκαν σαν να προσπαθούσε να τα κροταλίσει, μετά σταμάτησε κι αυτή η κίνηση. Τα μάτια της κοίταζαν το ταβάνι χωρίς να βλέπουν. Έ ν α δάκρυ κύλησε από την άκρη του αριστερού της ματιού. Ο Μπίλινγκσλι έπιασε τον καρπό της και έψαξε για το σφυγμό. Ταυτόχρονα κοίταζε τη Σύνθια με μια απεγνωσμένη ένταση. «Ξέρεις», είπε, «αν συνεχίσεις να δουλεύεις στην παλιά σου δουλειά, θα πρέπει να ντυθείς καμπαρετζού εποχής γουέστερν. Το Στοπ24 έχει μετατραπεί σε σαλούν. Λέγεται Λέιντι Ντέι». «Πέθανε;» ρώτησε η Σύνθια. «Ναι», απάντησε ο Μπίλινγκσλι, αφήνοντας το χέρι της Μαριέλ. «Είχε χάσει κάθε ελπίδα εδώ και δεκαπέντε λεπτά. Η γυναίκα χρειαζόταν εντατική μονάδα νοσοκομείου, όχι ένα γέρο κτηνίατρο με τρεμάμενα χέρια». Κι άλλα ουρλιαχτά. Φωνές. Κάποιος φώναζε στην πράσινη ζώνη, έκλαιγε και φώναζε: « Έ π ρ ε π ε να τον σταματήσεις, έπρεπε να τον σταματήσεις». Και ξαφνικά η Σύνθια αισθάνθηκε με βεβαιότητα ένα πράγμα: ο Στιβ, ο τύπος που τον είχε συμπαθήσει ήδη, ήταν νεκρός. Οι δολοφόνοι τους περίμεναν στην πράσινη ζώνη και τον είχαν σκοτώσει. «Τι έ'ινε;» ρώτησε ο Γκάρι για τρίτη φορά. Δεν του απάντησαν. Ή τ α ν εκεί, γονατισμένος στο κατώφλι της κουζίνας, δίπλα στη γυναίκα του, όταν ο Μπίλινγκσλι είπε ότι η Μαριέλ ήταν νεκρή, αλλά ο Γκάρι δε συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί παρά μόνο όταν ο κτηνίατρος έβγαλε ένα καφέ κάλυμμα από τον καναπέ του και τη σκέπασε. Τότε ο Γκάρι κατάλαβε, ανεξάρτητα από το μεθύσι του. Άρχισε να τρέμει. Έ ψ α ξ ε κάτω από το κάλυμμα, βρήκε το χέρι της γυναίκας του, το τράβηξε έξω και το φίλησε. Μετά το κόλλησε στο μάγουλο του κι άρχισε να κλαίει.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΓΓΕς
265
β
Ό ί α ν Ο Τ ζ ι μ P l V l ε ί δ ε σιλουέτες να έρχονται τρέχοντας καταπάνω του, όλη του η έξαψη εξατμίστηκε και τη θέση της πήρε ο τρόμος. Για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να βγουν στο δάσος. Αν δείτε ξένους, γυρίστε αμέσως πίσω. Αυτό είχε πει η μαμά του. Αλλά πώς να γυρίσει πίσω, δεν μπορούσε οΰτε να κινηθεί. Είχε παγώσει. Μετά, ακούστηκε ένα φρΛτό γρύλισμα μέσ' από τους θάμνους, το γρΰλισμα κάποιου ζώου, και πανικοβλήθηκε εντελώς. Δεν είδε τον Κόλι Εντράτζιαν και τον Στιβ Έ ι μ ς όταν ξεπρόβαλαν μέσ' από τα δέντρα. Είδε δολοφόνους που είχαν βγει από τα βαν και τριγύριζαν στο δάσος. Δεν άκουσε την κραυγή του Τζόνι οΐίτε τον είδε που πάλευε για να ελευθερωθεί από τον Ντέιβ. «Ρίξε, Τζμ ι!» στρίγκλισε ο Ντέιβ. Η φωνή του ήταν ψιλή σαν γυναικεία από το φόβο του. «Ρίξε, αυτοί είναι!» Ο Τζιμ πυροβόλησε και ο άντρας αριστερά έπεσε πιάνοντας το πάνω μέρος του κεφαλιού του, που διαλύθηκε και πετάχτηκε πίσω, ένα κόκκινο μείγμα από κρέας, μαλλιά και κόκαλα. Το τουφέκι που κρατούσε έπεσε δίπλα στο μονοπάτι. Αίμα έτρεχε μέσ' από τα δάχτυλά του και σκέπαζε το πρόσωπο του. «Ρίξε και στον άλλο!» φώναξε ο Ντέιβ. «Ρίξ' του, Τζίμι, θα μας σκοτώσει!» « Ό χ ι , μη ρίχνετε!» φώναξε ο άλλος, σηκώνοντας τα χέρια του. Στο ένα κρατούσε τουφέκι. «Σε παρακαλώ, μη ρίξεις!» Κι όμως, ήταν έτοιμος να το κάνει, να τον σκοτώσει. Ο Τζιμ τον σημάδεψε χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι τον έβριζε, τον φώναζε μαλάκα, παλιοπούστη, καριόλη. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον σκοτώσει και να γυρίσει στη μάνα του. Μαζί με τον Ντέιβ. Ή τ α ν τρομερό λάθος που ήρθαν εδώ στο δάσος.
266
RICHARD BACH MAN
7
Ο Τζόνι χιύπησε με ιον αγκώνα tou τον Ντέιβ Ριντ στο στομάχι, ένα στομάχι γυμνασμένο αλλά απροετοίμαστο. Ο Ντέιβ έβγαλε ένα έκπληκτο «Ουουονψ!» και ο Τζόνι του ξέφυγε. Πριν προλάβει να ρίξει πάλι ο Τζιμ, ο Τζόνι του άρπαξε το χέρι και του το έστριψε άγρια. Ο νεαρός ούρλιαξε από πόνο. Το χέρι του άνοιξε και το πιστόλι του Ντέιβιντ Κάρβερ έπεσε κάτω. «Τι κάνεις;» φώναξε ο Ντέιβ. «Θα μας σκοτώσει, είσαι τρελός;» «Ο αδερφός σου μόλις πυροβόλησε τον Κόλι Εντράτζιαν», είπε ο Τζόνι. «Σου φτάνει αυτό από τρέλα;» Ναι, αυτό είχε κάνει ο νεαρός, αλλά ποιος έφταιγε; Ο ενήλικος εδώ ήταν αυτός. Έ π ρ ε π ε να τους πάρει το πιστόλι αμέσως μόλις απομακρύνθηκαν από τα φανατικά μάτια και τις ξερές διαταγές της Κάμι Ριντ. Έ π ρ ε π ε να τους το πάρει. Γιατί δεν το έκανε; «Όχι», ψιθύρισε ο Τζιμ, γυρίζοντας προς το μέρος του και κουνώντας το κεφάλι. Αλλά τα μάτια του έδειχναν ότι το ήξερε ήδη. Ή τ α ν τεράστια, γεμάτα δάκρυα. «Γιατί να είναι εδώ πέρα;» είπε ο Ντέιβ. «Γιατί δε μας προειδοποίησε, για όνομα...» Το γρύλισμα, που ουσιαστικά δεν είχε σταματήσει καθόλου όλη αυτή την ώρα, ακούστηκε τώρα πιο δυνατό στον καυτό κόκκινο αέρα, έγινε κανονικό μουγκρητό. Ο άντρας που ήταν ακόμη όρθιος - ο τύπος με το νοικιασμένο φορτηγό- γύρισε σηκώνοντας ενστικτωδώς τα χέρια. Το τουφέκι που κρατούσε ήταν πολύ μικρό και ο Στιβ μπορεί να είχε δίκιο που το χρησιμοποιούσε έτσι, προφυλάσσοντας το λαιμό του αντί να προσπαθήσει να σημαδέψει. Τότε το πλάσμα που τους είχε κυνηγήσει στο μονοπάτι πετάχτηκε μέσ' από τα δέντρα. Ό τ α ν το είδε ο Τζόνι, έχασε κάθε ικανότητα να σκέφτεται συνειδητά και λογικά* το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάζει. Αυτή η διαύγεια με την οποία έβλεπε τα
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
267
πάντα γύρω του -περισσότερο κατάρα παρά ευλογίαδεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ και δεν τον εγκατέλειψε ούτε τώρα. Το πλάσμα ήταν ένας εφιάλτης με καφέ τρίχωμα, αλλήθωρα πράσινα μάτια και ένα στόμα γεμάτο ακανόνιστα πορτοκαλιά δόντια. Μια κακή. παραμορφωμένη απομίμηση αιλουροειδούς. Πήδησε, σπάζοντας το ανασηκωμένο τουφέκι με τα τεράστια σαγόνια του και πετώντας το από τα χέρια που το κρατούσαν. Μετά, μουγκρίζοντας ακόμη, όρμησε στο λαιμό του Στιβ.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
269
Από ίο ημερολόγιο της Όντρεϊ Γουάιλερ: 12 Ι ο υ ν ί ο υ Μου
συνέβη
πάλι - ε κ ε ί ν ο
το ό ν ε ι ρ ο
που
1995
βλέπω
μ ε σ η μ έ ρ ι . Ε ί ν α ι η τ ρ ί τ η ή τ έ τ α ρ τ η φ ο ρ ά , αλλά
μέρα
η πρώτη
( ν ο μ ί ζ ω ) α π ό τότε π ο υ γ ρ ά φ ω αυτό to η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο και η π ι ο έ ν ι ο ν η α π ό oAes TIS άλλε$. Τ ε λ ι κ ά φ α ί ν ε τ α ι ν α
συμ-
β α ί ν ε ι ό τ α ν τα π ρ ά γ μ α τ α ε δ ώ δ ε ν π ά ν ε καλά· ε δ ώ π ο υ τα λ έ μ ε , δ ε ν π η γ α ί ν ο υ ν και π ο τ έ καλά. Ο Χ ε ρ μ π έ κ α ν ε VTOUS μ α ζ ί μ ε τον Σ η θ σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί (έτσι κ ε ρ δ ί ζ ο υ μ ε π ο λ ύ χ ρ ό ν ο ) και όταν κ α τ έ β η κ α ν κάτω ο Σ η 9 ήταν μ ο υ τ ρ ω μ έ ν ο 5 και ο Χ ε ρ μ π ε ί χ ε έ ν α
μαυρισμένο
μάτι. Δ ε χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε ν α τον ρ ω τ ή σ ω no)s το έ π α θ ε . Ο Σ η θ τον έ β α λ ε ν α ρ ί ξ ε ι γ ρ ο θ ι ά σ τ ο ν εαυτό του, φ υ σ ι κ ά ,
έτσι
dncos τον ε ί χ ε κάνει ν α σ τ ρ ί ψ ε ι το χ ε ί λ ι του όταν γ υ ρ ί σ α μ ε α π ό το π α γ ω τ α τ ζ ί δ ι κ ο και α ν α κ ά λ υ ψ ε ότι έ λ ε ι π ε το α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν ο το Π ά ο υ ε ρ βάγκον. Κ ο ί τ α ξ α τον χ ε ρ μ π κι
auzos
μ ο υ κ ο ύ ν η σ ε το κ ε φ ά λ ι , λ έ γ ο ν τ ά $ μ ο υ ν α μη μ ι λ ή σ ω . Και δ ε μ ί λ η σ α . Σιγά σιγά δ ι α π ι σ τ ώ ν ω ότι υ π ά ρ χ ο υ ν π ά ν τ α π ρ ά γ μ α τα για τα οποία
μ π ο ρ ε ί ^ να ν ι ώ σ ε ι ε υ γ ν ω μ ο σ ύ ν η ,
και κάτω α π ό αυτέ5 TIS συνθήκεδ. Στη σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η π τ ω σ η , ε ί ν α ι το γ ε γ ο ν ό $ ότι ο Σ η θ έ β α λ ε τον χ ε ρ μ π
ακόμη περίμόνο
να ρ ί ξ ε ι γ ρ ο θ ι ά σ τ ο ν ε α υ τ ό του (αν και δ ε ν ε ί ν α ι ο Σ η θ π ο υ τα κάνει όλα αυτά αλλά ο Λλλοδ). Πολλέδ φ ο ρ έ $ ο Σ η θ στέκεται δ ί π λ α στο ν ι π τ ή ρ α και π α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί τον Χ ε ρ μ π π ο υ ξ υ ρ ί ζ ε τ α ι το π ρ ω ί . Μ π ο ρ ε ί να ε μ φ α ν ι ζ ό τ α ν ο Άλλο$ και να τον έ κ α ν ε να κ ό ψ ε ι το λ α ι μ ό του με το ξ υ ρ α φ ά κ ι . Τ ρ ο μ ά ζ ω π ο υ γ ρ ά φ ω κάτι τέτοιο, αλλά μ ε ρ ι κ έ δ φ ο ρ έ δ ε ί ν α ι κ α λ ύ τ ε ρ α όταν το β λ έ π ε ι γ ρ α μ μ έ ν ο μ π ρ ο σ τ ά σου. Σ α ν να ζ ο υ λ ά $ μια κ α κ ο φ ο ρ μ ι σ μ έ ν η π λ η γ ή για ν α βγει το πύο. Ο Ά λ λ ο $ ά ρ χ ι σ ε π ρ ι ν α κ ό μ η β ά λ ω το π ρ ω ι ν ό σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι . Το κ α τ α λ α β α ί ν ω π ά ν τ α ό τ α ν ε ί ν α ι a u T 0 s και όχι ο Σηθ, γ ι α τ ί τα μάτια τ ο υ δ ε ν ε ί ν α ι σ κ ο ύ ρ α κ α σ τ α ν ά μ α ύ ρ α . « Π ο ύ ε ί ν α ι το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ ; »
ρώτησε.
αλλά
270
RICHARD BACH MAN
«Δεν r ο βρήκαμε ακόμη», είπα, «αλλά da to βρούμε σίγουρα». «Θέλω ιο Ντριμ Φλόατερ!» ο ύ ρ λ ι α ξ ε αυτόδ με όλη του ιη δ ύ ν α μ η και ε ί δ α ro π ρ ό σ ω π ο του Χ ε ρ μ π να σ υ σ π ά τ α ι σε έναν ακούσιο μορφασμό φόβου. Εγώ δεν τρόμαξα. Τουλάχιστον, όταν φωνάζει, δεν π ε τ ά ε ι π ρ ά γ μ α τ α δ ε ξ ι ά αριστερά. «Θέλω RO γαμημένο τ Ο ΝΤΡΙΜ ΦΛΌΑΤΕΡ/» « Μ η μιλά* έτσι μ π ρ ο σ τ ά οιη θ ε ί α σου», ε ί π ε ο Χ ε ρ μ π και αυτή τη φ ο ρ ά τ ρ ό μ α ξ α από ro β λ έ μ μ α π ο υ του έ ρ ι ξ ε ο AAAos, τ ρ ό μ α ξ α πολύ, αλλά ο Χ ε ρ μ π δ ε ν π τ ο ή θ η κ ε . Είναι τόσο γ ε ν ν α ί ο * , τ ό σ ο α π ί σ τ ε υ τ α γ ε ν ν α ί ο * . Και, τελικά, ε κ ε ί ν ο * π ο υ χ α μ ή λ ω σ ε τ α μάτια ήιαν ο Άλλο$. «Θέλω ιο Ντριμ Φλόατερ», μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ι σ ε μ 1 ε κ ε ί ν η τη μουτρωμένη φωνή που σιχαίνομαι περισσότερο. «Θέλω το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ , να μου το β ρ ε ί τ ε » . τ ο υ έ φ τ ι α ξ α ψ ω μ ί πανέ που του αρέσει, αλλά δεν έ φ α γ ε . Σ η κ ώ θ η κ ε κι έ φ υ γ ε ( π ε ρ π α τ ώ ν τ α * με αλύγιστα τα πόδια, φυσικά). Πήγε στο γ ρ α φ ε ί ο και σε λ ί γ ο ά κ ο υ σ α το β ί ν τ ε ο , μετά μ ί α από TIS ταινίεδ με TOUS Μ ό τ ο κ α π * . ΐ χ ε ι τ έ σ σ ε ρ ι * ή πέντε από δ α ύ τ ε ί , η καθεμία με μια ντουζίνα ε π ε ι σ ό δ ι α . Έ χ ω α ρ χ ί σ ε ι να TIS μ ι σ ώ α υ τ έ * TIS η λ ί θ ι ε * φ ω ν έ δ , ιδιαίτερα τη* Κάσι. Μ ε ρ ι κ ά φ ο ρ ε ί ε ύ χ ο μ α ι να τη σ κ ό τ ω ν ε ο Α π ρ ό σ ω π ο * , να rrjs έ κ ο β ε το κ ε φ ά λ ι και να πετούσε το ακέφαλο πτώμα τη* σε κανένα χαντάκι. Θεέ μου, μακάρι να α σ τ ε ι ε υ ό μ ο υ ν , αλλά δ ε ν α σ τ ε ι ε ύ ο μ α ι . τ η ν ώ ρ α π ο υ έ β λ ε π ε β ί ν τ ε ο (πάντα β ά ζ ε ι π ο λ ύ δυνατά τη φ ω ν ή , π ρ ά γ μ α π ο υ μα* ε ξ υ π η ρ ε τ ε ί μερικέδ φ ο ρ ε ί ) , ρ ώ τ η σ α τον Χερμπ πώ5 da ε ξ η γ η σ ε ι το μ α υ ρ ι σ μ έ ν ο μάτι του στη δουλειά. Α υ τ ό * π ε τ ά ρ ι σ ε τα μάτια του και μου ε ί π ε με π ρ ο σ π ο ι η τ ή γ υ ν α ι κ ε ί α φ ω ν ή ; «Θα π ω στα παιδιά ότι έ π ε σ α π ά ν ω σε μια πόρτα, μ ω ρ ό μου». Π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε να αστειευτεί, αλλά ήταν μάταιο. Πάντω*, σ ή μ ε ρ α ο Σηθ δεν άρχισε να πετάει πράγματα εδώ κι εκεί, ό π ω * έκανε όταν του ε ί π ε ο Χ ε ρ μ π ότι θα του αγοράζαμε άλλο Ντριμ Φλόατερ. Αυτό που κάνει ό μ ω * είναι ακόμη χειρότερο. Α π λ ώ ί π η γ α ί ν ε ι από δ ω μ ά π ο σ ε δ ω μ ά π ο , αγριοκοιτάζοντα*, με το κάτω χείλι του να π ρ ο ε ξ έ χ ε ι .
Ο ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
271
Ψ ά χ ν ε ι α κ ό μ η για το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ . Μ ε ρ ι κ έ ς (popes μπήκε σιο γ ρ α φ ε ί ο για να δει τηλεόραση, αλλά ακόμη και η Μπονάνζσα δ ε ν tov κράτησε π ο λ ύ σήμερα. Π ρ ο σ π ά θ η σ α να τον κάνω να μιλήσει αλλά τίποτα. Και το π ρ ό β λ η μ α είναι... Ω, μακάρι να μ π ο ρ ο ύ σ α να γ ρ ά ψ ω καλύτερα, να το ε κ φ ρ ά σ ω ώ σ τ ε κάποιος π ο υ θα το δ ι ά β α ζ ε (όχι ότι θα το διαβάσει π ο τ έ κανείς, φαντάζομαι) να μ π ο ρ ο ύ σ ε να καταλάβει. Είναι λες και ο 7\λλος, όταν ε ί ν α ι τσατισμένος, παράγει κάτι σαν δ η λ η τ η ρ ι ώ δ η ηλεκτρισμό. Θ α ρ ρ ε ί ς και τον ε κ κ ρ ί ν ε ι από το σ ώ μ α του, σαν α ρ ά χ ν η π ο υ υ φ α ί ν ε ι έναν ηλεκτρικό ιστό ή σ α ν τα σ ύ ν ν ε φ α π ο υ π α ρ ά γ ο υ ν αστραπές. Αυτό το πράγμα σ υ σ σ ω ρ ε ύ ε τ α ι σ υ ν έ χ ε ι α , μ έ χ ρ ι π ο υ ν ι ώ θ ε ι την π α ρ ό ρ μ η σ η ν' α ρ χ ί σ ε ι να τρέχεις από δ ω μ ά τ ι ο σε δ ω μ ά τ ι ο ουρλιάζοντας και χτυπώντας το κ ε φ ά λ ι σ ο υ ό π ο υ βρεις. Είναι κάτι πραγματικό, όχι απλώς έ ν α σ υ ν α ί σ θ η μ α , κάτι υπαρκτό. Σε κάνει ν α ιδρώνεις (και ο ιδρώτας βρομάει, ό π ω ς όταν έχεις ψ η λ ό πυρετό), οι μύες σ ο υ τ ρ έ μ ο υ ν και το στόμα σου στεγνώνει. Θα γ ρ ά ψ ω κάτι ε δ ώ π ο υ δ ε ν το έ χ ω πει στον Χ ε ρ μ π . Λ/Ιερικές φορές, όταν γίνεται αυτό, π η γ α ί ν ω στο μπάνιο, κ λ ε ι δ ώ ν ω την πόρτα και α υ ν α ν ί ζ ο μ α ι σαν τρελή. Είναι το μόνο πράγμα π ο υ μ ε ι ώ ν ε ι λ ί γ ο την π ί ε σ η . Οι οργασ μ ο ί ε ί ν α ι τόσο έντονοι π ο υ τ ρ ο μ ά ζ ω . Σ α ν β ό μ β ε ς π ο υ σκάνε! Τα έ χ ω ξ α ν α ν ι ώ σ ε ι όλα αυτά όταν ο Ά λ λ ο ς μ έ σ α σ τ ο ν Σ η θ ε ί ν α ι τ σ α τ ι σ μ έ ν ο ς για κάτι, αλλά π ο τ έ δ ε ν ε ί χ ε σ υ ν ε χ ι σ τ ε ί η κ α τ ά σ τ α σ η για τόσο π ο λ ύ ο ύ τ ε ήταν τόσο έ ν τ ο ν η . Μ έ χ ρ ι το μ ε σ η μ έ ρ ι ήταν π ι α λ ε ς και όλο το σ π ί τ ι ήταν γ ε μ ά τ ο με γ κ ά ζ ι και, αν ά ν α β ε ς έ ν α σ π ί ρ τ ο , θα τ ι ν α ζ ό τ α ν σ τ ο ν αέρα. Εγώ ή μ ο υ ν σ τ η ν κ ο υ ζ ί ν α και π ε ρ π α τ ο ύ σ α ά σ κ ο π α ε δ ώ κι ε κ ε ί , το κ ε φ ά λ ι μ ο υ π ο ν ο ύ σ ε τ ό σ ο δ υ ν α τά, π ο υ έ ν ι ω θ α τους β ο λ β ο ύ ς τ ω ν μ α τ ι ώ ν μ ο υ ν α π ά λ λ ο νται, και ε ί χ α σ υ ν έ χ ε ι α την τ ά σ η ν α χ α μ ο γ ε λ ά σ ω . Δ ε ν ξ έ ρ ω γιατί, το π ρ ά γ μ α δ ε ν ε ί ν α ι κ α θ ό λ ο υ α σ τ ε ί ο , αλλά ό σ ο π ι ο π ο λ ύ π ο ν ο ύ σ ε το κ ε φ ά λ ι μου, και ό σ ο π ι ο π ο λ ύ π ά λ λ ο ν τ α ν τα μάτια μου, και ό σ ο π ι ο π ο λ ύ έ ν ι ω θ α την α τ μ ό σ φ α ι ρ α του σ π ι τ ι ο ύ να μ ε σ υ μ π ι έ ζ ε ι , τόσο π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο ή θ ε λ α να χ α μ ο γ ε λ ά σ ω . Χ ρ ι σ τ έ μου!
RICHARD BACH MAN
272
Π ή γ α στο ν ε ρ ο χ ύ τ η και κ ο ί τ α ξ α α π ό το π α ρ ά θ υ ρ ο σ τ η ν π ί σ ω α υ λ ή . Ο Σ η θ ήταν κ α θ ι σ μ έ ν ο * σ τ η ν α μ μ ο δ ό χ ο κι έ π α ι ζ ε μ ε τα ά λ λ α Π ά ο υ ε ρ Βάγκον. Μ ό ν ο π ο υ , αν έ β λ ε π ε κ α ν ε ί ί ά λ λ ο ί εκτόδ α π ό μ έ ν α π ω * έ π α ι ζ ε , ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η ότι μ έ χ ρ ι το β ρ ά δ υ ο Σ η θ θα ή τ α ν κ λ ε ι σ μ έ ν ο * σ ε κ α ν έ ν α κ υ β ε ρ ν η τ ι κ ό ι ν σ τ ι τ ο ύ τ ο ό π ο υ μ ε λ ε τ ο ύ ν τα π α ι δ ι ά με ε ξ α ι -
ρετικέ*
\Ka\/QiY\ics.
Τα Π ά ο υ ε ρ Βάγκον έ χ ο υ ν κάτι κοντά π τ υ σ σ ό μ ε ν α φ τ ε ρ ά , αλλά φ υ σ ι κ ά δ ε ν π ε τ ά ν ε . EKTOS α π ό του Σηθ, β έ β α ι α . Αυτά π ε τ ά ν ε μ ε ρ ι κ έ ί φ ο ρ έ * . Ή τ α ν κ α θ ι σ μ έ ν ο * σ τ η ν άμμο, με τα χ έ ρ ι α α κ ο υ μ π ι σ μ έ ν α στα π ό δ ι α του, και γ ύ ρ ω α π ό το κ ε φ ά λι του π ε τ ο ύ σ α ν τα Π ά ο υ ε ρ Βάγκον: το Τ ρ ά κ ε ρ Ά ρ ο ο υ και το Ρούτι TOUT και το Μιτ Βάγκον και όλα τα υ π ό λ ο ι π α . Β ο υ τ ο ύ σ α ν το έ ν α κάτω α π ό το άλλο, έ κ α ν α ν λ ο υ π και π ε ρ ι σ τ ρ ο φ έ ς άγγιζαν ιο διάδρομο π ρ ο σ γ ε / ώ σ ε ω * που zoos έχει φ τ ι ά ξ ε ι σ τ η ν α μ μ ο δ ό χ ο και μετά σ η κ ώ ν ο ν τ α ν πάλι, μερικέδ φ ο ρ έ * π ε τ ο ύ σ α ν σ ε σ χ η μ α τ ι σ μ ό , π ή γ α ι ν α ν μ έ χ ρ ι την κούνια του, π ε ρ ν ο ύ σ α ν κάτω α π ό το κ ά θ ι σ μ α σ α ν α κ ρ ο β α τ ι κ ό σ μ ή vos, μετά έ σ τ ρ ι β α ν και ξ α ν α γ ύ ρ ι ζ α ν . Παιδικά π α ι χ ν ί δ ι α με έ ν τ ο ν α χ ρ ώ μ α τ α ν α π ε τ ο ύ ν π α ν τ ο ύ στην αυλή. Ξ έ ρ ω ότι αν τα δ ι α β ά σ ε ι κ α ν ε ί δ αυτά θα μ ε π ε ρ ά σ ε ι για τρελή, αλλά ο ρ κ ί ζ ο μ α ι ότι ε ί ν α ι αλήθεια. Μ ε ρ ι κ έ δ φ ο ρ έ * τα Π ά ο υ ε ρ Βάγκον κάνουν κάθετε* εφορμήσε/s πάνω από ζον χ ά ν ι μ π α λ , το σ κ ύ λ ο τ ω ν γ ε ι τ ό ν ω ν , και ο σ κ ύ λ ο * το β ά ζ ε ι στα π ό δ ι α μ ε την ο υ ρ ά στα σκέλια. Τον έ χ ε ι δει και ο Χ ε ρ μ π να το κάνει αυτό. Α ν ή τ α ν κ α ν έ ν α ά λ λ ο π α ι δ ί κι έ β λ ε π ε τα Π ά ο υ ε ρ Β ά γ κ ο ν τ ω ν Μ ό τ ο κ α π * ν α κ ά ν ο υ ν τ έ τ ο ι α κ ό λ π α , θα γ ε λ ο ύ σε, θ α χ τ υ π ο ύ σ ε π α λ α μ ά κ ι α , θα φ ώ ν α ζ ε . Ο Α λ λ ο * ό μ ω * κ ά θ ε τ α ι ε κ ε ί σ τ η ν ά μ μ ο μ ε το ί δ ι ο ά γ ρ ι ο ύ φ ο δ και μ ε το κ ά τ ω χείλι ζου να π ρ ο ε ξ έ χ ε ι . Ο Σ η θ κ ο ί τ α ζ ε τα Π ά ο υ ε ρ Β ά γ κ ο ν κι ε γ ώ αυτόν, κι έ ν ι ω θ α αυτό το π ρ ά γ μ α π ο υ ε ί ν α ι μ έ σ α τ ο υ ν α β γ α ί ν ε ι σ ε κύματα, ν α γ ε μ ί ζ ε ι τ ο ν α έ ρ α μ ε έ ν α β ό μ β ο π ο υ σ τ η ν πραγματικότητα υ π ά ρ χ ε ι κ υ ρ ί ω * μ έ σ α στο κ ε φ ά λ ι σου. Κ ό ν τ ε υ α ν α σ α λ τ ά ρ ω ε κ ε ί ν η τη σ τ ι γ μ ή , ν α φ λ ι π ά ρ ω ε ν τ ε λ ώ ί , και τότε, ε ν τ ε λ ώ δ ξ α φ ν ι κ ά , ά ρ χ ι σ ε το ό ν ε ι ρ ο . Ε ί ν α ι
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
273
κάτι το υ π έ ρ ο χ ο . Το λ έ ω ό ν ε ι ρ ο , αλλά δ ε ν το νιώθω σαν ό ν ε ι ρ ο , το ν ι ώ θ ω σ α ν κάτι π ρ α γ μ α τ ι κ ό . Στο ό ν ε ι ρ ο ξ α ν α ζ ώ ένα α π ό γ ε υ μ α που ε ί χ α π ε ρ ά σ ε ι στο Μοχόνκ Μ ά ο υ ν τ ε ν χ ά ο υ ζ με τη φ ί λ η μ ο υ την Τζαν. Αυτό ε ί χ ε γ ί ν ε ι το 1 9 8 2 , π ρ ι ν π α ν τ ρ ε υ τ ο ύ μ ε . Μ ι λ ο ύ σ α μ ε δ ε ν ξ έ ρ ω για π ό σ η ώ ρ α - α υ τ ή κ υ ρ ί ω ς για έ ν α β λ ά κ α και λ ι γ δ ι ά ρ η τ ύ π ο με τον ο π ο ί ο ήταν ξ ε τ ρ ε λ α μ έ ν η ε κ ε ί ν η την ε π ο χ ή , ε γ ώ για το π ό σ ο 9α ή θ ε λ α να φ ύ γ ω για τρεις μ ή ν ε ς μετά την α π ο φ ο ί τ η σ η και να τ α ξ ι δ έ ψ ω . Ε ί ν α ι τόσο ό μ ο ρ φ α ε κ ε ί σ τ ο Μ ο χ ό ν κ , τ ό σ ο γ α λ ή ν ι α . Έ χ ο υ μ ε μ α ζ ί μας έ ν α καλάθι του π ι κ ν ί κ με φαγητά, ο α έ ρ α ς ε ί ν α ι ζ ε σ τ ό ς . Η Τ ζ α ν ε ί ν α ι π ο λ ύ ό μ ο ρ φ η κι ε γ ώ ν ι ώ θ ω το ίδιο. Ξ έ ρ ω ότι δ ε ν ε ί ν α ι π ρ α γ μ α τ ι κ ό και π ω ς μόλις γ υ ρ ί σ ω θα ξ α ν α β ρ ε θ ώ σ τ η ν ίδια α π α ί σ ι α κ α τ ά σ τ α ση, αλλά ό σ ο ε ί μ α ι ε κ ε ί όλα τα ά λ λ α π α ύ ο υ ν να έ χ ο υ ν σ η μ α σ ί α . Μ ι λ ά μ ε μ ε την Τ ζ α ν , ν ι ώ θ ω τον ήλιο στο π ρ ό σ ω π ο μου, μ υ ρ ί ζ ω τα λ ο υ λ ο ύ δ ι α . Ε ί ν α ι υ π έ ρ ο χ α . Δ ε ν ξ έ ρ ω τι ε ί ν α ι και γ ι α τ ί σ υ μ β α ί ν ε ι , α λ λ ά σ α ν α ν τ ί δ ο τ ο για το θ υ μ ό του Α λ λ ο υ ε ί ν α ι π ο λ ύ κ α λ ύ τ ε ρ ο α π ό το να κλείνομαι σ τ ο μ π ά ν ι ο και να α υ ν α ν ί ζ ο μ α ι μανιασμένα. Α ν α ρ ω τ ι έ μ α ι αν ο Σ η θ έ χ ε ι κ ά π ο ι α σ χ έ σ η μ ε το ό ν ε ι ρ ο . Μακάρι να ε ί χ ε και ο Χ ε ρ μ π ένα μέρος να πηγαίνει, αλλά δε ν ο μ ί ζ ω ότι έχει. Ο καημένος. Το μόνο του ό π λ ο είναι τα ανόητα α σ τ ε ί α του. Μ α κ ά ρ ι να μ π ο ρ ο ύ σ α ν α του π ω για το μ έ ρ ο ς μ ο υ ή ί σ ω ς και να τον π ά ω εκεί, αλλά ξ έ ρ ω ότι αυτό θα ήταν ε π ι κ ί ν δ υ ν ο . Ν ο μ ί ζ ω ότι ο Αλλος μ π ο ρ ε ί να π α ί ρ ν ε ι π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς από το μυαλό του χ ε ρ μ π , ε ν ώ α π ό το δικό μου δεν μ π ο ρ ε ί . Και ο Χ ε ρ μ π φ α ί ν ε τ α ι τόσο κουρασμένος. Είναι άδικο και για τους δυο μας αυτό π ο υ μας σ υ μ βαίνει, αλλά ε ί ν α ι φρικιά άδικο για τον χ ε ρ μ π .
13 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ β ρ έ θ η κ ε . Μόλ/s τώρα. Δ ε ν ξ έ ρ ω π ρ έ π ε ι να ν ι ώ θ ω φ ό β ο ή α ν α κ ο ύ φ ι σ η .
αν
RICHARD BACH MAN
274
Εντάξει,
νιώθω
βέβαια,
έ ν ι ω θ ε α ν ήταν
στη
ανακούφιση,
ο
καθένα5
θα
θ έ σ η μου, υο σ π ί τ ι μ ο ι ά ζ ε ι μ ε σ τ ρ α -
τ ό π ε δ ο σ υ γ κ ε ν υ ρ ώ σ ε ω ί α π ό το Σ ά β β α τ ο , τι θ α γ ί ν ε ι ό μ ω ί τ ώ ρ α ; NU)s θα α ν τ ι δ ρ ά σ ε ι ο AAAos; EUTUXCUS π ο υ κ ο ι μ ό τ α ν ό τ α ν χ τ ύ π η σ ε η π ό ρ τ α και ε υ τ υ χ ώ $ π ο υ ο Χ ε ρ μ π ή τ α ν σ τ η δ ο υ λ ε ι ά , γ ι α τ ί ο Ά λ λ ο $ κ ρ υ φ α κ ο ύ ε ι TIS σ κ έ ψ ε ί ί τ ο υ Χ ε ρ μ π μερικέί
φορέί,
είμαι
μ π ο ρ ε ί να το κάνει είμαι
και
γι'
αυτό. Δ ε
νομίζω
ότι
μ' ε μ έ ν α , εκτό5 αν τον α φ ή σ ω ή
απροετοίμαστη.
Αδερφέ είναι
σίγουρη
μου, το ξ α ν α δ ι ά β α σ α
τελείωί
αυτό π ο υ
τρελό. Λοιπόν, π α ί ρ ν ω
βαθιά
έγραψα
και
ανάσα
και
α ρ χ ί ζ ω από την αρχή. Μ ά λ λ ο ν έ χ ω χρόνο. Ο Σηθ δ ε ν μάται
καλά
από
τ η ν Π α ρ α σ κ ε υ ή το β ρ ά δ υ
και, αν
κοιείμαι
τ υ χ ε ρ ή , μ π ο ρ ε ί ν α μ η ν ξ υ π ν ή σ ε ι π ρ ι ν α π ό TIS 4 : 3 0 . Έ τ σ ι
έχω τουλάχιστον Γύρω
μια ώρα.
στ IS τρει$,
καθώ5
σκούπιζα,
κάποιοί
χτύπησε
τ η ν π ό ρ τ α τη$ K o u z i v a s . Τ η ν ά ν ο ι ξ α και ε ί δ α μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ τον
Γουίλιαμ
Χ ό μ π α ρ τ , π ο υ μ έ ν ε ι λ ί γ ο π ι ο κάτω, και το
γ ι ο του, έ ν α χ ο ν τ ρ ό π α ι δ ί με κ ό κ κ ι ν α μ α λ λ ι ά , χ ο ν τ ρ ά γ υ α -
λιά και χλομό
πρόσωπο, txci
λίγο
αηδιαστική
όψη, για να
π ω τ η ν α λ ή θ ε ι α . Το π α ι δ ί κ ρ α τ ο ύ σ ε έ ν α Ν τ ρ ι μ
Φλόατερ
στα χ έ ρ ι α του. Φ υ σ ι κ ά ή τ α ν τ ο υ Σ η θ . Δ ε χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε δω
να
το σ π α σ μ έ ν ο π ί σ ω φ ω ί και τη γ ρ α τ σ ο υ ν ι ά σ τ η ν α ρ ι -
σ τ ε ρ ή π λ ε υ ρ ά για ν α το κ α τ α λ ά β ω , α λ λ ά τα έ β λ ε π α και τα δύο. Ε ί χ α μ ε ί ν ε ι ξ ε ρ ή . Π ή γ α κάτι
να
πω, αλλά δεν
μπό-
ρ ε σ α , ε ί χ α π ά θ ε ι γ λ ω σ σ ο δ έ τ η . Δ ε ν ξ έ ρ ω τι θα μ ο υ έ β γ α ι ν ε έ τ σ ι και κ α τ ά φ ε ρ ν α ν α μ ι λ ή σ ω ! κάνει
ζέστη
σ ή μ ε ρ α , τριάντα β α θ μ ο ύ ς αλλά
ο Χόμπαρτ
ε ί ν α ι ν τ υ μ έ ν θ 5 σ α ν δ ι ά κ ο ν ο ί σ ε ε κ κ λ η σ ί α ( μ π ο ρ ε ί και ν α είναι), με μ α ύ ρ ο κοστούμι
και
μαύρα παπούτσια. Ο μικροί
φ ο ρ ά ε ι τα ίδια ρ ο ύ χ α σ ε μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο ν ο ύ μ ε ρ ο και μ υ ξ ο κ λ α ί ει. Ε ί χ ε και έ ν α σ η μ ά δ ι στο έ ν α μάγουλο. Β ά ζ ω στοίχημα
ότι
ήταν α π ό χ α σ τ ο ύ κ ι τ ο υ π α τ έ ρ α του. navtcos, δ ε ν ε ί χ ε σ η μ α σ ί α π ο υ δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α μ ι λ ή σ ω , γ*ατί ο Χ ό μ π α ρ τ ε ί χ ε έ τ ο ι μ ο ό λ ο το σ ε ν ά ρ ι ο , « ο y i o s
μου
έχει
κάτι
να oas
πει,
κυρία
Γουάιλερ»,
είπε,
μετά
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
275
κ ο ί τ α ξ ε το μ ι κ ρ ό σ α ν να του έ λ ε γ ε : Λ έ γ ε , και κ ο ί τ α μ η ν τα κάνεις θ ά λ α σ σ α . « Χ ι ο υ ; » Αυτός ά ρ χ ι σ ε να κλαίει π ι ο δυνατά και ε ί π ε ότι ε ί χ ε ε ν δ ώ σ ε ι στη φ ω ν ή του π ε ι ρ α σ μ ο ύ και ε ί χ ε κ λ έ ψ ε ι το παιχ ν ί δ ι του Σηθ. Μ ι λ ο ύ σ ε π ο λ ύ γ ρ ή γ ο ρ α και έκλαιγε όλο και πιο πολύ. Στο τέλος ε ί π ε : « Μ π ο ρ ε ί τ ε να πάτε στην αστυνομ ί α και εγώ θα ο μ ο λ ο γ ή σ ω το έγκλημά μου. Μ π ο ρ ε ί τ ε να με δ ε ί ρ ε τ ε ή μ π ο ρ ε ί να με δ ε ί ρ ε ι ο μ π α μ π ά ς μου». Εδώ η φ ω ν ή του ακουγόταν ό π ω ς όταν τ η λ ε φ ω ν ε ί ς για να μάθεις τον καιρό και η μ α γ ν η τ ο φ ω ν η μ έ ν η φ ω ν ή λέει: «Για τις τωρινές καιρικές συνθήκες, πατήστε το ένα. Για π ρ ό β λ ε ψ η καιρού, πατήστε το δύο. Γ/α την κατάσταση στους δρόμους της περιοχής, πατήστε το τρία». Τελικά, ευτυχώς π ο υ τα ε ί χ α χ ά σ ε ι τόσο πολύ, αλλιώς μ π ο ρ ε ί να έ β α ζ α τα γέλια και το θ έ α μ α δ ε ν ήταν κ α θ ό λ ο υ αστείο, μ' αυτούς τους δύο να στέκονται μ π ρ ο σ τ ά μου τόσο ν τ ρ ο π ι α σ μ έ ν ο ι αλλά και τόσο υποκριτικά ευλαβικοί, ΐ ν ι ω θ α να τους φοβάμαι περισσότερο - ι δ ι α ί τ ε ρ α τον π α τ έ ρ α - απ 1 όσο φ ο β ά μ α ι τις π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς μ έ ρ ε ς τον Σηθ. Αλλά φ ο β ό μ ο υ ν και γι 1 αυτούς, για το τι θα μ π ο ρ ο ύ σ α ν να πάθουν. « Λ υ π ά μ α ι π ο λ ύ » , λ έ ε ι ο μικρός, μ ι λ ώ ν τ α ς λ ε ς και του έ β α ζ α ν κάρτες με τα λ ό γ ι α του μ π ρ ο σ τ ά του. « Ζ ή τ η σ α σ υ γ χ ώ ρ η σ η α π ό τον μπαμπά μου, ζ ή τ η σ α σ υ γ χ ώ ρ η σ η α π ό τον Ι η σ ο ύ και τ ώ ρ α ζ η τ ά ω σ υ γ χ ώ ρ η σ η α π ό σας». Τότε σ υ ν ή λ θ α λίγο και του π ή ρ α το παιχνίδι από τα χ έ ρ ι α - ή μ ο υ ν τόσο τ α ρ α γ μ έ ν η π ο υ κ ό ν τ ε ψ ε να μ ο υ π έ σ ε ι και του ε ί π α ότι δ ε χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι να τον δ ε ί ρ ε ι κ α ν ε ί ς . «Ο μικρός π ρ έ π ε ι ν α ζ η τ ή σ ε ι σ υ γ ν ώ μ η και α π ό το γιο σας», ε ί π ε ο χ ό μ π α ρ τ . Μ ο ι ά ζ ε ι λ ί γ ο μ ε τον Μ ω υ σ ή , μ ό ν ο π ο υ ε ί ν α ι ξ υ ρ ι σ μ έ ν ο ς και κ ο υ ρ ε μ έ ν ο ς , αν μ π ο ρ ε ί ς να φ α ν τ α σ τ ε ί ς τον Μ ω υ σ ή με κ ο σ τ ο ύ μ ι και γ ι λ έ κ ο α π ό του Σ ί α ρ ς . Ε δ ώ π ο υ τα λ έ μ ε , μ ε ό λ α αυτά π ο υ σ υ μ β α ί ν ο υ ν τους τ ε λ ε υ τ α ί ο υ ς μ ή ν ε ς , δ ε ν έ χ ω π ρ ό β λ η μ α να φ α ν τ α σ τ ώ ο τ ι δ ή π ο τ ε , ό σ ο ε ξ ω φ ρ ε ν ι κ ό κι αν ε ί ν α ι . Αυτό ε ί ν α ι έ ν α α π ό τα π ρ ο β λ ή μ α τ ά μου. « Θ α μ π ο ρ ο ύ σ α τ ε να μας ο δ η γ ή σ ε τ ε σ τ ο ν Σηθ, κ υ ρ ί α Γουάιλερ;...»
276
RICHARD BACH MAN
Και τι έ κ α ν ε τότε το καθίκι; π ή γ ε ν α με σ π ρ ώ ξ ε ι και να μ π ε ι μ έ σ α ! Τον έ σ π ρ ω ξ α κι ε γ ώ τότε και τ ο υ έ κ λ ε ι σ α to δ ρ ό μ ο . ( Κ ό ν τ ε ψ ε να μ ο υ π έ σ ε ι π ά λ ι to Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ ) . Μ ό ν ο a u t o μ ο υ έ λ ε ι π ε τώρα, να π ά ε ι αυτό το κ λ ε φ τ ρ ό ν ι και ν α ζ η τ ή σ ε ι σ υ γ ν ώ μ η α π ό τον Αλλο. Ε κ ε ί ν ο π ο υ ή θ ε λ α ήταν ν α t o u s δ ι ώ ξ ω ό σ ο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ α α π ό to σπίτι, π ρ ι ν ξ υ π ν ή σ ο υ ν t o v Σ η θ ε ί τ ε με n s ΦΩΝΈς TOUS ε ί τ ε μ ε t/s σ υ ν α ι σ θ η μ α τ ι κ έ ς τους δ ο ν ή σ ε ι ς . (Ο Χ ό μ π α ρ τ δ ε ν έκλαιγε, β έ β α ι α , αλλά ήταν to ίδιο τ α ρ α γ μ έ ν ο $ με to μικρό, μ π ο ρ ε ί και π α ρ α π ά ν ω ) . « Ο Σ η θ δ ε ν ε ί ν α ι γιος μου, ε ί ν α ι α ν ι ψ / d s μ ο υ » , ε ί π α , «και α υ τ ή τη σ τ ι γ μ ή κ ο ι μ ά τ α ι » . « Π ο λ ύ καλά», λ έ ε ι σ φ ι γ μ έ ν α ο Χ ό μ π α ρ τ . « Θ α ξ α ν ά ρ θ ο υ μ ε α ρ γ ό τ ε ρ α . Θα σας β ό λ ε υ ε α π ό ψ ε ; Α ν όχι, μ π ο ρ ώ ν α ξ α ν α φ έ ρ ω τον Χ ι ο υ α ύ ρ ι ο το α π ό γ ε υ μ α . Μ ο υ ε ί ν α ι π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο ν α ξ α ν α π ά ρ ω ά δ ε ι α και α ύ ρ ι ο -δουλεύω στο ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο , στο Τ ε ν Μ ά ι λ - αλλά το έ ρ γ ο τ ο υ Θ ε ο ύ π ρ έ π ε ι π ά ν τ α να π ρ ο η γ ε ί τ α ι α π ό τα έ ρ γ α τ ω ν α ν θ ρ ώ π ω ν » . Η φ ω ν ή τ ο υ γ ι ν ό τ α ν ό λ ο και π ι ο δ υ ν α τ ή κ α θ ώ ς μ ι λ ο ύ σε, ό π ω ς γ ί ν ε τ α ι π ά ν τ α μ ε α υ τ ο ύ ς τους τ ύ π ο υ ς - α κ ό μ η κι αν θ έ λ ο υ ν ν α σ ο υ π ο υ ν ότι θ α π ά ν ε για χ έ σ ι μ ο , το μ ε τ α τ ρ έ π ο υ ν σ ε κ ή ρ υ γ μ α . Α ρ χ ι σ α ν α φ ο β ά μ α ι ότι θ α ξ υ π ν ή σ ε ι τ ο ν Σ η θ . Και σ τ ο μ ε τ α ξ ύ - σ ο β α ρ ά μ ι λ ά ω , ε ί ν α ι α λ ή θ ε ι α ο μ ι κ ρ ό ς κ ο ι τ ά ζ ε ι γ ύ ρ ω τ ο υ σ α ν ν α θ έ λ ε ι ν α δ ε ι τι ά λ λ ο υ π ά ρ χ ε ι για κ λ έ ψ ι μ ο . Υ π ο ψ ι ά ζ ο μ α ι ότι μια μ έ ρ α ο Χ ι ο υ θα κ α τ α λ ή ξ ε ι σ τ ο ν κ α ν α π έ κάποιου ψ υ χ ί α τ ρ ο υ , μόνο που οι ά ν θ ρ ω π ο ι σ α ν τους Χ ό μ π α ρ τ δ ε ν π ι σ τ ε ύ ο υ ν σ τ ο υ ς ψ υ χ ί α τρους. Τους έ β γ α λ α έ ξ ω και τους π ή γ α μ έ χ ρ ι την π ό ρ τ α του κ ή π ο υ · 4 θ ε λ α ν α τους α π ο μ α κ ρ ύ ν ω α μ έ σ ω ς . Στο μ ε τ α ξ ύ , ο μ ι κ ρ ό ς ρ ω τ ά ε ι , «Θα με συγχωρήσετε; Θα μ ε σ υ γ χ ω ρ ή σ ε τε;» ξ α ν ά και ξανά, σ α ν χ α λ α σ μ έ ν ο ς δ ί σ κ ο ς . Μ έ χ ρ ι ν α τους π ά ω στο π ε ζ ο δ ρ ό μ ι ο , σ υ ν ε ι δ η τ ο π ο ί η σ α ότι ή μ ο υ ν έ ξ ω φ ρ ε ν ώ ν μ α ζ ί τους. Ό χ ι μ ό ν ο για την κ ό λ α σ η π ο υ π ε ρ ά σ α με, α λ λ ά ε π ε ι δ ή φ έ ρ ο ν τ α ν και οι δ ύ ο σ α ν να ή μ ο υ ν ε γ ώ υ π ε ύ θ υ ν η για τ η ν ψ υ χ ή α υ τ ο ύ τ ο υ κ ω λ ό π α ι δ ο υ . Και, ε π ι πλέον, θυμόμουν σ υ ν έ χ ε ι α πώς κοίταζε παντού, σαν να
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
277
ή θ ε λ ε ν α δει τι έ χ ο υ μ ε στ ο σ π ί τ ι μα$ π ο υ δ ε ν ί ο έ χ ε ι avios στο δ ι κ ό tou. Ε ί μ α ι σ χ ε δ ό ν σ ί γ ο υ ρ η ότι πολλεε α π ό tis « π α ρ ά ξ ε ν ε $ δ υ ν ά μ ε ΐ ί » t o u Σ η θ έ χ ο υ ν π ο λ ύ μ ι κ ρ ή α κ π ν α 6paoK)s, σ α ν t o u s π σ μ π ο ύ ί π ο υ ε ί χ α ν π α λ ι ά ozous κινηματογράφου* ντράιβ-ιν, π ο υ έ σ τ ε λ ν α ν t o v ή χ ο CKJS t a i v i a s o t o ρ α δ ι ό φ ω ν ο tou αυτοκινήτου. Έτσι, όταν φ τ ά σ α μ ε στο δρόμο, έ ν ι ω θ α σ χ ε τ ι κ ά α σ φ α λ ή $ και TOUS ρ ώ τ η σ α π ώ $ έ κ λ ε ψ ε ο Χ ί ο υ Χ ό μ π α ρ τ το π α ι χ ν ί δ ι τ ο υ Σ η θ . Πατέρα5 και YIOS κοιτάχτηκαν. ' H t a v έ ν α π α ρ ά ξ ε ν ο , α μ ή χ α ν ο β λ έ μ μ α και τότε σ υ ν ε ι δ η τ ο π ο ί η σ α ότι δε θα TOUS π ε ί ρ α ζ ε καδόλου αν έ ρ ι χ ν α έ ν α χ έ ρ ι ξύλο στο μ ι κ ρ ό ή αν t o u s έ σ τ ε λ ν α την α σ τ υ ν ο μ ί α , αλλά δ ε ν t o u s ά ρ ε σ ε μ ε τ ί π ο τ α να μ ι λ ή σ ο υ ν για την ίδια την κλοπή. Γι' αυτό οι φ ο ν τ α μ ε ν τ α λ ι στέ5 μ ι σ ο ύ ν τόσο π ο λ ύ TOUS καθολικού5. Και μ ό ν ο η ιδέα zr\s ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η * π ρ έ π ε ι να tous φ έ ρ ν ε ι ανατριχίλα. Π α ρ ' όλα αυτά t o u s ε ί χ α σ τ ρ ι μ ώ ξ ε ι και τ ε λ ι κ ά μ ο υ το ξ ε φ ο ύ ρ ν ι σ α ν . Τα π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α μ ο υ τα ε ί π ε ο Γουίλιαμ. Στο μεταξύ, ο μ ι κ ρ ό * ε ί χ ε αποφασίσει, φ α ί ν ε τ α ι , ότι δ ε μ ε χ ώ ν ε υ ε . Τα μάτια τ ο υ ε ί χ α ν σ τ ε ν έ ψ ε ι και ε ί χ ε π ά ψ ε ι ta
κλάματα. Τα πιο πολλά θα μ π ο ρ ο ύ σ α να ta β ρ ω και μ ό ν η μου. Οι Χ ό μ π α ρ τ ανήκουν σ τ η ν Ε κ κ λ η σ ί α τ ω ν Β α π τ ι σ τ ώ ν c^s Δ ι α θ ή κ η $ ens Σ ι ώ ν και έ ν α α π ό t a κ α θ ή κ ο ν τ ά t o u s ε ί ν α ι να « δ ι α δ ί δ ο υ ν το Ευαγγέλιο». Αυτό σ η μ α ί ν ε ι ότι τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ο υ ν στα σ π ί π α κα/ α φ ή ν ο υ ν φυλλάδια σαν εκείνο που ε ί χ ε β ρ ε ι ο χ ε ρ μ π , π ο υ έ λ ε γ ε για έ ν α ε κ α τ ο μ μ ύ ρ ι ο χ ρ ό ν ι α σ τ η ν κόλασ η x a j p i s ν ε ρ ό . Ο Γουίλιαμ και ο Χ ι ο υ το κ ά ν ο υ ν μ α ζ ί αυτό, π α τ έ ρ α $ και yios, το ιερό α ν τ ί σ τ ο ι χ ο τ ο υ να παίζουν μαζί μ π έ ι ζ μ π ο λ ή ρ ά γ κ μ π ι ίσωδ. Π ρ ο τ ι μ ο ύ ν κ υ ρ ί ω $ τα σ π ί τ ι α π ο υ φαίνονται άδεια, γ/ari θ έ λ ο υ ν να « δ / α δ ώ σ ο υ ν to Θ ε ί ο λ ό γ ο και να φ υ τ έ ψ ο υ ν to σ π ό ρ ο και όχι να ε μ π λ α κ ο ύ ν σ ε λ ο γ ο μαχίεδ», onujs ε ί π ε ο Γ ο υ ί λ ι α μ Χ ό μ π α ρ τ . Ή, αλλιώ$, β ά ζ ο υ ν τα φ υ λ λ ά δ ι α στα π α ρ μ π ρ ί ζ τ ω ν α υ τ ο κ ι ν ή τ ω ν . Φ α ί ν ε τ α ι oti π έ ρ α σ α ν α π ό το σ π ί τ ι μα$ μόλΐ5 ε ί χ α μ ε φ ύ γ ε ι για παγωτό. Ο Χ ί ο υ α ν έ β η κ ε το δ ρ ο μ ά κ ι του κήπου και ά φ η σ ε το φ υ λ λ ά δ ι ο και, φ υ σ ι κ ά , ε ί δ ε το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ
278
RICHARD BACH MAN
ε κ ε ί ό π ο υ το είχε αφήσει ο Σηθ. Αργότερα, όταν του ε ί π ε ο πατέρας του ότι τ ε λ ε ί ω σ α ν , ο Χιου ξ α ν α π έ ρ α σ ε από το σπίτι και « ε ν έ δ ω σ ε στη φ ω ν ή του π ε ι ρ α σ μ ο ύ » . Χτες, η μ η τ έ ρ α του β ρ ή κ ε το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ την ώ ρ α π ο υ κ α θ ά ρ ι ζ ε το δωμάτιο του. Το β ρ ά δ υ έ κ α ν α ν « ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ό συμβούλιο», μετά τ η λ ε φ ώ ν η σ α ν στον ε φ η μ έ ρ ι ο για να τους συμβουλεύσει, έ κ α ν α ν μια μικρή π ρ ο σ ε υ χ ή από το τ η λ έ φ ω ν ο και σ ή μ ε ρ α ή ρ θ α ν να μου π α ρ α δ ώ σ ο υ ν τα κλοπιμαία. Μ ό λ ι ς τ ε λ ε ί ω σ ε η ι σ τ ο ρ ί α , ο μικρός ά ρ χ ι σ ε π ά λ ι να ρ ω τ ά ε ι : «Θα με σ υ γ χ ω ρ ή σ ε τ ε ; » Τη δ ε ύ τ ε ρ η φ ο ρ ά π ο υ το ' π ε , όμως, του έ κ ο ψ α τη φ ό ρ α . « Π ά ψ ε να το λ ε ς και να το ξ α ν α λ έ ς » , του ε ί π α . Μ ε κ ο ί τ α ξ ε σ α ν ν α τον ε ί χ α χ α σ τ ο υ κ ί σ ε / και ο π α τ έ ρας του φ α ι ν ό τ α ν θ ι γ μ έ ν ο ς κ/ αυτός. Σ κ α σ ί λ α μου. κ ά θ ι σ α στις φ τ έ ρ ν ε ς για να β λ έ π ω κ α τ ε υ θ ε ί α ν τα γ ο υ ρ ο υ ν ί σ ι α μάτια του μ ι κ ρ ο ύ . Δ ε ν ήταν και τ ό σ ο ε ύ κ ο λ ο , με την π ι τ υ ρ ί δ α και τη β ρ ο μ ι ά π ο υ ε ί χ α ν οι φ α κ ο ί τ ω ν γ υ α λ ι ώ ν του. « Η σ υ γ χ ώ ρ η σ η ε ί ν α ι κάτι π ο υ α φ ο ρ ά ε σ έ ν α και το Θ ε ό σου», του ε ί π α . « Ό σ ο για μένα, δε θα π ω τ ί π ο τ α γι' αυτό π ο υ έ κ α ν ε ς και θα συμβούλευα κι coas να κ ά ν ε τ ε ζο ίδιο». Και ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η ότι δ ε θα π ο υ ν λ έ ξ η . Α π ό δ ε ι ξ η το σ η μ ά δ ι στο μ ά γ ο υ λ ο του Χ ι ο υ . Δ ε ν ξ έ ρ ω π ώ ς το ε ί δ ε το π ρ ά γ μ α η μ η τ έ ρ α του μικρού, αυτό π ο υ έ κ α ν ε , ό μ ω ς , σ ί γ ο υ ρ α τ σ ά κ ι σ ε τον π α τ έ ρ α του. Ο Χ ι ο υ έ κ α ν ε ένα β ή μ α π ί σ ω και κατάλαβα από το ύφος του τι σκεφτόταν: τα πράγματα δ ε ν π ή γ α ι ν α ν ό π ω ς έ λ ε γ ε το π ρ ό γ ρ α μ μ α και με μ ι σ ο ύ σ ε γι' αυτό. Δ ε με νοιάζει όμως. Κι ε γ ώ τον μ ι σ ο ύ σ α λίγο. Δ ε ν είναι π α ρ ά ξ ε ν ο , ύ σ τ ε ρ α από όσα τ ρ α β ή ξ α μ ε ε π ε ι δ ή του γυάλισε έ ν α π α ι χ ν ί δ ι . « Θ α φ ύ γ ο υ μ ε τώρα, κ υ ρ ί α Γουάιλερ, αν τ ε λ ε ι ώ σ α τ ε » , ε ί π ε ο Χόμπαρτ. «Ο Χ ι ο υ έ χ ε ι να σ κ ε φ τ ε ί πολύ. Στο δ ω μ ά τιο του. Γονατιστός». « Δ ε ν τ ε λ ε ί ω σ α α κ ό μ η » , ε ί π α , χ ω ρ ί ς ν α τον κ ο ι τ ά ξ ω . Κ ο ί τ α ζ α το μικρό. Ν ο μ ί ζ ω ότι π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α να δ ω π έ ρ α α π ό το μ ί σ ο ς και την ν τ ρ ο π ή και την υ π ο κ ρ ι τ ι κ ή ε υ λ ά β ε ι α , ν α δ ω αν υ π ή ρ χ α ν α κ ό μ η μ έ σ α του υ π ο λ ε ί μ μ α τ α π α ι δ ι κ ή ς ψ υ χ ή ς . Και υ π ή ρ χ α ν ; Ε ι λ ι κ ρ ι ν ά δ ε ν ξ έ ρ ω .
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
279
« Χ ί ο υ » , ε ί π α , « ξ έ ρ ε ι ς ότι ζ η τ ά μ ε σ υ γ χ ώ ρ η σ η μ ό ν ο αν κ ά ν ο υ μ ε κάτι κακό, έτσι δ ε ν ε ί ν α ι ; » A u r o s κ α τ έ ν ε υ σ ε επιφυλακτικά... σαν να κατέθετε σε δ ί κ η και φοβόταν ότι ο δ ι κ η γ ό ρ ο * τον ο δ η γ ε ί σ ε π α γ ί δ α . « Ε π ο μ έ ν ο υ ξ έ ρ ε ι * ότι ήταν κακό π ο υ έ κ λ ε ψ ε * ro παιχ ν ί δ ι t o u Σηθ». Κ α ι έ ν ε υ σ ε πάλι, α κ ό μ η π ι ο α π ρ ό θ υ μ α αυτή τη φ ο ρ ά . Στο μ ε τ α ξ ύ ε ί χ ε κ ρ υ φ τ ε ί σ χ ε δ ό ν oAos π ί σ ω α π ό το π ό δ ι του π α τ έ ρ α του, σ α ν να ήταν τ ρ ι ώ ν χ ρ ο ν ώ ν και όχι ο χ τ ώ ή εννιά. « Κ υ ρ ί α Γ ο υ ά ι λ ε ρ , ν ο μ ί ζ ω ότι δ ε ν ε ί ν α ι α π α ρ α ί τ η τ ο να β α σ α ν ί ζ ε τ ε το π α ι δ ί » , ε ί π ε ο Χ ό μ π α ρ τ . Τι η λ ί θ ι ο * ά ν θ ρ ω nosJ Δε da είχε π ρ ό β λ η μ α αν έβαζα το μικρό στο γ ό ν α τ ο και του έ κ α ν α τον π ι σ ι ν ό κ ό κ κ ι ν ο α π ό τι* ξ υ λ ι έ * , όταν ό μ ω * του ζ η τ ά ω να π ε ι ξ ε κ ά θ α ρ α ότι έ κ α ν ε κάτι κακό, ξ α φ ν ι κ ά τον β α σ α ν ί ζ ω . Τι ά ν θ ρ ω π ο ι ε ί ν α ι αυτοί; « Λ ε ν τον β α σ α ν ί ζ ω , α λ λ ά π ρ έ π ε ι να ξ έ ρ ε τ ε ότι οι τ ε λ ε υ τ α ί ε * μ έ ρ ε ς ήταν π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ε * για μα*», του λ έ ω . Α π α ν τ ο ύ σ α στο μεγάλο, αλλά κοίταζα α κ ό μ η το μικρό. «Ο Σ η θ α γ α π ά ε ι π ά ρ α π ο λ ύ τα π α ι χ ν ί δ ι α του. Να, λ ο ι π ό ν , τι θ έ λ ω α π ό σ έ ν α , Χ ί ο υ . Θ έ λ ω να μ ο υ n e i s ότι αυτό π ο υ έ κ α ν ε ς ήταν κακό και ότι λ υ π ά σ α ι . Αυτό ε ί ν α ι όλο». Ο Χ/ου με κ ο ί τ α ζ ε άγρια και αν το β λ έ μ μ α μ π ο ρ ο ύ σ ε να σ κ ο τ ώ σ ε ι δε θα έ γ ρ α φ α στο η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο τώρα. Φ ο β ή θ η κ α ό μ ω * ; Μ η λ έ μ ε α σ τ ε ί α τώρα. Σε ό,τι α φ ο ρ ά τα τ σ α τ ι σ μ έ ν α παιδιά, ζ ω μ ε τον π ρ ω τ α θ λ η τ ή τ ω ν π ρ ω τ α θ λ η τ ώ ν . « Κ υ ρ ί α Γουάιλερ, ν ο μ ί ζ ε τ ε ότι είναι α π α ρ α ί τ η τ ο αυτό;» ρ ώ τ η σ ε ο Χόμπαρτ. «Ναι, ε ί ν α ι » , του α π ά ν τ η σ α . « Π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο για το γιο a a s π α ρ ά για μ έ ν α » . « Μ π α μ π ά , π ρ έ π ε ι να το π ω ; » ε ί π ε κ λ α ψ ο υ ρ ί ζ ο ν τ α δ ο μικρός, ε ν ώ σ υ ν έ χ ι ζ ε να με κ ο ι τ ά ζ ε ι μ ε μίσοε π ί σ ω από τα λ ι γ δ ω μ έ ν α γ υ α λ ι ά του. « Ε μ π ρ ό ς , π ε * της αυτό π ο υ θ έ λ ε ι ν' ακούσει», είπε ο Χ ό μ π α ρ τ . «Όταν ένα φάρμακο είναι πικρό, ε ί ν α ι κ α λ ύ τ ε ρα να το κ α τ α π ί ν ο υ μ ε μ ε μια γουλιά». Μ ε τ ά χ τ ύ π η σ ε το
280
RICHARD BACH MAN
μ/κρό στον ώ μ ο σαν να t o u έλεγε: Ναι, ε ί ν α ι σκύλα, α λ λ ά είμαστε υ π ο χ ρ ε ω μ έ ν ο ι ν α την α ν ε χ τ ο ύ μ ε . «Ήταν-κακό-και-λυπάμαι», λ έ ε ι ο μικρός, σαν να δ ι α β ά ζ ε ι πάλι από σενάριο. Και στο μεταξύ σ υ ν ε χ ί ζ ε ι να με αγριοκοιτάζει. Τ έ ρ μ α τα δάκρυα και τα κλάματα. Σ ή κ ω σ α το κεφάλι και ε ί δ α τον π α τ έ ρ α του να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο. Ή τ α ν σαν να ε ί χ α ν βγει από το ίδιο καλούπι και οι δύο. Α π ί σ τ ε υ τ ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι . Ή ρ θ α ν στο σπίτι τρομαγμένοι, αλλά και ε κ σ τ α σ ι α σ μ έ ν ο ι με την ιδέα ότι θα σ τ α υ ρ ω θ ο ύ ν . Και όταν α ν τ ί να κάνω αυτό π ο υ ή θ ε λ α ν ανάγκασα το μικρό να παραδ ε χ τ ε ί τί είναι, ε ν ο χ λ ή θ η κ α ν και θ ύ μ ω σ α ν μ α ζ ί μου. Το σ η μ α ν τ ι κ ό ό μ ω ς ε ί ν α ι : 1) π ή ρ α μ ε π ί σ ω το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ και 2) οι Χ ό μ π α ρ τ δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι να π ο υ ν κ ο υ β έ ν τ α για ό,τι έγινε. Μ ε ρ ι κ έ ς φ ο ρ έ ς η ν τ ρ ο π ή ε ί ν α ι το μόνο π ρ ά γ μ α π ο υ κ λ ε ί ν ε ι τα σ τ ό μ α τ α του κ ό σ μ ο υ . Τ ώ ρ α π ρ έ π ε ι ν α σ κ ε φ τ ώ έ ν α π α ρ α μ ύ θ ι για να π ω σ τ ο ν Σ η θ και μ ε τ ά ν α π ω το ίδιο π ρ ά γ μ α σ τ ο ν Χ ε ρ μ π . Θα ήταν ε π ι κ ί ν δ υ ν ο ν α μ ά θ ε ι ο Σ η θ την α λ ή θ ε ι α . Α κ ο ύ ω β ή μ α τ α π ά ν ω , π η γ α ί ν ο ψ ν στο μ π ά ν ι ο . Ο Σ η θ ξ ύ π ν η σ ε . Σε π α ρ α κ α λ ώ , Θ ε έ μου, ε λ π ί ζ ω να έ χ ω δ ί κ ι ο και να μ η ν μ π ο ρ ε ί να δ ι α β ά σ ε ι τις σ κ έ ψ ε ι ς μου.
Αργότερα Μ ε γ ά λ η ανακούφιση. Και ί σ ω ς κ ά π ο ι α σ υ γ χ α ρ η τ ή ρ ι α π ο υ π ρ έ π ε ι ν α δ ώ σ ω σ τ ο ν εαυτό μου. Ν ο μ ί ζ ω ότι η κ ρ ί σ η του Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ τ ε λ ε ί ω σ ε χ ω ρ ί ς ά λ λ α π α ρ α τ ρ ά γ ο υ δ α (αν ε ξ α ι ρ έ σ ο υ μ ε μ ε ρ ι κ ά σ π α σ μ έ ν α π ι ά τ α κι ε κ ε ί ν α τα υ π έ ρ ο χ α π ο τ ή ρ ι α Γ ο υ ό τ ε ρ φ ο ρ ν τ , δηλαδή). Ο Σ η θ και ο Χ ε ρ μ π κ ο ι μ ο ύ ν τ α ι . Σε λ ί γ ο θα α ν ε β ώ κι ε γ ώ για ύ π ν ο , α φ ο ύ κ ρ ύ ψ ω το τ ε τ ρ ά δ ι ο π ά ν ω α π ό το ν τ ο υ λ ά π ι της κ ο υ ζ ί ν α ς . (Το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο κάτω α π ό αυτές τις σ υ ν θ ή κ ε ς μ π ο ρ ε ί να ε ί ν α ι ε π ι κ ί ν δ υ ν ο , α λ λ ά μ ε β ο η θ ά ε ι τόσο πολύ). Το γ ε γ ο ν ό ς ότι ο Σηθ σ η κ ώ θ η κ ε ε κ ε ί ν η την ώρα, π ρ ι ν π ρ ο λ ά β ω να σ κ ε φ τ ώ τι θα του π ω , α π ο δ ε ί χ τ η κ ε π ρ α γ μ α τική ε υ λ ο γ ί α . Όταν κ α τ έ β η κ ε κάτω, μ ε τα μάτια π ρ η σ μ έ ν α
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
281
από τον ύπνο ακόμη, α π λ ώ ς COL/ έδωσα το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ . Αυτό π ο υ έ γ ι ν ε στο π ρ ό σ ω π ό του - ο τρόπος π ο υ « ά ν ο ι ξ ε » α π ό έ κ π λ η ξ η και χαρά, σ α ν λ ο υ λ ο ύ δ ι στον ή λ ι ο - σ χ ε δ ό ν με α π ο ζ η μ ί ω σ ε για ό λ η τη φ ρ ί κ η τ ω ν τ ε λ ε υ τ α ί ω ν η μ ε ρ ώ ν . Tous ε ί δ α και τους δ ύ ο μ έ σ α σ' αυτό το χ α ρ ο ύ μ ε ν ο β λ έ μ μα, και τον Σ η θ και τον Αλλο. Ο Αλλος α π λ ώ ς χ ά ρ η κ ε π ο υ ξ α ν α β ρ ή κ ε το Π ά ο υ ε ρ Βάγκον. Ο Σ η θ ν ο μ ί ζ ω ότι χ ά ρ η κ ε για άλλους λόγους. Μ π ο ρ ε ί να κ ά ν ω λάθος, να του α π ο δ ί δ ω σ υ ν α ι σ θ ή μ α τ α π ο υ δ ε ν έχει, αλλά δε ν ο μ ί ζ ω . Π ι σ τ ε ύ ω ότι ο Σ η 9 χ ά ρ η κ ε ε π ε ι δ ή ξ έ ρ ε ι ότι ο Αλλος θα μας α φ ή σ ε ι ή σ υ χ ο υ ς τώρα. Για λ ί γ ο , τουλάχιστον. Κάποια ε π ο χ ή πίστευα, σαν προοδευτικός άνθρωπος π ο υ θ έ λ ω ν α ε ί μ α ι , ότι ο Α λ λ ο ς ε ί ν α ι α π λ ώ ς μια ά λ λ η π λ ε υ ρ ά της π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α ς του Σ η θ - τ ο ά η θ ε ς μ έ ρ ο ς π ο υ οι φ ρ ο ϋ δ ι σ τ έ ς ο ν ο μ ά ζ ο υ ν « ι ν τ » - α λ λ ά δ ε ν ε ί μ α ι τ ό σ ο σ ί γ ο υ ρ η πια. Σ κ έ φ τ ο μ α ι σ υ ν έ χ ε ι α το τ α ξ ί δ ι π ο υ έ κ α ν α ν οι Γκάριν λ ί γ ο π ρ ι ν σ κ ο τ ω θ ο ύ ν ο Μ π ι λ και η Τ ζ ο υ ν και τα άλλα δ ύ ο παιδιά. Μ ε τ ά θ υ μ ά μ α ι τι μας ε ί χ ε π ε ι ο π α τ έ ρ α ς μας ό τ α ν ε ί χ α μ ε β γ ά λ ε ι δ ί π λ ω μ α ο δ ή γ η σ η ς , π ρ ώ τ α ο Μ π ι λ και μ ε τ ά εγώ. Μ α ς ε ί π ε ότι υ π ά ρ χ ο υ ν τ ρ ί α π ρ ά γ μ α τα π ο υ δ ε ν π ρ έ π ε ι ν α κ ά ν ο υ μ ε π ο τ έ : ν α ο δ η γ ο ύ μ ε με ξ ε φ ο ύ σ κ ω τ α λ ά σ τ ι χ α , να ο δ η γ ο ύ μ ε μ ε θ υ σ μ έ ν ο ι και να π α ί ρ ν ο υ μ ε τ ύ π ο υ ς π ο υ κ ά ν ο υ ν οτοστόπ. Μ ή π ω ς τελικά ο Μ π ι λ π ή ρ ε κ ά π ο ι ο ν στην έ ρ η μ ο χ ω ρ ί ς καν να το καταλάβει; και αυτός ο κάποιος ζ ε ι μέσα στον Σηθ; Τ ρ ε λ ή ιδέα ίσως, αλλά έ χ ω π ρ ο σ έ ξ ε ι ότι αυτή την ώ ρ α μ ο υ έρχονται οι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς τρελές ιδέες, αργά τη νύχτα, όταν το σπίτι ε ί ν α ι ή σ υ χ ο και οι άλλοι κοιμούνται. Και το ότι μια ιδέα ε ί ν α ι τ ρ ε λ ή δε σ η μ α ί ν ε ι πάντα ότι ε ί ν α ι και λάθος. Τέλος π ά ν τ ω ν , α φ ο ύ δ ε ν ε ί χ α χ ρ ό ν ο να φ τ ι ά ξ ω κάποιο μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο ψ έ μ α , του ε ί π α έ ν α απλό. Το β ρ ή κ α στο κελάρι, του είπα, όταν κατέβηκα για να δ ω αν υ π ά ρ χ ο υ ν άλλες σακούλες για την ηλεκτρική σκούπα. Ε ί χ α μ ε ψ ά ξ ε ι ε κ ε ί , βέβαια, αλλά του ε ί π α ότι ήταν π ο λ ύ π ί σ ω , κάτω από τη σκάλα. Ο Σηθ το δ έ χ τ η κ ε χ ω ρ ί ς ερωτήσεις. (Δεν ξ έ ρ ω αν τον έ ν ο ι α ζ ε καν, ήταν τόσο χ α ρ ο ύ μ ε ν ο ς π ο υ ε ί χ ε πάλι το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ , αλλά ουσιαστικά ε γ ώ απευθυνόμουν στον
282
RICHARD BACH MAN
Άλλο). Α/Ιόνο ο Χ ε ρ μ π μου έ κ α ν ε μια ε ρ ώ τ η σ η : Πώς β ρ έ θ η κε ε κ ε ί κάιω to Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ ; Ο Σ η θ δ ε ν κ α τ ε β α ί ν ε ι ποτέ στο κελάρι, φοβάται ε κ ε ί κάτω, και ο Χ ε ρ μ π το ξ έ ρ ε ι αυτό. Του ε ί π α ότι δ ε ν ξ έ ρ ω και - ω θαύμα θ α υ μ ά τ ω ν - το θ έ μ α έ κ λ ε ι σ ε εκεί. Ό λ η νύχτα ο Σηθ καθόταν στο γ ρ α φ ε ί ο , στην αγαπημ έ ν η του π ο λ υ θ ρ ό ν α , κ ρ α τ ώ ν τ α ς το Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ στα π ό δ ι α του, ό π ω ς έ ν α κ ο ρ ι τ σ ά κ ι θα κ ρ α τ ο ύ σ ε την α γ α π η μ έ ν η του κούκλα, κι έ β λ ε π ε τ η λ ε ό ρ α σ η . Ο Χ ε ρ μ π του έ φ ε ρ ε μια τ α ι ν ί α α π ό το β ι ν τ ε ο κ λ ά μ π , μια παλιά ασπρόμ α υ ρ η π ο υ ε ί χ α ν στις π ρ ο σ φ ο ρ έ ς , αλλά του Σ η θ του ά ρ ε σ ε πολύ. Ε ί ν α ι γ ο υ έ σ τ ε ρ ν ( φ υ σ ι κ ά ) α π ό τη δ ε κ α ε τ ί α του ' 5 0 . Το έ χ ε ι δει δύο φ ο ρ έ ς κιόλας. Π ρ ω τ α γ ω ν ι σ τ ή ς ε ί ν α ι ο Ρόρι Καλχούν. Λ έ γ ε τ α ι 0/ Ρυδμι-
ozes.
19 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι ότι θα έ χ ο υ μ ε μ π λ ε ξ ί μ α τ α . Ο Γουίλιαμ Χ ό μ π α ρ τ ήρθε πάλι το π ρ ω ί και ήταν έ ξ ω φ ρ ε ν ώ ν . Ευτυχώς ο Χ ε ρ μ π ε ί χ ε φύγει για τη δουλειά π ρ ι ν από ε ί κ ο σ ι λ ε π τ ά και ο Σηθ ήταν στην π ί σ ω αυλή. « Θ έ λ ω να σας κ ά ν ω μια ε ρ ώ τ η σ η , κ υ ρ ί α Γ ο υ ά ι λ ε ρ » , ε ί π ε . « Μ ή π ω ς ε σ ε ί ς ή ο σ ύ ζ υ γ ο ς σας ε ί χ α τ ε κ α μ ί α σ χ έ σ η με αυτό π ο υ έ κ α ν α ν στο αμάξι μ ο υ χτες β ρ ά δ υ ; ί ν α α π λ ό ναι ή όχι μ ο υ α ρ κ ε ί . Αν το κ ά ν α τ ε ε σ ε ί ς , το κ α λ ύ τ ε ρ ο θα ήταν να μ ο υ το π ε ί τ ε τ ώ ρ α » . « Δ ε ν ξ έ ρ ω τι μ ο υ λ έ τ ε » , ε ί π α και φ α ί ν ε τ α ι ότι το ύ φ ο ς μ ο υ ήταν π ε ι σ τ ι κ ό , γ ι α τ ί κ α λ μ ά ρ ι σ ε λ ί γ ο . Μ ε ο δ ή γ η σ ε στο δ ρ ό μ ο (τον α κ ο λ ο ύ θ η σ α ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς , ό σ ο π ι ο μ α κ ρ ι ά ή μ α σ τ ε από τον Σ η θ τ ό σ ο το κ α λ ύ τ ε ρ ο ) και μ ο υ έ δ ε ι ξ ε π ρ ο ς το' σ π ί τ ι του. Έ χ ε ι έ ν α α π ό κ ε ί ν α τα τ ζ ι π με κ ί ν η σ η στους τ έ σ σ ε ρ ι ς τροχούς, Ε ξ π λ ό ρ ε ρ , ν ο μ ί ζ ω , ή κ ά π ω ς έτσι. Ό λ α του τα λ ά σ τ ι χ α ήταν σ κ α σ μ έ ν α , όλα τα π α ρ ά θ υ ρ α ήταν σ π α σ μ έ ν α , α κ ό μ η και το π α ρ μ π ρ ί ζ και το μ ε γ ά λ ο π α ρ ά θ υ ρ ο π ί σ ω .
ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
«Ω Θεέ μου, λυπάμαι
283
πολύ»,
είπα.
Και λυπόμουν
πραγ-
ματικά, αλλά ίσως όχι για τους λόγους π ο υ νόμιζε. «Ζητώ σ υ γ ν ώ μ η για την υ π ο ψ ί α μου», μ ο υ λ έ ε ι , σ φ ι γ μ έ ν ο ς ό π ω ς πάντα. « Σ κ έ φ τ η κ α . . . το π α ι χ ν ί δ ι π ο υ π ή ρ ε ο Χιου... αν ή σ α σ τ ε ακόμη θ υ μ ω μ έ ν ο ι . . . » Ν ο μ ί ζ ω ότι σ κ ε φ τ ό τ α ν κάτι σ ε στυλ « ό χ η μ α α ν τ ί ο χ ή μ α τ ο ς » , ό π ω ς λ έ μ ε « ο φ θ α λ μ ό ν αντί οφθαλμού». «Εγώ το έ χ ω ξ ε χ ά σ ε ι ήδη αυτό, κύριε Χόμπαρτ», ε ί π α . «Και δ ε ν είμαι εκδικητικός ά ν θ ρ ω π ο ς σ ε καμία π ε ρ ί π τ ω σ η » . « Η ε κ δ ί κ η σ η ε ί ν α ι δ ι κ ή μου, ε ί π ε ο κύριος», μ ο υ λ έ ε ι αυτός. «Ναι, βέβαια», του είπα. Δ ε ν ξ έ ρ ω αν είναι, αλλά το μόνο π ο υ ήθελα ήταν να τον ξ ε φ ο ρ τ ω θ ώ . Ανατριχιαστικός τύπος. « Π ρ έ π ε ι να ήταν βάνδαλοι», ε ί π ε . « Μ ε θ υ σ μ έ ν ο ι . Σ ί γ ο υ ρ α κανένας από τη γειτονιά δε θα έκανε κάτι τέτοιο». Ε λ π ί ζ ω να ήταν ό ν τ ω ς β ά ν δ α λ ο ι . Το ε λ π ί ζ ω . Α λ λ ω σ τ ε , π ώ ς θα μ π ο ρ ο ύ σ ε ο Σ η θ - ή ο Α λ λ ο ς - ν α κ ά ν ε ι κάτι τέτοιο, αν ό ν τ ω ς οι δ υ ν ά μ ε ι ς του έ χ ο υ ν μ ι κ ρ ή α κ τ ί ν α δ ρ ά σ η ς ; Εκτός αν οι ικανότητές του μ ε γ α λ ώ ν ο υ ν . Αν η α κ τ ί ν α δ ρ ά σης α υ ξ ά ν ε τ α ι . Δ ε ν τ ο λ μ ώ να π ω τ ί π ο τ α σ τ ο ν Χ ε ρ μ π .
24 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Ό τ α ν κ α τ έ β η κ α κάτω σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί για να φ τ ι ά ξ ω π ρ ω ι νό, ε ί δ α tous Ριντ στον κήπο τους, με τις ρ ό μ π ε ς ακόμη, βγήκα έξω. κάνει ζέστη, αλλά ε ί χ ε β ρ έ ξ ε ι τη νύχτα - κ α ι π ο λ ύ μ ά λ ι σ τ α - και σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί ε ί χ ε λ ί γ η δροσιά, μ' ε κ ε ί ν η τη γλυκιά, υγρή μ υ ρ ω δ ι ά π ο υ έ χ ε ι έπειτα από καλοκαιρινή β ρ ο χ ή . Ήταν Σ ά β β α τ ο π ρ ω ί v o j p i s , α λ λ ι ώ ς θα ε ί χ ε βγει έ ξ ω ό λ η η γειτονιά. Έ ν α π ε ρ ι π ο λ ι κ ό ήταν π α ρ κ α ρ ι σ μ έ ν ο έ ξ ω α π ό το σ π ί τ ι τ ω ν Χ ό μ π α ρ τ , ό π ο υ υ π ή ρ χ α ν π α ν τ ο ύ σ π α σ μ έ ν α γυαλιά, στο γ κ α ζ ό ν , στο δ ρ ο μ ά κ ι του κ ή π ο υ , π α ν τ ο ύ . Ο Γ ο υ ί λ ι α μ και η γυναίκα του ( Ι ρ έ ν τη λ έ ν ε ) ήταν σ τ η β ε ρ ά ν τ α μ ε τις π ι τ ζ ά μ ε ς t o u s και μ ι λ ο ύ σ α ν στους
284
RICHARD BACH MAN
α σ τ υ ν ο μ ι κ ο ύ ς . 0 μικρός κ λ έ φ τ η ς σ τ ε κ ό τ α ν π ί σ ω τους, με το δ ά χ τ υ λ ο στο στόμα. Ε ί ν α ι λ ί γ ο μ ε γ ά λ ο ς για κάτι τέτοιο, αλλά φ α ί ν ε τ α ι ότι οι χ ό μ π α ρ τ έ π α θ α ν μ ε γ ά λ ο σ ο κ σ ή μ ε ρα το π ρ ω ί . Ό λ α τα π α ρ ά θ υ ρ α του σ π ι τ ι ο ύ τους ήταν σ π α σ μ έ ν α - και στο ι σ ό γ ε ι ο και στον π ά ν ω ό ρ ο φ ο . Η Κάμι μ ο υ ε ί π ε ότ/ έγ/νε γ ύ ρ ω στ/ς έ ξ ι π α ρ ά τ έ τ α ρ το· μόλις ε ί χ ε ξ υ π ν ή σ ε ι και το ά κ ο υ σ ε . «Ο θ ό ρ υ β ο ς δ ε ν ήταν τόσο δ υ ν α τ ό ς ό σ ο θα π ε ρ ί μ ε ν ε ς , με όλα αυτά τα τζάμια π ο υ έ σ π α σ α ν , αλλά αρκετός για ν α κ α τ α λ ά β ω τι ήταν. Π α ρ ά ξ ε ν ο , ε;» μ ο υ ε ί π ε . « Π ο λ ύ π α ρ ά ξ ε ν ο » , ε ί π α κι ε γ ώ . Η φ ω ν ή μ ο υ ήταν μάλλ ο ν φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ή , αλλά δ ε ν τ ό λ μ η σ α να π ω τ ί π ο τ ε άλλο μ ή π ω ς ά ρ χ ι ζ ε να τ ρ έ μ ε ι . Η κάμι μ ο υ ε ί π ε ότι κ ο ί τ α ξ ε έ ξ ω μόλις ά κ ο υ σ ε το θόρυβο, αλλά α υ τ ο ί π ο υ π έ τ α ξ α ν τις π έ τ ρ ε ς ε ί χ α ν φ ύ γ ε ι κιόλας. (Αν η α σ τ υ ν ο μ ί α β ρ ε ι π έ τ ρ ε ς , ε γ ώ θα τις φ ά ω με σ ά λ τ σ α γ\α μακαρόνια). « Π ρ έ π ε ι να ήταν π ο λ ύ γρήγοροι», ε ί π ε η Κάμι. Λ/Ιετά σ κ ο ύ ν τ η σ ε τον Τσάρλι δ ί π λ α της. «Αυτός ε δ ώ δ ε ν π ή ρ ε ε ί δ η σ η τίποτα, κοιμόταν του καλού καιρού». « Π ρ ώ τ α το αμάξι του, τώρα τα τζάμια», ε ί π ε ο Τσάρλι. «Τι βάνδαλοι και σαχλαμάρες, κάποιος έχει βάλει στο μάτι τον Γουίλ Χόμπαρτ». «Ναι», ε ί π α . « Δ ε ν ε ξ η γ ε ί τ α ι αλλιώς».
Αργότερα β ρ ή κ α τις π α ν τ ό φ λ ε ς του Σ η θ στο βάθος, κ ά τ ω α π ό το κ ρ ε β ά τ ι του. Ε ν τ ε λ ώ ς τ υ χ α ί α . Έ ψ α χ ν α για καμιά κάλτσα. Οι π α ν τ ό φ λ ε ς ε ί ν α ι υ γ ρ έ ς και α π ό κάτω ε ί ν α ι κ ο λ λ η μ έ ν α χ ο ρ τ ά ρ ι α . Ε π ο μ έ ν ω ς β γ ή κ ε έ ξ ω τη νύχτα. Ή ν ω ρ ί ς το π ρ ω ί . Και ξ έ ρ ω β έ β α ι α π ο ύ π ή γ ε . Α σ χ η μ α τα πράγματα... Ε υ τ υ χ ώ ς ό μ ω ς αυτό σ η μ α ί ν ε ι ότι δ ε ν α υ ξ ή θ η κ ε η α κ τ ί ν α δ ρ ά σ η ς του. Αυτό θα ήταν ακόμη χειρότερο.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
περίμενα
μέχρι
285
τιου έφυγε
26 Ιουνίου
1995
ο Χερμπ για τη δουλειά
-δεν
ή θ ε λ α να tov αφήσω να πάει, ήταν πολύ χ λ ο μ ό ς , φ α ι ν ό ταν ά ρ ρ ω σ τ ο ς , α λ λ ά μου είπε ότι έ π ρ ε π ε να τ ε λ ε ι ώ σ ε ι μια σ η μ α ν τ ι κ ή έ κ θ ε σ η και ε ί χ ε ε π ί σ η ς μια σ ο β α , . η π α ρ ο υ σ ί α σ η σ ή μ ε ρ α το α π ό γ ε υ μ α - και μετά π ή γ α πίσω και μ ί λ η σ α σ τ ο ν Σηθ. Ή τ α ν κ α θ ι σ μ έ ν ο ς μ έ σ α σ τ η ν α μ μ ο δ ό χ ο και έ π α ι ζ ε με τους Μ ό τ ο κ α π ς , το α ρ χ η γ ε ί ο τους και την « Π ο ν τ ε ρ ό ζ α » , ό π ω ς τη λ έ ε ι ο Χ ε ρ μ π . Ε ί ν α ι έ ν α ρ ά ν τ σ ο με κοράλ, ο χ ε ρ μ π το ε ί δ ε γ υ ρ ί ζ ο ν τ α ς α π ό τη δ ο υ λ ε ι ά μια μ έ ρ α , το Μ ά ρ τ ι ο ή τον Α π ρ ί λ ι ο , και του το α γ ό ρ α σ ε . Δεν ε ί ν α ι η Π ο ν τ ε ρ ό ζ α α π ό την Λ ί π α ^ ν τ σ ^ , β έ β α ι α , α λ λ ά το κ ε ν τ ρ ι κ ό σ π ί τ ι μ ο ι ά ζ ε ι λ ί γ ο με το σ π ί τ ι του σ ί ρ ι α λ . Έ χ ε ι και έ ν α δ ε ύ τ ε ρ ο σ π ί τ ι σ α ν υ π ο σ τ α τ ι κ ό (η σ τ έ γ η του ε ί ν α ι λ ί γ ο σ π α σ μ έ ν η , α λ λ ά κατά τα ά λ λ α δ ε ν έ χ ε ι τίποτα) και κ ά μ π ο σα π λ α σ τ ι κ ά ά λ ο γ α στο κ ο ρ ά λ ( μ ε ρ ι κ ά με τ ρ ί α πόδια). Ο Χ ε ρ μ π το α γ ό ρ α σ ε δ ύ ο δ ο λ ά ρ ι α και ε ί ν α ι έ ν α από τα π ι ο ^ γ α π η μ έ ν α π α ι χ ν ί δ ι α του Σηθ. Ε ί ν α ι α σ τ ε ί ο (και λ ί γ ο αλλόκοτο) το π ό σ ο ε ύ κ ο λ α σ υ ν δ ύ α σ ε ο Σ η θ το ρ ά ν τ σ ο μ ε τους MozoKans. Φαντάζομαι ότι όλα τα π α ι δ ι ά ε ί ν α ι έτσι, δ ε ν τους α π α σ χ ο λ ο ύ ν οι α υ θ α ί ρ ε τ ο ι π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ί , ι δ ι α ί τ ε ρα όταν παίζουν, αλλά και π ά λ ι μ π ε ρ δ ε ύ ε σ α ι λ ί γ ο ό τ α ν β λ έ π ε ι ς τ η ν Κ ά σ ι ή τον Α π ρ ό σ ω π ο να ε ί ν α ι κ α β ά λ α σ ε έ ν α π λ α σ τ ι κ ό ά λ ο γ ο μ ε τ ρ ί α π ό δ ι α και να καλπάζουν γ ύ ρ ω γ ύ ρ ω σ ε έ ν α π α λ ι ό κοράλ. Β έ β α ι α , ε κ ε ί ν η τη σ τ ι γ μ ή δ ε με α π α σ χ ο λ ο ύ σ α ν τέτοια πράγματα. Ή μ ο υ ν τρομοκρατημένη, η καρδιά μου βρον τ ο ύ σ ε σ α ν τ ύ μ π α ν ο στο σ τ ή θ ο ς μου, αλλά όταν με κ ο ί τ α ξ ε έ ν ι ω σ α λ ί γ ο κ α λ ύ τ ε ρ α . Ή τ α ν ο Σηθ, όχι ο Αλλος, κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ β λ έ π ω το γ λ υ κ ό π ρ ο σ ω π ά κ ι του Σηθ, τον α γ α π ώ π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο . Μ π ο ρ ε ί ν α φ α ί ν ε τ α ι τρελό, α λ λ ά έτσι ε ί ν α ι . Θ έ λ ω να τον π ρ ο σ τ α τ ε ύ σ ω και μ ι σ ώ α κ ό μ η π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο τον Αλλο. Τ ο ν ρ ώ τ η σ α τι σ υ μ β α ί ν ε ι στους Χ ό μ π α ρ τ - δ ε ν έ χ ε ι ν ό η μ α να ξ ε γ ε λ ά ω π ι α τον ε α υ τ ό μου, ε ί ν α ι σ ί γ ο υ ρ ο ότι
RICHARD BACH MAN
86
ξ έ ρ ε ι π ώ ς χ ά θ η κ ε ro Ν τ ρ ι μ Φ λ ό α τ ε ρ - και δε μου απάντησε. Κ α θ ό τ α ν ε κ ε ί και με κ ο ί τ α ζ ε . Τον ρ ώ τ η σ α αν β γ ή κ ε κ ρ υ φ ά έ ξ ω to Σ ά β β α τ ο το π ρ ω ί και π ή γ ε και τους έ σ π α σ ε τα π α ρ ά θ υ ρ α . Κ α μ ι ά α π ά ν τ η σ η . Μ ε τ ά τον ρ ώ τ η σ α τι ήθελε., τι έ π ρ ε π ε να γ ί ν ε ι για να σ τ α μ α τ ή σ ε ι . Δεν π ε ρ ί μ ε ν α να π ά ρ ω απάντηση, αλλά ξαφνικά ο Σηθ είπε, πολύ κ α θ α ρ ά μάλιστα: « Π ρ έ π ε ι να μ ε τ α κ ο μ ί σ ο υ ν . Και γ ρ ή γ ο ρ α . Δεν μ π ο ρ ώ να τον κ ρ α τ ή σ ω για π ο λ ύ α κ ό μ η » . « Π ο ι ο ν να κ ρ α τ ή σ ε ι ς ; » τον ρ ώ τ η σ α , αλλά δ ε ν ε ί π ε τ ί π ο τ ε άλλο, α π λ ώ ς ήταν σ α ν να χ α ν ό τ α ν , σ α ν να β ρ ι σ κ ό τ α ν κ ά π ο υ αλλού. Α ρ γ ό τ ε ρ α , κ α θ ώ ς έ τ ρ ω γ ε μ ε σ η μ ε ριανό (τα σ υ ν η θ ι σ μ έ ν α : μ α κ α ρ ό ν ι α κ ο ν σ έ ρ β α και σ ο κ ο λ α τ ο ύ χ ο γάλα), α ν έ β η κ α π ά ν ω , κ ά θ ι σ α στο κ ρ ε β ά τ ι κι ά ρ χ ι σ α να σκέφτομαι. Ό τ α ν σ κ ο τ ώ θ η κ ε ο α δ ε ρ φ ό ς μ ο υ και η ο ι κ ο γ έ ν ε ι ά του, οι μ ά ρ τ υ ρ ε ς ε ί π α ν ότι ε ί χ α ν δει έ ν α κόκκίνο β α ν με κ ε ρ α ί α ρ α ν τ ά ρ ή κάτι π α ρ ό μ ο ι ο σ τ η ν ο ρ ο φ ή . «Το μ υ σ τ η ρ ι ώ δ ε ς βαν», το ε ί χ α ν ονομάσει οι ε φ η μ ε ρ ί δ ε ς . Το Τ ρ ά κ ε ρ Α ρ σ ο υ ε ί ν α ι κόκκινο. Και έ χ ε ι κ ε ρ α ί α σ τ η ν οροφή. Σ κ έ φ τ η κ α ότι ε ί μ α ι τ ε λ ε ί ω ς τρελή, μετά ό μ ω ς θ υ μ ή θ η κα το Ντριμ Φ λ ό α τ ε ρ π ο υ ε ί χ α μ ε δει και ε γ ώ και ο Χ ε ρ μ π σ τ η ν π ί σ ω αυλή. Δεν ήταν π ρ α γ μ α τ ι κ ό , φ υ σ ι κ ά , αλλά ε ί χ ε φ υ σ ι κ ό μέγεθος... Και ο Σηθ κ ο ι μ ό τ α ν όταν το ε ί δ α μ ε . Μ π ο ρ ε ί ε π ο μ έ ν ω ς να μ η λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ σ ε με όλες του τις δυνάμεις. και τι ρα; Τι da Φλόατερ σ ε ι τους
θα γ ί ν ε ι αν ο Α λ λ ο ς β α ρ ε θ ε ί να σ π ά ε ι π α ρ ά θ υ γίνει αν στείλει ιο Τ ρ ά κ ε ρ Α ρ ο ο υ (ή το Ν τ ρ ι μ ή το Τζάστις Β ά γ κ ο ν ή το Φ ρ ί ν τ ο μ Βαν) να γ α ζ ώ χόμπαρτ;
Λεν μπορώ ο Σηθ.
να τον κρατήσω
για πολύ ακόμη, είχε πει
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
287
27 Ιουνίου
Ί995
Π έ ρ α σ α την π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ η ώ ρ α σ ή μ ε ρ α στο Μ ο χ ό ν κ με την Τ ζ α ν Γκούντλ/ν. Ξ έ ρ ω όζι δεν π ρ έ π ε ι - ε ί ν α ι μια φ υ γ ή α π ό την πραγματικότητα, ό π ω ς τα ν α ρ κ ω τ ι κ ά ή το α λ κ ο ό λ αλλά ε ί ν α ι δ ύ σ κ ο λ ο να αντισταθώ. Μ ι λ ή σ α μ ε για τους δικούς μας, για δ ι ά φ ο ρ ε ς δ ύ σ κ ο λ ε ς καταστάσεις π ο υ π ε ρ ά σ α μ ε στο γ υ μ ν ά σ ι ο , τα σ υ ν η θ ι σ μ έ ν α . Α σ ή μ α ν τ α και υ π έ ρ ο χα π ρ ά γ μ α τ α μ α ζ ί . Μ ό ν ο στο τέλος ά λ λ α ξ α ν τα πράγματα. Ε ί δ α ότι το μικρό τ η λ έ φ ω ν ο ε ί χ ε χ α θ ε ί , π ο υ σ ή μ α ι ν ε ότι ήταν ώ ρ α να γ υ ρ ί σ ω π ί σ ω , και τότε η Τ ζ α ν μ ο υ ε ί π ε : «Ξέρε/ς π ο ύ τη β ρ ί σ κ ε ι την ε ν έ ρ γ ε ι α για να κάνει αυτά π ο υ κάνει στους Χ ό μ π α ρ τ , έτσι δ ε ν είναι, Οντ;» Και β έ β α ι α ξ έ ρ ω : α π ό τον Χ ε ρ μ π . Του την κ λ έ β ε ι ό π ω ς ένας β ρ ι κ ό λ α κ α ς ρ ο υ φ ά ε ι α ί μ α . Και ν ο μ ί ζ ω ότι ο Χ ε ρ μ π το ξ έ ρ ε ι κι αυτός.
28 Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 9 5 Σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί καδόμουν στο τ ρ α π έ ζ ι της κ ο υ ζ ί ν α ς και έ γ ρ α φ α μια λ ί σ τ α μ ε ψ ώ ν ι α , όταν άκουσα σειρήνα από α σ θ ε ν ο φ ό ρ ο . Βγήκα έ ξ ω και το ε ί δ α να σταματάει μ π ρ ο σ τ ά στο σ π ί τ ι τ ω ν Χ ό μ π α ρ τ με τα φ ώ τ α του να α ν α β ο σ β ή ν ο υ ν . 0/ νοσοκόμο/ βγήκαν έξω και μ π ή κ α ν τρέχοντας στο σπίτι. Μ π ή κ α κι ε γ ώ τ ρ έ χ ο ν τ α ς στο δικό μ ο υ και κ ο ί τ α ξ α α π ό την κ ο υ ζ ί ν α στην π ί σ ω αυλή. Ο Σ η θ δ ε ν ήταν ε κ ε ί . Τα Π ά ο υ ε ρ Β ά γ κ ο ν ήταν β α λ μ έ ν α στη σ ε ι ρ ά σ τ η ν α μ μ ο δόχο, π λ α γ ι α σ τ ά μάλιστα, ό π ω ς τα β ά ζ ε ι π ά ν τ α ό τ α ν σταμ α τ ά ε ι ν α π α ί ζ ε ι για λ ί γ ο , η Π ο ν τ ε ρ ό ζ α τ α κ τ ο π ο ι η μ έ ν η μ ε τα π λ α σ τ ι κ ά ά λ ο γ α στο κοράλ, το α ρ χ η γ ε ί ο τ ω ν Μ ό τ ο κ α π ς κοντά σ τ η ν κούνια... α λ λ ά ο Σ η θ π ο υ θ ε ν ά . Α ν έ λ ε γ α ότι έ ν ι ω σ α έ κ π λ η ξ η , θα ήταν ψ έ μ α . Όταν ξ α ν α π ή γ α μπροστά, ε ί χ α ν βγει κι άλλοι στα π ε ζ ο δρόμια και κ ο ί τ α ζ α ν το σπίτι τ ω ν Χόμπαρτ. ο Ντέιβ και ο Τ ζ ι μ Ριντ ήταν στον κήπο τους και τους ρ ώ τ η σ α αν ε ί δ α ν τον Σηθ.
288
RICHARD BACH MAN
«Να, ε κ ε ί ε ί ν α ι , κ υ ρ ί α Γ ο υ ά ι λ ε ρ » , λ έ ε ι ο Ν τ έ ι β και μου δ ε ί χ ν ε ι στο Σ τ ο π - 2 4 . Ο Σ η θ σ τ ε κ ό τ α ν δ ί π λ α στη σ χ ά ρ α για ί α π ο δ ή λ α τ α και κ ο ί τ α ζ ε α π έ ν α ν τ ι ό π ω ς όλοι. « Π ρ έ π ε ι να π ή γ ε να π ά ρ ε ι καμιά σ ο κ ο λ ά τ α » . «Ναι», α π α ν τ ά ω , αν και ξ έ ρ ω ότι α) ο Σ η θ δ ε ν έ χ ε ι λ ε φ τ ά , β) ο Σ η θ δ ε ν μ π ο ρ ε ί καλά καλά να μ ι λ ή σ ε ι στον χ ε ρ μ π και σ' ε μ έ ν α , π ο λ ύ π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο σε μια ά γ ν ω σ τ η π ω λ ή τ ρ ι α , γ) ο Σ η θ δε φ ε ύ γ ε ι π ο τ έ από την π ί σ ω αυλή. Ο Σηθ δε φ ε ύ γ ε ι , φ α ί ν ε τ α ι ό μ ω ς ότι ο Άλλος φ ε ύ γ ε ι μ ε ρ ι κ έ ς φ ο ρ έ ς . Για να μ π ε ι σ ε α κ τ ί ν α δράσης, φ α ν τ ά ζ ο μ α ι . Π έ ν τ ε λ ε π τ ά α ρ γ ό τ ε ρ α , οι ν ο σ ο κ ό μ ο ι β γ ή κ α ν έ ξ ω μ α ζ ί με την Ι ρ έ ν Χ ό μ π α ρ τ . Την κ ρ α τ ο ύ σ α ν α π ό τα μ π ρ ά τ σ α σ α ν να τη β ο η θ ο ύ σ α ν να π ε ρ π α τ ή σ ε ι . Ο Χιου, ο γιος της, κρατ ο ύ σ ε το χ έ ρ ι της κι έ κ λ α ι γ ε . Το ε ί χ α μ ι σ ή σ ε ι αυτό το π α ι δ ί , τ ώ ρ α ό μ ω ς το λ υ π ά μ α ι και φ ο β ά μ α ι τι άλλο μ π ο ρ ε ί να π ά θ ε ι . Το φ ό ρ ε μ α της Ι ρ έ ν ήταν γ ε μ ά τ ο α ί μ α τ α μ π ρ ο στά. Κ ρ α τ ο ύ σ ε μια κ ο μ π ρ έ σ α στη μύτη της και ένας ν ο σ ο κόμος της π ί ε ζ ε τον τ ρ ά χ η λ ο . Τ η ν έ β α λ α ν στο α σ θ ε ν ο φ ό ρο - ο Χ ι ο υ μ π ή κ ε κι αυτός μ α ζ ί τ η ς - κι έ φ υ γ α ν . Η Ιρέν γύρισε ύστερα από δυο ώρες (στο μεταξύ ο Σηθ ήταν στο γ ρ α φ ε ί ο και έ β λ ε π ε παλιά γ ο υ έ σ τ ε ρ ν στην καλωδιακή). Η Κιμ Γκέλερ π έ ρ α σ ε για κ α φ έ και μου ε ί π ε ότι π ή γ ε να ρ ω τ ή σ ε ι την Ιρέν αν μ π ο ρ ε ί να τη β ο η θ ή σ ε ι σε τίποτα. Είναι η μόνη στη γειτονιά π ο υ έχει φιλικές σχέσεις με τους Χόμπαρτ. Η Ιρέν της ε ί π ε ότι δεν υ π ά ρ χ ε ι π ρ ό β λ η μα, απλώς τ ρ ό μ α ξ ε ά σ χ η μ α μ' αυτό π ο υ έπαθε. Ό π ω ς μου ε ί π ε η Κιμ, η Ιρέν έχε/ υπέρταση. Παίρνε/ φάρμακα, αλλά μόλις π ο υ κ α τ α φ έ ρ ν ε ι να την κρατάει υπό έλεγχο. Είχε ξ α ν α π ά θ ε ι ρινορραγίες, αλλά ποτέ σε τόσο ά σ χ η μ η μορφή. Ε ί π ε στην Κιμ ότι ά ρ χ ι σ ε εντελώς ξαφνικά, το α ί μ α άρχισε να πετάγεται σαν π ί δ α κ α ς από τα ρουθούνια της και δε σταμ α τ ο ύ σ ε ακόμη και όταν έ β α λ ε κ ο μ π ρ έ σ α με πάγο. Ο Χιου φ ο β ή θ η κ ε και τ η λ ε φ ώ ν η σ ε στο Π ρ ώ τ ω ν Βοηθειών. Οι ν ο σ ο κόμοι ε π έ μ ε ι ν α ν να την π ά ρ ο υ ν στο ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο για να δουν μ ή π ω ς έ π ρ ε π ε να της καυτηριάσουν το ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της μύτης, αν και η α ι μ ο ρ ρ α γ ί α ε ί χ ε σταματήσεί σ χ ε δ ό ν μ έ χ ρ ι να φ τ ά σ ε ι το α σ θ ε ν ο φ ό ρ ο στο σπίτι.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
289
π ή ρ α τον Σ η θ μέσα και άρχισα να t o v τ ρ α ν τ ά ζ ω . Τ ο υ ε ί π α ότι π ρ έ π ε ι να σ τ α μ α τ ή σ ε ι . Αυτός μ ό ν ο με κ ο ί τ α ζ ε , με το σ τ ό μ α του να τ ρ έ μ ε ι . Τ ε λ ι κ ά σ τ α μ ά τ η σ α , θ υ μ ω μ έ ν η με τον ε α υ τ ό μου. Έ β ρ ι ζ α τον Σηθ, όχι τον Άλλο. Έ β λ ε π α και τον άλλο, ό μ ω ς . Κ ρ υ β ό τ α ν π ί σ ω α π ό τα μάτια του Σ η θ και γ ε λ ο ύ σ ε μ α ζ ί μου. Το π ι ο τ ρ ο μ ε ρ ό απ* όλα ε ί ν α ι ότι ο Ά λ λ ο ς δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι τον Χ ι ο υ χ ό μ π α ρ τ . Τ ο ν α φ ή ν ε ι ν α β λ έ π ε ι και ν α β α σ α ν ί ζ ε τ α ι .
29 Ιουνίου 1995 Ξ ύ π ν η σ α α π ό ψ ε , γ ύ ρ ω στις τρεις τη νύχτα, και το κ ρ ε β ά τι δ ί π λ α μ ο υ ήταν άδειο. Το ίδιο και το μ π ά ν ι ο . Κ α τ έ β η κ α κάτω τ ρ ο μ α γ μ έ ν η . Κ α ν ε ί ς στο λ ί β ι ν γ κ ρουμ, στο γ ρ α φ ε ί ο , σ τ η ν κουζίνα, β γ ή κ α έ ξ ω στο γκαράζ και β ρ ή κ α τον Χ ε ρ μ π να κ ά θ ε τ α ι π ά ν ω σ τ ο ν π ά γ κ ο μ ό ν ο μ ε το σ λ ι π και να κ λ α ί ε ι . Π ρ ι ν α π ό δ ύ ο χ ρ ό ν ι α ε ί χ ε β ά λ ε ι δ υ ν α τ ά φ ώ τ α κι έτσι π ο υ δ ε φ ο ρ ο ύ σ ε τ ί π ο τ α ε ί δ α π ό σ ο έ χ ε ι α δ υ ν α τ ί σει. Η ό ψ η του ε ί ν α ι απαίσια. Μ ο ι ά ζ ε ι σ α ν να έ χ ε ι ν ε υ ρ ο γ ε ν ή α ν ο ρ ε ξ ί α . Τον π ή ρ α σ τ η ν αγκαλιά μ ο υ κι έ κ λ α ψ ε σ α ν μ ω ρ ό , λ έ γ ο ν τ α ς σ υ ν ε χ ώ ς π ό σ ο , μα π ό σ ο κ ο υ ρ α σ μ έ νος ν ι ώ θ ε ι . Κάτι ψ έ λ λ ι σ α π ε ρ ί γ ι α τ ρ ο ύ το π ρ ω ί . Γ έ λ α σ ε και μ ο υ ε ί π ε ότι ξ έ ρ ω π ο ι ο ε ί ν α ι το π ρ ό β λ η μ ά του. Φυσικά ξέρω.
1 Ιουλίου 1995 Ά λ λ ο έ ν α α σ θ ε ν ο φ ό ρ ο στο σ π ί τ ι τ ω ν χ ό μ π α ρ τ σ ή μ ε ρ α το α π ό γ ε υ μ α . Μ ό λ ι ς το ε ί δ α , έ τ ρ ε ξ α πάνω να βρω τον Σηθ, π ο υ υ π ο τ ί θ ε τ α ι ότι κ ο ι μ ό τ α ν . Π ο υ θ ε ν ά Σηθ. Το π α ρ ά θ υ ρ ο α ν ο ι χ τ ό -παράθυρο του πρώιου ορόφουκαι π ο υ θ ε ν ά ο Σηθ. Ό τ α ν β γ ή κ α έ ξ ω , τον ε ί δ α σ τ ο α π έ ν α ν τ ι π ε ζ ο δ ρ ό μ ι ο , να τον κ ρ α τ ά ε ι α π ό το χ έ ρ ι ο Τ ο μ Μ π ί λ ι ν γ κ σ λ ι . Έ τ ρ ε ξ α και τον ά ρ π α ξ α .
290
RICHARD BACH MAN
« Μ η φ ο β ά σ α ι , Οντ, ε ί ν α ι μια χαρά», μ ο υ ε ί π ε ο τ ο μ . «βγήκε να κάνει καμιά βόλια, φ α ί ν ε τ α ι , ε, Σηθ;» « Μ η ν ξαναπεράσεις απέναντι στο δρόμο μόνος σου!» του είπα. «Ποζέ!» Τον τράνταξα πάλι, παρ' όλο που δεν ήθελα. Είναι ηλίθιο τελικά, σαν να τραντάζεις μια κούκλα από κερί. Αυτή τη φορά, όταν βγήκαν έ ξ ω οι νοσοκόμοι, κρατούσαν φορείο. Και π ά ν ω ήταν ο Γουίλιαμ Χόμπαρτ. «Πολύ τους κυνηγάει η κακοτυχία τους Χόμπαρτ τώρα τελευταία», ε ί π ε ο Τομ. Αυτή τη β δ ο μ ά δ α ο Γ ο υ ί λ ι α μ Χ ό μ π α ρ τ ε ί χ ε π ά ρ ε ι άδεια για διακοπές, αλλά φ α ί ν ε τ α ι ότι da την π ε ρ ά σ ε ι σ χ ε δ ό ν όλη σιο ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο , ΐ π ε σ ε από τη σκάλα κι έ σ π α σ ε το πόδι και τη λ ε κ ά ν η του. Η Κιμ μ ο υ ε ί π ε α ρ γ ό τ ε ρ α ότι π ί ν ε ι , παρ 1 όλο π ο υ ε ί ν α ι διάκονος στην ε κ κ λ η σ ί α του. Μ π ο ρ ε ί να π ί ν ε ι , αλλά δε ν ο μ ί ζ ω ότι έ π ε σ ε από τη σκάλα ε π ε ι δ ή ήταν μ ε θ υ σ μ έ ν ο ς .
3 Ι ο υ λ ί ο υ 1995 Δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι Αλλος. Ποτέ δ ε ν υ π ή ρ χ ε . Υ π ά ρ χ ε ι ένα πράγμα μ έ σ α στον Σηθ, όχι το ιντ, όχι κάποια άλλη ε κ δ ή λ ω σ η της π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ ά ς του, αλλά κάτι σαν σ κ ο υ λ ή κ ι π ο υ σκέφτεται. Και μιλάει. Μ ο υ μ ί λ η σ ε σ ή μ ε ρ α . Μ ο υ ε ί π ε ότι το λ έ ν ε Τακ.
6 Ι ο υ λ ί ο υ 1995 Κάποιος σκότωσε τη γάτα των χόμπαρτ χτες βράδυ. Ό π ω ς έμαθα, δεν έμεινε τίποτα, μόνο αίματα και κομμάτια γούνα. Η Κιμ μου ε ί π ε ότι η Ιρέν έχει πάθει υστερία, ν ο μ ί ζ ε ι ότι όλη η γειτονιά τα 'χει βάλει μ α ζ ί τους, ε π ε ι δ ή ξέρουν ότι οι Χόμπαρτ θα πάνε στον παράδεισο κι ε μ ε ί ς οι υπόλοιποι θα πάμε στην κόλαση. «Και γΓ αυτό δημιουργούν αυτή την επίγεια κόλαση για μας», ε ί π ε στην Κιμ. Παρακάλεσε την Κιμ να της πει ποιος το έκανε, της ε ί π ε ότι ο Χιου είναι απελπι-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
291
σμένος, δε β γ α ί ν ε ι α π ό το δωμάτιο του, κλαίει στο κρεβάτι ί ο υ και λ έ ε ι o n αυτός φ τ α ί ε ι για όλα ε π ε ι δ ή ε ί ν α ι α μ α ρ τ ω λός. Όταν η Κιμ της ε ί π ε ότι δ ε ν ξέρει ποιος to έ κ α ν ε και ότι κανένας από τη γειτονιά δε θα σ κ ό τ ω ν ε τη γάτα τους, η Ιρέν της α π ά ν τ η σ ε ότι ε ί ν α ι κι αυτή σ α ν τους άλλους και ν α μην τη θ ε ω ρ ε ί πια φ ί λ η της. Η Κιμ ήταν π ο λ ύ σ τ ε ν ο χ ω ρ η μ έ ν η - ό χ ι ό μ ω ς odt) εγώ. Για ό ν ο μ α του Θ ε ο ύ , τι π ρ έ π ε ι ν α κ ά ν ω ; Δ ε ν έ χ ε ι β λ ά ψ ε ι κ α ν έ ν α ν σ ο β α ρ ά ως τ ώ ρ α , αλλά...
8 Ιουλίου 1995 Ο Θ ε έ μου, σ ε ε υ χ α ρ ι σ τ ώ . Σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί λ ί γ ο μ ε τ ά τις ε ν ν ι ά ή ρ θ ε έ ν α φ ο ρ τ η γ ό και σ τ α μ ά τ η σ ε μ π ρ ο σ τ ά στο σπίτι των χόμπαρτ. Μετακομίζουν.
16 Ι ο υ λ ί ο υ 1 9 9 5 Γ α μ η μ έ ν ε μ π ά σ τ α ρ δ ε π α λ ι ο π ο ύ σ τ η ! Π ώ ς μ π ό ρ ε σ ε ς ν α το κ ά ν ε ι ς αυτό. Τ έ ρ α ς ! Α ν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α σ ε π ι ά σ ω στα χ έ ρ ι α μου... Α ν ά φ η ν ε ς τον Σ η θ ή σ υ χ ο και σ 1 έ π ι α ν α στα χ έ ρ ι α μου. Ο Θ ε έ μ ο υ Θ ε έ μ ο υ Θ ε έ μ ο υ ! Φ τ α ί ω εγώ; Ναι. π οίο φταίω ε ί ν α ι το ε ρ ώ τ η μ α . Χ ρ ι σ τ έ μου, π ώ ς θα μ π ο ρ έ σ ω να ζ ή σ ω χ ω ρ ί ς αυτόν; Πώς θα σ υ ν ε χ ί σ ω έτσι; Δ ε ν ή ξ ε ρ α ότι υ π ά ρ χ ε ι τόσος πόνος σ τ ο ν κ ό σ μ ο και π ό σ ο φ τ α ί ω εγώ, ΠΟςΟ; Μ π ά σ τ α ρ δ ε Τακ, μ π ά σ τ α ρ δ ε , τ ε λ ε ί ω σ ε , δ ε ν ξ α ν α γ ρ ά φ ω σ' αυτό το τετράδιο. Και τι νόμιζα ότι θα κ α τ α φ έ ρ ω γ ρ ά φ ο ν τ α ς ; Ω Χ ε ρ μ π , λ υ π ά μ α ι τ ό σ ο π ο λ ύ , σ' α γ α π ώ , λ υ π ά μ α ι . 19 Ο κ τ ω β ρ ί ο υ
1995
Π ή ρ α α π ά ν τ η σ η στο γ ρ ά μ μ α μ ο υ σ ή μ ε ρ α , ε ί χ ε π ε ρ ά σ ε ι τόσος κ α ι ρ ό ς π ο υ δ ε ν το π ε ρ ί μ ε ν α πια. Μ ο υ α π ά ν τ η σ ε κ ά π ο ι ο ς Α λ ε ν Σάιμς, μ η χ α ν ι κ ό ς ο ρ υ χ ε ί ω ν . Δ ο υ λ ε ύ ε ι σ ε
92
RICHARD BACH MAN
ενα μ έ ρ ο ς π ο υ λ έ γ ε τ α ι Κ ι ν έ ζ ι κ ο Ο ρ υ χ ε ί ο , σ τ η ν πόλη Ν τ ε σ π ε ρ έ ι σ ο ν της Ν ε β ά δ α . Λ έ ε ι ότι ε ί δ ε τον Μ π ι λ και την ο ι κ ο γ έ ν ε ι α του, αλλά δ ε ν έ γ ι ν ε τ ί π ο τ α , α π λ ώ ς τους ξ ε ν ά γ η σ ε στο ο ρ υ χ ε ί ο και μετά έ φ υ γ α ν , χ ω ρ ί ς να σ υ μ β ε ί τίποτα. Λ έ ε ι ψ έ μ α τ α . Μ ά λ λ ο ν δ ε da μάθω π ο τ έ το λόγο ούτε 9α μ ά 9 ω τι έ γ ι ν ε ε κ ε ί π έ ρ α , αλλά ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η για έ ν α πράγμα: λέει ψέματα. Θ ε έ μου, β ο ή δ η σ έ με.
1
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, αλλα η υπέροχη και ταυτόχρονα τρομερή ικανότητα του Τζόνι να βλέπει και να παρακολουθεί τα πάντα πρόλαβε να'τα καταγράψει. Ο Εντράτζιαν, ετοιμοθάνατος, αλλά τόσο άσχημα χτυπημένος που δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει, προχωρούσε μπουσουλώντας προς έναν πρωτόγονο κάκτο στην αριστερή πλευρά του μονοπατιού. Το κεφάλι του κρεμόταν τόσο χαμηλά, που άφηνε μια γραμμή αίματος στο έδαφος. Από το τραύμα φαινόταν το κρανίο του. Έμοιαζε σαν να του είχαν πάρει το σκαλπ. Καταμεσής στο μονοπάτι, ο Στιβ Έιμς και το πλάσμα από τη χαράδρα χόρευαν έναν παράξενο χορό. Το φριχτό πούμα με τα πεταχτά πορτοκαλιά δόντια -αλλόκοτο σαν σκίτσο του Πικάσο- ήταν σηκωμένο στα πίσω πόδια και είχε ακουμπήσει τα μπροστινά του στους ώμους του Έι,μς. Αν ο Στιβ είχε κατεβάσει τα χέρια του όταν το τέρας του πέταξε το μικροσκοπικό τουφέκι, θα ήταν ήδη νεκρός. Τα είχε σταυρώσει στο στήθος του, όμως, και τώρα οι αγκώνες του έσπρωχναν το στήθος του ζώου.
294
RICHARD BACH MAN
«Ρίξτε τον!» ούρλιαξε. «Για όνομα τον Θεού, ρίξτε τον!» Οι δυο δίδυμοι είχαν παγώσει, κανείς δεν κουνήθηκε να πιάσει το πιστόλι που είχε πε'σει στο έδαφος. Η έκφραση στα πρόσωπα τους ήταν πανομοιότυπη, ένα μείγμα φρίκης και αγωνίας. Το πούμα (ο Τζόνι ένιωθε τα μάτια του να πονούν μόνο που το κοίταζε) έβγαλε μια γυναικεία στριγκλιά και έσκυψε το τριγωνικό κεφάλι του μπροστά. Ο Στιβ τράβηξε το δικό του κεφάλι πίσω και προσπάθησε να πετάξει το τέρας στο πλάι. Αυτό κρατήθηκε με τα νύχια του και για μια στιγμή έμοιαζαν σαν δύο μεθυσμένοι που χορεύουν ταγκό. Τα νύχια του πούμα -υπερμεγέθη όπως και τα δόντια του, αλλά μαύρα αντί για πορτοκαλιά- χώθηκαν πιο βαθιά στους ώμους του Στιβ και ο Τζόνι είδε αίμα να μουσκεύει το πουκάμισο στα σημεία όπου είχαν μπει στη σάρκα. Η ουρά του ζώου κουνιόταν άγρια δεξιά αριστερά. Έ κ α ν α ν άλλη μισή στροφή και ο Στιβ παραπάτησε. Για μια στιγμή κόντεψε να χάσει την ισορροπία του, αλλά κρατιόταν ακόμη από το τέρας. Πίσω τους, ο Εντράτζιαν είχε φτάσει στον κάκτο. Χτύπησε με το ματωμένο κεφάλι του πάνω στα αγκάθια, σωριάστηκε κάτω και γύρισε στο πλευρό. Έμοιαζε σαν μηχανή που της έχουν τελειώσει τα καύσιμα. Τα κογιότ συνέχιζαν να ουρλιάζουν και ακούγονταν πιο κοντά τώρα. Ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό από το σπίτι που καιγόταν. «Σκοτώστε το το γαμημένο!» φώναξε ο Στιβ. Είχε καταφέρει να βρει την ισορροπία του, αλλά δεν είχε πολύ χώρο ακόμη για να οπισθοχωρήσει, κόντευε να φτάσει στην άκρη του μονοπατιού. Έ ν α βήμα προς τους αγκαθωτούς θάμνους, δύο το πολύ, και θα έπεφτε κάτω, και τότε το τέρας θα του έκοβε το λαιμό με τα δόντια. «Σκοτώστε το, θα με ξεσκίσει!» Ο Τζόνι δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τέτοιο τρόμο στη ζωή του, ανακάλυψε όμως πως μόνο το πρώτο βήμα είναι δύσκολο. Μόλις ξεπέρασε την παράλυση που τον είχε παγώσει, ο τρόμος δεν είχε πια τόση σημασία. Στο
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΗς
295
κάτω κάτω, το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να του κάνει το τε'ρας ήταν να τον σκοτώσει - κ α ι τότε θα σταματούσε τουλάχιστον η αίσθηση ότι συνέβαινε ένας σεισμός μέσα στο νου του. Σήκωσε το τουφέκι του Εντράτζιαν - π ο λ ύ μεγαλύτερο από κείνο που είχε πετάξει το πούμα από τα χέρια του χ ί π ι - είδε ότι η ασφάλεια ήταν βαλμένη και την έβγαλε, σπρώχνοντας με τον αντίχειρα. Μετά κόλλησε την κάννη στο κεφάλι του πούμα. «Σπρώξε!» φώναξε μ' όλη του τη δύναμη και ο Στιβ έσπρωξε. Το κεφάλι του τέρατος απομακρύνθηκε λίγο από το λαιμό του. Τα δόντια του γυάλιζαν σαν δηλητηριώδες κοράλλι. Το φως της δύσης έπεφτε στα πράσινα μάτια του, που νόμιζες ότι έκαιγαν σαν κάρβουνα. Ο Τζόνι πρόλαβε να αναρωτηθεί αν ο Εντράτζιαν είχε οπλίσει το τουφέκι για να περάσει η πρώτη σφαίρα στη θαλάμη - α ν δεν το είχε κάνει, κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξανάγραφε άλλο βιβλίο για τον Πατ- μετά γύρισε λιγάκι το κεφάλι του και πάτησε τη σκανδάλη. Ακούστηκε ένας ικανοποιητικός εκκωφαντικός κρότος, μια γλώσσα φωτιάς πετάχτηκε από την κάννη και μετά ο Τζόνι μύρισε καμένα μαλλιά εκτός από καμένο σπίτι. Το πούμα έπεσε στο πλάι, το κεφάλι του είχε διαλυθεί σχεδόν και η γούνα στο σβέρκο του σίγοκαιγόταν. Μέσα στο κρανίο του δεν υπήρχε αίμα, κόκαλα και ιστοί, αλλά ένα ινώδες ροζ υλικό που θύμισε στον Τζόνι τη μόνωση που είχε βάλει στον πρώτο όροφο και στη σοφίτα του καινούριου σπιτιού του. Ο Στιβ ταλαντεύτηκε έτοιμος να πέσει και άπλωσε τα χέρια για να κρατήσει την ισορροπία του. Ο Μάρινβιλ πήγε να τον πιάσει, αλλά ήταν και ο ίδιος ζαλισμένος και η προσπάθεια ήταν μάλλον συμβολική. Ο Στιβ σωριάστηκε μέσα στους θάμνους, δίπλα στα πίσω πόδια του πούμα, που συνέχιζαν να κουνιούνται με απότομους σπασμούς. Ο Τζόνι έσκυψε, του έπιασε το χέρι και τον τράβηξε για να σηκωθεί. Μαύρα στίγματα χόρευαν μπροστά στα μάτια του και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι
296
RICHARD BACH MAN
θα λιποθυμούσε. Μετά ο Στιβ ήταν όρθιος και η όραση του Τζόνι άρχισε να καθαρίζει. Ον-ον-ονουονονον... Ο Τζόνι κοίταξε γύρω του νευρικά. Δε φαινόταν τίποτε ακόμη, αλλά τα ουρλιαχτά πλησίαζαν επικίνδυνα.
2
0 Ντέιβ PlVI σκεφιόιαν συνέχεια ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε. Δεν είχε σημασία που μύριζε το αίμα και τον ιδρώτα του Εντράτζιαν καθώς γονάτισε δίπλα του, δεν είχε σημασία που άκουγε το αγωνιώδες αγκομαχητό του αστυνομικού (και το δικό του), δεν είχε σημασία που έβλεπε τη ζωή να σβήνει στο μοναδικό άθικτο μάτι του Κόλι και τον εγκέφαλο του -μια γκρίζα, ρυτιδωμένη επιφάνειανα προεξέχει μέσα από το σημείο όπου είχε θρυμματιστεί το κρανίο του. Πρέπει να ήταν όνειρο όλα αυτά, εφιάλτης. Δεν ήταν δυνατόν να πυροβόλησε ο αδερφός του τον Κόλι Εντράτζιαν, το γείτονά τους, έναν άνθρωπο που τον είχαν διώξει μεν από την αστυνομία για διαφθορά, αλλά που δεν μπορεί να ήταν τόσο κακός αφού κάποτε είχε πει στον Κάρι Ρίπτον να πετάει την μπάλα του μπέιζμπολ με τα δάχτυλά του κάθετα στις ραφές και όχι κατά μήκος τους. Μια δυσάρεστη οσμή έφτασε στα ρουθούνια του. Ο Εντράτζιαν χέστηκε πάνω του, σκέφτηκε ο Ντέιβ, και ξαφνικά του ήρθε αναγούλα. Κατάφερε να τη σταματήσει. Δεν ήθελε να ξανακάνει εμετό, ούτε καν σε όνειρο. Ο Κόλι σήκωσε το χέρι και τον άρπαξε από τη φανέλα. «Πονάω», ψιθύρισε βραχνά. «Πονάω». «Μη...» Ο Ντέιβ ξεροκατάπιε, έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Μη μιλάς». Δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά του, καθώς πίσω του άκουσε τον Τζόνι Μάρινβιλ και το χίπι να συζητάνε αν πρέπει να συνεχίσουν. Είναι τρελοί, σκέφτηκε. Και ο Μάρινβιλ... Πού ήταν ο Μάρινβιλ; Πώς άφησε να συμβεί
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
297
αυτό το πράγμα; Αυτός ήταν ο μεγάλος, αυτός έπρεπε να κάνει κάτι! Τρέμοντας από την προσπάθεια, ο Κόλι Εντράτζιαν ανασηκώθηκε στον αγκώνα. Το μάτι που του απέμενε κοίταζε τον Ντέιβ με μια άγρια αυτοσυγκέντρωση. «Ποτέ», ψιθύρισε. «Ποτέ...» «Κύριε Εντράτζιαν... καλύτερα να μην...» Ον-ον-ΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ! Αυτή τη φορά το ουρλιαχτό ήταν τόσο κοντά, πον ο Ντέιβ Ριντ αισθάνθηκε το δέρμα του να παγώνει. Ένιωθε τη διάθεση να σπάσει τα μούτρα του Τζόνι Μάρινβιλ που δε σταμάτησε τον αδερφό του. Όμως, το μάτι του αστυνομικού τον κρατούσε ακίνητο σαν ζωύφιο σε καρφίτσα και ένα από τα ματωμένα χέρια του έσφιγγε τη φανέλα του. Θα μπορούσε να του ξεφύγει ίσως, αλλά... Ό χ ι , αυτό ήταν ψέμα. Έ ν ι ω θ ε σαν ζωύφιο σε καρφίτσα, δεν μπ υυοσε να κουνηθεί. «Δεν πήρα j*ot£ ναρκωτικά... ούτε πούλησα... ποτέ», ψιθύρισε ο Κόλι. «Δεν πήρα ποτέ δεκάρα. Παγίδα. Κάποιοι είχαν πουληθεί... το ανακάλυψα». «Μη...» άρχισε να λέει ο Ντέιβ. «Τονς βρήκα! Καταλαβαίνεις... τι λέω;» Σήκωσε το άλλο του χέρι, το άνοιξε, φάνηκε να το εξετάζει. «Χέρια... καθαρά». «Ναι, ναι, εντάξει», είπε ο Ντέιβ. «Αλλά μη μιλάς καλύτερα. Έχεις... ένα μικρό τραύμα και...» «Τζιμ, όχι!» ούρλιαξε ο Μάρινβιλ από πίσω του. «Μη!» Ο Ντέιβ ανακάλυψε ξαφνικά ότι μπορούσε να τραβηχτεί πολύ εύκολα από τον ετοιμοθάνατο αστυνομικό.
3 « Τ ΐ θα Κάνουμε;» ρώτησε ο Τζόνι το χίπι, ενώ από την άλλη πλευρά του μονοπατιού, ο μελαχρινός δίδυμος γονάτιζε δίπλα στον άνθρωπο που είχε πυροβολήσει ο αδερφός
298
RICHARD BACH MAN
του. Ο Τζόνι άκουγε το σιγανό μουρμουρητό του Εντράτζιαν, σαν να ήθελε να εξομολογηθεί πριν πεθάνει. Ο Τζόνι είχε βιώσει, για άλλη μια φορά, ένα φρικαλέο γεγονός εκείνο το απόγευμα: οι άνθρωποι πεθαίνουν δύσκολα συνήθως, χωρίς αξιοπρέπεια... και ίσως χωρίς καν να συνειδητοποιούν ότι πεθαίνουν. «Τι θα κάνουμε;» επανέλαβε ο Στιβ. Κοίταξε τον Τζόνι με μια σχεδόν κωμική κατάπληξη και πέρασε το ένα χέρι μέσα από τα μαλλιά του, προσθέτοντας κόκκινες πινελιές στο γκρίζο. Στους ώμους του συνέχιζε να απλώνεται το αίμα από τα τραύματα που του είχαν κάνει τα νύχια του πούμα. «Τι εννοείς, "Τι θα κάνουμε;"» «Θα συνεχίσουμε ή θα γυρίσουμε πίσω;» ρώτησε ο Τζόνι. Η φωνή του ήταν τραχιά, γεμάτη αγωνία. «Τι υπάρχει πιο κάτω; Τι είδατε;» «Τίποτε», απάντησε ο Στιβ. «Όχι, λάθος. Είναι χειρότερο από τίποτα. Είναι...» Το βλέμμα Όυ μετατοπίστηκε, κοίταξε πίσω από τον Τζόνι και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ο Τζόνι γύρισε νομίζοντας ότι ο Στιβ είχε δει τα κογιότ, αλλά έκανε λάθος. «Τζιμ, όχι!» ούρλιαξε. «Μη!» Ήξερε όμως ήδη πως ήταν πολύ αργά, το έβλεπε στο χλομό πρόσο)πο του νεαρού Τζιμ Ριντ, όπου τα πάντα είχαν σβήσει.
4
0 νεαρός ο ί ε κ ό ΐ ο ν με το πιστόλι κολλημένο στον κρόταφο και για μια στιγμή ο Στιβ Έ ι μ ς είχε την ελπίδα ότι δε θα πυροβολούσε, ότι θα άλλαζε γνώμη την τελευταία στιγμή προτού να είναι πολύ αργά. Και τότε ο Τζιμ πάτησε τη σκανδάλη. Το πρόσωπο του παραμορφώθηκε από μια γκριμάτσα πόνου. Το δέρμα του κρανίου του φάνηκε να προεξέχει σε ένα σημείο, το αριστερό του μάγουλο φούσκωσε. Μετά το κεφάλι του διαλύθηκε και οι φιλοδοξίες του να γράψει σπουδαία μυθιστορήματα (αλλά και να
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
299
καταφέρει να πηδήξει τη Σοΰζι Γκέλερ) μετατράπηκαν σε ατμό στον παράξενο αέρα, σε έναν κόκκινο πολτό που εκτοξεύτηκε πάνω σε έναν από τους κάκτους σαν φτύμα. Έκανε ένα κλονισμένο βήμα μπροστά, τα γόνατά του λύγισαν, το πιστόλι έφυγε από το χέρι του κι έπεσε κάτω. Ο Στιβ γύρισε και κοίταξε εμβρόντητος τον Τζόνι, ενώ σκεφτόταν: Δεν το είδα αυτό που είδα. Γυρίστε πίσω την ταινία, ξαναπαίξτε την και θα το δείτε κι εσείς. Δεν το είδα αυτό που είδα. Κανείς μας δεν το είδε. Ό χ ι . Ό χ ι . Μόνο που το είχε δει. Ο νεαρός, τσακισμένος από τις τύψεις και τη φρίκη επειδή είχε σκοτώσει τον αστυνομικό, αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια τους. «Έπρεπε να τον σταματήσεις!» ούρλιαξε ο Ντέιβ Ριντ και όρμησε στον Τζόνι. « Έ π ρ ε π ε να τον σταματήσεις, γιατί όεν τον σταμάτησες; Γιατί δεν τον σταμάτησες;» Ο Στιβ προσπάθησε να αρπάξει τον Ντέιβ καθώς περνούσε μπροστά του, αλλά ο πόνος στους ώμους του ήταν αφόρητος. Κοίταζε, χοορίς να μπορεί να κάνει τίποτα, καθώς ο Ντέιβ Ριντ έριξε κάτω τον Τζόνι κι έπεσε πάνω του. Κύλησαν δύο φορές, πηγαίνοντας από τη μια πλευρά του μονοπατιού στην άλλη. Ο Τζόνι κατέληξε από πάνω. «Ντέιβ, άκουσέ με...» «Όχι! Όχι! Έπρεπε να τον σταματήσεις! Έπρεπε να τον σταματήσεις!» Ο νεαρός χαστούκισε τον Τζόνι πρώτα με το δεξί του χέρι, μετά με το αριστερό. Έ κ λ α ι γ ε με λυγμούς και τα δάκρυα κυλούσαν στα χλομά του μάγουλα. Ο Στιβ προσπάθησε πάλι να βοηθήσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αποσπάσει την προσοχή του Τζόνι, που προσπαθούσε να ακινητοποιήσει τα χέρια του Ντέιβ με τα γόνατά του. Ο Ντέιβ ανασηκώθηκε με δύναμη στον ένα γοφό και πέταξε από πάνω του τον Τζόνι. Αυτός έβαλε πίσω του το χέρι για να κόψει τη φόρα της πτώσης του, αλλά η παλάμη του γέμισε αγκάθια από τους κάκτους. Ούρλιαξε από πόνο και έκπληξη. Ο Στιβ έπιασε τον ώμο του Ντέιβ Ριντ με το δεξί του χέρι - α υ τ ό μπορούσε να το κουνήσει λ ί γ ο - αλλά ο νεα-
300
RICHARD BACH MAN
ρός τον πέταξε εύκολα από πάνω του, χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Μετά πήδηξε στην πλάτη του Τζόνι Μάρινβιλ, πέρασε το χέρι του γύρω από το λαιμό του και προσπάθησε να τον πνίξει. Παντού γύρω τους το φως λιγόστευε σταθερά και τα κογιότ συνέχιζαν να ουρλιάζουν. Τέλεια, καθαρά ουρλιαχτά, που όμοιά τους ο Στιβ δεν είχε ξανακούσει ποτέ, παρ' όλο που είχε μεγαλώσει στο Τέξας. Ουρλιαχτά σαν αυτά που ακούς μόνο στις ταινίες.
5
Και οι δύο ά ν τ ρ ε ς ή θ ε λ α ν να πάνε μαζί της, αλλά η Σύνθια αρνήθηκε. Ο ένας ήταν γέρος και ο άλλος μεθυσμένος. Η πόρτα στο βάθος της αυλής ήταν ακόμη ανοιχτή. Την πέρασε και άρχισε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, προς το μονοπάτι. Μέχρι να το φτάσει, συνάντησε αρκετούς κάκτους (ήταν περισσότεροι τώρα και εκτόπιζαν σιγά σιγά την κανονική βλάστηση της πράσινης ζώνης), αλλά δε συνειδητοποίησε την παρουσία τους. Άκουγε ήχους πάλης μπροστά της: βαριές, τραχιές ανάσες, μια κραυγή πόνου, το γδούπο ενός χτυπήματος. Και κογιότ. Δεν τα έβλεπε, αλλά από τα ουρλιαχτά τους θα 'λεγες ότι βρίσκονται παντού. Καθώς έφτανε στο μονοπάτι, μια λεπτή, μικρόσωμη ξανθιά με μπλουτζίν την προσπέρασε τρέχοντας χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά. Η Σύνθια κατάλαβε ποια ήταν: η Κάμι Ριντ, η μητέρα των διδύμων. Πίσω της ακολουθούσε λαχανιασμένος ο Μπραντ Τζόζεφσον. Ποταμάκια ιδρώτα έτρεχαν στα μάγουλά του και το κόκκινο φως τα έκανε να μοιάζουν με δάκρυα από αίμα. Ο ήλιος δύει, σκέφτηκε η Σύνθια καθώς μπήκε στο μονοπάτι και έτρεξε πίσω από τους άλλους. Αν δε βγούμε γρήγορα από δω, μπορεί να χαθούμε. Και τότε θα την έχουμε πολύ άσχημα.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
301
Ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό από μπροστά της. Ό χ ι , δεν ήταν ουρλιαχτό, ήταν στριγκλιά. Φρίκη και λύπη μαζί. Η Κάμι Ριντ. Η Σύνθια άκουσε τον Μπραντ να λέει, «Ω, όχι! Να πάρει», τη στιγμή που τον έφτανε. Για μια στιγμή, οι φαρδιοί ώμοι του Τζόζεφσον της έκρυψαν τη θέα και δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε. Μετά ο Μπραντ έσκυψε δίπλα στην Κάμι και η Σύνθια είδε δύο πτώματα, ένα δεξιά κι ένα αριστερά από το μονοπάτι. Το φως ήταν λιγοστό και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιοι ήταν - μ ό ν ο ότι ήταν άντρες και ότι είχαν πεθάνει μάλλον με δυσάρεστο τ ρ ό π ο - αλλά είδε τον Στιβ να στέκεται στην αριστερή πλευρά του μονοπατιού και χάρηκε. Μπροστά στα πόδια του υπήρχε το κουφάρι ενός φρικτά παραμορφωμένου ζώου, με το μισό του κεφάλι διαλυμένο. Η Κάμι Ριντ ήταν πεσμένη στα γόνατα δίπλα στο ένα πτώμα, χωρίς να το αγγίζει. Κρατούσε τα χέρια της από πάνω του, με τις παλάμες γυρισμένες προς τον αφύσικο ουρανό, και θρηνούσε. Στο πρόσωπο της υπήρχε μια έκφραση θανάσιμης αγωνίας. Η Σύνθια είδε το σορτς Έντι Μπάουερ και κατάλαβε ότι ήταν ένας από τους γιους της. Είχαν τόσο τέλεια δόντια, σκέφτηκε βλακωδώς η Σύνθια. Πρέπει να στοίχισε μια περιουσία στους γονείς τους για να τα φτιάξουν. Ο Μπραντ προσπαθούσε να ξεκολλήσει τον άλλο δίδυμο (Ντέιβ πρέπει να τον λένε, σκέφτηκε η Σύνθια, ή ίσως Νταγκ) από τον Τζόνι Μάρινβιλ. Ο Μπραντ είχε περάσει τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες του Ντέιβ και τα είχε «κλειδώσει» πίσω από το σβέρκο του νεαρού, παρ' όλα αυτά όμως δυσκολευόταν να τον σηκώσει. «Ασε με ήσυχο!» φώναξε ο Ντέιβ. «^σε με! Σκότωσε τον αδερφό μου! Σκότωσε τον Τζίμι!» Ο θρήνος της Κάμι Ριντ σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι της και η παγωμένη, ερωτηματική έκφραση στο λευκό της πρόσωπο τρόμαξε τη Σύνθια. «Τι;» είπε, τόσο σιγανά σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Τι είπες;»
302
RICHARD BACH MAN
««Σκότωσε τον Τζίμι!» φώναξε πάλι ο Ντέιβ Ριντ. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο μπροστά, από τη λαβή που του είχε κάνει ο Μπραντ, αλλά έδειχνε τον Τζόνι, που εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν όρθιος. Η μύτη του Μάρινβιλ ήταν ματωμένη. «Όχι», είπε βαριά ο Τζόνι. Η γυναίκα δεν τον άκουγε, η Σύνθια το είδε καθαρά στο άσπρο, παγωμένο της πρόσωπο, αλλά ο Μάρινβιλ δεν το κατάλαβε. «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, Ντέιβιντ, αλλά...» Η γυναίκα κοίταξε κάτω. Η Σύνθια έκανε το ίδιο. Είδαν το πιστόλι του Ντέιβιντ Κάρβερ την ίδια στιγμή και όρμησαν να το αρπάξουν. Η Σύνθια έπεσε στα γόνατα και το άγγιξε πρώτη, αλλά ήταν μάταιο. Τα δάχτυλα της Κάμι Ριντ, παγωμένα σαν μάρμαρο και δυνατά σαν νύχια αετού, της άρπαξαν το χέρι και της πήραν το πιστόλι. «Ήταν ένα τρομερό ατύχημα», μουρμούριζε ο Τζόνι. Μάλλον μιλούσε στον Ντέιβ. Φαινόταν άρρωστος, έτοιμος να λιποθυμήσει. «Αυτό ήταν. Ένα...» «Πρόσεξε!» φώναξε ο Στιβ. Και μετά: «Χριστέ μου! Μη! Ό χ ι ! » «Σκότωσες τον Τζίμι;» ρώτησε η Κάμι Ριντ με μια θανάσιμα παγερή φωνή. «Γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;» Αλλά μάλλον δεν την ενδιέφερε η απάντηση. Σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε τον Τζόνι Μάρινβιλ στο μέτωπο. Η Σύνθια ήταν σίγουρη ότι είχε σκοπό να τον σκοτώσει. Και θα τον σκότωνε, αν εκείνη τη στιγμή δεν εμφανιζόταν κάποιος που μπήκε ανάμεσα στην Κάμι και το στόχο της, μια στιγμή πριν εκείνη πατήσει τη σκανδάλη.
6 0 Μπραντ αναγνώρισε ΙΟ ζόμπί, παρ'όλο που περπατούσε πηδηχτά, σέρνοντας το πόδι του* και το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο. Δεν ήξερε ποια δύναμη είχε καταφέρει να μετατρέψει το συμπαθητικό καθηγητή σ' αυτό το
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
303
πράγμα που έβλεπε μπροστά του και οΰτε ήθελε να μάθει. Και μόνο που τον έβλεπες σου έφτανε. Ή τ α ν λες και κάποιος με τρομερή δύναμη και σαδιστική σκληρότητα είχε πιάσει το κεφάλι του Πίτερ Τζάκσον και το είχε ζουλήξει. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, το αριστερό μάλιστα είχε σκάσει και κρεμόταν στο μάγουλο του. Το χαμόγελο ήταν ακόμη χειρότερο, ένας γκροτέσκος μορφασμός που τέντωνε τα χείλια του από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και θύμισε στον Μπραντ τον Τζόκερ από τα κόμικς του Μπάτμαν. Σταμάτησαν όλοι να κινούνται. Τα δάχτυλα του Μπραντ, που ήταν πλεγμένα πίσω από το σβέρκο του Ντέιβ, χαλάρωσαν, αλλά ο Ντέιβ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να του ξεφύγει. Ο μακρυμάλλης με τη ματωμένη φανέλα έκλεινε το δρόμο του Πίτερ και για μια στιγμή ο Μπραντ νόμισε ότι θα συγκρουστούν. Τελικά, ο χίπι κατάφερε να κάνει ένα κλονισμένο βήμα πίσω, αφήνοντάς του χώρο να περάσει. Ο Πίτερ γύρισε προς το μέρος του το παραμορφωμένο του κεφάλι. Οι πεταγμένοι βολβοί των ματιών του και τα δόντια του γυάλιζαν στο λιγοστό φως. «Να βρω... το... φίλο μου», είπε ο Πίτερ στον χίπι. Η φωνή του ήταν αδύναμη και ασταθής, σαν να του είχαν δώσει αναισθητικό, αλλά η ποσότητα δεν ήταν αρκετή για να τον κάνει να χάσει εντελώς τις αισθήσεις του. «Να καθίσω... με... το... φίλο μου». «Ναι, ναι, φίλε, να καθίσεις», είπε ο χίπι με τρεμάμενη φωνή και μάζεψε τον ώμο του για να μην τον αγγίξει το χαμογελαστό ζόμπι. Ο χίπι ήταν τραυματισμένος και ήταν φανερό ότι αυτή η κίνηση τον πόνεσε, αλλά την έκανε. Ο Μπραντ τον καταλάβαινε απόλυτα. Ούτε κι αυτός θα ήθελε να τον αγγίξει ένα τέτοιο πράγμα. Το ζόμπι συνέχισε να περπατά στο μονοπάτι και, καθώς περνούσε, κλότσησε το πόδι του πεσμένου ζώου. Τότε ο Μπραντ είδε κάτι αλλόκοτο: το ζώο -έμοιαζε με αιλουροειδές σε γενικές γραμμές- διαλυόταν με τρομερή ταχύτητα, η γούνα του μαύριζε και είχε αρχίσει να βγάζει αναθυμιάσεις που μύριζαν απαίσια.
304
RICHARD B A C H MAN
Έμειναν όλοι παγωμένοι: ο χίπι με μαζεμένους τους ματωμένους ώμους του, η πωλήτρια γονατισμένη στο ένα πόδι, η Κάμι όρθια μπροστά στην κοπέλα να σημαδεύει με το πιστόλι, ο Τζόνι με τα χέρια σηκωμένα, σαν να είχε σκοπό να πιάσει τη σφαίρα στον αέρα, και ο Μπραντ με τον Ντέιβ Ριντ σε παλαισηκή στάση. Ο Πίτερ συνέχισε ανενόχλητος το δρόμο του και απομακρύνθηκε. Ξαφνικά επικράτησε απόλυτη ησυχία- ακόμη και τα κογιότ σταμάτησαν προσωρινά. Τότε ο Ντέιβ αισθάνθηκε ότι ο Μπραντ είχε χαλαρώσει τη λαβή του και του ξέφυγε. Ο νεαρός όμως δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τον Τζόνι. Όρμησε στη μητέρα του. «Κι εσύ!» ούρλιαξε. «Κι εσύ τον σκότωσες!» Η Κάμι γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε άναυδη, εμβρόντητη. «Γιατί μας έστειλες εδώ πέρα, μαμά; Γιατί;» Της άρπαξε το πιστόλι από το παράλυτο χέρι της, το κοίταξε για μια στιγμή και μετά το πέταξε στο δάσος... Μόνο που δεν ήταν δάσος πια. Οι αλλαγές είχαν συνεχιστεί γύρω τους, όσο αυτοί πάλευαν μεταξύ τους, και τώρα ήταν περιτριγυρισμένοι από ένα δάσος από κάκτους. Ακόμη και η μυρωδιά του σπιτιού που καιγόταν είχε αλλάξει. Τώρα μύριζε σαν να καίγονταν ξεροί θάμνοι. «Ντέιβ... Ντέιβι... δεν...» Η Κάμι σώπασε, απέμεινε να κοιτάζει αμίλητη το γιο της. Την κοίταξε κι αυτός, το ίδιο άσπρος και τεντωμένος όπως και η μητέρα του. Ο Μπραντ σκέφτηκε ότι πριν από λίγο ο νεαρός αυτός στεκόταν στον κήπο του σπιτιού του, γελώντας και παίζοντας φρίσμπι. Το πρόσωπο του Ντέιβ άρχισε να συσπάται. Το στόμα του άνοιξε. Ί ν ε ς σάλιου απλώνονταν ανάμεσα στα χείλια του. Άρχισε να φωνάζει, να θρηνεί. Η μητέρα του τον αγκάλιασε κι άρχισε να τον λικνίζει. «Όχι, δεν είναι τίποτα», του είπε. Τα μάτια της έμοιαζαν με λείες μαύρες πέτρες σε ξερή κοίτη ποταμού. «Δεν είναι τίποτα. Δεν είναι, μωρό μου. Είναι εδώ η μαμά και όλα θα πάνε καλά».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
305
Ο Τζόνι έριξε μια ματιά στο νεκρό ζώο. Γυάλιζε σαν κάτι που το βλέπεις μέσα από την αχλή ενός καμινιοΰ, ενώ από μερικά σημεία του έβγαιναν ποταμάκια από ένα παχύρρευστο ροζ υγρό. Μετά κοίταξε την Κάμι και τον Ντέιβ. «Κάμι», είπε. «Κυρία Ριντ. Δε σκότωσα εγώ τον Τζόνι. Σου τ' ορκίζομαι. Εκείνο που έγινε ήταν...» «Σιωπή», είπε αυτή, χωρίς να τον κοιτάξει. Ο Ντέιβ ήταν δεκαπέντε πόντους ψηλότερος από τη μητέρα του και πολύ πιο σωματώδης, αλλά τον κουνούσε μπρος πίσω εξίσου εύκολα όσο και όταν ήταν οχτώ μηνών. «Δε θέλω να ακούσω τι έγινε. Δε μ' ενδιαφέρει τι έγινε. Πάμε πίσω. Θέλεις να γυρίσουμε πίσω, Ντέιβιντ;» Αυτός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του πάνω στον ώμο της, χωρίς να κοιτάξει και χωρίς να σταματήσει το κλάμα. Η Κάμι έστρεψε τα στεγνά μάτια της στον Μπραντ. «Φέρε το άλλο μου παιδί. Δε θα τον αφήσουμε εδώ μ' αυτό το πράγμα». Κοίταξε για λίγο το κουφάρι που έβγαζε δύσοσμους καπνούς, μετά γύρισε πάλι στον Μπραντ. «Φέρ' τον, κατάλαβες;» «Ναι», είπε ο Μπραντ. «Κατάλαβα. Μην ανησυχείς».
7
0 Τομ Μπίλινγκσλι σ ί ε κ ό ί α ν στην πόρτα της κουζίνας και κοίταζε έξω στο μισοσκόταδο, προσπαθώντας να βγάλει νόημα από τους ήχους και τις φωνές που άκουγε να έρχονται από το μονοπάτι. Ό τ α ν αισθάνθηκε ένα χέρι να τον χτυπά στον ώμο, κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή. Κάποτε θα μπορούσε να γυρίσει αστραπιαία και να αφήσει αναίσθητο με τη γροθιά ή με τον αγκώνα του τον παρείσακτο, πριν καταλάβουν και οι δύο τι είχε συμβεί. Αλλά τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα. Σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει, αλλά η
306
RICHARD BACH MAN
κοκκινομάλλα γυναίκα με το μπλε σορτς και την αμάνικη μπλούζα πρόλαβε να οπισθοχωρήσει και το χέρι του Τομ βρήκε μόνο τον αέρα. «Χριστέ μου! Με τρόμαξες!» φώναξε. «Με συγχωρείς». Το όμορφο πρόσωπο της Ό ν τ ρ ε ϊ ήταν τραβηγμένο και καταβεβλημένο. Στο αριστερό της μάγουλο είχε ένα μώλωπα σε σχήμα παλάμης, η μύτη της ήταν πρησμένη και τα ρουθούνια της γεμάτα ξεραμένο αίμα. «Πήγα να σου μιλήσω, αλλά σκέφτηκα ότι έτσι θα σε τρόμαζα ακόμη περισσότερο». «Όντρεϊ, τι σου συνέβη;» «Δεν έχει σημασία. Πού είναι οι άλλοι;» «Μερικοί στο δάσος, μερικοί στο διπλανό σπίτι. Θα...» Έ ν α ουρλιαχτό ακούστηκε. Το κόκκινο φως είχε χαθεί και το μόνο που απέμενε ήταν κάποιες πορτοκαλιές ανταύγειες στον ουρανό. «Δεν ακούγονται καλά τα πράγματα γι' αυτούς που βγήκαν έξω. Πολλά ουρλιαχτά». Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι. «Πού είναι ο Γκάρι;» Η Όντρεϊ παραμέρισε και του έδειξε. Ο Γκάρι ήταν πεσμένος στο κατώφλι της πόρτας ανάμεσα στην κουζίνα και το λίβινγκ ρουμ. Είχε λιποθυμήσει κρατώντας ακόμη το χέρι της γυναίκας του. Τώρα που τα ουρλιαχτά και οι φωνές από το δάσος είχαν σταματήσει -προσωρινά, τουλάχιστον- ο Μπίλινγκσλι τον άκουσε να ροχαλίζει. «Η Μαριέλ είναι κάτω από το κάλυμμα;» ρώτησε η Όντρεϊ. Ο Τομ κατένευσε. «Πρέπει να μαζευτούμε με τους άλλους, Τομ. Πριν αρχίσει πάλι το πιστολίδι. Πριν ξαναγυρίσουν». «Ξέρεις τι συμβαίνει εδώ, Οντ;» «Δε νομίζω να ξέρει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά ξέρω μερικά πράγματα, ναι». Πίεσε τις παλάμες της στο μέτωπο κι έκλεισε τα μάτια. Έμοιαζε με φοιτητή μαθηματικών που προσπαθεί να λύσει μια τεράστια εξίσωση. Κατέβασε τα χέρια της και τον κοίταξε πάλι. «Καλύτερα να πάμε δίπλα. Πρέπει να είμαστε όλοι μαζί».
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
307
Ο Τομ της έδειξε με το πιγούνι τον Γκάρι που συνέχιζε να ροχαλίζει. «Αυτόν τι θα τον κάνουμε;» «Δεν μπορούμε να τον κουβαλήσουμε και, ακόμη κι αν μπορούσαμε, θα ήταν αδύνατο να τον περάσουμε πάνω από το φράχτη του Ντέιβιντ Κάρβερ. Κι εσύ ο ίδιος θα δυσκολευτείς να τον σκαρφαλώσεις». «Θα τα καταφέρω», είπε ο Τομ λιγάκι θιγμένος. «Μην ανησυχείς για μένα, Οντ, θα τα καταφέρω». Ξαφνικά, ακούστηκε μια κραυγή από το δάσος, άλλος ένας πυροβολισμός και μετά ένα ζώο που ούρλιαζε από αγωνία. Του απάντησαν ουρλιαχτά που είχες την εντύπωση ότι έρχονταν από χιλιάδες κογιότ. «Δεν έπρεπε να βγουν εκεί έξω», είπε η Όντρεϊ. «Ξέρω γιατί το έκαναν, αλλά δεν ήταν καλή ιδέα». Ο Τομ κατένευσε. «Νομίζω ότι το έχουν καταλάβει κι αυτοί».
8 0 Πίrep έ φ τ α σ ε σιπ διακλάδωση του μονοπατιού και κοίταξε την έρημο, μια έκταση άσπρη, σαν παλιό κόκαλο, που έλαμπε κάτω από το φως της σελήνης που ανέβαινε στον ορίζοντα. Μετά κοίταξε κάτω και είδε τον άνθρωπο με το μπαλωμένο χακί παντελόνι που ήταν καρφωμένος στον κάκτο. «Γεια σου... φίλε», είπε. Μετακίνησε το καροτσάκι του αλήτη για να καθίσει δίπλα του. Καθώς ακουμπούσε στ' αγκάθια του κάκτου και τα ένιωθε να χώνονται στην πλάτη του, άκουσε μια κραυγή, έναν πυροβολισμό και ένα ουρλιαχτό αγωνίας. Έρχονταν από μακριά. Δεν είχαν σημασία. Αγκάλιασε το νεκρό αλήτη από τους ώμους. Τα χαμογελά τους ήταν πανομοιότυπα. «Γεια σου... φίλε», είπε πάλι ο πρώην καθηγητής και λόγιος. Κοίταξε προς τα νότια. Η όρασή του κόντευε να σβήσει εντελώς, αλλά έβλεπε ακόμη αρκετά ώστε να
308
RICHARD BACH MAN
διακρίνει το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που υψωνόταν ανάμεσα από τις οδοντωτές κορυφές των μαύρων βουνών. Ή τ α ν ασημένιο σαν παλιό ρολόι τσέπης και πάνω του υπήρχε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που έκλεινε το μάτι. Ή τ α ν ο κύριος Φεγγάρης, μια εικόνα που θυμόταν από κάποιο βιβλίο με παιδικά ποιήματα. Μόνο που τώρα ο κύριος Φεγγάρης φορούσε καουμπόικο καπέλο. «Γεια σου... φίλε», είπε ο Πίτερ στο φεγγάρι και ακούμπησε καλύτερα στον κάκτο. Δεν αισθάνθηκε τα τεράστια αγκάθια που του τρύπησαν τα πνευμόνια, ούτε τις πρώτες σταγόνες αίμα που έτρεξαν από το χαμογελαστό του στόμα. Ή τ α ν με το φίλο του. Ή τ α ν με το φίλο του και τώρα όλα ήταν εντάξει, θα κοίταζαν τον κύριο Φεγγάρη με το καουμπόικο καπέλο και όλα ήταν εντάξει.
9
To (pUQ Χάθηκε με μια ταχύτητα που θύμισε στον Τζόνι τους τροπικούς και γρήγορα το δάσος των κάκτων γύρω τους δεν ήταν παρά μια θαμπή μαυρίλα. Το μονοπάτι διακρινόταν, προς το παρόν τουλάχιστον -μια γκρίζα λωρίδα γύρω στο μισό μέτρο πλάτος που προχωρούσε ελικωτά μέσα στις σκιές- αλλά αν δεν είχε βγει το φεγγάρι μάλλον θα την είχαν πολύ άσχημα. Είχε ακούσει το μετεωρολογικό δελτίο το πρωί και ήξερε ότι δεν είχε πανσέληνο, αλλά αυτή η μικρή αντίφαση φαινόταν ασήμαντη μέσα σε όλα τα παράξενα που συνέβαιναν παντού. Προχωρούσαν στο μονοπάτι δύο δύο, σαν ζώα που ανεβαίνουν στην κιβωτό του Νώε: η Κάμι με το γιο της, μετά αυτός και ο Μπραντ (κρατώντας το πτώμα του Τζιμ Ριντ ανάμεσά τους), μετά η Σύνθια και ο χίπι, που λεγόταν Στιβ. Η κοπέλα κρατούσε το τουφέκι του Εντράτζιαν και, όταν πετάχτηκε μέσα από τους θάμνους ένα κογιότ,
ΟΙ.ΡΥΘΜΙςΤΕς
309
ένα τέρας ακόμη πιο παραμορφωμένο από το πούμα, το σκότωσε επιτόπου. Η σελήνη έριχνε μπερδεμένες σκιές παντού και για μια στιγμή ο Τζόνι δεν μπόρεσε να διακρίνει το κογιότ ανάμεσα τους. Ο Μπραντ όμως φώναξε ξαφνικά, «Ε, προσέξτε!» και η κοπέλα πυροβόλησε σχεδόν αμέσως. Το κλότσημα του όπλου θα την είχε πετάξει κάτω, αν δεν προλάβαινε να τη συγκρατήσει ο χίπι. Το κογιότ ούρλιαξε και πετάχτηκε πίσω, με τα παράταιρα πόδια του να κάνουν σπασμούς. Κάτω από το φως της σελήνης ο Τζόνι είδε ότι τα μπροστινά του πόδια κατέληγαν σε ανθρώπινα δάχτυλα και ότι φορούσε μια ζώνη με φυσίγγια σαν κολάρο. Οι σύντροφοι του ούρλιαξαν και οι φωνές τους έμοιαζαν με θρήνο ή με γέλια. Το κογιότ άρχισε να αποσυντίθεται σχεδόν αμέσως, τα δάχτυλα έγιναν μαύρα, ο θώρακάς του βούλιαξε, τα μάτια του έπεσαν μέσα στις κόγχες σαν βόλοι. Καπνοί άρχισαν να υψώνονται από τη γούνα του, καπνοί που βρομούσαν. Μια στιγμή αργότερα, τα ίδια ροζ ρυάκια άρχισαν να τρέχουν από το πτώμα που έμοιαζε να υγροποιείται. Ο Τζόνι και ο Μπραντ ακούμπησαν μαλακά κάτω το σώμα του Τζιμ Ριντ. Ο Τζόνι πήρε το τουφέκι και έσπρωξε το κογιότ με την κάννη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια με έκπληξη (μέτρια έκπληξη, η ικανότητά του για έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις μάλλον είχε εξαντληθεί), καθώς ένιωσε την κάννη να χώνεται μέσα στο τομάρι του ζώου χωρίς καμιά αίσθηση αντίστασης. «Είναι σαν να σπρώχνεις καπνό τσιγάρου», είπε κι έδωσε ξανά το όπλο στη Σύνθια. «Μου φαίνεται ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Τίποτε απ' αυτά δεν υπάρχει». Ο Στιβ Έιμς του πήρε το χέρι και το ακούμπησε στον ώμο του. Ο Τζόνι αισθάνθηκε μια σειρά από τρύπες, από τα νύχια του πούμα. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει από τα τραύματα. «Το τέρας που μου το έκανε αυτό δεν ήταν καπνός τσιγάρου», είπε.
310
RICHARD BACH MAN
Ο Τζόνι πήγε να απαντήσει, αλλά σταμάτησε καθώς άκουσε ένα παράξενο κροτάλισμα. Του θύμιζε το χτύπημα από τα σε'ικερ στα κυριλέ μπαρ όπου πήγαινε στα νιάτα του, τη δεκαετία του πενήντα. Ο ήχος ερχόταν από τον Ντέιβ Ριντ, που στεκόταν δίπλα στη μητέρα του. Ή τ α ν τα δόντια του. «Ελάτε», είπε ο Μπραντ. «Πάμε να φύγουμε από εδώ πριν εμφανιστεί και τίποτ' άλλο. Νυχτερίδες-βρικόλακες ίσως ή...» «Σταμάτα αυτή τη στιγμή!» τον έκοψε η Σύνθια. «Δε θέλω ν' ακούσω τι άλλο μπορεί να εμφανιστεί». «Με συγχωρείς», είπε ο Μπραντ. Μετά, πιο μαλακά: « Έ λ α , Κάμι, προχώρα». «Μη μου λες εμένα να προχωρήσω!» απάντησε εκείνη θυμωμένη. Κρατούσε τον Ντέιβ από τη μέση, αλλά ήταν σαν να κρατούσε ένα σιδερένιο στύλο, απ' ό,τι έβλεπε ο Τζόνι. Εκτός από την τρεμούλα του νεαρού, δηλαδή. Κι αυτό τον αλλόκοτο ήχο των δοντιών του. «Δε βλέπεις ότι είναι τρομοκρατημένος;» Νέα ουρλιαχτά ακούστηκαν μέσα στο σκοτάδι. Η δυσωδία από το κογιότ που σκότωσε η Σύνθια γινόταν αφόρητη. «Ναι, Κάμι, το βλέπω», είπε ο Μπραντ. Η φωνή του ήταν σιγανή και καλοσυνάτη. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να γίνει πλούσιος αν ήταν ψυχίατρος. «Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε. Αλλιώς θα αναγκαστούμε να φύγουμε και να σας αφήσουμε εδώ. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω, το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Εσύ κοίτα να φέρεις το άλλο μου παιδί», είπε κοφτά η Κάμι. «Δε θα τον αφήσετε στο μονοπάτι για τα... Δε θα τον αφήσετε εδώ. Ακούσατε!» «Θα τον φέρουμε», είπε ο Μπραντ, με την ίδια σιγανή, καθησυχαστική φωνή. Έ σ κ υ ψ ε και έπιασε πάλι τα πόδια του Τζιμ Ριντ. «Έτσι δεν είναι, Τζόνι;» «Ναι», είπε εκείνος, ενώ αναρωτιόταν τι θα απέμενε από τον καημένο τον Κόλι Εντράτζιαν μέχρι το πρωί... αν
Ο Ι ΡΥΘΜΙΓΓΕς
311
ερχόταν ποτέ το πρωί. Δεν ήταν εδώ η μητέρα του Κόλι για να επιμείνει να τον κουβαλήσουν κι αυτόν. Η Κάμι τους κοίταξε καθώς σήκωναν το πτώμα του γιου της, μετά σηκώθηκε στις μύτες και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Ντέιβ. Πρέπει να τον έπεισε, γιατί ο νεαρός άρχισε να περπατάει πάλι. Είχαν κάνει μερικά βήματα μόνο, όταν ακούστηκε κάποιος ήχος από μπροστά, τρίξιμο από πατήματα πάνω στο παράξενο υλικό που σκέπαζε το έδαφος, μετά μια πνιχτή κραυγή πόνου και αγανάκτησης. Ο Ντέιβ Ριντ έβγαλε ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό φόβου σαν στάρλετ σε ταινία φρίκης. Αυτός ο ήχος, και όχι τόσο τα βήματα μπροστά τους, έκανε το στομάχι του Τζόνι να σφιχτεί. Με την άκρη του ματιού του είδε το χίπι να αρπάζει την κάννη του τουφεκιού, που το είχε σηκώσει η Σύνθια, έτοιμη να ρίξει. Την κατέβασε και της μουρμούρισε να περιμένει λίγο. «Μη ρίχνετε!» φώναξε μια φωνή μέσα από τις σκιές μπροστά και αριστερά τους. Μια φωνή που αναγνώρισε ο Τζόνι. «Είμαστε φίλοι, ηρεμήστε, εντάξει;» «Γιατρέ;» Ο Τζόνι, που ήταν έτοιμος να αφήσει τον Τζιμ Ριντ, έσφιξε πιο δυνατά το πτώμα παρά τον πόνο που ένιωθε στα μπράτσα και τους ώμους του. Πριν ακουστούν οι ήχοι μπροστά τους, σκεφτόταν κάτι από το Ψάξιμο στη Σκόνη. Οι άνθρωποι βαραίνουν όταν πεθάνουν, είχε γράψει ο Φόκνερ. Λες και ο θάνατος ήταν ο μόνος τρόπος για να γιορτάσει η βαρύτητα την ύπαρξη της. «Τομ, εσύ είσαι;» «Ναι». Δύο φιγούρες εμφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι και προχώρησαν επιφυλακτικά προς το μέρος τους. «Τρυπήθηκα από έναν κάκτο. Τι δουλειά έχουν οι κάκτοι στο Οχάιο;» «Καλή ερώτηση», είπε ο Τζόνι. «Ποιος είναι μαζί σου;» «Η Ό ν τ ρ ε ϊ Γουάιλερ, από απέναντι», απάντησε μια γυναικεία φωνή. «Μπορούμε να βγούμε από το δάσος, σας παρακαλώ;»
312
RICHARD BACH MAN
Ο Τζόνι ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κουβαλήσει το πτώμα του Τζιμ Ριντ μέχρι το σπίτι των Κάρβερ και, πολύ περισσότερο, να το περάσει πάνω από το φράχτη με τον Μπραντ. Κοίταξε γύρω του. «Στιβ; Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο...» Σταμάτησε, καθώς θυμήθηκε το χορό του Στιβ με το πούμα. «Φτου, δεν μπορείς...» «Ω Χρι... στέ μου!» Η φωνή του Τομ Μπίλινγκσλι έσπασε στη μέση της λέξης. «Ποιος από τους δύο είναι;» «Ο Τζιμ», απάντησε ο Τζόνι. Μετά, καθώς είδε τον Τομ να πλησιάζει, πρόσθεσε: «Δεν μπορείς, Τομ, θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό». «Θα βοηθήσω κι εγώ», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ , πλησιάζοντας κι αυτή. «Εμπρός, πάμε».
10
0 Σ τ ι β ε ί δ ε ότι ο Μπίλινγκσλι και η γυναίκα είχαν μπει στο μονοπάτι από το ίδιο σημείο απ' όπου είχαν μπει κι αυτός με τον Εντράτζιαν. Στο μέρος όπου θυμόταν τις πεταμένες μπαταρίες υπήρχε τώρα ένα κρανίο αγελάδας μισοθαμμένο στο έδαφος και εκεί που ήταν η σακούλα από τα τσιπς υπήρχε ένα παλιό, σκουριασμένο αλογοπέταλο. Το περιτύλιγμα από τις κάρτες του μπέιζμπολ υπήρχε ακόμη όμως. Ο Στιβ έσκυψε, το σήκωσε και το κοίταξε στο φως της σελήνης. Ο Άλμπερτ Μπελ με το ρόπαλο του μπέιζμπολ το οποίο φαινόταν πίσω από το κεφάλι του. Ο Στιβ συνειδητοποίησε κάτι παράξενο: αυτή η κάρτα ήταν παράταιρη με το περιβάλλον και όχι οι κάκτοι ή το κρανίο της αγελάδας ή ακόμη και το εφιαλτικό πούμα που κρυβόταν στη χαράδρα. Κι εμείς, σκέφτηκε. Μπορεί τώρα να είμαστε εμείς οι ανωμαλίες σ' αυτό τον κόσμο. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Σύνθια. «Τίποτα».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
313
Άψησε το περιτύλιγμα να πέσει. Στα μισά της απόστασης από το έδαφος, το σελοφάν άπλωσε ξαφνικά, μεγάλωσε και άλλαξε χρώμα από ανοιχτό πράσινο σε άσπρο. Ο Στιβ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή κατάπληξης. Η Σΰνθια, που είχε στραφεί για να κοιτάξει στο μονοπάτι πίσω τους, γύρισε αμέσως και τον κοίταξε. «Τι;» «Το είδες;» «Όχι. Τι;» «Αυτό». Έσκυψε και το σήκωσε. Το σελοφάν είχε μετατραπεί σε μια σελίδα χαρτί. Πάνω της υπήρχε η εικόνα ενός αξύριστου κουκουλοφόρου κακοποιού. ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ, έγραφε το πόστερ, ΓΙΑ ΦΟΝΟ, ΛΗΣΤΕΙΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, ΛΗΣΤΕΙΕΣ ΤΡΕΝΩΝ, ΚΛΟΠΗ, ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΜΟ ΠΗΓΑΔΙΩΝ, ΚΛΟΠΗ ΑΓΕΛΑΔΩΝ, ΚΛΟΠΗ ΑΛΟΓΩΝ, ΑΠΑΤΕΣ. Ό λ α αυτά πάνω από την εικόνα. Από κάτω, με μεγάλα μαύρα γράμματα, το όνομα του κακοποιού: ΤΖΕΜΠΕΝΤΑΪΑ ΜΕΡΝΤΟΚ. «Δεν είμαστε καλά», είπε η Σύνθια. «Τι;» «Δεν είναι κακοποιός αυτός, είναι ηθοποιός. Τον έχω δει στην τηλεόραση». Ο Στιβ είδε ότι οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί. Έ π ι α σ ε τη Σύνθια από το χέρι κι έτρεξαν πίσω τους.
11
0 Τακ αιωρούνταν στο κατώφλι ανάμεσα στο γραφείο και το λίβινγκ ρουμ, με τα δάχτυλα των ποδιών του Σηθ μόλις να αγγίζουν στο χαλί. Τα μάτια του έλαμπαν σαν να είχε πυρετό και ανάσαινε με γρήγορες, κοφτές ανάσες. OL τρίχες του Σηθ ήταν ανασηκωμένες, όχι μόνο τα μαλλιά του αλλά σε όλο του το σώμα. Ό τ α ν άγγιζαν τον τοίχο, έβγαζαν ένα αμυδρό κροτάλισμα. Οι μύες του παιδιού λες και πάλλονταν με τρομερή ταχύτητα.
314
RICHARD BACH MAN
Ο θάνατος του αστυνομικού είχε βγάλει τον Τακ από τη ζάλη της τηλεόρασης. Όρμησε και άρπαξε την ουσία του θύματος ενστικτωδώς, φτάνοντας μέχρι τα άκρα της ακτίνας δράσης του. Η ενέργεια τον πλημμύρισε σαν ναπάλμ, άλλο ένα φράγμα έπεσε και βρέθηκε πιο κοντά στο κέντρο του Σηθ Γκάριν. Δεν το είχε φτάσει ακόμη, αλλά τώρα ήταν πολύ κοντά. Η ενέργεια όξυνε και τις αισθήσεις του. Είδε το νεαρό με το πιστόλι στο χέρι, κατάλαβε τι είχε συμβεί, ένιωσε τη φρίκη και τις τύψεις του Ντέιβ Ριντ και κατάλαβε τις δυνατότητες που του ανοίγονταν. Χωρίς να σκεφτεί -έτσι κι αλλιώς ο Τακ δε σκεφτόταν- όρμησε και μπήκε στο νου του Τζιμ Ριντ. Δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα και τις κινήσεις του από αυτή την απόσταση, αλλά η συναισθηματική θωράκιση του νεαρού είχε βραχυκυκλώσει προσωρινά, αφήνοντάς τον εντελώς ανοιχτό. Ο Τακ είχε μόνο ένα δυο δευτερόλεπτα στη διάθεσή του για να μπει μέσα και να ανοίξει όλα τα κανάλια στο φουλ, προκαλώντας συναισθηματική υπερφόρτωση στον Τζιμ Ριντ. Αυτό το ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό. Εδώ που τα λέμε, ο νεαρός μπορεί να είχε αυτοκτονήσει και από μόνος του. Το μόνο που έκανε ο Τακ ήταν να ενισχύσει τα συναισθήματα που υπήρχαν ήδη. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε από την αυτοκτονία του Τζιμ Ριντ πλημμύρισε τον Τακ σαν χείμαρρος. Φρέσκια ενέργεια, νεανική ενέργεια, αναπλήρωσε την τεράστια ποσότητα που είχε δαπανήσει. Και τώρα αιωρούνταν στο κατώφλι του γραφείου με τις μπαταρίες του να ξεχειλίζουν, έτοιμος να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Πρώτα όμως έπρεπε να φάει. Πεινούσε σαν λύκος. Πήγε αιωρούμενος μέχρι τα μισά του λίβινγκ ρουμ, μετά σταμάτησε. «Θεία Όντρεϊ;» φώναξε με τη φωνή του Σηθ. Μια γλυκιά φωνή, ίσως επειδή ακουγόταν τόσο σπάνια. «Θεία Όντρεϊ, είσαι εδώ;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
315
Ό χ ι . Ο Τακ αντιλήφθηκε ότι η Όντρεϊ έλειπε. Ή ξ ε ρ ε ότι η γυναίκα -με τη βοήθεια του Σηθ- μπορούσε να μπλοκάρει το νου της μερικές φορές, να του κρύβει τις σκέψεις της. Δεν μποροΰσε όμως να κρύψει τους παλμούς του νου της, την ακτινοβολία της ύπαρξής της. Αυτή έλειπε τώρα, αλλά έλειπε απλώς από το σπίτι. Μάλλον ήταν με τους άλλους, αλλά δεν είχε σημασία. Η Όντρεϊ δε θα μπορούσε να απομακρυνθεί, ακόμη κι αν το ήθελε. Γιατί γύρω από την οδό Πόπλαρ απλωνόταν τώρα η έρημος της Νεβάδα... Ό χ ι η πραγματική Νεβάδα, αλλά μάλλον μια Νεβάδα του νου, αυτή που είχε δημιουργήσει ο Τακ με τη φαντασία του. Και με τη βοήθεια του Σηθ, φυσικά. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε από αυτά χωρίς τον Σηθ. Άρχισε να κινείται πάλι προς την κουζίνα. Η φυγή της Όντρεϊ μάλλον τον εξυπηρετούσε. Τώρα θα μπορούσε να ελέγχει καλύτερα τον Σηθ, ώστε να είναι σίγουρος ότι ο μικρός δε θα έκανε κάτι που θα του αποσπούσε την προσοχή την κρίσιμη στιγμή. Ό χ ι ότι ο Σηθ μπορούσε να του δημιουργήσει πρόβλημα βέβαια. Ή τ α ν δυνατός, αλλά τώρα πια δεν μπορούσε να του εναντιωθεί. Στην αρχή ήταν περίπου ισοδύναμοι, όμως ο Τακ διατηρούσε ένα πλεονέκτημα. Μακροπρόθεσμα, η σκέτη δύναμη δεν μπορεί ποτέ να νικήσει την πονηριά, και ο Τακ τελειοποιούσε τα τεχνάσματα και τις παγίδες του επί ολόκληρες χιλιετίες. Τώρα είχε αρχίσει σιγά σιγά να επικρατεί, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις εκπληκτικές δυνάμεις του Σηθ Γκάριν εναντίον του, όπως ένας έξυπνος δάσκαλος του καράτε που αντιμετωπίζει ένα δυνατό αλλά ηλίθιο αντίπαλο. Σηθ; ρώτησε καθώς πλησίαζε αιωρούμενος το ψυγείο. Σηθ, πού είσαι, φίλε; Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ο Σηθ μπορεί να είχε φύγει εντελώς...^Αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Ή τ α ν εντελώς αλληλένδετοι τώρα οι δυο τους, αναπόσπαστα δεμένοι σαν σιαμαίοι αδερφοί. Αν ο Σηθ εγκατέλειπε αυτό το σώμα, όλα τα παρασυμπαθητικά συστήματα - η καρδιά, οι πνεύμονες, η απέκκριση, η παραγωγή ιστών, οι εγκεφαλικές λειτουργίες- θα σταματούσαν.
316
RICHARD BACH MAN
Ο Τακ δεν μπορούσε να τις συντηρήσει, όπως ένας αστροναύτης δεν μπορεί να συντηρήσει τα χιλιάδες πολύπλοκα συστήματα που τον εκτόξευσαν στο διάστημα και διατηρούν σταθερό το περιβάλλον του. Ο Σηθ ήταν ο κομπιούτερ και χωρίς αυτόν ο χειριστής του κομπιούτερ, ο Τακ, θα πέθαινε. Ό μ ω ς ο Σηθ Γκάριν δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει. Ο Τακ θα τον εμπόδιζε, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με τις οποίες είχε οδηγήσει τον Τζιμ Ριντ στην αυτοκτονία. Άλλωστε, διαισθανόταν ότι ο Σηθ δεν ήθελε να αυτοκτονήσει. Ουσιαστικά, ένα μέρος του Σηθ δεν ήθελε καν να απελευθερωθεί από τον Τακ. Γιατί ο Τακ είχε αλλάξει τη ζωή του. Ο Τακ του είχε δώσει τα Πάουερ Βάγκον που δεν ήταν απλά παιχνίδια. Ο Τακ του είχε δώσει ταινίες που γίνονταν πραγματικότητα. Ο Τακ είχε βγει από το Κινέζικο Ορυχείο και είχε γίνει ο μαγικός φίλος του Σηθ. Ποιος θα ήθελε να διώξει έναν τέτοιο φίλο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν προηγουμένως ήταν φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το κρανίο χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του; Σηθ; ρώτησε πάλι ο Τακ. Πού είσαι, παλιομπαγάσα; Κάπου μακριά, μέσα στο δίκτυο από σπηλιές και τούνελ και τρύπες που είχε κατασκευάσει μέσα στο νου του το αγόρι (εκείνο το μέρος του Σηθ που δεν ήθελε τον Τακ, που ένιωθε φρίκη για το παράσιτο που ζούσε τώρα μέσα στο νου του), ο Τακ έπιασε μια αμυδρή αναλαμπή, έναν αμυδρό παλμό που τον αναγνώρισε αμέσως. Ή τ α ν ο Σηθ, φυσικά. Κρυβόταν. Και ήταν σίγουρος ότι ο Τακ δεν μπορούσε να τον δει, να τον ακούσει ή να τον μυρίσει. Και όντως, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι έκανε ο μικρός. Αλλά ο παλμός της ύπαρξης του ήταν εκεί, κάτι σαν ηχητικό σήμα από σόναρ. Αν ο Τακ χρειαζόταν τον Σηθ, μπορούσε, ακολουθώντας αυτό το σήμα, να τον βρει και να τον βγάλει έξω από την κρυψώνα του. Ο Σηθ δεν το ήξερε αυτό και, αν ήταν φρόνιμο παιδί, δε θα χρειαζόταν ποτέ να το μάθει.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
317
Μάλιστα, κΰριε, σκέφτηκε ο Τακ ανοίγοντας το ψυγείο. Είμαι φοβερός σερίφης. Αλλά και οι σερίφηδες πρέπει να τρώνε. Πεινάνε πολύ έτσι που κυνηγάνε συνέχεια ληστές και ζωοκλέφτες. Υπήρχε φρέσκο σοκολατούχο γάλα στο πάνω ράφι. Ο Τακ έβγαλε το δοχείο με τα βρόμικα χέρια .ου Σηθ, το ακούμπησε στον πάγκο, μετά άνοιξε το συρτάρι με το κρέας. Υπήρχαν χάμπουργκερ, αλλά δεν ήξερε να μαγειρεύει και οι γνώσεις του Σηθ δεν περιλάμβαναν καμιά σχετική πληροφορία. Ο Τακ δεν είχε πρόβλημα να φάει το κρέας ωμό -του άρεσε, μάλιστα- αλλά δυο τρεις φορές που το δοκίμασε ο Σηθ αρρώστησε. Έ τ σ ι είπε τουλάχιστον η Ό ν τ ρ ε ϊ , ότι έφταιγε το ωμό κρέας και μάλλον δεν έλεγε ψέματα (αν και με την Ό ν τ ρ ε ϊ ο Τακ δεν ήταν ποτέ σίγουρος). Η τελευταία φορά ήταν η χειρότερη - ο Σηθ είχε εμετούς και διάρροια όλη τη νύχτα. Ο Τακ είχε βγει από το σώμα του μέχρι να συνέλθει ο μικρός, κάνοντας μόνο έναν έλεγχο πού και πού για να είναι σίγουρος ότι δε συμβαίνει τίποτα το ύποπτο. Απεχθανόταν τις απεκκριτικές λειτουργίες του Σηθ, ακόμη και όταν ήταν φυσιολογικές, κι εκείνη τη νύχτα ήταν κάθε άλλο παρά φυσιολογικές. Επομένως, όχι χάμπουργκερ. Υπήρχε μορταδέλα όμως και μερικές φέτες τυρί Κραφτ, από τις κίτρινες που του άρεσαν πολύ. Χρησιμοποίησε τα χέρια του Σηθ για να βάλει το φαγητό πάνω στον πάγκο και τον εκπληκτικό νου του Σηθ για να κατεβάσει ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Το ποτήρι κατέβηκε αιωρούμενο στον πάγκο και, ενώ ο Τακ έφτιαχνε ένα σάντουιτς βάζοντας μορταδέλα και τυρί πάνω σε άσπρο ψωμί αλειμμένο με μουστάρδα, το δοχείο με το γάλα σηκώθηκε μόνο του στον αέρα και γέμισε το ποτήρι με σοκολατούχο γάλα. Ή π ι ε το μισό ποτήρι με τέσσερις μεγάλες γουλιές, ρεύτηκε και μετά το άδειασε εντελώς. Έβαλε και δεύτερο ποτήρι με τηλεκίνηση, ενώ ταυτόχρονα έτρωγε με βουλιμία το σάντουιτς, αδιαφορώντας για τη μουστάρδα που
318
RICHARD BACH MAN
έσταζε πάνω στα βρόμικα πόδια του Σηθ. Κατάπιε, δάγκωσε, μάσησε, κατάπιε, ήπιε, ρεύτηκε. Το μουγκρητό στην κοιλιά του άρχισε να κοπάζει. Το κακό με την τηλεόραση -και ιδιαίτερα με τους Ρυθμιστές και τους Μότοκαπς 2200- ήταν ότι ο Τακ βυθιζόταν σε όνειρα που φαίνονταν πραγματικά και ξεχνούσε να φάει για να τραφεί το σώμα του Σηθ. Κάποια στιγμή η κατάσταση έφτανε πια στα όρια και τότε ο Τακ ένιωθε τόση πείνα που δεν μπορούσε ούτε καν να σκεφτεί. Άδειασε και το δεύτερο ποτήρι, κρατώντας το πάνω από το στόμα του για να πιει και τις τελευταίες σταγόνες, μετά το έριξε στο νεροχύτη μαζί με τα άλλα βρόμικα πιατικά. «Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το φαΐ μπροστά στη φωτιά, μπαμπά!» φώναξε με τη φωνή του Λιτλ Τζο Καρτράιτ. Μετά πήγε αιωρούμενος στην πόρτα της κουζίνας, ένα βρόμικο παιδί που πετούσε σαν μπαλόνι, κρατώντας στο χέρι του τα υπολείμματα ενός σάντουιτς. Από τα παράθυρα του λίβινγκ ρουμ έμπαινε το φως της σελήνης. Έ ξ ω από το σπίτι, η οδός Πόπλαρ είχε χαθεί. Τη θέση της είχε πάρει ο κεντρικός δρόμος της Ντεσπερέισον, μιας πόλης της Νεβάδα, όπως ήταν το 1858. Πριν από δύο χρόνια, οι λίγοι χρυσοθήρες που είχαν απομείνει στην πόλη είχαν ανακαλύψει ότι η,ενοχλητική μπλε λάσπη που κολλούσε στις μπότες τους ήταν στην πραγματικότητα ακατέργαστο ασήμι και η πόλη είχε αναζωογονηθεί από τους απογοητευμένους χρυσοθήρες που είχαν έρθει από την Καλιφόρνια. Διαφορετικό μέρος, ίδιες φιλοδοξίες: να πλουτίσουν γρήγορα. Ο Τακ δεν τα ήξερε όλα αυτά στην αρχή -και σίγουρα δεν τα είχε μάθει από τους Ρυθμιστές (που η ιστορία τους εκτυλίσσεται στο Κολοράντο και όχι στη Νεβάδα). Αυτές τις πληροφορίες τις είχε πάρει ο Σηθ από κάποιον Άλεν Σάιμς λίγο πριν συναντήσει τον Τακ. Σύμφωνα με τον Σάιμς, το 1858 κατέρρευσε το ορυχείο που ήταν γνωστό με την ονομασία Κροταλίας Έ ν α . Στο απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί που ήταν τα σπίτια του Τζάκσον και του Μπίλινγκσλι, φαίνονταν τώρα το Κινέζικο Πλυντήριο Λούσαν και το Κατάστημα Νεωτερισμών
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
319
Γουόρελ. Εκεί όπου ήταν το σπίτι των Χόμπαρτ, υπήρχε τώρα το Γενικό Κατάστημα Όουλ Κάουντι και, παρ' όλο που ο Τακ μύριζε ακόμη καπνό, το μαγαζί ήταν άθικτο, χωρίς ούτε μία μαυρισμένη σανίδα. Ο Τακ γύρισε και είδε ένα από τα Πάουερ Βάγκον στο πάτωμα. Ξεπρόβαλλε, σχεδόν ντροπαλά, από τη μια άκρη του καναπέ. Το ύψωσε στον αέρα και το έφερε κοντά του. Το όχημα σταμάτησε μπροστά στα μάτια του Σηθ και έμεινε να αιωρείται εκεί, με τις ρόδες του να γυρίζουν αργά, ενώ ο Τακ έτρωγε το υπόλοιπο σάντουιτς. Ή τ α ν το Τζάστις Βάγκον. Μερικές φορές ο Τακ θα ήθελε το Τζάστις Βάγκον να ανήκει στον Λιτλ Τζο Καρτράιτ και όχι στο συνταγματάρχη Χένρι. Τότε ο σερίφης Στρίτερ από τους Ρυθμιστές θα μπορούσε να μετακομίσει στη Βιρτζίνια και να οδηγεί το μπλε Φρίντομ Βαν, αντί να πηγαίνει με άλογο. Ο Στρίτερ και ο Τζεμπ Μέρντοκ -που θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχε σκοτωθεί, απλοος είχε τραυματιστείθα γίνονταν φίλοι... θα ήταν φίλοι και με τους Καρτράιτ... και μετά θα ερχόταν και ο Λούκας Μακέιν με το γιο του από το ράντσο τους στο Νέο Μεξικό... και τότε... «Τότε θα ήμουν εγώ ο Μπεν Καρτράιτ», ψιθύρισε. «Το αφεντικό της Ποντερόζα, ο σπουδαιότερος άνθρωπος στη Νεβάδα. Εγώ». Χαμογελώντας, έστειλε το Τζάστις Βάγκον να κάνει δύο αργούς κύκλους γύρω από τον Σηθ Γκάριν. Μετά έδιωξε τις φαντασιώσεις από το νου του. Ή τ α ν όμορφες φαντασιώσεις, όμως. Και θα είχε τη δυνατότητα ίσως να τις πραγματοποιήσει, αν μπορούσε να αποσπάσει αρκετή ενέργεια από τους ανθρώπους της Πόπλαρ - ε κ ε ί ν η την ενέργεια που έβγαινε από μέσα τους όταν πέθαιναν. «Πλησιάζει η ώρα», είπε. «Η ώρα να τελειώνουμε». Έ κ λ ε ι σ ε τα μάτια και χρησιμοποίησε τα κυκλώματα της μνήμης του Σηθ για να απεικονίσει νοητικά τα Πάουερ Βάγκον... ιδιαίτερα το Μιτ Βάγκον, που θα ήταν επικεφαλής της επίθεσης. Ο Απρόσωπος θα οδηγούσε, η κόμισσα Λίλι θα ήταν συνοδηγός και ο Τζεμπ
320
RICHARD BACH MAN
Μέρντοκ στον πυργίσκο. Γιατί ο Μέρντοκ ήταν ο πιο κακός απ' όλους. Με τα μάτια κλειστά και με τη νέα ενέργεια που είχε πάρει να φωτίζει το νου του σαν πυροτεχνήματα, ο Τακ άρχισε να υλοποιεί τη φανταστική εικόνα. Θα του έπαιρνε λίγο χρόνο, τώρα όμως που είχε φτάσει ως εδώ αυτό δεν ήταν πρόβλημα* είχε πολΰ χρόνο στη διάθεση του. Σε λίγο θα έρχονταν οι ρυθμιστές. «Ετοιμαστείτε, παιδιά», ψιθύρισε ο Τακ. Οι γροθιές του Σηθ είχαν σφιχτεί και τα χέρια του έτρεμαν από τη δύναμη που έβαζε. «Ετοιμαστείτε, γιατί θα σβήσουμε την πόλη από το χάρτη».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
321
[Ο Άλεν Σάιμς εργαζόταν σι η Μεταλλευτική Εταιρεία Ντιπ Ερθ ως γεωλόγος επί είκοσι έ ξ ι χρόνια, από το 1969 μέχρι τα τέλη του 1995. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1995, πήρε σύνταξη και μετακόμισε στο Κλιαργουότερ της Φλόριντα, όπου πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 19 Σεπτεμβρίου 1996. Το έ γ γ ρ α φ ο που ακολουθεί βρέθηκε στο γραφείο του από την κόρη του. Ήταν μέσα σε ένα σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος έ γ ρ α φ ε πάνω: Α Φ Ο Ρ Α Π Α Ρ Α Ξ Ε Ν Ο Π Ε Ρ Ι Σ Τ Α Τ Ι Κ Ο Σ Τ Ο Κ Ι Ν Ε Ζ Ι Κ Ο Ο Ρ Υ Χ Ε Ι Ο . ΝΑ Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε Ι Μ Ε Τ Α Τ Ο ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ.
Αυτό το έγγραφο
ανατυπώνεται
27 Οκτωβρίου
εδώ ακριβώς
όπως ήταν.]
1995
Προς Κάθ ε Ενδιαφερόμενο Γράφω αυτή την ιστορία για τρεις λόγους. Πρώτον, θέλω να διευκρινίσω κάτι που συνέβη πριν από δεκαπέντε μήνες, το καλοκαίρι του 1994. Δεύτερον, έχω την ελπίδα ότι θα ελαφρύνω τη συνείδησή μου, η οποία είχε ησυχάσ ε ι κάπως, ο ι τ ύψε ι ς όμως ξ ανάρχ ι σαν από τότε που μου έστειλε το γράμμα η Γουάιλερ από το Οχάιο και της έγραψα ψέματα στην απάντησή μου. Δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να ελαφρύνει τη συνείδησή του γράφοντας ορισμένα πράγματα με την ελπίδα να διαβαστούν αργότερα, αλλά φαντάζομαι ότι αξίζει τον κόπο να κάνω μια προσπάθεια. Και μπορεί να θελήσω να το δείξω αυτό σε κάποιον —ίσως και στη Γουάιλερ— αφού βγω στη σύνταξη. Τρίτον, δεν μπορώ να ξεχάσω τον τρόπο που χαμογελούσε εκείνο το παιδί. Τον τρόπο που χαμογελούσε. Έγραψα ψέματα στην κυρία Γουάιλερ για να προστατεύσω την εταχρεία και τη δουλειά μου, αλλά κ up ί ως επειδή μπορο ύσα να πω ψέ μ ατ α.
322
RICHARD BACH MAN
Στις 24 Ιουλίου 1994 ήταν Κυριακή, το ορυχείο ήταν έρημο και εγώ ήμουν ο μόνος που τους είδε. Δε θα ήμουν ούτε κι εγώ εκεί αν δεν είχα να τελειώσω κάποια γραφική δουλειά. Όποιος νομίζει ότι η δουλειά του γεωλόγου είναι συναρπαστική, όλο ανακαλύψεις και ταξίδια, θα πρέπει να δει τα βουνά από αναφορές και έντυπα που έχω συμπληρώσει όλα αυτά τα χρόνια! Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα μόλις τελείωνα τη δουλειά μου, όταν ένα στέισον βάγκον Βόλβο σταμάτησε μπροστά στο τροχόσπιτο όπου ήταν τα γραφεία της εταιρείας και βγήκε έξω μια ολόκληρη οικογένεια. Θέλω να δηλώσω εδώ ότι δεν είχα ξαναδεί τόσο ενθουσιασμένους ανθρώπους στη ζωή μου. Ήταν σαν να πήγαιναν σε τσίρκο ή σαν να είχαν κερδίσει το λότο! Ήταν πέντε συνολικά: ο μπαμπάς (που πρέπει να ήταν ο αδερφός της γυναίκας από το Οχάιο), η μαμά, ο μεγάλος αδερφός, η μεγάλη αδερφή και ο μικρός αδερφός. 0 μικρός φαινόταν γύρω στα τέσσερα, αλλά έχοντας διαβάσει το γράμμα της Γουάιλερ (που στάλθηκε φέτος τον Ιούλιο), ξέρω ότι ήταν λίγο μεγαλύτερος —απλώς μικρόσωμος για την ηλικία του. Τους είδα από το παράθυρο δίπλα στο γραφείο, όπου είχα απλωμένα όλα τα χαρτιά μου. Στάθηκαν διστακτικά δίπλα στο αμάξι τους για ένα δυο λεπτά, δείχνοντας το ανάχωμα νότια της πόλης, πάντα χαρούμενοι καχ ενθουσιασμένοι, και μετά ο μικρός έφερε τον μπαμπά του στο τροχόσπιτο σέρνοντάς τον. Όλα αυτά έγιναν στη Διεύθυνση της Ντιπ Ερθ στη Νεβάδα, ένα μεγάλο τροχόσπιτο γραφείων γύρω στα τρία χιλιόμετρα από τον κεντρικό δρόμο (την Εθνική Οδό 50), στα περίχωρα της Ντεσπερέισον, μιας πόλης που έγινε γνωστή για τα αργυρωρυχεία της την εποχή του Εμφύλιου Πολέμου. Το κύριο ορυ-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 323
χείο μας σήμερα είναχ το Κινέζικο Ορυχείο, όπως το λέμε, όπου βγάζουμε χαλκό με απόπλυση. Οι οικολόγοι το ονομάζουν καταστροφική εξόρυξη, αλλά η μέθοδος δεν είναχ τόσο καταστροφχκή όσο την παρουσχάζουν. Τέλος πάντων, ο μχκρός τράβηξε τον πατέρα του μέχρχ τα σκαλχά του τροχόοπχτου καχ τον άκουσα να λέεχ: «Χτύπα, μπαμπά, είναχ κάποχος μέσα, το ξέρω ότχ είναχ». 0 μπαμπάς φάνηκε να ξαφνιάζεται πολύ μ1 αυχό, αν καχ δεν μπορούσα να καταλάβω γχατί, αφού το αμάξχ μου ήταν παρκαρχσμένο μπροστά. Γρήγορα ανακάλυψα ότχ η έκπληξη δεν είχε να κάνε χ με το τ χ έλεγε ο μχκρός, αλλά με το ότι μχλούσε Ο πατέρας κοίταξε την υπόλοχπη οχκογένεχα καχ όλοχ του είπαν το ίδχο πράγμα, χτύπα την πόρτα, χτύπα την πόρτα, εμπρός, χτύπα τη! Με μεγάλη έξαψη όλα αυτά. Το φέρσχμό τους ήταν κάπως αστείο αλλά καχ χαρχτωμένο. Στο μεταξύ εμένα με είχε πχάσεχ περχέργεχα. Είδα την πχνακίδα στο αμάξχ τους καχ δεν μπορούσα να καταλάβω τχ δούλεχά είχε μχα οχκογένεχα από το Οχάχο στην Ντεσπερέχσον Κυρχακή απόγευμα. Αν δεν είχε αποφασχσεχ ο μπαμπάς να χτυπήσεχ, θα έβγαχνα μόνος μου έξω να του μχλήσω. Χτύπησε όμως καχ, μόλχς άνοχξα την πόρτα, ο μχκρός πέρασε δίπλα μου τρέχοντας καχ μπήκε μέσα! Πήγε κατευθείαν στον τοίχο, στον πίνακα ανακοχνώσεων, όπου η Σάλχ έβαλε το γράμμα της κυρίας Γουάχλερ όταν ήρθε, γράφοντας από πάνω με μεγάλα κόκκχνα γράμματα ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ;
0 μχκρός έδεχξε τχς αεροφωτογραφίες του Κχνέζχκου Ορυχείου που υπήρχαν στον πίνακα ανακοχνώσεων. Τχς χτυπούσε με το δάχτυλο του τη μία μετά την άλλη. Ίσως θα 1 πρεπε να είναχ κανείς μπροστά γχα να καταλάβεχ πόσο παράξενο ήταν, πχστέψτε με, όμως, το φέρσχ-
324
RICHARD BACH MAN
μο tou μικρού ήταν ανεξήγητο, ήταν σαν να είχε μπει στο γραφείο δεκάδες φορές. «Εδώ είναχ, μπαμπά!» είπε, δείχνοντας πάντα τις φωτογραφίες. «Εδώ είναι! Εδώ είναι! Εδώ είναι το ορυχείο, το αργυρωρυχείο!» «Βασικά», είπα γελώντας, «είναι χαλκωρυχείο, αλλά έπεσες κοντά». Ο κύριος Γκάριν με κοίταξε κατακόκκινος. «Με συγχωρείτε», μου είπε, «που μπήκαμε έτσι απρόσκλητοχ». Μετά μπήκε κι αυτός μέσα και πήρε το μικρό αγκαλιά. Εγώ παρακολουθούσα χαμογελώντας. Κουβάλησε το μικρό ξανά στη σκάλα, όπου νόμιζε, φαίνεται, όχι έπρεπε να μείνουν. Ήταν από το Οχάχο ο άνθρωπος καχ δεν ήξερε ότχ εδώ στη Νεβάδα τα έχουμε καταργήσεχ πχα αυτά' όταν θέλουμε να μπούμε κάπου, μπαίνουμε. Ο μχκρός, πάντως, δεν άρχχσε ούτε να κλοτσάεχ ούτε να φωνάζεχ, τα μάτχα του όμως ήταν καρφωμένα στχς φωτογραφίες στον πίνακα ανακοχνώσεων. Ήταν πολύ χαρχτωμένος έτσχ όπως κοίταζε πάνω από τον ώμο του μπαμπά του, με τα μχκρά, λαμπερά του μάτχα. Η υπόλοχπη οχκογένεχα ήταν μαζεμένη από κάτω καχ κοίταζε. Τα δύο μεγαλύτερα παχδχά κόντευαν να σκάσουν από την έ ξαψη καχ η μαμά ήταν στην χδχα κατάσταση περίπου. Ο πατέρας μού είπε ότχ είναχ από το Τολέντο καχ μετά μου συστήθηκε καχ μου σύστησε καχ τη γυναίκα του καχ τα άλλα δύο παχδχά. «Κχ αυτός είναχ ο Σηθ», κατέληξε. «0 Σηθ είναχ ξεχωριστό παχδί». «Γχα μένα, όλα είναχ ξεχωρχστά», είπα καχ άπλωσα το χέρχ μου. «Κόλλα το, Σηθ. Με λένε Αλεν Σάχμς». Το παχδί μού έσφχξε κανονχκά το χέρχ. Οχ υπόλοχποχ είχαν μεχνεχ εμβρόντητοχ καχ χδχαχτερα ο μπαμπάς. Εγώ από τη μερχά μου δεν καταλάβαχνα το λόγο. Ο δχκός μου μπαμπάς με είχε μάθεχ να κάνω χεχραψχα από
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 325
τριών χρονών. Δεν είναι τίποτα δύσκολο. Αλλά σε λίγο χα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν. «0 Σηθ θα ήθελε να δεχ χο βουνό», είπε ο κύρχος Γκάρχν καχ μου έδεχξε χο Κχνέζχκο Ορυχείο. Η βόρεχα πλευρά χου μοχάζεχ λίγο σαν βουνό. «Νομίζω όχχ εννοεί χο ορυχείο. . . » «Ναχ!» λέεχ ο μχκρός. «Το ορυχείο! Ο Σηθ θέλεχ να δεχ χο ορυχείο! Ο Σηθ θέλεχ να δεχ χον Χος! Τον Αχτλ Τζο! Τον Ανταμ! Τον Χοπ Σχνγκ!» Εγώ έβαλα χα γέλχα, είχα πολύ καχρό να ακούσω αυχά τα ονόματα, οχ υπόλοχποχ όμως δε γέλασαν. Κο ίτ α ζ αν το μ χ κρό σαν να ήτ αν ο Ιησούς που δχδάσκεχ τους χερείς στο ναό. «Σηθ», του λέω, «αν θέλεις να δεχς την Ποντερόζα, νομίζω ότχ μπορείς, αν καχ είναχ αρκετά μακρχά από εδώ, προς τα δυτχκά. Καχ αν θέλεχς να δεις κανένα ορυχείο, υπάρχουν μερχκά που κάνουν ξεναγήσεχς, μπαίνεχς μέσα καχ βλέπεχς τα πάντα καχ μάλχστα με κανονχκό καροτσάκχ ορυχείων. Το καλύτερο είναχ ίσως το Μπέτχ Καρ, στο Φάλον. Δεν υπάρχει ξενάγηση στο Κχνέζχκο Ορυχείο, όμως. Το ορυχείο λεχτουργεί καχ δεν είναχ τόσο ενδχαφέρον όσο τα παλχά ορυχεία χρυσού καχ αργύρου. Εκείνο το τοίχωμα που σου φαίνεταχ ότχ μοχάζεχ με βουνό είναχ απλώς η μία πλευρά μχας μεγάλης τρύπας στο έδαφος». «Δεν καταλαβαίνεχ καχ πολλά απ1 αυτά που του λέτε, κύρχε Σάχμς», μου είπε ο μεγάλος αδερφός. «Είναχ καλό παχδί, αλλά δεν παίρνεχ πολλές στροφές». Καχ μου έδεχξε το κεφάλχ του. Ο μχκρός κατάλαβε, όμως, γχατί άρχχσε να κλαίεχ. Όχχ δυνατά, όπως κάνουν τα κακομαθημένα παλχόπαιδα, αλλά σιγανά, όπως κλαίεχ ένα παχδί όταν χάσεχ κάτχ που του αρέσεχ. Οχ υπόλοχποχ σκυθρώπασαν μόλχς τον άκουσαν, είχαν ένα ύφος σαν να ψόφησε ο σκύλος της οχκογένεχας. Μόιλιστα, η μικρή είπε ότχ ο Σηθ
326
RICHARD BACH MAN
δεν κλαίει ποτέ. Αυτό άναψε ακόμη περισσότερο την περίεργε ιά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει με αυτούς τους τύπους και ήθελα οπωσδήποτε να μάθω. Τώρα εύχομαι να μην είχα δώσει συνέχεια, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι θα γινόταν. Ο κύριος Γκάριν με ρώτησε αν μπορούσε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως για λίγο, και του είπα, ναι, φυσικά. Έδωσε στη γυναίκα του το μικρό, που έκλαχγε ακόμη σιγανά, κάτι μεγάλα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του, και στο μεταξύ η αδερφή του άρχχσε να κλαψουρίζει κχ αυτή λχγάκχ. Μετά ο Γκάρχν μπήκε στο τροχόσπχτο κχ έκλεχσε την πόρτα. Μου είπε πολλά πράγματα γχα το μχκρό Σηθ μέσα σε λίγη ώρα, αλλά το σημαντχκότερο ήταν το πόσο τον αγαπούσαν όλοχ. Όχχ ότχ ο Γκάρχν μου το είπε αυτό ξεκάθαρα (οπότε μπορεί να μην τον πίστευα κχόλας), απλώς το πράγμα φαχνόταν. Μου είπε ότχ ο Σηθ ήταν αυτχστχκός, ότχ σπάνχα έλεγε έστω καχ μχα λέξη που να μπορείς να την καταλάβεχς καχ δεν έδεχχνε μεγάλο ενδχαφέρον γχα την «κανονχκή ζωή». Όταν όμως είδε το βόρεχο τοίχωμα του Κχνέζχκου Ορυχείου από το δρόμο, άρχχσε να βγάζεχ κάτχ άναρθρες κραυγές καχ να τους δείχνεχ. «Στην αρχή δε δώσαμε μεγάλη σημασία καχ συνεχίσαμε το δρόμο μας», μου είπε ο Γκάρχν. «Συνήθως ο Σηθ δε μχλάεχ, αλλά πότε πότε τον πχάνουν αυτές οχ κρίσεχς κχ αρχίζεχ να βγάζεχ αυτές τχς φωνές. Όταν όμως είδε ότχ δε γυρίζαμε πίσω ούτε είχαμε σκοπό να σταματήσουμε, άρχχσε να μχλάεχ. Όχχ απλώς λέξεχς αλλά προτάσεις. "Γύρνα πίσω, σε παρακαλώ, ο Σηθ θέλεχ να δεχ το ορυχείο, ο Σηθ θέλεχ να δεχ τον Χος καχ τον Άνταμ καχ τον Αχτλ Τζο"». Ξέρω μερχκά πράγματα γχα τον αυτχσμό. 0 καλύτερος φίλος μου έχε χ έναν αδερφό στο
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 327
Σιέρα Φορ, το κρατικό ίδρυμα στο Μπόλντερ Σίχχ, έξω από το Βέγκας. Έ χ ω πάει μερικές φορές εκεί μαζί του, έχω δει τους αυτιστικούς από πρώτο χέρι και δεν ξέρω αν θα πίστευα αυτά που μου έλεγε ο Γκάριν αν δεν τα είχα δει με τα μάτια μου. Πολλοί από τους τροφίμους στο Σιέρα όχι μόνο δε μιλάνε, αλλά ούτε καν κινούνται. Α υ τ ο ί που είναχ σε πιο προχωρημένη κατάσταση μοιάζουν σαν νεκροί, τα μάτια τους είναι θολά και δε βλέπεις σχεδόν το στήθος τους να ανεβοκατεβαίνει καθώς ανασαίνουν. «Του αρέσουν στ καουμπόικες ταινίες και τα σίριαλ», μου είπε ο κύριος Γκάριν, «και το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναχ ότχ αυτό το ανάχωμα του θυμίζεχ κάτχ που είδε ίσως σε κάποχο επεχσόδχο της Μπονάντσα». Σκέφτηκα ότχ ο μχκρός μπορεί όντως να είδε το ανάχωμα σχην Μπονάντσα, αν καχ δε θυμάμαχ αν χο είπα αυχό σχον Γκάρχν. Πολλά από κείνα χα παλχά σίρχαλ τραβούσαν εξωτερχκές σκηνές στην περχοχή καχ χο Κχνέζχκο Ορυχείο υπάρχεχ από το '57, οπότε δεν αποκλείεχαχ. «Τέλος πάνχων», είπε, «το θέμα είναχ όχχ αυτό που έγχνε με χον Σηθ είναχ σωστό θαύμα. Καχ δεν είναχ μόνο που μιλάεχ». «Ναχ», είπα, «γχα πρώτη φορά είναχ παρών, καταλαβαίνε χ τον κόσμο γύρω του, έτσχ δεν είναχ; » Σκεφχόμουν αυτούς που είχα δεχ στο ίδρυμα όπου είναχ ο αδερφός χου φίλου μου. Έχεχς την αίσθηση ότχ αυτοί οχ άνθρωποχ απουσχάζουν, δεν είναχ εκεί. Ακόμη καχ όταν κλαίνε ή γελάνε ή βγάζουν άλλους ήχους, έχεχς χην εντύπωση όχχ τους ακούς από το τηλέφωνο. «Ναχ, έχσχ είναχ», συμφώνησε ο Γκάρχν. «Είναχ σαν να άναψαν φώχα μέσα στο μυαλό του. Δ ε ν ξέρω τχ το προκάλεσε αυτό ούτε πόσο θα κρατήσεχ, αλλά. . . Υπάρχεχ περίπτωση να
328
RICHARD BACH MAN
μας πάτε στο ορυχείο, κύριε Σάιμς; Ξέρω ότι δεν επιτρέπεται και ότι, αν το μάθουν στην ασφαλιστική εταιρεία που ασφαλίζει το ορυχείο, θα πάθουν κρίση, αλλά είναι πολύ σημαντικό για τον Σηθ. Είναι σημαντικό για όλους μας. Είμαστε λίγο στριμωγμένοι από οικονομική άποψη, αλλά μπορώ να σας δώσω σαράντα δολάρια για. το χρόνο σας». «Δε θα το έκανα ούτε για τετρακόσια», του είπα. «Αυτά τα πράγματα ή τα κάνεις τζάμπα ή δεν τα κάνεις καθόλου. Ελάτε. Θα πάρουμε ένα από τα ATV, τα οχήματα παντός εδάφους της εταιρείας. Μπορεί να το οδηγήσει ο μεγάλος γιος σας, αν δεν έχετε αντίρρηση. Είναι κι αυτό ενάντια στους κανονισμούς της εταιρείας, αλλά. . . δε βαριέσαι, θα την κάνουμε που θα την κάνουμε την παράβαση, ας το ευχαριστηθούμε τουλάχιστον». Οποιος το διαβάζει αυτό και σκέφτεται ίσως ότι ήμουν ανόητος, θα ήθελα πραγματικά να μπορούσε να δει πώς φωτίστηκε το πρόσωπο του Μπιλ Γκάριν. Λυπάμαι τρομερά γι1 αυτό που του συνέβη καχ σ' αυτόν καχ στους άλλους στην Καλχφόρνχα —το έμαθα από το γράμμα της αδερφής του— αλλά, πχστέψτε με, εκείνη τη μέρα ήταν ευτυχχσμένος καχ χαίρομαχ που είχα την ευκαχρχα να του δώσω αυτή τη χαρά. Περάσαμε υπέροχα εκείνο το απόγευμα, πρχν από το «επεχσόδχο». Ο Γκάρχν άφησε το μεγάλο γχο του, τον Τζον, να οδηγήσεχ το όχημα μέχρχ το ανάχωμα καχ ο νεαρός ήταν εκστατχκός. Υποψχάζομαχ ότχ θα με ψήφχζε γχα θεό αν έβαζα υποψηφχότητα. Ήταν καλή οχκογένεχα, όλοχ τους αφοσχωμένοχ στο αγοράκχ. Ήταν πραγματχκά εκπληκτχκό που ο μχκρός άρχχσε ξαφνχκά να μχλάεχ, αλλά καχ πάλχ πόσες οχκογένεχες θα άλλαζαν εντελώς τα σχέδχά τους ακόμη καχ γχα ένα τέτοχο γεγονός; Αυτοί, λοχπόν, . τα άλλαξαν καχ μάλχστα χωρίς
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 329
την παραμικρή αντίρρηση από κανέναν, από όσο μπόρεσα να καταλάβω. 0 μικρός φλυαρούσε συνέχεια σε όλη τη διαδρομή μέχρι το ορυχείο. Πολλά ήταν ακαταλαβίστικα, όχι όλα όμως. Μιλούσε συνέχεια για τους ήρωες της Μπονάντσα, για την Ποντερόζα, για παράνομους και για ορυχεία. Κάτι έλεγε επίσης για ένα άλλο σχρχαλ με καρτούν, Μότοκαπς το έλεγαν, νομίζω. Μου έδεχξε καχ μχα κούκλα από το καρτούν, μ^π κοπέλα με κόκκχνα μαλλχά καχ ένα πχστόλχ που έβγαχνε από τη θήκη καχ έμπαχνε στο χέρχ της. Επίσης, χτυπούσε συνέχεχα το όχημα καχ έλεγε ότχ είναχ το «Τζάστις Βάγκον». Τότε ο Τζον κορδωνόταν στο τχμόνχ (πρέπεχ να έτρεχε με δεκαπέντε χχλχόμετρα την ώρα) καχ έλεγε: «Ναχ, κχ εγώ είμαχ ο συνταγματάρχης Χένρχ. Προ--: _ οποχηση, Ενεργεχακός Δχάδρομος μπροστά μας 1» Καχ τότε έβαζαν όλοι τα γέλχα. Γελούσα κχ εγώ, γχαχί είχα παρασυρθεί από τον ενθουσχασμό καχ τη χαρά τους. Είχα παρασυρθεί τόσο. πολύ, μάλχστα, ώστε δε συνεχδητοποίησα κάτχ που έλεγε ο μχκρός παρά μόνο πολύ αργότερα. Μχλούσε συνέχεχα γχα το «παλχό ορυχείο». Αν σκέφτηκα τίποτα όταν το άκουσα, ήταν ίσως ότχ το είχε ακούσε χ σε κάποχο επεχσόδχο της Μπονάντσα. Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μχλούσε γχα το ορυχείο Κροταλίας Ένα, γχατί δεν ήταν δυνατό να ξέρεχ την ύπαρξή του! Ακόμη καχ οχ κάτοχκοχ της Ντεσπερέχσον δεν ήξεραν ότχ είχαμε ανακαλύψεχ το «παλχό ορυχείο» σε μια ανατίναξη που κάναμε την προηγούμενη βδομάδα. Γχ1 αυτό ακρχβώς είχα τόση γραφχκή δούλε χά να κάνω, αν καχ ήταν Κυρχακή απόγευμα. Έγραφα μχα αναφορά γχα τα κεντρχκά, στην οποία τους εξηγούσα τχ είχαμε βρεχ καχ τους έδινα μερχκές γνώμες γχα το πώς θα μπορούσαμε να χεχρχστούμε το θέμα.
330
RICHARD B A C H MAN
Όταν έκανα τη σκέψη όχι ο Σηθ Γκάρχν μχλούσε γχα χον Κροταλία Ένα, θυμήθηκα ότχ είχε μπεχ τρέχοντας στο τροχόσπχτο, σαν να το ήξερε απέξω κχ ανακατωτά, σαν να είχε ξαναβρεθεί εκεί ένα εκατομμύρχο φορές. Πήγε κατευθείαν στχς φωτογραφίες στον πίνακα ανακοχνώσεων. Αυτή η σκέψη μου προκάλεσε ρίγος, αλλά υπήρχε καχ κάτχ άλλο, κάτχ που είδα αφού η οχκογένεχα Γκάρχν είχε φύγεχ γχα το Κάρσον, το οποίο μου προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο ρίγος, θα φτάσω καχ σ' αυτό το σημείο σε λίγο. Οταν φτάσαμε στους πρόποδες του αναχώματος, άλλαξα θέσεχς με τον Τζον Γκάρχν καχ οδήγησα εγώ το όχημα στον εχδχκό δρόμο πρόσβασης, που είναχ στρωμένος με χαλίκχ καχ πλατύς σαν εθνχκή οδός. Φτάσαμε στην κορυφή καχ αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από την άλλη μερχά. Όλο χ άρχ χ σαν τ α «Ωωω» κ αχ τ α «Ααα», καχ είναχ φυσχκό γχατί δεν πρόκεχταχ γχα μχα απλή τρύπα στο έδαφος. Η εκσκαφή είναχ σχεδόν τρχακόσχα μέτρα στο βαθύτερο σημείο της καχ στα τοχχώματα βλέπεχς πετρώματα που φτάνουν μέχρχ καχ την παλαχοζωχκή εποχή, πρχν από τρχακόσχα είκοσχ πέντε εκατομμύρχα χρόνχα. Μερχκά σχρώματα πορφυρίτη είναχ πολύ όμορφα. Είναχ δχάσπαρτα με αστραφτερούς μοβ καχ πράσχνους κρυστάλλους που εμείς τους λέμε' «σκαρνοεχδεχς γρανάτες». Από την κορυφή, τα οκαπτχκά μηχανήματα στον πυθμένα της εκσκαφής μοχάζουν με παχχνίδχα. Η κυρία Γκάρχν αστεχεύτηκε λέγοντας ότχ δεν της αρέσουν τα ύψη καχ ότχ μπορεί να κάνεχ εμετό, αλλά αυτό δεν ήταν τόσο απίθανο εδώ που τα λέμε. Υπάρχουν μερχκοί που όντως κάνουν εμετό όταν φτάσουν στην κορυφή του αναχώματος καχ δουν το βάθος από κάτω! Τότε το κορχτσάκχ (λυπάμαχ, δε θυμάμαχ το όνομά της, μπορεί να ήταν Λουίζ) έδεχξε στην απέναντχ πλευρά χης εκσκαφής, προς τα κάτω,
ΟΙ Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς
^ 331
και είπε: «Τι είναι αυτή η τρύπα με τις κίτρινες ταινίες γύρω της; Μοιάζει σαν μεγάλο μαύρο μάτι». «Αυτό είναι το εύρημα της χρονιάς», είπα. «Πολύ σημαντικό και γι' αυτό το κρατάμε μυστικό ακόμη. Θα σας πω, αν το κρατήσετε κι εσείς μυστικό. Αλλιώς μπορεί να έχω προβλήματα με την εταιρεία». Μου υποσχέθηκαν να μην πουν τίποτα και σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να τους το πω αφού ήταν περαστικοί ταξιδιώτες. Επίσης, σκέφτηκα ότι ο μικρός θα ήθελε να το ακούσει, αφού του άρεσε τόσο πολύ η Μπονάντσα. Επίσης, όπως είπα ήδη, δε μου πέρασε από το μυαλό, παρά μόνο αργότερα, ότι το ήξερε ήδη. Πώς θα μπορούσα να το φανταστώ; «Αυτό είναι το ορυχείο Κροταλίας Ένα», είπα. «Έτσι νομίζουμε, τουλάχιστον. Το ανακαλύψαμε σε μχα ανατ ίναξη. Το μπροστ χνό μέρος του ορυχείου είχε καταρρεύσει το 1858». 0 Τζον Γκάριν με ρώτησε πώς είναχ μέσα. Του είπα ότχ δεν ξέρω, όχχ κανείς δεν είχε μπεχ ακόμη επεχδή το απαγόρευαν οχ κανονχσμοί της Αχεύθυνσης Ασφαλείας Ορυχείων. Η κυρία Γκάρχν (η Τζουν) με ρώχησε αν η εταχρεία θα το εξερευνήσεχ αργότερα καχ της είπα ότχ μπορεί, αν πάρουμε τχς σχεχχκές άδεχες. Δεν τους είπα ψέματα, αλλά ούτε καχ χους εξήγησα καθαρά την κατάσταση. Είχαμε βάλεχ τχς κχτρχνες ταχνίες, όπως επχβάλλουν οχ κανονχσμοί, αλλά δεν είχαμε ενημερώσεχ ακόμη τη ΔΑΟ γχα την ανακάλυψη. Είχαμε ανακαλύψεχ το ορυχείο εντελώς τυχαία —κάναμε κάποχες αναχχνάξεχς καχ, όταν κατακάθχσε η σκόνη, είδαμε την είσοδο— αλλά κανείς στην εταχρεία δεν ήχαν σίγουρος αν έπρεπε να δώσουμε δημοσχότητα στο θέμα. Είναχ σίγουρο όχχ αν μαθευόταν τίποτα το εύρημα θα προκαλούσε μεγάλο ενδχαφέρον.
332
RICHARD BACH MAN
Σύμφωνα με η ς σχετικές φήμες, όταν κατέρρευσε το ορυχείο το 1858, αποκλείστηκαν μέσα σαράντα ή πενήντα Κινέζοι και, . αν οι φήμες είναι σωστές, αυτό σημαίνει ότι θα βρίσκονται ακόμη εκεί μέσα, διατηρημένοι σαν μούμιες σε αιγυπτιακή πυραμίδα. Οι ιστορικοί θα πάθουν ντελίριο μόνο και μόνο από τα ρούχα και τα εργαλεία τους, για να μην πούμε τίποτα για τα ίδια τα σώματα. Το πράγμα ενδιέφερε και εμάς στο ορυχείο, αλλά δεν μπορούσαμε να το εξερευνήσουμε χωρίς έγκριση από τη διοίκηση της εταιρείας στο Φοίνιξ και όλοι πίστευαν ότι η έγκρχση αυτή δε θα δινόταν. Οπως καταλαβαίνετε, η Ντιπ Ερθ δεν είναι φιλανθρωπική οργάνωση καχ τα ορυχεία είναχ επχχεχρήσεχς υψηλού κχνδύνου. Το Κχνέζχκο Ορυχείο είχε αρχίσεχ να αφήνεχ κέρδη μόλχς από το 1992 καχ οχ άνθρωποχ που δουλεύουν εδώ ξυπνούν κάθε πρωί χωρίς να είναχ απόλυτα σίγουροχ ότι θα έχουν δουλεχά όταν φτάσουν στο ορυχείο. Πολλά εξαρτώνταχ από την τχμή του χαλκού (οχ εξορύξεχς είναχ δαπανηρή υπόθεση), αλλά ακόμη πχο σημαντχκά είναχ τα περχβαλλοντχκά θέματα. Τα πράγματα είναχ λίγο καλύτερα τελευταία, οχ σφυγμομετρήσεχς δείχνουν κάπως πχο λογχκές απόψεχς από μέρους του κοχνού, αλλά υπάρχουν ακόμη καμχά δεκαρχά μηνύσεχς εναντίον της εταχρείας από άτομα (κυρίως οχκολόγους) που θέλουν να κλείσουν το ορυχείο. Πολλοί συνάδελφοχ —κχ εγώ ανάμεσά τους— πίστευαν ότχ η δχεύθυνση της εταχρείας δε θα ήθελε να χεχροτερέψεχ τα προβλήματα που υπήρχαν ήδη, ανακοχνώνονχας ότχ ανακαλύφθηκε ένα παλχό ορυχείο με μεγάλο χστορχκό ενδχαφέρον. Οπως είπε η Ιβόν Μπέχτμαν, μχα συνάδελφος μου, όταν ανακαλύψαμε το ορυχείο: «Να δεχς που οχ Πράσχνοχ θα προσπαθήσουν να το χαρακτηρίσουν χστορχκή τοποθεσία, θα είναχ ο χδανχκός τρόπος γχα να κλείσουν το ορυχείο». Μπορεί να
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
333
θεωρήσετε αυτή τη νοοτροπία παρανοϊκή (έτσι τη βλέπουν πολλοί), αλλά, όταν ξέρεις ότι υπάρχουν 90 με 100 άτομα που εξαρτώνται από το ορυχείο για να θρέψουν την οχκογένεχά τους, αρχίζεις να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά και να γίνεσαι πιο επιφυλακτικός. Η κόρη (Αουίζ; ) είπε ότι αυτή η τρύπα είναι ανατριχιαστική, φαίνεται στοιχειωμένη, κχ εγώ είπα πως ούτε κχ εμένα μου αρέσεχ. Με ρώτησε αν θα έμπαχνα μέσα γχα στοίχημα καχ της είπα όχχ. Με ρώτησε αν φοβάμαχ τα φαντάσματα καχ της απάντησα όχχ, φοβάμαχ τχς καταρρευσεχς. Είναχ απίστευτο που υπάρχεχ ακόμη η σήραγγα του παλχού ορυχείου. Η σήραγγα περνάεχ μέσα από αφανίτες καχ κρυσταλλχκούς ρυόλχθους —υπολείμματα από την ηφαχστεχακή έκρηξη που άδεχασε τη Μεγάλη Κοχλάδα— καχ τα πετρώματα αυτά δεν είναχ πολύ σταθερά από μόνα τους, φαντάσου τώρα όταν γχνονταχ καχ ανατχνάξεχς στην περχοχή. Της είπα ότχ δε θα πήγαχνα εκεί μέσα με τίποτα, αν δεν υποστυλωνόταν η σήραγγα με τσχμέντο καχ ατσάλχ κάθε ενάμχσχ μέτρο. Χωρίς να ξέρω ότχ σε λίγο θα βρχσκόμουν τόσο βαθχά εκεί μέσα, που δε θα έβλεπα καν το φως ! Τους πήγα στο γραφείο της εκσκαφής καχ τους έδωσα κάσκες, μετά τους ξενάγησα παντού: εκσκαφές, κοίτες απόπλυσης, δχαλογείς καχ βαρχά μηχανήματα. Κάναμε κανονχκή εκπαχδευτχκή εκδρομή. Ο μχκρός Σηθ είχε σταματήσεχ να μχλάεχ, αλλά τα μάτχα του έλαμπαν σαν τους γρανάτες που βρίσκουμε συνέχεχα στην περχοχή. Ωραία* καχ τώρα έρχομαχ στο «επεχσόδχο» που μου έχεχ προκαλέσεχ τόσες αμφχβολχες καχ εφχάλτες (γχα να μη μχλήσω γχα τχς τύψεχς που νχώθω, κάτχ που δεν είναχ καθόλου αστείο γχα ένα μορμόνο που παίρνεχ πολύ σοβαρά τη θρησκεία του). Η λέξη «επεχσόδχο» δημχουρ-
334
RICHARD BACH MAN
γεί την εντύπωση όχχ ήχαν κάχχ ασήμαντο. Γχα να πω την αλήθεχα, εκείνη την ώρα δε μας φάνηκε καθόλου ασήμαντο, ούτε καχ μου φαίνεταχ τώρα. Σκέφτηκα πολλές φορές όσα έγχναν καχ την εποχή που έλεχπα στο Περού (εκεί είχα πάεχ γχα να πάρω μέρος σε μχα έρευνα γχα κοχτάσματα βωξίτη, όταν ήρθε το γράμμα της Οντρεϊ Γουάχλερ στην εταχρεία) ονεχρεύτηκα τα γεγονότα τουλάχχστον δέκα φορές, μπορεί καχ παραπάνω. Εξαχτίας της ζέστης ίσως. Γχατί έκανε ζέστη μέσα σχον Κροχαλία. Έχω μπεχ σε πολλά ορυχεία στη ζωή μου καχ συνήθως έχεχ δροσχά ή καχ κανονχκό κρύο. Έχω δχαβάσεχ ότχ σε μερχκά βαθχά χρυσωρυχεία σχη Νότχα Αφρχκή κάνεχ ζέσχη, αλλά δεν έχω μπεχ σε κανένα απ1 αυτά. Καχ στον Κροταλία δεν έκανε απλώς ζέσχη. Ο αέρας έκαιγε. Καχ ήταν υγρός, επίσης, σαν θερμοκήπχο. Αλλά προτρέχω καχ δεν πρέπεχ. θέλω να πω την χστορία με τη σεχρά, από την αρχή μέχρχ το τέλος, καχ να ευχαρχσχήσω χο θεό που δεν πρόκεχχαχ να ξανασυμβεί κάχχ τέτοχο. Στχς αρχές Αυγούστου, ούτε δύο βδομάδες έπεχτα από αυτά χα γεγονότα, το παλχό ορυχείο κατέρρευσε. Μπορεί να έγχνε κάποχος βαθύς σεχσμός ή ίσως ο φρέσκος αέρας που μπήκε μέσα να δχέβρωσε τα ξύλχνα υποστηρίγμαχα. Δε θα μάθουμε ποχέ σχα σίγουρα τχ έγχνε, αλλά το ορυχείο γκρεμίσχηκε* ένα εκαχομμύρχο τόνοχ σχχστόλχθου καχ ασβεσχόλχθου εξαφάνχσαν τα πάντα. Οταν σκέφχομαχ ότχ ο Μπχλ Γκάρχν καχ ο μχκρός παραλίγο να βρεθούν κάτω από αυτό το βουνό (αλλά κχ εγώ ο ίδχος), με π χ άνε χ ανατ ρ χ χ ί λα. Ο μεγαλύτερος γχος, ο Τζον, ήθελε να δεχ χον Μο, το μεγαλύτερο εκσκαφέα μας. Κχνείταχ με ερπύστρχες καχ δουλεύεχ σχχς εσωτερχκές πλαγχές. Σχχς αρχές χης δεκαετίας του ' 70, ο Μο ήταν ο μεγαλύτερος εκσκαφέας του κόσμου καχ τα περχσσότερα παχδχά —χα αγόρχα κυρίως—
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΊΈς
335
εντυπωσιάζονται από τέτοια μηχανήματα. Καχ οχ μεγάλοχ, επίσης! Ο Γκάρχν ήθελε να το δεχ από κοντά, όπως καχ ο γχος του, καχ φαντάστηκα ότχ καχ ο Σηθ θα ήθελε το ίδχο. Σ' αυτό έκανα λάθος, όμως. Τους έδεχξα τη σκάλα που ανεβαίνεχ στην καμπίνα του χεχρχστή, σε ύψος τρχάντα μέτρων σχεδόν. 0 Τζον με ρώτησε αν μπορούν να ανεβούν πάνω καχ του είπα όχχ, είναχ πολύ επχκίνδυνο, αν θέλουν όμως μπορούν να ανεβούν στχς ερπύστρχες. Αυτό είναχ εκπληκτχκή εμπεχρία* κάθε ερπύστρχα έχεχ πλάτος όσο καχ ένας δρόμος καχ τα μεταλλχκά κομμάτχα που την απαρτίζουν είναχ ένα μέτρο το καθένα. Ο Μπχλ Γκάρχν άφησε κάτω τον Σηθ καχ ανέβηκαν με τη σκάλα στχς ερπύστρχες. Ανέβηκα κχ εγώ μαζί τους, ενώ μέσα μου προσευχόμουν να μην πέσεχ κανείς. Αν γχνόταν κάτχ τέτοχο, εμένα θα μήνυαν. Η Τ ζουν Γκάρχν έμεχνε κάτω καχ μας φωτογράφχσε πάνω στχς ερπύστρχες, να στεκόμαστε αγκαλχασμένοχ καχ να γελάμε. Κάναμε σαχλαμάρες γχα την κάμερα καχ δχασκεδάζαμε τρομερά, μέχρχ που το κορχτσάκχ φώναξε: «Σηθ, πού πήγες εκεί κάτω; Γύρνα πίσω αυτή τη στχγμή!» Εγώ δεν τον έβλεπα, γχατί μου τον έκρυβε ο όγκος του εκσκαφέα, αλλά έβλεπα τη μητέρα του καχ είδα καθαρά πόσο τρόμαξε όταν εντόπχσε το μχκρό. «Σηθ!» φώναξε. «Έλα εδώ αμέσως/» Το επανέλαβε δυο τρεχς φορές, μετά πέταξε κάτω την κάμερα καχ άρχχοε να τρέχεχ. Μόλχς το είδα αυτό, να πετάεχ κάτω μχα πανάκρχβη Νίκον σαν να ήταν άδεχο πακέτο από τσχγάρα, κατάλαβα πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα. Κατέβηκα τη σκάλα με τρία άλματα. Παράξενο που δεν έπεσα να τσακχστώ. Ακόμη πχο παράξενο που δεν τσακίστηκαν ο Γκάρχν καχ ο μεγάλος του γχος, αλλά ούτε καν τους σκέφτηκα αυτούς εκείνη τη
336
RICHARD BACH MAN
στιγμή. Δεν τους σκέφτηκα καθόλου, για να είμαι ειλικρινής. Το αγοράκι ανέβαχνε την ανηφόρα προς το άνοχγμα του παλχού ορυχείου, που ήχαν γύρω στα πέντ1 έξχ μέτρα πχο ψηλά από τον πυθμένα της εκσκαφής. Τον είδα καχ κατάλαβα ότχ η μητέρα του δε θα προλάβαχνε να τον πχάσεχ πρχν μπεχ μέσα. Δεν προλάβαχνε κανείς να τον πχάσεχ. Μου κόπηκαν χα πόδχα, αλλά συνήλθα αμέσως καχ άρχχσα να τρέχω όσο πχο γρήγορα μπορούσα. Προσπέρασα την κυρία Γκάρχν τη στχγμή που ο Σηθ έφτανε στην είσοδο του ορυχείου. Σταμάτησε εκεί καχ γχα μχα στχγμή είχα την ελπίδα ότχ δε θα έμπαχνε. Σκέφτηκα ότχ μπορεί να φοβόταν το σκοτάδχ μέσα κχ αν δε φοβόταν το σκοτάδχ θα σταματούσε από τη μυρωδχά ~ημχα οσμή σαν από παλχά φωτχά σε κατασκήνωση, βρόμα από στάχτες καχ καμένο καφέ καχ κομμάτχα μπαγχάτχκο κρέας ανακατεμένα όλα μαζί. 0 μχκρός όμως μπήκε, χωρίς καν να γυρίσεχ να κοχτάξεχ πίσω του, παρ1 όλο που του φώναζα να μείνεχ εκεί που είναχ. Είπα στη μαμά του να μείνεχ μακρχά από το ορυχείο, ότχ θα μπω εγώ καχ θα τον βγάλω έξω. Της είπα να πεχ το ίδχο καχ στον άντρα της καχ στο γχο της, αλλά φυσχκά ο Γκάρχν δεν την άκουσε. Νομίζω ότχ το ίδχο θα έκανα κχ εγώ αν ήμουν στη θέση του. Ανέβηκα την ανηφόρα καχ έκοψα τχς κίτρχνες ταχνίες. 0 μχκρός είχε περάσεχ από κάτω. Άκουγα κχόλας εκείνο το αμυδρό βουητό που ακούγεταχ σχεδόν πάντα στα παλχά ορυχεία. Είναχ σαν άνεμος ή σαν μακρχνός καταρράχτης. Δεν ξέρω τχ προκαλεί αυτό τον ήχο, αλλά δε μου αρέσεχ, ποτέ δε μου άρεσε. Εδώ που τα λέμε, σε κανέναν δεν αρέσεχ. Είναχ απαίσχος ήχος, σου θυμίζεχ στοχχεχωμένο μέρος. Εκείνη τη μέρα όμως άκουσα κχ άλλο έναν ήχο, που μου άρεσε ακόμη λχγότερο: ένα σχγα-
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 337
νό, ψιθυριστά στρίγκλχσμα. Δεν τον είχα ξανακούσει τις άλλες φορές που είχα έρθει για να κοιτάξω μέσα στο ορυχείο, αλλά κατάλαβα αμέσως τι ήταν: αφανίτες και ρυόλχθοχ που τρίβονται μεταξύ τους. Είναι σαν να μιλάει το έδαφος. Τον παλιά καιρό, όταν οι μεταλλωρύχοι άκουγαν αυτό τον ήχο, έβγαιναν αμέσως από το ορυχείο, γιατί σήμαινε ότι μπορεί να γκρεμιζόταν από στιγμή σε στιγμή. Φαίνεται ότι οι Κινέζοι που δούλευαν στον Κροταλία το 1858 δεν ήξεραν τι σημαίνει ο ήχος ή, αν ήξεραν, δεν τους άφησαν να βγουν. Μόλις πέρασα τις ταινίες, γλίστρησα και έπεσα στο γόνατο. Τότε είδα κάτι στο έδαφος. Ήταν η πλαστική κούκλα, η κοκκινομάλλα με το πιστόλι. Πρέπει να είχε πέσει από την τσέπη του μικρού, λίγο πρχν μπει στο ορυχείο και βλέποντάς την εκεί, μέσα στις πέτρες, μου φάνηκε πολύ κακός οιωνός. Ανατρίχιασα. Την έβαλα στην τσέπη μου και την ξέχασα μέχρι που τελείωσε η περιπέτεια και την έδωσα πίσω στον ιδιοκτήτη της. Αργότερα περιέγραψα την κούκλα στον ανιψιό μου καχ μου είπε ότι ήταν η Κάσι Στάιλς -από τους Μότοκαπς, το σίριαλ για το οποίο μιλούσε ο μικρός. Ακουσα πέτρες να γλιστράνε και μια λαχανιασμένη ανάσα πίσω μου και είδα τον Γκάριν να ανεβαίνει την πλαγιά. Οι άλλοι τρεις στέκονταν από κάτω, μαζεμένοι κοντά κοντά. Το κοριτσάκι έκλαιγε. «Γύρνα πίσω αμέσως!» του είπα. «Το ορυχείο μπορεί να πέσει από στιγμή σε στιγμή! Είναι εκατόν τριάντα χρόνων! Παραπάνω!» «Δε μ' ενδιαφέρει κι αν είναι χχλίων χρόνων», μου είπε αυτός, συνεχίζοντας να ανεβαίνεχ. «Θα μπω να φέρω πίσω το γχο μου». Δε θα καθόμουν εκεί να πχάσω συζήτηση μαζί του. Μερχκές φορές το μόνο που μπορείς να κάνεχς είναχ να αρχίσεχς να κχνείσαχ καχ
338
RICHARD BACH MAN
να προσεύχεσαι όχι ο θεός θα κραχήσεχ σχη θέση χης χην οροφή. Καχ αυχό κάναμε. Έχω μπεχ σε μερχκά χρομακχχκά μέρη χόσα χρόνχα που δουλεύω ως γεωλόγος ορυχείων, αλλά χα δέκα λεπχά (μπορεί να ήχαν παραπάνω ή παρακάτω, δεν ξέρω, γχαχί είχα χάσεχ κάθε αίσθηση του χρόνου) που περάσαμε μέσα στο παλχό ορυχείο ήταν οχ πχο τρομακτχκές σχχγμές της ζωής μου. Η σήραγγα ήταν αρκετά κατηφορχκή καχ μόλχς προχωρήσαμε είκοσχ μέχρα άρχχσε να χάνεταχ το φως. Η μυρωδχά εκεί μέσα —κρύες σχάχχες, παλχός καφές, καμένο κρέας— γχνόταν όλο καχ πχο δυναχή, κχ αυτό ήχαν επίσης παράξενο. Μερχκές φορές τα παλχά ορυχεία έχουν μχα «μεταλλχκή» μυρωδχά αλλά τίποτα παραπάνω. Το έδαφος από κάτω ήταν γεμάτο χαλίκχα που είχαν πέσεχ από την οροφή καχ έπρεπε να περπαχάμε με μεγάλη προσοχή γχα να μην πέσουμε. Τα υποστυλώματα καχ χα δοκάρχα ήχαν γεμάχα κχνέζχκα γράμμαχα, μερχκά σκαλχσμένα σχο ξύλο, αλλά τα περχσσότερα γραμμένα με καπνό από κερχά. Όταν βλέπεχς κάχχ χέχοχο, συνεχδητοποχείς όχχ όλα αυχά που δχαβάζεχς στα βχβλία της χστορίας συνέβησαν πραγματχκά, δεν χα έβγαλε κανείς από το μυαλό του. 0 Μπχλ Γκάρχν φώναζε χο μχκρό, του έλεγε να γυρίσεχ πίσω, ότχ είναχ επχκίνδυνο. Σκέφχηκα να του πω ότχ ο ήχος της φωνής του μπορεί να είναχ αρκετός γχα να γκρεμίσεχ χα πάνχα, όπως μχα φωνή μπορεί να προκαλέσεχ χχονοστχβάδα στα βουνά, δε μίλησα όμως. Δε θα σχαματούσε να φωνάζεχ. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο από το παχδί. Στο μπρελόκ με τα κλεχδχά μου έχω πάνχα ένα σουγχά, ένα μεγεθυντχκό φακό καχ ένα μχκρό φακό απ' αυτούς που είναχ σαν σχυλό. Τον έβγαλα από το μπρελόκ καχ τον άναψα γχα να φωτίσω χο δρόμο μπροστά μας. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, με χους αφανίτες να μουρμου-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 339
ρίζουν γύρω μας, εκείνο χο οχγανό βουητό στ' αυτχά μας κχ εκείνη τη μυρωδχά στη μύτη μας. Σχεδόν αμέσως ένχωσα ότχ ανέβαχνε η θερμοκρασία καχ όσο πχο πολύ ανέβαχνε, τόσο πχο ένχονη γχνόχαν η μυρωδχά της φωτχάς. Μόνο που στο τέλος δε μύρχζε πχα σαν φωχχά. Μύρχζε σαν κάχχ σάπχο. Κάποχο κουφάρχ. Τόχε φτάσαμε στα πρώτα κόκαλα. Όταν είχαμε ανακαλύψεχ το ορυχείο, φωχίσαμε μέσα με προβολείς, αλλά δεν είδαμε χίποτα. Είχαμε κάνε χ πολλές συζητήσεχς γχα χο αν υπήρχε πραγμαχχκά τίποτα εδώ μέσα. Η Ιβόν έλεγε ότχ δεν υπάρχεχ, ότχ κανείς δε θα καχέβαχνε εκεί κάτω έτσχ όπως ήχαν σκαμμένη η σήραγγα —ούτε καν οχ Κχνέζοχ εκείνης της εποχής. Έλεγαν ότχ όλα αυτά είναχ απλοί θρύλοχ, αλλά ύστερα από δχακόσχα μέτρα περίπου είδα με το φως του φακού ότχ η Ιβόν έκανε λάθος. Υπήρχαν παντού κόκαλα —σπασμένα κρανία, πόδχα, μηρχαία οστά καχ λεκάνες. Το χεχρότερο ήταν οχ θώρακες: λες καχ χαμογελούσαν σαν τη γάτα του Τσεσάχρ στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Οταν πατούσες πάνω τους, ούτε καν έτρχζαν, όπως θα περίμενε ίσως κανείς, απλώς γίνονταν σκόνη. Η μυρωδχά ήταν ακόμη πχο δυνατή καχ ένχωθα τον χδρώτα να κυλάεχ σχο πρόσωπο μου. Ήταν σαν να βρχσκόμουν μέσα σε καυστήρα καχ όχχ σε ορυχείο. Οσο γχα χα τοχχώματα. . . Στο σημείο όπου είχαμε φχάσεχ δεν είχαν γράψεχ απλώς τα ονόματά τους ή τα αρχχκά τους. Τα πάντα ήταν γραμμένα με καπνό από κερχά. θα 1λεγε κανείς πως, μόλχς κατέρρευσε η σήραγγα καχ κατάλαβαν ότχ είχαν παγχδευτεί μέσα, έγραψαν όλοχ χχς δχαθήκες τους πάνω στα υποστυλώματα. Άρπαξα τον Γκάρχν από τον ώμο καχ του είπα: «Έχουμε προχωρήσεχ πολύ. Δεν μπορεί να έφτασε εδώ ο μχκρός. Κάπου στεκόταν παράμερα στο σκοτάδχ, δεν τον είδαμε καχ τον προσπεράσαμε».
RICHARD BACH MAN
340
«Δε νομίζω», μου είπε. «Γιατί; » τον ρώτησα. «Γιατί τον νιώθω ακόμη μπροστά μας», μου είπε. Μετά ύψωσε τη φωνή του. «Σηθ! Σε παρα-
καλώ, μωρό μου! μεταβολή και έλα
Αν είσαι εδώ!»
εκεί
κάτω,
κάνε
Αυτό που ακούστηκε τότε έκανε όλες τις τρίχες μου να σηκωθούν όρθιες. Λίγο πιο βαθιά στη σήραγγα με τα κρανία και τα οστά ακούσαμε ένα τραγούδι. Οχι λόγια, απλώς τη φωνή του μικρού να λέει: «Λα-λα-λα, λα-λαλα». Κατάλαβα ότι τραγουδούσε τη μουσική από τ ην Μπο νάντ
σα.
Ο Γκάριν με κοίταξε, με τα μάτια του δχεσταλμένα και το ασπράδι να ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι, και με ρώτησε αν πίστευα ακόμη ότι τον είχαμε προσπεράσει. Δεν μπορούσα να πω τίποτα σ1 αυτό κι έτσι αρχίσαμε να προχωράμε πάλι. Τώρα βλέπαμε εργαλεία ανάμεσα στα κόκαλα, σκουριασμένες αξίνες με παράξενες μικρές λαβές και κάτι μικρά τενεκεδένια κουτιά με λουριά που τα αναγνώρισα από το Μουσείο Μεταλλωρύχων στο Ιλάχ. Ήταν λάμπες κηροζίνης που τις φορούσαν οι μεταλλωρύχοι στο μέτωπο τους, με μαντίλια από κάτω για να μην καίγονται. Και είδα ότι τώρα στα τοιχώματα, εκτός από τα κινέζικα γράμματα, υπήρχαν και σχέδια με καπνό κεριού. Ήταν απαίσια πράγματα —κογιότ με κεφάλια σαν αράχνες, λιοντάρια που τα καβίαλούσαν σκορπιοί, νυχτερίδες με κεφάλια μωρών. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές από τότε άν τα είδα πραγματικά όλα αυτά ή κάτι είχε ο αέρας, επειδή ήμαστε τόσο βαθιά στη σήραγγα, και ήταν παραχσθήσεχς. Δε ρώτησα αργότερα τον Γκάρχν αν τα είδε κχ αυτός. Δεν είμαχ σίγουρος αν το ξέχασα ή απλώς δεν τόλμησα. Ο Γκάρχν σταμάτησε καχ σήκωσε κάτχ από κάτω. Μχα μχκρή καουμπόχκη μπότα που ήταν σφηνωμένη ανάμεσα σε δύο πέτρες. Ήταν του
^ 341
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
μικρού, βέβαια. Φαίνεται όχι του πχάστηκε εκεί καχ την έβγαλε γχα να συνεχίσεχ. Ο Γκάρχν την κοίταξε στο φως του φακού μου καχ μετά την έβαλε μέσ' από το πουκάμχσό χου. Σχο μεταξύ ακούγαμε ακόμη το τραγούδχ, έτσχ ξέραμε ότχ ο μχκρός ήχαν κάπου μπροστά μας. 0 ήχος φαχνόταν λίγο πχο κοντά, αλλά δεν άφηνα τον εαυτό μου να ελπίζεχ. Οταν είσαχ κάτω από τη γη, δεν ξέρεχς ποτέ. Ο ήχος μεταφέρεταχ παράξενα. Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε, δεν ξέρω πόσο προχωρήσαμε, αλλά το έδαφος κατηφόρχζε συνεχώς καχ ο αέρας γχνόταν όλο καχ πχο ζεστός. Τώρα, κάτω υπήρχαν λχγότερα κόκαλα καχ περχσσότεροχ πεσμένοχ βράχοχ. Θα μπορούσα να φωτίσω πάνω, την οροφή, γχα να δω σε τχ κατάσταση βρχσκόταν, αλλά δεν τόλμησα. Δεν τολμούσα καν να σκεφτώ πόσο βαθχά ήμαστε. Πρέπεχ να είχαμε κάνεχ τουλάχχστον μχσό χχλχόμετρο από το σημείο όπου άρχχζε η παλχά σήραγγα. Ίσως καχ παραπάνω. Καχ είχα αρχίσεχ να πχστεύω ότχ δε θα ξαναβγαίναμε ποτέ. Θα γκρεμχζόταν η σήραγγα κχ αυτό ήταν. Τουλάχχστον θα πεθαίναμε γρήγορα, πχο γρήγορα από τους Κχνέζους που είχαν πεθάνεχ από ασφυξία ή από δίψα στο ίδχο ορυχείο. Σκεφτόμουν συνέχεχα ότχ είχα στο σπίτχ μου πέντ1 έξχ βχβλία από τη δανεχστχκή βχβλχοθήκη καχ ποχος θα τα πήγαχνε πίσω. Είναχ παράξενο τχ σκέψεχς περνάνε από το μυαλό σου σε τέτοχες περχπτώσεχς. Δίγο πρχν δούμε το μχκρό στο φως του φακού, τον ακούσαμε να αλλάζεχ το σκοπό που τραγουδούσε. Δεν αναγνώρχσα το καχνούρχο τραγούδχ που έλεγε, αλλά, αφού βγήκαμε, ο πατέρας του μου είπε ότχ ήταν η μουσχκή από τους Μότοκαπς. Το αναφέρω εδώ μόνο επεχδή γχα μχα στχγμή ακούστηκε σαν να τραγουδούσε και
κάποιος
άλλος
μαζί
του,
σαν να του
έκανε δεύτερη φωνή. Είμαχ σίγουρος ότχ ήταν
342
RICHARD BACH MAN
απλώς εκείνο το σιγανό βουητό που είπα ότι ακουγόταν, αλλά δε σας κρύβω πως μόλις το άκουσα τρόμαξα. Το άκουσε και ο Γκάρχν. Τον έβλεπα στο φως του φακού και φαινόταν κι αυτός το ίδιο τρομαγμένος. 0 ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπο του και το πουκάμισο ήταν κολλημένο στο στήθος του σαν να ήταν μουσκεμένο με κόλλα. Τότε δείχνει μπροστά και λέει: «Μου φαίνεται ότι τον βλέπω! Ναι, αυτός είναι! Να τος! Σηθ! Σηθ!» Άρχισε να τρέχει, σκοντάφτοντας στις πέτρες και παραπατώντας σαν μεθυσμένος, αλλά ευτυχώς κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του. Εγώ στο μεταξύ προσευχόμουν να μην πέσει πάνω σε κανένα υποστύλωμα. Σίγουρα το ξύλο θα γινόταν σκόνη, όπως τα κόκαλα που είχαμε πατήσει καθώς ερχόμαστε, και δε θα 1 χαμε βγει ζωντανοί από εκεί μέσα. Τότε είδα κι εγώ το μικρό, είδα το τζιν και το κόκκινο πουκάμισο που φορούσε. Στεκόταν μπροστά στο μέρος όπου τελείωνε η σήραγγα. Δεν είχε κλείσει από κατολίσθηση, φαινόταν καθαρά αυτό, γχατί η επιφάνεια μπροστά του ήταν λείο πέτρωμα και όχι σωρός από πέτρες και χαλίκια. Στη μέση της επιφάνειας υπήρχε μια ρωγμή και για μια στιγμή μου φάνηκε ότι ο μικρός προσπαθούσε να χωθεί μέσα. Εκεί τρόμαξα πολύ, γιατί ήταν μικρόσωμος κατ μπορεί να τα κατάφερνε, οπότε δε θα μπορούσαμε με τίποτα να τον ακολουθήσουμε. Τελικά όμως δεν προσπαθούσε να μπει στη ρωγμή. Οταν πλησιάσαμε, είδα ότχ στεκόταν εκεί εντελώς ακίνητος. Πρέπεχ να με ξεγέλασαν οχ σκχές που έρχχνε ο φακός, μόνο αυτή την εξήγηση μπορώ να δώσω. Ο Γκάρχν τον έφτασε πρώτος καχ τον πήρε στην αγκαλχά του. Έτσχ όπως τον κρατούσε, δεν είδε αυτό που είδα εγώ —καχ το είδα μόνο γχα μχα στχγμή. Αυτή τη φορά δε με ξεγέλα-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 343
οαν τα μάτια μου. 0 μικρός χαμογελούσε και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο χαμόγελο. Οι άκρες των χειλιών του είχαν τραβηχτεί τόσο πολύ, που κόντευαν να φτάσουν στ' αυτιά του, σε σημείο που έβλεπα όλα του τα δόντια. Το πρόσωπο του ήταν τόσο τεντωμένο, που τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες. Μετά ο πατέρας του τον κράτησε μπροστά του για να τον φιλήσει και το χαμόγελο χάθηκε. Ευτυχώς. Όσο χαμογελούσε έτσι, δεν έμοιαζε καθόλου με το αγοράκι που είχα γνωρίσει πριν από λίγο. «Τι ήταν αυτό που έκανες; » τον ρώτησε ο πατέρας του. Φώναζε, αλλά και πάλι δεν μπορείς να πεις ότι τον μάλωνε, γιατί ανάμεσα σε κάθε λέξη σχεδόν του έδινε κι ένα φιλί. «Η μητέρα σου κατατρόμαξε! Γιατί το έκανες αυτό; Για όνομα του Θεού, γιατί κατέβηκες εδώ κάτω; » Η απάντηση που έδωσε ο μικρός ήταν η τελευταία κανονική φράση που είπε και τη θυμάμαι καλά. «Μου είπαν να κατεβώ ο συνταγματάρχης Χένρχ και ο ταγματάρχης Πάικ», είπε. «Μου είπαν ότι εδώ θα δω την Ποντερόζα. Εκεί μέσα». Έδειξε τη ρωγμή στο πέτρωμα. «Αλλά δεν την είδα. Η Ποντερόζα χάθηκε». Μετά ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο του πατέρα του κι έκλεισε τα μάτια, σαν να ήταν εντελώς ε ξαντλημένος. «Πάμε πίσω», είπα στον Γκάριν. «Θα περπατάω πίσω σου και δεξιά, για να σου φωτίζω μπροστά να βλέπεις. Μην καθυστερείς, αλλά ούτε και να τρέξεις. Και, γχα όνομα του Θεού, κοίχα μην πέσεχς πάνω σε κανένα υποσχύλωμα που συγκρατεί την οροφή». Μόλχς βρήκαμε το μχκρό, είχα χην αίσθηση ότχ εκείνο το βογκητό από το έδαφος είχε γίνεχ ακόμη πχο δυναχό. Μου φάνηκε πως άκουσα καχ χα ξύλα να τρίζουν. Δεν είμαχ άνθρωπος που παρασύρεχαχ από τη φαντασία του,
344
RICHARD BACH MAN
αλλά μου φάνηκε σαν να προσπαθούσαν να μιλήσουν. Σαν να μας έλεγαν να βγούμε έξω πριν γκρεμιστεί η σήραγγα. Πριν φύγουμε, όμως, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και φώτισα με το φακό τη ρωγμή στο πέτρωμα. Όταν έσκυψα, ένιωσα αέρα να βγαίνει από μέσα. Επομένως δεν ήταν απλώς ρωγμή, πρέπει να υπήρχε κάποιο άνοιγμα από πίσω, ίσως και κάποιο σπήλαιο. Ο αέρας που έβγαινε από μέσα ήταν καυτός, σαν αέρας από καμίνι, και βρομούσε φρικτά. Μια εισπνοή κι έκλεισα τη μύτη μου για να μην ξεράσω. Ήταν η μυρωδχά της παλχάς φωτχάς, αλλά χίλχες φορές πχο έντονη. Από τότε έχω αναρωτηθεί πολλές φορές πώς είναχ δυνατόν κάτι που βρίσκεταχ τόσο βαθχά κάτω από τη γη να μυρίζεχ τόσο άσχημα καχ δεν έχω βρεχ απάντηση. Μόνο ο καθαρός αέρας μπορεί να κάνεχ κάτχ να βρομάεχ έτσχ κχ αυτό σημαίνεχ ότχ πρέπεχ να υπάρχεχ κάποχος φυσχκός αεραγωγός, αλλά η εταχρεία σκάβεχ σ1 αυτά τα μέρη από το 1957 καχ, αν υπήρχε αεραγωγός αρκετά μεγάλος γχα να δημχουργήσεχ τέτοχα δυσωδία, σίγουρα θα τον είχαμε βρεχ καχ ή θα τον κλείναμε ή θα τον ακολουθούσαμε γχα να δούμε πού βγάζεχ. Η ρωγμή είχε σχήμα ζχγκ ζαγκ καχ δε φαχνόταν τίποτα μέσα· απλώς το πέτρωμα, που πρέπεχ να είχε πάχος τουλάχχστον μχσό μέτρο, μπορεί καχ παραπάνω. Ωστόσο, είχα την αίσθηση του ανοίγματος από την άλλη πλευρά καχ επιπλέον υπήρχε κχ αυτός ο καυτός αέρας που έβγαχνε από μέσα. Μου φάνηκε ότχ είδα μερχκά κόκκχνα στίγματα σαν κάρβουνα να χορεύουν εκεί μέσα, αλλά πρέπεχ να ήταν της φαντασίας μου, γχατί όταν ανοχγόκλεχσα τα μάτχα χάθηκαν. Γύρχσα στον Γκάρχν καχ του είπα να ξεκχνήσεχ.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
345
«Μια στιγμή, μια στιγμή», μου λέει. Κρατούσε την μπότα του μικρού και του τη φορούσε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο τρυφερό ήταν το θέαμα. Απ1 αυτή την κίνηση και μόνο καταλάβαινες πόσο το αγαπούσε το παχδί. «Εντάξεχ», μου λέεχ όταν του την έβαλε. «Πάμε». «Πάμε», λέω κχ εγώ. «Έχε το νου σου πού πατάς». Προχωρούσαμε όσο πχο γρήγορα γχνόταν, αλλά καχ πάλχ μου φάνηκε αχώνας μέχρχ να βγούμε από εκεί μέσα. Στα όνεχρα που ανέφερα, βλέπω πάντα τον κύκλο από το φως του φακού να γλχστρά πάνω σε κρανία. Τα κρανία δεν ήταν τόσο πολλά στην πραγματχκότητα, μερχκά μάλχστα ήταν δχαλυμένα, στα όνεχρά μου όμως έβλεπα ότχ υπήρχαν χχλχάδες, από τον έναν τοίχο μέχρχ τον άλλο, σαν αβγά σε αβγοθήκη. Χαμογελούσαν όλα όπως χαμογελούσε ο μχκρός όταν τον σήκωσε ο πατέρας του, καχ μέσα στχς κόγχες των ματχών τους έβλεπα μχκρά κόκκχνα στίγματα να χορεύουν, σαν σπίθες που σηκώνονταχ από φωτχά. Εκείνη η δχαδρομή ήταν κάτχ το απαίσχο. Κοίταζα συνέχεχα μπροστά γχα να δω φως αλλά τίποτα. Καχ όταν τελχκά το είδα (στην αρχή ήταν ένα μχκροσκοπχκό τετράγωνο που θα μπορούσα να το σκεπάσω με το νύχχ του αντίχεχρα), μου φάνηκε ότχ ο ήχος από τους αφανίτες είχε γίνεχ εκκωφαντχκός καχ ήμουν σίγουρος ότχ η σήραγγα θα περίμενε μέχρχ να βρεθούμε λίγα μέτρα πρχν από την έξοδο καχ τότε θα έπεφτε πάνω μας σαν πρέσα. Λες καχ μχα τρύπα στο έδαφος μπορεί να σκεφτεί! Οταν όμως βρίσκεσαχ σε τέτοχα κατάσταση, η φαντασία σου οργχάζεχ. Κάτω από τη γη, δεν παραμορφώνονταχ μονο οχ ήχοχ, παραμορφώνονταχ καχ οχ σκέψεχς. Εδώ θα πρέπεχ να πω ότχ έχω ακόμη μερχκές περίεργες σκέψεχς γχ' αυτό το ορυχείο. Αε θα γράψω ότχ ήταν στοχχεχωμένο, ούτε καν
346
RICHARD BACH MAN
σε μια ιέιοια «ανεπίσημη αναφορά» που μπορεί να μην τη δχαβάσεχ ποτέ κανείς, αλλά ούτε και μπορώ να γράψω ότι δεν ήταν. Σε χελχκή ανάλυση, ποιο μέρος θα ήταν πιθανότερο να έχει φαντάσματα από ένα ορυχείο γεμάτο νεκρούς; Όσο για την άλλη μεριά εκείνου του πετρώματος, αν είδα όντως κάτι εκεί —εκείνα τα κόκκινα φώτα που χόρευαν— δεν ήταν φαντάσματα. Τα τελευταία τριάντα μέτρα ήταν τα πιο δύσκολα. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου τη θέληση για να μην παραμερίσω τον Γκάριν και ορμήσω τρέχοντας έξω* από την έκφραση του προσώπου του έβλεπα ότι κι αυτός ένιωθε το ίδιο. Δεν τρέξαμε, όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, ίσως επειδή ξέραμε ότι θα τρομοκρατούσαμε ακόμη περισσότερο τους άλλους που περίμεναν, αν βγαίναμε έξω έτσι πανικόβλητοι. Βγήκαμε ψύχραιμοι, ο Γκάριν με το μικρό στην αγκαλιά του να κοιμάται βαθιά. Α υ τ ό ή τ α ν το « ε π ε ι σ ό δ ι ο » . Η κυρία Γκάριν και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά έκλαιγαν και μόλις μας είδαν όρμησαν όλοι στον Σηθ, άρχισαν να τον χαϊδεύουν καχ να τον φιλούν σαν να μην πίστευαν ότι τον είχαν μπροστά τους. Αυτός ξύπνησε και τους χαμογέλασε, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο, έβγαλε μόνο έναν ήχο σαν γουργουρητό. Ο Μπιλ Γκάριν πήγε παραπατώντας μέχρι τη μεταλλική καλύβα με τα εκρηκτικά και κάθισε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη του στη λαμαρίνα. Έδεσε τα χέρια του ανάμεσα στα γόνατά του και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω τους. Τον καταλάβαινα απόλυτα. Η γυναίκα του τον ρώτησε αν είναι καλά κι αυτός είπε ναι, θέλει απλώς να ξ ε κουραστ ε ί καχ να πάρε χ ανάσα. Ζήτησα από την κυρία Γκάρχν να πάεχ χα παχδχά στο όχημα καχ της είπα ότχ ο Τζον θα μπορούσε ίσως να δείξεχ στον αδερφό του τον εκσκαφέα, τον Μο. Αυτή γέλασε όπως γελάμε
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
347
όταν δεν υπάρχει κανένα ασχείο καχ είπε: «Νομίζω όχχ αρκεχές περχπέχεχες είχαμε γχα σήμερα, κύρχε Σάχμς. Ελπίζω να μη σας κακοφανεί, αλλά χο μόνο που θέλω αυχή χη σχχγμή είναχ να φύγουμε». Της είπα όχχ χην καταλαβαίνω καχ νομίζω όχχ κχ αυχή καχάλαβε πως ήθελα να μχλήσω με τον άντρα της χδχαχχέρως πρχν φύγουν. Καχ πως έπρεπε να συνέλθω κχ εγώ λχγάκχ, βέβαχα! Τα πόδχα μου λύγχζαν σχεδόν, λες καχ χα γόναχά μου ήταν από λάστχχο. Πήγα στην καλύβα με τα εκρηκτχκά καχ κάθχσα δίπλα σχον Γκάρχν. «Αν αναφέρουμε χο περχσχαχχκό, θα δημχουργηθούν πολλά προβλήμαχα», είπα. «Καχ γχα χην εχαχρεία καχ γχα μένα. Μάλλον δε θα με απολύσουν, αλλά δεν αποκλείεχαχ». Αυχός σήκωσε χο κεφάλχ από χα πόδχα χου καχ με κοίταξε στα μάτχα. «Δεν πρόκεχταχ να πω λέξη», είπε. Καχ δε νομίζω να τον παρεξηγήσεχ κανείς αν προσθέσω όχχ έκλαχγε. Κάθε παχέρας θα έκλαχγε ύσχερα από μχα χέχοχα χρομάρα. Εδώ κόνχευα να κλάψω κχ εγώ, που χους έβλεπα πρώχη φορά σχη ζωή μου. Κάθε φορά που σκεφτόμουν εκείνη την τρυφερή σκηνή, τον Γκάρχν να φοράεχ τη μχκρή μπότα στο πόδχ χου γχου χου, ένχωθα έναν κόμπο στο λαχμό. « Θ α χο ε κ τ χ μ ο ύ σ α όσο δε φ α ν τ ά ζ ε σ α χ » , είπα, «Ανοησίες», μου απάνχησε. «Εγώ δεν ξέρω πώς να σε ευχαρχστήσω». Είχα αρχίσεχ να νχώθω αμηχανία με την όλη σκηνή. «Δε χρεχάζεχαχ να με ευχαρχστήσεχς», είπα. «Τα καταφέραμε μαζί. Τέλος καλό, όλα καλά». Τον βοήθησα να σηκωθεί Keg. πήγαμε προς χους άλλους. Κονχεύαμε να τους φτάσουμε, όταν με έπχασε από τον ώμο καχ με σχαμάχησε. «Μην αφήσεχς κανέναν να μπεχ εκεί μέσα», μου είπε. «Ακόμη κχ αν πουν οχ μηχανχκοί όχχ
348
RICHARD BACH MAN
μπορούν να στηρίξουν τη σήραγγα. Υπάρχει κάτι κακό εκεί μέσα». «Το ξέρω», είπα. «Το ένιωσα κι εγώ». Σκέφτηκα το χαμόγελο στο πρόσωπο του μικρού —ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσους μήνες, ανατριχιάζω μόνο που το σκέφτομαι— και κόντεψα να του πω ότι το είχε νιώσει και το παιδί του. Μετά όμως αποφάσισα να μη μιλήσω. Τι θα έβγαινε; «Αν ήταν στο χέρι μου», είπε, «θα πετούσα ένα μασούρχ δυναμίτη εκεί μέσα και θα το γκρέμιζα. Είναι τάφος. Ας αφήσουμε τους νεκρούς να αναπαυτούν εν ειρήνη». «Δεν είναι κακή ιδέα», είπα και φαίνεται ότι ο Θεός είχε την ίδια γνώμη, γιατί αυτό ακριβώς έκανε δύο βδομάδες αργότερα. Έγινε μια έκρηξη εκεί μέσα. Τα αίτια της έκρηξης παραμένουν άγνωστα. Ο Γκάριν γέλασε λιγάκι κατ κούνησε το κεφάλι του. «Έπειτα από δύο ώρες στο δρόμο, θα τα έχω ξεχάσει όλα αυτά. Δε θα μπορώ να πιστέψω ότχ συνέβησαν». Του είπα ότχ ίσως είναχ καλύτερα έτσχ. «Εκείνο που δε θα ξεχάσω όμως», είπε, «είναχ ότχ ο Σηθ μίλησε σήμερα. Καχ όχχ απλώς με λέξεχς που καταλαβαίνουμε μόνο εμείς. Μίλησε κανονικά. Δεν ξέρεχς πόσο εκπληκτχκό είναχ αυτό γχα μας». Κούνησε το χέρχ στην οχκογένεχά του, που στο μεταξύ είχε μπεχ στο όχημα. «Καχ αφού το έκανε σήμερα μπορεί να το ξανακάνεχ». Καχ πραγματχκά, ο Σηθ μπορεί να ξαναμίλησε. Το ελπίζω. Θα ήθελα να μάθω κχ εγώ τχ έγχνε. Είμαχ περίεργος γχ' αυτό το παχδί, γχα πολλούς λόγους. Οταν του έδωσα την κούκλα, μου χαμογέλασε καχ με φίλησε στο μάγουλο. Ήταν τρυφερό φχλί, αλλά μου φάνηκε ότχ ο μχκρός μύρχζε ακόμη από το ορυχείο. . . Εκείνη η μυρωδχά από φωτχά, σαν στάχτες καχ κρέας καχ κρύος καφές.
Ol ΡΥΘΜΙΣΤΕΙ
34,
Αποχαιρετήσαμε το Κινέζικο Ορυχείο και τους πήγα πίσω στο τροχόσπιτο, όπου ήταν το αμάξι τους. Κανείς δε μας είχε πάρει είδηση, παρ' όλο που περάσαμε από τον κεντρικό δρόμο. Κυριακή απόγευμα και με τέτοια ζέστη η Ντεσπερέισον είναι σαν πόλη-φάντα< t α. θυμάμαι που στεκόμουν μπροστά στη σκάλα του τροχόσπιτου και τους κουνούσα το χέρχ καθώς έφευγαν γχα να συναντήσουν εκείνη την τρομερή μοίρα που μου έγραψε η αδερφή του Γκάρχν ότχ τους περίμενε στο τέλος του ταξχδχού τους: μχα ακατανόητη εκτέλεση από κάποχους που πέρασαν μπροστά στο σπίτχ με αυτοκίνητο. Ολοχ γύρχσαν καχ μου κούνησαν κχ αυτοί το χέρχ. . . εκτός από τον Σηθ, δηλαδή. 0, τχ κχ αν ήταν μέσα σ1 εκείνο το ορυχείο, νομίζω ότχ σταθήκαμε τυχεροί που καταφέραμε καχ βγήκαμε. . . Καχ ο Σηθ ήταν δχπλά τυχερός που επέζησε από τη δολοφονία στο Σαν Χοσέ! θα ' λεγε κανείς ότχ κάτχ το προστατεύεχ αυτό το παχδί. Οπως είπα, στο Περού ονεχρεύτηκα πολλές φορές το περχστατχκό —κυρίως το όνεχρο με τα κρανία καχ εκεί που φωτίζω με το φακό μέσα στη ρωγμή— αλλά μόλχς γύρχσα είχαν περάσεχ κάμποσες μέρες που δεν το σκεφτόμουν τόσο πολύ, μέχρχ που δχάβασα το γράμμα της Οντρεϊ Γουάχλερ. Το είδα καρφωμένο στον πίνακα ανακοχνώσεων μόλχς γύρχσα από το Περού. Η Σάλχ είχε χάσεχ το φάκελο, μου είπε όμως ότχ απευθυνόταν στη «Μεταλλευτχκή Εταχρεία της Ντεσπερέχσον». Οταν το δχάβασα, ενχσχύθηκε η πεποίθησή μου ότχ κάτχ συνέβη εκεί κάτω, κάτχ γχα το οποίο δεν έπρεπε να πω ψέματα. Αλλά ε χ πα. Πώς θα μπορούσα να μην πω, τη στ χ γμή που δεν ήξερα καν τχ ήταν αυτό το κάτχ; Καχ πάλχ, όμως, εκείνο το χαμόγελο. Εκείνο το χαμόγελο. Ήταν καλό παχδί ο Σηθ καχ χαίρομαχ που δε σκοτώθηκε στο ορυχείο (καχ θα μπορούσε να
350
RICHARD BACH MAN
σκοτωθεί, κι αυτός κι εμείς ) ούτε κατ στο Σαν Χοσέ μαζί με τους άλλους, αλλά. . . Το χαμόγελο έμοιαζε να μην ανήκει στο παιδί. Μακάρι να μπορούσα να το διατυπώσω καλύτερα, αλλά αυτό είναι το πλησιέστερο που μπορώ να πω. θέλω να καταγράψω και κάτι ακόμη. Θα θυμάστε που είπα ότι ο Σηθ μιλούσε για το «παλιό ορυχείο», αλλά ότι δεν το είχα συνδέσει αυτό με τον Κροταλία, γιατί δεν ήξερε κανείς τίποτα για την ανακάλυψη, ούτε καν στην πόλη, καχ πολύ περχσσότερο κάποχοχ περασχχκοί ταξχδχώχες από χο Οχάχο. Καθώς, λοχπόν, τους κοίταζα που έφευγαν καχ άρχχζε να κατακάθεταχ η σκόνη από χο αυχοκίνηχό χους, σκέφτηκα πάλχ αυτά που είχε πεχ ο μχκρός. Καχ σκέφχηκα επίσης πώς είχε τρέξεχ μέσα στο χροχόσπχτο καχ είχε πάεχ καχευθείαν στχς φωχογραφίες του Κχνέζχκου Ορυχείου στον πίνακα ανακοχνώσεων, σαν να ε ίχε μπε χ χίλχες φορές στο γραφείο. Σαν να ήξερε. Μου ήρθε μχα χδέα τότε καχ μαζί μχα απαίσχα, παγερή αίσθηση. Μπήκα μέσα καχ πήγα στχς φωτογραφίες. Αυχός ήχαν ο μόνος χρόηος γχα να καθησυχάσω χο συναίσθημα που με είχε κυρχεύσεχ. Ήταν έξχ συνολχκά αεροφωχογραφίες, που είχαν βγεχ με εντολή της εταχρείας την άνοχξη. Έβγαλα το μχκρό μεγεθυντχκό φακό από το μπρελόκ μου καχ τχς εξέτασα τη μία μετά την άλλη. Το στομάχχ μου είχε δεθεί κόμπος* ήξερα από πρχν τ χ θα δω. Οχ φωτογραφίες είχαν παρθεί πολύ πρχν γίνεχ η ανατίναξη που αποκάλυψε χον Κροχαλία, επομένως δεν υπήρχε κανένα ίχνος της εχσόδου του ορυχείου σε καμία από αυτές. Κι όμως. Θυμάστε που είπα ότχ ο μχκρός χτυπούσε τχς φωχογραφίες με χο δάχτυλο του λέγοντας, «Εδώ είναχ, εδώ είναχ αυτό που θέλω να δω, εδώ είναχ χο ορυχείο»; Νομίζαμε ότχ μχλούσε γχα χην εκσκαφή, γχατί
^ 351
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
αυτό έδειχναν ο ι φωτογραφίες. Αλλά με το μεγεθυντικό φακό έβλεπα καθαρά τα αποτυπώματα που είχε αφήσει το δάχτυλο του πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του φωτογραφικού χαρτιού. Όλα τα αποτυπώματα ήταν στη νότια πλευρά της εκσκαφής, εκεί όπου βρήκαμε το παλιό ορυχείο. Αυτό ήθελε να δει, όχι την εκσκαφή αλλά το παλιό ορυχείο, που δε φαινόταν καν στις φωτογραφίες. Ξέρω πόσο τρελό φαίνεται αυτό, αλλά δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή ότι είναι έτσι τα πράγματα. Το αποδεικνύουν τα σημάδια από το δάχτυλο του — κ α ι όχι σε μία μόνο φωτογραφία αλλά και στις έξι. Ξέρω ότι αυτά που λέω δε θα έστεκαν στο δικαστήριο, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Θα 1 λεγε κανείς ότι κάτι μέσα στο ορυχείο τον αντιλήφθηκε να περνάει στο δρόμο και τον κάλεσε να πάει κοντά του. Και από όλα τα ερωτήματα που με βασανίζουν, υπάρχει μόνο ένα, ίσως, που έχει πραγματική σημασία: Είναι καλά ο Σηθ Γκάριν; θα έγραφα στην αδερφή του Γκάριν και θα τη ρωτούσα, μια δυο φορές μάλιστα έπιασα στυλό γχα να της .γράψω, σταμάτησα όμως γχαχί της είχα απανχήσεχ ψέματα στο γράμμα μου καχ μου είναχ δύσκολο να παραδεχχώ κάτχ χέχοχο. Επχπλέον, είναχ φρόνχμο ν α ξυπνήσεχς ένα σκυλί που μπορεί να αποδεχχχεί ότχ έχε χ μεγάλα δόνχχα; Δ ε ν το νομίζω, αλλά. . . Δ ε ν έχω χίποτε άλλο να πω. Το βασχκό σε όλη χην χστορία είναχ εκείνο χο χαμόγελο. Δε μου αρέσεχ ο χρόπος που χαμογελούσε. Τα παραπάνω είναχ πχσχή περχγραφή όσων συνέβησαν, θεέ μου, μακάρχ ν α ήξερα τχ ήταν αυτό που είδα!
i
w
1
Ο γ ε ρ ο - γ ί α ΐ ρ ό ς ή τ α ν Ο π ρ ώ χ ο ς που σκαρφάλωσε στον πίσω φράχτη των Κάρβερ. Τους ξάφνιασε όλους (και τον εαυτό του μαζί) ανεβαίνοντας εύκολα, μόνο με ένα μικρό σπρώξιμο στον πισινό από τον Τζόνι. Πάνω στο φράχτη, σταμάτησε για μια στιγμή για να βάλει τα χέρια του έτσι που να τον βολεύουν. Βλέποντάς τον, ο Μπραντ Τζόζεφσον σκέφτηκε ότι έμοιαζε με κοκαλιάρη πίθηκο μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ο Τομ πήδηξε κάτω και άκουγαν ένα σιγανό γρύλισμα από την άλλη μεριά του φράχτη. «Είσαι εντάξει, γιατρέ;» ρώτησε η Όντρεϊ. «Ναι», απάντησε ο Μπίλινγκσλι. «Μια χαρά. Δεν είμαι μια χαρά, Σούζι;» «Βέβαια», συμφώνησε η Σούζι Γκέλερ. Μετά μίλησε μέσα από το φράχτη. «Κυρία Γουάιλερ, εσείς είστε; Πώς βρεθήκατε εδώ;» «Δεν έχει σημασία αυτό τώρα. Πρέπει να...» «Τι έγινε εκεί έξω; Είστε όλοι καλά; Η μαμά μου έχει πάθει κρίση».
354
RICHARD BACH MAN
Είστε όλοι καλά... Ο Μπραντ δεν ήθελε να απαντήσει σ' αυτή την ερώτηση. Οΰτε και κανείς άλλος, αν έκρινε από το ύφος τους. «Κυρία Ριντ;» είπε ο Τζόνι. «Να ανεβεί ο Ντέιβιντ, μετά εσείς;» Η Κάμι του έριξε ένα ψυχρό βλέμμα, μετά γύρισε στον Ντέιβ. Του μουρμούρισε πάλι κάτι στο αυτί, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά του. Ο Ντέιβ την άκουσε με μια ανήσυχη έκφραση, μετά της απάντησε μουρμουρίζοντας κι αυτός. Ο Μπραντ ήταν κοντά και τον άκουσε: «Δε θέλω». Η Κάμι μουρμούρισε πάλι, πιο έντονα αυτή τη φορά. Ο Μπραντ άκουσε τις λέξεις ο αδερφός σον προς το τέλος. Αυτή τη φορά ο Ντέιβ σήκωσε τα χέρια, πιάστηκε από το πάνω μέρος του φράχτη και πήδηξε άνετα από την άλλη μεριά. Το πρόσωπο του παρέμεινε ανέκφραστο, εκτός από κείνη την αμυδρή έκφραση ανησυχίας. Ακολούθησε η Κάμι, με τη βοήθεια της Ό ν τ ρ ε ϊ και της Σύνθια. Μόλις έφτασε πάνω, ο Ντέιβ σήκωσε τα χέρια του για να την πιάσει. Η Κάμι έπεσε στην αγκαλιά του, χωρίς να κρατηθεί από το φράχτη για ασφάλεια. Ο Μπραντ σκέφτηκε ότι μπορεί να ήθελε να πέσει. Ί σ ω ς και να σπάσει το κεφάλι της. Γιατί μας έστειλες εδώ πέρα μαμά; της είχε φοονάξει ο νεαρός. Ή ξ ε ρ ε ίσως ότι η Κάμι δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ την προθυμία των παιδιοόν της να πάνε για βοήθεια σαν ελαφρυντικό για τις τύψεις που την έτρωγαν. Η Κάμι θα θεωρούσε πάντα τον εαυτό της υπεύθυνο και, κατά πάσα πιθανότητα, ο γιος της θα την άφηνε να φορτωθεί όλη την ευθύνη. «Μπραντ;» Να και μια φωνή που χάρηκε ακούγοντάς την, αν και σπάνια ήταν τόσο απαλή και ανήσυχη. «Είσαι εκεί, αγάπη μου;» «Εδώ είμαι, Μπι». «Είσαι καλά;» «Μια χαρά. Άκου, Μπι, και κράτα την ψυχραιμία σου. Ο Τζιμ Ριντ είναι νεκρός. Το ίδιο και ο Εντράτζιαν».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 355
Ακούστηκε μια φωνή έκπληξης και μετά η Σοΰζι Γκέλερ άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του Τζιμ ξανά και ξανά. Ο Μπραντ ήταν σωματικά και συναισθηματικά εξουθενωμένος και οι κραυγές δεν του προκάλεσαν οίκτο αλλά εκνευρισμό... καθώς και φόβο ότι μπορεί να τραβούσαν πάνω τους κάτι εξίσου δυσάρεστο με το εφιαλτικό πούμα και το κογιότ με τα ανθρώπινα δάχτυλα. «Σούζι;» Η ανήσυχη φωνή της Κιμ Γκέλερ από το σπίτι. Μετά άρχισε να ουρλιάζει κι αυτή και ο ήχος θαρρείς και έκοβε τον αέρα σαν λεπίδα: «Σονουονονζιιιιι! Σονονονον-ζιιιιι!» «Σταμάτα!» φώναξε ο Τζόνι. «Χριστέ μον, Κιμ, ΣΚΑΣΕ!» Περιέργως η Κιμ σταμάτησε, αλλά το κορίτσι συνέχιζε να στριγκλίζει σαν άτεχνη Ιουλιέτα στην πέμπτη πράξη. «Ω Θεέ μου!» μουρμούρισε η Όντρεϊ. Σκέπασε τ' αυτιά της με τα χέρια, μετά πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά της. «Μπι», είπε ο Μπραντ μέσα από το φράχτη, «κάνε αυτό το κοτόπουλο να το βουλώσει. Δε με νοιάζει πώς». «ΤΖΙΜ!» ούρλιαζε η Σούζι. «ΩΩΩ ΘΕΕΕΕ ΜΟΥΟΥ, ΤΖΙΜ/ Ω ΘΕΕΕ ΜΟΥ, ΟΧΙ! Ω...» Ακούστηκε ένα χαστούκι και τα ουρλιαχτά κόπηκαν αμέσως. Αλλά αμέσως μετά: «Πώς τολμάς να χτυπάς την κόρη μον; Πώς τολμάς να χτυπάς την κόρη μον, σκύλα, που πήραν τα μυαλά σας αέρα και νομίζετε ότι θα κάνετε ό,τι θέλετε! Μαύρη σκύλα!» «Γαμώ το κέρατο μου», είπε η Σύνθια. Έ π ι α σ ε τα δίχρωμα μαλλιά της κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, σαν παιδί που δε θέλει να δει τα τελευταία λεπτά μιας τρομακτικής ταινίας. Ο Μπραντ κράτησε τα δικά του μάτια ανοιχτά και βάστηξε και την ανάσα του, περιμένοντας την έκρηξη της Μπι. Αυτή όμως αγνόησε την Κιμ Γκέλερ και του είπε σιγανά μέσα από το φράχτη: «Θα περάσετε το
356
RICHARD BACH MAN
σώμα από δω, Μπράντλεϊ;» Ακουγόταν φοβερά ήρεμη και ο Μπραντ ένιωσε φοβερά ευγνώμων γι' αυτό. «Ναι. Πιάστε τον, μαζί με τη μητέρα του και τον αδερψό του». «Εντάξει». Πάντα ήρεμη και συγκρατημένη. «Κιμ;» φώναξε σιγανά ο Μπραντ μέσα από τις σανίδες του φράχτη. «Κυρία Γκέλερ; Γιατί δεν πάτε μέσα στο σπίτι καλύτερα;» «Ναι!» είπε η Κιμ με έναν ευχάριστο τόνο. «Καλή ιδέα. Εμείς θα πάμε στο σπίτι, έτσι δεν είναι, Σοΰζι; Θα ρίξουμε λίγο κρΰο νερό στα πρόσωπά μας και θα νιώσουμε αμέσως καλύτερα». Ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται. Τα κλαψουρίσματα μειώθηκαν κι αυτό ήταν καλό. Μετά, τα κογιότ άρχισαν να ουρλιάζουν πάλι κι αυτό ήταν κακό. Ο Μπραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του και είδε κάτι ασημιές σπίθες να κινούνται μέσα στο σκοτάδι. Μάτια. «Πρέπει να βιαστούμε», είπε η Σύνθια. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πρέπει να βιαστούμε», είπε η Όντρεϊ. Αυτό φοβόμουν, σκέφτηκε ο Μπραντ. Γύρισε κι έπιασε τον Τζιμ Ριντ από τους ώμους. Του ήρθε μια αμυδρή μυρωδιά από το σαμπουάν και το αφτερσέιβ που πρέπει να είχε βάλει ο νεαρός το πρωί. Σίγουρα θα σκεφτόταν τα κορίτσια όταν τα έβαζε. Ο Τζόνι έριξε μια νευρική ματιά πίσω τους. Μάλλον κοιτάζει εκείνες τις κινούμενες σπίθες, σκέφτηκε ο Μπραντ, καθώς περνούσε το ένα χέρι του από τη μέση του νεαρού αγοριού και το άλλο κάτω από τον πισινό του. Η Όντρεϊ και η Σύνθια έπιασαν τα πόδια του. «Έτοιμοι;» ρώτησε ο Τζόνι. Του έγνεψαν καταφατικά. «Πάμε με το τρία. Έ ν α . . . δύο... τρία». Σήκωσαν το σώμα όλοι μαζί. Για μια τρομερή στιγμή ο Μπραντ φοβήθηκε ότι η πλάτη του, που στήριζε μια πολύ μεγάλη κοιλιά εδώ και δέκα χρόνια, δε θα άντεχε, ότι θα πιανόταν κανένα νεύρο και θα έμενε εκεί, ανήμπορος να κινηθεί. Αλλά η στιγμή πέρασε και ανέβα-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 357
σαν το σώμα του Τζιμ στο πάνω μέρος του φράχτη. Τα χέρια του νεαρού κρέμονταν από τη μία και την άλλη πλευρά, θυμίζοντας ακροβάτη τσίρκου που καλεί το κοινό να τον χειροκροτήσει έπειτα από κάποιο δύσκολο κόλπο. Οι ανοιχτές παλάμες του ήταν γεμάτες φεγγαρόφωτο. Δίπλα στον Μπραντ, ο Τζόνι αγκομαχούσε σαν να ήταν στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής. Το κεφάλι του Τζιμ κουνιόταν από εδώ κι από εκεί. Μια σταγόνα μισοπηγμένο αίμα έσταξε στο μάγουλο του Μπραντ. Για κάποιο τρελό και ακατανόητο λόγο τού έφερε στο νου ζελέ μέντας και το στομάχι του σφίχτηκε από ένα κύμα αναγούλας. «Βοηθήστε μας!» φώναξε η Σύνθια. «Για όνομα του Θεού, κάποιος...» Χέρια εμφανίστηκαν πάνω από τις σανίδες του φράχτη και άρπαξαν τη φανέλα του Τζιμ και τη ζώνη του σορτς του. Τη στιγμή που ο Μπραντ σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το πτώμα ούτε δευτερόλεπτο π α ρ α π ά ν ω (ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε συνειδητοποιήσει την έννοια του νεκρού βάρους), το ανασήκωσαν από την άλλη μεριά. Ακούστηκε ένας γδούπος και κάπου εκεί κοντά (μάλλον από την πίσω βεράντα των Κάρβερ) η Σούζι Γκέλερ έβγαλε άλλη μια κοφτή κραυγή. Ο Τζόνι τον κοίταξε και ο Μπραντ ήταν σχεδόν σίγουρος ότι χαμογελούσε. «Μάλλον τους έπεσε», είπε ο Τζόνι με σιγανή φωνή. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του και, όταν κατέβασε το χέρι, το χαμόγελο - α ν υ π ή ρ χ ε - είχε χαθεί. «Ουπς», είπε ο Μπραντ. «Δε λες τίποτα. Ουπς». «Ε, γιατρέ!» φώναξε σιγανά η Σύνθια. «Πιάσε! Μη φοβάσαι, έχω βάλει την ασφάλεια». Σηκώθηκε στις μύτες και πέρασε το τουφέκι πάνω από το φράχτη. «Εντάξει, το 'πιασα», είπε ο Μπίλινγκσλι. Μετά, με χαμηλότερη φωνή: «Αυτή η γυναίκα και η ηλίθια κόρη της μπήκαν μέσα επιτέλους».
358
RICHARD BACH MAN
Η Σύνθια σκαρφάλωσε στο φράχτη και πέρασε εύκολα από πάνω. Η Ό ν τ ρ ε ϊ χρειάστηκε ένα σπρώξιμο κι ένα χέρι στο γοφό της για ισορροπία, μετά πέρασε κι αυτή. Ακολούθησε ο Στιβ, που πάτησε στο «καρεκλάκι» που του έκαναν ο Μπραντ και ο Τζόνι με τα χέρια. Κάθισε πάνω στο φράχτη για μια στιγμή, περιμένοντας να μειωθεί λίγο ο πόνος στους τραυματισμένους ώμους του. Μετά πέρασε και το άλλο πόδι από τη μέσα μεριά και πήδηξε κάτω. «Δεν μπορώ να ανεβώ εκεί πάνω», είπε ο Τζόνι. «Με τίποτε. Αν υπήρχε καμιά σκάλα στο γκαράζ...» «Ον-ον-ΟΥΟΥΟΥΟΥ!... Ον-ου-ΟΥΟΥΟΥΟΥ!» Το ουρλιαχτό ακούστηκε σχεδόν από πίσω τους. Οι δύο άντρες πήδηξαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χωρίς να το καταλάβουν, σαν να ήταν μικρά παιδιά. Ο Μπραντ γύρισε και είδε σκοτεινές σιλουέτες να πλησιάζουν. Ογκίόδεις σκιές πίσω από μάτια που λαμπύριζαν. «Σύνθια!» φώναξε ο Τζόνι. «Ρίξε με το τουφέκι!» Η φωνή της, όταν απάντησε, ήταν φοβισμένη και αβέβαιη. «Εννοείς να ανεβώ πάλι στο φράχτη...» «Όχι! Ρίξε στον αέρα!» Η Σύνθια πυροβόλησε δύο φορές και οι κρότοι τράνταξαν τον αέρα. Η πικρή μυρωδιά του μπαρουτιού πέρασε μέσ' από τις σανίδες του φράχτη. Οι σιλουέτες που πλησίαζαν σταμάτησαν. Δεν οπισθοχώρησαν, αλλά σταμάτησαν τουλάχιστον. «Είσαι ακόμη κουρασμένος, Τζόνι;» ρώτησε σιγανά ο Μπραντ. Ο Τζόνι κοίταζε τις σκιές και στα χείλη του υπήρχε ένα παράξενο, τρεμάμενο χαμόγελο. «Μπα, όχι», είπε. «Συνήλθα. Θα... Ε, τι κάνεις εκεί;» «Εσύ τι λες;» ρώτησε ο Μπραντ. Είχε πέσει κάτω με τα τέσσερα, στη βάση του φράχτη. «Κάνε γρήγορα, μικρέ». Ο Τζόνι πάτησε στην πλάτη του. «Χριστέ μου!» είπε. «Νιώθω σαν τον Πρόεδρο της Νότιας Αφρικής».
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 359
Ο Μπραντ δεν κατάλαβε στην αρχή. Μετά άρχισε να γελάει. Η πλάτη του τον πονούσε, ο Μάρινβιλ θαρρείς και ζύγιζε τουλάχιστον διακόσια πενήντα κιλά, οι φτέρνες του άφηναν λακκούβες στην ταλαιπωρημένη σπονδυλική του στήλη, αλλά τα γέλια δεν έλεγαν να σταματήσουν. Έ ν α ς λευκός Αμερικανός διανοούμενος που είχε σπουδάσει σε προοδευτικά κολέγια, ένας συγγραφέας που κάποτε είχε κάνει πάρτι με τους Μαύρους Πάνθηρες στο διαμέρισμα του Λένι Μπερνστάιν, να χρησιμοποιεί έναν μαύρο για σκαμνί. Η κόλαση του προοδευτικού λευκού. Ο Μπραντ σκέφτηκε να βγάλει ένα βογκητό και να φωνάξει, «Κάνε γρήγορα, αφέντη, ο δούλος σου δεν αντέχει άλλο!» και τα γέλια του έγιναν ακόμη πιο δυνατά. Φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιο από αυτά τα τέρατα θα ορμούσε και θα του έκοβε κανένα κομμάτι από τον τουρλωμένο πισινό του, παρ' όλα αυτά όμως γελούσε. Μόλις γλιτώσουμε, θα του τραγουδήσω κανένα σπιρίτσουαλ, σκέφτηκε, και τώρα άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός σαν κογιότ. Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα και χτυπούσε τη γροθιά του στο έδαφος. «Μπραντ, τι έπαθες;» ψιθύρισε ο Τζόνι από πάνω του. «Άσε το τι έπαθα!» απάντησε ο Μπραντ, γελώντας ακόμη. «Απλώς φύγε από την πλάτη μου! Χριστέ μου, καρφιά έχουν τα παπούτσια σου;» Ευτυχώς, τότε το βάρος χάθηκε. Ακούστηκαν γρυλίσματα, καθώς ο Τζόνι αγωνιζόταν να ανεβάσει το πόδι του πάνω από το φράχτη. Ο Μπραντ σηκοίθηκε όρθιος, πέρασε άλλη μια στιγμή πανικού καθώς του φάνηκε πάλι ότι κάποιο νεύρο στην πλάτη του θα πιανόταν, μετά όμως έβαλε τον ώμο του κάτω από τον πισινό του Τζόνι κι έσπρωξε. Μια στιγμή αργότερα, άκουσε άλλο ένα γρύλισμα από τον Τζόνι και μετά μια πνιχτή κραυγή καθώς πηδούσε από την άλλη μεριά. Κι έτσι τώρα ο Μπραντ ήταν ολομόναχος, από τούτη τη μεριά του φράχτη, και χωρίς τίποτα για να πατήσει πάνω και να ανεβεί.
360
RICHARD BACH MAN
Κοίταξε το πάνω μέρος του φράχτη και του φάνηκε ότι απείχε τριάντα μέτρα από το έδαφος. Μετά έριξε μια ματιά πίσω του και είδε τις σκιές να κινούνται πάλι, να τον πλησιάζουν σε ημικύκλιο. Άρπαξε δύο από τις σανίδες και την ίδια στιγμή άκουσε ένα μουγκρητό από πίσω του. Θρόισμα από θάμνους που μετακινούνται. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και είδε ένα πλάσμα που έμοιαζε περισσότερο με αγριογούρουνο παρά με κογιότ... Αλλά ούτε αυτό ήταν σωστό. Ουσιαστικά έμοιαζε περισσότερο με παιδική ζωγραφιά ή, μάλλον, με ένα γρήγορο, πρόχειρο σκίτσο, που κατά κάποιο τρόπο είχε αποκτήσει ζωή. Τα πόδια του είχαν διαφορετικό μήκος το καθένα και οι άκρες τους έμοιαζαν περισσότερο με ρόπαλα, χωρίς νύχια ή δάχτυλα. Η ουρά του έβγαινε κάπου από τη μέση της πλάτης του. Τα μάτια του ήταν δύο άδειοι ασημένιοι κύκλοι, η μύτη του σαν του γουρουνιού. Μόνο τα δόντια του φαίνονταν αληθινά, κάτι τεράστια μυτερά πράγματα που ξεπρόβαλλαν από το στόμα του τέρατος. Έ ν α κύμα αδρεναλίνης χτύπησε το νευρικό σύστημα του Μπραντ κι ένιωσε λες και ο Μπίλινγκσλι του είχε κάνει καμιά ένεση για άλογο. Ξέχασε την πλάτη του και τραβήχτηκε πάνω, μαζεύοντας τα γόνατά του ανάμεσα στο στήθος του και το φράχτη όταν άκουσε το τέρας να ορμά. Το ζώο χτύπησε κάτω από τα πόδια του, τόσο δυνατά, που όλος ο φράχτης τραντάχτηκε. Την άλλη στιγμή, ο Τζόνι του έπιασε το ένα χέρι και ο Ντέιβ Ριντ το άλλο και ο Μπραντ σκαρφάλωσε πάνω στο φράχτη, αφήνοντας το μισό του δέρμα πάνω στα ξύλα. Προσπάθησε να ανεβάσει το αριστερό του πόδι από πάνω και τα κατάφερε, χτυπώντας τον αστράγαλο του σε ένα ξύλο. Μετά βρέθηκε να πέφτει από τη μέσα μεριά, σκίζοντας το πουκάμισο του από πάνω μέχρι κάτω από τη μια μεριά στη μάταιη προσπάθειά του να κρατηθεί από το φράχτη με το δεξί του χέρι. Την τελευταία στιγμή αφέθηκε, γιατί το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να σπάσει το χέρι του. Ό τ α ν προσγειώθηκε (μισός πάνω στον Τζόνι και
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 361
μισός πάνω στη γυναίκα του), ένιωσε αίμα να τρέχει από τη μασχάλη του. «Τι έγινε, ομορφόπαιδο, υπάρχει καμιά περίπτωση να σηκωθείς από πάνω μου;» είπε η γυναίκα του με κομμένη ανάσα. «Όχι ότι θέλω να σε ξεβολέψω, αλλά...» Ο Μπραντ σηκώθηκε από πάνω τους μπουσουλώντας, σωριάστηκε κάτω εξουθενωμένος και μετά γύρισε ανάσκελα. Κοίταξε τα παράξενα άστρα από πάνω, κάτι πρησμένα μαραφέτια που αναβόσβηναν σαν τα χ ρ ι σ τ ο ύ ς ν νιάτικα λαμπιόνια που έβαζαν στους κεντρικούς δρόμους των μικρών πόλεων. Αν αυτά είναι αληθινά αστέρια, τότε εγώ είμαι ο βασιλιάς της Πρωσίας, σκέφτηκε. Κι όμως, είναι εκεί πάνω, στον ουρανό. Οπότε, πόσο άσχημη είναι η κατάσταση σου όταν ακόμη και ο ουρανός είναι μέρος της συνωμοσίας; Ο Μπραντ '' λεισε τα μάτια του για να μην τα βλέπει και είδε τον Κάοι Ρίπτον να του πετάει την εφημερίδα και τον εαυτό του να την πιάνει στον αέρα, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. Ωραίο πιάσιμο, κύριε Τζόζεφσον! του φώναξε ο Κάρι με ειλικρινή θαυμασμό. Η φωνή του αγοριού ερχόταν από μακριά, σαν ηχώ μέσα σε χαράδρα. Πιο κοντά του, άκουγε ουρλιαχτά από την πράσινη ζώνη (μόνο που δεν ήταν πράσινη ζώνη πια, ήταν έρημος). Και αμέσως μετά δυνατά χτυπήματα από τα αγριογούρουνακογιότ που ορμούσαν πάνω στο φράχτη. Χριστέ μου! «Μπραντ;» είπε ο Τζόνι. Η φωνή του ήταν σιγανή και από τον ήχο της ο Μπραντ κατάλαβε ότι ο άλλος ήταν σκυμμένος από πάνω του. «Τι;» «Είσαι καλά;» «Μια χαρά». Δεν είχε ανοίξει ακόμη τα μάτια του. «Μπραντ;» «Τι!» «Μου ήρθε μια ιδέα. Για μια ταινία».
362
RICHARD BACH MAN
«Τζον, είσαι μανιακός». Τα μάτια πάντα κλειστά. Ή τ α ν καλύτερα τα πράγματα έτσι. «Και πώς θα λέγεται η ταινία;» «Οι Μαύροι Δεν Μπορούν να Σκαρφαλώσουν Φράχτες*», είπε ο Τζόνι κι άρχισε να γελάει ασυγκράτητα. Το γέλιο του είχε μια εξουθενωμένη, μισότρελη χροιά. «Θα βάλω να τη σκηνοθετήσει ο Μάριο Βαν Πιμπλς. Και ο Λάρι Φίσμπουρν θα παίζει εσένα». «Σίγουρα», είπε ο Μπραντ και ανακάθισε πονώντας παντού. «Μου αρέσει πολύ ο Λάρι Φίσμπουρν. Πολύ καλός. Πρόσφερέ του ένα εκατομμύριο προκαταβολή. Ποιος μπορεί να πει όχι σε τέτοιο ποσό;» «Ναι, ναι», συμφώνησε ο Τζόνι. Γελούσε τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει... Στα μάγουλά του έτρεχαν δάκρυα, αλλά ο Μπραντ είχε την υποψία ότι δεν ήταν από τα γέλια. Πριν από δέκα λεπτά, η Κάμι Ριντ είχε κοντέψει να του τινάξει rα μυαλά στον αέρα και ο Τζόνι το θυμόταν ακόμη. Ο Μπραντ είχε την υποψία ότι ο Τζόνι δεν ξεχνούσε ποτέ τίποτα. Έ ν α ταλέντο που θα προτιμούσε να μην το έχει ίσως. Ο Μπραντ σηκώθηκε όρθιος, έπιασε το χέρι της Μπι και τη βοήθησε να σηκωθεί κι αυτή. Από το φράχτη ακούγονταν κι άλλα χτυπήματα και ουρλιαχτά, μετά ήχοι από δαγκωματιές, λες και τα πεινασμένα εκτρώματα προσπαθούσαν να φάνε τις σανίδες. «Λοιπόν, τι λες;» ρώτησε ο Τζόνι, ενώ ο Μπραντ τον βοηθούσε κι αυτόν να σηκωθεί. Παραπάτησε, βρήκε την ισορροπία του και σκούπισε τα μάτια του. «Λέω πως όταν ζόρισαν τα πράγματα σκαρφάλωσα μια χαρά», είπε ο Μπραντ. Αγκάλιασε τη γυναίκα του από τη μέση, μετά κοίταξε τον Τζόνι. « Έ λ α , ασπρουλιάρη. Μόλις σκαρφάλωσες πρώτη σου φορά πάνω σε μαύρο- πρέπει να είσαι ψόφιος στην κούραση. Πάμε στο σπίτι». * Α ν α φ ο ρ ά στην ταινία του Μάριο Βαν Πιμπλς: Οι Λευκοί Μπορούν να Πηδήξουν Καλά. (Σ.τ.Μ.)
δεν
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 363
2
Τ ο πλάσμα που π έ ρ α σ ε την κ α γ κ ε λ ό π ο ρ τ α στην πίσω αυλή του Τομ Μπίλινγκσλι, με μικρά, ασταθή πηδήματα, ήταν μια παιδική καρικατούρα της μεγάλης σαύρας, που κάθεται π ά ν ω σε ένα βράχο στα μισά περίπου των Ρυθμιστών και ο Τζεμπ Μέρντοκ τη διαλύει με έναν πυροβολισμό στον αγώνα σκοποβολής που κάνει με τον Κάντι. Μόνο που το κεφάλι του έμοιαζε με τέρας που είχε ξεφύγει α π ό το Τζουράσικ Παρκ. Ανέβηκε πηδώντας την πίσω σκάλα, πήγε στην πόρτα με τη σήτα και την έσπρωξε με τη μουσούδα του. Δεν έγινε τίποτα, γιατί η πόρτα άνοιγε προς τα έξω. Η σαύρα τέντωσε το κεφάλι της κι άρχισε να μασουλάει τη σήτα. Χρειάστηκε μόνο τρεις δαγκωματιές και μπήκε στην κουζίνα του Μπίλινγκσλι. Ο Γκάρι Σόντερσον άρχισε να αντιλαμβάνεται μια βρόμικη ανάσα στο πρόσωπο του. Προσπάθησε να τη διώξει με το χέρι του, αλλά αυτή έγινε πιο έντονη. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε κάτι που έμοιαζε στην αφή με παπούτσι από δέρμα κροκοδείλου - π ο λ ύ μεγάλο παπούτσι, όμως- και άνοιξε τα μάτια του. Αυτό που είδε να σκύβει από πάνω του, σαν να ήθελε να τον φιλήσει, και να τον κοιτάζει με μια περιέργεια σχεδόν ανθρώπινη, ήταν τόσο γκροτέσκο που δεν μπόρεσε ούτε να ουρλιάξει. Τα μάτια της σαύρας είχαν ένα λαμπερό πορτοκαλί χρώμα. Εδώ είμαστε, σκέφτηκε ο Γκάριν. Το πρώτο μου παραλήρημα από το ποτό. Με βλέπω γραμμή για αποτοξίνωση. Έ κ λ ε ι σ ε τα μάτια του και είπε στον εαυτό του ότι δεν του μύριζε μια α ν ά σ α σαν βάλτος ούτε άκουγε κροτάλισμα από μια ουρά που σερνόταν π ά ν ω στο πλαστικό κάλυμμα του δαπέδου. Έ π ι α σ ε το κρύο χέρι της νεκρής γυναίκας του. «Δεν υ π ά ρ χ ε ι τίποτα», είπε. «Δεν υ π ά ρ χ ε ι τίποτα. Δεν υπάρχει...» Πριν προλάβει να τελειώσει την τρίτη επανάληψη (και όλοι ξέρουν ότι η τρίτη είναι η μαγική), το τέρας βύθισε τα δόντια στο λαιμό του και του τον έσκισε.
364
RICHARD BACH MAN
3
Ο Τζόνι είδε κάτι μικρά πόδια μέσα από την ανοιχτή πόρτα του κελαριού και κοίταξε μέσα. Η Έλλη και ο Ραλφ ήταν ξαπλωμένοι αγκαλιά πάνω σε ένα πάπλωμα. Είχαν αποκοιμηθεί παρά τους πυροβολισμούς που ακούγονταν απέξω, αλλά ακόμη και στον ύπνο δεν κατάφερναν να ξεφύγουν εντελώς από όσα είχαν συμβεί. Τα πρόσωπά τους ήταν άσπρα και τεντωμένα, η ανάσα τους υγρή, σαν πνιγμένα αναφιλητά, και τα πόδια του Ραλφ έκαναν συσπάσεις, σαν να ονειρευόταν ότι έτρεχε. Ο Τζόνι κατάλαβε ότι η Έ λ ε ν είχε βρει το πάπλωμα και το είχε φέρει στο κελάρι για να ξαπλώσει με τον αδερφό της. Σίγουρα δεν το είχε φέρει η Κιμ Γκέλερ, πάντως. Η Κιμ και η κόρη της ήταν καθισμένες δίπλα δίπλα σε δύο καρέκλες στην κουζίνα. «Αλήθεια είναι νεκρός ο Τζιμ;» ρώτησε η Σούζι, κοιτάζοντας τον Τζόνι με υγρά μάτια, μόλις μπήκε στην κουζίνα, πίσω από τον Μπραντ και την Μπελίντα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω* παίζαμε φρίσμπι, όπως πάντα, και θα πηγαίναμε σινεμά απόψε...» Ο Τζόνι είχε χάσει την υπομονή του μαζί της. «Γιατί δεν πας στην πίσω βεράντα να δεις και μόνη σου;» «Γιατί γίνεσαι τόσο κάθαρμα;» είπε θυμωμένα η Κιμ. «Η κόρη μου δεν έχει περάσει ποτέ της ένα τόσο σοβαρό τραύμα. Έ χ ε ι πάθει σοκ!» «Δεν είναι η μόνη», απάντησε ο Τζόνι. «Και μια που μιλάμε για σοκ και τραύματα...» «Αραξε, φίλε, δε χρειάζονται καβγάδες», είπε ο Στιβ Έ ι μ ς . Αυτό ήταν αλήθεια, αλλά ο Τζόνι δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Δεν τον ένοιαζε. Έ δ ε ι ξ ε με το δάχτυλο του την Κιμ, που τον κοίταζε θυμωμένη. «Μην τολμήσεις να ξαναπείς μαύρη σκύλα την Μπελίντα Τζόζεφσον γιατί θα σου σπάσω τα δόντια και θα σε βάλω να τα καταπιείς». «Μωρέ τι μας λες, περνιέσαι για πολύ γενναίος, ε;» είπε η Κιμ και ύψωσε ειρωνικά τα φρύδια.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 365
«Σταμάτα, Τζον», είπε η Μπελίντα και τον έπιασε από το χέρι. «Σταμάτα αυτή τη στιγμή. Έ χ ο υ μ ε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε, αντί να...» «Χοντρή μαΰρη σκΰλα», είπε η Κιμ Γκέλερ. Δεν κοίταζε την Μπελίντα, κοίταζε τον Τζόνι. Τα μάτια της άστραφταν, αλλά τώρα χαμογελούσε. Ή τ α ν το πιο δηλητηριώδες χαμόγελο που είχε δει ο Τζόνι στη ζωή του. «Χοντρή αράπισσα». Έ δ ε ι ξ ε με το δάχτυλο της το στόμα της και τα δόντια της, σαν να 'παιζαν κ ά π ο ι ο παιχνίδι συναναστροφής με νοήματα. «Εντάξει; Το άκουσες; Έ λ α , λοιπόν, σπάσε μου τα δόντια και βάλε με να τα καταπιώ. Άντε να σε δούμε». Ο Τζόνι πήγε να της ορμήσει, έτοιμος να της ρίξει όντως γροθιά, αλλά ο Μ π ρ α ν τ τον έπιασε από το ένα χέρι, ο Στιβ από το άλλο. «Φύγε από δω, ηλίθια», είπε ο Μπίλινγκσλι. Η φωνή του ήταν σκληρή και ξερή. Ο τόνος της συνέφερε λίγο την Κιμ, που τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Φύγε από δω μέσα αυτή τη στιγμή». Η Κιμ σηκώθηκε από την καρέκλα και σήκωσε και τη Σούζι. Για μια στιγμή φάνηκε ότι θα π ή γ α ι ν α ν στο λίβινγκ ρουμ μαζί, αλλά μετά η Σούζι τραβήχτηκε πίσω. Η Κιμ πήγε να την πιάσει, αλλά η Σούζι οπισθοχώρησε ξανά. «Τι κάνεις εκεί;» είπε η Κιμ. «Θα πάμε στο λίβινγκ ρουμ! Δε θέλω ε π α φ έ ς με αυτούς τους...» «Εγώ θα καθίσω εδώ που είμαι», είπε η Σούζι, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Αν θέλεις να πας εσύ, πήγαινε. Εγώ δεν π ά ω πουθενά». Η Κιμ την κοίταξε για λίγο αμίλητη, μετά κοίταξε πάλι τον Τζόνι. Στο π ρ ό σ ω π ο της φαινόταν ένα μείγμα μίσους και σύγχυσης. «Φύγε από δω, Κιμ», είπε ο Τζόνι. Έ β λ ε π ε ακόμη τον εαυτό του να της ρίχνει γ ρ ο θ ι ά στο στόμα, αλλά η προηγούμενη τρέλα άρχιζε να του φεύγει και η φωνή του ήταν σχεδόν σταθερή. «Δεν ξέρεις τι λες».
366
RICHARD BACH MAN
«Σοΰζι; Έ λ α εδώ αμέσως. Δε θα καθίσουμε εδώ μ' αυτούς τους απαίσιους ανθρώπους». Η Σούζι γύρισε την πλάτη στη μητέρα της, τρέμοντας ολόκληρη. Αυτή η κίνηση δεν άλλαξε τη γνώμη του Τζόνι για την κοπέλα* ήταν ένα ρηχό και επιπόλαιο πλάσμα, φαίνεται όμως ότι ήταν λίγο καλύτερη από τη μητέρα της. Αργά αργά, σαν σκουριασμένο ρομπότ, ο Ντέιβ Ριντ άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε. Η Κάμι πήγε να φέρει κάποια αντίρρηση, αλλά το ξανασκέφτηκε και δε μίλησε. «Ωραία», είπε η Κιμ. Η φωνή της ήταν πάλι καθαρή και ήρεμη, σαν τη φωνή κάποιου που δίνει διάλεξη σε ένα όνειρο. « Ό τ α ν με θελήσετε, θα είμαι στο λίβινγκ ρουμ». Το βλέμμα της γύρισε πάλι στον Τζόνι, τον οποίο φαινόταν να θεωρεί υπεύθυνο για όλα τα δεινά της. « Ό σ ο για σένα...» «Σταματήστε», είπε ξαφνικά η Όντρεϊ με άγρια, τραχιά φωνή. Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν ξαφνιασμένοι, εκτός από την Κιμ, που χώθηκε στο σκοτεινό λίβινγκ ρουμ. «Δεν έχουμε χρόνο για τέτοιες μαλακίες. Ί σ ω ς υπάρχει μια πιθανότητα να βγούμε ζωντανοί απ' αυτή την κατάσταση -μια μικρή πιθανότητα- αλλά αν συνεχίσετε να τρώγεστε έτσι θα πεθάνουμε όλοι»·. «Ποια είστε, κυρία μου;» ρώτησε ο Στιβ. «Όντρεϊ Γουάιλερ». Ή τ α ν ψηλή, με ψηλά σέξι πόδια, αλλά το πρόσωπο της ήταν χλομό και ταλαιπωρημένο. Αυτό το πρόσωπο θύμισε στον Τζόνι τα παιδιά των Κάρβερ την ώρα που κοιμούνταν αγκαλιασμένα. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε είχε δει την Όντρεϊ για τελευταία φορά. Δεν μπορούσε. Ή τ α ν λες και είχε εξαφανιστεί εντελώς από την κοινωνική ζωή της γειτονιάς. Μικρέ, μικρούλη Σμάικι, σκέφτηκε ξαφνικά, σ} είδα να δαγκώνεις της μαμάς σον το βυζάκι. Μετά σκέφτηκε τα βαν που είχε δει στο γραφείο των Γουάιλερ, εκείνο το απόγευμα που τους έκανε επίσκεψη και είδε την ΜΤΖΟνάντσα με τον Σηθ. Και μόλις θυμήθηκε αυτή την εικόνα,
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 367
μια χιονοστιβάδα ξεκίνησε στο μυαλό του. Παράνομοι που μοιάζουν με ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ο ταγματάρχης Πάικ, ένας καλός εξωγήινος που έγινε κακός. Το σκηνικό γουέστερν γύρω τους. Αυτό κυρίως. Του αρέσουν τα παλιά γουέστερν, είχε πει εκείνη τη μέρα η Όντρεϊ. Είχε μαζέψει μερικά παιχνίδια από κάτω καθώς μιλούσε, όπως κάνεις όταν νιώθεις αμηχανία. Πιο πολύ του αρέσει η Μπονάντσα, αλλά ουσιαστικά βλέπει τα πάντα. Φτάνει να έχουν άλογα μέσα, δηλαδή. «Ο ανιψιός σου είναι, Όντρεϊ, έτσι δεν είναι; Ο Σηθ τα κάνει όλα αυτά». «Όχι». Η Ό ν τ ρ ε ϊ σκούπισε τα μάτια της. « Ό χ ι ο Σηθ. Αυτό που είναι μέσα στον Σηθ».
4 « 0 α σ α ς πω Ο , Ι Ι μ π ο ρ ώ , αλλά δεν έχουμε πολύ χρόνο. Τα Πάουερ Βάγκον θα ξαναγυρίσουν σε λίγο». «Ποιοι είναι μέσα σ' αυτά τα πράγματα;» ρώτησε ο Μπίλινγκσλι. «Ξέρεις, Όντρεϊ;» «Ρυθμιστές. Παράνομοι. Αστυνομικοί από έργα επιστημονικής φαντασίας. Και αυτό το μέρος όπου είμαστε τώρα είναι, εν μέρει, το Φαρ Ουέστ όπως το δείχνει η τηλεόραση και, εν μέρει, ένα μέρος που λέγεται Ενεργειακός Διάδρομος και υπάρχει μόνο σε ένα καρτούν της τηλεόρασης που εκτυλίσσεται στον εικοστό τρίτο αιώνα». Πήρε βαθιά ανάσα και πέρασε τα δάχτυλα μέσ' από τα μαλλιά της. «Δεν τα ξέρω όλα, αλλά...» «Πες μας όσα ξέρεις», είπε ο Τζόνι. Η Ό ν τ ρ ε ϊ κοίταξε το ρολόι της και έκανε μια γκριμάτσα. «Σταμάτησε». «Κι εμένα το ίδιο», είπε ο Στιβ. «Όλων, φαντάζομαι». «Νομίζω ότι υπάρχει χρόνος», είπε η Όντρεϊ. «Μάλλον είναι νωρίς ακόμη για να αρχίσει... η δράση». Έβαλε τα γέλια, ξαφνιάζοντας τον Τζόνι. Αλλά και τους άλλους, αν
368
RICHARD BACH MAN
έκρινε από το ύφος τους. Δεν ήταν ο υστερικός τόνος του γέλιου της όσο η γνήσια ευθυμία του. Η Όντρεϊ είδε τα βλέμματα τους και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Με συγχωρείτε, ήταν ένα λογοπαίγνιο. Δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Ακόμη, τουλάχιστον. Το θέμα είναι ότι πρέπει να περιμένουμε. Αν στο μεταξύ ξαναφέρει τους ρυθμιστές, θα πρέπει απλώς... να το υπομείνουμε». «Γίνονται δυνατότεροι;» ρώτησε ξαφνικά η Κάμι. «Αυτοί οι ρυθμιστές, γίνονται πιο δυνατοί;» «Ναι», απάντησε η Όντρεϊ. «Και αν το πλάσμα που τα κάνει αυτά κατάφερε να απορροφήσει την ενέργεια αυτών που πέθαναν στο δάσος, η επόμενη επίθεση θα είναι η χειρότερη. Μακάρι να μην έγινε αυτό, αλλά πιστεύω ότι μάλλον τα κατάφερε». Τους κοίταξε, πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε.
5
«Αυτό το πράγμα μέσα στον Σηθ λέγεται Τακ». «Είναι δαίμονας, Οντ;» ρώτησε ο Μπίλινγκσλι. «Κάτι σαν δαίμονας;» «Όχι. Δεν έχει... θρησκευτικές κλίσεις, θα λέγαμε. Μοναδική του θρησκεία είναι η τηλεόραση. Μοιάζει περισσότερο με ένα καρκίνωμα, νομίζω. Έ ν α καρκίνωμα που έχει συνείδηση και του αρέσει η σκληρότητα και η βία. Βρίσκεται μέσα του σχεδόν δύο χρόνια τώρα. Άκουσα κάποτε μια ιστορία για μια γυναίκα στο Βερμόντ που βρήκε μια δηλητηριώδη αράχνη από τους τροπικούς στο νεροχύτη της. Ο άντρας της δούλευε σε σούπερ μάρκετ και είχε φέρει ένα άδειο χαρτοκιβώτιο στο σπίτι. Φαίνεται ότι η αράχνη ήταν μέσα. Το χαρτοκιβώτιο είχε μπανάνες από τη Νότια Αμερική και η αράχνη παγιδεύτηκε μέσα όταν τις συσκεύαζαν. Νομίζω ότι κάπως έτσι έφτασε και ο Τακ εδώ. Μόνο που σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για δηλητηριώδη αράχνη που μιλάει. Αυτός κάλεσε τον Σηθ όταν
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 369
περνούσε από την έρημο της Νεβάδα με την οικογένεια του σε ένα ταξίδι. Τον αισθάνθηκε, κατάλαβε ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει και τον κάλεσε». Η Ό ν τ ρ ε ϊ κοίταξε τα χέρια της, που τα είχε πλεγμένα μπροστά της. Η Κιμ Γκέλερ στεκόταν στο κατώφλι του λίβινγκ ρουμ- την είχε προσελκύσει η αφήγηση. Η Ό ν τ ρ ε ϊ σήκωσε πάλι το κεφάλι. Απευθυνόταν σε όλους, αλλά το βλέμμα της γύριζε συνέχεια στον Τζόνι. «Νομίζω ότι ήταν αδύναμος στην αρχή. Κατάλαβε όμως ότι η οικογένεια του Σηθ ήταν μια απειλή γι' αυτόν. Δεν ξέρω πόσα ήξεραν ή υποψιάστηκαν, σίγουρα όμως η τελευταία φορά που μίλησα με τον αδερφό μου από το τηλέφωνο ήταν πολύ παράξενη. Νομίζω ότι ο Μπιλ θα μπορούσε να μου πει πολλά πράγματα... αν τον είχε αφήσει ο Τακ». «Μπορεί να το κάνει αυτό;» ρώτησε ο Στιβ. «Να ελέγχει τους άλλους;» Η Ό ν τ ρ ε ϊ έδειξε το πρησμένο στόμα της. «Το χέρι μου το έκανε αυτό. Αλλά δεν το έλεγχα εγώ». «Χριστέ μου!» είπε η Σύνθια. Κοίταξε ανήσυχη τα μαχαίρια που ήταν στις θήκες τους στον πάγκο της κουζίνας. «Αυτό είναι κακό. Πολύ κακό». «Θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα τα πράγματα», είπε η Όντρεϊ. «Ο έλεγχος αυτός έχει μικρή ακτίνα δράσης». «Πόσο μικρή;» ρώτησε η Κάμι. «Συνήθως όχι π α ρ α π ά ν ω από έξι με εφτά μέτρα. Σε μεγαλύτερες αποστάσεις δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Συνήθως. Τώρα όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ήταν φορτισμένος με τόση ενέργεια». «Αφήστε τη να πει την ιστορία της», είπε ο Τζόνι. Έ ν ι ω θ ε το χρόνο σχεδόν σαν κάτι το απτό, που γλιστρούσε μέσ' από τα χέρια τους. Δεν ήξερε αν η αίσθηση αυτή προερχόταν από την Ό ν τ ρ ε ϊ ή από τον εαυτό του και δεν είχε σημασία. Είχαν πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή τους. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο έντονο προαίσθημα. Ο χρόνος ήταν ελάχιστος.
370
RICHARD BACH MAN
«Μέσα στον Σηθ εξακολουθεί να υπάρχει ένα παιδί», είπε η Όντρεϊ, μιλώντας αργά και με μεγάλη έμφαση. « Έ ν α γλυκό, ξεχωριστό παιδί που λέγεται Σηθ Γκάριν. Και το χειρότερο απ' όλα είναι ότι ο Τακ χρησιμοποιεί τα πράγματα που αγαπά αυτό το παιδί για να σκοτώνει. Τον αδερφό μου και την οικογένειά του τους σκότωσε με το Τράκερ Άροοου, ένα από τα Πάουερ Βάγκον τ.ων Μότοκαπς. Αφού πέρασαν από τη Νεβάδα, όπου ο Τακ βρήκε τον Σηθ, πήγαν στην Καλιφόρνια. Δεν ξέρω πού βρήκε την ενέργεια ο Τακ σ? αυτό το στάδιο της ανάπτυξής του για να υλοποιήσει το Τράκερ Άροου από τις σκέψεις και τα όνειρα του Σηθ. Ο Σηθ είναι η βασική πηγή ενέργειας για το τέρας, αλλά δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται μεγαλύτερες ποσότητες για να κάνει τέτοια πράγματα». «Τελικά, είναι ένας βρικόλακας, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τζόνι. «Μόνο που αντί να ρουφάει αίμα ρουφάει ψυχική ενέργεια». Η Ό ν τ ρ ε ϊ κατένευσε. «Και η ενέργεια που χρειάζεται υπάρχει σε άφθονες ποσότητες όταν κάποιος υποφέρει. Για να καταφέρει να σκοτώσει τον Μπιλ και την υπόλοιπη οικογένεια, σημαίνει ότι κάποιος στη γειτονιά πέθανε ή τραυματίστηκε ίσως. Ή...» « Ή βρήκε κάποιον που μπορούσε να τον τραυματίσει ή να τον σκοτώσει μόνος του», είπε ο Στιβ. « Έ ν α ν αλήτη, για παράδειγμα. Έ ν α γερο-αλκοολικό που τριγύριζε με ένα καροτσάκι για ψώνια. Ό π ο ι ο ς κι αν ήταν, όμως, βάζω στοίχημα ότι πέθανε χαμογελώντας». Η Ό ν τ ρ ε ϊ τον κοίταξε με μια έκφραση θλίψης και απόγνωσης. «Ξέρεις». «Όχι πολλά, αλλά αυτά που ξέρω ταιριάζουν μ' αυτά που λες», είπε ο Στιβ. «Υπάρχει ένας τέτοιος τύπος έξω στο δάσος». Έ δ ε ι ξ ε με τον αντίχειρα προς την πράσινη ζώνη. «Ο Εντράτζιαν τον αναγνώρισε. Είπε ότι είχε περάσει από το δρόμο δυο τρεις φορές από την αρχή του καλοκαιριού. Φαίνεται ότι μπήκε στην ακτίνα δράσης του ανιψιού σου. Πώς, όμως;»
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 371
«Δεν ξέρω», απάντησε βαριά η Όντρεϊ. «Πρέπει να έγινε όταν έλειπα». «Έλειπες; Που;» ρώτησε η Σύνθια. Είχε την εντύπωση ότι η Όντρεϊ Γουάιλερ δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι της. «Δεν έχει σημασία», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Σε ένα μέρος που πηγαίνω. Και να σας εξηγούσα δε θα καταλαβαίνατε. Το θέμα είναι ότι ο Τακ σκότωσε τον αδερφό μου, τον Μπιλ, και την υπόλοιπη οικογένεια. Και τους σκότωσε με ένα από τα Πάουερ Βάγκον». «Τότε μπορούσε να υλοποιήσει μόνο ένα, τώρα όμως μπορεί και τα φέρνει όλα, σαν να παίζει ολόκληρη ορχήστρα», είπε ο Τζόνι. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε γυρίσει αλλού και κοίταζε αφηρημένη μπροστά της χωρίς να βλέπει, μασουλώντας τα χείλια της. «Ο Χερμπ κι εγώ πήραμε τον Σηθ στο σπίτι μας και, από μια άποψη, δε μετάνιωσα ποτέ. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά. KaL ο Σηθ ήταν τόσο καλό παιδί, αξιολάτρευτο...» «Και τον Τζέγκις Χαν σίγουρα κάποιοι τον έβρισκαν αξιολάτρευτο», είπε η Κάμι Ριντ με ξερή, βραχνή φωνή. Η Ό ν τ ρ ε ϊ την κοίταξε δαγκώνοντας ακόμη τα χείλη της, μετά κοίταξε τον Τζόνι εκλιπαρώντας τον με το βλέμμα της, ζητώντας κατανόηση. Αλλά ο Τζόνι δεν ήθελε να καταλάβει ύστερα από όσα είχαν συμβεί, ιδιαίτερα αφού είχε δει εκείνη τη φρικτή παραμόρφωση στο πρόσωπο του Τζιμ Ριντ, όταν η σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του. Παρ' όλα αυτά, όμως, την καταλάβαινε ως ένα βαθμό, είτε το ήθελε είτε όχι. «Οι πρώτοι έξι μήνες ήταν οι καλύτεροι. Αν και είχαμε καταλάβει από τότε ότι κάτι δεν πάει καλά». «Τον πήγατε στο γιατρό;» ρώτησε ο Τζόνι. « Ή τ α ν μάταιο. Ο Τακ απλώς θα κρυβόταν και οι εξετάσεις δε θα έδειχναν τίποτα, είμαι σχεδόν σίγουρη γι' αυτό. Και μετά... αργότερα... όταν γυρίζαμε σπίτι...» Ο Τζόνι κοίταξε το πρησμένο στόμα της. «Θα σας τιμωρούσε».
372
RICHARD BACH MAN
«Ναι. Κι εμένα και...» Η φωνή της πνίγηκε, μετά συνέχισε τη φράση της με έναν ψίθυρο. «Κι εμένα και τον Χερμπ». «Ο Χερμπ δεν αυτοκτόνησε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τομ. «Τον σκότωσε αυτός, ο Τακ». Η Ό ν τ ρ ε ϊ έγνεψε πάλι καταφατικά. «Ο Χερμπ ήθελε να φύγουμε μακριά του και ο Τακ το κατάλαβε αυτό. Και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Χερμπ για... για κάτι που ήθελε. Να κάνει... σεξ... μαζί μου. Ο Χερμπ δεν τον άφηνε. Κι αυτό θύμωσε τον Τακ». «Θεέ μου!» είπε ο Μπραντ. «Σκότωσε τον Χερμπ και φόρτισε τις μπαταρίες του. Από τότε, ο μοναδικός του όμηρος ήταν ο Σηθ... αλλά ο Σηθ ήταν αρκετός για να ελέγχει κι εμένα». «Επειδή τον αγαπάς», είπε ο Τζόνι. «Ναι, ακριβώς, επειδή τον αγαπώ». Ο τόνος της δεν ήταν προκλητικός. Αντίθετα, έδειχνε μια παράξενη και τρομερή ντροπή. Η Σύνθια της έδωσε μια χαρτοπετσέτα, αλλά η Ό ν τ ρ ε ϊ την πήρε απλώς και την κράτησε, σαν να μην ήξερε τι να την κάνει. «Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η αγάπη μου φταίει για όσα έγιναν». Γύρισε τα δακρυσμένα μάτια της στην Κάμι Ριντ, που καθόταν στο πάτωμα έχοντας αγκαλιασμένο από τους ώμους το μοναδικό της τώρα γιο. «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα έφταναν μέχρι εδώ τα πράγματα. Πρέπει να το πιστέψετε αυτό. Ακόμη και όταν έδιωξε τους Χόμπαρτ και σκότωσε τον Χερμπ, δεν ήξερα ποιες είναι οι δυνάμεις του. Δεν ήξερα πόσο μεγάλες μπορούν να γίνουν». Η Κάμι την κοίταζε αμίλητη, χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα με την πέτρινη έκφρασή της. «Από τότε που πέθανε ο Χερμπ, εγώ και ο Σηθ ζούσαμε μια ήσυχη ζωή», συνέχισε η Όντρεϊ. Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το πρώτο καθαρό ψέμα που τους είχε πει, αν και ίσως είχε παραποιήσει δυο τρεις φορές την αλήθεια και σε κάποια άλλα σημεία. «Ο Σηθ είναι οχτώ χρονών, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα με το σχολείο. Εκπληρώνω
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 373
ορισμένες απαιτήσεις οικιακής εκπαίδευσης που έχει το υπουργείο γι' αυτές τις περιπτώσεις και στέλνω ένα έντυπο στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης μια φορά το μήνα. Τίποτα το σπουδαίο. Ο Σηθ απλώς περνάει την ώρα του βλέποντας τηλεόραση, τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά. Αυτή είναι η πραγματική του εκπαίδευση. Παίζει στην αμμοδόχο. Τρώει χάμπουργκερ και μακαρόνια κονσέρβα και πίνει σοκολατούχο γάλα. Τον περισσότερο καιρό ήταν ο Σηθ». Τους κοίταξε ικετευτικά. «Ήταν. Μόνο που... όλο αυτό τον καιρό... ο Τακ ήταν μέσα του. Και αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη. Άπλωνε τις ρίζες του όλο και πιο βαθιά. Ολοκλήρωνε την εισβολή του». «Κι εσύ δεν είχες πάρει είδηση τίποτα;» ρώτησε η Κιμ από την πόρτα. «Α, ναι, ξέχασα. Σκότωσε τον άντρα σου, αλλά εσύ δεν έδωσες σημασία, έτσι δεν είναι; Το πήρες για ατύχημα...» «Δεν καταλαβαίνετε!» ούρλιαξε σχεδόν η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Δεν ξέρετε τι σημαίνει να ζεις δίπλα στον Σηθ με τον Τακ μέσα του! Τη μια στιγμή ήταν ο Σηθ και μετά μπορεί να μην έκρυβα καλά μια σκέψη μου και ξαφνικά βρισκόμουν όρθια, να πέφτω ξανά και ξανά πάνω σε έναν τοίχο, σαν κουρδιστό παιχνίδι που προσπαθούν να το σπάσουν. Ή έδινα γροθιές στο πρόσωπο μου ή τσιμπούσα τις... το δέρμα μου...» Τώρα χρησιμοποίησε τη χαρτοπετσέτα, όχι για να σκουπίσει τα μάτια της αλλά τον ιδρώτα από το μέτωπο της. «Μια φορά με έκανε να πέσω από τις σκάλες», συνέχισε. « Ή τ α ν πέρσι τα Χριστούγεννα. Απλώς του είπα να σταματήσει να κουνάει τα πακέτα κάτω από το δέντρο. Νόμιζα ότι μιλάω στον Σηθ, ότι ο Τακ κοιμόταν ή ήταν σε χειμερία νάρκη. Ό , τ ι είναι αυτό που κάνει. Μετά είδα ότι τα μάτια του ήταν πολύ σκούρα, δεν ήταν τα μάτια του Σηθ, αλλά ήταν αργά πια. Σηκώθηκα από την καρέκλα που καθόμουν και ανέβηκα τη σκάλα. Δεν μπορώ να σας πω πώς είναι αυτό το πράγμα, πόσο φρικτό είναι... Σαν να είσαι επιβάτης μέσα σε ένα αυτοκί-
374
RICHARD BACH MAN
νητο που το οδηγεί κάποιος μανιακός. Στην κορυφή της σκάλας έκανα μεταβολή... και μετά άπλωσα το πόδι μου σαν να έκανα ένα βήμα στον αέρα. Ό π ω ς βουτάς από τη σανίδα στις πισίνες. Δεν έσπασα τίποτα, γιατί την τελευταία στιγμή μου έκοψε την πτώση. Ή μπορεί να το έκανε ο Σηθ αυτό. Ό π ω ς κι αν έχει, ήταν θαΰμα που δεν έσπασα κανένα χέρι ή πόδι». « Ή το λαιμό σου», είπε η Μπελίντα. «Ναι, ή το λαιμό μου. Αυτό που προσπαθώ να σας πω είναι ότι, ναι, τον αγαπούσα τον Σηθ, αλλά ταυτόχρονα φοβόμουν τρομερά τον Τακ». «Ο Σηθ ήταν το καρότο και ο Τακ το ραβδί», είπε ο Τζόνι. «Ακριβώς. Ευτυχώς, είχα ένα μέρος όπου πήγαινα όταν η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη. Είμαι σίγουρη ότι με βοήθησε ο Σηθ σ' αυτό. Έτσι, απλώς... περνούσε ο χρόνος. Ό π ω ς περνάει ίσως γι' αυτούς που έχουν καρκίνο. Απλώς συνεχίζεις, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Συνηθίζεις σε ένα επίπεδο πόνου και φόβου και νομίζεις ότι εκεί θα σταματήσει, δεν μπορεί να συνεχιστεί κι άλλο. Δεν ήξερα ότι σχεδίαζε όλα αυτά. Πρέπει να το πιστέψετε αυτό. Τις περισσότερες φορές κατάφερνα και του έκρυβα τις σκέψεις μου. Δε φαντάστηκα ποτέ ότι ο Τακ μπορεί να έχει δικές του σκέψεις -σχέδιαι- που τις έκρυβε από μένα. Φαίνεται ότι περίμενε... και κάποια στιγμή πλησίασε ο αλήτης στο σπίτι ενώ έλειπα - ε ί χ α πάει επίσκεψη στη φίλη μου την Τ ζ α ν - και τότε...» Σταμάτησε ξαφνικά και πήρε βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Αυτός ο εφιάλτης που ζούμε είναι ένας συνδυασμός ανάμεσα στους Ρυθμιστές, το αγαπημένο του γουέστερν, και το Μότοκαπς 2200, το αγαπημένο του καρτούν. Ιδιαίτερα ένα επεισόδιο, αυτό με τον Ενεργειακό Διάδρομο. Το έχω δει πολλές φορές και είναι πολύ πολύ τρομακτικό για καρτούν. Τρομερά έντονο. Ο Σηθ το φοβόταν πολύ -την πρώτη φορά που το είδε έβρεξε το κρεβάτι του τρεις νύχτες στη σειρά- ταυτόχρονα όμως του άρεσε. Κυρίως
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 375
επειδή οι βασικοί χαρακτήρες του σίριαλ, καλοί και κακοί, συμμαχούν για να καταστρέψουν τους τρομακτικούς εξωγήινους που κρύβονται στον Ενεργειακό Διάδρομο. Αυτοί οι εξωγήινοι είναι μέσα σε κουκούλια, που αρχικά ο συνταγματάρχης Χένρι νομίζει ότι είναι γεννήτριες, και το σημείο όπου πετάγονται ξαφνικά από τα κουκούλια και επιτίθενται στους Μότοκαπς θα τρόμαζε ακόμη και μεγάλο. Μόνο που νομίζω ότι σ' αυτή τη μορφή του Ενεργειακού Διαδρόμου τα κουκούλια είναι τα σπίτια μας. Κι εμείς...» «Είμαστε οι τρομακτικοί εξωγήινοι», συμπλήρωσε ο Τζόνι. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ναι, το πράγμα είχε τη δική του φρικτή λογική. «Και φαντάζομαι ότι εκείνο που του αρέσει περισσότερο είναι η ιδέα της αναγκαστικής συνεργασίας. Συμμαχήστε, γιατί αλλιώς χαθήκατε. Αυτή η ιδέα αρέσει στα παιδιά, γιατί τα απαλλάσσει από την υποχρέωση να κρίνουν και να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό, κάτι που δυσκολεύονται να κάνουν έτσι κι αλλιώς». Η Όντρεϊ κατένευσε. «Ναι, έτσι πρέπει να είναι. Ό τ α ν παίζει ο Σηθ στην αμμοδόχο, όλοι οι χαρακτήρες από τους Ρυθμιστές, καλοί και κακοί, τα πηγαίνουν μια χαρά μεταξύ τους. Ακόμη και ο σερίφης Στρίτερ με τον Τζεμπ Μέρντοκ, που στην ταινία είναι θανάσιμοι εχθροί». «Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ακόμη ένα παιχνίδι, μια φαντασίωση του Σηθ;» ρώτησε ο Τζόνι. « Ή έχει καταλάβει τι συμβαίνει; Τι νομίζεις, Οντ;» «Δεν είμαι σίγουρη, γιατί είναι δύσκολο να καταλάβεις πού τελειώνει ο Τακ και πού αρχίζει ο Σηθ. Σε κάποιο επίπεδο, μάλλον ξέρει τι συμβαίνει, όπως ένα παιδί οχτώ ή εννιά χρονών ξέρει κατά βάθος ότι δεν υπάρχει Αΐ-Βασίλης... Αλλά σε κανένα μας δεν αρέσει να απαρνιέται τις φαντασιώσεις του, έτσι δεν είναι; Έ χ ο υ ν κάτι το...» Σταμάτησε, καθώς το κάτω χείλι της άρχισε να τρέμει. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε. « Έ χ ο υ ν κάτι το τρυφερό, κάτι που μας βοηθάει να ξεπερνάμε τις δυσκολίες. Απλώς σ' αυτή
376
RICHARD BACH MAN
την περίπτωση ο Τακ επέτρεψε στον Σηθ να παίξει τις φαντασιώσεις του σε μια μεγαλύτερη οθόνη». «Του επέτρεψε να τις παίξει σε εικονική πραγματικότητα», είπε ο Στιβ. «Αυτό περιγράφεις. Το υπέρτατο παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας». «Υπάρχει και μια άλλη πιθανότητα», συνέχισε η Όντρεϊ. «Μπορεί ο Σηθ να μην είναι πια σε θέση να σταματήσει τον Τακ ή έστω και να τον φρενάρει κάπως. Μπορεί ο Τακ να τον έχει "δέσει" και να τον έχει πετάξει σε κάποια ντουλάπα μέσα στο ίδιο του το μυαλό». «Αν ο Σηθ μπορούσε να τον σταματήσει, θα το έκανε;» ρώτησε ο Τζόνι. «Τι λες; Τι νιώθεις;» «Είμαι σίγουρη ότι θα τον σταματούσε», είπε αμέσως η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Είμαι σίγουρη ότι, κάπου μέσα του, είναι τρομοκρατημένος. Σαν τον Μίκι Μάους στη Φαντασία, όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να ελέγξει τις σκούπες». «Ας πούμε ότι έχεις δίκιο. Ότι αυτό που μας συμβαίνει τώρα το ελέγχει μόνο ο Τακ. Γιατί χ ο κάνει όμως; Τι θα βγάλει από αυτή την κατάσταση; Ποια είναι η ανταμοιβή του; Για τον Σηθ, η οδός Πόπλαρ είναι ο Ενεργειακός Διάδρομος, τα σπίτια είναι τα κουκούλια κι εμείς είμαστε οι κακοί εξωγήινοι που ζουν μέσα τους. Κάτι σαν πιστολίδι σε καουμπόικη ταινία αλλά σε διαστημική έκδοση. Ο Τακ τι κερδίζει απ' όλα αυτά;» «Κερδίζει κάτι», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ και ο Τζόνι θυμήθηκε ξαφνικά έναν παλιό στίχο των Μπιτλς: Τι βλέπεις όταν σβήνεις το φως; Δεν μπορώ να σου πω, αλλά ξέρω πως είναι δικό μου. «Νομίζω ότι οι φαντασιώσεις είναι μόνο για τον Σηθ. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο Τακ για να αντλήσει από τις δυνάμεις του Σηθ, οι οποίες συμπληρώνουν τις δικές του. Ό σ ο για τον Τακ, νομίζω ότι απλώς του αρέσει αυτό που μας συμβαίνει». Σιωπή μέσα στο δωμάτιο. «Του αρέσει», είπε τελικά η Μπελίντα, με σιγανή, σκεφτική φωνή. «TL εννοείς, του αρέσει;»
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 377
«Του αρέσει όταν πονάμε. Ό τ α ν πονάμε, εκπέμπουμε κάτι... κάτι που το γλείφει σαν παγωτό. Και όταν πεθαίνουμε, αυτό του αρέσει ακόμη περισσότερο. Τότε δε χρειάζεται να γλείψει. Μπορεί να το καταπιεί ολόκληρο». «Επομένως γι' αυτόν είμαστε το φαγητό του», είπε η Σΰνθια. «Αυτό δεν εννοείς; Για τον Σηθ είμαστε ένα βιντεοπαιχνίδι και γι' αυτό τον Τακ είμαστε φαγητό». «Και κάτι παραπάνω», είπε η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Σκεφτείτε τι είναι το φαγητό για μας: η πηγή της ενέργειας. Ο Τακ φτιάχνει, έτσι μου είπε ο Σηθ. Φτιάχνει και χτίζει. Νομίζω ότι η έρημος όπου ήταν όταν βρήκε τον Σηθ δεν ήταν το σπίτι του, ήταν η φυλακή του. Και αυτό που κάνει τώρα είναι, ίσως, ότι προσπαθεί να δημιουργήσει το σπίτι του εδώ». «Αν κρίνω από όσα έχω δει ως τώρα, δε θέλω να 'ρθω οΰτε για επίσκεψη σ' ένα τέτοιο σπίτι και, πολΰ περισσότερο, να μείνω», είπε ο Στιβ. «Εδώ που τα λέμε...» «Σταμάτα», είπε η Κάμι. Η φωνή της ήταν σκληρή, ανυπόμονη. «Πώς τον σκοτώνουμε; Είπες ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος τρόπος». Η Ό ν τ ρ ε ϊ την κοίταξε σοκαρισμένη. «Δεν πρόκειται να σκοτώσετε τον Σηθ», είπε. «Κανείς δεν πρόκειται να σκοτώσει τον Σηθ. Βγάλτε το αυτό από το μυαλό σας. Είναι ένα άκακο παιδάκι...» Η Κάμι όρμησε πάνω της και την άρπαξε από τους ώμους, πριν προλάβει να κινηθεί κανένας άλλος. Οι αντίχειρές της χώθηκαν βαθιά στη σάρκα της Όντρεϊ. «Πες το αυτό στον Τζίμι!» ούρλιαξε στην άναυδη Όντρεϊ. «Είναι νεκρός, ο γιος μου είναι νεκρός, μη μου κλαίγεσαι, λοιπόν, και μη μου λες ότι ο ανιψιός σου είναι άκακος! Αυτό το πράγμα ζει μέσα του σαν σκουλήκι! Και αφοΰ δε βγαίνει έξω...» «Μα θα βγει», είπε η Όντρεϊ. Είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της και η φωνή της έγινε πάλι ήρεμη. «Θα βγει».
378
RICHARD BACH MAN
Τα χέρια της Κάμι χαλάρωσαν σιγά σιγά, αλλά το βλέμμα της έδειχνε ότι δεν εμπιστευόταν την Όντρεϊ. «Πώς; Πότε;» Πριν προλάβει να απαντήσει η Όντρεϊ, η Κιμ είπε: «Ακούω ένα βόμβο. Σαν ηλεκτρικό μοτέρ». Η φωνή της έτρεμε. «Ω Θεέ μου, ξανάρχονται!» Τώρα τον άκουσε και ο Τζόνι. Ή τ α ν ο ίδιος βόμβος που ακουγόταν και τις προηγούμενες φορές, αλλά πιο δυνατός τώρα. Πιο έντονος. Πιο απειλητικός. Κοίταξε την πόρτα του κελαριού και αποφάσισε ότι μάλλον ήταν πολύ αργά πια να πάνε στο υπόγειο. «Κάτω», φώναξε. «Πέστε όλοι κάτω στο πάτωμα». Είδε τη Σύνθια να παίρνει το χέρι του Στιβ και να του δείχνει την ανοιχτή πόρτα του κελαριού. Ο Στιβ κατένευσε και μπήκαν μέσα για να σκεπάσουν τα παιδιά με τα σώματά τους. Ο βόμβος δυνάμωσε. «Προσευχηθείτε», είπε ξαφνικά η Μπελίντα. «Προσευχηθείτε όλοι». Ο Τζόνι ήταν τόσο τρομοκρατημένος, που ούτε να προσευχηθεί μπορούσε.
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
379
Από ίο ημερολόγιο της Όντρεϊ Γουάιλερ: 7 Φεβρουαρίου
1996
Π ρ ό σ ε ξ α κάτι ενδιαφέρον μ π ο ρ ε ί να είναι μια μ έ θ ο δ θ 5 για να καταλαβαίνω ποιο$ από t o u s δυο έ χ ε ι t o v έ λ ε γ χ ο t o u σ ώ μ α ΐ 0 5 π ο υ μοιράζονται. Είναι ο t p o n o s π ο υ φ έ ρ ο ν τ α ι στην κούκλα trjs K a a o a v S p a s ΣυάιAs. Το φ έ ρ σ ι μ ο του Τακ ε ί ν α ι τ ε λ ε ί α ^ σ ε ξ ο υ α λ ι κ ό . Tqs χ α ϊ δ ε ύ ε ι τα σ τ ή θ η και τα πόδια. Π ρ ι ν α π ό δύο μ έ ρ ε $ tov είδα να κάθεται στη σκάλα, να γ λ ε ί φ ε ι tov κ α β ά λ ο t o u μ π λ ε a o p t s και να έ χ ε ι στύση {φαίνεται αμέοωs, αφού το μόνο π ο υ φ ο ρ ά ε ι συνήδω$ είναι ένα aopts). και, φυσικά, ε ί ν α ι και to γεγονό$ ότι θ έ λ ε ι ν α φ ο ρ ά ω κι ε γ ώ a o p t s σ α ν tr]s κάσι, και με έ χ ε ι β ά λ ε ι να βάψω τα μαλλιά μου κόκκινα (και σ ε α π α ί σ ι α α π ό χ ρ ω σ η , μάλιστα). Ο Σ η θ α π ό την άλλη μεριά... O t a v ε ί ν α ι ο Σ η θ , a n X t o s αγκαλιάζει την κούκλα ή UKJS χ α ϊ δ ε ύ ε ι t a μ α λ λ ι ά ή τη φιλάει στο μ ά γ ο υ λ ο . Υ π ο κ ρ ί ν ε τ α ι ότι ε ί ν α ι η μητέρα του. Δεν ξ έ ρ ω ncOs to ξ έ ρ ω αυτό, αλλά είμαι σίγουρη. Π ρ έ π ε ι να
σταματήσω.
Μ' έ π ι α σ α ν π ά λ ι t a κ λ ά μ α τ α .
Κ ε ν τ ρ ι κ ό ς Δ ρ ό μ ο ς , Ι Μ τ ε σ π ε ρ έ ι σ ο ν / Σ τ ο Χ ρ ό ν ο των Ρυθμιστών
Όπως και στην προηγούμενη επιδρομή τους, τα βαν εμφανίζονται σαν φαντάσματα, μόνο που αυτή τη φορά δεν ξεπροβάλλουν μέσ' από την ομίχλη, αλλά μέσ' από τη σκόνη της ερήμου που σηκώνει ο αέρας σχηματίζοντας ασημιά σύννεφα κάτω από το φως του φεγγαριού. Πρώτο είναι το Ντριμ Φλόατερ της Κάσι, με τον Κάντι στο τιμόνι και την Κάσι να κάθεται δίπλα του. Στην οροφή, η κεραία του ραντάρ π-ου έχει σχήμα καρδιάς γυρίζει γοργά. Μοιάζει με σήμα στη στέγη μπορντέλου, θα έλεγε ίσως ο Τζόνι Μάρινβιλ αν την έβλεπε, αλλά δεν τη βλέπει. Είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα της κουζίνας των Κάρβερ, δίπλα στον Τομ Μπίλινγκσλι, με τα χέρια πλεγμένα πάνω από το κεφάλι του και τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα. Στο πρόσωπο του υπάρχει η έκφραση του ανθρώπου που περιμένει από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει ο Αρμαγεδδώνας.
382
RICHARD BACH MAN
To Ντριμ Φλόατερ δεν μπαίνει στο σκονισμένο κεντρικό δρόμο της Ντεσπερέισον από την οδό Άιακινθ. Η Άιακινθ δεν υπάρχει πια. Στη θέση της απλώνεται μια σκληρή, επίπεδη έρημος, μια άδεια έκταση χωρίς το παραμικρό αντικείμενο, όπως και ο ουρανός από πάνω απλώνεται χωρίς κανένα αστέρι. Τα κοντά φτερά του Ντριμ Φλόατερ είναι απλωμένα και οι ρόδες του, εν μέρει, μαζεμένες. Πετάει στον αέρα γΰρω στο ένα μέτρο πάνω από το χώμα του δρόμου, που είναι γεμάτο βαθιά αυλάκια από τροχούς αμαξών. Η μηχανή του βγάζει ένα σταθερό βόμβο. Καθώς περνάει το Λέιντι Ντέι στη γωνία, τα στρογγυλά φινιστρίνια στα πλευρά του ανοίγουν. Η Λόρα Ντεμότ από τονς Ρυθμιστές ξεπροβάλλει από μέσα. Στα ντελικάτα λευκά της χέρια δεν κρατάει το Ντέρινγκερ αλλά ένα δίκαννο. Δεν είναι απλό δίκαννο, όμως. Ό τ α ν πυροβολεί, ο κρότος είναι τόσο δυνατός, σαν να έχει εκραγεί αντιαρματικός πύραυλος. Ακολουθεί ένα σύντομο σφύριγμα και το μπροστινό μέρος του σαλούν ανατινάζεται. Οι πόρτες πετάγονται ιμηλά στριφογυρίζοντας. Στα υπολείμματα της πρόσοψης του σαλούν απλώνεται ξαφνικά ένα στιγμιαίο τρεμόπαιγμα, σχεδόν σαν θερμικό κύμα, και αν κοίταζε κάποιος θα έβλεπε για μια στιγμή το Στοπ-24 πίσω από το Λέιντι Ντέι που καίγεται, σαν ένα κτίριο-φάντασμα ή σαν φωτογραφία που έχει υποστεί διπλή έκθεση - κ α ι το Στοπ-24 είναι κι αυτό μισογκρεμισμένο και καίγεται. Πίσω από το Ντριμ Φλόατερ έρχεται το Τράκερ Άροου και πίσω του το Φρίντομ Βαν. Το φιμέ παρμπρίζ του Φρίντομ Βαν κατεβαίνει πάλι. Ο ταγματάρχης Πάικ, ο καλός Κανοπαλιανός που έγινε κακός, είναι τώρα στο τιμόνι του βαν του Μπάουντι, αλλά δε φορά τη στολή και το καπέλο των Νοτίων (το καπέλο το έχει τώρα ο Κάντι· οι ρυθμιστές ανταλλάσσουν συνεχώς μεταξύ τους διάφορα αξεσουάρ και ρούχα. Είναι κάτι που κάνει το παιχνίδι πιο διασκεδαστικό). Ο ταγματάρχης φοράει πάλι την ιριδίζουσα στολή των Μότοκαπς και, χωρίς το καπέλο, φαίνεται καθαρά η ξανθή τούφα μαλλιά στο κεφάλι του.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 383
Δίπλα του, στο θάλαμο πλοήγησης, είναι ο γκριζομάλλης κυνηγός που είχε δει νωρίτερα ο Τζόνι. Είναι ο λοχίας Μάθις, που έγινε υπαρχηγός του Τζεμπ Μέρντοκ μετά τη σύλληψη του λοχαγού Κάντελ. Το σπίτι του Κόλι Εντράτζιαν έχει αντικατασταθεί από το Κατάστημα Γυναικείων Ειδών «Οι Δύο Αδερφές», όπου πουλιούνται τα καλύτερα γυναικεία ρούχα. Ο λοχίας γέρνει έξω, σημαδεύει την πρόσοψη του μαγαζιού με το δίκαννο και πατάει τις σκανδάλες. Ακούγεται άλλος ένας εκκωφαντικός διπλός κρότος και μετά το ίδιο σφύριγμα, σαν βόμβα που πέφτει προς το στόχο της. «Σταματήστε το!» ουρλιάζει η Σούζι. «Σας παρακαλώ, ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟ!» Το πάνω μισό του Καταστήματος Γυναικείων Ειδών ανασηκώνεται σε μια θύελλα από σανίδες, σπασμένα τζάμια και καρφιά. Και πάλι η εικόνα μοιάζει σαν να τρεμοπαίζει, μια κίνηση γρήγορη σαν τα φτερά του κολιμπρί, κι εκείνη τη στιγμή μπορεί να δει κανείς φευγαλέα το σπίτι του Εντράτζιαν, ακόμη και το ποδήλατο του Κάρι Ρίπτον και το πτώμα καλυμμένο με το μουσαμά να λαμπυρίζουν στιγμιαία σαν οφθαλμαπάτη. Μετά το σπίτι χάνεται και τη θέση του παίρνει πάλι το Κατάστημα Γυναικείων Ειδών (όπου στους Ρυθμιστές βλέπουμε για πρώτη φορά τη Λόρα Ντεμότ, χορεύτρια καμπαρέ με χρυσή καρδιά, να αγοράζει κρυφά ύφασμα για ένα φόρεμα για την εκκλησία), με τη μισή του στέγη διαλυμένη και όλα του τα παράθυρα σπασμένα. Από την έρημο βόρεια της οδού Πόπλαρ (ξεροί θάμνοι και τεράστιοι ολοστρόγγυλοι βράχοι, βγαλμένοι από καρτούν), εκεί όπου ήταν η οδός Μπέαρ, αλλά δεν είναι πια, εμφανίζεται το Ρούτι Τουτ. Στο τιμόνι είναι ο Ρούτι, με τα μάτια του να αναβοσβήνουν σαν φανάρια της Τροχαίας. Δίπλα του κάθεται ο Λιτλ Τζο Καρτράιτ, με ένα ανέμελο χαμόγελο στο πρόσωπο κι ένα δίκαννο διακοσμημένο με φουτουριστικά σχέδια στα χέρια. Πίσω από το Ρούτι Τουτ έρχεται το Τζάστις Βάγκον και πίσω του εμφανίζεται ένας ηλεκτρικός εφιάλτης. Μέσα στο ξασπρισμένο φως της
384
RICHARD BACH MAN
σελήνης, το Μιτ Βάγκον φαίνεται τυλιγμένο σε μαύρο μετάξι. Ο Απρόσωπος κάθεται στο τιμόνι, η κόμισσα Λίλι στο θάλαμο πλοήγησης, με τα σέξι μάτια της να αστράφτουν στο κάτασπρο, βρικολακιασμένο πρόσωπο της. Από πάνω τους, στον πυργίσκο, είναι ο Τζεμπ Μέρντοκ. Έ χ ε ι την καλύτερη θέση, γιατί είναι ο πιο κακός απ' όλους. Κι έτσι αρχίζει η τελευταία επίθεση των Πάουερ Βάγκον, με τρία βαν να μπαίνουν στον Ενεργειακό Διάδρομο από τα βόρεια και άλλα τρία από τα νότια. Πυροβολισμοί από δίκαννα, αφύσικα εκκωφαντικοί, τραντάζουν τον αέρα. Τα βλήματα που εκτοξεύονται από τις κάννες αυτών των όπλων σφυρίζουν στον αέρα. Το ξενοδοχείο Κάτλμεν (στη θέση του σπιτιού των Σόντερσον) γκρεμίζεται από τα θεμέλια. Πρώτα σωριάζεται η αριστερή πλευρά, τινάζοντας σανίδια στον αέρα, και μετά ακολουθούν οι υπόλοιπες. Το σπίτι στα βόρεια του ξενοδοχείου - έ ν α απαίσιο κατασκεύασμα στο οποίο ο Μπραντ Τζόζεφσον δε θα αναγνώριζε ποτέ το σπίτι του- φαίνεται να τινάζεται στον αέρα προς όλες τις κατευθύνσεις, εκτοξεύοντας παντού κομμάτια ξύλο και χώματα. Από την άλλη μεριά του δρόμου, η ψευδοπρόσοψη του Καταστήματος Νεωτερισμών Γουόρελ (κάποτε ήταν το σπίτι του Τομ Μπίλινγκσλι· τώρα τα πτώματα των Σόντερσον βρίσκονται σε ένα διάδρομο από μεγάλα σακιά με εμπορεύματα) διαλύεται όταν δέχεται μια σειρά ριπών από το Τζάστις Βάγκον. Κάθε έκρηξη είναι δυνατή σαν να σκάει όλμος. Οδηγεί ο συνταγματάρχης Χένρι. Από την καταπακτή της οροφής πυροβολεί ο Τσακ Κόνορς. Δίπλα του είναι ο γιος του, που χαμογελάει από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Καλό σημάδι, μπαμπά!» φωνάζει, καθώς οι σανίδες της ψευδοπρόσοψης αρπάζουν φωτιά. Γρήγορα θα καεί όλο το κτίριο. «Ευχαριστώ, γιε μου», λέει ο Λούκας Μακέιν και γυρίζει την καραμπίνα του προς το Κινέζικο Πλυντήριο Λούσαν. Το Πλυντήριο -κάποτε ήταν το σπίτι του Πίτερ και της Μαίρης Τζάκσον- έχει δεχτεί ήδη πολλά πυρά
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 385
από το Ροΰτι Τουτ, αυτό όμως δε σταματάει τον Μακέιν. Αρχίζει να ρίχνει και ο γιος του με ένα πιστόλι. Είναι μικρό, αλλά κάθε πυροβολισμός του ακούγεται σαν έκρηξη μπαζούκα. Στο τέλος της επιδρομής, ο κεντρικός δρόμος έχει σκεπαστεί από τον καπνό του μπαρουτιού. Αρκετά από τα σπίτια της δυτικής πλευράς - η ισπανική χασιέντα όπου έμεναν κάποτε οι Γκέλερ, η ξύλινη καλύβα όπου έμεναν οι Ριντ, το πρώην σπίτι του Μπραντ και της Μπελίνταέχουν καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Το ξενοδοχείο Κάτλμεν υπάρχει ακόμη -λίγο πολύ- το ίδιο και το Κατάστημα Γυναικείων Ειδών από την ανατολική πλευρά, ενώ το Κατάστημα Νεωτερισμών Γουόρελ θα ακολουθήσει σύντομα την τύχη του Γενικού Καταστήματος Ό ο υ λ Κάουντι (το πρώην σπίτι των Χόμπαρτ) και θα γίνει στάχτες: Μόνο ένα σπίτι από την ανατολική πλευρά του δρόμου είναι ακόμη στην ίδια κατάσταση που ήταν και πριν: το σπίτι των Κάρβερ. Υπάρχουν τρύπες από σφαίρες στους τοίχους και σπασμένα παράθυρα από την προηγούμενη επίθεση, αλλά αυτή η επιδρομή το έχει αφήσει άθικτο. Το Ντριμ Φλόατερ, το Τράκερ Άροου και το Φρίντομ Βαν έχουν φτάσει στη βόρεια άκρη της πρώην οδού Πόπλαρ. Το Ρούτι Τουτ, το Τζάστις Βάγκον και το Μιτ Βάγκον έχουν φτάσει στη νότια. Οι πυροβολισμοί κοπάζουν, μετά σταματούν εντελώς. Οι άνθρωποι στο σπίτι των Κάρβερ ακούν το κροτάλισμα της φωτιάς από την άλλη μεριά του φράχτη - τ ο Κατάστημα Νεωτερισμών, που γι 1 αυτούς είναι ακόμη το σπίτι του Τομ Μπίλινγκσλι- πέρα από αυτό τον ήχο όμως επικρατεί βαθιά ησυχία, που μοιάζει σαν βάλσαμο για τ' αυτιά τους που βουίζουν ακόμη από τη μανία των εκρήξεων. Μέσα στο σπίτι, οι πολιορκημένοι σηκώνουν επιφυλακτικά το κεφάλι τους. «Λέτε να τελείωσε;» ρωτάει ο Στιβ, με τον τόνο κάποιου που δε θέλει να πει ξεκάθαρα ότι δεν ήταν τόσο άσχημα όσο το περίμενε, αλλά που το σκέφτεται. « θ α 'πρεπε να...» αρχίζει να λέει ο Τζόνι.
386
RICHARD BACH MAN
«Το ακούω πάλι!» φωνάζει η Κιμ Γκέλερ από το λίβινγκ ρουμ. Η φωνή της πλησιάζει στα όρια της υστερίας, αλλά οι υπόλοιποι δεν έχουν λόγους να μην την πιστέψουν. Αυτή είναι πιο κοντά στο δρόμο. «Αυτός ο φρικτός βόμβος! Σταματήστε τον!» Ορμάει στην κουζίνα, τα μάτια της είναι γουρλωμένα, τρελά. «Σταματήστε τον!» «Πέσε κάτω, μαμά!» φωνάζει η Σούζι, αλλά η ίδια δεν κουνιέται. Είναι ξαπλωμένη δίπλα στον Ντέιβ Ριντ, που την έχει αγκαλιασμένη από τους ώμους και το χέρι του (εκείνο που δεν μπορεί να δει η παλαβή η μάνα του από εκεί που είναι) της πιάνει το στήθος. Αυτό δεν την πειράζει καθόλου τη Σούζι. Αντίθετα, θα την πείραζε αν το έπαιρνε από εκεί. Ο τρόμος της και το σχεδόν μητρικό ενδιαφέρον της για τον Ντέιβ την έχουν κάνει να ανάψει σεξουαλικά για πρώτη φορά στη ζωή της. Το μόνο που θέλει αυτή τη στιγμή είναι να βρεθεί με τον Ντέιβ σε κάποιο μέρος όπου να μπορούν να γδυθούν χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση. Η Κιμ δε δίνει σημασία στην κόρη της. Πηγαίνει στην Ό ν τ ρ ε ϊ , την αρπάζει από τα μαλλιά και της τραβάει πίσω το κεφάλι. «Κάν' τον να σταματήσει!» φωνάζει στο χλομό της πρόσωπο. «Είναι ανιψιός σον, εσύ τον έφερες εδώ, ΤΩΡΑ ΚΑΝ' ΤΟΝ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ!» Η Μπελίντα Τζόζεφσον αντιδρά αμέσως. Σηκώνεται από εκεί όπου ήταν ξαπλωμένη, στην άλλη άκρη της κουζίνας, πλησιάζει την Κιμ Γκέλερ και της στρίβει το χέρι πίσω από την πλάτη. Ό λ α αυτά γίνονται τόσο γρήγορα, που ο Μπραντ δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα. «Άον!» ουρλιάζει η Κιμ και αφήνει τα μαλλιά της Ό ν τ ρ ε ϊ . «Άον, άσε με! Άσε με, μωρή σκύλα, αραπ...» Η Μπελίντα δεν έχει σκοπό να ανεχτεί άλλες ρατσιστικές βρισιές. Στρίβει ακόμη πιο πολύ το χέρι της Κιμ, κι αυτή, μια αξιοπρεπής κυρία που κάνει δωρεές στους προσκόπους και δε διώχνει ποτέ τις κυρίες του αντικαρκινικού εράνου με άδεια χέρια, στριγκλίζει σαν σειρήνα εργοστασίου στο τέλος της βάρδιας. Μετά η Μπελίντα τη γυρίζει και της δίνει ένα γερό χτύπημα με το γοφό,
Ο Ι ΡΥΘΜΙΣΤΕΊ
387
που στέλνει την Κιμ παραπατώντας στο λίβινγκ ρουμ, όπου χτυπάει σε έναν τοίχο. Γύρω της, πορσελάνινες κούκλες πέφτουν και θρυμματίζονται στο πάτωμα. «Ωραία», λέει η Μπελίντα με ήρεμη φωνή. «Πήγαινε γυρεύοντας. Δεν ανέχομαι τέτοιες...» «Άσ' το αυτό», την κόβει ο Τζόνι. Ο βόμβος είναι πιο δυνατός το3ρα, πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά, με ένα σταθερό κυκλικό ρυθμό, σαν το βουητό ενός τεράστιου μετασχηματιστή. «Πέσε κάτω, Μπι. Πέστε κάτω όλοι. Στιβ, Σύνθια; Σκεπάστε τα παιδιά!» Μετά κοιτάζει σχεδόν απολογητικά την Όντρεϊ. «Μπορείς να τον κάνεις να σταματήσει, Οντ;» Αυτή κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είναι ο Σηθ τώρα, είναι ο Τακ». Πριν κατεβάσει πάλι το κεφάλι της, βλέπει την Κάμι Ριντ να την κοιτάζει και το βλέμμα της την τρομάζει περισσότερο απ' όλες τις φωνές τις Κιμ Γκέλερ. Είναι ένα βλέμμα εντελώς σοβαρό. Καμιά υστερία, μόνο μια σκέτη και ήρεμη φονική διάθεση. Ποιον θέλει να σκοτώσει όμως η Κάμι; Αυτή; Τον Σηθ; Και τους δύο; Η Ό ν τ ρ ε ϊ δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν μπορεί να πει στους άλλους τι έκανε πριν φύγει από το σπίτι, αυτό το τόσο απλό πράγμα που μπορεί να λύσει τα προβλήματά τους -αν πιάσει. Αν το παράθυρο του χρόνου ανοίξει και αν η ίδια κάνει τις σωστές ενέργειες μόλις γίνει αυτό. Δεν μπορεί να τους πει ότι υπάρχει ελπίδα, γιατί, αν ο Τακ είναι σε θέση να διαβάσει τις σκέψεις τους, κάθε ελπίδα θα χαθεί. Οι εκρήξεις γίνονται πιο δυνατές. Στον κεντρικό δρόμο, τα Πάουερ Βάγκον κινούνται πάλι. Το Ντριμ Φλόατερ, το Τράκερ Αροου και το Φρίντομ Βαν είναι πιο κοντά στο σπίτι των Κάρβερ και το φτάνουν πρώτα. Παρκάρουν στη γραμμή, το κόκκινο Τράκερ Άροου με τον Φιδοκυνηγό στο τιμόνι στη μέση, έτσι που κλείνει το δρόμο του κήπου, όπου ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κείτεται νεκρός (και σε πολύ χειρότερη κατάσταση από πριν, ύστερα από όλες αυτές τις εκρήξεις). Τα άλλα τρία -το Ρούτι Τουτ, το
388
RICHARD BACH MAN
Τζάστις Βάγκον και το Μιτ Βάγκον- έρχονται από το νότιο άκρο του δρόμου και παρατάσσονται κι αυτά. Τώρα το σπίτι των Κάρβερ (που έχει μετατραπεί σε ράντσο) είναι εντελώς μπλοκαρισμένο από Πάουερ Βάγκον. Από την καταπακτή του Ντριμ Φλόατερ, η Λόρα Ντεμότ σημαδεύει με το όπλο της το διαλυμένο μπροστινό παράθυρο. Από την καταπακτή του Τράκερ Άροου, ο Χος Καρτράιτ και ένας πολύ νεαρός Κλιντ Τστγουντ -είναι ο Ράουντι Γέιτς από το Ρόχαϊντ- σημαδεύουν επίσης το σπίτι. Ο Τζεμπ Μέρντοκ στέκεται στον πυργίσκο του Μιτ Βάγκον με δύο δίκαννα, ένα σε κάθε χέρι, και τα δύο με τις κάννες πριονισμένες δέκα εκατοστά πάνω από τις σκανδάλες. Έ χ ε ι στηρίξει τα κοντάκια τους πάνω στη λεκάνη του και χαμογελάει πλατιά. Το πρόσωπο του είναι το πρόσωπο του Ρόρι Καλχούν στα νιάτα του. Καταπακτές ανοίγουν στις οροφές των Πάουερ Βάγκον. Καουμπόηδες και εξωγήινοι εμφανίζονται από μέσα. «Να πάρει, μπαμπά, σαν να χτυπάμε γαλοπούλες είναι!» φωνάζει ο Μαρκ Μακέιν και μετά γελάει στριγκά. «Ροντ-ροντ-ρουτ!» «ΣΚΑΣΕ, ΡΟΥΤΙ!» φωνάζουν όλοι μαζί και γελούν. Με τον ήχο από αυτά τα γέλια, κάτι μέσα στην Κιμ Γκέλερ, κάτι που μέχρι τώρα ήταν απλώς λυγισμένο, τελικά σπάει. Σηκώνεται όρθια μέσα στο λίβινγκ ρουμ και πηγαίνει με αποφασιστικό βήμα στην πόρτα με τη σήτα, έξω από την οποία κείτεται η Ντέμπι Ρος. Τα αθλητικά παπούτσια της τρίζουν καθώς πατάει τα κομμάτια από τις πολύτιμες πορσελάνινες κούκλες της Πάι Κάρβερ. Ο βόμβος των μοτέρ μπροστά στο σπίτι -αυτός ο αλλόκοτος ρυθμικός βόμβος, σαν ηλεκτρική καρδιά-την τρελαίνει. Παρ' όλα αυτά, είναι πιο εύκολο να ασχολείται με το βόμβο, παρά να σκέφτεται ότι αυτή η αράπισσα κόντεψε να της σπάσει το χέρι και μετά την πέταξε στο άλλο δωμάτιο σαν να ήταν κανένας σάκος με άπλυτα. Οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται ότι έχει φύγει παρά μόνο όταν ακούν τη φωνή της, εριστική και στριγκή:
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 389
«Φύγετε αμέσως από εδώ! Σταματήστε και ψΰγετε αυτή τη στιγμή! Έ ρ χ ε τ α ι η αστυνομία!» Με τον ήχο αυτής της φωνής, η Σούζι ξεχνάει πόσο όμορφα νιώθει που της πιάνει το στήθος ο Ντέιβ Ριντ και πώς θα ήθελε να τον βοηθήσει να ξεχάσει το θάνατο του αδερφού του, ανεβαίνοντας μαζί του πάνω και κάνοντας έρωτα μαζί του μέχρι να πέσει ξερός. «Μαμά!» φωνάζει και πάει να σηκωθεί. Ο Ντέιβ την τραβάει πάλι κάτω, μετά την αγκαλιάζει από τη μέση για να την κρατάει πιο σίγουρα. Μόλις έχασε τον αδερφό του, δε θέλει να χάσει κι άλλον τώρα. Έ λ α , έλα, έλα, λοιπόν, σκέφτεται η Όντρεϊ... Αλλά δεν είναι σκέψη, είναι μάλλον προσευχή. Έ χ ε ι κλείσει τα μάτια της τόσο σφιχτά, που βλέπει κόκκινες βούλες μέσα στο σκοτάδι και τα χέρια της είναι σφιγμένα γροθιές, ενώ τα τραχιά υπολείμματα των νυχιών της έχουν χωθεί στις παλάμες της. Εμπρός, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, κάνε τη δουλειά σου, ξεκίνα... «Πάρε μπροστά», ψιθυρίζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι μιλάει δυνατά. Ο Τζόνι, που έχει σηκώσει το κεφάλι του όταν άκουσε τη φωνή της Κιμ, την κοιτάζει. «Πάρε μπροστά, λοιπόν, δεν μπορείς; Για όνομα του Θεού, πάρε μπροστά!» «Τι είναι αυτά που λες;» τη ρωτάει, αλλά αυτή δεν του απαντά. Έ ξ ω , η Κιμ προχωρεί στο δρομάκι του κήπου προς τα Πάουερ Βάγκον, που είναι σταματημένα στο πεζοδρόμιο. Αυτό είναι το μοναδικό σπίτι στην πρώην οδό Πόπλαρ που έχει ακόμη πεζοδρόμιο μπροστά του. «Σας δίνω μια ευκαιρία να φύγετε», λέει και τα μάτια της πηγαίνουν από τον έναν τρελό στον άλλο. Μερικοί φοράνε γελοίες διαστημικές μάσκες και αυτός που είναι στο τιμόνι του βαν, που είναι σαν καντίνα, φοράει ολόσωμη φορεσιά ρομπότ. Μοιάζει με τον R2D2 στον Πόλεμο των Άστρων. Άλλοι μοιάζουν με κομπάρσους από ταινία γουέστερν. Μερικοί μάλιστα της φαίνονται γνωστοί...
390
RICHARD BACH MAN
αλλά δεν είναι ώρα τώρα να σκε'φτεται τέτοια ανόητα πράγματα. «Σας δίνω μια ευκαιρία», επαναλαμβάνει και σταματάει λίγο πριν από το σημείο όπου τελειώνει το τσιμεντένιο δρομάκι του κήπου και αρχίζει το πεζοδρόμιο της οδού Πόπλαρ. «Φύγετε τώρα που μπορείτε. Αλλιώς...» Η συρόμενη πόρτα του Φρίντομ Βαν ανοίγει και βγαίνει έξω ο σερίφης Στρίτερ. Το άστρο στο στήθος του γυαλίζει στο φως της σελήνης. Κοιτάζει τον Τζεμπ Μέρντοκ -πρώην εχθρό και νυν σύμμαχο- που είναι πάντα στον πυργίσκο του Μιτ Βάγκον. «Λοιπόν, Στρίτερ;» λέει ο Μέρντοκ. «Τι λες;» «Λέω να την καθαρίσεις τη σκύλα», απαντάει χαμογελώντας ο Στρίτερ και τα δύο πριονισμένα δίκαννα του Μέρντοκ πυροβολούν ταυτόχρονα εκτοξεύοντας λευκή φωτιά. Τη μια στιγμή η Κιμ Γκέλερ στέκεται στο δρομάκι, Γην επόμενη έχει χαθεί. Ή , μάλλον, όχι, δεν έχει χαθεί εντελώς. Τα αθλητικά της παπούτσια είναι ακόμη εκεί όπου στεκόταν και τα πόδια της είναι ακόμη μέσα τους. Έ ν α κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, κάτι που θα μπορούσε να είναι ένας κουβάς σκούρο λασπόνερο, αλλά δεν είναι, χτυπάει την πρόσοψη του σπιτιού του Κάρβερ. Μετά, ενώ ο ήχος από το δίδυμο πυροβολισμό τραντάζει ακόμη τον αέρα, ο Στρίτερ ουρλιάζει: «Ρίξτε! Ρίξτε, πον να πάρει! Σβηστέ τους από το χάρτη!» «Πέστε κάτω!» φωνάζει πάλι ο Τζόνι, ξέροντας ότι είναι μάταιο. Το σπίτι θα χαθεί σαν παιδικό κάστρο στην άμμο που το χτυπάει παλιρροϊκό κύμα κι αυτοί θα χαθούν μαζί του. Οι ρυθμιστές αρχίζουν να πυροβολούν και ο θόρυβος δε μοιάζει μ' αυτούς που θυμάται ο Τζόνι από το Βιετνάμ. Έτσι, σκέφτεται, πρέπει να ήταν στα χαρακώματα του Υπρ ή στη Δρέσδη τριάντα χρόνια μετά. Ο θόρυβος είναι απίστευτος, ένα συνεχές, ανυπόφορο ΚΑ-ΠΑΟΥ και ΚΑΜΠΑΜ, και παρ' όλο που έχει την αίσθηση ότι κανονικά θα έπρεπε να κουφαθεί μέσα στα πρώτα δευτερόλεπτα (ή ίσως και να σκοτωθεί από τα ντεσιμπέλ και μόνο), ακούει
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 391
ωστόσο και άλλους ήχους, τους ήχους από το σπίτι που διαλύεται γύρω τους: σανίδια σπάνε, παράθυρα θρυμματίζονται, πορσελάνινες κούκλες διαλύονται σαν στόχοι σε σκοπευτήριο. Πολύ αμυδρά ακούει επίσης ανθρώπους να ουρλιάζουν. Τα ρουθούνια του κατακλύζονται από την πικρή μυρωδιά του μπαρουτιού. Κάτι αόρατο αλλά τεράστιο διαπερνάει την κουζίνα πάνω από τα κεφάλια τους ουρλιάζοντας και, ξαφνικά, ένα μεγάλο μέρος από τον πίσω τοίχο της κουζίνας μετατρέπεται σε μπάζα που σκορπίζουν στην πίσω αυλή και επιπλέουν στην επιφάνεια της πισίνας. Ναι, σκέφτεται ο Τζόνι. Αυτό είναι, ήρθε το τέλος. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι. Αλλά τότε κάτι παράξενο αρχίζει να συμβαίνει. Οι πυροβολισμοί δε σταματούν, αλλά ο θόρυβος αρχίζει να μειώνεται, λες και κάποιος κατεβάζει την ένταση του ήχου. Αυτό ισχύει και για τους πυροβολισμούς, αλλά και για τα σφυρίγματα και τα ουρλιαχτά των βλημάτων που περνούν πάνω από τα κεφάλια τους. Και συμβαίνει γρήγορα. Με το που προσέχει την πρώτη μείωση, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα - ή μπορεί και να είναι μόνο π έ ν τ ε - οι ήχοι παύουν εντελώς. Το ίδιο και ο παράξενος βόμβος από τις μηχανές των Πάουερ Βάγκον. Σηκώνουν τα κεφάλια τους και κοιτάζονται. Μέσα στο κελάρι, η Σύνθια βλέπει ότι κι αυτή και ο Στιβ είναι άσπροι σαν φαντάσματα. Σηκώνει το χέρι της και το φυσάει. Έ ν α σύννεφο λευκής σκόνης σηκώνεται από το δέρμα της. «Αλεύρι», λέει. Ο Στιβ περνάει τα δάχτυλα μέσ' από τα μακριά μαλλιά του και της δείχνει το χέρι του που τρέμει. Στην παλάμη του υπάρχουν κάμποσα μαύρα γυαλιστερά πράγματα. «Το αλεύρι δεν είναι τίποτα», λέει. «Εμένα μου 'πεσαν οι ελιές». Η Σύνθια νιώθει τη διάθεση να αρχίσει να γελάει, αλλά δεν προλαβαίνει, γιατί εκείνη τη στιγμή συμβαίνει κάτι εκπληκτικό και εντελώς απρόσμενο.
392
RICHARD BACH MAN
Στο Χ ώ ρ ο του Σπθ / Στο Χ ρ ό ν ο του Σ η θ
Από όλους ιους διαδρόμους που έχει σκάψει για δική τον χρήση, στη διάρκεια της κνριαρχίας του Τακ -Τακ ο Κλέφτης, Τακ ο Ανελέητος, Τακ ο Τύραννοςαντός είναι ο πιο μακρύς. Κατά κάποιο τρόπο, έχει φτιάξει το δικό τον ορνχείο, το δικό τον Κροταλία Ένα. Η σήραγγα κατεβαίνει βαθιά μέσα σε ένα μαύρο χώμα, ένα χώμα που μάλλον πρέπει να είναι ο ίδιος ο εαυτός τον, μετά ανεβαίνει πάλι προς την επιφάνεια, σαν ελπίδα. Στο τέλος τον νπάρχει μια πόρτα με σιδερένια κάγκελα. Δεν προσπαθεί να την ανοίξει, αλλά όχι από φόβο ότι θα τη βρει κλειδωμένη. Το αντίθετο. Αυτή την πόρτα δεν πρέπει να την αγγίξει παρά μόνο όταν θα είναι εντελώς έτοιμος. Όταν την περάσει, όε θα υπάρχει επιστροφή. Προσεύχεται να οδηγεί εκεί που νομίζει. Το φως που μπαίνει ανάμεσα από τα κάγκελα φωτίζει το μέρος όπου βρίσκεται. Πάνω στους παράξενους, σαρκώδεις τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες. Μία δείχνει την οικογένειά του, με τον ίδιο να κάθεται ανάμεσα στον αδερφό και την αδερφή του, μία άλλη τον δείχνει να στέκεται ανάμεσα στη θεία Όντρεϊ και το θείο Χερμπ στον κήπο του σπιτιού τους. Χαμογελούν και οι δύο. Ο Σηθ, όπως πάντα, είναι σοβαρός, απόμακρος, σαν να μη βρίσκεται ολοκληρωτικά εκεί. Υπάρχει επίσης μια φωτογραφία τον Άλεν Σάιμς να στέκεται δίπλα στις πελώριες ερπύστριες τον Μο. Ο Σάιμς φοράει την κάσκα τον και χαμογελάει. Στην πραγματικότητα δεν νπάρχει τέτοια φωτογραφία, αλλά αντό δεν έχει σημασία. Εδώ είναι ο χώρος τον Σηθ, ο χρόνος τον Σηθ, ο νους του Σηθ, και τον διακοσμεί όπως θέλει. Πριν από λίγο καιρό εδώ θα υπήρχαν φωτογραφίες από τους Μότοκαπς και από τους Ρυθμιστές, όχι μόνο εδώ αλλά και σε όλη τη σήραγγα. Τώρα πια όχι, όμως. Έχουν χάσει τη γοητεία τους γι' αυτόν.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 393
Τα ξεπέρασα, σκέφτεται, κ/ αυτ?; ε/να/ η αλήθεια. Έστω κι αν είναι αυτιστικός, έστω κι αν είναι μόλις οχτώ χρονών, Γα βαρέθηκε πια τα γουέστερν με τα πιστολίδια και τα καρτούν της τηλεόρασης. Ξαφνικά καταλαβαίνει ότι αυτή είναι η ουσιαστική αλήθεια, μια αλήθεια πον ο Τακ δε θα καταλάβαινε ποτέ: ότι τα ξεπέρασε πια όλα αυτά. Έχει την κούκλα της Κάσι Στάιλς στην τσέπη του (όταν χρειάζεται τσέπη, απλώς τη φαντάζεται· είναι βολικό) γιατί την αγαπάει ακόμη λίγο, πέρα απ' αυτό όμ^-ς τίποτε άλλο. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα μπορέσει να ξεφύγει απ' αυτές τις γλυκές φαντασιώσεις, που μπορεί να ήταν δηλητηριασμένες από την αρχή. Και έχει έρθει η ώρα για να το διαπιστώσει αντό. Δίπλα στη φωτογραφία τον Άλεν Σάιμς, ένα μικρό ράφι προεξέχει από τον τοίχο. Ο Σηθ έχει δει τα ράφια στο χολ των Κάρβερ κχ τον άρεσαν, το καθένα με τη δική τον πορσελάνινη κούκλα πάνω, και αντό το ράφι μοιάζει μ' εκείνα. Με το φως πον μπαίνει ανάμεσα από τα κάγκελα, βλέπει τι υπάρχει πάνω τον: όχι κάποια πορσελάνινη κούκλα αλλά ένα παιχνίδι, ένα κόκκινο παιδικό τηλέφωνο. Το σηκώνει και σχηματίζει τον αριθμό δύο-τέσσεραοχτώ στο περιστροφικό καντράν. Είναι ο αριθμός τον σπιτιού των Κάρβερ. Το ακουστικό τον τηλεφώνου βγάζει το χαρακτηριστικό βόμβο κλήσης... Ξανά... Ξανά... Χτυπάει όμως και στην άλλη άκρη της γραμμής; Το ακούει εκείνη; Το ακούει κανείς; «Έλα, λοιπόν», ψιθυρίζει. Το μναλό του λειτουργεί } πεντακάθαρα. Μέσα σ αυτόν το βαθύ εσωτερικό τον χώρο δεν είναι αντιστικός... Αντίθετα, μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια ιδιοφνΐα. Μια τρομαγμένη ιδιοφυΐα αντή τη στιγμή. «Έλα... Σε παρακαλώ, θεία Όντρεϊ, άκουσε το, σε παρακαλώ... σήκωσε το...» Γιατί δεν έχει μείνει πολύς χρόνος.
394
RICHARD B A C H MAN
Κ ε ν τ ρ ι κ ό ς Δ ρ ό μ ο ς , Ν τ ε σ π ε ρ έ ι σ ο ν / Στο Χ ρ ό ν ο των Ρυθμιστών
Το τηλέφωνο σιο λίβινγκ ρουμ των Κάρβερ αρχίζει να χτυπάει, και θα 'λεγε κανείς ότϊ είναι κάποιο σήμα που χτυπάει τα βαθύτερα και λεπτότερα νευρικά κέντρα του Τζόνι Μάρινβιλ. Ξαφνικά, η μοναδική του ικανότητα να βλέπει τα πράγματα στην πιο μ: ·;ρή τους λεπτομέρεια καταρρέει, για πρώτη φορά στη ζωή του. Η αντίληψή του κλονίζεται σαν τα σχήματα σε καλειδοσκόπιο όταν περιστρέφεται ο σωλήνας και μετά διαλύεται σε πρίσματα και λαμπερά θραύσματα. Αν έτσι βλέπει και βιώνει ο υπόλοιπος κόσμος σε καταστάσεις στρες, σκέφτεται, δεν είναι π α ρ ά ξ ε ν ο που οι άνθρωποι κάνουν τόσες λανθασμένες επιλογές όταν είναι στριμωγμένοι. Δεν του αρέσει να αντιλαμβάνεται τα πράγματα μ' αυτό τον τρόπο. Είναι σαν να έχεις ψηλό πυρετό και να βλέπεις έξι άτομα μπροστά στο κρεβάτι σου, ενώ ξέρεις ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο τέσσερα. Ποιοι είναι πραγματικοί και ποιοι όχι; Η Σούζι Γκέλερ κλαίει και φωνάζει τη μητέρα της. Τα δύο παιδιά είναι ξύπνια, φυσικά. Φαίνεται ότι η Έ λ ε ν έχει χάσει πια την ικανότητά της να υπομένει στωικά όσα συμβαίνουν και έχει πάθει κρίση. Ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη και χτυπάει με τις γροθιές της την πλάτη του Στιβ, που προσπαθεί να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει. Και ο Ραλφ θέλει να ξεσπάσει στην αδερφή του όπως παλιά. «Σταμάτα να αγκαλιάζεις τη Μαδημένη Μαργαρίτα!» φωνάζει στον Στιβ, ενώ η Σύνθια προσπαθεί να τον συγκρατήσει. «Σταμάτα να την αγκαλιάζεις! Έ π ρ ε π ε να μου είχε δώσει όλη τη σοκολάτα! Αν μου την έδινε ΟΛΗΗΗΗ δε θα γίνονταν όλα αυτά!» Ο Μπραντ κάνει να πάει στο λίβινγκ ρουμ - γ ι α να σηκώσει το τηλέφωνο ίσως- αλλά τον πιάνει η Ό ν τ ρ ε ϊ και τον σταματάει. «Όχι», λέει και μετά προσθέτει με μια σουρεαλιστική ευγένεια: «Είναι
ΟΙ Ρ Υ Θ Μ Ι ς Τ Ε ς
^ 395
για μένα». Και η Σούζι έχει σηκωθεί όρθια τώρα, τρέχει στο διάδρομο προς την εξώπορτα για να δει τι έγινε η μητέρα της (πολύ κακή ιδέα, κατά την ταπεινή γνώμη του Τζόνι). Ο Ντέιβ Ριντ προσπαθεί να την κρατήσει πάλι, αλλά αυτή τη φορά δεν τα καταφέρνει, έτσι την ακολουθεί φωνάζοντας το όνομά της. Ο Τζόνι περιμένει ότι η μητέρα του θα τον σταματήσει, αλλά η Κάμι δε μιλά, ενώ από το πίσω μέρος του σπιτιού κογιότ που δε μοιάζουν με κογιότ σηκώνουν τις στραβές τους μουσούδες και ουρλιάζουν στο φεγγάρι. Ό λ α αυτά ταυτόχρονα, σαν να βλέπεις σκόρπια πράγματα να στροβιλίζονται πιασμένα σε κυκλώνα. Ο Τζόνι έχει σηκωθεί όρθιος χωρίς καν να το καταλάβει, ακολουθεί τον Μπραντ και την Μπελίντα στο λίβινγκ ρουμ, που φαίνεται σαν να το τσαλαπάτησε γίγαντας. Τα παιδιά ουρλιάζουν ακόμη από το κελάρι και η Σούζι ουρλιάζει από την είσοδο του σπιτιού. Καλώς ήρθατε στον υπέροχο κόσμο της στερεοφωνικής υστερίας, σκέφτεται ο Τζόνι. Στο μεταξύ η Ό ν τ ρ ε ϊ ψάχνει για το τηλέφωνο, που δεν είναι πια στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ. Ούτε και το τραπεζάκι είναι πια δίπλα στον καναπέ. Είναι σε μια γωνία, σπασμένο στα δύο. Το τηλέφωνο είναι δίπλα του, μέσα σε ένα σωρό σπασμένα γυαλιά. Το ακουστικό έχει φύγει από τη θέση του και βρίσκεται μακριά από τη συσκευή, όσο του επιτρέπει το τεντωμένο καλώδιο, αλλά παρ' όλα αυτά χτυπάει. «Πρόσεχε τα γυαλιά, Οντ», λέει ο Τζόνι, καθώς εκείνη πάει να απαντήσει. Ο Τομ Μπίλινγκσλι πηγαίνει στην τρύπα, στο δυτικό τοίχο, όπου ήταν το μεγάλο παράθυρο του σπιτιού, δρασκελίζοντας τα απομεινάρια της τηλεόρασης που καπνίζουν ακόμη. «Τα βαν έφυγαν», λέει. Μια παύση, μετά προσθέτει: «Και η οδός Πόπλαρ δεν υπάρχει πια. Μοιάζει σαν πόλη του Φαρ Ουέστ εκεί έξω». Η Ό ν τ ρ ε ϊ σηκώνει το τηλέφωνο. Πίσω τους, ο Ραλφ Κάρβερ στριγκλίζει: «Σε μισώ, Μαδημένη Μαργαρίτα!
396
RICHARD BACH MAN
Κάνε να γυρίσουν πίσω η μαμά κι ο μπαμπάς, αλλιώς θα σε μισώ για πάντα! Σε μισώ, σε μισώ!» Κοιτάζοντας πέρα από την Ό ν τ ρ ε ϊ , ο Τζόνι βλέπει τη Σοΰζι να σταματάει σιγά σιγά τις προσπάθειες να ξεφύγει από τον Ντέιβ Ριντ. Αυτός την αγκαλιάζει με μια υπομονή που, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, ο Τζόνι δεν μπορεί παρά να τη θαυμάσει. «Εμπρός;» λέει η Όντρεϊ. Ακούει, με το χλομό της πρόσωπο σφιγμένο και σοβαρό. «Ναι», λέει. «Ναι, εντάξει. Αμέσως. Θα...» Ακούει πάλι κι αυτή τη φορά γυρίζει και κοιτάζει τον Τζόνι Μάρινβιλ. «Ναι, εντάξει, μόνο αυτόν. Σηθ... Σ' αγαπώ». Δε βάζει το ακουστικό στην υποδοχή της συσκευής, απλώς το αφήνει να πέσει κάτω. Και γιατί όχι; Ο Τζόνι ακολουθεί με το βλέμμα του το καλώδιο και βλέπει ότι η έκρηξη που διέλυσε το τραπεζάκι και πέταξε τη συσκευή στη γωνία έκοψε επίσης και το καλώδιο. «Έλα», του λέει η Όντρεϊ. «Θα πάμε απέναντι, στο σπίτι μου. Μόνο οι δυο μας. Ό λ ο ι οι άλλοι θα μείνουν εδώ». «Μα...» αρχίζει να λέει ο Μπραντ. « Ό χ ι αντιρρήσεις, δεν υπάρχει χρόνος», τον κόβει αυτή. «Πρέπει να πάμε αμέσως τώρα. Τζόνι, είσαι έτοιμος;» «Να πάρω το πιστόλι που έφεραν από δίπλα; Είναι στην κουζίνα». «Τα πιστόλια είναι άχρηστα. Πάμε». Του απλώνει το χέρι. Το πρόσωπο της είναι αποφασισμένο, σίγουρο... εκτός από τα μάτια της. Αυτά είναι τρομοκρατημένα, τον ικετεύουν να μην την αφήσει να το κάνει μόνη της αυτό, ό,τι κι αν είναι. Ο Τζόνι πιάνει το απλωμένο χέρι της, ακούγοντας τα πόδια του να πατάνε σπασμένα γυαλιά και σοβάδες. Το δέρμα της είναι κρύο και με την αφή νιώθει τις κλειδώσεις του χεριού της λιγάκι πρησμένες. Μ' αυτό το χέρι την έβαζε να χτυπάει το πρόσωπο της το τέρας, σκέφτεται.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 397
Βγαίνουν από το λίβινγκ ρουμ και περνούν δίπλα από τον Ντέιβ Ριντ και τη Σούζι Γκέλερ, που έχουν αγκαλιαστεί και στέκονται έτσι χωρίς να μιλούν. Ο Τζόνι ανοίγει την πόρτα με τη σήτα και αφήνει την Ό ν τ ρ ε ϊ να βγει πρώτη, περνώντας πάνω από το πτώμα της Ντέμπι Ρος. Το μπροστινό μέρος του σπιτιού, η βεράντα και η πλάτη της νεκρής κοπέλας είναι αλειμμένα με τα υπολείμματα της Κιμ Γκέλερ - ί ν ε ς και μεμβράνες και υγρά που φαίνονται μαύρα στο φως της σελήνης- αλλά κανείς τους δε λέει τίποτα. Μπροστά τους, πέρα από τον κήπο και το πεζοδρόμιο, όπου δεν υπάρχουν πια τα Πάουερ Βάγκον, φαίνεται ένας πλατύς χωματόδρομος με βαθιές αυλακιές από τροχούς. Μια αύρα αγγίζει το μάγουλο του Τζόνι - φ έ ρ ν ε ι μια μυρωδιά α π ό κ α π ν ό - και ένας ξεριζωμένος ξερός θάμνος περνάει μπροστά τους παρασυρμένος από τον αέρα και αναπηδώντας σαν πάνω σε κρυφό ελατήριο. Η εικόνα θυμίζει στον Τζόνι καρτούν του Μαξ Φλέισερ, αλλά αυτό δεν τον εκπλήσσει. Αυτό συμβαίνει ουσιαστικά: βρίσκονται μέσα σε ένα καρτούν. Δώσε μου πού να σταθώ και θα κινήσω τη Γη, είχε πει ο Αρχιμήδης. Το τέρας στο απέναντι σπίτι σίγουρα θα συμφωνούσε. Φυσικά, αυτό ήθελε να κινήσει μόνο ένα τετράγωνο της οδού Πόπλαρ και, χρησιμοποιώντας σαν μοχλό τις φαντασιώσεις του Σηθ Γκάριν, τα κατάφερε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ό,τι κι αν τους περιμένει απέναντι, ο Τζόνι αισθάνεται κάποια ανακούφιση μόνο και μόνο που βρέθηκε έξω από το σπίτι και τις υστερικές φωνές. Η βεράντα του σπιτιού των Γουάιλερ είναι όπως τη θυμάται, αλλά τίποτα παραπέρα. Το υπόλοιπο σπίτι είναι τώρα ένα μακρόστενο χαμηλό κτίσμα από κορμούς δέντρων. Μπροστά υπάρχουν ξύλα από αυτά που δένουν τα άλογα. Από την πέτρινη καμινάδα υψώνεται καπνός, παρ' όλο που η νύχτα είναι ζεστή. «Μοιάζει με σπίτι ράντσου», λέει ο Τζόνι. «Είναι το σπίτι της Ποντερόζα».
398
RICHARD BACH MAN
«Γιατί έψυγαν οι ρυθμιστές και τα βαν, Όντρεϊ; Τι συνέβη;» «Ο Τακ μοιάζει κάπως με τους κακούς στα παραμύθια του Γκριμ», λέει αυτή, οδηγώντας τον στο δρόμο. Τα παπούτσια τους σηκώνουν σκόνη σε κάθε βήμα. « Έ χ ε ι ένα αδύνατο σημείο, κάτι που δε θα το υποψιαζόταν κανείς αν δεν είχε ζήσει πολύ καιρό μαζί του όπως εγώ. Δεν αντέχει να είναι μέσα στον Σηθ, όταν ο Σηθ πηγαίνει στην τουαλέτα, ξέρεις, όταν έχει κένωση. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται σε κάποια δική του αλλόκοτη αισθητική ή σε ψυχολογική φοβία ή ίσως και σε κάποιο βασικό χαρακτηριστικό της συγκρότησής του - ό π ω ς , ας πούμε, εμείς δεν μπορούμε να μην κλείσουμε τα μάτια μας όταν κάποιος πάει να μας χτυπήσει- και σε τελική ανάλυση δε με νοιάζει». «Πόσο σίγουρη είσαι γι' αυτό;» ρωτάει ο Τζόνι. Έ χ ο υ ν φτάσει στην άλλη πλευρά του δρόμου τώρα. Ο Τζόνι κοιτάζει και από τις δύο μεριές, αλλά δε βλέπει βαν. Μόνο μια βραχώδη έρημο δεξιά και ένα κενό -κάτι σαν μη δημιουργία- αριστερά. «Πολύ σίγουρη», απαντάει βλοσυρή η Όντρεϊ. Το τσιμεντένιο μονοπάτι που οδηγεί στην είσοδο του σπιτιού είναι στρωμένο τώρα με πέτρες. Στη μέση του περίπου, ο Τζόνι βλέπει ένα μικρό μεταλλικό τροχό -έχει σπάσει από το σπιρούνι κάποιου καουμπόι. «Μου το είπε ο Σηθ* τον ακούω να μου μιλάει μέσα στο νου μου μερικές φορές». «Τηλεπάθεια». «Μάλλον. Και όταν ο Σηθ μιλάει σ' αυτό το επίπεδο δεν έχει κανένα απολύτως νοητικό πρόβλημα. Σ' αυτό το επίπεδο είναι τόσο έξυπνος που σε πιάνει δέος». «Είσαι όμως απόλυτα σίγουρη ότι αυτός που σου μιλούσε ήταν ο Σηθ; Και, ακόμη κι αν ήταν, είσαι σίγουρη ότι ο Τακ τον άφησε να σου πει την αλήθεια;» Η Ό ν τ ρ ε ϊ σταματάει λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι. Του κρατάει ακόμη το ένα χέρι. Τώρα του πιάνει και το άλλο και τον γυρίζει προς το μέρος της.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 399
«Άκου, γιατί δεν προλαβαίνουμε. Θα σου το πω μόνο μια φορά και δεν υπάρχει χρόνος για να κάνεις ερωτήσεις. Μερικε'ς φορές, όταν μου μιλάει ο Σηθ, αφήνει τον Τακ να ακούει... επειδή, νομίζω, έτσι ο Τακ πιστεύει πως ακούει όλες τις νοητικές μας συζητήσεις. Δεν τις ακούει, όμως». Βλέπει ότι-κάτι ετοιμάζεται να πει και του σφίγγει τα χέρια για να τον σταματήσει. «Και ξέρω ότι ο Τακ βγαίνει από μέσα του όταν πηγαίνει στην τουαλέτα. Δε χώνεται απλώς κάπου βαθύτερα, βγαίνει έξω. Το έχω δει να συμβαίνει. Βγαίνει από τα μάτια του». «Από τα μάτια του», ψιθυρίζει ο Τζόνι με φρίκη και δέος μαζί. «Σου το λέω για να το καταλάβεις, αν τον δεις», λέει η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Είναι κάτι κόκκινες κουκκίδες που χορεύουν σαν σπίθες πάνω από φωτιά. Εντάξει;» «Χριστέ μου!» μουρμουρίζει ο Τζόνι. Μετά: «Εντάξει». «Του Σηθ του αρέσει πολύ το σοκολατούχο γάλα», λέει η Ό ν τ ρ ε ϊ , τραβώντας τον πάλι προς το σπίτι. «Και του Τακ αρέσει ό,τι αρέσει στον Σηθ...» « Έ ρ ι ξ ε ς καθαρτικό στο γάλα, ε;» λέει ο Τζόνι. «Του έριξες καθαρτικό στο γάλα». Έ χ ε ι τη διάθεση να μιμηθεί τα κογιότ, να ουρλιάξει κι αυτός προς το φεγγάρι. Να ουρλιάξει από γέλια. Οι σουρεαλιστικές πτυχές της ζωής δεν εξαντλούνται ποτέ. Η μοναδική τους πιθανότητα να σωθούν στηρίζεται σε μια φάρσα σαν αυτή που κάνουν τα παιδιά μεταξύ τους στις κατασκηνώσεις. «Ο Σηθ μου είπε να το κάνω και το έκανα», λέει η Όντρεϊ. «Πάμε τώρα, όσο είναι ακόμη στην τουαλέτα εξαιτίας του καθαρτικού. Ό σ ο έχουμε ακόμη χρόνο. Πρέπει να τον αρπάξουμε και να το βάλουμε στα πόδια. Να τον απομακρύνουμε από την ακτίνα δράσης του Τακ πριν προλάβει να ξαναμπεί μέσα του. Μπορούμε να το κάνουμε, η ακτίνα του είναι μικρή. Θα κατηφορίσουμε το λόφο. Θα τον κουβαλάς εσύ. KaL βάζω στοίχημα πως, μέχρι να φτάσουμε εκεί που ήταν το Στοπ-24, θα δούμε να συμβαίνει μια τεράστια αλλαγή στο περιβάλλον. Θυμήσου μόνο- το κλειδί είναι να κάνουμε γρήγο-
400
RICHARD BACH MAN
ρα. Α π ό τη στιγμή που θα αρχίσουμε, τέρμα οι δισταγμοί και οι καθυστερήσεις». Πάει ν' ανοίξει την πόρτα, αλλά ο Τζόνι τη σταματά. Η Ό ν τ ρ ε ϊ τον κοιτάζει με ένα μείγμα φόβου και αλαφιασμένου θυμού. «Άκουσες τι σου είπα; Π ρ έ π ε ι να μπούμε αμέσως». «Ναι, σε άκουσα, αλλά υπάρχει μια ερώτηση που π ρ έ π ε ι να μου την απαντήσεις, Οντ». Α π ό το σπίτι των Κάρβερ, οι άλλοι τους παρακολουθούν ανήσυχοι. Η Μπελίντα Τζόζεφσον απομακρύνεται από την ομήγυρη και ξαναγυρίζει στην κουζίνα για να δει πώς τα πάνε ο Στιβ και η Σύνθια με τα παιδιά. Μάλλον εντάξει, απ' ό,τι φαίνεται. Η Έ λ ε ν σιγοκλαίει, αλλά η υστερική κρίση τής έχει π ε ρ ά σ ε ι και ο Ραλφ έχει εκτονωθεί κι αυτός. Η Μπελίντα ρίχνει μια ματιά στην ά δ ε ι α κουζίνα, όπου τώρα λείπει ο πίσω κήπος, και μετά γυρίζει για να βγει πάλι μπροστά με τους άλλους. Κάνει ένα βήμα μόνο και μετά σταματάει. Μια κατακόρυφη γραμμή εμφανίζεται στο μέτωπο της. Έ ξ ω από το σπίτι υ π ά ρ χ ε ι φ ε γ γ α ρ ό φ ω τ ο και βλέπει τους άλλους μέσ' από τη σήτα... Ε ί ν α ι γείτονές της, τους γνωρίζει τόσο καιρό, δεν της είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσει. Τον Μ π ρ α ν τ τον α ν α γ ν ω ρ ί ζ ε ι αμέσως. Τον Ντέιβ και τη Σούζι τους α ν α γ ν ω ρ ί ζ ε ι επίσης επειδή είναι ακόμη αγκαλιασμένοι. Τον Μπίλινγκσλι επειδή είναι τόσο αδύνατος. Την Κάμι όμως δεν τη βλέπει π ο υ θ ε ν ά . Και δεν τη βλέπει, επειδή η Κάμι δεν είναι εκεί με τους άλλους. Δεν είναι ούτε στην κουζίνα. Μήπως ανέβηκε πάνω ή μήπως βγήκε στο πίσω μέρος α π ό την τρύπα στον τοίχο της κουζίνας; Μπορεί. Και μπορεί επίσης... «Ε, εσείς οι δύο!» φ ω ν ά ζ ε ι προς το κελάρι. Ξαφνικά έχει αρχίσει να φοβάται. «Τι;» ρωτάει ο Στιβ, κάπως εκνευρισμένος. Μόλις έχουν καταφέρει να ηρεμήσουν τα παιδιά* αν κάνει τίποτε αυτή η γυναίκα και τα ξεσηκώσει πάλι, θα της κοπανήσει στο κεφάλι το πρώτο τηγάνι που θα βρει μπροστά του.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 401
«Η Κάμι Ριντ λείπει», λέει η Μπι. «Και πήρε το τουφέκι μαζί της. Ή τ α ν άδειο; Έ λ α , σε παρακαλώ, πες μου ότι ήταν άδειο». «Δε νομίζω», λέει απρόθυμα ο Στιβ. «Να πάρει και να σηκώσει», λέει η Μπελίντα. Η Σύνθια την κοιτάζει πάνω από τους ώμους του Ραλφ και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. « Έ χ ο υ μ ε πρόβλημα;» ρωτάει. «Μπορεί», απαντά η Μπι. Στο Χ ώ ρ ο του Τ α κ / Στο Χ ρ ό ν ο του Τ α κ
Στο γραφείο οπου έχει περάσει τόσες ευτυχισμένες
ώρες -απολαμβάνοντας τις φαντασιώσεις του Σηθ Γκάριν- ο Τακ περιμένει και ακούει. Στην οθόνη της τηλεόρασης, ασπρόμαυροι καουμπόηδες διασχίζουν μια έρημο. Δεν ακούγεται ήχος από την τηλεόραση. Τώρα που ο Τακ βρίσκεται έξω από το σώμα του Σηθ, έχει κλείσει την ένταση με το καλύτερο τηλεχειριστήριο που υπάρχει: το νου του. Στο μπάνιο δίπλα από την κουζίνα, ακούει το παιδί να βγάζει εκείνα τα γρυλίσματα που ο Τακ έχει συνδέσει με τις απεκκριτικές λειτουργίες. Για τον Τακ, ακόμη και οι ήχοι είναι αηδιαστικοί, ενώ η ίδια η πράξη, με τα σφιξίματα κι εκείνη την αίσθηση του γλιστρήματος και της εξόδου, είναι φρικτή. Ακόμη και ο εμετός είναι καλύτερος -τουλάχιστον είναι γρήγορος, ό,τι είναι να βγει βγαίνει μεμιάς και τελειώνει. Τώρα ξέρει τι του έκανε η γυναίκα: έριξε στο γάλα κάτι που προκάλεσε όχι μία αλλά πολλές απανωτές κενώσεις. Τι ποσότητα έριξε; Πρέπει να ήταν τεράστια, αν κρίνει από τον τρόπο που ένιωθε ο Σηθ λίγο πριν βγει από το σώμα του. Και τώρα καταλαβαίνει την παγίδα. Ο Τακ -ο Τακ ο Ανελέητος, ο Τακ ο Τύραννοςτρεμοσβήνει σε μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου, ψηλά, κάτω από το ταβάνι, σαν μια μικρή συστάδα από άυλα κόκκινα στίγματα που πάλλονται και περιστρέφονται το
402
RICHARD BACH MAN
ένα γύρω από το άλλο. Δεν ακούει την Όντρεϊ και τον Μάρινβιλ, παρ} όλο που ο ήχος της τηλεόρασης είναι κλειστός, ξέρει όμως ότι είναι εκεί, έξω από την εξώπορτα. Όταν σταματήσουν επιτέλους να μιλούν και μπουν μέσα, θα τους σκοτα>σει. Πρώτα τον άντρα, για να αναπληρώσει την ενέργεια που έχει χάσει (όταν βρίσκεται έξω από το σώμα του παιδιού, η ενέργειά του εξαντλείται γοργά), και μετά τη θεία τον Σηθ γι' αυτό που έκανε. Θα ρουφήξει και τη δική της ενέργεια και τελικά η Όντρεϊ θα πεθάνει αργά αργά από το ίδιο της το χέρι. Η τιμωρία του παιδιού που προσπάθησε να του εναντιωθεί θα είναι να παρακολουθήσει το θάνατο της θείας του. Ωστόσο, ο Τακ σέβεται τον Σηθ. Ο μικρός ήταν ένας άξιος αντίπαλος. (Και είναι φυσικό αυτό, αφού είχε την ικανότητα να χωρέσει μέσα τον ένα πλάσμα σαν τον Τακ). Από την ώρα που ήρθε ο αλκοολικός χτες, ο Τακ και το παιδί παίζουν μια παρτίδα πόκερ για γερά νεύρα, σαν τη Αόρα και τον Τζεμπ Μέρντοκ στους Ρυθμιστές. Τώρα η παρτίδα κοντεύει να τελειώσει. Όλα τα χαρτιά είναι ανοιχτά στο τραπέζι, εκτός από τα αρχικά κρυφά φύλλα. Όταν γυριστούν κι αυτά, ο Τακ ξέρει ότι θα νικήσει. Και βέβαια θα νικήσει. Σε τελική ανάλυση, ο αντίπαλος του, όσο έξυπνος κι αν είναι, δεν είναι παρά ένα παιδί\ ένα παιδί πολύ εύπιστο για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα μαζί του. Ο Τακ ήξερε ότι ο Σηθ είχε σκοπό να τον διώξει προσωρινά από το σώμα του και μολονότι η μέθοδος πον χρησιμοποίησε ήταν μια έκπληξη (μια πολύ δνσάρεστη έκπληξη), είναι σημαντικό και ενδεικτικό ότι ο Σηθ αγνοούσε ότι ο Τακ γνώριζε τα σχέδιά τον. Αλλά δεν είναι μόνο αντό· νπάρχει και κάτι άλλο επίσης. Ο Σηθ νομίζει ότι ο Τακ δεν μπορεί να ξαναμπεί στο σώμα του όσο εκτελεί αντή την αηδιαστική πράξη της κένωσης. Αλλά κάνει λάθος. Ο Τακ μπορεί να ξαναμπεί. Θα είναι δνσάρεστο -ή και οδυνηρό ακόμη- αλλά μπορεί να ξαναμπεί. Και πώς ξέρει ότι ο Σηθ δεν έχει δει αυτό το
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 403
τελευταίο του χαρτί, όπως έχει δει μερικά άλλα χαρτιά του Τακ, παρά τις προσπάθειες του να τα κρύψει από το μικρό; Το ξέρει, γιατί ο Σηθ κάλεσε την αγαπημένη του θεία να έρθει στο σπίτι για να τον βοηθήσει να ξεφύγει. Και όταν η αγαπημένη του θεία σταματήσει τους δισταγμούς μπροστά στην εξώπορτα και μπει μέσα, όλα θα τελειώσουν. Τα κόκκινα στίγματα μέσα στις σκιές στροβιλίζονται πιο γρήγορα, ενθουσιασμένα με αυτή την προοπτική. Κ ε ν τ ρ ι κ ό ς Δ ρ ό μ ο ς , Ν τ ε σ π ε ρ έ ι σ ο ν / Στο Χ ρ ό ν ο των Ρυθμιστών
«Με άκουσες Ι Ι σου είπα. Πρέπει να μπούμε μέσα αμέσως τώρα!» Ο Τζόνι κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Κανείς από τους δυο δε βλέπει την Κάμι Ριντ να περνάει απέναντι στο δρόμο, στο ΰψος όπου ήταν κάποτε το σπίτι του Τζόνι Μάρινβιλ και του Μπραντ Τζόζεφσον. Περπατάει σκυφτή και στο χέρι της κρατάει το τουφέκι. «Ναι, σε άκουσα, Οντ, αλλά υπάρχει ένα ερώτημα ακόμη». «Τι;» σχεδόν ουρλιάζει η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Για όνομα του Θεού, τι;» «Μπορεί να μπει σε κάποιον άλλο; Σ' εσένα ή σ' εμένα, για παράδειγμα;» Μια έκφραση που μοιάζει με ανακούφιση φαίνεται στο πρόσωπο της. «Όχι». «Πώς είσαι σίγουρη; Σου το είπε ο Σηθ;» Ο Τζόνι νομίζει για μια στιγμή ότι δε θα του απαντήσει, όχι επειδή βιάζεται να πάει κοντά στο παιδί όσο κρατάει ακόμη η ενέργεια του καθαρτικού, αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Προσπαθεί να διαβάσει την έκφραση στο πρόσωπο της και στην αρχή νομίζει ότι είναι αμηχανία, μετά όμως βλέπει ότι είναι ντροπή.
404
RICHARD BACH MAN
« Ό χ ι , δε μου το είπε ο Σηθ», λέει η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Το ξέρω γιατί προσπάθησε να μπει στον Χερμπ. Για να μπορέσει... ξέρεις... να με "πάρει"». « Ή θ ε λ ε να κάνει έρωτα μαζί σου;» ρωτάει ο Τζόνι. «Έρωτα;» λέει η Ό ν τ ρ ε ϊ . Μόλις που καταφέρνει να ελέγξει τη φωνή της, να μην ουρλιάξει από ανυπομονησία. « Ό χ ι βέβαια. Ο Τακ δεν καταλαβαίνει τον έρωτα, δεν τον ενδιαφέρει ο έρωτας. Ή θ ε λ ε να με γαμήσει, αυτό είναι όλο. Ό τ α ν ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Χερμπ γι' αυτόν το σκοπό, τον σκότωσε». Τώρα τρέχουν δάκρυα στα μάγουλά της. « Ό τ α ν θέλει κάτι, δεν τα παρατάει εύκολα, ξέρεις. Αυτό που έκανε στον Χερμπ... Φαντάσου τι θα πάθαινε ένα από τα μικρά παπούτσια του Ραλφ Κάρβερ αν προσπαθούσες να το φορέσεις εσύ στο πόδι σου. Αν έσπρωχνες μ' όλη σου τη δύναμη ξανά και ξανά για να το φορέσεις, αδιαφορώντας για τον πόνο, αδιαφορώντας για το τι παθαίνει το παπούτσι, επειδή θέλεις σώνει και καλά να το φορέσεις, να περπατήσεις μ' αυτό...» «Εντάξει», λέει ο Τζόνι. Κοιτάζει προς το κάτω μέρος του λόφου, περιμένοντας σχεδόν να δει τα βαν να επιστρέφουν, αλλά δε βλέπει τίποτα. Κοιτάζει προς την άλλη μεριά. Τίποτα κι εκεί. Η Κάμι είναι κρυμμένη στη σκιά του ετοιμόρροπου ξενοδοχείου Κάτλμεν. «Κατάλαβα», προσθέτει. «Μπορούμε να μπούμε μέσα, λοιπόν; Ή μήπως τελικά δεν έχεις σκοπό να μπεις; Έ χ α σ ε ς το θάρρος σου;» «Όχι», λέει ο Τζόνι και αναστενάζει. Η πόρτα του σπιτιού έχει ένα παλιό μάνταλο, αλλά, όταν προσπαθεί να το πιάσει, το χέρι του περνάει από μέσα. Από κάτω, σαν αντικείμενο που μισοφαίνεται μέσ' από λασπωμένο νερό, διακρίνει ένα κανονικό σύγχρονο πόμολο. Ό τ α ν το πιάνει, μια κανονική σύγχρονη πόρτα σχηματίζεται γύρω του, που πρώτα συνυπάρχει με την παλιά ξύλινη και μετά την αντικαθιστά. Το πόμολο γυρίζει και η πόρτα ανοίγει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μπαγιάτικη μυρωδιά, σαν παλιά άπλυτα ρούχα. Το φως της
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 405
σελήνης μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα και αυτά που βλέπει ο Τζόνι του θυμίζουν περιγραφές που έχει διαβάσει κατά καιρούς στις εφημερίδες, για ηλικιωμένους εκατομμυριούχους που περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους σε κάποιο δωματιάκι, μαζεύοντας βιβλία και περιοδικά, παίρνοντας χάπια και τρώγοντας κονσέρβες. «Γρήγορα», λέει η Όντρεϊ. «Θα είναι στο μπάνιο του ισογείου, δίπλα στην κουζίνα». Περνάει δίπλα του, πιάνοντάς του το χέρι, και τον οδηγεί στο λίβινγκ ρουμ. Δεν υπάρχουν στοίβες από βιβλία και περιοδικά, αλλά η αίσθηση της απομόνωσης και της τρέλας μεγαλώνει με κάθε βήμα που κάνουν. Το πάτωμα κολλάει από χυμένα φαγητά και αναψυκτικά. Στον αέρα επικρατεί μια ξινή μυρωδιά από χαλασμένο γάλα. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι άχεχνες ζωγραφιές, φτιαγμένες κατευθείαν πάνω στο σοβά με κραγιόνια, ζωγραφιές που σε τρομάζουν με την πρωτόγονη εμμονή τους στην αιματοχυσία και το θάνατο. Ξαφνικά διακρίνει κάποια κίνηση με την άκρη του ματιού του στα αριστερά. Γυρίζει προς τα εκεί, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει το αίμα του, αλλά δεν υπάρχουν ούτε καουμπόηδες ούτε εξωγήινοι ούτε καν κανένα μικρό παιδί που ετοιμάζεται να τους επιτεθεί με κάποιο μαχαίρι. Είναι απλώς ένα φως που τρεμοπαίζει. Μάλλον από την τηλεόραση, αν και δεν ακούγεται ήχος. «Όχι», ψιθυρίζει η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Μην πας εκεί μέσα». Τον οδηγεί στην πόρτα κατευθείαν μπροστά τους. Από μέσα βγαίνει φως, που σχηματίζει ένα παραλληλόγραμμο στο λερωμένο χαλί. Τα υπόλοιπα σπίτια της πρώην οδού Πόπλαρ δεν έχουν ηλεκτρισμό, εδώ όμως υπάρχει. Τώρα ο Τζόνι ακούει σιγανά γρυλίσματα και αγκομαχητά. Ανθρώπινοι ήχοι που τους αναγνωρίζει αμέσως. Κάποιος «κάνει κακά του», όπως έλεγαν όταν ήταν παιδιά.
406
RICHARD BACH MAN
Μόλις μπαίνουν στην κουζίνα, ο Τζόνι κοιτάζει γύρω του και σκέφτεται ότι μπορεί τελικά οι κάτοικοι της οδού Πόπλαρ να μην είναι τόσο αθώοι, ότι ίσως τους αξίζουν αυτά που περνούν. Η Όντρεϊ ζει έτσι, ποιος ξέρει πόσο καιρό, κι εμείς δεν πήραμε είδηση τίποτα, σκέφτεται. Είμαστε γείτονές της, της στείλαμε όλοι λουλούδια όταν πέθανε ο άντρας της, οι περισσότεροι πήγαμε στην κηδεία του (ο Τζόνι έλειπε στην Καλιφόρνια, είχε πάει να μιλήσει σε ένα συνέδριο βιβλιοθηκάριων για το παιδικό βιβλίο) και δεν πήραμε είδηση τίποτα. Ο πάγκος είναι γεμάτος βάζα, πεταμένες συσκευασίες, άδεια ποτήρια και κονσέρβες αναψυκτικών. Αυτές οι τελευταίες είναι γεμάτες μυρμήγκια. Βλέπει το άδειο ποτήρι από το σοκολατούχο γάλα με το καθαρτικό και τα υπολείμματα από το σάντουιτς του Τακ. Ο νεροχύτης είναι γεμάτος άπλυτα πιάτα. Δίπλα στην πιατοθήκη είναι αναποδογυρισμένο ένα μπουκάλι υγρό πιάτων που μπορεί να είχε αγοραστεί όταν ζούσε ακόμη ο Χερμπ Γουάιλερ. Το στόμιο του είναι βουλωμένο από σχεδόν στερεοποιημένο υγρό. Στο τραπέζι υπάρχουν άλλες στοίβες με βρόμικα πιάτα, ένα πλαστικό μπουκάλι μουστάρδα, βουνά από ψίχουλα (ανάμεσά τους υπάρχει μια κασέτα του Βαν Άλεν), ένα δοχείο υπό πίεση με σαντιγί, δύο μπουκάλια κέτσαπ, το ένα σχεδόν άδειο και το άλλο σχεδόν γεμάτο, ανοιχτά κουτιά πίτσας γεμάτα ξερά υπολείμματα, περιτυλίγματα από ψωμί, περιτυλίγματα από ζαχαρωτά και σοκολάτες και μια σακούλα από τσιπς περασμένη σε ένα άδειο μπουκάλι Πέπσι σαν αλλόκοτο προφυλακτικό. Υπάρχουν, επίσης, στοίβες από κόμικς. Ό σ α φαίνονται είναι τεύχη των Μότοκαπς 2200 της Μάρβελ. Έ ν α εξώφυλλο, που πάνω του είναι χυμένο κάποιο αναψυκτικό, δείχνει την Κάσι Στάιλς και τον Φιδοκυνηγό να στέκονται μέσα σε ένα βάλτο βυθισμένοι μέχρι τους μηρούς και να πυροβολούν με τα ακτινοπίστολα την κόμισσα Λίλι Μαρς, που τους επιτίθεται από ένα ιπτάμενο σκούτερ. Στην άλλη άκρη του δωματίου υπάρχει ένας σωρός από πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Δεν είναι δεμένες από πάνω και
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 407
ξεχειλίζουν από σκουπίδια και μυρμήγκια. Είναι γεμάτες από κονσέρβες μακαρόνια και πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα υπάρχουν κατσαρόλες με κρούστες από την πορτοκαλιά σάλτσα TOV μακαρονιών. Πάνω στο ψυγείο, μια παράξενη «πινελιά»: ένα παλιό πλαστικό αγαλματάκι του Ρόι Ρότζερς καβάλα στον πιστό του Τρίγκερ. Ο Τζόνι ξέρει, χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσει, ότι ο Ρόι Ρότζερς ήταν δώρο στον Σηθ από το θείο του, ένα παλιό παιχνίδι του Χερμπ Γουάιλερ ίσως, που το βρήκε ύστερα από υπομονετικό ψάξιμο στα χαρτοκιβώτια της σοφίτας για να το δώσει στον ανιψιό του. Μετά το ψυγείο φαίνεται μια μισάνοιχτη πόρτα που ρίχνει κι αυτή το δικό της φωτεινό παραλληλόγραμμο στο βρόμικο δάπεδο. Η γωνία της πόρτας είναι τέτοια, που ο Τζόνι δεν μπορεί να διαβάσει την επιγραφή που υπάρχει πάνω της: ΟΙ Υ Π Α Λ Λ Η Λ Ο Ι Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ο Υ Ν Τ Α Ι ΝΑ Π Λ Ε Ν Ο Υ Ν ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ (ΚΑΙ ΟΙ Π Ε Λ Α Τ Ε Σ Κ Α Λ Ο ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ Τ Ο Ι Δ Ι Ο )
«Σηθ!» λέει η Ό ν τ ρ ε ϊ με ένα δυνατό ψίθυρο. Αφήνει το χέρι του Τζόνι και τρέχει στην πόρτα του μπάνιου. Ο Τζόνι την ακολουθεί. Πίσω τους, ένα σμήνος από κόκκινα στίγματα βγαίνουν από την πόρτα του γραφείου, σαν μετεωρίτες, διασχίζουν αστραπιαία το σκοτεινό λίβινγκ ρουμ και ορμούν προς την κουζίνα. Ταυτόχρονα, η Κάμι μπαίνει στο σπίτι από την ανοιχτή εξώπορτα. Κρατάει το τουφέκι και με τα δύο χέρια τώρα και, καθώς κοιτάζει γύρω της, περνάει το δεξί της δάχτυλο στη σκανδάλη. Διστάζει, δεν ξέρει προς τα πού να πάει. Η λάμψη της τηλεόρασης από το γραφείο τής τραβάει την προσοχή, ακούει όμως και κάποιους να κινούνται στην κουζίνα. Η φωνή πού άκουγε στο νου της, αυτή που απαιτούσε εκδίκηση για τον Τζίμι, έχει σωπάσει και δεν ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει. Η όρασή της καταγράφει κάτι κόκκινο να κινείται στον αέρα, αλλά ο
408
RICHARD BACH MAN
νους της το αγνοεί. Eivat ολοκληρωτικά απορροφημένη από το δίλημμα που αντιμετωπίζει. Ο Μάρινβιλ και η Γουάιλερ είναι σίγουρα στην κουζίνα, είναι όμως μαζί τους και το μπάσταρδο που σκότωσε το γιο της; Κοιτάζει αναποφάσιστη τη λάμψη της τηλεόρασης. Ο ήχος είναι κλεισμένος, αλλά μπορεί τα αυτιστικά παιδιά να βλέπουν τηλεόραση χωρίς ήχο. Το θέμα είναι ότι πρέπει να σιγουρευτεί. Το τουφέκι πρέπει να έχει μόνο δυο σφαίρες ακόμη μέσα και το πιθανότερο είναι ότι δε θα την αφήσουν να πατήσει τη σκανδάλη πάνω από μία ή δυο φορές το πολΰ. Εύχεται να της μιλούσε πάλι η φωνή, να της έλεγε τι να κάνει. Και ξαφνικά της μιλάει. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, από το μονοπάτι του κήπου των Κάρβερ, η Σύνθια έχει δει την Κάμι να μπαίνει στο σπίτι των Γουάιλερ. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. Πριν προλάβει να μιλήσει, ο Στιβ τη σκουντάει. Τον κοιτάζει κι αυτός της κάνει νόημα να μη μιλήσει, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη του. Στο άλλο χέρι του κρατάει ένα μαχαίρι από την κουζίνα των Κάρβερ. «Έλα», της λέει σιγανά. «Δεν πιστεύω να 'χεις σκοπό να το χρησιμοποιήσεις αυτό;» «Ελπίζω να μη χρειαστεί», της απαντάει. «Θα 'ρθεις;» Η Σύνθια γνέφει καταφατικά και τον ακολουθεί. Καθώς κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο στο δρόμο, ένα κομφούζιο από ουρλιαχτά και φωνές αρχίζει μέσα στο σπίτι των Γουάιλερ. Βγες από μέσα τον, ακούει η Σύνθια, ή κάτι τέτοιο, μετά άλλες φωνές που είναι ακατανόητες. Οι περισσότερες πρέπει να είναι της Γουάιλερ, αν και ακούει και ένα ουρλιαχτό της Κάμι Ριντ («Άσ' το κάτω»; Αυτό φώναξε;) και μια βραχνή κραυγή του Μάρινβιλ. Μετά δύο πυροβολισμοί από το τουφέκι και ένα ουρλιαχτό αγωνίας ή φρίκης. Η Σύνθια δεν μπορεί να καταλάβει τι ajto τα δύο είναι, αλλά ούτε και θέλει να ξέρει. Αρχίζει να τρέχει μαζί με τον Στιβ.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 409
Στο Χ ώ ρ ο του Σ η θ / Στο Χ ρ ό ν ο ι ο α Σ η θ
Τώρα. Πρέπει να γίνει τώρα. Γυρίζει από το ράφι με το παιδικό τηλέφωνο. Στον απέναντι τοίχο του διαδρόμου είναι ενσωματωμένος ένας πίνακας ελέγχου παρόμοιος με αυτούς που υπάρχουν στο θάλαμο πλοήγησης των Πάουερ Βάγκον. Πάνω τον είναι τοποθετημένοι εφτά διακόπτες, όλοι γνρισμένοι στη θέση ΟΝ. Πάνω από κάθε διακόπτη, λάμπει μια μικρή πράσινη ενδεικτική λνχνία. Ο πίνακας ελέγχου δεν υπήρχε όταν ο Σηθ έφτασε στο τέλος τον διαδρόμου, υπήρχαν μόνο οι φωτογραφίες των δύο οικογενειών τον, η φωτογραφία του Άλεν Σάιμς και το τηλέφωνο. Εδώ όμως είναι ο χώρος του Σηθ, ο χρόνος του Σηθ και μοιάζει με τις τσέπες τον σορτς του: μπορεί να προσθέσει ό,τι θέλει, όποτε θέλει. Ο Σηθ απλώνει το χέρι του στον πίνακα ελέγχου. Βλέπει ότι το χέρι του τρέμει ελαφρά. Στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, οι ήρωες δε φοβούνται ποτέ και, όταν ο μπαμπάς Καρτράιτ αναλαμβάνει δράση για να σώσει την Ποντερόζα, ξέρει πάντα τι να κάνει. Ο Δούκας Μακέιν, ο Ράουντι Γέιτς και ο σερίφης Στρίτερ δεν έχουν ποτέ αμφιβολίες. Ο Σηθ όμως έχει. Έχει πολλές. Πλησιάζει το τέλος τον παιχνιδιού και φοβάται μήπως κάνει κάποιο ανεπανόρθωτο λάθος. Αυτή τη στιγμή ξέρει ακόμη τι συμβαίνει πάνω (έτσι έχει ονομάσει τον κόσμο τον Τακ, πάνω), αλλά αν γνρίσει αντούς τους διακόπτες... Δεν υπάρχει χρόνος να το ξανασκεφτεί, όμως. Η Όντρεϊ είναι στο μπάνιο. Ορμάει προς το αγόρι που κάθεται στην τουαλέτα, με το εσώρουχο τον να κρέμεται από το βρόμικο αστράγαλο του, το αγόρι που -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν είναι παρά μια κέρινη κούκλα με πνευμόνια που αναπνέουν και καρδιά που χτυπάει, μια ανθρώπινη μηχανή που την έχουν εγκαταλείψει και οι δυο της κάτοικοι. Η Όντρεϊ γονατίζει μπροστά τον και τον παίρνει στην αγκαλιά της. Αρχίζει να τον φιλάει στο πρόσωπο
410
RICHARD BACH MAN
χωρίς να την ενδιαφέρει τίποτα -το δωμάτιο, οι περιστάσεις, ο Μάρινβιλ πον στέκεται πίσω της στο κατώφλι. Και τώρα ο Σηθ αισθάνεται το κόκκινο σμήνος, τον Τακ, να διασχίζει την κονζίνα σαν ένα σμάρι νπερφνσικές μέλισσες και πρέπει να το κάνει τώρα, ναι, πρέπει. Πιάνει τονς διακόπτες και αρχίζει να τονς γνρίζει προς τα κάτω. Οι πράσινες ενδεικτικές λνχνίες από πάνω σβήνονν, οι κόκκινες από κάτω ανάβουν. Με κάθε διακόπτη που πατά, η γνώση τον για το τι σνμβαίνει πάνω χάνεται. Δεν «κλείνει» τις αισθήσεις της κέρινης κούκλας πον φιλάει τώρα η θεία τον, δεν ξέρει αν θα μπορούσε να το κάνει αντό, μπορεί όμως να τις μπλοκάρει... και αντό κάνει. Τελικά δεν απομένει τίποτ' άλλο εκτός από το νον τον. Και τώρα πρέπει να αρκεστεί μόνο σ} αντόν. Με το χέρι τον πιέζει τονς διακόπτες προς τα κάτω ώστε να μην μπορούν να ξανασηκωθούν και ταυτόχρονα προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη θεία Όντρεϊ. Προσεύχεται να μπορέσει να τη βρει μέσα σ' αυτό το σκοτάδι. Στο Σπίτι των Γ ο υ ά ι λ ε ρ / Στο Χ ρ ό ν ο των Ρυθμιστών
Τ η σ τ ι γ μ ή που η Όντρεϊ σηκώνει το παιδί από τη λεκάνη και το παίρνει αγκαλιά, κάτι περνάει δίπλα από τον Τζόνι Μάρινβιλ, κάτι που είναι ταυτόχρονα καυτό σαν πυρετός και κρύο σαν πάγος. Το μυαλό του γεμίζει από ένα στρόβιλο χτυπητά κόκκινα φώτα που του θυμίζει επιγραφές νέον και μουσική κάντρι. Ό τ α ν συνέρχεται, έχει αποκτήσει και πάλι την ικανότητα να βλέπει τα πάντα και να τοποθετεί σε αλληλουχία ακόμη και γεγονότα που συμβαίνουν ταυτόχρονα. Είναι λες και το πράγμα που πέρασε δίπλα του του προκάλεσε κάτι σαν ηλεκτροσόκ. Το πράγμα και μια νοσηρή λάμψη που απλώνεται για μια στιγμή στις σκέψεις του και του δίνει την αίσθηση βούρκου. Καθώς η Ό ν τ ρ ε ϊ σηκώνεται με τον Σηθ στην αγκαλιά της (το σορτς έχει γλιστρήσει από το πόδι του και είναι
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 411
εντελώς γυμνός τώρα), ο Τζόνι βλέπει το στρόβιλο των κόκκινων στιγμάτων να κινείται γύρω από το κεφάλι του παιδιού, σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι αγίου σε παλιά εικόνα. Μετά, τα κόκκινα στίγματα «προσγειώνονται» σαν ένα σμήνος τερμίτες και καλύπτουν τα μάγουλα, τα αυτιά, τα ιδρωμένα μαλλιά του. Συγκεντρώνονται στα ανοιχτά, θολά μάτια του και χρωματίζουν τα δόντια του κόκκινα. «Όχι!» ουρλιάζει η Ό ν τ ρ ε ϊ . «Βγες από μέσα του! ΦΥΓΕ, μπάσταρδε!» Ορμάει στην πόρτα του μπάνιου με το παιδί στην αγκαλιά της. Το κεφάλι του Σηθ σαν να καίγεται. Ο Τζόνι απλώνει το χέρι του... για να αγγίξει την Όντρεϊ; Τον Σηθ; Και τους δύο; Δεν ξέρει και τελικά δεν έχει σημασία, γιατί η Όντρεϊ περνάει δίπλα του και βγαίνει στη βρομερή κουζίνα, στριγκλίζοντας και προσπαθώντας να χτυπήσει το φωτεινό κόκκινο σμήνος που γυρίζει γύρω από το κεφάλι του Σηθ. Το χέρι της περνάει από μέσα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Καθώς περνάει δίπλα του με το παιδί, το μυαλό του Τζόνι γεμίζει από ένα φρικτό, σχεδόν μηχανικό βόμβο. Ουρλιάζει και σκεπάζει τ' αυτιά του με τα χέρια. Ο βόμβος κρατάει μόνο μια στιγμή, καθώς η Όντρεϊ περνάει από δίπλα του, αλλά η στιγμή αυτή λες και κρατά μια αιωνιότητα. Πώς είναι δυνατόν να έχει απομείνει κάτι από τον Σηθ μέσα σ' αυτό τον ήχο; αναρωτιέται. Πώς είναι δυνατόν να έχει απομείνει οτιδήποτε μέσα σ' αυτό τον ήχο; «^σ* τον ΗΣΥΧΟ!» ουρλιάζει η Όντρεϊ. «Φύγε, παλιοπούστη, άσ' τον ΗΣΥΧΟ!» Και ξαφνικά στο κατώφλι της κουζίνας στέκεται η Κάμι Ριντ με το τουφέκι στα χέρια της. Στο Χ ώ ρ ο του Τ α κ / Στο Χ ρ ό ν ο του Τ α κ
Ό ί α ν φ ι ά ν ε ΐ σιον Σηθ και βρίσκει όλες τις συνηθισμένες εισόδους του μπλοκαρισμένες, ο μάλλον συγκαταβατικός σεβασμός τον για τις ικανότητες τον παιδιού καταρρέ-
412
RICHARD BACH MAN
ει για πρώτη φορά από τότε που αισθάνθηκε τον εκπληκτικό νου του Σηθ να περνάει κοντά στην έρημο και τον κάλεσε με όλη του τη δύναμη. Τη θέση της συγκατάβασης παίρνει η συνειδητοποίηση. Και μετά ακολουθεί ο θυμός. Είχε κάνει λάθος από την αρχή, λοιπόν. Ο Σηθ ήξερε πάντα ότι ο Τακ μπορεί να ξαναμπεί μέσα του, ακόμη και την ώρα της κένωσης. Το ήξερε και κατάφερε να του κρύψει αυτή τη γνώση, όπως ένας έξυπνος χαρτοπαίκτης κρύβει έναν άσο στο μανίκι του. Τελικά, όμως, ούτε κι αυτό έχει σημασία, γιατί θα μπει μέσα ό,τι και να γίνει. Το παιδί δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Ο Τακ θεωρεί τον Σηθ Γκάριν σπίτι του και κανείς δεν μπορεί να τον κρατήσει έξω από αντό το σπίτι. Καθώς η γυναίκα περνάει με το σώμα του Σηθ δίπλα από το συγγραφέα και βγαίνει στην κουζίνα, ο Τακ επιτίθεται στα μάτια του παιδιού, τα σημεία εισόδου πον βρίσκονται πιο κοντά σ' αντό τον νπέροχο νον, και αρχίζει να τα σπρώχνει. Είναι σαν σωματώδης αστννομικός πον σπρώχνει μια πόρτα πον προσπαθεί να κρατήσει κλειστή κάποιος με πολύ μικρότερη δύναμη. Για μια στιγμή νιώθει έναν πρωτόγνωρο γι' αυτόν πανικό, καθώς στην αρχή δε γίνεται τίποτα. Είναι σαν να σπρώχνει έναν τοίχο. Μετά τα τούβλα τον τοίχον αρχίζουν να μαλακώνουν και να νποχωρούν. Μια λάμψη θριάμβου αστράφτει στον ψυχρό νον τον. Μια στιγμή ακόμη... δύο το πολύ... και θα είναι μέσα... Στο Χ ώ ρ ο του Σ η θ / Στο Χ ρ ό ν ο του Σ η θ
Κ ά ι ω ΟΠΟ 10 Χ έ ρ Ι t O U , δύο από τους διακόπτες ανεβαίνουν από μόνοι τους. Ακόμη και όταν διπλασιάζει τις προσπάθειές του για να τους κρατήσει κάτω, τονς νιώθει να πιέζονν το χέρι τον σαν κάτι ζωντανό. Οι ενδεικτικές λνχνίες είναι ακόμη κόκκινες, δε θα μείνονν όμως για πολύ. Ο Τακ έχει δίκιο σε ένα πράγμα: ανεξάρτητα από το ποιος νπερισχύει στην εξνπνάδα, ο Σηθ δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει τον Τακ σε μια αναμέ-
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 413
τρηοη που στηρίζεται μόνο στη δύναμη. Κάποτε, στην a QXV> ν® μπορούσε, τώρα όμως όχι. Ωστόσο, αν τα πράγματα έρθουν όπως τα έχει σχεδιάσει, ούτε κι αντό θα έχει σημασία. Και αν σταθεί τυχερός. Κοιτάζει για μια στιγμή με λαχτάρα το παιδικό τηλέφωνο -το τηλέφωνο του Τακ όπως το ονομάζει ,t Οντρεϊαλλά φυσικά στην πραγματικότητα δε χρειάζεται τηλέφωνο. Η συσκευή ήταν πάντα ένα σύμβολο, κάτι χειροπιαστό που βοηθούσε την τηλεπαθητική επικοινωνία να ρέει πιο εύκολα ανάμεσά τους. Όπως και οι διακόπτες και οι ενδεικτικές λυχνίες δεν είναι παρά σύμβολα που τον βοηθούν να συγκεντρώνει τη θέλησή του. Άλλωστε, εκείνο που απασχολεί τον Σηθ δεν είναι η τηλεπάθεια. Αν η τηλεπάθεια ήταν η μοναδική επαφή ανάμεσά τους, τότε όλη αυτή η προσπάθεια θα ήταν μάταιη. Κάτω από το χέρι του, οι διακόπτες κινούνται πεισματικά προς τα πάνω, σπρωγμένοι από την πρωτόγονη δύναμη του Τακ, την πρωτόγονη θέληση του Τακ. Για μια στιγμή, οι κόκκινες λυχνίες από κάτω σβήνουν και οι πράσινες από πάνω ανάβουν στιγμιαία. Ο Σηθ νιώθει έναν τρομερό βόμβο σαν μηχανή στο μυαλό του, ένα βόμβο που προσπαθεί να ισοπεδώσει τις σκέψεις τον. Για μια στιγμή η εσωτερική τον όραση θολώνει από έναν κόκκινο στρόβιλο μέσα στον οποίο αναβοσβήνονν κόκκινες σπίθες. Σπρώχνει τονς διακόπτες προς τα κάτω με όλη τον τη δύναμη. Τα πράσινα φώτα σβήνονν, τα κόκκινα ανάβονν πάλι. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Έχει έρθει η κρίσιμη στιγμή. Υπάρχει μόνο ένα κρυφό φύλλο στο παιχνίδι και τώρα ο Σηθ Γκάριν το γυρίζει. Στο Σπίτι των Γ ο υ ά ι λ ε ρ / Στο Χ ρ ό ν ο του Τ ζ ό ν ι
Κ α τ ά ΚύΠΟΙΟ τρΟΠΟ είναι σαν να δέχονται ένα νέο μπαράζ πυρών από τους ρυθμιστές, μόνο που αυτή τη φορά ο Τζόνι δε νιώθει να βουίζουν γύρω του σφαίρες αλλά σκέψεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφο-
RICHARD BACH MAN
414
ρά, αφού και οι σφαίρες των ρυθμιστών στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά σκέψεις. Η πρώτη πηγαίνει στην Κάμι Ριντ, που στέκεται στο κατώφλι της κουζίνας με το τουφέκι στα χέρια: -Τώρα! Κάν' το τώρα! Η δεύτερη πηγαίνει στην Όντρεϊ Γουάιλερ, που αναπηδά σαν νά τη χαστούκισαν και ξαφνικά σταματάει τις προσπάθειες να διώξει το κόκκινο μίασμα από το κεφάλι του Σηθ:
—Τώρα,
κ0νtptv/
Τώρα !
Και η τελευταία είναι ένας τρομερός, απάνθρωπος βρυχηθμός που κατακλύζει το μυαλό του Τζόνι και σβήνει καθετί άλλο:. ΟΧΙ, ΠΑΛ ΪΟ ΜΠΑΣ ΤΑ ΡΑ Α ΚΙ! ΟΧΙ, ΔΕΝ ΜΙΙΟΡΕΙΣ! Ό χ ι , σκέφτεται ο Τζόνι, αυτός δεν μπορεί. Δεν μπορούσε ποτέ. Μετά κοιτάζει το πρόσωπο της Κάμι Ριντ. Τα μάτια της έχουν γουρλώσει, κοντεύουν νά πεταχτούν από τις κόγχες τους. Τα χείλια της είναι τεντωμένα σε ένα ξερό, απαίσιο χαμόγελο. Αυτή όμως μπορεί. ΣΤΟ Χ ώ ρ ο του Τ α κ / Στο Χ ρ ό ν ο ί ο υ Τ α κ
Έχει γύρω στα τρία δευτερόλεπτα
όσο φωνάζει η γυναίκα με το τουφέκι, για να καταλάβει ότι νικήθηκε. Για να καταλάβει πώς νικήθηκε. Μερικές στιγμές κατάπληξης και δυσπιστίας, στις οποίες αναρωτιέται πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό ύστερα από τόσες χιλιετίες πον έχει περάσει, παγιδευμένος στο σκοτάδι, να σκέφτεται και να σχεδιάζει. Μετά, καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο Σηθ δεν είναι καν μέσα στο σώμα όπου προσπαθούσε να ξαναμπεί, η γυναίκα στο κατώφλι ανοίγει πυρ. Ι0(Λ)(|,
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 415
Στο Σπίτι των Γ ο υ ά ι λ ε ρ / Στο Χ ρ ό ν ο του Τ ζ ό ν ι
Η Κάμι δεν είναι πια σίγουρπ ότι ενεργεί με τη δική της ελεύθερη βούληση, αλλά δεν έχει σημασία· αν η βοΰλησή της ήταν ελεύθερη, θα έκανε το ίδιο πράγμα. Η Γουάιλερ κρατάει το παιδί-τέρας γυμνό στην αγκαλιά της, σαν ένα υπερφυσικό μωρό. Ο μικρός τρέμει ακόμη από εντερικές κράμπες και τα πόδια του είναι πασαλειμμένα με σκατά. Τον κρατάει σαν ασπίδα. Η Κάμι νιώθει τη διάθεση να γελάσει με την αφέλειά της. «Άσ' τον κάτω!» ουρλιάζει η Κάμι, αλλά η Όντρεϊ, αντί να αφήσει κάτω τον Σηθ, τον σηκώνει πιο ψηλά κοιτάζοντάς την προκλητικά. Η Κάμι, έχοντας πάντα εκείνο το παγωμένο, γεμάτο κακία χαμόγελο και με τα μάτια της να γουρλώνουν ακόμη πιο πολύ (ο Τζόνι θα πει αργότερα στον εαυτό του ότι αυτό ήταν μια οφθαλμαπάτη, σίγουρα ήταν), σημαδεύει το παιδί με το τουφέκι. «Όχι Κάμι, μη/» φωνάζει ο Τζόνι και τότε αυτή πυροβολεί. Η πρώτη σφαίρα βρίσκει τον οκτάχρονο Σηθ Γκάριν στον κρόταφο και του διαλύει το πάνω μέρος του κεφαλιού του, εκτοξεύοντας αίματα, τρίχες και κομμάτια κρανίου πάνω στο αλλόκοτα γαλήνιο πρόσο^πο της θείας του. Η σφαίρα διαπερνάει όλο του τον εγκέφαλο και βγαίνει από την άλλη μεριά, μπαίνοντας στο αριστερό στήθος της Όντρεϊ. Στο μεταξύ όμως έχει ανακοπεί η φόρα της και δεν προκαλεί σοβαρές βλάβες. Αυτό το κάνει η δεύτερη σφαίρα, που τη βρίσκει στο λαιμό, καθώς η Όντρεϊ οπισθοχωρεί ακόμη από το τράνταγμα της πρώτης. Καθώς κάνει πίσω, χτυπάει πάνω στο φορτωμένο τραπέζι της κουζίνας. Στοιβαγμένα πιάτα πέφτουν και σπάνε στο πάτωμα. Η Ό ν τ ρ ε ϊ κοιτάζει τον Τζόνι, με το ματωμένο παιδί ακόμη στην αγκαλιά της, και ο Τζόνι βλέπει κάτι εκπληκτικό: φαίνεται ευτυχισμένη. Η Κάμι ουρλιάζει καθώς πέφτει η Όντρεϊ, ίσως θριαμβευτικά, ίσως από φρίκη γι' αυτό που έκανε.
416
RICHARD BACH MAN
Η Όντρεϊ καταφε'ρνει με κάποιο τρόπο να συνεχίσει να κρατάει τον Σηθ ακόμη και τη στιγμή που πεθαίνει. Και καθώς πέφτει, το κόκκινο φωτεινό σμήνος σηκώνεται από τα υπολείμματα του προσώπου του Σηθ. Στροβιλίζεται στον αέρα, πάνω από το βρόμικο πάτωμα, λαμπερά κόκκινα στίγματα που γυρίζουν το ένα γΰρω από το άλλο σαν ηλεκτρόνια. Ο Τζόνι και η Κάμι Ριντ κοιτάζονται μέσα από αυτή την κοκκινίλα. Δεν ξέρουν πόση ώρα περνά, είναι παγωμένοι και οι δυο, μέχρι που κάποιος ουρλιάζει: «Ω Θεέ μον! Ω Θεέ μον, γιατί το κάνες αντό, ηλίθια;» Ο Τζόνι βλέπει τον Στιβ και τη Σύνθια να μπαίνουν από το σκοτεινό λίβινγκ ρουμ και να σταματούν πίσω από την Κάμι. Η Σύνθια την αρπάζει από το μπράτσο και την τραντάζει. «Τι νόμιζες, μωρή μαλακισμένη; Ότι έτοι θα φέρεις το παιδί σον πίσω; Τελείως ζώον είσαι;» Η Κάμι φαίνεται να μην την ακούει. Κοιτάζει τον κόκκινο στρόβιλο με γουρλωμένα μάτια που ούτε καν ανοιγοκλείνουν. Φαίνεται σαν υπνωτισμένη... Και ο στρόβιλος την κοιτάζει κι αντός. Ο Τζόνι δεν ξέρει πώς το καταλαβαίνει αυτό, είναι σίγουρος όμως. Και ξαφνικά το σμήνος ορμάει καταπάνω της σαν κομήτης... ή σαν το Τράκερ Άροου του Φιδοκυνηγού. Είχε ρωτήσει την Ό ν τ ρ ε ϊ αν ο Τακ μπορεί να μπει σε κάποιον άλλο. Του είχε πει όχι, ότι σίγουρα δεν μπορεί, δεν αποκλείεται όμως να έκανε λάθος. Μπορεί ο Τακ να την είχε ξεγελάσει; Μπορεί... «Πρόσεξε!» φωνάζει στη Σύνθια. «Τραβηχτείτε μακριά της!» Η Σύνθια τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της Κάμι χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Στιβ δεν έχει καταλάβει ούτε αυτός, αλλά αντιδρά στον ολοφάνερο πανικό της φωνής του Τζόνι και τραβάει τη Σύνθια πίσω. Τα φωτεινά κόκκινα στίγματα χωρίζονται στα δύο. Για μια στιγμή, η εξωτερική μορφή του Τακ θυμίζει πιρούνα με δύο δόντια. Και αυτή η πιρούνα βυθίζεται στα γουρλωμένα μάτια της Κάμι Ριντ.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 417
Τα μάτια της λάμπουν με ένα έντονο κόκκινο χρώμα, γουρλώνουν ακόμη περισσότερο και εκρήγνυνται μέσα στις κόγχες τους. Το χαμόγελο στο πρόσωπο της Κάμι τεντώνεται τόσο πολύ, που τα χείλια της σπάνε και αρχίζει να τρέχει αίμα στο σαγόνι της. Το τυφλό πράγμα κάνει ένα κλονισμένο βήμα μπροστά, αφήνει το τουφέκι και απλώνει τα χέρια του. Τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν στα τυφλά στον αέρα. Ο Τζόνι σκέφτεται ότι δεν έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή του κάτι που να είναι τόσο αδύναμο και τόσο αρπακτικό μαζί. «Τακ», λέει το πλάσμα με μια βαριά φωνή που δεν έχει καμία σχέση με της Κάμι. «Τακ αχ βαν! Τακ αχ λαχ! Μι χιμ, εν τόον!» Γίνεται μια παύση. Και μετά, με μια απάνθρωπη, τερατώδη φωνή, που ο Τζόνι ξέρει ότι θα ακούει στους εφιάλτες του μέχρι το τέλος της ζωής του, το τυφλό πράγμα λέει: «Σας ξέρω όλους. Θα σας βρω όλους. Θα σας κυνηγήσω. Τακ! Μι χιμ, εν τόον!» Το κρανίο του αρχίζει να διαστέλλεται τότε. Τα υπολείμματα του κεφαλιού της Κάμι αρχίζουν να μοιάζουν με τερατώδες μανιτάρι. Ο Τζόνι ακούει έναν ήχο σαν να σκίζεται χαρτί και καταλαβαίνει ότι αυτό που σκίζεται είναι η σάρκα που σκεπάζει το κρανίο της. Οι άδειες κόγχες των ματιών τεντώνονται, γίνονται μακριές σχισμές. Το φούσκωμα του κρανίου σπρώχνει τη μύτη της προς τα πάνω, τη μετατρέπει σε μια μουσούδα με μακρόστενα ρομβοειδή ρουθούνια. Η Ό ν τ ρ ε ϊ είχε δίκιο, σκέφτεται ο Τζόνι. Μόνο ο Σηθ μπορούσε να χωρέσει ένα τέτοιο ον μέσα του. Ο Σηθ ή κάποιος σαν τον Σηθ. Κάποιος πολύ ξεχωριστός. Γιατί... Εκείνη τη στιγμή, σαν να θέλει να αποτελειώσει αυτή TJI σκέψη με τον εντυπωσιακότερο δυνατό τρόπο, το κεφάλι της Κάμι Ριντ εκρήγνυται. Καυτά κομμάτια, που μερικά πάλλονται ακόμη από ζωή, εκτοξεύονται στο πρόσωπο του Τζόνι. Ουρλιάζοντας από μια αηδία που αγγίζει τα όρια της τρέλας, ο Τζόνι σκουπίζει τον κόκκινο πολτό και προσπα-
418
RICHARD BACH MAN
θεί με τους αντίχειρες να καθαρίσει τα μάτια του. Αμυδρά, όπως ακούς ομιλίες όταν κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής απομακρύνει το ακουστικό από το στόμα του, ακούει τον Στιβ και τη Σύνθια να ουρλιάζουν κι αυτοί. Μετά ένα εκτυφλωτικό φως γεμίζει το δωμάτιο, ξαφνικό και τρομακτικό σαν απρόσμενο χαστούκι. Στην αρχή ο Τζόνι νομίζει ότι είναι κάποια έκρηξη, ότι είναι το τέλος για όλους. Όμως, καθώς τα μάτια του (που τσούζουν ακόμη από το αίμα της Κάμι) αρχίζουν να προσαρμόζονται, βλέπει ότι δεν είναι έκρηξη αλλά το φως της ημέρας, το δυνατό φως ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Από τα ανατολικά ακούγεται μπουμπουνητό, αλλά ο ήχος έρχεται από μακριά και δεν είναι απειλητικός. Η καταιγίδα έχει περάσει. Έ κ α ψ ε το σπίτι των Χόμπαρτ (είναι σίγουρος γι' αυτό, γιατί μυρίζει ακόμη τον καπνό) και μετά προχώρησε για να ανακατέψει τη ζωή κάποιων άλλων. Ακούγεται κι ένας άλλος ήχος, όμως, ο ήχος που μάταια περίμενε να τον ακούσει νωρίτερα: σειρήνες. Περιπολικά, πυροσβεστικές, ασθενοφόρα, μπορεί και η Εθνοφρουρά ακόμη. Αυτή τη στιγμή όμως ο ήχος των σειρήνων δεν τον ενδιαφέρει. Η καταιγίδα έχει τελειώσει. Ο Τζόνι είναι σίγουρος ότι ο χρόνος των ρυθμιστών έχει τελειώσει κι αυτός. Κάθεται βαριά σε μια καρέκλα της κουζίνας και κοιτάζει τα πτώματα της Όντρεϊ και του Σηθ. Του θυμίζουν τα αθώα θύματα στην Τζόουνσταουντης Γουιάνας. Η Όντρεϊ τον κρατάει ακόμη αγκαλιά και τα χέρια του Σηθ -αδύνατα, κοκαλιάρικα χέρια, που δεν έπαιξαν ποτέ με παιδιά της ηλικίας του- είναι δεμένα γύρω από το λαιμό της. Ο Τζόνι σκουπίζει αίμα και κόκαλα και σβόλους μυαλά από τα μάγουλά του και αρχίζει να κλαίει.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
Από το ημερολόγιο
^ 419
ιης Όντρεϊ
Γουάιλερ 31 Ο κ τ ω β ρ ί ο υ
1995
Γ ρ ά φ ω σιο η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο πάλι. Π ί σ τ ε υ α ότι δε da ξ α ν ά γ ρ α φ α π ο ί έ , και μ ά λ λ ο ν δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι να ξ α ν α γ ρ ά ψ ω σ ε σ υ σ τ η μ α π κ ή β ά σ η , α λ λ ά ro γ ρ ά ψ ι μ ο μ ε η ρ ε μ ε ί τόσο π ο λ ύ . Ο Σηδ ήρδε σήμερα ι ο π ρ ω ί και κατάφερε να με ρ ω υ ή σει, μ ε έ ν α συνδυασμό από λ έ ξ ε ΐ 5 και γ ρ υ λ ί σ μ α ί α , αν μ π ο ρ ε ί ν α ν ι υ θ ε ί κι avios μασκαράϊ και να β γ ε ι βόλια σαν όλα ια π α ι δ ι ά tr]s y e i r o v i a s . Ο Τ α κ δ ε φ α ι ν ό τ α ν π ο υ θ ε ν ά και, όιαν έ χ ω ν α κ ά ν ω μ ό ν ο μ ε t o v Σ η θ , μ ο υ ε ί ν α ι σ χ ε δ ό ν αδύνατο να t o u α ρ ν η θ ώ . Τ ε λ ι κ ά , ν ι ώ θ ω π ο λ ύ έ ν ι ο ν α ότι δ ε ν ευδύνεται ο Σ η θ για ό,ιι σ υ μ β α ί ν ε ι και αυτό κ ά ν ε ι π ι ο φρικτή τ η ν κατάσταση, γιατί μου κλείνει όλε$ ris δ/εξόδ ο υ . Δ ε ν ο μ ί ζ ω o n δα μ π ο ρ ο ύ σ ε να καταλάβει κ α ν ε ί ε ti ε ν ν ο ώ . Δ ε ν ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η αν το καταλαβαίνω κι ε γ ώ η ίδια. Α λ λ ά το ν ι ώ θ ω , to ν ι ώ θ ω τόσο έντονα. Τ ο υ ε ί π α ε ν ί ά ξ ε ι , ότι da t o v β γ ά λ ω βόλτα μεταμφιεσμένο, ότι δα έ χ ε ι π λ ά κ α . Τ ο υ ε ξ ή γ η σ α ό π αν ή θ ε λ ε ν α ν ^ θ ε ί κ α ο υ μ π ό ι δα μ π ο ρ ο ύ σ α μ ά λ λ ο ν ν α β ρ ω μ ε ρ ι κ ά κατάλληλα ρούχα στο σπίτι, αν ό μ ω ί η δ ε λ ε να ι α υ 3 ε ί Λ/ΐόιοκαπ θ α έ π ρ ε π ε ν α π ά μ ε ν α α γ ο ρ ά σ ο υ μ ε ι η σ τ ο λ ή . A u t o s ά ρ χ ι σ ε να κ ο υ ν ά ε ι αρνητικά to κ ε φ ά λ ι tou π ρ ι ν ακόμη τελειώσω, μεγάλε$ κινήσει δεξιά αρισίερά. Δεν ή θ ε λ ε ν α ν τ υ θ ε ί κ α ο υ μ π ό ι o ύ t ε και Μ ό ί ο κ α π . Η κ ί ν η σ η t o u κ ε φ α λ ι ο ύ t o u ήταν ί ό σ ο έντονη, π ο υ έ ν ι ω σ α oti t o v έ π ι α ν ε φ ρ ί κ η μ' αυτή τη σ κ έ ψ η . Υ π ο ψ ι ά ζ ο μ α ι oti έ χ ε ι α ρ χ ί σ ε ι να βαριέται wus καουμπόηδε$ και wus αστυνοHIKOUS t o u μέλλοντο$. Α ν α ρ ω π έ μ α ι αν t o ξ έ ρ ε ι a u t o ο Τακ. Τ έ λ ο $ π ά ν ι ω ν , t o v ρ ώ τ η σ α ti ή θ ε λ ε ν α ν ^ θ ε ί κι a u t o s ά ρ χ ι σ ε ν α χ ο ρ ο π η δ ά ε ι ε δ ώ κι ε κ ε ί α ν ε μ ί ζ ο ν τ α $ t o έ ν α t o u χ έ ρ ι . Ύ σ ί ε ρ α α π ό λ ί γ ο κατάλαβα ti σ ή μ α ι ν ε η παντομίμα: έ κ α ν ε oti ξ ι φ ο μ α χ ε ί . «Παρατή$;» τον ρώτησα και όλο του το προσωπάκι φ ω π σ ι η κ ε από κ ε ί ν ο to γλυκό χ α μ ό γ ε λ ο t o u Σ η θ Γκάριν.
RICHARD BACH MAN
420
« n e i - a t ^ s ! » ε ί π ε , μετά έ κ α ν ε ά λ λ η μια π ρ ο σ π ά θ ε ι α και
το cine
σωστά.
^Πα-ματήεϊ»
Έτσι β ρ ή κ α έ ν α π α λ ι ό μ ε τ α ξ ω τ ό μαντίλι, για να δ έ σ ε ι στο κ ε φ ά λ ι του, του έ δ ω σ α έ ν α χ ρ υ σ ό κ ρ ί κ ο για ν α βάλει στο αυτί του και α ν α κ ά λ υ ψ α και μια π α λ ι ά π ι τ ζ ά μ α του Χ ε ρ μ π και του τη φ ό ρ ε σ α για βράκα, ΐ β α λ α λ α σ τ ι χ ά κ ι α στα μ π α τ ζ ά κ ι α και του έ π ε σ ε μια χαρά. Τ ο υ έ β α λ α μούσι με μάσκαρα, του έ φ τ ι α ξ α και μια ο υ λ ή μ ε άι-λάινερ, και με έ ν α παλιό σ π α θ ί (το δ α ν ε ί σ τ η κ α από την κάμι Ριντ δ ί π λ α , α π ο μεινάρι α π ό τα παιδικά χ ρ ό ν ι α τ ω ν γ ι ω ν trjs) έ δ ε ι χ ν ε π ρ α γ ματικά άγριο*. Κατά tis τ έ σ σ ε ρ α β γ ή κ α μ ε έ ξ ω και π ε ρ ά σ α μ ε από τα σ π ί τ ι α trjs Π ό π λ α ρ στο τ ε τ ρ ά γ ω ν ο \ias και από δύο τετράγωνα τη* Άιακινδ. Ο Σ η θ δ ε ν ξ ε χ ώ ρ ι ζ ε από τα άλλα παιδιά π ο υ ήταν ν τ υ μ έ ν α ξωτικά, μ ά γ ι σ σ ε * και π ε ι ρ α tds. ΰ τ α ν γ υ ρ ί σ α μ ε π ί σ ω , ά π λ ω σ ε στο π ά τ ω μ α του λ ί β ι ν γ κ ρ ο υ μ όλα τα γλυκά και τα ζ α χ α ρ ω τ ά π ο υ του ε ί χ α ν δ ώ σ ε ι στα σπίτια π ο υ π ή γ α μ ε ( δ ε ν έ χ ε ι μ π ε ι κ α θ ό λ ο υ στο γραφ ε ί ο για να δει τ η λ ε ό ρ α σ η ό λ η μέρα, φ α ί ν ε τ α ι ότι ο Τακ κοιμάται βαθιά, μακάρι να π έ θ α ι ν ε ο μ π ά σ τ α ρ δ ο * , αλλά αυτό ε ί ν α ι λιγάκι δ ύ σ κ ο λ ο μάλλον) και τα κ ο ί τ α ζ ε με μια ε υ χ α ρ ί σ τ η σ η σ α ν ν α ήταν ο π ε ι ρ α τ ι κ ά του θ η σ α υ ρ ό * . Μ ε τ ά με αγκάλιασε και μ ε φ ί λ η σ ε στο λαιμό. Ήταν τόσο ευτυχισμένο*.
Γαμήσου,
Τακ.
Γαμήσου.
Μακάρι να πέθαινε*.
16 Μ α ρ τ ί ο υ 1 9 9 6 Η τ ε λ ε υ τ α ί α β δ ο μ ά δ α ήταν φ ρ ί κ η , σ κ έ τ η φ ρ ί κ η . Ο Τακ έ χ ε ι σ χ ε δ ό ν π λ ή ρ η έ λ ε γ χ ο και γ υ ρ ί ζ ε ι μ έ σ α στο σ π ί τ ι με το β ή μ α τη* χ ή ν α * . Πιάτα παντού, άπλυτα π ο τ ή ρ ι α από σοκολατούχο γάλα, το σπίτι χάλια. Μ υ ρ μ ή γ κ ι α ! Χ ρ ι σ τ έ μου, μυρμήγκια το Μάρτιο! Μ ο ι ά ζ ε ι με σπίτι ό π ο υ ζ ο υ ν τ ρ ε λ ο ί και, ε δ ώ π ο υ τα λ έ μ ε , είναι. Οι ρ ώ γ ε δ μ ο υ μ ε κ α ί ν ε - μ ε έ κ α ν ε π ά λ ι ν α us τ σ ι μ π ή σ ω . Και ξ έ ρ ω γιατί, φ υ σ ι κ ά . Ε ί ν α ι θ υ μ ω μ έ ν ο * ε π ε ι δ ή δ ε ν
^ 421
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
μ π ο ρ ε ί να κάνει αυιό π ο υ θ έ λ ε ι με τη ζ ω ν τ α ν ή έ κ δ ο σ η r ^ s Κ α σ σ ά ν δ ρ α * Σ τ ά ι λ ί , μ' ε μ έ ν α , δ η λ α δ ή . Τον ταΐζω, του α γ ο ρ ά ζ ω τα κ α ι ν ο ύ ρ ι α π α ι χ ν ί δ ι α τ ω ν ΜότοKans που θέλει (και τα κόμIKS, φ υ σ ι κ ά , τα ο π ο ί α π ρ έ π ε ι να του τα διαβ ά ζ ω κιόλα*, γ ι α τ ί ο Σ η θ δ ε ν ξ έ ρ ε ι να δ ι α β ά ζ ε ι ) , α λ λ ά για t o v ά λ λ ο σ κ ο π ό ε ί μ α ι άχρησυη. Ό λ η αυτή τη με την Τ ζ α ν .
βδομάδα, πέρασα όσο χρόνο
μπορούσα
Και σήμερα, την ώ ρ α π ο υ π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α να κ α θ α ρ ί σ ω λ ί γ ο ( σ υ ν ή θ ω * ε ί μ α ι t d o o κ ο υ ρ α σ μ έ ν η και α π ο θ α ρ ρ η μ έ ν η , π ο υ δ ε ν έ χ ω ούτε το κουράγιο να π ρ ο σ π α θ ή σ ω ) , έ σ π α σ α το α γ α π η μ έ ν ο πιάτο ι η * μ η τ έ ρ α * μου, ε κ ε ί ν ο μ ε τη σ κ η ν ή υου ε λ κ ή θ ρ ο υ π ά ν ω . Δ ε ν ήταν δουλειά του Τακ, α π λ ώ * to π ή ρ α από το ράφι του τζακιού στην τ ρ α π ε ζ α ρ ί α για να to ξ ε σ κ ο ν ί σ ω και μ ο υ γ λ ί σ τ ρ η σ ε α π ό τα χ έ ρ ι α κι έ σ π α σ ε . Έ ν ι ω σ α σαν να έ σ π α σ ε και η καρδιά μ ο υ μ α ζ ί του. Δεν ήταν τόσο το ίδιο το πιάτο, βέβαια, αλλά το γ ε γ ο ν ό * ότι μου ά ρ ε σ ε τόσο πολύ. Ή τ α ν σαν να έ β λ ε π α τα κομμάτια τη* δ ι α λ υ μ έ ν η * ζ ω ή * μου στο π ά τ ω μ α και όχι έ ν α απλό πιάτο. Φ τ η ν ό * σ υ μ βολισμό*, μ π ο ρ ε ί να έ λ ε γ ε ο Π ί τ ε ρ Τ ζ ά κ σ ο ν από απέναντι. Φ τ η ν ό * και σ α χ λ ο σ υ ν α ι σ θ η μ α τ ι κ ό ί . IOGJS, αλλά όταν π ο ν ά με, σ π ά ν ι α κ α τ α φ έ ρ ν ο υ μ ε να ε ί μ α σ τ ε δημιουργικοί.
Πήρα μια
σακούλα
σκουπιδιών
από
την κουζίνα
και
ά ρ χ ι σ α να μ α ζ ε ύ ω τα κ ο μ μ ά τ ι α κ λ α ί γ ο ν τ α * . Δ ε ν ά κ ο υ σ α καν την τ η λ ε ό ρ α σ η να σ β ή ν ε ι - ο Τακ και ο Σ η θ ε ί χ α ν φ ε σ τ ι β ά λ Μ ό τ ο κ α π * 2 2 0 0 σ χ ε δ ό ν ό λ η τη μ έ ρ α - κ ά π ο ι α σ τ ι γ μ ή ό μ ω * ε ί δ α μια σκιά ν α π έ φ τ ε ι π ά ν ω μου, σ ή κ ω σ α το κ ε φ ά λ ι και τον ε ί δ α μ π ρ ο σ τ ά μου. Σ τ η ν α ρ χ ή ν ό μ ι σ α ότι ήταν ο Τακ - ο Σ η θ δ ε ν ε ί χ ε φανεί κ α θ ό λ ο υ α υ τ ή τη β δ ο μ ά δ α ή ί σ ω * κ ρ υ β ό τ α ν κ ά π ο υ μ έ σ α τ ο υ - μετά ό μ ω * ε ί δ α τα μάτια, χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν και οι δύο τα ίδια μάτια, θ α π ε ρ ί μ ε ν ε * να μ η ν α λ λ ά ζ ο υ ν , ότι δ ε ν ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό ν να α λ λ ά ζ ο υ ν , και ό μ ω * το έ χ ω δει ν α σ υ μ β α ί ν ε ι τ ό σ ε * φ ο ρ ε ί . Τα μάτια του Σ η θ έχουν πιο ανοιχτό χ ρ ώ μ α και ε κ φ ρ ά ζ ο υ ν έ ν α φ ά σ μ α α π ό σ υ ν α ι σ θ ή μ α τ α π ο υ ε ί ν α ι ά γ ν ω σ τ α σ τ ο ν Τακ.
RICHARD BACH MAN
422
« Έ σ π α σ α to πιάτο
tr]s μ η τ έ ρ α * μου»,
ε ί π α . «'Htav to
μ ό ν ο π ο υ μ ο υ ε ί χ ε μ ε ί ν ε ι για να τη θυμάμαι
και μ ο υ
γλί-
από ta χέρια».
στρησε
με έ π ι α σ α ν α κ ό μ η χ ε ι ρ ό ί ε ρ α κ λ ά μ α ί α . Α γ κ ά λ ι α σ α
Τότε
ta γ ό ν α ί ά μου, α κ ο ύ μ π η σ α to π ρ ό σ ω π ο μ ο υ π ά ν ω t o u s κι άρχισα από
να
κλαίω.
Ο Σηθ
ήρθε
πιο
κοντά,
και μ' έ σ φ ι ξ ε , κ α ι τότε
το λαιμό
με
αγκάλιασε
σ υ ν έ β η κάτι υ π έ ρ ο -
χο. Δ ε ν μ π ο ρ ώ να t o ε ξ η γ ή σ ω α κ ρ ι β ώ 5 , αλλά ήταν π ο υ οι ε π ι σ κ έ ψ ε ΐ 5 στην
όμορφο, νονται
β a p ε t έ s συγκριτικά.
Τζαν
Ο Τακ
Μοχόνκ
στο
τόσο φαί-
μ π ο ρ ε ί να μ ε κ ά ν ε ι ν α
ν ι ώ σ ω ά σ χ η μ α , α π α ί σ ι α , λε$ και όλθ5 ο κ ό σ μ ο 5 δ ε ν ε ί ν α ι π α ρ ά μια μ π ά λ α λ ά σ π η γεμάτη τ α κ t o u α ρ έ σ ε ι όταν συναισθήματα
από
νιώθω
σκουλήκια
άσχημα.
σαν
Γλείφει
εμένα.
αυτά
τα
Του κακά
to δ έ ρ μ α μου, σ α ν π α ι δ ί π ο υ γ λ ε ί φ ε ι
γ λ ε ι φ ^ σ ο ύ ρ ι . Ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ η γι* auto. A u t o π ο υ έ ν ι ω σ α μ ε t o v Σ η θ ήταν και κάτι
ακόμη
παραπάνω.
Τα δάκρυα
η θ λ ί ψ η μ ο υ αντικαταστάθηκε και... όχι έκσταση
to ά κ ρ ο αντίθετο... μου
α π ό μια απίστευτη
χαρά
α κ ρ ι β ο ί , αλλά κ ά π t i t o i o . Γ α λ ή ν η και
α ι σ ι ο δ ο ξ ί α μ α ζ ί , μια αίσθηση
ότι όλα
θα πάνε
μ π ο ρ ε ί να μ η ν π ά ν ε καλά. Λε$ και όλα ήταν αλλά απλώϊ
και
σταμάτησαν
καλά,
δεν
ήδη ενίάξει,
δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α να t o κ α ί α λ ά β ω μ ε την
περιο-
λ ο γ ι κ ή μου. Έ ν ι ω σ α ν α γ ε μ ί ζ ω μ έ σ α μου, έτσι
ρισμένη
0 n a j s σ ε γ ε μ ί ζ ε ι t o φαγητό
otav πεινά$. Α ν α ν ε ώ θ η κ α .
Ο Σ η θ t o έ κ α ν ε auto, 0 t a v με α γ κ ά λ ι α σ ε . Και to έ κ α ν ε , ν ο μ ί ζ ω (ή, μ ά λ λ ο ν , όχι νομίζω
- ξ έ ρ ω ) , μ ε t o v ί δ ι ο ακρι-
βώχ τ ρ ό π ο π ο υ ο Τακ μ ε κ ά ν ε ι να ν ι ώ θ ω άσχημα. θέλει
ο
Φαίνεται
Τακ,
μπορεί
6μω$
ότι μπορεί
να
με και
κάνει το κάνει
τη δ ύ ν α μ η t o u Σ η θ και α ν τ λ ε ί από 0 t a v ο Σ η θ έ δ ι ω ξ ε τη
αυτή.
να
Όταν
νκίσω
αυτό
χάλια.
επειδή
έχει
Και ν ο μ ί ζ ω najs,
θ λ ί ψ η μ ο υ σ ή μ ε ρ α to
μ π ό ρ ε σ ε ν α το κάνει, ε π ε ι δ ή έ χ ε ι τη δύναμη
απόγευμα, του
Τακ και
μ π ο ρ ε ί ν α α ν τ λ ε ί απ' αυτή. Υ π ο ψ ι ά ζ ο μ α ι oti ο Τακ δ ε ν κ α ι ά λ α β ε ότι to έ κ α ν ε αυτό σταματούσε.
ο Σηθ, γ ι α π
α λ λ ι ώ $ θα τον
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 423
Ο π ό τ ε π ρ ο κ ύ π τ ε ι κάτι π ο υ δ ε ν ε ί χ α σ κ ε φ τ ε ί π ο τ έ μ έ χ ρ ι τ ώ ρ α : ο Σ η θ μ π ο ρ ε ί να ε ί ν α ι π ι ο δ υ ν α τ ο ί απ' ό σ ο ν ο μ ί ζ ε ι ο Τακ. Πολύ πιο δυνατοί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13
1
0 Τζόνι δεν ή ξ ε ρ ε πόση ώρα καθόταν στην καρέκλα της κουζίνας, με το κεφάλι σκυμμένο, το σώμα του να τραντάζεται από δυνατούς λυγμούς και τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκε ένα απαλό χέρι στο σβέρκο του. Σήκωσε το κεφάλι και είδε την πωλήτρια με τα δίχρωμα μαλλιά. Ο Στιβ δεν ήταν δίπλα της. Ο Τζόνι κοίταξε από το παράθυρο του λίβινγκ ρουμ - φ α ι ν ό τ α ν από το σημείο όπου κ α θ ό τ α ν και τον είδε να στέκεται στον κήπο των Γουάιλερ και να κοιτάζει προς τα κάτω το δρόμο. Μερικές από τις σειρήνες είχαν σταματήσει μόλις τα οχήματα έφτασαν στο δρόμο. Άλλες ούρλιαζαν ακόμη σαν Ινδιάνοι. «Είσαι εντάξει, κύριε Μάρινβιλ;» «Ναι». Προσπάθησε κάτι να πει ακόμη, αλλά αντί για λέξεις τού βγήκε ένας ακόμη λυγμός. Σκούπισε τη μύτη του με την ανάστροφη του χεριού του και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Σύνθια δε σε λένε;» «Ναι, Σύνθια». «Κι εμένα Τζόνι. Σκέτο Τζόνι».
426
RICHARD BACH MAN
«Εντάξει». Η Σΰνθια κοίταξε τα δύο αγκαλιασμένα πτώματα. Το κεφάλι της Ό ν τ ρ ε ϊ ήταν ριγμένο πίσω, τα μάτια της κλειστά, το πρόσωπο της ήρεμο και γαλήνιο. Και το παιδί έμοιαζε σαν βρέφος έτσι αδύνατο και γυμνό που ήταν. Έ ν α βρέφος που πέθανε στη γέννα. «Κοίταξέ τους», είπε σιγανά η Σύνθια. «Κοίτα πώς την είχε αγκαλιάσει. Πρέπει να την αγαπούσε πολύ». «Αυτός τη σκότωσε», είπε κοφτά ο Τζόνι. «Δεν είναι δυνατόν!» Ο Τζόνι κοίταξε με συμπάθεια το σοκαρισμένο της πρόσωπο, αλλά αυτό δεν άλλαζε τα γεγονότα. «Και όμως, είναι. Αυτός κάλεσε την Κάμι». «Την κάλεσε; Τι εννοείς;» Ο Τζόνι κατένευσε, λες και η Σύνθια μόλις είχε συμφωνήσει μαζί του. «Την κάλεσε, όπως καλούσαν οι στρατιο5τες στο Βιετνάμ το πυροβολικό να χτυπήσει τα χωριά των Βιετκόνγκ. Την κάλεσε για να τους σκοτώσει και τους δύο. Τον άκουσα που το έκανε». Έ δ ε ι ξ ε τον κρόταφο του. «Θέλεις να πεις ότι ο Σηθ είπε στην Κάμι να τονς σκοτώσει;» Ο Τζόνι έγνεψε καταφατικά. «Δεν ξέρω. Μπορεί να άκουσες τον άλλο... Ο Σηθ όμως...» Ο Τζόνι κούνησε το κεφάλι του. « Ό χ ι , ήταν ο Σηθ, όχι ο Τακ. Γνώρισα τη φωνή του». Σταμάτησε, έριξε μια ματιά στο νεκρό παιδί, μετά κοίταξε πάλι τη Σύνθια. «Ακόμη και όταν μιλούσε τηλεπαθητικά, ανάσαινε από το στόμα».
2 0 Σ τ ι β ε ί δ ε ότι τα σπίτια είχαν επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή τους. Ό χ ι βέβαια ότι αυτή η κατάσταση ήταν φυσιολογική. Έμοιαζαν σαν βομβαρδισμένα.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 427
Τουλάχιστον είχε σταματήσει η πυρκαγιά στο σπίτι των Χόμπαρτ. Η βροχή είχε μισοσβήσει τη φωτιά και τώρα από τα ερείπια ανέβαινε μόνο καπνός, σαν ηφαίστειο μετά την κύρια έκρηξη. Το σπίτι του Τομ Μπίλινγκσλι όμως καιγόταν ακόμη, φλόγες ξεπηδούσαν από τα παράθυρα και το πίσω μέρος και στους τοίχους υπήρχαν καρβουνιασμένα μπαλώματα που εξαπλώνονταν συνεχώς, ξεφλουδίζοντας την μπογιά στο πέρασμά τους. Το σπίτι του Πίτερ και της Μαίρης Τζάκσον ήταν ένας σωρός ερείπια. Στο δρόμο υπήρχαν δύο πυροσβεστικές και από τις σειρήνες φαινόταν ότι έρχονταν κι άλλες. Σωλήνες ήταν κιόλας απλωμένες στους κήπους εκεί κάτω, σαν χοντροί μπεζ πύθωνες. Υπήρχαν και περιπολικά. Τρία ήταν παρκαρισμένα μπροστά στο σπίτι του Εντράτζιαν, όπου τα πτώματα του Κάρι Ρίπτον και του Χάνιμπαλ κείτονταν σκεπασμένα από το μουσαμά, που είχε πάνω του λιμνούλες νερού από τη βροχή. Τα κόκκινα φώτα των περιπολικών στριφογύριζαν. Δύο ακόμη περιπολικά ήταν παρκαρισμένα στην κορυφή του δρόμου, μπλοκάροντας την πρόσβαση από την οδό Μπέαρ. Έ τ σ ι και ξαναγυρίσουν, σκέφτηκε ο Στιβ, δε θα κάνετε τίποτα. Αν γυρίσουν οι ρυθμιστές, παιδιά, θα ανατινάξουν τα περιπολικά του μπλόκου σαν να είναι σπιρτόκουτα. Μόνο που δε θα γύριζαν. Αυτό σήμαινε το φως του ήλιου και οι ήχοι των κεραυνών που απομακρύνονταν. Ό λ α αυτά είχαν συμβεί πραγματικά - ή τ α ν αρκετό να κοιτάξεις τα σπίτια που καίγονταν και τα άλλα που είχαν γίνει ερείπια για να βεβαιωθείς- αλλά είχαν συμβεί σε κάποιο παράξενο θύλακο του χρόνου, κάτι που δε θα καταλάβαιναν, ούτε και θα ήθελαν να καταλάβουν, οι αστυνομικοί. Ο Στιβ κοίταξε το ρολόι του και δεν ένιωσε έκπληξη όταν είδε ότι δούλευε πάλι. Η ώρα ήταν 5:18. Κοίταξε πάλι τους αστυνομικούς. Μερικοί είχαν βγάλει τα πιστόλια τους, άλλοι όχι. Ό λ ο ι έδειχναν ότι δεν
RICHARD BACH MAN
428
ήξεραν τι να κάνουν, πώς να φερθούν. Ή τ α ν φυσικό, βέβαια, σκέφτηκε ο Στιβ. Έ β λ ε π α ν ένα δρόμο, όπου τα σπίτια είχαν γίνει κόσκινο από τις ριπές και κατά πάσα πιθανότητα από τα γΰρω τετράγωνα δεν είχαν ακούσει ούτε έναν πυροβολισμό. Κεραυνούς ίσως, αλλά πυροβολισμούς που βροντούσαν σαν όλμοι; Ό χ ι . Τον είδαν να στέκεται στην πρασιά και ένας από τους αστυνομικούς τού έκανε νόημα να πλησιάσει. Ταυτόχρονα, δύο άλλοι του έκαναν νοήματα να ξαναμπεί στο σπίτι των Γουάιλερ. Βασικά, δεν ήξεραν τι τους γίνεται, αλλά δεν μπορούσες να τους κατηγορήσεις γι' αυτό. Κάτι είχε συμβεί εδώ, το έβλεπαν καθαρά αυτό, τι όμως; Θα σας παιδέψει λίγο, σκέφτηκε ο Στιβ, αλλά τελικά θα βρείτε κάποια εξήγηση που να σας βολεύει. Πάντα τα καταφέρνετε σ' αυτά τα πράγματα. Είτε πρόκειται για τον ιπτάμενο δίσκο που έπεσε στο Ρόσγουελ του Νέου Μεξικού είτε για ένα άδειο πλοίο στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού είτε για έναν ήσυχο δρόμο του Οχάιο που έχει ισοπεδωθεί, πάντα βρίσκετε κάτι. Δεν πρόκειται να πιάσετε κανέναν, θα στοιχημάτιζα τις πολύ λίγες οικονομίες μου σ' αυτό, και δε θα πιστέψετε λέξη απ' όσα θα πούμε (εδώ που τα λέμε, όσο λιγότερα πούμε τόσο καλύτερα για μας), αλλά τελικά θα βρείτε κάποια εξήγηση για να μπορέσετε να ξαναβάλετε τα πιστόλια στις θήκες και να κοιμάστε ήρεμα το βράδυ. Και ξέρετε τι λέώ εγώ γι' αυτό; ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ,
αυτό λέω! ΚΑΝΕΝΑ... Α Π Ο Λ Υ Τ Ω Σ . . . Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α !
Έ ν α ς από τους αστυνομικούς είχε στρέψει έναν τηλεβόα προς το μέρος του. Δεν του άρεσε αυτό του Στιβ, αλλά καλύτερα τηλεβόας παρά κανένα όπλο, εδώ που τα λέμε. «ΕΙΣΑΙ ΟΜΗΡΟΣ;» φώναξε ο τύπος με τον τηλεβόα. « Ή ΚΡΑΤΑΣ Ο Μ Η Ρ Ο Υ Σ ; »
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 429
Ο Στιβ χαμογέλασε. Έ β α λ ε τα χέρια γΰρω από το στόμα του και του φώναξε, «Όχι, είμαι Ζυγός! Φιλικός με τονς ξένους, μου αρέσει η καλή συζήτηση!» Παΰση. Ο Τηλεβόας συσκέφτηκε με τους συναδέλφους του. Ο Στιβ τους είδε να κουνάνε αρνητικά τα κεφάλια τους, μετά ο τΰπος γύρισε πάλι προς τον Στιβ και σήκωσε τον τηλεβόα. «ΔΕ ΣΕ ΑΚΟΥΣΑΜΕ. ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΕΙΣ;» Ο Στιβ δεν επανέλαβε. Είχε περάσει την περισσότερη ζωή του στη σόου μπίζνες - κ α τ ά κάποιο τ ρ ό π ο - και ήξερε πόσο εύκολο είναι να «σκοτώσεις» ένα αστείο. Στο μεταξύ έφταναν κι άλλοι αστυνομικοί, ολόκληρες πομπές από ασπρόμαυρα περιπολικά με κόκκινα φώτα από πάνω. Κι άλλες πυροσβεστικές. Δυο ασθενοφόρα. Κάτι που έμοιαζε με θωρακισμένο όχημα. Οι αστυνομικοί άφηναν μόνο τις πυροσβεστικές να περάσουν, προς το παρόν τουλάχιστον, αν και χάρη στη βροχή οι δυο πυρκαγιές θα έσβηναν μάλλον εύκολα. Ο Στιβ είδε απέναντι τον Ντέιβ Ριντ και τη Σούζι Γκέλερ να βγαίνουν από το σπίτι των Κάρβερ αγκαλιασμένοι. Πέρασαν με προσοχή πάνω από τη νεκρή κοπέλα στη βεράντα και κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο. Πίσω τους βγήκαν ο Μπραντ και η Μπελίντα Τζόζεφσον, με τα παιδιά των Κάρβερ, που τα γύρισαν από την άλλη για να μη δουν τον πατέρα τους, που ήταν πάντα στον κήπο νεκρός. Πίσω τους φάνηκε ο Τομ Μπίλινγκσλι, κρατώντας κάτι σαν τραπεζομάντιλο. Το άπλωσε πάνω από το πτώμα της κοπέλας, χωρίς να δώσει σημασία στον αστυνομικό που του φώναζε με τον τηλεβόα. «Πού είναι η μαμά μου;» φώναξε ο Ντέιβ στον Στιβ. Τα μάτια του ήταν αλαφιασμένα και κουρασμένα. «Είδες τη μαμά μου;» Και ο Στιβ Έ ι μ ς , που το σύνθημα της ζωής του ήταν ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, δεν ήξερε τι να απαντήσει.
432
RICHARD BACH MAN
σε μια μάταιη άρνηση. Στο μεταξύ το είχαν δει και οι άλλοι. Ό χ ι οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί, που σε λίγο θα ξεπερνούσαν τους δισταγμούς τους και θα πλησίαζαν, αλλά οι κάτοικοι της Πόπλαρ που είχαν επιζήσει από τους ρυθμιστές. Ο Στιβ έπιασε τη Σύνθια από τα μπράτσα και τη γύρισε προς το μέρος του. «Σταμάτα», της είπε. «Δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα. Είναι ένα σύννεφο και αρχίζει να διαλύεται κιόλας. Βλέπεις;» Ή τ α ν αλήθεια. Τα πλευρά του αλόγου είχαν ανοίξει σε μερικά σημεία και από μέσα τους περνούσαν θολές φωτεινές ακτίνες ήλιου. Γύρω τους απλωνόταν και πάλι ένα καλοκαιρινό απόγευμα, το αποκορύφωμα του καλοκαιριού, καρπούζια και αναψυκτικά και μπέιζμπολ. Ο Στιβ κοίταξε κάτω στο δρόμο και είδε ένα περιπολικό να ξεκινάει και να κατευθύνεται προς το μέρος τους πολύ αργά, πατώντας τις μπερδεμένες σωλήνες των πυροσβεστικών. Κοίταξε τον Τζόνι. «Δε μου λες;» «Tt πράγμα;» «Εκείνο το παιδί αυτοκτόνησε τελικά;» «Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσες να το πεις», απάντησε ο Τζόνι, αν και ήξερε γιατί είχε κάνει αυτή την ερώτηση ο χίπι. Για κάποιο λόγο, δε σου έδινε την αίσθηση της αυτοκτονίας. Το περιπολικό σταμάτησε. Ο άνθρωπος που βγήκε από μέσα φορούσε χακί στολή γεμάτη σιρίτια. Τα μάτια του είχαν έντονο γαλανό χρώμα και έμοιαζαν χαμένα μέσα σε ένα πλέγμα από ρυτίδες. Στο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο πιστόλι. Το πρόσωπο του κάποιον θύμιζε στον Τζόνι και μετά από μερικές στιγμές του ήρθε: το μακαρίτη τον Μπεν Τζόνσον, που είχε παίξει με την ίδια πειστικότητα αξιοπρεπείς ράντσερ (συνήθως με όμορφες κόρες) και σατανικούς παρανόμους. «Για όνομα του Θεού, μπορεί κάποιος να μου πει τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησε ο αστυνομικός. Δεν απάντησε κανείς και ύστερα από λίγο ο Τζόνι Μάρινβιλ κατάλαβε ότι όλοι τον κοίταζαν. Έ κ α ν ε ένα
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 433
βήμα μπροστά, διάβασε το όνομα στο μικρό ταμπελάκι στο στήθος του αστυνομικού και είπε: «Παράνομοι, αστυνόμε Ρίτσαρντσον». «Ορίστε;» «Παράνομοι. Ρυθμιστές. Λιποτάκτες από την έρημο». «Φίλε μου, αν σου φαίνονται αστεία όλα αυτά...» « Ό χ ι , αστυνόμε, δε μου φαίνονται καθόλου αστεία. Και αν κοιτάξεις εκεί μέσα θα δεις ότι τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα απ' όσο φαίνονται». Ο Τζόνι του έδειξε το σπίτι των Γουάιλερ κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ξαφνικά την κιθάρα του. Ή τ α ν σαν να σκέφτηκε ένα ποτήρι παγωμένο τσάι την ώρα που ήταν διψασμένος και κουρασμένος. Σκέφτηκε πόσο όμορφα θα ήταν να καθίσει στη βεράντα του και να αρχίσει να τραγουδάει την Μπαλάντα τον Τζέσε Τζέιμς. Εκείνη που λέει, «Ο Τζέσε είχε γυναίκα να τον θρηνήσει και τρία παιδιά που ήταν γενναία». Μπορεί η παλιά του Γκίμπσον να είχε καμιά τρύπα, το σπίτι του ήταν μισοκατεστραμμένο (και μάλλον δεν καθόταν πολύ καλά στα θεμέλιά του), από την άλλη μεριά όμως η κιθάρα μπορεί να ήταν εντάξει. Σε τελική ανάλυση, μερικοί από τους κατοίκους της Πόπλαρ είχαν βγει ζωντανοί από τον εφιάλτη. Ο Τζόνι κοίταξε προς το σπίτι του, ακούγοντας κιόλας το τραγούδι όπως θα το έπαιζε: «Ω Ρόμπερτ Φορντ, Ρόμπερτ Φορντ, αναρωτιέμαι πώς νιώθεις. Γιατί κοιμήθηκες στο κρεβάτι του Τζέσε κι έφαγες από το ψωμί του Τζέσε κι όμως έστειλες στον τάφο του τον Τζέσε Τζέιμς». «Ε!» φώναξε τσατισμένος ο αστυνομικός που έμοιαζε με τον Μπεν Τζόνσον. «Πού πας εσύ;» «Να τραγουδήσω ένα τραγούδι για τους καλούς και τους κακούς», απάντησε ο Τζόνι. Έ σ κ υ ψ ε το κεφάλι, νιώθοντας τον καλοκαιρινό ήλιο να του ζεσταίνει το σβέρκο, και συνέχισε να περπατά.
Ο Ι ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 435
Γράμμα από την κυρία Παιρίσια Άλεν σιην Κάθριν Ανν Γκούνιλοου, στο Μονπελιέ ίου Βερμόνι:
t M o h onk Mountain House 19 Ιουνίου
1986
Αγαπητή Κάθι, Το Μοχόνκ είναι το ομορφότερο μέρος στον κόσμο, έχω πειστεί πλέον γι' αυτό. Ο μήνας τον μέλιτος υπέροχος κι αυτός, οι ωραιότερες εννιά μέρες όλης μον της ζωής -και όσο για τις νύχτες!... Έχω μάθει λόγω ανατροφής ότι ορισμένα πράγματα δεν τα συζητάς, γι αντό θα περιοριστώ να σον πω ένα πράγμα: οι χρόβοι μου μήπως ανακαλύψω (όταν θα ήταν ma πολύ αργά) ότι έκανα μεγάλο λάθος πον «το κράτησα για το γάμο» αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Νιώθω σαν παιδί πον ζει μέσα σε ζαχαροπλαστείο! Αρκετά γι αυτό το θέμα, όμως. Δε σον έγραψα για να σον μιλήσω για τη σεξουαλική ζωή μον (όσο υπέροχη κι αν είναι) ούτε και για την ομορφιά των βουνών Κάτσκιλ. Σον γράφω γιατί ο Τομ έχει κατεβεί κάτω για να παίξει λίγο μπιλιάρδο και επειδή ξέρω πόσο σου αρέσουν οι ιστορίες με φαντάσματα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν εκτυλίσσονται σε παλιά ξενοδοχεία. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που διάβασε τόσο πολλές φορές τη «Λάμψη» τον Κινγκ, ώστε διέλυσες εντελώς όχι ένα αντίτνπο τον βιβλίου αλλά δύο! Αν ήταν μόνο αντό, όμως, μάλλον θα περίμενα να γυρίσουμε από το μήνα τον μέλιτος και θα σον τα έλεγα δια ζώσης. Εκείνο πον με έκανε να αποφασίσω να
RICHARD BACH MAN
436
ά AioKonk
MOUNTAIN KOM··
σον γράψω, αντό το όμορφο βράδυ, mm το γεγονός ότι μπορεί να έχω κάποια σουβενίρ από αυτή τη συγκεκριμένη «ιστορία φαντασμάτων». Το ξενοδοχείο Μάονντεν Χάονζ άνοιξε το 1869, επομένως είναι όντως παλιό ξενοδοχείο, και μολονότι δε μοιάζει με το Οβερλούχ τον Κινγκ έχει κι αντό κάμποσα παράξενα σημεία και μερικούς υποβλητικούς διαδρόμους. Έχει επίσης και αρκετές ιστορίες με φαντάσματα, αυτή που θα σον διηγηθώ όμως είναι κάπως διαφορετική από τις συνηθισμένες. Για να καταλάβεις, δεν περιέχει ούτε κυρίες από τις αρχές του αιώνα ούτε κυρίους που αυτοκτόνησαν με το μεγάλο κραχ του '29. Αυτά τα δύο φαντάσματα (ακριβώς, δύο φαντάσματα στην τιμή τον ενός) εμφανίστηκαν στο ξενοδοχείο πριν από τέσσερα χρόνια περίπου, an ό,τι έμαθα -και έχω μάθει αρκετά. Το προσωπικό είναι πολύ εξυπηρετικό με τους πελάτες πον θέλουν να κάνουν «κυνήγι φαντασμάτων». Ίσως επειδή προσθέτει κάτι στην ατμόσφαιρα, φαντάζομαι. Λοιπόν, γύρω από το ξενοδοχείο υπάρχουν πάνω από εκατό μικρά «περίπτερα», κάτι εκκεντρικές ξύλινες καλύβες, φτιαγμένες πάντα στα μέρη με την ωραιότερη θέα. Υπάρχει ένα που βρίσκεται στο βόρειο άκρο ενός ανηφορικού λιβαδιον, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο. Στο χάρτη, το λιβάδι δεν έχει όνομα (πήγα και κοίταξα τα τοπογραφικά διαγράμματα σήμερα το πρωί), αλλά το προσωπικό το έχει ονομάσει Λιβάδι της Μητέρας και του Γιου.
^ 437
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
ώ M o k onk Mountain House Οι πελάτες τον ξενοδοχείου είδαν για πρώτη φορά τα φαντάσματα της μητέρας και τον γιου το καλοκαίρι του 1982. Εμφανίζονται πάντα γύρω από αυτό το συγκεκριμένο περίπτερο, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου και βλέπει προς ένα βράχο σχεδόν θαμμένο μέσα στο αγιόκλημα και τις αγριοτριανταφυλλιές. Δεν είναι το πιο όμορφο μέρος της περιοχής, αλλά νομίζω ότι θα αποδειχθεί το πιο αγαπημένο μου όταν θα σκέφτομαι το μήνα του μέλιτος στα χρόνια που θα 'ρθουν. Υπάρχει μια γαλήνη εκεί που μον είναι αδύνατο να την περιγράψω. Μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο άρωμα των λουλουδιών και στον ήχο πον κάνουν οι μέλισσες, ένα σταθερό, νυσταλέο βόμβο. Αλλά ας αφήσουμε τώρα τις μέλισσες και τα λουλούδια και το γραφικό βράχο. Ξέρω ότι εσένα σ* ενδιαφέρουν τα φαντάσματα και μόνο τα φαντάσματα. Πάντως, να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν είναι καθόλου τρομακτικά, γι αυτό μην αρχίσεις να ελπίζεις απ' αυτή την πλευρά. Όμως, είναι πολύ καλά τεκμηριωμένα. Ο Άντριαν Γκίβενς, ο θυρωρός, μου είπε ότι τα έχουν δει γύρω στους τριάντα πέντε πελάτες, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν, και πάντα στο ίδιο περίπου σημείο. Οι αυτόπτες μάρτυρες δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, οπότε είναι απίθανο να υπήρξε κάποια συνωμοσία ή συνεννόηση μεταξύ τους, παρ' όλα αυτά όμως οι περιγραφές τονς συμφωνούν σε εκπληκτικό βαθμό. Όλοι έχουν πει ότι η γυναίκα είναι γύρω στα τριάντα, όμορφη, με ψηλά πόδια και καστανά μαλλιά. Ο γιος της (αρκετοί μάρ-
RICHARD BACH MAN
438
t M o h onk MOM η tm In H o w τνρες έχουν πει ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα ανάμεσά τονς) είναι μικρόσωμος και πολύ λεπτός, έξι χρονών περίπου. Καστανά μαλλιά κι αυτός, όπως η γυναίκα. Το ηρόσωηό του το έχουν χαρακτηρίσει «έξυπνο», «γεμάτο ζωντάνια», ακόμη και «πανέμορφο». Μολονότι τους έχονν δει πολλοί διαφορετικοί πελάτες αυτά τα χρόνια, όλοι συμφωνούν στα ρούχα πον φοράνε: κ\ γυναίκα λευκό σορτς, μπλούζα χωρίς μανίκια και χαμηλά αθλητικά παπούτσια' το παιδί σορτς τον μπάσκετ, φανέλα χωρίς μανίκια (αυτή με τις τιράντες) και καουμπόικες μπότες. Αυτές οι μπότες είναι που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση, Κάθι! Πόσο πιθανό θα ήταν να περιγράψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ένα παιδί με τόσο παράξενο σννδνασμό ρούχων, σορτς και καουμπόικες μπότες, αν έλεγαν ψέματα; Αντό εμένα με έπεισε. Μερικοί νποστηρίζονν ότι είναι πραγματικοί, υπαρκτοί άνθρωποι, ίσως μια νηάλληλος τον ξένοδοχείον με το παιδί της, επειδή έχουν αφήσει πίσω τονς πολλά νλικά αντικείμενα, πράγμα παράξενο για φαντάσματα, τα οποία κατά κανόνα αφήνονν μόνο ένα παγερό ρεύμα αέρα ή ίσως λίγο εκτόπλασμα, όηως ξέρεις. Στο σνγκεκριμένο περίπτερο έχονν βρεθεί ένα σωρό σουβενίρ. Ξέρεις ποιο ήταν το πιο παράξενο; Πιάτα με μισοφαγωμένα μακαρόνια κονσέρβα! Ναι! Ξέρω ότι ακούγεται τρελό, εξωφρενικό, σκέψου το όμως λίγο. Αν εξαιρέσουμε τα χοτ ντογκ, νπάρχει τίποτε που ν9 αρέσει περισσότερο στα παιδιά από τα μακαρόνια κονσέρβα;
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 439
ά Mohonk Έχουν βρεθεί κι άλλα αράγματα όμως: παιχνίδια, ένα βιβλίο με σκίτσα για χρωμάτισμα, μια μικρή ασημένια θήκη του μεϊκάπ που μπορεί να ανήκει στην όμορφη μαμά του καουμπόι. Εμένα όμως τη μεγαλύτερη εντύπωση μον την έκαναν αυτά τα μακαρόνια που αρέσουν τόσο πολύ στα παιδιά. Πού ξανακούστηκαν φαντάσματα που τρώνε μακαρόνια; Ή... άκον και το άλλο: το φθινόπωρο του 1984, μερικοί πελάτες του ξενοδοχείου βρήκαν στο περίπτερο ένα παιδικό πλαστικό πικάπ, που είχε πάνω ένα δίσκο των 45 στροφών. To Strawberry Fields Forever, των Μπιτλς. Ταιριάζει πάντως, ε; Ο φίλος μου ο θυρωρός χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του όταν του λες ότι πρέπει να είναι απάτη, ότι τα φαντάσματα δεν αφήνουν υλικά αντικείμενα πίσω τονς (ούτε πατημασιές στο χορτάρι ή στο δάπεδο τον περιπτέρου). «Ναι, τα συνηθισμένα φαντάσματα δεν αφήνουν», λέει, «μπορεί όμως αυτά να μην είναι συνηθισμένα φαντάσματα. Πρώτα πρώτα, όλοι όσοι τα έχουν δει λένε ότι είναι στερεά, συμπαγή. Δεν είναι ημιδιαφανή, δεν μπορείς να δεις από μέσα τους, όπως τα φαντάσματα στους Γκοστμπάστερ. Μπορεί να μην είναι φαντάσματα9 το έχετε σκεφτεί αυτό; Μπορεί να είναι πραγματικοί άνθρωποι που ζουν σε ένα επίπεδο κάπως διαφορετικό από το δικό μας». Όπως βλέπεις, δε χρειάζεται να είσαι πελάτης τον ξενοδοχείου για να το ρίξεις στην παραψυχολογία. Το ''χει και το προσωπικό το μικρόβιο.
RICHARD BACH MAN
440
Mohotik
MowtiHi Hn—i
Ο Άντριαν μον είτιε ότι, σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, κάποιοι που πίστευαν ότι πρόκειται για απάτη έκαναν οργανωμένες προσπάθειες για να πιάσουν τη μητέρα και το γιο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα (αν και σε μία περίπτωση βρήκαν ένα από κείνα τα μπολ με τα μακαρόνια). Επίσης, είπε -και αντό μον φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρονότι τα φαντάσματα άρχισαν να εμφανίζονται μέσα και γύρω από το περίπτερο πριν από τέσσερα χρόνια. Αν, λοιπόν, ήταν πραγματικοί άνθρωποι, είτε απατεώνες είτε φαρσέρ, πώς είναι δυνατόν ο μικρός να είναι ακόμη έξι ή εφτά χρονών; Και τώρα φτάνονμε στο σημείο στο οποίο, σε μια παραδοσιακή ιστορία με φαντάσματα, θα σον αποκάλυπτα ότι είδα κι εγώ τα φαντάσματα. Δεν τα είδα όμως. Εξακολουθώ να μην έχω δει φάντασμα στη ζωή μον. Μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι εκείνο το λιβάδι έχει κάτι το ξεχωριστό, μια ηρεμία και -μην τολμήσεις να γελάσεις- ιερότητα. Δεν είδα φαντάσματα, σίγουρα όμως υπάρχει μια αίσθηση παρουσίας εκεί. Πήγα χωρίς τον Τομ και δέχομαι ότι αντό και μόνο μπορεί να με έκανε να υποβληθώ πιο εύκολα, παρ3 όλα αυτά, όμως, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, και εξακολουθώ να είμαι σίγουρη και τώρα, ότι βρισκόμουν σε ένα πολύ ασυνήθιστο μέρος. Και αισθάνθηκα μια ανατριχίλα στο σβέρκο μον, μια αίσθηση -πολύ καθαρή και σνγκεκριμένηότι κάποιος με παρακολουθεί.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 441
6
Mohotvk MeeBtaleHowe Μετά, όταν μπήκα στο περίπτερο για να καθίσω και να ξεκουραστώ πριν γυρίσω στο ξενοδοχείο, βρήκα τα αντικείμενα που σον εσωκλείω. Είναι απτά και υπαρκτά όπως βλέπεις, τίποτα το άνλο καχ το υπερφυσικό, παρ' όλα αυτά όμως έχουν κάτι πολύ παράξενο, δε συμφωνείς; Το κουκλάκι της γυναίκας με το μπλε σορτς είναι το πιο ενδιαφέρον από τα δύο. Προφανώς είναι παιδικό παιχνίδι, αλλά είμαι νηπιαγωγός τρία χρόνια τώρα και νόμιζα ότι τις ήξερα όλες αυτές τις κούκλες. Αυτή εδώ δεν την έχω ξαναδεί. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν η Σκάρλετ, από την ομάδα των Τζι-Άι Τζο, αλλά όπως βλέπεις τα μαλλιά της είναι μεν κόκκινα αλλά σε πολύ διαφορετική απόχρωση. Πιο έντονο κόκκινο. Επίσης, τα παιδιά συνήθως αγαπούν πολύ αυτά τα παιχνίδια, τα έχω δει να μαλώνουν γι αυτά στην αυλή του νηπιαγωγείου. Αυτό ήταν σε μια γωνία, σχεδόν σαν να το είχαν πετάξει. Κράτησέ το μον, Κάθι, και θα το δείξω στους μαθητές μου το φθινόπωρο. Βάζω στοίχημα όμως από τώρα ότι δε θα έχουν ξαναδεί αντή την κούκλα και ότι όλα θα τη θέλουν! Σκέφτομαι αυτό που είπε ο Άντριαν, ότι τα φαντάσματα της μητέρας και του γιου μπορεί να ζουν σε κάπως διαφορετικό επίπεδο από το δικό μας, ίσως αστρικό ή και χρονικό, και μερικές φορές (ή μάλλον συχνά) σκέφτομαι ότι η κούκλα με τα κόκκινα μαλλιά μπορεί να προέρχεται από αυτό το επίπεδο! (Μήπως αυτή η ιδέα σε κάνει να ανατριχιάζεις; Εμένα ναι).
R I C H A R D B A C H MAN
442
t M o h onk MooatkiA H o m e Εντάξει, μπορεί να μην ανατρίχιασα εξαιτίας της κούκλας. Ξαφνικά φύσηξε δυνατός αέρας έξω και τρεμόπαιξαν τα φώτα. Μπορεί να επηρεάστηκα an αντό. Και μετά είναι η ζωγραφιά. Τη βρήκα κάτω από το τραπέζι, μέσα στο περίπτερο. Εσύ ασχολείσαι με τη ζωγραφική, φιλενάδα, πες μον, λοιπόν, πώς σον φαίνεται; Σου φαίνεται για κόλπο -κάποιος πιτσιρίκος της περιοχής, ίσως, πον του αρέσει να δουλεύει τους ξένους; Ή βρήκα όντως μια ζωγραφιά φτιαγμένη από φάντασμα; Τι σκέψη κι αυτή, ε; Δεν τη χωράει το μναλό σον! Λοιπόν, κοριτσάκι μον, αυτή ήταν η ανατριχιαστική ιστορία μου γι απόψε. Θα τα βάλω όλα μέσα σε ένα φάκελο για να σου τα στείλω και μετά θα κατέβω κάτω και θα προσπαθήσω να πείσω τον Τομ να παρατήσει το μπιλιάρδο και να ''ρθει στο κρεβάτι. Βασικά, δε θα είναι καθόλου δύσκολο. Μον αρέσει η ζωή της παντρεμένης και μον αρέσει αντό το μέρος, ακόμη και με τα φαντάσματα. Πάντα φίλη σον, Πατ ΥΓ: Σε παρακαλώ, κράτα μον τη ζωγραφιά, εντάξει; Θέλω να τη φνλάξω. Απάτη ή όχι, νομίζω ότι ακτινοβολεί αγάπη. Και μια αίσθηση ίσως ότι αντοί οι δύο βρήκαν, επιτέλους, το σπίτι τονς. Π.
ΟΙ ΡΥΘΜΙςΤΕς
^ 443