STEPHEN KING -Nightmares & Dreamscapes – Ϊνα δϊχτυλο ξεπροβϊλλει μϋςο απ’ το ςιφϐνι του νιπτόρα. Μια μηχανικό μαςϋλα εκδηλϔνει φονικϋσ διαθϋςεισ. τη Νϋα Τϐρκη μϑγεσ μαζεϑονται και πεθαύνουν ς’ ϋνα ζευγϊρι παλιϊ αθλητικϊ παποϑτςια Η ϋρημοσ τησ Νεβϊδασ καταπύνει μια Κϊντιλακ. Κι ακϐμη ο θρϑλοσ του Καςτλ Ροκ αναβιϔνει και αιχμαλωτύζει βλϋμματα και ςυνειδόςεισ Ο Stephen King επιςτρϋφει με μια ςυλλογό διηγημϊτων. Μια ςειρϊ ιςτορύεσ που κινοϑνται απϐ την κλαςικό ατμϐςφαιρα του μακϊβριου και του τερατϔδουσ μϋχρι την ανεπανϊληπτη μύμηςη του ςτυλ του Σςαντλερ και του Κϐναν Ντϐιλ ςυνθϋτοντασ με την πολυμορφύα τουσ μια ςπόλια του Αλαντύν, ϐπωσ λϋει ο ύδιοσ, ϐπου το θαυμαςμϐ διαδϋχεται ο φϐβοσ, η απειλό παραμονεϑει ςε κϊθε γωνύα και η περιόγηςη εύναι πϊντα μια εμπειρύα τρομακτικό. Εύκοςι ϋξοχεσ ιςτορύεσ γραμμϋνεσ μ’ ϋνα ςκοπϐ: να μεταφϋρουν τουσ αναγνϔςτεσ εκεύ που δεν πόγαν ποτϋ ωσ τϔρα. τον κϐςμο οποϑ εκτυλύςςονται τα ϐνειρα. τον κϐςμο ϐπου οι εφιϊλτεσ δεν τελειϔνουν μ ϋνα τρομαγμϋνο ξϑπνημα. Ο King μασ ανούγει την πϐρτα. Δε μϋνει παρϊ να πιςτϋψουμε και να τον ακολουθόςουμε. ΔΤΟ ΣΟΜΟΙ ΕΚΔΟΕΙ BELL
Ϊργα του ςυγγραφϋα που εκδϐθηκαν ςτη ςειρϊ BELL Best Seller:
Ω ΣΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ:
Κριςτύν Οι Νυχτερύτεσ Σο Πρϐςωπο του Υϐβου Φρόςιμα Αντικεύμενα Μύζερι Αϒπνύα Ρϐουζ Μϊντερ Εφιϊλτεσ και Ονειρϐτοποι Ντεςπερϋιςον Σο Πρϊςινο Μύλι ϊκοσ με Κϐκαλα
Ω ΡΙΣΑΡΝΣ ΜΠΑΚΜΑΝ: Οι Ρυθμιςτϋσ
2
Για τον ςυγγραφέα
Ο τύβεν Κινγκ γεννόθηκε το 1947 ςτο Πϐρτλαντ τησ Πολιτεύασ του Μϋιν. ποϑδαςε με υποτροφύα ςτο Πανεπιςτόμιο του Μϋιν ςτο Ορϐνο, ϐπου και γνϔριςε τη ςϑζυγο του, τη ςυγγραφϋα Σϊμπιθα Κινγκ. Ωρχιςε να γρϊφει απ' ϐταν όταν εννϋα μϐλισ χρϐνων -τον ενθϊρρυνε μια θεύα του, που του ϋδινε εύκοςι πϋντε ςεντσ κϊθε φορϊ που τϋλειωνε μια ιςτορύα. Δύδαςκε αγγλικϊ ςτο λϑκειο, ϐταν ϋγινε δεκτϐ προσ ϋκδοςη το πρϔτο μυθιςτϐρημα του, Κϊρι. Απϐ τϐτε ϋχει γρϊψει περιςςϐτερα απϐ τριϊντα ϋργα, που ϋγιναν ϐλα μπεςτ ςϋλερ διεθνϔσ -ανϊμεςα τουσ τα ϊλεμ'σ Λοτ, Η Λϊμψη, Οι Νυχτερύτεσ, Σο Αυτϐ, Κριςτύν, Αϒπνύα, Σο Πρϐςωπο του Υϐβου, Μύζερι, Φρόςιμα Αντικεύμενα, Ρϐουζ Μϊντερ, Ντεςπερϋιςον, Σο Πρϊςινο Μύλι και ϊκοσ με Κϐκαλα. Πολλϊ απϐ τα μυθιςτορόματα του ϋχουν γύνει ταινύεσ για τον κινηματογρϊφο, τϋςςερισ απϐ τισ οπούεσ -Ϊκρηξη Οργόσ (Κϊρι), τϊςου Πλϊι Μου, Σελευταύα Ϊξοδοσ: Ρύτα Φϋιγουορθ και Σο Πρϊςινο Μύλι- όταν υποψόφιεσ για ήςκαρ καλϑτερησ ταινύασ. όμερα ο τύβεν Κινγκ θεωρεύται ωσ ο κορυφαύοσ ςυγγραφϋασ ιςτοριϔν τρϐμου παγκοςμύωσ. Ϊχει τιμηθεύ με πολλϋσ διακρύςεισ για το ϋργο του, ανϊμεςα ςτισ οπούεσ το Πρϔτο Βραβεύο Ο. Φϋνρι, το 1996, για το διόγημα του «Ο Ωντρασ με το Μαϑρο Κοςτοϑμι», και το Βραβεύο Ποιητϔν και υγγραφϋων, το 1997, για την υποςτόριξη του ςτουσ ςυγγραφεύσ, το γρϊψιμο και το διϊβαςμα. Απϐ το 1991 παύζει κιθϊρα και κϊνει φωνητικϊ ςτο «λογοτεχνικϐ» ςυγκρϐτημα Ροκ Μπϐτομ Ριμϋιντερσ, ϐπου ςυμμετϋχουν και οι ςυγγραφεύσ Ρύντλεώ Πύρςον, Ρϐμπερτ Υϊλγκαμ, Ντϋιβιντ Μπϊρι κ.ϊ., και ποϑ και ποϑ κϊνουν περιοδεύεσ ςτη χϔρα προωθϔντασ την ανϊγνωςη και την πνευματικό καλλιϋργεια. Ο τύβεν Κινγκ ζει ςτο Μπϊνγκορ του Μϋιν με τη ςϑζυγο του και τα τρύα παιδιϊ τουσ. 3
STEPHEN KING ΕΦΙΑΛΣΕ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΣΟΠΟΙ
Μετϊφραςη: Γωγϔ Αρβανύτη Β' ΕΚΔΟΗ ΣΟΜΟ Α' ΕΚΔΟΕΙ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΣΟΤ 57, ΑΘΗΝΑ ΣΗΛ.: 360.Μ38 - 362.9723 ISBN 960-450-536-x Σύτλοσ πρωτοτϑπου: "Nightmares and Dreamscapes"
4
τη μνόμη του ΣΟΜΑ ΓΟΤΙΛΙΑΜ, 1926-1991: ποιητό, μυθιςτοριογρϊφου και μεγϊλου Αμερικανοϑ παραμυθϊ.
5
Περιεχόμενα Α΄ Σόμου
ΕΙΑΓΨΓΗ ςελ. 8 Η ΚΑΝΣΙΛΑΚ ΣΟΤ ΝΣΟΛΑΝ ςελ. 20 ΣΟ ΣΕΛΟ ΚΑΘΕ ΔΤΣΤΦΙΑ ςελ. 95 ΑΥΕΣΕ ΣΑ ΠΑΙΔΙΑ ςελ. 132 Ο ΝΤΦΣΕΡΙΝΟ ΣΑΞΙΔΙΨΣΗ ςελ. 151 Ο ΠΑΠΙ ςελ. 201 ΟΤ ΓΙΝΕΣΑΙ ΜΑΝΙΑ ςελ. 220 Η ΜΗΦΑΝΙΚΗ ΜΑΕΛΑ ςελ. 244 Η ΑΥΙΕΡΨΗ ςελ. 291 ΣΟ ΚΙΝΟΤΜΕΝΟ ΔΑΦΣΤΛΟ ςελ. 349 ΣΑ ΑΘΛΗΣΙΚΑ ΠΑΠΟΤΣΙΑ ςελ. 401 ΣΕΛΙΚΑ, ΕΦΟΤΝ ΕΝΑ ΣΡΟΜΕΡΟ ΤΓΚΡΟΣΗΜΑ ςελ. 439
Περιεχόμενα Β' Σόμου
ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΣ ΟΙΚΟΝ ςελ. 500 Η ΕΠΟΦΗ ΣΨΝ ΒΡΟΦΨΝ ςελ. 541 ΣΟ ΟΜΟΡΥΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΜΟΤ ςελ. 572 ΤΓΝΨΜΗ, ΨΣΟ ΝΟΤΜΕΡΟ ςελ. 609 ΟΙ ΑΝΘΡΨΠΟΙ ΣΨΝ ΔΕΚΑ ςελ. 652 ΚΡΑΟΤΣ ΕΝΣ ςελ. 727 ΣΟ ΠΙΣΙ ΣΗ ΜΕέΠΛ ΣΡΗΣ ςελ. 769 ΣΟ ΠΕΜΠΣΟ ΣΕΣΑΡΣΟ ςελ. 818 Η ΤΠΟΘΕΗ ΣΟΤ ΓΙΑΣΡΟΤ ςελ. 840 Η ΣΕΛΕΤΣΑΙΑ ΤΠΟΘΕΗ ΣΟΤ ΓΙΟΤΜΝΙ ςελ. 889 ΚΑΣΨ ΣΟ ΚΕΥΑΛΙ ςελ. 957 ΑΤΓΟΤΣΟ ΣΟ ΜΠΡΟΤΚΛΙΝ ςελ. 1036 ΗΜΕΙΨΕΙ ςελ. 1038 Ο ΖΗΣΙΑΝΟ ΚΑΙ ΣΟ ΔΙΑΜΑΝΣΙ ςελ. 1059
6
Ειςαγωγό ΜΤΘΟ, ΠΕΠΟΙΘΗΗ, ΠΙΣΗ ΚΑΙ ΣΑ ΑΠΙΣΕΤΣΑ ΣΟΤΡΙΠΛΙ! ήταν όμουν παιδύ πύςτευα ϐ,τι μου ϋλεγαν, ϐ,τι διϊβαζα κι ϐςα ανακοινωθϋντα εξϋδιδε η δικό μου καλπϊζουςα φανταςύα. Αυτϐ εύχε μεν ωσ ςυνϋπεια μπϐλικεσ ϊγρυπνεσ νϑχτεσ, αλλϊ, απϐ την ϊλλη πλευρϊ, γϋμιζε τον κϐςμο ςτον οπούο ζοϑςα με χρϔματα και ςτοιχεύα που δε θ' αντϊλλαςςα οϑτε με μια ζωό γαλόνιων ϑπνων. Βλϋπετε, όξερα απϐ τϐτε ϐτι υπϊρχουν ϊνθρωποι ςτον κϐςμο μασ -πϊρα πολλού, εδϔ που τα λϋμε— που οι αιςθόςεισ τησ φανταςύασ τουσ εύναι εύτε μουδιαςμϋνεσ εύτε εντελϔσ νεκρωμϋνεσ, με αποτϋλεςμα να ζουν ςε μια πνευματικό κατϊςταςη αντύςτοιχη τησ αχρωματοψύασ. Πϊντα τουσ λυπϐμουν, χωρύσ ποτϋ να υποψιϊζομαι (τϐτε, τουλϊχιςτον) πωσ αρκετού απ' αυτοϑσ τουσ τϑπουσ με την ϋλλειψη φανταςύασ εύτε λυποϑνταν εύτε περιφρονοϑςαν εμϋνα, ϐχι μϐνο επειδό δεινοπαθοϑςα απϐ πολλοϑσ και διϊφορουσ παρϊλογουσ φϐβουσ, αλλϊ κυρύωσ επειδό όμουν βαθιϊ κι ανεπιφϑλακτα εϑπιςτοσ ςχεδϐν ςε οτιδόποτε. «Να ϋνα παιδύ», πρϋπει να ςκϋφτονταν μερικού (η μητϋρα μου, πϊντωσ, ςύγουρα το ςκεφτϐταν), «που θ' αγορϊςει τη γϋφυρα του Μπροϑκλιν ϐχι μύα, αλλϊ πολλϋσ φορϋσ, ςε ϐλη του τη ζωό». Αυτϐ εύχε μια δϐςη αλόθειασ τϐτε και, για να εύμαι ειλικρινόσ, υποθϋτω ϐτι εν μϋρει ϋχει ακϐμη. Η γυναύκα μου δε χϊνει ευκαιρύα να λϋει ςτον κϐςμο ϐτι ο ςϑζυγοσ τησ ϐταν πρωτοψόφιςε ςε προεδρικϋσ εκλογϋσ, ςτην τρυφερό ηλικύα των εύκοςι ενϐσ χρϐνων, προτύμηςε τον Ρύτςαρντ Νύξον. «Ο Νύξον ιςχυρύςτηκε ϐτι εύχε ϋνα ςχϋδιο που θα μασ ϋβγαζε απϐ το 7
Βιετνϊμ», λϋει με μϊτια που λϊμπουν απϐ χαιρεκακύα, «και ο τιβ τον πύςτεψε». Ακριβϔσ· ο τιβ τον πύςτεψε. Και δεν εύναι το μϐνο που ϋχει πιςτϋψει ο τιβ ςτη ςυχνϊ εκκεντρικό πορεύα τησ ςαρανταπεντϊχρονησ ζωόσ του. Για παρϊδειγμα, όμουν το τελευταύο παιδύ ςτη γειτονιϊ που ςυμπϋρανε ϐτι ϐλοι αυτού οι ντυμϋνοι Αώ-Βαςύληδεσ ςτουσ δρϐμουσ ςόμαιναν πωσ δεν υπϊρχει πραγματικϐσ Αώ-Βαςύλησ (εξακολουθϔ να μη βρύςκω λογικϐ το ςυμπϋραςμα· εύναι ςαν να λϋμε πωσ ϋνα εκατομμϑριο οπαδού εύναι η απϐδειξη ϐτι δεν υπϊρχει ηγϋτησ). Επύςησ, δεν αμφιςβότηςα ποτϋ τον ιςχυριςμϐ του θεύου μου ήρεν ϐτι μπορεύσ ν' αποκϐψεισ τη ςκιϊ ενϐσ ανθρϔπου μ' ϋνα παςςαλϊκι αντύςκηνου (αν τη χτυπόςεισ ακριβϔσ ςτισ δϔδεκα το μεςημϋρι, εννοεύται), οϑτε τον ιςχυριςμϐ τησ γυναύκασ του ϐτι, κϊθε φορϊ που ςου 'ρχεται ανατριχύλα, μια χόνα περπατϊει πϊνω ςτο μϋροσ που κϊποτε θα γύνει ο τϊφοσ ςου. Με δεδομϋνη την πορεύα τησ δικόσ μου ζωόσ, αυτϐ πρϋπει να ςημαύνει πωσ εύναι γραφτϐ μου να καταλόξω να με θϊψουν πύςω απϐ τον αχυρϔνα τησ θεύασ Ρϐντι, ςτη Γοϑρνα τησ Φόνασ, ςτο Γουαώϐμινγκ. Πύςτευα επύςησ οτιδόποτε ϊκουγα ςτην αυλό του ςχολεύου. Κατϊπινα με την ύδια ευκολύα απϐ γαϑρουσ μϋχρι φϊλαινεσ. Ϊνα παιδύ μου εύχε δηλϔςει με απϐλυτη βεβαιϐτητα ϐτι, αν αφόςεισ μια δεκϊρα πϊνω ςε ςιδηροδρομικό ρϊγα, το πρϔτο τρϋνο που θα περϊςει θα εκτροχιαςτεύ. Κϊποιο ϊλλο παιδύ μου εύχε πει ϐτι μια δεκϊρα αφημϋνη πϊνω ςε ςιδηροτροχιϊ θα γινϐταν τελεύωσ λιϔμα (ϋτςι ακριβϔσ το εύχε πει —τελεύωσ λιϔμα) απϐ το πρϔτο τρϋνο που θα περνοϑςε απϐ πϊνω τησ και ϐτι αυτϐ που θα μϊζευεσ απϐ τη ρϊγα μετϊ θα όταν ϋνα εϑκαμπτο και ςχεδϐν διϊφανο νϐμιςμα ςε μϋγεθοσ αςημϋνιου δολαρύου. Η προςωπικό μου ϊποψη όταν ϐτι ύςχυαν και τα δυο: νομύςματα αφημϋνα ςε ςιδηροτροχιϋσ γύνονται 8
τελεύωσ λιϔμα, πριν εκτροχιϊςουν τα τρϋνα που τα λιϔνουν περνϔντασ απϐ πϊνω τουσ. Ωλλεσ θαυμαςτϋσ πληροφορύεσ που ϋχω ςυλλϋξει κατϊ τη διϊρκεια των μαθητικϔν μου χρϐνων, πρϔτα ςτο ϋντερ κουλ του τρϊτφορντ ςτο Κονϋκτικατ κι ϋπειτα ςτο δημοτικϐ ςχολεύο του Ντοϑραμ ςτο Μϋιν, καλϑπτουν μια μεγϊλη ποικιλύα θεμϊτων, ϐπωσ μπαλϊκια του γκολφ (δηλητηριϔδη και διαβρωτικϊ ςαν οξϋα ςτο εςωτερικϐ τουσ), αποβολϋσ (βρϋφη που ςυχνϊ γεννιοϑνται ζωντανϊ, αλλϊ εύναι τϐςο δϑςμορφα και τερατϔδη που θανατϔνονται επιτϐπου απϐ κϊποιουσ υπεϑθυνουσ τησ δημϐςιασ υγεύασ, οι οπούοι αναφϋρονται με τον τρομακτικϐ χαρακτηριςμϐ «ειδικού νοςοκϐμοι»), μαϑρεσ γϊτεσ (αν διαςταυρωθεύσ με μια τϋτοια πρϋπει να κϊνεισ αμϋςωσ εναντύον τησ την κύνηςη με τα δυο δϊχτυλα που ξορκύζει το κακϐ μϊτι, αλλιϔσ ϋχεισ μεγϊλεσ πιθανϐτητεσ να πεθϊνεισ την ύδια μϋρα) και ρωγμϋσ ςε πεζοδρϐμια. Γι' αυτϋσ τισ τελευταύεσ, θεωρϔ περιττϐ να εξηγόςω την πιθανό επικύνδυνη ςχϋςη τουσ με τη ςπονδυλικό ςτόλη εντελϔσ αθϔων μανϊδων1. Βαςικό πηγό θαυμαςτϔν κι εκπληκτικϔν ςτοιχεύων εκεύνα τα χρϐνια όταν για μϋνα τα βιβλιαρϊκια-ςυλλογϋσ των ϐςων παρουςιϊζονταν ςτην εκπομπό Σα Απύςτευτα του Ρύπλι! που εξϋδιδαν τα Πϐκετ Μπουκσ. ' αυτϊ ανακϊλυψα ϐτι μπορεύσ να καταςκευϊςεισ ϋνα ιςχυρϐτατο εκρηκτικϐ, αρκεύ να ξϑςεισ τη ζελατύνη απϐ τα τραπουλϐχαρτα και να ςτουπϔςεισ μ' αυτό ϋνα κομμϊτι ςωλόνα- ϐτι μπορεύσ να εξαςφαλύςεισ το νυχτερινϐ ςου φωτϊκι για το διϊβαςμα, αν ανούξεισ μια τρϑπα ςτο ύδιο ςου το κρανύο και την ταπϔςεισ μ' ϋνα κερύ (το γιατύ θα όθελε κανεύσ να κϊνει τϋτοιο πρϊγμα δε με απαςχϐληςε παρϊ χρϐνια αργϐτερα)· ϐτι ςτ' αλόθεια υπϊρχουν γύγαντεσ (ϋνασ εύχε ϑψοσ πϊνω απϐ 1
Σφμφωνα με ζνα παιδικό τραγουδάκι, αν πατιςεισ μια ρωγμι ςτο πεηοδρόμιο, κα ςπάςει θ ραχοκοκαλιά τθσ μθτζρασ ςου (Σ.τ.Μ.)
9
δϑο και ςαρϊντα), πραγματικϊ μικροςκοπικϊ ξωτικϊ (μια γυναύκα μϐλισ τριϊντα πϐντουσ ψηλό) και αληθινϊ ΣΕΡΑΣΑ ΣΟΟ ΥΟΒΕΡΑ ΠΟΤ ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΥΟΝΣΑΙ... με τη διαφορϊ ϐτι ςτα Απύςτευτα του Ρύπλι! περιγρϊφονταν τα πϊντα με υπϋροχεσ λεπτομϋρειεσ και με ςυνοδεύα φωτογραφύασ ςυνόθωσ (ϐςο ζω δεν πρϐκειται να ξεχϊςω εκεύνη με τον τϑπο που απϐ το κϋντρο του ξυριςμϋνου κρανύου του ξεφϑτρωνε ϋνα κερύ). Εκεύνα τα βιβλιαρϊκια όταν - για μϋνα, τουλϊχιςτον- το εκπληκτικϐτερο θϋαμα του κϐςμου, κϊτι που μποροϑςα να το κουβαλϊω μονύμωσ ςτην τςϋπη μου και να το απολαμβϊνω κουλουριαςμϋνοσ απϐ πϊνω του κϊποια βροχερϊ αββατοκϑριακα που δεν μποροϑςαμε να βγοϑμε να παύξουμε μπϊλα και εύχαμε μπουχτύςει πια το Μονϐπολι. Να όταν τϊχα αληθινϊ τα ανθρϔπινα τϋρατα κι ϐλα τα περιβϐητα παρϊξενα του Ρύπλι; ' αυτϐ εδϔ το κεύμενο το ερϔτημα φαύνεται ϊςχετο. Αυτϐ που μετρϊει εύναι ϐτι όταν αληθινϊ για μϋνα. Απϐ τα ϋξι μου ωσ τα ϋντεκα, ςτα κρύςιμα χρϐνια που αναπτϑςςεται κατϊ μεγϊλο μϋροσ η φανταςύα, για μϋνα όταν περϊ για περϊ αληθινϊ. Σα πύςτευα, ϋτςι ϐπωσ πύςτευα ϐτι μπορεύσ να εκτροχιϊςεισ ϋνα τρϋνο με μια δεκϊρα ό ϐτι η παχϑρρευςτη κϐλλα ςτο εςωτερικϐ μιασ μπϊλασ του γκολφ μπορεύ να ςου λιϔςει ολϐκληρο το χϋρι ϋτςι και ςτϊξει ςτην παλϊμη ςου. τα Απύςτευτα του Ρύπλι! πρωτϊρχιςα να διακρύνω πϐςο λεπτό μπορεύ να εύναι καμιϊ φορϊ η διαχωριςτικό γραμμό ανϊμεςα ςτο θαυμαςτϐ και ςτο κοινϐτοπο και να αντιλαμβϊνομαι ϐτι η αντιπαραβολό αυτϔν των δϑο μπορεύ να διαφωτύςει εξύςου τισ ςυνηθιςμϋνεσ ϐψεισ τησ καθημερινϐτητασ, ϐςο και τισ ςποραδικϋσ αλλϐκοτεσ εξϊρςεισ τησ. Ασ μην ξεχνϊμε ϐτι εδϔ μιλϊμε για πύςτη και η πύςτη εύναι το λύκνο του μϑθου. Σι γύνεται με την πραγματικϐτητα; θα μου πεύτε. Λοιπϐν, ϐςον αφορϊ εμϋνα, η πραγματικϐτητα ασ πϊει να πηδηχτεύ. Ποτϋ μου δεν την 10
υπεραςπύςτηκα, τουλϊχιςτον ςτα γραπτϊ μου. Πολϑ ςυχνϊ εύναι για τη φανταςύα ϐ,τι τα μυτερϊ παλοϑκια για τουσ βρικϐλακεσ. Πιςτεϑω ϐτι ο μϑθοσ και η φανταςύα εύναι ςχεδϐν ςυνϔνυμεσ ϋννοιεσ που μποροϑν να εναλλϊςςονται και ϐτι η πύςτη αποτελεύ την πηγό τροφοδοςύασ και των δϑο. Πύςτη ςε τι; Δε νομύζω ϐτι ϋχει καμιϊ ςημαςύα, για να λϋμε την αλόθεια. ε ϋνα θεϐ ό ςε πολλοϑσ. Ϋ ςτο ϐτι μια δεκϊρα μπορεύ να εκτροχιϊςει τρϋνο. Οι πεποιθόςεισ μου αυτϋσ δεν ϋχουν καμιϊ ςχϋςη με τη θρηςκευτικό πύςτη· ασ το ξεκαθαρύςουμε αυτϐ μια και καλό. Ανατρϊφηκα ωσ μεθοδιςτόσ και μϋνω προςκολλημϋνοσ ςε αρκετϊ απϐ τα θεμελιϔδη δϐγματα τησ παιδικόσ μου ηλικύασ, ϔςτε να θεωρϔ ϐτι ϋνασ τϋτοιοσ ιςχυριςμϐσ θα όταν. ςτην καλϑτερη περύπτωςη, αυθϊδεια και ςτη χειρϐτερη καθαρό βλαςφημύα. Απλϔσ, πύςτευα ϐλα τα παρϊξενα επειδό όμουν πλαςμϋνοσ να πιςτεϑω ςτα παρϊξενα. Ωλλοι ϊνθρωποι τρϋχουν ςε αγϔνεσ, επειδό εύναι πλαςμϋνοι να τρϋχουν γρόγορα, ό παύζουν μπϊςκετ, γιατύ ο θεϐσ τουσ ϋδωςε ϑψοσ πϊνω απϐ δυο μϋτρα, ό λϑνουν μακριϋσ, περύπλοκεσ εξιςϔςεισ ςε μαυροπύνακεσ, επειδό εύναι πλαςμϋνοι να διακρύνουν τα ςημεύα ϐπου ςυνταιριϊζονται τϋλεια ϐλοι αυτού οι αριθμού. Ψςτϐςο, η πύςτη κϊπου υπειςϋρχεται ςτην ϐλη υπϐθεςη και υποψιϊζομαι ϐτι αυτϐ το κϊπου ϋχει να κϊνει με την επιμονό ςου να επιχειρεύσ το ύδιο πρϊγμα ξανϊ και ξανϊ, ενϔ το ξϋρεισ, βαθιϊ και ειλικρινϊ μϋςα ςου, ϐτι ποτϋ δεν πρϐκειται να το κϊνεισ καλϑτερα απ' ϐ,τι το ϋχεισ όδη κϊνει και ϐτι αν ςυνεχύςεισ να το ζορύζεισ η μϐνη πορεύα που ςου απομϋνει εύναι η κατρακϑλα. Δεν ϋχεισ τύποτα να χϊςεισ ϐταν χτυπϊσ για πρϔτη φορϊ την πινιϊτα, αλλϊ να το επαναλϊβεισ και δεϑτερη φορϊ (και τρύτη... και τϋταρτη... και τριακοςτό τϋταρτη) ςημαύνει ϐτι εκτύθεςαι ςτην αποτυχύα, ςτην κατϊθλιψη και, ςτην περύπτωςη ενϐσ ςυγγραφϋα διηγημϊτων που ανόκουν ς' ϋνα αρκετϊ 11
ςυγκεκριμϋνο εύδοσ, ςτην αυτοπαρωδύα. Κι ϐμωσ ςυνεχύζουμε, οι περιςςϐτεροι απϐ μασ, και τα πρϊγματα γύνονται ϐλο και πιο δϑςκολα. Δε θα το πύςτευα πριν απϐ εύκοςι χρϐνια, ό και δϋκα, αλλϊ ϋτςι εύναι. ήλα δυςκολεϑουν. Εύναι κϊτι μϋρεσ που νομύζω ϐτι ο παλιϐσ υπολογιςτόσ μου ϋχει πϊψει να λειτουργεύ με ηλεκτριςμϐ εδϔ και πϋντε χρϐνια. ήτι απϐ το Πρϐςωπο του Υϐβου και μετϊ τροφοδοτεύται αποκλειςτικϊ με πύςτη. Σι πειρϊζει ϐμωσ; Αρκεύ που βγαύνουν οι λϋξεισ ςτην οθϐνη, ςωςτϊ; Η ιδϋα για καθεμιϊ απϐ τισ ιςτορύεσ αυτοϑ του βιβλύου μου όρθε ςε μια ςτιγμό πύςτησ και γρϊφτηκε ς' ϋνα ξϋςπαςμα πύςτησ, χαρϊσ κι αιςιοδοξύασ. Αυτϊ τα θετικϊ ςυναιςθόματα ϋχουν βϋβαια τα αρνητικϊ τουσ αντύςτοιχα και ο φϐβοσ τησ αποτυχύασ εύναι το ηπιϐτερο ανϊμεςα τουσ. Σο χειρϐτερο -για μϋνα, τουλϊχιςτον- εύναι η βαςανιςτικό υποψύα ϐτι μπορεύ να ϋχω όδη πει ϐλα ϐςα εύχα να πω και τϔρα ακοϑω απλϔσ το μονϐτονο κρϔξιμο τησ ύδιασ μου τησ φωνόσ, γιατύ, ϋτςι και ςταματόςει, η ςιωπό θα εύναι αφϐρητα τρομακτικό. Σο ϊλμα πύςτησ που απαιτεύται για να γεννηθεύ ϋνα διόγημα ϋχει γύνει εξαιρετικϊ δϑςκολο τα τελευταύα χρϐνια" αυτϐ τον καιρϐ φαύνεται πωσ η κϊθε ιδϋα θϋλει να γύνει μυθιςτϐρημα και κϊθε μυθιςτϐρημα θϋλει να ϋχει γϑρω ςτισ τϋςςερισ χιλιϊδεσ ςελύδεσ. Αρκετού κριτικού το ϋχουν όδη αναφϋρει αυτϐ, ςυνόθωσ ϐχι κολακευτικϊ. ε αναλϑςεισ που γρϊφτηκαν για ϐλα τα μεγϊλα μυθιςτορόματα μου, απϐ το The Stand ωσ τα Φρόςιμα Αντικεύμενα, κατηγορόθηκα για πολυγραφύα. ε μερικϋσ περιπτϔςεισ η κριτικό όταν βϊςιμη. ε ϊλλεσ επρϐκειτο απλϔσ για γκρινιϊρικεσ φλυαρύεσ αντρϔν και γυναικϔν που ϋχουν αποδεχτεύ τη λογοτεχνικό ανορεξύα των τελευταύων τριϊντα χρϐνων με αξιοπερύεργη (για μϋνα, τουλϊχιςτον) ϋλλειψη αντιρρόςεων και ανϊλυςησ. Αυτού οι αυτοδιοριςμϋνοι διϊκονοι τησ Εκκληςύασ τησ Αγύασ Αμερικανικόσ Λογοτεχνύασ φαύνονται να αντιμετωπύζουν τη 12
γενναιοδωρύα με καχυποψύα, την υφό του λϐγου με απϋχθεια και την κϊθε ελεϑθερη λογοτεχνικό πινελιϊ με απερύφραςτο μύςοσ. Σο αποτϋλεςμα εύναι ϋνα παρϊξενο και ςτεύρο λογοτεχνικϐ κλύμα, ςτο οπούο μια ανοϑςια παρωνυχύδα ςαν το Vox του Νύκολςον Μπϋικερ γύνεται αντικεύμενο εκςτατικϔν ςυζητόςεων και ανϊλυςησ κι ϋνα πραγματικϊ φιλϐδοξο αμερικανικϐ μυθιςτϐρημα ϐπωσ το Heart of the Country του Κρεγκ Μϊθιουσ ςχεδϐν αγνοεύται. ε τελικό ανϊλυςη, ϐμωσ, ϐλα αυτϊ δεν εύναι απλϔσ εκτϐσ θϋματοσ, εύναι και γκρύνιεσ -ςτο κϊτω-κϊτω υπόρξε ποτϋ ςυγγραφϋασ, ϊντρασ ό γυναύκα, που να μην ϋνιωςε ϐτι τον αδύκηςαν κϊποτε οι κριτικού; Αυτϐ που ξεκύνηςα να πω, πριν διακϐψω με τϐςη αγϋνεια τον εαυτϐ μου, εύναι ϐτι η πρϊξη πύςτησ που μεταβϊλλει μια πεπούθηςη τησ ςτιγμόσ ς' ϋνα πραγματικϐ αντικεύμενο —εν προκειμϋνω ϋνα διόγημα που οι ϊνθρωποι θα θϋλουν πραγματικϊ να διαβϊςουν— μου προκϑπτει ϐλο και πιο δϑςκολα τα τελευταύα χρϐνια. «Ε, τϐτε, μη γρϊφεισ διηγόματα», θα ϋλεγε κανεύσ (κι αυτϐ μου λϋει ςυνόθωσ μια φωνό που ακοϑω μϋςα ςτο κεφϊλι μου, ςαν κι αυτϋσ που ϊκουγε η Σζϋςι ΜπϋρλινγκεϏμ ςτο Παιχνύδι τον Σζϋραλντ). «το κϊτω-κϊτω δεν ϋχεισ πια ανϊγκη τα χρόματα που ςου αποφϋρουν ϐςο τα εύχεσ ϊλλοτε». Εύναι γεγονϐσ. Οι μϋρεσ που η επιταγό απϐ κϊποιο μικρϐ θαϑμα τεςςϊρων περύπου χιλιϊδων λϋξεων θα αγϐραζε την πενικιλύνη για την ωτύτιδα ενϐσ απϐ τα παιδιϊ ό θα τςοντϊριζε για να πληρωθεύ το νούκι ϋχουν παρϋλθει οριςτικϊ. ήμωσ αυτό η λογικό δεν εύναι απλϔσ κύβδηλη, εύναι επικύνδυνη. Βλϋπετε, για την ακρύβεια, δεν ϋχω ανϊγκη οϑτε τα λεφτϊ που θα μου φϋρει ϋνα μυθιςτϐρημα. Αν όταν μϐνο για τα λεφτϊ, θα μποροϑςα να βγω απϐ το παιχνύδι και να πϊω να καθύςω ςτον πϊγκο... ό να περϊςω την υπϐλοιπη ζωό μου ςε κϊποιο νηςϊκι τησ 13
Καραώβικόσ, αραχτϐσ ςτον όλιο, μακραύνοντασ τα νϑχια μου ϐςο μποροϑν να φτϊςουν. Αλλϊ δεν εύναι για τα λεφτϊ, ϐ,τι κι αν λϋνε οι γυαλιςτερϋσ ταμπλϐιντ, οϑτε και για χϊρη τησ εμπορικϐτητασ, ϐπωσ φαινϐταν να πιςτεϑουν κϊποιοι αλαζϐνεσ κριτικού. Οι βαςικϋσ αρχϋσ ιςχϑουν πϊντα, παρϊ το πϋραςμα του χρϐνου και για μϋνα ο αντικειμενικϐσ ςκοπϐσ δεν ϋχει αλλϊξει: θϋλω να αγγύξω εςϊσ. Πιςτού Αναγνϔςτεσ, να ςασ καθηλϔςω και ύςωσ να ςασ φοβύςω τϐςο πολϑ, ϔςτε να πϊτε για ϑπνο αφόνοντασ το φωσ του μπϊνιου αναμμϋνο. Πϊντα η ουςύα εύναι να δεισ πρϔτοσ το απύςτευτο... και μετϊ να το εξιςτορόςεισ. Και πϊντα εύναι το να ςασ κϊνω να πιςτϋψετε κι εςεύσ ϐ,τι πιςτεϑω, ϋςτω για λύγο. Δεν πολυμιλϊω γι' αυτϊ, γιατύ ακοϑγονται πομπϔδη και με κϊνουν να νιϔθω αμόχανα, αλλϊ εξακολουθϔ να θεωρϔ τισ ιςτορύεσ ςπουδαύο πρϊγμα, κϊτι που ϐχι μϐνο κϊνει καλϑτερη τη ζωό μασ, αλλϊ τη ςϔζει κιϐλασ καμιϊ φορϊ. Και δε μιλϊω μεταφορικϊ. Σο καλϐ γρϊψιμο —οι καλϋσ ιςτορύεσ— εύναι ο μηχανιςμϐσ πυροδϐτηςησ τησ φανταςύασ και ςκοπϐσ τησ φανταςύασ, πιςτεϑω, εύναι να μασ προςφϋρει καταφϑγιο και παρηγοριϊ ςε καταςτϊςεισ και ςτϊδια τησ ζωόσ μασ τα οπούα διαφορετικϊ θα όταν αφϐρητα. Υυςικϊ, μιλϊω αποκλειςτικϊ με βϊςη τισ προςωπικϋσ μου εμπειρύεσ, γιατύ εμϋνα η φανταςύα μου, που ϐταν όμουν παιδύ με κρϊτηςε πολλϋσ νϑχτεσ ξϊγρυπνο και τρομαγμϋνο, με βοόθηςε να τα βγϊλω πϋρα ςε κϊμποςεσ τρομερϋσ μϊχεσ με τη μαινϐμενη πραγματικϐτητα ςτην ενόλικη ζωό μου. Αν οι ιςτορύεσ που γεννόθηκαν απ' αυτό τη φανταςύα ϋχουν λειτουργόςει με τον ύδιο τρϐπο για κϊποιουσ απϐ τουσ ανθρϔπουσ που τισ διϊβαςαν, τϐτε εγϔ εύμαι ευτυχιςμϋνοσ κι απϐλυτα ικανοποιημϋνοσ -αιςθόματα που, απ' ϐςο ξϋρω, δεν αγορϊζονται οϑτε με πλουςιοπϊροχεσ ςυμφωνύεσ για κινηματογραφικϋσ μεταφορϋσ οϑτε με εκδοτικϊ ςυμβϐλαια πολλϔν εκατομμυρύων. 14
Πϊντωσ θεωρϔ το διόγημα ϋνα δϑςκολο και προκλητικϐ λογοτεχνικϐ εύδοσ, γι' αυτϐ ϋνιωςα μεγϊλη χαρϊ —αλλϊ και μεγϊλη ϋκπληξη- ϐταν διαπύςτωςα ϐτι εύχα αρκετϊ ςτο ςυρτϊρι μου ϔςτε να δημοςιεϑςω και τρύτη ςυλλογό. Επιπλϋον, όρθε και ςε καλό εποχό, γιατύ ϋνα απϐ τα πρϊγματα τα οπούα πύςτευα απϐλυτα ϐταν όμουν παιδύ (προφανϔσ, θ« το εύχα κι αυτϐ ψαρϋψει απϐ Σα Απύςτευτα του Ρύπλι!) εύναι ϐτι οι ϊνθρωποι ανανεϔνονται εντελϔσ κϊθε εφτϊ χρϐνια· κϊθε ιςτϐσ, κϊθε ϐργανο, κϊθε μυσ αποκτοϑν τελεύωσ καινοϑρια κϑτταρα. υγκϋντρωςα τα διηγόματα για το Εφιϊλτεσ και Ονειρϐτοποι το καλοκαύρι του 1992, εφτϊ χρϐνια μετϊ την ϋκδοςη του Skeleton Crew, τησ τελευταύασ μου ςυλλογόσ διηγημϊτων, η οπούα εκδϐθηκε εφτϊ χρϐνια μετϊ τη Νυχτερινό Βϊρδια, την πρϔτη μου ςυλλογό. Σο ςπουδαιϐτερο ϐμωσ εύναι το να ξϋρω πωσ, ενϔ το ϊλμα πύςτησ που απαιτεύται για να μετατραπεύ μια ιδϋα ςε ιςτορύα γύνεται ϐλο και πιο δϑςκολο (οι μϑεσ με τουσ οπούουσ εκτελοϑνται τα ϊλματα γερνϊνε κι αυτού με τα χρϐνια, δυςτυχϔσ), μπορϔ ακϐμη να το κϊνω. Σο επϐμενο ςπουδαιϐτερο εύναι το να ξϋρω ϐτι κϊποιοι εξακολουθοϑν να θϋλουν να διαβϊζουν τισ ιςτορύεσ μου —εςεύσ. Πιςτού Αναγνϔςτεσ, ςε περύπτωςη που αναρωτιϋςτε. Η παλιϐτερη απ' αυτϋσ τισ ιςτορύεσ (η προςωπικό μου εκδοχό περύ φονικόσ ουςύασ ςτα μπαλϊκια του γκολφ και των τερατϐμορφων εμβρϑων) εύναι το «ου Γύνεται Μανύα», που πρωτοδημοςιεϑτηκε ςτο Μϊρςρουτσ·, ϋνα λογοτεχνικϐ περιοδικϐ του Πανεπιςτημύου του Μϋιν... αν και την ϋχω αναθεωρόςει αρκετϊ γι' αυτό την ϋκδοςη, ϔςτε να αποδύδει καλϑτερα αυτϐ που προφανϔσ όθελε να εύναι: μια τελευταύα ματιϊ ςτην καταραμϋνη μικρό πϐλη Καςτλ Ροκ. Η πιο πρϐςφατη, «Οι Ωνθρωποι των Δϋκα», γρϊφτηκε πυρετωδϔσ μϋςα ςε τρεισ μϋρεσ, το καλοκαύρι του 1992. 15
' αυτό τη ςυλλογό θα βρεύτε και μερικϊ πραγματικϊ αξιοπερύεργα κομμϊτια: την αρχικό εκδοχό του μοναδικοϑ ςεναρύου για τηλεταινύα που ϋχω γρϊψει· μια ιςτορύα του ϋρλοκ Φολμσ, ςτην οπούα ο δϐκτωρ Γουϊτςον αναλαμβϊνει πρωτοβουλύα και λϑνει την υπϐθεςη· ϋνα εύδοσ μϑθου του Κθοϑλου, που διαδραματύζεται ςτο λονδρϋζικο προϊςτιο ϐπου κατοικοϑςε ο Πύτερ τρϊουμπ ϐταν τον πρωτογνϔριςα· μια «ςκληροτρϊχηλη» ιςτορύα του εύδουσ του Ρύτςαρντ Μπϊκμαν και μια ελαφρϔσ παραλλαγμϋνη εκδοχό ενϐσ διηγόματοσ με τύτλο «Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου», που πρωτοεκδϐθηκε ςε περιοριςμϋνο αριθμϐ αντιτϑπων απϐ το Μουςεύο Γουύτνι, με εικονογρϊφηςη τησ Μπϊρμπαρα Κροϑγκερ. Μετϊ απϐ πολλό ςκϋψη, αποφϊςιςα να ςυμπεριλϊβω κι ϋνα αρκετϊ μεγϊλο κεύμενο που δεν ανόκει ςτο εύδοσ τησ μυθιςτορύασ. Εύναι το «Κϊτω το Κεφϊλι» και αφορϊ τα παιδιϊ και το μπϋιζμπολ. Πρωτοδημοςιεϑτηκε ςτο περιοδικϐ Νιου Γιϐρκερ και ύςωσ εύναι το κομμϊτι για το οπούο ϋχω δουλϋψει ςκληρϐτερα απ' ϐ,τι για οτιδόποτε ϋγραψα τα τελευταύα δεκαπϋντε χρϐνια. Αυτϐ δεν το κϊνει απαραιτότωσ καλϐ, βϋβαια, αλλϊ εμϋνα η ςυγγραφό και η δημοςύευςη του μου ϋδωςαν απϋραντη ικανοπούηςη κι αυτϐσ εύναι ο λϐγοσ που το παραθϋτω. Κανονικϊ, δεν ταιριϊζει ςε μια ςυλλογό διηγημϊτων ςτην οπούα κυριαρχεύ η αγωνύα και το υπερφυςικϐ... κι ϐμωσ, να που κατϊ κϊποιο τρϐπο ταιριϊζει! Η υφό του λϐγου εύναι ύδια. θα διαπιςτϔςετε μϐνοι ςασ αν ςυμφωνεύτε ό ϐχι. Κϊτι που ϋβαλα τα δυνατϊ μου να κϊνω όταν ν' αποφϑγω τα χιλιοειπωμϋνα, τισ εφεδρικϋσ ιςτορύεσ και το υλικϐ απϐ το βϊθοσ του ςυρταριοϑ. Απϐ το 1980 περύπου, κϊποιοι κριτικού ιςχυρύζονται πωσ φτϊνει να δημοςιεϑςω τον κατϊλογο με τα ϊπλυτα μου και θα πουλόςω ϋνα εκατομμϑριο αντύτυπα, αλλϊ αυτού εύναι κυρύωσ κριτικού που πιςτεϑουν πωσ ανϋκαθεν αυτϐ ϋκανα. Οι ϊνθρωποι που διαβϊζουν τα ϋργα μου για προςωπικό 16
τουσ ευχαρύςτηςη προφανϔσ ϋχουν ϊλλη γνϔμη, κι αυτοϑσ τουσ αναγνϔςτεσ εύχα ςτο μυαλϐ μου ϐταν ϋςτηνα ετοϑτη τη ςυλλογό και ϐχι τουσ κριτικοϑσ. Σο αποτϋλεςμα εύναι, νομύζω, ϋνα ανομοιογενϋσ βιβλύο, μια ςπηλιϊ του Αλαντύν, που ολοκληρϔνει μια τριλογύα, τησ οπούασ οι δυο πρϔτοι τϐμοι εύναι η Νυχτερινό Βϊρδια και το Skeleton Crew. ήλα τα καλϊ διηγόματα ϋχουν τϔρα ςυγκεντρωθεύ. Κι ϐλα τα κακϊ τα ςϊρωςα κϊτω απϐ το χαλύ ϐςο βαθϑτερα ϋφτανε η ςκοϑπα. Κι εκεύ θα μεύνουν. Αν υπϊρξει ποτϋ επϐμενη ςυλλογό, θα αποτελεύται αποκλειςτικϊ απϐ ιςτορύεσ που δεν ϋχουν ακϐμη γραφτεύ ό που ακϐμη δεν τισ ϋχω καν ςκεφτεύ (ιςτορύεσ που δεν ϋχουν ακϐμη γύνει πιςτευτϋσ, αν προτιμϊτε) και υποθϋτω ϐτι θα εμφανιςτεύ ςε μια χρονιϊ που θ' αρχύζει απϐ 2. το μεταξϑ, ϋχουμε αυτϋσ τισ εύκοςι-κϊτι ιςτορύεσ (και μερικϋσ εύναι πολϑ παρϊξενεσ, ςασ προειδοποιϔ). Καθεμιϊ τουσ περιϋχει και κϊτι που πύςτεψα για λύγο. Ξϋρω ϐτι μερικϊ απ' αυτϊ τα πρϊγματα -το δαχτυλϊκι που ξεπετϊγεται απϐ το ςιφϐνι του νιπτόρα, οι ανθρωποφϊγοι βϊτραχοι, τα πειναςμϋνα δϐντια— εύναι λιγϊκι τρομακτικϊ, αλλϊ νομύζω ϐτι δε θα ϋχουμε πρϐβλημα αν πϊμε παρϋα. Πρϔτα, ϐμωσ, επαναλϊβετε την κατόχηςη μετϊ απϐ μϋνα: Πιςτεϑω ϐτι μια δεκϊρα μπορεύ να εκτροχιϊςει ϋνα τρϋνο . Πιςτεϑω ϐτι υπϊρχουν κροκϐδειλοι ςτουσ υπονϐμουσ τησ Νϋασ Τϐρκησ, για να μην ποϑμε και για αρουραύουσ μεγϊλουσ ςαν πϐνι ϋτλαντ. Πιςτεϑω ϐτι μπορεύ κανεύσ να αποκϐψει απϐ ϋναν ϊνθρωπο τη ςκιϊ του μ' ϋνα ατςϊλινο παςςαλϊκι αντύςκηνου. Πιςτεϑω ϐτι ϑπαρχει ο Αώ-Βαςύλησ και πωσ ϐλοι αυτού οι τϑποι με τισ κϐκκινεσ ςτολϋσ που βλϋπουμε κϊθε Φριςτοϑγεννα εύναι βοηθού του. Πιςτεϑω ϐτι υπϊρχει ϋνασ αθϋατοσ κϐςμοσ ολϐγυρα μασ. 17
Πιςτεϑω ϐτι τα μπαλϊκια του τϋνισ εύναι γεμϊτα με δηλητηριϔδεσ αϋριο κι αν κϐψεισ ϋνα ςτα δϑο και ειςπνεϑςεισ αυτϐ που θα βγει θα πϋςεισ νεκρϐσ. Και, πϊνω απ' ϐλα, πιςτεϑω ςτα φαντϊςματα, πιςτεϑω ςτα φαντϊςματα, πιςτεϑω ςτα φαντϊςματα. Εντϊξει; Ϊτοιμοι; Ψραύα. Πιϊςτε το χϋρι μου. Ξεκινϊμε. Εγϔ ξϋρω το δρϐμο. Εςεύσ απλϔσ κρατηθεύτε γερϊ... και πιςτϋψτε. Μπϊνγκορ, Μϋιν 6 Νοεμβρύου 1992
18
Η Κϊντιλακ του Ντϐλαν Η εκδύκηςη εύναι ϋνα φαγητϐ που τρϔγεται καλϑτερα κρϑο. —Ιςπανικό παροιμύα Εφτϊ χρϐνια περύμενα και παρακολουθοϑςα. Σον ϋβλεπα να φεϑγει και να ϋρχεται -τον Ντϐλαν. Σον παρακολουθοϑςα να μπαύνει ςε πολυτελό ρεςτορϊν, ντυμϋνοσ με ςμϐκιν, πϊντα με διαφορετικό γυναύκα ςτο πλευρϐ του, πϊντα μ' ϋνα ζευγϊρι ςωματοφϑλακεσ να τον προςϋχουν. Ϊβλεπα τα μαλλιϊ του ν' αλλϊζουν απϐ το γκρύζο ς' ϋνα γοητευτικϐ αςημύ, ενϔ τα δικϊ μου αραύωναν ςυνεχϔσ ϔςπου ϋμεινα φαλακρϐσ. Σον ϋβλεπα να φεϑγει απϐ το Λασ Βϋγκασ για το τακτικϐ του προςκϑνημα ςτη Δυτικό Ακτό. Σον ϋβλεπα να επιςτρϋφει. Δυο τρεισ φορϋσ παρακολοϑθηςα απϐ ϋναν παρϊδρομο την αςημιϊ εντϊν Ντεβύλ του, ύδιο χρϔμα με τα μαλλιϊ του, να περνϊει ςαν αςτραπό ςτην Εθνικό 71 προσ το Λοσ Ωντζελεσ. Και κϊποιεσ ϊλλεσ φορϋσ τον εύδα να φεϑγει απϐ τη βύλα του, ςτουσ Λϐφουσ του Φϐλιγουντ, με την ύδια αςημιϊ Κϊντιλακ, για να επιςτρϋψει ςτο Λασ Βϋγκασ -ϐχι πολϑ ςυχνϊ ϐμωσ. Εύμαι δϊςκαλοσ. Οι δϊςκαλοι και οι μεγαλοαπατεϔνεσ δεν ϋχουν την ύδια ϊνεςη κινόςεων εύναι μύα απϐ τισ πραγματικϐτητεσ τησ ζωόσ. Ο Ντϐλαν δεν όξερε ϐτι τον παρακολουθοϑςα —ποτϋ δεν τον πληςύαςα τϐςο ϔςτε να το καταλϊβει. Ϋμουν προςεκτικϐσ. Αυτϐσ ςκϐτωςε τη γυναύκα μου ό ϋβαλε να τη ςκοτϔςουν. Σο ύδιο κϊνει τελικϊ, θϋλετε λεπτομϋρειεσ; Δεν πρϐκειται να τισ μϊθετε απϐ μϋνα. Αν επιμϋνετε να μϊθετε, ψϊξτε ςτα ψιλϊ των εφημερύδων. Σην ϋλεγαν Ελύζαμπεθ. Δύδαςκε ςτο ύδιο ςχολεύο που δύδαςκα κι εγϔ και ςτο οπούο εξακολουθϔ να διδϊςκω. Ϋταν δαςκϊλα ςτην πρϔτη δημοτικοϑ. Σα παιδιϊ τη λϊτρευαν 19
και πιςτεϑω ϐτι πολλϊ απ' αυτϊ, που τϔρα πια εύναι ϋφηβοι, ακϐμα τη θυμοϑνται με αγϊπη. Εγϔ, πϊντωσ, την αγαποϑςα κι ακϐμα την αγαπϔ. Δεν όταν ϐμορφη, όταν χαριτωμϋνη. Ϋταν όςυχη, αλλϊ όξερε να γελϊει. Ονειρεϑομαι τα ανοιχτοκϊςτανα μϊτια τησ. Δεν υπόρξε ϊλλη γυναύκα για μϋνα. Οϑτε πρϐκειται να υπϊρξει. Ϊκανε μια απροςεξύα —ο Ντϐλαν. Δε χρειϊζεται να ξϋρετε περιςςϐτερα. Η Ελύζαμπεθ ϋτυχε να βρεθεύ εκεύ, ςε λϊθοσ μϋροσ, λϊθοσ ςτιγμό, και εύδε την απροςεξύα. Πόγε ςτην αςτυνομύα. Η αςτυνομύα την ϋςτειλε ςτο FBI, την ανϋκριναν και τουσ απϊντηςε ϐτι, ναι, θα πόγαινε να καταθϋςει ςτο δικαςτόριο. Σησ υποςχϋθηκαν προςταςύα, αλλϊ εύτε αυτού ςτϊθηκαν απρϐςεκτοι εύτε υποτύμηςαν τον Ντϐλαν. άςωσ και τα δυο. ή,τι κι αν όταν, η Ελύζαμπεθ μπόκε ϋνα βρϊδυ ςτο αυτοκύνητο τησ και ο δυναμύτησ που όταν ςυνδεμϋνοσ ςτη μύζα με ϊφηςε χόρο. Αυτϐσ με ϊφηςε χόρο —ο Ντϐλαν. Αφοϑ δεν υπόρχε πια μϊρτυρασ να καταθϋςει εναντύον του, απαλλϊχτηκε. Αυτϐσ επϋςτρεψε ςτον κϐςμο του κι εγϔ ςτο δικϐ μου. Για κεύνον το πολυτελϋσ ρετιρϋ ςτο Βϋγκασ, για μϋνα το ϊδειο λυϐμενο. Παρϋλαςη απϐ γυναικϊρεσ με γοϑνεσ και ςατϋν τουαλϋτεσ για κεύνον, ερημιϊ για μϋνα. Για κεύνον οι αςημιϋσ Κϊντιλακ —ϊλλαξε τϋςςερισ μϋςα ς' αυτϊ τα χρϐνια- για μϋνα μια παμπϊλαιη Μπιοϑικ Ριβιϋρα. Σα δικϊ του μαλλιϊ ϋγιναν αςημϋνια, ενϔ τα δικϊ μου ϋγιναν παρελθϐν. Αλλϊ τον παρακολουθοϑςα. Και πρϐςεχα —α, ναι, πρϐςεχα πϊρα πολϑ. Ϋξερα τι όταν, τι μποροϑςε να κϊνει. Ϋξερα ϐτι μποροϑςε να με λιϔςει ςαν ςκουλόκι ϋτςι και καταλϊβαινε ό διαιςθανϐταν τι εύχα κατϊ νου γι' αυτϐν. Οπϐτε πρϐςεχα. Πριν απϐ τρύα χρϐνια, ςτη διϊρκεια των θερινϔν μου διακοπϔν, τον ακολοϑθηςα (κρατϔντασ απϐςταςη αςφαλεύασ) 20
ωσ το Λοσ Ωντζελεσ ϐπου πόγαινε ςυχνϊ. Ϊμεινε ςτο ωραύο του ςπύτι κι ϋκανε πϊρτι. Κρυμμϋνοσ ςτη ςκιϊ, ςτο τϋρμα του τετραγϔνου, παρακολουθοϑςα τα πόγαιν' ϋλα και γινϐμουν ϋνα με τον τούχο κϊθε φορϊ που περνοϑςε κϊποιο περιπολικϐ. Ϊμεινα ς' ϋνα φτηνϐ ξενοδοχεύο, ϐπου οι ϋνοικοι ϊκουγαν ραδιϐφωνο ςτη διαπαςϔν και η πινακύδα νϋον απϐ το απϋναντι ςτριπτιζϊδικο φϔτιζε το παρϊθυρο μου. Εκεύνεσ τισ νϑχτεσ αποκοιμιϐμουν και ονειρευϐμουν τα ανοιχτοκϊςτανα μϊτια τησ Ελύζαμπεθ, ονειρευϐμουν πωσ τύποτε απ' ϐλα αυτϊ δεν εύχε ςυμβεύ και ςυχνϊ ξυπνοϑςα με δϊκρυα να ςτεγνϔνουν ςτο πρϐςωπο μου. Κϐντεψα να χϊςω κϊθε ελπύδα. Ϋταν καλϊ προςτατευμϋνοσ, βλϋπετε· πολϑ καλϊ προςτατευμϋνοσ. Δεν πόγαινε πουθενϊ χωρύσ τουσ δυο οπλιςμϋνουσ γορύλεσ του και η Κϊντιλακ όταν θωρακιςμϋνη. Σα φαρδιϊ, ςυμπαγό λϊςτιχα τησ όταν απ' αυτϊ που δε ςκϊνε ϐταν τρυπόςουν, αυτϊ που προτιμοϑν οι δικτϊτορεσ κϊποιων ταραγμϋνων κρατιδύων. Και τϐτε, πϊνω που κϐντευα ν' απελπιςτϔ, κατϊλαβα πϔσ μποροϑςε να γύνει —αλλϊ το κατϊλαβα αφοϑ πόρα πρϔτα μια γερό τρομϊρα. Σον ακολουθοϑςα πύςω ςτο Λασ Βϋγκασ, πϊντα απϐ απϐςταςη τουλϊχιςτον ενϐσ χιλιομϋτρου ό και περιςςϐτερο, ανϊλογα με το δρϐμο. Καθϔσ διαςχύζαμε την ϋρημο τραβϔντασ ανατολικϊ, η Κϊντιλακ δεν όταν παρϊ μια λϊμψη ςτον ορύζοντα κι εγϔ ςκεφτϐμουν την Ελύζαμπεθ και πϔσ γυϊλιζαν τα μαλλιϊ τησ ςτον όλιο. Εκεύνη τη φορϊ ειδικϊ εύχα μεύνει πολϑ πύςω. Ϋταν μεςοβδϐμαδο και η κυκλοφορύα ςτην Εθνικό 71 όταν λιγοςτό. ήταν η κυκλοφορύα εύναι πολϑ αραιό, η παρακολοϑθηςη γύνεται ριψοκύνδυνη —αυτϐ το ξϋρουν ακϐμα και οι δϊςκαλοι του δημοτικοϑ. Προςπϋραςα μια πορτοκαλιϊ πινακύδα που ϋγραφε 21
ΠΑΡΑΚΑΜΧΗ 8 ΦΛΜ. κι ϋκοψα αμϋςωσ ταχϑτητα. Οι παρακϊμψεισ ςτην ϋρημο ςυχνϊ επιβραδϑνουν την κυκλοφορύα και δεν όθελα με τύποτα να βρεθϔ ξαφνικϊ πύςω απϐ την αςημιϊ Κϊντιλακ, καθϔσ ο ςοφϋρ θα την οδηγοϑςε αργϊ και με προςοχό ςε κϊποιο χωματϐδρομο . ΠΑΡΑΚΑΜΧΗ 5 ΦΛΜ. ϋγραφε η επϐμενη πινακύδα και απϐ κϊτω: ΠΡΟΟΦΗ. ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΦΗ ΓΙΝΟΝΣΑΙ ΑΝΑΣΙΝΑΞΕΙ. ΔΙΑΚΟΧΣΕ ΚΑΘΕ ΑΤΡΜΑΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΨΝΙΑ. Θυμόθηκα μια ταινύα που εύχα δει ςτο ςινεμϊ πριν απϐ χρϐνια. Μια ςυμμορύα ϋνοπλων κακοποιϔν εύχε παραςϑρει ςτην ϋρημο ϋνα θωρακιςμϋνο αυτοκύνητο τοποθετϔντασ ψεϑτικεσ πινακύδεσ. Μϐλισ ο οδηγϐσ τςύμπηςε το δϐλωμα και μπόκε ς' ϋναν ϋρημο χωματϐδρομο (υπϊρχουν χιλιϊδεσ τϋτοιοι ςτην ϋρημο, δρϐμοι για τα κοπϊδια, δρϐμοι αγροτικού και παλιού δημϐςιοι δρϐμοι που δε βγϊζουν πουθενϊ), οι κλϋφτεσ ϋβγαλαν τισ πινακύδεσ εξαςφαλύζοντασ ϋτςι τον αποκλειςμϐ του αυτοκινότου και ϑςτερα απλϔσ το πολιϐρκηςαν μϋχρι που βγόκαν ϋξω οι φρουρού. κϐτωςαν τουσ φρουροϑσ. Αυτϐ το θυμϐμουν. κϐτωςαν τουσ φρουροϑσ. Ϊφταςα ςτην παρϊκαμψη κι ϋςτριψα. Ο δρϐμοσ όταν ϊςχημοσ ϐπωσ το περύμενα —ςκληρϐ χϔμα, μϐνο δυο λωρύδεσ κυκλοφορύασ κι απανωτϋσ λακκοϑβεσ που ϋκαναν τη γϋρικη Μπιοϑικ μου να βογκϊει και να τρϋμει. Σο αμϊξι μου εύχε ανϊγκη απϐ καινοϑριεσ αναρτόςεισ, αλλϊ αυτϐ εύναι απϐ τα ϋξοδα που ϋνασ μιςθοςυντόρητοσ δϊςκαλοσ αναγκϊζεται ςυχνϊ να αναβϊλει, ϋςτω κι αν εύναι χόροσ, χωρύσ παιδιϊ και χωρύσ δαπανηρϊ χϐμπι, εκτϐσ απϐ το ϐνειρο του για εκδύκηςη. Ενϔ η Μπιοϑικ ςκαμπανϋβαζε κι αγκομαχοϑςε ςτο δρϐμο, μου όρθε μια ιδϋα. Αντύ ν' ακολουθόςω την Κϊντιλακ του Ντϐλαν την επϐμενη φορϊ που θα ϋφευγε απϐ το Βϋγκασ για το Λοσ Ωντζελεσ ό απϐ το Λοσ Ωντζελεσ για το Βϋγκασ, θα πόγαινα 22
μπροςτϊ, θα ϋςτηνα μια ψεϑτικη παρϊκαμψη, ςαν κι αυτό ςτην ταινύα, και θα τον παρϋςυρα ςτουσ ςιωπηλοϑσ ερημϐτοπουσ που ςυνορεϑουν με τα βουνϊ, ςτα δυτικϊ του Λασ Βϋγκασ. Μετϊ, θα ϋβγαζα τισ ψευτοπινακύδεσ, ϐπωσ εύχαν κϊνει οι κακοποιού ςτην ταινύα... Ξαφνικϊ, προςγειϔθηκα απϐτομα ςτην πραγματικϐτητα. Η Κϊντιλακ του Ντϐλαν βριςκϐταν μπροςτϊ μου, ακριβϔσ μπροςτϊ μου, ςταματημϋνη ςτην ϊκρη του χωματϐδρομου. Ϊνα απϐ τα λϊςτιχα τησ, ςυμπαγϋσ ξεςυμπαγϋσ, όταν πλϊκα. ήχι, ϐχι απλϔσ πλϊκα. Εύχε κλατϊρει και πεταχτεύ το μιςϐ ϋξω απϐ τη ζϊντα. Ο φταύχτησ όταν προφανϔσ ϋνα ςουβλερϐ κομμϊτι βρϊχου που ξεφϑτρωνε απϐ το ςκληρϐ χϔμα ςαν παγύδα για ϊρματα μϊχησ. Ο ϋνασ απϐ τουσ δυο ςωματοφϑλακεσ ςόκωνε το μπροςτινϐ τμόμα του αμαξιοϑ με το γρϑλο. Και ο δεϑτεροσ, ϋνα κτόνοσ με μαλλιϊ κουρεμϋνα ςαν βοϑρτςα και μια γουρουνϐφατςα που γυϊλιζε απϐ τον ιδρϔτα, ςτεκϐταν προςτατευτικϊ δύπλα ςτον Ντϐλαν. Ακϐμη και ςτην ϋρημο, βλϋπετε, δεν το διακινδϑνευαν. Ο Ντϐλαν ςτεκϐταν λύγο παρϊμερα, λεπτϐσ, κομψϐσ, με πουκϊμιςο ανοιχτϐ ςτο λαιμϐ και μαϑρο παντελϐνι με πιϋτεσ, με τα αςημιϊ μαλλιϊ του ν' ανεμύζουν απϐ το ζεςτϐ αερϊκι τησ ερόμου. Κϊπνιζε και παρακολουθοϑςε αμϋριμνοσ τουσ ϊντρεσ του ςαν να βριςκϐταν κϊπου αλλοϑ, ςε ρεςτορϊν, ύςωσ, ό ςε αύθουςα χοροϑ ό ςε κϊποιο ςαλϐνι. Σο βλϋμμα του ςυνϊντηςε το δικϐ μου μϋςα απϐ το παρμπρύζ του αυτοκινότου μου κι ϋπειτα με προςπϋραςε χωρύσ το παραμικρϐ ςημϊδι αναγνϔριςησ, παρ' ϐτι με εύχε δει μια φορϊ, πριν απϐ εφτϊ χρϐνια (ϐταν εύχα ακϐμη μαλλιϊ!) ςε μια απϐ τισ προκαταρκτικϋσ ακροϊςεισ του δικαςτηρύου, ϐπου καθϐμουν δύπλα ςτη γυναύκα μου. Σον τρϐμο μου που εύχα πϋςει κυριολεκτικϊ πϊνω του αντικατϋςτηςε παρϊφορη οργό. 23
Μου όρθε να ςκϑψω ςτο πλϊι, να κατεβϊςω το τζϊμι του ςυνοδηγοϑ και να ουρλιϊξω: Πϔσ τολμϊσ να μ' ϋχεισ ξεχϊςει; Πϔσ τολμϊσ να μη μου ρύχνεισ δεϑτερη ματιϊ. Α, κϊτι τϋτοιο θα όταν πρϊξη παραφροςϑνησ. Ϋταν καλϐ που με εύχε ξεχϊςει, όταν ϐ,τι ϋπρεπε που δε μου ϋριξε δεϑτερη ματιϊ. Καλϑτερα να 'ςαι ποντικϐσ πύςω απϐ τον τούχο, που μαςουλϊει τα καλϔδια του ηλεκτρικοϑ. Καλϑτερα αρϊχνη, ψηλϊ, κϊτω απϐ τη μαρκύζα, να πλϋκεισ τον ιςτϐ ςου. Ο μπρϊβοσ που δοϑλευε το γρϑλο μου ϋκανε νϐημα να ςταματόςω, αλλϊ ο Ντϐλαν δεν όταν ο μϐνοσ ικανϐσ ν' αγνοεύ ανθρϔπουσ. Κούταξα με αδιαφορύα πϋρα απϐ το ςηκωμϋνο χϋρι του ςωματοφϑλακα κι ευχόθηκα να πϊθει εγκεφαλικϐ ό καρδιακό προςβολό ό, το καλϑτερο, και τα δυο μαζύ ταυτϐχρονα. Σουσ προςπϋραςα κι ϋφυγα, αλλϊ το αύμα ςφυροκοποϑςε ςτα μηνύγγια μου, μου ϋφερνε ζϊλη και για μερικϋσ ςτιγμϋσ εύχα την εντϑπωςη πωσ τα βουνϊ ςτον ορύζοντα ϋτρεμαν και κυμϊτιζαν. Αχ, ασ εύχα ϋνα ϐπλο, ςκϋφτηκα. Ασ εύχα ϋνα ϐπλο! θα μποροϑςα να τον ςκοτϔςω, τον ϊθλιο, εδϔ και τϔρα. Μϐνο να εύχα ϋνα ϐπλο. Αρκετϊ χιλιϐμετρα παρακϊτω, η λογικό μ' επανϋφερε ςτην τϊξη. Αν εύχα μαζύ μου ϐπλο, το μϐνο που θα κατϊφερνα θα όταν να ςκοτωθϔ εγϔ. Αν εύχα ϐπλο, θα ςταματοϑςα ϐταν μου ϋκανε νϐημα ο μπρϊβοσ, θα ϋβγαινα απϐ το αυτοκύνητο μου και θα ϊρχιζα να πυροβολϔ ςτα τυφλϊ εναντύον τουσ. άςωσ κατϊφερνα να τραυματύςω κϊποιον. Ϊπειτα θα με ςκϐτωναν, θα με ςκϋπαζαν πρϐχειρα με χϔμα ςτην ϋρημο και ο Ντϐλαν θα ςυνϋχιζε να ςυνοδεϑει ϐμορφα θηλυκϊ και να πηγαινοϋρχεται απϐ το Λασ Βϋγκασ ςτο Λοσ Ωντζελεσ με την αςημιϊ του Κϊντιλακ, ενϔ τ' αρπακτικϊ τησ ερόμου θα ξϋθαβαν το κουφϊρι μου και θα ϋδιναν μϊχη πϊνω απϐ τα κϐκαλα μου, κϊτω απϐ το ψυχρϐ φεγγϊρι. Και εκδύκηςη για την Ελύζαμπεθ δε θα ϋπαιρνε πια κανϋνασ. 24
Οι ϊντρεσ που ςυνϐδευαν τον Ντϐλαν ςτο ταξύδι όταν εκπαιδευμϋνοι να ςκοτϔνουν. Εγϔ εύχα εκπαιδευτεύ μϐνο για να διδϊςκω παιδιϊ τησ τρύτησ δημοτικοϑ. Εδϔ δεν εύναι ταινύα, υπενθϑμιςα ςτον εαυτϐ μου, καθϔσ ξανϊμπαινα ςτον αυτοκινητϐδρομο, αφόνοντασ πύςω μου μια μεγϊλη πορτοκαλιϊ πινακύδα με την επιγραφό: ΣΕΛΟ ΣΨΝ ΕΡΓΨΝ. Η ΠΟΛΙΣΕΙΑ ΣΗ ΝΕΒΑΔΑ Α ΕΤΦΑΡΙΣΕΙ ΓΙΑ ΣΗΝ ΚΑΣΑΝΟΗΗ. Κι αν ϋκανα ποτϋ το λϊθοσ να μπερδϋψω την πραγματικϐτητα με το ςινεμϊ, να ςκεφτϔ ϐτι θα μποροϑςε ποτϋ ϋνασ φαλακρϐσ, μϑωπασ δαςκαλϊκοσ τησ τρύτησ δημοτικοϑ να παραςτόςει τον επιθεωρητό Κϊλαχαν οπουδόποτε αλλοϑ εκτϐσ απϐ τα ϐνειρα του, δεν υπόρχε περύπτωςη να πϊρω εκδύκηςη ποτϋ. ήμωσ, μποροϑςα να πϊρω εκδύκηςη ποτϋ; Ϋταν δυνατϐν; Η ιδϋα μου να φτιϊξω μια ψεϑτικη παρϊκαμψη όταν τϐςο ρομαντικό και ουτοπικό, ϐςο και η ιδϋα να πεταχτϔ απϐ την παλιϊ μου Μπιοϑικ και να τουσ γαζϔςω και τουσ τρεισ με ςφαύρεσ, εγϔ, που εύχα να πυροβολόςω με ϐπλο απϐ τα δεκϊξι μου και που δεν εύχα πιϊςει ποτϋ ςτα χϋρια μου περύςτροφο. Κατ' αρχϊσ θα όταν αδϑνατον να πετϑχω κϊτι τϋτοιο ενεργϔντασ μϐνοσ μου, χωρύσ υποςτόριξη. Ακϐμη και ςτην ταινύα, αυτϐ όταν προφανϋσ απϐ την αρχό. Τπόρχαν καμιϊ δεκαριϊ ϊντρεσ χωριςμϋνοι ςε δυο ομϊδεσ, που επικοινωνοϑςαν μεταξϑ τουσ με γουϐκι τϐκι. Τπόρχε επύςησ ϋνασ τρύτοσ ϊντρασ που περιπολοϑςε την περιοχό μ' ϋνα μικρϐ αεροπλϊνο, ϔςτε να εύναι ςύγουροι οι ϊλλοι ϐτι το θωρακιςμϋνο αυτοκύνητο όταν ςχετικϊ απομονωμϋνο ϐταν πληςύαςε το κατϊλληλο ςημεύο ςτον αυτοκινητϐδρομο. Η ςυγκεκριμϋνη πλοκό μϊλλον όταν ϋργο κϊποιου κοιλαρϊ ςεναριογρϊφου, που όταν αραχτϐσ δύπλα ςτην πιςύνα του, με μια πύνα κολϊδα ςτο ϋνα χϋρι και μια ανθολογύα του Εντγκαρ Ουϊλασ και κϊμποςα ςτυλϐ ςτο ϊλλο. 25
Δε θα ϋπιανε. Ϋταν κι αυτό μια ανεφϊρμοςτη, φαεινό ιδϋα, ςαν ϐλεσ τισ προηγοϑμενεσ που εύχα ϐλα αυτϊ τα χρϐνια, ϐπωσ το να διοχετεϑςω δηλητηριϔδεσ αϋριο ςτο ςϑςτημα κλιματιςμοϑ του ςπιτιοϑ του Ντϐλαν ό να βϊλω βϐμβα ςτη βύλα του ςτο Λοσ Ωντζελεσ ό να βρω ϋνα πραγματικϊ φονικϐ ϐπλο ϋνα μπαζοϑκασ, για παρϊδειγμα- και να κϊνω κϊρβουνο την καταραμϋνη την αςημιϊ Κϊντιλακ πϊνω ςτην Εθνικό 71, ϐπωσ θα ϋτρεχε ό ανατολικϊ προσ το Βϋγκασ ό δυτικϊ προσ το Λοσ Ωντζελεσ. Ϋταν προτιμϐτερο να το ξεχϊςω. Αλλϊ δεν ϋλεγε να φϑγει απϐ το μυαλϐ μου. Απομϐνωςε τον, ςυνϋχιςε να ψιθυρύζει μϋςα ςτο κεφϊλι μου η φωνό που μιλοϑςε για λογαριαςμϐ τησ Ελύζαμπεθ. Απομϐνωςϋ τον ϋτςι ϐπωσ αποκϐβει το ϋμπειρο τςοπανϐςκυλο απϐ το κοπϊδι την προβατύνα που θα του δεύξει το αφεντικϐ του. τεύλ' τον ςτην ερημιϊ με μια ψεϑτικη παρϊκαμψη και ςκϐτωςε τον. κϐτωςε τουσ ϐλουσ. Δεν υπόρχε περύπτωςη να πιϊςει. Για να εύμαι ειλικρινόσ, οφεύλω να ομολογόςω ϐτι ϋνασ ϊντρασ ςαν τον Ντϐλαν για να μϋνει ζωντανϐσ τϐςα χρϐνια θα πρϋπει να εύχε ϋνα εξαιρετικϊ αναπτυγμϋνο αύςθημα επιβύωςησ —αναπτυγμϋνο ςε βαθμϐ παρϊνοιασ, ύςωσ. Αυτϐσ και οι ϊντρεσ του θα μυρύζονταν αμϋςωσ το κϐλπο τησ παρϊκαμψησ. όμερα ϋςτριψαν χωρύσ δεϑτερη ςκϋψη, μου υπενθϑμιςε η φωνό που μιλοϑςε για λογαριαςμϐ τησ Ελύζαμπεθ. Δε δύςταςαν ςτιγμό. Προχϔρηςαν ςαν πρϐβατα επύ ςφαγό. Εγϔ ϐμωσ όξερα —ναι, το όξερα!— πωσ ϊντρεσ ςαν τον Ντϐλαν, ϊντρεσ που εύναι περιςςϐτερο λϑκοι παρϊ ϊνθρωποι, αναπτϑςςουν ϋνα εύδοσ ϋκτησ αύςθηςησ ϐςον αφορϊ τον κύνδυνο, θα μποροϑςα να κλϋψω αληθινϋσ πινακύδεσ απϐ κϊποιο εργοτϊξιο και να τισ ςτόςω ςτα κατϊλληλα ςημεύα· θα μποροϑςα να προςθϋςω πορτοκαλιοϑσ κϔνουσ και μερικϋσ απϐ κεύνεσ τισ ειδικϋσ καπνογϐνεσ ςυςκευϋσ, θα μποροϑςα να τα κϊνω ϐλα αυτϊ και πϊλι ο Ντϐλαν να μυριςτεύ τον ιδρϔτα του 26
φϐβου μου ςτο ςκηνικϐ που θα εύχα ςτόςει, θα τον μυριζϐταν πύςω απϐ τα αλεξύςφαιρα τζϊμια τησ Κϊντιλακ. θα ϋκλεινε τα μϊτια και θα ϊκουγε το ϐνομα τησ Ελύζαμπεθ απϐ το βϊθοσ τησ φιδοφωλιϊσ που εύχε πϊρει τη θϋςη του μυαλοϑ του. Η φωνό που μιλοϑςε για λογαριαςμϐ τησ Ελύζαμπεθ εύχε ςωπϊςει και ςκϋφτηκα ϐτι εύχε εγκαταλεύψει την προςπϊθεια να με κεντρύςει. Και τϐτε, ενϔ το Βϋγκασ εύχε αρχύςει όδη να φαύνεται ςτον ορύζοντα —μια γαλαζωπό, ομιχλϔδησ ϋκταςη που τρεμϐφεγγε ςτο βϊθοσ τησ ερόμου— η φωνό μου μύληςε ξανϊ. Αφοϑ εύναι ϋτςι, μην προςπαθόςεισ να τον ξεγελϊςεισ με ψεϑτικη παρϊκαμψη. Υτιϊξε μια κανονικό. Ϊκοψα απϐτομα το τιμϐνι και βγόκα ςτην ϊκρη του δρϐμου, πατϔντασ το φρϋνο και με τα δυο πϐδια. ίςτερα απϋμεινα ν' αντικρύζω τα ύδια μου τα μϊτια, διϊπλατα ανοιχτϊ και κατϊπληκτα, να με κοιτϊζουν απϐ τον εςωτερικϐ καθρϋφτη του αυτοκινότου. Μϋςα μου, η φωνό που μιλοϑςε για λογαριαςμϐ τησ Ελύζαμπεθ ϊρχιςε να γελϊει. Ϋταν ϋνα τρελϐ, ϊγριο γϋλιο, αλλϊ μετϊ απϐ λύγο ϊρχιςα κι εγϔ να γελϊω μαζύ τησ. Οι ϊλλοι δϊςκαλοι γϋλαςαν μαζύ μου ϐταν γρϊφτηκα ςτο Γυμναςτόριο τησ Ϊνατησ Οδοϑ. Ϊνασ ςυνϊδελφοσ με ρϔτηςε αν με πεύραξε κανεύσ ςτην παραλύα. Γϋλαςα κι εγϔ μαζύ τουσ. Οι ϊνθρωποι δεν υποψιϊζονται ποτϋ κϊποιον ςαν κι εμϋνα, αρκεύ να γελϊει μαζύ τουσ ϐταν τον πειρϊζουν. Εξϊλλου, γιατύ να μη γελϊςω; Η γυναύκα μου όταν νεκρό εδϔ κι εφτϊ χρϐνια. Δεν εύχε απομεύνει απ' αυτό παρϊ μϐνο ςκϐνη, λύγα μαλλιϊ και κϐκαλα ςτο φϋρετρο τησ! Γιατύ, λοιπϐν, να μη γελϊω; Μϐνο ϐταν παϑει να γελϊει κϊποιοσ ςαν κι εμϋνα αρχύζουν οι ϊλλοι ν' αναρωτιοϑνται μόπωσ κϊτι δεν πϊει καλϊ. Γελοϑςα, λοιπϐν, μαζύ τουσ κι ασ πονοϑςα ς' ϐλο μου το κορμύ το φθινϐπωρο και το χειμϔνα που ακολοϑθηςε. Γελοϑςα παρ' ϐλο που όμουν μονύμωσ πειναςμϋνοσ. Σϋρμα οι διπλϋσ 27
μερύδεσ, τϋρμα τα τςιμπολογόματα μεταξϑ γευμϊτων, τϋρμα η μπιρύτςα, τϋρμα τα τζιν με τϐνικ πριν απϐ το βραδινϐ. Μϐνο ϊφθονο κϐκκινο κρϋασ και λαχανικϊ, λαχανικϊ, λαχανικϊ. Φϊριςα ςτον εαυτϐ μου ϋνα ϐργανο γυμναςτικόσ για τα Φριςτοϑγεννα. ήχι, δεν τα λϋω καλϊ. Η Ελύζαμπεθ μου χϊριςε ϋνα ϐργανο γυμναςτικόσ. Ϊβλεπα πολϑ πιο αραιϊ τον Ντϐλαν. Ϋμουν πολϑ απαςχολημϋνοσ με την καθημερινό ϊςκηςη: πϔσ να ρύξω το ςτομαχϊκι μου, πϔσ να χτύςω κοιλιακοϑσ, τετρακϋφαλουσ και ραχιαύουσ. ήμωσ υπόρχαν μϋρεσ που νϐμιζα ϐτι δεν ϊντεχα ϊλλο, ϐτι όταν πρακτικϊ αδϑνατο να αποκτόςω ποτϋ αυτϐ που λϋμε «δεμϋνο κορμύ», ϐτι δεν μποροϑςα πια να ζω χωρύσ κρϋμα ςτον καφϋ μου, χωρύσ γλυκϊ, χωρύσ δεϑτερη μερύδα φαγητϐ. ήποτε μ' ϋπιανε τϋτοια απελπιςύα, πϊρκαρα τ' αμϊξι μου απϋναντι απϐ το αγαπημϋνο εςτιατϐριο του Ντϐλαν ό πόγαινα ςε κϊποιο απϐ τα κλαμπ που προτιμοϑςε και περύμενα να τον δω να βγαύνει απϐ την αςημιϊ του Κϊντιλακ με μια καινοϑρια, αγϋρωχη, παγερό ξανθιϊ ό μια εϑθυμη κοκκινομϊλλα ςτο μπρϊτςο του -ό απϐ μια ςτο κϊθε μπρϊτςο. ' αυτϊ τα μϋρη ϋβριςκα πϊντα τον ϊνθρωπο που εύχε ςκοτϔςει την Ελύζαμπεθ, υπϋροχο με τα πουκϊμιςα του Μπιζϊν και το χρυςϐ Ρϐλεξ που ςτραφτϊλιζε κϊτω απϐ τα φϔτα. ήποτε ϋνιωθα κατϊκοποσ κι απελπιςμϋνοσ πόγαινα ςτον Ντϐλαν ϐπωσ ο διψαςμϋνοσ ςτην ϋρημο καταφεϑγει ςτην ϐαςη. Ϊπινα το φαρμακερϐ νερϐ του κι ανακτοϑςα δυνϊμεισ. Απϐ το Υεβρουϊριο ϊρχιςα να τρϋχω καθημερινϊ. Οι ςυνϊδελφοι ςτο ςχολεύο γελοϑςαν με τη φαλϊκρα μου που κοκκύνιςε απϐ τον όλιο, ξεφλοϑδιςε και ϑςτερα κοκκύνιςε και ξεφλοϑδιςε πϊλι κι ασ την πϊςτωνα κυριολεκτικϊ με αντηλιακϐ. Εγϔ, φυςικϊ, αντιμετϔπιςα τα πειρϊγματα γελϔντασ μαζύ τουσ, ςαν να μην ϋφταςα δυο φορϋσ ςτα ϐρια τησ λιποθυμύασ, ςαν να 28
μην υπϋφερα απϐ κρϊμπεσ που τρϊνταζαν τα πϐδια μου επύ ολϐκληρα λεπτϊ μετϊ το τϋλοσ των διαδρομϔν μου. Μϐλισ μπόκε το καλοκαύρι, ϋκανα αύτηςη για δουλειϊ ςτην Τπηρεςύα Οδοποιύασ τησ Πολιτεύασ τησ Νεβϊδασ. Η υπϊλληλοσ τησ νομαρχύασ ϋβαλε διςτακτικϊ μια ςφραγύδα ςτην αύτηςη μου και με παρϋπεμψε ςτον εργοδηγϐ, κϊποιον Φϊρβεώ Μπλϐκερ. Ο Μπλϐκερ όταν ψηλϐσ και κατϊμαυροσ απϐ τον όλιο τησ Νεβϊδασ. Υοροϑςε μπλουτζύν, ςκονιςμϋνεσ εργατικϋσ μπϐτεσ και γαλϊζιο μπλουζϊκι με κομμϋνα τα μανύκια. ΔΙΑΓΨΓΗ ΚΟΜΙΑ ϋγραφε η φανϋλα του ςτο ςτόθοσ. Σα ποντύκια του θϑμιζαν κομμϊτια απϐ αρχαύεσ κολϐνεσ. Ϊριξε μια ματιϊ ςτην αύτηςη, με κούταξε και γϋλαςε. Η αύτηςη ϋμοιαζε με ςημεύωμα για ψϔνια μϋςα ςτην τερϊςτια χοϑφτα του. «Θ' αςτειεϑεςαι, φύλε», μου εύπε. «Εννοϔ, δε γύνεται να μην αςτειεϑεςαι. Εδϔ μιλϊμε για όλιο και λϊβρα τησ ερόμου, ϐχι για καμιϊ παραλύα ϐπου παύρνεισ χρϔμα ςουλατςϊροντασ. Με τι αςχολεύςαι τον υπϐλοιπο καιρϐ, μϊγκα; Λογιςτόσ εύςαι;» «Δϊςκαλοσ», απϊντηςα. «την τρύτη δημοτικοϑ». «Α, το χρυςϐ μου εύπε ο εργολϊβοσ και ξαναγϋλαςε. «Φϊςου απϐ μπροςτϊ μου τϔρα, εντϊξει;» Εύχα ϋνα ρολϐι τςϋπησ, κληρονομιϊ απϐ τον προπϊππο μου, που εύχε δουλϋψει ςτο τελευταύο κομμϊτι τησ καταςκευόσ του διηπειρωτικοϑ ςιδηροδρϐμου. ϑμφωνα με το θρϑλο τησ οικογϋνειασ, ο παπποϑσ όταν παρϔν ϐταν ϋμπηξαν το περύφημο χρυςϐ καρφύ. Ϊβγαλα το ρολϐι κρατϔντασ το απϐ την αλυςύδα του και το κοϑνηςα μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο του Μπλϐκερ. «Σο βλϋπεισ αυτϐ;» του εύπα. «Πιϊνει εξακϐςια, ύςωσ κι εφτακϐςια δολϊρια». «Μ' εξαγορϊζεισ;» ρϔτηςε ο Μπλϐκερ και γϋλαςε πϊλι. Πολϑ κεφϊτοσ τϑποσ, γενικϊ. «Ρε φύλε, ϋχω ακοϑςει για ςυμφωνύεσ με το διϊβολο, αλλϊ πρϔτη μου φορϊ βλϋπω ϊνθρωπο να λαδϔνει για να μπει ςτην κϐλαςη». Σϔρα με 29
κούταζε με ούκτο. «Νομύζεισ πωσ ϋχεισ καταλϊβει με τι πασ να μπλϋξεισ, αλλϊ ςε πληροφορϔ ϐτι δεν ϋχεισ ιδϋα. Σον Ιοϑλιο φτϊνει μϋχρι και εξόντα βαθμοϑσ υπϐ ςκιϊ εκεύ, ςτα δυτικϊ του άντιαν πρινγκσ. Βλϋπεισ γεροϑσ ϊντρεσ να βϊζουν τα κλϊματα. Κι εςϑ, μϊγκα μου, δεν εύςαι γερϐσ. Δε χρειϊζεται να ςε δω χωρύσ πουκϊμιςο. Σα ποντικϊκια που ϋχεισ τα φοϑςκωςεσ χτεσ προχτϋσ ςε κϊποιο γυμναςτόριο του κϔλου κι αποκλεύεται να τη βγϊλεισ καθαρό εκεύ ϋξω ςιη Μεγϊλη Ερημιϊ». «Ση μϋρα που θα διαπιςτϔςεισ ϐτι δεν τραβϊω ϊλλο ςτη δουλειϊ, θα φϑγω», του υποςχϋθηκα. «Και θα ςου μεύνει το ρολϐι. το λϐγο μου». «Λεσ ψϋματα». Σον κούταξα. Με κούταξε κι εκεύνοσ γι' αρκετό ϔρα. «Δε λεσ ψϋματα!» Αυτϐ το εύπε με ϋκπληξη και θαυμαςμϐ μαζύ. «ήχι». «Θα ϋδινεσ το ρολϐι ςτον Σύνκερ να το φυλϊξει;» Ϊδειξε με τον αντύχειρα ϋναν πελϔριο Νϋγρο, με μπατύκ πουκϊμιςο, που καθϐταν παραδύπλα, ςτην καμπύνα μιασ μπουλντϐζασ, τρϔγοντασ μηλϐπιτα Μακντϐναλντσ κι ακοϑγοντασ την κουβϋντα μασ. «Εύναι ϋμπιςτοσ;» ρϔτηςα. «ήπωσ ςε βλϋπω και με βλϋπεισ». «Σϐτε, ασ το κρατόςει αυτϐσ μϋχρι τη μϋρα που θα μου πεισ να φϑγω ό που θα ξανανούξουν τα ςχολεύα, το επτϋμβριο». «Κι εγϔ τι θα ςου δϔςω για αντϊλλαγμα;» Σου ϋδειξα την αύτηςη πρϐςληψησ που κρατοϑςε ςτο χϋρι του. «Σην υπογραφό ςου εδϔ», απϊντηςα. «Εύςαι τρελϐσ». κϋφτηκα τον Ντϐλαν και την Ελύζαμπεθ και δε μύληςα. «Θα ξεκινόςεισ με τη ςκατοδουλειϊ», με προειδοπούηςε ο Μπλϐκερ. «Θα φτυαρύζεισ καυτϐ αμμοχϊλικο με πύςςα απϐ την 30
καρϐτςα του φορτηγοϑ και θα το ρύχνεισ ςτισ τρϑπεσ ςτην ϊςφαλτο. ήχι επειδό θϋλω το ςκατορολϐι ςου —αν και δε θα με βλϊψει που θα το πϊρω— αλλϊ επειδό απϐ εκεύ αρχύζουν ϐλοι». «Εντϊξει». «Αρκεύ να ξϋρεισ τι κϊνεισ, μϊγκα». «Ξϋρω». «ήχι, δεν ξϋρεισ», εύπε ο Μπλϐκερ. «Αλλϊ θα μϊθεισ». Και εύχε δύκιο. Δε θυμϊμαι ςχεδϐν τύποτε απϐ τισ πρϔτεσ δυο βδομϊδεσ ςτη δουλειϊ —μϐνο να φτυαρύζω καυτϐ χαρμϊνι ςτισ λακκοϑβεσ, να το πατικϔνω χτυπϔντασ με το φτυϊρι και ν' ακολουθϔ πεζϐσ και με το κεφϊλι ςκυφτϐ το φορτηγϐ ϔςπου να ςταματόςει ςτην επϐμενη τρϑπα. Καμιϊ φορϊ δουλεϑαμε ςτην πϐλη κι ϊκουγα τα καμπανϊκια του τζϊκποτ που χτυποϑςαν μϋςα ςτα καζύνα. Ώρεσ ϔρεσ νϐμιζα πωσ αντηχοϑςαν κατευθεύαν ςτο μυαλϐ μου. Σϐτε ςόκωνα τα μϊτια απϐ το δρϐμο κι ϋβλεπα τον Φϊρβεώ Μπλϐκερ, μια τρεμϊμενη εικϐνα μϋςα ςτα κϑματα τησ θερμϐτητασ που ακτινοβολοϑςε η καυτό ϊςφαλτοσ, να με κοιτϊζει μ' εκεύνο το παρϊξενο ϑφοσ ςυμπϐνιασ. Και μερικϋσ φορϋσ κούταζα τον Σύνκερ, κϊτω απϐ την τϋντα που κϊλυπτε την καμπύνα τησ μπουλντϐζασ του. Σϐτε αυτϐσ ςόκωνε το ρολϐι του προπϊππου μου και το κουνοϑςε απϐ την αλυςύδα του ςαν εκκρεμϋσ, ϋτςι που ςκϐρπιζε με δυνατϋσ αναλαμπϋσ το εκτυφλωτικϐ φωσ του όλιου. Ο μεγϊλοσ αγϔνασ όταν να μη λιποθυμόςεισ, να κρατόςεισ τισ αιςθόςεισ ςου με κϊθε θυςύα. Ωντεξα ϐλο τον Ιοϑνιο και την πρϔτη βδομϊδα του Ιουλύου. ίςτερα, ϋνα μεςημϋρι, εκεύ που ϋτρωγα ϋνα ςϊντουιτσ, ο Μπλϐκερ όρθε και κϊθιςε δύπλα μου. Σα χϋρια μου ϋτρεμαν. Ϋταν μϋρεσ που ϋτρεμα ωσ τισ δϋκα το βρϊδυ. Απϐ τη ζϋςτη. Ϋ θα εύχεσ ρύγη ό θα λιποθυμοϑςεσ, ϋνα απϐ τα δϑο. Εγϔ, ϐταν ςκεφτϐμουν τον Ντϐλαν, κατϊφερνα με κϊποιο τρϐπο να ςυνεχύζω να ϋχω μϐνο ρύγη. 31
«Ακϐμα δεν εύςαι αρκετϊ γερϐσ, δαςκαλϊκο», μου εύπε ο Μπλϐκερ. «Ναι», παραδϋχτηκα. «Αλλϊ μην ξεχνϊσ πϔσ ξεκύνηςα». «Κϊθε μϋρα περιμϋνω να ςε δω να πϋφτεισ ξερϐσ ςτην ϊςφαλτο, αλλϊ δε λεσ να πϋςεισ, θα πϋςεισ ϐμωσ». «ήχι. Δε θα πϋςω». «Ναι, θα πϋςεισ. Αν μεύνεισ κι ϊλλο πύςω απϐ το φορτηγϐ, με το φτυϊρι ςτο χϋρι, θα πϋςεισ». «ήχι». «Οι μεγϊλεσ ζϋςτεσ του καλοκαιριοϑ δεν ϋχουν πιϊςει ακϐμα, μϊγκα μου. ήπωσ λϋει και ο Σινκ, "Οι μϋρεσ που ψόνεισ κουλουρϊκια ςτην ϊςφαλτο"». «Θ' αντϋξω». Ο Μπλϐκερ ϋβγαλε κϊτι απϐ την τςϋπη του. Ϋταν το ρολϐι του προπϊππου μου. Σο πϋταξε ςτα γϐνατα μου. «Παρ' το πύςω το ςκατϐπραμα», εύπε αηδιαςμϋνοσ. «Δεν το θϋλω». «Κϊναμε μια ςυμφωνύα». «Σην ακυρϔνω». «Ϊτςι και με απολϑςεισ θα ςε καταγγεύλω», τον απεύληςα. «Τπϋγραψεσ την αύτηςη μου, με...» «Δε ςε απολϑω», με διϋκοψε αποςτρϋφοντασ το βλϋμμα του. «Θα βϊλω τον Σινκ να ςε μϊθει να οδηγϊσ τον εκςκαφϋα» . Σον κούταξα για πολλό ϔρα μη ξϋροντασ τι να πω. Η αύθουςα μου τησ τρύτησ τϊξησ, η τϐςο δροςερό κι ευχϊριςτη, μου φαινϐταν ςαν να ανόκε ςε κϊποιον ϊλλο κϐςμο... κι ϐμωσ αδυνατοϑςα να φανταςτϔ πϔσ μπορεύ να ςκεφτϐταν ϋνασ ϊνθρωποσ ςαν τον Μπλϐκερ ό τι εννοοϑςε μ' αυτϊ που μου εύχε πει. Διαιςθανϐμουν ϐτι με θαϑμαζε και με περιφρονοϑςε ταυτϐχρονα, αλλϊ δεν εύχα ιδϋα γιατύ αιςθανϐταν ϋτςι απϋναντι μου. Κι οϑτε πρϋπει να ςε νοιϊζει, αγϊπη μου, εύπε ξαφνικϊ η Ελύζαμπεθ μϋςα ςτο κεφϊλι μου. Ο Ντϐλαν εύναι αυτϐσ που ς' ενδιαφϋρει εςϋνα, θυμόςου τον Ντϐλαν. 32
«Γιατύ θα το κϊνεισ αυτϐ;» ρϔτηςα τον Μπλϐκερ. Εκεύνοσ με κούταξε πϊλι και εύδα ϐτι όταν τςαντιςμϋνοσ, αλλϊ κι ϋτοιμοσ να βϊλει τα γϋλια. Κυρύωσ ϐμωσ τςαντιςμϋνοσ μου φϊνηκε. «Σι ςϐι φροϑτο εύςαι εςϑ, ϊνθρωπε μου; Για ποιον με περνϊσ;» «Εγϔ δε... » «Νομύζεισ πωσ θϋλω να ςε ξεκϊνω για το καταραμϋνο το ρολϐι ςου; Αυτϐ νομύζεισ;» «Λυπϊμαι... » «Αυτϐ μϊλιςτα, ξαναπϋσ το. Δεν ϋχω δει πιο λυπημϋνο μαλϊκα απϐ ςϋνα ςτη ζωό μου». Ωφηςα ςτην ϊκρη το ρολϐι του προπϊππου μου. «ήςο κι αν προςπαθόςεισ, ποτϋ δε θα γύνεισ γερϐσ γι' αυτό τη δουλειϊ, δαςκαλϊκο. Εύναι ϊνθρωποι που αντϋχουν ςτον όλιο, ϐπωσ και μερικϊ φυτϊ. Εύναι ϊλλα που μαραύνονται και πεθαύνουν. Εςϑ πεθαύνεισ. Σο ξϋρεισ, αλλϊ δε λεσ να καθύςεισ ςτον ύςκιο. Γιατύ; Γιατύ το κϊνεισ αυτϐ ςτον εαυτϐ ςου;» «Ϊχω τουσ λϐγουσ μου». «Δεν αμφιβϊλλω. Και ο θεϐσ να φυλϊξει ϐποιον ςου μπει εμπϐδιο». Ο Μπλϐκερ ςηκϔθηκε κι ϋφυγε. τη θϋςη του όρθε ο Σύνκερ χαμογελϔντασ χαζϊ. «Σι λεσ; θα καταφϋρεισ να μϊθεισ να οδηγϊσ εκςκαφϋα;» «Ϊτςι λϋω». «Κι εγϔ», εύπε ο Σύνκερ. «Ο γερο-Μπλϐκερ ςε γουςτϊρει... απλϔσ δεν ξϋρει πϔσ να ς' το πει». «Σο πρϐςεξα». Ο Σινκ γϋλαςε. «Εύςαι ςκληρϐ καρϑδι κι ασ μη ςου φαύνεται, ε;» «Ελπύζω», απϊντηςα εγϔ. Πϋραςα το υπϐλοιπο καλοκαύρι οδηγϔντασ ϋναν εκςκαφϋα κι ϐταν επϋςτρεψα ςτο ςχολεύο το φθινϐπωρο, μαϑροσ ςχεδϐν 33
ςαν τον Σινκ απϐ τον όλιο, οι ςυνϊδελφοι ϋπαψαν να γελϊνε μαζύ μου. Καμιϊ φορϊ με λοξοκούταζαν ϐταν περνοϑςα, αλλϊ ςταμϊτηςαν οριςτικϊ να γελϊνε μαζύ μου. Ϊχω τουσ λϐγουσ μου. Αυτϐ εύχα πει ςτον Μπλϐκερ. Κι ϋτςι όταν. Δεν εύχα κϊνει αυτό τη θητεύα ςτην κϐλαςη ϋτςι για το κϋφι μου. Ϊπρεπε να δυναμϔςω, βλϋπετε, ν' αποκτόςω μεγϊλη αντοχό, θα μου πεύτε, το να ςκϊψει κανεύσ τον τϊφο ενϐσ ανθρϔπου δεν απαιτεύ τϐςο μεγϊλη φυςικό αντοχό, αλλϊ εγϔ δεν εύχα ςτο νου μου ϋναν ϊνθρωπο ϐταν ςκεφτϐμουν να ςκϊψω τϊφο. Ϋθελα να θϊψω ολϐκληρη την καταραμϋνη Κϊντιλακ. Απϐ τον Απρύλιο τησ επϐμενησ χρονιϊσ ϋγινα ςυνδρομητόσ ςτο περιοδικϐ τησ Επιτροπόσ Οδικοϑ Δικτϑου τησ Νεβϊδασ. Κϊθε μόνα λϊμβανα με το ταχυδρομεύο ϋνα ϋντυπο που λεγϐταν Δρϐμοι τησ Νεβϊδασ. Σα περιςςϐτερα ϊρθρα τα περνοϑςα ρύχνοντασ απλϔσ μια ματιϊ. Αφοροϑςαν κυρύωσ ζητόματα ϐπωσ εξεϑρεςη κονδυλύων με ςτϐχο τη βελτύωςη των δρϐμων γενικϊ, αγορϊ βαρϋων μηχανημϊτων κι εξοπλιςμοϑ, νομοθετικϋσ ρυθμύςεισ για την αντιμετϔπιςη ειδικϔν προβλημϊτων, ϋργα υποδομόσ για τον περιοριςμϐ των καταςτροφϔν απϐ αμμοθϑελλεσ και εφαρμογό νϋων μεθϐδων ελϋγχου τησ αποςϊθρωςησ. Αυτϐ που μ' ενδιϋφερε εμϋνα όταν πϊντα οι δυο τελευταύεσ ςελύδεσ του περιοδικοϑ. Σο τμόμα αυτϐ εύχε το γενικϐ τύτλο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΡΟΜΨΝ και απαριθμοϑςε τισ ακριβεύσ ημερομηνύεσ και τοποθεςύεσ των ϋργων που εύχαν προγραμματιςτεύ ςτο οδικϐ δύκτυο τησ Πολιτεύασ τον ερχϐμενο μόνα. Ειδικϐτερα, μ' ενδιϋφεραν οι ημερομηνύεσ και οι τοποθεςύεσ που ςυνοδεϑονταν απϐ μια ςυγκεκριμϋνη ςυντομογραφύα: ΑΝ.ΟΔ. όμαινε ανακαταςκευό οδοςτρϔματοσ κι απϐ την εμπειρύα μου ςτην ομϊδα του Φϊρβεώ Μπλϐκερ όξερα ϐτι αυτοϑ του εύδουσ τα ϋργα ςυχνϊ απαιτοϑςαν τη δημιουργύα μιασ παρϊκαμψησ. ήχι πϊντα ϐμωσ. Σο προςωρινϐ κλεύςιμο ενϐσ 34
τμόματοσ αυτοκινητϐδρομου εύναι ϋνα απϐ τα μϋτρα που η Τπηρεςύα Οδοποιύασ ϋπαιρνε μϐνο ϐταν δεν υπόρχε ϊλλη επιλογό. Αργϊ ό γρόγορα ϐμωσ, ςκεφτϐμουν, τα τϋςςερα αυτϊ γρϊμματα θα ςόμαιναν το τϋλοσ του Ντϐλαν. Σϋςςερα γρϊμματα, που καμιϊ φορϊ τα ϋβλεπα ςτα ϐνειρα μου: ΑΝ.ΟΔ. 'ήχι πωσ θα όταν εϑκολο ό θα ςυνϋβαινε ςϑντομα. Μπορεύ να περύμενα χρϐνια ό κϊποιοσ ϊλλοσ να ςκϐτωνε τον Ντϐλαν ςτο μεταξϑ. Ϋταν διαβολικϐσ ϊνθρωποσ κι αυτού οι ϊνθρωποι κϊνουν ςυνόθωσ επικύνδυνη ζωό. Ϊπρεπε να υπϊρξουν τϋςςερισ ϊςχετοι μεταξϑ τουσ παρϊγοντεσ, ςαν ςπανιϐτατη ςϑγκλιςη πλανητϔν: Ο Ντϐλαν να ταξιδϋψει. Εγϔ να εύμαι ςε περύοδο διακοπϔν. Να εύναι εθνικό αργύα. Η αργύα να πϋςει τριόμερο. Θα ϋπαιρνε χρϐνια. άςωσ να μη ςυνϋβαινε ποτϋ. Εγϔ ϐμωσ αιςθανϐμουν μια γαλόνη, μια ανεξόγητη βεβαιϐτητα ϐτι θα ςυνϋβαινε αφ' ενϐσ και ϐτι θα όμουν απϐλυτα προετοιμαςμϋνοσ αφ' ετϋρου. Και τελικϊ ςυνϋβη. ήχι εκεύνο το καλοκαύρι οϑτε το φθινϐπωρο οϑτε την επϐμενη ϊνοιξη. Σον Ιοϑνιο ϐμωσ τησ επϐμενησ χρονιϊσ, ϊνοιξα τουσ Δρϐμουσ τησ Νεβϊδασ και εύδα ςτισ ςελύδεσ του ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΤ ΔΡΟΜΨΝ το εξόσ: 1 ΙΟΤΛΙΟΤ - 22 ΙΟΤΛΙΟΤ ΕΘΝ. ΗΠΑ 71, ΦΛΜ: 710-770, (ΑΡΙΣ. ΛΨΡ.), ΑΝ.ΟΔ. Με χϋρια που ϋτρεμαν φυλλομϋτρηςα το ημερολϐγιο ςτο γραφεύο μου και εύδα ϐτι η 4η Ιουλύου, εθνικό αργύα, ϋπεφτε Δευτϋρα. Να τοι οι τρεισ απϐ τουσ τϋςςερισ παρϊγοντεσ, γιατύ ςύγουρα θα υπόρχε τουλϊχιςτον μια παρϊκαμψη ςε κϊποιο ςημεύο αυτόσ τησ τϐςο εκτεταμϋνησ ανακαταςκευόσ οδοςτρϔματοσ. Και ο Ντϐλαν; Σι θα ϋκανε ο Ντϐλαν; Σι θα γινϐταν με τον τϋταρτο παρϊγοντα; τα προηγοϑμενα χρϐνια τον εύχα δει τρεισ φορϋσ να πηγαύνει ςτο Λοσ Ωντζελεσ την εβδομϊδα τησ αργύασ τησ 4ησ 35
Ιουλύου —μια βδομϊδα που εύναι απϐ τισ ελϊχιςτεσ νεκρϋσ του χρϐνου για το Λασ Βϋγκασ. θυμϐμουν ϊλλεσ τρεισ φορϋσ που εύχε πϊει κϊπου αλλοϑ —μια ςτη Νϋα Τϐρκη, μια ςτο Μαώϊμι και μια ςτο Λονδύνο— και μια ακϐμη που εύχε μεύνει ςτο Λασ Βϋγκασ. Αν πόγαινε... Τπόρχε ϊραγε τρϐποσ να το μϊθω; Σο ςκϋφτηκα επύμονα και πολϑ, αλλϊ δυο εικϐνεσ παρεμβϊλλονταν ςταθερϊ ςτο μυαλϐ μου, χωρύσ να μπορϔ να τισ διϔξω. την πρϔτη ϋβλεπα την Κϊντιλακ του Ντϐλαν να τρϋχει με μεγϊλη ταχϑτητα πϊνω ςτην Εθνικό 71, με κατεϑθυνςη το Λοσ Ωντζελεσ. Ϋταν ςοϑρουπο και το αυτοκύνητο ϋριχνε μια μακριϊ ςκιϊ πύςω του. Σο εύδα να περνϊει δυο τρεισ πινακύδεσ που προειδοποιοϑςαν για παρϊκαμψη ςε κϊποια απϐςταςη. Σο εύδα μετϊ να προςπερνϊει παρατημϋνα βαριϊ μηχανόματα ςτο πλϊι του δρϐμου: μπουλντϐζεσ, γκρϋιντερ και εκςκαφεύσ. Σα μηχανόματα όταν παρατημϋνα ϐχι επειδό εύχαν ςχολϊςει οι χειριςτϋσ τουσ, αλλϊ λϐγω αββατοκϑριακου, που με την αργύα τησ Δευτϋρασ γινϐταν τριόμερο. Σο δεϑτερο ϐραμα όταν ολϐιδιο, μϐνο που ϋλειπαν οι πινακύδεσ. Ϊλειπαν γιατύ τισ εύχα κατεβϊςει εγϔ. Η ιδϋα για το πϔσ θα μποροϑςα να μϊθω τι θα ϋκανε ο Ντϐλαν μου όρθε τη μϋρα που ϋκλειναν τα ςχολεύα. Μιςοκοιμϐμουν, με το μυαλϐ μου να ταξιδεϑει μύλια μακριϊ απϐ την τϊξη και απϐ τον Ντϐλαν, ϐταν ξαφνικϊ ανακϊθιςα ςτην καρϋκλα μου τϐςο απϐτομα, που ϋριξα απϐ την ϋδρα ϋνα βϊζο με λουλοϑδια (ϐμορφα αγριολοϑλουδα τησ ερόμου που μου τα εύχαν φϋρει οι μαθητϋσ μου ςαν δϔρο για την τελευταύα μϋρα τησ χρονιϊσ). Σο βϊζο ϋπεςε ςτο πϊτωμα κι ϋγινε κομμϊτια. Αρκετού απϐ τουσ μαθητϋσ μου, που επύςησ μιςοκοιμοϑνταν ςτα θρανύα, τινϊχτηκαν κι αυτού ςτισ καρϋκλεσ τουσ. Κϊτι ςτην ϋκφραςη μου θα πρϋπει να τουσ τρϐμαξε, γιατύ ϋνα αγορϊκι, ο 36
Σύμοθι Γιοϑριχ, ϋβαλε τα κλϊματα και χρειϊςτηκε να πϊω να το καθηςυχϊςω. εντϐνια, ςκεφτϐμουν καθϔσ παρηγοροϑςα τον Σύμι. εντϐνια, μαξιλαροθόκεσ, αςημικϊ και ςερβύτςια. Σα χαλιϊ. Ο κόποσ. Σο γραςύδι. ήλα πρϋπει να εύναι ϊψογα, θα θϋλει ϐλα να εύναι ϊψογα. Υυςικϊ. Ϋταν ςτο ςτυλ του Ντϐλαν να τα θϋλει ϐλα ϊψογα, ςαν την Κϊντιλακ. Ωρχιςα να χαμογελϊω και ο Σύμι μου ανταπϋδωςε το χαμϐγελο. Εγϔ ϐμωσ δε χαμογελοϑςα ς' αυτϐν. Φαμογελοϑςα ςτην Ελύζαμπεθ. Σο ςχολεύο ϋκλειςε ςτισ 10 Ιουνύου. Δϔδεκα μϋρεσ αργϐτερα πϋταξα ςτο Λοσ Ωντζελεσ. Νούκιαςα αυτοκύνητο κι ϋπιαςα δωμϊτιο ςτο ύδιο φτηνϐ μοτϋλ ϐπου εύχα μεύνει και τισ προηγοϑμενεσ φορϋσ. Σισ τρεισ επϐμενεσ μϋρεσ ςτηνϐμουν απϐ το πρωύ και παρακολουθοϑςα τη βύλα του Ντϐλαν ςτουσ Λϐφουσ του Φϐλιγουντ. Δεν παρακολουθοϑςα ςυνεχϔσ, εννοεύται. Ϊτςι θα γινϐμουν αντιληπτϐσ. Οι πλοϑςιοι προςλαμβϊνουν ανθρϔπουσ για να προςϋχουν τουσ παρεύςακτουσ που πολλϋσ φορϋσ ϋχουν αποδειχτεύ επικύνδυνοι. ήπωσ εγϔ. την αρχό δε γινϐταν τύποτα. Σο ςπύτι δεν όταν κλειδαμπαρωμϋνο, οι πελοϑζεσ δεν όταν αφρϐντιςτεσ —θεϐσ φυλϊξοι!— και το νερϐ ςτην πιςύνα όταν αναμφύβολα φρϋςκο και πεντακϊθαρο. Παρ' ϐλα αυτϊ, υπόρχε μια ατμϐςφαιρα ερημιϊσ και αχρηςτύασ: τα ςτϐρια κατεβαςμϋνα, το ιδιωτικϐ δρομϊκι ϊδειο απϐ αυτοκύνητα και ςτην πιςύνα κανεύσ, εκτϐσ απϐ ϋνα νεαρϐ με αλογοουρϊ που ερχϐταν και την καθϊριζε κϊθε δεϑτερο πρωύ. Ωρχιςα να πιςτεϑω ϐτι η υπϐθεςη όταν χαμϋνη. Ψςτϐςο ϋμεινα, ελπύζοντασ και παρακαλϔντασ να γύνει κϊτι ϔςτε να ςυγκλύνει και ο τϋταρτοσ παρϊγοντασ. 37
τισ 29 Ιουνύου, ϐταν πια εύχα αρχύςει να το παύρνω απϐφαςη ϐτι θα περνοϑςα ϊλλον ϋνα χρϐνο παρακολουθϔντασ, περιμϋνοντασ, πηγαύνοντασ καθημερινϊ ςτο γυμναςτόριο και οδηγϔντασ εκςκαφϋα το καλοκαύρι (αν με ξανϊπαιρνε ςτη δουλειϊ ο Φϊρβεώ Μπλϐκερ, δηλαδό), ϋνα μπλε αυτοκύνητο με την επιγραφό ΙΔΙΨΣΙΚΗ ΑΥΑΛΕΙΑ - ΛΟ ΑΝΣΖΕΛΕ ςταμϊτηςε μπροςτϊ ςτην πϑλη τησ βύλασ. Κατϋβηκε ϋνασ ϊντρασ με ςτολό, ϊνοιξε την πϐρτα με δικϐ του κλειδύ και ϑςτερα οδόγηςε το αυτοκύνητο μϋςα απϐ την πϑλη και ςτο πύςω μϋροσ του ςπιτιοϑ. Λύγα λεπτϊ αργϐτερα επϋςτρεψε πεζϐσ, ϋκλειςε την πϑλη και την ξανακλεύδωςε απϐ μϋςα. Ϋταν τουλϊχιςτον μια αλλαγό ςτη ρουτύνα. Μϋςα μου ϊναψε μια ςπύθα ελπύδασ. Ϊφυγα με το αυτοκύνητο, κατϊφερα να μεύνω μακριϊ απϐ το ςπύτι ςχεδϐν δυο ϔρεσ και ϑςτερα επϋςτρεψα και πϊρκαρα ςτην κορυφό του τετραγϔνου, αντύ ςτο τϋρμα του ϐπωσ προηγουμϋνωσ. Μετϊ απϐ κϊνα εικοςϊλεπτο, ϋνα γαλϊζιο κλειςτϐ φορτηγϊκι ςταμϊτηςε μπροςτϊ ςτην πϑλη τησ βύλασ του Ντϐλαν. το πλϊι του ϋγραφε με μαϑρα γρϊμματα: ΤΝΕΡΓΕΙΟ ΚΑΘΑΡΙΜΟΤ ΜΠΙΓΚ ΣΖΟ. Η καρδιϊ μου αναπόδηςε μϋςα ςτο ςτόθοσ μου. Παρακολουθοϑςα κοιτϊζοντασ απϐ τον εςωτερικϐ καθρϋφτη και θυμϊμαι ακϐμα πϔσ ϋςφιγγαν τα χϋρια μου το τιμϐνι του νοικιαςμϋνου αυτοκινότου. Απϐ το φορτηγϊκι κατϋβηκαν τϋςςερισ γυναύκεσ, δυο λευκϋσ, μια μαϑρη και μια αςιατικόσ καταγωγόσ. Υοροϑςαν ϊςπρεσ ποδιϋσ, ςαν ςερβιτϐρεσ, αλλϊ δεν όταν ςερβιτϐρεσ φυςικϊ· όταν καθαρύςτριεσ. Μια απ' αυτϋσ χτϑπηςε το κουδοϑνι τησ πϑλησ και ο ϊντρασ απϐ την ιδιωτικό αςφϊλεια όρθε αμϋςωσ και τουσ ϊνοιξε. Ωρχιςαν να μιλϊνε και να γελϊνε. Ο φρουρϐσ επιχεύρηςε 38
να χουφτϔςει τη μια απ' αυτϋσ κι εκεύνη του ϋςπρωξε απϐτομα το χϋρι, γελϔντασ ϐμωσ. ίςτερα η μια απϐ τισ γυναύκεσ οδόγηςε το αυτοκύνητο ωσ την πρϐςοψη του ςπιτιοϑ, ενϔ οι ϊλλεσ προχϔρηςαν προσ το ςπύτι κουβεντιϊζοντασ μεταξϑ τουσ. Ο φρουρϐσ ϋμεινε πύςω για να ξανακλειδϔςει την πϑλη. Ο ιδρϔτασ ϋτρεχε ποτϊμι ςτο πρϐςωπο μου· τον ϋνιωθα ςαν γρϊςο. Η καρδιϊ μου κϐντευε να ςπϊςει. Δεν τισ ϋβλεπα πια απϐ τον εςωτερικϐ καθρϋφτη. Αποφϊςιςα να το διακινδυνεϑςω και κούταξα πύςω μου. Εύδα τη διπλό πύςω πϐρτα του φορτηγοϑ ν' ανούγει απϐ μϋςα. Μια απϐ τισ γυναύκεσ φορτϔθηκε μια ςτούβα λευκϊ, καθαρϊ ςεντϐνια· μια ϊλλη πετςϋτεσ· κι ϊλλη μια δυο ηλεκτρικϋσ ςκοϑπεσ. Ϊτςι φορτωμϋνεσ ανϋβηκαν ωσ την κεντρικό εύςοδο και ο φρουρϐσ τουσ ϊνοιξε να μπουν. Σϐτε ϋβαλα μπροσ κι ϋφυγα. Ϊτρεμα τϐςο πολϑ, που δυςκολευϐμουν να κρατόςω ςταθερϐ το τιμϐνι. Ωνοιγαν το ςπύτι. Για το τριόμερο. Ο Ντϐλαν δεν ϊλλαζε τισ Κϊντιλακ κϊθε χρϐνο οϑτε καν κϊθε δϑο. Η αςημιϊ εντϊν Ντεβύλ που χρηςιμοποιοϑςε εκεύνο τον Ιοϑνιο όταν όδη τριϔν χρϐνων παλιϊ. Ϋξερα τισ ακριβεύσ διαςτϊςεισ τησ. Σισ εύχα ζητόςει με επιςτολό μου απϐ την Σζϋνεραλ Μϐτορσ, παριςτϊνοντασ το ςυγγραφϋα που κϊνει ϋρευνα για κϊποιο βιβλύο. Μου εύχαν ςτεύλει το φυλλϊδιο του καταςκευαςτό με τα λεπτομερό χαρακτηριςτικϊ του μοντϋλου εκεύνησ τησ χρονιϊσ. Μου επϋςτρεψαν ακϐμη και το φϊκελο με τα πληρωμϋνα τϋλη και παραλόπτη τον εαυτϐ μου που τουσ εύχα ςτεύλει μαζύ με την επιςτολό. Προφανϔσ, οι μεγϊλεσ εταιρεύεσ κρατϊνε τουσ τϑπουσ ακϐμα κι ϐταν πϊνε κατϊ διαβϐλου. 39
Σρύα απ' αυτϊ τα νοϑμερα —το πλϊτοσ τησ Κϊντιλακ ςτο φαρδϑτερο ςημεύο τησ, το ϑψοσ ςτο ψηλϐτερο και το μόκοσ ςτο μακρϑτερο— τα εύχα δϔςει ς' ϋνα φύλο μου μαθηματικϐ, που διδϊςκει ςτο γυμνϊςιο του Λασ Βϋγκασ. ασ ϋχω πει όδη, νομύζω, ϐτι όμουν απϐλυτα προετοιμαςμϋνοσ και ϐχι μϐνο ςωματικϊ. ύγουρα ϐχι μϐνο ςωματικϊ. το φύλο μου εύχα παρουςιϊςει το πρϐβλημα ωσ καθαρϊ υποθετικϐ. Προςπαθοϑςα να γρϊψω ϋνα μυθιςτϐρημα επιςτημονικόσ φανταςύασ, του εύπα, και όθελα να ϋχω ακρύβεια ςτουσ υπολογιςμοϑσ. Μϋχρι που ςκϊρωςα και μερικϋσ ςκηνϋσ υποτιθϋμενησ πλοκόσ -η φανταςύα μου ειλικρινϊ με εξϋπληξε. Ο φύλοσ μου ρϔτηςε με τι ταχϑτητα θα ϋτρεχε αυτϐ το διαςτημικϐ αναγνωριςτικϐ ϐχημα που μ' ενδιϋφερε. Ϋταν κϊτι που δεν το περύμενα και τον ρϔτηςα αν εύχε ιδιαύτερη ςημαςύα. «Και βϋβαια ϋχει», μου απϊντηςε. «Πολϑ μεγϊλη μϊλιςτα. Αν θϋλεισ το διαςτημικϐ ϐχημα να καταλόξει μϋςα ςτην παγύδα ςου, τϐτε η παγύδα αυτό πρϋπει να ϋχει ϋνα δεδομϋνο, ακριβϋσ μϋγεθοσ. Οι διαςτϊςεισ που μου ϋδωςεσ εύναι πϋντε μϋτρα επύ ενϊμιςι». Ωνοιξα το ςτϐμα μου να του πω ϐτι δεν όταν ακριβϔσ τϐςο, αλλϊ αυτϐσ με ςταμϊτηςε ςηκϔνοντασ το χϋρι του. «Κατϊ προςϋγγιςη», εύπε. «Για να υπολογύςουμε ευκολϐτερα την καμπϑλη». «Ποια καμπϑλη;» «Σην καμπϑλη πτϔςησ», μου διευκρύνιςε κι εμϋνα όρθε αμϋςωσ η καρδιϊ μου ςτη θϋςη τησ. Καμπϑλη πτϔςησ. Να δυο λεξοϑλεσ που θα λϊτρευε κϊθε ϊνθρωποσ ορκιςμϋνοσ να πϊρει εκδύκηςη. Εύχαν μια τϐςο δυςούωνη, ζοφερό ςημαςύα! Εγϔ θεωροϑςα ςύγουρο πωσ ϋτςι κι ϋςκαβα ϋνα λϊκκο, τϐςο που να χωρϊει ακριβϔσ την Κϊντιλακ, θα τη χωροϑςε. Φρειϊςτηκε ο φύλοσ μου ο μαθηματικϐσ για να μπορϋςω να 40
καταλϊβω ϐτι, πριν εκπληρϔςει τον προοριςμϐ τησ ςαν τϊφοσ, η τρϑπα θα ϋπρεπε να λειτουργόςει ςαν παγύδα. Σο ςχόμα καθεαυτϐ όταν πολϑ ςημαντικϐ, ϐπωσ μου εξόγηςε ο φύλοσ μου. Ο κατηφορικϐσ λϊκκοσ που εύχα εγϔ ςτο νου μου μπορεύ να λειτουργοϑςε, μπορεύ και ϐχι. την πραγματικϐτητα, οι πιθανϐτητεσ να μη λειτουργόςει όταν περιςςϐτερεσ. «Αν το ϐχημα δεν πατόςει ακριβϔσ ςτην κορυφό του κατόφορου», μου εξόγηςε, «εύναι πολϑ πιθανϐ να μη φτϊςει ποτϋ ωσ τον πϊτο. θα μποροϑςε κϊλλιςτα να γλιςτρόςει για ϋνα διϊςτημα, να ςταματόςει κϊπου ςτα μιςϊ και ϑςτερα οι εξωγόινοι να βγουν απϐ την μπουκαπϐρτα και να ςκοτϔςουν ϐλουσ τουσ όρωεσ ςου με τα ακτινοβϐλα τουσ». Η λϑςη όταν, ϐπωσ μου εξόγηςε, να κϊνουμε φαρδϑτερη την εύςοδο, δύνοντασ ςτο λϊκκο κωνικϐ ςχόμα. ίςτερα ϋμπαινε το πρϐβλημα τησ ταχϑτητασ. Αν η Κϊντιλακ του Ντϐλαν ϋτρεχε πολϑ γρόγορα και ο λϊκκοσ όταν πολϑ κοντϐσ, το αυτοκύνητο θα ϋφτανε απϋναντι — χϊνοντασ κϊποιο ϑψοσ ςτον αϋρα, φυςικϊ- και θα χτυποϑςε ςτο χεύλοσ του λϊκκου, εύτε με τον μπροςτινϐ προφυλακτόρα εύτε με τουσ τροχοϑσ. Σϐτε, θα ϋκανε τοϑμπα και θα προςγειωνϐταν με τισ ρϐδεσ ςτον αϋρα, αλλϊ ϐχι μϋςα ςτην τρϑπα. Απϐ την ϊλλη, αν η Κϊντιλακ πόγαινε πολϑ αργϊ και ο λϊκκοσ όταν πολϑ μακρϑσ, μπορεύ να καρφωνϐταν ςτον πϊτο με τη μοϑρη αντύ να πϋςει και ςτουσ τϋςςερισ τροχοϑσ, πρϊγμα που δε βϐλευε διϐλου. Εύναι αδϑνατον να θϊψεισ μια Κϊντιλακ ϐταν προεξϋχουν απϐ το ϋδαφοσ το μιςϐ πορτ μπαγκϊζ και οι δυο πύςω ρϐδεσ τησ, ϐπωσ δε θα μποροϑςεσ να θϊψεισ κι ϋναν ϊνθρωπο αφόνοντασ τα πϐδια του να προεξϋχουν απϐ το χϔμα. «Λϋγε, λοιπϐν, πϐςο γρόγορα θα πηγαύνει το διαςτημικϐ ςου ϐχημα;» με ρϔτηςε ο φύλοσ μου. Ϊκανα μερικοϑσ υπολογιςμοϑσ ςτα γρόγορα. την ευθεύα ο οδηγϐσ τησ Κϊντιλακ πόγαινε ςταθερϊ με εκατϐ, εκατϐν δϋκα. 41
Προφανϔσ, εκεύ που ςχεδύαζα εγϔ να ςτόςω την παγύδα μου θα ϋκοβε ταχϑτητα. Μποροϑςα να απομακρϑνω τισ προειδοποιητικϋσ πινακύδεσ, αλλϊ όταν αδϑνατον να κρϑψω και τισ μπουλντϐζεσ ό να εξαλεύψω ϐλα τα ύχνη των ϋργων απϐ την περιοχό. «Γϑρω ςτα εύκοςι ρουλ», απϊντηςα. Ο φύλοσ μου χαμογϋλαςε. «Μετϊφραςη, παρακαλϔ;» «Ασ ποϑμε γϑρω ςτα ογδϐντα γόινα χιλιϐμετρα την ϔρα». «Αχϊ!» Εκεύνοσ ϊρχιςε αμϋςωσ τουσ υπολογιςμοϑσ ςτο κομπιουτερϊκι του, ενϔ εγϔ, καθιςμϋνοσ δύπλα του, χαμογελαςτϐσ και με μϊτια που ϋλαμπαν, επαναλϊμβανα νοερϊ τισ δυο υπϋροχεσ εκεύνεσ λϋξεισ: καμπϑλη πτϔςησ. Ο φύλοσ μου ϋβγαλε ςχεδϐν αμϋςωσ το αποτϋλεςμα και ςόκωςε το κεφϊλι. «Ξϋρεισ, ύςωσ θα όταν ςκϐπιμο ν' αλλϊξεισ τισ διαςτϊςεισ του διαςτημικοϑ ςου οχόματοσ», μου εύπε χαμογελϔντασ. «Μπα; Γιατύ το λεσ αυτϐ;» «Πϋντε επύ ενϊμιςι μου φαύνεται λύγο μακρϑ, φύλε μου». Γϋλαςε. «Εύναι ςχεδϐν το μϋγεθοσ μιασ Λύνκολν Μαρκ IV». Γϋλαςα κι εγϔ. Γελϊςαμε μαζύ. Αφοϑ εύδα τισ καθαρύςτριεσ να μπαύνουν ςτη βύλα με ςεντϐνια και πετςϋτεσ, γϑριςα αμϋςωσ ςτο Λασ Βϋγκασ. Υτϊνοντασ ςπύτι μου, πόγα κατευθεύαν ςτο τηλϋφωνο. Σα χϋρια μου ϋτρεμαν λιγϊκι. Εννιϊ χρϐνια περύμενα και παρακολουθοϑςα ςαν αρϊχνη ςτη γωνιϊ του τούχου ό ςαν ποντικϐσ ςτην τρϑπα του. Εύχα προςπαθόςει να μη δϔςω ςτον Ντϐλαν ϋςτω και την πιο αςόμαντη ϋνδειξη ϐτι ο ςϑζυγοσ τησ Ελύζαμπεθ ενδιαφερϐταν ακϐμη γι' αυτϐν. ήςο κι αν με εξϐργιςε το παγερϊ αδιϊφορο βλϋμμα που μου ϋριξε ϐταν προςπϋραςα τη ςταματημϋνη Κϊντιλακ ςτο δρϐμο για το Βϋγκασ, όταν η δύκαιη ανταμοιβό μου. Σϔρα ϐμωσ όμουν αναγκαςμϋνοσ να πϊρω ϋνα ρύςκο. 42
Και όμουν αναγκαςμϋνοσ επειδό αφ' ενϐσ όταν αδϑνατον να βρύςκομαι ταυτϐχρονα ςε δυο μϋρη, αφ' ετϋρου όταν απϐλυτη ανϊγκη να μϊθω αν θα ταξύδευε ο Ντϐλαν και πϐτε, ϔςτε να εξαφανύςω προςωρινϊ την παρακαμπτόριο. Εύχα καταςτρϔςει ϋνα ςχϋδιο ςτην πτόςη τησ επιςτροφόσ και πύςτευα ϐτι θα ϋπιανε, ϐτι εγϔ θα το ϋκανα να πιϊςει. Κϊλεςα τισ Πληροφορύεσ Καταλϐγου του Λοσ Ωντζελεσ και ζότηςα τον αριθμϐ του υνεργεύου Καθαριςμοϑ Μπιγκ Σζο. Μου τον ϋδωςαν και τον πόρα. «Καλημϋρα, εύμαι ο Μπιλ απϐ την επιχεύρηςη τροφοδοςύασ Ρϋνισ Κϋτερινγκ», εύπα. «Ϊχουμε ϋνα πϊρτι, ϊββατο βρϊδυ, ςτην οδϐ Αςτϋρ 1121, ςτουσ Λϐφουσ του Φϐλιγουντ. Μόπωσ θα μποροϑςε ϋνα απϐ τα κορύτςια ςασ να ελϋγξει αν το μεγϊλο κρυςτϊλλινο μπολ του ποντσ εύναι ςτο ντουλϊπι πϊνω απϐ την ηλεκτρικό κουζύνα; Θα μου κϊνετε αυτό τη χϊρη;» Μου ζότηςε να περιμϋνω. Σο ϋκανα, αν και με κϊθε ατϋλειωτο, μαρτυρικϐ δευτερϐλεπτο που κυλοϑςε θϋριευε μϋςα μου η βεβαιϐτητα ϐτι ο ςυνομιλητόσ μου εύχε μυριςτεύ απϊτη και καλοϑςε την τηλεφωνικό εταιρεύα, ενϔ εγϔ περύμενα ςτην ϊλλη γραμμό. Σελικϊ, μετϊ απϐ πολλϊ, πϊρα πολλϊ δευτερϐλεπτα, επϋςτρεψε ςτο ακουςτικϐ. Ακουγϐταν αναςτατωμϋνοσ κι ανακουφύςτηκα. Ϊτςι ακριβϔσ όθελα να τον ακοϑςω. «ϊββατο εύπεσ;» «Ναι, ϊββατο. Αλλϊ δεν ϋχω τϐςο μεγϊλο μπολ ϐςο θα χρειαςτεύ, πρϋπει να ςτεύλω να το πϊρω απϐ την ϊλλη ϊκρη τησ πϐλησ και εύναι μεγϊλη φαςαρύα, θυμϊμαι ϐτι υπϊρχει ϋνα μπολ ςτο ςπύτι, αλλϊ θα όθελα να ςιγουρευτϔ». «Ωκου, φύλε, εμϋνα η παραγγελύα μου γρϊφει ϐτι ο κϑριοσ Ντϐλαν θα φτϊςει γϑρω ςτισ τρεισ το μεςημϋρι την Κυριακό. Ευχαρύςτωσ να βϊλω μια απϐ τισ κοπϋλεσ μου να κοιτϊξει για το μπολ, αλλϊ να ξεκαθαρύςουμε πρϔτα αυτϐ το πρϐβλημα με τισ 43
ημερομηνύεσ. Ο κϑριοσ Ντϐλαν δε ςηκϔνει μαλακύεσ, αν μου επιτρϋπεισ τα γαλλικϊ...» «Πολϑ ςωςτϊ το ϋθεςεσ, φύλε», τον διαβεβαύωςα. «Κι αν εύναι να εμφανιςτεύ μια μϋρα νωρύτερα απ' ϐ,τι νϐμιζα, να ςτεύλω κι ϊλλεσ κοπϋλεσ ςτο ςπύτι να...» «τϊςου να ξανακοιτϊξω», του εύπα. το τραπεζϊκι δύπλα μου όταν το αναγνωςτικϐ τησ τρύτησ δημοτικοϑ που χρηςιμοποιϔ ςτην τϊξη. Σο ϊνοιξα και γϑριςα με θϐρυβο μερικϋσ ςελύδεσ κοντϊ ςτο ακουςτικϐ. «Να πϊρει!» φϔναξα. «Λϊθοσ δικϐ μου. Θα ϋχει κϐςμο την Κυριακό το βρϊδυ. υγνϔμη, φύλε. Μη με δεύρεισ». «Εντϊξει, δεν ϋγινε τύποτα. Περύμενε λύγο να πϊρω τα κορύτςια ςτο ςπύτι να τουσ πω να κοιτϊξουν... » «Δε χρειϊζεται αφοϑ εύναι για την Κυριακό», τον διϋκοψα. «Θα ϋχει επιςτρϋψει το δικϐ μασ μπολ απϐ τη γαμόλια δεξύωςη που ϋχουμε Κυριακό πρωύ ςτο Γκλεντϋιλ». «Εντϊξει. ήλα καλϊ, λοιπϐν. Φαιρετϔ». Ωνετοσ. Ανϑποπτοσ. Σο εύχε όδη ξεχϊςει. Ϊτςι όλπιζα. Ϊκλειςα το τηλϋφωνο κι ϋμεινα ακύνητοσ, κϊνοντασ νοεροϑσ υπολογιςμοϑσ. Για να φτϊςει ςτο Λοσ Ωντζελεσ κατϊ τισ τρεισ, ο Ντϐλαν θα ϋπρεπε να ξεκινόςει απϐ το Βϋγκασ γϑρω ςτισ δϋκα το πρωύ τησ Κυριακόσ. Επομϋνωσ, θα πληςύαζε ςτην περιοχό των ϋργων μεταξϑ ϋντεκα και τϋταρτο και εντεκϊμιςι, την ϔρα που η κυκλοφορύα θα όταν ςχεδϐν ανϑπαρκτη, θαυμϊςια. Ϋταν καιρϐσ να πϊψω να ονειρεϑομαι και ν' αρχύςω να ενεργϔ. Ϊψαξα ςτισ μικρϋσ αγγελύεσ, ϋκανα μερικϊ τηλεφωνόματα και ϑςτερα πόγα να δω απϐ κοντϊ πϋντε μεταχειριςμϋνα αυτοκύνητα που η τιμό τουσ ανταποκρινϐταν ςτισ οικονομικϋσ μου δυνατϐτητεσ. Σελικϊ επϋλεξα ϋνα παλιϐ φορτηγϊκι μϊρκασ 44
Υορντ, που εύχε αποςυρθεύ απϐ τουσ δρϐμουσ την ύδια χρονιϊ που ςκοτϔθηκε η Ελύζαμπεθ. Πλόρωςα με μετρητϊ. το λογαριαςμϐ μου απϋμειναν μϐνο διακϐςια πενόντα εφτϊ δολϊρια, αλλϊ δε με πεύραξε διϐλου. το γυριςμϐ προσ το ςπύτι πϋραςα απϐ ϋνα μαγαζύ με εργαλεύα και νούκιαςα ϋνα φορητϐ κομπρεςϋρ αϋροσ, πληρϔνοντασ με την πιςτωτικό μου κϊρτα. Αργϊ την Παραςκευό το απϐγευμα φϐρτωςα το φορτηγϊκι: αξύνεσ, φτυϊρια, το φορητϐ κομπρεςϋρ, ϋνα λοςτϐ, κιϊλια, μια εργαλειοθόκη κι ϋνα τρϑπανο που ςυνοδευϐταν απϐ ςμύλεσ κοπόσ αςφϊλτου, το οπούο εύχα «δανειςτεύ» απϐ την Τπηρεςύα Οδοποιύασ τησ Νεβϊδασ. Πόρα επύςησ ϋνα μεγϊλο κομμϊτι λινϊτςασ ςτο χρϔμα τησ ϊμμου, ςυν ϋνα δεϑτερο πολϑ μεγαλϑτερο και μακρϑτερο, τυλιγμϋνο ςε ρολϐ —αυτϐ ειδικϊ όταν ϋνα ϋργο που το εύχα φιλοτεχνόςει ο ύδιοσ το περαςμϋνο καλοκαύρι- και τϋλοσ εύκοςι ϋνα καδρϐνια κομμϋνα ϐλα ςτο ύδιο μόκοσ κι ϋνα ςυρραπτικϐ μηχϊνημα, απ' αυτϊ που χρηςιμοποιοϑνται ςτισ βιομηχανύεσ. Λύγο πριν απϐ τα ϐρια τησ ερόμου ςταμϊτηςα ς' ϋνα εμπορικϐ κϋντρο κι ϋκλεψα δυο πινακύδεσ κυκλοφορύασ που τισ φϐρτωςα ςτο φορτηγϊκι μου. Εκατϐν εύκοςι χιλιϐμετρα δυτικϊ του Βϋγκασ εύδα την πρϔτη πορτοκαλιϊ πινακύδα: ΕΚΣΕΛΟΤΝΣΑΙ ΕΡΓΑ. ΔΙΕΛΕΤΗ ΜΕ ΕΤΘΤΝΗ ΣΟΤ ΟΔΗΓΟΤ. Και ϑςτερα, κϊνα δυο χιλιϐμετρα παρακϊτω, εύδα το ςόμα που περύμενα εδϔ και... μϊλλον αφϐτου πϋθανε η Ελύζαμπεθ, υποθϋτω, κι ασ μην το εύχα καταλϊβει απϐ την αρχό. ΠΡΟΟΦΗ. ΠΑΡΑΚΑΜΧΗ ΣΑ 10 ΦΛΜ. Σο ςοϑρουπο ϋδινε τη θϋςη του ςτη νϑχτα ϐταν ϋφταςα κι επιθεϔρηςα την τοποθεςύα, θα μποροϑςε να όταν καλϑτερα αν το εύχα προςχεδιϊςει, αλλϊ ϐχι πολϑ καλϑτερα. Η παρακαμπτόριοσ όταν μια δεξιϊ ςτροφό ανϊμεςα ςε δυο υψϔματα. Ϊμοιαζε με παλιϐ μονοπϊτι ανϊμεςα ςε χωρϊφια, που 45
η Τπηρεςύα Οδοποιύασ εύχε διαπλατϑνει και αςφαλτοςτρϔςει, ϔςτε να διοχετεϑςει προςωρινϊ τον κϑριο ϐγκο τησ κυκλοφορύασ. Ση ςηματοδοτοϑςε ϋνα μεγϊλο φωτεινϐ βϋλοσ, που αναβϐςβηνε ρυθμικϊ κι ϋπαιρνε ρεϑμα απϐ μια μπαταρύα ςτη βϊςη του, κλειδωμϋνη ςε προςτατευτικϐ, ατςϊλινο κουτύ. Ακριβϔσ μετϊ την αρχό τησ παρακαμπτηρύου, εκεύ ϐπου ο αυτοκινητϐδρομοσ ϊρχιζε ν' ανηφορύζει προσ το δεϑτερο ϑψωμα, ο δρϐμοσ όταν φραγμϋνοσ απϐ μια διπλό ςειρϊ πορτοκαλιοϑσ, πλαςτικοϑσ κϔνουσ. Και πύςω απ' αυτοϑσ, ςε κϊποια απϐςταςη (για την περύπτωςη που κϊποιοσ θα όταν τϐςο ηλύθιοσ ϔςτε, πρϔτον, να μην προςϋξει το φωτεινϐ βϋλοσ και, δεϑτερον, να περϊςει πϊνω απϐ τουσ κϔνουσ χωρύσ να το καταλϊβει —ύςωσ υπόρχαν και τϋτοιοι οδηγού), όταν ςτημϋνη μια πελϔρια πορτοκαλιϊ πινακύδα που ϋγραφε: ΔΡΟΜΟ ΚΛΕΙΣΟ. ΦΡΗΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΣΗΝ ΠΑΡΑΚΑΜΠΣΗΡΙΟ. Ψςτϐςο, η αιτύα τησ παρϊκαμψησ δεν όταν ορατό απϐ κεύνο το ςημεύο, πρϊγμα πολϑ καλϐ. Δεν όθελα να ϋχει ο Ντϐλαν οϑτε την ελϊχιςτη ευκαιρύα να μυριςτεύ την παγύδα πριν πϋςει μϋςα. Κατϋβηκα απϐ το φορτηγϊκι και πολϑ γρόγορα, για να μη με πϊρει κανϋνα μϊτι να κϊνω αυτϐ που ϋκανα, ςτούβαξα μια ντουζύνα απϐ τουσ πλαςτικοϑσ κϔνουσ δημιουργϔντασ μια ςτενό, ελεϑθερη λωρύδα για να περϊςει το αυτοκύνητο μου. Σρϊβηξα κατϐπιν τη μεγϊλη πινακύδα που ϋγραφε ΔΡΟΜΟ ΚΛΕΙΣΟ λύγο προσ τα δεξιϊ, ϋτρεξα πύςω ςτο φορτηγϊκι, μπόκα μϋςα και πϋραςα απϐ το ϊνοιγμα που εύχα δημιουργόςει. Ωκουγα όδη το μακρινϐ θϐρυβο ενϐσ αυτοκινότου που ερχϐταν. Σρϋχοντασ, ϊρπαξα τουσ κϔνουσ και τουσ ξανατοποθϋτηςα ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςα. Κϊνα δυο μου ξϋφυγαν απϐ τα χϋρια και κϑληςαν προσ το χαντϊκι, ςτο πλϊι του δρϐμου. Σουσ κυνόγηςα λαχανιαςμϋνοσ. Μϋςα ςτο μιςοςκϐταδο ςκϐνταψα ςε 46
μια πϋτρα, ϋπεςα φαρδϑσ πλατϑσ κϊτω, πετϊχτηκα πϊνω ςαν ελατόριο, με χϔματα ςτο πρϐςωπο και τη μια παλϊμη μου γδαρμϋνη. Σο αυτοκύνητο εύχε πληςιϊςει πολϑ. ϑντομα θα εμφανιζϐταν ςτην κορυφό του υψϔματοσ πριν απϐ την παρϊκαμψη και ςτο φωσ των προβολϋων ο οδηγϐσ θα ϋβλεπε ϋναν ϊντρα με τζιν και μακϐ μπλουζϊκι να τοποθετεύ κϔνουσ ςτην ϊςφαλτο κι ϋνα φορτηγϊκι ςταματημϋνο καταμεςόσ του δρϐμου, εκεύ ϐπου δεν εύχε θϋςη κανϋνα ϐχημα που δεν ανόκε ςτην Τπηρεςύα Οδοποιύασ τησ Πολιτεύασ τησ Νεβϊδασ. Ϊβαλα τον τελευταύο κϔνο ςτη θϋςη του κι ϋτρεξα ςτην πινακύδα. Πϊνω ςτη βιαςϑνη μου την τρϊβηξα πολϑ απϐτομα. Σαλαντεϑτηκε και λύγο ϋλειψε να πϋςει. Καθϔσ η ανατολικό πλευρϊ του υψϔματοσ ϊρχιςε να φωτύζεται απϐ τουσ προβολεύσ του αυτοκινότου που ερχϐταν, μου δημιουργόθηκε η τρομερό βεβαιϐτητα ϐτι όταν περιπολικϐ τησ Αςτυνομύασ τησ Νεβϊδασ. Η πινακύδα όταν πϊλι ςτη θϋςη τησ -κι αν ϐχι ακριβϔσ, δε φαινϐταν η διαφορϊ. Ϊτρεξα ςαν τρελϐσ προσ το φορτηγϊκι, ανϋβηκα ςτη θϋςη μου και πϊτηςα γκϊζι προσ το επϐμενο ϑψωμα. Ση ςτιγμό που περνοϑςα την κορυφό, εύδα την ανηφϐρα πύςω μου να λοϑζεται ςτο φωσ δυο προβολϋων αυτοκινότου. Με εύχε δει ϊραγε ο οδηγϐσ του ςτο ςκοτϊδι και με τα φϔτα μου ςβηςτϊ; Μϊλλον απύθανο. ταμϊτηςα το φορτηγϊκι, ϋγειρα ςτο κϊθιςμα με τα μϊτια κλειςτϊ και περύμενα να ηρεμόςει λύγο η καρδιϊ μου. Και μϐνο ϐταν ϋςβηςε ο όχοσ του αυτοκινότου που ακολοϑθηςε ςκαμπανεβϊζοντασ την παρϊκαμψη ξαναβρόκε η καρδιϊ μου τον κανονικϐ τησ ρυθμϐ. Ϋμουν αςφαλόσ —αθϋατοσ απϐ την παρακαμπτόριο. Ϋταν ϔρα να πιϊςω δουλειϊ. 47
Μετϊ τον κατόφορο ςτην πύςω πλευρϊ του υψϔματοσ, ο δρϐμοσ ακολουθοϑςε μια μακριϊ, ομαλό ευθεύα. τα δϑο τρύτα περύπου αυτόσ τησ ευθεύασ η ϊςφαλτοσ κοβϐταν απϐτομα, δύνοντασ τη θϋςη τησ ςε ςωροϑσ απϐ χϔμα και μια μακριϊ λωρύδα απϐ ςτρωμϋνο, πατημϋνο χαλύκι. θα το ϋβλεπαν ϊραγε και θα ςταματοϑςαν αμϋςωσ; θα ϋκαναν ςτροφό; Ϋ θα ςυνϋχιζαν ανϑποπτοι, βϋβαιοι ϐτι υπόρχε δύοδοσ, εφϐςον δεν εύχαν δει οϑτε μια προειδοποιητικό πινακύδα; Ϋταν πολϑ αργϊ για τϋτοιουσ προβληματιςμοϑσ. Επϋλεξα ϋνα ςημεύο, καμιϊ εικοςαριϊ μϋτρα μετϊ την αρχό τησ ευθεύασ, που ϐμωσ απεύχε τουλϊχιςτον τετρακϐςια απϐ το ςημεύο ϐπου χανϐταν ο δρϐμοσ. ταμϊτηςα το φορτηγϊκι ςτη δεξιϊ ϊκρη, πϋραςα απϐ την καμπύνα ςτην καρϐτςα κι ϊνοιξα τη διπλό πύςω πϐρτα. ίςτερα ϋφτιαξα μια πρϐχειρη ρϊμπα απϐ δυο ςανύδεσ και κατϋβαςα τον εξοπλιςμϐ και τα εργαλεύα. Αφοϑ ϋγινε κι αυτϐ, ςταμϊτηςα και κούταξα ψηλϊ, τον κρϑο, αςτροφϔτιςτο ουρανϐ τησ ερόμου. «Εύμαςτε ϋτοιμοι, Ελύζαμπεθ», ψιθϑριςα ςτ' αςτϋρια. Μου φϊνηκε πωσ ϋνιωςα ϋνα κρϑο χϋρι να με χαώδεϑει ςτο ςβϋρκο. Σο κομπρεςϋρ ϋκανε φοβερϐ ςαματϊ και το τρϑπανο όταν ακϐμα χειρϐτερο, αλλϊ δε γινϐταν αλλιϔσ —το καλϑτερο που εύχα να ελπύζω όταν να τελειϔςω αυτϐ το κομμϊτι τησ δουλειϊσ μϋχρι τα μεςϊνυχτα. Αν μου ϋπαιρνε πολϑ περιςςϐτερη ϔρα, θα εύχα πρϐβλημα ϋτςι κι αλλιϔσ, γιατύ θα μου τελεύωνε η βενζύνη ςτο ντεπϐζιτο του κομπρεςϋρ. Σι να γύνει; Μη ςκϋφτεςαι μόπωσ ς' ακοϑςει κϊποιοσ κι αναρωτηθεύ ποιοσ παλαβϐσ δουλεϑει κομπρεςϋρ νυχτιϊτικα. κϋψου τον Ντϐλαν. κϋψου την αςημιϊ εντϊν Ντεβύλ. Και την καμπϑλη πτϔςησ. Με βϊςη τα νοϑμερα που εύχε υπολογύςει ο φύλοσ μου ο μαθηματικϐσ, χϊραξα πρϔτα την περύμετρο του λϊκκου, 48
χρηςιμοποιϔντασ μϋτρο και ϊςπρη κιμωλύα. 'ήταν τελεύωςα, ϋνα λευκϐ ορθογϔνιο παραλληλϐγραμμο, με διαςτϊςεισ γϑρω ςτο ενϊμιςι πλϊτοσ επύ δωδεκϊμιςι μόκοσ, ϊςτραφτε πϊνω ςτη μαϑρη ϊςφαλτο. Η κοντινό του πλευρϊ όταν θεϐφαρδη. το μιςοςκϐταδο, το ϊνοιγμα αυτϐ δε θϑμιζε τϐςο πολϑ χωνύ, ϐπωσ ςτο ρυζϐχαρτο, ϐπου το εύχε ςχεδιϊςει ο φύλοσ μου. το ςκοτϊδι ϋμοιαζε με ορθϊνοιχτο ςτϐμα ςτην ϊκρη ενϐσ μακριοϑ οιςοφϊγου. Για να ςε φϊει καλϑτερα, φύλε μου, ςκϋφτηκα και χαμογϋλαςα. Σρϊβηξα ϊλλεσ εύκοςι γραμμϋσ κατϊ πλϊτοσ του ορθογωνύου, ςχηματύζοντασ παρϊλληλεσ ρύγεσ φϊρδουσ εξόντα πϐντων η καθεμιϊ. Και τϋλοσ τρϊβηξα μια κϊθετη γραμμό που χϔριζε το παραλληλϐγραμμο ςε δυο μιςϊ, δημιουργϔντασ ϋτςι ϋνα πλϋγμα απϐ ςαρϊντα δϑο τετραγωνϊκια, διαςτϊςεων εξόντα επύ εβδομόντα πϋντε εκατοςτϊ το καθϋνα. Σο τεςςαρακοςτϐ τρύτο κομμϊτι όταν το ϊνοιγμα ςε ςχόμα φτυαριοϑ ςτην ϊκρη. ίςτερα αναςκουμπϔθηκα, ϋβαλα μπροσ το κομπρεςϋρ και ξεκύνηςα απϐ το πρϔτο τετρϊγωνο. Η δουλειϊ προχωροϑςε πιο γρόγορα απ' ϐςο θα μποροϑςα λογικϊ να ελπύζω, αλλϊ ϐχι τϐςο γρόγορα ϐςο εύχα τολμόςει να ονειρευτϔ —ϋτςι δε γύνεται ςυχνϊ; θα όταν πολϑ καλϑτερα αν μποροϑςα να χρηςιμοποιόςω τα βαριϊ μηχανόματα, αλλϊ θα γινϐταν κι αυτϐ αργϐτερα. Αρχικϊ ϋπρεπε να κϐψω ϐλα εκεύνα τα τετρϊγωνα τησ αςφϊλτου. Δεν τελεύωςα τα μεςϊνυχτα, αλλϊ οϑτε και ςτισ τρεισ το πρωύ που ϋμεινα απϐ καϑςιμα. Εύχα προβλϋψει φυςικϊ αυτό την πιθανϐτητα και εύχα φϋρει μαζύ μου ϋνα λϊςτιχο για να τραβόξω βενζύνη απϐ το ντεπϐζιτο του φορτηγοϑ. Ξεβύδωςα την τϊπα, αλλϊ μϐλισ με χτϑπηςε η μυρωδιϊ την ξαναβύδωςα βιαςτικϊ κι ϋπεςα ανϊςκελα ςτο δϊπεδο τησ καρϐτςασ. 49
ήχι ϊλλο, ϐχι απϐψε. Δεν ϊντεχα πια. Παρϊ τα γϊντια που φοροϑςα, οι παλϊμεσ μου εύχαν γεμύςει φουςκϊλεσ που αρκετϋσ εύχαν ςκϊςει κι ϋτρεχαν. ήλο μου το κορμύ ϋτρεμε απϐ τουσ πολϑωρουσ, ιςχυροϑσ κραδαςμοϑσ του τρυπϊνου κι ϋνιωθα τα χϋρια μου να πϊλλονται ςαν χορδϋσ τρελαμϋνησ ϊρπασ. Σο κεφϊλι μου πονοϑςε. Σα οϑλα μου πονοϑςαν. Η πλϊτη μου με τρϋλαινε ςτον πϐνο· μια αύςθηςη ςαν να όταν η ςπονδυλικό μου ςτόλη γεμϊτη θρυμματιςμϋνα γυαλιϊ. Εύχα κϐψει ςυνολικϊ εύκοςι οχτϔ τετρϊγωνα. Εύκοςι οχτϔ. Ϊμεναν ϊλλα δεκατϋςςερα. Κι αυτό όταν μϐνο η αρχό. Με τύποτα, ςκϋφτηκα. Αποκλεύεται. Αδϑνατον να γύνει. Πϊλι εκεύνο το κρϑο χϊδι. Ναι, αγϊπη μου, ναι. Σο οδυνηρϐ κουδοϑνιςμα ςτ' αυτιϊ μου ϊρχιςε κϊπωσ να υποχωρεύ. Ωκουγα κϊθε τϐςο θϐρυβο αυτοκινότου που πληςύαζε... και ξαφνικϊ γινϐταν ϋνασ μουντϐσ, μονϐτονοσ βϐμβοσ, καθϔσ το ϐχημα ϋςτριβε ςτην παρακαμπτόριο και ςυνϋχιζε την πορεύα του ςτη μεγϊλη ανοιχτό ςτροφό που εύχε δημιουργόςει η Τπηρεςύα Οδοποιύασ για να διοχετεϑςει την κυκλοφορύα μακριϊ απϐ τα ϋργα. Αϑριο ξημϋρωνε ϊββατο... λϊθοσ, όταν όδη ϊββατο. όμερα όταν ϊββατο. Και ο Ντϐλαν θα ερχϐταν την Κυριακό. Δεν προλϊβαινα. Ναι, αγϊπη μου. Η ϋκρηξη την εύχε διαμελύςει. Η αγαπημϋνη μου εύχε γύνει κομμϊτια, επειδό εύχε καταθϋςει με ειλικρύνεια ςτην αςτυνομύα τα ϐςα εύχε δει, επειδό αρνόθηκε να τρομοκρατηθεύ, επειδό όταν γενναύα. Και ο Ντϐλαν τριγϑριζε ακϐμα ελεϑθεροσ με μια Κϊντιλακ κι ϋπινε ςκοτςϋζικο ουύςκι εύκοςι χρϐνων, μ' ϋνα χρυςϐ Ρϐλεξ να ςτραφτοκοπϊει ςτον καρπϐ του. Θα προςπαθόςω, ςκϋφτηκα και βυθύςτηκα ς' ϋναν ϑπνο δύχωσ ϐνειρα, βαρϑ ςαν θϊνατο. 50
Με ξϑπνηςε ο όλιοσ, όδη καυτϐσ ςτισ οχτϔ το πρωύ, που με χτϑπηςε ςτο πρϐςωπο. Ανακϊθιςα και οϑρλιαξα απϐ τον πϐνο, πιϊνοντασ αυθϐρμητα τη μϋςη μου με τα ταλαύπωρα, πληγωμϋνα χϋρια μου. Να δουλϋψω; Να κϐψω ϊλλα δεκατϋςςερα κομμϊτια ϊςφαλτο; Εγϔ δεν μποροϑςα οϑτε να περπατόςω. ήμωσ, μποροϑςα να περπατόςω και το ϋκανα. Με κινόςεισ που θϑμιζαν πολϑ γϋρο και ϊρρωςτο ϊνθρωπο, ϋφταςα ωσ την καμπύνα κι ϊνοιξα το ντουλαπϊκι τησ κονςϐλασ. Εύχα βϊλει εκεύ ϋνα μπουκαλϊκι αςπιρύνεσ για την περύπτωςη που θα ξυπνοϑςα πιαςμϋνοσ το πρωύ. Εύχα πιςτϋψει ποτϋ ϐτι όμουν ικανϐσ; οβαρϊ εύχα πιςτϋψει τϋτοιο πρϊγμα; Σι να γύνει; Αυτϊ ϋχει η ζωό. Κατϊπια τϋςςερισ αςπιρύνεσ με κϊμποςο νερϐ, περύμενα ϋνα τεταρτϊκι μϋχρι να διαλυθοϑν ςτο ςτομϊχι μου και ϑςτερα καταβρϐχθιςα ϋνα θρεπτικϐ πρϐγευμα απϐ ϊφθονουσ ξηροϑσ καρποϑσ και δημητριακϊ. Κούταξα προσ τα εκεύ ϐπου όταν αφημϋνο το κομπρεςϋρ. Σο βαμμϋνο κύτρινο μϋταλλο θαρρεύσ και ϋκαιγε όδη κϊτω απϐ τον πρωινϐ όλιο. Δυο παρϊλληλεσ ςειρϋσ απϐ κομμϋνα τετρϊγωνα αςφϊλτου με οδηγοϑςαν κατευθεύαν εκεύ. Δεν όθελα να πϊω. Δεν όθελα να ξαναπιϊςω ςτα χϋρια μου το τρϑπανο. θυμόθηκα τον Φϊρβεώ Μπλϐκερ που μου εύχε πει: Εςϑ δεν πρϐκειται να γύνεισ ποτϋ αρκετϊ γερϐσ, δαςκαλϊκο. Κϊποιοι ϊνθρωποι, ϐπωσ και κϊποια φυτϊ, αντϋξουν ςτον όλιο. Ωλλα μαραύνονται και πεθαύνουν... Γιατύ καταςτρϋφεισ ϋτςι τον εαυτϐ ςου; «Ϊγινε κομμϊτια», εύπα βραχνϊ. «Σην αγαποϑςα κι ϋγινε κομμϊτια». Δε λϋω ϐτι όταν κϊτι αντύςτοιχο με τα ςυνθόματα που ξεςηκϔνουν τουσ φιλϊθλουσ ςτα γόπεδα, αλλϊ εμϋνα με ξεκοϑνηςε. Σρϊβηξα με το λϊςτιχο βενζύνη απϐ το ντεπϐζιτο του 51
φορτηγοϑ. Μ' ϋπιαςε τϋτοια αναγοϑλα απϐ τη γεϑςη και τη μυρωδιϊ ϐταν ροϑφηξα, που με το ζϐρι κατϊφερα να κρατόςω το κολατςιϐ ςτο ςτομϊχι μου. Αναρωτόθηκα προσ ςτιγμόν τι θα ϋκανα αν οι χειριςτϋσ που δοϑλευαν ςτα ϋργα εύχαν ξοδϋψει τα καϑςιμα απϐ τα μηχανόματα πριν ςχολϊςουν για το τριόμερο κι ϋδιωξα βιαςτικϊ αυτό την ϋγνοια απϐ το μυαλϐ μου. Δεν εύχε νϐημα ν' ανηςυχϔ για πρϊγματα που δεν μποροϑςα να ελϋγξω. Ψςτϐςο, ϋνιωθα ϐλο και πιο πολϑ ςαν να εύχα πηδόξει απϐ ϋνα Β-52 κρατϔντασ μια ομπρϋλα ςτο χϋρι, αντύ να ϋχω ϋνα αλεξύπτωτο δεμϋνο ςτην πλϊτη μου. Κουβϊληςα το δοχεύο με τη βενζύνη ωσ το κομπρεςϋρ και γϋμιςα το ντεπϐζιτο του μηχανόματοσ. Για να μπορϋςω να τραβόξω το κορδϐνι να πϊρει μπροσ το κομπρεςϋρ, λϑγιςα με το αριςτερϐ μου χϋρι τα δϊχτυλα του δεξιοϑ γϑρω απϐ τη λαβό. Με το που τρϊβηξα ϋςπαςαν κι ϊλλεσ φουςκϊλεσ κι ϐταν το κομπρεςϋρ πόρε μπροσ απϐ την παλϊμη μου ϋτρεχε πϑο. Δεν υπϊρχει περύπτωςη να τα καταφϋρω. ε παρακαλϔ, αγϊπη μου, προςπϊθηςε. Ξανϊρχιςα να δουλεϑω το τρϑπανο. Η πρϔτη ϔρα όταν η χειρϐτερη. ίςτερα, οι ςυνεχεύσ κραδαςμού του μηχανόματοσ, ςε ςυνδυαςμϐ με τισ αςπιρύνεσ, μοϑδιαςαν τα πϊντα -την πονεμϋνη πλϊτη μου, το κεφϊλι μου, τα χϋρια. Λύγο πριν απϐ τισ ϋντεκα τϋλειωςα το κϐψιμο τησ αςφϊλτου. Ϋταν ϔρα να διαπιςτϔςω αν θυμϐμουν πϔσ παύρνει μπροσ μια μπουλντϐζα ενϔνοντασ τα καλϔδια. Παραπατϔντασ απϐ την κοϑραςη πόγα ωσ το φορτηγϊκι και οδόγηςα γϑρω ςτα δϑο χιλιϐμετρα, ωσ το ςημεύο του υπϐ ανακαταςκευό δρϐμου, ϐπου όταν αφημϋνα ϐλα τα βαριϊ μηχανόματα του ςυνεργεύου. Εντϐπιςα αμϋςωσ το ϐχημα που μ' ενδιϋφερε: ϋνα μεγϊλο εκςκαφϋα Κϋισ Σζϐρνταν με αρπϊγη ςτο πύςω μϋροσ. 135.000 δολϊρια ςε τϋςςερισ τροχοϑσ. Εγϔ εύχα οδηγόςει ϋναν Κατϋρπιλαρ ϐταν δοϑλευα ςτο ςυνεργεύο του Μπλϐκερ, αλλϊ δεν πρϋπει να εύχε διαφορϊ. 52
Ϊτςι όλπιζα. καρφϊλωςα ςτην καμπύνα και ςυμβουλεϑτηκα το διϊγραμμα που όταν τυπωμϋνο ςτην κεφαλό του λεβιϋ. Υαινϐταν ολϐιδιο μ' εκεύνο του δικοϑ μου Κατϋρπιλαρ. Σον δοϑλεψα κϊνα δυο φορϋσ για να εξοικειωθϔ. την αρχό βρόκα κϊποια αντύςταςη, προφανϔσ επειδό εύχαν πϊρει ϊμμο τα γρανϊζια. Υαύνεται πωσ ο τϑποσ που χειριζϐταν αυτϐ το μωρϐ εύχε ξεχϊςει να κατεβϊςει τα προςτατευτικϊ φτερϊ και ο επιςτϊτησ δεν τον εύχε ελϋγξει. Ο Μπλϐκερ θα το εύχε πϊρει εύδηςη και θα εύχε βϊλει πρϐςτιμο πϋντε δολϊρια ςτο χειριςτό κι ασ όταν τριόμερο. Σα μϊτια του. Που με κούταζαν μιςοθαυμαςτικϊ, μιςοπεριφρονητικϊ. Σι θα ςκεφτϐταν ϊραγε ο Μπλϐκερ για ϋνα τϋτοιο εγχεύρημα; Ποιοσ ξϋρει; Δεν όταν ϔρα να ςκϋφτομαι τον Φϊρβεώ Μπλϐκερ. Ϋταν ϔρα να ςκϋφτομαι την Ελύζαμπεθ. Και τον Ντϐλαν. το ατςϊλινο δϊπεδο τησ καμπύνασ, κϊτω απϐ τα πϐδια του οδηγοϑ, όταν ϋνα κομμϊτι λινϊτςα. Σο αναςόκωςα ψϊχνοντασ το κλειδύ. Υυςικϊ, δεν υπόρχε κλειδύ. το μυαλϐ μου ϊκουγα τη φωνό του Σύνκερ: Διϊβολε, ακϐμα κι ϋνα παιδύ μπορεύ να βϊλει μπροσ ενϔνοντασ τα καλϔδια. Δεν εύναι τύποτε, αςπροτςοϑκαλο. Κούτα εδϔ. ήχι, ϐχι εκεύ που μπαύνει το κλειδύ. Δεν ϋχεισ κλειδύ, εύπαμε. Γιατύ κοιτϊξεισ εκεύ που μπαύνει το κλειδύ; Απϐ κϊτω κούτα. Βλϋπεισ αυτϊ τα καλϔδια που κρϋμονται; Κούταξα και εύδα καλϔδια να κρϋμονται, ύδια μ' εκεύνα που μου εύχε δεύξει τϐτε ο Σύνκερ: κϐκκινο, μπλε, κύτρινο και πρϊςινο. Ξεγϑμνωςα τισ ϊκρεσ και των τεςςϊρων και ϑςτερα ϋβγαλα ϋνα κομμϊτι χϊλκινο ςϑρμα που εύχα ςτην πύςω τςϋπη μου. Λοιπϐν, αςπροτςοϑκαλο, ςτόςε αντύ κι ϊκου, γιατύ μπορεύ να δϔςουμε και πτυχύα αργϐτερα, με πιϊνεισ; θα ενϔςεισ το 53
κϐκκινο με το πρϊςινο. Για να μην το ξεχϊςεισ ποτϋ, να θυμϊςαι ϐτι εύναι τα χριςτουγεννιϊτικα χρϔματα. Ϊτςι εξαςφϊλιςεσ διακϐπτη. Φρηςιμοπούηςα το ςϑρμα για να ενϔςω τισ γυμνϋσ ϊκρεσ του πρϊςινου και του κϐκκινου καλωδύου του διακϐπτη τησ μύζασ. Ο ϊνεμοσ τησ ερόμου ςφϑριζε απαλϊ, ϐπωσ ϐταν φυςϊει κανεύσ ςτο χεύλοσ μιασ ϊδειασ μπουκϊλασ. Φοντρϋσ ςταλαγματιϋσ ιδρϔτα κυλοϑςαν απϐ το λαιμϐ μου, ϋςταζαν ςτη φανϋλα μου και τη μοϑςκευαν. Σϔρα πιϊνεισ το κύτρινο και το μπλε. Δε θα τα ενϔςεισ αυτϊ· μϐνο θα τ' αγγύξεισ ςτην ϊκρη το ϋνα με τ' ϊλλο. Αλλϊ πρϐςεξε μην αγγύξεισ εςϑ γυμνϐ ςϑρμα ϐταν θα το κϊνεισ, γιατύ θα γύνεισ μακαρύτησ πριν βϊλεισ μπροσ. Σο μπλε και το κύτρινο εύναι που κϊνουν να ςτρύβει η μύζα. Ϊτοιμοσ! Κι ϊμα τελειϔςεισ τη βϐλτα ςου και βαρεθεύσ, τραβϊσ το πρϊςινο και το κϐκκινο και τα ξεκολλϊσ. αν να ςτρύβεισ το κλειδύ που δεν ϋχεισ. Ϊφερα ς' επαφό τισ ϊκρεσ του μπλε και του κύτρινου καλωδύου. Πετϊχτηκε ϋνασ ϋντονοσ κύτρινοσ ςπινθόρασ κι εγϔ ϋκανα απϐτομα πύςω και χτϑπηςα το κεφϊλι μου ς' ϋνα απϐ τα ςύδερα τησ καμπύνασ. Ξανϊςκυψα μπροςτϊ κι ϊγγιξα πϊλι τισ γυμνϋσ ϊκρεσ των δϑο καλωδύων. Ο κινητόρασ πόρε μπροσ, ϋβηξε κι ολϐκληροσ ο εκςκαφϋασ τινϊχτηκε μπροςτϊ με μια απϐτομη, ςπαςμωδικό κύνηςη. ήςο για μϋνα, ϋπεςα με τα μοϑτρα ςτην κονςϐλα και η αριςτερό μεριϊ του προςϔπου μου χτϑπηςε το μοχλϐ χειριςμοϑ. Εύχα ξεχϊςει να βϊλω νεκρϊ και παραλύγο να χϊςω το μϊτι μου εξαιτύασ αυτόσ τησ αμϋλειασ. Μου φϊνηκε ϐτι ϊκουςα τον Σύνκερ να γελϊει μαζύ μου. Αφοϑ το κανϐνιςα κι αυτϐ, ξανϊφερα ς' επαφό τα καλϔδια. Ο κινητόρασ γϑριζε, γϑριζε και τύποτα δε γινϐταν. Ϊβηξε μια φορϊ, ξερνϔντασ ϋνα πυκνϐ, μαϑρο ςυννεφϊκι καπνοϑ που το διϋλυςε αμϋςωσ ο ϊνεμοσ και ςυνϋχιςε να μουγκρύζει χωρύσ αποτϋλεςμα. Προςπαθοϑςα να πεύςω τον 54
εαυτϐ μου ϐτι η μηχανό ϋπαςχε απϐ κακό ςυντόρηςη —κϊποιοσ που λειτουργοϑςε τον εκςκαφϋα ξεχνϔντασ να κατεβϊςει τα προςτατευτικϊ φτερϊ για τα χϔματα όταν πιθανϐ να ξεχϊςει οτιδόποτε— αλλϊ φαινϐταν πολϑ πιθανϐτερο να μην υπϊρχει ςταγϐνα πετρϋλαιο ςτο ντεπϐζιτο, ϐπωσ το φοβϐμουν . Και ξαφνικϊ, εκεύ που όμουν ϋτοιμοσ να τα εγκαταλεύψω και να ελϋγξω το δεύκτη καυςύμων, η μηχανό πόρε μπροσ μ' ϋνα δυνατϐ, θυμωμϋνο μουγκρητϐ. Ωφηςα αμϋςωσ τα καλϔδια -το γυμνϐ κομμϊτι του κύτρινου ϋβγαζε όδη καπνοϑσ— κι ϋκλειςα το τςοκ. Μϐλισ η μηχανό ϊρχιςε να ρολϊρει ομαλϊ, ϋβαλα πρϔτη, ϋκανα επιτϐπια ςτροφό και οδόγηςα τον εκςκαφϋα ςτο προςεκτικϊ κομμϋνο μακρϑ ςκουρϐχρωμο παραλληλϐγραμμο, ςτη λωρύδα τησ αςφϊλτου που οδηγοϑςε προσ τα δυτικϊ. Η υπϐλοιπη μϋρα όταν μια ατϋλειωτη, λαμπερό κϐλαςη κϊτω απϐ τον καυτϐ όλιο, με ςυνοδεύα το εκκωφαντικϐ μουγκρητϐ του εκςκαφϋα. Ο χειριςτόσ του Κϋισ Σζϐρνταν εύχε ξεχϊςει να κατεβϊςει τα προςτατευτικϊ φτερϊ, αλλϊ εύχε θυμηθεύ να πϊρει μαζύ του την ομπρϋλα για τον όλιο. Σι να κϊνουμε; τουσ θεοϑσ αρϋςουν τα αςτεύα. ήχι πωσ το κϊνουν απϐ κακύα. Ϊτςι για πλϊκα το κϊνουν. Απλϔσ ϋχουν πολϑ διεςτραμμϋνη αύςθηςη του χιοϑμορ. Η ϔρα κϐντευε δϑο, ϐταν ϊφηςα και το τελευταύο κομμϊτι αςφϊλτου ςτο χαντϊκι, ςτο πλϊι του δρϐμου, γιατύ δεν εύχα καταφϋρει να αποκτόςω ϊνεςη ςτο χειριςμϐ τησ αρπϊγησ. Σο τελευταύο τμόμα μϊλιςτα, αυτϐ που εύχε ςχόμα φτυαριοϑ, το ϋκοψα ςτα δυο και τρϊβηξα τα κομμϊτια ωσ το χαντϊκι με τα χϋρια, γιατύ φοβϐμουν μόπωσ το ςπϊςω αν χρηςιμοποιοϑςα την αρπϊγη. ήταν τελεύωςα με τη μεταφορϊ των κομματιϔν, οδόγηςα τον εκςκαφϋα πύςω ςτο εργοτϊξιο. Μου τελεύωναν τα καϑςιμα κι ϋπρεπε να τραβόξω πετρϋλαιο. ταμϊτηςα δύπλα ςτο 55
φορτηγϊκι, πόρα το λϊςτιχο... και βρϋθηκα να κοιτϊζω ςαν υπνωτιςμϋνοσ το μεγϊλο μπιτϐνι του νεροϑ που εύχα μαζύ μου. Παρϊτηςα προςωρινϊ το λϊςτιχο, ςϑρθηκα μϋςα ςτην καρϐτςα, ϋχυςα νερϐ ςτο κεφϊλι, ςτο λαιμϐ και ςτο ςτόθοσ μου τςιρύζοντασ απϐ ευχαρύςτηςη. Ϋξερα ϐτι θα ϋκανα εμετϐ ϋτςι κι ϋπινα, αλλϊ δεν ϊντεχα να μην πιω. Ϋπια, λοιπϐν, κι ϋκανα εμετϐ, χωρύσ καν να ςηκωθϔ, αλλϊ γυρνϔντασ απλϔσ το κεφϊλι μου ςτο πλϊι. ίςτερα απομακρϑνθηκα ϐςο μποροϑςα απϐ τισ βρομιϋσ ϋρποντασ με την κοιλιϊ, γιατύ δεν εύχα κουρϊγιο να ςηκωθϔ οϑτε ςτα τϋςςερα. Με πόρε ο ϑπνοσ. ήταν ξϑπνηςα εύχε πϋςει το ςοϑρουπο. Κϊπου μακριϊ αλυχτοϑςε ϋνα τςακϊλι, χαιρετϔντασ το καινοϑριο φεγγϊρι που ανϋτελλε ςτο μαβό ουρανϐ. το λιγοςτϐ φωσ τησ μϋρασ που τϋλειωνε, το ϊνοιγμα που εύχα φτιϊξει ϋμοιαζε ϐντωσ με τϊφο —με τϊφο κϊποιου μυθικοϑ δρϊκου ό γύγαντα· του Γολιϊθ, ύςωσ. Ποτϋ, εύπα κοιτϊζοντασ τη μακρϐςτενη τρϑπα ςτην ϊςφαλτο. ε παρακαλϔ, μου ψιθϑριςε η φωνό τησ Ελύζαμπεθ. ε παρακαλϔ... για μϋνα. Πόρα ϊλλεσ τϋςςερισ αςπιρύνεσ απϐ το ντουλαπϊκι του αυτοκινότου και τισ κατϊπια. «Για ςϋνα», εύπα. Πϊρκαρα τον εκςκαφϋα με το ντεπϐζιτο του κοντϊ ςτο ντεπϐζιτο μιασ απϐ τισ μπουλντϐζεσ και χρηςιμοπούηςα ϋνα μικρϐ λοςτϐ για ν' ανούξω τα καπϊκια και των δϑο. Ϊνασ οδηγϐσ μπουλντϐζασ που δουλεϑει για το Δημϐςιο μπορεύ να τη γλιτϔςει αν ξεχϊςει να κατεβϊςει τα προςτατευτικϊ φτερϊ ςτο μηχϊνημα του, αλλϊ να ξεχϊςει να κλειδϔςει το καπϊκι του ρεζερβουϊρ με τισ ςημερινϋσ τιμϋσ των καυςύμων; Αποκλεύεται. 56
Ροϑφηξα πετρϋλαιο με το λϊςτιχο κι ϐταν ϊρχιςε η ροό απϐ το ντεπϐζιτο τησ μπουλντϐζασ προσ το ντεπϐζιτο του εκςκαφϋα κϊθιςα και περύμενα, προςπαθϔντασ να μη ςκϋφτομαι και χαζεϑοντασ το φεγγϊρι που ςκαρφϊλωνε ϐλο και ψηλϐτερα ςτον ουρανϐ. Μετϊ απϐ λύγο, οδόγηςα πϊλι τον εκςκαφϋα ςτην κομμϋνη ϊςφαλτο κι ϊρχιςα το ςκϊψιμο. Ο χειριςμϐσ ενϐσ εκςκαφϋα ςτο φεγγαρϐφωτο όταν αςϑγκριτα ευκολϐτεροσ απϐ το κϐψιμο τησ αςφϊλτου με τρϑπανο κϊτω απϐ τον όλιο τησ ερόμου, αλλϊ η δουλειϊ προχωροϑςε αργϊ, γιατύ όμουν αποφαςιςμϋνοσ να δϔςω τη ςωςτό κλύςη ςτον πυθμϋνα τησ αναςκαφόσ μου. Ϊτςι, ςυμβουλευϐμουν κϊθε τϐςο το αλφϊδι που εύχα φϋρει μαζύ μου. Αυτϐ ςόμαινε ϐτι ςταματοϑςα το μηχϊνημα, κατϋβαινα, μετροϑςα και ξανανϋβαινα για να ςυνεχύςω το ςκϊψιμο. Κανϋνα πρϐβλημα ωσ εδϔ, αλλϊ κατϊ τα μεςϊνυχτα εύχε πιαςτεύ ϐλο μου το κορμύ και με κϊθε κύνηςη ςουβλιϋσ πϐνου τρυποϑςαν τα κϐκαλα και τουσ μυσ μου. Σο χειρϐτερο όταν η μϋςη μου. Ωρχιςα να φοβϊμαι ϐτι εύχα κϊνει κϊτι πολϑ ϊςχημο ςτη ςπονδυλικό μου ςτόλη. Αλλϊ γι' αυτϐ, ϐπωσ και για πολλϊ ϊλλα, θα εύχα τη δυνατϐτητα ν' ανηςυχόςω μϐνο πολϑ αργϐτερα. Αν όταν απαραύτητη μια τρϑπα βϊθουσ ενϊμιςι μϋτρου, μϊκρουσ δωδεκϊμιςι και φϊρδουσ ενϊμιςι θα όταν πραγματικϊ αδϑνατον να τα καταφϋρω, παρϊ τον εκςκαφϋα που εύχα ςτη διϊθεςη μου. Ϋταν ςαν να ςχεδύαζα να ςτεύλω τον Ντϐλαν ςτο Διϊςτημα ό να του πετϊξω κατακϋφαλα το Σαζ Μαχϊλ. Ο ςυνολικϐσ ϐγκοσ που θα ϋπρεπε ν' αφαιρεθεύ ξεπερνοϑςε τα εύκοςι εφτϊ κυβικϊ μϋτρα χϔμα. «Πρϋπει να δημιουργηθεύ ϋνα εύδοσ χωνιοϑ που θα ρουφόξει ςτο εςωτερικϐ του τουσ κακοϑσ εξωγόινουσ», μου εύχε πει ο φύλοσ μου ο μαθηματικϐσ. «Επιπλϋον, πρϋπει να δϔςεισ 57
ςτην καταςκευό ςου μια τϋτοια κλύςη, ϔςτε να ακολουθεύ την καμπϑλη πτϔςησ». το ςημεύο αυτϐ εύχε κϐψει καινοϑριο φϑλλο χαρτύ με τετραγωνϊκια. «Αυτϐ ςημαύνει ϐτι οι όρωεσ ςου, ϐποιοι κι αν εύναι, θα χρειαςτεύ να αφαιρϋςουν τη μιςό ποςϐτητα χϔματοσ απ' αυτό που δεύχνουν αρχικϊ οι αριθμού. Που πϊει να πει...» Ϊκανε μερικοϑσ υπολογιςμοϑσ ς' ϋνα πρϐχειρο χαρτύ και χαμογϋλαςε πλατιϊ, «...γϑρω ςτα δεκατϋςςερα κυβικϊ μϋτρα. Χιλοπρϊματα, δηλαδό. Ϊνασ ϊνθρωποσ μϐνοσ του μπορεύ να το κϊνει». Ϊτςι πύςτευα κι εγϔ κϊποτε, αλλϊ δεν εύχα υπολογύςει τη ζϋςτη... τισ φουςκϊλεσ... την εξϊντληςη... τον αδιϊκοπο, οξϑ πϐνο ςτη μϋςη μου. Ξανϊ μια μικρό ςτϊςη. Για να μετρόςω την κλύςη. Δεν εύναι τϐςο δϑςκολο ϐςο φοβϐςουν, αγϊπη μου, εύναι; Υαντϊζεςαι να εύχεσ πϋςει ςε βραχϔδεσ ϋδαφοσ; ήςο βϊθαινε ο λϊκκοσ τϐςο πιο αργϊ προχωροϑςα ςε μόκοσ. Σϔρα οι παλϊμεσ μου μϊτωναν τουσ μοχλοϑσ χειριςμοϑ. Σϋρμα κϊτω κι εμπρϐσ ο μοχλϐσ που κατεβϊζει τον κουβϊ του εκςκαφϋα. Σρϊβηγμα πύςω για ν' αςφαλύςει και ςπρϔξιμο του ϊλλου μοχλοϑ που προεκτεύνει τον υδραυλικϐ βραχύονα, αφόνοντασ ϋνα δυνατϐ, ανατριχιαςτικϐ ςτρύγκλιςμα. Μικρό αναμονό ϔςπου να γλιςτρόςει το γυαλιςτερϐ απϐ το λιπαντικϐ μϋταλλο ϋξω απϐ το λαςπωμϋνο πορτοκαλύ του πλαύςιο και να ςπρϔξει το ατςϊλινο φτυϊρι μϋςα ςτο χϔμα. Ποϑ και ποϑ να πετϊγεται ϋνασ ςπινθόρασ, καθϔσ ο κουβϊσ ςϋρνεται πϊνω ςε πϋτρα. Και ϑςτερα τρϊβηγμα του μοχλοϑ να ςηκωθεύ ο κουβϊσ... να ςτρύψει —ϋνα ςκοτεινϐ, ογκϔδεσ παραλληλϐγραμμο με φϐντο τ' αςτϋρια— κι εςϑ να το περιμϋνεισ κϊνοντασ πωσ δε νιϔθεισ τον καυτϐ, ανυπϐφορο πϐνο ςτο ςβϋρκο και χαμηλϊ ςτην πλϊτη ςου... και πϊλι κϊτω ο μοχλϐσ να κατεβεύ ο κουβϊσ, 58
να γυρύςει, ν' αδειϊςει το χϔμα ςτο χαντϊκι πϊνω απϐ τα κομμϊτια τησ αςφϊλτου που εύναι όδη ςωριαςμϋνα εκεύ . Δεν πειρϊζει, αγϊπη μου. θα περιποιηθεύσ τα χϋρια ςου ϐταν τελειϔςει. ήταν αυτϐσ θα ϋχει τελειϔςει. «Ϊγινε κομμϊτια», εύπα βραχνϊ και πϊτηςα ωσ το τϋρμα το μοχλϐ για να κατεβϊςω ξανϊ τον κουβϊ και να ςηκϔςω ϊλλα εκατϐ κιλϊ χϔμα απϐ το λϊκκο που θα γινϐταν ο τϊφοσ του Ντϐλαν. Σι γρόγορα που περνϊει η ϔρα ϐταν διαςκεδϊζει κανεύσ! Με το πρϔτο αχνϐ φωσ τησ ανατολόσ, κατϋβηκα απϐ τον εκςκαφϋα για να μετρόςω ακϐμα μια φορϊ με το αλφϊδι την κλύςη του εδϊφουσ. Ϋμουν πολϑ κοντϊ ςτο τϋλοσ. Μϋχρι που ςκϋφτηκα ϐτι τα εύχα ςχεδϐν καταφϋρει. Γονϊτιςα, ϋκανα να ςκϑψω και την ύδια ςτιγμό ϋνιωςα κϊτι να λαςκϊρει ςτη βϊςη τησ πλϊτησ μου· κϊτι που ξϋφυγε απϐ τη θϋςη του μ' ϋνα ξερϐ «κρακ». Απϐ το λαρϑγγι μου βγόκε μια πνιχτό κραυγό ςαν ρϐγχοσ και ςωριϊςτηκα με το πλευρϐ ςτο ςτενϐ, γερτϐ ϋδαφοσ του λϊκκου, μορφϊζοντασ απϐ πϐνο και πιϋζοντασ με τισ παλϊμεσ τη μϋςη μου. Πϊει, τϋλειωςε, ςκϋφτηκα. Αυτϐ όταν. Καλό προςπϊθεια, αλλϊ δεν πϊει ϊλλο. ε παρακαλϔ, αγϊπη μου, ψιθϑριςε η Ελιζαμπεθ. Παρ' ϐλο που κϊποτε θα το θεωροϑςα αδϑνατον, αυτό η φωνό μϋςα ςτο μυαλϐ μου εύχε αρχύςει ν' αποκτϊει μια αντιπαθητικό χροιϊ. Εύχε κϊτι ϊςπλαχνο, ςχεδϐν απϊνθρωπο, η επιμονό τησ. ε παρακαλϔ, μην τα παρατϊσ. υνϋχιςε. Να ςυνεχύςω το ςκϊψιμο; Εγϔ δεν ξϋρω αν μπορϔ να ςταθϔ ϐρθιοσ. Ϊχει απομεύνει τϐςο λύγο επϋμεινε η φωνό κλαψουρύζοντασ τϔρα —και δεν όταν πια μια φωνό που μιλοϑςε για λογαριαςμϐ 59
τησ Ελύζαμπεθ, όταν η ύδια η Ελύζαμπεθ που μιλοϑςε. Ϊμεινε τϐςο λύγο, αγϊπη μου. Επιθεϔρηςα την αναςκαφό ςτο θαμπϐ φωσ τησ αυγόσ και κοϑνηςα αργϊ το κεφϊλι μου. Εύχε δύκιο. Ο κουβϊσ του εκςκαφϋα απεύχε μϐλισ ενϊμιςι μϋτρο απϐ το τϋρμα —δϑο το πολϑ. Βϋβαια, όταν το βαθϑτερο δύμετρο. Σο κομμϊτι απ' ϐπου ϋπρεπε να βγει το περιςςϐτερο χϔμα. Μπορεύσ, αγϊπη μου. Ξϋρω ϐτι μπορεύσ να το κϊνεισ. Γλυκϊ, χαδιϊρικα, ςαν να με καλϐπιανε. ήμωσ δεν όταν μϐνο η φωνό που με ϋπειςε να ςυνεχύςω. Αυτϐ που ϋκανε τελικϊ το θαϑμα όταν η φανταςύα μου. Εύδα τον Ντϐλαν να κοιμϊται μακϊρια ςτο πολυτελϋςτατο ρετιρϋ του, ενϔ εγϔ, πεςμϋνοσ ςε μια τρϑπα ςτο ϋδαφοσ, δύπλα ς' ϋνα πελϔριο μηχϊνημα που μοϑγκριζε και ξερνοϑςε βρομερϋσ αναθυμιϊςεισ, αγωνιζϐμουν να ςταθϔ ςτα πϐδια μου, γεμϊτοσ χϔματα απϐ την κορυφό ωσ τα νϑχια, με τισ παλϊμεσ μου ανοιχτϋσ πληγϋσ και το κορμύ μου ϋνα πονεμϋνο κουβϊρι. Ο Ντϐλαν φοροϑςε το κϊτω μιςϐ μιασ μεταξωτόσ πιτζϊμασ και ςτο πλευρϐ του κοιμϐταν μια απϐ κεύνεσ τισ εκπληκτικϋσ ξανθιϋσ, φορϔντασ μϐνο το πϊνω μιςϐ. το υπϐγειο, θωρακιςμϋνο γκαρϊζ του κτιρύου, η Κϊντιλακ, όδη φορτωμϋνη με τισ βαλύτςεσ και με το ρεζερβουϊρ γεμϊτο, περύμενε ϋτοιμη για το ταξύδι. «Εντϊξει, λοιπϐν», εύπα μεγαλϐφωνα. καρφϊλωςα με κϐπο ςτην καμπύνα του εκςκαφϋα κι ϋβαλα την ϐπιςθεν. ήταν η ϔρα πόγε εννιϊ, παρϊτηςα οριςτικϊ το ςκϊψιμο. Εύχα πολλϊ ϊλλα να κϊνω και ο χρϐνοσ με πύεζε. Η γερτό τρϑπα μου εύχε μόκοσ δϔδεκα μϋτρα. Μϊλλον αρκοϑςαν. Οδόγηςα τον εκςκαφϋα ξανϊ ςτη θϋςη του και τον παρϊτηςα. θα τον ξαναχρειαζϐμουν αργϐτερα, πρϊγμα που ςόμαινε ϐτι ϋπρεπε να τραβόξω κι ϊλλο πετρϋλαιο, αλλϊ δεν εύχα χρϐνο γι' αυτϐ τϔρα. Ϋθελα επειγϐντωσ μερικϋσ αςπιρύνεσ. το 60
μπουκαλϊκι ϐμωσ δεν εύχαν μεύνει πολλϋσ και όταν καλϑτερα να τισ φυλϊξω για αργϐτερα που θα τισ εύχα απϐλυτη ανϊγκη... και αϑριο ακϐμα περιςςϐτερο. Αχ, το αϑριο! Δευτϋρα, η λαμπρό 4η Ιουλύου. Αντύ να πϊρω αςπιρύνεσ, ϋκανα ϋνα μικρϐ διϊλειμμα για ξεκοϑραςη. Δε μ' ϋπαιρνε ο χρϐνοσ, αλλϊ πύεςα τον εαυτϐ μου να ςταματόςει και ξϊπλωςα ανϊςκελα ςτην καρϐτςα του βαν, πλϊθοντασ ςτο μυαλϐ μου εικϐνεσ του Ντϐλαν, ενϔ το κορμύ μου τιναζϐταν απϐ ανεξϋλεγκτουσ ςπαςμοϑσ. Σϔρα θα μϊζευε μερικϊ πρϊγματα τησ τελευταύασ ςτιγμόσ για να πϊρει μαζύ του ςτο ταξύδι —κϊποια χαρτιϊ να τουσ ρύξει μια ματιϊ, ϋνα τςαντϊκι με τα καλλυντικϊ του, ϋνα βιβλύο τςϋπησ, ύςωσ, ό μια τρϊπουλα. Κι αν πϊει με το αεροπλϊνο αυτό τη φορϊ; ρϔτηςε μια μοχθηρό φωνό μϋςα μου και μου ξϋφυγε ϋνα βογκητϐ. Ο Ντϐλαν ποτϋ ωσ τϔρα δεν εύχε πϊει αεροπορικϔσ ςτο Λοσ Ωντζελεσ· πόγαινε πϊντα με την Κϊντιλακ. Τποψιαζϐμουν ϐτι φοβϐταν το αεροπλϊνο. Ψςτϐςο, εύχε πετϊξει μια φορϊ ςτο Λονδύνο. Η αμφιβολύα ϋμεινε κϊπου ςτο βϊθοσ του μυαλοϑ μου να με βαςανύζει και να μ' ενοχλεύ ςαν ςπυρύ. Η ϔρα όταν εννιϊμιςι, ϐταν ϋβγαλα απϐ το φορτηγϊκι το μεγϊλο ρολϐ του καραβϐπανου, το ςυρραπτικϐ μηχϊνημα και τα καδρϐνια. Εύχε ςυννεφιϊ και η μϋρα όταν λιγϐτερο ζεςτό απϐ την προηγοϑμενη —οι θεού δεύχνουν ποϑ και ποϑ λύγη καλοςϑνη. Μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό εύχα ξεχϊςει εντελϔσ τη φαλϊκρα μου, μπροςτϊ ςτα τϐςα φλϋγοντα προβλόματα, αλλϊ τϔρα που την ϊγγιξα διαπύςτωςα ϐτι εύχε γύνει κι αυτό ϋνα φλϋγον πρϐβλημα. Κοιτϊχτηκα ςτον εξωτερικϐ καθρϋφτη του αυτοκινότου και εύδα πωσ το γυμνϐ δϋρμα ςτο κρανύο μου όταν κατακϐκκινο, ςχεδϐν μπλαβύ ςτην κορυφό. το Βϋγκασ αυτϐσ θα ϋκανε τηλεφωνόματα τησ τελευταύασ ςτιγμόσ. Ο οδηγϐσ του θα ϋφερνε την Κϊντιλακ μπροςτϊ ςτην 61
εύςοδο του κτιρύου. Μασ χϔριζαν μϐνο εκατϐν εύκοςι χιλιϐμετρα και ςϑντομα η Κϊντιλακ θα ϊρχιζε να καλϑπτει αυτό την απϐςταςη με ενενόντα την ϔρα. Δεν εύχα την πολυτϋλεια να χαςομερϊω με το ϋγκαυμα ςτη φαλϊκρα μου. Εγϔ τη λατρεϑω τη φαλϊκρα ςου, αγϊπη μου, εύπε δύπλα μου η Ελύζαμπεθ. «Ευχαριςτϔ, Μπεθ», τησ απϊντηςα και κουβϊληςα τα καδρϐνια ωσ το λϊκκο. Η δουλειϊ όταν πολϑ ελαφριϊ ςε ςϑγκριςη με το ςκϊψιμο και ο αφϐρητοσ πϐνοσ ςτη μϋςη μου μετατρϊπηκε ς' ϋνα ςυνεχϋσ, μουντϐ ςφυροκϐπημα. Αργϐτερα ϐμωσ; με ρϔτηςε εκεύνη η κακϐβουλη φωνό. Σι θα χϊνεισ αργϐτερα, ε; Αργϐτερα θα ϋβλεπα τι θα ϋκανα. ημαςύα εύχε μϐνο το τϔρα. ήλα ϊρχιζαν να δεύχνουν ϐτι η παγύδα θα όταν ϋτοιμη ςτην ϔρα τησ κι αυτϐ όταν το μϐνο ςημαντικϐ. Σα καδρϐνια όταν μακριϊ ϐςο το πλϊτοσ τησ τρϑπασ, ςυν κϊποια επιπλϋον εκατοςτϊ για να ςφηνϔςουν γερϊ και ςτισ δϑο ϊκρεσ ςτην ϊςφαλτο, που αποτελοϑςε το πρϔτο ςτρϔμα τησ αναςκαφόσ. Η δουλειϊ θα όταν αρκετϊ δϑςκολη τη νϑχτα, που η πύςςα ςκληραύνει, αλλϊ τϔρα, με τη ζϋςτη τησ μϋρασ, η ϊςφαλτοσ όταν μαλακό ςαν κερύ και όταν ςαν να ϋμπηγα μολϑβια ςε λιωμϋνη καραμϋλα. ήταν ςτερϋωςα ϐλα τα καδρϐνια, η τρϑπα ϋμοιαζε με το αρχικϐ διϊγραμμα που εύχα ζωγραφύςει με την κιμωλύα, εκτϐσ απϐ την κϊθετη γραμμό ςτη μϋςη. Σοποθϋτηςα το ρολϐ του καραβϐπανου δύπλα ςτη ρηχό ϊκρη του μακρϐςτενου λϊκκου κι ϋλυςα τα ςκοινιϊ που το κρατοϑςαν δεμϋνο. ίςτερα ξεδύπλωςα πϊνω ςτα οριζϐντια καδρϐνια δωδεκϊμιςι μϋτρα Εθνικόσ Οδοϑ 71. Απϐ κοντϊ η απϊτη όταν κϊθε ϊλλο παρϊ τϋλεια. Υαινϐταν ϋτςι ϐπωσ φαύνεται απϐ τισ πρϔτεσ ςειρϋσ το ϋντονο θεατρικϐ 62
μακιγιϊζ των ηθοποιϔν και οι λεπτομϋρειεσ του ςκηνικοϑ μιασ παρϊςταςησ. Απϐ αρκετϊ μϋτρα απϐςταςη ϐμωσ δεν ξεχϔριζε τύποτα. Η ςκοϑρα γκρύζα λωρύδα ϋςμιγε εντελϔσ με την πραγματικό επιφϊνεια τησ Εθνικόσ 71. τ' αριςτερϊ τησ πϊνινησ λωρύδασ (κοιτϊζοντασ απϐ τ' ανατολικϊ προσ τα δυτικϊ) και πϊνω ςτο κανονικϐ οδϐςτρωμα, υπόρχε η διακεκομμϋνη γραμμό που επιτρϋπει την προςπϋραςη. Σϋντωςα καλϊ το καραβϐπανο πϊνω ςτα δοκϊρια, καρφϔνοντασ το ςε πυκνϊ διαςτόματα με το ςυρραπτικϐ. Σα χϋρια μου με πϋθαιναν απϐ τον πϐνο, αλλϊ τα ανϊγκαζα να πιϋζουν τισ λαβϋσ του ςυρραπτικοϑ. Αφοϑ κϊρφωςα το καραβϐπανο, επϋςτρεψα ςτο φορτηγϊκι, γλύςτρηςα πύςω απϐ το τιμϐνι (με το που κϊθιςα με διαπϋραςε ϊλλη μια ςουβλιϊ αφϐρητου πϐνου) και οδόγηςα ωσ πύςω, ςτην κορυφό του υψϔματοσ. Ϊμεινα εκεύ ςταματημϋνοσ ϋνα ολϐκληρο λεπτϐ, κοιτϊζοντασ με απελπιςύα τα πρηςμϋνα, καταματωμϋνα χϋρια μου. ίςτερα βγόκα απϐ το αυτοκύνητο κι ϋριξα μια ματιϊ κϊτω ςτην Εθνικό 71. Κούταξα γενικϊ, χωρύσ να ςταματόςω το βλϋμμα μου ςε κϊτι ςυγκεκριμϋνο. Ϋθελα τη ςυνολικό εικϐνα, βλϋπετε. Ϋθελα, ϐςο όταν αυτϐ δυνατϐν, να δω το τοπύο ϐπωσ θα το ϋβλεπαν ο Ντϐλαν και οι ϊντρεσ του μϐλισ θα ϋβγαινε η Κϊντιλακ ςτην κορυφό του ομαλοϑ κατόφορου. Ϋθελα να κρύνω πϐςο φυςικϐ --ό πϐςο αφϑςικο— θα τουσ φαινϐταν το ςκηνικϐ. Αυτϐ που εύδα φαινϐταν πολϑ καλϑτερο απ' ϐ,τι όλπιζα. Σα βαριϊ μηχανόματα ςτο βϊθοσ τησ μεγϊλησ ευθεύασ δικαιολογοϑςαν τουσ ςωροϑσ των χωμϊτων που εύχαν προκϑψει απϐ τη δικό μου αναςκαφό. Σα κομμϊτια τησ αςφϊλτου ςτην ϊκρη του δρϐμου όταν ςχεδϐν καλυμμϋνα. Μερικϊ διακρύνονταν —ο ϊνεμοσ εύχε δυναμϔςει και παρϋςυρε το χϔμα— αλλϊ φαύνονταν ςαν απομεινϊρια παλιοϑ, κατεςτραμμϋνου 63
οδοςτρϔματοσ. Σο κομπρεςϋρ πιο πϋρα μποροϑςε κϊλλιςτα να ανόκει ςτον εξοπλιςμϐ τησ Τπηρεςύασ Οδοποιύασ. Και, το ςημαντικϐτερο, απϐ εκεύ ψηλϊ η λωρύδα του καραβϐπανου ϋςμιγε τϋλεια με την ϊςφαλτο· η Εθνικό Οδϐσ 71 φαινϐταν εντελϔσ ανϋγγιχτη ςτην αρχό τησ ευθεύασ. Η κυκλοφορύα όταν πυκνό την Παραςκευό και πολϑ πυκνό το ϊββατο· το βουητϐ των οχημϊτων που ακολουθοϑςαν την παρακαμπτόριο όταν ςχεδϐν ςυνεχϋσ. Σο πρωύ τησ Κυριακόσ, ϐμωσ, τα αυτοκύνητα μετριοϑνταν ςτα δϊχτυλα. Οι περιςςϐτεροι εύχαν όδη φτϊςει εκεύ ϐπου ςκϐπευαν να περϊςουν την αργύα τησ 4ησ Ιουλύου ό ϋπαιρναν το Διαπολιτειακϐ, εξόντα χιλιϐμετρα νοτιϐτερα, για να φτϊςουν γρηγορϐτερα ςτον προοριςμϐ τουσ. Σϐςο το καλϑτερο για μϋνα. Πϊρκαρα το φορτηγϊκι πύςω απϐ την κορυφογραμμό του υψϔματοσ, ϔςτε να μη φαύνεται απϐ τη διακλϊδωςη τησ παρακαμπτηρύου, κι ϋμεινα ξαπλωμϋνοσ μπροϑμυτα ωσ τισ δϋκα και ςαρϊντα πϋντε. ίςτερα, αφοϑ περύμενα να ςτρύψει κι ϋνα μεγϊλο φορτηγϐ ςτην παρακαμπτόριο, κατϋβηκα με την ϐπιςθεν ωσ τη διακλϊδωςη, ϊνοιξα τισ πύςω πϐρτεσ του φορτηγοϑ κι ϋμπαςα ςτην καρϐτςα ϐλουσ τουσ κϔνουσ που όταν ςτημϋνοι ςτο οδϐςτρωμα. Σο φωτεινϐ βϋλοσ όταν πολϑ πιο ζϐρικο. την αρχό δεν ϋβλεπα πϔσ θα μποροϑςα να το αποςπϊςω απϐ το κλειδωμϋνο κουτύ τησ μπαταρύασ του χωρύσ να πϊθω ηλεκτροπληξύα. ίςτερα πρϐςεξα το βϑςμα. Ϋταν καμουφλαριςμϋνο κϊτω απϐ ϋνα ειδικϐ δαχτυλύδι απϐ καουτςοϑκ, μια μικρό προφϑλαξη απϐ τουσ βανδϊλουσ και τουσ φαρςϋρ, που ύςωσ θεωροϑςαν αςτεύο το να αποςυνδϋςουν απϐ την μπαταρύα του ϋνα απϐ τα φωτεινϊ ςόματα τησ εθνικόσ οδοϑ. Απϐ το κουτύ με τα εργαλεύα μου πόρα ςφυρύ και καλϋμι. Ϊφταςαν τϋςςερα χτυπόματα για να κοπεύ το καουτςοϑκ. Σο αφαύρεςα τραβϔντασ το με μια πϋνςα κι ϋβγαλα το βϑςμα. Σο 64
βϋλοσ ϋπαψε ν' αναβοςβόνει. Ϊςπρωξα το κιβϔτιο τησ μπαταρύασ ςτο χαντϊκι του δρϐμου και το ϋθαψα πρϐχειρα. Σο βοϑιςμϊ του ςυνϋχιςε ν' ακοϑγεται ακϐμα και κϊτω απϐ την ϊμμο που το εύχε ςκεπϊςει. Ϋταν περύεργο, αλλϊ μου ϋφερε ςτο νου τον Ντϐλαν και μ' ϋπιαςαν γϋλια. Ο Ντϐλαν μϊλλον δε θα βοϑιζε. Μπορεύ να οϑρλιαζε, αλλϊ να βοϑιζε αποκλεύεται. Σϋςςερα μπουλϐνια ςυγκρατοϑςαν το βϋλοσ ςτην κορυφό ενϐσ χαμηλοϑ μεταλλικοϑ ςτϑλου. Σα ξεβύδωςα ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςα, ϋχοντασ το νου μου μόπωσ κι ακοϑςω θϐρυβο μηχανόσ. Ϋταν ϔρα να περϊςει κϊποιο αυτοκύνητο —ϐχι του Ντϐλαν ακϐμα, ςύγουρα ϐχι. Αυτϐ ϋγινε αφορμό να ξυπνόςει μϋςα μου ο κακϐβουλοσ πεςιμιςτόσ. Κι αν πόγε με το αεροπλϊνο; Δεν τον αρϋςει να ταξιδεϑει με αεροπλϊνο. Κι αν πϊει με αυτοκύνητο, αλλϊ απϐ ϊλλο δρϐμο; Σο Διαπολιτειακϐ, για παρϊδειγμα; όμερα ϐλοι πϊνε... Αυτϐσ παύρνει πϊντα την 71. Ναι, αλλϊ αν τον... «κϊςε», ςφϑριξα με ςφιγμϋνα δϐντια. «Βοϑλως' το, που να πϊρει, βγϊλε το ςκαςμϐ επιτϋλουσ.» Ϋρεμα, αγϊπη μου, όρεμα! ήλα θα πϊνε καλϊ. Ϊριξα το βϋλοσ ςτην καρϐτςα του φορτηγοϑ. Φτϑπηςε ςτο πλαώνϐ τούχωμα κι ϋςπαςαν μερικού απϐ τουσ λαμπτόρεσ. Ωκουςα κϊμποςουσ ακϐμα να ςπϊνε ϐταν πϋταξα ςτην καρϐτςα και το μεταλλικϐ ςτϑλο. Αφοϑ ξϋμπλεξα και μ' αυτϐ, ξαναγϑριςα με το αυτοκύνητο ςτην κορυφό του υψϔματοσ και ςταμϊτηςα για να κοιτϊξω πύςω μου. Εύχα αφαιρϋςει το φωτεινϐ βϋλοσ και τουσ κϔνουσ. Σϔρα απϋμενε ςτη μϋςη του δρϐμου μϐνο η μεγϊλη πορτοκαλιϊ 65
πινακύδα με την επιγραφό: ΔΡΟΜΟ ΚΛΕΙΣΟ. ΦΡΗΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΣΗΝ ΠΑΡΑΚΑΜΠΣΗΡΙΟ. Απϐ μακριϊ ερχϐταν ϋνα αυτοκύνητο. κϋφτηκα πωσ, αν ο Ντϐλαν εύχε ξεκινόςει νωρύσ, ϐλα θα πόγαιναν ςτο βρϐντο. Ο βλϊκασ ο οδηγϐσ θα ϋςτριβε ςτην παρακαμπτόριο κι εγϔ θα τρελαινϐμουν απϐ τη λϑςςα μου εκεύ ςτην ερημιϊ. Ϋταν μια εβρολϋτ. Η καρδιϊ μου όρθε ςτη θϋςη τησ κι ϊφηςα ϋνα μακρϑ, τρεμϊμενο ςτεναγμϐ. Δεν εύχα πια χρϐνο για νεϑρα. Οδόγηςα ωσ το ςημεύο ϐπου εύχα ςταθεύ για να επιθεωρόςω την παγύδα μου απϐ ψηλϊ και πϊρκαρα ξανϊ εκεύ. Χαχουλεϑοντασ ανϊμεςα ςτο ςωρϐ με τα αντικεύμενα ςτην καρϐτςα διϊλεξα το γρϑλο και το ςταυρϐ. Κατϋβηκα και, αγνοϔντασ τον τρελϐ πϐνο ςτη μϋςη μου, ςόκωςα το πύςω μϋροσ του φορτηγοϑ, ϋβγαλα τα μπουλϐνια του τροχοϑ που θα φαινϐταν απϐ τη μεριϊ τησ Κϊντιλακ, ϐταν (αν) θα περνοϑςε και πϋταξα το λϊςτιχο μϋςα ςτην καρϐτςα. Ϊςπαςαν κι ϊλλα γυαλιϊ κι ευχόθηκα να μην ϋπαθε τύποτα το λϊςτιχο. Δεν εύχα μαζύ μου ρεζϋρβα. ίςτερα επϋςτρεψα ςτην καμπύνα του οδηγοϑ, πόρα τα κιϊλια μου απϐ το ντουλαπϊκι και ϊρχιςα να κατηφορύζω με τα πϐδια προσ τη διακλϊδωςη τησ παρακαμπτηρύου. Ϊφταςα, προςπϋραςα τη διακλϊδωςη κι ανϋβηκα ωσ την κορυφό του επϐμενου υψϔματοσ ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςα, δηλαδό,· τρεκλύζοντασ και ςϋρνοντασ τα πϐδια μου ςε μια ϊθλια παρωδύα τρεξύματοσ. Μϐλισ ϋφταςα επϊνω, ρϑθμιςα τα κιϊλια και τα ϋςτρεψα προσ την ανατολό. Εύχα ακτύνα ορατϐτητασ γϑρω ςτα πϋντε χιλιϐμετρα. την ανατολικό πλευρϊ αυτοϑ του πεδύου ϋβλεπα αποςπαςματικϊ γϑρω ςτα τρύα με τριϊμιςι χιλιϐμετρα αυτοκινητϐδρομου. Ϊξι οχόματα κινοϑνταν προσ το παρϐν ς' αυτϐν το δρϐμο, 66
ςκορπιςμϋνα ςαν αραιϋσ χϊντρεσ ς' ϋνα μακρϑ κορδϐνι. Σο πρϔτο όταν ξϋνησ μϊρκασ, Ντϊτςουν ό ουμπαροϑ νομύζω, κι απεύχε κϊπου ενϊμιςι χιλιϐμετρο. Ακολουθοϑςε ϋνα ανοιχτϐ φορτηγϊκι και πύςω απ' αυτϐ, ςε αρκετό απϐςταςη, κϊτι που ϋμοιαζε με Μϊςτανγκ. Σα ϊλλα τρύα όταν απλϔσ αντανακλϊςεισ του όλιου ςε γυαλύ και χρϔμιο. Μϐλισ πληςύαςε το πρϔτο αυτοκύνητο —τελικϊ όταν ουμπαροϑ— ςηκϔθηκα κι ϋκανα με τον αντύχειρα το ςόμα του οτοςτϐπ. Ϋμουν ςύγουροσ, φυςικϊ, ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να με πϊρει κανεύσ με τα χϊλια που εύχα και δεν ϋπεςα ϋξω. Η κυρύα με την περύτεχνη κϐμμωςη, που καθϐταν ςτο τιμϐνι του ουμπαροϑ, μου ϋριξε ϋνα ϋντρομο βλϋμμα και το πρϐςωπο τησ ςφύχτηκε ςαν ςτρεύδι. Προςπϋραςε χωρύσ καν να κϐψει ταχϑτητα, κατϋβηκε την κατηφϐρα κι ϋςτριψε ςτην παρακαμπτόριο. «Ωντε να πλυθεύσ πρϔτα!» μου φϔναξε ο οδηγϐσ του ανοιχτοϑ φορτηγοϑ ςε λιγϐτερο απϐ μιςϐ λεπτϐ. Σο Μϊςτανγκ αποδεύχτηκε τελικϊ ϐτι όταν Εςκορτ. Σο ακολοϑθηςε μια Πλύμουθ και την Πλύμουθ ϋνα Κϊραβαν. Κρύνοντασ απϐ τον όχο, το δεϑτερο πρϋπει να όταν γεμϊτο πιτςιρύκια που ϋπαιζαν μαξιλαροπϐλεμο. Οϑτε ύχνοσ απϐ τον Ντϐλαν. Κούταξα το ρολϐι μου. 11:25. Αν όταν να εμφανιςτεύ, ϋπρεπε να το κϊνει ςϑντομα. Η ϔρα όταν ιδανικό. Οι δεύκτεσ του ρολογιοϑ μου κϑληςαν αργϊ ωσ τισ 11:40 κι ακϐμα οϑτε ύχνοσ απϐ τον Ντϐλαν. Πϋραςε μϐνο μια παμπϊλαια Υορντ και μια νεκροφϐρα μαϑρη ςαν κατρϊμι. Δε θα περϊςει. Πόγε απϐ το Διαπολιτειακϐ. Ϋ με το αεροπλϊνο. ήχι. Θα περϊςει . Δεν πρϐκειται. Υοβϐςουν μόπωσ ςε μυριςτεύ και ςε μυρύςτηκε. Γι' αυτϐ ϊλλαξε τα ςχϋδια του. 67
Καινοϑρια αντανϊκλαςη του όλιου ςε μϋταλλο ςτο βϊθοσ. Αυτϐ το αυτοκύνητο όταν μεγϊλο. Αρκετϊ μεγϊλο για να εύναι Κϊντιλακ. Ϊπεςα μπροϑμυτα, με τουσ αγκϔνεσ ςτηριγμϋνουσ ςτα χαλύκια, ςτο πλϊι του δρϐμου, και τα κιϊλια ςτα μϊτια μου. Σο αυτοκύνητο χϊθηκε πύςω απϐ ϋνα ϑψωμα... ξαναφϊνηκε... ακολοϑθηςε μια ανοιχτό ςτροφό... και ξαναβγόκε ςτην ευθεύα. Ϋταν Κϊντιλακ, ςύγουρα, αλλϊ ϐχι γκρύζα. Ϋταν πρϊςινη, ςτο χρϔμα τησ μϋντασ. Αυτϐ που ακολοϑθηςε όταν τα τριϊντα πιο αγωνιϔδη δευτερϐλεπτα τησ ζωόσ μου. Σριϊντα δευτερϐλεπτα που όταν ςαν τριϊντα χρϐνια. Ϊνα μϋροσ του εαυτοϑ μου αποφϊςιςε αυθϐρμητα κι αμετϊκλητα ϐτι ο Ντϐλαν εύχε αντικαταςτόςει την παλιϊ του Κϊντιλακ με καινοϑρια. Σο εύχε ξανακϊνει ςτο παρελθϐν και μολονϐτι δεν εύχε ξαναγορϊςει ποτϋ πρϊςινη δεν υπόρχε κανϋνασ νϐμοσ που να του το απαγορεϑει. Σο ϊλλο μιςϐ μου διαφωνοϑςε με πϊθοσ, υποςτηρύζοντασ ϐτι οι Κϊντιλακ κυκλοφοροϑςαν με το τςουβϊλι ςτουσ επαρχιακοϑσ δρϐμουσ και ςτισ εθνικϋσ οδοϑσ ανϊμεςα ςτο Βϋγκασ και το Λοσ Ωντζελεσ και ϐτι οι πιθανϐτητεσ να όταν η Κϊντιλακ του Ντϐλαν όταν μύα ςτισ εκατϐ. Ιδρϔτασ ϋτρεχε ςτα μϊτια μου, μου θϊμπωνε την ϐραςη κι αναγκϊςτηκα να κατεβϊςω τα κιϊλια. Ϊτςι κι αλλιϔσ, δε θα με βοηθοϑςαν να λϑςω το πρϐβλημα μου. ήταν θα όμουν ςε θϋςη να διακρύνω τουσ επιβϊτεσ, θα όταν πλϋον πολϑ αργϊ. Εύναι όδη πολϑ αργϊ! Σρϋξε να κατεβϊςεισ την πινακύδα! θα τον χϊςεισ! Να ςου πω τι θα πιϊςεισ ςτην παγύδα ςου, αν κρϑψεισ τϔρα την πινακύδα; Ϊνα ζευγϊρι γερο-παραλόδεσ που πηγαύνουν ςτο Λοσ Ωντζελεσ να επιςκεφτοϑν τα εγγϐνια τουσ και να πϊνε τα διςϋγγονα τουσ ςτην Ντύςνεώλαντ. 68
Καν' το τϔρα! Αυτϐσ εύναι! Φϊνεισ τη μοναδικό ςου ευκαιρύα! ωςτϊ. Η μοναδικό ευκαιρύα. Μην την τινϊξεισ ςτον αϋρα παγιδεϑοντασ λϊθοσ ανθρϔπουσ. Εύναι ο Ντϐλαν! Δεν εύναι αυτϐσ! «Πϊψε», βϐγκηξα πιϊνοντασ το κεφϊλι μου. «Πϊψε, πϊψε , πϊψε!» Εύχα αρχύςει ν' ακοϑω το θϐρυβο τησ μηχανόσ. Ο Ντϐλαν. Σα γεροντϊκια. Η κυρύα. Ο τύγρησ. Ο Ντϐλαν. Σα γερο... «Βοόθηςε με, Ελύζαμπεθ!» φϔναξα κλαύγοντασ. Αγϊπη μου, αυτϐσ ο ϊνθρωποσ δεν εύχε ποτϋ ςτη ζωό του μια πρϊςινη Κϊντιλακ. Οϑτε πρϐκειται να αγορϊςει ποτϋ. Και βϋβαια δεν εύναι αυτϐσ. Η πύεςη ςτο κεφϊλι μου υποχϔρηςε μεμιϊσ. Κατϊφερα να ςηκωθϔ ςτα πϐδια μου και να κϊνω ςόμα με τον αντύχειρα. Δεν όταν τα γεροντϊκια που εύχα φανταςτεύ αλλϊ οϑτε και ο Ντϐλαν. Ϋταν ύςαμε μια ντουζύνα «χορεϑτριεσ» του Βϋγκασ, ςτριμωγμϋνεσ ςτο αυτοκύνητο ενϐσ ακμαιϐτατου παπποϑλη, που φοροϑςε το μεγαλϑτερο καουμπϐικο καπϋλο που ϋχω δει ςτη ζωό μου. Μια απϐ τισ χορεϑτριεσ μου ϋδειξε τον κϔλο τησ καθϔσ η πρϊςινη Κϊντιλακ ϋςτριβε ςτην παρακαμπτόριο. Αργϊ, νιϔθοντασ εντελϔσ αποκαμωμϋνοσ, ςόκωςα πϊλι τα κιϊλια ςτα μϊτια μου. Και τον εύδα να ϋρχεται. Δεν υπόρχε περύπτωςη να μπερδϋψω αυτό την Κϊντιλακ που εύχε μϐλισ βγει απϐ τη ςτροφό ςτην ευθεύα του δρϐμου, ϐπου το πεδύο ορατϐτητασ μου όταν εντελϔσ ελεϑθερο. Εύχε το ύδιο γκρύζο χρϔμα με το ςυννεφιαςμϋνο ουρανϐ, αλλϊ ξεχϔριζε με την καθαρϐτητα ενϐσ διαμαντιοϑ κϐντρα ςτα μουντϊ, καφετιϊ υψϔματα ςτ' ανατολικϊ. 69
Ϋταν αυτϐσ —ο Ντϐλαν. Σα τριϊντα μαρτυρικϊ δευτερϐλεπτα τησ αμφιβολύασ και τησ αναποφαςιςτικϐτητασ μου φϊνηκαν ξαφνικϊ πολϑ μακρινϊ κι ανϐητα. Ϋταν ο Ντϐλαν και δε χρειαζϐταν να δω την αςημιϊ Κϊντιλακ για να το καταλϊβω . Δεν όξερα αν εκεύνοσ μποροϑςε να με μυριςτεύ. Εγϔ, πϊντωσ, ςύγουρα μυριζϐμουν αυτϐν. Σϔρα που όξερα ϐτι ερχϐταν, διϋταξα με μεγϊλη ευκολύα τα κουραςμϋνα πϐδια μου να τρϋξουν. Επϋςτρεψα ςτη μεγϊλη πινακύδα τησ παρακαμπτηρύου, την τρϊβηξα ςτην ϊκρη και την αναποδογϑριςα ςτο χαντϊκι του δρϐμου. Πϊνω τησ ϋριξα ϋνα μεγϊλο κομμϊτι λινϊτςασ και ςκϋπαςα τουσ δυο ςτϑλουσ που τη ςτόριζαν, ρύχνοντασ ϊμμο με τισ χοϑφτεσ μου. Σο ςυνολικϐ αποτϋλεςμα δεν όταν τϐςο καλϐ ϐςο το ψεϑτικο κομμϊτι του δρϐμου, αλλϊ πύςτευα ϐτι αρκοϑςε για το ςκοπϐ μου. ίςτερα ανϋβηκα τρϋχοντασ ωσ το δεϑτερο ϑψωμα, εκεύ ϐπου εύχα αφόςει το φορτηγϊκι που τϔρα αποτελοϑςε ϊλλο ϋνα κομμϊτι του ςκηνικοϑ. Ϊνα ϐχημα προςωρινϊ παρατημϋνο απϐ τον οδηγϐ του, που εύχε πϊει εύτε ν' αγορϊςει καινοϑριο λϊςτιχο ό να επιςκευϊςει το τρϑπιο. Μπόκα ςτο αυτοκύνητο και ξϊπλωςα ςτα μπροςτινϊ καθύςματα, ενϔ η καρδιϊ μου κϐντευε να ςπϊςει απϐ την αγωνύα. Ο χρϐνοσ ϋμοιαζε πϊλι να κυλϊει απελπιςτικϊ αργϊ. Ϊμεινα ακύνητοσ, με τ' αυτιϊ τςιτωμϋνα, περιμϋνοντασ ν' ακοϑςω το θϐρυβο τησ μηχανόσ, αλλϊ ο πολυπϐθητοσ όχοσ δεν ακουγϐταν, δεν ακουγϐταν, δεν ακουγϐταν... Ϊκαναν ςτροφό. ε μυρύςτηκε την τελευταύα ςτιγμό, ϐπωσ φαύνεται... ό κϊτι Τποψιϊςτηκε αυτϐσ ό οι ϊντρεσ του..- κι ϋκαναν ςτροφό. 70
Ϊμεινα ξαπλωμϋνοσ, ακύνητοσ, με την πλϊτη μου να εκπϋμπει μεγϊλα, αργϊ κϑματα πϐνου και τα μϊτια μου ςφαλιςμϋνα, λεσ κι αυτϐ θα με βοηθοϑςε ν' ακοϑςω καλϑτερα. Μηχανό όταν αυτϐ; ήχι, όταν μϐνο ο αϋρασ, που εύχε δυναμϔςει και πετοϑςε ϊμμο πϊνω ςτο φορτηγϊκι. Δεν ϋρχεται. Ϊςτριψε γι' ϊλλου ό γϑριςε πύςω. Μϐνο ο αϋρασ. ύγουρα ϋςτριψε γι' αλλοϑ ό γϑριςε... 'ήχι, δεν όταν μϐνο ο αϋρασ. Ϋταν και ο όχοσ ενϐσ κινητόρα, που ςυνεχϔσ δυνϊμωνε και ςε μερικϊ δευτερϐλεπτα ϋνα ϐχημα, ϋνα και μοναδικϐ, πϋραςε με ταχϑτητα δύπλα απϐ το ςταματημϋνο αυτοκύνητο μου. Ανακϊθιςα, γρϊπωςα το τιμϐνι —ϋπρεπε ν' αρπαχτϔ απϐ κϊτι— και κούταξα ϋξω απϐ το παρμπρύζ με μϊτια που κϐντευαν να πεταχτοϑν απϐ τισ κϐγχεσ και δϐντια ςφιγμϋνα τϐςο που με πονοϑςε το ςαγϐνι μου. Η αςημιϊ Κϊντιλακ κυλοϑςε ςτην πλαγιϊ του λϐφου τρϋχοντασ με ογδϐντα χιλιϐμετρα την ϔρα ό και λύγο περιςςϐτερο. Σα φϔτα των φρϋνων δεν ϊναψαν οϑτε μια φορϊ. Οϑτε καν ςτο τϋλοσ. Δεν εύδαν την παγύδα· δεν εύχαν την παραμικρό υποψύα για το τι τουσ περύμενε. Αυτϐ που ϋγινε όταν το εξόσ: εντελϔσ ξαφνικϊ, η Κϊντιλακ φϊνηκε ςαν να περνοϑςε μϋςα απϐ το δρϐμο αντύ πϊνω του. Η ψευδαύςθηςη όταν τϐςο πειςτικό, που μου προκϊλεςε ςτιγμιαύο ύλιγγο κι ασ όξερα ϐτι εγϔ όμουν ο δημιουργϐσ τησ ψευδαύςθηςησ. Η αςημιϊ Κϊντιλακ βοϑλιαξε ςτην Εθνικό 71· πρϔτα χϊθηκαν οι ρϐδεσ κι ϋπειτα τα παρϊθυρα. Σϐτε ϋκανα μια περύεργη ςκϋψη: αν η Σζϋνεραλ Μϐτορσ καταςκεϑαζε υποβρϑχια πολυτελεύασ, κϊπωσ ϋτςι θα φαύνονταν τη ςτιγμό τησ κατϊδυςησ. 71
Ωκουςα τουσ ξεροϑσ κρϐτουσ των καδρονιϔν που ϋςπαζαν απϐ το βϊροσ του αυτοκινότου. Ωκουςα το πανύ που ςκύςτηκε. ήλα αυτϊ ςυνϋβηςαν ςε ελϊχιςτο χρϐνο, αλλϊ αυτϋσ εύναι οι ςτιγμϋσ που θα θυμϊμαι με εκπληκτικό καθαρϐτητα για ϐλη μου τη ζωό. Εύδα την Κϊντιλακ να ςυνεχύζει να κυλϊει, με ορατό μϐνο την οροφό κι ϋνα μικρϐ τμόμα απϐ τα παρϊθυρα, και ϑςτερα ακοϑςτηκε ϋνασ δυνατϐσ, υπϐκωφοσ γδοϑποσ που τον ακολοϑθηςαν όχοι γυαλιοϑ που ςπϊει και μετϊλλων που ςυνθλύβονται. Ϊνα μεγϊλο, πυκνϐ ςϑννεφο ςκϐνησ ςηκϔθηκε προσ τα πϊνω και το ςκϐρπιςε ο δυνατϐσ ϊνεμοσ. Ϋθελα να τρϋξω ωσ εκεύ κϊτω, να τρϋξω αμϋςωσ να δω, αλλϊ πρϔτα ϋπρεπε να αποκαταςτόςω την παρακαμπτόριο. Δεν όθελα να μασ διακϐψει κανϋνασ περαςτικϐσ οδηγϐσ. Βγόκα απϐ το φορτηγϊκι, ϋβγαλα τον τροχϐ απϐ την καρϐτςα, τον τοποθϋτηςα ςτη θϋςη του κι ϋςφιξα τα ϋξι μπουλϐνια ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςα, χρηςιμοποιϔντασ μϐνο τα χϋρια μου. Αργϐτερα θα ϋκανα πιο ςυςτηματικό δουλειϊ. Προσ το παρϐν όταν απϐλυτη ανϊγκη να πϊω το φορτηγϊκι πύςω ςτη διακλϊδωςη απ' ϐπου ξεκινοϑςε η παρακαμπτόριοσ. Κατϋβαςα το μοχλϐ του γρϑλου, το αυτοκύνητο ϋπεςε ςτουσ τϋςςερισ τροχοϑσ του κι εγϔ ϋτρεξα κακόν κακϔσ ςτο τιμϐνι. Εκεύ ςτϊθηκα για μια ςτιγμό κι αφουγκρϊςτηκα με το κεφϊλι γερμϋνο ςτο πλϊι. Ωκουγα τον ϊνεμο. Κι απϐ τη μακριϊ, ορθογϔνια τρϑπα ςτην ϊςφαλτο κϊτι ςαν φωνϋσ... ό ςαν ουρλιαχτϊ. Φαμογελϔντασ, ϋβαλα μπροσ και ξεκύνηςα. Κατϋβηκα με την ϐπιςθεν τϐςο γρόγορα, που το φορτηγϊκι ταλαντευϐταν ςτο δρϐμο ςαν μεθυςμϋνο. Με το που ϋφταςα, πετϊχτηκα ϋξω, ϊνοιξα τισ πύςω πϐρτεσ και ϋβαλα ξανϊ τουσ κϔνουσ ςτισ θϋςεισ τουσ. Εύχα ςυνεχϔσ το νου μου μόπωσ 72
ακοϑςω αυτοκύνητο να ϋρχεται, αλλϊ ο αϋρασ εύχε δυναμϔςει τϐςο πολϑ που δεν εύχε νϐημα. 'ήταν θα το ϊκουγα, θα ερχϐταν όδη προσ το μϋροσ μου. Ωρχιςα να κατεβαύνω το χαντϊκι, ςκϐνταψα, ϋπεςα με τον πιςινϐ και τςοϑληςα ωσ τον πϊτο. Παραμϋριςα τη λινϊτςα κι ϋβγαλα απϐ το χαντϊκι την πινακύδα τησ παρϊκαμψησ. Σην ϋςτηςα, επϋςτρεψα ςτο φορτηγϊκι, ϋκλειςα τισ πύςω πϐρτεσ και ξεκύνηςα. Δεν εύχα καμιϊ πρϐθεςη να ξαναςτόςω το φωτεινϐ βϋλοσ. Πόγα μϋχρι το επϐμενο ϑψωμα, πϊρκαρα πϊλι ςτο ςημεύο ϐπου δε φαινϐμουν απϐ την παρακαμπτόριο, βγόκα ϋξω κι ϋςφιξα τα μπουλϐνια του πύςω τροχοϑ, χρηςιμοποιϔντασ αυτό τη φορϊ το ςταυρϐ. Οι φωνϋσ εύχαν ςταματόςει, αλλϊ δεν εύχα πλϋον καμιϊ αμφιβολύα για τα ουρλιαχτϊ· όταν πολϑ δυνατϊ. Ϊςφιξα τα μπουλϐνια με το πϊςο μου. Δεν ανηςυχοϑςα μόπωσ βγουν οι ϊλλοι απϐ το αυτοκύνητο και μου επιτεθοϑν ό το ςκϊςουν ςτην ϋρημο, για τον απλϐ λϐγο ϐτι όταν αδϑνατον να βγουν. Η παγύδα εύχε λειτουργόςει τϋλεια. Η Κϊντιλακ όταν καθιςμϋνη ςτουσ τϋςςερισ τροχοϑσ τησ ςτην απϋναντι ϊκρη τησ τρϑπασ, απϋχοντασ το πολϑ δϋκα εκατοςτϊ απϐ τα τοιχϔματα τησ. Οι τρεισ ϊντρεσ ςτο εςωτερικϐ τησ δεν μποροϑςαν ν' ανούξουν τισ πϐρτεσ παραπϊνω απ’ ϐςο χωρϊει να περϊςει ϋνα πϐδι. Δεν μποροϑςαν ν' ανούξουν οϑτε τα παρϊθυρα, γιατύ λειτουργοϑςαν αυτϐματα και η μπαταρύα όταν πια ϋνασ πολτϐσ απϐ πλαςτικϐ, μϋταλλα και οξϋα μϋςα ςτα ςυντρύμμια τησ μηχανόσ. Ο οδηγϐσ και ο μπρϊβοσ με το ϐπλο που καθϐταν μπροςτϊ μπορεύ να εύχαν γύνει κι αυτού λιϔμα ςτα ςυντρύμμια, αλλϊ δε μ' ϋνοιαζε. Ϋξερα ϐτι υπόρχε κϊποιοσ ζωντανϐσ εκεύ μϋςα, ϐπωσ επύςησ όξερα ϐτι ο Ντϐλαν καθϐταν πϊντα πύςω και φοροϑςε ζϔνη αςφαλεύασ, ϐπωσ κϊνουν ϐλοι οι καλού πολύτεσ. 73
Αφοϑ ϋςφιξα γερϊ τα μπουλϐνια, οδόγηςα το φορτηγϊκι ωσ την κοντινό, τη φαρδιϊ ϊκρη τησ παγύδασ, και κατϋβηκα ςτο δρϐμο. Σα περιςςϐτερα δοκϊρια εύχαν φϑγει εντελϔσ, αλλϊ εύδα τισ ςπαςμϋνεσ ϊκρεσ μερικϔν να ξεφυτρϔνουν απϐ την ϊςφαλτο. Ο πϊνινοσ «δρϐμοσ» βριςκϐταν ςτον πυθμϋνα τησ τρϑπασ, ςκιςμϋνοσ ςε λωρύδεσ και κουβαριαςμϋνοσ· θϑμιζε πεταμϋνο δϋρμα φιδιοϑ. Προχϔρηςα μϋχρι την απϋναντι ϊκρη, τη βαθιϊ, και εύδα απϐ ψηλϊ την Κϊντιλακ του Ντϐλαν. ήλο το μπροςτινϐ μϋροσ όταν ςμπαρϊλια. Σο καπϐ εύχε γύνει ςωςτϐ ακορντεϐν κι ϋχαςκε ανοιχτϐ ςαν τςακιςμϋνη βεντϊλια. Ο κινητόρασ όταν μια μϊζα απϐ μϋταλλα, ςωλόνεσ, καλϔδια και καουτςοϑκ, ςκεπαςμϋνη απϐ ϊμμο και χϔματα που εύχαν κατρακυλόςει μετϊ τη ςϑγκρουςη με το τούχωμα τησ τρϑπασ. Ακουγϐταν το ςφϑριγμα κϊποιου υγροϑ υπϐ πύεςη που χυνϐταν κι ϋτρεχε κϊπου εκεύ κϊτω. τον αϋρα πλανιϐταν η αψιϊ, ψυχρό μυρωδιϊ του αντιψυκτικοϑ. Εύχα ανηςυχόςει λύγο για το παρμπρύζ. Τπόρχε μια πιθανϐτητα να ςπϊςει προσ τα μϋςα, δύνοντασ ϋτςι ςτον Ντϐλαν τον απαραύτητο χϔρο να ελιχθεύ και να απεγκλωβιςτεύ απϐ το αυτοκύνητο. Ψςτϐςο δεν εύχα ανηςυχόςει ςοβαρϊ. ασ ϋχω πει ϐτι τα αυτοκύνητα του Ντϐλαν όταν απϐ κεύνα τα ειδικϊ μοντϋλα που προτιμοϑν οι δικτϊτορεσ των τριτοκοςμικϔν χωρϔν και κϊποιοι ανϔτατοι αξιωματοϑχοι του ςτρατοϑ. Σο τζϊμι υποτύθεται ϐτι όταν ϊθραυςτο και πρϊγματι δεν εύχε ςπϊςει. Σο πύςω παρμπρύζ τησ Κϊντιλακ όταν ακϐμα πιο γερϐ, γιατύ όταν αιςθητϊ μικρϐτερο ςε επιφϊνεια. Ο Ντϐλαν δε θα μποροϑςε να το ςπϊςει —ςτο χρϐνο που θα του ϊφηνα εγϔ ςύγουρα ϐχι— οϑτε και θα τολμοϑςε να πυροβολόςει. Σο να πυροβολόςεισ ϋνα αλεξύςφαιρο τζϊμι ςχεδϐν εξ επαφόσ εύναι μια ϊλλη μορφό ρϔςικησ ρουλϋτασ. Η ςφαύρα θα ϊφηνε μϐνο ϋνα 74
μικρϐ λευκϐ ςημϊδι ςτο γυαλύ πριν εξοςτρακιςτεύ προσ το εςωτερικϐ του αυτοκινότου. Παρ' ϐλα αυτϊ, εύμαι βϋβαιοσ ϐτι ο Ντϐλαν θα ϋβριςκε διϋξοδο, αν εύχε αρκετϐ διαθϋςιμο χρϐνο, πρϊγμα που δε ςκϐπευα να του αφόςω. Κλϐτςηςα ϋνα μεγϊλο ςβϐλο χϔμα προσ την οροφό τησ Κϊντιλακ. Η ανταπϐκριςη όταν ϊμεςη. «Παρακαλϔ, χρειαζϐμαςτε βοόθεια. Ϊχουμε παγιδευτεύ εδϔ κϊτω». Η φωνό του Ντϐλαν. Ακουγϐταν γερϐσ και ςχεδϐν αφϑςικα όρεμοσ. Εγϔ ϐμωσ διαιςθϊνθηκα το φϐβο που υπϋβοςκε κϊτω απϐ την επιφανειακό ηρεμύα, το φϐβο που ςυγκρατοϑςε με νϑχια και με δϐντια κι ϋφταςα ςε ςημεύο να τον λυπηθϔ εκεύνη τη ςτιγμό, ϐςο όταν δυνατϐν να λυπηθϔ εγϔ αυτϐ τον ϊνθρωπο. Σον φαντϊςτηκα ςτητϐ, ςτο πύςω κϊθιςμα τησ πολυτελϋςτατησ Κϊντιλακ με την πανοραμικό θϋα, με ϋναν απϐ τουσ ϊντρεσ του βαριϊ πληγωμϋνο να βογκϊει και τον ϊλλο αναύςθητο ό και νεκρϐ. Υαντϊςτηκα αυτό την εικϐνα κι ϋνιωςα ςτιγμιαύα κϊτι που μπορεύ να περιγραφεύ μϐνο με τον ανϑπαρκτο ϐρο «αντανακλαςτικό κλειςτοφοβύα». Να πατϊσ τουσ διακϐπτεσ που κατεβϊζουν τα τζϊμια —τύποτα. Να προςπαθεύσ ν' ανούξεισ τισ πϐρτεσ, ενϔ ξϋρεισ ϐτι θα βρουν τούχο προτοϑ μπορϋςεισ να ςτριμωχτεύσ και να βγεισ ϋξω. ίςτερα ϋπαψα να φαντϊζομαι τη θϋςη του, γιατύ αυτϐσ ϋφταιγε που βριςκϐταν εκεύ, ϋτςι δεν εύναι; Ναι. ήπωσ εύχε ςτρϔςει θα κοιμϐταν. «Ποιοσ εύναι εκεύ πϊνω;» «Εγϔ», απϊντηςα. «Αλλϊ δεν εύμαι η βοόθεια που περιμϋνεισ, Ντϐλαν». 75
Με μια κλοτςιϊ ϋςτειλα κι ϊλλο χϔμα και χαλύκια ςτην οροφό τησ Κϊντιλακ. Αυτϐσ που οϑρλιαζε πριν ξανϊρχιςε το ύδιο τροπϊριο ϐταν τα πετραδϊκια χτϑπηςαν με θϐρυβο το μϋταλλο. «Σα πϐδια μου, Σζιμ! Σα πϐδια μου!» Αυτό τη φορϊ η φωνό του Ντϐλαν όταν επιφυλακτικό. Αυτϐσ που όταν ϋξω, που ςτεκϐταν εκεύ πϊνω, όξερε το ϐνομα του. Που ςόμαινε ϐτι βριςκϐταν ςε εξαιρετικϊ δϑςκολη θϋςη. «Σζύμι, βλϋπω τα κϐκαλα ςτα πϐδια μου!» «Βοϑλως' το», εύπε παγερϊ ο Ντϐλαν. Ο τρϐποσ που ϋφταναν ςτ' αυτιϊ μου οι φωνϋσ τουσ απϐ εκεύ κϊτω εύχε κϊτι το απϐκοςμο, θα μποροϑςα, βϋβαια, να πηδόξω μϋςα και να ρύξω μια ματιϊ ςτο εςωτερικϐ τησ Κϊντιλακ απϐ το πύςω παρϊθυρο, αλλϊ θα ϋβλεπα ελϊχιςτα πρϊγματα ακϐμη και με το πρϐςωπο μου κολλημϋνο ςτο γυαλύ. Σα τζϊμια όταν α- διϊφανα απϋξω, ϐπωσ πιθανϐν να ςασ ϋχω αναφϋρει όδη. Δεν όθελα να τον δω, ϐμωσ. Σα όξερα τα μοϑτρα του. Γιατύ να τον ξαναδϔ; Για να διαπιςτϔςω ϐτι φοροϑςε χρυςϐ Ρϐλεξ κι επϔνυμο τζιν; «Ποιοσ εύςαι;» με ρϔτηςε. «Κανϋνασ», αποκρύθηκα. «Κϊποιοσ "κανϋνασ" που ϐμωσ εύχε πολϑ ςοβαρϐ λϐγο να ςε φϋρει ςτη θϋςη που βρύςκεςαι» . Και τϐτε, εντελϔσ αναπϊντεχα και με απύςτευτη, ανατριχιαςτικό βεβαιϐτητα, ο Ντϐλαν εύπε: «Μόπωσ λϋγεςαι Ρϐμπινςον;» Ϊνιωςα ςαν να ϋφαγα γροθιϊ ςτο ςτομϊχι. Εύχε κϊνει εκπληκτικϊ γρόγορα τη ςϑνδεςη, κοςκινύζοντασ ςτο μυαλϐ του ϋνα ςωρϐ μιςοξεχαςμϋνα ονϐματα και πρϐςωπα και ξεδιαλϋγοντασ το μϐνο ςωςτϐ. Εγϔ δεν πύςτευα ϐτι αυτϐσ ο ϊνθρωποσ όταν θηρύο και εύχε τα ϋνςτικτα ενϐσ θηρύου; Δεν εύχα καταλϊβει τύποτε, απ' ϐ,τι φαύνεται, κι ευτυχϔσ, δηλαδό, γιατύ αλλιϔσ δε θα εύχα τα κϐτςια να κϊνω αυτϐ που ϋκανα. 76
«Σ ϐνομα μου δεν ϋχει καμιϊ ςημαςύα», του εύπα. «Ξϋρεισ ϐμωσ τι ςε περιμϋνει τϔρα, ϋτςι δεν εύναι;» Ο πληγωμϋνοσ ξανϊρχιςε να ουρλιϊζει -κϊτι μακρϐςυρτα, κλαψιϊρικα ουρλιαχτϊ. «Βγϊλε με απϐ δω μϋςα, Σζύμι! Βγϊλε με απϐ δω! Για το θεϐοο! Ϊςπαςα τα πϐδια μουουου!» «κϊςε», του εύπε ο Ντϐλαν. Και ϑςτερα απευθϑνθηκε ς' εμϋνα. «Δε ς' ακοϑω, ϊνθρωπε μου, ϋτςι που ςτριγκλύζει αυτϐσ». Γονϊτιςα ςτα τϋςςερα κι ϋςκυψα πϊνω απϐ το χεύλοσ του λϊκκου. «Εύπα ϐτι ξϋρεισ τι ςε...» Εντελϔσ ξαφνικϊ, ςκϋφτηκα το λϑκο του παραμυθιοϑ ντυμϋνο με τη νυχτικιϊ τησ γιαγιϊσ να λϋει ςτην Κοκκινοςκουφύτςα: Για να ς' ακοϑω καλϑτερα, κοριτςϊκι μου... ϋλα πιο κοντϊ. Σραβόχτηκα απϐτομα πύςω, κυριολεκτικϊ την τελευταύα ςτιγμό. Σο περύςτροφο εκπυρςοκρϐτηςε τϋςςερισ φορϋσ. Οι πυροβολιςμού όταν πολϑ δυνατού εκεύ ϐπου βριςκϐμουν εγϔ. Μϋςα ςτο αυτοκύνητο πρϋπει να όταν εκκωφαντικού. Σϋςςερα μαϑρα μϊτια ϊνοιξαν ςτην οροφό τησ Κϊντιλακ του Ντϐλαν κι ϋνιωςα κϊτι να περνϊει ςκύζοντασ τον αϋρα ςτα δυο, ςε απϐςταςη αναπνοόσ απϐ το μϋτωπο μου. «ε πϋτυχα, βρομιϊρη;» ρϔτηςε ο Ντϐλαν. «ήχι», απϊντηςα. Αυτϐσ που οϑρλιαζε πριν τϔρα ϋκλαιγε γοερϊ. Καθϐταν μπροςτϊ. Εύδα τα χϋρια του, αςπρουλιϊρικα, ςαν χϋρια πνιγμϋνου, να χτυπϊνε αδϑναμα το παρμπρύζ. Εύδα κι ϊλλο ϋνα κορμύ, κουβαριαςμϋνο δύπλα του. Ο Σζύμι ϋπρεπε να τον βγϊλει απϐ τ' αμϊξι, αιμορραγοϑςε, ο πϐνοσ όταν πολϑ δυνατϐσ, όταν τρομερϐσ, δεν τον ϊντεχε τϋτοιο πϐνο, ο θεϐσ ασ τον ςυγχωροϑςε για τισ τϐςεσ αμαρτύεσ του, μετϊνιωνε, μετϊνιωνε πικρϊ, αλλϊ δεν ϊντεχε ϊλλο..-
77
Ακοϑςτηκαν ϊλλοι δυο πυροβολιςμού. Ο ϊντρασ ςτο μπροςτινϐ κϊθιςμα ϋπαψε απϐτομα να κλαψουρύζει. Σα χϋρια ξεκϐλληςαν απϐ το παρμπρύζ κι ϋπεςαν. «Ορύςτε», εύπε ο Ντϐλαν, ςε τϐνο ςχεδϐν ςτοχαςτικϐ. «Αυτϐσ δεν πονϊει πια κι εμεύσ οι δυο μποροϑμε ν' ακοϑςουμε ο ϋνασ τον ϊλλο». Δεν εύπα τύποτα. Με εύχε κυριεϑςει μια αύςθηςη εξωπραγματικοϑ, ςαν να μην όξερα ποϑ βριςκϐμουν. Ο Ντϐλαν εύχε μϐλισ ςκοτϔςει ϋναν ϊνθρωπο. Εν ψυχρϔ. Η υποψύα ϐτι τον εύχα υποτιμόςει, παρϊ τισ τϐςεσ προφυλϊξεισ μου, επιβεβαιϔθηκε. «Ϊχω να ςου κϊνω μια πρϐταςη», εύπε ο Ντϐλαν. Διατόρηςα την αταραξύα μου... «Υύλε μου;» ...ακϐμα λύγο... «Ε! Εςϑ!» Σϔρα η φωνό του ϋτρεμε ελαφρϊ. «Αν εύςαι ακϐμα εκεύ πϊνω, μύλα μου! Σι ϋχεισ να χϊςεισ;» «Εδϔ εύμαι», του απϊντηςα. «Απλϔσ ςκεφτϐμουν ϐτι ϋριξεσ ϋξι ςφαύρεσ. κεφτϐμουν πωσ θα όταν καλϑτερα να εύχεσ κρατόςει και μύα για τον εαυτϐ ςου, αλλϊ μπορεύ να κρατϊσ οχτϊςφαιρο ό να ϋχεισ κι ϊλλεσ». Ϋταν η ςειρϊ του να βουβαθεύ. «Σι ςχεδιϊζεισ;» με ρϔτηςε τελικϊ. «Νομύζω ϐτι το ϋχεισ μαντϋψει όδη», εύπα. «Πϋραςα τισ τελευταύεσ τριϊντα ϋξι ϔρεσ ςκϊβοντασ το μεγαλϑτερο τϊφο του κϐςμου και τϔρα θα ςε θϊψω ς' αυτϐν μαζύ με την καταραμϋνη την Κϊντιλακ!» Ο φϐβοσ του όταν ακϐμα υπϐ ϋλεγχο. Εγϔ ϐμωσ όθελα να ςπϊςει το χαλινϊρι. «Δε θϋλεισ ν' ακοϑςεισ πρϔτα την πρϐταςη μου;» με ρϔτηςε. «Θα την ακοϑςω. ε λύγο. Πρϔτα θα πϊω να φϋρω κϊτι». 78
Πόγα ωσ το φορτηγϊκι και πόρα το φτυϊρι. ήταν γϑριςα πύςω, τον ϊκουςα να φωνϊζει, «Ρϐμπινςον; Ρϐμπινςον; Ρϐμπινςον;» ϋτςι ϐπωσ φωνϊζει κανεύσ ςτο ακουςτικϐ του τηλεφϔνου ϐταν κοπεύ ξαφνικϊ η γραμμό. «Εδϔ εύμαι», του απϊντηςα. «Μύλα. ' ακοϑω. Κι ϐταν τελειϔςεισ, θα ςου κϊνω εγϔ μια αντιπρϐταςη». Η φωνό του ακοϑςτηκε πολϑ πιο χαλαρό τϔρα. Αφοϑ εύχα μιλόςει για αντιπρϐταςη, όταν ςαν να εύχα μιλόςει για ςυμφωνύα. Κι αν όμουν διατεθειμϋνοσ να κλεύςω ςυμφωνύα, εύχε περιθϔριο να ςωθεύ. «ου δύνω ϋνα εκατομμϑριο δολϊρια αν με βγϊλεισ απϐ δω», μου εύπε. «Επιπλϋον...» Ϊριξα μια φτυαριϊ χϔμα ςτο πύςω μϋροσ τησ Κϊντιλακ. Πϋτρεσ και χαλύκια χτϑπηςαν με θϐρυβο ςτο μϋταλλο κι αναπόδηςαν ωσ το πύςω παρϊθυρο. Σο χϔμα κατρακϑληςε ακολουθϔντασ την κλύςη του πορτ μπαγκϊζ. «Σι κϊνεισ εκεύ;» Η φωνό του ακοϑςτηκε ϊγρια απϐ τον τρϐμο. «Αργύα μότηρ πϊςησ κακύασ», απϊντηςα. «κϋφτηκα να ςυνεχύςω τη δουλειϊ μου ϐςο θα μου μιλϊσ». όκωςα ϊλλη μια φτυαριϊ χϔμα και την πϋταξα ςτο αυτοκύνητο. Ο Ντϐλαν ϊρχιςε να μιλϊει γρόγορα, ςχεδϐν με μια ανϊςα . «Ϊνα εκατομμϑριο δολϊρια και το λϐγο μου ϐτι δεν πρϐκειται να ς' αγγύξει κανεύσ, ποτϋ... οϑτε εγϔ οϑτε οι ϊντρεσ μου οϑτε κανϋνασ ϊλλοσ». Σα χϋρια μου δεν πονοϑςαν πια. Ϋταν εκπληκτικϐ. υνϋχιςα να φτυαρύζω ςταθερϊ και μϋςα ςε πϋντε λεπτϊ ϐλο το πύςω μϋροσ τησ Κϊντιλακ εύχε θαφτεύ ςε μαλακϐ χϔμα. Σο να γεμύζει κανεύσ ϋνα λϊκκο ςτο ϋδαφοσ, ακϐμα και με τα χϋρια, όταν ςαφϔσ ευκολϐτερο απϐ το να τον ςκϊβει. 79
Ϊμπηξα το φτυϊρι ςτο χϔμα, ακοϑμπηςα ςτο ξϑλο του κι ϋκανα μια μικρό ςτϊςη να πϊρω ανϊςα. «Εςϑ ςυνϋχιςε να μιλϊσ», εύπα ςτον Ντϐλαν. «Ωκου, εύναι τρελϐ αυτϐ που ςυμβαύνει», εύπε εκεύνοσ και τϔρα διϋκρινα τισ πρϔτεσ νϐτεσ του πανικοϑ ςτη φωνό του. «Εύναι τελεύωσ τρελϐ». «ωςτϊ κατϊλαβεσ», του απϊντηςα και ξανϊρχιςα να φτυαρύζω. Ωντεξε πολϑ περιςςϐτερο απ' ϐ,τι θα ϊντεχε ϋνασ ςυνηθιςμϋνοσ ϊνθρωποσ. Σο πϊλευε με κουβϋντα, με καλοπιϊςματα, με λογικϊ επιχειρόματα, αλλϊ ϐςο το χϔμα μαζευϐταν ςτο πύςω παρϊθυρο, τϐςο τα λϐγια του ϋχαναν τη ςυνοχό τουσ. Επαναλϊμβανε τα ύδια και τα ύδια, πιςωγϑριζε, ϊρχιςε να τραυλύζει. Κϊποια ςτιγμό η εμπρϐσ δεξιϊ πϐρτα ϊνοιξε απϐτομα και, φυςικϊ, χτϑπηςε με δϑναμη ςτο τούχωμα του λϊκκου. Εύδα ϋνα χϋρι με μαϑρεσ τρύχεσ ςτα δϊχτυλα κι ϋνα μονϐπετρο με ρουμπύνι ςτον παρϊμεςο. Ϊριξα τϋςςερισ απανωτϋσ φτυαριϋσ χϔμα ςτο ϊνοιγμα. Ουρλιϊζοντασ κατϊρεσ και βλαςτόμιεσ, ο Ντϐλαν ξανϊκλειςε την πϐρτα τραβϔντασ την απϐτομα. Λύγο αργϐτερα ϋςπαςε. Αυτϐ που τον τςϊκιςε τελικϊ πρϋπει να όταν ο όχοσ του χϔματοσ που ϋπεφτε πϊνω ςτο αυτοκύνητο. ύγουρα αυτϐ όταν. Ο όχοσ πρϋπει να όταν πολϑ δυνατϐσ ςτο εςωτερικϐ τησ Κϊντιλακ. Φϔμα και πϋτρεσ που χτυποϑςαν ςτην οροφό και κατρακυλοϑςαν ςαν βροχό ςτα παρϊθυρα. Σελικϊ, πρϋπει να ςυνειδητοπούηςε ϐτι βριςκϐταν μϋςα ς' ϋνα βενζινοκύνητο, θωρακιςμϋνο, οκτακϑλινδρο φϋρετρο. «Βγϊλε με ϋξω'.» οϑρλιαξε. «Γρόγορα! Δεν αντϋχω ϊλλο! Βγϊλε με απϐ δω!» «Εύςαι ϋτοιμοσ ν' ακοϑςεισ την αντιπρϐταςη;» τον ρϔτηςα. «Ναι ναι! Φριςτϋ μου! Ναι, ναι, ναι!» 80
«Υϔναξε. Αυτό εύναι η αντιπρϐταςη. Αυτϐ θϋλω. Να ς' ακοϑςω να ουρλιϊζεισ. Κι αν ουρλιϊξεισ αρκετϊ δυνατϊ, θα ςε βγϊλω». Ακοϑςτηκε ϋνα διαπεραςτικϐ ουρλιαχτϐ. «Καλϐ» ςχολύαςα και το εννοοϑςα. «Αλλϊ δε φτϊνει οϑτε γι' αςτεύο». Ξανϊρχιςα το ςκϊψιμο, ρύχνοντασ τη μια φτυαριϊ μετϊ την ϊλλη ςτην οροφό τησ Κϊντιλακ. Μεγϊλοι χωμϊτινοι ςβϐλοι χτυποϑςαν ςτο μϋταλλο, διαλϑονταν και κατρακυλοϑςαν ςτο παρμπρύζ γεμύζοντασ τη ςχϊρα κϊτω απϐ τουσ υαλοκαθαριςτόρεσ. Οϑρλιαξε πϊλι, ακϐμα πιο δυνατϊ, κι αναρωτόθηκα αν εύναι δυνατϐν να ουρλιϊξει ϋνασ ϊνθρωποσ τϐςο που να ςκύςει το λαρϑγγι του. «Καθϐλου ϊςχημα!» εύπα, διπλαςιϊζοντασ τισ προςπϊθειεσ μου. Φαμογελοϑςα, παρϊ τον τρομερϐ πϐνο ςτην πλϊτη μου. «Μπορεύ να τα καταφϋρεισ, Ντϐλαν, ειλικρινϊ το πιςτεϑω». «Πϋντε εκατομμϑρια». Κι αυτό όταν η τελευταύα κατανοητό φρϊςη που ϊκουςα απϐ τα χεύλη του. «Δε νομύζω», απϊντηςα, γϋρνοντασ πϊνω ςτο φτυϊρι μου και ςφουγγύζοντασ ιδρϔτα απϐ το μϋτωπο μου με την ανϊςτροφη του χεριοϑ μου. Σϔρα το χϔμα εύχε καλϑψει το αυτοκύνητο ςχεδϐν ωσ την οροφό κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ. Ϋταν ςαν ϋνα γιγϊντιο, καφετύ χϋρι να ϋςφιγγε ςτη χοϑφτα του την Κϊντιλακ του Ντϐλαν. «Αν ϐμωσ καταφϋρεισ να βγϊλεισ ϋνα ουρλιαχτϐ που ν' ακουςτεύ, ασ ποϑμε, ςαν οχτϔ μαςοϑρια δυναμύτη, ςυνδεμϋνα με το διακϐπτη τησ μύζασ μιασ εβρολϋτ, μοντϋλο του '68, τϐτε θα ςε βγϊλω, ςου δύνω το λϐγο μου». Ϊτςι, λοιπϐν, αυτϐσ οϑρλιαζε κι εγϔ φτυϊριζα χϔμα. Για ϋνα διϊςτημα, οϑρλιαζε πρϊγματι πολϑ δυνατϊ, αν και κατϊ την κρύςη μου μϐλισ που ϋφταςε ςε ϋνταςη τα δϑο μαςοϑρια δυναμύτη ςτη μύζα μιασ εβρολϋτ του '68. Ωντε, τρύα 81
το πολϑ. 'ήταν χϊθηκε πια και το τελευταύο εκατοςτϐ απϐ το μεταλλικϐ χρϔμα τησ Κϊντιλακ κι εγϔ ϋκανα ϋνα μικρϐ διϊλειμμα για να επιθεωρόςω το ςωρϐ μϋςα ςτο λϊκκο, το μϐνο που ϊκουγα πια όταν κϊτι βραχνϊ, κοφτϊ γρυλύςματα. Κούταξα το ρολϐι μου. Ϋταν μύα και κϊτι. Σα χϋρια μου εύχαν ματϔςει ξανϊ και η λαβό του φτυαριοϑ γλιςτροϑςε. Ϊνα ςϑννεφο ψιλόσ ϊμμου με χτϑπηςε ςτο πρϐςωπο κι ϋκανα πύςω ςκεπϊζοντασ τα μϊτια μου. Ο ιςχυρϐσ ϊνεμοσ ϐταν φυςϊει ςτην ϋρημο αφόνει ϋναν περύεργα δυςϊρεςτο όχο: ϋνα μακρϑ, ςταθερϐ κλαψοϑριςμα που δε λϋει να ςταματόςει. Μοιϊζει με κλϊμα καθυςτερημϋνου παιδιοϑ που ϋχει ςτοιχειϔςει την ερημιϊ. Ϊςκυψα πϊνω απϐ την τρϑπα. «Ντϐλαν;» Καμιϊ απϊντηςη. «Οϑρλιαξε, Ντϐλαν». Καμιϊ απϊντηςη ςτην αρχό και ϑςτερα μια ςειρϊ απϐ ςκληροϑσ, ϊναρθρουσ όχουσ, ςαν γαβγύςματα. Ικανοποιητικϐ! Πόγα πύςω ςτο φορτηγϊκι, ϋβαλα μπροσ και οδόγηςα δυο χιλιϐμετρα παρακϊτω ςτην ευθεύα, ωσ το ςημεύο ϐπου γύνονταν τα ϋργα ςτο δρϐμο. Καθ' οδϐν, ϊνοιξα το ραδιϐφωνο, ςτον 65,5 του Λασ Βϋγκασ, το μϐνο ςταθμϐ που ϋπιανε το ραδιϐφωνο του φορτηγοϑ. Ωκουςα τον Μπϊρι Μανύλοου να λϋει ϐτι τα τραγοϑδια του τα εύχε αγαπόςει ο κϐςμοσ ϐλοσ —μια δόλωςη που, προςωπικϊ, αντιμετϔπιςα τουλϊχιςτον με ςκεπτικιςμϐ— κι ακολοϑθηςε ϋνα ϋκτακτο δελτύο καιροϑ. Προϋβλεπε ιςχυροϑσ ϋωσ θυελλϔδεισ ανϋμουσ και η πρϐβλεψη ςυνοδεϑτηκε απϐ μια ταξιδιωτικό οδηγύα προσ τουσ οδηγοϑσ που κινοϑνταν μεταξϑ του Βϋγκασ και των ςυνϐρων τησ Καλιφϐρνιασ. Ϋταν πιθανϐ να υπϊρξουν τοπικϊ προβλόματα ορατϐτητασ λϐγω τησ ϊμμου, εύπε ο εκφωνητόσ, αλλϊ εκεύνο που ϋπρεπε να προςϋχουν πολϑ οι οδηγού όταν οι ριπϋσ του ανϋμου. Κατϊλαβα για τι πρϊγμα 82
μιλοϑςε, γιατύ αιςθανϐμουν τον πλϊγιο ϊνεμο να τραντϊζει το φορτηγϊκι. Ϊφταςα ςτον εκςκαφϋα μου —τον ςκεφτϐμουν πια ςαν δικϐ μου μηχϊνημα. Ανϋβηκα ςτην καμπύνα, ςιγοςφυρύζοντασ κϊποιο χαζϐ τραγουδϊκι του Μπϊρι Μανύλοου, κι ϋφερα ς' επαφό το μπλε με το κύτρινο καλϔδιο. Ο κινητόρασ πόρε μπροσ μια χαρϊ. Αυτό τη φορϊ εύχα θυμηθεύ να βϊλω νεκρϊ. Καθϐλου ϊςχημα, αςπροτςοϑκαλο, ϊκουςα ςτο μυαλϐ μου τον Σύνκερ. Μαθαύνεισ. Ναι, αυτϐ όταν. Μϊθαινα ςυνεχϔσ. Ϊμεινα ϋτςι καθιςμϋνοσ για λύγο, χαζεϑοντασ τα πϋπλα τησ ϊμμου να τρϋχουν με τον ϊνεμο πϊνω ςτην ϋρημο, ακοϑγοντασ το ςταθερϐ μουγκρητϐ τησ μηχανόσ του εκςκαφϋα και κϊνοντασ εικαςύεσ ςχετικϊ με τισ πιθανϋσ αντιδρϊςεισ του Ντϐλαν. το κϊτω-κϊτω αυτό όταν η μεγϊλη και μοναδικό του ευκαιρύα, θα προςπαθοϑςε τϊχα να ςπϊςει το πύςω παρϊθυρο ό θα περνοϑςε μπροςτϊ και θα δοκύμαζε να ςπϊςει το παρμπρύζ; Εύχα ρύξει τουλϊχιςτον μιςϐ μϋτρο χϔμα κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ, αλλϊ και πϊλι όταν πιθανϐ να καταφϋρει να βγει. θα εξαρτιϐταν απϐ το πϐςο εύχαν ςαλϋψει τα λογικϊ του, πρϊγμα που όταν αδϑνατον να υπολογύςω, οπϐτε δεν εύχε νϐημα να με απαςχολεύ. Ϋταν ϊλλα που ϋπρεπε να γύνουν πρϔτα. Οδόγηςα τον εκςκαφϋα ςτο λϊκκο. Με το που ϋφταςα, ϋτρεξα αμϋςωσ και κούταξα με αγωνύα κϊτω, ςχεδϐν προετοιμαςμϋνοσ να δω μια τρϑπα ςε μϋγεθοσ ανθρϔπου ςτην μπροςτινό ό ςτην πύςω μεριϊ του χωμϊτινου ςωροϑ, την τρϑπα απ' ϐπου θα εύχε όδη βγει ο Ντϐλαν ϋχοντασ ςπϊςει κϊποιο απϐ τα τζϊμια. Ο ςωρϐσ όταν ακριβϔσ ϐπωσ τον εύχα αφόςει. «Ντϐλαν», φϔναξα, αρκετϊ πρϐςχαρα. Δεν πόρα απϊντηςη. «Ντϐλαν!»
83
Αυτοκτϐνηςε, ςκϋφτηκα και με κυρύευςε πικρό απογοότευςη. Αυτοκτϐνηςε με κϊποιο τρϐπο ό πϋθανε απϐ το φϐβο του. «Ντϐλαν;» Απϐ το βϊθοσ του ςωροϑ ακοϑςτηκε γϋλιο· εϑθυμο, ακρϊτητο, καθαρϐ γϋλιο. Ϊνιωςα το δϋρμα μου να ζαρϔνει και να ςφύγγεται καθϔσ ανατρύχιαςα ςϑγκορμοσ. Ϋταν το γϋλιο ενϐσ ανθρϔπου που το μυαλϐ του ϋχει ςαλϋψει. Γελοϑςε, γελοϑςε αςταμϊτητα, με τη βραχνό απϐ τα ουρλιαχτϊ φωνό του. Ξαφνικϊ οϑρλιαξε πϊλι. Και μετϊ γϋλαςε. Και τελικϊ τα ϋκανε και τα δυο μαζύ ταυτϐχρονα. Για λύγη ϔρα γϋλαςα κι εγϔ μαζύ του ό οϑρλιαξα, δεν ξϋρω, και ο ϊνεμοσ οϑρλιαζε και γελοϑςε και με τουσ δυο μασ. Ϊπειτα γϑριςα ςτον εκςκαφϋα, κατϋβαςα τον κουβϊ, φϐρτωςα χϔμα κι ϊρχιςα να θϊβω τον Ντϐλαν για τα καλϊ. Μϋςα ςε πϋντε λεπτϊ εύχε χαθεύ ακϐμα και το ςχόμα τησ Κϊντιλακ. Τπόρχε μϐνο ϋνασ λϊκκοσ γεμϊτοσ με χϔμα. Μου φαινϐταν πωσ κϊτι ϊκουγα, αλλϊ με τον αϋρα απϐ τη μια και το θϐρυβο τησ μηχανόσ απϐ την ϊλλη δεν μποροϑςα να εύμαι ςύγουροσ. Ϊπεςα ςτα τϋςςερα· μετϊ ξϊπλωςα μπροϑμυτα ςτην ϊςφαλτο, με το κεφϊλι μου να κρϋμεται ςε ϐ,τι εύχε απομεύνει απϐ την τρϑπα. Πολϑ βαθιϊ, κϊτω απϐ ϐλο εκεύνο το χϔμα, ο Ντϐλαν γελοϑςε. Σ' αυτύ μου ϋπιανε κϊτι αςτεύουσ όχουσ ςαν κι αυτοϑσ ςτα κινοϑμενα ςχϋδια. Φι-χι-χι, ααα-χα-χα-χα. Μπορεύ να υπόρχαν και λϐγια. Δϑςκολο να πω. Φαμογϋλαςα ϐμωσ και κοϑνηςα το κεφϊλι μου ευχαριςτημϋνοσ. «Οϑρλιαξε», ψιθϑριςα. «Οϑρλιαξε αν θϋλεισ». Αλλϊ ο μακρινϐσ υπϐκωφοσ όχοσ του γϋλιου ςυνεχύςτηκε να αναδϑεται απϐ το χϔμα ςαν δηλητηριϔδεσ αϋριο. Ξαφνικϊ με κυρύευςε απϐλυτοσ τρϐμοσ —ο Ντϐλαν ςτεκϐταν πύςω μου! Ναι, με κϊποιο τρϐπο εύχε βρεθεύ πύςω μου! 84
Πριν προλϊβω να ςτραφϔ θα ϋριχνε αυτϐσ εμϋνα ςτην τρϑπα και... Αναπόδηςα γυρνϔντασ ςαν ςβοϑρα, ενϔ τα πρηςμϋνα και καταματωμϋνα χϋρια μου ϋκλειςαν ενςτικτωδϔσ ςε γροθιϋσ. Χιλό ϊμμοσ, παραςυρμϋνη απϐ τον ϊνεμο, με χτϑπηςε καταπρϐςωπο. Σύποτε ϊλλο. Καθϊριςα το πρϐςωπο μου με το βρϐμικο μαντύλι που εύχα δεμϋνο ςτο λαιμϐ, επϋςτρεψα ςτον εκςκαφϋα και ξανϊπιαςα δουλειϊ. Η τρϑπα ςτο δρϐμο εύχε γεμύςει πολϑ πριν ςκοτεινιϊςει. Ϊμεινε κϊμποςο χϔμα, παρ' ϐλο που το παρϋςερνε γοργϊ ο ϊνεμοσ, γιατύ ο ϐγκοσ που εύχε καταλϊβει η Κϊντιλακ όταν μεγϊλοσ. ήλα εύχαν γύνει γρόγορα... πολϑ γρόγορα. Οι ςκϋψεισ μου όταν αςϑνδετεσ, κουραςμϋνεσ, ςχεδϐν ςαν να βριςκϐμουν ςε παραλόρημα, καθϔσ πϋραςα με τον εκςκαφϋα πϊνω απϐ το κομμϊτι του δρϐμου ϐπου όταν θαμμϋνοσ ο Ντϐλαν για να τον γυρύςω πύςω ςτη θϋςη του. Σον πϊρκαρα εκεύ ακριβϔσ που όταν αρχικϊ, ϋβγαλα το πουκϊμιςο μου και ςκοϑπιςα ϐλα τα μϋταλλα τησ καμπύνασ, ςε μια προςπϊθεια να ςβόςω τα δακτυλικϊ μου αποτυπϔματα. Ακϐμα και ςόμερα δεν ξϋρω γιατύ το ϋκανα αυτϐ, αφοϑ, λογικϊ, πρϋπει να εύχα αφόςει αποτυπϔματα ςε δεκϊδεσ ϊλλα ςημεύα. Σελικϊ, κι ενϔ γϑρω μου ϋπεφτε το ςοϑρουπο, με τα καφετιϊ και γκρύζα χρϔματα τησ αμμοθϑελλασ, επϋςτρεψα ςτο φορτηγϊκι. Ωνοιξα τη διπλό πύςω πϐρτα, αντύκριςα τον Ντϐλαν ςκυμμϋνο εκεύ μϋςα, ϋτοιμο να μου ορμόςει και οπιςθοχϔρηςα ουρλιϊζοντασ και ςκεπϊζοντασ τα μϊτια μου με το ϋνα χϋρι. Ϊνιωςα την καρδιϊ μου ϋτοιμη να εκραγεύ μϋςα ςτο ςτόθοσ μου. Σύποτα —κανεύσ— δε μου ϐρμηςε απϐ την καρϐτςα του φορτηγοϑ. Η πϐρτα πηγαινοερχϐταν χτυπϔντασ δυνατϊ με τον ϊνεμο, ςαν παραθυρϐφυλλο ϋρημου, ςτοιχειωμϋνου ςπιτιοϑ. 85
Σελικϊ, κατϊφερα να πληςιϊςω ξανϊ, με την καρδιϊ μου να βροντοχτυπϊει ακϐμα, και να ρύξω μια προςεκτικό ματιϊ ςτο εςωτερικϐ. Δεν εύδα τύποτε ϊλλο εκτϐσ απϐ το ςωρϐ απϐ εργαλεύα κι αντικεύμενα που εγϔ εύχα αφόςει εκεύ: το φωτεινϐ βϋλοσ με τουσ ςπαςμϋνουσ γλϐμπουσ, το γρϑλο, την εργαλειοθόκη μου. «υγκρατόςου», εύπα γλυκϊ ςτον εαυτϐ μου. «Πρϋπει να ςυγκρατηθεύσ». Περύμενα ν' ακοϑςω την Ελύζαμπεθ να μου λϋει, ήλα θα πϊνε καλϊ, αγϊπη μου, ό κϊτι παρϐμοιο... αλλϊ ϊκουγα μϐνο τον ϊνεμο. Μπόκα ςτο αυτοκύνητο, ϋβαλα μπροσ και κϊλυψα περύπου τη μιςό απϐςταςη ωσ την τρϑπα. Μϋχρι εκεύ μπϐρεςα να φτϊςω. Αν και όξερα ϐτι όταν εντελϔσ ανϐητο, ϋνιωθα ϐλο και πιο ςύγουροσ ϐτι ο Ντϐλαν κρυβϐταν κϊπου μϋςα ςτο φορτηγϊκι. Σα μϊτια μου πόγαιναν ςυνεχϔσ ςτον εςωτερικϐ καθρϋφτη, προςπαθϔντασ να διακρύνουν τη ςιλουϋτα του ανϊμεςα ςτα αντικεύμενα που γϋμιζαν την καρϐτςα. Ο αϋρασ εύχε δυναμϔςει τϐςο πολϑ που τρϊνταζε επικύνδυνα το αυτοκύνητο. Και η ςκϐνη που ξεςόκωνε απϐ την ϋρημο και την παρϋςερνε μαζύ του ϋμοιαζε ςαν καπνϐσ ςτο φωσ των προβολϋων μου. Σελικϊ, ςταμϊτηςα ςτην ϊκρη του δρϐμου, βγόκα απϐ το φορτηγϊκι και κλεύδωςα ϐλεσ τισ πϐρτεσ. Ϋξερα ϐτι όταν τρϋλα να κοιμηθϔ ςτο ϑπαιθρο με τϋτοιεσ ςυνθόκεσ, αλλϊ μου όταν αδϑνατον να κοιμηθϔ ςτο αυτοκύνητο. Απλϊ, δεν μποροϑςα. Ϊτςι, τρϑπωςα κϊτω απϐ το φορτηγϊκι και χϔθηκα ςτον υπνϐςακο μου. Ο ϑπνοσ με πόρε πϋντε δευτερϐλεπτα αφϐτου ανϋβαςα το φερμουϊρ. ήταν ξϑπνηςα απϐ ϋναν εφιϊλτη που δε θυμϊμαι -εκτϐσ απϐ το ϐτι ϋβλεπα χϋρια να ςφύγγουν το λαιμϐ μου— 86
διαπύςτωςα ϐτι εύχα θαφτεύ κι εγϔ ζωντανϐσ. Ωμμοσ ϋμπαινε ςτη μϑτη μου, ςτ' αυτιϊ και ςτο λαιμϐ πνύγοντασ με. Οϑρλιαξα και τινϊχτηκα προσ τα πϊνω, νομύζοντασ μϋςα ςτη ςϑγχυςη μου ϐτι ο υπνϐςακοσ που με τϑλιγε όταν χϔμα. Υυςικϊ, χτϑπηςα το κεφϊλι μου ςτο ςαςύ του αυτοκινότου και μ' ϋλουςε ϋνα ςιντριβϊνι απϐ ςκουριϋσ. Βγόκα ϋρποντασ με την πλϊτη μου κι αντύκριςα μια αυγό ςτο χρϔμα του θαμποϑ καςςύτερου. Ο υπνϐςακοσ φοϑςκωςε και πϋταξε ςαν μπαλϐνι ςτον ϊνεμο τη ςτιγμό που ϋπαψε να τον κρατϊει το βϊροσ μου. Ωφηςα μια φωνό ϋκπληξησ και τον κυνόγηςα μϋχρι μια απϐςταςη, προτοϑ διαπιςτϔςω ϐτι ϋκανα το μεγαλϑτερο λϊθοσ του κϐςμου. Η ορατϐτητα εύχε περιοριςτεύ ςτα εύκοςι μϋτρα, μπορεύ και λιγϐτερο. Ο δρϐμοσ εύχε εξαφανιςτεύ εντελϔσ ςε αρκετϊ ςημεύα. Κούταξα πύςω, προσ το φορτηγϊκι, που φαινϐταν όδη ξϋθωρο, ςαν πολυκαιριςμϋνη φωτογραφύα τοπύου που ανόκε ςε μια πϐλη-φϊνταςμα. Επϋςτρεψα παραπατϔντασ ςτο αυτοκύνητο, ξεκλεύδωςα την πϐρτα του οδηγοϑ και μπόκα. Ϊφτυνα ακϐμη ϊμμο και μ' ϋπνιγε ο ξερϐβηχασ. Ϊβαλα μπροσ και ςυνϋχιςα το δρϐμο μου προσ την παγύδα. Δε χρειϊςτηκε να περιμϋνω καθϐλου για ν' ακοϑςω κϊποιο δελτύο καιροϑ. Ο εκφωνητόσ μϐνο γι' αυτϐ μιλοϑςε εκεύνο το πρωύ. Ϋταν η χειρϐτερη ανεμοθϑελλα ςτην ιςτορύα τησ Νεβϊδασ. ήλοι οι δρϐμοι εύχαν κλεύςει. Μεύνετε ςπύτι, ςϑςτηνε ςτουσ ακροατϋσ, εκτϐσ αν πρϋπει να βγεύτε οπωςδόποτε, αλλϊ και πϊλι μεύνετε μϋςα. Εύχε ξημερϔςει η δοξαςμϋνη 4η Ιουλύου. Μεύνε ςτο αυτοκύνητο, θα εύςαι τρελϐσ αν βγεισ, θα ςε τυφλϔςει η ϊμμοσ. Θα το διακινδϑνευα. Ϋταν μια χρυςό ευκαιρύα να καλϑψω οριςτικϊ και ολοκληρωτικϊ κϊθε ύχνοσ —οϑτε ςτα πιο τρελϊ ϐνειρα μου δεν εύχα φανταςτεύ ϐτι θα ϋβριςκα τϋτοια ευκαιρύα, αλλϊ να που την εύχα και δε θα την ϊφηνα ανεκμετϊλλευτη . 87
Εύχα φϋρει μαζύ μου και δυο τρεισ κουβϋρτεσ. Ϊςκιςα μια μακριϊ, φαρδιϊ λωρύδα απϐ μια και την τϑλιξα γϑρω απϐ το κεφϊλι μου. Ϊτςι, μοιϊζοντασ με κϊποιο εύδοσ παρϊφρονα Βεδουύνου, βγόκα απϐ το αυτοκύνητο. Πϋραςα ϐλο το πρωινϐ μεταφϋροντασ κομμϊτια αςφϊλτου απϐ το χαντϊκι, που τα τοποθετοϑςα πϊνω ςτο ςκεπαςμϋνο λϊκκο, προςπαθϔντασ να εύμαι ακριβόσ ςαν μϊςτορασ που ςηκϔνει τούχο ό που ςφραγύζει με τοϑβλα ϋνα ϊνοιγμα. Η μεταφορϊ και η τοποθϋτηςη δεν όταν κϊτι το εξαιρετικϊ δϑςκολο, αν κι αναγκαζϐμουν να ξεθϊβω απϐ την ϊμμο πολλϊ κομμϊτια ςαν αρχαιολϐγοσ. Και κϊθε εύκοςι λεπτϊ περύπου κατϋφευγα ςτο φορτηγϊκι για να αναλϊβω δυνϊμεισ απϐ τη ςυνεχό κϐντρα με τον ϊνεμο και να ξεκουρϊςω τα μϊτια μου που ϋτςουζαν απϐ την ϊμμο. Ξεκύνηςα την τοποθϋτηςη απϐ τη ρηχό πλευρϊ και προχωροϑςα αργϊ, με κατεϑθυνςη δυτικό. Ϊνα τϋταρτο μετϊ τισ δϔδεκα το μεςημϋρι —εύχα ξεκινόςει ςτισ ϋξι- μου εύχαν απομεύνει γϑρω ςτα πϋντε μϋτρα. το μεταξϑ ο αϋρασ εύχε αρχύςει να πϋφτει κι ϋβλεπα ποϑ και ποϑ μερικϊ κομμϊτια γαλϊζιου ουρανοϑ ψηλϊ. Ϊφερνα και τοποθετοϑςα, ϋφερνα και τοποθετοϑςα. Εύχα φτϊςει ακριβϔσ πϊνω απϐ το ςημεύο ϐπου υπολϐγιζα ϐτι βριςκϐταν ο Ντϐλαν. Να εύχε πεθϊνει ϊραγε; Πϐςα κυβικϊ αϋρα περιϋχει μια Κϊντιλακ; ε πϐςο χρϐνο αυτό η ποςϐτητα δε θα μποροϑςε πια να ςυντηρόςει μια ανθρϔπινη ζωό, με την προϒπϐθεςη ϐτι δεν ανϋπνεε κανϋνασ απϐ τουσ ςυντρϐφουσ του Ντϐλαν; Γονϊτιςα πϊνω ςτο χϔμα. Ο αϋρασ εύχε αλλοιϔςει τ' αποτυπϔματα του εκςκαφϋα, αλλϊ δεν τα εύχε ςβόςει εντελϔσ. Κϊπου βαθιϊ κϊτω απ' αυτϋσ τισ αχνϋσ αυλακιϋσ υπόρχε ϋνασ ϊντρασ που φοροϑςε ϋνα χρυςϐ Ρϐλεξ. 88
«Ντϐλαν», εύπα μουδιαςμϋνα, «ϊλλαξα γνϔμη κι αποφϊςιςα να ςε βγϊλω». Σύποτε. Κανϋνασ όχοσ. ύγουρα εύχε πεθϊνει πια. Κουβϊληςα ϊλλο ϋνα τετρϊγωνο αςφϊλτου. Σο τοποθϋτηςα και καθϔσ ϋκανα να ςηκωθϔ ϊκουςα ϋνα απϐμακρο, ςχεδϐν ανεπαύςθητο γϋλιο να αναβλϑζει απϐ τη γη. Ϊπεςα ςτα τϋςςερα, με το κεφϊλι μου ριγμϋνο μπροςτϊ — αν εύχα ακϐμα τα μαλλιϊ μου θα μου εύχαν πϋςει ςτα μϊτια— κι ϋμεινα ακύνητοσ ς' αυτό τη θϋςη για κϊμποςη ϔρα, ακοϑγοντασ τον που γελοϑςε. Ο όχοσ όταν πολϑ αχνϐσ, χωρύσ χροιϊ. ήταν ςταμϊτηςε ν' ακοϑγεται, πόγα κι ϋφερα ϊλλο ϋνα κομμϊτι ϊςφαλτο. Σο ςυγκεκριμϋνο εύχε πϊνω του ϋνα τμόμα τησ διακεκομμϋνησ γραμμόσ. Ϊμοιαζε με παϑλα. Γονϊτιςα να το τοποθετόςω. «Για ϐνομα του θεοϑ!» τον ϊκουςα να τςιρύζει. «Για ϐνομα του θεοϑ, Ρϐμπινςον!» «Ναι», εύπα χαμογελϔντασ. «Για ϐνομα του θεοϑ». Ϊβαλα το κομμϊτι τησ αςφϊλτου κολλητϊ ςτο διπλανϐ του. Αλλϊ, ενϔ ςυνϋχιςα ν' αφουγκρϊζομαι, δεν τον ξανϊκουςα πια. Επϋςτρεψα ςτο ςπύτι μου ςτο Βϋγκασ ςτισ ϋντεκα το ύδιο βρϊδυ. Κοιμόθηκα δεκαϋξι ϔρεσ, ξϑπνηςα, πόγα προσ την κουζύνα να φτιϊξω καφϋ και ςωριϊςτηκα ςτο πϊτωμα του διαδρϐμου, ςφαδϊζοντασ απϐ ϋνα φριχτϐ πϐνο που ξεκινοϑςε απϐ τη βϊςη τησ πλϊτησ μου. Ωρχιςα να τρύβω την πηγό του πϐνου με το ϋνα μου χϋρι, δαγκϔνοντασ ταυτϐχρονα το ϊλλο για να μην ουρλιϊξω. Μετϊ απϐ λύγο ςϑρθηκα με την κοιλιϊ ωσ το μπϊνιο — ϋκανα μια απϐπειρα να ςηκωθϔ που κατϋληξε ςε καινοϑρια μαχαιριϊ— ϐπου πιϊςτηκα απϐ το νιπτόρα για να μπορϋςω ν' αναςηκϔςω το κορμύ μου ϐςο χρειαζϐταν και να πϊρω το 89
εφεδρικϐ μπουκαλϊκι με τισ αςπιρύνεσ απϐ το ντουλαπϊκι δύπλα ςτον καθρϋφτη. Μϊςηςα τρεισ κι ϊνοιξα τισ βρϑςεσ τησ μπανιϋρασ. Ώςπου να γεμύςει ϋμεινα πεςμϋνοσ ςτο πϊτωμα. 'ήταν ετοιμϊςτηκε το μπϊνιο, ϋβγαλα τισ πιτζϊμεσ μου με χύλια ζϐρια και μετϊ απϐ αγωνιϔδη προςπϊθεια κατϊφερα να χωθϔ ςτην μπανιϋρα. Ϊμεινα πϋντε ϔρεσ ςτο νερϐ, μιςοκοιμιςμϋνοσ το μεγαλϑτερο διϊςτημα. ήταν βγόκα μποροϑςα να βαδύςω. Λιγϊκι . Πόγα ςε χειροπρακτικϐ. Μου εύπε ϐτι εύχα μετατϐπιςη τριϔν δύςκων και εξϊρθρωςη τησ ςπονδυλικόσ ςτόλησ χαμηλϊ ςτην πλϊτη. Με ρϔτηςε επύςησ αν ϋκανα προπϐνηςη για να μπω ςτην εθνικό ομϊδα τησ ϊρςησ βαρϔν. Σου εύπα ϐτι το ϋπαθα ςκϊβοντασ ςτον κόπο μου. Μου εύπε να πϊω ςτο Κϊνςασ ύτι. Πόγα. Κι ϋκανα εγχεύρηςη. ήταν ο αναιςθηςιολϐγοσ μου φϐρεςε τη λαςτιχϋνια μϊςκα που κϊλυψε το ςτϐμα και τη μϑτη μου, ϊκουςα τον Ντϐλαν να γελϊει απϐ το μαϑρο ςκοτϊδι και όμουν ςύγουροσ ϐτι θα πϋθαινα. Σο δωμϊτιο ϐπου ςυνόλθα απϐ τη νϊρκωςη όταν ντυμϋνο με πλακϊκια ςε ανοιχτϐ πρϊςινο χρϔμα. «Εύμαι ζωντανϐσ;» ρϔτηςα βραχνϊ. Ϊνασ νοςοκϐμοσ γϋλαςε. «Και βϋβαια». Αιςθϊνθηκα ϋνα χϋρι ςτο μϋτωπο μου. «Ϊχετε καεύ πολϑ ϊςχημα απϐ τον όλιο. θεϋ μου, τι κοκκύνιςμα! ασ πονϊει ό εύςτε ακϐμα μουδιαςμϋνοσ απϐ τη νϊρκωςη;» «Ακϐμα μουδιαςμϋνοσ», απϊντηςα. «Μιλοϑςα ϐταν όμουν ναρκωμϋνοσ;» «Ναι», εύπε ο νοςοκϐμοσ. Πϊγωςα ολϐκληροσ. Ψσ το μεδοϑλι. 90
«Σι ϋλεγα;» «Εύπατε, "Εύναι ςκοτϊδι εδϔ κϊτω. Βγϊλτε με ϋξω"», απϊντηςε ο νοςοκϐμοσ και ξαναγϋλαςε. «Α!» εύπα εγϔ. Δεν τον βρόκαν ποτϋ -τον Ντϐλαν. Η ανεμοθϑελλα. Η απροςδϐκητη ανεμοθϑελλα. Ξϋρω τι ακριβϔσ ϋγινε, αν και δεν τϐλμηςα ποτϋ να το ελϋγξω, ελπύζω να καταλαβαύνετε γιατύ. ΑΝ.ΟΔ. Σο θυμϊςτε; Ϊκαναν ανακαταςκευό οδοςτρϔματοσ. Η αμμοθϑελλα ϋθαψε ςχεδϐν ολϐκληρο το τμόμα τησ 71 που περιϋκλειε η παρακαμπτόριοσ. ήταν το ςυνεργεύο ξανϊπιαςε δουλειϊ, δεν μπόκαν ςτον κϐπο να καθαρύςουν αμϋςωσ ϐλο το δρϐμο απϐ τισ θύνεσ που εύχαν μαζευτεύ, αλλϊ το ϋκαναν καθϔσ προχωροϑςαν —γιατύ να βιαςτοϑν; Αφοϑ ο δρϐμοσ όταν αποκομμϋνοσ απϐ την κυκλοφορύα. Ϊτςι, ςόκωναν την ϊμμο καθϔσ ξανϊςτρωναν το παλιϐ οδϐςτρωμα. Κι αν ο οδηγϐσ τησ μπουλντϐζασ ϋτυχε να προςϋξει ϐτι η γεμϊτη ϊμμο ϊςφαλτοσ ςε ϋνα κομμϊτι του δρϐμου -ϋνα κομμϊτι γϑρω ςτα δϔδεκα μϋτρα μόκοσ— όταν ςπαςμϋνη ςε καθαρϊ, γεωμετρικϊ οχόματα, δεν εύπε ποτϋ κουβϋντα. άςωσ να όταν μαςτουρωμϋνοσ. Ϋ να ονειρευϐταν ϐτι θα ϋβγαινε με το «μωρϐ του» το βρϊδυ. ίςτερα τα ανατρεπϐμενα ϊδειαςαν φρϋςκο χαλύκι, που ςτη ςυνϋχεια ςτρϔθηκε και πατόθηκε απϐ τον κϑλινδρο. Μετϊ πϋραςε το ειδικϐ φορτηγϐ με το μεγϊλο ψεκαςτόρα ςτο πύςω μϋροσ ςκορπύζοντασ καυτό πύςςα. Κι αφοϑ ϋπηξε και ςταθεροποιόθηκε η καινοϑρια ϊςφαλτοσ, πϋραςε το ειδικϐ ϐχημα των διαγραμμύςεων, με τον οδηγϐ του να ςτρϋφεται κϊθε τϐςο να ελϋγξει αν η ϊςπρη διακεκομμϋνη γραμμό όταν απϐλυτα ευθεύα, ανύδεοσ φυςικϊ ϐτι περνοϑςε πϊνω απϐ μια γκρύζα Κϊντιλακ με τρεισ ανθρϔπουσ ςτο εςωτερικϐ τησ, ανύδεοσ ϐτι 91
εκεύ βαθιϊ ςτα ςκοτεινϊ υπόρχε ϋνα δαχτυλύδι με ρουμπύνι κι ϋνα χρυςϐ Ρϐλεξ που ακϐμα μετροϑςε τισ ϔρεσ. Αν όταν μια ςυνηθιςμϋνη Κϊντιλακ, ςύγουρα θα την εύχε ςυνθλύψει κϊποιο απϐ τα βαριϊ οχόματα που πϋραςαν απϐ πϊνω τησ. Σο ϐχημα θα βοϑλιαζε, θα ακουγϐταν ϋνα τρομερϐ τρύξιμο κι ϋνα τςοϑρμο εργϊτεσ θ' ϊρχιζαν να ςκϊβουν για να δουν τι -ό ποιοσ- υπόρχε μϋςα ςτο χϔμα. ήμωσ η Κϊντιλακ του Ντϐλαν όταν περιςςϐτερο τανκσ παρϊ αυτοκύνητο κι αυτό η προνοητικϐτητα του όταν ο κϑριοσ λϐγοσ που δεν τον βρόκαν ποτϋ. Αργϊ ό γρόγορα, βϋβαια, η Κϊντιλακ θα ςκουριϊςει και θα καταρρεϑςει κϊτω απϐ το βϊροσ κϊποιασ περαςτικόσ νταλύκασ. Σο επϐμενο αυτοκύνητο που θα περϊςει θα δει ϋνα μεγϊλο μακρϐςτενο ςπϊςιμο ςτη δυτικό λωρύδα τησ Εθνικόσ 71, θα ενημερωθεύ η Τπηρεςύα Οδοποιύασ και θ' αρχύςει καινοϑρια ΑΝ.ΟΔ. Αν ϐμωσ δεν τϑχει να βρύςκονται επιτϐπου εργϊτεσ κϊποιου ςυνεργεύου, για να παρατηρόςουν ϐτι το βϊροσ ενϐσ περαςτικοϑ οχόματοσ προκϊλεςε την καταβϑθιςη ενϐσ τμόματοσ του δρϐμου και να ςυμπερϊνουν ϐτι υπϊρχει κϊτι κοϑφιο απϐ κϊτω, τϐτε θα υποθϋςουν ϐτι το «βοϑλιαγμα», ϐπωσ το αποκαλοϑν, προκλόθηκε εύτε απϐ μικροςειςμϐ εύτε απϐ κατϊρρευςη τησ οροφόσ κϊποιου μικροϑ υπϐγειου κοιλϔματοσ, θα επιςκευϊςουν το δρϐμο και η ζωό θα ςυνεχιςτεύ. Φαρακτηρύςτηκε αγνοοϑμενοσ —ο Ντϐλαν. Φϑθηκαν μερικϊ δϊκρυα. Ϊνασ απϐ τουσ αρθρογρϊφουσ τησ Λασ Βϋγκασ αν υπαινύχθηκε ϐτι ο κϑριοσ Ντϐλαν ύςωσ να ϋπαιζε ντϐμινο ό μπιλιϊρδο με τον Σζύμι Φϐφα . άςωσ δεν απεύχε και πολϑ απϐ την αλόθεια.
Αμερικανόσ θγζτθσ του εργατικοφ κινιματοσ ο οποίοσ εξαφανίςτθκε το 1975 και κεωρείται ότι δολοφονικθκε (Σ.τ.Μ.).
92
Εύμαι καλϊ. Η πλϊτη μου εύναι πϊλι μια χαρϊ. Ϊχω πϊρει αυςτηρό εντολό απϐ τουσ γιατροϑσ να μη ςηκϔνω ποτϋ βαριϊ αντικεύμενα χωρύσ βοόθεια, αλλϊ φϋτοσ ϋχω μια φουρνιϊ απϐ πολϑ φιλϐτιμουσ μαθητϋσ ςτην τρύτη τϊξη και μου προςφϋρουν ϐςη βοόθεια χρειϊζομαι. Ϊχω περϊςει αρκετϋσ φορϋσ απϐ κεύνο το κομμϊτι τησ Εθνικόσ 71, με το καινοϑριο μου αυτοκύνητο. Μϊλιςτα, μια απ' αυτϋσ τισ φορϋσ ςταμϊτηςα, βγόκα (αφοϑ ςιγουρεϑτηκα ϐτι ο δρϐμοσ όταν ϊδειοσ και προσ τισ δυο κατευθϑνςεισ) κι ϋριξα ϋνα κατοϑρημα εκεύ που θυμϐμουν καλϊ ϐτι όταν Σο ημεύο. Δεν μπϐρεςα ϐμωσ να βγϊλω πολϑ πρϊμα, παρ' ϐλο που ϋνιωθα την κϑςτη μου φουςκωμϋνη, και ϐταν ςυνϋχιςα το δρϐμο μου το βλϋμμα μου ϋπεφτε ςυνεχϔσ ςτον καθρϋφτη. Βλϋπετε, μου εύχε καρφωθεύ ξανϊ η παρϊξενη ιδϋα ϐτι ο Ντϐλαν θα πεταγϐταν ξαφνικϊ απϐ το πύςω κϊθιςμα. Σο δϋρμα του θα όταν ξεραμϋνο πετςύ, κολλημϋνο ςτο κρανύο του ϐπωσ ςτισ μοϑμιεσ, τα μαλλιϊ του γεμϊτα ϊμμο, τα μϊτια και το χρυςϐ του Ρϐλεξ θα ϋλαμπαν. Αυτό όταν και η τελευταύα φορϊ που πϋραςα απϐ την Εθνικό 71. Σϔρα παύρνω πϊντα το Διαπολιτειακϐ ϐταν θϋλω να πϊω δυτικϊ. Και η Ελύζαμπεθ; ήπωσ και ο Ντϐλαν, ϋχει ςωπϊςει κι αυτό οριςτικϊ. Για μϋνα εύναι μεγϊλη ανακοϑφιςη.
93
Σο Σϋλοσ Κϊθε Δυςτυχύασ Θα ςασ μιλόςω για το τϋλοσ ϐλων των πολϋμων, για τον εκφυλιςμϐ τησ ανθρωπϐτητασ και για το θϊνατο του Μεςςύα. Εύναι ϋνα πραγματικϐ ϋποσ, που θα του ϊξιζαν χιλιϊδεσ ςελύδεσ κι ϋνα ολϐκληρο ρϊφι απϐ τϐμουσ, αλλϊ δυςτυχϔσ εςεύσ (αν υπϊρξει κϊποιοσ απϐ «εςϊσ» αργϐτερα να τα διαβϊςει ϐλα αυτϊ) θα πρϋπει αναγκαςτικϊ να βολευτεύτε με την περιληπτικό εκδοχό τησ ιςτορύασ. Η ενδοφλϋβια ϋνεςη ενεργεύ ταχϑτατα. Τπολογύζω ϐτι μου απομϋνει κϊτι ανϊμεςα ςε ςαρϊντα πϋντε λεπτϊ και δυο ϔρεσ, ανϊλογα με την ομϊδα αύματοσ που ανόκω. Νομύζω ϐτι εύμαι τησ ομϊδασ Α, που ςημαύνει ϐτι κερδύζω κϊποιο χρϐνο, αλλϊ να με πϊρει ο διϊβολοσ αν θυμϊμαι. Ϊτςι και εύμαι τησ ομϊδασ Ο, προετοιμϊςου για μπϐλικεσ λευκϋσ ςελύδεσ, υποθετικϋ μου φύλε. Για κϊθε ενδεχϐμενο, ασ υποθϋςω το χειρϐτερο κι ασ κϊνω ϐςο πιο γρόγορα μπορϔ. Φρηςιμοποιϔ την ηλεκτρικό γραφομηχανό. Ο υπολογιςτόσ του Μπομπ εύναι πολϑ ταχϑτεροσ, αλλϊ ο κϑκλοσ τησ γεννότριασ εύναι πολϑ ανϔμαλοσ για να τον εμπιςτευτϔ, ακϐμη και με το ςταθεροποιητό τησ τϊςησ. Αυτό εύναι η μοναδικό μου ευκαιρύα να τα καταγρϊψω. Δε θα διακινδυνεϑςω εκεύ που θα κοντεϑω να τελειϔςω να δω ξαφνικϊ το γραπτϐ μου ν' αποδημεύ ςτον παρϊδειςο τησ πληροφορικόσ απϐ μια πτϔςη τϊςησ ό απϐ μια ϊνοδο τϐςο απϐτομη, που ο ςταθεροποιητόσ δε θα μπορϋςει να την αντιμετωπύςει. Ονομϊζομαι Φϊουαρντ Υορνϐι. Ϋμουν ςυγγραφϋασ. Ο αδερφϐσ μου, ο Ρϐμπερτ Υορνϐι, όταν ο Μεςςύασ. Σον ςκϐτωςα εγϔ, κϊνοντασ του πριν απϐ τϋςςερισ ϔρεσ μια ενδοφλϋβια ϋνεςη με την ουςύα που ο ύδιοσ εύχε ανακαλϑψει. Εκεύνοσ την αποκαλοϑςε Σο Καταπραϒντικϐ. Σο Μϋγα Λϊθοσ εύναι πιο 94
εϑςτοχη ονομαςύα, αλλϊ δυςτυχϔσ ϐ,τι ϋγινε ϋγινε και δεν ξεγύνεται, ϐπωσ λϋνε οι Ιρλανδού αιϔνεσ τϔρα... πρϊγμα που αποδεικνϑει τι μεγϊλοι μαλϊκεσ εύναι. Να πϊρει, δεν ϋχω περιθϔρια για παρεκβϊςεισ. Λοιπϐν, αφοϑ πϋθανε ο Μπϐμπι, τον ςκϋπαςα μ' ϋνα πϊπλωμα, πόγα ςτο καθιςτικϐ του μικροϑ εξοχικοϑ μασ και κϊθιςα τρεισ ολϐκληρεσ ϔρεσ ςτο μοναδικϐ καναπϋ, φϊτςα ςτο παρϊθυρο, κοιτϊζοντασ το δϊςοσ. υνόθωσ ϋβλεπεσ την πορτοκαλιϊ ανταϑγεια που ςκϐρπιζαν οι μεγϊλεσ λϊμπεσ βολταώκοϑ τϐξου απϐ τουσ δρϐμουσ του Νορθ ΚϐνγουεϏ, αλλϊ ϐχι πια. Σϔρα φαύνονται μϐνο τα Λευκϊ ήρη, ςαν μαϑρα τρύγωνα απϐ κατςαρϐ χαρτύ κομμϋνο απϐ παιδικϐ χϋρι, κϊτω απϐ τα ϊψυχα ϊςτρα. Ωνοιξα το ραδιϐφωνο, ϋψαξα τϋςςερισ μπϊντεσ ςυχνοτότων, βρόκα μϐνο ϋναν τρελαμϋνο τϑπο να εκπϋμπει αςυναρτηςύεσ και το ξανϊκλειςα. Κϊθιςα εκεύ και ςκεφτϐμουν τρϐπουσ να πω αυτό την ιςτορύα. Σο μυαλϐ μου λοξοδρομοϑςε ςυνϋχεια προσ ϐλα εκεύνα τα ατϋλειωτα μύλια του πευκοδϊςουσ, προσ ϐλο εκεύνο το τύποτα. Σελικϊ ςυνειδητοπούηςα ϐτι ϋπρεπε να ξεκολλόςω και πετϊχτηκα πϊνω. κατϊ. Ποτϋ δεν μπϐρεςα να δουλϋψω χωρύσ την πύεςη τησ χρονικόσ προθεςμύασ. Και τϔρα, μϊρτυσ μου ο θεϐσ, ϋχω μύα που με πιϋζει πολϑ. Οι γονεύσ μασ δεν εύχαν κανϋνα λϐγο να περιμϋνουν κϊτι λιγϐτερο απ' αυτϐ που απϋκτηςαν: ϋξυπνα παιδιϊ. Ο μπαμπϊσ ϋκανε διδακτορικϐ ςτην ιςτορύα κι ϋγινε καθηγητόσ ςτο Φϐφςτρα ςτα τριϊντα του. Δϋκα χρϐνια αργϐτερα όταν ϋνασ απϐ τουσ ϋξι αντιπροϋδρουσ τησ Τπηρεςύασ Εθνικϔν Αρχεύων ςτην Ουϊςιγκτον και υποψόφιοσ για την προεδρύα. Ϋταν επύςησ απύθανοσ τϑποσ —εύχε ϐλουσ τουσ δύςκουσ του Σςακ Μπϋρι και ο ύδιοσ ϋπαιζε απύθανη κιθϊρα. Ο μπαμπϊσ μου τη μϋρα όταν καθηγητόσ και τη νϑχτα μπλουζύςτασ. 95
Η μαμϊ αποφούτηςε με λύαν καλϔσ απϐ το Ντριου. Σο ςόμα με τα αρχικϊ τησ αδελφϐτητασ του κολεγύου τησ το φοροϑςε καμιϊ φορϊ ς' εκεύνο το χύπικο, πϊνινο καπϋλο που όταν το αγαπημϋνο τησ. Ϊπιαςε δουλειϊ ωσ αςκοϑμενη ςε εταιρεύα ορκωτϔν λογιςτϔν, γνϔριςε τον πατϋρα μου, τον παντρεϑτηκε και πόρε την ϊδεια ϊςκηςησ επαγγϋλματοσ ϐταν όταν όδη ϋγκυοσ ςτον υποφαινϐμενο. Εγϔ ϋςκαςα μϑτη το 1980. Σο '84 η μαμϊ ανϋλαβε τα φορολογικϊ μερικϔν ςυναδϋλφων του πατϋρα μου —«μικρϐ τησ χϐμπι» το αποκαλοϑςε. Ψσ το 1987, τη χρονιϊ που γεννόθηκε ο Μπϐμπι, η μαμϊ ϋλεγχε τα λογιςτικϊ βιβλύα, τουσ φακϋλουσ επενδϑςεων και τισ αγοραπωληςύεσ ακινότων μιασ ντουζύνασ ιςχυρϔν ανθρϔπων, θα μποροϑςα να τουσ κατονομϊςω, αλλϊ τι νϐημα ϋχει τϔρα πια; Αν δεν εύναι όδη νεκρού, θα περιφϋρονται μοιρολογϔντασ ςαν κρετύνοι. Νομύζω ϐτι με το «μικρϐ τησ χϐμπι» η μαμϊ κϋρδιζε περιςςϐτερα απ' ϐςα ϋβγαζε ο πατϋρασ μου το χρϐνο, αλλϊ αυτϐ ποτϋ δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα —όταν ευχαριςτημϋνοι, ο καθϋνασ με τον εαυτϐ του και ο ϋνασ με τον ϊλλο. Σουσ εύχα δει ν' αρπϊζονται αρκετϋσ φορϋσ, αλλϊ ποτϋ να τςακϔνονται ςοβαρϊ. Καθϔσ μεγϊλωνα, η μϐνη διαφορϊ που ϋβλεπα ανϊμεςα ςτη μητϋρα μου και ςτισ μητϋρεσ των φύλων μου όταν ϐτι οι μανϊδεσ των ϊλλων διϊβαζαν ό ςιδϋρωναν ό μιλοϑςαν ςτο τηλϋφωνο ϐςο παύζονταν οι ςαπουνϐπερεσ ςτο χαζοκοϑτι, ενϔ η δικό μου χειριζϐταν ϋνα κομπιουτερϊκι κι ϋγραφε νοϑμερα ςε κϊτι μεγϊλα πρϊςινα χαρτιϊ ϐςο παύζονταν οι ςαπουνϐπερεσ ςτο χαζοκοϑτι. Ψσ γιοσ δεν απογοότευςα αυτοϑσ τουσ δυο ανθρϔπουσ που εύχαν ςτα πορτοφϐλια τουσ τη χρυςό κϊρτα τησ ΜΕΝΑ. Η καριϋρα μου ςτο δημοτικϐ ςχολεύο ςτϋφθηκε απϐ ελϋγχουσ γεμϊτουσ Α και Β (μιλϊω για δημϐςιο ςχολεύο, γιατύ η ιδϋα να φοιτόςουμε εγϔ ό ο αδερφϐσ μου ςε ιδιωτικϐ δε ςυζητόθηκε ποτϋ, απ' ϐςο ξϋρω). Ωρχιςα επύςησ να γρϊφω απϐ πολϑ νωρύσ 96
χωρύσ καμιϊ ιδιαύτερη προςπϊθεια. Σο πρϔτο μου ϊρθρο δημοςιεϑτηκε ϐταν μπόκα ςτα εύκοςι -αφοροϑςε τη διαχεύμαςη του ςτρατοϑ ξηρϊσ ςτο Βϊλει Υοργκ. Σο ποϑληςα ςτο περιοδικϐ μιασ αεροπορικόσ εταιρεύασ για τετρακϐςια πενόντα δολϊρια. Ο μπαμπϊσ μου, που τον αγαποϑςα βαθιϊ, με ρϔτηςε αν γινϐταν να μου εξαγορϊςει αυτό την επιταγό. Μου ϋκοψε μια δικό του ςτο ύδιο ποςϐν κι αυτό του περιοδικοϑ την καδρϊριςε και την κρϋμαςε πϊνω απϐ το γραφεύο του. Μια ρομαντικό μεγαλοφυύα, αν θϋλετε. Μια ρομαντικό μεγαλοφυύα που ϋπαιζε μπλουζ, αν προτιμϊτε. ασ το λϋω να το ξϋρετε, ο πατϋρασ όταν ϋνα μεγϊλο παιδύ κατϊ βϊθοσ. Δε ζει πια. Αυτϐσ και η μητϋρα μου πϋθαναν γϑρω ςτα τϋλη τησ περαςμϋνησ χρονιϊσ, ξεμωραμϋνοι και οι δυο ϐπωσ και ϐλοι οι υπϐλοιποι κϊτοικοι του ςτρογγυλοϑ μασ πλανότη, που περιφϋρονταν ϊςκοπα παραληρϔντασ και κατουρϔντασ τα βρακιϊ τουσ. Δεν ϋχω πϊψει να τουσ θυμϊμαι και να τουσ αγαπϔ βαθιϊ. Ϋμουν το εύδοσ του γιου που οι γονεύσ μου εύχαν κϊθε λϐγο να περιμϋνουν ν' αποκτόςουν —καλϐ, υπϊκουο παιδύ, με γερϐ μυαλϐ, ϋνα ταλαντοϑχο αγϐρι με πρϐωρη ωριμϐτητα που μεγϊλωνε μϋςα ςε ατμϐςφαιρα αγϊπησ κι εμπιςτοςϑνησ, παιδύ που λϊτρευε και ςεβϐταν τον μπαμπϊ του και τη μαμϊ του. Ο Μπϐμπι όταν διαφορετικϐσ. Κανϋνασ, οϑτε καν ιδιοφυϏεσ ςαν τουσ δικοϑσ μασ γονεύσ, δεν εϑχεται ποτϋ ν' αποκτόςει ϋνα παιδύ ςαν τον Μπϐμπι. Οϑτε γι' αςτεύο. Ϊμαθα να κϊνω τα τςύςα μου ςτο γιογιϐ δυο χρϐνια νωρύτερα απ' ϐ,τι ο Μπϐμπι κι αυτϐ όταν το μοναδικϐ πρϊγμα ςτο οπούο τον ξεπϋραςα. ήμωσ, ποτϋ δεν τον ζόλεψα. Απϐ ϋνα ςημεύο και πϋρα οι ςυγκρύςεισ που προκαλοϑν το αύςθημα τησ ζόλιασ απλϔσ παϑουν να υπϊρχουν. Σο ϋζηςα και μπορϔ να ςασ διαβεβαιϔςω: απϐ ϋνα ςημεύο και πϋρα ςτϋκεςαι απλϔσ παρϊμερα και ςκεπϊζεισ τα μϊτια ςου για να μην τυφλωθεύσ απϐ τη λϊμψη. 97
Δϑο χρονϔν, ο Μπϐμπι διϊβαζε κανονικϊ και ςτα τρύα του εύχε όδη αρχύςει να γρϊφει μικρϋσ εκθεςοϑλεσ ϐπωσ «Ο κϑλοσ μασ» ό «Σαξύδι με τη Μαμϊ ςτη Βοςτϐνη». την ϐψη, τα γραπτϊ του ϋμοιαζαν με τα ϊτακτα, αςϑνδετα, ςτραβογραμμϋνα ορνιθοςκαλύςματα που βλϋπει κανεύσ ςτα τετρϊδια των μαθητϔν τησ πρϔτησ δημοτικοϑ κι αυτϐ όταν όδη εκπληκτικϐ. Σο πιο εκπληκτικϐ ϐμωσ όταν ϐτι τα κεύμενα αυτϊ, αν τα ϋβλεπε κϊποιοσ γραμμϋνα κανονικϊ ϔςτε να μην επηρεϊζεται απϐ τον ακατϋργαςτο γραφικϐ χαρακτόρα, θα νϐμιζε ϐτι διαβϊζει την εργαςύα ενϐσ πανϋξυπνου, αν και εξαιρετικϊ αφελό για την ηλικύα του μαθητό τησ πϋμπτησ δημοτικοϑ. Ο Μπϐμπι πϋραςε με ιλιγγιϔδη ταχϑτητα απϐ τισ απλϋσ φρϊςεισ ςτισ ςϑνθετεσ, ςυλλαμβϊνοντασ τισ κϑριεσ, τισ δευτερεϑουςεσ και τισ παρενθετικϋσ προτϊςεισ με μια ευκολύα που φαινϐταν ςχεδϐν εξωπραγματικό. Μερικϋσ φορϋσ η ςϑνταξη του όταν κϊπωσ ςτρυφνό και οι προςδιοριςμού ςε λϊθοσ θϋςη, αλλϊ κι αυτϊ τα ελαττϔματα -που ταλαιπωροϑν τουσ περιςςϐτερουσ ςυγγραφεύσ ςε ϐλη τη ζωό τουσ- κατϊφερε να τα δαμϊςει απϐλυτα ςε ηλικύα μϐλισ πϋντε ετϔν. Ωρχιςε να ϋχει πονοκεφϊλουσ. Οι γονεύσ μου φοβόθηκαν ϐτι ϋπαςχε απϐ κϊτι πολϑ ςοβαρϐ -ϐγκο ςτον εγκϋφαλο, ύςωσκαι τον πόγαν ς' ϋνα γιατρϐ που τον εξϋταςε ςχολαςτικϊ, τον ακροϊςτηκε ακϐμη ςχολαςτικϐτερα κι ανακούνωςε τελικϊ ςτουσ γονεύσ μου ϐτι ο Μπϐμπι δεν εύχε κανενϐσ εύδουσ πρϐβλημα, εκτϐσ απϐ ϊγχοσ· βριςκϐταν ςυνεχϔσ ςε κατϊςταςη ϋντονου εκνευριςμοϑ, επειδό, ϐταν ϋγραφε, το χϋρι του δε δοϑλευε τϐςο καλϊ και γρόγορα ϐςο το μυαλϐ τ ου. «Σο παιδύ ςασ υποφϋρει απϐ διανοητικό πϋτρα ςτα νεφρϊ», εύπε ο γιατρϐσ. «Μπορϔ να ςασ γρϊψω κϊτι για τον πονοκϋφαλο, αλλϊ το φϊρμακο που του χρειϊζεται πραγματικϊ εύναι μια γραφομηχανό». Ϊτςι η μαμϊ και ο μπαμπϊσ αγϐραςαν ςτον Μπϐμπι ϋναν IBM. Ενα χρϐνο αργϐτερα του χϊριςαν για τα 98
Φριςτοϑγεννα ϋναν Κϐμοντορ 64 με πρϐγραμμα επεξεργαςύασ κειμϋνου και οι πονοκϋφαλοι του Μπϐμπι εξαφανύςτηκαν οριςτικϊ. Πριν περϊςω ςε ϊλλα θϋματα, θϋλω μϐνο να προςθϋςω ϐτι, για τα επϐμενα τρύα χρϐνια, ο Μπϐμπι πύςτευε ϐτι τον «λεξοπλϊςτη» τον εύχε αφόςει ο Αώ-Βαςύλησ κϊτω απϐ το δϋντρο μασ. Σϔρα που το ςκϋφτομαι, εύχα ξεπερϊςει τον Μπϐμπι και ςε ϋνα ϊλλο πρϊγμα: εύχα πϊψει να πιςτεϑω ςτον ΑϏ-Βαςύλη πολϑ νωρύτερα απ' αυτϐν. θα μποροϑςα να ςασ πω πϊρα πολλϊ για τα παιδικϊ μασ χρϐνια και μϊλλον επιβϊλλεται να το κϊνω, αλλϊ θα πρϋπει να εύμαι επιλεκτικϐσ και ςϑντομοσ. Η χρονικό προθεςμύα, βλϋπετε. Αχ, αυτό η χρονικό προθεςμύα! Διϊβαςα κϊποτε ϋνα πολϑ αςτεύο κομμϊτι με τύτλο «Η Ωλλη ήψη του ήςα Παύρνει ο Ωνεμοσ» κι ϋλεγε πϊνω κϊτω τα εξόσ: «Πϐλεμοσ;» εύπε γελϔντασ η κϊρλετ. «Ψ, τρα λα λα!» «Μπουμ! Ο Ωςλεώ πόγε ςτον πϐλεμο! Η Ατλϊντα καύγεται! Ο Ρετ μπόκε μϋςα ςτην πϐλη και ξαναβγόκε!» «Ψ, τρα λα λα!» εύπε η κϊρλετ μϋςα απϐ τα δϊκρυϊ τησ. «Θα ςκοτιςτϔ αϑριο, αϑριο που θα εύναι μια καινοϑρια μϋρα». Εύχα γελϊςει με την καρδιϊ μου ϐταν το διϊβαςα. Σϔρα που αντιμετωπύζω την ανϊγκη να γρϊψω κϊτι παρϐμοιο δεν το βρύςκω και τϐςο αςτεύο. Αλλϊ, να πϔσ θα μποροϑςε να όταν, αναλογικϊ: «Παιδύ με δεύκτη νοημοςϑνησ που εύναι αδϑνατον να μετρηθεύ με τα υπϊρχοντα τεςτ;» εύπε χαμογελϔντασ η άντια Υορνϐι ςτον αφοςιωμϋνο ςϑζυγϐ τησ Ρύτςαρντ. «Σρα λα λα! θα του εξαςφαλύςουμε μια ατμϐςφαιρα ςτην οπούα η εξαιρετικό νοημοςϑνη του - για να μην αναφϋρουμε κι εκεύνη του κϊθεϊλλο-παρϊ-κοντοϑ αδερφοϑ του— θα μπορϋςει ν' ανθύςει. Και θ' αναθρϋψουμε και τουσ δυο γιουσ που μασ χϊριςε ο θεϐσ ςαν καλϊ, φυςιολογικϊ αμερικανϊκια!» 99
Μπουμ! Οι νεαρού Υορνϐι μεγϊλωςαν! Ο Φϊουαρντ πόγε ςτο Πανεπιςτόμιο τησ Βιρτζύνια, αποφούτηςε με ϊριςτα και ϋκανε καριϋρα ωσ ελεϑθεροσ αρθρογρϊφοσ. Ϊβγαλε λεφτϊ! Βγόκε με πολλϋσ γυναύκεσ και κοιμόθηκε με αρκετϋσ απ' αυτϋσ! Κατϊφερε ν' αποφϑγει τισ κοινωνικϋσ αςθϋνειεσ, τϐςο τισ ςεξουαλικϋσ ϐςο και τισ ψυχολογικϋσ! Αγϐραςε ςτερεοφωνικϐ Μιτςουμπύςι! Ϊγραφε ςτουσ γονεύσ του τουλϊχιςτον μια φορϊ τη βδομϊδα! Εξϋδωςε δυο μυθιςτορόματα που πόγαν πολϑ καλϊ! «Σρα λα λα», εύπε ο Φϊουαρντ. «Αυτό εύναι ζωό για μϋνα». Και όταν ϐντωσ, τουλϊχιςτον ωσ τη μϋρα που εμφανύςτηκε αναπϊντεχα ο Μπϐμπι (η προςωποπούηςη τησ παραδοςιακόσ εικϐνασ του τρελοϑ επιςτόμονα) με τα δυο γυϊλινα βϊζα του, το ϋνα με μια μελιςςοφωλιϊ και το ϊλλο με μια ςφηκοφωλιϊ, με το κολεγιακϐ μπλουζϊκι του φορεμϋνο τα μϋςα ϋξω, ϋτοιμοσ να καταςτρϋψει την ανθρϔπινη νϐηςη κι ευτυχιςμϋνοσ ςαν αχιβϊδα την εποχό τησ ϊμπωτησ. Σϑποι ςαν τον αδερφϐ μου τον Μπϐμπι ξεφυτρϔνουν ϋνασ κϊθε δυο ό τρεισ γενιϋσ, νομύζω -τϑποι ςαν τον Λεονϊρντο ντα Βύντςι, το Νεϑτωνα, τον Αώνςτϊιν, τον Εντιςον ύςωσ. ήλοι τουσ φαύνεται να ϋχουν ϋνα πρϊγμα κοινϐ: εύναι ςαν τερϊςτιεσ πυξύδεσ που ςτριφογυρύζουν ϊςκοπα για πολϑ καιρϐ, αναζητϔντασ ϋναν αληθινϐ Βορρϊ, ςτον οπούο θα καρφωθοϑν τελικϊ με τρομακτικό ϋνταςη κι επιμονό. Πριν τουσ ςυμβεύ αυτϐ, αυτού οι τϑποι ϋχουν την τϊςη να ςκαρϔνουν διϊφορα αλλϐκοτα πρϊγματα και ο Μπϐμπι δεν αποτϋλεςε εξαύρεςη. ήταν όταν οχτϔ χρονϔν κι εγϔ δεκαπϋντε, όρθε μια μϋρα και μου εύπε ϐτι εύχε εφεϑρει ϋνα αεροπλϊνο. Ϋδη τον όξερα πολϑ καλϊ τον Μπϐμπι για να του πω «Βλακεύεσ» και να τον ξαποςτεύλω με μια κλοτςιϊ απϐ το δωμϊτιο μου. Πόγα μαζύ του ςτο γκαρϊζ. Πϊνω ςτο κϐκκινο, ξϑλινο βαγονϊκι του εύχε ςτόςει ϋνα μαραφϋτι φτιαγμϋνο απϐ κϐντρα πλακϋ. Ϊμοιαζε κϊπωσ με καταδιωκτικϐ, αλλϊ τα φτερϊ εύχαν κλύςη προσ τα εμπρϐσ αντύ 100
προσ τα πύςω. το κϋντρο τησ καταςκευόσ εύχε μαντϊρει τη ςϋλα απϐ το κουνιςτϐ αλογϊκι του, ςτερεωμϋνη με τρεισ βύδεσ. τη μια πλευρϊ εύχε βϊλει ϋνα λεβιϋ. Κινητόρασ δεν υπόρχε. Ο Μπϐμπι μου δόλωςε ϐτι όταν ανεμοπλϊνο και μου ζότηςε να τον ςπρϔξω απϐ την κορυφό του λϐφου Κϊριγκαν, την πιο απϐτομη κατηφοριϊ του Γκραντ Παρκ τησ Ουϊςιγκτον, ςτην οπούα υπόρχε ϋνασ τςιμεντϋνιοσ διϊδρομοσ για να μποροϑν να κατεβαύνουν οι γϋροι και οι ανϊπηροι με τα καροτςϊκια. Αυτϐσ, κατϊ τον Μπϐμπι, θα όταν ο διϊδρομοσ απογεύωςησ. «Μπϐμπι», εύπα εγϔ, «ϋχεισ κολλόςει ανϊποδα τα φτερϊ ςτο αεροπλϊνο ςου». «ήχι», αποκρύθηκε ο Μπϐμπι. «Ϊτςι πρϋπει να εύναι. Εύδα ϋνα ντοκιμαντϋρ για τα γερϊκια ςτη ςειρϊ Ωγρια Υϑςη. Βουτϊνε να πιϊςουν τη λεύα τουσ και ϑςτερα γυρύζουν ανϊποδα τα φτερϊ τουσ για ν' ανεβοϑν ξανϊ. Ϊχουν διπλό ϊρθρωςη, κατϊλαβεσ; Ϊτςι ςηκϔνονται ςτον αϋρα ευκολϐτερα». «Σϐτε, γιατύ δεν τα φτιϊχνει και η πολεμικό αεροπορύα ϋτςι τ' αεροπλϊνα;» ρϔτηςα, αγνοϔντασ ο μωρϐσ ϐτι τϐςο η αμερικανικό ϐςο και η ρωςικό πολεμικό αεροπορύα εύχαν ςτο πρϐγραμμα μελϋτησ και ςχεδιαςμοϑ τουσ τϋτοια μαχητικϊ με κλύςη φτερϔν προσ τα εμπρϐσ. Ο Μπϐμπι απλϔσ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Δεν όξερε οϑτε και τον ϋνοιαζε. Πόγαμε ωσ το λϐφο Κϊριγκαν και ο Μπϐμπι ςκαρφϊλωςε ςτη ςϋλα του κουνιςτοϑ αλϐγου και χοϑφτωςε το λεβιϋ. «πρϔξε δυνατϊ», μου εύπε. Σα μϊτια του εύχαν εκεύνη την τρελό λϊμψη που όξερα τϐςο καλϊ —Φριςτϋ μου, τα μϊτια του γυϊλιζαν ϋτςι μερικϋσ φορϋσ, ακϐμα κι ϐταν όταν μωρϐ ςτην κοϑνια! ήμωσ, ορκύζομαι ςτο θεϐ, δε θα τον ϋςπρωχνα ποτϋ ςτον τςιμεντϋνιο διϊδρομο τϐςο δυνατϊ ϐςο τον ϋςπρωξα, αν εύχα πιςτϋψει ϋςτω και για μια ςτιγμό ϐτι εκεύνο το καταςκεϑαςμα όταν δυνατϐν να πετϊξει. 101
Αλλϊ, επειδό δεν όξερα, του ϋδωςα μια διαβολεμϋνη ςπρωξιϊ. Ωρχιςε να κυλϊει ςτην κατηφϐρα, τςιρύζοντασ ςαν καουμπϐι που ϋχει μαζϋψει το κοπϊδι και τρϋχει ςτο ςαλοϑν για μια παγωμϋνη μπιρύτςα. Μια ηλικιωμϋνη κυρύα ϋκανε βουτιϊ ςτο πλϊι για να τον αποφϑγει κι ϋνασ παπποϑλησ με μπαςτοϑνι παραλύγο να πϋςει καθϔσ ο Μπϐμπι πϋραςε ξυςτϊ απϐ δύπλα του. τα μιςϊ του κατόφορου ο αδερφοϑλησ μου τρϊβηξε το λεβιϋ κι εγϔ, με τα μϊτια γουρλωμϋνα απϐ τρομϊρα και κατϊπληξη, εύδα το απύςτευτο ξϑλινο αεροπλανϊκι να αποχωρύζεται απϐ το βαγονϋτο. την αρχό υψϔθηκε μϐνο μερικοϑσ πϐντουσ και για μια ςτιγμό φϊνηκε ςαν να όταν ϋτοιμο να ξαναπϋςει ςτη θϋςη του. ίςτερα φϑςηξε ϋνα ρεϑμα αϋρα και το αεροπλϊνο του Μπϐμπι ςηκϔθηκε ψηλϊ ςαν να το τραβοϑςε ϋνα αϐρατο καλϔδιο. Σο κϐκκινο βαγονϋτο ξϋφυγε απϐ τον τςιμεντϋνιο διϊδρομο κι ϋπεςε μϋςα ςε κϊτι θϊμνουσ. Κι εντελϔσ ξαφνικϊ ο Μπϐμπι βρϋθηκε τρύα μϋτρα ψηλϊ ςτον αϋρα, ϑςτερα ϋξι και ϑςτερα δεκαπϋντε. Γλιςτροϑςε ςτον ουρανϐ πϊνω απϐ το Γκραντ Παρκ ςε ςταθερϊ ανοδικό τροχιϊ, τςιρύζοντασ ενθουςιαςμϋνοσ. Ϊτρεξα ςτο κατϐπι του ουρλιϊζοντασ του να κατεβεύ, ενϔ τον ϋβλεπα κιϐλασ με το νου μου να τουμπϊρει απϐ κεύνη τη γελούα ςϋλα του ξϑλινου αλϐγου και να καρφϔνεται ςαν ςφαχτϊρι ςε κϊποιο ςουβλερϐ κλαδύ, να τςακύζεται πϊνω ςε ϋνα απϐ τα πολλϊ αγϊλματα του πϊρκου. Δε φαντϊςτηκα απλϔσ την κηδεύα του αδερφοϑ μου· ςασ διαβεβαιϔνω, την ϋζηςα. «ΜΠΟΜΠΙ!» οϑρλιαξα. «ΚΑΣΕΒΑ ΚΑΣΨ!» «ΟΤΑΑΑΑΟΤΟΤΟΤ!» όταν η απϊντηςη του Μπϐμπι, μακρινό αλλϊ καθαρϊ ενθουςιϔδησ. αςτιςμϋνοι ςκακιςτϋσ, ϊνθρωποι που ϋπαιζαν φρύςμπι, αναγνϔςτεσ βιβλύων, ζευγαρϊκια και αθλοϑμενοι δρομεύσ ςταμϊτηςαν ϐ,τι ϋκαναν για να παρακολουθόςουν τη ςκηνό. 102
«ΜΠΟΜΠΙ, ΑΤΣΟ ΣΟ ΚΑΣΟΠΡΑΜΑ ΔΕΝ ΕΦΕΙ ΖΨΝΗ ΑΥΑΛΕΙΑ!» οϑρλιαξα. Ϋταν η πρϔτη φορϊ που φϔναζα μια κακό λϋξη δημϐςια, απ' ϐςο θυμϊμαι. «Εύειειμαι εντϊξειειειει...» Ο Μπϐμπι φϔναζε με ϐλη του τη δϑναμη κι εγϔ ςυνειδητοπούηςα ϋντρομοσ ϐτι μϐλισ που τον ϊκουγα. Κατϋβηκα το λϐφο Κϊριγκαν, τρϋχοντασ ςαν τρελϐσ και ουρλιϊζοντασ ς' ϐλο το δρϐμο. Δε θυμϊμαι λϋξη απ' ϐςα φϔναζα, αλλϊ την επϐμενη μϋρα δεν μποροϑςα να μιλόςω οϑτε ψιθυριςτϊ, θυμϊμαι, ωςτϐςο, ϐτι προςπϋραςα ϋναν κοςτουμαριςμϋνο νεαρϐ που ςτεκϐταν κϊτω απϐ το ϊγαλμα τησ Ελινορ Ροϑςβελτ ςτο τϋρμα τησ λοφοπλαγιϊσ. Ο τϑποσ με κούταξε και εύπε ςε φιλικϐ τϐνο: «Ξϋρεισ κϊτι, μικρϋ; Δεν πρϐκειται να ξαναπιϔ ςταγϐνα!» Θυμϊμαι την παρϊξενη, παραμορφωμϋνη ςκιϊ του «αεροπλϊνου» να γλιςτρϊει πϊνω ςτην πρϊςινη ϋκταςη του πϊρκου, να χοροπηδϊει και να τραμπαλύζεται ςαρϔνοντασ βραγιϋσ και κϊλαθουσ αχρόςτων επύςησ, θυμϊμαι τα ςτραμμϋνα ςτον ουρανϐ πρϐςωπα αυτϔν που παρακολουθοϑςαν. θυμϊμαι ϐτι κυνηγοϑςα τη ςκιϊ. θυμϊμαι ακϐμα ϐτι ςκεφτϐμουν την ϋκφραςη που θα ϋπαιρνε το πρϐςωπο τησ μητϋρασ μου ϐταν θα τησ ϋλεγα ϐτι το αεροπλϊνο του Μπϐμπι, που δεν εύχε καμιϊ δουλειϊ να υπϊρχει αρχικϊ, αναποδογϑριςε ςτον αϋρα απϐ μια ξαφνικό ριπό του ανϋμου και ϐτι ο Μπϐμπι εύχε τελειϔςει τη ςϑντομη αλλϊ λαμπρό καριϋρα του ςτην αεροπλοϏα ωσ χαλκομανύα ςτην οδϐ Ντι. Θα όταν ύςωσ καλϑτερα για ϐλουσ μασ αν εύχαν εξελιχθεύ ϋτςι τα πρϊγματα, αλλϊ δεν εξελύχθηκαν ϋτςι. Αντύ να τςακιςτεύ, ο Μπϐμπι ξαναγϑριςε προσ το λϐφο Κϊριγκαν, πιαςμϋνοσ ανϋμελα απϐ την ουρϊ του ςκϊφουσ του για να μην πϋςει απϐ το καταςκεϑαςμα του διαβϐλου και το οδόγηςε πϊνω απϐ τη λιμνοϑλα, ςτο κϋντρο του Γκραντ Παρκ. Κατϋβηκε ςτο ενϊμιςι μϋτρο απϐ το νερϐ, ϑςτερα ςτο ϋνα και 103
μετϊ... ϋκανε ςκι ςτην επιφϊνεια με τα αθλητικϊ παποϑτςια του, τινϊζοντασ δυο ψηλοϑσ πύδακεσ δεξιϊ κι αριςτερϊ του, ταρϊςςοντασ τισ μακϊριεσ και παραταϏςμϋνεσ πϊπιεσ που ξεςηκϔνονταν κρϔζοντασ αγανακτιςμϋνεσ κατϊ μπουλοϑκια ςτο πϋραςμα του και γελϔντασ μ' εκεύνο το κατςαρϐ γϋλιο του. ταμϊτηςε ςτην απϋναντι ϐχθη ϐταν ςφηνϔθηκε ανϊμεςα ςε δυο παγκϊκια, που μϊγκωςαν και τςϊκιςαν και τα δυο φτερϊ του ςκϊφουσ του. Ο Μπϐμπι ξεκαβϊληςε τη ςϋλα, κοπϊνηςε το κοϑτελο του με τη γροθιϊ του κι ϊρχιςε να ςκοϑζει. Αυτό όταν η ζωό με τον Μπϐμπι. ήχι πωσ όταν ϐλα τϐςο θεαματικϊ —για να λϋμε την αλόθεια, τύποτα δεν όταν θεαματικϐ... τουλϊχιςτον μϋχρι Σο Καταπραϒντικϐ. ήμωσ, ςασ διηγόθηκα αυτό την ιςτορύα γιατύ πιςτεϑω ϐτι, ςτην περύπτωςη του αδερφοϑ μου, το ακραύο παρϊδειγμα ςκιαγραφεύ καλϑτερα το ςυνηθιςμϋνο· η ζωό με τον Μπϐμπι όταν μια ςυνεχόσ παρϊνοια. ε ηλικύα εννιϊ χρονϔν παρακολουθοϑςε κβαντοφυςικό και ανϔτερα μαθηματικϊ ςτο Πανεπιςτόμιο τησ Σζορτζτϊουν. Σϐτε όταν που η φωνό του κϊλυψε ϋνα πρωινϐ τισ ςυχνϐτητεσ ϐλων των ραδιοφϔνων και των τηλεορϊςεων τησ γειτονιϊσ μασ. Ο Μπϐμπι εύχε ανακαλϑψει ςτη ςοφύτα μια παλιϊ φορητό τηλεϐραςη και την εύχε μετατρϋψει ςε ραδιοφωνικϐ ςταθμϐ, που εξϋπεμπε ςτα μεςαύα. Εύχε χρηςιμοποιόςει ακϐμη μια παλιϊ αςπρϐμαυρη Ζενύθ, τϋςςερα μϋτρα καλϔδιο, μια ςυρμϊτινη κρεμϊςτρα προςαρμοςμϋνη ςτην κορυφό τησ ςτϋγησ του ςπιτιοϑ μασ και... ϋτοιμο! Επύ δυο ϔρεσ περύπου, τϋςςερα οικοδομικϊ τετρϊγωνα τησ Σζορτζτϊουν δεν μποροϑςαν να πιϊςουν τύποτε ϊλλο απϐ WBOB... που τϑχαινε να εύναι ο αδερφοϑλησ μου, ο οπούοσ διϊβαζε μεγαλϐφωνα τα διηγόματα μου, ϋλεγε χαζϊ ανϋκδοτα κι εξηγοϑςε ςτο κοινϐ ϐτι η υψηλό περιεκτικϐτητα των οςπρύων ςε θεύο όταν ο λϐγοσ που ο πατϋρασ μασ ϋκλανε τϐςο πολϑ ςτην κυριακϊτικη λειτουργύα. «Σισ περιςςϐτερεσ τισ αμολϊει 104
κοϑφιεσ», ανόγγειλε ο Μπϐμπι ςτουσ περύπου τρεισ χιλιϊδεσ ακροατϋσ του. «Αλλϊ καμιϊ φορϊ κρατϊει τισ πολϑ βροντερϋσ για τη ςτιγμό που αρχύζουν οι ϑμνοι». Ο μπαμπϊσ μου, που κϊθε ϊλλο παρϊ χϊρηκε για το ςυμβϊν, κατϋληξε να πληρϔςει εβδομόντα πϋντε δολϊρια πρϐςτιμο ςτην Ομοςπονδιακό Επιτροπό Επικοινωνιϔν, ποςϐν το οπούο κρϊτηςε απϐ το χαρτζιλύκι του Μπϐμπι τον επϐμενο χρϐνο. Η ζωό με τον Μπϐμπι... Ψ, ναι... κούτα να δεισ που με πόραν τα κλϊματα! Εύναι ϊραγε απϐ ςυναιςθηματιςμϐ ό μόπωσ ϊρχιςαν να εμφανύζονται τα ςυμπτϔματα; Μϊλλον το πρϔτο ςυμβαύνει, με πόρε το παρϊπονο, γιατύ ϋνασ θεϐσ ξϋρει πϐςο πολϑ τον αγαποϑςα. Ασ βιαςτϔ, ϐμωσ, καλοϑ κακοϑ. Ο Μπϐμπι τελεύωςε τη μϋςη εκπαύδευςη ςε ηλικύα δϋκα ετϔν, αλλϊ δεν πόρε ποτϋ κανϋνα πτυχύο ανϔτατησ ςχολόσ. Ϊφταιγε εκεύνη η μεγϊλη ιςχυρό πυξύδα ςτο κεφϊλι του που ςτριφογϑριζε αδιϊκοπα, ψϊχνοντασ ϋναν αληθινϐ Βορρϊ να καρφωθε ύ. Πϋραςε μια περύοδο πϊθουσ για τη φυςικό και μια μικρϐτερη που όταν τρελϐσ και παλαβϐσ για τη χημεύα, αλλϊ τελικϊ παραόταν ανόςυχη φϑςη για να αφοςιωθεύ ςτισ θετικϋσ επιςτόμεσ. Σα κατϊφερνε περύφημα ςε καθεμιϊ απ' αυτϋσ, αλλϊ γρόγορα ϐλα του φαύνονταν βαρετϊ. τα δεκαπϋντε του ερωτεϑτηκε την αρχαιολογύα. ήργωνε κυριολεκτικϊ τουσ λϐφουσ ςτουσ πρϐποδεσ των Λευκϔν Ορϋων γϑρω απϐ το εξοχικϐ μασ ςτο Νορθ Κϐνγουεώ, ςε μια προςπϊθεια να καταγρϊψει την ιςτορύα των Ινδιϊνων που εύχαν κατοικόςει την περιοχό. Σα ευρόματα του όταν ςυνόθωσ αιχμϋσ βελϔν, τςακμακϐπετρεσ ό κϊρβουνα απϐ φωτιϋσ ςτισ ςπηλιϋσ τησ περιοχόσ του Νιου Φαμςϊιρ, που εύχαν κατοικηθεύ ςτη μεςολιθικό εποχό. 105
Σου πϋραςε ϐμωσ κι αυτϐ κι ϊρχιςε να διαβϊζει ιςτορύα και ανθρωπολογύα. ήταν ο Μπϐμπι ϋκλειςε τα δεκϊξι, ο μπαμπϊσ και η μαμϊ, με αρκετϋσ επιφυλϊξεισ, του επϋτρεψαν τελικϊ να ςυνοδεϑςει μια ομϊδα ανθρωπολϐγων τησ Νϋασ Αγγλύασ ςε μια ερευνητικό τουσ αποςτολό ςτη Νϐτια Αμερικό. Επϋςτρεψε μετϊ απϐ πϋντε μόνεσ, μαυριςμϋνοσ απϐ τον όλιο για πρϔτη φορϊ ςτη ζωό του. Ϋταν επύςησ πϋντε πϐντουσ ψηλϐτεροσ, εφτϊ κιλϊ ελαφρϑτεροσ και πολϑ πιο όρεμοσ. Εξακολουθοϑςε να εύναι υπερκινητικϐσ, αλλϊ εκεύνη η παιδικό του πληθωρικϐτητα -ϊλλοτε μεταδοτικό, ϊλλοτε αφϐρητη, αλλϊ πϊντα παροϑςα- εύχε χαθεύ. Ο Μπϐμπι εύχε μεγαλϔςει. Και για πρϔτη φορϊ τον θυμϊμαι να ςχολιϊζει τισ ειδόςεισ... το πϐςο ϊςχημα όταν τα πρϊγματα ςτον κϐςμο, εννοϔ. Ϋταν το 2003, τη χρονιϊ που ϋνα παρακλϊδι τησ PLO, μια οργϊνωςη με το ϐνομα Γιοι τησ Σζιχϊντ (ϐνομα που πϊντα μου θϑμιζε, ϊγνωςτο γιατύ, ςϑλλογο πιςτϔν καθολικϔν κϊπου ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια), τοποθϋτηςε ςτο Λονδύνο μια βϐμβα διαςπορϊσ αερύων, που με την ϋκρηξη τησ ϋκανε ακατούκητο το εξόντα τοισ εκατϐ τησ πϐλησ και το υπϐλοιπο ςαρϊντα εξαιρετικϊ ανθυγιεινϐ για ϐςουσ ςκϐπευαν να τεκνοποιόςουν ό ϋςτω να φτϊςουν ωσ τη μϋςη ηλικύα. Ϋταν η χρονιϊ που επιχειρόςαμε το ςτρατιωτικϐ αποκλειςμϐ των Υιλιππύνων μετϊ την απϐφαςη τησ κυβϋρνηςησ Κεντϋνιο να δεχτεύ μια «μικρό ομϊδα» ςυμβοϑλων απϐ την Ερυθρϊ Κύνα (γϑρω ςτισ δεκαπϋντε χιλιϊδεσ, κατϊ τισ υπηρεςύεσ καταςκοπύασ) και ϑςτερα κϊναμε πύςω επειδό ϋγινε ξεκϊθαρο: α) ϐτι οι Κινϋζοι δεν αςτειεϑονταν ϐταν ϋλεγαν ϐτι θα μασ ϋκαναν κϐςκινο ϋτςι και δεν αποςυρϐμαςτε και β) ϐτι ο αμερικανικϐσ λαϐσ δεν ενθουςιαζϐταν ςτην ιδϋα μιασ μαζικόσ αυτοκτονύασ για να μη χαθοϑν οι Υιλιππύνεσ. Ϋταν επύςησ η χρονιϊ που ϊλλη μια ομϊδα παρανοώκϔν κρετύνων —Αλβανού αυτού, αν θυμϊμαι καλϊ— προςπϊθηςαν να ψεκϊςουν τον ιϐ του AIDS πϊνω απϐ το Βερολύνο. 106
Σϋτοιεσ ειδόςεισ ανηςυχοϑςαν ϐλο τον κϐςμο, αλλϊ τον Μπϐμπι κυριολεκτικϊ τον τρϋλαιναν. «Γιατύ εύναι τϐςο κακού οι ϊνθρωποι;» με ρϔτηςε μια μϋρα. Βριςκϐμαςτε ςτο εξοχικϐ μασ, ςτο Νιου Φαμςϊιρ, όταν τϋλη Αυγοϑςτου και τα πρϊγματα μασ βρύςκονταν όδη τα περιςςϐτερα ςε κοϑτεσ και βαλύτςεσ. Σο ςπύτι εύχε εκεύνη τη μελαγχολικό ϐψη τησ εγκατϊλειψησ που ϋπαιρνε πϊντα λύγο πριν φϑγουμε ϐλοι, ο καθϋνασ για το δρϐμο του. Για μϋνα όταν επιςτροφό ςτη Νϋα Τϐρκη και για τον Μπϐμπι —αν εύναι ποτϋ δυνατϐν!— ςτο Γουϊκο του Σϋξασ. Εύχε περϊςει το καλοκαύρι του μελετϔντασ εγχειρύδια κοινωνιολογύασ και γεωλογύασ —πϔσ ςασ φαύνεται η ςαλϊτα;— και μασ εύχε ανακοινϔςει ϐτι όθελε να κϊνει μερικϊ πειρϊματα εκεύ πϋρα. Σο ανϋφερε ςαν κϊτι το ςυνηθιςμϋνο ό αδιϊφορο, αλλϊ εγϔ πρϐςεξα ϐτι η μαμϊ τον παρατηροϑςε μ' ϋναν περύεργο ςκεπτικιςμϐ τισ δυο τελευταύεσ βδομϊδεσ που όμαςτε ϐλοι μαζύ. Οϑτε ο μπαμπϊσ οϑτε εγϔ υποψιαςτόκαμε τύποτα. Σϔρα πιςτεϑω ϐτι η μαμϊ εύχε διαιςθανθεύ ϐτι η πυξύδα του Μπϐμπι εύχε πϊψει επιτϋλουσ να ςτριφογυρύζει και εύχε αρχύςει να δεύχνει το ςταθερϐ ςημεύο. «Γιατύ εύναι κακού;» επανϋλαβα απορημϋνοσ. «Απϐ μϋνα περιμϋνεισ απϊντηςη ς' αυτϐ;» «Καλϊ θα κϊνει να μου απαντόςει κϊποιοσ», εύπε ο Μπϐμπι. «Και πολϑ ςϑντομα μϊλιςτα, ϋτςι ϐπωσ πϊνε τα πρϊγματα». «Πϊνε ακριβϔσ ϐπωσ πόγαιναν πϊντα», εύπα εγϔ. «Και υποθϋτω ϐτι αυτϐ ςυμβαύνει επειδό ϋτςι εύναι φτιαγμϋνοι οι ϊνθρωποι, κακού. Αν θϋλεισ να κατηγορόςεισ κϊποιον, βϊλ' τα με το θεϐ». «Σρύχεσ. Δεν τα πιςτεϑω αυτϊ. Ακϐμα κι εκεύνη η γενετικό θεωρύα των διπλϔν Φ χρωμοςωμϊτων αποδεύχτηκε πατϊτα. Και μη μου πεισ πωσ εύναι οικονομικϐ το πρϐβλημα, ςϑγκρουςη 107
ανϊμεςα ςτουσ ϋχοντεσ και τουσ μη ϋχοντεσ, γιατύ οϑτε αυτϐ εξηγεύ τα πϊντα». «Προπατορικϐ αμϊρτημα», εύπα. «Εμϋνα μου αρκεύ -εύναι καλϐ τροπϊρι, μπορεύσ να το τραγουδόςεισ ϊφοβα». «Φμ», ϋκανε ο Μπϐμπι. «άςωσ να εύναι προπατορικϐ αμϊρτημα. Αλλϊ ποιο εύναι το μϋςο, αδερφϋ; Αναρωτόθηκεσ ποτϋ;» «Μϋςο; Σι μϋςο; Δε ςε καταλαβαύνω». «Νομύζω ϐτι εύναι το νερϐ», εύπε βλοςυρϊ ο Μπϐμπι. «Σι πρϊγμα;» «Σο νερϐ. Κϊτι που υπϊρχει ςτο νερϐ». Με κούταξε. «Ϋ κϊτι που δεν υπϊρχει». Σην ϊλλη μϋρα ο Μπϐμπι ϋφυγε για το Γουϊκο. Δεν τον ξαναεύδα ωσ τη μϋρα που εμφανύςτηκε ςτο διαμϋριςμα μου, με το μπλουζϊκι του φορεμϋνο ανϊποδα, κρατϔντασ δυο γυϊλινα βϊζα. Αυτϐ ϋγινε τρύα χρϐνια αργϐτερα. «Γεια χαρϊ, Φϊουι», εύπε μπαύνοντασ και μου ϋδωςε ϋνα βαριεςτημϋνο χτυπηματϊκι ςτην πλϊτη, λεσ και εύχαμε μϐνο τρεισ μϋρεσ να ιδωθοϑμε. «Μπϐμπι!» φϔναξα εγϔ και τον αγκϊλιαςα με τα δυο μου χϋρια. Κϊτι ςκληρϐ με πύεςε ςτο ςτόθοσ κι ϊκουςα ϋνα θυμωμϋνο βουητϐ. «Φαύρομαι κι εγϔ που ςε βλϋπω, αδερφϋ», εύπε ο Μπϐμπι, «αλλϊ με το μαλακϐ. Σαρϊζεισ τουσ ιθαγενεύσ». Σραβόχτηκα αμϋςωσ. Ο Μπϐμπι ϊφηςε κϊτω τη μεγϊλη χαρτοςακοϑλα που κουβαλοϑςε και ξεκρϋμαςε την τςϊντα του απϐ τον ϔμο. Ϊπειτα ϋβγαλε με προςοχό απϐ τη ςακοϑλα τα δυο γυϊλινα βϊζα. Σο ϋνα περιεύχε μια μελιςςοφωλιϊ και το ϊλλο μια ςφηκοφωλιϊ. Οι μϋλιςςεσ εύχαν όδη ηρεμόςει κι επϋςτρεφαν ςτισ ϐποιεσ αςχολύεσ ϋχουν οι μϋλιςςεσ, αλλϊ οι ςφόκεσ όταν φανερϊ δυςαρεςτημϋνεσ για την ενϐχληςη. 108
«Εντϊξει, Μπϐμπι», εύπα. Σον κούταξα και χαμογϋλαςα χαζϊ. Μου όταν αδϑνατον να πϊψω να χαμογελϊω χαζϊ. «Σι ϋχεισ ςκαρϔςει αυτό τη φορϊ;» Ο Μπϐμπι ϊνοιξε το φερμουϊρ τησ τςϊντασ κι ϋβγαλε ϋνα βϊζο απϐ μαγιονϋζα, μιςογεμϊτο μ' ϋνα διϊφανο υγρϐ. «Σο βλϋπεισ αυτϐ;» «Ναι. Μοιϊζει με νερϐ ό με ςυμπυκνωμϋνεσ αςτραπϋσ», αςτειεϑτηκα. «την πραγματικϐτητα εύναι και τα δυο, αν μπορεύσ να το πιςτϋψεισ. Προϋρχεται απϐ ϋνα αρτεςιανϐ φρϋαρ τησ Λα Πλϊτα, μιασ κωμϐπολησ που βρύςκεται καμιϊ εξηνταριϊ χιλιϐμετρα ανατολικϊ του Γουϊκο. Πριν το ςυμπυκνϔςω ςτη μορφό που το βλϋπεισ τϔρα, όταν πϋντε γαλϐνια. Ϊχω ϋνα μικρϐ διυλιςτόριο εκεύ πϋρα, Φϊουι, αλλϊ δεν πιςτεϑω ϐτι η κυβϋρνηςη θα με τιμωρόςει γι' αυτϐ». Φαμογελοϑςε και τϔρα το χαμϐγελο του ϋγινε πιο πλατϑ. «κϋτο νερϊκι εύναι, αλλϊ το πιο ςυγκλονιςτικϐ νερϐ που γνϔριςε ποτϋ η ανθρωπϐτητα» . «Δεν καταλαβαύνω γρυ απ' ϐςα μου λεσ». «Σο ξϋρω. θα καταλϊβεισ, ϐμωσ. Ξϋρεισ κϊτι, Φϊουι;» «Σι;» «Αν το ηλύθιο ανθρϔπινο γϋνοσ καταφϋρει να κρατηθεύ ακϋραιο ϊλλο ϋνα εξϊμηνο, εγϔ θα το διατηρόςω ακϋραιο για πϊντα». όκωςε ψηλϊ το βϊζο τησ μαγιονϋζασ κι αντύκριςα το μεγεθυςμϋνο μϊτι του Μπϐμπι να με κοιτϊζει με απϐλυτη ςοβαρϐτητα πύςω απϐ το γυαλύ. «Αυτό εύναι η μεγϊλη ανακϊλυψη», μου δόλωςε. «Σο φϊρμακο για τη χειρϐτερη αρρϔςτια που ταλαιπωρεύ το Φϐμο ϊπιενσ». «Σον καρκύνο;» «ήχι», εύπε ο Μπϐμπι. «Σον πϐλεμο. Σουσ καβγϊδεσ ςτα μπαρ. Σο πιςτολύδι ςτουσ δρϐμουσ. ήλο το μπϊχαλο. Ποϑ εύναι το μπϊνιο, Φϊουι; Κοντεϑω να τα κϊνω πϊνω μου». 109
ήταν επϋςτρεψε, εύχε φορϋςει κανονικϊ το μπλουζϊκι του και εύχε χτενύςει τα μαλλιϊ του —ϐπωσ εύδα, δεν εύχε αλλϊξει μϋθοδο χτενύςματοσ. Ο Μπϐμπι ϋχωνε για λύγο το κεφϊλι του κϊτω απϐ τη βρϑςη και ϑςτερα ϋςτρωνε προσ τα πύςω τα βρεγμϋνα του μαλλιϊ με τα δϊχτυλα. Κούταξε τα δυο γυϊλινα βϊζα και μου ανακούνωςε ϐτι οι ςφόκεσ και οι μϋλιςςεσ εύχαν επανϋλθει ςτη φυςιολογικό τουσ ςυμπεριφορϊ. «ήχι πωσ μια ςφηκοφωλιϊ ανταποκρύνεται ποτϋ ςτην ϋννοια του "φυςιολογικοϑ", Φϊουι. Οι ςφόκεσ εύναι κοινωνικϊ ϋντομα, ϐπωσ οι μϋλιςςεσ και τα μυρμόγκια, αλλϊ ςε αντύθεςη με τισ μϋλιςςεσ, που εύναι ςχεδϐν πϊντα ςυνετϋσ, και με τα μυρμόγκια, που παρουςιϊζουν ςποραδικϋσ, χρονικϊ περιοριςμϋνεσ ςχιζοφρενικϋσ εκτροπϋσ, οι ςφόκεσ εύναι εντελϔσ παλαβϋσ απϐ γεννηςιμιοϑ τουσ». Φαμογϋλαςε. «Ακριβϔσ ςαν εμϊσ, τουσ κακοϑσ Φϐμο ϊπιενσ». Ϊβγαλε το καπϊκι απϐ το βϊζο που περιεύχε τη μελιςςοφωλιϊ. «Ωκου, Μπϐμπι», του εύπα. Φαμογελοϑςα κι εγϔ, αλλϊ ϋνιωθα το χαμϐγελο μου υπερβολικϊ πλατϑ. «Σι θα ϋλεγεσ αν ξαναϋβαζεσ το καπϊκι και μου εξηγοϑςεσ πρϔτα περύ τύνοσ πρϐκειται; Ωςε την επύδειξη γι' αργϐτερα, θϋλω να πω, ο ςπιτονοικοκϑρησ μου εύναι πρϐβατο, αλλϊ η διαχειρύςτρια τησ πολυκατοικύασ εύναι μια φϊλαινα που καπνύζει ποϑρα ήντι Περϐντ και μου ρύχνει τουλϊχιςτον τριϊντα κιλϊ . θα μου...» «θα ςου αρϋςει», εύπε ο Μπϐμπι, λεσ και δεν εύχα μιλόςει καθϐλου —ϋνα ςυνόθειο του που μου όταν τϐςο οικεύο ϐςο και το Φτϋνιςμα με Βοϑρτςα Δεκαδϊχτυλη. Δεν όταν ποτϋ αγενόσ, αλλϊ ςυχνϊ όταν απϐλυτα απορροφημϋνοσ απϐ τισ ςκϋψεισ του. Ωλλωςτε, μποροϑςα να τον ςταματόςω; Με τύποτα! Ϋμουν τϐςο χαροϑμενοσ που τον εύχα ξανϊ κοντϊ μου. θϋλω να πω, το εύχα υποψιαςτεύ απϐ την αρχό πωσ κϊτι θα πόγαινε πολϑ ςτραβϊ, αλλϊ ϐποτε βριςκϐμουν με τον Μπϐμπι πϊνω απϐ πϋντε λεπτϊ όταν ςαν να με υπνϔτιζε. Αυτϐσ γινϐταν η Λοϑςι που κρατοϑςε 110
την μπϊλα και ορκιζϐταν ϐτι αυτό τη φορϊ θα την πϊςαρε οπωςδόποτε κι εγϔ ο Σςϊρλι Μπρϊουν που την πύςτευα ςαν κϐπανοσ. «ύγουρα θα το ϋχεισ ξαναδεύ —ςε φωτογραφύεσ που δημοςιεϑονται ποϑ και ποϑ ςτα περιοδικϊ ό ςε τηλεοπτικϊ ντοκιμαντϋρ για τη φϑςη. Δεν εύναι τύποτε ςπουδαύο, αλλϊ φαύνεται ςαν φοβερϐ κατϐρθωμα επειδό οι ϊνθρωποι ϋχουν αυτό την εντελϔσ παρϊλογη προκατϊληψη για τισ μϋλιςςεσ». Σο περύεργο όταν ϐτι εύχε δύκιο· πρϊγματι το εύχα ξαναδεύ. Ϊχωςε το χϋρι του ςτο κουτύ ανϊμεςα ςτη μελιςςοφωλιϊ και το γυϊλινο τούχωμα. ε λιγϐτερο απϐ μιςϐ λεπτϐ το χϋρι του απϋκτηςε ϋνα ζωντανϐ μαυροκύτρινο γϊντι. Ξανϊζηςα ςτιγμιαύα, με απϐλυτη καθαρϐτητα, μια ανϊμνηςη απϐ το παρελθϐν: καθιςμϋνοσ μπροςτϊ ςτην τηλεϐραςη, φορϔντασ ολϐςωμη πιτζϊμα με πατοϑςεσ, με το χνουδωτϐ αρκουδϊκι μου αγκαλιϊ, λύγο πριν απϐ την ϔρα του ϑπνου και, ςύγουρα, χρϐνια πριν γεννηθεύ ο Μπϐμπι, παρακολοϑθηςα με τρϐμο, απϋχθεια και θαυμαςμϐ ταυτϐχρονα ϋνα μελιςςοκϐμο ν' αφόνει τισ μϋλιςςεσ να καλϑψουν το πρϐςωπο του. την αρχό ςχημϊτιςαν κϊτι που ϋμοιαζε με κουκοϑλα δημύου και ϑςτερα εκεύνοσ τισ οδόγηςε ϋτςι ϔςτε δημιουργόθηκε κϊτω απϐ το πιγοϑνι του μια γκροτϋςκα, ζωντανό γενειϊδα. Ξαφνικϊ, ο Μπϐμπι μϐρφαςε ϋντονα και ϑςτερα χαμογϋλαςε . «Με τςύμπηςε μύα», εύπε. «Εύναι ακϐμα λιγϊκι αναςτατωμϋνεσ απϐ το ταξύδι. Απϐ τη Λα Πλϊτα με πόρε μαζύ τησ ωσ το Γουϊκο η αςφαλύςτρια τησ πϐλησ -ϋχει ϋνα παλιϐ Πϊιπερ Κιουμπ— κι απϐ εκεύ πϋταξα ωσ τη Νϋα Ορλεϊνη με μια μικρό εταιρεύα εςωτερικϔν πτόςεων, την Αιρ ακαρϊκα νομύζω. Ϊκανε ύςαμε ςαρϊντα ςτϊςεισ, αλλϊ ςου ορκύζομαι ςτο θεϐ ϐτι αυτϐ που τρϋλανε τα ϋντομα όταν η διαδρομό με το ταξύ απϐ το
111
Λα Φϊλια ωσ το ςπύτι ςου. Η Δεϑτερη Λεωφϐροσ ϋχει περιςςϐτερεσ λακκοϑβεσ απ' ϐςεσ εύχε η Μπϋργκενςτραςε μετϊ την όττα των Γερμανϔν ςτο Δεϑτερο Παγκϐςμιο». «Ωκου, Μπομπ, νομύζω πωσ εύναι ϔρα να βγϊλεισ το χϋρι ςου απϐ εκεύ», εύπα. Περύμενα απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό να πετϊξουν οι μϋλιςςεσ απϐ το βϊζο. Με φανταζϐμουν να τισ κυνηγϊω επύ ϔρεσ τριγϑρω ςτο δωμϊτιο με μια διπλωμϋνη εφημερύδα και να τισ ςκοτϔνω μύα μύα, ςαν τουσ δραπϋτεσ ςτισ παλιϋσ ταινύεσ με αποδρϊςεισ απϐ φυλακϋσ. Αλλϊ δεν εύχε δραπετεϑςει οϑτε μύα... μϋχρι ςτιγμόσ, τουλϊχιςτον. «Ηρϋμηςε, Φϊουι. Εύδεσ ποτϋ ςου μϋλιςςα να τςιμπϊει λουλοϑδι; Ϋ, για να ακριβολογοϑμε, ϊκουςεσ ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα;» «Εςϑ δε μοιϊζεισ με λουλοϑδι». Ο Μπϐμπι γϋλαςε. «Ρε ςυ, νομύζεισ πωσ οι μϋλιςςεσ ϋχουν ιδϋα πϔσ εύναι τα λουλοϑδια; ήχου! Με τύποτα, αδερφϋ! ήςο ξϋρεισ εςϑ τι θϐρυβο κϊνουν τα ςϑννεφα, ϊλλο τϐςο ξϋρει και η μϋλιςςα πϔσ εύναι τα λουλοϑδια. Ξϋρουν ϐτι εύμαι γλυκϐσ, γιατύ εκκρύνω ςακχαροδιοξύνη με τον ιδρϔτα μου... μαζύ με ϊλλεσ τριϊντα εφτϊ διοξύνεσ, που εύναι ϐςεσ γνωρύζουμε». Ϊκανε μια μικρό παϑςη. «Αν και πρϋπει να παραδεχτϔ ϐτι φρϐντιςα να... ε... γλυκϊνω λιγϊκι τον εαυτϐ μου απϐψε. Ϊφαγα ϋνα κουτύ κεραςϊκια με ςοκολϊτα ςτο αεροπλϊνο...» «Για το θεϐ, Μπϐμπι!» «...και κϊμποςεσ καραμϋλεσ ςτο ταξύ που μ' ϋφερε ωσ εδϔ». Φϔνοντασ και το ϊλλο του χϋρι ςτο βϊζο, ϊρχιςε να διϔχνει προςεκτικϊ τισ μϋλιςςεσ. Σον εύδα να μορφϊζει ϊλλη μια φορϊ, λύγο πριν τινϊξει απϐ πϊνω του και το τελευταύο ϋντομο, και ϑςτερα ηςϑχαςα κϊπωσ γιατύ ξανϊβαλε το καπϊκι ςτο γυϊλινο
το κεύμενο: LaGarbage. Ο ςυγγραφϋασ εννοεύ το αεροδρϐμιο La Guardia τησ Νϋασ Τϐρκησ. (.τ.Μ.)
112
βϊζο. το κϊθε χϋρι του εύχε κι απϐ ϋνα πρόξιμο: ϋνα ςτην αριςτερό παλϊμη κι ϊλλο ϋνα ςτο δεξιϐ καρπϐ, κοντϊ ςτο ςημεύο που οι χειρομϊντεισ αποκαλοϑν Βραχιϐλια τησ Σϑχησ. Εύχε μεν δυο τςιμπόματα, αλλϊ εγϔ κατϊλαβα πολϑ καλϊ αυτϐ που όθελε να μου αποδεύξει. Σον ϊγγιξαν καμιϊ τετρακοςαριϊ μϋλιςςεσ. Απ' αυτϋσ, μϐνο δϑο τον τςύμπηςαν. Ο Μπϐμπι ϋβγαλε απϐ το μικρϐ τςεπϊκι του τζιν του ϋνα τςιμπιδϊκι για τα φρϑδια και πόγε ςτο γραφεύο μου. Ϊςπρωξε το ςωρϐ των γραπτϔν μου δύπλα ςτον υπολογιςτό κι ϋβαλε ςτη θϋςη τουσ τη λϊμπα μου —αφοϑ τη ρϑθμιςε ϋτςι που να ρύχνει δυνατϐ φωσ ς' ϋνα ςυγκεκριμϋνο ςημεύο του γραφεύου. «Γρϊφεισ τύποτα καλϐ, Μπϐου-Γϐου;» με ρϔτηςε ανϋμελα κι ϋνιωςα τισ τρύχεσ ςτο ςβϋρκο μου να ορθϔνονται. πϐτε εύχε να με φωνϊξει Μπϐου-Γϐου; Απ' ϐταν όταν τεςςϊρων; Ϊξι; Να πϊρει, δε θυμϐμουν. Ο Μπϐμπι ςκϊλιζε προςεκτικϊ με το τςιμπιδϊκι το αριςτερϐ του χϋρι. Σον να βγϊζει ϋνα μικροςκοπικϐ πραγματϊκι που ϋμοιαζε με τρύχα ρουθουνιοϑ και να το αφόνει ςτο ταςϊκι. «Ϊνα ϊρθρο για τα πλαςτϊ ϋργα τϋχνησ, για το Βϊνιτι Υϋαρ», τον απϊντηςα. «Μπϐμπι, τι διϊβολο ςκϊρωςεσ πϊλι;» «Μπορεύσ να μου βγϊλεισ το ϊλλο κεντρύ;» ρϔτηςε ο Μπϐμπι, προτεύνοντασ μου το τςιμπιδϊκι, το δεξύ του χϋρι κι ϋνα απολογητικϐ χαμϐγελο. «Λογικϊ, αφοϑ υποτύθεται ϐτι εύμαι τϐςο ϋξυπνοσ, θα ϋπρεπε να εύμαι αμφιδϋξιοσ, αλλϊ το αριςτερϐ μου χϋρι εξακολουθεύ να ϋχει δεύκτη νοημοςϑνησ υπϐ το μηδϋν». Ο ύδιοσ, παλιϐσ Μπϐμπι. Κϊθιςα δύπλα του και πόρα το τςιμπιδϊκι για να βγϊλω το κεντρύ απϐ το πρόξιμο ςτο ςημεύο που ςτην περύπτωςη του θα 'πρεπε να λϋγεται Βραχιϐλια τησ Καταςτροφόσ. Και ϑςτερα ο Μπϐμπι μου εύπε για τη διαφορϊ ανϊμεςα ςτισ μϋλιςςεσ και τισ ςφόκεσ, τη διαφορϊ ανϊμεςα ςτο νερϐ τησ Λα Πλϊτα και τησ 113
Νϋασ Τϐρκησ και το πϔσ —μα το θεϐ!— ϐλα θα ϊλλαζαν με το θαυματουργϐ νερϐ του και με λύγη βοόθεια απϐ μϋρουσ μου. Και... ναι, που να πϊρει, κατϋληξα πϊλι να τρϋχω προσ την αναθεματιςμϋνη την μπϊλα που μου πετοϑςε, για τελευταύα φορϊ, ο αγαπημϋνοσ μου αδερφϐσ, η γελαςτό ιδιοφυϏα. «Οι μϋλιςςεσ δεν τςιμπϊνε παρϊ μϐνο αν αναγκαςτοϑν, γιατύ ϐταν τςιμπόςουν πεθαύνουν», εύπε ο Μπϐμπι με απϐλυτη ςιγουριϊ. «θυμϊςαι τϐτε ςτο Νορθ ΚϐνγουεϏ που μου εύχεσ πει ϐτι φταύει το προπατορικϐ αμϊρτημα που αλληλοςκοτϔνονται οι ϊνθρωποι;» «Ναι. Μην κουνιϋςαι». «Λοιπϐν, αν υπϊρχει τϋτοιο πρϊγμα, αν υπϊρχει ϋνασ θεϐσ που απϐ τη μια μασ αγαπϊει τϐςο πολϑ, που μασ ςερβύρει τον ύδιο το γιο Σου ςτο ςταυρϐ κι απϐ την ϊλλη μασ ςτϋλνει να κατρακυλόςουμε ςωρηδϐν ςτην Κϐλαςη, επειδό ϋνα παλιοθόλυκο δϊγκωςε ϋνα λϊθοσ μόλο, τϐτε η κατϊρα πρϋπει να εύναι η εξόσ: ο θεϐσ μασ ϋπλαςε ςαν ςφόκεσ αντύ ςαν μϋλιςςεσ. Να πϊρει, Φϊουι, τι κϊνεισ;» «ταμϊτα να κουνιϋςαι για να ς' το βγϊλω», του εύπα αυςτηρϊ. «Αν ϋχεισ ςκοπϐ να ςυνεχύςεισ να χειρονομεύσ, πεσ το μου να περιμϋνω». «Καλϊ», εύπε ο Μπϐμπι κι αφοϑ ϋμεινε ςχετικϊ ακύνητοσ για λύγα δευτερϐλεπτα του αφαύρεςα το κεντρύ. «Οι μϋλιςςεσ εύναι οι καμικϊζι τησ φϑςησ, Μπϐου-Γϐου. Κούτα ςτο γυϊλινο βϊζο και θα δεισ αυτϋσ τισ δυο που με τςύμπηςαν να κεύτονται ψϐφιεσ ςτον πϊτο. Σα κεντριϊ τουσ ϋχουν ϊγκιςτρα. Ειςχωροϑν εϑκολα. 'ήταν τραβιοϑνται, ϐμωσ, τα ϊγκιςτρα ςκαλϔνουν και ξεκοιλιϊζονται». «Απαύςιο», εύπα ρύχνοντασ το δεϑτερο κεντρύ ςτο ταςϊκι. Δεν ϋβλεπα τα ϊγκιςτρα, αλλϊ δεν εύχα μικροςκϐπιο. «Αυτϐ τισ κϊνει πολϑ ιδιαύτερεσ ϐμωσ». «Δεν αμφιβϊλλω». 114
«Οι ςφόκεσ, αντύθετα, ϋχουν λεύο κεντρύ. Μποροϑν να ςε τςιμπόςουν ϐςεσ φορϋσ θϋλουν. Εξαντλοϑν το δηλητόριο τουσ μετϊ το τρύτο ό τϋταρτο τςύμπημα, αλλϊ μποροϑν να ςυνεχύςουν ν' ανούγουν τρϑπεσ αν το θελόςουν... και ςυνόθωσ το κϊνουν. Ειδικϊ οι ςφόκεσ των τούχων. αν κι αυτϋσ που ϋχω εδϔ. Πρϋπει να τισ ναρκϔςεισ μ' ϋνα φϊρμακο που λϋγεται Νοξϐν. Πρϋπει να τουσ προκαλεύ τρομερϐ πονοκϋφαλο, ϐμωσ, γιατύ ξυπνϊνε ακϐμα πιο κακιαςμϋνεσ απϐ πριν». Με κούταξε απϐλυτα ςοβαρϊ και για πρϔτη φορϊ πρϐςεξα τουσ μαϑρουσ κϑκλουσ τησ εξϊντληςησ κϊτω απϐ τα μϊτια του και ςυνειδητοπούηςα ϐτι δεν εύχα ξαναδεύ ποτϋ ϊλλοτε τον αδερφϐ μου τϐςο κουραςμϋνο. «Γι' αυτϐ οι ϊνθρωποι επιτύθενται ςυνεχϔσ, Μπϐου-Γϐου. Ξανϊ και ξανϊ και ξανϊ. Ϊχουμε λεύο κεντρύ. Και τϔρα παρακολοϑθηςε αυτϐ». ηκϔθηκε, πόγε εκεύ ϐπου όταν η τςϊντα του, ψαχοϑλεψε ςτο εςωτερικϐ κι ϋβγαλε ϋνα ςταγονϐμετρο. Ωνοιξε το βϊζο τησ μαγιονϋζασ, ϋβαλε μϋςα το ςταγονϐμετρο και τρϊβηξε μια ελϊχιςτη ποςϐτητα απϐ το ςυμπυκνωμϋνο νερϐ του Σϋξασ. 'ήταν το ϋφερε ςτη γυϊλα με τη ςφηκοφωλιϊ, πρϐςεξα ϐτι το καπϊκι τησ όταν διαφορετικϐ —TO διαπερνοϑςε ϋνα μικρϐ πλαςτικϐ φορητϐ πραγματϊκι. Δε χρειαζϐταν να μου εξηγόςει ο Μπϐμπι τι ςυνϋβαινε: με τισ μϋλιςςεσ δεν εύχε πρϐβλημα να αφαιρϋςει ολϐκληρο το καπϊκι. Με τισ ςφόκεσ, αντύθετα, δεν το διακινδϑνευε. Ο Μπϐμπι πύεςε το ςταγονϐμετρο. Δυο ςταγϐνεσ νερϐ ϋπεςαν ςτη ςφηκοφωλιϊ και ςχημϊτιςαν ςτιγμιαύα μια ςκοϑρα κηλύδα που εξαφανύςτηκε ςχεδϐν μεμιϊσ. «ε τρύα λεπτϊ τ ο πολϑ», εύπε ο Μπϐμπι. «Σι... » «ήχι ερωτόςεισ», εύπε ο Μπϐμπι. «θα δεισ. ε τρύα λεπτϊ» . 115
' αυτϐ το διϊςτημα, διϊβαςε το κομμϊτι μου για τα πλαςτϊ ϋργα τϋχνησ... παρ' ϐλο που ξεπερνοϑςε τισ εύκοςι ςελύδεσ. «Εντϊξει», εύπε αφόνοντασ κϊτω τισ ςελύδεσ. «Πολϑ καλϐ, αδερφϋ. Πρϋπει να ρύξεισ και μια ματιϊ ϐμωσ ςτην περύπτωςη του Σζϋι Γκουλντ, που ϋντυςε το ςαλϐνι του ιδιωτικοϑ του τρϋνου με πλαςτοϑσ Μανϋ —εύναι φοβερϊ αςτεύο». Ενϔ μιλοϑςε, ϋβγαλε το καπϊκι του βϊζου που περιεύχε τη ςφηκοφωλιϊ. «Φριςτϋ μου! Μπϐμπι, κϐψε την πλϊκα!» οϑρλιαξα. «Πϊντα ο ύδιοσ φοβητςιϊρησ», εύπε γελϔντασ ο Μπϐμπι και τρϊβηξε ϋξω απϐ το βϊζο τη ςφηκοφωλιϊ, που όταν γκριζωπό και εύχε μϋγεθοσ μπϊλασ του μπϐουλινγκ. Σην κρϊτηςε ςτα χϋρια του. φόκεσ πϋταξαν απϐ την τρϑπα τησ φωλιϊσ και ςτϊθηκαν ςτα μπρϊτςα του, ςτο μϋτωπο, ςτα μαγουλϊ του. Μια ϋφταςε ωσ εμϋνα και κϊθιςε ςτο αριςτερϐ μου μπρϊτςο. Σην κοπϊνηςα με την παλϊμη μου κι ϋπεςε ψϐφια πϊνω ςτο χαλύ. Εύχα φοβηθεύ —εννοϔ, εύχα φοβηθεύ πραγματικϊ. Σα νεϑρα μου όταν τεντωμϋνα κι ϋνιωςα τα μϊτια μου να με τςοϑζουν ϐπωσ τα εύχα γουρλϔςει ϊθελα μου. «Μην τισ ςκοτϔνεισ», εύπε ο Μπϐμπι. «Εύναι ςαν να ςκοτϔνεισ μωρϊ, τϐςο ϊκακεσ εύναι. Ακριβϔσ αυτϐ εύναι το ζότημα». Ωρχιςε να πετϊει τη ςφηκοφωλιϊ απϐ το ϋνα χϋρι ςτο ϊλλο, λεσ και όταν πϊνινο, παιδικϐ μπαλϊκι. Σην πϋταξε ψηλϊ και την ξανϊπιαςε. Κι εγϔ παρακολουθοϑςα ϋντρομοσ τισ ςφόκεσ να διαςχύζουν το δωμϊτιο ςαν μικροςκοπικϊ καταδιωκτικϊ ςε ϋφοδο. Ο Μπϐμπι κατϋβαςε προςεκτικϊ τη φωλιϊ μϋςα ςτο γυϊλινο βϊζο, το απύθωςε και κϊθιςε ςτον καναπϋ μου. ίςτερα χτϑπηςε μαλακϊ την ϊδεια θϋςη δύπλα του κι εγϔ, ςχεδϐν υπνωτιςμϋνοσ, πόγα και κϊθιςα κοντϊ του. Οι ςφόκεσ όταν παντοϑ: ςτο χαλύ, ςτο ταβϊνι, ςτουσ τούχουσ, ςτισ κουρτύνεσ. 116
Μιςό ντουζύνα απϐ δαϑτεσ ςεργιϊνιζαν πϊνω ςτη μεγϊλη, μαϑρη οθϐνη τησ τηλεϐραςησ μου. Πριν καθύςω, ο Μπϐμπι ϋδιωξε κϊνα δυο ϊλλεσ απϐ το μαξιλϊρι του καναπϋ ϐπου θα απιθωνϐταν ο πιςινϐσ μου. Πϋταξαν μακριϊ με νεϑρο. ήλεσ πετοϑςαν εϑκολα, περπατοϑςαν εϑκολα, κινοϑνταν γρόγορα, φυςιολογικϊ. Καμιϊ νωθρϐτητα ςτη ςυμπεριφορϊ τουσ που να υπαινύςςεται νϊρκωςη. Ενϔ ο Μπϐμπι μου μιλοϑςε, οι ςφόκεσ ξαναβρόκαν ςιγϊ ςιγϊ το δρϐμο για τη φωλιϊ τουσ, αποςϑρθηκαν ςταδιακϊ προσ τα εκεύ και τελικϊ εξαφανύςτηκαν ϐλεσ πύςω απϐ την τρϑπα ςτην κορυφό τησ. «Δεν όμουν ο πρϔτοσ που ενδιαφϋρθηκε για το Γουϊ- κο», εύπε ο Μπϐμπι. «υμβαύνει να εύναι η μεγαλϑτερη πϐλη ς' ϋναν παρϊξενο, μικρϐ χϔρο μη βύασ, ςε μια περιοχό ςτην οπούα αναλογεύ το μεγαλϑτερο κατϊ κεφαλόν ποςοςτϐ βύασ ςε ϐλεσ τισ ΗΠΑ. Οι Σεξανού τρελαύνονται να ςκοτϔνουν ο ϋνασ τον ϊλλο, Φϊουι. Εύναι —πϔσ να το πω;- κϊτι ςαν χϐμπι τησ περιοχόσ. Ο μιςϐσ αντρικϐσ πληθυςμϐσ κυκλοφορεύ οπλιςμϋνοσ. Σα ςαββατϐβραδα τα μπαρ του Υορτ Γουϐρθ μοιϊζουν με ςκοπευτόρια του λοϑνα παρκ, ϐπου αντύ για πόλινα παπϊκια πϋφτουν κϊτω μεθυςμϋνοι. ήχι πωσ το Σϋξασ εύναι η μϐνη περιοχό του κϐςμου ϐπου οι ϊνθρωποι αλληλοςκοτϔνονται ό χαρϊςςουν ο ϋνασ τον ϊλλο με ξυρϊφια ό χϔνουν τα μωρϊ τουσ ςτο φοϑρνο ϐταν κλαύνε πολϑ, κατϊλαβεσ τι εννοϔ... αλλϊ οι Σεξανού πραγματικϊ λατρεϑουν τα ϐπλα». «Εκτϐσ απϐ το Γουϊκο», εύπα. «Ψ, τουσ αρϋςουν κι εκεύ», εύπε ο Μπϐμπι. «Απλϔσ τα ςτρϋφουν πϊρα πολϑ ςπϊνια ο ϋνασ εναντύον του ϊλλου». Φριςτϋ μου! Μϐλισ τϔρα ςόκωςα το κεφϊλι μου και κούταξα το ρολϐι. Μου φαύνεται ςαν να γρϊφω μϐνο δϋκα, δεκαπϋντε λεπτϊ, αλλϊ ϋχει όδη περϊςει πϊνω απϐ μια ϔρα. Αυτϐ μου ςυμβαύνει καμιϊ φορϊ ϐταν με πιϊνει ο ούςτροσ, αλλϊ 117
τϔρα δεν ϋχω το περιθϔριο να παραςυρθϔ ςε αφηγηματικϋσ λεπτομϋρειεσ. Ευτυχϔσ, αιςθϊνομαι ακϐμη μια χαρϊ. Δε νιϔθω καμιϊ ξηρϐτητα ςτο ςτϐμα ό ςτο λαιμϐ, δε χϊνω τισ λϋξεισ και, με μια πρϐχειρη ματιϊ ςτο γραπτϐ μου, δε βλϋπω τύποτε ϊλλο απϐ ςυνηθιςμϋνα τυπογραφικϊ ςτοιχεύα και διαςτόματα. ήμωσ, δεν ϋχει νϐημα να ξεγελϊω τον εαυτϐ μου. Πρϋπει να βιαςτϔ. «Σρα λα λα», εύπε η κϊρλετ και τα λοιπϊ. Η ατμϐςφαιρα μη βύασ του Γουϊκο εύχε γύνει αντιληπτό και εύχε ερευνηθεύ όδη ςτο παρελθϐν, κυρύωσ απϐ κοινωνιολϐγουσ. Ο Μπϐμπι μου εύπε πωσ, αν τροφοδοτόςει κανεύσ ϋναν υπολογιςτό με μπϐλικα ςτατιςτικϊ ςτοιχεύα για το Γουϊκο και παρϐμοιεσ περιοχϋσ ανϊ την υφόλιο —ςτοιχεύα ϐπωσ πυκνϐτητα πληθυςμοϑ, μϋςο ϐρο ζωόσ, μϋςο οικονομικϐ επύπεδο, μϋςο μορφωτικϐ επύπεδο και δεκϊδεσ ϊλλουσ παρϊγοντεσ— αυτϐ που προκϑπτει εύναι μια κραυγαλϋα ανωμαλύα. Οι επιςτημονικϋσ μελϋτεσ ςπϊνια εύναι γραμμϋνεσ με χιοϑμορ, αλλϊ αρκετϋσ απϐ τισ πενόντα και βϊλε που διϊβαςε ο Μπϐμπι για το Γουϊκο υπαινύςςονταν, ειρωνικϊ βϋβαια, ϐτι μπορεύ να όταν «κϊτι ςτο νερϐ» τησ περιοχόσ. «Αποφϊςιςα ϐτι όταν καιρϐσ να πϊρει κϊποιοσ το αςτεύο ςτα ςοβαρϊ», μου εύπε ο Μπϐμπι. «το κϊτω κϊτω, ςε πολλϊ μϋρη υπϊρχει κϊτι ςτο νερϐ που εμποδύζει το ςχηματιςμϐ τερηδϐνασ. Λϋγεται φθϐριο». Ο Μπϐμπι πόγε ςτο Γουϊκο ςυνοδευϐμενοσ απϐ μια τριϊδα βοηθϔν ερευνητϔν: δϑο κοινωνιολϐγουσ κι ϋναν καθηγητό τησ γεωλογύασ που ϋτυχε να βρύςκεται ςε εκπαιδευτικό ϊδεια μετ' αποδοχϔν και όταν ϋτοιμοσ για περιπϋτειεσ. ε διϊςτημα ϋξι μηνϔν ο αδερφϐσ μου και οι δϑο κοινωνιολϐγοι εύχαν δημιουργόςει ϋνα πρϐγραμμα ςτον υπολογιςτό, το οπούο απεικϐνιζε αυτϐ που ο Μπϐμπι αποκαλοϑςε «μοναδικϐ ςειςμϐ χωρύσ δονόςεισ». Ϊβγαλε απϐ την τςϊντα του μια τςαλακωμϋνη εκτϑπωςη και μου την ϋδωςε να τη δω. Αντύκριςα μια ςειρϊ απϐ 118
ςαρϊντα ομϐκεντρουσ κϑκλουσ. Σο Γουϊκο βριςκϐταν ςτον ϐγδοο, ϋνατο και δϋκατο, μετρϔντασ απϐ την περιφϋρεια προσ το κϋντρο. «Και τϔρα δεσ ετοϑτο», εύπε ο Μπϐμπι κι ϋβαλε ϋνα διαφανϋσ διϊγραμμα πϊνω ςτο χαρτύ. Κι ϊλλοι κϑκλοι που ο καθϋνασ τουσ χαρακτηριζϐταν απϐ ϋναν αριθμϐ. Σεςςαρακοςτϐσ κϑκλοσ: 471. Σριακοςτϐσ ϋνατοσ: 420. Σριακοςτϐσ ϐγδοοσ: 418. Και οϑτω καθ' εξόσ. ε κϊνα δυο ςημεύα οι αριθμού μεγϊλωναν αντύ να μειϔνονται, αλλϊ μϐνο ςε δϑο (και η αϑξηςη όταν ελϊχιςτη). «Σι ςημαύνουν αυτϊ;» ρϔτηςα. «Κϊθε αριθμϐσ αντιπροςωπεϑει τα βύαια επειςϐδια που ςημειϔθηκαν ςτο ςυγκεκριμϋνο κϑκλο για οριςμϋνο χρονικϐ διϊςτημα», απϊντηςε ο Μπϐμπι. «Υϐνουσ, βιαςμοϑσ, επιθϋςεισ, ξυλοδαρμοϑσ, ακϐμη και πρϊξεισ βανδαλιςμοϑ. Ο υπολογιςτόσ δύνει τον αριθμϐ μϋςα απϐ ϋνα μαθηματικϐ τϑπο, ςτον οπούο ςυνυπολογύζονται παρϊγοντεσ ϐπωσ η πυκνϐτητα πληθυςμοϑ». Φτϑπηςε με το δϊχτυλο του τον εικοςτϐ ϋβδομο κϑκλο που ϋφερε τον αριθμϐ 204. «ε ϐλη αυτό την περιοχό, για παρϊδειγμα, κατοικοϑν λιγϐτερα απϐ εννιακϐςια ϊτομα. Ο αριθμϐσ επομϋνωσ αναλογεύ ςε τρεισ ό τϋςςερισ περιπτϔςεισ ςυζυγικόσ κακομεταχεύριςησ, κϊνα δυο καβγϊδεσ ςε μπαρ, μια περύπτωςη βϊναυςησ ςυμπεριφορϊσ προσ ζϔο -ϋνασ ξεμωραμϋνοσ αγρϐτησ τςαντύςτηκε μ' ϋνα απϐ τα γουροϑνια του και το τουφϋκιςε με αλϊτι, αν θυμϊμαι καλϊ-κι ϋνασ φϐνοσ εξ αμελεύασ». Εύδα ϐτι τα νοϑμερα ςτουσ κεντρικοϑσ κϑκλουσ μειϔνονταν δραματικϊ: 85, 81, 70, 63, 40, 21, 5. Και ςτο επύκεντρο του «ςειςμοϑ χωρύσ δονόςεισ» του Μπϐμπι όταν η πϐλη Λα Πλϊτα. Αν την αποκαλϋςει κανεύσ ξεχαςμϋνο, όρεμο χωριουδϊκι, κυριολεκτεύ. 119
Ο αριθμϐσ που αντιςτοιχοϑςε ςτη Λα Πλϊτα όταν το μηδϋν. «Ορύςτε λοιπϐν, Μπϐου-Γϐου», εύπε ο Μπϐμπι γϋρνοντασ προσ τα εμπρϐσ και τρύβοντασ νευρικϊ τα μακριϊ, λιγνϊ χϋρια του. «Ιδοϑ η επύ γησ Εδϋμ. Να μια ανθρϔπινη κοινϐτητα δεκαπϋντε χιλιϊδων κατούκων, το εύκοςι τϋςςερα τοισ εκατϐ των οπούων εύναι μιγϊδεσ, που οι ντϐπιοι τουσ λϋνε άντιοσ. Τπϊρχει μια βιοτεχνύα παπουτςιϔν, μερικϊ ςυνεργεύα αυτοκινότων, μερικϋσ αγροτικϋσ μονϊδεσ. Αυτϊ για την απαςχϐληςη. Για την αναψυχό υπϊρχουν τϋςςερα μπαρ, δυο χορευτικϊ κϋντρα, ϐπου μπορεύσ ν' ακοϑςεισ ϐ,τι μουςικό θϋλεισ αρκεύ να μοιϊζει με Σζορτζ Σζϐουνσ, δυο ντρϊιβ-ιν κι ϋνα κϋντρο μπϐουλινγκ». Ϊκανε μια μικρό παϑςη και πρϐςθεςε: «Τπϊρχει επύςησ ϋνα αποςτακτόριο. Δε φανταζϐμουν ϐτι μποροϑν να φτιϊξουν τϐςο καλϐ ουύςκι κϊπου αλλοϑ εκτϐσ απϐ το Σενεςύ». Με δυο λϐγια (εύναι όδη πολϑ αργϊ για περιςςϐτερα) η Λα Πλϊτα θα ϋπρεπε να αποτελεύ γϐνιμο ϋδαφοσ για το εύδοσ εκεύνο τησ βύασ που γεμύζει τουλϊχιςτον μια ςελύδα ςε κϊθε τοπικό, καθημερινό εφημερύδα, θα ϋπρεπε, αλλϊ δεν όταν. τη διϊρκεια τησ πενταετύασ πριν απϐ την εγκατϊςταςη του αδερφοϑ μου, ςτη Λα Πλϊτα εύχαν γύνει δυο επιθϋςεισ, μϐνο ϋνασ φϐνοσ, κανϋνασ βιαςμϐσ και δεν εύχε αναφερθεύ οϑτε μια περύπτωςη κακοπούηςησ παιδιοϑ. Εύχαν γύνει επύςησ τϋςςερισ ϋνοπλεσ ληςτεύεσ, αλλϊ αποδεύχτηκε πωσ και οι τϋςςερισ εύχαν διαπραχθεύ απϐ ξϋνουσ, περαςτικοϑσ ςτην πϐλη... ϐπωσ και ο φϐνοσ και η μια απϐ τισ δυο επιθϋςεισ. Ο ντϐπιοσ ςερύφησ όταν ϋνασ χοντρϐσ, ηλικιωμϋνοσ ρεπουμπλικϊνοσ που μιμοϑνταν αρκετϊ καλϊ τον ΡϐντνεϏ Ντϊγκερφιλντ . Ο ςερύφησ εύχε γύνει παςύγνωςτοσ ςτην περιοχό, επειδό περνοϑςε μϋρεσ ολϐκληρεσ αραχτϐσ ςτο καφενεύο, παύζοντασ με τον κϐμπο τησ γραβϊτασ του και παρακαλϔντασ τον καθϋνα να πϊρει τη γυναύκα του. Κατϊ τη γνϔμη του αδερφοϑ μου, αυτϐ δεν όταν απλϔσ ϋνα 120
κρϑο αςτεύο. Ο Μπϐμπι πύςτευε ϐτι ο καημϋνοσ ο ςερύφησ βριςκϐταν ςτο πρϔτο ςτϊδιο τησ νϐςου Αλτςχϊιμερ. Μοναδικϐσ βοηθϐσ του όταν ϋνασ ανιψιϐσ του. Ο Μπϐμπι μου εύπε ϐτι ο ανιψιϐσ όταν φτυςτϐσ ο Σζοϑνιορ αμπλσ, απϐ το ςύριαλ ΦιΦϊου, που παιζϐταν τα παλιϊ χρϐνια ςτην τηλεϐραςη . «Πϊρε αυτοϑσ τουσ δυο και βϊλ' τουσ ςε μια πϐλη τησ Πενςιλβϊνια, ϐμοια με τη Λα Πλϊτα απϐ κϊθε ϊλλη ϊποψη, εκτϐσ απϐ τη γεωγραφικό», εύπε ο Μπϐμπι. «θα τουσ εύχαν ξηλϔςει εδϔ και χρϐνια. τη Λα Πλϊτα, ϐμωσ, θα ςυνεχύςουν τη δουλειϊ τουσ μϋχρι να πεθϊνουν... ςύγουρα ςε βαθιϊ γερϊματα, όρεμα, ςτον ϑπνο τουσ». «Σι ϋκανεσ;» τον ρϔτηςα. «Πϔσ προχϔρηςεσ;» «Λοιπϐν, επύ μια βδομϊδα αφϐτου ςυγκεντρϔςαμε τα ςτατιςτικϊ ςτοιχεύα καθϐμαςτε ϐλοι γϑρω απϐ το τραπϋζι και κοιταζϐμαςτε ςαν χαζού», εύπε ο Μπϐμπι. «θϋλω να πω, όμαςτε προετοιμαςμϋνοι για κϊτι, αλλϊ για τύποτα ςαν αυτϐ. Ακϐμη και το Γουϊκο δεν αρκεύ να ςε προετοιμϊςει για τη Λα Πλϊτα». Ο Μπϐμπι μετακινόθηκε νευρικϊ ςτη θϋςη του, ϋμπλεξε τα δϊχτυλα του και τα πύεςε δυνατϊ μεταξϑ τουσ κϊνοντασ τουσ κϐμπουσ να κροταλύςουν. «Φριςτϋ μου, ανατριχιϊζω ϐταν το κϊνεισ αυτϐ», του παραπονϋθηκα. Ο Μπϐμπι χαμογϋλαςε. «υγνϔμη, Μπϐου-Γϐου. Σϋλοσ πϊντων, αρχύςαμε γεωλογικϋσ ϋρευνεσ και ςτη ςυνϋχεια μικροςκοπικϋσ αναλϑςεισ του νεροϑ. Δεν περύμενα πολλϊ· ϐλοι ςτην περιοχό ϋχουν πηγϊδια, πολϑ βαθιϊ ςυνόθωσ, και ανϊ διαςτόματα ςτϋλνουν δεύγμα απϐ το νερϐ τουσ για χημικϐ ϋλεγχο, ϔςτε να εύναι ςύγουροι ϐτι δεν πύνουν βϐρακα ό κϊτι παρϐμοιο. Αν υπόρχε κϊτι προφανϋσ, θα εύχε γύνει γνωςτϐ εδϔ
Γνωςτϐσ Αμερικανϐσ μύμοσ-κωμικϐσ τησ τηλεϐραςησ. (.τ.Μ.)
121
και καιρϐ. Οπϐτε, προχωρόςαμε ςε υπομικροςκοπικό ανϊλυςη και τϐτε όταν που πϋςαμε πϊνω ςτα πολϑ παρϊξενα». «Σι εύδουσ παρϊξενα;» «Κενϊ ςτισ αλυςύδεσ των ατϐμων, υποδυναμικϋσ ηλεκτρικϋσ αυξομειϔςεισ και κϊποια ϊγνωςτη πρωτεϏνη. Σο νερϐ δεν εύναι απλϔσ Η2Ο, ξϋρεισ —οϑτε αφοϑ προςθϋςεισ ςύδηρο, διϊφορα ςουλφύδια κι ϋνασ θεϐσ ξϋρει τι ϊλλο περιϋχεται ςτον υδροφϐρο ορύζοντα μιασ δεδομϋνησ περιοχόσ. ήςο για το νερϐ τησ Λα Πλϊτα, θα πρϋπει να το ακολουθοϑν καμιϊ δεκαριϊ τουλϊχιςτον γρϊμματα, ϐπωσ γύνεται με τουσ τύτλουσ των ςπουδαύων καθηγητϔν». Σα μϊτια του ϊςτραφταν. «Αλλϊ η πρωτεϏνη όταν το πιο ενδιαφϋρον απ' ϐλα, Μπϐου-Γϐου. Απ' ϐςο γνωρύζουμε, υπϊρχει μϐνο ςε ϊλλο ϋνα μϋροσ: ςτον ανθρϔπινο εγκϋφαλο». Μϐλισ τϔρα ϊρχιςε, με το που κατϊπια: η ξηρϐτητα ςτο λαιμϐ. Ακϐμα δεν εύναι ϋντονη, αλλϊ θα με αναγκϊςει να ςηκωθϔ να πιω ϋνα ποτόρι κρϑο νερϐ. Ϊχω γϑρω ςτα ςαρϊντα λεπτϊ καιρϐ. Και εύναι τϐςα πολλϊ αυτϊ που θϋλω να πω, θεϋ μου! Για τισ ςφηκοφωλιϋσ που ανακϊλυψαν, γεμϊτεσ ςφόκεσ που δεν τςιμποϑςαν, για το τρακϊριςμα που εύδαν ο Μπϐμπι κι ϋνασ απϐ τουσ βοηθοϑσ του, ςτο οπούο οι δυο οδηγού, και οι δυο αρςενικού, και οι δυο πιωμϋνοι, και οι δυο κϊτω απϐ τριϊντα (ςτατιςτικϊ, εν δυνϊμει ταϑροι ςε υαλοπωλεύο, δηλαδό), κατϋβηκαν απϐ τα ςτραπατςαριςμϋνα αυτοκύνητα τουσ, αντϊλλαξαν φιλικό χειραψύα κι ϋδωςαν τα ςτοιχεύα τησ αςφϊλειασ του ο ϋνασ ςτον ϊλλο, πριν ξεκινόςουν παρϋα για ϋνα ακϐμα ποτηρϊκι ςτο πληςιϋςτερο μπαρ. Ο Μπϐμπι μιλοϑςε ϔρεσ, πολϑ περιςςϐτερεσ απ' αυτϋσ που μου απομϋνουν εμϋνα. Αλλϊ το ζουμύ όταν ϋνα: το υγρϐ ςτο βϊζο τησ μαγιονϋζασ. «Σϔρα ϋχουμε δικϐ μασ αποςτακτόριο ςτη Λα Πλϊτα», μου εύπε. «Αυτϐ εύναι το ποτϐ που παρϊγουμε, Φϊουι. Σο νϋκταρ τησ 122
ειρόνησ. Ο υδροφϐροσ ορύζοντασ ςτο υπϋδαφοσ του Σϋξασ βρύςκεται ςε αρκετϐ βϊθοσ, αλλϊ εύναι εκπληκτικϊ ευρϑσ. Υαντϊςου ϋναν υδϊτινο ϐγκο ςαν τη λύμνη Βικτϐρια εγκλωβιςμϋνο ςτο πορϔδεσ ύζημα που υπερκαλϑπτει το Μϐχο. Σο νερϐ εύναι όδη δραςτικϐ, αλλϊ εμεύσ καταφϋραμε να κϊνουμε το απϐςταγμα με το οπούο ψϋκαςα προηγουμϋνωσ τισ ςφόκεσ ακϐμη δραςτικϐτερο. Ϊχουμε ςυγκεντρϔςει ςχεδϐν ϋξι χιλιϊδεσ γαλϐνια ςε μεγϊλεσ, ατςϊλινεσ δεξαμενϋσ. Μϋχρι το τϋλοσ τησ χρονιϊσ θα ϋχουμε δεκατϋςςερισ χιλιϊδεσ. Και ωσ τον επϐμενο Ιοϑνιο τριϊντα χιλιϊδεσ. Αλλϊ δεν αρκοϑν. Φρειαζϐμαςτε περιςςϐτερο, το χρειαζϐμαςτε νωρύτερα... και πρϋπει επύςησ να το μεταφϋρουμε». «Να το μεταφϋρετε ποϑ;» τον ρϔτηςα. «τη Βϐρνεο κατ' αρχϊσ». Νϐμιςα πωσ δεν ϊκουςα καλϊ ό πωσ μου εύχε ςτρύψει. Ειλικρινϊ. «Ωκου, Μπϐου-Γϐου... ςυγνϔμη, Φϊουι». Χαχοϑλευε πϊλι ςτην τςϊντα του. Αυτό τη φορϊ ϋβγαλε ϋνα μϊτςο αεροφωτογραφύεσ και μου τισ ϋδωςε. «Βλϋπεισ;» με ρϔτηςε ενϔ τισ μελετοϑςα. «Βλϋπεισ πϐςο τϋλειο εύναι; Λεσ και ο ύδιοσ ο θεϐσ διϋκοψε το ςυνηθιςμϋνο, βαρετϐ πρϐγραμμα ανακοινϔνοντασ: Ϊκτακτο δελτύο ειδόςεων! Αυτό εύναι η τελευταύα ςασ ευκαιρύα, μαλϊκεσ! Και τϔρα επιςτρϋφουμε ςτα Νϋα τησ Ημϋρασ"». «Δε ςε παρακολουθϔ», του εύπα. «Και δεν ϋχω ιδϋα τι βλϋπω». Ϋξερα, βϋβαια. Ϋταν ϋνα νηςύ —ϐχι η ύδια η Βϐρ- νεο, αλλϊ ϋνα νηςϊκι ςύα δυτικϊ τησ Βϐρνεο με το ϐνομα Γκουλαντύο— μ' ϋνα βουνϐ ςτο κϋντρο του και κϊμποςα χωριουδϊκια απϐ λαςποκαλϑβεσ χαμηλϊ ςτισ πλαγιϋσ του. Σο ύδιο το βουνϐ δε φαινϐταν καθαρϊ γιατύ το ςκϋπαζαν πυκνϊ ςϑννεφα. Αυτϐ που εννοοϑςα όταν ϐτι δεν όξερα τι όθελε ο Μπϐμπι να δω. 123
«Σο βουνϐ ϋχει το ύδιο ϐνομα με το νηςύ», εύπε ο Μπϐμπι. «Γκουλαντύο. τη γλϔςςα των ιθαγενϔν ςημαύνει θεύα Φϊρη ό Μούρα ό Πεπρωμϋνο. ήμωσ, ο Ντιουκ Ρϐτζερσ λϋει ϐτι εύναι η μεγαλϑτερη ωρολογιακό βϐμβα ςτη γη... και ϐτι εύναι προγραμματιςμϋνη να ςκϊςει του χρϐνου τον Οκτϔβριο. άςωσ και λύγο νωρύτερα». Σο περύεργο εύναι ϐτι η ιςτορύα αυτό μοιϊζει τρελό αν προςπαθόςεισ να τη διηγηθεύσ με ταχϑτητα αςτραπόσ, ϐπωσ κϊνω εγϔ τϔρα. Ο Μπϐμπι όθελε να τον βοηθόςω να ςυγκεντρϔςει κϊτι ανϊμεςα ςε εξακϐςιεσ χιλιϊδεσ κι ενϊμιςι εκατομμϑριο δολϊρια για να κϊνει τα εξόσ: πρϔτον, να μαζϋψει πενόντα ωσ εβδομόντα χιλιϊδεσ γαλϐνια απϐ το υγρϐ που αποκαλοϑςε «απϐςταγμα»· δεϑτερον, να μεταφϋρει αεροπορικϔσ ϐλη αυτό την ποςϐτητα ςτη Βϐρνεο, η οπούα διϋθετε αεροδρϐμιο· τρύτον, να μεταφϋρει με πλούα το υγρϐ ςτο νηςύ που λεγϐταν Μούρα ό Πεπρωμϋνο ό θεύα Φϊρη· τϋταρτον, να το ανεβϊςει με βυτύα ωσ την κορυφό του ηφαιςτεύου το οπούο όταν ανενεργϐ απϐ το 1804 (με εξαύρεςη κϊτι νευρϊκια που το εύχαν πιϊςει το 1938) και, τϋλοσ, ν' αδειϊςει ϐλο το «απϐςταγμα» ςτο λαςπερϐ κρατόρα του. Ο Ντιουκ Ρϐτζερσ όταν ο παγκϐςμια γνωςτϐσ γεωλϐγοσ που το κανονικϐ του ϐνομα όταν Σζον Πολ Ρϐτζερσ. Ο Ρϐτζερσ, λοιπϐν, πύςτευε ϐτι το Γκουλαντύο δεν επρϐκειτο να εκραγεύ απλϔσ. Ο Ρϐτζερσ ιςχυριζϐταν ϐτι η ϋκρηξη θα όταν κοςμογονικό, ανϊλογη μ' εκεύνη του Κρακατϐα το δϋκατο ϋνατο αιϔνα και ϐτι μπροςτϊ ς' αυτό την ϋκρηξη η βϐμβα που εύχε δηλητηριϊςει το Λονδύνο θα ϋμοιαζε με βεγγαλικϊ. Η ηφαιςτειακό ςκϐνη απϐ την ϋκρηξη του Κρακατϐα, μου εύπε ο Μπϐμπι, εύχε κϊνει κυριολεκτικϊ το γϑρο τησ γησ. τα αποτελϋςματα που προϋκυψαν βαςύςτηκε ςε ςημαντικϐ βαθμϐ η θεωρύα τησ Ομϊδασ αγκϊν για τον Πυρηνικϐ Φειμϔνα. Επύ τρεισ μόνεσ μετϊ την ϋκρηξη, οι ανατολϋσ και τα ηλιοβαςιλϋματα 124
ςτο μιςϐ ημιςφαύριο εύχαν γεμύςει με γκροτϋςκα ζωηρϊ χρϔματα, ςυνϋπεια των ςωματιδύων τησ ςτϊχτησ που ςτροβιλύζονταν τϐςο ςτον αερομαύανδρο ϐςο και ςτη Ζϔνη Ρευμϊτων Βαν Ωλεν. Παρατηρόθηκαν κλιματολογικϋσ μεταβολϋσ ςε ϐλη την υδρϐγειο, οι οπούεσ διόρκεςαν τρύα χρϐνια. Οι φούνικεσ του εύδουσ νύπα, που μϋχρι τϐτε φϑτρωναν μϐνο ςτην Ανατολικό Αφρικό και ςτη Μικρονηςύα, εμφανύςτηκαν ξαφνικϊ ςτη Νϐτια και ςτη Βϐρεια Αμερικό. «ήλοι οι νύπα τησ Βϐρειασ Αμερικόσ πϋθαναν πριν απϐ το 1900», μου εύπε ο Μπϐμπι, «αλλϊ ζουν και βαςιλεϑουν κϊτω απϐ τον ιςημερινϐ. Σο Κρακατϐα τουσ ϋςπειρε εκεύ, Φϊουι, κι εγϔ θϋλω να ςπεύρω το νερϐ τησ Λα Πλϊτα ςε ϐλη τη γη. Θϋλω να βρϋξει παντοϑ νερϐ τησ Λα Πλϊτα και, μετϊ την ϋκρηξη του Γκουλαντύο, θα βρϋξει πολϑ, πύςτεψε με. θϋλω να γεμύςουν οι δεξαμενϋσ ϐλησ τησ γησ με νερϐ τησ Λα Πλϊτα, θϋλω οι ϊνθρωποι να λοϑζονται μ' αυτϐ, να το πύνουν, να βουτϊνε ς' αυτϐ τουσ φακοϑσ επαφόσ τουσ. θϋλω οι πϐρνεσ να πλϋνονται μ' αυτϐ το νερϐ». «Μπϐμπι, εύςαι τρελϐσ», του εύπα ξϋροντασ ϐτι δεν όταν. Μου χϊριςε ϋνα λοξϐ, κουραςμϋνο χαμϐγελο. «Δεν εύμαι», εύπε. «θϋλεισ να δεισ τρϋλα; Πιϊςε ςτην τηλεϐραςη το CNN, Μπϐου... Φϊουι. θα δεισ την τρϋλα ϋγχρωμη». ήμωσ, δε χρειαζϐταν να καταφϑγω ςτισ δορυφορικϋσ ειδόςεισ (τα κανϊλια που ϋνασ φύλοσ μου ςυνόθιζε ν' αποκαλεύ Οργανοπαύκτεσ τησ Δευτϋρασ Παρουςύασ) για να καταλϊβω για τι μιλοϑςε ο Μπϐμπι. Οι Ινδού και οι Πακιςτανού όταν με το δϊχτυλο ςτη ςκανδϊλη. Οι Κινϋζοι και οι Αφγανού ομούωσ. Η μιςό Αφρικό πϋθαινε τησ πεύνασ και η υπϐλοιπη μιςό απϐ AIDS. Αψιμαχύεσ γύνονταν ςυνεχϔσ ςτα τεξανομεξικανικϊ ςϑνορα τα τελευταύα πϋντε χρϐνια, αφϐτου το Μεξικϐ ϋγινε κομμουνιςτικό δημοκρατύα, και ο κϐςμοσ ϊρχιςε ν' αποκαλεύ το ςυνοριακϐ πϋραςμα τησ Σιχουϊνα ςτην Καλιφϐρνια Μικρϐ Βερολύνο 125
εξαιτύασ του τεύχουσ που χτύςτηκε εκεύ. Η μακρινό αναμπουμποϑλα που ηχοϑςε μϐνιμα την τελευταύα δεκαετύα τϔρα εύχε γύνει κλαγγό ϐπλων. Σην τελευταύα μϋρα του παλιοϑ χρϐνου η Επιτροπό Πυρηνικόσ Ευθϑνησ ανακούνωςε ϐτι το μαϑρο ρολϐι του κϐςμου ϋδειχνε δεκαπϋντε δευτερϐλεπτα πριν απϐ τα μεςϊνυχτα. «Μπϐμπι, ασ υποθϋςουμε ϐτι γύνεται κι ϐλα πϊνε ςϑμφωνα με το πρϐγραμμα», εύπα. «Κατϊ πϊςα πιθανϐτητα δεν μπορεύ οϑτε πρϐκειται να γύνει, αλλϊ ασ υποθϋςουμε ϐτι γύνεται. Δεν ϋχεισ την παραμικρό ιδϋα για το ποιεσ μπορεύ να εύναι οι μακροπρϐθεςμεσ επιπτϔςεισ». Πόγε να μου πει κϊτι, αλλϊ τον ςταμϊτηςα ςηκϔνοντασ το χϋρι μου. «Μην επιχειρόςεισ να το αρνηθεύσ, γιατύ εύμαι ςύγουροσ ϐτι δεν ξϋρεισ! Εύχεσ το χρϐνο να ανακαλϑψεισ το "ςειςμϐ χωρύσ δονόςεισ" και ν' απομονϔςεισ το αύτιο, αυτϐ το δϋχομαι. Ϊχεισ ϐμωσ ακουςτϊ τη θαλιδομύδη; Εκεύνη τη θαυματουργό ουςύα που θερϊπευε την ακμό και προκαλοϑςε τερατογενϋςεισ ό το ηρεμιςτικϐ που προκαλοϑςε καρκύνο και καρδιακϊ επειςϐδια ςε τριαντϊχρονουσ; θυμϊςαι το εμβϐλιο του AIDS το 1997;» «Φϊουι;» «Εκεύνο το εμβϐλιο ςταμϊτηςε μεν την αρρϔςτια, αλλϊ μετϋτρεψε τα πειραματϐζωα ςε ανύατουσ επιληπτικοϑσ, που πϋθαναν ϐλοι ςε διϊςτημα δεκαοχτϔ μηνϔν». «Φϊουι;» «Επειτα όταν... » «Φϊουι;» ταμϊτηςα και τον κούταξα. «Ο κϐςμοσ», εύπε ο Μπϐμπι και ςϔπαςε. Εύδα το καρϑδι του λαιμοϑ του ν' ανεβοκατεβαύνει. Πϊλευε να ςυγκρατόςει τα δϊκρυα. «Ο κϐςμοσ χρειϊζεται ηρωικϊ μϋτρα, αδερφϋ. Δεν ξϋρω ποιεσ μπορεύ να εύναι οι μακροχρϐνιεσ παρενϋργειεσ οϑτε και 126
προλαβαύνω να τισ μελετόςω, γιατύ δεν υπϊρχει μακρϐχρονη προοπτικό. άςωσ μπορϋςουμε να θεραπεϑςουμε ϐλη αυτό τη δυςτυχύα. άςωσ...» Αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του, αποπειρϊθηκε να χαμογελϊςει και τελικϊ με κούταξε. Απϐ τα μϊτια του που γυϊλιζαν κϑληςαν αργϊ δυο μεγϊλα δϊκρυα. «Ϋ μπορεύ απλϔσ να δύνουμε ηρωύνη ς' ϋναν αςθενό με κακοόθη ϐγκο. ήπωσ και να 'χουν τα πρϊγματα, θα ςταματόςει αυτϐ που ςυμβαύνει τϔρα». Ωπλωςε τα χϋρια του, με τισ παλϊμεσ προσ τα πϊνω, ϋτςι που φαύνονταν τα ςημϊδια απϐ τα δυο τςιμπόματα. «Βοόθηςε με, Μπϐου-Γϐου. ε παρακαλϔ, βοόθηςε με». Ϊτςι, τον βοόθηςα. Και τα κϊναμε ςκατϊ. Για ν' ακριβολογοϑμε, τα κϊναμε εντελϔσ ςκατϊ. Και να ςασ πω την αλόθεια; Πεντϊρα δε δύνω. κοτϔςαμε ϐλη τη χλωρύδα, αλλϊ καταφϋραμε να ςϔςουμε τουλϊχιςτον το θερμοκόπιο. Κϊτι θα ξαναφυτρϔςει εκεύ κϊποτε. Ελπύζω. Διαβϊζετε ακϐμα; Σα γρανϊζια μου αρχύζουν να κολλϊνε. Για πρϔτη φορϊ εδϔ και πολλϊ χρϐνια αναγκϊζομαι να ςκεφτϔ αυτϐ που κϊνω: τισ μηχανικϋσ κινόςεισ τησ γραφόσ. Ϊπρεπε να εύχα βιαςτεύ περιςςϐτερο ςτην αρχό. Δεν πειρϊζει. Σϔρα εύναι πολϑ αργϊ για ν' αλλϊξουν τα πρϊγματα. Σο κϊναμε, λοιπϐν. Διυλύςαμε το νερϐ, το ςυμπυκνϔςαμε, το μεταφϋραμε ςτο Γκουλαντύο, καταςκευϊςαμε ϋνα πρωτϐγονο ςϑςτημα ανϊβαςησ —μιςϐ απϐ μηχανοκύνητη τροχαλύα και μιςϐ απϐ οδοντωτϐ ςιδηρϐδρομο— ςτην πλαγιϊ του ηφαιςτεύου και ρύξαμε πϊνω απϐ δϔδεκα χιλιϊδεσ φορτύα των πϋντε γαλονιϔν νερϐ τησ Λα Πλϊτα -Σην εγκεφαλοτονωτικό ποικιλύα— ςτα λαςπερϊ, ομιχλϔδη βϊθη του κρατόρα. ήλ' αυτϊ 127
τα κϊναμε ςε οχτϔ μόνεσ. Δε μασ κϐςτιςαν οϑτε εξακϐςιεσ χιλιϊδεσ οϑτε ενϊμιςι εκατομμϑριο δολϊρια. Μασ κϐςτιςαν πϊνω απϐ τϋςςερα εκατομμϑρια, που και πϊλι αποτελοϑν το ϋνα δϋκατο ϋκτο του ϋνα τοισ εκατϐ των αμυντικϔν δαπανϔν των ΗΠΑ αυτόσ τησ χρονιϊσ, θϋλετε να μϊθετε ποϑ τα βρόκαμε; Θα ςασ ϋλεγα ανύχα το χρϐνο, αλλϊ το μυαλϐ μου αρχύζει να διαλϑεται, οπϐτε αφόςτε το καλϑτερα. Ειλικρινϊ, δε μπύςτευα ϐτι θα μποροϑςα να το κϊνω μϐνοζμου, μϋχρι που ϋγινε. Πϊντωσ προλϊβαμε κετο- κϊναμε πριν ϋρθει το τϋλοσ του κϐζμου κεκύνο το ηφαύςτειο -που δεθιμϊμε πϔςτο λϋνε κεδϋμπρολαβαύνω να κςεφιλύςω το γραπτϐ μου να τοβρϐ ϋςκαςε ϐταν Μια ςτιγμό Εντϊξει. Κϊπωσ καλϑτερα. Ντιτζιταλύνη. Σην ϋπαιρνε ο Μπϐμπι. Η καρδιϊ χτυπϊει ςαν τρελό, αλλϊ μπορϔ να ςκεφτϔ κανονικϊ και πϊλι. Σο ηφαύςτειο -θεύα Φϊρη το λϋγαμε— ϋςκαςε ακριβϔσ τϐτε που ϋλεγε ο Ντιουκ Ρϐτζερσ. ήλα τινϊχτηκαν πςιλϊ ςτον αϋρα κι ο κϐζμοσ παρϊτηςε ϐτι ϋκανε κεκύ τϊζε ςτο- νουρανϐ. Σϋτοιο μπαμ δενύχανε κςανακοϑςει! Εγινε ςτο τςϊκα τςϊκα, ςαν πςεκϊςτε, ςκουπύςτε, τελιϐςατε και οι ϊνθρωποι κςαναβρόκαν την ιγιϊ τουσ. θϋλω ναπϐ μια ςτιγμό Φριςτϋ μου, κϊνε να μπορϋςω να το τελειϔςω αυτϐ. θϋλω να πω ϐτι η γη ηρϋμηςε. Οι ϊνθρωποι ϊρχιςαν να βλϋπουν κϊποια προ οπτικό ςτη νϋα κατϊςταςη. Ο κϐζμοσ ϋγινε ςαν τη ςφηκοφολιϊ του Μπϐμπι, αυτό με τι ςφόκεσ που δεν τςιμποϑςαν. Πϋραςαν τρύα χρϐνια ςαν ινδιϊνικο καλοκϋρι . Οι ϊνθρωποι ζοϑςαν αγαπημϋνοι ϐπωσ ςεκύνο το τραγοϑδι των Γιϊνγκμπλαντ που ϋλεγε, ελϊτε ϐλοι, α- ςμύκςουμε εδϔ και τϔρα. ήπωσ το ύθελαν οι χύπιζ, δηλαδό, ιρινη κι αγϊπι κε μιαςτιγ 128
Μεγϊλη δϐςη. Νομύζω πωσ η καρδιϊ μου θα πεταχτεύ απταφτιϊ. Ανϐμωσ βϊλω τα δυνατϊ μου κε ςυγκεντρωθϔ, το μυαλϐ μου... Ϋταν ςαν ινδιϊνικο καλοκαύρι, αυτϐ όθελα ναπϐ, ςαν τρύα χρϐνια ινδιϊνικο καλοκαύρι. Ο Μπϐμπι ςινϋχιςε την ερευνϊ του ςτη Λα Πλϊτα. Κοινονιολογικϋσ μελϋτεσ κ.λπ. θιμϊςτε τον ντϐπιο ςερύφι; Σο γερο-χοντρϐ ρεπουμπλικϊνο που μιμοϑνταν καλϊ τον Ρϐντνεώ Γιϊνγκμπλαντ; Που εύπε ο Μπϐμπι ϐτι εύχε ςιμπτϐματα τησ νϐςου του Ρϐντνεώ; ςυγκεντρϔςου ηλύθιε Δεν όταν μϐνο αυτϐσ· αποδεύχτηκε ϐτι κυκλοφοροϑςε πολϑ αφτϐ το πρϊγμα ςεκύνο το κομϊτι του Σϋκςασ. Η νϐςοσ του Αλ Φϊμερ, θϋλο ναπϐ. Σρύα χιϐνια εγϔ κιο Μπϐμπι μύναμε εκύ. Υτιϊκςαμε καινοϑριο πρϐγραμμα. Καινοϑρια γραφικό παρϊςταςη μεκύκλουσ. Εγϔ εύδα τι ϋτρεχε κεγύριςα εδϔ. Ο Μπϐμπι κιδύο βοηθού του ϋμειναν. Ο ϋνασ αφτοκτϐνιςε μου εύπε ο Μπϐμπι ϐταν όρθε εδϐ. Μια ςτιγμό. Ακϐμια δϐςι. Εντϊκςι. Σελεφτϋα φορϊ. Η καρδιϊ μου χτυπϊει τϐςο πολϑ που δυςκολϋβομαι ναναςϊνω. Η καινοϑρια γραφικό παρϊςταςη, η τελεφταύα, όταν ςοςτϐσ καταπϋλτησ ϐταν τι- βϊλαμε πϊνω απϐ τη γραφικό παρϊςταςη του «ςιζμοϑ χωρύσ δονύςεισ». Η γραφικό παρϊςταςη του «ςιζμοϑ χωρύσ δονύςεισ» ϋδειχνε ϐτι βύεα επειςϐδια μιϐνονταν ϐςο πληςιϊζαμε τη Λα Πλϊτα ςτο κϋντρο. Η γραφικό Αλτςχϊιμερ ϋδεικςε ϐτι επειςϐδια πρϔιμησ ανύασ αφκςϊνονταν πληςιϊζοντασ τη Λα Πλϊτα. Εκεύ οι ϊνθροποι γύνονταν πολύ χαζού αποπολύ νϋοι. Εγϔ και ο Μπϐμπο προςϋχαμε πολύ τα επϐμενα τρύα χρϐνια. Πύναμε μϐνο νερϐ Περιϋ κεφοροϑςαμε φαρδιϊ, μακριϊ αδιϊβροχα ςτιβροχύ. ϋτςι ϐχι πια πϐλεμοσ ςτιγύ κι ϐταν ϊρχιςαν ϐλοι ναποβλακϐνοντε, εμεύσ ϐχι κεγϐ γϑριςα εδϔ γιατύ αφτϐσ, ο αδερφϐσ μου, που δεθιμϊμε ποςτολϋνε Μπϐμπι 129
ο Μπϐμπι όρθε εδϐ απϐπςε κλϋγοντασ κεγϐ εύπα Μπϐμπι ςαγαπϊω. και ο Μπομπύπε ςιγνϐμι Μπϐουγοου ςιγνϐμι, ϋκανα τογκϐζμο γεμϊτο χαζοϑς κεγϐ εύπα κϊλιο χαζύ παρϊ μεγϊλη μϊβρι τρύπα ςτο διϊςτημα κιαφτϐσ ϋκλεγε κεγϐ ϋ- κλεγα κετοϑλεγα Μπϐμπι ςαγαπϊο κιαφτϐσ ύπε κϊνε μου μια ϋνεςι μετοθαβματουργϐ νερϐ κεγϐ ύπα νε κι αφτοςύπε νανταγρϊψεισ κεγϐ εύπα νε κετϐκανα αλαδϋθι μϊμε καλϊ. βλϋπο τιζλϋκςισ κεδεγκζϋρο τι λϋνε Εχω ϋνα Μπϐμπι τον λϋνε αδερφϐ κεδϋμπο ρϐνα γρϊπ- ςο πια κϋχο κενϊ κουτύ νανταβϊλο μϋςα ολαφτϊ κιο Μπϐι μπι ύπε ποςύνε γεμϊτο καλϐ αϋρα πουθαντϋκςι χιλιϊδεσ χιϐνια κετϐρα αντύο αντύο ςϐλους θαςταματόςο αντύο μ-πϐμπι ςαγαπϊο δε φτεςεςύ κεςαγαπϊο ςϋχο ςινχορϋςι ςαγαπϊο Ο ιπογρϊφον (για τονγκϐζμο)
130
Αφϋτε τα Παιδύα Μισ ύντλεώ όταν τ' ϐνομα τησ και το δαςκαλύκι η χαρϊ τησ. Ϋταν κοντό κι αναγκαζϐταν να ςηκϔνεται ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν τησ για να γρϊψει ςτην κορυφό του πύνακα, ϐπωσ ϋκανε τϔρα. Πύςω τησ, κανϋνα απϐ τα παιδϊκια δεν τολμοϑςε να χαςκογελϊςει ό να ψιθυρύςει ό να τςιμπολογόςει κϊποια λιχουδιϊ που κρατοϑςε κρυμμϋνη ςτη χοϑφτα του. Ϋξεραν πολϑ καλϊ ϐτι το ϋνςτικτο τησ μισ ύντλεώ όταν αλϊνθαςτο κι αμεύλικτο. Η μισ ύντλεώ πϊντα όξερε ποιο παιδϊκι μαςοϑςε τςύχλα ςτα πύςω θρανύα, ποιο εύχε φυςοκϊλαμο ςτην τςϋπη του ό ποιο όθελε να πϊει ςτην τουαλϋτα για ν' ανταλλϊξει κϊρτεσ και ϐχι για να κϊνει την ανϊγκη του. ήπωσ ο θεϐσ, όξερε κι αυτό τα πϊντα κϊθε ςτιγμό. Σα μαλλιϊ τησ εύχαν αρχύςει ν' αςπρύζουν και ο νϊρθηκασ που φοροϑςε για να υποςτηρύζει την πονεμϋνη πλϊτη τησ διαγραφϐταν κϊτω απϐ το λεπτϐ, λουλουδϊτο φουςτϊνι τησ. Δεν όταν παρϊ μια μικρϐςωμη, ταλαύπωρη γυναικοϑλα με μυωπικϊ μϊτια. Κι ϐμωσ την ϋτρεμαν. Η γλϔςςα τησ όταν θρυλικό ςτο ςχολεύο. Σα μϊτια τησ, ϋτςι και καρφϔνονταν ςε φταύχτη που εύχε κρυφογελϊςει ό ψιθυρύςει, μποροϑςαν να λυγύςουν ακϐμα και τα πιο πειςματϊρικα γϐνατα. Σϔρα, καθϔσ ϋγραφε ςτον πύνακα τισ λϋξεισ τησ αυριανόσ ορθογραφύασ, ςκεφτϐταν ϐτι η επιτυχύα τησ μακρϊσ διδαςκαλικόσ ςταδιοδρομύασ τησ θα μποροϑςε να ςυμπυκνωθεύ, να ελεγχθεύ και ν' αποδειχτεύ μ' αυτό τη μικρό, καθημερινό πρϊξη: όταν ςε θϋςη να γυρύζει την πλϊτη ςτουσ μαθητϋσ τησ με απϐλυτη ςιγουριϊ. «Διακοπϋσ», εύπε, ςυλλαβύζοντασ τη λϋξη καθϔσ την ϋγραφε με ςτρογγυλϊ, καθαρϊ γρϊμματα ςτον πύνακα. 131
«Εντουαρντ, πεσ μασ, ςε παρακαλϔ, μια φρϊςη με τη λϋξη "διακοπϋσ"». «Πϋρυςι ϋκανα διακοπϋσ ςιη Νϋα Τϐρκη», τησ απϊντηςε μια ψιλό φωνοϑλα. Κι ϋπειτα, ϐπωσ τουσ εύχε μϊθει να κϊνουν, το αγϐρι ςυλλϊβιςε αργϊ την καινοϑρια λϋξη. «Δι-α-κο-πϋσ». «Πολϑ καλϊ, Εντουαρντ». Η μισ ύντλεώ πϋραςε ςτην επϐμενη λϋξη. Υυςικϊ, εύχε κι αυτό τα μικρϊ τησ κϐλπα. Η επιτυχύα δεν κρύνεται μϐνο απϐ τα ςημαντικϊ αλλϊ κι απϐ τα μικροπρϊγματα. Αυτό την αρχό εφϊρμοζε πϊντα ςτην τϊξη και δεν εύχε αποτϑχει ποτϋ. «Σζϋιν;» εύπε όρεμα. Η Σζϋιν, που κρυφοκούταζε το Αναγνωςτικϐ, ςόκωςε ϋνοχα το βλϋμμα τησ. «ε παρακαλϔ, κλεύςε αμϋςωσ το βιβλύο ςου». Σο βιβλύο ϋκλειςε. Και η Σζϋιν ςτϑλωςε με μύςοσ τα γαλανϊ μϊτια τησ ςτην πλϊτη τησ μισ ύντλεώ. «Και για τιμωρύα, θα παραμεύνεισ ςτο θρανύο ςου δεκαπϋντε λεπτϊ μετϊ το ςχϐλαςμα». Σα χεύλη τησ Σζϋιν τρεμοϑλιαςαν. «Μϊλιςτα, μισ ύντλεώ ». Ϊνα απϐ τα μικρϊ τησ κϐλπα όταν η προςεκτικό χρόςη των γυαλιϔν τησ. τουσ χοντροϑσ φακοϑσ τουσ αντανακλοϑνταν ολϐκληρη η τϊξη και πϊντα τη διαςκϋδαζε να βλϋπει τα ϋνοχα, τρομαγμϋνα προςωπϊκια των παιδιϔν ϐταν τα τςϊκωνε ςτα πρϊςα να κϊνουν τισ ςυνηθιςμϋνεσ διαβολιϋσ τουσ. Σϔρα διϋκρινε ϋνα φαςματικϐ, παραμορφωμϋνο Ρϐμπερτ ςτο πρϔτο θρανύο, να ςουφρϔνει κοροώδευτικϊ τη μϑτη του. Δεν τον επϋπληξε. ήχι ακϐμα. Ο Ρϐμπερτ όταν ικανϐσ να κρεμαςτεύ ϋτςι και του ϋδινεσ λύγο παραπανύςιο ςκοινύ. «Αϑριο», πρϐφερε καθαρϊ. «Ρϐμπερτ, πεσ μασ, ςε παρακαλϔ, μια φρϊςη με τη λϋξη "αϑριο"». Ο Ρϐμπερτ ϋςμιξε τα φρϑδια του ςτην προςπϊθεια ν' απαντόςει. Η τϊξη όταν όςυχη, νυςταγμϋνη κϊτω απϐ το 132
ςεπτεμβριϊτικο όλιο. Σο ηλεκτρικϐ ρολϐι πϊνω απϐ την πϐρτα μουρμοϑριζε πωσ ϋμενε μϐνο μιςό ωρύτςα ωσ το ςχϐλαςμα ςτισ τρεισ και το μϐνο πρϊγμα που εμπϐδιζε τα παιδικϊ κεφαλϊκια να γεύρουν νυςταγμϋνα πϊνω απϐ τα τετρϊδια τησ ορθογραφύασ τουσ όταν η βουβό απειλό που εκπροςωποϑςε η πλϊτη τησ μισ ύντλεώ. «Περιμϋνω, Ρϐμπερτ». «Αϑριο θα ςυμβεύ κϊτι κακϐ», εύπε ο Ρϐμπερτ. Οι λϋξεισ όταν εντελϔσ αθϔεσ, αλλϊ η μισ ύντλεώ, με την ϋκτη αύςθηςη που διαθϋτουν ϐλοι οι τηρητϋσ τησ πειθαρχύασ, δεν τισ εύδε με καθϐλου καλϐ μϊτι. «Αϑ-ρι-ο», κατϋληξε ο Ρϐμπερτ. Εύχε τα χϋρια του ςταυρωμϋνα πϊνω ςτο θρανύο και ςοϑφρωςε πϊλι κοροώδευτικϊ τη μϑτη του. Επιπλϋον, χαμογϋλαςε· ϋνα αδιϐρατο λοξϐ χαμϐγελο με τα χεύλη κλειςτϊ. Και η μισ ύντλεώ, εντελϔσ ξαφνικϊ κι ανεξόγητα, όταν ςύγουρη ϐτι ο Ρϐμπερτ εύχε καταλϊβει το μικρϐ τησ κϐλπο με τα γυαλιϊ. Εντϊξει. Πολϑ καλϊ. Ωρχιςε να γρϊφει την επϐμενη λϋξη, χωρύσ κανϋνα ςχϐλιο προσ τον Ρϐμπερτ, αφόνοντασ τη ςτητό τησ πλϊτη να μεταφϋρει το μόνυμα για λογαριαςμϐ τησ. υνϊμα, τον παρατηροϑςε προςεκτικϊ με το ϋνα μϊτι. Πολϑ ςϑντομα, ο Ρϐμπερτ θα τησ ϋβγαζε τη γλϔςςα ό θα ϋκανε εκεύνη την αιςχρό χειρονομύα με το μεςαύο δϊχτυλο τεντωμϋνο, που την όξεραν ϐλα τουσ, ακϐμη και τα κορύτςια αυτϋσ τισ μϋρεσ, ϋτςι για να βεβαιωθεύ αν πραγματικϊ τον ϋβλεπε. Σϐτε θα τον τιμωροϑςε. Η αντανϊκλαςη του Ρϐμπερτ ςτα γυαλιϊ τησ όταν μικρό, θολό και παραμορφωμϋνη. Κι ασ κούταζε τη λϋξη που ϋγραφε μϐνο με την ϊκρη του ματιοϑ τησ. Ο Ρϐμπερτ ϊλλαξε. Η μισ ύντλεώ ϋπιαςε μϐνο μια φευγαλϋα κύνηςη, μια τρομακτικό, φευγαλϋα εικϐνα του προςϔπου του Ρϐμπερτ που ϊλλαζε ςε κϊτι... διαφορετικϐ. 133
Γϑριςε απϐτομα, ςαν ςβοϑρα, ϊςπρη ςαν το πανύ, αγνοϔντασ τη ςουβλιϊ του πϐνου ςτην ταλαιπωρημϋνη ραχοκοκαλιϊ τησ. Ο Ρϐμπερτ την κούταζε όρεμα, απορημϋνα. Σα χϋρια του όταν ςταυρωμϋνα πϊνω ςτο θρανύο. Δεν ϋδειχνε καθϐλου τρομαγμϋνοσ. Σο φαντϊςτηκα, ςκϋφτηκε η μισ ύντλεώ. Ϊψαχνα για κϊτι κι αφοϑ δεν υπόρχε τύποτε το δημιοϑργηςε το μυαλϐ μου. Πολϑ ςυνεργϊςιμο μυαλϐ. Κι ϐμωσ... «Ρϐμπερτ;» Εύχε ςκοπϐ ν' ακουςτεύ αυςτηρό· ο τϐνοσ τησ να απαιτεύ μια ομολογύα ενοχόσ. Δεν τησ βγόκε ϋτςι. «Μϊλιςτα, μισ ύντλεώ». Σα μϊτια του αγοριοϑ όταν ςκοϑρα καςτανϊ, εύχαν το χρϔμα τησ λϊςπησ ςτο βυθϐ ενϐσ ρυακιοϑ που αργοκυλϊει. «Σύποτα». Η μισ ύντλεώ ςτρϊφηκε πϊλι προσ τον πύνακα. Ϊνασ μικρϐσ ψύθυροσ διϋτρεξε την τϊξη ςαν ρεϑμα. «Ηςυχύα» εύπε ξερϊ και ςτρϊφηκε να τουσ αντιμετωπύςει. «Ϊνα κιχ ν' ακοϑςω και θα μεύνετε ϐλοι ςτην τϊξη μετϊ το ςχϐλαςμα ϐπωσ η Σζϋιν!» Απευθϑνθηκε ς' ϐλη την τϊξη, αλλϊ κούταξε κατϊματα μϐνο τον Ρϐμπερτ. Ο μικρϐσ ανταπϋδωςε το βλϋμμα τησ με παιδιϊςτικη αθωϐτητα: Ποιοσ, εγϔ; ήχι εγϔ, μισ ύντλεώ. τρϊφηκε πϊλι προσ τον πύνακα κι ϊρχιςε να γρϊφει χωρύσ να κοιτϊζει την αντανϊκλαςη τησ τϊξησ ςτουσ φακοϑσ τησ. Σο τελευταύο μιςϊωρο κϑληςε πολϑ αργϊ και τησ φϊνηκε πωσ ο Ρϐμπερτ τησ ϋριξε ϋνα περύεργο βλϋμμα βγαύνοντασ. Ϊνα βλϋμμα που ϋλεγε, ϋχουμε ϋνα μυςτικϐ εμεύσ οι δυο, ϋτςι δεν εύναι; Εκεύνο το βλϋμμα δεν ϋλεγε να φϑγει απϐ το μυαλϐ τησ. Εύχε ςφηνϔςει ςαν κομματϊκι κρϋασ ανϊμεςα ςε δυο τραπεζύτεσ —μια μικρό, μαλακό ύνα ςτην ουςύα, που ϐμωσ φϊνταζε ενοχλητικϊ μεγϊλη, ςαν κομμϊτι απϐ μπετϐν. 134
Σρϔγοντασ το μοναχικϐ τησ δεύπνο ςτισ πϋντε (βραςτϊ αβγϊ με τοςτ), η μισ ύντλεώ το ςκεφτϐταν ακϐμα. Ϋξερε ϐτι εύχε αρχύςει να γερνϊει, αλλϊ το δεχϐταν όρεμα. Δε θα καταντοϑςε ςαν εκεύνεσ τισ γεροντοκϐρεσ δαςκϊλεσ, που τισ ςϋρνουν κλοτςϔντασ και ςκοϑζοντασ ϋξω απϐ τισ τϊξεισ τουσ ϐταν ϋρχεται η ϔρα να βγουν ςτη ςϑνταξη. Οι γυναύκεσ αυτϋσ τησ θϑμιζαν χαρτοπαύκτεσ, ανύκανουσ να ςηκωθοϑν απϐ το τραπϋζι ϐταν ϋχαναν. Αυτό ϐμωσ δεν ϋχανε. Αυτό πϊντα κϋρδιζε. Κούταξε τα βραςτϊ αβγϊ τησ. Δεν κϋρδιζε πϊντα; Ϊφερε ςτο νου τησ την τρύτη τϊξη ςαν ϋνα ςϑνολο απϐ πολϑ γνϔριμα πρϐςωπα και διαπύςτωςε ϐτι το πρϐςωπο του Ρϐμπερτ ξεχϔριζε καθαρϊ ανϊμεςα τουσ. ηκϔθηκε κι ϊναψε ϊλλο ϋνα φωσ. Αργϐτερα, λύγο πριν την πϊρει ο ϑπνοσ, το πρϐςωπο του Ρϐμπερτ πϋραςε αργϊ απϐ μπροςτϊ τησ χαμογελϔντασ δυςϊρεςτα, με φϐντο το ςκοτϊδι, πύςω απϐ τα κλειςτϊ τησ βλϋφαρα. Σο πρϐςωπο ϊρχιςε ν' αλλϊζει... Αλλϊ, πριν δει ςε τι ακριβϔσ πόγαινε να μεταμορφωθεύ, την πρϐλαβε το ςκοτϊδι του ϑπνου. Η μισ ύντλεώ πϋραςε ϊβολη νϑχτα και, ϐπωσ όταν επϐμενο, την ϊλλη μϋρα εύχε τα νεϑρα τησ. Περύμενε —ςχεδϐν όλπιζε— κϊποιοσ να ψιθυρύςει, να κρυφογελϊςει ό να περϊςει κρυφϊ ϋνα ςημεύωμα. Αλλϊ η τϊξη όταν όςυχη, πολϑ όςυχη. Σα παιδιϊ την κούταζαν ϐλα με εκνευριςτικό απϊθεια, τϐςο που ςχεδϐν ϋνιωθε να την περπατϊνε ϐλα εκεύνα τα βλϋμματα ςαν τυφλϊ, κινοϑμενα μυρμόγκια. ταμϊτα, πρϐςταξε αυςτηρϊ τον εαυτϐ τησ. Κϊνεισ ςαν κοριτςϐπουλο που μϐλισ αποφούτηςε απϐ την Ακαδημύα. Και πϊλι η μϋρα λεσ κι αργοςερνϐταν, τϐςο που ανακουφύςτηκε περιςςϐτερο απϐ τα παιδιϊ μϐλισ χτϑπηςε το τελευταύο κουδοϑνι. Σα παιδιϊ μπόκαν τακτικϊ ςε ςειρϋσ 135
μπροςτϊ ςτην πϐρτα, αγϐρια και κορύτςια χωριςτϊ, κατϊ ϑψοσ, πιαςμϋνα χϋρι χϋρι, υπϊκουα. «Σουσ ζυγοϑσ λϑςατε», τουσ εύπε. ίςτερα ςτϊθηκε και με ξινϐ, θυμωμϋνο ϑφοσ τα παρακολοϑθηςε να τρϋχουν ουρλιϊζοντασ κατϊ μόκοσ του διαδρϐμου κι απϐ εκεύ ϋξω, ςτην αυλό και ςτη λιακϊδα. Σι όταν αυτϐ που εύδα ϐταν ϊλλαξε ο μικρϐσ; Κϊτι βολβϔδεσ. Κϊτι που λαμπϑριζε. Κϊτι που με κοιτοϑςε ςτα μϊτια, ναι, με κοιτοϑςε, χαμογελοϑςε και δεν όταν πια παιδύ. Ϋταν γϋρικο, όταν κακϐ και... «Μισ ύντλεώ;» Σο κεφϊλι τησ τινϊχτηκε απϐτομα κι απϐ το λαρϑγγι τησ ξϋφυγε ϋνα μικρϐ Ψ! ςαν λϐξιγκασ. Ϋταν ο κϑριοσ Φϊνινγκ. Σησ χαμογϋλαςε απολογητικϊ. «Δεν όθελα να ςασ τρομϊξω». «Δεν ϋγινε τύποτα», του απϊντηςε πιο ξερϊ απ' ϐ,τι θα όθελε. Σι όταν αυτϊ που ςκεφτϐταν; Σι την εύχε πιϊςει; «Μόπωσ θα μποροϑςατε να ελϋγξετε τισ χϊρτινεσ πετςϋτεσ ςτισ τουαλϋτεσ των κοριτςιϔν;» «Βεβαύωσ». Η μισ ύντλεώ ςηκϔθηκε, πιϋζοντασ με τισ παλϊμεσ τη μϋςη τησ. Ο κϑριοσ Φϊνινγκ την κούταξε ϐλο ςυμπϊθεια. Ξϋχνα το, ςκϋφτηκε χωρύσ να του το πει. Η γεροντοκϐρη δεν πϋφτει με τϋτοια. Οϑτε καν ενδιαφϋρεται. Προςπϋραςε τον κϑριο Φϊνινγκ που ςτεκϐταν ςτο ϊνοιγμα τησ πϐρτασ, βγόκε ςτο διϊδρομο και τρϊβηξε προσ τισ τουαλϋτεσ των κοριτςιϔν. Ϊνα τςοϑρμο αγϐρια με γδαρμϋνα και βρϐμικα ςϑνεργα του μπϋιζμπολ χαχϊνιζαν ςε μια γωνιϊ. Με το που την εύδαν ςϔπαςαν απϐτομα και γλύςτρηςαν ϋνοχα ϋξω απϐ την πϐρτα, ςτην αυλό, ϐπου ξανϊρχιςαν τα ξεφωνητϊ και τα χϊχανα. 136
Η μισ ύντλεώ ϋριξε ϋνα ϊγριο βλϋμμα προσ την κατεϑθυνςη τουσ, ενϔ ςκεφτϐταν πϐςο διαφορετικϊ όταν τα παιδιϊ ςτισ μϋρεσ τησ. ήχι πωσ φϋρονταν πιο ευγενικϊ —τα παιδιϊ ποτϋ δεν εύχαν χρϐνο για ευγϋνειεσ- ό με περιςςϐτερο ςεβαςμϐ προσ τουσ μεγαλϑτερουσ. Σϔρα υπόρχε παντοϑ ϋνα εύδοσ υποκριςύασ. Μια χαμογελαςτό ηρεμύα ϐταν βρύςκονταν κοντϊ ςε ενηλύκουσ, που παλιϊ δεν την εύχαν. Ϊνα εύδοσ βουβόσ περιφρϐνηςησ που όταν ςυνϊμα εκνευριςτικό και τρομακτικό. αν να... Κρϑβονταν πύςω απϐ μϊςκεσ; Αυτϐ όταν; Η μισ ύντλεώ ϋδιωξε τη ςκϋψη απϐ το μυαλϐ τησ και μπόκε ςτισ τουαλϋτεσ. Ϋταν ϋνασ ςτενϐμακροσ χϔροσ ςε ςχόμα κεφαλαύου Γ. Οι καμπύνεσ όταν αραδιαςμϋνεσ ςτο μακρϑτερο ςκϋλοσ και ςτο ϊλλο όταν οι νιπτόρεσ. Καθϔσ ϋλεγχε τα δοχεύα με τισ χϊρτινεσ πετςϋτεσ, βρϋθηκε ςτιγμιαύα αντιμϋτωπη με το εύδωλο τησ ςτο μεγϊλο καθρϋφτη πϊνω απϐ τουσ νιπτόρεσ και η τϐςο κοντινό αυτό επαφό την ϋκανε να ςαςτύςει. Δεν την ενδιϋφερε η ϐψη τησ διϐλου. Σο ϑφοσ τησ όταν αυτϐ που την ξϊφνιαςε, ϋνα καχϑποπτο, τρομαγμϋνο ϑφοσ που δεν υπόρχε πριν απϐ κϊνα δυο μϋρεσ. Σϐτε ςυνειδητοπούηςε ϋντρομη ϐτι το χλομϐ, ςοβαρϐ πρϐςωπο του μικροϑ Ρϐμπερτ, ςαν μια θολό αντανϊκλαςη ςτην ϊκρη των φακϔν τησ, εύχε μπει για τα καλϊ μϋςα τησ και κακοφϐρμιζε ςαν πληγό. Η πϐρτα ϊνοιξε κι ϊκουςε δυο κοριτςϊκια να μπαύνουν, κρυφογελϔντασ με κϊτι που ψιθϑριζε η μια ςτην ϊλλη. Ϋταν ϋτοιμη να ςτρύψει ςτη γωνύα και να περϊςει απϐ μπροςτϊ τουσ, ϐταν ϊκουςε να λϋνε το ϐνομα τησ. Επϋςτρεψε ςτουσ νιπτόρεσ κι ϊρχιςε να ελϋγχει απϐ την αρχό τα δοχεύα με τισ πετςϋτεσ. «Και μετϊ αυτϐσ... » ιγανϊ χαςκϐγελα. «Αυτό το ξϋρει, αλλϊ...» Κι ϊλλα γϋλια, μαλακϊ, γλοιϔδη ςαν λιωμϋνο ςαποϑνι. 137
«Η μισ ύντλεώ εύναι...» ιωπό! ταματόςτε αυτό τη φαςαρύα! Κϊνοντασ ϋνα βόμα ςτο πλϊι εύδε τισ ςκιϋσ τουσ ςτο πϊτωμα, θαμπϋσ και δυςδιϊκριτεσ κϊτω απϐ το διϊχυτο φωσ που ϋμπαινε απϐ τα γαλακτερϊ λευκϊ τζϊμια των παραθυριϔν: δυο φιλενϊδεσ, αγκαλιαςμϋνεσ με το χαρακτηριςτικϐ, κοριτςύςτικο πϊθοσ. Μια καινοϑρια ςκϋψη τρϑπωςε, ϋρποντασ ςαν φύδι, ςτο μυαλϐ τησ. Οι μικρϋσ όξεραν ϐτι βριςκϐταν εκεύ. Ναι. Σο όξεραν. Σο όξεραν τα παλιοθόλυκα. Θα τισ ϊρπαζε και θα τισ τρϊνταζε μϋχρι που να χτυπόςουν τα δϐντια τουσ και τα χαςκϐγελα να γύνουν κλαψουρύςματα. θα τουσ κοπανοϑςε τα κεφϊλια ςτα πλακϊκια του τούχου και θα τισ ϋκανε να παραδεχτοϑν ϐτι όξεραν. Σϐτε όταν που ϊλλαξαν οι ςκιϋσ. Ωρχιςαν να επιμηκϑνονται, να ρϋουν ςαν λιωμϋνο ξύγκι και να παύρνουν κϊτι αλλϐκοτα καμποϑρικα ςχόματα που ϋκαναν τη μισ ύντλεώ να ζαρϔςει, με την πλϊτη κολλημϋνη ςτουσ πορςελϊνινουσ νιπτόρεσ, ενϔ η καρδιϊ τησ διογκωνϐταν αφϑςικα μϋςα ςτο ςτόθοσ τησ απϐ τον τρϐμο. ήμωσ αυτϋσ ςυνϋχιςαν τα χαςκϐγελα. Οι φωνϋσ τουσ ϊλλαξαν, δεν όταν πια κοριτςύςτικεσ, ϋγιναν ϊχρωμεσ, ουδϋτερεσ και πολϑ, πολϑ κακϋσ. Σϔρα όταν ϋνασ αργϐσ, πομπϔδησ όχοσ, ϋνα ηλύθιο χαςκϐγελο που ερχϐταν καταπϊνω τησ ςτρύβοντασ ςτη γωνύα ςαν νερϐ οχετοϑ. Με τα μϊτια καρφωμϋνα ςτισ καμποϑρικεσ ςκιϋσ, η μισ ύντλεώ ϊρχιςε να ουρλιϊζει. Σο ουρλιαχτϐ ςυνεχύςτηκε για ϔρα, αυξϊνοντασ ςε ϋνταςη μϋςα ςτο κεφϊλι τησ, ϔςπου απϋκτηςε εκεύνη την ψιλό νϐτα τησ τρϋλασ. Και τϐτε λιποθϑμηςε. Σα χαςκϐγελα, ςαν γϋλια δαιμϐνων, την ακολοϑθηςαν ςτο ςκοτϊδι που την τϑλιξε. 138
Δεν μποροϑςε, βϋβαια, να τουσ πει την αλόθεια. Η μισ ύντλεώ το κατϊλαβε απϐ τη ςτιγμό που ϊνοιξε τα μϊτια τησ κι αντύκριςε απϐ πϊνω τησ τα ανόςυχα πρϐςωπα του κυρύου Φϊνινγκ και τησ κυρύασ Κρϐςεν. Η κυρύα Κρϐςεν τησ κρατοϑςε μπροςτϊ ςτη μϑτη μια φιϊλη με ϊλατα απϐ το φαρμακεύο του ςχολεύου. Ο κϑριοσ Φϊνινγκ ςτρϊφηκε και εύπε ςτα δυο κοριτςϊκια που κούταζαν με περιϋργεια τη μισ ύντλεώ να φϑγουν τϔρα, αν εύχαν την καλοςϑνη. Και οι δυο μικρϋσ τησ χαμογϋλαςαν —ϋχουμε-ϋνα-μυςτικϐ, ϋλεγαν τα χαμογελϊ τουσ— και βγόκαν όςυχα. Πολϑ καλϊ, θα το κρατοϑςε το μυςτικϐ τουσ. Για λύγο. Δε θα επϋτρεπε να την περϊςει ο κϐςμοσ για τρελό ό να νομύςουν ϐτι εύχε πϊθει πρϔιμη γεροντικό ϊνοια, θα ϋπαιζε το παιχνύδι τουσ. Μϋχρι να ξεςκεπϊςει την προςτυχιϊ τουσ και να την ξεπαςτρϋψει απϐ τη ρύζα. «Υοβϊμαι πωσ γλύςτρηςα», εύπε όρεμα κι ανακϊθιςε αγνοϔντασ το φρικτϐ πϐνο ςτην πλϊτη τησ. «ε κϊτι νερϊ ςτο δϊπεδο». «Απαρϊδεκτο», εύπε ο κϑριοσ Φϊνινγκ. «Υοβερϐ. Αιςθϊνεςτε ...» «Μόπωσ χτϑπηςεσ την πλϊτη ςου, ΄Εμιλι;» παρενϋβη η κυρύα Κρϐςεν. Ο κϑριοσ Φϊνινγκ την κούταξε μ' ευγνωμοςϑνη . Η μισ ύντλεώ ςηκϔθηκε, με την αύςθηςη ϐτι η ραχοκοκαλιϊ τησ οϑρλιαζε απϐ τον πϐνο. «ήχι», αποκρύθηκε. «Για να εύμαι ειλικρινόσ, το πϋςιμο φαύνεται πωσ λειτοϑργηςε ςαν θαϑμα χειροπρακτικόσ. Εύχα χρϐνια να νιϔςω τϐςο καλϊ την πλϊτη μου». «Να καλϋςουμε ϋνα γιατρϐ...» εύπε ο κϑριοσ Φϊνινγκ. «Δεν εύναι ανϊγκη». Η μισ ύντλεώ του χαμογϋλαςε παγερϊ. «Σϐτε, θα καλϋςω ϋνα ταξύ απϐ το γραφεύο».
139
«Δεν υπϊρχει λϐγοσ». Η μισ ύντλεώ κατευθϑνθηκε προσ την ϋξοδο των τουαλετϔν για τα κορύτςια κι ϊνοιξε την πϐρτα. «Πϊντα παύρνω το λεωφορεύο». Ο κϑριοσ Φϊνινγκ αναςτϋναξε και κούταξε την κυρύα Κρϐςεν. Η κυρύα Κρϐςεν ϋςτρεψε τα μϊτια τησ προσ το ταβϊνι και δεν εύπε τύποτα. Σην επϐμενη μϋρα η μισ ύντλεώ κρϊτηςε τον Ρϐμπερτ μετϊ το ςχϐλαςμα. Δεν εύχε κϊνει τύποτε ϊξιο τιμωρύασ, οπϐτε τον κατηγϐρηςε ψευδϔσ. Δε δύςταςε καθϐλου να το κϊνει· δεν όταν αγϐρι αυτϐ, όταν ϋνα τϋρασ. Ϊπρεπε να τον αναγκϊςει να το ομολογόςει. Η πλϊτη τησ την τρϋλαινε. υνειδητοπούηςε ϐτι ο Ρϐμπερτ το όξερε και ϐτι περύμενε πωσ αυτϐ θα τον βοηθοϑςε. Ϊκανε λϊθοσ ο μικρϐσ. Αυτϐ όταν ακϐμη ϋνα απϐ τα μικρϊ τησ πλεονεκτόματα. Η πλϊτη τησ όταν μια μϐνιμη ενϐχληςη τα τελευταύα δϔδεκα χρϐνια και εύχαν υπϊρξει πολλϋσ φορϋσ που ο πϐνοσ όταν τϐςο ϊςχημοσ —ςχεδϐν τϐςο ϊςχημοσ, ϋςτω. Ϊκλειςε την πϐρτα κι ϋμειναν οι δυο τουσ ςτην ϊδεια τϊξη. Για μερικϋσ ςτιγμϋσ ϋμεινε ακύνητη, κατακεραυνϔνοντασ τον Ρϐμπερτ με την ϊγρια ματιϊ τησ. Περύμενε να χαμηλϔςει το βλϋμμα του. Δεν το ϋκανε. υνϋχιςε να την αντικρύζει ςταθερϊ, ενϔ ϋνα αχνϐ χαμϐγελο ϊρχιςε να παύζει ςτισ ϊκρεσ των χειλιϔν του. «Γιατύ χαμογελϊσ, Ρϐμπερτ;» «Δεν ξϋρω», εύπε ο Ρϐμπερτ και ςυνϋχιςε να χαμογελϊει. «Πεσ μου, ςε παρακαλϔ». Ο Ρϐμπερτ δεν εύπε τύποτε. Και ςυνϋχιςε να χαμογελϊει. Οι εξωτερικού όχοι απϐ το παιχνύδι των παιδιϔν ακοϑγονταν μακρινού, ονειρικού. Μϐνο ο υπνωτικϐσ βϐμβοσ του ηλεκτρικοϑ ρολογιοϑ ϋμοιαζε πραγματικϐσ. «Εύμαςτε κϊμποςοι», εύπε ξαφνικϊ ο Ρϐμπερτ ςαν να ςχολύαζε τον καιρϐ. 140
Ϋταν η ςειρϊ τησ μισ ύντλεώ να βουβαθεύ. «Ϊντεκα μϐνο εδϔ, ς' αυτϐ το ςχολεύο». Διαβολικϐ, ςκϋφτηκε κατϊπληκτη. Πολϑ, απύςτευτα διαβολικϐ. «Σα παιδϊκια που λϋνε ψϋματα πϊνε ςτην κϐλαςη», του εύπε αργϊ και καθαρϊ. «Ξϋρω ϐτι πολλού γονεύσ δε φροντύζουν πια να ενημερϔνουν τουσ... γϐνουσ τουσ... αλλϊ, Ρϐμπερτ, ςε βεβαιϔνω ϐτι εύναι γεγονϐσ. Σα αγορϊκια που λϋνε ψϋματα πϊνε ςτην κϐλαςη. Και τα κοριτςϊκια, επύςησ». Σο χαμϐγελο του Ρϐμπερτ ϋγινε πιο πλατϑ. Ϊγινε αλεπουδύςιο, πανοϑργο, «θϋλετε να με δεύτε ν' αλλϊζω, μισ ύντλεώ; θϋλετε να με δεύτε καλϊ καλϊ;» Η μισ ύντλεώ ϋνιωςε ϋνα απαύςιο μυρμόγκιαςμα ςτη ραχοκοκαλιϊ τησ. «Υϑγε», εύπε ξερϊ. «Κι αϑριο να ϋρθεισ ςτο ςχολεύο με τον πατϋρα ςου ό τη μητϋρα ςου. θα το ξεκαθαρύςουμε αυτϐ το ζότημα». Εντϊξει. Πατοϑςε πϊλι ςε γνϔριμο ϋδαφοσ. Περύμενε να δει το παιδικϐ πρϐςωπο να ςπϊει, περύμενε δϊκρυα. Αντύ γι' αυτϐ, το χαμϐγελο του Ρϐμπερτ ϋγινε ακϐμα πλατϑτερο, αρκετϊ ϔςτε να φαύνονται τα δϐντια του. «θα εύναι ςαν το Δεύξε και Πεσ το, ε, μισ ύντλεώ; Σου Ρϐμπερτ —του ϊλλον Ρϐμπερτ— του ϊρεςε πολϑ αυτϐ το παιχνύδι. Εύναι ακϐμα κρυμμϋνοσ βαθιϊ, πολϑ βαθιϊ μϋςα ςτο κεφϊλι μου». ήπωσ χαμογελοϑςε, τα χεύλη του ςοϑφρωςαν ςτισ ϊκρεσ ςαν χαρτύ που αρπϊζει φωτιϊ. «Μερικϋσ φορϋσ ςτριφογυρύζει... μου φϋρνει φαγοϑρα, θϋλει να τον αφόςω να βγει ϋξω». «Υϑγε», εύπε μουδιαςμϋνα η μισ ύντλεώ. Σο βουητϐ του ρολογιοϑ ακουγϐταν τρομερϊ δυνατϐ. Ο Ρϐμπερτ ϊλλαξε. Σο πρϐςωπο του ϋλιωςε ξαφνικϊ ςαν ζεςτϐ κερύ. Σα μϊτια ϋγιναν επύπεδα, απλϔθηκαν ςαν αβγϊ ςτο τηγϊνι. Η μϑτη φϊρδυνε, ϋγινε δυο μεγϊλεσ τρϑπεσ, το ςτϐμα εξαφανύςτηκε. Σο 141
κεφϊλι μϊκρυνε και τα μαλλιϊ ϋπαψαν να εύναι μαλλιϊ κι ϋγιναν κϊτι αηδιαςτικϋσ, μπερδεμϋνεσ αποφϑςεισ που ςϊλευαν αδιϊκοπα. Ο Ρϐμπερτ ϊρχιςε να χαχανύζει. Ο αργϐσ, ςπηλαιϔδησ όχοσ ϋβγαινε απϐ εκεύ που όταν η μϑτη του, αλλϊ η μϑτη τϔρα κατϋτρωγε ϐλο το κϊτω μιςϐ του προςϔπου του, καθϔσ τα δυο ρουθοϑνια ϋςμιξαν και ςυγχωνεϑτηκαν ςε μια μεγϊλη κεντρικό μαϑρη τρϑπα, ςαν πελϔριο ςτϐμα που οϑρλιαζε. Ο Ρϐμπερτ ςηκϔθηκε, πϊντα χαςκογελϔντασ, και πύςω απ' ϐλη αυτό τη μεταμϐρφωςη η μισ ύντλεώ διϋκρινε τα θλιβερϊ απομεινϊρια του ϊλλου Ρϐμπερτ, του πραγματικοϑ αγοριοϑ που τη θϋςη του εύχε ςφετεριςτεύ αυτϐ το υπερφυςικϐ τϋρασ, εύδε το πραγματικϐ αγϐρι να ουρλιϊζει ξετρελαμϋνο απϐ τον τρϐμο και να παςχύζει να βγει ςτην επιφϊνεια. Σο ϋβαλε ςτα πϐδια. Ϊτρεξε ςτο διϊδρομο ουρλιϊζοντασ και οι λιγοςτού μαθητϋσ που ςχολοϑςαν με μικρό καθυςτϋρηςη ςτρϊφηκαν και την κούταζαν κατϊπληκτοι, με γουρλωμϋνα μϊτια. Ο κϑριοσ Φϊνινγκ ϊνοιξε απϐτομα την πϐρτα τησ αύθουςασ του και εύδε τη μισ ύντλεώ τη ςτιγμό ακριβϔσ που ϋβγαινε τρϋχοντασ απϐ τη διπλό ορθϊνοιχτη τζαμϐπορτα τησ κεντρικόσ ειςϐδου του ςχολεύου· εύδε ϋνα ξετρελαμϋνο ςκιϊχτρο που ανϋμιζε τα χϋρια του να διαγρϊφεται με φϐντο το λαμπερϐ ουρανϐ του επτεμβρύου. Ο δϊςκαλοσ ϋτρεξε ξοπύςω τησ φωνϊζοντασ, ενϔ το καρϑδι ςτο λαιμϐ του ανεβοκατϋβαινε αςταμϊτητα. «Μισ ύντλεώ! Μισ ύντλεώ!» Ο Ρϐμπερτ εύχε βγει απϐ την τϊξη και παρακολουθοϑςε τη ςκηνό με περιϋργεια. Η μισ ύντλεώ οϑτε ϊκουγε οϑτε ϋβλεπε. Κουτρουβϊληςε τα ςκαλοπϊτια, διϋςχιςε κϊθετα το φαρδϑ πεζοδρϐμιο και ρύχτηκε 142
ςτο δρϐμο, ακολουθοϑμενη απϐ τισ τρομερϋσ κραυγϋσ που η ύδια ϊφηνε ςτο πϋραςμα τησ. Ακοϑςτηκε μια δυνατό κϐρνα ςαν μουγκανητϐ γιγϊντιασ αγελϊδασ και ϑςτερα εύδε ϋνα λεωφορεύο να ϋρχεται καταπϊνω τησ και το πρϐςωπο του οδηγοϑ ςαν κϋρινη μϊςκα τρϐμου. Αερϐφρενα ςτρύγκλιςαν και ξεφϑςηξαν ςαν οργιςμϋνοι δρϊκοντεσ. Η μισ ύντλεώ ϋπεςε. Οι δυο πελϔριοι τροχού κοκϊλωςαν τρϋμοντασ και καπνύζοντασ ςε απϐςταςη αναπνοόσ απϐ το μικρϐ, αδϑνατο κορμύ με το μεταλλικϐ νϊρθηκα. Η δαςκϊλα ϋμεινε πεςμϋνη ςτην ϊςφαλτο, ριγϔντασ κι ακοϑγοντασ ϋνα πλόθοσ να μαζεϑεται γϑρω τησ. Γϑριςε ανϊςκελα κι αντύκριςε παιδιϊ να την κοιτϊζουν. Εύχαν ςχηματύςει ϋνα μικρϐ, ςυμπαγό κϑκλο ολϐγυρα τησ. ςαν ςυγγενεύσ νεκροϑ πϊνω απϐ ανοιχτϐ τϊφο. την κορυφό του τϊφου βριςκϐταν ο Ρϐμπερτ, ϋνασ μικρϐσ νεωκϐροσ με πϋνθιμο ϑφοσ, ϋτοιμοσ να ρύξει την πρϔτη φτυαριϊ με χϔμα ςτο πρϐςωπο τησ. Απϐ πολϑ μακριϊ ϊκουγε την τρεμϊμενη φωνό του οδηγοϑ του λεωφορεύου να ψελλύζει: «ύγουρα εύναι τρελό... θεϋ μου... παρϊ δϋκα πϐντουσ... » Η μισ ύντλεώ κούταζε τα παιδιϊ. Οι ςκιϋσ τουσ την κϊλυπταν. Σα πρϐςωπα τουσ όταν απαθό. Μερικϊ χαμογελοϑςαν, μ' εκεύνα τα αχνϊ, κρυφϊ χαμϐγελα, και η μισ ύντλεώ όξερε ϐτι πολϑ ςϑντομα θ' ϊρχιζε πϊλι να ουρλιϊζει. Σϐτε ο κϑριοσ Φϊνινγκ ϋςπαςε τον αςφυκτικϐ κλοιϐ των παιδιϔν, τα ϋδιωξε μακριϊ και η μισ ύντλεώ ϊρχιςε να κλαύει με ςιγανϊ αναφιλητϊ. Δεν επϋςτρεψε ςτην τϊξη τησ παρϊ ϋνα μόνα αργϐτερα. Εύπε όρεμα ςτον κϑριο Φϊνινγκ πωσ τϔρα τελευταύα εύχε χϊςει λιγϊκι τον εαυτϐ τησ κι εκεύνοσ τησ ςϑςτηςε να δει ϋναν καλϐ γιατρϐ και να κουβεντιϊςει το ζότημα μαζύ του. Η μισ ύντλεώ ςυμφϔνηςε πωσ αυτό όταν η μϐνη ςωςτό και λογικό λϑςη. Εύπε 143
επύςησ πωσ αν το ςυμβοϑλιο του ςχολεύου επιθυμοϑςε την παραύτηςη τησ θα την ϋδινε αμϋςωσ, παρ' ϐλο που κϊτι τϋτοιο θα τησ προξενοϑςε μεγϊλη λϑπη. Ο κϑριοσ Φϊνινγκ, ςε φανερό αμηχανύα, απϊντηςε ϐτι δεν πύςτευε πωσ κϊτι τϋτοιο θα όταν απαραύτητο. Σο αποτϋλεςμα όταν να επιςτρϋψει η μισ ύντλεώ ςτην τϊξη τϋλη Οκτωβρύου, ϋτοιμη και πϊλι να παύξει το παιχνύδι, αλλϊ μη ξϋροντασ πϔσ. Σην πρϔτη βδομϊδα ϊφηςε τα πρϊγματα να κυλόςουν ϐπωσ ςυνόθωσ. Σησ φαινϐταν τϔρα πωσ ϐλη η τϊξη την κρυφοκούταζε εχθρικϊ. Ο Ρϐμπερτ τησ χαμογελοϑςε αϐριςτα απϐ το θρανύο του, ςτην πρϔτη ςειρϊ, αλλϊ δεν εύχε το κουρϊγιο να τον κατςαδιϊςει. Μια μϋρα, που όταν υπεϑθυνη επιτόρηςησ ςτην αυλό την ϔρα του διαλεύμματοσ, ο Ρϐμπερτ την πληςύαςε χαμογελαςτϐσ, κρατϔντασ μια μεγϊλη, ελαφριϊ μπϊλα. «Σϔρα εύμαςτε τϐςο πολλού που δε θα το πιςτϋψεισ», τησ εύπε. «Οϑτε εςϑ οϑτε κανϋνασ ϊλλοσ». Και ϑςτερα την ϊφηςε ϊναυδη, κλεύνοντασ τησ το μϊτι με ανόκουςτη πανουργύα. «Αν δοκιμϊςεισ να το πεισ ςε κανϋναν, εννοϔ», πρϐςθεςε. Απϐ τισ κοϑνιεσ, ςτην ϊλλη ϊκρη τησ αυλόσ, ϋνα κορύτςι κούταξε τη μισ ύντλεώ ςτα μϊτια και τησ γϋλαςε κατϊμουτρα. Η μισ ύντλεώ χαμογϋλαςε μειλύχια ςτον Ρϐμπερτ. «Σι εύναι, παιδύ μου; Σι προςπαθεύσ να μου πεισ;» Ο Ρϐμπερτ απλϔσ ςυνϋχιςε να χαμογελϊει καθϔσ επϋςτρεφε ςτο παιχνύδι του. Η μισ ύντλεώ ϋφερε το ϐπλο ςτο ςχολεύο μϋςα ςτην τςϊντα τησ. Ϋταν του αδερφοϑ τησ, του Σζιμ. Σο εύχε πϊρει απϐ ϋνα νεκρϐ Γερμανϐ λύγο μετϊ τη Μϊχη των Αρδενϔν. Ο Σζιμ εύχε πεθϊνει πριν απϐ δϋκα χρϐνια. Η μισ ύντλεώ δεν εύχε ξανανούξει το κουτύ που περιεύχε το ϐπλο απϐ τϐτε, αλλϊ, ϐταν το ϊνοιξε, το βρόκε ςτη θϋςη του να γυαλύζει με μια θαμπό, μεταλλικό λϊμψη. 144
Δύπλα του βρόκε τισ δεςμύδεσ με τισ ςφαύρεσ και το γϋμιςε προςεκτικϊ, ϐπωσ τησ εύχε δεύξει ο Σζιμ. Φαμογϋλαςε γλυκϊ ςτην τϊξη τησ· ειδικϊ ςτον Ρϐμπερτ. Ο Ρϐμπερτ τησ ανταπϋδωςε το χαμϐγελο και η μισ ύντλεώ διϋκρινε καθαρϊ τη ςκοτεινϐχρωμη, απϐκοςμη ϑλη που τον μεταμϐρφωνε να ρϋει κϊτω απϐ το δϋρμα του, λαςπερό και ςι χαμϋνη. Δεν εύχε ιδϋα τι όταν αυτϐ που ζοϑςε μϋςα ςτο πετςύ του Ρϐμπερτ οϑτε την ϋνοιαζε. Ϋλπιζε μϐνο να εύχε πια πεθϊνει το πραγματικϐ αγορϊκι. Δεν όθελε να γύνει φϐνιςςα. Κατϋληξε ςτο ςυμπϋραςμα ϐτι ο πραγματικϐσ Ρϐμπερτ πρϋπει να όταν οριςτικϊ χαμϋνοσ ό τρελϐσ, ζϔντασ μϋςα ς' αυτϐ το ρυπαρϐ ερπετϐ που τησ γελοϑςε κατϊμουτρα μϋςα ςτην τϊξη και την ϋκανε να τρϋχει ουρλιϊζοντασ ςτουσ διαδρϐμουσ. Οπϐτε, ακϐμα κι αν ζοϑςε ο μικρϐσ, με την πρϊξη τησ θα τον απϊλλαςςε απϐ τη δυςτυχύα του. «όμερα θα γρϊψουμε ϋνα διαγϔνιςμα», εύπε η μισ ύντλεώ. Οϑτε ανόςυχοι ψύθυροι οϑτε νευρικϐτητα ςτην τϊξη. Σα παιδιϊ απλϔσ την κούταζαν. Αιςθανϐταν τα βλϋμματα τουσ ςαν βαρύδια. Σην καταπλϊκωναν, τησ ϋφερναν αςφυξύα. «Εύναι πολϑ ειδικϐ διαγϔνιςμα, θα ςασ καλϔ ςτην αύθουςα του πολυγρϊφου ϋναν ϋναν με τη ςειρϊ και θα ςυμπληρϔνετε τισ ερωτόςεισ. ίςτερα θα πϊρετε απϐ μια καραμϋλα και θα ςχολϊςετε. Ψραύα δεν εύναι;» Σα παιδιϊ χαμογελοϑςαν με τα ϊψυχα χαμογελϊ τουσ και δεν ϋβγαζαν μιλιϊ. «Ρϐμπερτ, ϋρχεςαι πρϔτοσ;» Ο Ρϐμπερτ ςηκϔθηκε χαμογελϔντασ. Σην κούταξε και τησ ςοϑφρωςε τη μϑτη του κατϊμουτρα. «Μϊλιςτα, μισ ύντλεώ ». Η μισ ύντλεώ πόρε την τςϊντα τησ και μαζύ με το παιδύ κατϋβηκαν τον ϋρημο, μακρϑ διϊδρομο που αντηχοϑςε τα βόματα τουσ, προςπερνϔντασ κλειςτϋσ αύθουςεσ απ' ϐπου 145
ακουγϐταν το νυςταλϋο ομαδικϐ μουρμουρητϐ μαθητϔν που αποςτόθιζαν. Η αύθουςα του πολυγρϊφου βριςκϐταν ςτο τϋρμα του διαδρϐμου, μετϊ την εύςοδο των τουαλετϔν. Πριν απϐ δυο χρϐνια εύχε γύνει ηχομϐνωςη· το μεγϊλο μηχϊνημα όταν πολϑ παλιϐ και θορυβϔδεσ. Η μισ ύντλεώ ϋκλειςε την πϐρτα πύςω τησ και την κλεύδωςε . «Δεν μπορεύ να ς' ακοϑςει κανϋνασ», του εύπε όρεμα. Ϊβγαλε το περύςτροφο απϐ την τςϊντα τησ. «Οϑτε εςϋνα οϑτε αυτϐ». Ο Ρϐμπερτ τησ χαμογϋλαςε αθϔα. «Εύμαςτε πολλού, ϐμωσ. Πολϑ περιςςϐτεροι απ' ϐςοι εδϔ». Ακοϑμπηςε το λιγνϐ χερϊκι του (πη μεταλλικό υποδοχό ϐπου ϋμπαιναν τα χαρτιϊ του πολυγρϊφου, «θϋλεισ να με ξαναδεύσ ν' αλλϊζω;» Πριν προλϊβει να του απαντόςει, το πρϐςωπο του ϊρχιςε να λιϔνει και να μεταμορφϔνεται ςτη φρικαλεϐτητα που καραδοκοϑςε κϊτω απϐ την επιδερμύδα. Σον πυροβϐληςε. Μια φορϊ. το κεφϊλι. Ο Ρϐμπερτ ϋπεςε προσ τα πύςω, πϊνω ςτα γεμϊτα χαρτιϊ ρϊφια, και ϑςτερα γλύςτρηςε προσ το πϊτωμα. Ϊνα νεκρϐ αγϐρι με μια ςτρογγυλό μαϑρη τρϑπα πϊνω απϐ το δεξύ του μϊτι. Υαινϐταν αξιολϑπητο. Η μισ ύντλεώ ςτϊθηκε απϐ πϊνω του κονταναςαύνοντασ. Σα μαγουλϊ τησ εύχαν πανιϊςει. Η ςωριαςμϋνη μορφό δε ςϊλεψε. Ϋταν ανθρϔπινη. Ϋταν ο Ρϐμπεοτ. ήχι! Ϋταν ϐλα ςτο μυαλϐ ςου, Ϊμιλι. ήλα ςτο μυαλϐ ςου. ήχι! ήχι, ϐχι, ϐχι! Επϋςτρεψε ςτην τϊξη κι ϊρχιςε να οδηγεύ ϋνα ϋνα τα παιδιϊ ςτην αύθουςα του πολυγρϊφου. κϐτωςε δϔδεκα και θα 146
τα εύχε ςκοτϔςει ϐλα, αν δεν τϑχαινε να μπει η κυρύα Κρϐςεν, που χρειϊςτηκε ϋνα πακϋτο κϐλλεσ εκθϋςεων. Σα μϊτια τησ κυρύασ Κρϐςεν ϋγιναν πελϔρια, το ϋνα τησ χϋρι ςηκϔθηκε αργϊ κι ϋφραξε τα χεύλη τησ. ίςτερα ϊρχιςε να ουρλιϊζει και οϑρλιαζε ακϐμη ϐταν η μισ ύντλεώ ϊπλωςε το χϋρι τησ και την ϋπιαςε απϐ τον ϔμο. «Ϊπρεπε να γύνει, Μϊργκαρετ», εύπε όρεμα ςτην ξετρελαμϋνη κυρύα Κρϐςεν που οϑρλιαζε. «Εύναι φοβερϐ, αλλϊ ϋπρεπε να γύνει. Εύναι ϐλα τϋρατα». Η κυρύα Κρϐςεν ςτϑλωςε το βλϋμμα τησ ςύα κορμϊκια με τα ζωηρϐχρωμα ροϑχα που όταν ςωριαςμϋνα μπροςτϊ ςτον πολϑγραφο και ςυνϋχιςε να ουρλιϊζει. Σο κοριτςϊκι, που το χϋρι του κρατοϑςε ςφιχτϊ η μισ ύντλεώ, ϊρχιςε να κλαύει αςταμϊτητα και μονϐτονα. «Ονααα... ονααα... ονααα». «Ωλλαξε», τησ εύπε η μισ ύντλεώ. «Ωλλαξε να ςε δει η κυρύα Κρϐςεν. Δεύξ' τησ ϐτι ϋπρεπε να γύνει». Σο κοριτςϊκι εξακολοϑθηςε να κλαύει και να μην κϊνει τύποτε ϊλλο. «Ωλλαξε, που να ςε πϊρει!» τςύριξε η μισ ύντλεώ. «Παλιοβρϐμα! ίπουλο, ςιχαμϋνο, αφϑςικο βρομϐπραμα! Ωλλαξε! Να ςε πϊρει ο διϊβολοσ, ϊλλαξε» όκωςε το πιςτϐλι. Σο κοριτςϊκι ζϊρωςε και τϐτε η κυρύα Κρϐςεν τησ ρύχτηκε ςαν γϊτα και η πονεμϋνη πλϊτη τησ μισ ύντλεώ δεν μπϐρεςε να την κρατόςει ϐρθια. Δεν ϋγινε δύκη. Οι εφημερύδεσ κραϑγαζαν να γύνει, οι χαροκαμϋνοι γονεύσ εξαπϋλυαν υςτερικϋσ κατϊρεσ εναντύον τησ μισ ύντλεώ, η πϐλη παρακολουθοϑςε μουδιαςμϋνη απϐ το ςοκ, αλλϊ τελικϊ υπερύςχυςαν οι λιγϐτερο θερμοκϋφαλοι και η δαςκϊλα δεν οδηγόθηκε ςτο δικαςτόριο. Σο Νομοθετικϐ ϔμα τησ Πολιτεύασ ψόφιςε ςχϋδιο νϐμου που επϋβαλλε πολϑ πιο αυςτηρϋσ εξετϊςεισ για τισ προςλόψεισ δαςκϊλων, το δημοτικϐ ςχολεύο τησ οδοϑ ϊμερ ϋκλειςε για μια βδομϊδα λϐγω πϋνθουσ και η μισ 147
ύντλεώ οδηγόθηκε όςυχα ςτο Σζοϑνιπερ Φιλ ςτην Ογκϊςτα. Σησ ϋγινε ςυςτηματικό ψυχανϊλυςη, τησ δϐθηκαν τα πιο ςϑγχρονα φϊρμακα και ςυμμετεύχε ςε καθημερινϐ πρϐγραμμα εργαςιοθεραπεύασ. Ϊνα χρϐνο αργϐτερα, την ενϋταξαν ςε ϋνα πειραματικϐ πρϐγραμμα ςυμπτωματικόσ θεραπεύασ, που λειτουργοϑςε υπϐ αυςτηρϊ ελεγχϐμενεσ ςυνθόκεσ. Μπϊντι Σζϋνκινσ όταν τ' ϐνομα του και η ψυχιατρικό όταν η χαρϊ του. Ϋταν καθιςμϋνοσ πύςω απϐ ϋνα γυϊλινο χϔριςμα παρατόρηςησ, διϊφανο μϐνο απϐ τη δικό του πλευρϊ, κρατοϑςε ϋνα ςημειωματϊριο κι ϋβλεπε μια αύθουςα που εύχε μετατραπεύ ςε νηπιαγωγεύο. τον αντικρινϐ τούχο μια ζωγραφιςτό αγελϊδα πηδοϑςε πϊνω απϐ το φεγγϊρι κι ϋνασ πϐντικασ ϋτρεχε προσ το ρολϐι. Η μισ ύντλεώ όταν καθιςμϋνη ςτην αναπηρικό πολυθρϐνα τησ, μ' ϋνα παιδικϐ βιβλύο ςτο χϋρι, περιτριγυριςμϋνη απϐ ϋνα τςοϑρμο αγαθϊ, χαμογελαςτϊ, ςαλιϊρικα, απελπιςτικϊ καθυςτερημϋνα παιδιϊ. Σησ χαμογελοϑςαν χαζϊ, τη γϋμιζαν ςϊλια και την ϊγγιζαν ςυνϋχεια με τα μικρϊ, υγρϊ τουσ δϊχτυλα. το διπλανϐ θϊλαμο παρακολοϑθηςησ περύμεναν δυο νοςοκϐμοι, ϋτοιμοι να επϋμβουν με το παραμικρϐ δεύγμα επιθετικόσ ςυμπεριφορϊσ. Για κϊμποςη ϔρα ο Μπϊντι θεϔρηςε πωσ η αςθενόσ ανταποκρινϐταν καλϊ. Διϊβαςε δυνατϊ, χϊιδεψε ϋνα κοριτςϊκι ςτο κεφϊλι και παρηγϐρηςε ϋνα αγϐρι που ςκϐνταψε ςε κϊτι ςυναρμολογοϑμενα πλαςτικϊ τουβλϊκια. ίςτερα, φϊνηκε να εύδε κϊτι που την τϊραξε· ϋςμιξε τα φρϑδια κι απϋςτρεψε το βλϋμμα τησ απϐ τα παιδιϊ. «Πϊρτε με απϐ εδϔ, ςασ παρακαλϔ», εύπε η μισ ύντλεώ ϊχρωμα, χαμηλϐφωνα, χωρύσ ν' απευθϑνεται ςε κανϋναν ςυγκεκριμϋνα. Σην απομϊκρυναν. Ο Μπϊντι Σζϋνκινσ παρατηροϑςε τα παιδιϊ που την παρακολουθοϑςαν να φεϑγει με απλανό, ϊδεια 148
βλϋμματα, που ϐμωσ εύχαν ϋνα περύεργο βϊθοσ. Ϊνα απ' αυτϊ χαμογϋλαςε κι ϋνα ϊλλο ϋβαλε το δϊχτυλο ςτο ςτϐμα του ντροπαλϊ. Δυο κοριτςϊκια αγκαλιϊςτηκαν και χαςκογϋλαςαν. Εκεύνη τη νϑχτα, η μισ ύντλεώ ϋκοψε το λαιμϐ τησ μ' ϋνα κομμϊτι απϐ ςπαςμϋνο καθρϋφτη. Μετϊ απ' αυτϐ, ο Μπϊντι Σζϋνκινσ ϊρχιςε να παρατηρεύ ϐλο και περιςςϐτερο τα παιδιϊ. το τϋλοσ, όταν ςχεδϐν ανύκανοσ να πϊρει τα μϊτια του απϐ πϊνω τουσ.
149
Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ 1 αρ' ϐλο που εύχε δύπλωμα πιλϐτου, ο Ντισ δεν ενδιαφϋρθηκε πραγματικϊ για την υπϐθεςη, παρϊ μϐνο ϐταν ϋγιναν οι φϐνοι ςτο αεροδρϐμιο του Μϋριλαντ —ο τρύτοσ και ο τϋταρτοσ κατϊ ςειρϊ. Σϐτε μυρύςτηκε εκεύνο το ιδιαύτερο χαρμϊνι απϐ αύμα και χυμϋνα ϋντερα που πϊντα περύμεναν οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ. υνδυαςμϋνο με λύγο μυςτόριο τησ πεντϊρασ ϐπωσ ς' αυτό την περύπτωςη, θα οδηγοϑςε ςχεδϐν ςύγουρα ςε μια εκρηκτικό αϑξηςη τησ κυκλοφορύασ και, ςτο χϔρο των ταμπλϐιντ, η αϑξηςη τησ κυκλοφορύασ δεν όταν απλϔσ το ζητοϑμενο· όταν το Ωγιο Διςκοπϐτηρο. Για τον Ντισ, ωςτϐςο, τα νϋα όταν και καλϊ και ϊςχημα. Σα καλϊ όταν ϐτι εύχε ξετρυπϔςει την υπϐθεςη πριν απϐ τουσ υπϐλοιπουσ του ςιναφιοϑ. Ϋταν ακϐμα ϊπιαςτοσ, ακϐμα ο πρωταθλητόσ, το Πρϔτο Γουροϑνι ςτο χοιροςτϊςιο. Σα ϊςχημα νϋα όταν ϐτι οι δϊφνεσ ουςιαςτικϊ ανόκαν ςτον Μϐριςον... μϋχρι ςτιγμόσ, τουλϊχιςτον. Ο Μϐριςον, ο καινοϑριοσ αρχιςυντϊκτησ, εύχε ςυνεχύςει να ςκαλύζει αυτό τη ςκατοϒπϐθεςη ακϐμα κι αφοϑ ο Ντισ, ο βετερϊνοσ ρεπϐρτερ, τον εύχε διαβεβαιϔςει ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να βγϊλει τύποτε. Σου Ντισ δεν του ϊρεςε καθϐλου που ο Μϐριςον εύχε μυριςτεύ πρϔτοσ το αύμα —τον ϋπιανε λϑςςα, για την ακρύβεια— οπϐτε ϋνιωθε την απϐλυτα κατανοητό διϊθεςη να τον τςαντύςει. Και όξερε πϔσ θα το κατϊφερνε. «το Ντϊφρεώ του Μϋριλαντ, ε;» Ο Μϐριςον ϋγνεψε καταφατικϊ. 150
«Σο ϋχει μυριςτεύ καμύα εφημερύδα τησ προκοπόσ;» ρϔτηςε ο Ντισ και, προσ μεγϊλη του ικανοπούηςη, εύδε τον Μϐριςον να φουρκύζεται μονομιϊσ. «Αν εννοεύσ αν υπαινύχθηκε κανεύσ ϐτι πρϐκειται για ψυχοπαθό δολοφϐνο, η απϊντηςη εύναι ϐχι», εύπε ξερϊ. Αλλϊ δε θ' αργόςουν, ςκϋφτηκε ο Ντισ. «Αλλϊ δε θ' αργόςουν», εύπε ο Μϐριςον. «Αν γύνει κι ϊλλοσ...» «Δϔς' μου το φϊκελο», εύπε ο Ντισ, δεύχνοντασ ϋνα ανοιχτοκύτρινο ντοςιϋ με λαςτιχϊκια πϊνω ςτο ανατριχιαςτικϊ τακτοποιημϋνο γραφεύο του Μϐριςον. Αντύ γι' αυτϐ, ο φαλακρϐσ αρχιςυντϊκτησ ϋβαλε την παλϊμη του πϊνω ςτο φϊκελο και ο Ντισ κατϊλαβε αμϋςωσ δυο πρϊγματα: ο Μϐριςον θα του ϋδινε το φϊκελο, αλλϊ ϐχι πριν τον κϊνει να πληρϔςει λιγϊκι για την αρχικό δυςπιςτύα του... και το υπεροπτικϐ φϋρςιμο του εύδουσ εγϔ-εύμαι- ο-βετερϊνοσ-εδϔμϋςα. Ε, τι να γύνει; άςωσ και το Πρϔτο Γουροϑνι ςτο χοιροςτϊςιο να χρειϊζεται ποϑ και ποϑ ϋνα τρϊβηγμα τησ κατςαρόσ ουρύτςασ του, ϋτςι... για να θυμϊται τη θϋςη του ςτην ιεραρχύα του ςτϊβλου. «Εςϑ δεν υποτύθεται ϐτι θα πόγαινεσ ςτο Μουςεύο Υυςικόσ Ιςτορύασ να μιλόςεισ ςτον τϑπο με τουσ πιγκουύνουσ;» εύπε ο Μϐριςον. Οι ϊκρεσ των χειλιϔν του αναςηκϔθηκαν ς' ϋνα αχνϐ αλλϊ αναμφιςβότητα κακϐ χαμϐγελο. «Αυτϐν που πιςτεϑει ϐτι οι πιγκουύνοι εύναι εξυπνϐτεροι απϐ τουσ ανθρϔπουσ και τα δελφύνια;» Ο Ντισ ϋδειξε το μοναδικϐ ϊλλο αντικεύμενο που υπόρχε πϊνω ςτο γραφεύο του Μϐριςον, εκτϐσ απϐ το ανοιχτοκύτρινο ντοςιϋ και τισ φωτογραφύεσ τησ αλογομοϑρασ γυναύκασ του και των τριϔν αλογομοϑρικων παιδιϔν του. Ϋταν ϋνα φαρδϑ, ςυρμϊτινο καλϊθι με την ετικϋτα ΥΡΕΚΟ ΧΨΜΙ. Σην ϔρα εκεύνη περιεύχε μϐνο ϋνα χειρϐγραφο, ϋξι οχτϔ ςελύδεσ, 151
πιαςμϋνεσ μ' ϋναν απϐ τουσ χαρακτηριςτικοϑσ ςκουροκϐκκινουσ ςυνδετόρεσ που εύχε μϐνο ο Ντισ κι ϋνα φϊκελο με την ϋνδειξη ΥΨΣΟΓΡΑΥΙΚΑ ΚΟΝΣΑΚΣ. ΜΗΝ ΣΟ ΔΙΠΛΨΝΕΣΕ. Ο Μϐριςον τρϊβηξε την παλϊμη του απϐ το ανοιχτοκύτρινο ντοςιϋ (ϋτοιμοσ ϐμωσ να την ξαναβϊλει με την παραμικρό γκριμϊτςα δυςφορύασ του Ντισ), ϊνοιξε το φϊκελο κι ϋβγαλε δυο χαρτιϊ γεμϊτα απϐ αςπρϐμαυρεσ φωτογραφύεσ, ελϊχιςτα μεγαλϑτερεσ απϐ γραμματϐςημα, τυπωμϋνεσ η μια μετϊ την ϊλλη. Κϊθε φωτογραφύα ϋδειχνε ςειρϋσ απϐ πιγκουύνουσ να ατενύζουν το φακϐ. Αναμφύβολα εύχαν κϊτι το τρομακτικϐ· ςτα μϊτια του Μϋρτον Μϐριςον φϊνταζαν ςαν ζϐμπι με φρϊκο. Ϊγνεψε επιδοκιμαςτικϊ και ξανϊβαλε τα κοντϊκι ςτο φϊκελο τουσ. Ο Ντισ αντιπαθοϑςε ϐλουσ τουσ αρχιςυντϊκτεσ εκ πεποιθόςεωσ, αλλϊ ϐφειλε να παραδεχτεύ πωσ ετοϑτοσ εδϔ τουλϊχιςτον αναγνϔριζε ςε κϊποιουσ ϐ,τι όταν δύκαιο ν' αναγνωριςτεύ. Ιδιϐτητα ςπϊνια για αρχιςυντϊκτη, που ο Ντισ υποψιαζϐταν ϐτι θα δημιουργοϑςε ςτον Μϐριςον ϋνα ςωρϐ προβλόματα υγεύασ ςτο μϋλλον. Ϋ ύςωσ τα προβλόματα να εύχαν όδη αρχύςει: τριϊντα πϋντε χρονϔν το πολϑ και το εβδομόντα πϋντε τοισ εκατϐ του κρανύου του όταν όδη φαλακρϐ. «Καθϐλου κακϋσ», εύπε ο Μϐριςον. «Ποιοσ τισ τρϊβηξε;» «Εγϔ», απϊντηςε ο Ντισ. «Οι φωτογραφύεσ που ςυνοδεϑουν τα ϊρθρα μου εύναι πϊντα δικϋσ μου. Δεν κοιτϊζεισ ποτϋ ςου το ϐνομα του φωτογρϊφου;» «υνόθωσ ϐχι», εύπε ο Μϐριςον κι ϋριξε μια ματιϊ ςτον πρϐχειρο τύτλο που εύχε ςημειϔςει ο Ντισ ςτην κορυφό του ϊρθρου για τουσ πιγκουύνουσ. Η Λύμπι Γκρϊνιτ, απϐ το Σμόμα ϑνταξησ, θα εφεϑριςκε ϋναν πιο ζουμερϐ, πιο εντυπωςιακϐ ςύγουρα —αυτό όταν η δουλειϊ τησ ςτο κϊτω κϊτω— αλλϊ το ϋνςτικτο του Ντισ πϊντα τον οδηγοϑςε ςωςτϊ μϋχρι και τον τύτλο. υνόθωσ δεν ϋβριςκε απλϔσ το δρϐμο, αλλϊ και την ακριβό διεϑθυνςη, ωσ και τον αριθμϐ του διαμερύςματοσ καμιϊ 152
φορϊ. ΕΞΨΓΗΙΝΕ ΔΙΑΝΟΙΕ ΣΟ ΒΟΡΕΙΟ ΠΟΛΟ, όταν ο τωρινϐσ τύτλοσ. Οι πιγκουύνοι ςύγουρα δεν εύναι ΟΤΥΟ και ο Μϐριςον εύχε τη βϊςιμη υποψύα ϐτι ζουν αποκλειςτικϊ ςτο Νϐτιο Πϐλο, αλλϊ τϋτοιεσ μικρολεπιομϋρειεσ μετροϑςαν ελϊχιςτα. Οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ τρελαύνονταν τϐςο για Εξωγόινουσ ϐςο και για Διϊνοιεσ (ύςωσ επειδό αυτού όταν ςτην πλειοψηφύα τουσ ΟΤΥΟ, που ϐμωσ διαιςθϊνονταν ςτουσ εαυτοϑσ τουσ την ϋντονη ϋλλειψη τησ δεϑτερησ ιδιϐτητασ που απϋδιδε ο τύτλοσ ςτουσ πιγκουύνουσ) κι αυτϐ όταν το μϐνο που μετροϑςε. «Ο τύτλοσ χϊνει λιγϊκι», ϊρχιςε ο Μϐριςον, «ϐμωσ...» «...αυτϐ εύναι δουλειϊ τησ Λύμπι», ςυμπλόρωςε ο Ντισ. «Οπϐτε... » «Οπϐτε;» ρϔτηςε ο Μϐριςον. Πύςω απϐ τα γυαλιϊ με το λεπτϐ, χρυςϐ ςκελετϐ, τα γαλϊζια μϊτια του φϊνταζαν μεγϊλα κι εντελϔσ αθϔα. Ϊβαλε ξανϊ την παλϊμη του πϊνω ςτο κύτρινο ντοςιϋ, χαμογϋλαςε ςτον Ντισ και περύμενε. «Σι περιμϋνεισ να ςου πω; 'ήτι ϋκανα λϊθοσ;» Σο χαμϐγελο του Μϐριςον ϋγινε κϊνα δυο χιλιοςτϊ πλατϑτερο. «ήτι ύςωσ ϋκανεσ λϊθοσ, θα μου αρκοϑςε νομύζω ξϋρεισ τι αρνϊκι εύμαι». «Ναι, εμϋνα μου λεσ», ϋκανε ο Ντισ, αλλϊ κατϊ βϊθοσ ηςϑχαςε. Μια μικρό ταπεύνωςη τη ςόκωνε. Σο ςοϑρςιμο με την κοιλιϊ ςτο πϊτωμα όταν που δεν του ϊρεςε καθϐλου. Ο Μϐριςον ςτεκϐταν και τον κούταζε, με το χϋρι ςτο ντοςιϋ. «Εντϊξει· ύςωσ ϋκανα λϊθοσ». «Σι μεγαλοψυχύα εκ μϋρουσ ςου που το παραδϋχεςαι», εύπε ο Μϐριςον και του πϋραςε το ντοςιϋ. Ο Ντισ το βοϑτηξε με απληςτύα, πόγε ςτην καρϋκλα δύπλα ςτο παρϊθυρο και το ϊνοιξε. Αυτϊ που διϊβαςε αυτό τη φορϊ — δεν όταν παρϊ μια αςϑνδετη ςυλλογό απϐ τηλεφωνικϋσ ανταποκρύςεισ κι αποκϐμματα εβδομαδιαύων επαρχιακϔν εντϑπων— του τύναξαν το μυαλϐ ςτον αϋρα. 153
Δεν το εύδα την προηγοϑμενη φορϊ, ςκϋφτηκε, κι αμϋςωσ μετϊ: Πϔσ δεν το εύδα την προηγοϑμενη φορϊ; Δεν όξερε... αλλϊ όξερε ϐτι θ' αναγκαζϐταν ν' αναθεωρόςει την πεπούθηςη του ϐτι όταν το Πρϔτο Γουροϑνι ςτο χοιροςτϊςιο των ταμπλϐιντ ϋτςι και του ξϋφευγαν πολλϋσ ιςτορύεσ ςαν κι ετοϑτη. Ϋξερε και κϊτι ακϐμη: αν αντιςτρεφϐταν η θϋςη η δικό του και του Μϐριςον (και ο Ντισ εύχε όδη ρύξει απϐ τισ καρϋκλεσ τουσ δυο αρχιςυντϊκτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ τα τελευταύα εφτϊ χρϐνια), θα εύχε βϊλει τον Μϐριςον να ςυρθεύ με την κοιλιϊ ςτο πϊτωμα πριν του δϔςει το φϊκελο τησ υπϐθεςησ. Σρύχεσ, εύπε ςτον εαυτϐ του. θα τον εύχεσ απολϑςει επιτϐπου. Σου πϋραςε απϐ το μυαλϐ η ςκϋψη ϐτι μπορεύ να εύχε αρχύςει να ξοφλϊει. Σο ποςοςτϐ των ξοφλημϋνων όταν πολϑ υψηλϐ ς' αυτό τη δουλειϊ. Προφανϔσ, μπορεύσ να ζόςεισ μϐνο οριςμϋνα χρϐνια γρϊφοντασ για ιπτϊμενουσ δύςκουσ που ςηκϔνουν ςτον αϋρα ολϐκληρα βραζιλιϊνικα χωριϊ (ϊρθρα που ςυνοδεϑονται ςυνόθωσ απϐ θολϋσ φωτογραφύεσ κοινϔν λαμπτόρων που κρϋμονται απϐ νϊιλον κλωςτό) ό για ςκϑλουσ που κϊνουν μαθηματικοϑσ υπολογιςμοϑσ ό για ϊνεργουσ πατερϊδεσ που πετςοκϐβουν τα παιδιϊ τουσ με το τςεκοϑρι ςαν καυςϐξυλα. Ϊρχεται μια μϋρα που ςου τη δύνει ξαφνικϊ. αν την Ντϐτι Γουϐλσ, που γϑριςε ςπύτι ϋνα βρϊδυ και μπόκε ςτην μπανιϋρα τησ με το κεφϊλι χωμϋνο ςε μια ςακοϑλα ςκουπιδιϔν. Μη γύνεςαι ανϐητοσ, εύπε ςτον εαυτϐ του, αλλϊ δεν ηςϑχαςε. Η ιςτορύα όταν εκεύ, μπροςτϊ ςτα μϊτια του, μεγϊλη ςαν τη ζωό κι εξύςου ϊςχημη. Πϔσ διϊβολο δεν την εύχε δει; όκωςε τα μϊτια του προσ τον Μϐριςον, που κουνιϐταν ςτην πολυθρϐνα του γραφεύου του, με τα χϋρια του ςταυρωμϋνα πϊνω ςτο ςτομϊχι και τον παρατηροϑςε. «Λοιπϐν;» ρϔτηςε ο Μϐριςον. 154
«Ναι», εύπε ο Ντισ. «Μπορεύ να εύναι κϊτι μεγϊλο. Και ϐχι μϐνο. Νομύζω ϐτι εύναι αυθεντικό ιςτορύα». «Δε μ' ενδιαφϋρει αν εύναι αυθεντικό», απϊντηςε ο Μϐριςον, «αρκεύ να πουλόςει φϑλλα. Και θα πουλόςει πολλϊ, ϋτςι δεν εύναι, Ρύτςαρντ;» «Ναι». Ο Ντισ ςηκϔθηκε κι ϋχωςε το φϊκελο κϊτω απϐ τη μαςχϊλη του. «θϋλω ν' ακολουθόςω τα ύχνη αυτοϑ του μυςτόριου τϑπου, ξεκινϔντασ απϐ τον πρϔτο φϐνο για τον οπούο ϋχουμε ςτοιχεύα, αυτϐν ςτο Μϋιν». «Ρύτςαρντ;» Ο Ντισ ςτρϊφηκε απϐ την πϐρτα και εύδε τον Μϐριςον να κοιτϊζει ξανϊ τα κοντϊκτ. Φαμογελοϑςε. «Πϔσ θα ςου φαινϐταν αν δύπλα ςτισ καλϑτερεσ απ' αυτϋσ δημοςιεϑαμε και μια φωτογραφύα του Ντϊνι Ντεβύτο απϐ την ταινύα Μπϊτμαν;» «Σαιριϊζει», απϊντηςε ο Ντισ και βγόκε. Αμφιβολύεσ κι αναςφϊλειεσ παραμερύςτηκαν ξαφνικϊ ωσ δια μαγεύασ. Η παλιϊ, γνϔριμη μυρωδιϊ του αύματοσ ξαναγϋμιςε τα ρουθοϑνια του, δυνατό κι ακατανύκητη. Προσ το παρϐν, το μϐνο που όθελε όταν να την ακολουθόςει ωσ το τϋλοσ. Σο τϋλοσ όρθε μια βδομϊδα αργϐτερα, ϐχι ςτο Μϋιν οϑτε ςτο Μϋριλαντ, αλλϊ πολϑ νοτιϐτερα: ςτη Βϐρεια Καρολύνα. 2 Ϋταν καλοκαύρι, που θα ϋπρεπε να ςημαύνει πωσ η ζωό όταν εϑκολη και ο ϋρωτασ ςτο φϐρτε, αλλϊ του Ρύτςαρντ Ντισ τύποτα δεν του ερχϐταν εϑκολα, καθϔσ εκεύνη η ατϋλειωτη μϋρα αργοςερνϐταν προσ το δειλινϐ. Σο κυρύαρχο πρϐβλημα όταν η αδυναμύα -μϋχρι ςτιγμόσ τουλϊχιςτον— να κατεβεύ ςτο μικρϐ αεροδρϐμιο Γουύλμινγκτον, το οπούο εξυπηρετοϑςε μϐνο ϋνα μεγϊλο αερομεταφορϋα, 155
μερικϋσ εταιρεύεσ εςωτερικϔν πτόςεων και πολλϊ ιδιωτικϊ αεροςκϊφη. την περιοχό υπόρχαν μεγϊλοι νεφελϔδεισ ϐγκοι καταιγύδασ και ο Ντισ ϋκανε κϑκλουσ ςκαμπανεβϊζοντασ ςτον αςταθό αϋρα, ενενόντα μύλια μακριϊ απϐ το αεροδρϐμιο και βλαςτημϔντασ την τϑχη του καθϔσ η μϋρα ϊρχιζε να ςϔνεται. Ϋταν 7:45 ϐταν του δϐθηκε η ϊδεια να προςγειωθεύ, λιγϐτερο απϐ ςαρϊντα λεπτϊ πριν απϐ την επύςημη ϔρα τησ δϑςησ του όλιου. Δεν όξερε αν ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ τηροϑςε πιςτϊ τουσ κανϐνεσ τησ παρϊδοςησ, αν ϐμωσ το ϋκανε, θα τον ϋπιανε πϊνω ςτη δρϊςη. Γιατύ ο Σαξιδιϔτησ βριςκϐταν εκεύ. Ο Ντισ όταν ςύγουροσ ϐτι εύχε εντοπύςει το ςωςτϐ μϋροσ, το ςωςτϐ Σςϋςνα καώμϊςτερ. Σο θόραμα του θα μποροϑςε να εύχε διαλϋξει το Βιρτζύνια Μπιτσ ό το ϊρλοτ ό το Μπϋρμιγχαμ ό κϊποιο ϊλλο ςημεύο ακϐμα νοτιϐτερα, αλλϊ δεν το εύχε κϊνει. Ο Ντισ δεν όξερε ποϑ κρυβϐταν ο φιλαρϊκοσ αφϐτου ϋφυγε απϐ το Ντϊφρεώ του Μϋριλαντ μϋχρι που ϋφταςε εδϔ, αλλϊ δεν τον ϋνοιαζε. Αρκεύ που όξερε ϐτι το ϋνςτικτο του εύχε αποδειχτεύ ςωςτϐ· ο τϑποσ ςυνϋχιζε να οργϔνει τουσ δρϐμουσ του ουρανοϑ. Ο Ντισ εύχε περϊςει ϋνα μεγϊλο διϊςτημα αυτόσ τησ βδομϊδασ τηλεφωνϔντασ ςε αεροδρϐμια νϐτια του Ντϊφρεώ, τα οπούα φαύνονταν κατϊλληλα ωσ πιθανού τϐποι δρϊςησ του Σαξιδιϔτη. Σα εύχε επιςκεφτεύ ϐλα ξανϊ και ξανϊ και εύχε βγϊλει κϊλο ςτο δϊχτυλο τηλεφωνϔντασ τουσ κϊθε τρεισ και λύγο απϐ το δωμϊτιο του ςτο μοτϋλ Ντϋιζ Ινν, μϋχρι που οι ςυνομιλητϋσ του απϐ την ϊλλη πλευρϊ ϊρχιςαν να εκνευρύζονται απϐ την επιμονό του. ήμωσ, ςτο τϋλοσ, η επιμονό του ανταμεύφθηκε, ϐπωσ ςυνϋβαινε πολϑ ςυχνϊ. Ιδιωτικϊ αεροςκϊφη εύχαν προςγειωθεύ το προηγοϑμενο βρϊδυ ςε ϐλα τα πιθανϊ αεροδρϐμια και Σςϋςνα καώμϊςτερ 337 ςε ϐλα ανεξαιρϋτωσ. Διϐλου περύεργο, εφϐςον όταν τα Σογιϐτα τησ ιδιωτικόσ αεροπλοϏασ. Αλλϊ το Σςϋςνα 337 που εύχε 156
προςγειωθεύ την προηγοϑμενη νϑχτα ςτο Γουύλμινγκτον όταν αυτϐ που ϋψαχνε· δεν εύχε την παραμικρό αμφιβολύα. Σον εύχε βρει τον τϑπο. Σον εύχε τςακϔςει. «Ν471Β, πορεύα προσ το διϊδρομο 34», ανόγγειλε λακωνικϊ η φωνό του ελεγκτό ςτ' ακουςτικϊ του. «Κατεϑθυνςη 160. Κατϋβα ςτα 3000 πϐδια και μεύνε εκεύ». «Κατεϑθυνςη 160. Κατεβαύνω απϐ τα 6 ςτα 3000 και μϋνω». «Με προςοχό, γιατύ ϋχουμε παλιϐκαιρο εδϔ κϊτω». «Ελόφθη», εύπε ο Ντισ, κϊνοντασ τη ςκϋψη πωσ ο παλιϐφιλοσ Σζον Σϊδε, απϐ το κραςοβϊρελο που περνιϐταν για Πϑργοσ Ελϋγχου του Γουύλμινγκτον, πρϋπει να όταν μεγϊλη ατςύδα για να του πει τϋτοιο πρϊγμα. Λεσ και δεν όξερε ο Ντισ ϐτι εύχε παλιϐκαιρο! Επύ ςαρϊντα πϋντε λεπτϊ ϋβλεπε τα ύδια μολυβϋνια ςϑννεφα, με αςτραπϋσ να τα διαπερνοϑν ςαν γιγϊντια πυροτεχνόματα καθϔσ ϋκανε ςυνεχϔσ κϑκλουσ απϐ πϊνω τουσ, νιϔθοντασ λεσ και βριςκϐταν ςε μύξερ αντύ ςε δικινητόριο Μπύτςκραφτ. Ϊβγαλε τον αυτϐματο πιλϐτο που τϐςη ϔρα τον οδηγοϑςε πϊνω απϐ τα ύδια και τα ύδια χωρϊφια τησ Βϐρειασ Καρολύνασ και χοϑφτωςε το πηδϊλιο. Ϊςτριψε μετϊ χαρϊσ το ρϑγχοσ του ςκϊφουσ προσ το Γουύλμινγκτον κι ϊρχιςε την κατϊβαςη ςϑμφωνα με τισ οδηγύεσ που εύχε πϊρει απϐ τον Πϑργο Ελϋγχου. ίςτερα ϋπιαςε το μικρϐφωνο, με ςκοπϐ να μπόξει μια φωνό ςτον ατςύδα τον Σζον εκεύ κϊτω, ρωτϔντασ τον μόπωσ ςυνϋβαινε τύποτε αλλϐκοτο εκεύ ςτα χαμηλϊ —απ' αυτϊ που ςυμβαύνουν μια ςκοτεινό θυελλϔδη νϑχτα και που λατρεϑουν οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ— αλλϊ τελικϊ ξανϊβαλε το μικρϐφωνο ςτη θϋςη του. Ϋθελε ακϐμα κϊμποςη ϔρα ωσ τη δϑςη του όλιου. Εύχε επιβεβαιϔςει την επύςημη ϔρα του Γουύλμινγκτον ςτη διϊρκεια του ερχομοϑ του απϐ το Εθνικϐ 157
Αεροδρϐμιο τησ Ουϊςιγκτον. ήχι, αποφϊςιςε, θα κρατόςω τισ ερωτόςεισ για τον εαυτϐ μου λύγη ϔρα ακϐμα. Ο Ντισ πύςτευε ϐτι ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ όταν πραγματικϐ βαμπύρ ϐςο πύςτευε και ϐτι τα δϔρα τησ Πρωτοχρονιϊσ τα φϋρνει ο Αώ-Βαςύλησ. Αλλϊ, αν ο Σαξιδιϔτησ πύςτευε ϐτι όταν βαμπύρ —πρϊγμα που ο Ντισ όταν πειςμϋνοσ ϐτι ςυνϋβαινε— όταν πολϑ πιθανϐ να θεωροϑςε ϐτι ϋπρεπε να τηρεύ πιςτϊ τουσ παραδοςιακοϑσ κανϐνεσ. ε τελικό ανϊλυςη, η ζωό μιμεύται την τϋχνη. Ο Κϐμησ Δρϊκουλασ με εραςιτεχνικϐ δύπλωμα πιλϐτου. Ομολογουμϋνωσ, ςκϋφτηκε ο Ντισ, εύναι ςαφϔσ καλϑτερο απϐ τουσ πανοϑργουσ πιγκουύνουσ που μηχανεϑονται την ανατροπό του ανθρϔπινου γϋνουσ απϐ το θρϐνο τησ Δημιουργύασ. Σο Μπύτςκραφτ τραντϊχτηκε δυνατϊ καθϔσ μπόκε ςε μια πυκνό νεφελϔδη μϊζα ςτη ςταθερό, καθοδικό πορεύα του. Ο Ντισ βλαςτόμηςε και ιςορρϐπηςε ξανϊ το ςκϊφοσ, που εύχε αρχύςει να δεύχνει φανερϊ δυςαρεςτημϋνο απϐ τον καιρϐ. Σο ύδιο κι εγϔ, μωρϐ μου, ςκϋφτηκε ο Ντισ. 'ήταν βρϋθηκε ξανϊ ςε ανοιχτωςιϊ, εύδε καθαρϊ τα φϔτα του Γουύλμινγκτον και του Ρϊιτςβιλ Μπιτσ. Μϊλιςτα, κϑριε, οι χοντροϑληδεσ που ψωνύζουν απϐ τα ϋβεν-Ιλϋβεν θα ξετρελαθοϑν με την ιςτορύα, ςκϋφτηκε. Μια αςτραπό ϋλαμψε ςτιγμιαύα ςτα δεξιϊ του ςκϊφουσ, θ' αγορϊςουν εφτϊ διςεκατομμϑρια φϑλλα ϐταν θα βγουν για το pgaoivo τουσ ανεφοδιαςμϐ ςε μπύρεσ και πατατϊκια. Αλλϊ δεν όταν μϐνο αυτϐ και το όξερε. Αυτό η ιςτορύα μπορεύ να όταν... ε... παραπϊνω απϐ καλό. Μπορεύ να όταν γνόςια. Τπόρχαν εποχϋσ που τϋτοια λϋξη δε θα περνοϑςε ποτϋ απϐ το μυαλϐ του. άςωσ ϊρχιςεσ να ξοφλϊσ, παλιϐφιλε, ςκϋφτηκε. 158
Παρ' ϐλα αυτϊ, «κύτρινοι» πηχυαύοι τύτλοι παρατϊςςονταν ςτο κεφϊλι του ςαν ςτρατιϔτεσ. ΡΕΠΟΡΣΕΡ ΣΗ ΙΝΑέΝΣ ΒΙΟΤ ΤΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΣΟ ΜΑΝΙΑΚΟ ΝΤΦΣΕΡΙΝΟ ΣΑΞΙΔΙΨΣΗ. ΑΠΟΚΛΕΙΣΙΚΟ ΡΕΠΟΡΣΑΖ ΓΙΑ ΣΟ ΠΨ ΠΙΑΣΗΚΕ ΣΕΛΙΚΑ Ο ΙΠΣΑΜΕΝΟ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑ. «ΣΟ ΕΙΦΑ ΑΝΑΓΚΗ», ΔΗΛΨΝΕΙ Ο ΑΙΜΟΣΑΓΗ ΔΡΑΚΟΤΛΑ. Δεν όταν το αριςτοϑργημα, αλλϊ ακουγϐταν μια χαρϊ. ωςτό καμπϊνα. Ο Ντισ ϋπιαςε τελικϊ το μικρϐφωνο και πϊτηςε το κουμπύ. Ϋξερε ϐτι ο αιμοβϐροσ φύλοσ του όταν ακϐμα εκεύ κϊτω, αλλϊ όξερε επύςησ ϐτι ο ύδιοσ δε θα ηςϑχαζε αν δε ςιγουρευϐταν απϐλυτα γι' αυτϐ. «Γουύλμινγκτον, εδϔ Ν471Β. Ϊχετε ακϐμα ϋνα καώμϊςτερ 337 απϐ το Μϋριλαντ ςτο ϋδαφοσ;» Μϋςα απϐ πολλϊ παρϊςιτα: «Ϊτςι νομύζω, φύλε. Δεν μπορϔ να ςου μιλόςω τϔρα. Ϊχω μεγϊλη κυκλοφορύα». «Ϊνα με κϐκκινη γραμμό ςτην ϊτρακτο;» Για μερικϋσ ςτιγμϋσ ο Ντισ πύςτεψε ϐτι δε θα ϋπαιρνε απϊντηςη. Και ϑςτερα: «Κϐκκινη γραμμό, ελόφθη. Κλεύςε, Ν471Β, μη ςασ ρύξω ολωνϔν κϊνα πρϐςτιμο. Ϊχω πολλϊ ψϊρια να τηγανύςω απϐψε και δεν τα χωρϊει το τηγϊνι». «Ευχαριςτϔ, Γουύλμινγκτον», εύπε ο Ντισ με την πιο ευγενικό φωνό του. Κρϋμαςε το μικρϐφωνο ςτην υποδοχό του, κϊνοντασ τη γνωςτό χειρονομύα με το μεςαύο δϊχτυλο τεντωμϋνο, αλλϊ χαμογελοϑςε ευχαριςτημϋνοσ και οϑτε που ενοχλόθηκε απϐ τα τραντϊγματα καθϔσ περνοϑςε μϋςα απϐ ϊλλο ϋνα μαϑρο ςϑννεφο. καώμϊςτερ, με κϐκκινη γραμμό ςτην ϊτρακτο και —όταν πρϐθυμοσ να ςτοιχηματύςει τουσ μιςθοϑσ του τησ επϐμενησ χρονιϊσ— αν ο κϐπανοσ ςτον Πϑργο Ελϋγχου δεν όταν τϐςο απαςχολημϋνοσ, θα εύχε επιβεβαιϔςει και το νοϑμερο ςτην ουρϊ του ςκϊφουσ: Ν101ΒΜ. 159
Μια βδομϊδα, Φριςτϋ μου, μια βδομαδοϑλα. Σϐςο του εύχε πϊρει ϐλο κι ϐλο. Εύχε βρει το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη, δεν εύχε ςκοτεινιϊςει ακϐμα και, ϐςο περύεργο κι αν φαινϐταν, η αςτυνομύα δεν εύχε κϊνει την εμφϊνιςη τησ. Γιατύ, αν υπόρχαν αςτυνομικού κι αν εύχαν ενδιαφερθεύ κι αυτού για το Σςϋςνα, ο Σζον Σϊδε θα του το εύχε αναφϋρει ςύγουρα, παρϊ τον παλιϐκαιρο και παρϊ τη βιαςϑνη του. Σϋτοια πληροφορύα εύναι αδϑνατον ν' αντιςταθεύ ϊνθρωποσ ςτον πειραςμϐ να τη μεταδϔςει. Θϋλω τη φωτογραφύα ςου, κϊθαρμα, ςκϋφτηκε ο Ντισ. Σϔρα ϋβλεπε τα φϔτα ειςϐδου του αεροδρομύου ν' αςτρϊφτουν με λευκϋσ αναλαμπϋσ ςτο ςκοτϊδι. Σην ιςτορύα ςου θα τη βγϊλω αργϐτερα, πρϔτα θϋλω τη φωτογραφύα ςου. Μια πϐζα μϐνο, αλλϊ πρϋπει να την ϋχω. Ναι, γιατύ η φωτογραφύα εύναι που κϊνει την ιςτορύα αυθεντικό. ήχι φλου λαμπτόρεσ ςτο ςκοτϊδι και τϋτοιεσ τρύχεσ. ήχι «καλλιτεχνικϋσ επεμβϊςεισ». Μια πϋρα για πϋρα αληθινό φωτογραφύα ςε αςπρϐμαυρο φιλμ. Ο Ντισ αϑξηςε τη γωνύα καθϐδου, αγνοϔντασ τα προειδοποιητικϊ ςόματα ςτην κονςϐλα. Σο πρϐςωπο του όταν χλομϐ και ςφιγμϋνο. Σα χεύλη του ελαφρϊ τεντωμϋνα, ϋτςι που αποκϊλυπταν δυο ςειρϋσ μικρϊ, γυαλιςτερϊ ϊςπρα δϐντια. το φωσ τησ κονςϐλασ των οργϊνων και τησ μϋρασ που τϋλειωνε, ο Ρύτςαρντ Ντισ ϋμοιαζε λιγϊκι με βρικϐλακα και ο ύδιοσ. 3 Πολλϊ πρϊγματα δε διϋθετε η Ινςϊιντ Βιοϑ -λογοτεχνικό αξύα αρχικϊ, ευαιςθηςύεσ ςε μικροζητόματα, ϐπωσ η ακριβολογύα και η ηθικό, κατϊ δεϑτερο λϐγο- αλλϊ ϋνα πρϊγμα το διϋθετε αναμφιςβότητα: χϔρο για κϊθε λογόσ 160
φρικαλεϐτητεσ. Ο Μϋρτον Μϐριςον όταν ψιλομαλϊκασ (αν κι ϐχι τϐςο ϐςο τον εύχε κρύνει ο Ντισ ϐταν τον πρωτοεύδε να καπνύζει εκεύνη τη γελούα πύπα του). Ψςτϐςο, ο Ντισ του αναγνϔριζε ϐτι εύχε ςτηριχτεύ ςτα δϑο εκεύνα ςτοιχεύα που εύχαν κϊνει εξαρχόσ επιτυχημϋνη την Ινςϊιντ Βιοϑ: αύμα με τουσ κουβϊδεσ και χυμϋνα ϋντερα με τη ςϋςουλα. Υυςικϊ, εξακολουθοϑςαν να δημοςιεϑουν φωτογραφύεσ χαριτωμϋνων παιδιϔν, μπϐλικεσ μεταφυςικϋσ μποϑρδεσ και Εκπληκτικϋσ Δύαιτεσ που περιλϊμβαναν εντελϔσ απύθανεσ τροφϋσ, ϐπωσ ςοκολϊτα, πατατϊκια ό μπύρα. Ο Μϐριςον, ϐμωσ, εύχε διαιςθανθεύ ϋγκαιρα την κατακλυςμικό αλλαγό ςτο πνεϑμα των καιρϔν και δεν εύχε την παραμικρό αμφιβολύα ςχετικϊ με το ποια κατεϑθυνςη ϋπρεπε να πϊρει η εφημερύδα. Ο Ντισ πύςτευε ϐτι η αυτοπεπούθηςη όταν ο κϑριοσ λϐγοσ που ο Μϐριςον εύχε κρατόςει τϐςο πολϑ τη θϋςη του αρχιςυντϊκτη, παρϊ την πύπα του και παρϊ τα τουύντ ςακϊκια απϐ τουσ Ωςχολ Μπρϊδερσ του Λονδύνου. Αυτϐ που εύχε αντιληφθεύ ϋγκαιρα ο Μϐριςον όταν πωσ τα παιδιϊ των λουλουδιϔν τησ δεκαετύασ του εξόντα εύχαν γύνει οι κανύβαλοι τησ δεκαετύασ του ενενόντα. Η ψυχικό ιςορροπύα, η πολιτικό εντιμϐτητα και «η γλϔςςα των ςυναιςθημϊτων» μπορεύ να ςόμαιναν πολλϊ για τουσ διανοοϑμενουσ, αλλϊ ο λαουτζύκοσ εξακολουθοϑςε ακϐμη να ενδιαφϋρεται περιςςϐτερο για τισ μαζικϋσ δολοφονύεσ, τα ςκϊνδαλα ςτην ιδιωτικό ζωό των διαςημοτότων και το πϔσ ακριβϔσ κϐλληςε AIDS ο Μϊτζικ Σζϐνςον. Ο Ντισ δεν αμφϋβαλλε ϐτι υπόρχε ακϐμη αναγνωςτικϐ κοινϐ για ήλα τα Πρϊγματα Λαμπρϊ Καμωμϋνα, αλλϊ το κοινϐ του ήλα κατϊ που Βρομϊνε και Ζϋχνουν εύχε ξαναγύνει ευρεύα αγορϊ, καθϔσ η Γενιϊ του Γοϑντςτοκ ϋβλεπε τα μαλλιϊ τησ να γκριζϊρουν και ρυτύδεσ να πλαιςιϔνουν το οργιςμϋνο, αυτϊρεςκο ςτϐμα τησ. Ο Μϋρτον Μϐριςον, τον οπούο ο Ντισ θεωροϑςε πλϋον μεγαλοφυύα ϐςον αφορϊ τη διαύςθηςη, εύχε 161
κϊνει ξεκϊθαρη την προςωπικό του εςωτερικό ϊποψη με το διϊςημο πλϋον υπϐμνημα του προσ ϐλο το προςωπικϐ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ, μια βδομϊδα αφϐτου αυτϐσ και η πύπα του εύχαν εγκαταςταθεύ ςτο μεγϊλο, γωνιακϐ γραφεύο. Βεβαύωσ και θα ςταθεύτε να μυρύςετε τα λουλοϑδια καθϔσ θα ϋρχεςτε ςτη δουλειϊ, ςυνιςτοϑςε το υπϐμνημα, αλλϊ μϐλισ φτϊςετε εδϔ, ανούξτε καλϊ τα ρουθοϑνια ςασ κι αρχύςτε να οςφραύνεςτε αύμα και χυμϋνα ϋντερα. Ο Ντισ, που όταν γεννημϋνοσ να οςφραύνεται αύμα και βρομιϊ, εύχε ενθουςιαςτεύ. Η μϑτη του όταν ο λϐγοσ που πετοϑςε τϔρα εδϔ, ςτο Γουύλμινγκτον. Εκεύ κϊτω υπόρχε ϋνα ανθρϔπινο τϋρασ, ϋνασ ϊντρασ που πύςτευε ϐτι όταν βρικϐλακασ. Ο Ντισ του εύχε βρει και το ϐνομα· ϋκαιγε ςτο μυαλϐ του ϐπωσ καύει ϋνα πολϑτιμο νϐμιςμα ςε μια τςϋπη. ϑντομα θα ϋβγαζε το νϐμιςμα απϐ την τςϋπη και θα το ξϐδευε. Και τϐτε το ϐνομα θα φιγουρϊριζε ς' ϐλεσ τισ προθόκεσ των ταμπλϐιντ, δύπλα ςτα ταμεύα του κϊθε ςοϑπερ μϊρκετ τησ Αμερικόσ, ουρλιϊζοντασ ςτουσ πελϊτεσ με πελϔρια μαϑρα γρϊμματα. Προςοχό, κυρύεσ και κϑριοι, που αναζητϊτε δυνατϋσ ςυγκινόςεισ, ςκϋφτηκε ο Ντισ. Δεν το ξϋρετε ακϐμη, αλλϊ ςϑντομα θα ςυναντόςετε ϋναν πολϑ κακϐ ϊνθρωπο, θα διαβϊςετε το πραγματικϐ του ϐνομα και θα το ξεχϊςετε, αλλϊ δεν πειρϊζει. Αυτϐ που θα θυμϊςτε θα εύναι το ϐνομα που του ϋδωςα εγϔ, αυτϐ που θα τον βϊλει ςτην ύδια κατηγορύα με τον Σζακ τον Αντεροβγϊλτη, το Φαςϊπη του Κλύβελαντ και τη Μαϑρη Ντϊλια, θα θυμϊςτε το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη, που ϋρχεται ςϑντομα ςτα ταμεύα των ςοϑπερ μϊρκετ, την αποκλειςτικό ιςτορύα, την αποκλειςτικό ςυνϋντευξη... αλλϊ αυτϐ που εγϔ θϋλω περιςςϐτερο εύναι η αποκλειςτικό φωτογραφύα.
Inside View: λογοπαίγνιο με τον τίτλο τθσ εφθμερίδασ (Σ.τ.Μ.).
162
Ϊλεγξε πϊλι το ρολϐι του κι επϋτρεψε ςτον εαυτϐ του να χαλαρϔςει μια ςταλύτςα (μϐνο τϐςο μποροϑςε να χαλαρϔςει) . Εύχε ακϐμα μιςό ϔρα καιρϐ μϋχρι να ςκοτεινιϊςει και ςε λιγϐτερο απϐ δεκαπϋντε λεπτϊ θα ςταματοϑςε δύπλα ςτο ϊςπρο καώμϊςτερ με την κϐκκινη γραμμό και το νοϑμερο Ν101ΒΜ ςτο πτερϑγιο τησ ουρϊσ, ςτο ύδιο κϐκκινο χρϔμα. Να κοιμϐταν ϊραγε ο Σαξιδιϔτησ ςτην πϐλη ό ςε κϊποιο απϐ τα μοτϋλ του δρϐμου προσ την πϐλη; Ο Ντισ δεν το πύςτευε. Ϊνασ απϐ τουσ λϐγουσ που το καώμϊςτερ εύχε τϐςη μεγϊλη ζότηςη, εκτϐσ απϐ τη ςχετικϊ χαμηλό τιμό του, όταν ϐτι επρϐκειτο για το μοναδικϐ ςκϊφοσ αυτοϑ του μεγϋθουσ που διϋθετε χϔρο αποςκευϔν. Δεν όταν μεγαλϑτεροσ απϐ το πορτ μπαγκϊζ ενϐσ Υολκςβϊγκεν, ναι, αλλϊ χωροϑςε ϊνετα τρεισ μεγϊλεσ βαλύτςεσ ό πϋντε μικρϋσ... και ςύγουρα μποροϑςε να χωρϋςει ϋναν ϊντρα, αρκεύ να μην όταν επαγγελματύασ μπαςκετμπολύςτασ. Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ θα μποροϑςε να βρύςκεται ςτην κοιλιϊ του Σςϋςνα, αρκεύ να όταν: α) ξαπλωμϋνοσ ςε εμβρυακό ςτϊςη, με τα γϐνατα διπλωμϋνα ςτο ςτομϊχι του, β) αρκετϊ ςαλεμϋνοσ ϔςτε να πιςτεϑει ϐτι εύναι βρικϐλακασ ό γ) και τα δυο. Ο Ντισ ςτοιχημϊτιζε ςτο (γ). Κοιτϊζοντασ τη βελϐνα του υψομϋτρου να κινεύται απϐ τισ τϋςςερισ προσ τισ τρεισ χιλιϊδεσ πϐδια, ο Ντισ ςκϋφτηκε: Οϑτε ξενοδοχεύο οϑτε μοτϋλ για ςϋνα, φύλε, ςωςτϊ δεν τα λϋω; ήταν εςϑ παύζεισ το βρικϐλακα, εύςαι ςαν τον Υρανκ ινϊτρα -το κϊνεισ με το δικϐ ςου τρϐπο. Ξϋρεισ τι πιςτεϑω; Πιςτεϑω πωσ ϐταν ανούξει το αμπϊρι του Σςϋςνα το πρϔτο πρϊγμα που θα δω θα εύναι μια ςτρϔςη φρϋςκο χϔμα (ακϐμα κι αν δεν υπϊρχει, μπορεύσ να βϊλεισ ςτούχημα τουσ πϊνω κυνϐδοντεσ ςου ϐτι θα υπϊρξει ϐταν θα βγει η ιςτορύα ςτην εφημερύδα) και ϑςτερα θα εμφανιςτεύ πρϔτα το ϋνα πϐδι, ς' ϋνα μπατζϊκι φρϊκου, και μετϊ το ϊλλο, γιατύ πρϋπει να εύςαι ςωςτϊ 163
ντυμϋνοσ, ϋτςι δεν εύναι; Ψ χρυςϋ μου, πιςτεϑω ϐτι το ντϑςιμο ςου θα βγϊζει μϊτι, το ντϑςιμο ςου θα ςκοτϔνει, κι εγϔ ϋχω όδη βϊλει το μοτϋρ ςτην κϊμερα και μϐλισ δω το μαϑρο μανδϑα ν' ανεμύζει ςτο αερϊκι.. Εκεύ όταν που κϐπηκαν απϐτομα οι ςκϋψεισ του, γιατύ τα λευκϊ φϔτα που αναβϐςβηναν ςτουσ δυο ελεϑθερουσ διαδρϐμουσ προςγεύωςησ κϊτω ςτο ϋδαφοσ ϋςβηςαν ϐλα μονομιϊσ. Θϋλω ν' ακολουθόςω τα ύχνη του, εύχε πει ςτον Μϋρτον Μϐριςον, αρχύζοντασ απϐ τον πρϔτο φϐνο για τον οπούο ϋχουμε ςτοιχεύα, αυτϐν ςτο Μϋιν. ε λιγϐτερο απϐ τϋςςερισ ϔρεσ βριςκϐταν ςτο Αεροδρϐμιο τησ Κομητεύασ Κϊμπερλαντ και μιλοϑςε μ' ϋνα μηχανικϐ ονϐματι Εζρα Φϊνον. Ο κϑριοσ Φϊνον φαινϐταν λεσ και μϐλισ εύχε βγει ςϋρνοντασ απϐ μια μπουκϊλα τζιν και ο Ντισ δε θα τον ϊφηνε οϑτε να πληςιϊςει το ςκϊφοσ του ςε κανονικϋσ ςυνθόκεσ. Σϔρα ϐμωσ τον αντιμετϔπιςε με μεγϊλη ευγϋνεια και προςοχό. Και εύχε κϊθε λϐγο- ο Εζρα Φϊνον όταν ο πρϔτοσ κρύκοσ ςε μια αλυςύδα που ο Ντισ πύςτευε πλϋον ϐτι θα αποδεικνυϐταν τρομερϊ εντυπωςιακό. Αεροδρϐμιο τησ Κομητεύασ Κϊμπερλαντ όταν πολϑ ηχηρϐσ τύτλοσ για επαρχιακϐ αεροδρϐμιο που το αποτελοϑςαν ϐλοι κι ϐλοι δυο διαςταυροϑμενοι διϊδρομοι. Μϊλιςτα, μϐνο ο ϋνασ όταν αςφαλτοςτρωμϋνοσ. Επειδό ο Ντισ δεν εύχε προςγειωθεύ ποτϋ ςε χϔμα, απαύτηςε να του δοθεύ ο ϊλλοσ διϊδρομοσ. Σο ταρακοϑνημα που ϋφαγε το Μπιτσ 55 (για το οπούο εύχε φεςωθεύ ωσ το λαιμϐ κι ακϐμα παραπϊνω) ϐταν οι τροχού πϊτηςαν ϋδαφοσ όταν τϋτοιο, που τον ανϊγκαςε να το ςηκϔςει ξανϊ ςτον αϋρα και να δοκιμϊςει τον ϊλλο διϊδρομο. ήταν το ϋκανε, διαπύςτωςε προσ μεγϊλη του ικανοπούηςη ϐτι όταν λεύοσ και ςφιχτϐσ ςαν βυζϊκι δεκαπεντϊχρονησ. Απϐ το αεροδρϐμιο δεν ϋλειπε φυςικϊ ο αναπϐφευκτοσ ανεμοδεύκτησ που θϑμιζε 164
παλιομοδύτικο ριγϋ ςϔβρακο. Μϋρη ςαν το ΑΚΚ πϊντα εύχαν ϋναν ανεμοδεύκτη. Ϋταν μϋροσ τησ αμφύβολησ γοητεύασ τουσ, ϐπωσ και το παλιϐ ανεμοπλϊνο, που κατϊ μυςτόριο τρϐπο ϋβλεπεσ πϊντα ςταματημϋνο μπροςτϊ απϐ το μοναδικϐ τουσ υπϐςτεγο. Η Κομητεύα Κϊμπερλαντ όταν η πιο πυκνοκατοικημϋνη του Μϋιν, πρϊγμα απύςτευτο, κρύνοντασ απϐ τισ δεκϊδεσ ςβουνιϋσ που γϋμιζαν το αεροδρϐμιο... ό απϐ τον Εζρα, το Μηχανικϐ τησ Μεγϊλησ οϑρασ, εν προκειμϋνω. 'ήταν χαμογελοϑςε, μοςτρϊροντασ και τα ϋξι δϐντια που του εύχαν απομεύνει, ϋμοιαζε με κομπϊρςο υπερπαραγωγόσ με θϋμα το μεςαύωνα. Σο αεροδρϐμιο βριςκϐταν ςτα περύχωρα τησ πλοϑςιασ πϐλησ του Υϊλμουθ και ϐφειλε την ϑπαρξη του κυρύωσ ςτα τϋλη χρόςησ που πλόρωναν οι λεφτϊδεσ, καλοκαιρινού κϊτοικοι τησ περιοχόσ. Ο Κλερ Μπϊουι, το πρϔτο θϑμα του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη, όταν ο νυχτερινϐσ ελεγκτόσ εδϊφουσ του ΑΚΚ και εύχε μϋριςμα το εύκοςι πϋντε τοισ εκατϐ των κερδϔν του αεροδρομύου. Σο υπϐλοιπο προςωπικϐ το αποτελοϑςαν δυο μηχανικού κι ϊλλοσ ϋνασ ελεγκτόσ (οι ελεγκτϋσ εδϊφουσ πουλοϑςαν επύςησ πατατϊκια, τςιγϊρα κι αναψυκτικϊ. Επιπλϋον, ϐπωσ εύχε πληροφορηθεύ ο Ντισ, το θϑμα ϋφτιαχνε εκπληκτικϊ τςύζμπουργκερ). Οι μηχανικού και οι ελεγκτϋσ τροφοδοτοϑςαν επύςησ τα ςκϊφη με καϑςιμα και εκτελοϑςαν και χρϋη ςυνοδϔν. Δεν όταν αςυνόθιςτο το θϋαμα να βγαύνει ϋνασ ελεγκτόσ τρϋχοντασ απϐ τισ τουαλϋτεσ, ϐπου καθϊριζε τισ λεκϊνεσ, για να δϔςει ϊδεια προςγεύωςησ και να παραχωρόςει ϋνα διϊδρομο απϐ το φοβερϐ λαβϑρινθο των δϑο που εύχε ςτη διϊθεςη του. Η δουλειϊ όταν τϐςο απαιτητικό, που τουσ καλοκαιρινοϑσ μόνεσ, ςτην περύοδο αιχμόσ, ο νυχτερινϐσ ελεγκτόσ όταν ζότημα αν προλϊβαινε να κοιμηθεύ ϋνα εξϊωρο, απϐ τα μεςϊνυχτα ωσ τισ 7:00 που τελεύωνε η βϊρδια του. 165
Ο Κλερ Μπϊουι εύχε δολοφονηθεύ ϋνα μόνα πριν απϐ την επύςκεψη του Ντισ. Η εικϐνα που ςχημϊτιςε ο ρεπϐρτερ όταν ϋνασ ςυνδυαςμϐσ των ςτοιχεύων απϐ το φϊκελο του Μϐριςον και των γλαφυρϐτατων πληροφοριϔν που του ϋδωςε ο Εζρα, ο Μηχανικϐσ τησ Μεγϊλησ οϑρασ. ήμωσ, ακϐμα και λαμβϊνοντασ υπϐψη τα ελαφρυντικϊ τησ βαςικόσ πηγόσ του, ο Ντισ παρϋμενε ςύγουροσ ϐτι εύχε ςυμβεύ κϊτι πολϑ αλλϐκοτο ς' αυτϐ το ςκατοχϔραφο ςτισ αρχϋσ του Ιουλύου. Σο Σςϋςνα 337, με αριθμϐ Ν101ΒΜ, εύχε ζητόςει ϊδεια προςγεύωςησ λύγο πριν απϐ το χϊραμα, το πρωύ τησ 9ησ Ιουλύου. Ο Κλερ Μπϊουι που ϋκανε τη νυχτερινό βϊρδια απϐ το 1954, τϐτε που οι πιλϐτοι αναγκϊζονταν ςυχνϊ να ξαναςηκϔςουν το ςκϊφοσ ςτον αϋρα ενϔ επιχειροϑςαν προςγεύωςη, εξαιτύασ των αγελϊδων που ςεργιϊνιζαν ςτο μοναδικϐ τϐτε διϊδρομο, εύχε καταγρϊψει την αύτηςη ςτισ 4:32 π.μ. Ώρα προςγεύωςησ εύχε ςημειϔςει τισ 4:49 π.μ., ϐνομα πιλϐτου Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ και τϐπο προϋλευςησ του Ν101ΒΜ το Μπϊνγκορ του Μϋιν. Οι χρϐνοι όταν αναμφύβολα ςωςτού. Σα υπϐλοιπα όταν φοϑμαρα. (Ο Ντισ ϋλεγξε το Μπϊνγκορ και δεν εξεπλϊγη ϐταν διαπύςτωςε ϐτι δεν εύχαν ακοϑςει ποτϋ τουσ για το Ν101ΒΜ). ήμωσ, ακϐμα κι αν ο Μπϊουι όξερε ϐτι όταν φοϑμαρα, μϊλλον δε θα εύχε αλλϊξει τύποτα. το ΑΚΚ οι ελεγκτϋσ όταν ϊνετοι και μια προςγεύωςη ςόμαινε πϊνω απ' ϐλα τϋλη χρόςησ αεροδρομύου. Σο ϐνομα που ϋδωςε ο πιλϐτοσ όταν ϋνα παρϊξενο καλαμποϑρι. Ντουϊιτ τϑχαινε να εύναι το μικρϐ ϐνομα ενϐσ ηθοποιοϑ, του Ντουϊιτ Υρϊι, και ο Ντουϊιτ Υρϊι τϑχαινε να ϋχει παύξει, ανϊμεςα ςε μια πληθϔρα χαρακτόρων, το ρϐλο του Ρϋνφιλντ, ενϐσ παρϊφρονα που εύχε ςαν εύδωλο του το διαςημϐτερο βρικϐλακα ϐλων των εποχϔν. ήμωσ, το να ζητόςει κανεύσ ϊδεια προςγεύωςησ ςτο ϐνομα Κϐμησ Δρϊκουλασ ύςωσ κινοϑςε υποψύεσ ακϐμα και ς' ϋνα κοιμιςμϋνο αεροδρϐμιο ςαν ετοϑτο. 166
άςωσ. Ο Ντισ δεν ϋπαιρνε ϐρκο. Μια προςγεύωςη ςόμαινε πϊνω απ' ϐλα τϋλη χρόςησ αεροδρομύου και ο «Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ» εύχε πληρϔςει το ποςϐ αμϋςωσ, μετρητούσ, ϐπωσ επύςησ εύχε πληρϔςει και τον ανεφοδιαςμϐ του ςε καϑςιμα --τα χρόματα εύχαν βρεθεύ ςτο ταμεύο την επϐμενη μϋρα, μαζύ με το αντύγραφο τησ απϐδειξησ που εύχε κϐψει ο Μπϊουι. Ο Ντισ όξερε ϐτι ςτα χρϐνια του πενόντα ό του εξόντα, ςτα μικρϊ επαρχιακϊ αεροδρϐμια ςαν κι αυτϐ οι ϋλεγχοι όταν πολϑ χαλαρού, αλλϊ τον εξϋπληξε η πλόρησ ϊνεςη με την οπούα ϋγινε δεκτϐσ ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ ςτο ΑΚΚ. Δε ζοϑμε πια ςτη δεκαετύα του πενόντα, να πϊρει η ευχό! Ζοϑμε ςτην εποχό τησ παρϊνοιασ των ναρκωτικϔν και τα περιςςϐτερα απϐ τα ςκατϊ, ςτα οπούα υποτύθεται ϐτι πρϋπει να πεισ ϐχι, ϋρχονται ςε μικρϊ λιμϊνια, με μικρϋσ βϊρκεσ ό ςε μικρϊ αεροδρϐμια με μικρϊ αεροπλανϊκια... ςαν το Σςϋςνα καώμϊςτερ του «Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ». Μια προςγεύωςη εύναι μια προςγεύωςη, ςωςτϊ, αλλϊ θα περύμενε κανεύσ να ενημερϔςει ο Μπϊουι το Μπϊνγκορ για το ανϑπαρκτο ςχϋδιο πτόςησ, ϋςτω και μϐνο για να καλϑψει τα νϔτα του. Κι ϐμωσ δεν το εύχε κϊνει. Σου Ντισ του πϋραςε απϐ το μυαλϐ η ςκϋψη τησ δωροδοκύασ, αλλϊ ο μουλιαςμϋνοσ ςτο αλκοϐλ πληροφοριοδϐτησ του επϋμενε ϐτι ο Κλερ Μπϊουι όταν πιο τύμιοσ κι απϐ το θεϐ, ϊποψη που επιβεβαύωςαν και οι δυο αςτυνομικού του Υϊλμουθ, με τουσ οπούουσ μύληςε αργϐτερα ο Ντισ. Η αμϋλεια όταν η πιθανϐτερη εξόγηςη, αλλϊ τελικϊ δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα. Οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ δεν ενδιαφϋρονταν οϑτε για το πϔσ οϑτε για το γιατύ ςυνϋβηςαν ϋτςι τα πρϊγματα. τουσ αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ αρκοϑςε να ξϋρουν τι εύχε ςυμβεύ, πϐςη ϔρα κρϊτηςε κι αν αυτϐσ ςτον οπούο ςυνϋβη πρϐλαβε να ουρλιϊξει. Και φωτογραφύεσ, βϋβαια. Ϋθελαν οπωςδόποτε φωτογραφύεσ. Μεγϊλεσ, καθαρϋσ, αςπρϐμαυρεσ φωτογραφύεσ αν όταν δυνατϐν —το εύδοσ εκεύνο 167
που φαύνεται να ξεπηδϊει απϐ τη ςελύδα ςαν βροχό απϐ κϐκκουσ και να ςε χτυπϊει κατακοϑτελα. Ο Εζρα, ο Μηχανικϐσ τησ Μεγϊλησ οϑρασ, προβληματύςτηκε ϐταν ο Ντισ τον ρϔτηςε ποϑ πύςτευε ϐτι εύχε πϊει ο «Ρϋνφιλντ» μετϊ την προςγεύωςη. «Δεν ξϋρω», απϊντηςε τελικϊ. «ε κϊνα μοτϋλ, φαντϊζομαι. Πρϋπει να πόρε ταξύ». «Εςϑ όρθεσ... Σι ϔρα εύπεσ πωσ όρθεσ; Εφτϊ το πρωύ; τισ εννιϊ Ιουλύου;» «Ναι. Λύγο πριν φϑγει ο Κλερ για το ςπύτι του». «Και το Σςϋςνα όταν εκεύ, ςταθμευμϋνο και ϊδειο;» «Ναι. Εκεύ ακριβϔσ που εύναι ςταματημϋνο το δικϐ ςου τϔρα». Ο Εζρα ϋδειξε με το δϊχτυλο και ο Ντισ ϋκανε ϋνα βόμα πύςω. Ο μηχανικϐσ μϑριζε ςαν χαλαςμϋνο κομμϊτι ροκφϐρ που εύχε μουλιϊςει ςε τζιν. «Μόπωσ ςου ανϋφερε ο Κλερ αν κϊλεςε ταξύ για τον πιλϐτο; Για να τον πϊει ςε κϊποιο μοτϋλ; Δε βλϋπω να υπϊρχει τύποτα εδϔ κοντϊ ϐπου θα μποροϑςε να πϊει κανεύσ με τα πϐδια». «Δεν υπϊρχει», ςυμφϔνηςε ο Εζρα. «Σο κοντινϐτερο εύναι η Θαλαςςινό Αϑρα, τριϊμιςι χιλιϐμετρα δρϐμοσ». Ϊξυςε το αξϑριςτο πιγοϑνι του. «Αλλϊ δε θυμϊμαι να μου εύπε ο Κλερ ϐτι κϊλεςε ταξύ για τον τϑπο». Ο Ντισ ϋκανε μια νοερό ςημεύωςη να τηλεφωνόςει ςτισ εταιρεύεσ των ταξύ τησ περιοχόσ. Σϐτε θεωροϑςε ακϐμα ωσ δεδομϋνο το πολϑ λογικϐ ςυμπϋραςμα: ϐτι ο τϑποσ τον οπούο αναζητοϑςε κοιμϐταν ςε κρεβϊτι ςαν κανονικϐσ ϊνθρωποσ. «Λιμουζύνα μόπωσ;» ρϔτηςε. «Με τύποτε», απϊντηςε κατηγορηματικϊ ο Εζρα. «Ο Κλερ δε μύληςε για λιμουζύνα και θα μου το ϋλεγε ςύγουρα αν ϋβλεπε κϊτι τϋτοιο». Ο Ντισ ςυγκατϋνευςε κι αποφϊςιςε να τηλεφωνόςει και ςτα γραφεύα ενοικύαςησ αυτοκινότων, θα μιλοϑςε επύςησ με 168
τουσ ϊλλουσ δυο υπαλλόλουσ, αλλϊ δεν περύμενε περιςςϐτερο φωσ· ο γερο-μεθϑςτακασ όταν η μϐνη πηγό, δυςτυχϔσ. Εύχε πιει ϋναν καφϋ με τον Κλερ πριν εκεύνοσ φϑγει για το ςπύτι του κι ϊλλο ϋναν ϐταν ο Κλερ επϋςτρεψε για τη βραδινό βϊρδια. Κι αυτϐ όταν ϐλο. Εκτϐσ απϐ τον ύδιο το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη, ο Εζρα όταν ο τελευταύοσ που εύδε τον Κλερ Μπϊουι ζωντανϐ. Σο αντικεύμενο αυτϔν των ςυλλογιςμϔν κούταξε πονηρϊ αλλοϑ, ϋξυςε το προγοϑλι του και ϑςτερα ϋςτρεψε πϊλι τα κατακϐκκινα απϐ το πιοτϐ μϊτια του ςτον Ντισ. «Ο Κλερ δεν εύπε τύποτα για ταξύ ό αμϊξι, αλλϊ εύπε κϊτι ϊλλο». «Αλόθεια;» «Ναι», εύπε ο Εζρα. Ωνοιξε το φερμουϊρ μιασ απϐ τισ πολλϋσ τςϋπεσ τησ βρϐμικησ φϐρμασ του, ϋβγαλε ϋνα πακϋτο Σςϋςτερφιλντ, ϊναψε τςιγϊρο κι ϋβηξε —ο θλιβερϐσ ξερϐβηχασ ενϐσ γϋρου καπνιςτό. ίςτερα κούταξε τον Ντισ πύςω απϐ τον καπνϐ του τςιγϊρου του μ' ϋνα ϑφοσ που πϊςχιζε να κϊνει μϊγκικο. «Μπορεύ να μη ςημαύνει τύποτε, αλλϊ μπορεύ και να ςημαύνει. Σου Κλερ πϊντωσ πρϋπει να του φϊνηκε παρϊξενο. Αλλιϔσ δε θα μου το 'λϋγε, γιατύ ο Κλερ, ακϐμα κι αν όξερε κϊτι, δεν ϋβγαζε κουβϋντα». «Σι ςου εύπε;» «Δε θυμϊμαι καλϊ», εύπε ο Εζρα. «Ξϋρεισ, καμιϊ φορϊ ϐταν ξεχνϊω πρϊγματα, η φϊτςα του Φϊμιλτον μπορεύ να μου φρεςκϊρει το μνημονικϐ». «Ο Ωμπι Λύνκολν δε ςε βοηθϊει καθϐλου;» τον ρϔτηςε ξερϊ ο Ντισ. Μετϊ απϐ ςϑντομη ςκϋψη —πολϑ ςϑντομη- ο Εζρα Φϊνον παραδϋχτηκε ϐτι καμιϊ φορϊ γινϐταν η δουλειϊ και με τον Λινκολν. Κατϊ ςυνϋπεια, ϋνα πορτραύτο του ςυγκεκριμϋνου Προϋδρου πϋραςε απϐ το πορτοφϐλι του Ντισ ςτο ελαφρϊ τρεμϊμενο χϋρι του μηχανικοϑ. Ο Ντισ ςκϋφτηκε πωσ κι ϋνα πορτραύτο του Σζορτζ Ουϊςιγκτον θα την ϋκανε τη δουλειϊ, αλλϊ όθελε να ϋχει οπωςδόποτε το γϋρο με το μϋροσ του... κι ϊλλωςτε, ϐλα αυτϊ θα πόγαιναν ςτα ϋξοδα. 169
«Λοιπϐν, ς' ακοϑω». «Ο Κλερ εύπε πωσ ο τϑποσ φαινϐταν ςαν να πόγαινε ςε πϊρτι με μαςκαρϊδεσ», εύπε ο Εζρα. «Μπα! Και γιατύ;» Ο Ντισ μετϊνιωςε που δεν εύχε δοκιμϊςει και τον Ουϊςιγκτον. «Εύπε πωσ όταν ντυμϋνοσ ςαν βιολιτζόσ ςε χοροεςπερύδα. Υρϊκο, μεταξωτό γραβϊτα κι ϐλα τα ςχετικϊ». Ο Εζρα ϋκανε μια μικρό παϑςη. «Ο Κλερ εύπε ακϐμα πωσ αυτϐσ ο μυςτόριοσ φοροϑςε κι ϋνα μακρϑ μανδϑα. Κϐκκινο ςαν τον κϔλο τησ μαώμοϑσ απϐ μϋςα κι απϋξω πύςςα μαϑρο. Και πωσ ϐταν φοϑςκωςε πύςω του απϐ τον αϋρα ϋμοιαζε με φτερϊ νυχτερύδασ». Μια λϋξη με μεγϊλα, φωτεινϊ, κϐκκινα γρϊμματα ϊρχιςε ν' αναβοςβόνει ςτο μυαλϐ του Ντισ: η λϋξη ΜΠΙΝΓΚΟ. Δεν το ξϋρεισ ακϐμα, γερο-μεθυςτακα φύλε μου, ςκϋφτηκε, αλλϊ μϐλισ τϔρα εύπεσ τα λϐγια που θα ςε κϊνουν δ ι ϊςημο. «ήλο για τον Κλερ ρωτϊσ», παραπονϋθηκε ο Ϊζρα. «Δε ρϔτηςεσ αν εύδα εγϔ τύποτα». «Εύδεσ;» «Ναι, αν θϋλεισ να ξϋρεισ». «Και τι εύδεσ, φύλε μου;» Ο Ϊζρα ϋξυςε πϊλι το πιγοϑνι του με κϊτι μακριϊ, κιτρινιςμϋνα νϑχια και λοξοκούταξε πονηρϊ τον Ντισ τραβϔντασ ϊλλη μια γερό ρουφηξιϊ απϐ το τςιγϊρο του. «Μύα απϐ τα ύδια», εύπε ο Ντισ. Ψςτϐςο, ϋβγαλε ϊλλο ϋνα πορτραύτο του Ωμπι Λύνκολν απϐ το πορτοφϐλι του και κατϊφερε να διατηρόςει φιλικϐ τϐνο και ϋκφραςη. Σο ϋνςτικτο του όταν ςε ςυναγερμϐ και του ϋλεγε ϐτι ο κϑριοσ οϑρασ δεν εύχε πει ϐλα ϐςα όξερε. ήχι ακϐμα. «Χιλοπρϊματα για τϐςα που ςου λϋω», γκρύνιαξε ο Ϊζρα. «Ϊνασ πλοϑςιοσ απϐ τη μεγαλοϑπολη ςαν κι εςϋνα μπορεύ να δϔςει κϊτι παραπϊνω απϐ δϋκα δολϊρια». 170
Ο Ντισ κούταξε επιδεικτικϊ το ρολϐι του -ϋνα χρυςϐ Ρϐλεξ με διαμαντϊκια ςτο καντρϊν. «Φριςτϋ μου!» αναφϔνηςε. «Πϔσ πϋραςε ϋτςι η ϔρα! Κι ϋχω να πϊω και ςτην αςτυνομύα του Υϊλμουθ!» Πριν προλϊβει καν να ςηκωθεύ απϐ την καρϋκλα, το πεντοδϐλαρο εξαφανύςτηκε απϐ το χϋρι του και πόγε να κϊνει παρϋα ςτο φιλαρϊκι του, ςτην τςϋπη του Ϊζρα Φϊνον. «Εντϊξει. Αν ϋχεισ να μου πεισ κϊτι ϊλλο, πεσ το», τον παρακύνηςε ο Ντισ, χωρύσ ύχνοσ φιλικϐτητασ πια. «Ϊχω να πϊω ς' ϋνα ςωρϐ μϋρη να μιλόςω με διϊφορουσ ανθρϔπουσ». ή μηχανικϐσ το καλοςκϋφτηκε, ξϑνοντασ αφηρημϋνα το προγοϑλι του και ςκορπύζοντασ τριγϑρω ςυννεφϊκια απϐ βαριϊ, ταγκό μυρωδιϊ χαλαςμϋνου τυριοϑ. Σελικϊ, εύπε ςχεδϐν απρϐθυμα: «Εύδα ϋνα μεγϊλο ςωρϐ απϐ χϔμα κϊτω απϐ κεύνο το Σςϋςνα. Ακριβϔσ κϊτω απϐ το χϔρο των αποςκευϔν». «Αλόθεια;» «Αχϊ. Σο κλϐτςηςα κιϐλασ με την μπϐτα μου». Ο Ντισ περύμενε. Ϋταν πολϑ ικανϐσ ς' αυτϐ. «ιχαμϋνο πρϊγμα. Γεμϊτο ςκουληκαντϋρεσ». Ο Ντισ περύμενε. Ϋταν καλϋσ, χρόςιμεσ πληροφορύεσ, αλλϊ όταν ςύγουροσ πωσ ο γϋροσ ακϐμα δεν τα εύχε ξερϊςει ϐλα. «Και ςκουλόκια», εύπε ο Ϊζρα. «Εύδα και ςκουλόκια. αν κι αυτϊ που βλϋπεισ ςτα ψοφύμια». Ο Ντισ διανυκτϋρευςε ςτο μοτϋλ θαλαςςινό Αϑρα και ςτισ οχτϔ το επϐμενο πρωύ απογειϔθηκε με προοριςμϐ την πϐλη του ήλντερτον, ςτην Πολιτεύα τησ Νϋασ Τϐρκησ. Απ' ϐλα τα ανεξόγητα ς' αυτό την ιςτορύα, εκεύνο που παραξϋνευε περιςςϐτερο τον Ντισ όταν ϐτι ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ ϋκανε τη δουλειϊ με το πϊςο του. το Μϋιν και ςτο Μϋριλαντ χαςομϋρηςε κανονικϊ πριν ςκοτϔςει. Η μϐνη του επιχεύρηςη τησ μιασ νϑχτασ όταν ςτο ήλντερτον, ςτο οπούο χτϑπηςε δϑο βδομϊδεσ αφϐτου ξϋκανε τον Κλερ Μπϊουι. 171
Σο αεροδρϐμιο Λϋικβιου ςτο ήλντερτον όταν ακϐμα μικρϐτερο απϐ το ΑΚΚ -μϐνο ϋνασ διϊδρομοσ, χωμϊτινοσ, και για κεντρικϐ κτύριο μϐνο ϋνα φρεςκοβαμμϋνο υπϐςτεγο. Ηλεκτρονικϊ ϐργανα ελϋγχου τησ εναϋριασ κυκλοφορύασ δεν υπόρχαν υπόρχε ϐμωσ ϋνα πελϔριο δορυφορικϐ πιϊτο, ϔςτε κανϋνασ απϐ τουσ ιπτϊμενουσ αγρϐτεσ που χρηςιμοποιοϑςαν το ςυγκεκριμϋνο αεροδρϐμιο να μην κινδυνεϑςει να χϊςει τη Μϋρφι Μπρϊουν ό τον Σροχϐ τησ Σϑχησ ό οτιδόποτε ϊλλο εξύςου ςημαντικϐ ϋπαιζαν τα τηλεοπτικϊ κανϊλια. Ο Ντισ εκτύμηςε ϋνα πρϊγμα: ο χωμϊτινοσ διϊδρομοσ του Λϋικβιου όταν το ύδιο ομαλϐσ και ςταθερϐσ μ' εκεύνον ςτο Μϋιν. θα μου γύνει ςυνόθειο, ςκϋφτηκε, καθϔσ το Μπιτσ ϊγγιξε μαλακϊ το ϋδαφοσ κι ϊρχιςε να ελαττϔνει ταχϑτητα. Οϑτε κοπϊνημα ςτην ϊςφαλτο οϑτε λακκοϑβεσ ϐπου κινδυνεϑεισ να ςφηνϔςεισ μϐλισ προςγειωθεύσ... Ναι, τελικϊ θα καλομϊθω με το χϔμα. το ήλντερτον κανϋνασ δεν του ζότηςε πορτραύτα Αμερικανϔν Προϋδρων. το ήλντερτον ολϐκληρη η πϐλη —μια κοινϐτητα χιλύων το πολϑ κατούκων- όταν ακϐμα ςοκαριςμϋνη. Σο ύδιο ύςχυε και για τουσ λιγοςτοϑσ υπαλλόλουσ μερικόσ απαςχϐληςησ, που μαζύ με το μακαρύτη τον Μπακ Κϋνταλ λειτουργοϑςαν το αεροδρϐμιο ςχεδϐν απϐ φιλανθρωπύα. Δεν υπόρχε κανεύσ να του πει τύποτε, οϑτε ϋνασ μϊρτυρασ ϋςτω του διαμετρόματοσ του Ϊζρα Φϊνον. Ο Φϊνον μπορεύ να όταν μεθϑςτακασ, αλλϊ εύχε τουλϊχιςτον κϊτι να δηλϔςει. «Πρϋπει να όταν πολϑ γερϐσ ϊντρασ», εύπε ςτον Ντισ ϋνασ απϐ τουσ υπαλλόλουσ. «Ο φιλϊρασ ο Μπακ ϋφτανε τα δυο μϋτρα και όταν αρνϊκι τον περιςςϐτερο καιρϐ, αλλϊ ϋτςι και τον τςϊντιζεσ πολϑ ς' ϋκανε να το μετανιϔςεισ. Εγϔ τον εύχα δει να νικϊει ςτο μποξ ϋναν τϑπο ς' ϋνα ςϐου με παλαιςτϋσ που μασ εύχαν ϋρθει πριν απϐ δυο χρϐνια. Σϋτοιοι αγϔνεσ εύναι παρϊνομοι, βϋβαια, αλλϊ ο Μπακ εύχε καθυςτερόςει κϊτι 172
γραμμϊτια απϐ το Πϊιπερ που εύχε αγορϊςει, οπϐτε νύκηςε εκεύνον τον τϑπο ςτο μποξ. Μϊζεψε διακϐςια δολϊρια και τα πόγε ςτην εταιρεύα δυο μϋρεσ πριν ςτεύλουν τον κλητόρα να πϊρει το ςκϊφοσ του». Ο υπϊλληλοσ κοϑνηςε το κεφϊλι του πραγματικϊ ςτενοχωρημϋνοσ και ο Ντισ κϊκιςε τον εαυτϐ του που δε ςκϋφτηκε να ϋχει ϋτοιμη τη φωτογραφικό μηχανό του. Οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ θα ρουφοϑςαν κυριολεκτικϊ αυτϐ το μακρϑ, θλιμμϋνο, γεμϊτο ρυτύδεσ πρϐςωπο. Ο Ντισ ςημεύωςε νοερϊ να θυμηθεύ να ελϋγξει αν ο μακαρύτησ ο Μπακ εύχε ςκϑλο. Οι αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βιοϑ ρουφοϑςαν επύςησ τισ φωτογραφύεσ των ςκϑλων των θυμϊτων. Υωτογρϊφιζεσ το ζϔο ςτην πϐρτα του μακαρύτη ό τησ μακαρύτιςςασ, ϋβαζεσ λεζϊντα Ο ΜΠΑΥΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΟ ΣΟΝ ΚΟΜΟ ό κϊτι παρϐμοιο κι αυτϐ όταν. «Κρύμα ςτο παιδύ», εύπε ςυμπονετικϊ ο Ντισ. Ο ςυνϊδελφοσ αναςτϋναξε κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ο τϑποσ μϊλλον τον χτϑπηςε απϐ πύςω. Μϐνο ϋτςι εξηγεύται». Ο Ντισ δεν όξερε απϐ ποια πλευρϊ εύχε χτυπηθεύ ο Σζϋραρντ «Μπακ» Κϋνταλ, αλλϊ όξερε ϐτι το θϑμα αυτό τη φορϊ δεν εύχε ξεςκιςμϋνο λαιμϐ. Αυτό τη φορϊ υπόρχαν τρϑπεσ. Σρϑπεσ απ' ϐπου ο «Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ» εύχε προφανϔσ ρουφόξει το αύμα του Κϋνταλ. Μϐνο που, κατϊ την ϋκθεςη του ιατροδικαςτό, οι δυο τρϑπεσ εύχαν γύνει και ςτισ δυο πλευρϋσ του λαιμοϑ, μια ςτη ςφαγύτιδα φλϋβα και μια ςτην καρωτιδικό αρτηρύα. Δεν όταν τα δυςδιϊκριτα ςημαδϊκια τησ εποχόσ του Μπελϊ Λουγκϐζι οϑτε οι πολϑ εμφανϋςτερεσ δαγκωνιϋσ απϐ τουσ κυνϐδοντεσ του Κριςτοφερ Λη. Η ιατροδικαςτικό αναφορϊ όταν ςε χιλιοςτϐμετρα, αλλϊ ο Ντισ μποροϑςε να τα μεταφρϊςει αρκετϊ καλϊ. ήςο για τον Μϐριςον, ϋβαλε την ακοϑραςτη Λύμπι Γκρϊνιτ να του εξηγόςει αυτϐ που αποκϊλυπτε εν μϋρει η ξερό, επιςτημονικό γλϔςςα του ιατροδικαςτό: ο δολοφϐνοσ ό εύχε 173
δϐντια καρχαρύα ό εύχε κϊνει τισ τρϑπεσ ςτο λαιμϐ του Κϋνταλ με πολϑ λιγϐτερο εντυπωςιακϊ μϋςα, ϐπωσ ςφυρύ και πρϐκα. Ο ΑΙΜΟΣΑΓΗ ΝΤΦΣΕΡΙΝΟ ΣΑΞΙΔΙΨΣΗ ΣΡΤΠΑΕΙ ΣΑ ΘΤΜΑΣΑ ΣΟΤ ΜΕ ΚΑΡΥΙΑ ΚΑΙ ΣΟΤ ΠΙΝΕΙ ΣΟ ΑΙΜΑ, ςκϋφτηκαν και οι δυο ϊντρεσ, ςε διαφορετικϋσ πϐλεισ, την ύδια μϋρα. Καθϐλου κακϐ. Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ ζότηςε ϊδεια προςγεύωςησ ςτο αεροδρϐμιο Λϋικβιου λύγο μετϊ τισ 10:30, τη νϑχτα τησ 23ησ Ιουλύου. Ο Κϋνταλ του την ϋδωςε και κατϋγραψε ϋναν αριθμϐ ςκϊφουσ τον οπούο ο Ντισ όξερε όδη απϋξω: Ν101ΒΜ. το «ϐνομα πιλϐτου» ο Κϋνταλ ϋγραψε «Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ» και ςτο «τϑποσ και μοντϋλο ςκϊφουσ» ϋγραψε «Σςϋςνα καιμϊςτερ 337». Κϐκκινη, διακοςμητικό γραμμό δεν αναφερϐταν πουθενϊ οϑτε μανδϑασ ςαν φτερϊ νυχτερύδασ, κϐκκινοσ ςαν τον κϔλο τησ μαώμοϑσ απϐ μϋςα και πύςςα μαϑροσ απϋξω, αλλϊ ο Ντισ όταν ςύγουροσ και για τα δυο. Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ προςγειϔθηκε ςτο αεροδρϐμιο Λϋικβιου του ήλντερτον λύγο μετϊ τισ δϋκα και μιςό, ςκϐτωςε το γεροδεμϋνο κϑριο Μπακ Κϋνταλ, του όπιε το αύμα και ξανϊφυγε με το Σςϋςνα του κϊποια ςτιγμό, πριν απϐ τισ πϋντε το πρωύ τησ 24ησ Ιουλύου, ϐταν η Σζύνα Κϋνταλ πϋραςε να δϔςει ςτον ϊντρα τησ ϋνα φρεςκοψημϋνο κϋικ και ανακϊλυψε το πτϔμα του ςτραγγιςμϋνο απϐ αύμα. Ενϔ ςτεκϐταν ϋξω απϐ το ςαραβαλιαςμϋνο υπϐςτεγο/πϑργο ελϋγχου του Λϋικβιου αναμαςϔντασ ςτο μυαλϐ του τα γεγονϐτα, ο Ρύτςαρντ Ντισ ϋκανε την εξόσ ςκϋψη: Αν δϔςεισ αύμα, η μεγαλϑτερη ανταμοιβό που μπορεύ να περιμϋνεισ εύναι ϋνα ποτόρι πορτοκαλϊδα και κϊμποςα ευχαριςτϔ. Αν ϐμωσ πϊρεισ αύμα —αν το ρουφόξεισ για την ακρύβεια- κερδύζεισ τα πρωτοςϋλιδα. Ωδειαςε το υπϐλοιπο ενϐσ ϊθλιου καφϋ ςτο χϔμα και τρϊβηξε προσ το ςκϊφοσ του, ϋτοιμοσ να πετϊξει νϐτια, ςτο Μϋριλαντ. Κατϊ τη γνϔμη του, το χϋρι του 174
θεοϑ μϊλλον δεν όταν και τϐςο ςταθερϐ ϐταν αποτελεύωνε την υποτιθϋμενη κορωνύδα τησ δημιουργύασ Σου. Σϔρα, δυο πολϑ ϊςχημεσ ϔρεσ αφϐτου ξεκύνηςε απϐ το Εθνικϐ Αεροδρϐμιο τησ Ουϊςιγκτον, τα πρϊγματα ϋγιναν ξαφνικϊ πολϑ χειρϐτερα, κυριολεκτικϊ ςε χρϐνο μηδϋν. Σα φϔτα του διαδρϐμου τροχοδρϐμηςησ εύχαν ςβόςει και ο Ντισ διαπύςτωνε ϐτι δεν όταν τα μοναδικϊ —το μιςϐ Γουύλμινγκτον και ϐλο το Ρϊιτςβιλ Μπιτσ εύχαν βυθιςτεύ ςτο ςκοτϊδι. Σο ςϑςτημα ηλεκτρονικόσ προςγεύωςησ λειτουργοϑςε ακϐμη, αλλϊ ϐταν ο Ντισ ϊρπαξε το μικρϐφωνο και οϑρλιαξε, «Γουύλμινγκτον; Σι ϋγινε; Μύληςε μου!» πόρε για απϊντηςη μϐνο διαπεραςτικϊ παρϊςιτα και κϊτι ακατϊληπτα λϐγια, ςαν φωνϋσ φανταςμϊτων, ςτο βϊθοσ. Ο Ντισ κοπϊνηςε το μικρϐφωνο ςτη θϋςη του, αςτϐχηςε και το ϊκουςε να χτυπϊει ςτο δϊπεδο τησ καμπύνασ. Σο ϊφηςε να κρϋμεται απϐ το κατςαρϐ καλϔδιο του και το ξϋχαςε. Οι φωνϋσ και τα νεϑρα όταν καθαρό αντύδραςη και τύποτα παραπϊνω. Ϋξερε τι εύχε ςυμβεύ με την ύδια ςιγουριϊ που όξερε ϐτι ο όλιοσ βαςιλεϑει ςτη δϑςη... πρϊγμα που θα γινϐταν πολϑ ςϑντομα. Πρϋπει να εύχε πϋςει κεραυνϐσ ςε κϊποιον απϐ τουσ υποςταθμοϑσ ηλεκτρικόσ ενϋργειασ κοντϊ ςτο αεροδρϐμιο. Σο ζότημα όταν αν αυτϐσ ϋπρεπε να κατεβεύ. «ου παραχωρόθηκε διϊδρομοσ», του εύπε μια φωνό. Κι αμϋςωσ μια δεϑτερη απϊντηςε (πολϑ ςωςτϊ) ϐτι αυτό όταν δικαιολογύα τησ ςυμφορϊσ. Αυτϐ που υποτύθεται ϐτι πρϋπει να κϊνεισ ςε μια τϋτοια περύπτωςη το διδϊςκεςαι ςτο ςτϊδιο του μαθητευϐμενου πιλϐτου. Η λογικό και τα βιβλύα ςου λϋνε να ακολουθόςεισ την εναλλακτικό πορεύα ςου και να περιμϋνεισ να ϋρθεισ ς' επαφό με τον Πϑργο Ελϋγχου. Προςγεύωςη υπϐ ςυγκεχυμϋνεσ ςυνθόκεσ ςαν κι αυτό μπορεύ να του κϐςτιζε ϋνα γερϐ πρϐςτιμο. 175
Απϐ την ϊλλη πλευρϊ, αν δεν προςγειωνϐταν τϔρα αμϋςωσ— μπορεύ να ϋχανε το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη. Μπορεύ επύςησ το κϐςτοσ να μετριϐταν ςε ζωϋσ, αλλϊ ο Ντισ παρϋλειψε να ςυμπεριλϊβει αυτϐ τον παρϊγοντα ςτην εξύςωςη... μϋχρι που μια ιδϋα ϊςτραψε ςτο μυαλϐ του, μια ϋμπνευςη που εμφανύςτηκε ϐπωσ ϐλεσ οι εμπνεϑςεισ με πελϔρια, κεφαλαύα γρϊμματα, τϑπου ταμπλϐιντ: ΗΡΨΙΚΟ ΡΕΠΟΡΣΕΡ ΨΖΕΙ (ςυμπληρϔςτε ϐποιον αριθμϐ θϋλετε, οςοδόποτε μεγϊλο, με δεδομϋνα τα εξαιρετικϊ ελαςτικϊ ϐρια τησ ανθρϔπινησ ευπιςτύασ) ΑΣΟΜΑ ΑΠΟ ΣΟ ΜΑΝΙΑΚΟ ΝΤΦΣΕΡΙΝΟ ΣΑΞΙΔΙΨΣΗ. Ωρπα την, μπαρμπα-Σζον, ςκϋφτηκε ο Ντισ και ςυνϋχιςε την κϊθοδο προσ το διϊδρομο 34. Σα φϔτα του διαδρϐμου απϐ κϊτω ϊναψαν ξαφνικϊ, ςαν για να επιβεβαιϔςουν την απϐφαςη του, και ϑςτερα ξανϊςβηςαν και το οπτικϐ πεδύο του Ντισ γϋμιςε απϐ γαλαζωπϊ «μυγϊκια», που αμϋςωσ μετϊ πόραν την αηδιαςτικό πρϊςινη απϐχρωςη ενϐσ ςϊπιου αβοκϊντο. ίςτερα, τα διαπεραςτικϊ παρϊςιτα που ϋβγαιναν απϐ τον αςϑρματο καθϊριςαν κι ακοϑςτηκε ο μπαρμπα-Σζον απϐ τον Πϑργο Ελϋγχου να ουρλιϊζει: «Κϐψε αριςτερϊ, Ν471Β! Πύντμοντ, κϐψε δεξιϊ! Ψ Φριςτϋ μου, Φριςτϋ μου, πϊμε για εναϋρια...» Σο ϋνςτικτο αυτοπροςταςύασ του Ντισ όταν εξύςου καλϊ ακονιςμϋνο μ' εκεύνο το ϊλλο, που οςφραινϐταν το αύμα απϐ μακριϊ. Δεν εύδε καν τα ςτροβοςκοπικϊ φϔτα του 727 τησ Πύντμοντ Αιρλϊινσ. Η μϐνη του ϋγνοια όταν να τραβηχτεύ αριςτερϊ ϐςο πιο απϐτομα μποροϑςε, με το που ϊκουςε τισ δυο πρϔτεσ λϋξεισ απϐ τον αςϑρματο. Ϊνιωςε ϋναν πελϔριο ϐγκο να περνϊει ξυςτϊ πϊνω απϐ το ςκϊφοσ του και ϑςτερα το Μπιτσ 55 ϋφαγε ϋνα ταρακοϑνημα τϐςο ϊγριο, που μπροςτϊ του τα κενϊ αϋροσ νωρύτερα φϊνταζαν αςτεύα υπϐθεςη. Σα τςιγϊρα ϋπεςαν απϐ την τςϋπη του πουκαμύςου του και ςκϐρπιςαν ςτην 176
καμπύνα. Ο μιςοςκϐτεινοσ ουρανϐσ του Γουύλμινγκτον απϋκτηςε μια αλλϐκοτη, τρελό κλύςη. Και το ςτομϊχι του Ντισ τινϊχτηκε προσ τα πϊνω πιϋζοντασ την καρδιϊ, φρϊζοντασ του το λαρϑγγι κι απειλϔντασ να ξεχειλύςει απϐ το ςτϐμα του. Φϊρτεσ πϋταξαν ςαν πουλιϊ. Ϊξω μαύνονταν οι βροντϋσ των κινητόρων αλλϊ και αυτϋσ που προκαλοϑςε η ύδια η φϑςη. Ϊνα απϐ τα παρϊθυρα τησ τετραθϋςιασ καμπύνασ επιβατϔν εξερρϊγη προσ τα μϋςα κι ϋνα αςθματικϐ ρεϑμα αϋρα ϐρμηςε απϐ το ϊνοιγμα ςτροβιλύζοντασ οτιδόποτε δεν όταν δεμϋνο ό βιδωμϋνο. «Ν471Β! Ξαναπϊρε το Τψϐμετρο που ςου δϐθηκε προηγουμϋνωσ» οϑρλιαζε ο μπαρμπα-Σζον. Ο Ντισ ςυνειδητοπούηςε ϐτι εύχε μϐλισ καταςτρϋψει ϋνα παντελϐνι αξύασ διακοςύων δολαρύων, μουςκεϑοντασ το μ' ϋνα καυτϐ ςιντριβϊνι απϐ κϊτουρο, αλλϊ τον παρηγϐρηςε κϊπωσ η ςκϋψη ϐτι ο μπαρμπα-Σζον πρϋπει να εύχε μϐλισ αδειϊςει ςτο ςϔβρακο του ϋναν κουβϊ μυρωδϊτο καφετό χυλϐ. Ϊτςι ακουγϐταν, τουλϊχιςτον. Ο Ντισ εύχε πϊντα μαζύ του ϋνα ςουγιϊ του ελβετικοϑ ςτρατοϑ. Σον ϋβγαλε απϐ τη δεξιϊ τςϋπη του παντελονιοϑ του και, κρατϔντασ το πηδϊλιο με το ϋνα χϋρι, ϋκανε μια κοψιϊ πϊνω απϐ τον αριςτερϐ αγκϔνα, αρκετϊ βαθιϊ ϔςτε να τρϋξει αύμα. Αμϋςωσ μετϊ, χωρύσ τον παραμικρϐ διςταγμϐ, ϋκανε και δεϑτερη, ρηχό αυτό, κϊτω απϐ το αριςτερϐ του μϊτι. ίςτερα ϋκλειςε το ςουγιϊ και τον ϋχωςε ςτην ελαςτικό θόκη για τουσ χϊρτεσ, πϊνω ςτην πϐρτα του πιλϐτου. Να θυμηθϔ να τον καθαρύςω αργϐτερα, ςκϋφτηκε. Ϊτςι και το ξεχϊςω, μπορεύ να μπλϋξω ϊςχημα. Βϋβαια, ςυγκριτικϊ με τα ϐςα εύχε κϊνει ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ και κυκλοφοροϑςε ακϐμα ελεϑθεροσ, ο ύδιοσ μϊλλον δε θα εύχε κανϋνα πρϐβλημα. Σα φϔτα του διαδρϐμου προςγεύωςησ ϊναψαν και πϊλι — ϐχι προςωρινϊ, όλπιζε ο Ντισ- αλλϊ η ϋνταςη τουσ δεν όταν ςταθερό, ςημϊδι ϐτι ϋπαιρναν ιςχϑ απϐ γεννότρια. Ο Ντισ 177
επανϋφερε το Μπιτσ ςτην πορεύα προσ το διϊδρομο 34. Αύμα κυλοϑςε ςτο αριςτερϐ του μϊγουλο προσ την ϊκρη των χειλιϔν του. Ροϑφηξε λύγο κι ϋφτυςε ϋνα ροδϐχρωμο μεύγμα απϐ ςϊλια και αύμα πϊνω ςτην ϋνδειξη κϊθετησ ταχϑτητασ. Σα κϐλπα όταν απαραύτητα ςτη δουλειϊ του. Αυτϊ και το ϋνςτικτο του πϊντα τον ϋβγαζαν εκεύ που όθελε. Κούταξε το ρολϐι του. Απϋμεναν μϐλισ δεκατϋςςερα λεπτϊ για τη δϑςη του όλιου. Αν προλϊβαινε, θα όταν κυριολεκτικϊ την τελευταύα ςτιγμό. «Πϊρε ϑψοσ, Μπιτσ» οϑρλιαξε ο μπαρμπα-Σζον. «Κουφϐσ εύςαι;» Ο Ντισ ϊρπαξε το ςτριφτϐ καλϔδιο του μικροφϔνου χωρύσ να πϊρει τα μϊτια του απϐ τα φϔτα του διαδρϐμου προςγεύωςησ. Σρϊβηξε το καλϔδιο, ϋφταςε το μικρϐφωνο, πϊτηςε το κουμπύ και το κϐλληςε ςτα χεύλη του. «Ωκου, ηλύθιο, ανύκανο υποκεύμενο», εύπε, μιλϔντασ με χεύλη τϐςο τραβηγμϋνα απϐ το θυμϐ ϔςτε φαύνονταν τα οϑλα του. «Κϐντεψε να με κϊνει ντοματϐζουμο ϋνα Μπϐινγκ 727, επειδό η κωλογεννότρια που ϋχεισ εκεύ κϊτω δεν πόρε μπροσ ςτην ϔρα τησ κι ϋμεινα χωρύσ επικοινωνύα με τον Πϑργο Ελϋγχου. Δεν ξϋρω πϐςοι κϐντεψαν να γύνουν ντοματϐζουμο ςτο ϊλλο αεροπλϊνο, αλλϊ υποθϋτω ϐτι το ξϋρεισ εςϑ και το πλόρωμα του. Ο μϐνοσ λϐγοσ που ϐλοι αυτού ζουν ακϐμη, εύναι επειδό ο πιλϐτοσ του 727 ϋκοψε απϐτομα δεξιϊ κι εγϔ ϋκοψα απϐτομα αριςτερϊ. ήςον αφορϊ εμϋνα, ϋχω υποςτεύ μηχανικϋσ και ςωματικϋσ βλϊβεσ. Αν δε μου δϔςεισ αμϋςωσ διϊδρομο, θα κατεβϔ ϋτςι κι αλλιϔσ. Η διαφορϊ εύναι ϐτι, αν κατεβϔ χωρύσ να μου ϋχεισ δϔςει ϊδεια, θα ςου κϊνω αναφορϊ ςτην Τπηρεςύα Πολιτικόσ Αεροπορύασ. Πριν απ' αυτϐ, ϐμωσ, θα φροντύςω προςωπικϊ ν' αλλϊξουν θϋςεισ η μοϑρη και ο πιςινϐσ ςου. Σο 'πιαςεσ, μαλϊκα;» 178
Μια μεγϊλη παϑςη, γεμϊτη παρϊςιτα. ίςτερα, μια χαμηλό, διςτακτικό φωνό, που δε θϑμιζε ςε τύποτα τον ϊνετο, προςτακτικϐ τϐνο του μπαρμπα-Σζον, εύπε ταπεινϊ: «Ν471Β. ου δύνεται ο διϊδρομοσ 34». Ο Ντισ χαμογϋλαςε και κατευθϑνθηκε προσ το διϊδρομο 34. Πϊτηςε πϊλι το κουμπύ του μικροφϔνου. «Νευρύαςα πολϑ και ςου ϋβαλα τισ φωνϋσ. Με ςυγχωρεύσ. Σο παθαύνω μϐνο ϐταν κινδυνεϑω να ςκοτωθϔ». Καμιϊ απϊντηςη απϐ το ϋδαφοσ. «ε γαμϔ πολϑ», εύπε ο Ντισ κι ϊρχιςε να κατεβαύνει χωρύσ ϊλλη καθυςτϋρηςη, αποφεϑγοντασ ςυνειδητϊ να ξανακοιτϊξει το ρολϐι του. Η δουλειϊ τον εύχε κϊνει ςκληρϐπετςο και ο Ντισ όταν περόφανοσ γι' αυτϐ, αλλϊ δεν εύχε νϐημα να κοροώδεϑει τον εαυτϐ του· αυτϐ που βρόκε ςτο ΝτϊφρεϏ τον τρομοκρϊτηςε. Σο Σςϋςνα του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη εύχε μεύνει ϊλλη μια ολϐκληρη μϋρα ςτο ϋδαφοσ --την 31η Ιουλύου— κι εκεύ όταν που ϊρχιζε ο τρϐμοσ. Ϋταν το αύμα που ζητοϑςαν οι πιςτού αναγνϔςτεσ τησ Ινςϊιντ Βύου, φυςικϊ, κι ϋτςι ϋπρεπε να εύναι εισ τον αιϔνα των αιϔνων αμόν, αλλϊ ο Ντισ ςυνειδητοποιοϑςε ϐλο και πιο ϋντονα ϐτι το αύμα (ό, μϊλλον, η ϋλλειψη τον ςτην περύπτωςη του Ρϋι και τησ Ελεν αρτσ) όταν μϐνο η αρχό τησ ιςτορύασ. Πύςω απϐ το αύμα υπόρχαν κενϊ, χϊςματα ςκοτεινϊ κι ανεξόγητα. Ο Ντισ ϋφταςε ςτο Ντϊφρεώ ςτισ 8 Αυγοϑςτου, μϐλισ μια βδομϊδα μετϊ το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη. Αναρωτόθηκε και πϊλι ποϑ πόγαινε ο φιλαρϊκοσ του ανϊμεςα ςτισ επιθϋςεισ του. την Ντύςνεώλαντ; τον Εθνικϐ Δρυμϐ του Γκραν Κϊνιον; τα καζύνα του Λασ Βϋγκασ; Σϋτοια ερωτόματα όταν αςόμαντεσ λεπτομϋρειεσ τϔρα που η υπϐθεςη όταν πϊνω ςτη βρϊςη, αλλϊ θα ϋπαιρναν μεγϊλη αξύα αργϐτερα, θα γύνονταν το 179
δημοςιογραφικϐ αντύςτοιχο του μηρυκαςμοϑ, αναμαςϔντασ τισ λεπτομϋρειεσ τησ ιςτορύασ του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη για κϊμποςα τεϑχη μετϊ και προςφϋροντασ ςτουσ αναγνϔςτεσ την ευκαιρύα να ξαναπϊρουν γεϑςη, παρ' ϐλο που τα πιο ζουμερϊ κομμϊτια ωμοϑ κρϋατοσ εύχαν όδη φαγωθεύ και χωνευτεύ. Παρ' ϐλα αυτϊ, η ιςτορύα εύχε κενϊ -χϊςματα ςτο οπούα μποροϑςεσ να πϋςεισ και να χαθεύσ για πϊντα. Αυτϐ ακουγϐταν τρελϐ και παρατραβηγμϋνο, αλλϊ ϐταν ο Ντισ ϊρχιςε να καταλαβαύνει τι εύχε ςυμβεύ ςτο Ντϊφρεώ εύχε όδη αρχύςει να το πιςτεϑει, που ςόμαινε ϐτι αυτϐ το κομμϊτι τησ ιςτορύασ δε θα ϋβλεπε ποτϋ το φωσ τησ δημοςιϐτητασ. ήχι μϐνο επειδό όταν η προςωπικό του ϊποψη. Απλϔσ παραβύαζε το μοναδικϐ ςύδηρο κανϐνα που εύχε θϋςει ςτον εαυτϐ του ο Ντισ: μην πιςτεϑεισ ποτϋ αυτϊ που γρϊφεισ και μη γρϊφεισ ποτϋ αυτϊ που πιςτεϑεισ. Με τα χρϐνια, ο κανϐνασ αυτϐσ τον εύχε βοηθόςει να διατηρόςει τα λογικϊ του, ενϔ τϐςοι και τϐςοι ϊλλοι του ςιναφιοϑ ϋχαναν τα δικϊ τουσ. Ο Ντισ προςγειϔθηκε ςτο Εθνικϐ Αεροδρϐμιο τησ Ουϊςιγκτον —ϋνα κανονικϐ αεροδρϐμιο, ϋτςι γι' αλλαγό— και νούκιαςε αυτοκύνητο για να διανϑςει τα εκατϐ χιλιϐμετρα ωσ το Ντϊφρεώ, γιατύ χωρύσ τον Ρϋι αρτσ και τη ςϑζυγο του Ελεν δεν υπόρχε πια αεροδρϐμιο του Ντϊφρεώ. Τπόρχε μϐνο ϋνασ χωμϊτινοσ διϊδρομοσ (πιςςαριςμϋνοσ για να μη ςηκϔνεται ςκϐνη και για να μη φυτρϔνουν αγριϐχορτα) κι ϋνα κουβοϑκλιο ελϋγχου, ϐχι μεγαλϑτερο απϐ ντουλϊπα, προςκολλημϋνο ςτο τροχϐςπιτο ϐπου ζοϑςε το ζεϑγοσ αρτσ. Ϋταν και οι δυο ςυνταξιοϑχοι, και οι δυο εραςιτϋχνεσ πιλϐτοι, και οι δυο ςκληρϊ καρϑδια, κατϊ κοινό ομολογύα, κι ακϐμα τρελϊ ερωτευμϋνοι ο ϋνασ με τον ϊλλο μετϊ απϐ πϋντε δεκαετύεσ γϊμου. Επιπλϋον, ϐπωσ πληροφορόθηκε ο Ντισ, οι αρτσ παρακολουθοϑςαν την εναϋρια κυκλοφορύα απϐ και προσ το αεροδρϐμιο τουσ με ϊγρυπνο μϊτι· εύχαν προςωπικό ανϊμειξη 180
ςτη μϊχη κατϊ των ναρκωτικϔν. Ο μοναχογιϐσ τουσ εύχε ςκοτωθεύ ςτουσ βαλτϐτοπουσ τησ Υλϐριντα, ςτην προςπϊθεια του να προςγειϔςει ϋνα κλεμμϋνο Μπιτσ 18, φορτωμϋνο με ϋναν τϐνο μαριχουϊνα απϐ το Μεξικϐ, ςτην καθαρό επιφϊνεια μιασ λύμνησ. Η επιφϊνεια τησ λύμνησ όταν ϐντωσ καθαρό... εκτϐσ απϐ ϋναν και μοναδικϐ κορμϐ. Εκεύ χτϑπηςε το Μπιτσ 18, ανατρϊπηκε και εξερρϊγη. Ο Νταγκ αρτσ εκτινϊχτηκε απϐ το ςκϊφοσ, χτυπημϋνοσ και μιςοκαμϋνοσ αλλϊ ακϐμα ζωντανϐσ, ϐςο κι αν οι δϑςτυχοι γονεύσ του δεν όθελαν να το πιςτϋψουν, ειδικϊ αυτϐ. Σον ϋφαγαν οι αλιγϊτορεσ και το μϐνο που εύχε απομεύνει απ' αυτϐν ϐταν τον βρόκαν οι ϊντρεσ τησ Δύωξησ, μια βδομϊδα αργϐτερα, όταν ϋνασ διαμελιςμϋνοσ ςκελετϐσ, κϊμποςεσ ςκουληκιαςμϋνεσ ςϊρκεσ, ϋνα μιςοκαμϋνο τζιν του Κϊλβιν Κλαιν κι ϋνα ςπορ ςακϊκι απϐ τον Πολ τιοϑαρτ ςτη Νϋα Τϐρκη. ε μια απϐ τισ τςϋπεσ του ςακακιοϑ βρϋθηκαν πϊνω απϐ εύκοςι χιλιϊδεσ δολϊρια ςε μετρητϊ. ε μια ϊλλη, περύπου μια ουγκιϊ καθαρό περουβιανό κοκαϏνη. «Σα ναρκωτικϊ και οι αλότεσ που τα διακινοϑν ςκϐτωςαν το παιδύ μου», εύχε ακουςτεύ να λϋει πολλϋσ φορϋσ ο Ρϋι αρτσ και η Ελεν αρτσ επιβεβαύωνε και υπερθεμϊτιζε. Σο μύςοσ τησ για τα ναρκωτικϊ και τουσ εμπϐρουσ ναρκωτικϔν το ξεπερνοϑςε μϐνο η θλύψη τησ για το θϊνατο του γιου τησ, καθϔσ και η απορύα τησ για το πϔσ το παιδύ εύχε μπλϋξει ςτα δύχτυα αυτϔν των ανθρϔπων. Ϋταν κϊτι που ο Ντισ ϊκουςε να λϋγεται ξανϊ και ξανϊ. το Ντϊφρεώ κυριαρχοϑςε ςχεδϐν απϐλυτα η αύςθηςη ϐτι ο φϐνοσ του ζεϑγουσ αρτσ όταν «δουλειϊ των γκϊγκςτερ». Μετϊ το θϊνατο του μοναχογιοϑ τουσ, οι αρτσ εύχαν τα μϊτια τουσ ανοιχτϊ για οποιονδόποτε και οτιδόποτε όταν ϋςτω και αϐριςτα πιθανϐ να μεταφϋρει ναρκωτικϊ. Σϋςςερισ φορϋσ εύχαν κουβαλόςει ϊδικα την αςτυνομύα ςτο αεροδρϐμιο, αλλϊ οι αςτυνομικού δεν εύχαν θυμϔςει καθϐλου, γιατύ το ζεϑγοσ αρτσ 181
εύχε ςημϊνει ςυναγερμϐ ϊλλεσ τρεισ φορϋσ για μικρολαθρϋμπορουσ και δϑο για μεγαλϋμπορουσ. Ο τελευταύοσ ειδικϊ μετϋφερε τριϊντα κιλϊ καθαρό κοκαϏνη Βολιβύασ. Ϋταν το δϋοσ τησ ςϑλληψησ που κϊνει ϋναν αςτυνομικϐ να παραβλϋπει μερικϋσ ϊςκοπεσ κλόςεισ, το εύδοσ που εξαςφαλύζει ϊμεςη προαγωγό. Ϊτςι, λοιπϐν, το βρϊδυ τησ 30όσ Ιουλύου φτϊνει το Σςϋςνα καώμϊςτερ, του οπούου το νοϑμερο και η περιγραφό εύχαν ςταλεύ με ςόμα ςε κϊθε αεροδρϐμιο των ΗΠΑ, ςυμπεριλαμβανομϋνου και του Ντϊφρρεώ. Ϊνα Σςϋςνα που ο πιλϐτοσ του ϋδωςε το ϐνομα Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ και δόλωςε ωσ προϋλευςη το Μπϋιςορ του Ντϋλαγουερ -το ςυγκεκριμϋνο αεροδρϐμιο δεν εύχε ακοϑςει τύποτα οϑτε για «Ρϋνφιλντ» οϑτε για νοϑμερο Ν101ΒΜ. Υτϊνει, λοιπϐν, ϋνα ςκϊφοσ που ο πιλϐτοσ του εύναι κατϊ πϊςα πιθανϐτητα ϋνασ καταζητοϑμενοσ δολοφϐνοσ. «Αν εύχε ϋρθει εδϔ, θα τον εύχαμε τςακϔςει αμϋςωσ», εύπε ϋνασ απϐ τουσ ελεγκτϋσ του Μπϋιςορ ςτον Ντισ απϐ το τηλϋφωνο, αλλϊ ο Ντισ αμφϋβαλλε. Ναι. Αμφϋβαλλε πολϑ. Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ προςγειϔθηκε ςτο Ντϊφρεώ ςτισ 11:27 μ.μ. Ο «Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ» ϐχι μϐνο υπϋγραψε ςτο ημερολϐγιο των αρτσ, αλλϊ μετϊ απϐ πρϐςκληςη του Ρϋι πόγε μαζύ του ςτο τροχϐςπιτο, ϐπου όπιαν μια μπύρα και παρακολοϑθηςαν παρϋα μια επανϊληψη του Γκανςμϐουκ ςτο ΣΝΣ. Η Ελεν αρτσ τα εκμυςτηρεϑτηκε ϐλα αυτϊ ςτην ιδιοκτότρια του Κϋντρου Αιςθητικόσ ςτο Ντϊφρεώ την επϐμενη μϋρα. Η γυναύκα αυτό, που ϊκουγε ςτο ϐνομα ελύντα Μακγκϋιμον, εύχε ςυςτηθεύ ςτον Ντισ ςαν μια απϐ τισ ςτενϋσ φύλεσ τησ ςυγχωρεμϋνησ τησ Ελεν αρτσ. ήταν ο Ντισ τη ρϔτηςε πϔσ τησ εύχε φανεύ η Ελεν εκεύνο το πρωύ, η ελύντα το ςκϋφτηκε λύγο πριν απαντόςει. «Κϊπωσ ονειροπαρμϋνη», εύπε τελικϊ. «αν ερωτοχτυπημϋνη 182
μαθητριοϑλα κι ασ εύχε πατόςει τα εβδομόντα. Ϋταν τϐςο ροδοκϐκκινη, που νϐμιςα ϐτι φοροϑςε ρουζ, μϋχρι που ϊρχιςα να τησ φτιϊχνω τα μαλλιϊ. Σϐτε εύδα ϐτι όταν απλϔσ... καταλαβαύνεισ...» Η ελύντα Μακγκϋιμον αναςόκωςε τουσ ϔμουσ τησ. Ϋξερε τι όθελε να πει, αλλϊ δεν όξερε πϔσ να το πει. «Ξαναμμϋνη», τη βοόθηςε ο Ντισ και η ελύντα γϋλαςε και χτϑπηςε τα χϋρια τησ ενθουςιαςμϋνη. «Ξαναμμϋνη! Αυτϐ εύναι! Να τι θα πει να εύςαι ςυγγραφϋασ!» Ο Ντισ τησ χϊριςε ϋνα χαμϐγελο που όλπιζε ϐτι όταν θερμϐ και καλοδιϊθετο. την πραγματικϐτητα, όταν μια ϋκφραςη που κϊποτε την πρϐβαρε ςχεδϐν ςυνεχϔσ κι εξακολουθοϑςε να την προβϊρει με ςταθερό ςυχνϐτητα ςτον καθρϋφτη του νεοϒορκϋζικου διαμερύςματοσ που αποκαλοϑςε ςπύτι του και ςτουσ καθρϋφτεσ των μοτϋλ και των ξενοδοχεύων που όταν το πραγματικϐ τον ςπύτι. Γενικϊ ϋπιανε —η ελύντα Μακγκϋιμον ανταποκρύθηκε αυθϐρμητα- αλλϊ η αλόθεια όταν ϐτι ο Ντισ δεν εύχε αιςθανθεύ ποτϋ του οϑτε θερμϐσ οϑτε καλοδιϊθετοσ. Ψσ παιδύ πύςτευε ϐτι τϋτοια ςυναιςθόματα δεν υπόρχαν ϐτι όταν απλϔσ μια προςπούηςη, μια κοινωνικό αναγκαιϐτητα. Αργϐτερα διαπύςτωςε ϐτι ϋκανε λϊθοσ· τα περιςςϐτερα απϐ τα ϊγνωςτα ς' αυτϐν ςυναιςθόματα όταν πραγματικϊ για την πλειοψηφύα των ανθρϔπων. Ακϐμα και η αγϊπη, η μυθικό αυτό ϋννοια, όταν πραγματικό. Σο ϐτι αυτϐσ όταν ανύκανοσ να τα νιϔςει όταν αναμφύβολα ντροπό, αλλϊ δεν όταν και το τϋλοσ του κϐςμου. το κϊτω κϊτω υπόρχαν ϋνα ςωρϐ ςυνϊνθρωπού του με καρκύνο, AIDS ό νοητικό ικανϐτητα ύςη με ενϐσ λοβοτομημϋνου πιθόκου. Βλϋποντασ το ζότημα απ' αυτό τη ςκοπιϊ, ςυνειδητοποιοϑςεσ γρόγορα ϐτι δεν ϋτρεχε και τύποτα ςοβαρϐ ϋτςι και ςου ϋλειπαν μερικϊ αιςθηματϊκια. ημαςύα εύχε πωσ αν κατϊφερνεσ να τεντϔνεισ τουσ μυσ του προςϔπου ςου προσ τη ςωςτό κατεϑθυνςη, ανϊλογα με την περύςταςη, δεν εύχεσ 183
κανϋνα πρϐβλημα. Ϋταν μϊλλον εϑκολο και ςχετικϊ απλϐ. ήπωσ θυμϊςαι ν' ανεβϊςεισ το φερμουϊρ ςου πριν βγεισ απϐ την τουαλϋτα, ϋτςι θυμϊςαι και να χαμογελϊςεισ ό να φανεύσ θερμϐσ, ϐταν αυτϐ περιμϋνουν οι ϊλλοι απϐ ςϋνα. Και με τα χρϐνια ο Ντισ εύχε διαπιςτϔςει πωσ ϋνα χαμϐγελο κατανϐηςησ όταν το καλϑτερο εργαλεύο του κϐςμου για τη δουλειϊ του. Αραιϊ και ποϑ μια εςωτερικό φωνό τον ρωτοϑςε ποιοσ όταν ο εςωτερικϐσ του κϐςμοσ, αλλϊ ο Ντισ δεν όθελε να ϋχει εςωτερικϐ κϐςμο. Ϋθελε μϐνο να γρϊφει και να τραβϊει φωτογραφύεσ. Ϋταν καλϑτεροσ ςτο γρϊψιμο, πϊντα όταν και το όξερε, αλλϊ εξακολουθοϑςε να προτιμϊει τισ φωτογραφύεσ. Σου ϊρεςε να τισ αγγύζει. Να βλϋπει τουσ ανθρϔπουσ που ο φακϐσ εύχε ςυλλϊβει εύτε με το πραγματικϐ τουσ πρϐςωπο εκτεθειμϋνο ςτα μϊτια ϐλου του κϐςμου εύτε με τισ μϊςκεσ τουσ τϐςο ϊτεχνα φορεμϋνεσ που όταν αδϑνατον να πεύςουν. Σου ϊρεςε που ςτισ καλϑτερεσ φωτογραφύεσ οι ϊνθρωποι πϊντα φαύνονταν ϋκπληκτοι και τρομοκρατημϋνοι. αν να τουσ εύχαν πιϊςει ςτα πρϊςα. Αν πιεζϐταν, θα ομολογοϑςε πωσ οι φωτογραφύεσ του πρϐςφεραν ϐλο τον εςωτερικϐ κϐςμο που χρειαζϐταν, αλλϊ αυτϐ όταν ϊςχετο με την υπϐθεςη. Σο ςχετικϐ όταν ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ, ο φύλοσ του ο νυχτερύδασ και ο τρϐποσ με τον οπούο εύχε μπει ςτη ζωό του Ρϋι και τησ Ελεν αρτσ πριν απϐ μια βδομϊδα. Ο Σαξιδιϔτησ εύχε κατεβεύ απϐ το ςκϊφοσ του και εύχε μπει ς' ϋνα γραφεύο ϐπου υπόρχε τοιχοκολλημϋνο ϋνα ςόμα τησ FAA ςε κϐκκινο πλαύςιο. Σο ςόμα ειδοποιοϑςε ϐτι κυκλοφοροϑςε ϋνασ επικύνδυνοσ ϊνθρωποσ, που πιλοτϊριζε ϋνα Σςϋςνα κϊώμϊςτερ 337, με αριθμϐ ΝΙΟΙ ΒΜ και ο οπούοσ όταν ο πιθανϐσ ϋνοχοσ για τη δολοφονύα δϑο αντρϔν. Αυτϐσ ο τϑποσ, ςυνϋχιζε το ςόμα, μπορεύ να εμφανιζϐταν με το ϐνομα Ντουϊιτ Ρϋνφιλντ, μπορεύ και ϐχι. Σο κϊώμϊςτερ εύχε προςγειωθεύ, ο Ντουϊιτ 184
Ρϋνφιλντ εύχε υπογρϊψει ςτο κατϊςτιχο και εύχε ςχεδϐν ςύγουρα περϊςει την επϐμενη μϋρα κουλουριαςμϋνοσ ςτο χϔρο αποςκευϔν του ςκϊφουσ του. Και οι αρτσ; Αυτϐ το ζευγϊρι των ανοιχτομϊτηδων; Οι αρτσ δεν εύχαν πει τύποτε. Δεν εύχαν κϊνει τύποτε. Μϐνο που το δεϑτερο δεν όταν απϐλυτα ςωςτϐ, ϐπωσ διαπύςτωςε ο Ντισ. Ο Ρϋι αρτσ ϋκανε κϊτι: κϊλεςε το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη ςτο τροχϐςπιτο του, να δουν το Γκανςμϐουκ ςτην τηλεϐραςη και να πιουν μια μπύρα παρϋα με τη γυναύκα του. Σον υποδϋχτηκαν ςαν παλιϐ, καλϐ φύλο. Και την ϊλλη μϋρα η Ελεν αρτσ ϋκλειςε ραντεβοϑ ςτο Κϋντρο Αιςθητικόσ, γεγονϐσ που ξϊφνιαςε τη ελύντα Μακγκϋιμον. Οι επιςκϋψεισ τησ Ελεν ςυνόθωσ όταν προγραμματιςμϋνεσ ςαν ρολϐι κι αυτό τη φορϊ εμφανύςτηκε δυο βδομϊδεσ νωρύτερα απϐ τη μϋρα που την περύμενε η ελύντα. Αλλϊ κι αυτϊ που ζότηςε όταν αςυνόθιςτα: δεν όθελε απλϔσ το ςυνηθιςμϋνο κοϑρεμα τησ, αλλϊ και περμανϊντ και λύγο... χρωματϊκι. «Ϋθελε να δεύχνει νεϐτερη», εύπε η ελύντα Μακγκϋιμον ςτον Ντισ, ςφουγγύζοντασ ϋνα δϊκρυ με την ανϊςτροφη τησ παλϊμη σ τησ. ήμωσ, η ςυμπεριφορϊ τησ Ελεν όταν ςχεδϐν φυςιολογικό ςε ςϑγκριςη με του ϊντρα τησ. Ο Ρϋι κϊλεςε την FAA ςτην Ουϊςιγκτον και τουσ εύπε να εκδϔςουν ςόμα ϐτι το Ντϊφρεώ ϋβγαινε προςωρινϊ απϐ το δύκτυο των εν λειτουργύα αεροδρομύων. Με ϊλλα λϐγια, κατϋβαςε τα ρολϊ κι ϋκλειςε το μαγαζύ. την επιςτροφό του προσ το ςπύτι πϋραςε απϐ το βενζινϊδικο τησ Σεξϊκο και εύπε ςτον Νορμ Γουύλςον, τον ιδιοκτότη, ϐτι φοβϐταν πωσ εύχε αρπϊξει γρύπη. Ο Νορμ εύπε ςτον Ντισ ϐτι ο Ρϋι μϊλλον εύχε δύκιο —φαινϐταν πολϑ χλομϐσ και καταβεβλημϋνοσ, ςαν να εύχε γερϊςει πολϑ ξαφνικϊ. 185
Εκεύνη τη νϑχτα, οι δυο ϊγρυπνοι φϑλακεσ τησ παθητικόσ αερϊμυνασ ϋχαςαν τελικϊ τη ζωό τουσ. Ο Ρϋι αρτσ βρϋθηκε ςτο μικρϐ θϊλαμο ελϋγχου. Σο κεφϊλι του εύχε αποκοπεύ απϐ το ςϔμα και εύχε πεταχτεύ ςτη γωνιϊ, ϐπου εύχε ςταθεύ τυχαύα πϊνω ςτον κουτςουρεμϋνο λαιμϐ, κοιτϊζοντασ προσ την ανοιχτό πϐρτα με πελϔρια, γυϊλινα μϊτια, ςαν να υπόρχε εκεύ κϊτι φοβερϐ να δει. Η γυναύκα του βρϋθηκε ςτην κρεβατοκϊμαρα του τροχϐςπιτου των αρτσ. το κρεβϊτι. Ντυμϋνη μ' ϋνα πενιουϊρ τϐςο ατςαλϊκωτο, ϔςτε φαινϐταν να μην ϋχει ξαναφορεθεύ πριν απϐ κεύνη τη νϑχτα. Ϋταν μεγϊλη γυναύκα, εύπε ϋνασ αςτυνομικϐσ ςτον Ντισ (με εύκοςι πϋντε δολϊρια, όταν πολϑ ακριβϐτερη πηγό απϐ τον Ϊζρα, το Μηχανικϐ τησ Μεγϊλησ οϑρασ, αλλϊ τ' ϊξιζε). Και ςυνϋχιςε: Ϊφτανε ϐμωσ να τησ ρύξεισ μϐνο μια ματιϊ για να καταλϊβεισ ϐτι εύχε ντυθεύ για το κρεβϊτι ϋχοντασ ςτο μυαλϐ τησ τον ϋρωτα. Σου Ντισ του ϊρεςε πολϑ η φρϊςη του αςτυνομικοϑ και τη ςημεύωςε ςτο μπλοκϊκι του, καθϔσ και τα υπϐλοιπα. Η γυναύκα εύχε δυο πελϔριεσ τρϑπεσ, ςαν απϐ λεπτϐ παλοϑκι ςτο λαιμϐ τησ, μια αριςτερϊ και μια δεξιϊ. Σο πρϐςωπο τησ όταν όρεμο, τα μϊτια κλειςτϊ και τα χϋρια τησ ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ. Παρ' ϐλο που εύχε χϊςει ςχεδϐν ϐλο το αύμα τησ, υπόρχαν μερικϋσ ςταγϐνεσ πϊνω ςτα μαξιλϊρια κι ϊλλεσ δυο τρεισ ςτο βιβλύο που βριςκϐταν ανοιχτϐ πϊνω ςτο ςτομϊχι τησ: Ο Βρικϐλακασ Λεςτϊτ, τησ Ανν Ρϊισ. Και ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ; Κϊπου πριν απϐ τα μεςϊνυχτα τησ 31ησ Ιουλύου ό λύγο αργϐτερα, τισ πρϔτεσ ϔρεσ τησ 1ησ Αυγοϑςτου, εύχε πετϊξει μακριϊ. αν μπϐιντ. Ϋ ςαν νυχτερύδα. Ο Ντισ ϊγγιξε το ϋδαφοσ του Γουύλμινγκτον εφτϊ λεπτϊ πριν απϐ την επύςημη δϑςη του όλιου. Ενϔ ϋκοβε ταχϑτητα, 186
ακϐμα φτϑνοντασ αύμα απϐ το κϐψιμο κϊτω απϐ το μϊτι του, εύδε ϋναν κεραυνϐ να πϋφτει ςαν λευκογϊλανο ρυϊκι φωτιϊσ, τϐςο κοντινϐ και ιςχυρϐ που τον τϑφλωςε. Αμϋςωσ μετϊ ακολοϑθηςε το πιο τρομερϐ μπουμπουνητϐ που εύχε ακοϑςει ποτϋ του. Η υποκειμενικό του ϊποψη για την ϋνταςη αυτοϑ του όχου επιβεβαιϔθηκε ϐταν ϊλλο ϋνα παρϊθυρο απϐ την πλευρϊ του επιβϊτη, όδη ραγιςμϋνο απϐ την παραλύγο ςϑγκρουςη με το Πύντμοντ 727, ϋςπαςε προσ τα μϋςα ςαν ςιντριβϊνι απϐ δεκϊδεσ ψεϑτικα μπριγιϊν. το εκτυφλωτικϐ φωσ ο Ντισ εύδε τον κεραυνϐ να καταλόγει ς' ϋνα χαμηλϐ, τετρϊγωνο κτύριο ςτ' αριςτερϊ του διαδρϐμου 34. Σο κτύριο εξερρϊγη, ξερνϔντασ φωτιϊ προσ τον ουρανϐ ςε μια ψηλό ςτόλη, λαμπρό, αλλϊ οϑτε κατϊ διϊνοια τϐςο ιςχυρό ϐςο η δϑναμη τησ ηλεκτρικόσ εκκϋνωςησ που την εύχε προκαλϋςει. αν ν' ανϊβεισ ϋνα δυναμύτη με ατομικό βϐμβα, ςκϋφτηκε ςαςτιςμϋνοσ ο Ντισ και ϑςτερα: Η γεννότρια. Αυτϐ όταν η γεννότρια. ήλα τα φϔτα --τα λευκϊ που ςηματοδοτοϑςαν τα ϐρια του διαδρϐμου και τα λαμπερϊ κϐκκινα που ϐριζαν το τϋρμα του— ϋςβηςαν απϐτομα, ςαν κεριϊ ςτο δυνατϐ φϑςημα του ανϋμου. Εντελϔσ ξαφνικϊ ο Ντισ βρϋθηκε να τρϋχει με διακϐςια πενόντα την ϔρα μϋςα ςε απϐλυτο ςκοτϊδι. Η ωςτικό δϑναμη τησ ϋκρηξησ που εύχε καταςτρϋψει την κεντρικό ηλεκτρογεννότρια του αεροδρομύου χτϑπηςε το Μπιτσ ςαν γροθιϊ -ϐχι απλϔσ το χτϑπηςε, το κοπϊνηςε ςαν γιγϊντιο ςφυρύ. Σο Μπιτσ, που δεν εύχε προλϊβει να πϊρει χαμπϊρι ϐτι δεν όταν πλϋον ιπτϊμενο αντικεύμενο, ϋγειρε ϊφοβα προσ τα δεξιϊ, υψϔθηκε και ξανϊπεςε ςτη γη, με το δεξιϐ τροχϐ του να αναπηδϊει ςαν μπαλϊκι πϊνω ςε κϊτι —κϊτι πρϊγματα— που ο Ντισ ςυνειδητοπούηςε αϐριςτα ϐτι όταν φϔτα προςγεύωςησ. Κϊνε αριςτερϊ! οϑρλιαξε το μυαλϐ του. Αριςτερϊ, μαλϊκα! 187
Λύγο ϋλειψε να το κϊνει, αλλϊ υπερύςχυςε και πϊλι το ψϑχραιμο τμόμα του εγκεφϊλου του. Ϊτςι κι ϋςτριβε αριςτερϊ το πηδϊλιο με τϋτοια ταχϑτητα, το ςκϊφοσ θα ϋκανε λοϑπινγκ ςτο ϋδαφοσ. Να εκραγεύ επιτϐπου όταν μϊλλον απύθανο, μια και τα καϑςιμα όταν ελϊχιςτα ςτισ δεξαμενϋσ, αλλϊ ποτϋ δεν ξϋρεισ. Μποροϑςε ϐμωσ κϊλλιςτα να τςακύςει ςτα δυο, αφόνοντασ τον Ρύτςαρντ Ντισ απϐ την κοιλιϊ και κϊτω να ςπαρταρϊει ςτο κϊθιςμα του, ενϔ ο υπϐλοιποσ θα ταξύδευε προσ ϊλλη κατεϑθυνςη, ςϋρνοντασ πύςω του ϋντερα ςαν ςερπαντύνεσ ςε αποκριϊτικο πϊρτι κι αφόνοντασ τα νεφρϊ του ςτο τςιμϋντο ςαν δυο υπερμεγϋθεισ κουτςουλιϋσ. Κϊνε κϊτι! οϑρλιαξε ςτον εαυτϐ του. Κϊνε κϊτι, ηλύθιε, κϊνε κϊτι! Κϊτι εξερρϊγη τϐτε —οι εφεδρικϋσ δεξαμενϋσ χαμηλόσ πύεςησ, υπϋθεςε ο Ντισ, ϐςο προλϊβαινε να υποθϋςει— και το ωςτικϐ κϑμα ϋςπρωξε το Μπιτσ ακϐμα δεξιϐτερα, αλλϊ δεν πεύραζε, γιατύ ξεκϐλληςε απϐ τα φϔτα και ξαφνικϊ βρϋθηκε πϊλι να τρϋχει ςχετικϊ ομαλϊ, με τον αριςτερϐ τροχϐ ςτην ϊκρη του διαδρϐμου 34 και το δεξιϐ ςϑρριζα ςτην κϐχη ανϊμεςα ςτα φϔτα και ςτο χαντϊκι που ο Ντισ εύχε προςϋξει ϐτι υπόρχε δεξιϊ του διαδρϐμου. Σο Μπιτσ εξακολουθοϑςε να τραντϊζεται, αλλϊ ϐχι τϐςο ϊςχημα ϐςο πριν και ο Ντισ κατϊλαβε ϐτι ϋτρεχε με το ϋνα λϊςτιχο πλϊκα- το δεξύ εύχε γύνει φιτύλια απϐ τα φϔτα που εύχε τςακύςει. Η ταχϑτητα ϐλο και μειωνϐταν ϐμωσ, κι αυτϐ όταν που μετροϑςε. Σο Μπιτσ εύχε αντιληφθεύ επιτϋλουσ ϐτι ϋπρεπε να ςυμπεριφερθεύ ςαν πλϊςμα τησ γησ και ο Ντισ εύχε αρχύςει να χαλαρϔνει ϐταν εύδε το Λύαρτζετ με τη φαρδιϊ ϊτρακτο, αυτϐ που οι πιλϐτοι αποκαλοϑν Φοντρο-Ωλμπερτ, να ορθϔνεται ξαφνικϊ μπροςτϊ του, να ςτϋκει εντελϔσ παλαβϊ κατϊ πλϊτοσ του διαδρϐμου 34, ϐπου εύχε ςταματόςει προφανϔσ ο πιλϐτοσ, ςτο ξεκύνημα τησ τροχοδρϐμηςησ του ςτο διϊδρομο 5. 188
Πηγαύνοντασ βολύδα καταπϊνω του, ο Ντισ εύδε φωτιςμϋνα παρϊθυρα, εύδε πρϐςωπα κολλημϋνα ςτα φινιςτρύνια να τον κοιτϊζουν χϊςκοντασ, ςαν τρϐφιμοι αςϑλου που παρακολουθοϑν ταχυδακτυλουργικϐ ςϐου και τϐτε, ενεργϔντασ μϐνο απϐ ϋνςτικτο, ϋςτριψε το πηδϊλιο τϋρμα δεξιϊ κι ϋςτειλε το Μπιτσ ϋξω απϐ το διϊδρομο και μϋςα ςτο χαντϊκι, αποφεϑγοντασ το Λύαρ για εφτϊ πϐντουσ το πολϑ. Ωκουςε μακρινϋσ κραυγϋσ, αλλϊ ςτην ουςύα δεν πρϐςεχε τύποτε ϊλλο απϐ το τϔρα που ξετυλιγϐταν μπροςτϊ του ςαν ϋκρηξη βεγγαλικϔν, καθϔσ το Μπιτσ προςπϊθηςε πϊλι να γύνει πλϊςμα του αϋρα, ανύκανο ϐμωσ να το πετϑχει με κατεβαςμϋνα τα φτερϊ και τουσ κινητόρεσ ςε αντύςτροφη ιςχϑ, αλλϊ παςχύζοντασ ϋτςι κι αλλιϔσ. Ακολοϑθηςε ϋνα ϊλμα ςαν ςπαςμϐσ και ϑςτερα βρϋθηκε να κυλϊει υπϐ κλύςη, ςτον ϋναν τροχϐ, πϊνω ςε ϊςφαλτο. Εύδε φευγαλϋα το κεντρικϐ κτύριο του αεροδρομύου, με τισ γωνύεσ του να φωτύζονται απϐ φϔτα ϋκτακτησ ανϊγκησ που λειτουργοϑςαν με μπαταρύεσ, και τα ςταθμευμϋνα αεροπλϊνα —ανϊμεςα τουσ ςύγουρα βριςκϐταν και το καώμϊςτερ του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη— να διαγρϊφονται ςαν χϊρτινεσ ςιλουϋτεσ πϊνω ς' ϋνα χολερικϐ κύτρινο φωσ που πρϋπει να όταν ο ουρανϐσ τησ Δϑςησ. Θα τουμπϊρω! οϑρλιαξε ςτον εαυτϐ του και πρϊγματι το Μπιτσ δοκύμαςε να κϊνει τοϑμπα· το αριςτερϐ φτερϐ τύναξε ϋναν πύδακα ςπινθόρων απϐ την ϊςφαλτο κοντϊ ςτο κεντρικϐ κτύριο και ϑςτερα η μϑτη του αποκϐπηκε εντελϔσ και τρϋχοντασ ανεξϊρτητη χϔθηκε μϋςα ςτουσ θϊμνουσ, ϐπου ϊναψε μια μικρό φωτιϊ ςτα νοτιςμϋνα κλαδιϊ. ίςτερα το Μπιτσ ακινητοποιόθηκε και οι μοναδικού όχοι που ακοϑγονταν όταν τα βραχνϊ παρϊςιτα του αςυρμϊτου, το ςφϑριγμα των αναψυκτικϔν που χϑνονταν απϐ κϊτι ςπαςμϋνα μπουκϊλια ςτο δϊπεδο τησ θϋςησ του επιβϊτη και το τρελϐ ςφυροκϐπημα τησ καρδιϊσ του ύδιου του Ντισ. Πϊτηςε με μανύα 189
το κουμπύ απαςφαλύζοντασ τη ζϔνη του και ϐρμηςε προσ τη ςτραπατςαριςμϋνη πϐρτα, πριν ακϐμα ςιγουρευτεύ απϐλυτα ϐτι όταν ζωντανϐσ. Οι αναμνόςεισ του απϐ ϐςα ςυνϋβηςαν ςτη ςυνϋχεια όταν καθαρϊ επιλεκτικϋσ. Απϐ τη ςτιγμό που το Μπιτσ ςταμϊτηςε ςτο διϊδρομο, ςχεδϐν ςϑρριζα ςτο Λύαρ και γερμϋνο προσ τη μια πλευρϊ, ωσ τη ςτιγμό που ϊρχιςαν τα ουρλιαχτϊ ςτο κτύριο, το μϐνο που θυμϐταν με ςιγουριϊ ο Ντισ όταν ϐτι τεντϔθηκε πύςω να πιϊςει τη φωτογραφικό του μηχανό. Δε θα ϋφευγε απϐ το ςκϊφοσ χωρύσ την κϊμερα· η Νύκον όταν για τον Ντισ κϊτι ςαν αγαπημϋνη ςϑζυγοσ. Σην εύχε αγορϊςει ς' ϋνα ενεχυροδανειςτόριο του Σολύντο ϐταν όταν δεκαεφτϊ χρονϔν κι απϐ τϐτε την εύχε πϊντα μαζύ του. Σησ εύχε προςθϋςει φακοϑσ κι εξαρτόματα, αλλϊ το βαςικϐ ςϔμα όταν το ύδιο, εκτϐσ απϐ τα αναπϐφευκτα γδαρςιματϊκια και χτυπόματα λϐγω χρόςησ. Η Νύκον βριςκϐταν ςτην ελαςτικό θόκη, ςτη ρϊχη τησ θϋςησ του πιλϐτου. Σην τρϊβηξε ϋξω, την περιεργϊςτηκε για να διαπιςτϔςει αν όταν ςϔα και ςιγουρεϑτηκε ϐτι όταν. Μετϊ την κρϋμαςε ςτο λαιμϐ του κι ϋςκυψε για να βγει απϐ το ςκϊφοσ. Κατϋβαςε το μοχλϐ τησ πϐρτασ, πόδηξε ϋξω, παραπϊτηςε, παραλύγο να πϋςει κι ϋπιαςε την κϊμερα πριν χτυπόςει ςτην ϊςφαλτο. Ακοϑςτηκε κι ϊλλο μπουμπουνητϐ, αλλϊ ςυνηθιςμϋνο μπουμπουνητϐ αυτό τη φορϊ, μακρινϐ κι ακύνδυνο. Ϊνα αερϊκι τον χϊιδεψε απαλϊ ςαν τρυφερϐ χϋρι ςτο πρϐςωπο... αλλϊ παγωμϋνο κϊτω απϐ τη μϋςη του. Ο Ντισ μϐρφαςε. Σο ϐτι εύχε κατουρηθεύ πϊνω του ϐταν το Μπιτσ και το Πύντμοντ γλύτωςαν παρϊ τρύχα τη ςϑγκρουςη όταν επύςησ κϊτι που δε θα περιλϊμβανε ςτην ιςτορύα του. Και τϐτε, μια ψιλό, διαπεραςτικό κραυγό ακοϑςτηκε απϐ το εςωτερικϐ του κτιρύου του κεντρικοϑ αερολιμϋνα. Μια κραυγό πϐνου και φρύκησ. Για τον Ντισ λειτοϑργηςε ςαν χαςτοϑκι ςτο πρϐςωπο. Ξανϊγινε μονομιϊσ ο εαυτϐσ του. 190
υγκεντρϔθηκε πϊλι ςτο ςτϐχο του. Κούταξε το ρολϐι του. Δε λειτουργοϑςε. Ϋ εύχε ςπϊςει ό εύχε ςταματόςει. Ϋταν απϐ κεύνεσ τισ αντύκεσ που χρειϊζονταν κϊθε τϐςο κοϑρδιςμα και ο Ντισ δε θυμϐταν πϐτε το εύχε κουρδύςει για τελευταύα φορϊ. Ωραγε εύχε δϑςει ο όλιοσ; Σο φωσ εύχε πϋςει, ναι, αλλϊ με τϋτοια ςυννεφιϊ όταν αδϑνατον να καταλϊβεισ πϐςο μϋρα όταν ακϐμη. Ϋταν ακϐμη μϋρα; Καινοϑρια κραυγό —ϐχι κραυγό, ςτριγκλιϊ- και ο όχοσ γυαλιοϑ που ςπϊει. Ο Ντισ αποφϊςιςε ϐτι δεν εύχε πια καμιϊ ςημαςύα αν εύχε δϑςει ο όλιοσ. Ωρχιςε να τρϋχει. το βϊθοσ του μυαλοϑ του κατϋγραψε ϐτι οι βοηθητικϋσ δεξαμενϋσ τησ γεννότριασ καύγονταν ακϐμα και ϐτι ο αϋρασ μϑριζε πετρϋλαιο. Προςπϊθηςε να τρϋξει πιο γρόγορα, αλλϊ ϋνιωθε τα πϐδια του βαριϊ, ςαν ςύδερα. Ϊβλεπε το κτύριο να πληςιϊζει αλλϊ ϐχι γρόγορα. ήχι αρκετϊ γρόγορα. «ήχιιι! Μη! Θεϋ μου, ΟΦΙ! ΟΦΙΙΙΙ!» Αυτό η κραυγό, ςυνεχϔσ αυξανϐμενη ςε ϋνταςη, κϐπηκε απϐτομα απϐ ϋνα τρομερϐ ουρλιαχτϐ που δεν ανόκε ςε ϊνθρωπο. Κι ϐμωσ υπόρχε κϊτι ανθρϔπινο ςτην κραυγό κι αυτϐ όταν ύςωσ το πιο τρομερϐ. το αβϋβαιο φωσ που ςκϐρπιζαν τα φϔτα κινδϑνου απϐ τισ εξωτερικϋσ γωνύεσ του κτιρύου, ο Ντισ εύδε ϋνα ςκοτεινϐ, κινοϑμενο αντικεύμενο να ςπϊει κι ϊλλα τζϊμια ςτον τούχο του κτιρύου που ϋβλεπε ςτο πϊρκινγκ —η πλευρϊ αυτό όταν ςχεδϐν ολϐκληρη μια τζαμαρύα— και να εκςφενδονύζεται προσ τα ϋξω. Προςγειϔθηκε ςτη ρϊμπα μ' ϋνα βαρϑ γδοϑπο, ςαν ςακύ με βρεγμϋνο χϔμα, κϑληςε κϊνα δυο φορϋσ και ο Ντισ εύδε ϐτι όταν το ςϔμα ενϐσ ϊντρα. Η καταιγύδα απομακρυνϐταν, αλλϊ οι αςτραπϋσ ςυνεχύζονταν, ςκορπύζοντασ δυνατϋσ, αςημϐχρωμεσ αναλαμπϋσ. Ο Ντισ ϋφταςε ςτην περιοχό των ςταματημϋνων αεροπλϊνων, λαχανιαςμϋνοσ απϐ το τρϋξιμο, και εύδε επιτϋλουσ το αεροπλϊνο 191
του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη. Ν101ΒΜ διϊβαςε ςτην ουρϊ. Σα γρϊμματα και οι αριθμού φαύνονταν μαϑρα ςτο ελϊχιςτο φωσ, ϐμωσ ο Ντισ όξερε ϐτι όταν κϐκκινα. Ωλλωςτε, δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα. Η μηχανό του όταν εξοπλιςμϋνη με παρθϋνο αςπρϐμαυρο φιλμ κι ϋνα ϋξυπνο φλασ που ϊναβε μϐνο ϐςο χρειαζϐταν και ϐταν το φωσ όταν πολϑ λύγο για την ταχϑτητα του φιλμ. Η πϐρτα του χϔρου αποςκευϔν ςτην κοιλιϊ του καώμϊςτερ κρεμϐταν ανοιχτό. Ακριβϔσ απϐ κϊτω υπόρχε ϋνασ ςωρϐσ απϐ χϔμα ϐπου αναςϊλευαν πρϊγματα. Ο Ντισ το εύδε, προςπϋραςε κϊνα δυο βόματα με τη φϐρα που εύχε και κοκϊλωςε ςαν ςτόλη ϊλατοσ. Σϔρα η καρδιϊ του εκτϐσ απϐ φϐβο πλημμϑριςε κι απϐ ϊγρια, ανεξϋλεγκτη χαρϊ. Σι καλϊ που εύχαν ϋρθει ϐλα ϋτςι! Ναι, ςκϋφτηκε, αλλϊ μην το πεισ τϑχη. Μην τολμόςεισ να το αποκαλϋςεισ τϑχη —οϑτε καν προαύςθημα. ωςτϊ. Δεν όταν τϑχη αυτϐ που τον εύχε κρατόςει καθηλωμϋνο ς' εκεύνο το ϊθλιο δωμϊτιο του μοτϋλ με το μιςοχαλαςμϋνο αιρκοντύςιον οϑτε προαύςθημα —οϑτε ακριβϔσ προαύςθημα, εν πϊςη περιπτϔςει— αυτϐ που τον εύχε κολλόςει με τισ ϔρεσ ςτο τηλϋφωνο να καλεύ αεροδρϐμια ξεχαςμϋνα απϐ το θεϐ και να δύνει τον αριθμϐ του καώμϊςτερ ξανϊ και ξανϊ. Ϋταν καθαρϐ ϋνςτικτο, το ϋνςτικτο του ρεπϐρτερ, που τϔρα ϊρχιζε να αμεύβεται. Μϐνο που ετοϑτο εδϔ δεν όταν απλό ανταμοιβό. Ϋταν το τζϊκποτ, το Ελ Ντορϊντο, ϐλα τα λαχεύα του κϐςμου μαζύ. Ο Ντισ ςτϊθηκε μπροςτϊ ςτο ανοιχτϐ αμπϊρι του μικροϑ αεροπλϊνου και ςόκωςε τη φωτογραφικό του μηχανό ϐςο ψηλϐτερα μποροϑςε. Σο λουρύ, ακϐμα περαςμϋνο ςτο λαιμϐ του, τον ϋπνιξε. Βλαςτόμηςε. Ϊβγαλε το λουρύ. Εςτύαςε. Απϐ το κτύριο του αεροδρομύου ακοϑςτηκε καινοϑρια κραυγό —γυναύκασ ό παιδιοϑ αυτό τη φορϊ. Ο Ντισ οϑτε που το 192
πρϐςεξε. Ση ςκϋψη πωσ εκεύ μϋςα γινϐταν ςφαγό ακολοϑθηςε η ςκϋψη ϐτι η ςφαγό θα ϋκανε την ιςτορύα ακϐμα καλϑτερη και υςτϋρα οι δυο αυτϋσ ςκϋψεισ ξεχϊςτηκαν καθϔσ τρϊβηξε τρεισ απανωτϋσ πϐζεσ του Σςϋςνα, φροντύζοντασ να φαύνεται ο ανοιχτϐσ χϔροσ αποςκευϔν και ο αριθμϐσ ςτην ουρϊ. Ο Ντισ ςυνϋχιςε το τρϋξιμο. Ϊςπαςε καινοϑριο τζϊμι. Και πϊλι ϋνασ γδοϑποσ, καθϔσ ϊλλο ϋνα κορμύ εκςφενδονύςτηκε πϊνω ςτην ϊςφαλτο ςαν πϊνινη κοϑκλα, γεμιςμϋνη αντύ για ϊχυρο με κϊποιο πηχτϐ, ςκουρϐχρωμο υγρϐ ςαν ςιρϐπι. Ο Ντισ κούταξε ςτο εςωτερικϐ του κτιρύου, εύδε ςυγκεχυμϋνεσ κινόςεισ και κϊτι να φουςκϔνει ςαν πανύ, κϊτι που θα μποροϑςε να όταν κϊπα... αλλϊ όταν ακϐμα μακριϊ για να πει με ςιγουριϊ. τρϊφηκε. Σρϊβηξε ϊλλεσ δυο φωτογραφύεσ του ςκϊφουσ, αυτό τη φορϊ απϐ πολϑ κοντϊ. Σο ανοιχτϐ αμπϊρι και ο χωμϊτινοσ ςωρϐσ θα φαύνονταν καθαρϊ κι αναμφιςβότητα ςτην τυπωμϋνη φωτογραφύα. ίςτερα ϋκανε μεταβολό κι ϋτρεξε προσ το κτύριο. Σο γεγονϐσ ϐτι όταν οπλιςμϋνοσ μϐνο με μια Νύκον οϑτε που του πϋραςε απϐ το μυαλϐ. ταμϊτηςε δϋκα μϋτρα πριν απϐ την εύςοδο. Σρύα πτϔματα εκεύ. Δϑο ενόλικοι, μια γυναύκα κι ϋνασ ϊντρασ. Σο τρύτο θα μποροϑςε να εύναι εύτε μικρϐςωμη γυναύκα εύτε δεκατετρϊχρονο κορύτςι. Δϑςκολο να καταλϊβει εφϐςον ϋλειπε το κεφϊλι. Ο Ντισ ςημϊδεψε με την κϊμερα και τρϊβηξε γρόγορα ϋξι πϐζεσ απανωτϊ. Σο φλασ αναβϐςβηνε με το χαρακτηριςτικϐ λαμπρϐ φωσ του και ο αυτϐματοσ μηχανιςμϐσ ϊφηνε το γνϔριμο γουργουρητϐ ευχαρύςτηςησ. Σο μυαλϐ του Ντισ δεν ϋχανε ποτϋ το λογαριαςμϐ. Σο φιλμ εύχε τριϊντα ϋξι πϐζεσ. Εύχε τραβόξει ϋντεκα. Σου ϋμεναν εύκοςι πϋντε. τισ τςϋπεσ του χακύ παντελονιοϑ του εύχε κι ϊλλα φιλμ, ευτυχϔσ... αρκεύ να εύχε την ευκαιρύα να βϊλει καινοϑριο ςτη μηχανό. Δεν ϋπρεπε να βαςύζεται ς' αυτϐ, ϐμωσ. Με τϋτοιεσ 193
φωτογραφύεσ, ςε τϋτοιεσ ςυνθόκεσ, ϋπρεπε να τραβϊσ τισ ςκηνϋσ πριν αλλϊξουν τα πρϊγματα. Ο Ντισ ϋφταςε ςτο κτύριο κι ϊνοιξε διϊπλατα την πϐρτα. Πύςτευε ϐτι εύχε δει τα πϊντα, αλλϊ δεν εύχε δει ποτϋ τύποτα ςαν κι αυτϐ. Ποτϋ. Πϐςουσ; ρϔτηςε κλαψουρύζοντασ το μυαλϐ του. Πϐςουσ ϋφαγε; Ϊξι; Οχτϔ; Μια ντουζύνα; Αδϑνατον να πει. Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ εύχε μετατρϋψει την αύθουςα του μικροϑ ιδιωτικοϑ αεροδρομύου ςε κρεοπωλεύο. Κορμιϊ και κομμϊτια κορμιϔν κεύτονταν παντοϑ. Ο Ντισ εύδε ϋνα πϐδι, με μαϑρο, αθλητικϐ παποϑτςι μϊρκασ Κονβϋρσ. Σο φωτογρϊφιςε. Ϊνα ανοιγμϋνο ςτόθοσ. Σο φωτογρϊφιςε. Πιο πϋρα εύδε ϋναν ϊντρα, με φϐρμα μηχανικοϑ, που ςϊλευε ακϐμα και που για μια αλλϐκοτη ςτιγμό του φϊνηκε πωσ όταν ο Ϊζρα, ο Μηχανικϐσ τησ Μεγϊλησ οϑρασ απϐ το Αεροδρϐμιο τησ Κομητεύασ Κϊμπερλαντ, αλλϊ αυτϐσ ο τϑποσ δεν εύχε απλϔσ φαλϊκρα· εύχε πολϑ ςοβαρϐτερο πρϐβλημα. Σο πρϐςωπο του όταν ανοιγμϋνο ςτα δυο, απϐ το μϋτωπο ωσ το πιγοϑνι. Η μϑτη όταν δυο ςϊρκινεσ λωρύδεσ, θυμύζοντασ ςτον Ντισ, για κϊποιο μυςτόριο λϐγο, λουκϊνικο Υρανκφοϑρτησ κομμϋνο ςτη μϋςη κι ϋτοιμο για τηγϊνιςμα. Ο Ντισ τον φωτογρϊφιςε. Και ξαφνικϊ, ϋτςι ςτα καλϊ καθοϑμενα, κϊτι μϋςα του επαναςτϊτηςε και τον πρϐςταξε Υτϊνει πια! με τϐςο αυταρχικό φωνό, που όταν αδϑνατον να την αγνοόςει, πϐςο μϊλλον να αρνηθεύ. Υτϊνει πια! ταμϊτα! Σϋρμα ωσ εδϔ! τον τούχο εύδε ϋνα ζωγραφιςτϐ βϋλοσ κι απϐ κϊτω τα γρϊμματα WC. Ο Ντισ ϋτρεξε προσ τα εκεύ που ϋδειχνε το βϋλοσ, με την κϊμερα να χοροπηδϊει πϊνω ςτο ςτόθοσ του. Ϊτυχε οι πρϔτεσ τουαλϋτεσ που βρόκε να εύναι των αντρϔν, αλλϊ δε θα τον ϋνοιαζε ακϐμη κι αν όταν των 194
εξωγόινων. Ϊκλαιγε με δυνατϊ, βραχνϊ αναφιλητϊ και του όταν αδϑνατον να πιςτϋψει ϐτι αυτού οι όχοι ϋβγαιναν απϐ το δικϐ του λαρϑγγι. Εύχε πϊρα πολλϊ χρϐνια να κλϊψει. Ϋταν ακϐμα παιδύ την τελευταύα φορϊ. Μποϑκαρε απϐ την ανοιχτό πϐρτα, γλιςτρϔντασ ςαν ςκιϋρ που ϋχει χϊςει τον ϋλεγχο, κι αρπϊχτηκε απϐ το δεϑτερο νιπτόρα ςτη ςειρϊ. Με το που ϋςκυψε το κεφϊλι, τα ϋβγαλε ϐλα ς' ϋνα παχϑ, δϑςοςμο ρυϊκι, τϐςο ορμητικϐ, που πιτςύλιςε το πρϐςωπο του και γϋμιςε τον καθρϋφτη πηχτοϑσ, καφετιοϑσ λεκϋδεσ. Μϑριςε το μιςοχωνεμϋνο κοτϐπουλο Κρεϐλ που εύχε φϊει ςκυμμϋνοσ πϊνω απϐ το τηλϋφωνο, ςτο δωμϊτιο του μοτϋλ —λύγο πριν πετϑχει διϊνα και φϑγει τρϋχοντασ για το αεροπλϊνο του— και ξανϊκανε εμετϐ, ςυνοδευϐμενο αυτό τη φορϊ απϐ ϋνα αηδιαςτικϐ ρϋψιμο, ςαν υπερθερμαςμϋνη μηχανό, ϋτοιμη να ςπϊςει τα γρανϊζια τησ. Φριςτϋ μου, ςκϋφτηκε. Φριςτϋ μου, δεν εύναι ϊνθρωποσ, δεν μπορεύ να εύναι ϊνθρωποσ.. - Σϐτε όταν που ϊκουςε τον όχο. Ϋταν ϋνασ όχοσ που τον εύχε ξανακοϑςει χιλιϊδεσ φορϋσ, ϋνασ όχοσ οικεύοσ ςτη ζωό κϊθε αρςενικοϑ Αμερικανοϑ, που αυτό τη φορϊ τον γϋμιςε μ' ϋνα ςχεδϐν υπερφυςικϐ τρϐμο και μια αγωνύα που ϐμοια τησ δεν εύχε ξανανιϔςει ποτϋ του. Ϋταν ο όχοσ που ακοϑγεται ϐταν κατουρϊει ϋνασ ϊντρασ. Μϐνο που, παρ' ϐτι ϋβλεπε και τα τρύα ουρητόρια τησ τουαλϋτασ ςτο λερωμϋνο απϐ τουσ εμετοϑσ καθρϋφτη, δεν ϋβλεπε κανϋναν ϊνθρωπο ςε κανϋνα απϐ τα τρύα. Ο Ντισ ςκϋφτηκε: Οι βρικϐλακεσ δεν ϋχουν εύδωλο... ίςτερα εύδε ϋνα κοκκινωπϐ υγρϐ να χτυπϊει την πορςελϊνη του μεςαύου απϐ τα τρύα ουρητόρια, το εύδε να κυλϊει πϊνω ςτην πορςελϊνη, να περιδινεύται και να πϋφτει μϋςα ςτισ τρϑπεσ τησ μεταλλικόσ ςχϊρασ ςτο κϋντρο. 195
Δεν υπόρχε πύδακασ ςτον αϋρα· τον εύδε μϐνο ϐταν όρθε ς' επαφό με την πορςελϊνη. Σϐτε ϋγινε ορατϐσ. Ο Ντισ πϊγωςε. Ϊμεινε απϐλυτα ακύνητοσ, με τα χϋρια ςτα πλαώνϊ του νιπτόρα, με το λαιμϐ, το ςτϐμα και τη μϑτη του γεμϊτα απϐ την ξινό μυρωδιϊ και τη γεϑςη του κοτϐπουλου Κρεϐλ, παρακολουθϔντασ το απύςτευτο κι ϐμωσ τϐςο πεζϐ θϋαμα που εκτυλιςςϐταν μπροςτϊ ςτα μϊτια του. τϋκομαι και κοιτϊζω ϋνα βρικϐλακα που κατουρϊει. ςκϋφτηκε μουδιαςμϋνοσ. Λεσ και δεν εύχε τϋλοσ το κοκκινωπϐ υγρϐ να χτυπϊει ςτην πορςελϊνη, να γύνεται ορατϐ και να κυλϊει με ςτροβύλουσ ςτη ςχϊρα τησ αποχϋτευςησ. Ο Ντισ ςτεκϐταν με τα χϋρια καρφωμϋνα ςτα πλαώνϊ του νιπτόρα ϐπου εύχε κϊνει εμετϐ, κούταζε ςαν μαρμαρωμϋνοσ τον καθρϋφτη κι ϋνιωθε ςαν κολλημϋνο γρανϊζι ςε μια τερϊςτια, ςταματημϋνη μηχανό. Εύμαι ςχεδϐν ςύγουρα καταδικαςμϋνοσ, ςκϋφτηκε. τον καθρϋφτη εύδε το χρωμιωμϋνο χεροϑλι να πιϋζεται απϐ μϐνο του προσ τον τούχο. Νερϐ ϋτρεξε απϐ το καζανϊκι. Ο Ντισ ϊκουςε ϋνα θρϐιςμα κι ϋνα πλατϊγιςμα και κατϊλαβε ϐτι όταν κϊπα, με την ύδια βεβαιϐτητα που όξερε πωσ αν ςτρεφϐταν μποροϑςε ϊνετα να αφαιρϋςει το «ςχεδϐν ςύγουρα» απϐ την τελευταύα ςκϋψη του. Ϊμεινε εκεύ που όταν, με τισ παλϊμεσ του κολλημϋνεσ ςτισ κϐχεσ του νιπτόρα. Μια χαμηλό, βαθιϊ φωνό, που δεν εύχε ηλικύα, ακοϑςτηκε ακριβϔσ απϐ πύςω του. Ο κϊτοχοσ τησ βριςκϐταν τϐςο κοντϊ του, που ο Ντισ ϋνιωςε την ψυχρό ανϊςα του πϊνω ςτο ςβϋρκο του. «Με παρακολουθεύσ», εύπε η φωνό που δεν εύχε ηλικύα. Ο Ντισ βϐγκηξε. «Ναι», εύπε η φωνό που δεν εύχε ηλικύα, ςαν να εύχε διαφωνόςει μαζύ τησ ο Ντισ. «Βλϋπεισ, το ξϋρω. Σα ξϋρω ϐλα για 196
ςϋνα. Και τϔρα, ϊκουςε καλϊ, αδιϊκριτε φύλε μου, γιατύ δε θα ςου το ξαναπϔ: ταμϊτα να με ακολουθεύσ». Ο Ντισ βϐγκηξε πϊλι· ϋνασ όχοσ ςαν κλαψοϑριςμα ςκϑλου. Και μοϑςκεψε πϊλι το παντελϐνι του. «Ωνοιξε τη μηχανό ςου», εύπε αυτό η φωνό που δεν εύχε ηλικύα. Σο φιλμ! φϔναξε ϋνα κομμϊτι του μυαλοϑ του Ντισ. Σο φιλμ μου! ή,τι πολυτιμϐτερο ϋχω! Οι φωτογραφύεσ μου! Ωλλο ϋνα ξερϐ πλατϊγιςμα, ςαν απϐ φτερϊ νυχτερύδασ. Παρ' ϐλο που ο Ντισ δεν ϋβλεπε τύποτε, αιςθϊνθηκε το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη να ϋρχεται πιο κοντϊ του. «Σϔρα». Σο φιλμ δεν όταν το μϐνο που εύχε. Εύχε και τη ζωό του. Ϊςτω και τϋτοια που όταν. Εύδε τον εαυτϐ του να ςτρϋφεται ςαν ςβοϑρα και ν' αντικρύζει αυτϐ που δεν μποροϑςε να του δεύξει ο καθρϋφτησ· εύδε τον εαυτϐ του να βλϋπει το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη, το φύλο του τον νυχτερύδα, ϋνα γκροτϋςκο πλϊςμα παςαλειμμϋνο με αύματα, ςχιςμϋνεσ ςϊρκεσ και τοϑφεσ απϐ ξεριζωμϋνα μαλλιϊ. Εύδε τον εαυτϐ του να τραβϊει τη μια φωτογραφύα μετϊ την ϊλλη με το μοτϋρ τησ μηχανόσ να βουύζει... αλλϊ δε θα ϋβγαινε τύποτα. Σύποτε απολϑτωσ. Γιατύ οι βρικϐλακεσ δεν αποτυπϔνονται οϑτε ςε φιλμ. «Εύςαι πραγματικϐσ», εύπε βραχνϊ χωρύσ να ςαλϋψει, λεσ και τα χϋρια του εύχαν γύνει ϋνα με το νιπτόρα. «Σο ύδιο κι εςϑ», απϊντηςε η φωνό χωρύσ ηλικύα κι αυτό τη φορϊ ο Ντισ μϑριςε αρχαύεσ κρϑπτεσ και ςφραγιςμϋνουσ τϊφουσ ςτην ανϊςα τησ. «Προσ το παρϐν, τουλϊχιςτον. Εύναι η τελευταύα ςου ευκαιρύα, αδιϊκριτε, επύδοξε βιογρϊφε μου. Ωνοιξε την κϊμερα, αλλιϔσ θα το κϊνω εγϔ». 197
Με χϋρια που τα ϋνιωθε εντελϔσ μουδιαςμϋνα, ο Ντισ ϊνοιξε τη Νύκον. Μια ςφυριχτό πνοό αϋρα χϊιδεψε το πλϊι του προςϔπου του· όταν ςαν να πϋραςαν δύπλα του παγωμϋνα, κινοϑμενα ξυρϊφια. Εύδε ςτιγμιαύα ϋνα μακρουλϐ, ϊςπρο χϋρι, γεμϊτο λεπτϊ ρυϊκια αύματοσ. Εύδε ςουβλερϊ νϑχια, βρϐμικα απϐ χϔμα. ίςτερα το φιλμ τραβόχτηκε και ξανατυλύχτηκε ξανϊ ρολϐ ςτον αϋρα, καθϔσ ϋμεινε να κρϋμεται ϋξω απϐ την κϊμερα . Πϊλι ϋνα ξερϐ πλατϊγιςμα. Ωλλη μια δϑςοςμη ανϊςα. Για μια ςτιγμό ο Ντισ πύςτεψε ϐτι ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ θα τον ςκϐτωνε τελικϊ. ίςτερα εύδε ςτον καθρϋφτη την πϐρτα των τουαλετϔν για ϊντρεσ ν' ανούγει μϐνη τησ. Δε με χρειϊζεται, ςκϋφτηκε. Πρϋπει να ϋφαγε πολϑ καλϊ απϐψε. Αμϋςωσ μετϊ ξϋραςε πϊλι, αυτό τη φορϊ πϊνω ςτην αντανϊκλαςη του προςϔπου του ςτον καθρϋφτη ϐπου κοιτοϑςε. Η πϐρτα επανόλθε ςτη θϋςη τησ κι ϋκλειςε. Ο Ντισ ϋμεινε ςτην ύδια ακριβϔσ θϋςη τα τρύα επϐμενα λεπτϊ ό και περιςςϐτερο. Ϊμεινε εκεύ μϋχρι που ακοϑςτηκαν ςειρόνεσ. Ϊμεινε εκεύ μϋχρι που ϊκουςε το βόξιμο και ϑςτερα το μουγκρητϐ ενϐσ κινητόρα μικροϑ αεροπλϊνου. Ο κινητόρασ του Σςϋςνα καώμϊςτερ 337 αναμφύβολα. Σϐτε βγόκε απϐ τισ τουαλϋτεσ με πϐδια που τα ϋνιωθε εντελϔσ ξϋνα, χτϑπηςε ςτον απϋναντι τούχο του διαδρϐμου, ϋκανε πύςω και περπϊτηςε ωσ την αύθουςα. Γλύςτρηςε ςε μια λύμνη αύματοσ, παραπϊτηςε και παραλύγο να πϋςει. «Ακύνητοσ», οϑρλιαξε πύςω του ϋνασ αςτυνομικϐσ. «Μεύνε εκεύ 'που εύςαι! Ϊνα βόμα και ςου την ϊναψα! Ο Ντισ οϑτε που ςτρϊφηκε. «Δημοςιογρϊφοσ, κϐπανε», εύπε ςηκϔνοντασ ψηλϊ τη φωτογραφικό μηχανό ςτο ϋνα χϋρι και τη δημοςιογραφικό του ταυτϐτητα ςτο ϊλλο. Προχϔρηςε ωσ ϋνα απϐ τα ςπαςμϋνα 198
παρϊθυρα, με το καμϋνο φιλμ να κρϋμεται απϐ τη μηχανό του ςαν καφετιϊ ςερπαντύνα και ςτϊθηκε εκεύ, παρακολουθϔντασ το Σςϋςνα να τροχοδρομεύ ςτο διϊδρομο 5. Για μερικϋσ ςτιγμϋσ όταν απλϔσ ϋνα μαϑρο ςχόμα με φϐντο τα πϑρινα κϑματα φωτιϊσ ςτη γεννότρια και ςτισ εφεδρικϋσ δεξαμενϋσ, ϋνα ςχόμα που ϋμοιαζε αρκετϊ με νυχτερύδα. ίςτερα ςηκϔθηκε ςτον αϋρα και εξαφανύςτηκε. Ο αςτυνομικϐσ τον ϊρπαξε απϐ πύςω και τον κοπϊνηςε ςτον τούχο με τϐςη δϑναμη που ϊνοιξε η μϑτη του, αλλϊ δεν τον ϋνοιαξε. Σύποτε δεν τον ϋνοιαζε πια. Κι ϐταν οι λυγμού βρόκαν το δρϐμο να ξεπηδόςουν και πϊλι απϐ το ςτόθοσ του, ϋκλειςε τα μϊτια, αλλϊ και πϊλι ϋβλεπε τα κοκκινωπϊ οϑρα του Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη να χτυπϊνε ςτην πορςελϊνη, να γύνονται ορατϊ και να περιδινοϑνται προσ την αποχϋτευςη. Νϐμιςε πωσ θα τα ϋβλεπε για πϊντα.
199
Ο Παπύ Ο ϋρινταν περιπολοϑςε αργϊ κατϊ μόκοσ του εμπορικοϑ κϋντρου, ϐταν το παιδϊκι βγόκε ϋξω ςπρϔχνοντασ τη δύφυλλη κεντρικό εύςοδο, κϊτω απϐ τη μεγϊλη φωτεινό επιγραφό που ϋγραφε ΚΑΖΙΝΣΑΟΤΝ. Ϋταν αγϐρι· ύςωσ ϋνα ψηλϐ τρύχρονο και ςύγουρα ϐχι μεγαλϑτερο απϐ πϋντε. Σο πρϐςωπο του εύχε μια ϋκφραςη την οπούα ο ϋρινταν εύχε μϊθει ν' αναγνωρύζει με την πρϔτη ματιϊ. Προςπαθοϑςε να μην κλϊψει, αλλϊ ςϑντομα θα το ϋκανε. Ο ϋρινταν ςταμϊτηςε για μια ςτιγμό, καθϔσ τον πλημμϑριςε το γνϔριμο κϑμα αυτοςιχαςιϊσ, αν και κϊθε φορϊ που ϋπαιρνε ϋνα παιδϊκι αυτϐ το ςυναύςθημα γινϐταν ϐλο και λιγϐτερο πιεςτικϐ. Σην πρϔτη φορϊ ϋκανε μια βδομϊδα να κοιμηθεύ. κεφτϐταν ςυνϋχεια εκεύνον το χοντρϐ, λιγδιϊρη Σοϑρκο που αποκαλοϑςε τον εαυτϐ του Μύςτερ Μϊτζικ κι αναρωτιϐταν τι ϋκανε ςτα παιδϊκια. «Πηγαύνουν βαρκϊδα, κϑριε ϋρινταν», του εύχε πει ο Σοϑρκοσ, μϐνο που ακοϑςτηκε ςαν Πιγκαύνουν μπαρκϊντα, κϑριε ιϋρινταν. Και εύχε χαμογελϊςει. Κι αν θϋλεισ το καλϐ ςου, δε θα με ρωτόςεισ περιςςϐτερα, ϋλεγε το χαμϐγελο, καθαρϊ και δυνατϊ, χωρύσ ξενικό προφορϊ. Ο ϋρινταν δεν εύχε ρωτόςει περιςςϐτερα, χωρύσ αυτϐ να ςημαύνει ϐτι εύχε πϊψει ν' αναρωτιϋται. Ειδικϊ αργϐτερα, ϐταν ςτριφογυρνοϑςε και ύδρωνε ςτο κρεβϊτι του κι ευχϐταν να μποροϑςε να τα ξανακϊνει ϐλα απϐ την αρχό, ϔςτε να τ' αντιςτρϋψει, να φϑγει μακριϊ απϐ τον πειραςμϐ. Ση δεϑτερη φορϊ όταν εξύςου ϊςχημα... την τρύτη λύγο καλϑτερα... και την τϋταρτη... ςχεδϐν ϋπαψε ν' αναρωτιϋται για την «μπαρκϊντα» και τι μπορεύ να περύμενε τα παιδϊκια ςτο τϋλοσ τησ βϐλτασ. 200
Ο ε'ρινταν οδόγηςε το κλειςτϐ φορτηγϊκι του ςε μια απϐ τισ θϋςεισ των αναπόρων, ακριβϔσ μπροςτϊ απϐ το εμπορικϐ κϋντρο. την καρϐτςα εύχε μια απϐ τισ ειδικϋσ πινακύδεσ με τισ οπούεσ προμόθευε η Πολιτεύα τουσ ςακϊτηδεσ. Η πινακύδα ϊξιζε το βϊροσ τησ ςε χρυςϊφι, γιατύ δεν κινοϑςε τισ υποψύεσ των φρουρϔν αςφαλεύασ του κϋντρου κι επιπλϋον αυτϋσ οι θϋςεισ ςτϊθμευςησ όταν τρομερϊ βολικϋσ και ςχεδϐν πϊντα ελεϑθερεσ. Κϊθε φορϊ παριςτϊνεισ ϐτι βγαύνεισ βϐλτα τυχαύα, αλλϊ πϊντα ϋχεισ κλϋψει μια αναπηρικό πινακύδα κανα δυο μϋρεσ νωρύτερα. τα κομμϊτια αυτϋσ οι μαλακύεσ. Ϋταν ςτριμωγμϋνοσ ϊςχημα κι αυτϐ το παιδϊκι εκεύ πϋρα θα του ϋλυνε μεγϊλα προβλόματα. Βγόκε απϐ το αυτοκύνητο και προχϔρηςε προσ το παιδύ, το οπούο κούταζε γϑρω του με ςυνεχϔσ αυξανϐμενο πανικϐ. Ναι, ςκϋφτηκε ο ϋρινταν, εύναι τουλϊχιςτον πϋντε, μπορεύ και ϋξι — απλϔσ εύναι πολϑ αδϑνατο. Κϊτω απϐ το ςκληρϐ λευκϐ φωσ των λαμπτόρων φθοριςμοϑ τησ ειςϐδου του καταςτόματοσ, το πρϐςωπο του αγοριοϑ φϊνταζε ϊςπρο ςαν πανύ, λεσ και δεν όταν απλϔσ φοβιςμϋνο αλλϊ ςοβαρϊ ϊρρωςτο. Ο ϋρινταν ςυμπϋρανε τελικϊ ϐτι η αρρϔςτια του μικροϑ όταν ςκϋτοσ φϐβοσ. Μεγϊλοσ φϐβοσ. υνόθωσ το αναγνϔριζε εϑκολα αυτϐ το ςυναύςθημα, γιατύ εύχε δει μπϐλικο φϐβο ςτον ύδιο του τον καθρϋφτη τον τελευταύο ϋνα ενϊμιςη χρϐνο. Σο παιδύ κούταζε με βλϋμμα ϐλο ελπύδα ϐςουσ το προςπερνοϑςαν, ανθρϔπουσ που ϋμπαιναν ςτο κϋντρο ανυπϐμονοι να ψωνύςουν κι ϊλλουσ που ϋβγαιναν φορτωμϋνοι πακϋτα, με ϑφοσ παραζαλιςμϋνο, ςχεδϐν ναρκωμϋνο απϐ μια αύςθηςη που οι ύδιοι προφανϔσ θεωροϑςαν ικανοπούηςη. Σο αγορϊκι, ντυμϋνο με τζιν και μπλουζϊκι με το ςόμα των Πύτςμπουργκ Πϋνγκουινσ, αναζητοϑςε βοόθεια. Αναζητοϑςε 201
κϊποιον να το προςϋξει και να δει πωσ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ, αναζητοϑςε κϊποιον να του κϊνει τη λυτρωτικό ερϔτηςη: Ϊχαςεσ τον μπαμπϊ ςου, παιδύ μου; Ϋταν ϐ,τι ϋπρεπε. Αναζητοϑςε ϋνα φύλο. Εγϔ εύμαι εδϔ, ςκϋφτηκε ο ϋρινταν, πληςιϊζοντασ. Εγϔ εύμαι εδϔ, μικροϑλη μου. Θα γύνω φύλοσ ςου. Κϐντευε να φτϊςει το παιδύ, ϐταν εύδε ϋναν απϐ τουσ τϑπουσ τησ ιδιωτικόσ αςτυνομύασ που φρουροϑςε το κϋντρο να κινεύται ανϊμεςα ςτο πλόθοσ των πελατϔν προχωρϔντασ προσ την ϋξοδο. Εύχε χϔςει το χϋρι ςτην τςϋπη, ψϊχνοντασ προφανϔσ τα τςιγϊρα του. θα ϋβγαινε, θα ϋβλεπε το παιδύ και η ςύγουρη ψαριϊ του ϋρινταν θα γινϐταν καπνϐσ. κατϊ, εύπε μϋςα του. Σουλϊχιςτον δε θα τον τςϊκωνε ο μπϊτςοσ να μιλϊει με το παιδϊκι, θα μποροϑςε να όταν και χειρϐτερα. Ο ϋρινταν αποτραβόχτηκε λύγο κι ϋκανε κι αυτϐσ πωσ ϋψαχνε τισ τςϋπεσ του, ςαν να 'θελε να ςιγουρευτεύ ϐτι εύχε κϊπου τα κλειδιϊ του. Σο βλϋμμα του πόγε απϐ το παιδύ ςτον αςτυνομικϐ και ξανϊ ςτο παιδύ. Ο μικρϐσ εύχε αρχύςει να κλαύει. ήχι ςτριγκλιϋσ, ϐχι ακϐμα, μϐνο μεγϊλα, τρομαγμϋνα δϊκρυα ςτα οπούα η κϐκκινη φωτεινό επιγραφό του ΚΑΖΙΝΣΑΟΤΝ προςϋδιδε ρϐδινη απϐχρωςη καθϔσ κυλοϑςαν ςτα απαλϊ μαγουλϊκια. Η νεαρό υπϊλληλοσ ςτο κουβοϑκλιο των Πληροφοριϔν ϋκανε νϐημα ςτον αςτυνομικϐ να ςταθεύ και κϊτι του εύπε. Ϋταν ϐμορφη, μελαχρινό, ϐχι πϊνω απϐ εύκοςι πϋντε. Εκεύνοσ όταν κατϊξανθοσ, με μουςτϊκι. Καθϔσ ο μπϊτςοσ ςτηρύχτηκε ςτουσ αγκϔνεσ του πϊνω ςτο γκιςϋ και τησ χαμογϋλαςε, ο ϋρινταν ςκϋφτηκε ϐτι αυτού οι δυο ϋμοιαζαν με διαφόμιςη μϊρκασ τςιγϊρων ςε οπιςθϐφυλλο περιοδικοϑ: ϋναΛϊχι, Γεϑςη απϐ ϊλεμ και τα λοιπϊ. Αυτϐσ πϋθαινε απϐ αγωνύα εκεύ ϋξω κι αυτού οι δυο εύχαν πιϊςει ψιλό κουβεντοϑλα —τι θα κϊνεισ μετϊ τη 202
δουλειϊ, κοϑκλα, εύςαι για ϋνα ποτϐ ςτο καινοϑριο μαγαζύ που ϊνοιξε και μπλα μπλα μπλα. Σϔρα η κοπϋλα του ϋκανε κανονικϊ τα γλυκϊ μϊτια. Πολϑ χαριτωμϋνο. Ξαφνικϊ, ο ϋρινταν αποφϊςιςε ν' αρπϊξει την ευκαιρύα. Σο ςτόθοσ του παιδιοϑ τρανταζϐταν απϐ αναφιλητϊ κι απϐ τη ςτιγμό που θα ϋμπηγε κανονικϊ τισ τςιρύδεσ κϊποιοσ θα το πρϐςεχε οπωςδόποτε. Σου ϋρινταν δεν του ϊρεςε καθϐλου που όταν αναγκαςμϋνοσ να κινηθεύ ϋχοντασ ϋναν μπϊτςο ςε απϐςταςη εύκοςι μϋτρων το πολϑ, αλλϊ, αν δεν κϊλυπτε τη χαςοϑρα του ςτου Ρϋτζι μϋςα ςτο επϐμενο εικοςιτετρϊωρο, θα τον επιςκϋπτονταν δυο μπρϊβοι, κανονικϊ κτόνη, που θα του ϋκαναν επιτϐπου μια ιδιϐρρυθμη πλαςτικό επϋμβαςη ςτα χϋρια, αφόνοντασ τον με κϊμποςα ζευγϊρια αγκϔνεσ παραπϊνω απϐ τουσ δυο που εύχε απϐ γεννηςιμιοϑ τ ου. Ο ϋρινταν πλεϑριςε το παιδϊκι. Ϋταν ϋνασ ψηλϐσ ϊντρασ, με καθημερινϊ ροϑχα· λευκϐ πουκϊμιςο και χακύ παντελϐνι. Ϊνασ ϊντρασ με ςυμπαθητικϐ, ςυνηθιςμϋνο πρϐςωπο που ϊφηνε καλό εντϑπωςη με την πρϔτη ματιϊ. Ϊςκυψε προσ το αγϐρι, λυγύζοντασ τα γϐνατα του και ςτηρύζοντασ τισ παλϊμεσ του ςτουσ μηροϑσ, και το παιδύ ϋςτρεψε αμϋςωσ προσ αυτϐν το χλομϐ, τρομαγμϋνο προςωπϊκι του. Σα μϊτια του όταν καταπρϊςινα, ςαν ςμαρϊγδια, και το αςυνόθιςτο χρϔμα τουσ τονιζϐταν ακϐμα περιςςϐτερο απϐ τα ρϐδινα δϊκρυα που τα πλημμϑριζαν. «Ϊχαςεσ τον μπαμπϊ ςου, αγϐρι μου;» ρϔτηςε ο ϋρινταν. «Σον Παπύ μου», εύπε το παιδύ, ςφουγγύζοντασ τα μϊτια του. «Δε... δεν βρύςκω τον Πα-Πα-Πϊπι μου!» Σϐτε όταν που ο μικρϐσ ϋμπηξε τα κλϊματα για τα καλϊ. Μια γυναύκα που ϋμπαινε εκεύνη τη ςτιγμό ςτο κϋντρο ςτρϊφηκε και τον κούταξε κϊπωσ ανόςυχη. «Δεν εύναι τύποτα», τησ εύπε ο ϋρινταν και η γυναύκα ςυνϋχιςε το δρϐμο τησ. Ο ϋρινταν αγκϊλιαςε παρηγορητικϊ το 203
αγϐρι απϐ τουσ ϔμουσ και το τρϊβηξε λύγο δεξιϐτερα... προσ την κατεϑθυνςη του κλειςτοϑ φορτηγοϑ. ίςτερα ςτρϊφηκε και κούταξε πύςω, ςτο εςωτερικϐ του εμπορικοϑ κϋντρου. Ο ιδιωτικϐσ αςτυνομικϐσ τϔρα εύχε κολλόςει το κεφϊλι του ςτο κεφϊλι τησ κοπϋλασ ςτισ Πληροφορύεσ. Απ' ϐ,τι ϋδειχναν τα πρϊγματα, το βρϊδυ ο τϑποσ δε θα ϊναβε μϐνο το τςιγαρϊκι τησ κοπελιϊσ. Ο ϋρινταν ηςϑχαςε κϊπωσ. τη φϊςη που βριςκϐταν τϔρα, ο μπϊτςοσ δε θα ϋπαιρνε χαμπϊρι ακϐμη κι αν γινϐταν ϋνοπλη ληςτεύα ςτην τρϊπεζα του εμπορικοϑ κϋντρου, που βριςκϐταν δεξιϊ τησ ειςϐδου, απϋναντι απϐ το γκιςϋ των Πληροφοριϔν. Η δουλειϊ ϊρχιζε να φαύνεται πολϑ εϑκολη. «Θϋλω τον Παπύ μου!» κλαψοϑριςε το παιδύ. «Βεβαύωσ, αγϐρι μου, βεβαύωσ, θα πϊμε αμϋςωσ να τον βροϑμε τον μπαμπϊ ςου. Μην ανηςυχεύσ». Ο ϋρινταν τρϊβηξε το μικρϐ ακϐμη λύγο δεξιϐτερα. «Σον Παπύ μου», τον διϐρθωςε το αγϐρι κοιτϊζοντασ τον ϐλο ελπύδα. «Μπορεύσ να τον βρεισ; Αλόθεια μπορεύσ, κϑριε;» «Βεβαύωσ!» απϊντηςε ο ϋρινταν και χαμογϋλαςε εγκϊρδια. «Να βρύςκω χαμϋνουσ Πϊπιδεσ εύναι, κατϊ κϊποιο τρϐπο, η ειδικϐτητα μου». «Αλόθεια;» Σο παιδϊκι ςχεδϐν χαμογϋλαςε, παρ' ϐλο που όταν ακϐμα δακρυςμϋνο. «ύγουρα πρϊγματα», εύπε ο ϋρινταν, κοιτϊζοντασ ξανϊ μϋςα για να ςιγουρευτεύ ϐτι ο μπϊτςοσ, τον οπούο μϐλισ που ϋβλεπε πια (και ο οπούοσ όταν ςχεδϐν αδϑνατον να διακρύνει τον ϋρινταν και το παιδύ, ακϐμη κι αν τϑχαινε να κοιτϊξει ϋξω), εξακολουθοϑςε να εύναι ςτον κϐςμο του. Ϋταν. «Σι φοροϑςε ο Παπύ ςου, χρυςϐ μου;» «Σο κοςτοϑμι του», αποκρύθηκε το αγϐρι. «Σο φορϊει ςχεδϐν πϊντα. Μϐνο μια φορϊ τον ϋχω δει με τζιν». Μιλοϑςε λεσ και ο ϋρινταν όξερε τα πϊντα για τον Παπύ του. 204
«Εύμαι ςύγουροσ ϐτι το κοςτοϑμι του όταν μαϑρο», εύπε ο ϋρινταν. Σα μϊτια του παιδιοϑ ϊςτραψαν. «Σον εύδεσ! Ποϑ;» Ξεχνϔντασ τα δϊκρυα του ςτρϊφηκε κι ϋκανε να προχωρόςει προσ την εύςοδο του κϋντρου. Ο ϋρινταν με το ζϐρι κρατόθηκε να μην αρπϊξει το αςπρουλιϊρικο κωλϐπαιδο απϐ το ςβϋρκο για να το ςταματόςει. Κϊτι τϋτοιο δεν όταν διϐλου ςυνετϐ. Δεν ϋπρεπε να δημιουργόςει ςκηνό. Δεν ϋπρεπε να κϊνει κϊτι που οι ϊνθρωποι θα θυμοϑνταν αργϐτερα. Ϊπρεπε να μπϊςει το μικρϐ ςτο φορτηγϊκι του. Σο φορτηγϊκι εύχε παντοϑ φιμϋ τζϊμια, εκτϐσ απϐ το παρμπρύζ· όταν ςχεδϐν αδϑνατον να δει κανεύσ ςτο εςωτερικϐ του, παρϊ μϐνο αν κολλοϑςε τα μοϑτρα του μπροςτϊ. Πρϔτα ϋπρεπε να μπϊςει το μικρϐ ςτο φορτηγϊκι. Ωπλωςε το χϋρι του και τον ϊγγιξε ςτον ϔμο. «Δεν τον εύδα μϋςα, αγϐρι μου. Σον εύδα εκεύ πϋρα». Ο ϋρινταν ϋδειξε ςτην πϋρα ϊκρη του τερϊςτιου πϊρκινγκ με τισ ατϋλειωτεσ ςειρϋσ των ςταθμευμϋνων αυτοκινότων. Εκεύ υπόρχε ϋνασ μικρϐσ αςφαλτϐδρομοσ και ςτο τϋρμα του διακρινϐταν καθαρϊ η φωτεινό, κύτρινη, διπλό αψύδα, ςόμα κατατεθϋν των Μακντϐναλντσ. «Γιατύ να πϊει ϋχει ο Παπύ;» ρϔτηςε το αγϐρι, λεσ και ό ο ϋρινταν ό ο Παπύ του εύχαν τρελαθεύ. «Δεν ξϋρω», απϊντηςε ο ϋρινταν. Σο μυαλϐ του δοϑλευε με τα χύλια, ϐπωσ γινϐταν πϊντα ϐταν ϋφτανε ςτο ςημεύο ςτο οπούο τα πρϊγματα ζορύζουν και ό γύνεται ςωςτϊ η δουλειϊ ό τα ςκοτϔνεισ και πασ για ϊλλα. Παπύ. ήχι μπαμπϊσ οϑτε μπαμπϊκασ, αλλϊ Παπύ. Σο παιδύ τον εύχε διορθϔςει. άςωσ το Παπύ να ςόμαινε τελικϊ παπποϑσ. Μϊλλον, αποφϊςιςε ο ϋρινταν. «Εύμαι ςύγουροσ, πϊντωσ, ϐτι όταν αυτϐσ», πρϐςθεςε. «Ηλικιωμϋνοσ, με μαϑρο κοςτοϑμι . Ωςπρα μαλλιϊ... πρϊςινη γραβϊτα...» 205
«Ο Παπύ φϐρεςε την μπλε γραβϊτα του», εύπε το αγϐρι. «Ξϋρει ϐτι μ' αρϋςει πιο πολϑ απ' ϐλεσ». «Ναι, μπορεύ να όταν και μπλε», εύπε ο ϋρινταν. «Μ' αυτϊ τα φϔτα μπερδεϑεται κανεύσ. Ϊλα, ανϋβα ςτο φορτηγϊκι. θα ςε πϊω μϋχρι εκεύ να τον βρεισ». «Εύςαι ςύγουροσ ϐτι όταν ο Παπύ; Σι να πϊει να κϊνει εκεύ που οι ϊνθρωποι...» Ο ϋρινταν αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. «Ωκου, παιδύ μου, αν νομύζεισ ϐτι δεν όταν αυτϐσ, καλϑτερα να πασ να ψϊξεισ μϐνοσ ςου. Μπορεύ και να τον βρεισ τελικϊ». Και μ' αυτϐ, ϋκανε πωσ φεϑγει τραβϔντασ γραμμό προσ το αυτοκύνητο. Ο μικρϐσ δεν τςιμποϑςε. Ο ϋρινταν ςκϋφτηκε να γυρύςει πύςω, να δοκιμϊςει ξανϊ, αλλϊ εύχε όδη εκτεθεύ αρκετϊ· αν δεν κρατόςεισ ςωςτό απϐςταςη ςε τϋτοιεσ περιπτϔςεισ, πασ γυρεϑοντασ για εύκοςι χρϐνια κϊθειρξη ςτο Φϊμερτον Μπϋι. Καλϑτερα να δοκύμαζε ςε ϊλλο εμπορικϐ κϋντρο. το κϐτερβιλ ύςωσ. Ϋ ςτο... «Περύμενε, κϑριε!» Η φωνό του παιδιοϑ γεμϊτη πανικϐ. Και ϑςτερα ελαφριϊ βόματα απϐ αθλητικϊ παποϑτςια. «τϊςου! Σου εύπα ϐτι διψοϑςα και μπορεύ να ςκϋφτηκε ϐτι ϋπρεπε να πϊει ωσ εκεύ πϋρα για να μου βρει να πιω. Περύμενε!» Ο ϋρινταν ςτρϊφηκε χαμογελϔντασ καλοςυνϊτα. «Δε θα ςε ϊφηνα, παιδύ μου». Οδόγηςε το αγϐρι ςτο φορτηγϊκι, που όταν μοντϋλο τετραετύασ και εύχε ϋνα απροςδιϐριςτο μπλε χρϔμα. Ωνοιξε την πϐρτα και χαμογϋλαςε ςτο παιδύ. Εκεύνο τον κούταξε δϑςπιςτα, με τα πρϊςινα μϊτια του να λϊμπουν πϊνω ςτο κατϊχλομο πρϐςωπο, πελϔρια ςαν τα μϊτια των εγκαταλειμμϋνων παιδιϔν που φιγουρϊρουν ςυνόθωσ ςτα πρωτοςϋλιδα των βδομαδιϊτικων ταμπλϐιντ τϑπου Νϊςιοναλ Ιν και Ινςϊιντ Βύου. «Πϋρνα ςτο ςαλϐνι, καλϋ μου φύλε», αςτειεϑτηκε ο ϋρινταν, χαρύζοντασ ςτο παιδύ ϋνα χαμϐγελο ςχεδϐν φυςικϐ. 206
Ϋταν πραγματικϊ ανατριχιαςτικϐ το πϐςο καλϐσ εύχε γύνει ς' αυτό την απϊτη. Ο μικρϐσ ανϋβηκε ςτη θϋςη του ςυνοδηγοϑ. Δεν τον υποψιαζϐταν καν, αλλϊ απϐ τη ςτιγμό που ϋκλειςε την πϐρτα, ο πιςινϐσ του όταν πλϋον κτόμα του Μπριγκσ ϋρινταν. Μϐνο ϋνα πρϐβλημα εύχε ςτη ζωό του ο ϋρινταν κι αυτϐ δεν όταν ο ποδϐγυροσ, αν και του ϊρεςε ϐςο αρϋςει ςε κϊθε ϊντρα το θρϐιςμα μιασ φοϑςτασ ό το μεταξϋνιο ϊγγιγμα ενϐσ γυναικεύου εςωροϑχου. Δεν όταν οϑτε το πιοτϐ, αν και το εύχε ςυνόθειο να κατεβϊζει δυο τρύα ποτηρϊκια κϊθε βρϊδυ. Σο πρϐβλημα του ϋρινταν —το μοιραύο ελϊττωμα του, θα μποροϑςεσ να πεισ— όταν τα χαρτιϊ. Κϊθε εύδουσ χαρτοπαύγνιο, αρκεύ να υπόρχε τζϐγοσ. Εύχε χϊςει δουλειϋσ, πιςτωτικϋσ κϊρτεσ, το ςπύτι που του ϊφηςε η μητϋρα του. Σουλϊχιςτον δεν εύχε πϊει φυλακό ωσ τϔρα, αν κι απϐ τη ςτιγμό που ϋμπλεξε με τον κϑριο Ρϋτζι η φυλακό ϊρχιςε να μοιϊζει με τϐποσ αναψυχόσ ςυγκριτικϊ. Σου εύχε ςαλϋψει λιγϊκι εκεύνη τη νϑχτα. Εύναι προτιμϐτερο να χϊνεισ απϐ την αρχό μια και καλό, ςκεφτϐταν. Ωμα χϊνεισ απϐ την αρχό, αποθαρρϑνεςαι, τα παρατϊσ, γυρύζεισ ςπύτι ςου, βλϋπεισ λύγη τηλεϐραςη και πϋφτεισ για ϑπνο. Αν ϐμωσ κερδύςεισ λύγα ςτην αρχό, το κυνηγϊσ. Ο ϋρινταν εύχε κυνηγόςει την τϑχη του εκεύνη τη νϑχτα και εύχε καταλόξει να χρωςτϊει δεκαεφτϊ χιλιϊδεσ δολϊρια. Δεν το χωροϑςε ο νουσ του. Γϑριςε ςπύτι ςε φοβερό ϋξαψη, παραζαλιςμϋνοσ απϐ το μϋγεθοσ του ποςοϑ. ' ϐλη τη διϊρκεια τησ διαδρομόσ με το αυτοκύνητο επαναλϊμβανε ςυνεχϔσ ςτον εαυτϐ του ϐτι χρωςτοϑςε ςτον κϑριο Ρϋτζι ϐχι εφτακϐςια, ϐχι εφτϊ χιλιϊδεσ, αλλϊ δεκαεφτϊ χιλιϊδεσ δολϊρια. Κϊθε φορϊ που προςπαθοϑςε να ςυνειδητοποιόςει το ποςϐ τον ϋπιανε νευρικϐ γϋλιο κι ανϋβαζε την ϋνταςη του ραδιοφϔνου. 207
ήμωσ, δε γϋλαςε καθϐλου το βρϊδυ τησ επϐμενησ μϋρασ, ϐταν οι δυο γορύλεσ —αυτού που θα φρϐντιζαν να κϊνουν τα χϋρια του να ςτρύβουν μ' ϋνα ςωρϐ καινοϑριουσ, αςυνόθιςτουσ τρϐπουσ ϋτςι και δεν ξοφλοϑςε το χρϋοσ του— όρθαν και τον κουβϊληςαν ςηκωτϐ ςτο γραφεύο του κυρύου Ρϋτζι. «Θα πληρϔςω», ϊρχιςε να λϋει ο ϋρινταν με μια ανϊςα. «θα πληρϔςω, ακοϑςτε με, κανϋνα πρϐβλημα, κϊνα δυο μϋρεσ μϐνο, μια βδομϊδα το πολϑ, δϑο ςτη χειρϐτερη περύπτωςη... » «Με κουρϊζεισ, ϋρινταν», εύπε ο κϑριοσ Ρϋτζι. «Εγϔ... » «καςμϐσ. Λεσ να μην ξϋρω τι θα κϊνεισ αν ςου δϔςω διορύα μια βδομϊδα; θα κϊνεισ τρϊκα καμιϊ διακοςαριϊ απϐ κϊνα φύλο, αν ςου ϋμεινε φύλοσ να του κϊνεισ τρϊκα. Αν δεν μπορϋςεισ να βρεισ απϐ φύλουσ, θα χτυπόςεισ καμιϊ κϊβα... αν ϋχεισ τα κϐτςια, που πολϑ αμφιβϊλλω, αλλϊ ϐλα εύναι πιθανϊ». Ο κϑριοσ Ρϋτζι ϋςκυψε μπροςτϊ, ςτόριξε το πιγοϑνι του ςτισ παλϊμεσ και χαμογϋλαςε. Υοροϑςε κολϐνια του Σεντ Λαπιντϑσ. «Κι αν καταφϋρεισ να μαζϋψεισ ϋςτω και διακϐςια δολϊρια, τι θα τα κϊνεισ;» «Θα τα δϔςω ς' εςϊσ», τραϑλιςε ο ϋρινταν. Κϐντευαν να τον πϊρουν τα κλϊματα, «θα ςασ τα δϔςω αμϋςωσ!» «ήχι, δεν πρϐκειται», του εύπε ο κϑριοσ Ρϋτζι. «θα τα πασ ςτην τςϐχα και θα προςπαθόςεισ να τα κϊνεισ ν' αβγατύςουν. Κι εμϋνα θα ϋρθεισ να μου πεισ ϋνα κϊρο δικαιολογύεσ του κϔλου. Αυτό τη φορϊ εύςαι χωμϋνοσ ωσ το λαιμϐ, φύλε μου. Ψσ το λαιμϐ». Ο ϋρινταν δεν μπϐρεςε να κρατηθεύ ϊλλο· ϊρχιςε να κλαψουρύζει. «Σα παιδιϊ απϐ εδϔ μποροϑν να ςε ςτεύλουν ςτο νοςοκομεύο για πολϑ καιρϐ», εύπε ο κϑριοσ Ρϋτζι ςυλλογιςμϋνοσ. «θα ςε παςτϔςουν ςτο γϑψο και θα αναπνϋεισ με ςωληνϊκια». Σο κλαψοϑριςμα του ϋρινταν ϋγινε πιο ηχηρϐ. 208
«Θα κϊνω μια παραχϔρηςη», εύπε ο κϑριοσ Ρϋτζι κι ϋςπρωξε ϋνα διπλωμϋνο χαρτύ πϊνω ςτο γραφεύο του προσ το μϋροσ του ϋρινταν. «Μπορεύ να τα βρεύτε μ' αυτϐ τον τϑπο. Αποκαλεύ τον εαυτϐ του Μύςτερ Μϊτζικ, αλλϊ δεν εύναι παρϊ ϋνασ μαλϊκασ ςαν εςϋνα. Και τϔρα χϊςου. Να μου ξανϊρθεισ ςε μια βδομϊδα, θα ϋχω τισ μϊρκεσ ςου πϊνω ςτο γραφεύο. Ϋ θα μου τισ εξαργυρϔςεισ ό θα ςε αναλϊβουν τα φιλαρϊκια μου απϐ δω, τα οπούα, ϐπωσ λϋει και ο κρουπιϋρησ μασ, ϋτςι κι αρχύςουν μια δουλειϊ δε ςταματϊνε μϋχρι να την αποτελειϔςουν». Σο πραγματικϐ ϐνομα του Σοϑρκου όταν γραμμϋνο ς' εκεύνο το χαρτϊκι. Ο ϋρινταν πόγε και τον βρόκε κι ϋμαθε για τα παιδϊκια και τισ «μπαρκϊντεσ». Ο Μύςτερ Μϊτζικ του ανϋφερε επύςησ ϋνα ποςϐ αρκετϊ μεγαλϑτερο απ' αυτϐ που εκπροςωποϑςαν οι μϊρκεσ που εύχε ςτα χϋρια του ο κϑριοσ Ρϋτζι. Απϐ τϐτε ϊρχιςε ο ϋρινταν να κϊνει βϐλτεσ ςτα εμπορικϊ κϋντρα. Ϊβγαλε το φορτηγϊκι απϐ το μεγϊλο πϊρκινγκ του εμπορικοϑ κϋντρου, ϋλεγξε το δρϐμο και τον διϋςχιςε κϊθετα, μπαύνοντασ ςτον απϋναντι που ϋβγαζε αποκλειςτικϊ ςτα Μακντϐναλντσ. Σο παιδύ καθϐταν μπροςτϊ, ςτην ϊκρη τησ θϋςησ, με τα χϋρια του ςτηριγμϋνα ςτα γϐνατα, κοιτϊζοντασ ϐλο αγωνύα απϐ το παρμπρύζ. Ο ϋρινταν οδόγηςε το αυτοκύνητο προσ το κτύριο και μπαύνοντασ ςτον περύβολο πόρε ανοιχτό ςτροφό δεξιϊ και ςυνϋχιςε. «Γιατύ πασ απϐ το πύςω μϋροσ;» ρϔτηςε το παιδύ. «Πρϋπει να πϊμε απϐ την ϊλλη πϐρτα», του απϊντηςε ο ϋρινταν. «Κρατόςου, φιλαρϊκο. Νομύζω πωσ τον εύδα μϋςα». «Λεσ αλόθεια; Σον εύδεσ;» «Ναι, εύμαι απϐλυτα ςύγουροσ». Απϋραντη ανακοϑφιςη φϔτιςε ξαφνικϊ το παιδικϐ προςωπϊκι και ο ϋρινταν για μια ςτιγμό τον λυπόθηκε το μικρϐ —διϊβολε, δεν όταν οϑτε κϊνα τϋρασ οϑτε διεςτραμμϋνοσ μανιακϐσ, να πϊρει η ευχό! Αλλϊ οι διαβολεμϋνεσ οι μϊρκεσ ϐλο 209
και πλόθαιναν κϊθε φορϊ κι αυτϐ το κϊθαρμα ο Ρϋτζι όταν ικανϐσ να τον αφόςει να κρεμαςτεύ. Ετοϑτη τη φορϊ δεν όταν οϑτε δεκαεφτϊ χιλιϊδεσ οϑτε εύκοςι οϑτε εύκοςι πϋντε. Αυτό τη φορϊ ϋπρεπε να δϔςει τριϊντα ϋξι χιλιϊρικα, ολϐκληρη μεραρχύα δολαρύων, αν δεν όθελε ν' αποκτόςει καινοϑριο ζευγϊρι αγκϔνεσ ωσ το ϊββατο. ταμϊτηςε το φορτηγϊκι ςτην πύςω πλευρϊ του κτιρύου, δύπλα ςτουσ μεγϊλουσ ςκουπιδοτενεκϋδεσ. Εκεύ δεν όταν ςταθμευμϋνο κανϋνα αμϊξι. Ψραύα. το εςωτερικϐ τησ πϐρτασ του οδηγοϑ υπόρχε μια ελαςτικό θόκη για χϊρτεσ κι ϊλλα μικροπρϊγματα. Ο ϋρινταν ϋχωςε εκεύ το αριςτερϐ του χϋρι κι ϋβγαλε με τρϐπο ϋνα ζευγϊρι ατςϊλινεσ χειροπϋδεσ. Και τα δυο βραχιϐλια όταν ανοιχτϊ. «Γιατύ ςταματόςαμε εδϔ, κϑριε;» ρϔτηςε ο μικρϐσ. Ο φϐβοσ εύχε επιςτρϋψει ςτη φωνό του με διαφορετικό χροιϊ αυτό τη φορϊ. Προφανϔσ, εύχε καταλϊβει ξαφνικϊ ϐτι το να χϊςει τον Παπύ του δεν όταν ϐ,τι χειρϐτερο μποροϑςε να του ςυμβεύ εκεύνο το βρϊδυ. «Δε ςταματόςαμε, ϐχι», εύπε ο ϋρινταν παριςτϊνοντασ τον ϊνετο. Απϐ τη δεϑτερη φορϊ εύχε μϊθει ϐτι δεν ϋπρεπε να υποτιμϊ τα εξϊχρονα αγορϊκια, ειδικϊ τα πολϑ τρομαγμϋνα. Σο δεϑτερο παιδύ του εύχε ρύξει μια γερό κλοτςιϊ ςτ' αχαμνϊ και παραλύγο να του ξεφϑγει. «Μϐλισ θυμόθηκα ϐτι ξϋχαςα να φορϋςω τα γυαλιϊ μου ϐταν κϊθιςα ςτο τιμϐνι. Μπορεύ να μου αφαιρϋςουν το δύπλωμα. Σα γυαλιϊ μου εύναι μϋςα ς' εκεύνη τη θόκη, ςτο πϊτωμα. Ϊχει γλιςτρόςει προσ τη δικό ςου μεριϊ. Μου τη δύνεισ, ςε παρακαλϔ;» Σο αγϐρι ϋςκυψε να πιϊςει τη θόκη που όταν ϊδεια. Ο ϋρινταν τεντϔθηκε προσ την ύδια κατεϑθυνςη κι ϋκλειςε τη μια απϐ τισ χειροπϋδεσ ςτον καρπϐ του απλωμϋνου παιδικοϑ χεριοϑ παςτρικϊ και γρόγορα. Και τϐτε ϊρχιςαν τα ζϐρικα. Σϔρα δα δε ςκεφτϐταν ϐτι όταν λϊθοσ να υποτιμϊ κανεύσ τα εξϊχρονα; Σο 210
παλιϐπαιδο αγρύεψε ςαν ςτριμωγμϋνο λυκϐπουλο κι ϊρχιςε να παλεϑει με μια μυώκό δϑναμη που ο ϋρινταν δε θα πύςτευε ποτϋ ϐτι μποροϑςε να διαθϋτει ο ςυγκεκριμϋνοσ πιτςιρύκοσ αν δεν τη δοκύμαζε. Ο μικρϐσ τραβιϐταν, ϋςκυβε και ορμοϑςε προσ την πϐρτα, βγϊζοντασ κοφτϋσ, ςφυριχτϋσ ανϊςεσ και κϊτι αλλϐκοτεσ ψιλϋσ κραυγϋσ ςαν κρωξύματα πουλιοϑ. Κϊποια ςτιγμό ϋπιαςε το χεροϑλι. Η πϐρτα ϊνοιξε, αλλϊ το εςωτερικϐ φωτϊκι ςτην οροφό του αυτοκινότου δεν ϊναψε —ο ϋρινταν το εύχε ςπϊςει επύτηδεσ, μετϊ τη δεϑτερη βϐλτα του. Ο ϋρινταν ϊρπαξε το μικρϐ απϐ το λαιμϐ τησ μπλοϑζασ του και τον τρϊβηξε πύςω ςτο εςωτερικϐ τησ καμπύνασ. Προςπϊθηςε να δϋςει την ϊλλη χειροπϋδη ςτο μεταλλικϐ ςωλόνα δύπλα ςτο κϊθιςμα του επιβϊτη και απϋτυχε Σο παιδύ τον δϊγκωςε ςτο χϋρι δυο φορϋσ κι ϋβγαλε αύμα. Φριςτϋ μου, εύχε κϊτι δϐντια ςωςτϊ ξυρϊφια. Ο πϐνοσ όταν οξϑσ κι ϋκανε το χϋρι του να μουδιϊςει ωσ πϊνω ςτο μπρϊτςο. Ο ϋρινταν του ϋριξε μια γροθιϊ ςτο ςτϐμα και το παιδύ ϋπεςε πύςω ςτο κϊθιςμα ζαλιςμϋνο, με το αύμα του ϋρινταν να βϊφει τα χεύλη και το πιγοϑνι του και να ςτϊζει ωσ το λαιμϐ τησ μπλοϑζασ. Ο ϋρινταν κλεύδωςε τη δεϑτερη χειροπϋδη ςτο ςωλόνα και ϑςτερα ϋπεςε κι αυτϐσ ςτο κϊθιςμα του, φϋρνοντασ ςτο ςτϐμα τη ματωμϋνη ρϊχη τ ου χε ρ ιοϑ τ ου. Πονοϑςε ακϐμα πολϑ. Σρϊβηξε το χϋρι του απϐ το ςτϐμα και κούταξε την πληγό ςτο λιγοςτϐ φωσ που ερχϐταν απϋξω. Δυο επιφανειακϊ, οδοντωτϊ κοψύματα, ύςαμε πϋντε πϐντουσ μϊκροσ το καθϋνα, ςτϐλιζαν τη ρϊχη του χεριοϑ του απϐ τουσ κϐμπουσ των δαχτϑλων προσ τον καρπϐ. Και τα δϑο ανϋβλυζαν αύμα. Παρ' ϐλα αυτϊ, δε θϋληςε να ξαναχτυπόςει το αγϐρι, χωρύσ αυτϐ να ςημαύνει ϐτι φοβϐταν μόπωσ χαλϊςει το εμπϐρευμα, πρϊγμα για το οπούο τον εύχε προειδοποιόςει ο Σοϑρκοσ ςε αρκετϊ ϋντονο ϑφοσ —Φαλϊςεισ εμπϐρευμα, λιγκοςτϋψει αγξύα, εύχε τονύςει με τη βαριϊ, γλοιϔδη προφορϊ τ ου. 211
ήχι, δεν το κατηγοροϑςε το παιδϊκι —κι αυτϐσ το ύδιο θα εύχε κϊνει ςτη θϋςη του. Ϊπρεπε ϐμωσ ν' απολυμϊνει το τραϑμα το ςυντομϐτερο, ύςωσ και να κϊνει αντιτετανικϐ ορϐ. Κϊπου εύχε διαβϊςει ϐτι η ανθρϔπινη δαγκωματιϊ εύναι απϐ τισ πιο επικύνδυνεσ πληγϋσ. Ψςτϐςο, δεν ϋπαυε να θαυμϊζει το μικρϐ για το κουρϊγιο του. Ϊβαλε ταχϑτητα, ϋκανε το γϑρο τησ περιοχόσ του εξωτερικοϑ ςελφ ςϋρβισ κι επϋςτρεψε ςτο δρϐμο που ςυνϋδεε το κτύριο με την οδικό αρτηρύα. τη διαςταϑρωςη ϋκανε αριςτερϊ. Ο Σοϑρκοσ εύχε ϋνα ςπύτι ςτυλ ρϊντςου ςτο Σαλιοϑντα Φϊιτσ, ϋξω απϐ την πϐλη. Ο ϋρινταν πόγαινε εκεύ απϐ απϐμερουσ δρϐμουσ για αςφϊλεια. αρϊντα πϋντε λεπτϊ οδόγηςη. Μια ϔρα το πολϑ. Προςπϋραςε μια πινακύδα που ϋγραφε Α ΕΤΦΑΡΙΣΟΤΜΕ ΠΟΤ ΚΑΝΑΣΕ ΣΙ ΑΓΟΡΕ Α ΣΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΣΡΟ ΚΑΖΙΝΣΑΟΤΝ, ϋςτριψε πϊλι αριςτερϊ κι αϑξηςε ταχϑτητα, φροντύζοντασ να μην ξεπερϊςει το ϐριο των εξόντα χιλιομϋτρων. Απϐ την πύςω τςϋπη του παντελονιοϑ του ψϊρεψε ϋνα χαρτομϊντιλο, το πύεςε διπλωμϋνο πϊνω ςτην πληγό του δεξιοϑ χεριοϑ του και ςυγκϋντρωςε ϐλη του την προςοχό ςτην οδόγηςη και ςτα ςαρϊντα χιλιϊρικα που του εύχε τϊξει ο Σοϑρκοσ για ϋνα αγορϊκι. «Θα το μετανιϔςεισ», εύπε το παιδύ. Ο ϋρινταν ςτρϊφηκε και του ϋριξε μια ενοχλημϋνη ματιϊ, βγαύνοντασ απϐ μια φανταςύωςη ςτην οπούα εύχε μϐλισ κερδύςει εύκοςι γϑρουσ ςερύ και ο κϑριοσ Ρϋτζι, γονατιςτϐσ μπροςτϊ του, εκλιπαροϑςε μια ευκαιρύα, ιδροκοπϔντασ ςαν γουροϑνι και παρακαλϔντασ τον να ςταματόςει, μα τι πόγαινε να κϊνει, να τον καταςτρϋψει εντελϔσ; Ο μικρϐσ εύχε ξαναβϊλει τα κλϊματα και τα δϊκρυα του εύχαν και πϊλι εκεύνη τη ρϐδινη απϐχρωςη, παρ' ϐλο που απεύχαν πια ολϐκληρα χιλιϐμετρα απϐ τη φωτεινό επιγραφό του 212
εμπορικοϑ κϋντρου. Ο ϋρινταν αναρωτόθηκε για πρϔτη φορϊ μόπωσ το αγϐρι ϋπαςχε απϐ κϊποια μεταδοτικό αςθϋνεια. Βϋβαια, όταν πολϑ αργϊ πια για τϋτοιεσ ανηςυχύεσ, οπϐτε το ϋδιωξε απϐ το μυαλϐ του. «ήταν θα ςε βρει ο Παπύ μου θα το μετανιϔςεισ», πρϐςθεςε το παιδύ. «Καλϊ, εντϊξει», εύπε ο ϋρινταν κι ϊναψε τςιγϊρο. Βγόκε απϐ την Εθνικό 28 ς' ϋνα μικρϐτερο δρϐμο με δϑο λωρύδεσ. τ' αριςτερϊ του όταν μια βαλτϔδησ ϋκταςη με αραιοϑσ θϊμνουσ και ςτα δεξιϊ πυκνϐ δϊςοσ. Σο παιδύ τρϊβηξε τισ χειροπϋδεσ κι ϊφηςε ϋνα βογκητϐ ςαν λυγμϐ. «Παρϊτα τα. Δε θα καταφϋρεισ τύποτα». Αλλϊ το παιδύ δοκύμαςε ξανϊ. Κι αυτό τη φορϊ ακοϑςτηκε ϋνα ςτριγκϐ μεταλλικϐ τρύξιμο, που του ϋρινταν δεν του ϊρεςε καθϐλου. Κούταξε δύπλα και, προσ μεγϊλη του κατϊπληξη, εύδε ϐτι ο μεταλλικϐσ ςωλόνασ ςτο πλϊι του καθύςματοσ — τοποθετημϋνοσ εκεύ απϐ τον ύδιο, με οξυγονοκϐλληςη— εύχε ςτραβϔςει. Να πϊρει βλαςτόμηςε απϐ μϋςα του. Ϊχει δϐντια ςαν ξυρϊφια και τϔρα φαύνεται ϐτι εύναι δυνατϐ ςαν βϐδι. Κι αν ϋτςι κϊνει ϐταν εύναι ϊρρωςτο, θεϐσ φυλϊξοι τι θα πϊθαινα αν το εύχα πετϑχει ςτα καλϊ του. Ϊφερε το αυτοκύνητο κοντϊ ςτο ανϊχωμα, ςτην ϊκρη του δρϐμου, και πϊτηςε φρϋνο. «ταμϊτα!» εύπε ςτο παιδύ. «Δεν ςταματϊω!» Ο μικρϐσ τρϊβηξε πϊλι απϐτομα τη χειροπϋδη και ο ϋρινταν εύδε το μϋταλλο να λυγύζει ακϐμα λύγο. Φριςτϋ μου, πϔσ όταν δυνατϐν να το κϊνει αυτϐ ϋνα παιδύ; Εύναι ο πανικϐσ, απϊντηςε ςτον εαυτϐ του. Φϊρη ς' αυτϐν το κϊνει.
213
ήμωσ, κανϋνα απϐ τα ϊλλα πιτςιρύκια δεν το 'χε καταφϋρει και πολλϊ όταν πολϑ πιο τρομοκρατημϋνα απϐ το ςυγκεκριμϋνο παιδύ ς' αυτϐ το ςτϊδιο του παιχνιδιοϑ. Ο ϋρινταν ϊνοιξε το ντουλαπϊκι ςτο κϋντρο τησ κονςϐλασ κι ϋβγαλε μια ςϑριγγα. Σου την εύχε δϔςει ο Σοϑρκοσ, προειδοποιϔντασ τον να μην τη χρηςιμοποιόςει παρϊ μϐνο αν όταν απολϑτωσ αναγκαύο. Η ντρϐγκα εύχε πει ο Σοϑρκοσ (προφϋροντασ ντρονϐγκα) μπορεύ να χαλϊςει το εμπϐρευμα. «Σο βλϋπεισ αυτϐ;» Ο μικρϐσ ϋριξε ϋνα λοξϐ βλϋμμα με βουρκωμϋνα μϊτια ςτη ςϑριγγα κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «θϋλεισ να τη δοκιμϊςεισ;» Σο παιδύ κοϑνηςε αμϋςωσ το κεφϊλι του αρνητικϊ. Δυνατϐ ό ϐχι, αντιδροϑςε με τον ενςτικτϔδη τρϐμο ϐλων των παιδιϔν για τισ ενϋςεισ, διαπύςτωςε με ικανοπούηςη ο ϋρινταν. «Εύςαι λογικϐ παιδϊκι. Αυτϐ το φϊρμακο μπορεύ να ςε κοιμύςει ςτο λεπτϐ». Ϊκανε μια μικρό παϑςη. Δεν όθελε να το πει —διϊβολε, όταν καλϐσ ϊνθρωποσ ϐταν δεν εύχε τη θηλιϊ ςτο λαιμϐ— αλλϊ όταν αναγκαςμϋνοσ. «Μπορεύ και να ςε ςκοτϔςει». Σο παιδύ τον κούταξε ϋντρομο, με χεύλη που ϋτρεμαν και πρϐςωπο ϊςπρο ςαν πανύ απϐ το φϐβο. «ταμϊτα να τραβϊσ τισ χειροπϋδεσ, για να ξαναβϊλω τη ςϑριγγα ςτη θϋςη τησ. ϑμφωνοι;» «ϑμφωνοι», εύπε ψιθυριςτϊ ο μικρϐσ. «Τπϐςχεςαι;» «Ναι». Σο παιδύ αναςόκωςε το πϊνω χεύλι του δεύχνοντασ μια ςειρϊ ϊςπρα δϐντια. Σο ϋνα όταν ακϐμα λερωμϋνο απϐ το αύμα του ϋρινταν. «Τπϐςχεςαι ςτο ϐνομα τησ μητϋρασ ςου;» «Δεν εύχα ποτϋ μου μητϋρα». «Ανϊθεμα ςε», εύπε απαυδιςμϋνοσ ο ϋρινταν και ξεκύνηςε πϊλι το αυτοκύνητο, αναπτϑςςοντασ μεγαλϑτερη ταχϑτητα 214
τϔρα, ϐχι μϐνο επειδό εύχε βγει απϐ τον κεντρικϐ δρϐμο. Αυτϐ το παιδύ τον τρϐμαζε. Ϋθελε να το παραδϔςει ςτον Σοϑρκο μια ϔρα αρχϑτερα, να πϊρει το παραδϊκι και να του δύνει. «Ο Παπύ μου εύναι πολϑ δυνατϐσ, κϑριε». «Μπα;» ϋκανε ο ϋρινταν. «θα με βρει! Αχϊ». «Μπορεύ να με μυρύςει». Ο ϋρινταν τον πύςτεψε. Κι αυτϐσ μποροϑςε να μυρύςει το παιδύ. ήτι ο φϐβοσ ϋχει μυρωδιϊ το εύχε ανακαλϑψει απϐ τισ προηγοϑμενεσ εξορμόςεισ του, αλλϊ ετοϑτο εδϔ παραόταν αλλϐκοτο -το παιδύ μϑριζε ςαν μεύγμα απϐ λϊςπη, ιδρϔτα και χαλαςμϋνα υγρϊ μπαταρύασ. Ο ϋρινταν ςιγουρευϐταν ϐλο και περιςςϐτερο πωσ κϊτι δεν πόγαινε καθϐλου καλϊ με το ςυγκεκριμϋνο παιδύ, αλλϊ ςϑντομα αυτϐ θα όταν πρϐβλημα του Μύςτερ Μϊτζικ και ϐχι δικϐ του. Ο ϋρινταν κατϋβαςε λύγο το τζϊμι του. τ' αριςτερϊ του ο βϊλτοσ εκτεινϐταν απϋραντοσ. Σο φεγγαρϐφωτο ϋλαμπε αχνϊ ςτα ςτϊςιμα νερϊ. «Ο Παπύ μου πετϊει». «Ναι», εύπε ο ϋρινιαν. «Μετϊ απϐ κϊνα δυο μπουκϊλεσ ουύςκι πϊω ςτούχημα ϐτι πετϊει ςαν χαρταετϐσ». «Ο Παπύ... » «Φϋςε μασ με τον Παπύ ςου, μικρϋ, εντϊξει;» Ο μικρϐσ το βοϑλωςε. Πϋντ' ϋξι χιλιϐμετρα παρακϊτω ο βϊλτοσ γινϐταν μια μεγϊλη ϊδεια λύμνη. Ο ϋρινταν ϋςτριψε ςτο ςτενϐ χωματϐδρομο που ακολουθοϑςε τη βϐρεια περιφϋρεια τησ ανοιχτωςιϊσ. Δϋκα χιλιϐμετρα δυτικϊ απϐ εκεύ θα ϋςτριβε δεξιϊ, θα ςυναντοϑςε την Εθνικό 41 κι απϐ εκεύ θα τραβοϑςε κατευθεύαν για το Σαλιοϑντα Φϊιτσ.
215
Ϊριξε μια ματιϊ προσ τη λύμνη, μια επύπεδη αςημϐχρωμη ϋκταςη ςτο φεγγαρϐφωτο... και ξαφνικϊ το φωσ χϊθηκε. Κϊτι το ϋκρυψε. Απϐ ψηλϊ ακοϑςτηκε ϋνα πλατϊγιςμα ςαν απϐ απλωμϋνο ςεντϐνι που το χτυπϊει ο ϊνεμοσ. «Ο Παπύ!» φϔναξε το παιδύ. «καςμϐσ. Πουλύ όταν». ήμωσ ο ϋρινταν εύχε τρομϊξει· ξαφνικϊ εύχε τρομϊξει πϊρα πολϑ. Κούταξε το αγϐρι. Εύχε τεντϔςει πϊλι τα χεύλη του και φαύνονταν τα δϐντια. Πολϑ ϊςπρα δϐντια, πολϑ μεγϊλα . ήχι... ϐχι μεγϊλα. Μεγϊλα δεν όταν η ςωςτό λϋξη. Μακριϊ όταν η ςωςτό. Ειδικϊ τα δυο πϊνω μπροςτινϊ, δεξιϊ κι αριςτερϊ. Σα... πϔσ τα ϋλεγαν; Οι κυνϐδοντεσ. Σο μυαλϐ του ϊρχιςε πϊλι να τρϋχει ςαν ξϋφρενο τρενϊκι . Σον εύπα ϐτι διψοϑςα. Σι να πϊει να κϊνει εκεύ που οι ϊνθρωποι... (τρϔνε; όθελε να πει τρϔνε;) θα με βρει. Μπορεύ να με μυρύςει. Ο Παπύ πετϊει. Κϊτι προςγειϔθηκε πϊνω ςτην οροφό του αυτοκινότου μ' ϋναν υπϐκωφο γδοϑπο. «Ο Παπύ!» τςύριξε το παιδύ, ςχεδϐν παραληρϔντασ απϐ χαρϊ, και ξαφνικϊ ο ϋρινταν ϋπαψε να βλϋπει το δρϐμο μπροςτϊ του. Ϊνα πελϔριο μεμβρανοειδϋσ φτερϐ, που το διϋτρεχαν παλλϐμενεσ φλϋβεσ, κϊλυψε το παρμπρύζ απ' ϊκρη ς' ϊκρη. Ο Παπύ πετϊει. Ο ϋρινταν οϑρλιαξε και κϐλληςε το πϐδι του ςτο φρϋνο, ελπύζοντασ να τινϊξει το πλϊςμα που εύχε κουρνιϊςει ςτην οροφό. τα δεξιϊ του ϊκουςε ξανϊ το ςτριγκϐ όχο μετϊλλου που ζορύζεται κι ϋπειτα ϋναν ξερϐ, κοφτϐ κρϐτο. Σην επϐμενη ςτιγμό τα νϑχια του αγοριοϑ γρϊπωςαν το πρϐςωπο του ξεςκύζοντασ του το μϊγουλο. 216
«Με ϋκλεψε. Παπύ» τςύριζε το παιδύ προσ την οροφό του φορτηγοϑ, μ' εκεύνη τη ςτριγκό, ςαν πουλιοϑ φωνό του. «Μ' ϋκλεψε, μ' ϋκλεψε, αυτϐσ ο κακϐσ ϊνθρωποσ μ' ϋ-κλε·ψε» Δεν κατϊλαβεσ καλϊ, μικρϋ, ςκϋφτηκε ο ϋρινταν. Χαχοϑλεψε αναζητϔντασ τη ςϑριγγα και τη βρόκε. Δεν εύμαι κακϐσ, μπλεγμϋνοσ ϊςχημα εύμαι. Και τϐτε ϋνα χϋρι, που ϋμοιαζε περιςςϐτερο με πϐδι αετοϑ παρϊ με χϋρι ανθρϔπου, ϋςπαςε το πλαώνϐ τζϊμι κι ϊρπαξε τη ςϑριγγα απϐ τη χοϑφτα του ϋρινταν —μαζύ με δυο απϐ τα δϊχτυλα του. χεδϐν ταυτϐχρονα, ο Παπύ ξεκϐλληςε ολϐκληρη την πϐρτα του οδηγοϑ απϐ το πλαύςιο κι απϋμειναν μϐνο οι μεντεςϋδεσ, κϊτι ςτραβϋσ μεταλλικϋσ προεξοχϋσ που γυϊλιζαν ςτο φεγγαρϐφωτο. Ο ϋρινταν εύδε μια κϊπα που τη φοϑςκωνε ο αϋρασ, μαϑρη εξωτερικϊ, με ςκουροκϐκκινη μεταξωτό επϋνδυςη και μια γραβϊτα... κανονικό γραβϊτα και μϊλιςτα μπλε, ϐπωσ εύχε πει ο μικρϐσ. Ο Παπύ ϋςυρε τον ϋρινταν ϋξω απϐ το αυτοκύνητο, μπόγοντασ τα γαμψϊ του νϑχια ςτο ςακϊκι και ςτο πουκϊμιςο και βαθιϊ ςτη ςϊρκα των ϔμων του απϐ κϊτω. Σα πρϊςινα μϊτια του Παπύ ϋγιναν ξαφνικϊ κατακϐκκινα, ςαν τριαντϊφυλλα του Μϊη. «Κατεβόκαμε ςτο εμπορικϐ κϋντρο γιατύ το εγγονϊκι μου όθελε Φελωνονιντζϊκια», ψιθϑριςε ο Παπύ και η ανϊςα του μϑριζε ςαν χαλαςμϋνο κρϋασ. «Σα εύδε ςτην τηλεϐραςη. ήλα τα παιδιϊ τα θϋλουν. Δεν ϋκανεσ καλϊ που τον πεύραξεσ. Δεν ϋκανεσ καλϊ που μασ πεύραξεσ». Ο ϋρινταν τραντϊχτηκε ςαν να όταν πϊνινη κοϑκλα. Οϑρλιαξε και τραντϊχτηκε ξανϊ. Ωκουςε τον Παπύ να ρωτϊει με ενδιαφϋρον το παιδύ αν διψοϑςε ακϐμη· ϊκουςε το παιδύ ν' απαντϊει ναι, πολϑ, ο κακϐσ ϊνθρωποσ τον εύχε τρομϊξει και εύχε ξεραθεύ το ςτϐμα του. Εύδε 217
το γαμψϐ αντύχειρα του Παπύ μια ςτιγμό πριν το νϑχι, ςκληρϐ και πριονωτϐ, βυθιςτεύ ακριβϔσ κϊτω απϐ το πιγοϑνι του. Εκεύνο το νϑχι του ϋκοψε το λαιμϐ πριν προλϊβει να καταλϊβει τι του ςυνϋβαινε και το τελευταύο πρϊγμα που εύδε, πριν μαυρύςουν τα πϊντα μπροςτϊ του, όταν το παιδύ που ϋνωςε τισ χοϑφτεσ του να πιει, ϋτςι ϐπωσ ϋκανε και ο ύδιοσ ϐταν όταν μικρϐσ κι ϋπινε απϐ τη βρϑςη τησ αυλόσ τισ ζεςτϋσ μϋρεσ του καλοκαιριοϑ. Εύδε και τον Παπύ να χαώδεϑει τρυφερϊ τα μαλλιϊ του αγοριοϑ με τη γεμϊτη φροντύδα αγϊπη ενϐσ παπποϑ.
218
ου Γύνεται Μανύα Υθινϐπωρο ςτη Νϋα Αγγλύα και μπαλϔματα γυμνοϑ εδϊφουσ ϋχουν όδη προβϊλει ανϊμεςα ςτο γραςύδι και ςτισ αγριομαργαρύτεσ, περιμϋνοντασ το χιϐνι που θ' αργόςει τουλϊχιςτον τϋςςερισ βδομϊδεσ ακϐμα να φανεύ. Οι ςχϊρεσ των υπονϐμων ϋχουν φρϊξει απϐ τα πεςμϋνα φϑλλα, ο ουρανϐσ ϋχει πϊρει ϋνα μϐνιμο μουντϐ χρϔμα και οι ξερϋσ καλαμποκιϋσ ςτϋκονται ςτη ςειρϊ, γερτϋσ ςαν ςτρατιϔτεσ που βρόκαν κϊποιο μαγικϐ τρϐπο να πεθαύνουν ϐρθιοι. Παραγινωμϋνεσ κολοκϑθεσ, που αρχύζουν να χϊνουν το ςχόμα τουσ, εύναι ςτοιβαγμϋνεσ ςε ςωροϑσ δύπλα ςε παλιϊ υπϐςτεγα και βρομϊνε ςαν τα χνϐτα γριϊσ γυναύκασ. Δεν ϋχει κρϑο οϑτε ζϋςτη αυτό την εποχό του χρϐνου, μϐνο ϋναν αρρωςτιϊρικο αϋρα, πϊντα ςε κύνηςη, που ςαρϔνει τα γυμνϊ χωρϊφια κϊτω απϐ ϋναν αςπρουλιϊρικο ουρανϐ που τον διαςχύζουν αποδημητικϊ πουλιϊ ςε τριγωνικοϑσ ςχηματιςμοϑσ. Αυτϐσ ο ϊνεμοσ ξεςηκϔνει τη ςκϐνη γεννϔντασ μικροϑσ ανεμοςτρϐβιλουσ ςτα απϐμερα ςοκϊκια, περνϊει απϐ τα θεριςμϋνα χωρϊφια χωρύζοντασ τα ξερϊ ςπαρτϊ ϐπωσ η χτϋνα τα μαλλιϊ και τρυπϔνει ςφυρύζοντασ μϋςα ςε ςκουριαςμϋνα αυτοκύνητα, παρατημϋνα ςε πύςω αυλϋσ. Σο ςπύτι των Νιοϑαλ, πϋρα ςτο Δρϐμο 3, ϋχει πανοραμικό θϋα ς' εκεύνο το κομμϊτι του Καςτλ Ροκ που οι ντϐπιοι αποκαλοϑν η τροφό. Κατϊ ϋναν περύεργο τρϐπο εύναι αδϑνατον να αιςθανθεύ κανεύσ κϊτι καλϐ κοιτϊζοντασ αυτϐ το ςπύτι. Ϊχει ϐψη πϋνθιμη, πρϊγμα που δε δικαιολογεύται μϐνο απϐ το γεγονϐσ ϐτι εύναι ϊβαφο. Η μπροςτινό πελοϑζα εύναι μια μϊζα απϐ βραχϊκια και τεχνητϊ υψϔματα, που ςϑντομα το χιϐνι θα τησ δϔςει ακϐμη πιο γκροτϋςκα ςχόματα. Μια λεπτό ςτόλη καπνοϑ βγαύνει απϐ το μαγαζύ του Μπρϊουνι, ςτα ριζϊ του λϐφου. Κϊποτε η τροφό όταν η καλϑτερη γειτονιϊ του Καςτλ 219
Ροκ, αλλϊ τα χρϐνια εκεύνα πϋραςαν οριςτικϊ την ύδια περύπου εποχό που ϋπεςε η Κορϋα. την απϋναντι πλευρϊ του δρϐμου, πϊνω ςτην παλιϊ υπαύθρια εξϋδρα τησ φιλαρμονικόσ, δυο αγορϊκια τςουλϊνε ϋνα πλαςτικϐ, κϐκκινο πυροςβεςτικϐ φορτηγϊκι. Σα πρϐςωπα τουσ εύναι κουραςμϋνα, ανϋκφραςτα, ςχεδϐν γϋρικα. Σα χϋρια τουσ θαρρεύσ και κϐβουν τον αϋρα ϋτςι ϐπωσ ςπρϔχνουν το πυροςβεςτικϐ ο ϋνασ προσ τον ϊλλο, ςταματϔντασ μϐνο κϊθε τϐςο για να ςφουγγύςουν τισ μϑτεσ τουσ που τρϋχουν ςυνϋχεια. Μϋςα ςτο μαγαζύ, ο Φϊρλεώ Μακύςικ, παχϑςαρκοσ και ροδοπρϐςωποσ, προεδρεϑει ςτη ςυζότηςη, ενϔ ο γερο-Σζον Κλϊτερμπακ και ο Λϋνι Πϊρτριτζ εύναι καθιςμϋνοι κοντϊ ςτη ςϐμπα, με τα πϐδια τεντωμϋνα μπροςτϊ. Ο Πολ Κορλύσ ςτηρύζεται ςτον πϊγκο. Σο μαγαζύ ϋχει μια μυρωδιϊ αρχαύα — μυρωδιϊ απϐ ςαλϊμι, απϐ χϊρτινεσ μυγοπαγύδεσ, απϐ καφϋ και ταμπϊκο, απϐ ιδρϔτα και ξεθυμαςμϋνη Κϐκα Κϐλα, απϐ πιπϋρι, απϐ μοςχοκϊρυδο κι απϐ κρϋμα μαλλιϔν Οντϋλ που μοιϊζει ςτην ϐψη με ςπϋρμα και κϊνει το μαλλύ ςκληρϐ ςαν ςϑρμα. Μια αφύςα γεμϊτη μυγοφτϑματα, που διαφημύζει το Δεύπνο τησ Υαςολϊδασ που εύχε γύνει το 1986, βρύςκεται ακϐμα κολλημϋνη ςτη βιτρύνα, δύπλα ςε μια ϊλλη αφύςα που αναγγϋλλει τη ςυμμετοχό του τραγουδιςτό τησ κϊντρι Κεν Κοριβϐ ςτο Πανηγϑρι του Καςτλ, το 1984. Σο φωσ και η ζϋςτη δϋκα καλοκαιριϔν ϋχουν λοϑςει τη δεϑτερη αφύςα και τϔρα ο Κεν Κοριβϐ (ο οπούοσ εγκατϋλειψε την κϊντρι πριν απϐ το '90 και πλϋον πουλϊει Υορντ ςτο Σςϊμπερλεν) δεύχνει ταυτϐχρονα ξεθωριαςμϋνοσ και ξεροψημϋνοσ. το πύςω μϋροσ του μαγαζιοϑ υπϊρχει ϋνα πελϔριο ψυγεύο-βιτρύνα που αγορϊςτηκε απϐ τη Νϋα Τϐρκη το 1933. Και παντοϑ μϋςα ςτο μαγαζύ πλανιϋται η αϐριςτη αλλϊ πανύςχυρη μυρωδιϊ του καβουρντιςμϋνου καφϋ. Οι γϋροι παρακολουθοϑν τα παιδιϊ και μιλϊνε χαμηλϐφωνα χωρύσ ειρμϐ. Ο Σζον Κλϊτερμπακ, που ο εγγονϐσ 220
του Αντύ ϋχει βαλθεύ να πεθϊνει απϐ το πιοτϐ ετοϑτο το φθινϐπωρο, μιλϊει για τη χωματερό τησ πϐλησ. Η χωματερό βρομϊει ςαν ποϑςτησ ςτο κατακαλϐκαιρο, λϋει. Κανϋνασ δε διαφωνεύ —ϋτςι εύναι— αλλϊ οϑτε κι ενδιαφϋρεται ιδιαύτερα, μια και δεν εύναι πια καλοκαύρι, εύναι φθινϐπωρο, και η πελϔρια ςϐμπα πετρελαύου εκπϋμπει κϑματα χαυνωτικόσ ζϋςτησ. Σο θερμϐμετρο πύςω απϐ τον πϊγκο δεύχνει 29 βαθμοϑσ Κελςύου. Ο Κλϊτερμπακ ϋχει ςτο κοϑτελο του, πϊνω απϐ το αριςτερϐ φρϑδι, ϋνα πελϔριο βαθοϑλωμα, που του ϋμεινε απ' ϐταν χτϑπηςε το κεφϊλι του ςε αυτοκινητικϐ δυςτϑχημα. Σα μικρϊ παιδιϊ ςυχνϊ του ζητϊνε να τ' αφόςει να το αγγύξουν. Ο γεροΚλατ ϋχει βγϊλει πολλϊ λεφτϊ απϐ τουσ καλοκαιρινοϑσ πελϊτεσ, που δεν πιςτεϑουν πωσ το βαθοϑλωμα ςτο κοϑτελο του μπορεύ να χωρϋςει ακριβϔσ μια κοϑπα νερϐ. «Ο Πϐλςον», λϋει ςιγανϊ ο Φϊρλεώ Μακύςικ. Μια παλιϊ εβρολϋτ ϋχει ςταματόςει πύςω απϐ το βυτύο του Λϋνι Πϊρτριτζ. το πλϊι τησ ϋχει μια χαρτονϋνια πινακύδα, κολλημϋνη με μονωτικό ταινύα απ' ϐλεσ τισ πλευρϋσ. ΓΚΑΡΙ ΠΟΛΟΝ. ΕΠΙΚΕΤΑΖΟΝΣΑΙ ΚΑΡΕΚΛΕ. ΑΓΟΡΑΖΟΝΣΑΙ - ΠΨΛΟΤΝΣΑΙ ΑΝΣΙΚΕ λϋει η επιγραφό κι ϋχει γραμμϋνο κι ϋνα τηλϋφωνο απϐ κϊτω. Ο Γκϊρι Πϐλςον βγαύνει αργϊ απϐ τ' αμϊξι του -ϋνασ γϋροσ ϊντρασ με ξεθωριαςμϋνο πρϊςινο παντελϐνι, μπαλωμϋνο μ' ϋνα τερϊςτιο κομμϊτι δϋρμα ςτον πιςινϐ. Πιαςμϋνοσ απϐ την πϐρτα του αυτοκινότου, ςτηρύζεται καλϊ και ϑςτερα τραβϊει απϐ πύςω του ϋνα χοντρϐ, ροζιαςμϋνο ραβδύ, μϋχρι που το φϋρνει εκεύ που το χρειϊζεται. Σο ραβδύ ϋχει μια ϊςπρη πλαςτικό λαβό απϐ τιμϐνι παιδικοϑ ποδηλϊτου, φορεμϋνη ςτην πϊνω ϊκρη του ςαν προφυλακτικϐ. Η ϊλλη του ϊκρη ςχηματύζει μικροϑσ κϑκλουσ ςτην ϊψυχη ςκϐνη, καθϔσ ο Πϐλςον ξεκινϊει το προςεκτικϐ ταξύδι του απϐ την πϐρτα του αυτοκινότου ωσ την πϐρτα του Μπρϊουνι. 221
Σα παιδιϊ πϊνω ςτην εξϋδρα ςηκϔνουν τα κεφϊλια απϐ το παιχνύδι τουσ, τον κοιτϊζουν κι ακολουθοϑν το βλϋμμα του (κϊπωσ φοβιςμϋνα) προσ την κορυφογραμμό του λϐφου, ϐπου δεςπϐζει με τον ϐγκο του το ϋρημο, ςαραβαλιαςμϋνο ςπύτι των Νιοϑαλ. ίςτερα επιςτρϋφουν ςτην πυροςβεςτικό αντλύα τουσ. Ο Σζο Νιοϑαλ αγϐραςε γη ςτο Καςτλ Ροκ το 1904 και όταν ιδιοκτότησ τησ μϋχρι το 1929, αλλϊ την περιουςύα του την εύχε κϊνει ςτη γειτονικό πϐλη, το Γκϋιτσ Υολσ. Ο Νιοϑαλ όταν κοκαλιϊρησ, με ςτρυφνϐ, αςκητικϐ πρϐςωπο και μια μϐνιμη κιτρινύλα ςτ' αςπρϊδια των ματιϔν του. Αγϐραςε ϋνα μεγϊλο κομμϊτι γησ ςτη τροφό —τϐτε που η τροφό όταν ϋνα προϊςτιο που ευημεροϑςε, γϑρω απϐ μια ανθηρό επιχεύρηςη ξυλεύασ και το εργοςτϊςιο επιπλοποιύασ που τη ςυνϐδευε— απϐ την Πρϔτη Εθνικό Σρϊπεζα του ήξφορντ. Σο κτόμα ανόκε αρχικϊ ςε κϊποιον Υιλ Μποϑντρο, απϐ τον οπούο το εύχε κατϊςχει η τρϊπεζα, με τη βοόθεια του ςερύφη τησ κομητεύασ, τον Νύκερςον Κϊμπελ. Ο Υιλ Μποϑντρο, τον οπούο οι γεύτονεσ του ςυμπαθοϑςαν γενικϊ, αν και τον θεωροϑςαν λιγϊκι ανϐητο, αποςϑρθηκε ςτο Κύτερι ϐπου ϋζηςε τα επϐμενα δϔδεκα χρϐνια μαςτορεϑοντασ αυτοκύνητα και μοτοςικλϋτεσ. ίςτερα ϋφυγε για τη Γαλλύα να πολεμόςει τουσ Ακατονϐμαςτουσ και τελικϊ ςκοτϔθηκε ϐταν ϋπεςε ϋνα αεροπλϊνο κατϊ τη διϊρκεια μιασ αναγνωριςτικόσ αποςτολόσ (ϋτςι ϋλεγαν οι φόμεσ, τουλϊχιςτον). Σο κτόμα του Μποϑντρο ϋμεινε ϋρημο κι ανεκμετϊλλευτο τα περιςςϐτερα απ' αυτϊ τα χρϐνια, ενϔ ο Σζο Νιοϑαλ ζοϑςε ςε νοικιαςμϋνο ςπύτι ςτο Γκϋιτσ Υολσ και φρϐντιζε να δημιουργόςει περιουςύα. Ϋταν ονομαςτϐσ περιςςϐτερο για τη ςκληρϐτητα του προσ τουσ εργϊτεσ, παρϊ για το ϐτι εύχε μετατρϋψει ςε ανθοϑςα επιχεύρηςη ϋνα υφαντουργεύο που παρϋπαιε ςτα πρϐθυρα τησ χρεοκοπύασ ϐταν το πρωταγϐραςε, το 1902. Οι εργϊτεσ του εύχαν κολλόςει το παρατςοϑκλι ο 222
Απολυςύασ Σζο, γιατύ ϋτςι κι ϋλειπεσ ϋςτω και απϐ μια βϊρδια ςε πετοϑςε ςτο δρϐμο, αφοϑ δε δεχϐταν καμιϊ δικαιολογύα, οϑτε καν καθϐταν να την ακοϑςει. τα 1914 ο Νιοϑαλ παντρεϑτηκε την Κϐρα Λϋοναρντ, ανιψιϊ του Καρλ τϐου. Ο γϊμοσ όταν μεγϊλησ αξύασ επϋνδυςη για τον Σζο Νιοϑαλ, τουλϊχιςτον— μια και η Κϐρα όταν η μοναδικό εν ζωό ςυγγενόσ του Καρλ και θα βριςκϐταν μ' ϋνα πολϑ γερϐ κομπϐδεμα ϐταν θα πϋθαινε ο θεύοσ τησ (αρκεύ ο Σζο να ςυνϋχιζε να πηγαύνει με τα νερϊ του γϋρου, πρϊγμα που ο Σζο εύχε κϊθε πρϐθεςη να κϊνει, αφοϑ και ο Καρλ ςτα νιϊτα του όταν μεν τριμμϋνο Ωντερο, αλλϊ ςτα γερϊματα εύχε γύνει Μαλακϐ Προζϑμι). Τπόρχαν κι ϊλλεσ ναυαγιςμϋνεσ επιχειρόςεισ ςτην περιοχό που μποροϑςαν ν' αγοραςτοϑν για ϋνα κομμϊτι ψωμύ και να γυρύςουν τα πϊνω κϊτω... αν, δηλαδό, κϊποιοσ εύχε ϋνα μικρϐ κεφϊλαιο να το χρηςιμοποιόςει ςαν μοχλϐ. Ο Σζο απϋκτηςε γρόγορα το μοχλϐ του· ο πλοϑςιοσ θεύοσ τησ γυναύκασ του πϋθανε ϋνα χρϐνο μετϊ το γϊμο τησ ανιψιϊσ του. Εκεύνοσ ο γϊμοσ εύχε μεγϊλη αξύα -ναι, ςύγουρα. Η ύδια η Κϐρα δεν εύχε καμιϊ. Ϋταν ςωςτό νταμιτζϊνα, απύςτευτα χοντρό ςτουσ γοφοϑσ, απύςτευτα φαρδιϊ ςτα πιςινϊ, αλλϊ εντελϔσ ςανύδα ςτο ςτόθοσ, μ' ϋνα λιγνϐ λαιμϐ ςαν μικρϐ ςωλόνα, που ςτην κορυφό του αργοςϊλευε ϋνα μεγϊλο κεφϊλι ςαν παρϊξενο, ωχρϐ ηλιοτρϐπιο. Σα μαγουλϊ τησ κρϋμονταν ςαν προζϑμι, τα χεύλη τησ θϑμιζαν λωρύδεσ ςυκωτιοϑ· το πρϐςωπο τησ όταν ανϋκφραςτο ςαν πανςϋληνοσ ςε χειμωνιϊτικη ξαςτεριϊ. τισ μαςχϊλεσ των φουςτανιϔν τησ υπόρχαν μϐνιμα δυο πελϔριεσ ςκουρϐχρωμεσ κηλύδεσ, ακϐμα και Υεβρουϊριο μόνα, και κουβαλοϑςε πϊντα μαζύ τησ μια ξινό μυρωδιϊ ιδρωτύλασ. Ο Σζο ϊρχιςε να χτύζει ϋνα ςπύτι για τη γυναύκα του ςτο κτόμα του Μποϑντρο το 1915 κι ϋνα χρϐνο αργϐτερα φϊνηκε να τελειϔνει. Εύχε βαφτεύ ϊςπρο και το αποτελοϑςαν δϔδεκα 223
δωμϊτια που πολλϊ απ' αυτϊ ξεπετϊγονταν ςε περύεργεσ γωνύεσ απϐ το κεντρικϐ κτύςμα. Ο Σζο Νιοϑαλ δεν όταν αγαπητϐσ ςτο Καςτλ Ροκ, εν μϋρει επειδό εύχε κϊνει τα λεφτϊ του ϋξω απϐ την πϐλη, εν μϋρει επειδό ο προκϊτοχοσ του, ο Μποϑντρο, όταν πολϑ ανοιχτϐκαρδοσ και καλϐσ ϊνθρωποσ (ανϐητοσ, ϐμωσ, θϑμιζαν πϊντα ο ϋνασ ςτον ϊλλο οι γεύτονεσ, λεσ και η ανοηςύα ςυνοδεϑει πϊντα την καλοςϑνη και εύναι εγκληματικϐ να το ξεχνϊει κανεύσ), αλλϊ κυρύωσ επειδό το καταραμϋνο το ςπύτι του Νιοϑαλ εύχε χτιςτεύ με λεφτϊ που δεν προϋρχονταν απϐ την πϐλη. Λύγο αφϐτου τοποθετόθηκαν οι υδρορροϋσ, μια αιςχρό ζωγραφιϊ ςυνοδευϐμενη απϐ μια εξύςου αιςχρό φρϊςη γρϊφτηκε νϑχτα με κύτρινη κιμωλύα ςτην μπροςτινό πϐρτα του ςπιτιοϑ, που τη φϔτιζαν ακριβϋσ, μπροϑντζινεσ λϊμπεσ. Σο 1920 ο Σζο Νιοϑαλ όταν όδη πολϑ πλοϑςιοσ. Σα τρύα υφαντουργεύα του ςτο Γκϋιτσ Υολσ κϐντευαν να πϊρουν φωτιϊ απϐ την πολλό δουλειϊ, τροφοδοτοϑμενα απϐ τα κϋρδη ενϐσ παγκϐςμιου πολϋμου κι απϐ τη μεγϊλη ζότηςη τησ νεοανελθοϑςησ (ό ανερχϐμενησ) μεςαύασ τϊξησ. Ο Νιοϑαλ ϊρχιςε να χτύζει καινοϑρια πτϋρυγα ςτο ςπύτι του. Οι περιςςϐτεροι ςτο χωριϐ την ϋκριναν περιττό —ςτο κϊτω κϊτω, μϐνο δυο ϊνθρωποι ϋμεναν εκεύ πϊνω— και ϐλοι ςχεδϐν ςυμφϔνηςαν ϐτι δεν πρϐςθετε τύποτε ϊλλο παρϊ περιςςϐτερη αςχόμια ς' ϋνα ςπύτι που ϐλοι το θεωροϑςαν ϊςχημο πϋρα απϐ κϊθε μϋτρο. Η προϋκταςη αυτό όταν ϋναν ϐροφο ψηλϐτερη απϐ το κυρύωσ ςπύτι και εκτεινϐταν ςϑρριζα ςτην κορυφό τησ πλαγιϊσ, που εκεύνη την εποχό όταν μια λαγκαδιϊ απϐ πυκνϊ, γϋρικα πεϑκα. Σο νϋο ϐτι «οι δυο τουσ» θα γύνονταν ςϑντομα «οι τρεισ τουσ» διϋρρευςε απϐ το Γκϋιτσ Υολσ και η πηγό όταν, κατϊ πϊςα πιθανϐτητα, η Ντϐρισ Σζύνγκερκροφτ, νοςοκϐμα του δϐκτορα Ρϐμπερτςον εκεύνα τα χρϐνια. Προφανϔσ, η καινοϑρια πτϋρυγα εύχε χτιςτεύ για να γιορταςτεύ το χαρμϐςυνο γεγονϐσ. Μετϊ απϐ ϋξι χρϐνια ϋγγαμησ ευδαιμονύασ και τϋςςερα χρϐνια διαμονόσ 224
ςτο ςπύτι του λϐφου, ςτη διϊρκεια των οπούων οι ντϐπιοι την εύχαν δει μϐνο απϐ μακριϊ να ςεργιανύζει ςτην μπροςτινό αυλό τησ ό να μαζεϑει λουλοϑδια -κρϐκουσ, ϊγρια τριαντϊφυλλα, γατοϑλεσ και κρινϊκια- ςτα λιβϊδια πύςω απϐ το ςπύτι αποδεύχτηκε ϐτι ακϐμα και η Κϐρα Λϋοναρντ Νιοϑαλ εύχε ερωτικϋσ εξϊψεισ. Η Κϐρα δεν ψϔνιζε ποτϋ ςτου Μπρϊουνι. Ϊπαιρνε τισ προμόθειεσ τησ απϐ το ύτι Κϐρνερ τορ του Γκϋιτσ ϋντερ κϊθε Πϋμπτη απϐγευμα. Σον Ιανουϊριο του 1921 η Κϐρα γϋννηςε ϋνα τερατϐμορφο πλϊςμα χωρύσ χϋρια και, κατϊ τα λεγϐμενα, με μια τϋλεια ςχηματιςμϋνη πενταδϊκτυλη παλϊμη να ξεφυτρϔνει ςτη θϋςη του ενϐσ ματιοϑ. Σο ϋκτρωμα πϋθανε ϋξι ϔρεσ αφϐτου οι αντανακλαςτικϋσ ςυςτολϋσ τησ μότρασ ϋβγαλαν το κϐκκινο, εξωπραγματικϐ πρϐςωπο του ςτο φωσ. Δεκαεφτϊ μόνεσ αργϐτερα, ο Σζο Νιοϑαλ πρϐςθεςε ϋνα θϐλο ςτη νϋα πτϋρυγα. Ϋταν ςτα τϋλη τησ ϊνοιξησ του 1922 (ςτο Δυτικϐ Μϋιν δεν υπϊρχουν αρχϋσ τησ ϊνοιξησ· μϐνο τϋλη τησ ϊνοιξησ και πριν απ' αυτϊ ο χειμϔνασ). Ο Νιοϑαλ ςυνϋχιςε να αγορϊζει εκτϐσ τησ πϐλησ και δεν εύχε την παραμικρό ςχϋςη με το μαγαζύ του Μπιλ «Μπρϊουνι» Μακύςικ. Επύςησ, δεν πϋραςε ποτϋ το κατϔφλι τησ εκκληςύασ των μεθοδιςτϔν τησ τροφόσ. Σο τερατϐμορφο πλϊςμα που εύχε βγει απϐ τη μότρα τησ γυναύκασ του θϊφτηκε ςτον οικογενειακϐ τϊφο των Νιοϑαλ, ςτο Γκϋιτσ, και ϐχι ςτην πϐλη του. Η μικρό επιτϑμβια ςτόλη εύχε την επιγραφό: ΑΡΑ ΣΑΜΟΝ ΣΑΜΠΙΘΑ ΥΡΑΝΙΝ ΝΙΟΤΑΛ 14 ΙΑΝΟΤΑΡΙΟΤ 1921 Ο ΘΕΟ ΝΑ ΔΨΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΑΤΕΣΑΙ ΗΤΦΗ το μαγαζύ μιλοϑςαν ςυνϋχεια για τον Σζο Νιοϑαλ, για τη γυναύκα του Σζο και για το ςπύτι του Σζο. Και ο γιοσ του Μπρϊουνι, ο Φϊρλεώ, τϐτε πολϑ πιτςιρικϊσ ακϐμα για να ξυρύζεται (αν και η γεροντικό παραξενιϊ υπόρχε απϐ τϐτε μϋςα 225
του, ςε χειμερύα νϊρκη, ςε υποτυπϔδη μορφό ό ύςωσ ςε αναμονό), αλλϊ αρκετϊ μεγϊλοσ για να ςτοιβϊζει λαχανικϊ και φροϑτα ςτα καφϊςια ό να κουβαλϊει ςακιϊ με πατϊτεσ ϐποτε χρειαζϐταν, καθϐταν παρϊμερα κι ϊκουγε τισ κουβϋντεσ των μεγϊλων. Κυρύωσ μιλοϑςαν για το ςπύτι· το θεωροϑςαν κϊτι ςαν προςβολό ςτο γενικϐ αύςθημα και ντροπό για τα μϊτια. «Αλλϊ ςου γύνεται μανύα», ϋλεγε καμιϊ φορϊ ο Κλϋιτον Κλϊτερμπακ (πατϋρασ του Σζον). Κανϋνασ δεν απαντοϑςε ς' αυτϐ ποτϋ. Ϋταν μια κουβϋντα χωρύσ νϐημα... αλλϊ όταν γεγονϐσ. Ϊτςι και ςτεκϐςουν ϋξω απϐ του Μπρϊουνι για να διαλϋξεισ, ασ ποϑμε, το καλϑτερο καλαθϊκι βατϐμουρα ϐταν όταν η εποχό τουσ, αργϊ ό γρόγορα τα μϊτια ςου γϑριζαν προσ το ςπύτι ςτην κορυφό του λϐφου, ϋτςι ϐπωσ ςτρϋφεται ο ανεμοδεύκτησ βορειοανατολικϊ πριν απϐ μια μαρτιϊτικη χιονοθϑελλα. Αργϊ ό γρόγορα θα κούταζεσ το ςπύτι και ϐςο ο καιρϐσ περνοϑςε το αργϊ γινϐταν γρόγορα για τουσ περιςςϐτερουσ. Γιατύ, ϐπωσ ϋλεγε και ο Κλϋιτ Κλϊτερμπακ, το ςπύτι του Νιοϑαλ ςου γινϐταν μανύα. Σο 1924 η Κϐρα ϋπεςε απϐ τη ςκϊλα ανϊμεςα ςτο θϐλο και ςτην καινοϑρια πτϋρυγα κι ϋςπαςε το λαιμϐ και την πλϊτη τησ. Κυκλοφϐρηςε η φόμη (μϊλλον ξεκύνηςε απϐ μια Υιλανθρωπικό Γιορτό των Γυναικϔν) ϐτι όταν θεϐγυμνη ϐταν το ϋπαθε. Ενταφιϊςτηκε δύπλα ςτη δϑςμορφη κϐρη τησ, που εύχε ζόςει μϐνο μερικϋσ ϔρεσ. Ο Σζο Νιοϑαλ, που τϔρα οι περιςςϐτεροι ςτο χωριϐ ςυμφωνοϑςαν ϐτι όταν «τςιφοϑτησ ςαν Εβραύοσ», ςυνϋχιςε να βγϊζει λεφτϊ με το τςουβϊλι. Ϊκτιςε δυο αποθόκεσ κι ϋναν αχυρϔνα πϊνω ςτην κορυφογραμμό του λϐφου που ςυνδϋονταν και τα τρύα με το ςπύτι μϋςω τησ νϋασ πτϋρυγασ. Ο αχυρϔνασ τϋλειωςε το 1927 και ο ςκοπϐσ του ϋγινε φανερϐσ ςχεδϐν αμϋςωσ: ο Σζο προφανϔσ εύχε αποφαςύςει να γύνει και αγρϐτησ. Αγϐραςε δεκϊξι αγελϊδεσ απϐ ϋναν τϑπο ςτο Μεκϊνικ Υολσ. Αγϐραςε και μια ολοκαύνουρια, αςτραφτερό μηχανό αρμϋγματοσ 226
απϐ τον ύδιο τϑπο. Σο μηχϊνημα ϋμοιαζε με μεταλλικϐ χταπϐδι, εύπαν αυτού που ϋριξαν μια ματιϊ ςτην καρϐτςα του φορτηγοϑ που το μετϋφερε, ϐταν ο οδηγϐσ του ςταμϊτηςε ϐτου Μπρϊουνι για ϋνα μπουκϊλι παγωμϋνη μπύρα, πριν πϊρει την ανηφϐρα του λϐφου. Ϊχοντασ εγκαταςτόςει τισ αγελϊδεσ και το μηχϊνημα, ο Σζο προςϋλαβε ϋνα μιςοκαθυςτερημϋνο τϑπο απϐ το Μϐρτον να φροντύζει την επϋνδυςη του. Πϔσ αυτϐσ, ο υποτιθϋμενοσ ϊςπλαχνοσ εργοδϐτησ, ϋκανε τϋτοιο πρϊγμα όταν ανεξόγητο για ϐλουσ ϐςουσ απαςχϐληςε το ερϔτημα -το ϐτι ο Νιοϑαλ εύχε αρχύςει να το χϊνει φαινϐταν η μϐνη πιθανό απϊντηςη. Σο ϋκανε ϐμωσ και φυςικϊ οι αγελϊδεσ ψϐφηςαν ϐλεσ. Ο αςτύατροσ τησ κομητεύασ πόγε να εξετϊςει τισ αγελϊδεσ και ο Σζο του ϋδειξε την ενυπϐγραφη βεβαύωςη ενϐσ κτηνιϊτρου (ενϐσ κτηνιϊτρου απϐ το Γκϋιτσ Υολσ, ϋλεγαν μετϊ οι ντϐπιοι αναςηκϔνοντασ με ςημαςύα τα φρϑδια τουσ), ο οπούοσ πιςτοποιοϑςε ϐτι οι αγελϊδεσ εύχαν προςβληθεύ απϐ μηνιγγύτιδα των βοοειδϔν. «Αυτϐ ςτ' αγγλικϊ λϋγεται ατυχύα», εύπε ο Σζο. «Αςτεύο υποτύθεται πωσ όταν αυτϐ;» «Παρ' το ϐπωσ θϋλεισ», απϊντηςε ο Σζο. «ήλα εύναι εντϊξει». «Κϊνε μου τη χϊρη και πεσ ς' εκεύνον το βλϊκα να το βουλϔςει», εύπε ο αςτύατροσ. Κούταζε κϊτω ςτο δρομϊκι του ςπιτιοϑ τον καθυςτερημϋνο επιςτϊτη, που εύχε πϋςει πϊνω ςτην πινακύδα με την επιγραφό ΑΓΡΟΣΙΚΑ ΠΡΟέΟΝΣΑ ΝΙΟΤΑΛ και οϑρλιαζε ςαν δαρμϋνο ςκυλύ. Δϊκρυα αυλϊκωναν τα παχουλϊ, βρϐμικα μαγουλϊ του. Κϊθε τϐςο αναςηκωνϐταν κι ϋριχνε ςτον εαυτϐ του ϋνα γερϐ χαςτοϑκι ςαν να παραδεχϐταν ϐτι το φταύξιμο όταν ϐλο δικϐ του. «Κι αυτϐσ εύναι εντϊξει». 227
«Εμϋνα τύποτα δε μου φαύνεται εντϊξει εδϔ πϊνω», εύπε ο αςτύατροσ. «Και λιγϐτερο απ' ϐλα δεκϊξι ψϐφιεσ αγελϊδεσ, με τα πϐδια ςτον αϋρα ςαν παλοϑκια ςε φρϊχτη. Σισ βλϋπω απϐ εδϔ που εύμαι». «Καλϔσ», εύπε ο Σζο Νιοϑαλ. «Γιατύ δεν πρϐκειται να τισ δεισ απϐ πιο κοντϊ». Ο αςτύατροσ πϋταξε τη βεβαύωςη του κτηνιϊτρου απϐ το Γκϋιτσ Υολσ ςτο χϔμα και την πϊτηςε με την μπϐτα του. ίςτερα κούταξε τον Σζο Νιοϑαλ και όταν τϐςο φουντωμϋνοσ απϐ την οργό του, που οι μικρϋσ φλεβύτςεσ ςτην κϐκκινη μϑτη του εύχαν πϊρει χρϔμα μελιτζανύ. «θϋλω να δω αυτϋσ τισ αγελϊδεσ. Να πϊρω και μια μαζύ μου, αν χρειαςτεύ». «ήχι». «Δε ςου ανόκει ο κϐςμοσ ϐλοσ, Νιοϑαλ... θα βγϊλω ϋνταλμα». «Να δοϑμε αν θα μπορϋςεισ». Ο αςτύατροσ μπόκε ςτο αυτοκύνητο του κι ϋφυγε. Ο Σζο τον παρακολουθοϑςε. Πϋρα, ςτην αρχό του δρϐμου που ξεκινοϑςε απϐ το ςπύτι και κατηφϐριζε την πλαγιϊ, ντυμϋνοσ με εργατικό φϐρμα, γεμϊτη κοπριϋσ λεσ και εύχε κυλιςτεύ πϊνω τουσ, ο επιςτϊτησ ςυνϋχιζε να ουρλιϊζει ςαν ςκυλύ, γερμϋνοσ πϊνω ςτην πινακύδα. Ϊμεινε ϋτςι ϐλη εκεύνη τη ζεςτό αυγουςτιϊτικη μϋρα, ουρλιϊζοντασ με ϐςη δϑναμη εύχε ςτα πνευμϐνια του και με το φαρδϑ μογγολικϐ πρϐςωπο του ςτραμμϋνο προσ τον κύτρινο ουρανϐ. «Μουγκανύζοντασ ςαν μοςχϊρι ςε ςφαγεύο», ϐπωσ το περιϋγραψε ο νεαρϐσ τϐτε Γκϊρι Πϐλςον. Ο αςτύατροσ όταν ο Κλεμ Ωπςο, απϐ το ύροώσ Φιλ. Μπορεύ να το εύχε αφόςει εκεύ το ζότημα, ϐταν το αύμα του ςταμϊτηςε να βρϊζει, αλλϊ ο Μπρϊουνι Μακύςικ, που τον εύχε υποςτηρύξει για ν' ανούξει το γραφεύο του (και ςυνόθωσ δεν του χρϋωνε τισ περιςςϐτερεσ απϐ τισ μπύρεσ που κατϋβαζε), τον παρακύνηςε να 228
μην το κϊνει. Ο μπαμπϊσ του Φϊρλεώ Μακύςικ δεν όταν εκδικητικϐσ τϑποσ -οϑτε εύχε κανϋνα λϐγο, ϊλλωςτε— αλλϊ θϋληςε να επιςημϊνει κϊτι ςτον Σζο Νιοϑαλ, ϐςον αφορϊ την ϋννοια τησ ιδιοκτηςύασ. Ϋθελε να τον κϊνει να καταλϊβει ϐτι η ιδιοκτηςύα δεν εύναι το παν —εύναι μια αμερικανικό αξύα, ναι, αλλϊ η ιδιοκτηςύα ϋχει να κϊνει και με τον τϐπο— και ϐτι ςτο Καςτλ Ροκ οι ϊνθρωποι ϋβαζαν ακϐμα πϊνω απ' ϐλα την κοινϐτητα, ακϐμα και οι πλοϑςιοι που μποροϑςαν να χτύςουν ϊλλο ϋνα ςπύτι κολλητϊ ςτο ςπύτι τουσ, ϐποτε τουσ ϋκανε κϋφι. Ϊτςι, ο Κλεμ Ωπςο πόγε ςτο Λϊκερι, που τϐτε όταν η πρωτεϑουςα τησ κομητεύασ, και πόρε ϋνα ϋνταλμα. Μϋχρι να πϊει να το πϊρει, ϋνα μεγϊλο κλειςτϐ φορτηγϐ ανϋβηκε ςτο λϐφο, πϋραςε δύπλα απϐ τον καθυςτερημϋνο που οϑρλιαζε και ςταμϊτηςε μπροςτϊ ςτο ςτϊβλο. ήταν επϋςτρεψε ο Κλεμ Απςο με το ϋνταλμα ςτο χϋρι, εύχε απομεύνει μϐνο μια αγελϊδα, μιςοςκεπαςμϋνη με ϊχυρα, να τον κοιτϊζει με τα μεγϊλα, γυϊλινα, μαϑρα μϊτια τησ. Ο Κλεμ πεύςτηκε πωσ αυτό τουλϊχιςτον εύχε ψοφόςει απϐ μηνιγγύτιδα κι αποχϔρηςε οριςτικϊ. Λύγο αφϐτου ϋφυγε, το ύδιο φορτηγϐ επϋςτρεψε για να φορτϔςει και την τελευταύα ψϐφια αγελϊδα. Σο 1928 ο Σζο ξεκύνηςε να χτύζει καινοϑρια πτϋρυγα. Σϐτε οι ϊντρεσ που μαζεϑονταν ςτο μαγαζύ του Μπρϊουνι αποφϊςιςαν ϐτι ο ϊνθρωποσ όταν τρελϐσ. Ϊξυπνοσ, ναι, αλλϊ ςαλεμϋνοσ. Ο Μπϋνι Ελισ ιςχυρύςτηκε ϐτι ο Σζο εύχε βγϊλει το μοναδικϐ μϊτι τησ νεογϋννητησ κϐρησ του και το εύχε φυλαγμϋνο ς' ϋνα βϊζο με «φορμαλύδη», ϐπωσ την αποκαλοϑςε, πϊνω ςτο τραπϋζι τησ κουζύνασ του, μαζύ με την πενταδϊχτυλη παλϊμη που ξεφϑτρωνε απϐ το ϊλλο μϊτι του μωροϑ. Ο Μπϋνι όταν φανατικϐσ αναγνϔςτησ περιοδικϔν τρϐμου· κϊτι ϋντυπα τησ ςυμφορϊσ που ςτα εξϔφυλλα τουσ εικονύζονταν γιγϊντια μυρμόγκια ν' αρπϊζουν γυμνϋσ κυρύεσ κι ϊλλα παρϐμοια απύθανα. Ϋταν παςιφανϋσ ϐτι την ιςτορύα του για το βϊζο του 229
Σζο Νιοϑαλ την εύχε εμπνευςτεύ απ' αυτϊ τα περιοδικϊ. αν αποτϋλεςμα, ςϑντομα υπόρχαν αρκετού ςε ϐλο το Καςτλ Ροκ — και ϐχι μϐνο ςτη τροφό— που ορκύζονταν πωσ ϐλα αυτϊ όταν αλόθεια. Κϊποιοι μϊλιςτα υποςτόριζαν ϐτι ο Σζο κρατοϑςε ςτο βϊζο κι ϊλλα, ακατονϐμαςτα πρϊγματα. Η δεϑτερη πτϋρυγα τελεύωςε τον Αϑγουςτο του 1929. Δϑο νϑχτεσ αργϐτερα, ϋνα ςαραβαλϊκι με ςτρογγυλϊ κύτρινα φϔτα ϐρμηςε με μεγϊλη ταχϑτητα και τρομακτικό φαςαρύα ςτο δρομϊκι του ςπιτιοϑ των Νιοϑαλ και το βρομερϐ, ςφαγμϋνο κουφϊρι ενϐσ μεγϊλου αςβοϑ ρύχτηκε πϊνω ςτο νϋο κτύςμα. Σο ψοφύμι ϋςκαςε ς' ϋνα απϐ τα παρϊθυρα ςχηματύζοντασ ςτα τζϊμια και ςτον τούχο μια μεγϊλη αιμϊτινη βεντϊλια που ϋμοιαζε με κινϋζικο ιδεϐγραμμα. Σο επτϋμβριο τησ ύδιασ χρονιϊσ μια μεγϊλη πυρκαγιϊ κατϋςτρεψε την αύθουςα λαναρύςματοσ ςτο μεγαλϑτερο απϐ τα υφαντουργεύα Νιοϑαλ ςτο Γκϋιτσ Υολσ, προκαλϔντασ ζημιϊ πενόντα χιλιϊδων δολαρύων. Σον Οκτϔβριο ϋγινε το Μεγϊλο Κραχ ςτο χρηματιςτόριο. Σο Νοϋμβριο ο Σζο Νιοϑαλ κρεμϊςτηκε απϐ ϋνα δοκϊρι τησ οροφόσ ς' ϋνα απϐ τα μιςοτελειωμϋνα δωμϊτια τησ νϋασ πτϋρυγασ —μϊλλον προοριζϐταν για κρεβατοκϊμαρα. Σο δωμϊτιο μϑριζε ακϐμα φρεςκοκομμϋνο ξϑλο. Σον βρόκε ο Κλύβελαντ Σϐρμπουτ, υποδιευθυντόσ τησ Τφαντουργύασ Γκϋιτσ και ςυνεταύροσ του (ϋτςι ϋλεγαν οι φόμεσ, τουλϊχιςτον) ςε μια ςειρϊ απϐ επενδϑςεισ ςτη Γουϐλ τρητ, που τϔρα πια ϊξιζαν ϐςο και τα φλϋματα ενϐσ φυματικοϑ. Ϊγινε νεκροψύα απϐ τον ιατροδικαςτό τησ κομητεύασ, που τϑχαινε να εύναι ο αδερφϐσ του Κλεμ Ωπςο, ο Νομπλ. Σον Σζο τον ϋθαψαν δύπλα ςτη γυναύκα και ςτο παιδύ του, την τελευταύα μϋρα του Νοεμβρύου. Ϋταν μια λαμπερό, ηλιϐλουςτη μϋρα και ο μϐνοσ κϊτοικοσ του Καςτλ Ροκ που παραβρϋθηκε ςτην κηδεύα όταν ο Ωλβιν Κϐι, που οδηγοϑςε τη νεκροφϐρα του γραφεύου Φει & Πύμποντι. Ο Ωλβιν ανϋφερε ϐτι 230
ςτην κηδεύα εύχε παραβρεθεύ και μια νεαρό καλλύγραμμη κυρύα, με γοϑνινο ςακϊκι απϐ ρακοϑν και μαϑρο, ςτρογγυλϐ καπελϊκι. Καθιςμϋνοσ ςτου Μπρϊουνι, τςιμπολογϔντασ πύκλεσ κατευθεύαν απϐ το βαρϋλι και χαμογελϔντασ πϋνθιμα, ο Ωλβιν εύπε ςτα φιλαρϊκια του ϐτι η κυρύα πρϋπει να όταν πολϑ «τρελιϊρα», αν και δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ του τϋτοια. Ϋταν το ϊκρο αντύθετο τησ Κϐρα Λϋοναρντ-Νιοϑαλ, εύπε, και δεν εύχε κλεύςει οϑτε μια φορϊ τα μϊτια τησ ςτη διϊρκεια τησ νεκρϔςιμησ ακολουθύασ. Ο Γκϊρι Πϐλςον μπαύνει ςτο μαγαζύ, με πολϑ αργϋσ κινόςεισ, και κλεύνει προςεκτικϊ την πϐρτα πύςω του. «ήπερα», λϋει ουδϋτερα ο Φϊρλεώ Μακύςικ. «Ϊμαθα πωσ κϋρδιςεσ μια γαλοποϑλα κϊτω ςτο Γκραντζ χτεσ βρϊδυ», λϋει ο γερο-Κλατ, που προετοιμϊζει την πύπα του για ϊναμμα. «Αχϊ», κϊνει ο Γκϊρι. Εύναι ογδϐντα τεςςϊρων και, ϐπωσ οι ϊλλοι, θυμϊται καλϊ την εποχό που η τροφό όταν πολϑ πιο ζωντανό απ' ϐ,τι εύναι ςόμερα. Ο Γκϊρι ϋχει χϊςει δυο γιουσ ςε δυο πολϋμουσ —και τουσ δυο πριν απϐ το χαλαςμϐ ςτο Βιετνϊμ— κι αυτϐ του ϋχει κοςτύςει πολϑ. Ο τρύτοσ του γιοσ, ϋνα εξαιρετικϐ παιδύ, ςκοτϔθηκε ςε μια περύεργη ςϑγκρουςη μ' ϋνα φορτηγϐ που μετϋφερε ξυλεύα, πϊνω ςτο Βορρϊ, κοντϊ ςτο νηςύ Πρεςκ το 1973, ναι, τϐτε όταν. Κατϊ περύεργο τρϐπο τον τρύτο θϊνατο ο Γκϊρι τον ϋχει αποδεχτεύ ευκολϐτερα, ϋνασ θεϐσ ξϋρει γιατύ. Σου Γκϊρι του φεϑγουν καμιϊ φορϊ τα ςϊλια απϐ τισ ϊκρεσ των χειλιϔν του αυτϐ τον καιρϐ και ϐλο ακοϑγεται να ρουφϊει, καθϔσ προςπαθεύ να προλϊβει να τα μαζϋψει πύςω ςτο ςτϐμα του, πριν κυλόςουν ωσ κϊτω ςτο πιγοϑνι. Ο Γκϊρι δεν ξϋρει πολλϊ τϔρα τελευταύα, αλλϊ ξϋρει ςύγουρα πωσ τα γερϊματα εύναι πολϑ ϊδικοσ τρϐποσ να περνϊσ τα τελευταύα χρϐνια τησ ζωόσ ςου. «Καφϋ;» τον ρωτϊει ο Φϊρλεώ. «Μπα, ϐχι». 231
Ο Λϋνι Πϊρτριτζ, που τα δυο ςπαςμϋνα πλευρϊ του απϐ κεύνο το ηλύθιο ατϑχημα πρϐπερςι το φθινϐπωρο δε λϋνε να γιατρευτοϑν ακϐμα, τραβϊει τα πϐδια του για να κϊνει τϐπο ςτο γϋρο να περϊςει και να καθύςει, διπλϔνοντασ πολϑ αργϊ και προςεκτικϊ το κορμύ του ςτη γωνιακό καρϋκλα (ο ύδιοσ ο Γκϊρι εύχε ξαναπλϋξει την ψϊθα τησ ςυγκεκριμϋνησ καρϋκλασ το 1982). Ο Γκϊρι Πϐλςον κλεύνει το ςτϐμα του, ρουφϊει τα ςϊλια απϐ τισ ϊκρεσ των χειλιϔν του και ςταυρϔνει τα αρθριτικϊ του χϋρια πϊνω ςτη λαβό του μπαςτουνιοϑ του. Υαύνεται πολϑ καταβεβλημϋνοσ. «θα ρύξει κατακλυςμϐ», λϋει τελικϊ. «Σϐςο πολϑ με πονϊνε τα κϐκαλα μου». «Ωςχημο φθινϐπωρο φϋτοσ», λϋει ο Πολ Κορλύσ. Επικρατεύ ςιωπό. Η ζϋςτη απϐ τη ςϐμπα γεμύζει το μαγαζύ, που μϊλλον θα κλεύςει μϐλισ πεθϊνει ο Φϊρλεώ, ό και νωρύτερα, αν τησ περϊςει το δικϐ τησ τησ μικρϐτερησ κϐρησ του. Η ζϋςτη πνύγει το μαγαζύ, ανακουφύζει τα πονεμϋνα γϋρικα κϐκαλα, προςπαθεύ ϋςτω, και θαμπϔνει το βρϐμικο τζϊμι με τισ παμπϊλαιεσ αφύςεσ που βλϋπουν ςτην αυλό, εκεύ ϐπου όταν ϊλλοτε οι χειροκύνητεσ αντλύεσ πετρελαύου, πριν τισ αποςϑρει η Μϐμπιλ, το 1977. Εύναι ϐλοι τουσ γϋροι και οι περιςςϐτεροι ϋχουν δει τα παιδιϊ τουσ να φεϑγουν για καλϑτερα μϋρη. Σο μαγαζύ δεν κϊνει δουλειϊ, δεν πατϊει κανϋνασ πϋρα απϐ μερικοϑσ ντϐπιουσ και τύποτα περαςτικοϑσ τουρύςτεσ που βρύςκουν κϊτι γϋρουσ ςαν κι αυτοϑσ εδϔ, γϋρουσ που κϊθονται γϑρω απϐ τη ςϐμπα φορϔντασ μϊλλινα ςϔβρακα ακϐμα και τον Ιοϑλιο, γραφικοϑσ. Ο γερο-Κλατ πϊντα υποςτόριζε ϐτι θα ϋρθει καινοϑριοσ κϐςμοσ ς' αυτό τη γειτονιϊ του Ροκ, αλλϊ τα δυο τελευταύα χρϐνια τα πρϊγματα ϋχουν γύνει χειρϐτερα απϐ ποτϋ ϐλη η αναθεματιςμϋνη πϐλη αργοπεθαύνει. 232
«Ποιοσ χτύζει καινοϑρια πτϋρυγα ςτο διαβολϐςπιτο του Νιοϑαλ;» ρωτϊει τελικϊ ο Γκϊρι. τρϋφονται ϐλοι και τον κοιτϊνε. Σο ςπύρτο που ο γεροΚλατ ϋχει μϐλισ ανϊψει μϋνει μετϋωρο πϊνω απϐ την πύπα του, καύγοντασ το ξϑλο, μαυρύζοντασ το. Σο κϐκκινο κεφαλϊκι γύνεται γκρύζο, η ϊκρη του ςπύρτου ςτρύβει προσ τα πϊνω. Σελικϊ, ο γερο-Κλατ χϔνει το ςπύρτο ςτην πύπα, ρουφϊει και φυςϊει. «Καινοϑρια προϋκταςη;» ρωτϊει ο Φϊρλεώ. «Αχϊ». Μια γαλαζωπό κορδϋλα καπνοϑ απϐ την πύπα του γεροΚλατ ξετυλύγεται ωσ πϊνω απϐ τη ςϐμπα, μϋνει εκεύ κι αρχύζει ν' απλϔνεται ςαν αραχνοϓφαντο δύχτυ. Ο Λενι Πϊρτριτζ τεντϔνει το πιγοϑνι του προσ τα πϊνω για να ξεπιαςτεύ ο πονεμϋνοσ ςβϋρκοσ του και τρύβει με την παλϊμη τον τεντωμϋνο λαιμϐ του, αφόνοντασ ϋναν ξερϐ, γρατςουνιςτϐ όχο πϊνω ςτα γκρύζα γϋνια. «Εγϔ δεν ξϋρω να χτύζει κανϋνασ», λϋει ο ΦϊρλεϏ, υπογραμμύζοντασ με τον τϐνο τησ φωνόσ του ϐτι η δόλωςη ςυμπεριλαμβϊνει και κϊθε ϊλλο ϊτομο ϊξιο αναφορϊσ ς' αυτό τ η γωνιϊ τ ου κϐςμου, τουλϊχιςτον. «Δεν ϋχουν βρει αγοραςτό απϐ το '81 και μετϊ», λϋει ο γερο-Κλατ. 'ήταν ο γερο-Κλατ λϋει «ϋχουν», εννοεύ την Τφαντουργύα του Νϐτιου Μϋιν και την Σρϊπεζα του Νϐτιου Μϋιν, αλλϊ εννοεύ κϊτι περιςςϐτερο: εννοεύ Σουσ Καπϊτςουσ τησ Μαςαχουςϋτησ. Σα εργοςτϊςια του Σζο Νιοϑαλ, καθϔσ και το ςπύτι ςτο λϐφο περιόλθαν ςτην κατοχό τησ Τφαντουργύασ του Νϐτιου Μϋιν γϑρω ςτον ϋνα χρϐνο αφϐτου ο Σζο ϋβαλε τϋρμα ςτη ζωό του. ήμωσ, για τουσ ϊντρεσ που εύναι μαζεμϋνοι γϑρω απϐ τη ςϐμπα ςτο μαγαζύ του Μπρϊουνι, αυτό η επωνυμύα εύναι απλϔσ ςτϊχτη ςτα μϊτια... ό αυτϐ που ςυχνϊ αποκαλοϑν Ο Νϐμοσ, ϐπωσ λϋμε: Αυτό τον πόγε ςτα δικαςτόρια και τϔρα δεν ϋχει δικαύωμα οϑτε να δει τα παιδιϊ του με Σο Νϐμο. Αυτού οι ϊντρεσ μιςοϑν Σο Νϐμο και το πϔσ επεμβαύνει ςτη ζωό τουσ και 233
ςτη ζωό των φύλων τουσ, αλλϊ ταυτϐχρονα τουσ ςυναρπϊζει ο τρϐποσ με τον οπούο κϊποιοι τον χρηςιμοποιοϑν για να κϊνουν τισ νεφελϔδεισ, κερδοφϐρεσ κομπύνεσ τουσ. Η Τφαντουργύα του Νϐτιου Μϋιν ό αλλιϔσ Σρϊπεζα του Νϐτιου Μϋιν ό αλλιϔσ Οι Καπϊτςοι τησ Μαςαχουςϋτησ τϔρα κερδύζουν ϋνα ςωρϐ λεφτϊ απϐ τα εργοςτϊςια που ο Σζο Νιοϑαλ εύχε ςϔςει απϐ την εξαφϊνιςη, αλλϊ δεν ϋχουν καταφϋρει ακϐμα να ξεφορτωθοϑν το ςπύτι κι αυτϐ εύναι που βρύςκουν ςυναρπαςτικϐ οι γϋροι που περνϊνε τισ μϋρεσ τουσ ςτο μαγαζύ του Μπρϊουνι. «Εύναι ςαν τςιμποϑρι που δε λϋει να ξεκολλόςει με τύποτα», εύπε κϊποτε ο Λϋνι Πϊρτριτζ και ϐλοι ςυμφϔνηςαν. «Οϑτε καν οι μακαρονϊδεσ απϐ το Μϊλντεν και το Ρύβερι μπϐρεςαν να το ξεφορτωθοϑν». Ο γερο-Κλατ και ο εγγονϐσ του ο Αντύ δε μιλιοϑνται αυτϐ τον καιρϐ και η αφορμό που τςακϔθηκαν όταν το ςπύτι του Σζο Νιοϑαλ, αν και υπϊρχουν ϋνα ςωρϐ ϊλλοι, προςωπικού λϐγοι για τον καβγϊ, που δε βγόκαν ςτην επιφϊνεια —πϊντα ϋτςι δε γύνεται; Η κουβϋντα ϋγινε κϊποιο βρϊδυ που παπποϑσ κι εγγονϐσ —χόροι και οι δυο πλϋον— εύχαν μϐλισ τελειϔςει ϋνα όρεμο δεύπνο ςτο ςπύτι του νεαροϑ Κλατ ςτην πϐλη. Ο νεαρϐσ Αντύ, που τϐτε δεν εύχε χϊςει ακϐμα τη δουλειϊ του ςτην αςτυνομύα, προςπϊθηςε (μϊλλον με ςυγκαταβατικϐ ϑφοσ) να εξηγόςει ςτον παπποϑ του ϐτι η Τφαντουργύα του Νϐτιου Μϋιν δεν εύχε να κϊνει με τα υπϐλοιπα περιουςιακϊ ςτοιχεύα του Νιοϑαλ, ϐτι ο πραγματικϐσ ιδιοκτότησ του ςπιτιοϑ ςτο λϐφο τησ τροφόσ όταν η Σρϊπεζα του Νϐτιου Μϋιν και ϐτι οι δυο εταιρεύεσ δεν εύχαν καμιϊ ςχϋςη μεταξϑ τουσ. Ο γερο-Σζον εύπε ςτον Αντύ ϐτι όταν ανϐητοσ αν πύςτευε κϊτι τϋτοιο· ϐλοι το όξεραν, εύπε, ϐτι και η τρϊπεζα και η υφαντουργύα όταν απλϋσ βιτρύνεσ που πύςω τουσ κρϑβονταν Οι Καπϊτςοι τησ Μαςαχουςϋτησ και ϐτι η μϐνη διαφορϊ ανϊμεςα τουσ όταν μερικϋσ λϋξεισ. Απλϔσ ϋκρυβαν τη φανερό τουσ ςχϋςη πύςω απϐ 234
τϐνουσ χαρτιϊ, εξόγηςε ο γερο-Κλατ ςτον εγγονϐ του -Σο Νϐμο, με δυο λϐγια. Ο νεαρϐσ Κλατ εύχε την αγϋνεια να γελϊςει μ' αυτϐ. Ο γεροΚλατ ϋγινε κϐκκινοσ ςαν παντζϊρι, πϋταξε την πετςϋτα του ςτο τραπϋζι και ςηκϔθηκε. Γϋλα, του εύπε. υνϋχιςε να γελϊσ. Γιατύ ϐχι; Σο μϐνο που ξϋρουν καλϊ ϐλοι οι μεθϑςτακεσ εύναι να γελϊνε με ϐςα δεν καταλαβαύνουν και υςτϋρα να κλαύνε για ϐ,τι δεν κατϊλαβαν. Αυτϐ ϋκανε τον Αντύ ϋξω φρενϔν και εύπε ςτον παπποϑ του ϐτι ο λϐγοσ που ϋπινε όταν η Μελύςα και τϐτε ο Σζον τον ρϔτηςε για πϐςο καιρϐ ακϐμα θα φϐρτωνε τα μεθϑςια του ςτην πεθαμϋνη γυναύκα του. Ο Αντύ ϋχαςε το χρϔμα του ϐταν το ϊκουςε αυτϐ και εύπε ςτο γϋρο να φϑγει απϐ το ςπύτι του. Ο Σζον ϋφυγε και δεν ξαναπϊτηςε απϐ τϐτε. Οϑτε και θϋλει. Πϋρα απϐ τα ςκληρϊ λϐγια, δεν αντϋχει να βλϋπει τον Αντύ να πηγαύνει κατϊ διαβϐλου με τϋτοιου εύδουσ ϐχημα. Υόμεσ ξεφόμεσ, ϋνα πρϊγμα παραμϋνει γεγονϐσ: το ςπύτι ςτην κορυφογραμμό του λϐφου μϋνει ϊδειο εδϔ και ϋντεκα χρϐνια, κανϋνασ δεν ϋμεινε εκεύ για πολϑ και η Σρϊπεζα του Νϐτιου Μϋιν εύναι ςυνόθωσ ο οργανιςμϐσ που προςπαθεύ να το πουλόςει μϋςω ενϐσ ντϐπιου κτηματομεςιτικοϑ γραφεύου. «Οι τελευταύοι που το εύχαν αγορϊςει όταν απϐ τα βϐρεια τησ Νϋασ Τϐρκησ, ε;» ρωτϊει ο Πολ Κορλύσ. Μιλϊει τϐςο ςπϊνια, που ϐλοι ςτρϋφονται προσ το μϋροσ του. Ακϐμα και ο Γκϊρι. «Βεβαύωσ», λϋει ο Λϋνι. «Καλού ϊνθρωποι. Ο ϊντρασ θα ϋβαφε τον αχυρϔνα κϐκκινο και θα τον ϋκανε, λϋει, μαγαζύ με αντύκεσ, αν θυμϊμαι καλϊ». «Ναι», παρεμβαύνει ο γερο-Κλατ. «Και ϑςτερα το αγϐρι τουσ πόρε ϋνα τουφϋκι που εύχαν αφημϋνο...» «Απρϐςεκτοι που εύναι οι ϊνθρωποι... » πετϊγεται ο Φϊρλεώ. «κοτϔθηκε;» ρωτϊει ο Λϋνι. «Σο αγϐρι;» ιωπό υποδϋχεται την ερϔτηςη. Υαύνεται πωσ δεν ξϋρει κανεύσ. Αλλϊ τελικϊ —ςχεδϐν απρϐθυμα— παύρνει το λϐγο ο 235
Γκϊρι. «ήχι», λϋει. «Αλλϊ τυφλϔθηκε. Και μετακϐμιςαν ςτο ήμπερν. Ϋ ύςωσ ςτο Λιντσ». «υμπαθητικού ϊνθρωποι», λϋει ο Λϋνι. «τ' αλόθεια εύχα πιςτϋψει πωσ μπορεύ και να τα κατϊφερναν. Εύχαν πϋςει με τα μοϑτρα ςτο ςπύτι. Νϐμιζαν πωσ ο κϐςμοσ τουσ ϋλεγε ϐτι εύναι γρουςοϑζικο για να τουσ δουλϋψει, επειδό όταν απ' αλλοϑ». Κϊνει μια παϑςη, ςαν να ςτοχϊζεται. «άςωσ τϔρα να το ϋχουν καταλϊβει... ϐπου κι αν βρύςκονται». Ακολουθεύ ςιωπό, καθϔσ οι γϋροι ςκϋφτονται το ζευγϊρι απϐ τη Βϐρεια Νϋα Τϐρκη ό τα δικϊ τουσ προβλόματα ύςωσ, τισ αιςθόςεισ και τα ϐργανα που τουσ εγκαταλεύπουν ςιγϊ ςιγϊ. Ακοϑγεται το ςιγανϐ γουργοϑριςμα του λϋβητα τησ ςϐμπασ ϐπου βρϊζει το πετρϋλαιο. Απϐ κϊπου πιο πύςω ακοϑγεται ϋνα παραθυρϐφυλλο που χτυπϊει εξαιτύασ του νευρικοϑ φθινοπωρινοϑ ανϋμου. «Φτύζουν καινοϑρια πτϋρυγα, ςασ λϋω, ςύγουρα», λϋει ο Γκϊρι. Μιλϊει ςιγϊ αλλϊ με ϋμφαςη, ςαν κϊποιοσ απϐ την παρϋα να ϋχει αμφιςβητόςει τα λεγϐμενα του. «Σην εύδα ϐπωσ ερχϐμουν κατϊ δω, απϐ το Δρϐμο του Ποταμοϑ. Ϊχουν ςηκϔςει κιϐλασ το ςκελετϐ. Σο διαβολϐπραγμα μοιϊζει να εύναι ύςαμε τριϊντα μϋτρα μακρϑ και με βϊθοσ καμιϊ δεκαπενταριϊ. Δεν το εύχα προςϋξει ωσ ςόμερα. Σο ξϑλο μοιϊζει με ςφεντϊμι. Ποϑ βρύςκει κανεύσ ςόμερα καλϐ ςφεντϊμι ςαν κι αυτϐ;» Κανϋνασ δεν του απαντϊει. Κανϋνασ δεν ξϋρει. Σελικϊ, μιλϊει ο Πολ Κορλύσ, προςεκτικϊ, μην τον προςβϊλει. «ύγουρα, Γκϊρι, δεν ϋχεισ ςτο νου ςου κϊποιο ϊλλο ςπύτι; Μόπωσ νϐμιςεσ... » «κατϊ νϐμιςα», τον κϐβει ο Γκϊρι, πϊντα χαμηλϐφωνα, αλλϊ με περιςςϐτερη ϋμφαςη. «Για το ςπύτι του Νιοϑαλ μιλϊω, για καινοϑρια πτϋρυγα ςτο ςπύτι του Νιοϑαλ. Ο ςκελετϐσ ϋχει ςτηθεύ, εύναι απϐ ςφεντϊμι κι ϐποιοσ αμφιβϊλλει ακϐμα να βγει ϋξω να δει και μϐνοσ του». 236
Μετϊ απ' αυτϐ δεν απομϋνει τύποτα να ειπωθεύ —τον πιςτεϑουν. Οϑτε ο Πολ οϑτε κανϋνασ ϊλλοσ βγαύνει ϋξω να κοιτϊξει ψηλϊ ςτο λϐφο την καινοϑρια πτϋρυγα που χτύζεται ςτο ςπύτι του Νιοϑαλ, Σο θεωροϑν ςημαντικϐ ζότημα, οπϐτε δε βιϊζονται. Περνϊει κϊμποςη ϔρα —ο Φϊρλεώ Μακύςικ ϋχει πει αρκετϋσ φορϋσ πωσ αν ο χρϐνοσ όταν ξυλεύα θα όταν ϐλοι τουσ πλοϑςιοι. Ο Πολ πηγαύνει ςτο παμπϊλαιο ψυγεύο-βιτρύνα και παύρνει μια πορτοκαλϊδα. Δύνει ςτον Φϊρλεώ εξόντα ςεντσ και ο Φϊρλεώ τα χτυπϊει ςτην ταμειακό μηχανό. ήταν κλεύνει ξανϊ το ςυρτϊρι τησ μηχανόσ, διαπιςτϔνει πωσ η ατμϐςφαιρα ςτο μαγαζύ του ϋχει αλλϊξει. Τπϊρχουν ϊλλα θϋματα για κουβϋντα. Ο Λϋνι Πϊρτριτζ βόχει, πιϋζει ελαφρϊ το ςτόθοσ του με τα δυο του χϋρια πϊνω ςτα ςπαςμϋνα πλευρϊ που δεν πρϐκειται να γιατρευτοϑν ποτϋ και ρωτϊει τον Γκϊρι πϐτε θα γύνει η κηδεύα του Ντϊνα Ρϐι. «Αϑριο, ςτο Γκϐρχαμ», λϋει ο Γκϊρι. «Εκεύ εύναι θαμμϋνη η γυναύκα του». Η Λοϑςι Ρϐι πϋθανε το 1968. Ο Ντϊνα, που ωσ το 1979 όταν ηλεκτρολϐγοσ ςτην Εταιρεύα Αμερικανικοϑ Γϑψου ςτο Γκϋιτσ Υολσ (οι ϊντρεσ ςτο μαγαζύ τη λϋνε Αμ-Γυψ για ςυντομύα), πϋθανε απϐ καρκύνο των εντϋρων πριν απϐ δυο μϋρεσ. Ϊζηςε ϐλη τη ζωό του ςτο Καςτλ Ροκ και του ϊρεςε να λϋει ϐτι εύχε βγει απϐ το Μϋιν μϐνο τρεισ φορϋσ ςε ογδϐντα χρϐνια, μια για να επιςκεφτεύ ϋνα θεύο του ςτο Κονϋκτικατ μια για να δει τουσ Ρεντ οξ τησ Βοςτϐνησ που ϋπαιζαν ςτο ΥϋνγουεϏ Παρκ («Κι ϋχαςαν οι ϊχρηςτοι», πρϐςθετε πϊντα ς' αυτϐ το ςημεύο) και μια τελευταύα για να παρακολουθόςει ϋνα ςυνϋδριο ηλεκτρολϐγων ςτο Πϐρτςμουθ του Νιου Φαμςϊιρ. «Καιρϐσ χαμϋνοσ», ϋλεγε πϊντα αναφερϐμενοσ ςτο ςυνϋδριο. «ήλο πιοτϊ και γυναύκεσ. Σι να χουφτϔςεισ απϐ δαϑτεσ· οϑτε μια δε βλεπϐταν». Ο Ντϊνα Ρϐι όταν φύλοσ των γϋρων και ο 237
θϊνατοσ του τουσ κϊνει να αιςθϊνονται ϋνα κρϊμα λϑπησ και θριϊμβου. «Σου εύχαν αφαιρϋςει γϑρω ςτα τϋςςερα μϋτρα απϐ το κϊτω ϋντερο», λϋει ο Γκϊρι ςτουσ ϊλλουσ. «Δεν ωφϋληςε ςε τύποτα. Εύχε απλωθεύ παντοϑ μϋςα του». «Αυτϐσ όξερε τον Σζο Νιοϑαλ», λϋει ξαφνικϊ ο Λϋνι. «Εύχε ανεβεύ εκεύ πϊνω με τον πατϋρα του, ϐταν ο πατϋρασ του ϋβαζε τα ηλεκτρικϊ του Σζο —δε θα 'ταν πϊνω απϐ ϋξι, οχτϔ χρονϔν το πολϑ. Θυμϊμαι που ϋλεγε πωσ ο Σζο του ϋδωςε ϋνα γλειφιτζοϑρι κϊποτε, μα αυτϐσ το πϋταξε απϐ το φορτηγϊκι του μπαμπϊ του ενϔ γϑριζαν ςτο ςπύτι τουσ. Εύπε πωσ του φϊνηκε ξινϐ και περύεργο. Αργϐτερα, ϐταν ϋςτηςαν τα υφαντουργεύα και ξανϊρχιςαν να δουλεϑουν —ςτα τϋλη του τριϊντα πρϋπει να όταν- ο Ντϊνα ανϋλαβε να ξαναφτιϊξει τα ηλεκτρικϊ. Σο θυμϊςαι, Φϊρλεώ;» «Ναι». Σϔρα που η κουβϋντα ξανϊρθε ςτον Σζο Νιοϑαλ μϋςω Ντϊνα Ρϐι, οι γϋροι ςτϑβουν το μυαλϐ τουσ να θυμηθοϑν ιςτορύεσ που να ςυνδϋουν τουσ δυο μακαρύτεσ. Αλλϊ, ϐταν μιλϊει τελικϊ ο γερο-Κλατ, λϋει κϊτι εκπληκτικϐ. «Αυτϐσ που πϋταξε τον αςβϐ ςτο παρϊθυρο του Νιοϑαλ όταν ο μεγϊλοσ αδερφϐσ του Ντϊνα Ρϐι, ο Γουύλ. ύγουρα όταν αυτϐσ». «Ο Γουύλ;» ρωτϊει ο Λϋνι, αναςηκϔνοντασ τα φρϑδια του. «Ο Γουύλ όταν πολϑ μετρημϋνοσ, δε θα ϋκανε τϋτοιο πρϊγμα». Ο Γκϊρι Πϐλςον μιλϊει και πϊλι, αργϊ και ςιγανϊ. «Αχϊ, όταν ο Γουύλ». Οι ϊλλοι ςτρϋφονται και τον κοιτϊζουν. «Και όταν η γυναύκα που ϋδωςε το γλειφιτζοϑρι ςτον Ντϊνα εκεύνη τη μϋρα που ανϋβηκε με τον μπαμπϊ του», ςυνεχύζει ο Γκϊρι. «Η Κϐρα, ϐχι ο Σζο. Και ο Ντϊνα δεν όταν οϑτε ϋξι οϑτε οχτϔ. Σον αςβϐ τον πϋταξαν λύγο πριν απϐ τη χρονιϊ 238
του Κραχ και η Κϐρα δε ζοϑςε πια. ήχι, ο Ντϊνα ύςωσ να θυμόθηκε κϊτι, αλλϊ δεν όταν παραπϊνω απϐ δυο χρονϔν. Ϋταν ςτα 1916 που του ϋδωςε το γλειφιτζοϑρι, γιατύ το '16 ϋβαλε τα ηλεκτρικϊ ςτο ςπύτι του Νιοϑαλ ο Εντι Ρϐι. Δεν ξαναπόγε ποτϋ εκεύ πϊνω απϐ τϐτε. Ο Υρανκ —ο μεςαύοσ γιοσ, που πϋθανε πριν απϐ καμιϊ δεκαριϊ χρϐνια, αν θυμϊμαι καλϊ- αυτϐσ μπορεύ να όταν ϋξι ό οχτϔ τϐτε. Ο Υρϊνκι εύδε τι ϋκανε η Κϐρα ςτο μικρϐ, αυτϐ το ξϋρω ςύγουρα, αλλϊ δεν ξϋρω πϐτε το εύπε ςτον Γουύλ. Δεν ϋχει ςημαςύα. Σελικϊ, ο Γουύλ αποφϊςιςε να κϊνει κϊτι. Κι αφοϑ η γυναύκα εύχε πεθϊνει, ξϋςπαςε ςτο ςπύτι που εύχε χτύςει ο Σζο για χατύρι τησ». «Ως' τα αυτϊ τϔρα», λϋει ο Φϊρλεώ ςυνεπαρμϋνοσ. «Σι του ϋκανε του Ντϊνα η γυναύκα; Εμϋνα αυτϐ μ' ενδιαφϋρει». Ο Γκϊρι μιλϊει αργϊ κι επιβλητικϊ ςαν ςοφϐσ: «Ο Υρανκ μου εύχε πει, μια νϑχτα που τα εύχε κοπανόςει λύγο παραπϊνω, ϐτι η Κϐρα του ϋδωςε το γλειφιτζοϑρι με το ϋνα χϋρι και με το ϊλλο του 'πιαςε το πουλϊκι του. Μπροςτϊ ςτο μεγϊλο αγϐρι». «Σι μου λεσ!» αναφωνεύ ο γερο-Κλατ ςοκαριςμϋνοσ. Ο Γκϊρι τον κοιτϊζει απλϔσ με τα θολϊ, κιτρινιςμϋνα μϊτια του και δεν απαντϊει. Ξανϊ ςιωπό. Ακοϑγεται μϐνο ο ϊνεμοσ και το παραθυρϐφυλλο που χτυπϊει. Σα παιδιϊ ςτην εξϋδρα ϋχουν πϊρει το παιχνύδι τουσ κι ϋχουν πϊει κϊπου αλλοϑ να ςυνεχύςουν. Σο απϐγευμα μοιϊζει με ϊβυςςο, εύναι ατϋλειωτο και λουςμϋνο ς' ϋνα φωσ που θυμύζει πύνακα του Ωντριου Γουϊιεθ, ψυχρϐ, ακύνητο και γεμϊτο ηλύθια νοόματα. Σο ϋδαφοσ ϋχει δϔςει ϐλη του τη ςοδειϊ και περιμϋνει παθητικϊ το χιϐνι. Ο Γκϊρι θα όθελε να τουσ πει για κεύνο το δωμϊτιο ςτο Νοςοκομεύο Μεμϐριαλ του Κϊμπερλαντ, ϐπου αργοπϋθαινε ο Ντϊνα Ρϐι, με ξεραμϋνεσ μαυριδερϋσ μϑξεσ ςτα ρουθοϑνια του, βρομϔντασ ςαν ψϊρι αφημϋνο ςτον όλιο. θα όθελε να τουσ πει για τα κρϑα γαλϊζια πλακϊκια και για τισ νοςοκϐμεσ με τουσ 239
ςφιχτοδεμϋνουσ κϐτςουσ, νεαρϋσ οι περιςςϐτερεσ, με ωραύα πϐδια, με ςφιχτϊ, πλοϑςια ςτόθη, κορύτςια που δεν τουσ περνϊει απϐ το μυαλϐ ϐτι το 1923 όταν μια πραγματικό χρονιϊ, αληθινό ςαν τουσ πϐνουσ που ταλαιπωροϑν τα γϋρικα κϐκαλα. Αιςθϊνεται τη διϊθεςη να κϊνει κόρυγμα για το πϐςο κακϐσ εύναι ο χρϐνοσ και πϐςο κακϊ εύναι μερικϊ μϋρη και να τουσ εξηγόςει γιατύ το Καςτλ Ροκ μοιϊζει πια με ςϊπιο δϐντι που εύναι ϋτοιμο να πϋςει. Αλλϊ πϊνω απ' ϐλα θα όθελε να τουσ πληροφορόςει ϐτι ο Ντϊνα Ρϐι ακουγϐταν ςαν κϊποιοσ να του εύχε ςτουπϔςει το ςτόθοσ με ϊχυρο και ν' αγωνιζϐταν ν' αναςϊνει και ϐτι φαινϐταν ςαν να εύχε όδη αρχύςει να ςαπύζει ςτο κρεβϊτι του. ήμωσ, δεν μπορεύ να πει τύποτε απ' ϐλα αυτϊ, γιατύ δε βρύςκει τα λϐγια κι ϋτςι ρουφϊει τα ςϊλια του και ςωπαύνει. «Κανεύσ δε ςυμπαθοϑςε ιδιαύτερα το γερο-Σζο», λϋει ο γερο-Κλατ και ξαφνικϊ το πρϐςωπο του φωτύζεται. «Αλλϊ, μα το θεϐ, ςου γινϐταν μανύα!» Οι ϊλλοι δεν απαντοϑν. Δεκαεννιϊ μϋρεσ αργϐτερα, μια βδομϊδα πριν ϋρθει το πρϔτο χιϐνι να ςκεπϊςει την ϊχρηςτη γη, εντελϔσ απρϐςμενα, ο Γκϊρι Πϐλςον βλϋπει ϋνα ςεξουαλικϐ ϐνειρο, που ϐμωσ εύναι κυρύωσ ανϊμνηςη. τισ 14 Αυγοϑςτου του 1923, περνϔντασ μπροςτϊ απϐ το ςπύτι του Νιοϑαλ, με το φορτηγϊκι του πατϋρα του, ο δεκατριϊχρονοσ τϐτε Γκϊρι Μϊρτιν Πϐλςον ϋτυχε να δει την Κϐρα Λϋοναρντ Νιοϑαλ να ςτϋκεται ςτο γραμματοκιβϔτιο του ςπιτιοϑ, ςτο τϋρμα του ιδιωτικοϑ δρϐμου. το χϋρι τησ κρατοϑςε την εφημερύδα τησ ημϋρασ. Βλϋποντασ τον Γκϊρι, ϋπιαςε με το ελεϑθερο χϋρι τησ τον ποδϐγυρο του φουςτανιοϑ τησ. Δεν του χαμογϋλαςε. Εκεύνο το φοβερϐ πρϐςωπο τησ, πελϔριο ςαν φεγγϊρι, ϋμεινε ψυχρϐ κι ανϋκφραςτο καθϔσ του αποκϊλυψε το φϑλο τησ -όταν η πρϔτη φορϊ που ο Γκϊρι ϋβλεπε με τα μϊτια 240
του το μυςτόριο για το οπούο μιλοϑςαν ςυνϋχεια ϐλοι οι φύλοι του. Πϊντα αγϋλαςτη, κοιτϊζοντασ ϐμωσ με νεκρικό ςοβαρϐτητα το πρϐςωπο του νεαροϑ που ϋχαςκε κατϊπληκτοσ, η Κϐρα τύναξε τουσ γοφοϑσ τησ προσ το μϋροσ του καθϔσ περνοϑςε απϐ μπροςτϊ τησ με το αυτοκύνητο. Μϐλισ την προςπϋραςε, ο Γκϊρι κατϋβαςε αυτϐματα το χϋρι ανϊμεςα ςτα ςκϋλια του και, δευτερϐλεπτα αργϐτερα, εκςπερμϊτωςε μϋςα ςτο φανελϋνιο του παντελϐνι. Ϋταν ο πρϔτοσ του οργαςμϐσ. τα χρϐνια που ακολοϑθηςαν ϋκανε ϋρωτα ςε πολλϋσ γυναύκεσ, αρχύζοντασ απϐ τη ϊλι Κουελϋτ το 1926, κϊτω απϐ τη γϋφυρα του Σιν. Κϊθε φορϊ που πληςύαζε η ςτιγμό του οργαςμοϑ —κϊθε, μα κϊθε φορϊ— ϋβλεπε την Κϐρα Νιοϑαλ· την ϋβλεπε να ςτϋκεται δύπλα ςτο γραμματοκιβϔτιο, κϊτω απϐ ϋναν καλοκαιριϊτικο ουρανϐ ςαν καυτϐ ατςϊλι, την ϋβλεπε να ςηκϔνει το φουςτϊνι τησ αποκαλϑπτοντασ μια ςχεδϐν ανϑπαρκτη φοϑντα απϐ γκριζϐξανθεσ τριχύτςεσ κϊτω απϐ τισ πελϔριεσ, αςπρουλιϊρικεσ δύπλεσ τησ κοιλιϊσ τησ, ϋβλεπε την ακριβοθϔρητη ςχιςμό που τα χεύλη τησ εύχαν την ύδια απϐχρωςη με το πιο ϐμορφο, το πιο ντελικϊτο κοραλλύ ροζ. Κι ϐμωσ, δεν εύναι η θϋα του γυναικεύου φϑλου κϊτω απϐ κεύνη την αχαλύνωτη ςϊρκινη μϊζα τησ πελϔριασ κοιλιϊσ αυτϐ που ϋχει ςτοιχειϔςει ςτη μνόμη του ϐλα αυτϊ τα χρϐνια, ϋτςι που κϊθε γυναύκα να γύνεται Κϐρα τη ςτιγμό τησ ολοκλόρωςησ. Ϋ, μϊλλον, δεν εύναι μϐνο αυτϐ. Εκεύνο που πϊντα τον κϊνει να τρελαύνεται απϐ πϐθο ϐταν το θυμϊται (κι ϐποτε ϋκανε ϋρωτα του όταν αδϑνατον να μην το θυμηθεύ) εύναι ο τρϐποσ που η Κϐρα τύναξε προσ το μϋροσ του τουσ γοφοϑσ τησ... μια, δυο, τρεισ φορϋσ. Αυτϐ, μαζύ με την απϐλυτη ϋλλειψη ϋκφραςησ ςτο πρϐςωπο τησ, μια απϊθεια τϐςο βαθιϊ, που ϋμοιαζε με βλακεύα, όταν το ποθητϐ ςϑνολο τησ περιοριςμϋνησ ερωτικόσ γνϔςησ κι επιθυμύασ κϊθε εφόβου τησ εποχόσ του —βαθϑ, ςφιχτϐ, πρϐθυμο ςκοτϊδι. Σύποτε 241
περιςςϐτερο απϐ ϋνα ςτενϐ παρϊδειςο που φεγγοβολοϑςε Κοραλϋνιοσ. Η ςεξουαλικό του ζωό καθορύςτηκε και περιορύςτηκε ταυτϐχρονα απ' αυτό την εμπειρύα —μια ςπερματικό εμπειρύα, αν ϋχει υπϊρξει ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα. Δεν το ϋχει πει ςε κανϋναν ωσ τϔρα, αν και μπόκε ςτον πειραςμϐ κϊμποςεσ φορϋσ, ϐταν τϑχαινε να τα ϋχει κοπανόςει. Σην ϋχει φυλϊξει ςαν θηςαυρϐ. Κι αυτϐ το επειςϐδιο εύναι που ονειρεϑεται τϔρα, με το πουλύ του ςηκωμϋνο για πρϔτη φορϊ μϋςα ςε εννιϊ χρϐνια, ϐταν ξαφνικϊ, κϊπου ςτον εγκϋφαλο του, ςπϊει ϋνα μικρϐ αγγεύο και ςχηματύζει ϋναν αιμϊτινο θρϐμβο, που τον ςκοτϔνει όςυχα και γλυκϊ, γλιτϔνοντασ τον απϐ βδομϊδεσ ό μόνεσ παρϊλυςησ, απϐ τα πλαςτικϊ ςωληνϊκια ςτα χϋρια και ςτα ρουθοϑνια, απϐ τον καθετόρα, απϐ τισ αθϐρυβεσ νοςοκϐμεσ με τουσ ςφιχτοϑσ κϐτςουσ και τα ςφιχτϊ ςτόθη. Πεθαύνει ςτον ϑπνο του, με το πουλύ του μαραμϋνο πια και τ' ϐνειρο να ξεθωριϊζει ςαν εικϐνα ςτην τηλεϐραςη, ϐταν η ςυςκευό ςβόςει απϐτομα ς' ϋνα θεοςκϐτεινο δωμϊτιο. Σα φιλαρϊκια του ϐμωσ θ' αποροϑςαν αν κϊποιοσ απ' αυτοϑσ τϑχαινε να βρύςκεται κοντϊ του κι ϊκουγε τισ τελευταύεσ λϋξεισ που βγόκαν απϐ τα χεύλη του —ςαν βογκητϐ, αλλϊ απϐλυτα κατανοητϋσ και ξεκϊθαρεσ. «Σο φεγγϊρι» Σην επομϋνη τησ ταφόσ του Γκϊρι ςτο νεκροταφεύο Φϐμλαντ, μια θολωτό οροφό αρχύζει να ςτόνεται ςτο ςκελετϐ τησ καινοϑριασ πτϋρυγασ, ςτο ςπύτι του Νιοϑαλ.
242
Η Μηχανικό Μαςϋλα Κοιτϊζοντασ ς' εκεύνη τη βιτρύνα όταν ςαν να ϋβλεπε πύςω απϐ ϋνα βρϐμικο τζϊμι το δεϑτερο μιςϐ τησ παιδικόσ του ηλικύασ, τα χρϐνια ανϊμεςα ςτα εφτϊ και ςτα δεκατρύα, τϐτε που μαγευϐταν απϐ κϊθε αντικεύμενο τϋτοιου εύδουσ. Ο Φϐγκαν ϋςκυψε να δει καλϑτερα, αγνοϔντασ προςωρινϊ το ουρλιαχτϐ του ανϋμου, που ςυνεχϔσ δυνϊμωνε ϋξω, και την ϊμμο που ςηκωνϐταν ςϑννεφο και χτυποϑςε τα τζϊμια. Η βιτρύνα όταν γεμϊτη με κϊθε λογόσ απύθανη ςαβοϑρα και τα περιςςϐτερα απϐ τα αντικεύμενα όταν ςϑγχρονα, καταςκευαςμϋνα ςτην Κορϋα ό ςτην Σαώβϊν. Σο διαμϊντι τησ ςυλλογόσ, ϐμωσ, όταν ςύγουρα αυθεντικϐ. Ϋταν η μεγαλϑτερη Μηχανικό Μαςϋλα που εύχε δει ποτϋ του. Ϋταν επύςησ η μϐνη Μαςϋλα με πϐδια που ϋβλεπε —μεγϊλεσ πορτοκαλιϋσ πατοϑςεσ με ϊςπρεσ γκϋτεσ, ςαν κι αυτϋσ του Μύκι Μϊουσ. Σρομερϊ αςτεύο. Ο Φϐγκαν ςόκωςε το βλϋμμα του ςτη χοντρό γυναύκα που καθϐταν ςτο ταμεύο. Υοροϑςε φαρδϑ μπλουζϊκι (με τη φρϊςη Η ΝΕΒΑΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΙΣΕΙΑ ΣΟΤ ΘΕΟΤ ν' ανηφορύζει και να κατηφορύζει ςτισ καμπϑλεσ του πελϔριου ςτόθουσ τησ) κι απϐ κϊτω μιςϐ ςτρϋμμα τζιν. Ση ςτιγμό εκεύνη πουλοϑςε ϋνα πακϋτο τςιγϊρα ς' ϋνα χλομϐ νεαρϐ που τα μακριϊ, ξανθϊ μαλλιϊ του όταν δεμϋνα αλογοουρϊ μ' ϋνα κορδϐνι παπουτςιϔν. Ο νεαρϐσ, που εύχε φϊτςα κατεργϊρη ποντικοϑ, την πλόρωνε με κϋρματα τα οπούα μετροϑςε ϋνα ϋνα πϊνω ςτη βρϐμικη παλϊμη του. «υγνϔμη, κυρύα;» εύπε ο Φϐγκαν. Η γυναύκα τον κούταξε και την ύδια ςτιγμό η πύςω πϐρτα του μαγαζιοϑ ϊνοιξε μ' ϋναν απϐτομο κρϐτο. Μπόκε ϋνασ κοκαλιϊρησ τϑποσ που εύχε δεμϋνο ϋνα μαντύλι πϊνω ςτη μϑτη και ςτο ςτϐμα του. Μαζύ του μπόκε ϋνασ μικρϐσ κυκλϔνασ απϐ 243
ϊμμο τησ ερόμου, που τρϊνταξε την ημύγυμνη χϊρτινη καλλονό του διαφημιςτικοϑ ημερολογύου τησ Βϊλβολιν, ςτον απϋναντι τούχο. Ο νεοφερμϋνοσ ϋςερνε πύςω του ϋνα καρϐτςι. Πϊνω του όταν ςτοιβαγμϋνα τρύα ςυρμϊτινα κλουβιϊ. το πϊνω πϊνω όταν μια ταραντοϑλα. τα δυο απϐ κϊτω, κροταλύεσ. Σα φύδια κουλουριϊζονταν και ξεκουλουριϊζονταν αδιϊκοπα, κροταλύζοντασ οργιςμϋνα. «Κλεύςε αυτό την κωλϐπορτα. κοϑτερ, ςε αχυρϔνα γεννόθηκεσ;» φϔναξε η χοντρό απϐ το ταμεύο. Ο τϑποσ τησ ϋριξε μια ματιϊ. Σα μϊτια του όταν κϐκκινα, ερεθιςμϋνα απϐ την ϊμμο. «Περύμενε, ρε γυναύκα! Δε βλϋπεισ ϐτι εύναι πιαςμϋνα τα χϋρια μου; Μϊτια δεν ϋχεισ; Φριςτϋ μου!» Σεντϔθηκε πϊνω απϐ το καροτςϊκι και κοπϊνηςε την πϐρτα ςτη θϋςη τησ. Η αιωροϑμενη ϊμμοσ ϋπεςε μονομιϊσ ςτο πϊτωμα κι αυτϐσ ϋςπρωξε το καρϐτςι του προσ την αποθόκη του μαγαζιοϑ μουρμουρύζοντασ. «Αυτϊ όταν τα τελευταύα;» τον ρϔτηςε η γυναύκα. «ήλα, εκτϐσ απϐ το Λϑκο. θα τον ςτριμϔξω ςτο υπϐςτεγο, πύςω απϐ τισ αντλύεσ τησ βενζύνασ». «Δεν εύςαι καλϊ!» αρπϊχτηκε η χοντρό. «Ο Λϑκοσ εύναι το αςτϋρι μασ, ςε περύπτωςη που το ξϋχαςεσ. Να τον φϋρεισ μϋςα. Σο ραδιϐφωνο εύπε ϐτι ο καιρϐσ θα χειροτερϋψει πριν καλυτερϋψει, θα χειροτερϋψει πολϑ». «Ποιον κοροώδεϑεισ τϔρα;» Ο κοκαλιϊρησ ϊντρασ (ςϑζυγοσ τησ χοντρόσ, υπϋθεςε ο Φϐγκαν) ϋβαλε τα χϋρια του ςτη μϋςη και την αγριοκούταξε, με ϑφοσ επιθετικϐ και κουραςμϋνο μαζύ. «Σο διαβολϐςκυλο δεν εύναι παρϊ ϋνασ κοπρύτησ τησ Μινεςϐτα, πρϊγμα που το βλϋπει καθαρϊ ϐποιοσ μπει ςτον κϐπο να του ρύξει δεϑτερη ματιϊ». Ο ϊνεμοσ χτυποϑςε κατϊ κϑματα, ουρλιϊζοντασ ςτισ μαρκύζεσ του μαγαζιοϑ —Παντοπωλεύο & πϊνια Ζϔα Ο κοϑτερ— και τινϊζοντασ ςϑννεφα ϊμμου πϊνω ςτα τζϊμια. Ο 244
καιρϐσ χειροτϋρευε πρϊγματι και ο Φϐγκαν όλπιζε ϐτι θα προλϊβαινε να φϑγει πριν δυναμϔςει κι ϊλλο η αμμοθϑελλα. Εύχε υποςχεθεύ ςτη Λύτα και ςτον Σζακ ϐτι θα όταν ςπύτι κατϊ τισ εφτϊ, οχτϔ το αργϐτερο, και όταν απϐ τουσ ανθρϔπουσ που κρατϊνε το λϐγο τουσ. «Υρϐντιςε το Λϑκο, εντϊξει;» εύπε η γυναύκα κι επϋςτρεψε φουρκιςμϋνη ςτη ςυναλλαγό τησ με τον ποντικομοϑρη νεαρϐ. «Κυρύα;» ξαναεύπε ο Φϐγκαν. «Ϊνα λεπτϐ, ϊνθρωπε μου! Περύμενε», εύπε η κυρύα κοϑτερ, με ϑφοσ υπαλλόλου που τον ϋχουν πρόξει οι ανυπϐμονοι πελϊτεσ, παρ' ϐλο που ςτο μαγαζύ δεν υπόρχαν ϊλλοι εκτϐσ απϐ τον Φϐγκαν και το νεαρϐ με την αλογοουρϊ. «ου λεύπουν δϋκα ςεντσ, λεβϋντη», εύπε η χοντρό ςτο νεαρϐ, ϋχοντασ ρύξει μϐνο μια ματιϊ ςτα ψιλϊ που γϋμιζαν τον πϊγκο. Σο αγϐρι την κούταξε ταπεινϊ, ϐλο αθωϐτητα. «Δε γύνεται να μη μου τα χρεϔςετε;» «Αμφιβϊλλω αν ο Πϊπασ καπνύζει Μϋριτ, αλλϊ αν κϊπνιζε δεν υπόρχε περύπτωςη να μην του χρεϔςω οϑτε ςϋντςι». Σο ϑφοσ τησ αφϋλειασ εξαφανύςτηκε απϐ το πρϐςωπο του νεαροϑ. Κούταξε τη γυναύκα βλοςυρϊ, με φανερό απϋχθεια (μια ϋκφραςη που ϋδειχνε πιο φυςικό ςτο πρϐςωπο του απϐ την προηγοϑμενη) και βϊλθηκε πϊλι να ψϊχνει ςτισ τςϋπεσ του για κϋρματα. Ξϋχνα το και φϑγε, εύπε ςτον εαυτϐ του ο Φϐγκαν. Αποκλεύεται να φτϊςεισ ςτο Λοσ Ωντζελεσ πριν απϐ τισ οχτϔ αν δεν ξεκινόςεισ τϔρα αμϋςωσ. Ετοϑτο το μϋροσ εύναι απ' αυτϊ που ϋχουν μϐνο δυο ταχϑτητεσ —αργϊ και ςτοπ. Ϊβαλεσ βενζύνη, ϋχεισ πληρϔςει, βγεσ ςτο δρϐμο και τρϋξε πριν δυναμϔςει κι ϊλλο η θϑελλα. Παραλύγο να ακολουθόςει την καλό ςυμβουλό του αριςτεροϑ τμόματοσ του εγκεφϊλου του, αλλϊ ξανακούταξε ςτη 245
βιτρύνα τη Μηχανικό Μαςϋλα με τα μεγϊλα, αςτεύα, πορτοκαλιϊ παποϑτςια. Και με ϊςπρεσ γκϋτεσ! ωςτϐ κελεποϑρι. Ο Σζακ θα ξετρελαθεύ, του εύπε το δεξύ τμόμα του εγκεφϊλου του. Και για να λϋμε την αλόθεια, παλιϐφιλε Μπιλ, αν δεν του αρϋςει τελικϊ του Σζακ, ςου αρϋςει εςϋνα. Μπορεύ να ξαναδεύσ Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο ςτη ζωό ςου, ϐλα εύναι πιθανϊ, αλλϊ να ξαναβρεύσ Μηχανικό Μαςϋλα που περπατϊει, και μϊλιςτα με πορτοκαλιϊ παποϑτςια; Πολϑ αμφιβϊλλω. Σελικϊ ϊκουςε τη δεξιϊ μεριϊ του εγκεφϊλου του... κι ϋγινε ϐ,τι ϋγινε. Ο νεαρϐσ με την αλογοουρϊ ςυνϋχιςε να ψαχουλεϑει τισ τςϋπεσ του και η βλοςυρό ϋκφραςη του γινϐταν ϐλο και πιο κακιωμϋνη ϐςο δεν ϋβριςκε τύποτα. Ο Φϐγκαν δεν όταν καπνιςτόσ —ο πατϋρασ του, με δυο πακϋτα την ημϋρα, εύχε πεθϊνει απϐ καρκύνο των πνευμϐνων— αλλϊ του πϋραςε απϐ το μυαλϐ ϐτι θα περνοϑςε καμιϊ ϔρα ακϐμα ϔςπου να ϋρθει η ςειρϊ του να εξυπηρετηθεύ. «Ε, μικρϋ!» Ο νεαρϐσ ςτρϊφηκε και ο Φϐγκαν του πϋταξε ϋνα εικοςιπενταρϊκι. «Επ! Ευχαριςτϔ, κϑριοσ!» «Δεν κϊνει τύποτα». Ο νεαρϐσ ολοκλόρωςε τη ςυναλλαγό του με την ευτραφϋςτατη κυρύα κοϑτερ, ϋβαλε το πακϋτο ςε μια τςϋπη κι ϋριξε τα υπϐλοιπα δεκαπϋντε ςεντσ ςε μια ϊλλη. Δεν προςφϋρθηκε να δϔςει τα ρϋςτα ςτον Φϐγκαν, που δεν τα περύμενε, ϊλλωςτε. Αγϐρια και κορύτςια τϋτοιου εύδουσ κυκλοφοροϑςαν χιλιϊδεσ αυτό την εποχό —γϋμιζαν τουσ αυτοκινητϐδρομουσ απϐ ακτό ςε ακτό, πηγαύνοντασ πϋρα δϔθε με τον ϊνεμο ςαν αγριϐχορτα. άςωσ πϊλι να όταν πϊντα ϋτςι, αλλϊ του Φϐγκαν η τωρινό γενιϊ του φαινϐταν αντιπαθητικό και λιγϊκι επικύνδυνη, ςαν τουσ κροταλύεσ που τακτοποιοϑςε τϔρα ο κοϑτερ ςτην αποθόκη του μαγαζιοϑ. 246
Σα φύδια που φιλοξενοϑνταν ςε τϋτοιου εύδουσ μικροϑσ, ιδιωτικοϑσ ζωολογικοϑσ κόπουσ δεν όταν θανατηφϐρα. Σο δηλητόριο τουσ το ϊρμεγαν οι ιδιοκτότεσ τουσ δυο φορϋσ τη βδομϊδα και το πουλοϑςαν ςε εταιρεύεσ παραγωγόσ φαρμϊκων. Αυτϐ όταν ςύγουρο ϐςο και το ϐτι οι αλκοολικού κϊθε περιοχόσ επιςκϋπτονται την τοπικό τρϊπεζα ςπϋρματοσ κϊθε Σρύτη και Πϋμπτη. Αλλϊ τα φύδια, ακϐμα και χωρύσ δηλητόριο, θα ςε δϊγκωναν ϋτςι και πληςύαζεσ πολϑ ό τα νευρύαζεσ. Αυτϐ, κατϊ την ϊποψη του Φϐγκαν, όταν το κοινϐ τουσ ςημεύο με τα νεαρϊ παιδιϊ του δρϐμου. Η κυρύα κοϑτερ βγόκε αργϊ απϐ τον πϊγκο του ταμεύου, με τα γρϊμματα ςτο μπλουζϊκι τησ να κυματύζουν και να τραμπαλύζονται ςε κϊθε τησ βόμα. «Σι θϋλεισ;» ρϔτηςε επιθετικϊ τον Φϐγκαν. Σο Ουϋςτ ϋχει τη φόμη αφιλϐξενησ περιοχόσ, αλλϊ, ςτα εύκοςι περύπου χρϐνια που περιϐδευε εκεύ, ο Φϐγκαν εύχε καταλόξει να πιςτεϑει ϐτι η φόμη αυτό όταν πολϑ ςυχνϊ ϊδικη. Ψςτϐςο, αυτό η γυναύκα όταν εξύςου ςυμπαθητικό μ' ϋναν αλότη του Μπροϑκλιν που τον κϊνουν τςακωτϐ να κλϋβει ςε μαγαζύ για τρύτη φορϊ μϋςα ς' ϋνα μόνα. Ο Φϐγκαν υπϋθεςε ϐτι το εύδοσ αυτόσ τησ κυρύασ εύχε αρχύςει πλϋον να γύνεται μϋροσ του ςκηνικοϑ ςτο Ουϋςτ, ϐπωσ και τα παιδιϊ των δρϐμων. Λυπηρϐ μεν αλλϊ δυςτυχϔσ ϋτςι όταν. «Πϐςο κϊνει αυτϐ;» ρϔτηςε ο Φϐγκαν, δεύχνοντασ μϋςα απϐ το βρϐμικο τζϊμι τη μικρό πινακύδα που ονομϊτιζε το αντικεύμενο τησ αρεςκεύασ του ωσ ΜΗΦΑΝΙΚΗ ΜΑΕΛΑ ΣΖΑΜΠΟ ΠΟΤ ΠΕΡΠΑΣΑΕΙ! Η βιτρύνα όταν γεμϊτη απϐ καινοϑρια μαραφϋτια —κινϋζικεσ αρπϊχτρεσ δαχτϑλων, τςύχλεσ με πιπϋρι, φταρνιζϐςκονη, τςιγϊρα που ςκϊνε (θα ςκϊςετε ςτα γϋλια! υποςχϐταν μια μικρό ταμπϋλα, αλλϊ ο Φϐγκαν ςκϋφτηκε ϐτι όταν πιθανϐτερο να μεύνει κϊποιοσ χωρύσ μπροςτινϊ δϐντια), γυαλιϊ με ακτύνεσ Φ, πλαςτικϐσ εμετϐσ (αν Πραγματικϐσ, 247
υποςτόριζε η διαφόμιςη ςτη ςυςκευαςύα) και ςφυριϊ που ουρλιϊζουν. «Δεν ξϋρω», εύπε η κυρύα κοϑτερ. «Ποϑ να εύναι το κουτύ τησ;» Η Μαςϋλα όταν το μοναδικϐ αντικεύμενο ϋξω απϐ το κουτύ του ςε ϐλη τη βιτρύνα, αλλϊ ο Φϐγκαν δεν αμφϋβαλλε ϐτι όταν Σζϊμπο —ςοϑπερ Σζϊμπο, δηλαδό, πϋντε φορϋσ μεγαλϑτερη απϐ την Κουρδιςτό Μαςϋλα, που τϐςο πολϑ τον διαςκϋδαζε ϐταν όταν παιδύ και ζοϑςε ςτο Μϋιν. Αν τησ ϋβγαζεσ τα αςτεύα πϐδια, ϋμοιαζε με μαςϋλα βιβλικοϑ γύγαντα· οι κοπτόρεσ όταν μεγϊλα, ϊςπρα τετρϊγωνα και οι κυνϐδοντεσ ϋμοιαζαν με ορειβατικϊ καρφιϊ, ςφηνωμϋνα ςτα κατακϐκκινα, πλαςτικϊ οϑλα. Απϐ τα πϊνω οϑλα ξεφϑτρωνε ϋνα κλειδύ, το κουρδιςτόρι. Σισ δυο γνϊθουσ κρατοϑςε ςφιχτϊ ενωμϋνεσ ϋνα φαρδϑ λϊςτιχο. Η κυρύα κοϑτερ φϑςηξε τη ςκϐνη απϐ τη Μηχανικό Μαςϋλα και ϑςτερα τη γϑριςε ανϊποδα αναζητϔντασ την ταμπελύτςα με την τιμό ςε μια απϐ τισ ςϐλεσ των αςτεύων παπουτςιϔν. Δεν υπόρχε. «Εγϔ δεν ξϋρω», εύπε θυμωμϋνη, λοξοκοιτϊζοντασ τον Φϐγκαν, λεσ και εύχε ξεκολλόςει αυτϐσ την τιμό. «Μϐνο ο κοϑτερ θ' αγϐραζε τϋτοια ςαβοϑρα. Σο ϋχουμε εδϔ απϐ την εποχό του Νϔε. Πρϋπει να τον ρωτόςω». Ο Φϐγκαν αιςθϊνθηκε ξαφνικϊ μπουχτιςμϋνοσ και απϐ τη γυναύκα και απϐ το ψιλικατζύδικο του κοϑτερ. Ϋταν ςπουδαύα Μαςϋλα, ναι, και ο Σζακ θα ξετρελαινϐταν ςύγουρα, αλλϊ εύχε υποςχεθεύ... το αργϐτερο ςτισ οχτϔ. «Λεν πειρϊζει», εύπε. «Απλϔσ...» «Αυτϊ τα δϐντια ϋκαναν δεκϊξι δολϊρια, αν θϋλεισ το πιςτεϑεισ», εύπε ο κοϑτερ απϐ κϊπου πύςω τουσ. «Δεν εύναι πλαςτικϊ. Εύναι μεταλλικϊ δϐντια, βαμμϋνα ϊςπρα. Ϊτςι και ςε δϊγκωναν ϐταν όταν ςτα καλϊ τουσ θα ςου ϋκαναν μεγϊλη ζημιϊ, αλλϊ, βλϋπεισ... η κυρϊ μου τα ϋριξε ςτο πϊτωμα πριν απϐ κϊνα δυο χρϐνια, ϐπωσ ξεςκϐνιζε τη βιτρύνα, κι ϋςπαςαν». 248
«Ψ!» ϋκανε απογοητευμϋνοσ ο Φϐγκαν. «Σι κρύμα! Δεν εύχα ξαναδεύ τϋτοια, με πϐδια εννοϔ». «Σϔρα κυκλοφοροϑν πολλϊ», εύπε ο κοϑτερ. «Σα πουλϊνε ςτα μαγαζιϊ με τρικ, ςτο Βϋγκασ και ςτο Ντρϊι πρινγκσ. Εγϔ δεν εύχα ξαναδεύ τϐςο μεγϊλα. Εύχε τρομερό πλϊκα να βλϋπεισ τη Μηχανικό Μαςϋλα να τρϋχει ςτο πϊτωμα, δαγκϔνοντασ τον αϋρα ςαν κροκϐδειλοσ. Κρύμα που την ϋςπαςε η κυρϊ μου». Ο κοϑτερ ϋριξε ϋνα βλϋμμα ςτη γυναύκα του, αλλϊ εκεύνη κούταζε ϋξω την αμμοθϑελλα. Σο πρϐςωπο τησ εύχε μια ϋκφραςη που ο Φϐγκαν δεν μπϐρεςε να προςδιορύςει —όταν λϑπη, όταν απϋχθεια ό και τα δυο; Ο κοϑτερ ςτρϊφηκε πϊλι ςτον Φϐγκαν. «ου τ' αφόνω τριϊμιςι δολϊρια, αν τα θϋλεισ, θϋλουμε να ξεφορτωθοϑμε τα τρικ και τισ φϊρςεσ, βλϋπεισ, θα βϊλουμε ςτη θϋςη τουσ βιντεοκαςϋτεσ». Ϊκλειςε την πϐρτα τησ αποθόκησ, τραβϔντασ την πύςω του. Εύχε κατεβϊςει απϐ το πρϐςωπο του το μαντύλι που τϔρα κρεμϐταν πϊνω ςτο ςκονιςμϋνο του πουκϊμιςο. Σο πρϐςωπο του όταν ςκαμμϋνο και υπερβολικϊ ϊςαρκο. Κϊτω απϐ το ηλιοκαμϋνο δϋρμα, ο Φϐγκαν διϋκρινε κϊτι που θα μποροϑςε να όταν η ςκιϊ μιασ ανύατησ αρρϔςτιασ. «Δε θα κϊνεισ τϋτοιο πρϊγμα, κοϑτερ!» εύπε ϊγρια η χοντρό και ςτρϊφηκε προσ το μϋροσ του... ςτρϊφηκε ςχεδϐν εναντύον του. «Σι ξεροκϋφαλη!» απϊντηςε ο κοϑτερ. «Μου δύνει ςτα νεϑρα». «ου εύπα να φϋρεισ μϋςα το Λϑκο... » «Μϊιρα, αν τον θϋλεισ ςτην αποθόκη, τρϊβα να τον μαζϋψεισ μϐνη ςου», εύπε ο κοϑτερ. Ωρχιςε να βαδύζει επιθετικϊ προσ το μϋροσ τησ γυναύκασ και ο Φϐγκαν την εύδε ϋκπληκτοσ — αν ϐχι κατϊπληκτοσ— να υποχωρεύ. «Δεν εύναι παρϊ ϋνασ κοπρύτησ τησ Μινεςϐτα. Σρύα δολϊρια ςτρογγυλϊ, φύλε, και η Μαςϋλα εύναι δικιϊ ςου. Ρύξε ϊλλο ϋνα δολϊριο και παύρνεισ και 249
το Λϑκο τησ Μϊιρα. Με πϋντε ςου δύνω και ολϐκληρο το μαγαζύ. Δεν αξύζει οϑτε ϋνα ςκυλϐςκατο απ' ϐταν φτιϊχτηκε ο καινοϑριοσ αυτοκινητϐδρομοσ». Ο μακρυμϊλλησ νεαρϐσ ςτεκϐταν δύπλα ςτην πϐρτα κι ϋβγαζε το ςελοφϊν απϐ το πακϋτο που τον εύχε βοηθόςει ο Φϐγκαν ν' αγορϊςει. Παρακολουθοϑςε τη μικρό κωμωδύα μ' ϋνα αχνϐ, κακϐ χαμϐγελο. Σα πρϊςινα μϊτια του γυϊλιζαν, καθϔσ πηγαινοϋρχονταν απϐ τον κοϑτερ ςτη γυναύκα. «Δεν πασ ςτο διϊβολο», εύπε ςτρυφνϊ η Μϊιρα και ο Φϐγκαν διαπύςτωςε ϐτι όταν ϋτοιμη να βϊλει τα κλϊματα. «Αφοϑ δεν το μαζεϑεισ εςϑ το ςκυλύ μου, θα το μαζϋψω εγϔ». Πϋραςε δύπλα απϐ τον ϊντρα τησ με μεγϊλα, θυμωμϋνα βόματα, τϐςο κοντϊ, που παραλύγο να τον χτυπόςει το ϋνα απϐ τα πελϔρια μαςτϊρια τησ. Ϊτςι και τον πετϑχαινε, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν, θα τον εύχε ρύξει ςτο πϊτωμα τϋζα. «Ξϋρεισ, λϋω να πηγαύνω», εύπε αμόχανα ςτον κοϑτερ. «Φϋς' τη Μϊιρα, διϊβολε», εύπε ο κοϑτερ. «Εγϔ ϋχω καρκύνο, αυτό ϋχει πϊθει πλϊκα και δεν εύναι δικϐ μου πρϐβλημα αν δεν αντϋχει αυτό την κατϊςταςη. Παρ' τη την αναθεματιςμϋνη τη Μαςϋλα. τούχημα ϐτι ϋχεισ ϋνα γιο που θα του αρϋςει πολϑ. Εξϊλλου, δεν ϋχει καμιϊ ςοβαρό βλϊβη. Κϊποιο γραναζϊκι ϋχει ξεφϑγει. Αν πιϊνουν λύγο τα χϋρια ςου, μπορεύσ να την ξανακϊνεισ να περπατϊει και να δαγκϔνει ςτο πι και φι». Ο κοϑτερ κούταξε το κενϐ με μια ϋκφραςη νοςταλγικό και απελπιςμϋνη ςυνϊμα. Ξαφνικϊ, ακοϑςτηκε ϋνα ψιλϐ, ςϑντομο ουρλιαχτϐ, καθϔσ ο ϊνεμοσ ϐρμηςε απϐ την πϐρτα που ϊνοιξε ο νεαρϐσ για να βγει απϐ το μαγαζύ, ϋχοντασ κρύνει, προφανϔσ, ϐτι η παρϊςταςη εύχε τελειϔςει. Ϊνασ ςτρϐβιλοσ ϊμμου ϐρμηςε ςτον κεντρικϐ διϊδρομο, ανϊμεςα ςτα ρϊφια με τισ κονςϋρβεσ και τισ ςκυλοτροφϋσ. «Εμϋνα κϊποτε ϋπιαναν πολϑ τα χϋρια μου», εύπε ο κοϑτερ. 250
Ο Φϐγκαν ϊργηςε να του δϔςει μια απϊντηςη. Δεν ϋβριςκε τύποτα —κυριολεκτικϊ τύποτα— να πει. τϑλωςε το βλϋμμα του ςτη Μαςϋλα, πϊνω ςτο βρϐμικο, χαραγμϋνο τζϊμι, παςχύζοντασ, ςχεδϐν αγωνιϔντασ, να ςπϊςει τη ςιωπό. (Σϔρα που ο κοϑτερ ςτεκϐταν μπροςτϊ του, ϋβλεπε τα μϊτια του, ςκοτεινϊ και πελϔρια, να γυαλύζουν αφϑςικα, απϐ πϐνο ύςωσ ό απϐ κϊποιο ιςχυρϐ καταπραϒντικϐ... Νταρβϐν, μορφύνη, ποιοσ ξϋρει;) Εύπε το πρϔτο πρϊγμα που του όρθε ςτο νου: «Κι ϐμωσ, δε φαύνεται χαλαςμϋνη». Πόρε τη Μαςϋλα ςτο χϋρι του. Ϋταν ςύγουρα μεταλλικό. Ϋταν πολϑ βαριϊ για να εύναι κϊτι ϊλλο. Κοιτϊζοντασ απϐ τη ςχιςμό που ϊφηναν οι δεμϋνεσ γνϊθοι, ξαφνιϊςτηκε απϐ το μϋγεθοσ του ελατηρύου που ϋβαζε το παιχνύδι ςε κύνηςη. Προφανϔσ χρειαζϐταν ϋνα πολϑ μεγϊλο για να κϊνει τη Μαςϋλα να δαγκϔνει και να βαδύζει ταυτϐχρονα. Σι εύχε πει ο κοϑτερ; Ϊτςι και ςε δϊγκωνε ϐςο δοϑλευε μποροϑςε να ςου κϊνει μεγϊλη ζημιϊ. Ο Φϐγκαν τϋντωςε δοκιμαςτικϊ το χοντρϐ λϊςτιχο και ϑςτερα το ϋβγαλε. Κοιτοϑςε πϊντα τα δϐντια για να μην αναγκαςτεύ να κοιτϊζει τα μαϑρα, πονεμϋνα μϊτια του κοϑτερ. Ϊπιαςε το κουρδιςτόρι και μϐνο τϐτε διακινδϑνευςε ϋνα βλϋμμα προσ το ςυνομιλητό του. Προσ μεγϊλη του ανακοϑφιςη τον εύδε να χαμογελϊει αχνϊ. «Μπορϔ;» τον ρϔτηςε ο Φϐγκαν. «Απϐ μϋνα ελεϑθερα. Κϊνε τη να δαγκϔςει». Ο Φϐγκαν χαμογϋλαςε κι ϋςτριψε το κλειδύ. την αρχό πόγε καλϊ· ακοϑςτηκε μια ςειρϊ απϐ μικρϊ, μεταλλικϊ κλικ και εύδε το κεντρικϐ ελατόριο να τυλύγεται. Και ϑςτερα, ςτο τρύτο ςτρύψιμο, ακοϑςτηκε ϋνα κλανκ! απϐ το εςωτερικϐ και το κλειδύ απϋμεινε να γυρύζει ϊςκοπα ςτην τρϑπα, χωρύσ να περιςτρϋφει και τον ϊξονα μαζύ. «Εύδεσ;» 251
«Ναι», εύπε ο Φϐγκαν. Ωφηςε τη Μαςϋλα πϊνω ςτον πϊγκο του ταμεύου. Ϊμεινε εκεύ, πϊνω ςτα απύθανα πορτοκαλιϊ τησ πϐδια, και δεν ϋκανε τύποτα. Ο κοϑτερ ϊπλωςε ϋνα κοκαλιϊρικο δϊχτυλο κι ϋδωςε μια ςκουντιϊ ςτουσ τραπεζύτεσ τησ αριςτερόσ πλευρϊσ. Η Μαςϋλα ϊνοιξε. Σο ϋνα απϐ τα πορτοκαλιϊ παποϑτςια ςηκϔθηκε κι ϋκανε μιςϐ βόμα ςτον αϋρα. ίςτερα τα δϐντια ςταμϊτηςαν και πϊλι να κουνιοϑνται και το παιχνύδι ϋγειρε ςτο πλϊι. Η Μαςϋλα κοκϊλωςε· ϋνα λοξϐ, αςϔματο χαμϐγελο ςτη μϋςη του πουθενϊ. Μετϊ απϐ μερικϋσ ςτιγμϋσ ακινηςύασ οι δυο γνϊθοι ξανϊςμιξαν μ' ϋνα αργϐ κλικ. Κι αυτϐ όταν ϐλο. Ο Φϐγκαν, που ποτϋ ϊλλοτε ςτη ζωό του δεν εύχε νιϔςει κϊποιο προαύςθημα, κυριεϑτηκε ξαφνικϊ απϐ μια βεβαιϐτητα που όταν ταυτϐχρονα αλλϐκοτη και φρικιαςτικό. ' ϋνα χρϐνο απϐ ςόμερα αυτϐσ ο ϊντρασ θα εύναι οχτϔ μόνεσ νεκρϐσ και θαμμϋνοσ. Κι αν κϊποιοσ ςκϊψει τον τϊφο του κι ανούξει το φϋρετρο, θα δει δυο μαςϋλεσ ακριβϔσ ςαν αυτϋσ να προβϊλλουν απϐ το ϊςαρκο κρανύο του, ςαν παγύδα περαςμϋνη με ϊςπρο ςμϊλτο. όκωςε τα μϊτια του κι αντύκριςε τα μϊτια του κοϑτερ να λϊμπουν ςαν μαϑρα πετρϊδια με χρυςϐ δϋςιμο. Ξαφνικϊ, το ζότημα δεν όταν πια ϐτι όθελε να φϑγει αμϋςωσ απϐ εκεύ, αλλϊ ϐτι ϋπρεπε να φϑγε ι. «Λοιπϐν», εύπε, ελπύζοντασ ϐτι ο κοϑτερ δε θα του ϊπλωνε το χϋρι του να το ςφύξει. «Πρϋπει να πηγαύνω. Καλό τϑχη, κϑριε». Ο κοϑτερ ϊπλωςε το χϋρι του, αλλϊ ϐχι για χειραψύα. Απλϔσ ξαναπϋραςε το λϊςτιχο γϑρω απϐ τη Μαςϋλα (ϊςκοπη κύνηςη εφϐςον δε λειτουργοϑςε), την ϋςτηςε πϊλι ϐρθια ςτα αςτεύα πϐδια τησ και την ϋςπρωξε πϊνω ςτον ξϑλινο πϊγκο. «Ευχαριςτϔ πολϑ», εύπε. «Παρ' το αυτϐ. Εύναι δικϐ ςου. Φϊριςμα». «Μα... ευχαριςτϔ, αλλϊ δεν εύναι ςωςτϐ...» 252
«Και βϋβαια εύναι», εύπε ο κοϑτερ. «Παρ' το και δϔς' το ςτο γιο ςου. θα του αρϋςει πολϑ να την ϋχει ςτο δωμϊτιο του, ϋςτω κι αν δε δουλεϑει. Ξϋρω απϐ παιδιϊ. Ϊχω μεγαλϔςει τρύα». «Πϔσ κατϊλαβεσ ϐτι ϋχω γιο;» τον ρϔτηςε ο Φϐγκαν. Ο κοϑτερ του ϋκλειςε το μϊτι. Ϋταν ϋνασ θλιβερϐσ, απωθητικϐσ μορφαςμϐσ. «Σο διϊβαςα ςτο πρϐςωπο ςου», απϊντηςε. «Εμπρϐσ, παρ' το». Μια καινοϑρια, ιςχυρό ριπό ανϋμου τρϊνταξε το ςανιδϋνιο τούχο του μαγαζιοϑ. Η ϊμμοσ που ϋπεφτε πϊνω ςτα τζϊμια ϋμοιαζε με λεπτϐ χιϐνι. Ο Φϐγκαν ϋπιαςε τη Μαςϋλα απϐ τα πλαςτικϊ τησ πϐδια, διαπιςτϔνοντασ και πϊλι με ϋκπληξη πϐςο βαριϊ όταν. «Ορύςτε». Ο κοϑτερ ϋβγαλε κϊτω απϐ τον πϊγκο μια χαρτοςακοϑλα, τςαλακωμϋνη και χιλιοζαρωμϋνη ϐςο το ύδιο του το πρϐςωπο. «Βϊλ' την εδϔ μϋςα. Σο ςακϊκι ςου εύναι πολϑ φύνο. Ϊτςι και βϊλεισ αυτϋσ τισ δαγκϊνεσ ςτην τςϋπη θα ςου την ξεχειλϔςουν». Ωφηςε τη χαρτοςακοϑλα πϊνω ςτον πϊγκο ςαν να καταλϊβαινε ϐτι ο Φϐγκαν δεν όθελε να τον αγγύξει. «Ευχαριςτϔ», εύπε ο Φϐγκαν. Ϊβαλε τη Μαςϋλα ςτη ςακοϑλα και την τϑλιξε ςτο πϊνω μϋροσ. «Και ο Σζακ ς' ευχαριςτεύ —ο γιοσ μου». Ο κοϑτερ χαμογϋλαςε πλατιϊ, αποκαλϑπτοντασ δυο ςειρϋσ δϐντια εξύςου ψεϑτικα, αλλϊ ςε καμιϊ περύπτωςη τϐςο μεγϊλα ϐςο εκεύνα ςτη χαρτοςακοϑλα. «Η ευχαρύςτηςη δικό μου, φύλε. Προςοχό ςτο τιμϐνι μϋχρι να βγεισ απϐ τον πολϑ αϋρα. Μϐλισ φτϊςεισ ςτουσ λϐφουσ θα εύςαι εντϊξει». «Σο ξϋρω». Ο Φϐγκαν ϋβηξε για να καθαρύςει το λαιμϐ του. «Ευχαριςτϔ και πϊλι. ου εϑχομαι... να... γύνεισ καλϊ». «Ψραύα θα όταν», εύπε ϊχρωμα ο κοϑτερ, «αλλϊ δε νομύζω ϐτι εύναι γραφτϐ μου, τι λεσ;» 253
«Εμ.. » Ο Φϐγκαν δεν όξερε πϔσ να κλεύςει αυτό την κουβϋντα. «Να προςϋχεισ». Ο κοϑτερ ςυγκατϋνευςε. «Κι εςϑ». Ο Φϐγκαν πόγε ςτην πϐρτα, την ϊνοιξε κι αναγκϊςτηκε να την κρατόςει με ϐλη του τη δϑναμη, για να μην τον ρύξει ο αϋρασ προσ τα πύςω και τον κοπανόςει μαζύ με την πϐρτα ςτον τούχο. Χιλό ϊμμοσ μαςτύγωςε το πρϐςωπο του κι ϋκλειςε τα μϊτια του για να προφυλαχτεύ. Βγόκε προςεκτικϊ, ϋκλειςε την πϐρτα πύςω του, ςόκωςε το γιακϊ του ακριβοϑ ςπορ ςακακιοϑ πϊνω ςτο ςτϐμα και τη μϑτη του για να μην ειςπνϋει ϊμμο καθϔσ διϋςχιζε τη βερϊντα, κατϋβηκε τα ςκαλοπϊτια και κατευθϑνθηκε προσ το αυτοκινοϑμενο τροχϐςπιτο, ϋνα ειδικϊ διαμορφωμϋνο κλειςτϐ φορτηγϊκι μϊρκασ Ντοτζ, που όταν ςταθμευμϋνο μπροςτϊ ςτισ αντλύεσ τησ βενζύνησ. Ο αϋρασ μπϋρδευε τα μαλλιϊ του και η ϊμμοσ τον χτυποϑςε ςτο μϋτωπο. Καθϔσ ϋκανε το γϑρο για να φτϊςει ςτην πϐρτα του οδηγοϑ, κϊποιοσ τον τρϊβηξε απϐ το μανύκι. «Κϑριοσ! Ε, κϑριοσ!» Ο Φϐγκαν ςτρϊφηκε. Ϋταν ο ξανθομϊλλησ νεαρϐσ με τη χλομό, ποντικύςια μοϑρη. τεκϐταν ςκυφτϐσ, κϐντρα ςτο δυνατϐ ϊνεμο, φορϔντασ μϐνο ϋνα λεπτϐ μπλουζϊκι κι ϋνα ξεθωριαςμϋνο Λιβϊισ 501. Πιο πϋρα, η κυρύα κοϑτερ τραβοϑςε ϋνα ψωραλϋο ςκυλύ απϐ την αλυςύδα του, προσ την πύςω πϐρτα του μαγαζιοϑ. Ο περύφημοσ Λϑκοσ, ο Κοπρύτησ τησ Μινεςϐτα, ϋμοιαζε με κακοταώςμϋνο γερμανικϐ λυκϐςκυλο -και το αςθενικϐτερο τησ ςυγκεκριμϋνησ γϋννασ, μϊλιςτα. «Σι τρϋχει;» φϔναξε ο Φϐγκαν, ξϋροντασ πολϑ καλϊ τι ϋτρεχε. «Με παύρνεισ μαζύ ςου;» του φϔναξε ο νεαρϐσ κϐντρα ςτον ϊνεμο. 254
Κανονικϊ, ο Φϐγκαν δεν ϋπαιρνε ποτϋ ανθρϔπουσ που κϊνουν οτοςτϐπ μετϊ απϐ κεύνο το απϐγευμα, πϋντε χρϐνια πριν. Σϐτε εύχε ςταματόςει ςτα περύχωρα τησ Σϐνοπα να πϊρει ϋνα κορύτςι που ςτεκϐταν ςτην ϊκρη του δρϐμου. Θϑμιζε εκεύνα τα ορφανϊ ςτισ αφύςεσ τησ Γιοϑνιςεφ, ϋνα παιδύ που ϋχει χϊςει τουσ δικοϑσ του ςε κϊποια φοβερό δυςτυχύα. Μϐλισ την ϋμπαςε ςτο αμϊξι, ϐμωσ, ο Φϐγκαν πρϐςεξε αμϋςωσ το θαμπϐ δϋρμα και τα τρελϊ μϊτια, ςόμα κατατεθϋν ϐλων των πρεζϊκηδων. Ϋταν όδη πολϑ αργϊ. Η κοπϋλα του κϐλληςε ϋνα πιςτϐλι ςτη μοϑρη κι απαύτηςε το πορτοφϐλι του. Σο ϐπλο όταν παλιϐ και ςκουριαςμϋνο. Η λαβό του όταν τυλιγμϋνη με φθαρμϋνη μονωτικό ταινύα. Ο Φϐγκαν αμφϋβαλλε αν όταν γεμϊτο ό αν το κορύτςι θα τολμοϑςε να πυροβολόςει... αλλϊ εύχε γυναύκα και παιδύ ςτο Λοσ Ωντζελεσ. Κι εργϋνησ να όταν, ϐμωσ, δεν ϊξιζε να ριςκϊρει τη ζωό του για εκατϐν ςαρϊντα δολϊρια. Σϐτε δε ςκεφτϐταν τϐςο ψϑχραιμα, βϋβαια, γιατύ μϐλισ εύχε ςταθεύ ςτα πϐδια του ςτην καινοϑρια του δουλειϊ και τα εκατϐν ςαρϊντα δολϊρια εύχαν πολϑ μεγαλϑτερη αξύα γι' αυτϐν απ' ϐ,τι ςόμερα. Ϊδωςε αμϋςωσ ςτην κοπϋλα το πορτοφϐλι του. το μεταξϑ, ο φύλοσ τησ εύχε παρκϊρει με μια βρϐμικη, μπλε ϋβι Νϐβα δύπλα ςτο φορτηγϊκι του Φϐγκαν (εκεύνο τον καιρϐ εύχε ϋνα Υορντ, πολϑ πιο ταπεινϐ απϐ το τωρινϐ ειδικϊ διαμορφωμϋνο Ντοτζ XRT). Ο Φϐγκαν ζότηςε απϐ την κοπϋλα να του αφόςει την ϊδεια οδόγηςησ και τισ φωτογραφύεσ τησ Λιτϊ και του Σζακ. «Ωντε γαμόςου, μαλϊκα», εύπε εκεύνη και τον χτϑπηςε ςτο πρϐςωπο δυνατϊ με το ύδιο του το πορτοφϐλι, πριν βγει απϐ το φορτηγϊκι και τρϋξει προσ το μπλε αυτοκύνητο. Αυτού που κϊνουν οτοςτϐπ εύναι επικύνδυνοι. ήμωσ, η αμμοθϑελλα δυνϊμωνε και ο νεαρϐσ δεν εύχε οϑτε ςακϊκι. Σι να του ϋλεγε; Ωντε γαμόςου, μαλϊκα, τρϑπωςε κϊτω απϐ κϊνα βραχϊκι με τα ϊλλα ερπετϊ μϋχρι να πϋςει ο αϋρασ; «Εντϊξει», εύπε ο Φϐγκαν. 255
«Ευχαριςτϔ, φύλε! Ευχαριςτϔ πολϑ!» Ο νεαρϐσ ϋτρεξε ςτην πϐρτα του ςυνοδηγοϑ, τη δοκύμαςε, τη βρόκε κλειδωμϋνη και ςτϊθηκε, με τουσ ϔμουσ ςηκωμϋνουσ ωσ τ' αυτιϊ του, περιμϋνοντασ τον Φϐγκαν να του ανούξει. Ο αϋρασ φοϑςκωνε το μπλουζϊκι του που ανϋμιζε προσ τα πύςω, αποκαλϑπτοντασ τη λιγνό, ςπυριϊρικη πλϊτη του. Πηγαύνοντασ προσ την πϐρτα του οδηγοϑ, ο Φϐγκαν ϋριξε μια ματιϊ πύςω, ςτο μαγαζύ του κοϑτερ. Ο κοϑτερ ςτεκϐταν ςτο παρϊθυρο και τον κούταζε. Σον αποχαιρϋτηςε ςηκϔνοντασ το χϋρι αργϊ, με την παλϊμη προσ τα ϋξω. Ο Φϐγκαν ςόκωςε το δικϐ του, ανταποδύδοντασ το χαιρετιςμϐ, και ϑςτερα ϋβαλε το κλειδύ ςτην πϐρτα του αυτοκινότου και την ϊνοιξε. Μϐλισ ανϋβηκε ςτο κϊθιςμα του, τεντϔθηκε προσ τα δεξιϊ, ανϋβαςε την αςφϊλεια τησ ϊλλησ πϐρτασ κι ϋκανε νϐημα ςτο νεαρϐ να μπει. Εκεύνοσ ςκαρφϊλωςε και ϑςτερα χρηςιμοπούηςε και τα δυο του χϋρια για να μπορϋςει να κλεύςει την πϐρτα κϐντρα ςτον αϋρα. Υυςοϑςε τϐςο δυνατϊ, που το αυτοκύνητο κυριολεκτικϊ ταρακουνιϐταν. «Ουφύ» ϋκανε ο νεαρϐσ κι ϋςτρωςε προσ τα πύςω τα μαλλιϊ του με τα δϊχτυλα (εύχε χϊςει το κορδϐνι και τα μαλλιϊ του ϋπεφταν τϔρα ςτουσ ϔμουσ του ςαν ξεφτιςμϋνα ςκοινιϊ). «Σι αϋρασ κι αυτϐσ, ε; Υοβερϐ!» «Ναι», ςυμφϔνηςε ο Φϐγκαν. Ανϊμεςα ςτα δυο καθύςματα (απ' αυτϊ που τα διαφημιςτικϊ φυλλϊδια αποκαλοϑν ςυνόθωσ «καρϋκλεσ πιλϐτου») υπόρχε μια κονςϐλα και ο Φϐγκαν απύθωςε τη χαρτοςακοϑλα ςτην ειδικό εςοχό για το κϑπελλο του καφϋ. ίςτερα γϑριςε το κλειδύ. Η μηχανό πόρε με την πρϔτη κι ϊρχιςε να ρολϊρει ομαλϊ. Ο νεαρϐσ μιςοςτρϊφηκε ςτο κϊθιςμα του κι ϋριξε μια ανιχνευτικό ματιϊ ςτο εςωτερικϐ τησ καρϐτςασ του οχόματοσ. Τπόρχε ϋνα κρεβϊτι (τϔρα διπλωμϋνο ςε καναπϋ), μια εςτύα 256
γκαζιοϑ, αρκετού αποθηκευτικού χϔροι ϐπου ο Φϐγκαν διατηροϑςε τα διϊφορα βαλιτςϊκια με τα δεύγματα και μια κλειςτό τουαλϋτα ςτο βϊθοσ. «Μπρϊβο ανϋςεισ, φύλε!» εύπε με θαυμαςμϐ και ςτρϊφηκε ξανϊ ςτον Φϐγκαν. «Κατϊ ποϑ πασ;» «το Λοσ Ωντζελεσ». Ο νεαρϐσ χαμογϋλαςε. «Χϔνιο, φύλε! Κι εγϔ εκεύ πϊω!» Ϊβγαλε το πακϋτο τα Μϋριτ που μϐλισ εύχε αγορϊςει και, χτυπϔντασ το, τρϊβηξε ϋνα τςιγϊρο. Ο Φϐγκαν εύχε ανϊψει τουσ προβολεύσ και εύχε βϊλει ταχϑτητα. Σϔρα ξανϊφερε το λεβιϋ ςτη νεκρϊ και ςτρϊφηκε προσ το μϋροσ του νεαροϑ. «Ασ ξεκαθαρύςουμε μερικϊ πρϊγματα», εύπε. Ο νεαρϐσ πόρε το αθϔο ϑφοσ του και τον κούταξε με μϊτια διϊπλατα ανοιχτϊ. «Εντϊξει, φιλϊρα, κανϋνα πρϐβλημα». «Πρϔτον, το ϋχω ςαν αρχό να μην παύρνω ποτϋ τϑπουσ που κϊνουν οτοςτϐπ. Εύχα μια ϊςχημη εμπειρύα πριν απϐ μερικϊ χρϐνια. Λειτοϑργηςε ςαν εμβϐλιο, θα μποροϑςεσ να πεισ. θα ςε πϊω μϋχρι τουσ λϐφουσ τησ ϊντα Κλϊρα και τϋρμα. Εκεύ υπϊρχει ϋνα ςτϋκι φορτηγατζόδων -το καφϋ μπαρ του ϊμι. Εύναι κοντϊ ςτον αυτοκινητϐδρομο ταχεύασ κυκλοφορύασ. Εκεύ θα χωρύςουν οι δρϐμοι μασ. ϑμφωνοι ;» «Καλϊ. Εντϊξει. ή,τι πεισ». «Δεϑτερον, αν θϋλεισ οπωςδόποτε να καπνύςεισ, οι δρϐμοι μασ χωρύζουν εδϔ. ϑμφωνοι και ς' αυτϐ;» Για μια ςτιγμό ο Φϐγκαν εύδε την ϊλλη ϋκφραςη του νεαροϑ: το επιθετικϐ, αλότικο ϑφοσ. Παρ' ϐλο που τον γνϔριζε ελϊχιςτα, θα ςτοιχημϊτιζε πρϐθυμα ϐτι αυτό όταν η μϐνη αληθινό. Σην επϐμενη ςτιγμό ξανϊγινε ϋνα κακϐμοιρο παιδύ, γεμϊτο αθωϐτητα, ϋνα ϊκακο, παραςτρατημϋνο χαμύνι. Ϊβαλε το τςιγϊρο ςτ' αυτύ του κι ϋδειξε ςτον Φϐγκαν τα ϊδεια χϋρια του. Σα ςόκωςε κιϐλασ ψηλϊ και ο Φϐγκαν πρϐςεξε το τατουϊζ 257
ςτο αριςτερϐ του μπρϊτςο, ϐπωσ τραβόχτηκε πϊνω το μανύκι. Ϊγραφε: ΝΣΕΥ ΛΕΠΑΡΝΣ ΓΙΑ ΠΑΝΣΑ. «ήχι τςιγϊρα. Εντϊξει. Ϊγινε». «Καλϔσ. Μπιλ Φϐγκαν». Ο Φϐγκαν του ϊπλωςε το χϋρι του. «Μπρϊιαν Ωνταμσ», εύπε ο νεαρϐσ κι ϋςφιξε τυπικϊ το χϋρι του Φϐγκαν. Ο Φϐγκαν ξανϊβαλε ταχϑτητα και βγόκε προςεκτικϊ ςτην Εθνικό Οδϐ 46. Καθϔσ το ϋκανε, το βλϋμμα του ϋπεςε τυχαύα ςτην καςϋτα που όταν ξεχαςμϋνη πϊνω ςτην κονςϐλα. Ϋταν το Ρϋχλεσ του Μπρϊιαν Ωνταμσ. Βϋβαια, ςκϋφτηκε. Εςϑ εύςαι ο Μπρϊιαν Ωνταμσ χι εγϔ ο Ντον Φϋνλεώ, που ϋτυχε να ςταματόςουμε και οι δυο ςτο μαγαζύ τον κοϑτερ, να μαζϋψουμε υλικϐ για τουσ καινοϑριουσ δύςκουσ μασ, ϋτςι δεν εύναι, φιλϊρα;» Καθϔσ ϋβγαινε ςτο δρϐμο, παςχύζοντασ να δει καθαρϊ μϋςα απϐ τα ςϑννεφα τησ ϊμμου, ςκϋφτηκε πϊλι το κορύτςι ϋξω απϐ την Σϐνοπα, εκεύνο που τον εύχε χτυπόςει ςτο πρϐςωπο με το ύδιο του το πορτοφϐλι πριν το ςκϊςει. Εύχε αρχύςει να ϋχει ϋνα πολϑ κακϐ προαύςθημα. ίςτερα, ϋνα πολϑ ιςχυρϐ ρεϑμα αϋρα τον ϋςπρωξε προσ την αριςτερό λωρύδα κι αναγκϊςτηκε να ςυγκεντρϔςει ϐλη την προςοχό του ςτην οδόγηςη. Σαξύδεψαν αμύλητοι για κϊμποςη ϔρα. ήταν ο Μπιλ ϋριξε μια ματιϊ ςτο νεαρϐ, εύδε ϐτι εύχε ξαπλϔςει πύςω με τα μϊτια κλειςτϊ. άςωσ κοιμϐταν, ύςωσ λαγοκοιμϐταν, ύςωσ παρύςτανε ϐτι κοιμϐταν γιατύ δεν εύχε ϐρεξη για κουβϋντα. Καλϑτερα. Οϑτε ο Φϐγκαν εύχε ϐρεξη για κουβϋντα. Αρχικϊ, δεν όξερε τι θα μποροϑςε να κουβεντιϊςει με τον κϑριο Μπρϊιαν Ωνταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ. Ο νεαρϐσ κϑριοσ Ωνταμσ ςύγουρα δεν όταν απϐ τουσ υποψόφιουσ αγοραςτϋσ των προώϐντων που πουλοϑςε ο Φϐγκαν: ετικϋτεσ και μηχανόματα ανϊγνωςησ Κωδικϔν τησ Γιουνιβϋρςαλ Πρϐντακτσ. Κατϊ δεϑτερο λϐγο, το να κρατϊει το 258
αυτοκύνητο ςτο δρϐμο με τϋτοιο αϋρα εύχε καταντόςει ςωςτό δοκιμαςύα επιδεξιϐτητασ. ήπωσ εύχε προειδοποιόςει η κυρύα κοϑτερ, η θϑελλα ϐλο και δυνϊμωνε. Ο δρϐμοσ όταν μια αχνό φαςματικό λωρύδα, που τη διϋςχιζαν ςε ακανϐνιςτα διαςτόματα ςκουρϐχρωμα κϑματα ϊμμου. Αυτού οι μακρϐςτενοι ςωρού όταν ςαν τα ςαμαρϊκια που εμποδύζουν τουσ οδηγοϑσ ν' αναπτϑςςουν ταχϑτητα ςτα προϊςτια των πϐλεων, οπϐτε ο Φϐγκαν όταν αναγκαςμϋνοσ να τρϋχει το πολϑ με ςαρϊντα την ϔρα. ε ϊλλα ςημεύα, ϐμωσ, η ϊμμοσ εύχε απλωθεύ πιο ομαλϊ ςτο οδϐςτρωμα ςκεπϊζοντασ το εντελϔσ κι εκεύ ο Φϐγκαν αναγκαζϐταν να κατεβϊζει την ταχϑτητα ςτα εύκοςι για να περϊςει, μαντεϑοντασ τα ϐρια του δρϐμου απϐ τισ αντανακλϊςεισ των προβολϋων ςτα φωτεινϊ κολονϊκια που όταν παραταγμϋνα ςτην ϊκρη του δρϐμου. Κϊθε τϐςο κϊποιο αυτοκύνητο ό φορτηγϐ που ερχϐταν απϐ την αντύθετη κατεϑθυνςη πρϐβαλλε μϋςα απϐ το θαμπϐ ςϑννεφο τησ ϊμμου ςαν προώςτορικϐ θηρύο με ολοςτρϐγγυλα, φλογερϊ μϊτια. Ϊνα απ' αυτϊ, μια παλιϊ Λύνκολν Μαρκ IV, μακριϊ ςαν διϔροφο τροχϐςπιτο, ερχϐταν καταπϊνω του τρϋχοντασ ςτο κϋντρο τησ Εθνικόσ 46. Ο Φϐγκαν πϊτηςε την κϐρνα κι ϋκοψε το τιμϐνι δεξιϊ. Ϊνιωςε αμϋςωσ τουσ δυο δεξιοϑσ τροχοϑσ να βουλιϊζουν ςτην ϊμμο και τρϊβηξε τα χεύλη γυμνϔνοντασ τα δϐντια του. Πϊνω που όταν πλϋον ςύγουροσ ϐτι ο ϊλλοσ θα τον ϋριχνε ϋξω απϐ το δρϐμο, η Λύνκολν επανόλθε ςτη λωρύδα τησ με μια απϐτομη μανοϑβρα, αφόνοντασ χϔρο ςτον Φϐγκαν ύςα για να περϊςει ξυςτϊ απϐ το αριςτερϐ πλευρϐ τησ. Σου φϊνηκε πωσ ϊκουςε τον μπροςτινϐ του προφυλακτόρα να ξϑνει τον πύςω προφυλακτόρα του ϊλλου αυτοκινότου καθϔσ διαςταυρϔνονταν, αλλϊ ςύγουρα όταν ιδϋα του. Εύδε ϐμωσ τον οδηγϐ —γϋροσ, με φαλϊκρα, αρπαγμϋνοσ κυριολεκτικϊ απϐ το τιμϐνι— να κοιτϊζει ύςια μπροςτϊ του, παςχύζοντασ να ξεχωρύςει το δρϐμο, με βλϋμμα ϊγριο, ςχεδϐν μανιακϐ. Ο Φϐγκαν 259
του κοϑνηςε τη γροθιϊ του, αλλϊ ο γερο-ξεκοϑτησ δεν του ϋριξε οϑτε μια ματιϊ. Οϑτε που με πρϐςεξε, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν, πϐςο μϊλλον να κατϊλαβε ϐτι αποφϑγαμε τη ςϑγκρουςη παρϊ τρύχα. Για μερικϊ δευτερϐλεπτα ακϐμη, ο κύνδυνοσ να βγει τελικϊ απϐ το δρϐμο όταν μεγϊλοσ. Ϊνιωθε τουσ δεξιοϑσ τροχοϑσ να βουλιϊζουν ϐλο και περιςςϐτερο ςτην ϊμμο, το αυτοκύνητο να γϋρνει προσ τα δεξιϊ. Απϐ ϋνςτικτο όθελε να κϐψει απϐτομα το τιμϐνι προσ την αντύθετη κατεϑθυνςη, αλλϊ κατϊφερε να ςυγκρατηθεύ. Αντύ γι' αυτϐ, ϋδωςε γκϊζι ςτο αυτοκύνητο και το ϋςτριψε ϐςο πιο αργϊ γινϐταν προσ τ' αριςτερϊ, νιϔθοντασ τον ιδρϔτα να μουςκεϑει τισ μαςχϊλεσ του τελευταύου καθαροϑ πουκαμύςου του. Επιτϋλουσ, το βοϑλιαγμα των δεξιϔν τροχϔν ϊρχιςε να μειϔνεται και ο Φϐγκαν απϋκτηςε ξανϊ τον ϋλεγχο του οχόματοσ. Σϐτε ϊφηςε την ανϊςα του να βγει μ' ϋνα μακρϑ, ηχηρϐ ςτεναγμϐ ανακοϑφιςησ. «Μπρϊβο, μεγϊλε, εύςαι πρϔτοσ οδηγϐσ». Ο Φϐγκαν όταν τϐςο απορροφημϋνοσ, που εύχε ξεχϊςει πωσ εύχε κι επιβϊτη και, πϊνω ςτο ςϊςτιςμϊ του, παραλύγο να του φϑγει το τιμϐνι και να ξαναβρεθεύ ςτουσ ύδιουσ μπελϊδεσ. Κούταξε δύπλα του και εύδε το νεαρϐ να τον παρατηρεύ. Σα πρϊςινα μϊτια του όταν ανηςυχητικϊ λαμπερϊ· οϑτε ύχνοσ νϑςτασ ό κοϑραςησ. «Ϋταν μϊλλον θϋμα τϑχησ», εύπε ο Φϐγκαν. «Αν εύχα χϔρο να βγω δεξιϊ θα το ϋκανα, αλλϊ το ξϋρω καλϊ αυτϐ το κομμϊτι του δρϐμου. Εύναι ό μπροςτϊ ό πουθενϊ. Μϐλισ βγοϑμε ςτουσ λϐφουσ θα ςτρϔςουν τα πρϊγματα». Δεν πρϐςθεςε ϐτι μπορεύ να τουσ ϋπαιρνε μϋχρι και τρεισ ϔρεσ για να καλϑψουν αυτϊ τα εκατϐ χιλιϐμετρα με την ταχϑτητα που πόγαιναν. «Εύςαι πλαςιϋ, ε;» «Σο βρόκεσ». 260
Ο Φϐγκαν ευχόθηκε να το βουλϔςει ο μικρϐσ. Ϋθελε να ϋχει το νου του μϐνο ςτο δρϐμο. Μπροςτϊ του, ςε κϊποια απϐςταςη, δυο μεγϊλα φϔτα ομύχλησ πρϐβαλαν μϋςα απϐ τη ςκϐνη ςαν κύτρινοι ιπτϊμενοι δύςκοι. Σα ακολοϑθηςε ϋνα ςτϋιςον με πινακύδεσ τησ Καλιφϐρνιασ. Σο φορτηγϊκι και το ςτϋιςον διαςταυρϔθηκαν αργϊ και ομαλϊ, ςαν γιαγιοϑλεσ ςε διϊδρομο ούκου ευγηρύασ. Με την ϊκρη του ματιοϑ του ο Φϐγκαν εύδε το νεαρϐ να τραβϊει το τςιγϊρο απϐ τ' αυτύ του και να το παύζει νευρικϊ ςτα δϊχτυλα του. Ωκου Μπρϊιαν Ωνταμσ! Γιατύ του εύχε πει ψεϑτικο ϐνομα; Θϑμιζε ςκηνό απϐ παλιϊ ταινύα τησ Ριπϊμπλικ, αυτϋσ τισ αςπρϐμαυρεσ που ςόμερα παύζονται αργϊ τη νϑχτα ςτην τηλεϐραςη. Μια αςτυνομικό ταινύα, ςτην οπούα ο όρωασ (πλαςιϋ, που τον παύζει ο Ρϋι Μύλαντ) παύρνει ςτο αυτοκύνητο του το ςκληρϐ νεαρϐ (που τον παύζει, ασ ποϑμε, ο Νικ Ωνταμσ), ο οπούοσ ϋχει μϐλισ αποφυλακιςτεύ απϐ το Γκαμπσ ό το Ντιθ ό κϊποιο παρϐμοιο ύδρυμα... «Και τι πουλϊσ, μϊγκα;» «Ετικϋτεσ». «Ετικϋτεσ;» «Ναι. Αυτϋσ με τον Κωδικϐ τησ Γιουνιβϋρςαλ Πρϐντακτσ. Εύναι ϋνα μικρϐ παραλληλϐγραμμο με ϋνα ςυγκεκριμϋνο προκαθοριςμϋνο αριθμϐ απϐ μαϑρεσ, λεπτϋσ και χοντρϋσ γραμμϋσ για κϊθε προώϐν». Προσ μεγϊλη ϋκπληξη του Φϐγκαν, ο νεαρϐσ ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ναι, ξϋρω... τα ςοϑπερ μϊρκετ τισ περνϊνε μπροςτϊ απϐ ϋνα μαραφϋτι με ηλεκτρονικϐ μϊτι και η τιμό εμφανύζεται ςτο ταμεύο ςαν μαγικϐσ αριθμϐσ, ςωςτϊ;» «Ναι, μϐνο που δεν πρϐκειται για μϊγια οϑτε για ηλεκτρονικϐ μϊτι. Εύναι ϋνα μικρϐ μηχϊνημα που διαβϊζει λϋιζερ. Πουλϊω κι απ' αυτϊ. Και μεγϊλα και φορητϊ». 261
«Σι λεσ, ρε μεγϊλε!» Η νϐτα του ςαρκαςμοϑ όταν ςχεδϐν ανεπαύςθητη, αλλϊ υπόρχε. «Μπρϊιαν;» «Ϊλα;» «Με λϋνε Μπιλ. Οϑτε μεγϊλε οϑτε μϊγκα και ςύγουρα ϐχι φιλϊρα». Ο Φϐγκαν ευχϐταν ϐλο και περιςςϐτερο να μποροϑςε να κυλόςει πύςω το χρϐνο, να επιςτρϋψει ϋξω απϐ το μαγαζύ του κοϑτερ και να πει ϐχι ϐταν ο νεαρϐσ του ζότηςε να τον πϊρει μαζύ του. Οι κοϑτερ δεν όταν κακού ϊνθρωποι. θα ϊφηναν το νεαρϐ να μεύνει εκεύ μϋχρι να περϊςει η αμμοθϑελλα. Και δεν αποκλεύεται η κυρύα κοϑτερ να του ϋδινε κι ϋνα πεντοδϐλαρο να τησ κρατόςει την ταραντοϑλα, τουσ κροταλύεσ και το Λϑκο, τον Κοπρύτη τησ Μινεςϐτα. Ο Φϐγκαν ϊρχιςε ν' αντιπαθεύ ϐλο και περιςςϐτερο εκεύνα τα γκριζοπρϊςινα μϊτια. Σα ϋνιωθε να βαραύνουν πϊνω του ςαν πϋτρεσ. «Μϊλιςτα. Μπιλ —Μπιλ, ο φιλϑρασ με τισ ετικϋτεσ». Ο Μπιλ δεν απϊντηςε. Ο νεαρϐσ ϋμπλεξε τα δϊχτυλα του μεταξϑ τουσ και τϋντωςε τα χϋρια κϊνοντασ τουσ κϐμπουσ των δαχτϑλων να κροταλύςουν. «ήπωσ ϋλεγε και η γριϊ μου, απϐ το τύποτα καλϐ εύναι κι αυτϐ. Ϊτςι δεν εύναι, δικϋ μου;» Ο Φϐγκαν γρϑλιςε κϊτι ακατανϐητο ςαν απϊντηςη και ςυγκεντρϔθηκε ξανϊ ςτην οδόγηςη. Η αύςθηςη ϐτι εύχε κϊνει λϊθοσ ϋγινε βεβαιϐτητα. Σϐτε που εύχε πϊρει εκεύνη την κοπϋλα, ο θεϐσ τον εύχε αφόςει να γλιτϔςει. ε παρακαλϔ, θεοϑλη μου, ςκϋφτηκε. Ωλλη μια φορϊ, εντϊξει, καλϋ θεϋ; Ϋ, μϊλλον, κϊνε να κϊνω λϊθοσ γι' αυτϐ το παιδύ, να φταύει το χαμηλϐ βαρομετρικϐ που μ' επηρεϊζει, να φταύει ο ϊνεμοσ, να εύναι μια ςϑμπτωςη αυτϐ το ϐνομα, να μην εύναι ψεϑτικο, να εύναι πολϑ κοινϐ τελικϊ. Απϐ την αντύθετη κατεϑθυνςη ερχϐταν μια πελϔρια νταλύκα μϊρκασ Μακ. Σο ςόμα κατατεθϋν τησ, ϋνα χρωμιωμϋνο μπουλντϐγκ, ϋμοιαζε ϋτοιμο να ορμόςει πϊνω απϐ την τερϊςτια 262
μεταλλικό μϊςκα του ψυγεύου τησ. Ο Φϐγκαν ςτρύμωξε πϊλι το αυτοκύνητο ςτη δεξιϊ λωρύδα, ϔςπου αιςθϊνθηκε την ϊμμο που εύχε μαζευτεύ ςτην ϊκρη του δρϐμου ν' αρπϊζει ξανϊ τουσ πλαώνοϑσ τροχοϑσ. Η μακριϊ αςημϐχρωμη ρυμοϑλκα που ϋςερνε πύςω τησ η νταλύκα ϋφραξε ϐλη την αριςτερό πλευρϊ του δρϐμου ςαν τεύχοσ. Απεύχε μϐλισ δϋκα πϐντουσ —μπορεύ και λιγϐτερο— κι ϋμοιαζε να μην ϋχει τελειωμϐ. ήταν πϋραςε επιτϋλουσ, ο ξανθομϊλλησ νεαρϐσ ρϔτηςε τον Φϐγκαν: «Υαύνεςαι να τα κονομϊσ χοντρϊ, Μπιλ. Μϐνο το μεταφορικϐ θα ςου ϋφαγε καμιϊ τριανταριϊ χιλιϊδεσ δολϊρια, χϔρια ο εξοπλιςμϐσ. Γιατύ λοιπϐν...» «Κοςτύζει πολϑ λιγϐτερο», εύπε ξερϊ ο Φϐγκαν. Δεν όξερε αν ο εκνευριςμϐσ του ϋγινε αντιληπτϐσ απϐ το νεαρϐ, ςτον ύδιο, πϊντωσ, όταν ολοφϊνεροσ. «ήπωσ και να 'χει, δεν παραπατϊσ απϐ την πεύνα. Πϔσ και δεν προτιμϊσ να ταξιδεϑεισ πϊνω απ' ϐλα αυτϊ τα ςκατϊ, ςτον καθαρϐ ουρανϐ;» Ϋταν μια ερϔτηςη που ο Φϐγκαν την ϋκανε καμιϊ φορϊ ςτον εαυτϐ του, ςτα ατϋλειωτα, ϊδεια χιλιϐμετρα μεταξϑ Σϋμπε και Σοϑςον ό μεταξϑ Λασ Βϋγκασ και Λοσ Ωντζελεσ. Ϋταν το γνϔριμο «Μα τι γυρεϑω εγϔ εδϔ πϋρα;» ϐταν ςτο ραδιϐφωνο δε βρύςκεισ τύποτε ϊλλο εκτϐσ απϐ γλυκανϊλατη ποπ και χιλιοακουςμϋνα παλιϊ κομμϊτια κι ϐταν ϋχεισ όδη ακοϑςει απϐ δυο φορϋσ ϐλεσ ςου τισ καςϋτεσ και δεν υπϊρχει τύποτε ϊλλο να δεισ ϋξω εκτϐσ απϐ βαλτϐτοπουσ ό ερημικϋσ εκτϊςεισ, ιδιοκτηςύα ϐλεσ του θεύου αμ. Θα μποροϑςε να πει ϐτι αποκτοϑςε καλϑτερη αύςθηςη των αναγκϔν τησ πελατεύασ του διαςχύζοντασ την περιοχό ϐπου κατοικοϑςαν, πρϊγμα που όταν αλόθεια ωσ ϋνα ςημεύο, αλλϊ δεν όταν αυτϐσ ο λϐγοσ, θα μποροϑςε επύςησ να πει ϐτι όταν μεγϊλοσ μπελϊσ να δύνει κϊθε φορϊ ςτισ αποςκευϋσ τισ βαλύτςεσ με τα δεύγματα (όταν πολϑ ογκϔδεισ για να χωρϋςουν κϊτω απϐ 263
ϋνα κϊθιςμα αεροπλϊνου) και ϐτι όταν περιπϋτεια κϊθε φορϊ η αναμονό μϋχρι να τισ δει να εμφανύζονται ςτον κυλιϐμενο διϊδρομο για να τισ παραλϊβει. Κϊποτε, μια απϐ τισ βαλύτςεσ του, γεμϊτη με πϋντε χιλιϊδεσ ετικϋτεσ αναψυκτικϔν, εύχε καταλόξει ςτο Φύλο τησ Φαβϊησ αντύ ςτο Φιλςϊιντ τησ Αριζϐνασ. Ϋταν κι αυτϐσ ϋνασ λϐγοσ, αλλϊ και πϊλι δεν όταν ο βαςικϐτεροσ. Ο λϐγοσ όταν ϐτι το 1982, ενϔ ταξύδευε με μια απϐ τισ εςωτερικϋσ πτόςεισ τησ Γουϋςτερν Πρϊιντ, το αεροπλϊνο του εύχε πϋςει ς' ϋνα απϐ τα υψϔματα εύκοςι χιλιϐμετρα βϐρεια του Ρϋνο. Ϊξι απϐ τουσ δεκαεννιϊ επιβϊτεσ και τα δυο μϋλη του πληρϔματοσ εύχαν χϊςει τη ζωό τουσ. Ο Φϐγκαν εύχε ςπϊςει τη ςπονδυλικό του ςτόλη. Ϊμεινε τϋςςερισ μόνεσ ςτο κρεβϊτι κι ϊλλουσ δϋκα τουσ πϋραςε φορϔντασ ϋνα ςιδερϋνιο νϊρθηκα. Λϋνε (ϐποιοι κι αν εύναι αυτού) πωσ αν ςε ρύξει κϊτω ϋνα ϊλογο πρϋπει να ςηκωθεύσ και να το ξανακαβαλόςεισ. Ο Γουύλιαμ Ι. Φϐγκαν λϋει πωσ αυτϊ εύναι βλακεύεσ. Με μοναδικό εξαύρεςη μια πτόςη των δϑο Βϊλιουμ, για να προλϊβει την κηδεύα του πατϋρα του, δεν ξανανϋβηκε ποτϋ του ςε αεροπλϊνο. Ο Φϐγκαν βγόκε απϐτομα απϐ τισ ςκϋψεισ του, ςυνειδητοποιϔντασ δυο πρϊγματα: ϐτι η νταλύκα εύχε περϊςει και ο δρϐμοσ όταν πϊλι ϊδειοσ και ϐτι ο νεαρϐσ ςυνϋχιζε να τον κοιτϊζει μ' εκεύνα τα ενοχλητικϊ πρϊςινα μϊτια του, περιμϋνοντασ μια απϊντηςη. «Εύχα μια ϊςχημη εμπειρύα ςε αεροπλϊνο κϊποτε», εύπε. «Απϐ τϐτε ϋμεινα πιςτϐσ ςτα μεταφορικϊ μϋςα που μποροϑν να ςταματόςουν ςτην ϊκρη του δρϐμου ϋτςι και πϊθει βλϊβη ο κινητόρασ τουσ». «Εύχεσ πολλϋσ κακϋσ εμπειρύεσ, Μπιλϊρα», εύπε ο νεαρϐσ ςε τϐνο προςποιητόσ ςυμπϐνιασ. «Και τϔρα, λυπϊμαι πολϑ, αλλϊ θ' αποκτόςεισ ακϐμα μύα». Ακοϑςτηκε ϋνα ξερϐ μεταλλικϐ «κλικ». Ο Φϐγκαν ϋριξε μια ματιϊ δεξιϊ και δεν εξεπλϊγη βλϋποντασ το 264
νεαρϐ να κρατϊει ϋναν αυτϐματο ςουγιϊ με ατςϊλινη λϊμα των δεκαπϋντε πϐντων. Γαμϔ το, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν. Σϔρα που του ςυνϋβαινε ξανϊ δε φοβϐταν και τϐςο πολϑ. Ϊνιωθε απλϔσ πολϑ κουραςμϋνοσ. Μϐνο εξακϐςια χιλιϐμετρα απϐ το ςπύτι, γαμϔ το. Να πϊρει και να ςηκϔςει! «Πιϊςε ϊκρη και ςταμϊτα, Μπιλϊρα. Αργϊ, ςαν καλϐ παιδύ». «Σι θϋλεισ;» «Αν δεν κατϊλαβεσ ακϐμα τι θϋλω, εύςαι πιο βλϊκασ απ' ϐ,τι φαύνεςαι». Ϊνα αχνϐ χαμϐγελο διαγρϊφτηκε ςτισ ϊκρεσ των χειλιϔν του νεαροϑ, «θϋλω το παραδϊκι ςου και το κινητϐ μπουρδϋλο που οδηγϊσ. Αλλϊ μην ανηςυχεύσ. Τπϊρχει ϋνα ςτϋκι φορτηγατζόδων εδϔ παρακϊτω. Σο καφϋ μπαρ του ϊμι. Λύγο πριν απϐ τον αυτοκινητϐδρομο. Κϊποιοσ θα ςε πϊρει. Βϋβαια, αυτού που δε ςταματϊνε ποτϋ θα ςε κοιτϊζουν ςαν να εύςαι ςκυλϐςκατο ςτην ϊκρη του δρϐμου και ύςωσ χρειαςτεύ να παρακαλϋςεισ λιγϊκι, αλλϊ κϊποιοσ θα ςε μαζϋψει ςτο τϋλοσ. Και τϔρα ςταμϊτα» . Ο Φϐγκαν διαπύςτωςε με ϋκπληξη ϐτι, εκτϐσ απϐ κουραςμϋνοσ, αιςθανϐταν και θυμωμϋνοσ. Εύχε θυμϔςει ϊραγε και την ϊλλη φορϊ... τϐτε με το κορύτςι; Ειλικρινϊ, δε θυμϐταν να πει. «Μϊζεψε το μαχαύρι ςου», εύπε ςτο νεαρϐ, γυρύζοντασ να τον κοιτϊξει. «ε πόρα ϐταν μου ζότηςεσ χωρύσ να ςε κϊνω να παρακαλϋςεισ. Αν δεν όμουν εγϔ, ακϐμα θα ϋτρωγεσ ϊμμο κϊνοντασ οτοςτϐπ ςτα περαςτικϊ αυτοκύνητα. Λοιπϐν, ςταμϊτα τισ εξυπνϊδεσ και θα...» Ο νεαρϐσ του ρύχτηκε ξαφνικϊ και ο Φϐγκαν ϋνιωςε ϋναν οξϑ πϐνο να διαπερνϊ το δεξύ του χϋρι ςαν ηλεκτρικό εκκϋνωςη. Σο φορτηγϊκι βγόκε απϐτομα ςτην αντύθετη λωρύδα και ϑςτερα τραντϊχτηκε περνϔντασ ϊλλο ϋνα ςτρϔμα ϊμμου. 265
«Πιϊςε ϊκρη και ςταμϊτα, εύπα! Ϋ θα φϑγεισ περπατϔντασ, Μπιλϊρα, ό θα μεύνεισ για τα καλϊ ςτο κοντινϐτερο χαντϊκι με το λαιμϐ κομμϋνο και ϐλεσ τισ ετικϋτεσ ςου χωμϋνεσ ςτον κϔλο. θϋλεισ να μϊθεισ και κϊτι ακϐμα; θα καπνύζω το ϋνα τςιγϊρο μετϊ το ϊλλο απϐ δω ωσ το Λοσ Ωντζελεσ και κϊθε φορϊ που θα τελειϔνει το τςιγϊρο μου θα ςβόνω τη γϐπα ςτη γαμημϋνη την κονςϐλα ςου». Ο Φϐγκαν κούταξε το χϋρι του και εύδε ϋνα διαγϔνιο κϐψιμο που ξεκινοϑςε απϐ τον τελευταύο κϐμπο του μικροϑ δαχτϑλου και ςταματοϑςε ςτη βϊςη του αντύχειρα. Και τϐτε ξαναφοϑντωςε ο θυμϐσ του... που τϔρα όταν πραγματικό οργό. Κι αν ϋνιωθε ακϐμα κϊποια κοϑραςη, αυτό η οργό τη ςκϋπαςε για τα καλϊ. Προςπϊθηςε να φϋρει ςτο νου του τα πρϐςωπα τησ Λύτα και του Σζακ, για να καλμϊρει αυτϐ το παρϊλογο ςυναύςθημα πριν τον παραςϑρει ςε κϊποια τρϋλα, αλλϊ οι εικϐνεσ που εμφανύςτηκαν ςτο νου του όταν θαμπϋσ και ακαθϐριςτεσ. Τπόρχε και μια καθαρό εικϐνα ςτο μυαλϐ του, μϐνο που όταν λϊθοσ: το πρϐςωπο τησ κοπϋλασ ϋξω απϐ την Σϐνοπα, τησ κοπϋλασ με τα ςκληρϊ χεύλη κϊτω απϐ τα μϊτια που θϑμιζαν ορφανϐ ςε αφύςα, τησ κοπϋλασ που του εύχε πει. Ωντε γϊμηςαν, μαλϊκα, ϐταν τον χτϑπηςε ςτο πρϐςωπο με το ύδιο του το πορτοφϐλι. Ο Φϐγκαν πϊτηςε γκϊζι και το φορτηγϊκι ϊρχιςε να επιταχϑνει. Η βελϐνα ςτο ταχϑμετρο πϋραςε το πενόντα και ςυνϋχιςε να κινεύται. Ο νεαρϐσ φϊνηκε να ξαφνιϊζεται, να ςαςτύζει προσ ςτιγμόν και τελικϊ να εξοργύζεται. «Σι κϊνεισ; ου εύπα να πιϊςεισ ϊκρη! θϋλεισ να δεισ τ' ϊντερα ςου ςτο πϊτωμα;» «Δεν ξϋρω», απϊντηςε ο Φϐγκαν, κρατϔντασ ςταθερϊ πατημϋνο το γκϊζι. Η βελϐνα ϊγγιζε όδη τα εξόντα. Πϋραςαν μια ςειρϊ απϐ κϑματα ϊμμου και το αυτοκύνητο τραντϊχτηκε ςαν ςκυλύ που τρϋμει απϐ τεταρταύο πυρετϐ. «Εςϑ τι θϋλεισ, μικρϋ; 266
θϋλεισ να δεισ το λαιμϐ ςου τςακιςμϋνο; Αρκεύ να κϐψω το τιμϐνι. Εγϔ ϋχω φορϋςει τη ζϔνη μου. Πρϐςεξα ϐτι εςϑ ξϋχαςεσ τη δικό ςου». Σϔρα τα γκριζοπρϊςινα μϊτια του νεαροϑ εύχαν ανούξει διϊπλατα κι ϋλαμπαν απϐ θυμϐ και φϐβο μαζύ. Κανονικϊ ϋπρεπε να εύχεσ ςταματόςει ςτην ϊκρη του δρϐμου, ϋλεγαν εκεύνα τα μϊτια. Ϊτςι θα ϋπρεπε να γύνουν τα πρϊγματα, αφοϑ εγϔ κρατϊω το μαχαύρι —δεν το ξϋρεισ; «Μπλοφϊρεισ», εύπε ο νεαρϐσ, αλλϊ ο Φϐγκαν εύχε την εντϑπωςη ϐτι προςπαθοϑςε να πεύςει τον εαυτϐ του. «Γιατύ;» εύπε ο Φϐγκαν και ςτρϊφηκε πϊλι προσ το νεαρϐ. «Εύμαι ςύγουροσ ϐτι εγϔ θα βγω ςϔοσ και το αυτοκύνητο εύναι αςφαλιςμϋνο. Παρϊτα τα, λοιπϐν. Σι λεσ;» «Εύςαι...» ϊρχιςε ο νεαρϐσ, αλλϊ ξαφνικϊ γοϑρλωςε τα μϊτια του κι ϋπαψε να ενδιαφϋρεται για τον Φϐγκαν. «Προςεχε!» οϑρλιαξε. Ο Φϐγκαν κούταξε μπροςτϊ και εύδε τϋςςερα μεγϊλα ϊςπρα φϔτα να ϋρχονται καταπϊνω του μϋςα απϐ τον κουρνιαχτϐ τησ ϊμμου. Ϋταν ϋνα βυτύο, γεμϊτο βενζύνη ό προπϊνιο μϊλλον. Μια δυνατό κϐρνα αντόχηςε ξαφνικϊ, ςαν κραυγό γιγϊντιασ, εξαγριωμϋνησ χόνασ: ΦΟΝΚ! ΦΟΝΚ! ΦΟΟΟΝΝΚ! Σο φορτηγϊκι εύχε παραςυρθεύ προσ τ' αριςτερϊ ϐςο ο Φϐγκαν επιχειροϑςε να τα βρει με το νεαρϐ και τϔρα βριςκϐταν πϊνω ςτην κεντρικό, διαχωριςτικό γραμμό. Ϊςτριψε απϐτομα το τιμϐνι δεξιϊ ξϋροντασ όδη ϐτι όταν ανϔφελο, ϐτι όταν πια πολϑ αργϊ. Αλλϊ ο οδηγϐσ του βυτύου εύχε κϐψει κι αυτϐσ το τιμϐνι του, ςτριμϔχνοντασ το ϐχημα τϋρμα αριςτερϊ, ϐπωσ εύχε κϊνει προηγουμϋνωσ ο Φϐγκαν για ν' αποφϑγει τη μετωπικό ςϑγκρουςη με το γερο-ξεκοϑτη. Σα δυο οχόματα πϋραςαν ξυςτϊ το ϋνα το ϊλλο, μϋςα ςτο ςϑννεφο τησ ϊμμου που τα τϑλιγε. ίςτερα ο Φϐγκαν αιςθϊνθηκε για τρύτη φορϊ τουσ δεξιοϑσ τροχοϑσ να βουλιϊζουν ςτην ϊμμο και όξερε πωσ αυτό τη φορϊ 267
όταν αδϑνατον να κρατόςει το αυτοκύνητο —τρϋχοντασ με εξόντα την ϔρα. Κι ενϔ η ογκϔδησ ςιλουϋτα του βυτύου (ΚΑΡΣΕΡ ΥΤΣΟΥΑΡΜΑΚΑ & ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΛΙΠΑΜΑΣΑ ϋγραφε ςτο πλϊι με μεγϊλα, κϐκκινα γρϊμματα) πϋραςε απϐ δύπλα τουσ και χϊθηκε, ο Φϐγκαν ϋνιωςε το τιμϐνι να γύνεται ζυμϊρι κϊτω απϐ τα χϋρια του τραβϔντασ το αυτοκύνητο ϐλο δεξιϊ. Και με την ϊκρη του ματιοϑ του εύδε το νεαρϐ να του ρύχνεται πϊλι με το μαχαύρι Σρελϊθηκεσ; όθελε να ουρλιϊξει ςτο νεαρϐ, αλλϊ η ερϔτηςη θα όταν εντελϔσ ϊςκοπη ακϐμα κι αν εύχε το χρϐνο να την αρθρϔςει. Σο παιδύ όταν ςύγουρα τρελϐ -ϋφτανε να δεισ πϔσ γυϊλιζαν τα μϊτια του για να το καταλϊβεισ. Αλλϊ και ο ύδιοσ ο Φϐγκαν θα πρϋπει να όταν τρελϐσ που τον πόρε ςτο αυτοκύνητο αρχικϊ και που τον προκϊλεςε ςτη ςυνϋχεια, αλλϊ τύποτε απ' αυτϊ δεν εύχε πια ςημαςύα. Σϔρα όταν αντιμϋτωποσ με μια κατϊςταςη κι αν επϋτρεπε ςτον εαυτϐ του την πολυτϋλεια να πιςτϋψει ϐτι δεν όταν δυνατϐν να ςυμβαύνει ς' αυτϐν κϊτι τϋτοιο -αν το πύςτευε ϋςτω και για ϋνα δευτερϐλεπτο— ςύγουρα θα τον ϋβριςκαν αϑριο, μεθαϑριο το αργϐτερο, με το λαιμϐ κομμϋνο και τα μϊτια βγαλμϋνα απϐ τουσ γϑπεσ τησ ερόμου. υνϋβαινε πραγματικϊ· όταν γεγονϐσ. Ο νεαρϐσ εύχε ςτϐχο να καρφϔςει το μαχαύρι ςτο λαιμϐ του Φϐγκαν, αλλϊ το αυτοκύνητο εύχε όδη αρχύςει να γϋρνει, βουλιϊζοντασ ϐλο και βαθϑτερα ςτο χαντϊκι του δρϐμου που εύχε γεμύςει απϐ ϊμμο. Ο Φϐγκαν παρϊτηςε εντελϔσ το τιμϐνι κι ϋκανε απϐτομα πύςω για ν' αποφϑγει τη λεπύδα. Προσ ςτιγμόν πύςτεψε ϐτι την εύχε γλιτϔςει, ϔςπου ϋνιωςε κϊτι ζεςτϐ να μουςκεϑει τη δεξιϊ πλευρϊ του λαιμοϑ του. Σο μαχαύρι εύχε χαρϊξει ϋνα βαθϑ κϐψιμο ςτο δεξύ του μϊγουλο, απϐ τον κρϐταφο ωσ το πιγοϑνι. Με το δεξύ του χϋρι ϊρχιςε να χτυπϊει τον αϋρα, προςπαθϔντασ ν' αρπϊξει τον καρπϐ του νεαροϑ και τϐτε η εμπρϐσ αριςτερό μεριϊ του οχόματοσ χτϑπηςε ϋνα βρϊχο 268
ςε μϋγεθοσ κολοκϑθασ. Σο αυτοκύνητο τινϊχτηκε ψηλϊ και λοξϊ, ςαν τα οχόματα ςτισ ταινύεσ δρϊςησ που ςύγουρα θα λϊτρευε ο ςυγκεκριμϋνοσ νεαρϐσ. Οι τροχού περιςτρϋφονταν ςτον αϋρα, με πενόντα την ϔρα απ' ϐ,τι ϋδειχνε το κοντϋρ, και ο Φϐγκαν ϋνιωςε τη ζϔνη αςφαλεύασ να τον τραβϊει ϊγρια, ςαν χαλινϊρι, ςτην κοιλιϊ και διαγϔνια ςτο ςτόθοσ του. Ϋταν ςαν να ξαναζοϑςε το αεροπορικϐ δυςτϑχημα· και τϔρα, ϐπωσ και τϐτε, δεν το χωροϑςε το μυαλϐ του ϐτι ςυνϋβαινε . Ο νεαρϐσ τινϊχτηκε προσ τα εμπρϐσ και πϊνω, πϊντα κρατϔντασ ςφιχτϊ το μαχαύρι. Σο κεφϊλι του χτϑπηςε ςτην οροφό κι αναπόδηςε ςαν μπϊλα καθϔσ το πϊνω και το κϊτω του αυτοκινότου ϊλλαζαν θϋςεισ. Ο Φϐγκαν εύδε το χϋρι του νεαροϑ να χτυπϊει με μανύα τον αϋρα και διαπύςτωςε κατϊπληκτοσ ϐτι ακϐμα προςπαθοϑςε να τον πετϑχει με το μαχαύρι. Ϋταν κροταλύασ, καλϊ το εύχε καταλϊβει αυτϐσ απϐ την αρχό. Μϐνο που δεν του εύχε βγϊλει ακϐμα κανεύσ το δηλητόριο. ίςτερα το φορτηγϊκι χτϑπηςε ςτο ϋδαφοσ ήλα τα ρϊφια ϊδειαςαν απϐ το περιεχϐμενο τουσ και το κεφϊλι του νεαροϑ κοπϊνηςε πϊλι ςτην οροφό, πολϑ πιο δυνατϊ αυτό τη φορϊ. Σο μαχαύρι εκςφενδονύςτηκε απϐ το χϋρι του. Σα ντουλϊπια ςτην καρϐτςα ϊνοιξαν απϐ την ορμό τησ ςϑγκρουςησ, αδειϊζοντασ δειγματολϐγια και μηχανόματα απϐ το εςωτερικϐ τουσ. Μϋςα ςτην ταραχό του ο Φϐγκαν αντιλόφθηκε ϋνα μακρϐςυρτο, ανατριχιαςτικϐ ςτρύγκλιςμα —όταν ο όχοσ μετϊλλου που ξϑνεται, καθϔσ η οροφό του οχόματοσ ςερνϐταν ςτο ςκληρϐ, πετρϔδεσ τούχωμα ςτην απϋναντι πλευρϐ, του χαντακιοϑ— και ςκϋφτηκε: Ϊτςι θα ϋνιωθα αν όμουν μϋςα ςε κονςερβοκοϑτι και κϊποιοσ χρηςιμοποιοϑςε το ανοιχτόρι. Σο παρμπρύζ ϋςπαςε βουλιϊζοντασ προσ τα μϋςα. Ο Φϐγκαν ςφϊλιςε τα μϊτια και ςόκωςε τα χϋρια να προςτατεϑςει το κεφϊλι του, ενϔ το φορτηγϊκι ςυνϋχιςε να τραμπαλύζεται, γϋρνοντασ απϐ την πλευρϊ του Φϐγκαν αυτό τη φορϊ, με αρκετό 269
δϑναμη ϔςτε να ςπϊςει το τζϊμι τησ πϐρτασ του οδηγοϑ και ν' ανούξει το δρϐμο ςε μια πυκνό βροχό απϐ πϋτρεσ και χϔματα, πριν ςηκωθεύ ξανϊ και πϋςει ςτουσ τϋςςερισ τροχοϑσ του αυτό τη φορϊ. ' αυτό τη θϋςη ταλαντεϑτηκε ςαν να ςκϐπευε να γεύρει ξανϊ απϐ τη μεριϊ του ςυνοδηγοϑ και τελικϊ ακινητοποιόθηκε. Ο Φϐγκαν ϋμεινε ακύνητοσ ςτη θϋςη του κϊμποςα δευτερϐλεπτα, με τα μϊτια γουρλωμϋνα, αρπαγμϋνοσ απϐ τα χεροϑλια του καθύςματοσ και νιϔθοντασ ςαν τον Κϊπτεν Κερκ μετϊ απϐ επύθεςη των Κλύνγκον. Αντιλαμβανϐταν ϐτι εύχε πϊνω του πϋτρεσ, χϔματα, θρϑψαλα γυαλιοϑ και κϊτι ϊλλο, που ϐμωσ δεν αντιλαμβανϐταν τι όταν. Ϊνιωθε επύςησ τον ϊνεμο που ϋμπαζε κι ϊλλα χϔματα και ϊμμο απϐ τα ςπαςμϋνα τζϊμια. ίςτερα, ϋνα αντικεύμενο που κινιϐταν με μεγϊλη ταχϑτητα γϋμιςε το οπτικϐ του πεδύο. Σο μυαλϐ του πρϐλαβε να καταγρϊψει ϊςπρο δϋρμα, καφετύ χϔμα, γδαρμϋνουσ κϐμπουσ δαχτϑλων και κϐκκινο αύμα. Ϋταν γροθιϊ και τον χτϑπηςε καταπρϐςωπο. Ο πϐνοσ όταν ακαριαύοσ κι απερύγραπτοσ, ςαν να ϋςκαςε μια φωτοβολύδα μϋςα ςτον εγκϋφαλο του. Συφλϔθηκε ςτιγμιαύα, απϐ ϋνα εκθαμβωτικϐ λευκϐ φωσ. Και πϊνω που ϊρχιζε να ξαναβλϋπει, τα χϋρια του νεαροϑ ϋςφιξαν το λαιμϐ του και του ϋκοψαν την ανϊςα. Ο νεαρϐσ, ο κϑριοσ Μπρϊιαν Ωνταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ, εύχε τεντωθεύ πϊνω απϐ την κονςϐλα, ανϊμεςα ςτα δυο καθύςματα. Αύμα απϐ καμιϊ δεκαριϊ πληγϋσ ςτο κεφϊλι του εύχε κυλόςει ςτο μϋτωπο, τη μϑτη και τα μϊγουλα του ςαν μπογιϊ. Σα γκριζοπρϊςινα μϊτια του κϊρφωναν τον Φϐγκαν με ςχεδϐν παρανοώκό οργό.
Ϋρωασ απϐ την τηλεοπτικό ςειρϊ επιςτημονικόσ φανταςύασ ταρ Σρεκ. (.τ.Μ.)
270
«Κούτα τι ϋκανεσ, ρε μαλϊκα» οϑρλιαξε. «Κούτα τι μου ϋκανεσ.» Ο Φϐγκαν προςπϊθηςε να τραβηχτεύ απϐτομα πύςω και πρϐλαβε να πϊρει μιςό ανϊςα καθϔσ τα χϋρια του νεαροϑ γλύςτρηςαν φευγαλϋα, αλλϊ ϋτςι που τον κρατοϑςε δεμϋνο η ζϔνη αςφαλεύασ εύχε ελϊχιςτα περιθϔρια να κινηθεύ. Σα δϊχτυλα του νεαροϑ ξαναβρόκαν εϑκολα το ςτϐχο τουσ κι αυτό τη φορϊ οι αντύχειρεσ πύεςαν αςφυκτικϊ το φϊρυγγα, φρϊζοντασ εντελϔσ τη δύοδο του αϋρα. Ο Φϐγκαν προςπϊθηςε να ςηκϔςει κι αυτϐσ τα χϋρια του, αλλϊ τα τεντωμϋνα μπρϊτςα του νεαροϑ, ςταθερϊ ςαν ατςϊλινα κϊγκελα, δεν τον ϊφηναν. Δοκύμαςε να τα τραβόξει, αλλϊ οϑτε που ςϊλεψαν. Σϔρα ϊρχιςε ν' ακοϑει ϋναν ϊλλο ϊνεμο -ϋνα διαπεραςτικϐ βουητϐ μϋςα ςτο ύδιο του το κεφϊλι. «Κούτα τι μου ϋχανεσ, κωλοκαθύκι». Πϊλι η φωνό του νεαροϑ, αλλϊ πολϑ πιο μακρινό απϐ πριν. Με ςκοτϔνει, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν και μια κοριτςύςτικη φωνό ςτο μυαλϐ του απϊντηςε: Σο βρόκεσ, μαλϊκα. Αυτϐ αφϑπνιςε την οργό του. Χαχοϑλεψε πϊνω ςτα γϐνατϊ του, αναζητϔντασ το κϊτι που υπόρχε εκεύ, εκτϐσ απϐ τα γυαλιϊ και τα χϔματα. Ϋταν μια χαρτοςακοϑλα, με κϊποιο ςκληρϐ αντικεύμενο —αδϑνατον να θυμηθεύ τι ακριβϔσ— ςτο εςωτερικϐ τησ. Ση χοϑφτωςε ςφιχτϊ και ϑψωςε τη ςφιγμϋνη γροθιϊ με ϐλη του τη δϑναμη προσ το ςαγϐνι του νεαροϑ. Ακοϑςτηκε ϋνασ γδοϑποσ. Ο νεαρϐσ ϊφηςε μια κραυγό πϐνου και ϋκπληξησ και ο Φϐγκαν ϋνιωςε το λαιμϐ του να ελευθερϔνεται απϐ τη θανϊςιμη λαβό, καθϔσ τα χϋρια που τον ϋςφιγγαν λϑθηκαν απϐτομα και ο νεαρϐσ ϋπεςε προσ τα πύςω. Ο Φϐγκαν πόρε μια βαθιϊ, τρεμουλιαςτό ανϊςα κι ϊκουςε ϋναν όχο που θϑμιζε τςαγιερϐ που ςφυρύζει ςτη φωτιϊ. Εγϔ κϊνω ϋτςι; θεϋ μου, εγϔ κϊνω ϋτςι; 271
Ροϑφηξε και δεϑτερη ανϊςα. Ο αϋρασ, γεμϊτοσ απϐ κϐκκουσ ϊμμου, του ϋγδαρε το λαιμϐ και του ϋφερε βόχα, λα δεν ϋπαυε να εύναι ςωςτό ευλογύα. Κούταξε τη χοϑφτα του και εύδε να διαγρϊφεται καθαρϊ η Μαςϋλα κϊτω απϐ το τςαλακωμϋνο, καφετύ χαρτύ. Και ξαφνικϊ την ϋνιωςε να κινεύται. Τπόρχε κϊτι αλλϐκοτα ζωντανϐ ς' αυτό την κύνηςη, τϐςο τρομακτικϊ ανθρϔπινο, που ο Φϐγκαν ϋβγαλε μια τςιρύδα και πϋταξε πϋρα τη ςακοϑλα. Ϋταν ςαν να εύχε βϊλει την παλϊμη του πϊνω ςτο ςτϐμα ενϐσ ανθρϔπου που μιλοϑςε. Η ςακοϑλα χτϑπηςε ςτη ρϊχη του νεαροϑ κι απϐ εκεύ κατϋληξε ςτο δϊπεδο του αυτοκινότου, ενϔ ο «Μπρϊιαν Ωνταμσ» ςηκωνϐταν ζαλιςμϋνοσ ςτα τϋςςερα. Ο Φϐγκαν ϊκουςε το λϊςτιχο να ςπϊει... κι ϋπειτα το αναμφιςβότητο «κρακ-κρακκρακ» δοντιϔν που ανοιγοκλεύνουν. Κϊποιο γρανϊζι θα ϋχει ξεφϑγει απϐ τη θϋςη του, εύχε πει ο κοϑτερ. Αν πιϊνουν λύγο τα χϋρια ςου, θα την ξαναφτιϊξεισ πολϑ εϑκολα. άςωσ αρκεύ ϋνα γερϐ χτϑπημα, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν. Ϊτςι και βγω ζωντανϐσ απϐ δω μϋςα και ξανακϊνω ποτϋ αυτϐν το δρϐμο, θα περϊςω να πω ςτον κουτερ ϐτι το μϐνο που χρειϊζεται για να ξαναδοϑλεψει μια χαλαςμϋνη Μηχανικό Μαςϋλα εύναι να ρύξεισ το αμϊξι ςου ς' ϋνα χαντϊκι και μετϊ να τη χρηςιμοποιόςεισ για να χτυπόςεισ τον παρανοώκϐ νεαρϐ αλότη που προςπαθεύ να ςε ςτραγγαλύςει. Σϐςο απλϐ. Ακϐμα κι ϋνα παιδϊκι μπορεύ να το κϊνει. Η Μαςϋλα κροτϊλιζε κι ανοιγϐκλεινε μϋςα ςτη ςκιςμϋνη χαρτοςακοϑλα. Σα πλαώνϊ τησ φοϑςκωναν, κϊνοντασ τη να μοιϊζει με αποκομμϋνο πνευμϐνι που αρνεύται να πεθϊνει. Ο νεαρϐσ ςϑρθηκε μακριϊ απϐ τη ςακοϑλα, χωρύσ καν να την προςϋξει —ςϑρθηκε προσ την καρϐτςα του φορτηγοϑ, κουνϔντασ το κεφϊλι του δεξιϊ αριςτερϊ ςαν ςκϑλοσ, 272
προφανϔσ για να διϔξει τη ζϊλη. Αύμα ϋςταζε απϐ τισ ϊκρεσ των μακριϔν μαλλιϔν του. Ο Φϐγκαν βρόκε το κοϑμπωμα τησ ζϔνησ αςφαλεύασ και το πϊτηςε για να την απαςφαλύςει. Δεν ϋγινε τύποτα. Σο πλαςτικϐ τετραγωνϊκι ςτο κϋντρο οϑτε που ςϊλεψε και η ζϔνη εξακολοϑθηςε να του πιϋζει την κοιλιϊ, χωρύζοντασ ςτα δυο τα γεροντϐπαχα πϊνω απϐ το παντελϐνι του και χαρϊςςοντασ μια πιεςτικό διαγϔνιο πϊνω ςτο ςτόθοσ του. Ωρχιςε να κουνιϋται μπροσ πύςω, μόπωσ και καταφϋρει ϋτςι να ξεμπλοκϊρει την αςφϊλεια. Υρϋςκο αύμα κϑληςε απϐ το βαθϑ κϐψιμο ςτο μϊγουλο του καθϔσ ζορύςτηκε κι αυτϐ όταν το μϐνο που κατϊφερε να πετϑχει. Σο ςοκ ϊρχιςε να διαδϋχεται ο πανικϐσ. Ο Φϐγκαν κούταξε πύςω του, να δει τι ςκϊρωνε πϊλι ο νεαρϐσ. Σύποτα καλϐ, ϐπωσ αποδεύχτηκε. Εύχε εντοπύςει το μαχαύρι του, κϊπου ςτο βϊθοσ τησ καρϐτςασ, πϊνω ς' ϋνα ςωρϐ απϐ ςκϐρπια φυλλϊδια οδηγιϔν. Σο ϊρπαξε, τύναξε πύςω τα μαλλιϊ του και κούταξε κι αυτϐσ πύςω του τον Φϐγκαν. Φαμογελοϑςε. Τπόρχε κϊτι ς' εκεύνο το χαμϐγελο που ϋκανε τ' αχαμνϊ του Φϐγκαν να μουδιϊςουν και να ζαρϔςουν ταυτϐχρονα, λεσ και του εύχαν χϔςει παγϊκια ςτο ςϔβρακο. Α, να το ϋλεγε το χαμϐγελο του νεαροϑ. Για μια ςτιγμό ανηςϑχηςα —ειλικρινϊ ανηςϑχηςα— αλλϊ τελικϊ ϐλα θα πϊνε καλϊ. Εύχαμε μια μικρό παρεκτροπό απϐ το ςενϊριο, αλλϊ τϔρα θα το ακολουθόςουμε κατϊ γρϊμμα. «Κϐλληςεσ, Μπιλϊρα;» ϊκουςε τη φωνό του νεαροϑ πϊνω απϐ το ςταθερϐ βουητϐ του ανϋμου. «Κϐλληςεσ, ε; Καλϊ που φϐρεςεσ τη ζϔνη ςου. Ευτυχϔσ για μϋνα». Ο νεαρϐσ δοκύμαςε να ςηκωθεύ ϐρθιοσ. Παραλύγο να τα καταφϋρει, αλλϊ τελικϊ δεν τον κρϊτηςαν τα πϐδια του. Η ποντικύςια μοϑρη του πόρε μια ϋκφραςη κατϊπληξησ τϐςο υπερβολικό, που θα μποροϑςε να όταν αςτεύα κϊτω απϐ ϊλλεσ περιςτϊςεισ. ίςτερα τύναξε πϊλι τα μαλλιϊ του προσ τα πύςω κι 273
ϊρχιςε να μπουςουλϊει προσ το μϋροσ του Φϐγκαν. το αριςτερϐ του χϋρι ϋςφιγγε τη λαβό του ςου, για, μια φτηνό, πλαςτικό απομύμηςη κϐκαλου. Σο τατουϊζ που τρεμοϑλιαζε πϊνω ςτην πλαδαρό ςϊρκα του αδϑνατου μπρϊτςου του θϑμιζε τα γρϊμματα ςτο μπλουζϊκι τησ Μϊιρα που ςκαμπανϋβαζαν με τισ κινόςεισ του ςτόθουσ τησ. Ο Φϐγκαν ϊρπαξε με τα δυο του χϋρια την αςφϊλεια τησ ζϔνησ και πύεςε το κουμπύ με τουσ δυο αντύχειρεσ, με την ύδια λϑςςα που πύεζε λύγο πριν το λαιμϐ του ο νεαρϐσ. Δεν ϋγινε απολϑτωσ τύποτα. Η ζϔνη εύχε φρακϊρει. Σϋντωςε πϊλι το λαιμϐ του για να κοιτϊξει πύςω. Ο νεαρϐσ, που εύχε φτϊςει ςτο ϑψοσ του πτυςςϐμενου καναπϋ, ςταμϊτηςε απϐτομα και το πρϐςωπο του ξαναπόρε εκεύνη την κωμικό ϋκφραςη κατϊπληξησ. Κοιτοϑςε ύςια μπροςτϊ του, που ςόμαινε ϐτι κούταζε κϊτι ςτο πϊτωμα. Ο Φϐγκαν θυμόθηκε ξαφνικϊ τη Μαςϋλα. Εύχε πϊρει για τα καλϊ μπροσ και ςυνϋχιζε να κροταλύζει. Ση ςτιγμό που κούταξε ο Φϐγκαν, η Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο ξετρϑπωςε απϐ τη ςκιςμϋνη χαρτοςακοϑλα, ϐρθια, πϊνω ςτα αςτεύα πορτοκαλιϊ παποϑτςια τησ. Οι τραπεζύτεσ, οι κυνϐδοντεσ και οι κοπτόρεσ ανεβοκατϋβαιναν γοργϊ και ρυθμικϊ, αφόνοντασ ϋνα ςυνεχό όχο που θϑμιζε παγϊκια ςε ςϋικερ. Σα παποϑτςια, με τισ λαμπερϋσ ϊςπρεσ γκϋτεσ τουσ, λεσ και παρόλαυναν πϊνω ςτην γκρύζα μοκϋτα. Ο Φϐγκαν ςκϋφτηκε αυθϐρμητα τον Υρεντ Αςτϋρ να πηγαινοϋρχεται χορεϑοντασ κλακϋτεσ ςε μια ξϑλινη ςκηνό· τον Υρεντ Αςτϋρ μ' ϋνα μπαςτοϑνι κϊτω απϐ τη μαςχϊλη του και ψϊθινο καπελϊκι, φορεμϋνο ςτραβϊ, να γϋρνει πϊνω απϐ το ϋνα του φρϑδι. «Γαμϔ το κϋρατο μου!» εύπε ο νεαρϐσ μιςογελϔντασ. «Αυτϐ παζϊρευεσ εκεύ ςτο μαγαζύ; Δεν το πιςτεϑω! Θα ςε ςκοτϔςω, Μπιλϊρα, και θα κϊνω μεγϊλη χϊρη ςτον κϐςμο». 274
Σο κλειδύ, ςκϋφτηκε ο Φϐγκαν. Σο κλειδύ ςτην πϊνω γνϊθο, αυτϐ που ϋςτριψα για να το κουρδύςω... δε γυρύζει. Ξαφνικϊ, εύχε πϊλι ϋνα εκπληκτικϊ ϋντονο προαύςθημα: όξερε με απϐλυτη βεβαιϐτητα τι θα γινϐταν ςτη ςυνϋχεια. Ο νεαρϐσ θα ϊπλωνε το χϋρι του να πιϊςει τη Μαςϋλα. Η Μηχανικό Μαςϋλα ϋπαψε απϐτομα να περπατϊει και να κροταλύζει. Κοκϊλωςε πϊνω ςτο ελαφρϊ ανηφορικϐ δϊπεδο τησ καρϐτςασ, με τισ δυο γνϊθουσ μιςϊνοιχτεσ. Παρ' ϐτι ακϋφαλη, θαρρεύσ και παρατηροϑςε με περιϋργεια το νεαρϐ. «Μηχανικό Μαςϋλα», εύπε με θαυμαςμϐ ο κϑριοσ Μπρϊιαν Ανταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ. Ωπλωςε το δεξύ του χϋρι και την ϋπιαςε, ϋτςι ϐπωσ όξερε όδη ο Φϐγκαν ϐτι θα ϋκανε. «Δϊγκωςε τον!» τςύριξε ο Φϐγκαν. «Κϐψ' του τα δϊχτυλα του βρομιϊρη επιτϐπου». Ο νεαρϐσ ςόκωςε απϐτομα το κεφϊλι και κούταξε τον Φϐγκαν κατϊπληκτοσ. Ϊμεινε με το ςτϐμα ανοιχτϐ κϊνα δυο ςτιγμϋσ - εκεύνη η πολυφορεμϋνη ϋκφραςη ηλύθιασ κατϊπληξησ και πϊλι και ϑςτερα ϋβαλε τα γϋλια. Σο γϋλιο του όταν ςτριγκϐ και δυνατϐ, ιδανικϐ ςεκϐντο ςτο ουρλιαχτϐ του ανϋμου που ορμοϑςε απϐ τα ςπαςμϋνα παρϊθυρα φουςκϔνοντασ τα κουρτινϊκια ςαν ςκιςμϋνα πανιϊ ς' ϋνα πλούο-φϊνταςμα. «Δϊγκωςε με! Δϊγκωςε με! Δ ϊγχωςε μεεεε!» εύπε τραγουδιςτϊ ο νεαρϐσ, ςαν να επαναλϊμβανε τη φρϊςη-κλειδύ απϐ το πιο αςτεύο ανϋκδοτο που εύχε ακοϑςει ςτη ζωό του. «Ε, ρε Μπιλϊρα! Και νϐμιζα πωσ εγϔ χτϑπηςα ςτο κεφϊλι!» Κρϊτηςε το ςουγιϊ με τα δϐντια του κι ϋχοντασ ελευθερϔςει το αριςτερϐ του χϋρι ϋχωςε το δεύκτη ανϊμεςα ςτισ γνϊθουσ τησ Μηχανικόσ Μαςϋλασ. «Ωγχωθϋ μεε!» εύπε ψευδϊ. Φαςκογϋλαςε και κοϑνηςε πϋρα δϔθε το δϊχτυλο του, ανϊμεςα ςτα πελϔρια, μεταλλικϊ δϐντια. «Ωντε, ρε! Ωγχωθϋ με». Οι γνϊθοι δε ςϊλεψαν. Οϑτε τα πορτοκαλιϊ πϐδια. Σο προαύςθημα του Φϐγκαν ϋςβηςε ακριβϔσ ϐπωσ ςβόνουν τα 275
ϐνειρα με το που ανούγει κανεύσ τα μϊτια του. Ο νεαρϐσ κοϑνηςε πϊλι το δϊχτυλο του ανϊμεςα ςτη Μαςϋλα, ϋκανε να το τραβόξει κι ϊρχιςε να ουρλιϊζει ςαν δαιμονιςμϋνοσ. «Ααααα»! Η καρδιϊ του Φϐγκαν πετϊριςε μϋςα ςτο ςτόθοσ του, αλλϊ την επϐμενη ςτιγμό ςυνειδητοπούηςε ϐτι, παρϊ το ουρλιαχτϐ, ο νεαρϐσ ςτην ουςύα γελοϑςε. Σου ϋκανε πλϊκα. Η Μαςϋλα όταν εντελϔσ ακύνητη. Ο νεαρϐσ ςόκωςε τη Μαςϋλα ςτο ϑψοσ του προςϔπου του για να τη δει καλϑτερα. Ξανϊπιαςε το μαχαύρι του απϐ το πϊτωμα και κοϑνηςε απειλητικϊ τη λεπύδα, ςαν δϊςκαλοσ που μαλϔνει ϋναν ϊτακτο μαθητό. «Δεν πρϋπει να δαγκϔνεισ», εύπε. «Οι καλϋσ Μαςϋλεσ δεν κϊνουν τϋτοια...» Η μια απϐ τισ πορτοκαλιϋσ πατοϑςεσ ϋκανε ξαφνικϊ ϋνα βόμα μπροσ, πϊνω ςτη βρϐμικη παλϊμη του νεαροϑ. Σαυτϐχρονα, οι γνϊθοι ϊνοιξαν και πριν προλϊβει ο Φϐγκαν να καταλϊβει τι ακριβϔσ ςυνϋβαινε οι δυο μεταλλικϋσ μαςϋλεσ ϋκλειςαν γϑρω απϐ τη μϑτη του νεαροϑ. Αυτό τη φορϊ η κραυγό του Μπρϊιαν Ανταμσ όταν αληθινό -μια κραυγό πϐνου κι απϐλυτησ κατϊπληξησ. Ωρχιςε να χτυπϊει τη Μαςϋλα με το δεξύ του χϋρι, παςχύζοντασ να την αποτινϊξει, αλλϊ αυτό εύχε μαγκϔςει γϑρω απϐ τη μϑτη του τϐςο ςφιχτϊ, ϐςο και η ζϔνη αςφαλεύασ γϑρω απϐ το κορμύ του Φϐγκαν. Αύματα και ςυμπιεςμϋνη ςϊρκα ξεχεύλιςαν ανϊμεςα απϐ τουσ πϊνω και κϊτω κυνϐδοντεσ ςαν κϐκκινα κορδϐνια. Ο νεαρϐσ ϋπεςε ανϊςκελα και για μερικϊ δευτερϐλεπτα ο Φϐγκαν ϋβλεπε μϐνο τουσ αγκϔνεσ του που ανεβοκατϋβαιναν μανιαςμϋνα και τα πϐδια του να κλοτςϊνε τον αϋρα. ίςτερα εύδε τη λϊμψη του μαχαιριοϑ. Ο νεαρϐσ οϑρλιαξε πϊλι και μ' ϋνα απϐτομο τύναγμα ξαναβρϋθηκε ςε καθιςτό ςτϊςη. Σα μακριϊ μαλλιϊ εύχαν ςκεπϊςει το πρϐςωπο του ςαν κουρτύνα. Απϐ τισ πτυχϋσ τησ 276
προεξεύχε η Μηχανικό Μαςϋλα ςαν περύεργο εξϊρτημα. Ο νεαρϐσ εύχε καταφϋρει ωςτϐςο να χϔςει τη λϊμα του ςουγιϊ ανϊμεςα ςτα δϐντια και ςε ϐ,τι απϋμενε απϐ τη μϑτη του. «κϐτωςε τον!» φϔναξε βραχνϊ ο Φϐγκαν. Εύχε χϊςει το μυαλϐ του. ε κϊποιο επύπεδο καταλϊβαινε ϐτι πρϋπει να εύχε χϊςει το μυαλϐ του, αλλϊ προσ το παρϐν δεν τον ϋνοιαζε. «Εμπρϐσ! κϐτωςε τον!» Ο νεαρϐσ τςύριξε —όταν μια παρατεταμϋνη, ψιλό τςιρύδα ςαν πυροςβεςτικό ςειρόνα— κι ϋςτριψε το μαχαύρι. Η λϊμα ϋςπαςε, αλλϊ εύχε όδη προλϊβει να μιςανούξει τισ αςϔματεσ μαςϋλεσ. Η Μαςϋλα ϋπεςε απϐ το πρϐςωπο του νεαροϑ ςτην αγκαλιϊ του. Μαζύ τησ ϋπεςε και το μεγαλϑτερο μϋροσ τησ μϑτησ του. Ο νεαρϐσ ϋςπρωξε πύςω τα μαλλιϊ του. Σα γκριζοπρϊςινα μϊτια του αλληθϔριςαν ςτην προςπϊθεια του να δει το κουτςουρεμϋνο απομεινϊρι ςτο κϋντρο του προςϔπου του. Σο ςτϐμα του ςυςπϊςτηκε ς' ϋνα μορφαςμϐ πϐνου και οι τϋνοντεσ ςτο λαιμϐ του πετϊχτηκαν ςαν κορδϐνια. Ωπλωςε να πιϊςει τη Μαςϋλα. Εκεύνη πιςωπϊτηςε ςβϋλτα με τισ αςτεύεσ πορτοκαλιϋσ πατοϑςεσ τησ. ε απϐςταςη αςφαλεύασ πια, κουνιϐταν πϊνω κϊτω, κϊνοντασ ςημειωτϐν και χαμογελϔντασ ςτο νεαρϐ που τϔρα εύχε καθύςει πϊνω ςτισ φτϋρνεσ του. Σο αύμα εύχε μουςκϋψει ϐλο το μπροςτινϐ μϋροσ τησ μπλοϑζασ του. Και τϐτε ο νεαρϐσ εύπε κϊτι που επιβεβαύωςε την υποψύα του Φϐγκαν ϐτι εύχε τρελαθεύ —αυτϐσ, ϐχι ο νεαρϐσ. Μϐνο ςτη φανταςύα ενϐσ ςαλεμϋνου νου θα μποροϑςαν ν' ακουςτοϑν τϋτοια λϐγια. «Δϔςε μου πύςω τη μϑτη μου, ςκατϐπραμα!» Ο νεαρϐσ ϋκανε πϊλι να πιϊςει τη Μαςϋλα κι αυτό τη φορϊ εκεύνη ϋτρεξε προσ τα εμπρϐσ, κϊτω απϐ το απλωμϋνο χϋρι του κι ανϊμεςα ςτ' 277
ανοιχτϊ του γϐνατα. Και τϐτε ακοϑςτηκε ϋνα μουντϐ τςακ! καθϔσ οι γνϊθοι ϋκλειςαν γϑρω απϐ ϋνα μαλακϐ εξϐγκωμα ςτο ξεθωριαςμϋνο τζιν, λύγο κϊτω απϐ το ςημεύο που τελεύωναν τα μεταλλικϊ κουμπιϊ. Σα μϊτια του Μπρϊιαν Ωνταμσ ϊνοιξαν διϊπλατα. Σο ύδιο και το ςτϐμα του. Σα χϋρια του ςηκϔθηκαν ςτο ϑψοσ των ϔμων κι ϊνοιξαν κι αυτϊ κϊνοντασ τον να μοιϊζει με παθιαςμϋνο τραγουδιςτό, ϋτοιμο ν' αφόςει την καλϑτερη κορϐνα του. Σο μαχαύρι τινϊχτηκε απϐ τα δϊχτυλα του και χτϑπηςε την πύςω πϐρτα τησ καρϐτςασ του φορτηγοϑ. «Φριςτϋ μου! Φριςτϋ μουουουουου... » Οι πορτοκαλιϋσ πατοϑςεσ ανεβοκατϋβαιναν ςαν πιςτϐνια. Η Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο ϋγνεφε επιδοκιμαςτικϊ πϊνω κϊτω, γοργϊ, ςαν να ϋλεγε ναι! ναι! Ναι! και ϑςτερα πόγαινε πϋρα δϔθε, το ύδιο γοργϊ, ςαν να ϋλεγε ϐχι! ϐχι! ήχι! «.. .ουουου ΟΤΟΤΟΤΟΤΟΤ...» Καθϔσ το ϑφαςμα του παντελονιοϑ του νεαροϑ ϊρχιςε να ςκύζεται —και δεν όταν το μϐνο, κρύνοντασ απϐ τον όχο — ο Μπιλ Φϐγκαν ϋχαςε τισ αιςθόςεισ του. υνόλθε δυο φορϋσ. Η πρϔτη πρϋπει να όταν λύγο αργϐτερα, γιατύ η θϑελλα ςυνϋχιζε να λυςςομανϊει γϑρω απϐ το αυτοκύνητο και το φωσ ϋξω όταν περύπου το ύδιο. Ϊκανε να ςτραφεύ, αλλϊ ϋνασ πϐνοσ δυνατϐσ ςαν ςουβλιϊ κοκϊλωςε το λαιμϐ του. Μυώκό θλϊςη ςύγουρα και προφανϔσ θα μποροϑςε να όταν πολϑ χειρϐτερα ό θα όταν... αϑριο. Πϊντα με την προϒπϐθεςη ϐτι το αϑριο θα τον ϋβριςκε ζωντανϐ. Ο νεαρϐσ. Ϊπρεπε να κοιτϊξει πύςω, να ςιγουρευτεύ ϐτι όταν νεκρϐσ. ήχι, δε χρειϊζεται. Και βϋβαια εύναι νεκρϐσ. Αν δεν όταν, θα όςουν εϊν. 278
Σϔρα ϊρχιςε ν' ακοϑει ϋναν ϊλλο όχο κϊπου πύςω του. Σο ςταθερϐ, γνϔριμο «κρακ-κρακ-κρακ» τησ Μαςϋλασ. Ι Ϊρχεται να με φϊει. Αποτελεύωςε το νεαρϐ, αλλϊ πεινϊει ακϐμα κι ϋρχεται για μϋνα. Πύεςε πϊλι την αςφϊλεια τησ ζϔνησ, αλλϊ το κοϑμπωμα όταν ακϐμα φρακαριςμϋνο. Ωςε που τα χϋρια του δεν εύχαν πλϋον καθϐλου δϑναμη. Σα δϐντια ϐλο και πληςύαζαν —κρύνοντασ απϐ τον όχο πρϋπει να βρύςκονταν πια ακριβϔσ πύςω απϐ το κϊθιςμα του. Σο ταραγμϋνο μυαλϐ του Φϐγκαν ϋπιαςε ϋνα τραγουδιςτϐ μόνυμα ςτο αδιϊκοπο μαςοϑλημα: Φρακ-κρακκρακ. Εμπρϐσ, πϊμε! Εύμαςτε οι μαςϋλεσ και ξαναγυρνϊμε. Δεσ πϔσ μαςϊμε και πϔσ περπατϊμε. Ο ϊλλοσ πϊει, τϔρα εςϋνα θα φϊμε! Ο Φϐγκαν ςφϊλιςε τα μϊτια του. Σο κροτϊλιςμα ςταμϊτηςε. Σϔρα ακουγϐταν μϐνο το αςταμϊτητο ουρλιαχτϐ του ανϋμου και η ϊμμοσ που χτυποϑςε τα ςτραπατςαριςμϋνα μϋταλλα του αυτοκινότου. Ο Φϐγκαν περύμενε. Μετϊ απϐ πολλό πολλό ϔρα, ϊκουςε ϋνα ξεκϊρφωτο «κλικ» που το ακολοϑθηςε ϋνασ ςιγανϐσ όχοσ ςαν ςκύςιμο. Μετϊ απϐ μια ςϑντομη παϑςη, το «κλικ» και το ςκύςιμο επαναλόφθηκαν. Σι κϊνει τϔρα; Σην τρύτη φορϊ που ξανϊκουςε το «κλικ» και το ςκύςιμο ϋνιωςε κϊτι να ςαλεϑει ςτην πύςω πλευρϊ τησ ρϊχησ του καθύςματοσ και κατϊλαβε. Η Μαςϋλα ανϋβαινε να τον φτϊςει. Με δαγκωνιϋσ, ανϋβαινε το κϊθιςμα για να τον φτϊςει. Ο Φϐγκαν θυμόθηκε πϔσ εύχαν κλεύςει τα δϐντια γϑρω απϐ το φοϑςκωμα ςτο παντελϐνι του νεαροϑ, ανϊμεςα ςτα ςκϋλια του, και πρϐςταξε τον εαυτϐ του να λιποθυμόςει. Ωμμοσ ϋμπαινε απϐ τα ςπαςμϋνα τζϊμια και τον χτυποϑςε ςτο πρϐςωπο. 279
Κραχ... χριτσ. Κρακ... χριτσ. Κρακ... χριτσ. Σο τελευταύο όταν πολϑ κοντινϐ. Ο Φϐγκαν δεν όθελε να κοιτϊξει, αλλϊ του όταν αδϑνατον ν' αντιςταθεύ. Και εύδε δύπλα ςτο δεξιϐ μηρϐ του, εκεύ που το κϊθιςμα τησ θϋςησ ϋςμιγε με τη ρϊχη, ϋνα πλατϑ κατϊλευκο χαμϐγελο ν' ανεβαύνει αργϊ και κοπιαςτικϊ, ςπρϔχνοντασ με τα πορτοκαλιϊ πϐδια που ακϐμα δεν εύχαν φανεύ, ςφύγγοντασ ανϊμεςα ςτουσ κοπτόρεσ την γκρύζα ταπετςαρύα τησ θϋςησ.. την επϐμενη κύνηςη τα δϐντια μϊγκωςαν το ϑφαςμα τησ τςϋπησ του παντελονιοϑ του κι εκεύ όταν που ο Φϐγκαν ϋχαςε ξανϊ τισ αιςθόςεισ του. ήταν ξϑπνηςε τη δεϑτερη φορϊ ο ϊνεμοσ εύχε πϋςει και όταν ςχεδϐν ςκοτϊδι. Ο ουρανϐσ εύχε πϊρει μια αλλϐκοτη, απϐκοςμη μαβιϊ απϐχρωςη που ο Φϐγκαν δε θυμϐταν να εύχε ξαναδεύ ποτϋ ςτην ϋρημο. Οι κυματοειδεύσ ςχηματιςμού τησ ϊμμου πϊνω ςτο γυμνϐ ϋδαφοσ, πϋρα απϐ τα ςυντρύμμια του παρμπρύζ, ϋμοιαζαν με παιδιϊ-φαντϊςματα που το ςκϊνε. Για μερικϋσ ςτιγμϋσ ο Φϐγκαν δεν μποροϑςε να θυμηθεύ τύποτε απ' ϐςα εύχαν ςυμβεύ οϑτε πϔσ εύχε καταλόξει εκεύ. Η τελευταύα καθαρό ανϊμνηςη που εύχε όταν ϐτι εύχε ρύξει μια ματιϊ ςτο δεύκτη τησ βενζύνησ, εύχε δει ϐτι πληςύαζε το μηδϋν και ϑςτερα εύχε κοιτϊξει μπροςτϊ και εύχε δει μια πινακύδα ςτο πλϊι του δρϐμου που ϋγραφε: ΠΑΝΣΟΠΨΛΕΙΟ & ΠΑΝΙΑ ΖΨΑ Ο ΚΟΤΣΕΡ. ΠΟΣΑ ΑΝΑΧΤΚΣΙΚΑ. ΒΕΝΖΙΝΗ. ΖΨΝΣΑΝΟΙ ΚΡΟΣΑΛΙΕ'. Διαπύςτωςε ϐτι μποροϑςε να διατηρόςει αυτό την επιλεκτικό αμνηςύα αν όθελε. Δύνοντασ λύγο χρϐνο ςτο υποςυνεύδητο του, θα προλϊβαινε ύςωσ να υψϔςει ϋνα τεύχοσ, εξορύζοντασ οριςτικϊ τισ επικύνδυνεσ αναμνόςεισ. 'ήμωσ, μπορεύ να όταν εξύςου επικύνδυνο να τισ απωθόςει. Γιατύ... Ξαφνικϊ ςηκϔθηκε ϋνα δυνατϐ ρεϑμα αϋρα. Οι κϐκκοι τησ ϊμμου χτϑπηςαν ςτα ςτραπατςαριςμϋνα μϋταλλα τησ καρϐτςασ 280
του φορτηγοϑ. Ακουγϐταν ςχεδϐν ςαν... (δϐντια! δϐντια.' δϐντια!) Η εϑθραυςτη επιφϊνεια του κουκουλιοϑ θρυμματύςτηκε, η επιλεκτικό αμνηςύα ϋγινε καπνϐσ, οι αναμνόςεισ ξεχϑθηκαν ςαν χεύμαρροσ και ο Φϐγκαν ϋνιωςε το αύμα του να γύνεται πϊγοσ. Ωφηςε ϋνα βραχνϐ βογκητϐ, ςαν λυγμϐ απελπιςύασ, καθϔσ θυμόθηκε τον όχο (τςακ!) που εύχαν αφόςει τα δϐντια ϐταν ϋκλειςαν γϑρω απϐ τ' αχαμνϊ του νεαροϑ κι ενςτικτωδϔσ χοϑφτωςε με τα δυο του χϋρια τον καβϊλο του, ενϔ τα μϊτια του ϊρχιςαν να ςτριφογυρύζουν ξετρελαμϋνα απϐ φϐβο, αναζητϔντασ τη , φονικό Μαςϋλα. Δεν την εύδε πουθενϊ, αλλϊ η ευκολύα με την οπούα οι ϔμοι του ακολοϑθηςαν την κύνηςη των χεριϔν του του φϊνηκε ςαν καινοϑρια αύςθηςη. Κούταξε προσ τα κϊτω το κορμύ του και τρϊβηξε αργϊ τα χϋρια απϐ τα ςκϋλια του. Η ζϔνη αςφαλεύασ δεν τον κρατοϑςε πια δϋςμιο. Ϋταν πεςμϋνη ςτη μοκϋτα τησ καμπύνασ, ςε δυο χωριςτϊ κομμϊτια. Σο μεταλλικϐ κουμπύ που την απαςφϊλιζε όταν ακϐμα φρακαριςμϋνο, αλλϊ τϔρα κρατοϑςε μϐνο ϋναν κουρελιαςμϋνο κϐκκινο ιμϊντα. Η ζϔνη δεν εύχε κοπεύ· εύχε μαςηθεύ για να κοπεύ. Ο Φϐγκαν κούταξε ςτον εςωτερικϐ καθρϋφτη. Η διπλό πύςω πϐρτα τησ καρϐτςασ όταν ανοιχτό και πϊνω ςτη μοκϋτα, εκεύ ϐπου όταν πεςμϋνοσ ο νεαρϐσ, τϔρα υπόρχε μϐνο μια πολϑ μεγϊλη, ςκουροκϐκκινη κηλύδα. Ο κϑριοσ Μπρϊιαν Ωνταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ εύχε εξαφανιςτεύ. Σο ύδιο και η Μηχανικό Μαςϋλα. Ο Φϐγκαν κατϋβηκε απϐ το φορτηγϊκι, αργϊ και κοπιαςτικϊ, ςαν πολϑ γϋροσ ϊνθρωποσ που πϊςχει απϐ αρθριτικϊ. Διαπύςτωςε ϐτι αν κρατοϑςε το κεφϊλι του απϐλυτα ςτητϐ κι ακύνητο κϊτι γινϐταν, αλλϊ ϋτςι και ξεχνιϐταν κι ϋκανε την παραμικρό κύνηςη προκαλοϑςε αμϋςωσ την ϋκρηξη μιασ 281
αλυςιδωτόσ επύθεςησ αφϐρητων πϐνων ςτον αυχϋνα, ςτουσ ϔμουσ και ςτο πϊνω μϋροσ τησ ςπονδυλικόσ του ςτόλησ. Ακϐμα και η ιδϋα να ςτρϋψει το κεφϊλι του όταν αφϐρητη. τηρύζοντασ την παλϊμη του ςτο χτυπημϋνο, γδαρμϋνο μϋταλλο του αυτοκινότου και πατϔντασ ςυνεχϔσ πϊνω ςε θρυμματιςμϋνα γυαλιϊ, κατϊφερε να φτϊςει ωσ το τϋρμα τησ καρϐτςασ. Εκεύ ςτϊθηκε ακύνητοσ για πολλό ϔρα. Υοβϐταν να ςτρύψει ςτη γωνύα. Υοβϐταν πωσ θ' αντύκριζε το νεαρϐ, πνιγμϋνο ςτα αύματα, καθιςμϋνο ςτισ φτϋρνεσ του, να κρατϊει το μαχαύρι με τ' αριςτερϐ του χϋρι και να του χαμογελϊει μ' εκεύνο το ϊδειο, κακϐ χαμϐγελο. ήμωσ, δεν 'όταν δυνατϐν να μεύνει εκεύ αιωνύωσ, κρατϔντασ εντελϔσ ακύνητο το κεφϊλι του ςτην κορυφό του λαιμοϑ του ςαν να ιςορροποϑςε ϋνα μπουκϊλι νιτρογλυκερύνη, ενϔ γϑρω του ϋπεφτε γοργϊ το ςκοτϊδι. Ϊτςι, ο Φϐγκαν ϋςτριψε τελικϊ ςτη γωνύα. Κανεύσ. Ο νεαρϐσ εύχε πρϊγματι εξαφανιςτεύ. Ϋ, τουλϊχιςτον, ϋτςι του φϊνηκε ςτην αρχό. Υϑςηξε ξανϊ ϋνα δυνατϐ ρεϑμα. Σα μαλλιϊ του Φϐγκαν όρθαν μπροςτϊ κι ϋπεςαν πϊνω ςτο τραϑμα που υπόρχε ςτο μϊγουλο του. ίςτερα ο αϋρασ κϐπηκε το ύδιο απϐτομα. τη ςιωπό που ακολοϑθηςε ϊκουςε ϋνα δυνατϐ ςοϑρςιμο, καμιϊ εικοςαριϊ μϋτρα μακριϊ απϐ το αυτοκύνητο. Κούταξε προσ εκεύνη την κατεϑθυνςη και εύδε δυο ςϐλεσ αθλητικϔν παπουτςιϔν να εξαφανύζονται πύςω απϐ το χεύλοσ ενϐσ ξεροπϐταμου. Οι δυο ςϐλεσ ςταμϊτηςαν να κινοϑνται για λύγο, λεσ κι αυτϐ το κϊτι που τραβοϑςε το κουφϊρι του νεαροϑ ςτϊθηκε να πϊρει μια ανϊςα, και ϑςτερα ςυνϋχιςαν να προχωροϑν με μικρϊ τινϊγματα. Μια εικϐνα, αποτρϐπαιη κι αφϐρητη λϐγω τησ εκπληκτικόσ διαϑγειασ τησ, ςχηματύςτηκε ξαφνικϊ ςτο μυαλϐ του Φϐγκαν. Εύδε τη Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο, με τα αςτεύα πορτοκαλιϊ πϐδια τησ, να ςτϋκεται πϋρα απϐ το χεύλοσ του ξεροπϐταμου, κϊτω απϐ το αφϑςικο μαβύ φωσ που εύχε απλωθεύ' ςτον ουρανϐ 282
των ερημϐτοπων, δυτικϊ του Λασ Βϋγκασ. Οι κϊταςπρεσ μαςϋλεσ ϋςφιγγαν μια χοντρό τοϑφα απϐ τα μακριϊ, ξανθϊ μαλλιϊ του νεαροϑ. Η Μηχανικό Μαςϋλα πιςωπατοϑςε. Η Μηχανικό Μαςϋλα ϋςερνε τον κϑριο Μπρϊιαν Ωνταμσ μακριϊ, ςτο Πουθενϊ των ΗΠΑ. Εννιϊ μόνεσ αργϐτερα, μια λαμπερό, καλοκαιριϊτικη μϋρα του Ιουνύου, ο Μπιλ Φϐγκαν ϋτυχε να ξαναπερϊςει απϐ το ΠΑΝΣΟΠΨΛΕΙΟ & ΠΑΝΙΑ ΖΨΑ Ο ΚΟΤΣΕΡ... μϐνο που το μαγαζύ εύχε αλλϊξει ϐνομα. ΜΑέΡΑ. ΣΡΟΥΙΜΑ ΧΙΛΙΚΑ ϋγραφε τϔρα η πινακύδα. Κι ακϐμη, ΒΕΝΖΙΝΗ. ΠΟΣΑ ΑΝΑΧΤΚΣΙΚΑ. ΒΙΝΣΕΟΣΑΙΝΙΕ. Κϊτω απϐ τισ λϋξεισ υπόρχε η ζωγραφιϊ ενϐσ λϑκου, με τη μουςοϑδα του υψωμϋνη προσ το φεγγϊρι. Ο ύδιοσ ο Λϑκοσ, ο θρυλικϐσ Κοπρύτησ τησ Μινεςϐτα, όταν αραχτϐσ με τη μουςοϑδα πϊνω ςτισ μπροςτινϋσ πατοϑςεσ του, μϋςα ς' ϋνα μεγϊλο κλουβύ, ςτη ςκιϊ τησ ςκεπαςτόσ βερϊντασ του μαγαζιοϑ. Δε ςϊλεψε καθϐλου ϐταν ο Φϐγκαν κατϋβηκε απϐ το αυτοκύνητο του για να γεμύςει το ντεπϐζιτο με βενζύνη. ήςο για τουσ κροταλύεσ και την ταραντοϑλα, δε φαύνονταν πουθενϊ. «Γεια ςου, Λϑκο», εύπε ο Φϐγκαν καθϔσ ανϋβαινε τα δυο ςκαλοπϊτια. Ο ϋνοικοσ του κλουβιοϑ γϑριςε ανϊςκελα, αφόνοντασ τη μεγϊλη ρϐδινη γλϔςςα του να κρεμαςτεύ απϐ την ϊκρη τησ μουςοϑδασ του και τον κούταξε με περιϋργεια. Σο εςωτερικϐ του μαγαζιοϑ του φϊνηκε καθαρϐ και πιο ευρϑχωρο αυτό τη φορϊ. Ο Φϐγκαν υπϋθεςε ϐτι η εντϑπωςη οφειλϐταν εν μϋρει ςτισ διαφορετικϋσ καιρικϋσ ςυνθόκεσ που επικρατοϑςαν ϋξω, αλλϊ δεν όταν μϐνο αυτϐ. Σϔρα τα τζϊμια όταν ϐλα πεντακϊθαρα κι αυτϐ ϋκανε μεγϊλη διαφορϊ. Οι ςανιδϋνιοι τούχοι εύχαν επενδυθεύ με πευκϐξυλο, που μϑριζε φρεςκϊδα και δροςιϊ. Ϊνα μπαρ με εφτϊ ψηλϊ ςκαμνιϊ εύχε προςτεθεύ ςτο βϊθοσ του μαγαζιοϑ. Η μικρό βιτρύνα για τα τρικ 283
όταν ακϐμα εκεύ, αλλϊ τα εκρηκτικϊ τςιγϊρα, οι φαγουρϐςκονεσ και οι φταρνιζϐςκονεσ δεν υπόρχαν πια. Η βιτρύνα όταν γεμϊτη βιντεοταινύεσ. Μια χειρϐγραφη επιγραφό ενημϋρωνε τουσ υποψόφιουσ αγοραςτϋσ: ΡΟΖ ΣΑΙΝΙΕ ΣΟ ΒΑΘΟ. ΜΟΝΟ ΑΝΨ ΣΨΝ 18. Ο Φϐγκαν ϋβλεπε μϐνο το προφύλ τησ γυναύκασ που καθϐταν ςτο ταμεύο και χτυποϑςε αριθμοϑσ ς' ϋνα κομπιουτερϊκι. Για μια ςτιγμό όταν ςύγουροσ ϐτι όταν η κϐρη του ζεϑγουσ κοϑτερ - το θηλυκϐ παιδύ τησ οικογϋνειασ, εκτϐσ απϐ τα τρύα αγϐρια που του εύχε αναφϋρει ο κοϑτερ. ίςτερα η γυναύκα ςόκωςε το κεφϊλι τησ και ο Φϐγκαν διαπύςτωςε ϐτι όταν η ύδια η κυρύα κοϑτερ. Ϋταν πολϑ δϑςκολο να πιςτϋψει ϐτι επρϐκειτο για κεύνη τη χοντρό κυρύα που το πελϔριο ςτόθοσ τησ κϐντευε να ςπϊςει τισ ραφϋσ τησ βαμβακερόσ φανϋλασ με τη ςτϊμπα Η ΝΕΒΑΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΙΣΕΙΑ ΣΟΤ ΘΕΟΤ. Κι ϐμωσ όταν αυτό. Η κυρύα κοϑτερ εύχε χϊςει τουλϊχιςτον ςαρϊντα κιλϊ και εύχε βϊψει τα μαλλιϊ τησ ς' ϋνα ζεςτϐ, λαμπερϐ καςτανϐ. Μϐνο οι ρυτύδεσ του όλιου γϑρω απϐ τα μϊτια και τα χεύλη τησ δεν εύχαν αλλϊξει. «Ϊβαλεσ βενζύνη;» τον ρϔτηςε. «Ναι. Δεκαπϋντε δολϊρια». Ο Φϐγκαν τησ ϋδωςε εικοςαδϐλαρο κι εκεύνη το χτϑπηςε ςτην ταμειακό μηχανό τησ. «Ϊχει αλλϊξει πολϑ το μαγαζύ απϐ την τελευταύα φορϊ που πϋραςα». «Ναι, ϋγιναν πολλϋσ αλλαγϋσ απ' ϐταν πϋθανε ο κοϑτερ», ςυμφϔνηςε η γυναύκα και τρϊβηξε απϐ το ταμεύο ϋνα πεντοδϐλαρο. Καθϔσ ϋκανε να του το δϔςει τον κούταξε πραγματικϊ για πρϔτη φορϊ κι ϋμεινε με το χϋρι μετϋωρο. «Για ςτϊςου... Εςϑ δεν εύςαι που κϐντεψεσ να ςκοτωθεύσ τη μϋρα με τη θϑελλα, πϋρυςι;» Ο Φϐγκαν ϋγνεψε καταφατικϊ κι ϊπλωςε το χϋρι του να ςυςτηθεύ. «Μπιλ Φϐγκαν». 284
Η γυναύκα δε δύςταςε καθϐλου· τεντϔθηκε πϊνω απϐ το ταμεύο και του το ϋςφιξε με θϋρμη. Ϋταν ςαφϔσ πιο φιλικό και καλοδιϊθετη μετϊ το θϊνατο του ςυζϑγου τησ, ύςωσ επειδό η μεγϊλη αλλαγό ςτη ζωό τησ εύχε πια τελειϔςει. «Λυπϊμαι για το ςϑζυγο ςασ. Πρϋπει να όταν καλϐσ ϊνθρωποσ», εύπε ο Φϐγκαν. «Ο κουτ; Ναι, όταν πολϑ καλϐσ πριν αρρωςτόςει», ςυμφϔνηςε η γυναύκα. «Κι εςϑ; Πϔσ τα πασ; Ϊγινεσ καλϊ;» Ο Φϐγκαν ϋγνεψε καταφατικϊ. «Υϐρεςα νϊρθηκα για ϋξι βδομϊδεσ -και ϐχι για πρϔτη φορϊ ςτη ζωό μου αλλϊ τϔρα εύμαι τελεύωσ καλϊ». Η γυναύκα κούταζε την ουλό ςτο δεξύ του μϊγουλο. «Αυτϐσ ςου το ϋκανε; Εκεύνοσ ο νεαρϐσ;» «Ναι». «ε χτϑπηςε πολϑ, ε;» «Ναι». «Ωκουςα ϐτι τραυματύςτηκε βαριϊ ςτο τρακϊριςμα και ϐτι ςϑρθηκε προσ την ϋρημο και πϋθανε». Κούταζε ερευνητικϊ τον Φϐγκαν. «Ϊτςι ϋγινε;» Ο Φϐγκαν χαμογϋλαςε αχνϊ. «Κϊπωσ ϋτςι». «Ο Σζϋι Σι -ο ςερύφησ μασ εύπε πωσ τον εύχαν καταφϊει τ' αγρύμια. Οι ποντικού ςτην ϋρημο εύναι ςωςτϊ τςακϊλια». «Δεν ξϋρω τύποτα πϊνω ς' αυτϐ», εύπε ο Φϐγκαν. «Ο Σζϋι Σι εύπε πωσ οϑτε η μϊνα του δε θα μποροϑςε να τον γνωρύςει τον πιτςιρικϊ». Ϊφερε το χϋρι πϊνω ςτο ςτόθοσ τησ, που τϔρα εύχε απομεύνει το ϋνα τρύτο ςε ϐγκο, και πρϐςθεςε με κωμικϐ πϊθοσ: «Να καϔ ϊμα λϋω ψϋματα». Ο Φϐγκαν γϋλαςε. Σισ βδομϊδεσ και τουσ μόνεσ που ακολοϑθηςαν τη μϋρα τησ αμμοθϑελλασ, το γϋλιο όταν κϊτι που του ερχϐταν πολϑ πιο ςυχνϊ και εϑκολα. Ϋταν ςαν να εύχε αποκτόςει ϊλλου εύδουσ ςχϋςη με τη ζωό μετϊ απϐ κεύνη τη μϋρα. 285
«Ϋςουν τυχερϐσ που δε ςε ςκϐτωςε», εύπε η κυρύα κοϑτερ. «Γλύτωςεσ παρϊ τρύχα. Πρϋπει να εύχεσ ϊγιο ςτο πλευρϐ ςου». «ωςτϊ», ςυμφϔνηςε ο Φϐγκαν. Κούταξε την προθόκη με τισ βιντεοταινύεσ. «Βλϋπω, τα βγϊλατε τα τρικ και τισ φϊρςεσ». «Εκεύνεσ τισ αηδύεσ; Υυςικϊ! Ϋταν το πρϔτο που ϋκανα αφοϑ...» ϔπαςε απϐτομα και γοϑρλωςε τα μϊτια τησ. «Μια ςτιγμό— Αμϊν! Ϊχω κϊτι δικϐ ςου που πρϋπει να ς' το δϔςω! Ϊτςι και το ξεχνοϑςα, ο κοϑτερ θα ϋβγαινε απϐ εκεύ που βρύςκεται να μου βϊλει τισ φωνϋσ!» Ο Φϐγκαν ϋςμιξε τα φρϑδια του απορημϋνοσ, αλλϊ η γυναύκα εύχε όδη ςτραφεύ απϐ το ταμεύο. Πατϔντασ ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν τησ τρϊβηξε κϊτι απϐ το ψηλϐτερο ρϊφι, πϊνω απϐ τα πακϋτα των τςιγϊρων. Φωρύσ να νιϔςει την παραμικρό ϋκπληξη, ο Φϐγκαν εύδε ϐτι αυτϐ το κϊτι όταν η Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο. Η γυναύκα την απύθωςε πϊνω ςτον πϊγκο του ταμεύου. Ο Φϐγκαν ςτϑλωςε το βλϋμμα του ςτο παγωμϋνο, τερϊςτιο χαμϐγελο, ϋχοντασ μια ιςχυρό αύςθηςη ντεζϊ βι. Να την και πϊλι, η μεγαλϑτερη Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο του κϐςμου, ςτητό πϊνω ςτισ αςτεύεσ πορτοκαλιϋσ πατοϑςεσ τησ με τισ ϊςπρεσ γκϋτεσ, να του χαμογελϊει ςαν να όθελε να πει: Γεια χαρϊ! Με ξϋχαςεσ; Εγϔ δε ςε ξϋχαςα, φύλε μου. Κϊθε ϊλλο. «Ση βρόκα ϋξω ςτη βερϊντα την ϊλλη μϋρα, ϐταν πϋραςε η θϑελλα», εύπε η κυρύα κοϑτερ και γϋλαςε. «Ο αιϔνιοσ κουτ, που όταν ικανϐσ να ςου χαρύςει κϊτι και να ς' το δϔςει ςε τρϑπια ςακοϑλα. Εγϔ πόγα να την πετϊξω, αλλϊ δε μ' ϊφηςε. Μου εύπε ϐτι όταν δικό ςου κι ϋπρεπε να τη φυλϊξω ςε κϊποιο ρϊφι. Εύπε πωσ αυτού που ταξιδεϑουν, ϊμα ςταματόςουν ς' ϋνα μϋροσ, αργϊ ό γρόγορα θα ξαναπερϊςουν... και να που όρθεσ τελικϊ!» «Ναι», εύπε ο Φϐγκαν. «Σελικϊ όρθα». 286
Ϊπιαςε τη Μαςϋλα, τη ςόκωςε κι ϋχωςε το δϊχτυλο του ανϊμεςα ςτισ μιςϊνοιχτεσ γνϊθουσ. ίςτερα πϋραςε αργϊ την ϊκρη του δαχτϑλου του πϊνω απϐ τουσ τραπεζύτεσ τησ κϊτω μαςϋλασ και θυμόθηκε το νεαρϐ, τον κϑριο Μπρϊιαν Ανταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ, να φωνϊζει τραγουδιςτϊ: Δϊγκωςε με! Δϊγκωςε με! Δϊγκωςε μεεεε! Να εύχε απομεύνει ϊραγε μϋςα ςτισ χαρακιϋσ των δοντιϔν μια λεπτό κϐρα απϐ το αύμα του νεαροϑ; Ο Φϐγκαν νϐμιςε πωσ εύδε κϊτι ςτα τελευταύα απϐ τα πύςω, αλλϊ ύςωσ να τον γελοϑςαν τα μϊτια του. «Σην κρϊτηςα επειδό ο κοϑτερ μου εύπε πωσ ϋχεισ ϋνα γιο». Ο Φϐγκαν ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ναι, ϋχω». Και, ςκϋφτηκε, ο γιοσ μου ϋχει ακϐμα πατϋρα. Δε θα ςου πω το γιατύ. Σο ερϔτημα εύναι, ϋκανε η Μαςϋλα ϐλο αυτϐν το δρϐμο με τα αςτεύα πορτοκαλιϊ πϐδια τησ επειδό εδϔ όταν το ςπύτι τησ... ό μόπωσ επειδό όξερε αυτϐ που όξερε και ο κοϑτερ; ήτι ϋνασ που ταξιδεϑει ςυνϋχεια, ϊμα ςταματόςει ς' ϋνα μϋροσ, αργϊ ό γρόγορα θα ξαναπερϊςει απϐ εκεύ, με την ύδια λογικό που ο δολοφϐνοσ υποτύθεται ϐτι επιςτρϋφει πϊντα ςτον τϐπο του εγκλόματοσ; «Λοιπϐν, αν τη θϋλεισ ακϐμα, εύναι δικό ςου», εύπε η γυναύκα. οβαρεϑτηκε για λύγο και ϑςτερα γϋλαςε πϊλι. «κατϊ! θα την εύχα πετϊξει ςύγουρα, αν δεν την εύχα ξεχϊςει εκεύ ςτο ρϊφι. Υυςικϊ, εύναι ακϐμα χαλαςμϋνη». Ο Φϐγκαν ϋςτριψε το κλειδύ που προεξεύχε απϐ τα οϑλα. Ϊκανε δυο βϐλτεσ ςτρύβοντασ το ελατόριο και ςτην τρύτη λαςκϊριςε κι ϊρχιςε να γυρύζει ςτον αϋρα. Φαλαςμϋνη. Και βϋβαια όταν χαλαςμϋνη. Κι ϋτςι θα ϋμενε μϋχρι να κρύνει αυτό ϐτι δεν όθελε να εύναι χαλαςμϋνη για λύγο. Και το ερϔτημα δεν όταν πϔσ εύχε γυρύςει πύςω οϑτε καν γιατύ εύχε γυρύςει. Σο ερϔτημα όταν το εξόσ: Σι όθελε; 287
Ο Φϐγκαν ξανϊχωςε το δϊχτυλο του ςτο λευκϐ, ατςϊλινο χαμϐγελο και μουρμοϑριςε: «θϋλεισ να με δαγκϔςεισ;» Σα δϐντια απλϔσ ςτϋκονταν ακύνητα πϊνω ςτα πορτοκαλιϊ τουσ πϐδια και χαμογελοϑςαν. «Υαύνεται πωσ δε μιλϊνε», εύπε η κυρύα κοϑτερ. «ήχι», εύπε ο Φϐγκαν και ξαφνικϊ ςκϋφτηκε πϊλι το νεαρϐ· τον κϑριο Μπρϊιαν Ανταμσ απϐ το Πουθενϊ των ΗΠΑ. Και πολλϊ ϊλλα παιδιϊ ςαν κι αυτϐν. Και πολλοϑσ ενηλύκουσ επύςησ, που ξεφυτρϔνουν ςτουσ αυτοκινητϐδρομουσ ςαν αγριϐχορτα που πϊνε με τον αϋρα, πϊντα ϋτοιμοι να ςου φϊνε το πορτοφϐλι, να ςου πουν. Ωντε γαμόςου, μαλϊκα, και να την κοπανόςουν. Μποροϑςεσ να μην πϊρεισ ποτϋ κανϋναν απ' αυτοϑσ που κϊνουν οτοςτϐπ (το εύχε κϊνει), να βϊλεισ ϋνα αξιϐπιςτο ςϑςτημα ςυναγερμοϑ ςτο ςπύτι ςου (κι αυτϐ το εύχε κϊνει), αλλϊ ο κϐςμοσ εξακολουθοϑςε να εύναι ςκληρϐσ, τα αεροπλϊνα να πϋφτουν κϊθε τϐςο απϐ τον ουρανϐ και διϊφοροι παρανοώκού να εμφανύζονται οπουδόποτε. Πϊντα υπόρχε περιθϔριο για λύγη περιςςϐτερη αςφϊλεια. το κϊτω κϊτω, εύχε γυναύκα. Και παιδύ. Δε θα όταν ϊςχημα να ϋχει ο Σζακ μια Μηχανικό Μαςϋλα Σζϊμπο ς' ϋνα ρϊφι ςτο δωμϊτιο του. ε περύπτωςη που ςυνϋβαινε κϊτι. Απλϔσ για την περύπτωςη. «Ευχαριςτϔ που μου τη φϑλαξεσ», εύπε ςτη γυναύκα, πιϊνοντασ με προςοχό τη Μηχανικό Μαςϋλα απϐ τα πϐδια τησ. «Ο γιοσ μου θα ξετρελαθεύ, ϋςτω κι αν εύναι χαλαςμϋνη» . «Σον κουτ να ευχαριςτεύσ, ϐχι εμϋνα, θϋλεισ μια ςακουλύτςα;» Η γυναύκα χαμογϋλαςε. «Μια πλαςτικό, χωρύσ τρϑπεσ... » Ο Φϐγκαν αρνόθηκε κι ϋχωςε τη Μαςϋλα ςτην τςϋπη του ςακακιοϑ του. «θα την πϊρω ϋτςι», εύπε ανταποδύδοντασ ςτη γυναύκα το χαμϐγελο. «Να την ϋχω πρϐχειρη». 288
«ήπωσ προτιμϊσ», εύπε η κυρύα κοϑτερ. Καθϔσ ο Φϐγκαν τραβοϑςε προσ την ϋξοδο, του φϔναξε: «Να ξαναπερϊςεισ! Υτιϊχνω εκπληκτικϐ ςϊντουιτσ με κοτϐπουλο!» «Δεν αμφιβϊλλω, και θα περϊςω ςύγουρα», τησ απϊντηςε ο Φϐγκαν. Βγόκε απϐ το μαγαζύ, κατϋβηκε τα ςκαλοπϊτια και κοντοςτϊθηκε για λύγο κϊτω απϐ τον καυτϐ όλιο τησ ερόμου. Φαμογελοϑςε. Ϊνιωθε καλϊ —ϋνιωθε πολϑ καλϊ τον τελευταύο καιρϐ. Σϐςο που εύχε αρχύςει να πιςτεϑει πωσ ϋτςι ϋπρεπε να εύναι η ζωό. τ' αριςτερϊ του, ο Λϑκοσ, ο θρυλικϐσ Κοπρύτησ τησ Μινεςϐτα, ςηκϔθηκε ςτα τϋςςερα πϐδια του, κϐλληςε τη μουςοϑδα του ςτο ςυρματϐπλεγμα και γϊβγιςε. Μϋςα ςτην τςϋπη του Φϐγκαν, η Μηχανικό Μαςϋλα ανοιγϐκλειςε μια φορϊ. Ο όχοσ όταν ςιγανϐσ, αλλϊ ο Φϐγκαν τον ϊκουςε... και την ϋνιωςε να μετακινεύται. Φτϑπηςε την τςϋπη του μαλακϊ, καθηςυχαςτικϊ. «Ϋρεμα, φύλε», εύπε χαμηλϐφωνα . Διϋςχιςε τη μικρό απϐςταςη ωσ το αυτοκύνητο του, ϋνα καινοϑριο φορτηγϊκι εβρολϋτ, κϊθιςε ςτο τιμϐνι και ξεκύνηςε για το Λοσ Ωντζελεσ. Εύχε υποςχεθεύ ςτη Λύτα και ςτον Σζακ ϐτι θα όταν ςτο ςπύτι κατϊ τισ εφτϊ, οχτϔ το αργϐτερο, και όταν απϐ τουσ ανθρϔπουσ που τουσ αρϋςει να κρατϊνε τισ υποςχϋςεισ τουσ.
289
Η ΑΥΙΕΡΨΗ την πλευρϊ του κτιρύου μακριϊ απϐ την κεντρικό εύςοδο με το θυρωρϐ, τισ λιμουζύνεσ, τα ταξύ και τισ περιςτροφικϋσ πϐρτεσ ενϐσ απϐ τα παλαιϐτερα και πολυτελϋςτερα ξενοδοχεύα τησ Νϋασ Τϐρκησ, υπϊρχει μια ϊλλη πϐρτα, μικρό αυτό, αςόμαντη και ωσ επύ το πλεύςτον απαρατόρητη. Προσ αυτό την πϐρτα κατευθϑνθηκε ϋνα πρωύ ςτισ εφτϊ παρϊ τϋταρτο η Μϊρθα Ρϐουζγουολ, με τη μεγϊλη πϊνινη τςϊντα τησ κρεμαςμϋνη ςτον ϔμο κι ϋνα πλατϑ χαμϐγελο ςτο πρϐςωπο τησ. Η τςϊντα όταν μπλε, απϐ τισ ςυνηθιςμϋνεσ, αλλϊ το χαμϐγελο όταν απϐ τα ςπϊνια. Η Μϊρθα δεν όταν δυςαρεςτημϋνη απϐ τη δουλειϊ τησ —προώςταμϋνη καμαριϋρα των ορϐφων δϋκα ϋωσ δϔδεκα του Λε Πϊλε μπορεύ να μη φαύνεται ςπουδαύα ό εξαιρετικϊ αποδοτικό θϋςη ςε μερικοϑσ, αλλϊ για μια γυναύκα που εύχε μεγαλϔςει ςτο Μπϊμπιλον τησ Αλαμπϊμα και ωσ κορύτςι φοροϑςε φουςτϊνια φτιαγμϋνα απϐ λινϊτςεσ η θϋςη αυτό όταν πολϑ ςημαντικό και εξαιρετικϊ αποδοτικό ςυνϊμα. Ανεξϊρτητα ϐμωσ απϐ το τι εύναι κανεύσ, απϐ μηχανικϐσ μϋχρι αςτϋρασ του ςινεμϊ, ϋνα ςυνηθιςμϋνο πρωινϐ ςυνόθωσ φτϊνει ςτη δουλειϊ του με μια ςυνηθιςμϋνη ϋκφραςη που δηλϔνει, Ο μιςϐσ μου εαυτϐσ εύναι ακϐμη ςτο κρεββϊτι, και τύποτα περιςςϐτερο. Για τη Μϊρθα Ρϐουζγουολ, ϐμωσ, αυτϐ δεν όταν ϋνα ςυνηθιςμϋνο πρωινϐ. Σα πρϊγματα ξϋφυγαν απϐ το ςυνηθιςμϋνο ϐταν επϋςτρεψε απϐ τη δουλειϊ τησ το απϐγευμα τησ προηγουμϋνησ μϋρασ και βρόκε να την περιμϋνει το πακϋτο που τησ εύχε ςτεύλει ο γιοσ τησ απϐ το Οχϊιο. Σο πολυπϐθητο και πολυαναμενϐμενο πακϋτο εύχε επιτϋλουσ φτϊςει. Η Μϊρθα εύχε κοιμηθεύ ελϊχιςτα την περαςμϋνη νϑχτα. ηκωνϐταν κϊθε τϐςο απϐ το κρεβϊτι για 290
να ςιγουρευτεύ ϐτι το αντικεύμενο που εύχε λϊβει όταν ακϐμα εκεύ και όταν πραγματικϐ. Σελικϊ κοιμόθηκε χϔνοντασ το κϊτω απϐ το μαξιλϊρι τησ, ϐπωσ μια παρϊνυμφοσ τη γαμόλια ανθοδϋςμη. Σϔρα χρηςιμοπούηςε το κλειδύ τησ για ν' ανούξει την πλαώνό πϐρτα, αθϋατη απϐ την κεντρικό εύςοδο του ξενοδοχεύου. ίςτερα κατϋβηκε τρύα ςκαλοπϊτια και διϋςχιςε ϋνα μακρϑ διϊδρομο, με τούχουσ βαμμϋνουσ ς' ϋνα ουδϋτερο πρϊςινο και γεμϊτο καρϐτςια με ςτούβεσ απϐ κλινοςκεπϊςματα. Ο χϔροσ ευωδύαζε μπουγϊδα, μια μυρωδιϊ που η Μϊρθα, για κϊποιον ϊγνωςτο λϐγο, ςυνϋδεε πϊντα με το ϊρωμα του φρεςκοψημϋνου ψωμιοϑ. Μακρινού όχοι μουςικόσ ϋφταναν απϐ το ςαλϐνι του ξενοδοχεύου, αλλϊ αυτϋσ τισ μϋρεσ η Μϊρθα δεν ϋδινε περιςςϐτερη ςημαςύα απ' ϐςη ςτο ςυνεχό βϐμβο του αςανςϋρ υπηρεςύασ ό ςτο κροτϊλιςμα των πιατικϔν απϐ την κουζύνα. τα μιςϊ του διαδρϐμου υπόρχε μια πϐρτα με την επιγραφό: ΠΡΟέΣΑΜΕΝΟΙ ΟΡΟΥΨΝ. Η Μϊρθα μπόκε, κρϋμαςε το ςακϊκι τησ και διϋςχιςε το δωμϊτιο ϐπου οι ςυνϊδελφοι τησ —ϋντεκα ςυνολικϊ ςυνόθωσ ϋπιναν τον καφϋ τουσ ςτα διαλεύμματα τησ δουλειϊσ, ςυζητϔντασ τα προβλόματα τροφοδοςύασ του ξενοδοχεύου και παςχύζοντασ να τα βγϊλουν πϋρα με το ατϋλειωτο χαρτομϊνι τησ γραφικόσ δουλειϊσ. Πύςω απ' αυτϐ το δωμϊτιο με το τερϊςτιο τραπϋζι, το μαυροπύνακα που κϊλυπτε μιςϐ τούχο και τα μονύμωσ ξϋχειλα ταςϊκια, υπόρχε ϋνα βεςτιϊριο. Οι τούχοι του όταν απϐ ξϑλο βαμμϋνο πρϊςινο. Τπόρχαν χαμηλού πϊγκοι, μεταλλικϋσ ντουλϊπεσ και δυο μακριϋσ ατςϊλινεσ βϋργεσ με κρεμϊςτρεσ για ςακϊκια και πανωφϐρια. το βϊθοσ αυτοϑ του χϔρου υπόρχε ϊλλη μια πϐρτα, που οδηγοϑςε ςτισ τουαλϋτεσ και ςτα ντουσ. Αυτό η πϐρτα ϊνοιξε τϔρα κι εμφανύςτηκε η Ντϊρςι ϊγκαμορ, τυλιγμϋνη ς' ϋνα απϐ τα χνουδϊτα μπουρνοϑζια του Λε Πϊλε, μϋςα ς' ϋνα ςϑννεφο μυρωδϊτων ατμϔν. Ϊριξε μια ματιϊ ςτο πρϐςωπο τησ Μϊρθασ 291
που ακτινοβολοϑςε κι αμϋςωσ ϋτρεξε καταπϊνω τησ, ανούγοντασ την αγκαλιϊ τησ. «Ϊφταςε, ε;» φϔναξε. «Σο πόρεσ! Εύναι γραμμϋνο ςτο πρϐςωπο ςου! Μϊλιςτα, κυρύεσ και κϑριοι!» Η Μϊρθα δεν ϋδειχνε ϐτι όταν ϋτοιμη να βϊλει τα κλϊματα, ωσ τη ςτιγμό που την πόραν τα δϊκρυα. Αγκϊλιαςε την Ντϊρςι κι ϋχωςε το πρϐςωπο τησ ςτα μουςκεμϋνα, μαϑρα μαλλιϊ τησ φύλησ τησ. «Ηςϑχαςε, καλό μου», τησ εύπε η Ντϊρςι. «Μϐλισ ξεςπϊςεισ θα μου τα πεισ ϐλα». «Εύναι που... εύμαι τϐςο περόφανη γι' αυτϐν, Ντϊρςι... Δεν μπορεύσ να φανταςτεύσ ποςϐ!» «Και βϋβαια εύςαι. Γι' αυτϐ κλαισ, αγϊπη μου, και δεν πειρϊζει, αλλϊ μϐλισ ηςυχϊςεισ θϋλω να μου το δεύξεισ». Η Ντϊρςι ςταμϊτηςε και χαμογϋλαςε. «Κϊνε λύγο κρϊτει ϐμωσ, γιατύ ϋτςι και ςτϊξουν νερϊ απϐ τα μαλλιϊ μου ς' αυτϐ που κρατϊσ, φοβϊμαι πωσ εύςαι ικανό να μου βγϊλεισ τα μϊτια». Ϊτςι, με την ευλϊβεια που αρμϐζει ςε ϋνα ιερϐ αντικεύμενο (που τϋτοιο όταν για τη Μϊρθα Ρϐουζγουολ), η γυναύκα ϋβγαλε απϐ την πϊνινη τςϊντα το πρϔτο βιβλύο του γιου τησ. Σο εύχε τυλύξει προςεκτικϊ με χαρτύ περιτυλύγματοσ και το εύχε βϊλει κϊτω απϐ την καφετιϊ ςτολό τησ δουλειϊσ τησ. Σϔρα, ξετϑλιξε προςεκτικϊ το χαρτύ για να δεύξει ςτην Ντϊρςι το θηςαυρϐ. Η Ντϊρςι περιεργϊςτηκε την εικϐνα ςτο εξϔφυλλο: τρεισ πεζοναϑτεσ, ο ϋνασ με το κεφϊλι του δεμϋνο, εφορμοϑςαν ς' ϋνα λϐφο πυροβολϔντασ. Η Υλϐγα τησ Δϐξασ όταν ο τύτλοσ, με ανϊγλυφα ςτοιχεύα, ςε χρϔμα κϐκκινο τησ φωτιϊσ. Και κϊτω απϐ την εικϐνα το ϐνομα του ςυγγραφϋα: Πύτερ Ρϐουζγουολ. «Εντϊξει, εύναι καλϐ, εύναι υπϋροχο, αλλϊ δεύξε μου τϔρα το ϊλλο!» Ο τϐνοσ τησ Ντϊρςι ϋδειχνε καθαρϊ ϐτι όθελε να 292
ξεμπερδϋψει με τα απλϔσ ενδιαφϋροντα και να περϊςει ςτην ουςύα των πραγμϊτων. Η Μϊρθα ςυγκατϋνευςε κι ϊνοιξε το βιβλύο ςτη ςελύδα τησ αφιϋρωςησ, ϐπου η Ντϊρςι διϊβαςε: «Σο βιβλύο αυτϐ το αφιερϔνω ςτη μητϋρα μου, ΜΑΡΘΑ ΡήΟΤΖΓΟΤΟΛ. Μαμϊ, δε θα τα εύχα καταφϋρει χωρύσ εςϋνα». Κι απϐ κϊτω, γραμμϋνο με λοξϊ, πλαγιαςτϊ και κϊπωσ παλιομοδύτικα γρϊμματα υπόρχε η εξόσ προςθόκη: «Και δεν εύναι ψϋματα. Μαμϊ, ς'αγαπϊω! Πιτ». «Θεοϑλη μου, τι τρυφερϐ που εύναι!» μουρμοϑριςε η Ντϊρςι και ςφοϑγγιςε τα μϊτια τησ με την ανϊςτροφη του χεριοϑ τησ. «Δεν εύναι απλϔσ τρυφερϐ», εύπε η Μϊρθα, ξανατυλύγοντασ το βιβλύο ςτο χαρτύ του. «Εύναι η αλόθεια». Φαμογϋλαςε και η παλιϊ τησ φύλη, η Ντϊρςι ϊγκαμορ, εύδε κϊτι παραπϊνω απϐ ικανοπούηςη ς' εκεύνο το χαμϐγελο. Εύδε θρύαμβο. τισ τρεισ το απϐγευμα, αφοϑ χτυποϑςαν κϊρτα, η Μϊρθα και η Ντϊρςι ςυχνϊ ϋκαναν μια ςτϊςη ςτο Λα Πατιςερύ, την καφετερύα του ξενοδοχεύου. ε εξαιρετικϋσ περιπτϔςεισ πόγαιναν ςτο Λε ενκ, ςτο μπαρϊκι περϊ απϐ τη ρεςεψιϐν, και ςόμερα η περύπτωςη ςόκωνε κατευθεύαν Λε ενκ. Αφοϑ βολεϑτηκαν ςε ϋνα απϐ τα πριβϋ τραπϋζια, η Ντϊρςι ϊφηςε τη φύλη τησ να τςιμπολογϊει κρϊκερ απϐ ϋνα μπολ και πόγε να πει δυο λϐγια ςτον Ρϋι, που εύχε βϊρδια ςτο μπαρ εκεύνο το απϐγευμα. Η Μϊρθα εύδε τον Ρϋι να χαμογελϊει ςτην Ντϊρςι, να γνϋφει καταφατικϊ και να κϊνει ϋναν κϑκλο με το δεύκτη και τον αντύχειρα. Η Ντϊρςι επϋςτρεψε ςτο τραπϋζι μ' ϋνα ϑφοσ ϐλο ικανοπούηςη και η Μϊρθα την κούταξε καχϑποπτα, με ςμιγμϋνα φρϑδια. «Σι ςκαρϔνεισ;» «Θα δεισ». Πϋντε λεπτϊ αργϐτερα ο Ρϋι όρθε ςτο τραπϋζι τουσ με μια αςημϋνια παγοθόκη που την τοποθϋτηςε δύπλα ςτο τραπϋζι. 293
Μϋςα ςτην παγοθόκη όταν ϋνα μπουκϊλι ςαμπϊνια Περιϋ-Ζουϋτ και δυο παγωμϋνα ποτόρια. «Σι πόγεσ κι ϋκανεσ!» εύπε η Μϊρθα μιςοαναςτατωμϋνη, μιςοενθουςιαςμϋνη κι απϋμεινε να κοιτϊζει την Ντϊρςι ςχεδϐν ϋντρομη. «ιωπό», εύπε η Ντϊρςι και η Μϊρθα δεν εύπε τύποτε ϊλλο. Ο Ρϋι ϋβγαλε το φελλϐ απϐ το μπουκϊλι, τον ϊφηςε ςτο τραπϋζι κι ϊδειαςε λύγη ςαμπϊνια ςτο ποτόρι τησ Ντϊρςι. Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ κι ϋκλειςε το μϊτι ςτον Ρϋι. «Καλό διαςκϋδαςη, κυρύεσ μου», εύπε ο Ρϋι κι ϋςτειλε ϋνα φιλϊκι ςτη Μϊρθα. «υγχαρητόρια για το γιο ςου, γλυκιϊ μου». Και μ' αυτϐ αποχϔρηςε, πριν προλϊβει η Μϊρθα, που εύχε μεύνει κατϊπληκτη, να του πει λϋξη. Η Ντϊρςι γϋμιςε και τα δυο ποτόρια και ϑψωςε το δικϐ τησ. Μετϊ απϐ μερικϋσ ςτιγμϋσ, η Μϊρθα τη μιμόθηκε. Σα ποτόρια τςοϑγκριςαν απαλϊ ςτον αϋρα μ' ϋναν κρυςτϊλλινο όχο. «την καριϋρα του γιου ςου», ευχόθηκε η Ντϊρςι και όπιαν απϐ τα ποτόρια τουσ. ίςτερα η Ντϊρςι ϊγγιξε και δεϑτερη φορϊ με το δικϐ τησ το ποτόρι τησ Μϊρθασ. «Και ςτο παιδύ», πρϐςθεςε. Ξαναόπιαν και η Ντϊρςι τςοϑγκριςε για τρύτη φορϊ τα ποτόρια, πριν προλϊβει η Μϊρθα ν' αφόςει κϊτω το δικϐ τησ. «Και ςτην αγϊπη τησ μϊνασ». «Αμόν, κοϑκλα μου», εύπε η Μϊρθα, αλλϊ, ενϔ τα χεύλη τησ χαμογελοϑςαν, τα μϊτια τησ όταν απϐλυτα ςοβαρϊ. ε καθεμιϊ απϐ τισ προηγοϑμενεσ ευχϋσ εύχε πιει απϐ μια μικρό γουλιϊ ςαμπϊνια. την τρύτη πρϐποςη ϊδειαςε το ποτόρι τησ μονοροϑφι. Η Ντϊρςι εύχε παραγγεύλει τη ςαμπϊνια ϔςτε αυτό και η φύλη τησ να γιορτϊςουν το ξεκύνημα τησ καριϋρασ του Πύτερ Ρϐουζγουολ ϋτςι ϐπωσ ϊξιζε, αλλϊ δεν όταν μϐνο αυτϐσ ο λϐγοσ. Σην ϋτρωγε η περιϋργεια γι' αυτϐ που εύχε πει η Μϊρθα —Δεν 294
εύναι απλϔσ τρυφερϐ. Εύναι η αλόθεια— ϐπωσ και για το ϑφοσ του θριϊμβου που εύχε διακρύνει ςτο πρϐςωπο τησ. Περύμενε ϔςπου η Μϊρθα όπιε το τρύτο ποτόρι και τϐτε τη ρϔτηςε: «Σι εννοοϑςεσ ςχετικϊ με την αφιϋρωςη;» «Σι εννοοϑςα;» «Που εύπεσ ϐτι δεν εύναι απλϔσ τρυφερϐ, εύναι η αλόθεια». Η Μϊρθα την κούταξε τϐςο πολλό ϔρα χωρύσ να μιλόςει, που η Ντϊρςι πύςτεψε ϐτι δεν επρϐκειτο να πϊρει απϊντηςη. ίςτερα η φύλη τησ ϊφηςε ϋνα γϋλιο τϐςο πικρϐ και πονεμϋνο, που η Ντϊρςι ϊγκαμορ ςχεδϐν τρϐμαξε. Δε φανταζϐταν ϐτι η γλυκιϊ και καλϐβολη Μϊρθα Ρϐουζγουολ μποροϑςε να κρϑβει μϋςα τησ τϐςη πύκρα, παρ' ϐτι εύχε ζόςει πολϑ ςκληρό ζωό. Ψςτϐςο, εκεύνη η ανεξόγητη νϐτα θριϊμβου υπόρχε ακϐμη, ςαν αλλϐκοτο αντιςτϊθμιςμα ςτην πύκρα. «To βιβλύο του θα γύνει μπεςτ ςϋλερ και οι κριτικού θα το γλεύφουν ςαν παγωτϐ», εύπε η Μϊρθα. «Σο πιςτεϑω ϐχι μϐνο επειδό το λϋει ο Πιτ... που κι αυτϐσ το πιςτεϑει, δηλαδό. Εγϔ το πιςτεϑω γιατύ ϋτςι ϋγινε και με τον ϊλλο». «Ποιον ϊλλο;» «Σον πατϋρα του Πιτ», εύπε η Μϊρθα. ταϑρωςε τα χϋρια τησ πϊνω ςτο τραπϋζι και κούταξε όρεμα την Ντϊρςι ςτα μϊτια. «Αφοϑ...» ξεκύνηςε να λϋει η Ντϊρςι, αλλϊ ςϔπαςε. Βεβαύωσ, ο Σζϐνι Ρϐουζγουολ δεν εύχε γρϊψει κανϋνα βιβλύο ςτη ζωό του. Ανϐητα ςυνθόματα με ςπρϋι ςε βρϐμικουσ τούχουσ ύςωσ να εύχε γρϊψει καμιϊ δεκαριϊ ςτα νιϊτα του, αλλϊ τύποτα περιςςϐτερο. Η Μϊρθα μϊλλον εννοοϑςε. ήςο απύθανο κι αν φαύνεται, ξϋρεισ πολϑ καλϊ τι εννοεύ, εύπε ςτον εαυτϐ τησ η Ντϊρςι. Μπορεύ να όταν παντρεμϋνη με τον Σζϐνι ϐταν ϋμεινε ϋγκυοσ ςτον Πιτ, αλλϊ κϊποιοσ πολϑ πιο μορφωμϋνοσ απϐ τον ϊντρα τησ εύναι υπεϑθυνοσ για το παιδύ. Μϐνο που δεν κολλοϑςε. Η Ντϊρςι δεν εύχε γνωρύςει ποτϋ τον Σζϐνι, αλλϊ εύχε δει μπϐλικεσ φωτογραφύεσ του ςτα 295
ϊλμπουμ τησ Μϊρθασ. ήςο για τον Πιτ, τον γνϔριζε πολϑ καλϊ — τϐςο καλϊ, που τα δυο τελευταύα χρϐνια του ςτο ςχολεύο και τα δυο πρϔτα ςτο πανεπιςτόμιο τον θεωροϑςε και δικϐ τησ παιδύ. Η ϋντονη φυςικό ομοιϐτητα ανϊμεςα ςτο νεαρϐ που περνοϑςε τϐςεσ ϔρεσ ςτην κουζύνα τησ και ςτον ϊντρα που φαινϐταν ςτισ οικογενειακϋσ φωτογραφύεσ... «Ο Σζϐνι όταν ο βιολογικϐσ πατϋρασ του Πιτ», εύπε η Μϊρθα ςαν να εύχε διαβϊςει τισ ςκϋψεισ τησ φύλησ τησ. «Αρκεύ να κοιτϊξεισ τη μϑτη και τα μϊτια του για να ςιγουρευτεύσ. Απλϔσ, δεν όταν ο φυςικϐσ του πατϋρασ... Δε θα πιεισ ϊλλεσ μπουρμπουλόθρεσ; Σι ωραύα που κατεβαύνει αυτό η ϊτιμη η ςαμπϊνια!» Σϔρα που την εύχε πιϊςει το ποτϐ, η προφορϊ του Νϐτου εύχε ξεμυτύςει ςτη φωνό τησ Μϊρθασ, ςαν ϊτακτο παιδϊκι που βγαύνει απϐ την κρυψϔνα του. Η Ντϊρςι ϊδειαςε ςτο ποτόρι τησ Μϊρθασ ςχεδϐν ϐλη τη ςαμπϊνια που εύχε απομεύνει. Η Μϊρθα κρϊτηςε το κολονϊτο ποτόρι ψηλϊ, κοιτϊζοντασ τον κϐςμο μϋςα απϐ το διϊφανο υγρϐ και θαυμϊζοντασ το πϔσ μεταμϐρφωνε το μουντϐ απογευματινϐ φωσ ςε καθαρϐ χρυςϊφι. Σελικϊ όπιε λύγο, ϊφηςε κϊτω το ποτόρι και γϋλαςε μ' εκεύνο το πικρϐ, ξερϐ γϋλιο. «Δεν καταλαβαύνεισ τι θϋλω να πω, ε;» «ήχι, γλυκιϊ μου, δεν καταλαβαύνω». «Θα ςου εξηγόςω», εύπε η Μϊρθα. «Μετϊ απϐ τϐςα χρϐνια πρϋπει επιτϋλουσ να τα πω ςε κϊποιον —τϔρα περιςςϐτερο απϐ ποτϋ, τϔρα που ϋβγαλε το βιβλύο του και πϋραςαν ϐλα αυτϊ τα χρϐνια τησ προετοιμαςύασ, θεϐσ φυλϊξοι, δε γύνεται να τα πω ςτο παιδύ, ειδικϊ ςτο παιδύ. Αλλϊ, βϋβαια, τα τυχερϊ παιδιϊ ποτϋ δε μαθαύνουν πϐςο πολϑ τ' αγαπϊνε οι μανϊδεσ τουσ και τι θυςύεσ ϋχουν κϊνει γι' αυτϊ». «Ϊτςι εύναι», ςυμφϔνηςε η Ντϊρςι. «Μϊρθα, καλό μου, ξαναςκϋψου το αν θϋλεισ πραγματικϊ να μου μιλόςεισ γι' αυτϐ — ϐ,τι κι αν εύναι...» 296
«Ιδϋα δεν ϋχουν τα παιδιϊ», πρϐςθεςε η Μϊρθα και η Ντϊρςι διαπύςτωςε ϐτι η φύλη τησ δεν εύχε ακοϑςει λϋξη απ' ϐςα τησ εύπε. Η Μϊρθα Ρϐουζγουολ βριςκϐταν ςε δικϐ τησ κϐςμο. ήταν τα μϊτια τησ επϋςτρεψαν ςτην Ντϊρςι, ϋνα παρϊξενο αχνϐ χαμϐγελο -που τησ Ντϊρςι δεν τησ ϊρεςε καθϐλου ϋπαιζε ςτισ ϊκρεσ των χειλιϔν τησ. «Ιδϋα δεν ϋχουν», επανϋλαβε. «Κι αν θϋλεισ να μϊθεισ τι πραγματικϊ ςημαύνει η λϋξη αφιϋρωςη, νομύζω πωσ πρϋπει να ρωτόςεισ μια μητϋρα. Δε ςυμφωνεύσ;» Η Ντϊρςι, που δεν όξερε τι να πει, κοϑνηςε απλϔσ το κεφϊλι τησ. Η Μϊρθα ςυγκατϋνευςε τϐτε, ςαν να εύχε ςυμφωνόςει απϐλυτα η φύλη τησ, και ϑςτερα ϊρχιςε να μιλϊει. Δε χρειϊςτηκε να κϊνει αναςκϐπηςη ςτα βαςικϊ. Οι δυο γυναύκεσ δοϑλευαν μαζύ ςτο Λε Πϊλε επύ ϋντεκα χρϐνια και όταν ςτενϋσ φύλεσ το μεγαλϑτερο απ' αυτϐ το διϊςτημα. Σα βαςικϊ (αυτϊ, δηλαδό, που όξερε η Ντϊρςι ωσ εκεύνη τη μϋρα ςτο Λε ενκ) όταν ϐτι η Μϊρθα εύχε παντρευτεύ ϋναν ϊχρηςτο, ϋναν ϊντρα που τον ενδιϋφερε περιςςϐτερο το πιοτϐ και τα ναρκωτικϊ (για να μην αναφϋρουμε και κϊθε θηλυκϐ που τϑχαινε να κουνόςει γοφϐ προσ τη μεριϊ του), παρϊ το ςπύτι του. Η Μϊρθα ζοϑςε μϐνο μερικοϑσ μόνεσ ςτη Νϋα Τϐρκη ϐταν τον γνϔριςε. Ϋταν κυριολεκτικϊ ςαν κοριτςϊκι χαμϋνο το δϊςοσ και δϑο μηνϔν ϋγκυοσ ϐταν εύπε το «ναι». Ϊγκυοσ ό ϐχι, ϐπωσ εύχε εξομολογηθεύ αρκετϋσ φορϋσ ςτην Ντϊρςι, το εύχε ςκεφτεύ πολϑ πριν δεχτεύ να παντρευτεύ τον Σζϐνι. Σου αναγνϔριζε και με το παραπϊνω ϐτι δεν την εύχε εγκαταλεύψει (όταν απϐ τϐτε αρκετϊ ξϑπνια ϔςτε να ξϋρει ϐτι οι περιςςϐτεροι ϊντρεσ θα εύχαν γύνει καπνϐσ με το που θ" ϊκουγαν τη φιλεναδύτςα τουσ να λϋει, «Εύμαι ϋγκυοσ»), αλλϊ δεν όταν εντελϔσ τυφλό ςτα ςοβαρϊ ελαττϔματα του. Ϋξερε τι γνϔμη θα ςχημϊτιζαν η μϊνα και ο πατϋρασ τησ -ειδικϊ ο πατϋρασ τησ— για τον κομψευϐμενο Σζϐνι Ρϐουζγουολ με το ςπορ αμϊξι και τα δύχρωμα δερμϊτινα 297
παποϑτςια, ύδια μ' αυτϊ που φοροϑςε ο Μϋμφισ λιμ ϐταν παρύςτανε τον ωραύο. Εκεύνο το πρϔτο παιδύ η Μϊρθα το εύχε χϊςει ςτον τρύτο μόνα. Μετϊ απϐ ϋνα εξϊμηνο αποφϊςιςε να βϊλει κϊτω τα υπϋρ και τα κατϊ του γϊμου τησ. Ϋταν κυρύωσ κατϊ. Πϊρα πολλϊ βραδινϊ ξεπορτύςματα, πϊρα πολλϋσ δικαιολογύεσ τησ ςυμφορϊσ, πϊρα πολλϊ μαυριςμϋνα μϊτια. Ο Σζϐνι ερωτευϐταν τισ γροθιϋσ του ϐποτε τα κοπανοϑςε. «Πϊντα ϋδειχνε ωραύοσ», εύχε πει κϊποτε ςτην Ντϊρςι. «Αλλϊ ϋνα ωραύο κϊθαρμα δεν παϑει να εύναι κϊθαρμα». Πριν μαζϋψει τισ βαλύτςεσ τησ και τον εγκαταλεύψει, η Μϊρθα διαπύςτωςε ϐτι όταν και πϊλι ϋγκυοσ. Η αντύδραςη του Σζϐνι αυτό τη φορϊ όταν ϊμεςη και εχθρικό: τη χτϑπηςε ςτην κοιλιϊ με το ςκουπϐξυλο για να την κϊνει ν' αποβϊλει. Δυο βρϊδια αργϐτερα, αυτϐσ και δυο φύλοι του —κϊτι τϑποι που εύχαν την ύδια αγϊπη για τα φανταχτερϊ χρϔματα και τα δύχρωμα παποϑτςια— επιχεύρηςαν ϋνοπλη ληςτεύα ςε μια κϊβα ςτην Ανατολικό 116η Οδϐ. Ο ιδιοκτότησ εύχε μια καραμπύνα κϊτω απϐ τον πϊγκο. Σην ϋβγαλε. Ο Σζϐνι Ρϐουζγουολ εύχε ϋνα 32ϊρι με νικελωμϋνη λαβό, που ϋνασ θεϐσ όξερε ποϑ το βρόκε. ημϊδεψε μ' αυτϐ τον ιδιοκτότη τησ κϊβασ, τρϊβηξε τη ςκανδϊλη και το περύςτροφο εξερρϊγη ςτο χϋρι του. Ϊνα απϐ τα θραϑςματα τησ κϊννησ ςφηνϔθηκε ςτον εγκϋφαλο του διαπερνϔντασ το δεξύ μϊτι και τον ςκϐτωςε ακαριαύα. Η Μϊρθα δοϑλεψε ςτο Λε Πϊλε μϋχρι τον ϋβδομο μόνα τησ εγκυμοςϑνησ τησ (αυτϊ πολϑ πριν πιϊςει δουλειϊ εκεύ η Ντϊρςι ϊγκαμορ, εννοεύται) και ϑςτερα η κυρύα Προυλ τησ ςϑςτηςε να πϊει ςπύτι τησ πριν γεννόςει το μωρϐ ςτο διϊδρομο του δϋκατου ορϐφου ό μϋςα ατϐ αςανςϋρ υπηρεςύασ. Εύςαι καλϐ κορύτςι, δουλεϑεισ με ζόλο και θα την ξαναβρεύσ αργϐτερα τη θϋςη ςου, αν θϋλεισ να ςυνεχύςεισ εδϔ, αλλϊ προσ το παρϐν θα πασ ςπύτι ςου, τησ εύπε η Ρομπϋρτα Προυλ. 298
Ϊτςι ϋκανε η Μϊρθα και δυο μόνεσ αργϐτερα γϋννηςε ϋνα αγϐρι που το ονϐμαςε Πύτερ και ο Πύτερ, αφοϑ μεγϊλωςε κι ϋγινε ϊντρασ, ϋγραψε ϋνα μυθιςτϐρημα με τύτλο Η Υλϐγα τησ Δϐξασ, το οπούο ϐλοι -και μεταξϑ τουσ η Γιουνιβϋρςαλ Πύκτςερσ και η Λϋςχη των Βιβλύων του Μόνα εύχαν όδη κρύνει ϐτι προοριζϐταν για μεγϊλη επιτυχύα. ήλα αυτϊ η Ντϊρςι τα εύχε ξανακοϑςει. Σα υπϐλοιπα, τα απύςτευτα υπϐλοιπα, τα ϊκουςε εκεύνο το απϐγευμα που εξελύχτηκε ςε βρϊδυ, με αρχό το Λε ενκ, ϋνα μπουκϊλι ςαμπϊνια και το βιβλύο του Πιτ ςτην πϊνινη τςϊντα, δύπλα ςτα πϐδια τησ Μϊρθασ Ρϐουζγουολ. «Ζοϑςαμε ςε φτωχικό ςυνοικύα, φυςικϊ», εύπε η Μϊρθα, με το βλϋμμα ςτυλωμϋνο ςτη ςαμπϊνια που ϋκανε κϑκλουσ καθϔσ κουνοϑςε το ποτόρι τησ. «τη οδϐ τϊντον, κοντϊ ςτο πϊρκο του ςταθμοϑ. Ϊχω ξαναπϊει εκεύ απϐ τϐτε. Εύναι ακϐμα χειρϐτερα — πολϑ χειρϐτερα αλλϊ και τϐτε όταν πολϑ ϊςχημη γειτονιϊ. »Εκεύνα τα χρϐνια, ςτο τϋρμα τησ οδοϑ τϊντον προσ τη μεριϊ του πϊρκου, ϋμενε μια παρϊξενη γριϊ που ςτη γειτονιϊ την όξεραν ςαν Μαμϊ Ντελϐρμ και που πολλού ορκύζονταν ϐτι όταν μια μπροϑγια. Εγϔ, που δεν τα πύςτευα αυτϊ τα πρϊγματα, ρϔτηςα μια μϋρα την Οτϊβια Κινςϐλβινγκ, που ζοϑςε ςτην ύδια πολυκατοικύα μ' εμϊσ, πϔσ μποροϑςαν οι ϊνθρωποι να πιςτεϑουν τϋτοιεσ βλακεύεσ ςε μια εποχό που οι δορυφϐροι κϊνουν βϐλτεσ γϑρω απϐ τη γη και υπϊρχουν φϊρμακα για ϐλεσ ςχεδϐν τισ αρρϔςτιεσ. Η Σϊβια όταν μορφωμϋνη γυναύκα —εύχε πϊει ςτο Σζοϑλιαρντ αλλϊ ζοϑςε ς' αυτό τη γειτονιϊ γιατύ εύχε τη μϊνα τησ και τρύα αδϋρφια να θρϋψει. Νϐμιζα πωσ θα ςυμφωνοϑςε μαζύ μου, αλλϊ αυτό γϋλαςε και κοϑνηςε το κεφϊλι τησ. «"Θϋλεισ να πεισ ϐτι πιςτεϑεισ ςτην μπροϑγια;" τη ρϔτηςα. 299
»'"ήχι", μου λϋει, "αλλϊ πιςτεϑω ς' αυτό. Εύναι διαφορετικό. άςωσ ςτισ χύλιεσ ό ςτισ δϋκα χιλιϊδεσ ό ςτο ϋνα εκατομμϑριο γυναύκεσ που λϋνε ϐτι εύναι μϊγιςςεσ, να υπϊρχει και μύα που εύναι πραγματικϊ. Αν εύναι ϋτςι, η Μαμϊ Ντελϐρμ εύναι τϋτοια". »Εγϔ απλϔσ γϋλαςα. ήποιοσ δεν ϋχει ανϊγκη την μπροϑγια μπορεύ να την περιγελϊει, ϋτςι ϐπωσ περιγελϊνε την προςευχό ϐςοι δεν πιςτεϑουν ςτο θεϐ. ου μιλϊω για τον πρϔτο καιρϐ που όμουν παντρεμϋνη, τϐτε που πύςτευα ακϐμα πωσ θα μποροϑςα ν' αλλϊξω τον Σζϐνι. Καταλαβαύνεισ;» Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. «ίςτερα εύχα την αποβολό. Ο Σζϐνι όταν η αιτύα που απϋβαλα, ϐςο κι αν δεν όθελα τϐτε να το παραδεχτϔ. Με ϋδερνε τα περιςςϐτερα βρϊδια και όταν πιωμϋνοσ κϊβε βρϊδυ. Ϊτρωγε ϐλα τα λεφτϊ που του ϋδινα και ϑςτερα μου ϋκλεβε κι ϊλλα απϐ το πορτοφϐλι. ήταν του ϋλεγα να μη βϊζει χϋρι ςτην τςϊντα μου, ϋπαιρνε ςοβαρϐ ϑφοσ και ορκιζϐταν ϐτι αυτϐσ δεν εύχε κϊνει ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα. Αυτϐ ϐταν δεν όταν πιωμϋνοσ. ήταν όταν ςτουπύ απλϔσ ϋςκαγε ςτα γϋλια. »Ϊγραψα ςτη μϊνα μου. Με πεύραζε που τα ϋγραφα αυτϊ, ντρεπϐμουν και εύχα κλϊψει πολϑ πϊνω απϐ κεύνο το γρϊμμα, αλλϊ όθελα να πϊρω τη ςυμβουλό τησ. Μου απϊντηςε να τον παρατόςω τον Σζϐνι, να φϑγω απϐ το ςπύτι πριν με ςτεύλει ςτο νοςοκομεύο ό και χειρϐτερα. Η μεγϊλη μου αδερφό, η Καςςϊνδρα (Κύςι τη φωνϊζουμε), ϋκανε κϊτι παραπϊνω. Μου ϋςτειλε ϋνα ειςιτόριο λεωφορεύου και ςτο φϊκελο ϋγραφε με ροζ κραγιϐν: ΥΤΓΕ ΣΨΡΑ». Η Μϊρθα όπιε ϊλλη μια γερό γουλιϊ απϐ τη ςαμπϊνια τησ. «ήπωσ ξϋρεισ, δεν το ϋκανα. Ϋθελα να πιςτεϑω ϐτι εύχα αξιοπρϋπεια. Μϊλλον δεν όταν παρϊ ψωροπερηφϊνια. Σϋλοσ πϊντων, η κατϊληξη όταν η ύδια. Ϊμεινα μαζύ του. ίςτερα, αφοϑ εύχα χϊςει το μωρϐ, πόγα και ξανϊμεινα ϋγκυοσ. Μϐνο που ςτην 300
αρχό δεν το εύχα καταλϊβει. Δεν εύχα καθϐλου πρωινϋσ αδιαθεςύεσ, βλϋπεισ... αλλϊ οϑτε ςτο πρϔτο παιδύ εύχα, εδϔ που τα λϋμε». «Και πόγεσ ςτη Μαμϊ Ντελϐρμ επειδό όςουν ϋγκυοσ;» ρϔτηςε η Ντϊρςι. Εύχε βγϊλει αμϋςωσ το ςυμπϋραςμα ϐτι η Μϊρθα ύςωσ εύχε πιςτϋψει ϐτι η γριϊ θα τησ ϋδινε κϊποιο μαντζοϑνι για ν' αποβϊλει ό ϐτι εύχε αποφαςύςει απϐ την αρχό να κϊνει ϋκτρωςη. «ήχι», εύπε η Μϊρθα. «Πόγα επειδό η Σϊβια μου εύπε ϐτι η Μαμϊ Ντελϐρμ μποροϑςε να μου πει τι όταν αυτϐ που εύχα βρει ςτην τςϋπη του Σζϐνι. Μια ϊςπρη ςκϐνη ς' ϋνα γυϊλινο μπουκαλϊκι». «Αχϊ!» ϋκανε η Ντϊρςι. Η Μϊρθα χαμογϋλαςε λυπημϋνα, «θϋλεισ να μϊθεισ πϐςο ϊςχημα μποροϑν να γύνουν τα πρϊγματα;» τη ρϔτηςε. «θϋλεισ δε θϋλεισ τϔρα, εγϔ θα ςου πω. Ωςχημα εύναι τα πρϊγματα ϐταν ο ϊντρασ ςου πύνει και δεν ϋχει ςταθερό δουλειϊ. Πολϑ ϊςχημα εύναι ϐταν πύνει, δεν ϋχει καθϐλου δουλειϊ και ςε δϋρνει. Κι ακϐμα χειρϐτερα εύναι ϐταν χϔνεισ το χϋρι ςτην τςϋπη του ςακακιοϑ του μόπωσ βρεισ κϊνα δολϊριο ν' αγορϊςεισ χαρτύ τουαλϋτασ και βρύςκεισ ϋνα γυϊλινο μπουκαλϊκι κι ϋνα μικρϐ κουτϊλι. Και το χειρϐτερο απ' ϐλα ξϋρεισ ποιο εύναι; Να κοιτϊζεισ το μπουκαλϊκι και να εϑχεςαι η ϊςπρη ςκϐνη να εύναι κϐκα και ϐχι πρϋζα». «Σο πόγεσ ςτη Μαμϊ Ντελϐρμ;» Η Μϊρθα γϋλαςε θλιμμϋνα. «Ολϐκληρο το μπουκϊλι; Αςτειεϑεςαι; Μπορεύ να μη μου ϊρεςε η ζωό μου τϐτε, αλλϊ δεν εύχα καμιϊ διϊθεςη να τη χϊςω. Ϊτςι και γϑριζε ο Σζϐνι ςπύτι κι ϋβριςκε να λεύπει το μπουκαλϊκι, θα με εύχε λιϔςει ςαν κουνοϑπι. Πόρα λύγη απϐ τη ςκϐνη και την ϋβαλα ςτο ςελοφϊν απϐ ϋνα πακϋτο τςιγϊρα. ίςτερα πόγα ςτην Σϊβια, η Σϊβια μου εύπε να πϊω ςτη Μαμϊ Ντελϐρμ και πόγα». «Πϔσ όταν αυτό η γριϊ;» 301
Η Μϊρθα κοϑνηςε το κεφϊλι τησ. Σησ όταν αδϑνατον να περιγρϊψει ςτη φύλη τησ πϔσ ακριβϔσ όταν η Μαμϊ Ντελϐρμ ό πϐςο αλλϐκοτο όταν εκεύνο το μιςϊωρο που εύχε περϊςει ςτο διαμϋριςμα τησ ό πϔσ εύχε κατεβεύ τρϋχοντασ ςαν τρελό τη ςτενό, απϐτομη ςκϊλα ωσ το δρϐμο, με το φϐβο πωσ η γριϊ την ακολουθοϑςε. Σο διαμϋριςμα όταν μιςοςκϐτεινο και η ατμϐςφαιρα βαριϊ. Μϑριζε κερύ, παλιϊ χϊρτινη ταπετςαρύα, κανϋλα και ξεθυμαςμϋνη λεβϊντα. τον τούχο υπόρχε μια εικϐνα του Φριςτοϑ κι ϊλλη μια του Νοςτρϊδαμου. «Ϋταν μια αλλιϔτικη αδερφό μασ, αν καταλαβαύνεισ τι εννοϔ», εύπε τελικϊ η Μϊρθα. «Ακϐμα και ςόμερα δεν μπορϔ να ςου πω πϐςων χρονϔν όταν. Μπορεύ εβδομόντα, μπορεύ ενενόντα, μπορεύ εκατϐν δϋκα. Εύχε ϋνα περύεργο ςημϊδι που ξεκινοϑςε απϐ το πλϊι τησ μϑτησ τησ, ανϋβαινε προσ το μϋτωπο και χανϐταν ςτα μαλλιϊ τησ. Υαινϐταν ςαν κϊψιμο. Εξαιτύασ του, το δεξύ τησ μϊτι ϋγερνε λύγο προσ τα κϊτω, ϋτςι που νϐμιζεσ ϐτι ςου το 'κλεύνε. Καθϐταν ςε μια κουνιςτό πολυθρϐνα και εύχε ϋνα πλεχτϐ ςτα γϐνατα τησ. Μϐλισ μπόκα μου εύπε: "Ϊχω να ςου πω τρύα πρϊγματα, νεαρό μου. Σο πρϔτο εύναι ϐτι δεν πιςτεϑεισ ς' εμϋνα. Σο δεϑτερο ϐτι το μπουκαλϊκι που βρόκεσ ςτην τςϋπη του ϊντρα ςου εύναι γεμϊτο ηρωύνη. Και το τρύτο ϐτι εύςαι ϋγκυοσ ςτην τρύτη βδομϊδα, θα κϊνεισ αγϐρι και θα του δϔςεισ το ϐνομα του φυςικοϑ πατϋρα του"». Η Μϊρθα κούταξε γϑρω τησ για να ςιγουρευτεύ ϐτι τα κοντινϊ τραπϋζια όταν ϊδεια, ςιγουρεϑτηκε ϐτι η Ντϊρςι κι αυτό όταν ακϐμα μϐνεσ και τϐτε ϋςκυψε προσ το μϋροσ τησ φύλησ τησ που την κούταζε ςιωπηλό, αδημονϔντασ για τη ςυνϋχεια. «Αργϐτερα, ϐταν μπϐρεςα να ξαναςκεφτϔ λογικϊ, εύπα ςτον εαυτϐ μου πωσ ςχετικϊ με τα δυο πρϔτα η γριϊ δεν εύχε καταφϋρει τύποτα παραπϊνω απϐ κϊθε ϊλλο αγϑρτη του εύδουσ —ξϋρεισ, αυτοϑσ τουσ δόθεν πνευματιςτϋσ με τα ϊςπρα 302
τουρμπϊνια. Αν η Σϊβια Κινςϐλβινγκ εύχε τηλεφωνόςει ςτη γριϊ για να την ειδοποιόςει ϐτι θα πόγαινα, ύςωσ να τησ εύχε πει και το γιατύ. Βλϋπεισ πϐςο απλϐ θα μποροϑςε να εύναι; Για μια γυναύκα ςαν τη Μαμϊ Ντελϐρμ αυτϋσ οι μικρολεπτομϋρειεσ όταν πολϑ ςημαντικϋσ, γιατύ, αν θϋλεισ να γύνεισ γνωςτό ςαν μπροϑγια, πρϋπει να φϋρεςαι ςαν τϋτοια». «Ϊχεισ δύκιο», εύπε η Ντϊρςι. «ήςο για το ϊλλο, που μου εύπε ϐτι όμουν ϋγκυοσ, μπορεύ να το πϋταξε ςτην τϑχη. Ϋ... να κατϊλαβε. Τπϊρχουν γυναύκεσ που το καταλαβαύνουν». Η Ντϊρςι ςυγκατϋνευςε. «Εύχα εγϔ μια θεύα που καταλϊβαινε με την πρϔτη ματιϊ αν μια γυναύκα εύναι ϋγκυοσ. Μερικϋσ φορϋσ το όξερε πριν το καταλϊβει η ύδια η γυναύκα και μερικϋσ ϊλλεσ ϐταν κϊποια γυναύκα δεν εύχε καμιϊ δικαιολογύα να εύναι ϋγκυοσ, αν μ' εννοεύσ». Η Μϊρθα γϋλαςε και κοϑνηςε το κεφϊλι τησ. «Η θεύα μου ϋλεγε ϐτι αλλϊζει η μυρωδιϊ τουσ», ςυνϋχιςε η Ντϊρςι, «και ϐτι καμιϊ φορϊ την "ϋπιανε" αυτό τη μυρωδιϊ ακϐμα κι ϐταν η γυναύκα εύχε γκαςτρωθεύ το προηγοϑμενο βρϊδυ». «Αχϊ», ςυμφϔνηςε η Μϊρθα. «Σο ϋχω ακοϑςει κι εγϔ αυτϐ που λεσ, αλλϊ δεν όταν τϋτοια η δικό μου περύπτωςη. Η Μαμϊ Ντελϐρμ απλϔσ το όξερε, κι εγϔ, βαθιϊ μϋςα μου, πύςω απϐ το μυαλϐ μου που ϋλεγε πωσ ϐλα αυτϊ όταν αγυρτεύεσ, όξερα ϐτι η γριϊ το όξερε. Για να βρύςκομαι εκεύ θα πει πωσ πύςτευα ςτην μπρουγια, ςτη δικό τησ μπρουγια ϋςτω. Κι αυτό η εντϑπωςη δεν ϋλεγε να φϑγει, ϋτςι ϐπωσ γύνεται και ξεχνϊσ ϋνα ϐνειρο μϐλισ ξυπνόςεισ ό δεν πιςτεϑεισ πια ϋνα μϊγο ϐταν δεν τον βλϋπεισ ςτη ςκηνό να κϊνει τα μαγικϊ του». «Σι ϋκανεσ;» «Κοντϊ ςτην πϐρτα όταν μια ξϑλινη καρϋκλα με βουλιαγμϋνο ψϊθινο κϊθιςμα. Ευτυχϔσ για μϋνα, γιατύ ϐταν 303
ϊκουςα αυτϊ που μου εύπε θϐλωςε ο κϐςμοσ γϑρω μου και μου κϐπηκαν τα γϐνατα, θα καθϐμουν, ϋτςι κι αλλιϔσ. Αν δεν όταν η καρϋκλα θα εύχα καθύςει ςτο πϊτωμα, τϋτοια ζϊλη μου όρθε. »Αυτό περύμενε ϔςπου να ςυνϋλθω και ςτο μεταξϑ ϋπλεκε με τισ βελϐνεσ τησ. Ϋταν ςαν να εύχε ξαναδεύ να γύνεται το ύδιο πρϊγμα εκατϐ φορϋσ. Και μϊλλον ϋτςι όταν. ήταν ςταμϊτηςε η καρδιϊ μου να χτυπϊει ςαν τρελό, ϊνοιξα το ςτϐμα μου και τησ εύπα τα πρϔτα λϐγια που μου όρθαν ςτο νου: "θ' αφόςω τον ϊντρα μου". »Οχι", μου λϋει αμϋςωσ αυτό. "Ο ϊντρασ ςου θ' αφόςει εςϋνα, θα χηρϋψεισ ςϑντομα. Μεύνε κοντϊ του. θα ςου πϋςουν και κϊτι λεφτουδϊκια. θα νομύςεισ ϐτι αυτϐσ θα ςου χαλϊςει το παιδύ, αλλϊ δε θα πϊθει τύποτα". »"Πϔσ", εύπα εγϔ και δεν μποροϑςα να πω τύποτ' ϊλλο, εύχα ςαςτύςει κι ϋλεγα ςυνϋχεια το ύδιο πρϊγμα, "Πϔσ, πϔσ, πϔσ", ςαν τον Σζον Λη Φοϑκερ ςε κϊτι παλιοϑσ δύςκουσ με μπλουζ. Ακϐμα και τϔρα, εύκοςι ϋξι χρϐνια μετϊ, μου ϋρχεται ςτο μυαλϐ εκεύνη η μυρωδιϊ απϐ καμϋνο κερύ και λϊδι που ϋβγαινε απϐ το κουζινϊκι, μαζύ με τη μυρωδιϊ τησ παλιϊσ χϊρτινησ ταπετςαρύασ, κϊπωσ ςαν χαλαςμϋνο τυρύ. Και τη βλϋπω μπροςτϊ μου ςαν να όταν τϔρα, μικροςκοπικό, αδϑνατη, μ' ϋνα παλιϐ μπλε φουςτϊνι με μικρϊ πουϊ που κϊποτε όταν ϊςπρα, αλλϊ που εύχαν κιτρινύςει απϐ το χρϐνο. Υαινϐταν τϐςο μικρό κι αςθενικό, αλλϊ αιςθανϐςουν να βγαύνει απϐ μϋςα τησ μια δϑναμη ςαν πολϑ, πολϑ λαμπερϐ φωσ... » Η Μϊρθα ςηκϔθηκε, πόγε ςτο μπαρ, εύπε κϊτι ςτον Ρϋι κι επϋςτρεψε ςτο τραπϋζι μ' ϋνα μεγϊλο ποτόρι νερϐ. Σο ϊδειαςε μονοροϑφι, ςαν να πϋθαινε απϐ δύψα. «Νιϔθεισ καλϑτερα;» τη ρϔτηςε η Ντϊρςι. «Λιγϊκι, ναι». Η Μϊρθα αναςόκωςε τουσ ϔμουσ τησ και χαμογϋλαςε. «Δεν ϋχει νϐημα να ςου το περιγρϊφω. Αν όςουν εκεύ θα το εύχεσ νιϔςει, θα εύχεσ νιϔςει αυτό. 304
»"Σο πϔσ τα ξϋρω εγϔ ό γιατύ εςϑ πόγεσ και παντρεϑτηκεσ αυτϐ το ρεμϊλι δεν ϋχει καμιϊ ςημαςύα τϔρα", μου εύπε η Μαμϊ Ντελϐρμ. "Σο ςημαντικϐ τϔρα εύναι να βρεισ το φυςικϐ πατϋρα του παιδιοϑ". »Αν την ϊκουγε κανϋνασ, θα νϐμιζε πωσ κερϊτωνα τον ϊντρα μου με τον ϋναν και με τον ϊλλο, αλλϊ οϑτε που μου πϋραςε απϐ το μυαλϐ να θυμϔςω μαζύ τησ. Ϋμουν πολϑ ςυγχυςμϋνη για να τςαντιςτϔ. "Σι εννοεύσ;" τη ρϔτηςα. "Ο Σζϐνι εύναι ο φυςικϐσ πατϋρασ του παιδιοϑ". »Αυτό τϐτε ρουθοϑνιςε και κοϑνηςε το χϋρι τησ ϋτςι ϐπωσ κϊνουμε για να διϔξουμε μια μϑγα. "Αυτϐσ δεν ϋχει τύποτα φυςικϐ". »ίςτερα ϋςκυψε προσ το μϋροσ μου και τϐτε ϊρχιςα να φοβϊμαι. Εύχε τϐςο πολλό γνϔςη μϋςα τησ κι ϋνιωςα ϐτι τα περιςςϐτερα απ' ϐςα όξερε δεν όταν καλϊ πρϊγματα. »"Κϊθε παιδύ που πιϊνεται υπϊρχει ςτα ζουμιϊ του ϊντρα, κοπϋλα μου", μου εύπε. "Σο ξϋρεισ αυτϐ, ε;" »Δε νομύζω να εύναι ϋτςι γραμμϋνο ςτα ιατρικϊ βιβλύα, αλλϊ βρϋθηκα να κουνϊω το κεφϊλι μου χωρύσ να το θϋλω, λεσ και το εύχε πιϊςει αυτό με τα χϋρια τησ και το ϋκανε να λϋει ναι. »"Ϊτςι εύναι", εύπε κουνϔντασ κι αυτό το κεφϊλι τησ. "Ϊτςι τα κανϐνιςε ο θεϐσ να εύναι... ςαν την τραμπϊλα. Ο ϊντρασ ςπϋρνει τα παιδιϊ απϐ το πουλύ του κι ϋτςι τα παιδιϊ εύναι του ϊντρα. ήμωσ, η γυναύκα εύναι που τα κουβαλϊει ςτην κοιλιϊ τησ και τα γεννϊει και τα μεγαλϔνει κι ϋτςι τα παιδιϊ εύναι τησ γυναύκασ. Ϊτςι δουλεϑει ο κϐςμοσ, αλλϊ ςε κϊθε κανϐνα υπϊρχει εξαύρεςη, αυτό που αποδεύχνει τον κανϐνα, ςαν τη δικό ςου περύπτωςη. Ο ϊντρασ που ςου ϋςπειρε το παιδύ δε θα εύναι ο φυςικϐσ πατϋρασ αυτοϑ του παιδιοϑ -δε θα όταν φυςικϐσ του πατϋρασ ακϐμα κι αν του ϋμελλε να ζόςει, θα το μιςοϑςε το παιδύ και θα το ςκϐτωνε ςτο ξϑλο πριν προλϊβει να χρονύςει, γιατύ θα καταλϊβαινε πωσ δεν όταν δικϐ του. Οι ϊντρεσ 305
δεν τα μυρύζονται ςυνόθωσ αυτϊ οϑτε τα προςϋχουν, αλλϊ το καταλαβαύνουν ϐταν το παιδύ εύναι πολϑ διαφορετικϐ... κι ετοϑτο το παιδύ θα εύναι τϐςο διαφορετικϐ απϐ τον αγρϊμματο τον Σζϐνι Ρϐουζγουολ, ϐςο η μϋρα απϐ τη νϑχτα. Πεσ μου, λοιπϐν, κοπϋλα μου: Ποιοσ εύναι ο φυςικϐσ πατϋρασ του παιδιοϑ ςου;" Κι ϋςκυψε κι ϊλλο προσ τη μεριϊ μου απϐ την ϊλλη ϊκρη του δωματύου. »Εγϔ το μϐνο που μπϐρεςα να κϊνω όταν να κουνϊω το κεφϊλι μου και να τησ λϋω ϐτι δεν καταλϊβαινα για τι πρϊγμα μιλοϑςε. Αλλϊ νομύζω πωσ κϊτι μϋςα μου —κϊτι που ϋχουμε ϐλοι ςτο κεφϊλι μασ, αλλϊ που ξυπνϊει μϐνο ϐταν βλϋπουμε ϐνειρα όξερε τι όθελε να πει η Μαμϊ Ντελϐρμ. Μπορεύ και να τα λϋω τϔρα αυτϊ επειδό ξϋρω τι ϋγινε μετϊ, αν και δεν το πιςτεϑω. Νομύζω πωσ για μια ςτιγμό, ϋςτω, το ϐνομα του ϊλλου θα πρϋπει να πϋραςε απϐ το μυαλϐ μου. »"Δεν ξϋρω τι περιμϋνεισ να ςου πω", τησ εύπα. "Δεν ξϋρω οϑτε για φυςικοϑσ οϑτε για υπερφυςικοϑσ πατερϊδεσ. Δεν εύμαι καν ςύγουρη ϐτι εύμαι ϋγκυοσ, ϐπωσ λεσ εςϑ. Αν εύμαι, ϐμωσ, πρϋπει να εύναι του Σζϐνι το παιδύ, γιατύ δεν ϋχω πϊει ποτϋ με κανϋναν ϊλλο!" »Σϐτε αυτό τεντϔθηκε πύςω ςτην καρϋκλα τησ, ϋμεινε λύγο ϋτςι και ϑςτερα μου χαμογϋλαςε. Σο χαμϐγελο τησ όταν ςαν όλιοσ και μ' ϋκανε να ηςυχϊςω κϊπωσ. "Δεν όθελα να . ςε τρομϊξω, κοπϋλα μου", εύπε. "Δεν εύχα τϋτοιο ςκοπϐ, κϊθε ϊλλο. ήμωσ, μου ϋρχονται τα ορϊματα και καμιϊ φορϊ εύναι πολϑ καθαρϊ, θα φτιϊξω λύγο τςϊι να ηρεμόςουμε. θα ς' αρϋςει, θα δεισ. Εμϋνα εύναι το αγαπημϋνο μου"». Ϋθελα να τησ πω πωσ δεν όθελα οϑτε τςϊι οϑτε τύποτε ϊλλο, αλλϊ δεν μποροϑςα. Μου φαινϐταν βουνϐ η προςπϊθεια ν' ανούξω το ςτϐμα μου και τα πϐδια μου δε με κρατοϑςαν καθϐλου. »Εύχε ϋνα μικροςκοπικϐ κουζινϊκι, λιγδιαςμϋνο και ςκοτεινϐ ςαν ςπηλιϊ. Ϊμεινα ςτην καρϋκλα δύπλα ςτην πϐρτα 306
και την ϋβλεπα να ρύχνει κουταλιϋσ τςϊι ς' ϋνα παλιϐ, χτυπημϋνο πορςελϊνινο τςαγιερϐ και ϑςτερα να βϊζει ϋνα μικρϐ βραςτόρα ςτο γκϊζι. Καθϐμουν εκεύ και ςκεφτϐμουν ϐτι δεν όθελα να δοκιμϊςω οϑτε το αγαπημϋνο τησ τςϊι οϑτε τύποτε ϊλλο που θα ϋβγαινε απϐ κεύνο το κουζινϊκι. κεφτϐμουν ϐτι θα ϋπινα μια γουλύτςα, ϋτςι για τουσ τϑπουσ, και ϑςτερα θα του ϋδινα απϐ εκεύ μϋςα ϐςο πιο γρόγορα γινϐταν και δε θα ξαναπατοϑςα ποτϋ. «ίςτερα, ϐμωσ, ϋφερε δυο πορςελϊνινα φλιτζϊνια, ϊςπρα και πεντακϊθαρα ςαν φρϋςκο χιϐνι, μαζύ με ζϊχαρη, κρϋμα και φρεςκοψημϋνα ψωμϊκια, ϐλα πϊνω ς' ϋναν ωραύο δύςκο. ϋρβιρε το τςϊι, που μϑριζε ϐμορφα, όταν ζεςτϐ και δυνατϐ. Κατϊ ϋναν περύεργο τρϐπο με ςυνϋφερε και, χωρύσ να το καταλϊβω, όπια δυο φλιτζϊνια απανωτϊ κι ϋφαγα κι ϋνα απϐ τα ψωμϊκια. »Αυτό όπιε ϋνα φλιτζϊνι, ϋφαγε ϋνα ψωμϊκι και πιϊςαμε κουβϋντα για κανονικϊ, ςυνηθιςμϋνα πρϊγματα —ποιουσ γνωρύζαμε ςτη γειτονιϊ, για την Αλαμπϊμα ϐπου μεγϊλωςα εγϔ, ποϑ ϋκανα τα ψϔνια μου και διϊφορα ϊλλα τϋτοια. Ϊπειτα κούταξα το ρολϐι μου και εύδα πωσ εύχε περϊςει μιϊμιςη ϔρα. Ϊκανα να ςηκωθϔ και τϐτε μου όρθε μια δυνατό ζϊλη και ξανακϊθιςα ςτην καρϋκλα». Η Ντϊρςι την κούταζε με τα μϊτια ορθϊνοιχτα. «"Με νϊρκωςεσ", τησ εύπα. ήχι πωσ δε φοβϐμουν, αλλϊ το κομμϊτι του εαυτοϑ μου που φοβϐταν όταν πολϑ αδϑναμο μϋςα μου. »"Κοπϋλα μου, θϋλω να ςε βοηθόςω", μου εύπε αυτό, "αλλϊ δε λεσ να μου φανερϔςεισ το ϐνομα που χρειϊζεται να γνωρύζω και ξϋρω καλϊ πωσ εςϑ δεν πρϐκειται να κϊνεισ αυτϐ που πρϋπει να κϊνεισ, ακϐμα κι ϐταν μου φανερϔςεισ το ϐνομα —τύποτα δε θα κϊνεισ εςϑ χωρύσ ςπρϔξιμο. Γι' αυτϐ θα πϊρεισ ϋναν υπνϊκο, 307
αλλϊ πριν κοιμηθεύσ θα μου πεισ το ϐνομα του φυςικοϑ πατϋρα του παιδιοϑ ςου". »Κι εκεύ που όμουν καθιςμϋνη ς' εκεύνη την παλιϊ καρϋκλα με τη βουλιαγμϋνη ψϊθα, ακοϑγοντασ τη βουό και τη φαςαρύα του δρϐμου ϋξω απϐ το παρϊθυρο, τον εύδα μπροςτϊ μου τϐςο καθαρϊ ϐςο βλϋπω τϔρα εςϋνα, Ντϊρςι. Σον ϋλεγαν Πύτερ Σζϋφρισ και όταν λευκϐσ ϐςο εγϔ εύμαι μαϑρη, ψηλϐσ ϐςο εύμαι εγϔ κοντό και ςπουδαγμϋνοσ ϐςο εύμαι εγϔ αμϐρφωτη. Ϋμαςτε ϐςο διαφορετικού μπορεύ να εύναι δυο ϊνθρωποι, εκτϐσ απϐ ϋνα πρϊγμα: όμαςτε και οι δυο απϐ την Αλαμπϊμα —εγϔ απϐ το Μπϊμπιλον, κϊτω ςτουσ βαλτϐτοπουσ, κοντϊ ςτα ςϑνορα με τη Υλϐριντα, κι αυτϐσ απϐ το Μπϋρμιγχαμ. Δεν όξερε καν ϐτι υπόρχα —όμουν απλϔσ η Νϋγρα που καθϊριζε τη γωνιακό ςουύτα του ενδϋκατου ορϐφου ϐπου ϋμενε πϊντα αυτϐσ ς' ετοϑτο το ξενοδοχεύο. Εγϔ, πϊλι, αςχολιϐμουν μαζύ του μϐνο επειδό προςπαθοϑςα να μην τον ενοχλόςω ποτϋ, γιατύ τον εύχα ακοϑςει να μιλϊει, τον εύχα δει να κϊνει πρϊγματα και όξερα καλϊ τι λογόσ ϊνθρωποσ όταν. Δεν όταν απλϔσ απ' αυτοϑσ που δεν πύνουν νερϐ απϐ βρϑςη που ϋχει πιει Νϋγροσ. τον καιρϐ μου εύχα δει πϊρα πολλϊ απ' αυτϊ τα καμϔματα των λευκϔν για να τςαντιςτϔ. Ωλλο θϋλω να πω: ϐτι αν προχωρόςεισ πϋρα απϐ ϋνα οριςμϋνο ςημεύο ςτο χαρακτόρα ενϐσ ανθρϔπου, το χρϔμα ςτο δϋρμα του δεν ϋχει πια καμιϊ ςχϋςη μ' αυτϐ που εύναι ο ςυγκεκριμϋνοσ ϊνθρωποσ. Αυτϐσ όταν τησ φυλόσ των καθαρμϊτων που ϋχει ανθρϔπουσ απ' ϐλα τα χρϔματα. "Ξϋρεισ κϊτι; Ϊμοιαζε ςτον Σζϐνι με πολλοϑσ τρϐπουσ ό, μϊλλον, ϐπωσ θα όταν ο Σζϐνι αν όταν αριςτοκρϊτησ, αν εύχε ςπουδϊςει ςε κολϋγια κι αν ο θεϐσ εύχε θελόςει να του δϔςει ϋνα πολϑ μεγϊλο ταλϋντο, αντύ να του δϔςει ϋνα μικρϐ μυαλϐ που ϋφτανε μϐνο για πιοτϐ, ναρκωτικϊ και γκομενιλύκια. »Σο μϐνο που ςκεφτϐμουν γι' αυτϐν όταν πϔσ να μϋνω μακριϊ του, τύποτε ϊλλο. Αλλϊ ϐταν η Μαμϊ Ντελϐρμ ϋςκυψε 308
απϐ πϊνω μου, τϐςο κοντϊ μου που μ' ϋπιαςε αςφυξύα απϐ τη μυρωδιϊ τησ κανϋλασ —όταν ςαν να ϋβγαινε απϐ τουσ πϐρουσ τησ— το ϐνομα αυτοϑ του ϊντρα μου όρθε ςτο ςτϐμα χωρύσ να κομπιϊςω καθϐλου. "Πύτερ Σζϋφρισ", τησ εύπα. "Ο Πύτερ Σζϋφρισ εύναι ο κϑριοσ που μϋνει πϊντα ςτο 1163 ϐταν δε γρϊφει βιβλύα ςτην Αλαμπϊμα. Αυτϐσ εύναι ο φυςικϐσ πατϋρασ. Αλλϊ εύναι Λευκϐσ!" »Αυτό ϋςκυψε ακϐμα πιο κοντϊ και μου εύπε: "ήχι, κοπϋλα μου, δεν εύναι. Κανϋνασ ϊνθρωποσ δεν εύναι λευκϐσ. Μϋςα βαθιϊ εύναι ϐλοι μαϑροι. Δεν το πιςτεϑεισ, αλλϊ εύναι αλόθεια. Εύναι πϊντα μαϑρα μεςϊνυχτα μϋςα τουσ, την κϊθε μϋρα του θεοϑ. Αλλϊ ϋνασ ϊντρασ μπορεύ να βγϊλει φωσ απϐ τη νϑχτα, γι' αυτϐ εύναι ϊςπρο αυτϐ που βγαύνει απϐ τον ϊντρα για να φτιϊξει ϋνα μωρϐ ςε μια γυναύκα. Σο φυςικϐ δεν ϋχει καμιϊ ςχϋςη με το χρϔμα. Και τϔρα κλεύςε τα μϊτια ςου γιατύ εύςαι κουραςμϋνη εύςαι πολϑ κουραςμϋνη. Σϔρα, εύπα! Σϔρα! Μην αντιςτϋκεςαι! Η Μαμϊ Ντελϐρμ δε θα ςου κϊνει κακϐ, κοπϋλα μου! Ϊχω μϐνο κϊτι που θα το βϊλω ςτο χϋρι ςου. Σϔρα -ϐχι, μην κοιτϊζεισ, μϐνο κλεύςε τη χοϑφτα ςου". Ϊκανα ϐπωσ μου εύπε κι αιςθϊνθηκα κϊτι μικρϐ και τετρϊγωνο. αν απϐ γυαλύ ό πλαςτικϐ. »"Θα τα θυμηθεύσ ϐλα ϐταν θα ϋρθει η ϔρα να θυμηθεύσ. Σϔρα κοιμόςου. ςςς... κοιμόςου τϔρα... ςςς..." »Κι εγϔ κοιμόθηκα», εύπε η Μϊρθα. «Σο επϐμενο που θυμϊμαι εύναι ϐτι κατϋβαινα εκεύνη τη ςτενό ςκϊλα, τρϋχοντασ λεσ και με κυνηγοϑςε ο διϊβολοσ. Δε θυμϐμουν απϐ τι ϋτρεχα να ξεφϑγω, αλλϊ δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα· εγϔ ϋτρεχα. Ξαναγϑριςα εκεύ μϐνο μια φορϊ, αλλϊ δεν ξαναεύδα τη Μαμϊ Ντελϐρμ». Η Μϊρθα ςταμϊτηςε τη διόγηςη και οι δυο γυναύκεσ κούταξαν γϑρω τουσ ςαν αγουροξυπνημϋνεσ απϐ βαθϑ ϑπνο, ςτον οπούο μοιρϊζονταν το ύδιο ϐνειρο. Σο Λε ενκ εύχε αρχύςει να γεμύζει —η ϔρα κϐντευε πϋντε και διϊφορα ςτελϋχη 309
επιχειρόςεων ϋρχονταν για το ςυνηθιςμϋνο ποτϐ τουσ μετϊ τη δουλειϊ. Παρ' ϐλο που καμιϊ τουσ δεν όθελε να το πει φωναχτϊ, αιςθϊνθηκαν και οι δυο την επιθυμύα να βρεθοϑν κϊπου αλλοϑ. Δε φοροϑςαν μεν τισ ςτολϋσ εργαςύασ, αλλϊ δεν αιςθϊνονταν ιδιαύτερα ϊνετα ανϊμεςα ς' ϐλουσ αυτοϑσ τουσ κυρύουσ με τα δερμϊτινα βαλιτςϊκια και τισ κουβϋντεσ τουσ για χρηματιςτόρια, μετοχϋσ και ομϐλογα. «Ϊχω μια κατςαρϐλα κοκκινιςτϐ κι ϋξι κουτϊκια μπύρα ςτο ςπύτι», εύπε η Μϊρθα, αμόχανη ξαφνικϊ. «Μποροϑμε να ζεςτϊνουμε το ϋνα και να κρυϔςουμε το ϊλλο... αν θϋλεισ ν' ακοϑςεισ τα υπϐλοιπα». «Καλό μου, νομύζω πωσ πρϋπει ν' ακοϑςω τα υπϐλοιπα», εύπε η Ντϊρςι και γϋλαςε λύγο νευρικϊ. «Κι εγϔ νομύζω πωσ πρϋπει να τα πω», πρϐςθεςε η Μϊρθα, αλλϊ δε γϋλαςε. Οϑτε καν χαμογϋλαςε. «τϊςου μϐνο να τηλεφωνόςω ςτον ϊντρα μου, να του πω ϐτι θ' αργόςω». «Πόγαινε», εύπε η Μϊρθα κι ενϔ η Ντϊρςι πόγε να τηλεφωνόςει, αυτό ϋλεγξε ϊλλη μια φορϊ την τςϊντα τησ για να ςιγουρευτεύ ϐτι το πολϑτιμο βιβλύο όταν ακϐμα εκεύ. Σο κοκκινιςτϐ —ϐςο μπϐρεςαν τϋλοσ πϊντων να καταναλϔςουν οι δυο τουσ φαγϔθηκε και όπιαν κι απϐ μια μπύρα η καθεμιϊ. Η Μϊρθα ξαναρϔτηςε την Ντϊρςι αν όταν ςύγουρη ϐτι όθελε ν' ακοϑςει τη ςυνϋχεια. Η Ντϊρςι εύπε πωσ όταν. «Γιατύ μερικϊ απ' αυτϊ που θ' ακοϑςεισ δεν εύναι καθϐλου ωραύα, θϋλω να το ξεκαθαρύςουμε απϐ τϔρα. Μερικϊ εύναι χειρϐτερα κι απϐ κεύνα τα περιοδικϊ που ξεχνϊνε κϊθε τϐςο οι ϊντρεσ πελϊτεσ του ξενοδοχεύου κϊτω απϐ τα μαξιλϊρια τουσ ϐταν αφόνουν το δωμϊτιο». Η Ντϊρςι όξερε για τι εύδουσ περιοδικϊ τησ μιλοϑςε, αλλϊ τησ όταν αδϑνατον να φανταςτεύ τη ςυνεςταλμϋνη, 310
πεντακϊθαρη φύλη τησ να ϋχει ϋςτω και την παραμικρό ςχϋςη με τϋτοια πρϊγματα. ηκϔθηκε, ϋφερε απϐ μια μπύρα για την καθεμιϊ τουσ και η Μϊρθα ξανϊρχιςε να μιλϊει. «Ϊφταςα ςπύτι μου πριν ξυπνόςω καλϊ καλϊ κι επειδό δε θυμϐμουν ςχεδϐν τύποτε απ' ϐςα εύχαν γύνει ςτησ Μαμϊ Ντελϐρμ, αποφϊςιςα ϐτι το καλϑτερο —το πιο αςφαλϋσ, αν προτιμϊσ— όταν να πιςτϋψω ϐτι τα εύχα ονειρευτεύ. Αλλϊ η ςκϐνη που εύχα πϊρει απϐ το μπουκαλϊκι του Σζϐνι δεν όταν ϐνειρο· όταν ακϐμα ςτην τςϋπη του φουςτανιοϑ μου, μϋςα ςτο ςελοφϊν που την εύχα βϊλει. Σο μϐνο που όθελα εκεύνη την ϔρα όταν να την ξεφορτωθϔ και ςτα κομμϊτια ϐλεσ οι μπρουγια του κϐςμου. Εγϔ μπορεύ να μην ϋβαζα ςυςτηματικϊ χϋρι ςτισ τςϋπεσ του Σζϐνι, εκεύνοσ ϐμωσ ϋβαζε ςτισ δικϋσ μου ςυνϋχεια, μόπωσ και μου εύχαν ξεμεύνει κϊνα δυο δολϊρια. »Αλλϊ δε βρόκα μϐνο τη ςκϐνη ςτην τςϋπη μου. Ϋταν και κϊτι ϊλλο εκεύ. Σο ϋβγαλα, το κούταξα και τϐτε όταν που ςιγουρεϑτηκα μια και καλό πωσ δεν την εύχα ονειρευτεύ τη γριϊ, ϐςο κι αν δε θυμϐμουν τύποτε απ' ϐςα εύχαν γύνει ςτο ςπύτι τησ. »Ϋταν ϋνα μικρϐ, πλαςτικϐ κουτύ με διαφανϋσ καπϊκι που ϊνοιγε προσ τα πϊνω. Μϋςα εύχε μϐνο ϋνα ξεραμϋνο μανιτϊρι, αλλϊ μετϊ απ' αυτϊ που εύχε πει η Σϊβια για τη γριϊ ςκϋφτηκα ϐτι μπορεύ να όταν δηλητηριαςμϋνο, απϐ κεύνα που ςε κϊνουν να παθαύνεισ τϋτοιουσ κολικοϑσ, που εϑχεςαι να ςε εύχαν ςκοτϔςει μια κι ϋξω, ϐπωσ γύνεται με πολλϊ περύεργα μανιτϊρια. "Αποφϊςιςα να το πετϊξω ςτη λεκϊνη μαζύ με τη ςκϐνη που ρουφοϑςε ο ϊντρασ μου απϐ τη μϑτη του, αλλϊ ϐταν πόγα να το κϊνω δεν μπϐρεςα. Ϋταν ςαν να βριςκϐταν κι αυτό, η γριϊ, μϋςα ςτο δωμϊτιο και να μου ϋλεγε: "Μη". Υοβϐμουν ακϐμα και να κοιτϊξω ςτον καθρϋφτη του χολ, μπασ και τη δω να ςτϋκεται απϐ πύςω μου. »το τϋλοσ, ϊδειαςα τη ςκϐνη ςτο νεροχϑτη τησ κουζύνασ κι ϋκρυψα το πλαςτικϐ κουτϊκι ςτο ντουλϊπι πϊνω απϐ το 311
νεροχϑτη. ηκϔθηκα ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν και το ϋςπρωξα ϐςο πιο βαθιϊ γινϐταν —μϋχρι πύςω ςτο ντουλϊπι. Και μετϊ το ξϋχαςα εντελϔσ». Η Μϊρθα ςταμϊτηςε τη διόγηςη και για λύγη ϔρα ϋμεινε ςιωπηλό, παύζοντασ νευρικϊ ταμποϑρλο με τα δϊχτυλα τησ ςτο τραπϋζι. Σελικϊ ξανϊρχιςε πϊλι να μιλϊει. «Μϊλλον πρϋπει να ςου πω λύγα πρϊγματα ακϐμα για τον Πύτερ Σζϋφρισ. Σο βιβλύο του δικοϑ μου Πύτερ μιλϊει για το Βιετνϊμ και για το ςτρατϐ, ϐπωσ τον ϋζηςε απϐ τη δικό του εμπειρύα. Σα βιβλύα του Πύτερ Σζϋφρισ όταν ϐλα για το Μεγϊλο Δεϑτερο, ϐπωσ ϋλεγε τον πϐλεμο ϐταν όταν πιωμϋνοσ και γλεντοϑςε με τουσ φύλουσ του. Σο πρϔτο το ϋγραψε ϐταν υπηρετοϑςε ακϐμα ςτο ςτρατϐ και το δημοςύευςε το 1946. Εύχε τύτλο Η Υλϐγα τον Ουρανοϑ». Η Ντϊρςι την κούταξε για κϊμποςη ϔρα αμύλητη, φανερϊ εντυπωςιαςμϋνη. «Σι μου λεσ!» εύπε τελικϊ. «Ναι. Σϔρα αρχύζεισ να καταλαβαύνεισ ποϑ το πϊω. Και ύςωσ τι πϊει να πει τελικϊ φυςικϐσ πατϋρασ. Η Υλϐγα τον Ουρανοϑ απϐ τη μια, Η Υλϐγα τησ Δϐξασ απϐ την ϊλλη». «Ναι, αλλϊ, αν ο Πιτ ϋτυχε να ϋχει διαβϊςει το βιβλύο αυτοϑ του κϑριου Σζϋφρισ, εύναι πιθανϐ να...» «ύγουρα εύναι πιθανϐ», εύπε η Μϊρθα. ίςτερα κοϑνηςε αυτό το χϋρι τησ ϋτςι ϐπωσ κϊνει κανεύσ για να διϔξει μια μϑγα. «Δεν ϋγιναν ϋτςι τα πρϊγματα, ϐμωσ. Δε θϋλω να ςε πεύςω. Εγϔ θα ςου τα πω ϐπωσ ϋγιναν κι εςϑ βγϊλε ϐ,τι νϐημα θϋλεισ. Απλϔσ όθελα να ςου μιλόςω λύγο ακϐμα γι' αυτϐ τον ϊντρα». «Λϋγε», την παρακύνηςε η Ντϊρςι. «Σον ϋβλεπα πολϑ ςυχνϊ απϐ το 1957 που ϋπιαςα δουλειϊ ςτο Λε Πϊλε μϋχρι το 1968, που αρρϔςτηςε απϐ την καρδιϊ και το ςυκϔτι του. Ϊτςι που ϋπινε και τϋτοια που ϋκανε, απορϔ πϔσ δεν αρρϔςτηςε πολϑ νωρύτερα. Σϋλοσ πϊντων, το 1969 εμφανύςτηκε μϐνο πϋντ' ϋξι φορϋσ και θυμϊμαι πϐςο χϊλια όταν 312
—ποτϋ δεν όταν παχϑσ, αλλϊ εύχε αδυνατύςει πια τϐςο πολϑ, που όταν ςωςτϐ καλϊμι και κύτρινοσ ςαν φλουρύ. Ωρρωςτοσ ό ϐχι, δε ςταμϊτηςε να πύνει. Σον ϊκουγα που ϋβηχε κι ϋβγαζε φλϋματα ςτο μπϊνιο, βογκϔντασ καμιϊ φορϊ απϐ τον πϐνο, κι ϋλεγα μϋςα μου: Αυτϐ όταν κατϊλαβε επιτϋλουσ τι ζημιϊ ϋχει κϊνει ςτον εαυτϐ του. Σϔρα θα πει ωσ εδϔ και μη παρϋκει και θα ςταματόςει. ήχι βϋβαια. Σο 1970 όρθε μϐνο δυο φορϋσ. Εύχε μαζύ του κι ϋνα νοςοκϐμο που τον ςτόριζε να περπατϊει και τον βοηθοϑςε. Ϊπινε ακϐμα. Κι ϋφτανε να του ρύξει κανεύσ μια ματιϊ για να δει ϐτι όταν ςκϋτη αυτοκτονύα. »Σην τελευταύα φορϊ που όρθε, όταν το Υεβρουϊριο του 1971. Εύχε ϊλλο νοςοκϐμο μαζύ του αυτό τη φορϊ. Υαύνεται πωσ ο προηγοϑμενοσ δεν τον ϊντεξε ϊλλο. Εκεύνη τη φορϊ ο Σζϋφρισ όταν ςε αναπηρικϐ καρϐτςι. ήταν μπόκα ςτο μπϊνιο να καθαρύςω, τι εύδα απλωμϋνο ςτο ςύδερο τησ κουρτύνασ του ντουσ; Εκεύνα τα ειδικϊ ςϔβρακα για την ακρϊτεια. Ο Σζϋφρισ όταν ϐμορφοσ ϊντρασ κϊποτε, αλλϊ εκεύνεσ οι εποχϋσ εύχαν περϊςει οριςτικϊ. Σισ τελευταύεσ φορϋσ που τον εύδα όταν ϋνα ερεύπιο. Καταλαβαύνεισ τι θϋλω να πω;» Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. Ϊβλεπε καμιϊ φορϊ ςτο δρϐμο κϊτι θλιβερϊ γεροντϊκια, που προχωροϑςαν με ςερνϐμενα βόματα, αλλϊ που αν τα κούταζεσ καλϑτερα ςου περνοϑςε απϐ το νου ϐτι πρϋπει να όταν ωραύοι ϊντρεσ ςτα νιϊτα τουσ. «Ϊμενε πϊντα ςτο 1163», ςυνϋχιςε η Μϊρθα. «Εύναι μια απϐ τισ γωνιακϋσ ςουύτεσ που βλϋπουν προσ το κτύριο Κρϊιςλερ κι εγϔ ϋκανα πϊντα αυτϊ τα δωμϊτια. Μετϊ απϐ λύγο καιρϐ με εύχε μϊθει πια και με φϔναζε με τ' ϐνομα μου, αλλϊ αυτϐ δε ςόμαινε τύποτα, μη νομύςεισ. Υοροϑςα πϊντα την ταμπελύτςα με το ϐνομα μου ςτην τςϋπη τησ ςτολόσ. Δεν πιςτεϑω ϐτι με πρϐςεξε πραγματικϊ οϑτε μια φορϊ. Μϋχρι το 1960 ϊφηνε πϊντα δυο δολϊρια πουρμπουϊρ πϊνω ςτην τηλεϐραςη πριν 313
φϑγει. Μετϊ ϋγιναν τρύα, ωσ το 1964. Και προσ το τϋλοσ ϋγιναν πϋντε. Ϋταν πολϑ γερϐ φιλοδϔρημα εκεύνεσ τισ μϋρεσ, αλλϊ αυτϐσ δεν τ' ϊφηνε για μϋνα ειδικϊ· ακολουθοϑςε ϋναν κανϐνα καλόσ ςυμπεριφορϊσ. Σϋτοιοι κανϐνεσ ϋχουν πολϑ μεγϊλη ςημαςύα γι' ανθρϔπουσ ςαν κι αυτϐν. Ωφηνε πϊντα φιλοδϔρημα, για τον ύδιο λϐγο που θα κρατοϑςε την πϐρτα ανοιχτό ςε μια γυναύκα· για τον ύδιο λϐγο που, ϐταν όταν παιδϊκι, θα φιλοϑςε το χϋρι του παπποϑ του. Εγϔ δεν όμουν παρϊ η απρϐςωπη καμαριϋρα. »Ερχϐταν εδϔ για να ςυναντηθεύ με τον εκδϐτη του ό με ανθρϔπουσ του ςινεμϊ και τησ τηλεϐραςησ. Με την ευκαιρύα, μϊζευε τουσ φύλουσ του, που οι περιςςϐτεροι εύχαν ςχϋςη με τα βιβλύα —όταν εκδϐτεσ, πρϊκτορεσ ό και ςυγγραφεύσ ςαν αυτϐν και το γλεντοϑςαν για τα καλϊ. Πϊντα ϋτςι γινϐταν. Σο καταλϊβαινα απϐ τισ βρομιϋσ και την ακαταςταςύα που εύχα να ςυμμαζϋψω το πρωύ: ντουζύνεσ ϊδεια μπουκϊλια (Σζακ Ντϊνιελσ τα περιςςϐτερα), αμϋτρητεσ γϐπεσ, βρεγμϋνεσ πετςϋτεσ ςτο νιπτόρα και ςτην μπανιϋρα και πιϊτα με αποφϊγια ςε κϊθε γωνιϊ. Μια φορϊ εύδα ϋνα ολϐκληρο πιϊτο γαρύδεσ πεταμϋνο μϋςα ςτη λεκϊνη τησ τουαλϋτασ. Παντοϑ ϊδεια ό μιςοϊδεια ποτόρια και διϊφοροι τϑποι να ροχαλύζουν ςτουσ καναπϋδεσ και ςτο πϊτωμα. »υνόθωσ γινϐταν ϋτςι, αλλϊ υπόρχαν και γλϋντια που ςυνεχύζονταν ακϐμα κι ϐταν ϋμπαινα εγϔ το πρωύ να καθαρύςω. Αυτϐσ μου ϊνοιγε κι ϋκανα τη δουλειϊ μου με ϐλουσ αυτοϑσ τουσ ϊντρεσ τριγϑρω. Ποτϋ δεν εύδα γυναύκεσ ς' αυτϊ τα γλϋντια· όταν μϐνο αντροπαρϋεσ που ϋπιναν και μιλοϑςαν για τον πϐλεμο. Πϔσ εύχαν πϊει ςτον πϐλεμο. Ποιουσ εύχαν γνωρύςει ςτον πϐλεμο. Ποϑ εύχαν πϊει ςτον πϐλεμο. Ποιοι εύχαν ςκοτωθεύ ςτον πϐλεμο. Σι εύχαν δει ςτον πϐλεμο, που δεν μποροϑςαν να τα διηγηθοϑν ςτισ γυναύκεσ τουσ (αλλϊ δεν πεύραζε αν η μαϑρη καμαριϋρα τϑχαινε ν' ακοϑςει μερικϊ απ' αυτϊ). Μερικϋσ φορϋσ 314
—πιο ςπϊνια— ϋπαιζαν και πϐκερ, αλλϊ δε ςταματοϑςαν να μιλϊνε για τον πϐλεμο ακϐμα κι ϐταν χτυποϑςαν ό μπλοφϊριζαν ό πόγαιναν πϊςο. Υαντϊςου πϋντ' ϋξι ϊντρεσ, ϐλοι αναψοκοκκινιςμϋνοι, ϋτςι ϐπωσ γύνονται οι λευκού ϐταν φουντϔνουν, να κϊθονται γϑρω απϐ ϋνα τραπϋζι, με τα πουκϊμιςα ξεκοϑμπωτα ςτο γιακϊ και τισ γραβϊτεσ λυμϋνεσ, και ςτο τραπϋζι ςωρϐσ τα λεφτϊ, περιςςϐτερα απ' ϐςα θα ϋβγαζε μια ςαν εμϋνα ς' ϐλη τησ τη ζωό. Και πϔσ μιλοϑςαν για τον πϐλεμο! Ϊτςι ϐπωσ μιλϊνε οι κοπελύτςεσ για τ' αγϐρια και τουσ φύλουσ τουσ». Η Ντϊρςι απϐρηςε πϔσ δεν τον εύχε πετϊξει με τισ κλοτςιϋσ απϐ το ξενοδοχεύο ο διευθυντόσ τον Σζϋφρισ κι ασ όταν διϊςημοσ ςυγγραφϋασ. Ϋταν πολϑ αυςτηρού μ' αυτϊ τα πρϊγματα και εύχε ακοϑςει ϐτι παλιϐτερα όταν ακϐμη αυςτηρϐτεροι. «ήχι, ϐχι, ϐχι», διαφϔνηςε η Μϊρθα χαμογελϔντασ. «Ϊχεισ λϊθοσ εντϑπωςη. Νομύζεισ πωσ αυτϐσ και οι φύλοι του ϋκαναν ςαν κϊτι ροκ ςυγκροτόματα που ςκύζουν τουσ καναπϋδεσ και πετϊνε τισ καρϋκλεσ απϐ τα παρϊθυρα; ήχι, ο Σζϋφρισ δεν όταν κϊνασ παρακατιανϐσ ςαν τον Πιτ μου. Εύχε μπει ςτο Γουϋςτ Πϐιντ —μπόκε υπολοχαγϐσ και βγόκε ταγματϊρχησ. Εύχε ποιϐτητα, όταν απ' αυτϋσ τισ παλιϋσ οικογϋνειεσ του Νϐτου με τα μεγϊλα ςπύτια που εύναι γεμϊτα πύνακεσ κι ϐπου ϐλοι κϊνουν ιππαςύα και δεύχνουν αριςτοκρϊτεσ. Ϋξερε να δϋνει τη γραβϊτα του με τϋςςερισ τρϐπουσ, όξερε πϔσ να ςκϑψει μπροςτϊ ςε μια κυρύα για να τησ φιλόςει το χϋρι. Εύχε ποιϐτητα, ςου λϋω». Η Μϊρθα χαμογϋλαςε καθϔσ πρϐφερε τη λϋξη. Ϋταν πικρϐ και λύγο ςαρκαςτικϐ εκεύνο το χαμϐγελο. «Αυτϐσ και οι φύλοι του παραςϑρονταν καμιϊ φορϊ και μιλοϑςαν δυνατϊ, αλλϊ ποτϋ δεν ϋκαναν φαςαρύα —υπϊρχει διαφορϊ, δεν μπορϔ να ςου το εξηγόςω και ποτϋ, μα ποτϋ δεν ϋχαναν τον ϋλεγχο. Κι αν τϑχαινε να παραπονεθεύ κανϋνασ απϐ το διπλανϐ δωμϊτιο —γιατύ η ςουύτα εύναι γωνιακό, ϐπωσ ςου 315
εύπα, κι ϋχει μϐνο ϋνα γειτονικϐ δωμϊτιο κι αναγκαζϐταν ο ρεςεψιονύςτ να τηλεφωνόςει ςτον κϑριο Σζϋφρισ και να παρακαλϋςει αυτϐν και τουσ φύλουσ του αν μποροϑςαν να ςυνεχύςουν την κουβϋντα τουσ ςε χαμηλϐτερο τϐνο, αυτού πϊντα ςυμμορφϔνονταν. Καταλαβαύνεισ;» «Ναι». «Και δεν εύναι μϐνο αυτϐ. Ϊνα ξενοδοχεύο πολυτελεύασ μπορεύ να εξυπηρετεύ ανθρϔπουσ ςαν τον Σζϋφρισ. Μπορεύ να τουσ προςφϋρει προςταςύα. Για να μποροϑν να απολαϑςουν τα γλϋντια τουσ, τα μεθϑςια τουσ, τα χαρτιϊ τουσ και ύςωσ και τα ναρκωτικϊ τουσ». «Ϊπαιρναν και ναρκωτικϊ;» «Δεν ξϋρω. Αυτϐσ εύχε ϋνα ςωρϐ χϊπια και ςκϐνεσ τα τελευταύα χρϐνια, αλλϊ όταν ϐλα ςε μπουκαλϊκια με ετικϋτεσ, που πϊει να πει ϐτι του τα ϋδινε γιατρϐσ. Ϋθελα να πω ϐτι η ποιϐτητα —μιλϊω για την ϊποψη που ϋχει ϋνασ τζϋντλεμαν του Νϐτου περύ ποιϐτητασ— απαιτεύ ποιϐτητα. Ο Σζϋφρισ ερχϐταν χρϐνια ςτο Λε Πϊλε. Μπορεύ να νομύςεισ πωσ όταν ςημαντικϐ για το ξενοδοχεύο που αυτϐσ όταν διϊςημοσ ςυγγραφϋασ, αλλϊ δεν εύςαι ςτο Λε Πϊλε τϐςα χρϐνια που εύμαι εγϔ για να ξϋρεισ. Ϋταν ςημαντικϐ γι' αυτοϑσ που όταν διϊςημοσ, αλλϊ αυτϐ όταν μϐνο το κεραςϊκι ςτην τοϑρτα. Σο πιο ςημαντικϐ όταν πωσ αυτϐσ ερχϐταν εδϔ χρϐνια, ϐπωσ και ο πατϋρασ του, πωσ όταν μεγϊλοσ και πλοϑςιοσ γαιοκτόμονασ του Νϐτου. Αυτού που εύχαν το ξενοδοχεύο εκεύνα τα χρϐνια όταν ϊνθρωποι που πύςτευαν ςτην παρϊδοςη. Ξϋρω πωσ και οι τωρινού λϋνε ϐτι πιςτεϑουν ςτην παρϊδοςη και ύςωσ το κϊνουν ϐποτε τουσ βολεϑει, αλλϊ εκεύνα τα χρϐνια πύςτευαν πραγματικϊ. 'ήταν ερχϐταν η εύδηςη ϐτι ο κϑριοσ Σζϋφρισ απϐ το Μπϋρμιγχαμ θα ϋφτανε ςτη Νϋα Τϐρκη με τη ϊουθερν Υλϊιερ, ϋβλεπεσ αμϋςωσ το γειτονικϐ δωμϊτιο τησ ςουύτασ 1163 ν' αδειϊζει, εκτϐσ κι αν το ξενοδοχεύο όταν γεμϊτο μϋχρι τη ςκεπό. Ποτϋ δεν του εύχαν χρεϔςει το ϊδειο 316
δωμϊτιο που γειτϐνευε με τη ςουύτα του· απλϔσ δεν όθελαν να τον βϊλουν ςτη δυςϊρεςτη θϋςη να ζητόςει απϐ τουσ φύλουσ του να μιλϊνε ςιγϊ και να μην κϊνουν φαςαρύα». Η Ντϊρςι κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι τησ πϋρα δϔθε. «Εκπληκτικϐ!» «Δε με πιςτεϑεισ;» «Πϔσ δε ςε πιςτεϑω! Απλϔσ το βρύςκω εκπληκτικϐ». Εκεύνο το πικρϐ, ςαρκαςτικϐ χαμϐγελο φϊνηκε πϊλι ςτα χεύλη τησ Μϊρθασ Ρϐουζγουολ. «Σύποτα δε ςυγκρύνεται με την ποιϐτητα... με τη γοητεύα, αν προτιμϊσ. Διϊβολε, ακϐμα κι εγϔ καταλϊβαινα ϐτι εύχε ποιϐτητα, ϐτι δεν όταν απϐ κεύνουσ που ουρλιϊζουν απϐ το παρϊθυρο για να φωνϊξουν ϋνα γνωςτϐ ό που λϋνε αιςχρϊ ανϋκδοτα ςτισ παρϋεσ. »Αυτϐ δεν πϊει να πει πωσ δε μιςοϑςε τουσ μαϑρουσ, μη νομύςεισ τϋτοιο πρϊγμα... θυμϊςαι που ςου εύπα ϐτι όταν απϐ τη φυλό των καθαρμϊτων; 'ήταν πϋθανε ο Σζον Κϋνεντι, ο Σζϋφρισ ϋτυχε να εύναι ςτην πϐλη κι ϋκανε πϊρτι. Μαζεϑτηκαν ϐλοι οι φύλοι του και το γλϋντηςαν ωσ την ϊλλη μϋρα το πρωύ. Δεν ϊντεχα να βρύςκομαι εκεύ μϋςα μ' αυτϊ που ϋλεγαν -πωσ ϋπρεπε να βρεθεύ κϊποιοσ να ξεκϊνει και τον αδερφϐ του Κϋνεντι, που δε θα ηςϑχαζε μϋχρι να δει ϐλα τα καλϊ παιδιϊ να ςκυλοπηδιοϑνται ςτο ρυθμϐ των Μπιτλσ και τουσ ϋγχρωμουσ (ϋτςι ϋλεγαν τουσ μαϑρουσ, "οι ϋγχρωμοι", κι εγϔ τη ςιχαινϐμουν αυτό την ϑπουλη λϋξη που ϋλεγε τϐςα πολλϊ) να οργιϊζουν ςτουσ δρϐμουσ, κρατϔντασ απϐ ϋνα καςετϐφωνο ςε κϊθε μαςχϊλη. »Ϊλεγε τϐςο ϊςχημα πρϊγματα που μου ερχϐταν να του μπόξω τισ φωνϋσ. Κρατιϐμουν ϐμωσ κι ϋλεγα ςτον εαυτϐ μου, βοϑλως' το, κϊνε γρόγορα τη δουλειϊ ςου και φϑγε απϐ εδϔ μϋςα. Κι ϊμα δεν ϋβριςκα τι ϊλλο να ςκεφτϔ, ϋλεγα μϋςα μου πωσ αυτϐσ όταν ο φυςικϐσ πατϋρασ του Πιτ και ο Πιτ μου όταν 317
τϐτε τριϔν χρονϔν και εύχα ανϊγκη τη δουλειϊ και θα την ϋχανα ϋτςι και δεν κρατοϑςα το ςτϐμα μου κλειςτϐ. »ίςτερα ϋνασ απ' αυτοϑσ εύπε: "Κι αφοϑ φϊμε και τον Μπϐμπι, πϊμε να φϊμε και το μικρϐ του αδερφϊκι!" Κι ϊλλοσ ϋνασ εύπε: "Κι ϐταν θα ϋχουμε φϊει ϐλα τ' αρςενικϊ τησ οικογϋνειασ Κϋνεντι θα κϊνουμε ϋνα πραγματικϐ γλϋντι!" »"Ακριβϔσ", εύπε ο κϑριοσ Σζϋφρισ. "Κι αφοϑ θα ϋχει πϋςει και το τελευταύο κεφϊλι ςτο τελευταύο οχυρϐ, θα κϊνουμε ϋνα γλϋντι τϐςο μεγϊλο, που θα νοικιϊςω τη Μϊντιςον κουϋρ Γκϊρντεν για να γύνει!" »ηκϔθηκα κι ϋφυγα ϊρον ϊρον. Δεν ϊντεχα πια. Σο κεφϊλι μου πόγαινε να ςπϊςει και με εύχαν πιϊςει κρϊμπεσ ςτο ςτομϊχι, ϐπωσ ςφιγγϐμουν να κρατόςω το ςτϐμα μου κλειςτϐ. Ωφηςα το δωμϊτιο μιςοκαθαριςμϋνο, κϊτι που δεν εύχα κϊνει ποτϋ οϑτε και ξανϊκανα απϐ τϐτε. Καμιϊ φορϊ το να εύςαι μαϑρη ϋχει και τα πλεονεκτόματα του. Αυτϐσ δεν εύχε προςϋξει ϐτι όμουν εκεύ και καθϊριζα και ςύγουρα δε με πρϐςεξε ϐταν ϋφυγα. Σο ύδιο και οι φύλοι του». Η Μϊρθα χαμογϋλαςε πϊλι μ' εκεύνο το πικρϐ, ςαρκαςτικϐ χαμϐγελο. «Δεν μπορϔ να καταλϊβω πϔσ λεσ ϐτι εύχε ποιϐτητα ϋνασ τϑποσ ςαν κι αυτϐν, ϋςτω και γι' αςτεύο», εύπε η Ντϊρςι. «Ϋ πϔσ τον αποκαλεύσ φυςικϐ πατϋρα του παιδιοϑ ςου, ϐποιεσ κι αν όταν οι ςυνθόκεσ. Εγϔ θα τον ϋλεγα κτόνοσ!» «ήχι!» εύπε δυνατϊ η Μϊρθα. «Δεν όταν κτόνοσ. Ϋταν απλϔσ ϋνασ ϊντρασ. Απϐ πολλϋσ απϐψεισ —τισ περιςςϐτερεσ— όταν κακϐσ ϊνθρωποσ, αλλϊ ο καθϋνασ εύναι αυτϐ που εύναι. Και εύχε αυτϐ το κϊτι που μπορεύσ να ονομϊςεισ ποιϐτητα, χωρύσ να το λεσ κοροώδευτικϊ. Απλϔσ αυτϐ το κϊτι ϋβγαινε απϐ τα πρϊγματα που ϋγραφε». «Φα!» Η Ντϊρςι κούταξε επιτιμητικϊ τη Μϊρθα, με ςμιγμϋνα τα φρϑδια τησ. «Διϊβαςεσ το βιβλύο του, ε;» 318
«Αγϊπη μου, τα διϊβαςα ϐλα. Εύχε γρϊψει μϐνο τρύα βιβλύα μϋχρι τα τϋλη του 1959, τϐτε που πόγα εγϔ ςτη Μαμϊ Ντελϐρμ με την ϊςπρη ςκϐνη, αλλϊ εύχα διαβϊςει μϐνο τα δϑο. Με τα χρϐνια τον πρϐλαβα, γιατύ αυτϐσ ϋγραφε πιο αργϊ απ' ϐ,τι διαβϊζω εγϔ». Φαμογϋλαςε. «Που διαβϊζω πολϑ αργϊ». Η Ντϊρςι κούταξε ϐλο αμφιβολύα τη μικρό βιβλιοθόκη τησ Μϊρθασ. Τπόρχαν εκεύ μερικϊ βιβλύα τησ Ωλισ Γουϐκερ και τησ Ρύτασ Μακμπρϊουν, οι Λϐφοι του Λύντεν τησ Γκλϐρια Νϋιλορ και το Ϊςπαςε το Κύτρινο Ραδιϐφωνο του Ιςμαόλ Ριντ, αλλϊ ςτα τρύα ρϊφια κυριαρχοϑςαν ερωτικϋσ νουβϋλεσ και αςτυνομικϊ τησ Αγκϊθα Κρύςτι ςε εκδϐςεισ τςϋπησ. «Για να λϋμε τη μαϑρη αλόθεια, Μϊρθα, τα ςοβαρϊ βιβλύα μϊλλον δεν εύναι του γοϑςτου ςου, ειδικϊ τα πολεμικϊ». «Ναι, βϋβαια. Σο ξϋρω», εύπε η Μϊρθα. ηκϔθηκε κι ϋφερε απϐ μια μπύρα ακϐμα και για τισ δυο τουσ. «θα ςου πω κϊτι περύεργο, Ντι. Αν όταν καλϐσ ϊνθρωποσ, μπορεύ να μην εύχα διαβϊςει ποτϋ κανϋνα απϐ τα βιβλύα του. Και κϊτι ακϐμα πιο περύεργο· αν όταν καλϐσ ϊνθρωποσ, δεν πιςτεϑω πωσ τα βιβλύα του θα όταν τϐςο καλϊ ϐςο εύναι». «Σι θϋλεισ να πεισ;» «Δεν ξϋρω ακριβϔσ. Εςϑ ϊκου μϐνο, εντϊξει;» «Εντϊξει». «Λοιπϐν, δε χρειϊςτηκε η δολοφονύα του Κϋνεντι για να καταλϊβω τι ςϐι ϊνθρωποσ όταν. Σο εύχα καταλϊβει απϐ το καλοκαύρι του '58. Εύχα δει πϐςο υποτιμοϑςε τουσ ανθρϔπουσ γενικϊ —ϐχι τουσ φύλουσ του, θα πϋθαινε γι' αυτοϑσ, αλλϊ ϐλουσ τουσ ϊλλουσ. Μϐνο πϔσ θα χαώδϋψουν το παραδϊκι τουσ νοιϊζει, ςυνόθιζε να λϋει. Φαώδεϑουν το παραδϊκι, χαώδεϑουν το παραδϊκι, ϐλοι χϊιδευαν το παραδϊκι. Λεσ κι αυτϐσ και οι φύλοι του το θεωροϑςαν κακϐ να χαώδεϑουν το παραδϊκι, εκτϐσ κι αν ϋπαιζαν πϐκερ και εύχαν ολϐκληρα βουνϊ απϐ παραδϊκι ςτο 319
τραπϋζι. Σϐτε το χϊιδευαν μια χαρϊ, δεν τουσ πεύραζε. Αν το χϊιδευαν, λϋει! Κι αυτϐσ μαζύ, πρϔτοσ και καλϑτεροσ. »Τπόρχε πολλό ςαπύλα κϊτω απϐ το λοϑςτρο του τζϋντλεμαν απϐ το Νϐτο. Αυτοϑσ που ϋκαναν φιλανθρωπύεσ ό αγωνύζονταν να καλυτερϋψουν τον κϐςμο τουσ θεωροϑςε γελούουσ. Μιςοϑςε τουσ μαϑρουσ και τουσ Εβραύουσ και πύςτευε πωσ ϋπρεπε να ςβόςουμε απϐ το χϊρτη τουσ Ρϔςουσ με τη Βϐμβα, πριν ςβόςουν αυτού εμϊσ. Γιατύ ϐχι; ϋλεγε. Ανόκουν ςτην "ποικιλύα των υπανθρϔπων τησ ανθρϔπινησ ρϊτςασ". Κατϊ τη γνϔμη του ςτο ύδιο ςακύ ϋμπαιναν οι Εβραύοι, οι μαϑροι, οι Ιταλού, οι Ινδιϊνοι και ϐλοι αυτού που οι οικογϋνειεσ τουσ δεν ξεκαλοκαύριαζαν ςτισ Πϋρα ήχθεσ. »Σον ϊκουγα να ξεφουρνύζει ϐλεσ αυτϋσ τισ αηδύεσ και τισ βρομιϋσ με ϑφοσ ςοφοϑ δαςκϊλου κι ϊρχιςα ν' απορϔ γιατύ όταν διϊςημοσ ςυγγραφϋασ... πϔσ γινϐταν να εύναι διϊςημοσ ςυγγραφϋασ. Ϋθελα να καταλϊβω τι του ϋβριςκαν οι κριτικού, αλλϊ πιο πολϑ μ' ϋνοιαζε να καταλϊβω τι του ϋβριςκαν οι ςυνηθιςμϋνοι ϊνθρωποι ςαν κι εμϋνα, αυτού που ϋκαναν τα βιβλύα του μπεςτ ςϋλερ αμϋςωσ μϐλισ τα ϋβγαζε. Ϊτςι αποφϊςιςα να το βρω απϐ μϐνη μου. Πόγα ςτη δανειςτικό βιβλιοθόκη και πόρα το πρϔτο βιβλύο του, τη Υλϐγα του Ουρανοϑ. «Περύμενα να γύνει ϐπωσ ς' εκεύνο το παραμϑθι, με τα καινοϑρια ροϑχα του αυτοκρϊτορα, αλλϊ ϋπεςα ϋξω. Σο βιβλύο ϋλεγε για πϋντε ϊντρεσ που πόγαν ςτον πϐλεμο και τι ϋπαθε ο καθϋνασ απ' αυτοϑσ ςτον πϐλεμο και τι ϋγινε με τισ γυναύκεσ ό τισ φιλενϊδεσ τουσ τον καιρϐ που αυτού όταν ςτον πϐλεμο. ήταν εύδα ςτο εξϔφυλλο ϐτι όταν βιβλύο για τον πϐλεμο, εύπα απϐ μϋςα μου. Μύα απϐ τα ύδια, νομύζοντασ πωσ θα όταν ςαν τισ ιςτορύεσ που ϋλεγαν αυτϐσ και οι φύλοι του ςτα γλϋντια τουσ». «Και δεν όταν;» «Διϊβαςα τισ πρϔτεσ δϋκα εύκοςι ςελύδεσ και ςκϋφτηκα: 320
Δεν εύναι και τύποτα ςπουδαύο. Δεν εύναι κακϐ ϐπωσ το περύμενα, αλλϊ δε γύνεται τύποτα. ίςτερα διϊβαςα καμιϊ τριανταριϊ ςελύδεσ ακϐμα και... πϔσ να ς' το πω, χϊθηκα, ξεχϊςτηκα. ήταν ξαναςόκωςα το κεφϊλι μου όταν ςχεδϐν μεςϊνυχτα κι εγϔ όμουν κοντϊ ςτη ςελύδα διακϐςια. Πρϋπει να πασ για ϑπνο, Μϊρθα, εύπα ςτον εαυτϐ μου. Να πασ τϔρα αμϋςωσ, γιατύ ςηκϔνεςαι απϐ τισ πεντϋμιςι. Αλλϊ διϊβαςα ϊλλεσ ςαρϊντα ςελύδεσ κι ασ μου ϋκλειναν τα μϊτια απϐ τη νϑςτα και όταν μύα παρϊ τϋταρτο ϐταν ςηκϔθηκα απϐ τον καναπϋ για να πλϑνω τα δϐντια μου». Η Μϊρθα ςϔπαςε και ςτϑλωςε το βλϋμμα τησ ςτο ςκοτεινϐ παρϊθυρο και ςτα απϋραντα χωρϊφια τησ νϑχτασ ϋξω. Σα μϊτια τησ όταν θαμπϊ, θολωμϋνα απϐ τισ αναμνόςεισ, τα χεύλη τησ ςφιγμϋνα ςε μια λεπτό γραμμό. Κοϑνηςε ελαφρϊ το κεφϊλι τησ, ςαν για να ξεζαλιςιεύ. «Δεν ξϋρω πϔσ ϋνασ ϊντρασ, που όταν τϐςο βαρετϐσ ϐταν τον ϊκουγεσ, μποροϑςε να γρϊφει τϐςο καλϊ, που δε ςου ϋκανε καρδιϊ να κλεύςεισ το βιβλύο κι ευχϐςουν να μην τελειϔςει ποτϋ. Πϔσ ϋνασ ϊθλιοσ ρατςιςτόσ ςαν κι αυτϐν μποροϑςε να πλϊθει όρωεσ τϐςο αληθινοϑσ και καλοϑσ που ςου ερχϐταν να κλϊψεισ ϐταν πϋθαιναν. τη Υλϐγα τον Ουρανοϑ, ϐταν ο Νϔε, που εύχε γυρύςει πριν απϐ ϋνα μόνα απϐ τον πϐλεμο, ςκοτϔνεται απϐ ϋνα ταξύ λύγο πριν απϐ το τϋλοσ τησ ιςτορύασ, εγϔ ϋκλαψα. Δεν ξϋρω πϔσ ϋνασ κακϐσ, ϋνασ ϊςπλαχνοσ ςαν τον Σζϋφρισ μποροϑςε να κϊνει ϋναν ϊνθρωπο να νοιαςτεύ τϐςο πολϑ για πρϊγματα που δεν ϋγιναν ςτ' αλόθεια —για πρϊγματα που τα εύχε βγϊλει αυτϐσ απϐ το μυαλϐ του. Τπόρχε και κϊτι ϊλλο ς' εκεύνο το βιβλύο... κϊτι ςαν φωσ. Ϋταν γεμϊτο πϐνο και δυςτυχύεσ, αλλϊ υπόρχε και καλοςϑνη... κι αγϊπη... » το ςημεύο αυτϐ η Μϊρθα γϋλαςε δυνατϊ, ξαφνιϊζοντασ την Ντϊρςι. 321
«Ϋταν ϋνασ νεαρϐσ που δοϑλευε εκεύνα τα χρϐνια ςτο ξενοδοχεύο, ο Μπύλι Μπεκ, ϋνα πολϑ καλϐ παιδύ. ποϑδαζε φιλολογύα ςτο Υϐρντχαμ ϐταν δεν ϋκανε τον πορτιϋρη. Αυτϐσ κι εγϔ μιλοϑςαμε καμιϊ φορϊ...» «Δικϐσ μασ όταν;» «Α, πα πα!» Η Μϊρθα γϋλαςε πϊλι. «Δεν υπόρχε μαϑροσ πορτιϋρησ ςτο Δε Πϊλε μϋχρι το 1965. Γκρουμ, παιδιϊ του αςανςϋρ και παρκαδϐροι, ναι, όταν μερικού μαϑροι, αλλϊ μαϑροσ θυρωρϐσ ποτϋ. Δεν όταν πρϋπον. Δε θα ϊρεςε ςτουσ αριςτοκρϊτεσ ςαν τον κϑριο Σζϋφρισ. »Σϋλοσ πϊντων, ρϔτηςα τον Μπύλι πϔσ γινϐταν να εύναι υπϋροχα τα βιβλύα ενϐσ ανθρϔπου, ϐταν αυτϐσ ο ϊνθρωποσ όταν ϋνα τομϊρι. Ο Μπύλι με ρϔτηςε αν όξερα εκεύνο το ανϋκδοτο για το χοντρϐ ντιςκ τζϐκεώ με την ψιλό φωνοϑλα, κι εγϔ του εύπα πωσ δεν καταλαβαύνω τι μου λϋει. Σϐτε ο Μπύλι μου εύπε πωσ δεν μποροϑςε ν' απαντόςει ςτην ερϔτηςη μου, αλλϊ μου εύπε κϊτι που τουσ εύχε πει ϋνασ απϐ τουσ καθηγητϋσ του για τον Σϐμασ Γουλφ. Αυτϐσ ο καθηγητόσ, λοιπϐν, εύχε πει ϐτι κϊποιοι ςυγγραφεύσ —ο Γουλφ όταν ϋνασ τϋτοιοσ δεν ϋλεγαν τύποτα ςαν ϊνθρωποι μϋχρι που κϊθονταν ς' ϋνα γραφεύο κι ϋπιαναν ϋνα μολϑβι ςτο χϋρι τουσ. Εύπε πωσ ϋνα μολϑβι ςτα χϋρια τϋτοιων ανθρϔπων εύναι ϐ,τι ϋνασ τηλεφωνικϐσ θϊλαμοσ για τον Κλαρκ Κεντ. ήτι ο Σϐμασ Γουλφ όταν... » Η Μϊρθα κϐμπιαςε προσ ςτιγμόν και ϑςτερα χαμογϋλαςε, «...όταν ςαν τισ μεταλλικϋσ καμπανύτςεσ. Οι καμπανύτςεσ απϐ μϐνεσ τουσ δεν εύναι τύποτε, αλλϊ ϐταν περνϊει ανϊμεςα τουσ ο αϋρασ βγϊζουν γλυκιϊ, υπϋροχη μουςικό.
Ο οϑπερμαν. τισ ταινύεσ, μεταμορφϔνεται ςυνόθωσ απϐ δημοςιογρϊφοσ Κλαρκ Κεντ ςε οϑπερμαν μϋςα ςε τηλεφωνικοϑσ θαλϊμουσ. (.τ.Μ.)
322
»Νομύζω πωσ ο Πύτερ Σζϋφρισ όταν απ' αυτοϑσ. Εύχε ποιϐτητα, εύχε ανατραφεύ μϋςα ςτην ποιϐτητα κι αυτϐ φαινϐταν, αλλϊ η δικό του ποιϐτητα δεν τον ϋβγαζε πουθενϊ. Ϋταν ςαν να του την εύχε χαρύςει ο θεϐσ με το τςουβϊλι κι αυτϐσ να την εύχε ςπαταλόςει, θα ςου πω κϊτι που μπορεύ να μην το πιςτϋψεισ. Αφοϑ διϊβαςα δυο απϐ τα βιβλύα του ϊρχιςα να τον λυπϊμαι». «Να τον λυπϊςαι;» «Ναι. Γιατύ τα βιβλύα όταν καλϊ και ο ϊνθρωποσ που τα εύχε γρϊψει όταν κακϐσ ςαν την αμαρτύα. Απϐ μια μεριϊ, όταν ςαν τον Σζϐνι μου, μϐνο που ο Σζϐνι όταν πιο τυχερϐσ γιατύ δεν ονειρευϐταν ποτϋ του μια καλϑτερη ζωό. Σα βιβλύα του Σζϋφρισ όταν τα ϐνειρα του, ϐπου ϊφηνε ελεϑθερο τον εαυτϐ του να πιςτϋψει ςτον κϐςμο που κορϐιδευε και περιφρονοϑςε ϐταν όταν ξϑπνιοσ». Η Μϊρθα ρϔτηςε την Ντϊρςι αν όθελε ϊλλη μπύρα. Η Ντϊρςι τησ εύπε ϐτι εύχε πιει του ςκαςμοϑ. «Αν αλλϊξεισ γνϔμη, ςφϑρα μου. Και μπορεύ ν' αλλϊξεισ, γιατύ απϐ δω κι εμπρϐσ αρχύζουν τα νερϊ να γύνονται βοϑρκοσ». «Ϊνα τελευταύο γι' αυτϐ τον ϊνθρωπο», εύπε η Μϊρθα. «Δεν όταν ςϋξι. Σουλϊχιςτον, με τον τρϐπο που ξϋρουμε ϐτι εύναι ςϋξι οι ϊντρεσ». «Θϋλεισ να πεισ ϐτι όταν...» «ήχι, δεν όταν ομοφυλϐφιλοσ ό αδερφό ό ϐπωσ αλλιϔσ τουσ λϋνε. Δεν όταν ςϋξι οϑτε για τουσ ϊντρεσ οϑτε για τισ γυναύκεσ. ' ϐλα αυτϊ τα χρϐνια που ϋκανα το δωμϊτιο του, μϐνο δυο ό τρεισ φορϋσ εύδα γϐπεσ με ςημϊδια απϐ κραγιϐν ςτα ταςϊκια τησ κρεβατοκϊμαρασ και μϑριςα γυναικεύο ϊρωμα ςτο μαξιλϊρι. Μια απ' αυτϋσ τισ φορϋσ βρόκα κι ϋνα μολϑβι ματιϔν ςτο μπϊνιο —εύχε κυλόςει ςτη γωνύα, πύςω απϐ την πϐρτα. Πρϋπει να όταν παςτρικϋσ (το ϊρωμα ςτα μαξιλϊρια δε μϑριζε 323
ςαν εκεύνα που φορϊνε οι καθϔσ πρϋπει γυναύκεσ), αλλϊ τρεισ φορϋσ μϋςα ςε τϐςα χρϐνια δεν εύναι και πολϑ, ε;» «Με τύποτα», εύπε η Ντϊρςι, που εύχε βαρεθεύ να μαζεϑει ςλιπϊκια κϊτω απϐ τα κρεβϊτια και ψεϑτικεσ βλεφαρύδεσ απϐ ςεντϐνια και μαξιλϊρια ό να τραβϊει το καζανϊκι για να φϑγουν τα χρηςιμοποιημϋνα προφυλακτικϊ που επϋπλεαν ςτισ λεκϊνεσ των μπϊνιων. Η Μϊρθα ϋμεινε λύγη ϔρα ςιωπηλό, χαμϋνη ςτισ ςκϋψεισ, και ϑςτερα ςόκωςε απϐτομα το κεφϊλι. «Να ςου πω τι γινϐταν!» εύπε. «Αυτϐσ ο ϊντρασ όταν ςϋξι για τον εαυτϐ του! Ακοϑγεται παλαβϐ, αλλϊ εύναι αλόθεια. Σο ςύγουρο εύναι πωσ δεν του ϋλειπαν τα ζουμιϊ —το ξϋρω απϐ τα ςεντϐνια που ϊλλαζα». Η Ντϊρςι ςυγκατϋνευςε. «Και υπόρχε πϊντα ϋνα βαζϊκι κρϋμα ςτο μπϊνιο ό και ςτο κομοδύνο του καμιϊ φορϊ. Νομύζω ϐτι τη χρηςιμοποιοϑςε ϐταν το ϋκανε. Ξϋρεισ, για να μην ερεθύςει το δϋρμα με την παλϊμη του». Οι δυο γυναύκεσ κοιτϊχτηκαν και ξαφνικϊ ξϋςπαςαν ςε υςτερικϊ γϋλια. «Εύςαι ςύγουρη ϐτι δεν όταν απϐ τουσ "αλλιϔτικουσ";» ρϔτηςε τελικϊ η Ντϊρςι. «Κρϋμα ςου εύπα, ϐχι βαζελύνη», απϊντηςε η Μϊρθα. Αυτϐ όταν. Επύ πϋντε λεπτϊ γελοϑςαν και οι δϑο ακρϊτητα, μϋχρι δακρϑων. την ουςύα, βϋβαια, δεν όταν καθϐλου αςτεύο και η Ντϊρςι το όξερε. ήταν, λοιπϐν, η Μϊρθα ξανϊρχιςε να μιλϊει, ςϔπαςε και ςυνϋχιςε να την ακοϑει με προςοχό, ϐςο κι αν δεν μποροϑςε να τα χωρϋςει το μυαλϐ τησ αυτϊ που ϊκουγε. «Ϋταν καμιϊ βδομϊδα μετϊ τη μϋρα που εύχα πϊει ςτησ Μαμϊ Ντελϐρμ», εύπε η Μϊρθα. «Μπορεύ να όταν και δϑο. Δε θυμϊμαι καλϊ. Ϊχει περϊςει πϊρα πολϑσ καιρϐσ απϐ τϐτε. το 324
μεταξϑ εύχα ςιγουρευτεύ ϐτι όμουν ϋγκυοσ -δεν εύχα πρωινϋσ ζαλϊδεσ ό εμετοϑσ, αλλϊ το ϋνιωθα. Δεν το καταλαβαύνεισ απϐ πρϊγματα που φαντϊζεςαι. Εύναι λεσ και τα οϑλα ςου ό η μϑτη ςου να καταλαβαύνουν πωσ κϊτι γύνεται μϋςα ςου. ε πιϊνουν κϊτι περύεργεσ ορϋξεισ. Ασ ποϑμε, θϋλεισ παώδϊκια ςτισ δϋκα η ϔρα το πρωύ. Και τϐτε λεσ: "ήπα! Σι ϋχουμε εδϔ;" Αλλϊ ξϋρεισ πολϑ καλϊ τι εύναι. Εγϔ δεν εύπα κουβϋντα ςτον Σζϐνι. Ϋξερα πωσ κϊποτε θα ϋπρεπε να του το πω, αλλϊ φοβϐμουν». «Δε ςε κατηγορϔ», εύπε η Ντϊρςι. «Αργϊ ϋνα πρωύ όμουν ςτην κρεβατοκϊμαρα τησ ςουύτασ του Σζϋφρισ κι ενϔ μϊζευα τα ςεντϐνια ςκεφτϐμουν τον Σζϐνι και πϔσ θα του ϋλεγα τα νϋα για το μωρϐ. Ο Σζϋφρισ εύχε πϊει κϊπου ϋξω, να ςυναντόςει τον εκδϐτη του μϊλλον. Σο κρεβϊτι όταν διπλϐ, ανακατωμϋνο και ςτισ δυο πλευρϋσ, αλλϊ αυτϐ δε ςόμαινε τύποτα. Κοιμϐταν πολϑ ϊτςαλα. Μερικϋσ φορϋσ ϋβριςκα ακϐμα και το κατωςϋντονο τραβηγμϋνο απϐ το ςτρϔμα. "Ϊβγαλα, λοιπϐν, το κϊλυμμα και τισ δυο κουβϋρτεσ — όταν κρυουλιϊρησ και πϊντα ςκεπαζϐταν με ϐςα ϋβριςκε— και ϑςτερα ϊρχιςα να τραβϊω το πανωςϋντονο να το αλλϊξω. Σϐτε εύδα αμϋςωσ το λεκϋ. Ϋταν τα ζουμιϊ του, που εύχαν μιςοξεραθεύ πϊνω ςτο ςεντϐνι. »τϊθηκα εκεύ και τα κούταζα για... οϑτε κι εγϔ ξϋρω για πϐςη ϔρα. αν να με εύχαν υπνωτύςει. Σον φαντϊςτηκα ξαπλωμϋνο ςτο κρεβϊτι, μονϊχο του, αφοϑ εύχαν φϑγει ϐλοι οι φύλοι του, να μυρύζει μϐνο την τςιγαρύλα που εύχαν αφόςει πύςω τουσ και τον ύδιο του τον ιδρϔτα. Σον φαντϊςτηκα εκεύ, ξαπλωμϋνο ανϊςκελα, να κοιτϊζει το ταβϊνι και ϑςτερα να κϊνει ϋρωτα με τη Μαμϊ Φοϑφτα και τισ Πϋντε θυγατϋρεσ τησ. Σον εύδα τϐςο καθαρϊ ϐςο βλϋπω εςϋνα τϔρα, Ντϊρςι. Σο μϐνο που δεν εύδα όταν οι ςκϋψεισ του, οι εικϐνεσ που ϋφτιαχνε ςτο μυαλϐ του εκεύνη την ϔρα... αλλϊ καλυτϋρα, κρύνοντασ απϐ το πϔσ μιλοϑςε και τι εύδουσ ϊνθρωποσ όταν ϐταν δεν ϋγραφε». 325
Η Ντϊρςι την κούταζε μουδιαςμϋνη, μη βρύςκοντασ τύποτα να πει. «Σο επϐμενο που θυμϊμαι όταν ϐτι... μ' ϋπιαςε ξαφνικϊ αυτϐ το πρϊγμα που ςου ϋλεγα». Η Μϊρθα ςϔπαςε, ςκϋφτηκε για λύγο και τελικϊ κοϑνηςε το κεφϊλι τησ αργϊ, με ςιγουριϊ. «Μ' ϋπιαςε αυτό η λαχτϊρα για φαγητϐ. ήπωσ ϐταν θϋλεισ παιδϊκια ςτισ δϋκα το πρωύ ό τουρςύ ςτισ τρεισ τα χαρϊματα ό... Σι όθελεσ εςϑ, Ντϊρςι;» «Υϋτεσ μπϋικον», μουρμοϑριςε η Ντϊρςι. Ϊνιωθε τα χεύλη τησ κατϊξερα και μουδιαςμϋνα. «Ο ϊντρασ μου πόγε ν' αγορϊςει, αλλϊ δε βρόκε και μου ϋφερε χοιρινϐ ςαλϊμι που το κατϊπια ςχεδϐν αμϊςητο». Η Μϊρθα ϋγνεψε καταφατικϊ και ςυνϋχιςε τη διόγηςη. Σριϊντα δευτερϐλεπτα αργϐτερα η Ντϊρςι ϋτρεξε ςαν βολύδα ςτο μπϊνιο, ϐπου μετϊ απϐ μια ςϑντομη πϊλη με το ςτομϊχι τησ ϊδειαςε τελικϊ ςτη λεκϊνη το κοκκινιςτϐ κι ϐλεσ τισ μπύρεσ που εύχε πιει. Δεσ το απϐ την καλό πλευρϊ, ςκϋφτηκε, παςπατεϑοντασ ςτα τυφλϊ για το καζανϊκι. Αϑριο δε θα ϋχεισ πονοκϋφαλο απϐ το μεθϑςι. Κι αμϋςωσ μετϊ: Πϔσ θα την κοιτϊξω ςτα μϊτια; Πϔσ θα μπορϋςω να την ξανακοιτϊξω ςτα μϊτια; Αποδεύχτηκε ϐτι τϋτοιο πρϐβλημα δεν υπόρχε. ήταν ςτρϊφηκε, η Μϊρθα ςτεκϐταν ςτην πϐρτα του μπϊνιου και την κούταζε γεμϊτη ϋγνοια. «Εύςαι καλϊ, Ντϊρςι;» «Ναι». Η Ντϊρςι δοκύμαςε να χαμογελϊςει και προσ μεγϊλη τησ ανακοϑφιςη, τα κατϊφερε. «Απλϔσ... μου όρθε...» «Ξϋρω», τησ εύπε η Μϊρθα. «Πύςτεψε με, ξϋρω. θϋλεισ να ςου τελειϔςω ό ϊκουςεσ όδη αρκετϊ;» «Να μου τελειϔςεισ», εύπε αποφαςιςτικϊ η Ντϊρςι κι ϋπιαςε τη φύλη τησ απϐ το μπρϊτςο. «Αλλϊ θα πϊμε ςτο καθιςτικϐ. Μϐνο που θα βλϋπω το ψυγεύο θ' ανακατεϑομαι». 326
«Ϊγινε», εύπε η Μϊρθα. Ϊνα λεπτϐ αργϐτερα βρύςκονταν καθιςμϋνεσ αντικριςτϊ, ςτισ δυο ϊκρεσ του παλιοϑ αλλϊ βολικοϑ καναπϋ ςτο καθιςτικϐ. «Εύςαι ςύγουρη, γλυκιϊ μου;» ρϔτηςε η Μϊρθα. Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Εντϊξει». Αλλϊ η Μϊρθα ϋμεινε βουβό λύγη ϔρα ακϐμα, με το βλϋμμα ςτυλωμϋνο ςτα λιγνϊ τησ χϋρια που κρατοϑςε ςφιγμϋνα ςτην ποδιϊ τησ, αναμετρϔντασ το παρελθϐν, ϐπωσ θα ςϊρωνε με το περιςκϐπιο τα ϊγνωςτα, εχθρικϊ νερϊ ϋνασ διοικητόσ υποβρυχύου. Σελικϊ, ςόκωςε το κεφϊλι τησ, ςτρϊφηκε προσ την Ντϊρςι και ξανϊπιαςε το νόμα τησ ιςτορύασ τησ. «Μϋχρι το ςχϐλαςμα εκεύνη τη μϋρα δοϑλευα ςαν να όμουν μιςοναρκωμϋνη. αν να με εύχαν υπνωτύςει. ήταν μου μιλοϑςαν οι ϊλλοι απαντοϑςα κανονικϊ, αλλϊ όταν ςαν να τουσ ϊκουγα μϋςα απϐ ϋνα γυϊλινο τούχο κι εγϔ να τουσ μιλοϑςα με τον ύδιο τρϐπο. ύγουρα με ϋχει υπνωτύςει, ςκεφτϐμουν. Εκεύνη η γριϊ. Κι αφοϑ με υπνϔτιςε, μου ϋδωςε μια απϐ κεύνεσ τισ εντολϋσ που δύνουν οι επαγγελματύεσ υπνωτιςτϋσ ςτισ παραςτϊςεισ, ασ ποϑμε, "Μϐλισ ακοϑςεισ τη λϋξη Σςύχλεσ θα πϋςεισ ςτα τϋςςερα και θα γαβγύζεισ ςαν ςκϑλοσ" ό κϊτι παρϐμοιο. Κι αυτϐσ που ϋχει υπνωτιςτεύ το κϊνει, ακϐμα κι αν ακοϑςει τη λϋξη Σςύχλεσ για πρϔτη φορϊ μετϊ απϐ δϋκα χρϐνια. Αυτό η γριϊ μου ϋβαλε κϊτι ςτο τςϊι μου, με υπνϔτιςε και μου εύπε να το κϊνω. Αυτϐ το ςιχαμϋνο πρϊγμα. »Ϋξερα και γιατύ το ϋκανε. Μια γριϊ προληπτικό, που πύςτευε ςε ξϐρκια και μαγγανεύεσ και ςτο ϐτι μπορεύσ να μαγϋψεισ ϋναν ϊντρα αν βϊλεισ μια ςταγϐνα αύμα απϐ την περύοδο ςου ςτην πατοϑςα του την ϔρα που κοιμϊται κι ϋνασ θεϐσ ξϋρει τι ϊλλο... μια τϋτοια γριϊ, λοιπϐν, που εύχε λϐξα με τουσ φυςικοϑσ πατερϊδεσ, αν εύχε τη δϑναμη να υπνωτύζει, όταν πολϑ φυςικϐ να υπνωτύςει μια ςαν κι εμϋνα και να τη βϊλει να κϊνει ϋνα τϋτοιο πρϊγμα. Επειδό αυτό πύςτευε ϐτι ϋπιανε. Κι 327
επειδό εγϔ τησ εύχα πει τ' ϐνομα κϊποιου ϊντρα, ςωςτϊ; Πολϑ ςωςτϊ. »Δε μου πϋραςε ϐμωσ απϐ το μυαλϐ ϐτι δε θυμϐμουν τύποτε απ' ϐςα εύχαν γύνει ςτο ςπύτι τησ Μαμϊ Ντελϐρμ και ϐτι τα εύχα θυμηθεύ μϐνο αφοϑ ϋκανα αυτϐ που ϋκανα ςτο κρεβϊτι του κυρύου Σζϋφρισ. Σο ςκϋφτηκα, ϐμωσ, το βρϊδυ. »Η μϋρα πϋραςε χωρύσ πρϐβλημα, θϋλω να πω, οϑτε ϋκλαψα οϑτε ϋβαλα τισ φωνϋσ οϑτε ϋπαθα υςτερύεσ. Η αδερφό μου η Κύςι εύχε αντιδρϊςει πολϑ χειρϐτερα μια φορϊ που πόγε να βγϊλει νερϐ απϐ το πηγϊδι και πετϊχτηκε μια νυχτερύδα και μπλϋχτηκε ςτα μαλλιϊ τησ. Εγϔ εύχα μϐνο αυτό την περύεργη αύςθηςη ϐτι ςτεκϐμουν πύςω απϐ ϋνα γυϊλινο τούχο και πύςτεψα πωσ αυτϐ όταν ϐλο και θα μου περνοϑςε. »ίςτερα, ϐταν γϑριςα ςπύτι, μ' ϋπιαςε μια τρελό δύψα. Δεν εύχα ξαναδιψϊςει τϐςο πολϑ ςτη ζωό μου. Ϋταν λεσ και περπατοϑςα μϋρεσ ςτην ϋρημο. Ωρχιςα να πύνω νερϐ. Δεν ϋλεγα να ξεδιψϊςω. ίςτερα ϊρχιςα να φτϑνω. Ϊφτυνα, ϋφτυνα και τελειωμϐ δεν εύχα. Και ϑςτερα μου όρθε αναγοϑλα. Ϊτρεξα ςτο μπϊνιο, κοιτϊχτηκα ςτον καθρϋφτη κι ϋβγαλα τη γλϔςςα μου να δω μόπωσ εύχε μεύνει τύποτα κολλημϋνο εκεύ και βϋβαια δεν εύδα τύποτα. Σϐτε ςκϋφτηκα: Ορύςτε! Ηςϑχαςεσ τϔρα; »ήχι. Δεν εύχα ηςυχϊςει. Ϊνιωθα ϐλο και χειρϐτερα. Γονϊτιςα μπροςτϊ ςτη λεκϊνη κι ϋκανα ϐ,τι ϋκανεσ εςϑ νωρύτερα, Ντϊρςι, μϐνο που κρϊτηςε πολϑ περιςςϐτερο. Ξερνοϑςα μϋχρι που νϐμιςα πωσ θα λιποθυμόςω. Ϊκλαιγα κιϐλασ και παρακαλοϑςα το θεϐ να με ςυγχωρόςει, να ςταματόςω να κϊνω εμετϐ μη χϊςω το παιδύ, αν όμουν ςτ' αλόθεια ϋγκυοσ. Κι ϋπειτα θυμόθηκα τον εαυτϐ μου να ςτϋκομαι ϐρθια μπροςτϊ ςτο κρεβϊτι του Σζϋφρισ, με τα δϊχτυλα ςτο ςτϐμα μου —ειλικρινϊ ςου λϋω, ϋβλεπα τον εαυτϐ μου να το κϊνει, λεσ κι ϋπαιζα ςε ταινύα— κι ϊρχιςα πϊλι να ξερνϊω. 328
»Με ϊκουςε η κυρύα Πϊρκερ απϐ δύπλα, όρθε ςτην πϐρτα και ρϔτηςε αν όμουν καλϊ. Αυτϐ με ςυνϋφερε κϊπωσ και ωσ την ϔρα που όρθε ο Σζϐνι, αργϊ το βρϊδυ, εύχα ξεπερϊςει το χειρϐτερο. Ο Σζϐνι όταν πιωμϋνοσ, εύχε ϐρεξη για καβγϊ. ήταν δεν του ϋκανα το χατύρι, μου ϋριξε μια γερό ςτο μϊτι και ξανϊφυγε. χεδϐν χϊρηκα που με χτϑπηςε, γιατύ βρόκα κϊτι ϊλλο να ςκϋφτομαι. »Σην ϊλλη μϋρα, ϐταν μπόκα ςτη ςουύτα του κυρύου Σζϋφρισ, αυτϐσ καθϐταν ςτο ςαλϐνι με τισ πιτζϊμεσ κι ϋγραφε ς' ϋνα απϐ τα κύτρινα ςημειωματϊρια του. Ϊφερνε πϊντα μαζύ του καμιϊ ντουζύνα απϐ δαϑτα, δεμϋνα ςε μϊτςο μ' ϋνα φαρδϑ κϐκκινο λϊςτιχο. Σην τελευταύα φορϊ που όρθε ςτο Λε Πϊλε και εύδα ϐτι δεν εύχε φϋρει ςημειωματϊρια, κατϊλαβα ϐτι το εύχε πϊρει απϐφαςη πωσ θα πϋθαινε. Δε λυπόθηκα ςταλιϊ, ςε πληροφορϔ». Η Μϊρθα κούταξε αφηρημϋνα το παρϊθυρο του καθιςτικοϑ, με μια ϋκφραςη που δεν εύχε ύχνοσ ούκτου ό ςυγχϔρηςησ. Ϋταν ϋνα ςκληρϐ, ψυχρϐ βλϋμμα που αντανακλοϑςε την παγωνιϊ μιασ ϊδειασ καρδιϊσ. «Βλϋποντασ ϐτι δεν εύχε βγει εκεύνο το πρωύ, ανακουφύςτηκα, γιατύ αυτϐ ςόμαινε πωσ θα ϋκανα αργϐτερα το καθϊριςμα. Βλϋπεισ, δεν όθελε τισ καμαριϋρεσ ςτα πϐδια του ϐταν δοϑλευε και ςκϋφτηκα ϐτι θα τον αναλϊμβανε η Ιβϐν που ϋπιανε βϊρδια ςτισ τρεισ. »"Θα περϊςω αργϐτερα, κϑριε Σζϋφρισ", του εύπα. »"Κϊνε τη δουλειϊ ςου", μου εύπε αυτϐσ. "Απλϔσ, μην κϊνεισ πολλό φαςαρύα. Ϊχω ϋναν αναθεματιςμϋνο πονοκϋφαλο και μια διαβολικϊ καλό ιδϋα. Ο ςυνδυαςμϐσ με ςκοτϔνει". »ε κϊθε ϊλλη περύπτωςη θα μου εύχε πει να ϋρθω ϊλλη ϔρα. ου τ' ορκύζομαι. Ϋταν ςαν ν' ϊκουγα τη γριϊ μϊγιςςα να γελϊει και να τρύβει τα χϋρια τησ. 329
»Μπόκα ςτο μπϊνιο κι ϊρχιςα να ςυμμαζεϑω. Μϊζεψα τισ χρηςιμοποιημϋνεσ πετςϋτεσ, κρϋμαςα ςτεγνϋσ, ϊλλαξα τα ςαπουνϊκια, ϊδειαςα τα καλϊθια και ϐλη αυτό την ϔρα ςκεφτϐμουν: Δεν μπορεύσ, κυρϊ μου, να υπνωτύςεισ κϊποιον που δε θϋλει να υπνωτιςτεύ. ή,τι κι αν μου ϋβαλεσ ςτο τςϊι μου, ϐ, τι κι αν μου εύπεσ να κϊνω, ϐςεσ φορϋσ κι αν μου το εύπεσ, ς' ϋχω πϊρει χαμπϊρι, ξϋρω τι κϊνεισ και δε θα ς' αφόςω. »Μπόκα ςτην κρεβατοκϊμαρα και κούταξα το κρεβϊτι. Περύμενα να μου φανεύ ϐπωσ η ντουλϊπα ς' ϋνα παιδϊκι που φοβϊται τον μπαμποϑλα, αλλϊ όταν μϐνο ϋνα κρεβϊτι. Ϋμουν ςύγουρη πωσ δε θα ϋκανα τύποτα και ηςϑχαςα. Οπϐτε, ϊρχιςα να το ξεςτρϔνω και εύδα πϊλι ϋνα μεγϊλο, μιςοξεραμϋνο λεκϋ ςτο ςεντϐνι. Αυτϐσ πρϋπει να εύχε ξυπνόςει ορεξϊτοσ πριν απϐ καμιϊ ϔρα και να το εύχε κϊνει πϊλι. »Σο εύδα, λοιπϐν, και περύμενα να δω αν θα ϋνιωθα τύποτα περύεργο. Δεν ϋνιωςα. Ϋταν απλϔσ ϋνα "παρατημϋνο γρϊμμα" που ο αποςτολϋασ δεν εύχε βρει "φϊκελο" να το βϊλει. Βλϋπουμε ντουζύνεσ τϋτοια ςτο ξενοδοχεύο εμεύσ οι καμαριϋρεσ. ήςο όμουν εγϔ μπρουγια όταν κι εκεύνη η γριϊ. Μπορεύ να όμουν ϋγκυοσ, μπορεύ και ϐχι, αλλϊ, αν όμουν, το παιδύ όταν του Σζϐνι. Μϐνο μ' αυτϐν εύχα κοιμηθεύ ςτη ζωό μου κι αυτϐ δε θ' ϊλλαζε ϐ,τι κι αν ϋβριςκα ςτα ςεντϐνια ενϐσ λευκοϑ κυρύου. »Εύχε ςυννεφιϊ εκεύνη τη μϋρα, αλλϊ τη ςτιγμό που το ςκϋφτηκα αυτϐ βγόκε ο όλιοσ, λεσ και ο ύδιοσ ο θεϐσ εύχε βϊλει το χϋρι Σου ςτα πρϊγματα. Δε θυμϊμαι να εύχα ξανανιϔςει ποτϋ μου τϋτοια ανακοϑφιςη. τεκϐμουν εκεύ ευχαριςτϔντασ το θεϐ που πόγαιναν ϐλα καλϊ κι ενϔ ϋλεγα αυτϊ με το νου μου, με τα δϊχτυλα μϊζευα εκεύνο το πρϊγμα απϐ το ςεντϐνι —ϐςο μποροϑςα να μαζϋψω, δηλαδό— το ϋχωνα ςτο ςτϐμα μου και το κατϊπινα. »Ϋταν ςαν να ςτεκϐμουν ϋξω απϐ τον εαυτϐ μου και να ϋβλεπα απϐ μακριϊ τι ϋκανα. Ϊνα κομμϊτι του μυαλοϑ μου 330
ϋλεγε: Εύςαι τρελό που κϊνεισ τϋτοιο πρϊγμα, κοπϋλα μου, αλλϊ εύςαι ακϐμα πιο τρελό που το κϊνεισ ϐταν αυτϐσ βρύςκεται ςτο διπλανϐ δωμϊτιο. Απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό μπορεύ να μπει για να πϊει ςτο μπϊνιο και να ςε δει. Μ' αυτϊ τα παχιϊ χαλιϊ οϑτε που θα τον ακοϑςεισ. Και τϐτε πϊει η δουλειϊ ςου ςτο Λε Πϊλε και ςε κϊθε ϊλλο μεγϊλο ξενοδοχεύο τησ Νϋασ Τϐρκησ. Μια μαϑρη που θα την πιϊςουν να κϊνει τϋτοιο πρϊγμα αποκλεύεται να ξαναδουλϋψει ςαν καμαριϋρα ςε κανϋνα ξενοδοχεύο περιωπόσ ς' αυτό την πϐλη. »Αλλϊ δε μ' ϋνοιαζε. υνϋχιςα μϋχρι που χϐρταςα, μϋχρι που κϊποιο κομμϊτι μου ικανοποιόθηκε πια και δεν όθελε ϊλλο. Σϐτε ϋμεινα εκεύ και ςτεκϐμουν ϊπραγη, κοιτϊζοντασ το ςεντϐνι. Απϐ το διπλανϐ δωμϊτιο δεν ακουγϐταν τύποτα και μου μπόκε η ιδϋα ϐτι αυτϐσ βριςκϐταν πύςω μου, ϐρθιοσ ςτο ϊνοιγμα τησ πϐρτασ. Ϋξερα τι ϋκφραςη θα εύχε το πρϐςωπο του. Μια φορϊ, ϐταν όμουν μικρό, εύχε ϋρθει ϋνα τςύρκο ςτο Μπϊμπιλον. Ανϊμεςα ςτα πολλϊ ϋδειχναν κι ϋναν ϊγριο, ςε ξεχωριςτό τϋντα ϐμωσ. Ϊνασ κανονικϐσ ϊνθρωποσ του τςύρκου ςτεκϐταν απϋξω κι ϋλεγε ϐτι τον εύχαν μϋςα ςε μια τρϑπα ςτο χϔμα, ϐτι όταν μιςϐ ζϔο και μιςϐσ ϊντρασ και ϐτι ϊμα του πετοϑςεσ ϋνα ζωντανϐ κοτϐπουλο του ϋκοβε το κεφϊλι με τα δϐντια. Ο μεγϊλοσ μου αδερφϐσ, ο Μπρϊντφορντ, που ςκοτϔθηκε με αυτοκύνητο, θεϐσ ςχωρϋς' τον, όθελε να μπει να δει τον ϊγριο. Ο πατϋρασ μου δεν όθελε, αλλϊ δεν του το απαγϐρευςε, μια και ο Μπρϊντφορντ όταν όδη δεκαεννιϊ χρονϔν τϐτε, ςωςτϐσ ϊντρασ. Σελικϊ πόγε. Η Κύςι κι εγϔ περιμϋναμε πϔσ και τι να μασ πει τι εύδε, αλλϊ μϐλισ βγόκε και εύδαμε την ϋκφραςη του δεν τον ρωτόςαμε τύποτα. Σϋτοια ϋκφραςη νομύζω πωσ θα εύχε και ο κϑριοσ Σζϋφρισ αν ςτεκϐταν ςτην πϐρτα και με κούταζε. Καταλαβαύνεισ τι θϋλω να πω;» Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. 331
«Σον ϋνιωθα να ςτϋκεται πύςω μου, όμουν ςύγουρη. Σελικϊ, μϊζεψα ϐςο κουρϊγιο εύχα και ςτρϊφηκα, αποφαςιςμϋνη να τον παρακαλϋςω να μην πει τύποτα ςτην προώςταμϋνη, να πϋςω ςτα γϐνατα αν χρειαζϐταν. Δεν όταν εκεύ. Ϋταν απλϔσ η ϋνοχη ςυνεύδηςη μου που με ϋκανε να φαντϊζομαι πρϊγματα. Πόγα ωσ την πϐρτα και κούταξα. Αυτϐσ όταν ακϐμα ςτο ςαλϐνι κι ϋγραφε ςτο κύτρινο ςημειωματϊριο ςαν μανιακϐσ. υνϋχιςα τη δουλειϊ μου. Ωλλαξα ςεντϐνια κι αϋριςα το δωμϊτιο ϐπωσ ςυνόθωσ, αλλϊ εύχα πϊλι αυτό την αύςθηςη ϐτι βριςκϐμουν πύςω απϐ ϋνα γυϊλινο τούχο. »Ϊβγαλα τισ βρϐμικεσ πετςϋτεσ και τα ςεντϐνια κατευθεύαν ςτο διϊδρομο απϐ την πϐρτα τησ κρεβατοκϊμαρασ. Σο πρϔτο πρϊγμα που ϋμαθα, ϐταν ϋπιαςα δουλειϊ ςτο ξενοδοχεύο, εύναι ϐτι δεν περνϊσ ποτϋ τα ϊπλυτα απϐ το ςαλϐνι μιασ ςουύτασ. ίςτερα γϑριςα εκεύ ϐπου όταν αυτϐσ. Εύχα ςκοπϐ να του πω ϐτι θα επϋςτρεφα αργϐτερα να καθαρύςω το ςαλϐνι. Αλλϊ ϐταν εύδα τι ϋκανε, ξαφνιϊςτηκα τϐςο πολϑ, που απϋμεινα ςτην πϐρτα να τον κοιτϊζω χϊςκοντασ. »Πόγαινε πϊνω κϊτω ςτο δωμϊτιο τϐςο γρόγορα, που οι κύτρινεσ πιτζϊμεσ θρϐιζαν γϑρω απϐ τα λιγνϊ του πϐδια. Εύχε τα χϋρια ςτα μαλλιϊ του και τ' ανακϊτωνε απ' ϐλεσ τισ μεριϋσ. Ϋταν ςαν εκεύνουσ τουσ τρελοϑσ επιςτόμονεσ ςτη ςελύδα με τισ γελοιογραφύεσ τησ ϊτερντεώ άβνινγκ Ποςτ. Σα μϊτια του όταν αγριεμϋνα, ςαν να εύχε πϊθει μεγϊλο κακϐ. Σο πρϔτο που ςκϋφτηκα όταν πωσ εύχε δει τελικϊ τι ϋκανα ςτην κρεβατοκϊμαρα του και εύχε αηδιϊςει τϐςο πολϑ που εύχε παλαβϔςει. »Αποδεύχτηκε ϐτι δεν εύχε να κϊνει μ' εμϋνα... τουλϊχιςτον, ϋτςι νϐμιζε αυτϐσ. Ϋταν η πρϔτη φορϊ που μου μύληςε, εκτϐσ για να μου ζητόςει να του φϋρω κι ϊλλα χαρτιϊ αλληλογραφύασ ό ϋνα μαξιλϊρι ακϐμα ό να ρυθμύςω τον κλιματιςμϐ. Μου μύληςε επειδό δεν μποροϑςε να κϊνει αλλιϔσ. Κϊτι του εύχε ςυμβεύ, κϊτι 332
πολϑ ςπουδαύο, κι ϋπρεπε να το πει ςε κϊποιον για να μην τρελαθεύ. Ϊτςι νομύζω. »"Σο κεφϊλι μου πϊει να ςπϊςει", μου εύπε. »"Λυπϊμαι πολϑ, κϑριε Σζϋφρισ", εύπα εγϔ. "Να ςασ φϋρω μερικϋσ αςπιρύνεσ... " »"ϐχι", μου εύπε απϐτομα. "Δεν εύναι αυτϐ. Εύναι η ιδϋα. Εύναι ςαν να πόγα να ψαρϋψω πϋςτροφεσ και να ϋπιαςα ξιφύα. Ξϋρεισ, εύμαι ςυγγραφϋασ ςτο επϊγγελμα. Γρϊφω βιβλύα". »"Μϊλιςτα, κϑριε Σζϋφρισ", εύπα εγϔ. "Ϊχω διαβϊςει δϑο απϐ τα βιβλύα ςασ και μου ϊρεςαν πολϑ". »"Αλόθεια;" εύπε αυτϐσ και με κούταξε ςαν να όμουν καμιϊ τρελό. "Καλοςϑνη ςου που μου το εύπεσ. Σϋλοσ πϊντων, ξϑπνηςα ςόμερα το πρωύ με μια καλό ιδϋα". «Μϊλιςτα, κϑριε, ςκεφτϐμουν εγϔ. Εύχεσ μια ιδϋα, ςύγουρα. Μια ιδϋα τϐςο καυτό που ξεχεύλιςε ςτα ςεντϐνια ςου. Αλλϊ τϔρα δεν εύναι πια εκεύ, οπϐτε μην πονοκεφαλιϊζεισ. Και παραλύγο να βϊλω τα γϋλια. Αλλϊ ακϐμα κι αν το εύχα κϊνει, Ντϊρςι, αυτϐσ δε θα το πρϐςεχε. «"Παρόγγειλα πρωινϐ", μου εύπε δεύχνοντασ μου το καροτςϊκι με το δύςκο δύπλα ςτην πϐρτα. "Κι εκεύ που ϋτρωγα μου όρθε ξαφνικϊ η ιδϋα. κϋφτηκα να την κϊνω διόγημα. Ξϋρεισ, υπϊρχει ϋνα περιοδικϐ... το Νιου Γιϐρκερ... Σϋλοσ πϊντων..." Δε θα εξηγοϑςε για το Νιου Γιϐρκερ ςε μια Νϋγρα ςαν εμϋνα». Η Ντϊρςι ϋδειξε τα δϐντια τησ. «"Αλλϊ μϋχρι να τελειϔςω το φαγητϐ μου", ςυνϋχιςε, "ϊρχιςε να μου φαύνεται μϊλλον ςαν μικρϐ μυθιςτϐρημα. Και ςτη ςυνϋχεια... καθϔσ ϊρχιςα να επεξεργϊζομαι κϊποιεσ ιδϋεσ..." Γϋλαςε μ' εκεύνο το κοφτϐ, τςιριχτϐ γϋλιο του. "Εύχε να μου ϋρθει τϋτοια ιδϋα πϊνω απϐ δϋκα χρϐνια. άςωσ να εύναι η καλϑτερη απ' ϐλεσ. Πεσ μου, θεωρεύσ πιθανϐ δύδυμα αδϋρφια να καταλόξουν 333
να πολεμϊνε ςε αντύθετα ςτρατϐπεδα ςτο Δεϑτερο Παγκϐςμιο Πϐλεμο;" »"Φμ... ύςωσ ϐχι ςτο μϋτωπο του Ειρηνικοϑ", εύπα εγϔ. Οποιαδόποτε ϊλλη φορϊ δε νομύζω ϐτι θα ϋβριςκα το θϊρροσ να του απαντόςω καν. θα ςτεκϐμουν και θα τον κούταζα ςαν χϊνοσ. Αλλϊ ϋνιωθα ακϐμα ςαν να βριςκϐμουν πύςω απϐ γυϊλινο τούχο ό ςαν να μου εύχε κϊνει ϋνεςη νοβοκαϏνησ ο οδοντογιατρϐσ και να μην εύχε περϊςει ακϐμα το μοϑδιαςμα. »Αυτϐσ γϋλαςε ςαν να εύχε ακοϑςει το πιο αςτεύο πρϊγμα ςτον κϐςμο. "Φα, χα! ήχι εκεύ, ϐχι βϋβαια, θα όταν αδϑνατον να ςυμβεύ ϋχει, αλλϊ ςτο μϋτωπο τησ Ευρϔπησ θα μποροϑςε. Και θα όταν πιθανϐ να βρεθοϑν πρϐςωπο με πρϐςωπο ςτη διϊρκεια τησ Μϊχησ των Αρδενϔν". »"Ναι, ύςωσ..." ϊρχιςα να λϋω εγϔ, αλλϊ αυτϐσ ςηκϔθηκε πϊλι κι ϊρχιςε να πηγαινοϋρχεται ςτο ςαλϐνι, ανακατϔνοντασ τα μαλλιϊ του με τα δϊχτυλα και κϊνοντασ ϐλο και πιο πολϑ ςαν τρελϐσ. »"Ξϋρω ϐτι μπορεύ ν' ακοϑγεται ςαν φτηνϐ μελϐδραμα", εύπε, "αλλϊ η ιδϋα των διδϑμων... που μπορεύ να αιτιολογηθεύ λογικϊ ο χωριςμϐσ τουσ... Βλϋπω το πϔσ..." Γϑριςε ςαν ςβοϑρα προσ το μϋροσ μου. "Δε θα όταν πολϑ δραματικϐ;" »"Μϊλιςτα, κϑριε", εύπα εγϔ. "ε ϐλουσ αρϋςουν οι ιςτορύεσ με αδϋρφια που ςυναντιοϑνται χωρύσ να ξϋρουν ϐτι εύναι αδϋρφια". »"ύγουρα, ςύγουρα", εύπε αυτϐσ. "Και θα ςου πω κϊτι ακϐμα..." Σϐτε ςταμϊτηςε ξαφνικϊ και πόρε μια πολϑ περύεργη ϋκφραςη. Εγϔ ϐμωσ τη διϊβαςα καθαρϊ κι ασ όταν περύεργη. Ϋταν ςαν να κατϊλαβε ξαφνικϊ ϐτι ϋκανε κϊτι πολϑ ανϐητο, ασ ποϑμε, ςαν να εύχε απλϔςει κρϋμα ξυρύςματοσ ςτα μαγουλϊ του και να εύχε αρχύςει να ξυρύζεται με την ηλεκτρικό μηχανό. ' αυτό την περύπτωςη, εξηγοϑςε την καλϑτερη ιδϋα τησ ζωόσ του ςτη Νϋγρα καμαριϋρα του ξενοδοχεύου —ςε μια Νϋγρα 334
υπηρϋτρια που ςύγουρα δεν εύχε ιδϋα απϐ ςοβαρϊ βιβλύα. Εύχε κιϐλασ ξεχϊςει ϐτι του εύπα πωσ εύχα διαβϊςει δυο απϐ τα δικϊ του...» «Μπορεύ και να νϐμιςε ϐτι όθελεσ να τον κολακεϑςεισ για να ςου δϔςει μεγαλϑτερο πουρμπουϊρ», μουρμοϑριςε η Ντϊρςι. «Ναι, αυτϐ θα ταύριαζε γϊντι ςτην ϊποψη του για το ποιϐν των ανθρϔπων. Σϋλοσ πϊντων, εκεύνη η ϋκφραςη ϋδειχνε ϐτι ο κϑριοσ Σζϋφρισ εύχε καταλϊβει επιτϋλουσ με ποια μιλοϑςε. »"Θα παρατεύνω την παραμονό μου", μου εύπε. "Ενημϋρωςε, ςε παρακαλϔ, τη ρεςεψιϐν". Και μ' αυτϐ, μου γϑριςε την πλϊτη και ξανϊρχιςε το πόγαιν' ϋλα, αλλϊ το πϐδι του ςκϊλωςε ςτο καροτςϊκι με το δύςκο του πρωινοϑ. "Πϊρε αυτϐ το αναθεματιςμϋνο καρϐτςι απϐ εδϔ μϋςα, εντϊξει;" φϔναξε εκνευριςμϋνοσ. «"Θϋλετε να ξαναπερϊςω αργϐτερα για... " πόγα να πω εγϔ. »"Ναι, ναι. Περνϊ ϐποτε θϋλεισ και κϊνε ϐ,τι νομύζεισ, αλλϊ προσ το παρϐν φρϐντιςε να εξαφανύςεισ ϐλα αυτϊ τα ςυμπρϊγκαλα απϐ το δωμϊτιο... του εαυτοϑ ςου ςυμπεριλαμβανομϋνου". »Κατϊλαβα κι ϋκανα ϐπωσ μου εύπε. Δε φαντϊζεςαι πϐςο ανακουφύςτηκα μϐλισ ϋκλειςα την πϐρτα τησ ςουύτασ και βρϋθηκα ςτο διϊδρομο. Ϊςπρωξα το καροτςϊκι ςτην ϊκρη και το ϊφηςα εκεύ. Απϐ τ' απομεινϊρια ςτο δύςκο, πρϐςεξα ϐτι εύχε πϊρει για πρωινϐ πορτοκαλϊδα, ομελϋτα και μπϋικον. Πϊνω που ϋςτριβα να φϑγω, πόρε το μϊτι μου ϋνα μιςοφαγωμϋνο μανιτϊρι ςτο ύδιο πιϊτο με τ' αβγϊ και το μπϋικον. Σο κούταξα καλϑτερα και όταν ςαν ν' ϊςτραψε ξαφνικϊ ϋνα φωσ μϋςα ςτο κεφϊλι μου. Μεμιϊσ θυμόθηκα το μανιτϊρι που μου εύχε δϔςει η γριϊ, η Μαμϊ Ντελϐρμ, μϋςα ςτο πλαςτικϐ κουτϊκι. Ϋταν η πρϔτη φορϊ που το θυμϐμουν απ' ϐταν μου το ϋδωςε, θυμόθηκα ϐτι το εύχα βρει ςτην τςϋπη μου και ϐτι το εύχα κρϑψει ςτο ντουλϊπι 335
τησ κουζύνασ. Σο μανιτϊρι ςτο πιϊτο του Σζϋφρισ όταν ολϐιδιο: μαυριδερϐ ςτην ϐψη και ςτεγνϐ ςαν αποξηραμϋνο. Ϊμοιαζε μ' αυτϊ τα δηλητηριϔδη που μπορεύ ν' αρρωςτόςεισ βαριϊ ϊμα τα φασ». Η Μϊρθα κούταξε την Ντϊρςι ςτα μϊτια. «Αυτϐσ εύχε φϊει απϐ το μανιτϊρι. Περιςςϐτερο απϐ το μιςϐ, θα ϋλεγα». «Εκεύνο το πρωύ όταν ςτη ρεςεψιϐν ο κϑριοσ Μπϊκλεώ και του εύπα ϐτι ο κϑριοσ Σζϋφρισ όθελε να παρατεύνει την παραμονό του. Ο κϑριοσ Μπϊκλεώ απϊντηςε ϐτι δε θα όταν πρϐβλημα, μϐλο που ο κϑριοσ Σζϋφρισ αρχικϊ ςκϐπευε ν' αδειϊςει τη ςουύτα το ύδιο εκεύνο απϐγευμα. »ίςτερα κατϋβηκα κϊτω ςτην κουζύνα υπηρεςύασ που δοϑλευε η Μπεντύλια Ωαρονςον —πρϋπει να την πρϐλαβεσ κι εςϑ την Μπεντύλια— και τη ρϔτηςα μόπωσ εύχε δει κανϋναν ϊλλο, εκτϐσ απϐ τουσ γνωςτοϑσ, νωρύσ το πρωύ. Η Μπεντύλια με ρϔτηςε ποιον εννοοϑςα και τησ εύπα πωσ δεν όξερα οϑτε εγϔ. "Γιατύ ρωτϊσ, Μϊρθα;" μου εύπε. Εγϔ τησ απϊντηςα ϐτι δεν μποροϑςα να τησ εξηγόςω. Σϐτε μου εύπε ϐτι δεν εύχε δει κανϋναν, οϑτε καν το νεαρϐ απϐ το ρουμ ςϋρβισ που κολλοϑςε ςτη μικρό βοηθϐ τησ. »Εκεύ που πόγαινα να φϑγω, μου εύπε η Μπεντύλια: "Εκτϐσ αν εννοεύσ τη γριϊ Νϋγρα". »Εγϔ τϐτε γϑριςα και τη ρϔτηςα τι γριϊ Νϋγρα όταν αυτό . »"Δεν ξϋρω", μου απϊντηςε η Μπεντύλια. "Μϊλλον θα όρθε απϐ το δρϐμο ψϊχνοντασ την τουαλϋτα. υμβαύνει ςυχνϊ. Οι Νϋγροι ςυνόθωσ δε ρωτϊνε ποϑ εύναι η τουαλϋτα, απϐ φϐβο μόπωσ τουσ πετϊξουν με τισ κλοτςιϋσ απϐ το ξενοδοχεύο, ακϐμα κι αν εύναι καλοντυμϋνοι... που, μεταξϑ μασ, το κϊνουν ςυχνϊ οι υπϊλληλοι. Σϋλοσ πϊντων, αυτό η γριοϑλα μϊλλον ϋχαςε το δρϐμο κι ϋφταςε ωσ εδϔ κϊτω... " Σϐτε ςταμϊτηςε και με 336
κούταξε παραξενεμϋνη. "Εύςαι καλϊ, Μϊρθα; Υαύνεςαι ϋτοιμη να λιποθυμόςεισ!" »"Δε θα λιποθυμόςω", τησ εύπα εγϔ. "Πεσ μου, τι ϋκανε αυτό η γριϊ;" »"Απλϔσ τριγϑριζε, χαζεϑοντασ τουσ δύςκουσ με τα πρωινϊ, ςαν να μην καταλϊβαινε ποϑ βριςκϐταν", εύπε η Μπεντύλια. "Σην καημενοϑλα! Εύχε πατόςει το ογδϐντα, ςύγουρα. Και όταν τϐςο κοντοϑλα και λιγνό, που νϐμιζεσ πωσ θα την πϊρει ο αϋρασ... Μϊρθα, ϋλα να καθύςεισ. Εύςαι ςαν το πορτραύτο του Ντϐριαν Γκρϋι ς' εκεύνη την ταινύα". »"Πϔσ όταν η γριϊ; Πεσ μου!" »"ου εύπα· μια καημϋνη γριοϑλα. Εμϋνα ϐλεσ ύδιεσ μου φαύνονται. Η μϐνη διαφορϊ ς' αυτό όταν ϋνα ςημϊδι που εύχε ςτο πρϐςωπο, ϋνα που ϋφτανε ωσ πϊνω ςτα μαλλιϊ τησ και όταν... " »Αλλϊ δεν ϊκουςα παρακϊτω, γιατύ εκεύνη τη ςτιγμό λιποθϑμηςα τελικϊ. »Μου ϋδωςαν ϊδεια για την υπϐλοιπη μϋρα. Δεν πρϐλαβα να μπω ςτο ςπύτι μου και μ' ϋπιαςε ξανϊ εκεύνη η δύψα και η διϊθεςη να φτϑνω και ςκϋφτηκα ϐτι ςύγουρα θα κατϋληγα πϊλι ςτη λεκϊνη να ξερνϊω τα ςωθικϊ μου. ήμωσ, για λύγη ϔρα μπϐρεςα να καθύςω όςυχη κοντϊ ςτο παρϊθυρο και να μιλόςω λύγο με τον εαυτϐ μου. »Αυτϐ που μου εύχε κϊνει η γριϊ δεν όταν απλό ϑπνωςη. Σο εύχα καταλϊβει πια. Ϋταν κϊτι πολϑ πιο ιςχυρϐ. Εξακολουθοϑςα να μην πιςτεϑω ςτα μϊγια, αλλϊ ϐτι μου εύχε κϊνει κϊτι όταν γεγονϐσ. Ϊπρεπε, λοιπϐν, να το ξεφορτωθϔ. Δε γινϐταν να παρατόςω τη δουλειϊ μου, μ' ϋναν ϊντρα που εύχε αποδειχτεύ χαμϋνο κορμύ και ύςωσ και μ' ϋνα μωρϐ ςτην κοιλιϊ. Δεν μποροϑςα καν να ζητόςω να με μεταθϋςουν ςε ϊλλο ϐροφο. Κϊνα δυο χρϐνια πριν θα μποροϑςα, αλλϊ εκεύνη την εποχό κυκλοφοροϑςε η φόμη ϐτι όθελαν να με κϊνουν βοηθϐ 337
προώςταμϋνησ ςτουσ ορϐφουσ δϋκα ωσ δϔδεκα κι αυτϐ ςόμαινε αϑξηςη ςτο μιςθϐ. Ακϐμα περιςςϐτερο, ςόμαινε ϐτι θα με ξανϊπαιρναν ςτη δουλειϊ, αφοϑ θα εύχα γεννόςει το μωρϐ. »Η μϊνα μου ϋλεγε: ή,τι δεν μπορεύσ να γιατρϋψεισ μαθαύνεισ να το αντϋχεισ. κϋφτηκα να ξαναπϊω ςτη γριϊ Μαμϊ και να τησ ζητόςω να πϊρει πύςω αυτϐ που εύχε κϊνει, αλλϊ πολϑ φοβϐμουν ϐτι δε θα το ϋκανε. Σησ εύχε κολλόςει η ιδϋα ϐτι αυτϐ όταν το καλϑτερο για μϋνα κι ϋνα απϐ τα πρϊγματα που ϋχω μϊθει ς' αυτϐ τον κϐςμο, Ντϊρςι, εύναι πωσ δεν υπϊρχει περύπτωςη ν' αλλϊξεισ τα μυαλϊ κϊποιου που ϋχει αποφαςύςει ϐτι ςου κϊνει μεγϊλη χϊρη. «Καθϐμουν εκεύ και τα ςκεφτϐμουν ϐλα αυτϊ, χαζεϑοντασ το δρϐμο και τον κϐςμο που πηγαινοερχϐταν, και δεν κατϊλαβα πϔσ με πόρε ο ϑπνοσ. Δεν πρϋπει να κοιμόθηκα πολϑ, ϐχι πϊνω απϐ ϋνα τεταρτϊκι, αλλϊ ϐταν ξϑπνηςα όξερα κϊτι ακϐμα. Ϋξερα ϐτι η γριϊ όθελε να ςυνεχύςω να κϊνω αυτϐ που εύχα όδη κϊνει δυο φορϋσ και ϐτι αυτϐ δε θα μποροϑςε να γύνει αν ο κϑριοσ Σζϋφρισ ϋφευγε για το Μπϋρμιγχαμ. Ϊτςι, τρϑπωςε ςτην κουζύνα του ξενοδοχεύου, ϋβαλε το μανιτϊρι ςτο δύςκο του κι αυτϐσ το ϋφαγε και του κατϋβηκε η μεγϊλη ιδϋα. Με τον καιρϐ αποδεύχτηκε ϐτι όταν ςπουδαύα ιςτορύα. Φαμϋνοι ςτην Ομύχλη λεγϐταν το βιβλύο. Ϋταν αυτϐ ακριβϔσ που μου εύχε πει εκεύνο το πρωύ δύδυμοι αδερφού, ο ϋνασ Αμερικανϐσ ςτρατιϔτησ και ο ϊλλοσ Γερμανϐσ, που όρθαν αντιμϋτωποι ςτη Μϊχη των Αρδενϔν. Σο βιβλύο ϋγινε το μεγαλϑτερο μπεςτ ςϋλερ του Σζϋφρισ». Η Μϊρθα ςϔπαςε για λύγο και ϑςτερα πρϐςθεςε: «Σο διϊβαςα ςτην αγγελύα τησ κηδεύασ του, ςτην εφημερύδα». «Ϊμεινε ϊλλη μια βδομϊδα ςτο ξενοδοχεύο. Κϊθε πρωύ που ϋμπαινα ςτη ςουύτα τον ϋβριςκα καθιςμϋνο ςτο γραφειϊκι του ςαλονιοϑ, με τισ πιτζϊμεσ του, να γεμύζει ϋνα απϐ τα κύτρινα ςημειωματϊρια με αρϊδεσ. Κϊθε μϋρα τον ρωτοϑςα αν όθελε να περϊςω αργϐτερα κι εκεύνοσ μου απαντοϑςε να κϊνω τη 338
δουλειϊ μου, αλλϊ χωρύσ πολλό φαςαρύα. Ποτϋ του δε ςόκωςε το κεφϊλι απϐ τα γραφτϊ του ϐταν μου μιλοϑςε. Κϊθε μϋρα ϋλεγα ςτον εαυτϐ μου πωσ δε θα το ξανακϊνω και κϊθε μϋρα ϋβριςκα τα ζουμιϊ του ςτο ςεντϐνι. Κϊθε μϋρα, κϊθε προςευχό ςτο θεϐ και κϊθε υπϐςχεςη ςτον εαυτϐ μου πόγαιναν ςτο βρϐντο και βριςκϐμουν να ξανακϊνω το ύδιο πρϊγμα. Δεν όταν ςαν να πολεμϊσ με μια λαχτϊρα, ϐπου ιδρϔνεισ ξεώδρϔνεισ, λεσ ξελϋσ και το κϊνεισ ό δεν το κϊνεισ. Ϋταν ςαν να χϊνεςαι για μια ςτιγμό απϐ τον κϐςμο και ϐταν ξανανούγεισ τα μϊτια να βλϋπεισ ϐτι το ϋχεισ κϊνει. Και κϊθε μϋρα τον ϋβλεπα να πιϊνει το κεφϊλι του ςαν να κϐντευε να ςπϊςει. Υαντϊςου τι ζευγϊρι κϊναμε. Εγϔ με τισ νυχτερινϋσ αδιαθεςύεσ μου κι αυτϐσ με τισ πρωινϋσ του κϊψεσ!» «Σι εννοεύσ;» ρϔτηςε η Ντϊρςι. «Μϐνο τα βρϊδια μποροϑςα να ςκεφτϔ πραγματικϊ τι εύχα κϊνει και τϐτε ϋπινα λύτρα νερϐ, ϋφτυνα και ξερνοϑςα ςτο μπϊνιο. Η κυρύα Πϊρκερ απϐ δύπλα ανηςϑχηςε τϐςο πολϑ, που τελικϊ αναγκϊςτηκα να τησ πω ϐτι μϊλλον όμουν ϋγκυοσ, αλλϊ δεν όθελα να το φανερϔςω ςτον ϊντρα μου πριν ςιγουρευτϔ εντελϔσ. »Ο Σζϐνι Ρϐουζγουολ όταν ϋνασ εγωύςταροσ που δεν του καιγϐταν καρφύ για κανϋναν, αλλϊ ακϐμα κι αυτϐσ θα εύχε καταλϊβει πωσ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ μ' εμϋνα, αν δεν εύχε τισ δικϋσ του ςκοτοϑρεσ. Μια απ' αυτϋσ όταν και η ϋνοπλη ληςτεύα ςτην κϊβα που ςχεδύαζε μαζύ με τα φιλαρϊκια του. Εγϔ δεν το όξερα αυτϐ βϋβαια· απλϔσ χαιρϐμουν που δεν τον εύχα ςτα πϐδια μου τα βρϊδια. Ϋταν πιο εϑκολα τα πρϊγματα ϋτςι. »ίςτερα, μπόκα ϋνα πρωύ ςτο 1163 και το βρόκα ϊδειο. Ο κϑριοσ Σζϋφρισ εύχε μαζϋψει τισ βαλύτςεσ του και εύχε φϑγει για την Αλαμπϊμα, να ςυνεχύςει εκεύ να γρϊφει το βιβλύο του και να ςκϋφτεται τον αγαπημϋνο του πϐλεμο. Αχ, Ντϊρςι, δε φαντϊζεςαι πϐςο χϊρηκα! Ϊνιωςα ςαν τον Λϊζαρο ϐταν βγόκε 339
απϐ τον τϊφο. Εκεύνο το πρωύ μου φϊνηκε πωσ ϐλα θα πόγαιναν καλϊ ςτη ζωό μου, ϐπωσ γύνεται ςτα βιβλύα, θα ϋλεγα ςτον Σζϐνι για το μωρϐ κι αυτϐσ αμϋςωσ θα ερχϐταν ςτα ςυγκαλϊ του, θα ϋκοβε τα ναρκωτικϊ και θα ϋπιανε μια ςταθερό δουλειϊ, θα γινϐταν καλϐσ ςϑζυγοσ για μϋνα κι ϊξιοσ πατϋρασ για το γιο του. Βλϋπεισ, όμουν όδη ςύγουρη απϐ τϐτε ϐτι όταν αγϐρι. »Μπόκα ςτην κρεβατοκϊμαρα του κϑριου Σζϋφρισ. Σα , ςκεπϊςματα όταν ϋνα κουβϊρι ϐπωσ πϊντα, ςεντϐνια, κουβϋρτεσ, ϐλα μαζύ ανακατωμϋνα. Πόγα ωσ το κρεβϊτι, νιϔνοντασ πϊλι ςαν να ζοϑςα ςε ϐνειρο, και τρϊβηξα το ςεντϐνι απϐ το κουβϊρι. κεφτϐμουν, Εντϊξει, αφοϑ δε γύνεται αλλιϔσ... αλλϊ θα εύναι η τελευταύα φορϊ. «Αποδεύχτηκε ϐτι η τελευταύα φορϊ εύχε όδη περϊςει. το ςεντϐνι δε βρόκα οϑτε ϋνα ύχνοσ του. ή,τι μϊγια κι αν μασ εύχε κϊνει η γριϊ Μαμϊ, εύχαν τελειϔςει. Ψραύα, ςκϋφτηκα. Εγϔ θα χϊνω το μωρϐ μου, αυτϐσ θα γρϊψει το βιβλύο τον και οϑτε γϊτα οϑτε ζημιϊ. Και ςτα κομμϊτια να πϊνε οι φυςικού πατερϊδεσ, αρκεύ ο Σζϐνι μου να γύνει καλϐσ πατϋρασ για το παιδϊκι που περιμϋνουμε». «Σο ύδιο βρϊδυ το εύπα ςτον Σζϐνι», ςυνϋχιςε η Μϊρθα και πρϐςθεςε ξερϊ: «Η ιδϋα δεν τον ενθουςύαςε, ϐπωσ ξϋρεισ». Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Με κοπϊνηςε πϋντ' ϋξι φορϋσ με το ςκουπϐξυλο και ϑςτερα ςτϊθηκε απϐ πϊνω μου, ϐπωσ όμουν πεςμϋνη ςε μια γωνιϊ κι ϋκλαιγα, και μου ϋβαλε τισ φωνϋσ. "Εύςαι τρελό, κοπϋλα μου; Να μην ξανακοϑςω για παιδύ εδϔ μϋςα! Ποτϋ! Κατϊλαβεσ;" Κι ϋφυγε βροντϔντασ την πϐρτα. »Εγϔ ϋμεινα πεςμϋνη ςτο πϊτωμα κι ϋτρεμα απϐ το φϐβο μου. θυμϐμουν την πρϔτη αποβολό και όμουν ςύγουρη πωσ απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό θ' ϊρχιζαν οι πϐνοι, θυμόθηκα το γρϊμμα τησ μϊνασ μου που μου ϋλεγε να φϑγω πριν με ςτεύλει ο Σζϐνι ςτο νοςοκομεύο και το ειςιτόριο που μου εύχε ταχυδρομόςει η Κύςι, 340
μ' εκεύνο το ΥΤΓΕ ΣΨΡΑ ςτο φϊκελο. Μετϊ απϐ λύγο, αφοϑ ςιγουρεϑτηκα πωσ δε θα ϋχανα το παιδύ, ςηκϔθηκα να μαζϋψω λύγα πρϊγματα και να φϑγω απϐ το ςπύτι αμϋςωσ, πριν γυρύςει ο Σζϐνι. Αλλϊ δεν πρϐλαβα ν' ανούξω την ντουλϊπα και να ςου η Μαμϊ Ντελϐρμ ςτο μυαλϐ μου. θυμόθηκα που τησ εύχα πει ϐτι θ' ϊφηνα τον Σζϐνι κι αυτό μου εύπε: "ήχι, αυτϐσ θ' αφόςει εςϋνα, θα χηρϋψεισ νωρύσ. Μεύνε μαζύ του. Θα ςου πϋςουν και κϊτι λεφτουδϊκια. θα νομύςεισ πωσ χϊνεισ το παιδύ, αλλϊ δε θα πϊθεισ τύποτα". »Ϋταν ςαν να βριςκϐταν κοντϊ μου και να μου ϋλεγε ποϑ να ψϊξω και τι να κϊνω. Ωνοιξα την ντουλϊπα, ναι, αλλϊ δε μ' ϋνοιαζαν πια τα ροϑχα μου. Ωρχιςα να ψαχουλεϑω τα ροϑχα του Σζϐνι και βρόκα κϊνα δυο πραγματϊκια ςτην τςϋπη εκεύνου του ύδιου μπουφϊν ςτο οπούο εύχα βρει και το μπουκαλϊκι με την πρϋζα. Σο μπουφϊν αυτϐ όταν το αγαπημϋνο του και τα ϋλεγε ϐλα για το ποιϐν του Σζϐνι Ρϐουζγουολ. Ϋταν ςατϋν, κϐκκινο τησ φωτιϊσ, φτηνιϊρικο ςτην ϐψη... το ςιχαινϐμουν. Δε βρόκα ηρωύνη ςτην τςϋπη του αυτό τη φορϊ. Βρόκα ςτη μια ϋνα ξυρϊφι και ςτην ϊλλη ϋνα φτηνϐ περύςτροφο. Ϊβγαλα το πιςτϐλι και το περιεργϊςτηκα. Και τϐτε μ' ϋπιαςε πϊλι εκεύνο το πρϊγμα που με ϋπιανε τα πρωινϊ ςτην κρεβατοκϊμαρα του κϑριου Σζϋφρισ, ςαν να εύχα μϐλισ ξυπνόςει απϐ πολϑ βαθϑ ϑπνο. »Με το πιςτϐλι ςτο χϋρι μου πόγα ςτην κουζύνα και το ϊφηςα ςτο τραπεζϊκι που εύχα βϊλει δύπλα ςτην γκαζιϋρα για να το χρηςιμοποιϔ ςαν πϊγκο. ίςτερα ϊνοιξα το ντουλϊπι πϊνω απϐ το νεροχϑτη και ψαχοϑλεψα ςτο βϊθοσ, πύςω απϐ τα μπαχαρικϊ και τα τςϊγια. την αρχό δεν μποροϑςα να το βρω και μ' ϋπιαςε εκεύνοσ ο φρικτϐσ πανικϐσ, ϐπωσ ςε πιϊνει ςτουσ εφιϊλτεσ. ίςτερα, ϐμωσ, τα δϊχτυλα μου ϊγγιξαν το πλαςτικϐ κουτϊκι και το τρϊβηξα ϋξω. 341
«Ωνοιξα το καπϊκι κι ϋβγαλα απϐ μϋςα το μανιτϊρι. Ϋταν ϋνα ςιχαμϋνο πρϊγμα, παρϊξενα βαρϑ και ζεςτϐ. αν να κρατοϑςα ϋνα μικρϐ κομμϊτι κρϋασ που δεν όταν εντελϔσ ψϐφιο. Να ςου πω κϊτι; Καλϑτερα να με βϊλεισ να ξανακϊνω διακϐςιεσ φορϋσ αυτϐ που ϋκανα ςτην κρεβατοκϊμαρα του κϑριου Σζϋφρισ, παρϊ να ξαναπιϊςω ςτο χϋρι μου εκεύνο το μανιτϊρι. »Σο κρϊτηςα με το δεξύ και με το αριςτερϐ ϋπιαςα το πιςτϐλι του Σζϐνι. ίςτερα ϋςφιξα γροθιϊ το δεξύ μου, πολϑ ςφιχτϊ, κι ϋνιωςα το μανιτϊρι να ζουπιϋται μϋςα ςτη χοϑφτα μου και... Ξϋρω, δε θα το πιςτϋψεισ, αλλϊ ϋβγαλε ϋναν όχο ςαν ςτριγκλιϊ. Πιςτεϑεισ ϐτι μπορεύ να ςτρύγκλιςε;» Η Ντϊρςι κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι τησ. την πραγματικϐτητα, δεν όξερε αν το πύςτευε, αλλϊ όταν απϐλυτα ςύγουρη ϐτι δεν όθελε να το πιςτϋψει. «Εντϊξει, οϑτε κι εγϔ το πιςτεϑω», ςυνϋχιςε η Μϊρθα. «Αλλϊ ϋτςι ακοϑςτηκε. Και κϊτι ακϐμα που δε θα το πιςτϋψεισ, αλλϊ που εγϔ το πιςτεϑω γιατύ το εύδα. Μϊτωςε. Σο μανιτϊρι μϊτωςε. Εύδα να τινϊζεται αύμα ανϊμεςα απϐ τα δϊχτυλα μου και να πιτςιλύζει το πιςτϐλι. Κι αμϋςωσ μϐλισ ϊγγιζαν την κϊννη οι ςταγϐνεσ εξαφανύζονταν ςαν να τισ ρουφοϑςε το μϋταλλο. »Μετϊ απϐ λύγο ςταμϊτηςε. Ωνοιξα το χϋρι μου περιμϋνοντασ να το δω γεμϊτο αύματα, αλλϊ εύδα μϐνο το μανιτϊρι, ζουλιγμϋνο, με ςημϊδια απϐ τα δϊχτυλα μου, αλλϊ αύμα πουθενϊ. Οϑτε ο μανιτϊρι οϑτε ςτο χϋρι μου οϑτε ςτο ϐπλο του Σζϐνι. Και ενϔ εγϔ που ϊρχιςα να ςκϋφτομαι ϐτι τα εύχα ονειρευτεύ ϐλα, αυτϐ το διαβολϐπραγμα ςϊλεψε μϋςα ςτη χοϑφτα μου. Σο κούταξα. Για κϊνα δυο ςτιγμϋσ δεν ϋμοιαζε καθϐλου με μανιτϊρι, αλλϊ με μικροςκοπικϐ κομμϋνο αντρικϐ ϐργανο που όταν ακϐμα ζωντανϐ. ϊλεψε πϊλι -αλόθεια ςου λϋω, ςϊλεψε— και τϐτε ϋμπηξα μια τςιρύδα και το πϋταξα ςτα ςκουπύδια. Σϐτε ϊκουςα τον Σζϐνι ν' ανεβαύνει τη ςκϊλα. 342
Ωρπαξα το ϐπλο, ϋτρεξα ςτο δωμϊτιο και το ξανϊβαλα ςτην τςϋπη του μπουφϊν του. ίςτερα ϋπεςα ςτο κρεβϊτι, ντυμϋνη ϐπωσ όμουν, με τα παποϑτςια και ϐλα, και τρϊβηξα τισ κουβϋρτεσ ωσ το πιγοϑνι μου. ήταν μπόκε ο Σζϐνι ςτο δωμϊτιο κατϊλαβα αμϋςωσ ϐτι όταν φτιαγμϋνοσ για καβγϊ. Κρατοϑςε ςτο χϋρι ϋνα ψϊθινο χτυπητόρι χαλιϔν. Δεν όξερα ποϑ το εύχε βρει, αλλϊ όξερα πολϑ καλϊ πϔσ ςκϐπευε να το χρηςιμοποιόςει. »"Παιδύ δεν πρϐκειται να κϊνεισ", μου εύπε. "όκω πϊνω κι ϋλα εδϔ". ""Εντϊξει, Σζϐνι", του εύπα εγϔ. "Δεν υπϊρχει παιδύ, μη ςκοτύζεςαι. Δεν το χρειϊζεςαι αυτϐ που κρατϊσ. Σο κανϐνιςεσ κιϐλασ το μωρϐ, ϊχρηςτε, παλιοαλότη!" »Ϋξερα ϐτι όταν ρύςκο να τον βρύζω, αλλϊ ςκϋφτηκα πωσ ϋτςι θα με πύςτευε πιο εϑκολα και πρϊγματι με πύςτεψε. Αντύ να με δεύρει, χαμογϋλαςε ςαν ηλύθιοσ. Ποτϋ δεν τον εύχα μιςόςει τϐςο πολϑ ςτη ζωό μου ϐςο εκεύνη τη ςτιγμό. »"Δηλαδό, πϊει;" με ρϔτηςε. »"Πϊει", απϊντηςα εγϔ. »"Και ποϑ εύναι τϔρα;" με ρϔτηςε χαζϊ. »"Ποϑ θϋλεισ να εύναι;" λϋω εγϔ. "Θα ταξιδεϑει ςτον υπϐνομο για τη θϊλαςςα". »Σϐτε όρθε ςτο κρεβϊτι και προςπϊθηςε να με φιλόςει. Για τ' ϐνομα του θεοϑ, να με φιλόςει! Εγϔ γϑριςα απϐ την ϊλλη μεριϊ κι αυτϐσ επϋμεινε, αλλϊ χωρύσ πολϑ ζϐρι. »"Θα δεισ ϐτι εγϔ ξϋρω καλϑτερα", μου λϋει. "Θα ϋχουμε καιρϐ για παιδιϊ αργϐτερα". »ίςτερα ϋφυγε πϊλι. Δυο νϑχτεσ μετϊ απ' αυτϐ, ϋκαναν εκεύνη την απϐπειρα ληςτεύασ ςτην κϊβα με τουσ φύλουσ του, το ϐπλο ϋςκαςε ςτα χϋρια του και τον ςκϐτωςε». «Νομύζεισ ϐτι εύχεσ κϊνει μϊγια ς' εκεύνο το πιςτϐλι, ϋτςι δεν εύναι;» ρϔτηςε η Ντϊρςι. 343
«ήχι εγϔ», απϊντηςε η Μϊρθα. «Αυτό τα ϋκανε... μϋςα απϐ μϋνα, μπορεύσ να πεισ. Εύδε ϐτι δεν αποφϊςιζα να το κϊνω μϐνη μου και μ' ϋβαλε να το αποφαςύςω». «Νομύζεισ ϐμωσ ϐτι εύχαν γύνει μϊγια ςτο ϐπλο», επϋμεινε η Ντϊρςι. «Δεν το νομύζω απλϔσ», τησ απϊντηςε όρεμα η Μϊρθα. Η Ντϊρςι ςηκϔθηκε και πόγε ςτην κουζύνα να πιει ϋνα ποτόρι νερϐ. Ξαφνικϊ εύχαν ςτεγνϔςει τα χεύλη τησ. «Εδϔ τελειϔνει η ιςτορύα», τησ εύπε η Μϊρθα ϐταν επϋςτρεψε. «Ο Σζϐνι πϋθανε κι εγϔ γϋννηςα τον Πιτ. Φρειϊςτηκε να φτϊςω ςτον ϐγδοο μόνα για να καταλϊβω πϐςουσ φύλουσ εύχα. Αν το εύχα καταλϊβει νωρύτερα, θα τον εύχα αφόςει τον Σζϐνι απϐ καιρϐ... αλλϊ μπορεύ και ϐχι. Κανϋνασ δεν ξϋρει πϔσ ακριβϔσ θα ϋρθουν τα πρϊγματα, ανεξϊρτητα απ' ϐςα λϋμε ό ϐςα ςκεφτϐμαςτε». «αν να μη μου τα εύπεσ ϐλα ό ϐχι;» ρϔτηςε η Ντϊρςι. «Εύναι κϊνα δυο πραγματϊκια ακϐμα», ςυμφϔνηςε η Μϊρθα. «Μικρολεπτομϋρειεσ». ήμωσ, το ϑφοσ τησ ϋδειχνε πωσ κϊθε ϊλλο παρϊ μικρολεπτομϋρειεσ όταν. «Ξαναπόγα ςτο ςπύτι τησ Μαμϊ Ντελϐρμ τϋςςερισ μόνεσ αφϐτου γϋννηςα τον Πιτ. Δεν όθελα, αλλϊ πόγα. Εύχα δϔδεκα δολϊρια ς' ϋνα φϊκελο. Ϋταν πολλϊ για μϋνα, αλλϊ πύςτευα ϐτι τησ τα χρωςτοϑςα. Ϋταν βρϊδυ ϐταν πόγα. Η ςκϊλα μου φϊνηκε ακϐμα πιο ςτενό κι ϐςο ανϋβαινα τϐςο πιο ϋντονα μϑριζα τη γριϊ και το ςπύτι τησ -μυρωδιϊ απϐ κανϋλα, καμϋνα κεριϊ και ξερό χϊρτινη ταπετςαρύα. »Αυτό η αύςθηςη, ϐτι ϋκανα κϊτι ςαν μϋςα ςε ϐνειρο ό ϐτι βριςκϐμουν πύςω απϐ γυϊλινο τούχο, μου όρθε για τελευταύα φορϊ. Ανϋβηκα ωσ την πϐρτα τησ και χτϑπηςα. Δεν πόρα απϊντηςη και χτϑπηςα ξανϊ. ήταν και πϊλι δε μου απϊντηςε κανεύσ, γονϊτιςα για να ρύξω το φϊκελο κϊτω απϐ την πϐρτα. Και τϐτε ϊκουςα τη φωνό τησ ακριβϔσ πύςω απϐ την πϐρτα, ςαν 344
να όταν κι αυτό γονατιςμϋνη απϐ την ϊλλη πλευρϊ. Δεν ϋχω ξαναφοβηθεύ ϋτςι ςτη ζωό μου. Εκεύνη η ςτεγνό, γϋρικη φωνό ϋβγαινε απϐ τη χαραμϊδα τησ πϐρτασ ςα μϋςα απϐ τϊφο. »"Θα γύνει καλϐ παιδύ", μου εύπε. "Θα γύνει ςαν τον πατϋρα του. Σο φυςικϐ πατϋρα". »"ου ϋφερα κϊτι", εύπα εγϔ. Μϐλισ και μετϊ βύασ ϊκουγα την ύδια μου τη φωνό. »"Ρύξ' το απϐ τη χαραμϊδα", μου αποκρύθηκε ψιθυριςτϊ. Εγϔ ϋςπρωξα το φϊκελο απϐ κϊτω κι αυτό τον τρϊβηξε απϐ την ϊλλη πλευρϊ. Σην ϊκουςα να τον ςκύζει και περύμενα. Απλϔσ περύμενα. »"Καλϊ εύναι", την ϊκουςα να ψιθυρύζει; "Και τϔρα φϑγε, κοπϋλα μου, και μην ξανϊρθεισ ποτϋ ςτησ Μαμϊ Ντελϐρμ, ϊκουςεσ;" »ηκϔθηκα κι ϋφυγα τρϋχοντασ ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςα». Η Μϊρθα πόγε ςτη βιβλιοθόκη κι επϋςτρεψε ςχεδϐν αμϋςωσ κρατϔντασ ϋνα βιβλύο με ςκληρϐ εξϔφυλλο. Η Ντϊρςι πρϐςεξε αμϋςωσ την εκπληκτικό ομοιϐτητα τησ εικϐνασ ςτο κϊλυμμα αυτοϑ του βιβλύου με την αντύςτοιχη ςτο βιβλύο του Πύτερ Ρϐουζγουολ. Ο τύτλοσ του βιβλύου αυτοϑ όταν Η Υλϐγα του Ουρανοϑ και ςυγγραφϋασ ο Πύτερ Σζϋφρισ. Η εικϐνα ϋδειχνε δυο ςτρατιϔτεσ να επιτύθενται ς' ϋνα εχθρικϐ οχυρϐ. Ο ϋνασ κρατοϑςε χειροβομβύδα. Ο ϊλλοσ πυροβολοϑςε μ' ϋνα Μ-1. Η Μϊρθα ϋβγαλε το βιβλύο του γιου τησ απϐ την πϊνινη μπλε τςϊντα, αφαύρεςε το χαρτύ περιτυλύγματοσ με το οπούο το εύχε τυλύξει και το απύθωςε με προςοχό δύπλα ςτο βιβλύο του Σζϋφρισ. Η Υλϐγα τησ Δϐξασ. Η Υλϐγα τον Ουρανοϑ. Βϊζοντασ τα το ϋνα δύπλα ςτο ϊλλο, η ςϑγκριςη όταν αναπϐφευκτη. «Αυτό όταν η ϊλλη λεπτομϋρεια», εύπε η Μϊρθα. «Ναι, μοιϊζουν πρϊγματι», εύπε ςυλλογιςμϋνη η Ντϊρςι. «Και η υπϐθεςη; Εύναι μόπωσ... » 345
ϔπαςε, μη ξϋροντασ πϔσ να το πει, και κούταξε διςτακτικϊ τη Μϊρθα, με τα μϊτια χαμηλωμϋνα. Προσ μεγϊλη τησ ανακοϑφιςη, η Μϊρθα χαμογελοϑςε. «Ρωτϊσ αν το αγϐρι μου αντϋγραψε το βιβλύο εκεύνου του ψηλομϑτη ρατςιςτό;» ρϔτηςε η Μϊρθα χωρύσ ύχνοσ ενϐχληςησ. «ήχι!» αρνόθηκε η Ντϊρςι, λύγο πιο ϋντονα απ' ϐςο χρειαζϐταν. «Εκτϐσ απϐ το ϐτι μιλϊνε και τα δυο για τον πϐλεμο, δεν ϋχουν τύποτε ϊλλο κοινϐ», εύπε η Μϊρθα. «Εύναι διαφορετικϊ ϐςο... το μαϑρο με το ϊςπρο». Ϊκανε μια παϑςη και τελικϊ πρϐςθεςε κϊτι ακϐμα: «Τπϊρχει ϐμωσ κϊθε τϐςο μια αύςθηςη που εύναι κοινό και ςτα δυο βιβλύα... κϊτι που το πιϊνεισ πύςω απϐ τισ λϋξεισ. Εύναι αυτϐ το φωσ που ςου ϋλεγα, η αύςθηςη ϐτι ο κϐςμοσ εύναι πολϑ πιο ϐμορφοσ απ' ϐ,τι φαύνεται, ειδικϊ γι' αυτοϑσ που εύναι πολϑ ςπουδαύοι για να εύναι ταπεινού και καλού». «Δεν εύναι ϐμωσ πιθανϐ να εμπνεϑςτηκε ο γιοσ ςου απϐ τον Σζϋφρισ... να τον διϊβαςε ςτο πανεπιςτόμιο και...» «ύγουρα», εύπε η Μϊρθα. «Νομύζω πωσ ο Πιτ μου ϋχει διαβϊςει ϐλα τα βιβλύα του κϑριου Σζϋφρισ. θα όταν φυςικϐ, ϋςτω και μϐνο επειδό αςχολοϑνται με το ύδιο θϋμα. Αλλϊ υπϊρχει και κϊτι ακϐμα, που εύναι κϊπωσ δϑςκολο να εξηγηθεύ». Η Μϊρθα ϋπιαςε το βιβλύο του Σζϋφρισ, το κούταξε για λύγο ςυλλογιςμϋνη και ϑςτερα κούταξε την Ντϊρςι. «Αυτϐ τον τϐμο τον αγϐραςα ϋνα χρϐνο μετϊ τη γϋννηςη του γιου μου», εύπε. «Η ϋκδοςη αυτό κυκλοφοροϑςε ακϐμα ςτην αγορϊ, αν και ο βιβλιοπϔλησ αναγκϊςτηκε να το παραγγεύλει απευθεύασ απϐ τον εκδϐτη. Σην επϐμενη φορϊ που όρθε ο κϑριοσ Σζϋφρισ ςτο ξενοδοχεύο, μϊζεψα ϐλο μου το κουρϊγιο και του ζότηςα να μου το υπογρϊψει. Υοβϐμουν πωσ θα νευρύαζε, αλλϊ μϊλλον κολακεϑτηκε τελικϊ. Κούτα εδϔ». 346
Ωνοιξε τη Υλϐγα τον Ουρανοϑ και βρόκε τη ςελύδα τησ αφιϋρωςησ. Η Ντϊρςι διϊβαςε την τυπωμϋνη αφιϋρωςη κι αιςθϊνθηκε μια αλλϐκοτη ςϑγχυςη να την κυριεϑει: Σο βιβλύο αυτϐ το αφιερϔνω ςτη μητϋρα μου, ΑΛΘΙΑ ΝΣΙΞΜΟΝΣ ΣΖΕΥΡΙ, την καλϑτερη γυναύκα που ϋχω γνωρύςει. Και κϊτω απ' αυτϐ, ο Σζϋφρισ εύχε γρϊψει μια φρϊςη, με πϋνα, που το μαϑρο μελϊνι τησ εύχε αρχύςει όδη να κιτρινύζει απϐ το χρϐνο: «τη Μϊρθα Ρϐουζγουολ, που ςυμμαζεϑει τισ ακαταςταςύεσ μου και δεν παραπονιϋται ποτϋ». Κϊτω απ' αυτϐ εύχε βϊλει την υπογραφό του και ημερομηνύα Αϑγουςτοσ '61. Σο ϑφοσ τησ δεϑτερησ αφιϋρωςησ τησ φϊνηκε αρχικϊ προςβλητικϐ... κι αμϋςωσ μετϊ διφοροϑμενο. Αλλϊ, πριν προλϊβει να το καλοςκεφτεύ, η Μϊρθα ϊνοιξε το βιβλύο του γιου τησ, τη Υλϐγα τησ Δϐξασ, ςτη ςελύδα τησ αφιϋρωςησ και το ϋβαλε δύπλα ςτου Σζϋφρισ. Η Ντϊρςι διϊβαςε για δεϑτερη φορϊ τισ τυπωμϋνεσ αρϊδεσ: Σο βιβλύο αυτϐ το αφιερϔνω ςτη μητϋρα μου, ΜΑΡΘΑ ΡΟΟΤΖΓΟΤΟΛ. Μαμϊ, δε θα τα εύχα καταφϋρει χωρύσ εςϋνα. Και κϊτω απ' αυτϐ, ο Πιτ εύχε γρϊψει με λεπτϐ μαρκαδϐρο: «Δεν εύναι ψϋματα. Μαμϊ, ς' αγαπϔ! Πιτ». ήμωσ, η Ντϊρςι δε διϊβαςε την αρϊδα· μϐνο την εύδε. Σα μϊτια τησ ϊρχιςαν να πηγαινοϋρχονται μπροσ πύςω, απϐ τη χειρϐγραφη αφιϋρωςη που εύχε γραφτεύ τον Αϑγουςτο του 1961 ς' εκεύνη που εύχε γραφτεύ τον Απρύλιο του 1985. «Βλϋπεισ;» τη ρϔτηςε χαμηλϐφωνα η Μϊρθα. Η Ντϊρςι ϋγνεψε καταφατικϊ. Εύχε δει. Ο λεπτϐσ, πλαγιαςτϐσ και κϊπωσ παλιομοδύτικοσ γραφικϐσ χαρακτόρασ όταν πανομοιϐτυποσ και ςτα δυο βιβλύα... το ύδιο και οι υπογραφϋσ. Μϐνο το ϑφοσ των αφιερϔςεων όταν διαφορετικϐ κι εδϔ η διαφορϊ όταν ολοφϊνερη ϐςο και η διαφορϊ ανϊμεςα ςτο μαϑρο και το ϊςπρο. 347
Σο Κινοϑμενο Δϊχτυλο ήταν ϊρχιςε το γρατςοϑνιςμα, ο Φϊουαρντ Μύτλα βριςκϐταν μϐνοσ του ςτο διαμϋριςμα του ςτο Κουύνσ, ϐπου ζοϑςε με τη γυναύκα του. Ο Φϊουαρντ Μύτλα όταν ορκωτϐσ λογιςτόσ, απϐ τουσ λιγϐτερο γνωςτοϑσ τησ Νϋασ Τϐρκησ. Η γυναύκα του, Βϊιολετ Μύτλα, απϐ τισ λιγϐτερο γνωςτϋσ βοηθοϑσ οδοντογιατροϑ τησ Νϋασ Τϐρκησ, περύμενε μϋχρι να τελειϔςουν οι ειδόςεισ ςτην τηλεϐραςη για να κατεβεύ ςτο μύνι μϊρκετ τησ γωνύασ ν' αγορϊςει μιςϐ κιλϐ παγωτϐ. Μετϊ τισ ειδόςεισ ϊρχιζε το Ρύςκο και τησ Βϊιολετ δεν τησ ϊρεςε αυτό η εκπομπό, επειδό ο Ωλεξ Σριμπϋκ, ο παρουςιαςτόσ, όταν ςαν διεςτραμμϋνοσ ευαγγελιςτόσ, κατϊ τα λεγϐμενα τησ, αλλϊ ο Φϊουαρντ όξερε πωσ η αλόθεια όταν ϊλλη: το Ρύςκο ϋκανε τη Βϊιολετ να αιςθϊνεται κουτό. Σο γρατςοϑνιςμα ακουγϐταν απϐ το μπϊνιο, ςτα δεξιϊ του μικροϑ διαδρϐμου που ϋβγαζε ςτην κρεβατοκϊμαρα. Ο Φϊουαρντ με το που το ϊκουςε τςιτϔθηκε. Αδϑνατον να όταν διαρρόκτησ ό κανϋνασ πρεζϊκιασ, αφοϑ εύχε φρϊξει με χοντρϐ ατςϊλινο πλϋγμα ϐλα τα παρϊθυρα του ςπιτιοϑ πριν απϐ δυο χρϐνια, με δικϊ του ϋξοδα, παρακαλϔ. Ακουγϐταν μϊλλον ςαν ποντικϐσ ςτη λεκϊνη ό ςτην μπανιϋρα. Μπορεύ και αρουραύοσ. Ακοϑγοντασ τισ πρϔτεσ ερωτόςεισ του τηλεπαιχνιδιοϑ, ο Φϊουαρντ περύμενε με την ελπύδα ϐτι θα ςταματοϑςε το γρατςοϑνιςμα, αλλϊ δε ςταμϊτηςε. το πρϔτο διαφημιςτικϐ διϊλειμμα ςηκϔθηκε απρϐθυμα απϐ την πολυθρϐνα του και πόγε ωσ την πϐρτα του μπϊνιου. Ϋταν μιςϊνοιχτη, πρϊγμα που τον βοηθοϑςε ν' ακοϑει πιο καθαρϊ το γρατςοϑνιςμα. Ϋταν ςύγουρα ποντύκι ό αρουραύοσ. Πατοϑςεσ τρωκτικοϑ που ϋξυναν τη λεύα πορςελϊνινη επιφϊνεια. 348
«Να πϊρει», βλαςτόμηςε ο Φϊουαρντ και πόγε ςτην κουζύνα. το μικρϐ κενϐ ανϊμεςα ςτην κουζύνα του γκαζιοϑ και ςτο ψυγεύο υπόρχαν διϊφορα ςϑνεργα καθαριςμοϑ: ϋνασ κουβϊσ γεμϊτοσ ςφουγγαρϐπανα, μια ςφουγγαρύςτρα, μια ςκοϑπα μ' ϋνα ξεςκονϐπανο κρεμαςμϋνο ςτο χεροϑλι τησ. Ο Φϊουαρντ πόρε ςτο ϋνα χϋρι τη ςκοϑπα, πιϊνοντασ το ςκουπϐξυλο απϐ χαμηλϊ, κοντϊ ςτη βϊςη του, και ςτο ϊλλο το ξεςκονϐπανο. Ϊτςι αρματωμϋνοσ διϋςχιςε ξανϊ το μικρϐ καθιςτικϐ κι επϋςτρεψε ςτην πϐρτα του μπϊνιου. Σϋντωςε το λαιμϐ του μπροςτϊ γϋρνοντασ το κεφϊλι κι αφουγκρϊςτηκε. κρατσ, ςκρατσ, ςκριτσ, ςκρατσ. ιγανϐσ όχοσ, ςχεδϐν ανεπαύςθητοσ. Προφανϔσ δεν όταν αρουραύοσ. Σο μυαλϐ του, ϐμωσ, αυτό την εικϐνα επϋμενε να πλϊθει. ήχι απλϔσ ϋναν αρουραύο, αλλϊ ϋναν αρουραύο τησ Νϋασ Τϐρκησ, ϋνα αποκρουςτικϐ, τριχωτϐ τρωκτικϐ με μικρϊ μαϑρα μϊτια, μουςτϊκια μακριϊ και ςκληρϊ ςαν ςϑρματα και πεταχτϊ κοφτερϊ δϐντια που ξεπρϐβαλλαν απϐ μια αεικύνητη τριγωνικό μουςοϑδα. Ϊναν αρουραύο με ςτυλ. Ο όχοσ όταν ςιγανϐσ, ςχεδϐν ανεπαύςθητοσ, ωςτϐςο... Πύςω απϐ την πλϊτη του ο Φϊουαρντ ϊκουςε τον Ωλεξ Σριμπϋκ να διαβϊζει καινοϑρια ερϔτηςη. «Γνωςτϐσ Ρϔςοσ παρϊφρονασ, που μαχαιρϔθηκε, πυροβολόθηκε και ςτραγγαλύςτηκε... την ύδια νϑχτα». «Ο Λϋνιν», απϊντηςε ϋνασ απϐ τουσ παύκτεσ τησ βραδιϊσ. «Ο Ραςποϑτιν, ηλύθιε», μουρμοϑριςε ο Φϊουαρντ Μύτλα. Μετϋφερε το ξεςκονϐπανο ςτο χϋρι με το οπούο κρατοϑςε τη ςκοϑπα, ϋχωςε προςεκτικϊ το ελεϑθερο χϋρι του ςτο ϊνοιγμα τησ πϐρτασ και πϊτηςε το διακϐπτη του ηλεκτρικοϑ. Αμϋςωσ μετϊ μπόκε με φϐρα ςτο μπϊνιο και με δυο βόματα ϋφταςε ςτην μπανιϋρα που όταν ςτριμωγμϋνη ςτη γωνύα κϊτω απϐ το παρϊθυρο με το βρϐμικο, ατςϊλινο ςυρματϐπλεγμα. ιχαινϐταν 349
τα ποντύκια κι ϐλα τα μικρϐςωμα, μαλλιαρϊ πλϊςματα που ςκλόριζαν, τρεχϊλιζαν και δϊγκωναν καμιϊ φορϊ, αλλϊ ςαν Νεοϒορκϋζοσ γϋννημα θρϋμμα εύχε ανακαλϑψει απϐ πολϑ νωρύσ ϐτι, αν ϋπρεπε οπωςδόποτε να ςκοτϔςεισ ϋνα απϐ δαϑτα, όταν καλϑτερο να το κϊνεισ γρόγορα και χωρύσ διςταγμοϑσ. Δε θα ωφελοϑςε ςε τύποτα να μεύνει καθιςμϋνοσ ςτην πολυθρϐνα του και να μη δύνει ςημαςύα ςτον όχο. Η Βϊι εύχε πιει δυο μπιρύτςεσ ςτη διϊρκεια του δελτύου και η πρϔτη τησ ςτϊςη θα όταν το μπϊνιο μετϊ την επιςτροφό απϐ το μύνι μϊρκετ. Ϊτςι και υπόρχε ποντικϐσ ςτην μπανιϋρα, η Βϊι θα ξεςόκωνε τον κϐςμο με τισ τςιρύδεσ τησ και θα απαιτοϑςε ϋτςι κι αλλιϔσ απ' αυτϐν να τον ξεπαςτρϋψει, αφοϑ όταν ο ϊντρασ του ςπιτιοϑ. Ολοταχϔσ, λοιπϐν! την μπανιϋρα δεν υπόρχε τύποτε ϊλλο εκτϐσ απϐ το λϊςτιχο του ντουσ, που κρεμϐταν πϊνω ςτην ϊςπρη πορςελϊνη ςαν ψϐφιο φύδι. Σο γρατςοϑνιςμα, που εύχε ςταματόςει -ό ϐταν ϊναψε ο Φϊουαρντ το φωσ ό ϐταν ϐρμηςε ςτο μπϊνιο τϔρα ξανϊρχιςε. Απϐ κϊπου πύςω του. Ο Φϊουαρντ ςτρϊφηκε κι ϋκανε τρύα βόματα προσ το νιπτόρα, υψϔνοντασ ταυτϐχρονα το ςκουπϐξυλο. Η γροθιϊ του, ςφιγμϋνη γϑρω απϐ το ξϑλο, εύχε ςηκωθεύ ςτο ϑψοσ του ϔμου του, ϐταν ϋμεινε κϐκαλο. Σο αύμα του πϊγωςε. Σο ςαγϐνι του κρϋμαςε και το ςτϐμα του ϊνοιξε δϑο πόχεσ. Αν κούταζε εκεύνη τη ςτιγμό το πρϐςωπο του ςτο γεμϊτο πιτςιλιϋσ απϐ οδοντϐκρεμα καθρϋφτη του νιπτόρα, θα ϋβλεπε λεπτϋσ κλωςτϋσ ςϊλιου, αραχνοϓφαντεσ ςαν ιςτϐ αρϊχνησ να γυαλύζουν ανϊμεςα ςτη γλϔςςα και ςτον ουρανύςκο του. Ϊνα δϊχτυλο πρϐβαλε απϐ τη μικρό ςτρογγυλό ςχϊρα του νιπτόρα. Ϊνα ανθρϔπινο δϊχτυλο. 350
Σο δϊχτυλο κοκϊλωςε για μια ςτιγμό ςαν να κατϊλαβε ϐτι εύχε γύνει αντιληπτϐ. ίςτερα ϊρχιςε πϊλι να κινεύται, ανιχνεϑοντασ ψαχουλευτϊ, ςαν ςκουλόκι, το δρϐμο του πϊνω ςτη λεύα ροδϐχρωμη επιφϊνεια. Ϊφταςε την ϊςπρη πλαςτικό τϊπα, την παςπϊτεψε, ϋςτριψε και κατϋβηκε ξανϊ ςτη πορςελϊνη. Σο γρατςοϑνιςμα δεν προερχϐταν απϐ τα νϑχια ενϐσ μικροϑ τρωκτικοϑ τελικϊ. Ϋταν απϐ το νϑχι αυτοϑ του δαχτϑλου, που ϋξυνε την πορςελϊνη καθϔσ περιςτρεφϐταν αργϊ, κϊνοντασ ξανϊ και ξανϊ τον ύδιο κϑκλο. Ο Φϊουαρντ ϊφηςε μια βραχνό, ϊναρθρη κραυγό, πϋταξε τη ςκοϑπα και ϐρμηξε ςτα τυφλϊ προσ την πϐρτα. Αντύ να βγει, χτϑπηςε με τον ϔμο του τα πλακϊκια του απϋναντι τούχου, τινϊχτηκε προσ τα πύςω με τη φϐρα που εύχε και δοκύμαςε ξανϊ. Αυτό τη φορϊ βρόκε το ϊνοιγμα, βγόκε και, τραβϔντασ πύςω του την πϐρτα, την ϋκλειςε κι ϋπεςε πϊνω τησ με την πλϊτη. Ανϊςαινε αςθμαύνοντασ και οι χτϑποι τησ καρδιϊσ του όταν ϋνα ακατϊληπτο μόνυμα ςε κϔδικα Μορσ, ςτο πλϊι του λαιμοϑ του. Δεν πρϋπει να ϋμεινε για πολϑ εκεύ. ήταν κατϊφερε να ελϋγξει ξανϊ το μυαλϐ του, οι τρεισ παύκτεσ ςτην αποψινό εκπομπό του Ωλεξ Σριμπϋκ διαγωνύζονταν ακϐμη ςτο Απλϐ Ρύςκο, που ςόμαινε πωσ δεν εύχε περϊςει πολλό ϔρα. ήςο κι αν όταν αυτϐ το διϊςτημα, ϐμωσ, ο Φϊουαρντ εύχε χϊςει εντελϔσ την αύςθηςη του χρϐνου, του τϐπου, ακϐμα και τησ ταυτϐτητασ του. Αυτϐ που τον ςυνϋφερε όταν ο γνϔριμοσ ηλεκτρονικϐσ όχοσ που ανόγγειλε το πϋραςμα ςτη δεϑτερη φϊςη του παιχνιδιοϑ. «Η κατηγορύα ερωτόςεων εύναι Διϊςτημα και ΑεροπλοϏα», ϋλεγε ο Ωλεξ. «Μύλντρεντ, ϋχεισ κερδύςει ωσ τϔρα εφτακϐςια δολϊρια. Πϐςα θα ριςκϊρεισ;» Η Μύλντρεντ, που δεν εύχε εξύςου ιςχυρϐ μικρϐφωνο με τον παρουςιαςτό του παιχνιδιοϑ, μουρμοϑριςε κϊτι ακατϊληπτο. 351
Με πϐδια που τα ϋνιωθε ελαςτικϊ ςαν ςοϑςτεσ, ο Φϊουαρντ επϋςτρεψε ςτο καθιςτικϐ. το ϋνα χϋρι του κρατοϑςε ακϐμα το ξεςκονϐπανο. Σο κούταξε για μια ςτιγμό ςαςτιςμϋνοσ και ϑςτερα το ϊφηςε να πϋςει ςτο χαλύ. Σο πανύ προςγειϔθηκε μ' ϋνα μουντϐ όχο. «Δεν το εύδα αυτϐ το πρϊγμα», εύπε ο Φϊουαρντ Μύτλα με ψιλό, τρεμϊμενη φωνό και ςωριϊςτηκε ςτην πολυθρϐνα του. «Εντϊξει, Μύλντρεντ, πεσ μασ για πεντακϐςια δολϊρια: Ποιο πεδύο αςκόςεων τησ πολεμικόσ αεροπορύασ όταν αρχικϊ γνωςτϐ με την ονομαςύα Πεδύο Δοκιμϔν Μϊιροκ;»: Ο Φϊουαρντ ςτϑλωςε το βλϋμμα του ςτην τηλεϐραςη. H Μύλντρεντ, μια κοντό, αςχημομοϑρα κυρύα, με ϋνα ακουςτικϐ μεγϊλο ςαν ραδιοφωνϊκι ςτο ϋνα αυτύ τησ, εύχε ςμύξει τα φρϑδια και ςκεφτϐταν. «Δεν το εύδα», ξανϊπε ο Φϊουαρντ, με περιςςϐτερη ςιγουριϊ αυτό τη φορϊ. «Η... Αεροπορικό Βϊςη Βϊντενμπεργκ», απϊντηςε η Μύλντρεντ. «Η Αεροπορικό Βϊςη Ϊντουαρντσ, κουφιοκϋφαλη», εύπε ο Φϊουαρντ. Κι ενϔ ο Ωλεξ Σριμπϋκ επιβεβαύωνε αυτϐ που όξερε όδη ο Φϊουαρντ Μύτλα, αυτϐσ επαναλϊμβανε δυνατϊ: «Δεν το εύδα καθϐλου». Αλλϊ η Βϊιολετ θα επϋςτρεφε απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό κι αυτϐσ εύχε ξεχϊςει τη ςκοϑπα ςτο μπϊνιο. Ο Ωλεξ Σριμπϋκ εύπε ςτουσ παύκτεσ -και ςτο ακροατόριο που παρακολουθοϑςε απϐ το ςτοϑντιο— ϐτι μετϊ απϐ ϋνα μικρϐ διαφημιςτικϐ διϊλειμμα θα όταν και πϊλι μαζύ να παύξουν το Διπλϐ Ρύςκο, ςτο οπούο οι παύκτεσ θα εύχαν την ευκαιρύα να διπλαςιϊςουν τουσ πϐντουσ τουσ και το ςκορ να ανατραπεύ απϐ τη μια ςτιγμό ςτην ϊλλη. Αμϋςωσ μετϊ εμφανύςτηκε κϊποιοσ πολιτικϐσ που ϊρχιςε να εξηγεύ ςτουσ τηλεθεατϋσ γιατύ ϋπρεπε να επανεκλεγεύ οπωςδόποτε. Ο Φϊουαρντ ςηκϔθηκε με μεγϊλη 352
απροθυμύα. Σα πϐδια του τα αιςθανϐταν κϊπωσ περιςςϐτερο ςαν πϐδια και λιγϐτερο ςαν ςοϑςτεσ, αλλϊ δεν εύχε καμιϊ ϐρεξη να ξαναπϊει ςτο μπϊνιο. Ωκου, εύναι πολϑ απλϐ, εύπε ςτον εαυτϐ του. Ϊτςι εύναι Απϊντα αυτϊ τα πρϊγματα. Εύχεσ μια ςτιγμιαύα παραύςθηςη, κϊτι που ςυμβαύνει ςυχνϊ ςε πολλοϑσ ανθρϔπουσ. Ο μϐνοσ λϐγοσ που δεν το ακοϑμε ςυχνϊ εύναι ϐτι οι ϊνθρωποι δε θϋλουν να το παραδεχτοϑν... Ο καθϋνασ θα ντρεπϐταν να δηλϔςει ϐτι ϋχει που και που παραιςθόςεισ, πϔσ να το κϊνουμε ο καθϋνασ θα ϋνιωθε ϐπωσ θα νιϔςεισ εςϑ αν η ςκοϑπα βρύςκεται ακϐμα ςτο μπϊνιο ϐταν θα μπει η Βϊι, θα τη δει και θα ςε ρωτόςει τι γυρεϑει εκεύ μϋςα. «ήταν καλεύται κανεύσ να επιλϋξει, το ζότημα εύναι πολϑ απλϐ», ϋλεγε ο πολιτικϐσ ςτην οθϐνη με βαθιϊ, ζεςτό φωνό, γεμϊτη ςιγουριϊ, «θϋλετε ϋναν ϋντιμο, ικανϐ ϊνθρωπο να διευθϑνει την Κομητεύα Ναςϊου ό θα προτιμόςετε ϋναν ξενϐφερτο, που δεν ϋχει ιδϋα για τα προβλόματα τησ...» «Αϋρασ ςτο ςιφϐνι. Αυτϐ όταν», εύπε ο Φϊουαρντ. Παρ' ϐλο που ο όχοσ που τον εύχε οδηγόςει αρχικϊ ςτο μπϊνιο δεν εύχε καμιϊ ςχϋςη με αϋρα ςτο ςιφϐνι, το ϊκουςμα τησ ύδιασ του τησ φωνόσ -τϐνοσ ςταθερϐσ, αιςθόματα υπϐ ϋλεγχο, τον βοόθηςε να κινηθεύ με κϊποια ςιγουριϊ. Ωλλωςτε, η Βϊι θα ερχϐταν ςϑντομα. Απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό, ύςωσ. Ο Φϊουαρντ ςτϊθηκε ϋξω απϐ την πϐρτα του μπϊνιου κι ϋςτηςε αυτύ. κρατσ, ςκρατσ, ςκρατσ. Ακουγϐταν λεσ και ο πιο μικροςκοπικϐσ τυφλϐσ του κϐςμου χτυποϑςε μ' ϋνα λιλιποϑτειο μπαςτουνϊκι την πορςελϊνη, κϊνοντασ αναγνϔριςη του χϔρου που τον περιϋβαλλε. «Αϋρασ ςτο ςιφϐνι!» εύπε ο Φϊουαρντ με φωνό δυνατό, ϐλο ςτϐμφο, κι ϊνοιξε αποφαςιςτικϊ την πϐρτα του μπϊνιου. 353
ίςτερα ϋςκυψε, ϊρπαξε την ϊκρη του ςκουπϐξυλου απϐ το πϊτωμα και μ' ϋνα γρόγορο τρϊβηγμα ϋβγαλε ϋξω τη ςκοϑπα. Δε χρειϊςτηκε να κϊνει πϊνω απϐ δυο βόματα ςτο δωματιϊκι με το φθαρμϋνο πλαςτικϐ δϊπεδο και την ϊθλια θϋα πύςω απϐ το ςυρματϐπλεγμα ςτο φωταγωγϐ και φυςικϊ δεν ϋριξε οϑτε μια ματιϊ προσ το νιπτόρα. τϊθηκε πϊλι απϋξω κι αφουγκρϊςτηκε. κρατσ, ςχοατσ, ςχοιτσ, ςχοατσ. Ο Φϊουαρντ πόγε τη ςκοϑπα και το ξεςκονϐπανο ςτη θϋςη τουσ, ςτο μικρϐ κενϐ ανϊμεςα ςτην κουζύνα και το ψυγεύο, κι επϋςτρεψε ςτο καθιςτικϐ. Δεν κϊθιςε. τϊθηκε ϐρθιοσ κοιτϊζοντασ προσ τη μεριϊ του μπϊνιου. Η πϐρτα εύχε μεύνει μιςϊνοιχτη ςκορπύζοντασ μια βεντϊλια απϐ κιτρινωπϐ φωσ ςτο διϊδρομο. Να πϊω να ςβόςω το φωσ. Η Βϊι γύνεται πυρ και μανύα ϐταν το ξεχνϊω αναμμϋνο. Δε χρειϊζεται να μπω μϋςα. Υτϊνει να χϔςω το χϋρι απϐ το ϊνοιγμα και να πατόςω το διακϐπτη. Κι αν κϊτι τον ϊγγιζε ςτο χϋρι καθϔσ θα το τϋντωνε για να ςβόςει το φωσ; Κι αν κϊποιο δϊχτυλο ϊγγιζε το δικϐ του δϊχτυλο; Αυτϐ πϔσ ςασ φαύνεται, φύλοι και φύλεσ; Ο όχοσ ςυνϋχιζε ν' ακοϑγεται. Εύχε κϊτι τρομερϊ επύμονο. Μποροϑςε να ςε τρελϊνει. κρατσ. κριτσ. κρατσ. την οθϐνη ο Αλεξ Σριμπϋκ διϊβαζε τισ κατηγορύεσ ερωτόςεων του Διπλοϑ Ρύςκου για να επιλϋξουν οι παύκτεσ. Ο Φϊουαρντ πόγε ςτη ςυςκευό και δυνϊμωςε τον όχο. ίςτερα κϊθιςε ςτην πολυθρϐνα του και εύπε ςτον εαυτϐ του ϐτι δεν ϊκουγε τύποτα απϐ το μπϊνιο, τύποτε απολϑτωσ. Εκτϐσ ύςωσ απϐ λύγο αϋρα ςτο ςιφϐνι. Η Βϊι Μύτλα όταν απϐ κεύνεσ τισ λεπτοκαμωμϋνεσ γυναύκεσ που οι μετρημϋνεσ, ακριβεύσ κινόςεισ τουσ τισ κϊνουν να 354
φαύνονται εϑθραυςτεσ ςαν κοϑκλεσ, αλλϊ ο Φϊουαρντ όταν παντρεμϋνοσ εύκοςι ϋνα χρϐνια μαζύ τησ και όξερε πωσ η Βϊι δεν εύχε τύποτα το εϑθραυςτο. Ϊτρωγε, ϋπινε, δοϑλευε, χϐρευε κι ϋκανε ϋρωτα με τον ύδιο ακριβϔσ τρϐπο, με φοϑρια. Μπόκε ςτο διαμϋριςμα ςαν μικρϐσ τυφϔνασ. Πϊνω ςτο δεξύ τησ ςτόθοσ κρατοϑςε ςφιχτϊ μια μεγϊλη χαρτοςακοϑλα που την πόγε κατευθεύαν ςτην κουζύνα χωρύσ ςτϊςη. Ο Φϊουαρντ ϊκουςε τη χαρτοςακοϑλα να τρύζει και ϑςτερα την πϐρτα του ψυγεύου ν' ανούγει και να κλεύνει ξανϊ. ήταν επϋςτρεψε η Βϊι ςτο καθιςτικϐ, πϋταξε ςτον Φϊουαρντ το παλτϐ τησ. «Μου το κρεμϊσ, ςε παρακαλϔ;» του ζότηςε. «Πϊω για πιπύ. Αμϊν, δεν κρατιϋμαι! Ουϊου!» Σο Ουϊου όταν ϋνα απϐ τα αγαπημϋνα επιφωνόματα τησ Βϊι. Ο τρϐποσ που προτιμοϑςε να το προφϋρει ϋμοιαζε περιςςϐτερο με κλαψοϑριςμα μωροϑ. Ο Φϊουαρντ ςηκϔθηκε αργϊ απϐ την πολυθρϐνα, με το ςκοϑρο μπλε παλτϐ τησ Βϊι ςτα χϋρια του. Σα μϊτια του δεν την ϊφηςαν οϑτε ςτιγμό καθϔσ πϋραςε ςτο χολ κι απϐ εκεύ ςτην πϐρτα του μπϊνιου. «Η Επιχεύρηςη Ηλεκτριςμοϑ τρύβει τα χϋρια τησ κϊθε φορϊ που αφόνεισ φϔτα αναμμϋνα, Φϊουι», του φϔναξε η Βϊι πϊνω απϐ τον ϔμο τησ. «Επύτηδεσ το ϊφηςα», τησ απϊντηςε ο Φϊουαρντ. «Ϋξερα ποϑ θα πόγαινεσ μϐλισ θα γϑριζεσ ςπύτι». Η Βϊι γϋλαςε. ίςτερα ακοϑςτηκε το θρϐιςμα των ροϑχων τησ. «Με ξϋρεισ τϐςο καλϊ... θα ϋλεγε κανεύσ πωσ εύμαςτε παντρεμϋνοι». Πρϋπει να τησ το πω, να την προειδοποιόςω, ςκϋφτηκε ο Φϊουαρντ ξϋροντασ όδη ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να το κϊνει. Σι να τησ ϋλεγε, δηλαδό; Πρϐςεχε, Βϊι, γιατύ βγαύνει ϋνα δϊχτυλο απϐ την τρϑπα του νιπτόρα και υπϊρχει φϐβοσ ο τϑποσ ςτον 355
οπούο ανόκει να ςου βγϊλει το μϊτι ϋτςι και ςκϑψεισ να ρύξεισ νερϐ ςτο πρϐςωπο ςου; Ωλλωςτε, δεν όταν παρϊ μια παραύςθηςη, ϋνασ ςυνδυαςμϐσ αϋρα ςτο ςιφϐνι και τησ δικόσ του φοβύασ για τα ποντύκια γενικϔσ. Σϔρα που εύχε περϊςει λύγη ϔρα, η εκδοχό αυτό του φαινϐταν ςχεδϐν απϐλυτα λογικό. Παρ' ϐλα αυτϊ, εξακολουθοϑςε να ςτϋκεται ϊπραγοσ, με το παλτϐ τησ Βϊι ςτα χϋρια, περιμϋνοντασ να δει αν θα οϑρλιαζε η γυναύκα του. Και πρϊγματι, μετϊ απϐ δϋκα δϔδεκα ατϋλειωτα δευτερϐλεπτα, το ϋκανε. «Θεϋ μου! Φϊουαρντ!» Ο Φϊουαρντ αναπόδηςε κι ϋςφιξε ενςτικτωδϔσ το παλτϐ τησ ςτο ςτόθοσ του. Η καρδιϊ του, που εύχε ςυνϋλθει ςτο μεταξϑ, ξανϊρχιςε να εκπϋμπει ςε κϔδικα Μορσ. Ωνοιξε το ςτϐμα του να μιλόςει, αλλϊ ο τρϐμοσ του εύχε φρϊξει το λαιμϐ. «Σι εύναι;» κατϊφερε ν' αρθρϔςει τελικϊ. «Σι εύναι, Βϊι; Σι ϋγινε;» «Οι πετςϋτεσ! Οι μιςϋσ ϋχουν πϋςει ςτο πϊτωμα. Να πϊρει! Σι ϋγινε εδϔ μϋςα;» «Δεν ξϋρω», τησ φϔναξε ο Φϊουαρντ. Η καρδιϊ του πόγαινε να ςπϊςει και δεν όξερε αν αυτϐ το απαύςιο ανακϊτωμα που ϋνιωθε ςτο ςτομϊχι όταν απϐ τρϐμο ό απϐ ανακοϑφιςη. Μϊλλον αυτϐσ εύχε ρύξει κατϊ λϊθοσ τισ πετςϋτεσ απϐ το ρϊφι ςτην πρϔτη του, αποτυχημϋνη απϐπειρα να βγει απϐ το μπϊνιο, τϐτε που χτϑπηςε ςτο ντουβϊρι. «Θα τισ ϋριξε το φϊνταςμα, φαύνεται», εύπε η Βϊι. «Επύςησ, χωρύσ να θϋλω να γύνω γκρινιϊρα, πϊλι ξϋχαςεσ να κατεβϊςεισ το κϊλυμμα ςτη λεκϊνη». «Ψ! Με ςυγχωρεύσ...» ψϋλλιςε ο Φϊουαρντ. «Ναι, ϐλο αυτϐ λεσ», του απϊντηςε η φωνό τησ γυναύκασ του απϐ το μπϊνιο. «Μου φαύνεται πωσ το κϊνεισ επύτηδεσ για να πϋςω μϋςα καμιϊ μϋρα. Ειλικρινϊ, αρχύζω και το πιςτεϑω!» 356
Ακοϑςτηκε ϋνασ μαλακϐσ κρϐτοσ καθϔσ κατϋβαςε η ύδια το κϊλυμμα. Ο Φϊουαρντ περύμενε, με την καρδιϊ του να παύζει ταμποϑρλο και το παλτϐ τησ Βϊι ςφιγμϋνο ςτο ςτόθοσ του. «Κατϋχει το ρεκϐρ για τα περιςςϐτερα ϊςτοχα χτυπόματα ςε αγϔνα μπϋιζμπολ», διϊβαςε ο Ωλεξ Σριμπϋκ απϐ την οθϐνη. «Ο Σομ ύβερ;» πετϊχτηκε η Μύλντρεντ. «Ο Ρϐτζερ Κλϋμενσ, ϊςχετη», μονολϐγηςε ο Φϊουαρντ. Σςςςς! ακοϑςτηκε απϐ το μπϊνιο. Η ςτιγμό που περύμενε (τϐτε ακριβϔσ το ςυνειδητοπούηςε ο Φϊουαρντ ϐτι την περύμενε) πληςύαζε. Η αναμονό φαινϐταν ατϋλειωτη. ίςτερα ϊκουςε το ςτρύγκλιςμα του αριςτεροϑ ρουμπινϋ (ϐλο ϋλεγε να τον αλλϊξει το ρουμπινϋ του ζεςτοϑ ςτο νιπτόρα κι ϐλο το ξεχνοϑςε) που το ακολοϑθηςε ο όχοσ τρεχοϑμενου νεροϑ. Η Βϊι ξϋπλενε τα χϋρια τησ ςτο νιπτόρα. Καμιϊ ςτριγκλιϊ. Υυςικϊ, αφοϑ δεν υπόρχε κανϋνα δϊχτυλο. «Αϋρασ ςτουσ ςωλόνεσ», εύπε με αρκετό ςιγουριϊ ο Φϊουαρντ και πόγε να κρεμϊςει το παλτϐ τησ γυναύκασ του. Η Βϊι βγόκε απϐ το μπϊνιο, ςτρϔνοντασ τη φοϑςτα τησ. «Πόρα παγωτϐ. Βανύλια και κερϊςι, ϐπωσ το προτιμϊσ», του εύπε. «Αλλϊ, πριν το δοκιμϊςουμε, δεν πύνουμε μια μπιρύτςα; Εύναι μια καινοϑρια μϊρκα. Αμϋρικαν Γκρϋιν λϋγεται. Δεν την ϋχω ξανακοϑςει, αλλϊ όταν ςε προςφορϊ κι αγϐραςα ϋνα πακϋτο των ϋξι. Σι εύχαμε, τι χϊςαμε, καλϊ δε λϋω;» «Δε βαριϋςαι, ασ πιοϑμε», μουρμοϑριςε ο Φϊουαρντ ςουφρϔνοντασ τη μϑτη του. Αυτό η τϊςη τησ Βϊι να μιλϊει με παροιμύεσ του εύχε φανεύ χαριτωμϋνη ϐταν την πρωτογνϔριςε, αλλϊ η γοητεύα τησ μπαγιϊτεψε με τα χρϐνια. Ανεξϊρτητα απ' αυτϐ, τϔρα που εύχε ξεπερϊςει το φϐβο του μια μπύρα όταν ϐ,τι ϋπρεπε. ήταν ϐμωσ η Βϊι πόγε ςτην κουζύνα να φϋρει ποτόρια, διαπύςτωςε ϐτι δεν τον εύχε ξεπερϊςει καθϐλου. Σο αντύθετο. Τπϋθετε, βϋβαια, πωσ το να ϋχει κανεύσ μια παραύςθηςη εύναι 357
ςαφϔσ προτιμϐτερο απϐ το να δει ϋνα πραγματικϐ δϊχτυλο να προβϊλλει απϐ την τρϑπα του νιπτόρα, ϋνα δϊχτυλο ζωντανϐ, που κουνιϋται, αλλϊ και πϊλι μια παραύςθηςη δεν εύναι ϐ,τι καλϑτερο για να ςου φτιϊξει τη βραδιϊ. Ο Φϊουαρντ ξανακϊθιςε ςτην πολυθρϐνα του. Κι ενϔ ο Ωλεξ Σριμπϋκ ανόγγελλε ςτουσ παύκτεσ την κατηγορύα ερωτόςεων που θα ϋπαιζαν ςτο Σελικϐ Ρύςκο —Δεκαετύα του '60— ϋφερε ςτο μυαλϐ του ταινύεσ που εύχε δει ςτην τηλεϐραςη και ςτισ οπούεσ εύχε αποδειχτεύ τελικϊ ϐτι ο όρωασ που πϊθαινε παραιςθόςεισ ϋπαςχε: α) απϐ επιληψύα ό β) απϐ ϐγκο ςτον εγκϋφαλο. Διαπύςτωςε ϐτι θυμϐταν κϊμποςεσ. «Ξϋρεισ», εύπε η Βϊι μπαύνοντασ απϐ την κουζύνα με δυο ποτόρια μπύρα ςτα χϋρια τησ, «αυτοϑσ τουσ Βιετναμϋζουσ που ϋχουν το μύνι μϊρκετ ςτη γωνύα δεν τουσ ςυμπαθϔ καθϐλου. Ποτϋ μου δεν τουσ ςυμπϊθηςα. Μου φαύνονται ϑπουλοι ϊνθρωποι». «Σουσ ϋπιαςεσ ποτϋ να κϊνουν τύποτα ϑπουλο;» τη ρϔτηςε ο Φϊουαρντ. Ο ύδιοσ θεωροϑςε τουσ Λα εξαιρετικϊ καλϐ κι ευγενικϐ ζευγϊρι, αλλϊ απϐψε δεν τον ενδιϋφερε διϐλου τι λογόσ ϊνθρωποι όταν. «ήχι, ποτϋ», απϊντηςε η Βϊι. «Κι αυτϐ με κϊνει ακϐμα πιο καχϑποπτη. Ωςε που χαμογελϊνε ςυνεχϔσ. "Ποτϋ μην εμπιςτεϑεςαι ϊνθρωπο που χαμογελϊει", ϋλεγε ο πατϋρασ μου. Κι επύςησ ϋλεγε... Φϊουαρντ, αιςθϊνεςαι καλϊ;» «Ϊτςι ϋλεγε ο πατϋρασ ςου;» ρϔτηςε ο Φϊουαρντ, ςε μια μϊλλον αδϋξια προςπϊθεια να κϊνει χιοϑμορ. «Σρεζαμιζϊν, ςερύ". Εύςαι ϊςπροσ ςαν το πανύ. Μόπωσ ϋχεισ αρπϊξει καμιϊ ύωςη;» 'ήχι, ςκϋφτηκε να τησ απαντόςει. Μακϊρι να όταν μια αςόμαντη ύωςη. Πολϑ φοβϊμαι, Βϊι, ϐτι αυτϐ που ϋχω αρπϊξει λϋγεται επιληψύα ό εγκεφαλικϐσ ϐγκοσ. Πϔσ ςου φαύνεται; 358
«Μϊλλον η πολλό δουλειϊ φταύει», τησ απϊντηςε τελικϊ. «ου εύπα για τον καινοϑριο ϋλεγχο που ϋχω να παραδϔςω. Σο νοςοκομεύο τησ Αγύασ Ωννασ». «Σι πρϐβλημα ϋχεισ;» «ωςτό ποντικοφωλιϊ», εύπε ο Φϊουαρντ, πρϊγμα που τον ϋκανε να ςκεφτεύ αμϋςωσ το μπϊνιο, το νιπτόρα και την τρϑπα. «Πρϋπει να ψηφιςτεύ νϐμοσ που ν' απαγορεϑει ςτισ καλϐγριεσ να κρατϊνε λογιςτικϊ βιβλύα. Κϊποιοσ να το γρϊψει και ςτη Βύβλο για ςιγουριϊ». «Ϊχεισ δϔςει πολϑ αϋρα ςτον κϑριο Λϊθορπ και ςου φορτϔνει ϐλη τη δουλειϊ», εύπε αυςτηρϊ η Βϊι. «Κι αυτϐ δεν πρϐκειται να ςταματόςει αν δεν το πϊρεισ εςϑ απϐφαςη να πατόςεισ πϐδι. θϋλεισ να πϊθεισ καρδιακό προςβολό;» «ήχι». Οϑτε επιληψύα οϑτε ϐγκο ςτον εγκϋφαλο. ε παρακαλϔ, θεϋ μου, κϊνε να εύναι κϊτι που θα περϊςει. Εντϊξει; Κϊτι ςαν αναγοϑλα του μυαλοϑ, κϊτι που ϋγινε μια φορϊ και δε θα ξαναγύνει. Εντϊξει; Παρακαλϔ; Παρακαλϔ πολϑ; Παρακαλϔ πολϑ και με ζαχαρύτςα απϐ πϊνω; «Και βϋβαια δε θϋλεισ», εύπε βλοςυρϊ η Βϊι. «Η Αρλύν Κατζ μου ϋλεγε τισ προϊλλεσ ϐτι οι ϊντρεσ κϊτω απϐ πενόντα, ϐταν παθαύνουν καρδιακό προςβολό, ουςιαςτικϊ δεν ξαναβγαύνουν απϐ το νοςοκομεύο. Κι εςϑ εύςαι ςαρϊντα ενϐσ. Πρϋπει να πατόςεισ πϐδι, Φϊουαρντ. Να πϊψεισ να εύςαι ο βολικϐσ του γραφεύου». «Μϊλλον ϋχεισ δύκιο», ςυμφϔνηςε μελαγχολικϊ ο Φϊουαρντ . την οθϐνη εμφανύςτηκε ο Ωλεξ Σριμπϋκ και διϊβαςε την ερϔτηςη του Σελικοϑ Ρύςκου: «Αυτό η ομϊδα των χύπισ γϑριςε με λεωφορεύο ϐλη την Αμερικό, μαζύ με το ςυγγραφϋα Κεν Κϋςεώ». Ωρχιςε να παύζει η μουςικό του Σελικοϑ Ρύςκου. Οι δυο ϊντρεσ παύκτεσ ϋγραφαν αποφαςιςτικϊ την απϊντηςη. Η Μύλντρεντ, η κυρύα με το φοϑρνο μικροκυμϊτων ςτο δεξύ αυτύ, 359
φαινϐταν χαμϋνη. Σελικϊ, ϊρχιςε κι αυτό να γρϊφει κϊτι. Σο ϋκανε με φανερό ϋλλειψη ενθουςιαςμοϑ . Η Βϊι όπιε μια μικρό γουλιϊ απϐ την μπύρα τησ. «Ε!» αναφϔνηςε. «Καθϐλου κακό! Και μϐνο δϑο κι εξόντα εφτϊ η ςυςκευαςύα των ϋξι!» Ο Φϊουαρντ δοκύμαςε κι αυτϐσ την μπύρα. Σύποτα το εξαιρετικϐ. Αλλϊ, τουλϊχιςτον, όταν υγρό και κρϑα. αν καταπραϒντικϐ. Και οι δυο ϊντρεσ παύκτεσ ϋπεςαν εντελϔσ ϋξω. Η Μύλντρεντ ϋδωςε επύςησ λϊθοσ απϊντηςη, αλλϊ αυτό τουλϊχιςτον πληςύαςε κϊπωσ. «Οι Μερύ Μεν», εύχε γρϊψει. «Οι Μερύ Πρϊνκςτερσ, ηλύθια», εύπε ο Φϊουαρντ. Η Βϊι τον κούταξε με θαυμαςμϐ. «Ξϋρεισ ϐλεσ τισ απαντόςεισ, Φϊουαρντ!» «Μακϊρι να τισ όξερα», εύπε ο Φϊουαρντ κι αναςτϋναξε. Σου Φϊουαρντ δεν του ϊρεςε ιδιαύτερα η μπύρα, αλλϊ εκεύνο το βρϊδυ όπιε τρύα κουτϊκια απϐ το εϑρημα τησ Βϊι. Η Βϊι το ςχολύαςε, λϋγοντασ πωσ, αν όξερε ϐτι θα του ϊρεςε τϐςο πολϑ η ςυγκεκριμϋνη μϊρκα, θα εύχε περϊςει κι απϐ το φαρμακεύο να του αγορϊςει μια ςϑριγγα και μια φιϊλη οροϑ. Ακϐμα ϋνα απϐ τα χιλιοειπωμϋνα αςτειϊκια τησ Βϊι. Ο Φϊουαρντ το αντιμετϔπιςε μ' ϋνα βιαςμϋνο χαμϐγελο. την πραγματικϐτητα ευχϐταν η μπύρα να του ϋφερνε νϑςτα. Γιατύ πολϑ φοβϐταν ϐτι, χωρύσ κϊποια βοόθεια, μπορεύ να ϋμενε ϔρεσ ξϊγρυπνοσ, να ςκϋφτεται αυτϐ που εύχε φανταςτεύ ϐτι εύδε ςτο νιπτόρα του μπϊνιου. Δυςτυχϔσ, ϐπωσ τον εύχε πληροφορόςει η Βϊι, η μπύρα εκτϐσ απϐ όπιο υπνωτικϐ όταν και ϋντονο διουρητικϐ. Ϊτςι, λύγο μετϊ τισ οχτϔμιςι, ϐταν εκεύνη αποςϑρθηκε ςτην κρεβατοκϊμαρα να φορϋςει τη νυχτικιϊ τησ, ο Φϊουαρντ κατευθϑνθηκε με βαριϊ καρδιϊ προσ το μπϊνιο για να ξαλαφρϔςει. 360
Πρϔτα πόγε ςτο νιπτόρα κι ανϊγκαςε τον εαυτϐ του να κοιτϊξει ςτην τρυπϊ. Σύποτα. Ϋταν μεγϊλη ανακοϑφιςη, φυςικϊ (ϐπωσ και να το κϊνουμε, μια παραύςθηςη εύναι προτιμϐτερη απϐ ϋνα πραγματικϐ δϊχτυλο, παρϊ την πιθανϐτητα εγκεφαλικοϑ ϐγκου). Και πϊλι ϐμωσ δεν του ϊρεςε καθϐλου να κοιτϊζει την τρϑπα τησ αποςτρϊγγιςησ. Ο μπροϑντζινοσ ςταυρϐσ, που ϋφραζε το ϊνοιγμα ςυγκρατϔντασ τρύχεσ ό ϊλλα μικροαντικεύμενα που ϋπεφταν ςτο νιπτόρα, εύχε φθαρεύ και ςπϊςει εδϔ και χρϐνια και τϔρα απϋμενε μϐνο το μαυριςμϋνο ατςϊλινο ςτεφϊνι γϑρω απϐ τη μικρό, ςκοτεινό τρϑπα. Ϊμοιαζε ςαν αϐμματη κϐγχη. Ο Φϊουαρντ πϊτηςε την τϊπα και τη βοϑλωςε. Ϋταν ςαφϔσ καλϑτερα. ίςτερα τραβόχτηκε απϐ το νιπτόρα, ςτόθηκε μπροςτϊ ςτη λεκϊνη και ςόκωςε το πλαςτικϐ κϊθιςμα (η Βϊι παραπονιϐταν αν ξεχνοϑςε να το κατεβϊςει ϐταν τελεύωνε, αλλϊ δεν τησ περνοϑςε απϐ το μυαλϐ να το ανεβϊςει πϊλι, ϐταν αυτό τελεύωνε τη δουλειϊ τησ). Ο Φϊουαρντ όταν απϐ τουσ ϊντρεσ που ουροϑν αμϋςωσ μϐνο ϐταν η ανϊγκη εύναι τρομερϊ πιεςτικό. Ϋταν επύςησ απ' αυτοϑσ που δυςκολεϑονται, αν ϐχι αδυνατοϑν, να τα κϊνουν ςε δημϐςιο ουρητόριο (η ςκϋψη και μϐνο ϐλων αυτϔν που περύμεναν ςτην ουρϊ πύςω του του ϋκοβε το κϊτουρο). Σϔρα, ςτο μπϊνιο του ςπιτιοϑ του, ϋκανε αυτϐ που ϋκανε πϊντα ςτα λύγα εκεύνα δευτερϐλεπτα που μεςολαβοϑςαν απϐ τη ςτιγμό που ςημϊδευε με το ϐργανο του τη λεκϊνη μϋχρι που ϊρχιζε η ροό: απόγγειλε νοερϊ αριθμοϑσ. Εύχε φτϊςει ςτο δεκατρύα και το ςιντριβϊνι όταν ϋτοιμο να τιναχτεύ, ϐταν ακοϑςτηκε πύςω του ϋνα δυνατϐ, απϐτομο πλοπ! Η κϑςτη του, ϋχοντασ αναγνωρύςει τον όχο τησ τϊπασ που τραβιϋται απϐτομα απϐ την τρϑπα τησ αποχϋτευςησ, πριν τον 361
ερμηνεϑςει το μυαλϐ του, ϋκλειςε ςαν ςτρεύδι, απϐτομα και αρκετϊ οδυνηρϊ. τιγμϋσ αργϐτερα, ξανϊρχιςε ν' ακοϑγεται ο όχοσ, ο όχοσ του νυχιοϑ που ϋξυνε ελαφρϊ την πορςελϊνη, καθϔσ το δϊχτυλο ςερνϐταν ερευνητικϊ γϑρω απϐ την τρϑπα. Ο Φϊουαρντ ϋνιωςε το δϋρμα του να παγϔνει και να ςυρρικνϔνεται ςαν να αντιδροϑςε ςτην επαφό με ιςχυρϐ διαβρωτικϐ οξϑ. Απϐ το πουλύ του ϋςταξε μύα και μοναδικό ςταγϐνα που πλατςοϑριςε ςτο νερϐ τησ λεκϊνησ, πριν το ταλαύπωρο ϐργανο ζαρϔςει και μαζευτεύ μϋςα ςτη χοϑφτα του ςαν κεφϊλι χελϔνασ που αναζητϊει καταφϑγιο ςτο καβοϑκι. Με πολϑ αργϊ και κϊθε ϊλλο παρϊ ςταθερϊ βόματα, ο Φϊουαρντ πόγε ωσ το νιπτόρα. Και κούταξε. Σο δϊχτυλο όταν πϊλι εκεύ. Ϋταν ϋνα πολϑ μακρϑ δϊχτυλο, αλλϊ φυςιολογικϐ κατϊ τα ϊλλα. Ο Φϊουαρντ ϋβλεπε καθαρϊ το νϑχι, που δεν όταν οϑτε φαγωμϋνο οϑτε αφϑςικα ςουβλερϐ, και τισ δυο πρϔτεσ αρθρϔςεισ. Ενϔ το κοιτοϑςε, το δϊχτυλο ςυνϋχιζε να ψαχουλεϑει γϑρω απϐ την τρϑπα. Ο Φϊουαρντ ϋςκυψε και κούταξε κϊτω απϐ το νιπτόρα. Ο ςωλόνασ που ϋβγαινε απϐ τον τούχο πρϋπει να εύχε διϊμετρο πεντ' ϋξι εκατοςτϊ το πολϑ. Αδϑνατον να χωρϋςει χϋρι ανθρϔπου. Επιπλϋον, μεςολαβοϑςε το ςιφϐνι που ϋκανε ςτροφό ενενόντα μοιρϔν. Οπϐτε, ςε τι όταν κολλημϋνο το δϊχτυλο; ε τι θα μποροϑςε να εύναι; Ο Φϊουαρντ ϐρθωςε ξανϊ το κορμύ του και για μια απαύςια ςτιγμό του φϊνηκε πωσ το κεφϊλι του εύχε ξεκολλόςει απϐ το λαιμϐ του και αιωροϑνταν λύγο ψηλϐτερα. Σο οπτικϐ πεδύο του γϋμιςε ξαφνικϊ απϐ μικροςκοπικϊ, μαϑρα μυγϊκια. θα πϋςω λιπϐθυμοσ, ςκϋφτηκε. Ϊπιαςε το λοβϐ του δεξιοϑ αυτιοϑ του και τον τρϊβηξε απϐτομα, με δϑναμη, ϋτςι ϐπωσ θα τραβοϑςε ϋνασ πανικϐβλητοσ επιβϊτησ το μοχλϐ ςυναγερμοϑ ς' 362
ϋνα βαγϐνι τρϋνου. Η ζαλϊδα του πϋραςε, αλλϊ το δϊχτυλο παρϋμεινε. Δεν όταν παραύςθηςη. Πϔσ θα μποροϑςε να εύναι; Ϊβλεπε μια μικροςκοπικό ςταλύτςα νερϐ πϊνω ςτο νϑχι κι απϐ κϊτω μια λεπτό λωρύδα αςπρύλασ —ςαποϑνι, ςύγουρα όταν ςαποϑνι. Η Βϊι εύχε πλϑνει τα χϋρια τησ αφοϑ χρηςιμοπούηςε την τουαλϋτα. Κι ϐμωσ, θα μποροϑςε να εύναι παραύςθηςη. Βγαλ' ϐλα αυτϊ. Επειδό βλϋπεισ ςαποϑνι και νερϐ πϊνω ςτο νϑχι, δεν πϊει να πει ϐτι δεν το φαντϊζεςαι. Ωκου και κϊτι ακϐμα: Αν δεν το φαντϊζεςαι, τι γυρεϑει ϋνα δϊχτυλο μϋςα ςτο νιπτόρα; Πϔσ τρϑπωςε εκεύ μϋςα αρχικϊ; Και πϔσ γύνεται να μην το εύδε η Βϊι; Υϔναξε τη, λοιπϐν, να ϋρθει να το δει! τον διϋταξε η λογικό του και την επϐμενη ςτιγμό αναύρεςε την ύδια τησ την εντολό. ήχι! Μην τη φωνϊξεισ! Γιατύ, αν εςϑ ςυνεχύςεισ να το βλϋπεισ και η Βϊι δεν το δει... Ο Φϊουαρντ ϋκλειςε ςφιχτϊ τα μϊτια του και για κϊνα δυο δευτερϐλεπτα βρϋθηκε ς' ϋναν κϐςμο ςτον οπούο υπόρχαν μϐνο κϐκκινεσ αναλαμπϋσ και το τρελϐ ςφυροκϐπημα τησ καρδιϊσ του. ήταν τα ξανϊνοιξε, το δϊχτυλο όταν ακϐμα εκεύ. «Σι εύςαι;» ψιθϑριςε ο Φϊουαρντ με ςφιγμϋνα χεύλη. «Σι εύςαι και τι γυρεϑεισ εδϔ μϋςα;» Σο δϊχτυλο ςταμϊτηςε αμϋςωσ την τυφλό του εξερεϑνηςη. Περιςτρϊφηκε και ϑςτερα ϋδειξε κατευθεύαν τον Φϊουαρντ. Ο Φϊουαρντ ϋκανε ϋνα βόμα πύςω φρϊζοντασ το ςτϐμα του με τισ παλϊμεσ για να πνύξει μια κραυγό. Ϋθελε να πϊρει τα μϊτια του απϐ το ϊθλιο, αποτρϐπαιο πρϊγμα, να φϑγει τρϋχοντασ απϐ το καταραμϋνο μπϊνιο (κι ασ ςκεφτϐταν, ασ ϋλεγε κι ασ ϋβλεπε η Βϊι ϐ,τι όθελε), αλλϊ εύχε παραλϑςει και όταν ανύκανοσ να τραβόξει το βλϋμμα του απϐ το ροδϐλευκο ανθρϔπινο δεύκτη, που τϔρα ϋμοιαζε πϊρα πολϑ με ζωντανϐ περιςκϐπιο. 363
Σο δϊχτυλο λϑγιςε ςτο δεϑτερο κϐμπο. Η ϊκρη του ϋδειξε προσ τα κϊτω, το νϑχι ϊγγιξε την πορςελϊνη και ξανϊρχιςε να κινεύται κυκλικϊ ξϑνοντασ, χτυπϔντασ κι εξερευνϔντασ . «Φϊουι;» φϔναξε η Βϊι. «Ϊπεςεσ μϋςα;» «Βγαύνω αμϋςωσ!» τησ απϊντηςε ο Φϊουαρντ με παρανοώκϊ χαρωπϐ τϐνο. Σρϊβηξε το καζανϊκι πϊνω απϐ τη μύα και μοναδικό ςταγϐνα οϑρων που εύχε αδειϊςει ςτην τουαλϋτα και ςτρϊφηκε προσ την πϐρτα κρατϔντασ απϐςταςη αςφϊλειασ απϐ το νιπτόρα. Εύδε ϐμωσ φευγαλϋα το εύδωλο του ςτον καθρϋφτη απϐ πϊνω. Σα μϊτια του φϊνταζαν πελϔρια, η ϐψη του εύχε τη χλομϊδα ενϐσ νεκροϑ. Ϊδωςε απϐ μια γερό τςιμπιϊ ςε κϊθε μϊγουλο πριν βγει απϐ το μπϊνιο, που ςε διϊςτημα μιασ ϔρασ εύχε γύνει το πιο ανεξόγητο κι εφιαλτικϐ μϋροσ που εύχε τϑχει να βρεθεύ ςτη ζωό του. ήταν η Βϊι όρθε ςτην κουζύνα να δει τι τον ϋκανε να καθυςτερεύ τϐςη ϔρα, τον βρόκε να ϋχει ανούξει το ψυγεύο και να κοιτϊζει το περιεχϐμενο. «Σι θϋλεισ;» τον ρϔτηςε. «Μια Πϋπςι. θα πεταχτϔ ωσ τουσ Λα ν' αγορϊςω μύα». «Μετϊ απϐ τρεισ μπύρεσ κι ϋνα μπολ παγωτϐ; θα ςκϊςεισ, Φϊουαρντ!» «ήχι, δε θα ςκϊςω», τησ εύπε. Αν ϐμωσ δεν ϊδειαζε ςϑντομα την κϑςτη του, μπορεύ να ςυνϋβαινε κι αυτϐ. «Εύςαι ςύγουροσ ϐτι αιςθϊνεςαι καλϊ;» Η Βϊι τον κούταζε προβληματιςμϋνη και η φωνό τησ εύχε γλυκϊνει αιςθητϊ, ϋδειχνε ειλικρινϋσ ενδιαφϋρον. «Γιατύ φαύνεςαι χϊλια. Πραγματικϊ». «Μμμ... κυκλοφορεύ κϊποια ύωςη ςτο γραφεύο. Δεν αποκλεύεται.. .» «Θα πϊω εγϔ να ςου αγορϊςω Πϋπςι, αν τη θϋλεισ οπωςδόποτε», εύπε η Βϊι. 364
«Δε θα πασ πουθενϊ», τησ το ξϋκοψε βιαςτικϊ ο Φϊουαρντ. «Εύςαι με το νυχτικϐ, θα φορϋςω το παλτϐ μου, μην ανηςυχεύσ». «Πϐτε ϋκανεσ για τελευταύα φορϊ τςεκϊπ, Φϊουαρντ; Πϊει τϐςοσ καιρϐσ που κοντεϑω να το ξεχϊςω». «Θα το κοιτϊξω», υποςχϋθηκε αϐριςτα ο Φϊουαρντ, πηγαύνοντασ προσ το μικρϐ χολ τησ ειςϐδου ϐπου κρϋμονταν τα παλτϊ τουσ. «Θα εύναι ςτο φϊκελο τησ αςφϊλειασ». «Καλϊ θα κϊνεισ να το κοιτϊξεισ! Κι αφοϑ τρελϊθηκεσ κι επιμϋνεισ να βγεισ, τυλύξου τουλϊχιςτον με το καςκϐλ μου». «Πολϑ καλό ιδϋα. Εντϊξει». Ο Φϊουαρντ ξεκρϋμαςε το παλτϐ του και το κοϑμπωςε γυρνϔντασ τησ την πλϊτη, για να μη δει η Βϊι πϔσ ϋτρεμαν τα χϋρια του. ήταν ςτρϊφηκε ξανϊ προσ το μϋροσ τησ, την εύδε να μπαύνει ςτο μπϊνιο. Ο Φϊουαρντ ϋμεινε ακύνητοσ, κρατϔντασ την ανϊςα του και περιμϋνοντασ να δει αν η Βϊι θα οϑρλιαζε αυτό τη φορϊ, ϔςπου ϊκουςε το νερϐ να τρϋχει απϐ τη βρϑςη του νιπτόρα. Ακολοϑθηςε ο γνϔριμοσ όχοσ που ϋκανε η Βϊι βουρτςύζοντασ τα δϐντια τησ με το ςυνηθιςμϋνο τρϐπο: με cpovgia. Ο Φϊουαρντ ϋμεινε μερικϋσ ςτιγμϋσ ακϐμη ακύνητοσ ςτην ύδια θϋςη, ενϔ το μυαλϐ του του ανακούνωνε την τελικό διϊγνωςη, καθαρϊ και ςταρϊτα: Φϊνεισ τα λογικϊ ςου. Μπορεύ να ςυνϋβαινε... Αυτϐ, ϐμωσ, δεν ϊλλαζε το γεγονϐσ ϐτι αν δεν ϋριχνε αμϋςωσ ϋνα γερϐ κατοϑρημα θα τα ϋκανε πϊνω του. Σο ςυγκεκριμϋνο πρϐβλημα, τουλϊχιςτον, μποροϑςε να λυθεύ ϊμεςα, πρϊγμα που τον παρηγϐρηςε αρκετϊ. Ωνοιξε την εξϔπορτα, ϋκανε να βγει και ϑςτερα κοντοςτϊθηκε για να τραβόξει και το καςκϐλ τησ Βϊι απϐ την κρεμϊςτρα του χολ. Πϐτε ςκοπεϑεισ να τησ ανακοινϔςεισ την τελευταύα, εντυπωςιακό εξϋλιξη ςτη ζωό ςου; τον ρϔτηςε ξαφνικϊ η λογικό τ ου.
365
Ο Φϊουαρντ απϔθηςε το ερϔτημα και ςυγκεντρϔθηκε αποκλειςτικϊ ςτην προςπϊθεια να βολϋψει τισ ϊκρεσ του καςκϐλ κϊτω απϐ τα πϋτα του παλτοϑ του. Σο διαμϋριςμα των Μύτλα βριςκϐταν ςτον τϋταρτο ϐροφο μιασ δεκαϔροφησ πολυκατοικύασ ςτην οδϐ Φϐκινγκ. Μιςϐ τετρϊγωνο παρακϊτω προσ τα δεξιϊ, ςτη γωνύα τησ Φϐκινγκ με τη λεωφϐρο Κουύνσ, όταν το μύνι μϊρκετ των Λα που ϋμενε ανοιχτϐ εύκοςι τϋςςερισ ϔρεσ το εικοςιτετρϊωρο. Ο Φϊουαρντ ϋςτριψε αριςτερϊ και προχϔρηςε ωσ το τϋρμα τησ πολυκατοικύασ. Εκεύ όταν ϋνα ςτενϐ αδιϋξοδο δρομϊκι που κατϋληγε ςτο φωταγωγϐ, ςτο πύςω μϋροσ του κτιρύου. κουπιδοτενεκϋδεσ όταν αραδιαςμϋνοι κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ του ςκοτεινοϑ δρϐμου κι ανϊμεςα τουσ υπόρχαν βρϐμικα κενϊ διαςτόματα ϐπου διϊφοροι ϊςτεγοι —αρκετού αλκοολικού, αλλϊ ςε καμιϊ περύπτωςη ϐλοι τουσ— ϋβγαζαν τη νϑχτα πλαγιαςμϋνοι ςε χαρτϐνια κι εφημερύδεσ. Ευτυχϔσ, κανϋνασ δεν εύχε βρει καταφϑγιο ςτο δρομϊκι εκεύνο το βρϊδυ. Ο Φϊουαρντ μπόκε ςτο χϔρο ανϊμεςα ςτον πρϔτο και ςτο δεϑτερο ςκουπιδοτενεκϋ, κατϋβαςε το φερμουϊρ του παντελονιοϑ του κι ϊρχιςε να κατουρϊει με την ψυχό του. την αρχό η ανακοϑφιςη όταν τϐςο μεγϊλη, που ϋνιωςε ςχεδϐν ευτυχιςμϋνοσ παρ' ϐλεσ τισ δοκιμαςύεσ τησ βραδιϊσ. Καθϔσ ϐμωσ ϊρχιςε να μειϔνεται η ροό κι αυτϐσ ν' αναλογύζεται τη θϋςη του, το ϊγχοσ τρϑπωςε και πϊλι ςαν εφιϊλτησ ςτο μυαλϐ του. Η θϋςη του όταν, με μια λϋξη, ανόκουςτη. Να τον εδϔ, να κατουρϊει πϊνω ςτον τούχο τησ πολυκατοικύασ ϐπου εύχε ϋνα ζεςτϐ, ϊνετο διαμεριςματϊκι, κοιτϊζοντασ ςυνεχϔσ πύςω μόπωσ τον πϊρει κανϋνα μϊτι. Εννοεύται πωσ θα την εύχε πολϑ ϊςχημα ϋτςι κι ϋμπαινε ςτο δρομϊκι κανϋνα πρεζϐνι ό κανϋνασ μεθυςμϋνοσ, αλλϊ διϐλου απύθανο να όταν ακϐμα χειρϐτερα ϋτςι κι εμφανιζϐταν κανϋνασ γνωςτϐσ —οι Υϋςτνερ που ϋμεναν ςτο δεϑτερο, για παρϊδειγμα, ό οι Ντϊτλμπαουμ του τρύτου. Σι θα 366
ςκϋφτονταν οι ϊνθρωποι; Και τι θα ϋλεγε εκεύνη η γλωςςοκοπϊνα η Αλύςια Υϋςτνερ ςτη Βϊι; Σελεύωςε, κοϑμπωςε το παντελϐνι του κι επϋςτρεψε ςτην μπαςιϊ του ςτενοϑ αδιϋξοδου. Αφοϑ ερεϑνηςε ςχολαςτικϊ το δρϐμο και προσ τισ δυο κατευθϑνςεισ, πόγε ωσ το μαγαζύ των Λα κι αγϐραςε μια Πϋπςι απϐ τη χαμογελαςτό κυρύα Λα με το πορςελϊνινο δϋρμα. «Μου φαύνεςτε λύγο χλομϐσ απϐψε, κϑριε Μύτλα», του εύπε χαμογελϔντασ ϐπωσ πϊντα. «Μόπωσ κρυϔςατε;» Αν κρϑωςα, λϋει! Πϊγωςα απϐ την τρομϊρα μου, κυρύα Λα! Δεν ϋχω ξανακρυϔςει ϋτςι ποτϋ μου. «Μϊλλον κϐλληςα κϊποια ύωςη ςτο νιπτόρα», τησ απϊντηςε. Βλϋποντασ τα μικρϊ τησ φρϑδια να ςμύγουν πϊνω απϐ το χαμϐγελο, ςυνειδητοπούηςε τι ακριβϔσ εύχε πει. «το γραφεύο, όθελα να πω», πρϐςθεςε βιαςτικϊ. «Να ντϑνεςτε ζεςτϊ», τον ςυμβοϑλεψε η κυρύα Λα και το αιθϋριο μϋτωπο τησ ξανϊγινε λεύο κι αρυτύδωτο. «Σο ρϊδιο εύπε πωσ θα ϋχουμε απϐτομα κρϑα». Ο Φϊουαρντ την ευχαρύςτηςε, την καληνϑχτιςε κι ϋφυγε. το γυριςμϐ προσ το ςπύτι, ϊνοιξε την Πϋπςι και την ϋχυςε ςτο πεζοδρϐμιο. Με δεδομϋνο ϐτι ϋπρεπε πλϋον να θεωρεύ το μπϊνιο του ςπιτιοϑ του εχθρικό περιοχό, το τελευταύο που του χρειαζϐταν απϐψε όταν κι ϊλλα υγρϊ ςτο ςτομϊχι του. Με το που μπόκε ςτο διαμϋριςμα, ϊκουςε το ελαφρϑ ροχαλητϐ τησ Βϊι απϐ την κρεβατοκϊμαρα. Οι τρεισ μπύρεσ την εύχαν αποκοιμύςει γρόγορα κι αποτελεςματικϊ. Ο Φϊουαρντ ϊφηςε το ϊδειο κουτϊκι τησ Πϋπςι πϊνω ςτον πϊγκο του νεροχϑτη και υςτϋρα πόγε και ςτόθηκε ϋξω απϐ την πϐρτα του μπϊνιου. Μετϊ απϐ μερικϊ δευτερϐλεπτα, ϋςκυψε και κϐλληςε το αυτύ του ςτο ξϑλο. κριτσ, ςκρατσ. κρατσ, ςκριτσ, ςκρατσ. 367
«Καταραμϋνο διαβολϐπραμα», μουρμοϑριςε φουρκιςμϋνοσ. Και πόγε για ϑπνο χωρύσ να πλϑνει τα δϐντια του, για πρϔτη φορϊ μετϊ απϐ εκεύνο το δεκαπενθόμερο ςτην καταςκόνωςη Φϊι Πϊινσ, ϐταν όταν δϔδεκα χρονϔν και η μαμϊ του εύχε ξεχϊςει να του βϊλει την οδοντϐβουρτςα ςτο ςακύδιο του. Ο Φϊουαρντ ϋμεινε ξϊγρυπνοσ ςτο κρεβϊτι, ξαπλωμϋνοσ δύπλα ςτ η Βϊι. Ωκουγε το δϊχτυλο να ςυνεχύζει τουσ ατϋλειωτουσ ερευνητικοϑσ κϑκλουσ του ςτο νιπτόρα, το νϑχι να χτυπϊει και να ξϑνει αδιϊκοπα την πορςελϊνη. Ϋταν αδϑνατον να το ακοϑει με τισ δυο ενδιϊμεςεσ πϐρτεσ κλειςτϋσ και το όξερε, αλλϊ φανταζϐταν ϐτι το ϊκουγε κι αυτϐ όταν εξύςου ενοχλητικϐ. ήχι, δεν εύναι το ύδιο, προςπϊθηςε να πεύςει τον εαυτϐ του. Σον όχο τουλϊχιςτον τον ακοϑσ ςτη φανταςύα ςου. Με το δϊχτυλο αλλϊζει το πρϊγμα. Αςόμαντη παρηγοριϊ. Και πϊλι του όταν αδϑνατον να κοιμηθεύ, οϑτε κι ϋλυνε το πρϐβλημα του. Ϋξερε, βϋβαια, πωσ δεν όταν δυνατϐν να περϊςει την υπϐλοιπη ζωό του βρύςκοντασ ςυνεχϔσ δικαιολογύεσ για να πϊει να κατουρόςει ϋξω απϐ το ςπύτι. Πολϑ αμφϋβαλλε αν θα κατϊφερνε να βρει πειςτικό δικαιολογύα για το επϐμενο εικοςιτετρϊωρο. Και ποϑ θα πόγαινε ϊμα τον ϋπιανε χϋςιμο; Ιδοϑ το ερϔτημα, φύλοι και γεύτονεσ. Ϊνα ερϔτημα που δεν εύχε τεθεύ οϑτε μια φορϊ ςτο Ρύςκο και που ο Φϊουαρντ αγνοοϑςε την απϊντηςη. ήχι ύδιο αδιϋξοδο, πϊντωσ γι' αυτϐ, τουλϊχιςτον, όταν ςύγουροσ. Μπορεύ να το ςυνηθύςεισ το αναθεματιςμϋνο το δϊχτυλο και να μη α' ενοχλεύ πια, πρϐτεινε διςτακτικϊ το λογικϐ τμόμα του μυαλοϑ του. ήχι. Η ιδϋα όταν εντελϔσ παλαβό. Εύκοςι ϋνα χρϐνια παντρεμϋνοσ με τη Βϊι, δεν εύχε καταφϋρει ακϐμα να μπει ςτο 368
μπϊνιο ϐςο όταν εκεύνη μϋςα. Αυτϐ το κϑκλωμα του όταν οριςτικϊ κι αμετϊκλητα βραχυκυκλωμϋνο. Η Βϊι μποροϑςε ϊνετα να κϊθεται ςτη λεκϊνη, να κϊνει τα τςύςα τησ και να του μιλϊει για τη μϋρα τησ ςτο ιατρεύο του δϐκτορα τϐουν, ενϔ αυτϐσ ξυριζϐταν, αλλϊ του Φϊουαρντ του όταν αδϑνατον να κϊνει το ύδιο. Ϊτςι όταν φτιαγμϋνοσ. Αν αυτϐ το δϊχτυλο δε φϑγει ςϑντομα απϐ μϐνο τον, ύςωσ θα ϋπρεπε να αναθεωρόςεισ λιγϊκι το πϔσ εύςαι φτιαγμϋνοσ, του ςϑςτηςε η φωνό τησ λογικόσ. Γιατύ πολϑ φοβϊμαι ϐτι θ' αναγκαςτεύσ να κϊνεισ ριζικϋσ μετατροπϋσ ςτη βαςικό δομό ςου. Ο Φϊουαρντ γϑριςε το κεφϊλι του και κούταξε το ρολϐι ςτο κομοδύνο. Ϋταν δϑο παρϊ τϋταρτο μετϊ τα μεςϊνυχτα και, ϐπωσ ςυνειδητοπούηςε με ςτωικϐτητα, όθελε πϊλι να κατουρόςει. ηκϔθηκε προςεκτικϊ, βγόκε νυχοπατϔντασ απϐ το δωμϊτιο, προςπϋραςε την κλειςτό πϐρτα του μπϊνιου με το αδιϊκοπο γρατςοϑνιςμα και ξϑςιμο που ακουγϐταν απϐ πύςω τησ και μπόκε ςτην κουζύνα. Εκεύ, τρϊβηξε ϋνα ςκαμνύ μπροςτϊ ςτο νεροχϑτη, ανϋβηκε ςτο ςκαμνύ και ςημϊδεψε με το πουλύ του την τρϑπα τησ αποχϋτευςησ, ϋχοντασ ςυνεχϔσ τ' αυτιϊ τςιτωμϋνα μόπωσ και ςηκωθεύ η Βϊι απϐ το κρεβϊτι. Σελικϊ τα κατϊφερε... αφοϑ εύχε φτϊςει ωσ το τριακϐςια ςαρϊντα εφτϊ, κατϊ τη ςυνόθεια του να μετρϊει αριθμοϑσ μϋχρι να τρϋξει το κϊτουρο. Ϋταν το ρεκϐρ ϐλων των εποχϔν. Ωνοιξε λύγο τη βρϑςη, ϊφηςε το νερϐ να τρϋξει για λύγα δευτερϐλεπτα και ϑςτερα ϋβαλε το ςκαμνύ ςτη θϋςη του κι επϋςτρεψε ςτο κρεβϊτι λϋγοντασ μϋςα του: Αδϑνατον να ςυνεχύςω ϋτςι. ήχι για πολϑ. Δε γύνεται. Ϊδειξε τα δϐντια του ςτην κλειςτό πϐρτα του μπϊνιου καθϔσ την προςπερνοϑςε. ήταν χτϑπηςε το ξυπνητόρι ςτισ εξύμιςι το πρωύ, ο Φϊουαρντ ςηκϔθηκε απϐ το κρεβϊτι με τα μϊτια μιςϐκλειςτα, 369
προχϔρηςε ωσ το μπϊνιο ςϋρνοντασ τισ παντοϑφλεσ του, ϊνοιξε την πϐρτα και μπόκε μϋςα. Ο νιπτόρασ όταν ϊδειοσ. «Ευχαριςτϔ, θεϋ μου!» εύπε ςιγανϊ με τρεμϊμενη φωνό. Σον πλημμϑριςε ϋνα κϑμα ανακοϑφιςησ, ϋντονο ςαν ιερό αποκϊλυψη. «Αχ, θεοϑλη μου, ς' ευχ...» Σο δϊχτυλο πετϊχτηκε ϐπωσ οι φαςουλόδεσ απϐ τα μουςικϊ κουτϊκια ϐταν ανούγει το καπϊκι. Λεσ και το εύχε καλϋςει ο όχοσ τησ φωνόσ του Φϊουαρντ. Πετϊχτηκε κι ϋδειξε κατευθεύαν αυτϐν. Ο Φϊουαρντ πιςωπϊτηςε αλαφιαςμϋνοσ και ανεβοκατεβϊζοντασ ςπαςμωδικϊ το πϊνω χεύλι του ςαν αγριεμϋνο ςκυλύ. Σο δϊχτυλο τεντϔθηκε προσ τα πϊνω, λϑγιςε προσ τα κϊτω, πϊνω κϊτω, πϊνω κϊτω... ςαν να τον χαιρετοϑςε. Καλημϋρα, Φϊουαρντ, πϐςο χαύρομαι που ςε βλϋπω! «Αι ςτο διϊολο», μουρμοϑριςε ο Φϊουαρντ. Σου γϑριςε αποφαςιςτικϊ την πλϊτη κι αντύκριςε τη λεκϊνη. Προςπϊθηςε πραγματικϊ να αδειϊςει την κϑςτη του, αλλϊ τύποτα. Ξαφνικϊ φοϑντωςε μϋςα του ϋνασ ϊγριοσ θυμϐσ, μια λϑςςα, μια διϊθεςη να γυρύςει, να του κοπανόςει μια του αναθεματιςμϋνου, να το ξεριζϔςει απϐ την τρϑπα, να το πετϊξει ςτο πϊτωμα και να το λιϔςει με τα γυμνϊ του πϐδια. «Φϊουαρντ;» φϔναξε νυςταγμϋνα η Βϊι. «Κοντεϑεισ;» «Ναι», τησ απϊντηςε βϊζοντασ τα δυνατϊ του ν' ακουςτεύ η φωνό του φυςιολογικό. Σρϊβηξε επύτηδεσ το καζανϊκι. Αποδεύχτηκε ϐτι η Βϊι δεν όταν ςε θϋςη να προςϋξει αν ο ϊντρασ τησ ακουγϐταν φυςιολογικϐσ. Εύχε ξυπνόςει με τρομερϐ πονοκϋφαλο. «Ϊχω περϊςει και χειρϐτερουσ, αλλϊ εύναι απϐ τουσ πολϑ δυνατοϑσ», μουρμοϑριςε, καθϔσ τρύφτηκε πϊνω ςτον Φϊουαρντ για να χωρϋςει να μπει ςτο μπϊνιο. ίςτερα ςόκωςε τη νυχτικιϊ 370
τησ και βολεϑτηκε ςτη λεκϊνη, πιϊνοντασ με το ϋνα χϋρι το κεφϊλι τησ. «Πρϔτη και τελευταύα, θαυμϊςια μπύρα, ευχαριςτϔ, δε θα ξαναπϊρω. Αμϋρικαν Γκρϋιν και τρύχεσ κατςαρϋσ. Δεν τουσ ϋχει πει κανεύσ ϐτι το λύπαςμα το βϊζουν πριν και ϐχι αφοϑ ψηθεύ το κριθϊρι; Βαρϑ κεφϊλι με τρεισ μπιρύτςεσ! Φριςτϋ μου! Εμ, βϋβαια. ήποιοσ αγϐραςε φτηνϊ τον κλαύει τον παρϊ του. Ειδικϊ ϊμα αγορϊςεισ απ' αυτοϑσ τουσ ϑπουλουσ τουσ Λα. Πιϊςε μου μια αςπιρινοϑλα, Φϊουι, να ςε χαρϔ». «Αμϋςωσ». Ο Φϊουαρντ πληςύαςε προςεκτικϊ το νιπτόρα. Σο δϊχτυλο εύχε κρυφτεύ. Προφανϔσ, η Βϊι το εύχε τρομϊξει και πϊλι. Ο Φϊουαρντ ϋβγαλε το μπουκαλϊκι με τισ αςπιρύνεσ απϐ το ντουλαπϊκι δεξιϊ του νιπτόρα κι ϊδειαςε δυο διςκύα ςτην παλϊμη του. ήπωσ τεντϔθηκε για να το ξαναβϊλει ςτη θϋςη του, εύδε την ϊκρη του δαχτϑλου να προβϊλλει ςτιγμιαύα απϐ την τρϑπα. Και πϊλι του φϊνηκε πωσ τον χαιρϋτηςε πριν κϊνει βουτιϊ προσ τα κϊτω κι εξαφανιςτεύ. Θα ςε ξεφορτωθϔ εγϔ, φύλε, ςκϋφτηκε ξαφνικϊ. Σο ςυναύςθημα που ακολοϑθηςε αυτό τη ςκϋψη όταν οργό — βαθιϊ, λυςςαλϋα οργό— και του προκϊλεςε ψυχικό ευφορύα. Ϋταν μια αύςθηςη που ϊρχιςε να τρυπϔνει ςτο ϊγριο, παγωμϋνο τοπύο του μυαλοϑ του ςαν κϊτι παλιϊ ρωςικϊ παγοθραυςτικϊ, που γλιςτρϊνε ςτουσ αιϔνιουσ πϊγουσ τησ Αρκτικόσ με αργό, μεγαλϐπρεπη χϊρη. θα ςε ξεκϊνω. Δεν ξϋρω ακϐμα πϔσ, αλλϊ θα βρω ϋναν τρϐπο. Ϊδωςε ςτη Βϊι τισ αςπιρύνεσ λϋγοντασ: «Περύμενε να φϋρω κι ϋνα ποτόρι νερϐ... » «Μην κϊνεισ τον κϐπο», εύπε ςτρυφνϊ η Βϊι. Ϊχωςε τισ ταμπλϋτεσ ςτο ςτϐμα τησ και τισ μϊςηςε. «Ϊτςι ενεργοϑν πιο γρόγορα». «Ναι, αλλϊ ςου καταςτρϋφουν το ςτομϊχι», πρϐςθεςε ο Φϊουαρντ. Ξαφνικϊ διαπύςτωςε ϐτι δεν τον πεύραζε και πολϑ να βρύςκεται ςτο μπϊνιο, αρκεύ να όταν μαζύ του και η Βϊι . 371
«Δεν ϋχω ανϊγκη», εύπε η Βϊι ακϐμα πιο ςτρυφνϊ. Σρϊβηξε το καζανϊκι. «Εςϑ πϔσ εύςαι ςόμερα;» «Ϊτςι κι ϋτςι», απϊντηςε με ειλικρύνεια ο Φϊουαρντ. «' ϋπιαςε κι εςϋνα;» «Πονοκϋφαλοσ; ήχι. Κϊτι με τριγυρύζει ϐμωσ απϐ χτεσ. Πονϊει ο λαιμϐσ μου και φοβϊμαι μόπωσ ϋχω αρπϊξει κϊνα δϊχτυλο». «Σι;» «Βϊκιλλο», τα μπϊλωςε κακόν κακϔσ ο Φϊουαρντ. «Βϊκιλλο όθελα να πω. Ιϐ, μικρϐβιο, ποϑ να ξϋρω;» «Σϐτε, καλϑτερα να μεύνεισ ςπύτι». Η Βϊι πόγε ςτο νιπτόρα, διϊλεξε την οδοντϐβουρτςα τησ απϐ το ποτηρϊκι, ϋβαλε κρϋμα κι ϊρχιςε να πλϋνει τα δϐντια τησ —με φοϑρια. «Κι εςϑ το ύδιο», τησ εύπε ο Φϊουαρντ. ήμωσ, δεν όθελε να μεύνει η Βϊι ςτο ςπύτι. Ϋθελε να βρύςκεται η γυναύκα του κοντϊ ςτο δϐκτορα τϐουν ϐλο το πρωύ, βοηθϔντασ τον ςε ςφραγύςματα κι απονευρϔςεισ, αλλϊ θα όταν γαώδουριϊ εκ μϋρουσ του να μην πει κϊτι. Η Βϊι τον κούταξε μϋςα απϐ τον καθρϋφτη. τα μαγουλϊ τησ εύχε όδη αρχύςει να επιςτρϋφει κϊποιο χρϔμα κι αρκετό λϊμψη ςτα μϊτια τησ. Η Βϊι ςυνερχϐταν επύςησ με φοϑρια. «Η μϋρα που δε θα πϊω για δουλειϊ λϐγω πρωινοϑ πονοκεφϊλου θα εύναι η μϋρα που θα ϋχω κϐψει εντελϔσ το ποτϐ», του εύπε. «Ωλλωςτε, ςόμερα ειδικϊ, ο γιατρϐσ με χρειϊζεται οπωςδόποτε, θα βγϊλουμε μια ολϐκληρη πϊνω οδοντοςτοιχύα. Βρομοδουλειϊ, αλλϊ πρϋπει να γύνει για να μπει η μαςϋλα». Η Βϊι ϋφτυςε κατευθεύαν πϊνω ςτην τρυπϊ και ο Φϊουαρντ ςκϋφτηκε: Σην επϐμενη φορϊ που θα ξεμυτύςει το δϊχτυλο θα ϋχει πϊνω του οδοντϐπαςτα. Φριςτϋ μου! «Μεύνε ςπύτι, ντϑςου ζεςτϊ και πιεσ ϊφθονα υγρϊ», τον ςυμβοϑλεψε η Βϊι, υιοθετϔντασ το ϑφοσ αδελφόσ προώςταμϋνησ, εκεύνο το ϑφοσ που δόλωνε. Αν δεν κϊνεισ ϐπωσ 372
ςου εύπα, κακϐ του κεφαλιοϑ ςου. «Μεύνε ξαπλωμϋνοσ, διϊβαςε και, επ' ευκαιρύα, δεύξε ςτον κϑριο Σρύχα Λϊθορπ τι χϊνει ϐταν λεύπεισ απϐ το γραφεύο. Καν' τον να το ξαναςκεφτεύ πριν ςε φορτϔςει μ' ϋνα βουνϐ δουλειϊ». «Δεν εύναι καθϐλου κακό ιδϋα», εύπε ο Φϊουαρντ. Η Βϊι τον φύληςε βγαύνοντασ απϐ το μπϊνιο και του ϋκλειςε παιχνιδιϊρικα το μϊτι. «Ξϋρει και η Βϊιολετ μερικϋσ απϐ τισ απαντόςεισ», εύπε. Μιςό ϔρα αργϐτερα, φεϑγοντασ απϐ το ςπύτι για να πϊρει το λεωφορεύο, τησ εύχε όδη περϊςει ο πονοκϋφαλοσ και τραγουδοϑςε κεφϊτη. Σο πρϔτο πρϊγμα που ϋκανε ο Φϊουαρντ μϐλισ ϋφυγε η Βϊι όταν να τραβόξει το ςκαμνϊκι ςτην κουζύνα και να ρύξει ϋνα γερϐ κατοϑρημα ςτο νεροχϑτη. Ϋταν πολϑ πιο εϑκολο τϔρα που ϋλειπε η γυναύκα του. Δεν πρϐλαβε να φτϊςει ςτο εύκοςι τρύα και η δουλειϊ εύχε κιϐλασ γύνει. Ϊχοντασ λϑςει αυτϐ το πρϐβλημα για τισ επϐμενεσ λύγεσ ϔρεσ ϋςτω, επϋςτρεψε ςτο χολ κι ϋχωςε το κεφϊλι του απϐ την πϐρτα του μπϊνιου. Εύδε το δϊχτυλο αμϋςωσ, πρϊγμα που όταν λϊθοσ. Δηλαδό, όταν αδϑνατον απϐ το ςημεύο ϐπου ςτεκϐταν να βλϋπει το βϊθοσ του νιπτόρα. Κι εφϐςον ϋβλεπε το δϊχτυλο, πϊει να πει ϐτι... «Σι ςκαρϔνεισ, καταραμϋνο;» μουρμοϑριςε ο Φϊουαρντ με βραχνό, ςπαςμϋνη φωνό. Σο δϊχτυλο που ςϊλευε μπροσ πύςω, ςαν να δοκύμαζε απϐ ποϑ φυςοϑςε ο αϋρασ, ςταμϊτηςε κι ϋδειξε κατευθεύαν αυτϐν. Εύχε οδοντϐκρεμα πϊνω του, ϋτςι ϐπωσ το περύμενε ο Φϊουαρντ, και λϑγιςε προσ τη μεριϊ του... μϐνο που λϑγιςε ςε τρύα ςημεύα και όταν κι αυτϐ αδϑνατον, εντελϔσ αδϑνατον, γιατύ ςε κϊθε δϊχτυλο ο τρύτοσ κϐμποσ εύναι εκεύ ϐπου ςμύγει το δϊχτυλο με την παλϊμη . Μακραύνει, ψϋλλιςε το μυαλϐ του. Δεν ξϋρω πϔσ γύνεται αυτϐ, αλλϊ μακραύνει... Αφοϑ μπορεύσ να το δεισ πϊνω απϐ το 373
χεύλοσ του νιπτόρα, πρϋπει να εύναι τουλϊχιςτον δϋκα πϐντουσ μακρυ... ύςωσ και μακρϑτερο! Ο Φϊουαρντ ϋκλειςε μαλακϊ την πϐρτα του μπϊνιου και πόγε τρεκλύζοντασ ωσ το καθιςτικϐ. Σα πϐδια του εύχαν μεταμορφωθεύ και πϊλι ςε ελατόρια. Σο νοερϐ παγοθραυςτικϐ χϊθηκε, βοϑλιαξε κϊτω απϐ τισ λευκϋσ εκτϊςεισ του πανικοϑ και τησ απϐλυτησ κατϊπληξησ. Αυτϊ δεν όταν απλϊ παγϐβουνα· όταν αχανεύσ παγετϔνεσ. Ο Φϊουαρντ Μύτλα κϊθιςε ςτην αγαπημϋνη του πολυθρϐνα κι ϋκλειςε τα μϊτια του. Ποτϋ του δεν εύχε νιϔςει τϐςο μϐνοσ, τϐςο μπερδεμϋνοσ και τϐςο ανύςχυροσ. Ϊμεινε ς' εκεύνη τη θϋςη πολλό ϔρα, μϋχρι που τα δϊχτυλα του χαλϊρωςαν κι ϋπαψαν να ςφύγγουν ςπαςμωδικϊ τα μπρϊτςα τησ πολυθρϐνασ. Εύχε περϊςει το μεγαλϑτερο μϋροσ τησ νϑχτασ ξϊγρυπνοσ. Εξαντλημϋνοσ ϐπωσ όταν αποκοιμόθηκε, ενϔ ςτο μπϊνιο το δϊχτυλο που ϐλο μϊκραινε ςυνϋχιζε να ξϑνει την πορςελϊνη διαγρϊφοντασ αδιϊκοπουσ κϑκλουσ. Ο Φϊουαρντ ονειρεϑτηκε ϐτι ϋπαιζε ςτο Ρύςκο. ήχι ςτην καινοϑρια εκδοχό του παιχνιδιοϑ, με τα χοντρϊ λεφτϊ, αλλϊ ςτην παλιϊ, την αυθεντικό καθημερινό εκπομπό. Αντύ για την οθϐνη υπόρχε μια ϐμορφη κοπϋλα που τραβοϑςε κϊρτεσ απϐ ϋναν πύνακα, ϐταν ο παύκτησ διϊλεγε μια ςυγκεκριμϋνη κατηγορύα ερωτόςεων. τη θϋςη του Ωλεξ Σριμπϋκ όταν ο Αρτ Υλϋμινγκ, με τα μαλλιϊ χτενιςμϋνα ϐλα προσ τα πύςω κι εκεύνο το καθϔσ πρϋπει χαμϐγελο του που θϑμιζε χωριατϐπαιδο ςε πϊρτι. Η γυναύκα ςτη μϋςη όταν η Μύλντρεντ, που εξακολουθοϑςε να ϋχει ϋνα δορυφορικϐ πιϊτο ςτ' αυτύ τησ, μϐνο που τα μαλλιϊ τησ όταν χτενιςμϋνα αλϊ Σζϊκι Κϋνεντι και τα ςυρμϊτινα γυαλιϊ εύχαν αντικαταςταθεύ απϐ ϋνα ζευγϊρι κοκϊλινα, με ςκελετϐ ςε ςχόμα πεταλοϑδασ. ήλα όταν αςπρϐμαυρα ςτο ϐνειρο του. 374
«Εντϊξει, Φϊουαρντ», εύπε ο Αρτ δεύχνοντασ τον. Ο δεύκτησ του όταν ϋνα απαύςιο, αρθρωτϐ πρϊγμα, καμιϊ τριανταριϊ πϐντουσ μακρϑ, και ξεπεταγϐταν απϐ τη χαλαρό γροθιϊ του ςαν βϋργα δαςκϊλου. το νϑχι υπόρχε ξεραμϋνη οδοντϐκρεμα. «ειρϊ ςου να διαλϋξεισ». Ο Φϊουαρντ κούταξε τον πύνακα και εύπε: «Ϊντομα και Ερπετϊ για εκατϐ δολϊρια, Αρτ». Σο τετρϊγωνο με το ςϑμβολο $100 αφαιρϋθηκε απϐ τον πύνακα, αποκαλϑπτοντασ μια ερϔτηςη που αμϋςωσ διϊβαςε μεγαλϐφωνα ο Αρτ: «Ποιοσ εύναι ο καλϑτεροσ τρϐποσ για ν' απαλλαγεύτε απϐ τα ενοχλητικϊ δϊχτυλα ςτο νιπτόρα του μπϊνιου ςασ;» «Εύναι...» ϊρχιςε ο Φϊουαρντ και ϑςτερα κϐλληςε το μυαλϐ του. Ϊνα αςπρϐμαυρο ςτοϑντιο γεμϊτο βουβοϑσ αςπρϐμαυρουσ θεατϋσ τον παρακολουθοϑςε. Ϊνασ αςπρϐμαυροσ κϊμεραμαν κϑληςε πϊνω ςτην ειδικό ρϊγα για ϋνα κοντινϐ πλϊνο ςτο κϊθιδρο αςπρϐμαυρο πρϐςωπο του Φϊουαρντ . «Εύναι... χμ...» «Γρόγορα, Φϊουαρντ, ο χρϐνοσ ςου τελειϔνει», τον κϋντριςε ο Αρτ Υλϋμινγκ κουνϔντασ αυςτηρϊ το γκροτϋςκο δϊχτυλο, αλλϊ το μυαλϐ του Φϊουαρντ εύχε ςταματόςει, θα ϋχανε την ερϔτηςη. Σα εκατϐ δολϊρια θα αφαιροϑνταν απϐ το ςκορ του, θα κατϋβαινε ςτη μικρό κατηγορύα κερδϔν, θα ϋχανε τα πϊντα, δε θα ϋπαιρνε οϑτε καν εκεύνη την ϊθλια εγκυκλοπαύδεια. . . το δρϐμο κϊτω, η εξϊτμιςη ενϐσ φορτηγοϑ, που ςταμϊτηςε για να ξεφορτϔςει εμπορεϑματα, ϋκανε ϋνα δυνατϐ κρϐτο ςαν πυροβολιςμϐ. Ο Φϊουαρντ πετϊχτηκε απϐ τον ϑπνο τϐςο απϐτομα, που παραλύγο να πϋςει απϐ την πολυθρϐνα του. «Ακουαφϐρτε» οϑρλιαξε. «Εύναι το Ακουαφϐρτε» Υυςικϊ, αυτό όταν η απϊντηςη. Η ςωςτό απϊντηςη. Ο Φϊουαρντ ϊρχιςε να γελϊει. Γελοϑςε ακϐμα, πϋντε λεπτϊ αργϐτερα, ϐταν φϐρεςε το ςακϊκι του και βγόκε απϐ το διαμϋριςμα. 375
Ο Φϊουαρντ ςόκωςε την πλαςτικό φιϊλη απϐ τον πϊγκο του ταμεύου, ϐπου την εύχε μϐλισ ακουμπόςει ο υπϊλληλοσ του «Φρϔματα Εργαλεύα Μαςτορϋματα Ο ΠΟΛΤΣΕΦΝΙΣΗ» επύ τησ λεωφϐρου Κουύνσ. τη μια πλευρϊ τησ φιϊλησ υπόρχε το ςκύτςο μιασ νοικοκυρϊσ με ϊςπρη ποδιϊ. τεκϐταν με το ϋνα χϋρι ςτη μϋςη, ενϔ με το ϊλλο ϊδειαζε καθαριςτικϐ υγρϐ αποχετεϑςεων ςε κϊτι που ϋμοιαζε ό με νεροχϑτη ςε φϊμπρικα ό με τον μπιντϋ του ήρςον Ουϋλεσ. ΝΣΡΕΝ-ΕΖ ϋγραφε η ετικϋτα. ΔΙΠΛΑ ΔΤΝΑΣΟ! Ξεβουλϔνει νιπτόρεσ, μπανιϋρεσ και νεροχϑτεσ ςτη ςτιγμό! Διαλϑει τρύχεσ και κϊθε οργανικό υλη! «Οργανικό ϑλη», εύπε ο Φϊουαρντ. «Σι ακριβϔσ ςημαύνει αυτϐ;» Ο υπϊλληλοσ, ϋνασ φαλϊκρασ με μια οδοντογλυφύδα ςτο ςτϐμα και μπϐλικεσ κρεατοελιϋσ ςτη μϑτη, αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Η οδοντογλυφύδα που πρϐβαλλε ανϊμεςα απϐ τα χεύλη του μετατοπύςτηκε απϐ το κϋντρο του ςτϐματοσ ςτη δεξιϊ ϊκρη. «Μϊλλον εννοεύ φαγητϊ. Εγϔ πϊντωσ δε θ' ϊφηνα την μπουκϊλα δύπλα ςτο κρεμοςϊπουνο, αν μ' εννοεύσ». «Δηλαδό, μπορεύ να ςου ανούξει τρϑπα ςτο χϋρι;» ρϔτηςε ο Φϊουαρντ, ελπύζοντασ ν' ακουςτεύ αρκοϑντωσ τρομοκρατημϋνοσ . Ο υπϊλληλοσ αναςόκωςε και πϊλι τουσ ϔμουσ του. «Δε νομύζω ϐτι εύναι τϐςο ιςχυρϐ ϐςο το υγρϐ που πουλοϑςαμε παλιϊ και που τϔρα ϋχει απαγορευτεύ η χρόςη του. Σουλϊχιςτον, ϋτςι πιςτεϑω. Αυτϐ εδϔ ϐμωσ το βλϋπεισ, δεν το βλϋπεισ;» Φτϑπηςε μ' ϋνα κοντϐ, χοντρϐ δϊχτυλο τη μαϑρη νεκροκεφαλό με τα δυο ςταυρωτϊ κϐκαλα, διεθνϋσ ςϑμβολο για κϊθε εύδουσ δηλητόριο. Ο Φϊουαρντ κούταξε προςεκτικϊ εκεύνο το δϊχτυλο. Φωρύσ να το θϋλει, εύχε προςϋξει ϋνα ςωρϐ ανθρϔπινα δϊχτυλα ςτη διαδρομό απϐ το ςπύτι του ωσ τον ΠΟΛΤΣΕΦΝΙΣΗ. «Ναι, το βλϋπω», εύπε ςτον υπϊλληλο. 376
«ε πληροφορϔ ϐτι δεν το βϊζουν αυτϐ το ςόμα για να φαύνεται πιο ϐμορφη η ςυςκευαςύα. Αν ϋχεισ παιδιϊ, κρϊτα το μακριϊ τουσ. Και μη ςου περϊςει απϐ το μυαλϐ να κϊνεισ γαργϊρεσ μ' αυτϐ το υγρϐ». Ο υπϊλληλοσ ϋςκαςε ςτα γϋλια, με την οδοντογλυφύδα πϊντα ανϊμεςα ςτα χεύλια του να χοροπηδϊει πϊνω κϊτω. «Δε θα κϊνω», εύπε ο Φϊουαρντ. Ϊςτριψε τη φιϊλη ςτα χϋρια του και διϊβαςε τα ψιλϊ γρϊμματα ςτην ϊλλη πλευρϊ τησ. υςτατικϊ: καυςτικό ςϐδα, καυςτικό ποτϊςα... Η επαφό προκαλεύ ςοβαρϊ εγκαϑματα. Μϊλιςτα. Πολϑ καλϊ. Δεν όξερε αν το ςυγκεκριμϋνο προώϐν όταν ϐςο αποτελεςματικϐ θα όθελε, αλλϊ ϋνασ τρϐποσ υπόρχε να το διαπιςτϔςει. Η φωνό τησ λογικόσ ςτο μυαλϐ του πρϐβαλε κϊποιεσ αντιρρόςεισ. Κι αν καταφϋρεισ απλϔσ να το τςαντύςεισ, Φϊουαρντ; Σι γύνεται τϐτε; Ε... και λοιπϐν; Αφοϑ εύναι μϋςα ςτον αποχετευτικϐ ςωλόνα . Ναι, αλλϊ φαύνεται να μεγαλϔνει... Ϊςτω. Σι ϊλλη επιλογό ϋχω; Μπροςτϊ ς' αυτϐ το επιχεύρημα, η φωνό τησ λογικόσ ςϔπαςε. «Δε θϋλω να ςε πιϋςω ν' αποφαςύςεισ», εύπε ο υπϊλληλοσ, «αλλϊ εύμαι μϐνοσ μου ςτο μαγαζύ ςόμερα κι ϋχω κι ϋνα ςωρϐ δελτύα παραλαβόσ να... » «Θα το πϊρω», εύπε ο Φϊουαρντ κι ϋκανε να πιϊςει το πορτοφϐλι του. Καθϔσ ϋχωνε το χϋρι ςτην τςϋπη, το μϊτι του ϋπιαςε κϊτι ϊλλο· διϊφορα αντικεύμενα κϊτω απϐ μια επιγραφό που διαφόμιζε: ΥΘΙΝΟΠΨΡΙΝΟ ΞΕΠΟΤΛΗΜΑ. ΣΙΜΗ ΚΟΣΟΤ. «Σι εύναι αυτϊ εκεύ;» ρϔτηςε τον υπϊλληλο. «Αυτϊ εκεύ;» ξαναρϔτηςε ο υπϊλληλοσ τον Φϊουαρντ. «Ηλεκτρικϊ κλαδευτόρια. Πόραμε μια εικοςαριϊ τον Ιοϑνιο, αλλϊ τα περιςςϐτερα μασ ϋμειναν». 377
«Θα πϊρω κι ϋνα απ' αυτϊ», εύπε ο Φϊουαρντ Μύτλα. Σϐτε χαμογϋλαςε για πρϔτη φορϊ. Αργϐτερα, ο υπϊλληλοσ εύπε ςτην αςτυνομύα ϐτι δεν του ϊρεςε εκεύνο το χαμϐγελο. Δεν του ϊρεςε καθϐλου. Μϐλισ ϋφταςε ςπύτι, ο Φϊουαρντ ϊφηςε τα ψϔνια του ςτον πϊγκο τησ κουζύνασ. Σο χαρτοκοϑτι που περιεύχε το ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι το ϋςπρωξε ςτην ϊκρη, ελπύζοντασ πωσ δε θα χρειαζϐταν τελικϊ να φτϊςει ωσ ',κεύ. ύγουρα ϐχι. ίςτερα πόρε τη φιϊλη του ΝΣΡΕΝ-ΕΖ και διϊβαςε προςεκτικϊ τισ οδηγύεσ χρόςησ. Αδειϊςτε αργϊ το 1/4 τησ φιϊλησ ςτην αποχϋτευςη... αφόςτε το να ενεργόςει για δεκαπϋντε λεπτϊ... Επαναλϊβετε αν χρειαςτεύ. ύγουρα δε θα χρειαζϐταν να φτϊςει ωσ εκεύ—ό ϐχι; Για περιςςϐτερη ςιγουριϊ, ο Φϊουαρντ αποφϊςιςε ν' αδειϊςει τη μιςό φιϊλη ςτην αποχϋτευςη. άςωσ και λύγο παραπϊνω. Πϊλεψε κϊμποςο με το πϔμα αςφαλεύασ μϋχρι να καταφϋρει να το αφαιρϋςει. Αμϋςωσ μετϊ πϋραςε ςτο καθιςτικϐ κι απϐ εκεύ ςτο χολ, κρατϔντασ την ϊςπρη φιϊλη μπροςτϊ του, με το χϋρι τεντωμϋνο και μια βλοςυρό ϋκφραςη ςτο πρϐςωπο του, την ϋκφραςη ενϐσ ςτρατιϔτη που ξϋρει ϐτι απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό θα πϊρει διαταγό να βγει απϐ το χαρϊκωμα για να επιτεθεύ. Μια ςτιγμό.' φϔναξε η λογικό ςτο μυαλϐ του, τη ςτιγμό που όταν ϋτοιμοσ να πιϊςει το χεροϑλι τησ πϐρτασ του μπϊνιου, και ο Φϊουαρντ ϋμεινε με το χϋρι μετϋωρο. Εύναι τρϋλα αυτϐ που πασ να κϊνεισ και ΣΟ ΞΕΡΕΙ. Δε χρειϊζεςαι διαβρωτικϐ οξϑ, χρειϊζεςαι ·ψυχύατρο! Αυτϐ που χρειϊζεςαι εύναι να ξαπλϔςεισ ς' ϋναν καναπϋ και να πεισ ςε κϊποιον ειδικϐ ϐτι φαντϊζεςαι — ναι, αυτό εύναι η ςωςτό λϋξη, ΥΑΝΣΑΖΕΑΙ ϐτι βγαύνει ϋνα δϊχτυλο απϐ την τρϑπα τησ αποχϋτευςησ του νιπτόρα ςου. Ϊνα δϊχτυλο που μακραύνει.' 378
«Α, ϐχι, ϐχι», μονολϐγηςε ο Φϊουαρντ κουνϔντασ ζωηρϊ το κεφϊλι του δεξιϊ αριςτερϊ. «Αποκλεύεται». Σου όταν αδϑνατον ό, μϊλλον, αδιανϐητο να φανταςτεύ τον εαυτϐ του να διηγεύται αυτό την ιςτορύα ςε κϊποιον ψυχύατρο... ςε οποιονδόποτε ϊνθρωπο, για να λϋμε την αλόθεια. Κι αν το μυριζϐταν ο κϑριοσ Λϊθορπ; θα μποροϑςε μϋςω του πατϋρα τησ Βϊι. Ο Μπιλ Ντεχϐρν όταν ορκωτϐσ λογιςτόσ ςτη φύρμα Ντιν, Γκριν και Λϊθορπ τριϊντα ολϐκληρα χρϐνια. Αυτϐσ εύχε εξαςφαλύςει ςτον Φϊουαρντ την αρχικό ςυνϋντευξη με τον κϑριο Λϊθορπ, αυτϐσ του εύχε γρϊψει μια λαμπρό ςυςτατικό επιςτολό... εύχε κϊνει τα πϊντα, εκτϐσ απϐ το να τον προςλϊβει ο ύδιοσ. Ο κϑριοσ Ντεχϐρν εύχε βγει πια ςτη ςϑνταξη, αλλϊ αυτϐσ και ο Σζον Λϊθορπ εξακολουθοϑςαν να βλϋπονται ςυχνϊ. Αν η Βϊι μϊθαινε ϐτι ο δικϐσ τησ Φϊουι ςκϐπευε να δει ϋναν ψυχύατρο (και πϔσ θα μποροϑςε να κρατόςει κρυφϐ κϊτι τϋτοιο απϐ τη Βϊι;) θα το ϋλεγε αμϋςωσ ςτη μϊνα τησ. Η Βϊι ϋλεγε τα πϊντα ςτη μϊνα τησ. Η κυρύα Ντεχϐρν θα το ϋλεγε ςτον ϊντρα τησ, φυςικϊ. Και ο κϑριοσ Ντεχϐρν... Ο Φϊουαρντ φαντϊςτηκε τουσ δυο ϊντρεσ, τον πεθερϐ του και το αφεντικϐ του, καθιςμϋνουσ ςε δερμϊτινεσ πολυθρϐνεσ με ψηλό ρϊχη, ςτη μια ό ςτην ϊλλη απρϐςιτη ςτουσ κοινοϑσ θνητοϑσ λϋςχη. Σουσ εύδε να πύνουν ςερύ. Η κομψό, κρυςτϊλλινη καρϊφα όταν πϊνω ς' ϋνα τραπεζϊκι, δεξιϊ του κυρύου Λϊθορπ. (Ο Φϊουαρντ δεν εύχε δει ποτϋ κανϋναν απϐ τουσ δυο ϊντρεσ να πύνει ςερύ, αλλϊ η ςυγκεκριμϋνη φανταςύωςη το απαιτοϑςε). Εύδε τον κϑριο Ντεχϐρν -ϋνα ραμολιμϋντο που ςϑντομα θα πατοϑςε τα ογδϐντα και που διϋθετε ϐςη διακριτικϐτητα μπορεύ να δεύξει μια μϑγα μϋςα ςτο ςπύτι— να ςκϑβει εμπιςτευτικϊ προσ τα εμπρϐσ και να λϋει: Δε φαντϊζεςαι τι ςκϋφτεται να κϊνει ο γαμπρϐσ μου ο Φϊουαρντ, Σζον. Να πϊει ςε ψυχύατρο! Νομύζει ϐτι βλϋπει ϋνα δϊχτυλο να βγαύνει απϐ το νιπτόρα του μπϊνιου του. Λεσ να παύρνει ναρκωτικϊ ο νεαρϐσ; 379
Βϋβαια, ο Φϊουαρντ δεν πύςτευε πραγματικϊ ϐτι θα ςυνϋβαιναν ϐλα αυτϊ. Πύςτευε ϐμωσ ϐτι θα μποροϑςαν να ςυμβοϑν, με τον ϋναν ό τον ϊλλο τρϐπο. Κι αν υποθϋςουμε ϐτι δε θα ςυνϋβαινε τύποτα; Και πϊλι δεν μποροϑςε να πϊει ςε ψυχύατρο. Κϊτι μϋςα του —ξαδερφϊκι εκεύνου του ϊλλου «κϊτι» που τον εμπϐδιζε να κατουρόςει ςε δημϐςιο ουρητόριο, ϐταν πύςω του περύμεναν ϊλλοι απϋρριπτε αςυζητητύ την ιδϋα. Δε θα ξϊπλωνε αυτϐσ ς' εκεύνο τον προςβλητικϐ καναπϋ για να δϔςει αφορμό —Βγαύνει ϋνα δϊχτυλο απϐ το νιπτόρα του μπϊνιου μου— ςτον πρϔτο τυχϐντα τρελογιατρϐ με μυτερϐ γενϊκι να τον βομβαρδύςει με ερωτόςεισ, θα όταν ςαν να ϋπαιζε το Ρύςκο με το διϊβολο. . Ϊπιαςε το χεροϑλι τησ πϐρτασ. Σϐτε να φωνϊξεισ υδραυλικϐ! εύπε απελπιςμϋνη η λογικό. Κϊνε αυτϐ, τουλϊχιςτον! Δεν εύναι ανϊγκη να του πεισ τι βλϋπεισ! Πεσ του μϐνο ϐτι βοϑλωςε ο νιπτόρασ. Ϋ πεσ του ϐτι ϋπεςε το δαχτυλύδι τησ γυναύκασ ςου ςτην τρϑπα. Πεσ του ΟΣΙΔΗΠΟΣΕ. Αλλϊ κι αυτό η ιδϋα όταν, απϐ μια ϊποψη, το ύδιο μϊταιη με την ιδϋα να καταφϑγει ςε ψυχύατρο. Εδϔ όταν Νϋα Τϐρκη, ϐχι το Ντε Μϐιν. Μποροϑςεσ να χϊςεισ το θηςαυρϐ των Ρομανϐφ ςτην αποχϋτευςη του ςπιτιοϑ ςου και πϊλι να περιμϋνεισ πϊνω απϐ βδομϊδα μϋχρι ν' αξιωθεύ ο υδραυλικϐσ να βρει την πϐρτα ςου. Οϑτε εύχε ςκοπϐ να περϊςει την επϐμενη βδομϊδα τριγυρνϔντασ ςτο Κουύνσ και ψϊχνοντασ για ϋνα βενζινϊδικο ϐπου κϊποιοσ υπϊλληλοσ, με αντϊλλαγμα ϋνα πεντοδϐλαρο, θα αποκτοϑςε το προνϐμιο να επιτρϋπει ςτον Φϊουαρντ Μύτλα να χρηςιμοποιεύ την ϊθλια αντρικό τουαλϋτα, θαυμϊζοντασ τισ γυμνϋσ ςτο περςινϐ ημερολϐγιο τησ Γκουντγύαρ. Σϐτε καν' το γρόγορα, εύπε η λογικό υποχωρϔντασ. Σουλϊχιςτον, καν' το γρόγορα. 380
' αυτϐ ςυμφωνοϑςαν απϐλυτα και τα δυο κομμϊτια του μυαλοϑ του. Και μϊλιςτα φοβϐταν πωσ, ϋτςι και δεν ενεργοϑςε γρόγορα και χωρύσ ϊλλη ςκϋψη, δε θα ϋκανε τύποτα ςτο τϋλοσ. Και κούτα να το αιφνιδιϊςεισ, αν γύνεται. Βγϊλε τα παποϑτςια ςου. Ο Φϊουαρντ βρόκε την ιδϋα εξαιρετικϊ καλό και την υιοθϋτηςε αμϋςωσ. Ϊβγαλε αθϐρυβα πρϔτα το ϋνα παποϑτςι του και ϑςτερα το ϊλλο. Κρύμα που δεν εύχε ςκεφτεύ να φορϋςει προςτατευτικϊ γϊντια μην τϑχει και τον πιτςιλύςει το οξϑ. Αναρωτόθηκε αν η Βϊι εύχε κϊποιο ζευγϊρι ςτο ντουλϊπι κϊτω απϐ το νεροχϑτη, αλλϊ δεν πόγε τελικϊ να δει. Ϋταν φτιαγμϋνοσ να δρα εδϔ και τϔρα. Ϊτςι και γϑριζε |ςτην κουζύνα να ψϊξει για γϊντια, μπορεύ να ϋχανε το κουρϊγιο του... προςωρινϊ ό και για τα καλϊ. Ωνοιξε την πϐρτα του μπϊνιου και τρϑπωςε ςτο εςωτερικϐ. Σο μπϊνιο των Μύτλα δεν όταν αυτϐ που θ' αποκαλοϑςε κανεύσ ζεςτϐσ, ευχϊριςτοσ χϔροσ. Αυτό την ϔρα τησ μϋρασ, ωσ — κϐντευε μεςημϋρι— όταν τουλϊχιςτον ςχετικϊ φωτεινϐ. Η ορατϐτητα δεν αποτελοϑςε πρϐβλημα και δϊχτυλο δεν εύχε πουθενϊ ςτο νιπτόρα. ήχι ακϐμα, δηλαδό. Ο Φϊουσ διϋςχιςε το μικρϐ χϔρο πατϔντασ ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν του και κρατϔντασ ςφιχτϊ τη φιϊλη με το οξϑ ςτο δεξύ χϋρι. Ϊςκυψε πϊνω απϐ το νιπτόρα και κούταξε τη ςτρογγυλό μαϑρη τρϑπα ςτο κϋντρο τησ ρϐδινησ πορςελϊνησ. Μϐνο που η τρϑπα δεν όταν απϐλυτα ςκοτεινό. Κϊτι ακουγϐταν γοργϊ απϐ κεύνη τη μαυρύλα, κϊτι που ϋτρεχε να βγει απϐ τη μικρό, βρϐμικη τρυπϊ του για να χαιρετόςει τον καλϐ του φύλο Φϊουαρντ Μύτλα. «Πϊρε να μϊθεισ!» οϑρλιαξε ο Φϊουαρντ κι αναποδογϑριςε τη φιϊλη με το οξϑ πϊνω απϐ το νιπτόρα. Ϊνα γαλαζοπρϊςινο λαςπερϐ υγρϐ κϑληςε πϊνω ςτην τρϑπα τη ςτιγμό που πρϐβαλλε απ' αυτό το δϊχτυλο. 381
Σο αποτϋλεςμα όταν ϊμεςο και τρομακτικϐ. Η πραςινωπό λϊςπη ςκϋπαςε το νϑχι και την ϊκρη του δαχτϑλου. Αμϋςωσ μετϊ, το δϊχτυλο πρϐβαλε απϐ την τρϑπα κι ϊρχιςε να ςτριφογυρύζει με φρενόρη ρυθμϐ ςτην περιοριςμϋνη περιφϋρεια, τινϊζοντασ μικροϑσ, γαλαζοπρϊςινουσ πύδακεσ ΝΣΡΕΝ-ΕΖ ολϐγυρα. Αρκετϋσ ςταγϐνεσ χτϑπηςαν το λεπτϐ βαμβακερϐ πουκϊμιςο του Φϊουαρντ και του ϊνοιξαν αμϋςωσ τρϑπεσ. Οι τρϑπεσ διευρϑνθηκαν αφρύζοντασ και κατατρϔγοντασ το ϑφαςμα, αλλϊ ευτυχϔσ το πουκϊμιςο όταν αρκετϊ φαρδϑ και το υγρϐ δεν όρθε ςε επαφό με το δϋρμα του. Ωλλεσ ςταγϐνεσ ϐμωσ ϋπεςαν πϊνω ςτην παλϊμη και ςτον καρπϐ του δεξιοϑ του χεριοϑ, αλλϊ ο Φϊουαρντ δεν τισ αιςθϊνθηκε παρϊ μϐνο αρκετϊ αργϐτερα. Σϔρα η αδρεναλύνη δεν κυλοϑςε απλϔσ ςτο αύμα του, εύχε πλημμυρύςει τισ φλϋβεσ. Σο δϊχτυλο ϊρχιςε ν' ανεβαύνει απϐ την τρϑπα, κϐμπο τον κϐμπο. Ϊβγαζε ατμοϑσ τϔρα και βρομοϑςε ςαν καουτςοϑκ πϊνω ςε αναμμϋνα κϊρβουνα. «Πϊρε κι αυτϐ! Υϊε αναθεματιςμϋνο!» οϑρλιαξε ο Φϊουαρντ ςυνεχύζοντασ ν' αδειϊζει υγρϐ, ενϔ το δϊχτυλο, υψωμϋνο τϔρα γϑρω ςτουσ τριϊντα πϐντουσ ϋξω απϐ την τρϑπα, λικνιζϐταν ςαν κϐμπρα που ςηκϔνεται απϐ το καλϊθι του φακύρη. Κϐντευε να φτϊςει το ςτϐμιο τησ φιϊλησ που κρατοϑςε υψωμϋνη ο Φϊουαρντ, ϐταν ςταμϊτηςε, ταλαντεϑτηκε, φϊνηκε να ςυγκλονύζεται απϐ ϋνα δυνατϐ ρύγοσ και ξαφνικϊ τραβόχτηκε απϐτομα προσ τα κϊτω και ξαναχϔθηκε ςτην τρϑπα ςαν να το μϊζευε κϊποιο αϐρατο ελατόριο. Ο Φϊουαρντ ϋςκυψε κι ϊλλο πϊνω απϐ το νιπτόρα και πρϐλαβε να δει μια φευγαλϋα κύνηςη ςτο ςκοτεινϐ βϊθοσ του ςωλόνα. Λεπτϋσ τουλύπεσ ατμοϑ ανϋβαιναν απϐ την τρϑπα κυματύζοντασ τεμπϋλικα. Ο Φϊουαρντ πόρε βαθιϊ αναπνοό. Μεγϊλο λϊθοσ. Σα πνευμϐνια του γϋμιςαν απϐ τισ δηλητηριϔδεισ αναθυμιϊςεισ του 382
ΝΣΡΕΝ-ΕΖ και τα ςωθικϊ του όρθαν τα πϊνω κϊτω. Ξϋραςε το πρϔτο βύαιο κϑμα εμετοϑ μϋςα ςτο νιπτόρα και ϑςτερα πιςωπϊτηςε μερικϊ βόματα, εξακολουθϔντασ να ρεϑεται και να θϋλει να ξερϊςει. «Γα κατϊφερα!» τςύριξε υςτερικϊ. Σου όρθε δυνατό ζϊλη απϐ τη δυςοςμύα τησ καμϋνησ ςϊρκασ και τισ καυςτικϋσ αναθυμιϊςεισ των οξϋων. Κι ϐμωσ αιςθανϐταν θριαμβευτόσ. Εύχε αντιμετωπύςει τον εχθρϐ και ο εχθρϐσ εύχε υποχωρόςει! Μα το θεϐ κι ϐλουσ τουσ αγύουσ, εύχε Τποχωρόςει! «Ζότω! Σα κατϊφερα, γαμϔ το! Ζότω!» Σου όρθε ξανϊ εμετϐσ. τρϊφηκε μιςοςκϑβοντασ, μιςογονατύζοντασ μπροςτϊ ςτη λεκϊνη, ςφύγγοντασ ακϐμα ςτο ϋνα χϋρι του την ϊδεια φιϊλη του ΝΣΡΕΝ-ΕΖ και... διαπύςτωςε, πολϑ αργϊ, ϐτι η Βϊι δεν εύχε κατεβϊςει απλϔσ το κϊθιςμα, αλλϊ εύχε κλεύςει και το καπϊκι αφοϑ χρηςιμοπούηςε το θρϐνο το πρωύ. Ο Φϊουαρντ ξϋραςε πϊνω ςτο ροδϐχρωμο πλαςτικϐ κϊλυμμα τησ λεκϊνησ και ϑςτερα ϋπεςε ξερϐσ πϊνω ςτα ύδια του τα ξερατϊ. Δεν πρϋπει να ϋμεινε πολλό ϔρα αναύςθητοσ, γιατύ το μπϊνιο φωτιζϐταν αποκλειςτικϊ απϐ το φωσ τη μϋρασ μϐνο μιςό ϔρα κϊθε μεςημϋρι κι αυτϐ τουσ καλοκαιρινοϑσ μόνεσ — ϑςτερα οι διπλανϋσ πολυκατοικύεσ ϋκοβαν το φωσ και ο χϔροσ βυθιζϐταν γρόγορα ςε μιςοςκϐταδο. Ο Φϊουαρντ ςόκωςε αργϊ το κεφϊλι κι αντιλόφθηκε ϐτι το πρϐςωπο του, απϐ τα μαλλιϊ ωσ το πιγοϑνι, όταν γεμϊτο απϐ κολλϔδεισ ουςύεσ που ανϋδιδαν μια ξινό, εμετικό μυρωδιϊ. Αντιλόφθηκε ϐμωσ και κϊτι ϊλλο. Ϊναν περύεργο όχο. Ερχϐταν απϐ πύςω του και πληςύαζε. Ϊςτρεψε αργϊ το κεφϊλι του, που το ϋνιωθε βαρϑ ςαν ςακύ με ϊμμο. Σα μϊτια του ϊνοιξαν διϊπλατα. Ροϑφηξε απϐτομα αϋρα και δοκύμαςε να ουρλιϊξει, αλλϊ ο λαιμϐσ του ϋφραξε. Σο δϊχτυλο ερχϐταν καταπϊνω του. 383
Ϋταν περύπου δυο μϋτρα μακρϑ όδη και μϊκραινε ςυνεχϔσ. Ϊβγαινε απϐ το νιπτόρα ςχηματύζοντασ μια απϐτομη καμπϑλη, με μϊκροσ γϑρω ςτουσ δϔδεκα κϐμπουσ, κατϋβαινε ωσ το δϊπεδο και καμπυλωνϐταν ξανϊ προσ τα πϊνω. Διπλϋσ αρθρϔςεισ', ςχολύαςε με ενδιαφϋρον και απορύα κϊποια μακρινό γωνιϊ του θολωμϋνου μυαλοϑ του. Σϔρα η ϊκρη του δαχτϑλου χτυποϑςε και ψαχοϑλευε τα πλακϊκια του δαπϋδου, καθϔσ ερχϐταν καταπϊνω του. Σα πρϔτα τριϊντα εκατοςτϊ εύχαν ϋνα χολερικϐ αςπροκύτρινο χρϔμα κι ϋβγαζαν ατμοϑσ. Σο νϑχι εύχε γύνει μαυροπρϊςινο. Ο Φϊουαρντ νϐμιςε πωσ διϋκρινε ϋνα μικρϐ τμόμα απϐ το κϐκαλο, αμϋςωσ μετϊ τον πρϔτο κϐμπο. Αναμφύβολα, το κομμϊτι αυτϐ του δαχτϑλου όταν ϊςχημα καμϋνο απϐ το οξϑ, αλλϊ ςε καμιϊ περύπτωςη δεν εύχε διαλυθεύ. «Υϑγε», εύπε ψιθυριςτϊ ο Φϊουαρντ. Για μια ςτιγμό ολϐκληρο το φρικιαςτικϐ, αρθρωτϐ καταςκεϑαςμα κοκϊλωςε ςαν να τον εύχε ακοϑςει. Αμϋςωσ μετϊ, γλύςτρηςε ςαν φύδι που ορμϊει για να επιτεθεύ. Οι πρϔτοι δϋκα κϐμποι λϑγιςαν ταυτϐχρονα και το δϊχτυλο τυλύχτηκε ςφιχτϊ γϑρω απϐ το δεξύ μπατζϊκι του Φϊουαρντ Μύτλα. «ήχι!» οϑρλιαξε ο Φϊουαρντ καθϔσ το Ζεϑγοσ των Τδροξειδύων —Νϊτριο και Κϊλιο— ϋλιωςε τη λεπτό, ςυνθετικό κϊλτςα και τςουροϑφλιςε το δϋρμα απϐ κϊτω. Ϊριξε μια τρομερϊ δυνατό κλοτςιϊ. Σο δϊχτυλο ϊντεξε προσ ςτιγμόν -όταν πολϑ δυνατϐ— και ϑςτερα η λαβό ϊνοιξε ελευθερϔνοντασ το πϐδι του. Ο Φϊουαρντ ςϑρθηκε προσ την πϐρτα. Σα μαλλιϊ του, ςτουπιϊ βουτηγμϋνα ςε μιςοξεραμϋνο εμετϐ, του ϋπεφταν ςτα μϊτια. Καθϔσ ςερνϐταν ςτα τϋςςερα, προςπϊθηςε να κοιτϊξει πύςω του, αλλϊ δεν μπϐρεςε να δει τύποτα πϋρα απϐ τη ρυπαρό μϊζα των μαλλιϔν του. Κατϊφερε ϐμωσ επιτϋλουσ ν' αναςϊνει ξανϊ κι απϐ το ςτϐμα του ϊρχιςαν να βγαύνουν κϊτι κοφτϊ, ζωϔδη ουρλιαχτϊ, ςαν αλϑχτιςμα πληγωμϋνου ςκϑλου. 384
Δεν μποροϑςε να δει το δϊχτυλο, προςωρινϊ τουλϊχιςτον, αλλϊ το ϊκουγε. Ερχϐταν γρόγορα ςτο κατϐπι του, τικτικτικτικ... Πϊντα μιςοςτραμμϋνοσ προσ τα πύςω ςτην προςπϊθεια του να διακρύνει κϊτι, ο Φϊουαρντ χτϑπηςε τον τούχο του μπϊνιου αριςτερϊ τησ πϐρτασ με το δεξιϐ του ϔμο. Οι πετςϋτεσ ξανϊπεςαν απϐ το ρϊφι, αυτϐσ ϋπεςε φαρδϑσ πλατϑσ ςτα πλακϊκια και το δϊχτυλο τυλύχτηκε γϑρω απϐ τον ϊλλο του αςτρϊγαλο, γραπϔνοντασ τον ςφιχτϊ με την καμϋνη απϐ το οξϑ ϊκρη του. Κι ϊρχιςε να τον τραβϊει προσ το νιπτόρα. Σον τρϊβηξε ϐντωσ προσ τα πύςω. Ο Φϊουαρντ ϋβγαλε μια δυνατό, πρωτϐγονη κραυγό, ϋναν όχο που ϐμοιο του δεν εύχαν παραγϊγει ποτϋ φωνητικϋσ χορδϋσ ορκωτοϑ λογιςτό. ίςτερα ϊρπαξε το δϊχτυλο με το δεξύ του χϋρι και το τρϊβηξε με ϐλη τη δϑναμη που του ϋδιναν ο πανικϐσ και η απϐγνωςη. Η ραφό του πουκαμύςου του ϊνοιξε κϊτω απϐ τη δεξιϊ μαςχϊλη και το ϑφαςμα ςκύςτηκε μ' ϋνα ςιγανϐ, ςυριςτικϐ όχο. Κατϊφερε, ϐμωσ, να ελευθερωθεύ, με μϐνη απϔλεια το κουρελιαςμϋνο κϊτω μιςϐ μιασ κϊλτςασ. ηκϔθηκε κακόν κακϔσ ςτα πϐδια του, ςτρϊφηκε και εύδε το δϊχτυλο να του ορμϊει ξανϊ. Σο νϑχι ςτην ϊκρη του εύχε ςπϊςει και μϊτωνε. Φρειϊζεςαι μανικιοϑρ, φύλε, ςκϋφτηκε ο Φϊουαρντ και του ξϋφυγε ϋνα τρελϐ, απελπιςμϋνο γϋλιο. ίςτερα ϋτρεξε ςτην κουζύνα. Κϊποιοσ χτυποϑςε την πϐρτα. Δυνατϊ. «Μύτλα! Ε, Μύτλα! Σι γύνεται εκεύ μϋςα;» Ϋταν ο Υύνεώ, απϐ το διαμϋριςμα ςτο βϊθοσ του διαδρϐμου. Ϊνασ χοντρϐσ, φωνακλϊσ Ιρλανδϐσ μεθϑςτακασ. Διϐρθωςη: ϋνασ χοντρϐσ, φωνακλϊσ και περύεργοσ Ιρλανδϐσ μεθϑςτακασ. «Σύποτα που να μην μπορϔ να το χειριςτϔ, ϊξεςτε φύλε μου!» φϔναξε ο Φϊουαρντ καθϔσ ϋμπαινε ςτην κουζύνα. Γϋλαςε 385
ξανϊ και ςόκωςε τα μαλλιϊ απϐ το μϋτωπο του. Ϊφταςαν ωσ πύςω και ξανϊπεςαν ςτην ύδια θϋςη που βρύςκονταν νωρύτερα. «Σύποτα που να μην μπορϔ να το χειριςτϔ, Πύςτεψϋ με! ου δύνω το λϐγο μου ωσ ορκωτϐσ λογιςτόσ!» Ι «Πϔσ με εύπεσ;» απϊντηςε ο Υύνεώ. Η φωνό του, που όραν ϊγρια απϐ φυςικοϑ τησ, τϔρα εύχε και απειλητικϐ τϐνο. «Παρϊτα με!» του φϔναξε ο Φϊουαρντ. «Ϊχω δουλειϊ!» «Αν δε ςταματόςεισ τισ φωνϋσ, θα καλϋςω την αςτυνομύα!» «Να πασ ςτο διϊολο» οϑρλιαξε ο Φϊουαρντ. Καινοϑρια ιωτιϊ. Σύναξε πύςω τα μαλλιϊ του κι αυτϊ... πλατσ, επϋςτρεψαν ςτη θϋςη τουσ. «Δεν ανϋχομαι εγϔ να με βρύζεισ, ηλύθιε γυαλϊκια!» Ο Φϊουαρντ χτϋνιςε με τα δϊχτυλα τα μαλλιϊ του που εύχαν κολλόςει απϐ τουσ εμετοϑσ και ϑςτερα τα τύναξε μπροςτϊ του, με τισ παλϊμεσ ανοιχτϋσ, ςτην τυπικϊ γαλλικό χειρονομύα που ςυνοδεϑεται ςυνόθωσ απϐ ϋνα Βουαλϊ. Ζουμιϊ και κομμϊτια απϐ μιςοχωνεμϋνεσ τροφϋσ ακαθϐριςτου εύδουσ πιτςύλιςαν τα πεντακϊθαρα ντουλϊπια τησ κουζύνασ τησ Βϊι. Ο Φϊουαρντ οϑτε που το πρϐςεξε. Σο απαύςιο δϊχτυλο εύχε αγγύξει και τουσ δυο αςτραγϊλουσ του και τϔρα τον ϋκαιγαν ςαν να φοροϑςε αλυςύδεσ απϐ καυτϐ μϋταλλο. Ο Φϊουαρντ δε νοιϊςτηκε οϑτε γι' αυτϐ, ϐμωσ. Ωρπαξε το κουτύ που περιεύχε το ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι. την μπροςτινό πλευρϊ ϋνασ χαμογελαςτϐσ μπαμπϊσ, με μια πύπα να κρϋμεται απϐ την ϊκρη των χειλιϔν του, κοϑρευε το φρϊχτη τησ μπροςτινόσ αυλόσ ενϐσ αρχοντικοϑ. «Παρτϊκι με ναρκωτικϊ κϊνετε εκεύ μϋςα;» ρϔτηςε ο ΥύνεϏ απϐ το διϊδρομο τησ πολυκατοικύασ. «Σρϊβα ςπύτι ςου, Υύνεώ, γιατύ αλλιϔσ θα ςου ςυςτόςω το φύλο μου!» του φϔναξε ο Φϊουαρντ. Η ύδια του η απϊντηςη του φϊνηκε φοβερϊ πνευματϔδησ. Ϊριξε πύςω το κεφϊλι του κι ϊφηςε μια χουλιγκϊνια ιαχό προσ το ταβϊνι τησ κουζύνασ, ενϔ τα μαλλιϊ του, ορθωμϋνα ςε περύεργουσ ςχηματιςμοϑσ, ϋςταζαν 386
ςτομαχικϊ υγρϊ ςτο πϊτωμα. Ϊμοιαζε ςαν να εύχε μϐλισ ξετρυπϔςει απϐ ϋνα γιγϊντιο ςωληνϊριο τζελ. «Εντϊξει, αυτϐ όταν», εύπε ο Υύνεώ. «Αυτϐ όταν. Παύρνω την αςτυνομύα». Ο Φϊουαρντ οϑτε που τον ϊκουςε. Ο Ντϋνισ Υύνεώ ϋπρεπε να περιμϋνει· εύχε ςημαντικϐτερα πρϊγματα να κϊνει. το μεταξϑ εύχε βγϊλει το ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι ςκύζοντασ το κουτύ. Σο εξϋταςε πυρετωδϔσ, βρόκε την υποδοχό για τισ μπαταρύεσ κι ϊνοιξε το καπϊκι. «Κοινϋσ μπαταρύεσ», μουρμοϑριςε γελϔντασ. «Ψραύα! Τπϋροχα! Κανϋνα πρϐβλημα!» Ωνοιξε ϋνα απϐ τα ςυρτϊρια αριςτερϊ του νεροχϑτη, τραβϔντασ το τϐςο απϐτομα, που ϋςπαςε ο μηχανιςμϐσ του ςτοπ και το ςυρτϊρι εκςφενδονύςτηκε απϋναντι, χτϑπηςε ςτην ηλεκτρικό κουζύνα και προςγειϔθηκε ανϊποδα ςτο δϊπεδο με αρκετϐ ςαματϊ. Μϋςα ςτο γενικϐ αχταρμϊ —τςιμπύδεσ για παγϊκια, τρύφτεσ, ςουρωτόρια τςαγιοϑ, μαχαύρια διαφϐρων χρόςεων, λαςτιχϊκια και τα λοιπϊ— υπόρχε ϋνασ μικρϐσ θηςαυρϐσ απϐ μπαταρύεσ, κυρύωσ κυλινδρικϋσ και μικρϋσ τετρϊγωνεσ των εννϋα βολτ. Γελϔντασ ςυνεχϔσ (του όταν αδϑνατον πια να ςταματόςει να γελϊει), ο Φϊουαρντ ϋπεςε ςτα γϐνατα και ψαχοϑλεψε ανϊμεςα ςτο ςωρϐ. Σα κατϊφερε να κϐψει αρκετϊ βαθιϊ το χϋρι του ς' ϋνα απϐ τα μαχαύρια πριν αρπϊξει δυο κυλινδρικϋσ μπαταρύεσ μεςαύου μεγϋθουσ, αλλϊ οϑτε που κατϊλαβε το κϐψιμο, ϐπωσ δεν ϋνιωςε και το κϊψιμο ϐταν πιτςύλιςε το χϋρι του το οξϑ. Σϔρα που ο Υύνεώ εύχε κλεύςει το γαώδουρινϐ, ιρλανδϋζικο βρομϐςτομϊ του, ο Φϊουαρντ ϊκουγε καθαρϊ το παςπϊτεμα του δαχτϑλου. Σϔρα ο όχοσ δεν όταν απϐ το νιπτόρα. Α, ϐχι! Σο ςπαςμϋνο νϑχι χτυποϑςε και γρατςοϑνιζε την πϐρτα του μπϊνιου... ό μόπωσ του χολ; Εύχε ξεχϊςει να κλεύςει την πϐρτα βγαύνοντασ απϐ το μπϊνιο, τϔρα το θυμόθηκε. 387
«Ποιοσ χϋςτηκε για την πϐρτα;» εύπε χαςκογελϔντασ ο Φϊουαρντ και ϑςτερα οϑρλιαξε: «ΦΕΣΗΚΑ ΓΙΑ ΣΗΝ ΠΟΡΣΑ, ΕΙΠΑ! ΣΨΡΑ ΘΑ ΑΕΙ, ΑΝΑΘΕΜΑΣΙΜΕΝΟ! ΕΙΜΑΙ ΕΣΟΙΜΟ ΝΑ ΜΑΗΨ ΠΕΣΡΕ ΚΑΙ ΝΑ ΛΙΨΨ ΚΕΥΑΛΙΑ! ΘΑ ΜΕΣΑΝΙΨΕΙ ΠΙΚΡΑ ΠΟΤ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΣΟ ΝΙΠΣΗΡΑ!» Ϊχωςε τισ μπαταρύεσ ςτη θϋςη τουσ, ςτη λαβό του κλαδευτηριοϑ, και δοκύμαςε το διακϐπτη. Σύποτα. «κατϊ να φασ!» γρϑλιςε φουρκιςμϋνοσ. Ϊβγαλε γρόγορα τη μια μπαταρύα, την αντϋςτρεψε και την ξανϊβαλε ςτη θϋςη τησ. Αυτό τη φορϊ, με το που πϊτηςε το διακϐπτη, το κλαδευτόρι πόρε μπροσ μ' ϋνα ςταθερϐ βουητϐ, ανοιγοκλεύνοντασ τϐςο γρόγορα που ςχεδϐν δε φαινϐταν. Ο Φϊουαρντ τρϊβηξε προσ την πϐρτα τησ κουζύνασ και ϑςτερα πύεςε τον εαυτϐ του να ςβόςει ξανϊ το εργαλεύο και να επιςτρϋψει ςτον πϊγκο. Ϊτοιμοσ καθϔσ όταν για τη μϊχη, δεν εύχε καμιϊ ϐρεξη να χαςομερόςει βϊζοντασ το καπϊκι τησ θόκησ, αλλϊ τα τελευταύα ύχνη λογικόσ που αργοπϋθαιναν ςτο μυαλϐ του τον διαβεβαύωςαν ϐτι όταν απολϑτωσ απαραύτητο να το κϊνει. Ϊτςι και ξϋφευγε το χϋρι του απϐ τη λαβό καθϔσ θα πολεμοϑςε με το δϊχτυλο, οι μπαταρύεσ μπορεύ να γλιςτροϑςαν απϐ την ανοιχτό θόκη και τϐτε τι θα γινϐταν; θα βριςκϐταν ν' αντιμετωπύζει το μεγϊλο γκϊγκςτερ με ϊδειο περύςτροφο. Ϊτςι, ξανϊβαλε το κϊλυμμα ςτη θόκη για τισ μπαταρύεσ, βλαςτόμηςε ϊγρια που το καταραμϋνο μαραφϋτι δεν ϋμπαινε, το γϑριςε απϐ την ϊλλη μεριϊ και... εντϊξει, ταύριαζε. «Περύμενε και θα δεισ!» φϔναξε πύςω του. «Ϊρχομαι! Δεν τελειϔςαμε ακϐμα!» Σο κϊλυμμα μπόκε επιτϋλουσ ςτη θϋςη του και ο Φϊουαρντ κατευθϑνθηκε αποφαςιςτικϊ προσ το καθιςτικϐ, με το κλαδευτόρι ςε θϋςη μϊχησ. Σα μαλλιϊ του εύχαν ξεραθεύ και ςτϋκονταν ϐρθια ςαν καρφιϊ γϑρω απϐ το κεφϊλι του. Σο πουκϊμιςο του, ςκιςμϋνο κϊτω απϐ τη μια μαςχϊλη και καμϋνο 388
ςε αρκετϊ ςημεύα, εύχε βγει εντελϔσ απϐ τη ζϔνη του παντελονιοϑ και κολλοϑςε πϊνω ςτο ςτρογγυλϐ, ςφιχτϐ ςτομαχϊκι του. Βϊδιζε ξυπϐλυτοσ. Οι κϊλτςεσ του όταν κϊτι μιςοκαμϋνα κουρϋλια που κρϋμονταν γϑρω απϐ τουσ αςτραγϊλουσ. Απϐ το διϊδρομο του ορϐφου, ακριβϔσ ϋξω απϐ την πϐρτα, ακοϑςτηκε η αγριοφωνϊρα του Υύνεώ: «Κϊλεςα την αςτυνομύα, βλαμμϋνε! Ωκουςεσ; Σηλεφϔνηςα. Κι εϑχομαι οι αςτυνομικού που θα ϋρθουν να εύναι ϐλοι ϊξεςτοι Ιρλανδού χωριϊτεσ ςαν κι εμϋνα!» «Βγϊλε το ςκαςμϐ, πορδοβοϑλωμα», του απϊντηςε ο Φϊουαρντ, αλλϊ ςτην ουςύα δεν ϋδινε καμιϊ ςημαςύα ςτο γεύτονα του. Ο Ντϋνισ Υύνεώ ζοϑςε ςε κϊποιον ϊλλο πλανότη. Αυτό όταν απλϔσ η αντιπαθητικό, αςόμαντη φωνό του που ερχϐταν μϋςα απϐ τουσ αιθϋρεσ. Ο Φϊουαρντ ςτϊθηκε μπροςτϊ ςτην πϐρτα του μπϊνιου, ςαν όρωασ ςε τηλεοπτικό αςτυνομικό ταινύα, μϐνο που κϊποιοσ του εύχε δϔςει λϊθοσ ϐπλο και κρατοϑςε ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι αντύ για 38ϊρι. Παρ' ϐλα αυτϊ, πϊτηςε αποφαςιςτικϊ το διακϐπτη που βριςκϐταν ςτο πϊνω μϋροσ τησ λαβόσ. Πόρε βαθιϊ ανϊςα και... η φωνό τησ λογικόσ, μια τιποτϋνια ςπύθα πλϋον, του υπϋβαλε μια τελευταύα ςκϋψη, πριν τα μαζϋψει και την κοπανόςει οριςτικϊ απϐ το ςυγκεκριμϋνο μυαλϐ. Θα εμπιςτευτεύσ τη ζωό ςου ς' ϋνα ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι , που αγϐραςεσ ςε τιμό ευκαιρύασ; «Δεν ϋχω ϊλλη επιλογό», μουρμοϑριςε ο Φϊουαρντ. Με ςφιγμϋνα χεύλη χαμογϋλαςε και ϐρμηςε ςτο μπϊνιο. Σο δϊχτυλο όταν ακϐμα εκεύ, λυγιςμϋνο ϋξω απϐ το νιπτόρα μ' ϋναν τρϐπο που θϑμιςε ςτον Φϊουαρντ τισ χϊρτινεσ, αποκριϊτικεσ ςφυρύχτρεσ, εκεύνα τα μαραφϋτια που ϐταν τα φυςϊσ αφόνουν ϋναν όχο ςαν πορδό και ξετυλύγονται πϊνω ςτα μοϑτρα του ανυποψύαςτου περαςτικοϑ. Σο δϊχτυλο ϋπαιζε με 389
ϋνα απϐ τα παποϑτςια του Φϊουαρντ. Σο ςόκωνε ψηλϊ και ϑςτερα το κοπανοϑςε με οργό ςτα πλακϊκια το δαπϋδου ξανϊ και ξανϊ. Ρύχνοντασ μια ματιϊ ςτισ ςκϐρπιεσ πετςϋτεσ, ο Φϊουαρντ ςυμπϋρανε ϐτι το δϊχτυλο εύχε προςπαθόςει να καταςτρϋψει αρκετϋσ απ' αυτϋσ πριν ανακαλϑψει το παποϑτςι. Ξαφνικϊ τον κυρύευςε μια περύεργη, τρελό χαρϊ. Ϋταν ςαν να ϊςτραψε ςτο πονεμϋνο και θολωμϋνο μυαλϐ του ϋνα γλυκϐ, χρυςαφϋνιο φωσ. «Εδϔ εύμαι, κοκορϐμυαλο!» φϔναξε χαρωπϊ. «Ϊλα να με πιϊςεισ!» Σο δϊχτυλο βγόκε απϐ το παποϑτςι, καμποϑριαςε ςαν τερατϐμορφο, αρθρωτϐ κϑμα (ο Φϊουαρντ ϊκουςε κϊποιουσ απϐ τουσ πολλοϑσ κϐμπουσ του να τρύζουν) και ϑςτερα τινϊχτηκε ςαν βϋλοσ ςτον αϋρα καταπϊνω του. Ο Φϊουαρντ πϊτηςε το διακϐπτη και το κλαδευτόρι πόρε ζωό μ' ϋνα δυνατϐ βουητϐ. Μϋχρι εδϔ καλϊ. Η καμϋνη απϐ το οξϑ ϊκρη του δαχτϑλου ταλαντεϑτηκε απειλητικϊ μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο του, με το ςπαςμϋνο νϑχι να κουνιϋται μπροσ πύςω. Ο Φϊουαρντ επιτϋθηκε με το κλαδευτόρι. Σο δϊχτυλο τον απϋφυγε με προςπούηςη, γλύςτρηςε προσ τ' αριςτερϊ και τυλύχτηκε γϑρω απϐ τ' αυτύ του. Ο πϐνοσ όταν απερύγραπτοσ. Ο Φϊουαρντ ϋνιωςε και ταυτϐχρονα ϊκουςε τον όχο που ϊφηςε ο χϐνδροσ, καθϔσ το δϊχτυλο τραβοϑςε το αριςτερϐ του αυτύ για να το ξεκολλόςει . απϐ το κεφϊλι του. Φωρύσ να τα χϊςει, τεντϔθηκε, ϊρπαξε Ε το δϊχτυλο με το αριςτερϐ του χϋρι και, κατϋβαςε το κλαδευτόρι. Οι ψαλύδεσ κϐλληςαν προσ ςτιγμόν βρύςκοντασ κϐκαλο και ο ςταθερϐσ βϐμβοσ ϋγινε μικρϐ μουγκρητϐ, αλλϊ εργαλεύο όταν φτιαγμϋνο για να κϐβει μικρϊ ςκληρϊ κλαδϊκια, οπϐτε δεν υπόρξε πρϐβλημα. Κανϋνα πρϐβλημα. Σϔρα παιζϐταν ο Δεϑτεροσ Γϑροσ, το Διπλϐ Ρύςκο, ϐπου το ςκορ μποροϑςε ν' αλλϊξει εντυπωςιακϊ και ο Φϊουαρντ Μύτλα όταν όδη μπροςτϊ με αρκετοϑσ πϐντουσ. 390
Αύμα τινϊχθηκε ςαν λεπτϐ ςιντριβϊνι και το ακρωτηριαςμϋνο δϊχτυλο τραβόχτηκε απϐτομα προσ τα πύςω. Ο Φϊουαρντ παραβρϋθηκε προσ την αντύθετη κατεϑθυνςη, με το κομμϋνο ϊκρo του δαχτϑλου να κρϋμεται απϐ τ' αυτύ του για μερικϋσ ςτιγμϋσ ακϐμα, πριν πϋςει τελικϊ ϊψυχο ςτο πϊτωμα. To κουτςουρεμϋνο δϊχτυλο του ϐρμηςε. Ο Φϊουαρντ ϋκανε βουτιϊ και το ϊφηςε να περϊςει πϊνω απϐ το κεφϊλι Ϋταν τυφλϐ, φυςικϊ. Κι αυτϐ όταν μεγϊλο, δικϐ του πλεονϋκτημα. Σο δϊχτυλο εύχε γραπϔςει προηγουμϋνωσ τ' αυτύ του απϐ καθαρό τϑχη. Ο Φϊουαρντ επιτϋθηκε ξανϊ με το κλαδευτόρι, ϋτςι ϐπωσ κϊνει κανεύσ για να κουρϋψει ϋνα φρϊχτη, και πετςϐκοψε ϊλλο μιςϐ μϋτρο απϐ το υπϐλοιπο δϊχτυλο. Σο κομμϊτι ϋπεςε ςτα πλακϊκια κι απϋμεινε εκεύ να ςφαδϊζει. Σϔρα το υπϐλοιπο ϊρχιζε να υποχωρεύ. «Α, ϐχι, δε θα μου ξεφϑγεισ», εύπε αςθμαύνοντασ ο Φϊουαρντ. «ήχι. Δε θα ς' αφόςω». Ϊτρεξε προσ το νιπτόρα, γλύςτρηςε ςτα αύματα, κϐντεψε να πϋςει και τελικϊ ξαναβρόκε την ιςορροπύα του. το μεταξϑ το δϊχτυλο αποτραβιϐταν ςτην τρϑπα του, γρόγορα, κϐμπο τον κϐμπο, ςαν τρϋνο που μπαύνει ςε τοϑνελ. Ο Φϊουαρντ το ϊρπαξε, προςπϊθηςε να το κρατόςει κι απϋτυχε —γλιςτροϑςε μϋςα ςτη χοϑφτα του ςαν λεπτϐσ ςωλόνασ αλειμμϋνοσ με γρϊςο. Ο Φϊουαρντ επιτϋθηκε ξανϊ με το κλαδευτόρι και κατϊφερε ν' αποκϐψει ϊλλο ϋνα μϋτρο δϊχτυλο, αυτϐ που πρϐβαλλε ακριβϔσ πϊνω απϐ τη ςφιγμϋνη γροθιϊ του. ίςτερα ϋςκυψε πϊνω απϐ το νιπτόρα, κρατϔντασ την ανϊςα του αυτό τη φορϊ, και κούταξε ςτην τρϑπα. Και πϊλι ύςα που πρϐλαβε να δει μια λευκό αναλαμπό να εξαφανύζεται ςτο βϊθοσ του ςκοτεινοϑ ςωλόνα. «Ξαναϋλα ϐποτε θϋλεισ!» οϑρλιαξε ο Φϊουαρντ Μύτλα. «Εγϔ εδϔ θα εύμαι! Θα ςε περιμϋνω!» 391
Γϑριςε απϐ την ϊλλη μεριϊ κι ϊφηςε την αναπνοό του να βγει ςαν βογκητϐ. Σο μπϊνιο ακϐμα μϑριζε ϋντονα οξϑ. Εύχε πολλό δουλειϊ να κϊνει. Δύπλα ςτην κϊνουλα του ζεςτοϑ νεροϑ υπόρχε μια πλϊκα ςαποϑνι. Ο Φϊουαρντ την πόρε ςτο χϋρι του και την εκςφενδϐνιςε ςτο παραθυρϊκι του μπϊνιου. Σο ςαποϑνι ϋςπαςε το τζϊμι, χτϑπηςε ςτο ατςϊλινο πλϋγμα απϐ πύςω κι ϋκανε γκελ. Η πορεύα του αντιςτρϊφηκε και κατϋληξε ςτην μπανιϋρα. Ο Φϊουαρντ θυμόθηκε τη μϋρα που εύχε τοποθετόςει το πλϋγμα, θυμόθηκε πϐςο περόφανοσ εύχε αιςθανθεύ τϐτε. Αυτϐσ, ο Φϊουαρντ Μύτλα, ϋνασ πρϊοσ ϊνθρωποσ, ϋνασ ορκωτϐσ λογιςτόσ, ΠΡΟΣΑΣΕΤΕ ΣΟ ΠΙΣΙΚΟ ΣΟΤ. Σϔρα πια όξερε ϐτι το κεφϊλαιο ΠΡΟΣΑΙΑ ΣΟΤ ΠΙΣΙΚΟΤ εύχε τελειϔςει οριςτικϊ. Τπόρξε αλόθεια καιρϐσ που φοβϐταν να μπει ςτο μπϊνιο επειδό νϐμιζε ϐτι μπορεύ να ϋβριςκε ϋνα ποντύκι ςτην μπανιϋρα και ϐτι θα όταν αναγκαςμϋνοσ να το ςκοτϔςει μ' ϋνα ςκουπϐξυλο; Μϊλλον, αλλϊ αυτό η εποχό —κι αυτό η εκδοχό του Φϊουαρντ Μύτλα φϊνταζε πολϑ μακρινό. Κούταξε αργϊ το χϔρο γϑρω του. Επικρατοϑςε χϊοσ. το πϊτωμα λιμνοϑλεσ απϐ αύμα και δυο μεγϊλα κομμϊτια δϊχτυλο. Ωλλο ϋνα κομμϊτι, πεςμϋνο μιςϐ μϋςα, μιςϐ ϋξω απϐ την μπανιϋρα. Πυκνϋσ πιτςιλιϋσ απϐ αύμα ςτουσ τούχουσ και ςτον καθρϋφτη. Ακϐμα περιςςϐτερο ςτο νιπτόρα· εκεύ ςχημϊτιζε ρυϊκια. «Πολϑ καλϊ», εύπε ο Φϊουαρντ μ' ϋναν αναςτεναγμϐ. «Ώρα για καθαριϐτητα, κυρύεσ και κϑριοι». Ξανϊβαλε μπροσ το ηλεκτρικϐ κλαδευτόρι και βϊλθηκε να πετςοκϐβει ςχολαςτικϊ τα κομμϊτια του δαχτϑλου ςε πολϑ μικρϐτερα κομμϊτια, τϋτοια που να μπορϋςει να τα παραςϑρει το νερϐ ςτη λεκϊνη ϐταν θα τραβοϑςε το καζανϊκι. Ο αςτυνομικϐσ όταν νεαρϐσ και Ιρλανδϐσ. Ο' Μπϊνιον τον ϋλεγαν. 'ήταν ϋφταςε τελικϊ ϋξω απϐ την πϐρτα του διαμερύςματοσ των Μύτλα, αρκετού ϋνοικοι όταν όδη μαζεμϋνοι 392
ςτο διϊδρομο και ςχημϊτιςαν ϋνα ςφιχτϐ κλοιϐ πύςω του. Με εξαύρεςη τον Ντϋνισ Υύνεώ, που όταν φανερϊ θυμωμϋνοσ, ϐλοι οι ϊλλοι ϋδειχναν ανόςυχοι. Ο Ο' Μπϊνιον χτϑπηςε την πϐρτα, πρϔτα διακριτικϊ, ϑςτερα δυνατϊ και τϋλοσ με τη γροθιϊ του. «Καλϑτερα να τη ςπϊςετε», πρϐτεινε η κυρύα Σζϋιβιερ. «Οι φωνϋσ του ακοϑγονταν ωσ πϊνω ςτον ϋβδομο ϐροφο». «Ο ϊνθρωποσ εύναι τρελϐσ», εύπε ο Υύνεώ. «Μϊλλον ϋχει ςκοτϔςει τη γυναύκα του». «ήχι», διαφϔνηςε η κυρύα Ντϊτλμπαουμ. «Σην εύδα που ϋφυγε το πρωύ, κανονικϊ ϐπωσ πϊντα». «Αυτϐ δε ςημαύνει ϐτι αποκλεύεται να ξαναγϑριςε», εύπε ο Υύνεώ, ϋτοιμοσ ν' αρπαχτεύ, και η κυρύα Ντϊτλμπαουμ υποχϔρηςε χωρύσ δεϑτερη κουβϋντα. «Κϑριε Μύτα;» φϔναξε ο Ο' Μπϊνιον. «Μύτ-Λα», τον διϐρθωςε η κυρύα Ντϊτλμπαουμ. «Με λϊμδα». «Να πϊρει», μουρμοϑριςε ο Ο' Μπϊνιον κι ϋδωςε μια δυνατό ςπρωξιϊ ςτην πϐρτα με τον ϔμο του. Η πϐρτα ϊνοιξε απϐτομα και ο αςτυνομικϐσ μπόκε ςτο διαμϋριςμα, με τον κϑριο Υύνεώ ξοπύςω του. «Πηγαύνετε ϋξω, κϑριε», εύπε αυςτηρϊ ο Ο' Μπϊνιον. «ιγϊ μην πϊω», απϊντηςε ο Υύνεώ. Εύχε όδη τεντϔςει το λαιμϐ του και κούταζε προσ την κουζύνα, το αναποδογυριςμϋνο ςυρτϊρι και τα ςκϐρπια αντικεύμενα ςτο πϊτωμα και τισ πιτςιλιϋσ του εμετοϑ ςτα ντουλϊπια. Σα μικρϊ μϊτια του γυϊλιζαν απϐ περιϋργεια. «Ο τϑποσ εύναι γεύτονασ μου. Και ςτο κϊτω κϊτω εγϔ όμουν που ςασ τηλεφϔνηςα». «Και ςτον Πϊπα να τηλεφωνοϑςεσ το ύδιο μου κϊνει», εύπε ϊγρια ο Ο' Μπϊνιον. «τρύβε απϐ δω μϋςα, για να μην καταλόξεισ κι εςϑ ςτο τμόμα μαζύ με το γεύτονα ςου, τον Μύτελα». 393
«Μύτλα», εύπε ο Υύνεώ κι αποςϑρθηκε με φανερό δυςφορύα προσ το διϊδρομο του ορϐφου, ρύχνοντασ ματιϋσ προσ την κουζύνα πύςω του καθϔσ ϋβγαινε. Ο Ο' Μπϊνιον εύχε διϔξει τον Υύνεώ κυρύωσ επειδό δεν όθελε να διακρύνει ο ϊλλοσ τη νευρικϐτητα του. Η ανακατωςοϑρα ςτην κουζύνα όταν ο ϋνασ λϐγοσ που τον ϋκανε νευρικϐ. Ο δεϑτεροσ όταν η μυρωδιϊ. Σο διαμϋριςμα βρομοϑςε ϋντονα απϐ κϊτι χημικϐ, αλλϊ ξεχϔριζε κι ϊλλη μια δυςϊρεςτη οςμό, που ο Ο' Μπϊνιον υποψιαζϐταν ϐτι όταν αύμα. Ϊριξε μια ματιϊ πύςω του για να ςιγουρευτεύ ϐτι ο Υύνεώ εύχε βγει ϋξω και δεν εύχε ςταθεύ ςτο χολ τησ ειςϐδου, μπροςτϊ ςτην κρεμϊςτρα με τα ςακϊκια. Αφοϑ ςιγουρεϑτηκε, διϋςχιςε αργϊ το καθιςτικϐ. ήταν ϋφταςε ςε ςημεύο που δε φαινϐταν απϐ την εύςοδο, κατϋβαςε το χϋρι ςτη ζϔνη και τρϊβηξε το υπηρεςιακϐ του περύςτροφο. ίςτερα, πϋραςε ςτην κουζύνα και ϋλεγξε με το βλϋμμα του το χϔρο. Κανεύσ. Ακαταςταςύα, πεταμϋνα πρϊγματα αλλϊ ϊνθρωποσ πουθενϊ. Και... τι όταν αυτϋσ οι βρομιϋσ ςτα ντουλϊπια; Δεν όταν ςύγουροσ, αλλϊ κρύνοντασ απϐ τη μυρωδιϊ.. Ϊνασ θϐρυβοσ απϐ κϊπου πύςω του, ϋνα ςιγανϐ ςϑρςιμο, τον ϋκανε να ςτραφεύ ςαν ςβοϑρα ενϔ ταυτϐχρονα ςόκωνε το ϐπλο του. «Κϑριε Μύτλα;» Δεν πόρε απϊντηςη, αλλϊ το ςιγανϐ ςϑρςιμο ξανακοϑςτηκε. Απϐ το βϊθοσ του διαδρϐμου. Που ςόμαινε ϐτι προερχϐταν απϐ το υπνοδωμϊτιο ό απϐ το μπϊνιο. Ο αςτυνομικϐσ Ο' Μπϊνιον κινόθηκε προσ αυτό την κατεϑθυνςη, με το περύςτροφο ςτο χϋρι και την κϊννη να ςημαδεϑει το ταβϊνι. Φωρύσ να το ξϋρει, το κρατοϑςε με τον ύδιο τρϐπο που ο Φϊουαρντ κρατοϑςε πριν απϐ λύγη ϔρα το κλαδευτόρι. Η πϐρτα του μπϊνιου όταν μιςϊνοιχτη. Ο Ο' Μπϊνιον όταν ςύγουροσ ϐτι απϐ εκεύ ερχϐταν ο όχοσ και όταν επύςησ ςύγουροσ ϐτι απϐ εκεύ ϋβγαινε και η ϊςχημη μυρωδιϊ. υςπειρϔθηκε, 394
ϋτοιμοσ να ορμόςει αν χρειαζϐταν, κι ϋςπρωξε την πϐρτα με την κϊννη του περιςτρϐφου του. «θεϋ μου!» εύπε ςιγανϊ. Σο μπϊνιο θϑμιζε ςφαγεύο πριν απϐ το ςχϐλαςμα μιασ γεμϊτησ μϋρασ. Αύμα ςτουσ τούχουσ, ςτον καθρϋφτη και ςτο ταβϊνι, ςαν να το εύχε ψεκϊςει κϊποιοσ με τρϐμπα. Λύμνεσ απϐ αύμα ςτο πϊτωμα κι αιμϊτινα ρυϊκια μϋςα και ϋξω απϐ το νιπτόρα -εκεύ φαινϐταν να ϋχει γύνει το χειρϐτερο. Εύδε ακϐμα ϋνα ςπαςμϋνο τζϊμι, ϋνα πεταμϋνο, πλαςτικϐ μπουκϊλι που μϊλλον περιεύχε διαβρωτικϐ οξϑ (το οπούο εξηγοϑςε και την αφϐρητη χημικό μυρωδιϊ) κι ϋνα ζευγϊρι αντρικϊ παποϑτςια, πεταμϋνα κι αυτϊ, ϊλλο εδϔ κι ϊλλο εκεύ. Σου ενϐσ η ςϐλα όταν ςχεδϐν ξεκολλημϋνη. Και τϋλοσ, ϐταν η πϐρτα ϊνοιξε ωσ το τϋρμα, εύδε και τον ϊντρα. Ο Φϊουαρντ Μύτλα ςτριμϔχτηκε ϐςο μποροϑςε ςτο μικρϐ κενϐ ανϊμεςα ςτην μπανιϋρα και τον τούχο, ϐταν τϋλειωςε την επιχεύρηςη καθαριϐτητασ. την αγκαλιϊ του κρατοϑςε το κλαδευτόρι, αλλϊ οι μπαταρύεσ εύχαν ςωθεύ· ϐπωσ και να το κϊνουμε, τα κϐκαλα εύναι πιο ςκληρϊ απϐ τα κλαδϊκια. Σα μαλλιϊ του όταν ακϐμα ϐρθια, κοκαλωμϋνα απϐ τον ξεραμϋνο εμετϐ. Σα μϊγουλα και το μϋτωπο του παςαλειμμϋνα με αύμα. Σα μϊτια του ορθϊνοιχτα και εντελϔσ ϊδεια, μια ϋκφραςη που ο αςτυνομικϐσ Ο' Μπϊνιον εύχε ςυνδϋςει με τουσ χρόςτεσ ναρκωτικϔν. Φριςτϐσ και Παναγύα, ςκϋφτηκε. Σελικϊ εύχε δύκιο ο γεύτονασ. Ο τϑποσ ϋχει ςκοτϔςει τη γυναύκα τον. Κϊποιον ϋχει ςκοτϔςει, τϋλοσ πϊντων. Και που εύναι το πτϔμα; Κούταξε ςτην μπανιϋρα, αλλϊ δεν ϋβλεπε ολϐκληρο το εςωτερικϐ τησ. Ϋταν το πιθανϐτερο μϋροσ, αλλϊ η μπανιϋρα φαινϐταν να εύναι το μϐνο αντικεύμενο εκεύ μϋςα που δεν όταν πλημμυριςμϋνο ςτα αύματα. 395
«Εύςτε ο κϑριοσ Μύτλα;» ρϔτηςε. Δεν τον ςημϊδεψε με το ϐπλο του, αλλϊ η κϊννη ςύγουρα ϋβλεπε κϊπου εκεύ κοντϊ. «Ναι, ϋτςι ονομϊζομαι», απϊντηςε ο Φϊουαρντ με χαμηλό, ευγενικό φωνό. «Φϊουαρντ Μύτλα, ορκωτϐσ λογιςτόσ, δοϑλοσ ςασ. Ϋρθατε για να χρηςιμοποιόςετε την τουαλϋτα; Ελεϑθερα! Δεν πρϐκειται να ςασ ενοχλόςει τύποτα τϔρα πια. Πιςτεϑω ϐτι το πρϐβλημα λϑθηκε. Προσ το παρϐν τουλϊχιςτον» . «Ε... θα μποροϑςατε να πετϊξετε το ϐπλο ςασ, κϑριε Μι τλα;» «ήπλο;» Ο Φϊουαρντ τον κούταξε με βλϋμμα εντελϔσ απλανϋσ για μερικϋσ ςτιγμϋσ και ϑςτερα φϊνηκε να καταλαβαύνει. «Αυτϐ;» όκωςε το κλαδευτόρι κι αυτομϊτωσ το περύςτροφο του αςτυνομικοϑ Ο' Μπϊνιον τον ςημϊδεψε για πρϔτη φορϊ. «Ναι, αυτϐ». «Βεβαύωσ», εύπε ο Φϊουαρντ και πϋταξε αδιϊφορα το κλαδευτόρι ςτην μπανιϋρα. Σο καπϊκι τησ θόκησ για τισ μπαταρύεσ ξϋφυγε απϐ τη θϋςη του κι ϋπεςε. «Δεν πειρϊζει. Οι μπαταρύεσ τϋλειωςαν. Αλλϊ... τι ςασ εύπα για την τουαλϋτα; Λϊθοσ. Κατϐπιν ϔριμησ ςκϋψεωσ δε θα ςασ ςυμβοϑλευα να τη χρηςιμοποιόςετε τελικϊ». «οβαρϊ;» Σϔρα που ο περύεργοσ ϊντρασ όταν ϊοπλοσ, ο Ο' Μπϊνιον δεν όξερε πϔσ ακριβϔσ να προχωρόςει, θα όταν πολϑ πιο εϑκολο αν ϋβλεπε το θϑμα. άςωσ το καλϑτερο θα όταν να περϊςει χειροπϋδεσ ςτον τϑπο και να καλϋςει ενιςχϑςεισ. Σο μϐνο που όξερε ςτα ςύγουρα όταν ϐτι δεν ϋβλεπε την ϔρα να βγει απ' αυτϐ το βρομερϐ, ανατριχιαςτικϐ μπϊνιο. «Ναι», εύπε ο Φϊουαρντ. «κεφτεύτε το κι ϋτςι: τα δϊχτυλα του χεριοϑ εύναι πϋντε... του ενϐσ χεριοϑ, το τονύζω. Τπολογύςτε τϔρα, πϐςεσ τρϑπεσ προσ τον υπϐγειο κϐςμο υπϊρχουν μϋςα ς' ϋνα ςυνηθιςμϋνο μπϊνιο; Μαζύ με τισ βρϑςεσ, μασ κϊνουν εφτϊ. 396
Σουλϊχιςτον». Ο Φϊουαρντ ϋκανε μια μικρό παϑςη. «Ο αριθμϐσ εφτϊ εύναι πρϔτοσ», πρϐςθεςε. «Που ςημαύνει ϐτι διαιρεύται μϐνο με τον εαυτϐ του και τη μονϊδα». «Μπορεύτε να τεντϔςετε τα χϋρια ςασ μπροςτϊ, κϑριε;» ρϔτηςε όρεμα ο Ο' Μπϊνιον βγϊζοντασ απϐ τη ζϔνη του τισ χειροπϋδεσ. «Η Βϊι λϋει πωσ ξϋρω ϐλεσ τισ απαντόςεισ», εύπε ο Φϊουαρντ, «αλλϊ κϊνει λϊθοσ». Σϋντωςε αργϊ τα χϋρια του κρατϔντασ τα ςηκωμϋνα μπροςτϊ. Ο Ο' Μπϊνιον γονϊτιςε και του πϋραςε τη μια χειροπϋδη ςτο δεξιϐ καρπϐ. «Ποια εύναι η Βϊι;» «Η γυναύκα μου», απϊντηςε ο Φϊουαρντ, κοιτϊζοντασ κατϊματα τον Ο' Μπϊνιον με τα μικρϊ μαϑρα μϊτια του που γυϊλιζαν παρϊξενα. «Ποτϋ δεν εύχε πρϐβλημα να καθύςει ςτην τουαλϋτα αν βριςκϐταν κι ϊλλοσ ςτο μπϊνιο, ξϋρεισ, θα μποροϑςε να τα κϊνει ακϐμα κι αν όςουν εϊν εδϔ μϋςα». Ο αςτυνομικϐσ Ο' Μπϊνιον ϋκανε μια εξωφρενικό ςκϋψη, που ωςτϐςο πρϐςφερε μια περύεργα πειςτικό εξόγηςη για τα ϐςα μπορεύ να εύχαν ςυμβεύ εκεύ μϋςα. Αυτϐσ ο αλλϐκοτοσ ανθρωπϊκοσ εύχε ςκοτϔςει τη γυναύκα του με το κλαδευτόρι και ςτη ςυνϋχεια εύχε διαλϑςει το πτϔμα τησ με οξϑ. Κι ϐλα αυτϊ επειδό η γυναύκα του δεν ϋλεγε να βγει απϐ το μπϊνιο, ενϔ αυτϐσ κϐντευε να ςκϊςει για κατοϑρημα. Σου πϋραςε και τη δεϑτερη χειροπϋδη. «κοτϔςατε τη ςϑζυγο ςασ, κϑριε Μύτλα;» Για μια ςτιγμό ο Φϊουαρντ τον κούταξε ϋκπληκτοσ. ίςτερα ξανϊπεςε ς' εκεύνη την περύεργη απϊθεια. «ήχι», εύπε αργϊ. «Η Βϊι εύναι ςτο ιατρεύο του τϐουν. όμερα θα κϊνουν εξαγωγϋσ ςτην πϊνω οδοντοςτοιχύα. Η Βϊι λϋει ϐτι εύναι βρομοδουλειϊ, αλλϊ κϊποιοσ πρϋπει να την κϊνει. Γιατύ να ςκοτϔςω τη Βϊι;»
397
Σϔρα που ο τϑποσ φοροϑςε χειροπϋδεσ, ο Ο' Μπϊνιον ϋνιωθε καλϑτερα, ςαν να μποροϑςε να ελϋγξει πιο εϑκολα την κατϊςταςη. «Απ' ϐ,τι φαύνεται, κϊποιον ςκοτϔςατε εδϔ μϋςα». «Ϋταν απλϔσ ϋνα δϊχτυλο», εύπε ο Φϊουαρντ. Δεν εύχε κατεβϊςει τα χϋρια του, τα κρατοϑςε τεντωμϋνα μπροςτϊ του. Η αλυςύδα που ϋνωνε τισ χειροπϋδεσ αντανακλοϑςε το φωσ με μικρϋσ, αςημϐχρωμεσ αναλαμπϋσ. «Αλλϊ, ϐπωσ εύπαμε, ςε κϊθε χϋρι υπϊρχουν πϋντε δϊχτυλα. Και μην ξεχνϊμε και τον ιδιοκτότη τουσ». Περιϋφερε γοργϊ το βλϋμμα του ςτον περιοριςμϋνο χϔρο του μπϊνιου. Σο φωσ τησ μϋρασ χανϐταν γοργϊ και οι ςκιϋσ πϑκνωναν. «Σου εύπα να ξανϊρθει ϐποτε θϋλει», ψιθϑριςε ο Φϊουαρντ. «Αλλϊ όμουν ςε κατϊςταςη υςτερύασ. Σϔρα καταλαβαύνω ϐτι... δεν μπορϔ να το χειριςτϔ. Μεγαλϔνει, βλϋπετε. Μεγαλϔνει μϐλισ ϋρχεται ς' επαφό με τον αϋρα». Ξαφνικϊ, κϊτι πλατςοϑριςε μϋςα ςτη ςκεπαςμϋνη λεκϊνη. Σα μϊτια του Φϊουαρντ τινϊχτηκαν αυτομϊτωσ προσ τα εκεύ. Σο ύδιο και του Ο' Μπϊνιον. Σο πλατϊγιςμα ξανακοϑςτηκε. Ϋταν ςαν να ςπαρταροϑςε ϋνα μεγϊλο ψϊρι. «ήχι. ε καμιϊ περύπτωςη δε θα χρηςιμοποιοϑςα την τουαλϋτα», εύπε ο Φϊουαρντ. «Αν όμουν ςτη θϋςη ςασ, θα τα κρατοϑςα, θα τα κρατοϑςα ϐςο γινϐταν και ϑςτερα θα πόγαινα να τα κϊνω ςτο αδιϋξοδο, πύςω απϐ την πολυκατοικύα». Ο Ο' Μπϊνιον ανατρύχιαςε. Χυχραιμύα, αγϐρι μου, εύπε αυςτηρϊ ςτον εαυτϐ του. Μη χϊςεισ την ψυχραιμύα ςου, γιατύ θα καταλόξεισ ςαν το βλαμμϋνο εδϔ δύπλα. Αποφαςιςτικϊ, πόγε να ελϋγξει τη λεκϊνη τησ τουαλϋτασ. «Πολϑ κακό ιδϋα», ςχολύαςε ο Φϊουαρντ. «Πραγματικϊ κακό ιδϋα». «Σι ακριβϔσ ςυνϋβη εδϔ, κϑριε Μύτλα;» ρϔτηςε ο Ο' Μπϊνιον. «Σι ϋχετε κρϑψει μϋςα ςτη λεκϊνη;» 398
«Σι ςυνϋβη; Ϋταν ςαν... ςαν...» Ο Φϊουαρντ ϋχαςε τα λϐγια του, αφαιρϋθηκε και τελικϊ ϊρχιςε να χαμογελϊει. Ϋταν ϋνα χαμϐγελο ανακοϑφιςησ, αλλϊ τα μϊτια του δεν ϋπαψαν να πετϊγονται προσ την κατεϑθυνςη τησ λεκϊνησ. «Ϋταν ϐπωσ ςτο Ρύςκο», εύπε. «Για την ακρύβεια, ϐπωσ ςτην Σελικό Ερϔτηςη του Ρύςκου. Η κατηγορύα εύναι Σο Ανεξόγητο. Και η απϊντηςη ςτο τελικϐ ερϔτημα εύναι: "Επειδό μποροϑν". Ξϋρετε ποια εύναι η ερϔτηςη, αςτυνϐμε;» αςτιςμϋνοσ, γοητευμϋνοσ ςχεδϐν, ο Ο' Μπϊνιον εύχε απομεύνει να κοιτϊζει τον Φϊουαρντ. Κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του με απορύα. «Η Σελικό Ερϔτηςη του Ρύςκου», εύπε ο Φϊουαρντ Μύτλα με φωνό βραχνό και ςπαςμϋνη απϐ τα ουρλιαχτϊ, «εύναι η εξόσ: Γιατύ τα πιο τρομερϊ πρϊγματα ςυχνϊ ςυμβαύνουν ςτουσ καλϑτερουσ ανθρϔπουσ; Αυτϐ εύναι το μεγϊλο ερϔτημα. θϋλει πολλό ςκϋψη. Αλλϊ ϋχω ϊφθονο χρϐνο ςτη διϊθεςη μου. Αρκεύ να μεύνω μακριϊ απϐ τισ τρϑπεσ». Σο πλατϊγιςμα ξανακοϑςτηκε. Πιο δυνατϊ αυτό τη φορϊ. Σο καπϊκι τησ λεκϊνησ, γεμϊτο αύματα και ξεραμϋνουσ εμετοϑσ, χοροπόδηςε απϐτομα κϊνα δυο φορϋσ ςαν να το τύναζε κϊτι απϐ μϋςα. Ο αςτυνομικϐσ Ο' Μπϊνιον πληςύαςε τη λεκϊνη κι ϋςκυψε απϐ πϊνω τησ. Ο Φϊουαρντ τον παρακολουθοϑςε με ενδιαφϋρον. «Σελικό Ερϔτηςη του Ρύςκου, αςτυνϐμε», εύπε ο Φϊουαρντ Μιτλα. «Πϐςα ποντϊρεισ;» Ο Ο' Μπϊνιον το ςκϋφτηκε για λύγο και ϑςτερα ϊρπαξε το καπϊκι τησ τουαλϋτασ και τα ϋπαιξε ϐλα για ϐλα.
399
Σα Αθλητικϊ Παποϑτςια Ο Tζον Σελ δοϑλευε ςτο τοϑντιο Σαμπϐρι ακριβϔσ ϋνα μόνα, ϐταν πρωτοεύδε εκεύνα τα αθλητικϊ παποϑτςια. Σο Σαμπϐρι ςτεγαζϐταν ςτο κτύριο που ϊλλοτε ονομαζϐταν Μιοϑζικ ύτι και που ςτα χρϐνια τησ δϐξασ του ροκ εντ ρολ και του ρυθμ εντ μπλουζ των αρχϔν του πενόντα όταν ϐ,τι καλϑτερο υπόρχε ςτο χϔρο. Εκεύνεσ τισ εποχϋσ δεν ϋβλεπεσ ποτϋ αθλητικϊ παποϑτςια ςτουσ επϊνω ορϐφουσ (τα φοροϑςαν μϐνο τα παιδιϊ, οι πιτςιρικϊδεσ για ϐλεσ τισ δουλειϋσ). Εκεύνεσ οι εποχϋσ ϐμωσ εύχαν παρϋλθει οριςτικϊ και μαζύ τουσ εύχαν χαθεύ και οι παραγωγού με τα πολλϊ λεφτϊ, τα κολλαριςτϊ πϋτα και τα μυτερϊ παποϑτςια απϐ δϋρμα φιδιοϑ. Σα πϊνινα αθλητικϊ παποϑτςια όταν πλϋον μϋροσ τησ αμφύεςησ ϐςων δοϑλευαν ςτη Μιοϑζικ ύτι, γι' αυτϐ και ο Σζον ϐταν πρωτοεύδε τα ςυγκεκριμϋνα δεν ϋκανε καμιϊ αρνητικό ςκϋψη για τον ιδιοκτότη τουσ. Ϋ, μϊλλον, ϋκανε μύα: ο τϑποσ χρειαζϐταν καινοϑριο ζευγϊρι. Σα παποϑτςια όταν ϊςπρα ϐταν αγορϊςτηκαν, αλλϊ, κρύνοντασ απϐ την τωρινό τουσ εμφϊνιςη, η αγορϊ τουσ πρϋπει να εύχε γύνει πριν απϐ πολϑ καιρϐ. Αυτϐ όταν και το μϐνο που πρϐςεξε ϐταν πρωτοεύδε τα παποϑτςια απϐ το μικρϐ χϔρο ςτον οπούο πολϑ ςυχνϊ καταλόγει κανεύσ να κρύνει τουσ γεύτονεσ του αποκλειςτικϊ απϐ τα παποϑτςια τουσ, μια και εύναι το μϐνο που βλϋπει. Ο Σελ εύδε τα ςυγκεκριμϋνα παποϑτςια απϐ το κενϐ ςτο κϊτω μϋροσ τησ πϐρτασ τησ πρϔτησ καμπύνασ ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου ορϐφου. Σα προςπϋραςε κατευθυνϐμενοσ προσ την τρύτη και τελευταύα καμπύνα ςτη ςειρϊ, απ' ϐπου ξαναβγόκε λύγα λεπτϊ αργϐτερα, ϋπλυνε και ςτϋγνωςε τα χϋρια του ςτουσ νιπτόρεσ, χτϋνιςε τα μαλλιϊ του κι επϋςτρεψε ςτο τοϑντιο Ε, ϐπου βοηθοϑςε ςτη μεύξη του πρϔτου ϊλμπουμ ενϐσ 400
ςυγκροτόματοσ χϋβι μϋταλ, των Ντεντ Μπιτσ. Σο να πει κανεύσ ϐτι ο Σελ εύχε όδη ξεχϊςει τα αθλητικϊ παποϑτςια θα όταν υπερβολό, μια και όταν αμφύβολο αν η καταγραφό που ϋγινε ςτην οθϐνη του μυαλοϑ του πϋραςε και ςτη μνόμη του. Σην παραγωγό του δύςκου των Ντεντ Μπιτσ ϋκανε ο Πολ Σζϊνινγκσ. Δεν όταν διϊςημοσ με τον τρϐπο που όταν οι παλιού βαςιλιϊδεσ τησ τζαζ ςτη Μιοϑζικ ύτι (ο Σελ πύςτευε ϐτι το ροκ εντ ρολ δεν όταν πια ςε θϋςη να ςηκϔςει μυθικϊ ονϐματα), αλλϊ όταν αρκετϊ γνωςτϐσ και ο Σελ τον θεωροϑςε τον καλϑτερο εν ενεργεύα παραγωγϐ ςτο χϔρο αυτοϑ του εύδουσ τησ μουςικόσ. Μϐνο ο Σζύμι Γιοβϊιν μποροϑςε να τον ανταγωνιςτεύ. Ο Σελ γνϔριςε τον Σζϊνινγκσ ς' ϋνα πϊρτι που δϐθηκε μετϊ την πρεμιϋρα μιασ κινηματογραφημϋνησ ςυναυλύασ. Για την ακρύβεια, τον αναγνϔριςε απϐ την ϊλλη ϊκρη τησ αύθουςασ. Σα μαλλιϊ του εύχαν γκριζϊρει πια και το ϐμορφο αντρικϐ πρϐςωπο με τα αδρϊ χαρακτηριςτικϊ εύχε γύνει ςχεδϐν οςτεϔδεσ. Παρ' ϐλα αυτϊ, δεν υπόρχε περύπτωςη να μην αναγνωρύςει τον ϊνθρωπο που εύχε ηχογραφόςει ςε δύςκουσ τισ μυθικϋσ πλϋον ςυναυλύεσ του Σϐκιο των Μπομπ Ντύλαν, 'Ερικ Κλϊπτον, Σζον Λϋνον και Ωλισ Κοϑπερ, πριν απϐ δεκαπϋντε χρϐνια περύπου. Εκτϐσ απϐ τον Υιλ πϋκτορ, ο Σζϊνινγκσ όταν ο μϐνοσ παραγωγϐσ δύςκων που ο Σελ θα αναγνϔριζε ϐχι μϐνο εξ ϐψεωσ, αλλϊ και απϐ τον ιδιαύτερο όχο των δύςκων των οπούων εύχε κϊνει την παραγωγό —κρυςτϊλλινη καθαρϐτητα ςτα ςϐλο που την υπογρϊμμιζαν τα ντραμσ τϐςο δυνατϊ που ςε διαπερνοϑςαν ωσ το μεδοϑλι. τισ ηχογραφόςεισ των ςυναυλιϔν του Σϐκιο, εκεύνο που ϋπιανε πρϔτα το αυτύ όταν η καθαρϐτητα του Ντον Μακλύν, αλλϊ ϋτςι κι ϋςβηνεσ τα πρύμα αυτϐ που ακουγϐταν να πϊλλεται παρϊλληλα με τον αρχικϐ όχο όταν ςκϋτοσ ϊντι Νϋλςον .
401
Γνωςτϐσ ντρϊμερ που ϋχει κϊνει ςϐλο καριϋρα. (.τ.Μ.)
Ο θαυμαςμϐσ νύκηςε την ϋμφυτη ςυςτολό του Σελ και πληςύαςε τον Σζϊνινγκσ ςτην ϊλλη ϊκρη τησ αύθουςασ, ϐπου ςτεκϐταν ςυμπτωματικϊ μϐνοσ εκεύνη τη ςτιγμό. Σου ςυςτόθηκε περιμϋνοντασ μια τυπικό χειραψύα και κϊνα δυο βιαςτικϊ λϐγια το πολϑ. Αντύ γι' αυτϐ ϋπιαςαν μια μακριϊ και πολϑ ενδιαφϋρουςα ςυζότηςη. Δοϑλευαν ςτον ύδιο τομϋα και εύχαν αρκετοϑσ κοινοϑσ γνωςτοϑσ, αλλϊ ο Σελ όξερε πωσ δεν όταν μϐνο αυτού οι λϐγοι που τουσ ϋκαναν να κολλόςουν απϐ την πρϔτη ςτιγμό. Ο Πολ Σζϊνινγκσ όταν απϐ τουσ ελϊχιςτουσ ανθρϔπουσ με τουσ οπούουσ ο Σελ μποροϑςε να μιλόςει. Και για τον Σελ η ςυζότηςη όταν κϊτι πολϑ κοντινϐ ςτη μαγεύα. Προσ το τϋλοσ τησ κουβϋντασ τουσ εκεύνη τη βραδιϊ, ο Σζϊνινγκσ τον ρϔτηςε μόπωσ ϋψαχνε για δουλειϊ. «Ξϋρεισ κανϋναν ςτο ςινϊφι μασ που να μην ψϊχνει μονύμωσ;» απϊντηςε ο Σελ. Ο Σζϊνινγκσ γϋλαςε τϐτε και του ζότηςε το τηλϋφωνο του. Ο Σελ του το ϋδωςε, χωρύσ ϐμωσ να δϔςει ιδιαύτερη ςημαςύα ςε μια κύνηςη που τη θεϔρηςε δεύγμα τυπικόσ ευγϋνειασ απϐ την πλευρϊ του Σζϊνινγκσ. Ϊκανε λϊθοσ. Ο Σζϊνινγκσ του τηλεφϔνηςε τρεισ μϋρεσ αργϐτερα και τον ρϔτηςε αν όθελε να ςυμμετϊςχει ςτην τριμελό ομϊδα που θα αναλϊμβανε να κϊνει τη μεύξη ςτο πρϔτο ϊλμπουμ των Ντεντ Μπιτσ. «Δεν ξϋρω αν γύνεται να βγει χρυςϊφι απϐ τα ϊχυρα», του εύπε ο Σζϊνινγκσ ςτο τηλϋφωνο, «εφϐςον ϐμωσ πληρϔνει η Ατλϊντικ Ρϋκορντσ, γιατύ να μην το δοκιμϊςουμε;» Ο Σζον Σελ δεν εύχε κανϋνα λϐγο ν' αρνηθεύ και δόλωςε αμϋςωσ ϐτι όταν ϋτοιμοσ να πιϊςει δουλειϊ. Μια βδομϊδα και κϊτι αφϐτου πρωτοεύδε τα αθλητικϊ παποϑτςια, ο Σελ τα ξαναεύδε. Αυτό τη φορϊ, το μυαλϐ του κατϋγραψε τη ςκϋψη ϐτι πρϋπει να όταν ο ύδιοσ τϑποσ, αφοϑ τα
402
παποϑτςια όταν ςτην ύδια θϋςη, κϊτω απϐ την πρϔτη πϐρτα ςτη ςειρϊ, ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου. Δεν ϋμπαινε ζότημα ϐτι όταν τα ύδια αθλητικϊ- ϊςπρα (κϊποτε, ϋςτω) με ριγωτό ςϐλα και χϔματα ςτισ χαρακιϋσ. Πρϐςεξε επύςησ μια ϊδεια τρϑπα ςτα κορδϐνια και ςκϋφτηκε: Που εύχεσ το νου ςου ϐταν ϋδενεσ το παποϑτςι ςου, φύλε; ίςτερα ςυνϋχιςε το δρϐμο του ωσ την τρύτη καμπύνα, που τη θεωροϑςε με αϐριςτο τρϐπο «δικό του». Αυτό τη φορϊ ϋριξε ϊλλη μια ματιϊ ςτα παποϑτςια καθϔσ ϋφευγε και τϐτε πρϐςεξε κϊτι περύεργο. Μια ψϐφια μϑγα. Ϋταν πϊνω ςτη ςτρογγυλό λαςτιχϋνια μϑτη του αριςτεροϑ παπουτςιοϑ, αυτοϑ που το κορδϐνι του δεν όταν περαςμϋνο ςε μια απϐ τισ τρϑπεσ, και όταν ςύγουρα ψϐφια γιατύ όταν με τα πϐδια ςτον αϋρα. 'ήταν επϋςτρεψε ςτο τοϑντιο Ε, βρόκε τον Σζϊνινγκσ να κϊθεται μπροςτϊ ςτην κονςϐλα κρατϔντασ το κεφϊλι του με τα δυο του χϋρια. «Εύςαι καλϊ, Πολ;» «ήχι». «Ϊγινε κϊνα λϊθοσ;» «Εγϔ. Εγϔ ϋκανα λϊθοσ. Η καριϋρα μου τϋλειωςε. Πϊει. τα εξόντα οχτϔ. Σϋρμα». «Σι εύν' αυτϊ που λεσ;» Ο Σελ κούταξε γϑρω του αναζητϔντασ τον Σζϐρτζι Ρϐνκλερ, αλλϊ δεν τον εύδε πουθενϊ. Δεν ξαφνιϊςτηκε. Ο Σζϊνινγκσ πϊθαινε περιοδικϋσ κρύςεισ οργόσ και ο Σζϐρτζι πϊντα την κοπανοϑςε εγκαύρωσ ϐταν μυριζϐταν τα ςημϊδια. Ιςχυριζϐταν ϐτι το κϊρμα του δεν του επϋτρεπε να νταραβερύζεται με ϋντονα ςυναιςθόματα. «Κλαύω ςε εγκαύνια ανθοπωλεύου», ϋλεγε ο Σζϐρτζι. «Δε γύνεται να βγει χρυςϊφι απϐ τα ϊχυρα», εύπε ο Σζϊνινγκσ. «Απϐ το ςυγκεκριμϋνο δεμϊτι, ϋςτω». Ϊδειξε με τη γροθιϊ του το γυϊλινο χϔριςμα ανϊμεςα ςτην αύθουςα μεύξησ του όχου και το ςτοϑντιο ηχογρϊφηςησ. Με την ϋκφραςη που 403
εύχε, θα του ταύριαζε και ο παλιϐσ ναζιςτικϐσ χαιρετιςμϐσ Φϊιλ Φύτλερ. «Ϊλα, παρ' το λύγο πιο ελαφριϊ», εύπε ο Σελ κι ασ όξερε πωσ ο Σζϊνινγκσ εύχε απϐλυτο δύκιο. Οι Ντεντ Μπιτσ, που τουσ αποτελοϑςαν τϋςςερα κωλϐπαιδα κι ϋνα παλιοθόλυκο, όταν αντιπαθϋςτατοι ςαν ϊτομα και ανύκανοι ςαν επαγγελματύεσ. «Κι εςϑ να πϊρεισ αυτϐ», απϊντηςε ο Σζϊνινγκσ κϊνοντασ τη γνωςτό αιςχρό χειρονομύα με το μεςαύο δϊχτυλο τεντωμϋνο. «Φριςτϋ μου, τι νεϑρα!» εύπε ο Σελ. Ο Σζϊνινγκσ ςόκωςε το κεφϊλι του, τον κούταξε και χαςκογϋλαςε. Σην επϐμενη ςτιγμό ϋςκαςαν και οι δυο ςτα γϋλια. Πϋντε λεπτϊ αργϐτερα εύχαν ξαναπιϊςει δουλειϊ. Η μεύξη —τϋτοια που όταν— τελεύωςε μετϊ απϐ μια βδομϊδα. Ο Σελ ζότηςε απϐ τον Σζϊνινγκσ ςυςτατικό επιςτολό και μια καςϋτα. «Εντϊξει, αλλϊ δε θα βϊλεισ την καςϋτα ςε κανϋναν να την ακοϑςει πριν κυκλοφορόςει ο δύςκοσ», τον προειδοπούηςε ο Σζϊνινγκσ. «Σο ξϋρω». «Εδϔ που τα λϋμε, αδυνατϔ να φανταςτϔ ϐτι μπορεύ βϊλει ϊνθρωποσ αυτό την καςϋτα ςε κϊποιον να την δει. Μπροςτϊ ς' αυτοϑσ τουσ μϊγκεσ, ακϐμα και οι Κολ ϋρφερσ ακοϑγονται ςαν Μπιτλσ». «Ϊλα τϔρα, Πολ, δεν εύναι τϐςο κακού. Αλλϊ ακϐμη αν όταν, τϋλειωςε πια». Ο Σζϊνινγκσ χαμογϋλαςε. «Ναι. Αυτϐ όταν. Κι αν τϑχει και ξαναδοϑλεψω μετϊ απ' αυτϐ, θα ςου τηλεφωνόςω». «Οπωςδόποτε», εύπε ο Σελ. Ϊδωςαν τα χϋρια και εύπαν αντύο. Ο Σελ βγόκε απϐ το κτύριο που κϊποτε όταν γνωςτϐ ςαν Μιοϑζικ ύτι και οϑτε που ξαναςκϋφτηκε τα ϊςπρα αθλητικϊ παποϑτςια που εύχε δει κϊτω 404
απϐ την πρϔτη πϐρτα ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου ορϐφου. Ο Σζϊνινγκσ, που όταν ς' αυτό τη δουλειϊ εύκοςι πϋντε χρϐνια, του εύπε μια μϋρα ϐτι για να κϊνεισ καλό μεύξη ςτο μποπ (ποτϋ δεν το ϋλεγε ροκ εντ ρολ, πϊντα μποπ) ϋπρεπε να εύςαι ό ο τϋλειοσ μαλϊκασ ό ο οϑπερμαν. Για δυο μόνεσ μετϊ την ηχογρϊφηςη και τη μεύξη των Ντεντ Μπιτσ, ο Σζον Σελ όταν ϋνασ τϋλειοσ μαλϊκασ. Δουλειϊ οϑτε για δεύγμα. Και το νούκι ϋτρεχε. Δυο φορϋσ κϐντεψε να τηλεφωνόςει ςτον Σζϊνινγκσ, αλλϊ κϊτι μϋςα του του ϋλεγε πωσ κϊτι τϋτοιο θα όταν λϊθοσ. ίςτερα, αυτϐσ που ϋκανε το μιξϊζ μιασ ταινύασ με τύτλο Οι Ωρχοντεσ του Καρϊτε κορποϑν τον Σρϐμο πϋθανε απϐ καρδιακό προςβολό και ο Σελ βρόκε δουλειϊ για ϋξι βδομϊδεσ ςτο κτύριο Μπριλ (που όταν γνωςτϐ ςαν Σςύγκινη Κατςαρϐλα την εποχό που το Μπρϐντγουεώ και οι Μεγϊλεσ Μπϊντεσ όταν ςτισ δϐξεσ τουσ), παύρνοντασ τη θϋςη του μακαρύτη για ν' αποτελειϔςει το μιξϊζ. Ϋταν κυρύωσ ποτ-πουρύ απϐ παλιϋσ, ορχηςτρικϋσ ςυνθϋςεισ ϊλλων ταινιϔν με κϊτι παςαλεύμματα απϐ ςιτϊρ κϊθε τϐςο, αλλϊ βγόκε το νούκι κι αυτϐ αρκοϑςε. Ση μϋρα που τϋλειωςε τη δουλειϊ, με το που μπόκε ςτο διαμϋριςμα του χτϑπηςε το τηλϋφωνο. Ϋταν ο Πολ Σζϊνινγκσ, που τον ρϔτηςε αν εύχε δει τον πύνακα με τισ κυκλοφορύεσ του μποπ τϔρα τελευταύα. Ο Σελ του απϊντηςε ϐτι δεν τον εύχε δει. «Εμφανύςτηκε ςτο νοϑμερο εβδομόντα εννιϊ». Ο Σζϊνινγκσ κατϊφερε ν' ακοϑγεται αηδιαςμϋνοσ, ϋκπληκτοσ και χαροϑμενοσ ταυτϐχρονα. «.Κατευθεύαν», πρϐςθεςε. «Ποιο;» Αλλϊ ο Σελ μϊντεψε την απϊντηςη τη ςτιγμό που ρϔτηςε. «To Μακροβοϑτι ςτη Βρομιϊ». Ϋταν ο τύτλοσ ενϐσ απϐ τα κομμϊτια του ϊλμπουμ των Ντεντ Μπιτσ, το μϐνο κομμϊτι που ο Σζϊνινγκσ και ο Σελ εύχαν 405
κρύνει αρκετϊ καλϐ ϔςτε να διαφημύςει το δύςκο που θα κυκλοφοροϑςε ςϑντομα. «κατϊ!» «ήντωσ, αλλϊ ϋχω την τρελό υποψύα ϐτι θα μπει ςτο τοπ τεν. Εύδεσ το βιντεοκλύπ;» «ήχι». «Να ξεραύνεςαι ςτα γϋλια. Η γκϐμενα του γκρουπ να κυλιϋται γενικϔσ κι αορύςτωσ ςτισ λϊςπεσ κϊποιου βϊλτου, μαζύ μ' ϋνα μυςτόριο τϑπο που εύναι ύδιοσ ο Ντϐναλντ Σραμπ με εργατικό φϐρμα. Τποτύθεται πωσ ςτϋλνει ςτο κοινϐ αυτϐ που οριςμϋνοι διανοοϑμενοι φύλοι μου θα αποκαλοϑςαν "μεικτϐ πολιτιςτικϐ μόνυμα"». Κι εκεύ ο Σζϊνινγκσ ϋβαλε κϊτι γϋλια τϐςο δυνατϊ, που ο Σελ κρϊτηςε το ακουςτικϐ μακριϊ απϐ τ' αυτύ του ϔςπου να ςταματόςει. ήταν ο Σζϊνινγκσ κουρϊςτηκε να γελϊει, ςυνϋχιςε. «Προφανϔσ, αυτϐ ςημαύνει ϐτι θα μπει και το ϊλμπουμ ςτο τοπ τεν. Μια πλατινϋνια κουρϊδα δεν παϑει να εύναι κουρϊδα, αλλϊ το επύθετο "πλατινϋνιοσ" διατηρεύ ακϋραιη τη ςημαςύα του. Κατϊλαβε αφϋντησ τι εννοεύ o δοϑλοσ του Πολ;» «Κατϊλαβα, μικρϋ», απϊντηςε ο Σελ, ανούγοντασ ταυτϐχρονα το ςυρτϊρι του γραφεύου του για να ςιγουρευτεύ πωσ η καςϋτα των Ντεντ Μπιτσ, ξεχαςμϋνη απϐ τη μϋρα που του την εύχε δϔςει ο Σζϊνινγκσ, βριςκϐταν ακϐμα εκεύ. «Λοιπϐν, πεσ μου, τι κϊνεισ;» ρϔτηςε ο Σζϊνινγκσ. «Χϊχνω για δουλειϊ». «Θϋλεισ να ξαναδοϑλεψεισ μαζύ μου; θα κϊνω το καινοϑριο ϊλμπουμ του Ρϐτζερ Ντϊλτρεώ. Αρχύζουμε ςε δυο βδομϊδεσ απϐ ςόμερα». «Φριςτϋ μου! Και βϋβαια ναι!» Σα λεφτϊ θα όταν ςύγουρα καλϊ, αλλϊ δεν όταν μϐνο αυτϐ. Μετϊ τουσ Ντεντ Μπιτσ και το Οι Ωρχοντεσ τον Καρϊτε κορποϑν τον Σρϐμο, το να δουλϋψει με τον πρϔην βαςικϐ τραγουδιςτό των Φου θα όταν ςαν να ϋμπαινε ς' ϋνα ζεςτϐ ςπύτι 406
μια παγωμϋνη χειμωνιϊτικη νϑχτα. Και κϐπανοσ να όταν ο τϑποσ ςαν ϊτομο, τουλϊχιςτον όξερε να τραγουδϊει. Ωςε που θα όταν πολϑ καλϐ να ξαναδοϑλεψει με τον Σζϊνινγκσ. «Ποϑ;» «το γνωςτϐ ςτϋκι. το Σαμπϐρι, ςτη Μιοϑζικ ύτι». «Θα εύμαι εκεύ». Ο Ρϐτζερ Ντϊλτρεώ, εκτϐσ του ϐτι τραγουδοϑςε καλϊ, όταν και ςχετικϊ ςυμπαθητικϐσ ςαν τϑποσ. Ο Σελ όταν ςύγουροσ ϐτι οι επϐμενεσ τϋςςερισ βδομϊδεσ ςτη ζωό του θα όταν απϐ τισ καλϋσ. Εύχε δουλειϊ, εύχε το ϐνομα του ςτουσ ςυντελεςτϋσ παραγωγόσ ενϐσ ϊλμπουμ που εύχε όδη φτϊςει ςτο νοϑμερο ςαρϊντα ϋνα τησ κυκλοφορύασ (το ςινγκλ όταν ςτο δεκαεφτϊ και ςυνϋχιζε ν' ανεβαύνει προσ το τοπ τεν) κι ϋνιωθε ςύγουροσ ϐτι εύχε εξαςφαλύςει τουλϊχιςτον το νούκι του, για πρϔτη φορϊ αφϐτου εύχε μετακομύςει ςτη Νϋα Τϐρκη απϐ την Πενςιλβϊνια, εδϔ και τϋςςερα χρϐνια. Ϋταν Ιοϑνιοσ, τα δϋντρα όταν καταπρϊςινα, τα κορύτςια εύχαν αρχύςει να φορϊνε πϊλι κοντϋσ φουςτύτςεσ και ο κϐςμοσ φαινϐταν ϐμορφοσ. Ϊτςι ϋνιωθε ο Σελ την πρϔτη μϋρα που πόγε να δουλϋψει ξανϊ με τον Πολ Σζϊνινγκσ, μϋχρι τη 1:45 το μεςημϋρι. Σϐτε όταν που μπόκε ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου, εύδε τα ύδια ϊςπρα αθλητικϊ παποϑτςια κϊτω απϐ την πρϔτη πϐρτα κι ϐλο το κϋφι του ϋγινε καπνϐσ. Δεν εύναι τα ύδια. Δεν μπορεύ να εύναι τα ύδια. Κι ϐμωσ όταν. Αναμφιςβότητο ςημϊδι αναγνϔριςησ όταν εκεύνη η ϊδεια τρϑπα ςτα κορδϐνια, αλλϊ και ϐλα τα υπϐλοιπα όταν ύδια. Ολϐιδια. Ακϐμα και η θϋςη τουσ. Μϐνο μια ορατό διαφορϊ υπόρχε: εύχαν προςτεθεύ ϊλλεσ τρεισ ψϐφιεσ μϑγεσ γϑρω τουσ. Ο Σελ πόγε αργϊ ωσ την τρύτη καμπύνα, τη «δικό του», κατϋβαςε το παντελϐνι του και κϊθιςε ςτη λεκϊνη. Δεν εξεπλϊγη καθϐλου διαπιςτϔνοντασ πωσ η ανϊγκη που τον εύχε οδηγόςει εςπευςμϋνα εκεύ εύχε εξαφανιςτεύ. Ϊμεινε ωςτϐςο 407
καθιςμϋνοσ ςτη λεκϊνη, προςπαθϔντασ να πιϊςει κϊποιον όχο. Θρϐιςμα εφημερύδασ. Ϊνα βηξιματϊκι. Διϊβολε, μια πορδό ϋςτω! Απϐλυτη ηςυχύα. Επειδό εύμαι μϐνο εγϔ εδϔ μϋςα, ςκϋφτηκε ο Σελ. Εκτϐσ απϐ το νεκρϐ ςτην πρϔτη καμπύνα. Η εξωτερικό πϐρτα ϊνοιξε απϐτομα μ' ϋνα δυνατϐ κρϐτο. Ο Σελ παραλύγο να ουρλιϊξει. Κϊποιοσ μπόκε ςτισ τουαλϋτεσ ςφυρύζοντασ και πόγε κατευθεύαν ςτα ουρητόρια. Μϐλισ ϊρχιςε ν' ακοϑγεται ο χαρακτηριςτικϐσ όχοσ, ο Σελ ςκϋφτηκε μια πιθανό εξόγηςη κι αμϋςωσ χαλϊρωςε. Ϋταν τϐςο απλϐ, που ϋμοιαζε αλλϐκοτο... και όταν ςύγουρα το ςωςτϐ. Κούταξε το ρολϐι του και εύδε πωσ όταν 1:47. ήποιοσ ενεργεύται κανονικϊ, εύναι ϊνθρωποσ ευτυχιςμϋνοσ, ϋλεγε ο πατϋρασ του. Ο πατϋρασ του Σελ όταν λιγομύλητοσ ϊνθρωποσ κι αυτϐ το απϐφθεγμα (μαζύ με το Πϊντα να πλϋνεισ τα χϋρια ςου πριν καθύςεισ ςτο τραπϋζι) όταν απϐ τα ελϊχιςτα. Αν η ευτυχύα όταν ϐντωσ ςυνϊρτηςη τησ ομαλόσ αφϐδευςησ, τϐτε ο Σελ υιϐσ όταν μϊλλον ϋνασ ευτυχιςμϋνοσ ϊνθρωποσ. Η ανϊγκη να πϊει ςτην τουαλϋτα τον ϋπιανε καθημερινϊ την ύδια πϊντα ϔρα και υπϋθεςε ϐτι το ύδιο ςυνϋβαινε και με τον κϊτοχο των αθλητικϔν παπουτςιϔν που προτιμοϑςε την καμπύνα 1 με την ύδια λογικό που ο Σελ πόγαινε πϊντα ςτην 3. Αν ερχϐςουν ϊλλη ϔρα, για κατοϑρημα μϐνο, θα ϋβλεπεσ την πρϔτη καμπύνα ϊδεια πολλϋσ φορϋσ· ό θα ϋβλεπεσ ϊλλα παποϑτςια κϊτω απϐ την πϐρτα, εύπε ςτον εαυτϐ του. Εξϊλλου, τι πιθανϐτητεσ υπϊρχουν να μεύνει ϋνα πτϔμα απαρατόρητο ςε αντρικϋσ τουαλϋτεσ για... Ϊκανε ϋνα νοερϐ υπολογιςμϐ του χρϐνου που εύχε μεςολαβόςει. ... τϋςςερισ μόνεσ πϊνω κϊτω; Αδϑνατον, όταν η απϊντηςη ς' αυτϐ το ερϔτημα, θα μποροϑςε να πιςτϋψει ϐτι οι καθαρύςτριεσ δεν καθϊριζαν 408
ςχολαςτικϊ τισ τουαλϋτεσ —ϐλεσ εκεύνεσ οι ψϐφιεσ μϑγεσ!— αλλϊ κϊθε δυο μϋρεσ το πολϑ θα ϊδειαζαν τα καλϊθια και θα ϋλεγχαν αν υπόρχε χαρτύ, ςωςτϊ; Εκτϐσ αυτοϑ, οι πεθαμϋνοι μυρύζουν, ϋτςι δεν εύναι; Εύναι παςύγνωςτο ϐτι η πτωμαώνη δεν εύναι απϐ τα καλϑτερα αρϔματα που κυκλοφοροϑν ςτην πλϊςη. Βϋβαια, ϋτςι κι ϋμπαινε ςτην τουαλϋτα ο χοντρϐσ απϐ την Σζϊνουσ Μιοϑζικ, ςτο τϋρμα του διαδρϐμου, δεν όταν να πατόςει ϊνθρωποσ εκεύ μϋςα για μϋρεσ, αλλϊ ακϐμα και μ' αυτό την μπϐχα ςτον αϋρα η μυρωδιϊ του πτϔματοσ θα ξεχϔριζε, θα όταν πιο χτυπητό. Φτυπητό; θεϋ μου, τι ϊςχετη λϋξη! Και που ξϋρεισ εςϑ ϐτι θα ξεχϔριζε; Δεν ϋχεισ μυρύςει ποτϋ ςου πτϔμα ςε αποςϑνθεςη. ωςτϐ, αλλϊ όταν ςύγουροσ ϐτι θα αναγνϔριζε αμϋςωσ τη μυρωδιϊ αν του τϑχαινε. Η λογικό εύναι λογικό, οι κανονικϋσ ϔρεσ κανονικϋσ ϔρεσ, πϊει και τϋλειωςε. Ο τϑποσ μϊλλον όταν κϊποιοσ βοηθϐσ απϐ την Σζϊνουσ Μιοϑζικ ό κειμενογρϊφοσ απϐ τισ Ϊξυπνεσ Κϊρτεσ, ςτην απϋναντι πλευρϊ του ορϐφου. Και κατϊ πϊςα πιθανϐτητα αυτό τη ςτιγμό ϋφτιαχνε ςτο μυαλϐ του ςτιχϊκια, κϊνοντασ την ανϊγκη του: Ροζ εύναι τα κυκλϊμινα και κϐκκινα τα ρϐδα, Εςϑ με νϐμιςεσ νεκρϐ, μα παραπόρεσ φϐρα· απλϔσ μασ πιϊνει χϋςιμο πϊντα την ύδια ϔρα. Υρικτϐ, ςκϋφτηκε ο Σελ και του ξϋφυγε ϋνα ςιγανϐ γϋλιο. Ο τϑποσ που εύχε ανούξει την πϐρτα με θϐρυβο προηγουμϋνωσ βριςκϐταν τϔρα ςτουσ νιπτόρεσ. Ο όχοσ του νεροϑ και των χεριϔν του που τα ςαποϑνιζε κϐπηκε απϐτομα για μερικϋσ ςτιγμϋσ. Ο Σελ τον φαντϊςτηκε ν' αναρωτιϋται ποιοσ εύχε γελϊςει ςτα καλϊ καθοϑμενα κι αν όταν κανϋνασ παλαβϐσ κρυμμϋνοσ ςτισ τουαλϋτεσ. Κυκλοφοροϑςαν μπϐλικοι ςτη Νϋα Τϐρκη. Σουσ ςυναντοϑςεσ ςυνϋχεια ςτουσ δρϐμουσ να μιλϊνε μϐνοι τουσ ό να γελϊνε χωρύσ να υπϊρχει φανερϐσ λϐγοσ, ϋτςι ϐπωσ ϋκανε ο Σελ μϐλισ τϔρα. 409
Προςπϊθηςε να φανταςτεύ και τον κϑριο Αθλητικϊ Παποϑτςια ν' αφουγκρϊζεται, αλλϊ δεν μπϐρεςε. Ξαφνικϊ, του κϐπηκε κϊθε διϊθεςη για γϋλια. Ξαφνικϊ τον ϋπιαςε διϊθεςη να φϑγει αμϋςωσ απϐ εκεύ μϋςα. Αλλϊ δεν όθελε να τον δει ο ϊλλοσ που όταν ςτουσ νιπτόρεσ. θα τον κούταζε περύεργα. Για μια ςτιγμό μϐνο, αλλϊ ϋφτανε και περύςςευε. Ωνθρωποι που γελϊνε μϐνοι τουσ μϋςα ςτισ τουαλϋτεσ δεν εύναι να τουσ εμπιςτεϑεςαι. Κλικ κλακ τα παποϑτςια ςτα πλακϊκια του δαπϋδου, Κρρρ η πϐρτα που ϊνοιγε, φϊςα ο όχοσ που ϊφηνε καθϔσ επανερχϐταν αργϊ ςτη θϋςη τησ. Μποροϑςεσ να τη χτυπόςεισ ανούγοντασ την, αλλϊ ο μεταλλικϐσ βραχύονασ επαναφορϊσ την εμπϐδιζε να ξανακλεύςει με βρϐντο. Κϊτι τϋτοιο θ' αναςτϊτωνε το ρεςεψιονύςτ του τρύτου ορϐφου, που διϊβαζε αμϋριμνοσ το περιοδικϐ του καπνύζοντασ το ϋνα Κϊμελ μετϊ το ϊλλο. Θεϋ μου, εύναι τϐςο ςιωπηλϊ εδϔ μϋςα! Γιατύ δεν κουνιϋται καθϐλου αυτϐσ ο τϑποσ; Ασ βόξει τουλϊχιςτον. Μϐνο ςιωπό. Βαριϊ, αδιατϊρακτη κι απϐλυτη, το εύδοσ τησ ςιωπόσ που θα ϊκουγε ϋνασ νεκρϐσ μϋςα απϐ το φϋρετρο του, αν μποροϑςαν οι νεκρού ν' ακοϑςουν. Ο Σελ αιςθϊνθηκε και πϊλι βϋβαιοσ ϐτι ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια όταν νεκρϐσ. τα κομμϊτια η λογικό, ο τϑποσ όταν νεκρϐσ, ποιοσ ξϋρει πϐςο καιρϐ τϔρα, καθιςμϋνοσ ςτη λεκϊνη. Κι αν ϊνοιγεσ την πϐρτα, θα ϋβλεπεσ ϋνα μουχλιαςμϋνο πρϊγμα με ςαπιςμϋνα χϋρια να κρϋμονται ανϊμεςα ςτουσ μηροϑσ του, θα ϋβλεπεσ... Για μια ςτιγμό όταν ϋτοιμοσ να φωνϊξει: Ε, εςϑ με τα αθλητικϊ παποϑτςια! Εύςαι καλϊ; Κι αν ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια του απαντοϑςε; ήχι με θυμωμϋνη ό απορημϋνη φωνό, ϐπωσ θα όταν το λογικϐ, αλλϊ μ' ϋνα ςτριγκϐ, ςπηλαιϔδεσ κρϔξιμο; Σι λϋνε ϐτι παθαύνει κανεύσ ϊμα ταρϊξει ϋνα νεκρϐ; Ωμα... 410
Ο Σελ πετϊχτηκε απϐτομα ϐρθιοσ, τραβϔντασ ταυτϐχρονα το καζανϊκι, ςόκωςε το παντελϐνι του και βγόκε απϐ την τουαλϋτα ςυνεχύζοντασ να κουμπϔνεται καθϔσ βϊδιζε γρόγορα προσ την ϋξοδο, ξϋροντασ ϐτι ςε λύγο θα ϋνιωθε πολϑ ανϐητοσ για τα καμϔματα του αυτϊ, αλλϊ τρϋχοντασ ϋτςι κι αλλιϔσ. Ψςτϐςο, δεν ϊντεξε να μη ρύξει μια ματιϊ κϊτω απϐ την πϐρτα τησ πρϔτησ καμπύνασ καθϔσ προςπερνοϑςε. Βρϐμικα, κακοδεμϋνα αθλητικϊ παποϑτςια. Και ψϐφιεσ μϑγεσ. Κϊμποςεσ. τη «δικό μου» καμπύνα δεν όταν οϑτε μια ψϐφια μϑγα. Και πϔσ γύνεται μετϊ απϐ τϐςο καιρϐ να μην ϋχει προςϋξει ϐτι ξϋχαςε να περϊςει το κορδϐνι ςε μια απϐ τισ τρϑπεσ; Μόπωσ τα βϊζει και τα βγϊζει χωρύσ να τα λϑνει ποτϋ ό τα φορϊει επύτηδεσ ϋτςι για να ϋχει ςτυλ; Ο Σελ χτϑπηςε πολϑ δυνατϊ την πϐρτα ϐταν την ϊνοιξε για να βγει. Ο ρεςεψιονύςτ ςτο βϊθοσ του διαδρϐμου τον κούταξε μ' εκεύνο το ψυχρϐ, περύεργο ϑφοσ που φϑλαγε για τουσ κοινοϑσ θνητοϑσ (ςε αντιπαρϊθεςη με τουσ θεοϑσ που εμφανύζονταν με ανθρϔπινη μορφό, ϐπωσ τον Ρϐτζερ Ντϊλτρεώ, για παρϊδειγμα). Ο Σελ γϑριςε ςτο τοϑντιο Σαμπϐρι τρϋχοντασ. «Πολ;» «Σι εύναι;» Ο Σζϊνινγκσ του απϊντηςε χωρύσ να ςηκϔςει το κεφϊλι του απϐ την κονςϐλα. Ο Σζϐρτζι Ρϐνκλερ ςτεκϐταν ϐρθιοσ παραδύπλα και παρακολουθοϑςε τη δουλειϊ μαςουλϔντασ μια παρωνυχύδα —οι παρωνυχύδεσ όταν ϐ,τι του εύχε απομεύνει να μαςουλόςει· τα νϑχια του όταν απλϔσ ανϑπαρκτα. Ο Σζϐρτζι ςτεκϐταν κοντϊ ςτην πϐρτα για να την κοπανόςει αμϋςωσ ϋτςι κι ϊρχιζε ο Σζϊνινγκσ να ωρϑεται πϊλι . «Νομύζω πωσ κϊτι δεν πϊει καλϊ... » Ο Σζϊνινγκσ μοϑγκριςε. «Κι ϊλλο',» «Σι εννοεύσ;» «Σο κανϊλι των ντραμσ εννοϔ. Δε δϋνει με τύποτα και δεν ξϋρω τι να το κϊνω». Κατϋβαςε ϋνα διακϐπτη ωσ κϊτω, απομονϔνοντασ τον όχο των ντραμσ. «Σ' ακοϑσ;» 411
«Εννοεύσ το ταμποϑρλο;» «Και βϋβαια αυτϐ εννοϔ. τϋκεται ϋνα μύλι μακριϊ απϐ τα υπϐλοιπα κρουςτϊ, ενϔ υποτύθεται ϐτι εύναι παντρεμϋνα!» «Ναι, αλλϊ...» «Ναι, αλλϊ γαμϔ το κϋρατο μου! κατϊ κι απϐςκατα! Αυτϊ εύναι που ςιχαύνομαι! αρϊντα κανϊλια. Ϊχω ςαρϊντα γαμημϋνα κανϊλια για να γρϊψω ϋνα απλϐ ρυθμικϐ κομμϊτι και κϊποιοσ ΗΛΙΘΙΟ τεχνικϐσ...» Με την ϊκρη του ματιοϑ του ο Σελ εύδε τον Σζϐρτζι να γύνεται καπνϐσ. «Ωκου, Πολ, αν μειϔςεισ την εξιςορρϐπηςη...» «Αυτϐ δεν ϋχει καμιϊ ςχϋςη με... » «Βοϑλως' το μια ςτιγμό κι ϊκου», εύπε όρεμα ο Σελ -κϊτι που δε θα ϋλεγε ποτϋ ςε κανϋναν ϊλλο ϊνθρωπο ςτον κϐςμο— και μετατϐπιςε ϋνα διακϐπτη. Ο Σζϊνινγκσ ςταμϊτηςε να βρύζει κι ϊκουςε με προςοχό. Ϊκανε μια ερϔτηςη. Ο Σελ του απϊντηςε. ίςτερα ρϔτηςε κϊτι ϊλλο, που ο Σελ δεν όξερε ν' απαντόςει, αλλϊ βρόκε την απϊντηςη ο ύδιοσ ο Σζϊνινγκσ κι εντελϔσ ξαφνικϊ ϊνοιξε μπροςτϊ τουσ ϋνα καινοϑριο φϊςμα δυνατοτότων για την επεξεργαςύα του όχου ς' ϋνα τραγοϑδι που εύχε τύτλο Ερϔτηςη για ϋνα, Ερϔτηςη για Μϋνα. Μετϊ απϐ λύγο, ϋχοντασ διαιςθανθεύ ϐτι πϋραςε η καταιγύδα, ο Σζϐρτζι Ρϐνκλερ επϋςτρεψε διακριτικϊ ςτην αύθουςα. Και ο Σελ ξϋχαςε εντελϔσ τα αθλητικϊ παποϑτςια. Σου ξανϊρθαν ςτο μυαλϐ το βρϊδυ τησ επομϋνησ. Ϋταν ςτο ςπύτι του, καθιςμϋνοσ ςτη λεκϊνη του δικοϑ του μπϊνιου και διϊβαζε το Ευφυϋσ Αύμα, ενϔ απϐ τα ηχεύα ςτην κρεβατοκϊμαρα ακουγϐταν Βιβϊλντι ςε χαμηλό ϋνταςη. Ο Σελ, μολονϐτι ϋβγαζε το ψωμύ του απϐ την ηχογρϊφηςη δύςκων του ροκ, εύχε μϐνο τϋςςερισ ροκ δύςκουσ ςτη ςυλλογό του, δϑο του Μπρουσ πρύνγκςτιν και δϑο του Σζον Υϐγκερτι. 412
όκωςε απϐτομα το κεφϊλι απϐ το βιβλύο του αλαφιαςμϋνοσ. το μυαλϐ του εύχε ςχηματιςτεύ πεντακϊθαρα ϋνα ερϔτημα: Απϐ πϐτε ϊρχιςεσ να κϊνεισ τα κακϊ ςου το βρϊδυ, Σζον; Δεν όξερε, αλλϊ κϊτι του ϋλεγε ϐτι ςτο εξόσ θα τα ϋκανε πολϑ ςυχνϊ βραδϊκι αντύ για πρωύ. Μια απϐ τισ ςυνόθειεσ του θα ϊλλαζε ριζικϊ, απ' ϐ,τι ϋδειχναν τα πρϊγματα. Δεκαπϋντε λεπτϊ αργϐτερα, ςτον καναπϋ του καθιςτικοϑ του τϔρα, με το βιβλύο ξεχαςμϋνο ςτα γϐνατα του, ςυνειδητοπούηςε ϐτι ακϐμη: δεν εύχε πϊει ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου οϑτε μια φορϊ απϐ χτεσ το πρωύ. τισ δϋκα, που ϋκαναν διϊλειμμα για καφϋ, ϋριξε ϋνα κατοϑρημα ςτισ τουαλϋτεσ του Ντϐνατ Μπϊντι, ενϔ ο Πολ και ο Σζϐρτζι, καθιςμϋνοι ςτο μπαρ, ϋπιναν τον καφϋ τουσ μιλϔντασ για το μιξϊζ. Σην ϔρα του μεςημεριανοϑ ϋκανε μια ςτϊςη για κατοϑρημα ςτο Μπριου Εντ Μπϋργκερ... κι ϊλλη μια ςτισ τουαλϋτεσ του πρϔτου ορϐφου, το απϐγευμα που κατϋβηκε εκεύ να αφόςει ϋνα πϊκο φακϋλουσ για το ταχυδρομεύο, τουσ οπούουσ θα μποροϑςε κϊλλιςτα να ϋχει ρύξει ςτο ειδικϐ κουτύ, δύπλα ςτο αςανςϋρ του τρύτου. Μόπωσ απϋφευγε τισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου ορϐφου; Αυτϐ ϋκανε ϐλη μϋρα ςόμερα αςυναύςθητα; Υυςικϊ, αυτϐ ϋκανε. Σισ απϋφευγε ςαν τρομαγμϋνο πιτςιρύκι που κϊνει ολϐκληρο κϑκλο γυρύζοντασ ςπύτι του απϐ το ςχολεύο, προκειμϋνου ν' αποφϑγει να περϊςει μπροςτϊ απϐ το ςτοιχειωμϋνο ςπύτι. Σισ απϋφευγε ςαν την πανοϑκλα. «Ε, και λοιπϐν;» εύπε δυνατϊ. Δεν όταν ςε θϋςη να αναλϑςει το «και λοιπϐν», αλλϊ υποψιαζϐταν ϐτι ςόκωνε αρκετό ανϊλυςη. Ο τρϐμοσ που του προκαλοϑςαν ϋνα ζευγϊρι παλιϊ, βρϐμικα αθλητικϊ παποϑτςια ςε κοινϐχρηςτεσ τουαλϋτεσ εύχε μια ϋντονα υπαρξιακό διϊςταςη, ακϐμα και για κϊτοικο τησ Νϋασ Τϐρκησ. 413
Ο Σζον Σελ εύπε ςτον εαυτϐ του μεγαλϐφωνα, αργϊ και καθαρϊ: «Αυτϐ πρϋπει να ςταματόςει». Αυτϐ το εύπε Πϋμπτη βρϊδυ, αλλϊ την Παραςκευό ϋγινε κϊτι που ϊλλαξε τα πϊντα. Ϋταν η μϋρα που ϋκλειςε οριςτικϊ η πϐρτα ανϊμεςα ς' αυτϐν και τον Πολ Σζϊνινγκσ. Ο Σελ όταν ςυνεςταλμϋνοσ ςαν χαρακτόρασ και δεν ϋκανε εϑκολα φύλουσ. την κωμϐπολη τησ Πενςιλβϊνια ϐπου εύχε βγϊλει το γυμνϊςιο, μια παραξενιϊ τησ μούρασ τον εύχε ρύξει ςτη ςκηνό με μια κιθϊρα ςτα χϋρια, ϐταν η ςκηνό όταν το τελευταύο μϋροσ του κϐςμου ϐπου ο Σελ θα μποροϑςε να φανταςτεύ τον εαυτϐ του. Ο μπαςύςτασ ενϐσ ςυγκροτόματοσ που λεγϐταν Οι Λαμπερού Πλανότεσ αρρϔςτηςε ξαφνικϊ απϐ ςαλμονϋλα, την προηγουμϋνη μιασ πολυδιαφημιςμϋνησ τοπικόσ ςυναυλύασ. Ο κιθαρύςτασ, που ϋπαιζε και ςτο ςχολικϐ ςυγκρϐτημα, όξερε ϐτι ο ςυμμαθητόσ του, ο Σζον Σελ, ϋπαιζε μπϊςο και ρυθμικό κιθϊρα. Αυτϐσ ο νεαρϐσ όταν ςωματϔδησ και εξαιρετικϊ βύαιοσ. Ο Σζον Σελ όταν μικροκαμωμϋνοσ, λιγομύλητοσ και δειλϐσ. Ο κιθαρύςτασ τον ϋβαλε να διαλϋξει αν προτιμοϑςε να παύξει ςτη θϋςη του ϊρρωςτου μπαςύςτα ό να βρεθεύ με την κιθϊρα του χωμϋνη ςτον κϔλο. Σελικϊ, εκεύνη η επιλογό τον πόγε πολϑ μακριϊ, ϐςον αφορϊ τη ςχϋςη του με τη ςκηνό, τισ ςυναυλύεσ και τα μεγϊλα ακροατόρια. το τϋλοσ του τρύτου τραγουδιοϑ ο Σελ εύχε όδη πϊψει να φοβϊται. το πρϔτο διϊλειμμα όξερε τι θα ϋκανε ςτη ζωό του. Φρϐνια μετϊ το πρϔτο του βϊπτιςμα, ο Σελ ϋτυχε ν' ακοϑςει μια ιςτορύα για τον Μπιλ Γουϊιμαν, τον μπαςύςτα των Ρϐλινγκ τϐουνσ. ϑμφωνα με τισ φόμεσ, ο Γουϊιμαν εύχε αποκοιμηθεύ ςτη διϊρκεια μιασ ςυναυλύασ —ϐχι ςε κϊποιο μικρϐ κλαμπ, παρακαλϔ, αλλϊ ςε τερϊςτια αύθουςα- με αποτϋλεςμα να πϋςει απϐ τη ςκηνό και να ςπϊςει τον ϔμο του. Ο Σελ υπϋθετε ϐτι αρκετού θα θεωροϑςαν αυτό την ιςτορύα παρατραβηγμϋνη, αλλϊ ο ύδιοσ δεν το απϋκλειε να όταν αλόθεια, και ςτο κϊτω τησ 414
γραφόσ αυτϐσ ειδικϊ όταν ςε θϋςη να καταλϊβει πϔσ όταν δυνατϐν να ςυμβεύ κϊτι τϋτοιο. Οι μπαςύςτεσ εύναι οι αϐρατοι ϊνθρωποι ςτον κϐςμο του ροκ. Τπϊρχουν φυςικϊ και οι εξαιρϋςεισ, ϐπωσ ο Πολ Μακϊρτνεώ, που απλϔσ επιβεβαιϔνουν τον κανϐνα. άςωσ επειδό ϋλειπε η μεγϊλη αύγλη απϐ τη ςυγκεκριμϋνη ειδικϐτητα, υπόρχε χρϐνια ϋλλειψη απϐ καλοϑσ μπαςύςτεσ. ήταν οι Λαμπερού Πλανότεσ διαλϑθηκαν ϋνα μόνα αργϐτερα (ο κιθαρύςτασ και ο ντρϊμερ ϋπαιξαν ξϑλο για μια γκϐμενα), ο Σελ μπόκε ςτο καινοϑριο ςυγκρϐτημα που ϋφτιαξε ο κιθαρύςτασ και η πορεύα τησ ζωόσ του καθορύςτηκε ϋτςι απλϊ και οριςτικϊ. Σου Σελ του ϊρεςε να παύζει ςε ςυγκρϐτημα. Ϋςουν εκεύ ψηλϊ, ϋβλεπεσ ϐλο τον κϐςμο, ϐχι παύρνοντασ μϋροσ ςτο πϊρτι αλλϊ δημιουργϔντασ το πϊρτι. Ϋςουν ταυτϐχρονα ςχεδϐν αϐρατοσ κι απολϑτωσ απαραύτητοσ. Ποϑ και ποϑ ϋπρεπε να ςυνοδεϑεισ λύγο ςτο τραγοϑδι, αλλϊ κανϋνασ δεν περύμενε να βγϊλεισ λϐγο ό κϊτι τϋτοιο φοβερϐ. Ο Σελ ϋζηςε ϋτςι -περιςταςιακϐσ ςπουδαςτόσ και περιπλανϔμενοσ μουςικϐσ πλόρουσ απαςχϐληςησ- επύ μια δεκαετύα. Ϋταν καλϐσ αλλϊ ϐχι φιλϐδοξοσ. Δεν εύχε φλϐγα μϋςα του. Σελικϊ βρϋθηκε ςτη Νϋα Τϐρκη και, χωρύσ να το επιδιϔξει, πϋραςε ςιγϊ ςιγϊ ςτην παραγωγό, αρχικϊ παύζοντασ με την κονςϐλα του όχου και ςτη ςυνϋχεια μαθαύνοντασ. Γρόγορα διαπύςτωςε ϐτι του ϊρεςε πολϑ περιςςϐτερο να βρύςκεται απϐ την ϋξω μεριϊ τησ αύθουςασ ηχογραφόςεων. τη διϊρκεια ϐλων αυτϔν των χρϐνων ϋκανε μϐνο ϋναν καλϐ φύλο, τον Πολ Σζϊνινγκσ. υνϋβη πολϑ γρόγορα και ο Σελ υπϋθετε ϐτι οφειλϐταν εν μϋρει ςτην τρομερό πύεςη τησ δουλειϊσ... αλλϊ ϐχι μϐνο. Κυρύωσ εύχε να κϊνει με δυο παρϊγοντεσ: τη δικό του εξαιρετικϊ μοναχικό φϑςη και τη δυναμικό προςωπικϐτητα του Σζϊνινγκσ, που γινϐταν ςχεδϐν ςαρωτικό. Κϊτι ανϊλογο ςυνϋβη 415
και ςτον Σζϐρτζι, ϐπωσ διαπύςτωςε ο Σελ τισ μϋρεσ που ακολοϑθηςαν εκεύνη την Παραςκευό. Αυτϐσ και ο Πολ ϋπιναν ϋνα ποτϐ ς' ϋνα απϐ τα πύςω τραπϋζια του Μακϊνουσ Μπαρ, κουβεντιϊζοντασ ϐπωσ ςυνόθωσ για μεύξεισ, κανϊλια, πρύμα, μπϊςα και τα λοιπϊ, ϐταν εντελϔσ ξαφνικϊ το δεξύ χϋρι του Σζϊνινγκσ βρϋθηκε κϊτω απϐ το τραπϋζι κι ανϊμεςα ςτα ςκϋλια του Σελ. Ο Σελ τραβόχτηκε τϐςο απϐτομα, που ϋπεςε το κερύ ςτο κϋντρο του τραπεζιοϑ και χϑθηκε το κραςύ απϐ το ποτόρι του Σζϊνινγκσ. Ϊνασ ςερβιτϐροσ ϋςπευςε να ςηκϔςει το κερύ πριν κϊψει το τραπεζομϊντιλο κι αφοϑ το ξανϊςτηςε ςτη θϋςη του αποχϔρηςε βιαςτικϊ. Ο Σελ εύχε απομεύνει να κοιτϊζει τον Σζϊνινγκσ με μϊτια γουρλωμϋνα απϐ το ςοκ. «Με ςυγχωρεύσ, λυπϊμαι πολϑ», εύπε ο Σζϊνινγκσ και φαινϐταν πρϊγματι λυπημϋνοσ αλλϊ και εντελϔσ ατϊραχοσ. «Φριςτϐσ και Παναγύα, Πολ!» όταν το μϐνο που βρόκε να πει ο Σελ κι ακοϑςτηκε απελπιςτικϊ αφελόσ. «Απλϔσ νϐμιςα ϐτι όςουν ϋτοιμοσ», εύπε ο Σζϊνινγκσ. «Ϊπρεπε να φανϔ λύγο πιο διακριτικϐσ». «Ϊτοιμοσ;» επανϋλαβε ο Σελ. «Σι εννοεύσ; Ϊτοιμοσ για τι;» «Να εκδηλωθεύσ. Ν' αφόςεισ τον εαυτϐ ςου ελεϑθερο να βγει απϐ το καβοϑκι». «Δεν εύμαι τϋτοιοσ», εύπε ο Σελ, αλλϊ η καρδιϊ του χτυποϑςε δυνατϊ και γρόγορα. Απϐ τη μια όταν θυμϐσ, απϐ την ϊλλη φϐβοσ για την αδυςϔπητη βεβαιϐτητα που διϊβαζε ςτα μϊτια του Σζϊνινγκσ, αλλϊ κυρύωσ όταν δυςφορύα κι απογοότευςη. Μ' αυτϐ που ϋκανε ο Σζϊνινγκσ ουςιαςτικϊ τον απϋκοψε. «Ασ το αφόςουμε να περϊςει, εντϊξει; Ασ παραγγεύλουμε να φϊμε κι ασ ποϑμε ϐτι δε ςυνϋβη ποτϋ». Μϋχρι να το θελόςεισ κι εςϑ, πρϐςθεταν εκεύνα τα ϊςπλαχνα μϊτια. 416
Κι ϐμωσ ςυνϋβη και πολϑ μϊλιςτα, όθελε να του πει ο Σελ, αλλϊ δε μύληςε. Δε θα του το επϋτρεπε ποτϋ η λογικό του και ο πρακτικϐσ νουσ· δε θα τον ϊφηναν να διακινδυνεϑςει να ανϊψει το περιβϐητο εϑφλεκτο φιτύλι του Πολ Σζϊνινγκσ. ήπωσ και να το κϊνουμε, η δουλειϊ όταν καλό και δεν όταν μϐνο αυτϐ. Η καςϋτα του Ρϐτζερ Ντϊλτρεώ ςτο αρχεύο του θα τον ωφελοϑςε πολϑ περιςςϐτερο απϐ την αμοιβό δϑο εβδομϊδων. Καλϊ θα ϋκανε, λοιπϐν, να φερθεύ διπλωματικϊ και ν' αφόςει κατϊ μϋροσ τη ςυμπεριφορϊ του οργιςμϋνου, θιγμϋνου νεαροϑ. Ωλλωςτε, τι λϐγο εύχε να εξοργιςτεύ; Δεν τον εύχε βιϊςει δα ο Σζϊνινγκσ. Αυτό όταν ςτην πραγματικϐτητα η κορυφό του παγϐβουνου. Σα υπϐλοιπα όταν τα εξόσ: το ςτϐμα του Σελ ϋκλειςε, γιατύ ϋτςι εύχε ςυνηθύςει να κϊνει πϊντα. Και δεν ϋκλειςε απλϔσ, παρϊ ςφϊλιςε ςαν ςτρεύδι, αφόνοντασ ϐλη την καρδιϊ του εγκλωβιςμϋνη κϊτω απϐ τα ςφιγμϋνα δϐντια και ϐλη τη λογικό απϐ πϊνω. «Εντϊξει», όταν το μϐνο που εύπε. «Δεν ϋγινε τύποτα». Ο Σελ κοιμόθηκε ϊςχημα εκεύνη τη νϑχτα και ο λιγοςτϐσ ϑπνοσ του όταν γεμϊτοσ δυςϊρεςτα ϐνειρα. ' ϋνα απϐ αυτϊ, ο Σζϊνινγκσ τον παςπϊτευε ςτα κρυφϊ κϊτω απϐ ϋνα τραπϋζι. Ακολοϑθηςε ϊλλο ϐνειρο, με τα αθλητικϊ παποϑτςια κϊτω απϐ την πϐρτα τησ πρϔτησ καμπύνασ, μϐνο που ςτο ϐνειρο του ο Σελ ϊνοιξε την πϐρτα και εύδε καθιςμϋνο εκεύ τον Πολ Σζϊνινγκσ. Εύχε πεθϊνει γυμνϐσ και ςε κατϊςταςη ερωτικόσ διϋγερςησ, που κατϊ περύεργο τρϐπο ςυνεχιζϐταν και μετϊ το θϊνατο του, μετϊ απϐ τϐςο καιρϐ. Σο ςτϐμα του Πολ ϊνοιξε μ' ϋνα φρικτϐ τρύξιμο. «Ψραύα. Σο όξερα πωσ όςουν ϋτοιμοσ», εύπε το πτϔμα κι απϐ τα μιςοςαπιςμϋνα χεύλη του βγόκε ϋνα βρομερϐ ςϑννεφο πραςινωποϑ, μουχλιαςμϋνου αϋρα. Ο Σελ ξϑπνηςε απϐτομα, ϋχοντασ πϋςει απϐ το κρεβϊτι ςτο πϊτωμα, με το ςεντϐνι κουβαριαςμϋνο γϑρω απϐ το κορμύ του. Ϋταν τϋςςερισ τα χαρϊματα. Σο πρϔτο θαμπϐ φωσ τησ μϋρασ εύχε αρχύςει να 417
ξετρυπϔνει απϐ τα ςτενϊ ανούγματα ανϊμεςα ςτισ πολυκατοικύεσ που φαύνονταν απϐ το παρϊθυρο του. ηκϔθηκε, ντϑθηκε και κϊθιςε ςτην κουζύνα καπνύζοντασ το ϋνα τςιγϊρο μετϊ το ϊλλο, μϋχρι που ϋφταςε η ϔρα να πϊει για δουλειϊ. Κατϊ τισ ϋντεκα εκεύνο το ϊββατο —δοϑλευαν ϋξι μϋρεσ τη βδομϊδα για να προλϊβουν την προθεςμύα του Ντϊλτρεώ- ο Σελ πόγε ςτισ τουαλϋτεσ του τρύτου για κατοϑρημα. 'ήταν μπόκε, ςτϊθηκε για λύγο μπροςτϊ ςτην εύςοδο τρύβοντασ τουσ κροτϊφουσ του και ϑςτερα κούταξε τισ καμπύνεσ. Δεν μπϐρεςε να δει κϊτω απϐ την πϐρτα. Η γωνύα όταν τϋτοια που δε φαινϐταν τύποτα. Σϐςο το καλϑτερο. Παρϊτα το! Κατοϑρα ςτα γρόγορα και δύνε του απϐ δω μϋςα! Πληςύαςε αργϊ ς' ϋνα απϐ τα ουρητόρια και κατϋβαςε το φερμουϊρ του παντελονιοϑ του. Σου πόρε αρκετό ϔρα να χαλαρϔςει για να μπορϋςει να ουρόςει. Υεϑγοντασ, κοντοςτϊθηκε πϊλι κι ϋγειρε το κεφϊλι ςαν κυνηγϐςκυλο, προςπαθϔντασ να δει κϊτω απϐ την πρϔτη πϐρτα. Σύποτα. Ϊκανε μεταβολό, προχϔρηςε κϊμποςα βόματα και ςταμϊτηςε αμϋςωσ μϐλισ εξαςφϊλιςε την κατϊλληλη γωνύα. Σα βρϐμικα ϊςπρα αθλητικϊ παποϑτςια όταν ακϐμα εκεύ. Σο κτύριο, που όταν ϊλλοτε γνωςτϐ ωσ Μιοϑζικ ύτι, όταν ςχεδϐν ϋρημο ϊββατο πρωύ, αλλϊ τα αθλητικϊ παποϑτςια όταν ακϐμα εκεύ. Σα μϊτια του Σελ ςτϊθηκαν ςε μια μϑγα που βριςκϐταν ςτο πϊτωμα, ακριβϔσ ϋξω απϐ την πϐρτα τησ πρϔτησ καμπύνασ. Κοιτϊζοντασ ςαν μαγεμϋνοσ, παρακολοϑθηςε το ϋντομο να περνϊει απϐ το φαρδϑ ϊνοιγμα ςτο κϊτω μϋροσ και να ςκαρφαλϔνει ςτη μϑτη του ενϐσ απϐ τα παποϑτςια. Εκεύ, η μϑγα ςταμϊτηςε κι απλϔσ ψϐφηςε. ίςτερα κϑληςε κι ϋπεςε πϊνω ςτο μικρϐ ςωρϐ των ψϐφιων εντϐμων γϑρω απϐ τα παποϑτςια. Φωρύσ να αιςθανθεύ την παραμικρό ϋκπληξη, ο Σελ πρϐςεξε ϐτι 418
ανϊμεςα ςτισ πολλϋσ μϑγεσ υπόρχαν δυο μικρϋσ αρϊχνεσ και μια μεγαλοϑτςικη κατςαρύδα, πεςμϋνη ανϊςκελα, ςαν αναποδογυριςμϋνη χελϔνα. Ο Σελ βγόκε απϐ τισ τουαλϋτεσ με μεγϊλα, ανϊλαφρα βόματα ςαν να πετοϑςε και η αύςθηςη που εύχε ϔςπου να φτϊςει τελικϊ ςτο ςτοϑντιο όταν ακϐμα πιο περύεργη. Ϊνιωθε ςαν να μετεωριζϐταν ςτο κενϐ και ο διϊδρομοσ του τρύτου να ϋρρεε προσ τα πύςω, ϐπωσ κυλϊει το νερϐ γϑρω απϐ ϋνα βρϊχο ςτην κούτη του ποταμοϑ. Θα πω ςτον Πολ ϐτι δεν αιςθϊνομαι καλϊ και θϋλω να πϊω ςπύτι μου, ςκϋφτηκε, αλλϊ δεν το ϋκανε. Ο Πολ όταν ςτισ πολϑ κακϋσ του απϐ το πρωύ και ο Σελ όξερε ϐτι αυτϐσ όταν εν μϋρει (αν ϐχι εξ ολοκλόρου) η αιτύα. Ϋταν ϊραγε πιθανϐ να τον απϋλυε ο Πολ απϐ γινϊτι; Πριν απϐ μια βδομϊδα ο Σελ θα ϋβριςκε την ιδϋα γελούα. Αλλϊ πριν απϐ μια βδομϊδα πύςτευε ακϐμη αυτϐ που εύχε μϊθει να πιςτεϑει απϐ παιδϊκι, ϐτι οι φύλοι εύναι πραγματικού και ϐτι φαντϊςματα δεν υπϊρχουν. Σϔρα εύχε αρχύςει ν' αναρωτιϋται μόπωσ θα ϋπρεπε να αντιςτρϋψει αυτϊ τα δυο αξιϔματα. «Η επιςτροφό του αςϔτου», εύπε ο Σζϊνινγκσ χωρύσ να κοιτϊξει, μϐλισ ο Σελ ϊνοιξε τη δεϑτερη πϐρτα του ςτοϑντιο, αυτό που αποκαλοϑν πϐρτα του «νεκροϑ αϋρα». «Νϐμιςα πωσ τα τύναξεσ εκεύ μϋςα». «ήχι», εύπε ο Σελ. «ήχι εγϔ». Σελικϊ όταν φϊνταςμα. Ο Σελ ϋμαθε και την ταυτϐτητα του μια μϋρα πριν τελειϔςει η δουλειϊ του Ντϊλτρεώ —και η ςυνεργαςύα του με τον Πολ Σζϊνινγκσ. Αλλϊ πριν απ' αυτϐ ςυνϋβηςαν πολλϊ ϊλλα πρϊγματα. Μϐνο που ςτην ουςύα όταν ϐλα το ύδιο πρϊγμα, μικρού χιλιομετρικού δεύκτεσ ςαν κι αυτοϑσ ςτισ εθνικϋσ οδοϑσ, που ςηματοδοτοϑςαν τη ςταθερό πορεύα του Σελ προσ το νευρικϐ κλονιςμϐ. Ϋξερε ϐτι ςτο τϋλοσ θα πϊθαιναν τα νεϑρα του, αλλϊ αδυνατοϑςε να το εμποδύςει να 419
ςυμβεύ. Ϋταν ςαν να μην εύχε πϊρει μϐνοσ του αυτϐν το δρϐμο, αλλϊ να τον πόγαιναν ςηκωτϐ. Αρχικϊ του εύχε φανεύ απλό και ξεκϊθαρη η ςτϊςη που ϋπρεπε να κρατόςει. Αρκοϑςε ν' αποφεϑγει τισ ςυγκεκριμϋνεσ αντρικϋσ τουαλϋτεσ, καθϔσ και κϊθε ςκϋψη ό απορύα ςχετικό με τα αθλητικϊ παποϑτςια. Αρκοϑςε να διϔξει το θϋμα απϐ το μυαλϐ του. Να το απωθόςει εντελϔσ. Ϊλα ϐμωσ που δεν μποροϑςε. Η εικϐνα των παπουτςιϔν κϊτω απϐ την πϐρτα τρϑπωνε ςτο μυαλϐ του τισ πιο απύθανεσ ςτιγμϋσ και τον πονοϑςε ςαν παλιϊ πληγό. Εκεύ που καθϐταν ςπύτι του χαζεϑοντασ το CNN ό κϊποια ηλύθια τηλεοπτικό ςυζότηςη, εντελϔσ ξαφνικϊ ςκεφτϐταν τισ μϑγεσ κι εκεύνο που προφανϔσ δεν ϋβλεπαν οι καθαρύςτριεσ που πόγαιναν ν' αλλϊξουν το χαρτύ και ϑςτερα κούταζε το ρολϐι του και διαπύςτωνε ϐτι εύχε περϊςει ςχεδϐν μια ϔρα. Ϋ και περιςςϐτερο καμιϊ φορϊ. Για ϋνα μικρϐ διϊςτημα όταν ςχεδϐν πειςμϋνοσ ϐτι επρϐκειτο για κακϐβουλη φϊρςα. Ο Πολ όταν ςύγουρα ανακατεμϋνοσ ςτο κϐλπο, καθϔσ και ο χοντρϐσ απϐ το Σζϊνουσ Μιοϑζικ. Σουσ ϋβλεπε ςυχνϊ να τα κρυφολϋνε ςτο διϊδρομο και μια φορϊ τον κούταξαν και γϋλαςαν, δεν όταν ιδϋα του μϐνο —ό ϐχι; Εκεύνοσ ο αντιπαθητικϐσ ςτη ρεςεψιϐν, με τα Κϊμελ του και το παγερϐ, μπλαζϋ ϑφοσ, όταν επύςησ πολϑ πιθανϐσ ϑποπτοσ. Ο Σζϐρτζι ϐχι. Ο Σζϐρτζι δε θα μποροϑςε να το κρατόςει μυςτικϐ, ακϐμα κι αν ο Πολ τον εύχε τρομοκρατόςει, αλλϊ ϐλοι οι ϊλλοι όταν ϑποπτοι. Για κϊνα δυο μϋρεσ, ο Σελ εξϋταςε ακϐμα και την πιθανϐτητα να ϋκανε και ο Ρϐτζερ Ντϊλτρεώ τη βϊρδια του ςτισ τουαλϋτεσ, φορϔντασ τα παλιϊ, ϊςπρα αθλητικϊ παποϑτςια για χϊρη τησ φϊρςασ. Αν και αναγνϔριζε αυτϋσ τισ ςκϋψεισ ςαν παρανοώκϋσ, δεν ϋπαυε να τισ κϊνει. Πϊςχιζε να τισ διϔξει, επαναλϊμβανε ςυνεχϔσ ςτον εαυτϐ του ϐτι δεν υπόρχε καμιϊ πλεκτϊνη του 420
Σζϊνινγκσ εναντύον του, το μυαλϐ του απαντοϑςε, Ναι, εντϊξει, καλϊ τα λεσ, και πϋντε ϔρεσ αργϐτερα —ό πϋντε λεπτϊφανταζϐταν μια παρϋα απ' αυτοϑσ μαζεμϋνουσ ςτην ταβϋρνα του Ντϋςμοντ μετϊ τη δουλειϊ: τον Πολ πρϔτο και καλϑτερο, το μανιϔδη καπνιςτό ςτη ρεςεψιϐν του ορϐφου που του ϊρεςε η χϋβι μϋταλ μουςικό, κϊνα δυο ακϐμα απϐ τα διπλανϊ ςτοϑντιο, το χοντρϐ του Σζϊνουσ, ύςωσ κι εκεύνο τον κοντοςτοϑπη απϐ τισ Ϊξυπνεσ Κϊρτεσ να τρϔνε γαρύδεσ κοκτϋιλ, να πύνουν και φυςικϊ να γελϊνε. Να γελϊνε ςε βϊροσ του, ενϔ τα βρϐμικα ϊςπρα αθλητικϊ παποϑτςια, που τα φοροϑςαν ϐλοι τουσ με τη ςειρϊ κι ϋμπαιναν ςτην τουαλϋτα, όταν αφημϋνα κϊτω απϐ το τραπϋζι ςε μια τςαλακωμϋνη χαρτοςακοϑλα. Ο Σελ την ϋβλεπε καθαρϊ αυτό τη χαρτοςακοϑλα. Σϐςο ϊςχημα όταν τα πρϊγματα. Αλλϊ το χειρϐτερο δεν όταν αυτό η παροδικό παρϊνοια. Σο χειρϐτερο όταν το εξόσ: οι αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου ορϐφου αςκοϑςαν πϊνω του μια παρϊξενη ϋλξη. Ϋταν ςαν να υπόρχε εκεύ μϋςα ϋνασ ιςχυρϐσ μαγνότησ και οι δικϋσ του τςϋπεσ να όταν γεμϊτεσ ρινύςματα ςιδόρου. Αν του το ϋλεγε κανεύσ αυτϐ, ςύγουρα θα γελοϑςε (απϐ μϋςα του ύςωσ, αν αυτϐσ που ϋκανε την παρομούωςη ϋδειχνε να ςοβαρολογεύ), αλλϊ όταν γεγονϐσ. Σον κυρύευε μια ακατανύκητη διϊθεςη να λοξοδρομόςει κϊθε φορϊ που προςπερνοϑςε τισ τουαλϋτεσ πηγαύνοντασ προσ το ςτοϑντιο ό προσ τα αςανςϋρ. Ϋταν τρομακτικϐ το ςυναύςθημα. Ϊμοιαζε με την ϋλξη του κενοϑ, ϐπωσ ϐταν ςτϋκεςαι ςτην ταρϊτςα ενϐσ ουρανοξϑςτη και κοιτϊζεισ κϊτω, ό με την αύςθηςη ϐτι ϋχεισ αποςπαςτεύ απϐ το ςϔμα ςου και παρακολουθεύσ ανόμποροσ τον εαυτϐ ςου να χϔνει ϋνα περύςτροφο ςτο ςτϐμα και να τραβϊει τη ςκανδϊλη. Ϋθελε να ξανακοιτϊξει. Εύχε την αύςθηςη ϐτι μια ματιϊ ακϐμα ύςωσ όταν αρκετό για να τον αποτελειϔςει, αλλϊ δεν τον ϋνοιαζε. Ϋθελε να ξανακοιτϊξει. 421
Κϊθε φορϊ που προςπερνοϑςε τισ τουαλϋτεσ ϋνιωθε τη νοερό ϋλξη. τα ϐνειρα του ϊνοιγε την πϐρτα τησ πρϔτησ καμπύνασ ξανϊ και ξανϊ για να ρύξει μια ματιϊ. Μια κανονικό ματιϊ. Και δεν μποροϑςε να το πει ςε κανϋναν. Ϋξερε πωσ θα όταν καλϑτερα γι' αυτϐν αν το ϋκανε. Καταλϊβαινε πωσ, αν το μετϋφερε ςτο αυτύ κϊποιου ϊλλου αυτϐ που του ςυνϋβαινε, θα ϊλλαζε ςχόμα και ύςωσ γινϐταν και χϋρι να πιαςτεύ για να βγει απϐ την τρϋλα. Δυο φορϋσ πόγε ςε μπαρ και κατϊφερε να πιϊςει κουβϋντα με το διπλανϐ του. Μια και ςτα μπαρ, ϐπωσ πύςτευε, η κουβϋντα εύναι το ευτελϋςτερο και κοινϐτερο εύδοσ που κυκλοφορεύ. την πρϔτη περύπτωςη, δεν πρϐλαβε ν' ανούξει το ςτϐμα του και ο ςυνομιλητόσ που εύχε διαλϋξει ϊρχιςε να τον βομβαρδύζει με τη γνϔμη του για την ομϊδα των Γιϊνκισ και ειδικϐτερα για τον Σζορτζ ταώνμπρϋνερ. Ο παύκτησ αυτϐσ του εύχε γύνει ϋμμονη ιδϋα του τϑπου, ςε βαθμϐ που ςτϊθηκε αδϑνατον ακϐμα και να θύξει ο Σελ κϊποιο ϊλλο θϋμα. Σελικϊ, εγκατϋλειψε την προςπϊθεια. τη δεϑτερη περύπτωςη κατϊφερε ν' ανούξει κουβϋντα περύ ανϋμων και υδϊτων μ' ϋναν ϊντρα που φαινϐταν να εύναι εργϊτησ οικοδομϔν. Μύληςαν για τον καιρϐ, για μπϋιζ- μπολ (ευτυχϔσ, ο τϑποσ αυτϐσ δεν όταν βαρεμϋνοσ με το ϊθλημα) και προχϔρηςαν ςτο πϐςο δϑςκολο εύναι να βρει κανεύσ μια καλό δουλειϊ ςτη Νϋα Τϐρκη. Ο Σελ ύδρωνε. Αιςθανϐταν ςαν να ϋκανε μια βαριϊ χειρωνακτικό εργαςύα —ςαν να ϋςπρωχνε ϋνα καρϐτςι φορτωμϋνο τςιμϋντο ςε χαλικϐςτρωτο ανόφορο— αλλϊ εύχε επύςησ την αύςθηςη ϐτι δεν τα πόγαινε κι ϊςχημα. Ο τϑποσ που ϋμοιαζε οικοδϐμοσ ϋπινε Μπλακ Ρϊςιαν. Ο Σελ ϋμεινε πιςτϐσ ςτην μπύρα. Ϊνιωθε βϋβαια ςαν να ϋβγαζε απϐ τουσ πϐρουσ του κϊθε γουλιϊ που ρουφοϑςε, αλλϊ, αφοϑ 422
κϋραςε τον τϑπο δυο ποτϊ και τον κϋραςε κι αυτϐσ δυο μπιρύτςεσ, βρόκε το θϊρροσ να κϊνει την αρχό. «Θϋλεισ ν' ακοϑςεισ κϊτι πολϑ περύεργο;» εύπε. «Εύςαι αδερφό;» τον ρϔτηςε ο τϑποσ που φαινϐταν να εύναι οικοδϐμοσ. Και πριν προλϊβει ο Σελ να πει κουβϋντα, ςτρϊφηκε πϊνω ςτο ςκαμνύ του και τον κούταξε με φιλικό περιϋργεια. «Σο ύδιο μου κϊνει αν εύςαι ό αν δεν εύςαι, επειδό ϐμωσ πιϊνω κϊτι περύεργο ςτον αϋρα, ςκϋφτηκα να ςου το πω απϐ την αρχό ϐτι εγϔ δεν εύμαι για τϋτοια. Να τα ξεκαθαρύζουμε τα πρϊγματα, ε;» «Δεν εύμαι αδερφό», εύπε ο Σελ. «Μπα! Και ποιο εύναι το περύεργο;» «Ε;» «Ϋθελεσ να μου πεισ κϊτι πολϑ περύεργο». «Α, δεν πειρϊζει, ϊς' το», εύπε ο Σελ. ίςτερα κούταξε το ρολϐι του και εύπε πωσ εύχε περϊςει η ϔρα. Σρεισ μϋρεσ πριν τελειϔςει ο δύςκοσ του Ντϊλτρεώ, ο Σελ βγόκε απϐ το τοϑντιο Ε για να πϊει για κατοϑρημα. Σϔρα χρηςιμοποιοϑςε τισ τουαλϋτεσ του ϋκτου γι' αυτϐν το ςκοπϐ. την αρχό ανϋβαινε ςτον τϋταρτο, μετϊ ςτον πϋμπτο, αλλϊ και ςτουσ δυο αυτοϑσ ορϐφουσ οι τουαλϋτεσ όταν ακριβϔσ πϊνω απϐ τισ αντύςτοιχεσ του τρύτου και εύχε αρχύςει να αιςθϊνεται ϐτι ο κϊτοχοσ των αθλητικϔν παπουτςιϔν ακτινοβολοϑςε προσ το μϋροσ του εκεύνη την καταςτροφικό ϋλξη απειλϔντασ να τον ρουφόξει. Οι τουαλϋτεσ του ϋκτου, ϐμωσ, βρύςκονταν ςτην απϋναντι πλευρϊ του κτιρύου κι αυτϐ ϋλυνε προςωρινϊ το πρϐβλημα. Κατευθυνϐμενοσ προσ τα αςανςϋρ, πϋραςε μπροςτϊ απϐ τη ρεςεψιϐν, ϋκλειςε ςτιγμιαύα τα μϊτια του και ξαφνικϊ, αντύ να βρεθεύ μϋςα ς' ϋνα απϐ τα κουβοϑκλια, βρϋθηκε μϋςα ςτισ τουαλϋτεσ του τρύτου, με την πϐρτα πύςω του να επανϋρχεται αργϊ ςτη θϋςη τησ απϐ το μεταλλικϐ βραχύονα. Ποτϋ του δεν 423
εύχε φοβηθεύ τϐςο πολϑ. Απϐ τη μια τον τρϐμαζαν τα παποϑτςια κι απϐ την ϊλλη το γεγονϐσ ϐτι εύχε πλόρη απϔλεια ςυνεύδηςησ για πϋντε δευτερϐλεπτα τουλϊχιςτον. Πρϔτη φορϊ ςτη ζωό του το μυαλϐ του τον εύχε εγκαταλεύψει. Δεν εύχε ιδϋα πϐςη ϔρα θα ϋμενε εκεύ, αν δεν ϊνοιγε ξαφνικϊ η πϐρτα πύςω του, χτυπϔντασ τον δυνατϊ ςτην πλϊτη. Ϋταν ο Πολ Σζϊνινγκσ. «Με ςυγχωρεύσ, Σζϐνι», εύπε. «Δε φαντϊςτηκα ϐτι θα ερχϐςουν εδϔ μϋςα να διαλογιςτεύσ». Ο Σζϊνινγκσ τον προςπϋραςε χωρύσ να περιμϋνει απϊντηςη (που δεν επρϐκειτο να πϊρει ϊλλωςτε, μια και ο Σελ ϋνιωθε τη γλϔςςα του κολλημϋνη ςτον ουρανύςκο) και τρϊβηξε προσ τισ τουαλϋτεσ. Ο Σελ κατϊφερε να φτϊςει ωσ το πρϔτο απϐ τα ουρητόρια και να ξεκουμπϔςει το παντελϐνι του, κϊνοντασ αυτϋσ τισ κινόςεισ αποκλειςτικϊ και μϐνο για να μη δϔςει ςτον Σζϊνινγκσ την ικανοπούηςη να τον δει να το βϊζει ςτα πϐδια ντροπιαςμϋνοσ. Πριν απϐ λύγεσ μϐλισ μϋρεσ θεωροϑςε τον Πολ φύλο του, το μοναδικϐ ύςωσ φύλο του ςτη Νϋα Τϐρκη. Οι καιρού ςύγουρα εύχαν αλλϊξει. Ο Σελ ςτϊθηκε μπροςτϊ ςτο ουρητόριο για καμιϊ δεκαριϊ δευτερϐλεπτα περύπου και υςτϋρα τρϊβηξε το μοχλϐ του νεροϑ. Κουμπϔθηκε, ϋκανε να πϊει προσ την πϐρτα και ςταμϊτηςε ξανϊ. ίςτερα ςτρϊφηκε, ϋκανε δυο βόματα πατϔντασ ςτισ μϑτεσ και κρυφοκούταξε κϊτω απϐ την πϐρτα τησ πρϔτησ καμπύνασ. Σα αθλητικϊ παποϑτςια όταν εκεύ, περιτριγυριςμϋνα απϐ ςωροϑσ ψϐφιεσ μϑγεσ. Σο ύδιο και τα μοκαςύνια Γκοϑτςι του Πολ Σζϊνινγκσ. Αυτϐ που ϋβλεπε ο Σελ ϋμοιαζε με διπλοτυπύα φωτογραφύασ ό με διπλό προβολό ςτην ύδια οθϐνη. Πρϔτα ϋβλεπε τα μοκαςύνια του Πολ μϋςα ςτα αθλητικϊ παποϑτςια κι ϋπειτα τα αθλητικϊ παποϑτςια μϋςα ςτα μοκαςύνια, ςαν να όταν ο Πολ το φϊνταςμα. Μϐνο που ακϐμα κι ϐταν τα ϋβλεπε μϋςα ςτα 424
αθλητικϊ, τα μοκαςύνια του Πολ ϋκαναν μικρϋσ κινόςεισ, ενϔ τα αθλητικϊ παρϋμεναν εντελϔσ ακύνητα, ϐπωσ πϊντα. Ο Σελ ϋφυγε. Για πρϔτη φορϊ μετϊ απϐ βδομϊδεσ αιςθανϐταν όρεμοσ. Σην επϐμενη μϋρα ϋκανε αυτϐ που θα ϋπρεπε ύςωσ να εύχε κϊνει απϐ την αρχό. το μεςημεριανϐ διϊλειμμα ϋκανε το τραπϋζι ςτον Σζϐρτζι και τον ρϔτηςε αν εύχε τϑχει ν' ακοϑςει τύποτα περύεργεσ ιςτορύεσ ό θρϑλουσ για το κτύριο που λεγϐταν ϊλλοτε Μιοϑζικ ύτι. Σο πϔσ δε ςκϋφτηκε να το κϊνει νωρύτερα όταν ϋνα μυςτόριο. ήμωσ, αυτϐ που ςυνϋβη την προηγοϑμενη μϋρα βοόθηςε να καθαρύςει το μυαλϐ του, ενόργηςε ςαν δυνατϐ χαςτοϑκι ό ςαν ϋνασ κουβϊσ παγωμϋνο νερϐ ςτο κεφϊλι του. Ο Σζϐρτζι μπορεύ να μην όξερε τύποτε, αλλϊ μπορεύ και να όξερε. Δοϑλευε με τον Πολ τα τελευταύα εφτϊ χρϐνια και πολλϋσ απ' αυτϋσ τισ δουλειϋσ εύχαν γύνει ςτη Μιοϑζικ ύτι. «Εννοεύσ το φϊνταςμα;» ρϔτηςε ο Σζϐρτζι και γϋλαςε. Βρύςκονταν ςτου Καρτύν, ϋνα ρεςτορϊν με διεθνεύσ ςπεςιαλιτϋ, πϊνω ςτην Ϊκτη Λεωφϐρο, που τισ ϔρεσ του μεςημεριοϑ όταν γεμϊτο κϐςμο. Ο Σζϐρτζι δϊγκωςε μια γερό μπουκιϊ απϐ το πικϊντικο ςϊντουιτσ που εύχε παραγγεύλει, μϊςηςε, κατϊπιε και ροϑφηξε κϊμποςη ςϐδα με τα δυο καλαμϊκια που πρϐβαλλαν απϐ το ςτϐμιο του μπουκαλιοϑ. «Ποιοσ ςου εύπε για το φϊνταςμα, Σζϐνι;» «Ε... ϋνασ απϐ τουσ επιςτϊτεσ, νομύζω», απϊντηςε ο Σελ. Η φωνό του όταν απϐλυτα ςταθερό. «Μόπωσ το εύδεσ μϐνοσ ςου;» τον ρϔτηςε ο Σζϐρτζι κλεύνοντασ του το μϊτι. Ψσ εκεύ ϋφτανε η ικανϐτητα του ςυνεργϊτη του Πολ να πειρϊξει κϊποιον. «ήχι», απϊντηςε κατηγορηματικϊ ο Σελ. Και πρϊγματι δεν το εύχε δει. Μϐνο τα αθλητικϊ παποϑτςια εύχε δει. Και πολλϋσ ψϐφιεσ μϑγεσ. 425
«Ε, ναι, οι ιςτορύεσ ϋχουν ςταματόςει τϔρα πια, αλλϊ κϊποτε ϐλοι γι' αυτϐ μιλοϑςαν —για το φϊνταςμα που ϋχει ςτοιχειϔςει το κτύριο. Και ξϋρεισ ποϑ εμφανιζϐταν; τον τρύτο. τισ τουαλϋτεσ». Ο Σζϐρτζι ςόκωςε τα χϋρια του και τα κοϑνηςε δύπλα ςτα μαγουλϊ του, ενϔ ταυτϐχρονα ςφϑριζε το μουςικϐ θϋμα απϐ τη Ζϔνη του Λυκϐφωτοσ, παςχύζοντασ να φανεύ τρομακτικϐσ. Ϋταν πρακτικϊ αδϑνατον να το πετϑχει, μ' εκεύνο το αγαθϐ ροδομϊγουλο πρϐςωπο του. «Ναι, αυτϊ τα ϊκουςα κι εγϔ», του εύπε ο Σελ. «Αλλϊ ο θυρωρϐσ δεν όθελε να μου πει περιςςϐτερα ό δεν όξερε. Γϋλαςε απλϔσ κι ϋφυγε». «Ϊγινα πριν αρχύςω εγϔ να δουλεϑω εδϔ με τον Πολ», εύπε ο Σζϐρτζι. «Εμϋνα μου τα εύπε ο Πολ». «To εύδε ποτϋ ο ύδιοσ;» ρϔτηςε ο Σελ, αν και γνϔριζε όδη την απϊντηςη. Σην προηγοϑμενη μϋρα ο Πολ εύχε καθύςει πϊνω ςτο φϊνταςμα. Εύχε χϋςει πϊνω ςτο φϊνταςμα, για να εύμαςτε χυδαύοι κι απϐλυτα ακριβεύσ. «ήχι, ο Πολ τα κοροώδεϑει αυτϊ», απϊντηςε ο Σζϐρτζι κι ϊφηςε το ςϊντουιτσ ςτο πιϊτο του. «Σον ξϋρεισ τον Πολ. Μπορεύ να γύνει πολϑ κ-κ-κακϐσ». ήποτε όταν αναγκαςμϋνοσ να πει κϊτι αρνητικϐ για κϊποιον, ο Σζϐρτζι τραϑλιζε ϊθελα του. «Σο ξϋρω. Ωςε τον Πολ, ϐμωσ, για το φϊνταςμα θϋλω να μϊθω. Ποιοσ όταν; Σι του ςυνϋβη;» «Α, όταν ϋνασ ϋμποροσ ναρκωτικϔν», εύπε ο Σζϐρτζι. «Μιλϊμε για το 1972 ό '73, τϐτε που ο Πολ μϐλισ εύχε ξεκινόςει· όταν βοηθϐσ ηχολόπτη, νομύζω. Λύγο πριν απϐ την κρύςη». Ο Σελ ϋγνεψε καταφατικϊ. Απϐ το 1975 ωσ το 1980 η βιομηχανύα του ροκ εύχε ακινητοποιηθεύ πϊνω ςτη ρϊχη του μονύμωσ αφηνιαςμϋνου αλϐγου τησ. Η νεολαύα ξϐδευε το χαρτζιλύκι τησ ςε βιντεοπαιχνύδια αντύ ςε δύςκουσ και, για δϋκατη ύςωσ φορϊ απϐ το 1955, διϊφορεσ «Καςςϊνδρεσ» 426
βγόκαν να αναγγεύλουν το θϊνατο του ροκ εντ ρολ. Και ϐπωσ ϐλεσ τισ ϊλλεσ φορϋσ το πτϔμα αποδεύχτηκε εφτϊψυχο. Σα βιντεοπαιχνύδια ξεπερϊςτηκαν. Εμφανύςτηκε το MTV. Ϊνα νϋο κϑμα απϐ ροκ ςταρ κατϋφταςε απϐ την Αγγλύα. Ο Μπρουσ πρινγκςτιν ϋβγαλε το Μπορν ιν δε Γιον-Εσ-Ει. Η ραπ και η χιπ χοπ ϊρχιςαν να πουλϊνε καλϊ. «Πριν απϐ την κρύςη, οι διευθυντϋσ των εταιρειϔν δύςκων ςυνόθιζαν να ϋρχονται με τουσ χαρτοφϑλακεσ γεμϊτουσ κϐκα ςτα παραςκόνια, πριν απϐ κϊθε μεγϊλη ςυναυλύα», εύπε ο Σζϐρτζι. «Σϐτε κϊναμε πολλϋσ ζωντανϋσ ηχογραφόςεισ και το εύχα δει με τα μϊτια μου. Ϋταν ϋνασ —πϋθανε το 1978, αλλϊ αν ςου πω ϐνομα θα τον αναγνωρύςεισ αμϋςωσ— που ϋβγαζε απϐ το βαλιτςϊκι του ϋνα βαζϊκι πρϊςινεσ ελιϋσ πριν απϐ κϊθε ςυναυλύα. Σο βϊζο όταν τυλιγμϋνο ςε χαρτύ πολυτελεύασ, με κορδϋλεσ, φιϐγκουσ κι ϐλα τα ςχετικϊ. Μϐνο που οι ελιϋσ αντύ να εύναι ςε νερϐ όταν ςε κοκαϏνη. υνόθωσ τισ ϋβαζε ςτα κοκτϋιλ. Σα ϋλεγε μαρτύνι-δυναμύτεσ». «ύγουρα θα όταν κιϐλασ», ςχολύαςε ο Σελ. «Ξϋρεισ, εκεύνα τα χρϐνια οι περιςςϐτεροι ϋπαιρναν την κϐκα ςχεδϐν ςαν βιταμύνη», εύπε ο Σζϐρτζι. «Ϊλεγαν πωσ δε ςου γύνεται εξϊρτηςη ςαν την ηρωύνη ό δε ςε π-π-πηδϊει το πρωύ ςαν το πιοτϐ. Κι αυτϐ το κτύριο, φύλε, αυτϐ το κτύριο όταν κανονικϐ ςοϑπερ μϊρκετ. Κυκλοφοροϑςαν και χϊπια και χϐρτο και χαςύςι, αλλϊ η κοκαϏνη όταν ςε πρϔτη ζότηςη. Κι αυτϐσ ο τϑποσ...» «Πϔσ τον ϋλεγαν;» Ο Σζϐρτζι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. «Δεν ξϋρω. Ο Πολ δε μου εύπε ϐνομα και οϑτε ϋτυχε να το ακοϑςω απϐ κανϋναν ϊλλο. Οϑτε που θυμϊμαι, για να εύμαι ειλικρινόσ. Τποτύθεται ϐμωσ ϐτι αυτϐσ το ϋπαιζε γκ-γκ-γκαρςϐνι, ςαν τουσ πιτςιρικϊδεσ που βλϋπεισ ςτα αςανςϋρ να κουβαλϊνε δύςκουσ με ςϊντουιτσ, καφϋδεσ και ς-ς-ςνακσ. Εμφανιζϐταν δυο τρεισ φορϋσ τη βδομϊδα, ανϋβαινε ωσ τον τελευταύο ϐροφο και ϑςτερα τουσ 427
κατϋβαινε ϋναν ϋναν. Εύχε πϊντα ϋνα πϊνινο ςακϊκι ριγμϋνο ςτο χϋρι του και ς' αυτϐ το χϋρι κρατοϑςε ϋνα χαρτοφϑλακα απϐ δϋρμα κροκοδεύλου. Σο ςακϊκι το εύχε ακϐμα και ςτισ μεγϊλεσ ζϋςτεσ για να μη βλϋπουν οι ϊςχετοι τισ χειροπϋδεσ. Αλλϊ πολλϋσ φορϋσ τισ ϋβλεπαν, ν-ν-νομύζω». «Σισ ποιεσ;» «Φ-χ-χειροπϋδεσ, εύπε ο Σζϐρτζι τινϊζοντασ ολϐγυρα ςϊλια, ψωμύ και μπιφτϋκι κι αμϋςωσ ϋγινε κατακϐκκινοσ. «Να πϊρει! Με ςυγχωρεύσ, Σζϐνι...» «Δεν πειρϊζει, θϋλεισ ϊλλη μια ςϐδα;» «Ναι, ευχαριςτϔ», εύπε μ' ευγνωμοςϑνη ο Σζϐρτζι. Ο Σελ ϋκανε νϐημα ςτη ςερβιτϐρα. «Ώςτε όταν ϋνασ απϐ τουσ νεαροϑσ των μπαρ που φϋρνουν τισ παραγγελύεσ», εύπε, ςε μια προςπϊθεια να κϊνει τον Σζϐρτζι να ξεπερϊςει την αμηχανύα του. Ο Σζϐρτζι ακϐμα ςφοϑγγιζε το ςτϐμα του με μια πετςϋτα. Ϊφταςε η ςϐδα και ο Σζϐρτζι όπιε κϊμποςη πριν ςυνεχύςει. «Λοιπϐν, ϐταν ο τϑποσ ϋβγαινε απϐ το αςανςϋρ ςτον ϐγδοο, η τςϊντα που όταν δεμϋνη με αλυςύδα απϐ τον καρπϐ του όταν φύςκα ςτα ναρκωτικϊ. ήταν ξανακατϋβαινε ςτο ιςϐγειο, όταν γεμϊτη λεφτϊ». «Σο καλϑτερο κϐλπο για να φτιϊξεισ απϐ ϊχυρο χρυςϊφι», εύπε ο Σελ. «Ναι, αλλϊ τα μαγικϊ του τελεύωςαν. Μια μϋρα κατϋβηκε μϋχρι τον τρύτο κι εκεύ ςταμϊτηςε οριςτικϊ. Κϊποιοσ τον καθϊριςε μϋςα ςτισ τουαλϋτεσ». «Με μαχαύρι;» «Εγϔ ϊκουςα ϐτι κϊποιοσ ϊνοιξε την πϐρτα τησ τουαλϋτασ ϐπου όταν κ-κ-καθιςμϋνοσ ο τϑποσ και του ϋμπηξε ϋνα μολυβύ ςτο μϊτι». Για μια ςτιγμό ο Σελ εύδε καθαρϊ το μολϑβι, ϋτςι ϐπωσ ϋβλεπε τη ζαρωμϋνη χαρτοςακοϑλα κϊτω απϐ το τραπϋζι των υποτιθϋμενων ςυνωμοτϔν: ϋνα μαϑρο Υϊμπερ Η2, 428
φρεςκοξυςμϋνο, να ταξιδεϑει ςτον αϋρα και να καρφϔνεται ςτην ϋκπληκτη, διεςταλμϋνη κϐρη ενϐσ ματιοϑ. Εύδε το βολβϐ να ςπϊει ματϔνοντασ. Μϐρφαςε. Ο Σζϐρτζι κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Φ-χ-χοντρϐ, ε; Αλλϊ μπορεύ και να μην εύναι αλόθεια. Αυτϐ για το μϊτι, εννοϔ. άςωσ κϊποιοσ να τον... κϊρφωςε απλϔσ». «Ναι». «Αλλϊ ϐποιοσ κι αν το ϋκανε θα πρϋπει να εύχε κϊτι πολϑ αιχμηρϐ μαζύ του», εύπε ο Σζϐρτζι. «Λεσ;» «Ναι. Γιατύ χϊθηκε και ο χαρτοφϑλακασ». Ο Σελ κούταξε τον Σζϐρτζι. Σο ϋβλεπε κι αυτϐ. Ϋξερε πϔσ ακριβϔσ εύχε γύνει πριν του το περιγρϊψει ο Σζϐρτζι. «ήταν όρθε η αςτυνομύα κι ϋβγαλαν το πτϔμα απϐ την τουαλϋτα, βρόκαν το αριςτερϐ του χϋρι μϋςα ςτη λεκϊνη, κομμϋνο». «Ψ!» ϋκανε ο Σελ. Ο Σζϐρτζι χαμόλωςε το βλϋμμα ςτο πιϊτο του. Εύχε ακϐμα μιςϐ ςϊντουιτσ. «Μϊλλον χ-χ-χϐρταςα», εύπε και χαμογϋλαςε αμόχανα. την επιςτροφό προσ το ςτοϑντιο, ο Σελ ρϔτηςε τον Σζϐρτζι: «Δηλαδό, το φϊνταςμα αυτοϑ του τϑπου υποτύθεται ϐτι εμφανύζεται... ποϑ; την τουαλϋτα;» Και ξαφνικϊ ϋβαλε τα γϋλια, γιατύ, ϐςο μακϊβρια κι αν όταν αυτό η ιςτορύα, υπόρχε κϊτι φοβερϊ αςτεύο ςτην ιδϋα ενϐσ φαντϊςματοσ που ςτοιχειϔνει μια τουαλϋτα. Ο Σζϐρτζι χαμογϋλαςε. «Ξϋρεισ πϔσ εύναι ο κϐςμοσ. την αρχό ϐλοι αυτϐ ϋλεγαν. Κι ϐταν πρωτϐπιαςα δουλειϊ εδϔ, κοντϊ ςτον Πολ, μερικού ιςχυρύζονταν ϐτι το εύχαν δει κιϐλασ. ήχι, ολϐκληρο το φϊνταςμα, μϐνο τα αθλητικϊ παποϑτςια του απϐ το κενϐ ςτη βϊςη τησ πϐρτασ». «Μϐνο τα αθλητικϊ παποϑτςια του, ε; Ψραύο μοϑςι!» 429
«Ναι. Απ' αυτϐ και μϐνο καταλϊβαινεσ ϐτι το εύχαν βγϊλει απϐ το μυαλϐ τουσ, αφοϑ το ϊκουγεσ μϐνο απ' ϐςουσ τον εύχαν γνωρύςει ϐςο ζοϑςε. Απ' αυτοϑσ που όξεραν ϐτι φοροϑςε αθλητικϊ παποϑτςια». Ο Σελ, που όταν ϋνα αθϔο παιδϊκι και ζοϑςε ςτην Πενςιλβϊνια τϐτε που ϋγινε ο φϐνοσ, ςυμφϔνηςε κουνϔντασ το κεφϊλι του. Εύχαν φτϊςει ςτη Μιοϑζικ ύτι. Καθϔσ διϋςχιζαν τον προθϊλαμο πηγαύνοντασ προσ τα αςανςϋρ, ο Σζϐρτζι εύπε: «Ξϋρεισ πϐςο γρόγορα αλλϊζουν τα πρϊγματα ςτη δουλειϊ μασ. όμερα εύςαι εδϔ, αϑριο εκεύ. Αμφιβϊλλω αν ϋχει μεύνει ϋςτω και ϋνασ ςτο κτύριο που να δοϑλευε εδϔ απϐ τϐτε, εκτϐσ ύςωσ απϐ τον Πολ και κ-κ-κϊνα δυο απϐ τουσ επιςτϊτεσ, αλλϊ αυτού αποκλεύεται να όταν πελϊτεσ του τϑπου». «Μϊλλον ϐχι». «Ναι. Οπϐτε η ιςτορύα αυτό ϋπαψε να κυκλοφορεύ και κανϋνασ δεν το βλϋπει πια το φϊνταςμα». Εύχαν φτϊςει ςτα αςανςϋρ. «Σζϐρτζι, γιατύ ϋχεισ κολλόςει με τον Πολ;» Ο Σζϐρτζι κοκκύνιςε ωσ τισ ϊκρεσ των αυτιϔν του κι ϋςκυψε το κεφϊλι. Δε φϊνηκε ϐμωσ αμόχανοσ ό ενοχλημϋνοσ απϐ την τροπό που πόρε ξαφνικϊ η ςυζότηςη. «Γιατύ ϐχι; Με φροντύζει». Κοιμϊςαι μαζύ τον Πολ Σζϐρτζι; Η ερϔτηςη προϋκυπτε ςαν φυςικϐ επακϐλουθο, αλλϊ ο Σελ δεν την ϋκανε. την πραγματικϐτητα δεν τϐλμηςε να ρωτόςει, επειδό όταν ςύγουροσ ϐτι ο Σζϐρτζι θα του ϋδινε μια ειλικρινό απϊντηςη. Ο Σελ, που ςχεδϐν ποτϋ δε μιλοϑςε ςε αγνϔςτουσ και που ςπϊνια ϋκανε φύλουσ, ξαφνικϊ αγκϊλιαςε τον Σζϐρτζι Ρϐνκλερ. Ο Σζϐρτζι ανταπϋδωςε το αγκϊλιαςμα χωρύσ να ςηκϔςει τα μϊτια του να τον κοιτϊξει. ίςτερα αποτραβόχτηκαν ο ϋνασ απϐ τον ϊλλο, όρθε το αςανςϋρ, ςυνϋχιςαν κανονικϊ τη δουλειϊ τουσ και 430
το απϐγευμα τησ επομϋνησ, ςτισ ϋξι και τϋταρτο, ενϔ ο Σζϊνινγκσ μϊζευε τα χαρτιϊ του (αποφεϑγοντασ επιδεικτικϊ να ρύξει ϋςτω και μια ματιϊ ςτον Σελ), ο Σελ βγόκε απϐ το ςτοϑντιο και πόγε ςτισ αντρικϋσ τουαλϋτεσ του τρύτου να δει τον κϊτοχο των αθλητικϔν παπουτςιϔν. Η κουβϋντα με τον Σζϐρτζι όταν μια αναπϊντεχη αποκϊλυψη... ό θα μποροϑςε ύςωσ ν' αποκαλϋςει κανεύσ επιφϔτιςη κϊτι τϐςο δραςτικϐ. Η ουςύα όταν η εξόσ: καμιϊ φορϊ, μπορεύσ ν' απαλλαγεύσ απϐ τα φαντϊςματα που ςτοιχειϔνουν τη ζωό ςου, αν βρεισ το κουρϊγιο να τ' αντιμετωπύςεισ καταπρϐςωπο. Αυτό τη φορϊ δεν υπόρξε κενϐ ςυνεύδηςησ οϑτε αύςθημα τρϐμου, μϐνο ϋνα τρελϐ, βαθϑ χτυποκϊρδι. ήλεσ οι αιςθόςεισ του όταν ςε εγρόγορςη. Μϑριζε το χλϔριο, το πουρύ ςτισ τουαλϋτεσ, τισ κολϐνιεσ των αντρϔν που εύχαν προηγηθεύ. Διϋκρινε τισ μικρϋσ ρωγμϋσ ςτο ςοβϊ των τούχων, τισ κηλύδεσ τησ ςκουριϊσ ςτουσ ςωλόνεσ. Ωκουγε τον κοϑφιο όχο των τακουνιϔν του καθϔσ βϊδιζε ςταθερϊ προσ την πρϔτη απϐ τισ τρεισ καμπύνεσ. Σα αθλητικϊ παποϑτςια όταν ςχεδϐν θαμμϋνα κϊτω απϐ το ςωρϐ των ψϐφιων εντϐμων. την αρχό όταν μϐνο μια μϑγα. Ωρχιςαν να ψοφϊνε απ' ϐταν τα αθλητικϊ παποϑτςια βρϋθηκαν εκεύ και τα παποϑτςια δεν υπόρχαν εκεύ, μϋχρι που τα εύδα εγϔ. «Γιατύ εμϋνα;» ρϔτηςε καθαρϊ μεσ ςτην ηςυχύα. Σα παποϑτςια δε ςϊλεψαν αλλϊ οϑτε και του απϊντηςε κανεύσ. «Δε ςε όξερα, δε ςε εύχα γνωρύςει ποτϋ, δεν παύρνω αυτϊ που πουλοϑςεσ, οϑτε τα ϋχω πϊρει ποτϋ μου. Γιατύ εμϋνα, λοιπϐν;» Σο ϋνα απϐ τα παποϑτςια κινόθηκε απϐτομα. Ακοϑςτηκε ϋνα τρύξιμο ςαν ξερϐ χαρτύ που τρύβεται. Οι ψϐφιεσ μϑγεσ. 431
ίςτερα το παποϑτςι -το κακοδεμϋνο— επϋςτρεψε ςτην αρχικό του θϋςη. Ο Σελ ϋςπρωξε την πϐρτα τησ καμπύνασ. Ϊνασ μεντεςϋσ ϋτριξε, ςε απϐλυτη αρμονύα με την τρομακτικό, μυςτηριακό ςκηνό. Κι ϐπωσ ϊνοιγε η πϐρτα, ο Σελ τον εύδε. Μυςτηριϔδη ξϋνε, βϊλε την υπογραφό ςου, ςκϋφτηκε. Ο μυςτηριϔδησ ξϋνοσ καθϐταν ςτη λεκϊνη, με το ϋνα του χϋρι ακουμπιςμϋνο χαλαρϊ πϊνω ςτο μηρϐ του. Ϋταν ϋτςι ϐπωσ τον εύχε δει ο Σελ ςτα ϐνειρα του, με μια διαφορϊ: εύχε μϐνο το ϋνα χϋρι του. Σο ϊλλο τελεύωνε απϐτομα λύγο πϊνω απϐ τον καρπϐ· ϋνα κολοβϐ μαυριςμϋνο απομεινϊρι με κολλημϋνεσ μϑγεσ πϊνω του. Σϐτε μϐνο ςυνειδητοπούηςε ο Σελ ϐτι δεν εύχε δει ποτϋ το παντελϐνι του κυρύου Αθλητικϊ Παποϑτςια (ενϔ πϊντα δε βλϋπεισ τα μπατζϊκια των κατεβαςμϋνων παντελονιϔν να ςτϋκουν ζαρωμϋνα πϊνω ςτα παποϑτςια, αν τϑχει και κοιτϊξεισ ςτο κϊτω μϋροσ τησ πϐρτασ μιασ κατειλημμϋνησ τουαλϋτασ; Εύναι ϋνα θϋαμα αναπϐφευκτα κωμικϐ ό για λϑπηςη -ό ύςωσ το ϋνα να προκαλεύ το ϊλλο). Δεν εύχε δει τα μπατζϊκια επειδό το παντελϐνι όταν ανεβαςμϋνο, το φερμουϊρ κουμπωμϋνο και η ζϔνη ςφιγμϋνη. Σο παντελϐνι όταν καμπϊνα. Ο Σελ προςπϊθηςε να θυμηθεύ πϐτε ϋφυγαν απϐ τη μϐδα οι καμπϊνεσ και δεν μπϐρεςε. Πϊνω απϐ το παντελϐνι εύδε ϋνα γαλϊζιο υφαντϐ πουκϊμιςο με απλικαριςμϋνο το ςϑμβολο τησ ειρόνησ ςτα τςεπϊκια. Σα μαλλιϊ όταν χτενιςμϋνα χωρύςτρα προσ τα δεξιϊ. Εύδε μερικϋσ ψϐφιεσ μϑγεσ πϊνω ςτη χωρύςτρα. Κι απϐ το μεταλλικϐ κρεμαςτϊρι ςτο πύςω μϋροσ τησ πϐρτασ κρεμϐταν το πϊνινο ςακϊκι που του εύχε αναφϋρει ο Σζϐρτζι. Πϊνω ςτουσ ξεχειλωμϋνουσ ϔμουσ του υπόρχαν κι ϊλλεσ ψϐφιεσ μϑγεσ. Ακοϑςτηκε ϋνα τρύξιμο παρϐμοιο μ' εκεύνο του μεντεςϋ τησ πϐρτασ. Ϋταν οι τϋνοντεσ ςτο λαιμϐ του καθιςμϋνου ϊντρα. Ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια ςόκωνε το κεφϊλι του. Σϔρα που 432
τον ϋβλεπε καθαρϊ, ο Σελ διαπύςτωςε χωρύσ ύχνοσ ϋκπληξησ ό φϐβου ϐτι, με μοναδικό εξαύρεςη το μολϑβι που προεξεύχε απϐ το βολβϐ του δεξιοϑ ματιοϑ, όταν το ύδιο πρϐςωπο που αντύκριζε ςτον καθρϋφτη του κϊθε πρωύ. Ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια όταν αυτϐσ κι αυτϐσ όταν ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια. «Σο όξερα ϐτι όςουν ϋτοιμοσ», εύπε ςτον εαυτϐ του με τη βραχνό, ακατϋργαςτη φωνό ενϐσ ανθρϔπου που ϋχει χρϐνια να χρηςιμοποιόςει τισ φωνητικϋσ χορδϋσ του. «Δεν εύμαι», εύπε ο Σελ. «Υϑγε». «Να μϊθεισ την αλόθεια, εννοϔ», εύπε ο Σελ ςτον Σελ και ο Σελ που ςτεκϐταν ςτην πϐρτα εύδε δυο κϑκλουσ απϐ ϊςπρη ςκϐνη γϑρω απϐ τα ρουθοϑνια του Σελ που καθϐταν ςτη λεκϊνη. Προφανϔσ ϋκανε και χρόςη εκτϐσ απϐ εμπϐριο. Και μπόκε ςτην τουαλϋτα για μια γρόγορη μυτιϊ. Κϊποιοσ ϊνοιξε την πϐρτα, ϐμωσ, και του ϋμπηξε ϋνα μολϑβι ςτο μϊτι. Αλλϊ ποιοσ θα ςκϐτωνε με μϐνο ϐπλο ϋνα μολϑβι; άςωσ κϊποιοσ που διϋπραξε το ϋγκλημα ςε... «Πεσ το παρϐρμηςη», εύπε ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια με τη βραχνό, επύπεδη φωνό του. «Ϊμπνευςη τησ ςτιγμόσ που κατϋληξε ςε φϐνο». Και ο Σελ —ο Σελ που ςτεκϐταν ςτην πϐρτα- κατϊλαβε πϔσ ακριβϔσ ϋγιναν τα πρϊγματα, ανεξϊρτητα απ' ϐ,τι πύςτευε ο Σζϐρτζι. Ο δολοφϐνοσ δεν κούταξε κϊτω απϐ την πϐρτα τησ τουαλϋτασ και ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια ξϋχαςε να τραβόξει το ςυρτό απϐ μϋςα. Δυο ςυμπτϔςεισ που, κϊτω απϐ ϊλλεσ ςυνθόκεσ, θα κατϋληγαν ςε κϊμποςη ντροπό, ϋνα αμόχανο «υγνϔμη» και μια βεβιαςμϋνη αποχϔρηςη. Αυτό τη φορϊ ϐμωσ οι ςυμπτϔςεισ κατϋληξαν ςε κϊτι διαφορετικϐ. Προκϊλεςαν ϋνα φϐνο, βαςιςμϋνο ςε μια παρϐρμηςη τησ ςτιγμόσ. «Δεν ξϋχαςα το ςυρτό», του εύπε ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια με την ϊχρωμη φωνό του. «Ϋταν χαλαςμϋνοσ». 433
Εντϊξει, ο ςυρτόσ όταν χαλαςμϋνοσ. Δεν εύχε καμιϊ διαφορϊ. Και το μολϑβι; Ο Σελ όταν βϋβαιοσ ϐτι ο δολοφϐνοσ το κρατοϑςε ςτο χϋρι του ϐταν ϊνοιξε την πϐρτα, αλλϊ ϐχι ςαν φονικϐ ϐπλο. Σο κρατοϑςε με τη λογικό που ςυχνϊ θϋλεισ να ϋχεισ κϊτι ςτο χϋρι ςου -ϋνα τςιγϊρο, τα κλειδιϊ ςου ό ϋνα μολϑβι να παύζεισ, ενϔ... Ο Σελ ςκϋφτηκε πωσ το μολϑβι θα πρϋπει να μπόχτηκε ςτο μϊτι του κυρύου Αθλητικϊ Παποϑτςια πριν προλϊβει κανϋνασ απϐ τουσ δυο ϊντρεσ να καταλϊβει ϐτι υπόρχε πρϐθεςη να μπηχτεύ εκεύ. ίςτερα ο δολοφϐνοσ, που προφανϔσ όταν πελϊτησ και όξερε τι περιεύχε ο χαρτοφϑλακασ, ξανϊκλειςε την πϐρτα, αφόνοντασ το θϑμα καθιςμϋνο ςτη λεκϊνη τησ πρϔτησ τουαλϋτασ, βγόκε απϐ το κτύριο, πόρε... κϊτι... «Πόγε ς' ϋνα μαγαζύ με εργαλεύα, πϋντε τετρϊγωνα μακριϊ απϐ εδϔ, κι αγϐραςε ϋνα μικρϐ ςιδεροπρύονο», εύπε ο κϑριοσ Αθλητικϊ Παποϑτςια με την ϊχρωμη, επύπεδη φωνό του και ο Σελ διαπύςτωςε ϐτι το φϊνταςμα δεν εύχε πια το δικϐ του πρϐςωπο, αλλϊ ενϐσ τριαντϊρη με λατινοαμερικϊνικα χαρακτηριςτικϊ. Σα μαλλιϊ του Σελ εύχαν χρϔμα ςταχτϐξανθο. Σο ύδιο και τα μαλλιϊ του ϊντρα ςτην αρχό, αλλϊ τϔρα εύχαν γύνει ϋνα βαθϑ, θαμπϐ μαϑρο. Ξαφνικϊ ςυνειδητοπούηςε κϊτι ακϐμα, με τον τρϐπο που αντιλαμβϊνεται κανεύσ κϊτι ςτα ϐνειρα. ήταν οι ϊνθρωποι βλϋπουν φαντϊςματα, βλϋπουν πϊντα τον εαυτϐ τουσ ςτην αρχό. Γιατύ; Για τον ύδιο λϐγο που οι δϑτεσ κϊνουν ςτϊςεισ ςτην ϊνοδο τουσ προσ την επιφϊνεια, ξϋροντασ πωσ αν αναδυθοϑν πολϑ γρόγορα θα ςχηματιςτοϑν φυςαλύδεσ ςτο αύμα τουσ και θα κινδυνεϑςουν να παραλϑςουν ό να πεθϊνουν με φοβεροϑσ πϐνουσ. Κατ' αναλογύα υπόρχαν και ςτϊςεισ εξϐδου απϐ την πραγματικϐτητα. «Η αντύληψη μασ αλλϊζει ϐταν υπερβοϑμε αυτϐ που θεωρεύται φυςιολογικϐ, ϋτςι δεν εύναι;» ρϔτηςε βραχνϊ ο Σελ. 434
«Γι' αυτϐ αιςθανϐμουν τϐςο περύεργα τελευταύα. Κϊτι μϋςα μου εύχε αρχύςει να ενεργοποιεύται για ν' αντιμετωπύςει... ν' αντιμετωπύςει εςϋνα». Ο νεκρϐσ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του, ςκορπύζοντασ μερικϋσ ακϐμα ψϐφιεσ μϑγεσ ςτο πϊτωμα. «Να μου πεισ εςϑ, βλύτο -εςϑ ϋχεισ το μυαλϐ ςου ακϋραιο». «Πολϑ καλϊ», ςυμφϔνηςε ο Σελ. «θα ςου πω. Αγϐραςε ϋνα ςιδεροπρύονο και ο υπϊλληλοσ του το ϋβαλε ςε μια ςακοϑλα. ίςτερα επϋςτρεψε εδϔ. Δεν ανηςυχοϑςε καθϐλου. Αν ςε εύχε ανακαλϑψει κϊποιοσ, θα το καταλϊβαινε αμϋςωσ. θα όταν μαζεμϋνο ϋνα μπουλοϑκι ϋξω απϐ τισ τουαλϋτεσ. Ϊτςι το ςκϋφτηκε. άςωσ να εύχε όδη φτϊςει η αςτυνομύα. Αν ϐμωσ όταν ϐλα φυςιολογικϊ, θα ϋμπαινε πϊλι μϋςα και θα ϋπαιρνε το βαλιτςϊκι». «Πρϔτα δοκύμαςε να κϐψει την αλυςύδα», εύπε η ϊχρωμη φωνό. «Αφοϑ δεν τα κατϊφερε, ϋκοψε το χϋρι μου». Κοιτϊχτηκαν. Ο Σελ διαπύςτωςε με απϐλυτη ηρεμύα ϐτι ϊρχιζε να διακρύνει το κϊθιςμα τησ λεκϊνησ, το ςηκωμϋνο καπϊκι και τα βρϐμικα ϊςπρα πλακϊκια του τούχου πύςω απϐ το πτϔμα... δηλαδό, το πτϔμα γινϐταν επιτϋλουσ κανονικϐ φϊνταςμα. Ημιδιϊφανο. «Κατϊλαβεσ τϔρα;» ρϔτηςε το φϊνταςμα τον Σελ. «Γιατύ όςουν εςϑ;» «Ναι. ε κϊποιον ϋπρεπε να το πεισ». «ήχι. Η αλόθεια εύναι ϊχρηςτη», εύπε το φϊνταςμα και ϑςτερα χαμογϋλαςε, μ' ϋνα χαμϐγελο τϐςο κακϐβουλο που ο Σελ πϊγωςε απϐ τρϐμο. «Αλλϊ το να ξϋρεισ μπορεύ να ςου χρηςιμεϑςει καμιϊ φορϊ... ϐςο εύςαι ακϐμα ζωντανϐσ, εννοεύται». ϔπαςε για μερικϋσ ςτιγμϋσ. «Ξϋχαςεσ να ρωτόςεισ το φύλο ςου τον Σζϐρτζι κϊτι πολϑ ςημαντικϐ. Κϊτι που μπορεύ να δύςταζε να ςου απαντόςει με ειλικρύνεια». 435
«Σι;» ρϔτηςε ο Σελ, χωρύσ να εύναι πια ςύγουροσ ϐτι όθελε να μϊθει. «Ποιοσ όταν ο μεγαλϑτεροσ πελϊτησ μου ςτον τρύτο εκεύνα τα χρϐνια. Ποιοσ μου χρωςτοϑςε γϑρω ςτισ οχτϔ χιλιϊδεσ δολϊρια. Ποιοσ μπόκε ςε κϋντρο αποτοξύνωςησ ςτο Ροντ Ωιλαντ και βγόκε καθαρϐσ δυο μόνεσ μετϊ το θϊνατο μου. Ποιοσ εύναι αυτϐσ που δε θϋλει οϑτε να πληςιϊςει την κϐκα απϐ τϐτε. Ο Σζϐρτζι δεν όταν εδϔ εκεύνη την εποχό, αλλϊ πιςτεϑω ϐτι ξϋρει τισ απαντόςεισ ςε ϐλα αυτϊ τα ερωτόματα. Επειδό ακοϑει τι λϋνε οι ϊλλοι. Ϊχεισ προςϋξει πϔσ μιλϊνε οι ϊνθρωποι γϑρω απϐ τον Σζϐρτζι, ςαν να μην υπϊρχει;» Ο Σελ ϋγνεψε καταφατικϊ. «Και ςτο μυαλϐ του δεν υπϊρχει τραϑλιςμα, Σελ. Πιςτεϑω ϐτι ξϋρει τα πϊντα. Δε θα τα πει ποτϋ, αλλϊ ξϋρει». Σο πρϐςωπο ξανϊρχιςε ν' αλλϊζει. Σα χαρακτηριςτικϊ που αναδϑονταν τϔρα απϐ την αρχϋγονη ομύχλη όταν λεπτϊ, γωνιϔδη, ϋντονα ςκυθρωπϊ. Ϋταν τα χαρακτηριςτικϊ του Πολ Σζϊνινγκσ. «ήχι», ψιθϑριςε ο Σελ. «Πόρε πϊνω απϐ τριϊντα χιλιϊρικα», εύπε ο νεκρϐσ που εύχε το πρϐςωπο του Πολ. «Μ' αυτϊ πλόρωςε την αποτοξύνωςη και του ϋμειναν κι αρκετϊ για τα ϊλλα βύτςια του, που δεν εγκατϋλειψε». Εντελϔσ ξαφνικϊ, η ομιχλϔδησ μορφό που καθϐταν ςτη λεκϊνη τησ τουαλϋτασ ϊρχιςε να εξανεμύζεται. Σην επϐμενη ςτιγμό εύχε χαθεύ. Ο Σελ κούταξε ςτο πϊτωμα και εύδε ϐτι μαζύ τησ εύχαν χαθεύ και οι μϑγεσ. Δεν όθελε πια να πϊει ςτην τουαλϋτα. Γϑριςε πύςω ςτην αύθουςα τησ κονςϐλασ, εύπε ςτον Πολ Σζϊνινγκσ ϐτι όταν ϋνα ϊθλιο υποκεύμενο, ςτϊθηκε ϐςο χρειαζϐταν για ν' απολαϑςει την ϋκφραςη τησ απϐλυτησ κατϊπληξησ ςτο πρϐςωπο του Πολ κι ϋφυγε οριςτικϊ, θα ϋρχονταν κι ϊλλεσ δουλειϋσ. Ϋταν καλϐσ ς' 436
αυτϐ που ϋκανε και μποροϑςε να βαςύζεται ςτισ ικανϐτητεσ του. Η ςιγουριϊ του αυτό ωςτϐςο όταν μια αποκϊλυψη. ήχι η πρϔτη εκεύνησ τησ μϋρασ, αλλϊ ςύγουρα η καλϑτερη. Μϐλισ γϑριςε ςτο διαμϋριςμα του, πόγε κατευθεύαν ςτο μπϊνιο. Η ανϊγκη του να ξαλαφρϔςει εύχε επιςτρϋψει -εύχε γύνει πιεςτικό, για την ακρύβεια- κι αυτϐ όταν καλϐ. Ϋταν δεύγμα ζωόσ και υγεύασ. «ήποιοσ ενεργεύται κανονικϊ εύναι ευτυχιςμϋνοσ», εύπε, απευθυνϐμενοσ ςτα πλακϊκια του απϋναντι τούχου. Μιςοςτρϊφηκε πϊνω ςτη λεκϊνη, ϋπιαςε το τελευταύο τεϑχοσ του Ρϐλινγκ τϐουν πϊνω απϐ το καζανϊκι ϐπου το εύχε παρατόςει, το ϊνοιξε ςε μια τυχαύα ςελύδα κι ϊρχιςε να διαβϊζει.
437
Σελικϊ, Ϊχουν Ϊνα Σρομερϐ υγκρϐτημα ήταν ξϑπνηςε η Μαύρη, εύχαν χαθεύ. Σο όξερε, ϐπωσ το όξερε και ο Κλαρκ κι ασ μην όθελε να το παραδεχτεύ ςτην αρχό. Σο γνϔριμο ϑφοσ Εύμαι Σςαντιςμϋνοσ Γι' Αυτϐ Μη Μου Κολλϊσ εύχε εγκαταςταθεύ για τα καλϊ ςτην ϐψη του, κϊνοντασ το ςτϐμα του να ςουφρϔνει ϐλο και πιο πολϑ, μϋχρι που νϐμιζεσ ϐτι θα εξαφανιζϐταν εντελϔσ. ήχι πωσ ο Κλαρκ θα παραδεχϐταν ποτϋ ϐτι εύχαν «χαθεύ». Ο Κλαρκ θα ϋλεγε «κϊπου ςτρύψαμε λϊθοσ», που κι αυτϐ θα το ϋβγαζε με τα χύλια ζϐρια. Εύχαν ξεκινόςει απϐ το Πϐρτλαντ την προηγοϑμενη μϋρα. Ο Κλαρκ δοϑλευε ςε μια εταιρεύα ηλεκτρονικϔν υπολογιςτϔν — μια απϐ τισ γιγϊντιεσ— και όταν δικό του η ιδϋα να γνωρύςουν τισ εξοχϋσ του ήρεγκον, γϑρω απϐ το ϐμορφο μεν αλλϊ πληκτικϐ, μεςοαςτικϐ προϊςτιο του Πϐρτλαντ ϐπου κατοικοϑςαν -μια περιοχό που οι κϊτοικού τησ την αποκαλοϑςαν υνοικύα ϐφτγουεαρ. «Λϋνε πωσ εύναι πολϑ ϐμορφα τα δϊςη του ήρεγκον», τησ εύπε ο Κλαρκ. «Πϊμε να ρύξουμε μια ματιϊ; Ϊχω μια βδομϊδα ϊδεια και οι φόμεσ για τισ μεταθϋςεισ ϊρχιςαν όδη να κυκλοφοροϑν ςτην εταιρεύα. Αν δε δοϑμε τϔρα το πραγματικϐ ήρεγκον, οι τελευταύοι δεκϊξι μόνεσ θα αποτελοϑν μϐνο μια μαϑρη τρϑπα ςτη μνόμη μου». Η Μαύρη ςυμφϔνηςε πρϐθυμα (τα ςχολεύα εύχαν κλεύςει πριν απϐ δϋκα μϋρεσ και δεν εύχε θερινϊ τμόματα να διδϊξει) ςτην ιδϋα ενϐσ ταξιδιοϑ του εύδουσ πϊμε-και-ϐπου-μασ-βγϊλει, ϋχοντασ ληςμονόςει ϐτι οι απρογραμμϊτιςτεσ διακοπϋσ πολϑ ςυχνϊ καταλόγουν εκεύ ϐπου βρύςκονταν τϔρα, χαμϋνοι ςε κϊποιον ϋρημο δρϐμο του χϊρτη, ν' ανηφορύζουν προσ τη 438
λαγκαδιαςμϋνη κωλοτρυπύδα του πουθενϊ. Ϋταν μια περιπϋτεια —αν όθελεσ να το δεισ ϋτςι— αλλϊ η Μαύρη εύχε μπει ςτα τριϊντα δϑο το Γενϊρη και τησ φαινϐταν ϐτι ς' αυτό την ηλικύα όταν λύγο μεγϊλη πια για περιπϋτειεσ. Αυτό την εποχό το ϐνειρο τησ για πραγματικϊ καλϋσ διακοπϋσ όταν ϋνα ωραύο μοτϋλ ςτο δϊςοσ, με καθαρό πιςύνα, μαλακϐ ςτρϔμα και χνουδϊτα μπουρνοϑζια ςτο υπνοδωμϊτιο και ςεςουϊρ μαλλιϔν ςτο μπϊνιο. Η χτεςινό μϋρα ωςτϐςο όταν εξαιρετικό. Η εξοχό όταν τϐςο ϐμορφη, που ακϐμα και ο Κλαρκ, που ςυνόθωσ ϋβριςκε πϊντα κϊτι να πει, εύχε βουβαθεύ και θαϑμαζε απλϔσ το τοπύο. Διανυκτϋρευςαν ς' ϋνα ϐμορφο, μικρϐ πανδοχεύο, ςε κϊποιο χωριουδϊκι δυτικϊ του Γιουτζύν, ϋκαναν ϋρωτα ϐχι μια αλλϊ δυο φορϋσ (πρϊγμα που όταν για την ηλικύα τησ, δεν το ςυζητϊμε) και το πρωύ τρϊβηξαν νϐτια με ςτϐχο να περϊςουν τη νϑχτα ςτο Κλϊμαθ Υολσ. Αρχικϊ πόραν την Εθνικό 58 τησ Πολιτεύασ του ήρεγκον και πολϑ καλϊ ϋκαναν, αλλϊ, ϐταν ςταμϊτηςαν για μεςημεριανϐ ςτην πϐλη του ήουκριτζ, ο Κλαρκ ϋριξε την ιδϋα να βγουν απϐ τον αυτοκινητϐδρομο που όταν γεμϊτοσ νταλύκεσ και ανοιχτϊ φορτηγϊ, φορτωμϋνα ξυλεύα. «Μμμμ... δεν ξϋρω...» Η Μαύρη αντιμετϔπιζε την ιδϋα με τισ επιφυλϊξεισ μιασ ςυζϑγου που ϋχει ακοϑςει πολλϋσ ανϊλογεσ προτϊςεισ απϐ το ταύρι τησ κι ϋχει υποςτεύ τισ ςυνϋπειεσ αρκετϔν. «Δε θα όθελα να χαθοϑμε ς' αυτό την περιοχό, Κλαρκ. Υαύνεται εντελϔσ ϋρημη». Φτϑπηςε με το ϊψογο νϑχι τησ μια πρϊςινη περιοχό ςτο χϊρτη που αναφερϐταν ωσ Ρεματιϊ των Βρϊχων, περιοχό ακατούκητη. «Ακατούκητη ςημαύνει πωσ δεν υπϊρχουν οϑτε βενζινϊδικα οϑτε ταβερνϊκια οϑτε μοτϋλ». «Οχ, ϋλα τϔρα!» ϋκανε ο Κλαρκ παραμερύζοντασ το πιϊτο του —κοτϐπουλο ςτα κϊρβουνα. το τζουκμπϐξ, ο τιβ Ερλ και οι Ντιουκσ τραγουδοϑςαν το ιξ Ντϋιζ ον δε Ρϐουντ. Ϊξω, πϋρα απϐ τα ςκονιςμϋνα τζϊμια του μαγαζιοϑ, ϋνα τςοϑρμο παιδιϊ με 439
μϊλλον βαριεςτημϋνο ϑφοσ ϋκαναν φιγοϑρεσ με τα ςκϋιτμπορντ. Υαύνονταν ςαν να ςκϐτωναν την ϔρα τουσ, περιμϋνοντασ να μεγαλϔςουν αρκετϊ για να την κοπανόςουν απϐ την πϐλη μια και καλό και η Μαύρη τουσ καταλϊβαινε απϐλυτα. «ιγϊ το πρϊγμα», ςυνϋχιςε ο Κλαρκ. «θα ςυνεχύςουμε ςτην 58 μερικϊ χιλιϐμετρα ακϐμη... και μετϊ θα ςτρύψουμε νϐτια, παύρνοντασ τον Πολιτειακϐ 42... βλϋπεισ;» «Μμμ». Η Μαύρη εύδε επύςησ ϐτι ςτο χϊρτη η Εθνικό 58 όταν μια χοντρό κϐκκινη γραμμό ενϔ ο Πολιτειακϐσ 42 μια ψιλό, μαϑρη καλικατζοϑρα. ήμωσ, φουςκωμϋνη ϐπωσ όταν απϐ το βοδινϐ φιλϋτο με πουρϋ και νιϔθοντασ ςαν βϐασ που ϋχει καταπιεύ κατςύκα, δε βρόκε το κουρϊγιο να πϊει κϐντρα ςτη διϊθεςη του Κλαρκ για εξερευνόςεισ. Σο μϐνο που όθελε εκεύνη την ϔρα όταν να βολευτεύ ςτο κϊθιςμα του ςυνοδηγοϑ τησ παλιϊσ, ϊνετησ Μερςεντϋσ τουσ και να πϊρει ϋναν υπνϊκο. «'Επειτα», ςυνϋχιςε ο Κλαρκ, «υπϊρχει κι αυτϐσ εδϔ ο δρϐμοσ. Δεν ϋχει αριθμϐ, που μϊλλον ςημαύνει ϐτι εύναι αγροτικϐσ, αλλϊ βγαύνει κατευθεύαν ςτουσ Καταρρϊχτεσ του Σϐκετι. Απϐ κει εύναι κυριολεκτικϊ δυο βόματα ωσ το Διαπολιτειακϐ 79. Λοιπϐν, τι λεσ;» «ήτι θα χαθοϑμε, ϐπωσ ςε βλϋπω και με βλϋπεισ», απϊντηςε η Μαύρη —ϋνα πεύραγμα για το οπούο αργϐτερα μετϊνιωςε πικρϊ. «Νομύζω ϐμωσ ϐτι δεν πρϐκειται να κινδυνϋψουμε, αρκεύ να βρεισ ϋνα πλϊτωμα κϊπου για να κϊνεισ ςτροφό επιτϐπου την Πριγκύπιςςα». «Εμπρϐσ, για το ϊγνωςτο!» εύπε ο Κλαρκ, λϊμποντασ ολϐκληροσ. ίςτερα τρϊβηξε πϊλι μπροςτϊ του το πιϊτο και ξανϊρχιςε να τρϔει, ζαρωμϋνεσ πϋτςεσ πια και κρϑο λύποσ. «Μπλιαχ» ϋκανε η Μαύρη μορφϊζοντασ και φϋρνοντασ το χϋρι τησ μπροςτϊ ςτα μϊτια. «Πϔσ μπορεύσ;» «Εύναι νοςτιμϐτατο», μουρμοϑριςε μπουκωμϋνοσ ο Κλαρκ. Μϐνο μια ςϑζυγοσ όταν ικανό να καταλϊβει τι ϋλεγε, ϋτςι που 440
ςυνϋχιςε να μιλϊει μαςουλϔντασ. «Επύςησ, ϐταν ταξιδεϑω, μ' αρϋςει πολϑ να δοκιμϊζω τα ντϐπια φαγητϊ». «Εύναι ςαν μουχλιαςμϋνη τυρϐπιτα που κϊποιοσ ϋχει φτϑςει πϊνω τησ μαςημϋνο ταμπϊκο», εύπε η Μαύρη. «Επαναλαμβϊνω: μπλιαχ!» Ϊφυγαν απϐ το ήουκριτζ ςε μεγϊλα κϋφια και ςτην αρχό ϐλα πόγαιναν ρολϐι. Σα προβλόματα ϊρχιςαν μϐνο αφοϑ ξϋκοψαν και απϐ τον Πολιτειακϐ 42 και πόραν τον ανϔνυμο δρϐμο, που ο Κλαρκ ϋκοβε το κεφϊλι του ϐτι θα τουσ ϋβγαζε κατευθεύαν ςτο Σϐκετι. Αρχικϊ, οϑτε αυτϐσ ο δρϐμοσ όταν πρϐβλημα. Αγροτικϐσ ό ϐχι, όταν πιο ομαλϐσ απϐ τον 42, που εύχε ϋνα ςωρϐ λακκοϑβεσ και πϊγο ςτα ςκιερϊ ςημεύα του, ακϐμη και καλοκαιριϊτικα. την πραγματικϐτητα, απολϊμβαναν τη διαδρομό, ακοϑγοντασ με τη ςειρϊ τισ καςϋτεσ τησ προτύμηςησ τουσ. Σου Κλαρκ του ϊρεςαν τϑποι ςαν τον Γουύλςον Πύκετ, τον Αλ Γκριν και τον Ποπ τϋιπλσ. Σα γοϑςτα τησ Μαύρησ όταν εντελϔσ διαφορετικϊ. «Απορϔ τι βρύςκεισ ςτουσ λευκοϑσ», τησ εύπε ο Κλαρκ ϐταν όρθε η ςειρϊ τησ να βϊλει την αγαπημϋνη τησ καςϋτα —το Νιοϑ Γιορκ του Λου Ριντ. «Μην ξεχνϊσ ϐτι παντρεϑτηκα ϋναν», του απϊντηςε και γϋλαςαν και οι δυο. Σο πρϔτο ςημϊδι ϐτι τα πρϊγματα μπορεύ να δυςκϐλευαν φϊνηκε δεκαπϋντε λεπτϊ αργϐτερα, ϐταν ϋφταςαν μπροςτϊ ςε μια διακλϊδωςη. Και οι δυο δρϐμοι ϋδειχναν εξύςου καλού. «Να πϊρει και να ςηκϔςει», εύπε ο Κλαρκ. ταμϊτηςε το αυτοκύνητο κι ϊνοιξε το ντουλαπϊκι τησ κονςϐλασ να βγϊλει το χϊρτη. Σον μελϋτηςε κϊμποςη ϔρα. «Δεν υπϊρχει πουθενϊ», εύπε τελικϊ. «Να τα μασ!» εύπε η Μαύρη. Ϋταν ϋτοιμη να γλαρϔςει, ϐταν ο Κλαρκ φρϋναρε απϐτομα μπροςτϊ ςτην αναπϊντεχη 441
διακλϊδωςη και τϔρα ϋνιωθε εκνευριςμϋνη, «θϋλεισ τη ςυμβουλό μου;» «ήχι, αλλϊ θα μου τη δϔςεισ ϋτςι κι αλλιϔσ», απϊντηςε ο Κλαρκ, ελαφρϊ εκνευριςμϋνοσ κι αυτϐσ. «Και ςε περύπτωςη που δεν το ξϋρεισ, μου τη δύνει ϐταν με κοιτϊσ ρουφϔντασ ϋτςι τα μαγουλϊ ςου». «Πϔσ ϋτςι, Κλαρκ;» «Λεσ και εύμαι κϊνα κοπρϐςκυλο που αμϐληςε πορδό κϊτω απϐ το τραπϋζι. Εμπρϐσ, πεσ καθαρϊ τι ςκϋφτεςαι. Ρύξ' τα πϊνω μου. Μη διςτϊζεισ». «Γϑρνα πύςω ϐςο ϋχουμε καιρϐ. Αυτό εύναι η ςυμβουλό μου». «Αχϊ! Πριν ό αφοϑ δηλϔςω μετϊνοια;» «Αςτεύο όταν αυτϐ;» «Δεν ξϋρω, Μαύρη», εύπε βλοςυρϊ ο Κλαρκ κι ϋμεινε κϊμποςη ϔρα βουβϐσ, κοιτϔντασ μια τη φουρκϋτα του δρϐμου ϋξω απϐ το βρϐμικο παρμπρύζ και μια το χϊρτη. Ϋταν δεκαπϋντε χρϐνια παντρεμϋνοι και η Μαύρη τον όξερε πια τϐςο καλϊ, που όταν ςύγουρη ϐτι θα επϋμενε να ςυνεχύςουν... ϐχι παρϊ το δύλημμα που αντιπροςϔπευε η αναπϊντεχη διακλϊδωςη αλλϊ εξαιτύασ του. ήταν ο Κλαρκ Γουύλιγχαμ τα βρύςκει ςκοϑρα, τραβϊει μπροςτϊ, ςκϋφτηκε η Μαύρη και ςκϋπαςε ενςτικτωδϔσ το ςτϐμα τησ με την παλϊμη για να κρϑψει ϋνα αυθϐρμητο χαμϐγελο. Δεν όταν αρκετϊ γρόγορη ϐμωσ. Ο Κλαρκ την κούταξε, αναςηκϔνοντασ το ϋνα του φρϑδι, προκαλϔντασ τησ την εξόσ αμόχανη ςκϋψη: αφοϑ αυτό μποροϑςε να τον διαβϊςει ςαν ανοιχτϐ βιβλύο μετϊ απϐ δεκαπϋντε χρϐνια γϊμου, ύςωσ να ύςχυε το ύδιο και για τον Κλαρκ. «υμβαύνει κϊτι;» τη ρϔτηςε, ςχεδϐν προκλητικϊ. Απϐ εκεύνη τη ςτιγμό —αρκετϊ πριν την πϊρει ο ϑπνοσ, τϔρα το ςυνειδητοποιοϑςε— ϊρχιςε να ςουφρϔνει το 442
ςτϐμα του, ςημϊδι ςύγουρο ϐτι εύχε πειςμϔςει για τα καλϊ. «Δε θϋλεισ να μου πεισ κι εμϋνα τι τρϋχει;» Η Μαύρη ϋγνεψε αρνητικϊ. «Σύποτα». Ο Κλαρκ κοϑνηςε το κεφϊλι του, ανϋβαςε τα γυαλιϊ πϊνω απϐ το μϋτωπο, εκεύ ϐπου τα μαλλιϊ του εύχαν αρχύςει ν' αραιϔνουν αιςθητϊ κι ϋφερε το χϊρτη κυριολεκτικϊ μπροςτϊ ςτη μϑτη του. «Λοιπϐν, πρϋπει να εύναι ο αριςτερϐσ δρϐμοσ, γιατύ αυτϐσ πϊει νϐτια, προσ το Σϐκετι. Ο ϊλλοσ τραβϊει ανατολικϊ. Μϊλλον θα βγϊζει ςε κϊνα ρϊντςο». «Δρϐμοσ με δυο λωρύδεσ και ϊςπρη διαχωριςτικό γραμμό να βγϊζει ςε ρϊντςο;» Σο ςτϐμα του Κλαρκ ςοϑφρωςε λύγο ακϐμα. «Δε φαντϊζεςαι πϐςο πλοϑςιοι εύναι μερικού απ' αυτοϑσ τουσ αγρϐτεσ», εύπε. Η Μαύρη ςκϋφτηκε να του υπενθυμύςει ϐτι οι εποχϋσ των πιονϋρων τησ Ωγριασ Δϑςησ εύχαν περϊςει ανεπιςτρεπτύ κι ϐτι δεν όταν υποχρεωμϋνοσ να επιλϋξει δρϐμο, αλλϊ αποφϊςιςε ϐτι θα προτιμοϑςε να πϊρει ϋναν απογευματινϐ υπνϊκο αντύ να λογομαχόςει με τον ϊντρα τησ, ειδικϊ μετϊ το διπλϐ κϋραςμα τησ προηγοϑμενησ νϑχτασ. Ωλλωςτε, κϊπου θα κατϋληγαν αργϊ ό γρόγορα, ϐποιο δρϐμο κι αν ϋπαιρναν. Μ' αυτό την παρόγορη ςκϋψη ςτο νου και τη φωνό του Λου Ριντ ςτ' αυτιϊ τησ, η Μαύρη Γουύλιγχαμ αποκοιμόθηκε. ήταν ο δρϐμοσ που επϋλεξε ο Κλαρκ ϊρχιςε να γύνεται προβληματικϐσ, αυτό όταν βυθιςμϋνη ς' ϋναν ελαφρϑ ϑπνο κι ονειρευϐταν ϐτι βρύςκονταν πύςω απϐ ταβερνϊκι του ήουκριτζ, ϐπου εύχαν φϊει μεςημεριανϐ. Προςπαθοϑςε να βϊλει ϋνα νϐμιςμα ςτο τζουκμπϐξ, αλλϊ η υποδοχό όταν φραγμϋνη απϐ κϊτι που ϋμοιαζε ςτην ϐψη με ςϊρκα. Ϊνα απϐ τα παιδιϊ που ϋπαιζαν ϋξω ςτο πϊρκινγκ πϋραςε απϐ δύπλα τησ με το ςκϋιτμπορντ παραμϊςχαλα και το πϊνινο καςκϋτο του φορεμϋνο ανϊποδα, με το γεύςο προσ τα πύςω. τι ϋχει πϊθει το μηχϊνημα; ρϔτηςε η 443
Μαύρη το νεαρϐ. Σο παιδύ πληςύαςε, ϋριξε μια ματιϊ κι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Α, δεν εύναι τύποτα, εύπε. Εύναι το πτϔμα ενϐσ τϑπου. ίςτερα ϊπλωςε το χϋρι του, τησ ϋδωςε μια τςιμπιϊ ςτη ρϔγα του αριςτεροϑ ςτόθουσ —κϊθε ϊλλο παρϊ φιλικό— κι απομακρϑνθηκε. 'ήταν η Μαύρη ξανακούταξε το τζουκμπϐξ, εύδε ϐτι εύχε γεμύςει απϐ αύμα, ϐπου επϋπλεαν κϊτι ςκουρϐχρωμοι ϐγκοι, που ϋμοιαζαν αϐριςτα με ανθρϔπινα ϐργανα. Ασ αφόςω καλϑτερα τον Λου Ριντ κι ασ ακοϑςω κϊτι ϊλλο, ςκϋφτηκε. Και τϐτε, μϋςα ςτη λύμνη του αύματοσ πύςω απϐ το γυϊλινο κϊλυμμα του τζουκμπϐξ, ο βραχύονασ —αντιδρϔντασ ςτη ςκϋψη τησ— κατϋβαςε ϋνα δύςκο ςτην περιςτρεφϐμενη βϊςη και ο Λου Ριντ ϊρχιςε να τραγουδϊει το Μπϊςλοουντ οφ Υϋιθ. Ενϔ η Μαύρη ϋβλεπε αυτϐ το ϐλο και πιο δυςϊρεςτο ϐνειρο, ο δρϐμοσ ςυνϋχιζε να χειροτερεϑει ςταθερϊ, τα χαλαςμϋνα κομμϊτια να επεκτεύνονται, μϋχρι που ϋγινε ϐλο χαλαςμϋνα κομμϊτια. Η καςϋτα του Λου Ριντ τελεύωςε και ξανϊρχιςε να παύζει απϐ την αρχό. Ο Κλαρκ οϑτε που το πρϐςεξε. Σο κϋφι με το οπούο εύχε ξεκινόςει τη μϋρα του εύχε χαθεύ. Σϔρα το ςτϐμα του όταν ςουφρωμϋνο ςε μϋγεθοσ μπουμπουκιοϑ. Αν όταν ξϑπνια η Μαύρη, θα τον εύχε πεύςει να γυρύςουν πύςω εδϔ και πολλό ϔρα. Σο όξερε αυτϐ, ϐπωσ όξερε και τι ϋκφραςη θα ϋπαιρνε το πρϐςωπο τησ, αν ξυπνοϑςε τϔρα κι ϋβλεπε τη ςτενό, μιςοκατεςτραμμϋνη λωρύδα τησ αςφϊλτου —μϐνο οι πολϑ αιςιϐδοξοι θα την αποκαλοϑςαν δρϐμο— που τρϑπωνε ανϊμεςα ςτα πανϑψηλα πεϑκα του δϊςουσ ςαν γαλαρύα, βυθιςμϋνη ςε πυκνό ςκιϊ. Απϐ τη ςτιγμό που εύχαν αφόςει τον Πολιτειακϐ 42, δεν εύχαν ςυναντόςει οϑτε ϋνα αυτοκύνητο. Ϋξερε ϐτι ϋπρεπε να κϊνει ςτροφό επιτϐπου. Η Μαύρη νευρύαζε ϐταν ϋμπλεκαν ϋτςι, ξεχνϔντασ η αχϊριςτη πϐςεσ 444
φορϋσ την εύχε βγϊλει όρεμα κι ωραύα ςτον προοριςμϐ τουσ, απϐ διϊφορουσ παρϊξενουσ δρϐμουσ, που δεν τουσ εύχε ο χϊρτησ. (Ο Κλαρκ Γουύλιγχαμ ανόκε ςτην κατηγορύα των χιλιϊδων Αμερικανϔν που εύναι απϐλυτα πειςμϋνοι ϐτι γεννόθηκαν με μια πυξύδα μϋςα ςτο κεφϊλι τουσ). Παρ' ϐλα αυτϊ, ςυνϋχιςε ςτο χαλαςμϋνο δρϐμο, αρχικϊ πειςμϋνοσ, απϐ ςκϋτη ξεροκεφαλιϊ, ϐτι ϋπρεπε να βγϊζει ςτο Σϐκετι και, τελικϊ, απλϔσ ελπύζοντασ ϐτι θα τουσ ϋβγαζε εκεύ. Εξϊλλου, πραγματικϊ δεν υπόρχε χϔροσ να ςτρύψει τη Μερςεντϋσ. Αν το επιχειροϑςε, το πιθανϐτερο όταν να κολλόςουν οι πύςω τροχού τησ Πριγκύπιςςασ ςτα λαςπερϊ χαντϊκια που πλαιςύωναν αυτϐ το ϊθλιο ϊνοιγμα που περνιϐταν για δρϐμοσ... κι ϋνασ θεϐσ ξϋρει πϐςεσ ϔρεσ θα χρειαζϐταν ο γερανϐσ ϔςπου να φτϊςει εκεύ να τον τραβόξει ό πϐςο μακριϊ θα ϋπρεπε να φτϊςει αυτϐσ ϔςπου να βρει γερανϐ. Σϐτε, ϋφταςε επιτϋλουσ ς' ϋνα ςημεύο ϐπου μποροϑςε ϊνετα να ςτρύψει —μια δεϑτερη διακλϊδωςη— κι επϋλεξε να μην το κϊνει. Ο λϐγοσ όταν απλϐσ. Παρ' ϐτι η δεξιϊ διακλϊδωςη όταν ϋνασ χωματϐδρομοσ με βαθιϋσ αυλακιϋσ και χορταριαςμϋνο ςαμϊρι ςτο κϋντρο, η αριςτερό όταν και πϊλι κανονικϐσ δρϐμοσ, φαρδϑσ, με δυο λωρύδεσ και ϊςπρη, διαχωριςτικό γραμμό. ϑμφωνα με την πυξύδα ςτο κεφϊλι του Κλαρκ, ο δρϐμοσ αυτϐσ πόγαινε καρφύ προσ το νϐτο. Μϑριζε όδη τουσ Καταρρϊχτεσ του Σϐκετι. Δεκαπϋντε χιλιϐμετρα, εύκοςι, ϊντε τριϊντα το πολϑ. Σουλϊχιςτον αυτό τη φορϊ ςκϋφτηκε να γυρύςει πύςω. ήταν το εύπε αργϐτερα ςτη Μαύρη, εκεύνη τον κούταξε με αμφιβολύα, αλλϊ όταν αλόθεια. Αποφϊςιςε να ςυνεχύςει, επειδό η Μαύρη εύχε αρχύςει ν' αναςαλεϑει ςτον ϑπνο τησ και ςκϋφτηκε ϐτι, αν γϑριζε πύςω, τα τραντϊγματα ςτισ λακκοϑβεσ του δρϐμου που εύχαν όδη περϊςει θα την ξυπνοϑςαν ςύγουρα... και τϐτε θα τον κούταζε μ' εκεύνα τα μεγϊλα γαλϊζια μϊτια τησ. Απλϔσ θα τον κούταζε. Κι αυτϐ ϋφτανε και περύςςευε. 445
Ωλλωςτε, ποιοσ ο λϐγοσ να φϊνε τουλϊχιςτον μιϊμιςη ϔρα γυρύζοντασ πύςω, ϐταν το Σϐκετι όταν μια ςτϊλα δρϐμοσ απϐ κει; Κούτα την ϊςφαλτο, ςκϋφτηκε. Εύναι ποτϋ δυνατϐν τϋτοιοσ καλοςτρωμϋνοσ δρϐμοσ να χαλϊει παρακϊτω; Ϊβαλε ταχϑτητα, οδόγηςε την Πριγκύπιςςα προσ την αριςτερό διακλϊδωςη και, φυςικϊ, ο δρϐμοσ ϊρχιςε να χαλϊει λύγο παρακϊτω. Μετϊ το πρϔτο ϑψωμα εξαφανύςτηκε η ϊςπρη γραμμό. Κι αμϋςωσ μετϊ το δεϑτερο, η ϊςφαλτοσ μεταμορφϔθηκε ςε ςτενϐ χωματϐδρομο, που τον πύεζε αςφυκτικϊ πυκνϐ δϊςοσ κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ και ο όλιοσ τϐτε το αντιλόφθηκε ο Κλαρκ για πρϔτη φορϊ —χαμόλωνε προσ τον ορύζοντα απϐ λϊθοσ μεριϊ. Η ϊςφαλτοσ τελεύωςε τϐςο απϐτομα, που ο Κλαρκ δεν πρϐλαβε να μπϊςει ομαλϊ ςτο ςκληρϐ χϔμα την Πριγκύπιςςα, που τραντϊχτηκε δυνατϊ και με θϐρυβο ςτισ αναρτόςεισ τησ. Σο τρϊνταγμα ξϑπνηςε τη Μαύρη. Ανακϊθιςε απϐτομα και κούταξε γϑρω τησ ςαςτιςμϋνη. «Ποϑ...» ϊρχιςε να λϋει. Και τϐτε, ϋτςι για να γύνει τϋλειο το όδη υπϋροχο απϐγευμα, η βραχνό φωνό του Λου Ριντ που τραγουδοϑςε το Γκουντ άβνινγκ Micneg Βαλντχϊιμ, ϋγινε ϋνα ψιλϐ, ακατϊληπτο παραλόρημα. Η Μαύρη πετϊχτηκε και πϊτηςε το κουμπύ που ϋβγαζε την καςϋτα. ήταν την τρϊβηξε απϐ την υποδοχό, ϋςυρε ξοπύςω τησ μια καφετιϊ γυαλιςτερό ςερπαντύνα: κϊμποςα μϋτρα κατεςτραμμϋνησ μαγνητοταινύασ. Η Πριγκύπιςςα ϋπεςε ςε μια ςχεδϐν απϑθμενη λακκοϑβα, ϋγειρε απϐτομα προσ τα αριςτερϊ κι ϋπειτα ανορθϔθηκε ξανϊ και βγόκε, ςαν φορτηγϐ πλούο ςε φουρτουνιαςμϋνη θϊλαςςα. «Κλαρκ;» «Μην πεισ τύποτε», τησ απϊντηςε με ςφιγμϋνα δϐντια. «Δε χαθόκαμε, θα ξαναπϋςουμε ςε ϊςφαλτο απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό —μϊλλον μετϊ το τϋρμα τησ ανηφϐρασ. Δεν ϋχουμε χαθεύ». 446
Αναςτατωμϋνη ακϐμη απϐ το ϐνειρο (παρ' ϐλο που δεν το θυμϐταν καλϊ), η Μαύρη ςϔπαςε κοιτϔντασ μελαγχολικϊ την κατεςτραμμϋνη καςϋτα ςτα χϋρια τησ. Θ' αγϐραζε καινοϑρια... αλλϊ ϐχι εδϔ ςτην ερημιϊ. Κούταξε ϋξω τα πελϔρια καμποϑρικα πεϑκα που ϋςκυβαν πϊνω απϐ το δρϐμο ςαν πειναςμϋνοι καλεςμϋνοι ςε γιορταςτικϐ τραπϋζι και ςκϋφτηκε ϐτι θ' αργοϑςαν πολϑ να φτϊςουν ςτο πληςιϋςτερο κατϊςτημα δύςκων Σϊουερ Ρϋκορντσ. Κούταξε τον Κλαρκ, πρϐςεξε τ' αναψοκοκκινιςμϋνα μϊγουλα και το ςχεδϐν ανϑπαρκτο ςτϐμα του κι αποφϊςιςε ϐτι όταν πιο ςυνετϐ να κρατόςει κλειςτϐ το δικϐ τησ, προσ το παρϐν τουλϊχιςτον. Αν ϋμενε ςιωπηλό και δεν ϋριχνε το φταύξιμο πϊνω του, ύςωσ να ερχϐταν ςτα ςυγκαλϊ του πριν αυτϐσ ο ϊθλιοσ δρϐμοσ τουσ βγϊλει ςτο ρϋμα ό ςτο βαλτϐτοπο, που ςύγουρα κατϋληγε. «Ωλλωςτε, και να όθελα δεν μπορϔ να ςτρύψω», εύπε ο Κλαρκ ςαν να εύχε προτεύνει η γυναύκα του κϊτι τϋτοιο. «Σο βλϋπω», απϊντηςε ουδϋτερα η Μαύρη. Ο Κλαρκ τησ ϋριξε μια λοξό ματιϊ. άςωσ γϑρευε ευκαιρύα ν' αρπαχτεύ, ύςωσ αιςθανϐταν ϋνοχοσ και όλπιζε ϐτι η Μαύρη δε θα όταν πολϑ τςαντιςμϋνη — ϐχι ακϐμα, δηλαδό— κι αμϋςωσ μετϊ κούταξε πϊλι μπροςτϊ. Σϔρα ςτη μϋςη του δρϐμου ϊρχιζε να ςχηματύζεται ϋνα χαμηλϐ ςαμϊρι γεμϊτο αγριϐχορτα και ο ύδιοσ ο δρϐμοσ όταν τϐςο ςτενϐσ πια, που ϋτςι και ςυναντοϑςαν ϊλλο αυτοκύνητο ο ϋνασ απϐ τουσ οδηγοϑσ θα ϋπρεπε να κϊνει πύςω. Αλλϊ το αςτεύο δεν τϋλειωνε εδϔ. Σο ϋδαφοσ πϋρα απϐ τισ δυο αυλακιϋσ ϐπου κυλοϑςε αναγκαςτικϊ το αυτοκύνητο ϋδειχνε ϐλο και περιςςϐτερο ϑποπτο. Σα χαμϐδεντρα ςτισ ϊκρεσ ϋμοιαζαν να ςτριμϔχνονται για μια θϋςη πϊνω ςτο υγρϐ χϔμα. Δεν υπόρχαν κολϐνεσ του ηλεκτρικοϑ ςε καμιϊ απϐ τισ δυο πλευρϋσ του δρϐμου. Η Μαύρη παραλύγο να το υποδεύξει ςτον Κλαρκ, αλλϊ ϋκρινε ϐτι όταν προτιμϐτερο να κρατόςει τη 447
γλϔςςα τησ λύγο ακϐμη. υνϋχιςαν αμύλητοι για λύγη ϔρα, ϔςπου πόραν μια μεγϊλη ςτροφό με αρκετϊ κατηφορικό κλύςη. Ο Κλαρκ όλπιζε κϐντρα ςε κϊθε ελπύδα, αλλϊ ο χορταριαςμϋνοσ δρϐμοσ ςυνεχιζϐταν χωρύσ καμιϊ αλλαγό και μετϊ τη ςτροφό. Ϋ μϊλλον, για την ακρύβεια, όταν λύγο ςτενϐτεροσ και πιο δυςδιϊκριτοσ απϐ πριν και εύχε αρχύςει να θυμύζει ςτον Κλαρκ δρϐμουσ που περιγρϊφονταν ςτα μυθιςτορόματα επικόσ φανταςύασ, που όταν τα αγαπημϋνα του -ϋργα των Σϋρι Μπρουκσ, τύβεν Ντϐναλντςον και Σζ. Ρ. Ρ. Σϐλκιν, φυςικϊ, του πνευματικοϑ πατϋρα ϐλων των ϊλλων. τισ ιςτορύεσ αυτϋσ, οι όρωεσ (που ςυνόθωσ εύχαν τριχωτϊ πϐδια και ςουβλερϊ αυτιϊ) ακολουθοϑςαν κϊτι τϋτοια μονοπϊτια του δϊςουσ, παρ' ϐλο που το ϋνςτικτο τουσ τουσ προειδοποιοϑςε ϐτι κινδϑνευαν, και κατϋληγαν να πολεμϊνε με ςτοιχειϊ, τερατϐμορφα πλϊςματα και ροπαλοφϐρουσ ςκελετοϑσ. «Κλαρκ...» «Ξϋρω», τησ εύπε και ξαφνικϊ κοπϊνηςε τη γροθιϊ του ςτο τιμϐνι —μια απϐτομη, ϐλο νεϑρο κύνηςη, που εύχε ςαν μοναδικϐ αποτϋλεςμα να ηχόςει η κϐρνα. «Ξϋρω», επανϋλαβε. ταμϊτηςε τη Μερςεντϋσ, που τϔρα ϋπιανε με το φϊρδοσ τησ ολϐκληρο το δρϐμο (Δρϐμο; Δαςικϐ μονοπϊτι και πολϑ του πόγαινε), ϋβαλε νεκρϊ και κατϋβηκε απϐ το αυτοκύνητο. Η Μαύρη βγόκε απϐ την ϊλλη μεριϊ, χωρύσ νεϑρα. Η ευωδιϊ των πεϑκων όταν ςωςτϐ βϊλςαμο και εύχε κϊτι μαγικϐ η γαλόνια ςιωπό, που δεν την τϊραζε κανϋνασ μηχανικϐσ όχοσ, καμιϊ ανθρϔπινη φωνό... εύχε ϐμωσ και κϊτι αϐριςτα τρομακτικϐ. Ακϐμη και οι όχοι που ακοϑγονταν -το του-ουύτ! ενϐσ πουλιοϑ μϋςα ςτισ γιγϊντιεσ, υγρϋσ φτϋρεσ, το θρϐιςμα του ανϋμου, ο ςιγανϐσ ςταθερϐσ όχοσ τησ μηχανόσ του αυτοκινότου— τϐνιζαν ακϐμα περιςςϐτερο το τεύχοσ τησ ςιωπόσ που τουσ κϑκλωνε. 448
Η Μαύρη κούταξε πϊνω απϐ την γκρύζα οροφό τησ Πριγκύπιςςασ τον Κλαρκ και ςτο βλϋμμα τησ δεν υπόρχε θυμϐσ ό επύπληξη αλλϊ καθαρό ικεςύα: Κϊνε κϊτι να βγοϑμε απϐ δω. ε παρακαλϔ. «υγνϔμη, γλυκιϊ μου», εύπε ο Κλαρκ και η ανηςυχύα που εύδε ςτο βλϋμμα του διπλαςύαςε τη δικό τησ. «Ειλικρινϊ, λυπϊμαι». Η Μαύρη πόγε να πει κϊτι, αλλϊ ο λαιμϐσ τησ εύχε φρϊξει. Ξερϐβηξε για να τον καθαρύςει και δοκύμαςε ξανϊ. «Σι θα ϋλεγεσ αν κϊναμε ϐπιςθεν;» Ο Κλαρκ το ςκϋφτηκε αρκετϊ —το αθϋατο πουλύ πρϐλαβε να ξαναςφυρύξει και να πϊρει απϊντηςη απϐ κϊποιο φιλαρϊκι του βαθϑτερα μϋςα ςτισ φυλλωςιϋσ— και τελικϊ απϋρριψε την ιδϋα. «Μϐνο ςτην ϋςχατη περύπτωςη. Εύναι τουλϊχιςτον τρύα χιλιϐμετρα ωσ τη δεϑτερη διακλϊδωςη... » «θϋλεισ να πεισ ϐτι βρόκαμε κι ϊλλη;» Ο Κλαρκ μϐρφαςε, χαμόλωςε το βλϋμμα κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Να κϊνουμε ϐπιςθεν... Βλϋπεισ πϐςο ςτενϐσ εύναι ο δρϐμοσ και πϐςο μαλακϐ το χϔμα ςτα πλϊγια. Ϊτςι και κολλόςουμε πουθενϊ... » Κοϑνηςε το κεφϊλι του κι αναςτϋναξε. «Ωρα, ςυνεχύζουμε». «Ϊτςι λϋω. Υυςικϊ, αν ο δρϐμοσ πϊει εντελϔσ κατϊ διαβϐλου παρακϊτω, θα δοκιμϊςω την ϐπιςθεν αναγκαςτικϊ». «το μεταξϑ θα ϋχουμε μπει πολϑ βαθϑτερα ςτο δϊςοσ, αν δεν απατϔμαι». Μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό εύχε καταφϋρει να μη δϔςει ςτη φωνό τησ τϐνο μομφόσ, αλλϊ δεν μπϐρεςε να κρατηθεύ ϊλλο. Ϋταν πυρ και μανύα μαζύ του αλλϊ και με τον εαυτϐ τησ, που τον εύχε αφόςει να τουσ μπλϋξει ς' αυτό την κατϊςταςη αρχικϊ και που μετϊ του ϋκανε ςυνεχϔσ το χατύρι, ϐπωσ και τϔρα. «Ναι, αλλϊ οι πιθανϐτητεσ να βροϑμε παρακϊτω ϋνα πλϊτωμα για να κϊνω ςτροφό εύναι περιςςϐτερεσ απϐ το να 449
κϊνω τρύα χιλιϐμετρα με την ϐπιςθεν χωρύσ ατϑχημα. Αν δοϑμε ϐμωσ ϐτι δε γύνεται αλλιϔσ, θα το κϊνω ςταδιακϊ —πϋντε λεπτϊ ϐπιςθεν, δϋκα λεπτϊ ςτϊςη για ξεκοϑραςη και πϊει λϋγοντασ». Σην κούταξε ςαν βρεγμϋνη γϊτα. «θα εύναι μια περιπϋτεια». «Ψ, ναι, δεν αμφιβϊλλω», εύπε η Μαύρη, κϊνοντασ ταυτϐχρονα τη ςκϋψη ϐτι ο δικϐσ τησ οριςμϐσ γι' αυτοϑ του εύδουσ τισ καταςτϊςεισ δεν όταν περιπϋτεια αλλϊ κακϐ μπλϋξιμο. «Εύςαι ςύγουροσ ϐτι δε ςυνεχύζεισ, επειδό κατϊ βϊθοσ ακϐμα πιςτεϑεισ ϐτι θα βγοϑμε ςτουσ Καταρρϊχτεσ του Σϐκετι μετϊ το επϐμενο λοφϊκι;» Για μια ςτιγμό το ςτϐμα του Κλαρκ εξαφανύςτηκε εντελϔσ και η Μαύρη προετοιμϊςτηκε για ϋκρηξη θιγμϋνου αντρικοϑ εγωιςμοϑ. ίςτερα τον εύδε να κρεμϊει τουσ ϔμουσ και να ςκϑβει το κεφϊλι του. Κι εκεύνη τη ςτιγμό εύδε το πϔσ θα όταν ο ϊντρασ τησ ςε τριϊντα χρϐνια, πρϊγμα που την τρϐμαξε πολϑ περιςςϐτερο απϐ την τωρινό τουσ δϑςκολη θϋςη, ςτη μϋςη του πουθενϊ. «ήχι», τησ απϊντηςε. «Ϊχω αποκλεύςει το Σϐκετι. Ϊνασ απϐ τουσ βαςικοϑσ ταξιδιωτικοϑσ κανϐνεσ ςτην Αμερικό εύναι ϐτι οι δρϐμοι που δεν ϋχουν κολϐνεσ ηλεκτρικοϑ τουλϊχιςτον απϐ τη μια πλευρϊ τουσ δε βγϊζουν πουθενϊ». Ωρα το εύχε προςϋξει κι αυτϐσ. «Ϊλα», τησ εύπε, ξαναμπαύνοντασ ςτο αυτοκύνητο, «θα βϊλω τα δυνατϊ μου να ξεμπλϋξουμε απϐ δω. Και την επϐμενη φορϊ θα ς' ακοϑςω». Ναι, ςύγουρα, ςκϋφτηκε η Μαύρη. Παρ' ϐλο που ϋνιωθε φουρκιςμϋνη και κουραςμϋνη, τησ όρθε να γελϊςει. Αυτϐ το ϋχω ξανακοϑςει Και πριν προλϊβει ο Κλαρκ να βϊλει ταχϑτητα και να ξεκινόςει, ϊπλωςε το χϋρι τησ και ςκϋπαςε το δικϐ του πϊνω ςτο λεβιϋ. «Σο πιςτεϑω ϐτι θα μ' ακοϑςεισ την επϐμενη φορϊ», του εύπε, μετατρϋποντασ τα λϐγια του ςε υπϐςχεςη. «Σϔρα ϐμωσ κούταξε να ξεμπλϋξουμε». «Μεύνε όςυχη», εύπε ο Κλαρκ. 450
«Και πρϐςεχε». «Μεύνε όςυχη και γι' αυτϐ». Σησ χϊριςε ϋνα αχνϐ χαμϐγελο, που την ϋκανε να νιϔςει καλϑτερα κι ϋβαλε ταχϑτητα. Η μεγϊλη γκρύζα Μερςεντϋσ, εντελϔσ εκτϐσ τϐπου μϋςα ςτο πυκνϐ εκεύνο δϊςοσ, ξανϊρχιςε να προχωρϊει ςτο ςτενϐ, ςκιερϐ χωματϐδρομο. Προχϔρηςαν ϊλλο ϋνα χιλιϐμετρο ςϑμφωνα με το μετρητό, χωρύσ ν' αλλϊξει τύποτε εκτϐσ απϐ το φϊρδοσ του δρϐμου ϐπου κινοϑνταν: ϋγινε ακϐμα ςτενϐτεροσ. Η Μαύρη ςκϋφτηκε ϐτι τα ροζιαςμϋνα πεϑκα δε θϑμιζαν πια πειναςμϋνουσ καλεςμϋνουσ ςε μπουφϋ αλλϊ αρρωςτημϋνα περύεργουσ θεατϋσ ςτον τϐπο ενϐσ μακϊβριου ατυχόματοσ. Αν ο δρϐμοσ ςτϋνευε κι ϊλλο, τα κλαδιϊ των δϋντρων θα ςϋρνονταν ςτα πλϊγια και ςτην οροφό του αυτοκινότου καθϔσ θα περνοϑςε ανϊμεςα τουσ. ήςο για το ϋδαφοσ κϊτω απϐ τα δϋντρα, απϐ υγρϐ εύχε γύνει λαςπϔδεσ. Η Μαύρη διϋκρινε λακκοϑβεσ γεμϊτεσ ςτϊςιμο νερϐ, κύτρινο απϐ τη γϑρη των πεϑκων ό ςτρωμϋνο με ξερϋσ πευκοβελϐνεσ. Η καρδιϊ τησ χτυποϑςε πολϑ γρόγορα και κϊνα δυο φορϋσ ϋπιαςε τον εαυτϐ τησ να τρϔει τα νϑχια τησ, ςυνόθεια που πύςτευε ϐτι την εύχε κϐψει οριςτικϊ, ϋνα χρϐνο πριν παντρευτεύ τον Κλαρκ. Εύχε αρχύςει να ςυνειδητοποιεύ πωσ, αν κολλοϑςαν τϔρα, ςύγουρα θα περνοϑςαν τη νϑχτα κουλουριαςμϋνοι μϋςα ςτη Μερςεντϋσ. Γιατύ αυτϐ το δϊςοσ όταν γεμϊτο ζϔα —τα εύχε ακοϑςει που ϋτρεχαν μϋςα ςτισ φυλλωςιϋσ. Μερικϊ ϋκαναν αρκετϐ θϐρυβο, ϋτςι που θα μποροϑςαν να εύναι αρκοϑδεσ. Η ςκϋψη ϐτι μπορεύ να αντύκριζαν ξαφνικϊ πύςω τουσ μια αρκοϑδα, ενϔ θα ςτϋκονταν απελπιςμϋνοι δύπλα ςτη Μερςεντϋσ που θα εύχε κολλόςει ςτισ λϊςπεσ, την ϋκανε να ξεροκαταπιεύ. «Κλαρκ, νομύζω πωσ πρϋπει να τα παρατόςουμε και να δοκιμϊςουμε την ϐπιςθεν. Εύναι όδη περαςμϋνεσ τρεισ...» «Κούτα», τη διϋκοψε ο Κλαρκ δεύχνοντασ κϊπου μπροςτϊ. «Πινακύδα δεν εύναι αυτϐ εκεύ πϋρα;» 451
Η Μαύρη τεντϔθηκε μπροςτϊ κοιτϔντασ πϋρα απϐ το παρμπρύζ. Ο χωματϐδρομοσ ανηφϐριζε προσ την κορυφογραμμό μιασ δαςωμϋνησ πλαγιϊσ. Ακριβϔσ πϊνω ςτην κορυφό φαινϐταν ϋνα λαμπερϐ μπλε ορθογϔνιο. «Ναι, μοιϊζει με πινακύδα». «Ψραύα! Μπορεύσ να διαβϊςεισ τι γρϊφει;» «Βεβαύωσ. Γρϊφει ΑΝ ΥΣΑΑΣΕ Ψ ΕΔΨ, ΣΗΝ ΕΦΕΣΕ ΒΑΧΕΙ». Ο Κλαρκ τησ ϋριξε ϋνα βλϋμμα μιςοεκνευριςμενο, μιςοτρυφερϐ. «Πολϑ αςτεύο, Μαύρη». «Ευχαριςτϔ, Κλαρκ. Κϊνω ϐ,τι μπορϔ». «θα πϊμε ωσ την κορυφό, θα δοϑμε τι γρϊφει η πινακύδα και τι υπϊρχει μετϊ το ϑψωμα. Αν δε δοϑμε τύποτε ελπιδοφϐρο, γυρύζω πύςω. ϑμφωνοι;» «ϑμφωνοι». Ο Κλαρκ τησ χτϑπηςε τρυφερϊ το μηρϐ και ςυνϋχιςε να οδηγεύ, αργϊ και προςεκτικϊ. Η Μερςεντϋσ προχωροϑςε τϐςο αργϊ που ακοϑγονταν τ' αγριϐχορτα απϐ το ςαμϊρι του δρϐμου να τρύβονται πϊνω ςτο ςαςύ. Η Μαύρη ϊρχιςε να διακρύνει τι ϋγραφε η πινακύδα, αλλϊ ςτην αρχό νϐμιςε πωσ ϋκανε λϊθοσ, δεν όταν δυνατϐν —παραόταν τρελϐ. Πληςύαζαν ϐμωσ και οι λϋξεισ που εύχε πρωτοδιαβϊςει δεν ϊλλαζαν. «Γρϊφει αυτϐ που νομύζω ϐτι γρϊφει;» ρϔτηςε ο Κλαρκ. Η Μαύρη γϋλαςε ςιγανϊ, ςαςτιςμϋνη. «Ναι, μϐνο που φοβϊμαι ϐτι κϊποιοσ την ϋβαλε εκεύ για να κϊνει πλϊκα. Εςϑ τι λεσ;» «Εγϔ αποφεϑγω τισ λογικϋσ ςκϋψεισ, ϐλο ςε μπελϊδεσ με βϊζουν. Βλϋπω ϐμωσ κϊτι ϊλλο που δεν εύναι φϊρςα. Κούτα!» Καμιϊ εικοςαριϊ μϋτρα μετϊ την πινακύδα, λύγο πριν απϐ την κορυφογραμμό του λϐφου, ο δρϐμοσ φϊρδαινε αιςθητϊ, γινϐταν και πϊλι ϊςφαλτοσ με δυο λωρύδεσ και ϊςπρη διαχωριςτικό γραμμό. Η Μαύρη ϋνιωςε το ϊγχοσ να κατρακυλϊει απϐ το ςτόθοσ τησ ςαν ογκϐλιθοσ κι ανϊςανε βαθιϊ. 452
Ο Κλαρκ χαμογελοϑςε. «Δεν εύναι υπϋροχο;» Η Μαύρη κοϑνηςε ζωηρϊ το κεφϊλι, χαμογελϔντασ κι αυτό . Ϊφταςαν μπροςτϊ ςτην πινακύδα και ο Κλαρκ ςταμϊτηςε το αυτοκύνητο. Σην ξαναδιϊβαςαν: Καλϔσ Ορύςατε ςτον Παρϊδειςο του Ροκ εντ Ρολ ΕΔΨ ΜΑΓΕΙΡΕΤΟΤΜΕ ΜΕ ΓΚΑΖΙ! ΣΟ ΙΔΙΟ ΘΑ ΚΑΝΕΣΕ ΚΙ ΕΕΙ. «Πρϋπει να εύναι αςτεύο», επανϋλαβε η Μαύρη. «άςωσ ϐχι». «Μια κωμϐπολη που λϋγεται Ροκ εντ Ρολ; Κϐψε κϊτι, Κλαρκ». «Γιατύ ϐχι; Τπϊρχει η Αλόθεια και υνϋπειεσ ςτο Νιου Μεξικϐ, ο τεγνϐσ Καρχαρύασ ςτη Νεβϊδα και μια πϐλη ςτην Πενςιλβϊνια που λϋγεται υνουςύα. Γιατύ λοιπϐν να μην υπϊρχει κι ϋνασ Παρϊδειςοσ του Ροκ εντ Ρολ ςτο ήρεγκον ;» Η Μαύρη γϋλαςε κεφϊτα. Η αύςθηςη ανακοϑφιςησ όταν πραγματικϊ απύςτευτη. «Απϐ το μυαλϐ ςου το ϋβγαλεσ». «Ποιο;» «Ση υνουςύα τησ Πενςιλβϊνια». «ήχι. Ο Ραλφ Γκύνζμπεργκ προςπϊθηςε κϊποτε να ςτεύλει απϐ κει ϋνα περιοδικϐ που λεγϐταν Ϊρωσ. Για να ϋχει τη ςφραγύδα του τοπικοϑ ταχυδρομεύου. Και οι ομοςπονδιακού δεν τον ϊφηςαν. Ορκύζομαι. Ποιοσ ξϋρει; Μπορεύ αυτό η πϐλη να ξεκύνηςε ςαν κοινϐβιο χύπηδων, τη δεκαετύα του '60. Με τα χρϐνια ϋγινε κανονικϐ χωριϐ, αλλϊ το αρχικϐ ϐνομα ϋμεινε». Σον Κλαρκ τον εύχε ςυγκινόςει η ιδϋα· την ϋβριςκε αςτεύα και πολϑ γλυκιϊ ςυνϊμα. «Ωλλωςτε, δεν ϋχει ςημαςύα. Σο μϐνο που μετρϊει εύναι ϐτι ξαναβρόκαμε ϊςφαλτο, κοϑκλα μου. Ϊνα δρϐμο ϐπου το αυτοκύνητο πϊει κανονικϊ». Η Μαύρη ςυγκατϋνευςε. «Πϊμε, λοιπϐν... αλλϊ πρϐςεχε». «Μην ανηςυχεύσ». Ο Κλαρκ ανϋβαςε την Πριγκύπιςςα ςτον ομαλϐ δρϐμο, που δεν όταν τελικϊ ϊςφαλτοσ αλλϊ κϊποιο ςυνθετικϐ οδϐςτρωμα χωρύσ την παραμικρό λακκουβύτςα ό ϊλλο ελϊττωμα. «Προςϋχω ςαν...» 453
Εκεύνη τη ςτιγμό ϋφταςαν ςτην κορυφό και ο Κλαρκ δεν απϐςωςε ποτϋ τη φρϊςη του, γιατύ του κϐπηκε η λαλιϊ. Πϊτηςε φρϋνο τϐςο απϐτομα, που μπλϐκαραν οι ζϔνεσ αςφαλεύασ και των δυο τουσ και ϑςτερα ςταμϊτηςε το αυτοκύνητο επιτϐπου βϊζοντασ νεκρϐ και τραβϔντασ χειρϐφρενο. «Φριςτϐσ και Παναγύα!» εύπε ο Κλαρκ. Ϊμειναν καθιςμϋνοι ςτη ςταματημϋνη Μερςεντϋσ και χϊζευαν με το ςτϐμα ανοιχτϐ την πϐλη ςτουσ πρϐποδεσ τησ πλαγιϊσ. Η πϐλη όταν ϋνα διαμϊντι που φϔλιαζε ςτο κϋντρο μιασ μικρόσ, καταπρϊςινησ κοιλϊδασ. Η ομοιϐτητα με τα τοπύα ςτουσ πύνακεσ του Νϐρμαν Ρϐκγουελ ό τισ εικονογραφόςεισ ςτα βιβλύα των Κοϑριερ & Ωιβσ όταν, για τη Μαύρη τουλϊχιςτον, εκπληκτικό. Εύπε ςτον εαυτϐ τησ ϐτι όταν ζότημα γεωγραφικόσ θϋςησ: ο τρϐποσ που ο δρϐμοσ κατηφϐριζε με φιδογυρύςματα προσ την κοιλϊδα· ο τρϐποσ που η πϐλη όταν περικυκλωμϋνη απϐ πυκνϐ, βαθυπρϊςινο δϊςοσ —μεραρχύεσ απϐ γϋρικα, πυκνϊ κωνοφϐρα φϑτρωναν ςε αφθονύα πϋρα απϐ τα λιγοςτϊ ανοιχτϊ χωρϊφια. Αλλϊ δεν όταν μϐνο η γεωγραφικό θϋςη και μϊλλον το εύχε καταλϊβει και ο Κλαρκ. Τπόρχε διϊχυτη μια τϋλεια ςυμμετρύα ςτην εικϐνα. Σα καμπαναριϊ των δυο εκκληςιϔν, για παρϊδειγμα, ϋνα ςτο βορινϐ ϊκρο τησ πϐλησ κι ϋνα ςτο νϐτιο. Σο μακρϐςτενο κτύριο με την κϐκκινη ςτϋγη πϋρα ςτ' ανατολικϊ, που πρϋπει να όταν το δημοτικϐ ςχολεύο. Σο ϊλλο με το πϋτρινο ρολϐι και το δορυφορικϐ πιϊτο που μϊλλον όταν το δημαρχεύο. Σα ςπύτια φαύνονταν ϐλα απύςτευτα καλοφτιαγμϋνα και τακτικϊ, ςχεδϐν κουκλύςτικα, το εύδοσ των ςπιτιϔν που ϋβλεπεσ μϐνο ςτισ προπολεμικϋσ διαφημύςεισ κτηματομεςιτικϔν γραφεύων, ςε ςελύδεσ περιοδικϔν ςαν το ϊτερντεώ άβνινγκ Ποςτ ό το Αμϋρικαν Μϋρκιουρι. Αν ϋβγαινε και καπνϐσ απϐ μερικϋσ καμινϊδεσ, θα όταν ςωςτό ζωγραφιϊ, ςκϋφτηκε η Μαύρη και, μετϊ απϐ λύγη 454
προςεκτικό παρατόρηςη, εύδε και καπνϐ. Εντελϔσ ξαφνικϊ, τησ όρθε ςτο νου μια ιςτορύα απϐ το βιβλύο του Ρϋι Μπρϊντμπερι Σα Φρονικϊ του Ωρη. «Ο Ωρησ Εύναι ο Παρϊδειςοσ» λεγϐταν το διόγημα και ς' αυτϐ οι Αρειανού εύχαν μαςκαρϋψει ϋξυπνα το ςφαγεύο, ϔςτε να μοιϊζει ςαν την πϐλη των ονεύρων του καθενϐσ. «τρύψε να φϑγουμε», εύπε ξαφνικϊ. «Ϊχει αρκετϐ χϔρο εδϔ, ςε παύρνει». Ο Κλαρκ ςτρϊφηκε αργϊ και την κούταξε, ςαν να εύχε ν' αντιμετωπύςει μια τρελό. «Αγϊπη μου, τι ςτην ευχό...» «Κϊτι δε μ' αρϋςει». Η Μαύρη ϋνιωςε τα μαγουλϊ τησ να φλογύζονται, αλλϊ αδιαφϐρηςε γι' αυτϐ, ϐπωσ και για την ϋκφραςη του Κλαρκ. «Μου θυμύζει μια τρομακτικό ιςτορύα που εύχα διαβϊςει μικρό». Ϊκανε μια παϑςη. «Μου θυμύζει επύςησ το Ζαχαρϋνιο πύτι τησ μϊγιςςασ, ςτο παραμϑθι Φϊνςελ και Γκρετελ». Δεν Σο Πιςτεϑω, ϋλεγε το ϑφοσ του Κλαρκ και η Μαύρη ςυνειδητοπούηςε ϐτι όταν αποφαςιςμϋνοσ να κατεβεύ ς' εκεύνη την πϐλη. Η αιτύα όταν και πϊλι μια απϐτομη ϋκκριςη τεςτοςτερϐνησ ςτο αντρικϐ αύμα του, παρϐμοια μ' εκεύνη που τουσ εύχε βγϊλει απϐ τον κεντρικϐ δρϐμο αρχικϊ. Ο Κλαρκ όθελε πϊλι να εξερευνόςει. Ϋθελε κι ϋνα ςουβενύρ, φυςικϊ. Ϊνα μπλουζϊκι αγοραςμϋνο ςτο τοπικϐ μαγαζύ θα όταν ϐ,τι ϋπρεπε. Ϊνα που να γρϊφει ΠΗΓΑ ΣΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΟ ΣΟΤ ΡΟΚ ΕΝΣ ΡΟΛ -ΣΕΛΙΚΑ, ΕΦΟΤΝ ΕΝΑ ΣΡΟΜΕΡΟ ΤΓΚΡΟΣΗΜΑ θα όταν το ιδανικϐ. «Αγϊπη μου... » Ϋταν η γλυκιϊ, τρυφερό φωνό που χρηςιμοποιοϑςε ο Κλαρκ ϐποτε όθελε να την καλοπιϊςει για να του κϊνει το χατύρι, ϐποτε όταν αποφαςιςμϋνοσ να περϊςει το δικϐ του οπωςδόποτε. 455
«Ψ, πϊψε! Αν θϋλεισ να μ' ευχαριςτόςεισ ϋςτω και μια φορϊ, κϊνε ςτροφό να γυρύςουμε πύςω ςτην Εθνικό 58. Αν το κϊνεισ, απϐψε θα ςου δϔςω ζαχαρύτςα. Διπλό μερύδα, αν τραβϊει πϊλι η ϐρεξη ςου». Κρατϔντασ το τιμϐνι με τα χϋρια τεντωμϋνα και με τα μϊτια του ςτυλωμϋνα ύςια μπροςτϊ, ο Κλαρκ αναςτϋναξε βαθιϊ και ξεφϑςηξε φουςκϔνοντασ τα μαγουλϊ του. Σελικϊ, εύπε χωρύσ να την κοιτϊξει: «Κούτα ςτην απϋναντι μεριϊ τησ κοιλϊδασ. Βλϋπεισ το δρϐμο που ανηφορύζει την αντικρινό πλαγιϊ;» «Σον βλϋπω». «Βλϋπεισ πϐςο φαρδϑσ εύναι; Πϐςο ομαλϐσ; Σι ωραύα ϊςφαλτο ϋχει;» «Ωλλο εύναι το ζότημα, Κλαρκ...» «Κούτα! Βλϋπω ϋνα πραγματικϐ λεωφορεύο ς' αυτϐν το δρϐμο». Σησ ϋδειξε με το δϊχτυλο ϋνα κύτρινο φορτηγϊκι, ςαν ςχολικϐ, που κατηφϐριζε την απϋναντι πλαγιϊ με κατεϑθυνςη προσ την πϐλη. Η μεταλλικό οροφό του λαμπϑριζε ςτο ζεςτϐ, δυνατϐ φωσ του απογευματινοϑ όλιου. «την απϐ κει πλευρϊ του κϐςμου, υπϊρχει τουλϊχιςτον ϋνα ϐχημα». «Ναι, αλλϊ...» Ο Κλαρκ ϊρπαξε το χϊρτη που όταν αφημϋνοσ πϊνω ςτην κονςϐλα κι ϐταν ςτρϊφηκε και την κούταξε, η Μαύρη διαπύςτωςε ςοκαριςμϋνη ϐτι, παρϊ τη γλυκιϊ φωνό και τον τρυφερϐ τϐνο, ςτην πραγματικϐτητα όταν πϊρα πολϑ τςαντιςμϋνοσ μαζύ τησ. «Ωκου, Μαύρη, να ςου τα πω μια και καλό, για να μη μου παραπονιϋςαι αργϐτερα. άςωσ μπορϔ να ςτρύψω εδϔ, εύναι φαρδϑτεροσ ο δρϐμοσ, ςϑμφωνοι, αλλϊ δεν εύμαι απϐλυτα ςύγουροσ ϐτι με παύρνει. Και το χϔμα ςτα πλϊγια, εμϋνα μου φαύνεται ςαν λϊςπη». «Κλαρκ, μη μου φωνϊζεισ, ςε παρακαλϔ. Με πιϊνει πονοκϋφαλοσ» . 456
Ο Κλαρκ ϋκανε μια προςπϊθεια να χαμηλϔςει τον τϐνο. «Ϊςτω ϐτι ςτρύψαμε, θϋλουμε τριϊντα χιλιϐμετρα το λιγϐτερο ωσ την 58, απϐ τον ύδιο κωλϐδρομο που μϐλισ βγόκαμε... » «Σριϊντα χιλιϐμετρα δεν εύναι πϊρα πολλϊ». Η Μαύρη προςπϊθηςε ν' ακουςτεύ αμετϊπειςτη, αλλϊ όξερε ϐτι οι αντιςτϊςεισ τησ εύχαν αρχύςει να κϊμπτονται. Σησ πϋραςε τϐτε η υποψύα ϐτι ϋτςι κατϊφερναν οι ϊντρεσ να περνϊει πϊντα το δικϐ τουσ· ϐχι επειδό εύχαν δύκιο, αλλϊ επειδό δεν υποχωροϑςαν ποτϋ. Τποςτόριζαν την ϊποψη τουσ με τον ύδιο τρϐπο που ϋπαιζαν ποδϐςφαιρο κι αν δεν υποχωροϑςεσ ϋγκαιρα, θα κατϋληγεσ να ϋχεισ ϋνα ςωρϐ μελανιϋσ ςτην ψυχό ςου ςτο τϋλοσ τησ ςυζότηςησ. «Δεν εύπα ϐτι εύναι πολλϊ τριϊντα χιλιϐμετρα», τησ ϋλεγε τϔρα, με τον πιο γλυκϐ και ςυγκαταβατικϐ τϐνο του, που ϐμωσ υπαινιςςϐταν: Απορϔ Πϔσ Δε ' Ϊχω τραγγαλύςει Ακϐμα, Μαύρη. «κϋψου ϐμωσ τα υπϐλοιπα ογδϐντα που θα κϊνουμε προσ τα πύςω, ςτην ύδια διαδρομό, αφοϑ βγοϑμε ςτην 58!» «Μιλϊσ ςαν να πρϋπει να προλϊβουμε κανϋνα τρϋνο, Κλαρκ!» «Απλϔσ τςαντύζομαι με την παραξενιϊ ςου. Ρύχνεισ μια ματιϊ ς' αυτό την πανϋμορφη πϐλη με το τϐςο χαριτωμϋνο ϐνομα, μου ανακοινϔνεισ ϐτι ςου θυμύζει το Παραςκευό και 13, Νοϑμερο Εύκοςι ό κϊποια ϊλλη βλακεύα του εύδουσ και ζητϊσ να γυρύςουμε πύςω- ήταν αυτϐσ εκεύ ο δρϐμοσ...» Ϊδειξε προσ την απϋναντι πλαγιϊ τησ κοιλϊδασ, «...ϋχει ςαφϔσ νϐτια κατεϑθυνςη. Δεν πρϋπει να εύναι πϊνω απϐ μιςό ϔρα οδόγηςη απϐ δω ωσ το Σϐκετι». «Σο ύδιο μου εύχεσ πει και ςτο ήουκριτζ —πριν ξεκινόςουμε για τη Βϐλτα ςτο Δϊςοσ του Μυςτηρύου». Ο Κλαρκ την κούταξε μερικϊ δευτερϐλεπτα αμύλητοσ, με το ςτϐμα του ςουφρωμϋνο ςαν κουλουριαςμϋνη γαρύδα, και υςτϋρα χοϑφτωςε φουρκιςμϋνοσ το λεβιϋ. «Εντϊξει», γρϑλιςε. 457
«Γυρύζουμε πύςω. Αν ϐμωσ ςυναντόςουμε αυτοκύνητο ςτο δρϐμο, Μαύρη, ϋςτω και ϋνα αυτοκύνητο αν ςυναντόςουμε ς' αυτϐν το δρϐμο, θα καταλόξουμε να γυρύζουμε με την ϐπιςθεν προσ τον Παρϊδειςο του Ροκ εντ Ρολ. Οπϐτε... » Για δεϑτερη φορϊ την ύδια μϋρα, η Μαύρη ϋπιαςε το χϋρι του Κλαρκ πϊνω ςτο λεβιϋ πριν βϊλει ταχϑτητα. «υνϋχιςε», του εύπε. «Μϊλλον εςϑ ϋχεισ δύκιο κι εγϔ φϋρομαι ςαν ανϐητη». Για να υποχωρϔ με τϋτοιο τρϐπο πρϋπει να ϋχω ανατραφεύ με την υποταγό ςτο μεδοϑλι μου, ςκϋφτηκε. Ϋ αυτϐ ό ϋχω βαρεθεύ να τςακϔνομαι μαζύ του. Σρϊβηξε το χϋρι τησ, αλλϊ ο Κλαρκ δεν ξεκύνηςε. Σην κούταζε επύμονα. «Μϐνο αν εύςαι ςύγουρη», τησ εύπε. Κι αυτϐ όταν πραγματικϊ το αποκορϑφωμα. Η νύκη δεν του αρκοϑςε. Η απϐφαςη ϋπρεπε να εύναι ομϐφωνη. Πολλϋσ φορϋσ ςτο παρελθϐν του εύχε παραχωρόςει την ομοφωνύα που ζητοϑςε, ϋςτω κι αν κατϊ βϊθοσ δε ςυμφωνοϑςε με την επιλογό του, αλλϊ τϔρα διαπύςτωςε ϐτι τησ όταν αδϑνατο να το κϊνει. «Δεν εύμαι ςύγουρη», του απϊντηςε. «Αν με ϊκουγεσ πραγματικϊ αντύ να νοιϊζεςαι μϐνο πϔσ θα περϊςει το δικϐ ςου, θα το εύχεσ καταλϊβει απϐ την αρχό. Μϊλλον εςϑ ϋχεισ δύκιο κι εγϔ παραλογύζομαι. Σα επιχειρόματα ςου ςτϋκουν πολϑ περιςςϐτερο απϐ τα δικϊ μου, το παραδϋχομαι, και εύμαι ϋτοιμη να ς' ακολουθόςω, αλλϊ αυτϐ δεν αλλϊζει το πϔσ αιςθϊνομαι. Να με ςυγχωρεύσ λοιπϐν που αυτό τη φορϊ δε θα κϊνω και τη μαζορϋτα ςτο γόπεδο, φωνϊζοντασ Εμπρϐσ Αρχηγϋ Για τη Νύκη». «Φριςτϋ μου!» ϋκανε ο Κλαρκ. Εύχε μια ϋκφραςη αμηχανύασ, αςυνόθιςτη και κατϊ κϊποιο τρϐπο αντιπαθητικό, που θϑμιζε κακομαθημϋνο αγϐρι που το ϋχουν μαλϔςει. «Ϊχεισ τα νεϑρα ςου ςόμερα, πιτςουνϊκι μου». «Μπορεύ», του απϊντηςε, ελπύζοντασ να μην καταλϊβει πϐςο την εύχε ενοχλόςει αυτϐ το ςυγκεκριμϋνο γλυκϐλογο. Ϋταν τριϊντα δϑο χρονϔν, διϊβολε, κι αυτϐσ ςαρϊντα ενϐσ. Ϊνιωθε 458
πια πολϑ μεγϊλη για να εύναι το πιτςουνϊκι κϊποιου και, κατϊ τη γνϔμη τησ, και ο Κλαρκ όταν αρκετϊ μεγϊλοσ πια για να χρειϊζεται ϋνα. ίςτερα η αμόχανη ϋκφραςη χϊθηκε απϐ το πρϐςωπο του κι αντύκριςε ξανϊ τον Κλαρκ που τϐςο τησ ϊρεςε, αυτϐν με τον οπούο πύςτευε πραγματικϊ ϐτι θα μποροϑςε να περϊςει την υπϐλοιπη ζωό τησ. «Κι ϐμωσ θα ςου πόγαινε η φουςτύτςα τησ μαζορϋτασ», εύπε, παριςτϊνοντασ πωσ αξιολογοϑςε τϊχα το μόκοσ των μηρϔν τησ. «Θα όςουν κϐμματοσ». «Εύςαι παλαβϐσ, Κλαρκ», εύπε η Μαύρη και χαμογϋλαςε παρϊ τη θϋληςη τησ. «Πολϑ ςωςτϊ, κυρύα μου», ςυμφϔνηςε ο Κλαρκ βϊζοντασ ταχϑτητα. Η πϐλη δεν εύχε προϊςτια, εκτϐσ αν μετροϑςαν ωσ τϋτοια τα λιγοςτϊ χωρϊφια που την τριγϑριζαν. Ση μια ςτιγμό κατηφϐριζαν ϋνα ςτενϐ, ςκιερϐ δρϐμο ςαν γαλαρύα μϋςα ςτο δϊςοσ· την επϐμενη εύχαν δεξιϊ κι αριςτερϊ τουσ χωραφϊκια με ξερϊ ςπαρτϊ· και τη μεθεπϐμενη προςπερνοϑςαν ϐμορφα, νοικοκυρεμϋνα ςπιτϊκια. Η πϐλη όταν όςυχη αλλϊ ϐχι ϋρημη. Εύδαν μερικϊ αυτοκύνητα να κινοϑνται αργϊ ςτουσ πεντ' ϋξι διαςταυροϑμενουσ δρϐμουσ που αποτελοϑςαν το κϋντρο και καμιϊ δεκαριϊ πεζοϑσ να ςεργιανύζουν ςτα φαρδιϊ πεζοδρϐμια. Ο Κλαρκ ϋβγαλε το χϋρι του απϐ το παρϊθυρο και χαιρϋτηςε ϋνα γυμνϐςτηθο κϑριο με ςτρογγυλϐ ςτομαχϊκι, που πϐτιζε το γραςύδι του πύνοντασ ταυτϐχρονα μπύρα απϐ ϋνα κουτϊκι. Ο ϊντρασ ακολοϑθηςε την πορεύα του αυτοκινότου με το βλϋμμα του, αλλϊ δεν ανταπϋδωςε το χαιρετιςμϐ. Η Κεντρικό Οδϐσ όταν ςωςτϐσ πύνακασ του Νϐρμαν Ρϐκγουελ και η αύςθηςη αυτό όταν τϐςο ιςχυρό εδϔ, που ϊγγιζε τα ϐρια του ντεζϊ βυ. Σα πεζοδρϐμια ςκύαζαν μεγϊλεσ, γϋρικεσ βελανιδιϋσ, που όταν ακριβϔσ τα κατϊλληλα δϋντρα. Δε 459
χρειαζϐταν να δεισ το μοναδικϐ πανδοχεύο τησ πϐλησ για να βεβαιωθεύσ ϐτι λεγϐταν Δροςοςταλύδα κι ϐτι εύχε ϋνα φωτεινϐ διαφημιςτικϐ ρολϐι τησ Μπαντβϊιζερ πϊνω απϐ το μπαρ. Υυςικϊ το κουρεύο λεγϐταν Ευπρϋπεια, το καθαριςτόριο Κρύνοσ και ςτην ταμπϋλα του οπωροπωλεύου, που φυςικϊ λεγϐταν Η Αφθονύα, όταν ζωγραφιςμϋνο ϋνα πανϋρι με φροϑτα. Σο κατϊςτημα μικρϔν ζϔων (με μια χειρϐγραφη πινακύδα ςτη βιτρύνα του να αναγγϋλλει ΓΑΣΑΚΙΑ ΙΑΜ) λεγϐταν βεβαύωσ Ο Ωςπροσ Κοϑνελοσ. ήλα όταν τϐςο ςωςτϊ, που ςου ερχϐταν να χϋςεισ και να φϑγεισ. Και το ςωςτϐτερο απ' ϐλα όταν η κεντρικό πλατεύα τησ πϐλησ. Πϊνω απϐ το κιϐςκι τησ μπϊντασ κρεμϐταν μια επιγραφό, που η Μαύρη μπϐρεςε εϑκολα να τη διαβϊςει απϐ εκατϐ μϋτρα μακριϊ: ΜΕΓΑΛΗ ΤΝΑΤΛΙΑ ΑΠΟΧΕ ϋγραφε. Ξαφνικϊ ςυνειδητοπούηςε ϐτι την όξερε αυτό την πϐλη. Σην εύχε δει πολλϋσ φορϋσ ςτην τηλεϐραςη, αργϊ το βρϊδυ. Δεν όταν το ςατανικϐ ϐραμα του Ρϋι Μπρϊντμπερι οϑτε το ζαχαρϋνιο ςπιτϊκι του παραμυθιοϑ. Ετοϑτο το μϋροσ θϑμιζε περιςςϐτερο απϐ καθετύ την Παρϊξενη Μικρό Πϐλη, ϐπου κατϋληγαν οι όρωεσ ςτα διϊφορα επειςϐδια τησ Ζϔνησ του Λυκϐφωτοσ. Η Μαύρη ϋςκυψε προσ τη μεριϊ του ϊντρα τησ και του εύπε με χαμηλό, δυςούωνη φωνό. «Δεν ταξιδεϑουμε ςε μια διϊςταςη φωτϐσ και όχου, Κλαρκ, αλλϊ ςε μια διϊςταςη του νου. Κούτα!» Δεν ϋδειξε κϊτι ςυγκεκριμϋνο, αλλϊ μια γυναύκα που ςτεκϐταν ϋξω απϐ το ραφεύο τησ πϐλησ εύδε τη χειρονομύα τησ και τησ χϊριςε ϋνα αχνϐ, καχϑποπτο χαμϐγελο. «Σι να κοιτϊξω;» ρϔτηςε ο Κλαρκ. Ακουγϐταν πϊλι τςαντιςμϋνοσ, επειδό αυτό τη φορϊ καταλϊβαινε για τι ακριβϔσ του μιλοϑςε, υπϋθεςε η Μαύρη. «Βλϋπω μια πινακύδα τησ τροχαύασ εκεύ μπροςτϊ! Μπαύνουμε ςε...» 460
«Ψ, πϊψε πια!» φϔναξε ο Κλαρκ και ξαφνικϊ ϋςτριψε απϐτομα το τιμϐνι και ϋβαλε το αυτοκύνητο ςε μια απϐ τισ ϊδειεσ θϋςεισ για πϊρκινγκ, ςτη μϋςη περύπου τησ Κεντρικόσ Οδοϑ. «Κλαρκ!» οϑρλιαξε ςχεδϐν η Μαύρη. «Σι κϊνεισ;» Εκεύνοσ τησ ϋδειξε ϋνα χαμηλϐ μαγαζύ, με την ϐχι και τϐςο χαριτωμϋνη επιγραφό Καφεςτιατϐριο Ροκ-α-Μποϑγκι. «Διψϊω, θα πϊω μϋςα να πιω μια Πϋπςι. Δεν εύναι ανϊγκη να ϋρθεισ. Κϊτςε εδϔ και περύμενε. Κλεύδωςε ϐλεσ τισ πϐρτεσ, αν θϋλεισ». Και μ' αυτϐ, ϊνοιξε την πϐρτα του να βγει. Με το που κατϋβαςε τα πϐδια ςτο δρϐμο, η Μαύρη τον γρϊπωςε απϐ το μπρϊτςο. «Κλαρκ, μη, ςε παρακαλϔ». 'ήταν ςτρϊφηκε και την κούταξε, η Μαύρη κατϊλαβε αμϋςωσ ϐτι δεν ϋπρεπε να εύχε κϊνει το καλαμποϑρι με τη Ζϔνη του Λυκϐφωτοσ -ϐχι επειδό όταν λϊθοσ, αλλϊ επειδό όταν ςωςτϐ. Ϋταν πϊλι αυτϐσ ο αντρικϐσ ψωροεγωιςμϐσ. Ο Κλαρκ δε ςταμϊτηςε επειδό διψοϑςε, ϐχι. ταμϊτηςε επειδό αυτό η ϑπουλη, αλλϐκοτα γραφικό πϐλη τον εύχε τρομϊξει. άςωσ λύγο, ύςωσ πολϑ, αυτϐ δεν το όξερε, αλλϊ όξερε ϐτι ο Κλαρκ δεν επρϐκειτο να ςυνεχύςει το δρϐμο του πριν πεύςει τον εαυτϐ του ϐτι δεν φοβϐταν οϑτε μια ςταλύτςα. «θα εύμαι πύςω ς' ϋνα λεπτϐ, θϋλεισ να ςου φϋρω μια πορτοκαλϊδα ό τύποτ' ϊλλο;» Η Μαύρη πϊτηςε το κουμπύ που ϊνοιγε τη ζϔνη αςφαλεύασ. «Αυτϐ που θϋλω εύναι να μη μ' αφόςεισ μϐνη μου εδϔ πϋρα». Ο Κλαρκ τησ ϋριξε ϋνα αυτϊρεςκο βλϋμμα του εύδουσ τοόξερα-ϐτι-θα-ϋρθεισ-τελικϊ, που την ϋκανε να θϋλει να τον αρπϊξει απϐ τα μαλλιϊ και να του ξεριζϔςει κϊνα δυο τοϑφεσ για να μϊθει. «Επύςησ θϋλω να ςου ρύξω μια γερό κλοτςιϊ ςτον κϔλο, που μ' ϋφερεσ εδϔ», πρϐςθεςε και, προσ μεγϊλη τησ 461
ικανοπούηςη, εύδε την ϋκφραςη τησ αυταρϋςκειασ να γύνεται αμηχανύα. Ωνοιξε την πϐρτα τησ. «Εντϊξει, Κλαρκ, κϊνε μια γρόγορη ενυδϊτωςη και πϊμε να φϑγουμε». «Ενυδϊτωςη;... Μαύρη, τι διϊβολο εννοεύσ;» «Σην Πϋπςι!» οϑρλιαξε ςχεδϐν η Μαύρη. Ϋταν εκπληκτικϐ το πϐςο γρόγορα ϋνα καλϐ ταξύδι με καλό παρϋα μπορεύ να πϊει κατϊ διαβϐλου. Κούταξε ςτο απϋναντι πεζοδρϐμιο και εύδε δυο μακρυμϊλληδεσ νεαροϑσ να ςτϋκονται ϋξω απϐ ϋνα μαγαζύ. Ϊπιναν μπύρεσ και περιεργϊζονταν τουσ δυο ξϋνουσ που εύχαν ϋρθει ςτην πϐλη. Ο ϋνασ φοροϑςε ϋνα ςτραπατςαριςμϋνο ημύψηλο. Η πλαςτικό μαργαρύτα που όταν περαςμϋνη ςτη φαρδιϊ κορδϋλα του καπϋλου κουνιϐταν με τον ϊνεμο. Σα μπρϊτςα του ςυντρϐφου του όταν γεμϊτα απϐ ξϋθωρα, γαλαζωπϊ τατουϊζ. Ανόκαν ςτο εύδοσ των νεαρϔν που παρατϊνε το ςχολεύο, αφοϑ μεύνουν για τρύτη χρονιϊ ςτην τρύτη γυμναςύου, προκειμϋνου να ϋχουν ϊφθονο ελεϑθερο χρϐνο να αφοςιωθοϑν ςτισ απολαϑςεισ του μπιλιϊρδου και του βιαςμοϑ ανόλικων κοριτςιϔν. Κατϊ περύεργο τρϐπο, οι δυο νεαρού τησ φϊνηκαν επύςησ γνωςτού. Σην εύδαν που τουσ κούταζε. Αυτϐσ με το ημύψηλο ςόκωςε το χϋρι και τη χαιρϋτηςε κουνϔντασ μϐνο τα δϊχτυλα. Η Μαύρη απϋςτρεψε βιαςτικϊ το βλϋμμα τησ. «Ασ πϊρουμε τ' αναψυκτικϊ μασ κι ασ του δύνουμε ϐςο πιο γρόγορα γύνεται», εύπε ςτον Κλαρκ. «Εντϊξει, Μαύρη. Και δεν εύναι ανϊγκη να φωνϊζεισ. Δύπλα ςου εύμαι, δε με βλϋπεισ;» «Εςϑ βλϋπεισ εκεύνουσ τουσ δυο νεαροϑσ απϋναντι;» «Ποιουσ νεαροϑσ;» Η Μαύρη ξανακούταξε, τη ςτιγμό ακριβϔσ που ο Ημύψηλοσ και ο Σατουϊζ τρϑπωναν ςτη μιςϊνοιχτη πϐρτα του κουρεύου. Ο Σατουϊζ ςτρϊφηκε κι ϋριξε μια ματιϊ πύςω του. Η Μαύρη δεν 462
όταν απϐλυτα ςύγουρη, αλλϊ τησ φϊνηκε πωσ τησ ϋκλειςε το μϊτι. «Αυτοϑσ που μπαύνουν ςτο κουρεύο. Σουσ βλϋπεισ;» Ο Κλαρκ κούταξε, αλλϊ πρϐλαβε να δει μϐνο μια πϐρτα να κλεύνει, αντανακλϔντασ ςτιγμιαύα τον όλιο ςτο τζϊμι τησ. «Σι τρϋχει μ' αυτοϑσ;» «Μου φϊνηκαν γνωςτού». «Μπα;» «Ναι. Αν και δυςκολεϑομαι να πιςτϋψω ϐτι κϊποιοσ απϐ τουσ γνωςτοϑσ μου μετακϐμιςε ςτον Παρϊδειςο του Ροκ εντ Ρολ του ήρεγκον, γιατύ βρόκε μια πολϑ αξιϐλογη, καλοπληρωμϋνη θϋςη ςτη γωνύα ενϐσ δρϐμου». Ο Κλαρκ γϋλαςε και την ϋπιαςε αγκαζϋ. «Πϊμε μϋςα», εύπε τραβϔντασ την προσ το Καφεςτιατϐριο Ροκ-α-Μποϑγκι. Σο Ροκ-α-Μποϑγκι ςυντϋλεςε κατϊ πολϑ ςτο να μετριαςτοϑν οι φϐβοι τησ Μαύρησ. Περύμενε ϋνα παλιομϊγαζο, παρϐμοιο με το κακοφωτιςμϋνο (και μϊλλον βρϐμικο) ταβερνϊκι του ήουκριτζ, ϐπου εύχαν φϊει για μεςημϋρι. Αντύθετα, μπόκαν ς' ϋνα ηλιϐλουςτο, ευχϊριςτο περιβϊλλον, που θϑμιζε δεκαετύα του πενόντα: τούχοι ντυμϋνοι με γαλϊζια πλακϊκια, χρωμιωμϋνα μϋταλλα ςτη βιτρύνα με τα γλυκϊ και τισ πύτεσ, λουςτραριςμϋνο δρϑινο πϊτωμα, ξϑλινοι ανεμιςτόρεσ ςτο ταβϊνι. Λεπτού ςωλόνεσ νϋον ςε κϐκκινο και γαλϊζιο πλαιςύωναν το καντρϊν του μεγϊλου ρολογιοϑ ςτον τούχο. Δυο ςερβιτϐρεσ με ςτολϋσ απϐ ςυνθετικϐ ϑφαςμα ςε χρϔμα ςιϋλ, που ςτη Μαύρη θϑμιζαν κοςτοϑμια κομπϊρςων απϐ το Αμϋρικαν Γκρϊφιτι, ςτϋκονταν μπροςτϊ ςτο μεταλλικϐ πϊςο που χϔριζε το εςτιατϐριο απϐ το χϔρο τησ κουζύνασ. Η μια όταν πολϑ νϋα — ϐχι πϊνω απϐ εύκοςι— κι ϐμορφη, αν και κϊπωσ ϊχρωμη ξανθιϊ. Η ϊλλη, κοντό, παχουλό, με κϐκκινα κατςαρϊ μαλλιϊ, εύχε ϋνα θραςϑ ϑφοσ, που ϋκανε μεγϊλη εντϑπωςη ςτη Μαύρη, γιατύ φανϋρωνε ςκληρϐτητα κι απελπιςύα ταυτϐχρονα... Αλλϊ όταν 463
και κϊτι ακϐμα: για δεϑτερη φορϊ μϋςα ςε λύγα λεπτϊ, η Μαύρη εύχε την ϋντονη αύςθηςη ϐτι γνϔριζε κϊποιον ς' αυτό την πϐλη. Σο καμπανϊκι πϊνω απϐ την πϐρτα του μαγαζιοϑ κουδοϑνιςε ϐταν μπόκαν η Μαύρη και ο Κλαρκ και οι ςερβιτϐρεσ κούταξαν προσ τα εκεύ. «Γεια ςασ», εύπε η νεαρό. «Ϊρχομαι αμϋςωσ». «Μπα, θ' αργόςει», διαφϔνηςε η μεγαλϑτερη. «Πνιγϐμαςτε ςτη δουλειϊ, δε βλϋπετε;» Ϊκανε μια αϐριςτη χειρονομύα προσ την αύθουςα, που όταν ϋρημη ϐπωσ μϐνο ϋνα εςτιατϐριο μικρόσ επαρχιακόσ πϐλησ μπορεύ να εύναι τισ ϔρεσ τησ μϋρασ που μεςολαβοϑν απϐ το γεϑμα ωσ το δεύπνο. ίςτερα γϋλαςε μϐνη τησ με το αςτεύο τησ. Σο γϋλιο τησ, ϐπωσ και η φωνό τησ, εύχε μια βραχνό, διαπεραςτικό χροιϊ, που η Μαύρη πϊντα τη ςυνϋδεε με ουύςκι και τςιγϊρο. Ναι, αλλϊ την ξϋρω αυτό τη φωνό, ςκϋφτηκε. Παύρνω ϐρκο ϐτι μου εύναι γνωςτό. τρϊφηκε ςτον Κλαρκ και τον εύδε να χαζεϑει ςαν υπνωτιςμϋνοσ τισ δυο ςερβιτϐρεσ, που εύχαν ξαναπιϊςει την κουβϋντα τουσ. Φρειϊςτηκε να τον τραβόξει απϐ το μανύκι για να ξυπνόςει και ϑςτερα τον ξανατρϊβηξε βλϋποντασ τον να κατευθϑνεται προσ τα τραπϋζια, ςτην αριςτερό μεριϊ τησ αύθουςασ. Η Μαύρη τον τρϊβηξε προσ το μπαρ, ϔςτε να πϊρουν τα αναθεματιςμϋνα αναψυκτικϊ τουσ ςε πλαςτικϊ κϑπελλα και να του δύνουν. «Σι ςυμβαύνει;» τον ρϔτηςε ψιθυριςτϊ. «Σύποτε», μουρμοϑριςε ο Κλαρκ. «Τποθϋτω». «Υαύνεςαι ςαν να κατϊπιεσ τη γλϔςςα ςου». «Για μια ςτιγμό ϋτςι ϋνιωςα», εύπε ο Κλαρκ, αλλϊ πριν προλϊβει να του ζητόςει εξηγόςεισ, την ϊφηςε και πόγε να περιεργαςτεύ απϐ κοντϊ το τζουκμπϐξ. «Ϊρχομαι αμϋςωσ, κυρύα μου», επανϋλαβε η νεαρό ςερβιτϐρα και ϑςτερα ϋςκυψε κι ϊλλο για ν' ακοϑςει κϊτι που τησ ϋλεγε η ςυνϊδελφοσ τησ με τη βραχνό φωνό. Κρύνοντασ απϐ 464
το πρϐςωπο τησ νεαρόσ, η Μαύρη ςυμπϋρανε ϐτι δεν την ενδιϋφεραν ιδιαύτερα αυτϊ που τησ ϋλεγε η μεγαλϑτερη. «Μαύρη, το τζουκμπϐξ εύναι το κϊτι ϊλλο!» εύπε ο Κλαρκ ςε τϐνο ενθουςιϔδη. «ήλο επιτυχύεσ του πενόντα! Μοϑνγκλοουσ... Υϊιβ ϊτενσ... επ εντ δε Λϊιμλϊιτσ... Λα Βερν Μπϋικερ! Φριςτοϑλη μου, το Σουύντλι Ντι τησ Λα Βερν Μπϋικερ! Ϊχω να τ' ακοϑςω απϐ παιδύ!» «Κρϊτα τα λεφτϊ ςου. Θα πϊρουμε μϐνο ϋνα αναψυκτικϐ ςτο χϋρι και θα φϑγουμε, το ξϋχαςεσ;» «Ναι, ναι» . Ο Κλαρκ ϋριξε μια τελευταύα ματιϊ ςτη Ροκϐλα, ξεφϑςηξε φουρκιςμϋνοσ και πόγε κοντϊ ςτη Μαύρη, ςτο μπαρ. Η Μαύρη ϋπιαςε ϋναν κατϊλογο και τον ϊνοιξε, κυρύωσ για να μην εύναι υποχρεωμϋνη να κοιτϊζει τα ςμιγμϋνα φρϑδια και το ςουφρωμϋνο ςτϐμα του Κλαρκ. Εύςαι αχϊριςτη, τησ ϋλεγε, χωρύσ να βγϊλει λϋξη (όταν κι αυτό μια απϐ τισ πλϋον αμφιςβητοϑμενεσ ςυνϋπειεσ ενϐσ μακροχρϐνιου γϊμου). Βρόκα το δρϐμο μϋςα ςτισ ερημιϋσ, ενϔ εςϑ κοιμϐςουν, ςκϐτωςα τα θηρύα, νύκηςα τουσ Ινδιϊνουσ, ς' ϋφερα ςϔα και αβλαβό ς' αυτό την πανϋμορφη ϐαςη και ποιο εύναι το ευχαριςτϔ; Δε μ' αφόνεισ οϑτε να βϊλω το Σουύντλι Ντι ςτο τζουκμπϐξ! Δεν πειρϊζει, εύπε ςτον εαυτϐ τησ η Μαύρη. ε λύγο θα φϑγουμε. Μην του δύνεισ ςημαςύα. Καλό ςυμβουλό. Σην ακολοϑθηςε ςτρϋφοντασ ϐλη την προςοχό τησ ςτο μενοϑ. Ϋταν πλόρωσ εναρμονιςμϋνο με τισ ςυνθετικϋσ ςτολϋσ, το ρολϐι νϋον, το τζουκμπϐξ και το γενικϐ ντεκϐρ (το οπούο, αν και διακριτικϐ, κραϑγαζε δεκαετύα του πενόντα). Σα περιςςϐτερα πιϊτα εύχαν ονϐματα ςυγκροτημϊτων ό τραγουδιςτϔν. Σο χοτ ντογκ λεγϐταν Φϊουντ Ντογκ. Σο τςύζμπουργκερ όταν Σςαμπύ Σςϋκερ και το διπλϐ τςύζμπουργκερ Μπιγκ Μπϐπερ, Η ςπεςιαλιτϋ του μαγαζιοϑ όταν 465
μια Πύτςα Με Απ' ήλα. «Περιϋχει τα Πϊντα Εκτϐσ απϐ τον (αμ) Μϊγειρα !» διαφόμιζε το μενοϑ. «Φαριτωμϋνο», ςχολύαςε η Μαύρη. «Παπϊ-ου-μϊου-μϊ-ου μϊου και τα λοιπϊ». «Σι εύπεσ;» τη ρϔτηςε ο Κλαρκ, αλλϊ κοϑνηςε το κεφϊλι τησ και δεν του απϊντηςε. Η νεαρό ςερβιτϐρα τουσ πληςύαςε βγϊζοντασ ϋνα μπλοκϊκι απϐ την τςϋπη τησ ποδιϊσ τησ. Σουσ χαμογϋλαςε, αλλϊ η Μαύρη βρόκε το χαμϐγελο εντελϔσ προςποιητϐ· το κορύτςι φαινϐταν πολϑ κουραςμϋνο και ϊρρωςτο. το πϊνω χεύλι του εύχε ϋνα εξϊνθημα απ' αυτϊ που βγϊζει κανεύσ απϐ τον πυρετϐ και τα μϊτια τησ, κομμϋνα και κϊπωσ κϐκκινα, κινοϑνταν αδιϊκοπα, ςταματϔντασ ςε οτιδόποτε ϊλλο εκτϐσ απϐ τουσ μοναδικοϑσ πελϊτεσ τησ. «Σι θα πϊρετε, παιδιϊ;» Ο Κλαρκ ϋκανε να πϊρει τον κατϊλογο απϐ το χϋρι τησ Μαύρησ. Εκεύνη τον κρϊτηςε μακριϊ λϋγοντασ, «Μια Πϋπςι και μια ςϐδα, παρακαλϔ, θα τισ πϊρουμε μαζύ μασ». «Θα χϊςετε, αν δε δοκιμϊςετε την κεραςϐπιτα!» φϔναξε η ςερβιτϐρα με τη βραχνό, διαπεραςτικό φωνό. Η νεαρό μϐρφαςε ςτο ϊκουςμα τησ. «Μϐλισ την ϋφτιαξε ο Ρικ! θα νομύςετε πωσ ϋχετε πεθϊνει και βρύςκεςτε ςτον παρϊδειςο!» Ϊβαλε τα χϋρια ςτουσ γοφοϑσ τησ και τουσ χαμογϋλαςε. «Βρύςκεςτε όδη ςτον παρϊδειςο, αλλϊ καταλαβαύνετε τι θϋλω να πω». «Ευχαριςτοϑμε», εύπε η Μαύρη, «αλλϊ εύμαςτε πολϑ βιαςτικού και... » «Βϋβαια, γιατύ ϐχι;» εύπε ο Κλαρκ με αργό, ονειροπϐλα φωνό. «Δυο κεραςϐπιτεσ, παρακαλϔ».
το κεύμενο (Sam) Cooke: τραγουδιςτόσ, του οπούου το επύθετο εύναι ομϐηχο τησ λϋξησ cook, που ςημαύνει μϊγειρασ. (.τ.Μ.) Πολϑ γνωςτϐ κομμϊτι του ροκ εντ ρολ. (.τ.Μ.)
466
Η Μαύρη τον κλϐτςηςε ςτο καλϊμι -δυνατϊ- αλλϊ αυτϐσ οϑτε που το κατϊλαβε. Φϊζευε πϊλι την κοκκινομϊλλα και τϔρα εύχε ανούξει και το ςτϐμα του δυο πόχεσ. Η κοκκινομϊλλα εύχε πλόρη ςυνεύδηςη ϐτι ο πελϊτησ την κούταζε χϊςκοντασ, αλλϊ δε φαινϐταν να τη νοιϊζει. όκωςε το χϋρι και, με μια νωχελικό κύνηςη, ανακϊτωςε ακϐμα περιςςϐτερο τα ατύθαςα ςγουρϊ μαλλιϊ τησ. «Δυο αναψυκτικϊ για ϋξω, δυο κεραςϐπιτεσ για εδϔ», εύπε η νεαρό ςερβιτϐρα. Σουσ χϊριςε ϊλλο ϋνα νευρικϐ χαμϐγελο, ενϔ τα αεικύνητα μϊτια τησ πϋραςαν απϐ το δαχτυλύδι τησ Μαύρησ ςτην αλατιϋρα, ςτο μενοϑ και ςτον ανεμιςτόρα ψηλϊ. «Σισ πύτεσ θα τισ φϊτε εδϔ, ϋτςι δεν εύναι;» Ϊςκυψε κι ϋβαλε δυο πετςϋτεσ και δυο πιροϑνια πϊνω ςτον πϊγκο. «Ν...» ϋκανε να πει ο Κλαρκ, αλλϊ η Μαύρη τον διϋκοψε δυνατϊ κι αποφαςιςτικϊ. «ήχι». Η βιτρύνα με τα γλυκϊ και τισ πύτεσ βριςκϐταν ςτην ϊλλη ϊκρη του πϊγκου. Μϐλισ η ςερβιτϐρα ϋφυγε προσ τα εκεύ, η Μαύρη ϋςκυψε προσ τη μεριϊ του Κλαρκ και του εύπε θυμωμϋνη: «Γιατύ μου το κϊνεισ αυτϐ; Αφοϑ ξϋρεισ ϐτι θϋλω να φϑγουμε!» «Εκεύνη η γκαρςϐνα. Η κοκκινομϊλλα. Δεν εύναι...» «Και πϊψε να τη χαζεϑεισ!» του ψιθϑριςε ϊγρια η Μαύρη. «Κϊνεισ ςαν πιτςιρύκι που προςπαθεύ να δει τα βρακϊκια των κοριτςιϔν ςτη ςκϊλα!» Ο Κλαρκ τρϊβηξε τα μϊτια του απϐ τη ςερβιτϐρα... με μεγϊλη προςπϊθεια. «Δεν εύναι φτυςτό η Σζϊνισ Σζϐπλιν ό μόπωσ τρελϊθηκα;» Ξαφνιαςμϋνη, η Μαύρη ξανακούταξε την κοκκινομϊλλα. Εύχε ςτραφεύ ςτο πλϊι κι ϋλεγε κϊτι ςτο μϊγειρα πϋρα απϐ το μεταλλικϐ πϊςο προσ την κουζύνα, αλλϊ και πϊλι φαύνονταν τα δϑο τρύτα του προφύλ τησ κι αυτϐ αρκοϑςε. Η Μαύρη ϋνιωςε κϊτι να κϊνει «κλικ» μϋςα ςτο κεφϊλι τησ, καθϔσ ςυνϋκρινε νοερϊ το πρϐςωπο τησ κοκκινομϊλλασ με τα εξϔφυλλα των δύςκων τησ 467
—όταν δύςκοι απϐ βινύλιο, γραμμϋνοι ςε μια εποχό που κανϋνασ δεν εύχε γουϐκμαν ϐνι και η ιδϋα του κϐμπακτ ντιςκ αποτελοϑςε επιςτημονικό φανταςύα, δύςκοι που τϔρα βρύςκονταν πακεταριςμϋνοι ςε χαρτοκιβϔτια ςτη ςοφύτα, δύςκοι που εύχαν τύτλουσ ϐπωσ Μπιγκ Μπρϊδερ εντ δε Φϐλντινγα Κϐμπανι, Σςιπ Θριλσ και Περλ. Και εύχαν και το πρϐςωπο τησ Σζϊνισ Σζϐπλιν, εκεύνο το γλυκϐ, οικεύο πρϐςωπο, που τϐςο γρόγορα εύχε γύνει γεραςμϋνο, τραχϑ και γεμϊτο πϐνο. Εύχε δύκιο ο Κλαρκ· το πρϐςωπο αυτόσ τησ γυναύκασ όταν ολϐιδιο με το πρϐςωπο ςτα εξϔφυλλα εκεύνων των παλιϔν δύςκων. Αλλϊ δεν όταν μϐνο το πρϐςωπο και η Μαύρη ϋνιωςε το φϐβο να πλημμυρύζει το ςτόθοσ τησ, ςυμπιϋζοντασ την καρδιϊ τησ, που πετϊριςε πρϔτα ςαν μικρϐ, τρομαγμϋνο πουλύ και ϑςτερα ϊρχιςε να βροντοχτυπϊει. Ϋταν και η φωνό. Με τ' αυτιϊ τησ μνόμησ, ϊκουςε τη ςτριγκιϊ, εκπληκτικό κορϐνα τησ Σζϊνισ ςτο ξεκύνημα του Πισ οφ μϊι Φαρτ. υνϋκρινε αυτϐ το ηχητικϐ αποτϑπωμα με τη φωνό τησ ςερβιτϐρασ, τη βραχνό απϐ τα Μϊρλμπορο και το ουύςκι, ϋτςι ϐπωσ εύχε ςυγκρύνει νωρύτερα το ϋνα πρϐςωπο με το ϊλλο. Και όταν ςύγουρη πωσ, αν η ςερβιτϐρα ϋπιανε αυτϐ το ύδιο τραγοϑδι, η φωνό τησ θα όταν πανομοιϐτυπη με τη φωνό του νεκροϑ κοριτςιοϑ απϐ το Σϋξασ. Επειδό αυτό εύναι το νεκρϐ κορύτςι απϐ το Σϋξασ. υγχαρητόρια, Μαύρη, χρειϊςτηκε να φτϊςεισ ςτα τριϊντα δυο, αλλϊ τελικϊ τα κατϊφερεσ· εύδεσ το πρϔτο ςου φϊνταςμα. Προςπϊθηςε να απορρύψει την ιδϋα, να πεύςει τον εαυτϐ τησ ϐτι ϋνασ ςυνδυαςμϐσ παραγϐντων —ϐπωσ το ϊγχοσ ϐτι αυτό και ο Κλαρκ εύχαν χαθεύ ςτην ερημιϊ, για παρϊδειγμα— την ϋκαναν να μεγαλοποιεύ μια τυχαύα ομοιϐτητα, αλλϊ αυτϋσ οι λογικϋσ ςκϋψεισ ϋγιναν ςκϐνη μπροςτϊ ςτην απϐλυτη 468
βεβαιϐτητα που τησ υπϋβαλλε το ϋνςτικτο τησ: αντύκριζε ϋνα φϊνταςμα. τον οργανιςμϐ τησ ξϋςπαςε ξαφνικϊ κϊτι ςαν θϑελλα. Η καρδιϊ τησ απϐ γοργϊ ϊρχιςε να χτυπϊει ξϋφρενα- ϋνιωθε ςαν ντοπαριςμϋνοσ δρομϋασ που ςπϊει τα ρεκϐρ ςε ολυμπιακοϑσ αγϔνεσ. Η ϋκκριςη αδρεναλύνησ κϐπηκε απϐτομα, κϊνοντασ το ςτομϊχι τησ να ςφιχτεύ κουβϊρι και ταυτϐχρονα προκαλϔντασ τησ ϋνα κϊψιμο ςτο διϊφραγμα, ςαν να εύχε κατεβϊςει μονοκοπανιϊ ϋνα ποτόρι μπρϊντι. Ιδρϔτασ μοϑςκεψε τισ μαςχϊλεσ και το μϋτωπο τησ. Αλλϊ το πιο εκπληκτικϐ όταν το φωσ που πλημμϑριςε ξαφνικϊ τον κϐςμο, κϊνοντασ τα πϊντα γϑρω τησ: το νϋον του ρολογιοϑ, το μεταλλικϐ πϊςο προσ την κουζύνα, τα περιςτρεφϐμενα χρϔματα πύςω απϐ τη βιτρύνα του τζουκμπϐξ— να φαύνονται εξωπραγματικϊ και την ύδια ςτιγμό ολοζϔντανα. Ωκουγε τα πτερϑγια του ανεμιςτόρα να αναδεϑουν τον αϋρα πϊνω απϐ το κεφϊλι τησ -ϋνα χαμηλϐ, ρυθμικϐ όχο, ςαν παλϊμη που χαώδεϑει μετϊξι- κι ϋπιανε τη μυρωδιϊ του ψημϋνου κρϋατοσ που αναδιδϐταν απϐ την αθϋατη ςχϊρα, ςτο διπλανϐ χϔρο. Κι ενϔ τησ ςυνϋβαιναν ϐλα αυτϊ, ϋνιωςε ϐτι ϋχανε την ιςορροπύα τησ πϊνω ςτο ψηλϐ ςκαμνύ του μπαρ κι ετοιμαζϐταν να πϋςει με το κεφϊλι ςτο πϊτωμα, λιπϐθυμη. Κρατόςου, κορύτςι μου! εύπε απελπιςμϋνη ςτον εαυτϐ τησ. Εύςαι ςτα πρϐθυρα μιασ κρύςησ πανικοϑ, αυτϐ εύναι ϐλο. Οϑτε φαντϊςματα οϑτε δαύμονεσ οϑτε ςτοιχειϊ, μια κρύςη πανικοϑ εύναι, το εύχεσ ξαναπϊθει τισ παραμονϋσ των τελικϔν εξετϊςεων ςτο κολϋγιο, καθϔσ και την πρϔτη μϋρα που μπόκεσ να διδϊξεισ ςε τϊξη ό τϐτε που όταν να μιλόςεισ ςτο ϑλλογο Γονϋων και Διδαςκϊλων, Ξϋρεισ τι εύναι και μπορεύσ να το αντιμετωπύςεισ. Κανϋνασ δεν πρϐκειται να λιποθυμόςει, μην ακοϑω αηδύεσ, γι' αυτϐ κρατόςου και ςϑνελθε! Εντϊξει; Ζϊρωςε τα δϊχτυλα των ποδιϔν τησ μϋςα ςτα αθλητικϊ παποϑτςια τησ και τα πύεςε ϐςο πιο δυνατϊ μποροϑςε πϊνω 469
ςτισ ςϐλεσ, ςυγκεντρϔνοντασ ϐλη την προςοχό τησ ς' αυτό την αύςθηςη δυςφορύασ που προκαλοϑςε η ύδια ςτον εαυτϐ τησ, ςε μια προςπϊθεια να απομακρυνθεύ απϐ το πολϑ λαμπερϐ μϋροσ, που όξερε ϐτι όταν το κατϔφλι τησ λιποθυμύασ και να επανϋλθει ςτην πραγματικϐτητα. Η φωνό του Κλαρκ, απϐ πολϑ μακριϊ: «Εύςαι καλϊ, γλυκιϊ μου;» «Ναι, καλϊ εύμαι». Και η δικό τησ φωνό ερχϐταν απϐ μακριϊ... αλλϊ ϐχι απ' ϐςο μακριϊ θα ερχϐταν, αν δοκύμαζε να μιλόςει μερικϊ δευτερϐλεπτα νωρύτερα. Εξακολουθϔντασ να πιϋζει τα δϊχτυλα των ποδιϔν τησ, ϋπιαςε τη χαρτοπετςϋτα που εύχε αφόςει μπροςτϊ τησ η ςερβιτϐρα, ϋτςι για να νιϔςει την υφό τησ —ϊλλη μια επαφό με τον υπαρκτϐ κϐςμο, ϋνασ τρϐποσ ν' αντιςταθεύ ςτην παρϊλογη (όταν παρϊλογη ό μόπωσ ϐχι;) αύςθηςη πανικοϑ που απειλοϑςε να την κυριϋψει. όκωςε τη χαρτοπετςϋτα μπροςτϊ τησ και τϐτε εύδε ϐτι υπόρχε κϊτι γραμμϋνο ςτην απϐ κϊτω πλευρϊ, κϊτι αχνϋσ λϋξεισ, γραμμϋνεσ βιαςτικϊ με μολϑβι, που η μϑτη του εύχε ςκύςει το μαλακϐ χαρτύ ςε αρκετϋσ μεριϋσ. Η Μαύρη διϊβαςε ϋνα μόνυμα, γραμμϋνο με ϊτεχνα, κεφαλαύα γρϊμματα: ΥΤΓΕΣΕ ΟΟ ΑΚΟΜΑ ΜΠΟΡΕΙΣΕ. «Μαύρη; Σι ςυμβαύνει;» Η ςερβιτϐρα με τον ϋρπη ςτο πϊνω χεύλοσ και τα τρομαγμϋνα, αεικύνητα μϊτια, επϋςτρεφε με τισ κεραςϐπιτεσ. Η Μαύρη ϊφηςε τη χαρτοπετςϋτα ςτα γϐνατα τησ. «Σύποτε», εύπε όρεμα. ήταν το κορύτςι ακοϑμπηςε μπροςτϊ τησ το πιϊτο με την πύτα, το κούταξε ςτα μϊτια. «Ευχαριςτϔ». «Παρακαλϔ», μουρμοϑριςε η κοπϋλα, κοιτϔντασ κατϊματα τη Μαύρη, πριν αρχύςει πϊλι να περιφϋρει ϊςκοπα το βλϋμμα τησ ςτην αύθουςα. «Ωλλαξεσ γνϔμη για την πύτα, βλϋπω», ϋλεγε ςτο μεταξϑ ο καλϐσ τησ ςϑζυγοσ, μ' εκεύνο τον εκνευριςτικϊ αυτϊρεςκο τϐνο φωνόσ που δόλωνε: Ξϋρει Σι Κϊνει Ο Κλαρκ. θεϋ μου, τι ςου εύναι 470
αυτϋσ οι γυναύκεσ! δόλωνε επύςησ αυτϐσ ο τϐνοσ. Δε φτϊνει που τουσ δεύχνεισ τη βρϑςη, πρϋπει να τουσ βϊλεισ και το κεφϊλι απϐ κϊτω για ν' αρχύςουν να πύνουν. Σι να κϊνουμε; Δϑςκολο πρϊγμα να εύςαι ϊντρασ, αλλϊ βϊζω τα δυνατϊ μου. «Υαύνεται νοςτιμϐτατη», του απϊντηςε, θαυμϊζοντασ το πϔσ κατϊφερνε ν' ακοϑγεται φυςιολογικό. ίςτερα του χϊριςε ϋνα λαμπερϐ χαμϐγελο, ξϋροντασ ϐτι η κοκκινομϊλλα που ϋμοιαζε με την Σζϊνισ Σζϐπλιν τουσ παρακολουθοϑςε. «Εύναι απύςτευτο πϐςο μοιϊζει αυτό η γυναύκα...» ϊρχιςε να λϋει ο Κλαρκ και η κλοτςιϊ που ϋφαγε αυτό τη φορϊ ςτο καλϊμι όταν πολϑ πιο ζϐρικη απϐ την προηγοϑμενη. Ο Κλαρκ ροϑφηξε απϐτομα την ανϊςα του, γοϑρλωςε τα μϊτια, αλλϊ πριν προλϊβει να διαμαρτυρηθεύ, η Μαύρη του ϋβαλε ςτο χϋρι τη χαρτοπετςϋτα με το χειρϐγραφο μόνυμα. Ο Κλαρκ ϋςκυψε το κεφϊλι. Κούταξε τη χαρτοπετςϋτα. Και η Μαύρη βρϋθηκε να προςεϑχεται -πραγματικϊ, με πύςτη— για πρϔτη φορϊ μετϊ απϐ εύκοςι χρϐνια. ε παρακαλϔ, θεϋ μου, κϊνε να καταλϊβει ϐτι δεν εύναι αςτεύο. Καν' τον να καταλϊβει, θεοϑλη μου, γιατύ αυτό η γυναύκα δεν μοιϊζει με την Σζϊνισ Σζϐπλιν, αυτό η γυναύκα εύναι η Σζϊνισ Σζϐπλιν κι ετοϑτη η πϐλη με τρομϊζει, θεϋ μου, με τρομϊζει πϊρα, πϊρα πολϑ. Ο Κλαρκ ςόκωςε το κεφϊλι και η Μαύρη ϋνιωςε την καρδιϊ τησ να βουλιϊζει. Σο πρϐςωπο του ϋδειχνε μϐνο απορύα κι εκνευριςμϐ, τύποτ' ϊλλο. Ωνοιξε το ςτϐμα του να πει κϊτι... και ςυνϋχιςε να το ανούγει, μϋχρι που φϊνηκε ςαν να του εύχε αποςυνδϋςει κϊποιοσ τα ςαγϐνια. Η Μαύρη ςτρϊφηκε προσ την κατεϑθυνςη που εύχε ςτυλϔςει ο Κλαρκ το βλϋμμα του. Ο μϊγειρασ, ντυμϋνοσ ςτα λευκϊ και μ' ϋνα χϊρτινο καπελϊκι φορεμϋνο ςτραβϊ πϊνω απϐ το δεξύ του φρϑδι, εύχε βγει απϐ την κουζύνα και ςτεκϐταν με την πλϊτη ακουμπιςμϋνη ςτον τούχο και τα χϋρια ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ του. Μιλοϑςε με την κοκκινομϊλλα, ενϔ η νεαρό 471
ςερβιτϐρα ςτεκϐταν παρϊμερα και τουσ παρακολουθοϑςε με μια ϋκφραςη κοϑραςησ... και φϐβου; Αν η κοπϋλα δε φϑγει απϐ εδϔ μϋςα γρόγορα, θα εύναι απλό κοϑραςη, ςκϋφτηκε η Μαύρη. Ϋ μόπωσ απϊθεια; Ο μϊγειρασ όταν απύςτευτα ϐμορφοσ -τϐςο που η Μαύρη αδυνατοϑςε να υπολογύςει την ηλικύα του. Κϊπου ανϊμεςα ςτα τριϊντα πϋντε και ςτα ςαρϊντα πϋντε μϊλλον. ήπωσ και η κοκκινομϊλλα, τησ φϊνηκε κι αυτϐσ γνωςτϐσ. Σϔρα κούταζε προσ το μϋροσ τουσ, αποκαλϑπτοντασ ϋνα ζευγϊρι βαθυγϊλανα μϊτια, ςτεφανωμϋνα απϐ εκπληκτικϋσ, πυκνϋσ βλεφαρύδεσ. Σουσ χαμογϋλαςε γλυκϊ και ςτρϊφηκε πϊλι προσ τη ςερβιτϐρα, λϋγοντασ τησ κϊτι που την ϋκανε να ξεςπϊςει ςε ςτριγκϐ, τρανταχτϐ γϋλιο. «Θεϋ μου, εύναι ο Ρικ Νϋλςον», μουρμοϑριςε ο Κλαρκ. «Δεν εύναι δυνατϐν, αποκλεύεται, αυτϐσ ςκοτϔθηκε ςε αεροπορικϐ δυςτϑχημα πριν απϐ ϋξι εφτϊ χρϐνια... αλλϊ εύναι αυτϐσ». Η Μαύρη ετοιμϊςτηκε να του πει ϐτι ϋκανε λϊθοσ, να χαρακτηρύςει την ιδϋα γελούα, παρ' ϐλο που η ύδια όταν απϐλυτα βϋβαιη πια ϐτι η κοκκινομϊλλα ςερβιτϐρα δεν όταν ϊλλη απϐ τη νεκρό εδϔ και πϊρα πολλϊ χρϐνια τραγουδύςτρια των μπλουζ Σζϊνισ Σζϐπλιν. Πριν πει οτιδόποτε ϐμωσ, το μυαλϐ τησ ξανϊκανε εκεύνο το γνϔριμο «κλικ», που μετϋτρεπε την αϐριςτη ομοιϐτητα ςε βϋβαιη αναγνϔριςη. Ο Κλαρκ εύχε κατονομϊςει πρϔτοσ το πρϐςωπο, γιατύ ο Κλαρκ όταν εννιϊ χρϐνια μεγαλϑτεροσ τησ κι ϊκουγε ραδιϐφωνο κι ϋβλεπε το Αμϋρικαν Μπϊντςταντ την εποχό που ο Ρικ Νϋλςον όταν ο Ρύκι Νϋλςον και τραγοϑδια ϐπωσ το Μπι-Μποπ Μπϋιμπι και το Λϐνςομ Σϊουν όταν μεγϊλεσ επιτυχύεσ τησ χρονιϊσ κι ϐχι αρχαιολογύα περιοριςμϋνη ςτουσ ςταθμοϑσ που ϋπαιζαν μϐνο «παλιϊ» κομμϊτια κι απευθϑνονταν ςτουσ γκριζομϊλληδεσ πια «φαν». Ο Κλαρκ τον εύχε αναγνωρύςει πρϔτοσ και τϔρα που τησ εύχε πει το ϐνομα όταν αδϑνατο να μην τον αναγνωρύςει κι αυτό. 472
Σι εύχε πει προηγουμϋνωσ η κοκκινομϊλλα; θα χϊςετε, αν δε δοκιμϊςετε την κεραςϐπιτα! Μϐλισ την ϋφτιαξε ο Ρικ! Πϋντ' ϋξι μϋτρα μακριϊ τουσ, το θϑμα του μοιραύου αεροπορικοϑ δυςτυχόματοσ ϋλεγε ϋνα ανϋκδοτο —πιπερϊτο, κρύνοντασ απϐ το ϑφοσ και των δυο τουσ— ςτο θϑμα τησ μοιραύασ υπερβολικόσ δϐςησ. Η κοκκινομϊλλα τϋντωςε πύςω το κεφϊλι και το βροντερϐ, ςτριγκϐ γϋλιο τησ αντόχηςε ςτο ταβϊνι. Ο μϊγειρασ χαμογϋλαςε και ςτα μαγουλϊ του ςχηματύςτηκαν δυο πανϋμορφα, γοητευτικϊ λακκϊκια. Και η νεαρό ςερβιτϐρα, αυτό με το χαμϋνο βλϋμμα και τον ϋρπη ςτο πϊνω χεύλοσ, ϋριξε μια ματιϊ προσ τη μεριϊ του Κλαρκ και τησ Μαύρησ, ςαν να τουσ ϋλεγε: Βλϋπετε; Σο εύδατε αυτϐ; Ο Κλαρκ εξακολουθοϑςε να χϊςκει, κοιτϔντασ το μϊγειρα και τη ςερβιτϐρα μ' εκεύνη την ϋκφραςη τησ γνϔςησ που προκαλεύ απϐλυτη κατϊπληξη. Σο πρϐςωπο του φαινϐταν τϐςο μακρουλϐ και τραβηγμϋνο, που όταν ςαν να τον ϋβλεπεσ μϋςα απϐ παραμορφωτικϐ καθρϋφτη. Αυτού θα το δουν, αν δεν το πρϐςεξαν όδη, ςκϋφτηκε η Μαύρη. Και τϐτε θα χϊςουμε τη μοναδικό μασ ευκαιρύα να ξεφϑγουμε απ' αυτϐ τον εφιϊλτη. Πρϋπει να κϊνω κϊτι γρόγορα. Σο θϋμα εύναι τι; Ωπλωςε να πιϊςει το χϋρι του Κλαρκ να το ςφύξει και ϑςτερα αποφϊςιςε ϐτι κϊτι τϋτοιο δε θα αρκοϑςε για να τον ςυνεφϋρει. Ϊτςι, τεντϔθηκε λύγο ακϐμη κι αντύ για το χϋρι ϋςφιξε τ' αχαμνϊ του... ϐςο δυνατϊ τϐλμηςε. Ο Κλαρκ τινϊχτηκε ςαν να τον χτϑπηςε ηλεκτρικϐ ρεϑμα και ςτρϊφηκε προσ το μϋροσ τησ τϐςο απϐτομα, που παραλύγο να πϋςει απϐ το ςκαμνύ του. «Ξϋχαςα το πορτοφϐλι μου ςτο αυτοκύνητο», του εύπε η Μαύρη. Η φωνό τησ ακοϑςτηκε ψιλό και υπερβολικϊ δυνατό. «Πασ να μου το φϋρεισ;» 473
Φαμογελϔντασ, τον κούταξε κατϊματα, με ϐςη ϋνταςη μπϐρεςε να δϔςει ςτο βλϋμμα τησ. Κϊπου εύχε διαβϊςει, ύςωσ ςε κϊποιο ηλύθιο γυναικεύο περιοδικϐ, ενϔ περύμενε τη ςειρϊ τησ ςτο κομμωτόριο, πωσ ϐταν ζεισ με τον ύδιο ϊντρα πϊνω απϐ δϋκα χρϐνια δημιουργεύται ανϊμεςα ατϐ ζευγϊρι ϋνασ λανθϊνων τηλεπαθητικϐσ δεςμϐσ. Αυτϐσ ο δεςμϐσ, υποςτόριζε το ϊρθρο, εύναι τρομερϊ βολικϐσ ϐταν, για παρϊδειγμα, ο καλϐσ ςασ φϋρει το διευθυντό του για δεύπνο χωρύσ να ςασ ϋχει τηλεφωνόςει απϐ πριν ό ϐταν ςκϋφτεςτε να του τηλεφωνόςετε εςεύσ να φϋρει ϋνα μπουκϊλι Αμαρϋτο καθϔσ θα γυρύζει απϐ τη δουλειϊ. Η Μαύρη προςπϊθηςε τϔρα —ϋβαλε τα δυνατϊ τησ- να ςτεύλει ςτον ϊντρα τησ ϋνα πολϑ πιο ςημαντικϐ μόνυμα. Υϑγε, Κλαρκ. ε παρακαλϔ, θα μετρόςω τριϊντα δευτερϐλεπτα ·και θα την κοπανόςω κι εγϔ. Κι αν δεν εύςαι ϋτοιμοσ ςτο τιμϐνι, με τη μηχανό αναμμϋνη, κϊτι μου λϋει πωσ θα μασ φϊει το μαϑρο φύδι. Σαυτϐχρονα, ϋνα ϊλλο κομμϊτι του εαυτοϑ τησ μουρμοϑριζε δειλϊ: Κι αν ϐλα αυτϊ εύναι ϋνα ϐνειρο; θϋλω να πω... εύναι ϋνα ϐνειρο ό ϐχι; Ο Κλαρκ ανταπϋδωςε το βλϋμμα τησ με μϊτια βουρκωμϋνα απϐ την τςιμπιϊ που του εύχε δϔςει... αλλϊ τουλϊχιςτον δε διαμαρτυρόθηκε. Ϊριξε μια γρόγορη ματιϊ ςτην κοκκινομϊλλα και ςτο μϊγειρα, εύδε ϐτι όταν ακϐμα απορροφημϋνοι απϐ την κουβϋντα τουσ (τϔρα φαινϐταν να λϋει η γυναύκα ϋνα ανϋκδοτο) και ξανακούταξε τη Μαύρη. «Νομύζω ϐτι ϋχει πϋςει κϊτω απϐ το κϊθιςμα», του εύπε με την πολϑ ψιλό, πολϑ δυνατό φωνό τησ, πριν προλϊβει να τησ μιλόςει. «Σο κϐκκινο πορτοφϐλι μου, εννοϔ». Μετϊ απϐ μερικϋσ ςτιγμϋσ ςιωπόσ, που τησ φϊνηκαν ατϋλειωτεσ, ο Κλαρκ κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του. «Εντϊξει», απϊντηςε και τησ όρθε να τον φιλόςει, που ακοϑςτηκε τϐςο 474
φυςιολογικϐσ και ψϑχραιμοσ. «Αλλϊ μη φασ απϐ την πύτα μου ϐςο θα λεύψω». «Αρκεύ να γυρύςεισ πριν τελειϔςω τη δικό μου», εύπε η Μαύρη κι ϋχωςε μια πιρουνιϊ κεραςϐπιτα ςτο ςτϐμα τησ. Δεν εύχε καμιϊ απολϑτωσ γεϑςη, αλλϊ χαμογϋλαςε ςαν να την απολϊμβανε. Αν χαμογϋλαςε, λϋει! αν να εύχε μϐλισ εκλεγεύ Μισ Νϋα Τϐρκη! Ση ςτιγμό που ο Κλαρκ ϋκανε να κατεβεύ απϐ το ςκαμνύ του, απϋξω ακοϑςτηκε όχοσ κιθϊρασ μεγεθυςμϋνοσ απϐ πολϑ ιςχυρϐ ενιςχυτό —ϐχι ςυγχορδύεσ, ϋνα γρατςοϑνιςμα μϐνο. Ο Κλαρκ αλαφιϊςτηκε και η Μαύρη ϊπλωςε απϐτομα το χϋρι τησ και τον ϋπιαςε απϐ το μπρϊτςο. Η καρδιϊ τησ, που εύχε επανϋλθει ςτον κανονικϐ τησ ρυθμϐ, ξανϊρχιςε εκεύνο το τρομακτικϐ, ξϋφρενο ςφυροκϐπημα. Η κοκκινομϊλλα και ο μϊγειρασ αλλϊ και η νεαρό ςερβιτϐρα, που δεν ϋμοιαζε με κανϋνα διϊςημο πρϐςωπο, κούταξαν μηχανικϊ προσ τη μεριϊ τησ τζαμαρύασ του Ροκ-αΜποϑγκι. Δεν εύναι τύποτα», εύπε η κοκκινομϊλλα. «Ωρχιςαν τα κουρντύςματα για την αποψινό ςυναυλύα». «ωςτϊ», εύπε ο μϊγειρασ. ίςτερα κούταξε τη Μαύρη με τα γαλϊζια μϊτια του. «την πϐλη μασ ϋχουμε ςυναυλύα ςχεδϐν κϊθε βρϊδυ». Ναι, ςκϋφτηκε η Μαύρη. Υυςικϊ. Και βϋβαια ϋχετε. Μια φωνό, απϐλυτα ϊχρωμη και βροντερό, ςαν του θεοϑ, αντιλϊληςε απϐ τη μεριϊ τησ πλατεύασ κϊνοντασ τα τζϊμια να τρύξουν. Η Μαύρη, που εύχε πϊει ςε αρκετϋσ ροκ ςυναυλύεσ ςτον καιρϐ τησ, κατϊλαβε μεμιϊσ τι όταν αυτό η φωνό και γιατύ ακουγϐταν ϋτςι. Σησ ϋφερε ςτο νου μακρυμϊλληδεσ, βαριεςτημϋνουσ τεχνικοϑσ να περιφϋρονται πϊνω ςτη ςκηνό πριν ςβόςουν τα φϔτα, γλιςτρϔντασ με τη χαρακτηριςτικό ευκολύα τησ ςυνόθειασ 475
ανϊμεςα απϐ μικρϐφωνα κι ενιςχυτϋσ, γονατύζοντασ ποϑ και ποϑ για να δϋςουν δυο καλϔδια με μονωτικό ταινύα. «Δοκιμό!» βρυχόθηκε η φωνό. «Ϊνα. Ϊνα-δϑο. Ϊνα!» Ξανϊ ο όχοσ κιθϊρασ. χεδϐν κανονικϐ ακϐρντο αυτό τη φορϊ. ίςτερα ϋνα γρόγορο ςϐλο ντραμσ. Αμϋςωσ μετϊ, ϋνα πϋραςμα τρομπϋτασ, μερικϋσ νϐτεσ απϐ το ρεφρϋν του άνςταντ Κϊρμα, με ςυνοδεύα το ανϊλαφρο μπουμπουνητϐ του τϑμπανου. ΜΕΓΑΛΗ ΤΝΑΤΛΙΑ ΑΠΟΧΕ ϋγραφε η πινακύδα αλϊ Νϐρμαν Ρϐκγουελ, ςτη γραφικό αλϊ Νϐρμαν Ρϐκγουελ πλατεύα τησ πϐλησ. Και η Μαύρη, που εύχε μεγαλϔςει ςτην Ελμϊιρα τησ Νϋασ Τϐρκησ, εύχε παρακολουθόςει αρκετϋσ ςυναυλύεσ ςτο πϊρκο, ελεϑθερεσ για το κοινϐ. Εκεύνεσ όταν ϐντωσ ςυναυλύεσ αλϊ Νϐρμαν Ρϐκγουελ, με την μπϊντα (αποτελοϑμενη απϐ ντϐπιουσ μουςικοϑσ, ντυμϋνουσ με τισ ςτολϋσ του υνδϋςμου Εθελοντϔν Πυροςβεςτϔν, αντύ για τισ ςτολϋσ φιλαρμονικόσ, που δεν ϊντεχε το πορτοφϐλι τουσ) να παύζει φϊλτςα εμβατόρια και το Κουαρτϋτο (υν Δϑο) του τοπικοϑ κουρεύου να αποδύδει τραγουδϊκια ςαν το εναντϐα ό το Αώβ Γκοτ ε Γκαλ φρομ Καλϊμαζον. Κϊτι τησ ϋλεγε πωσ οι ςυναυλύεσ ςτον Παρϊδειςο του Ροκ εντ Ρολ πρϋπει να όταν πολϑ διαφορετικϋσ απϐ τισ μουςικϋσ βραδιϋσ ςτο πϊρκο των παιδικϔν τησ χρϐνων, ϐπου αυτό και οι φύλοι τησ ϋτρεχαν γϑρω-γϑρω κουνϔντασ αναμμϋνα κερϊκια, που πετοϑςαν ςπύθεσ, ενϔ το μαβύ φωσ του δειλινοϑ μεταμορφωνϐταν ςε νϑχτα. Κϊτι τησ ϋλεγε πωσ η αποψινό υπαύθρια ςυναυλύα θα όταν αλϊ Γκϐγια κι ϐχι αλϊ Ρϐκγουελ. «Πϊω να φϋρω το πορτοφϐλι ςου», τησ εύπε ο Κλαρκ. «Καλό ϐρεξη». «Ευχαριςτϔ, αγϊπη μου». Η Μαύρη ϋχωςε ϊλλη μια ϊγευςτη πιρουνιϊ κεραςϐπιτα ςτο ςτϐμα τησ και τον ακολοϑθηςε με το βλϋμμα. Ο Κλαρκ βϊδιζε προσ την ϋξοδο μ' ϋνα 476
υπερβολικϊ αργϐ και μϊγκικο περπϊτημα, που τησ φϊνηκε εξωφρενικϐ και τρομερϐ ςυνϊμα. Δεν ϋχω ιδϋα ϐτι βρύςκονται εδϔ μϋςα δυο διϊςημα πτϔματα, όθελε να δεύξει με το δόθεν ϊνετο κι αδιϊφορο βϊδιςμα του ο ϊντρασ τησ. Σρομαγμϋνοσ εγϔ; Πϔσ ςασ πϋραςε τϋτοια ιδϋα; Κουνόςου! τησ όρθε να του φωνϊξει. Ωςε τισ παλικαριϋσ και πϊρε τα πϐδια ςου! Σο καμπανϊκι τησ πϐρτασ κουδοϑνιςε τη ςτιγμό που ο Κλαρκ ϊπλωςε το χϋρι του να πιϊςει το πϐμολο και ςτο εςτιατϐριο μπόκαν ϊλλοι δυο νεκρού Σεξανού. Ο ϋνασ, με τα ςκοϑρα γυαλιϊ, όταν ο Ρϐι ήρμπιςον. Ο ϊλλοσ, με τα κοκϊλινα, ο Μπϊντι Φϐλι. ήλοι οι πρϔην μου εύναι απϐ το Σϋξασ, ςκϋφτηκε η Μαύρη και περύμενε να παραμερύςουν αυτού οι δυο βύαια τον ϊντρα τησ για να περϊςουν. «υγνϔμη, κϑριοσ», εύπε ευγενικϊ αυτϐσ με τα ςκοϑρα γυαλιϊ κι αντύ να ςπρϔξει πϋρα τον Κλαρκ, παραμϋριςε αυτϐσ απϐ την πϐρτα. Ο Κλαρκ ϋγνεψε χωρύσ να μιλόςει -η Μαύρη όταν ςύγουρη ϐτι του εύχε κοπεύ η λαλιϊ— και βγόκε ϋξω ςτη λιακϊδα. Αφόνοντασ τη μϐνη εκεύ μϋςα, με τουσ νεκροϑσ. Μια ςκϋψη που, αναπϐφευκτα, την οδόγηςε ςτην εξόσ φρικτό επϐμενη: ο Κλαρκ θα το ϋςκαγε με το αυτοκύνητο χωρύσ αυτό. ήχι πωσ θα το ϋκανε ςκϐπιμα ό επειδό όταν δειλϐσ. Δεν όταν πλϋον ζότημα θϊρρουσ ό ατολμύασ και ο μϐνοσ λϐγοσ που δε βρύςκονταν και οι δυο τουσ πεςμϋνοι ςτο πϊτωμα, με μιςοςαλεμϋνα τα λογικϊ, όταν ϐτι τα πρϊγματα εξελύςςονταν τρομερϊ γρόγορα. Ο Κλαρκ θα το ϋςκαγε επειδό δε θα μποροϑςε να κϊνει αλλιϔσ. Σο ϋνςτικτο τησ επιβύωςησ, εκεύνο το φοβερϐ ερπετϐ που φωλιϊζει ςε κϊποια μακρινό γωνιϊ του ανθρϔπινου μυαλοϑ, θα ξεγλιςτροϑςε απϐ την τρϑπα του και θα αναλϊμβανε να κϊνει κουμϊντο. Πρϋπει να φϑγεισ αμϋςωσ απϐ δω, Μαύρη, τη ςυμβοϑλεψε μια φωνό ςτο μυαλϐ τησ, αυτό του δικοϑ τησ ερπετοϑ, ς' ϋναν 477
τϐνο που ϋκανε το αύμα τησ να παγϔςει. Ο τϐνοσ αυτϐσ παραόταν ψϑχραιμοσ για τη ςυγκεκριμϋνη κατϊςταςη, τϐςο που απειλοϑςε να μετατραπεύ ςε ουρλιαχτϐ πανικοϑ απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό. Κατϋβαςε το ϋνα πϐδι τησ ςτο πϊτωμα και προετοιμϊςτηκε για κοϑρςα ταχϑτητασ προσ την πϐρτα, ϐταν ϋνα λιγνϐ χϋρι ϋπεςε απϐτομα ςτον ϔμο τησ. ηκϔνοντασ τα μϊτια, αντύκριςε το χαμογελαςτϐ πρϐςωπο του Μπϊντι Φϐλι να την κοιτϊζει πονηρϊ. Εύχε πεθϊνει το 1959. Αυτϐ η Μαύρη το θυμϐταν απϐ την ταινύα, ϐπου το ρϐλο του Μπϊντι ϋπαιζε ο Γκϊρι Μπϊςει. Απϐ το 1959 εύχαν περϊςει τριϊντα χρϐνια και βϊλε, αλλϊ ο Μπϊντι Φϐλι όταν ακϐμα ϋνασ εικοςιτριϊχρονοσ αδϋξιοσ κρεμανταλϊσ, που ϋμοιαζε δεκαεφτϊρησ. Σα μϊτια του παιχνύδιζαν πύςω απϐ τα γυαλιϊ και το καρϑδι ςτο λαιμϐ του ανεβοκατϋβαινε αςταμϊτητα απϐ νευρικϐτητα. Υοροϑςε κακϐγουςτο καρϐ ςακϊκι και ςτενό γραβϊτα, με μεγϊλη, μεταλλικό καρφύτςα, ςε ςχόμα κεφαλόσ βοϑβαλου. Υϊτςα και γοϑςτο ϊξεςτου χωριϊτη, θα ϋλεγεσ με την πρϔτη ματιϊ, αλλϊ ο τρϐποσ που ϋςφιγγε τα χεύλη ϋδειχνε ϊνθρωπο περπατημϋνο, χαρακτόρα ςκοτεινϐ. Για μια ςτιγμό, το χϋρι του ϋςφιξε τϐςο δυνατϊ τον ϔμο τησ, που ϋνιωςε τουσ κϊλουσ ςτισ ϊκρεσ των δαχτϑλων του, κϊλουσ απϐ τισ χορδϋσ τησ κιθϊρασ. «Σι χαμπϊρια, κοϑκλα;» τησ εύπε. Η ανϊςα του μϑριζε γαρύφαλο. Ϊνα ρϊγιςμα, ακανϐνιςτο και λεπτϐ ςαν τρύχα, διϋτρεχε τον αριςτερϐ φακϐ των γυαλιϔν του. «Δε ς' ϋχω ξαναδεύ ςτα μϋρη μασ». Ϋταν απύςτευτο, αλλϊ η Μαύρη κατϊφερε να ςηκϔςει ϊλλη μια πιρουνιϊ κεραςϐπιτα, με χϋρι απϐλυτα ςταθερϐ, ακϐμη κι ϐταν ϋνα κομμϊτι απϐ τη γϋμιςη ϋπεςε ςαν πιτςιλιϊ ςτο πιϊτο τησ. Αλλϊ το πιο απύςτευτο όταν ϐτι κατϊφερε να του χαμογελϊςει τυπικϊ καθϔσ ϋχωνε την πιρουνιϊ ςτο ςτϐμα τησ. 478
«ήχι», εύπε. Ϋταν αποφαςιςμϋνη να μην αφόςει αυτϐν το νεαρϐ να καταλϊβει ϐτι τον εύχε αναγνωρύςει. Διαιςθανϐταν πωσ αν το ϋκανε θα ϋχανε κϊθε πιθανϐτητα που εύχαν αυτό κι ο Κλαρκ να ξεφϑγουν απϐ τον εφιϊλτη. «Ο ςϑζυγοσ μου κι εγϔ εύμαςτε... ε... ξϋρεισ, περαςτικού απϐ δω». Αυτϐ ϋκανε ϊραγε ο Κλαρκ τϔρα; Διϋςχιζε την πϐλη, κρατϔντασ με νϑχια και με δϐντια το επιτρεπτϐ ϐριο ταχϑτητασ, με τον ιδρϔτα να κυλϊει ποτϊμι ςτο πρϐςωπο του και τα μϊτια του να πηγαινοϋρχονται απϐ τον εςωτερικϐ καθρϋφτη ςτο δρϐμο μπροςτϊ και πϊλι ςτον καθρϋφτη; Αυτϐ ϋκανε ϊραγε; Ο ϊντρασ με το καρϐ ςακϊκι χαμογϋλαςε πλατιϊ, αποκαλϑπτοντασ δυο ςειρϋσ πολϑ μεγϊλα και πολϑ μυτερϊ δϐντια. «Ναι, ξϋρω. Ακοϑςατε το πανηγϑρι και τραβϊτε κατϊ κει για να το κϊψετε. ωςτϊ δεν τα λϋω;» «Νϐμιζα πωσ αυτϐ εύναι το πανηγϑρι», απϊντηςε ετοιμϐλογα η Μαύρη. Οι νεοφερμϋνοι κούταξαν πρϔτα ο ϋνασ τον ϊλλο με αναςηκωμϋνα φρϑδια και ϑςτερα ξεκαρδύςτηκαν ςτα γϋλια. Η νεαρό ςερβιτϐρα ςτεκϐταν και τουσ παρατηροϑςε, με τα τρομαγμϋνα, κϐκκινα μϊτια τησ. «Καλϊ τα λεσ, κοϑκλα», εύπε ο Μπϊντι Φϐλι. «Εςϑ και ο ϊντρασ ςου πρϋπει να μεύνετε λιγϊκι ςτην πϐλη μασ ϐμωσ. Για την αποψινό ςυναυλύα, τουλϊχιςτον, θα εύναι ψϔνιο. Ωκου με που ςου λϋω». Η Μαύρη πρϐςεξε ξαφνικϊ ϐτι το μϊτι πύςω απϐ το ραγιςμϋνο φακϐ εύχε πλημμυρύςει αύμα. Καθϔσ το χαμϐγελο του Φϐλι πλϊταινε, κϊνοντασ τα μϊτια του να ςτενεϑουν, μια χοντρό ςταγϐνα ξεχεύλιςε απϐ το κϊτω βλϋφαρο και κϑληςε ςτο μϊγουλο του ςαν κϐκκινο δϊκρυ. «Ϊτςι δεν εύναι, Ρϐι;» «Ναι, ϋτςι εύναι, ϐπωσ τα λϋει», εύπε ο ϊντρασ με τα ςκοϑρα γυαλιϊ. «Αν δεν το δεισ με τα μϊτια ςου, δεν το πιςτεϑεισ». «Εύμαι ςύγουρη ϐτι εύναι ϐπωσ τα λϋτε», εύπε ϊψυχα η Μαύρη. Ο Κλαρκ εύχε φϑγει. Ϋταν πλϋον ςύγουρη. Ο Ϋρωασ τησ Σεςτοςτερϐνησ εύχε γύνει λαγϐσ. ήςο για την ύδια, πολϑ φοβϐταν 479
ϐτι, απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό, η νεαρό με τα τρομαγμϋνα μϊτια και τον ϋρπη ςτο πϊνω χεύλοσ θα την ϋςερνε με το ζϐρι ςτο πύςω δωμϊτιο, ϐπου την περύμενε μια ςιϋλ ςυνθετικό ςτολό κι ϋνα μπλοκϊκι για τισ παραγγελύεσ. «Θα ϋχεισ να γρϊψεισ ϋνα ςωρϐ πρϊγματα ςτουσ φύλουσ ςου», τησ εύπε με περηφϊνια ο Φϐλι. «Να διηγηθεύσ όθελα να πω», διϐρθωςε αμϋςωσ. Η αιμϊτινη ςταγϐνα γλύςτρηςε απϐ το μϊγουλο του κι ϋπεςε πϊνω ςτο κϊθιςμα του ςκαμπϐ ϐπου καθϐταν πριν απϐ λύγο ο Κλαρκ. «Μεύνε απϐψε. Θα με θυμηθεύσ», πρϐςθεςε κοιτϔντασ το φύλο του για υποςτόριξη. Ο ϊντρασ με τα ςκοϑρα γυαλιϊ εύχε πληςιϊςει το μϊγειρα και την κοκκινομϊλλα. Ϊβαλε το χϋρι του ςτο γοφϐ τησ γυναύκασ κι εκεύνη αμϋςωσ το ςκϋπαςε με το δικϐ τησ και του χαμογϋλαςε γλυκϊ. Η Μαύρη πρϐςεξε ϐτι τα νϑχια τησ όταν φαγωμϋνα ωσ το κρϋασ. το ςτόθοσ του Ρϐι ήρμπιςον, κϊτω απϐ το ανοιχτϐ πουκϊμιςο, κρεμϐταν ϋνασ μαλτϋζικοσ ςταυρϐσ. Κοϑνηςε ζωηρϊ το κεφϊλι, χαμογελϔντασ πλατιϊ. «Θα χαροϑμε πολϑ να ςασ ϋχουμε κοντϊ μασ, ωραύα μου κυρύα, κι ϐχι μϐνο γι' απϐψε». «Θα το κουβεντιϊςω με τον ϊντρα μου», ϊκουςε η Μαύρη τον εαυτϐ τησ να λϋει και ςυμπλόρωςε νοερϊ: Αν τον ξαναδϔ ποτϋ, δηλαδό. «Μπρϊβο, μανοϑλι!» εύπε ο Μπϊντι Φϐλι. «Αυτϐ να κϊνεισ!» Και ϑςτερα ϋκανε το τελευταύο πρϊγμα που περύμενε η Μαύρη: την ϋςφιξε ϊλλη μια φορϊ ςτον ϔμο κι απομακρϑνθηκε, ελευθερϔνοντασ το δρϐμο προσ την ϋξοδο. Και το πιο απύςτευτο; Ϊξω ςτο δρϐμο διακρινϐταν καθαρϊ η χαρακτηριςτικό ςχϊρα του ψυγεύου και το ςόμα τησ Μερςεντϋσ. Ο Μπϊντι πόγε κοντϊ ςτο φύλο του τον Ρϐι, του ϋκλειςε το μϊτι (βγϊζοντασ ϊλλο ϋνα αιμϊτινο δϊκρυ) και ϑςτερα ϊπλωςε το χϋρι του και χοϑφτωςε τον πιςινϐ τησ Σζϊνισ. Αυτό τςύριξε αγανακτιςμϋνη και, καθϔσ το ϋκανε, ϋνα ποτϊμι ςκουλόκια τινϊχτηκε απϐ το ανοιχτϐ τησ ςτϐμα. Σα περιςςϐτερα ϋπεςαν 480
ςτο πϊτωμα ανϊμεςα ςτα πϐδια τησ, αλλϊ μερικϊ ϋμειναν κολλημϋνα πϊνω ςτο πιγοϑνι ςαλεϑοντασ φρικιαςτικϊ. Η νεαρό ςερβιτϐρα απϋςτρεψε το βλϋμμα τησ μ' ϋνα μορφαςμϐ αηδύασ και θλύψησ και ςκϋπαςε το πρϐςωπο τησ με τα χϋρια. Και για τη Μαύρη Γουύλιγχαμ, που ςυνειδητοπούηςε ξαφνικϊ ϐτι οι νεκρϋσ διαςημϐτητεσ απλϔσ ϋπαιζαν τϐςη ϔρα μαζύ τησ, η φυγό ϋπαψε να εύναι προςχεδιαςμϋνη κύνηςη κι ϋγινε ενςτικτϔδησ αντύδραςη. Πετϊχτηκε απϐ το ςκαμνύ ςαν ςφαύρα και ϐρμηςε προσ την ϋξοδο. «Ε!» οϑρλιαξε η κοκκινομϊλλα. «Δεν πληρϔςατε τισ πύτεσ! Οϑτε τ' αναψυκτικϊ! Εδϔ δεν εύναι ξϋφραγο αμπϋλι να την κοπανϊσ ϋτςι, κυρϊ μου! Ρικ! Μπϊντι! Πιϊςτε την!» Η Μαύρη ϊρπαξε το πϐμολο τησ πϐρτασ και το ϋνιωςε να γλιςτρϊει μϋςα ςτα δϊχτυλα τησ. Πύςω τησ ϊκουςε βαριϊ · πατόματα. Ωρπαξε πϊλι το πϐμολο κι αυτό τη φορϊ κατϊφερε να το ςτρύψει, ανούγοντασ την πϐρτα με τϐςη δϑναμη που κϐπηκε το καμπανϊκι απϐ την αλυςύδα του. Μια ςτενό παλϊμη με κϊλουσ ςτισ ϊκρεσ των δϊχτυλων την ϊρπαξε λύγο πϊνω απϐ τον αριςτερϐ αγκϔνα. Αυτό τη φορϊ τα δϊχτυλα δεν την πύεςαν απλϔσ, την ϋςφιξαν ςαν τανϊλιεσ, ζορύζοντασ ϊςχημα κϊποιο νεϑρο. Ϊνασ πϐνοσ οξϑσ ςαν ςουβλιϊ διαπϋραςε το χϋρι τησ ωσ την αριςτερό πλευρϊ του λαιμοϑ και ϑςτερα ϋνιωςε ϐλο το μπρϊτςο τησ να μουδιϊζει. Η Μαύρη ϋςφιξε το δεξύ τησ χϋρι γροθιϊ και, με μια απϐτομη ςτροφό, το κατϋβαςε με ϐλη τησ τη δϑναμη ςτα λαγϐνια του ϊντρα, πϊνω ςε κϊτι που πρϋπει να όταν το κϐκαλο τησ λεκϊνησ. Ακοϑςτηκε ϋνα πονεμϋνο ρουθοϑνιςμα —νεκρού ό ϐχι, προφανϔσ αιςθϊνονταν πϐνο— και το χϋρι που ϋςφιγγε το μπρϊτςο τησ χαλϊρωςε απϐτομα. Η Μαύρη ελευθερϔθηκε κι ϐρμηςε προσ την ανοιχτό πϐρτα, με τα μαλλιϊ ϐρθια απϐ τον τρϐμο. 481
Σα μϊτια τησ, ξετρελαμϋνα, ςτϊθηκαν ςτη Μερςεντϋσ, που όταν ακϐμα παρκαριςμϋνη ςτο πλϊι του δρϐμου. Λϊτρεψε τον Κλαρκ που δεν την εύχε παρατόςει. Προφανϔσ εύχε λϊβει ϐλα τα εγκεφαλικϊ ςόματα που του εύχε ςτεύλει: καθϐταν ςτο τιμϐνι αντύ να ψαχουλεϑει κϊτω απϐ το κϊθιςμα για το ανϑπαρκτο πορτοφϐλι τησ κι ϋςτριψε το κλειδύ ςτη μηχανό αμϋςωσ μϐλισ την εύδε να πετϊγεται απϐ το Ροκ-α-Μποϑγκι. Ο νεαρϐσ με τη μαργαρύτα ςτο ημύψηλο και ο φύλοσ του με τα τατουϊζ ςτϋκονταν και πϊλι ϋξω απϐ το μπαρμπϋρικο, παρακολουθϔντασ ανϋκφραςτα τη Μαύρη, που τρϊβηξε με δϑναμη την πϐρτα του αυτοκινότου. Σησ φϊνηκε πωσ αναγνϔριςε τον Ημύψηλο —εύχε τρεισ δύςκουσ των Λύναρντ κύναρντ και όταν ςχεδϐν ςύγουρη ϐτι όταν ο Ρϐνι Βαν Ζαντ. Δεν πρϐλαβε να το ςκεφτεύ κι αναγνϔριςε και το ςϑντροφο του: όταν ο Ντουϋιν ήλμαν, που ςκοτϔθηκε ϐταν ανατρϊπηκε η μοτοςικλϋτα του και ςφηνϔθηκε κϊτω απϐ ϋνα τρακτϋρ, πριν απϐ εύκοςι χρϐνια. Ϊβγαλε κϊτι απϐ την τςϋπη του τζιν μπουφϊν του και το δϊγκωςε. Η Μαύρη εύδε, χωρύσ την παραμικρό ϋκπληξη, ϐτι όταν ϋνα βερύκοκο. Ο Ρικ Νϋλςον πετϊχτηκε απϐ το Ροκ-α-Μποϑγκι. Πύςω του βγόκε ο Μπϊντι Φϐλι, που τϔρα ολϐκληρη η αριςτερό πλευρϊ του προςϔπου του όταν βουτηγμϋνη ςτο αύμα. «Μαύρη, μπεσ μϋςα!» οϑρλιαξε ο Κλαρκ. «Μπεσ μϋςα, γαμϔ το!» Η Μαύρη ϋκανε βουτιϊ με το κεφϊλι ςτη θϋςη του ςυνοδηγοϑ και ο Κλαρκ ϊρχιςε να υποχωρεύ με την ϐπιςθεν πριν προλϊβει καν η Μαύρη να πιϊςει την πϐρτα να την τραβόξει. Οι πύςω τροχού τησ Πριγκύπιςςασ ςτρύγκλιςαν ξεςηκϔνοντασ ςυννεφϊκια γαλαζωποϑ καπνοϑ. Η Μαύρη τινϊχτηκε μπροςτϊ καθϔσ ο Κλαρκ ςανύδωςε το φρϋνο και το κεφϊλι τησ χτϑπηςε 482
ςτην κονςϐλα. Ωπλωςε ςτα τυφλϊ το χϋρι τησ προσ τα πύςω κι ϋπιαςε την πϐρτα να την κλεύςει, ενϔ ο Κλαρκ, βρύζοντασ και βλαςτημϔντασ, ϋκοβε το τιμϐνι κι ϋβαζε ταχϑτητα για να ξεκινόςει. Ο Ρικ Νϋλςον ρύχτηκε πϊνω ςτο καπϐ τησ Μερςεντϋσ. Σα μϊτια του γυϊλιζαν. Σα χεύλη του όταν τεντωμϋνα ς' ϋνα γκροτϋςκο χαμϐγελο, αποκαλϑπτοντασ αςτραφτερϊ λευκϊ δϐντια. Σο καπελϊκι του μϊγειρα εύχε πϋςει απϐ το κεφϊλι του και οι ςκουροκϊςτανεσ μποϑκλεσ του κρϋμονταν ςαν λαδωμϋνα ςκοινιϊ πϊνω ςτο μϋτωπο και ςτουσ κροτϊφουσ του. «Θα ϋρθετε ςτη ςυναυλύα!» οϑρλιαξε. «Ωντε γαμόςου!» του απϊντηςε ο Κλαρκ, πατϔντασ το γκϊζι ωσ το τϋρμα. Ο ςυνόθωσ νηφϊλιοσ πετρελαιοκινητόρασ τησ Πριγκύπιςςασ ϊφηςε μια χαμηλό ςτριγκλιϊ και το αυτοκύνητο τινϊχτηκε μπροςτϊ ςαν πϑραυλοσ, παύρνοντασ μαζύ και το φϊνταςμα, που, αρπαγμϋνο απϐ το καπϐ, γρϑλιζε και τουσ ϋδειχνε τα δϐντια του. «Δϋςε τη ζϔνη ςου!» φϔναξε ο Κλαρκ ςτη Μαύρη μϐλισ εκεύνη κατϊφερε να καθύςει κανονικϊ ςτη θϋςη τησ. Η Μαύρη ϊρπαξε το κοϑμπωμα και το ϋχωςε ςτην υποδοχό. Ϊντρομη και κατϊπληκτη, εύδε το πλϊςμα ςτο καπϐ ν' απλϔνει το αριςτερϐ του χϋρι, να γραπϔνεται απϐ τον υαλοκαθαριςτόρα μπροςτϊ τησ και να τραβιϋται για ν' ανεβεύ προσ τα πϊνω. Ο υαλοκαθαριςτόρασ ϋςπαςε. Σο πλϊςμα ϋριξε μια ματιϊ ςτο κομμϊτι που εύχε μεύνει ςτο χϋρι του, το πϋταξε πϋρα κι ϊπλωςε να πιϊςει τον υαλοκαθαριςτόρα απϐ τη μεριϊ του Κλαρκ. Πριν τον φτϊςει, ο Κλαρκ ξαναπϊτηςε απϐτομα το φρϋνο, με τα δυο του πϐδια αυτό τη φορϊ. Η ζϔνη αςφαλεύασ τεντϔθηκε, πιϋζοντασ διαγϔνια το ςτόθοσ τησ Μαύρησ με τϐςη δϑναμη, που τησ ϋκοψε την ανϊςα. Για μια ςτιγμό αιςθϊνθηκε μια αφϐρητη πύεςη ςτα ςπλϊχνα τησ, ςαν να τα εύχε χουφτϔςει και να τα ϋςπρωχνε προσ το λαιμϐ τησ μια ατςϊλινη γροθιϊ. Σο 483
πλϊςμα εκςφενδονύςτηκε απϐ το καπϐ κι ϋπεςε ςτο δρϐμο. Η Μαύρη ϊκουςε ϋνα ανατριχιαςτικϐ τρύξιμο, ςαν όχο κλαδιοϑ που τςακύζει ςύα δυο, και εύδε αύμα να τινϊζεται ςτην ϊςφαλτο, ςαν κϐκκινη κορϐνα γϑρω απϐ το κεφϊλι του. Κούταξε πύςω. Οι ϊλλοι ϋτρεχαν προσ το αυτοκύνητο. Μπροςτϊ πόγαινε η Σζϊνισ, με το πρϐςωπο τησ παραμορφωμϋνο απϐ μια απαύςια γκριμϊτςα μύςουσ και ϋξαψησ. Μπροςτϊ τουσ, ο μϊγειρασ ανακϊθιςε πϊνω ςτην ϊςφαλτο με την ευκολύα μιασ πϊνινησ κοϑκλασ. το πρϐςωπο του υπόρχε πϊντα εκεύνο το πλατϑ, γκροτϋςκο χαμϐγελο. «Κλαρκ, ϋρχονται!» οϑρλιαξε η Μαύρη. Ο Κλαρκ ϋριξε μια ματιϊ ςτον εςωτερικϐ καθρϋφτη και ϑςτερα ςανύδωςε για δεϑτερη φορϊ το γκϊζι. Η Πριγκύπιςςα ϐρμηςε μπροςτϊ. Η Μαύρη πρϐλαβε να δει το πλϊςμα που όταν καθιςμϋνο πϊνω ςτο δρϐμο να ςηκϔνει το χϋρι του ςαν αςπύδα για να προςτατευτεύ. Μακϊρι να εύχε δει μϐνο αυτϐ, αλλϊ το μυαλϐ τησ πρϐλαβε να καταγρϊψει κϊτι πολϑ χειρϐτερο: κϊτω απϐ το διπλωμϋνο χϋρι, που ϋκρυψε το μιςϐ πρϐςωπο, ο Ρικ Νϋλςον ςυνϋχιζε να χαμογελϊει πλατιϊ. Σην επϐμενη ςτιγμό, πϋραςαν απϐ πϊνω του δυο τϐνοι μετϊλλου, γερμανικόσ καταςκευόσ. Ακοϑςτηκαν μια ςειρϊ όχοι, ςαν ϋνα παιδύ να κυλιϐταν πϊνω ςε ξερϊ, πεςμϋνα φϑλλα και κλαδϊκια. Η Μαύρη ϋφραξε τ' αυτιϊ τησ με τισ παλϊμεσ —πολϑ αργϊ, πολϑ αργϊ— και οϑρλιαξε. «Μη ςκασ», τησ εύπε ο Κλαρκ που κούταζε με ϑφοσ βλοςυρϐ ςτον εςωτερικϐ καθρϋφτη. «Λεν τον χτυπόςαμε ςοβαρϊ. ηκϔνεται πϊλι». «Σι;» «Εκτϐσ απϐ το αποτϑπωμα τησ ρϐδασ ςτο πουκϊμιςο του, ο τϑποσ φαύνεται...» Ο Κλαρκ ςϔπαςε απϐτομα και την κούταξε ςοκαριςμϋνοσ. «Ποιοσ ςε χτϑπηςε, Μαύρη;» «Σι;» 484
«Ϊχεισ αύματα ςτο ςτϐμα ςου. Ποιοσ ςε χτϑπηςε;» Η Μαύρη ϊγγιξε με το δϊχτυλο την ϊκρη των χειλιϔν τησ, κούταξε το κϐκκινο υγρϐ που κϐλληςε πϊνω του και ϑςτερα το δοκύμαςε. «Δεν εύναι αύμα, εύναι κερϊςι», εύπε και τησ ξϋφυγε ϋνα ςκληρϐ, απελπιςμϋνο γελϊκι. «Βγϊλε μασ απϐ δω, Κλαρκ, ςε παρακαλϔ...» «Να εύςαι ςύγουρη», τησ εύπε κι ϋςτρεψε πϊλι την προςοχό του ςτην Κεντρικό Οδϐ, που προσ το παρϐν τουλϊχιςτον εκτεινϐταν ϋρημη μπροςτϊ τουσ. Η Μαύρη πρϐςεξε ϐτι, παρϊ τα ϐργανα και τουσ ενιςχυτϋσ που εύχαν ακουςτεύ απϐ την πλατεύα, δεν υπόρχαν κολϐνεσ ηλεκτρικοϑ οϑτε ςτην Κεντρικό Οδϐ. Δεν εύχε ιδϋα απϐ ποϑ ϋπαιρνε ενϋργεια ο Παρϊδειςοσ του Ροκ εντ Ρολ (ό μϊλλον... κϊτι υποψιαζϐταν), αλλϊ το ςύγουρο όταν πωσ δεν τροφοδοτοϑςε την πϐλη η Εταιρεύα Ηλεκτριςμοϑ του ήρεγκον. Η Πριγκύπιςςα επιτϊχυνε με τον τρϐπο των πετρελαιοκινητόρων -ϐχι γρόγορα, αλλϊ με ςυνεχϔσ αυξανϐμενη, ακλϐνητη ιςχϑ, αφόνοντασ πύςω τησ ϋνα μαϑρο ςϑννεφο. Προςπϋραςαν ϋνα μεγϊλο παντοπωλεύο, ϋνα βιβλιοπωλεύο κι ϋνα κατϊςτημα παιδικϔν ειδϔν με την επιγραφό Σο Νανοϑριςμα. Λύγο παρακϊτω, ϋξω απϐ μια αύθουςα με μπιλιϊρδα και ηλεκτρονικϊ, ςτεκϐταν ϋνασ νεαρϐσ, με ςτενϐ, δερμϊτινο παντελϐνι και μπϐτεσ απϐ δϋρμα φιδιοϑ. Εύχε τα χϋρια του ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ και με το ϋνα του πϐδι λυγιςμϋνο πατοϑςε πϊνω ςτον αςβεςτωμϋνο τούχο πύςω του. Ϋταν ϐμορφοσ, μ' ϋνα βαρϑ, μουτρωμϋνο ϑφοσ και η Μαύρη τον αναγνϔριςε αμϋςωσ. Σο ύδιο και ο Κλαρκ. «Ο Λύζαρντ Κινγκ», εύπε ξϋπνοα. «Ξϋρω. Σον εύδα». Ναι, τον εύχε δει, αλλϊ οι εικϐνεσ που ϋβλεπε όταν ςαν ςελύδεσ που αναφλϋγονταν η μια μετϊ την ϊλλη κϊτω απϐ μια ςκληρό, εκτυφλωτικό δϋςμη φωτϐσ, που γεννοϑςε το ύδιο τησ το 485
μυαλϐ, λεσ και ο απϐλυτοσ τρϐμοσ το εύχε μεταμορφϔςει ςε ϋνα εύδοσ οργανικοϑ, μεγεθυντικοϑ φακοϑ. Κατϊλαβε τϐτε πωσ, αν ξϋφευγαν ποτϋ, δε θα τησ ϋμενε καμιϊ ανϊμνηςη απϐ την Παρϊξενη Μικρό Πϐλη. Οι αναμνόςεισ τησ θα όταν ςτϊχτεσ ςτον ϊνεμο. Ϊτςι όταν αυτϊ τα πρϊγματα. Δεν μπορεύ ϋνασ ϊνθρωποσ να διατηρεύ ςτη μνόμη του τϋτοιεσ δαιμονικϋσ εικϐνεσ, τϋτοιεσ δαιμονικϋσ εμπειρύεσ και να παραμϋνει λογικϐσ. Γι' αυτϐ το μυαλϐ γινϐταν ϋνα εύδοσ αποτεφρωτόρα, που κατϋςτρεφε την καθεμιϊ απ' αυτϋσ αμϋςωσ μετϊ τη δημιουργύα τησ. Γι' αυτϐ οι περιςςϐτεροι ϊνθρωποι ϋχουν την πολυτϋλεια να μην πιςτεϑουν ςε φαντϊςματα και ςτοιχειωμϋνα μϋρη, ςκϋφτηκε. Επειδό το μυαλϐ, ϐταν αναγκϊζεται να αντικρύςει το υπερφυςικϐ και το παρϊλογο, διαγρϊφει τισ μνόμεσ, ϋτςι ϐπωσ ξεχνοϑςαν τα πϊντα εκεύνοι που εύχαν την ατυχύα ν' αντικρύςουν τη Μϋδουςα τησ μυθολογύασ. Σο μυαλϐ πρϋπει να ξεχϊςει. Και, μα το θεϐ, εκτϐσ απϐ το να βγω γρόγορα απ' αυτϐ τον εφιϊλτη, το μϐνο πρϊγμα που θϋλω εύναι να τα ξεχϊςω ϐλα! Μια μικρό ομϊδα ανθρϔπων όταν ςυγκεντρωμϋνη ςτο πεζοδρϐμιο ςτην τελευταύα διαςταϑρωςη πριν απϐ την πϋρα ϊκρη τησ πϐλησ. Ωνθρωποι με ςυνηθιςμϋνα, τρομαγμϋνα πρϐςωπα, ντυμϋνοι με παλιωμϋνα, ςυνηθιςμϋνα ροϑχα. Ϊνασ ϊντρασ με φϐρμα μηχανικοϑ αυτοκινότων. Μια γυναύκα με ςτολό νοςοκϐμασ -ϊςπρη κϊποτε, αλλϊ τϔρα μουντό γκρύζα. Ϊνα ηλικιωμϋνο ζευγϊρι, αυτό με ορθοπεδικϊ παποϑτςια κι ακουςτικϐ ςτο ϋνα αυτύ, που όταν πιαςμϋνοι απϐ το χϋρι ςαν αδερφϊκια που χϊθηκαν ςτο δϊςοσ. Η Μαύρη κατϊλαβε χωρύσ δεϑτερη ςκϋψη ϐτι αυτού όταν οι πραγματικού κϊτοικοι τησ πϐλησ. Ωνθρωποι που εύχαν παγιδευτεύ ςαν ϋντομα ςτην καρδιϊ ενϐσ ςαρκοβϐρου ϊνθουσ. «Βγϊλε μασ απϐ δω, Κλαρκ, ςε παρακαλϔ», κλαψοϑριςε. Κϊτι απαύςιο ανϋβηκε ξαφνικϊ ςτο λαιμϐ τησ κι ϋφραξε το ςτϐμα τησ με τα χϋρια, ςύγουρη ϐτι θα ϊδειαζε τα ςωθικϊ τησ. 486
Αντύ να κϊνει εμετϐ, τησ ξϋφυγε ϋνα δυνατϐ ρϋψιμο, που τησ ϋκαψε το λαιμϐ ςαν οξϑ κι ϋφερε ςτο ςτϐμα τησ τη γεϑςη τησ κεραςϐπιτασ που εύχε φϊει ςτο Ροκ-α-Μποϑγκι. «θα βγοϑμε, Μαύρη. Ηςϑχαςε, μη φοβϊςαι». Ο δρϐμοσ -δεν τον ςκεφτϐταν πια ςαν Κεντρικό Οδϐ τϔρα που ϋβλεπε την ϊκρη τησ πϐλησ μπροςτϊ τησ— περνοϑςε ανϊμεςα απϐ το Πυροςβεςτικϐ Σμόμα του Ροκ εντ Ρολ ςτ' αριςτερϊ και το Δημοτικϐ χολεύο του Ροκ εντ Ρολ ςτα δεξιϊ. Σρύα παιδϊκια ςτϋκονταν ςτο προαϑλιο του ςχολεύου χαζεϑοντασ με απϊθεια την Πριγκύπιςςα που πϋραςε με ταχϑτητα απϐ μπροςτϊ τουσ. την ομαλό ανηφοριϊ μπροςτϊ, ο δρϐμοσ ϋκανε ςτροφό γϑρω απϐ ϋνα μεγϊλο βρϊχο, που ςτην κορυφό του όταν τοποθετημϋνη μια πινακύδα, ςε ςχόμα ηλεκτρικόσ κιθϊρασ, με την επιγραφό: ΠΑΡΑΔΕΙΟ ΣΟΤ ΡΟΚ ΕΝΣ ΡΟΛ ΣΕΛΟ. ΚΑΛΗΝΤΦΣΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΤ, ΚΑΛΗΝΤΦΣΑ. Ο Κλαρκ πόρε τη ςτροφό χωρύσ να κϐψει ταχϑτητα. την πύςω πλευρϊ του βρϊχου, ϋνα λεωφορεύο όταν ςταματημϋνο κϊθετα πϊνω ςτο δρϐμο. Δεν όταν ϋνα ςυνηθιςμϋνο κύτρινο ςχολικϐ, ςαν εκεύνο που εύχαν δει απϐ μακριϊ ϐταν ϋμπαιναν ςτην πϐλη. Αυτϐ όταν ϋνα κινητϐ ϐργιο χρωμϊτων και ψυχεδελικϔν ςχημϊτων, ϋνα γιγϊντιο ςουβενύρ απϐ το Καλοκαύρι τησ Αγϊπησ, με τα παρϊθυρα του γεμϊτα χρωματιςτϊ αυτοκϐλλητα και ςόματα τησ ειρόνησ. Κι ενϔ ο Κλαρκ ϊφηςε μια κραυγό πατϔντασ φρϋνο με ϐλη του τη δϑναμη, η Μαύρη διϊβαςε, χωρύσ την παραμικρό ϋκπληξη, ςχεδϐν μοιρολατρικϊ, τισ λϋξεισ που πρϐβαλλαν μϋςα απϐ το πανδαιμϐνιο των χρωμϊτων και ςχημϊτων ςτο πλϊι του λεωφορεύου: ΔΕ ΜΑΣΖΙΚ ΜΠΑ. Ο Κλαρκ ϋκανε ϐ,τι μποροϑςε, αλλϊ όταν αδϑνατον να ςταματόςει εντελϔσ. Με τουσ τροχοϑσ μπλοκαριςμϋνουσ απϐ τα
487
Σο Μαγικϐ Λεωφορεύο. (.τ.Μ.)
φρϋνα και τα λϊςτιχα τησ να βγϊζουν καπνοϑσ, η Μερςεντϋσ χτϑπηςε το Μϊτζικ Μπασ με ταχϑτητα εύκοςι χιλιομϋτρων την ϔρα. Ακοϑςτηκε ϋνασ βαρϑσ, υπϐκωφοσ κρϐτοσ και η Πριγκύπιςςα καρφϔθηκε με τη μοϑρη ςτη μϋςη τησ αριςτερόσ πλευρϊσ του πολϑχρωμου λεωφορεύου. Η Μαύρη τινϊχτηκε μπροςτϊ και η ζϔνη αςφαλεύασ την ϋςφιξε γερϊ ςαν τεντωμϋνο χαλινϊρι. Σο λεωφορεύο τραμπαλύςτηκε για λύγο ςτισ αναρτόςεισ του κι αυτϐ όταν ϐλο. «Κϊνε πύςω και βγεσ απϐ το πλϊι!» οϑρλιαξε η Μαύρη ςτον Κλαρκ και την ύδια ςτιγμό την κυρύεψε η φριχτό βεβαιϐτητα ϐτι ϐλα εύχαν τελειϔςει. Η μηχανό τησ Πριγκύπιςςασ ρετϊριζε και η Μαύρη εύδε ατμοϑσ να βγαύνουν απϐ το ςτραπατςαριςμϋνο καπϐ, ςαν ανϊςα λαβωμϋνου δρϊκοντα. ήταν ο Κλαρκ ϋβαλε ϐπιςθεν, ο κινητόρασ πόρε κϊνα δυο ςτροφϋσ, το αυτοκύνητο τρεμοϑλιαςε ςαν γϋρικο, ϊρρωςτο ςκυλύ και η μηχανό ϋςβηςε. Πύςω τουσ ακουγϐταν όχοσ ςειρόνασ που πληςύαζε. Η Μαύρη αναρωτόθηκε ποιοσ θα εμφανιζϐταν ςαν αςτυνϐμοσ τησ πϐλησ. ήχι ο Σζον Λϋνον πϊντωσ, αφοϑ το ςϑνθημα τησ ζωόσ του όταν Αμφιςβότηςη Κϊθε Αρχόσ και ςύγουρα ϐχι ο Λύζαρντ Κινγκ, που προφανϔσ όταν ϋνα απϐ τα κακϊ παιδιϊ τησ πϐλησ. Ποιο λοιπϐν; Και μόπωσ εύχε καμιϊ ςημαςύα; άςωσ να όταν ο Σζύμι Φϋντριξ. Σρελό ιδϋα, ναι, αλλϊ όξερε κι αυτό αρκετϊ για τον κϐςμο τησ ροκ, ύςωσ περιςςϐτερα απϐ τον Κλαρκ, και θυμόθηκε ϐτι εύχε διαβϊςει κϊπου πωσ ο Φϋντριξ εύχε κϊνει αλεξιπτωτιςτόσ ςτην 101η Μονϊδα Αεροπορύασ. Δε λϋνε πωσ οι πρϔην ςτρατιωτικού γύνονται οι καλϑτεροι αςτυνϐμοι; Σρελαύνεςαι, ςκϋφτηκε και κοϑνηςε το κεφϊλι τησ. ύγουρα. Κι απϐ μια ϊποψη όταν ανακοϑφιςη. «Και τϔρα;» ρϔτηςε ανϋκφραςτα τον Κλαρκ. Εκεύνοσ ϊνοιξε την πϐρτα του, αφοϑ αναγκϊςτηκε να τη ςπρϔξει λιγϊκι με τον ϔμο, γιατύ εύχε φρακϊρει. «Σο βϊζουμε ςτα πϐδια», τησ απϊντηςε. 488
«Σι νϐημα ϋχει;» «Σουσ εύδεσ; θϋλεισ να γύνεισ ςαν κι αυτοϑσ;» Αυτϐ πυροδϐτηςε ξανϊ το φϐβο τησ. Απαςφϊλιςε τη ζϔνη κι ϊνοιξε την πϐρτα τησ. το μεταξϑ ο Κλαρκ ϋκανε το γϑρο του αυτοκινότου, πόγε απϐ τη μεριϊ τησ και την ϋπιαςε απϐ το χϋρι. Καθϔσ ςτρϊφηκαν προσ το Μϊτζικ Μπασ, το χϋρι του Κλαρκ ϋςφιξε ενςτικτωδϔσ το δικϐ τησ, μϐλισ εύδε αυτϐν που κατϋβαινε απϐ το λεωφορεύο —ψηλϐσ, με ϊςπρο πουκϊμιςο ανοιχτϐ ςτο γιακϊ, μαϑρο μπλουτζύν και γυαλιϊ ηλύου κλειςτϊ ςτα πλϊγια. Σα κατϊμαυρα μαλλιϊ του όταν χτενιςμϋνα προσ τα πύςω ςτουσ κροτϊφουσ και ςτο μϋτωπο του ςχημϊτιζαν ϋνα πλοϑςιο, ϊψογο «κοκορϊκι». Ϋταν αδϑνατον να μπερδϋψει κανεύσ αυτϐ το απύςτευτα ϐμορφο αντρικϐ πρϐςωπο, που τα ςαρκϔδη χεύλη του ςτρϊβωναν ς' ϋνα αχνϐ, λοξϐ χαμϐγελο. Ϊνα περιπολικϐ τησ αςτυνομύασ με τα διακριτικϊ Α.Σ. ΡΟΚ ΕΝΣ ΡΟΛ γραμμϋνα ςτισ δυο μπροςτινϋσ πϐρτεσ εμφανύςτηκε απϐ τη ςτροφό και, φρενϊροντασ με θϐρυβο, ςταμϊτηςε ςε ελϊχιςτη απϐςταςη απϐ τον πύςω προφυλακτόρα τησ Πριγκύπιςςασ. Ο ϊντρασ που οδηγοϑςε το περιπολικϐ όταν μαϑροσ, αλλϊ δεν όταν ο Σζύμι Φϋντριξ. Φωρύσ να εύναι απϐλυτα ςύγουρη, η Μαύρη αναγνϔριςε ςτο πρϐςωπο του τοπικοϑ ςερύφη τον 'Οτισ Ρϋντιγκ. Ο ϊντρασ με τα ςκοϑρα γυαλιϊ και το μαϑρο τζιν ςτεκϐταν τϔρα ακριβϔσ μπροςτϊ τουσ, με τουσ αντύχειρεσ χωμϋνουσ ςτισ θηλιϋσ τησ ζϔνησ του. «Πϔσ τα πϊμε, παιδιϊ;» Ϋταν επύςησ αδϑνατο να μην αναγνωρύςει κανεύσ την τεμπϋλικη, ελαφρϊ μϊγκικη προφορϊ του Μϋμφισ, «θϋλω να ςασ καλωςορύςω ςτα μϋρη μασ. Ελπύζω να μεύνετε λύγο καιρϐ κοντϊ μασ. Η πϐλη δεν εύναι τύποτε ςπουδαύο, αλλϊ εύμαςτε ϐλοι καλού γεύτονεσ μεταξϑ μασ και τα καταφϋρνουμε καλϊ». Σουσ ϊπλωςε το χϋρι του, ϐπου λαμπϑριζαν τρύα υπερβολικϊ μεγϊλα χρυςϊ δαχτυλύδια. «Εγϔ εύμαι ο δόμαρχοσ. Με λϋνε Ελβισ Πρύςλεώ». 489
Δειλινϐ, βρϊδυ καλοκαιριοϑ. Με το που μπόκαν ςτην πλατεύα τησ πϐλησ, η Μαύρη θυμόθηκε ξανϊ τισ υπαύθριεσ ςυναυλύεσ που εύχε παρακολουθόςει ςτην Ελμϊιρα ϐταν όταν παιδύ κι ϋνιωςε ϋνα κϑμα λϑπησ και νοςταλγύασ να διαπερνϊει το κουκοϑλι τησ απϊθειασ που εύχε δημιουργόςει το μυαλϐ τησ γϑρω απϐ τισ αιςθόςεισ τησ. Ϊμοιαζε τϐςο πολϑ... και όταν τϐςο διαφορετικϊ. Εδϔ δεν υπόρχαν παιδιϊ να τρϋχουν γϑρω γϑρω. Σα μϐνα παιδιϊ όταν καμιϊ δεκαπενταριϊ, μαζεμϋνα τςοϑρμο, ϐςο μακρϑτερα γινϐταν απϐ την εξϋδρα, και κούταζαν γϑρω με βλϋμματα επιφυλακτικϊ, γεμϊτα ϋνταςη. Ανϊμεςα τουσ όταν κι εκεύνα που εύχαν δει αυτό και ο Κλαρκ ςτο προαϑλιο του ςχολεύου, ϐταν ϋκαναν την αποτυχημϋνη προςπϊθεια να το ςκϊςουν απϐ την πϐλη. Οϑτε όταν κϊποια γραφικό ορχόςτρα πνευςτϔν αυτό που θα ϊρχιζε να παύζει ς' ϋνα τϋταρτο, μιςό ϔρα το αργϐτερο. Πϊνω ςτην τερϊςτια εξϋδρα όταν απλωμϋνα τα ϐργανα και τα ςϑνεργα ενϐσ ςυγκροτόματοσ, που, κρύνοντασ και απϐ τουσ ενιςχυτϋσ, πρϋπει να όταν το μεγαλϑτερο και ηχηρϐτερο ροκ ςυγκρϐτημα, μια τιτϊνια ορχόςτρα μποπ, που, αν ϋπαιζε ςε πλόρη ϋνταςη όχου, θα ϋςπαζαν τα τζϊμια ϐλων των ςπιτιϔν ςε ακτύνα πϋντε χιλιομϋτρων. Μϋτρηςε δϔδεκα κιθϊρεσ και ςταμϊτηςε να μετρϊει. Τπόρχαν ντραμσ... μπϐνγκοσ... κϐνγκασ... αρμϐνιο... δεϑτερη εξϋδρα για τουσ τραγουδιςτϋσ των φωνητικϔν... ϋνα ατςϊλινο δϊςοσ απϐ μικρϐφωνα. ήςο για την πλατεύα, όταν γεμϊτη απ' ϊκρη ς' ϊκρη με πτυςςϐμενεσ καρϋκλεσ. Η Μαύρη υπολϐγιςε τισ θϋςεισ κϊπου ανϊμεςα ςτισ εφτακϐςιεσ με χύλιεσ, αλλϊ όταν ζότημα αν υπόρχαν πϊνω απϐ πενόντα ϊτομα ακροατόριο. Ανϊμεςϊ τουσ 490
αναγνϔριςε το μηχανικϐ, που τϔρα εύχε αλλϊξει τη φϐρμα του με καθαρϐ τζιν και πουκϊμιςο. Η χλομό, ϊλλοτε ϐμορφη γυναύκα που καθϐταν δύπλα του πρϋπει να όταν η ςϑζυγοσ του. Η νοςοκϐμα καθϐταν ολομϐναχη ςτη μϋςη μιασ ϊδειασ ςειρϊσ καθιςμϊτων. Σο πρϐςωπο τησ όταν ςτραμμϋνο προσ τον ουρανϐ και χϊζευε τα πρϔτα αςτϋρια που λαμπϑριζαν. Η Μαύρη απϋςτρεψε το βλϋμμα τησ· αν κούταζε λύγο ακϐμα αυτϐ το πονεμϋνο, γεμϊτο λαχτϊρα πρϐςωπο, θα ρϊγιζε η καρδιϊ τησ. Απϐ τουσ διϊςημουσ κατούκουσ τησ πϐλησ προσ το παρϐν δεν υπόρχε οϑτε ύχνοσ. Ϋταν φυςικϐ. Εύχαν ςχολϊςει απϐ τισ ημερόςιεσ αςχολύεσ τουσ και βρύςκονταν ϐλοι ςτα παραςκόνια, ϐπου καλλωπύζονταν και δοκύμαζαν ξανϊ τισ ατϊκεσ τουσ. Ετοιμϊζονταν για τη μεγϊλη, αποψινό ςυναυλύα. Ο Κλαρκ κοντοςτϊθηκε ςτο χορταριαςμϋνο κεντρικϐ διϊδρομο, ςτο ϋνα τϋταρτο τησ απϐςταςησ απϐ τη ςκηνό κι επιθεϔρηςε την πλατεύα. Η βραδινό αϑρα του ανακϊτωςε τα μαλλιϊ και η Μαύρη ςκϋφτηκε ϐτι φαύνονταν ξερϊ ςαν ϊχυρα. το μϋτωπο και γϑρω απϐ το ςτϐμα του εύδε ρυτύδεσ που δεν τισ εύχε ξαναδεύ ποτϋ. Υαινϐταν ςαν να εύχε χϊςει τριϊντα κιλϊ απϐ την ϔρα που εύχαν φϊει μεςημεριανϐ ςτο ήουκριτζ. Ο Ϋρωασ τησ Σεςτοςτερϐνησ δε φαινϐταν πουθενϊ και κϊτι τησ ϋλεγε ϐτι εύχε χαθεύ για τα καλϊ. Διαπύςτωςε ϐτι δεν την ϋνοιαζε, ϐπωσ κι αν όταν. Αλόθεια, μανςϐλι- πιτςουνϊκι μου, αναρωτόθηκεσ πϔσ εύςαι εϊν; «Ποϑ θϋλεισ να καθύςουμε;» ρϔτηςε ο Κλαρκ. Η φωνό του όταν αδιϊφορη —η φωνό ενϐσ ανθρϔπου που ακϐμα νϐμιζε ϐτι ύςωσ ονειρευϐταν. Η Μαύρη εντϐπιςε την γκαρςϐνα με τον ϋρπη ςτο πϊνω χεύλι. Καθϐταν δύπλα ςτο διϊδρομο, τϋςςερισ ςειρϋσ παρακϊτω, ντυμϋνη με φαρδιϊ, κλαρωτό φοϑςτα και γκρύζο μπλουζϊκι. τουσ ϔμουσ τησ εύχε ριγμϋνο ϋνα πουλϐβερ. «Εκεύ. Δύπλα ςτην 491
κοπϋλα», απϊντηςε ςτον Κλαρκ κι εκεύνοσ τη ςυνϐδεψε χωρύσ καμιϊ ερϔτηςη ό αντύρρηςη. Η ςερβιτϐρα ςτρϊφηκε και τουσ κούταξε. Απϐψε τα μϊτια τησ εύχαν ηρεμόςει κι αυτϐ όταν μια ανακοϑφιςη. Αμϋςωσ μετϊ, η Μαύρη ανακϊλυψε την εξόγηςη: το κορύτςι όταν εντελϔσ μαςτουρωμϋνο. Η Μαύρη δεν ϊντεχε ν' αντικρύζει εκεύνα τα θολϊ, ϊψυχα μϊτια και χαμόλωςε ταραγμϋνη το βλϋμμα τησ. Κϊνοντασ το, εύδε πωσ το αριςτερϐ χϋρι τησ κοπϋλασ όταν φαςκιωμϋνο μ' ϋναν ογκϔδη, ϊςπρο επύδεςμο και διαπύςτωςε παγωμϋνη απϐ τρϐμο ϐτι ϋλειπε τουλϊχιςτον ϋνα δϊχτυλο, ύςωσ και δϑο. «Γεια», εύπε το κορύτςι. «Εύμαι η ύςι Σϐμασ». «Γεια ςου, ύςι. Εγϔ εύμαι η Μαύρη Γουύλιγχαμ. Απϐ δω ο ϊντρασ μου, ο Κλαρκ». «Φαύρω πολϑ», εύπε η ςερβιτϐρα. «Σο χϋρι ςου...» μουρμοϑριςε η Μαύρη και ςϔπαςε, μη ξϋροντασ πϔσ να ςυνεχύςει. «Ο Υρϊνκι μου το ϋκανε». Η ύςι μιλοϑςε με τη χαρακτηριςτικό βαθιϊ αδιαφορύα κϊποιου που κατεβαύνει με ρϐδινο ϊλογο την Οδϐ Ονεύρων. «Ο Υρϊνκι Λϊιμον. ήλοι λϋνε πωσ όταν το καλϑτερο παιδύ ϐςο όταν ζωντανϐσ κι ϐτι κϊκιωςε απ' ϐταν όρθε εδϔ. Ϋταν απϐ τουσ πρϔτουσ... τουσ πιονϋρουσ, θα ϋλεγε κανεύσ. Δεν ξϋρω. Αν όταν καλϐσ πριν, εννοϔ. Εγϔ ξϋρω πωσ τϔρα εύναι ςκατοχαρακτόρασ. Οϑτε και με νοιϊζει. Ϋθελα να ξεφϑγετε και θα το ξανϊκανα, αν τϑχαινε πϊλι. Εξϊλλου, με φροντύζει η Κρύςταλ». Η ύςι ϋγνεψε με το κεφϊλι προσ τη μεριϊ τησ νοςοκϐμασ, που τϔρα εύχε πϊψει να χαζεϑει τ' αςτϋρια και κούταζε τουσ νεοφερμϋνουσ. «Η Κρύςταλ με φροντύζει καλϊ. θα ςασ φτιϊξει κι εςϊσ, αν θϋλετε. Δεν εύναι ανϊγκη να χϊςετε δυο δϊχτυλα για να θϋλετε να μαςτουρϔςετε ς' αυτό την πϐλη». 492
«Η γυναύκα μου κι εγϔ δεν παύρνουμε ναρκωτικϊ», εύπε ο Κλαρκ με υπερβολικϐ ςτϐμφο. Η ύςι τον κούταξε αμύλητη για κϊμποςη ϔρα. «θα πϊρετε», εύπε τελικϊ. «Πϐτε θ' αρχύςει η ςυναυλύα;» ρϔτηςε η Μαύρη. Ϊνιωθε το προςτατευτικϐ κουκοϑλι του ςοκ να διαλϑεται, αφόνοντασ την εκτεθειμϋνη ςτα ςυναιςθόματα, αλλϊ διαπύςτωςε ϐτι δεν την ϋνοιαζε οϑτε κι αυτϐ. «ε λύγο», απϊντηςε η ύςι. «Και πϐςο κρατϊει;» Η ύςι ϋκανε πϊνω απϐ ϋνα λεπτϐ ν' απαντόςει και η Μαύρη όταν ϋτοιμη να διατυπϔςει αλλιϔσ την ερϔτηςη, νομύζοντασ πωσ το κορύτςι δεν εύχε ακοϑςει ό δεν εύχε καταλϊβει. Η ύςι την πρϐλαβε. «Πϊρα πολϑ», εύπε. «Δηλαδό, η ςυναυλύα τελειϔνει πϊντα τα μεςϊνυχτα, εύναι κανονιςμϐσ τησ πϐλησ, αλλϊ... κρατϊει πϊρα πολϑ. Γιατύ ο χρϐνοσ εύναι αλλιϔτικοσ εδϔ. Μπορεύ να... δεν ξϋρω... νομύζω πωσ ϊμα φτιαχτοϑν για τα καλϊ τα παιδιϊ ςτη ςκηνό, το τραβϊνε μϋχρι κι ϋνα χρϐνο ςυνϋχεια». Η Μαύρη εύχε την αύςθηςη ϐτι ϋνα γκριζωπϐ, λεπτϐ ςτρϔμα πϊγου απλϔθηκε ςαν κϑμα πϊνω ςτα μπρϊτςα και την πλϊτη τησ. Προςπϊθηςε να φανταςτεύ τον εαυτϐ τησ να παρακολουθεύ μια ροκ ςυναυλύα που θα διαρκοϑςε ϋνα χρϐνο και δεν μπϐρεςε. Εύναι ϐνειρο και θα ξυπνόςεισ, εύπε ςτον εαυτϐ τησ. Αλλϊ κι αυτό η πιθανϐτητα, ϐςο πειςτικό κι αν τουσ εύχε φανεύ ϐταν μιλοϑςαν με τον Ϊλβισ μπροςτϊ ςτο Μϊτζικ Μπασ, τϔρα ϋχανε γοργϊ την ϐποια δϑναμη τησ. «Αν πϊρετε αυτϐν το δρϐμο θα ϋχετε κακϊ ξεμπερδϋματα», τουσ εύπε ο Ϊλβισ. «Δε βγϊζει πουθενϊ. Μϐνο ςτο Βϊλτο του Οϑμπκουα. Δεν ϋχει τύποτα εκεύ, μονϊχα ςϊπιεσ πραςινϊδεσ. Και κινοϑμενη ϊμμο». ταμϊτηςε. Οι φακού των ςκοϑρων γυαλιϔν του φϊνταζαν ςαν ςτϐμια φοϑρνων ςτον απογευματινϐ όλιο. 493
«Κι ϊλλα πρϊγματα», πρϐςθεςε με νϐημα. «ήπωσ αρκοϑδεσ», διευκρύνιςε ο αςτυνομικϐσ, που ύςωσ όταν ο 'Οτισ Ρϋντιγκ. «Ναι, αρκοϑδεσ», ςυμφϔνηςε ο Ϊλβισ. Σα χεύλη του ςτρϊβωςαν ς' εκεύνο το παςύγνωςτο, κατεργϊρικο χαμϐγελο, που η Μαύρη θυμϐταν πολϑ καλϊ απϐ τισ ταινύεσ ςτο ςινεμϊ και ςτην τηλεϐραςη. «Κι ϊλλα πρϊγματα». «Αν μεύνουμε για τη ςυναυλύα...» εύπε τϐτε η Μαύρη. Ο Ϊλβισ κοϑνηςε ζωηρϊ το κεφϊλι του. «Ναι, τη ςυναυλύα! Πρϋπει οπωςδόποτε να μεύνετε για τη ςυναυλύα! Σα δύνουμε ϐλα. θα δεύτε αν ςασ λϋω ψϋματα». «Σα δύνουμε ϐλα, εύναι γεγονϐσ», υπερθεμϊτιςε ο αςτυνομικϐσ . «Αν μεύνουμε για τη ςυναυλύα, θα μποροϑμε να φϑγουμε ϐταν τελειϔςει;» ολοκλόρωςε η Μαύρη. Ο Ϊλβισ και ο αςτυνομικϐσ αντϊλλαξαν τϐτε ϋνα βλϋμμα, φαινομενικϊ ςοβαρϐ, που ςτην ουςύα όταν χαμϐγελο. «Να ςου πω, ωραύα μου κυρύα...» εύπε τελικϊ ο πρϔην βαςιλιϊσ του ροκ εντ ρολ. «Εύμαςτε μϋςα ςτισ ερημιϋσ εδϔ πϋρα και καταλαβαύνεισ πϐςο αργοϑμε να μαζϋψουμε ακροατόριο... αν και ϐςοι μασ ακοϑν μια φορϊ μετϊ δε λϋνε να ξεκολλόςουν... οπϐτε ελπύζουμε ϐτι κι εςεύσ θα μεύνετε λύγο καιρϐ κοντϊ μασ. Να δεύτε μερικϋσ ςυναυλύεσ και ν' απολαϑςετε τη φιλοξενύα μασ». Και τϐτε, ϋςπρωξε τα γυαλιϊ του ψηλϊ ςτο μϋτωπο, αποκαλϑπτοντασ δυο ζαρωμϋνεσ ϊδειεσ κϐγχεσ. ίςτερα όταν και πϊλι τα ςκοϑρα γαλανϊ μϊτια του Ϊλβισ που τουσ κούταζαν ςοβαρϊ, ϐλο ενδιαφϋρον. «Δεν αποκλεύεται», εύπε, «ν' αποφαςύςετε να εγκαταςταθεύτε οριςτικϊ εδϔ». Σϔρα τ' αςτϋρια εύχαν πληθϑνει ςτον ουρανϐ· όταν ςχεδϐν ςκοτϊδι. Απαλϊ, ςαν νυχτολοϑλουδα που ανούγουν τα πϋταλα τουσ, κύτρινοι προβολεύσ ϊρχιςαν ν' ανϊβουν ςτη ςκηνό φωτύζοντασ ϋνα ϋνα τα μικρϐφωνα. 494
«Μασ βρόκαν και δουλειϋσ», εύπε ϊχρωμα ο Κλαρκ. «Αυτϐσ μασ τισ βρόκε. Ο δόμαρχοσ. Αυτϐσ που μοιϊζει με τον Ϊλβισ Πρύςλεώ». «Εύναι ο Ϊλβισ», εύπε η ύςι Σϐμασ, αλλϊ ο Κλαρκ ςυνϋχιςε να κοιτϊζει ςαν χαμϋνοσ τη ςκηνό. Δεν όταν ακϐμα ϋτοιμοσ οϑτε να το ςκεφτεύ αυτϐ, πϐςο μϊλλον να το αποδεχτεύ ωσ αλόθεια. «Η Μαύρη πιϊνει δουλειϊ ςτο κομμωτόριο Σζαζ απϐ αϑριο το πρωύ», ςυνϋχιςε ο Κλαρκ. «Η γυναύκα μου ϋχει πτυχύο φιλολογύασ και εύναι διοριςμϋνη καθηγότρια, αλλϊ ςτο εξόσ θα δουλεϑει ωσ βοηθϐσ κομμϔτριασ, ϋνασ θεϐσ ξϋρει για πϐςο. ίςτερα αυτϐσ κούταξε εμϋνα και με ρϔτηςε, "Κι εςϑ, κϑριοσ; Με τι αςχολεύςαι;"» Ο Κλαρκ μιμόθηκε με ϋντονα χλευαςτικϐ ϑφοσ τη χαρακτηριςτικό αργϐςυρτη προφορϊ του Μϋμφισ και για πρϔτη φορϊ μια πραγματικό ϋκφραςη ϊρχιςε να ςχηματύζεται ςτα απαθό χαρακτηριςτικϊ τησ γκαρςϐνασ. Η Μαύρη την αναγνϔριςε ςαν φϐβο. «Μην τουσ κοροώδεϑεισ», ςυμβοϑλεψε το κορύτςι τον Κλαρκ. «θα μπλϋξεισ ϊςχημα, αν καταλϊβουν ϐτι τουσ κοροώδεϑεισ... και δε ςε ςυμφϋρει να μπλϋξεισ». όκωςε αργϊ το δεμϋνο χϋρι τησ και ο Κλαρκ απϋμεινε να το κοιτϊζει, με χεύλη που ϋτρεμαν ελαφρϊ, ϔςπου η κοπϋλα το κατϋβαςε ξανϊ. ήταν ξαναμύληςε, η φωνό του όταν αιςθητϊ χαμηλϐτερη. «Σου εύπα ϐτι εύμαι ειδικϐσ ςτο ςϐφτγουερ και μου απϊντηςε ϐτι δεν υπϊρχουν κομπιοϑτερ ςτην πϐλη. Ο ϊλλοσ γϋλαςε και εύπε πωσ υπϊρχει μια θϋςη αποθηκϊριου ςτο ςοϑπερ μϊρκετ και... » Ϊνασ μεγϊλοσ, λαμπερϐσ λευκϐσ προβολϋασ ϋλουςε το μπροςτινϐ μϋροσ τησ ςκηνόσ. άνασ κοντϐσ τϑποσ με ςπορ ςακϊκι, τϐςο φανταχτερϐ που μπροςτϊ του το καρϐ ςακϊκι του Μπϊντι Φϐλι ϋμοιαζε ςχεδϐν καλϐγουςτο, βγόκε ςτο φωσ με τα χϋρια υψωμϋνα ςαν να όθελε να ςταματόςει ϋνα πανδαιμϐνιο απϐ χειροκροτόματα. 495
«Ποιοσ εύν' αυτϐσ;» ρϔτηςε η Μαύρη τη ύςι. «Κϊποιοσ ντιςκ τζϐκεώ, που εύχε παλιϊ μια εκπομπό ςτο ραδιϐφωνο και παρουςύαζε πολλϋσ τϋτοιεσ ςυναυλύεσ εκεύνα τα χρϐνια. Σον λϋνε Ωλαν Σουύντ ό Μπριντ ό κϊτι παρϐμοιο. πϊνια τον βλϋπουμε ϋξω απϐ τη ςκηνό. Νομύζω ϐτι πύνει. Κοιμϊται ϐλη μϋρα —αυτϐ το ξϋρω ςύγουρα». Αμϋςωσ μϐλισ το κορύτςι πρϐφερε εκεύνο το ϐνομα, το κουκοϑλι που προςτϊτευε τη Μαύρη διαλϑθηκε εντελϔσ κι εξαφανύςτηκε και το τελευταύο ύχνοσ αμφιβολύασ τησ. Αυτό και ο Κλαρκ εύχαν ϐντωσ βρεθεύ τυχαύα ςτον Παρϊδειςο του Ροκ εντ Ρολ, με τη διαφορϊ ϐτι ςτην πραγματικϐτητα όταν η Κϐλαςη του Ροκ εντ Ρολ. Κι αυτϐ δεν τουσ εύχε ςυμβεύ επειδό όταν κακού ϊνθρωποι οϑτε επειδό η μούρα θϋληςε να τουσ παύξει κϊποιο παιχνύδι· εύχε ςυμβεύ επειδό χϊθηκαν ςτο δϊςοσ, και όταν τϐςο απλϐ να χαθεύσ ςτο δϊςοσ, που θα μποροϑςε να ςυμβεύ ςτον καθϋνα. «Απϐψε ςασ ϋχουμε μια μεγαϊλη ςυναυλύα!» φϔναξε με ενθουςιαςμϐ ο παρουςιαςτόσ ςτο μικρϐφωνο του. «Ϊχουμε το μεγϊλο μπϐπερ... Υρϋντι Μϋρκιουρι, κατευθεύαν απϐ το Λονδύνο... τον Σζιμ Κροτςε... τον κολλητϐ μου Σζϐνι Εισ...» Η Μαύρη ϋςκυψε προσ τη μεριϊ του κοριτςιοϑ. «Πϐςο καιρϐ εύςαι εδϔ, ύςι;» «Δεν ξϋρω. Φϊνεισ πολϑ εϑκολα την αύςθηςη του χρϐνου. Ϊξι χρϐνια, τουλϊχιςτον. Μπορεύ και οχτϔ. Ϋ εννιϊ». «...τον Κιθ Mow των Φον... τον Μπρϊιαν Σζϐοννσ των τϐουνσ... τη γλυκοϑλα Υλϐρενσ Μπϊλαρντ των απρύμσ... τη Μαύρη Γουϋλσ...» Εκφρϊζοντασ το χειρϐτερο φϐβο τησ, η Μαύρη ρϔτηςε το κορύτςι: «Πϐςων χρονϔν όςουν ϐταν όρθεσ, ύςι;» «Ση Μαμϊ Κασ Ελιοτ... την Σζϊνισ Σξϐπλιν...» «Εύκοςι τριϔν». «Σον Μινγκ Κϋρτισ... τον Σζϐνι Μπαρνϋτ...» 496
«Και πϐςων χρονϔν εύςαι τϔρα;» «Σον λιμ Φϊρπο... τον Μπομπ "Μπϋαρ" Φϊιτ... τον τύβι Ρϋι Βον...» «Εύκοςι τριϔν», απϊντηςε η ύςι και, ςτη ςκηνό, ο Ωλαν Υριντ ςυνϋχιςε να ουρλιϊζει ονϐματα, απευθυνϐμενοσ ςτη ςχεδϐν ϋρημη πλατεύα τησ πϐλησ, ενϔ ςτον ουρανϐ ϋβγαιναν αςτϋρια, εκατοντϊδεσ πρϔτα και ϑςτερα χιλιϊδεσ και τϋλοσ τϐςα πολλϊ που όταν αδϑνατον να μετρηθοϑν, αςτϋρια που εύχαν εμφανιςτεύ απϐ το πουθενϊ και τϔρα λαμπϑριζαν ςτο απϋραντο μαϑρο. Κι αυτϐσ καλοϑςε προςκλητόριο των νεκρϔν απϐ υπερβολικό δϐςη ναρκωτικϔν ό απϐ αλκοϐλ· κι αυτϔν που εύχαν ςκοτωθεύ ςε αεροπορικϊ και αυτοκινητικϊ δυςτυχόματα· κι εκεύνων που εύχαν βρεθεύ νεκρού ςε ςοκϊκια ό ςε πιςύνεσ· κι αυτϔν που εύχαν βρεθεύ ςε χαντϊκια ςτο πλϊι του δρϐμου με τη βϊςη του τιμονιοϑ να ξεφυτρϔνει απϐ το ςτόθοσ τουσ και το μεγαλϑτερο μϋροσ του κεφαλιοϑ τουσ να ϋχει αποκοπεύ απϐ τουσ ϔμουσ τουσ. Ϋταν ονϐματα νϋων και γϋρων αλλϊ κυρύωσ νϋων, γιατύ οι περιςςϐτεροι εύχαν χαθεύ νϋοι. Κι ϐταν ακοϑςτηκαν τα ονϐματα Ρϐνι Βαν Ζαντ και τιβ Γκϋινσ, η Μαύρη θυμόθηκε ϋνα απϐ τα τραγοϑδια τουσ, εκεύνο που ϋλεγε Ψ, αυτό η μυρωδιϊ, την πιϊνεισ αυτό τη μυρωδιϊ; Και, ναι, την ϋπιανε τη μυρωδιϊ, ακϐμη κι εκεύ ϋξω, ςτον καθαρϐ αϋρα του ήρεγκον, μποροϑςε να τη μυρύςει και, ϐταν ϋπιαςε το χϋρι του Κλαρκ, ϋνιωςε ςαν να εύχε πιϊςει το χϋρι ενϐσ νεκροϑ. «ΨΨΨραύααααααα!» οϑρλιαζε ο Ωλαν Υριντ ςτο μικρϐφωνο. Πύςω του, ςτα ςκοτεινϊ, τςοϑρμο ςκιϋσ ανϋβαιναν κλεφτϊ ςτη ςκηνό και οι τεχνικού με μικροϑσ φακοϑσ φϔτιζαν το δρϐμο τουσ. «Εύςτε ϋτοιμοι για ΓΛΕΝΣΙ;» Καμιϊ απϊντηςη απϐ τουσ ςκϐρπιουσ θεατϋσ ςτην πλατεύα. Κι ϐμωσ ο Υριντ κουνοϑςε τα χϋρια και γελοϑςε λεσ κι ϋνα πελϔριο ακροατόριο του απαντοϑςε καταφατικϊ, 497
ξετρελαμϋνο απϐ ενθουςιαςμϐ. το ελϊχιςτο φωσ που εύχε απομεύνει κϊτω, η Μαύρη πρϐςεξε ϐτι η γριϊ κυρύα ςόκωςε το χϋρι κι ϋςβηςε το ακουςτικϐ τησ. «Εύςτε ϋτοιμοι για τρελϐ ΦΟΡΟΟΟΟ;» Αυτό τη φορϊ υπόρξε απϊντηςη -τo δαιμονικϐ ουρλιαχτϐ των ςαξϐφωνων απϐ τισ ςκιϋσ πύςω του. «Σϐτε, λοιπϐν, πϊμεεε.... ΓΙΑΣΙ ΣΟ ΡΟΚ ΕΝΣ ΡΟΛ ΠΟΣΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ». Και καθϔσ ϊναβαν ϐλα τα φϔτα ςτη ςκηνό και η ορχόςτρα ϋπιανε το πρϔτο κομμϊτι τησ αποψινόσ πολϑ, μα πολϑ μεγϊλησ ςυναυλύασ —όταν το Αώ' λ Μπι Ντογκγκον* , με τον Μϊρβιν Γκϋι ςτα φωνητικϊ— η Μαύρη ςκϋφτηκε: Αυτϐ εύναι που φοβϊμαι. Αυτϐ ακριβϔσ εύναι που φοβϊμαι.
be doggone: θα 'μαι καταραμϋνοσ. (.τ.Μ.)
498
Παρϊδοςη Κατ' Ούκον Δεδομϋνου ϐτι μϊλλον επρϐκειτο για το τϋλοσ του κϐςμου, η Μϊντι Πεισ ϋκρινε ϐτι τα κατϊφερνε καλϊ. Πολϑ καλϊ. Εδϔ που τα λϋμε, τα ϋβγαζε πϋρα με το Σϋλοσ των Πϊντων καλϑτερα απϐ οποιονδόποτε ϊλλο ςτη γη. ύγουρα πϊντωσ, τα ϋβγαζε πϋρα καλϑτερα απϐ κϊθε ϊλλη ϋγκυο ςτη γη. Σα ϋβγαζε πϋρα μϐνη τησ. Η Μϊντι Πεισ, ειδικϊ. Η Μϊντι Πεισ, που μερικϋσ φορϋσ δεν μποροϑςε να κοιμηθεύ ϋτςι και τϑχαινε να εντοπύςει ϋναν κϐκκο ςκϐνησ ςτο τραπϋζι τησ τραπεζαρύασ, μετϊ απϐ μια επύςκεψη του αιδεςιμϐτατου Σζϐνςον. Η Μϊντι Πεισ, που ωσ Μϊντι ϊλιβαν μποροϑςε να τρελϊνει τον αρραβωνιαςτικϐ τησ Σζακ, ϐταν κοκϊλωνε μ' ϋνα μενοϑ ςτο χϋρι μϋχρι και μιςό ϔρα, ςτην προςπϊθεια τησ να διαλϋξει ορεκτικϐ. «Μϊντι, γιατύ δεν το παύζεισ κορϐνα γρϊμματα;» τη ρϔτηςε κϊποτε ο Σζακ, αφοϑ εύχε καταφϋρει να περιορύςει την επιλογό τησ ανϊμεςα ςε ψητϐ κατςαρϐλασ και παώδϊκια και εύχε κολλόςει εκεύ. «Ϊχω όδη πιει πϋντε μπουκϊλια απ' αυτό την αναθεματιςμϋνη γερμανικό μπύρα κι αν δεν αποφαςύςεισ ςϑντομα θα δεισ ϋνα μεθυςμϋνο ψαρϊ κϊτω απϐ το τραπϋζι, πριν δεισ φαγητϐ επϊνω». Η Μϊντι χαμογϋλαςε νευρικϊ, παρόγγειλε ψητϐ κατςαρϐλασ και ςτην επιςτροφό προσ το ςπύτι ϋςπαςε το κεφϊλι τησ ν' αναρωτιϋται μόπωσ τα παιδϊκια όταν νοςτιμϐτερα τελικϊ, ϊρα καλϑτερη επιλογό κι ασ κϐςτιζαν λύγο παραπϊνω. ήμωσ, δε δυςκολεϑτηκε να τα βγϊλει πϋρα με την πρϐταςη γϊμου που τησ ϋκανε ο Σζακ. Ση δϋχτηκε αμϋςωσ και με απϋραντη ανακοϑφιςη. Μετϊ το θϊνατο του πατϋρα, η μητϋρα 499
τησ κι αυτό ζοϑςαν μια ϊςκοπη ζωό μϋςα ςε πλόρη ςϑγχυςη, ςτο νηςύ Λιτλ Σολ, ςτ' ανοιχτϊ τησ ακτόσ του Μϋιν. «Αν δεν όμουν εγϔ να δεύχνω ς' αυτϋσ τισ γυναύκεσ ποϑ να γονατύςουν και ποϑ να βϊλουν τον ϔμο τουσ για να τςουλόςουν τη ρϐδα, δε θα όξεραν τι διϊβολο να κϊνουν ςτη ζωό τουσ», ϋλεγε ςυχνϊ ο Σζορτζ ϊλιβαν ςτουσ φύλουσ του που μαζεϑονταν ςτην ταβϋρνα του Υϊντζι ό ςτο μπαρμπϋρικο του Προυτ. ήταν πϋθανε ο πατϋρασ τησ απϐ οξϑ ϋμφραγμα τησ ςτεφανιαύασ, η Μϊντι όταν δεκαεννιϊ χρονϔν και δοϑλευε τ' απογεϑματα ςτη δημοτικό βιβλιοθόκη για 41,5 δολϊρια τη βδομϊδα. Η μϊνα τησ αςχολιϐταν με τα οικιακϊ -ό, μϊλλον, το ϋκανε ϐποτε ο Σζορτζ τησ θϑμιζε (ςυχνϊ με μια δυνατό φωνό δύπλα ςτ' αυτύ τησ) ϐτι εύχε κι ϋνα ςπύτι που χρειαζϐταν νοικοκϑρεμα. ήταν πληροφορόθηκαν την εύδηςη του θανϊτου του, οι δυο γυναύκεσ αντϊλλαξαν ϋνα βουβϐ βλϋμμα απϐγνωςησ, ςαν να ϋκαναν με τα μϊτια η μια ςτην ϊλλη την ύδια ερϔτηςη: Και τϔρα τι γύνεται; Καμιϊ τουσ δεν όξερε και ςιγουρεϑτηκαν και οι δυο ϐτι ο μακαρύτησ εύχε δύκιο ςτην εκτύμηςη του· τον εύχαν απϐλυτη ανϊγκη. Ϋταν δυο γυναύκεσ μϐνεσ και εύχαν ανϊγκη κϊποιον να τουσ λϋει ϐχι μϐνο τι να κϊνουν, αλλϊ και πϔσ να το κϊνουν. Δεν το κουβϋντιαςαν μεταξϑ τουσ, απϐ ντροπό, αλλϊ το πρϐβλημα υπόρχε. Εύχαν μαϑρα μεςϊνυχτα ςτα πϊντα, αλλϊ η υποψύα ϐτι μπορεύ να όταν δϋςμιεσ του αυταρχιςμοϑ και των αναχρονιςτικϔν ιδεϔν του Σζορτζ ϊλιβαν οϑτε που τουσ πϋραςε απϐ το μυαλϐ. Δεν όταν κουτϋσ γυναύκεσ οϑτε ανύκανεσ, όταν απλϔσ γυναύκεσ του νηςιοϑ. Σα λεφτϊ δεν όταν πρϐβλημα. Ο Σζορτζ ϊλιβαν πύςτευε φανατικϊ ςτην αςφϊλεια ζωόσ και ϐταν ςωριϊςτηκε νεκρϐσ απϐ καρδιακό προςβολό, πϊνω που η ομϊδα του όταν ςε ιςοπαλύα ςτο μεγϊλο τελικϐ του μπϐουλινγκ που γινϐταν ςτο 500
Μαςιϊσ, η γυναύκα του βρϋθηκε με περιςςϐτερα απϐ εκατϐ χιλιϊδεσ δολϊρια ςτην κατοχό τησ. Η ζωό ςτο νηςύ όταν φτηνό, ειδικϊ αν εύχεσ ϋνα ςπιτϊκι, διατηροϑςεσ λαχανϐκηπο και όξερεσ να φυτεϑεισ τα δικϊ ςου λαχανικϊ κϊθε φθινϐπωρο. Σο πρϐβλημα όταν ϐτι δεν υπόρχε κανϋνασ ςτϐχοσ. Σο πρϐβλημα όταν ϐτι η ζωό εύχε χϊςει το νϐημα τησ απ' ϐταν ο Σζορτζ, παύζοντασ με τη φανϋλα των Αμϐκο Ωιλαντ, εύχε πϋςει με τα μοϑτρα πϊνω ςτη γραμμό του φϊουλ του διαδρϐμου δεκαεννιϊ (λύγο πιο πύςω να εύχε πϋςει, θα εύχαν κερδύςει τον τελικϐ, να πϊρει η οργό!) Με το θϊνατο του Σζορτζ, οι ζωϋσ τουσ εύχαν γύνει ϋνα αλλϐκοτο εύδοσ θολοϑρασ. Εύναι ςαν να βρύςκομαι χαμϋνη ςε πυκνό ομύχλη, ςκεφτϐταν καμιϊ φορϊ η Μϊντι. Μϐνο που αντύ ν' αναζητϔ ϋνα δρϐμο ό ϋνα ςπύτι ό ϋνα χωριϐ ό ϋςτω ϋνα ςημϊδι ϐπωσ το μεγϊλο πεϑκο ςτο λϐφο που το ϋχει κϐψει ςτα δυο ο κεραυνϐσ, εγϔ αναζητϊω τη ρϐδα. Κι αν ποτϋ τη βρω, ύςωσ τϐτε μπορϋςω να καταλϊβω απϐ μϐνη μου που να γονατύςω και που να βϊλω τον ϔμο μου να ςπρϔξω. Σελικϊ, τη βρόκε τη ρϐδα τησ. το πρϐςωπο του Σζακ Πεισ. Οι γυναύκεσ παντρεϑονται τουσ πατερϊδεσ τουσ και οι ϊντρεσ τισ μανϊδεσ τουσ, λϋνε πολλού. Κι ενϔ μια τϐςο γενικευμϋνη διαπύςτωςη εύναι αδϑνατον να ιςχϑει ςε ϐλεσ τισ περιπτϔςεισ, ςτην περύπτωςη τησ Μϊντι ϊλιβαν ταύριαζε γϊντι. Οι ςυντοπύτεσ τησ αντιμετϔπιζαν πϊντα τον πατϋρα τησ με θαυμαςμϐ και φϐβο. «Ο Σζορτζ ϊλιβαν δε ςηκϔνει αςτεύα», ϋλεγαν πϊντα. «Εύναι ικανϐσ να ςου κϐψει τη μϑτη και να ς' τη δϔςει να τη φασ, ϋτςι και νομύςει πωσ τον ςτραβοκούταξεσ». Πρϊγμα που ύςχυε και ςτο ςπύτι. Ο Σζορτζ όταν δεςποτικϐσ και ςυχνϊ βύαιοσ, αλλϊ όταν επύςησ ϊνθρωποσ που όξερε να αποκτϊει πρϊγματα αξύασ, ϐπωσ το φορτηγϊκι Υορντ που αγϐραςε ό το αλυςοπρύονο ό εκεύνα τα οχτϔ ςτρϋμματα που ςυνϐρευαν με το κτόμα του ςτη νϐτια πλευρϊ. Σο κτόμα του 501
Ποπ Κουκ. Ϋταν γνωςτϐ ςε ϐλουσ ϐτι ο Σζορτζ ϊλιβαν αποκαλοϑςε τον Ποπ Κουκ γερο-βρομιϊρη, αλλϊ, ανεξϊρτητα απϐ την ϐποια μυρωδιϊ του γερο-Κουκ, η ουςύα όταν ϐτι ςτα οχτϔ εκεύνα ςτρϋμματα υπόρχαν ϊφθονα πεϑκα που ϋδιναν ξυλεύα πρϔτησ διαλογόσ. Ο Ποπ δεν το όξερε, γιατύ εύχε μετακομύςει ςτη ςτεριϊ απϐ το 1987, ϐταν η αρθρύτιδα του τον τςϊκιςε κυριολεκτικϊ, και ο Σζορτζ ϊφηςε να γύνει γνωςτϐ ςτο νηςύ ϐτι «το γερο-βρομιϊρη δεν τον ϋβλαφτε που δεν όξερε για τα πεϑκα» και ϐτι θα ϋκανε με τα κρεμμυδϊκια ϐποιον τολμοϑςε να τον διαφωτύςει. Κανϋνασ δεν τϐλμηςε και τελικϊ οι ϊλιβαν πόραν τη γη του Κουκ μαζύ με τα πεϑκα. Υυςικϊ, η καλό ξυλεύα κϐπηκε και πουλόθηκε ϐλη μϋςα ςε τρύα χρϐνια, αλλϊ ο Σζορτζ ϋλεγε πωσ αυτϐ δεν πεύραζε καθϐλου, η γη πϊντα αποδύδει την αξύα τησ με τα χρϐνια. Αυτϊ ϋλεγε ο Σζορτζ κι αυτϋσ τον πύςτευαν ό, μϊλλον, πύςτευαν ς' αυτϐν και ϋκαναν ϐ,τι τουσ ϋλεγε. Ϊλεγε ο Σζορτζ: Βϊλτε τον ϔμο ςασ κϊτω απ' αυτό τη ρϐδα και ςπρϔξτε δυνατϊ, γιατύ εύναι βαρϑ το κϊρο που πρϋπει να ξεκολλόςει. Κι αυτϋσ ϋςκυβαν κι ϋςπρωχναν. Εκεύνα τα χρϐνια η μητϋρα τησ Μϊντι κρατοϑςε ϋνα κιϐςκι πϊνω ςτο δρϐμο του Ιςτ Φεντ και υπόρχαν πϊντα αρκετού τουρύςτεσ που αγϐραζαν τα λαχανικϊ τησ (αυτϊ που ο Σζορτζ τησ εύχε πει να καλλιεργόςει, εννοεύται). Φωρύσ να εύναι πλοϑςιοι, τα κατϊφερναν αρκετϊ καλϊ. Ακϐμα και τισ χρονιϋσ που το ψϊρεμα του αςτακοϑ δεν πόγαινε καθϐλου καλϊ κι αναγκϊζονταν να ςφύξουν ακϐμα περιςςϐτερο το ζωνϊρι προκειμϋνου να πληρϔνουν το χρϋοσ τουσ ςτην τρϊπεζα για τα οχτϔ ςτρϋμματα του Ποπ Κουκ, τα ϋβγαζαν πϋρα. Ο Σζακ Πεισ όταν πολϑ πιο όρεμοσ χαρακτόρασ απϐ τον Σζορτζ ϊλιβαν, αλλϊ η ηρεμύα του αυτό ϋφτανε ωσ ϋνα ςημεύο. Η Μϊντι υποψιαζϐταν ϐτι με τον καιρϐ ο Σζακ μπορεύ να το γϑριζε ς' αυτϐ που αποκαλοϑμε «ςπιτικϊ νευρϊκια», ϐπωσ αγριοφωνϊρεσ, ϐταν η ςοϑπα δεν όταν αρκετϊ ζεςτό, ό και κϊνα 502
χαςτοϑκι ό κανονικϐ ξϑλο ϐταν η περύςταςη το απαιτοϑςε — ϐταν θα εύχαν μαραθεύ τα πρϔτα γαμόλια ρϐδα, ςαν να λϋμε. Τπόρχε μϊλιςτα ϋνα μϋροσ του εαυτοϑ τησ που περύμενε αυτό τη ςυμπεριφορϊ, την αποζητοϑςε. Σα γυναικεύα περιοδικϊ ϋλεγαν ϐτι οι εποχϋσ που ο ϊντρασ ϋκανε κουμϊντο ςτο ςπύτι ςαν αφϋντησ όταν ξεπεραςμϋνο πρϊγμα και πωσ αν ϋνασ ϊντρασ ςόκωνε χϋρι ςε γυναύκα ϋπρεπε να τον ςυλλϊβει η αςτυνομύα, ακϐμα κι αν ο ϊντρασ αυτϐσ και η γυναύκα που εύχε χτυπόςει όταν νϐμιμο αντρϐγυνο. Η Μϊντι διϊβαζε καμιϊ φορϊ τϋτοια ϊρθρα ςτα περιοδικϊ που υπόρχαν ςτο κομμωτόριο του νηςιοϑ, αλλϊ αμφϋβαλλε αν αυτϋσ που τα ϋγραφαν όξεραν ϐτι υπϊρχουν ςτον κϐςμο μϋρη ςαν τα νηςιϊ ςτ' ανοιχτϊ τησ ακτόσ του Μϋιν. Κι ϐμωσ, το Λιτλ Σολ εύχε βγϊλει μια ςυγγραφϋα, τη ελύνα εντ Σζορτζ. Αλλϊ αυτό ϋγραφε κυρύωσ πολιτικϊ βιβλύα και δεν εύχε ξαναπατόςει ςτο νηςύ παρϊ μϐνο μια φορϊ, πριν απϐ χρϐνια, ς' ϋνα επύςημο δεύπνο τησ Ημϋρασ των Ευχαριςτιϔν. «Δε θα μεύνω ψαρϊσ ςε ϐλη μου τη ζωό, Μϊντι», τησ εύπε ο Σζακ μια βδομϊδα πριν απϐ το γϊμο τουσ κι αυτό τον πύςτεψε. Πριν απϐ ϋνα χρϐνο (ϐταν τησ πρωτοζότηςε να βγουν κι αυτό του απϊντηςε καταφατικϊ, πριν προλϊβει ο Σζακ να ολοκληρϔςει την πρϐταςη, και μετϊ κοκκύνιςε ωσ τισ ρύζεσ των μαλλιϔν τησ) ο Σζακ θα ϋλεγε: «Δε θα καθύςω εδϔ να κϊνω τον ψαρϊ...» Μια μικρό αλλαγό ςτον τρϐπο ομιλύασ, που ϐμωσ ϋκανε μεγϊλη διαφορϊ. Ο Σζακ πόγαινε ςε νυχτερινϐ ςχολεύο ςτη ςτεριϊ τρεισ φορϋσ τη βδομϊδα και πηγαινοερχϐταν με το παλιϐ φϋριμποτ, την Πριγκύπιςςα του Νηςιοϑ. Χϐφιοσ ςτην κοϑραςη μετϊ απϐ μια ολϐκληρη μϋρα ςτη θϊλαςςα, αντύ να πϋςει να ξεκουραςτεύ, ςταματοϑςε μϐνο ϐςο χρειαζϐταν για να κϊνει ϋνα ντουσ να διϔξει απϐ πϊνω του τη φοβερό μυρωδιϊ τησ ψαρύλασ και για να κατεβϊςει δυο διεγερτικϊ με τον καφϋ του. ήταν η Μϊντι κατϊλαβε ϐτι ο Σζακ όταν αποφαςιςμϋνοσ να ςυνεχύςει ϋτςι, ϊρχιςε να του ετοιμϊζει ζεςτό ςοϑπα να την τρϔει ςτη 503
διαδρομό ωσ την ακτό. Αλλιϔσ, ο καλϐσ τησ θα όταν αναγκαςμϋνοσ να τρϋφεται με εκεύνα τα απαύςια και ϑποπτα χοτ ντογκ που πουλοϑςαν ςτο μπαρ τησ Πριγκύπιςςασ. Θυμϐταν ακϐμα την αγωνύα που πϋραςε μπροςτϊ ςτο ρϊφι με τισ ςοϑπεσ ςτιγμόσ ςτο ςοϑπερ μϊρκετ. Ϋταν τϐςο πολλϋσ! Θα του ϊρεςε του Σζακ η ντοματϐςουπα; ε μερικοϑσ δεν αρϋςει. Τπϊρχουν μϊλιςτα κϊποιοι που ςιχαύνονται την ντοματϐςουπα, ακϐμα κι αν εύναι φτιαγμϋνη με γϊλα αντύ για νερϐ. Λαχανϐςουπα ύςωσ; Ϋ κοτϐςουπα αβγολϋμονο; Σα μϊτια τησ περιφϋρονταν πυρετωδϔσ ςτα ρϊφια επύ δϋκα λεπτϊ και βϊλε, ϐταν η αρλύν Νιντϐ τη ρϔτηςε αν μποροϑςε να τη βοηθόςει ςε κϊτι, αλλϊ το εύπε κοροώδευτικϊ και η Μϊντι όταν ςύγουρη πωσ θα το ϋλεγε ς' ϐλεσ τισ φιλενϊδεσ τησ ςτο γυμνϊςιο την ϊλλη μϋρα και θα χαςκογελοϑςαν μεταξϑ τουσ ςτισ τουαλϋτεσ, επειδό όξεραν ϐλεσ το πρϐβλημα τησ -η χαζό η Μϊντι ϊλιβαν που δεν μπορεύ ν' αποφαςύςει οϑτε τι ςοϑπα θ' αγορϊςει. Πϔσ κατϊφερε ν' αποφαςύςει αμϋςωσ ϐταν τησ ϋκανε πρϐταςη γϊμου ο Σζακ όταν ϋνα μυςτόριο για ϐλεσ τισ ςυμμαθότριεσ τησ... Αλλϊ, βϋβαια, αυτϋσ δεν όξεραν για τη ρϐδα που ϋπρεπε να βρεισ ςτη ζωό ςου οϑτε πωσ, αφοϑ την ϋβριςκεσ, ϋπρεπε να ϋχεισ κϊποιον να ςου δεύξει ποϑ ακριβϔσ να ςκϑψεισ και να ςπρϔξεισ για να κυλόςει το διαβολεμϋνο το κϊρο. Η Μϊντι ϋφυγε απϐ το ςοϑπερ μϊρκετ χωρύσ ςοϑπα και με φοβερϐ πονοκϋφαλο. ήταν αργϐτερα βρόκε το κουρϊγιο να ρωτόςει τον Σζακ ποια όταν η αγαπημϋνη του ςοϑπα, εκεύνοσ τησ απϊντηςε χωρύσ κανϋνα διςταγμϐ: «Κοτϐςουπα με κριθαρϊκι. ε κονςϋρβα». Σου ϊρεςαν κι ϊλλεσ ςοϑπεσ εκτϐσ απ' αυτό; Η απϊντηςη όταν ϐχι, μϐνο η κοτϐςουπα —ςε κονςϋρβα. Αυτό όταν η μϐνη ςοϑπα που όθελε ςτη ζωό του ο Σζακ Πεισ κι αυτό όταν η μϐνη απϊντηςη (για το ςυγκεκριμϋνο θϋμα) που χρειαζϐταν η Μϊντι ϊλιβαν. Με βόμα ανϊλαφρο και όρεμη 504
καρδιϊ, η Μϊντι ανϋβηκε χωρύσ διςταγμϐ τα ξϑλινα ςκαλοπϊτια του ςοϑπερ μϊρκετ την ϊλλη μϋρα, πόγε γραμμό ςτο διϊδρομο με τα τυποποιημϋνα τρϐφιμα κι αγϐραςε και τισ τϋςςερισ κοτϐςουπεσ ςε κονςϋρβα που υπόρχαν ςτο ρϊφι. Ϊπειτα ρϔτηςε τον Μπομπ Νιντϐ αν εύχε κι ϊλλεσ κι εκεύνοσ τησ απϊντηςε ϐτι εύχε ολϐκληρο κιβϔτιο ςτην αποθόκη. Η Μϊντι αγϐραςε και το κιβϔτιο, αφόνοντασ κατϊπληκτο τον Μπομπ, που απϐ τη ςαςτιμϊρα του τησ το κουβϊληςε το κιβϔτιο ωσ το αυτοκύνητο, αλλϊ ξϋχαςε να τη ρωτόςει τι τισ όθελε ϐλεσ αυτϋσ τισ ςοϑπεσ, αμϋλεια για την οπούα η κουτςομπϐλα η γυναύκα του και η κϐρη του τον κατςϊδιαςαν γερϊ το βρϊδυ. «Να το πιςτϋψεισ και να μην το ξεχϊςεισ ποτϋ», τησ εύπε ο Σζακ μια βδομϊδα πριν περϊςουν το χαλκϊ (η Μϊντι το πύςτεψε και δεν το ξϋχαςε ποτϋ). «Εγϔ θα γύνω κϊτι ςτη ζωό μου. Ο πατϋρασ μου λϋει πωσ αυτϊ εύναι βλακεύεσ. Λϋει πωσ, αφοϑ το ψϊρεμα όταν καλϐ για το γϋρο του και για το γϋρο του γϋρου του πριν απ' αυτϐν κι ϐλουσ τουσ γϋρουσ ςτη ςειρϊ απ' ϐταν ϋπλαςε ο Θεϐσ τον κϐςμο, καλϐ εύναι και για μϋνα. Εγϔ ϐμωσ ϋχω βαρεθεύ να τον ακοϑω να μου το λϋει. Εμϋνα δε μου κολλϊει... Δεν εύναι για μϋνα αυτό η δουλειϊ, θϋλω να πω... Γι' αυτϐ θα κϊνω κϊτι ϊλλο ςτη ζωό μου». το ςημεύο εκεύνο την κούταξε ςτα μϊτια. Ϋταν ϋνα βλϋμμα αυςτηρϐ, γεμϊτο αποφαςιςτικϐτητα, αλλϊ όταν και γεμϊτο αγϊπη κι ελπύδα κι εμπιςτοςϑνη. «Θϋλω να γύνω κϊτι περιςςϐτερο απϐ ψαρϊσ κι εςϑ να εύςαι κϊτι παραπϊνω απϐ γυναύκα του ψαρϊ. Εμεύσ θα φτιϊξουμε ϋνα ςπύτι ςτη ςτεριϊ». «Ναι, Σζακ». «Και δεν πρϐκειται ν' αγορϊςω εγϔ καμιϊ παλιοεβρολϋτ». Πόρε βαθιϊ ανϊςα και τησ ϋπιαςε τα χϋρια. «Εγϔ θ' αγορϊςω μια ήλντςμομπιλ». 505
Λϋγοντασ αυτϐ την κούταξε κατϊματα, ςαν να την προκαλοϑςε να αμφιςβητόςει ό και να χλευϊςει αυτό την τϐςο τολμηρό επιθυμύα του. Η Μϊντι, φυςικϊ, δεν ϋκανε τύποτα τϋτοιο. Ξαναεύπε, «Ναι, Σζακ», για τρύτη ό τϋταρτη φορϊ εκεύνο το βρϊδυ. Σο εύχε ξαναπεύ αμϋτρητεσ φορϋσ ςτη διϊρκεια εκεύνου του χρϐνου που ϋβγαιναν μαζύ και όλπιζε κρυφϊ να τησ δϔςει ο Σζακ τη δυνατϐτητα να το ξαναπεύ εκατομμϑρια φορϋσ, πριν ο θϊνατοσ βϊλει τϋρμα ςτην κοινό ζωό τουσ παύρνοντασ τον ϋναν απϐ τουσ δυο —ό, ακϐμα καλϑτερα, και τουσ δυο μαζύ. Ναι. Σζακ. Δεν εύχαν υπϊρξει ποτϋ ςτην ιςτορύα του κϐςμου ϊλλεσ δυο λϋξεισ που ν' ακοϑγονται τϐςο γλυκϊ ϐταν τισ ϋλεγεσ μαζύ! «Θα γύνω κϊτι παραπϊνω απϐ ψαρϊσ ϐ,τι κι αν λϋει ο πατϋρασ μου, ϐςο κι αν με περιγελϊει». Σην τελευταύα λϋξη ο Σζακ την πρϐφερε βαριϊ, με παρϊπονο και θυμϐ. «Εγϔ θα το κϊνω, Μϊντι, και ξϋρεισ ποιοσ θα με βοηθόςει;» «Ναι», του αποκρύθηκε όρεμα. «Εγϔ, Σζακ». Εκεύνοσ γϋλαςε τϐτε και την πόρε ςτην αγκαλιϊ του. «Εύςαι ντϐμπροσ ϊνθρωποσ, μικρό μου αγϊπη, γι' αυτϐ και μ' αρϋςεισ», τησ εύπε. Ϊτςι ϋγιναν οι γϊμοι τουσ, ϐπωσ λϋνε ςτα παραμϑθια, και για τη Μϊντι εκεύνοι οι πρϔτοι μόνεσ —τϐτε που ϐλοι φϔναζαν «Καλϔσ τα νιϐπαντρα!» μϐλισ τουσ ϋβλεπαν ςτο δρϐμο— όταν πραγματικϊ ςαν παραμϑθι. Εύχε τον Σζακ να ςτηρύζεται, να τη βοηθϊει να παύρνει αποφϊςεισ κι αυτϐ όταν το καλϑτερο απ' ϐλα. Εκεύνο τον πρϔτο χρϐνο το δυςκολϐτερο πρϊγμα που τησ ϋτυχε ςτο ςπύτι όταν να διαλϋξει κουρτύνεσ για το καθιςτικϐ για δεύγματα ςτον κατϊλογο όταν τϐςο πολλϊ και η μϊνα τησ εντελϔσ ανύκανη να τη βοηθόςει. Η μϊνα τησ όταν ανύκανη να διαλϋξει ακϐμη και χαρτύ τουαλϋτασ! Κατϊ τα ϊλλα, η χρονιϊ εκεύνη όταν για τη Μϊντι ϐλο χαρϊ κι αςφϊλεια. Η χαρϊ τησ όταν να πλαγιϊζει τισ νϑχτεσ με τον Σζακ ςτο μεγϊλο διπλϐ κρεβϊτι, ϐταν ο παγερϐσ χειμωνιϊτικοσ 506
ϊνεμοσ που ςϊρωνε το νηςύ οϑρλιαζε ϋξω απϐ τα παρϊθυρα και η αςφϊλεια τησ να ϋχει πϊντα ςτο πλευρϐ τησ τον Σζακ να τησ λϋει τι όθελαν και πϔσ θα το αποκτοϑςαν. Ο ϋρωτασ όταν ωραύο πρϊγμα, τϐςο ωραύο, που μερικϋσ φορϋσ ϐταν ςκεφτϐταν τον Σζακ ςτη διϊρκεια τησ μϋρασ τησ λϑνονταν τα γϐνατα και μοϑδιαζε το ςτομϊχι τησ. Αλλϊ το καλϑτερο όταν που εκεύνοσ όξερε τϐςο πολλϊ και που αυτό τον εμπιςτευϐταν ϐλο και περιςςϐτερο. Ϊτςι, για λύγο καιρϐ, η ζωό όταν ϐπωσ ςτα παραμϑθια. Ναι. ίςτερα ο Σζακ πϋθανε και τα πρϊγματα ϊρχιςαν να γύνονται περύεργα. Και ϐχι μϐνο για τη Μϊντι. Για ϐλο τον κϐςμο. Λύγο πριν βυθιςτεύ ο κϐςμοσ ς' αυτϐ τον ακατανϐητο εφιϊλτη, η Μϊντι ανακϊλυψε ϐτι όταν αυτϐ που η μϊνα τησ αποκαλοϑςε «γκαςτρωμϋνη», μια λϋξη που η ύδια τη θεωροϑςε κακϐηχη και ϊςχημη ςαν βριςιϊ. Σον καιρϐ εκεύνο, αυτό και ο Σζακ εύχαν όδη μετακομύςει δύπλα ςτουσ Πϊλςιφερ, ςτο νηςύ Σζϋνιςολτ, που οι κϊτοικοι του, ϐπωσ και οι κϊτοικοι του γειτονικοϑ Λιτλ Σολ, το αποκαλοϑςαν για ςυντομύα Σζϋνι. ήταν διαπύςτωςε ϐτι εύχε καθυςτϋρηςη για δεϑτερο μόνα ςτη ςειρϊ, η Μϊντι πϋραςε ϋνα απϐ τα πιο αγωνιϔδη εςωτερικϊ διλόμματα τησ ζωόσ τησ και μετϊ απϐ τϋςςερισ ϊγρυπνεσ νϑχτεσ ϋκλειςε ραντεβοϑ ςτο γιατρϐ Μακϋλγουεών, ςτη ςτεριϊ. Σϔρα που τα θυμϐταν ϐλα αυτϊ, χαιρϐταν που το εύχε κϊνει. Αν περύμενε και τρύτο μόνα την περύοδο τησ, ο Σζακ δε θα εύχε ζόςει οϑτε τρεισ βδομϊδεσ χαρϊσ κι αυτό θα εύχε χϊςει ϐλεσ τισ φροντύδεσ και την αγϊπη που τησ ϋδειξε εκεύνο το μικρϐ διϊςτημα. Σϔρα που τα ϋβγαζε πϋρα μϐνη τησ, ϐποτε τα θυμϐταν ϐλα αυτϊ η αναποφαςιςτικϐτητα εκεύνων των ημερϔν τησ φαινϐταν γελούα, αλλϊ κατϊ βϊθοσ όξερε ϐτι χρειαζϐταν κϐτςια για να πϊει να κϊνει το τεςτ. Θα όθελε να εύχε πιο ϋντονεσ πρωινϋσ 507
αδιαθεςύεσ, ϔςτε να εύναι πιο ςύγουρη. Ευχϐταν να εύχε εμετοϑσ να επιβεβαιϔςουν την υποψύα τησ. Ϊκλειςε ραντεβοϑ με το γιατρϐ και πόγε, ενϔ ο Σζακ ϋλειπε ςτη δουλειϊ, αν και όξερε ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να πϊει και να ϋρθει απϐ τη ςτεριϊ ςτα κρυφϊ με το φϋριμποτ. Θα την ϋβλεπαν ϋνα ςωρϐ ϊνθρωποι κι απϐ τα δυο νηςιϊ. Και ςύγουρα κϊποιοσ ό κϊποια θ' ανϋφερε τυχαύα ςτον Σζακ ϐτι εύχε δει τη γυναύκα του ςτην Πριγκύπιςςα τισ προϊλλεσ και τϐτε ο Σζακ θα απαιτοϑςε να μϊθει τι ςόμαινε αυτϐ κι αν εύχε κϊνει λϊθοσ και δεν όταν ϋγκυοσ θα την κούταζε ςαν να όταν χαζό. Αλλϊ δεν εύχε κϊνει λϊθοσ. Ϋταν με μωρϐ ςτην κοιλιϊ (και ςτα κομμϊτια εκεύνη η παλιολϋξη που ακουγϐταν ςαν κουςοϑρι) και ο Σζακ Πεισ εύχε ακριβϔσ εύκοςι εφτϊ μϋρεσ καιρϐ να περιμϋνει με ενθουςιαςμϐ το πρϔτο του παιδύ, πριν τον αρπϊξει ϋνα μεγϊλο κϑμα απϐ την Κυρϊ Αγϊπη Μου, την τρϊτα που του ϊφηςε κληρονομιϊ ο θεύοσ του Μϊικ. Ο Σζακ, που όξερε πολϑ καλϐ κολϑμπι, ξαναβγόκε ςτην επιφϊνεια ςαν φελλϐσ, τησ εύπε φαρμακωμϋνοσ ο Ντϋιβ άμονσ, αλλϊ όρθε ϊλλο ϋνα μεγϊλο κϑμα και γϑριςε την τρϊτα καταπϊνω του. Παρ' ϐλο που ο Ντϋιβ δεν εύπε τύποτε ϊλλο, η Μϊντι όταν γϋννημα θρϋμμα του νηςιοϑ και όξερε τι εύχε γύνει. Ωκουςε με τη φανταςύα τησ τον ανατριχιαςτικϐ γδοϑπο καθϔσ η ϊτιμη η τρϊτα, που δεν τησ ϊξιζε τϋτοιο ϐνομα, τςϊκιςε το κεφϊλι του ϊντρα τησ και ςκϐτωςε κι εκεύνο το κομμϊτι απϐ το μυαλϐ του που τον ϋκανε να λϋει τ' ϐνομα τησ Μϊντι ξανϊ και ξανϊ μϋςα ςτο ςκοτϊδι, τισ νϑχτεσ που πλϊγιαζαν μαζύ ςτο διπλϐ κρεβϊτι. Ντυμϋνοσ με χοντρϐ αδιϊβροχο, φϐρμα και γαλϐτςεσ, ο Σζακ Πεισ βοϑλιαξε ςαν πϋτρα. Ϊθαψαν ϋνα ϊδειο φϋρετρο ςτο μικρϐ νεκροταφεύο, ςτη βϐρεια ϊκρη του Σζϋνι και, ϐπωσ εύχε ξαναγύνει τϐςεσ και τϐςεσ φορϋσ, πϊνω απϐ το ϊδειο φϋρετρο ϋψαλε τη νεκρϔςιμη ακολουθύα ο αιδεςιμϐτατοσ Σζϐνςον (ςτο Σζϋνι και ςτο Λιτλ Σολ εύχεσ δυο επιλογϋσ, ϐςον αφορϊ τη 508
θρηςκεύα: να εύςαι μεθοδιςτόσ ό να εύςαι μεθοδιςτόσ κατ' ανϊγκην). Η κηδεύα τελεύωςε και η Μϊντι βρϋθηκε, ςε ηλικύα εύκοςι δϑο ετϔν, χόρα με παιδύ ςτην κοιλιϊ και χωρύσ κανϋναν να τησ πει κατϊ ποϑ ϋπεφτε η επϐμενη ρϐδα, πϐςο μϊλλον να τησ δεύξει ποϑ να ςκϑψει να βϊλει τον ϔμο τησ ό πϐςο μακριϊ να ςπρϔξει. την αρχό ςκϋφτηκε να γυρύςει πύςω ςτο Λιτλ Σολ, κοντϊ ςτη μητϋρα τησ και να περιμϋνει να ϋρθει η ςειρϊ τησ, αλλϊ ϋνασ χρϐνοσ με τον Σζακ εύχε δϔςει κϊποια προοπτικό ςτη ζωό τησ. Ωλλωςτε, όξερε ϐτι η μητϋρα τησ όταν ακϐμα πιο χαμϋνη απϐ την ύδια κι αυτϐ την ϋκανε ν' αναρωτιϋται αν όταν ςωςτϐ να γυρύςει κοντϊ τησ. «Μϊντι», ϊκουγε τη φωνό του Σζακ ςτο μυαλϐ τησ. το μυαλϐ τησ ο Σζακ όταν ακϐμα ζωντανϐσ, ϐςο μπορεύ ϋνασ νεκρϐσ να εύναι —τουλϊχιςτον, ϋτςι πύςτευε τϐτε. «Μϊντι», τησ ϋλεγε ο Σζακ, «το μϐνο που μπορεύσ ν' αποφαςύςεισ εύναι να μην αποφαςύςεισ». ήχι πωσ η μϊνα τησ όταν καλϑτερη. Μιλοϑςαν ςυχνϊ ςτο τηλϋφωνο και η Μϊντι όλπιζε πωσ η μητϋρα τησ θα τησ ϋλεγε να γυρύςει ςπύτι. Μϐνο που η κυρύα ϊλιβαν όταν εντελϔσ ανύκανη να προτεύνει οτιδόποτε ςε ϊτομο ηλικύασ ϊνω των δϋκα ετϔν. «άςωσ θα ϋπρεπε να ϋρθεισ εδϔ», τησ εύπε κϊποια φορϊ με πολϑ διςταγμϐ και η Μϊντι δεν όταν ςύγουρη αν αυτϐ ςόμαινε. ε παρακαλϔ, ϋλα κοντϊ μου, ό, μην πϊρεισ τοισ μετρητούσ μια πρϐταςη που ϋγινε για τουσ τϑπουσ. Αφοϑ πϋραςε ατϋλειωτεσ ϊγρυπνεσ νϑχτεσ προςπαθϔντασ ν' αποφαςύςει τι απϐ τα δυο όταν, το μϐνο που κατϊφερε τελικϊ όταν να μπερδευτεύ ακϐμα περιςςϐτερο. Και ϑςτερα ϊρχιςαν τα περύεργα. Ϋταν ευχόσ ϋργο που ςτο Σζϋνι υπόρχε μϐνο ϋνα μικρϐ νεκροταφεύο (που τα περιςςϐτερα μνόματα του εύχαν ϊδεια φϋρετρα, πρϊγμα που, ενϔ παλιϊ τησ φαινϐταν κρύμα κι ϊδικο, τϔρα όταν ςωςτό ευλογύα θεοϑ). το 509
Λιτλ Σολ αντύθετα υπόρχαν δυο νεκροταφεύα, αρκετϊ μεγϊλα και τα δυο, οπϐτε ϋκρινε ϐτι όταν πιο αςφαλϋσ να μεύνει ςτο Σζϋνι και να περιμϋνει. Θα περύμενε να δει αν ο κϐςμοσ θα επιζοϑςε ό θα χανϐταν οριςτικϊ. Αν επιζοϑςε ο κϐςμοσ, αυτό θα περύμενε το μωρϐ τησ. Και τϔρα, μετϊ απϐ μια ζωό παθητικόσ υπακοόσ κι αϐριςτων αποφϊςεων που διαλϑονταν ςαν ϐνειρα κϊνα δυο ϔρεσ αφοϑ ςηκωνϐταν απϐ το κρεβϊτι, η Μϊντι τα ϋβγαζε πϋρα μϐνη τησ. Βϋβαια, όξερε ϐτι αυτϐ οφειλϐταν εν μϋρει ςτα ιςχυρϊ ςοκ που εύχε υποςτεύ το ϋνα μετϊ το ϊλλο, με πρϔτο το θϊνατο του ςυζϑγου τησ και πιο πρϐςφατο την τελευταύα ύςωσ εκπομπό που ϋπιαςε η τηλεϐραςη δορυφορικόσ λόψησ των Πϊλςιφερ: ϋνασ ϋντρομοσ πιτςιρικϊσ, που τον εύχαν βϊλει με το ζϐρι να κϊνει το ρεπϐρτερ του CNN, να λϋει ϐτι όταν ςχεδϐν βϋβαιο πωσ ο Πρϐεδροσ των Ηνωμϋνων Πολιτειϔν, η Πρϔτη Κυρύα, ο υπουργϐσ Εξωτερικϔν, ο αξιϐτιμοσ κϑριοσ γερουςιαςτόσ του ήρεγκον και ο εμύρησ του Κουβϋιτ εύχαν φαγωθεύ ζωντανού ςτην Ανατολικό Αύθουςα του Λευκοϑ Ούκου απϐ ζϐμπι. «Επαναλαμβϊνω την εύδηςη», εύπε ο κατ' ανϊγκην ρεπϐρτερ, που τα ςπυρϊκια τησ ακμόσ ςτο μϋτωπο και ςτο πιγοϑνι του φϊνταζαν κϐκκινα ςαν ςτύγματα. Σα χεύλη και τα μαγουλϊ του τινϊζονταν ςυνεχϔσ απϐ νευρικϊ τικ. Σα χϋρια του ϋτρεμαν ολοφϊνερα. «Επαναλαμβϊνω ϐτι ϋνα τςοϑρμο πτϔματα μϐλισ καταςπϊραξαν τον Πρϐεδρο, τη ςϑζυγο του και κϊμποςα ϊλλα ςημαντικϊ πρϐςωπα που βρύςκονταν ςτο Λευκϐ Ούκο για δεύπνο με καπνιςτϐ ςολομϐ και ϊλλα εκλεκτϊ εδϋςματα». Και ϑςτερα ο νεαρϐσ ϊρχιςε να γελϊει ςαν μανιακϐσ και να ουρλιϊζει. Ϊμπαινε, Γειλύ Μπουλα μπουλαα! με ϐςη δϑναμη εύχε. Σελικϊ, το πρϐςωπο του χϊθηκε απϐτομα απϐ την οθϐνη και ςτη θϋςη του εμφανύςτηκε το γραφεύο δελτύου ειδόςεων του CNN, ϋρημο για πρϔτη φορϊ ςτην ιςτορύα του καναλιοϑ. Η 510
Μϊντι και οι Πϊλςιφερ ϋμειναν βυθιςμϋνοι ςε μια ςιωπό γεμϊτη ανηςυχύα, ενϔ ςτην οθϐνη, το ϊδειο γραφεύο αντικατϋςτηςε μια διαφόμιςη των δύςκων Μπϐξκαρ Γουύλι - δεν κυκλοφοροϑςαν ςτα διςκοπωλεύα, αλλϊ οι τηλεθεατϋσ μποροϑςαν ν' αποκτόςουν την εκπληκτικό αυτό ςυλλογό μϐνο τηλεφωνϔντασ ςτον αριθμϐ 800, που εμφανύςτηκε ςτο κϊτω μϋροσ τησ οθϐνησ. Μια απϐ τισ ξυλομπογιϋσ τησ μικρόσ εγιϋν Πϊλςιφερ εύχε ξεμεύνει ςτο τραπεζϊκι δύπλα ςτην πολυθρϐνα ϐπου καθϐταν η Μϊντι και για κϊποιο τρελϐ, ανεξόγητο λϐγο εκεύνη την πόρε και ςημεύωςε το νοϑμερο ς' ϋνα κομματϊκι χαρτύ, πριν η κυρύα Πϊλςιφερ ςηκωθεύ και ςβόςει την τηλεϐραςη χωρύσ να πει λϋξη. Η Μϊντι εύπε καληνϑχτα κι ευχαρύςτηςε τουσ Πϊλςιφερ που την εύχαν καλϋςει να δει τηλεϐραςη. «ύγουρα εύςαι εντϊξει, Μϊντι, καλό μου;» τη ρϔτηςε η Κϊντι Πϊλςιφερ για πϋμπτη φορϊ εκεύνη τη βραδιϊ και η Μϊντι τησ απϊντηςε, για πϋμπτη φορϊ εκεύνη τη βραδιϊ, ϐτι θα τα ϋβγαζε πϋρα. Η Κϊντι τη βεβαύωςε ϐτι το όξερε και ϐτι όταν καλοδεχοϑμενη να κοιμηθεύ ςτο δωμϊτιο που όταν κϊποτε του Μπρϊιαν, ϐποτε εκεύνη όθελε. Η Μϊντι αγκϊλιαςε την Κϊντι, τη φύληςε ςτο μϊγουλο, αρνόθηκε την προςφορϊ με χύλιεσ δυο ευχαριςτύεσ και κατϊφερε τελικϊ να φϑγει. Εύχε διαςχύςει με τα πϐδια κϊτω απϐ το δυνατϐ βραδινϐ ϊνεμο τα εφτακϐςια μϋτρα ωσ το ςπύτι τησ και βριςκϐταν όδη ςτη δικό τησ κουζύνα, ϐταν ςυνειδητοπούηςε ϐτι ϋςφιγγε ακϐμη ςτο χϋρι τησ το χαρτϊκι ςτο οπούο εύχε ςημειϔςει τον αριθμϐ 800. Εύχε τηλεφωνόςει και δεν εύχε βρει τύποτα· οϑτε μαγνητοφωνημϋνο μόνυμα να λϋει ϐτι ϐλεσ οι γραμμϋσ όταν κατειλημμϋνεσ ό ϐτι ο αριθμϐσ όταν προςωρινϊ εκτϐσ λειτουργύασ· οϑτε όχο ςειρόνασ, που ύςωσ ςόμαινε κατϊςταςη ϋκτακτησ ανϊγκησ· οϑτε μπιπ οϑτε του-τουτ οϑτε κλικ οϑτε κλακ. Μϐνο απϐλυτη ςιωπό. Σϐτε όταν που η Μϊντι ςιγουρεϑτηκε ϐτι το τϋλοσ του κϐςμου πληςύαζε, αν δεν εύχε όδη ϋρθει. ήταν δεν μποροϑςεσ πια να καλϋςεισ το 800 και 511
να παραγγεύλεισ τουσ δύςκουσ Μπϐξκαρ Γουύλι που δεν υπόρχαν ςε κανϋνα διςκοπωλεύο, ϐταν για πρϔτη φορϊ ςτα χρονικϊ δεν υπόρχαν τηλεφωνητϋσ ό μηνϑματα ςτη γραμμό να ενημερϔνουν το κοινϐ, το μϐνο εϑλογο ςυμπϋραςμα όταν ϐτι εύχε ϋρθει το τϋλοσ του κϐςμου. ήρθια μπροςτϊ ςτο τηλϋφωνο ςτον τούχο τησ κουζύνασ, η Μϊντι χϊιδεψε μηχανικϊ τη ςτρογγυλό κοιλύτςα τησ και το εύπε για πρϔτη φορϊ δυνατϊ, χωρύσ καν να ςυνειδητοποιεύ ϐτι μονολογοϑςε: «θα πρϋπει να γεννόςω ςτο ςπύτι. Δεν πειρϊζει, μωρϐ μου, αρκεύ εςϑ να εύςαι γερϐ και να μεύνεισ γερϐ. Απλϔσ να θυμϊςαι ϐτι δεν μπορεύ να γύνει αλλιϔσ. Αναγκαςτικϊ, θα εύναι παρϊδοςη κατ' ούκον». Περύμενε το φϐβο να ϋρθει, αλλϊ δεν ϋνιωςε τύποτα. «Θα τα βγϊλω πϋρα μια χαρϊ», εύπε κι αυτό τη φορϊ κατϊλαβε ϐτι εύχε μιλόςει δυνατϊ και την καθηςϑχαςε η ςιγουριϊ που ϊκουςε ςτην ύδια τησ τη φωνό. Ϊνα μωρϐ. ήταν θα ερχϐταν το μωρϐ, το τϋλοσ του κϐςμου θα ϋπαιρνε τϋλοσ. «Ο Παρϊδειςοσ», εύπε και χαμογϋλαςε. Σο χαμϐγελο τησ όταν γλυκϐ, το χαμϐγελο μιασ μαντϐνασ. Δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα πϐςοι μιςοςαπιςμϋνοι νεκρού τριγϑριζαν ς' ολϐκληρη τη γη. Αυτό θα ϋκανε ϋνα μωρϐ, θα το γεννοϑςε ςτο ςπύτι και η πιθανϐτητα μιασ νϋασ Εδϋμ θα γινϐταν πραγματικϐτητα. Οι πρϔτεσ αναφορϋσ εύχαν ϋρθει απϐ κϊποιο χωριουδϊκι τησ Αυςτραλύασ, ςτα ϐρια τησ αυςτραλιανόσ ερόμου, ϋνα μϋροσ που εύχε το αληςμϐνητο ϐνομα Υιντλ Ντι. Σο ϐνομα τησ πρϔτησ αμερικανικόσ πϐλησ ϐπου αναφϋρθηκε η ϑπαρξη νεκροζϔντανων πλαςμϊτων όταν ακϐμα πιο αξιομνημϐνευτο: το Θϊμπερ τησ Υλϐριντα. Η πρϔτη ανταπϐκριςη εμφανύςτηκε ςτο δημοφιλϋςτερο απϐ τα αμερικανικϊ ταμπλϐιντ: ςτην Ινςϊιντ Βιου. 512
ΝΕΚΡΟΙ ΖΨΝΣΑΝΕΤΟΤΝ Ε ΚΨΜΟΠΟΛΗ ΣΗ ΥΛΟΡΙΝΣΑ! οϑρλιαζε ο τύτλοσ. Σο ρεπορτϊζ ξεκινοϑςε με μια αναφορϊ ςτην υπϐθεςη τησ ταινύασ Η Νϑχτα των Ζωντανϔν Νεκρϔν, την οπούα η Μϊντι δεν εύχε δει, οϑτε καν την όξερε, και ςυνϋχιζε αναφϋροντασ ϊλλη μια —Ϊρωτασ ςτη Μακουμπα— την οπούα επύςησ αγνοοϑςε. Σο κομμϊτι ςυνοδευϐταν απϐ τρεισ φωτογραφύεσ. Η μια όταν ςτιγμιϐτυπο απϐ το φιλμ Η Νϑχτα των Ζωντανϔν Νεκρϔν κι ϋδειχνε κϊτι που ϋμοιαζε με τςοϑρμο απϐ δραπϋτεσ αςϑλου φρενοβλαβϔν να ςτϋκονται ϋξω απϐ μια απομονωμϋνη αγροικύα τη νϑχτα. Η ϊλλη όταν απϐ το Μακουμπα κι ϋδειχνε μια ξανθιϊ, που το μπικύνι τησ μετϊ βύασ ςυγκρατοϑςε κϊτι ςτόθη ςε μϋγεθοσ ϔριμησ κολοκϑθασ. Η ξανθιϊ εύχε τα χϋρια ςηκωμϋνα ψηλϊ και οϑρλιαζε απϐ τον τρϐμο που τησ προκαλοϑςε κϊτι που θα μποροϑςε να όταν Νϋγροσ με μϊςκα. Η τρύτη φωτογραφύα υποτύθεται ϐτι εύχε τραβηχτεύ ςτο Θϊμπερ τησ Υλϐριντα. Ϋταν θολό, ϐλο κϐκκο, κι ϋδειχνε ϋνα ϊτομο ακαθϐριςτου φϑλου μπροςτϊ ςε μια βιτρύνα με ςυςκευϋσ βύντεο. Η λεζϊντα περιϋγραφε τη μορφό ςαν «τυλιγμϋνη ςτο ςϊβανο τησ», αλλϊ θα μποροϑςε κϊλλιςτα να όταν ϋνα βρϐμικο ςεντϐνι. Σύποτα ςπουδαύο. Ο ΜΕΓΑΛΟΠΟΔΑΡΟ ΒΙΑΖΕΙ ΔΕΚΑΠΕΝΣΑΦΡΟΝΗ την περαςμϋνη βδομϊδα, Νεκρού Ζωντανεϑουν ςε Κωμϐπολη ςόμερα και Νϊνοσ χιζοφρενόσ Δολοφϐνοσ την επομϋνη. Ανοηςύεσ, πραγματικϊ, μϋχρι που ϊρχιςαν να εμφανύζονται παρϐμοιεσ ανταποκρύςεισ και ςε ϊλλα ϋντυπα. Ανοηςύεσ, μϋχρι που βγόκε ςτο δελτύο ειδόςεων το πρϔτο τηλεοπτικϐ ρεπορτϊζ («υςτόνουμε ςτουσ γονεύσ ν' απομακρϑνουν τα παιδιϊ τουσ απϐ το χϔρο τησ τηλεϐραςησ», προειδοπούηςε ο εκφωνητόσ), που ϋδειχνε πτϔματα ςε κατϊςταςη ημιαποςϑνθεςησ, με τα κϐκαλα να διακρύνονται καθαρϊ κϊτω απϐ το ςαπιςμϋνο δϋρμα, θϑματα τροχαύων με ανοιγμϋνα κρανύα και πολτοποιημϋνα 513
πρϐςωπα, γυναύκεσ με τα μαλλιϊ τουσ μια λαςπερό μϊζα ϐπου ςϊλευαν απαύςια τυφλϊ ςκουλόκια και πρϐςωπα κενϊ ςαν κατατονικϊ, που ξαφνικϊ ϋπαιρναν μια αλλϐκοτη πανοϑργα ϋκφραςη, ϋνα εύδοσ βλακϔδουσ ευφυϏασ. Ανοηςύεσ, μϋχρι που δημοςιεϑτηκαν οι πρϔτεσ φωτογραφύεσ ς' ϋνα τεϑχοσ του Πιπλ, το οπούο βγόκε ςτα περύπτερα ςφραγιςμϋνο ςε ςελοφϊν και με μια πορτοκαλιϊ ταινύα που ϋγραφε ΑΠΑΓΟΡΕΤΕΣΑΙ Η ΠΨΛΗΗ Ε ΑΝΗΛΙΚΟΤ! Σϐτε το πρϊγμα ϋγινε πολϑ ςοβαρϐ. ήταν ϋβλεπεσ ϋνα μιςοςαπιςμϋνο κϑριο, ντυμϋνο με τα κουρελιαςμϋνα απομεινϊρια του μαϑρου κοςτουμιοϑ με το οπούο εύχε κηδευτεύ, να ξεςκύζει το λαιμϐ μιασ ολοζϔντανησ γυναύκασ με καθαρϐ ϊςπρο φανελϊκι, τϐτε ςυνειδητοποιοϑςεσ ξαφνικϊ ϐτι τα πρϊγματα όταν πολϑ ςοβαρϊ. Σϐτε ϊρχιςαν οι αλληλοκατηγορύεσ και οι απειλϋσ πολϋμου. Επύ τρεισ βδομϊδεσ η προςοχό του κϐςμου αποςπϊςτηκε απϐ τα πλϊςματα που ϋβγαιναν απϐ τουσ τϊφουσ τουσ ςαν μακϊβρια ςμόνη τερατϐμορφων εντϐμων. ήλοι αςχολοϑνταν με τισ δϑο πυρηνικϋσ υπερδυνϊμεισ κι αυτϐ που ϋμοιαζε με αναπϐφευκτη πορεύα προσ την τελικό ςϑγκρουςη. Δεν υπϊρχουν ζϐμπι ςτισ Ηνωμϋνεσ Πολιτεύεσ, δόλωναν οι ςχολιαςτϋσ ειδόςεων ςτην κρατικό τηλεϐραςη τησ κομμουνιςτικόσ Κύνασ. Ϋταν απλϔσ ϋνα ψϋμα για να καλυφθεύ ό δικαιολογηθεύ η απαρϊδεκτη κόρυξη χημικοϑ πολϋμου εναντύον τησ Λαώκόσ Δημοκρατύασ τησ Κύνασ, μια ενϋργεια πολϑ πιο καταςτροφικό (και ςκϐπιμη) απϐ την περύπτωςη του Μποπϊλ ςτην Ινδύα. Αν οι πεθαμϋνοι ςϑντροφοι που ϋβγαιναν απϐ τουσ τϊφουσ τουσ δεν ξανϊπεφταν νεκρού μϋςα ςε δϋκα μϋρεσ, θα ακολουθοϑςαν αντύποινα απϐ την πλευρϊ τησ Κύνασ. Απϐ τη χϔρα εύχαν όδη απελαθεύ ϐλοι οι Αμερικανού διπλωμϊτεσ και εύχαν ςημειωθεύ αρκετού θϊνατοι Αμερικανϔν τουριςτϔν που 514
ϋπεςαν θϑματα ξυλοδαρμοϑ μϋχρι θανϊτου απϐ οργιςμϋνουσ Κινϋζουσ πολύτεσ. Ο Αμερικανϐσ Πρϐεδροσ (που ςϑντομα ϋμελλε να γύνει και ο ύδιοσ μεζεδϊκι των ζϐμπι) αντϋδραςε ςαν «τϋντζερησ που κϑληςε και βρόκε το καπϊκι» —κι εδϔ που τα λϋμε, ςωςτϐσ τϋντζερησ εύχε γύνει ο Πρϐεδροσ, με τα πενόντα κιλϊ που εύχε πϊρει μετϊ την επανεκλογό του ςτο ανϔτατο αξύωμα για δεϑτερη θητεύα. Η κυβϋρνηςη των ΗΠΑ, ανόγγειλε ο Πρϐεδροσ ςτον αμερικανικϐ λαϐ, εύχε ςτα χϋρια τησ αδιϊςειςτα ςτοιχεύα που αποδεύκνυαν ϐτι οι ελϊχιςτοι νεκροζϔντανοι που υπόρχαν ςτην Κύνα εύχαν ριχτεύ ςκϐπιμα ςτουσ δρϐμουσ και πωσ ϐςο κι αν κλαιγϐταν ο γεροϒποκριτόσ ηγϋτησ των κιτρινομοϑρηδων, ιςχυριζϐμενοσ ϐτι πϊνω απϐ οχτϔ χιλιϊδεσ πτϔματα ςεργιϊνιζαν ςτη χϔρα του ςε αναζότηςη του απϐλυτου κολεκτιβιςμοϑ, εμεύσ εύχαμε ςύγουρεσ αποδεύξεισ ϐτι ο αριθμϐσ τουσ δεν ξεπερνοϑςε τα ςαρϊντα. Οι Κινϋζοι όταν αυτού που εύχαν αρχύςει κρυφϊ ϋνα χημικϐ πϐλεμο, εύχαν διαπρϊξει ϋνα φρικτϐ ϋγκλημα, φϋρνοντασ ϋντιμουσ Αμερικανοϑσ νεκροϑσ πολύτεσ πύςω ςτη ζωό, με μϐνο ςκοπϐ να καταςπαρϊξουν ϋντιμουσ ζωντανοϑσ Αμερικανοϑσ πολύτεσ. Αν αυτού οι Αμερικανού —πολλού απϐ τουσ οπούουσ όταν καλού Δημοκρϊτεσ— δεν επϋςτρεφαν οριςτικϊ ςτουσ τϊφουσ τουσ μϋςα ςτισ επϐμενεσ πϋντε μϋρεσ, η Ερυθρϊ Κύνα θα γινϐταν ςκϐνη. ήλεσ οι πυρηνικϋσ βϊςεισ εύχαν τεθεύ ςε Κατϊςταςη Ωμυνασ 2, ϐταν κϊποιοσ Βρετανϐσ αςτρονϐμοσ ονϐματι Φϊμφρεώ Ντϊγκμπολτ εντϐπιςε το δορυφϐρο. Ϋ το διαςτημϐπλοιο. Ϋ το πλϊςμα. Ϋ ϐ,τι διϊβολο όταν. Ο Ντϊγκμπολτ, που δεν όταν καν επαγγελματύασ αςτρονϐμοσ, παρϊ ϋνασ εραςιτϋχνησ λϊτρησ των ϊςτρων απϐ τη Δυτικό Αγγλύα, ϋςωςε τελικϊ τη γη απϐ ςχεδϐν βϋβαιη θερμοπυρηνικό ςϑρραξη. υνολικϊ, διϐλου 515
ευκαταφρϐνητο επύτευγμα για ϋναν ϊνθρωπο που ϋπαςχε απϐ ςτραβιςμϐ και χρϐνια ψωρύαςη. Αρχικϊ φϊνηκε ϐτι τα δυο αντύπαλα πολιτικϊ ςυςτόματα δεν όθελαν να πιςτϋψουν αυτϐ που εύχε ανακαλϑψει ο Ντϊγκμπολτ, ακϐμη και ϐταν το Βαςιλικϐ Αςτεροςκοπεύο του Λονδύνου εξϋδωςε ανακούνωςη με την οπούα χαρακτόριζε αυθεντικϋσ τισ φωτογραφύεσ και τα ςτοιχεύα του εραςιτϋχνη αςτρονϐμου. Σελικϊ, οι αποθόκεσ των πυραϑλων ξανακατϋβαςαν τα ρολϊ τουσ και τα τηλεςκϐπια ϐλου του κϐςμου ςτρϊφηκαν κι εςτύαςαν τουσ φακοϑσ τουσ, με βαριϊ καρδιϊ, ςτο Αςτρικϐ αρϊκι. Η κοινό αμερικανοκινεζικό διαςτημικό αποςτολό, που ςτϊλθηκε για να ερευνόςει τον ανεπιθϑμητο νεοφερμϋνο, ϋφυγε με το διαςτημϐπλοιο που εκτοξεϑτηκε απϐ τα Τψύπεδα Λαντζοϑ, τρεισ βδομϊδεσ αφϐτου δημοςιεϑτηκαν ςτην Γκϊρντιαν οι πρϔτεσ φωτογραφύεσ. την ομϊδα μετεύχε και ο διαςημϐτεροσ εραςιτϋχνησ αςτρολϐγοσ του κϐςμου, παρϊ το ςτραβιςμϐ του. την πραγματικϐτητα, θα όταν τρομερϊ δϑςκολο να αποκλεύςουν τον Ντϊγκμπολτ απϐ την αποςτολό —ο τϑποσ εύχε γύνει παγκϐςμιοσ όρωασ, ο διαςημϐτεροσ Βρετανϐσ μετϊ τον Ουύνςτον Σςϐρτςιλ. ήταν ϋνασ δημοςιογρϊφοσ, μια μϋρα πριν απϐ την απογεύωςη, τον ρϔτηςε αν φοβϐταν, ο Ντϊγκμπολτ γϋλαςε μ' εκεύνο το τϐςο ςυμπαθητικϐ βραχνϐ γϋλιο του, ϋξυςε την πραγματικϊ πελϔρια μϑτη του και εύπε με δυνατό φωνό: «Σρϋμω, αγαπητϋ μου! Ϊχω παγϔςει απϐ τον τρϐμο!» ήπωσ αποδεύχτηκε ςτη ςυνϋχεια, εύχε κϊθε λϐγο να τρϋμει. ήλοι τουσ εύχαν. Σα τελευταύα εξόντα ϋνα δευτερϐλεπτα επικοινωνύασ με το διαςτημϐπλοιο ιαρπύνγκ/Σρουμαν κρύθηκαν και απϐ τισ τρεισ κυβερνόςεισ που ςυμμετεύχαν ςτην αποςτολό εξαιρετικϊ φρικτϊ για να μεταδοθοϑν ςε ζωντανό ςϑνδεςη. Ϊτςι, δε μεταδϐθηκε ποτϋ επύςημη εύδηςη. Δεν πεύραζε, φυςικϊ. Κϊπου 516
εύκοςι δϑο χιλιϊδεσ ιδιωτικού χειριςτϋσ τηλεπικοινωνιϔν παρακολουθοϑςαν ςυνεχϔσ το πλόρωμα και κϊπου δεκαεννιϊ χιλιϊδεσ απ' αυτοϑσ μαγνητοφωνοϑςαν την επικοινωνύα ϐταν ϋγινε —υπϊρχει ϊραγε ϊλλη κατϊλληλη λϋξη για την περύπτωςη;— η ειςβολό. Υωνό Κινϋζου: κουλόκια! Μοιϊζει με πελϔρια ςφαύρα απϐ... Υωνό Αμερικανοϑ: Φριςτϋ μου! Προςοχό! Ϊρχεται καταπϊνω μασ! Ντϊγκμπολτ: Αυτό τη ςτιγμό λαμβϊνει χϔρα ϋνα εύδοσ εκτρωματικόσ γϋνεςησ. Σο αριςτερϐ παρϊθυρο δϋχεται... Υωνό Κινϋζου: Ρόγμα! Ρόγμα! Υορϋςτε τισ ςτολϋσ ςασ, ςϑντροφοι! Υωνό Αμερικανοϑ: ...και φαύνεται να ειςβϊλλει κατατρϔγοντασ... Υωνό Κινϋζασ (τησ Σςινγκ-Λινγχ ουνγκ): ταματόςτε τα! Σα μϊτια... (Ϋχοσ ϋκρηξησ.) Ντϊγκμπολτ: Ϊγινε εκρηκτικό αποςυμπύεςη του θαλϊμου. Βλϋπω τρεισ... ε... τϋςςερισ νεκροϑσ και ςκουλόκια... Παντοϑ υπϊρχουν ςκουλόκια... Υωνό Αμερικανοϑ: Σην προςτατευτικό αςπύδα! Σην αςπύδα! Σην αςπύδα! (Ουρλιαχτϊ.) Υωνό Κινϋζου: Θϋλω τη μαμϊ μου! Μαμϊ! (Ουρλιαχτϊ. Ϋχοι ςαν κϊποιοσ φαφοϑτησ γϋροσ να μαςουλϊει πατϊτεσ πουρϋ.) Ντϊγκμπολτ: Ο θϊλαμοσ ϋχει γεμύςει ςκουλόκια —τϋλοσ πϊντων, με κϊτι που μοιϊζει με ςκουλόκια— δηλαδό, εύναι ςκουλόκια, βεβαύωσ, ϐπωσ το βλϋπει κανεύσ καθαρϊ -που προφανϔσ προϋκυψαν απϐ τη διϐγκωςη του ςφαιρικοϑ ςϔματοσ προηγουμϋνωσ- αυτϐ που εύδαμε, δηλαδό -το οπούο 517
ςημαύνει, θα μποροϑςε κανεύσ να πει— ο θϊλαμοσ ϋχει γεμύςει απϐ αιωροϑμενα ανθρϔπινα μϋλη. Προφανϔσ, αυτϊ τα διαςτημικϊ ςκουλόκια εκκρύνουν κϊποιο οξϑ... (το ςημεύο αυτϐ πυροδοτόθηκαν οι προωθητικού πϑραυλοι· διϊρκεια ενεργοπούηςησ 7,2 δευτερϐλεπτα. Η ενϋργεια αυτό ύςωσ όταν μια προςπϊθεια φυγόσ ό μια απϐπειρα εξουδετϋρωςησ του ϊγνωςτου εχθροϑ. ή,τι κι αν όταν δεν πϋτυχε. Σο πιθανϐτερο εύναι ϐτι οι θϊλαμοι καϑςησ των πυραϑλων εύχαν όδη πλημμυρύςει απϐ ςκουλόκια και ο κυβερνότησ Λιν Γιανγκ -ό ϐποιοσ ϊλλοσ όταν υπεϑθυνοσ— θεϔρηςε ϐτι η ϋκρηξη ςτισ δεξαμενϋσ των καυςύμων θα όταν αναπϐφευκτη ςυνϋπεια. Γι' αυτϐ και απομϐνωςε το ςϑςτημα.) Υωνό Αμερικανοϑ: Φριςτϋ μου! Ϊχουν μπει μϋςα ςτο κεφϊλι μου, μου τρϔνε το μυα... (Παρϊςιτα.) Ντϊγκμπολτ: Πιςτεϑω ϐτι η ςϑνεςη επιβϊλλει ςτρατηγικό υποχϔρηςη προσ τισ πύςω αποθόκεσ. Σο υπϐλοιπο πλόρωμα εύναι νεκρϐ. Δεν υπϊρχει καμιϊ αμφιβολύα. Κρύμα. Ϋταν ϐλοι γενναύα παιδιϊ. Ακϐμα κι αυτϐσ ο χοντρϐσ Αμερικανϐσ που ςκϊλιζε ςυνϋχεια τη μϑτη του. Ψςτϐςο, απϐ μια ϊλλη ςκοπιϊ, δε νομύζω ϐτι... (Παρϊςιτα.) Ντϊγχμπολτ: ...νεκρού τελικϊ γιατύ η Σςινγκ-Λινγκ ουνγκ —για την ακρύβεια, το κομμϋνο κεφϊλι τησ Σςινγκ-Λινγκ ουνγκ— μϐλισ πϋραςε δύπλα μου και τα μϊτια τησ ανοιγϐκλειςαν. Υϊνηκε να με αναγνωρύζει και να... (Παρϊςιτα.) Ντϊγκμπολτ: ...ςασ μεταφϋρω... (Ϋχοσ ϋκρηξησ. Παρϊςιτα.) Ντϊγκμπολτ: ...ολϐγυρα μου. Επαναλαμβϊνω, ολϐγυρα μου. Πλϊςματα που ςαλεϑουν. Εύναι -λϋω, ξϋρει κανεύσ…
518
(Ακοϑγεται ο Ντϊγκμπολτ να ουρλιϊζει και να βλαςτημϊει και ϑςτερα μϐνο να ουρλιϊζει. Ξανϊ όχοι φαφοϑτη γϋρου που μαςϊει.) (Διακοπό επικοινωνύασ.) Σο διαςτημϐπλοιο ιαρπινγκ/Σρουμαν εξερρϊγη τρύα λεπτϊ αργϐτερα. Η διϐγκωςη του ϊγνωςτου ςφαιρικοϑ ςϔματοσ που του εύχε δοθεύ το παρατςοϑκλι Αςτρικϐ αρϊκι ϋγινε αντιληπτό απϐ καμιϊ τριακοςαριϊ τηλεςκϐπια ςτην επιφϊνεια τησ Γησ, κατϊ τη διϊρκεια εκεύνησ τησ πολϑ ςϑντομησ και θλιβερόσ ςϑγκρουςησ. ήταν ϊρχιςαν τα τελευταύα εξόντα ϋνα δευτερϐλεπτα μετϊδοςησ, το ςκϊφοσ ςκιϊςτηκε απϐ κϊτι που ϐντωσ ϋμοιαζε με ςκουλόκια. Μϋχρι το τϋλοσ τησ μετϊδοςησ, το διαςτημϐπλοιο δε φαινϐταν πια καθϐλου —μϐνο μια μϊζα απϐ πλϊςματα που ςϊλευαν αδιϊκοπα και εύχαν κολλόςει πϊνω του. Δευτερϐλεπτα μετϊ την τελικό ϋκρηξη, ϋνασ μετεωρολογικϐσ δορυφϐροσ τρϊβηξε μια φωτογραφύα απϐ ςυντρύμμια που αιωροϑνταν ςτη ςτρατϐςφαιρα. Μερικϊ απ' αυτϊ όταν ςύγουρα κομμϊτια απϐ τα πλϊςματα-ςκουλόκια. Πολϑ πιο εϑκολα αναγνωρύςτηκε ϋνα αποκομμϋνο ανθρϔπινο πϐδι, ντυμϋνο με διαςτημικό φϐρμα κινεζικόσ καταςκευόσ, που επϋπλεε ανϊμεςα τουσ. Απϐ μια ϊποψη, τύποτε απ' αυτϊ δεν εύχε ςημαςύα. Οι επιςτόμονεσ και οι πολιτικού των δϑο υπερδυνϊμεων όξεραν ποϑ ακριβϔσ βριςκϐταν το Αςτρικϐ αρϊκι: ακριβϔσ πϊνω απϐ τη ςυνεχϔσ επεκτεινϐμενη τρϑπα ςτο ςτρϔμα του ϐζοντοσ. Απϐ εκεύ ψηλϊ ϋςτελνε ςτην επιφϊνεια τησ Γησ κϊτι που ςύγουρα δεν όταν μπουκϋτα με τριαντϊφυλλα. Ακολοϑθηςαν οι πϑραυλοι. Σο Αςτρικϐ αρϊκι παραμϋριζε με εκπληκτικό ευελιξύα, τουσ απϋφευγε κι επϋςτρεφε ςτη θϋςη του πϊνω απϐ την τρϑπα του ϐζοντοσ. την οθϐνη τησ τηλεϐραςησ δορυφορικόσ λόψησ των Πϊλςιφερ εμφανύζονταν τϔρα πολϑ περιςςϐτεροι ζωντανού519
νεκρού, με μια ςημαντικό διαφορϊ. την αρχό τα ζϐμπι δϊγκωναν μϐνο εκεύνουσ τουσ ζωντανοϑσ που τϑχαινε να βρεθοϑν κοντϊ τουσ, αλλϊ λύγο πριν η υπερςϑγχρονη ϐνι των Πϊλςιφερ αρχύςει να δεύχνει μϐνο χιϐνια κι ελϊχιςτεσ εικϐνεσ, οι κινοϑμενοι νεκρού εύχαν αρχύςει να προςπαθοϑν να πληςιϊςουν τουσ ζωντανοϑσ. Προφανϔσ, εύχαν βρει πολϑ νϐςτιμα αυτϊ που εύχαν δαγκϔςει. Η τελευταύα προςπϊθεια να εξολοθρευτεύ το εχθρικϐ αντικεύμενο ϋγινε απϐ τισ Ηνωμϋνεσ Πολιτεύεσ. Ο Πρϐεδροσ ενϋκρινε την πρϐταςη να χτυπηθεύ το Αςτρικϐ αρϊκι απϐ πυρηνικϊ που βρύςκονταν ςε τροχιϊ, αγνοϔντασ ςθεναρϊ προηγοϑμενεσ επύςημεσ δηλϔςεισ του, ςϑμφωνα με τισ οπούεσ η Αμερικό ουδϋποτε εύχε θϋςει πυρηνικϊ ϐπλα του προγρϊμματοσ Πϐλεμοσ των Ωςτρων ςε τροχιϊ και οϑτε εύχε πρϐθεςη να το κϊνει. ήλοι οι υπϐλοιποι αγνϐηςαν επύςησ αυτό τη λεπτομϋρεια. άςωσ προςεϑχονταν να επιτϑχει η επύθεςη και δεν προλϊβαιναν να διαμαρτυρηθοϑν . Η ιδϋα όταν καλό, αλλϊ, δυςτυχϔσ, μη εφαρμϐςιμη. Απϐ τουσ διαςτημικοϑσ ςταθμοϑσ που βρύςκονταν ςε τροχιϊ δεν ϋγινε δυνατϐν να εκτοξευτεύ οϑτε ϋνασ πϑραυλοσ με πυρηνικό κεφαλό. υνολικϊ, όταν μια εικοςιτετρϊωρη ςτρατιωτικό επιχεύρηςη που ςτεφανϔθηκε απϐ πλόρη αποτυχύα. Αυτϊ περύ μοντϋρνασ τεχνολογύασ. Κι ανϊμεςα ςε ϐλη αυτό την ταραχό ςε γη και ουρανϐ, υπόρχε και το πρϐβλημα του μικροϑ νεκροταφεύου ςτο νηςύ Σζϋνι. Αλλϊ οϑτε κι αυτϐ μϋτρηςε ιδιαύτερα για τη Μϊντι, αφοϑ αυτό δεν πληςύαςε ποτϋ εκεύ. Με το τϋλοσ τησ ανθρωπϐτητασ να διαγρϊφεται καθαρϊ ςτον ορύζοντα και το νηςύ αποκομμϋνο — ευτυχϔσ, κατϊ τη ςϑμφωνη γνϔμη των κατούκων— απϐ τον υπϐλοιπο κϐςμο, καθιερϔθηκαν και πϊλι οι πατροπαρϊδοτεσ ςυνόθειεσ, χωρύσ να ειπωθεύ τύποτα και χωρύσ να υπϊρξει καμιϊ 520
αντύρρηςη. Ϋδη όξεραν ϐλοι τι επρϐκειτο να ςυμβεύ. Σο ζότημα όταν το πϐτε. Αυτϐ, και το κατϊ πϐςο θα όταν ϋτοιμοι να το αντιμετωπύςουν. Αυτϐσ που ςόμανε τη ςειρόνα του ςυναγερμοϑ όταν ο Μπομπ Ντϊγκετ. Και όταν επϐμενο, εφϐςον τον Μπομπ εξϋλεγαν ςταθερϊ ωσ εκπρϐςωπο των Αρχϔν του νηςιοϑ εδϔ και αιϔνεσ. Σην επομϋνη του θανϊτου του Προϋδρου (η ιδϋα ϐτι ο Πρϐεδροσ και η Πρϔτη Κυρύα τησ χϔρασ θα περιφϋρονταν ςτο εξόσ ςτουσ δρϐμουσ τησ Ουϊςιγκτον μαςουλϔντασ αποκομμϋνα ανθρϔπινα μϋλη δεν αναφϋρθηκε απϐ κανϋναν παραόταν χοντρϐ, ϋςτω κι αν αυτϐ το κϊθαρμα και η ξανθιϊ κυρϊ του όταν Δημοκρατικού), ο Μπομπ Ντϊγκετ ςυγκϊλεςε ϑςκεψη Ανδρϔν Πολιτϔν του Σζϋνι για πρϔτη φορϊ μετϊ τον αμερικανικϐ εμφϑλιο. Η Μϊντι δε ςυμμετεύχε, φυςικϊ, αλλϊ ϋμαθε. Ο Ντϋιβ άμονσ τησ εύπε ϐλα ϐςα χρειαζϐταν να ξϋρει. «ήλοι γνωρύζουμε την κατϊςταςη», ϊρχιςε ο Μπομπ. Ϋταν κατακύτρινοσ, ςαν να εύχε ύκτερο, και ϐλοι θυμόθηκαν πωσ μϐνο η κϐρη του ζοϑςε εδϔ ςτο νηςύ. Σα υπϐλοιπα τρύα παιδιϊ του ϋμεναν αλλοϑ... δηλαδό, ςτη ςτεριϊ. Αλλϊ, διϊβολε, ϐλοι τουσ εύχαν ςυγγενεύσ ςτη ςτεριϊ. «Εδϔ ςτο Σζϋνι ϋχουμε μϐνο ϋνα νεκροταφεύο», ςυνϋχιςε ο Μπομπ, «και τύποτα δεν ϋχει γύνει ακϐμη. Αυτϐ δεν πϊει να πει πωσ δε θα γύνει, βϋβαια. Και ς' ϊλλα μϋρη δεν ϋχει γύνει ακϐμα τύποτε... αλλϊ φαύνεται πωσ ϋτςι κι αρχύςει, το τύποτα γρόγορα γύνεται χοντρϐ πρϐβλημα». Ακοϑςτηκαν μουρμουρητϊ επιδοκιμαςύασ απϐ το μπουλοϑκι των αντρϔν που εύχαν ςυγκεντρωθεύ ςτο γυμναςτόριο του ςχολεύου, το μϐνο μϋροσ που μποροϑςε να τουσ χωρϋςει ϐλουσ. Ϋταν γϑρω ςτουσ εβδομόντα ςυνολικϊ, με ηλικύεσ που κυμαύνονταν απϐ τα δεκαοχτϔ του νεαροϑ Σζϐνι Κρϋιν ωσ τα ογδϐντα του γερο-Υρανκ, που όταν θεύοσ του Μπομπ, εύχε ϋνα γυϊλινο μϊτι και μαςοϑςε ταμπϊκο. το 521
γυμναςτόριο δεν υπόρχε πτυελοδοχεύο, φυςικϊ, και ο Υρανκ Ντϊγκετ εύχε φϋρει μαζύ του ϋνα ϊδειο βαζϊκι απϐ μουςτϊρδα για να φτϑνει τον ταμπϊκο του. Αυτϐ ϋκανε τϔρα. «Ϊμπα ςτο ψητϐ, Μπϐμπι», εύπε ςτρυφνϊ. «Δε διευθϑνεισ γραφεύο εδϔ, οϑτε ϋχουμε χρϐνο για χϊςιμο». Ακοϑςτηκαν καινοϑρια μουρμουρητϊ επιδοκιμαςύασ και ο Μπομπ Ντϊγκετ κοκκύνιςε. Ο θεύοσ του πϊντα κατϊφερνε να τον κϊνει να φαύνεται ςαν ανεπαρκόσ ηλύθιοσ. Κι αν υπόρχε κϊτι ςτον κϐςμο που τον ενοχλοϑςε περιςςϐτερο απ' αυτϐ όταν να τον φωνϊζουν και Μπϐμπι απϐ πϊνω. Ϋταν οικογενειϊρχησ, με δικϊ του κτόματα, να πϊρει η οργό! Αυτϐσ τον ϋτρεφε το γεροκλανιϊρη. Αυτϐσ πλόρωνε τον αναθεματιςμϋνο τον ταμπϊκο του! Αλλϊ τϋτοια πρϊγματα δε λϋγονται δημϐςια. Και το γερϐ μϊτι του γερο-Υρανκ τον κϊρφωνε ςαν λεπύδι. «Εντϊξει», εύπε ξερϊ ο Μπομπ. «Ορύςτε πϔσ ϋχουν τα πρϊγματα: χρειαζϐμαςτε δϔδεκα ϊντρεσ ςτη βϊρδια. ε δυο λεπτϊ μποροϑμε να ςτόςουμε τισ ομϊδεσ. Μιλϊω για ςκοπιϋσ των τεςςϊρων ωρϔν». «Εγϔ μπορϔ να μεύνω ςκοπιϊ πολϑ περιςςϐτερο απϐ τϋςςερισ ωρύτςεσ!» πετϊχτηκε ο Ματ Αρςενϐ. Ο Ντϋιβ εύπε ςτη Μϊντι ϐτι μετϊ τη ςϑςκεψη ο Μπομπ εύπε ςε μερικοϑσ φύλουσ πωσ ϋνα ρεμϊλι που ζοϑςε απϐ το επύδομα τησ Πρϐνοιασ ςαν τον Ματ Αρςενϐ δε θα εύχε το θρϊςοσ να μιλόςει ϋτςι ςε μια ςυγκϋντρωςη ανωτϋρων του, αν ο γϋροσ δεν τον εύχε αποκαλϋςει Μπϐμπι μπροςτϊ ςε ϐλουσ τουσ ϊντρεσ του νηςιοϑ, λεσ και όταν κϊνασ πιτςιρύκοσ δεκαπϋντε χρονϔν. «άςωσ μπορεύσ, ύςωσ ϐχι», απϊντηςε ο Μπομπ ςτον Ματ Αρςενϐ. «Επειδό ϐμωσ ϋχουμε μπϐλικουσ εθελοντϋσ, δε θα ριςκϊρουμε ν' αποκοιμηθεύ κανϋνασ ςτη ςκοπιϊ». «Εγϔ δε θα...» «Δεν εννοοϑςα εςϋνα», τον διϋκοψε ο Μπομπ, αλλϊ ο τρϐποσ που κούταξε τον Ματ Αρςενϐ υπαινιςςϐταν ϐτι μϊλλον 522
αυτϐν εννοοϑςε. «Εννοοϑςα ϐτι δεν εύναι παιχνύδι. Κϊθιςε κϊτω και βοϑλως' το». Ο Ματ Αρςενϐ ϊνοιξε το ςτϐμα του να πει κϊτι ακϐμα, κούταξε τουσ ϊλλουσ τριγϑρω —ανϊμεςα τουσ και το γεροΥρανκ Ντϊγκετ— και προτύμηςε να κϊνει την πϊπια. «ήςοι ϋχετε καραμπύνεσ να τισ φϋρετε μαζύ ςασ ςτισ ςκοπιϋσ», ςυνϋχιςε ο Μπομπ. Ϊνιωθε καλϑτερα τϔρα που εύχε βϊλει ςτη θϋςη του τον Αρςενϐ. «Εκτϐσ κι αν εύναι των εύκοςι δυο. Αν δεν ϋχετε τύποτα μεγαλϑτερο, ελϊτε να πϊρετε απϐ εδϔ». «Δεν όξερα πωσ το ςχολεύο ϋχει απϐθεμα απϐ καραμπύνεσ», εύπε ο Καλ Πϊρτριτζ και ϐλοι γϋλαςαν. «ε λύγο θα ϋχει», απϊντηςε ο Μπομπ, «γιατύ καθϋνασ απϐ ςασ που ϋχει δεϑτερη, μεγαλϑτερη απϐ εικοςιδυϊρα, θα τη φϋρει εδϔ». τρϊφηκε προσ τον Σζον Γουύρλεώ, το διευθυντό του ςχολεύου. «Μποροϑμε να τισ μαζϋψουμε ςτο γραφεύο ςου, Σζον;» Ο Γουύρλεώ ςυγκατϋνευςε αμόχανα. Δύπλα του, ο αιδεςιμϐτατοσ Σζϐνςον ϋτριβε νευρικϊ τα χϋρια του. «κατϊ», εύπε ο ήριν Κϊμπελ. «Εγϔ ϋχω γυναύκα και δυο παιδιϊ ςτο ςπύτι, θα τουσ αφόςω μϐνουσ κι ανυπερϊςπιςτουσ να τουσ φϊνε τα πτϔματα ϐςο εγϔ θα φυλϊω ςκοπιϊ;» «Αν κϊνουμε καλϊ τη δουλειϊ μασ ςτο νεκροταφεύο, δε θα τουσ πειρϊξει τύποτε», απϊντηςε παγερϊ ο Μπομπ. «Μερικού απϐ ςασ ϋχετε περύςτροφα. Δε μασ χρειϊζονται. Δεύτε ποιεσ γυναύκεσ ξϋρουν να τα χρηςιμοποιοϑν και μοιρϊςτε τα. θα τισ οργανϔςουμε ςε ομϊδεσ». «Μποροϑν να παύξουν Κλϋφτεσ κι Αςτυνϐμουσ», εύπε χαςκογελϔντασ ο γερο-Υρανκ και ο Μπομπ χαμογϋλαςε. Αυτϐ όταν και το πιο πιθανϐ, μα το Φριςτϐ! «Σισ νϑχτεσ θα χρειαςτοϑμε φορτηγϊ, ςτημϋνα ολϐγυρα να φωτύζουν το νεκροταφεύο». Ο Μπομπ κούταξε τον ϐνι Ντϐτςον, που εύχε το μοναδικϐ πρατόριο καυςύμων του νηςιοϑ. Η κϑρια 523
δουλειϊ του ϐνι δεν όταν να γεμύζει ντεπϐζιτα αυτοκινότων ό φορτηγϔν —διϊβολε, δεν υπόρχαν δα και τϐςοι δρϐμοι ςτο νηςύ και η βενζύνη πουλιϐταν δϋκα ςεντσ φτηνϐτερα ςτη ςτεριϊ. Δουλειϊ του ϐνι όταν να εφοδιϊζει με καϑςιμα τισ τρϊτεσ για το ψϊρεμα του αςτακοϑ και τα μικρϊ ταχϑπλοα που κινοϑςε απϐ τη ςαραβαλιαςμϋνη μαρύνα του τουσ καλοκαιρινοϑσ μόνεσ, «θα μασ δϔςεισ τα καϑςιμα, ϐνι;» «Θα πληρωθϔ μετρητϊ;» «Θα ςϔςεισ το τομϊρι ςου», εύπε ξερϊ ο Μπομπ. «Και ϐταν τα πρϊγματα ξαναφτιϊξουν —αν ξαναφτιϊξουν ποτϋ— θα φροντύςουμε να αποζημιωθεύσ κανονικϊ». Ο ϐνι κούταξε γϑρω, ςυνϊντηςε μϐνο ϊγρια βλϋμματα κι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Υαινϐταν λύγο τςαντιςμϋνοσ, αλλϊ περιςςϐτερο φαινϐταν τρομαγμϋνοσ, εύπε ο Ντϋιβ ςτη Μϊντι την ϊλλη μϋρα. «Δεν πρϋπει να ϋχω πϊνω απϐ τετρακϐςια γαλϐνια καϑςιμα», εύπε. «Σο πιο πολϑ εύναι πετρϋλαιο». «Τπϊρχουν πϋντε γεννότριεσ ςτο νηςύ», εύπε ο Μπαρτ Ντϐρτμαν. (ήποτε μιλοϑςε ο Μπαρτ, ϐλοι τον ϊκουγαν με προςοχό. ήντασ ο μοναδικϐσ Εβραύοσ ςτο Σζϋνι, οι ϊλλοι τον ϋβλεπαν ςαν ϋνα εύδοσ τρομεροϑ Δον Κιχϔτη και τον αντιμετϔπιζαν ςχεδϐν με δϋοσ, ςαν προςιτϐ μεν, αλλϊ ϊλυτο μυςτόριο). «ήλεσ λειτουργοϑν με πετρϋλαιο. Μπορϔ να φωτύςω το χϔρο με λϊμπεσ, αν χρειαςτεύ». ιγανϊ μουρμουρητϊ. Ωμα ϋλεγε ο Μπαρτ ϐτι μποροϑςε να το κϊνει, πϊει να πει ϐτι μποροϑςε. Ϋταν Εβραύοσ και ηλεκτρολϐγοσ και ςτα πϋρα νηςιϊ κυκλοφοροϑςε η φόμη (χωρύσ να το ϋχει δηλϔςει ποτϋ κανεύσ ςτα ύςα) ϐτι όταν ο καλϑτεροσ. «Σϐτε, θα φωτύςουμε το αναθεματιςμϋνο το νεκροταφεύο ςαν θϋατρο», εύπε ο Μπομπ.
524
Ο Αντύ Κύνγκςμπερι ςηκϔθηκε. «Ωκουςα ςτισ ειδόςεισ πωσ ϊμα τα πυροβολόςεισ ςτο κεφϊλι μερικϋσ φορϋσ πεθαύνουν και μερικϋσ ϐχι», εύπε. «Ϊχουμε και αλυςοπρύονα», απϊντηςε παγερϊ ο Μπομπ. «Αν δεν ξαναπεθϊνουν με τισ καραμπύνεσ... θα φροντύςουμε να μην πϊνε πολϑ μακριϊ ζωντανϊ και ολϐκληρα». Και αφοϑ κανονύςτηκαν και οι ςκοπιϋσ ϋληξε η ςυνεδρύαςη. Πϋραςαν ϋξι μϋρεσ κι ϋξι νϑχτεσ. Αυτού που φυλοϑςαν ςκοπιϊ γϑρω απϐ το μικρϐ νεκροταφεύο του Σζϋνι εύχαν αρχύςει να αιςθϊνονται κϊπωσ ανϐητοι. «Δεν ξϋρω πια αν φυλϊω ςκοπιϊ ό αν παύζω το πουλύ μου», εύπε ϋνα απϐγευμα ο ήριν Κϊμπελ ςτουσ ϊλλουσ ϋντεκα ϊντρεσ που ςτϋκονταν ςτην πϑλη του νεκροταφεύου. Και ϑςτερα ςυνϋβη... κι ϐταν ςυνϋβη, ςυνϋβη πολϑ γρόγορα. Ο Ντϋιβ εύπε ςτη Μϊντι ϐτι ϊκουςε ϋναν όχο ςαν το κλϊμα του ανϋμου ϐταν περνϊει απϐ την καμινϊδα μια νϑχτα με θϑελλα. Και ϑςτερα ϋπεςε η ταφϐπλακα που ςκϋπαζε το αγϐρι του κυρύου και τησ κυρύασ Υουρνιϋ, τον Μϊικλ, που εύχε πεθϊνει απϐ λευχαιμύα ςτα δεκαεφτϊ του (πολϑ ϊδικοσ θϊνατοσ, μια και όταν το μοναχοπαύδι τουσ κι αυτού όταν τϐςο καλού ϊνθρωποι). Αμϋςωσ μετϊ, ϋνα κουρελιαςμϋνο χϋρι μ' ϋνα μουχλιαςμϋνο δαχτυλύδι τησ Ακαδημύασ του Γιϊρμουθ βγόκε απϐ το χϔμα, ςπρϔχνοντασ κι ανούγοντασ δρϐμο ανϊμεςα ςτισ ςκληρϋσ ρύζεσ τησ αγριϊδασ. Σο τρύτο δϊχτυλο αποκϐπηκε ςτην προςπϊθεια. Σο ϋδαφοσ ϋτρεμε (ςαν κοιλιϊ γκαςτρωμϋνησ που ετοιμϊζεται να ξεφορτϔςει, πόγε να πει ο Ντϋιβ, αλλϊ κρατόθηκε την τελευταύα ςτιγμό) ςαν κϑμα που ςπϊει ςε θαλϊςςια ςπηλιϊ και ϑςτερα το νεκρϐ αγϐρι των Υουρνιϋ βγόκε και κϊθιςε πϊνω ςτο χϔμα. Μϐνο που δεν όταν κϊτι που θα το αναγνϔριζεσ, μετϊ απϐ δυο ολϐκληρα χρϐνια ςτον τϊφο. κλόθρεσ ξεπετϊγονταν απϐ τη μϊζα που όταν κϊποτε το πρϐςωπο του, εύπε ο Ντϋιβ, και κουρελϊκια απϐ γυαλιςτερϐ 525
μπλε ϑφαςμα όταν μπλεγμϋνα ςτα μαλλιϊ. «Αυτό πρϋπει να όταν η επϋνδυςη του φϋρετρου», ςυνϋχιςε ο Ντϋιβ, με το βλϋμμα ςτυλωμϋνο ςτα χϋρια του που τα ϋμπλεκε και τα ξϋμπλεκε νευρικϊ. Ϊκανε μια παϑςη και πρϐςθεςε: «Ευτυχϔσ που δεν εύχε βϊρδια ο πατϋρασ του». Η Μϊντι ςυγκατϋνευςε. Οι ϊντρεσ εκεύνησ τησ βϊρδιασ, χεςμϋνοι απϐ το φϐβο τουσ κι αηδιαςμϋνοι μϋχρι εμετοϑ, ϊνοιξαν πυρ εναντύον του αναςτημϋνου πτϔματοσ του πρϔην πρωταθλητό των γυμναςιακϔν αγϔνων ςκακιοϑ και δεϑτερου αμυντικοϑ τησ Ολ ταρ και το ϋκαναν κϐςκινο. Αρκετϋσ απϐ τισ βολϋσ, ριγμϋνεσ ςε κατϊςταςη ϊγριου πανικοϑ, ϋςπαςαν κομμϊτια απϐ το μαρμϊρινο τϊφο και όταν καθαρϊ ζότημα τϑχησ που οι οπλιςμϋνοι ϊντρεσ βρύςκονταν ςχετικϊ μαζεμϋνοι ςε ϋνα ςημεύο ϐταν ϊρχιςε το πανηγϑρι. Ϊτςι και εύχαν χωριςτεύ ςε δυο ομϊδεσ, ϐπωσ εύχε ορύςει αρχικϊ ο Μπομπ Ντϊγκετ, θα εύχαν ςκοτϔςει οι μεν τουσ δε. ήπωσ ϋγιναν τα πρϊγματα, ϐμωσ, δεν τραυματύςτηκε οϑτε ϋνασ νηςιϔτησ. Μϐνο ο Μπαντ Μύτςαμ βρόκε μια ϑποπτη τρϑπα ςτο μανύκι τησ πατατοϑκασ του το επϐμενο πρωύ. «Μπα! θα ςκϊλωςα ςε καμιϊ βατομουριϊ», εύπε ςτην ϋντρομη γυναύκα του. «Ϊχει πόξει ο τϐποσ απϐ δαϑτεσ ς' εκεύνη τη μεριϊ του νηςιοϑ». Αυτϐ όταν γεγονϐσ. Οι μουντζοϑρεσ ϐμωσ που υπόρχαν γϑρω απϐ την ϑποπτα κυκλικό τρϑπα ϋκαναν τη γυναύκα του να ςκεφτεύ ϐτι το αγκϊθι τησ ςυγκεκριμϋνησ βατομουριϊσ όταν πολϑ μεγϊλου διαμετρόματοσ. Ο νεαρϐσ Υουρνιϋ ϋπεςε ςτο χϔμα κι ϋμεινε ςχετικϊ ακύνητοσ, αν και μερικϊ απϐ τα μϋλη του ςϊλευαν ακϐμα, αλλϊ ςτο μεταξϑ εύχε αρχύςει να τρϋμει ολϐκληρο το νεκροταφεύο ςαν να γινϐταν ςειςμϐσ ςτο ϋδαφοσ του —μϐνο εκεύ, ϐμωσ, πουθενϊ αλλοϑ. Αυτϊ ϋγιναν μια ϔρα περύπου πριν απϐ το χϊραμα. 526
Ο Μπαρτ Ντϐρτμαν εύχε ςυνδϋςει μια ςειρόνα ςτην μπαταρύα ενϐσ απϐ τα φορτηγϊ και ο Μπομπ Ντϊγκετ πϊτηςε το διακϐπτη. Μϋςα ςε εύκοςι λεπτϊ ςχεδϐν ϐλοι οι ϊντρεσ του νηςιοϑ μαζεϑτηκαν ςτο νεκροταφεύο. Και όρθαν πϊνω ςτην ϔρα, εύπε ο Ντϋιβ ςτη Μϊντι, γιατύ μερικού απϐ τουσ νεκροζϔντανουσ παραλύγο να ξεφϑγουν. Ο γερο-Υρανκ Ντϊγκετ, που του απϋμεναν μϐνο δυο ϔρεσ απϐ την καρδιακό προςβολό που θα τον ϋριχνε ξερϐ πϊνω που τϋλειωνε η διαςκϋδαςη, οργϊνωςε τουσ νεοφερμϋνουσ ςε ομϊδεσ, ϋτςι που να μην κινδυνεϑουν να ςκοτωθοϑν μεταξϑ τουσ, και ςτα δϋκα τελευταύα και οριςτικϊ λεπτϊ το μικρϐ νεκροταφεύο του Σζϋνι θϑμιζε πεδύο ςκοποβολόσ με κινοϑμενουσ ςτϐχουσ. Με το τϋλοσ του πανηγυριοϑ, ο καπνϐσ απϐ το μπαροϑτι όταν τϐςο πυκνϐσ, που αρκετού ϊντρεσ πνύγηκαν ςτο βόχα. Η ξινό μυρωδιϊ του εμετοϑ ϐμωσ όταν πιο ιςχυρό απϐ το μπαροϑτι... Ϋταν ςαφϔσ βαρϑτερη και κρατοϑςε περιςςϐτερο. Ακϐμα κι ϋτςι, αυτϊ τα πλϊςματα ςυνϋχιζαν να τινϊζονται και να ςτριφογυρύζουν ςτο χϔμα ςαν φύδια με τςακιςμϋνοσ ραχοκοκαλιϋσ -οι πιο φρεςκοπεθαμϋνοι κυρύωσ. «Μπαρτ;» εύπε ο Υρανκ Ντϊγκετ. «Ϊχεισ τα αλυςοπρύονα;» «Σα ϋχω», απϊντηςε ο Μπαρτ και ϑςτερα απϐ το λαρϑγγι του βγόκε ϋνασ μακρϑσ, ςυριςτικϐσ όχοσ, ςαν τερϋτιςμα πουλιοϑ μϋςα απϐ κουφϊλα δϋντρου. Ϋταν το ςτομϊχι του, που δεν εύχε τύποτα πια να ξερϊςει κι απλϔσ οϑρλιαζε. Υαινϐταν ανύκανοσ να πϊρει τα μϊτια του απϐ τα πτϔματα που ςφϊδαζαν, τισ πεταμϋνεσ ταφϐπλακεσ και τισ ανοιχτϋσ τρϑπεσ ςτο χϔμα απ' ϐπου εύχαν βγει οι νεκρού. «το φορτηγϐ», πρϐςθεςε κακόν κακϔσ. «Πετρϋλαιο ϋχουν;» Γαλϊζιεσ φλεβύτςεσ εύχαν πεταχτεύ ςαν κορδϐνια πϊνω ςτο ϊτριχο, ηλιοκαμϋνο κρανύο του γερο-Υρανκ. «Ναι». Ο Μπαρτ ϋφραξε το ςτϐμα του με την παλϊμη. «υγνϔμη... » 527
«Μπορεύσ να ρεϑεςαι ϐςο ςου κϊνει κϋφι», εύπε ξερϊ ο Υρανκ. «Αλλϊ πϊρε τα πϐδια ςου και τρϊβα να φϋρεισ τ' αλυςοπρύονα. Κι εςϑ... εςϑ... εςϑ... κι εςϑ...» Σο τελευταύο «εςϑ» απευθυνϐταν ςτον ανιψιϐ του, τον Μπομπ. «Δεν μπορϔ, θεύε Υρανκ», εύπε ο Μπομπ ςε ϊθλια κατϊςταςη. Κούταξε γϑρω και εύδε πϋντ' ϋξι φύλουσ και γεύτονεσ του, διπλωμϋνουσ ςτα δϑο να ξερνϊνε μϋςα ςτα ψηλϊ χορτϊρια. Λύγο παρακϊτω, πεςμϋνοσ κϊτω απϐ ϋνα δϋντρο, όταν ο Μπακ Φϊρκνεσ, μϋλοσ τησ ομϊδασ που λύγο πριν εύχε κϊνει κϐςκινο τη μακαρύτιςςα τη γυναύκα του με διαςταυροϑμενα πυρϊ. Ο δϑςτυχοσ ϋπεςε λιπϐθυμοσ ϐταν εύδε τον αποςυνθεμϋνο, γεμϊτο ςκουλόκια εγκϋφαλο τησ μακαρύτιςςασ να χϑνεται απϐ το πύςω μϋροσ του κρανύου ςαν παχιϊ, γκριζωπό λϊςπη. «Δεν μπορϔ, θεύε. Δεν μπ...» Σο χϋρι του Υρανκ, ςτρεβλϐ απϐ την αρθρύτιδα αλλϊ ςκληρϐ ςαν πϋτρα, κατϋβηκε με δϑναμη ςτο μϊγουλο του ανιψιοϑ του. «Μπορεύσ και θα το κϊνεισ, φιλαρϊκο», εύπε. Ο Μπομπ πόγε με τουσ υπϐλοιπουσ. Ο Υρανκ Ντϊγκετ τον παρακολοϑθηςε με ϑφοσ βλοςυρϐ, τρύβοντασ ταυτϐχρονα το ςτόθοσ του που εύχε αρχύςει να παθαύνει κρϊμπεσ, εκπϋμποντασ ςουβλιϋσ πϐνου ωσ κϊτω ςτον αγκϔνα του αριςτεροϑ χεριοϑ του. Ϋταν γϋροσ, αλλϊ δεν όταν κουτϐσ. Ϋξερε πολϑ καλϊ τι όταν αυτού οι πϐνοι και τι ςόμαιναν. «Μου εύπε πωσ πύςτευε ϐτι θα τα τύναζε ςϑντομα και χτϑπηςε το ςτόθοσ του ςτο μϋροσ τησ καρδιϊσ», ςυνϋχιςε ο Ντϋιβ, βϊζοντασ τη δικό του παλϊμη πϊνω ςτο αριςτερϐ μϋροσ του ςτόθουσ του για να τησ δεύξει πϔσ. Η Μϊντι ϋγνεψε καταφατικϊ για να του δεύξει ϐτι εύχε καταλϊβει. 528
«"Αν πϊθω κϊτι πριν τελειϔςουμε αυτό τη βρομοδουλειϊ", μου εύπε, «Θϋλω ν' αναλϊβετε εςϑ, Ντϋιβ, ο Μπαρτ και ο ήριν. Ο Μπϐμπι εύναι καλϐ παιδύ, αλλϊ δεν ϋχει τα κϐτςια ν' αντϋξει ωσ το τϋλοσ... και ξϋρεισ, αν ϋνασ ϊντρασ χϊςει τα κϐτςια του, δεν τα ξαναβρύςκει εϑκολα"». Η Μϊντι ςυγκατϋνευςε πϊλι και ςκϋφτηκε πϐςο τυχερό όταν —πϐςο πολϑ τυχερό όταν— που δεν εύχε γεννηθεύ ϊντρασ. «Και μετϊ το κϊναμε», εύπε ο Ντϋιβ. «Καθαρύςαμε τον τϐπο απϐ τισ βρομιϋσ». Η Μϊντι ϋγνεψε για τρύτη φορϊ, αλλϊ αυτό τη φορϊ πρϋπει να ϋβγαλε και κϊποιο όχο, γιατύ ο Ντϋιβ τησ εύπε αμϋςωσ ϐτι θα ςταματοϑςε την ιςτορύα του αν δεν ϊντεχε ν' ακοϑςει ϊλλο, μετϊ χαρϊσ θα ςταματοϑςε. «Αντϋχω», του απϊντηςε όρεμα η Μϊντι. «Δε φαντϊζεςαι πϐςα μπορϔ ν' αντϋξω, Ντϋιβ». Εκεύνοσ την κούταξε όρεμα, με περιϋργεια κι ενδιαφϋρον, αλλϊ η Μϊντι απϋςτρεψε βιαςτικϊ το βλϋμμα τησ, μόπωσ και διακρύνει ο Ντϋιβ το μυςτικϐ. Ο Ντϋιβ δεν όξερε το μυςτικϐ, γιατύ δεν το όξερε κανϋνασ ςτο νηςύ. Ϊτςι το θϋληςε η Μϊντι κι ϋτςι ςκϐπευε να το αφόςει. Τπόρξε ϋνα διϊςτημα, ύςωσ τϐτε που βριςκϐταν ςτο πυκνϐ ςκοτϊδι του ςοκ, που παρύςτανε ϐτι τα ϋβγαζε πϋρα. Και ϑςτερα ϋγινε κϊτι που την ϋκανε ικανό να τα βγϊλει πϋρα. Σϋςςερισ μϋρεσ πριν ξερϊςει το νεκροταφεύο του Σζϋνι τα πτϔματα του, η Μϊντι Πεισ βρϋθηκε αντιμϋτωπη με μια απλό επιλογό: ό θα τα ϋβγαζε πϋρα μϐνη τησ ό θα πϋθαινε. Καθϐταν μϐνη ςτον καναπϋ του ςπιτιοϑ τησ πύνοντασ ϋνα ποτηρϊκι κραςύ απϐ φραγκοςτϊφυλο, απ' αυτϐ που εύχαν φτιϊξει με τον Σζακ τον περαςμϋνο Αϑγουςτο -μια εποχό που τϔρα τησ φαινϐταν απύςτευτα μακρινό. Κι αυτϐ όταν το γελούο· ϐτι ϋκανε κϊτι εντελϔσ κοινϐτοπο: ϋπλεκε ρουχαλϊκια. οςονϊκια, για την ακρύβεια. Αλλϊ τι ϊλλο εύχε να κϊνει; Εδϔ και κϊμποςο καιρϐ κανϋνασ απϐ το νηςύ δεν περνοϑςε απϋναντι για 529
να πεταχτεύ κι αυτό ωσ το κατϊςτημα με τα μωρουδιακϊ, ςτο εμπορικϐ κϋντρο του Ϊλςγουορθ. Εκεύ που καθϐταν κι ϋπλεκε, κϊτι χτϑπηςε το τζϊμι. Νυχτερύδα, ςκϋφτηκε η Μϊντι ςηκϔνοντασ το κεφϊλι απϐ το πλεχτϐ τησ. Οι βελϐνεσ ςταμϊτηςαν απϐτομα, καθϔσ τα χϋρια τησ κοκϊλωςαν. Κϊτι πολϑ μεγαλϑτερο απϐ πουλύ ϋκανε μια απϐτομη, ςχεδϐν ςπαςτικό κύνηςη εκεύ ϋξω ςτο ςκοτϊδι και ςτον ϊνεμο. Η λϊμπα πετρελαύου όταν ρυθμιςμϋνη ςτη μεγϊλη ςκϊλα και οι αντανακλϊςεισ ςτο τζϊμι όταν πολϑ ζωηρϋσ για να τησ επιτρϋψουν να δει ϋξω. Με το που ϊπλωςε το χϋρι τησ να χαμηλϔςει το φωσ, το χτϑπημα ξανακοϑςτηκε. Σα παραθυρϐφυλλα τραντϊχτηκαν. Ωκουςε ϋνα κομμϊτι ςτϐκο που ξεκϐλληςε κι ϋπεςε ςτο εξωτερικϐ περβϊζι. Ο Σζακ ςκϐπευε να ξαναςτοκϊρει απϐ την αρχό ϐλα τα τζϊμια αυτϐ το φθινϐπωρο, θυμόθηκε η Μϊντι, και ϑςτερα ςκϋφτηκε. άςωσ γι' αυτϐ ξαναγϑριςε. Που όταν τρελϐ· ο Σζακ βριςκϐταν ςτο βυθϐ του ωκεανοϑ, αλλϊ... Ϊμεινε καθιςμϋνη ςτον καναπϋ, με το κεφϊλι γερτϐ ςτο πλϊι και τα χϋρια ακύνητα πϊνω ςτο πλεχτϐ τησ. Ϊνα ροζ καλτςϊκι. Εύχε όδη πλϋξει ϋνα ζευγϊρι γαλϊζια. Εντελϔσ ξαφνικϊ τησ φϊνηκε πωσ ϊκουγε τα πϊντα με εκπληκτικό καθαρϐτητα. Σον ϊνεμο. Σο αχνϐ βουητϐ των κυμϊτων πϋρα ςτα βρϊχια του Κρύκετ. Σο ύδιο το ςπύτι, που ϊφηνε μικρϊ βογκητϊ και γρυλύςματα, ςαν γριϊ γυναύκα που προςπαθεύ να βολευτεύ ςτο κρεβϊτι. Σο ςταθερϐ χτϑπο του ρολογιοϑ ςτο διϊδρομο. «Σζακ;» φϔναξε ςτη βουβό νϑχτα, που εύχε πϊψει ξαφνικϊ να εύναι βουβό. «Εςϑ εύςαι, αγϊπη μου;» Και τϐτε το παρϊθυρο του καθιςτικοϑ ϊνοιξε με πϊταγο προσ τα μϋςα κι αυτϐ που μπόκε δεν όταν ο πραγματικϐσ Σζακ, αλλϊ ϋνασ κινοϑμενοσ ςκελετϐσ απ' ϐπου κρϋμονταν κϊτι μιςοςαπιςμϋνα κουρϋλια ςϊρκασ. 530
Εύχε ακϐμα την πυξύδα κρεμαςμϋνη ςτο λαιμϐ του. Ση ςκϋπαζε μια παχιϊ ςτρϔςη απϐ πραςινϊδεσ τησ θϊλαςςασ. Ο ϊνεμοσ φοϑςκωνε τισ κουρτύνεσ ςαν πανιϊ απϐ πϊνω του, καθϔσ ςϑρθηκε με την κοιλιϊ και μετϊ ςηκϔθηκε ςτα τϋςςερα και την κούταξε με ϊδειεσ, μαϑρεσ κϐγχεσ ϐπου εύχαν κολλόςει ςτρεύδια και πεταλύδεσ. Ϊβγαζε ϊναρθρουσ όχουσ. Σο ϊςαρκο ςτϐμα του ανοιγϐκλεινε και οι μαςϋλεσ κινοϑνταν ςαν να μαςοϑςε. Ϋταν πειναςμϋνοσ... αλλϊ αυτό τη φορϊ δεν τον περύμενε η αγαπημϋνη του κοτϐςουπα ςε κονςϋρβα. Γκρύζα, κολλϔδησ λϊςπη κρεμϐταν απϐ τισ ϊδειεσ κϐγχεσ ϐπου εύχαν κολλόςει ςτρεύδια και η Μϊντι ςυνειδητοπούηςε ϐτι αυτϐ που ϋβλεπε όταν τα υπολεύμματα του εγκεφϊλου του ϊντρα τησ. Δε ςϊλεψε απϐ τη θϋςη τησ, ϋμεινε ακύνητη, κοκαλωμϋνη, ενϔ εκεύνοσ ςηκϔθηκε κι ϊρχιςε να την πληςιϊζει, κυρτϔνοντασ τα δϊχτυλα κι αφόνοντασ μεγϊλεσ, μαϑρεσ πατημαςιϋσ πϊνω ςτο χαλύ. Βρομοϑςε αρμϑρα και θαλαςςινϊ βϊθη. Σα χϋρια του τεντϔθηκαν. Οι μαςϋλεσ ανοιγϐκλειναν μηχανικϊ δαγκϔνοντασ αϋρα. Η Μϊντι εύδε πϊνω ςτα κϐκαλα απομεινϊρια απϐ το μαϑρο και κϐκκινο καρϐ πουκϊμιςο που του εύχε αγορϊςει τα περαςμϋνα Φριςτοϑγεννα. Εύχε δϔςει ϋνα ςωρϐ λεφτϊ για κεύνο το ροϑχο, αλλϊ ο Σζακ τησ εύχε πει τϐςεσ και τϐςεσ φορϋσ ϐτι όταν πολϑ ζεςτϐ και ϊνετο και... δεσ πϐςο γερϐ όταν τελικϊ για να κρατϊει ακϐμα μετϊ απϐ τϐςο καιρϐ ςτη θϊλαςςα! Σα κρϑα, λιγνϊ κϐκαλα, που όταν ϐ,τι εύχε απομεύνει απϐ τα δϊχτυλα του Σζακ, ϊγγιξαν το λαιμϐ τησ μια ςτιγμό πριν κλοτςόςει το μωρϐ —για πρϔτη φορϊ- μϋςα ςτην κοιλιϊ τησ. Μεμιϊσ ϋχαςε ϐλη την απϊθεια που τησ εύχε προκαλϋςει ο τρϐμοσ και που μϋςα ςτο ςοκ τησ την περνοϑςε για ηρεμύα. όκωςε το χϋρι κι ϋμπηξε μια απϐ τισ βελϐνεσ του πλεχτοϑ τησ ςτο μϊτι εκεύνου του πλϊςματοσ. 531
Αφόνοντασ κϊτι φρικτοϑσ, πνιχτοϑσ όχουσ, ςαν ανοιχτό βρϑςη που ςτερεϑει απϐτομα, το πρϊγμα που όταν ο Σζακ παραπϊτηςε προσ τα πύςω γραπϔνοντασ με τα ςκελετωμϋνα χϋρια του τη βελϐνα, ενϔ το μιςοφτιαγμϋνο ροζ καλτςϊκι κουνιϐταν μπροςτϊ απϐ την ϊδεια τρϑπα που κϊποτε όταν η μϑτη του. Η Μϊντι εύδε ϋνα θαλϊςςιο κοχλύα να βγαύνει απϐ τη ρινικό κοιλϐτητα και να ςκαρφαλϔνει ςτο πλεχτϐ, αφόνοντασ πύςω του μια γραμμό απϐ γυαλιςτερό βλϋννα. Ο Σζακ ϋπεςε πϊνω ςτο τραπεζϊκι που εύχαν αγορϊςει απϐ ϋνα ξεποϑλημα λϐγω μετακϐμιςησ λύγο μετϊ το γϊμο τουσ... Αυτό δεν μποροϑςε ν' αποφαςύςει αν το όθελε για το καθιςτικϐ τουσ, περνοϑςε την αγωνύα τησ ζωόσ τησ, μϋχρι που ο Σζακ δεν ϊντεξε ϊλλο και τησ εύπε πωσ αν δεν το αγϐραζε αμϋςωσ θα πόγαινε ςτη γυναύκα που ξεπουλοϑςε τα ϋπιπλα τησ, θα τησ ϋδινε τα διπλϊ, θα το ϋπαιρνε το ςκατϐπραμα και θα το ϋκανε ξϑλα για τη ςϐμπα με... ...με το.. Σο πρϊγμα που όταν ο Σζακ ϋπεςε ςτο πϊτωμα, ακοϑςτηκε ϋνασ ξερϐσ όχοσ ςαν ςπϊςιμο κλαδιοϑ και η εϑθραυςτη, εφιαλτικό μορφό ϋγινε δυο κομμϊτια. Σο δεξύ χϋρι τρϊβηξε απϐ την οφθαλμικό κϐγχη τη βελϐνα, γεμϊτη απϐ γκριζωπό εγκεφαλικό ουςύα ςε αποςϑνθεςη, και την πϋταξε πϋρα. Σο πϊνω μιςϐ του πλϊςματοσ ϊρχιςε να ςϋρνεται προσ το μϋροσ τησ Μϊντι. Οι δυο μαςϋλεσ όταν τϔρα ενωμϋνεσ. Σησ φϊνηκε ϐτι το πρϊγμα που όταν ο Σζακ προςπαθοϑςε να χαμογελϊςει. ίςτερα, το μωρϐ ξανακλϐτςηςε ςτην κοιλιϊ τησ και θυμόθηκε πϐςο αςυνόθιςτα ανυπϐμονοσ κι εκνευριςμϋνοσ τησ εύχε φανεύ εκεύνο το απϐγευμα, ςτο ξεποϑλημα τησ Μϋιμπελ Φϊνρατι: Για τ' ϐνομα του θεοϑ, Μϊντι, αγϐραςε το επιτϋλουσ! Εύμαι κουραςμϋνοσ! θϋλω να πϊω ςπύτι να φϊω για βρϊδυ! Αν δεν το πϊρεισ αμϋςωσ, θα δϔςω ςτη γυναύκα τα διπλϊ και θα το κϊνω ξϑλα για τη ςϐμπα το ςκατϐπραμα, με το... 532
Κρϑα, ςκληρϊ κϐκαλα γϑρω απϐ τον αςτρϊγαλο τησ· βρομερϊ δϐντια, ϋτοιμα να δαγκϔςουν. Να τη ςκοτϔςουν και να ςκοτϔςουν και το μωρϐ τησ. Ελευθερϔθηκε μ' ϋνα απϐτομο τρϊβηγμα, αφόνοντασ ςτο ςκελετϐ την παντϐφλα τησ, που τη μϊςηςε με βουλιμύα και ϑςτερα την ϋφτυςε ςτο πϊτωμα. ήταν επϋςτρεψε απϐ την κεντρικό εύςοδο του ςπιτιοϑ, εκεύνο το πρϊγμα τριγϑριζε ϊςκοπα ςτην κουζύνα -το πϊνω μιςϐ του, για την ακρύβεια- με την πυξύδα να ςϋρνεται με θϐρυβο πϊνω ςτα πλακϊκια του δαπϋδου. όκωςε το κρανύο του μϐλισ την ϊκουςε να μπαύνει και τησ φϊνηκε πωσ εύδε κϊτι ςαν απορύα ςτισ δυο μαϑρεσ κϐγχεσ των ματιϔν, πριν κατεβϊςει με ϐλη τησ τη δϑναμη το τςεκοϑρι, ανούγοντασ το κρανύο ςτα δυο, ϋτςι ϐπωσ απειλοϑςε εκεύνοσ ϐτι θα ϋκανε με το τραπεζϊκι. Σο κεφϊλι ϋπεςε ςτο πϊτωμα ςε δυο κομμϊτια. Μυαλϊ, ςαν μουχλιαςμϋνο πϊτε, κϑληςαν πϊνω ςτα πλακϊκια, μυαλϊ που μϋςα τουσ ςϊλευαν μικρού κοχλύεσ και κϊτι ζελατινϔδη θαλϊςςια ςκουλόκια, μυαλϊ που μϑριζαν ςαν κουφϊρι αςβοϑ που ςαπύζει κϊτω απϐ τον όλιο. Κι ϐμωσ, τα δϊχτυλα λϑγιζαν και χτυποϑςαν τα πλακϊκια, αφόνοντασ όχουσ ςαν ςκαθϊρια που ϋχουν φϊει εντομοκτϐνο. Κι αυτό πετςϐκοβε... πετςϐκοβε... πετςϐκοβε. Σελικϊ, ςταμϊτηςε κϊθε κύνηςη. Ϊνασ οξϑσ πϐνοσ κϊπου ανϊμεςα ςτο ςτομϊχι και ςτην κοιλιϊ την ϋκανε να διπλωθεύ ςτα δυο. Αποβολό; ςκϋφτηκε πανικϐβλητη. Λεσ ν' αποβϊλω, να χϊςω το μωρϐ; Αλλϊ ο πϐνοσ ςταμϊτηςε, πϋραςε και το μωρϐ ξανακλϐτςηςε, πιο δυνατϊ απϐ πριν. Η Μϊντι ξαναγϑριςε ςτο καθιςτικϐ, κρατϔντασ το τςεκοϑρι που τϔρα βρομοϑςε ςαν ςϊπιοσ πατςϊσ. Σα πϐδια τησ, κατϊ μυςτόριο τρϐπο, την κρατοϑςαν ακϐμα ϐρθια. 533
«' αγϊπηςα πϊρα πολϑ, Σζακ», εύπε. «Αλλϊ αυτϐ το πρϊγμα δεν εύςαι εςϑ». όκωςε το τςεκοϑρι ψηλϊ και το κατϋβαςε διαγρϊφοντασ μια μεγϊλη καμπϑλη ςτον αϋρα. Η τςεκουριϊ τον χϔριςε ςτα δυο, ςτο ϑψοσ τησ λεκϊνησ, ϋςκιςε το χαλύ κι ϊφηςε ϋνα βαθϑ ςημϊδι ςτο ςκληρϐ δρϑινο πϊτωμα απϐ κϊτω. Σα πϐδια, χωριςμϋνα πια, ςυνϋχιςαν να τινϊζονται ςπαςμωδικϊ επύ πϋντε λεπτϊ. ίςτερα πόραν να ηςυχϊζουν. Σϋλοσ, ϋπαψαν να ςαλεϑουν ακϐμα και τα δϊχτυλα. Σον κουβϊληςε κϊτω ςτο κελϊρι κομμϊτι το κομμϊτι, φορϔντασ τα πλαςτικϊ γϊντια τησ κουζύνασ ςτα χϋρια τησ και τυλύγοντασ το κϊθε κομμϊτι ςτουσ μονωτικοϑσ μουςαμϊδεσ που φϑλαγε ο Σζακ ςτο υπϐςτεγο -αυτοϑσ που ϋριχναν οι ψαρϊδεσ πϊνω ςτα καλϊθια τισ πολϑ κρϑεσ μϋρεσ για να μην παγϔνουν οι αςτακού. Κϊποια ςτιγμό ϋνα πετςοκομμϋνο χϋρι τυλύχτηκε γϑρω απϐ τον καρπϐ τησ. Ϊμεινε ακύνητη και περύμενε, με την καρδιϊ τησ να βροντοχτυπϊει ςαν ταμποϑρλο, μϋχρι που το χϋρι χαλϊρωςε και ξανϊπεςε ϊψυχο. Κι αυτϐ όταν το τϋλοσ. Σο τϋλοσ του. το υπϐγειο υπόρχε ϋνα ϊχρηςτο πηγϊδι, μολυςμϋνο —ο Σζακ ςκϐπευε να το μπαζϔςει και να χτύςει το ϊνοιγμα. Η Μϊνη τρϊβηξε το βαρϑ, τςιμεντϋνιο ςκϋπαςμα, ϔςπου η ςκιϊ του ςχημϊτιςε ϋνα μαϑρο μιςοφϋγγαρο πϊνω ςτο χωμϊτινο δϊπεδο του κελαριοϑ. Και ϑςτερα πϋταξε ϋνα ϋνα τα κομμϊτια του Σζακ, ςταματϔντασ κϊθε φορϊ ν' ακοϑςει το πλατϊγιςμα. Αφοϑ τα ξεφορτϔθηκε ϐλα, ξανατρϊβηξε με κϐπο το βαρϑ ςκϋπαςμα ςτη θϋςη του. «Αναπαϑςου εν ειρόνη», ψιθϑριςε και μια εςωτερικό φωνό τησ απϊντηςε ϐτι ο ϊντρασ τησ αναπαυϐταν ςε κομμϊτια και τϐτε ϊρχιςε να κλαύει και τα κλϊματα ϋγιναν υςτερικϋσ κραυγϋσ και ϑςτερα ϊρχιςε να τραβϊει τα μαλλιϊ τησ τςιρύζοντασ και να 534
γρατςουνύζει με τα νϑχια τα ςτόθη τησ ϔςπου μϊτωςαν και να ςκϋφτεται: Εύμαι τρελό, ϋτςι εύναι ϐταν τρελαι... Αλλϊ πριν ολοκληρϔςει τη ςκϋψη λιποθϑμηςε, ςωριϊςτηκε κϊτω και η λιποθυμύα τησ μετατρϊπηκε ςε βαθϑ ϑπνο. Σο πρωύ που ξϑπνηςε αιςθανϐταν μια χαρϊ. Δε θα το φανϋρωνε ποτϋ, ϐμωσ. Ποτϋ . «Αντϋχω ν' ακοϑςω», ξαναεύπε ςτον Ντϋιβ άμουσ, απωθϔντασ απϐ το νου τησ την ανϊμνηςη τησ βελϐνασ του πλεξύματοσ με το ροζ καλτςϊκι ςτην ϊκρη τησ, που πρϐβαλλε απϐ την ϊδεια οφθαλμικό κϐγχη ενϐσ πλϊςματοσ που κϊποτε όταν ο ϊντρασ τησ και πατϋρασ του παιδιοϑ που εύχε ςτην κοιλιϊ τησ. «Ειλικρινϊ, αντϋχω». Ϊτςι, ο Ντϋιβ τησ τα εύπε, επειδό εύχε κι αυτϐσ ανϊγκη να τα πει ςε κϊποιον για να μην τρελαθεύ, αλλϊ πϋραςε ςτα γρόγορα τα πιο φρικιαςτικϊ ςημεύα. Σησ εύπε ϐτι τεμϊχιςαν με αλυςοπρύονα τα πτϔματα που αρνοϑνταν πειςματικϊ να επιςτρϋψουν ςτη χϔρα των νεκρϔν, παρϋλειψε ϐμωσ να τησ αναφϋρει ϐτι μερικϊ τμόματα τουσ ςυνϋχιςαν να κινοϑνται — χϋρια κομμϋνα ςτον καρπϐ που ανοιγϐκλειναν ςπαςμωδικϊ ςε γροθιϋσ, πϋλματα χωρύσ πϐδι που ϋςκαβαν με τα νϑχια τη διϊτρητη απϐ ςφαύρεσ γη, ςαν να πϊςχιζαν να πατόςουν και να τρϋξουν. Αυτϊ τα κομμϊτια τα περιϋλουςαν με πετρϋλαιο και τουσ ϋβαλαν φωτιϊ. Η Μϊντι το εύχε μαντϋψει όδη αυτϐ. Εύχε δει την πυρϊ απϐ το παρϊθυρο του ςπιτιοϑ τησ. Αργϐτερα, η μύα και μοναδικό πυροςβεςτικό αντλύα του νηςιοϑ Σζϋνιςολτ κατϋβρεξε με τη μϊνικα τη μιςοςβηςμϋνη φωτιϊ, παρ' ϐλο που δεν υπόρχε κύνδυνοσ να μεταδοθεύ, γιατύ ϋνασ ξερϐσ ανατολικϐσ ϊνεμοσ ξεςόκωνε τα αποκαϏδια πϊνω απϐ το χεύλοσ του γκρεμοϑ προσ τη θϊλαςςα. ήταν δεν απϋμεινε τύποτε ϊλλο παρϊ ϋνασ βρομερϐσ, λιπαρϐσ ςωρϐσ (και πϊλι αυτό η ϊθλια μϊζα διογκωνϐταν κϊθε τϐςο ςε κϊποιο ςημεύο κι 535
ϋτρεμε μ' ϋναν τρϐπο που θϑμιζε μυώκϐ ςπαςμϐ), ο Ματ Αρςενϐ ϋβαλε μπροσ το παλιϐ του Κατϋρπιλαρ D-9 —πϊνω απϐ το ατςϊλινο αλϋτρι του μηχανόματοσ και κϊτω απϐ το ξεθωριαςμϋνο πϊνινο καςκϋτο το πρϐςωπο του Ματ φϊνταζε ϊςπρο ςαν πανύ— και οργϔνοντασ απανωτϊ το χϔμα, ϋθαψε τη διαβολικό μϊζα ςτη γη. Εύχε βγει το φεγγϊρι ϐταν ο γερο-Υρανκ πόρε παρϊμερα τον Μπομπ Ντϊγκετ, τον Ντϋιβ άμονσ και τον Καλ Πϊρτριτζ. Και ϐταν ϊρχιςε να μιλϊει απευθϑνθηκε ςτον Ντϋιβ. «Σο όξερα ϐτι ερχϐταν και να το», εύπε. «Για τι πρϊγμα μιλϊσ, θεύε;» ρϔτηςε ο Μπομπ. «Η καρδιϊ μου», εύπε ο γϋροσ. «Η αναθεματιςμϋνη τύναξε τα πϋταλα». «Ϊλα τϔρα, θεύε Υρανκ...» «Παρϊτα τα θεύε Υρανκ τϔρα», τον διϋκοψε ο γϋροσ. «Δεν ϋχω χρϐνο ν' ακοϑςω τισ μποϑρδεσ ςου. Εύδα τουσ μιςοϑσ απϐ τουσ φύλουσ μου να φεϑγουν ϋτςι. Δεν εύναι ϐ,τι καλϑτερο μπορεύσ να πϊθεισ, αλλϊ υπϊρχουν πολϑ χειρϐτερα. Υαντϊςου να με εύχε χτυπόςει κϊνασ καρκύνοσ. »ήμωσ τϔρα υπϊρχει κι αυτό η ϊθλια ιςτορύα ςτη μϋςη. Εγϔ το μϐνο που ϋχω να πω γι' αυτϐ εύναι πωσ ϊμα πεθϊνω θϋλω οπωςδόποτε να μεύνω κϊτω απϐ το χϔμα. Καλ, κϐλληςε την καραμπύνα ςου ςτο αριςτερϐ μου αυτύ. Εςϑ, Ντϋιβ, μϐλισ ςηκϔςω το αριςτερϐ μου χϋρι, χϔςε τη δικό ςου ςτη μαςχϊλη μου. Κι εςϑ, Μπϐμπι, βϊλε τη δικιϊ ςου εδϔ, πϊνω ςτην καρδιϊ μου. Εγϔ θα πω το Πϊτερ ημϔν. Με το που θα ακοϑςετε το Αμόν, θα τραβόξετε τη ςκανδϊλη και οι τρεισ μαζύ». «Θεύε Υρανκ...» όταν το μϐνο που κατϊφερε να ψελλύςει ο Μπομπ. «ου εύπα να κϐψεισ τα θεύε Υρανκ», εύπε ο γϋροσ. «Και μην τολμόςεισ να μου λιποθυμόςεισ, χϋςτη. Και τϔρα κοϑνα τον κϔλο ςου κι ϋλα εδϔ». 536
Ο Μπομπ το ϋκανε. Ο Υρανκ κούταξε τουσ τρεισ ϊντρεσ που ςτϋκονταν μπροςτϊ του, με πρϐςωπα πανιαςμϋνα ϐςο και του Ματ Αρςενϐ ϐταν ϋθαβε με την μπουλντϐζα του ϊντρεσ και γυναύκεσ που γνϔριζε απϐ μωρϐ παιδύ. «Μη μου τα ςκοτϔςετε, παιδιϊ», εύπε ο Υρανκ. Μιλοϑςε και ςτουσ τρεισ, αλλϊ το βλϋμμα του ύςωσ εύχε ςυνηθύςει να ςταματϊει κυρύωσ ςτον ανιψιϐ του. «Αν νιϔςετε ϐτι εύςτε ϋτοιμοι να λιποψυχόςετε, να θυμϊςτε ϐτι το ύδιο θα ϋκανα κι εγϔ για ςασ». «Παρϊτα το κόρυγμα», εύπε βραχνϊ ο Μπομπ. «' αγαπϊω, θεύε Υρανκ». «Δεν εύςαι το παλικϊρι που όταν ο πατϋρασ ςου, Μπϐμπι Ντϊγκετ, αλλϊ κι εγϔ ς' αγαπϊω πολϑ», απϊντηςε όρεμα ο Υρανκ. ίςτερα, με μια μικρό, πονεμϋνη κραυγό, τύναξε απϐτομα ψηλϊ το αριςτερϐ του χϋρι, ςαν κϊτι πολυϊςχολουσ τϑπουσ ςτουσ δρϐμουσ τησ Νϋασ Τϐρκησ που προςπαθοϑν να βρουν ταξύ ςε ϔρα αιχμόσ, κι ϊρχιςε να λϋει την τελευταύα προςευχό τησ ζωόσ του. «Πϊτερ ημϔν ο εν τοισ ουρανούσ... Γαμϔ το, πονϊει... Αγιαςθότω το ϐνομα ου... Να πϊρει και να ςηκϔςει... Ελθϋτω η βαςιλεύα ου, ωσ εν ουρϊνιο και επύ... και επύ... » Σο υψωμϋνο χϋρι του Υρανκ τϔρα ϋτρεμε ϊγρια. Ο Ντϋιβ άμονσ, με την καραμπύνα του κολλημϋνη ςτη μαςχϊλη του γεροπαρϊξενου, το παρακολουθοϑςε ϐπωσ παρακολουθεύ κϊποιοσ ξυλοκοπϊσ ϋνα μεγϊλο δϋντρο που φαύνεται αποφαςιςμϋνο να κϊνει ζημιϊ πϋφτοντασ απϐ λϊθοσ μεριϊ. ήλοι οι ϊντρεσ του νηςιοϑ αυτϐ το χϋρι κούταζαν μϐνο. Φοντρϋσ ςτϊλεσ ιδρϔτα ςχηματύςτηκαν πϊνω ςτο κατϊχλομο πρϐςωπο του γϋρου. Σα χεύλη του όταν τραβηγμϋνα, αποκαλϑπτοντασ δυο ςειρϋσ ύςια, κιτρινιςμϋνα δϐντια, και ο Ντϋιβ μποροϑςε να μυρύςει το καθαριςτικϐ μαςϋλασ ςτην ανϊςα του. «...και επύ τησ γησ!» φϔναξε αςθμαύνοντασ ο γϋροσ. 537
«Και μη ειςενϋγκεισ ημϊσ εισ πειραςμϐν, αλλϊ ρϑςαι ημϊσ απϐ του πονηροϑ - που να πϊρει η οργό - εισ τον αιϔνα των αιϔνων ΑΜΗΝ!» Και οι τρεισ ϊντρεσ πυροβϐληςαν, αλλϊ ενϔ λιποθϑμηςαν και ο Καλ Πϊρτριτζ και ο Μπομπ Ντϊγκετ, ο Υρανκ δεν αποπειρϊθηκε ποτϋ να ςηκωθεύ να ξαναπερπατόςει. Ο Υρανκ Ντϊγκετ όταν αποφαςιςμϋνοσ να μεύνει νεκρϐσ κι αυτϐ ακριβϔσ ϋκανε. Αφοϑ εύχε αρχύςει την ιςτορύα, ο Ντϋιβ ϋπρεπε να την τελειϔςει, οπϐτε ϊρχιςε να βλαςτημϊει νοερϊ τον εαυτϐ του που την ϊρχιςε. Δεν εύχε κϊνει καλϊ· δεν όταν ιςτορύα αυτό για γυναύκα ϋγκυο. Αλλϊ η Μϊιντι τον φύληςε και του εύπε ϐτι εύχε φερθεύ θαυμϊςια και ϐτι και ο Υρανκ Ντϊγκετ εύχε φερθεύ θαυμϊςια. Ο Ντϋιβ ϋφυγε απϐ το ςπύτι τησ λιγϊκι θολωμϋνοσ, ςαν να τον εύχε φιλόςει μια γυναύκα που γνϔριζε για πρϔτη φορϊ. Απϐ μια ϊποψη, αυτϐ όταν απϐλυτα ςωςτϐ. Η Μϊντι τον παρακολοϑθηςε να κατεβαύνει το φαρδϑ χωματϐδρομο, που όταν ο ϋνασ απϐ τουσ δυο κϑριουσ δρϐμουσ του νηςιοϑ, μϋχρι που ϋςτριψε αριςτερϊ και τον ϋχαςε. Πόγαινε ςαν παραζαλιςμϋνοσ κϊτω απϐ το φεγγαρϐφωτο, παραπατοϑςε απϐ την κοϑραςη αλλϊ και απϐ το ςοκ. Η καρδιϊ τησ όταν κοντϊ του... κοντϊ ςε ϐλουσ τουσ. Ϋθελε να πει ςτον Ντϋιβ ϐτι τον αγαποϑςε και να τον φιλόςει ςτο ςτϐμα αντύ ν' αγγύξει απλϔσ με τα χεύλη τησ το μϊγουλο του, αλλϊ μπορεύ αυτϐσ να ϋβγαζε ϊλλο νϐημα απϐ μια τϋτοια ενϋργεια, ϋςτω κι αν όταν ψϐφιοσ ςτην κοϑραςη κι αυτό ϋγκυοσ ςτον πϋμπτο μόνα. Σον αγαποϑςε, ϐμωσ, ϐλουσ τουσ αγαποϑςε, γιατύ εύχαν περϊςει απϐ την κϐλαςη προκειμϋνου να κϊνουν αυτό τη μικρό γωνύτςα γησ, ςαρϊντα μύλια πϋρα απϐ την ακτό του Ατλαντικοϑ, αςφαλό. Γι' αυτό και το μωρϐ τησ. 538
«Θα γεννόςω ςτο ςπύτι», εύπε ςιγανϊ, καθϔσ ο Ντϋιβ χανϐταν πύςω απϐ το ςκοϑρο ϐγκο του δορυφορικοϑ πιϊτου ςτην αυλό των Πϊλςιφερ. όκωςε τα μϊτια τησ προσ το φεγγϊρι, «θα εύναι παρϊδοςη κατ' ούκον... κι ϐλα θα πϊνε καλϊ».
539
Η Εποχό των Βροχϔν Η ϔρα όταν πεντϋμιςι το απϐγευμα ϐταν ο Σζον και η Ελύζ Γκρϊχαμ βρόκαν τελικϊ το χωριουδϊκι, φωλιαςμϋνο ςτο κϋντρο του Γουύλοου του Μϋιν, ςαν πετραδϊκι ςτην καρδιϊ ενϐσ αμφύβολησ αξύασ μαργαριταριοϑ. Σο χωριϐ απεύχε μϐλισ οχτϔ χιλιϐμετρα απϐ το Φϋμπςτεντ Πλϋισ, αλλϊ εύχαν κϊνει δυο φορϋσ λϊθοσ ςτη διαςταϑρωςη. ήταν ϋφταςαν επιτϋλουσ ςτην Κεντρικό Οδϐ, όταν και οι δυο τουσ κουραςμϋνοι και κακϐκεφοι. Σο αιρ κοντύςιον τησ Υορντ εύχε χαλϊςει ςτη διϊρκεια του ταξιδιοϑ απϐ το εντ Λοϑισ κι ϋξω εύχε πϊνω απϐ ςαρϊντα βαθμοϑσ. Αποκλεύεται ϐμωσ να κϊνει τϐςη ζϋςτη, ςκϋφτηκε ο Σζον Γκρϊχαμ. ήπωσ ϋλεγαν και οι γϋροι, δεν εύναι η ζϋςτη, εύναι η υγραςύα. όμερα ειδικϊ, ο Σζον εύχε την αύςθηςη ϐτι μποροϑςε να πιϊςει ςτη χοϑφτα του τον αϋρα και να τον ςτϑψει, τϐςο βαρϑσ όταν. Ο ουρανϐσ ψηλϊ όταν πεντακϊθαροσ και καταγϊλανοσ, αλλϊ η πολλό υγραςύα ςου δημιουργοϑςε την εντϑπωςη ϐτι θα ϋπιανε βροχό απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό. Ϋ, μϊλλον, όταν ςαν να ϋβρεχε όδη. «Να το παντοπωλεύο που μασ ϋλεγε η Μύλι Κϊζενσ», εύπε η Ελύζ δεύχνοντασ με το δϊχτυλο. Ο Σζον ϊφηςε ϋνα γρϑλιςμα. «Δε μοιϊζει με το ςοϑπερ μϊρκετ του μϋλλοντοσ». «ήχι», ςυμφϔνηςε προςεκτικϊ η Ελύζ. Πρϐςεχαν και οι δυο τα λϐγια τουσ. Ϋταν ςχεδϐν δυο χρϐνια παντρεμϋνοι και πολϑ ερωτευμϋνοι ακϐμα, αλλϊ το ταξύδι απϐ την ϊλλη ϊκρη τησ χϔρασ όταν πολϑ μακρϑ και κουραςτικϐ, ειδικϊ μ' ϋνα αυτοκύνητο με χαλαςμϋνο ραδιϐφωνο και αιρ κοντύςιον. Ο Σζον όταν αποφαςιςμϋνοσ να ευχαριςτηθεύ τισ καλοκαιρινϋσ διακοπϋσ ςτο Γουύλοου (με ϐλα τα ϋξοδα πληρωμϋνα απϐ το Πανεπιςτόμιο του Μιςοϑρι), αλλϊ υπολϐγιζε ϐτι θα τουσ ϋπαιρνε 540
καμιϊ βδομϊδα να εγκλιματιςτοϑν και να τακτοποιηθοϑν. Και με τϋτοια ζϋςτη ςαν τη ςημερινό, ϋνα καβγαδϊκι μποροϑςε να ξεςπϊςει ςτα καλϊ καθοϑμενα. Κανϋνασ απϐ τουσ δυο δεν όθελε ν' αρχύςει ϋτςι το καλοκαύρι τουσ. Ο Σζον κατϋβαινε αργϊ με το αυτοκύνητο την Κεντρικό Οδϐ, με κατεϑθυνςη το Κατϊςτημα Γενικοϑ Εμπορύου και Ειδϔν Κιγκαλερύασ. Μια ςκουριαςμϋνη πινακύδα, μ' ϋνα ζωγραφιςτϐ γαλϊζιο αετϐ, κρεμϐταν απϐ τη μια ϊκρη τησ ςτϋγησ τησ ξϑλινησ βερϊντασ, πρϊγμα που ςόμαινε ϐτι το ςυγκεκριμϋνο μαγαζύ υποκαθιςτοϑςε και το ταχυδρομεύο του χωριοϑ. Ϊνα και μοναδικϐ αυτοκύνητο, ϋνα παμπϊλαιο, χιλιοχτυπημϋνο Βολβϐ, όταν παρκαριςμϋνο δύπλα ςτην πινακύδα που διαφόμιζε ΙΣΑΛΙΚΑ ΑΝΣΟΤΙΣ. ΠΙΣΑ. ΕΙΔΗ ΠΑΝΣΟΠΨΛΕΙΟΤ. ΑΔΕΙΕ ΑΛΙΕΙΑ. Σο Κατϊςτημα Γενικοϑ Εμπορύου ϋμοιαζε ναρκωμϋνο απϐ τη ζϋςτη, αλλϊ ςε ςϑγκριςη με το υπϐλοιπο χωριϐ ϋςφυζε απϐ δραςτηριϐτητα. ε ϋνα απϐ τα παρϊθυρα του αναβϐςβηνε όδη μια διαφημιςτικό επιγραφό απϐ νϋον με το ϐνομα μιασ μπύρασ, παρ' ϐλο που όθελε ακϐμα τουλϊχιςτον τρεισ ϔρεσ μϋχρι να βραδιϊςει. Σολμηρϐ, ςκϋφτηκε ο Σζον. Ελπύζω ο μαγαζϊτορασ να πόρε την ϊδεια του Δημοτικοϑ υμβουλύου πριν βϊλει την επιγραφό. «Νϐμιζα πωσ το Μϋιν γύνεται ο Παρϊδειςοσ των Διακοπϔν κϊθε καλοκαύρι», μουρμοϑριςε η Ελύζ. «Κρύνοντασ απ' ϐ,τι εύδαμε ωσ τϔρα, το Γουύλοου μϊλλον δεν περιλαμβϊνεται ςτισ τουριςτικϋσ ατραξιϐν τησ περιοχόσ», απϊντηςε ο Σζον. Βγόκαν απϐ το αυτοκύνητο κι ανϋβηκαν τα ξϑλινα ςκαλοπϊτια τησ βερϊντασ. Ϊνασ γϋροσ ϊντρασ με πλατϑγυρο ψϊθινο καπϋλο, καθιςμϋνοσ ςε μια κουνιςτό πολυθρϐνα, τουσ παρατηροϑςε με ϋνα ζευγϊρι καχϑποπτα, μικρϊ γαλϊζια μϊτια. Προςπαθοϑςε να ςτρύψει τςιγϊρο κι ϋφτυνε κοτςϊνια απϐ καπνϐ πϊνω ςτο ςκϑλο που όταν ξαπλωμϋνοσ μπροςτϊ ςτα 541
πϐδια του. Ϋταν ϋνα μεγϊλο, ξανθωπϐ ςκυλύ, απροςδιϐριςτησ ρϊτςασ. Οι μπροςτινϋσ πατοϑςεσ του βρύςκονταν μϋςα ςτην τροχιϊ του ενϐσ απϐ τα δυο καμπϑλα, ξϑλινα πϐδια τησ κουνιςτόσ πολυθρϐνασ. Ο γϋροσ δεν ϋδινε καμιϊ ςημαςύα ςτο ςκϑλο, δε φαινϐταν καν να ϋχει αντιληφθεύ ϐτι το ζϔο όταν ξαπλωμϋνο εκεύ, αλλϊ το ξϑλινο πϐδι τησ πολυθρϐνασ ςταματοϑςε μιςϐ πϐντο πϊνω απϐ τισ ςκυλύςιεσ πατοϑςεσ κϊθε φορϊ που ο γϋροσ κουνιϐταν προσ τα εμπρϐσ. Η Ελύζ βρόκε το θϋαμα ςυναρπαςτικϐ. «Φαιρετϔ την κυρύα και τον κϑριο», εύπε ευγενικϊ ο γϋροσ. «Φαύρετε», απϊντηςε η Ελύζ και του χϊριςε ϋνα αχνϐ, επιφυλακτικϐ χαμϐγελο. «Γεια ςασ», εύπε ο Σζον. «Εύμαι ο...» «Κϑριοσ Γκρϊχαμ», ςυμπλόρωςε ατϊραχοσ ο γϋροσ. «Ο κϑριοσ και η κυρύα Γκρϊχαμ. Που κλεύςατε το Φϋμπςτεντ Πλϋισ για το καλοκαύρι. Ωκουςα πωσ γρϊφεισ κϊποιο βιβλύο, νεαρϋ». «Για την εςωτερικό μετανϊςτευςη των Γϊλλων το δϋκατο ϋβδομο αιϔνα», διευκρύνιςε ο Σζον. «Σα νϋα κυκλοφοροϑν γρόγορα ςτα μϋρη ςασ, βλϋπω». «Πετϊνε, δε λεσ;» ςυμφϔνηςε ο γϋροσ. «Φωριϐ εύναι, πϔσ να το κϊνουμε;» Ϊβαλε ςτα χεύλη του το κακοφτιαγμϋνο τςιγϊρο, που αμϋςωσ ξεκϐλληςε κι ϊνοιξε ςκορπύζοντασ τον καπνϐ πϊνω ςτα πϐδια του και ςτη ρϊχη του κοιμιςμϋνου ςκϑλου. Σο ζϔο οϑτε που ςϊλεψε. «Ασ πϊει ςτα κομμϊτια», εύπε ο γϋροσ και ξεκϐλληςε το ϊςτριφτο τςιγαρϐχαρτο απϐ το κϊτω χεύλι του. «Ϊτςι κι αλλιϔσ, η κυρϊ μου δε μ' αφόνει να καπνύζω. Κϊπου διϊβαςε ϐτι θα πϊθει κι αυτό καρκύνο, εκτϐσ απϐ μϋνα». «Ϋρθαμε να κϊνουμε μερικϊ ψϔνια», εύπε η Ελύζ. «Σο ςπύτι εύναι παλιϐ και πανϋμορφο, αλλϊ τα ντουλϊπια του εύναι ϊδεια». «Αχϊ!» ϋκανε ο γϋροσ. «Φαύρω πολϑ, παιδιϊ. Εύμαι ο Φϋνρι άντεν». Ωπλωςε το χϋρι του. Σου το ϋςφιξε πρϔτοσ ο Σζον κι ακολοϑθηςε η Ελύζ. Η χειραψύα και των δυο τουσ όταν 542
διακριτικό και ο γϋροσ ϋγνεψε καταφατικϊ ςαν να τουσ δόλωνε ϐτι το εκτιμοϑςε. «ασ περιμϋνω εδϔ και μιςό ϔρα. Κϊπου θα ςτρύψατε λϊθοσ, φαύνεται. Ϊχει πολλοϑσ δρϐμουσ το χωριϐ μασ, ξϋρετε, κι ασ εύναι τϐςο μικρϐ». Γϋλαςε. Ϋταν ϋνα βραχνϐ, βρογχικϐ γϋλιο, που αμϋςωσ μετατρϊπηκε ςε αςθματικϐ βόχα χρϐνιου καπνιςτό. «Ϊχουμε πϊρα πολλοϑσ δρϐμουσ εδϔ ςτο Γουύλοου... α, χα, χα!» Καινοϑρια κρύςη γϋλιου. Ο Σζον ϋςμιξε τα φρϑδια του. «Πϔσ και μασ περιμϋνατε;» «Πόρε τηλϋφωνο η Λοϑςι Ντουςϋτ και εύπε ϐτι εύδε τουσ καινοϑριουσ να περνϊνε», απϊντηςε ο άντεν. Ϊβγαλε το ςακουλϊκι με τον καπνϐ απϐ την τςϋπη του, το ϊνοιξε, ϋχωςε μϋςα το χϋρι κι ϋβγαλε ϋνα πακετϊκι τςιγαρϐχαρτα. «Ση Λοϑςι δεν την ξϋρετε, αλλϊ ξϋρετε την εγγονό τησ αδερφόσ τησ». «Μιλϊμε για τη θεύα τησ Μύλι Κϊζενσ;» ρϔτηςε η Ελύζ. «Μϊλιςτα», επιβεβαύωςε ο άντεν. Ωρχιςε να ρύχνει ταμπϊκο. Μια ποςϐτητα ϋπεςε πϊνω ςτο τςιγαρϐχαρτο, αλλϊ η περιςςϐτερη κατϋληξε ςτη ρϊχη του ςκϑλου. Πϊνω που ο Σζον Γκρϊχαμ εύχε αρχύςει ν' αναρωτιϋται μόπωσ το ςκυλύ όταν ψϐφιο, εκεύνο αναςόκωςε την ουρϊ του κι ϊφηςε μια πορδό. Γρϊψε ϊκυρο, ςκϋφτηκε ο Σζον. «Εδϔ ςτο Γουύλοου ϐλοι εύμαςτε ςυγγενεύσ μεταξϑ μασ λύγο πολϑ», ςυνϋχιςε ο άντεν. «Η Λοϑςι ϋχει το ςπύτι κϊτω απϐ το λϐφο. θα ςασ εύχα τηλεφωνόςει κι εγϔ, αφοϑ ϐμωσ μου εύπε ϐτι ερχϐςαςτε... » «Πϔσ ξϋρατε ϐτι θα ερχϐμαςτε εδϔ;» ρϔτηςε ο Σζον. Ο γϋροσ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του, ςαν να ϋλεγε, Που ϊλλον θα πηγαύνατε; «Θϋλατε να μασ μιλόςετε;» ρϔτηςε η Ελύζ. «Ασ ποϑμε ϐτι ϋχω καθόκον», απϊντηςε ο άντεν. ϊλιωςε το τςιγϊρο και το ϋβαλε ςτο ςτϐμα του. Ο Σζον περύμενε να δει αν θα διαλυϐταν ϐπωσ και το προηγοϑμενο. Ϊνιωθε λιγϊκι 543
χαμϋνοσ, ςαν να εύχε πϋςει ϊθελα του πϊνω ςτη βουκολικό εκδοχό ενϐσ πρϊκτορα τησ CIA. Σο τςιγϊρο ϊντεξε. το μπρϊτςο τησ πολυθρϐνασ όταν κολλημϋνο ϋνα χιλιοξυςμενο κομμϊτι ςμυριδϐχαρτο. Ο άντεν ϋςυρε εκεύ ϋνα ςπύρτο κι ϋφερε τη φλϐγα ςτην ϊκρη του τςιγϊρου του, που φοϑντωςε και κϊηκε μεμιϊσ ωσ τη μϋςη. «Νομύζω ϐτι εςϑ και η κυρύα θα όταν καλϑτερα να περνοϑςατε τη νϑχτα μακριϊ απϐ το χωριϐ», εύπε τελικϊ. Ο Σζον ανοιγϐκλειςε τα μϊτια του ςαςτιςμϋνοσ. «Μακριϊ απϐ το χωριϐ; Γιατύ; Αφοϑ μϐλισ φτϊςαμε». «Δεν ϋχει ϊδικο, κϑριε», ακοϑςτηκε μια φωνό πύςω απϐ την πλϊτη του άντεν. Οι Γκρϊχαμ ςτρϊφηκαν ταυτϐχρονα και εύδαν μια ψηλό γυναύκα με κυρτοϑσ ϔμουσ να ςτϋκεται απϐ την πύςω μεριϊ τησ ςκουριαςμϋνησ ςότασ που προςτϊτευε την εύςοδο του Γενικοϑ Εμπορύου. Σο πρϐςωπο τησ πρϐβαλε πϊνω απϐ μια τςύγκινη διαφημιςτικό πινακύδα των τςιγϊρων Σςϋςτερφιλντ. Η γυναύκα ϊνοιξε την πϐρτα και βγόκε ςτη βερϊντα. Σο πρϐςωπο τησ όταν ωχρϐ και κουραςμϋνο, αλλϊ ςε καμιϊ περύπτωςη κουτϐ. το ϋνα τησ χϋρι κρατοϑςε ϋνα καρβϋλι ψωμύ και ςτο ϊλλο ϋξι κουτϊκια μπύρεσ Ντϐςον ςε ςυςκευαςύα πακϋτου. «Εύμαι η Λϐρα τϊντον», εύπε η γυναύκα. «Φαύρομαι που ςασ γνωρύζω. Μη νομύςετε πωσ εύμαςτε αφιλϐξενοι εδϔ ςτο Γουύλοου. Απλϔσ τυχαύνει απϐψε να εύναι η εποχό των βροχϔν». Ο Σζον και η Ελύζ αντϊλλαξαν ϋνα ϋκπληκτο βλϋμμα. Η Ελύζ κούταξε τον ουρανϐ. Εκτϐσ απϐ λύγα μπαμπακϋνια ςυννεφϊκια εύδε μϐνο λαμπερϐ, απϋραντο γαλϊζιο. «Ξϋρω πϔσ φαύνεται», εύπε η κυρύα τϊντον. «Αυτϐ ϐμωσ δε ςημαύνει τύποτα, ϋτςι δεν εύναι, Φϋνρι;» «ήοο-χι», ςυμφϔνηςε ο άντεν. Σρϊβηξε μια γιγϊντια ρουφηξιϊ απϐ το μύζερο τςιγϊρο του και ϑςτερα το ϋςβηςε λιϔνοντασ το κυριολεκτικϊ πϊνω ςτο κϊγκελο τησ βερϊντασ. 544
«Αιςθϊνεςτε την υγραςύα ςτον αϋρα, δεν την αιςθϊνεςτε;» ρϔτηςε η γυναύκα. «Αυτϐ εύναι το ςύγουρο ςημϊδι, ε, Φϋνρι;» «Ε... ναι», εύπε ο άντεν. «Και ϐτι ςόμερα κλεύνουν εφτϊ χρϐνια. Ακριβϔσ εφτϊ». «Οϑτε μια μϋρα παραπϊνω», πρϐςθεςε η γυναύκα. Κούταξαν και οι δυο τουσ Γκρϊχαμ, περιμϋνοντασ μια απϊντηςη. «Με ςυγχωρεύτε», εύπε τελικϊ η Ελύζ. «Δεν κατϊλαβα τύποτε. Μόπωσ εύναι κϊποιο τοπικϐ αςτεύο;» Ϋταν η ςειρϊ του Φϋνρι άντεν και τησ Λϐρασ τϊντον να κοιταχτοϑν. ίςτερα αναςτϋναξαν και οι δυο ταυτϐχρονα, ςαν να όταν ςυνεννοημϋνοι. «Αυτϊ εύναι που δεν μπορϔ», εύπε η Λϐρα τϊντον -ςτον εαυτϐ τησ ό ςτο γϋρο; Ο Σζον Γκρϊχαμ δεν μπϐρεςε να καταλϊβει. «Πρϋπει να γύνει», τησ εύπε ο άντεν. Η γυναύκα ςυγκατϋνευςε κι αναςτϋναξε πϊλι. Ϋταν ο αναςτεναγμϐσ κϊποιου που ϋχει μϐλισ αποθϋςει ϋνα βαρϑ φορτύο και βλϋπει ϐτι εύναι αναγκαςμϋνοσ να το ξαναςηκϔςει. «Δεν εύναι κϊτι που γύνεται ςυχνϊ», εύπε, «γιατύ η εποχό των βροχϔν ςτο Γουύλοου ϋρχεται μϐνο μια φορϊ κϊθε εφτϊ χρϐνια... » «τισ δεκαεφτϊ Ιουνύου», πετϊχτηκε ο άντεν. «Κϊθε εφτϊ χρϐνια, ςτισ δεκαεφτϊ Ιουνύου ϋχουμε εποχό των βροχϔν. Κρατϊει μϐνο μια νϑχτα, αλλϊ τη λϋμε εποχό των βροχϔν. Ανϊθεμα με αν ξϋρω γιατύ. Μόπωσ ξϋρεισ εςϑ, Λϐρα;» «ήχι», απϊντηςε η γυναύκα. «Και, ςε παρακαλϔ, Φϋνρι, μη με ξαναδιακϐψεισ. Ωρχιςεσ να το χϊνεισ, μου φαύνεται». «Μπα; Με ςυγχωρεύσ που εύμαι ακϐμα ζωντανϐσ. Ϊπεςα απϐ τη νεκροφϐρα», εύπε ο γϋροσ φανερϊ πικαριςμϋνοσ.
545
Η Ελύζ ϋριξε μια ματιϊ ςτον Σζον, απορημϋνη και λιγϊκι τρομαγμϋνη. Μασ δουλεϑουν αυτού οι δυο; όταν ςαν να ρωτοϑςε. Ϋ εύναι απλϔσ τρελού; Ο Σζον δεν όξερε, αλλϊ μετϊνιωνε που δεν εύχαν προτιμόςει να πϊνε ςτην Ογκϊςτα για τα ψϔνια τουσ. θα μποροϑςαν να φϊνε και κϊτι για βραδινϐ ςε μια απϐ τισ πολλϋσ καντύνεσ τησ Εθνικόσ Οδοϑ 17. «Ακοϑςτε», εύπε η κυρύα τϊντον ςε πολϑ ευγενικϐ τϐνο. «ασ ϋχουμε κλεύςει δωμϊτιο ςτο μοτϋλ Πανϐραμα, πϋρα ςτο δρϐμο του Γοϑλγουιτσ, αν θϋλετε. Ϋταν γεμϊτο, αλλϊ ο διευθυντόσ τυχαύνει να εύναι ξϊδερφοσ μου και μπϐρεςε ν' αδειϊςει ϋνα δωμϊτιο για χϊρη μου. Μπορεύτε να ξανϊρθετε αϑριο και να μεύνετε ϐλο το καλοκαύρι εδϔ. θα χαροϑμε πολϑ να ςασ ϋχουμε κοντϊ μασ». «Αν πρϐκειται γι' αςτεύο, φοβϊμαι πωσ δεν το πιϊνω», εύπε ο Σζον Γκρϊχαμ. «ήχι, δεν εύναι αςτεύο». Η γυναύκα κούταξε τον άντεν, που τησ ϋγνεψε ςαν να τησ ϋλεγε: υνϋχιςε, μην τα παρατϊσ τϔρα. Ϊπειτα κούταξε ξανϊ το ζευγϊρι, φϊνηκε να προςπαθεύ να βρει το κουρϊγιο και τελικϊ εύπε: «Βλϋπετε, παιδιϊ, εδϔ ςτο Γουύλοου, κϊθε εφτϊ χρϐνια τϋτοια μϋρα βρϋχει βατρϊχια. Ορύςτε. Σϔρα ξϋρετε». «Βατρϊχια», εύπε η Ελύζ με αργό, ςιγανό φωνό που ςόμαινε μϊλλον-δεν-ϊκουςα-καλϊ. «Ναι! Βατρϊχια!» επιβεβαύωςε πρϐςχαρα ο Φϋνρι άντεν. Ο Σζον κούταξε διακριτικϊ γϑρω του, αναζητϔντασ βοόθεια ςε περύπτωςη που θα τη χρειϊζονταν. Αλλϊ η Μϋιν τρητ όταν εντελϔσ ϋρημη. ήχι απλϔσ ϋρημη, κλειδαμπαρωμϋνη. Οϑτε ϋνα αυτοκύνητο ςτο δρϐμο. Οϑτε ϋνασ πεζϐσ ςε κανϋνα απϐ τα δυο πεζοδρϐμια. Μπορεύ να μπλϋξουμε ϊςχημα μ' αυτοϑσ εδϔ, ςκϋφτηκε. αν εύναι τϐςο παλαβού ϐςο φαύνονται, μπορεύ να ϋχουμε κακϊ 546
ξεμπερδϋματα. Ξαφνικϊ θυμόθηκε Σο Λαχεύο, ϋνα διόγημα τησ ύρλεώ Σζϊκςον, που εύχε διαβϊςει ϐταν όταν ακϐμα μαθητόσ γυμναςύου. «Μη ςασ περϊςει η ιδϋα ϐτι κϊθομαι εδϔ και παριςτϊνω την τρελό επειδό το θϋλω», εύπε η Λϐρα τϊντον. «Σο καθόκον μου κϊνω. Σο ύδιο και ο Φϋνρι. Και μη νομύςετε ϐτι ψιχαλύζει βατρϊχια. Σα ρύχνει με το τουλοϑμι». «Ϊλα, πϊμε», εύπε ο Σζον ςτην Ελύζ πιϊνοντασ την απϐ το μπρϊτςο. τουσ ϊλλουσ δυο χϊριςε ϋνα χαμϐγελο αυθεντικϐ ϐςο κι ϋνα χαρτονϐμιςμα των ϋξι δολαρύων. «Φαρόκαμε πολϑ για τη γνωριμύα», εύπε βιαςτικϊ και οδόγηςε την Ελύζ προσ τα ςκαλιϊ και το αυτοκύνητο, κοιτϊζοντασ ςχεδϐν ςυνϋχεια πύςω του την ψηλό, χλομό γυναύκα με τουσ κυρτοϑσ ϔμουσ και το γϋρο ςτην κουνιςτό πολυθρϐνα. Δεν ϋνιωθε ϊνετα ςτην ιδϋα να τουσ γυρύςει την πλϊτη Η γυναύκα ϋκανε ϋνα βόμα μπροςτϊ και ο Σζον παραλύγο να ςκοντϊψει και να πϋςει ςτο τελευταύο ςκαλοπϊτι. «Ξϋρω ϐτι εύναι κϊπωσ δϑςκολο να το πιςτϋψετε», τουσ εύπε. «Μϊλλον με πόρατε για τρελό». «Μα τι λϋτε; Κϊθε ϊλλο», εύπε ο Σζον. Σο κϊλπικο χαμϐγελο εύχε τεντϔςει τισ ϊκρεσ των χειλιϔν του ωσ τ' αυτιϊ. Αχ, γιατύ να φϑγουν απϐ το εντ Λοϑισ; Δυϐμιςι χιλιϊδεσ χιλιϐμετρα ταξύδι, με χαλαςμϋνο ραδιϐφωνο και αιρ κοντύςιον, για να πϋςουν πϊνω ςτον Μπϊρμπα Σζϋκιλ και ςτην Κυρϊ Φϊιντ; «Δεν πειρϊζει, ϐμωσ», εύπε η Λϐρα τϊντον. Η περύεργη ηρεμύα ςτο πρϐςωπο και ςτη φωνό τησ ϋκαναν τον Σζον να ςταθεύ κϊτω απϐ την πινακύδα ΙΣΑΛΙΚΑ ΑΝΣΟΤΙΣ, δυο μϋτρα μακριϊ απϐ τη Υορντ. «Ακϐμη κι αυτού που ϋχουν ακοϑςει για βροχϋσ βατρϊχων ό φρϑνων ό πουλιϔν δεν ϋχουν ξεκϊθαρη ιδϋα για το τι γύνεται εδϔ ςτο Γουύλοου κϊθε εφτϊ χρϐνια. Εγϔ πϊντωσ θα ςασ δϔςω μια ςυμβουλό. Αν αποφαςύςετε να 547
μεύνετε, θα εύςτε αςφαλεύσ μϐνο μϋςα ςτο ςπύτι. το ςπύτι μϊλλον δε θα κινδυνεϑςετε». «άςωσ πρϋπει να καρφϔςετε τα παντζοϑρια», πρϐςθεςε ο άντεν. Ο ςκϑλοσ αναςόκωςε πϊλι την ουρϊ του κι ϊφηςε ϊλλη μια μακρϐςυρτη ηχηρό πορδό, ςαν να επικϑρωνε τα λεγϐμενα του. «Θα... θα το κϊνουμε κι αυτϐ», εύπε ξϋπνοα η Ελύζ, πριν ο Σζον ανούξει την πϐρτα τησ Υορντ και τη ςπρϔξει ςχεδϐν με το ζϐρι ςτο εςωτερικϐ. «Να εύςτε ςύγουροι», εύπε πύςω απϐ το μεγϊλο, κϊλπικο χαμϐγελο του. «Ξαναπερϊςτε αϑριο να μασ δεύτε», φϔναξε ο άντεν καθϔσ ο Σζον ϋκανε το γϑρο του αυτοκινότου για να πϊει ςτη θϋςη του ςτο τιμϐνι. «Απϐ αϑριο θα νιϔθετε πολϑ αςφαλεύσ κοντϊ μασ». Και μετϊ απϐ μια μικρό παϑςη πρϐςθεςε: «Αν εύςτε ακϐμα εδϔ αϑριο, φυςικϊ». Ο Σζον τουσ κοϑνηςε το χϋρι, κϊθιςε ςτη θϋςη του οδηγοϑ και ξεκύνηςε. τη ςκεπαςτό, ξϑλινη βερϊντα ϋπεςε ςιωπό, καθϔσ ο γϋροσ και η γυναύκα με το χλομϐ, αρρωςτιϊρικο δϋρμα παρακολουθοϑςαν τη Υορντ να κϊνει επιτϐπου ςτροφό και να μπαύνει ςτην Κεντρικό Οδϐ. Ϊφυγε με αιςθητϊ μεγαλϑτερη ταχϑτητα απ' αυτό που εύχε ϋρθει. «Πϊει, ϋγινε κι αυτϐ», εύπε ικανοποιημϋνοσ ο γϋροσ. «Ναι», ςυμφϔνηςε η γυναύκα. «Κι αιςθϊνομαι ςαν ηλύθια. Πϊντα ϋτςι αιςθϊνομαι ϐταν βλϋπω πϔσ μασ κοιτϊζουν. Πϔσ κοιτϊζουν εμϋνα». «Σι να γύνει; Εύναι μϐνο μια φορϊ κϊθε εφτϊ χρϐνια», εύπε ο γϋροσ. «Κι ϋπρεπε να το κϊνουμε, γιατύ εύναι μϋροσ...» «Εύναι μϋροσ του τελετουργικοϑ», εύπε μελαγχολικϊ η γυναύκα. «Ναι, του τελετουργικοϑ...» 548
αν να ςυμφωνοϑςε με ϐλα αυτϊ, ο ςκϑλοσ ξαναςόκωςε την ουρϊ του κι ϊφηςε και τρύτη πορδό. Η γυναύκα τον κλϐτςηςε και ϑςτερα ςτρϊφηκε φουρκιςμϋνη ςτο γϋρο. «Ϊχεισ το χειρϐτερο βρομϐςκυλο του Μϋιν, Φϋνρι άντεν!» Ο ςκϑλοσ ςηκϔθηκε μ' ϋνα γρϑλιςμα και κατϋβηκε τεμπϋλικα τα ςκαλοπϊτια, ςταματϔντασ μϐνο για να ρύξει ϋνα επιτιμητικϐ βλϋμμα ςτη Λϐρα τϊντον. «Δε γύνεται τύποτα μ' αυτϐν», εύπε ο άντεν. Η γυναύκα αναςτϋναξε και κούταξε ξανϊ το δρϐμο προσ τη μεριϊ που απομακρυνϐταν η Υορντ. «Κρύμα», εύπε. «Υαύνονταν τϐςο καλού ϊνθρωποι». «Οϑτε μ' αυτοϑσ δε γύνεται τύποτα», εύπε ο άντεν και βϊλθηκε να ςτρύβει καινοϑριο τςιγϊρο. Ϊτςι, οι Γκρϊχαμ κατϋληξαν να φϊνε για βρϊδυ ςε μια απϐ τισ καντύνεσ του δρϐμου. Διϊλεξαν μια λύγο ϋξω απϐ το γειτονικϐ χωριϐ Γοϑλγουιτσ («ϐπου βρύςκεται το εκπληκτικϐ μοτϋλ Πανϐραμα», εύπε ο Σζον ςε μια μϊταιη προςπϊθεια να κϊνει την Ελύζ να χαμογελϊςει) και κϊθιςαν ς' ϋνα απϐ τα τραπεζϊκια για πικνύκ, κϊτω απϐ ϋνα πελϔριο γϋρικο πεϑκο. Η καντύνα αποτελοϑςε χτυπητό αντύθεςη με την Κεντρικό Οδϐ του Γουύλοου. Σο πϊρκινγκ όταν φύςκα και τα περιςςϐτερα αυτοκύνητα εύχαν πινακύδεσ ϊλλων Πολιτειϔν, ϐπωσ το δικϐ τουσ. Παιδιϊ με ςτϐματα παςαλειμμϋνα απϐ παγωτϐ κυνηγιοϑνταν γϑρω γϑρω, ενϔ οι γονεύσ τουσ ςεργιϊνιζαν κϊτω απϐ τα πεϑκα, διϔχνοντασ ςκνύπεσ με τα χϋρια και περιμϋνοντασ να ακουςτεύ απϐ το μεγϊφωνο το νοϑμερο τησ παραγγελύασ τουσ. Η καντύνα εύχε πλοϑςιο μενοϑ. Μποροϑςεσ να φασ ϐ,τι τραβοϑςε η ϐρεξη ςου, αρκεύ να χωροϑςε να ψηθεύ ςε φριτϋζα. «Δεν ξϋρω αν μπορϔ να περϊςω ϋςτω και δυο μϋρεσ ς' αυτϐ το χωριϐ», εύπε η Ελύζ. «Πϐςο μϊλλον ολϐκληρο καλοκαύρι». 549
«Ϊνα αςτεύο όταν, τύποτε παραπϊνω. Σο εύδοσ τησ πλϊκασ που κϊνουν οι ντϐπιοι ςτουσ τουρύςτεσ. Απλϔσ το παρατρϊβηξαν λιγϊκι. Να εύςαι ςύγουρη πωσ τϔρα θα το ϋχουν ςκυλομετανιϔςει». «Υαύνονταν να μιλϊνε ςοβαρϊ», εύπε η Ελύζ. «Πϔσ θα ξαναντικρύςω εκεύνον το γϋρο μετϊ απ' αυτϐ;» «Μη ςκοτύζεςαι. Κρύνοντασ απϐ τα τςιγϊρα που ϋφτιαχνε, μϊλλον βρύςκεται ςτο ςτϊδιο κατϊ το οπούο τουσ βλϋπει ϐλουσ για τελευταύα φορϊ. Ακϐμα και τουσ φύλουσ του». Η Ελύζ προςπϊθηςε να ςυγκρατόςει τισ ϊκρεσ των χειλιϔν τησ που ανϋβαιναν προσ τα πϊνω, αλλϊ γρόγορα εγκατϋλειψε κι ϋβαλε τα γϋλια. «Εύςαι κακϐσ!» «Ειλικρινόσ ύςωσ, κακϐσ ϐχι. Δε λϋω ϐτι ο παπποϑσ εύχε μαλϊκυνςη, αλλϊ ϋδειχνε να χρειϊζεται χϊρτη για να βρει την τρϑπα τησ τουαλϋτασ». «Ποϑ λεσ να όταν ϐλοι; Σο χωριϐ φαινϐταν εγκαταλειμμϋνο». «ε δεξύωςη ςτο Φύλτον ό για πϐκερ ςτο άςτερν ταρ», απϊντηςε ο Σζον και τεντϔθηκε για να ξεμουδιϊςει. ίςτερα κούταξε το χϊρτινο κουτϊκι με το φαγητϐ τησ. «Δεν ϋφαγεσ, αγϊπη». «Η αγϊπη δεν πεινοϑςε καθϐλου». «Μια πλϊκα όταν ϐλο κι ϐλο, ςου λϋω», εύπε ο Σζον και τησ ϋπιαςε τα χϋρια. «Ϊλα, χαμογϋλαςε πϊλι». «Εύςαι απϐλυτα, απϐλυτα ςύγουροσ ϐτι όταν μϐνο αυτϐ;» «Απϐλυτα απϐλυτα. Δηλαδό, ςτϊςου, κϊθε εφτϊ χρϐνια, ςτισ δεκαεφτϊ Ιουνύου, ςτο Γουύλοου του Μϋιν βρϋχει βατρϊχια; Ασ ςοβαρευτοϑμε». Η Ελύζ χαμογϋλαςε αχνϊ. «Δε βρϋχει απλϔσ», εύπε. «Σα ρύχνει με το τουλοϑμι». «Προφανϔσ οι ντϐπιοι εύναι τησ ςχολόσ των ψαρϊδων, των μεγαλϑτερων γνωςτϔν τερατολϐγων επύ τησ γησ. θυμϊμαι ςτην 550
καταςκόνωςη ϐταν όμουν μικρϐσ, μασ τρϐμαζαν με ιςτορύεσ για τρελοϑσ ελεϑθερουσ ςκοπευτϋσ. Δεν ϋχει και μεγϊλη διαφορϊ. Κι αν το καλοςκεφτεύσ εύναι μϊλλον φυςικϐ». «Ποιο;» «ήτι οι ϊνθρωποι που βγϊζουν το ψωμύ τουσ απϐ τον καλοκαιρινϐ τουριςμϐ αποκτοϑν νοοτροπύα ομαδϊρχη θερινόσ καταςκόνωςησ». «Αυτό η γυναύκα δεν φαινϐταν ςαν να μασ ϋκανε πλϊκα. Ειλικρινϊ, Σζϐνι, με τρϐμαξε». Σο ςυνόθωσ ευχϊριςτο πρϐςωπο του Σζον Γκρϊχαμ πόρε μια ςκληρό, αυςτηρό ϋκφραςη. Δεν του ταύριαζε, αλλϊ δε φαινϐταν οϑτε προςποιητό οϑτε υπερβολικό. «Σο ξϋρω», τησ εύπε κι ϊρχιςε να μαζεϑει πλαςτικϊ ποτόρια, χαρτοπετςϋτεσ και χϊρτινα πιϊτα απϐ το τραπϋζι τουσ. «Και θα ςου ζητόςουν ςυγνϔμη γι' αυτϐ. Καλό εύναι η πλϊκα, αλλϊ ϐταν κϊποιοσ τρομϊζει τη γυναύκα μου —διϊβολε, κι εμϋνα με τρϐμαξαν λύγο- κομμϋνη! Εύςαι ϋτοιμη να γυρύςουμε πύςω;» «Θα μπορϋςεισ να ξαναβρεύσ το χωριϐ;» Ο Σζον χαμογϋλαςε κι αμϋςωσ φϊνηκε πϊλι ο ςυνηθιςμϋνοσ εαυτϐσ του. «Ϊριχνα πύςω μου πετραδϊκια ς' ϐλο το δρϐμο». «Σι ϋξυπνοσ που εύςαι, αγϊπη μου», εύπε γελϔντασ η Ελύζ και ςηκϔθηκε. Ο Σζον χϊρηκε που την εύδε χαμογελαςτό και πϊλι. Κι ϐταν πόρε και μια βαθιϊ ανϊςα και εύδε πϔσ φοϑςκωςε το ςτόθοσ τησ κϊτω απϐ το γαλϊζιο μπλουζϊκι ευχαριςτόθηκε διπλϊ. «Η υγραςύα μειϔθηκε αιςθητϊ», πρϐςθεςε η Ελύζ. Ο Σζον πϋταξε την μπϊλα των ςκουπιδιϔν τουσ κατευθεύαν μϋςα ςτον ψηλϐ τενεκϋ, με μια φϊλτςα, αριςτερό βολό, κι ϋκλειςε το μϊτι ςτη γυναύκα του. «Μϊλλον τελεύωςε η εποχό των βροχϔν». Ώςπου να ςτρύψουν ςτο δρϐμο του Φϋμπςτεντ Πλϋισ, η υγραςύα εύχε επιςτρϋψει και μϊλιςτα δριμϑτερη. Ο Σζον ϋνιωθε 551
το μπλουζϊκι του ςαν κολλϔδη μϊζα πϊνω ςτο ςτόθοσ και ςτην πλϊτη του. Ο ουρανϐσ, που με το ηλιοβαςύλεμα εύχε πϊρει ϋνα γλυκϐ ροδύ χρϔμα, όταν ακϐμα καθαρϐσ απϐ ςϑννεφα αλλϊ τϐςο βαρϑσ, που ο Σζον εύχε την αύςθηςη ϐτι θα μποροϑςε να ρουφόξει νερϐ με το καλαμϊκι απϐ τον αϋρα. τον ύδιο δρϐμο υπόρχε μϐνο ϊλλο ϋνα ςπύτι, ςτα ριζϊ του λϐφου, ςτου οπούου την κορυφό βριςκϐταν το Φϋμπςτεντ Πλϋισ. Καθϔσ το προςπερνοϑςαν, ο Σζον εύδε μια γυναικεύα ςιλουϋτα, ακύνητη ςε ϋνα απϐ τα παρϊθυρα, να τουσ παρακολουθεύ. «Να και η θεύα τησ φύλησ ςου τησ Μύλι», εύπε ςτην Ελύζ, «που δεν ϋχαςε την ευκαιρύα να τηλεφωνόςει ςτουσ τρελοϑσ ςτο μπακϊλικο του χωριοϑ και να τουσ ειδοποιόςει ϐτι θα πηγαύναμε. Ϊτςι και μϋναμε λύγο περιςςϐτερο εκεύ, ϋνασ θεϐσ ξϋρει τι ϊλλο θα εύχαν κϊνει». «Λεσ να όταν και ο ςκϑλοσ ςτο κϐλπο και να τισ αμολοϑςε επύτηδεσ;» Ο Σζον γϋλαςε με την καρδιϊ του. Πϋντε λεπτϊ αργϐτερα μπόκαν ςτο δρομϊκι του ςπιτιοϑ. Ϋταν γεμϊτο αγριϐχορτα και χαμηλοϑσ θϊμνουσ και ο Σζον εύχε ςκοπϐ να το φροντύςει αυτϐ το ςυντομϐτερο δυνατϐν. Σο ύδιο το Φϋμπςτεντ Πλϋισ όταν ϋνα αςυνϊρτητο αγροτϐςπιτο, δημιοϑργημα μιασ ςειρϊσ γενεϔν που η καθεμιϊ ϋχτιζε κι απϐ μια προςθόκη ϐποτε η ανϊγκη το απαιτοϑςε ό ϐποτε τουσ ϋπιανε απλϔσ το κϋφι για χτύςιμο. το πύςω μϋροσ υπόρχε ϋνασ αχυρϔνασ που τον ςυνϋδεαν με το ςπύτι τρύα ανϐμοια, ϊτακτα χτιςμϋνα υπϐςτεγα. Σην εποχό αυτό, με το ξϑπνημα του καλοκαιριοϑ, τα δυο απ' αυτϊ τα υπϐςτεγα όταν μιςοςκεπαςμϋνα απϐ ευωδιαςτϐ αγιϐκλημα. Σο ςπύτι εύχε εκπληκτικό θϋα ςε ϐλο το χωριϐ, ειδικϊ μια καθαρό βραδιϊ ςαν κι εκεύνη. Ο Σζον απϐρηςε μϊλιςτα πϔσ όταν τϐςο καθαρϐσ ο αϋρασ με τϋτοια υγραςύα. ίςτερα το ξϋχαςε, καθϔσ η Ελύζ πόγε κοντϊ του, μπροςτϊ ςτο αυτοκύνητο, κι 552
ϋμειναν εκεύ για λύγα λεπτϊ, αγκαλιαςμϋνοι απϐ τη μϋςη, να χαζεϑουν τισ ςειρϋσ των λϐφων που κατηφϐριζαν προσ την κατεϑθυνςη τησ Ογκϊςτα και χϊνονταν ςτισ βαθιϋσ ςκιϋσ του δειλινοϑ. «Εύναι ϐμορφα», μουρμοϑριςε η Ελύζ. «Και... ϊκου», εύπε ο Σζον. ε κϊποια απϐςταςη πύςω απϐ τον αχυρϔνα υπόρχε ϋνασ μικρϐσ, ρηχϐσ βϊλτοσ με καλαμιϋσ και ψηλϊ χϐρτα. Απϐ εκεύ ακουγϐταν μια χορωδύα βατρϊχων, που κϐαζαν, ρϋκαζαν και δοκύμαζαν τισ περύεργεσ μεμβρϊνεσ που ο θεϐσ, για κϊποιο μυςτόριο λϐγο, εύχε τοποθετόςει ςτα λαρϑγγια τουσ. «Ορύςτε», εύπε η Ελύζ. «Οι βϊτραχοι εύναι ϐλοι παρϐντεσ και καταμετρημϋνοι». «Φμ; Εύςαι ςύγουρη;» Ο Σζον κούταξε ψηλϊ, ςτον ξϊςτερο ουρανϐ, ϐπου εύχε όδη ανατεύλει ο αποςπερύτησ. «Να τοι! Να ποϑ εύναι οι βϊτραχοι, Ελύζ! Εκεύ ψηλϊ! ϑννεφα απϐ βατρϊχια!» Η Ελύζ χαςκογϋλαςε. «Απϐψε ςτο μικρϐ χωριϐ Γουύλοου», απόγγειλε με ςτϐμφο ο Σζον, «ϋνα ψυχρϐ μϋτωπο βατρϊχων ςυνϊντηςε ϋνα θερμϐ μϋτωπο απϐ ςαλαμϊντρεσ, με αποτϋλεςμα...» Η Ελύζ του ϋριξε μια αγκωνιϊ ςτα πλευρϊ. «Ωντε να χαθεύσ!» εύπε τρυφερϊ. «Ϊλα, πϊμε μϋςα». Μπόκαν ςτο ςπύτι. Και πόγαν κατευθεύαν ςτο κρεβϊτι. Περύπου μια ϔρα αργϐτερα, η Ελύζ πετϊχτηκε αλαφιαςμϋνη απϐ τη γλυκιϊ νϊρκη ςτην οπούα εύχε βυθιςτεύ, ϋχοντασ ακοϑςει ϋναν περύεργο γδοϑπο ςτην οροφό. Αναςηκϔθηκε ςτουσ αγκϔνεσ τησ. «Σι όταν αυτϐ, Σζϐνι;» «ςς», ϋκανε εκεύνοσ και γϑριςε ςτο πλευρϐ του. Βϊτραχοσ, ςκϋφτηκε η Ελύζ και γϋλαςε νευρικϊ. ηκϔθηκε και πόγε ςτο παρϊθυρο, αλλϊ, αντύ να κοιτϊξει τι μπορεύ να εύχε πϋςει ςτη γη, βρϋθηκε να κοιτϊζει ψηλϊ, τον ουρανϐ. 553
Ϋταν ακϐμα καθαρϐσ και γεμϊτοσ πια απϐ μυριϊδεσ λαμπερϊ αςτϋρια. Σα χϊζεψε για λύγο, ςαν υπνωτιςμϋνη απϐ την απλό, ςιωπηλό ομορφιϊ τουσ. Ντουπ. Η Ελύζ τραβόχτηκε απϐτομα απϐ το παρϊθυρο ςηκϔνοντασ το βλϋμμα τησ ςτο ταβϊνι. ή,τι κι αν όταν εύχε χτυπόςει ςτη ςτϋγη, ακριβϔσ απϐ πϊνω τησ. «Σζϐνι! Σζϐνι! Ξϑπνα!» «Ε; Σι;» Ο Σζον ανακϊθιςε ςτο κρεβϊτι, με τα μαλλιϊ ανακατωμϋνα απϐ τον ϑπνο. «Ωρχιςε», του εύπε και χαςκογϋλαςε υςτερικϊ. «Βρϋχει βατρϊχια». «Ϊλι, τι ςτο καλϐ ϋπα...» Ντουπ-ντουπ. Ο Σζον κούταξε γϑρω και ϑςτερα κατϋβαςε τα πϐδια του απϐ το κρεβϊτι. «Καταντϊει γελούο», εύπε ςιγανϊ με θυμϐ. «Σι εννοεύσ... » Ντουπ-ΚΛΙΝΚ! Σζϊμι. το ιςϐγειο. «Να πϊρει», βλαςτόμηςε ο Σζον καθϔσ πετϊχτηκε ϐρθιοσ, αρπϊζοντασ ταυτϐχρονα το μπλουτζύν του. «Αρκετϊ. Αυτϐ το αςτεύο... παρατρϊβηξε... γαμϔ το». Αρκετού γδοϑποι ακοϑγονταν τϔρα ςτα πλευρϊ του ςπιτιοϑ και ςτη ςτϋγη. Η Ελύζ ςτριμϔχτηκε ςτο πλευρϐ του, τρομοκρατημϋνη πια. «Σι εννοεύσ, Σζϐνι;» «'ήτι αυτό η τρελό γυναύκα, ο γϋροσ και κϊποιοι ϊλλοι ξεμωραμϋνοι φύλοι τουσ εύναι κρυμμϋνοι εκεύ ϋξω και πετϊνε πρϊγματα ςτο ςπύτι. Εγϔ ϐμωσ θα τουσ ςταματόςω. Δεν ξϋρω αν το ϋχουν ϋθιμο να τρομϊζουν τουσ ξϋνουσ ς' αυτϐ το ςκατοχϔρι, αλλϊ...» 554
ΝΣΟΤΠ! KPAK. την κουζύνα αυτό τη φορϊ. «Να ΠΑΡΕΙ!» φϔναξε ο Σζον κι ϋτρεξε ςτο διϊδρομο. «Μη μ' αφόνεισ μϐνη!» τςύριξε η Ελύζ τρϋχοντασ ξοπύςω του. Ο Σζον πϊτηςε το διακϐπτη ςτο διϊδρομο και ϐρμηςε ςτην εςωτερικό ςκϊλα. Οι γδοϑποι και τα χτυπόματα ςυνεχύζονταν με αυξανϐμενο ρυθμϐ και η Ελύζ πρϐλαβε να ςκεφτεύ: Πϐςοι εύναι εκεύ ϋξω; Φρειϊζονται ϋνα ςωρϐ ϊνθρωποι για να το κϊνουν αυτϐ. Και τι πετϊνε; Πϋτρεσ τυλιγμϋνεσ ςε πανιϊ; Ο Σζον εύχε φτϊςει ςτο ιςϐγειο κι ϋτρεξε κατευθεύαν ςτο καθιςτικϐ. Εκεύ υπόρχε ϋνα μεγϊλο παρϊθυρο που πρϐςφερε την ύδια θϋα που εύχαν θαυμϊςει νωρύτερα απϋξω. Σο τζϊμι όταν ςπαςμϋνο. Μεγϊλα κομμϊτια γυαλιοϑ και μπϐλικα θρϑψαλα γϋμιζαν το χαλύ. Ο Σζον κινόθηκε προσ το παρϊθυρο, με ςκοπϐ να απειλόςει τουσ απϋξω ϐτι θα ϋπαιρνε το ϐπλο του. ίςτερα κούταξε πϊλι τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ, θυμόθηκε ϐτι όταν ξυπϐλυτοσ και ςταμϊτηςε. Προσ ςτιγμόν, δεν όξερε τι να κϊνει. Σϐτε, το μϊτι του ϋπεςε ς' ϋνα ςκουρϐχρωμο ϐγκο πϊνω ςτα ςπαςμϋνα γυαλιϊ —η πϋτρα που εύχε πετϊξει κϊποιοσ απ' αυτοϑσ τουσ υπανϊπτυκτουσ κρετύνουσ και εύχε ςπϊςει το τζϊμι— και τα εύδε ϐλα κϐκκινα, θα εύχε ορμόςει προσ το παρϊθυρο κι ασ όταν ξυπϐλυτοσ, αλλϊ τη ςτιγμό εκεύνη η «πϋτρα» κινόθηκε απϐτομα. Δεν εύναι πϋτρα, ςκϋφτηκε ςαςτιςμϋνοσ. Εύναι... «Σζον;» εύπε απϐ πύςω του η Ελύζ. Σϔρα το ςπύτι τρανταζϐταν κυριολεκτικϊ απϐ τουσ απανωτοϑσ, μαλακοϑσ γδοϑπουσ. Ϋταν ςαν να ϋπεφτε, πολϑ αργϊ, χοντρϐ χαλϊζι. «Σζϐνι, τι εύναι;» «Ϊνασ βϊτραχοσ», εύπε χαζϊ ο Σζον. Εύχε ςτυλϔςει το βλϋμμα του ςτο μικρϐ, ζωντανϐ ϐγκο που μετακινιϐταν πϊνω ςτα ςπαςμϋνα γυαλιϊ κι απϊντηςε μϊλλον ςτον εαυτϐ του παρϊ ςτη γυναύκα του. ίςτερα ςόκωςε το βλϋμμα του και κούταξε ϋξω απϐ το παρϊθυρο. Αυτϐ που εύδε τον ϊφηςε βουβϐ απϐ τρϐμο και κατϊπληξη. Δεν ϋβλεπε πια τουσ λϐφουσ ςτον ορύζοντα -διϊβολε, 555
οϑτε τον αχυρϔνα ϋβλεπε καλϊ καλϊ, που δεν απεύχε πϊνω απϐ δϔδεκα μϋτρα. Ο αϋρασ όταν γεμϊτοσ μικρϋσ φιγοϑρεσ που ϋπεφταν απϐ ψηλϊ. Σρεισ απ' αυτϋσ μπόκαν απϐ το ςπαςμϋνο παρϊθυρο. Η μια προςγειϔθηκε ςτο πϊτωμα, ϐχι μακριϊ απϐ την ϊλλη που υπόρχε όδη εκεύ. Ϊπεςε πϊνω ς' ϋνα κοφτερϐ κομμϊτι γυαλιοϑ κι απϐ το ςϔμα τησ τινϊχτηκε ϋνα ςιντριβϊνι απϐ μαϑρο υγρϐ. Η Ελύζ οϑρλιαξε. Οι ϊλλεσ δυο φιγοϑρεσ ςκϊλωςαν ςτισ κουρτύνεσ που ϊρχιςαν να κουνιοϑνται και να ςτρύβουν ςαν να τισ τραβοϑςαν αϐρατα χϋρια. Η μια κατϊφερε να ξεμπλϋξει. Ϊπεςε ομαλϊ ςτο πϊτωμα κι ϊρχιςε αμϋςωσ να πηδϊει προσ το μϋροσ του Σζον. Ο Σζον κρατόθηκε απϐ τον τούχο, με χϋρια που τα ϋνιωθε ςαν ξϋνα, αποκομμϋνα απϐ το κορμύ του. Βρόκε ψαχουλευτϊ το διακϐπτη του ηλεκτρικοϑ και τον πϊτηςε. Σο πρϊγμα που ερχϐταν με πηδόματα προσ το μϋροσ του όταν βϊτραχοσ, αλλϊ δεν όταν βϊτραχοσ. Σο μαυροπρϊςινο ςϔμα του παραόταν μεγϊλο, παραόταν φουςκωτϐ. Σα μϊτια, φρικιαςτικϊ, κατακύτρινα, με μαϑρεσ ύριδεσ, φϊνταζαν ςαν μικροςκοπικϊ αβγϊ. Κι απϐ το φαρδϑ ςτϐμα ξεπετϊγονταν δυο ςειρϋσ μακριϊ, ςουβλερϊ δϐντια ςαν μϊτςο απϐ μικρϋσ βελϐνεσ. Σο πλϊςμα αυτϐ κϐαςε και τινϊχτηκε προσ τα πϊνω ςαν να εύχε ελατόρια. Πύςω του κι ϊλλα βατρϊχια ϋμπαιναν ςυνεχϔσ απϐ το ςπαςμϋνο τζϊμι. ήςα ϋπεφταν ςτο πϊτωμα, ό πϋθαιναν επιτϐπου ό ςακατεϑονταν απϐ τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ. ήμωσ τα ϊλλα -πϊρα πολλϊ ϊλλα- χρηςιμοποιοϑςαν τισ κουρτύνεσ ςαν δύχτυ αςφαλεύασ και κατϋληγαν ςτο δωμϊτιο ςϔα. «Υϑγε!» φϔναξε ο Σζον ςτη γυναύκα του και κλϐτςηςε το βϊτραχο που ετοιμαζϐταν να του επιτεθεύ. Ϋταν παρϊλογο, εξωπραγματικϐ κι ϐμωσ ςυνϋβαινε. Αντύ να υποχωρόςει τρομαγμϋνοσ απϐ την κύνηςη του ποδιοϑ του, ο βϊτραχοσ 556
αρπϊχτηκε πρϔτα απϐ τα δϊχτυλα του Σζον με τισ αγκιςτρωτϋσ βελϐνεσ που εύχε για δϐντια και ϑςτερα τισ ϋμπηξε ςτη ςϊρκα. Ο πϐνοσ όταν οξϑσ κι αφϐρητοσ. Φωρύσ να ςκεφτεύ, ο Σζον ϋκανε μιςό ςτροφό και κλϐτςηςε τον τούχο με ϐλη του τη δϑναμη. Ϊνιωςε τα δϊχτυλα του να ςπϊνε, αλλϊ ϋςπαςε και ο βϊτραχοσ μαζύ, ςκορπύζοντασ το μαυριδερϐ αύμα του πϊνω ςτην ξϑλινη επϋνδυςη, ς' ϋνα τϋλειο ημικϑκλιο, ςαν ανοιχτό βεντϊλια. ήςο για το δικϐ του πϐδι, εύχε γύνει ςαν αλλϐκοτοσ ανεμοδεύκτησ που ϋδειχνε προσ ϐλεσ τισ κατευθϑνςεισ. Η Ελύζ ςτεκϐταν ςτην πϐρτα του χολ, παγωμϋνη απϐ το ςοκ. Σϔρα ακοϑγονταν απϐ παντοϑ τζϊμια να ςπϊνε. Εύχε φορϋςει το πουκϊμιςο του Σζον ϐταν ςηκϔθηκε απϐ το κρεβϊτι και τϔρα ϋςφιγγε το γιακϊ με τα δυο τησ χϋρια. Ο αϋρασ εύχε γεμύςει βραχνϊ, απαύςια κοϊςματα. «Σρϋξε, Ελύζ!» οϑρλιαξε ο Σζον. τρϊφηκε, τινϊζοντασ το ματωμϋνο πϐδι του. Ο βϊτραχοσ που τον εύχε δαγκϔςει όταν νεκρϐσ, αλλϊ τα αλλϐκοτα δϐντια εύχαν μαγκϔςει ςτο κρϋασ ςαν ϊγκιςτρα και δεν ϋλεγαν να ξεκολλόςουν. Αυτό τη φορϊ, ο Σζον κλϐτςηςε τον αϋρα ςαν ποδοςφαιριςτόσ και κατϊφερε επιτϋλουσ ν' αποτινϊξει το βϊτραχο απϐ τα δϊχτυλα του. Σο χαλύ του καθιςτικοϑ εύχε όδη γεμύςει απϐ χοντρϊ βατρϊχια που χοροπηδοϑςαν. Και χοροπηδοϑςαν ϐλα προσ την κατεϑθυνςη τουσ. Ο Σζον ϋτρεξε ςτην πϐρτα. την πορεύα πϊτηςε ϋνα βϊτραχο και τον ϋλιωςε με το βϊροσ του. Η φτϋρνα του γλύςτρηςε ςτο ψυχρϐ, ζελατινϔδεσ υγρϐ που ξεχϑθηκε απϐ το πατικωμϋνο αμφύβιο κι ϋχαςε την ιςορροπύα του. Ευτυχϔσ, η Ελύζ παρϊτηςε την τελευταύα ςτιγμό το γιακϊ του πουκαμύςου και τον κρϊτηςε να μην πϋςει. Βγόκαν μαζύ ςτο χολ παραπατϔντασ και ο Σζον τρϊβηξε με δϑναμη την πϐρτα πύςω τουσ, πιϊνοντασ ϋναν απϐ τουσ βατρϊχουσ τη ςτιγμό που πηδοϑςε απϐ τη χαραμϊδα. Η πϐρτα τον ϋκοψε ςτα δυο. Σο 557
πϊνω μιςϐ του ϋπεςε ςτο πϊτωμα του χολ, ϐπου απϋμεινε να ςφαδϊζει, ανοιγοκλεύνοντασ εκεύνο το απαύςιο μαυριδερϐ ςτϐμα και ςτριφογυρνϔντασ τα κύτρινα γουρλωτϊ μϊτια του ςτην κορυφό του κεφαλιοϑ. Η Ελύζ χτϑπηςε τα δυο τησ μϊγουλα με τισ παλϊμεσ κι ϊρχιςε να ςκοϑζει υςτερικϊ. Ο Σζον ϋκανε να την πϊρει αγκαλιϊ, αλλϊ εκεύνη, κουνϔντασ ςαν τρελό το κεφϊλι και με τα μαλλιϊ να πϋφτουν ςτο πρϐςωπο τησ, τραβόχτηκε μακριϊ του ςαν να την τρϐμαζε κϊθε εύδουσ επαφό. Ο όχοσ των βατρϊχων που ϋπεφταν ςτη ςτϋγη όταν ϊςχημοσ, αλλϊ τα κοϊςματα και οι λαρυγγιςμού τουσ όταν πολϑ χειρϐτερα, γιατύ προϋρχονταν απϐ το εςωτερικϐ του ςπιτιοϑ... κι απϐ παντοϑ μϋςα ςτο ςπύτι. Ο Σζον θυμόθηκε το γϋρο, να του φωνϊζει απϐ την κουνιςτό πολυθρϐνα του ςτη βερϊντα του Καταςτόματοσ Γενικοϑ Εμπορύου: άςωσ πρϋπει να ςφαλύςετε τα παντζοϑρια. Φριςτϋ μου, γιατύ δεν τον πύςτεψα; ςκϋφτηκε. Κι αμϋςωσ μετϊ: Πϔσ να τον πιςτϋψω; Σύποτα ςτη ζωό μου δε με εύχε προετοιμϊςει ποτϋ για να πιςτϋψω κϊτι τϋτοιο! Πύςω απϐ τον όχο των βατρϊχων που ϋπεφταν ςτο ϋδαφοσ ϋξω και των βατρϊχων που εύχαν μαζευτεύ ςτα κεραμύδια και ςτα λοϑκια τησ ςτϋγησ, ϊκουγε τϔρα ϋναν καινοϑριο, ακϐμη πιο απειλητικϐ θϐρυβο: το μαςοϑλιςμα δοντιϔν ςτην πϐρτα του καθιςτικοϑ που εύχε μϐλισ κλεύςει. Οι βϊτραχοι ϊνοιγαν δρϐμο με τα δϐντια τουσ. Με τα μϊτια τησ φανταςύασ του εύδε την πϐρτα να ζορύζεται ςτουσ μεντεςϋδεσ τησ, καθϔσ ϐλο και περιςςϐτερα βατρϊχια την πύεζαν με το βϊροσ τουσ απϐ την ϊλλη μεριϊ. τρϊφηκε και εύδε ντουζύνεσ βατρϊχια να κατεβαύνουν χοροπηδϔντασ την εςωτερικό ςκϊλα. «Ελύζ!» Σην ϊρπαξε απϐ το χϋρι. Αυτό ςυνϋχιςε να τςιρύζει και να τραβιϋται μακριϊ του. Σο μανύκι του πουκαμύςου ςκύςτηκε. Ο Σζον κούταξε για λύγο ςαν χαμϋνοσ το κομμϊτι το 558
πανύ που εύχε απομεύνει ςτο χϋρι του, ςαν να μην όξερε τι να το κϊνει, και ϑςτερα ςυνόλθε και το πϋταξε ςτο πϊτωμα. «Να πϊρει η οργό, Ελύζ!» Εκεύνη ϋβγαλε μια ψιλό τςιρύδα και τραβόχτηκε ξανϊ. Σα πρϔτα βατρϊχια εύχαν φτϊςει πια ςτη βϊςη τησ ςκϊλασ και χοροπηδοϑςαν ϐλο αδημονύα προσ το μϋροσ τουσ. Ο Σζον ϊρπαξε τη γυναύκα του απϐ τουσ ϔμουσ και την τρϊνταξε δυνατϊ. «Πρϋπει να κατεβοϑμε ςτο κελϊρι! θα εύμαςτε αςφαλεύσ ϋχει!» «ήχι!» οϑρλιαξε η Ελύζ. Σα μϊτια τησ όταν δυο πελϔριοι κϑκλοι πϊνω ςτο κϊτωχρο πρϐςωπο τησ. Δεν αντιδροϑςε ςτην ιδϋα να κατεβοϑν ςτο κελϊρι, απλϔσ αρνιϐταν τα πϊντα. Αλλϊ δεν υπόρχε χρϐνοσ να την πϊρει με το καλϐ οϑτε να την καθηςυχϊςει. Ο Σζον την ϊρπαξε απϐ τα πϋτα με το ϋνα χϋρι και την ϋςυρε προσ την απϋναντι μεριϊ του χολ, ςαν αςτυνομικϐσ που τραβϊει ϋνα ζϐρικο κακοποιϐ ςτο περιπολικϐ. Ϊνα απϐ τα πρϔτα βατρϊχια που ϋφταςαν ςτο ιςϐγειο τινϊχτηκε προσ το μϋροσ τουσ μ' ϋνα εκπληκτικϊ τερϊςτιο πόδημα κι ϋμπηξε τα διαβολεμϋνα αγκιςτρωτϊ δϐντια του ςτο ξϑλου του δαπϋδου, ςτο ςημεύο ϐπου πατοϑςε μϐλισ μια ςτιγμό πριν η γυμνό φτϋρνα τησ Ελύζ. Κϊπου ςτη μϋςη του χολ, η Ελιζ όρθε ςτα ςυγκαλϊ τησ, κατϊλαβε που πόγαιναν κι ϊρχιςε να κινεύται με δικό τησ θϋληςη πια. Ϊφταςαν ςτην πϐρτα που κατϋβαζε ςτο κελϊρι. Ο Σζον ϋςτριψε το χεροϑλι, το τρϊβηξε, αλλϊ η πϐρτα δεν ϊνοιξε. «Να πϊρει!» οϑρλιαξε και τρϊβηξε ξανϊ, πιο δυνατϊ. Σύποτε. «Σζον! Κϊνε γρόγορα!» Η Ελύζ κούταξε πύςω τησ και εύδε ϋνα ποτϊμι βατρϊχια να κυλϊει ςτο χολ και να ϋρχεται καταπϊνω τουσ. Κινοϑνταν με αδιϊκοπα τρελϊ πηδόματα, το ϋνα πϊνω ςτο ϊλλο, χτυπϔντασ μεταξϑ τουσ, πϋφτοντασ πϊνω ςτην ξεθωριαςμϋνη ταπετςαρύα 559
του τούχου, πϋφτοντασ κϊτω, ϐπου ποδοπατιοϑνταν απϐ τα υπϐλοιπα. Και όταν ϐλο δϐντια, μαυροκύτρινα γουρλωτϊ μϊτια, φουςκωτϋσ, αςπριδερϋσ κοιλιϋσ και πρϊςινο, παγερϐ δϋρμα. «ΣΖΟΝ, ΚΑΝΕ ΚΑΣΙ! ΚΑΝΕ...» Σϐτε, ϋνα βατρϊχι ϋδωςε ϋνα δυνατϐ πόδο και γραπϔθηκε απϐ το πϐδι τησ, λύγο πϊνω απϐ το αριςτερϐ γϐνατο. Η Ελύζ οϑρλιαξε και το ϊρπαξε τϐςο γερϊ, που τα δϊχτυλα τησ ϋςπαςαν το δϋρμα και χϔθηκαν ςτην κοιλιϊ του. Σο ξεκϐλληςε απϐ το πϐδι τησ και για μια ςτιγμό, ϋτςι ϐπωσ ςόκωςε το χϋρι τησ ψηλϊ, το φριχτϐ πλϊςμα βρϋθηκε ακριβϔσ μπροςτϊ απϐ το πρϐςωπο τησ, ανοιγοκλεύνοντασ τα δϐντια του ςαν μικροςκοπικϐ αλλϊ φονικϐ μηχανικϐ παιχνύδι. Η Ελύζ το πϋταξε πϋρα με ϐλη τησ τη δϑναμη. Ο βϊτραχοσ, αφοϑ ϋκανε κϊμποςεσ ςτροφϋσ ςτον αϋρα, κατϋληξε ςτον τούχο, ακριβϔσ απϋναντι απϐ την πϐρτα τησ κουζύνασ. Δεν ϋπεςε· κϐλληςε ςτα ύδια του τα γλοιϔδη υγρϊ κι ϋμεινε εκεύ κρεμαςμϋνοσ. «ΣΖΟΝ! Ψ ΦΡΙΣΕ ΜΟΤ! ΣΖΟΝ!» Ο Σζον Γκρϊχαμ κατϊλαβε ξαφνικϊ τι δεν ϋκανε καλϊ. Αντϋςτρεψε την κατεϑθυνςη των προςπαθειϔν του κι ϋςπρωξε αντύ να τραβϊει. Η πϐρτα ϊνοιξε τϐςο απϐτομα, που ο Σζον κϐντεψε να πϋςει ςτο κενϐ και να κουτρουβαλόςει ςτισ ςκϊλεσ. Κουνϔντασ τα χϋρια του ςτον αϋρα, κατϊφερε να πιαςτεύ απϐ το κϊγκελο και τϐτε λύγο ϋλειψε να τον γκρεμύςει απϐ τη ςκϊλα η Ελύζ, που πϋραςε ςαν ςύφουνασ απϐ δύπλα του, ουρλιϊζοντασ με ϐςη δϑναμη εύχε ςτα πνευμϐνια τησ. Θα πϋςει, θα πϋςει και θα τςακιςτεύ ϋτςι που κατεβαύνει, θα ςπϊςει το λαιμϐ τησ... Αλλϊ δεν ϋπεςε. Πϊτηςε ςϔα το χωμϊτινο δϊπεδο του κελαριοϑ κι εκεύ ςωριϊςτηκε κατϊχαμα, διπλωμϋνη ςτα δυο, ςφύγγοντασ με τα δυο τησ χϋρια το πληγωμϋνο πϐδι τησ. Βατρϊχια περνοϑςαν με μεγϊλα πηδόματα απϐ την ανοιχτό πϐρτα που κατϋβαζε ςτο κελϊρι. 560
Ο Σζον πϊτηςε ςταθερϊ ςτο δεϑτερο ςκαλοπϊτι κι ϋκλειςε την πϐρτα κοπανϔντασ τη ςτη θϋςη τησ. ήςα βατρϊχια εύχαν προλϊβει να περϊςουν απϐ την απϐ εδϔ μεριϊ ςυνϋχιςαν να κατεβαύνουν τη ςκϊλα με πηδόματα ό να πϋφτουν ςτο κελϊρι περνϔντασ απϐ τα κενϊ ανϊμεςα ςτα ξϑλινα κϊγκελα. Ο Σζον τα ϊκουγε ςτο ςκοτϊδι, καθϔσ ψαχοϑλευε βιαςτικϊ τον τούχο να βρει το διακϐπτη. Σον βρόκε τελικϊ -όταν απϐ τουσ παλιοϑσ, με το ςκληρϐ κουμπύ- και τον κατϋβαςε, ακριβϔσ τη ςτιγμό που η Ελύζ ξανϊρχιςε να ουρλιϊζει. Ϊνασ βϊτραχοσ εύχε μπλεχτεύ ςτα μαλλιϊ τησ, κϐαζε μανιαςμϋνα και προςπαθοϑςε να τη δαγκϔςει ςτο ςβϋρκο. Η Ελύζ ςηκϔθηκε ϐρθια κι ϊρχιςε να τρϋχει ςκυφτό. Ϊκανε κϑκλουσ ςτα τυφλϊ, αποφεϑγοντασ ςαν απϐ θαϑμα να ςκοντϊψει πϊνω ςτα κιβϔτια που όταν ςτοιβαγμϋνα ςε διϊφορα ςημεύα. Ϊπειτα ϋπεςε πϊνω ς' ϋνα απϐ τα δοκϊρια που ςτόριζαν την οροφό, τινϊχτηκε προσ τα πύςω απϐ τη ςϑγκρουςη, ϋκανε ςτροφό και χτϑπηςε το πύςω μϋροσ του κεφαλιοϑ τησ δυνατϊ, δυο φορϋσ πϊνω ςτο χοντρϐ ξϑλο. Ακοϑςτηκε ϋνασ όχοσ ςαν ϔριμο πορτοκϊλι που ςκϊει, μαϑρα πηχτϊ ζουμιϊ πετϊχτηκαν γϑρω απϐ το δοκϊρι και ϑςτερα ο βϊτραχοσ ξεκϐλληςε απϐ τα μαλλιϊ τησ κι ϋπεςε κατρακυλϔντασ πϊνω απϐ την πλϊτη τησ, αφόνοντασ φαρδιϋσ κηλύδεσ απϐ το αλλϐκοτο αύμα του ςτο ϑφαςμα του πουκαμύςου. Η Ελύζ οϑρλιαξε και η παρϊνοια εκεύνου του όχου ϋκανε το αύμα του Σζον να παγϔςει. Μιςοτρϋχοντασ, μιςοκουτρουβαλϔντασ, κατϋβηκε τη ςκϊλα και πόρε την Ελύζ ςτην αγκαλιϊ του. την αρχό τον ϋςπρωχνε κι αντιδροϑςε, ϑςτερα αφϋθηκε. ιγϊ ςιγϊ οι κραυγϋσ τησ μετατρϊπηκαν ςε πνιχτϊ αναφιλητϊ. Κι ϋπειτα, ανϊμεςα ςτο μπουμπουνητϐ των χιλιϊδων βατρϊχων που χτυποϑςαν το ςπύτι και το κτόμα, ακοϑςτηκαν τα κοϊςματα των βατρϊχων που εύχαν προλϊβει να τρυπϔςουν 561
ςτο κελϊρι. Η Ελύζ τραβόχτηκε απϐτομα απϐ την αγκαλιϊ του Σζον και τα μϊτια τησ ϊρχιςαν να περιφϋρονται με φρενόρη ρυθμϐ, γυαλύζοντασ με τη λϊμψη τησ τρϋλασ. «Ποϑ εύναι;» ρϔτηςε αςθμαύνοντασ. Η φωνό τησ όταν βραχνό, ςπαςτό, ςαν γϊβγιςμα, απϐ τα ουρλιαχτϊ. «Σι εύναι ϐλα αυτϊ, Σζον;» Αλλϊ δε χρειαζϐταν να ψϊξουν τα βατρϊχια εύχαν όδη εντοπύςει αυτοϑσ κι ϋρχονταν χοροπηδϔντασ προσ το μϋροσ τουσ. Οι Γκρϊχαμ ϊρχιςαν να υποχωροϑν προσ τη γωνύα, ϐταν ο Σζον εύδε ϋνα φτυϊρι ακουμπιςμϋνο ςτον τούχο. Σο ϊρπαξε κι ϊρχιςε να ςκοτϔνει μ' αυτϐ τα βατρϊχια κϊθε φορϊ που ϋρχονταν καταπϊνω του. Μϐνο ϋνα πϋραςε. Πόδηξε απϐ το πϊτωμα ς' ϋνα κιβϔτιο κι απϐ εκεύ πϊνω ςτην Ελύζ, ϐπου αρπϊχτηκε με τα δϐντια του απϐ το πουκϊμιςο τησ και κρεμϊςτηκε ανϊμεςα ςτα ςτόθη τησ, κλοτςϔντασ με τα πύςω πϐδια του τον αϋρα. «Μεύνε ακύνητη!» τησ φϔναξε ο Σζον. Πϋταξε το φτυϊρι, την ϋφταςε με δυο βόματα, ϊρπαξε το βϊτραχο και τον τρϊβηξε βύαια απϐ το πουκϊμιςο τησ. Ο βϊτραχοσ πόρε μαζύ του κι ϋνα κομμϊτι ϑφαςμα. Σο κουρϋλι ανϋμιζε αγκιςτρωμϋνο ςτα δϐντια του, καθϔσ ςυςτρεφϐταν, φοϑςκωνε και τύναζε τα πϐδια του μϋςα ςτο χϋρι του Σζον. Σο δϋρμα του όταν ξερϐ, τραχϑ αλλϊ αηδιαςτικϊ ζεςτϐ και ζωντανϐ, μ' ϋναν αλλϐκοτο τρϐπο. Ο Σζον ϋςφιξε απϐτομα τα δυο του χϋρια ςε γροθιϋσ ςυνθλύβοντασ τον. κοϑρο βλεννϔδεσ αύμα τινϊχτηκε ανϊμεςα απϐ τα ςφιγμϋνα του δϊχτυλα. Σα βατρϊχια που εύχαν προλϊβει να μπουν ςτο κελϊρι δεν όταν παραπϊνω απϐ πϋντ' ϋξι τελικϊ και ςϑντομα όταν ϐλα ςκοτωμϋνα. Ο Σζον και η Ελύζ ϋμειναν ςφιχταγκαλιαςμϋνοι, ακοϑγοντασ την αδιϊκοπη βροχό των βατρϊχων ϋξω. 562
Ο Σζον κούταξε τα μικρϊ παραθυρϊκια του κελαριοϑ ψηλϊ. Ϋταν καταςκϐτεινα... πηγμϋνα. Ξαφνικϊ, φαντϊςτηκε το ςπύτι ϐπωσ θα φαινϐταν απϋξω: θαμμϋνο κϊτω απϐ ϋνα γιγϊντιο, αεικύνητο ςωρϐ βατρϊχων που ςτριμϔχνονταν, φοϑςκωναν και πηδοϑςαν καβαλϔντασ ο ϋνασ τ ον ϊλλο. «Πρϋπει να φρϊξουμε τα παρϊθυρα», εύπε βραχνϊ. «θα ςπϊςουν απϐ την πύεςη και τϐτε αυτϊ θα χυθοϑν εδϔ μϋςα ποτϊμι». «Με τι;» ρϔτηςε η Ελύζ, με κλειςμϋνη φωνό που μϐλισ ακουγϐταν. «Με τι να τα φρϊξουμε;» Ο Σζον κούταξε τριγϑρω ςτο κελϊρι και εύδε αρκετϋσ ςανύδεσ, παλιϋσ και μαυριςμϋνεσ απϐ την πολυκαιρύα, ςτημϋνεσ ςε μια γωνιϊ. Δεν όταν ϐ,τι καλϑτερο, αλλϊ όταν προτιμϐτερο απϐ το τύποτε. «Μ' αυτϊ», απϊντηςε ςτη γυναύκα του. «Ϊλα να με βοηθόςεισ να τισ ςπϊςουμε ςε μικρϐτερα κομμϊτια». Δοϑλευαν αμύλητοι, με φρενόρη ρυθμϐ. Σο κελϊρι εύχε μϐνο τϋςςερα παρϊθυρα και εύχαν αντϋξει ωσ τϔρα γιατύ όταν πολϑ πιο ςτενϊ απϐ τα μεγϊλα παρϊθυρα του υπϐλοιπου ςπιτιοϑ. Πϊνω που εύχαν τελειϔςει, ϊκουςαν ϋνα απϐ τα τζϊμια να ςπϊει πύςω απϐ τισ ςανύδεσ, αλλϊ οι ςανύδεσ κρϊτηςαν. Σρεκλύζοντασ, υποχϔρηςαν προσ τη μϋςη του κελαριοϑ, ο Σζον χοροπηδϔντασ κοϑτςα κοϑτςα ςτο γερϐ του πϐδι. Απϐ την κορυφό τησ ςκϊλασ ακοϑγονταν τα βατρϊχια να ςτριμϔχνονται και να μαςουλύζουν την πϐρτα του κελαριοϑ. «Σι θα κϊνουμε αν μαςόςουν το ξϑλο και μπουν;» ψιθϑριςε η Ελύ ζ. «Δεν ξϋρω», εύπε ο Σζον και τϐτε όταν που το πορτϊκι τησ καταπακτόσ για τα κϊρβουνα, χρϐνια αχρηςιμοπούητο αλλϊ ςε ϊριςτη κατϊςταςη, ϊνοιξε προσ τα μϋςα κϊτω απϐ το βϊροσ των βατρϊχων, που εύχαν πϋςει ό φτϊςει πηδϔντασ ωσ την 563
καταπακτό, κι εκατοντϊδεσ απϐ δαϑτουσ ξεχϑθηκαν ςτο κελϊρι ςαν πύδακασ νεροϑ που τινϊζεται υπϐ πύεςη. Η Ελύζ δεν οϑρλιαξε αυτό τη φορϊ. Εύχε όδη καταςτρϋψει τισ φωνητικϋσ χορδϋσ τησ. Δεν ϊντεξαν πολλό ϔρα απ' ϐταν ϊνοιξε το πορτϊκι τησ καταπακτόσ, αλλϊ μϋχρι να τελειϔςουν ϐλα ο Σζον Γκρϊχαμ οϑρλιαξε αρκετϊ και για τουσ δυο τουσ. Ψσ τα μεςϊνυχτα, η μπϐρα των βατρϊχων ςτο Γουύλοου εύχε μετατραπεύ ςε ςιγανϐ, αραιϐ ψιλϐβροχο. τη μύα και μιςό το πρωύ ο τελευταύοσ βϊτραχοσ ϋπεςε απϐ τον καθαρϐ, ϋναςτρο ουρανϐ, προςγειϔθηκε πϊνω ς' ϋνα πεϑκο κοντϊ ςτη λύμνη, πόδηςε ςτο ϋδαφοσ κι εξαφανύςτηκε μϋςα ςτη νϑχτα. Εύχε τελειϔςει για τα επϐμενα εφτϊ χρϐνια. Γϑρω ςτισ πϋντε και τϋταρτο, το πρϔτο φωσ τησ αυγόσ ϊρχιςε να κυλϊει ςτον ουρανϐ και πϊνω απϐ τα χωρϊφια. Σο Γουύλοου όταν θαμμϋνο κϊτω απϐ ϋνα παχϑ χαλύ βατρϊχων που ςϊλευε και φοϑςκωνε και χοροπηδοϑςε. Σα κτύρια ςτην Κεντρικό Οδϐ εύχαν χϊςει τισ γωνύεσ και τα γεωμετρικϊ τουσ ςχόματα. ήλα εύχαν γύνει ςτρογγυλεμϋνα, μαλακϊ και κινοϑμενα. Η πινακύδα ΚΑΛΨ ΟΡΙΑΣΕ ΣΟ ΓΟΤΙΛΟΟΤ, λύγο πριν απϐ την εύςοδο του χωριοϑ, φϊνταζε διϊτρητη απϐ ςφαύρεσ. Οι τρϑπεσ, βϋβαια, εύχαν γύνει απϐ τα βατρϊχια, που εύχαν καρφωθεύ πϊνω ςτο μϋταλλο. ήςο για την πινακύδα μπροςτϊ απϐ το Γενικϐ Εμπϐριο, αυτό που διαφόμιζε ΙΣΑΛΙΚΑ ΑΝΣΟΤΙΣ. ΠΙΣΑ. ΕΙΔΗ ΠΑΝΣΟΠΨΛΕΙΟΤ. ΑΔΕΙΕ ΑΛΙΕΙΑ, εύχε πϋςει κϊτω. Βατρϊχια χοροπηδοϑςαν με θϐρυβο πϊνω και ολϐγυρα τησ. Μια μικρό ςϑςκεψη βατρϊχων λϊμβανε χϔρα πϊνω ςτισ αντλύεσ, ςτο βενζινϊδικο του Ντϐνι ανϐκο. Ωλλα δυο βατρϊχια όταν καθιςμϋνα ςτο ςιδερϋνιο βραχύονα του ανεμοδεύκτη, ςτην κορυφό τησ ςτϋγησ του ςιδηρουργεύου, ςαν λιλιποϑτεια, τερατϐμορφα παιδϊκια ςε τραμπϊλα. 564
Κϊτω ςτη λύμνη, τα λιγοςτϊ πλεοϑμενα που εύχαν βγει απϐ τα υπϐςτεγα απϐ τϐςο νωρύσ (μϐνο οι πολϑ τολμηρού κολυμβητϋσ δοκύμαζαν τα νερϊ τησ λύμνησ του Γουύλοου πριν απϐ την 4η Ιουλύου, ϊςχετα απϐ βατρϊχια και εποχϋσ βροχϔν) όταν ςκεπαςμϋνα με βατρϊχια και τα ψϊρια τησ λύμνησ εύχαν πϊθει την πλϊκα τουσ με τϐςο ϊφθονο διαθϋςιμο φαγητϐ. Ποϑ και ποϑ ακουγϐταν ϋνα πλιπ! πλιπ! καθϔσ κϊποιο απϐ τα βατρϊχια που ςτριμϔχνονταν για μια θϋςη πϊνω ςτη βϊρκα ϋπεφτε ςτο νερϐ κι αυτομϊτωσ μετατρεπϐταν ςε πρωινϐ γεϑμα μιασ πειναςμϋνησ πϋςτροφασ ό ενϐσ ςολομοϑ. Οι δρϐμοι απϐ και προσ το χωριϐ —και υπόρχαν πολλού, ϐπωσ εύχε πει ο Φϋνρι άντεν- όταν ςτρωμϋνοι με βατρϊχια. Σο ρεϑμα όταν κομμϋνο προσ το παρϐν βϊτραχοι ςε ελεϑθερη πτϔςη εύχαν κϐψει τα καλϔδια ςε αρκετϊ ςημεύα. Οι περιςςϐτεροι κόποι εύχαν καταςτραφεύ, ευτυχϔσ ϐμωσ τα ϋςοδα των κατούκων του Γουύλοου δεν προϋρχονταν απϐ την αγροτικό παραγωγό. Αρκετού διατηροϑςαν κοπϊδια, αλλϊ εύχαν φροντύςει ϐλοι να τα αςφαλύςουν αποβραδύσ. Οι κτηνοτρϐφοι του Γουύλοου όξεραν για την εποχό των βροχϔν και δεν υπόρχε περύπτωςη ν' αφόςουν τισ αγελϊδεσ ό τα πρϐβατα τουσ βορϊ ςτισ ορδϋσ των ςαρκοβϐρων βατρϊχων. Αν μη τι ϊλλο. τι διϊβολο θα ϋλεγαν ςτισ αςφαλιςτικϋσ εταιρεύεσ; Καθϔσ το φωσ τησ αυγόσ δυνϊμωνε πϊνω απϐ το Φϋμπςτεντ Πλϋισ, αποκϊλυπτε ςωροϑσ απϐ ψϐφια βατρϊχια ςτη ςτϋγη, υδρορροϋσ που εύχαν ξεκολλόςει απϐ το βϊροσ των ςωρευμϋνων βατρϊχων και μια αυλό ςωςτό βατραχοθϊλαςςα. Πηδοϑςαν μϋςα κι ϋξω απϐ τον αχυρϔνα, γϋμιζαν τισ καμινϊδεσ, ςεργιϊνιζαν ϊςκοπα γϑρω απϐ τουσ τροχοϑσ τησ Υορντ των Γκρϊχαμ και κϊθονταν μπουλοϑκι ςτα μπροςτινϊ καθύςματα, ςαν εκκληςύαςμα που περιμϋνει τη λειτουργύα ν' αρχύςει. ωρού απϐ βατρϊχια —ψϐφια τα περιςςϐτερα- κεύτονταν ςαν θύνεσ παραςυρμϋνεσ απϐ τον αϋρα πϊνω ςτουσ εξωτερικοϑσ τούχουσ 565
του ςπιτιοϑ. Μερικϋσ απ' αυτϋσ τισ «θύνεσ» ϋφταναν τα δυο μϋτρα πλϊτοσ ςτη βϊςη τουσ. τισ 6:05 ο όλιοσ ϋςκαςε ςτον ορύζοντα τησ ανατολόσ και μϐλισ τουσ χτϑπηςαν οι ακτύνεσ του οι βϊτραχοι ϊρχιςαν να λιϔνουν. Σο δϋρμα τουσ αποχρωματύςτηκε, ξϊςπριςε και ϑςτερα πόρε να γύνεται διϊφανο. ϑντομα, ϋνασ ατμϐσ, που μϑριζε αχνϊ βαλτϐνερα, ϊρχιςε να ςηκϔνεται απϐ τουσ ςωροϑσ των ψϐφιων βατρϊχων και μικρϊ ρυϊκια απϐ παχϑρρευςτη, αφρύζουςα υγραςύα κυλοϑςε απϐ παντοϑ. Σα μϊτια των βατρϊχων βοϑλιαζαν ςτισ κϐγχεσ τουσ ό ϋπεφταν κϊτω, ανϊλογα με τισ θϋςεισ τουσ ϐταν τα χτυποϑςε ο όλιοσ. Σα κορμιϊ τουσ ϋςκαζαν με κρϐτο και για δϋκα λεπτϊ περύπου ς' ϐλο το Γουύλοου όταν ςαν να ϊνοιγαν χιλιϊδεσ μπουκϊλια ςαμπϊνιασ. Μετϊ απ' αυτϐ, η αποςϑνθεςη όταν ταχϑτατη. Οι ςωρού ϋλιωςαν ςε λιμνοϑλεσ γεμϊτεσ αςπριδερϐ, κολλϔδεσ υγρϐ που ϋμοιαζε με ανθρϔπινο ςπϋρμα. Αυτϐ το υγρϐ κυλοϑςε απϐ τα λοϑκια τησ κεραμιδϋνιασ ςτϋγησ του Φϋμπςτεντ Πλϋισ κι ϋρρεε απϐ τισ μαρκύζεσ ςαν πϑο. Σα ζωντανϊ βατρϊχια πϋθαναν. ήςα όταν όδη νεκρϊ απλϔσ ϋλιωςαν ς' εκεύνο το αςπριδερϐ υγρϐ. Απϐ τη γη ϊρχιςαν ν' αναβλϑζουν λεπτϋσ κορδϋλεσ ατμοϑ και για λύγη ϔρα κϊθε ανοιχτό ϋκταςη ςτο Γουύλοου θϑμιζε κρατόρα ανενεργοϑ ηφαύςτειου. Ψσ τισ εφτϊ παρϊ τϋταρτο εύχαν τελειϔςει ϐλα, εκτϐσ απϐ τισ επιςκευϋσ, που ς' αυτϋσ όταν ςυνηθιςμϋνοι οι κϊτοικοι Δεν όταν δα και τϐςο μεγϊλο το τύμημα για ϊλλα εφτϊ χρϐνια γαλόνησ κι ευημερύασ ς' αυτό την ξεχαςμϋνη γωνιϊ τ ου Μϋιν. τισ οχτϔ και πϋντε, το χιλιοχτυπημϋνο Βϐλβο τησ Λϐρασ τϊντον ϋςτριψε και μπόκε ςτην αυλό του Γενικοϑ Εμπορύου. Η Λϐρα φαινϐταν ακϐμα πιο ωχρό και ϊρρωςτη απϐ πριν. Ϋταν 566
ϊρρωςτη πρϊγματι. Κρατοϑςε και πϊλι το πακϋτο με τισ ϋξι μπύρεσ Ντϐςον, μϐνο που τϔρα ϐλα τα μπουκϊλια όταν ϊδεια. Κι αυτό εύχε ϋνα φρικτϐ πονοκϋφαλο μετϊ το μεθϑςι. Ο Φϋνρι άντεν βγόκε ςτη ςκεπαςτό βερϊντα. Πύςω του ερχϐταν ο ςκϑλοσ του. «Βϊλε μϋςα αυτϐ τον κοπρύτη, αλλιϔσ κϊνω ςτροφό και γυρύζω ςπύτι μου», εύπε η Λϐρα απϐ το πρϔτο ςκαλοπϊτι. «Σου φεϑγουν τα αϋρια, Λϐρα, δε φταύει αυτϐσ». «Αυτϐ δε ςημαύνει πωσ εγϔ εύμαι υποχρεωμϋνη να τα μυρύζω», απϊντηςε η γυναύκα. «Μιλϊω ςοβαρϊ, Φϋνρι. Σο κεφϊλι μου πϊει να ςπϊςει και το τελευταύο πρϊγμα που χρειϊζομαι ςόμερα το πρωύ εύναι να μου παύξει το ςκυλύ ςου τον εθνικϐ ϑμνο με τον κϔλο του». «Μϋςα, Σϐμπι», εύπε ο Φϋνρι κρατϔντασ ανοιχτό την πϐρτα. Ο Σϐμπι τον κούταξε με υγρϊ μϊτια, ςαν να παραπονιϐταν, Γιατύ με διϔχνεισ; Σϔρα που αρχύζει να ϋχει τϐςο ενδιαφϋρον ϋξω! «Ωντε, φϑγε», ξαναεύπε ο Φϋνρι. Ο ςκϑλοσ μπόκε ςτο μαγαζύ και ο Φϋνρι ϋκλειςε την πϐρτα. Η Λϐρα περύμενε μϋχρι ν' ακουςτεύ το μϊνταλο να πϋφτει ςτη θϋςη του και μϐνο τϐτε ανϋβηκε τα ςκαλοπϊτια. «Η ταμπϋλα ςου ϋπεςε», εύπε η Λϐρα, δύνοντασ του το πακϋτο με τα ϊδεια μπουκϊλια. «Ϊχω μϊτια, κυρϊ μου», εύπε ο Φϋνρι. Οϑτε αυτϐσ όταν ςτα κϋφια του ςόμερα το πρωύ. Ελϊχιςτοι ςτο Γουύλοου θα όταν. Δϑςκολο να κοιμηθεύσ ϐταν βρϋχει βατρϊχια. Ευτυχϔσ που ϋπιανε μϐνο κϊθε εφτϊ χρϐνια, αλλιϔσ μποροϑςε να ςου ςτρύψει. «Ϊπρεπε να την εύχεσ μαζϋψει μϋςα ςτο μαγαζύ», εύπε η Λϐρα. Ο Φϋνρι μουρμοϑριςε κϊτι που η γυναύκα δεν ϊκουςε. «Σι εύπεσ;» 567
«Εύπα ϐτι ϋπρεπε να προςπαθοϑςαμε περιςςϐτερο», εύπε πειςματικϊ ο Φϋνρι. «Ϋταν καλού ϊνθρωποι. Και νϋοι. Ϊπρεπε να επιμεύνουμε». Παρϊ τον πονοκϋφαλο, η Λϐρα ϋνιωςε κϊποιο ούκτο για το γϋρο και τον ϊγγιξε παρηγορητικϊ ςτο μπρϊτςο. «Εύναι το τελετουργικϐ», εύπε. «Καμιϊ φορϊ μου ϋρχεται να το χϋςω το τελετουργικϐ!» «Φϋνρι!» Η Λϐρα τρϊβηξε το χϋρι τησ ςοκαριςμϋνη. Ο ϊνθρωποσ δε βγϊζει νιϊτα, θϑμιςε ςτον εαυτϐ τησ. Σα γρανϊζια ϋχουν ςκουριϊςει ςτο κεφϊλι του, φυςικϐ εύναι. «Δε με νοιϊζει», εύπε με πεύςμα ο Φϋνρι. «Υαινϐταν πολϑ καλϐ ζευγϊρι. Σο εύπεσ κι εςϑ, μην το αρνηθεύσ». «Πρϊγματι, ςκϋφτηκα ϐτι όταν καλϊ παιδιϊ», εύπε η Λϐρα. «Αλλϊ δεν μποροϑςε να γύνει τύποτε, Φϋνρι. Κι εςϑ το παραδϋχτηκεσ χτεσ βρϊδυ». «Ξϋρω», εύπε ο γϋροσ μ' ϋνα ςτεναγμϐ. «Δεν τουσ αναγκϊςαμε εμεύσ να μεύνουν», ςυνϋχιςε η Λϐρα. «Σο αντύθετο. Εμεύσ τουσ προειδοποιόςαμε να φϑγουν απϐ το χωριϐ. Αυτού αποφϊςιςαν να μεύνουν. ήλοι αυτϐ αποφαςύζουν, πϊντα. Μϐνοι τουσ πόραν την απϐφαςη. Εύναι κι αυτϐ μϋροσ του τελετουργικοϑ». «Ξϋρω», επανϋλαβε ο άντεν. Πόρε βαθιϊ ανϊςα και μϐρφαςε. «ιχαύνομαι αυτό τη μυρωδιϊ μετϊ. ήλο το χωριϐ βρομϊει ςαν κομμϋνο γϊλα». «Θα ϋχει φϑγει ωσ το μεςημϋρι. Αφοϑ το ξϋρεισ». «Ψ, ναι. Απλϔσ εϑχομαι να εύμαι κϊτω απϐ το χϔμα ϐταν θα ξαναγύνει. Κι αν δεν εύμαι, Λϐρα, ελπύζω να ϋχει αναλϊβει κϊποιοσ ϊλλοσ το καθόκον να ςυναντϊει αυτοϑσ που ϋρχονται τη μϋρα πριν απϐ την εποχό των βροχϔν, θϋλω να ξεπληρϔνω τα χρϋη μου ςωςτϊ ϐταν ϋρχεται η ϔρα να πληρϔςω, ϐπωσ κϊθε ϊνθρωποσ, αλλϊ ςου το λϋω να το ξϋρεισ, κουρϊζεται κανεύσ απϐ 568
τουσ βατρϊχουσ. Ϊςτω κι αν εύναι κϊθε εφτϊ χρϐνια, μπορεύ να κουραςτεύ κανεύσ πϊρα πολϑ». «υμφωνϔ, Φϋνρι», εύπε όρεμα η Λϐρα. «Λοιπϐν», εύπε ο γϋροσ κοιτϊζοντασ γϑρω του αναςτενϊζοντασ. «Ασ αρχύςουμε να βϊζουμε κϊποια τϊξη ςε ϐλο αυτϐ το χϊοσ, τι λεσ;» «Βεβαύωσ. Και μην ξεχνϊσ κϊτι ακϐμα, Φϋνρι. Δεν καθορύζουμε εμεύσ το τελετουργικϐ, απλϔσ το τηροϑμε πιςτϊ». «Σο ξϋρω, αλλϊ...» «Και μπορεύ τα πρϊγματα ν' αλλϊξουν. Κανεύσ δεν ξϋρει πϐτε ό γιατύ, αλλϊ θα μποροϑςαν. άςωσ να εύναι η τελευταύα φορϊ που εύχαμε εποχό των βροχϔν. Ϋ, την επϐμενη φορϊ, να μην εμφανιςτεύ κανϋνασ ξϋνοσ ςτο χωριϐ...» «Μην το λεσ αυτϐ», εύπε φοβιςμϋνα ο άντεν. «Αν δεν ϋρθει κανϋνασ, τα βατρϊχια μπορεύ να μη χαθοϑν ϋτςι ϐπωσ χϊνονται μϐλισ τα χτυπόςει ο όλιοσ». «Σα βλϋπεισ;» εύπε η Λϐρα. «Ϊρχεςαι ςτα λϐγια μου τελικϊ». «Σϋλοσ πϊντων», εύπε ο άντεν. «Εύναι πολϑσ καιρϐσ. Εφτϊ χρϐνια εύναι πολϑσ καιρϐσ». «Ναι». «Ϋταν καλϐ ζευγϊρι, ϐμωσ, ψϋματα;» «Ναι», ξαναεύπε η Λϐρα. «Κρύμα να πϊνε ϋτςι», μουρμοϑριςε ο Φϋνρι άντεν μ' ϋναν κϐμπο ςτη φωνό του κι αυτό τη φορϊ η Λϐρα δε μύληςε. Μετϊ απϐ λύγο, ο Φϋνρι τη ρϔτηςε αν μποροϑςε να τον βοηθόςει να ςηκϔςουν την πεςμϋνη ταμπϋλα. Παρϊ το δυνατϐ πονοκϋφαλο, η Λϐρα του απϊντηςε ϐτι θα τον βοηθοϑςε ευχαρύςτωσ. Δεν όθελε να βλϋπει τον Φϋνρι τϐςο πεςμϋνο, ειδικϊ ϐταν ϋνιωθε πεςμϋνοσ για κϊτι που δεν όταν ςτο χϋρι του να ελϋγξει, ϐπωσ δεν μπορεύ να ρυθμύςει κανεύσ την παλύρροια ό τισ φϊςεισ τησ ςελόνησ. 569
ήταν τελεύωςαν με την πινακύδα, ο Φϋνρι φαινϐταν κϊπωσ καλϑτερα. «Αχϊ», εύπε με ςιγουριϊ. «Εφτϊ χρϐνια εύναι πϊρα πολϑσ καιρϐσ». Εύναι, ςκϋφτηκε η Λϐρα, αλλϊ πϊντα περνϊει και η εποχό των βροχϔν πϊντα ξανϊρχεται και μαζύ τησ ϋρχονται και οι ξϋνοι, πϊντα δυο, ϋνασ ϊντρασ και μια γυναύκα, κι εμεύσ πϊντα τουσ λϋμε τι ακριβϔσ πρϐκειται να ςυμβεύ κι αυτού δε μασ πιςτεϑουν και γύνεται.. ϐ,τι γύνεται. «Ϊλα, ςαρϊβαλο», εύπε πειραχτικϊ ςτον άντεν. «Πϊμε να μου φτιϊξεισ ϋναν καφϋ πριν ανούξει το κεφϊλι μου ςτα δυο». Ο Φϋνρι άντεν ϋφτιαξε καφϋ. Πριν τον τελειϔςουν, ςτο χωριϐ εύχαν αρχύςει να δουλεϑουν τα ςφυριϊ και τα πριϐνια. Απϐ το παρϊθυρο του μαγαζιοϑ ϋβλεπαν την Κεντρικό Οδϐ, ϋβλεπαν παραθυρϐφυλλα ν' ανούγουν κι ανθρϔπουσ να καλημερύζονται, να μιλϊνε και να γελϊνε. Ο αϋρασ όταν ξηρϐσ και ζεςτϐσ, ο ουρανϐσ ψηλϊ ϋνα απϋραντο θαμπϐ γαλϊζιο. Η εποχό των βροχϔν ςτο Γουύλοου εύχε τελειϔςει.
570
Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου Ο γϋροσ καθϐταν ςτην πολυθρϐνα του, ςτην πϐρτα του αχυρϔνα, ανϊμεςα ςτισ μυρωδιϋσ των μόλων, κουνιϐταν και όθελε να μη θϋλει ϋνα τςιγϊρο, ϐχι επειδό το εύχε πει ο γιατρϐσ, αλλϊ επειδό η καρδιϊ του χτυποϑςε ακανϐνιςτα τον τελευταύο καιρϐ. Παρακολοϑθηςε εκεύνο το ηλύθιο καθαρματϊκι, τον ήςγκουντ, να κϊνει ϋνα γρόγορο μϋτρημα, με το πρϐςωπο του πϊνω ςτον κορμϐ του δϋντρου, να «βγαύνει», να βρύςκει τον Κλϊιβι ϋξω και να ξεςπϊει ςε χαχανητϊ, ανούγοντασ τϐςο πολϑ το ςτϐμα του, που ο γϋροσ πρϐλαβε να προςϋξει ϐτι τα δϐντια του όταν όδη χαλαςμϋνα και να φανταςτεύ πϔσ θα μϑριζε η ανϊςα του: ϐπωσ το πύςω μϋροσ ενϐσ υγροϑ κελαριοϑ. Παρ' ϐλο που το παλιϐπαιδο δεν πρϋπει να όταν πϊνω απϐ ϋντεκα. Ο γϋροσ παρακολοϑθηςε τον ήςγκουντ να γελϊει με το πρϐςτυχο, χωριϊτικο γϋλιο του. Σο αγϐρι γϋλαςε τϐςο πολϑ, που τελικϊ διπλϔθηκε ςτα δυο, ςτηρύζοντασ τισ παλϊμεσ ςτα λυγιςμϋνα του γϐνατα· τϐςο πολϑ, που τα υπϐλοιπα παιδιϊ βγόκαν απϐ τισ κρυψϔνεσ τουσ να δουν τι ϋτρεχε κι αφοϑ εύδαν γϋλαςαν κι αυτϊ. τϋκονταν ϐλα τουσ τριγϑρω, κϊτω απϐ τον πρωινϐ, ζεςτϐ όλιο, και γελοϑςαν με τον εγγονϐ του. Ο γϋροσ ξϋχαςε πϐςο πολϑ όθελε ϋνα τςιγϊρο. Αυτϐ που όθελε τϔρα όταν να δει αν θα ϋκλαιγε ο Κλϊιβι. Διαπύςτωςε ϐτι όταν πολϑ πιο περύεργοσ γι' αυτϐ, απ' ϐ,τι για οτιδόποτε ϊλλο εύχε τραβόξει την προςοχό του εδϔ κι αρκετοϑσ μόνεσ, ςυμπεριλαμβανομϋνησ τησ πιθανϐτητασ του επικεύμενου θανϊτου του. «Σον ϋπιαςε ϋξω!» φϔναζαν ρυθμικϊ τα παιδιϊ και γελοϑςαν . Ο Κλϊιβι ςτεκϐταν ςτη μϋςη, ακύνητοσ ςαν κομμϋνο κοϑτςουρο, και περύμενε να ςταματόςουν τα γιουχαϏςματα, να ςυνεχιςτεύ το παιχνύδι μ' αυτϐν να «τα φυλϊει» και να πϊρει 571
τϋλοσ η ντροπό. Μετϊ απϐ λύγο ϋτςι ϋγινε. ίςτερα μεςημϋριαςε, όταν ϔρα για φαγητϐ και τα παιδιϊ πόγαν ςτα ςπύτια τουσ. Ο γϋροσ παρακολοϑθηςε να δει πϐςο θα ϋτρωγε ο Κλϊιβι. Δεν ϋφαγε πολϑ. κϊλιςε τισ πατϊτεσ του, ϊλλαξε θϋςη ςτα μπιζϋλια και ςτο βραςτϐ καλαμπϐκι μϋςα ςτο πιϊτο του κι ϋριξε κρυφϊ μικρϋσ μπουκιϋσ κρϋασ ςτο ςκϑλο, κϊτω απϐ το τραπϋζι. Ο γϋροσ τα παρατηροϑςε ϐλα με μεγϊλο ενδιαφϋρον. Απαντοϑςε ϐταν του μιλοϑςε κϊποιοσ, δύνοντασ ελϊχιςτη προςοχό ςτα λϐγια που ακοϑγονταν απϐ τα ϊλλα ςτϐματα ό απϐ το δικϐ του. Σο μυαλϐ του όταν ςτο αγϐρι. Αφοϑ ϋφαγαν και την πύτα, ο γϋροσ όθελε πϊλι αυτϐ που δεν ϋπρεπε, οπϐτε ζότηςε ςυγνϔμη κι ανϋβηκε να πϊρει ϋναν υπνϊκο. τα μιςϊ τησ ςκϊλασ κοντοςτϊθηκε, γιατύ η καρδιϊ του ϋκανε ςαν ανεμιςτόρασ ςτον οπούο ϋχει ςκαλϔςει τραπουλϐχαρτο. Ϊμεινε για λύγο ακύνητοσ, με το κεφϊλι ςκυφτϐ, περιμϋνοντασ να δει αν θα όταν αυτό η τελειωτικό κρύςη (εύχε πϊθει όδη δϑο) κι αφοϑ ςιγουρεϑτηκε ϐτι δεν όταν ανϋβηκε επϊνω, ϋβγαλε ϐλα του τα ροϑχα εκτϐσ απϐ το ςϔβρακο και ξϊπλωςε ανϊςκελα ςτο ϊςπρο ςεντϐνι. Ϊνα φωτεινϐ παραλληλϐγραμμο, μια ετικϋτα όλιου, ςτϐλιζε το κοκαλιϊρικο ςτόθοσ του. Σο χϔριζαν ςτα τρύα δυο βαθιϋσ λωρύδεσ ςκιϊσ, οι γρύλιεσ του παραθϑρου. Ο γϋροσ ςταϑρωςε τα χϋρια πύςω απϐ το κεφϊλι, γλϊρωςε κι αφουγκρϊςτηκε. Μετϊ απϐ λύγο του φϊνηκε πωσ ϊκουςε το μικρϐ να κλαύει ςτο δωμϊτιο του, ςτο τϋρμα του διαδρϐμου, και ςκϋφτηκε: Κϊτι πρϋπει να κϊνω. Κοιμόθηκε μια ωρύτςα κι ϐταν ξϑπνηςε και εύδε δύπλα του τη γυναύκα να κοιμϊται, με τη νυχτικιϊ τησ, πόρε τα ροϑχα του ϋξω ςτο διϊδρομο και ντϑθηκε εκεύ πριν κατεβεύ ςτο ιςϐγειο. Ο Κλϊιβι όταν ϋξω, καθιςμϋνοσ ςτα ςκαλοπϊτια. Πετοϑςε ϋνα ξϑλο ςτο ςκυλύ, που ϋτρεχε και το ϋφερνε πύςω με πολϑ περιςςϐτερο κϋφι απ' ϐςο το πετοϑςε το αγϐρι. Σο ςκυλύ (δεν εύχε ϐνομα, όταν απλϔσ το ςκυλύ) φαινϐταν απορημϋνο. 572
Ο γϋροσ χαιρϋτηςε το αγϐρι, του εύπε να πϊνε μαζύ μια βϐλτα ςτον οπωρϔνα και το αγϐρι υπϊκουςε. Σο γϋρο τον ϋλεγαν Σζορτζ Μπϊνινγκ και όταν ο παπποϑσ του αγοριοϑ. Απ' αυτϐν ϋμαθε ο Κλϊιβι Μπϊνινγκ πϐςο ςημαντικϐ εύναι να ϋχεισ ςτη ζωό ςου ϋνα ϐμορφο αλογϊκι. Εύναι απολϑτωσ απαραύτητο, ακϐμη και γι' αυτοϑσ που εύναι αλλεργικού ςτα ϊλογα, γιατύ χωρύσ ϋνα ϐμορφο αλογϊκι, ακϐμη κι αν κρεμϊςεισ απϐ ϋξι ρολϐγια ςε κϊθε δωμϊτιο και φορϋςεισ ϊλλα τϐςα ςτουσ καρποϑσ ςου, μια ζωό δε θα ξϋρεισ τι ϔρα εύναι. Οι οδηγύεσ (ο Σζορτζ Μπϊνινγκ δεν ϋδινε ποτϋ ςυμβουλϋσ, μϐνο οδηγύεσ) δϐθηκαν τη μϋρα που ο Κλϊιβι, παύζοντασ κρυφτϐ, πιϊςτηκε απϐ το βλϊκα, τον ήλντεν ήςγκουντ. Εκεύνο τον καιρϐ, ςτα μϊτια του Κλϊιβι, ο παπποϑσ όταν μεγαλϑτεροσ κι απϐ το θεϐ, που ςόμαινε εβδομόντα δϑο χρονϔν. Σο αγρϐκτημα των Μπϊνινγκ βριςκϐταν ςτο Σρϐι τησ Νϋασ Τϐρκησ, που το 1961 μϐλισ που ϊρχιζε να μαθαύνει πϔσ να πϊψει να εύναι επαρχύα. Οι οδηγύεσ δϐθηκαν ςτο Δυτικϐ Οπωρϔνα. Ο παπποϑσ ςτεκϐταν χωρύσ ςακϊκι καταμεςόσ ςτη χιονοθϑελλα, που δεν όταν ϐψιμο χιϐνι αλλϊ πρϔιμα πϋταλα απϐ ϊνθη μηλιϊσ, παραςυρμϋνα απϐ ϋνα δυνατϐ, ζεςτϐ ϊνεμο. Ο παπποϑσ φοροϑςε τη φϐρμα του κι απϐ κϊτω πουκϊμιςο με κολϊρο, ϋνα πουκϊμιςο που φαινϐταν ςαν να όταν κϊποτε πρϊςινο και που τϔρα εύχε ξεθωριϊςει ς' ϋνα μουντϐ λαδύ ϋπειτα απϐ εκατοντϊδεσ πλυςύματα. Κϊτω απϐ το πουκϊμιςο φαινϐταν ο ςτρογγυλϐσ γιακϊσ τησ φανϋλασ του (ριγϋ φανϋλα, φυςικϊ· εκεύνη την εποχό εύχαν όδη αρχύςει να φτιϊχνουν κι απϐ τισ ϊλλεσ, αλλϊ ϋνασ παπποϑσ ςαν τον παπποϑ θα ϋμενε πιςτϐσ ςτη ριγϋ φανϋλα ωσ το τϋλοσ). Αυτό η φανϋλα όταν πεντακϊθαρη, αλλϊ εύχε χρϔμα κοκαλύ, αντύ για το κανονικϐ τησ ϊςπρο, αφοϑ το ςϑνθημα τησ γιαγιϊσ, χιλιοειπωμϋνο και κεντημϋνο μϋχρι και ςε κϊδρο ςτον τούχο του καθιςτικοϑ 573
(προφανϔσ φτιαγμϋνο εκεύνεσ τισ παλιϋσ εποχϋσ που η γυναύκα δε ςϑχναζε εκεύ για να μεταδϔςει τη γνϔςη αυτοπροςϔπωσ) όταν το εξόσ: Υϐρεςε το, φϐρεςε το, κι αν τρυπόςει, μπϊλωςε το! Πλυν' το και ςιδϋρωςϋ το κι ϊμα λιϔςει πϋταξε το! Πϋταλα απϐ ϊνθη μηλιϊσ εύχαν ςκαλϔςει ςτα μακριϊ μαλλιϊ του παπποϑ, που ακϐμα όταν γκρύζα, ϐχι ολϐαςπρα, και το αγϐρι ςκϋφτηκε ϐτι ο γϋροσ όταν ϐμορφοσ εκεύ, κϊτω απϐ τα δϋντρα. Εύχε δει τον παπποϑ που τουσ παρακολουθοϑςε ϐταν ϋπαιζαν κρυφτϐ νωρύτερα, το πρωύ. Που παρακολουθοϑςε αυτϐν. Ο παπποϑσ καθϐταν ςτην κουνιςτό πολυθρϐνα του, ςτην πϐρτα του αχυρϔνα. Μια απϐ τισ ςανύδεσ ϋτριζε ϐπωσ κουνιϐταν ο παπποϑσ, που καθϐταν ςτην πολυθρϐνα, μ' ϋνα βιβλύο αφημϋνο ανϊποδα ςτα γϐνατα του και τα χϋρια του ςταυρωμϋνα πϊνω ςτο βιβλύο, μϋςα ςτισ γλυκϋσ μυρωδιϋσ του ςανοϑ, των μόλων και του μηλϐκραςου. Αυτϐ το παιχνύδι όταν η αφορμό που θϋληςε ο παπποϑσ να τον καθοδηγόςει ςτο θϋμα του χρϐνου· πϔσ εύναι ο χρϐνοσ γλιςτερϐσ και πϔσ ο ϊνθρωποσ πρϋπει ςυνϋχεια ν' αγωνύζεται να μην του φϑγει απϐ τα χϋρια. Σο αλογϊκι όταν ϐμορφο, αλλϊ εύχε μοχθηρό καρδιϊ. Ϊτςι και δεν το πρϐςεχεσ αυτϐ το ϐμορφο αλογϊκι, θα πηδοϑςε το φρϊχτη και θα χανϐταν και ϑςτερα ϋπρεπε να τρϋχεισ απϐ πύςω του με την τριχιϊ, να του ξαναπερϊςεισ το χαλινϊρι, πρϊγμα που θα ςε ξεθϋωνε ςτην κοϑραςη αν εύχεσ να τρϋξεισ πολϑ δρϐμο. Ο παπποϑσ ϊρχιςε την καθοδόγηςη, λϋγοντασ ϐτι ο ήλντεν ήςγκουντ εύχε κϊνει ζαβολιϊ. Τποτύθεται ϐτι ϋπρεπε να «τα φυλϊξει» ςτην ξεραμϋνη φτελιϊ, δύπλα ςτο κοϑτςουρο που ϋκοβαν ξϑλα, για ϋνα ολϐκληρο λεπτϐ, που θα τελεύωνε ϐταν θα εύχε μετρόςει ωσ το εξόντα. Ο Κλϊιβι (ϋτςι τον φϔναζε πϊντα ο παπποϑσ, αλλϊ δεν τον πεύραζε, αν και θα τςακωνϐταν με ϐποιον -μικρϐ ό μεγϊλο— θα τον ϋλεγε ακϐμη ϋτςι αφοϑ θα εύχε κλεύςει τα δϔδεκα), ο Κλϊιβι και τα ϊλλα παιδιϊ, λοιπϐν, θα εύχαν μια τύμια ευκαιρύα να κρυφτοϑν. Ο Κλϊιβι, ϐμωσ, ακϐμα 574
ϋψαχνε για κρυψϔνα ϐταν ο ήλντεν ήςγκουντ μϋτρηςε εξόντα, «βγόκε» και τον ϋπιαςε ϋξω, ενϔ προςπαθοϑςε να τρυπϔςει — ςαν ϋςχατη λϑςη— πύςω απϐ κϊτι καςϐνια για μόλα πεταμϋνα φϑρδην μύγδην δύπλα ςτο υπϐςτεγο, ϐπου το μεγϊλο πατητόρι που ϋκανε τα μόλα πολτϐ κι ϋβγαζε το μηλϐκραςο ορθωνϐταν μϋςα ςτη ςκιϊ ςαν μεςαιωνικϐ μηχϊνημα βαςανιςτηρύων. «Ϋταν κλεψιϊ», εύπε ο παπποϑσ. «Εςϑ δεν ϋκανεσ ςαν γυναικοϑλα και καλϊ ϋπραξεσ, γιατύ οι ϊντρεσ ποτϋ δεν μπόγουν τα κλϊματα -γι' αυτϐ και λϋμε ςαν γυναικοϑλα, γιατύ αυτϊ εύναι καμϔματα κοριτςιϔν και δεν ταιριϊζουν ςε ϊντρεσ ό ςε αγϐρια που εύναι ϋξυπνα και γενναύα και ξϋρουν να κρατιοϑνται. Σϋλοσ πϊντων, δεν όταν τύμιο. Σϔρα μπορϔ να το πω, γιατύ εςϑ δεν το εύπεσ εκεύνη την ϔρα». Ωνθη μηλιϊσ ϋπεφταν ςτα μαλλιϊ του παπποϑ. Ϊνα πϋταλο ςκϊλωςε ςτην προεξοχό του λαιμοϑ, πϊνω ςτο μόλο του Αδϊμ, ςκϊλωςε εκεύ ςαν πετρϊδι, που όταν πανϋμορφο αλλϊ καθϐλου φανταχτερϐ, γιατύ ϋτςι εύναι μερικϊ πρϊγματα, δε γύνεται αλλιϔσ, αλλϊ όταν υπϋροχο, επειδό όταν τϐςο προςωρινϐ. ε μερικϋσ ςτιγμϋσ θα το τύναζε το χϋρι του παπποϑ και θα ϋπεφτε ςτο χϔμα, ϐπου θα γινϐταν εντελϔσ ανϔνυμο ανϊμεςα ςτα δεκϊδεσ ϐμοια του. Ο Κλϊιβ εύπε ςτον παπποϑ ϐτι ο ήλντεν εύχε μετρόςει ωσ το εξόντα, ϐπωσ όθελε το παιχνύδι. Οϑτε και ο ύδιοσ όξερε γιατύ ϋπαιρνε το μϋροσ του παιδιοϑ που ςτο κϊτω κϊτω τον εύχε γελοιοποιόςει, αφοϑ δεν μπόκε καν ςτον κϐπο να ψϊξει να τον βρει παρϊ τον ϋπιαςε ϋξω. Ο ήλντεν —που καμιϊ φορϊ ϋδινε μπϊτςεσ, ςαν κορύτςι, ϊμα νευρύαζε πολϑ— το μϐνο που χρειϊςτηκε να κϊνει όταν να ςτρύψει, να τον δει και να ακουμπόςει το χϋρι του ςτον κορμϐ του ξεροϑ δϋντρου, φωνϊζοντασ τη φρϊςη που καταδύκαζε τον «πιαςμϋνο» να «τα φυλϊξει». «Ϊνασ Κλϊιβ ϋξω! Υτου! Υτου! Υτου!» 575
άςωσ να υποςτόριξε τον ήλντεν ϔςτε αυτϐσ και ο παπποϑσ να μην πρϋπει να γυρύςουν ςπύτι ακϐμα, οπϐτε θα μποροϑςε να βλϋπει τα αςημϋνια μαλλιϊ του παπποϑ ν' ανεμύζουν ςτη χιονοθϑελλα των λουλουδιϔν και να θαυμϊζει εκεύνο το διϊφανο πετρϊδι που εύχε ςκαλϔςει ςτο κούλωμα, ςτη βϊςη του λαιμοϑ του. «Και βϋβαια το ϋκανε», εύπε ο παπποϑσ. «Και βϋβαια μϋτρηςε ωσ το εξόντα. Σϔρα, δεσ αυτϐ, Κλϊιβι! Και βϊλ' το καλϊ ςτο μυαλϐ ςου!» Εύχε πολλϋσ τςϋπεσ η φϐρμα του παπποϑ —πϋντε, μαζύ μ' εκεύνη ςτο ςτόθοσ, που όταν ςαν μϊρςιποσ- αλλϊ δύπλα απϐ τισ πλαώνϋσ υπόρχαν κϊτι ϊλλεσ που ϋμοιαζαν ςαν τςϋπεσ. Αυτϋσ όταν ανούγματα, φτιαγμϋνα για να μπορεύσ να χϔνεισ το χϋρι ςτο παντελϐνι που φοροϑςεσ απϐ κϊτω απϐ τη φϐρμα (εκεύνα τα χρϐνια το να μη φορϊει κανεύσ παντελϐνι κϊτω απϐ τη φϐρμα δεν όταν ςκανδαλϔδεσ, όταν απλϔσ γελούο —καμϔματα γι' αυτοϑσ που ςύγουρα τουσ Ϊλειπε Κϊτι ςτον Πϊνω ήροφο). Ο παπποϑσ φοροϑςε το αναπϐφευκτο μπλουτζύν κϊτω απϐ τη φϐρμα του. «Εβραύικα παντελϐνια», τα ϋλεγε, και ϐχι γι' αςτεύο· ϋτςι τα ϋλεγαν ϐλοι οι αγρϐτεσ που γνϔριζε ο Κλϊιβ τϐτε. Σα Λιβϊισ όταν ό «εβραύικα παντελϐνια» ό απλϊ «Οβριού». Ο παπποϑσ ϋχωςε το χϋρι ςτο δεξύ ϊνοιγμα τησ φϐρμασ, ψαχοϑλεψε ςτο βϊθοσ τησ τςϋπησ του τζιν που φοροϑςε απϐ κϊτω και τελικϊ ϋβγαλε ϋνα αςημϋνιο ρολϐι τςϋπησ με καπϊκι κι αλυςύδα, που το ϋβαλε ςτο χϋρι του απροετούμαςτου αγοριοϑ. Σο ρολϐι βϊρυνε τϐςο ξαφνικϊ ςτην παλϊμη του Κλϊιβ και όταν τϐςο ϋντονοσ και ζωντανϐσ ο όχοσ κϊτω απϐ το μεταλλικϐ καπϊκι, που παραλύγο να του πϋςει απϐ το χϋρι. Κούταξε τον παπποϑ, με τα καςτανϊ του μϊτια διϊπλατα ανοιχτϊ. «Δε θα ςου πϋςει», εύπε ο παπποϑσ. «Αλλϊ ακϐμη κι αν ςου ϋπεφτε δε θα ςταματοϑςε. Ϊχει ξαναπϋςει, το ϋχουν πατόςει 576
κιϐλασ μια φορϊ ςε κϊποιο γλϋντι ςτη Γιοϑτικα και δεν ϋπαθε τύποτε. Αν ϐμωσ ςου πϋςει και ςταματόςει, εςϑ θα χϊςεισ, ϐχι εγϔ, γιατύ απϐ τϔρα εύναι δικϐ ςου». «Σι;» Ο Κλϊιβ πόγε να πει ϐτι δεν κατϊλαβε, αλλϊ δεν το εύπε γιατύ εύχε καταλϊβει. «ου το δύνω», εύπε ο παπποϑσ. «' εςϋνα εύχα ςκοπϐ να το αφόςω, αλλϊ μην περιμϋνεισ να το βϊλω ςτη διαθόκη μου. θα κϐςτιζαν πολϑ περιςςϐτερο τα δικηγορικϊ απϐ το ύδιο το ρολϐι». «Παπποϑ... εγϔ... Φριςτοϑλη μου!» Ο παπποϑσ γϋλαςε μϋχρι που τον ϋπιαςε βόχασ. Διπλϔθηκε ςτα δυο, γελϔντασ και βόχοντασ, και το πρϐςωπο του πόρε χρϔμα μελιτζανύ. Ϊνα μεγϊλο μϋροσ τησ χαρϊσ και τησ κατϊπληξησ του Κλϊιβ ϋγινε ανηςυχύα, θυμόθηκε πϐςεσ και πϐςεσ φορϋσ του εύχε πει η μϊνα του ςτο ταξύδι να προςϋχει να μην κουρϊζει τον παπποϑ, γιατύ ο παπποϑσ όταν ϊρρωςτοσ. ήταν ο Κλϊιβ τον ρϔτηςε -διακριτικϊ- πριν απϐ κϊνα δυο μϋρεσ, απϐ τι όταν ϊρρωςτοσ, ο Σζορτζ Μπϊνινγκ του απϊντηςε με μια και μοναδικό μυςτηριϔδη λϋξη. Και μϐνο το βρϊδυ, μετϊ την κουβϋντα ςτον οπωρϔνα, καθϔσ αποκοιμιϐταν γλυκϊ, με το ρολϐι του παπποϑ ςαν ζεςτϐ βϊροσ ςτην παλϊμη του, ο Κλϊιβ κατϊλαβε ϐτι το «τικιτϊκα» που του εύχε πει ο παπποϑσ δεν όταν κϊποιο κακϐ μικρϐβιο αλλϊ η καρδιϊ του. Ο γιατρϐσ τον εύχε αναγκϊςει να ςταματόςει το κϊπνιςμα και εύχε πει πωσ αν ο παπποϑσ επιχειροϑςε να κϊνει καμιϊ κουραςτικό δουλειϊ, ϐπωσ να φτυαρύςει χιϐνι ό να τςαπύςει το λαχανϐκηπο, θα κατϋληγε να παύζει ϊρπα ςτα ςυννεφϊκια. Σο αγϐρι όξερε πολϑ καλϊ τι ςόμαινε αυτϐ. «Δε θα ςου πϋςει, αλλϊ ακϐμη κι αν ςου ϋπεφτε δε θα ςταματοϑςε», εύχε πει ο παπποϑσ. ήμωσ, το αγϐρι όταν αρκετϊ μεγϊλο πια για να ξϋρει πωσ κϊποτε θα ςταματοϑςε κι αυτϐ· πωσ οι ϊνθρωποι και τα ρολϐγια κϊποτε ςταματϊνε . 577
Σϔρα ςτεκϐταν και περύμενε να δει αν θα ςταματοϑςε ο παπποϑσ, αλλϊ ο βόχασ και το γϋλιο του πϋραςαν ςιγϊ ςιγϊ, επιτϋλουσ, και ςηκϔθηκε πϊλι ϐρθιοσ, ςφουγγύζοντασ με το αριςτερϐ του χϋρι μια μϑξα που εύχε κυλόςει απϐ το ρουθοϑνι του και πετϔντασ την πϋρα, με ϋνα τύναγμα του χεριοϑ. «Εύςαι διαβολεμϋνα αςτεύο παιδύ, Κλϊιβι», εύπε ο παπποϑσ. «Ϊχω δεκϊξι εγγϐνια και μϐνο δυο απ' αυτϊ φοβϊμαι πωσ δε θ' αξύζουν πεντϊρα ϊμα μεγαλϔςουν. Εςϑ δεν εύςαι ϋνα απ' αυτϊ —αν και ςε μετρϊω ςτουσ επιλαχϐντεσ— αλλϊ εύςαι το μϐνο εγγϐνι μου που με κϊνει να πονϊνε τα παπϊρια μου απϐ τα γϋλια». «υγνϔμη, παπποϑ. Δεν όθελα να ςε πονϋςουν τα παπϊρια ςου», εύπε ο Κλϊιβ. Αυτϐ ϋκανε πϊλι τον παπποϑ να ςκϊςει ςτα γϋλια, αλλϊ αυτό τη φορϊ πρϐλαβε να ςταματόςει πριν τον ξαναπιϊςει βόχασ. «Υϋρε δυο βϐλτεσ την αλυςύδα γϑρω απϐ τα δϊχτυλα ςου για να ηςυχϊςεισ», του εύπε ο παπποϑσ. «Αν ηςυχϊςει το μυαλϐ ςου, ύςωσ προςϋξεισ καλϑτερα τι θα ςου πω». Ο Κλϊιβ ϋκανε ϐπωσ του εύπε ο παπποϑσ και πρϊγματι ϋνιωςε πιο όςυχοσ. Κούταξε το ρολϐι ςτην παλϊμη του, μαγεμϋνοσ απϐ τον όχο του μηχανιςμοϑ, την αντανϊκλαςη του όλιου πϊνω ςτο κρϑςταλλο και το λιλιποϑτειο δεύκτη που γϑριζε ςτο δικϐ του μικρϐ κϑκλο. ήμωσ, όταν ακϐμα το ρολϐι του παπποϑ ςύγουρα. Και τϐτε, πϊνω που ϋκανε αυτό τη ςκϋψη, ϋνα πϋταλο πϋραςε γλιςτρϔντασ πϊνω απϐ το τζϊμι και χϊθηκε. Ϋταν μϐνο μια ςτιγμό, που ϐμωσ ϊλλαξε τα πϊντα. Μετϊ το πϋταλο, όταν αλόθεια. Ϋταν δικϐ του πια το ρολϐι, για πϊντα... ό, τουλϊχιςτον, μϋχρι ϋνασ απϐ τουσ δυο τουσ να ςταματοϑςε να δουλεϑει, να μην μποροϑςε πια να φτιαχτεύ και να ϋπρεπε να τον πετϊξουν. 578
«Εντϊξει», εύπε ο παπποϑσ. «Βλϋπεισ το μεγϊλο δεύκτη που γυρύζει απϐ μϐνοσ του;» «Ναι». «Ψραύα. Να τον κοιτϊζεισ ςυνϋχεια. Μϐλισ φτϊςει επϊνω, θα μου φωνϊξεισ, "Πϊμε!" Κατϊλαβεσ;» Σο αγϐρι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Εντϊξει. Μϐλισ φτϊςει εκεύ, βϊλε φωνό!» Ο Κλϊιβ ϋςμιξε τα φρϑδια του και κούταξε το ρολϐι με τη βαθιϊ προςόλωςη ενϐσ μαθηματικοϑ που πληςιϊζει ςτη λϑςη μιασ κρύςιμησ εξύςωςησ. Εύχε όδη καταλϊβει τι όθελε να του αποδεύξει ο παπποϑσ και όταν αρκετϊ ϋξυπνοσ ϔςτε ν' αντιλαμβϊνεται ϐτι η απϐδειξη όταν απλό τυπικϐτητα, που ϐμωσ ϋπρεπε να δειχτεύ οπωςδόποτε. Ϋταν ζότημα ιεροτελεςτύασ, ϋτςι ϐπωσ δεν μπορεύσ να φϑγεισ απϐ την εκκληςύα μϋχρι να πει ο ιερϋασ τισ ευλογύεσ κι ασ ϋχει ψϊλει η χορωδύα ϐλουσ τουσ ϑμνουσ που όταν ςτο πρϐγραμμα και η θεύα Λειτουργύα ϋχει επιτϋλουσ —κι ευτυχϔσ— τελειϔςει. ήταν ο μεγϊλοσ δεύκτησ ςτϊθηκε ϐρθιοσ ακριβϔσ πϊνω ςτον αριθμϐ δϔδεκα του δύςκου (Σου δικοϑ μου, ςκεφτϐταν πανευτυχόσ ο Κλϊιβι. το δύςκο του δικοϑ μου ρολογιοϑ!) φϔναξε, «Πϊμε!» με ϐλη του τη δϑναμη και ο παπποϑσ ϊρχιςε αμϋςωσ να μετρϊει, γρόγορα και νευρικϊ, ςαν τελϊλησ ςε πλειςτηριαςμϐ, που ϋχει βγϊλει ςτο ςφυρύ αμφύβολησ αξύασ αντικεύμενα και βιϊζεται να τα ξεφορτωθεύ ςτισ υψηλϐτερεσ δυνατϋσ τιμϋσ, πριν το χαυνωμϋνο ακροατόριο του ξυπνόςει και καταλϊβει ϐτι δεν το ϋχουν απλϔσ εξαπατόςει, αλλϊ κατακλϋψει. «Εν-δϑο-τρύα, τϋςρα-πϋντ-εξ, 'φτα-χτο-'νιϊ, δϋκα-ϋντκαδϔδκα, 'κατρύα-'κατϋςρα», μετροϑςε ρυθμικϊ ο παπποϑσ και οι ςκληρϐπετςεσ κϐκκινεσ βοϑλεσ ςτα μαγουλϊ του και οι μαβιϋσ φλεβύτςεσ πϊνω ςτη μϑτη του ϐλο και φοϑντωναν απϐ τη φοϑρια του. «Πεντανιϊ- 'ξόντα!» τελεύωςε με μια βραχνό, 579
θριαμβευτικό φωνό. Κι ϐταν εύπε ο παπποϑσ τον τελευταύο αριθμϐ, ο μεγϊλοσ δεύκτησ του ρολογιοϑ μϐλισ που εύχε περϊςει την ϋβδομη μαϑρη γραμμοϑλα, ϋχοντασ μετρόςει μϐλισ τριϊντα πϋντε δευτερϐλεπτα. «Πϐςο;» ρϔτηςε ο παπποϑσ, λαχανιϊζοντασ και τρύβοντασ το ςτόθοσ του με την παλϊμη. Ο Κλϊιβ του εύπε πϐςο, κοιτϊζοντασ τον με απροκϊλυπτο θαυμαςμϐ. «Σι γρόγορα που μϋτρηςεσ, παπποϑ!» Ο παπποϑσ κοϑνηςε το χϋρι του -αυτϐ, με το οπούο ϋτριβε το ςτόθοσ του— ςαν να ϋλεγε. Δεν όταν τύποτα ςπουδαύο! αλλϊ χαμογϋλαςε. «Εκεύνο το παλιϐπαιδο ο ήςγκουντ μϋτρηςε δυο φορϋσ πιο γρόγορα απϐ μϋνα», εύπε. «Σον αλότη, τον ϊκουςα να λϋει εύκοςι εφτϊ κι αμϋςωσ μετϊ εύχε φτϊςει ςτο ςαρϊντα ϋνα». Ο παπποϑσ κϊρφωςε τα μϊτια του, ςκοϑρα, φθινοπωριϊτικα γαλϊζια, ςτα γλυκϊ, μεςογειακϊ καςτανϊ μϊτια του εγγονοϑ του. Ακοϑμπηςε το ροζιαςμϋνο χϋρι του ςτον ϔμο του Κλϊιβ. Σα δϊχτυλα όταν ϐλο κϐμπουσ απϐ την αρθρύτιδα, αλλϊ το αγϐρι ϋνιωςε τη δϑναμη που υπόρχε ακϐμη ναρκωμϋνη ςτο εςωτερικϐ τουσ, ςαν καλϔδιο μϋςα ςε ςβηςμϋνη μηχανό. «Ϊνα πρϊγμα να θυμϊςαι, Κλϊιβι. Ο χρϐνοσ δεν ϋχει καμιϊ ςχϋςη με το πϐςο γρόγορα μετρϊει κανεύσ». Ο Κλϊιβ ςυγκατϋνευςε, αργϊ. Δεν το αντιλαμβανϐταν απϐλυτα, αλλϊ αιςθανϐταν τη ςκιϊ τησ αντύληψησ ςτο μυαλϐ του, ςαν ςκιϊ ενϐσ ςϑννεφου που κυλϊει αργϊ πϊνω ς' ϋνα χωρϊφι. Ο παπποϑσ ϋχωςε το χϋρι ςτη φαρδιϊ τςϋπη τησ ποδιϊσ τησ φϐρμασ του κι ϋβγαλε ϋνα πακϋτο ϊφιλτρα Κουλ. Προφανϔσ, ο παπποϑσ δεν εύχε κϐψει τελικϊ το κϊπνιςμα, παρϊ το πρϐβλημα με την καρδιϊ του. ήμωσ, το αγϐρι κατϊλαβε ϐτι ο παπποϑσ εύχε περιορύςει πολϑ το κϊπνιςμα, γιατύ το πακϋτο φαινϐταν να εύχε κϊνει μεγϊλο ταξύδι. ύγουρα πϊντωσ εύχε γλιτϔςει τη μούρα των περιςςϐτερων πακϋτων, που 580
πρωτοανούγονται μετϊ το πρϐγευμα και κατϊ τισ τρεισ το απϐγευμα γύνονται κουβϊρι και πετιοϑνται ςτα ςκουπύδια ϊδεια. Ο παπποϑσ ψαχοϑλεψε λιγϊκι κι ϋβγαλε ϋνα τςιγϊρο, λυγιςμϋνο και ςτραπατςαριςμϋνο ςαν το πακϋτο απ' ϐπου προερχϐταν. Σο ςτερϋωςε ςτην ϊκρη των χειλιϔν του, ξανϊβαλε το πακϋτο ςτην μπροςτινό τςϋπη τησ φϐρμασ κι ϋβγαλε ϋνα ςπύρτο που το ϊναψε μ' ϋνα γρόγορο, εξαςκημϋνο τύναγμα του κιτρινιςμϋνου γϋρικου αντύχειρα του. Ο Κλϊιβ τον παρατηροϑςε με την κατϊπληξη και το θαυμαςμϐ του παιδιοϑ που βλϋπει μια τρϊπουλα να ανούγει ςαν βεντϊλια ςτο μϋχρι τϐτε ϊδειο χϋρι του ταχυδακτυλουργοϑ. Σο τύναγμα του αντύχειρα όταν ςπουδαύο, αλλϊ το πολϑ φοβερϐ όταν που το ςπύρτο δεν ϋςβηςε. Κϐντρα ςτον αϋρα που ςϊρωνε τη λοφοπλαγιϊ, ο παπποϑσ «κοϑφωςε» την παλϊμη του πϊνω απϐ τη φλϐγα με ςιγουριϊ, χωρύσ καν να κοιτϊξει. Ωναψε το τςιγϊρο του και ϑςτερα κοϑνηςε το ςπύρτο να ςβόςει, λεσ και εύχε νικόςει τον ϊνεμο με τη θϋληςη του και μϐνο. Ο Κλϊιβ παρατόρηςε το τςιγϊρο και δεν εύδε οϑτε ϋνα καψιματϊκι ςτο κϊταςπρο χαρτύ, πϊνω απϐ την αναμμϋνη ϊκρη. Ωρα, δεν τον εύχαν γελϊςει τα μϊτια του· ο παπποϑσ εύχε ανϊψει το τςιγϊρο απϐ ύςια φλϐγα, ςαν να εύχε πϊρει φωτιϊ απϐ κερύ που καύει ςε κλειςτϐ δωμϊτιο. Ε, αυτϐ όταν μαγικϐ! Κανονικϐ, ςπουδαύο μαγικϐ κϐλπο. Ο παπποϑσ ϋβγαλε το τςιγϊρο απϐ το ςτϐμα του και ςτη θϋςη του ϋφερε το δεύκτη και τον αντύχειρα, κϊνοντασ, για μια ςτιγμό, ϐπωσ ϐταν θϋλουμε να ςφυρύξουμε ςτο ςκϑλο μασ ό ςε ταξύ. Αντύ γι' αυτϐ, ο παπποϑσ ξανϊβγαλε τα δϊχτυλα, ςαλιωμϋνα, κι ϋπιαςε το κεφαλϊκι του ςπύρτου. Σο αγϐρι δε χρειαζϐταν εξηγόςεισ· το μϐνο πρϊγμα που φοβϐταν ο παπποϑσ και οι φύλοι του αγρϐτεσ εδϔ ςτην εξοχό, εκτϐσ απϐ τισ ξαφνικϋσ παγωνιϋσ, όταν η φωτιϊ. Ο παπποϑσ πϋταξε το ςπύρτο ςτο χϔμα και το πϊτηςε με την μπϐτα του. ήταν ξαναςόκωςε τα μϊτια και 581
εύδε το αγϐρι να τον κοιτϊζει κατϊπληκτο, παρεξόγηςε την αιτύα. «Ξϋρω ϐτι δεν κϊνω καλϊ που καπνύζω», εύπε, «και δε θα ςου ζητόςω να πεισ ψϋματα. Αν η γιαγιϊ ςε ρωτόςει ςτα ύςα "Μόπωσ κϊπνιςε ο γϋροσ εκεύ πϊνω που πόγατε;"— τϐτε να τησ πεισ ϐτι κϊπνιςα. Δε θϋλω τα πιτςιρύκια να λϋνε ψϋματα για χατύρι μου». Δε χαμογελοϑςε ϐταν τα ϋλεγε αυτϊ, αλλϊ, ϋτςι που ϋλαμπαν πονηρϊ τα μϊτια του κϊτω απϐ τισ βαριϋσ ςακοϑλεσ ςτα βλϋφαρα, ο Κλϊιβ αιςθϊνθηκε ϐτι ςυμμετεύχε ςε μια μικρό ςυνωμοςύα, που ϐμωσ όταν αγαθό και πολϑ φιλικό. «ήμωσ, αν τϑχει και ρωτόςει εμϋνα η γιαγιϊ, αν ανϋφερεσ το ϐνομα του Κυρύου επύ ματαύω ϐταν ςου χϊριςα το ρολϐι, θα την κοιτϊξω ςτα μϊτια και θα τησ πω, "ήχι. Μου εύπε μϐνο, Ευχαριςτϔ πολϑ, παπποϑ', ςαν καλϐ παιδύ, και τύποτε ϊλλο"». Σϔρα όταν ο Κλϊιβ αυτϐσ που ϋςκαςε ςτα γϋλια και ο γϋροσ τον κούταξε μ' ϋνα πλατϑ χαμϐγελο που αποκϊλυψε τα λιγοςτϊ δϐντια του. «Βϋβαια, αν δε ρωτόςει τύποτα κανϋναν απϐ τουσ δυο μασ, δεν ϋχουμε καμιϊ δουλειϊ να τρϋξουμε απϐ μϐνοι μασ να τησ τα ποϑμε... ε, Κλϊιβι; υμφωνεύσ;» «Ναι, παπποϑ», εύπε ο Κλϊιβ. Δεν όταν ϐμορφο αγϐρι και οϑτε ϋγινε μεγαλϔνοντασ το εύδοσ του ϊντρα που οι γυναύκεσ θεωροϑν ωραύο, αλλϊ ϐταν χαμογϋλαςε, ϋχοντασ κατανοόςει απϐλυτα τη ρητορικό ςοφιςτεύα του παπποϑ και ςυμφωνϔντασ να παύξει το παιχνύδι, όταν πολϑ ϐμορφοσ και ο παπποϑσ του ανακϊτωςε τρυφερϊ τα μαλλιϊ. «Εύςαι καλϐ παιδύ, Κλϊιβι». «Ευχαριςτϔ, παπποϑ». Ο παπποϑσ ςτεκϐταν ςυλλογιςμϋνοσ και το τςιγϊρο του καιγϐταν με απύςτευτη ταχϑτητα (ο καπνϐσ όταν ξερϐσ και, παρ' ϐλο που ο παπποϑσ ρουφοϑςε ςπϊνια, ο ϊπληςτοσ ϊνεμοσ του λϐφου κϊπνιζε το τςιγϊρο του αςταμϊτητα). Ο Κλϊιβι ςκϋφτηκε 582
πωσ ο γϋροσ του εύχε πει ϐςα εύχε να του πει. Λυπϐταν. Σου ϊρεςε πολϑ ν' ακοϑει τον παπποϑ. Σα πρϊγματα που ϋλεγε ο παπποϑσ όταν πϊντα εκπληκτικϊ, γιατύ ςχεδϐν πϊντα ϋβγαζαν νϐημα. Η μητϋρα του, ο πατϋρασ του, η γιαγιϊ, ο θεύοσ Ντον, ϐλοι τουσ ϋλεγαν πρϊγματα που υποτύθεται ϐτι ϋπρεπε να τα βϊλεισ καλϊ ςτο μυαλϐ ςου, αλλϊ που ςπϊνια ϋβγαζαν νϐημα. Ο γενναιϐδωροσ φαύνεται ςτην πρϊξη, για παρϊδειγμα —τι πόγαινε να πει αυτϐ; Ο Κλϊιβ εύχε μια αδερφό, την Πϊτι, ϋξι χρϐνια μεγαλϑτερη του. Αυτό την καταλϊβαινε, αλλϊ δεν τον ενδιϋφερε, γιατύ τα πιο πολλϊ απ' ϐςα ϋλεγε φωναχτϊ η Πϊτι όταν χαζομϊρεσ. Σα υπϐλοιπα του τα μετϋδιδε με μικρϋσ, φαρμακερϋσ τςιμπιϋσ. Σισ χειρϐτερεσ απ' αυτϋσ τισ αποκαλοϑςε «Σςουτςουνοτςιμπιϋσ». Σου εύχε πει δε πωσ ϋτςι και μαρτυροϑςε ποτϋ ςε κανϋναν για τισ Σςουτςουνοτςιμπιϋσ, θα τον παλοϑκωνε. Η Πϊτι μιλοϑςε ϐλο για ανθρϔπουσ που θα τουσ παλοϑκωνε· εύχε μια λύςτα υποψόφιων θυμϊτων, αντϊξια μιασ Εταιρεύασ Δολοφϐνων. ' ϋκανε να θϋλεισ να γελϊςεισ... μϋχρι που ϋριχνεσ μια ματιϊ ςτο μακρουλϐ, θυμωμϋνο τησ πρϐςωπο, δηλαδό. Γιατύ, ϊμα ϋβλεπεσ τι διαθϋςεισ εύχε η Πϊτι, ςου κοβϐταν η ϐρεξη για γϋλια. Σου Κλϊιβ, τουλϊχιςτον, του κοβϐταν. Κι ϋπρεπε να την προςϋχεισ την Πϊτι —μιλοϑςε ςαν χαζό, αλλϊ κϊθε ϊλλο παρϊ τϋτοια όταν. «Εγϔ δε θϋλω καβαλιϋρο», εύχε δηλϔςει τισ προϊλλεσ ςτο βραδινϐ τραπϋζι, την εποχό που τα αγϐρια, κατϊ παρϊδοςη, καλοϑςαν τα κορύτςια ςτον ανοιξιϊτικο χορϐ τησ τοπικόσ λϋςχησ ό ςτο χορϐ των τελειοφούτων του γυμναςύου, κυρύωσ. «Δε με νοιϊζει αν δε θα ϋχω ποτϋ καβαλιϋρο», εύχε τονύςει η Πϊτι, κοιτϊζοντασ τουσ προκλητικϊ πϊνω απϐ την αχνιςτό κρεατϐςουπα με λαχανικϊ. Ο Κλϊιβ αντύκριςε το ςφιγμϋνο και κϊπωσ τρομακτικϐ πρϐςωπο τησ αδερφόσ του πύςω απϐ τουσ ατμοϑσ τησ κρεατϐςουπασ και θυμόθηκε κϊτι που εύχε ςυμβεύ πριν απϐ δυο 583
μόνεσ, ϐταν εύχε ακϐμα χιϐνι ϋξω. ήπωσ περνοϑςε ξυπϐλυτοσ απϐ το διϊδρομο επϊνω και δεν ακοϑγονταν τα βόματα του, κούταξε μϋςα ςτο μπϊνιο, γιατύ η πϐρτα όταν ανοιχτό -δεν εύχε την παραμικρό ιδϋα ϐτι βριςκϐταν εκεύ μϋςα η κατο-Πϊτι. Αυτϐ που εύδε τον ϊφηςε ςϑξυλο. Αν εύχε γυρύςει η Πϊτι το κεφϊλι τησ ϋςτω και λύγο, θα τον εύχε δει. Δε γϑριςε ϐμωσ και δεν τον εύδε. Ϋταν απορροφημϋνη απϐ την εικϐνα τησ ςτον καθρϋφτη. τεκϐταν ϐρθια, γυμνό, ςαν εκεύνα τα αμαρτωλϊ μωρϊ ςτισ χιλιοξεφυλλιςμϋνεσ ςελύδεσ του Τπϋροχα Koρμιϊ που εύχε ο Υϐξι Μπρϊνινγκαν, με την πετςϋτα του μπϊνιου πεςμϋνη ςωρϐ γϑρω απϐ τα πϐδια τησ. Μϐνο που αυτό δεν όταν αμαρτωλϐ μωρϐ -ο Κλϊιβ το όξερε, ϐπωσ το όξερε και η ύδια η Πϊτι, κρύνοντασ απϐ το ϑφοσ τησ. Δϊκρυα αργοκυλοϑςαν ςτα ςπυριϊρικα μαγουλϊ τησ. Ϋταν μεγϊλα δϊκρυα και πολλϊ, αλλϊ απϐ το ςτϐμα τησ δεν ϋβγαινε οϑτε ϊχνα. Σελικϊ, το ϋνςτικτο αυτοπροςταςύασ του Κλϊιβ ςυνόλθε απϐ την προςωρινό νϊρκη του και τον ανϊγκαςε ν' αποχωρόςει νυχοπατϔντασ. Δεν εύπε ποτϋ λϋξη ςε κανϋναν γι' αυτϐ που εύχε δει, πϐςο μϊλλον ςτην ύδια την αδερφό του. Δεν όξερε αν η Πϊτι θα γινϐταν θηρύο ϋτςι και μϊθαινε πωσ το μικρϐ τησ αδερφϊκι την εύχε δει με τον κϔλο ϋξω, αλλϊ υποψιαζϐταν πϔσ θ' αντιδροϑςε ςτην ιδϋα ϐτι την εύχε δει να κλαύει ςαν μωρϐ (ακϐμα κι ϋτςι ϐπωσ ϋκλαιγε αυτό, χωρύσ μπου-χου-χου)· ςύγουρα θα τον παλοϑκωνε. «Σα αγϐρια εύναι ϐλα βλϊκεσ και τα περιςςϐτερα βρομϊνε ςαν χαλαςμϋνο τυρύ», εύχε πει η Πϊτι εκεύνη την ανοιξιϊτικη νϑχτα. Ϊχωςε μια πιρουνιϊ κρϋασ ςτο ςτϐμα τησ. «Αν μου ζητοϑςε ποτϋ εμϋνα ϋνα αγϐρι να βγοϑμε, θα ϋβαζα τα γϋλια». «Θ' αλλϊξεισ γνϔμη, κολοκυθύτςα», εύπε ο μπαμπϊσ, ςηκϔνοντασ τα μϊτια απϐ το βιβλύο δύπλα ςτο πιϊτο του. Η μαμϊ εύχε εγκαταλεύψει πλϋον την προςπϊθεια να τον καταφϋρει να μη διαβϊζει ςτο τραπϋζι. 584
«ήχι, δεν θ' αλλϊξω», εύπε η Πϊτι και ο Κλϊιβ την πύςτεψε. ήταν η Πϊτι ϋλεγε κϊτι, ςχεδϐν πϊντα το εννοοϑςε. Ϋταν ϋνα χαρακτηριςτικϐ τησ που ο Κλϊιβ εύχε όδη καταλϊβει, ενϔ οι γονεύσ του ϐχι. Δεν όταν ςύγουροσ ϐτι το εννοοϑςε — πραγματικϊ, δηλαδό- ϐταν ϋλεγε ϐτι θα τον παλοϑκωνε αν μαρτυροϑςε για τισ Σςουτςουνοτςιμπιϋσ, αλλϊ δεν το διακινδϑνευε. Ακϐμη κι αν δεν τον ςκϐτωνε πραγματικϊ, η Πϊτι θα ϋβριςκε κϊποιο τρϐπο, φοβερϐ, που ϐμωσ δε θα ϊφηνε ύχνη, να τον κϊνει να μετανιϔςει. Εξϊλλου, μερικϋσ φορϋσ οι Σςουτςουνοτςιμπιϋσ δεν όταν κανονικϋσ τςιμπιϋσ. Ϋταν κϊπωσ ςαν... ϐπωσ ϋκανε η Πϊτι ϐταν ανακϊτωνε τη γοϑνα του ςγουρομϊλλικου ςκυλιοϑ τησ, του Μπρϊντι. Ο Κλϊιβ όξερε πωσ του το ϋκανε αυτϐ επειδό όταν κακϐ παιδύ, αλλϊ εύχε ϋνα μυςτικϐ που δε ςκϐπευε να τησ το φανερϔςει: αυτϋσ οι ϊλλεσ Σςουτςουνο-Σςιμπιϋσ, που όταν ςαν ανακατϔματα, κϊπωσ του ϊρεςαν τελικϊ. ήταν ϊνοιξε το ςτϐμα του ο παπποϑσ, ο Κλϊιβ περύμενε ν' ακοϑςει, Ώρα να γυρύςουμε ςπύτι, Κλϊιβι, αλλϊ αντύ γι' αυτϐ ο παπποϑσ εύπε: «θα ςου πω κϊτι, αν ϋχεισ ϐρεξη ν' ακοϑςεισ. θϋλεισ ν' ακοϑςεισ, Κλϊιβι;» «Ναι, παπποϑ!» «θϋλεισ ςτ' αλόθεια», εύπε ο παπποϑσ με φωνό ευχαριςτημϋνη . «Ναι, παπποϑ, θϋλω». «Καμιϊ φορϊ ςκϋφτομαι να ςε κλϋψω απϐ τουσ γονεύσ ςου και να ςε κρατόςω εδϔ για πϊντα. Καμιϊ φορϊ ςκϋφτομαι πωσ, αν ςε εύχα κοντϊ μου ςυνϋχεια, θα ζοϑςα χύλια χρϐνια κι ασ ϋχω την αναθεματιςμϋνη την καρδιϊ μου». Σρϊβηξε το τςιγϊρο απϐ τα χεύλη του, το πϋταξε κϊτω κι αφοϑ το ϋλιωςε με τη βαριϊ, δερμϊτινη μπϐτα του, ςτρύβοντασ το τακοϑνι μια απϐ εδϔ και μια απϐ εκεύ, κλϐτςηςε και κϊμποςο χϔμα πϊνω ςε ϐ,τι εύχε απομεύνει για απϐλυτη ςιγουριϊ. ήταν 585
ςόκωςε ξανϊ το κεφϊλι και κούταξε τον Κλϊιβ, τα μϊτια του ϊςτραφταν. «Ϊχω πϊψει να δύνω ςυμβουλϋσ εδϔ και πολϑ καιρϐ. Σριϊντα χρϐνια και βϊλε. ταμϊτηςα να το κϊνω, ϐταν πρϐςεξα ϐτι ςυμβουλϋσ δύνουν μϐνο ανϐητοι ϊνθρωποι και μϐνο ανϐητοι τισ ακοϑν. Οι οδηγύεσ τϔρα... Οι οδηγύεσ εύναι ϊλλο πρϊγμα. Κϊθε ϋξυπνοσ ϊνθρωποσ δύνει οδηγύεσ και μερικϋσ φορϋσ οι ϋξυπνοι ϊνθρωποι -ό τα ϋξυπνα αγϐρια— τισ ακοϑν και ωφελοϑνται». Ο Κλϊιβ δεν εύπε τύποτε, παρϊ κούταζε τον παπποϑ του με απϐλυτη προςοχό. «Τπϊρχουν τρύα εύδη χρϐνου», εύπε ο παπποϑσ. «Κι ενϔ εύναι και τα τρύα πραγματικϊ, μϐνο ϋνα εύναι αληθινϊ πραγματικϐ. Εύναι καλϐ να τα ξϋρεισ και τα τρύα και να μπορεύσ πϊντα να τα ξεχωρύζεισ. Σο κατϊλαβεσ αυτϐ;» «ήχι, παπποϑ». Ο παπποϑσ κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Αν μου ϋλεγεσ, "Ναι, παπποϑ", θα ςου μαϑριζα τον πιςινϐ και θα γυρύζαμε πύςω ςτο ςπύτι». Ο Κλϊιβ χαμόλωςε το βλϋμμα του ςτο λιωμϋνο αποτςύγαρο, κοκκινύζοντασ ϐλο περηφϊνια. «ήταν ο ϊνθρωποσ εύναι μικρϐσ, ςαν κι εςϋνα, ο χρϐνοσ εύναι μακρϑσ. Πϊρε ϋνα παρϊδειγμα. Μϐλισ μπαύνει ο Μϊησ, ςου φαύνεται πωσ το ςχολεύο δε θα τελειϔςει ποτϋ, πωσ τα μϋςα Ιουνύου δε θα ϋρθουν ποτϋ. Δεν εύναι ϐπωσ τα λϋω;» Ο Κλϊιβ ϋφερε ςτο νου του ϐλεσ εκεύνεσ τισ μϋρεσ πριν κλεύςει το ςχολεύο —μϋρεσ νυςταλϋεσ, γεμϊτεσ απϐ μυρωδιϊ κιμωλύασ— κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Κι ϐταν φτϊνει επιτελοϑσ η μϋρα που ο δϊςκαλοσ ςασ δύνει την καρτϋλα με τουσ βαθμοϑσ και ςχολϊτε, ςου φαύνεται πωσ το ςχολεύο θα κϊνει χρϐνια να ξαναρχύςει. Ϊτςι δεν εύναι;» Ο Κλϊιβ ςκϋφτηκε την ατϋλειωτη λεωφϐρο των καλοκαιριϊτικων ημερϔν και κοϑνηςε το κεφϊλι του τϐςο 586
ζωηρϊ, που πϐνεςε ο ςβϋρκοσ του. «Ουου! Ϊτςι εύναι... θϋλω να πω, ναι, παπποϑ». Εκεύνεσ οι μϋρεσ. ήλεσ εκεύνεσ οι μϋρεσ που ξετυλύγονταν προσ τα απϋραντα πεδύα του Ιουνύου και του Ιουλύου κι ακϐμα μακρϑτερα, πϋρα απϐ τον ϊφαντο ακϐμη ορύζοντα του Αυγοϑςτου. Σϐςο πολλϋσ μϋρεσ, τϐςο πολλϊ ξημερϔματα, τϐςα και τϐςα ςϊντουιτσ για μεςημεριανϐ με μουςτϊρδα και ψιλοκομμϋνο κρεμμϑδι και γιγϊντια ποτόρια γϊλα και η μαμϊ αμύλητη, ςτο ςαλϐνι, μ' εκεύνο το ποτόρι του κραςιοϑ τησ ςτο χϋρι, πϊντα γεμϊτο, να παρακολουθεύ τισ ςαπουνϐπερεσ ςτην τηλεϐραςη· τϐςα και τϐςα κοϑφια απογεϑματα, με τον ιδρϔτα ν' αναβλϑζει απϐ τισ ρύζεσ των κοντοκουρεμϋνων ςου μαλλιϔν και να κυλϊει ςτα μϊγουλα· κϊτι απογεϑματα, κατϊ τη διϊρκεια των οπούων πϊντα ςε ξϊφνιαζε η ςτιγμό που πρϐςεχεσ ϐτι ο ατςοϑμπαλοσ λεκϋσ που όταν μϋχρι τϔρα η ςκιϊ ςου εύχε πϊρει πια ςχόμα αγοριοϑ· τϐςα και τϐςα ατϋλειωτα δειλινϊ, με τον ιδρϔτα να ςτεγνϔνει πϊνω ςου, αφόνοντασ μια μυρωδιϊ ςαν αφτερςϋιβ ςτα μϊγουλα και ςτισ μαςχϊλεσ ςου, ενϔ ϋπαιζεσ ξυλύκι ό κυνηγητϐ ό πϐλεμο με τα ϊλλα παιδιϊ· όχοι απϐ αλυςύδεσ ποδηλϊτων, κρύκοι που εφϊρμοζαν κυλϔντασ ςε καλολαδωμϋνα δϐντια γραναζιϔν, μυρωδιϋσ απϐ αγιϐκλημα, ϊςφαλτο που κρυϔνει, πρϊςινα φϑλλα και κουρεμϋνο γραςύδι· κϊρτεσ του μπϋιζμπολ να πλαταγύζουν, καθϔσ απλϔνονταν ςτο τςιμϋντο, ςτο μπροςτινϐ δρομϊκι του ςπιτιοϑ κϊποιου παιδιοϑ, εκπληκτικϋσ ανταλλαγϋσ με επύςημο ϑφοσ, που ϊλλαζαν τη ςϑνθεςη και των δυο ομϊδων, ςυμβοϑλια που ςυνεχύζονταν ςτο μακρϑ, ςκιερϐ γϋρμα των ημερϔν του Ιουλύου, ϔςπου η φωνό «Κλϊιιιβ! Υαγητϐ!» ϋβαζε τϋρμα ςτισ διαβουλεϑςεισ· κι αυτό η φωνό πϊντα όταν κϊτι που το περύμενεσ, αλλϊ ςε ξϊφνιαζε ϐςο κι εκεύνοσ ο μεςημεριϊτικοσ λεκϋσ που, λύγο μετϊ τα τρύα ςου, εύχε γύνει μαϑρο αγορύςτικο ςουλοϑπι που ϋτρεχε ςτο δρϐμο δύπλα ςου —κι αυτϐ το αγϐρι, το κολλημϋνο ςτισ φτϋρνεσ ςου, γινϐταν αντρϊκι γϑρω ςτα 587
πϋντε, αν και φοβερϊ κοκαλιϊρικο· βελοϑδινα δειλινϊ με τηλεϐραςη, με το θρϐιςμα μιασ ςελύδασ κϊθε τϐςο, καθϔσ ο μπαμπϊσ διϊβαζε το ϋνα βιβλύο μετϊ το ϊλλο (δεν τα βαριϐταν ποτϋ· λϋξεισ, λϋξεισ, λϋξεισ, που ο μπαμπϊσ ποτϋ δεν τισ βαριϐταν και ο Κλϊιβ εύχε ςκοπϐ να τον ρωτόςει πϔσ μποροϑςε, αλλϊ δεν ϋβριςκε ποτϋ το θϊρροσ), με τη μαμϊ να ςηκϔνεται ποϑ και ποϑ, να πηγαύνει ςτην κουζύνα, ϋχοντασ ςτο κατϐπι τησ μϐνο το ανόςυχο, οργιςμϋνο βλϋμμα τησ αδερφόσ του και τισ δικϋσ του παραξενεμϋνεσ ματιϋσ· το ςιγανϐ κουδοϑνιςμα του γυαλιοϑ, καθϔσ η μαμϊ ξαναγϋμιζε το ποτόρι τησ που ποτϋ δεν ϋμενε ϊδειο μετϊ τισ ϋντεκα το πρωύ (αλλϊ ο πατϋρασ δε ςόκωνε ποτϋ τα μϊτια απϐ το βιβλύο του, αν και ο Κλϊιβ εύχε την εντϑπωςη ϐτι τα ϊκουγε ϐλα ο μπαμπϊσ και τα όξερε ϐλα, παρ' ϐλο που η Πϊτι τον εύχε πει βλϊκα και του εύχε δϔςει μια Σςουτςουνοτςιμπιϊ που τον πονοϑςε ϐλη μϋρα, ϐταν τϐλμηςε να τησ το πει αυτϐ)· το ψιλϐ ζουζοϑνιςμα των κουνουπιϔν πϊνω ςτισ ςότεσ, που πϊντα λεσ και δυνϊμωνε με το που ϋπεφτε ο όλιοσ· η διαταγό «Ώρα για ϑπνο», ςωςτό καταδύκη, αναπϐφευκτη και τϐςο ϊδικη, μϊχη χαμϋνη απϐ την αρχό· το βιαςτικϐ φιλύ τησ καληνϑχτασ απϐ τον πατϋρα, που μϑριζε ταμπϊκο, και τησ μαμϊσ το φιλύ μετϊ, πιο τρυφερϐ αυτϐ, ζαχαρϋνιο και ξινϐ μαζύ, με μυρωδιϊ κραςιοϑ- η φωνό τησ αδερφόσ του να λϋει ςτη μαμϊ ϐτι ϋπρεπε να πϋςει κι αυτό για ϑπνο, αφοϑ ο μπαμπϊσ εύχε βγει να πϊει ςτην ταβϋρνα τησ γωνύασ να πιει κϊνα δυο μπύρεσ και να παρακολουθόςει αγϔνεσ πϊλησ ςτην τηλεϐραςη πϊνω απϐ το μπαρ, και η μαμϊ ν' απαντϊει ςτην Πϊτι να κοιτϊζει τη δουλειϊ τησ και τα μοϑτρα τησ· ϋνασ καθημερινϐσ διϊλογοσ, που το νϐημα του ςε τϊραζε, αλλϊ ςε καθηςϑχαζε κιϐλασ γιατύ όξερεσ τι θ' ακοϑςεισ· πυγολαμπύδεσ να φεγγοβολϊνε ςτο μιςοςκϐταδο· μια κϐρνα αυτοκινότου, μακρινό, πϊνω που αργοκυλοϑςεσ ςτο μακρϑ, ςκοτεινϐ πηγϊδι του ϑπνου· και ϑςτερα η επϐμενη μϋρα, που 588
ϋμοιαζε ύδια με την προηγοϑμενη, αλλϊ δεν όταν, ϐχι ακριβϔσ. Καλοκαύρι. Αυτϐ όταν το καλοκαύρι. Και δε φαινϐταν απλϔσ μακρϑ· όταν μακρϑ. Ο παπποϑσ τον παρατηροϑςε επύμονα και φαινϐταν να τα διαβϊζει ϐλα αυτϊ ςτα καςτανϊ μϊτια του αγοριοϑ, να ξϋρει ϐλεσ τισ ςωςτϋσ λϋξεισ για κεύνα τα πρϊγματα που το αγϐρι δε θα ϋβριςκε ποτϋ τον τρϐπο να πει, πρϊγματα που θα ϋμεναν για πϊντα μϋςα του, γιατύ το ςτϐμα του δε θα κατϊφερνε ποτϋ να αρθρϔςει τη γλϔςςα τησ καρδιϊσ. ίςτερα ο παπποϑσ κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του, ςαν να επιβεβαύωνε αυτό τη ςκϋψη, και ο Κλϊιβ τρομοκρατόθηκε ςτην ιδϋα ϐτι ο γϋροσ θα τα κατϋςτρεφε ϐλα λϋγοντασ κϊτι τρυφερϐ, παρηγορητικϐ, χωρύσ κανϋνα νϐημα. Βϋβαια, θα ϋλεγε. Σα ξϋρω ϐλα αυτϊ, Κλϊιβ, κϊποτε όμουν κι εγϔ παιδύ. Αλλϊ ο παπποϑσ δεν εύπε τύποτα και ο Κλϊιβ κατϊλαβε ϐτι όταν κουτϐσ που φοβόθηκε κϊτι τϋτοιο, ϋςτω και προσ ςτιγμόν. Ακϐμα χειρϐτερα· όταν ϊπιςτοσ. Γιατύ αυτϐσ ο γϋροσ όταν ο παπποϑσ και ο παπποϑσ ποτϋ δεν ϋλεγε αηδύεσ ϐπωσ ϋκαναν τϐςο ςυχνϊ οι μεγϊλοι. Αντύ να του μιλόςει γλυκϊ και παρηγορητικϊ, ο παπποϑσ μύληςε με το ςτεγνϐ, τελεςύδικο τϐνο ενϐσ δικαςτό που αναγγϋλλει μια ςκληρό ποινό για ϋνα ςοβαρϐ ϋγκλημα. «ήλα αυτϊ αλλϊζουν», εύπε. Ο Κλϊιβ τον κούταξε, ςαν να τον εύχε τρομϊξει η ιδϋα, και του ϊρεςε πολϑ ο τρϐποσ που ανϋμιζαν τα μαλλιϊ του παπποϑ γϑρω απϐ το πρϐςωπο του. κϋφτηκε ϐτι ο παπποϑσ θα ϋμοιαζε με τον ιεροκόρυκα ςτον ϊμβωνα, αν ο ιεροκόρυκασ όξερε την αλόθεια για το θεϐ αντύ να κϊνει απλϋσ υποθϋςεισ. «Αλλϊζει ο χρϐνοσ; Εύςαι ςύγουροσ, παπποϑ;» «Ναι. ήταν φτϊςεισ ςε μια ηλικύα —γϑρω ςτα δεκατϋςςερα, νομύζω, τϐτε που κϊνουν το λϊθοσ τα δυο διαφορετικϊ μιςϊ τησ ανθρϔπινησ ρϊτςασ ν' ανακαλϑπτουν το 589
ϋνα το ϊλλο- ο χρϐνοσ αρχύζει να γύνεται πραγματικϐσ χρϐνοσ. Ο αληθινϊ πραγματικϐσ χρϐνοσ. Δεν εύναι μακρϑσ, ϐπωσ όταν ωσ τϐτε, οϑτε ςϑντομοσ, ϐπωσ γύνεται μετϊ. Γιατύ γύνεται και ςϑντομοσ, ξϋρεισ. Αλλϊ τον περιςςϐτερο καιρϐ τησ ζωόσ ςου ο χρϐνοσ εύναι κυρύωσ ο αληθινϊ πραγματικϐσ χρϐνοσ. Και ξϋρεισ τι εύναι αυτϐ, Κλϊιβι;» «ήχι, παπποϑ». «Να ςε καθοδηγόςω, λοιπϐν. Ο πραγματικϐσ χρϐνοσ εύναι το ϐμορφο αλογϊκι ςου. Πεσ: "Σο ϐμορφο αλογϊκι μου"». Νιϔθοντασ κϊπωσ κουτϐσ και με την υποψύα ϐτι μπορεύ ο παπποϑσ να τον πεύραζε για κϊποιο λϐγο («τον δοϑλευε», ϐπωσ θα ϋλεγε ο θεύοσ Ντον), ο Κλϊιβ επανϋλαβε αυτϐ που του ζότηςε ο γϋροσ. Περύμενε να γελϊςει ο παπποϑσ του και να πει, «Α, Κλϊιβι! Αυτό τη φορϊ ςε δοϑλεψα για τα καλϊ!» αλλϊ ο παπποϑσ απλϔσ ϋγνεψε κατηγορηματικϊ, μ' ϋναν τρϐπο που διϋλυςε κϊθε αμφιβολύα. «Σο ϐμορφο αλογϊκι μου. Αυτϊ τα λϐγια δε θα τα ξεχϊςεισ ποτϋ, αν εύςαι τϐςο ϋξυπνοσ, ϐςο νομύζω ϐτι μπορεύ να εύςαι. Σο ϐμορφο αλογϊκι μου. Αυτό εύναι η αλόθεια για το χρϐνο». Ο παπποϑσ ϋβγαλε το ςτραπατςαριςμϋνο πακϋτο απϐ την τςϋπη του, το ςκϋφτηκε για μια ςτιγμό και το ξανϊχωςε εκεύ που όταν. «Απ' ϐταν φτϊνεισ ςτα δεκατϋςςερα μϋχρι που... ω, ασ ποϑμε γύνεςαι εξόντα ό εκεύ γϑρω, ο περιςςϐτεροσ χρϐνοσ εύναι ϐμορφο αλογϊκι. Εύναι φορϋσ που ξαναγύνεται μακρϑσ, ϐπωσ ϐταν όςουν παιδύ, αλλϊ αυτϋσ οι φορϋσ δεν εύναι πια ωραύοσ καιρϐσ. Σϐτε, θα ϋδινεσ και την ψυχό ςου ακϐμα για λύγο χρϐνο ϐμορφο-αλογϊκι κι ακϐμα περιςςϐτερα για λύγο ςϑντομο χρϐνο. Αν ϋλεγεσ ποτϋ ςτη γιαγιϊ αυτϐ που θα ςου πω τϔρα, Κλϊιβι, θα με αποκαλοϑςε βλϊςφημο και θα με ϊφηνε μια ολϐκληρη βδομϊδα χωρύσ θερμοφϐρα. Μπορεύ και δυο». Παρ' ϐλα αυτϊ, το ςτϐμα του παπποϑ ςτρϊβωςε ς' ϋνα πικρϐ χαμϐγελο, ςαν αυτϊ των μεθυςμϋνων. 590
«Κι αν το ϋλεγα ςτον αιδεςιμϐτατο Σςϊντμπαντ, που η γυναύκα μου τον ϋχει περύ πολλοϑ, αυτϐσ θα ξεφοϑρνιζε τα γνωςτϊ, το πϔσ βλϋπουμε θολϊ τα πρϊγματα ϐταν κοιτϊμε πύςω απϐ ϋνα γυαλύ ό το παλιϐ τροπϊρι, ϐτι οι βουλϋσ του θεοϑ εύναι ανεξιχνύαςτεσ, θα ςου πω τι πιςτεϑω εγϔ, Κλϊιβι. Πιςτεϑω πωσ ο θεϐσ εύναι ϋνα ϊθλιο υποκεύμενο, ϋνασ ςκατϐψυχοσ, αφοϑ ϋκανε να εύναι μακρϑσ ο χρϐνοσ για τουσ μεγϊλουσ ανθρϔπουσ μϐνο ϐταν υποφϋρουν, ϐπωσ απϐ ςπαςμϋνα πλευρϊ ό χαλαςμϋνα ϋντερα ό ϊλλα παρϐμοια. Μπροςτϊ ςε τϋτοιο θεϐ, ϋνα παιδύ που καρφιτςϔνει ζωντανϋσ μϑγεσ φαύνεται αγγελοϑδι, ϊγιοσ ςαν εκεύνον τον πρϊο και αγαθϐ, που πϊνω του μαζεϑονταν ϐλα τα πουλιϊ και κοϑρνιαζαν, θυμϊμαι πϐςο μακριϋσ όταν εκεύνεσ οι βδομϊδεσ, μετϊ τη μϋρα που αναποδογϑριςε το τρακτϋρ και με πλϊκωςε, κι αναρωτιϋμαι τι του όρθε του θεοϑ κατ' αρχϊσ να φτιϊξει πλϊςματα που κινοϑνται και ςκϋφτονται. Αν όθελε απλϔσ κϊτι που να το χϋζει απϐ εκεύ ψηλϊ, δεν μποροϑςε να φτιϊξει δυο χωρϊφια με πουρνϊρια και να ςταματόςει εκεύ; Ϋταν ανϊγκη να φτιϊξει κι ανθρϔπουσ; Και τι να πεισ για τον καημϋνο τον Σζϐνι Μπρινκμϊγιερ, που υπϋφερε τϐςο καιρϐ απϐ τον καρκύνο ςτα οςτϊ πϋρυςι;» Ο Κλϊιβ οϑτε που το ϊκουςε αυτϐ το τελευταύο, αν και θυμόθηκε αργϐτερα, ςτο ταξύδι του γυριςμοϑ ςτην πϐλη, ϐτι ο Σζϐνι Μπρινκμϊγιερ, ο γϋροσ με το μαγαζύ που ο μπαμπϊσ και η μαμϊ αποκαλοϑςαν παντοπωλεύο και ο παπποϑσ και η γιαγιϊ «το Εμπορικϐ», όταν ο μϐνοσ ϊνθρωποσ τον οπούο πόγαινε ο παπποϑσ να δει τα βρϊδια και ο μϐνοσ που ερχϐταν να δει τον παπποϑ τα βρϊδια. Και ςτο μακρϑ ταξύδι του γυριςμοϑ ςτην πϐλη, ο Κλϊιβ κατϊλαβε ϐτι ο Σζϐνι Μπρινκμϊγιερ, τον οπούο θυμϐταν μϐνο αϐριςτα ςαν ϋνα γϋρο με μια μεγϊλη κρεατοελιϊ ςτο μϋτωπο, που εύχε τη ςυνόθεια ν' αναςηκϔνει κϊθε τϐςο με το χϋρι τον καβϊλο του παντελονιοϑ του, πρϋπει να όταν ο 591
μοναδικϐσ πραγματικϐσ φύλοσ του παπποϑ. Σο γεγονϐσ ϐτι η γιαγιϊ ςοϑφρωνε τη μϑτη τησ κϊθε που αναφερϐταν το ϐνομα του Μπρινκμϊγιερ -και ςυχνϊ παραπονιϐταν για το πϔσ μϑριζε αυτϐσ ο ϊνθρωποσ— ενύςχυε αυτό την ϊποψη. Σϋτοιεσ ςκϋψεισ βϋβαια δεν ϋκανε καθϐλου εκεύνεσ τισ ςτιγμϋσ, γιατύ περύμενε με κομμϋνη την ανϊςα να ρύξει ο θεϐσ κεραυνϐ να κϊψει τον παπποϑ επιτϐπου. Γιατύ ποιοσ θα γλύτωνε αν αποκαλοϑςε το θεϐ, τον Πατϋρα Μεγαλοδϑναμο ϊθλιο υποκεύμενο ό ϋλεγε ϐτι ο Πλϊςτησ των Πϊντων δεν όταν καλϑτεροσ απϐ τα παλιϐπαιδα που καρφϔνουν μϑγεσ για να ςπϊςουν πλϊκα; Ο Κλϊιβ αποτραβόχτηκε τρομαγμϋνοσ απϐ τη γϋρικη μορφό με τη φϐρμα, που εύχε πϊψει να εύναι ο παπποϑσ του και εύχε γύνει αλεξικϋραυνο. Απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό, ϋνασ κεραυνϐσ θα κατϋβαινε απϐ το γαλανϐ ουρανϐ, θα τςουροϑφλιζε τον παπποϑ ςαν λουκϊνικο και θα ϋκανε τισ μηλιϋσ αναμμϋνουσ πυρςοϑσ, που θα φϔτιζαν την κϊθοδο του ςτην κϐλαςη με ϐλα τα επακϐλουθα. Και τα πϋταλα που πετοϑςαν με τον αϋρα ςαν νιφϊδεσ θα γύνονταν μαϑρα αποκαϏδια, ςαν κι αυτϊ που ξεςηκϔνονταν απϐ το λϊκκο ςτην πύςω αυλό, ϐταν ο μπαμπϊσ ϊναβε φωτιϊ εκεύ κι ϋκαιγε τισ εφημερύδεσ ϐλησ τησ βδομϊδασ κϊθε Κυριακό απϐγευμα. Δεν ϋγινε τύποτε. Ο Κλϊιβ περύμενε. Η φρικτό βεβαιϐτητα ϊρχιςε να ξεθωριϊζει κι ϐταν απϐ κϊποιο κοντινϐ κλαρύ τιτύβιςε ϋνασ κορυδαλλϐσ (λεσ και ο παπποϑσ δεν εύχε πει τύποτε χειρϐτερο απϐ ϋνα «Ωντε πνύξου»), κατϊλαβε ϐτι δεν επρϐκειτο να πϋςει κεραυνϐσ. Ση ςτιγμό που το ςυνειδητοπούηςε αυτϐ, ϋγινε μια μικρό αλλϊ θεμελιϔδησ αλλαγό ςτη ζωό του. Η βλαςφημύα του παπποϑ του, που ϋμεινε ατιμϔρητη απϐ το θεϐ, δεν ϋμελλε να κϊνει τον Κλϊιβ Μπϊνινγκ κακϐ παιδύ ό παλιοχαρακτόρα ό «προβληματικϐ παιδύ» (μια ϋκφραςη που εύχε μπει πολϑ 592
πρϐςφατα ςτο αμερικανικϐ λεξιλϐγιο). ήμωσ, η μϋχρι τϐτε απϐλυτη πύςτη παρεξϋκλινε μερικϋσ μούρεσ ςτο μυαλϐ του Κλϊιβ κι ευθϑσ αμϋςωσ ϊλλαξε και ο τρϐποσ με τον οπούο ϊκουγε τον παπποϑ. Μϋχρι τϐτε ϊκουγε το γϋρο. Σϔρα τον παρακολουθοϑςε. «ήταν υποφϋρει ο ϊνθρωποσ, ο χρϐνοσ γύνεται ατϋλειωτοσ», ϋλεγε ο παπποϑσ. «Πύςτεψε με, Κλϊιβι. Μια βδομϊδα ςτο κρεβϊτι του πϐνου κϊνει τισ καλϑτερεσ καλοκαιρινϋσ διακοπϋσ που ϋχεισ ζόςει ωσ παιδύ να φαύνονται ςαν αββατοκϑριακο. αν αββατϐβραδο δε λϋω καλϑτερα; ήταν θυμϊμαι εκεύνουσ τουσ εφτϊ μόνεσ που πϋραςε ο Σζϐνι ςτο κρεβϊτι με... μ' αυτϐ το πρϊγμα μϋςα του... μϋςα του, να του κατατρϔει τα ςωθικϊ... Φριςτϋ μου, τι κϊθομαι και λϋω τϔρα ς' ϋνα παιδύ; Δύκιο ϋχει η γιαγιϊ ςου. Δεν ϋχω κουκοϑτςι μυαλϐ!» Ο παπποϑσ ϋςκυψε το κεφϊλι ςυλλογιςμϋνοσ κι ϋμεινε ϋτςι, κοιτϊζοντασ τα παποϑτςια του για λύγη ϔρα. Σελικϊ, ςόκωςε το βλϋμμα του και κοϑνηςε το κεφϊλι, ϐχι θλιμμϋνα αλλϊ ζωηρϊ, ςαν να διϋγραφε ϐςα εύχε πει. «Ξϋχνα τα αυτϊ, δε μετρϊνε. Ξεκύνηςα να ςου δύνω οδηγύεσ κι αντύ γι' αυτϐ κατϋληξα να κϊνω ςαν δαρμϋνο ςκυλύ. Ξϋρεισ τι εννοϔ ϐταν λϋω δαρμϋνο ςκυλύ, Κλϊιβι;» Σο αγϐρι ϋγνεψε αρνητικϊ. «Δεν πειρϊζει- ϊς' το για μια ϊλλη φορϊ». Βϋβαια, δεν υπόρξε «ϊλλη φορϊ», γιατύ την επϐμενη φορϊ που ο Κλϊιβ εύδε τον παπποϑ, αυτϐσ όταν ςτην κϊςα και ο Κλϊιβ ϋκρινε πωσ κι εκεύνη τη μϋρα ο παπποϑσ και πϊλι ϋδινε πολϑ ςημαντικϋσ οδηγύεσ. Σο γεγονϐσ ϐτι ο γϋροσ δε μιλοϑςε πια δε μεύωνε τη ςπουδαιϐτητα τησ καθοδόγηςησ. «Οι γϋροι εύναι ςαν τα παλιϊ τρϋνα ςε μεγϊλουσ ςταθμοϑσ με πολλϋσ γραμμϋσ — αναθεματιςμϋνα πολλϋσ, Κλϊιβι. Και καταλόγουν να κϊνουν μϋχρι και πϋντε φορϋσ το γϑρο του ςταθμοϑ μπερδεμϋνα, 593
ξεχνϔντασ ποιεσ εύναι οι ςωςτϋσ ρϊγεσ που θα τουσ βγϊλουν ϋξω». «Δεν πειρϊζει, παπποϑ». «Θϋλω να πω ϐτι κϊθε φορϊ που βϊζω πλϔρη για ϋνα ςημεύο καταλόγω κϊπου αλλοϑ». «Σο ξϋρω, παπποϑ, αλλϊ αυτϊ τα κϊπου αλλοϑ εύναι πολϑ ωραύα να τ' ακοϑει κανεύσ». Ο παπποϑσ χαμογϋλαςε. «Αν μϋλλει να γύνεισ ψωροκαλλιτϋχνησ, Κλϊιβι, θα γύνεισ πολϑ καλϐσ». Ο Κλϊιβ ανταπϋδωςε το χαμϐγελο κι απϐ την ϐψη του παπποϑ χϊθηκε η βαριϊ ςκιϊ τησ ανϊμνηςησ του Σζϐνι Μπρινκμϊγιερ. ήταν μύληςε ξανϊ, η φωνό του όταν πιο ψϑχραιμη. «Σϋλοσ πϊντων, ασ ξεχϊςουμε αυτό τη μικρό παρϋνθεςη. Ασ ποϑμε πωσ ο θεϐσ μασ δύνει ϋνα φορτύο ακϐμη, κϊνοντασ μακρϑ το χρϐνο ϐταν υποφϋρουμε. Ξϋρεισ ϐτι οι ϊνθρωποι μαζεϑουν κουπϐνια απϐ περιοδικϊ και τ' ανταλλϊςςουν με πρϊγματα, ϐπωσ ϋνα βαρϐμετρο για το γραφεύο τουσ ό πϋντε μαχαύρια του κρϋατοσ;» Ο Κλϊιβ ϋγνεψε καταφατικϊ. «Κϊπωσ ϋτςι εύναι ο χρϐνοσ του πϐνου... μϐνο που το αντϊλλαγμα εύναι πιο ϊχρηςτο κι απ' αυτϊ που παύρνεισ απϐ τα κουπϐνια, θα ϋλεγα. Η ουςύα εύναι πωσ, ϐταν γερνϊει ο ϊνθρωποσ, ο κανονικϐσ χρϐνοσ -ο χρϐνοσ ϐμορφο-α- λογϊκιμου— γύνεται ςϑντομοσ χρϐνοσ. Εύναι ϐπωσ ϐταν εύςαι παιδύ αλλϊ ανϊποδα». «Σο αντύςτροφο». «Ναι». Η ιδϋα ϐτι ο χρϐνοσ τρϋχει γρόγορα ϐταν γερνϊει κανεύσ ξεπερνοϑςε τισ ςυναιςθηματικϋσ δυνατϐτητεσ του παιδιοϑ, αλλϊ όταν αρκετϊ ϋξυπνο ϔςτε να αντιλαμβϊνεται τη γενικό ϋννοια. Ϋξερε ϐτι, ϐταν η μια ϊκρη τησ τραμπϊλασ ανεβαύνει ψηλϊ, η ϊλλη αναγκαςτικϊ πρϋπει να πϊει κϊτω. Αυτϐ που του ϋλεγε ο παπποϑσ, ςυμπϋρανε, πρϋπει να όταν κϊτι ανϊλογο: βϊροσ κι 594
αντύβαρο. Εύναι κι αυτό μια ϊποψη, ϐπωσ θα ϋλεγε και ο πατϋρασ του Κλϊιβ. Ο παπποϑσ ξανϊβγαλε το πακϋτο με τα τςιγϊρα απϐ την τςϋπη κι αυτό τη φορϊ τρϊβηξε με προςοχό ϋνα —ϐχι απλϔσ το τελευταύο του πακϋτου, αλλϊ το τελευταύο τςιγϊρο που θα τον ϋβλεπε το αγϐρι να καπνύζει ςτη ζωό του. Ο γϋροσ ϋκανε κουβϊρι το πακϋτο και το ξανϊχωςε ςτην μπροςτινό τςϋπη τησ φϐρμασ. ίςτερα ϊναψε αυτϐ το τελευταύο τςιγϊρο ϐπωσ και το προηγοϑμενο, με την ύδια ευκολύα και ϊνεςη. ήχι αγνοϔντασ απλϔσ τον ϊνεμο τησ λοφοκορφόσ· ςχεδϐν καταργϔντασ τον. «Πϐτε ςυμβαύνει αυτϐ, παπποϑ;» «Αυτϐ δεν το ξϋρω οϑτε και ςυμβαύνει με τη μύα», εύπε ο παπποϑσ ςαλιϔνοντασ το ςπύρτο ϋτςι ϐπωσ εύχε κϊνει και με το προηγοϑμενο. «Ϊρχεται κρυφϊ, ϐπωσ κϊνει η γϊτα ϐταν παραφυλϊει το ποντύκι. Σελικϊ το προςεχεύσ. Κι ϐταν το προςϋξεισ ςου φαύνεται ϊδικο, ςαν τη ζαβολιϊ του αλότη του ήςγκουντ, που ϋκλεψε ςτο μϋτρημα ϐταν παύζατε κρυφτϐ». «Και τι γύνεται τϐτε; Ωμα το προςϋξεισ;» Ο παπποϑσ τύναξε ϋνα μικρϐ κϑλινδρο ςτϊχτησ απϐ την ϊκρη του τςιγϊρου του. Σο ϋκανε χτυπϔντασ την πύςω ϊκρη του τςιγϊρου με τον αντύχειρα, ϋτςι ϐπωσ ϐταν δύνουν οι ϊντρεσ ελαφρϊ χτυπηματϊκια με το δϊχτυλο ςτο τραπϋζι. Σο αγϐρι δεν ξϋχαςε ποτϋ εκεύνο το ςιγανϐ όχο. «Νομύζω πωσ αυτϐ που προςϋχει ο καθϋνασ διαφϋρει απϐ ϊνθρωπο ςε ϊνθρωπο», εύπε ο γϋροσ. «Για μϋνα ϊρχιςε ϐταν όμουν ςαρϊντα και κϊτι. Δε θυμϊμαι πϐςο ακριβϔσ όμουν, αλλϊ θυμϊμαι που όταν... το Χιλικατζύδικο- Ζαχαροπλαςτεύο Ντϋιβισ. Σο ξϋρεισ;» Ο Κλϊιβ ϋγνεψε καταφατικϊ. Ο πατϋρασ του πόγαινε πϊντα αυτϐν και την αδερφό του ς' αυτϐ το μαγαζύ να τουσ κερϊςει παγωτϐ γρανύτα, ϐταν επιςκϋπτονταν τη γιαγιϊ και τον παπποϑ. Ο μπαμπϊσ ϋλεγε ϐτι όταν Σα Σρύχρωμα Καλαμϊκια, 595
γιατύ ϋδιναν πϊντα την ύδια παραγγελύα: βανύλια για τον μπαμπϊ, ςοκολϊτα για την Πϊτι και φρϊουλα για τον Κλϊιβ. Ο μπαμπϊσ καθϐταν πϊντα ςτη μϋςη και διϊβαζε το βιβλύο του, ενϔ τα παιδιϊ απολϊμβαναν αργϊ το κρϑο, γλυκϐ παγωτϐ. Η Πϊτι εύχε δύκιο ϐταν ϋλεγε πωσ μποροϑςεσ να κϊνεισ ϐ,τι όθελεσ και να τη γλιτϔςεισ ϊμα διϊβαζε ο μπαμπϊσ, πρϊγμα που ςυνϋβαινε ςχεδϐν μϐνιμα, αλλϊ ϐταν ϊφηνε κϊτω το βιβλύο και κούταζε γϑρω του ςου ερχϐταν να καθύςεισ ςτητϐσ και να εύςαι το καλϑτερο παιδύ, για να μην πϋςει καμιϊ καρπαζιϊ. «Ϋμουν ςτο ζαχαροπλαςτεύο, λοιπϐν», ςυνϋχιςε ο παπποϑσ, κοιτϊζοντασ μακριϊ, ϋνα ςϑννεφο που ϋτρεχε ςτον ουρανϐ κι ϋμοιαζε με ςτρατιϔτη που κϊνει επύθεςη ςε ϑψωμα. «Εύχα πϊει να πϊρω φϊρμακο για την αρθρύτιδα τησ γιαγιϊσ. Ϊβρεχε για μια βδομϊδα και την πονοϑςαν τα κϐκαλα. Και ξαφνικϊ βλϋπω καινοϑρια πρϊγματα ςτο μαγαζύ. Αδϑνατον να μην τα προςϋξει κανεύσ. Ϊπιαναν ςχεδϐν ϋναν ολϐκληρο διϊδρομο. Ϋταν μϊςκεσ, γιρλϊντεσ με γϊτεσ και μϊγιςςεσ ςε ςκουπϐξυλα κι ϊλλα τϋτοια, καθϔσ κι εκεύνεσ οι κολοκϑθεσ απϐ χαρτϐνι που τισ πουλοϑςαν μϋςα ςε μια τςϊντα μαζύ με ειδικϊ λαςτιχϊκια. Η ιδϋα όταν να βγϊλει το παιδύ την κολοκϑθα απϐ το χαρτϐνι, πιϋζοντασ τισ τρυπύτςεσ που εύχε ολϐγυρα, να τη χρωματύςει, να παύξει και το παιχνιδϊκι που εύχε απϐ πύςω και ν' αφόςει όςυχη τη μϊνα του για ϋνα απϐγευμα τουλϊχιςτον. ήταν την ϋφτιαχνεσ την κολοκϑθα, μποροϑςεσ να την κρεμϊςεισ ςτην πϐρτα ςου ςαν ςτολύδι ό, αν οι γονεύσ όταν πολϑ φτωχού για ν' αγορϊςουν μια κανονικό μϊςκα ςτο παιδύ εύτε πολϑ ανύκανοι για να το βοηθόςουν να μαςκαρευτεύ με ϐ,τι βριςκϐταν ςτο ςπύτι, μποροϑςεσ να περϊςεισ το λαςτιχϊκι ς' εκεύνο το καταςκεϑαςμα για να το φορϋςει το παιδύ ςαν μϊςκα. Εκεύνα τα χρϐνια ϋβλεπεσ ϋνα ςωρϐ πιτςιρύκια με χαρτοςακοϑλεσ ςτα χϋρια και τισ χϊρτινεσ κολοκϑθεσ απϐ το μαγαζύ του Ντϋιβισ ςτο κεφϊλι τουσ τη νϑχτα των Αγύων Πϊντων. Και, βϋβαια, εύχαν βγϊλει και τα 596
ζαχαρωτϊ. Πϊντα υπόρχε ϋνα μηχϊνημα που ϋδινε καραμϋλεσ μ' ϋνα ςϋντςι, δύπλα ςτο ψυγεύο των αναψυκτικϔν, ξϋρεισ ποϑ λϋω...» Ο Κλϊιβ χαμογϋλαςε. Ϋξερε πολϑ καλϊ. «...αλλϊ αυτϐ όταν διαφορετικϐ. Κατ' αρχϊσ όταν ςτημϋνο δύπλα ςτα ρϊφια με τα ψιλικϊ. Και εύχε ϐλων των ειδϔν τισ καραμϋλεσ· απϐ κεύνεσ τισ μεγϊλεσ που εύναι μαλακϋσ ςαν ςφουγγϊρια, τισ ϊλλεσ που εύναι ςαν λϊςτιχα, εύχε κουφϋτακια, μπαςτοϑνια, μπιλύτςεσ και χύλια δυο ςχϋδια. »κϋφτηκα τϐτε ϐτι ο γερο-Ντϋιβισ —εκεύνα τα χρϐνια, εύχε ακϐμα το μαγαζύ ϋνασ Ντϋιβισ, γιοσ αυτοϑ που το εύχε πρωτανούξει, το 1910— εύχε λαθϋψει κϊνα δυο μόνεσ. Διϊβολε, εύπα απϐ μϋςα μου, ο Υρανκ Ντϋιβισ ϋςτηςε τ' αποκριϊτικα πριν βγει το καλοκαύρι. Και μου πϋραςε απϐ το μυαλϐ να πϊω ςτον πϊγκο με τα φϊρμακα, ϐπου καθϐταν, και να του το πω. ίςτερα ϐμωσ εύπα ςτον εαυτϐ μου: Για ςτϊςου, βρε Σζορτζ, μϊλλον εςϑ τουσ ϋχεισ χϊςει τουσ μόνεσ. Κι ϋτςι όταν, Κλϊιβι. Δεν όταν πια καλοκαύρι, το όξερα ϐπωσ ςε βλϋπω και με βλϋπεισ. Κατϊλαβεσ τι θϋλω να χωνϋψεισ καλϊ —ϐτι το όξερα! »Δεν εύχα βγει να ψϊξω εργϊτεσ για το μϊζεμα των μόλων, δεν εύχα όδη δϔςει προςφορϊ πεντακϐςια δολϊρια για να μπω ςτον πλειςτηριαςμϐ, ςτα ςϑνορα του Καναδϊ; Δεν εύχα όδη βϊλει ςτο μϊτι εκεύνο τον τϑπο, τον Σιμ Γουορμπϊρτον, που εύχε ϋρθει απϐ το ενεκτϋιντι κι ϋψαχνε για δουλειϊ; Εύχε κϊτι πϊνω του, φαινϐταν τύμιοσ και δουλευταρϊσ, και εύχα ςκεφτεύ πωσ θα γινϐταν καλϐσ επιςτϊτησ ςτη διϊρκεια τησ ςυγκομιδόσ. Δεν εύχα ςκοπϐ να πϊω να του μιλόςω την ϊλλη μϋρα το πρωύ και δεν όξερε αυτϐσ ϐτι θα πόγαινα να τον βρω για τη δουλειϊ, αφοϑ εύχε αφόςει να μαθευτεύ παντοϑ ϐτι θα πόγαινε να κουρευτεύ ςτο τϊδε κουρεύο, την τϊδε ϔρα; κϋφτηκα τϐτε: Ανϊθεμα ςε, Σζορτζ, αν ϊρχιςεσ να το χϊνεισ απϐ τϔρα! Εντϊξει, ο γερο-Υρανκ ϋβγαλε τισ αποκριϊτικεσ 597
καραμϋλεσ λύγο νωρύτερα φϋτοσ, αλλϊ καλοκαύρι; Αυτϐ πϊει, πϋραςε, φύλε μου. »ήχι πωσ δεν το όξερα, αλλϊ για μια ςτιγμό, Κλϊιβι — μπορεύ να όταν και κϊμποςεσ ςτιγμϋσ, δεν ξϋρω— μου φϊνηκε πωσ όταν ακϐμα καλοκαύρι ό πωσ ϋπρεπε να όταν ακϐμα, γιατύ μϐλισ εύχε μπει το καλοκαύρι. Σο πιϊνεισ; Δεν ϊργηςα να το χωνϋψω ϐτι όταν πια τϋλη επτεμβρύου, αλλϊ μϋχρι να το χωρϋςει το μυαλϐ μου ϋνιωςα... πϔσ να ς' το πω... ϋνιωςα... » Ο παπποϑσ ϋςμιξε τα φρϑδια του και τελικϊ εύπε μια λϋξη που δε θα την ϋλεγε αν μιλοϑςε με ϊλλο αγρϐτη, μόπωσ και τον περϊςει ο ϊλλοσ για ξιπαςμϋνο. «...ϋνιωςα καταπτοημϋνοσ. Δεν ξϋρω πϔσ αλλιϔσ να ς' το περιγρϊψω. Ϊτςι αιςθϊνθηκα την πρϔτη φορϊ». Ο γϋροσ κούταξε ςτα μϊτια το αγϐρι, που ανταπϋδωςε το βλϋμμα του χωρύσ καν να γνϋψει καταφατικϊ, τϐςο απϐλυτα ςυγκεντρωμϋνο όταν. Ο παπποϑσ ϋγνεψε και για τουσ δυο και τύναξε πϊλι τη ςτϊχτη απϐ το τςιγϊρο του με το πλϊι του αντύχειρα. Σο αγϐρι ςκϋφτηκε πωσ ο παπποϑσ όταν τϐςο χαμϋνοσ ςτισ ςκϋψεισ του, ϔςτε το τςιγϊρο του το κϊπνιζε τελικϊ ο αϋρασ. «Εύναι ςαν να ςτϋκεςαι ςτον καθρϋφτη του νιπτόρα, ϋτοιμοσ να ξυριςτεύσ και να βλϋπεισ την πρϔτη ϊςπρη τρύχα ςτα μαλλιϊ ςου. Σο καταλαβαύνεισ αυτϐ, Κλϊιβι;» «Ναι». «Εντϊξει. Μετϊ την πρϔτη φορϊ, αρχύζεισ να το παθαύνεισ με ϐλεσ τισ γιορτϋσ. ου φαύνεται πωσ τα μαγαζιϊ βγϊζουν τα εμπορεϑματα πολϑ νωρύσ και το ςχολιϊζεισ κιϐλασ καμιϊ φορϊ, αν και προςϋχεισ πϊντα να το πεισ ςαν να εννοεύσ ϐτι οι ϋμποροι εύναι ϊπληςτοι. ήτι κϊτι δεν πϊει καλϊ με αυτοϑσ, ϐχι μ' εςϋνα. Κατϊλαβεσ;» «Ναι». «Γιατύ», ςυνϋχιςε ο παπποϑσ, «η απληςτύα των εμπϐρων εύναι κϊτι που το καταλαβαύνουν οι ϊνθρωποι -και μερικού το 598
θαυμϊζουν κιϐλασ, αν κι εγϔ ποτϋ δεν όμουν απ' αυτοϑσ. "Με τισ κατεργαριϋσ πϊει μπροςτϊ", λϋνε, λεσ και οι κατεργαριϋσ —ςαν κι αυτϋσ του Ρϊντγουικ, του χαςϊπη, που πατϊει τη ζυγαριϊ με το δϊχτυλο, ϊμα δεν τον προςϋξεισ- λεσ κι αυτϋσ να εύναι το καλϑτερο πρϊγμα που μπορεύσ να κϊνεισ ςτη ζωό ςου. Εγϔ ποτϋ δε ςκϋφτηκα ϋτςι, αλλϊ τουσ καταλαβαύνω. Ϊτςι και πεισ ϐμωσ κϊτι που θα ςε κϊνει ν' ακοϑγεςαι ςαν να ςου ϋχει λαςκϊρει καμιϊ βύδα... αλλϊζει το πρϊμα. Οπϐτε λεσ κϊτι ςαν "Μα το θεϐ, ϋτςι που το πϊνε, του χρϐνου θα βγϊλουν τα λαμπιϐνια και τισ φϊτνεσ πριν ξεραθεύ ο ςανϐσ" και ςε ϐποιον και να το πεισ θα νομύςει πωσ εύναι η αλόθεια του θεοϑ, αλλϊ δεν εύναι, γιατύ ϐταν κϊθομαι και το καλοςκϋφτομαι, Κλϊιβι, την ύδια πϊντα εποχό πϊνω κϊτω βγϊζουν τα διϊφορα πρϊγματα οι ϋμποροι κϊθε χρϐνο. »ίςτερα ϋπαθα κϊτι ϊλλο. Αυτϐ μπορεύ να όταν πϋντε χρϐνια αργϐτερα, μπορεύ κι εφτϊ, δε θυμϊμαι. Πρϋπει να όμουν γϑρω ςτα πενόντα —λύγο πϊνω, λύγο κϊτω, δεν ϋχει ςημαςύα. Σϋλοσ πϊντων, με κϊλεςαν ϋνορκο ςε δικαςτόριο. Μεγϊλοσ μπελϊσ, αλλϊ πόγα. Ο κλητόρασ μ' ϋβαλε να ορκιςτϔ ϐτι θα κϊνω το καθόκον μου ςτο ϐνομα του θεοϑ, ορκύςτηκα πωσ θα το κϊνω, λεσ και δεν πϋραςα ϐλη μου τη ζωό κϊνοντασ το καθόκον μου ϋτςι κι αλλιϔσ, μα το θεϐ. ίςτερα αυτϐσ ϋβγαλε το μολϑβι του, με ρϔτηςε διεϑθυνςη κι επϊγγελμα και του τα εύπα με το νι και με το ςύγμα. Μετϊ με ρϔτηςε πϐςων χρονϔν όμουν. Κι εγϔ ϊνοιξα το ςτϐμα μου, ϋτοιμοσ να του πω τριϊντα εφτϊ». Ο παπποϑσ τϋντωςε πύςω το λαιμϐ του και γϋλαςε προσ το ςϑννεφο που δεν ϋμοιαζε πια με φαντϊρο. Αυτϐ το ςϑννεφο εύχε ταξιδϋψει το μιςϐ δρϐμο απϐ τη μια μεριϊ του ορύζοντα προσ την ϊλλη. «Γιατύ όθελεσ να του πεισ τριϊντα εφτϊ, παπποϑ;» Ο Κλϊιβ πύςτευε ϐτι τα εύχε καταλϊβει ϐλα αρκετϊ καλϊ μϋχρι εκεύ, αλλϊ ς' αυτϐ το ςημεύο μπερδεϑτηκε. 599
«Ϋθελα να το πω, γιατύ αυτϐ όταν το πρϔτο πρϊγμα που μου όρθε ςτο μυαλϐ! Διϊβολε! Ϋξερα ϐτι όταν λϊθοσ και κϐμπιαςα. Δε νομύζω ϐτι το πρϐςεξε ο κλητόρασ οϑτε κανϋνασ ϊλλοσ απ' ϐςουσ όταν εκεύ· οι περιςςϐτεροι λαγοκοιμοϑνταν ό τον εύχαν πϊρει κανονικϊ. Αλλϊ και με τα μϊτια γουρλωμϋνα να όταν, ςαν αυτϐ τον κακομούρη που του εύχε χϔςει η Φόρα Μπρϊουν το ςκουπϐξυλο ςτον κϔλο, δεν ξϋρω αν θα ϋβγαζαν κανϋνα νϐημα. Δε δύςταςα παραπϊνω απ' ϐςο κϊνεισ ν' αποφαςύςεισ πϔσ θα ςτρύψεισ το ρϐπαλο να χτυπόςεισ μια δϑςκολη ριξιϊ, αλλϊ... ςκατϊ! Ωλλο να παύζεισ μπϋιζ- μπολ, ϊλλο να ςε ρωτϊνε πϐςων χρονϔν εύςαι. Αιςθϊνθηκα ςαν βλϊκασ. Μου φϊνηκε εκεύνη τη ςτιγμό πωσ δεν όξερα οϑτε εγϔ πϐςο ακριβϔσ όμουν, αφοϑ δεν όμουν τριϊντα εφτϊ. Μετϊ μου πϋραςε και εύπα ςαρϊντα οχτϔ ό πενόντα ενϐσ ό ϐ,τι ϊλλο διϊβολο όμουν. Αλλϊ να ξεχϊςω τα χρϐνια μου, ϋςτω και για μια ςτιγμό... φτου» Ο παπποϑσ πϋταξε το τςιγϊρο του, το πϊτηςε με το τακοϑνι τησ μπϐτασ κι ϊρχιςε τη διαδικαςύα τησ εξϊλειψησ και ταφόσ τησ γϐπασ. «Κι αυτϐ όταν μϐνο η αρχό, Κλϊιβι, παιδύ μου», ςυνϋχιςε ο παπποϑσ. Παρ' ϐλο που όξερε ϐτι όταν απλϔσ ςχόμα λϐγου, ςυνόθειο των μεγϊλων να αποκαλοϑν ϋτςι τουσ μικροϑσ, το αγϐρι ςκϋφτηκε. Μακϊρι να όμουν γιοσ ςου Δικϐσ ςου αντύ δικϐσ του. «Μετϊ απϐ λύγο ο χρϐνοσ βϊζει δευτϋρα, βϊζει τρύτη και πριν καταλϊβεισ τι ςου γύνεται αυτϐσ τρϋχει κι εςϑ ταξιδεϑεισ μαζύ του, ϐπωσ τ' αυτοκύνητα που πϊνε ςαν βολύδεσ ςτον καινοϑριο αυτοκινητϐδρομο και ξεςηκϔνουν τα ξερϊ φϑλλα κατευθεύαν απϐ τα δϋντρα το φθινϐπωρο». «Σι θϋλεισ να πεισ;» «Σο χειρϐτερο εύναι το πϔσ αλλϊζουν οι εποχϋσ», εύπε ςκυθρωπϐσ ο γϋροσ, ςαν να μην εύχε ακοϑςει καθϐλου την ερϔτηςη. «Διαφορετικϋσ εποχϋσ παϑουν να εύναι διαφορετικϋσ 600
εποχϋσ. ου φαύνεται πωσ μϐλισ χτεσ κατϋβαςε η μαμϊ τισ μπϐτεσ και τα καςκϐλ και τα μϊλλινα απϐ το πατϊρι, αλλϊ εύναι κιϐλασ η εποχό τησ λϊςπησ κι ενϔ δεν ϋβλεπεσ την ϔρα να περϊςει η εποχό τησ λϊςπησ —διϊβολε, εγϔ πϊντα ευχϐμουν να περϊςει!— τϔρα δε χαύρεςαι που πϋραςε, γιατύ ςου φαύνεται πωσ μϐλισ χτεσ ϋςπρωξεσ το τρακτϋρ να βγει απϐ την πρϔτη λακκοϑβα που κϐλληςε φϋτοσ. Και μετϊ ςου φαύνεται πωσ μϐλισ χτεσ ϋβαλεσ το ψαθϊκι ςου και πόγεσ ν' ακοϑςεισ την πρϔτη καλοκαιρινό ςυναυλύα τησ μπϊντασ, αλλϊ οι λεϑκεσ τριγϑρω ϋχουν όδη μεύνει με το κομπινεζϐν». Ο παπποϑσ τον κούταξε τϐτε, αναςηκϔνοντασ ειρωνικϊ το ϋνα του φρϑδι, ςαν να περύμενε να του ζητόςει εξηγόςεισ, αλλϊ ο Κλϊιβ χαμογϋλαςε πανευτυχόσ. Ϋξερε τι όταν το κομπινεζϐν, γιατύ πολϑ ςυχνϊ μϐνο μ' αυτϐ καθϐταν η μϊνα του ωσ τισ πϋντε το απϐγευμα, και πιο ςυχνϊ τισ μϋρεσ που ο μπαμπϊσ ϋλειπε ςε ταξύδι, πουλϔντασ κουζινικϊ, ςκεϑη και αςφϊλειεσ ζωόσ, ϐποτε τα κατϊφερνε. ήταν ο μπαμπϊσ ϋφευγε για περιοδεύα, η μαμϊ ϊρχιζε να το τςοϑζει για τα καλϊ και μερικϋσ φορϋσ το ϋτςουζε τϐςο καλϊ, που ξεχνοϑςε να ντυθεύ μϋχρι που ϋπεφτε ο όλιοσ. Σϐτε ϋβγαινε ϋξω καμιϊ φορϊ, αφόνοντασ τον Κλϊιβ να τον προςϋχει η Πϊτι, ενϔ αυτό πόγαινε επύςκεψη ςε κϊποια φύλη τησ που όταν ϊρρωςτη. Κϊποτε ο Κλϊιβ εύχε πει ςτην Πϊτι: «Οι φύλεσ τησ μαμϊσ αρρωςταύνουν πιο πολϑ ϐταν λεύπει ο μπαμπϊσ, το πρϐςεξεσ;» Και η Πϊτι γϋλαςε μϋχρι που την ϋπιαςαν τα κλϊματα και του εύπε: «Ναι, το πρϐςεξα, αν το πρϐςεξα, λϋει!» Αυτϐ που εύπε τϔρα ο παπποϑσ του θϑμιςε την εποχό που οι μϋρεσ ϊρχιζαν τελικϊ να κατηφορύζουν ξανϊ προσ το ςχολεύο και το πϔσ ϊλλαζαν τϐτε ϐψη οι λεϑκεσ. ήταν φυςοϑςε αϋρασ το μϋςα μϋροσ τουσ ϋπαιρνε την ύδια ακριβϔσ απϐχρωςη με το ωραιϐτερο κομπινεζϐν τησ μαμϊσ, ϋνα αςημύ χρϔμα που, ενϔ όταν εκπληκτικϊ ϐμορφο, κϊπωσ ς' ϋκανε να λυπϊςαι· ϋνα 601
χρϔμα που ςόμαινε ϐτι κϐντευαν να τελειϔςουν ϐςα εύχεσ πιςτϋψει ϐτι θα όταν παντοτινϊ. «Ϊπειτα», ςυνϋχιςε ο παπποϑσ, «αρχύζεισ να χϊνεισ τη ςειρϊ των πραγμϊτων ςτο μυαλϐ ςου. ήχι εντελϔσ —δεν εννοϔ να γύνεισ ξεκοϑτησ ςαν το γερο-Φϋιντεν εδϔ παρακϊτω, θεϐσ φυλϊξοι— αλλϊ και πϊλι εύναι ϊτιμο πρϊγμα ο τρϐποσ που το χϊνεισ. Δεν εύναι ςαν να μη θυμϊςαι πρϊγματα —ϊλλο αυτϐ. ήχι, τα θυμϊςαι, αλλϊ μπερδεϑεισ τη ςειρϊ τουσ. Να, ϐπωσ όμουν ςύγουροσ ϐτι εύχα ςπϊςει το χϋρι μου αμϋςωσ μετϊ που ςκοτϔθηκε το αγϐρι μασ, ο Μπύλι, με το αυτοκύνητο το '58. Ωλλο ϊτιμο πρϊγμα αυτϐ. Εδϔ να δοϑμε τι θα εύχε να μασ πει ο αιδεςιμϐτατοσ Σςϊντμπαντ. Ο Μπύλι πόγαινε πύςω απϐ ϋνα φορτηγϐ με χαλύκια, πόγαινε το πολϑ με τριϊντα την ϔρα, ϐταν μια πϋτρα —δε θα όταν μεγαλϑτερη απϐ το ρολϐι που ςου ϋδωςα πριν για δικϐ ςου— ϋπεςε ςτο δρϐμο, πετϊχτηκε ψηλϊ κι ϋκανε θρϑψαλα το παρμπρύζ τησ Υορντ μασ. Σα γυαλιϊ μπόκαν ςτα μϊτια του Μπύλι και ο γιατρϐσ εύπε ϐτι θα ϋμενε τυφλϐσ απϐ το ϋνα μϊτι ςύγουρα, μπορεύ και απϐ τα δυο, αν ζοϑςε. Αλλϊ δεν ϋζηςε. Βγόκε απϐ το δρϐμο κι ϋπεςε ςε μια κολϐνα του ηλεκτρικοϑ. Η κολϐνα ϋπεςε πϊνω ςτο αυτοκύνητο και το παιδύ ψόθηκε απϐ το ρεϑμα ςαν τουσ κατϊδικουσ φονιϊδεσ που πόγαιναν και καβαλοϑςαν τα ςυρματοπλϋγματα του ινγκ ινγκ. Αυτϐσ, που ϐ,τι χειρϐτερο εύχε κϊνει ςτη ζωό του όταν να παριςτϊνει καμιϊ φορϊ τον ϊρρωςτο για να μη ςκαλύςει τισ φαςολιϋσ, τϐτε που εύχαμε ακϐμα το μποςτϊνι. »ου ϋλεγα, λοιπϐν, ϐτι όμουν ςύγουροσ πωσ εύχα ςπϊςει το αναθεματιςμϋνο το χϋρι μου μετϊ. Υϔναζα κι ϋβριζα ϐτι θυμϐμουν πολϑ καλϊ πωσ ςτην κηδεύα του παιδιοϑ όμουν με το γϑψο! Η ϊρα μου ϋφερε πρϔτα το οικογενειακϐ ϊλμπουμ κι ϋπειτα τα χαρτιϊ τησ αςφϊλειασ για το χϋρι μου, για να πιςτϋψω ϐτι αυτό τα θυμϐταν με τη ςωςτό ςειρϊ: όταν δυο μόνεσ πριν τον καιρϐ που θϊψαμε τον Μπύλι, τον εύχα βγϊλει πια το γϑψο. 602
Σϐτε με εύπε γερο-ξεκοϑτη και μου όρθε να τησ ςκϊςω ϋνα ςκαμπύλι να μϊθει, τϐςο θηρύο ϋγινα. Κι ϋγινα θηρύο επειδό ντροπιϊςτηκα, αλλϊ ευτυχϔσ το κατϊλαβα γρόγορα και την ϊφηςα όςυχη. Αυτό εύχε νευριϊςει μαζύ μου επειδό δεν όθελε να τησ θυμύζω τον Μπιλ. Ϋταν το καμϊρι τησ, βλϋπεισ». «Φριςτϋ μου!» εύπε ο Κλϊιβ. «Δεν εύναι ςαν να αποβλακϔνεςαι. Εύναι ϐπωσ ϐταν κατεβαύνεισ ςτη Νϋα Τϐρκη και βλϋπεισ εκεύνουσ τουσ τϑπουσ ςτισ γωνιϋσ των δρϐμων, με τα καρυδϐτςουφλα και το ςκαθϊρι που ςου το· δεύχνουν και ϑςτερα ςου λϋνε πωσ δε θα μπορϋςεισ να βρεισ κϊτω απϐ ποιο καρυδϐτςουφλο εύναι. Εςϑ εύςαι ςύγουροσ ϐτι θα το βρεισ, αλλϊ αυτού τ' ανακατϔνουν τϐςο διαβολεμϋνα γρόγορα που κϊθε φορϊ ςε ξεγελϊνε. Φϊνεισ τη ςειρϊ. Δεν μπορεύσ να κϊνεισ τύποτα». Ο παπποϑσ αναςτϋναξε κοιτϊζοντασ γϑρω του, ςαν να όθελε να θυμηθεύ ποϑ ακριβϔσ βρύςκονταν. Σο πρϐςωπο του πόρε ςτιγμιαύα μια ϋκφραςη απϐλυτησ ανημπϐριασ, που ϋκανε το αγϐρι να νιϔςει αποτροπιαςμϐ και φϐβο. Δεν όθελε να αιςθϊνεται ϋτςι, αλλϊ δεν μποροϑςε να κϊνει αλλιϔσ. Ϋταν λεσ και ο παπποϑσ εύχε τραβόξει ϋναν επύδεςμο και εύχε φανερϔςει ςτο αγϐρι μια πληγό που όταν το ςϑμπτωμα μιασ τρομερόσ αρρϔςτιασ. Κϊτι ςαν λϋπρα. «Υαύνεται ςαν να μπόκε μϐλισ χτεσ η ϊνοιξη», εύπε ο παπποϑσ. «Κι ϐμωσ, τα λουλοϑδια θα ϋχουν πϋςει ϐλα ωσ αϑριο απϐ τισ μηλιϋσ, αν κρατόςει ο αϋρασ, που, π' ανϊθεμα με, ϐλα δεύχνουν πωσ θα κρατόςει. Ο ϊνθρωποσ δεν μπορεύ να προλϊβει το τρϋνο τησ ςκϋψησ ϐταν τα πρϊγματα τρϋχουν τϐςο γρόγορα. Ο ϊνθρωποσ δεν μπορεύ να πει, "Επ! Για ςτϊςου μια ςτιγμό να ξανϊρθω ςτα ςυγκαλϊ μου!" Γιατύ ςε ποιον να το πεισ; Δεν υπϊρχει κανϋνασ. Εύναι ςαν να ταξιδεϑεισ με τρϋνο χωρύσ οδηγϐ, αν με πιϊνεισ. Για πεσ μου τϔρα, Κλϊιβι, τι κατϊλαβεσ απ' ϐλα αυτϊ;» 603
«Να ςου πω», εύπε το αγϐρι. «Για ϋνα πρϊγμα ϋχεισ δύκιο, παπποϑ. Πρϋπει να όταν ηλύθιοσ αυτϐσ που τα κανϐνιςε ϋτςι». Δεν εύχε ςκοπϐ ν' αςτειευτεύ, αλλϊ ο παπποϑσ γϋλαςε τϐςο πολϑ, που η φϊτςα του ξαναπόρε εκεύνο το τρομακτικϐ βυςςινύ χρϔμα κι αυτό τη φορϊ δε διπλϔθηκε απλϔσ ςτα δυο, με τισ παλϊμεσ ςτα γϐνατα του, αλλϊ αγκϊλιαςε με το ϋνα χϋρι το αγϐρι απϐ το λαιμϐ, για να ςτηριχτεύ να μην πϋςει, θα εύχαν ςωριαςτεύ και οι δυο κατϊχαμα, αν ο βόχασ και τ' αγκομαχητϊ του παπποϑ δεν ϊρχιζαν να υποχωροϑν, πϊνω που το αγϐρι όταν ςύγουρο ϐτι το αύμα θα ξεχεύλιζε απϐ τουσ πϐρουσ του, ϋτςι που εύχε φουντϔςει το πρϐςωπο του απϐ τα πολλϊ γϋλια. «Σι διαβολϊκοσ εύςαι!» εύπε ο παπποϑσ και τραβόχτηκε επιτϋλουσ. «Μεγϊλοσ διαβολϊκοσ!» «Παπποϑ; Εύςαι καλϊ; Μόπωσ πρϋπει να...» «ήχι, διϊβολε, δεν εύμαι καλϊ. Ϊχω πϊθει δυο γερϋσ κρύςεισ τα τελευταύα δϑο χρϐνια κι αν ζόςω ϊλλα δϑο, εγϔ θα απορόςω περιςςϐτερο απ' ϐλουσ. ήμωσ αυτϐ δεν εύναι εύδηςη για την ανθρωπϐτητα, παιδύ μου. Εκεύνο που ξεκύνηςα να ςου πω εύναι ϐτι γϋροσ ό νϋοσ, γρόγοροσ χρϐνοσ ό αργϐσ χρϐνοσ, τα βγϊζεισ πϋρα καλϊ μϐνο αν θυμϊςαι το αλογϊκι. Αν, ϐταν μετρϊσ, λεσ "ϐμορφο αλογϊκι" μετϊ απϐ κϊθε αριθμϐ, ο χρϐνοσ που μετρϊσ εύναι πραγματικϐσ χρϐνοσ. Ϊτςι και το κϊνεισ αυτϐ, τον δϊμαςεσ τον κατεργϊρη. Βϋβαια, δεν μπορεύσ να μετρϊσ ϐλη την ϔρα — δεν εύναι αυτϐ το ςχϋδιο του θεοϑ. Εγϔ θα πϊω ςτα θυμαρϊκια και θα με ψϊλει εκεύνοσ ο λιγδιϊρησ, ο χωριϊτησ ο Σςϊντμπαντ, θϋλω δε θϋλω. Εςϑ ϐμωσ να θυμϊςαι πϊντα πωσ δεν τον κουμαντϊρεισ εςϑ το χρϐνο. Ο χρϐνοσ κουμαντϊρει εςϋνα. Ο χρϐνοσ τρϋχει απϐ μϐνοσ του, με την (δια ταχϑτητα, κϊθε δευτερϐλεπτο τησ κϊθε μϋρασ. Πεντϊρα δε δύνει για ςϋνα, αλλϊ αυτϐ δεν πειρϊζει αν ϋχεισ πϊντα ϋνα ϐμορφο αλογϊκι. Αν ϋχεισ ϋνα ϐμορφο αλογϊκι, Κλϊιβι, θα τον τςακϔνεισ τον ϊτιμο 604
ακριβϔσ εκεύ που χτυπϊει και ςτα κομμϊτια ϐλοι οι ήλντεν ήςγκουντ του κϐςμου». Ο γϋροσ ϋςκυψε προσ τη μεριϊ του Κλϊιβ Μπϊνινγκ. «Σο κατϊλαβεσ αυτϐ;» «ήχι, παπποϑ». «Σο ξϋρω. θα το θυμϊςαι ϐμωσ;» «Ναι, παπποϑ». Σα μϊτια του παπποϑ Μπϊνινγκ τον κούταξαν τϐςο επύμονα, για τϐςο πολλό ϔρα, που το αγϐρι αιςθϊνθηκε αμηχανύα κι ϊρχιςε να κουνιϋται νευρικϊ. Σελικϊ, ο γϋροσ ςυγκατϋνευςε. «Ναι, νομύζω πωσ θα το θυμϊςαι. Π' ανϊθεμα με αν κϊνω λϊθοσ». Σο αγϐρι δεν εύπε τύποτε. Πραγματικϊ, δε βρόκε τύποτε να πει. «Ϊγινε η καθοδόγηςη», εύπε ο παπποϑσ. «Πϔσ ϋγινε η καθοδόγηςη αφοϑ δεν κατϊλαβα',» φϔναξε ο Κλϊιβ, φουντϔνοντασ ξαφνικϊ απϐ θυμϐ και ανημπϐρια, τϐςο απϐλυτη και τϐςο αληθινό, που τον τρϐμαξε και τον ύδιο. «Δεν κατϊλαβα τύποτα!» «Φϋςε το αν κατϊλαβεσ», εύπε όρεμα ο γϋροσ. Αγκϊλιαςε πϊλι το αγϐρι απϐ τουσ ϔμουσ με το ϋνα χϋρι του και το τρϊβηξε κοντϊ του, το αγκϊλιαςε για τελευταύα φορϊ, πριν η γιαγιϊ τον βρει νεκρϐ ςτο κρεβϊτι του το πρωύ, ϋνα μόνα αργϐτερα. Ξϑπνηςε η γιαγιϊ και βρόκε τον παπποϑ ϊψυχο. Σο αλογϊκι του παπποϑ εύχε γκρεμύςει ϐλουσ τουσ φρϊχτεσ και εύχε περϊςει καλπϊζοντασ ϐλουσ τουσ λϐφουσ του κϐςμου. Ωπιςτη καρδιϊ, μοχθηρό. ήμορφο το αλογϊκι, αλλϊ με μοχθηρό καρδιϊ. «Η καθοδόγηςη και η κατανϐηςη εύναι ξαδϋρφεσ που δε φιλιοϑνται», εύπε ο παπποϑσ εκεύνη τη μϋρα ανϊμεςα ςτ ι σ μηλιϋσ. «Σϐτε, τι εύναι η καθοδόγηςη;» 605
«Θϑμηςη», εύπε γαλόνια ο γϋροσ. «Σο θυμϊςαι το αλογϊκι ;»
«Ναι, παπποϑ». «Ποιο εύναι τ' ϐνομα του;» Σο αγϐρι κϐμπιαςε. «Φρϐνοσ... νομύζω». «ωςτϊ. Και τι χρϔμα ϋχει;» Σο αγϐρι ςκϋφτηκε περιςςϐτερο αυτό τη φορϊ. Ωνοιξε το μυαλϐ του ςαν ύριδα ματιοϑ ςτο ςκοτϊδι. «Δεν ξϋρω», απϊντηςε τελικϊ. «Οϑτε κι εγϔ», εύπε ο γϋροσ τραβϔντασ το χϋρι του. «Δε νομύζω ϐτι ϋχει χρϔμα και δε νομύζω ϐτι ϋχει ςημαςύα το χρϔμα του. θα το γνωρύςεισ; Αυτϐ εύναι που μετρϊει». «Ναι, παπποϑ», αποκρύθηκε αμϋςωσ το αγϐρι. Σα μϊτια του παπποϑ, λαμπερϊ, πυρετϔδη, ϋδεςαν την καρδιϊ και το μυαλϐ του αγοριοϑ ςαν χειροπϋδεσ. «.Πϔσ;» «Θα εύναι ϐμορφο», απϊντηςε ο Κλϊιβ Μπϊνινγκ με απϐλυτη ςιγουριϊ. Ο παπποϑσ χαμογϋλαςε. «Λοιπϐν!» εύπε. «Ο Κλϊιβι πόρε μερικϋσ οδηγύεσ ςόμερα. Ϊγινε αυτϐσ ςοφϐτεροσ κι εγϔ πιο ευτυχιςμϋνοσ... ό το ανϊποδο. Σι θα 'λεγεσ τϔρα για ϋνα κομμϊτι πύτα ροδϊκινο, μικρϋ;» «Ναι!» «Σϐτε, τι καθϐμαςτε εδϔ πϋρα; Πϊμε να φϊμε!» Πόγαν. Και ο Κλϊιβ Μπϊνινγκ δεν ξϋχαςε ποτϋ το ϐνομα του αλϐγου, που όταν χρϐνοσ, οϑτε το χρϔμα, που δεν όταν κανϋνα ςυγκεκριμϋνο, οϑτε την ϐψη, που δεν όταν οϑτε ϊςχημη οϑτε μεγαλϐπρεπη... απλϔσ ϐμορφη. ήπωσ δεν ξϋχαςε ποτϋ τη φϑςη του, που όταν μοχθηρό, ό αυτϊ που του εύπε ο παπποϑσ ςτο γυριςμϐ, λϐγια ςχεδϐν πεταμϋνα, που τα πόρε ο ϊνεμοσ: 606
καλϑτερα να ϋχεισ ϋνα αλογϊκι να καβαλϊσ, παρϊ να μην ϋχεισ καθϐλου, ϐπωσ κι αν χτυπϊει η μοχθηρό καρδιϊ του.
607
υγνϔμη, ωςτϐ Νοϑμερο ΗΜΕΙΨΗ ΣΟΤ ΤΓΓΡΑΥΕΑ: Οι ςυντομογραφύεσ ςτα ςενϊρια εύναι απλϋσ και, κατϊ τη γνϔμη του γρϊφοντοσ, υπϊρχουν κυρύωσ για να αιςθϊνονται οι ςεναριογρϊφοι λιγϊκι ςαν μαςϐνοι. Σϋλοσ πϊντων, εςεύσ να ϋχετε υπϐψη ςασ ϐτι ΚΠ ςημαύνει κοντινϐ πλϊνο. ΠΚΠ ςημαύνει πολϑ κοντινϐ πλϊνο. Ε. ςημαύνει εςωτερικό λόψη και ΕΞ. εξωτερικό. Υ ςημαύνει φϐντο. ΟΠΓ ςημαύνει οπτικό γωνύα. Πϊντωσ οι περιςςϐτεροι μϊλλον τα ξϋρετε όδη ϐλα αυτϊ, ϋτςι δεν εύναι; ΠΡΑΞΗ Ι Η ΕΙΚΟΝΑ ΦΗΜΑΣΙΖΕΣΑΙ ΑΡΓΑ: ΠΚΠ ΣΟ ΣΟΜΑ ΣΗ ΚΕέΣΙ ΓΟΤΑέΝΣΕΡΜΑΝ Μιλϊει ςτο τηλϋφωνο. ήμορφο ςτϐμα. ε δευτερϐλεπτα θα δοϑμε ϐτι και ολϐκληρη εύναι ϐμορφη.
λύγα
ΚΕέΣΙ Ο Μπιλ; Λϋει ϐτι δεν αιςθϊνεται καλϊ, αλλϊ ϋτςι εύναι πϊντα ο Μπιλ ανϊμεςα ςε δυο βιβλύα... χϊνει τον ϑπνο του, νομύζει πωσ κϊθε πονοκϋφαλοσ εύναι το πρϔτο ςϑμπτωμα εγκεφαλικοϑ ϐγκου... μϐλισ αρχύςει κϊτι καινοϑριο θα του περϊςει. ΗΦΟ, Υ: ΑΝΟΙΦΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ Η ΚΑΜΕΡΑ ΑΠΟΜΑΚΡΤΝΕΣΑΙ ΑΡΓΑ. Η ΚΕέΣΙ εύναι καθιςμϋνη δύπλα ςτο τηλϋφωνο τησ κουζύνασ, ϋχει πιϊςει ψιλό κουβϋντα με την αδερφό τησ και ξεφυλλύζει ταυτϐχρονα ϋναν 608
κατϊλογο αγορϔν. Ο θεατόσ πρϋπει να προςϋξει μια καινοτομύα ςτη ςυςκευό του τηλεφϔνου που κρατϊει ςτο ϋνα χϋρι τησ· εύναι το εύδοσ που παύρνει ταυτϐχρονα δυο γραμμϋσ. ΚΟΚΚΙΝΑ ΥΨΣΑΚΙΑ δεύχνουν πϐςεσ εύναι κατειλημμϋνεσ. Αυτό τη ςτιγμό εύναι η μια —αυτό που μιλϊει η ΚΕΙΣΙ. Ενϔ Η ΚΕΙΣΙ ΤΝΕΦΙΖΕΙ ΣΗ ΤΝΟΜΙΛΙΑ ΣΗ, Η ΚΑΜΕΡΑ ΥΕΤΓΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΨ ΣΗ, ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΓΤΡΟ ΣΗΝ ΚΟΤΖΙΝΑ και, περνϔντασ απϐ την αψιδωτό πϐρτα, μπαύνει ςτο οικογενειακϐ καθιςτικϐ. ΚΕΙΣΙ (μϐνο φωνό, που ςιγϊ ςιγϊ ςβόνει) Α, δε ςου εύπα, εύδα την Σζϊνι Κϊρλτον ςόμερα... ναι! ωςτό φϊλαινα!... Η φωνό χϊνεται. Δυναμϔνει ο όχοσ τησ τηλεϐραςησ. Βλϋπουμε τρύα παιδιϊ: ο ΣΖΕΥ, οχτϔ· η ΚΟΝΙ, δϋκα· και ο ΝΣΕΝΙ, δεκατριϔν. Η τηλεϐραςη μεταδύδει τον Σροχϐ τησ Σϑχησ, αλλϊ δεν παρακολουθοϑν. Εύναι αφοςιωμϋνα ςτο παραδοςιακϐ παιχνύδι Καβγϊσ Για Σο Σι θα Δοϑμε Μετϊ. ΣΖΕΥ Ϊλα τϔρα! Ϋταν το πρϔτο του βιβλύο! ΚΟΝΙ Σο πρϔτο του απαύςιο βιβλύο. ΝΣΕΝΙ Θα δοϑμε το Σςύαρσ και μετϊ το Γουύνγχσ, Σζεφ, ϐπωσ κϊθε φορϊ. Ο ΝΣΕΝΙ μιλϊει με το αυταρχικϐ ϑφοσ τησ απϐλυτησ βεβαιϐτητασ που μϐνο ϋνασ μεγϊλοσ αδερφϐσ μπορεύ να ϋχει. «Θϋλεισ να το κουβεντιϊςουμε κι ϊλλο, να δεισ τι θα πϊθουν τα κοκαλϊκια ςου, μυξιϊρικο;» υπαινύςςεται η ϋκφραςη του. ΣΖΕΥ 609
Μποροϑμε τουλϊχιςτον να το γρϊψουμε ςτο βύντεο; ΚΟΝΙ Γρϊφουμε το CNN για τη μαμϊ. Εύπε ϐτι μπορεύ να μεύνει πολλό ϔρα ςτο τηλϋφωνο με τη θεύα Λϐισ. ΣΖΕΥ Σι να γρϊψεισ απϐ το CNN, για τ' ϐνομα του θεοϑ! Αφοϑ δε ςταματϊει ποτϋ! ΝΣΕΝΙ Αυτϐ ακριβϔσ αρϋςει ςτη μαμϊ. ΚΟΝΙ Και να μην πιϊνεισ ςτο ςτϐμα ςου το Θεϐ, Σζϋφι· εύςαι πολϑ μικρϐσ ακϐμα. Μϐνο ςτην εκκληςύα κϊνει να τον αναφϋρεισ. ΣΖΕΥ Κι εςϑ να μη με λεσ Σζϋφι. Σζϋφι, Σζϋφι, Σζϋφι. ΚΟΝΙ Ο ΣΖΕΥ ςηκϔνεται, πηγαύνει ςτο παρϊθυρο και κοιτϊζει ϋξω ςτο ςκοτϊδι. Εύναι πραγματικϊ αναςτατωμϋνοσ. Ο ΝΣΕΝΙ και η ΚΟΝΙ, κατϊ την παρϊδοςη των μεγαλϑτερων αδερφϔν, χαύρονται αφϊνταςτα. ΝΣΕΝΙ Ο καημϋνοσ ο Σζϋφι. ΚΟΝΙ Μου φαύνεται πωσ ετοιμϊζεται ν' αυτοκτονόςει. ΣΖΕΥ (ςτρϋφεται θυμωμϋνοσ) 610
Ϋταν το πρϔτο του βιβλύο! Μα δε ςασ νοιϊζει τύποτα εςϊσ; KONI Αν θϋλεισ ντε και καλϊ να το δεισ, νούκιαςε αϑριο την καςϋτα απϐ το Βύντεο τοπ. ΣΖΕΥ Δε νοικιϊζουν ακατϊλληλεσ ταινύεσ ςε παιδιϊ και το ξϋρεισ! KONI (με ϑφοσ ονειροπϐλο) κϊςε, βλϋπω τη Βϊνα! Λατρεϑω τη Βϊνα! ΣΖΕΥ Ντϋνισ... ΝΣΕΝΙ Πόγαινε πεσ ςτον μπαμπϊ να το γρϊψει ςτο δικϐ του βύντεο και μη με ζαλύζεισ ϊλλο, εντϊξει; Ο ΣΖΕΥ διαςχύζει το δωμϊτιο, βγϊζοντασ τη γλϔςςα του ςτη Βϊνα Γουϊιτ καθϔσ περνϊει μπροςτϊ απϐ την τηλεϐραςη. Η ΚΑΜΕΡΑ ΑΚΟΛΟΤΘΕΙ το παιδύ που μπαύνει ςτην κουζύνα. ΚΕέΣΙ ...κι ϐταν με ρϔτηςε αν η Πϐλι βγόκε θετικό ςτην εξϋταςη για ςτρεπτϐκοκκο, εγϔ του θϑμιςα ϐτι η κϐρη μασ ϋχει φϑγει για το κολϋγιο... Αχ, Λϐισ, δε φαντϊζεςαι πϐςο μου λεύπει... Ο ΣΖΕΥ απλϔσ περνϊει απϐ την κουζύνα πηγαύνοντασ προσ την εςωτερικό ςκϊλα. ΚΕέΣΙ Παιδιϊ, δεν μπορεύτε να κϊνετε λύγη ηςυχύα; ΣΖΕΥ (μουτρωμϋνοσ) 611
Σϔρα που ϋφυγα εγϔ θα ηςυχϊςουν. Αρχύζει ν' ανεβαύνει τη ςκϊλα απογοητευμϋνοσ. Η ΚΕέΣΙ τον ακολουθεύ για λύγο με το βλϋμμα τησ, με μια ϋκφραςη αγϊπησ κι ανηςυχύασ. ΚΕέΣΙ (ςτο τηλϋφωνο) Πϊλι τςακϔνονται. Η Πϐλι τα ϋβαζε ςε τϊξη, αλλϊ τϔρα που λεύπει ςτο ςχολεύο... δεν ξϋρω... ύςωσ δεν όταν καλό ιδϋα να τη ςτεύλουμε ςτο Μπϐλτον. Καμιϊ φορϊ ϐταν μιλϊμε ςτο τηλϋφωνο μου φαύνεται πολϑ ςτενοχωρημϋνη... Ε. Ο ΜΠΕΛΑ ΛΟΤΓΚΟΖΙ ΣΟ ΡΟΛΟ ΣΟΤ ΔΡΑΚΟΤΛΑ, ΚΠ Ο Δρϊκουλασ εικονύζεται ςτην πϐρτα του πϑργου του, ςτην Σρανςυλβανύα. Ϊνα μπαλϐνι, ϐπωσ αυτϊ των κϐμικσ, ζωγραφιςμϋνο με το χϋρι, βγαύνει απϐ το ςτϐμα του. το εςωτερικϐ γρϊφει: «Ακοϑςτε! Σα παιδιϊ μου τησ νϑχτασ! Σι ϐμορφα που τραγουδϊνε!» Η αφύςα εύναι κολλημϋνη ςτην πϐρτα, αλλϊ αυτϐ το βλϋπουμε μϐνο ϐταν ο ΣΖΕΥ την ανούγει και μπαύνει ςτο γραφεύο του πατϋρα του. Ε. ΜΙΑ ΥΨΣΟΓΡΑΥΙΑ ΣΗ ΚΕέΣΙ, ΚΠ Η ΚΑΜΕΡΑ ΣΕΚΕΣΑΙ ΚΑΙ ΤΣΕΡΑ ΚΙΝΕΙΣΑΙ ΑΡΓΑ ΠΡΟ ΣΑ ΔΕΞΙΑ. Βλϋπουμε ϊλλη μια φωτογραφύα τησ ΠΟΛΙ, τησ κϐρησ που ςπουδϊζει ςτο κολϋγιο. Εύναι μια ϐμορφη κοπϋλα δεκαϋξι χρονϔν περύπου. Μετϊ την ΠΟΛΙ βλϋπουμε τον ΝΣΕΝΙ... ϋπειτα την KONI... και μετϊ τον ΣΖΕΥ. Η ΚΑΜΕΡΑ ΤΝΕΦΙΖΕΙ ΝΑ ΚΙΝΕΙΣΑΙ, ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΑΝΟΙΓΕΙ και βλϋπουμε τον ΜΠΙΛ ΓΟΤΑέΝΣΕΡΜΑΝ, ϋνα ςαραντατετρϊχρονο ϊντρα. Υαύνεται κουραςμϋνοσ. Σο βλϋμμα του εύναι προςηλωμϋνο ςτην οθϐνη του υπολογιςτό του, αλλϊ, 612
απ' ϐ,τι φαύνεται, η κρυςτϊλλινη ςφαύρα του μυαλοϑ του ϋχει πϊρει ρεπϐ για το βρϊδυ, γιατύ η οθϐνη εύναι εντελϔσ ϊδεια. τουσ τούχουσ βλϋπουμε κορνιζαριςμϋνα εξϔφυλλα βιβλύων. ήλα εύναι τρομακτικϊ. Κϊποιο ϋχει τύτλο Σο Υιλύ Υϊνταςμα. Ο ΣΖΕΥ πληςιϊζει αθϐρυβα τον πατϋρα του απϐ πύςω. Η μοκϋτα πνύγει τον όχο των βημϊτων του. Ο ΜΠΙΛ αναςτενϊζει και ςβόνει τον υπολογιςτό. Σην επϐμενη ςτιγμό, ο ΣΖΕΥ αρπϊζει απϐτομα τον πατϋρα του απϐ τουσ ϔμουσ. ΣΖΕΥ ΜΠΟΤΟΤ! ΜΠΙΛ Γεια ςου, Σζϋφι. τρϋφεται ςτην καρϋκλα του για να κοιτϊξει το γιο του που εύναι απογοητευμϋνοσ. ΣΖΕΥ Πϔσ δε φοβόθηκεσ; ΜΠΙΛ Σο να φοβύζω τουσ ϊλλουσ εύναι η δουλειϊ μου. Ϊχω πϊθει ανοςύα. υμβαύνει τύποτε; ΣΖΕΥ Μπαμπϊ, μπορϔ να δω την πρϔτη ϔρα απϐ Σο Υιλύ Υϊνταςμα και να μου γρϊψεισ το υπϐλοιπο ςτο βύντεο; Ο Ντϋνισ και η Κϐνι θϋλουν να γύνεται πϊντα το δικϐ τουσ. Ο ΜΠΙΛ γυρύζει την καρϋκλα και κοιτϊζει το εξϔφυλλο του βιβλύου, ϋκπληκτοσ κι ευχαριςτημϋνοσ ςυνϊμα. ΜΠΙΛ 613
Εύςαι ςύγουροσ ϐτι θϋλεισ να το δεισ, μικρϋ; Εύναι πολϑ... ΣΖΕΥ Ναι! Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΔΙΠΛΑ ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ' αυτϐ το πλϊνο βλϋπουμε καθαρϊ πύςω τησ τη ςκϊλα που οδηγεύ ςτο γραφεύο του ϊντρα τησ. ΚΕέΣΙ Εγϔ πιςτεϑω ϐτι ο Σζεφ χρειϊζεται οπωςδόποτε ορθοδοντικϐ, αλλϊ τον ξϋρεισ τον Μπιλ..- Κουδουνύζει η ϊλλη γραμμό. Σο φωτϊκι τησ δεϑτερησ γραμμόσ αναβοςβόνει πϊνω ςτη ςυςκευό που κρατϊει η ΚΕέΣΙ. ΚΕέΣΙ Κϊποιοσ παύρνει ςτην ϊλλη γραμμό. Μπιλ, μπορεύσ... Αλλϊ τϔρα βλϋπουμε τον ΜΠΙΛ και τον ΣΖΕΥ που κατεβαύνουν τη ςκϊλα, πύςω απϐ την ΚΕέΣΙ. ΜΠΙΛ Αγϊπη μου, ποϑ εύναι οι ϊδειεσ βιντεοκαςϋτεσ; Δε βρόκα οϑτε μύα ςτο γραφεύο μου και... Περύμενε! ΚΕέΣΙ (ςτον ΜΠΙΛ) (ςτη ΛΟΙ) ε βϊζω ςτην αναμονό μια ςτιγμό, Λο. Σο κϊνει. Σϔρα αναβοςβόνουν και οι δυο γραμμϋσ. Η ΚΕέΣΙ πατϊει το επϊνω κουμπύ, για ν' απαντόςει ςτην καινοϑρια κλόςη. ΚΕέΣΙ Εμπρϐσ; Οικύα Γουϊιντερμαν. 614
ΗΦΟ: ΛΤΓΜΟΙ ΑΠΟΓΝΨΗ ΥΨΝΗ ΠΟΤ ΜΙΛΑΕΙ ΚΛΑΙΓΟΝΣΑ (φύλτρο) Πϊρε... ςε παρακαλϔ πϊρε... ΚΕέΣΙ Πϐλι; Εςϑ εύςαι; Σι ςυμβαύνει; ΗΦΟ: ΛΤΓΜΟΙ. Δυνατού, ςου ςπαρϊζουν την καρδιϊ. ΥΨΝΗ ΠΟΤ ΚΛΑΙΕΙ (φύλτρο) ε παρακαλϔ —γρόγορα— ΗΦΟ: ΛΤΓΜΟΙ... Και μετϊ ΚΛΙΚ! Η ςϑνδεςη διακϐπτεται. ΚΕέΣΙ Πϐλι, ηρϋμηςε! ή,τι κι αν ςυμβαύνει δεν μπορεύ να εύναι τϐςο ϊς... Ο ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΟ ΗΦΟ ΜΙΑ ΑΝΟΙΦΣΗ ΓΡΑΜΜΗ Ο ΣΖΕΥ ϋχει πϊει προσ το δωμϊτιο τησ τηλεϐραςησ, μόπωσ βρει εκεύ μια ϊδεια βιντεοκαςϋτα. ΜΠΙΛ Ποιοσ όταν; Φωρύσ να κοιτϊξει το ςϑζυγο τησ και χωρύσ να του απαντόςει, η ΚΕέΣΙ ξαναπατϊει βιαςτικϊ το δεϑτερο κουμπύ. ΚΕέΣΙ Λϐισ; Ωκου, θα ςε ξαναπϊρω ςε λύγο. Ϋταν η Πϐλι κι ακουγϐταν πολϑ αναςτατωμϋνη. ήχι... μου το ϋκλειςε. Ναι. Εντϊξει. Ευχαριςτϔ. Κλεύνει το τηλϋφωνο. ΜΠΙΛ (ανόςυχοσ) 615
Η Πϐλι όταν; ΚΕέΣΙ Και ςπϊραζε ςτο κλϊμα. Υαινϐταν να λϋει κϊτι ςαν «Παρακαλϔ, πϊρε με πύςω ςτο ςπύτι». Σο όξερα εγϔ πωσ αυτϐ το καταραμϋνο το ςχολεύο τη ςτενοχωροϑςε... Απορϔ πϔσ ςε ϊφηςα να με πεύςεισ... Χϊχνει πυρετωδϔσ το γραφειϊκι τησ, κϊτω απϐ το τηλϋφωνο. Κατϊλογοι γλιςτρϊνε και πϋφτουν ςτο πϊτωμα γϑρω απϐ το ψηλϐ ςκαμπϐ. ΚΕέΣΙ Κϐνι! Πόρεσ εςϑ την ατζϋντα μου με τα τηλϋφωνα; ΚΟΝΙ (μϐνο φωνό) ήχι, μαμϊ. Ο ΜΠΙΛ βγϊζει απϐ την κωλϐτςεπό του ϋνα παλιϐ μπλοκϊκι και το ξεφυλλύζει. ΜΠΙΛ Ϊχω εγϔ το νοϑμερο. Μϐνο που... ΚΕέΣΙ Ξϋρω, το τηλϋφωνο ςτην κατειλημμϋνο. Δϔς' μου το εδϔ...
εςτύα
εύναι
μονύμωσ
ΜΠΙΛ Αγϊπη μου, ηρϋμηςε. ΚΕέΣΙ Θα ηρεμόςω αφοϑ τησ μιλόςω. Εύναι δεκαϋξι χρονϔν, Μπιλ. Σα δεκαεξϊχρονα κορύτςια ϋχουν την τϊςη να περνϊνε κρύςεισ 616
κατϊθλιψησ. Καμιϊ φορϊ φτϊνουν κι ωσ την αυ... Δϔςε μου επιτϋλουσ αυτϐ το αναθεματιςμϋνο νοϑμερο! ΜΠΙΛ 617-555-8641. Καθϔσ η ΚΕέΣΙ χτυπϊει τα νοϑμερα, Η ΚΑΜΕΡΑ ΠΛΗΙΑΖΕΙ ΓΙΑ ΚΠ ΚΕέΣΙ Ϊλα, ϋλα... αχ, ασ μη μιλϊει... αυτό τη φορϊ μϐνο..ΗΦΟ: ΔΙΑΥΟΡΑ ΚΛΙΚ. Παϑςη. Και μετϊ... κουδοϑνιςμα τηλεφϔνου. ΚΕέΣΙ (με τα μϊτια κλειςτϊ) ' ευχαριςτϔ, θεϋ μου. ΥΨΝΗ (φύλτρο) Εδϔ Φϊρτςχορν Φολ. Εύμαι η Υρύντα. Αν θϋλεισ ακϐμα την Κριςτύν, η Βαςύλιςςα του εξ εύναι ςτο ντουσ, Αρνύ. ΚΕΙΣΙ Μπορεύτε να μου φωνϊξετε την Πϐλι ςτο τηλϋφωνο, παρακαλϔ; Σην Πϐλι Γουϊιντερμαν. Εύμαι η Κϋιτ Γουϊιντερμαν. Η μητϋρα τησ. ΥΨΝΗ (φύλτρο) Ψ Φριςτϋ μου! υγνϔμη. Νϐμιςα... Περιμϋνετε μιςϐ λεπτϐ, κυρύα Γουϊιντερμαν. ΗΦΟ: ΑΚΟΤΣΙΚΟ ΠΟΤ ΑΥΗΝΕΣΑΙ ΚΑΠΟΤ ΥΨΝΗ (με φύλτρο και πολϑ μακρινό) Πϐλι; Πολ; το τηλϋφωνο! Η μητϋρα ςου! 617
Ε. ΕΤΡΤΣΕΡΟ ΠΛΑΝΟ ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ, ΚΑΙ ME TON ΜΠΙΛ ΜΠΙΛ Λοιπϐν; ΚΕΙΣΙ Κϊποια πόγε να τη φωνϊξει. Ελπύζω. Φϋρι .
Ο ΣΖΕΥ επιςτρϋφει ςτην κουζύνα με μια βιντεοκαςϋτα ςτο ΣΖΕΥ
Βρόκα μύα, μπαμπϊ. Σισ εύχε κρϑψει ο Ντϋνισ. ήπωσ ςυνόθωσ. ΜΠΙΛ ε λύγο, Σζεφ. Πόγαινε να δεισ τηλεϐραςη. ΣΖΕΥ Μα... ΜΠΙΛ Δε θα το ξεχϊςω. Πόγαινε τϔρα. Ο ΣΖΕΥ φεϑγει. ΚΕΙΣΙ Ϊλα, ϋλα, λοιπϐν..ΜΠΙΛ Ηρϋμηςε, Κϋιτι. ΚΕΙΣΙ (οργιςμϋνη) 618
Αν την ϊκουγεσ πριν, δε θα μου ϋλεγεσ να ηρεμόςω ! Ϋταν ςε... ΠΟΛΙ (φύλτρο, φωνό χαροϑμενη) Γεια ςου, μαμϊκα! ΚΕΙΣΙ Πϐλι; Μωρϐ μου; Εύςαι καλϊ; ΠΟΛΙ (φωνό κεφϊτη, γρόγορη ομιλύα) Αν εύμαι καλϊ; Πόρα Α ςτο διαγϔνιςμα βιολογύασ, Β ςτην ϋκθεςη των γαλλικϔν και ο Ρϐνι Φϊνςεν μου ζότηςε να με ςυνοδεϑςει ςτο χορϐ του θεριςμοϑ. Εύμαι τϐςο καλϊ, που αν μου ςυμβεύ ϊλλο ϋνα καλϐ πρϊγμα ςόμερα θα ςκϊςω ςαν μπαλϐνι. ΚΕΙΣΙ Εςϑ δε μου τηλεφϔνηςεσ πριν απϐ λύγο κλαύγοντασ με λυγμοϑσ; Απϐ την ϋκφραςη τησ ΚΕΙΣΙ βλϋπουμε πωσ ξϋρει όδη την απϊντηςη ς' αυτό την ερϔτηςη. ΠΟΛΙ (φύλτρο) ήχι βεβαύα! ΚΕΙΣΙ Φαύρομαι για τουσ βαθμοϑσ και για το ραντεβοϑ ςου, αγϊπη μου. Κϊποιοσ ϊλλοσ θα όταν, φαύνεται. θα ςε ξαναπϊρω, εντϊξει; ΠΟΛΙ (φύλτρο) Εντϊξει. Πεσ γεια ςτον μπαμπϊ! ΚΕέΣΙ 619
θα του το πω. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΣΗ ΚΟΤΖΙΝΑ Ε ΕΤΡΤΣΕΡΟ ΠΛΑΝΟ ΜΠΙΛ Εύναι καλϊ; ΚΕΙΣΙ Μια χαρϊ. θα ϋπαιρνα ϐρκο ϐτι όταν η Πϐλι, αλλϊ... αυτό βρύςκεται ςτον ϋβδομο ουρανϐ. ΜΠΙΛ Ωρα όταν φϊρςα. Ϋ κϊποια που ϋκλαιγε τϐςο πολϑ, ϔςτε πόρε λϊθοσ νοϑμερο... «ανϊμεςα απϐ τα δϊκρυα που θϐλωναν τα μϊτια τησ», ϐπωσ λϋμε κι εμεύσ οι επαγγελματύεσ γραφιϊδεσ. ΚΕέΣΙ Δεν όταν φϊρςα οϑτε λϊθοσ νοϑμερο! Ϋταν κϊποια απϐ την οικογϋνεια μου! ΜΠΙΛ Αγϊπη μου, δεν μπορεύσ να εύςαι ςύγουρη. ΚΕέΣΙ Αλόθεια; Αν ςου τηλεφωνοϑςε ο Σζϋφι κλαύγοντασ μϐνο, δε θα καταλϊβαινεσ ϐτι όταν αυτϐσ; ΜΠΙΛ (ςαςτιςμϋνοσ) Ναι, ύςωσ. Μϊλλον θα τον καταλϊβαινα. Η ΚΕέΣΙ δεν τον ακοϑει. Πατϊει νοϑμερα ςτη ςυςκευό του τηλεφϔνου. Βιαςτικϊ. ΜΠΙΛ 620
Ποιον παύρνεισ; Δεν του απαντϊει. ΗΦΟ: ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΚΟΤΔΟΤΝΙΖΕΙ ΔΤΟ ΥΟΡΕ. Μετϊ: ΥΨΝΗ ΗΛΙΚΙΨΜΕΝΗ ΓΤΝΑΙΚΑ (φύλτρο) Εμπρϐσ; ΚΕέΣΙ Μαμϊ; Εύςαι... (Κϊνει παϑςη). Εςϑ μου τηλεφϔνηςεσ πριν απϐ λύγο; ΥΨΝΗ (φύλτρο) ήχι, καλό μου... Γιατύ; ΚΕέΣΙ Ε... ξϋρεισ, οι γραμμϋσ... Μιλοϑςα με τη Λϐισ κι ϋχαςα το ϊλλο τηλεφϔνημα. ΥΨΝΗ (φύλτρο) Δεν όμουν εγϔ, πϊντωσ. Κϋιτ, εύδα ςόμερα ςτο Λα Μπουτύκ ϋνα φϐρεμα τρϋλα και. .. ΚΕέΣΙ Θα τα ποϑμε αργϐτερα, μαμϊ, εντϊξει; ΥΨΝΗ (φύλτρο) Κϋιτ, εύςαι καλϊ; ΚΕέΣΙ Ϊχω... Μαμϊ, φοβϊμαι πωσ ϋχω διϊρροια. Πρϋπει να κλεύςω. Γεια!
621
Κλεύνει. Ο ΜΠΙΛ περιμϋνει μϋχρι να κατεβϊςει το ακουςτικϐ και τϐτε ξεςπϊει ςε τρανταχτϊ ΓΕΛΙΑ. ΜΠΙΛ Ωκου διϊρροια... Θα το θυμϊμαι αυτϐ ϐταν με ξαναπϊρει ο ατζϋντησ μου... Αχ, Κϋιτι, αυτϐ όταν καταπληκτικϐ... KEITI (ςχεδϐν ουρλιϊζοντασ) Δεν εύναι αςτεύο! Ο ΜΠΙΛ ςταματϊει τα γϋλια. Ε. ΣΟ ΔΨΜΑΣΙΟ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ Ο ΣΖΕΥ και ο ΝΣΕΝΙ ϋχουν πιαςτεύ ςτα χϋρια. ταματϊνε. Και τα τρύα παιδιϊ κοιτϊζουν προσ την κουζύνα. Ε ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ Ο ΜΠΙΛ ΚΑΙ Η KEITI KEITI ου λϋω πωσ όταν κϊποια απϐ την οικογϋνεια κι ακουγϐταν... Ψ, δεν καταλαβαύνεισ. Σην ξϋρω αυτό τη φωνό. ΜΠΙΛ Αλλϊ αν η Πϐλι εύναι καλϊ και η μαμϊ ςου επύςησ... KEITI (κατηγορηματικό) Ϋταν η Ντϐουν. ΜΠΙΛ Ϊλα τϔρα, αγϊπη μου, πριν απϐ ϋνα λεπτϐ ϋπαιρνεσ ϐρκο ϐτι όταν η Πϐλι. KEITI Πρϋπει να όταν η Ντϐουν. Με τη Λϐισ μιλοϑςα ςτο τηλϋφωνο, η μαμϊ εύναι καλϊ, ϊρα μϐνο η Ντϐουν θα μποροϑςε 622
να εύναι. Εύναι η μικρϐτερη... ύςωσ γι' αυτϐ να την μπϋρδεψα με την Πϐλι... και εύναι μϐνη τησ εκεύ ςτο αγρϐκτημα με το μωρϐ! ΜΠΙΛ (θορυβημϋνοσ) Σι εννοεύσ μϐνη; KEITI Ο Σζϋρι εύναι ςτο Μπϋρλινγκτον! Η Ντϐουν όταν! Κϊτι ςυνϋβη ςτην Ντϐουν! Η ΚΟΝΙ μπαύνει ςτην κουζύνα ανόςυχη. ΚΟΝΙ Μαμϊ; Ϊπαθε τύποτα η θεύα Ντϐουν; ΜΠΙΛ Απ' ϐςο ξϋρουμε εύναι καλϊ. Ηςϑχαςε, κοϑκλα μου. Ασ μην πηγαύνει ο νουσ μασ ςτο κακϐ. Η KEITI χτυπϊει νοϑμερα ςτη ςυςκευό και ϑςτερα περιμϋνει. ΗΦΟ: To TOYT-TOYT-TOYT τησ κατειλημμϋνησ γραμμόσ. Η KEITI κλεύνει το τηλϋφωνο. Ο ΜΠΙΛ την κοιτϊζει ερωτηματικϊ, αναςηκϔνοντασ τα φρϑδια του. KEITI Μιλϊει . ΜΠΙΛ Κϋιτι, εύςαι ςύγουρη... KEITI Μϐνο αυτό ϋμεινε -αυτό πρϋπει να όταν. Μπιλ, φοβϊμαι, θα με πασ ωσ εκεύ με το αυτοκύνητο; Ο ΜΠΙΛ τησ παύρνει το τηλϋφωνο. 623
ΜΠΙΛ Σι νοϑμερο ϋχει η αδερφό ςου; KEITI 555-6169 Ο ΜΠΙΛ καλεύ το νοϑμερο. Βουύζει. Κλεύνει και πατϊει το 0. ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Παρακαλϔ; ΜΠΙΛ Καληςπϋρα ςασ. Προςπαθϔ να τηλεφωνόςω ςτην κουνιϊδα μου και μιλϊει ςυνεχϔσ. Υοβϊμαι πωσ υπϊρχει κϊποιο πρϐβλημα, θα μποροϑςατε να μπεύτε ςτη γραμμό, παρακαλϔ; Ε. Η ΠΟΡΣΑ ΣΟΤ ΔΨΜΑΣΙΟΤ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ Και τα τρύα παιδιϊ ςτϋκονται ςτο ϊνοιγμα, ςιωπηλϊ κι ανόςυχα . Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΣΗ ΚΟΤΖΙΝΑ, ME TON ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Πϔσ λϋγεςτε, κϑριε; ΜΠΙΛ Γουύλιαμ Γουϊιντερμαν. Σο τηλϋφωνο μου εύναι..ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Μη μου πεύτε πωσ εύςτε ο Γουύλιαμ Γουϊιντερμαν που ϋχει γρϊψει την Κατϊρα τησ Αρϊχνησ; ΜΠΙΛ 624
Ναι, εγϔ εύμαι. Αν... ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Ψ θεϋ μου! Μου ϊρεςε τϐςο αυτϐ το βιβλύο! Μ' αρϋςουν ϐλα τα βιβλύα ςασ! Σα ϋχω... ΜΠΙΛ Φαύρομαι αφϊνταςτα, αλλϊ αυτό τη ςτιγμό η γυναύκα μου ανηςυχεύ φοβερϊ για την αδερφό τησ. Μόπωσ θα όταν δυνατϐν να.. – ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Και βϋβαια! Πεύτε μου το τηλϋφωνο ςασ, παρακαλϔ, κϑριε Γουϊιντερμαν. (ΝΕΤΡΙΚΟ ΓΕΛΑΚΙ). Τπϐςχομαι να μην το δϔςω ςε κανϋναν. ΜΠΙΛ 555-4408. ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Και ο αριθμϐσ που καλεύτε; ΜΠΙΛ (κοιτϊζει την ΚΕέΣΙ) Εεε... ΚΕέΣΙ 555-6169. ΜΠΙΛ 555-6169. ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο)
625
Μια ςτιγμό, κϑριε Γουϊιντερμαν... Με την ευκαιρύα, και Η Νϑχτα του Θηρύου όταν ςπουδαύο βιβλύο... Περιμϋνετε. ΗΦΟ: ΣΗΛΕΥΨΝΙΚΑ ΚΛΙΚ-ΚΛΑΚ ΚΕέΣΙ Θα το... ΜΠΙΛ Ναι. Απλϔσ.. . Ακοϑγεται ϋνα τελικϐ ΚΛΙΚ. ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο) Λυπϊμαι, κϑριε Γουϊιντερμαν, αλλϊ δεν εύναι κατειλημμϋνη η γραμμό. Εύναι κατεβαςμϋνο το ακουςτικϐ... Αν ςασ ϋςτελνα την Κατϊρα τησ Αρϊχνησ θα μου... Ο ΜΠΙΛ κλεύνει το τηλϋφωνο. ΚΕέΣΙ Γιατύ το ϋκλειςεσ; ΜΠΙΛ Δεν μπορεύ να μπει ςτη γραμμό. Σο τηλϋφωνο δε μιλϊει, το ϋχουν κατεβϊςει. Κοιτϊζουν ο ϋνασ τον ϊλλο ςκυθρωπού. ΕΞ. ΕΝΑ ΦΑΜΗΛΟ ΠΟΡ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ ΠΕΡΝΑΕΙ ΜΠΡΟΣΑ ΑΠΟ ΣΗΝ ΚΑΜΕΡΑ. ΕΙΝΑΙ ΝΤΦΣΑ Ε. ΣΟ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ, ΜΕ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ ΚΑΙ ΣΟΝ ΜΠΙΛ Η ΚΕέΣΙ εύναι φοβιςμϋνη. Ο ΜΠΙΛ, ςτο τιμϐνι, δε φαύνεται και πολϑ όρεμοσ. 626
ΚΕέΣΙ Μπιλ, πεσ μου πωσ εύναι καλϊ... ΜΠΙΛ Καλϊ εύναι. ΚΕέΣΙ Και τϔρα πεσ μου τι ςκϋφτεςαι πραγματικϊ. ΜΠΙΛ Ο Σζεφ όρθε απϐ πύςω μου ςτα κρυφϊ απϐψε και με τρϐμαξε. Απογοητεϑτηκε πολϑ που δεν τινϊχτηκα πϊνω. Σου εύπα ϐτι ϋχω πϊθει ανοςύα και δεν τρομϊζω. (Παϑςη). Ϊλεγα ψϋματα. ΚΕέΣΙ Γιατύ να μετακομύςουν εκεύ ςτην ερημιϊ, ϐταν ο Σζϋρι λεύπει τϐςο ςυχνϊ απϐ το ςπύτι; Ολομϐναχη με το μωρϐ. Γιατύ; ΜΠΙΛ ϔπα, Κϋιτ. χεδϐν φτϊςαμε. ΚΕέΣΙ Σρϋξε λύγο. ΕΞ. ΣΟ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ ΣΟ ΔΡΟΜΟ Ο Μπιλ ανούγει ταχϑτητα. Καπνού απϐ την εξϊτμιςη. Ε. ΣΟ ΔΨΜΑΣΙΟ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ ΣΟ ΠΙΣΙ ΣΨΝ ΓΟΤΑέΝΣΕΡΜΑΝ Η τηλεϐραςη εξακολουθεύ να παύζει και τα παιδιϊ εύναι ακϐμα εκεύ, αλλϊ ϋχουν ςταματόςει να κϊνουν φαςαρύα. ΚΟΝΙ 627
Ντϋνισ; Λεσ να εύναι καλϊ η θεύα Ντϐουν; ΝΣΕΝΙ (πιςτεϑει ϐτι η θεύα του εύναι όδη νεκρό, ϐτι ϋπεςε θϑμα μανιακοϑ δολοφϐνου) Ναι. ύγουρα εύναι καλϊ. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ, ΑΠΟ ΟΠΓ ΣΟΤ ΔΨΜΑΣΙΟΤ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ. τερεωμϋνο ςτην υποδοχό του, πϊνω ςτον τούχο, με τα φωτϊκια του ςβηςτϊ, μοιϊζει με φύδι ϋτοιμο να επιτεθεύ. Η ΕΙΚΟΝΑ ΒΗΝΕΙ ΑΡΓΑ.
ΠΡΑΞΗ II ΕΞ. ΕΝΑ ΑΠΟΜΟΝΨΜΕΝΟ ΑΓΡΟΣΟΠΙΣΟ Ϊνασ μακρϑσ χωματϐδρομοσ οδηγεύ ςτην εύςοδο του ςπιτιοϑ. Τπϊρχει μϐνο ϋνα φωσ αναμμϋνο, ςτο καθιςτικϐ. Προβολεύσ αυτοκινότου ςαρϔνουν το χωματϐδρομο. Σο αμϊξι των ΓΟΤΑέΝΣΕΡΜΑΝ φρενϊρει και ςταματϊει κοντϊ ςτο γκαρϊζ. Ε. ΣΟ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ, ME TON ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ ΚΕέΣΙ Υοβϊμαι. Ο ΜΠΙΛ ςκϑβει, χϔνει το χϋρι του κϊτω απϐ το κϊθιςμα και βγϊζει ϋνα περύςτροφο. ΜΠΙΛ (ςοβαρϊ) Μπουου! 628
ΚΕέΣΙ (ϑφοσ κατϊπληκτο) Απϐ πϐτε το ϋχεισ αυτϐ; ΜΠΙΛ Απϐ πϋρυςι. Δε ςασ το ϋδειξα για να μη ςασ τρομϊξω. Πόρα ϊδεια οπλοφορύασ. Ϊλα, πϊμε. ΕΞ. Ο ΜΠΙΛ ΚΑΙ Η ΚΕέΣΙ Βγαύνουν. Η ΚΕέΣΙ ςτϋκεται μπροςτϊ ςτο αυτοκύνητο, ενϔ ο ΜΠΙΛ πηγαύνει ωσ το γκαρϊζ και κοιτϊζει μϋςα. ΜΠΙΛ Σο αυτοκύνητο τησ εύναι εδϔ. Η ΚΑΜΕΡΑ ΣΟΤ ΑΚΟΛΟΤΘΕΙ Ψ ΣΗΝ ΜΠΡΟΣΙΝΗ ΠΟΡΣΑ. Σϔρα ακοϑγεται ΗΦΟ ΣΗΛΕΟΡΑΗ ΠΟΤ ΠΑΙΖΕΙ ΔΤΝΑΣΑ. Ο ΜΠΙΛ χτυπϊει το κουδοϑνι. Σο ακοϑμε ςτο εςωτερικϐ του ςπιτιοϑ. Περιμϋνουν. Η ΚΕέΣΙ πατϊει το κουδοϑνι και το κρατϊει για λύγο. Και πϊλι καμύα απϊντηςη. Σο ξαναπατϊει κι αυτό τη φορϊ δε ςηκϔνει το δϊχτυλο τησ. Ο ΜΠΙΛ κοιτϊζει χαμηλϐτερα: ΕΞ. Η ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ, ΑΠΟ ΟΠΓ ΣΟΤ ΜΠΙΛ Τπϊρχουν μακριϊ ξυςύματα ςτη μεταλλικό επιφϊνεια. ΕΞ. Ο ΜΠΙΛ ΚΑΙ Η ΚΕέΣΙ ΜΠΙΛ (χαμηλϐφωνα) Κϊποιοσ ϋχει πειρϊξει την κλειδαριϊ. Η ΚΕέΣΙ κοιτϊζει κι αφόνει ϋνα κλαψοϑριςμα. Ο ΜΠΙΛ δοκιμϊζει το πϐμολο. Η πϐρτα ανούγει. Ο ΗΦΟ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ ΔΤΝΑΜΨΝΕΙ. ΜΠΙΛ 629
Εςϑ μεύνε πύςω μου. Να εύςαι ϋτοιμη να τρϋξεισ αν ςυμβεύ κϊτι. θεϋ μου, μακϊρι να ςε εύχα αφόςει ςπύτι, Κϋιτ. Μπαύνει μϋςα. Η ΚΕέΣΙ τον ακολουθεύ, τρομοκρατημϋνη, ϋτοιμη να κλϊψει. Ε. ΣΟ ΚΑΘΙΣΙΚΟ ΣΟΤ ΣΖΕΡΙ ΚΑΙ ΣΗ ΝΣΟΟΤΝ Απϐ αυτό τη γωνύα λόψησ βλϋπουμε μϐνο ϋνα μικρϐ μϋροσ του χϔρου. Η τηλεϐραςη ακοϑγεται πολϑ δυνατϊ. Ο ΜΠΙΛ μπαύνει ςτο δωμϊτιο, με το ϐπλο προτεταμϋνο. Κοιτϊζει προσ τα δεξιϊ... και ξαφνικϊ ϐλη η ϋνταςη χϊνεται απϐ το πρϐςωπο του. Κατεβϊζει το πιςτϐλι. ΚΕέΣΙ (φτϊνει δύπλα του) Μπιλ... τι εύναι.. . Ο ΜΠΙΛ τησ δεύχνει με το δϊχτυλο. Ε. ΣΟ ΚΑΘΙΣΙΚΟ, ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΟ ΠΛΑΝΟ, ΟΠΓ ΣΨΝ ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΚΕέΣΙ Σο δωμϊτιο μοιϊζει ςαν να το ϋχει χτυπόςει κυκλϔνασ... αλλϊ δεν εύναι οϑτε διϊρρηξη οϑτε φϐνοσ η αιτύα ϐλησ αυτόσ τησ ακαταςταςύασ. Εύναι ϋνα υγιϋςτατο μωρϐ δεκαοχτϔ μηνϔν. Αφοϑ ςκοτϔθηκε ϐλη μϋρα ςτη δουλειϊ, ανακατεϑοντασ τα πϊντα ςτο καθιςτικϐ, το Μωρϐ κουρϊςτηκε, η Μανοϑλα κουρϊςτηκε κι αυτό κι αποκοιμόθηκαν μαζύ ςτον καναπϋ. Σο μωρϐ εύναι ςτην αγκαλιϊ τησ ΝΣΟΟΤΝ. τ' αυτιϊ τησ η μαμϊ φορϊει τ' ακουςτικϊ ενϐσ γουϐκμαν. Παιχνύδια —κυρύωσ πλαςτικϊ ό πϊνινα μαραφϋτια τησ Πλϋιςκουλ— εύναι ςκορπιςμϋνα παντοϑ. Σο μωρϐ ϋχει επύςησ κατεβϊςει τα περιςςϐτερα βιβλύα απϐ τα χαμηλϊ ρϊφια τησ βιβλιοθόκησ. Κι ϋχει μαςουλύςει τουλϊχιςτον ϋνα, απ' ϐ,τι φαύνεται. Ο ΜΠΙΛ πηγαύνει και το μαζεϑει απϐ το πϊτωμα. Εύναι Σο Υιλύ Υϊνταςμα. 630
ΜΠΙΛ Ϊχω ακοϑςει ϐτι υπϊρχουν αναγνϔςτεσ καταβροχθύζουν τα βιβλύα μου, αλλϊ ετοϑτο παραπϊει.
που
Εύναι ϋτοιμοσ να γελϊςει. Η ΚΕέΣΙ ϐχι. Πληςιϊζει την αδερφό τησ, με ςκοπϐ να την κατςαδιϊςει... αλλϊ βλϋπει πϐςο κουραςμϋνη φαύνεται η ΝΣΟΟΤΝ και μαλακϔνει. Ε. Η ΝΣΟΟΤΝ ΚΑΙ ΣΟ ΜΨΡΟ, ΟΠΓ ΣΗ ΚΕέΣΙ Βυθιςμϋνοι ςε βαθϑ ϑπνο αναςαύνουν αργϊ και ρυθμικϊ. θυμύζουν τον πύνακα του Ραφαόλ, «Η Παναγύα και το θεύο Βρϋφοσ». Η ΚΑΜΕΡΑ ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ ςτο γουϐκμαν. Ακοϑμε αχνϊ μια μελωδύα. Η ΚΑΜΕΡΑ ΣΡΙΒΕΙ ΛΙΓΟ ΔΕΞΙΟΣΕΡΑ ΚΑΙ ΣΕΚΕΣΑΙ ς' ϋνα τηλϋφωνο, πϊνω ςτο τραπεζϊκι, δύπλα ςτην πολυθρϐνα. Σο ακουςτικϐ ϋχει ξεφϑγει απϐ την υποδοχό. ήχι πολϑ· ϐςο χρειϊζεται για να μϋνει η γραμμό ανοιχτό και να κϐβεται η χολό αυτϔν που προςπαθοϑν να τηλεφωνόςουν ςτο ςπύτι. Ε. ΚΕέΣΙ Αναςτενϊζει, ςκϑβει και βϊζει το ακουςτικϐ ςτη θϋςη του. ίςτερα πατϊει το ΣΟΠ ςτο γουϐκμαν. Ε. ΝΣΟΟΤΝ, ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΚΕέΣΙ Η ΝΣΟΟΤΝ ξυπνϊει με το που ςταματϊει απϐτομα η μουςικό. Κοιτϊζει τον ΜΠΙΛ και την ΚΕέΣΙ ςαςτιςμϋνη. ΝΣΟΟΤΝ (ζαλιςμϋνη απϐ τον ϑπνο) Ε... γεια. υνειδητοποιεύ ϐτι φορϊει ακουςτικϊ και τα βγϊζει. ΜΠΙΛ Γεια ςου, Ντϐουν. 631
ΝΣΟΟΤΝ (νυςταγμϋνα) Ϊπρεπε να εύχατε τηλεφωνόςει, παιδιϊ. Σο ςπύτι εύναι ϊνω κϊτω. Φαμογελϊει. Σο πρϐςωπο τησ φωτύζεται ϐταν χαμογελϊει. ΚΕέΣΙ Προςπαθόςαμε. Η τηλεφωνότρια εύπε ςτον Μπιλ ϐτι το ακουςτικϐ όταν κατεβαςμϋνο. Νομύςαμε ϐτι κϊτι ϋπαθεσ. Πϔσ μπορεύσ και κοιμϊςαι με τη μουςικό τϐςο δυνατϊ; ΝΣΟΟΤΝ Με ξεκουρϊζει. (Βλϋπει το δαγκωμϋνο βιβλύο που κρατϊει ο Μπιλ.) και...
Ψ θεϋ μου, με ςυγχωρεύσ, Μπιλ! Ο Σζϊςτιν βγϊζει δϐντια ΜΠΙΛ
Κϊποιοι κριτικού θα ϋλεγαν ϐτι διϊλεξε το κατϊλληλο βιβλύο γι' αυτό τη δουλειϊ. Σϋλοσ πϊντων. Δε θϋλω να ςε τρομϊξω, κοϑκλα μου, αλλϊ κϊποιοσ ϋχει πειρϊξει την κλειδαριϊ τησ μπροςτινόσ πϐρτασ ςου, μϊλλον με κατςαβύδι. Σην παραβύαςε. ΝΣΟΟΤΝ Αχ, ϐχι! Ο Σζϋρι το ϋκανε την περαςμϋνη βδομϊδα. Κλειδϔθηκα ϋξω κατϊ λϊθοσ, αυτϐσ δεν εύχε τα κλειδιϊ του μαζύ και το εφεδρικϐ κλειδύ δεν όταν πϊνω απϐ την πϐρτα, ϐπου θα ϋπρεπε λογικϊ να βρύςκεται. Ο Σζϋρι φουρκύςτηκε, γιατύ εύχε ςκϊςει για πιπύ του, οπϐτε προςπϊθηςε να την ανούξει με κατςαβύδι. Δεν τα κατϊφερε —εύναι πολϑ γερό κλειδαριϊ. 632
(Παϑςη.) ήταν βρόκα τελικϊ το κλειδύ μου, εύχε όδη πϊει πϋρα ςτουσ θϊμνουσ. ΜΠΙΛ Αφοϑ δεν παραβιϊςτηκε η κλειδαριϊ, πϔσ ϋγινε και μπόκα εγϔ, ανούγοντασ απλϔσ την πϐρτα; ΝΣΟΟΤΝ (ϋνοχο ϑφοσ) Ε, να... ξεχνϊω καμιϊ φορϊ να κλειδϔςω. ΚΕέΣΙ Μου τηλεφϔνηςεσ εςϑ νωρύτερα, Ντϐουν; ΝΣΟΟΤΝ Α, μπα! Εγϔ να τηλεφωνόςω; Δεν ϋκανα ϊλλη δουλειϊ απϐ το να κυνηγϊω τον Σζϊςτιν ϐλη μϋρα! Ϋθελε ντε και καλϊ να δοκιμϊςει το μαλακτικϐ για τα ροϑχα! Σελικϊ νϑςταξε κι εγϔ κϊθιςα ςτον καναπϋ με διϊθεςη ν' ακοϑςω λύγη μουςικό μϋχρι ν' αρχύςει η ταινύα ςου, Μπιλ, και οϑτε που το κατϊλαβα πϔσ με πόρε ο ϑπνοσ.. Με το που γύνεται η αναφορϊ ςτην ταινύα, ο ΜΠΙΛ τινϊζεται και κοιτϊζει το βιβλύο. ίςτερα κοιτϊζει το ρολϐι του. ΜΠΙΛ Τποςχϋθηκα ςτον Σζεφ ϐτι θα τη γρϊψω ςτο βύντεο. Ϊλα, Κϋιτι, ϔρα να πηγαύνουμε. ΚΕέΣΙ Μια ςτιγμό. ηκϔνει το ακουςτικϐ και καλεύ κϊποιον αριθμϐ. ΝΣΟΟΤΝ 633
Αλόθεια, Μπιλ, νομύζεισ πωσ ο Σζϋφι κϊνει να βλϋπει τϋτοια πρϊγματα; ΜΠΙΛ Η ταινύα παύζεται ςτο δύκτυο, ϐχι ςτην καλωδιακό. Ϊχουν κϐψει τα πολλϊ αύματα. ΝΣΟΟΤΝ (απορημϋνη αλλϊ καλοςυνϊτη) Α, ωραύα. Ε. ΚΕέΣΙ, ΚΠ ΝΣΕΝΙ (φύλτρο) Εμπρϐσ; ΚΕέΣΙ κϋφτηκα ϐτι θα θϋλατε να μϊθετε ϐτι η θεύα Ντϐουν εύναι καλϊ. ΝΣΕΝΙ (φύλτρο) Α, μπρϊβο. Ευχαριςτϔ, μαμϊ. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ, Ο ΝΣΕΝΙ ΚΑΙ ΣΑ ΑΛΛΑ ΔΤΟ ΠΑΙΔΙΑ Ο ΝΣΕΝΙ φαύνεται πολϑ ανακουφιςμϋνοσ. ΝΣΕΝΙ Η θεύα Ντϐουν εύναι καλϊ. Ε. ΣΟ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ ME TON ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ Σαξιδεϑουν ςιωπηλού για λύγο. ΚΕέΣΙ Νομύζεισ πωσ εύμαι μια ανϐητη υςτερικό, ε; ΜΠΙΛ (πραγματικϊ ϋκπληκτοσ) 634
ήχι! Κι εγϔ φοβόθηκα πολϑ. ΚΕέΣΙ ύγουρα δεν ϋχεισ θυμϔςει; ΜΠΙΛ Ανακουφύςτηκα τϐςο, που δεν ϋμεινε χϔροσ για θυμϐ. (Γελϊει). Η καλό μασ η Ντϐουν εύναι λιγϊκι αφηρημϋνη, αλλϊ την αγαπϊω. ΚΕέΣΙ (γϋρνει και τον φιλϊει) Εγϔ αγαπϊω εςϋνα. Εύςαι πολϑ γλυκϐσ ϊνθρωποσ. ΜΠΙΛ Λϊθοσ. Εύμαι ο μπαμποϑλασ! ΚΕέΣΙ Δε με ξεγελϊσ εμϋνα, αγϊπη μου. ΕΞ. ΣΟ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ ΠΕΡΝΑΕΙ ΜΠΡΟΣΑ ΑΠΟ ΣΗΝ ΚΑΜΕΡΑ και η εικϐνα ΑΛΛΑΖΕΙ Ε: Ε. Ο ΣΖΕΥ, ΣΟ ΚΡΕΒΑΣΙ ΣΟΤ Σο δωμϊτιο εύναι ςκοτεινϐ. Ϊχει τραβόξει τα ςκεπϊςματα ωσ το πιγοϑνι του. ΣΖΕΥ Τπϐςχεςαι ϐτι θα μου γρϊψεισ το υπϐλοιπο; ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΑΝΟΙΓΕΙ και βλϋπουμε τον ΜΠΙΛ καθιςμϋνο ςτο κρεβϊτι. ΜΠΙΛ ου το υπϐςχομαι. 635
ΣΖΕΥ Μου ϊρεςε πολϑ εκεύ που ο πεθαμϋνοσ ϋκοψε το κεφϊλι εκεύνου του πανκ. ΜΠΙΛ Μϊλιςτα... Εύναι που θα ϋκοβαν τα πολλϊ αύματα. ΣΖΕΥ Σι εύπεσ, μπαμπϊ; ΜΠΙΛ Σύποτα. Καληνϑχτα, Σζϋφι. ' αγαπϊω. ΣΖΕΥ Κι εγϔ, μπαμπϊ. Και ο Ρϊμπο ς' αγαπϊει. Ο ΣΖΕΥ βγϊζει το χϋρι του απϐ την κουβϋρτα, κρατϔντασ ϋνα χνουδωτϐ δρϊκο, με διϐλου ςτρατιωτικϐ παρουςιαςτικϐ. Ο ΜΠΙΛ φιλϊει το δρϊκο και μετϊ τον ΣΖΕΥ. ΜΠΙΛ Καληνϑχτα. ΣΖΕΥ Καληνϑχτα. (Ση ςτιγμό που ο ΜΠΙΛ φτϊνει ςτην πϐρτα). Φϊρηκα που εύναι καλϊ η θεύα Ντϐουν. ΜΠΙΛ Κι εγϔ. Βγαύνει. Ε. ΣΗΛΕΟΡΑΗ, ΚΠ
636
Ϊνασ τϑποσ που μοιϊζει να ϋχει ςκοτωθεύ ςε αυτοκινητικϐ δυςτϑχημα δυο βδομϊδεσ πριν απϐ το γϑριςμα (και να ϋχει μεύνει εκτεθειμϋνοσ ςτον όλιο απϐ τϐτε) βγαύνει τρεκλύζοντασ απϐ μια κρϑπτη. ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΑΝΟΙΓΕΙ για να περιλϊβει τον ΜΠΙΛ, που πατϊει το κουμπύ τησ εγγραφόσ ςτη ςυςκευό του βύντεο. ΚΕέΣΙ (μϐνο φωνό) Μπουου! Ο ΜΠΙΛ ςτρϋφεται και κοιτϊζει, τρυφερϊ. ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΑΝΟΙΓΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ για να περιλϊβει και την ΚΕΙΣΙ, που φορϊει ϋνα ςϋξι νυχτικϐ. ΜΠΙΛ Ντροπό ςου. Ϊχαςα τα πρϔτα ςαρϊντα δευτερϐλεπτα μετϊ το διϊλειμμα. Ϊπρεπε να φιλόςω και τον Ρϊμπο, βλϋπεισ. ΚΕέΣΙ ύγουρα δε μου ϋχεισ θυμϔςει, Μπιλ; Ο ΜΠΙΛ πϊει κοντϊ τησ και τη φιλϊει. ΜΠΙΛ Οϑτε ςταλιϊ. KEITI Ξϋρεισ, θα ϋπαιρνα ϐρκο ϐτι όταν κϊποιοσ δικϐσ μου. Καταλαβαύνεισ τι εννοϔ ϐταν λϋω δικϐσ μου; ΜΠΙΛ Ναι . ΚΕέΣΙ
637
Ακϐμα ακοϑω εκεύνο το κλϊμα. Σϐςο απελπιςμϋνο... Σϐςο ςπαρακτικϐ. ΜΠΙΛ Κϋιτ, ςου ϋχει τϑχει ποτϋ ν' αναγνωρύςεισ κϊποιον ςτο δρϐμο, να τον φωνϊξεισ κι ϐταν γυρύςει να διαπιςτϔςεισ ϐτι όταν ϋνασ ϊγνωςτοσ; ΚΕέΣΙ Ναι, μια φορϊ. το ιϊτλ. Ϋμουν ς' ϋνα εμπορικϐ κϋντρο και μου φϊνηκε πωσ εύδα την παλιϊ μου ςυγκϊτοικο. Ϋταν... Α, κατϊλαβα ποϑ το πασ. ΜΠΙΛ Ακριβϔσ. Τπϊρχουν φωνϋσ που μοιϊζουν, ϐπωσ υπϊρχουν κι ϊνθρωποι που μοιϊζουν. ΚΕέΣΙ Ναι, αλλϊ τουσ πολϑ δικοϑσ ςου πϊντα τουσ καταλαβαύνεισ. Ϋ, τουλϊχιςτον, ϋτςι πύςτευα μϋχρι απϐψε. Γϋρνει το κεφϊλι τησ ςτον ϔμο του μπερδεμϋνη. ΚΕέΣΙ Ϋμουν τϐςο ςύγουρη ϐτι όταν η Πϐλι... ΜΠΙΛ Επειδό ανηςυχοϑςεσ πϔσ θα τα πϊει ςτο καινοϑριο ςχολεύο τησ... Αλλϊ, κρύνοντασ απ' αυτϊ που ςου ανακούνωςε απϐψε, θα ϋλεγα ϐτι τα καταφϋρνει περύφημα ςε ϐλουσ τουσ τομεύσ. Δε ςυμφωνεύσ; ΚΕέΣΙ Ναι... μϊλλον ϋτςι εύναι. 638
ΜΠΙΛ Ϊλα, πεσ το, γλυκιϊ μου. ΚΕέΣΙ (κοιτϊζοντασ τον ςτα μϊτια) Δεν αντϋχω να ςε βλϋπω τϐςο κουραςμϋνο. Βιϊςου και βρεσ μια ιδϋα, επιτϋλουσ. ΜΠΙΛ Προςπαθϔ. ΚΕέΣΙ Πϊμε ςτο κρεβϊτι; ΜΠΙΛ Αμϋςωσ μϐλισ τελειϔςει αυτϐ που γρϊφω για τον Σζεφ. ΚΕέΣΙ (ϋτοιμη να γελϊςει) Μπιλ, αυτϐ το μηχϊνημα καταςκευϊςτηκε απϐ φοβεροϑσ Γιαπωνϋζουσ τεχνικοϑσ που τα ϋχουν προβλϋψει ϐλα. ύγουρα γρϊφει κι απϐ μϐνο του. ΜΠΙΛ Ναι, αλλϊ ϋχω καιρϐ να τη δω αυτό την ταινύα και... ΚΕέΣΙ Εντϊξει. Απϐλαυςε τη με την ηςυχύα ςου. Νομύζω ϐτι μπορϔ να μεύνω ξϑπνια λύγο ακϐμα. (Παϑςη). Ϊχω κϊποιεσ ιδϋεσ γι' απϐψε. ΜΠΙΛ (χαμογελϊει) Αλόθεια; KEITI 639
Αλόθεια. Υεϑγει, δεύχνοντασ μπϐλικο γυμνϐ πϐδι, αλλϊ κοντοςτϋκεται ςτην πϐρτα, ςαν να θυμόθηκε ξαφνικϊ κϊτι ακϐμα. ΚΕέΣΙ Αν δεύξει τη ςκηνό που ο νεκρϐσ κϐβει το κεφϊλι του πανκ... ΜΠΙΛ (με ϋνοχο ϑφοσ) Θα την κϐψω. KEITI Καληνϑχτα. Και ς' ευχαριςτϔ και πϊλι. Για ϐλα. Υεϑγει. Ο ΜΠΙΛ κϊθεται ςτην καρϋκλα του γραφεύου του. Ε. ΟΘΟΝΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ, ΚΠ Ϊνα ζευγαρϊκι χαώδολογιϋται μϋςα ς' ϋνα αυτοκύνητο. Ξαφνικϊ, η πϐρτα του ςυνοδηγοϑ ξεκολλϊει βύαια απϐ το πλαύςιο, εμφανύζεται ο νεκρϐσ και Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ Ε: Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΣΟ ΚΡΕΒΑΣΙ Εύναι ςκοτϊδι. Κοιμϊται. αλεϑει και... μιςοξυπνϊει. ΚΕέΣΙ (νυςταγμϋνα) Ε, παλικϊρι... Παςπατεϑει το ςτρϔμα προσ τη μεριϊ του Μπιλ, αλλϊ το βρύςκει ϊδειο. Η κουβϋρτα δεν ϋχει τραβηχτεύ. Ανακϊθεται. Κοιτϊζει το: Ε. ΧΗΥΙΑΚΟ ΡΟΛΟΙ Ε ΚΟΜΟΔΙΝΟ, ΟΠΓ ΣΗ ΚΕέΣΙ Δεύχνει 2:03 π.μ. Καθϔσ το βλϋπουμε, αλλϊζει ςε 2:04. 640
Εντελϔσ ξϑπνια τϔρα. Και ανόςυχη. ηκϔνεται, φορϊει τη ρϐμπα τησ και βγαύνει απϐ την κρεβατοκϊμαρα. Ε. Η ΟΘΟΝΗ ΣΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ, ΚΠ Φιϐνια. ΚΕέΣΙ (μϐνο φωνό, που πληςιϊζει) Μπιλ; Εύςαι καλϊ, αγϊπη μου; Μπιλ; Μπιλ... Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΣΟ ΓΡΑΥΕΙΟ ΣΟΤ ΜΠΙΛ τα μϊτια κλειςτϊ και το δεξύ Η ΝΣΟΟΤΝ κοιμϐταν. Ο ΜΠΙΛ ϐχι. Ε. Ο ΜΠΙΛ, ΣΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΣΟΤ Εύναι γερμϋνοσ ςτο πλϊι, με χϋρι μϋςα ςτο πουκϊμιςο του. ΕΞ. ΕΝΑ ΥΕΡΕΣΡΟ, ΠΟΤ ΣΟ ΚΑΣΕΒΑΖΟΤΝ ΣΟΝ ΣΑΥΟ ΙΕΡΕΑ (μϐνο φωνό) ...δεϐμεθα υπϋρ αναπαϑςεωσ τησ ψυχόσ του Γουύλιαμ Γουϊιντερμαν... τϋκεται παγωμϋνη, με μϊτια διϊπλατα ανοιχτϊ απϐ τρϐμο. ΕΞ. ΔΙΠΛΑ ΣΟΝ ΣΑΥΟ ήλη η οικογϋνεια ΓΟΤΑέΝΣΕΡΜΑΝ παραταγμϋνη. Η ΚΕέΣΙ και η ΠΟΛΙ με ολϐιδια μαϑρα φορϋματα και βϋλο. Η ΚΟΝΙ με μαϑρη φοϑςτα και λευκό μπλοϑζα. Ο ΝΣΕΝΙ και ο ΣΖΕΥ με μαϑρα κοςτοϑμια. Ο ΣΖΕΥ κλαύει. Κρατϊει κϊτω απϐ τη μαςχϊλη του τον Ρϊμπο το Δρϊκο για παρηγοριϊ. Η ΚΑΜΕΡΑ ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ. Δϊκρυα κυλϊνε αργϊ ςτα μαγουλϊ τησ. κϑβει και παύρνει μια χοϑφτα χϔμα. Σο πετϊει ςτον ανοιχτϐ τϊφο. ΚΕέΣΙ Αντύο, παλικϊρι μου, ς' αγαπϊω. 641
ΕΞ. Ο ΣΖΕΥ Κλαύει με αναφιλητϊ. ΕΞ. ΜΕΑ ΣΟΝ ΑΝΟΙΦΣΟ ΣΑΥΟ ΑΠΟ ΧΗΛΑ κϐρπια χϔματα πϊνω ςτο φϋρετρο. Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ Ε: ΕΞ. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΝΟ ΣΟΤ ΣΑΥΟΤ ΕΝΑ ΝΕΚΡΟΘΑΥΣΗ ςτρϔνει με το φτυϊρι το χϔμα. ΝΕΚΡΟΘΑΥΣΗ (μονολογεύ) Η γυναύκα μου λϋει ϐτι εύναι κρύμα που δεν ϋγραψεσ μερικϊ βιβλύα ακϐμα πριν πϊθεισ την καρδιακό προςβολό, κϑριε Γουϊιντερμαν. (Παϑςη). Εγϔ προτιμϊω τα γουϋςτερν. Ο ΝΕΚΡΟΘΑΥΣΗ απομακρϑνεται ςφυρύζοντασ. ΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΑ Ε: ΕΞ. ΠΡΟΑΤΛΙΟ ΕΚΚΛΗΙΑ, ΜΕΡΑ ΠΕΥΣΕΙ ΣΙΣΛΟ: ΠΕΝΣΕ ΦΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΣΕΡΑ ΑΚΟΤΓΕΣΑΙ ΣΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΕΜΒΑΣΗΡΙΟ. Η ΠΟΛΙ, μεγαλϑτερη ςε ηλικύα κι αςτρϊφτοντασ απϐ χαρϊ, εμφανύζεται μϋςα ςε μια βροχό απϐ ρϑζι. Υορϊει μακρϑ, ϊςπρο νυφικϐ και ςτηρύζεται ςτο μπρϊτςο του γαμπροϑ. Οι καλεςμϋνοι εύναι παραταγμϋνοι κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ και πετϊνε ρϑζι ςτουσ νεϐνυμφουσ. Πύςω απϐ το γαμπρϐ και τη νϑφη εμφανύζονται κι ϊλλοι. Ανϊμεςα τουσ η ΚΕέΣΙ, ο ΝΣΕΝΙ, η ΚΟΝΙ και ο ΣΖΕΥ... ϐλοι πϋντε χρϐνια μεγαλϑτεροι. Η ΚΕέΣΙ ςυνοδεϑεται απϐ ϋναν ϊντρα. Εύναι ο ΦΑΝΚ. το ενδιϊμεςο αυτϐ διϊςτημα, η ΚΕέΣΙ ξαναπαντρεϑτηκε. Η ΠΟΛΙ ςτρϋφεται και αντικρύζει τη μητϋρα τησ. ΠΟΛΙ Μαμϊ, ς' ευχαριςτϔ. ΚΕέΣΙ (δακρυςμϋνη) 642
Να 'ςαι καλϊ, γλυκιϊ μου. Αγκαλιϊζονται. Ϊπειτα απϐ λύγο, η ΠΟΛΙ τραβιϋται και κοιτϊζει τον ΦΑΝΚ. Ακολουθεύ ϋνα μικρϐ διϊςτημα αμηχανύασ και τελικϊ η ΠΟΛΙ αγκαλιϊζει και τον ΦΑΝΚ. ΠΟΛΙ Κι εςϋνα ς' ευχαριςτϔ, Φανκ. Ϋμουν απαύςια τϐςο καιρϐ, το ξϋρω... ΦΑΝΚ (καθηςυχαςτικϊ) Δεν όςουν απαύςια, Πολ. Κϊθε κορύτςι ϋχει μϐνο ϋναν πραγματικϐ πατϋρα. ΚΟΝΙ Πϋταξε την! Πϋταξε την! Μια ςτιγμό μετϊ, η ΠΟΛΙ πετϊει την ανθοδϋςμη τησ. ΕΞ. Η ΑΝΘΟΔΕΜΗ, ΚΠ Ε ΑΡΓΗ ΚΙΝΗΗ τριφογυρύζει ξανϊ και ξανϊ ςτον αϋρα. ΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΑ Ε: Ε. ΣΟ ΓΡΑΥΕΙΟ, ΜΕ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ, ΝΤΦΣΑ τη θϋςη του υπολογιςτό υπϊρχει μια λϊμπα ςχεδιαςτηρύου που φωτύζει ϋνα ςωρϐ απϐ αρχιτεκτονικϊ ςχϋδια. Σα κορνιζαριςμϋνα εξϔφυλλα των βιβλύων ϋχουν αντικαταςταθεύ απϐ φωτογραφύεσ κτιρύων, που ςυμπεραύνουμε ϐτι δημιουργόθηκαν πρϔτα ςτο μυαλϐ του ΦΑΝΚ. Η ΚΕέΣΙ κοιτϊζει το γραφεύο, ςκεφτικό και λύγο μελαγχολικό. ΦΑΝΚ (μϐνο φωνό) Πϊμε ςτο κρεβϊτι, Κϋιτι; 643
Η ΚΕέΣΙ ςτρϋφεται και ΣΟ ΠΛΑΝΟ ΑΝΟΙΓΕΙ για να ςυμπεριλϊβει και τον ΦΑΝΚ. Υορϊει μια ρϐμπα πϊνω απϐ τισ πιτζϊμεσ του. Εκεύνη πηγαύνει κοντϊ του και τον αγκαλιϊζει χαμογελϔντασ. Προςϋχουμε ϐτι τα μαλλιϊ τησ ϋχουν αρχύςει να γκριζϊρουν. Σο αλογϊκι του χρϐνου καλπϊζει πιο γρόγορα μετϊ το θϊνατο του ΜΠΙΛ. ΚΕέΣΙ Θα ϋρθω ςε λύγο. Μια γυναύκα δε βλϋπει κϊθε μϋρα την πρωτϐτοκη κϐρη τησ να παντρεϑεται. ΦΑΝΚ Καταλαβαύνω. Η ΚΑΜΕΡΑ ΑΚΟΛΟΤΘΕΙ, καθϔσ πηγαύνουν απϐ το ςχεδιαςτόριο ςτην ϊλλη πλευρϊ του δωματύου. Αυτό εύναι λύγο πολϑ ϐπωσ παλιϊ, με το τραπεζϊκι του καφϋ, το ςτερεοφωνικϐ, την τηλεϐραςη, τον καναπϋ και την παλιϊ πολυθρϐνα του ΜΠΙΛ, με την ψηλό ρϊχη. Αυτό την πολυθρϐνα κοιτϊζει η ΚΕέΣΙ. ΦΑΝΚ ου λεύπει ακϐμα, ϋτςι δεν εύναι; ΚΕέΣΙ Ωλλεσ μϋρεσ περιςςϐτερο, ϊλλεσ λιγϐτερο. Εςϑ δεν το ξϋρεισ και η Πϐλι δεν το θυμόθηκε. ΦΑΝΚ (τρυφερϊ) Σι, γλυκιϊ μου; ΚΕέΣΙ όμερα που παντρεϑτηκε η Πϐλι κλεύνουν πϋντε χρϐνια απϐ το θϊνατο του Μπιλ. 644
ΦΑΝΚ (την αγκαλιϊζει) Ϊλα, πϊμε ςτο κρεβϊτι. ΚΕέΣΙ ε λύγο. ΦΑΝΚ Εντϊξει. άςωσ να 'μαι ακϐμα ξϑπνιοσ. ΚΕέΣΙ Μϊλλον ϋχεισ κϊποιεσ ιδϋεσ γι' απϐψε, ε; ΦΑΝΚ Μπορεύ. ΚΕέΣΙ Ψραύα. Ση φιλϊει και φεϑγει, κλεύνοντασ την πϐρτα πύςω του. Η ΚΕέΣΙ κϊθεται ςτην παλιϊ, αγαπημϋνη πολυθρϐνα του ΜΠΙΛ. Δύπλα, πϊνω ςτο τραπεζϊκι, εύναι το τηλεκοντρϐλ και μια ςυςκευό τηλεφϔνου. Η ΚΕέΣΙ ςτυλϔνει το βλϋμμα τησ ςτη ςβηςτό οθϐνη και Η ΚΑΜΕΡΑ ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ ςτο πρϐςωπο τησ. Ϊνα δϊκρυ λαμπυρύζει ςτο ϋνα τησ μϊτι ςαν διαμϊντι. ΚΕέΣΙ Μου λεύπεισ, παλικϊρι μου. Πολϑ, πϊρα πολϑ. Κϊθε μϋρα. Και ξϋρεισ κϊτι; Ακϐμα πονϊω. Σο δϊκρυ κυλϊει. Η Κϋιτι πιϊνει το τηλεκοντρϐλ και ανϊβει την τηλεϐραςη. Ε. ΟΘΟΝΗ ΣΗΛΕΟΡΑΗ, ΟΠΓ ΣΗ ΚΕέΣΙ 645
Σελειϔνει μια διαφόμιςη για τα ιαπωνικϊ Μαχαύρια Γκινςοϑ και αμϋςωσ μετϊ πϋφτει το ΗΜΑ του ςταθμοϑ. ΣΗΛΕΠΑΡΟΤΙΑΣΡΙΑ (μϐνο φωνό) Και τϔρα, ϐπωσ κϊθε Πϋμπτη, ςτο Κανϊλι 63, η Ώρα του Κινηματογρϊφου. Απϐψε θα παρακολουθόςετε την ταινύα... Σο Υιλύ Υϊνταςμα. Σο ςόμα του ςταθμοϑ ΑΛΛΑΖΕΙ Ε: ϋναν τϑπο που δεύχνει να ϋχει ςκοτωθεύ ςε αυτοκινητικϐ δυςτϑχημα δυο βδομϊδεσ πριν και να ϋχει μεύνει εκτεθειμϋνοσ ςτον όλιο απϐ τϐτε. Ο νεκρϐσ βγαύνει τρεκλύζοντασ απϐ τη γνϔριμη, παλιϊ κρϑπτη. Ε. ΚΕέΣΙ Υοβερϊ ταραγμϋνη —ςχεδϐν ϋντρομη. Πατϊει το κουμπύ του τηλεκοντρϐλ που ςβόνει την τηλεϐραςη. Η οθϐνη μαυρύζει. Σο πρϐςωπο τησ ΚΕέΣΙ αρχύζει να ςυςπϊται. Παςχύζει να αντιςταθεύ ςτην τρομερό ςυναιςθηματικό καταιγύδα που την ϋχει χτυπόςει, αλλϊ η ςϑμπτωςη τησ ταινύασ εύναι η ςταγϐνα που ξεχειλύζει το ποτόρι μιασ μϋρασ, η οπούα πρϋπει να όταν η ςκληρϐτερη ςυναιςθηματικό δοκιμαςύα τησ ζωόσ τησ. Σο φρϊγμα ςπϊει και η ΚΕέΣΙ αρχύζει να κλαύει με δυνατοϑσ, ςπαραξικϊρδιουσ λυγμοϑσ. Απλϔνει ςτα τυφλϊ το χϋρι τησ πϊνω ςτο τραπεζϊκι, με ςκοπϐ ν' αφόςει το τηλεκοντρϐλ εκεύ που όταν, και κατϊ λϊθοσ ρύχνει το τηλϋφωνο ςτο πϊτωμα. ΗΦΟ: ΒΟΤΗΣΟ ΑΝΟΙΦΣΗ ΓΡΑΜΜΗ Σο πρϐςωπο τησ ΚΕέΣΙ, μουςκεμϋνο απϐ τα δϊκρυα, παγϔνει απϐτομα καθϔσ βλϋπει το πεςμϋνο τηλϋφωνο. Κϊτι αρχύζει να διαγρϊφεται ςτην ϋκφραςη τησ... Ιδϋα; Προαύςθημα; Δϑςκολο να πεισ. Και ύςωσ δεν ϋχει ςημαςύα. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ, ΟΠΓ ΣΗ ΚΕέΣΙ 646
Η ΚΑΜΕΡΑ ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ Ε ΠΚΠ... ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ ϔςπου οι τρϑπεσ του ξεκρϋμαςτου ακουςτικοϑ αρχύζουν να μοιϊζουν με ςκοτεινϊ πηγϊδια. ΣΟ ΒΟΤΗΣΟ ΔΤΝΑΜΨΝΕΙ
ΣΗ
ΑΝΟΙΦΣΗ
ΓΡΑΜΜΗ
ΟΛΟΕΝΑ
ΜΠΑΙΝΟΤΜΕ ΣΗ ΜΑΤΡΗ ΣΡΤΠΑ... κι ακοϑμε ΜΠΙΛ (φωνό) ε ποιον τηλεφωνεύσ; ε ποιον θϋλεισ να τηλεφωνόςεισ; ε ποιον θα τηλεφωνοϑςεσ αν δεν όταν πολϑ αργϊ; Ε. ΚΕέΣΙ Σϔρα το πρϐςωπο τησ ϋχει ϋνα παρϊξενο ϑφοσ, ςαν υπνωτιςμϋνο. κϑβει, ςηκϔνει το ακουςτικϐ κι αρχύζει να πατϊει νοϑμερα, φαινομενικϊ ςτην τϑχη. ΗΦΟ: ΚΟΤΔΟΤΝΙΜΑ ΣΗΛΕΥΨΝΟΤ Η ΚΕέΣΙ εξακολουθεύ να φαύνεται ςαν υπνωτιςμϋνη. Σο ϑφοσ αυτϐ διαρκεύ μϋχρι που απαντϊει κϊποιοσ ςτο τηλϋφωνο... κι ακοϑει τη δικό τησ φωνό ςτην ϊλλη ϊκρη τησ γραμμόσ. ΚΕέΣΙ (φωνό· φύλτρο) Εμπρϐσ; Οικύα Γουϊιντερμαν. Η ΚΕέΣΙ -η τωρινό ΚΕέΣΙ, με τα γκριζαριςμϋνα μαλλιϊςυνεχύζει να κλαύει με λυγμοϑσ, αλλϊ μια ςπύθα ελπύδασ παςχύζει να γεννηθεύ ςτο πρϐςωπο τησ. ε κϊποιο επύπεδο τησ ςυνεύδηςησ τησ αντιλαμβϊνεται ϐτι η βαθιϊ θλύψη τησ ϋχει προκαλϋςει ϋνα εύδοσ τηλεφωνικοϑ ταξιδιοϑ ςτο χρϐνο. Προςπαθεύ να μιλόςει, αγωνύζεται να βρει και να προφϋρει τα λϐγια. ΚΕέΣΙ (κλαύγοντασ) Πϊρε... ςε παρακαλϔ πϊρε... 647
Ε. Η ΚΕΙΣΙ, ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΣΗ ΚΟΤΖΙΝΑ, Ε ΕΠΑΝΑΛΗΧΗ Εύναι πϋντε χρϐνια πριν. Ο ΜΠΙΛ ςτϋκεται δύπλα τησ, δεύχνοντασ ανόςυχοσ. Ο ΣΖΕΥ πηγαύνει προσ το δωμϊτιο τησ τηλεϐραςησ, να ψϊξει για μια ϊδεια βιντεοκαςϋτα. ΚΕέΣΙ Πϐλι; Εςϑ εύςαι; Σι ςυμβαύνει; Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΣΟ ΓΡΑΥΕΙΟ ΚΕέΣΙ (κλαύγοντασ) ε παρακαλϔ -γρόγορα— ΗΦΟ: ΣΟ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΣΙΚΟ ΚΛΙΚ ΜΙΑ ΤΝΔΕΗ ΠΟΤ ΔΙΑΚΟΠΣΕΣΑΙ ΚΕέΣΙ (ουρλιϊζοντασ) Πϊρε τισ Πρϔτεσ Βοόθειεσ! Πρϋπει να τον πασ αμϋςωσ ςτο νοςοκομεύο. Αν θϋλεισ να ζόςει πόγαινε τον ςτο νοςοκομεύο! θα πϊθει καρδιακό προςβολό απϐψε! θα... ΗΦΟ: ΣΟ ΒΟΤΗΣΟ ΜΙΑ ΑΝΟΙΦΣΗ ΓΡΑΜΜΗ Αργϊ, πολϑ αργϊ, η ΚΕέΣΙ κλεύνει το τηλϋφωνο. ίςτερα, μετϊ απϐ μια ςτιγμό, το ξαναςηκϔνει. Μιλϊει δυνατϊ, ςαν να μην ϋχει ςυνεύδηςη ϐτι μονολογεύ. άςωσ δεν αντιλαμβϊνεται καθϐλου ϐτι το κϊνει. ΚΕέΣΙ Πόρα το παλιϐ νοϑμερο. Πόρα το... ΑΠΟΣΟΜΗ ΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΑ Ε: Ε. Ο ΜΠΙΛ, ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΣΗ ΚΟΤΖΙΝΑ, ΜΕ ΣΗΝ ΚΕέΣΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΤ 648
Ϊχει μϐλισ πϊρει το ακουςτικϐ απϐ το χϋρι τησ ΚΕΙΣΙ και μιλϊει με την τηλεφωνότρια. ΣΗΛΕΥΨΝΗΣΡΙΑ (φύλτρο, ΝΕΤΡΙΚΟ ΓΕΛΑΚΙ) Τπϐςχομαι να μην το δϔςω ςε κανϋναν. ΜΠΙΛ ΑΠΟΣΟΜΗ ΑΛΛΑΓΗ ΕΙΚΟΝΑ Ε: Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΣΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΤΘΡΟΝΑ ΣΟΤ ΜΠΙΛ, ΚΠ ΚΕέΣΙ (αποτελειϔνει) -4408. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ, ΚΠ Σο τρεμϊμενο δϊχτυλο τησ ΚΕέΣΙ χτυπϊει προςεκτικϊ τα νοϑμερα κι ακοϑγονται οι αντύςτοιχοι τηλεφωνικού όχοι: 555-4408. Ε. Η ΚΕέΣΙ, ΣΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΤΘΡΟΝΑ ΣΟΤ ΜΠΙΛ, ΚΠ Κλεύνει τα μϊτια τησ καθϔσ το ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΑΡΦΙΖΕΙ ΝΑ ΦΣΤΠΑΕΙ. Σο πρϐςωπο τησ εύναι γεμϊτο αγωνύα, φϐβο αλλϊ κι ελπύδα. Ασ γινϐταν να τησ δοθεύ ϊλλη μια ευκαιρύα να μεταδϔςει το κρύςιμο μόνυμα, λϋει η ϋκφραςη τησ... μια τελευταύα ευκαιρύα. ΚΕέΣΙ (ςιγανϊ) ε παρακαλϔ... ςε παρακαλϔ... ΜΑΓΝΗΣΟΥΨΝΗΜΕΝΗ ΥΨΝΗ (φύλτρο) Ο αριθμϐσ που καλϋςατε δεν υπϊρχει. Παρακαλοϑμε, κλεύςτε και δοκιμϊςτε ξανϊ. Αν χρειϊζεςτε βοόθεια..-
649
Η ΚΕέΣΙ ξανακλεύνει το τηλϋφωνο. Δϊκρυα μουςκεϑουν τα μαγουλϊ τησ. Η ΚΑΜΕΡΑ ΑΠΟΜΑΚΡΤΝΕΣΑΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΖΟΤΜ ςτη ςυςκευό του τηλεφϔνου. Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ ΣΗ ΚΟΤΖΙΝΑ, Η ΚΕΙΣΙ ΚΑΙ Ο ΜΠΙΛ, Ε ΕΠΑΝΑΛΗΧΗ ΜΠΙΛ Ωρα όταν φϊρςα. Ϋ κϊποια που ϋκλαιγε τϐςο πολϑ, ϔςτε πόρε λϊθοσ νοϑμερο... «ανϊμεςα απϐ τα δϊκρυα που θϐλωναν τα μϊτια τησ», ϐπωσ λϋμε κι εμεύσ οι επαγγελματύεσ γραφιϊδεσ. ΚΕέΣΙ Δεν όταν φϊρςα οϑτε λϊθοσ νοϑμερο! Ϋταν κϊποια απϐ την οικογϋνεια μου! Ε. Η ΚΕέΣΙ (Η ΣΨΡΙΝΗ) ΣΟ ΓΡΑΥΕΙΟ ΣΟΤ ΜΠΙΛ ΚΕέΣΙ Ναι. Κϊποια απϐ την οικογϋνεια μου. Κϊποιοσ πολϑ δικϐσ μου ϊνθρωποσ. (Παϑςη). Εγϔ. Ξαφνικϊ, πετϊει το τηλϋφωνο ςτην ϊλλη ϊκρη του δωματύου. ίςτερα αρχύζει πϊλι να ΚΛΑΙΕΙ ΜΕ ΛΤΓΜΟΤ ςκεπϊζοντασ το πρϐςωπο τησ με τα χϋρια τησ. Η ΚΑΜΕΡΑ ΜΕΝΕΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ επϊνω τησ και ϑςτερα ΚΤΛΑΕΙ ΑΠΕΝΑΝΣΙ ΜΕΦΡΙ Ε. ΣΟ ΣΗΛΕΥΨΝΟ Εύναι πεςμϋνο ςτο χαλύ και φαύνεται εντελϔσ κοινϐ και ςυνϊμα δυςούωνο. Η ΚΑΜΕΡΑ ΖΟΤΜΑΡΕΙ Ε ΠΚΠ -οι τρϑπεσ ςτο ακουςτικϐ αρχύζουν και πϊλι να μοιϊζουν με τερϊςτια ςκοτεινϊ πηγϊδια. Η ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΓΨΝΕΙ και ϑςτερα ΒΗΝΕΙ ΜΕΑ ΣΟ ΜΑΤΡΟ
650
Οι Ωνθρωποι των Δϋκα Ο Πύρςον δοκύμαςε να ουρλιϊξει, αλλϊ το ςοκ του εύχε κϐψει τη φωνό. Σο μϐνο που κατϊφερε να βγϊλει όταν ϋνα ςιγανϐ, πνιχτϐ κλαψοϑριςμα —τον όχο που αφόνει κϊποιοσ που βλϋπει ςτον ϑπνο του ϐτι πνύγεται. Ροϑφηξε αϋρα, ϋτοιμοσ να δοκιμϊςει ξανϊ, αλλϊ πριν προλϊβει καν ν' αρχύςει ϋνα χϋρι τον ϊρπαξε γερϊ απϐ το αριςτερϐ μπρϊτςο, ακριβϔσ πϊνω απϐ τον αγκϔνα, και τον ϋςφιξε ςαν τανϊλια. «Θα όταν λϊθοσ», εύπε η φωνό που ςυνϐδευε το χϋρι, ςε ϋνταςη λύγο μεγαλϑτερη απϐ ψύθυρο, κι ακοϑςτηκε ακριβϔσ πϊνω ςτο αριςτερϐ αυτύ του Πύρςον. «Μεγϊλο λϊθοσ. Πύςτεψε με». Ο Πύρςον κούταξε τριγϑρω. Σο πρϊγμα που του γϋννηςε την επιθυμύα —λϊθοσ, την ανϊγκη-να ουρλιϊξει εύχε εξαφανιςτεύ ςτο εςωτερικϐ τησ τρϊπεζασ, χωρύσ να το εμποδύςει κανεύσ, και ο Πύρςον μπϐρεςε να κοιτϊξει ανεμπϐδιςτοσ. Σον εύχε γραπϔςει ϋνασ νεαρϐσ μαϑροσ, με ωραύο παρουςιαςτικϐ και καλοραμμϋνο κρεμ κοςτοϑμι. Ο Πύρςον δεν τον γνϔριζε, αλλϊ τον αναγνϔριζε. Αναγνϔριζε εξ ϐψεωσ τα περιςςϐτερα απϐ τα μϋλη τησ περύεργησ μικρόσ φυλόσ που ο ύδιοσ αποκαλοϑςε Οι Ωνθρωποι Σων Δϋκα και, ϐπωσ υπϋθετε, τον αναγνϔριζαν κι εκεύνα. Ο ϐμορφοσ νεαρϐσ μαϑροσ τον παρατηροϑςε με ανηςυχύα. «Σο εύδεσ;» τον ρϔτηςε ο Πύρςον. Σα λϐγια ακοϑςτηκαν ςαν μια ψιλό, παραπονιϊρικη τςιρύδα, εντελϔσ διαφορετικό απϐ την κανονικό, βαθιϊ, ςύγουρη φωνό του. Ο ϐμορφοσ νεαρϐσ μαϑροσ ϊφηςε το χϋρι του Πύρςον αμϋςωσ μϐλισ πεύςτηκε ϐτι δεν επρϐκειτο να ξεςηκϔςει την πλατεύα μπροςτϊ απϐ την Πρϔτη Εμπορικό Σρϊπεζα τησ Βοςτϐνησ με μια ςυναυλύα απϐ ουρλιαχτϊ κι ϊναρθρεσ κραυγϋσ. Ο Πύρςον, ϐμωσ, ϊπλωςε αμϋςωσ το δικϐ του χϋρι κι ϋπιαςε τον 651
καρπϐ του ϐμορφου νεαροϑ μαϑρου, ςαν να αδυνατοϑςε να ελϋγξει τον εαυτϐ του χωρύσ αυτό την καθηςυχαςτικό επαφό. Ο ϐμορφοσ νεαρϐσ μαϑροσ δεν ϋκανε καμιϊ προςπϊθεια να ελευθερϔςει τον καρπϐ του, παρϊ κούταξε απλϔσ το χϋρι του Πύρςον κι αμϋςωσ μετϊ ςόκωςε το βλϋμμα του ςτο πρϐςωπο του. «οβαρϊ, το εύδεσ; Υρικτϐ! Ακϐμη κι αν όταν μακιγιϊζ... ό μϊςκα που φϐρεςε κϊποιοσ γι' αςτεύο...» Αλλϊ δεν όταν οϑτε μϊςκα οϑτε μακιγιϊζ. Σο πρϊγμα με το ανθρακύ κοςτοϑμι Αντρϋ ιρ και τα παποϑτςια των πεντακοςύων δολαρύων πϋραςε δύπλα απϐ τον Πύρςον, τϐςο κοντϊ που ςχεδϐν τον ϊγγιξε (Θεϐσ φυλϊξοι, παρενϋβη η λογικό του ανατριχιϊζοντασ απϐ φρύκη κι αποςτροφό) και όξερε ςύγουρα ϐτι δεν όταν οϑτε μακιγιϊζ οϑτε μϊςκα. Γιατύ ς' εκεύνο το πελϔριο εξϐγκωμα, που ο Πύρςον υπϋθετε ϐτι όταν το κεφϊλι, η ςϊρκα βριςκϐταν ςε κύνηςη. Διϊφορα μϋρη κινοϑνταν προσ διαφορετικϋσ κατευθϑνςεισ, ςαν τουσ δακτυλύουσ των παρϊξενων αερύων που περιβϊλλουν μερικοϑσ απϐ τουσ γιγϊντιουσ πλανότεσ του γαλαξύα. «Υύλε», εύπε ο ϐμορφοσ νεαρϐσ μαϑροσ με το κρεμ κοςτοϑμι, «χρειϊζεςαι...» «Σι όταν;» τον διϋκοψε ο Πύρςον. «Δεν ϋχω ξαναδεύ ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα ςτη ζωό μου! Ϋταν ςαν κι αυτϊ που βλϋπεισ ςε... ςτο... δεν ξϋρω... ςε φτηνϋσ ταινύεσ... ό... ό... » Η φωνό του δεν ϋβγαινε πια απϐ το ςυνηθιςμϋνο ϊνοιγμα κϊτω απϐ τη μϑτη του. Υαινϐταν να ϋρχεται απϐ κϊπου ψηλϊ, λεσ και ο Πύρςον εύχε πϋςει ςε πηγϊδι κι αυτό η ψιλό, παραπονιϊρικη τςιρύδα ανόκε ςε κϊποιον ξϋνο, κϊποιον που του μιλοϑςε απϐ την επιφϊνεια τησ γησ, ψηλϊ. «Ωκου, φύλε μου...» Τπόρχε και κϊτι ακϐμα. ήταν ο Πύρςον βγόκε απϐ την περιςτροφικό πϐρτα μερικϊ λεπτϊ πριν, μ' ϋνα ςβηςτϐ 652
Μϊρλμπορο ανϊμεςα ςτα δϊχτυλα του, η μϋρα όταν ςυννεφιαςμϋνη —ϋτοιμη για βροχό, για την ακρύβεια. Σϔρα τα πϊντα εύχαν γύνει λαμπρϊ ό, μϊλλον, υπϋρλαμπρα. Η κϐκκινη φοϑςτα τησ ϐμορφησ ξανθιϊσ, που ςτεκϐταν ϋξω απϐ ϋνα κτύριο γϑρω ςτα εύκοςι μϋτρα παρακϊτω (η κοπϋλα κϊπνιζε και διϊβαζε ϋνα βιβλύο τςϋπησ) ϋκαιγε ςαν πϑρινη ςφαύρα. Σο κύτρινο πουκϊμιςο ενϐσ περαςτικοϑ χτυποϑςε ςαν κεντρύ ςφόκασ. Σα πρϐςωπα των ανθρϔπων φϊνταζαν ςαν τα ανϊγλυφα ζωϊκια ςτα αγαπημϋνα βιβλύα τησ Σζϋνι. Και τα χεύλη του... Δεν ϋνιωθε πια τα χεύλη του. Εύχαν μουδιϊςει, ϋτςι ϐπωσ ςυμβαύνει μετϊ απϐ μια ϋνεςη του οδοντογιατροϑ. Ο Πύρςον ςτρϊφηκε προσ τον ϐμορφο νεαρϐ μαϑρο με το κρεμ κοςτοϑμι και εύπε: «Εύναι γελούο, αλλϊ νομύζω ϐτι θα λιποθυμόςω». «ήχι, δε θα το κϊνεισ», εύπε ο νεαρϐσ, μιλϔντασ με τϐςη ςιγουριϊ, που ο Πύρςον τον πύςτεψε, προςωρινϊ τουλϊχιςτον. Σο χϋρι ξανϊςφιξε το μπρϊτςο του πϊνω απϐ τον αγκϔνα, αλλϊ πολϑ πιο μαλακϊ αυτό τη φορϊ. «Ϊλα, πϊμε εδϔ πιο κϊτω. Ϊχεισ ανϊγκη να καθύςεισ κϊπου». ε αρκετϊ ςημεύα τησ πλατεύασ υπόρχαν κυκλικϊ, μαρμϊρινα «νηςϊκια», ψηλϊ γϑρω ςτο ϋνα μϋτρο, που το καθϋνα τουσ φιλοξενοϑςε μια ποικιλύα απϐ ολϊνθιςτα καλοκαιρινϊ φυτϊ. Αρκετού Ωνθρωποι των Δϋκα όταν καθιςμϋνοι ςτα πεζοϑλια αυτϔν των νηςιϔν, ϊλλοι διαβϊζοντασ, ϊλλοι κουβεντιϊζοντασ μεταξϑ τουσ, ϊλλοι χαζεϑοντασ τα πλόθη των περαςτικϔν που κινοϑνταν και ςτα δυο πεζοδρϐμια τησ οδοϑ Κομϋρςιαλ. ήλοι τουσ ϋκαναν αυτϐ που τουσ χαρακτόριζε ωσ Ανθρϔπουσ των Δϋκα, αυτϐ που εύχε βγει να κϊνει και ο Πύρςον ϋξω απϐ το κτύριο ϐπου δοϑλευε. Σο πληςιϋςτερο μαρμϊρινο «νηςϊκι», προσ το οπούο κατευθϑνθηκαν ο Πύρςον και ο ςυνοδϐσ του, όταν φυτεμϋνο με πετοϑνιεσ, που το βαθυκϐκκινο χρϔμα 653
τουσ φϊνταζε απύςτευτα λαμπρϐ. Σο κυκλικϐ πεζοϑλι όταν ϊδειο, προφανϔσ επειδό εύχε όδη περϊςει το πρϔτο πεντϊλεπτο και οι ϊνθρωποι εύχαν αρχύςει να αποςϑρονται ξανϊ προσ το εςωτερικϐ των γϑρω κτιρύων. «Κϊθιςε», εύπε ο ϐμορφοσ νεαρϐσ μαϑροσ με το κρεμ κοςτοϑμι. Ο Πύρςον, παρ' ϐτι ϋβαλε τα δυνατϊ του, αυτϐ που πϋτυχε τελικϊ ϋμοιαζε περιςςϐτερο με κοπϊνημα πιςινοϑ ςε μαρμϊρινη επιφϊνεια. Ση μια ςτιγμό ςτεκϐταν δύπλα ς' ϋνα νηςϊκι με ανθιςμϋνεσ πετοϑνιεσ και την επϐμενη κϊποιοσ τρϊβηξε τουσ πύρουσ απϐ τα γϐνατα του και κϊθιςε. Απϐτομα. «κϑψε τϔρα», του εύπε ο νεαρϐσ, αφοϑ κϊθιςε δύπλα του. Σο πρϐςωπο του διατηροϑςε μια πρϐςχαρη ϋκφραςη ϐλη αυτό την ϔρα, αλλϊ το βλϋμμα του δεν εύχε τύποτα το χαρωπϐ. Φτϋνιζε ςυνεχϔσ την πλατεύα απ' ϊκρη ς' ϊκρη. «Γιατύ;» «Για να ςου ανεβεύ ξανϊ το αύμα ςτο κεφϊλι», εύπε ο νεαρϐσ μαϑροσ. «Αλλϊ μη δεύξεισ ϐτι κϊνεισ αυτϐ. Καν' το να φανεύ ςαν να μυρύζεισ τα λουλοϑδια». «Να φανεύ ςε ποιον;» «Κϊνε ϐπωσ ςου λϋω, εντϊξει;» Μια μικρό νϐτα νευρικϐτητασ χρωμϊτιςε την όρεμη φωνό του νεαροϑ. Ο Πύρςον ϋςκυψε ςτο πλϊι και πόρε βαθιϊ αναπνοό. Σα λουλοϑδια δε μϑριζαν τϐςο ωραύα ϐςο φαύνονταν, ϐπωσ διαπύςτωςε. Εύχαν μια βαριϊ μυρωδιϊ που θϑμιζε ςκυλύςιο κϊτουρο. Ψςτϐςο, του φϊνηκε ςαν να καθϊριςε λύγο το κεφϊλι του. «Ωρχιςε να λεσ τισ Πολιτεύεσ», τον διϋταξε ο νεαρϐσ. ταϑρωςε τα πϐδια του, ϋφτιαξε την τςϊκιςη ςτα μπατζϊκια του κι ϋβγαλε ϋνα πακϋτο Γουύνςτον απϐ την εςωτερικό τςϋπη του ςακακιοϑ του. Ο Πύρςον ςυνειδητοπούηςε ξαφνικϊ ϐτι το δικϐ του τςιγϊρο εύχε χαθεύ, θα πρϋπει να του ϋπεςε εκεύνη τη 654
φοβερό ςτιγμό, ϐταν πρωτοεύδε το τερατϔδεσ πρϊγμα με το ακριβϐ ανθρακύ κοςτοϑμι να διαςχύζει τη δυτικό πλευρϊ τησ πλατεύασ. «Σισ Πολιτεύεσ», επανϋλαβε χαζϊ. Ο νεαρϐσ μαϑροσ ϋγνεψε καταφατικϊ, ϋβγαλε ϋναν αναπτόρα που όταν λιγϐτερο ακριβϐσ απ' ϐ,τι φαινϐταν με την πρϔτη ματιϊ κι ϊναψε το τςιγϊρο του. «Ξεκύνα απϐ τη δικό μασ και πόγαινε προσ τα δυτικϊ», τον προϋτρεψε. «Μαςαχουςϋτη... Νϋα Τϐρκη, νομύζω... ό Βερμϐντ, αν τισ πϊρεισ απϐ πϊνω προσ τα κϊτω... Νιου Σζϋρςεώ...» ήρθωςε κϊπωσ το κορμύ του κι ϊρχιςε να μιλϊει με περιςςϐτερη ςιγουριϊ. «Πενςιλβϊνια, Δυτικό Βιρτζύνια, Οχϊιο, Ιλινϐισ...» Ο νεαρϐσ μαϑροσ αναςόκωςε τα φρϑδια του. «Δυτικό Βιρτζύνια, ε; Εύςαι ςύγουροσ;» Ο Πύρςον χαμογϋλαςε αχνϊ. «Απϐλυτα ςύγουροσ, ναι. άςωσ να εύπα ανϊποδα το Οχϊιο και το Ιλινϐισ, ϐμωσ». Ο νεαρϐσ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του για να του δεύξει ϐτι δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα και μετϊ χαμογϋλαςε. «Δεν αιςθϊνεςαι πια ϋτοιμοσ να λιποθυμόςεισ, το βλϋπω. Κι αυτϐ εύναι το ςημαντικϐ, θϋλεισ τςιγϊρο;» «Ευχαριςτϔ», εύπε ο Πύρςον με ευγνωμοςϑνη. Δεν όθελε απλϔσ ϋνα τςιγϊρο· το εύχε ανϊγκη. «Εύχα ϋνα δικϐ μου, αλλϊ το ϋχαςα. Πϔσ ςε λϋνε;» Ο νεαρϐσ μαϑροσ ϋβαλε ϋνα Γουύνςτον ςτα χεύλη του Πύρςον και του το ϊναψε με τον αναπτόρα του. «Ντϊντλεώ Ρϊινμαν. Μπορεύσ να με φωνϊζεισ Ντιοϑκ». Ο Πύρςον ροϑφηξε δυνατϊ το τςιγϊρο και κούταξε προσ την περιςτρεφϐμενη πϐρτα που αποτελοϑςε την εύςοδο ςτα ςκοτεινϊ βϊθη και ςτα νεφελϔδη ϑψη τησ Πρϔτησ Εμπορικόσ. «Δεν όταν παραύςθηςη, ϋτςι δεν εύναι;» ρϔτηςε. «Αυτϐ που εύδα... Σο εύδεσ κι εςϑ, ςωςτϊ;» Ο Ρϊινμαν ϋγνεψε καταφατικϊ. 655
«Αλλϊ δεν όθελεσ να καταλϊβει ϐτι το εύδα», ςυνϋχιςε ο Πύρςον. Μιλοϑςε αργϊ, προςπαθϔντασ να βϊλει ςε τϊξη το μυαλϐ του. Η φωνό του εύχε αποκτόςει και πϊλι την κανονικό τησ χροιϊ κι αυτϐ απϐ μϐνο του όταν μεγϊλη ανακοϑφιςη. Ο Ρϊινμαν ςυγκατϋνευςε πϊλι. «Αλλϊ... πϔσ θα μποροϑςα να μην το δω; Και πϔσ θα μποροϑςε αυτϐ να μην το καταλϊβει;» «Εύδεσ κανϋναν ϊλλο εδϔ γϑρω ϋτοιμο να μπόξει τισ φωνϋσ ό να πϊθει καρδιακό προςβολό, ϐπωσ κϐντεψεσ να πϊθεισ εςϑ;» τον ρϔτηςε ο Ρϊινμαν. «Εύδεσ κανϋναν ϊλλο να χϊνει ςαν κι εςϋνα; Εμϋνα, για παρϊδειγμα;» Ο Πύρςον κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του. Σϔρα δεν ϋνιωθε απλϔσ τρομαγμϋνοσ· ϋνιωθε απϐλυτα χαμϋνοσ. «Μπόκα ανϊμεςα ςασ ϐςο μποροϑςα για να ςε κρϑψω», εύπε ο Ρϊινμαν. «Για κϊνα δυο δευτερϐλεπτα, λύγο ϋλειψε να ςε πϊρει εύδηςη, αλλϊ τελικϊ δε ςε εύδε. Πόρεσ μια ϋκφραςη λεσ και εύδεσ ςκουλόκι να βγαύνει απϐ την μπριζϐλα ςου. Δουλεϑεισ ςτα Επιβοηθητικϊ Δϊνεια, αν δεν κϊνω λϊθοσ;» «Ναι. Ψ, ςυγνϔμη... Μπρϊντον Πύρςον». «Εγϔ εύμαι ςτο ϋρβισ Τπολογιςτϔν. Και μην ανηςυχεύσ. Ϊτςι εύναι ϐταν βλϋπεισ τον πρϔτο ςου μπϊτμαν». Ο Ρϊινμαν του ϋδωςε το χϋρι του και ο Πύρςον το ϋςφιξε μηχανικϊ, αλλϊ το μυαλϐ του εύχε μεύνει μια ςτροφό πύςω. Ϊτςι εύναι ϐταν βλϋπεισ τον πρϔτο ςου μπϊτμαν, εύχε πει ο νεαρϐσ. Κι αν ϊφηνεσ κατϊ μϋροσ την εικϐνα-κλιςϋ (το Μαυροντυμϋνο ταυροφϐρο με τη ςτολό τησ νυχτερύδασ που ελύςςεται ανϊμεςα ςτα αρ ντεκϐ κτύρια τησ Γκϐθαμ ύτι), το ϐνομα δεν όταν κακϐ. Ο Πύρςον διαπύςτωςε κϊτι ακϐμα ό, μϊλλον, το διαπύςτωςε για μια ακϐμη φορϊ: εύναι καλϐ να δύνεισ ϋνα ϐνομα ςε κϊτι που ςε ϋχει τρομοκρατόςει. Δε διϔχνει το φϐβο, αλλϊ καταφϋρνει να τον κϊνει ελεγχϐμενο. 656
Σϔρα ο Πύρςον ξανϊπαιξε απϐ την αρχό ςτο μυαλϐ του την ταινύα τησ πρϐςφατησ εμπειρύασ του, επαναλαμβϊνοντασ νοερϊ: Μπϊτμαν. Ϋταν ο πρϔτοσ μου μπϊτμαν. Βγόκε απϐ την περιςτρεφϐμενη πϐρτα, ϋχοντασ μϐνο ϋνα πρϊγμα ςτο μυαλϐ του, το ύδιο που εύχε πϊντα ϐταν κατϋβαινε ςτο δρϐμο ςτισ δϋκα το πρωύ: πϐςο ωραύα θα όταν ϐταν η πρϔτη δϐςη νικοτύνησ θα χτυποϑςε τον εγκϋφαλο του. Αυτϐ όταν που τον ϋκανε μϋλοσ τησ φυλόσ. Ϋταν το αντύςτοιχο ενϐσ ειδικοϑ φυλαχτοϑ ό του τατουϊζ ςτα μϊγουλα. Σο πρϔτο που πρϐςεξε όταν ϐτι η μϋρα εύχε ςκοτεινιϊςει αιςθητϊ απϐ τισ οχτϔ παρϊ πϋντε που όρθε ςτη δουλειϊ και ςκϋφτηκε: Σο μεςημϋρι θα ρουφϊμε τα καρκινογϐνα καλαμϊκια μασ υπϐ βροχό εμεύσ οι καταραμϋνοι απϐκληροι . ήχι πωσ θα τουσ ςταματοϑςε μια βροχοϑλα, ακϐμη και καταρρακτϔδησ· οι Ωνθρωποι των Δϋκα, αν μη τι ϊλλο, όταν επύμονοι. Θυμόθηκε ϐτι ϋφερε ϋνα γϑρο την πλατεύα με το βλϋμμα του, κϊνοντασ ϋναν ϋλεγχο απϐντων -τϐςο γρόγορα που όταν ςχεδϐν αςυναύςθητο. Εύδε το κορύτςι με την κϐκκινη φοϑςτα (κι αναρωτόθηκε, ϐπωσ πϊντα, αν μια γυναύκα τϐςο ϐμορφη θα όταν καλό και ςτο κρεβϊτι), το νεαρϐ επιςτϊτη του τρύτου ορϐφου, που φοροϑςε πϊντα το καςκϋτο του ανϊποδα ϐταν ςφουγγϊριζε τισ τουαλϋτεσ ό το μπαρ, τον ηλικιωμϋνο κϑριο με τα πλοϑςια, λευκϊ μαλλιϊ και τα κϐκκινα μϊγουλα, τη γυναύκα με τουσ χοντροϑσ φακοϑσ, το ςτενϐ πρϐςωπο και τα ύςια, μαϑρα μαλλιϊ και πολλοϑσ ϊλλουσ που αναγνϔριζε με τον ύδιο τρϐπο. Ϊνασ απ' αυτοϑσ, φυςικϊ, όταν ο νεαρϐσ ϐμορφοσ μαϑροσ με το κρεμ κοςτοϑμι. Αν όταν ϋξω ο Σύμι Υλϊντερσ, ο Πύρςον θα πόγαινε κοντϊ του. Αλλϊ δεν όταν, οπϐτε προχϔρηςε προσ το κϋντρο τησ πλατεύασ, με ςκοπϐ να καθύςει ς' ϋνα απϐ τα μαρμϊρινα νηςϊκια (αυτϐ ακριβϔσ ςτο οπούο κατϋληξε να κϊθεται). Απϐ το ςημεύο αυτϐ θα εύχε πλεονεκτικό θϋα ςτισ καμπϑλεσ τησ δεςποινύδασ 657
Κϐκκινη Υοϑςτα και θα μποροϑςε να υπολογύςει με την ϊνεςη του το μόκοσ των ποδιϔν τησ —μια φτηνό ςυγκύνηςη, ομολογουμϋνωσ, αλλϊ ο καθϋνασ βολεϑεται με ϐ,τι του βρύςκεται. Ο Πύρςον εύχε ϋναν επιτυχημϋνο γϊμο, μια γυναύκα που αγαποϑςε και μια κοροϑλα που λϊτρευε, αλλϊ καθϔσ πληςύαζε τα ςαρϊντα ϋνιωθε κϊποιεσ ςυγκεκριμϋνεσ απαιτόςεισ να ξεπετϊγονται απϐ τισ φλϋβεσ του ςαν θαλϊςςια τϋρατα κϊνοντασ το αύμα του να κοχλϊζει. Ωλλωςτε, του όταν αδϑνατον να φανταςτεύ ϐτι υπόρχε ςτον κϐςμο ϊντρασ που θα χϊζευε μια τϋτοια κϐκκινη φοϑςτα χωρύσ ν' αναρωτηθεύ αν το κορύτςι φοροϑςε κι αςορτύ εςϔρουχα απϐ κϊτω. Δεν πρϐλαβε να κϊνει οϑτε βόμα, ϐταν κϊποιοσ ϋςτριψε απϐ το ψηλϐ κτύριο ςτην πϋρα γωνύα κι ϊρχιςε ν' ανεβαύνει τα ςκαλοπϊτια τησ πλατεύασ. Ο Πύρςον ϋπιαςε την κύνηςη με την ϊκρη του ματιοϑ του· ςε κανονικϋσ ςυνθόκεσ, θα την αγνοοϑςε —μϐνο η κϐκκινη φοϑςτα τον ενδιϋφερε εκεύνη την ϔρα, κοντό, ςτενό και φανταχτερό ςαν πυροςβεςτικό αντλύα. Κι ϐμωσ, κούταξε, γιατύ, ακϐμη και με την προςοχό του αλλοϑ ςτραμμϋνη, διϋκρινε πωσ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ με το κεφϊλι και το πρϐςωπο τησ φιγοϑρασ που ερχϐταν. Ϊτςι, ςτρϊφηκε προσ τα εκεύ, καταργϔντασ μ' αυτό του την ενϋργεια το βραδινϐ ϑπνο, ϋνασ θεϐσ ξϋρει για πϐςο καιρϐ. Σα παποϑτςια όταν ςωςτϊ. Σο ανθρακύ κοςτοϑμι Αντρϋ ιρ ςύγουρο και αξιϐπιςτο ϐςο και η πϐρτα του χρηματοκιβωτύου τησ τρϊπεζασ ςτο υπϐγειο. Η κϐκκινη γραβϊτα αναμενϐμενη και διακριτικϊ τολμηρό. Σα ροϑχα όταν ολϐςωςτα· η χαρακτηριςτικό αμφύεςη ενϐσ ανϔτατου τραπεζικοϑ υπαλλόλου που πϊει για δουλειϊ τη Δευτϋρα το πρωύ (ϊλλωςτε, ποιοσ ϊλλοσ εκτϐσ απϐ τα ανϔτατα ςτελϋχη θα ερχϐταν για δουλειϊ δϋκα η ϔρα;) Και μϐνο ϐταν κούταζεσ το κεφϊλι διαπύςτωνεσ ό ϐτι εςϑ εύχεσ τρελαθεύ ό ϐτι αντύκριζεσ 658
κϊτι για το οπούο δεν υπόρχε οριςμϐσ ςε καμιϊ εγκυκλοπαύδεια του κϐςμου. Γιατύ, ϐμωσ, δεν το ϋβαλαν ςτα πϐδια; αναρωτόθηκε τϔρα ο Πύρςον. Μια ςταγϐνα βροχόσ ϋπεςε ςτη ρϊχη του χεριοϑ του κι ϊλλη μια ςτο λευκϐ χαρτύ του μιςοκαπνιςμϋνου τςιγϊρου του. θα ϋπρεπε να το βϊλουν ςτα πϐδια ουρλιϊζοντασ, ϋτςι ϐπωσ ϋτρεχαν οι ϊνθρωποι να ςωθοϑν απϐ τα γιγϊντια ϋντομα ςτισ παλιϋσ ταινύεσ —με τα τϋρατα— τησ δεκαετύασ του πενόντα. Κι ϋπειτα ςκϋφτηκε: 'Ομωσ... οϑτε κι εγϔ το ϋβαλα ςτα πϐδια. Ναι, αλλϊ δεν όταν το ύδιο. Αυτϐσ δεν ϋτρεξε επειδό κοκϊλωςε απϐ το ςοκ. Προςπϊθηςε να ουρλιϊξει, ϐμωσ. Απλϔσ, ο καινοϑριοσ του φύλοσ τον εμπϐδιςε, πριν καταφϋρει να βϊλει ξανϊ ςε λειτουργύα τισ φωνητικϋσ του χορδϋσ. Μπϊτμαν. Ο πρϔτοσ ςου μπϊτμαν. Πϊνω απϐ τουσ καλοραμμϋνουσ ϔμουσ του Καλϑτερου Επαγγελματικοϑ Κοςτουμιοϑ τησ χρονιϊσ και πϊνω απϐ τον ϊψογο κϐμπο τησ κϐκκινησ γραβϊτασ, ϊνοιγε ϋνα πελϔριο γκρύζο καφετύ κεφϊλι, ϐχι ςτρογγυλϐ, αλλϊ ςτραπατςαριςμϋνο ςαν μπαλϊκι του μπϋιζμπολ μετϊ απϐ ϋνα ολϐκληρο καλοκαύρι χτυπημϊτων. Μαϑρεσ γραμμϋσ —φλϋβεσ, ύςωσ— πϊλλονταν ακριβϔσ κϊτω απϐ την επιφϊνεια του κρανύου και η περιοχό που λογικϊ θα ϋπρεπε να όταν το πρϐςωπο, αλλϊ δεν όταν (με αναγνωρύςιμη ανθρϔπινη μορφό, ϋςτω), καλυπτϐταν απϐ οιδόματα που τρεμοϑλιαζαν και ςϊλευαν ςαν κακοόθεισ ϐγκοι, ζωντανού με το δικϐ τουσ φρικτϐ τρϐπο. Σα χαρακτηριςτικϊ όταν υποτυπϔδη και ςυμπιεςμϋνα· μϊτια κατϊμαυρα, επύπεδα, ολοςτρϐγγυλα, που ςε κούταζαν μ' ϋνα ϊπληςτο βλϋμμα απϐ το κϋντρο του προςϔπου ςαν μϊτια καρχαρύα· αυτιϊ δϑςμορφα, χωρύσ πτερϑγια και λοβοϑσ. Μϑτη δεν υπόρχε ό ϋςτω κϊτι που ο Πύρςον θα μποροϑςε να αναγνωρύςει ωσ μϑτη, εκτϐσ κι αν όταν εκεύνεσ οι δυο προεξοχϋσ που θϑμιζαν αϐριςτα χαυλιϐδοντεσ και ξεπετϊγονταν απϐ μια τοϑφα ϊγριεσ, ςγουρϋσ τρύχεσ ακριβϔσ 659
κϊτω απϐ τα μϊτια. Σο μεγαλϑτερο μϋροσ του προςϔπου όταν ςτϐμα, ϋνα τερϊςτιο μαϑρο μιςοφϋγγαρο, με δυο ςειρϋσ τριγωνικϊ δϐντια. Για ϋνα πλϊςμα με τϋτοιο ςτϐμα, ςκϋφτηκε αργϐτερα ο Πύρςον, το να καταπιεύ την τροφό του αμϊςητη θα όταν προςβολό. Η πρϔτη ςκϋψη του ϐταν αντύκριςε αυτϐ το φρικτϐ φανταςτικϐ ον -ϋνα φανταςτικϐ ον μ' ϋνα τϋλεια μανικιουριςμϋνο χϋρι, που κρατοϑςε χαρτοφϑλακα Μπϋιλι, ασ μην ξεχνϊμε— όταν: Εύναι ο Ωνθρωποσ-Ελϋφαντασ. Βϋβαια τϔρα όταν ςύγουροσ ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να ϋχει αυτϐ το ον την παραμικρό ςχϋςη με το φρικτϊ παραμορφωμϋνο, αλλϊ ουςιαςτικϊ ανθρϔπινο πλϊςμα ςτην παλιϊ εκεύνη ταινύα. Ο Ντιοϑκ Ρϊινμαν εύχε πϋςει μϋςα· εκεύνα τα μαϑρα, ϊπληςτα μϊτια κι εκεύνο το μακρϑ ςτϐμα όταν χαρακτηριςτικϊ που ςχετύζονται με φτερωτϊ, ςαρκοφϊγα πλϊςματα, που περνϊνε τισ νϑχτεσ τουσ τρϔγοντασ ποντικοϑσ και τισ μϋρεσ τουσ κρεμαςμϋνα ανϊποδα ςε ςκοτεινϊ μϋρη. ήμωσ, τύποτε απ' ϐλα αυτϊ δεν όταν η αιτύα που δοκύμαςε να βγϊλει εκεύνη την πρϔτη κραυγό. Η ανϊγκη να ουρλιϊξει του όρθε ϐταν το πλϊςμα με το κοςτοϑμι Αντρϋ ιρ πϋραςε απϐ δύπλα του, με τα λαμπερϊ, ςαν εντϐμου μϊτια του καρφωμϋνα ςτην περιςτροφικό πϐρτα τησ τρϊπεζασ. Εκεύνα τα ελϊχιςτα δευτερϐλεπτα τησ παραλύγο επαφόσ του με το πλϊςμα, ο Πύρςον εύδε το βολβϔδεσ πρϐςωπο να κινεύται κϊτω απϐ τισ τοϑφεσ με τισ ςκληρϋσ τρύχεσ που φϑτρωναν πϊνω του. Δεν όξερε πϔσ όταν δυνατϐν να ςυμβαύνει αυτϐ το πρϊγμα, κι ϐμωσ ςυνϋβαινε —το ϋβλεπε με τα ύδια του τα μϊτια να ςυμβαύνει, ϋβλεπε τη ςϊρκα να περιςτρϋφεται γϑρω απϐ τισ εκτρωματικϋσ διογκϔςεισ του κρανύου και να ρϋει κατϊ μόκοσ του χοντροϑ πιγουνιοϑ. Ανϊμεςα ς' αυτϊ διϋκρινε φευγαλϋα μια απαύςια, ωμό, ροδϐχρωμη ουςύα, την οπούα δεν όθελε οϑτε να ςκϋφτεται... 660
αλλϊ που ωςτϐςο, τϔρα που την εύχε θυμηθεύ, του όταν αδϑνατον να πϊψει να τη ςκϋφτεται. Κι ϊλλεσ ςταγϐνεσ ϋπεςαν ςτο χϋρι και ςτο πρϐςωπο του. Δύπλα του, ςτο μαρμϊρινο πεζοϑλι, ο Ρϊινμαν τρϊβηξε την τελευταύα ρουφηξιϊ απϐ το τςιγϊρο του, το πϋταξε και ςηκϔθηκε. «Ϊλα, πϊμε», του εύπε. «Ϊπιαςε βροχό». Ο Πύρςον τον κούταξε με γουρλωμϋνα μϊτια και ϑςτερα κούταξε την εύςοδο τησ τρϊπεζασ. Η ξανθιϊ με την κϐκκινη φουςτύτςα ϋμπαινε εκεύνη τη ςτιγμό, ακολουθοϑμενη κατϊ πϐδασ απϐ τον ηλικιωμϋνο κϑριο με τη λευκό χαύτη, που την ϋτρωγε με τα μϊτια. Ο Πύρςον ςτρϊφηκε πϊλι ςτον Ρϊινμαν. «Να πϊω εγϔ εκεύ μϋςα; Εύςαι καλϊ; Αυτϐ το πρϊγμα μπόκε ςτην τρϊπεζα!» «Σο ξϋρω». «Θϋλεισ ν' ακοϑςεισ και κϊτι τελεύωσ τρελϐ;» ρϔτηςε ο Πύρςον πετϔντασ μακριϊ το τςιγϊρο του. Δεν όξερε που θα πόγαινε, ςπύτι του, μϊλλον, αλλϊ όξερε ποϑ δε θα πόγαινε για τύποτα ςτον κϐςμο: πύςω ςτη δουλειϊ του, ςτην Πρϔτη Εμπορικό Σρϊπεζα τησ Βοςτϐνησ. «Ναι, γιατύ ϐχι;» απϊντηςε ο Ρϊινμαν. «Αυτϐ το πρϊγμα ϋμοιαζε αρκετϊ με τον αξιϐτιμο κϑριο γενικϐ διευθυντό μασ, τον Ντϊγκλασ Κύφερ... απϐ το λαιμϐ και κϊτω, εννοεύται. Ϊχουν το ύδιο γοϑςτο ςτα κοςτοϑμια και ςτουσ χαρτοφϑλακεσ». «ιγϊ το νϋο», εύπε ο Ντιοϑκ Ρϊινμαν. Ο Πύρςον τον περιεργϊςτηκε ανόςυχοσ. «Σι εννοεύσ;» «Νομύζω ϐτι το ξϋρεισ όδη, αλλϊ πϋραςεσ δϑςκολο πρωινϐ, οπϐτε θα ςου το ξεφουρνύςω εγϔ. Ϋταν ο Κύφερ». Ο Πύρςον χαμογϋλαςε νευρικϊ. Ο Ρϊινμαν δεν του ανταπϋδωςε το χαμϐγελο. Αντύθετα, τον ϋπιαςε απϐ τα μπρϊτςα, τον τρϊβηξε να ςηκωθεύ απϐ το πεζοϑλι 661
και βρϋθηκαν να ςτϋκονται πρϐςωπο με πρϐςωπο. «Πριν απϐ λύγο ςου ϋςωςα τη ζωό. Σο πιςτεϑεισ αυτϐ, κϑριε Πύρςον;» Ο Πύρςον το ςκϋφτηκε και αποφϊςιςε ϐτι το πύςτευε. Εκεύνο το απϐκοςμο, ςαν νυχτερύδασ πρϐςωπο με τα ςτρογγυλϊ μαϑρα μϊτια και τα ςουβλερϊ δϐντια εύχε χαραχτεύ ςτο μυαλϐ του. «Ναι, το πιςτεϑω», απϊντηςε. «Εντϊξει. Σϐτε, κϊνε μου τη χϊρη κι ϊκου προςεκτικϊ τρύα πρϊγματα που θα ςου πω· θα το κϊνεισ;» «Εε... ναι, βϋβαια». «Πρϔτον: αυτϐσ όταν ο Ντϊγκλασ Κύφερ, διευθυντόσ τησ Πρϔτησ Εμπορικόσ Σρϊπεζασ τησ Βοςτϐνησ, ςτενϐσ φύλοσ του δημϊρχου και, ςυμπτωματικϊ, επύτιμοσ πρϐεδροσ τησ επιτροπόσ για την ανεϑρεςη κονδυλύων με ςκοπϐ την ανϋγερςη του Νοςοκομεύου Παύδων τησ Βοςτϐνησ. Δεϑτερον: υπϊρχουν τουλϊχιςτον ϊλλεσ τρεισ νυχτερύδεσ ςτην τρϊπεζα και η μια απ' αυτϋσ δουλεϑει ςτο δικϐ ςου ϐροφϐ. Σρύτον: θα γυρύςεισ οπωςδόποτε ςτη δουλειϊ ςου. Αν θϋλεισ να ςυνεχύςεισ να ζεισ». Ο Πύρςον απϋμεινε να τον κοιτϊζει χϊςκοντασ, ανύκανοσ προσ ςτιγμόν ν' απαντόςει. Αν δοκύμαζε, δε θα ϊκουγε τη φωνό του, αλλϊ εκεύνο το ψιλϐ, παραπονιϊρικο κλαψοϑριςμα. Ο Ρϊινμαν τον ϋπιαςε απϐ τον αγκϔνα και τον τρϊβηξε μαλακϊ προσ την περιςτροφικό πϐρτα. «Ϊλα, φύλε», εύπε και η φωνό του εύχε μια περύεργη γλυκϑτητα. «Βρϋχει για τα καλϊ. Αν μεύνουμε κι ϊλλο εδϔ ϋξω, θα τραβόξουμε την προςοχό και δε μασ ςυμφϋρει». Ο Πύρςον τον ακολοϑθηςε αρχικϊ, αλλϊ ϑςτερα ςκϋφτηκε πϊλι εκεύνο το δύχτυ απϐ μαϑρεσ γραμμϋσ που παλλϐταν και τρεμοϑλιαζε πϊνω ςτο κρανύο του ϐντοσ. Η ανϊμνηςη τον ϋκανε να ςταματόςει απϐτομα, ακριβϔσ μπροςτϊ ςτην εύςοδο τησ τρϊπεζασ. Η λεύα επιφϊνεια τησ πλατεύασ όταν πια αρκετϊ βρεγμϋνη ϔςτε να καθρεφτύζει ϊλλο ϋναν Μπρϊντον Πύρςον πύςω του, μια τρεμϊμενη αντανϊκλαςη που εκτεινϐταν 662
ανϊποδα, κρεμαςμϋνη απϐ τισ φτϋρνεσ των παπουτςιϔν του ςαν νυχτερύδα. «Εγϔ... δε... δεν μπορϔ», εύπε μουδιαςμϋνοσ. «Μπορεύσ», του απϊντηςε ο Ρϊινμαν. Ϊριξε μια ματιϊ ςτο αριςτερϐ χϋρι του Πύρςον. «Εύςαι παντρεμϋνοσ, βλϋπω . Παιδιϊ;» «Ϊνα. Μια κϐρη». Ο Πύρςον κούταζε πϋρα απϐ την πϐρτα, ςτον προθϊλαμο τησ τρϊπεζασ. Σα τζϊμια ςτα περιςτρεφϐμενα φϑλλα όταν φιμϋ και ο μεγϊλοσ χϔροσ πύςω τουσ φϊνταζε αφϑςικα ςκοτεινϐσ. αν ςπηλιϊ, ςκϋφτηκε. Γεμϊτη μιςϐτυφλεσ νυχτερύδεσ, φορεύσ μιασ μολυςματικόσ αρρϔςτιασ. «Θϋλεισ να διαβϊςουν αϑριο ςτην εφημερύδα η γυναύκα και η κϐρη ςου ϐτι η αςτυνομύα ανϋςυρε το πτϔμα του μπαμπϊ απϐ το λιμϊνι τησ Βοςτϐνησ, με το λαιμϐ κομμϋνο;» Ο Πύρςον κούταξε τον Ρϊινμαν ϋντρομοσ. ταγϐνεσ ϋπεφταν ςτα μαγουλϊ του, ςτο μϋτωπο και ςτα μαλλιϊ. «Σο κϊνουν να φαύνεται ϋργο ναρκομανϔν», εύπε ο Ρϊινμαν. «Και τα καταφϋρνουν. Πϊντα. Επειδό εύναι ϋξυπνοι κι επειδό ϋχουν φύλουσ ςτα μεγϊλα πϐςτα. Διϊβολε, ϐλοι τουσ εύναι ςτα μεγϊλα πϐςτα». «Δε ςε καταλαβαύνω», εύπε ο Πύρςον. «Δεν καταλαβαύνω τύποτε απ' ϐςα μου λεσ». «Σο ξϋρω», του απϊντηςε ο Ρϊινμαν. «όμερα κινδυνεϑεισ, γι’ αυτϐ κϊνε ϐ,τι ςου λϋω. Κι αυτϐ που ςου λϋω εύναι να επιςτρϋψεισ ςτο γραφεύο ςου πριν πϊρουν εύδηςη ϐτι λεύπεισ και ν' αφόςεισ την υπϐλοιπη μϋρα να κυλόςει, φορϔντασ ϋνα πλατϑ χαμϐγελο ςτο πρϐςωπο ςου. Κρϊτα αυτϐ το χαμϐγελο με κϊθε θυςύα, φύλε μου. Μην το εγκαταλεύψεισ, ϐςο ψεϑτικο κι αν ςου φαύνεται». Δύςταςε για μια ςτιγμό και τελικϊ πρϐςθεςε: «Αν τα ςκατϔςεισ, εύςαι ξεγραμμϋνοσ». Σο νερϐ τησ βροχόσ εύχε αρχύςει να ςχηματύζει μικρϊ αυλϊκια ςτο ϐμορφο, ςκουρϐχρωμο πρϐςωπο. Ο Πύρςον εύδε ξαφνικϊ αυτϐ που δεν εύχε προςϋξει τϐςη ϔρα εξαιτύασ τησ δικόσ του ταραχόσ: ο Ρϊινμαν όταν τρομοκρατημϋνοσ. Επιπλϋον, εύχε 663
διακινδυνεϑςει πολλϊ προκειμϋνου να τον εμποδύςει να ςκοντϊψει και να πϋςει ςε κϊποια φοβερό παγύδα. «Ειλικρινϊ, δεν μπορϔ να μεύνω ϊλλο εδϔ ϋξω», εύπε ο Ρϊινμαν. «Εύναι πολϑ επικύνδυνο». «Εντϊξει», ςυμφϔνηςε ο Πύρςον, κατϊπληκτοσ απϐ την ύδια του τη φωνό που ακοϑςτηκε απϐλυτα φυςιολογικό. «Πϊμε πύςω ςτη δουλειϊ μασ». Ο Ρϊινμαν φϊνηκε ν' ανακουφύζεται. «Μπρϊβο, φύλε. Και ϐ,τι κι αν τϑχει να δεισ ςόμερα, μη δεύξεισ ϋκπληξη. Κατϊλαβεσ;» «Ναι», απϊντηςε ο Πύρςον. Δεν εύχε καταλϊβει τύποτα. «Μπορεύσ να τελειϔςεισ τη δουλειϊ ςου νωρύτερα και να ςχολϊςεισ κατϊ τισ τρεισ;» Ο Πύρςον το ςκϋφτηκε κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ναι. Μϊλλον μπορϔ». «Ψραύα. Ϊλα να με βρεισ ςτην πύςω γωνύα τησ οδοϑ Μιλκ». «Εντϊξει». «Σα πασ περύφημα, φύλε», εύπε ο Ρϊινμαν. «Θα τα καταφϋρεισ. Λοιπϐν, τα λϋμε ςτισ τρεισ». Μπόκε ςτην περιςτρεφϐμενη πϐρτα κι ϋςπρωξε το γυϊλινο φϑλλο μπροςτϊ του. Ο Πύρςον μπόκε ςτο αμϋςωσ επϐμενο, ϋχοντασ την αύςθηςη ϐτι ϊφηνε το μυαλϐ του ϋξω ςτην πλατεύα... ϐλο, εκτϐσ απϐ κεύνο το κομμϊτι που όδη λαχταροϑςε ακϐμα ϋνα τςιγϊρο. Η μϋρα αργοςερνϐταν, αλλϊ ϐλα πόγαιναν καλϊ, μϋχρι που ο Πύρςον επϋςτρεψε απϐ το μεςημεριανϐ του διϊλειμμα για φαγητϐ (και δϑο τςιγϊρα) παρϋα με τον Σιμ Υλϊντερσ. Βγόκαν απϐ το αςανςϋρ ςτον τρύτο ϐροφο και το πρϔτο πρϊγμα που αντύκριςε ο Πύρςον όταν ϊλλοσ ϋνασ μπϊτμαν... μϐνο που αυτό τη φορϊ όταν γυναύκα, που φοροϑςε μαϑρεσ ψηλοτϊκουνεσ γϐβεσ, μαϑρο διϊφανο καλςϐν κι ϋνα φοβερϐ μεταξωτϐ ταγϋρϊμουελ Μπλου, κατϊ την κρύςη του Πύρςον. Η τϋλεια δυναμικό γυναικεύα παρουςύα... αν εξαιροϑςεσ το κεφϊλι που αργοςϊλευε 664
πϊνω απϐ το τϋλειο ςυνολϊκι ςαν πελϔριο, μεταλλαγμϋνο ηλιοτρϐπιο. «Φαύρετε, κϑριοι». Η απαλό φωνό βγόκε απϐ τη ςκοτεινό λαγϔχειλη τρϑπα που όταν το ςτϐμα. Εύναι η οϑζαν Φϐλντινγκ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Δεν μπορεύ, κι ϐμωσ εύναι αυτό. «Γεια ςου, οϑζι μου», ϊκουςε ο Πύρςον τον εαυτϐ του να λϋει και ςκϋφτηκε: Αν με πληςιϊςει... Αν κϊνει να με αγγύξει... Θα ουρλιϊξω. Δε θα μπορϋςω να κρατηθϔ, ϐ,τι κι αν λϋει ο νεαρϐσ. «Εύςαι καλϊ, Μπραντ; Μου φαύνεςαι λύγο χλομϐσ». «Μϊλλον ϊρπαξα την ύωςη που κυκλοφορεύ αυτϋσ τισ μϋρεσ», απϊντηςε ο Πύρςον, κατϊπληκτοσ και πϊλι απϐ τη φυςικϐτητα τησ φωνόσ του. «Μου περνϊει ϐμωσ», πρϐςθεςε. «Καλϔσ», ακοϑςτηκε η φωνό τησ οϑζαν Φϐλντινγκ πύςω απϐ την αλλϐκοτη, κινοϑμενη ςϊρκινη μϊζα. «ήχι φιλϊκια, ϐμωσ, μϋχρι να ςου περϊςει εντελϔσ. Οϑτε να με πληςιϊςεισ, δηλαδό. Σο μϐνο που μου ϋλειπε εύναι ν' αρρωςτόςω, με τουσ Ιϊπωνεσ να ϋρχονται την Σετϊρτη». Κανϋνα πρϐβλημα, αγϊπη μου, πύςτεψε με. «Σι να γύνει; Θα κρατηθϔ». «Ευχαριςτϔ, Μπραντ. Σιμ, ϋρχεςαι ςτο γραφεύο μου να ρύξεισ μια ματιϊ ςτισ εκθϋςεισ;» Ο Σιμ Υλϊντερσ πϋραςε το χϋρι του γϑρω απϐ τη μϋςη του ςεξουαλικοϑ ταγϋρ και μπροςτϊ ςτα ϋκπληκτα μϊτια του Πύρςον ϋςκυψε κι ϋδωςε ϋνα φιλύ ςτο τριχωτϐ, γεμϊτο ςϊρκινουσ ϐγκουσ πρϐςωπο. Εκεύ βλϋπει ο Σιμ το μϊγουλο τησ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον, νιϔθοντασ τη λογικό του να τον εγκαταλεύπει. Ϊνα απαλϐ, μυρωδϊτο μϊγουλο, αυτϐ βλϋπει κι αυτϐ νομύζει ϐτι φιλϊει. Ψ θεϋ μου. Ψ θεϋ μου. «Ορύςτε!» αναφϔνηςε ο Σιμ με μια μικρό υπϐκλιςη προσ το πλϊςμα. «Ϊνα φιλύ και γύνομαι δοϑλοσ ςασ, ωραύα μου κυρύα!» 665
ίςτερα ϋκλειςε το μϊτι ςτον Πύρςον και ςυνϐδευςε το τϋρασ προσ την κατεϑθυνςη του γραφεύου τησ. Καθϔσ προςπερνοϑςαν τον ψϑκτη, πόρε το χϋρι του απϐ τη μϋςη τησ. Ϊχοντασ ολοκληρϔςει αυτϐ το ςϑντομο κι εντελϔσ ψεϑτικο εύδοσ φλερτ —ϋνα τελετουργικϐ που εύχε καθιερωθεύ την τελευταύα δεκαετύα ςτισ επαγγελματικϋσ ςχϋςεισ, ϐταν η γυναύκα όταν το αφεντικϐ και ο ϊντρασ ο βοηθϐσ τησ— ο Σιμ Υλϊντερσ και η οϑζαν Φϐλντινγκ απομακρϑνθηκαν ςαν ςεξουαλικϊ ιςϐτιμοι ςυνϊδελφοι, που δεν εύχαν να κουβεντιϊςουν τύποτε ϊλλο απϐ αριθμοϑσ και ςτατιςτικϋσ. Θαυμϊςια ανϊλυςη, Μπραντ, ςκϋφτηκε αφηρημϋνα ο Πύρςον καθϔσ ςτρεφϐταν προσ την αντύθετη κατεϑθυνςη. Ϊπρεπε να εύχεσ γύνει κοινωνιολϐγοσ. Εδϔ που τα λϋμε, παραλύγο να εύχε γύνει. Η κοινωνιολογύα όταν η δεϑτερη ειδικϐτητα του ςτο κολϋγιο. Μϐλισ μπόκε ςτο γραφεύο του, ςυνειδητοπούηςε ϐτι ολϐκληρο το κορμύ του εύχε μουςκϋψει ςτον ιδρϔτα. Ο Πύρςον ξϋχαςε την κοινωνιολογύα κι ϊρχιςε πϊλι να μετρϊει τα δευτερϐλεπτα ωσ τισ τρεισ. τισ δϑο και ςαρϊντα πϋντε ςυγκϋντρωςε ϐλο του το κουρϊγιο κι ϋχωςε το κεφϊλι του ςτο ϊνοιγμα τησ πϐρτασ του γραφεύου τησ οϑζαν Φϐλντινγκ. Ο δϑςμορφοσ αςτεροειδόσ που εύχε για κεφϊλι όταν ςτραμμϋνοσ ςτην οθϐνη του υπολογιςτό τησ, αλλϊ γϑριςε αμϋςωσ προσ τη δικό του κατεϑθυνςη ϐταν ο Πύρςον εύπε: «Σοκ τοκ». Η πλαδαρό ςϊρκα ςτο τερατϐμορφο πρϐςωπο ϋρρεε κι ανακυκλωνϐταν αδιϊκοπα και τα μαϑρα, παγερϊ μϊτια τον κϊρφωςαν με τη λαιμαργύα που θα κούταζε ϋνασ καρχαρύασ το πϐδι ενϐσ ανϑποπτου κολυμβητό. «Ϊδωςα ςτον Μπαζ Κϊρςτερσ τα ϋντυπα των εταιρειϔν», εύπε ο Πύρςον. «Σισ αιτόςεισ ιδιωτϔν θα τισ πϊρω ςπύτι, αν δεν ϋχεισ αντύρρηςη. Ϊχω αντύγραφα ςε διςκϋτεσ και θα τισ δουλϋψω ςτον υπολογιςτό μου». 666
«Αυτϐσ εύναι ϋνασ πλϊγιοσ τρϐποσ να μου ανακοινϔςεισ ϐτι θα φϑγεισ νωρύτερα, χρυςϐ μου;» ρϔτηςε η οϑζαν. Οι μαϑρεσ φλϋβεσ διογκϔθηκαν ςτο γυμνϐ κρανύο τησ· τα οιδόματα που γϋμιζαν την περιοχό του προςϔπου ϊρχιςαν να τρεμουλιϊζουν και ο Πύρςον εύδε ς' ϋνα απ' αυτϊ να τρϋχει μια πηχτό ροδϐχρωμη ουςύα που ϋμοιαζε με ματωμϋνη κρϋμα ξυρύςματοσ. Ζϐριςε τον εαυτϐ του να χαμογελϊςει. «Με τςϊκωςεσ». «Σι να γύνει;» εύπε η οϑζαν. «Θα κϊνουμε το ςημερινϐ ϐργιο των τρεισ και μιςό χωρύσ εςϋνα, αφοϑ μασ εγκαταλεύπεισ». «Ευχαριςτϔ, οϑζι». «Μπραντ;» Ο Πύρςον ςτρϊφηκε. Ο φϐβοσ και η αποςτροφό τον εύχαν όδη φϋρει ςτα ϐρια του πανικοϑ. Ξαφνικϊ όταν ςύγουροσ ϐτι εκεύνα τα ϊπληςτα μαϑρα μϊτια διϊβαζαν τισ ςκϋψεισ του και ϐτι το πλϊςμα που όταν μαςκαρεμϋνο ςε οϑζαν Φϐλντινγκ θα του ϋλεγε: Ασ ςταματόςουμε τα παιχνύδια. Μπεσ μϋςα και κλεύςε την πϐρτα. Να δοϑμε αν εύςαι πρϊγματι τϐςο νϐςτιμοσ ϐςο δεύχνεισ. Ο Ρϊινμαν θα τον περύμενε λύγη ϔρα και ϑςτερα θα ϋφευγε. Μϊλλον θα καταλϊβαινε τι εύχε ςυμβεύ. Προφανϔσ, το ϋχει ξαναδεύ να ςυμβαύνει, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. «Σι εύναι;» ρϔτηςε τη οϑζαν, προςπαθϔντασ να χαμογελϊςει. Αυτό τον κούταξε απϐ πϊνω μϋχρι κϊτω αμύλητη, με το πελϔριο γκροτϋςκο κεφϊλι να ιςορροπεύ πϊνω απϐ το ςϋξι, ακριβϐ ταγϋρ τησ. «Μου φαύνεςαι κϊπωσ καλϑτερα απ' ϐ,τι το πρωύ», εύπε τελικϊ. Σο ςτϐμα εξακολουθοϑςε να χϊςκει, τα μϊτια να τον κοιτϊζουν ϊπληςτα, αλλϊ ο Πύρςον όξερε ϐτι κϊθε ϊλλοσ θα ϋβλεπε μϐνο τη οϑζαν Φϐλντινγκ να χαμογελϊει γλυκϊ ς' ϋναν απϐ τουσ ςτενοϑσ ςυνεργϊτεσ τησ, επιδεικνϑοντασ την απϐλυτα ςωςτό δϐςη ενδιαφϋροντοσ για την υγεύα του. ήχι 667
ακριβϔσ τοργικό Μανοϑλα, αλλϊ μια γυναύκα που νοιϊζεται και κατανοεύ τα προβλόματα των υφιςταμϋνων τησ. «Ψραύα», εύπε ο Πύρςον και την ύδια ςτιγμό ϋκρινε πωσ η αντύδραςη του όταν υποτονικό. «Περύφημα!» πρϐςθεςε. «Σϔρα, αν κατϊφερνεσ να κϐψεισ και το κϊπνιςμα...» «Προςπαθϔ», εύπε ο Πύρςον μ' ϋνα ϋνοχο γελϊκι. Σο ςυρματϐςκοινο γϑρω απϐ την τροχαλύα τησ λογικόσ ϊρχιςε πϊλι να γλιςτρϊει ανεξϋλεγκτο. Ωςε με να φϑγω, ςκϋφτηκε. Ωςε με, ςιχαμϋνο βρωμοθόλυκο, ϊςε με να φϑγω πριν κϊνω καμιϊ τρελϊ. «Ϊχεισ αυτϐματη αναπροςαρμογό τησ αςφαλιςτικόσ ςου κλύμακασ», εύπε το τϋρασ. Η επιφϊνεια ενϐσ ακϐμα οιδόματοσ ϊνοιξε μ' ϋνα αηδιαςτικϐ «πλοπ» κι ϊρχιςε να ρϋει πϊλι εκεύνο το ροδϐχρωμο υγρϐ. «Ναι, το ξϋρω», εύπε ο Πύρςον. «Και θα το ςκεφτϔ ςοβαρϊ, οϑζαν. Ειλικρινϊ». «Να το ςκεφτεύσ», εύπε το ϋκτρωμα και ςτρϊφηκε πϊλι ςτην οθϐνη του υπολογιςτό. Για μια ςτιγμό, ο Πύρςον ςϊςτιςε, δεν πύςτευε ςτην τϑχη του. Ϋταν ελεϑθεροσ να φϑγει. Σην ϔρα που βγόκε τελικϊ ο Πύρςον απϐ την τρϊπεζα, ϋβρεχε με το τουλοϑμι, αλλϊ οι Ωνθρωποι των Δϋκα —τϔρα όταν Ωνθρωποι των Σρεισ, αλλϊ η ουςύα παρϋμενε η ύδια— όταν και πϊλι ϋξω, μαζεμϋνοι ςαν μικρϐ κοπϊδι προβϊτων κϊτω απϐ το υπϐςτεγο κι ϋκαναν αυτϐ που εύχαν βγει να κϊνουν. Η δεςποινύσ Κϐκκινη Υοϑςτα και ο νεαρϐσ που φοροϑςε το καςκϋτο του με το γεύςο προσ τα πύςω εύχαν βρει καταφϑγιο κϊτω απϐ τη ςτενό μαρκύζα τησ Μπϐςτον Γκλϐουμπ. Η θϋςη τουσ όταν φανερϊ ϊβολη και η βροχό τουσ ϋφτανε απϐ το πλϊι, αλλϊ ο Πύρςον ζόλευε το νεαρϐ για την καλό του τϑχη. Η δεςποινύσ Κϐκκινη Υοϑςτα φοροϑςε Σζϐρτζιο· το εύχε μυρύςει αρκετϋσ φορϋσ που ϋτυχε να βρεθοϑν μαζύ ςτο αςανςϋρ. Και, 668
φυςικϊ, ϐταν κουνιϐταν, η φουςτύτςα τησ ϊφηνε μικρϊ, απαλϊ θρούςματα. Σι διϊβολο κϊθεςαι και ςκϋφτεςαι; ρϔτηςε αυςτηρϊ τον εαυτϐ του κι απϊντηςε ο ύδιοσ ςτη νοερό επύπληξη: Προςπαθϔ να μην τρελαθϔ, εντϊξει; Ϊχεισ κανϋνα πρϐβλημα; Ο Ντιοϑκ Ρϊινμαν ςτεκϐταν κϊτω απϐ την τϋντα του ανθοπωλεύου, ςτη γωνύα, με τουσ ϔμουσ ςκυφτοϑσ κι ϋνα τςιγϊρο ςτην ϊκρη των χειλιϔν του. Ο Πύρςον πόγε κοντϊ του, ϋριξε μια ματιϊ ςτο ρολϐι του κι αποφϊςιςε ϐτι μποροϑςε να περιμϋνει λύγο ακϐμα. Ψςτϐςο, τϋντωςε μπροςτϊ το κεφϊλι του για να πϊρει μυρωδιϊ απϐ τον καπνϐ του τςιγϊρου του Ρϊινμαν. Σο ϋκανε αςυναύςθητα. «Σο αφεντικϐ μου εύναι ϋνασ απ' αυτοϑσ», εύπε ςτον Ντιοϑκ. «Εκτϐσ κι αν ο Ντϊγκλασ Κύφερ εύναι απϐ το εύδοσ των τερϊτων που ντϑνονται γυναύκεσ». Ο Ρϊινμαν χαμογϋλαςε ςκληρϊ και δεν εύπε τύποτε. «Εύπεσ ϐτι υπϊρχουν τϋςςερισ ςυνολικϊ. Ποιοι εύναι οι ϊλλοι δϑο;» «Ο Ντϐναλντ Υϊιν. Μϊλλον δεν τον ξϋρεισ —δουλεϑει ςτισ Αςφϊλειεσ. Και ο Καρλ Γκρϐςμπεκ». «Ο Καρλ... ο πρϐεδροσ του διοικητικοϑ ςυμβουλύου; Φριςτϋ μου!» «ου εύπα ϐτι αυτού οι τϑποι κατϋχουν ϐλα τα μεγϊλα πϐςτα... Ε, ταξύ!» Ο Ρϊινμαν ϋτρεξε ϋξω απϐ την τϋντα κϊνοντασ ςινιϊλο ςτο ταξύ που εύχε εντοπύςει να ϋρχεται ελεϑθερο —ςωςτϐ θαϑμα ϋνα βροχερϐ απϐγευμα ςαν κι αυτϐ. Σο ταξύ ϋςτριψε απϐτομα προσ το δικϐ τουσ πεζοδρϐμιο τινϊζοντασ πύδακεσ νεροϑ καταπϊνω τουσ. Ο Ρϊινμαν τουσ απϋφυγε μ' ϋνα ςβϋλτο πόδημα ςτο πλϊι, αλλϊ τα παποϑτςια και τα ρεβϋρ του παντελονιοϑ του Πύρςον ϋγιναν μουςκύδι. την κατϊςταςη που όταν δεν τον ϋνοιαξε ιδιαύτερα. Ωνοιξε την πϐρτα και την κρϊτηςε για να μπει ο 669
Ρϊινμαν, που χϔθηκε ςτο πύςω κϊθιςμα και γλύςτρηςε ςτην απϋναντι ϊκρη. Ο Πύρςον τον ακολοϑθηςε κι ϋκλειςε την πϐρτα. «το παμπ του Γκϊλαχερ», εύπε ο Ρϊινμαν. «Εύναι ακριβϔσ απϋναντι απϐ...» «Ξϋρω ποϑ εύναι του Γκϊλαχερ», τον ϋκοψε ο οδηγϐσ, «αλλϊ δεν πρϐκειται να πϊμε πουθενϊ αν δεν πετϊξεισ πρϔτα τον καρκύνο, φύλε». Και χτϑπηςε με το δϊχτυλο του την πινακύδα που κρεμϐταν απϐ το ταξύμετρο: ΑΠΑΓΟΡΕΤΕΣΑΙ ΣΟ ΚΑΠΝΙΜΑ. Οι δυο ϊντρεσ αντϊλλαξαν βλϋμματα. Ο Ρϊινμαν αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του, με το χαρακτηριςτικϐ μιςοντροπιαςμϋνο, μιςοφουρκιςμϋνο τρϐπο που εύχε καταλόξει να εύναι ο χαιρετιςμϐσ τησ φυλόσ των Ανθρϔπων των Δϋκα απϐ το 1990 και μετϊ. ίςτερα, χωρύσ οϑτε ϋνα μουρμουρητϐ διαμαρτυρύασ, κατϋβαςε το τζϊμι και πϋταξε το μιςοκαπνιςμϋνο Γουύνοτον του ςτη βροχό. Ο Πύρςον ϊρχιςε να λϋει ςτον Ρϊινμαν πϐςο μεγϊλο όταν το ςοκ που ϋνιωςε ϐταν ϊνοιξαν οι πϐρτεσ του αςανςϋρ και εύδε απϐ κοντϊ τη οϑζαν Φϐλντινγκ, αλλϊ ο Ρϊινμαν ςυνοφρυϔθηκε, κοϑνηςε απαγορευτικϊ το κεφϊλι κι ϋδειξε με τον αντύχειρα την πλϊτη του ταξιτζό. «Σα λϋμε αργϐτερα», εύπε ξερϊ. Ο Πύρςον ςϔπαςε και βϊλθηκε να χαζεϑει τουσ μουςκεμϋνουσ ουρανοξϑςτεσ του κϋντρου τησ Βοςτϐνησ. Γρόγορα απϋκτηςε ϋντονο ενδιαφϋρον για τισ μικρϋσ ςκηνϋσ δρϐμου που παρατηροϑςε πύςω απϐ τα ρυϊκια τησ βροχόσ ςτο τζϊμι του ταξύ. Ειδικϊ, τα μικρϊ μπουλοϑκια των Ανθρϔπων των Δϋκα που ϋβλεπε ϋξω απϐ κϊθε κτύριο γραφεύων που προςπερνοϑςαν. ήπου υπόρχε ϊςυλο απϐ τη βροχό, το εύχαν καταλϊβει. ήπου δεν υπόρχε και πϊλι όταν μαζεμϋνοι μπουλοϑκι —με τουσ γιακϊδεσ ςηκωμϋνουσ, τα χϋρια ομπρϋλεσ πϊνω απϐ τα τςιγϊρα τουσ— και κϊπνιζαν ςτη βροχό. Ο Πύρςον υπολϐγιςε 670
ϐτι το ενενόντα τοισ εκατϐ απϐ τα πολυτελό ςυγκροτόματα γραφεύων του κϋντρου τησ Βοςτϐνησ όταν «περιοχϋσ μη καπνιςτϔν», ϐπωσ και το κτύριο ϐπου εργϊζονταν αυτϐσ και ο Ρϊινμαν. κϋφτηκε επύςησ (κι αυτό η ςκϋψη εύχε τη δϑναμη μιασ αποκϊλυψησ) ϐτι οι Ωνθρωποι των Δϋκα τελικϊ δεν όταν μια καινοϑρια φυλό, αλλϊ τα κατατρεγμϋνα απομεινϊρια μιασ παλιϐτερησ, αποςτϊτεσ καταδιωκϐμενοι απϐ τη νϋα ρϊτςα, που εύχε βϊλει ςκοπϐ να εξαλεύψει την παλιϊ, κακό ςυνόθεια απϐ την υγιεινό ζωό τησ Νϋασ Αμερικόσ. Σο κοινϐ χαρακτηριςτικϐ αυτϔν των ανθρϔπων όταν η απροθυμύα ό η ανικανϐτητα τουσ να πϊψουν να βλϊπτουν τον εαυτϐ τουσ. Ϋταν εξαρτημϋνοι ναρκομανεύσ ςτο λυκϐφωσ μιασ κοινωνικόσ αποδοχόσ που μειωνϐταν ςταθερϊ και ραγδαύα. Μια εξωτικό κοινωνικό ομϊδα, που μϊλλον δεν ϋμελλε να επιζόςει για πολϑ καιρϐ ακϐμη. Ο Πύρςον υπολϐγιζε ϐτι ωσ το ϋτοσ 2020, 2050 το πολϑ, οι Ωνθρωποι των Δϋκα θα όταν πλϋον εύδοσ αφανιςμϋνο. κατϊ, δεν εύναι ϋτςι, ςκϋφτηκε αμϋςωσ μετϊ. Εύμαςτε οι τελευταύοι ςκληροπυρηνικού αιςιϐδοξοι αυτοϑ του κϐςμου. Ναι. Οι περιςςϐτεροι απϐ μασ ςυνόθωσ αγνοοϑμε και την υποχρεωτικό χρόςη των ζωνϔν αςφαλεύασ και δε θα διςτϊζαμε να... «Που εύναι το αςτεύο, κϑριε Πύρςον;» ρϔτηςε ξαφνικϊ ο Ρϊινμαν και ο Πύρςον ςυνειδητοπούηςε ϐτι χαμογελοϑςε πλατιϊ. «Σύποτε», απϊντηςε. «Απλϔσ κϊτι ςκεφτϐμουν». «Εντϊξει, αρκεύ να μη μου φρικϊρεισ ξαφνικϊ κι αρχύςεισ τισ υςτερύεσ», εύπε ο Ρϊινμαν. «Θα το θεωροϑςεσ φρικϊριςμα αν ςου ζητοϑςα να με φωνϊζεισ Μπρϊντον;» «Μϊλλον ϐχι», απϊντηςε ο Ρϊινμαν, κϊνοντασ πωσ το ςκεφτϐταν ςοβαρϊ. «Υτϊνει να με φωνϊζεισ κι εςϑ Ντιοϑκ και να μην προχωρόςουμε ςε τύποτε χαριτωμϋνα του ςτυλ Μπύμπι μου ό Κολλητϋ ». 671
«Μεύνε όςυχοσ, δεν υπϊρχει τϋτοιοσ κύνδυνοσ», εύπε μιςογελϔντασ ο Πύρςον. «Να ςου πω κϊτι;» «Ναι, βϋβαια». «Ϋταν η πιο εκπληκτικό μϋρα τησ ζωόσ μου». Ο Ντιοϑκ Ρϊινμαν κοϑνηςε το κεφϊλι του χωρύσ ν' ανταποδϔςει το χαμϐγελο του Πύρςον. «Και δεν τελεύωςε ακϐμη», εύπε. Ο Πύρςον θεϔρηςε εμπνευςμϋνη την επιλογό του Ντιοϑκ για το μπαρ Γκϊλαχερ —μια ϋντονη εξαύρεςη ςτο βοςτονϋζικο κανϐνα, το ιδανικϐ μϋροσ για να ςυζητόςουν δυο τραπεζικού υπϊλληλοι πρϊγματα τα οπούα θα ϋκαναν τουσ φύλουσ και τουσ δικοϑσ τουσ ν' αμφιβϊλλουν για τα λογικϊ τουσ. Σο Γκϊλαχερ διϋθετε το μακρϑτερο μπαρ που εύχε δει ποτϋ του ο Πύρςον, εκτϐσ απϐ το ςινεμϊ, ϋνα πελϔριο πϋταλο που περικϑκλωνε μια λουςτραριςμϋνη πύςτα, ϐπου εκεύνη την ϔρα τρύα ζευγϊρια λικνύζονταν ςτο ρυθμϐ του Δισ Ουϊν 'ζ Γκϐνα Φερτ Γιου, με τισ φωνϋσ των Μϊρτι τιοϑαρτ και Σρϊβισ Σριτ. ε μια μικρϐτερη αύθουςα, γϑρω απϐ το μπαρ θα υπόρχε μεγϊλο ςτριμωξύδι, αλλϊ εκεύ οι πελϊτεσ όταν τϐςο αραιϊ καθιςμϋνοι κατϊ μόκοσ του τερϊςτιου πϊγκου απϐ γυαλιςτερϐ μαϐνι, που μποροϑςαν να ςυζητόςουν οτιδόποτε χωρύσ τον κύνδυνο να τουσ ακοϑςει ο διπλανϐσ τουσ. Πραγματικϊ, δεν υπόρχε λϐγοσ να καταφϑγουν ςε κϊποιο απϐ τα ςεπαρϋ, ςτην πιο κακοφωτιςμϋνη γωνιϊ του μαγαζιοϑ, πρϊγμα που χαροπούηςε τον Πύρςον. Δεν του όταν διϐλου δϑςκολο να φανταςτεύ μια νυχτερύδα ό ϋνα ζευγϊρι νυχτερύδεσ καθιςμϋνο (ό μόπωσ κουρνιαςμϋνο;) ςτο διπλανϐ ςεπαρϋ, να κρυφακοϑει την κουβϋντα τουσ. Αυτϐ λϋγεται μανύα καταδύωξησ, φύλε, θϑμιςε ςτον εαυτϐ του. Δε ςου πόρε και πολϑ χρϐνο να φτϊςεισ ωσ εδϔ.
672
Ναι, αλλϊ προσ το παρϐν δεν τον ϋνοιαζε. Απλϔσ θα εύχε το νου του να κοιτϊζει προσ ϐλεσ τισ κατευθϑνςεισ ϐςο θα κουβϋντιαζαν... ό, μϊλλον, ϐςο θα μιλοϑςε ο Ντιοϑκ. «Εντϊξει εδϔ;» τον ρϔτηςε ο Ντιοϑκ και ο Πύρςον ϋγνεψε καταφατικϊ. Υαύνεται ςαν ενιαύο μπαρ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον, καθϔσ ακολουθοϑςε τον Ντιοϑκ πϋρα απϐ την πινακύδα που ϋγραφε: ΦΨΡΟ ΚΑΠΝΙΣΨΝ. την πραγματικϐτητα όταν δϑο ξεχωριςτϊ τμόματα... ϋτςι ϐπωσ, ςτη δεκαετύα του πενόντα, κϊθε εςτιατϐριο εύχε δυο περιοχϋσ, μια για τουσ λευκοϑσ και μια για τουσ μαϑρουσ. Σϔρα, ϐπωσ και τϐτε, η διαφορϊ όταν αιςθητό. Μια ϐνι, μεγϊλη ςχεδϐν ςαν οθϐνη κινηματογρϊφου, δϋςποζε ςτο χϔρο των μη καπνιςτϔν. το γκϋτο τησ νικοτύνησ υπόρχε μϐνο μια παμπϊλαιη Ζενύθ, βιδωμϋνη ςτον τούχο, δύπλα ςτην εξόσ επιγραφό: ΖΗΣΗΣΕ ΜΑ ΠΙΣΨΗ, ΘΑ ΦΑΡΟΤΜΕ ΝΑ Α ΠΟΤΜΕ ΑΝΣΕ Γ!!! Η επιφϊνεια του μπαρ όταν φανερϊ βρϐμικη εκεύ. Ο Πύρςον ςτην αρχό νϐμιςε πωσ όταν ιδϋα του, αλλϊ μια πιο προςεκτικό ματιϊ επιβεβαύωςε το φθαρμϋνο ξϑλο και τουσ δεκϊδεσ αχνοϑσ κϑκλουσ, ςημϊδια αςκοϑπιςτα απϐ ποτόρια που εύχαν προηγηθεύ. Και, φυςικϊ, την αχνό αλλϊ ευδιϊκριτη τςιγαρύλα. θα ορκιζϐταν πωσ η μυρωδιϊ αναδϑθηκε απϐ το ςκαμπϐ, μϐλισ κϊθιςε, ϋτςι ϐπωσ βγαύνουν ποπκϐρν απϐ τισ παλιϋσ μιςολιωμϋνεσ καρϋκλεσ των κινηματογρϊφων. Ο παρουςιαςτόσ ειδόςεων, ςτη δικό τουσ παλιϊ, κιτρινιςμϋνη απϐ τουσ καπνοϑσ οθϐνη, φαινϐταν να πεθαύνει απϐ τροφικό δηλητηρύαςη. Ο ύδιοσ τϑποσ ανόγγελλε τισ ειδόςεισ και ςτουσ υγιεύσ θαμϔνεσ ςτην ϊλλη περιοχό του μπαρ, με τη διαφορϊ ϐτι εκεύ φαινϐταν ϋτοιμοσ να τρϋξει μαραθϔνιο και να «τακτοποιόςει» και μια ξανθιϊ μετϊ το τϋλοσ τησ κοϑρςασ. Καλϔσ ορύςατε ςτη γαλαρύα, ςκϋφτηκε ο Πύρςον κοιτϊζοντασ τουσ ςυντρϐφουσ του, τουσ Ανθρϔπουσ των Δϋκα, εξοργιςμϋνοσ για τη διϊκριςη, αλλϊ και ϋτοιμοσ να χαμογελϊςει 673
ςυνϊμα. Ασ μην παραπονιϐμαςτε, ϐμωσ. ε δϋκα χρϐνια οι καπνιςτϋσ δε θα γύνονται δεκτού ςε κανϋνα δημϐςιο χϔρο. «Σςιγαρϊκι;» τον ρϔτηςε ο Ντιοϑκ, επιδεικνϑοντασ μια υποτυπϔδη ικανϐτητα να διαβϊζει τη ςκϋψη. Ο Πύρςον ςυμβουλεϑτηκε πρϔτα το ρολϐι του και ϑςτερα δϋχτηκε το τςιγϊρο, και τη φωτιϊ απϐ τον αναπτόρα του Ντιοϑκ. Ροϑφηξε βαθιϊ, με λαχτϊρα, απολαμβϊνοντασ το γλύςτρημα του καπνοϑ ωσ τα πνευμϐνια του και την ελαφριϊ ζϊλη που του προκϊλεςε. Βεβαύωσ και όταν μια καταςτροφικό ςυνόθεια, επικύνδυνη, που θα μποροϑςε να προκαλϋςει ακϐμη και θϊνατο. Γύνεται να εύναι ακύνδυνο κϊτι που ςε φτιϊχνει τϐςο καλϊ; Ϊτςι εύναι η ζωό, τι να κϊνουμε; «Εςϑ;» ρϔτηςε τον Ντιοϑκ βλϋποντασ τον να ξαναχϔνει το πακϋτο ςτην τςϋπη του χωρύσ να ϋχει ανϊψει τςιγϊρο. «Μπορϔ να περιμϋνω λύγο ακϐμη», απϊντηςε ο Ντιοϑκ χαμογελϔντασ. «Σρϊβηξα μερικϋσ τζοϑρεσ πριν μποϑμε ςτο ταξύ. Ωλλωςτε, πρϋπει να πατςύςω το παραπανύςιο που κϊπνιςα ςτο μεςημεριανϐ διϊλειμμα». «Καπνύζεισ με μϋτρο, ε;» «Ναι. υνόθωσ επιτρϋπω ςτον εαυτϐ μου μϐνο ϋνα τςιγϊρο το μεςημϋρι, αλλϊ ςόμερα ϋκανα δϑο. Μου ϋκοψεσ τη χολό το πρωύ, φύλε». «Κι εγϔ τρομοκρατόθηκα». Ο μπϊρμαν όρθε κοντϊ τουσ και ο Πύρςον πρϐςεξε με θαυμαςμϐ και θυμϐ πϔσ απϋφυγε τη λεπτό κορδϋλα του καπνοϑ που ανϋβαινε απϐ το τςιγϊρο του. Αμφιβϊλλω αν αντιλαμβϊνεται ϐτι το κϊνει. Ϊτςι και του φυςόξω τον καπνϐ ςτη μοϑρη, ϐμωσ, ςύγουρα θα με αρπϊξει απϐ τα πϋτα και θα με πετϊξει ϋξω ςηκωτϐ. «Σι θα πϊρουν οι κϑριοι;» Ο Ντιοϑκ παρόγγειλε δϑο αμ Ωνταμσ χωρύσ να ρωτόςει τον Πύρςον. Μϐλισ ϋφυγε ο μπϊρμαν, ςτρϊφηκε κι ϋδωςε ςτον 674
Πύρςον μια ςυμβουλό. «Με το μαλακϐ. Δεν εύναι ϔρα να μεθϑςεισ. Δεν πρϋπει καν να ζαλιςτεύσ». Ο Πύρςον ϋγνεψε καταφατικϊ κι ϊφηςε ϋνα χαρτονϐμιςμα των πϋντε δολαρύων πϊνω ςτον πϊγκο ϐταν επϋςτρεψε ο μπϊρμαν με τισ μπύρεσ τουσ. Ϋπιε μια μεγϊλη γουλιϊ και υςτϋρα τρϊβηξε μια ρουφηξιϊ απϐ το τςιγϊρο του. Πολλού θεωροϑν ϐτι το καλϑτερο τςιγϊρο εύναι εκεύνο που κϊνεισ μετϊ απϐ ϋνα καλϐ γεϑμα. Ο Πύρςον δε ςυμφωνοϑςε. Κατϊ τη γνϔμη του, δεν όταν μόλο αυτϐ που εύχε βϊλει την Εϑα ςε μπελϊδεσ αλλϊ μια μπύρα κι ϋνα τςιγϊρο. «Εςϑ τι χρηςιμοπούηςεσ;» τον ρϔτηςε ο Ντιοϑκ. «Σςιρϐτα; ίπνωςη; Σην ιςχυρό ςου θϋληςη μόπωσ; Μπα, απ' ϐ,τι ςε κϐβω, μϊλλον δοκύμαςεσ το τςιρϐτο». Αν ο Ντιοϑκ προςπαθοϑςε να του προκαλϋςει ενοχϋσ, δεν τα κατϊφερε. Ο Πύρςον όταν αποφαςιςμϋνοσ να καπνύςει πολϑ εκεύνο το απϐγευμα. «Ναι, το τςιρϐτο», απϊντηςε. «Σο φοροϑςα επύ δϑο χρϐνια, ξεκινϔντασ απϐ τη μϋρα που γεννόθηκε η κϐρη μου. Μϐλισ την εύδα για πρϔτη φορϊ πύςω απϐ το τζϊμι, ςτο θϊλαμο των νεογϋννητων, πόρα αυτομϊτωσ την απϐφαςη να κϐψω το τςιγϊρο. Μου φϊνηκε τρομερϊ ανϐητο να ςυνεχύςω ν' ανϊβω ύςαμε πενόντα τςιγϊρα την ημϋρα, ϐταν εύχα μϐλισ αναλϊβει μια υποχρϋωςη διϊρκειασ δεκαοχτϔ ετϔν προσ μια καινοϑρια ανθρϔπινη ϑπαρξη». Σην οπούα λϊτρεψα απϐ την πρϔτη ςτιγμό, θα μποροϑςε να προςθϋςει, αλλϊ υποψιαζϐταν ϐτι ο Ντιοϑκ το όξερε όδη. «Για να μην αναφϋρουμε και την ιςϐβια δϋςμευςη προσ τη ςϑζυγο ςου». «Για να μην αναφϋρουμε και τη ςϑζυγο μου», ςυμφϔνηςε ο Πύρςον. «υν ϋνα τςοϑρμο αδϋρφια, ξαδϋρφια, δοςατζόδεσ, αςφαλιςτϋσ και φιλαρϊκια ςτη δουλειϊ και ςτο γόπεδο». 675
Ο Πύρςον ϋςκαςε ςτα γϋλια και κοϑνηςε ζωηρϊ το κεφϊλι του. «Ναι, ακριβϔσ ϋτςι». «ήμωσ, δεν εύναι τϐςο εϑκολο ϐςο ακοϑγεται, ε; ήταν πϊει η ϔρα τϋςςερισ το πρωύ και δε λϋει να ςου κολλόςει ϑπνοσ, ϐλεσ οι καλϋσ αποφϊςεισ γύνονται καπνϐσ». Ο Πύρςον μϐρφαςε. «Ϋ ϐταν πρϋπει ν' ανεβεύσ επϊνω να δϔςεισ αναφορϊ ςτουσ Γκρϐςμπεκ, Κύφερ, Υϊιν και τουσ υπϐλοιπουσ του διοικητικοϑ ςυμβουλύου. Σην πρϔτη φορϊ που αναγκϊςτηκα να το κϊνω, χωρύσ ν' ανϊψω τςιγϊρο πριν μπω μϋςα... όταν πολϑ χοντρϐ ζϐρι, φύλε». «Παρ' ϐλα αυτϊ το ϋκοψεσ για ϋνα διϊςτημα». Ο Πύρςον κούταξε τον Ντιοϑκ, χωρύσ να απορεύ πϔσ εύχε μαντϋψει ςωςτϊ, κι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Για ϋξι μόνεσ περύπου. ήμωσ, δεν το ϋκοψα ποτϋ ςτο μυαλϐ μου, αν καταλαβαύνεισ τι εννοϔ». «Και βϋβαια καταλαβαύνω». «Σελικϊ ϊρχιςα να τραβϊω τζοϑρεσ ςτα κλεφτϊ. Ϋταν το 1992, την εποχό περύπου που ϊρχιςε ν' ακοϑγεται ςτισ ειδόςεισ ϐτι πολλού απ' αυτοϑσ που κϊπνιζαν ενϔ φοροϑςαν το τςιρϐτο πϊθαιναν καρδιακό προςβολό. Σο θυμϊςαι;» «Βεβαύωσ», εύπε ο Ντιοϑκ και χτϑπηςε το κοϑτελο του με το δϊχτυλο. «Ϊχω ϋνα τερϊςτιο αρχεύο απϐ ιςτορύεσ τςιγϊρου εδϔ μϋςα, ταξινομημϋνο κατ' αλφαβητικό ςειρϊ. Κϊπνιςμα και Αλτςχϊιμερ, κϊπνιςμα και βαρηκοϏα, κϊπνιςμα και γαςτρύτιδα... και τα λοιπϊ». «Ϊτςι ϋκανα την επιλογό μου», εύπε ο Πύρςον. τα χεύλη του εύχε χαραχτεύ ϋνα αχνϐ, απορημϋνο χαμϐγελο -το αμόχανο χαμϐγελο κϊποιου που ξϋρει ϐτι ϋκανε μια χοντρό βλακεύα, εξακολουθεύ να κϊνει μια χοντρό βλακεύα, αλλϊ δεν ξϋρει το 676
γιατύ. «Ϊπρεπε ό να κϐψω τα κρυφϊ τςιγϊρα ό να βγϊλω το τςιρϐτο. Ϊτςι...» «ταμϊτηςα να φορϊω το τςιρϐτο» αποτελεύωςαν εν χορϔ και ϑςτερα ϋβαλαν κϊτι δυνατϊ γϋλια, που ϋκαναν ϋναν καλοντυμϋνο κϑριο απϐ το χϔρο των μη καπνιςτϔν να τουσ κοιτϊξει φευγαλϋα, αναςηκϔνοντασ τα φρϑδια του, πριν ςτρϋψει και πϊλι την προςοχό του ςτισ ειδόςεισ. «Η ζωό εύναι μια προδομϋνη υπϐςχεςη, δε ςυμφωνεύσ;» ρϔτηςε ο Ντιοϑκ γελϔντασ ακϐμα κι ϋκανε να χϔςει το χϋρι ςτην τςϋπη του ςακακιοϑ του. ταμϊτηςε, ϐμωσ, καθϔσ ο Πύρςον του πρϐτεινε το δικϐ του πακϋτο Μϊρλμπορο με ϋνα τςιγϊρο όδη μιςοτραβηγμϋνο ϋξω. Αντϊλλαξαν ϊλλο ϋνα βλϋμμα, ϋκπληξησ απϐ την πλευρϊ του Ντιοϑκ, ςυγκατϊβαςησ απϐ την πλευρϊ του Πύρςον, και ξανϊβαλαν τα γϋλια. Ο όρεμοσ κϑριοσ ξανακούταξε προσ το μϋροσ τουσ, ςυνοφρυωμϋνοσ αυτό τη φορϊ. Κανϋνασ απϐ τουσ δυο δεν τον πρϐςεξε. Ο Ντιοϑκ πόρε το τςιγϊρο που του πρϐςφερε ο Πύρςον και το ϊναψε. Η ϐλη διαδικαςύα δεν κρϊτηςε πϊνω απϐ δϋκα δευτερϐλεπτα, αλλϊ όταν αρκετό για να αιςθανθοϑν οι δυο ϊντρεσ ϐτι εύχαν γύνει φύλοι. «Κϊπνιζα ςαν φουγϊρο απϐ τα δεκαπϋντε μου μϋχρι το 1991 που παντρεϑτηκα», εύπε ο Ντιοϑκ. «Σησ μϊνασ μου δεν τησ ϊρεςε που κϊπνιζα, αλλϊ το προτιμοϑςε απϐ το να παύρνω ναρκωτικϊ ό να τα πουλϊω, ϐπωσ ϋκαναν τα μιςϊ απϐ τα παιδιϊ ςτο δρϐμο μασ —ςου μιλϊω για την οδϐ Ρϐξμπερι, καταλαβαύνεισ— κι ϋτςι δεν ϋλεγε κουβϋντα. »Η γυναύκα μου η Γουϋντι κι εγϔ πόγαμε μια βδομϊδα ςτη Φαβϊη για μόνα του μϋλιτοσ κι ϐταν γυρύςαμε πύςω μου ϋκανε ϋνα δϔρο». Ο Ντιοϑκ τρϊβηξε μια γερό ρουφηξιϊ και ϑςτερα ξεφϑςηξε δυο λεπτϋσ ςτόλεσ γκριζογϊλανου καπνοϑ απϐ τα ρουθοϑνια του. «Σο βρόκε ςε κϊποιο κατϊλογο αγορϔν και το παρόγγειλε. Εύχε ϋνα αςτεύο ϐνομα, αλλϊ δεν το θυμϊμαι. Εγϔ το 677
ϋλεγα Αγγοϑρι του Παβλϐφ. Σην αγαποϑςα ϐμωσ ςαν τρελϐσ — ακϐμα εύμαι τρελϐσ γι' αυτό, ξϋρεισ- κι ϋτςι υποχϔρηςα κι ϋβαλα τα δυνατϊ μου να τησ κϊνω το χατύρι. Δεν όταν και τϐςο κακϐ ϐςο το περύμενα, για να λϋμε την αλόθεια. Σο ξϋρεισ αυτϐ το μαραφϋτι;» «Πϔσ δεν το ξϋρω!» αποκρύθηκε ο Πύρςον. «Ο βομβητόσ. ε κϊνει να περιμϋνεισ λύγο περιςςϐτερο για το επϐμενο τςιγϊρο. Η Λύζμπεθ, η δικό μου γυναύκα, δεν ϋχανε ευκαιρύα να μου τουσ δεύχνει ϐςο όταν ϋγκυοσ ςτην Σζϋνι. Με τη διακριτικϐτητα που ϋχει ϋνα καρϐτςι τςιμϋντο ϐταν γκρεμύζεται απϐ ςκαλωςιϊ οικοδομόσ». Ο Ντιοϑκ ςυγκατϋνευςε χαμογελϔντασ και, βλϋποντασ τον μπϊρμαν κϊπου κοντϊ, του ϋδειξε τα ποτόρια τουσ κϊνοντασ νϐημα να τουσ ξαναςερβύρει. ίςτερα ςτρϊφηκε πϊλι ςτον Πύρςον. «Με εξαύρεςη ϐτι εγϔ χρηςιμοπούηςα το Αγγοϑρι του Παβλϐφ κι εςϑ το τςιρϐτο, η ιςτορύα μου εύναι ύδια με τη δικό ςου. Ϊβαλα τα δυνατϊ μου, αλλϊ η καταραμϋνη η ςυνόθεια δεν ϋλεγε να κοπεύ. Πιο εϑκολο εύναι να ςκοτϔςεισ φύδι με δυο καρδιϋσ». Ο μπϊρμαν τουσ ϋφερε τισ μπύρεσ. Πλόρωςε ο Ντιοϑκ αυτό τη φορϊ, όπιε μια γουλιϊ και εύπε: «Πρϋπει να κϊνω ϋνα τηλεφϔνημα. Θα μου πϊρει κϊνα πεντϊλεπτο». «Εντϊξει», εύπε Πύρςον. Κούταξε τριγϑρω, εύδε ϐτι ο μπϊρμαν εύχε αποςυρθεύ και πϊλι ςτο χϔρο των μη καπνιςτϔν (Ψσ το 2000, το ςυνδικϊτο θα ϋχει επιβϊλει να προςλαμβϊνονται δυο μπϊρμαν, ϋνασ για τουσ καπνιςτϋσ κι ϋνασ για τουσ μη καπνιςτϋσ, ςκϋφτηκε) και ςτρϊφηκε ξανϊ ςτον Ντιοϑκ. Αυτό τη φορϊ ϐμωσ χαμόλωςε τη φωνό του ςε ψύθυρο. «Δε μιλόςαμε ακϐμη για τουσ μπϊτμαν». Ο Ντιοϑκ τον κούταξε για μερικϋσ ςτιγμϋσ με τα μεγϊλα, ςκουροκϊςτανα μϊτια του. «Κι ϐμωσ μιλόςαμε, φύλε», εύπε. «Μιλοϑςαμε τϐςη ϔρα». 678
Και πριν προλϊβει ο Πύρςον να πει τύποτε ϊλλο, ο Ντιοϑκ εξαφανύςτηκε ςτα μιςοςκϐτεινα (αλλϊ ςχεδϐν απαλλαγμϋνα απϐ κϊθε ύχνοσ καπνοϑ) βϊθη του Γκϊλαχερ, προσ τουσ αθϋατουσ τηλεφωνικοϑσ θαλϊμουσ. Σο διϊςτημα που ϋλειψε ο Ντιοϑκ όταν πολϑ πιο κοντϊ ςτα δϋκα λεπτϊ απ' ϐ,τι ςτα πϋντε και ο Πύρςον εύχε αρχύςει να ςκϋφτεται να πϊει να τον αναζητόςει, ϐταν το μϊτι του ϋπεςε τυχαύα ςτην τηλεϐραςη, ϐπου ο εκφωνητόσ μιλοϑςε για μια κοινωνικό αναταραχό την οπούα εύχε πυροδοτόςει ο αντιπρϐεδροσ τησ χϔρασ. Ο αντιπρϐεδροσ, ςε ομιλύα του ςτο ϑνδεςμο Εθνικόσ Παιδεύασ, εύχε αναφϋρει ϐτι η μεύωςη απϐ την κυβϋρνηςη του αριθμοϑ των δημϐςιων βρεφονηπιακϔν ςταθμϔν θα κλιμακωνϐταν, με ςτϐχο την οριςτικό τουσ κατϊργηςη ςτο μϋλλον. Η εικϐνα ϊλλαξε ςε μαγνητοςκοπημϋνα ςτιγμιϐτυπα απϐ κϊποιο κϋντρο ςυνεδριϊςεων τησ Ουϊςιγκτον και μϐλισ το αρχικϐ γενικϐ πλϊνο τησ ςυνεδρύαςησ που ςυνϐδευε τισ πληροφορύεσ του ανταποκριτό ϋδωςε τη θϋςη του ςε ϋνα κοντινϐ πλϊνο του αντιπροϋδρου ςτο ϋδρανο του, ο Πύρςον αρπϊχτηκε με τα δυο του χϋρια απϐ το μπαρ, ςφύγγοντασ το ξϑλο ϐπωσ ο ναυαγϐσ τη ςανύδα ςωτηρύασ. το μυαλϐ του όρθε αυτομϊτωσ ϋνα απϐ τα πρϊγματα που του εύχε πει ο Ντιοϑκ το πρωύ ςτην πλατεύα: Ϊχουν φύλουσ ςτα μεγϊλα πϐςτα. Διϊβολε, ϐλοι τουσ εύναι ςτα μεγϊλα πϐςτα. «Δεν ϋχουμε τύποτε εναντύον των εργαζϐμενων μητϋρων», ϋλεγε το φρικαλϋο τϋρασ με το πρϐςωπο νυχτερύδασ. απϐ το ϋδρανο που η γαλϊζια μεταλλικό επιγραφό χαρακτόριζε θϋςη Αντιπροϋδρου. «Οϑτε εναντύον των φτωχϔν. Κρύνουμε ϐμωσ ςκϐπιμο... » Ϊνα χϋρι ϋπεςε απϐτομα ςτον ϔμο του Πύρςον, που ϋςφιξε τα χεύλη του για να πνύξει μια κραυγό. τρϊφηκε και εύδε απϐ πϊνω του τον Ντιοϑκ. Ϋταν αλλαγμϋνοσ μετϊ το τηλεφϔνημα. 679
Σα μϊτια του ϊςτραφταν και ςτο μϋτωπο του γυϊλιζαν μικρϋσ ςταγϐνεσ ιδρϔτα. Ϊδειχνε ςαν να εύχε κερδύςει τον πρϔτο αριθμϐ του λαχεύου. «Μην το ξανακϊνεισ αυτϐ», του εύπε ο Πύρςον και ο Ντιοϑκ κοκϊλωςε ςτα μιςϊ τησ απϐπειρασ να ξανακαθύςει ςτο ςκαμπϐ του. «Παραλύγο να πϊθω ςυγκοπό». Ο Ντιοϑκ τον κούταξε απορημϋνοσ και ϑςτερα το βλϋμμα του ϋπεςε ςτην τηλεϐραςη. Αμϋςωσ η ϋκφραςη του ϊλλαξε. «Ψ Φριςτϋ μου! Με ςυγχωρεύσ, Μπρϊντον. Ειλικρινϊ. ήλο ξεχνϊω ϐτι εςϑ δεν ϋχεισ δει αυτϐ το ϋργο απϐ την αρχό». «Ο Πρϐεδροσ;» ρϔτηςε ο Πύρςον, παςχύζοντασ να κϊνει τη φωνό του ςταθερό. «Γι' αυτϐν το μαλϊκα δε με νοιϊζει και τϐςο, αλλϊ ο Πρϐεδροσ; Εύναι κι αυτϐσ...» «ήχι», απϊντηςε ο Ντιοϑκ. Δύςταςε για μια ςτιγμό και ϑςτερα πρϐςθεςε: «ήχι ακϐμα, τουλϊχιςτον». Ο Πύρςον ϋςκυψε προσ το μϋροσ του, νιϔθοντασ πϊλι εκεύνο το δυςούωνο μοϑδιαςμα ςτα χεύλη του. «Σι εννοεύσ, "ϐχι ακϐμα"; Σι ςυμβαύνει, Ντιοϑκ; Σι εύναι ϐλοι αυτού; Απϐ ποϑ ϋρχονται; Σι κϊνουν και τι θϋλουν;» «Θα ςου πω ϐςα ξϋρω», απϊντηςε ο Ντιοϑκ. «Πρϔτα ϐμωσ θϋλω να ςε ρωτόςω αν μπορεύσ να ϋρθεισ μαζύ μου απϐψε ςε μια μικρό ςυνϊντηςη. Γϑρω ςτισ ϋξι. Γύνεται;» «Ϊχει ςχϋςη μ' αυτϐ;» «Υυςικϊ». Ο Πύρςον το ςκϋφτηκε. «Εντϊξει. Μϐνο που πρϋπει να τηλεφωνόςω ςτη Λύζμπεθ». Ο Ντιοϑκ αναςτατϔθηκε. «Μην τησ πεισ οϑτε λϋξη για... » «Αςτειεϑεςαι; ήχι βϋβαια, θα τησ πω ϐτι η Ψραύα Κυρύα Προώςταμϋνη μου θϋλει να ξανακϊνουμε ϋναν ϋλεγχο ςτισ πολϑτιμεσ εκθϋςεισ τησ πριν τισ παρουςιϊςει ςτουσ Γιαπωνϋζουσ, θα το χϊψει. Ξϋρει ϐτι η Φϐλντινγκ μϐνο τα πϐδια τησ δεν προτύθεται ν' ανούξει ςτην επικεύμενη ςυνϊντηςη με 680
τουσ φύλουσ μασ απϐ την απϋναντι ϐχθη του Ειρηνικοϑ. Εςϋνα πϔσ ςου φαύνεται η δικαιολογύα;» «Καλό». «Κι εμϋνα, αλλϊ εύναι λιγϊκι ανϋντιμο απϐ μϋρουσ μου. «Δεν εύναι ανϋντιμο να θϋλεισ να προςτατεϑςεισ τη γυναύκα ςου απϐ τουσ μπϊτμαν. Ωκου, Μπρϊντον, εκεύ που θα ςε πϊω απϐψε δεν εύναι κανϋνα νϊιτκλαμπ με γυμνϋσ χορεϑτριεσ». «Σο ελπύζω. Λϋγε, λοιπϐν». «Εντϊξει. Νομύζω πωσ εύναι καλϑτερα ν' αρχύςω απϐ τισ καπνιςτικϋσ ςου ςυνόθειεσ». Σο τζουκμπϐξ, που εύχε μεύνει βουβϐ τα τελευταύα λεπτϊ, ϊρχιςε ξαφνικϊ να παύζει μια μϊλλον βαρετό διαςκευό τησ χρυςόσ επιτυχύασ του Μπύλι Ρϋι ϊιρουσ Εικι, Μπρϋικι Φαρτ. Ο Πύρςον κούταξε ςαν χαμϋνοσ τον Ντιοϑκ Ρϊινμαν κι ϊνοιξε το ςτϐμα του να ρωτόςει αν οι καπνιςτικϋσ του ςυνόθειεσ εύχαν ςχϋςη και με την τιμό του καφϋ ςτο αν Ντιϋγκο. Αλλϊ δε βγόκε τύποτε. Σύποτε απολϑτωσ. «Σο ϋκοψεσ... ϑςτερα ϊρχιςεσ να καπνύζεισ ϋνα κϊθε τϐςο... αλλϊ όςουν αρκετϊ ϋξυπνοσ ϔςτε να καταλϊβεισ εγκαύρωσ πωσ, ϋτςι και δεν πρϐςεχεσ, γρόγορα θα κατϋληγεσ και πϊλι εκεύ που βριςκϐςουν πριν απϐ κϊνα δυο μόνεσ», εύπε ο Ντιοϑκ. «Σα λϋω ςωςτϊ;» «Ναι, αλλϊ δε βλϋπω...» «Θα δεισ». Ο Ντιοϑκ ϋβγαλε το μαντύλι του και ςκοϑπιςε τον ιδρϔτα απϐ το μϋτωπο του. Η πρϔτη εντϑπωςη του Πύρςον ϐταν ο Ντιοϑκ επϋςτρεψε απϐ το τηλεφϔνημα του όταν ϐτι κϊτι τον εύχε ενθουςιϊςει. Αυτϐ ύςχυε ακϐμη, αλλϊ υπόρχε και κϊτι ϊλλο: όταν φοβιςμϋνοσ μϋχρι θανϊτου. «Σελικϊ», ςυνϋχιςε ο Ντιοϑκ, «τα βϐλεψεσ με την κακό ςου ςυνόθεια, κατϊ κϊποιο τρϐπο. Βρόκεσ ϋνα, ασ ποϑμε, modus vivendi. Δεν καταφϋρνεισ να το κϐψεισ εντελϔσ, αλλϊ δεν εύναι δα και το τϋλοσ του κϐςμου. Οϑτε κοκαώνομανόσ εύςαι που δεν 681
μπορεύ να κϊνει χωρύσ πρϋζα οϑτε αλκοολικϐσ που τρϋμει ϋτςι και δεν πιει το πρωινϐ του ποτηρϊκι. Σο κϊπνιςμα εύναι ςκατοςυνόθεια, αλλϊ υπϊρχει μια ενδιϊμεςη κατϊςταςη απϐ τα δϑο και τρύα πακϋτα την ημϋρα ωσ την πλόρη αποχό». Ο Πύρςον τον κούταζε με το ςτϐμα ανοιχτϐ και ο Ντιοϑκ χαμογϋλαςε. «Δε διαβϊζω τη ςκϋψη ςου, μη νομύζεισ κϊτι τϋτοιο. Απλϔσ καταλαβαινϐμαςτε πολϑ καλϊ, ϋτςι δεν εύναι;» «Μϊλλον», εύπε ςυλλογιςμϋνοσ ο Πύρςον. «Εύχα ξεχϊςει ϐτι εύμαςτε και οι δυο Ωνθρωποι των Δϋκα». «Εύμαςτε τι;» Ϊτςι, ο Πύρςον του εύπε μερικϊ πρϊγματα για τουσ Ανθρϔπουσ των Δϋκα και τα φυλετικϊ τουσ γνωρύςματα (ξινιςμϋνεσ εκφρϊςεισ ϐποτε ϋπεφταν πϊνω ςε πινακύδα ΑΠΑΓΟΡΕΤΕΣΑΙ ΣΟ ΚΑΠΝΙΜΑ, πειςμωμϋνο αναςόκωμα των ϔμων κι ϊμεςη ςυμμϐρφωςη ϐταν κϊποιοσ, εξουςιοδοτημϋνοσ απϐ το νϐμο, τουσ ϋλεγε αυςτηρϊ βηςτϋ Παρακαλϔ Σο Σςιγϊρο ασ), για τα φυλετικϊ τουσ ιερϊ ςϑνεργα (τςύχλεσ, καραμϋλεσ μϋντασ, οδοντογλυφύδεσ ςτο ςτϐμα και, φυςικϊ, αποςμητικϊ ςπρϋι αναπνοόσ ςε ςυςκευαςύα τςϋπησ) και για τισ ιερϋσ φρϊςεισ τησ φυλόσ (Απϐ τον ϊλλο μόνα το κϐβω ςτα ςύγουρα, όταν η πιο κοινό). Ο Ντιοϑκ τον ϊκουγε γοητευμϋνοσ κι ϐταν ο Πύρςον ολοκλόρωςε μϐνο που δεν τον χειροκρϐτηςε. «Φριςτϋ μου! Μπρϊντον, εύςαι φοβερϐσ! Ανακϊλυψεσ τη Φαμϋνη Υυλό του Ιςραόλ! Σουσ τρελοϑσ που ξϋκοψαν απϐ το κοπϊδι κι ακολουθοϑν τον Σζο Κϊμελ!» Ο Πύρςον ξϋςπαςε ςε δυνατϊ γϋλια, ειςπρϊττοντασ ϊλλο ϋνα ενοχλημϋνο, επιτιμητικϐ βλϋμμα απϐ τον καθϔσ πρϋπει κϑριο του κϐςμου των Μη Καπνιςτϔν. «ήλα ϐςα εύπεσ ταιριϊζουν γϊντι», του εύπε ο Ντιοϑκ. «Να ςε ρωτόςω κϊτι ακϐμη· καπνύζεισ μπροςτϊ ςτο παιδύ;» 682
«Θεϐσ φυλϊξοι!» αναφϔνηςε ο Πύρςον. «τη γυναύκα ςου;» «Σϔρα πια ϐχι». «Πϐτε όταν η τελευταύα φορϊ που κϊπνιςεσ ςε εςτιατϐριο;» Ο Πύρςον το ςκϋφτηκε και διαπύςτωςε κϊτι περύεργο: του όταν αδϑνατον να θυμηθεύ. Αυτό την εποχό ζητοϑςε να τον βϊζουν ςε χϔρο μη καπνιςτϔν ακϐμη κι ϐταν όταν μϐνοσ, αναβϊλλοντασ το τςιγαρϊκι του για μετϊ το φαγητϐ, αφϐτου πληρϔςει και φϑγει απϐ το κατϊςτημα. ήςο για τισ μϋρεσ που ςυνόθιζε να καπνύζει ανϊμεςα ςτα διϊφορα πιϊτα, αυτϋσ όταν οριςτικϊ παρελθϐν. «Οι Ωνθρωποι των Δϋκα», εύπε ο Ντιοϑκ με θαυμαςμϐ. «Μ' αρϋςει πϊρα πολϑ -μ' αρϋςει που ϋχουμε ϋνα ϐνομα. Και εύναι πρϊγματι ςαν ν' ανόκεισ ςε μια φυλό. Εύναι...» ϔπαςε απϐτομα και ςτϑλωςε το βλϋμμα του ς' ϋνα απϐ τα παρϊθυρα. Ϊνασ αςτυνομικϐσ με ςτολό βϊδιζε αργϊ ςτο πεζοδρϐμιο, μιλϔντασ ςε μια ϐμορφη, νεαρό κοπϋλα. Εκεύνη τον κούταζε με μια γλυκιϊ ϋκφραςη θαυμαςμοϑ και πϐθου, εντελϔσ ανυποψύαςτη για τα ςκληρϊ, μαϑρα μϊτια και τα γυμνϊ τριγωνικϊ δϐντια που την απειλοϑςαν. «Φριςτϋ μου, το εύδεσ αυτϐ;» εύπε ο Πύρςον με ςβηςμϋνη φωνό. «Ναι, γύνεται ϐλο και πιο κοινϐ το θϋαμα. Κϊθε μϋρα που περνϊει». Ο Ντιοϑκ ϋμεινε για λύγο αμύλητοσ κοιτϊζοντασ το μιςογεμϊτο ποτόρι του. ίςτερα φϊνηκε ςαν να πύεςε τον εαυτϐ του να βγει απϐ τη ςϑντομη αυτό ονειροπϐληςη. «ή,τι κι αν εύμαςτε», εύπε ςτον Πύρςον, «εύμαςτε οι μϐνοι ϊνθρωποι ςτον κϐςμο που τουσ βλϋπουμε ϐπωσ πραγματικϊ εύναι». «Εννοεύσ εμεύσ οι καπνιςτϋσ;» ρϔτηςε κατϊπληκτοσ ο Πύρςον. Ϊπρεπε να το εύχε καταλϊβει ϐτι εκεύ το πόγαινε ο Ντιοϑκ με ϐλη αυτό την κουβϋντα περύ... 683
«ήχι», διϋκοψε τη ςκϋψη του ο Ντιοϑκ. «Οι καπνιςτϋσ δεν τουσ βλϋπουν. Οϑτε οι μη-καπνιςτϋσ». Κούταξε τον Πύρςον ςτα μϊτια. «Μϐνο οι ϊνθρωποι ςαν κι εμϊσ τουσ βλϋπουν, Μπρϊντον —εμεύσ που δεν εύμαςτε οϑτε ϋτςι οϑτε αλλιϔσ. »Μϐνο οι Ωνθρωποι των Δϋκα ςαν κι εμϊσ». Ϊφυγαν απϐ του Γκϊλαχερ δεκαπϋντε λεπτϊ αργϐτερα, αφοϑ ο Πύρςον τηλεφϔνηςε πρϔτα ςτη γυναύκα του, τησ ξεφοϑρνιςε τα δόθεν θλιβερϊ μαντϊτα και υποςχϋθηκε να εύναι ςπύτι κατϊ τισ δϋκα. Η βροχό εύχε κϐψει ςε αραιό ψιχϊλα και ο Ντιοϑκ πρϐτεινε να περπατόςουν για λύγο. ήχι ϐλο το δρϐμο ωσ το Κϋμπριτζ, ϐπου όταν ο τελικϐσ προοριςμϐσ τουσ, αλλϊ αρκετϊ ϔςτε να αποτελειϔςει ο Ντιοϑκ τα ϐςα εύχε να διηγηθεύ. Οι δρϐμοι όταν ςχεδϐν ϋρημοι και εύχαν την ϊνεςη να ςυνεχύςουν την κουβϋντα χωρύσ να κοιτϊζουν διαρκϔσ πύςω τουσ. «Κατϊ ϋναν περύεργο τρϐπο εύναι κϊτι ςαν τον πρϔτο ςου οργαςμϐ», ϋλεγε ο Ντιοϑκ, καθϔσ βϊδιζαν μϋςα ςτο ψιλϐβροχο προσ την κατεϑθυνςη του Σςαρλσ Ρύβερ. «Με το που θα λειτουργόςει για πρϔτη φορϊ γύνεται κομμϊτι τησ ζωόσ ςου, υπϊρχει για πϊντα. Ϊτςι ςυμβαύνει και μ’ αυτϐ. Κϊποια μϋρα, οι χημικϋσ ουςύεσ του εγκεφϊλου ςου κϊνουν μια ςυγκεκριμϋνη ϋνωςη και τϐτε βλϋπεισ τον πρϔτο μπϊτμαν. Ϊχω αναρωτηθεύ πϐςοι τϊχα να ϋπαθαν καρδιακό προςβολό απϐ το φϐβο τουσ την πρϔτη φορϊ. Αρκετού, φαντϊζομαι». Ο Πύρςον κούταξε μια αιματϐχρωμη κηλύδα, αντανϊκλαςη ενϐσ φωτεινοϑ ςηματοδϐτη ςε μια λακκοϑβα νεροϑ ςτο πεζοδρϐμιο τησ οδοϑ Μπϐιλςτον, και θυμόθηκε το δικϐ του ςοκ την πρϔτη φορϊ. «Εύναι τϐςο αποκρουςτικού», εύπε ςτον Ντιοϑκ. «Υρικαλϋοι. Ο τρϐποσ που κυλϊει η ςϊρκα ςτο πρϐςωπο τουσ... Αλόθεια, δεν υπϊρχει τρϐποσ να το περιγρϊψεισ αυτϐ με λϐγια». Ο Ντιοϑκ ςυγκατϋνευςε. «Ναι, εύναι κακϊςχημα τα τομϊρια. Εγϔ γϑριζα ςπύτι μου ςτο Μύλτον με το τρϋνο, ϐταν 684
εύδα τον πρϔτο. τεκϐταν ςτην απϋναντι πλατφϐρμα, ςτο ςταθμϐ τησ οδοϑ Παρκ. Περϊςαμε ακριβϔσ δύπλα του. Ευτυχϔσ για μϋνα που όμουν μϋςα ςε κινοϑμενο τρϋνο, γιατύ οϑρλιαξα». «Και μετϊ τι ϋγινε;» Σο χαμϐγελο του Ντιοϑκ μετατρϊπηκε ςε μορφαςμϐ αμηχανύασ. «ήλοι γϑριςαν και με κούταξαν και ϑςτερα κούταξαν αμϋςωσ αλλοϑ. Ξϋρεισ πϔσ εύναι ςτισ μεγαλουπϐλεισ. ήλο και κϊποιοσ παλαβϐσ θα βρεθεύ μϋςα ς' ϋνα βαγϐνι να ουρλιϊζει ςτον κϐςμο ϐτι ο Φριςτϐσ ευλϐγηςε τα τηγϊνια Σεφϊλ». Ο Πύρςον γϋλαςε κουνϔντασ το κεφϊλι του. Ϋξερε τι λογόσ αλλϐκοτοι τϑποι κυκλοφοροϑςαν ςτισ μεγϊλεσ πϐλεισ. Ϋ, τουλϊχιςτον, ϋτςι νϐμιζε μϋχρι ςόμερα. «Δύπλα μου καθϐταν ϋνασ ψηλϐσ κοκκινομϊλλησ με εκατομμϑρια φακύδεσ ςτο πρϐςωπο. Με ϊρπαξε απϐ τον αγκϔνα, ϋτςι ϐπωσ ϊρπαξα εγϔ εςϋνα το πρωύ. Σον λϋνε Ρϐμπι Ντελρϋι και εύναι ελαιοχρωματιςτόσ, θα τον γνωρύςεισ απϐψε ςτησ Κϋιτ». «Σι εύναι εκεύ;» «Εξειδικευμϋνο βιβλιοπωλεύο ςτο Κϋμπριτζ. Μυςτόριο, αςτυνομικϊ και λογοτεχνύα επιςτημονικόσ φανταςύασ. υναντιϐμαςτε εκεύ μια ό δυο φορϋσ την εβδομϊδα. Εύναι καλϐ ςτϋκι. Καλού ϊνθρωποι, κυρύωσ, θα δεισ. Σϋλοσ πϊντων, ο Ρϐμπι μ' ϊρπαξε απϐ τον αγκϔνα και μου εύπε: "Δεν εύςαι τρελϐσ. Σο εύδα κι εγϔ. Εύναι πραγματικϐ, εύναι ϋνασ μπϊτμαν". Αυτϐ όταν ϐλο, αν και ο τϑποσ θα μποροϑςε να όταν "φτιαγμϋνοσ" και να ϋλεγε ϐ,τι του κατϋβαινε... αλλϊ δεν όταν δυνατϐν να εύχαμε δει το ύδιο πρϊγμα. Δεν ξϋρεισ τι ανακοϑφιςη ϋνιωςα...» «Ναι», εύπε ο Πύρςον και θυμόθηκε ξανϊ το πρωύ. τϊθηκαν ςτη τϐροου Ντρϊιβ, περύμεναν να περϊςει ϋνα φορτηγϐ και ϑςτερα ϋτρεξαν απϋναντι, τςαλαβουτϔντασ ςτα νερϊ του δρϐμου. Ο Πύρςον καρφϔθηκε ξαφνικϊ ς' ϋνα ξεθωριαςμϋνο γκρϊφιτι, ςτη ρϊχη ενϐσ απϐ τα παγκϊκια που αντύκριζαν το 685
ποτϊμι. ΟΙ ΕΞΨΓΗΙΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΔΨ, ϋγραφε ΥΑΓΑΜΕ ΔΤΟ ΓΙΑ ΒΡΑΔΙΝΟ. «Ευτυχϔσ για μϋνα που βρϋθηκεσ δύπλα μου ςόμερα το πρωύ», εύπε ςτον Ντιοϑκ. «Ϋμουν τυχερϐσ». Ο Ντιοϑκ κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Ναι, όςουν. ήταν οι μπϊτμαν βαλθοϑν να ξεπαςτρϋψουν κϊποιον, τον ξεπαςτρεϑουν για τα καλϊ. Οι μπϊτςοι ςυνόθωσ τον μαζεϑουν ςε κοφύνι μετϊ το πϊρτι. Σο ϊκουςεσ αυτϐ;» Ο Πύρςον ϋγνεψε καταφατικϊ. «Αλλϊ κανϋνασ δεν ξϋρει ϐτι τα θϑματα εύχαν ϐλα ϋνα πρϊγμα κοινϐ: όταν καπνιςτϋσ που εύχαν περιορύςει το κϊπνιςμα ςε πϋντε με δϋκα τςιγϊρα την ημϋρα. Νομύζω ϐτι μια τϋτοια ομοιϐτητα εύναι λιγϊκι θολό ακϐμη και για το FBI». «Γιατύ μασ ςκοτϔνουν, ϐμωσ;» ρϔτηςε ο Πύρςον. «Θϋλω να πω, αν κϊποιοσ περιφϋρεται λϋγοντασ πωσ το αφεντικϐ του εύναι Αρειανϐσ, δεν ϋρχεται η αςτυνομύα να κϊνει ϋρευνα. Ϊρχονται οι νοςοκϐμοι με τισ ϊςπρεσ μπλοϑζεσ και του φορϊνε ζουρλομανδϑα!» «Ϊλα τϔρα, ϊνθρωπε μου, ςκϋψου λιγϊκι», εύπε ο Ντιοϑκ. «Σουσ εύδεσ». «Σουσ... ϊρεςε; να μασ ςκοτϔνουν;» «Ναι, τουσ αρϋςει. Και ϐχι μϐνο αυτϐ. Εύναι ςαν λϑκοι, Μπρϊντον, αϐρατοι λϑκοι που τριγυρύζουν ανενϐχλητοι μϋςα ς' ϋνα κοπϊδι με πρϐβατα. Πεσ μου τϔρα, τι κϊνουν οι λϑκοι ϐταν ανακατεϑονται με τα πρϐβατα;» «Σα... τι θϋλεισ να πεισ;» Η φωνό του Πύρςον ϋγινε αχνϐσ ψύθυροσ, «Θϋλεισ να πεισ ϐτι μασ τρϔνε;» «Σρϔνε κϊποια μϋρη μασ», απϊντηςε ο Ντιοϑκ. «Αυτϐ πύςτευε ο Ρϐμπι Ντελρϋι τη μϋρα που τον γνϔριςα κι αυτϐ πιςτεϑουν οι περιςςϐτεροι απϐ μασ». «Ποιοι εύςτε εςεύσ, Ντιοϑκ;» 686
«Οι ϊνθρωποι που θα ςε πϊω να γνωρύςεισ. Δε θα εύναι ϐλοι εκεύ απϐψε, αλλϊ θα εύναι οι περιςςϐτεροι. Κϊτι προϋκυψε. Κϊτι μεγϊλο». «Σι;» Ο Ντιοϑκ απλϔσ κοϑνηςε το κεφϊλι του και ρϔτηςε: «Δε νομύζεισ πωσ εύναι ϔρα να πϊρουμε ταξύ; Δε μοϑλιαςεσ αρκετϊ;» Ο Πύρςον εύχε μουλιϊςει, αλλϊ δεν όταν ακϐμα ϋτοιμοσ για ταξύ. Ο περύπατοσ τον εύχε αναζωογονόςει... και ϐχι μϐνο ο περύπατοσ. Ϋταν κϊτι που δεν μποροϑςε ακϐμη να το εξομολογηθεύ ςτον Ντιοϑκ, αλλϊ υπόρχε ςαφϔσ μια θετικό διϊςταςη ς' ϐλα αυτϊ... μια ρομαντικϊ θετικό διϊςταςη. Ϊνιωθε ςαν να εύχε βρεθεύ ωσ δια μαγεύασ ςε μια ςυναρπαςτικό, φανταςτικό, παιδικό περιπϋτεια μυςτηρύου. Με το νου του ϋφτιαχνε όδη εικϐνεσ παιδικϔν βιβλύων. Οι νυχτοπεταλοϑδεσ ςχημϊτιζαν μικρϊ ϊςπρα ςϑννεφα που ςτροβιλύζονταν αργϊ γϑρω απϐ τουσ φανοςτϊτεσ τησ τϐροου Ντρϊιβ. Εμφανύςτηκε κϊτι μεγϊλο, ςκϋφτηκε ο Πύρςον και χαμογϋλαςε. Ο Πρϊκτορασ Φ-9 κατϋφταςε απϐψε με ςπουδαύα νϋα απϐ τη μυςτικό υπϐγεια βϊςη μασ... Εντοπύςαμε τη νυχτεριδοφωλιϊ που ψϊχναμε τϐςο καιρϐ! «Η ϋξαψη τησ αρχόσ ξεθυμαύνει πολϑ γρόγορα, πύςτεψε με», εύπε ξερϊ ο Ντιοϑκ. Ο Πύρςον ςτρϊφηκε και τον κούταξε ξαφνιαςμϋνοσ. «ήταν ψαρϋψουν και το δεϑτερο φύλο ςου απϐ το λιμϊνι τησ Βοςτϐνησ, με το μιςϐ κεφϊλι του να λεύπει, ςυνειδητοποιεύσ ξαφνικϊ ϐτι δεν πρϐκειται να εμφανιςτεύ κανϋνασ Σομ ουύφτ για να ςε βοηθόςει ν' αςβεςτϔςεισ τον αναθεματιςμϋνο το φρϊχτη». «Σομ ϐγιερ», διϐρθωςε αφηρημϋνα ο Πύρςον, ςφουγγύζοντασ το νερϐ τησ βροχόσ απϐ τα μϊτια του. Ϊνιωςε τα μαγουλϊ του να φουντϔνουν. 687
«Σρϔνε κϊτι που παρϊγει ο εγκϋφαλοσ μασ, ϋτςι πιςτεϑει ο Ρϐμπι. άςωσ κϊποιο ϋνζυμο, λϋει, ό ύςωσ κϊποιο ειδικϐ εγκεφαλικϐ ηλεκτρικϐ πεδύο. Λϋει ακϐμη ϐτι ύςωσ να εύναι αυτϐ το ύδιο κϊτι που μασ επιτρϋπει να τουσ βλϋπουμε και ϐτι εμεύσ που τουσ βλϋπουμε εύμαςτε γι' αυτοϑσ κϊτι ςαν ντομϊτεσ ςε θερμοκόπιο, ϋτοιμεσ να τισ κϐψουν ϐποτε τουσ φαύνονται ϔριμεσ. »Εγϔ ανατρϊφηκα ωσ Βαπτιςτόσ και εύμαι ϋτοιμοσ να μπω ςτο κυνόγι —δεν τα χϊφτω αυτϊ περύ λαχανικϔν και θερμοκηπύου. Εγϔ πιςτεϑω ϐτι ρουφϊνε τισ ψυχϋσ μασ». «οβαρϊ;» εύπε ο Πύρςον. «Με δουλεϑεισ τϔρα ό το πιςτεϑεισ ςτ' αλόθεια αυτϐ;» Ο Ντιοϑκ γϋλαςε, αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του και πόρε αμυντικό ςτϊςη, ϐλα με μια κύνηςη. «Ξϋρω κι εγϔ; κατϊ! Αυτϊ τα πρϊγματα μπόκαν ςτη ζωό μου περύπου την ύδια εποχό που εύχα αποφαςύςει πωσ ο παρϊδειςοσ εύναι ϋνα παραμϑθι και η κϐλαςη ο ύδιοσ ο κϐςμοσ. Σϔρα ϋχω μπερδευτεύ πϊλι. Αυτϐ ϐμωσ δεν ϋχει και τϐςη ςημαςύα. Σο ςημαντικϐ, το μϐνο που πρϋπει να ϋχεισ ξεκϊθαρο μϋςα ςου εύναι ϐτι αυτού ϋχουν πολλοϑσ λϐγουσ να θϋλουν να μασ ςκοτϔςουν. Και πρϔτα απ' ϐλα επειδό φοβοϑνται μόπωσ κϊνουμε αυτϐ που κϊνουμε όδη, που βριςκϐμαςτε, οργανωνϐμαςτε, προςπαθοϑμε να τουσ βλϊψουμε...» Ϊκανε μια παϑςη, το ςκϋφτηκε, κοϑνηςε το κεφϊλι του. Σϔρα ϋδειχνε ςαν να βριςκϐταν ςε νοερϐ διϊλογο με τον εαυτϐ του, παςχύζοντασ να δϔςει απαντόςεισ ςε ερωτόματα που ςύγουρα τον εύχαν αφόςει ϊγρυπνο πϊρα πολλϋσ νϑχτεσ. «Μόπωσ φοβοϑνται; Δεν ξϋρω αν εύναι ϋτςι. Δεν το διακινδυνεϑουν, ϐμωσ. Υυλϊγονται, αυτϐ εύναι βϋβαιο. Και κϊτι ϊλλο εύναι απολϑτωσ βϋβαιο· δεν τουσ αρϋςει καθϐλου που μερικού απϐ μασ μποροϑν να τουσ δουν ϐπωσ εύναι πραγματικϊ. 688
Αυτϐ τουσ κϊνει ϋξαλλουσ. Κϊποτε πιϊςαμε ϋναν και όταν ςαν να εύχεσ χϔςει τυφϔνα ςε μπουκϊλι, τϐςο...» «Πιϊςατε;» «Ναι, πρϊγματι», εύπε ο Ντιοϑκ μ' ϋνα αχνϐ, ςκληρϐ χαμϐγελο. «Σον ςτριμϔξαμε ς' ϋνα απϐ τα πϊρκινγκ του αυτοκινητϐδρομου, πϋρα ςτο Νιοϑμπεριπορτ. Ϋμαςτε πϋντ' ϋξι. Ο φύλοσ μου ο Ρϐμπι ϋκανε κουμϊντο. Σον πόγαμε ς' ϋνα αγρϐκτημα κι ϐταν πϋραςε η επύδραςη του κουβϊ με το υπνωτικϐ που τον ποτύςαμε —πρϊγμα που ϋγινε τρομερϊ γρόγορα- προςπαθόςαμε να τον ανακρύνουμε, να πϊρουμε απαντόςεισ ςε μερικϊ απϐ τα ερωτόματα που κι εςϑ μου ϋκανεσ όδη. Σου εύχαμε φορϋςει χειροπϋδεσ και ςιδερϋνιουσ χαλκϊδεσ ςτα πϐδια. Και τον εύχαμε δϋςει με τϐςο πολϑ νϊιλον ςκοινύ, που ϋμοιαζε με μοϑμια. Ξϋρεισ τι θυμϊμαι πιο καθαρϊ απ' ϐλα;» Ο Πύρςον ϋγνεψε αρνητικϊ. Η αύςθηςη ϐτι ζοϑςε μια εκπληκτικό περιπϋτεια μϋςα απϐ τισ ςελύδεσ ενϐσ παιδικοϑ βιβλύου τον εύχε πλϋον εγκαταλεύψει οριςτικϊ. «Σο πϔσ ξϑπνηςε», εύπε ο Ντιοϑκ. «Δεν υπόρξε μεταβατικϐ ςτϊδιο. Ση μια ςτιγμό όταν τϋζα, ναρκωμϋνοσ, και την επϐμενη εντελϔσ ξϑπνιοσ, να μασ καρφϔνει μ' εκεύνα τα φοβερϊ μϊτια που ϋχουν ϐλοι τουσ. Μϊτια νυχτερύδασ. Σελικϊ οι νυχτερύδεσ ϋχουν μϊτια —δεν το ξϋρουν ϐλοι οι ϊνθρωποι, αλλϊ εύναι γεγονϐσ. Αυτό την μποϑρδα ϐτι εύναι τυφλϋσ πρϋπει να την ϋβγαλε απϐ το μυαλϐ του κϊποιοσ ςυγγραφϋασ. »Ο μπϊτμαν αρνόθηκε να μασ μιλόςει. Δεν εύπε οϑτε λϋξη. Νομύζω πωσ εύχε καταλϊβει πωσ δε θα ϋβγαινε ζωντανϐσ απϐ κεύνο τον αχυρϔνα, αλλϊ δεν υπόρχε καθϐλου φϐβοσ ςτα μϊτια του. Μϐνο μύςοσ. Φριςτϋ μου, τι μύςοσ εύχαν εκεύνα τα μϊτια!» «Σι ϋγινε τελικϊ;» «Ϊςπαςε τισ χειροπϋδεσ ςαν να όταν χϊρτινεσ. Οι χαλκϊδεσ ςτα πϐδια τον δυςκϐλεψαν λιγϊκι —και εύχαμε δεμϋνεσ και δυο μεγϊλεσ ςιδερϋνιεσ μπϊλεσ— αλλϊ το ορειβατικϐ ςκοινύ... ϊρχιςε 689
να το μαςϊει εκεύ που τϑλιγε τουσ ϔμουσ του. Μ' εκεύνα τα δϐντια —τα εύδεσ, ε; Ϋταν ςαν να ϋβλεπεσ ποντικϐ να μαςουλϊει ςπϊγκο. Εμεύσ ςτεκϐμαςτε ϐλοι ςαν κοϑτςουρα και τον χαζεϑαμε. Ακϐμα και ο Ρϐμπι. Δεν μποροϑςαμε να πιςτϋψουμε ςτα μϊτια μασ... ό μπορεύ και να μασ εύχε υπνωτύςει. Ϊχω αναρωτηθεύ πολλϋσ φορϋσ αν όταν δυνατϐν να μασ εύχε υπνωτύςει με κϊποιο τρϐπο. Δϐξα τω θεϔ που βρϋθηκε ο Λϋςτερ ήλςον. Εύχαμε χρηςιμοποιόςει ϋνα κλειςτϐ φορτηγϊκι Υορντ, που το εύχαν κλϋψει ο Ρϐμπι με τη Μούρα, και του Λϋςτερ του εύχε κολλόςει η ιδϋα ϐτι εκεύ που το εύχαμε παρκϊρει μπορεύ να φαινϐταν απϐ τα διϐδια τησ εθνικόσ. Βγόκε ϋξω να το ελϋγξει και ϐταν γϑριςε και εύδε αυτϐ το πλϊςμα ςχεδϐν ελεϑθερο, εκτϐσ απϐ τα πϐδια, το πυροβϐληςε τρεισ φορϋσ ςτο κεφϊλι. Ποπ-ποπποπ!» Ο Ντιοϑκ ςϔπαςε και κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του με θαυμαςμϐ. «Σο ςκϐτωςε», επανϋλαβε ο Πύρςον. «Ποπ-ποπ-ποπ...» Η φωνό του φαινϐταν να ακοϑγεται κϊπου ϋξω απϐ το κεφϊλι του, ϐπωσ του εύχε ςυμβεύ και το πρωύ ςτην πλατεύα, ϐταν όταν ϋτοιμοσ να λιποθυμόςει. Ξαφνικϊ του όρθε μια φοβερό αλλϊ πολϑ αληθοφανόσ ιδϋα: ϐτι δεν υπόρχαν ϊνθρωποι-νυχτερύδεσ. Επρϐκειτο για ομαδικό παραύςθηςη, παρϐμοια μ' αυτϋσ που βιϔνουν καμιϊ φορϊ οι χρόςτεσ του πεγιϐτ ςτη διϊρκεια των ταξιδιϔν τουσ υπϐ την επύδραςη του παραιςθηςιογϐνου ναρκωτικοϑ. Αυτό τη ςυγκεκριμϋνη, που τη βύωναν αποκλειςτικϊ οι Ωνθρωποι των Δϋκα, την προκαλοϑςε ύςωσ μια δεδομϋνη ημερόςια ποςϐτητα νικοτύνησ. Οι ϊνθρωποι ςτουσ οπούουσ θα τον πόγαινε ο Ντιοϑκ να ςυναντόςει απϐψε εύχαν ςκοτϔςει κϊποιον αθϔο πολύτη, υπϐ την επόρεια αυτόσ τησ παρϊλογησ ιδϋασ, και ύςωσ να ςκϐτωναν κι ϊλλουσ. ύγουρα θα ςκϐτωναν κι ϊλλουσ με τον καιρϐ. Κι αν ο ύδιοσ δε φρϐντιζε να ξεκϐψει το ςυντομϐτερο δυνατϐ απ' αυτϐ τον παρϊφρονα 690
νεαρϐ μαϑρο τραπεζικϐ, ύςωσ κατϋληγε να γύνει ςυνϋνοχοσ ςε φϐνουσ. Εύχε όδη δει δϑο ανθρϔπουσ-νυχτερύδεσ... ϐχι, τρεισ, υπολογύζοντασ και τον αςτυνομικϐ, ό μϊλλον τϋςςερισ, βϊζοντασ μϋςα και τον αντιπρϐεδρο των ΗΠΑ. Κι αυτϐ ειδικϊ πόγαινε πολϑ. Η ιδϋα ϐτι ο αντιπρϐεδροσ των Ηνωμϋνων Πολιτειϔν... Σο ϑφοσ του Ντιοϑκ ϋκανε τον Πύρςον να πιςτϋψει ϐτι ο νεαρϐσ διϊβαςε τη ςκϋψη του για τρύτη φορϊ, πρϊγμα που επιβεβαύωςε ο Ντιοϑκ με τα λϐγια του. «Αρχύζεισ ν' αναρωτιϋςαι μόπωσ εύμαςτε ϐλοι ςαλεμϋνοι -κι εςϑ μαζύ», εύπε ο Ντιοϑκ. «Ϊτςι δεν εύναι;» «Και βϋβαια ϋτςι εύναι», απϊντηςε ο Πύρςον, πιο επιθετικϊ απ' ϐςο ςκϐπευε. «Εξαφανύζονται», εύπε ο Ντιοϑκ. «Εύδα αυτϐν του αχυρϔνα να εξαφανύζεται μπροςτϊ ςτα μϊτια μου». «Σι;» «Γύνονται διϊφανοι, γύνονται καπνϐσ και χϊνονται. Ξϋρω πϐςο τρελϐ ακοϑγεται, αλλϊ ϐ,τι κι αν ςου πω ποτϋ δε θα μπορϋςεισ να καταλϊβεισ πϐςο τρελϐ μοιϊζει ϐταν εύςαι μπροςτϊ και το βλϋπεισ να ςυμβαύνει. »την αρχό αρνεύςαι να το πιςτϋψεισ, παρ' ϐλο που ξϋρεισ ϐτι δε ςε ξεγελϊνε τα μϊτια ςου. Λεσ, πρϋπει να ονειρεϑομαι, ό νομύζεισ ϐτι θυμϊςαι κϊποια ταινύα που ϋχεισ δει, απ' αυτϋσ τησ ςειρϊσ Ο Πϐλεμοσ των Ωςτρων με τα εκπληκτικϊ εφϋ. ίςτερα πιϊνεισ μια μυρωδιϊ που εύναι ςαν ςκϐνη, κϊτουρο και καυτερό πιπεριϊ, ϐλα μαζύ ανακατωμϋνα. ε τςοϑζει ςτα μϊτια και ςου φϋρνει αναγοϑλα. Ο Λϋςτερ ϋκανε εμετϐ και η Σζϊνετ φταρνιζϐταν επύ μια ϔρα μετϊ. Εύπε ϐτι αυτϐ το παθαύνει ςυνόθωσ απϐ το κομμϋνο γραςύδι ό απϐ γϊτεσ μια οριςμϋνη εποχό. Σϋλοσ πϊντων, εγϔ πόγα ωσ την καρϋκλα ϐπου το εύχαμε δϋςει. Σα ςκοινιϊ όταν ακϐμα εκεύ, το ύδιο και οι χειροπϋδεσ και τα ροϑχα. Σο πουκϊμιςο του όταν κουμπωμϋνο ωσ πϊνω. Η γραβϊτα δεμϋνη. Ωπλωςα το χϋρι και κατϋβαςα το φερμουϊρ 691
του παντελονιοϑ του -ςιγϊ, με προςοχό, λεσ και θα πεταγϐταν απϐ μϋςα το πουλύ του να μου δαγκϔςει τη μϑτη. Σο μϐνο που εύδα κϊτω απϐ το παντελϐνι όταν το ςϔβρακο του. Ϊνα ςυνηθιςμϋνο ϊςπρο Σζϐκεώ. Σο φοβερϐ βϋβαια όταν ϐτι όταν ϊδειο. Δεν υπόρχε τύποτε απϐ κϊτω. Να ςου πω κϊτι, αδερφϋ; Δεν ϋχεισ δει τύποτε παρϊξενο ςτη ζωό ςου, μϋχρι να δεισ τα ροϑχα ενϐσ ανθρϔπου ςτημϋνα κανονικϊ, να κϊθονται ςε μια καρϋκλα, χωρύσ να υπϊρχει ϊνθρωποσ απϐ μϋςα». «Γύνονται καπνϐσ κι εξαφανύζονται», εύπε ο Πύρςον. «Φριςτϐσ και Παναγύα!» «Ναι, ςου λϋω. το τϋλοσ εύναι κϊπωσ ϋτςι». Ο Ντιοϑκ ϋδειξε ϋναν απϐ τουσ φανοςτϊτεσ, με το φωτεινϐ περιςτρεφϐμενο ςυννεφϊκι γϑρω απϐ τη λϊμπα ςτην κορυφό του. «Και τι γύνεται με...» Ο Πύρςον ςταμϊτηςε, ανύκανοσ προσ ςτιγμόν να βρει τα κατϊλληλα λϐγια για να εκφρϊςει αυτϐ που όθελε. «Φαρακτηρύζονται αγνοοϑμενοι; Σουσ...» Ξαφνικϊ ςυνειδητοπούηςε τι ακριβϔσ τον ϋκαιγε περιςςϐτερο να μϊθει. «Ντιοϑκ, τι γύνεται ο πραγματικϐσ Ντϊγκλασ Κύφερ; Ποϑ εύναι η πραγματικό οϑζαν Φϐλντινγκ;» Ο Ντιοϑκ κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Δεν ξϋρω. Εκτϐσ του ϐτι, κατϊ κϊποιο τρϐπο, όταν ο πραγματικϐσ Ντϊγκλασ Κύφερ αυτϐ το πλϊςμα που εύδεσ το πρωύ. Η πραγματικό οϑζαν Φϐλντινγκ. Νομύζουμε ϐτι τα κεφϊλια που βλϋπουμε εμεύσ ύςωσ δεν εύναι πραγματικϊ, ϐτι ο δικϐσ μασ εγκϋφαλοσ μεταφρϊζει αυτϐ που πραγματικϊ εύναι οι νυχτερύδεσ —αυτϐ που υπϊρχει ςτο μυαλϐ ό ςτην ψυχό τουσ— την κανονικό εικϐνα». «Σηλεπαθητικό προβολό;» Ο Ντιοϑκ χαμογϋλαςε. «Εςϑ τα καταφϋρνεισ με τισ λϋξεισ. Πρϋπει να μιλόςεισ με τον Λϋςτερ. Ωμα πρϐκειται να μιλόςει για νυχτερύδεσ, ο ϊνθρωποσ γύνεται ποιητόσ». 692
Σο ϐνομα χτϑπηςε κϊποιο καμπανϊκι ςτο μυαλϐ του Πύρςον και ϑςτερα απϐ ςϑντομη ςκϋψη κατϊλαβε το γιατύ. «Μόπωσ εύναι ϋνασ ηλικιωμϋνοσ κϑριοσ με πυκνϊ ϊςπρα μαλλιϊ; Ϊνασ που θυμύζει μεγιςτϊνα ςε ςαπουνϐπερα;» Ο Ντιοϑκ ϋςκαςε ςτα γϋλια. «Ναι, αυτϐσ εύναι ο Λεσ». Περπϊτηςαν ςιωπηλού για λύγο. Σο ποτϊμι αργοκυλοϑςε τα ςκοτεινϊ νερϊ του ςτα δεξιϊ τουσ και εύχαν αρχύςει πια να διακρύνουν τα φϔτα του Κϋμπριτζ ςτην ϊλλη πλευρϊ. Ο Πύρςον ςκϋφτηκε ϐτι ποτϋ του δεν εύχε ξαναδεύ τη Βοςτϐνη τϐςο ϐμορφη τη νϑχτα. «Οι ϊνθρωποι-νυχτερύδεσ ύςωσ δημιουργοϑνται απϐ κϊποιο ϊγνωςτο μικρϐβιο...» εύπε διςτακτικϊ ο Πύρςον. «Ναι, ύςωσ. Μερικού ϋχουν αυτό τη θεωρύα, αλλϊ εγϔ δε ςυμφωνϔ. Γιατύ ςκϋψου αυτϐ: Δε θα δεισ ποτϋ μια νυχτερύδα θυρωρϐ ό ςερβιτϐρα. Σουσ αρϋςει η δϑναμη και κινοϑνται πϊντα ςε κϑκλουσ δϑναμησ. Εύδεσ εςϑ ποτϋ ςου μικρϐβιο να χτυπϊει αποκλειςτικϊ και μϐνο πλοϑςιουσ;» «ήχι». «Οϑτε κι εγϔ». «Αυτού που πϊμε να ςυναντόςουμε... εύναι...» Ο Πύρςον και πϊλι δυςκολεϑτηκε να βρει τα κατϊλληλα λϐγια και παραλύγο να γελϊςει μ' αυτϊ που διϊλεξε τελικϊ. Δεν όταν ακριβϔσ μια επιςτροφό ςτο χϔρο τησ παιδικόσ φανταςύασ, αλλϊ δεν απεύχε και πολϑ. «Εύναι αγωνιςτϋσ τησ αντύςταςησ;» Ο Ντιοϑκ προβληματύςτηκε. Σελικϊ ςυγκατϋνευςε κι αναςόκωςε ταυτϐχρονα τουσ ϔμουσ του —όταν μια εκπληκτικό απϊντηςη με τη γλϔςςα του ςϔματοσ, που ϋλεγε ναι και ϐχι ταυτϐχρονα. «ήχι ακϐμα», εύπε ϑςτερα. «Αλλϊ μπορεύ να γύνουν μετϊ την αποψινό ςυγκϋντρωςη». Πριν προλϊβει ο Πύρςον να τον ρωτόςει τι εννοοϑςε μ' αυτϐ, ο Ντιοϑκ εντϐπιςε για δεϑτερη φορϊ εκεύνη τη μϋρα ϋνα ταξύ να κατεβαύνει ϊδειο, ςτην απϋναντι λωρύδα τησ τϐροου 693
Ντρϊιβ αυτό τη φορϊ, και κατϋβηκε ςτο οδϐςτρωμα για να του κϊνει ςινιϊλο να ςταματόςει. Ο ταξιτζόσ ϋκανε παρϊνομη ςτροφό επιτϐπου και πλεϑριςε το δικϐ τουσ πεζοδρϐμιο για να τουσ παραλϊβει. Μϋςα ςτο ταξύ μύληςαν μϐνο για αθλητικϊ· για τουσ Ρεντ οξ που ϋςκιζαν, τουσ Πϊτριοτσ που όταν για κλϊματα και τουσ ϋλτικσ που πόγαιναν για υποβιβαςμϐ. Δεν εύπαν κουβϋντα για νυχτερύδεσ, αλλϊ μϐλισ κατϋβηκαν μπροςτϊ απϐ ϋνα ςχετικϊ απομονωμϋνο κτύριο ςτην ϐχθη του ποταμοϑ, απϐ τη μεριϊ του Κϋμπριτζ (ΒΙΒΛΙΟΠΨΛΕΙΟ ΜΤΣΗΡΙΟΤ ΣΗ ΚΕέΣ, ϋγραφε η πινακύδα που απεικϐνιζε επύςησ μια καμπουριαςμϋνη μαϑρη γϊτα με ορθωμϋνο το τρύχωμα), ο Πύρςον ϋπιαςε τον Ντιοϑκ Ρϊινμαν απϐ το μπρϊτςο και τον ςταμϊτηςε. «Ϊχω μερικϋσ ερωτόςεισ ακϐμη», εύπε. Ο Ντιοϑκ κούταξε το ρολϐι του. «Δεν προλαβαύνουμε, Μπρϊντον. Ϋδη εύπαμε πϊρα πολλϊ». «Μϐνο δϑο τϐτε». «Φριςτϋ μου! Κϊνεισ ςαν τον επιθεωρητό Κολϐμπο ςτην τηλεϐραςη. Ωςε που αμφιβϊλλω αν θα μπορϋςω ν' απαντόςω. Ξϋρω πολϑ λιγϐτερα απ' ϐςα νομύζεισ». «Πϐτε ϊρχιςε αυτό η ιςτορύα;» «Σα βλϋπεισ; Αυτϐ εννοοϑςα. Δεν ξϋρω. Και η μϐνη νυχτερύδα που πιϊςαμε δεν εύπε λϋξη. Σο χρυςϐ μου δε μασ ϋδωςε οϑτε καν ϐνομα, βαθμϐ και ςειρϊ. Ο Ρϐμπι Ντελρϋι, ο τϑποσ που ςου ϋλεγα, λϋει ϐτι εύδε τον πρϔτο του πριν απϐ πϋντε χρϐνια. Λϋει ακϐμα ϐτι γύνονται περιςςϐτεροι χρϐνο με το χρϐνο. Ακϐμα εύναι λύγοι, ςυγκριτικϊ μ' εμϊσ, αλλϊ ο αριθμϐσ τουσ αυξϊνεται... εκθετικϊ; ωςτϊ το εύπα;» «Ελπύζω ϐχι», απϊντηςε ο Πύρςον. «Εύναι τρομακτικϐ αν αληθεϑει». «Ποια εύναι η ϊλλη ερϔτηςη, Μπρϊντον; Λϋγε γρόγορα». 694
«Σι γύνεται ςε ϊλλεσ πϐλεισ; Τπϊρχουν κι εκεύ νυχτερύδεσ και ϊνθρωποι που τισ βλϋπουν; Σι ξϋρετε γι' αυτϐ;» «Δεν ξϋρουμε. Μπορεύ να υπϊρχουν ςε ϐλο τον κϐςμο. Εύμαςτε ϐμωσ ςύγουροι ϐτι η Αμερικό εύναι η μϐνη χϔρα ϐπου υπϊρχουν αρκετού που μποροϑν να τισ δουν». «Γιατύ;» «Γιατύ εύναι η μϐνη χϔρα ςτον κϐςμο που ϋχει πϊθει ψϑχωςη με το τςιγϊρο... προφανϔσ επειδό εύμαςτε ο μϐνοσ λαϐσ που οι ϊνθρωποι πιςτεϑουν —κατϊ βϊθοσ το πιςτεϑουν πραγματικϊ— ϐτι, αν τρϔνε τισ ςωςτϋσ τροφϋσ, παύρνουν το ςωςτϐ ςυνδυαςμϐ απϐ βιταμύνεσ, ςκϋφτονται τα πρϊγματα με τον τρϐπο που πρϋπει και ςφουγγύζουν τουσ πιςινοϑσ τουσ με το ςωςτϐ χαρτύ υγεύασ, θα ζόςουν ωσ τα βαθιϊ γερϊματα και θα εύναι ςεξουαλικϊ δραςτόριοι ςυνεχϔσ. Σϔρα, ςχετικϊ με το κϊπνιςμα, ϋχει κηρυχτεύ κανονικϐσ πϐλεμοσ και το αποτϋλεςμα εύναι αυτϐ το περύεργο υβρύδιο. Εμεύσ, με ϊλλα λϐγια». «Οι Ωνθρωποι των Δϋκα», εύπε ο Πύρςον χαμογελϔντασ. «Ναι. Οι Ωνθρωποι των Δϋκα». Ο Ντιοϑκ κούταξε κϊπου πϊνω και πύςω απϐ τον ϔμο του Πύρςον. «Μούρα! Γεια!» Ο Πύρςον δε δοκύμαςε ιδιαύτερη ϋκπληξη μυρύζοντασ Σζιϐρτζιο. τρϊφηκε και όταν πρϊγματι η δεςποινύσ Κϐκκινη Υουςτύτςα. «Μούρα Ρύτςαρντςον, Μπρϊντον Πύρςον». «Γεια ςου», εύπε ο Πύρςον κι ϋςφιξε το χϋρι τησ κοπϋλασ. «Καταναλωτικϊ Δϊνεια, αν δεν απατϔμαι». «Κατ' ευφημιςμϐ. Εύναι ςαν να αποκαλεύσ ϋνα ςκουπιδιϊρη τεχνικϐ δημϐςιασ υγεύασ», απϊντηςε η κοπϋλα μ' ϋνα εϑθυμο χαμϐγελο. Ο Πύρςον ςκϋφτηκε πωσ τϋτοιο χαμϐγελο κϊθε ϊντρασ θα το ερωτευϐταν αυτομϊτωσ ϋτςι και δεν πρϐςεχε. «Αυτϐ που κϊνω εύναι να ελϋγχω τουσ πελϊτεσ. Αν κϊποιοσ θϋλει ν' αγορϊςει καινοϑρια Πϐρςε, ελϋγχω τα αρχεύα για να 695
ςιγουρευτϔ αν εύναι πρϊγματι επιπϋδου Πϐρςε... απϐ οικονομικό ςκοπιϊ, εννοεύται». «Υυςικϊ», εύπε ο Πύρςον ανταποδύδοντασ το χαμϐγελο. «Καμ!» φϔναξε η κοπϋλα. «Ϊλα εδϔ!» Ο Καμ όταν ο νεαρϐσ που φοροϑςε το καςκϋτο με το γεύςο προσ τα πύςω ϐταν ςφουγγϊριζε. Σϔρα που δε φοροϑςε τα ροϑχα τησ δουλειϊσ, φαινϐταν να ϋχει κερδύςει καμιϊ πενηνταριϊ πϐντουσ ςτην κλύμακα μϋτρηςησ του βαθμοϑ νοημοςϑνησ και όταν επύςησ κομψϐτατοσ και πολϑ γοητευτικϐσ. Ο Πύρςον ϋνιωςε ϋνα τςιμπηματϊκι ζόλιασ αλλϊ ϐχι ϋκπληξη, ϐταν ο νεαρϐσ αγκϊλιαςε τη θεςπϋςια μεςοϑλα τησ Μούρα Ρύτςαρντςον κι ϋδωςε ϋνα πεταχτϐ φιλύ ςτην ϊκρη των θεςπϋςιων χειλιϔν τησ. ίςτερα ϊπλωςε το χϋρι του ςτον Μπρϊντον. «Κϊμερον τύβενσ». «Μπρϊντον Πύρςον ». «Φαύρομαι που ςε βλϋπω εδϔ», εύπε ο τύβενσ. «Σο πρωύ νϐμιςα ϐτι θα ςωριαζϐςουν λιπϐθυμοσ». «Πϐςοι απϐ ςασ με εύδατε;» ρϔτηςε ο Πύρςον. Προςπϊθηςε να ξαναπαύξει ςτο μυαλϐ του τη ςκηνό των δϋκα το πρωύ ςτην πλατεύα, αλλϊ ςτϊθηκε αδϑνατον το περιςςϐτερο μϋροσ τησ όταν μια θολοϑρα. «ήλοι εμεύσ απϐ την τρϊπεζα που τουσ βλϋπουμε», απϊντηςε όςυχα η Μούρα. «Αλλϊ δεν πειρϊζει, κϑριε Πύρςον...» «Μπρϊντον. Παρακαλϔ». Η κοπϋλα ϋγνεψε καταφατικϊ. «Εύχαμε καθηλωθεύ και ςυμμεριζϐμαςτε την αγωνύα ςου, Μπρϊντον. Ϊλα, Καμ, πϊμε μϋςα». Ανϋβηκαν τα λιγοςτϊ ςκαλοπϊτια ειςϐδου του κτιρύου και τρϑπωςαν ςτο εςωτερικϐ. Ο Μπρϊντον πρϐλαβε να δει φευγαλϋα ϋνα θαμπϐ φωσ πριν κλεύςει πύςω τουσ η πϐρτα. 696
τρϊφηκε ςτον Ντιοϑκ. «υμβαύνουν πραγματικϊ ϐλα αυτϊ; Πεσ μου». Ο Ντιοϑκ τον κούταξε με ςυμπϊθεια. «Δυςτυχϔσ, ναι». Ϊκανε μια μικρό παϑςη και πρϐςθεςε: «Τπϊρχει και κϊτι καλϐ, ϐμωσ». «Ναι; Και ποιο εύναι αυτϐ;» Σα κϊταςπρα δϐντια του Ντιοϑκ ϊςτραψαν ςτο ςκοτϊδι τησ νϑχτασ. «ίςτερα απϐ πϋντε χρϐνια περύπου, θα πϊρεισ μϋροσ ςτην πρϔτη ςυγκϋντρωςη ςε κλειςτϐ χϔρο ϐπου επιτρϋπεται το κϊπνιςμα», απϊντηςε. «Ϊλα, πϊμε κι εμεύσ». Σο φουαγιϋ και το βιβλιοπωλεύο ςτο εςωτερικϐ όταν ςκοτεινϊ. Σο φωσ και ϋνα μαζικϐ μουρμουρητϐ ϋρχονταν απϐ το βϊθοσ μιασ απϐτομησ ςκϊλασ ςτ' αριςτερϊ τουσ. «Υτϊςαμε, λοιπϐν», εύπε ο Ντιοϑκ. «Κι ϐπωσ λϋνε και οι νεκρού, όταν μακρϑ και παρϊξενο το ταξύδι». «Πεσ το ψϋματα», ςυμφϔνηςε ο Πύρςον. «Εύναι και η Κϋιτ απϐ τουσ Ανθρϔπουσ των Δϋκα;» «Η ιδιοκτότρια; Μπα, ϐχι. Σην ϋχω δει μϐνο δυο φορϋσ κι ϋχω την εντϑπωςη ϐτι δεν εύναι καν καπνύςτρια. Αυτϐ το μϋροσ όταν ιδϋα του Ρϐμπι. ήςο για την Κϋιτ, ξϋρει απλϔσ ϐτι εύμαςτε ο ϑλλογοσ κληρϊ Καρϑδια τησ Βοςτϐνησ». Ο Πύρςον αναςόκωςε τα φρϑδια του. «Πϔσ το εύπεσ αυτϐ;» «Μια μικρό ομϊδα φανατικϔν αναγνωςτϔν που ςυναντιϐμαςτε κϊθε βδομϊδα για να ςυζητόςουμε τα ϋργα των Ρϋιμοντ Σςϊντλερ, Ντϊςιελ Φϊμετ, Ροσ Μακντϐναλντ κι ϊλλων παρϐμοιων. Αν δεν ϋχει τϑχει να διαβϊςεισ κϊποιον απ' αυτοϑσ, θα πρϋπει να το κϊνεισ. Δε βλϊπτει να ϋχεισ τα νϔτα ςου καλυμμϋνα. Εξϊλλου δεν εύναι δυςϊρεςτο· μερικϊ απ' αυτϊ τα βιβλύα εύναι πραγματικϊ πολϑ καλϊ». Ωρχιςαν να κατεβαύνουν τη ςκϊλα, ο Ντιοϑκ μπροςτϊ και ο Πύρςον απϐ πύςω —όταν πολϑ ςτενό για να τουσ χωρϋςει και τουσ δυο— και φτϊνοντασ ςτο τϋρμα τησ πϋραςαν απϐ μια 697
ανοιχτό πϐρτα ςε ϋνα χαμηλοτϊβανο, καλϊ φωτιςμϋνο υπϐγειο, που προφανϔσ εύχε την ύδια ϋκταςη με το ιςϐγειο, λυϐμενο κτύςμα απϐ πϊνω. ' αυτό την αύθουςα εύχαν ςτηθεύ καμιϊ τριανταριϊ πτυςςϐμενεσ καρϋκλεσ και αντικριςτϊ τουσ ϋνα καβαλϋτο, καλυμμϋνο με γαλϊζιο ϑφαςμα. Πϋρα απϐ το καβαλϋτο όταν ςτοιβαγμϋνα χαρτοκιβϔτια με τισ φύρμεσ διϊφορων εκδοτικϔν ούκων. Ο Πύρςον χαμογϋλαςε βλϋποντασ ςτον αριςτερϐ τούχο μια μεγϊλη κορνιζαριςμϋνη φωτογραφύα κι απϐ κϊτω την επιγραφό: ΝΣΩΙΕΛ ΦΑΜΕΣ: ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΙΜΗ ΣΟΝ ΑΣΡΟΜΗΣΟ ΑΡΦΗΓΟ. «Ντιοϑκ;» ακοϑςτηκε μια γυναικεύα φωνό απϐ κϊπου ςτ' αριςτερϊ τουσ. «Δϐξα τω θεϔ. Υοβόθηκα μόπωσ ϋπαθεσ τύποτα». Η γυναύκα όταν ϊλλη μια γνωςτό φυςιογνωμύα για τον Πύρςον η νεαρό με τουσ χοντροϑσ φακοϑσ, τα μακριϊ ύςια μαλλιϊ και το αυςτηρϐ ϑφοσ. Απϐψε φαινϐταν λιγϐτερο αυςτηρό, με το εφαρμοςτϐ, ξεθωριαςμϋνο τζιν και το κολεγιακϐ μπλουζϊκι, κϊτω απϐ το οπούο όταν ολοφϊνερο ϐτι δε φοροϑςε ςτηθϐδεςμο. Και ο Πύρςον ςχημϊτιςε την εντϑπωςη πωσ ϋτςι κι ϋβλεπε η γυναύκα του Ντιοϑκ το πϔσ κούταζε τον ϊντρα τησ αυτό η νεαρό, ςύγουρα θα τον ϋβγαζε απϐ το υπϐγειο τησ Κϋιτ τραβϔντασ τον απϐ τ' αυτύ, κι ασ πόγαιναν ςτα κομμϊτια ϐλοι οι μπϊτμαν του κϐςμου. «Καλϊ εύμαι, χρυςϐ μου, μην ανηςυχεύσ», τησ απϊντηςε ο Ντιοϑκ. «Απλϔσ μϑηςα ϋνα καινοϑριο μϋλοσ ςτην Εκκληςύα τησ Γαμημϋνησ Νυχτερύδασ. Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ, Μπρϊντον Πύρςον». Ο Μπρϊντον ϋςφιξε το χϋρι τησ κοπϋλασ, κϊνοντασ τη ςκϋψη: Εςϑ πρϋπει να εύςαι αυτό που φταρνιζϐταν μια ϔρα μετϊ. 698
«Φαύρομαι πολϑ που εύςαι κοντϊ μασ, Μπρϊντον», εύπε η κοπϋλα κι αμϋςωσ ςυνϋχιςε να χαμογελϊει λιγωμϋνα ςτον Ντιοϑκ, που ϋδειχνε αμόχανοσ κϊτω απϐ το επύμονο βλϋμμα τησ. «Πϊμε για ϋναν καφϋ μετϊ;» τον ρϔτηςε. «Φμ... ύςωσ... θα δοϑμε. Εντϊξει;» «Εντϊξει», απϊντηςε η κοπϋλα και η ϋκφραςη τησ ϋδειχνε καθαρϊ ϐτι μποροϑςε να περιμϋνει μϋχρι και τρύα χρϐνια να βγει για καφϋ με τον Ντιοϑκ, αν ϋτςι το προτιμοϑςε εκεύνοσ. Σι γυρεϑω εδϔ; αναρωτόθηκε ξαφνικϊ ο Πύρςον. Εύναι τελεύωσ τρελϐ αυτϐ που ςυμβαύνει... αν ςυγκϋντρωςη Ανϔνυμων Αλκοολικϔν ςε ψυχιατρεύο. Σα μϋλη τησ Εκκληςύασ τησ Γαμημϋνησ Νυχτερύδασ ϋπαιρναν ταςϊκια απϐ μια ςτούβα πϊνω ς' ϋνα απϐ τα χαρτοκιβϔτια κι ϊναβαν τςιγϊρο με φανερό απϐλαυςη αμϋςωσ μϐλισ κϊθονταν ςτισ θϋςεισ τουσ. Ο Πύρςον υπολϐγιςε ϐτι θα ϋμεναν ελϊχιςτεσ ϊδειεσ καρϋκλεσ ϐταν θα βολεϑονταν ϐλοι . «Ϋρθαν ςχεδϐν ϐλοι», του εύπε ο Ντιοϑκ καθϔσ τον οδηγοϑςε ςτισ πύςω ςειρϋσ των καθιςμϊτων, μακριϊ απϐ την καφετιϋρα, που εύχε αναλϊβει να τη χειρύζεται η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ. Ο Πύρςον δεν μπϐρεςε να πει με ςιγουριϊ αν αυτϐ όταν ςυμπτωματικϐ. «Ψραύα εύμαςτε εδϔ... Μπρϊντον, το κοντϊρι!» Σο κοντϊρι, μ' ϋνα γϊντζο ςτην ϊκρη του που χρηςύμευε για ν' ανούγουν τα παρϊθυρα κοντϊ ςτην οροφό του υπογεύου, όταν ςτημϋνο ςτον τούχο και ο Πύρςον το κλϐτςηςε ϊθελα του καθϔσ πόγε να καθύςει. Ο Ντιοϑκ το ϊρπαξε πριν πϋςει και κϐψει κανϋναν, το μετακύνηςε ςε ςχετικϊ αςφαλϋςτερη απϐςταςη ςτον τούχο και τελικϊ ϋκανε δυο τρύα βόματα ςτον πλαώνϐ διϊδρομο κι ϊρπαξε ϋνα απϐ τα ϊδεια ταςϊκια. «Εςϑ ςύγουρα διαβϊζεισ τη ςκϋψη», του εύπε ο Πύρςον μ' ϋνα χαμϐγελο ευγνωμοςϑνησ κι ϊναψε αμϋςωσ τςιγϊρο. 699
Αιςθανϐταν μια περύεργη ευχαρύςτηςη που μποροϑςε να το κϊνει αυτϐ, ςαν μϋλοσ μιασ αρκετϊ μεγϊλησ ομϊδασ ανθρϔπων . Ο Ντιοϑκ ϊναψε το δικϐ του τςιγϊρο, ροϑφηξε την πρϔτη και ϑςτερα ϋδειξε μ' αυτϐ ϋνα λιγνϐ κρεμανταλϊ με πρϐςωπο γεμϊτο φακύδεσ, που ςτεκϐταν ϐρθιοσ δύπλα ςτο καβαλϋτο. Ο Υακύδασ όταν απορροφημϋνοσ απϐ την κουβϋντα του με τον Λϋςτερ ήλςον, αυτϐν που εύχε ςκοτϔςει τον μπϊτμαν «ποπποπ-ποπ», ς' ϋναν ϋρημο αχυρϔνα του Νιοϑμπεριπορτ. «Ο κοκκινομϊλλησ εύναι ο Ρϐμπι Ντελρϋι», εύπε ο Ντιοϑκ με ςχεδϐν ευλαβικϐ ϑφοσ. «Δε θα τον διϊλεγεσ ποτϋ να παύξει το ωτόρα τησ Ανθρωπϐτητασ, αν ϋδινεσ ρϐλουσ ςε ταινύα επιςτημονικόσ φανταςύασ, ϋτςι δεν εύναι; Κι ϐμωσ, μπορεύ να εύναι αυτϐ ακριβϔσ». Ο Ντελρϋι ϋγνεψε καταφατικϊ ςτον ήλςον, τον χτϑπηςε καθηςυχαςτικϊ ςτην πλϊτη και του εύπε κϊτι που ϋκανε τον ηλικιωμϋνο κϑριο με τα λευκϊ μαλλιϊ να γελϊςει με την καρδιϊ του. ίςτερα ο ήλςον επϋςτρεψε ςτη θϋςη του —ςτο κϋντρο τησ πρϔτησ ςειρϊσ— και ο Ντελρϋι πόρε θϋςη ακριβϔσ δύπλα ςτο καλυμμϋνο καβαλϋτο. το μεταξϑ εύχαν καταληφθεύ ϐλεσ οι θϋςεισ και υπόρχαν κϊμποςοι που ςτϋκονταν ϐρθιοι ςτο βϊθοσ τησ αύθουςασ, κοντϊ ςτο τραπεζϊκι με την καφετιϋρα. Ζωηρϋσ κουβϋντεσ, γϋλια κι επιφωνόματα αλληλοςυγκροϑονταν ςκορπύζοντασ προσ ϐλεσ τισ κατευθϑνςεισ, ςαν μπϊλεσ του μπιλιϊρδου μετϊ απϐ ϋνα γερϐ χτϑπημα. Ϊνα ςτρϔμα γκριζογϊλανου καπνοϑ εύχε όδη μαζευτεύ λύγο χαμηλϐτερα απϐ το ταβϊνι. Φριςτϋ μου, εύναι ϐλοι λοξού, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Πϊω ςτούχημα πωσ ϋτςι θα ϋκαναν και οι Εγγλϋζοι ςτα καταφϑγια ϐταν οι Γερμανού βομβϊρδιζαν το Λονδύνο. τρϊφηκε ςτον Ντιοϑκ. «Με ποιον μύληςεσ; Ποιοσ ςου εύπε ϐτι εμφανύςτηκε κϊτι μεγϊλο απϐψε;» 700
«Η Σζϊνετ», απϊντηςε ο Ντιοϑκ χωρύσ να τον κοιτϊξει. Σα εκφραςτικϊ γκρύζα μϊτια του όταν ςτυλωμϋνα ςτον Ρϐμπι Ντελρϋι, που κϊποτε του εύχε ςϔςει τη ζωό μϋςα ς' ϋνα βαγϐνι τρϋνου. Ο Πύρςον νϐμιςε ϐτι διϋκρινε και λατρεύα εκτϐσ απϐ θαυμαςμϐ ςτο βλϋμμα του Ντιοϑκ. «Ντιοϑκ; Η αποψινό ςυνϊντηςη εύναι μαζικό, ε;» «Για μασ, ναι. Η μεγαλϑτερη που ϋχει γύνει ωσ τϔρα». «Δε ςου προκαλεύ ανηςυχύα αυτϐ; Σϐςο πολλού ϊνθρωποι μαζεμϋνοι ς' ϋνα υπϐγειο;» «ήχι», εύπε απλϊ ο Ντιοϑκ. «Ο Ρϐμπι μυρύζει τισ νυχτερύδεσ. Εύναι... ςςς! Αρχύζουμε». Ο Ρϐμπι Ντελρϋι, χαμογελϔντασ, ςόκωςε τα χϋρια του ψηλϊ και ϐλεσ οι κουβϋντεσ ςταμϊτηςαν μεμιϊσ. Ο Πύρςον εύδε το ϑφοσ λατρεύασ του Ντιοϑκ ζωγραφιςμϋνο ςε πολλϊ ϊλλα πρϐςωπα γϑρω του. Πουθενϊ δε διϋκρινε κϊτι λιγϐτερο απϐ ςεβαςμϐ. «ασ ευχαριςτϔ που όρθατε», εύπε όςυχα ο Ντελρϋι. «Νομύζω ϐτι πετϑχαμε τελικϊ αυτϐ που μερικού απϐ μασ περιμϋνουμε πϋντε χρϐνια τϔρα». Αυτϐ προκϊλεςε αυθϐρμητο χειροκρϐτημα. Ο Ντελρϋι περύμενε να κοπϊςουν οι επευφημύεσ, κοιτϊζοντασ γϑρω του, καμαρϔνοντασ. Σελικϊ ςόκωςε πϊλι τα χϋρια του για να γύνει ηςυχύα. Καθϔσ ϋςβηνε το χειροκρϐτημα, ςτο οπούο δεν εύχε πϊρει μϋροσ, ο Πύρςον διαπύςτωςε κϊτι ανηςυχητικϐ: δεν του ϊρεςε καθϐλου ο φύλοσ και ςϑμβουλοσ του Ντιοϑκ. άςωσ να ζόλευε λιγϊκι, δεν όταν απύθανο, γιατύ τϔρα που ο Ντελρϋι ϋκανε τον αρχηγϐ ςτην αύθουςα ο Ντιοϑκ εύχε ξεχϊςει ακϐμη και την ϑπαρξη του Πύρςον. Δεν όταν μϐνο αυτϐ, ϐμωσ. Ο Πύρςον διϋκρινε ματαιοδοξύα και υπερβολικό αυταρϋςκεια ς' εκεύνα τα ςηκωμϋνα χϋρια, που ϋκαναν ςόμα ςτο ακροατόριο να ςωπϊςει. Κϊτι που θϑμιζε τη ςχεδϐν αςυνεύδητη περιφρϐνηςη ενϐσ μαλαγϊνα πολιτικοϑ προσ τουσ φανατικοϑσ οπαδοϑσ του. 701
Οχ, ϋλα τϔρα, μϊλωςε τον εαυτϐ του. Δεν εύναι δυνατϐν να βγϊλεισ τϋτοια ςυμπερϊςματα απϐ την αρχό. ωςτϐ, πολϑ ςωςτϐ. Ο Πύρςον απϔθηςε την αρνητικό εντϑπωςη απϐ το μυαλϐ του, για να δϔςει ςτον Ντελρϋι μια ευκαιρύα, ϋςτω για χϊρη του Ντιοϑκ. «Πριν αρχύςουμε», εύπε ο Ντελρϋι, «Θϋλω να ςασ ςυςτόςω ϋνα καινοϑριο μϋλοσ τησ ομϊδασ μασ, τον Μπρϊντον Πύρςον απϐ το μακρινϐ, ςκοτεινϐ Μύντφορντ. Μπρϊντον, θα μποροϑςεσ να ςηκωθεύσ ϐρθιοσ να ςε δουν και να ςε γνωρύςουν οι καινοϑριοι ςου φύλοι;» Ο Πύρςον ϋριξε ϋνα ϋκπληκτο βλϋμμα ςτον Ντιοϑκ. Εκεύνοσ χαμογϋλαςε αμόχανα, αναςόκωςε τουσ ϔμουσ και τον ςκοϑντηξε ςτα πλευρϊ. «Ϊλα, ςόκω, δε δαγκϔνουν». Ο Πύρςον δεν όταν και τϐςο ςύγουροσ. Παρ' ϐλεσ τισ επιφυλϊξεισ του, ςηκϔθηκε, κοκκινύζοντασ απϐ ντροπό ςτη θϋα ϐλων εκεύνων των προςϔπων που ςτρϊφηκαν προσ το μϋροσ του. Ιδιαύτερα τον ενϐχληςε το χαμϐγελο ςτο πρϐςωπο του Λϋςτερ ήλςον —ϐπωσ και το παρουςιαςτικϐ του, παραόταν λαμπερϐ για να μη ςου δημιουργεύ υποψύεσ. Οι Ωνθρωποι των Δϋκα ϊρχιςαν πϊλι να χειροκροτοϑν κι αυτό τη φορϊ χειροκροτοϑςαν αυτϐν: τον Μπρϊντον Πύρςον, τραπεζικϐ υπϊλληλο και αμετανϐητο καπνιςτό. Βρϋθηκε πϊλι ν' αναρωτιϋται μόπωσ εύχε πϋςει κατϊ λϊθοσ ςε ςυγκϋντρωςη Ανϔνυμων Αλκοολικϔν, ςτην οπούα ςυμμετεύχαν αποκλειςτικϊ και μϐνο (αν δεν τη διηϑθυναν κιϐλασ) ψυχοπαθεύσ με περικεφαλαύα. ήταν ξανακϊθιςε ςτη θϋςη του, τα μαγουλϊ του ϋκαιγαν. «Αυτϐ θα μποροϑςε να λεύπει», μουρμοϑριςε ςτον Ντιοϑκ. «Φαλϊρωςε, φύλε», του εύπε ο Ντιοϑκ, πϊντα χαμογελαςτϐσ. «Ϊτςι εύναι για ϐλουσ την πρϔτη φορϊ. θα το γουςτϊρεισ ςε λύγο, ϊμα ςου λϋω. θϋλω να πω, εύναι τϐςο πολϑ ςτο πνεϑμα τησ εποχόσ». 702
«Ναι, εύναι, αλλϊ δεν το γουςτϊρω καθϐλου», εύπε ο Πύρςον. Η καρδιϊ του χτυποϑςε γρόγορα και το φοϑντωμα ςτα μαγουλϊ του δεν ϋλεγε να υποχωρόςει. Αντύθετα, φαινϐταν να δυναμϔνει. Σι διϊβολο ϋχω; αναρωτόθηκε. υναιςθηματικό κρύςη; Αντρικό εμμηνϐπαυςη; Σι; Ο Ρϐμπι Ντελρϋι ϋςκυψε μπροςτϊ, εύπε κϊτι ςε μια καςτανό με γυαλϊκια που καθϐταν δύπλα ςτον ήλςον, ςυμβουλεϑτηκε το ρολϐι του και ϑςτερα επϋςτρεψε ςτο καλυμμϋνο καβαλϋτο και αντύκριςε και πϊλι το ακροατόριο του. Σο γεμϊτο φακύδεσ, ανοιχτϐ πρϐςωπο του τον ϋκανε να μοιϊζει με αγϐρι τησ εκκληςιαςτικόσ χορωδύασ, ικανϐ να κϊνει κϊθε εύδουσ ανϔδυνη ζαβολιϊ τισ υπϐλοιπεσ ϋξι μϋρεσ τησ βδομϊδασ βατραχϊκια ςτισ πλϊτεσ των κοριτςιϔν, μπύλιεσ κϊτω απϐ το ςεντϐνι ςτην κοϑνια του μικροϑ του αδερφοϑ κι ϊλλα παρϐμοια. «Ευχαριςτϔ, φύλοι μου. Κι εςϑ, Μπρϊντον, καλϔσ ϐριςεσ ανϊμεςα μασ». Ο Πύρςον μουρμοϑριςε ϐτι χαιρϐταν πολϑ που βριςκϐταν εκεύ, πρϊγμα που δεν όταν αλόθεια. Κι αν οι φύλοι του οι Ωνθρωποι των Δϋκα αποδεικνϑονταν τελικϊ ϋνα τςοϑρμο ηλύθιοι, πιςτού κϊποιου δϐγματοσ τησ Νϋασ Εποχόσ; Κι αν κατϋληγε να αιςθϊνεται γι' αυτοϑσ ϐ,τι αιςθανϐταν για τουσ καλεςμϋνουσ τησ ήπρα Γουύνφρι ό για κϊτι κοςτουμαριςμϋνουσ θρηςκϐληπτουσ βλϊκεσ που ϋκαναν κόρυγμα ςε πϊρκα και πλατεύεσ; Σι θα γινϐταν τϐτε; Οχ, πϊψε πια, εύπε ςτον εαυτϐ του. Ο Ντιοϑκ ςου φαύνεται μια χαρϊ, ϋτςι δεν εύναι; Ναι, του ϊρεςε ο Ντιοϑκ και κατϊ πϊςα πιθανϐτητα θα του ϊρεςε και η Μούρα Ρύτςαρντςον... αφοϑ θα ξεπερνοϑςε το επιδερμικϐ, ςεξουαλικϐ ενδιαφϋρον και θα εκτιμοϑςε την προςωπικϐτητα τησ. Και ςύγουρα θα υπόρχαν κι ϊλλοι που θα τουσ γνϔριζε και θα τουσ ςυμπαθοϑςε. Δεν όταν δϑςκολοσ ϊνθρωποσ. Ωλλωςτε, δεν ϋπρεπε να ξεχνϊει το βαςικϐ λϐγο που 703
βρύςκονταν ςυγκεντρωμϋνοι ϐλοι αυτού ςτο υπϐγειο: τουσ ανθρϔπουσ-νυχτερύδεσ. Με δεδομϋνη αυτό την απειλό, μποροϑςε να κϊνει τα ςτραβϊ μϊτια ςε μερικοϑσ λοξοϑσ —ό ϐχι; Μϊλλον μποροϑςε. Ϋ, μϊλλον, ϋπρεπε. Ψραύα! Μπρϊβο! Κϊθιςε πύςω τϔρα, χαλϊρωςε και παρακολοϑθηςε την παρϊςταςη. Ακοϑμπηςε ςτην καρϋκλα του, αλλϊ δεν μπϐρεςε να χαλαρϔςει. Εν μϋρει ϋφταιγε που όταν ο μϐνοσ καινοϑριοσ τησ παρϋασ. Εν μϋρει ϋφταιγε η ϋμφυτη δυςπιςτύα του προσ αυτόσ τησ μορφόσ την αναγκαςτικό κοινωνικϐτητα. Εκ πεποιθόςεωσ, θεωροϑςε γελούουσ αυτοϑσ που απευθϑνονται ςτον ενικϐ ςε κϊποιον που γνωρύζουν για πρϔτη φορϊ. Κι εν μϋρει... Πϊψε πια! Ακϐμα δεν κατϊλαβεσ; Δε ςου πϋφτει λϐγοσ ςτο ζότημα. Δυςϊρεςτη διαπύςτωςη, ϐντωσ, που όταν δϑςκολο ν' ανατραπεύ με επιχειρόματα. Εύχε περϊςει κϊποιο ςϑνορο ςόμερα το πρωύ, ϐταν ϋςτρεψε τυχαύα το κεφϊλι του και εύδε αυτϐ που ζοϑςε πραγματικϊ κϊτω απϐ τα ροϑχα του Ντϊγκλασ Κύφερ αυτϐ τον καιρϐ. Σϔρα ςυνειδητοποιοϑςε πϐςο οριςτικό όταν εκεύνη η γραμμό και πϐςο λύγεσ οι πιθανϐτητεσ να μπορϋςει κϊποτε να ξαναπερϊςει ςτην πλευρϊ που εύχε αφόςει πύςω του. την αςφαλό πλευρϊ. ήχι, δεν μποροϑςε να χαλαρϔςει. Σουλϊχιςτον, ϐχι ακϐμη . «Πριν περϊςουμε ςτα πρακτικϊ ζητόματα θϋλω να ςασ ευχαριςτόςω ϐλουσ που όρθατε, παρ' ϐτι ειδοποιηθόκατε την τελευταύα ςτιγμό», εύπε ο Ρϐμπι Ντελρϋι. «Ξϋρω ϐτι οι περιςςϐτεροι δεν εύναι καθϐλου εϑκολο να λεύψετε χωρύσ να δημιουργόςετε απορύεσ ςτουσ δικοϑσ ςασ και ϐτι μερικϋσ φορϋσ το διακινδυνεϑετε. Δε νομύζω ϐτι θα όταν υπερβολό αν ϋλεγα ϐτι περϊςαμε ϐλοι μασ δϑςκολεσ ϔρεσ... ξεφϑγαμε απϐ ςυμπληγϊδεσ...» 704
Ευγενικϊ, ςιγανϊ γελϊκια απϐ το ακροατόριο. Οι περιςςϐτεροι φαύνονταν να κρϋμονται απϐ τα χεύλη του Ντελρϋι. «...και κανϋνασ δεν ξϋρει καλϑτερα απϐ μϋνα πϐςο δϑςκολο, πϐςο ςκληρϐ εύναι να εύςαι ϋνασ απϐ τουσ ελϊχιςτουσ που γνωρύζουν την αλόθεια. Απ' ϐταν εύδα τον πρϔτο μου μπϊτμαν, πριν απϐ πϋντε χρϐνια...» Ο Πύρςον εύχε όδη αρχύςει να κϊνει νευρικϋσ κινόςεισ, βιϔνοντασ το μϐνο ςυναύςθημα που δεν περύμενε να αιςθανθεύ απϐψε: βαριεςτιμϊρα. Να καταλόξει αυτό η τϐςο αλλϐκοτη μϋρα ϋτςι ϐπωσ κατϋληξε, μ' ϋνα τςοϑρμο ανθρϔπουσ να κϊθονται ςτο υπϐγειο ενϐσ βιβλιοπωλεύου και ν' ακοϑν ϋνα φακιδιϊρη ελαιοχρωματιςτό να βγϊζει λϐγο, ςαν κακϐσ ομιλητόσ του υλλϐγου Ροταριανϔν... Κι ϐμωσ οι υπϐλοιποι ϋδειχναν απϐλυτα απορροφημϋνοι. Ο Πύρςον κούταξε γϑρω του για να το επιβεβαιϔςει. Σα μϊτια του Ντιοϑκ ϋλαμπαν μ' ϋνα εύδοσ λατρευτικόσ προςόλωςησ και εύχε ϋνα ϑφοσ που θϑμιζε ςτον Πύρςον τον Μπϊντι, το ςκϑλο που εύχε ϐταν όταν μικρϐσ. Κϊπωσ ϋτςι τον κούταζε ο Μπϊντι, ϐταν ο Πύρςον ϊνοιγε τη ςκυλο-κονςϋρβα για να τον ταϏςει. Ο Κϊμερον τύβενσ και η Μούρα Ρύτςαρντςον κϊθονταν δύπλα δύπλα, αγκαλιαςμϋνοι, και χϊζευαν κυριολεκτικϊ τον Ρϐμπι Ντελρϋι. Σο ύδιο και η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ. Σο ύδιο και οι υπϐλοιποι που εύχαν μεύνει ϐρθιοι, δύπλα ςτην καφετιϋρα. Σο ύδιο ϐλοι, εκτϐσ απϐ τον κϑριο Μπρϊντον Πύρςον, ςκϋφτηκε. Ϊλα, χρυςϋ μου, προςπϊθηςε να μπεισ κι εςϑ ςτο πνεϑμα τησ βραδιϊσ. Μϐνο που του όταν αδϑνατον και, κατϊ περύεργο τρϐπο, το ύδιο φαινϐταν να ςυμβαύνει και ςτον Ρϐμπι Ντελρϋι. Ο Πύρςον ϋςτρεψε το βλϋμμα του ςτον ομιλητό τη ςτιγμό ακριβϔσ που εκεύνοσ ϋριχνε ϊλλη μια κλεφτό ματιϊ ςτο ρολϐι του. Ϋταν μια κύνηςη που ο Πύρςον τη θεωροϑςε χαρακτηριςτικϐ γνϔριςμα 705
τησ φυλόσ των Ανθρϔπων των Δϋκα. Τπϋθεςε, λοιπϐν, ϐτι ο Ρϐμπι Ντελρϋι μετροϑςε την ϔρα για το επϐμενο τςιγϊρο του. Κι ενϔ ο ομιλητόσ ςυνϋχιςε να φλυαρεύ, ϊρχιςαν και μερικού ϊλλοι απϐ το ακροατόριο να δεύχνουν ςημϊδια νευρικϐτητασ. Ακοϑςτηκαν μερικϊ βηξιματϊκια και κϊμποςα ςουρςύματα ποδιϔν ςτο πϊτωμα. Ο Ντελρϋι, ωςτϐςο, εξακολοϑθηςε ακϊθεκτοσ, δεύχνοντασ να μην ϋχει ςυνεύδηςη ϐτι, αγαπητϐσ ηγϋτησ τησ αντύςταςησ ό ϐχι, το εύχε παρακϊνει με τισ ειςαγωγϋσ. «...και καταφϋραμε ϐ,τι καλϑτερο μποροϑςαμε», ϋλεγε τϔρα. «Δεχτόκαμε τισ απϔλειεσ με γενναιϐτητα, κϊνοντασ πϋτρα την καρδιϊ και κρϑβοντασ τον πϐνο μασ, ϋτςι ϐπωσ κϊνουν πϊντα οι μαχητϋσ των μυςτικϔν πολϋμων, χωρύσ να χϊςουμε οϑτε μια ςτιγμό την πύςτη ϐτι θα ϋρθει η μϋρα που το μυςτικϐ θα φανερωθεύ και θα... » Ωλλη μια κλεφτό ματιϊ ςτο ρολϐι του... «...μπορϋςουμε να μοιραςτοϑμε τη γνϔςη μασ με ϐλουσ τουσ ϊλλουσ ανθρϔπουσ που κοιτϊζουν αλλϊ δε βλϋπουν πραγματικϊ». ωτόρασ τησ Ανθρωπϐτητασ αυτϐσ; ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Ϊλεοσ, Φριςτϋ μου! Ο τϑποσ εύναι για τα πανηγϑρια. Ϊριξε μια ματιϊ ςτον Ντιοϑκ κι αμϋςωσ πόρε κουρϊγιο, διαπιςτϔνοντασ ϐτι και ο φύλοσ του, ενϔ ςυνϋχιζε ν' ακοϑει, μετακινιϐταν νευρικϊ ςτην καρϋκλα του κι ϋδειχνε τα πρϔτα ςημϊδια ανυπομονηςύασ. Ο Πύρςον ϊγγιξε τα μαγουλϊ του. Ϊκαιγαν ακϐμη. Κατϋβαςε τα χϋρια ςτο λαιμϐ του, ψηλϊφιςε το ςφυγμϐ του και τον ϋνιωςε να καλπϊζει. Δεν όταν πια απϐ ντροπό και αμηχανύα που εύχε αναγκαςτεύ να ςηκωθεύ ϐρθιοσ και να ςτηθεύ να τον δουν ςαν φιναλύςτ ςτο διαγωνιςμϐ για τη Μισ Αμερικό. Οι ϊλλοι εύχαν ξεχϊςει την ϑπαρξη του, προςωρινϊ ϋςτω. ήχι· κϊτι ϊλλο όταν που τον τϊραζε. Κϊτι διϐλου καλϐ. 706
«...μεύναμε ενωμϋνοι και δε δειλιϊςαμε. υνεχύςαμε να χορεϑουμε ακϐμη κι ϐταν η μουςικό δεν όταν τησ αρεςκεύασ μασ...» μακρηγοροϑςε με μονϐτονη φωνό ο Ντελρϋι. Εύναι αυτϐ που ϋνιωςα και πριν, εύπε ο Μπρϊντον Πύρςον ςτον εαυτϐ του. Εύναι ο φϐβοσ ϐτι ϋχω μπλϋξει με μια ομϊδα τρελϔν που μοιρϊζονται μια επικύνδυνη μαζικό παραύςθηςη. «ήχι, δεν εύναι αυτϐ», μουρμοϑριςε ϊθελα του. Ο Ντιοϑκ ςτρϊφηκε και τον κούταξε με τα φρϑδια ςηκωμϋνα και ο Πύρςον του ϋκανε νϐημα με το κεφϊλι ϐτι δεν όταν τύποτε. Ο Ντιοϑκ ϋςτρεψε πϊλι την προςοχό του ςτον ομιλητό. Υοβϐταν, όταν γεγονϐσ, αλλϊ ϐχι ϐτι εύχε μπλϋξει ςε κϊποια παρϊξενη δολοφονικό οργϊνωςη φανατιςμϋνων πιςτϔν. άςωσ μερικού ς' αυτό την αύθουςα να εύχαν ςκοτϔςει. άςωσ το περύεργο περιςτατικϐ ςτον αχυρϔνα του Νιοϑμπεριπορτ να εύχε ςυμβεύ πρϊγματι. ήμωσ, το κλύμα τησ αποψινόσ ςυγκϋντρωςησ δεν όταν φορτιςμϋνο με την ενϋργεια που απαιτοϑν οι ακραύεσ πρϊξεισ. Ο Πύρςον δεν τη διϋκρινε ςε κανϋνα απϐ τα πρϐςωπα που αντύκριζε ο Ντϊςιελ Φϊμετ απϐ την περύοπτη θϋςη του ςτον τούχο. Αυτϐ που διϋκρινε όταν μια νυςταλϋα ημιςυμμετοχό, το εύδοσ τησ προςοχόσ που δύνουν οι ακροατϋσ ενϐσ βαρετοϑ λϐγου, προκειμϋνου να μην αποκοιμηθοϑν ςτισ καρϋκλεσ τουσ ό να μη ςηκωθοϑν να φϑγουν απϐ τη μϋςη. «Ϊμπα ςτο θϋμα, Ρϐμπι!» φϔναξε κϊποιοσ θερμϐαιμοσ απϐ το βϊθοσ κι ακολοϑθηςαν νευρικϊ γελϊκια. Ο Ρϐμπι Ντελρϋι ϋριξε μια ενοχλημϋνη ματιϊ προσ την κατεϑθυνςη τησ φωνόσ, ϑςτερα χαμογϋλαςε και... κούταξε ξανϊ το ρολϐι του. «Ναι, εντϊξει», εύπε. «Παραςϑρθηκα, το παραδϋχομαι. Λϋςτερ, ϋρχεςαι να με βοηθόςεισ ϋνα λεπτϐ;» Ο Λϋςτερ ςηκϔθηκε. Οι δυο ϊντρεσ πόγαν πύςω απϐ μια ςτούβα με χαρτοκιβϔτια γεμϊτα βιβλύα κι επϋςτρεψαν 707
κουβαλϔντασ ϋνα δερμϊτινο μπαουλϊκι που το κρατοϑςαν απϐ τα πλαώνϊ χεροϑλια του. Σο απύθωςαν δεξιϊ του καβαλϋτου. «Ευχαριςτϔ, Λεσ», εύπε ο Ρϐμπι. Ο Λϋςτερ ϋγνεψε και ξανακϊθιςε ςτη θϋςη του. «Σι εύναι εκεύ μϋςα;» μουρμοϑριςε ο Πύρςον ςτο αυτύ του Ντιοϑκ. Ο Ντιοϑκ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Υαινϐταν απορημϋνοσ και λιγϊκι ανόςυχοσ... αλλϊ ϐχι τϐςο ϐςο ο Πύρςον, «Εντϊξει, ο Μακ ϋχει κϊποιο δύκιο», εύπε ο Ντελρϋι. «Παραςϑρθηκα, αλλϊ θεωρϔ αυτό τη ςυνϊντηςη ιςτορικόσ ςημαςύασ. Ασ μποϑμε ϐμωσ ςτο θϋμα». Ϊκανε παϑςη για να δημιουργόςει ατμϐςφαιρα και ϑςτερα τρϊβηξε το γαλϊζιο πανύ απϐ το καβαλϋτο. Σο ακροατόριο τεντϔθηκε ςϑςςωμο προσ τα εμπρϐσ, προετοιμαςμϋνο να δοκιμϊςει κϊποια μεγϊλη ϋκπληξη κι αμϋςωσ μετϊ ϐλοι ξανακϊθιςαν πύςω ςτισ καρϋκλεσ τουσ μ' ϋνα χαμηλϐ, μαζικϐ μουρμουρητϐ απογοότευςησ. Ϋταν μια μεγϊλη αςπρϐμαυρη φωτογραφύα που απεικϐνιζε το εςωτερικϐ μιασ εγκαταλειμμϋνησ βιομηχανικόσ αποθόκησ. Η μεγϋθυνςη όταν τϋτοια, που το μϊτι να παραβλϋπει το ςκουπιδαριϐ ςτο πϊτωμα —χαρτιϊ, ϊδεια μπουκϊλια, κονςϋρβεσ και χρηςιμοποιημϋνα προφυλακτικϊ- και να πηγαύνει κατευθεύαν ςτα ςυνθόματα και ςτα γκρϊφιτι που γϋμιζαν τον τούχο. Σο μεγαλϑτερο απ' αυτϊ ϋγραφε: ΕΔΨ ΚΤΒΕΡΝΑΝΕ ΣΑ ΟΡΓΙΜΕΝΑ ΚΟΡΙΣΙΑ. Χύθυροι και μουρμουρητϊ γϋμιςαν την αύθουςα. «Πριν απϐ πϋντε βδομϊδεσ», εύπε με ςτϐμφο ο Ντελρϋι, «ο Λϋςτερ, η Κϋντρα κι εγϔ εντοπύςαμε δυο μπϊτμαν ς' αυτό την εγκαταλειμμϋνη αποθόκη, ςτο Ριβύαρ του Κλαρκ Μπει». Η μελαχρινό γυναύκα με τα ςτρογγυλϊ γυαλϊκια, που καθϐταν ςτην πρϔτη ςειρϊ δύπλα ςτον ήλςον, κούταξε γϑρω τησ με ϑφοσ αυτϊρεςκησ ανωτερϐτητασ... και μετϊ —ο Πύρςον ϋκοβε το κεφϊλι του— ϋριξε μια κλεφτό ματιϊ ςτο ρολϐι τησ. 708
«' αυτϐ ακριβϔσ το ςημεύο...» Ο Ντελρϋι ϋδειξε με το δϊχτυλο του ϋνα ςημεύο ςτη φωτογραφύα, «...ςυνϊντηςαν ϊλλουσ τρεισ ϊντρεσ-νυχτερύδεσ καθϔσ και δυο γυναύκεσνυχτερύδεσ και μπόκαν ϐλοι μϋςα. Απϐ τϐτε, ϋξι απϐ μασ παρακολουθοϑμε ςυνεχϔσ με βϊρδιεσ την αποθόκη. Επιβεβαιϔςαμε... » Ο Πύρςον κούταξε τον Ντιοϑκ. Απορύα και παρϊπονο όταν αυτϐ που εύδε ςτο πρϐςωπο του. θα μποροϑςε κϊλλιςτα να ϋχει γραμμϋνο ςτο κοϑτελο του με κεφαλαύα γρϊμματα: ΕΜΕΝΑ ΓΙΑΣΙ ΔΕ ΜΕ ΠΗΡΑΣΕ; «...ϐτι πρϐκειται για τϐπο ςυνϊντηςησ των νυχτερύδων του κϋντρου τησ Βοςτϐνησ... » Οι Νυχτερύδεσ τησ Βοςτϐνησ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον πουδαύο ϐνομα για ομϊδα μπϋιζμπολ. Και ϑςτερα η λογικό, η αμφιβολύα: Εύναι δυνατϐν να βρύςκομαι εγϔ εδϔ μϋςα και ν' ακοϑω ϐλεσ αυτϋσ τισ παλαβομϊρεσ; υμβαύνει πραγματικϊ ό το φαντϊζομαι; Πριν αποςϔςει αυτό τη ςκϋψη, λεσ και η αμφιβολύα εύχε κεντρύςει τη μνόμη του, θυμόθηκε τον Ντελρϋι να ανακοινϔνει ςτη ςυγκϋντρωςη των Ατρϐμητων Νυχτεριδοκυνηγϔν ϐτι η ομϊδα εύχε αποκτόςει καινοϑριο μϋλοσ, τον Μπρϊντον Πύρςον, απϐ το μακρινϐ, ςκοτεινϐ Μύντφορντ. τρϊφηκε πϊλι ςτον Ντιοϑκ μιλϔντασ του ςιγϊ ςτ' αυτύ. «ήταν μύληςεσ ςτο τηλϋφωνο με την Σζϊνετ, απϐ το μπαρ του Γκϊλαχερ, τησ εύπεσ ϐτι θα με ϋφερνεσ εδϔ απϐψε,» Θϋλω-ν'-ακοϑςω-μη-μου-μιλϊσ, ϋλεγε το ανυπϐμονο βλϋμμα που του ϋριξε ο Ντιοϑκ, χϔρια απϐ το παρϊπονο. ίςτερα ϋγνεψε καταφατικϊ. «Σησ εύπεσ ϐτι εύμαι απϐ το Μύντφορντ;» «ήχι», εύπε ο Ντιοϑκ. «Ποϑ ξϋρω εγϔ απϐ ποϑ εύςαι; Ωςε με ν' ακοϑςω, Μπραντ!» Και γϑριςε πϊλι μπροςτϊ. «Εντοπύςαμε γϑρω ςτα ςαρϊντα οχόματα —λιμουζύνεσ και ακριβϊ αυτοκύνητα, ςτην πλειοψηφύα τουσ— που 709
επιςκϋπτονται αυτό την ϋρημη αποθόκη», εύπε ο Ντελρϋι. Ϊκανε παϑςη για να χωνϋψει το ακροατόριο την πληροφορύα, ϋριξε ϊλλη μια κλεφτό ματιϊ ςτο ρολϐι του και ςυνϋχιςε: «Πολλϊ απ' αυτϊ επιςκϋφτηκαν την αποθόκη πϊνω απϐ δϋκα φορϋσ. Οι νυχτερύδεσ ςύγουρα θα ςυγχαύρουν τουσ εαυτοϑσ τουσ που βρόκαν ϋναν τϐςο απϐμερο τϐπο για τισ κοινωνικϋσ ςυγκεντρϔςεισ τουσ, αλλϊ ςϑντομα θα διαπιςτϔςουν ϐτι ςτριμϔχτηκαν μϐνοι τουσ ςτη γωνύα. Γιατύ... με ςυγχωρεύτε μια ςτιγμό, παιδιϊ...» Ο Ντελρϋι ςτρϊφηκε κι ϊρχιςε να κουβεντιϊζει χαμηλϐφωνα με τον Λϋςτερ ήλςον. Η γυναύκα που λεγϐταν Κϋντρα ςυμμετεύχε επύςησ, κουνϔντασ απλϔσ το κεφϊλι τησ δεξιϊ αριςτερϊ, ςαν να παρακολουθοϑςε αγϔνα πινγκ πονγκ. Σο ακροατόριο παρατηροϑςε τισ μυςτικϋσ αυτϋσ ςυνεννοόςεισ αμόχανο κι απορημϋνο. Ο Πύρςον όξερε πϔσ αιςθϊνονταν Κϊτι μεγϊλο, εύχε πει ο Ντιοϑκ κι απϐ την ατμϐςφαιρα ςτο υπϐγειο ϐταν πρωτομπόκαν όταν φανερϐ πωσ ϐλοι περύμεναν μια ςπουδαύα αποκϊλυψη. Μϋχρι ςτιγμόσ, το «κϊτι μεγϊλο» όταν μϐνο η αςπρϐμαυρη φωτογραφύα μιασ ϋρημησ αποθόκησ που ϋπλεε ςε μια ρηχό θϊλαςςα απϐ παλιϐχαρτα, πεταμϋνα εςϔρουχα, χρηςιμοποιημϋνα προφυλακτικϊ και ϊδεια μπουκϊλια. Σι διϊβολο δεν πόγαινε καλϊ μ' αυτό τη φωτογραφύ α; Σα ςπουδαύα πρϋπει να εύναι ςτο μπαουλϊκι, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Αλόθεια, κϑριε Υακύδα, πϔσ όξερεσ ϐτι εύμαι απϐ το Μύντφορντ; Να μια καλό ερϔτηςη απϐ το κοινϐ, για μετϊ το τϋλοσ τησ ομιλύασ ςου. Εκεύνη η περύεργη ϋξαψη —φοϑντωμα ςτα μϊγουλα, χτυποκϊρδι και, πϊνω απ' ϐλα, τρελό επιθυμύα για τςιγϊροϋγινε εντονϐτερη απϐ ποτϋ. αν τισ κρύςεισ ϊγχουσ που τον ϋπιαναν καμιϊ φορϊ ςτισ εξετϊςεισ του κολεγύου. Σι όταν ϊραγε; Αν δεν όταν φϐβοσ, τι διϊβολο όταν; 710
Υϐβοσ εύναι, μη ςκοτύζεςαι. ήχι βϋβαια ο φϐβοσ ϐτι εύςαι ο μϐνοσ λογικϐσ μϋςα ς' αυτϐ το φρενοκομεύο. Ξϋρεισ ϐτι οι νυχτερύδεσ υπϊρχουν. δεν εύςαι τρελϐσ, ϐπωσ δεν εύναι και ο Ντιοϑκ και η Μούρα και ο Καμ τύβενσ και η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ. ήμωσ, κϊτι δεν πϊει καλϊ μ' αυτό τη φωτογραφύα... καθϐλου καλϊ. ήπωσ κϊτι δεν πϊει καλϊ και μ' αυτϐ τον κϑριο Ρϐμπι Ντελρϋι, ελαιοχρωματιςτό και ωτόρα τησ Ανθρωπϐτητασ. Ϋξερε απϐ που εύμαι. Η Μπρϊιτγουντ του τηλεφϔνηςε και του εύπε ϐτι ο Ντιοϑκ θα ϋφερνε απϐψε μαζύ του κϊποιον απϐ την Πρϔτη Εμπορικό Σρϊπεζα, Μπρϊντον Πύρςον το ϐνομα του. Και ο Ρϐμπι με ϋλεγξε. Γιατύ να το κϊνει; Και πϔσ το ϋκανε; το μυαλϐ του ϊκουςε ξαφνικϊ τον Ντιοϑκ να του λϋει: Εύναι πανϋξυπνοι... Ϊχουν φύλουσ ςτα μεγϊλα πϐςτα. Διϊβολε, ϐλοι τουσ εύναι ςτα μεγϊλα πϐςτα. Αν ϋχεισ φύλουσ ςε ςημαντικϊ πϐςτα, μπορεύσ να ελϋγξεισ την ταυτϐτητα κϊποιου ςτα γρόγορα, ϋτςι δεν εύναι; Ναι. Αυτού που κατϋχουν ςημαντικϊ πϐςτα ϋχουν τουσ κωδικοϑσ που ανούγουν τα κατϊλληλα αρχεύα των υπολογιςτϔν, ξϋρουν τουσ αριθμητικοϑσ ςυνδυαςμοϑσ που δύνουν τα μυςτικϊ ςτατιςτικϊ ςτοιχεύα... Ο Πύρςον αναπόδηςε ςτην καρϋκλα του ςαν να ξυπνοϑςε απϐ ϋναν τρομερϐ εφιϊλτη. Σο πϐδι του τινϊχτηκε αντανακλαςτικϊ και χτϑπηςε πϊλι τη βϊςη του μεταλλικοϑ κονταριοϑ που όταν ςτηριγμϋνο ςτον τούχο. Σο κοντϊρι ϊρχιςε να γλιςτρϊει. το μεταξϑ, η ψιθυριςτό μικρό ςϑςκεψη μπροςτϊ ϋληξε με καταφατικϊ νεϑματα κι απϐ τουσ τρεισ ςυμμετϋχοντεσ. «Λεσ;» εύπε δυνατϊ ο Ντελρϋι. «Ϊρχεςτε να μου δϔςετε πϊλι ϋνα χερϊκι εςϑ και η Κϋντρα;» Ο Πύρςον ϊπλωςε να πιϊςει το κοντϊρι πριν πϋςει κι ανούξει το κεφϊλι κανενϐσ. Σο ϋπιαςε, ϊρχιςε να το ςηκϔνει για να το ξαναςτόςει ςτη θϋςη του κι αντύκριςε ϋνα τερατϐμορφο 711
πρϐςωπο να κοιτϊζει απϐ το τζϊμι του παραθϑρου ψηλϊ. Σα μαϑρα, επύπεδα μϊτια, ϐμοια με γυϊλινα μϊτια κοϑκλασ πεταμϋνησ κϊτω απϐ παιδικϐ κρεβϊτι, ςυνϊντηςαν τα γαλανϊ του Πύρςον. Λωρύδεσ ρευςτόσ ςϊρκασ περιςτρϋφονταν ςαν δακτϑλιοι αερύων γϑρω απϐ τουσ πλανότεσ που οι αςτρονϐμοι αποκαλοϑν αϋριουσ γύγαντεσ. Σο πυκνϐ δύκτυο απϐ διογκωμϋνεσ μαϑρεσ φλϋβεσ παλλϐταν ανϊμεςα ςτουσ ςϊρκινουσ ϐγκουσ του γυμνοϑ κρανύου. Σα τριγωνικϊ δϐντια ϊςτραφταν ςτο ςκοτεινϐ, ανοιχτϐ ςτϐμα που εύχε ςχόμα μιςοφϋγγαρου. «Θϋλω να με βοηθόςετε με τισ αςφϊλειεσ αυτοϑ του μπαοϑλου», ϋλεγε ο Ντελρϋι απϐ κϊποιον ϊλλο γαλαξύα. «Ϊχουν φρακϊρει». Για τον Μπρϊντον Πύρςον όταν ςαν να αναδιπλϔθηκε ο χρϐνοσ και να ξαναζοϑςε την εμπειρύα του πρωινοϑ· και πϊλι προςπϊθηςε να ουρλιϊξει, και πϊλι το ςοκ του ϋφραξε το λαρϑγγι και το μϐνο που κατϊφερε να βγϊλει όταν ϋνα ψιλϐ, παραπονιϊρικο κλαψοϑριςμα -το βογκητϐ ενϐσ κοιμιςμϋνου που βλϋπει ϐτι πνύγεται. Η τϐςη πολυλογύα. Η αδιϊφορη φωτογραφύα. Οι ςυνεχεύσ, κλεφτϋσ ματιϋσ ςτο ρολϐι. Δε ςου προκαλεύ νευρικϐτητα αυτϐ; Που εύμαςτε τϐςοι ϊνθρωποι μαζεμϋνοι ς' ϋνα υπϐγειο; εύχε ρωτόςει τον Ντιοϑκ κι εκεύνοσ του εύχε απαντόςει: ήχι. Ο Ρϐμπι μυρύζει τισ νυχτερύδεσ. Αυτό τη φορϊ δεν προςπϊθηςε κανεύσ να τον ςυγκρατόςει. Αυτό τη φορϊ, η δεϑτερη απϐπειρα του Πύρςον να ουρλιϊξει ςτϋφθηκε απϐ απϐλυτη επιτυχύα. «ΕΙΝΑΙ ΠΑΓΙΔΑ!» οϑρλιαξε καθϔσ πεταγϐταν ϐρθιοσ. «ΕΙΝΑΙ ΠΑΓΙΔΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΤΓΟΤΜΕ ΑΠΟ ΕΔΨ!» αςτιςμϋνα πρϐςωπα ςτρϊφηκαν προσ το μϋροσ του απ' ϐλεσ τισ κατευθϑνςεισ, αλλϊ υπόρξαν και τρύα που δε ςτρϊφηκαν. Αυτϊ όταν του Ντελρϋι, του ήλςον και τησ γυναύκασ 712
που λεγϐταν Κϋντρα. Οι τρεισ τουσ εύχαν μϐλισ κατεβϊςει τισ μεταλλικϋσ αςφϊλειεσ και εύχαν ανούξει το καπϊκι του μπαοϑλου. Σα πρϐςωπα τουσ ϋδειχναν ταραχό και ενοχό... αλλϊ ϐχι ϋκπληξη. Σο ςυγκεκριμϋνο ςυναύςθημα ϋλειπε εντελϔσ. «Κϊθιςε κϊτω, ϊνθρωπε μου!» του ςφϑριξε ο Ντιοϑκ με ςφιγμϋνα δϐντια. «Σρελϊθ...» Η πϐρτα ςτο ιςϐγειο του κτιρύου ϊνοιξε με πϊταγο. Βαριϊ βόματα απϐ πολλϊ πϐδια ακοϑςτηκαν απϐ τη μεριϊ τησ ςκϊλασ. «Σι ςυμβαύνει;» ρϔτηςε η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ. Απευθϑνθηκε ςτον Ντιοϑκ. Σα μϊτια τησ όταν πελϔρια και τρομαγμϋνα. «Σι λϋει αυτϐσ;» «ΕΞΨ ΟΛΟΙ!» οϑρλιαζε ο Πύρςον. «ΓΡΗΓΟΡΑ! ΕΞΨ! ΑΝΑΠΟΔΑ Α ΣΑ ΕΙΠΕ! Η ΠΑΓΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΑ!» Η πϐρτα ςτην κορυφό τησ ςτενόσ ςκϊλασ που ϋβγαζε ςτο υπϐγειο ϊνοιξε απϐτομα χτυπϔντασ ςτον τούχο κι απϐ τισ ςκιϋσ ςτην κορυφό ακοϑςτηκε ϐ,τι πιο φρικτϐ εύχε ακοϑςει ποτϋ ο Πύρςον ςτη ζωό του —ςαν ϋνα κοπϊδι αγριϐςκυλα να ϋχουν ςτριμϔξει ϋνα μωρϐ ανϊμεςα τουσ και να το ξεςκύζουν. «Ποιοσ εύναι;» τςύριξε η Σζϊνετ. «Ποιοσ εύναι ϋχει πϊνω;» το πρϐςωπο τησ ϐμωσ δεν υπόρχε ερωτηματικϐ· το πρϐςωπο τησ όξερε πολϑ καλϊ ποιοι όταν εκεύ πϊνω. Σι όταν εκεύ πϊνω. «Ηρεμόςτε!» φϔναξε ο Ρϐμπι Ντελρϋι ςτο ςαςτιςμϋνο ακροατόριο. Οι περιςςϐτεροι όταν ακϐμη καθιςμϋνοι ςτισ καρϋκλεσ τουσ, «Μασ Τποςχϋθηκαν αμνηςτύα! Μ' ακοϑτε; Καταλαβαύνετε τι ςασ λϋω; Μου ϋδωςαν το λϐγο τουσ!» Εκεύνη τη ςτιγμό το τζϊμι του παραθϑρου ςτο οπούο ο Πύρςον εύχε δει τη νυχτερύδα ϋςπαςε προσ τα μϋςα, λοϑζοντασ με γυαλιϊ τουσ ϊντρεσ και τισ γυναύκεσ που κϊθονταν προσ τη μεριϊ του διαδρϐμου. Ϊνα χϋρι, με μανύκι απϐ ςακϊκι του Αρμϊνι, χϔθηκε απϐ το ςπαςμϋνο παρϊθυρο κι ϊρπαξε τη Μούρα Ρύτςαρντςον απϐ τα μαλλιϊ. Η κοπϋλα οϑρλιαξε και δϊγκωςε το χϋρι που την κρατοϑςε... που δεν όταν ακριβϔσ χϋρι, αλλϊ μια 713
οςτεϔδησ παλϊμη με κυρτϊ δϊχτυλα, που ςτην ϊκρη τουσ φϑτρωναν μακριϊ, γυναικεύα νϑχια. Φωρύσ να ςκεφτεύ, ο Πύρςον ϊρπαξε το κοντϊρι, ϐρμηςε μπροςτϊ και κατϋβαςε με ϐλη του τη δϑναμη το γϊντζο πϊνω ςτο παλλϐμενο, τερατϐμορφο πρϐςωπο που κούταζε απϐ το ςπαςμϋνο παρϊθυρο. Ο γϊντζοσ χϔθηκε ς' ϋνα απϐ τα μϊτια του τϋρατοσ. Μια πηχτό, ινϔδησ ουςύα ςαν μελϊνι ϋλουςε τα υψωμϋνα χϋρια του Πύρςον. Η νυχτερύδα ϋβγαλε ϋνα ϊγριο ουρλιαχτϐ ςαν αλϑχτιςμα —δεν ϋμοιαζε με κραυγό πϐνου, αλλϊ ο Πύρςον ςκϋφτηκε ϐτι εύχε κϊθε δικαύωμα να ελπύζει— κι ϋπεςε προσ τα πύςω, ςτα ςκοτϊδια τησ βροχερόσ νϑχτασ, τραβϔντασ μαζύ του και το κοντϊρι απϐ τα χϋρια του Πύρςον. Πριν χϊςει εντελϔσ απϐ τα μϊτια του τη φρικαλϋα μορφό, ο Πύρςον εύδε ϋναν υπϐλευκο ατμϐ να αναβλϑζει απϐ το τερατϐμορφο πρϐςωπο και ςτα ρουθοϑνια του ϋφταςε μια πνοό απϐ (ςκϐνη, κϊτουρο και καυτερό πιπεριϊ) μια πολϑ ϊςχημη μυρωδιϊ. Ο Καμ τύβενσ τρϊβηξε τη Μούρα ςτην αγκαλιϊ του και κούταξε τον Πύρςον με ϋντρομα, κατϊπληκτα μϊτια. Παντοϑ γϑρω τουσ, ϊντρεσ και γυναύκεσ με την ύδια ακριβϔσ ϋκφραςη ςτϋκονταν παγωμϋνοι απϐ τρϐμο, ςαν κοπϊδι ελαφιϔν που τα ϋχουν τυφλϔςει δυνατού προβολεύσ. Δε μου φαύνονται ςαν αγωνιςτϋσ τησ αντύςταςησ ετοϑτοι εδϔ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Μϊλλον με ϊβουλα πρϐβατα μοιϊζουν... και ο τρϊγοσ του κοπαδιοϑ, ο Ιοϑδασ που τουσ ϋριξε ς' αυτό τη μϊντρα, ςτϋκεται εκεύ ςτο κϋντρο με τουσ ϊλλουσ δυο ςυνωμϐτεσ φύλουσ του. Σα ϊγρια γρυλύςματα απϐ τη ςκϊλα πληςύαζαν, αλλϊ ϐχι τϐςο γρόγορα ϐςο περύμενε ο Πύρςον. ίςτερα θυμόθηκε πϐςο ςτενό όταν εκεύνη η ςκϊλα -δε χωροϑςε δϑο ϊτομα μαζύ— ευχαρύςτηςε νοερϊ το θεϐ και ϐρμηςε μπροςτϊ. Αρπϊζοντασ τον Ντιοϑκ απϐ τη γραβϊτα τον ςόκωςε ϐρθιο. «Πϊμε!» εύπε επιτακτικϊ. «Σο διαλϑουμε. Τπϊρχει πύςω ϋξοδοσ;» 714
«Δεν... ξϋρω». Ο Ντιοϑκ ϋτριβε το δεξιϐ του κρϐταφο αργϊ, ςυςτηματικϊ, ςαν να υπϋφερε απϐ τρομερϐ πονοκϋφαλο. «Ο Ρϐμπι το ϋκανε αυτϐ; Ο Ρϐμπι; Δεν εύναι δυνατϐν... εύναι;» Απηϑθυνε την ερϔτηςη ςτον Πύρςον κοιτϊζοντασ τον με φοβερό ϋνταςη. «Δυςτυχϔσ, ναι, Ντιοϑκ. Πϊμε να φϑγουμε». Ο Πύρςον ϋκανε δυο βόματα μπροςτϊ ςτο διϊδρομο, πϊντα τραβϔντασ τον Ντιοϑκ απϐ τη γραβϊτα, και ϑςτερα ςταμϊτηςε απϐτομα. Ο Ντελρϋι, ο ήλςον και η Κϋντρα εύχαν ςκϑψει πϊνω απϐ το μπαοϑλο και τϔρα ϋβγαζαν απϐ το εςωτερικϐ του μικρϊ αυτϐματα ϐπλα, ςε μϋγεθοσ περιςτρϐφου, εφοδιαςμϋνα με κϊτι γελούα μακριϊ μεταλλικϊ κοντϊκια. Ο Πύρςον δεν εύχε ξαναδεύ Οϑζι, ϋξω απϐ το ςινεμϊ και την τηλεϐραςη, αλλϊ υπϋθετε ϐτι τϋτοια όταν: Οϑζι ό πρϔτα ξαδϋρφια τουσ. Ωλλωςτε, τι ςημαςύα εύχε; ημαςύα εύχε ϐτι όταν ϐπλα. «Ακύνητοι», εύπε ο Ντελρϋι, απευθυνϐμενοσ αποκλειςτικϊ ςτον Ντιοϑκ και ςτον Πύρςον. Αποπειρϊθηκε να χαμογελϊςει και το αποτϋλεςμα όταν ϋνασ μορφαςμϐσ μελλοθανϊτου, που μϐλισ του ϋχουν αναγγεύλει ϐτι αναβϊλλεται η εκτϋλεςη. «Μεύνετε εκεύ που εύςτε». Ο Ντιοϑκ ςυνϋχιςε να κινεύται. Εύχε βγει ςτο διϊδρομο τϔρα και ςτϊθηκε ϋνα βόμα μπροςτϊ απϐ τον Πύρςον. Ωρχιςαν να ςηκϔνονται κι ϊλλοι, ακολουθϔντασ το παρϊδειγμα τουσ, κινοϑμενοι προσ τα εμπρϐσ, αλλϊ ρύχνοντασ ςυνϋχεια νευρικϋσ ματιϋσ πύςω τουσ, προσ τη μεριϊ τησ ςκϊλασ που ϋβγαζε ςτο υπϐγειο. Οι εκφρϊςεισ τουσ ϋδειχναν ϐτι τουσ τρϐμαζαν τα ϐπλα, αλλϊ τουσ τρϐμαζαν πολϑ περιςςϐτερο τα οργιςμϋνα γρυλύςματα που ακοϑγονταν απϐ ψηλϊ. «Γιατύ, Ρϐμπι;» ρϔτηςε ο Ντιοϑκ και ο Πύρςον πρϐςεξε ϐτι όταν ϋτοιμοσ να δακρϑςει. Ωπλωςε τα χϋρια του μπροςτϊ, με τισ παλϊμεσ προσ τα επϊνω. «Γιατύ μασ ποϑληςεσ;» 715
«ταμϊτα, Ντιοϑκ, ςε προειδοποιϔ», εύπε ο Λϋςτερ ήλςον, με φωνό απαλό και μειλύχια απϐ το ουύςκι. «Κι εςεύσ οι υπϐλοιποι κϊντε πύςω!» εύπε ςε τϐνο διαταγόσ η Κϋντρα. Αυτό δεν ακουγϐταν μειλύχια. Σα μϊτια τησ πηγαινοϋρχονταν νευρικϊ ςτην προςπϊθεια τησ να ελϋγχει ολϐκληρη την αύθουςα. «Απϐ την αρχό δεν εύχαμε καμιϊ πιθανϐτητα», εύπε ο Ντελρϋι ςτον Ντιοϑκ. Ο τϐνοσ του θϑμιζε ςυνόγορο που παραδϋχεται την ενοχό του πελϊτη του ενϔπιον του δικαςτηρύου. «Μασ εύχαν εντοπύςει, θα μποροϑςαν να μασ χτυπόςουν οποιαδόποτε ςτιγμό, αλλϊ μου πρϐτειναν μια ςυμφωνύα. Καταλαβαύνεισ; Δε ςασ ποϑληςα. Ποτϋ δεν πόγα να προδϔςω. Αυτού όρθαν και με βρόκαν». Μιλοϑςε με πϊθοσ, ςαν αυτό η λεπτομϋρεια να ςόμαινε πϊρα πολλϊ, αλλϊ το νευρικϐ πετϊριςμα των βλεφϊρων του ϋςτελνε ϊλλα μηνϑματα. Ϋταν ςαν να υπόρχε ϋνασ ϊλλοσ Ρϐμπι Ντελρϋι μϋςα του, ϋνασ καλϑτεροσ Ρϐμπι Ντελρϋι που προςπαθοϑςε απεγνωςμϋνα ν' απαλλαγεύ απϐ το ςτύγμα τησ προδοςύασ. «ΕΙΑΙ ΕΝΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΧΕΤΣΗ!» οϑρλιαξε ο Ντιοϑκ Ρϊινμαν με φωνό ςπαςμϋνη απϐ παρϊπονο, θυμϐ και απϐγνωςη. Και ϑςτερα ρύχτηκε ςτον ϊνθρωπο που του εύχε ςϔςει τα λογικϊ και ύςωσ και τη ζωό μϋςα ς' ϋνα βαγϐνι του μετρϐ... και ϐλα ϋγιναν ςαν θολό ταινύα ςε γρόγορη κύνηςη απϐ εκεύ και ϑςτερα. Ο Πύρςον δεν όταν δυνατϐν να τα ϋχει δει ϐλα κι ϐμωσ, κατϊ κϊποιο τρϐπο, δεν του ξϋφυγε τύποτε. Εύδε τον Ρϐμπι Ντελρϋι να διςτϊζει και ϑςτερα να ςτρϋφει το ϐπλο του ςτο πλϊι, ςαν να ςκϐπευε να χτυπόςει τον Ντιοϑκ με την κϊννη, αντύ να τον πυροβολόςει. Εύδε τον Λϋςτερ ήλςον, που εύχε ςκοτϔςει τον μπϊτμαν ςτον αχυρϔνα του Νιοϑμπεριπορτ, «ποπ-ποπποπ», πριν χϊςει το κουρϊγιο του κι αρχύςει να κλεύνει ςυμφωνύεσ, να ςτηρύζει το δικϐ του ϐπλο ςτο γοφϐ και να πατϊει τη ςκανδϊλη. Εύδε γαλϊζιεσ γλϔςςεσ φωτιϊσ να 716
φεγγύζουν απϐ τισ τρϑπεσ εξαεριςμοϑ τησ κϊννησ κι ϊκουςε ϋνα ξερϐ «κρακ-κρακ-κρακ-κρακ» που πρϋπει να όταν ο όχοσ των αυτϐματων ϐπλων ςτην πραγματικό ζωό. Ωκουςε κϊτι αϐρατο να ςκύζει τον αϋρα ςε ελϊχιςτη απϐςταςη απϐ το πρϐςωπο του και όταν ςαν ν' ϊκουςε τη ςφυριχτό ανϊςα ενϐσ φαντϊςματοσ. Εύδε τον Ντιοϑκ να τινϊζεται προσ τα πύςω κι αύμα ν' αναβλϑζει απϐ το ϊςπρο του πουκϊμιςο και να απλϔνεται ςαν μεγϊλοσ λεκϋσ ςτο κρεμ ςακϊκι. Εύδε ϋναν ϊγνωςτο ϊντρα που βριςκϐταν πύςω απϐ τον Ντιοϑκ να πϋφτει ςτα γϐνατα, ςκεπϊζοντασ τα μϊτια του με τα δυο του χϋρια, και ζωηρϐ κϐκκινο αύμα να κυλϊει ανϊμεςα απϐ τα δϊχτυλα του. Κϊποιοσ -η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ ύςωσ- εύχε κλεύςει την πϐρτα ανϊμεςα ςτη βϊςη τησ ςκϊλασ και ςτο υπϐγειο πριν αρχύςει η ςυγκϋντρωςη. Σϔρα η πϐρτα αυτό ϊνοιξε με πϊταγο και μπόκαν δυο νυχτερύδεσ ντυμϋνεσ με ςτολϋσ τησ Αςτυνομύασ τησ Βοςτϐνησ. Σα μικρϊ, ςυμπιεςμϋνα χαρακτηριςτικϊ τουσ κούταζαν με τρομερό αγριϐτητα απϐ το κϋντρο των πελϔριων κεφαλιϔν. «Αμνηςτύα!» οϑρλιαζε ο Ρϐμπι Ντελρϋι. Οι φακύδεσ ςτο πρϐςωπο του φϊνταζαν ςαν ςτύγματα. Σο δϋρμα του όταν ϊςπρο ςαν πανύ. «Αμνηςτύα! Μου Τποςχϋθηκαν αμνηςτύα για ϐλουσ αν μεύνετε ςτισ θϋςεισ ςασ και ςηκϔςετε τα χϋρια ψηλϊ». Αρκετού —κυρύωσ εκεύνη η ομϊδα που όταν μαζεμϋνη γϑρω απϐ το τραπεζϊκι με την καφετιϋρα- ςόκωςαν τα χϋρια τουσ, παρ' ϐλο που ςυνϋχιςαν να απομακρϑνονται πιςωπατϔντασ ϐςο μποροϑςαν μακρϑτερα απϐ τισ νυχτερύδεσ. Μια απ' αυτϋσ ϊπλωςε το χϋρι βγϊζοντασ ϋνα βραχνϐ βρυχηθμϐ, ϊρπαξε ϋναν ϊντρα απϐ τα πϋτα του ςακακιοϑ του και τον τρϊβηξε προσ το μϋροσ τησ. Πριν προλϊβει καλϊ καλϊ ο Πιρςον να καταλϊβει τι ςυνϋβαινε, η νυχτερύδα εύχε βγϊλει τα μϊτια του ϊτυχου ϊντρα. Σο πλϊςμα ϋριξε μια ματιϊ ςτουσ δυο ζελατινϔδεισ βολβοϑσ που 717
κρατοϑςε ςτην παρϊξενη, οςτεϔδη παλϊμη του και ϑςτερα τουσ ϋριξε και τουσ δϑο ςτο ςτϐμα του, ςαν καραμϋλεσ. «ήχι!-» ϊκουςε ο Πύρςον τον Ντελρϋι να ουρλιϊζει. «Μου υποςχεθόκατε». Η Σζϊνετ Μπρϊιτγουντ ϊρπαξε με τα δυο τησ χϋρια τη μεγϊλη καφετιϋρα, τη ςόκωςε πϊνω απϐ το κεφϊλι τησ και την εκςφενδϐνιςε προσ ϋναν απϐ τουσ νεοφερμϋνουσ. Σο μηχϊνημα χτϑπηςε το πλϊςμα μ' ϋνα βαρϑ μεταλλικϐ γδοϑπο και το περιϋλουςε με καυτϐ καφϋ. Αυτό τη φορϊ ο πϐνοσ όταν ευδιϊκριτοσ ςτην κραυγό που ϊφηςε η νυχτερύδα. Ϊνασ απϐ τουσ αςτυνομικοϑσ-νυχτερύδεσ πόγε να πιϊςει την Σζϊνετ. Εκεύνη ϋκανε βουτιϊ, δοκύμαςε να το ςκϊςει τρϋχοντασ, παραπϊτηςε, ϋπεςε και ποδοπατόθηκε απϐ το κϑμα των πανικϐβλητων ανθρϔπων που ορμοϑςαν προσ το μπροςτινϐ μϋροσ τησ αύθουςασ. Σα παρϊθυρα ϊρχιςαν να ςπϊνε το ϋνα μετϊ το ϊλλο και ο Πύρςον ϊκουςε όχο απϐ ςειρόνεσ που πληςύαζαν. Εύδε τισ νυχτερύδεσ να χωρύζονται ςε δυο ομϊδεσ και να τρϋχουν ςτουσ δϑο διαδρϐμουσ τησ αύθουςασ, με φανερό πρϐθεςη να ςτριμϔξουν τουσ πανικϐβλητουσ Ανθρϔπουσ των Δϋκα ςτον αποθηκευτικϐ χϔρο πϋρα απϐ το καβαλϋτο, το οπούο ςτο μεταξϑ εύχε πϋςει ςτο πϊτωμα. Ο ήλςον πϋταξε το ϐπλο του, ϊρπαξε την Κϋντρα απϐ το χϋρι και ϐρμηςε προσ την ύδια κατεϑθυνςη. Πριν κϊνει πϊνω απϐ δυο βόματα, ϋνα χϋρι νυχτερύδασ πετϊχτηκε ςαν φύδι απϐ ϋνα απϐ τα ςπαςμϋνα παρϊθυρα, γρϊπωςε μια χεριϊ απϐ τα επιβλητικϊ λευκϊ μαλλιϊ του ήλςον και τον ςόκωςε ςτον αϋρα ςαν κοϑκλα. Ϊνα δεϑτερο χϋρι ξετρϑπωςε απϐ το ύδιο παρϊθυρο και το νϑχι του αντύχειρα, κυρτϐ και μακρϑ ύςαμε εφτϊ πϐντουσ, του ϋςκιςε το λαιμϐ γεννϔντασ ϋνα ποτϊμι ϊλικο αύμα. Οι μϋρεσ που ςκϐτωνεσ νυχτερύδεσ -ποπ-ποπ-ποπ— ςε ϋρημουσ αχυρϔνεσ τελεύωςαν οριςτικϊ, φύλε μου, ςκϋφτηκε 718
χωρύσ κακύα ο Πύρςον. τρϊφηκε πϊλι προσ την μπροςτινό πλευρϊ τησ αύθουςασ. Ο Ντελρϋι ςτεκϐταν ανϊμεςα ςτο ανοιχτϐ μπαοϑλο και ςτο πεςμϋνο καβαλϋτο. Σο ϐπλο κρεμϐταν απϐ το χϋρι του και το βλϋμμα του όταν εντελϔσ ϊδειο, ςαν νεκροϑ. ήταν ο Πύρςον τον ϋφταςε και τρϊβηξε το ϐπλο απϐ τα δϊχτυλα του, ο Ντελρϋι δεν ϋφερε την παραμικρό αντύςταςη. «Μασ υποςχϋθηκαν αμνηςτύα», εύπε ςτον Πύρςον. «Μασ ϋδωςαν το λϐγο τουσ». «Ειλικρινϊ, πύςτεψεσ ϐτι θα μποροϑςεσ ποτϋ να εμπιςτευτεύσ πλϊςματα που ϋχουν αυτό την ϐψη;» τον ρϔτηςε ο Πύρςον κι αμϋςωσ μετϊ τον χτϑπηςε με το κοντϊκι του ϐπλου ςτο πρϐςωπο, με ϐλη τη δϑναμη που του ϋδινε η οργό. Ωκουςε κϊτι να ςπϊει -μϊλλον όταν η μϑτη του Ντελρϋι- και ο βϊρβαροσ που μϋχρι πριν απϐ λύγο βριςκϐταν ναρκωμϋνοσ κϊπου ςτα βϊθη τησ πολιτιςμϋνησ τραπεζικόσ ψυχόσ του ϋνιωςε μια ϊγρια, πρωτϐγονη χαρϊ. Ϊκανε να τρϋξει προσ το πϋραςμα ανϊμεςα ςτα ςτοιβαγμϋνα κιβϔτια που εύχαν δημιουργόςει με τη φυγό τουσ ϐςοι εύχαν προηγηθεύ και ξαφνικϊ ςταμϊτηςε, ακοϑγοντασ πιςτολύδι να ξεςπϊει ςτην πύςω πλευρϊ του κτιρύου. Πιςτολύδι... κραυγϋσ... βρυχηθμού θριϊμβου. Ο Πύρςον ϋςτριψε ςαν ςβοϑρα πϊνω ςτα τακοϑνια του κι αντύκριςε τον Καμ τύβενσ και τη Μούρα Ρύτςαρντςον να ςτϋκονται ςτην αρχό του διαδρϐμου ανϊμεςα ςτισ καρϋκλεσ. Εύχαν την ύδια ςαςτιςμϋνη ϋκφραςη και κρατιοϑνταν απϐ το χϋρι. Ο Πύρςον πρϐλαβε να ςκεφτεύ, Ϊτςι θα όταν ο Φϊνςεν και η Γκρϋτελ ϐταν κατϊφεραν τελικϊ να βγουν ζωντανού απϐ το Ζαχαρϋνιο πιτϊκι, και ϑςτερα ϋςκυψε, μϊζεψε απϐ κϊτω τα ϐπλα του ήλςον και τησ Κϋντρα και τουσ ϋδωςε απϐ ϋνα. Ωλλεσ δυο νυχτερύδεσ μπόκαν απϐ την πύςω πϐρτα. Κινοϑνταν χωρύσ ιδιαύτερη βιαςϑνη, ςαν ϐλα να πόγαιναν ςϑμφωνα με το ςχϋδιο, πρϊγμα που μϊλλον ςυνϋβαινε. Σϔρα η 719
δρϊςη εύχε μεταφερθεύ ςτο βϊθοσ. Εκεύ όταν το μαντρύ, και βεβαύωσ οι νυχτερύδεσ δεν περιορύςτηκαν ςτο κοϑρεμα των προβϊτων. «Εμπρϐσ», εύπε ςτον Καμ και ςτη Μούρα. «Ασ τουσ δϔςουμε να καταλϊβουν». Οι νυχτερύδεσ ςτο βϊθοσ τησ αύθουςασ δεν εύχαν πϊρει εύδηςη ϐτι κϊποια απϐ τα πρϐβατα εύχαν αποφαςύςει να αντεπιτεθοϑν. Ϊνασ απ' αυτοϑσ ϋκανε απϐτομα ςτροφό, ςυγκροϑςτηκε μ' ϋναν ϊλλο που μϐλισ ϋμπαινε και γλύςτρηςε ςτουσ χυμϋνουσ καφϋδεσ. Ϊπεςαν κϊτω και οι δυο. Ο Πύρςον ϊνοιξε πυρ εναντύον του τρύτου που όταν ϐρθιοσ. Σο αυτϐματο πιςτϐλι ϊφηςε πϊλι εκεύνο το κϊπωσ υποτονικϐ «κρακ-κρακκρακ» και η νυχτερύδα τινϊχτηκε προσ τα πύςω. Σο τερατϐμορφο κεφϊλι ϊνοιξε ςτα δυο βγϊζοντασ ϋνα πυκνϐ ςϑννεφο δϑςοςμησ ομύχλησ, ςαν να όταν ϐντωσ μια παραύςθηςη που διαλυϐταν. Ο Καμ και η Μούρα μπόκαν ςτο νϐημα. Ϊςτρεψαν τα ϐπλα τουσ ςτισ ϊλλεσ δυο νυχτερύδεσ δημιουργϔντασ ϋνα τρομακτικϐ πεδύο πυρϐσ που εκτύναξε τα πλϊςματα πρϔτα ςτον τούχο και ϑςτερα πϊλι ςτο δϊπεδο, ενϔ αυτϊ εξατμύζονταν όδη απϐ τα ροϑχα τουσ με τη μορφό εκεύνησ τησ αυλόσ ομύχλησ που η οςμό τησ θϑμιζε αϐριςτα ςτον Πύρςον τη δυςϊρεςτη μυρωδιϊ των λουλουδιϔν ςτα μαρμϊρινα νηςϊκια τησ πλατεύασ, ϋξω απϐ την Πρϔτη Εμπορικό Σρϊπεζα. «Ελϊτε», εύπε ο Πύρςον ςτο ζευγϊρι. «Αν φϑγουμε τϔρα, ύςωσ ϋχουμε μια ευκαιρύα». «Μα...» ϋκανε ο Κϊμερον. Κούταξε γϑρω του, αρχύζοντασ να ξεπερνϊει το ςοκ και να ξαναβρύςκει τον εαυτϐ του. Αυτϐ όταν πολϑ θετικϐ. Ϊπρεπε να εύναι και οι τρεισ τουσ ςε πλόρη εγρόγορςη, για να ϋχουν ϋςτω και μια πιθανϐτητα να ξεφϑγουν. «Ξεχνϊ τουσ, Καμ», εύπε η Μούρα. Εύχε κοιτϊξει κι αυτό γϑρω και εύχε ςυνειδητοποιόςει ϐτι όταν οι μϐνοι, ϊνθρωποι ό 720
νυχτερύδεσ, που εύχαν απομεύνει εκεύ. ήλοι οι ϊλλοι όταν μαζεμϋνοι πύςω. «Πϊμε να φϑγουμε. Νομύζω ϐτι η πϐρτα απ' ϐπου μπόκαμε εύναι η καλϑτερη πιθανό διϋξοδοσ» . «Ναι», ςυμφϔνηςε ο Πύρςον. «Αλλϊ ϐχι για πολϑ ακϐμη». Ϊριξε μια τελευταύα ματιϊ ςτον Ντιοϑκ, που όταν πεςμϋνοσ ανϊςκελα ςτο πϊτωμα, με το παρϊπονο και την απορύα αποτυπωμϋνα για πϊντα ςτην παγωμϋνη ϋκφραςό του. Μακϊρι να εύχε χρϐνο να πϊει ωσ εκεύ να του κλεύςει τα μϊτια. «Πϊμε», ϋδωςε το ςϑνθημα και ξεκύνηςαν. ήταν ϋφταςαν ςτην πϐρτα που ϋβγαζε ςτην πρϐςοψη — και ςτη λεωφϐρο Κϋμπριτζ— το πιςτολύδι που ακουγϐταν απϐ το πύςω μϋροσ του κτιρύου εύχε αρχύςει να αραιϔνει. Πϐςοι νεκρού; αναρωτόθηκε ο Πύρςον και η απϊντηςη που του όρθε αυθϐρμητα —ϐλοι— όταν φρικτό αλλϊ αναμφιςβότητη. άςωσ κϊνα δυο ϊλλοι να εύχαν καταφϋρει να ξεγλιςτρόςουν αλλϊ ϐχι περιςςϐτεροι. Ϋταν καλό παγύδα, που εύχε ςτηθεύ αθϐρυβα και παςτρικϊ γϑρω τουσ, ϐςο ο Ρϐμπι Ντελρϋι φλυαροϑςε, προςπαθϔντασ να κερδύςει χρϐνο, κοιτϊζοντασ ςυνεχϔσ το ρολϐι του... περιμϋνοντασ προφανϔσ τη ςτιγμό για να δϔςει κϊποιο προςυμφωνημϋνο ςινιϊλο που το εύχε προλϊβει ο Πύρςον. Αν εύχα ξυπνόςει λύγο νωρύτερα, ο Ντιοϑκ μπορεύ να ζοϑςε τϔρα, ςκϋφτηκε με πύκρα. Μπορεύ να όταν ϋτςι. Απϐ την ϊλλη, αν ϋπιαναν οι ευχϋσ, θα όταν και οι ζητιϊνοι ϊρχονται. Δεν όταν ϔρα για αυτοκατηγϐριεσ. Ϊνασ αςτυνομικϐσ-νυχτερύδα εύχε μεύνει φρουρϐσ ςτην κεντρικό εύςοδο, αλλϊ όταν ςτραμμϋνοσ προσ τη μεριϊ του δρϐμου, προςϋχοντασ προφανϔσ μόπωσ περϊςει κϊποιοσ ανεπιθϑμητοσ μϊρτυρασ. Ο Πύρςον ϋςκυψε προσ το μϋροσ του απϐ την ανοιχτό πϐρτα και τον ρϔτηςε: «Ε, εςϑ, ςκατομοϑρικο απϐβραςμα, μόπωσ ϋχεισ ϋνα τςιγϊρο;» Η νυχτερύδα ςτρϊφηκε. 721
Και ο Πύρςον τησ τύναξε τα μυαλϊ ςτον αϋρα. Λύγο μετϊ τη μύα μετϊ τα μεςϊνυχτα, τρεισ ϊνθρωποι — δυο ϊντρεσ και μια γυναύκα, που φοροϑςε ςκιςμϋνεσ νϊιλον κϊλτςεσ και βρϐμικη κϐκκινη φοϑςτα- ϋτρεχαν δύπλα ς' ϋνα φορτηγϐ τρϋνο που μϐλισ εύχε ξεκινόςει απϐ τισ αποθόκεσ του ϊουθ τϋιςον. Ο νεαρϐτεροσ απϐ τουσ δϑο πόδηξε εϑκολα ςτο ανοιχτϐ ςτϐμα ενϐσ ϊδειου βαγονιοϑ εμπορευμϊτων, γϑριςε κι ϊπλωςε τα χϋρια του να πιαςτεύ η γυναύκα. Αυτό παραπϊτηςε κι ϊφηςε μια μικρό κραυγό, καθϔσ ϋνα απϐ τα χαμηλϊ τακοϑνια τησ ξεκϐλληςε. Ο Πύρςον την ϋπιαςε με το ϋνα χϋρι του απϐ τη μϋςη (η μϑτη του ϋπιαςε μια αχνό μυρωδιϊ απϐ Σζϐρτζιο κϊτω απϐ την πολϑ πιο φρϋςκια μυρωδιϊ του ιδρϔτα και του φϐβου που του ρϊγιζαν την καρδιϊ), ϋτρεξε μαζύ τησ για ϋνα μικρϐ διϊςτημα και ϑςτερα τησ φϔναξε να πηδόξει. Μϐλισ το ϋκανε, την ϊρπαξε απϐ τουσ γοφοϑσ και τη ςόκωςε προσ τα απλωμϋνα χϋρια του Κϊμερον τύβενσ. Αυτό τα ϋπιαςε και ο Πύρςον τησ ϋδωςε μια γερό ςπρωξιϊ για να διευκολϑνει τον τύβενσ να την τραβόξει πϊνω ςτο βαγϐνι. την προςπϊθεια του να βοηθόςει την κοπϋλα, ο Πύρςον ϋμεινε πύςω και τϔρα ϋβλεπε το φρϊχτη που οριοθετοϑςε το τϋρμα του ςταθμοϑ ςε μικρό απϐςταςη μπροςτϊ του. Σο τρϋνο περνοϑςε απϐ ϋνα ϊνοιγμα ςτο διχτυωτϐ ςυρματϐπλεγμα, αλλϊ δεν υπόρχε χϔροσ και για τον Πύρςον που ϋτρεχε ςτο πλϊι. Αν δεν ανϋβαινε γρόγορα, θα ϋμενε οριςτικϊ πύςω. Ο Καμ κούταξε απϐ το πλϊι τησ ανοιχτόσ πϐρτασ του βαγονιοϑ, εύδε το φρϊχτη κι ϊπλωςε ξανϊ τα χϋρια του. «Ϊλα!» φϔναξε ςτον Πύρςον. «Σρϋξε! Προλαβαύνεισ!» Ο Πύρςον δε θα τα κατϊφερνε ποτϋ την εποχό των δυο πακϋτων ημερηςύωσ. Σϔρα ϐμωσ μπϐρεςε να ςυγκεντρϔςει κϊποια αποθϋματα αντοχόσ τϐςο ςτα πϐδια ϐςο και ςτα πνευμϐνια του και ρύχτηκε ςε μια επικύνδυνη κοϑρςα ταχϑτητασ, πϊνω ςτο ανϔμαλο, γεμϊτο ςκουπύδια ϋδαφοσ δύπλα ςτισ 722
γραμμϋσ, με τα χϋρια του απλωμϋνα μπροςτϊ και ψηλϊ και τα δϊχτυλα τεντωμϋνα, να προςπαθοϑν ν' αγγύξουν τα χϋρια των ϊλλων δϑο πϊνω απϐ το κεφϊλι του. Ο φρϊχτησ ϊρχιςε να ορθϔνεται μπροςτϊ του. Σϔρα διϋκρινε το φαρμακερϐ, διχτυωτϐ ςυρματϐπλεγμα να του φρϊζει το δρϐμο ςε τρομακτικϊ μικρό απϐςταςη. Ξαφνικϊ, φαντϊςτηκε τη γυναύκα του καθιςμϋνη ςτην πολυθρϐνα, ςτο καθιςτικϐ του ςπιτιοϑ τουσ, με τα μϊτια τησ πρηςμϋνα και κατακϐκκινα απϐ το κλϊμα. Σην εύδε να λϋει ςτουσ δυο ϋνςτολουσ αςτυνομικοϑσ ϐτι ο ϊντρασ τησ εύχε εξαφανιςτεύ. Εύδε ακϐμη και τη ςτούβα με τα παιδικϊ βιβλύα τησ Σζϋνι ςτο τραπεζϊκι δύπλα ςτην πολυθρϐνα τησ μαμϊσ. Ϊτςι να ςυνϋβαινε τϊχα; Ναι. Με τη μια ό την ϊλλη μορφό, κϊτι τϋτοιο ςυνϋβαινε τϔρα ςτο ςπύτι του. Και η Λύζμπεθ, που δεν εύχε καπνύςει οϑτε ϋνα τςιγϊρο ςτη ζωό τησ, δε θα μποροϑςε να δει τα μαϑρα, λαύμαργα μϊτια και τα ςτϐματα με τα τριγωνικϊ δϐντια πύςω απϐ τα πρϐςωπα των νεαρϔν αςτυνομικϔν που κϊθονταν απϋναντι τησ, ςτον καναπϋ. Δε θα ϋβλεπε τουσ δϑςμορφουσ ϐγκουσ οϑτε το δύκτυο απϐ μαϑρεσ φλϋβεσ ςτα γυμνϊ κρανύα τουσ. Δε θα όξερε. Γιατύ δεν μποροϑςε να δει. Μακϊριοι οι ανύδεοι τυφλού, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Ασ μεύνουν για πϊντα ϋτςι. Και μ' αυτό τη ςκϋψη, ςυνϋχιςε να κυνηγϊει το φορτηγϐ τρϋνο, που κατευθυνϐταν προσ τα δυτικϊ, και τον περιςτρεφϐμενο πύδακα των ςπινθόρων που τύναζε ϋνασ απϐ τουσ ατςϊλινουσ τροχοϑσ. «Σρϋξε!» τςύριξε η Μούρα ςκϑβοντασ ςχεδϐν η μιςό ϋξω απϐ το βαγϐνι, με τα χϋρια τεντωμϋνα. «Για το θεϐ, Μπρϊντον, λύγο ακϐμα!» «Σρϋξε, γαμϔ το!» οϑρλιαξε ο Καμ. «Υτϊνουμε ςτο φρϊχτη!» 723
Δεν μπορϔ, ςκϋφτηκε ο Πύρςον. Οϑτε να τρϋξω περιςςϐτερο οϑτε να προλϊβω το φρϊχτη οϑτε τύποτα θϋλω να πϋςω κϊτω. θϋλω να κοιμηθϔ. ίςτερα ςκϋφτηκε τον Ντιοϑκ και τελικϊ κατϊφερε να δϔςει λύγη ταχϑτητα ακϐμη ςτα πϐδια του. Ο Ντιοϑκ δεν όταν αρκετϊ μεγϊλοσ για να ξϋρει ϐτι καμιϊ φορϊ οι ϊνθρωποι χϊνουν τα κϐτςια τουσ και ξεπουλιοϑνται. ήτι πολλϋσ φορϋσ, ειδικϊ αυτού που τουσ ϋχουμε ςαν εύδωλα, χϊνουν τα κϐτςια τουσ και ξεπουλιοϑνται. ήμωσ, ο Ντιοϑκ όταν αρκετϊ ϔριμοσ για να ςκεφτεύ ν' αρπϊξει τον Μπραντ Πύρςον απϐ τον αγκϔνα και να τον εμποδύςει να βγϊλει μια κραυγό που θα του κϐςτιζε τη ζωό του. Ο Ντιοϑκ δε θα όθελε να τον δει να μϋνει πύςω ς' αυτό την κοϑρςα. Ϊδωςε μια γερό τελευταύα ϔθηςη προσ τ' απλωμϋνα τουσ χϋρια —ενϔ με την ϊκρη του ματιοϑ του ϋβλεπε όδη το φρϊχτη να ορμϊει καταπϊνω του— κι ϊρπαξε τα τεντωμϋνα δϊχτυλα του Καμ. Πόδηξε. Ϊνιωςε το λεπτϐ χϋρι τησ Μούρα να κολλϊει ςαν βεντοϑζα κϊτω απϐ τη μαςχϊλη του και ϑςτερα βρϋθηκε να ςϋρνεται με την κοιλιϊ ςε ςανύδια, τραβϔντασ το λυγιςμϋνο πϐδι του πϊνω ςτο βαγϐνι, μια ςτιγμό πριν ςκαλϔςει το παποϑτςι του ςτο φρϊχτη. «Οι Σρεισ Υύλοι ξεκινϊνε για τη Μεγϊλη Περιπϋτεια», εύπε αςθμαύνοντασ. «Σι εύπεσ;» τον ρϔτηςε η Μούρα. Ο Πύρςον γϑριςε ανϊςκελα, αναςηκϔθηκε ςτουσ αγκϔνεσ τουσ και κούταξε τα δυο πρϐςωπα που ϋςκυβαν απϐ πϊνω του, πύςω απϐ τα μπερδεμϋνα τςουλοϑφια που του ϋπεφταν ςτο μϋτωπο. Λαχϊνιαζε ςαν ςκϑλοσ. «Σύποτα», απϊντηςε. «Ποιοσ ϋχει ϋνα τςιγϊρο; Κοντεϑω να ςκϊςω για μια τ ζοϑρα». Οι ϊλλοι δυο τον κούταξαν χϊςκοντασ για μερικϋσ ςτιγμϋσ, ϑςτερα κούταξαν ο ϋνασ τον ϊλλο και ξϋςπαςαν ςε τρανταχτϊ 724
γϋλια την ύδια ακριβϔσ ςτιγμό. Ο Πύρςον ςυμπϋρανε ϐτι όταν τρελϊ ερωτευμϋνοι. Κι ενϔ οι δυο τουσ κυλιοϑνταν ςτο πϊτωμα αγκαλιαςμϋνοι και ξεκαρδιςμϋνοι, ο Πύρςον ανακϊθιςε και ϊρχιςε να ψαχουλεϑει αργϊ και μεθοδικϊ τισ τςϋπεσ του βρϐμικου ςακακιοϑ του. «Ααα!» αναφϔνηςε μϐλισ το χϋρι του μπόκε ςτην εςωτερικό τςϋπη και ψηλϊφιςε το γνϔριμο ςχόμα. Ϊβγαλε ϋνα ςτραπατςαριςμϋνο πακϋτο και το επϋδειξε με καμϊρι. «Εμπρϐσ για τη νύκη.» Σο φορτηγϐ τρϋνο ταξύδευε δυτικϊ ςτην Πολιτεύα τησ Μαςαχουςϋτησ, με τρύα μικρϊ αναμμϋνα καρβουνϊκια να φϋγγουν ςτο ςκοτϊδι, ςτο ϊνοιγμα ενϐσ απϐ τα ϊδεια βαγϐνια του. Μια βδομϊδα αργϐτερα εύχαν φτϊςει ςτην Ομϊχα. Περνοϑςαν τα πρωινϊ τουσ περιδιαβαύνοντασ τουσ δρϐμουσ του κϋντρου, παρακολουθϔντασ αυτοϑσ που ϋκαναν το πρωινϐ τουσ διϊλειμμα ϋξω απϐ τα κτύρια ϐπου εργϊζονταν, ακϐμη κι ϐταν ϋβρεχε, ψϊχνοντασ για Ανθρϔπουσ των Δϋκα, αναζητϔντασ τα μϋλη τησ χαμϋνησ φυλόσ, εκεύνουσ που εύχαν ξεκϐψει απϐ το κοπϊδι ακολουθϔντασ τον Σζο Κϊμελ. Ψσ το Νοϋμβρη καμιϊ εικοςαριϊ ϊτομα ϋκαναν μυςτικϋσ ςυγκεντρϔςεισ ςτην αποθόκη ενϐσ μαγαζιοϑ με χρϔματα και ςιδηρικϊ, ςτη Λα Βύςτα. Εξαπϋλυςαν την πρϔτη επιδρομό τουσ ςτισ αρχϋσ του επϐμενου χρϐνου, κατϊ μόκοσ τησ ϐχθησ του ποταμοϑ ςτο Κϊνςιλ Μπλαφσ, και ςκϐτωςαν καμιϊ τριανταριϊ κατϊπληκτουσ νυχτεριδοτραπεζύτεσ και νυχτεριδοςτελϋχη επιχειρόςεων. Δεν όταν τύποτε ςπουδαύο, αλλϊ ο Μπρϊντον Πύρςον διαπύςτωςε ϐτι το να ςκοτϔνεισ νυχτερύδεσ εύχε τουλϊχιςτον ϋνα κοινϐ ςημεύο με την προςπϊθεια να μειϔςεισ την ημερόςια δϐςη νικοτύνησ: απϐ κϊπου ϋπρεπε ν' αρχύςεισ. 725
Κρϊουτσ Εντ ήταν ϋφυγε τελικϊ η γυναύκα, κϐντευε δυϐμιςι το πρωύ. Ϊξω απϐ το Αςτυνομικϐ Σμόμα του Κρϊουτσ Εντ, η Σϐτεναμ Λϋιν ϋμοιαζε με μικρϐ, νεκρϐ ποτϊμι. Σο Λονδύνο κοιμϐταν, αν και το Λονδύνο ποτϋ δεν κοιμϊται βαριϊ και τα ϐνειρα του εύναι ανόςυχα. Ο αςτυφϑλακασ Βϋτερ ϋκλειςε το ςημειωματϊριο του, το οπούο εύχε ςχεδϐν γεμύςει ϐςο ξετυλιγϐταν η αλλϐκοτη, τρελό διόγηςη τησ Αμερικανύδασ. Κούταξε τη γραφομηχανό και τη ςτούβα των εντϑπων ςτο ρϊφι, δύπλα. «Αυτό η ιςτορύα θα φανεύ πολϑ περύεργη ςτο φωσ τησ μϋρασ», εύπε. Ο αςτυφϑλακασ Υϊρναμ ϋπινε μια Κϐκα. Ωργηςε να μιλόςει. «Αμερικανύδα δεν όταν;» εύπε τελικϊ, λεσ κι αυτϐ μποροϑςε να εξηγόςει ςτο μεγαλϑτερο μϋροσ τησ ό και ςτο ςϑνολο την ιςτορύα που τουσ εύχε πει η γυναύκα. «Θα πϊει κατευθεύαν ςτα αρχεύα», ςυμφϔνηςε ο Βϋτερ κοιτϊζοντασ γϑρω του για τςιγϊρο. «Αναρωτιϋμαι, ϐμωσ...» Ο Υϊρναμ γϋλαςε. «Μη μου πεύτε ϐτι πιςτϋψατε ϋςτω και κϊτι απ' ϐλα αυτϊ; Ελϊτε τϔρα, κϑριε! Μη με δουλεϑετε!» «Δεν εύπα ϐτι τα πύςτεψα· ϐχι. Αλλϊ εύςαι καινοϑριοσ εδϔ». Ο Υϊρναμ ύςιωςε την πλϊτη του. Ϋταν εύκοςι εφτϊ χρονϔν και δεν όταν δικϐ του φταύξιμο που τον εύχαν μεταθϋςει εδϔ απϐ το Μϊςγουελ Φιλ ςτο Βορρϊ οϑτε που ο Βϋτερ, ο οπούοσ εύχε ςχεδϐν τα διπλϊ του χρϐνια, εύχε περϊςει ολϐκληρη τη χωρύσ επειςϐδια καριϋρα του ςτα ςτϊςιμα νερϊ του Κρϊουτσ Εντ.
726
«άςωσ, κϑριε», εύπε. «Ψςτϐςο —με ϐλο το ςεβαςμϐ που ςασ ϋχω— πιςτεϑω ϐτι εύμαι ικανϐσ ν' αναγνωρύζω τισ παλαβομϊρεσ ϐταν τισ βλϋπω... ό τισ ακοϑω». «Δϔςε ϋνα τςιγϊρο, λεβϋντη», εύπε ο Βϋτερ, ϋτοιμοσ να γελϊςει. «Μπρϊβο! Σι καλϐ παιδύ που εύςαι!» Πόρε το τςιγϊρο, το ϊναψε με ςπύρτο απϐ ϋνα κϐκκινο διαφημιςτικϐ κουτύ των ςιδηροδρϐμων, ϋςβηςε το ςπύρτο κουνϔντασ το δυνατϊ και το πϋταξε ςτο ταςϊκι του Υϊρναμ. ίςτερα κούταξε επύμονα το νεαρϐ ςυνϊδελφο του πύςω απϐ ϋνα αραιϐ ςϑννεφο καπνοϑ. Η δικό του νιϐτη εύχε παρϋλθει οριςτικϊ. Σϔρα το πρϐςωπο του αυλϊκωναν βαθιϋσ ρυτύδεσ και η μϑτη του όταν ςωςτϐσ χϊρτησ απϐ ςπαςμϋνεσ φλεβύτςεσ. Ο αςτυφϑλακασ Βϋτερ ϋπινε ϋξι μπιρύτςεσ κϊθε βρϊδυ. «αν να λϋμε, δηλαδό, νομύζεισ ϐτι το Κρϊουτσ Εντ εύναι πολϑ όςυχη περιοχό, ςωςτϊ;» Ο Υϊρναμ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. την πραγματικϐτητα, θεωροϑςε το Κρϊουτσ Εντ ϋνα μεγϊλο χαςμουρητϐ -ϋνα προϊςτιο που ο μικρϐτεροσ αδερφϐσ του ςύγουραθα αποκαλοϑςε «ίπνο». «Ναι», εύπε ο Βϋτερ. «Εύναι φανερϐ ϐτι αυτϐ πιςτεϑεισ. Κι ϋχεισ δύκιο. Η περιοχό μασ πϋφτει για ϑπνο το αργϐτερο ςτισ ϋντεκα τα περιςςϐτερα βρϊδια. Εγϔ ϐμωσ ϋχω δει πολλϊ παρϊξενα ςτο Κρϊουτσ Εντ. Κι αν μεύνεισ εδϔ ϋςτω και τα μιςϊ χρϐνια απ' ϐςα εγϔ, θα δεισ κι εςϑ. ' ετοϑτα τα όςυχα ϋξι ό οχτϔ οικοδομικϊ τετρϊγωνα θα δεισ να ςυμβαύνουν πολϑ περιςςϐτερα παρϊξενα απ' οπουδόποτε αλλοϑ ςτο Λονδύνο. Νομύζεισ πωσ τα παραλϋω, το ξϋρω, αλλϊ εμϋνα με τρομϊζει. Γι' αυτϐ πύνω την μπιρύτςα μου και φοβϊμαι λιγϐτερο. Κούτα κϊποια μϋρα τον υπαρχιφϑλακα Γκϐρντον, Υϊρναμ, και ςκϋψου γιατύ τα μαλλιϊ του εύναι κϊταςπρα απϐ τα ςαρϊντα, θα μποροϑςα να ςου πω να κοιτϊξεισ τον Πϋτι, αλλϊ δε γύνεται να το κϊνεισ. Ο Πϋτι αυτοκτϐνηςε το καλοκαύρι του 1976. Σο πιο καυτϐ καλοκαύρι μασ. Ϋταν...» Ο Βϋτερ φϊνηκε να μετρϊει τα 727
λϐγια του. «Ϋταν ϊςχημα τα πρϊγματα εκεύνο το καλοκαύρι. Πολϑ ϊςχημα. Πολλού απϐ μασ φοβϐμαςτε ϐτι μπορεύ να ξετρϑπωναν οριςτικϊ». «Ποιοι να ξετρϑπωναν απϐ ποϑ;» ρϔτηςε ο Υϊρναμ. Ϊνιωςε ϋνα περιφρονητικϐ χαμϐγελο να χαρϊζεται ςτισ ϊκρεσ των χειλιϔν του, όξερε ϐτι δεν όταν ςκϐπιμο, αλλϊ ςτϊθηκε αδϑνατον να το ςυγκρατόςει. Με τον τρϐπο του, ο Βϋτερ παραληροϑςε ϐπωσ η Αμερικανύδα προηγουμϋνωσ. Πϊντα όταν λιγϊκι παρϊξενοσ ο Βϋτερ. Σο πιοτϐ προφανϔσ. Προσ μεγϊλη του ϋκπληξη, ο Βϋτερ του ανταπϋδωςε το χαμϐγελο. «ύγουρα με περνϊσ για γεροξεκοϑτη», εύπε. «Κϊθε ϊλλο, κϑριε, κϊθε ϊλλο», διαμαρτυρόθηκε ο Υϊρναμ και δαγκϔθηκε. «Εύςαι καλϐ παιδύ», εύπε ο Βϋτερ. «Δε θα βρύςκεςαι πια εδϔ ϐταν θα φτϊςεισ ςτην ηλικύα μου. Αρκεύ να μεύνεισ ςτο ϔμα. Σι λεσ, θα μεύνεισ; ' αρϋςει η δουλειϊ;» «Ναι», αποκρύθηκε ο Υϊρναμ και όταν ειλικρινόσ. Σου ϊρεςε πρϊγματι. Και εύχε ςκοπϐ να μεύνει ςτην αςτυνομύα, ϐςο κι αν προτιμοϑςε η ύλα να τον ϋχει ςε μια δουλειϊ που να μετρϊει περιςςϐτερο γι' αυτό. Εργϊτη ςτο εργοςτϊςιο τησ Υορντ, για παρϊδειγμα. την ιδϋα και μϐνο ϐτι θα γινϐταν ϋνα απϐ τα ανθρωπϊκια τησ Υορντ τον ϋπιανε αναγοϑλα. «Σο εύχα καταλϊβει», εύπε ο Βϋτερ, ςβόνοντασ το τςιγϊρο του. «Υαύνεςαι. Μπορεύσ να φτϊςεισ ψηλϊ, αν το θελόςεισ, οπϐτε δε θα φασ ϐλα ςου τα χρϐνια εδϔ, ςτο βαρετϐ Κρϊουτσ Εντ. Εύναι πολλϊ που δεν ξϋρεισ, ϐμωσ. Σο Κρϊουτσ Εντ εύναι περύεργο μϋροσ. Πρϋπει να μπεισ ςτον κϐπο να ρύξεισ μια ματιϊ ςτουσ φακϋλουσ των αρχεύων, Υϊρναμ. Ψ... τα περιςςϐτερα εύναι τα ςυνηθιςμϋνα... Αγϐρια και κορύτςια που το ϋςκαςαν απϐ τα ςπύτια τουσ για να γύνουν χύπισ ό πανκ ό ϐ,τι ϊλλο αυτοαποκαλοϑνται ςτισ μϋρεσ μασ· αγνοοϑμενοι ςϑζυγοι (φτϊνει να ρύξεισ μια ματιϊ ςτισ γυναύκεσ τουσ για να καταλϊβεισ 728
γιατύ εξαφανύςτηκαν)· ανεξιχνύαςτοι εμπρηςμού· θϑματα τςαντϊκηδων... ϐλα τα γνωςτϊ. ήμωσ, ανϊμεςα ς' αυτϋσ τισ καταθϋςεισ, υπϊρχουν αρκετϋσ ιςτορύεσ που ςου παγϔνουν το αύμα. Καθϔσ και μερικϋσ που ςου ανακατεϑουν το ςτομϊχι». «Μου λϋτε αλόθεια;» Ο Βϋτερ ϋγνεψε καταφατικϊ. «Μερικϋσ εύναι ςαν την ιςτορύα που μασ εύπε απϐψε η καημϋνη η Αμερικανύδα. Δεν πρϐκειται να τον ξαναδεύ τον ϊντρα τησ —κϐβω το κεφϊλι μου». Κούταξε τον Υϊρναμ κι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. «Αν θϋλεισ, πύςτεψε με, αν δε θϋλεισ, μη με πιςτεϑεισ. Οι φϊκελοι εκεύ εύναι. Σισ λϋμε ανοιχτϋσ υποθϋςεισ, γιατύ εύναι πιο ευγενικϐ απϐ το να τισ ποϑμε ϊλυτεσ ό χαμϋνεσ απϐ χϋρι. Μελϋτηςε τεσ, Υϊρναμ. Μελϋτηςε τεσ». Ο Υϊρναμ δεν εύπε τύποτε, αλλϊ το ϋβαλε ςκοπϐ να τισ «μελετόςει». Η ιδϋα ϐτι μπορεύ να υπόρχε ολϐκληρη ςειρϊ απϐ ιςτορύεσ ςαν κι αυτό τησ Αμερικανύδασ όταν ενοχλητικό. «Καμιϊ φορϊ», ςυνϋχιςε ο Βϋτερ, κλϋβοντασ ϊλλο ϋνα ιλκ Κατ απϐ το πακϋτο του Υϊρναμ, «αναρωτιϋμαι τισ Διαςτϊςεισ». «Σισ Διαςτϊςεισ;» «Ναι, καλϐ μου παιδύ, τισ Διαςτϊςεισ. Οι ςυγγραφεύσ επιςτημονικόσ φανταςύασ ϐλο μ' αυτϋσ καταπιϊνονται, ϋτςι δεν εύναι; Ϊχεισ διαβϊςει ποτϋ επιςτημονικό φανταςύα, Υϊρναμ;» «ήχι, κϑριε», απϊντηςε ο Υϊρναμ. Εύχε αποφαςύςει ϐτι ο ςυνϊδελφοσ τον δοϑλευε διακριτικϊ. «Λϐβκραφτ; Ϊχεισ διαβϊςει Λϐβκραφτ;» «Πρϔτη φορϊ τον ακοϑω», εύπε ο Υϊρναμ. Σο τελευταύο βιβλύο που εύχε διαβϊςει όταν ϋνα ποτπουρύ απϐ ιςτορύεσ τησ βικτοριανόσ εποχόσ, με τύτλο Δυο Κϑριοι με Μεταξωτϋσ Υουφοϑλεσ. «Αυτϐσ ο Λϐβκραφτ ϋγραφε ςυνϋχεια για τισ Διαςτϊςεισ», εύπε ο Βϋτερ βγϊζοντασ πϊλι απϐ την τςϋπη του το κϐκκινο ςπιρτϐκουτο. «Για Διαςτϊςεισ κοντινϋσ ςτη δικό μασ. Γεμϊτεσ 729
απϐ αθϊνατα τϋρατα, που ο ϊνθρωποσ τρελαύνεται μϐλισ τ' αντικρύςει. Σρομακτικϋσ αηδύεσ, φυςικϊ. Μϐνο που, ϐποτε μπαύνει εδϔ μϋςα κϊποιοσ απ' αυτοϑσ που διηγοϑνται τϋτοιεσ ιςτορύεσ, αναρωτιϋμαι αν εύναι αηδύεσ τελικϊ. κϋφτομαι -αργϊ τη νϑχτα, που εύναι ϐλα όςυχα, ϐπωσ τϔρα— μόπωσ ολϐκληροσ ο κϐςμοσ μασ, ϐλα ϐςα νομύζουμε ωραύα, φυςιολογικϊ και λογικϊ, δεν εύναι παρϊ μια μεγϊλη, δερμϊτινη μπϊλα φουςκωμϋνη με αϋρα. Και ςε κϊποια ςημεύα το δϋρμα ϋχει τριφτεύ τϐςο που κοντεϑει να τρυπόςει. ε κϊποια ςημεύα το περύβλημα εύναι πολϑ λεπτϐ. Με παρακολουθεύσ;» «Ναι», εύπε ο Υϊρναμ και ςκϋφτηκε: Να μου δϔςεισ κιϋνα φιλϊκι εκεύ που ξϋρεισ, Βϋτερ. Μ' αρϋςει να μου δύνουνφιλϊκια εκεύ που ξϋρεισ ϐταν με δουλεϑουν. «Και ϑςτερα ςκϋφτομαι ϐτι το Κρϊουτσ Εντ εύναι ϋνααπ' αυτϊ τα μϋρη. Εύναι ανϐητο, αλλϊ τισ κϊνω αυτϋσ τισ ςκϋψεισ. Ϊχω μεγϊλη φανταςύα, θα μου πεισ. Η μϊνα μου ϋτςι μου ϋλεγε πϊντα». «ασ ϋλεγε τϋτοιο πρϊγμα;» «Ναι. Και ξϋρεισ τι ϊλλο ςκϋφτομαι;» «ήχι, κϑριε, αδυνατϔ να υποθϋςω». «Σο Φαώγκϋιτ εύναι λύγο πολϑ εντϊξει —αυτϐ ςκϋφτομαι. Σο περύβλημα ανϊμεςα ςτισ Διαςτϊςεισ και το Φαώγκϋιτ ό το Μϊςγουελ Φιλ εύναι τϐςο γερϐ ϐςο πρϋπει. Πϊρε ϐμωσ το Ωρτςγουεώ και το Υύνςμπερι Παρκ. Και αυτϊ ςυνορεϑουν με το Κρϊουτσ Εντ. Ϊχω φύλουσ και ςτα δυο αυτϊ μϋρη, φύλουσ που ξϋρουν ϐτι ενδιαφϋρομαι για πρϊγματα που δεν ακοϑγονται λογικϊ. Για παλαβϋσ ιςτορύεσ που λϋγονται απϐ ανθρϔπουσ οι οπούοι δεν ϋχουν να κερδύςουν τύποτα λϋγοντασ παλαβϋσ ιςτορύεσ δεξιϊ κι αριςτερϊ. »Αναρωτόθηκεσ καθϐλου, Υϊρναμ, γιατύ να μασ πει ϐλα αυτϊ τα πρϊγματα αυτό η γυναύκα, αν δεν εύναι αλόθεια;» «Ε... » 730
Ο Βϋτερ ϊναψε ϋνα ςπύρτο και κούταξε τον Υϊρναμ πϊνω απϐ τη φλϐγα. «ήμορφη, νϋα, μϐλισ εύκοςι ϋξι ετϔν, με δυο παιδϊκια που την περιμϋνουν ςτο ξενοδοχεύο και ςϑζυγο δικηγϐρο ςτο Μιλγουϐκι ό κϊπου εκεύ. Σι εύχε να κερδύςει με το να ϋρθει εδϔ να μασ ξεφουρνύςει πρϊγματα που τα βλϋπει κανεύσ μϐνο ςτισ ταινύεσ;» «Δεν ξϋρω», απϊντηςε ξερϊ ο Υϊρναμ. «άςωσ υπϊρχουν πολλϋσ εξηγό...» «Οπϐτε, λϋω ςτον εαυτϐ μου», τον διϋκοψε ο Βϋτερ, «πωσ, αν υπϊρχουν "φθαρμϋνα ςημεύα", το δικϐ μασ αρχύζει απϐ το Ωρτςγουεώ και το Υύνςμπερι Παρκ... αλλϊ το πιο φθαρμϋνο κομμϊτι βρύςκεται εδϔ, ςτο Κρϊουτσ Εντ. Κι ϋπειτα ςκϋφτομαι, δε θα ϋρθει κϊποτε μια μϋρα που θα λιϔςει εντελϔσ το δϋρμα που μασ χωρύζει απϐ... το εςωτερικϐ τησ μπϊλασ; Δε θα ϋρθει τϋτοια μϋρα, αν ϋςτω και τα μιςϊ απ' ϐςα μασ εύπε αυτό η γυναύκα εύναι αλόθεια;» Ο Υϊρναμ δε μύληςε. Εύχε αποφαςύςει ϐτι ο Βϋτερ πύςτευε επύςησ ςτη χειρομαντεύα, ςτην κρανιοςκϐπηςη και ςτουσ Ροδϐςταυρουσ. «Διϊβαςε τουσ φακϋλουσ του αρχεύου», εύπε ο Βϋτερ και ςηκϔθηκε. Ακοϑςτηκε ϋνα τρύξιμο καθϔσ ϋβαλε τα χϋρια του πύςω ςτη μϋςη του και τεντϔθηκε. «Πϊω ϋξω να πϊρω λύγο καθαρϐ αϋρα». Βγόκε με το πϊςο του. Ο Υϊρναμ τον ακολοϑθηςε με το βλϋμμα, νιϔθοντασ τςαντιςμϋνοσ αλλϊ κι ϋτοιμοσ να χαμογελϊςει. Ο Βϋτερ όταν ϋνασ γερο-ξεκοϑτησ τελικϊ. Ϋταν επύςησ αιςχρϐσ τρακαδϐροσ. Σα τςιγϊρα δεν όταν καθϐλου φτηνϊ αυτό την εποχό. Ϊπιαςε το μπλοκ του Βϋτερ και ξεφϑλλιςε τισ ςημειϔςεισ του απϐ την ιςτορύα τησ γυναύκασ. Ναι, θα τουσ διϊβαζε τουσ φακϋλουσ του αρχεύου. Για να ςπϊςει πλϊκα. 731
Η κοπϋλα —ό νϋα γυναύκα, αν θϋλει κανεύσ να εύναι πολιτικϊ ορθϐσ (κι ϐλοι οι Αμερικανού αυτϐ προςπαθοϑν ςτισ μϋρεσ μασ)- εύχε ορμόςει ςτο Σμόμα ςτισ δϋκα παρϊ τϋταρτο το βρϊδυ, με γουρλωμϋνα μϊτια και τα μαλλιϊ να κρϋμονται ςτο πρϐςωπο τησ ςε μουςκεμϋνα τςουλοϑφια. Ϊςερνε την τςϊντα τησ ςτο πϊτωμα απϐ το λουρύ. «Ο Λϐνι», εύπε. «ασ παρακαλϔ, πρϋπει να βρεύτε τον Λϐνι». «Θα κϊνουμε ϐ,τι περνϊει απϐ το χϋρι μασ, ςύγουρα», τησ απϊντηςε ο Βϋτερ. «Πρϔτα ϐμωσ πρϋπει να μασ πεύτε ποιοσ εύναι ο Λϐνι». «Εύναι νεκρϐσ», εύπε η νεαρό γυναύκα. «Σο ξϋρω». Ϊβαλε τα κλϊματα. ίςτερα ϊρχιςε να γελϊει —να χαχανύζει, δηλαδό. Ωφηςε την τςϊντα τησ να πϋςει μπροςτϊ τησ. Σην εύχε πιϊςει υςτερύα. Σο Σμόμα όταν ςχεδϐν ϋρημο εκεύνη την ϔρα. Ο υπαρχιφϑλακασ Ρϋιμοντ ϊκουγε μια Πακιςτανό να του διηγεύται, με ςχεδϐν υπερφυςικό νηφαλιϐτητα, πϔσ τησ εύχε αρπϊξει την τςϊντα ςτη λεωφϐρο Φύλφιλντ ϋνασ αλότησ με ποδοςφαιρικϊ τατουϊζ ςτα μπρϊτςα και μπλε αφϊνα. Ο Βϋτερ εύδε τον Υϊρναμ να μπαύνει απϐ το διπλανϐ γραφεύο, ϐπου κατϋβαζε παλιϋσ αφύςεσ (ΤΠΑΡΦΕΙ ΜΙΑ ΘΕΗ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑ Α ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΓΚΑΣΑΛΕΙΜΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ;) και κολλοϑςε καινοϑριεσ (ΕΞΙ ΚΑΝΟΝΕ ΓΙΑ ΑΥΑΛΗ ΝΤΦΣΕΡΙΝΗ ΠΟΔΗΛΑΙΑ). Ο Βϋτερ ϋγνεψε ςτον Υϊρναμ να ϋρθει και ςτον υπαρχιφϑλακα Ρϋιμοντ, που κούταξε προσ το μϋροσ του ακοϑγοντασ την υςτερικό κραυγό τησ Αμερικανύδασ, να φϑγει απϐ το δωμϊτιο. Ο Ρϋιμοντ, που του ϊρεςε να ςπϊει τα δϊχτυλα των πορτοφολϊδων ςαν οδοντογλυφύδεσ («Οχ, ϋλα τϔρα, φύλε», ϋλεγε ϐταν του ζητοϑςαν να δικαιολογόςει αυτό την «πϋραν του νϐμου» διαδικαςύα, «πενόντα εκατομμϑρια αραπϊδεσ δεν μπορεύ να κϊνουν λϊθοσ»), δεν όταν ο κατϊλληλοσ ϊνθρωποσ για μια γυναύκα ςε υςτερύα. 732
«Σον Λϐνι!» τςύριξε η νεαρό γυναύκα. «Αχ, θεϋ μου, ϋπιαςαν τον Λϐνι!» Η Πακιςτανό ςτρϊφηκε προσ τη νεαρό Αμερικανύδα, την περιεργϊςτηκε ατϊραχη για μερικϋσ ςτιγμϋσ κι ϋπειτα γϑριςε ξανϊ προσ τον υπαρχιφϑλακα Ρϋιμοντ και ςυνϋχιςε να του περιγρϊφει πϔσ τησ εύχαν αρπϊξει την τςϊντα τησ. «Δεςποινύσ...» ϊρχιςε να λϋει ο αςτυφϑλακασ Υϊρναμ. «Σι ςυμβαύνει εκεύ ϋξω;» εύπε ψιθυριςτϊ η νεαρό γυναύκα. Η ανϊςα τησ ϋβγαινε με μικρϊ, κοφτϊ βογκητϊ και ο Υϊρναμ πρϐςεξε ϐτι υπόρχε μια γρατςουνιϊ ςτο αριςτερϐ τησ μϊγουλο. Ϋταν ϋνα ϐμορφο θηλυκϐ με ωραύα βυζϊκια —μικρϊ αλλϊ ςφιχτϊ— κι ϋνα χεύμαρρο απϐ πυρρϐ-ξανθα μαλλιϊ. Σα ροϑχα τησ όταν ακριβϊ χωρύσ να εύναι κραυγαλϋα. Απϐ το ϋνα τησ παποϑτςι εύχε φϑγει το τακοϑνι. «τι ςυμβαύνει εκεύ ϋξω;» ξαναεύπε. «Σϋρατα...» Η Πακιςτανό την ξανακούταξε... και χαμογϋλαςε. Σα δϐντια τησ όταν ςϊπια. Σο χαμϐγελο εξαφανύςτηκε ςαν ταχυδακτυλουργικϐ τρικ και πόρε το ϋντυπο που τησ ϋδωςε ο Ρϋιμοντ να ςυμπληρϔςει. «Υτιϊξε καφϋ ςτην κυρύα και φϋρ' τον ςτην Αύθουςα Σρύα», εύπε ο Βϋτερ. «θα θϋλατε ϋναν καφϋ, κυρύα μου;» «Ο Λϐνι», ψιθϑριςε αυτό. «Εύναι νεκρϐσ, το ξϋρω». «Ελϊτε με το γερο-Σεντ Βϋτερ και θα τα ξεκαθαρύςουμε ϐλα ςτο λεπτϐ», εύπε ο Βϋτερ και τη βοόθηςε να ςταθεύ ςτα πϐδια τησ. Αυτό ςυνϋχιςε να μιλϊει με κλαψουριςτό φωνό, ενϔ την ϋβγαζε απϐ το δωμϊτιο κρατϔντασ την απϐ τη μϋςη. Σο ςπαςμϋνο τακοϑνι τησ την ανϊγκαζε να βαδύζει κουτςαύνοντασ. Ο Υϊρναμ γϋμιςε μια κοϑπα με καφϋ και την πόγε ςτην Αύθουςα Σρύα, ϋνα τετρϊγωνο δωμϊτιο με ϊςπρουσ τούχουσ, ϐπου υπόρχαν μϐνο ϋνα χιλιοςημαδεμϋνο τραπϋζι, τϋςςερισ καρϋκλεσ κι ϋνασ ψϑκτησ ςτη γωνύα. Ωφηςε την κοϑπα μπροςτϊ ςτη γυναύκα. 733
«Ορύςτε, κυρύα μου», μουρμοϑριςε. «Πιεύτε, θα ςασ κϊνει καλϐ. Αν θϋλετε ζϊχαρη...» «Δεν μπορϔ να πιω...» εύπε εκεύνη. «Αδϑνατον...» Και ϑςτερα ϊρπαξε την πορςελϊνινη κοϑπα, ϋνα ξεχαςμϋνο ςουβενύρ απϐ το Μπλϊκπουλ, ςαν να όθελε να ζεςταθεύ. Σα χϋρια τησ ϋτρεμαν ϊςχημα και ο Υϊρναμ όθελε να τησ πει ν' αφόςει κϊτω την κοϑπα μη χϑςει τον καφϋ και ζεματιςτεύ. «Αδϑνατον», ξαναεύπε η γυναύκα. Και ϑςτερα όπιε, πϊντα κρατϔντασ την κοϑπα με τα δυο τησ χϋρια, ϋτςι ϐπωσ κϊνουν τα παιδιϊ. Κι ϐταν ςόκωςε το κεφϊλι και τουσ κούταξε, το βλϋμμα τησ όταν βλϋμμα παιδιοϑ -ανυπϐκριτο, κουραςμϋνο, γεμϊτο ικεςύα... κυνηγημϋνο. Ϋταν λεσ κι αυτϐ που τησ εύχε ςυμβεύ να την εύχε μεταμορφϔςει ςε μικρϐ κοριτςϊκι. αν κϊποιο αϐρατο χϋρι να εύχε κατεβεύ απϐ τον ουρανϐ και να εύχε αφαιρϋςει τα τελευταύα εύκοςι χρϐνια τησ ζωόσ τησ, αφόνοντασ ϋνα παιδύ ντυμϋνο με ροϑχα ενόλικησ Αμερικανύδασ ς' αυτϐ το μικρϐ, λευκϐ δωμϊτιο των ανακρύςεων του Αςτυνομικοϑ Σμόματοσ του Κρϊουτσ Εντ . «Ο Λϐνι», εύπε. «Σα τϋρατα», ςυνϋχιςε. Και ϑςτερα: «Θα με βοηθόςετε; Βοηθόςτε με, ςασ παρακαλϔ. Μπορεύ να μην τον ςκϐτωςαν. Μπορεύ να... Εύμαι Αμερικανύδα υπόκοοσ» τςύριξε ξαφνικϊ κι αμϋςωσ μετϊ, ςαν να εύχε πει κϊτι πολϑ επαύςχυντο, ϋβαλε τα κλϊματα. Ο Βϋτερ τη χτϑπηςε καθηςυχαςτικϊ ςτον ϔμο. «Ελϊτε, κυρύα μου, ηρεμόςτε, θα ςασ βοηθόςουμε να βρεύτε τον Λϐνι. Ο ςϑζυγοσ ςασ εύναι;» Φωρύσ να ςταματόςει το κλϊμα, η γυναύκα ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ο Ντϊνι και η Νϐρμα εύναι ςτο ξενοδοχεύο... με την μπϋιμπι ςύτερ... Θα κοιμοϑνται τϔρα... θα περιμϋνουν να τουσ φιλόςει ϐταν θα γυρύςουμε... » «Προςπαθόςτε να ηρεμόςετε λιγϊκι και να μασ πεύτε τι ςυνϋβη... » 734
«Και που ςυνϋβη», πρϐςθεςε ο Υϊρναμ. Ο Βϋτερ του ϋριξε μια γρόγορη ματιϊ ςυνοφρυωμϋνοσ. «Αυτϐ εύναι το πρϐβλημα!» φϔναξε η γυναύκα. «Δεν ξϋρω ποϑ ςυνϋβη! Δεν εύμαι καν ςύγουρη τι ακριβϔσ ςυνϋβη, εκτϐσ ϐτι όταν φρικτϐ!» Ο Βϋτερ ϋβγαλε το μπλοκϊκι του. «Πϔσ ονομϊζεςτε, κυρύα μου;» «Ντϐρισ Υρύμαν. Ο ςϑζυγοσ μου λϋγεται Λϋοναρντ Υρύμαν. Μϋνουμε ςτο ξενοδοχεύο Ιντερκοντινϋνταλ. Εύμαςτε Αμερικανού υπόκοοι». Αυτό τη φορϊ, η δόλωςη τησ εθνικϐτητασ τησ φϊνηκε να την καθηςυχϊζει λύγο. Ροϑφηξε μια γουλιϊ καφϋ κι ϊφηςε την κοϑπα ςτο τραπϋζι. Ο Υϊρναμ πρϐςεξε ϐτι οι παλϊμεσ τησ εύχαν κοκκινύςει. Αργϐτερα θα το καταλϊβεισ το κϊψιμο, μωρϐ μου, ςκϋφτηκε. Ο Βϋτερ ςημεύωνε τα ςτοιχεύα ςτο μπλοκ του όκωςε για μια ςτιγμό τα μϊτια κι ϋριξε ϋνα γρόγορο, διακριτικϐ βλϋμμα ςτον Υϊρναμ. «Εύςτε ςε διακοπϋσ;» ρϔτηςε τη γυναύκα. «Ναι... δυο βδομϊδεσ εδϔ και μύα ςτην Ιςπανύα. κοπεϑαμε να περϊςουμε μια βδομϊδα ςτη Βαρκελϔνη... Αλλϊ αυτϊ δε βοηθϊνε να βροϑμε τον Λϐνι! Γιατύ μου κϊνετε τϋτοιεσ ανϐητεσ ερωτόςεισ;» «Προςπαθοϑμε να πϊρουμε μια γενικό εικϐνα, κυρύα Υρύμαν», εύπε ο Υϊρναμ. Φωρύσ να το κϊνουν ςυνειδητϊ, αυτϐσ και ο Βϋτερ εύχαν υιοθετόςει ϋνα χαμηλϐ, καθηςυχαςτικϐ τϐνο. «Εςεύσ προςπαθόςτε να μασ πεύτε τι ςυνϋβη. Πεύτε το με δικϊ ςασ λϐγια». «Γιατύ εύναι τϐςο δϑςκολο να βρει κανεύσ ταξύ ςτο Λονδύνο;» ρϔτηςε ξαφνικϊ η γυναύκα. Ο Υϊρναμ δεν όξερε τι να πει, αλλϊ ο Βϋτερ απϊντηςε ςαν να όταν η ερϔτηςη απολϑτωσ ςχετικό με το θϋμα. 735
«Δϑςκολο να πει κανεύσ, κυρύα μου. Εξαιτύασ των τουριςτϔν, εν μϋρει. Γιατύ; Δυςκολευτόκατε να βρεύτε ταξύ για το Κρϊουτσ Εντ;» «Ναι. Υϑγαμε απϐ το ξενοδοχεύο ςτισ τρεισ και πόγαμε ςτο Φϊτςαρντσ. Σο ξϋρετε;» «Μϊλιςτα, κυρύα μου», απϊντηςε ο Βϋτερ. «Θαυμϊςιο βιβλιοπωλεύο, ε;» «Απϐ το Ιντερκοντινϋνταλ βρόκαμε αμϋςωσ ταξύ... Τπόρχε ουρϊ απϋξω. Αλλϊ ϐταν βγόκαμε απϐ το Φϊτςαρντσ δεν υπόρχε τύποτε. Σελικϊ, ϐταν ςταμϊτηςε κϊποιο, ο οδηγϐσ του γϋλαςε και κοϑνηςε το κεφϊλι του ϐταν ο Λϐνι εύπε ϐτι θϋλαμε να πϊμε ςτο Κρϊουτσ Εντ». «Υϋρονται ςαν καθϊρματα ϐταν πρϐκειται για τα προϊςτια —και να με ςυγχωρεύτε για την ϋκφραςη, μαντϊμ», εύπε ο Υϊρναμ. «Αρνόθηκε μιασ λύρασ φιλοδϔρημα που του ϋταξε ο Λϐνι», εύπε η Ντϐρισ Υρύμαν και η φωνό τησ φανϋρωνε χαρακτηριςτικό αμερικϊνικη αμηχανύα. «Περιμϋναμε ςχεδϐν μιςό ϔρα μϋχρι να βροϑμε κϊποιον που δϋχτηκε να μασ πϊει. Η ϔρα όταν πεντϋμιςι, ύςωσ και ϋξι παρϊ τϋταρτο. Και τϐτε ανακϊλυψε ο Λϐνι ϐτι εύχε χϊςει τη διεϑθυνςη...» Ξανϊπιαςε την κοϑπα με τα δυο τησ χϋρια. «Ποιον ςκοπεϑατε να επιςκεφθεύτε;» ρϔτηςε ο Βϋτερ. «Ϊνα ςυνϊδελφο του ςυζϑγου μου. Ϊνα δικηγϐρο που λϋγεται Σζον κουϋιλσ. Ο ϊντρασ μου δεν τον γνϔριζε αλλϊ τα γραφεύα τουσ...» Ϊκανε μια αϐριςτη χειρονομύα. «υνεργϊζονται;» «Ναι, υποθϋτω. ήταν ϋμαθε ο κϑριοσ κουϋιλσ πωσ θα ερχϐμαςτε για διακοπϋσ ςτο Λονδύνο, μασ κϊλεςε ςτο ςπύτι του για δεύπνο. Ο Λϐνι πϊντα του ϋγραφε ςτη διεϑθυνςη του γραφεύου του, αλλϊ εύχε ςημειϔςει τη διεϑθυνςη του ςπιτιοϑ ςε 736
κϊποιο χαρτϊκι. Αφοϑ μπόκαμε ςτο ταξύ, ανακϊλυψε ϐτι το εύχε χϊςει. Σο μϐνο που θυμϐταν όταν το Κρϊουτσ Εντ». Η Ντϐρισ Υριμαν τουσ κούταξε βλοςυρϊ. «Κρϊουτσ Εντ», επανϋλαβε. «Νομύζω ϐτι εύναι ϋνα ϊςχημο ϐνομα». «Και τι κϊνατε μετϊ;» ρϔτηςε ο Βϋτερ. Η γυναύκα ϊρχιςε να μιλϊει. ήταν τελεύωςε, εύχε πιει και δεϑτερη κοϑπα καφϋ και ο αςτυφϑλακασ Βϋτερ εύχε γεμύςει πολλϋσ ςελύδεσ απϐ το μπλοκϊκι του με τα ακανϐνιςτα γρϊμματα του. Ο Λϐνι Υρύμαν όταν μεγαλϐςωμοσ ϊντρασ κι ϋτςι ϐπωσ όταν ςκυμμϋνοσ προσ τα εμπρϐσ, ςτο ευρϑχωρο πύςω κϊθιςμα του μαϑρου ταξύ, για να μπορεύ να μιλϊει με τον οδηγϐ, τησ θϑμιζε την πρϔτη μϋρα που τον εύχε γνωρύςει, ς' ϋναν αγϔνα μπϊςκετ του κολεγύου, ϐταν όταν και οι δυο τουσ τεταρτοετεύσ. Σϐτε καθϐταν ςτον πϊγκο, με τα γϐνατα του να φτϊνουν ςχεδϐν μϋχρι τ' αυτιϊ του και τισ μεγϊλεσ παλϊμεσ του κρεμαςμϋνεσ ανϊμεςα ςτα πϐδια του. Μϐνο που τϐτε φοροϑςε ςορτςϊκι του μπϊςκετ και εύχε μια πετςϋτα ριγμϋνη ςτο ςβϋρκο, αντύ για το ςακϊκι και τη γραβϊτα που φοροϑςε τϔρα ςτο ταξύ. Δεν ϋμπαινε ςυχνϊ ςτο παιχνύδι —θυμόθηκε με τρυφερϐτητα η γυναύκα του— γιατύ δεν όταν αρκετϊ καλϐσ. Και εύχε το κακϐ ςυνόθειο να χϊνει διευθϑνςεισ. Ο ταξιτζόσ ϊκουςε με ςυμπϊθεια την ιςτορύα τησ χαμϋνησ διεϑθυνςησ. Ϋταν ϋνασ ηλικιωμϋνοσ κϑριοσ, ντυμϋνοσ με ϊψογο, γκρύζο, καλοκαιρινϐ κοςτοϑμι, η πλόρησ αντύθεςη του βαριεςτημϋνου Νεοϒορκϋζου ταξιτζό. Η μϐνη παραφωνύα όταν το καρϐ, μϊλλινο καςκϋτο ςτο κεφϊλι του. Ϋταν, ϐμωσ, μια ευχϊριςτη παραφωνύα. Σου προςϋδιδε ϋναν αϋρα ϋκφυλησ γοητεύασ. Η κυκλοφορύα όταν πυκνό καθϔσ διϋςχιζαν το Φεώμϊρκετ. Προςπϋραςαν κϊποιο θϋατρο ϐπου το Υϊνταςμα τησ ήπερασ ςυνϋχιζε τισ ατϋλειωτεσ παραςτϊςεισ του. 737
«Λοιπϐν, θα ςασ πω τι θα κϊνουμε», πρϐτεινε ο οδηγϐσ του ταξύ. «θα ςασ πϊω ςτο Κρϊουτσ Εντ, θα ςταματόςουμε ς' ϋναν τηλεφωνικϐ θϊλαμο, θα βρεύτε τη διεϑθυνςη του φύλου ςασ και θα φτϊςουμε ωραύα και καλϊ μπροςτϊ ςτην πϐρτα του». «Θαυμϊςια», εύπε η Ντϐρισ και το εννοοϑςε. Βρύςκονταν όδη ϋξι μϋρεσ ςτο Λονδύνο και δε θυμϐταν να εύχε ξαναβρεθεύ ςτη ζωό τησ ςε πϐλη που να εύναι οι ϊνθρωποι πιο ευγενικού και πιο πολιτιςμϋνοι. «Ευχαριςτϔ πολϑ», εύπε ο Λϐνι. Κϊθιςε πύςω, αγκϊλιαςε την Ντϐρισ απϐ τουσ ϔμουσ και τησ χαμογϋλαςε. «Εύδεσ; Κανϋνα πρϐβλημα». «ήχι χϊρη ς' εςϋνα», γκρύνιαξε δόθεν η Ντϐρισ και του ϋδωςε μια ςιγανό αγκωνιϊ ςτα πλευρϊ. «Ψραύα», ςυμφϔνηςε και ο ταξιτζόσ. «Υϑγαμε για το Κρϊουτσ Εντ». Ϋταν τϋλη Αυγοϑςτου κι ϋνασ αδιϊκοποσ, καυτϐσ αϋρασ ξεςόκωνε τα ςκουπύδια απϐ τα ρεύθρα κι ανϋμιζε τα ςακϊκια και τισ φοϑςτεσ των αντρϔν και των γυναικϔν που γϑριζαν ςπύτι απϐ τισ δουλειϋσ τουσ. Ο όλιοσ εύχε όδη αρχύςει να γϋρνει και ϐποτε φαινϐταν ανϊμεςα απϐ τα ψηλϊ κτύρια εύχε το κοκκινωπϐ χρϔμα του ςοϑρουπου. Ο ταξιτζόσ ςιγοτραγουδοϑςε. Η Ντϐρισ εύχε χαλαρϔςει, με το χϋρι του Λϐνι γϑρω τησ. Εύχε δει τον ϊντρα τησ πολϑ περιςςϐτερο αυτϋσ τισ ϋξι μϋρεσ απ' ϐ,τι ολϐκληρο το χρϐνο και, προσ μεγϊλη τησ χαρϊ, διαπύςτωνε ϐτι τησ ϊρεςε πολϑ. Επύςησ, όταν η πρϔτη τησ φορϊ που ϋβγαινε απϐ την Αμερικό κι ϐλο θϑμιζε ςτον εαυτϐ τησ ϐτι βριςκϐταν ςτην Αγγλύα, θα πόγαινε ςτη Βαρκελϔνη και ποιοσ τη χϊρη τησ! ίςτερα ο όλιοσ κρϑφτηκε πύςω απϐ ϋνα τεύχοσ κτιρύων και η Ντϐρισ ϋχαςε αυτομϊτωσ κϊθε αύςθηςη προςανατολιςμοϑ. Εύχε διαπιςτϔςει ϐτι οι διαδρομϋσ με ταξύ ςτο Λονδύνο εύχαν αυτϐ το αποτϋλεςμα. Η πϐλη όταν ϋνα τερϊςτιο ςϑμπλεγμα απϐ οδοϑσ, παρϐδουσ, δρομύςκουσ και αδιϋξοδα κι αδυνατοϑςε να 738
καταλϊβει πϔσ ϋβριςκε κανεύσ το δρϐμο του για οπουδόποτε. ήταν το ανϋφερε αυτϐ ςτον Λϐνι, χτεσ ό προχτϋσ, δε θυμϐταν, ο Λϐνι τησ απϊντηςε ϐτι οι ϊνθρωποι εδϔ κυκλοφοροϑςαν με μεγϊλη προςοχό· δεν εύχε προςϋξει ϐτι ςε ϐλα τα ταξύ υπόρχε κι απϐ ϋνα Ευρετόριο Δρϐμων χωμϋνο ςτο ραφϊκι τησ κονςϐλασ; Η ςυγκεκριμϋνη κοϑρςα όταν η μακρϑτερη που εύχαν κϊνει ωσ τϐτε. Ωφηςαν πύςω τουσ το ςϑγχρονο τμόμα τησ πϐλησ (παρϊ την απατηλό αύςθηςη ϐτι το ταξύ ϋκανε ςυνεχϔσ κϑκλουσ). Πϋραςαν απϐ μια περιοχό με τερϊςτια ςυγκροτόματα κατοικιϔν, που θα μποροϑςαν κϊλλιςτα να εύναι ϐλα ϋρημα, αφοϑ δεν εύδαν το παραμικρϐ ύχνοσ ζωόσ (ϐχι, διϐρθωςε η Ντϐρισ, απευθυνϐμενη ςτον Βϋτερ και ςτον Υϊρναμ, ςτο μικρϐ ϊςπρο δωμϊτιο· εύχε δει ϋνα αγορϊκι ςε ϋνα πεζοδρϐμιο να παύζει με ςπύρτα). Μετϊ, διϋςχιςαν μια περιοχό με φτωχικϊ μικρομϊγαζα και πϊγκουσ μανϊβηδων κι ϋπειτα -πϔσ να μην αποπροςανατολύζεται ϋνασ ξϋνοσ οδηγϐσ ςτο Λονδύνο;— ξαναβρϋθηκαν ωσ δια μαγεύασ ςε μια ςϑγχρονη περιοχό. «Τπόρχε μϋχρι κι ϋνα Μακντϐναλντσ», εύπε η Ντϐρισ ςτον Βϋτερ και ςτον Υϊρναμ, με τον τϐνο που θα χρηςιμοποιοϑςε ςύγουρα για να πει ϐτι εύχε δει τη φύγγα ό τουσ Κρεμαςτοϑσ Κόπουσ τησ Βαβυλϔνασ. «Αλόθεια;» εύπε ο Βϋτερ, με την κατϊλληλη δϐςη θαυμαςμοϑ και ϋκπληξησ. Η γυναύκα εύχε καταφϋρει να θυμϊται με λεπτομϋρειεσ και δεν όθελε με τύποτα να τησ χαλϊςει το ρυθμϐ, τουλϊχιςτον μϋχρι να τουσ πει ϐ,τι μποροϑςε. Ωφηςαν πύςω τουσ και τη ςϑγχρονη περιοχό, τησ οπούασ το αξιοθϋατο όταν ϋνα Μακντϐναλντσ. Πϋραςαν μια μικρό, ανοιχτό ϋκταςη και τϔρα ο όλιοσ όταν μια μεγϊλη πορτοκαλιϊ ςφαύρα ςτον ορύζοντα, λοϑζοντασ τουσ δρϐμουσ μ' ϋνα παρϊξενο φωσ που ϋκανε τουσ διαβϊτεσ να φαύνονται ϋτοιμοι να πϊρουν φωτιϊ. 739
«Σϐτε όταν που ϊρχιςαν ν' αλλϊζουν τα πρϊγματα», εύπε. Η φωνό τησ χαμόλωςε αιςθητϊ. Σα χϋρια τησ ξανϊρχιςαν να τρϋμουν. Ο Βϋτερ ϋςκυψε προσ τα εμπρϐσ, ϐλο υπερϋνταςη. «Ωλλαξαν; Πϔσ; Με ποιον τρϐπο ϊλλαξαν τα πρϊγματα, κυρ ύα Υρύ μαν;» Πϋραςαν απϐ ϋνα κιϐςκι εφημερύδων, εύπε η γυναύκα, και ο πύνακασ των ειδόςεων ϋξω ϋγραφε: ΦΑΘΗΚΑΝ ΕΞΗΝΣΑ ΣΗ ΥΡΙΚΗ ΣΟΤ ΤΠΟΓΕΙΟΤ. «Λϐνι, κούτα εκεύ!» «Σι;» Ο Λϐνι γϑριςε να δει, αλλϊ εύχαν όδη αφόςει πύςω τουσ το κιϐςκι. «Εγραφε, "Φϊθηκαν Εξόντα ςτη Υρύκη του Τπογεύου". Ϊτςι το λϋνε το μετρϐ εδϔ; Τπϐγειο;» «Ναι. Ϊτςι ό απλϔσ τρϋνο. Σι ϋγινε, τρϊκαραν;» «Δεν ξϋρω». Η Ντϐρισ ϋςκυψε μπροςτϊ. «Κϑριε, μόπωσ ξϋρετε τι ςυνϋβη; Ϊγινε κανϋνα τρακϊριςμα ςτο μετρϐ;» «ϑγκρουςη εννοεύτε, κυρύα μου; ήχι, απ' ϐςο ξϋρω». «Ϊχετε ραδιϐφωνο;» «ήχι ςτο ταξύ, κυρύα μου». «Λϐνι;» «Μμμμ». Ϋταν φανερϐ ϐτι ο Λϐνι δεν ϋδειχνε κανϋνα ενδιαφϋρον. Εύχε βαλθεύ να ψαχουλεϑει απϐ την αρχό τισ τςϋπεσ του (που όταν μπϐλικεσ, μια και φοροϑςε κοςτοϑμι με γιλϋκο), αναζητϔντασ το χαμϋνο χαρτϊκι που εύχε γραμμϋνη πϊνω του τη διεϑθυνςη του κυρύου Σζον κουϋιλσ. Η εύδηςη, γραμμϋνη με κιμωλύα ς' εκεύνο τον πύνακα ϋξω απϐ το κιϐςκι, ςτριφογϑριζε ςτο μυαλϐ τησ Ντϐρισ. ΕΞΗΝΣΑ ΝΕΚΡΟΙ Ε ΤΓΚΡΟΤΗ ΣΟΤ ΜΕΣΡΟ, ϋπρεπε να γρϊφει. Αντύ γι' αυτϐ ϐμωσ... ΦΑΘΗΚΑΝ ΕΞΗΝΣΑ ΣΗ ΥΡΙΚΗ ΣΟΤ ΤΠΟΓΕΙΟΤ. Σην αναςτϊτωνε. Δεν ϋλεγε «ςκοτϔθηκαν», ϋλεγε «χϊθηκαν», με 740
τον τρϐπο που αναφϋρονταν τα παλιϊ χρϐνια οι ανταποκριτϋσ ςτουσ ναυτικοϑσ που πνύγονταν ςε ναυϊγια. Η ΥΡΙΚΗ ΣΟΤ ΤΠΟΓΕΙΟΤ. Δεν τησ ϊρεςε καθϐλου. Σην ϋκανε να ςκϋφτεται νεκροταφεύα, υπονϐμουσ, πλαδαρϊ, ϊχρωμα πλϊςματα που πετϊγονταν ςκληρύζοντασ απϐ τισ ςόραγγεσ και, τυλύγοντασ τα χϋρια τουσ (ό τα πλοκϊμια τουσ ύςωσ) γϑρω απϐ τα πϐδια των δϑςμοιρων ταξιδιωτϔν που περύμεναν ςτισ πλατφϐρμεσ, τουσ τραβοϑςαν ςτο ςκοτϊδι..Ϊςτριψαν δεξιϊ. τη γωνύα, ϐρθιοι δύπλα ςτισ μοτοςικλϋτεσ τουσ, ςτϋκονταν τρεισ νεαρού με πϋτςινα. όκωςαν τα κεφϊλια τουσ καθϔσ περνοϑςε το ταξύ και για μια ςτιγμό —ο όλιοσ τη χτυποϑςε καταπρϐςωπο απ' αυτό τη γωνύα— τησ φϊνηκε ϐτι οι νεαρού μοτοςικλετιςτϋσ δεν εύχαν ανθρϔπινα κεφϊλια. Εκεύνη τη ςυγκεκριμϋνη ςτιγμό όταν απϐλυτα ςύγουρη ϐτι απϐ τα μαϑρα δερμϊτινα μπουφϊν πρϐβαλαν τα γλοιϔδη κεφϊλια τριϔν αρουραύων, αρουραύων με μαϑρα μϊτια που ατϋνιζαν το ταξύ. ίςτερα ϊλλαξε η γωνύα του φωτϐσ και φυςικϊ εύδε ϐτι εύχε κϊνει λϊθοσ. Ϋταν μϐνο τρεισ νεαρού που κϊπνιζαν ϋξω απϐ το αγγλικϐ αντύςτοιχο ενϐσ αμερικανικοϑ ζαχαροπλαςτεύου. «Εδϔ εύμαςτε», εύπε ο Λϐνι, εγκαταλεύποντασ το ψϊξιμο ςτισ τςϋπεσ και δεύχνοντασ ϋξω απϐ το παρϊθυρο. Εκεύνη τη ςτιγμό περνοϑςαν μια πινακύδα του δρϐμου που ϋγραφε «Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ». Παλιϊ, τοϑβλινα ςπύτια ςαν νυςταγμϋνεσ αρχϐντιςςεσ υψϔνονταν απϐ πϊνω τουσ, λεσ και κούταζαν το ταξύ με τα κενϊ παρϊθυρα τουσ. Κϊμποςα πιτςιρύκια πηγαινοϋρχονταν ςτο δρϐμο, καβϊλα ςε ποδόλατα ό τρύκυκλα ποδηλατϊκια. Ωλλα δυο πϊςχιζαν ν' ανεβοϑν ς' ϋνα ςκϋιτμπορντ, χωρύσ αξιοςημεύωτη επιτυχύα. Πατερϊδεσ που εύχαν γυρύςει απϐ τισ δουλειϋσ τουσ όταν μαζεμϋνοι ςε παρϋεσ, κϊπνιζαν, 741
ςυζητοϑςαν και χϊζευαν τα παιδιϊ. ήλα ϋδειχναν καθηςυχαςτικϊ φυςιολογικϊ. Σο ταξύ ςταμϊτηςε μπροςτϊ απϐ ϋνα καταθλιπτικϐ εςτιατϐριο, που η μικρό, λεκιαςμϋνη, χϊρτινη επιγραφό ςτη βιτρύνα του ϋγραφε ΝΟΜΙΜΗ ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΑ και μια πολϑ μεγαλϑτερη, ςτο κϋντρο αυτό, πληροφοροϑςε ϐτι ςερβύρονταν ινδικϊ φαγητϊ ςε πακϋτα. το εςωτερικϐ περβϊζι τησ βιτρύνασ τεμπϋλιαζε ϋνασ γιγϊντιοσ γκρύζοσ γϊτοσ. Δύπλα ςτο εςτιατϐριο υπόρχε ϋνασ τηλεφωνικϐσ θϊλαμοσ. «Ορύςτε», εύπε ο ταξιτζόσ. «Βρεύτε τη διεϑθυνςη του φύλου ςασ κι εγϔ θα εντοπύςω το ςπύτι». «ϑμφωνοι», απϊντηςε ο Λϐνι και βγόκε. Η Ντϐρισ ϋμεινε για λύγο ςτο ταξύ κι ϋπειτα κατϋβηκε κι αυτό, θϋλοντασ να ξεμουδιϊςει. Ο ζεςτϐσ αϋρασ ςυνϋχιζε να φυςϊει. Ανϋμιςε τη φοϑςτα γϑρω απϐ τα γϐνατα τησ και ϑςτερα κϐλληςε ϋνα παλιϐ χαρτύ απϐ παγωτϐ ςτη γϊμπα τησ. Η Ντϐρισ το τρϊβηξε μ' ϋνα μορφαςμϐ αηδύασ. ήταν ξαναςόκωςε το κεφϊλι τησ, βρϋθηκε ν' αντικρύζει το μεγαλϐςωμο γκρύζο γϊτο πύςω απϐ τη βιτρύνα. Σο ζϔο ανταπϋδωςε το βλϋμμα τησ. Ϋταν μονϐφθαλμο κι αινιγματικϐ. Σο μιςϐ του πρϐςωπο όταν ξεςκιςμϋνο απϐ κϊποιο παλιϐ γατοκαβγϊ. ή,τι απϋμενε όταν μια παραμορφωμϋνη, ρϐδινη μϊζα απϐ ουλϋσ, ϋνασ γαλακτερϐσ καταρρϊκτησ ςτη θϋςη του ματιοϑ και μερικϋσ τοϑφεσ απϐ τρύχεσ. Ο γϊτοσ νιαοϑριςε βουβϊ πύςω απϐ το τζϊμι. Πλημμυριςμϋνη απϐ μια αύςθηςη αποςτροφόσ, η Ντϐρισ πόγε ςτον τηλεφωνικϐ θϊλαμο και κούταξε απϐ το βρϐμικο τζϊμι του. Ο Λϐνι τησ ϋκλειςε το μϊτι κι ϋκανε ϋναν κϑκλο με το δεύκτη και τον αντύχειρα του. ίςτερα ϋριξε δϋκα πϋνεσ ςτη ςχιςμό και ςϑντομα ϊρχιςε να μιλϊει με κϊποιον. Γϋλαςε. Φωρύσ ν' ακουςτεύ πύςω απϐ το τζϊμι. ήπωσ ο γϊτοσ. Η Ντϐρισ ςτρϊφηκε να ξαναδεύ το ζϔο, αλλϊ η βιτρύνα όταν ϊδεια. το μιςοςκϐταδο πϋρα απϐ το περβϊζι διϋκρινε 742
καρϋκλεσ πϊνω ςε τραπϋζια κι ϋνα γϋρο κϑριο που ςκοϑπιζε. ήταν ςτρϊφηκε πϊλι προσ το θϊλαμο, εύδε τον Λϐνι να ςημειϔνει βιαςτικϊ κϊτι. Ϊβαλε το ςτυλϐ του πϊλι ςτο τςεπϊκι, κρϊτηςε το χαρτύ ςτο χϋρι του —η Ντϐρισ διϋκρινε μια διεϑθυνςη γραμμϋνη επϊνω— εύπε κϊνα δυο ϊηχα λϐγια ακϐμη, ϋκλειςε το τηλϋφωνο και βγόκε. Φαμογελοϑςε, κουνϔντασ θριαμβευτικϊ το χαρτϊκι με τη διεϑθυνςη. «Εντϊξει, την ϋχ...» Σο βλϋμμα του καρφϔθηκε κϊπου πύςω τησ και ςυνοφρυϔθηκε. «Ποϑ πόγε το ηλύθιο το ταξύ;» Η Ντϐρισ γϑριςε. Σο ταξύ εύχε εξαφανιςτεύ. Εκεύ που όταν ςταματημϋνο ϋνα λεπτϐ πριν, τϔρα υπόρχε μϐνο το πεζοδρϐμιο και κϊτι παλιϐχαρτα που ταξύδευαν τεμπϋλικα ςτο ρεύθρο. το απϋναντι πεζοδρϐμιο δυο παιδϊκια αγκαλιϊςτηκαν κι ϊρχιςαν να χαχανύζουν. Η Ντϐρισ πρϐςεξε ϐτι το χϋρι του ενϐσ όταν παραμορφωμϋνο —θϑμιζε νϑχι πουλιοϑ. Και υποτύθεται ϐτι ο Οργανιςμϐσ Εθνικόσ Πρϐνοιασ μεριμνοϑςε γι' αυτϊ τα πρϊγματα. Σα παιδιϊ κούταξαν απϋναντι, την εύδαν που τα παρατηροϑςε και ξαναπεύ ςαν το ϋνα ςτην αγκαλιϊ του ϊλλου χαχανύζοντασ. «Δεν ϋχω ιδϋα ποϑ πόγε», εύπε η Ντϐρισ ςτον ϊντρα τησ. Αιςθανϐταν χαμϋνη και λιγϊκι ανϐητη. Η ζϋςτη, ο ςυνεχόσ ϊνεμοσ που φυςοϑςε ςταθερϊ, χωρύσ ριπϋσ ό διακοπϋσ, το φωσ που όταν ςχεδϐν ςαν ζωγραφιςτϐ... «Σι ϔρα όταν περύπου;» ρϔτηςε ξαφνικϊ ο Υϊρναμ. «Δεν ξϋρω», εύπε η Ντϐρισ Υρύμαν, ξαφνιαςμϋνη απϐ τη διακοπό. «Ϊξι, υποθϋτω. Ϊξι και εύκοςι, ύςωσ». «Κατϊλαβα, ςυνεχύςτε», εύπε ο Υϊρναμ, ξϋροντασ πολϑ καλϊ ϐτι τον Αϑγουςτο το ηλιοβαςύλεμα δεν αρχύζει —οϑτε με την πιο ευρεύα αντύληψη περύ ηλιοβαςιλϋματοσ- πριν απϐ τισ εφτϊ και βϊλε.
743
«Δηλαδό, τι ϋκανε ο ταξιτζόσ;» φϔναξε ο Λϐνι κοιτϊζοντασ ακϐμη τριγϑρω. «Ϊβαλε μπροσ κι ϋφυγε;» Υϔναζε λεσ και περύμενε να φϋρει ο εκνευριςμϐσ του πύςω το φευγϊτο ταξύ. «Μπορεύ, ϐταν ϋγνεψεσ ς' εμϋνα», εύπε η Ντϐρισ, ςηκϔνοντασ το χϋρι τησ κι επαναλαμβϊνοντασ το ςινιϊλο που εύχε κϊνει ο Λϐνι απϐ το θϊλαμο, «να νϐμιςε ϐτι του ϋκανεσ νϐημα να φϑγει». «Θα χρειαζϐταν πϊρα πολλϊ νοόματα για να φϑγει τη ςτιγμό που το ταξύμετρο ϋγραφε δυϐμιςι λύρεσ», γρϑλιςε ο Λϐνι και προχϔρηςε ςτην ϊκρη του πεζοδρομύου. το απϋναντι πεζοδρϐμιο τησ Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ τα δυο παιδϊκια εξακολουθοϑςαν να χαςκογελϊνε. «Ε!» τουσ φϔναξε ο Λϐνι. «Εςεύσ, παιδιϊ!» «Εύςαι Αμερικανϐσ, κϑριε;» του φϔναξε το αγϐρι με το παραμορφωμϋνο χϋρι. «Ναι», αποκρύθηκε ο Λϐνι χαμογελϔντασ. «Εύδατε το ταξύ που όταν εδϔ; Μόπωσ εύδατε ποϑ πόγε;» Σα δυο παιδιϊ φϊνηκαν να ςκϋφτονται την ερϔτηςη. Σο δεϑτερο όταν ϋνα κοριτςϊκι γϑρω ςτα πϋντε, με ατημϋλητεσ καςτανϋσ κοτςύδεσ που ξεπετϊγονταν απϐ τα πλϊγια του κεφαλιοϑ του ςε αντύθετεσ κατευθϑνςεισ. Σο κορύτςι προχϔρηςε προσ το απϋναντι πεζοδρϐμιο, ϋκανε τα χϋρια του χωνύ και, πϊντα χαμογελϔντασ —ϋβγαλε εκεύνη την τςιρύδα μϋςα απϐ το χωνύ— φϔναξε ςτο ζευγϊρι: τρύβε, Σζο! Σο ςτϐμα του Λϐνι ϊνοιξε δυο πόχεσ. «Διατϊξτε! Διατϊξτε! Διατϊξτε!» ςτρύγκλιζε το αγϐρι, χαιρετϔντασ ςτρατιωτικϊ και ανεβοκατεβϊζοντασ ςαν τρελϐ το παραμορφωμϋνο χϋρι του. ίςτερα ϋκαναν και τα δυο μεταβολό, το ϋβαλαν ςτα πϐδια και χϊθηκαν πύςω απϐ τη γωνύα, με τα χαχανητϊ τουσ ν' αντηχοϑν ακϐμα ςτο ϊδειο πεζοδρϐμιο. Ο Λϐνι κούταξε την Ντϐρισ αποςβολωμϋνοσ. 744
«Προφανϔσ, κϊποια παιδιϊ εδϔ ςτο Κρϊουτσ Εντ δεν τρελαύνονται για τουσ Αμερικανοϑσ», εύπε μουδιαςμϋνα. Η Ντϐρισ κούταξε γϑρω τησ νευρικϊ. Σϔρα ο δρϐμοσ φαινϐταν εντελϔσ ϋρημοσ. Ο Λϐνι την αγκϊλιαςε απϐ τη μϋςη. «ήπωσ φαύνεται, γλυκιϊ μου, θα πρϋπει να περπατόςουμε». «Δεν ξϋρω αν θϋλω», εύπε η Ντϐρισ. «Αυτϊ τα παιδιϊ μπορεύ να πόγαν να φωνϊξουν τα μεγαλϑτερα αδερφϊκια τουσ». Γϋλαςε για να του δεύξει ϐτι αςτειευϐταν, αλλϊ το γϋλιο τησ όταν ςτριγκϐ. Σο απϐγευμα εύχε αποκτόςει μια ςουρεαλιςτικό ατμϐςφαιρα που δεν τησ ϊρεςε καθϐλου. θα προτιμοϑςε να εύχαν μεύνει ςτο ξενοδοχεύο τουσ. «Δε μασ μϋνει τύποτε ϊλλο να κϊνουμε», εύπε ο Λϐνι. «Ο δρϐμοσ δε βρύθει απϐ ταξύ, απ' ϐ,τι βλϋπω». «Λϐνι, γιατύ να μασ παρατόςει ϋτςι ο ταξιτζόσ; Υαινϐταν τϐςο καλϐσ». «Ιδϋα δεν ϋχω. ήμωσ ο Σζον μου ϋδωςε ακριβεύσ οδηγύεσ. Μϋνει ςε μια πϊροδο που λϋγεται Μπρασ Εντ. Εύναι ϋνα αςόμαντο αδιϋξοδο και μου εύπε πωσ δεν το ϋχει το Ευρετόριο Δρϐμων του Λονδύνου». Ενϔ μιλοϑςε, ο Λϐνι ϊρχιςε να βαδύζει, απομακρϑνοντασ και την Ντϐρισ απϐ τον τηλεφωνικϐ θϊλαμο και το εςτιατϐριο που ςϋρβιρε ινδικϊ φαγητϊ ςε πακϋτα κι απϐ το ςημεύο ϐπου εύχε ςταματόςει το ταξύ. Σϔρα ανϋβαιναν την Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ. «Θα ςτρύψουμε δεξιϊ ςτη Φύλφιλντ, αριςτερϊ μϐλισ φτϊςουμε ςτα μιςϊ του δρϐμου και ϑςτερα ςτον πρϔτο δρϐμο δεξιϊ... ό αριςτερϊ μου εύπε; Σϋλοσ πϊντων, ςτην Πϋτρι τρητ. Ο δεϑτεροσ δρϐμοσ αριςτερϊ εύναι η Μπρασ Εντ». «Και τα θυμϊςαι ϐλα αυτϊ;» «Εύμαι αξιϐπιςτοσ μϊρτυρασ», εύπε με ςτϐμφο ο Λϐνι και η Ντϐρισ δεν ϊντεξε να μη γελϊςει. Ο Λϐνι πϊντα εύχε ϋναν τρϐπο να κϊνει τα πρϊγματα να φαύνονται καλϑτερα. 745
τον τούχο του προθαλϊμου του αςτυνομικοϑ τμόματοσ όταν κρεμαςμϋνοσ ϋνασ χϊρτησ τησ περιοχόσ του Κρϊουτσ Εντ, πολϑ πιο λεπτομερόσ απϐ τον αντύςτοιχο ςτο Ευρετόριο Δρϐμων. Ο Υϊρναμ πληςύαςε και τον μελϋτηςε, με τα χϋρια χωμϋνα ςτισ τςϋπεσ του παντελονιοϑ του. Σο Σμόμα όταν απϐλυτα όςυχο τϔρα. Ο Βϋτερ όταν ακϐμα ϋξω - για να καθαρύςει το μυαλϐ του απϐ την ομύχλη των δειςιδαιμονιϔν, θα όλπιζε κανεύσ— και ο Ρϋιμοντ εύχε ξεμπερδϋψει απϐ ϔρα με τη γυναύκα που τησ εύχαν αρπϊξει την τςϊντα τησ. Ο Υϊρναμ ϋβαλε το δϊχτυλο του ςτο ςημεύο που όταν το πιθανϐτερο να εύχε αφόςει ο ταξιτζόσ το ζευγϊρι των Αμερικανϔν (αν πύςτευε κανεύσ ϋςτω και κϊτι απϐ την ιςτορύα τησ γυναύκασ, δηλαδό). Η διαδρομό προσ το ςπύτι του φύλου τουσ όταν φανερό και πανεϑκολη. Απϐ την Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ ςτη λεωφϐρο Φύλφιλντ, αριςτερϊ ςτη Βύκερσ Λϋιν και ξανϊ αριςτερϊ ςτην Πϋτρι τρητ. Η Μπρασ Εντ, που ξεφϑτρωνε απϐ την Πϋτρι τρητ ςαν μεταγενϋςτερη ιδϋα κϊποιου, δεν εύχε παρϊ ϋξι, οχτϔ ςπύτια μϊκροσ το πολϑ. Κϊπου ενϊμιςι χιλιϐμετρο ςυνολικϊ. Ακϐμα και Αμερικανού θα μποροϑςαν να κϊνουν αυτό τη διαδρομό με τα πϐδια χωρύσ να χαθοϑν. «Ρϋιμοντ!» φϔναξε. «Εύςαι ακϐμα εδϔ;» Ο υπαρχιφϑλακασ Ρϋιμοντ εμφανύςτηκε ςτον προθϊλαμο. Εύχε βϊλει πολιτικϊ και κοϑμπωνε ϋνα ελαφρϑ αδιϊβροχο απϐ ποπλύνα. «Πϊνω που ϋφευγα, ξυριςμϋνη μου αγϊπη». «Κϐφ' το», εύπε ο Υϊρναμ, χαμογελϔντασ ωςτϐςο. Ο Ρϋιμοντ τον τρϐμαζε λιγϊκι. Ϊφτανε να του ρύξεισ μια ματιϊ για να καταλϊβεισ ϐτι αυτό η αδερφϊρα με την αγριϐφατςα ςτεκϐταν πολϑ- κοντϊ ςτο φρϊχτη που χϔριζε τουσ τύμιουσ πολύτεσ απϐ τουσ κακοποιοϑσ. Μια ακανϐνιςτη, αςπριδερό ουλό κατηφϐριζε ςαν χοντρϐ κορδϐνι απϐ την αριςτερό ϊκρη των χειλιϔν του ωσ κϊτω, ςτο μόλο του Αδϊμ. Ο Ρϋιμοντ ιςχυριζϐταν πωσ λύγο ϋλειψε κϊποτε να του κϐψει το λαιμϐ μ' ϋνα ςπαςμϋνο 746
μπουκϊλι ϋνασ πορτοφολϊσ. Ιςχυριζϐταν επύςησ ϐτι αυτϐσ όταν ο λϐγοσ που ϋςπαγε τα δϊχτυλα των πορτοφολϊδων. Ο Υϊρναμ δεν εύχε χϊψει τύποτε απ' αυτϊ. Κατϊ τη γνϔμη του, ο Ρϋιμοντ ϋςπαγε δϊχτυλα επειδό του ϊρεςε ο όχοσ που ϋκαναν, ειδικϊ ϐταν ϋςπαγαν ςτουσ κϐμπουσ. «Ϊχεισ ϋνα τςιγϊρο;» ρϔτηςε ο Ρϋιμοντ. Ο Υϊρναμ αναςτϋναξε και του ϋδωςε. Κι ενϔ ο Ρϋιμοντ το ϊναβε, του ϋκανε ϊλλη μια ερϔτηςη. «Τπϊρχει εςτιατϐριο με ινδικϊ φαγητϊ ςτην Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ;» «ήχι, απ' ϐςο ξϋρω, λατρευτό μου αγϊπη», εύπε ο Ρϋιμοντ. «Καλϊ το φαντϊςτηκα». «Ϊχεισ κανϋνα πρϐβλημα, χρυςϐ μου;» «ήχι», απϊντηςε ο Υϊρναμ κϊπωσ απϐτομα, καθϔσ θυμόθηκε τα μπερδεμϋνα μαλλιϊ και τα ϋντρομα μϊτια τησ Ντϐρισ Υρύμαν. Κοντϊ ςτην κορυφό τησ Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ, η Ντϐρισ και ο Λϐνι Υρύμαν ϋςτριψαν ςτη λεωφϐρο Φύλφιλντ που πλαιςιωνϐταν απϐ επιβλητικϊ και κομψϊ ςπύτια. Δεν εύναι παρϊ κουτιϊ, ςκϋφτηκε η Ντϐρισ, μοιραςμϋνα με χειρουργικό ακρύβεια ςε διαμερύςματα και γκαρςονιϋρεσ. «Μϋχρι εδϔ καλϊ όρθαμε», εύπε ο Λϐνι. «Ναι, εύναι...» ϊρχιςε να λϋει η Ντϐρισ και τϐτε ακοϑςτηκε το ςιγανϐ βογκητϐ. ταμϊτηςαν και οι δυο. Σο βογκητϐ ερχϐταν απϐ τα δεξιϊ, ϐπου ϋνασ ψηλϐσ φρϊχτησ απϐ θϊμνουσ περιςτούχιζε μια μικρό αυλό. Ο Λϐνι προχϔρηςε αυθϐρμητα προσ την πηγό του όχου και η Ντϐρισ τον ϊρπαξε απϐ το μπρϊτςο. «Λϐνι, μη!» «Σι εννοεύσ, μη;» τη ρϔτηςε. «Κϊποιοσ εύναι τραυματιςμϋνοσ». Η Ντϐρισ τον ακολοϑθηςε φοβιςμϋνη. Οι θϊμνοι όταν ψηλού αλλϊ αραιού. Ο Λϐνι παραμϋριςε τα κλαδιϊ και φϊνηκε μια μικρό τετρϊγωνη πελοϑζα τριγυριςμϋνη απϐ λουλοϑδια. Σο 747
χορτϊρι όταν καταπρϊςινο. το κϋντρο υπόρχε ϋνα μαϑρο μπϊλωμα που ϋβγαζε καπνοϑσ -ό, τουλϊχιςτον, αυτό όταν η πρϔτη τησ εντϑπωςη. Γϋρνοντασ για να κοιτϊζει ξανϊ δύπλα απϐ τον Λϐνι -που τησ ϋπεφτε ψηλϐσ για |να κοιτϊξει πϊνω απϐ τον ϔμο του- διαπύςτωςε ϐτι το μπϊλωμα όταν μια τρϑπα με αμυδρϊ ανθρϔπινο ςχόμα. Οι κορδϋλεσ του καπνοϑ αναδϑονταν απϐ μϋςα τησ. ΕΞΗΝΣΑ ΦΑΘΗΚΑΝ ΣΗ ΥΡΙΚΗ ΣΟΤ ΤΠΟΓΕΙΟΤ, ςκϋφτηκε ξαφνικϊ. Σο βογκητϐ ϋβγαινε απ' αυτό την τρϑπα και ο Λϐνι προςπϊθηςε να περϊςει μϋςα απϐ τουσ θϊμνουσ. «Λϐνι! Μη, ςε παρακαλϔ!» του εύπε. «Κϊποιοσ εύναι τραυματιςμϋνοσ», επανϋλαβε εκεύνοσ και διϋςχιςε τουσ θϊμνουσ ςπϊζοντασ κλαδϊκια ςτο πϋραςμα του. Η Ντϐρισ τον εύδε να προχωρϊει προσ την τρϑπα και ϑςτερα τα κλαδιϊ επανόλθαν ςτη θϋςη τουσ εμποδύζοντασ τη θϋα. Προςπϊθηςε να περϊςει κι αυτό με τον τρϐπο που εύχε χωθεύ ο Λϐνι, αλλϊ το μϐνο που κατϊφερε όταν να γρατςουνιςτεύ απϐ τα κοντϊ, ςκληρϊ κλαδϊκια. Υοροϑςε αμϊνικη μπλοϑζα. «Λϐνι!» φϔναξε, ϋντρομη ξαφνικϊ. «Λϐνι, γϑρνα πύςω !» «Μια ςτιγμό, αγϊπη μου». Σο ςπύτι την αντύκριζε με απϊθεια πϊνω απϐ την κορυφό τησ βατουλιϊσ. Σα βογκητϊ ςυνεχύζονταν, μϐνο που τϔρα ακοϑγονταν πιο ςιγϊ —ϋμοιαζαν με λαρυγγιςμοϑσ αγαλλύαςησ. Μα δεν το ϊκουγε αυτϐ ο Λϐνι; «Ε! Εύναι κανεύσ εκεύ κϊτω;» ϊκουςε τον ϊντρα τησ να φωνϊζει. «Ϊπαθε... Ψ Φριςτϋ μου!» Και ξαφνικϊ ο Λϐνι οϑρλιαξε. Η Ντϐρισ δεν τον εύχε ξανακοϑςει ποτϋ να ουρλιϊζει. Σησ κϐπηκαν τα γϐνατα. Ϊψαξε απεγνωςμϋνα για κϊποιο ϊνοιγμα ςτο φρϊχτη, για ϋνα μονοπϊτι, αλλϊ δεν υπόρχε τύποτε. Εικϐνεσ ϊρχιςαν να ςτροβιλύζονται ςτο μυαλϐ τησ: οι μοτοςικλετιςτϋσ 748
που τησ εύχαν φανεύ ςαν αρουραύοι, ο γϊτοσ με τη ρϐδινη, πετςοκομμϋνη μουςοϑδα, το αγϐρι με το χϋρι ςαν νϑχι πουλιοϑ. Λϐνι! προςπϊθηςε να φωνϊξει, αλλϊ δε βγόκαν λϐγια. Σϔρα ακοϑγονταν όχοι πϊλησ. Σο βογκητϐ εύχε ςταματόςει, αλλϊ απϐ την ϊλλη μεριϊ του φρϊχτη ϋφταναν όχοι ςαν πλατςουρύςματα. Σϐτε, ξαφνικϊ, ο Λϐνι πετϊχτηκε ανϊμεςα απϐ τα ςταχτοπρϊςινα αγκαθωτϊ κλαδιϊ ςαν να τον εύχαν ςπρϔξει πολϑ δυνατϊ. Σο αριςτερϐ μανύκι του ςακακιοϑ του όταν ςκιςμϋνο και πιτςιλιςμϋνο απϐ μια μαϑρη ουςύα που φαινϐταν να βγϊζει καπνοϑσ, ϐπωσ κϊπνιζε η τρϑπα ςτο γραςύδι. «Ντϐρισ, τρϋξε!» «Λϐνι, τι...» «Σρϋξε!» Σο πρϐςωπο του όταν ϊςπρο ςαν πανύ. Η Ντϐρισ κούταξε τριγϑρω ςαν τρελό, ψϊχνοντασ για αςτυφϑλακα. Για οποιονδόποτε. ήμωσ, η λεωφϐροσ Φύλφιλντ θα μποροϑςε να όταν κομμϊτι μιασ μεγϊλησ εγκαταλειμμϋνησ πϐλησ, τϐςο ϋρημη όταν. ίςτερα κούταξε τουσ θϊμνουσ του φρϊχτη και εύδε κϊτι ϊλλο να κινεύται εκεύ, κϊτι ςκοτεινϐτερο κι απϐ το μαϑρο· όταν εβϋνινο, όταν η αντύθεςη του φωτϐσ. Κι ϊφηνε όχουσ ςαν πλατςουρύςματα. Αμϋςωσ μετϊ τα κοντοκομμϋνα, ςκληρϊ κλαδιϊ του φρϊχτη ϊρχιςαν να τρϋμουν. Η Ντϐρισ κούταξε ςαν υπνωτιςμϋνη. Μπορεύ να ϋμενε εκεύ για πϊντα (ϋτςι εύπε ςτον Βϋτερ και ςτον Υϊρναμ), αν ο Λϐνι δεν την ϊρπαζε απϐ το μπρϊτςο και δεν τησ οϑρλιαζε -ναι, ο Λϐνι, που ποτϋ δεν εύχε υψϔςει τη φωνό του ςτα παιδιϊ, τησ οϑρλιαξε. Αν δεν το ϋκανε, ακϐμα εκεύ θα ςτεκϐταν, θα ςτεκϐταν ό... Αλλϊ ϋτρεξαν. Ποϑ; τη ρϔτηςε ο Υϊρναμ, αλλϊ η γυναύκα δεν όξερε. Ο Λϐνι όταν αποτρελαμϋνοσ, βριςκϐταν ςε κατϊςταςη υςτερύασ απϐ τον πανικϐ και την αποςτροφό- μϐνο αυτϐ όξερε η Ντϐρισ. Σησ ϋςφιγγε τον καρπϐ ςαν τανϊλια κι ϋτρεχαν μακριϊ απϐ το ςπύτι που υψωνϐταν πϊνω απϐ το φρϊχτη κι απϐ την τρϑπα ςτο 749
γραςύδι που ϋβγαζε καπνοϑσ. Αυτϊ όταν τα μϐνα πρϊγματα που μποροϑςε να πει με ςιγουριϊ. Σα υπϐλοιπα όταν μια αλυςύδα αϐριςτων εντυπϔςεων. την αρχό δυςκολεϑονταν να τρϋξουν, ϑςτερα ϐμωσ ϋγινε ευκολϐτερο γιατύ κατηφϐριζαν. Ϊςτριψαν κϊπου και παρακϊτω ξανϊςτριψαν. Γκρύζα ςπύτια με ψηλϋσ βερϊντεσ αώ ςφαλιςμϋνα πρϊςινα παντζοϑρια φαύνονταν να τουσ κοιτϊζουν ςαν τυφλού ςυνταξιοϑχοι, θυμόθηκε ϐτι ο Λϐνι ϋβγαλε το ςακϊκι του, που όταν πιτςιλιςμϋνο απϐ κεύνη κολλϔδη ουςύα, και το πϋταξε. Σελικϊ βγόκαν ς' ϋνα φαρδϑτερο δρϐμο. «τϊςου», του εύπε αςθμαύνοντασ. «ταμϊτα, δεν αντϋχω ϊλλο!» Με το ελεϑθερο χϋρι τησ πύεζε το πλευρϐ τησ. Εύχε την αύςθηςη ϐτι τησ εύχαν μπόξει εκεύ ϋνα πυρωμϋνο ςύδερο. Ο Λϐνι ςταμϊτηςε. Εύχαν βγει απϐ την κατοικημϋνη περιοχό και ςτϋκονταν ςτη γωνύα τησ Κρϊουτσ Λϋιν και τησ Νϐρισ Ρϐουντ. Μια πινακύδα ςτην απϋναντι πλευρϊ τησ Νϐρισ Ρϐουντ τουσ πληροφοροϑςε ϐτι απεύχαν ϋνα χιλιϐμετρο απϐ τη λϐτερ Σϊουεν. Μόπωσ ϋγραφε «Σϊουν»; ρϔτηςε ο Βϋτερ. ήχι, εύπε η Ντϐρισ Υρύμαν. Σϊουεν, με «ε». Ο Ρϋιμοντ ϋςβηςε τη γϐπα του τςιγϊρου που εύχε πϊρει απϐ τον Υϊρναμ. «Εγϔ φεϑγω», δόλωςε και ϑςτερα κούταξε τον Υϊρναμ προςεκτικϊ. «Σο χρυςοϑλι μου πρϋπει να προςϋξει λιγϊκι τον εαυτϐ του. Ϊχει μεγϊλουσ μαϑρουσ κϑκλουσ κϊτω απϐ τα μϊτια του. Για δεσ μόπωσ ϋβγαλεσ και τρύχεσ ςτισ παλϊμεσ, καμϊρι μου». Κι ϋςκαςε ςτα γϋλια. «Ξϋρεισ καμιϊ Κρϊουτσ Λϋιν;» τον ρϔτηςε ο Υϊρναμ. «Κρϊουτσ Φιλ Ρϐουντ, εννοεύσ». «ήχι. Κρϊουτσ Λϋιν». «Πρϔτη φορϊ την ακοϑω». «Νϐρισ Ρϐουντ;» 750
«Τπϊρχει μύα που ξεκινϊει απϐ τον κεντρικϐ δρϐμο του Μπϊςινγκςτοκ. . .» «ήχι. Εδϔ εννοϔ». «ήχι —ϐχι εδϔ, χρυςϐ μου». Για κϊποιο λϐγο που δεν όξερε οϑτε ο ύδιοσ -η γυναύκα όταν εμφανϔσ ςαςτιςμϋνη— ο Υϊρναμ επϋμεινε. «λϐτερ Σϊουεν;» «Σϊουεν, εύπεσ; ήχι Σϊουν;» «Σϊουεν». «Δεν την ξϋρω, αλλϊ αν τϑχει και τη μϊθω ςύγουρα δε θα πληςιϊςω ποτϋ κατϊ κει». «Πϔσ κι ϋτςι;» «Γιατύ ςτην αρχαύα γλϔςςα των Δρυιδϔν, τοϑεν ό τϊουεν εύναι ο τϐποσ τησ τελετουργικόσ θυςύασ —εκεύ που ςου ϋβγαζαν το ςυκϔτι και ςου ϊλλαζαν τα φϔτα, με ϊλλα λϐγια». Και, ανεβϊζοντασ το φερμουϊρ του μπουφϊν του ωσ το λαιμϐ, ο Ρϋιμοντ βγόκε απϐ το Σμόμα. Ο Υϊρναμ τον κούταξε ανόςυχοσ. Αυτϐ το τελευταύο το ϋβγαλε απϐ το νου του, εύπε ςτον εαυτϐ του. ήςα μπορεύ να ξϋρει ϋνασ ςκληρϐσ μπϊτςοσ ςαν τον ιντ Ρϋιμοντ για τουσ Δρυύδεσ χωρϊνε να γραφτοϑν ςτο κεφϊλι μιασ πινϋζασ και να περιςςϋψει και χϔροσ για το Πϊτερ ημϔν. ωςτϊ. Μα κι αν ακϐμη τϑχαινε να ξϋρει ο Ρϋιμοντ κϊποια πρϊγματα, αυτϐ δε ςόμαινε πωσ η γυναύκα ϋλεγε... «Νομύζω ϐτι τρελαύνομαι», εύπε ο Λϐνι γελϔντασ αδϑναμα. Η Ντϐρισ εύχε κοιτϊξει το ρολϐι τησ νωρύτερα και εύχε δει ϐτι η ϔρα εύχε πϊει οχτϔ παρϊ τϋταρτο. Σο φωσ εύχε αλλϊξει. Απϐ καθαρϐ πορτοκαλύ εύχε γύνει ϋνα βαθϑ, θολϐ κϐκκινο που αντανακλοϑςε ςτα τζϊμια των παραθϑρων τησ Νϐρισ Ρϐουντ και γϋμιζε το καμπαναριϐ τησ απϋναντι εκκληςύασ με αιμϊτινουσ θρϐμβουσ. Ο όλιοσ όταν μια πεπλατυςμϋνη ςφαύρα ςτον ορύζοντα. 751
«Σι ϋγινε εκεύ πϋρα;» ρϔτηςε η Ντϐρισ. «Σι όταν αυτϐ, Λϐνι;» «Ϊχαςα και το ςακϊκι μου. Σϔρα το πρϐςεξα». «Δεν το ϋχαςεσ, Λϐνι, το ϋβγαλεσ και το πϋταξεσ. Ϋταν γεμϊτο...» «Μη λεσ βλακεύεσ!» την αποπόρε θυμωμϋνοσ. ήμωσ ςτο βλϋμμα του δεν υπόρχε θυμϐσ· όταν ϋκπληκτο, τρυφερϐ, ςαςτιςμϋνο. «Απλϔσ το ϋχαςα». «Λϐνι, τι ϋγινε ϐταν πϋραςεσ το φρϊχτη;» «Σύποτε. Ασ μη μιλόςουμε γι' αυτϐ. Ποϑ εύμαςτε;» «Λϐνι...» «Δε θυμϊμαι», τησ εύπε, πιο όρεμα αυτό τη φορϊ. «Τπϊρχει ϋνα κενϐ ςτο μυαλϐ μου. Ϋμαςτε εκεύ... ακοϑςαμε κϊτι... και ϑςτερα τρϋξαμε. Μϐνο αυτϐ θυμϊμαι». Και ϑςτερα πρϐςθεςε με φοβιςμϋνη, παιδικό φωνό: «Γιατύ να πετϊξω το ςακϊκι μου; Αφοϑ μου ϊρεςε. Πόγαινε με το παντελϐνι». Ϊγειρε πύςω το κεφϊλι του κι ϊφηςε ϋνα τρομακτικϐ, παρανοώκϐ γϋλιο. Εκεύνη τη ςτιγμό η Ντϐρισ ςυνειδητοπούηςε ϐτι αυτϐ που εύχε δει ο ϊντρασ τησ πύςω απϐ τουσ θϊμνουσ του εύχε ςαλϋψει ωσ ϋνα βαθμϐ τα λογικϊ. Δεν όξερε αν θα πϊθαινε κι αυτό το ύδιο... αν εύχε δει. Οϑτε εύχε ςημαςύα. ημαςύα εύχε να φϑγουν αμϋςωσ απϐ εκεύ. Να γυρύςουν ςτο ξενοδοχεύο, ϐπου όταν τα παιδιϊ. «Ασ πϊρουμε ϋνα ταξύ. θϋλω να γυρύςουμε πύςω». «Μα ο Σζον...» ϊρχιςε να λϋει ο Λϐνι. «Παρατϊ τον Σζον!» φϔναξε η Ντϐρισ. «Κϊτι δεν πϊει καλϊ εδϔ. Σύποτα δεν πϊει καλϊ εδϔ και θϋλω να πϊρουμε ταξύ και να γυρύςουμε πύςω». «Ναι, καλϊ. Εντϊξει». Ο Λϐνι ϋτριψε νευρικϊ το μϋτωπο του. «Δε διαφωνϔ. Σο μϐνο πρϐβλημα εύναι πωσ δεν υπϊρχουν ταξύ». την πραγματικϐτητα, δεν υπόρχε οϑτε ϋνα αυτοκύνητο ςτη Νϐρισ Ρϐουντ, η οπούα όταν ϋνασ φαρδϑσ, λιθϐςτρωτοσ δρϐμοσ. το κϋντρο τησ υπόρχαν δυο παλιϋσ ρϊγεσ του τραμ. 752
την απϋναντι πλευρϊ, ϋξω απϐ ϋνα ανθοπωλεύο, όταν παρκαριςμϋνη μια παμπϊλαιη, τρύκυκλη μοτοςικλϋτα. Λύγο παρακϊτω, απϐ τη δικό τουσ πλευρϊ, υπόρχε μια Γιαμϊχα. Κι αυτϐ όταν ϐλο. Ακουγϐταν θϐρυβοσ κυκλοφορύασ, αλλϊ όταν μακρινϐσ, ςυγκεχυμϋνοσ. «άςωσ ϋχουν κλεύςει το δρϐμο για επιςκευϋσ», μουρμοϑριςε ο Λϐνι. Και ϑςτερα ϋκανε κϊτι παρϊξενο... παρϊξενο γι' αυτϐν, δηλαδό, που ςυνόθωσ όταν πολϑ όρεμοσ και εύχε αυτοπεπούθηςη. Κούταξε νευρικϊ πύςω του, ςαν να φοβϐταν ϐτι κϊποιοσ τουσ εύχε ακολουθόςει. «Θα περπατόςουμε», του εύπε η Ντϐρισ. «Προσ τα ποϑ;» «Οπουδόποτε. Μακριϊ απϐ το Κρϊουτσ Εντ. Αν βγοϑμε απϐ εδϔ, θα βροϑμε ταξύ». Ϋταν το μϐνο πρϊγμα για το οπούο όταν ςύγουρη. «Εντϊξει». Σϔρα ο Λϐνι ϋδειχνε πρϐθυμοσ να τησ εμπιςτευτεύ απϐλυτα το ρϐλο του αρχηγοϑ ς' αυτό την περιπϋτεια. Ωρχιςαν να περπατϊνε κατϊ μόκοσ τησ Νϐρισ Ρϐουντ, προσ τη μεριϊ που ϋδυε ο όλιοσ. Σο μακρινϐ βουητϐ τησ κυκλοφορύασ παρϋμενε ςταθερϐ· οϑτε λιγϐςτευε οϑτε και δυνϊμωνε ϐμωσ. Ϋταν ςαν το ςυνεχϋσ φϑςημα του ανϋμου. Η ερημιϊ εύχε αρχύςει να τησ δύνει ςτα νεϑρα. Εύχε την αύςθηςη ϐτι τουσ παρακολουθοϑςαν. Προςπϊθηςε να τη διϔξει, αλλϊ ςτϊθηκε αδϑνατον. Ο όχοσ των βημϊτων τουσ (ΦΑΘΗΚΑΝ ΕΞΗΝΣΑ ΣΗ ΥΡΙΚΗ ΣΟΤ ΤΠΟΓΕΙΟΤ) επϋςτρεφε ςαν ηχϔ. Σο επειςϐδιο ςτο φρϊχτη ςτριφογϑριζε ςτο μυαλϐ τησ, ϔςπου αναγκϊςτηκε να κϊνει πϊλι την ύδια ερϔτηςη. «Λϐνι, τι όταν;» Ο ϊντρασ τησ τησ απϊντηςε απλϊ: «Δε θυμϊμαι. Οϑτε και θϋλω». 753
Πϋραςαν ϋνα παντοπωλεύο που όταν κλειςτϐ. Ϊνασ ςωρϐσ απϐ καρϑδεσ ςαν μουμιοποιημϋνα κεφϊλια, ιδωμϋνα απϐ πύςω, όταν ςτοιβαγμϋνοσ ςτη βιτρύνα του. Πϋραςαν ϋνα πλυντόριο ροϑχων, ϐπου τα λευκϊ μηχανόματα εύχαν τραβηχτεύ απϐ τα ξεθωριαςμϋνα ροζ ντουβϊρια ςαν τετρϊγωνα δϐντια απϐ νεκρωμϋνα οϑλα. Πϋραςαν απϐ ϋνα ϊδειο μαγαζύ, με την επιγραφό ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΣΑΙ ςτην πρϐςοψη και με τη βιτρύνα του γεμϊτη απϐ γραμμϋσ με ϊςπρο ςπρϋι. Κϊτι κινόθηκε πύςω απϐ τισ ϊςπρεσ γραμμϋσ και η Ντϐρισ εύδε, ςτραμμϋνο προσ το μϋροσ τησ, το μαδημϋνο και ςημαδεμϋνο πρϐςωπο ενϐσ γϊτου. Σου ύδιου γκρύζου γϊτου. Ϊκανε ϋνα γρόγορο ϋλεγχο ςτισ λειτουργύεσ των οργϊνων και των αιςθόςεων τησ και διαπύςτωςε ϐτι βριςκϐταν ςε κατϊςταςη ςταθερϊ αυξανϐμενου τρϐμου. Σησ φαινϐταν ϐτι τα ςωθικϊ τησ εύχαν αρχύςει να αργοςαλεϑουν μϋςα ςτην κοιλιϊ τησ. το ςτϐμα τησ εύχε μια ϋντονη, δυςϊρεςτη γεϑςη, ςαν να εύχε κϊνει γαργϊρεσ με δυνατϐ αντιςηπτικϐ. Οι πϋτρεσ του παλιοϑ λιθϐςτρωτου αιμορραγοϑςαν ςτο φωσ του ηλιοβαςιλϋματοσ. Πληςύαζαν ςε μια υπϐγεια διϊβαςη. Και όταν ςκοτεινϊ εκεύ κϊτω. Δεν μπορϔ, τησ δόλωςε κατηγορηματικϊ το μυαλϐ τησ. δεν μπορϔ να χωθϔ εκεύ κϊτω, μπορεύ να υπϊρχει οτιδόποτε εκεύ κϊτω, μη μου το ζητόςεισ γιατύ δεν μπορϔ. Ϊνα ϊλλο κομμϊτι του μυαλοϑ τησ τη ρϔτηςε αν ϊντεχε ςτην ιδϋα να γυρύςουν πύςω απϐ το δρϐμο που εύχαν ϋρθει, να ξαναπερϊςουν απϐ το ϊδειο μαγαζύ με το γϊτο (πϔσ ςτην ευχό εύχε ϋρθει απϐ το εςτιατϐριο ωσ εκεύ; Ϋταν προτιμϐτερο να μην αναρωτιϋται οϑτε να το πολυςκϋφτεται), να ξαναπερϊςουν απϐ το πλυντόριο με τα βγαλμϋνα δϐντια, απϐ το Μπακϊλικο των Μουμιοποιημϋνων Κεφαλιϔν. Δεν μποροϑςε. Σϔρα βρύςκονταν πιο κοντϊ ςτην υπϐγεια διϊβαςη. Ϊνα τρϋνο με ϋξι βαγϐνια (περύεργα βαμμϋνα -εύχαν χρϔμα κοκαλύ) 754
ϐρμηςε πϊνω απϐ τη διϊβαςη τϐςο ξαφνικϊ που τουσ ϋκοψε τη χολό. Ϊμοιαζε με τρελό, ατςϊλινη νϑφη που ϋτρεχε να ςυναντόςει το γαμπρϐ. Οι τροχού πετοϑςαν μικροϑσ πύδακεσ ςπινθόρων. Σινϊχτηκαν ενςτικτωδϔσ και οι δυο προσ τα πύςω, αλλϊ αυτϐσ που φϔναξε όταν ο Λϐνι. Η Ντϐρισ τον κούταξε και διαπύςτωςε ϐτι μϋςα ς' αυτό την τελευταύα ϔρα εύχε μεταμορφωθεύ ςε κϊποιον που δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ τησ οϑτε εύχε υποψιαςτεύ ϐτι υπόρχε. Σα μαλλιϊ του τησ φϊνηκαν κϊπωσ πιο γκρύζα κι ενϔ εύπε αυςτηρϊ ςτον εαυτϐ τησ ϐτι όταν αυταπϊτη που την προκαλοϑςε το φωσ, όταν αυτϐ ακριβϔσ που την ϋκανε να πϊρει την απϐφαςη. Ο Λϐνι δεν όταν ςε θϋςη να γυρύςει πύςω. Επομϋνωσ, απϋμενε μϐνο η υπϐγεια διϊβαςη. «Ϊλα», του εύπε και τον ϋπιαςε απϐ το χϋρι. Σου το ϋςφιξε δυνατϊ για να μην καταλϊβει ϐτι ϋτρεμε και η ύδια. «ήςο πιο γρόγορα ξεκινόςουμε, τϐςο πιο γρόγορα θα τελειϔςουμε». Προχϔρηςε μπροςτϊ και ο Λϐνι την ακολοϑθηςε υπϊκουα. Κϐντευαν να βγουν —η διϊβαςη όταν πολϑ μικρό ςε μόκοσ, ϐπωσ διαπύςτωςε με μια ανακοϑφιςη που καταντοϑςε γελούα— ϐταν ϋνα χϋρι την ϊρπαξε απϐ το μπρϊτςο. Η Ντϐρισ δεν οϑρλιαξε. Σησ φϊνηκε ϐτι τα πνευμϐνια τησ ςοϑφρωςαν ςαν μικρϋσ, τςαλακωμϋνεσ χαρτοςακοϑλεσ. Σο μυαλϐ τησ όθελε ν' αφόςει το ςϔμα τησ πύςω και να... το βϊλει ςτα πϐδια. Σο χϋρι του Λϐνι ϊφηςε το δικϐ τησ. Εκεύνοσ φαινϐταν να μην ϋχει καταλϊβει τι ςυνϋβαινε. υνϋχιςε να προχωρϊει και βγόκε απϐ την ϊλλη πλευρϊ τησ διϊβαςησ. Η Ντϐρισ εύδε για μια ςτιγμό τη ςιλουϋτα του —ψηλϐσ, κρεμανταλϊσ— να διαγρϊφεται κϐντρα ςτα αιμϊτινα, βύαια χρϔματα του ηλιοβαςιλϋματοσ. Μετϊ τον ϋχαςε. Σο χϋρι που την ϋςφιγγε ψηλϊ ςτο μπρϊτςο όταν τριχωτϐ ςαν πιθηκύςιο. Ση γϑριςε ϊγαρμπα προσ τη μεριϊ μιασ μεγαλϐςωμησ, καμπουριαςτόσ φιγοϑρασ που ακουμποϑςε ςτο μαυριςμϋνο απϐ την κϊπνα τςιμεντϋνιο τούχωμα τησ διϊβαςησ. 755
Η φιγοϑρα βριςκϐταν μϋςα ςτη διπλό ςκιϊ που ϋριχναν δυο κολϐνεσ απϐ μπετϐν και η Ντϐρισ μπϐρεςε να διακρύνει μϐνο το ςχόμα τησ... το ςχόμα τησ και δυο λαμπερϊ, καταπρϊςινα μϊτια. «Δϔς' μου ϋνα τςιγαρϊκι, αγαποϑλα», εύπε μια βραχνό φωνό με προφορϊ κϐκνεώ. Η Ντϐρισ μϑριςε ωμϐ κρϋασ, τηγανητϊ πατατϊκια και κϊτι γλυκερϐ κι εμετικϐ, ςαν τη γλύνα που απομϋνει ςτον πϊτο ενϐσ ςκουπιδοτενεκϋ. Εκεύνα τα πρϊςινα μϊτια όταν μϊτια γϊτασ. Ξαφνικϊ, όταν απϐλυτα ςύγουρη πωσ, αν η καμπουριαςτό φιγοϑρα ϋβγαινε απϐ τισ ςκιϋσ, θα ϋβλεπε το γαλακτερϐ καταρρϊκτη, τισ ρϐδινεσ ουλϋσ και τισ μαδημϋνεσ, γκρύζεσ τοϑφεσ. Σρϊβηξε το χϋρι τησ, πιςωπϊτηςε κι ϋνιωςε κϊτι να ςκύζει τον αϋρα πολϑ κοντϊ τησ. Φϋρι; Πϐδι με γαμψϊ νϑχια; Ακοϑςτηκε ϋνα διαπεραςτικϐ ςφϑριγμα.. - Ωλλο ϋνα τρϋνο πϋραςε με ταχϑτητα απϐ πϊνω. Ο θϐρυβοσ όταν τρομερϐσ, ςου τρυποϑςε το κρανύο. Καπνιϋσ ϋπεςαν απϐ την οροφό τησ υπϐγειασ διϊβαςησ ςαν μαϑρεσ νιφϊδεσ. Σρελαμϋνη απϐ τον πανικϐ η Ντϐρισ ϋτρεξε ςτα τυφλϊ, μη ξϋροντασ, για δεϑτερη φορϊ εκεύνο το απϐγευμα, οϑτε προσ τα ποϑ... οϑτε για πϐςη ϔρα. Αυτϐ που την επανϋφερε ςτα λογικϊ τησ όταν η διαπύςτωςη ϐτι ο Λϐνι δεν όταν πια μαζύ τησ. Εύχε γεύρει πϊνω ς' ϋνα βρϐμικο τοϑβλινο τούχο κι ϋπαιρνε βαθιϋσ ανϊςεσ. Βριςκϐταν ακϐμα ςτη Νϐρισ Ρϐουντ (τουλϊχιςτον, ϋτςι πύςτευε, ϐπωσ εύπε ςτουσ δυο αςτυνομικοϑσ, αφοϑ ο δρϐμοσ όταν λιθϐςτρωτοσ, με τισ γραμμϋσ του τραμ κατϊ μόκοσ του), με τη διαφορϊ ϐτι τα ϋρημα, μιςοερειπωμϋνα μαγαζιϊ εύχαν δϔςει τη θϋςη τουσ ςε ϋρημεσ, μιςοερειπωμϋνεσ αποθόκεσ. ΝΣΟΓΚΛΙ & ΤΙΟΙ, ϋγραφε η μαυριςμϋνη απϐ την καπνιϊ επιγραφό μιασ απ' αυτϋσ. Μια ϊλλη εύχε την επωνυμύα ΑΛΦΑΖΡΕΝΣ, γραμμϋνη με παμπϊλαιη πρϊςινη μπογιϊ κατϊ μόκοσ τησ ξεθωριαςμϋνησ τοϑβλινησ πρϐςοψησ. Κϊτω απϐ το ϐνομα υπόρχε μια ςειρϊ απϐ αραβικϋσ «μαγκουρύτςεσ» και παϑλεσ. 756
«Λϐνι!» φϔναξε. Δεν υπόρχε ηχϔ, παρϊ την απϐλυτη ςιωπό (ϐχι, η ςιωπό δεν όταν απϐλυτη, τουσ εύπε —ακουγϐταν πϊντα το βουητϐ τησ κυκλοφορύασ και ύςωσ όταν πιο κοντινϐ αλλϊ ϐχι πολϑ). Η λϋξη που ςόμαινε το ϐνομα του ςυζϑγου τησ φϊνηκε ςαν να βγόκε απϐ τα χεύλη τησ και να ϋπεςε μπροςτϊ ςτα πϐδια τησ ςαν πϋτρα. Σο αύμα του ηλιοβαςιλϋματοσ εύχε αντικαταςταθεύ απϐ τισ κρϑεσ, γκρύζεσ ςτϊχτεσ του λυκϐφωτοσ. Σϐτε ςκϋφτηκε για πρϔτη φορϊ ϐτι θα την ϋβριςκε η νϑχτα ςτο Κρϊουτσ Εντ -αν, δηλαδό, βριςκϐταν ακϐμη μϋςα ςτο Κρϊουτσ Εντ— κι αυτϐ γϋννηςε ϋνα καινοϑριο κϑμα τρϐμου μϋςα τησ. ήπωσ εύπε ςτον Βϋτερ και ςτον Υϊρναμ, δεν υπόρχε, απϐ πλευρϊσ τησ, οργανωμϋνη ςκϋψη οϑτε λογικϐσ ςυνειρμϐσ ςτη διϊρκεια του απροςδιϐριςτου εκεύνου χρονικοϑ διαςτόματοσ ανϊμεςα ςτην ϊφιξη τουσ ςτον τηλεφωνικϐ θϊλαμο και ςτην τελικό φρύκη. Απλϔσ αντιδροϑςε ςαν τρομαγμϋνο ζϔο. Και τϔρα όταν μϐνη. Ϋθελε τον Λϐνι, αυτϐ το καταλϊβαινε, αλλϊ απϐ εκεύ και πϋρα δεν καταλϊβαινε ςχεδϐν τύποτε ϊλλο. ύγουρα δεν τησ πϋραςε απϐ το μυαλϐ ν' αναρωτηθεύ γιατύ αυτό η περιοχό, που δεν απεύχε πϊνω απϐ οχτϔ χιλιϐμετρα απϐ την Κϋμπριτζ ϋρκουσ, όταν εντελϔσ ϋρημη. Η Ντϐρισ Υρύμαν ϊρχιςε να περπατϊει, φωνϊζοντασ τον ϊντρα τησ. Η φωνό τησ δεν αντηχοϑςε, αλλϊ τα βόματα τησ ακοϑγονταν δυνατϊ. κιϋσ ϊρχιςαν να γεμύζουν τη Νϐρισ Ρϐουντ. Ο ουρανϐσ εύχε πϊρει χρϔμα μαβύ. άςωσ να όταν ψευδαύςθηςη, δημιοϑργημα του λυκϐφωτοσ ό τησ κοϑραςησ τησ, αλλϊ οι αποθόκεσ φαύνονταν να γϋρνουν πειναςμϋνεσ πϊνω απϐ το δρϐμο. Σα παρϊθυρα τουσ, καλυμμϋνα απϐ τη ςκϐνη δεκαετιϔν, μπορεύ και αιϔνων, ϋμοιαζαν με μϊτια που την παρακολουθοϑςαν. Και τα ονϐματα ςτισ επιγραφϋσ γύνονταν ϐλο και πιο παρϊξενα, ςχεδϐν παλαβϊ, και προσ το τϋλοσ ακατϊληπτα. Σησ όταν ςχεδϐν αδϑνατον να τα προφϋρει. Σα φωνόεντα όταν ςε λϊθοσ θϋςη και τα ςϑμφωνα, πολλϊ μαζύ, 757
ςυνδυαςμϋνα με τρϐπο που η ανθρϔπινη γλϔςςα αδυνατοϑςε να αρθρϔςει. ΚΘΟΤΛ- ΦΟΤ ΚΡΑέΟΝ, ϋγραφε μια απϐ τισ επιγραφϋσ, με κϊμποςα αραβικϊ τςιγκϋλια απϐ κϊτω. ΓΙΟΓΚΟΓΚΟΘ, κϊποια ϊλλη. ΡΠΕΛΕΦ, μια τρύτη. Τπόρχε και μια ειδικϊ που τη θυμϐταν καλϊ. ΝΡΣΕΝ ΝΙΑΡΛΑΟΣΕΠ. «Πϔσ μπορεύτε και θυμϊςτε τϋτοιουσ γλωςςοδϋτεσ;» τη ρϔτηςε ο Υϊρναμ. Η Ντϐρισ Υρύμαν κοϑνηςε το κεφϊλι τησ αργϊ, κουραςμϋνη. «Δεν ξϋρω. Ειλικρινϊ. Εύναι ςαν εφιϊλτησ που θϋλεισ να τον ξεχϊςεισ μϐλισ ξυπνόςεισ, αλλϊ δε λϋει να ςβόςει ϐπωσ γύνεται με τα περιςςϐτερα ϐνειρα. Απλϔσ μϋνει... και μϋνει και μϋνει». Η Νϐρισ Ρϐουντ φαινϐταν ατϋρμονη, λιθϐςτρωτη, χωριςμϋνη ςτη μϋςη απϐ τισ γραμμϋσ του τραμ. Παρ' ϐλο που η Ντϐρισ ςυνϋχιςε να βαδύζει -τησ φαινϐταν αδϑνατον ϐτι θα μποροϑςε να ξανατρϋξει, αν και αργϐτερα, εύπε, ϋτρεξε πϊλι- εύχε πϊψει πια να φωνϊζει τον Λϐνι. Ση διακατεύχε ϋνασ τρομερϐσ, αφϐρητοσ φϐβοσ, τϐςο μεγϊλοσ, που ςκϋφτηκε ϐτι όταν αδϑνατον να τον αντϋξει ϋνασ ϊνθρωποσ χωρύσ να χϊςει τα λογικϊ του ό να πϋςει νεκρϐσ. Σησ όταν επύςησ αδϑνατον να εκφρϊςει το φϐβο τησ, παρϊ μϐνο με ϋναν τρϐπο, που κι αυτϐσ, ϐπωσ εύπε, όταν απλϔσ μια μικρό γϋφυρα πϊνω απϐ το χϊςμα που εύχε ανούξει ανϊμεςα ςτο μυαλϐ και ςτην καρδιϊ τησ. Εύπε πωσ όταν ςαν να μη βριςκϐταν πλϋον ςτη γη αλλϊ ςε κϊποιον ϊλλο πλανότη, ς' ϋνα μϋροσ τϐςο απϐκοςμο, που το ανθρϔπινο μυαλϐ αδυνατοϑςε ν' αντιληφθεύ. Οι γωνύεσ φαύνονταν διαφορετικϋσ, εύπε. Σα χρϔματα φαύνονταν διαφορετικϊ. Σα... Αλλϊ δεν εύχε νϐημα. Σο μϐνο που μποροϑςε να κϊνει όταν να ςυνεχύςει να περπατϊει κϊτω απϐ ϋναν αλλϐκοτο μαβύ ουρανϐ, ανϊμεςα ςε παρϊξενα, ςχεδϐν φαςματικϊ, πελϔρια κτύρια και να εϑχεται να τελειϔςει κϊποτε. 758
Πρϊγμα που ϋγινε. Ξαφνικϊ αντιλόφθηκε δυο φιγοϑρεσ που ςτϋκονταν ςτο πεζοδρϐμιο, ςε κϊποια απϐςταςη μπροςτϊ τησ. Ϋταν τα δυο παιδιϊ που εύχαν δει αυτό και ο Λϐνι νωρύτερα. Σο αγϐρι χϊιδευε με το γερακύςιο χϋρι του τα ατύθαςα κοτςύδια του κοριτςιοϑ. «Εύναι η Αμερικανύδα», εύπε το αγϐρι. «Φϊθηκε», εύπε το κορύτςι. «Ϊχαςε τον ϊντρα τησ». «Ϊχαςε το δρϐμο». «Βρόκε το ςκοτεινϐ δρϐμο». «Σο δρϐμο που βγϊζει ςτη χοϊνη». «Ϊχαςε κϊθε ελπύδα». «Βρόκε τον φυριχτό απϐ τ' Αςτϋρια... » «...τον Καταβρϐχθιςη των Διαςτϊςεων... » «...τον Συφλϐ Αυλητό... » Σα λϐγια ϋβγαιναν ϐλο και πιο γρόγορα, ςαν λιτανεύα ειπωμϋνη με μια ανϊςα, ςαν ξϋφρενοσ αργαλειϐσ. Σο κεφϊλι τησ γϑριζε ςτο ρυθμϐ τουσ. Σα κτύρια ϐλο κι ϋγερναν. τον ουρανϐ εύχαν βγει τ' αςτϋρια, αλλϊ δεν όταν τα δικϊ τησ ϊςτρα, αυτϊ ςτα οπούα ϋκανε ευχϋσ μικρό ό αυτϊ κϊτω απϐ τα οπούα φλϋρταρε ωσ νεαρό γυναύκα. Ϋταν τρελϊ αςτϋρια αυτϊ, ςε παρανοώκοϑσ αςτεριςμοϑσ. Βοϑλωςε τ' αυτιϊ τησ με τισ παλϊμεσ να μην ακοϑει, αλλϊ τα χϋρια τησ δεν μπϐρεςαν να φρϊξουν τουσ όχουσ, ϔςπου δεν ϊντεξε πια και οϑρλιαξε: «Που εύναι ο ϊντρασ μου; Ποϑ εύναι ο Λϐνι; Σι τον κϊνατε ;» Επικρϊτηςε ςιωπό. Και ϑςτερα το κορύτςι εύπε: «Πόγε κϊτω». Και το αγϐρι πρϐςθεςε: «Πόγε ςτον Σρϊγο με τα Φύλια Μικρϊ». Σο κορύτςι χαμογϋλαςε -όταν ϋνα μοχθηρϐ χαμϐγελο, γεμϊτο διαβολικό αθωϐτητα. 759
«Πϔσ θα μποροϑςε να μην πϊει; Εύχε πϊνω του το ςημϊδι. θα πασ κι εςϑ». «Λϐνι! Σι τον κϊνατε...» Σο αγϐρι ϑψωςε το χϋρι του κι ϊρχιςε να ψϋλνει ςε μια πολϑ μελωδικό γλϔςςα που η Ντϐρισ δεν μποροϑςε να καταλϊβει. ήμωσ, ο όχοσ των λϋξεων όταν αρκετϐσ για να την τρελϊνει απϐ φϐβο. «Σϐτε ο δρϐμοσ ϊρχιςε να κουνιϋται», εύπε ςτον Βϋτερ και ςτον Υϊρναμ. «Σο λιθϐςτρωτο κυμϊτιζε ςαν πανύ. ηκωνϐταν κι ϋπεφτε, ςηκωνϐταν κι ϋπεφτε. Οι γραμμϋσ του τραμ ξεκϐλληςαν και τινϊχτηκαν ςτον αϋρα —αυτϐ το θυμϊμαι, θυμϊμαι που γυϊλιζαν ςτο φωσ εκεύνων των αςτεριϔν - και ϑςτερα ϊρχιςαν να ξεκολλϊνε και οι πϋτρεσ μύα μύα ςτην αρχό κι ϋπειτα ολϐκληρα κομμϊτια. Σινϊζονταν ψηλϊ και χϊνονταν ςτο ςκοτϊδι. Ακουγϐταν κϊτι ςαν ςκύςιμο κϊθε που ξεκολλοϑςαν. Ϊνασ τριγμϐσ, ϋνα δυνατϐ ςκύςιμο... κϊπωσ ϋτςι πρϋπει ν' ακοϑγεται ϋνασ ςειςμϐσ. Και ϑςτερα... κϊτι ϊρχιςε να ξετρυπϔνει... » «Σι;» ρϔτηςε ο Βϋτερ. Εύχε ςκϑψει μπροςτϊ και την κούταζε επύμονα ςτα μϊτια. «Σι εύδεσ; Σι όταν αυτϐ;» «Πλοκϊμια», απϊντηςε αργϊ η γυναύκα κομπιϊζοντασ. «Νομύζω πωσ όταν πλοκϊμια. Αλλϊ όταν χοντρϊ ςαν κορμού αιωνϐβιων δϋντρων, ςαν το καθϋνα απ' αυτϊ να όταν φτιαγμϋνο απϐ χιλιϊδεσ μικρϐτερα... και εύχαν επϊνω τουσ κϊτι ρϐδινα πρϊγματα ςαν βεντοϑζεσ... μϐνο που μερικϋσ ϋμοιαζαν με πρϐςωπα... ϋνα απ' αυτϊ ϋμοιαζε με το πρϐςωπο του Λϐνι... και υπϋφεραν... ϐλα. Απϐ κϊτω τουσ, ςτο ςκοτϊδι κϊτω απϐ το δρϐμο —βαθιϊ μϋςα ςτο ςκοτϊδι απϐ κϊτω— υπόρχε κϊτι ϊλλο. Κϊτι ςαν γϐπα...» ' αυτϐ το ςημεύο ϋςπαςε, ανόμπορη να ςυνεχύςει, και ϐπωσ αποδεύχτηκε δεν εύχε και πολλϊ ακϐμη να πει. Σο επϐμενο που θυμϐταν με ςχετικό διαϑγεια όταν ϐτι κουλουριϊςτηκε ςτο 760
κατϔφλι τησ ειςϐδου ενϐσ πρακτορεύου εφημερύδων. Θα όταν ακϐμα εκεύ, τουσ εύπε, αν δεν εύχε δει αυτοκύνητα να πηγαινοϋρχονται ςε μικρό απϐςταςη μπροςτϊ τησ και τη γνϔριμη, κιτρινωπό λϊμψη που ςκορπύζουν τη νϑχτα οι φανοςτϊτεσ των δρϐμων. Δυο ϊνθρωποι πϋραςαν απϐ μπροςτϊ τησ και η Ντϐρισ ζϊρωςε ακϐμα περιςςϐτερο ςτισ ςκιϋσ, τρϋμοντασ ςτην ιδϋα ϐτι μπορεύ να όταν πϊλι εκεύνα τα δυο παιδιϊ. ήμωσ εύδε ϐτι δεν όταν παιδιϊ. Ϋταν ϋνα νεαρϐ αγϐρι κι ϋνα κορύτςι ςυνομόλικο του, που περπατοϑςαν χϋρι με χϋρι. Ο νεαρϐσ ϋλεγε κϊτι για την τελευταύα ταινύα του Μϊρτιν κορτςϋζε. Η Ντϐρισ ξεμϑτιςε διςτακτικϊ ςτο πεζοδρϐμιο, ϋτοιμη να κρυφτεύ ξανϊ ςτο κατϔφλι του μαγαζιοϑ με το παραμικρϐ ανηςυχητικϐ ςημϊδι, αλλϊ δεν υπόρχε λϐγοσ. Καμιϊ πενηνταριϊ μϋτρα παρακϊτω υπόρχε μια ςχετικϊ κεντρικό διαςταϑρωςη, με φορτηγϊ και ιδιωτικϊ αυτοκύνητα, ςταματημϋνα μπροςτϊ ςτο φωτεινϐ ςηματοδϐτη. Απϋναντι όταν ϋνα κοςμηματοπωλεύο μ' ϋνα μεγϊλο, φωτεινϐ ρολϐι ςτη βιτρύνα του. Σα μεταλλικϊ ρολϊ όταν κατεβαςμϋνα, αλλϊ μπϐρεςε να διαβϊςει την ϔρα απϐ τισ χαραμϊδεσ. Ϋταν δϋκα παρϊ πϋντε. Περπϊτηςε ωσ τη διαςταϑρωςη. Παρϊ τα φϔτα και τον καθηςυχαςτικϐ θϐρυβο τησ κυκλοφορύασ, ϋριχνε ςυνεχϔσ τρομαγμϋνεσ ματιϋσ πύςω τησ. Πονοϑςε παντοϑ. Σο ϋνα τακοϑνι τησ εύχε ςπϊςει και βϊδιζε κουτςαύνοντασ. Αιςθανϐταν οδυνηρϊ τραβόγματα των μυϔν ςτο ςτομϊχι και ςτουσ μηροϑσ τησ —το δεξύ τησ πϐδι, ειδικϊ, την πονοϑςε ςαν να εύχε πϊθει θλϊςη. τη διαςταϑρωςη διαπύςτωςε ϐτι βριςκϐταν ςτη γωνύα τησ λεωφϐρου Φύλφιλντ με την Σϐτεναμ Ρϐουντ. Κϊτω απϐ ϋνα φανοςτϊτη μια μεςόλικη γυναύκα, με γκρύζα μαλλιϊ που ξϋφευγαν απϐ το κουρϋλι με το οπούο τα εύχε δϋςει. μιλοϑςε μ' ϋναν ϊντρα τησ ύδιασ περύπου ηλικύασ. τρϊφηκαν και οι δυο και την κούταξαν ςαν ν' αντύκριζαν κϊποιο φρικτϐ φϊνταςμα. 761
«Αςτυνομύα», εύπε βραχνϊ η Ντϐρισ. «Που εύναι η αςτυνομύα; Εύμαι Αμερικανύδα υπόκοοσ... ϋχαςα τον ϊντρα μου... πρϋπει να πϊω ςτην αςτυνομύα». «Σι ςου ςυνϋβη, καλό μου;» ρϔτηςε η γυναύκα με ςυμπϊθεια. «Υαύνεςαι ςαν να ϋχεισ περϊςει απϐ μηχανό του κιμϊ». «Σρακϊρατε με αυτοκύνητο;» ρϔτηςε ο ϊντρασ. «ήχι. Δε... δε.. ασ παρακαλϔ, υπϊρχει εδϔ κοντϊ αςτυνομύα;» «άςια κϊτω ςτην Σϐτεναμ Λϋιν», εύπε ο ϊντρασ. Ϊβγαλε απϐ την τςϋπη του ϋνα πακϋτο Πλϋιερσ. «Θϋλεισ τςιγϊρο; Υαύνεςαι να το χρειϊζεςαι». «Ευχαριςτϔ», εύπε η Ντϐρισ και πόρε το τςιγϊρο, παρ' ϐλο που εύχε κϐψει το κϊπνιςμα εδϔ και τϋςςερα χρϐνια. Ο ηλικιωμϋνοσ κϑριοσ αναγκϊςτηκε ν' ακολουθόςει με τη φλϐγα του ςπύρτου την ϊκρη του τςιγϊρου, που χοροπηδοϑςε ςτα χεύλη τησ Ντϐρισ, για να μπορϋςει να τησ το ανϊψει. Κούταξε τη γυναύκα που εύχε δεμϋνα τα μαλλιϊ τησ με το κουρϋλι, «θα την πϊω ωσ εκεύ, άβι. Να ςιγουρευτϔ ϐτι θα φτϊςει καλϊ». «Ϊρχομαι κι εγϔ μαζύ, γιατύ ϐχι;» απϊντηςε η άβι και πϋραςε το χϋρι τησ γϑρω απϐ τουσ ϔμουσ τησ Ντϐρισ. «Σι ϋπαθεσ, καλό μου; Μόπωσ ςου ρύχτηκε κανεύσ για να ςου κλϋψει το πορτοφϐλι;» «ήχι», εύπε η Ντϐρισ. «Αυτϐ το πρϊγμα... όμουν... όμουν... ο δρϐμοσ... εύδα ϋνα γϊτο, ςημαδεμϋνο, με ϋνα μϊτι... ο δρϐμοσ ςκύςτηκε... το εύδα... εύπαν για ϋναν Συφλϐ... πρϋπει να βρω τον Λϐνι!» Ϋξερε ϐτι ϋλεγε αςυναρτηςύεσ, αλλϊ τησ όταν αδϑνατον να οργανϔςει τη ςκϋψη τησ. ήπωσ και να 'χει, εύπε ςτον Βϋτερ και 762
ςτον Υϊρναμ, μϊλλον δεν όταν τϐςο ακατανϐητη τελικϊ, γιατύ ο ϊντρασ και η γυναύκα τραβόχτηκαν αμϋςωσ μακριϊ τησ λεσ και, ϐταν η άβι τη ρϔτηςε τι εύχε πϊθει, η Ντϐρισ απϊντηςε ϐτι εύχε πανοϑκλα. Ο ϊντρασ εύπε κϊτι —«υνϋβη ξανϊ», νϐμιςε ϐτι ϊκουςε η Ντϐρισ. Η γυναύκα ϋδειξε με το δϊχτυλο. «Σο αςτυνομικϐ τμόμα εύναι εκεύ κϊτω. Ϊχει δυο γλϐμπουσ απϋξω, θα το δεισ». Με γρόγορεσ κινόςεισ, ϊρχιςαν και οι δυο ν' απομακρϑνονται. Η γυναύκα ςτρϊφηκε μια φορϊ και κούταξε πύςω τησ. Η Ντϐρισ εύδε τα μϊτια τησ· γυϊλιζαν τρομαγμϋνα. Για κϊποιο λϐγο που δεν όξερε οϑτε η ύδια, ϋκανε κϊνα δυο βόματα ςτο κατϐπι τουσ. «Μην πληςιϊζεισ!» τςύριξε η γυναύκα που την ϋλεγαν άβι και ςταϑρωςε τον αϋρα με τα δϊχτυλα τησ. Σαυτϐχρονα, κϐλληςε πϊνω ςτο ςϑντροφο τησ, που αμϋςωσ την αγκϊλιαςε προςτατευτικϊ. «Μη μασ πληςιϊζεισ, αν βρϋθηκεσ ςτην Κρϊουτσ Εντ Σϊουεν» . Και μ' αυτϐ, ο ϊντρασ και η γυναύκα χϊθηκαν μϋςα ςτη νϑχτα. Σϔρα, ο αςτυφϑλακασ Υϊρναμ ςτεκϐταν γερμϋνοσ ςτην πϐρτα ανϊμεςα ςτο κοινϐχρηςτο γραφεύο των αςτυνομικϔν και ςτην αύθουςα με τουσ φακϋλουσ των υποθϋςεων —αν και οι φϊκελοι ςτουσ οπούουσ εύχε αναφερθεύ ο Βϋτερ ςύγουρα δε φυλϊγονταν εκεύ. Ο Υϊρναμ εύχε φτιϊξει φρϋςκο τςϊι και κϊπνιζε το τελευταύο τςιγϊρο του πακϋτου του. Η Αμερικανύδα του εύχε επύςησ κϊνει τρϊκα κϊμποςα. Η γυναύκα εύχε επιςτρϋψει ςτο ξενοδοχεύο τησ, με τη ςυνοδεύα μιασ νοςοκϐμασ την οπούα κϊλεςε ο Βϋτερ Η νοςοκϐμα θα ϋμενε μαζύ τησ απϐψε και το πρωύ θα γνωμϊτευε αν ϋκρινε απαραύτητο να ειςαχθεύ η Ντϐρισ Υρύμαν ςε νοςοκομεύο. Ο Υϊρναμ υπϋθετε ϐτι τα παιδιϊ θα δυςκϐλευαν την κατϊςταςη, αλλϊ το γεγονϐσ ϐτι η Υρύμαν όταν Αμερικανύδα υπόκοοσ θα τησ 763
εξαςφϊλιζε πρϔτησ τϊξεωσ νοςηλεύα. Αναρωτόθηκε τι θα ϋλεγε ςτα παιδιϊ τησ αυτό η γυναύκα ϐταν θα ξυπνοϑςαν το πρωύ, με την προϒπϐθεςη, φυςικϊ, ϐτι θα όταν ςε θϋςη να τουσ πει οτιδόποτε. θα τα ϋπαιρνε κοντϊ τησ και θα τουσ ϋλεγε πωσ το μεγϊλο κακϐ τϋρασ τησ Κρϊουτσ Εντ Σϊουν (Σϊουεν) εύχε φϊει τον μπαμπϊ τουσ, ϐπωσ οι δρϊκοι ςτα παραμϑθια; Ο Υϊρναμ μϐρφαςε κι ϊφηςε το τςϊι του ςτο τραπϋζι. Δεν όταν δικϐ του πρϐβλημα. Καλϔσ ό κακϔσ, η κυρύα Υρύμαν θα γινϐταν μπαλϊκι ανϊμεςα ςτη βρετανικό αςτυνομύα και ςτην αμερικανικό πρεςβεύα. Η υπϐθεςη δεν τον αφοροϑςε πια. Αυτϐσ δεν όταν παρϊ ϋνασ κοινϐσ αςτυφϑλακασ που όθελε να ξεχϊςει την ϐλη ιςτορύα. Και εύχε ςκοπϐ ν' αφόςει τον Βϋτερ να γρϊψει την αναφορϊ. Ο Βϋτερ δε θα πϊθαινε τύποτε αν ϋβαζε την υπογραφό του κϊτω απϐ ϋνα κατεβατϐ παλαβομϊρεσ. Ϋταν γϋροσ πια, ξοφλημϋνοσ. θα όταν ακϐμη αςτυφϑλακασ ςτη νυχτερινό βϊρδια ϐταν θα ϋπαιρνε το χρυςϐ ρολϐι, τη ςϑνταξη του κι ϋνα διαμεριςματϊκι ςτισ εργατικϋσ κατοικύεσ. Ο Υϊρναμ, απϐ την ϊλλη πλευρϊ, φιλοδοξοϑςε να γύνει ςϑντομα υπαρχιφϑλακασ, πρϊγμα που ςόμαινε ϐτι ϋπρεπε να προςϋχει την κϊθε μικρολεπτομϋρεια. Αλόθεια, ποϑ εύχε πϊει ο Βϋτερ; αν πολλό ϔρα δεν ϋπαιρνε καθαρϐ βραδινϐ αϋρα; Ο Υϊρναμ διϋςχιςε το γραφεύο των αςτυνομικϔν, βγόκε ςτον προθϊλαμο κι απϐ εκεύ ςτο δρϐμο. τϊθηκε ανϊμεςα ςτουσ δυο μεγϊλουσ γλϐμπουσ, δεξιϊ κι αριςτερϊ τησ ειςϐδου, και κούταξε την Σϐτεναμ Ρϐουντ. Ο Βϋτερ δε φαινϐταν πουθενϊ. Η ϔρα όταν 3:00 π.μ. και η ςιωπό όταν βαριϊ ςαν ςϊβανο. Πϔσ όταν εκεύνοσ ο ςτύχοσ του Γουϐρντςγουορθ; «Αυτό η ςπουδαύα καρδιϊ κεύτεται νεκρό» ό κϊτι τϋτοιο. Κατϋβηκε τα ςκαλοπϊτια και κοντοςτϊθηκε ςτο πεζοδρϐμιο, νιϔθοντασ κϊποια ανηςυχύα. Ϋταν ανϐητο, φυςικϊ, και θϑμωνε με τον εαυτϐ του που εύχε επιτρϋψει να τον 764
επηρεϊςει ϋςτω και ελϊχιςτα η τρελό ιςτορύα αυτόσ τησ γυναύκασ. άςωσ του ϊξιζε ϋνασ ςκληρϐσ μπϊτςοσ ςαν τον υπαρχιφϑλακα ιντ Ρϋιμοντ. Ο Υϊρναμ προχϔρηςε αργϊ ωσ τη γωνύα, πιςτεϑοντασ ϐτι θα ϋβλεπε τον Βϋτερ να επιςτρϋφει απϐ το νυχτερινϐ του περύπατο. Δεν εύχε ςκοπϐ να πϊει παραπϋρα. Αν ϋμενε το Σμόμα αφϑλακτο ϋςτω και για λύγα λεπτϊ τησ ϔρασ, θα την πλόρωναν ακριβϊ αν τουσ ανακϊλυπτε κανϋνασ ανϔτεροσ. Ϊφτυςε ςτη γωνύα και κούταξε τον κϊθετο δρϐμο. Περύεργο, αλλϊ οι φανοςτϊτεσ όταν ϐλοι ςβηςτού. Ολϐκληροσ ο δρϐμοσ ϋμοιαζε διαφορετικϐσ χωρύσ το φωσ τουσ. Μόπωσ ϋπρεπε να αναφϋρει τη βλϊβη; Ποϑ ςτην ευχό όταν ο Βϋτερ; Θα πϊω μϋχρι λύγο παρακϊτω να ρύξω μια ματιϊ, αποφϊςιςε. ήχι μακριϊ, ϐμωσ. Δεν ϋπρεπε να μεύνει αφϑλακτο το Σμόμα για πολλό ϔρα. Μϐνο μϋχρι λύγο παρακϊτω. Ο Βϋτερ επϋςτρεψε ςε λιγϐτερο απϐ πϋντε λεπτϊ αφϐτου ϋφυγε ο Υϊρναμ. Ο Υϊρναμ εύχε τραβόξει προσ την αντύθετη κατεϑθυνςη κι αν ο Βϋτερ εύχε ϋρθει ϋνα λεπτϐ νωρύτερα θα εύχε δει το νεαρϐ ςυνϊδελφο του να ςτϋκεται αναποφϊςιςτοσ ςτη γωνύα πριν ςτρύψει και χαθεύ για πϊντα. «Υϊρναμ;» Καμιϊ απϊντηςη. Μϐνο το βουητϐ του ηλεκτρικοϑ ρολογιοϑ ςτον τούχο. «Υϊρναμ;» ξαναφϔναξε ο Βϋτερ και ϑςτερα ςφοϑγγιςε το ςτϐμα του με την ανϊςτροφη τησ παλϊμησ του. Ο Λϐνι Υρύμαν δε βρϋθηκε ποτϋ. Σελικϊ, η γυναύκα του (που τα μαλλιϊ τησ εύχαν αρχύςει να γκριζϊρουν ςτουσ κροτϊφουσ) επϋςτρεψε ςτην Αμερικό μαζύ με τα παιδιϊ τησ. Πϋταξαν με Κονκϐρντ. Ϊνα μόνα αργϐτερα, η κυρύα Υρύμαν ϋκανε απϐπειρα αυτοκτονύασ. Νοςηλεϑτηκε τρεισ μόνεσ ςε κλινικό κι ϐταν βγόκε η κατϊςταςη τησ παρουςύαζε μεγϊλη βελτύωςη. Μερικϋσ φορϋσ, ϐταν δεν την πιϊνει με τύποτα ο ϑπνοσ 765
—αυτϐ τησ ςυμβαύνει ςυχνϐτερα ϐταν - ο όλιοσ, βαςιλεϑοντασ, εύναι μια μεγϊλη πορτοκαλιϊ και κϐκκινη ςφαύρα- τρυπϔνει ςτο βϊθοσ τησ ντουλϊπασ τησ, γονατύζει κϊτω απϐ τα κρεμαςμϋνα ροϑχα και γρϊφει ξανϊ και ξανϊ ς' ϋνα τετρϊδιο με μαλακϐ μολϑβι τη φρϊςη «Προςϋξτε τον Σρϊγο με τα Φύλια Μικρϊ». Αυτϐ φαύνεται ϐτι την ανακουφύζει. Ο αςτυφϑλακασ Ρϐμπερτ Υϊρναμ ϊφηςε πύςω του γυναύκα και δύδυμα κοριτςϊκια δϑο ετϔν. Η ύλα Υϊρναμ ϋγραψε μια ςειρϊ απϐ οργιςμϋνα γρϊμματα ςτον τοπικϐ βουλευτό, με τον ιςχυριςμϐ ϐτι κϊτι πονηρϐ ςυνϋβαινε, κϊποιοσ πόγαινε να τα κουκουλϔςει, γιατύ εύχε παραςϑρει προφανϔσ τον Μπομπ τησ ςε κϊποια επικύνδυνη, μυςτικό αποςτολό. Ο ϊντρασ μου θα ϋκανε τα πϊντα για μια προαγωγό, ϋγραψε κατ' επανϊληψη η κυρύα Υϊρναμ ςτο βουλευτό τησ. Σελικϊ, ο εντιμϐτατοσ ϋπαψε ν' απαντϊει ςτα γρϊμματα τησ και, την ύδια περύπου εποχό που η Ντϐρισ Υρύμαν ϋβγαινε απϐ την κλινικό, με τα μαλλιϊ τησ ςχεδϐν κϊταςπρα πια, η κυρύα Υϊρναμ μετακϐμιςε ςτο Εςεξ, ϐπου ζοϑςαν οι γονεύσ τησ. Με τον καιρϐ ξαναπαντρεϑτηκε κϊποιον με ςύγουρη δουλειϊ — ο Υρανκ Φομπσ εύναι επιςτϊτησ ςτο τμόμα καταςκευόσ προφυλακτόρων, ςτο εργοςτϊςιο τησ Υορντ. Αναγκϊςτηκε, φυςικϊ, να πϊρει διαζϑγιο απϐ τον Μπομπ τησ, με αιτιολογικϐ την εγκατϊλειψη τησ ςυζυγικόσ ςτϋγησ, πρϊγμα που ϋγινε εϑκολα αποδεκτϐ. Ο Βϋτερ βγόκε πρϐωρα ςτη ςϑνταξη, κϊπου τϋςςερισ μόνεσ αφϐτου η Ντϐρισ Υρύμαν ϐρμηςε τρεκλύζοντασ ςτο αςτυνομικϐ τμόμα τησ Σϐτεναμ Λϋιν. Μετακϐμιςε ϐντωσ ςε διαμϋριςμα, ϋνα δυαρϊκι με κουζύνα και μπϊνιο ςτο Υρύμλεώ. Ϊξι μόνεσ αργϐτερα βρϋθηκε νεκρϐσ απϐ καρδιακό προςβολό, μ' ϋνα κουτϊκι μπύρα Φαρπ ςτο χϋρι. Και ςτο Κρϊουτσ Εντ, που θεωρεύται ϋνα απϐ τα πιο όςυχα προϊςτια του Λονδύνου, παρϊξενα πρϊγματα ςυνεχύζουν να ςυμβαύνουν ποϑ και ποϑ και διϊφοροι ϊνθρωποι χϊνουν κατϊ 766
καιροϑσ το δρϐμο τουσ. Μερικού απ' αυτοϑσ τον χϊνουν για πϊντα.
767
Σο πύτι τησ Μϋιπλ τρητ Αν και μϐλισ πϋντε χρονϔν και η μικρϐτερη απϐ τα αλδϋρφια Μπρϊντμπερι, η Μελύςα όταν πολϑ παρατηρητικό και δεν απϐρηςε κανεύσ που πρϔτη αυτό ανακϊλυψε πωσ κϊτι περύεργο εύχε ςυμβεύ ςτο ςπύτι τησ Μϋιπλ τρητ ϐςο η οικογϋνεια Μπρϊντμπερι παραθϋριζε ςτην Αγγλύα. Ϊτρεξε αμϋςωσ ςτο μεγαλϑτερο αδερφϐ τησ, τον Μπρϊιαντ, και του εύπε πωσ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ επϊνω, ςτον τρύτο ϐροφο. Σου εύπε πωσ θα του ϋδειχνε μϐνο αν ορκιζϐταν να μην πει ςε κανϋναν τι όταν. Ο Μπρϊιαντ ορκύςτηκε, ξϋροντασ ϐτι όταν ο πατριϐσ τουσ αυτϐσ που φοβϐταν η Μελύςα μόπωσ το μϊθει. Ο μπαμπϊσ Λιου θϑμωνε ϐταν κϊποιο απϐ τ' αδϋρφια Μπρϊντμπερι «ϋκανε ανοηςύεσ» (ϋτςι το ϋλεγε πϊντα) και θεωροϑςε τη Μελύςα το βαςικϐ παραβϊτη ς' αυτϐ τον τομϋα. Η Λύςα, που κϊθε ϊλλο παρϊ χαζό όταν, καταλϊβαινε τισ προκαταλόψεισ του Λιου και εύχε αρχύςει να γύνεται πολϑ επιφυλακτικό. την πραγματικϐτητα, ϐλα τα αδϋρφια Μπρϊντμπερι εύχαν γύνει πολϑ επιφυλακτικϊ απϋναντι ςτο δεϑτερο ςϑζυγο τησ μητϋρασ τουσ. Δε θα όταν τύποτα ςπουδαύο, ςύγουρα, αυτϐ που εύχε βρει η Μελύςα, αλλϊ ο Μπρϊιαντ όταν πανευτυχόσ που εύχαν γυρύςει ςπύτι και πρϐθυμοσ να κϊνει το χατύρι τησ μικρόσ του αδερφόσ (ο Μπρϊιαντ όταν δυο ολϐκληρα χρϐνια μεγαλϑτεροσ) για λύγο. Σην ακολοϑθηςε, λοιπϐν, ςτο διϊδρϐμο του τρύτου ορϐφου χωρύσ οϑτε ϋνα μουρμουρητϐ δυςαρϋςκειασ και τησ τρϊβηξε τα κοτςύδια —αυτϊ τα τραβόγματα ο ύδιοσ τα αποκαλοϑςε «ςτϊςεισ κινδϑνου»- μϐνο μια φορϊ. Φρειϊςτηκε να περϊςουν νυχοπατϔντασ μπροςτϊ απϐ το γραφεύο του Λιου, που όταν και το μϐνο τελειωμϋνο δωμϊτιο του ορϐφου, γιατύ ο Λιου βριςκϐταν μϋςα εκεύνη την ϔρα 768
ξεπακετϊροντασ τα ςημειωματϊρια και τα χαρτιϊ του και μουρμουρύζοντασ ϐλο νεϑρα. Σο μυαλϐ του Μπρϊιαντ εύχε όδη ξεςτρατύςει προσ το αποψινϐ πρϐγραμμα τησ τηλεϐραςησ —δεν ϋβλεπε την ϔρα να αποβλακωθεύ μ' ϋνα καλϐ, αμερικανικϐ καλωδιακϐ κανϊλι μετϊ απϐ τρεισ μόνεσ BBC και ITV— ϐταν ϋφταςαν ςτο τϋρμα του διαδρϐμου. Αυτϐ που του ϋδειξε, ϐμωσ, με το δϊχτυλο τησ η μικρό αδερφοϑλα του ςϊρωςε μεμιϊσ κϊθε ϊλλη ςκϋψη απϐ το μυαλϐ του. «Ορκύςου ξανϊ!» του ψιθϑριςε η Λύςα. «Ωμα το πω ποτϋ ςε κανϋναν, ςτον μπαμπϊ Λιου ό ςε κανϋναν ϊλλο, να πεθϊνω!» «Να πεθϊνω», ςυμφϔνηςε ο Μπρϊιαντ, κοιτϊζοντασ ακϐμα ςαν χαζϐσ και πϋραςε ϐντωσ μιςό ϔρα πριν το πει ςτη μεγϊλη αδερφό του, τη Λϐρι, που ϋβγαζε τα ροϑχα τησ απϐ τισ βαλύτςεσ, ςτο δωμϊτιο τησ. Η Λϐρι εύχε λϐξα με το δωμϊτιο τησ, τϋτοια που μϐνο μια εντεκϊχρονη μπορεύ να ϋχει, και κατςϊδιαςε τον Μπρϊιαντ που μπόκε χωρύσ να χτυπόςει, παρ' ϐλο που όταν ντυμϋνη εκεύνη τη ςτιγμό. «υγνϔμη», εύπε ο Μπρϊιαντ, «αλλϊ πρϋπει να ςου δεύξω κϊτι. Εύναι πολϑ παρϊξενο». «Ποϑ;» Η Λϐρι ςυνϋχιςε να τακτοποιεύ ροϑχα ςτα ςυρτϊρια τησ, ςαν να μην την ϋνοιαζε, ςαν να όταν αδϑνατον ϋνα χαζϐ εφτϊχρονο να ϋχει να τησ πει κϊτι ςτοιχειωδϔσ ενδιαφϋρον, αλλϊ του Μπρϊιαντ ϋκοβε πολϑ το μϊτι του. Μποροϑςε να καταλϊβει πϐτε τςιμποϑςε η Λϐρι και ςύγουρα εύχε τςιμπόςει αυτό τη φορϊ. «Επϊνω. τον τρύτο. το τϋρμα του διαδρϐμου, μετϊ το γραφεύο του μπαμπϊ Λιου». Η Λϐρι ςοϑφρωςε τη μϑτη τησ ϋτςι ϐπωσ ϋκανε πϊντα ϐταν ο Μπρϊιαντ ό η Λύςα αποκαλοϑςαν ϋτςι τον Λιου. Αυτό και ο Σρεντ θυμοϑνταν τον πραγματικϐ τουσ πατϋρα και δε ςυμπαθοϑςαν καθϐλου τον αντικαταςτϊτη του. Υρϐντιζαν δε 769
να τον αποκαλοϑν πϊντα ςκϋτο Λιου. Σο ϐτι ο Λιοϑισ άβανσ δεν το ϋβλεπε αυτϐ με καλϐ μϊτι —το θεωροϑςε αυθϊδεια, ςτην πραγματικϐτητα- απλϔσ ενύςχυε την ανομολϐγητη αλλϊ ιςχυρό πεπούθηςη τησ Λϐρι και του Σρεντ ϐτι αυτϐσ όταν ο μϐνοσ ςωςτϐσ τρϐποσ ν' αποκαλοϑν τον ϊνθρωπο με τον οπούο (μπλιαχ!) κοιμϐταν αυτϐ τον καιρϐ η μητϋρα τουσ. «Δεν πϊω εγϔ εκεύ πϊνω», εύπε η Λϐρι. «Αυτϐσ ϋχει τα μπουρύνια του απ' ϐταν γυρύςαμε. Ο Σρεντ λϋει πωσ θα εύναι ϋτςι μϋχρι να ξανανούξουν τα ςχολεύα και να ξαναμπεύ ςτη ρουτύνα του». «Η πϐρτα του εύναι κλειςτό. Δε θα κϊνουμε θϐρυβο. Εγϔ με τη Λύςα ανεβόκαμε και οϑτε που μασ κατϊλαβε». «Η Λύςα και εγϔ να λεσ». «Καλϊ. Εμεύσ. Σϋλοσ πϊντων, δεν υπϊρχει κύνδυνοσ. Η πϐρτα εύναι κλειςτό κι αυτϐσ μιλϊει μϐνοσ του, ϋτςι ϐπωσ κϊνει ϐταν εύναι πολϑ τςαντιςμϋνοσ». «Σο ςιχαύνομαι αυτϐ που κϊνει», εύπε βλοςυρϊ η Λϐρι. «Ο πραγματικϐσ μασ πατϋρασ ποτϋ δε μιλοϑςε μϐνοσ του οϑτε και κλειδωνϐταν μϐνοσ του ς' ϋνα γραφεύο». «Δεν ξϋρω αν ϋχει κλειδϔςει», εύπε ο Μπρϊιαντ. «Αλλϊ, αν φοβϊςαι μόπωσ βγει, πϊρε μαζύ ςου μια ϊδεια βαλύτςα. Ϊτςι και βγει θα κϊνουμε πωσ πϊμε τϊχα να βϊλουμε τισ βαλύτςεσ μασ ςτην ντουλϊπα που τισ αφόνουμε πϊντα». «Σι εύναι αυτϐ το εκπληκτικϐ που βρόκατε;» απαύτηςε να μϊθει η Λϐρα, βϊζοντασ τα χϋρια ςτη μϋςη τησ. «Θα ςου δεύξω», απϊντηςε πρϐθυμα ο Μπρϊιαντ. «Πρϔτα ϐμωσ θα μου ορκιςτεύσ ςτη μαμϊ ϐτι δε θα το πεισ ςε κανϋναν. Κι ϊμα το πεισ να πεθϊνεισ». Ϊκανε μια παϑςη, ςκϋφτηκε για λύγο και τελικϊ πρϐςθεςε: «Ειδικϊ ςτη Λύςα, γιατύ τησ ϋδωςα ϐρκο να μην το πω». Σ' αυτιϊ τησ Λϐρι ϊνοιξαν επιτϋλουσ. ύγουρα δεν όταν τύποτε, αλλϊ εύχε βαρεθεύ να τακτοποιεύ ροϑχα. Εύναι εκπληκτικϐ 770
πϐςη ςαβοϑρα μπορεύ να μαζϋψει ϋνασ ϊνθρωποσ μϋςα ςε τρεισ μόνεσ. «Εντϊξει, ορκύζομαι». Πόραν ϐνο ϊδειεσ βαλύτςεσ, απϐ μια ο καθϋνασ τουσ, αλλϊ οι προφυλϊξεισ αποδεύχτηκαν περιττϋσ. Ο πατριϐσ τουσ δεν ξεμϑτιςε απϐ το γραφεύο του. Σϐςο το καλϑτερο- πρϋπει να όταν μπουρλϐτο, κρύνοντασ απϐ τη φαςαρύα που ϋκανε εκεύ μϋςα. Σα δυο παιδιϊ ϊκουγαν τα βαριϊ βόματα του καθϔσ τριγϑριζε ςτο δωμϊτιο μουρμουρύζοντασ, τραβϔντασ ςυρτϊρια και κοπανϔντασ τα ϑςτερα για να κλεύςουν. Μια γνϔριμη μυρωδιϊ ϋβγαινε απϐ τη χαραμϊδα ςτο κϊτω μϋροσ τησ πϐρτασ -ςτη Λϐρι θϑμιζε αθλητικϋσ κϊλτςεσ που ςιγοκαύγονται. Ο Λιου κϊπνιζε την πύπα του. Η Λϐρι ϋβγαλε τη γλϔςςα τησ, αλληθϔριςε και κοϑνηςε τα δϊχτυλα τησ δύπλα ςτ' αυτιϊ τησ καθϔσ περνοϑςαν νυχοπατϔντασ ϋξω απϐ το γραφεύο του Λιου. Αλλϊ, λύγο αργϐτερα, ϐταν κούταξε ςτο ςημεύο που η Λύςα εύχε δεύξει ςτον Μπρϊιαντ και που ο Μπρϊιαντ ϋδειχνε τϔρα ς' αυτό, ξϋχαςε εντελϔσ τον Λιου, ϐπωσ εύχε ξεχϊςει και ο αδερφϐσ τησ ϐλεσ τισ υπϋροχεσ εκπομπϋσ που λαχταροϑςε να δει το βραδϊκι ςτην τηλεϐραςη. «Σι εύναι αυτϐ;» ρϔτηςε ψιθυριςτϊ τον Μπρϊιαντ. «Θεοϑλη μου, τι να ςημαύνει;» «Δεν ξϋρω», εύπε ο Μπρϊιαντ. «θυμόςου, ϐμωσ, Λϐρι, ϐτι ορκύςτηκεσ ςτη μαμϊ». «Ναι, ναι, ϐμωσ...» «Ξαναπϋσ το!» Σου Μπρϊιαντ δεν του ϊρεςε το ϑφοσ τησ. Ϋταν ϑφοσ μαρτυριϊρικο κι ϋκρινε ϐτι η αδερφό του χρειαζϐταν μια υπενθϑμιςη. «Καλϊ, εντϊξει, ςτη μαμϊ», εύπε βιαςτικϊ, ςχεδϐν αδιϊφορα η Λϐρι. «ήμωσ, Μπρϊιαντ...» «Πεσ και να πεθϊνω, το ξϋχαςεσ». «Ψχ, Μπρϊιαντ, μη γύνεςαι ςπαςτικϐσ...» 771
«Πεσ το!» «Να πεθϊνω, να πεθϊνω, να πεθϊνω, εντϊξει τϔρα;» εύπε η Λϐρι. «Γιατύ εύςαι τϐςο ςπαςτικϐσ, Μπρϊιαντ;» «Δεν ξϋρω», απϊντηςε ο μικρϐσ, χαμογελϔντασ μ' εκεύνο τον τρϐπο που τησ ϋδινε ςτα νεϑρα. «Καθαρό τϑχη, μϊλλον». Θα τον ςτραγγϊλιζε ευχαρύςτωσ, αλλϊ ο ϐρκοσ εύναι ϐρκοσ, ειδικϊ ϊμα τον δϔςεισ ςτο ϐνομα τησ μητϋρασ ςου, οπϐτε η Λϐρι ϊντεξε μια ολϐκληρη ϔρα και κϊτι πριν πϊρει τον Σρεντ να του δεύξει. Σον ϋβαλε να ορκιςτεύ, φυςικϊ, και η ςιγουριϊ τησ ϐτι ο Σρεντ θα κρατοϑςε τον ϐρκο τον όταν απϐλυτα δικαιολογημϋνη. Ο Σρεντ κϐντευε να κλεύςει τα δεκατϋςςερα κι αφοϑ όταν ο μεγαλϑτεροσ δεν εύχε κανϋναν να το πει... εκτϐσ απϐ τουσ μεγϊλουσ. Κι αφοϑ η μαμϊ εύχε πϋςει ςτο κρεβϊτι τησ με κρύςη ημικρανύασ, ϋμενε μϐνο ο Λιου, που ςτην ουςύα όταν ςαν να μην υπόρχε. Σα δυο μεγαλϑτερα αδϋρφια Μπρϊντμπερι δε χρειϊςτηκε να φϋρουν ϊδειεσ βαλύτςεσ για καμουφλϊζ. Ο πατριϐσ τουσ βριςκϐταν τϔρα ςτο ιςϐγειο, ϋβλεπε μια βιντεοταινύα με κϊποιο Βρετανϐ ςυνϊδελφο του που μιλοϑςε για τουσ Νορμανδοϑσ και τουσ ϊξονεσ (οι Νορμανδού και οι ϊξονεσ όταν η ειδικϐτητα του Λιου ςτο κολϋγιο) κι απολϊμβανε το αγαπημϋνο του απογευματινϐ ςνακ —ϋνα ποτόρι γϊλα και ςϊντουιτσ με κϋτςαπ. Ο Σρεντ ςτϊθηκε ςτο τϋρμα του διαδρϐμου κοιτϊζοντασ εκεύνο που εύχαν κοιτϊξει τα ϊλλα παιδιϊ πριν απ' αυτϐν. τϊθηκε εκεύ για πολλό ϔρα. «Σι εύναι, Σρεντ;» τον ρϔτηςε τελικϊ η Λϐρι. Δεν τησ πϋραςε καν απϐ το μυαλϐ ϐτι μπορεύ να μην όξερε ο Σρεντ. Ο Σρεντ όξερε τα πϊντα. Γι' αυτϐ ςχεδϐν δεν πύςτευε ςτα μϊτια τησ ϐταν τον εύδε να κουνϊει αργϊ το κεφϊλι του —αρνητικϊ. «Δεν ξϋρω», τησ απϊντηςε κοιτϊζοντασ μϋςα ςτη ρωγμό. «Κϊποιο μϋταλλο, νομύζω. Μακϊρι να εύχα ϋνα φακϐ». Ϊβαλε το 772
δϊχτυλο του ςτη ρωγμό και ψηλϊφιςε. Η Λϐρι ϋνιωςε ϋναν αϐριςτο φϐβο κι ανακουφύςτηκε ϐταν ο Σρεντ τρϊβηξε το χϋρι του. «Ναι, μϋταλλο εύναι», τησ εύπε. «Ϊπρεπε να υπϊρχει εδϔ;» ρϔτηςε η Λϐρι. «Εννοϔ, όταν απϐ πριν;» «ήχι», εύπε ο Σρεντ. «Ϋμουν εδϔ ϐταν ςοβϊτιςαν τουσ τούχουσ. Ϋταν λύγο μετϊ που η μαμϊ παντρεϑτηκε αυτϐν. Τπόρχαν μϐνο πηχϊκια». «Σι εύναι αυτϊ;» «Πολϑ λεπτϋσ ςανύδεσ. Μπαύνουν ανϊμεςα ςτην εξωτερικό επιφϊνεια του τούχου και ςτο ςοβϊ». Ο Σρεντ ϋβαλε πϊλι το δϊχτυλο του ςτη ρωγμό κι ϊγγιξε το μϋταλλο που φαινϐταν απϐ κϊτω, ϋνα μουντϐ, λευκϐ πρϊγμα. Η ρωγμό εύχε μϊκροσ πϋντε πϐντουσ και φϊρδοσ ϋνα ςτο πλατϑτερο ςημεύο τησ. «Εύχαν βϊλει και μονωτικϐ», εύπε ο Σρεντ ςυνοφρυωμϋνοσ κι ϋχωςε τα χϋρια του ςτισ κωλϐτςεπεσ του ξαςπριςμϋνου μπλουτζύν του. «Σο θυμϊμαι. Ϊνα ροζ υλικϐ, που φοϑςκωνε ςαν ςφουγγϊρι και θϑμιζε μαλλύ τησ γριϊσ». «Ποϑ εύναι, λοιπϐν; Εγϔ δε βλϋπω κανϋνα ροζ υλικϐ». «Οϑτ' εγϔ», εύπε ο Σρεντ. «Σο εύχαν βϊλει ϐμωσ. Σο θυμϊμαι καλϊ». Περιεργϊςτηκε τη ρωγμό. «Αυτϐ το μϋταλλο ςτον τούχο εύναι κϊτι καινοϑριο. Αναρωτιϋμαι μϋχρι ποϑ πϊει. Τπϊρχει μϐνο εδϔ, ςτον τρύτο, ό...» «Ϋ... τι;» Σα μϊτια τησ Λϐρι εύχαν ανούξει διϊπλατα. Υοβϐταν λιγϊκι. «Ϋ απλϔνεται ςε ϐλο το ςπύτι», ολοκλόρωςε ςκεφτικϐσ ο Σρεντ. Σην ϊλλη μϋρα το απϐγευμα, μετϊ το ςχολεύο, ο Σρεντ κϊλεςε τ' αδϋρφια του ςε ςϑςκεψη. Σο ξεκύνημα όταν κϊπωσ προβληματικϐ, με τη Λύςα να κατηγορεύ τον Μπρϊιαντ ϐτι πρϐδωςε το «βαρϑ του ϐρκο», ϐπωσ τον αποκαλοϑςε, και τον Μπρϊιαντ, που καταντροπιϊςτηκε, να κατηγορεύ τη Λϐρι ϐτι 773
εύχε εκθϋςει ςε τρομερϐ κύνδυνο την ψυχό τησ μητϋρασ μαρτυρϔντασ το μυςτικϐ ςτον Σρεντ. Αν και δεν όξερε τι ακριβϔσ εύναι η ψυχό (οι Μπρϊντμπερι όταν Αντιτριαδύτεσ), ϋδειχνε ςύγουροσ ϐτι η Λϐρι εύχε καταδικϊςει την ψυχό τησ μητϋρασ τουσ ςτην κϐλαςη. «Σο φταύξιμο εύναι το μιςϐ δικϐ ςου», του απϊντηςε η Λϐρι. «Εςϑ ανακϊτεψεσ τη μαμϊ. Ϊπρεπε να με βϊλεισ να ορκιςτϔ ςτην ψυχό του Λιου. Αυτϐσ ασ πόγαινε ςτην κϐλαςη». Η Λύςα, που όταν πολϑ μικρό και πολϑ πονϐψυχη και δεν όθελε να πϊει κανϋνασ ςτην κϐλαςη, ςτενοχωρόθηκε τϐςο πολϑ απ' αυτό την κουβϋντα που ϋβαλε τα κλϊματα. «ιωπό ϐλοι ςασ!» εύπε ο Σρεντ και πόρε αγκαλιϊ τη Λύςα μϋχρι που κατϊφερε να την ηρεμόςει. «ή,τι ϋγινε ϋγινε και μου φαύνεται πωσ ϋγινε για καλϐ τελικϊ». «οβαρϊ;» τον ρϔτηςε ο Μπρϊιαντ. Αν ϋλεγε ο Σρεντ πωσ κϊτι όταν καλϐ, ο Μπρϊιαντ θα το υπεραςπιζϐταν μϋχρι θανϊτου, εννοεύται, αλλϊ πϊλι... η Λϐρι εύχε ορκιςτεύ ςτο ϐνομα τησ μαμϊσ. «Ϊνα τϐςο περύεργο πρϊγμα χρειϊζεται ϋρευνα», εύπε ο Σρεντ. «Κι αν χϊςουμε τον καιρϐ μασ μαλϔνοντασ για το ποιοσ ϋκανε καλϊ ό ϊςχημα που ϋςπαςε τον ϐρκο του, δε θα καταφϋρουμε τύποτα». Ο Σρεντ ϋριξε μια ματιϊ ϐλο νϐημα ςτο ρολϐι, ςτον τούχο του δωματύου του, ϐπου όταν μαζεμϋνοι. Η ϔρα όταν τρεισ και εύκοςι. Δε χρειαζϐταν να τουσ πει τύποτε ϊλλο. Η μητϋρα τουσ ςηκϔθηκε το πρωύ για να ετοιμϊςει ςτον Λιου το πρωινϐ του — δυο αβγϊ, βραςμϋνα τρύα λεπτϊ ακριβϔσ, τοςτ απϐ ψωμύ ολικόσ αλϋςεωσ και μαρμελϊδα, όταν μια απϐ τισ πολλϋσ καθημερινϋσ απαιτόςεισ του- κι αμϋςωσ μετϊ επϋςτρεψε ςτο κρεβϊτι τησ. Τπϋφερε απϐ φοβεροϑσ πονοκεφϊλουσ, ημικρανύεσ που ςυχνϊ βαςϊνιζαν τον ανυπερϊςπιςτο (και ςυχνϊ ςε πλόρη ςϑγχυςη) 774
εγκϋφαλο τησ επύ δυο ό και τρεισ μϋρεσ, πριν υποχωρόςουν για ϋνα μόνα ό και περιςςϐτερο. Ϋταν μϊλλον απύθανο να τουσ δει η μαμϊ ςτον τρύτο και ν' αναρωτηθεύ τι ςκϊρωναν, αλλϊ με τον «μπαμπϊ Λιου» τα πρϊγματα δεν όταν καθϐλου ϋτςι. Σο γραφεύο του όταν ςτον ύδιο διϊδρομο με την παρϊξενη ρωγμό και η μϐνη περύπτωςη να μην τουσ πϊρει εύδηςη —και να υποψιαςτεύ— όταν να κϊνουν τισ ϋρευνεσ τουσ ϐςο ϋλειπε απϐ το ςπύτι. Αυτϐ το νϐημα εύχε η ματιϊ του Σρεντ ςτο ρολϐι. Η οικογϋνεια εύχε επιςτρϋψει ςτισ Ηνωμϋνεσ Πολιτεύεσ δϋκα ολϐκληρεσ μϋρεσ προτοϑ αρχύςει η περύοδοσ διδαςκαλύασ για τον Λιου, αλλϊ αυτϐσ, απϐ τη ςτιγμό που βρϋθηκε πϊλι ςε απϐςταςη δεκαπϋντε χιλιομϋτρων απϐ το πανεπιςτόμιο, όταν ανύκανοσ να ζόςει μακριϊ του, ϐπωσ ςυμβαύνει με τα ψϊρια και το νερϐ. Εύχε φϑγει απϐ το ςπύτι λύγο μετϊ το μεςημϋρι, με το μεγϊλο του χαρτοφϑλακα γεμϊτο απϐ τη χαρτοϑρα που εύχε μαζϋψει ςε διϊφορα μϋρη ιςτορικόσ ςημαςύασ ςτην Αγγλύα. Εύπε ϐτι θα πόγαινε να τα αρχειοθετόςει. Ο Σρεντ ςυμπϋρανε ϐτι αυτϐ ςόμαινε τα εξόσ: ο Λιου θα ϋχωνε ϐλα τα χαρτιϊ μαζύ ςε κϊποιο ςυρτϊρι, θα κλεύδωνε το γραφεύο του και θα κατϋβαινε ςτην αύθουςα διδακτικοϑ προςωπικοϑ του Σμόματοσ Ιςτορύασ. Εκεύ, θα ϋπινε καφϋ και θα τα ϋλεγε με τα φιλαρϊκια του... μϐνο που, ϐπωσ εύχε διαπιςτϔςει ο Σρεντ, ϐταν εύςαι καθηγητόσ ςε κολϋγιο, ο κϐςμοσ ςε θεωρεύ χαζϐ ϐταν ϋχεισ φιλαρϊκια. Πρϋπει να λεσ ϐτι ϋχεισ ςυναδϋλφουσ. Ο Λιου εύχε φϑγει, λοιπϐν —καλϐ αυτϐ— αλλϊ όταν πιθανϐ να γυρύςει οποιαδόποτε ςτιγμό πριν απϐ τισ πϋντε –κακϐ αυτϐ. Σϋλοσ πϊντων, εύχαν κϊποιο χρϐνο ςτη διϊθεςη τουσ και ο Σρεντ όταν αποφαςιςμϋνοσ να μην τον ςπαταλόςουν μαλϔνοντασ για το ποιοσ εύχε ορκιςτεύ τι ςε ποιον. «Ακουςτϋ με, παιδιϊ», εύπε και χϊρηκε ϐταν διαπύςτωςε ϐτι τον πρϐςεχαν, ϋχοντασ αφόςει ςτην ϊκρη τισ διαφορϋσ τουσ για χϊρη τησ ερευνϊσ. Σουσ εύχε επύςησ εντυπωςιϊςει το γεγονϐσ 775
ϐτι ο Σρεντ δεν μποροϑςε να εξηγόςει το εϑρημα τησ Λύςα. Και τα τρύα παιδιϊ μοιρϊζονταν ωσ ϋνα ςημεύο την τυφλό εμπιςτοςϑνη του Μπρϊιαντ ςτο μεγϊλο τουσ αδερφϐ. Αν κϊτι όταν ανεξόγητο για τον Σρεντ, αν ο Σρεντ θεωροϑςε αυτϐ το κϊτι παρϊξενο και εκπληκτικϐ, ςυμφωνοϑςαν ϐλοι. Η Λϐρι μύληςε εξ ονϐματοσ και των τριϔν. «Πεσ μασ μϐνο τι να κϊνουμε, Σρεντ, και θα το κϊνουμε». «Εντϊξει», τησ απϊντηςε ο Σρεντ. «Θα χρειαςτοϑμε μερικϊ πρϊγματα». Πόρε βαθιϊ ανϊςα κι ϊρχιςε να τουσ εξηγεύ τι χρειϊζονταν. Μϐλισ μαζεϑτηκαν μπροςτϊ ςτη ρωγμό, ςτην ϊκρη του διαδρϐμου του τρύτου πατϔματοσ, ο Σρεντ ςόκωςε ψηλϊ τη Λύςα για να τη φωτύςει με ϋνα μικρϐ φακϐ -αυτϐν που χρηςιμοποιοϑςε η μαμϊ για να εξετϊζει τ' αυτιϊ, τα μϊτια και τισ μϑτεσ τουσ ϐταν δεν αιςθϊνονταν καλϊ. Εύδαν ϐλοι το μϋταλλο. Δεν όταν αρκετϊ λαμπερϐ ϔςτε να αντανακλϊ καθαρϊ το φωσ του φακοϑ, αλλϊ γυϊλιζε αρκετϊ. Ατςϊλι, όταν η γνϔμη του Σρεντ. Ατςϊλι ό κϊποιο κρϊμα. «Σι πϊει να πει κρϊμα;» ρϔτηςε ο Μπρϊιαντ. Ο Σρεντ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Δεν όξερε ακριβϔσ. τρϊφηκε ςτη Λϐρι και τησ ζότηςε το τρυπϊνι. Ο Μπρϊιαντ και η Λύςα αντϊλλαξαν ϋνα τρομαγμϋνο βλϋμμα, καθϔσ η Λϐρι ϋδινε το εργαλεύο ςτο μεγϊλο τουσ αδερφϐ. Σο εύχαν πϊρει απϐ τον πϊγκο για τα μαςτορϋματα ςτο υπϐγειο, το οπούο όταν και το μοναδικϐ μϋροσ του ςπιτιοϑ που όταν ακϐμα του πατϋρα τουσ. Ο μπαμπϊσ Λιου όταν ζότημα αν εύχε κατεβεύ μια ντουζύνα φορϋσ εκεύ κϊτω απ' ϐταν παντρεϑτηκε την Κϊθριν Μπρϊντμπερι. Σα δυο μικρϐτερα αδϋρφια το όξεραν αυτϐ, ϐπωσ και τα δυο μεγϊλα. Επομϋνωσ, δε φοβοϑνταν μόπωσ προςϋξει ο μπαμπϊσ Λιου ϐτι κϊποιοσ εύχε χρηςιμοποιόςει το τρυπϊνι.
776
Αλλϊ φοβοϑνταν για τισ τρϑπεσ που θα γύνονταν ςτον τούχο. Κανϋνα τουσ δεν το εύπε φωναχτϊ, ο Σρεντ ϐμωσ το διϊβαςε ςτα τρομαγμϋνα πρϐςωπα τουσ. «Ακοϑςτε», τουσ εύπε, κρατϔντασ μπροςτϊ του το εργαλεύο για να μπορϋςουν να το δουν καλϊ. «Αυτό η μακριϊ βελϐνα ςτην ϊκρη εύναι το πιο ψιλϐ τρυπϊνι που υπϊρχει. Βλϋπετε πϐςο λεπτϐ εύναι; Κι αφοϑ θα τρυπόςουμε μϐνο πύςω απϐ τα κϊδρα, δε νομύζω ϐτι υπϊρχει λϐγοσ να ανηςυχοϑμε». Τπόρχαν γϑρω ςτη μια ντουζύνα καδραριςμϋνεσ γκραβοϑρεσ ςτουσ τούχουσ του διαδρϐμου και οι μιςϋσ όταν μετϊ το γραφεύο του Λιου, προσ τη μεριϊ τησ ντουλϊπασ, ςτο βϊθοσ, ϐπου αποθηκεϑονταν οι βαλύτςεσ. Οι περιςςϐτερεσ όταν πολϑ παλιϊ (και κατϊ το πλεύςτον αδιϊφορα) τοπύα τησ Σύτουςβιλ, ϐπου ζοϑςαν οι Μπρϊντμπερι. «Αυτϐσ δεν κοιτϊζει τα ύδια τα κϊδρα, πϐςο μϊλλον να κοιτϊξει απϐ πύςω τουσ», πρϐςθεςε η Λϐρι. Ο Μπρϊιαντ ϊγγιξε την ϊκρη του τρυπανιοϑ με το δϊχτυλο του κι ϋγνεψε καταφατικϊ. Η Λύςα παρακολουθοϑςε. ίςτερα ϋκανε κι αυτό ακριβϔσ τα ύδια. Αν ϋλεγε η Λϐρι πωσ κϊτι όταν εντϊξει, μϊλλον όταν. Αν το ϋλεγε ο Σρεντ, όταν ςχεδϐν ςύγουρο. Αν το ϋλεγαν και οι δυο, δεν υπόρχε καμιϊ αμφιβολύα. Η Λϐρι κατϋβαςε το κϊδρο που βριςκϐταν πιο κοντϊ ςτη ρωγμό και το ϋδωςε ςτον Μπρϊιαντ να το κρατϊει. Ο Σρεντ ϊνοιξε την πρϔτη τρϑπα. Σα ϊλλα τρύα παιδιϊ ςτϋκονταν και τον παρακολουθοϑςαν, ϋχοντασ ςχηματύςει γϑρω του ϋνα ςτενϐ κϑκλο ςαν αμυντικού που ςκϑβουν να ενθαρρϑνουν τον «πύτςερ» ςε μια εξαιρετικϊ δϑςκολη ςτιγμό τ ου παιχνιδιοϑ. Σο τρυπϊνι μπόκε εϑκολα ςτον τούχο και η τρϑπα που ϊνοιξε όταν ϐςο μικρό εύχε υποςχεθεύ ο Σρεντ. Σο πιο ςκοϑρο τετρϊγωνο ταπετςαρύασ που αποκαλϑφθηκε ϐταν ξεκρϋμαςαν το κϊδρο όταν επύςησ ενθαρρυντικϐ. όμαινε πωσ εδϔ και πολϑ καιρϐ κανϋνασ δεν εύχε μπει ςτον κϐπο να κατεβϊςει απϐ το 777
καρφύ τησ την «Ωποψη τησ Δημοτικόσ Βιβλιοθόκησ του Σύτουςβιλ». Αφοϑ ςτριφογϑριςε λύγο το τρυπϊνι για να μεγαλϔςει η τρϑπα, ο Σρεντ ςταμϊτηςε απϐτομα και το τρϊβηξε απϐ τον τού χο. «Γιατύ ςταμϊτηςεσ;» τον ρϔτηςε ο Μπρϊιαντ. «Φτϑπηςα κϊτι ςκληρϐ». «Μϋταλλο;» ρϔτηςε η Λύςα. «Ϊτςι νομύζω. ύγουρα δεν εύναι ξϑλο. Ασ δοϑμε». Υϔτιςε με το φακϐ την τρϑπα κι ϋγειρε το κεφϊλι του, μια απϐ εδϔ, μια απϐ εκεύ, προςπαθϔντασ να διακρύνει. Σελικϊ παραιτόθηκε. «Σο κεφϊλι μου εύναι πολϑ μεγϊλο, θα ςηκϔςουμε τη Λύςα». Η Λϐρι και ο Σρεντ ςόκωςαν τη μικρό και ο Μπρϊιαντ τησ ϋδωςε το φακϐ-ςτυλϐ. Η Λύςα κούταξε για λύγη ϔρα μιςοκλεύνοντασ το μϊτι τησ. «Εύναι ςαν τη ρωγμό που ανακϊλυψα», ανακούνωςε τελικϊ. «Εντϊξει», εύπε ο Σρεντ. «Πϊμε ςτο επϐμενο κϊδρο». Σο τρυπϊνι χτϑπηςε μϋταλλο πύςω απϐ το δεϑτερο και το τρύτο κϊδρο ςτη ςειρϊ. Πύςω απϐ το τϋταρτο —τϔρα βρύςκονταν πολϑ κοντϊ ςτην πϐρτα του γραφεύου του Λιου— το τρυπϊνι χϔθηκε ςτον τούχο μϋχρι τη λαβό, πριν το τραβόξει ο Σρεντ. Κι αυτό τη φορϊ, ϐταν τη ςόκωςαν πϊλι, η Λύςα τουσ εύπε ϐτι ϋβλεπε «ϋνα ροζ πρϊγμα». «Σο μονωτικϐ υλικϐ που ςου εύπα», εύπε ο Σρεντ ςτη Λϐρι. «Ασ δοκιμϊςουμε τον απϋναντι τούχο». Φρειϊςτηκε ν' ανούξουν τρϑπεσ πύςω απϐ τϋςςερα κϊδρα ςτην ανατολικό πλευρϊ του διαδρϐμου, πριν το τρυπϊνι ςυναντόςει πρϔτα ξϑλο κι ϋπειτα μονωτικϐ υλικϐ πύςω απϐ το ςοβϊ, και πϊνω που ξανακρεμοϑςαν το τελευταύο κϊδρο ϊκουςαν το παρϊφωνο γρϑλιςμα τησ παλιϊσ Πϐρςε του Λιου που ϋςτριψε ςτο δρομϊκι του ςπιτιοϑ. Ο Μπρϊιαντ, που εύχε αναλϊβει να κρεμϊςει το κϊδρο — ύςα που ϋφτανε το καρφύ ςηκωμϋνοσ ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν 778
του— τρϐμαξε τϐςο πολϑ ϔςτε του ϋπεςε απϐ τα χϋρια. Η Λϐρι πρϐλαβε και το ϊρπαξε ςτον αϋρα. Αμϋςωσ μετϊ την ϋπιαςε τϋτοια τρεμοϑλα, που αναγκϊςτηκε να δϔςει το κϊδρο ςτον Σρεντ, για να μην τησ πϋςει αυτόσ απϐ τα χϋρια. «Κρϋμαςε το εςϑ», εύπε ςτο μεγϊλο τησ αδερφϐ. «Εμϋνα θα μου ϋπεφτε ςύγουρα ϋτςι και ςκεφτϐμουν τι κϊνω. Αλόθεια ςου λϋω». Ο Σρεντ κρϋμαςε την γκραβοϑρα που απεικϐνιζε αμαξϊκια με ϊλογα ςτο Δημοτικϐ Πϊρκο τησ πϐλησ και πρϐςεξε ϐτι όταν λιγϊκι ςτραβϐ. Πόγε να το ιςιϔςει, αλλϊ τρϊβηξε το χϋρι του πριν αγγύξει την κορνύζα. Σα αδερφϊκια του τον ϋβλεπαν ςαν θεϐ. Ο ύδιοσ ο Σρεντ όταν αρκετϊ ϋξυπνοσ ϔςτε να ξϋρει ϐτι όταν απλϔσ ϋνα παιδύ. Ακϐμη κι ϋνα παιδύ ϐμωσ —με την προϒπϐθεςη ϐτι δεν εύναι εκ γενετόσ καθυςτερημϋνο— ξϋρει πωσ ϐταν αρχύζουν τα πρϊγματα να πηγαύνουν ςτραβϊ εύναι καλϑτερα να τα παρατϊσ. Αν πεύραζε λύγο ακϐμη το κϊδρο, θα ϋπεφτε ςύγουρα γεμύζοντασ το διϊδρομο με ςπαςμϋνα γυαλιϊ. Ο Σρεντ το όξερε. «Πϊμε!» φϔναξε ψιθυριςτϊ. «Κϊτω! την τηλεϐραςη!» Ακοϑςτηκε η πύςω πϐρτα να κλεύνει με θϐρυβο, καθϔσ ο Λιου μπόκε ςτο ςπύτι. «Μα εύναι ςτραβϐ!» διαμαρτυρόθηκε η Λύςα. «Σρεντ, το κϊδρο δεν εύναι... » «Παρϊτα το!» τησ εύπε ϋντονα η Λϐρι. «Κϊνε ϐ,τι ςου λϋει ο Σρεντ!» Ο Σρεντ και η Λϐρι κοιτϊχτηκαν τρομαγμϋνοι. Αν ο Λιου πόγαινε πρϔτα ςτην κουζύνα να φτιϊξει κϊτι να τςιμπόςει πριν απϐ το βραδινϐ, πϊει καλϊ. Αν ϐχι, θα διαςταυρωνϐταν με τη Λύςα και τον Μπρϊιαντ ςτη ςκϊλα. Ϊφτανε να τουσ ρύξει μια ματιϊ και θα καταλϊβαινε πωσ κϊτι ϋτρεχε. Σα δυο μικρϐτερα αδϋρφια Μπρϊντμπερι όταν αρκετϊ μεγϊλα, ϔςτε να μη 779
μαρτυρόςει τύποτα το ςτϐμα τουσ, αλλϊ θα μαρτυροϑςε η ϋκφραςη τουσ. Ο Μπρϊιαντ και η Λύςα κατϋβηκαν γρόγορα. Ο Σρεντ και η Λϐρι ακολοϑθηςαν, πιο αργϊ, ςτόνοντασ αυτύ. Ακολοϑθηςαν μερικϋσ ςτιγμϋσ αφϐρητησ αγωνύασ, κατϊ τισ οπούεσ ο μϐνοσ όχοσ ςτο ςπύτι όταν τα βόματα των δυο μικρϔν ςτη ςκϊλα· ϑςτερα ακοϑςτηκε η αγριοφωνϊρα του Λιου απϐ την κουζύνα. «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΣΕ ΛΙΓΗ ΗΤΦΙΑ; Η ΜΗΣΕΡΑ Α ΚΟΙΜΑΣΑΙ». Αν δεν την ξυπνόςει αυτϐ, δεν πρϐκειται να την ξυπνόςει τύποτα, ςκϋφτηκε η Λϐρι. Αργϊ εκεύνη τη νϑχτα, πϊνω που ο Σρεντ αποκοιμιϐταν, η Λϐρι ϊνοιξε την πϐρτα του δωματύου του, μπόκε μϋςα και κϊθιςε ςτο κρεβϊτι, δύπλα του. «Δεν τον χωνεϑεισ, αλλϊ δεν εύναι μϐνο αυτϐ», εύπε. «Ποιοσ; Σι;» ϋκανε ο Σρεντ, ανούγοντασ επιφυλακτικϊ το ϋνα βλϋφαρο. «Σον Λιου», απϊντηςε όςυχα η Λϐρι. «Ξϋρεισ ποιον εννοϔ, Σρεντ». Ο Σρεντ ϋπαψε να προςποιεύται. «Ναι. Δύκιο ϋχεισ. Δεν τον χωνεϑω καθϐλου». «Σον φοβϊςαι και λύγο, ϋτςι δεν εύναι;» Μετϊ απϐ πολλό, πολλό ςκϋψη, ο Σρεντ απϊντηςε: «Ναι. Λιγϊκι». «Μϐνο λιγϊκι;» «άςωσ λύγο περιςςϐτερο απϐ λιγϊκι», εύπε ο Σρεντ και τησ ϋκλειςε το μϊτι, ελπύζοντασ ς' ϋνα χαμϐγελο. Η Λϐρι ϐμωσ τον κούταζε απϐλυτα ςοβαρό, οπϐτε αναγκϊςτηκε να καταθϋςει τα ϐπλα. Δε θα κατϊφερνε να την ξεγελϊςει απϐψε . «Γιατύ τον φοβϊςαι; Νομύζεισ ϐτι μπορεύ να μασ κϊνει κακϐ;» 780
Ο Λιου τουσ φϔναζε πολϑ, αλλϊ ποτϋ δεν εύχε απλϔςει χϋρι πϊνω τουσ ωσ τϔρα. ήχι, θυμόθηκε ξαφνικϊ η Λϐρι, δεν όταν ακριβϔσ ϋτςι. Μια φορϊ που ο Μπρϊιαντ μπόκε ςτο γραφεύο του χωρύσ να χτυπόςει, ο Λιου του τισ ϋβρεξε. Δυνατϊ. Ο Μπρϊιαντ ζορύςτηκε να μην κλϊψει, αλλϊ ςτο τϋλοσ δεν ϊντεξε. Και η μαμϊ ϋκλαψε τϐτε, αν και δεν ϋκανε τύποτε για να εμποδύςει τον Λιου. Αργϐτερα, ϐμωσ, πρϋπει να του εύπε κϊτι, γιατύ η Λϐρι τον ϊκουςε να βϊζει τισ φωνϋσ ςτη μαμϊ. Παρ' ϐλα αυτϊ, μερικϋσ καρπαζιϋσ όταν, ϐχι κακοπούηςη παιδιοϑ, και ο Μπρϊιαντ γινϐταν ανυπϐφοροσ ϐποτε το ϋβαζε ςκοπϐ να ςε τςαντύςει. Να το εύχε κϊνει ϊραγε ςκϐπιμα εκεύνο το βρϊδυ, για να τςαντύςει τον Λιου; Η Λϐρι αναρωτιϐταν. Ϋ μόπωσ ο Λιου εύχε δεύρει τον αδερφϐ τησ ϊδικα, για κϊτι που δεν όταν παρϊ ϋνα αθϔο, παιδικϐ λϊθοσ; Δεν όξερε. Και τϔρα που το ςκεφτϐταν, διαπύςτωνε κϊτι ϊλλο, που την ϋκανε να πιςτεϑει ϐτι εύχε δύκιο ο Πύτερ Παν να μη θϋλει να μεγαλϔςει ποτϋ: δεν όταν ςύγουρη ϐτι όθελε να ξϋρει. Για ϋνα πρϊγμα ϐμωσ όταν ςύγουρη: ποιοσ όταν ο πραγματικϊ ανυπϐφοροσ ς' αυτϐ το ςπύτι. Ο Σρεντ ϐμωσ δεν απϊντηςε ςτην ερϔτηςη τησ κι αναγκϊςτηκε να τον κεντρύςει πϊλι. «ου ϋφαγε η γϊτα τη γλϔςςα, Σρεντ;» «κεφτϐμουν», απϊντηςε ο αδερφϐσ τησ. «Εύναι κακϐσ, ξϋρεισ». «Ναι», ςυμφϔνηςε ςοβαρϊ η Λϐρι. «Σο ξϋρω». Αυτό τη φορϊ ϊφηςε τον Σρεντ να ςκεφτεύ με την ηςυχύα του. «ήχι», εύπε τελικϊ ο Σρεντ. Γϑριςε ανϊςκελα κι ϋβαλε τα χϋρια του πύςω απϐ το κεφϊλι του. «Δε νομύζω, Μουςύτςα». Η Λϐρι ςιχαινϐταν να την αποκαλεύ ϋτςι, αλλϊ το ϊφηςε να περϊςει. Δε θυμϐταν να τησ εύχε ξαναμιλόςει ο Σρεντ τϐςο ςοβαρϊ και μετρημϋνα. «Δε νομύζω ϐτι θα μασ κϊνει κακϐ... αλλϊ 781
πιςτεϑω ϐτι θα μποροϑςε». Γϑριςε πϊλι ςτο πλευρϐ του, ςτηρύχτηκε ςτον αγκϔνα του και την κούταξε ακϐμα πιο ςοβαρϊ. «Νομύζω ϐμωσ ϐτι κϊνει κακϐ ςτη μαμϊ και ϐτι χειροτερεϑει απϐ μϋρα ςε μϋρα». «Σο ϋχει μετανιϔςει, ε;» ρϔτηςε η Λϐρι. Ξαφνικϊ τησ όρθε να βϊλει τα κλϊματα. Γιατύ να εύναι τϐςο κουτού καμιϊ φορϊ οι μεγϊλοι για πρϊγματα που τα παιδιϊ τα βλϋπουν αμϋςωσ; ου ϋρχεται να τουσ ρύξεισ καμιϊ κλοτςιϊ να ξυπνόςουν. «Η μαμϊ δεν όθελε να πϊμε ςτην Αγγλύα... κι ϋπειτα εύναι ο τρϐποσ που τησ φωνϊζει αυτϐσ μερικϋσ φορϋσ... » «Μην ξεχνϊσ και τουσ πονοκεφϊλουσ», εύπε ξερϊ ο Σρεντ. «Που αυτϐσ λϋει ϐτι εύναι ιδϋα τησ, ϐτι τουσ προκαλεύ απϐ μϐνη τησ. Ναι, ςύγουρα δεν εύναι ευτυχιςμϋνη». «Θα αποφϊςιζε ποτϋ να πϊρει... ξϋρεισ... » «Διαζϑγιο;» «Ναι», εύπε η Λϐρι με ανακοϑφιςη. Δεν όταν ςύγουρη αν θα κατϊφερνε ποτϋ να την ξεςτομύςει αυτό τη λϋξη κι αν υποψιαζϐταν πϐςο πολϑ ϋμοιαζε ςτη μητϋρα τησ ς' αυτϐ τον τομϋα, θα εύχε απαντόςει μϐνη τησ ςτην ερϔτηςη τησ. «ήχι», εύπε ο Σρεντ. «ήχι η μαμϊ». «Οπϐτε δε γύνεται τύποτα», εύπε η Λϐρι μ' ϋνα ςτεναγμϐ. «Ϊτςι λεσ;» μουρμοϑριςε ο Σρεντ με φωνό που μϐλισ ακοϑςτηκε. Μϋςα ςτο επϐμενο δεκαόμερο, τα παιδιϊ ϊνοιξαν κι ϊλλεσ μικρϋσ τρϑπεσ ςε διϊφορα ςημεύα του ςπιτιοϑ τισ ϔρεσ που δεν τα ϋβλεπε κανεύσ. Σρϑπεσ πύςω απϐ αφύςεσ ςε διϊφορα δωμϊτια, πύςω απϐ το ψυγεύο (ο Μπρϊιαντ χωροϑςε να ςτριμωχτεύ εκεύ και να χρηςιμοποιόςει το τρυπϊνι), μϋςα ςτισ εντοιχιςμϋνεσ ντουλϊπεσ, ςτο ιςϐγειο. Ο Σρεντ ϊνοιξε και μια ςτον τούχο τησ τραπεζαρύασ, ψηλϊ ςε μια γωνύα που δε φωτιζϐταν ποτϋ. Ανϋβηκε ςτην πτυςςϐμενη ςκϊλα που του την κρατοϑςε ςταθερό η Λϐρι. 782
Μϋταλλο δεν υπόρχε πουθενϊ. Μϐνο πηχϊκια. Σα παιδιϊ το ξϋχαςαν για λύγο. Μια μϋρα, περύπου ϋνα μόνα αργϐτερα, κι αφοϑ ο Λιου εύχε ξαναρχύςει να διδϊςκει με πλόρεσ ωρϊριο, ο Μπρϊιαντ πόγε ςτον Σρεντ και του εύπε ϐτι υπόρχε και δεϑτερη ρωγμό ςτο ςοβϊ του τρύτου ορϐφου και ϐτι ϋβλεπε περιςςϐτερο μϋταλλο ςτο βϊθοσ τησ. Ο Σρεντ και η Λύςα ϋτρεξαν αμϋςωσ. Η Λϐρι δεν εύχε γυρύςει ακϐμη απϐ το ςχολεύο· εύχε πρϐβα με την ορχόςτρα. ήπωσ και ςτην περύπτωςη τησ πρϔτησ ρωγμόσ, η μητϋρα τουσ όταν ςτο κρεβϊτι με πονοκϋφαλο. Η διϊθεςη του Λιου βελτιϔθηκε αμϋςωσ μϐλισ επϋςτρεψε ςτο πανεπιςτόμιο (ϐπωσ ακριβϔσ περύμεναν ο Σρεντ και η Λϐρι ϐτι θα γινϐταν), αλλϊ ϋκανε ϋναν τρομερϐ καβγϊ ςτη μαμϊ το προηγοϑμενο βρϊδυ για ϋνα πϊρτι που όθελε να δϔςει ο ύδιοσ για το διδακτικϐ προςωπικϐ του Σμόματοσ Ιςτορύασ. Αν υπόρχε κϊτι που αντιπαθοϑςε και φοβϐταν η πρϔην κυρύα Μπρϊντμπερι όταν να κϊνει την οικοδϋςποινα ςε πϊρτι πανεπιςτημιακϔν. Ο Λιου ϐμωσ επϋμενε πολϑ για το ςυγκεκριμϋνο και τελικϊ η γυναύκα του ενϋδωςε. Σϔρα όταν ξαπλωμϋνη ςτο ςκοτϊδι, με μια βρεγμϋνη πετςϋτα πϊνω ςτα μϊτια τησ κι ϋνα μπουκαλϊκι Υιορινϊλ ςτο κομοδύνο, ενϔ ο Λιου αυτό την ϔρα ςύγουρα θα μούραζε προςκλόςεισ και θα ϋδινε φιλικϊ χτυπηματϊκια ςτουσ ϔμουσ των ςυναδϋλφων του. Σο καινοϑριο ρϊγιςμα βριςκϐταν ςτη δυτικό πλευρϊ του διαδρϐμου, ανϊμεςα ςτην πϐρτα του γραφεύου του Λιου και ςτ η ςκϊλα. «Εύςαι ςύγουροσ ϐτι εύδεσ μϋταλλο απϐ πύςω;» ρϔτηςε ο Σρεντ. «Σην ϋχουμε ελϋγξει αυτό την πλευρϊ, Μπρϊιαντ». «Δεσ και μϐνοσ ςου», εύπε ο μικρϐσ και ο Σρεντ κούταξε. Δε χρειαζϐταν φακϐ. Αυτϐ το ρϊγιςμα όταν φαρδϑτερο και δεν υπόρχε αμφιβολύα για το μϋταλλο απϐ πύςω. 783
Αφοϑ το κούταξε για κϊμποςη ϔρα, ο Σρεντ εύπε ςτα δυο μικρϊ αδϋρφια του ϐτι ϋπρεπε να πϊει αμϋςωσ ςτο χρωματοπωλεύο τησ γειτονιϊσ. «Γιατύ;» ρϔτηςε η Λύςα. «Να πϊρω λύγο γϑψο. Δε θϋλω να το δει ο Λιου το ρϊγιςμα». Ο Σρεντ δύςταςε για λύγο κι ϋπειτα πρϐςθεςε: «Και ειδικϊ το μϋταλλο που υπϊρχει απϐ πύςω». Η Λύςα ϋςμιξε τα φρϑδια τησ απορημϋνη. «Γιατύ, Σρεντ;» Μα ο Σρεντ δεν όξερε γιατύ. ήχι ακϐμα, τουλϊχιςτον. Ξανϊρχιςαν ν' ανούγουν τρϑπεσ κι αυτό τη φορϊ βρόκαν μϋταλλο πύςω απϐ ϐλουσ τουσ τούχουσ του τρύτου ορϐφου, ςυμπεριλαμβανομϋνου και του γραφεύου του Λιου. Ο Σρεντ μπόκε κρυφϊ εκεύ με το τρυπϊνι, ϋνα απϐγευμα που ο Λιου όταν ςτο κολϋγιο και η μαμϊ εύχε βγει να ψωνύςει για το πϊρτι. Η πρϔην κυρύα Μπρϊντμπερι όταν πολϑ χλομό και ταραγμϋνη τισ τελευταύεσ μϋρεσ —ακϐμη και η Λύςα το εύχε προςϋξει— αλλϊ, ϐταν κϊποιο απϐ τα παιδιϊ τησ τη ρωτοϑςε αν όταν καλϊ, φοροϑςε ϋνα αφϑςικο, υπερβολικϊ λαμπερϐ χαμϐγελο κι απαντοϑςε ϐτι ποτϋ δεν όταν καλϑτερα, όταν πολϑ χαροϑμενη, γεμϊτη ευτυχύα. Η Λϐρι, που ςυχνϊ γινϐταν απϐτομη, τησ εύπε ςτα ύςα ϐτι φαινϐταν πολϑ αδϑνατη. Α, ϐχι, απϊντηςε η μαμϊ, ο Λιου λϋει πωσ πϊχυνα πολϑ ςτην Αγγλύα — τϐςα κουλουρϊκια κϊθε μϋρα με το τςϊι, τι περιμϋνεισ; Η μαμϊ απλϔσ προςπαθοϑςε να ξαναβρεύ τη φϐρμα τησ, αυτϐ όταν ϐλο. Η Λϐρι δεν το ϋχαψε, αλλϊ οϑτε καν η Λϐρι που όταν τϐςο απϐτομη θα τολμοϑςε ποτϋ να πει κατϊμουτρα τη μαμϊ ψεϑτρα. Αν την εύχαν ρωτόςει και τα τϋςςερα παιδιϊ τησ μαζύ —αν ςυνωμοτοϑςαν και τη ςτρύμωχναν, με ϊλλα λϐγια— θα εύχαν ακοϑςει ϊλλα πρϊγματα. Οϑτε ϐμωσ ο Σρεντ ςκϋφτηκε να το κϊνει αυτϐ. Ϊνα απϐ τα ςπουδαύα διπλϔματα του Λιου κρεμϐταν καδραριςμϋνο πϊνω απϐ το γραφεύο του. Ενϔ τα ϊλλα τρύα 784
παιδιϊ εύχαν ςτριμωχτεύ ϋξω απϐ την πϐρτα, κοντεϑοντασ να κϊνουν εμετϐ απϐ το φϐβο τουσ, ο Σρεντ ξεκρϋμαςε το πτυχύο απϐ το καρφύ του, το απύθωςε πϊνω ςτο γραφεύο του Λιου κι ϊνοιξε μια τρϑπα ςτο κϋντρο του τετραγϔνου που καταλϊμβανε το κϊδρο. Πϋντε πϐντουσ μϋςα και το τρυπϊνι χτϑπηςε μϋταλλο. Ο Σρεντ ξανακρϋμαςε με προςοχό το κϊδρο, ςιγουρεϑτηκε ϐτι αυτϐ ειδικϊ δεν όταν ςτραβϐ και βγόκε. Η Λύςα ξϋςπαςε ςε δϊκρυα ανακοϑφιςησ και γρόγορα τη μιμόθηκε και ο Μπρϊιαντ· φαινϐταν αηδιαςμϋνοσ με τον εαυτϐ του, αλλϊ του όταν αδϑνατον να κρατηθεύ. ήςο για τη Λϐρι, πϊλεψε πολϑ ςκληρϊ για να κρατόςει τα δικϊ τησ δϊκρυα. Ωνοιξαν τρϑπεσ ανϊ διαςτόματα ςτον τούχο τησ ςκϊλασ που κατϋβαζε ςτο δεϑτερο πϊτωμα και βρόκαν κι εκεύ μϋταλλο. υνεχιζϐταν περύπου ωσ τα μιςϊ του διαδρϐμου του δεϑτερου ορϐφου με κατεϑθυνςη την πρϐςοψη του ςπιτιοϑ. Μϋταλλο υπόρχε επύςησ ςε ϐλουσ τουσ τούχουσ ςτο δωμϊτιο του Μπρϊιαντ, αλλϊ μϐνο ςε ϋναν τούχο ςτο δωμϊτιο τησ Λϐρι . «Εδϔ δεν ϋχει φυτρϔςει ακϐμη παντοϑ», εύπε βλοςυρϊ η Λϐρι. Ο Σρεντ ςτρϊφηκε απϐτομα και την κούταξε κατϊπληκτοσ. «Ε;» Πριν προλϊβει να του απαντόςει, ο Μπρϊιαντ εύχε μια φαεινό ιδϋα. «Δοκύμαςε το πϊτωμα, Σρεντ! Να δοϑμε αν υπϊρχει κι εκεύ». Ο Σρεντ το ςκϋφτηκε, αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του κι ϊνοιξε μια τρϑπα ςτο πϊτωμα του δωματύου τησ Λϐρι. Σο τρυπϊνι μπόκε εϑκολα μϋχρι τϋρμα, αλλϊ ϐταν ϋκανε δεϑτερη δοκιμό, κϊτω απϐ το χαλϊκι, μπροςτϊ απϐ το δικϐ του κρεβϊτι, ςϑντομα ςυνϊντηςε ςυμπαγϋσ ατςϊλι... ό ςυμπαγϋσ ϐ,τι-ϊλλοόταν. 785
ίςτερα, μετϊ απϐ επιμονό τησ Λύςα, ανϋβηκε ς' ϋνα ςκαμνύ και ϊνοιξε μια τρϑπα ςτο ταβϊνι, με τα μϊτια μιςϐκλειςτα για να μην τον τυφλϔςει η ςκϐνη απϐ τον τριμμϋνο ςοβϊ που ϋπεφτε κατευθεύαν ςτο πρϐςωπο του. «Μπϐινκ!» εύπε ϑςτερα απϐ λύγο. «Κι εδϔ μϋταλλο. Ασ τα παρατόςουμε για ςόμερα». Η Λϐρι όταν η μϐνη που πρϐςεξε πϐςο πολϑ ανόςυχοσ όταν ο Σρεντ. Εκεύνη τη νϑχτα, αφοϑ ϋςβηςαν τα φϔτα, όταν ο Σρεντ αυτϐσ που πόγε ςτο δωμϊτιο τησ Λϐρι, αλλϊ η Λϐρι προςποιόθηκε τη νυςταγμϋνη. Η αλόθεια όταν ϐτι κανϋνασ τουσ δεν κοιμϐταν καλϊ τισ δυο τελευταύεσ βδομϊδεσ. «Σι εννοοϑςεσ;» ψιθϑριςε ο Σρεντ, αφοϑ κϊθιςε δύπλα τησ ςτο κρεβϊτι. Η Λϐρι ςτηρύχτηκε ςτον αγκϔνα τησ κι αναςηκϔθηκε. «Για ποιο πρϊγμα;» «Εύπεσ ϐτι ςτο δωμϊτιο ςου δεν ϋχει φυτρϔςει ακϐμη παντοϑ. Σι εννοοϑςεσ;» «Ϊλα τϔρα, Σρεντ, δεν εύςαι χαζϐσ». «ήχι, δεν εύμαι», ςυμφϔνηςε ο αδερφϐσ τησ χωρύσ καμιϊ ϋπαρςη. «άςωσ να θϋλω απλϔσ να το ακοϑςω, Μουςύτςα». «ήςο με λεσ ϋτςι δεν πρϐκειται να το ακοϑςεισ ποτϋ». «Εντϊξει. Λϐρι, Λϐρι, Λϐρι. Ικανοποιόθηκεσ;» «Ναι. Αυτϐ το πρϊγμα απλϔνεται ς' ϐλο το ςπύτι». Η Λϐρι ϋκανε μια παϑςη. «ήχι, δεν το εύπα ςωςτϊ. Απλϔνεται κϊτω απϐ το ςπύτι». «Οϑτε αυτϐ εύναι ςωςτϐ». Η Λϐρι το ςκϋφτηκε και τελικϊ αναςτϋναξε. «Εντϊξει, φυτρϔνει μϋςα ςτο ςπύτι. Κλϋβει το ςπύτι. ου κϊνει αυτϐ, κϑριε Εξυπνϊκια;» «Κλϋβει το ςπύτι...» Ο Σρεντ ϋμεινε ακύνητοσ, καθιςμϋνοσ ςτο κρεβϊτι τησ αδερφόσ του, με το βλϋμμα ςτυλωμϋνο ςε μια 786
αφύςα τησ Κρύςι Φϊιντ, ςαν να γευϐταν τη φρϊςη που εύχε χρηςιμοποιόςει η Λϐρι. Σελικϊ, ϋγνεψε καταφατικϊ και τησ χϊριςε εκεύνο το χαμϐγελο του που η Λϐρι λϊτρευε. «Ναι, εύναι αρκετϊ καλϐ». «ήπωσ και να το πεισ, ςυμπεριφϋρεται ςαν να εύναι κϊτι ζωντανϐ». Ο Σρεντ ςυγκατϋνευςε. Σο εύχε όδη ςκεφτεύ αυτϐ. Δεν εύχε ιδϋα πϔσ μποροϑςε ϋνα μϋταλλο να εύναι ζωντανϐ, αλλϊ δεν ϋβγαζε κανϋνα ϊλλο πιθανϐ ςυμπϋραςμα, προσ το παρϐν τουλϊχιςτον. «Αλλϊ το χειρϐτερο δεν εύναι αυτϐ», εύπε η Λϐρι. «Ποιο εύναι;» «ήτι απλϔνεται ςτα κρυφϊ». Σα μϊτια τησ, μεγϊλα, ςοβαρϊ, τρομαγμϋνα, καρφϔθηκαν ςτα δικϊ του. «Αυτϐ δε μ' αρϋςει καθϐλου. Δεν ξϋρω πϔσ ϊρχιςε οϑτε τι ςημαύνει και οϑτε με νοιϊζει. ήμωσ, απλϔνεται ςτα κρυφϊ». Η Λϐρι πϋραςε τα δϊχτυλα τησ ςτα πυκνϊ, ξανθϊ μαλλιϊ τησ και τα απομϊκρυνε απϐ τουσ κροτϊφουσ τησ. Ϋταν μια νευρικό, αςυναύςθητη χειρονομύα που θϑμιςε ςτον Σρεντ τον πατϋρα τουσ· τα μαλλιϊ του εύχαν ακριβϔσ την ύδια απϐχρωςη. «Αιςθϊνομαι ςαν κϊτι να πρϐκειται να ςυμβεύ, Σρεντ, μϐνο που δεν ξϋρω τι και εύναι ςαν να βλϋπεισ εφιϊλτη και να μην μπορεύσ να ξυπνόςεισ εντελϔσ. Εςϑ το παθαύνεισ ποτϋ αυτϐ;» «Καμιϊ φορϊ, ναι. ήμωσ, ξϋρω πωσ κϊτι θα ςυμβεύ ςύγουρα και ύςωσ να ξϋρω και τι». Η Λϐρι ανακϊθιςε ςτο κρεβϊτι ςαν ελατόριο κι ϊρπαξε τα χϋρια του αδερφοϑ τησ. «Ξϋρεισ; Σι; Σι εύναι;» «Δεν μπορϔ να εύμαι ςύγουροσ», εύπε ο Σρεντ και ςηκϔθηκε. «Νομύζω ϐτι ξϋρω, αλλϊ δεν εύμαι ϋτοιμοσ να ςου πω τι νομύζω. Πρϋπει να ψϊξω λύγο ακϐμη». «Ϊτςι και ςυνεχύςουμε ν' ανούγουμε τρϑπεσ, ςτο τϋλοσ θα πϋςει το ςπύτι!» 787
«Δεν εύπα ν' ανούξω τρϑπεσ, εύπα να ψϊξω». «Να ψϊξεισ για τι;»
«Για κϊτι που δεν υπϊρχει ακϐμη —δεν ϋχει φυτρϔςει ακϐμη. Μα, ϐταν φυτρϔςει, δε νομύζω ϐτι θα εύναι εϑκολο να το κϊνει κρυφϊ». «Πεσ μου, Σρεντ!» «ήχι ακϐμα». Ο Σρεντ ϋςκυψε και τησ ϋδωςε ϋνα μικρϐ, πεταχτϐ φιλύ ςτο μϊγουλο. «Εξϊλλου... η περιϋργεια τρϔει τισ μουςύτςεσ». «Εύςαι αχϔνεντοσ!» εύπε ψιθυριςτϊ η Λϐρι κι ϋπεςε πύςω ςτο μαξιλϊρι τραβϔντασ το ςκϋπαςμα ωσ πϊνω απϐ το κεφϊλι τησ. Αλλϊ αιςθανϐταν καλϑτερα τϔρα που εύχε μιλόςει με τον Σρεντ και κοιμόθηκε καλϊ για πρϔτη φορϊ μϋςα ςε μια βδομϊδα. Ο Σρεντ βρόκε αυτϐ που ϋψαχνε δυο μϋρεσ πριν απϐ το μεγϊλο πϊρτι. αν μεγαλϑτεροσ, ύςωσ ϐφειλε να εύχε προςϋξει ϐτι η μητϋρα τουσ εύχε ανηςυχητικϊ αρρωςτημϋνη ϐψη, ϐτι το δϋρμα του προςϔπου τησ όταν υπερβολικϊ τραβηγμϋνο και η επιδερμύδα τησ τϐςο χλομό, που εύχε πϊρει μια ϊςχημη κιτρινωπό απϐχρωςη. άςωσ ϋπρεπε να εύχε προςϋξει πϐςο ςυχνϊ ϋτριβε τουσ κροτϊφουσ τησ, αν και αρνιϐταν —ςχεδϐν με πανικϐ— ϐτι εύχε ημικρανύα ό ϐτι την εύχε ξαναπιϊςει πρϐςφατα. Ο Σρεντ δεν τα πρϐςεξε αυτϊ τα πρϊγματα. Ϋταν πολϑ απαςχολημϋνοσ με το ψϊξιμο. τισ τϋςςερισ ό πϋντε μϋρεσ που μεςολϊβηςαν απϐ τη νυχτερινό κουβϋντα του με τη Λϐρι ωσ τη ςτιγμό που βρόκε αυτϐ που ϋψαχνε, ερεϑνηςε κϊθε ντουλϊπα του παλιοϑ, μεγϊλου ςπιτιοϑ τουλϊχιςτον απϐ τρεισ φορϋσ· το πατϊρι πϊνω απϐ το γραφεύο του Λιου πϋντε ό ϋξι· το μεγϊλο, παλιϐ κελϊρι ςτο υπϐγειο τουλϊχιςτον ϋξι. Σελικϊ το βρόκε ςτο κελϊρι. 788
Αυτϐ δε ςημαύνει ϐτι δε βρόκε παρϊξενα πρϊγματα ςε ϊλλα ςημεύα. Υυςικϊ και βρόκε. Ϊνασ ρϐζοσ απϐ ανοξεύδωτο ατςϊλι ξεφϑτρωνε απϐ την οροφό μιασ ντουλϊπασ ςτο δεϑτερο πϊτωμα. Ϊνα μεταλλικϐ πρϊγμα ςαν μπαλϐνι εύχε πεταχτεύ ςτο πλϊι τησ ντουλϊπασ για τα ςακύδια, ςτον τρύτο. Ϋταν θαμπϐ, λεύο και γκρύζο... ωσ τη ςτιγμό που το ϊγγιξε. Σϐτε, ϋλαμψε μ' ϋνα βαθϑ ροδοκϐκκινο χρϔμα και ο Σρεντ ϊκουςε ϋνα χαμηλϐ αλλϊ ιςχυρϐ βουητϐ βαθιϊ μϋςα ςτον τούχο. Σρϊβηξε απϐτομα το χϋρι του, λεσ και το μϋταλλο όταν πυρωμϋνο (και ςτην αρχό, ϐταν πόρε εκεύνο το χρϔμα που το μυαλϐ του ςυνϋδεε με αντιςτϊςεισ ηλεκτρικόσ θερμϊςτρασ, θα ορκιζϐταν πωσ όταν καυτϐ). ήταν το ϋκανε αυτϐ, το καμπυλωτϐ μεταλλικϐ αντικεύμενο ξανϊγινε γκρύζο. Σο βουητϐ κϐπηκε κι αυτϐ αμϋςωσ . Σην προηγοϑμενη μϋρα, ςτη ςοφύτα, ο Σρεντ εύδε ϋνα δύχτυ απϐ λεπτϊ, μπλεγμϋνα μεταξϑ τουσ καλϔδια που φϑτρωναν ςε μια χαμηλό, ςκοτεινό γωνύα κϊτω απϐ τη μαρκύζα. Ο Σρεντ ςερνϐταν με τα τϋςςερα χωρύσ να ϋχει καταφϋρει τύποτε ϊλλο απϐ το να ιδρϔνει και να ςκονύζεται, ϐταν εντϐπιςε ξαφνικϊ αυτϐ το εκπληκτικϐ φαινϐμενο. Κοκϊλωςε κι απϋμεινε να χαζεϑει, ανϊμεςα απϐ τα τςουλοϑφια που του ϋπεφταν ςτα μϊτια, διϊφορα καλϔδια να ξεπετϊγονται απϐ το πουθενϊ (ϋτςι φαινϐταν, τουλϊχιςτον), να ςυναντιοϑνται, να τυλύγονται μεταξϑ τουσ τϐςο ςφιχτϊ, που νϐμιζεσ ϐτι ςυγχωνεϑονταν, και να ςυνεχύζουν να απλϔνονται ϔςπου ϊγγιζαν το πϊτωμα, που το διαπερνοϑςαν ςαν βύδεσ, μϋςα ςε μικροςκοπικοϑσ ςωροϑσ απϐ πριονύδι. Ϋταν ςαν να δημιουργοϑςαν ϋνα εύδοσ εϑκαμπτου πλϋγματοσ, που φαινϐταν να εύναι πολϑ γερϐ, ικανϐ να κρατόςει το ςπύτι ακϋραιο ςε δυνατϐ ταρακοϑνημα και πολλοϑσ ιςχυροϑσ κραδαςμοϑσ. Σι ταρακοϑνημα ϐμωσ; Σι κραδαςμοϑσ; 789
Και πϊλι ο Σρεντ νϐμιζε ϐτι όξερε. Υαινϐταν απύςτευτο, αλλϊ νϐμιζε πωσ όξερε τι ακριβϔσ ςυνϋβαινε. τη βϐρεια ϊκρη του κελαριοϑ, πϋρα απϐ τον πϊγκο για τα μαςτορϋματα και τον καυςτόρα, υπόρχε μια μικρό ντουλϊπα. Ο πραγματικϐσ πατϋρασ τουσ την ϋλεγε «κελϊρι του κραςιοϑ» και, παρ' ϐλο που φϑλαγε εκεύ το πολϑ καμιϊ εικοςιπενταριϊ μπουκϊλια παλιϐκραςο (αυτό η λϋξη ϋκανε πϊντα τη μαμϊ να γελϊει), τα εύχε προςεκτικϊ αποθηκευμϋνα ςε ςταυρωτϊ ραφϊκια που εύχε καταςκευϊςει μϐνοσ του. Ο Λιου επιςκεπτϐταν αυτϐν το χϔρο πολϑ πιο ςπϊνια απ' ϐ,τι τον πϊγκο για τα μαςτορϋματα. Δεν ϋπινε ποτϋ κραςύ. Και παρ' ϐλο που η μητϋρα τουσ ςυνόθιζε να πύνει κϊνα δυο ποτηρϊκια παρϋα με τον μπαμπϊ τα βρϊδια, τϔρα το εύχε κϐψει εντελϔσ. Ο Σρεντ θυμόθηκε πϐςο λυπημϋνη του φϊνηκε η μαμϊ εκεύνη τη φορϊ που ο Μπρϊιαντ τη ρϔτηςε γιατύ δεν ϋπινε πια ϋνα ποτηρϊκι «παλιϐκραςο» μπροςτϊ ςτο τζϊκι. «Ο Λιου δεν εγκρύνει το ποτϐ», απϊντηςε η μαμϊ ςτον Μπρϊιαντ. «Λϋει ϐτι εύναι δεκανύκι». την πϐρτα του κελαριοϑ με τα κραςιϊ υπόρχε ϋνα λουκϋτο, που ϐμωσ όταν εκεύ για να μην ανούγει μϐνη τησ η πϐρτα και μπαύνει η ζϋςτη απϐ τον καυςτόρα. Σο κλειδύ όταν κρεμαςμϋνο δύπλα ςτο λουκϋτο, αλλϊ ο Σρεντ δεν το χρειϊςτηκε. Εύχε αφόςει ανοιχτϐ το λουκϋτο μετϊ την πρϔτη του εξερεϑνηςη ςτο μικρϐ κελϊρι και δεν εύχε ϋρθει κανεύσ ςτο μεταξϑ να το κλεύςει. Απ' ϐςο όξερε, κανϋνασ δεν πατοϑςε πια ς' αυτϐ το ςημεύο του υπογεύου. Δεν τον παραξϋνεψε καθϐλου η δυνατό μυρωδιϊ κραςύλασ που τον υποδϋχτηκε ϐταν πληςύαςε την πϐρτα. Ϋταν ϊλλη μια απϐδειξη αυτοϑ που όδη γνϔριζαν ο ύδιοσ και η Λϐρι: οι αλλαγϋσ επεκτεύνονταν αθϐρυβα ςε κϊθε γωνιϊ του ςπιτιοϑ. Ο Σρεντ ϊνοιξε την πϐρτα κι αυτϐ που εύδε, ενϔ τον τρϐμαξε πολϑ, δεν τον εξϋπληξε ςχεδϐν καθϐλου. 790
Μεταλλικϋσ καταςκευϋσ εύχαν ξεπηδόςει απϐ δυο τούχουσ του κελαριοϑ με τα κραςιϊ, διαπερνϔντασ τα ρϊφια με τισ ςταυρωτϋσ θόκεσ και ςπρϔχνοντασ τα μπουκϊλια ςτο πϊτωμα ϐπου εύχαν ςπϊςει. αν τα καλϔδια ςτη ςοφύτα, οτιδόποτε κι αν όταν αυτϐ που ςχηματιζϐταν εδϔ -που φϑτρωνε, κατϊ τη Λϐρι- δεν εύχε τελειϔςει ακϐμη. Γεννιϐταν με δυνατϋσ λϊμψεισ, που ϋκαναν τα μϊτια του Σρεντ να πονϊνε και του ϋφερναν αναγοϑλα καθϔσ τισ κοιτοϑςε. Εδϔ, ϐμωσ, δεν υπόρχαν καλϔδια οϑτε καμπυλωτϊ αντικεύμενα. Αυτϐ που φϑτρωνε ςτο ξεχαςμϋνο κελϊρι των κραςιϔν του πραγματικοϑ τουσ πατϋρα ϋμοιαζε με κονςϐλεσ, ςυςκευϋσ και πύνακεσ οργϊνων. Μπροςτϊ ςτα μϊτια του, αϐριςτα ςχόματα τινϊζονταν μϋςα απϐ το μϋταλλο ςαν κεφϊλια θυμωμϋνων φιδιϔν, αποκτοϑςαν μορφό, γύνονταν μοχλού, δεύκτεσ οργϊνων και οθϐνεσ. Τπόρχαν μερικϊ φωτϊκια που αναβϐςβηναν. Κϊποια απ' αυτϊ ϊρχιςαν ν' αναβοςβόνουν τη ςτιγμό ακριβϔσ που τα κούταξε. Ϊνασ ςιγανϐσ όχοσ ςαν ςτεναγμϐσ ςυνϐδευε αυτό τη δημιουργύα. Ο Σρεντ ϋκανε ϋνα διςτακτικϐ βόμα ςτο μικρϐ δωμϊτιο. Σο μϊτι του εύχε πιϊςει ϋνα εξαιρετικϊ λαμπρϐ κϐκκινο φωσ ό, μϊλλον, μια ςειρϊ απ' αυτϊ. Υταρνύςτηκε καθϔσ προχωροϑςε· τα μηχανόματα και οι κονςϐλεσ που φϑτρωναν απϐ τον παλιϐ, τςιμεντϋνιο τούχο εύχαν ςηκϔςει μπϐλικη ςκϐνη. Σα φωτϊκια που εύχαν τραβόξει την προςοχό του όταν νοϑμερα. Βρύςκονταν κϊτω απϐ μια γυϊλινη λωρύδα, πϊνω ςε μια μεταλλικό καταςκευό που ξεφϑτρωνε απϐ μια κονςϐλα. Αυτϐ το καινοϑριο αντικεύμενο ϋμοιαζε κϊπωσ με καρϋκλα, αλλϊ ϐχι με καρϋκλα που θα μποροϑςε να καθύςει ϊνετα κϊποιοσ. Κϊποιοσ με ανθρϔπινο ςουλοϑπι, τουλϊχιςτον, ςκϋφτηκε ο Σρεντ κι ανατρύχιαςε. 791
Η γυϊλινη λωρύδα βριςκϐταν ςτο ϋνα απϐ τα μπρϊτςα αυτόσ τησ παρϊξενησ καρϋκλασ —αν όταν καρϋκλα, δηλαδό. Και οι αριθμού ύςωσ εύχαν τραβόξει την προςοχό του επειδό ϊλλαζαν. Απϐ 72:34:18 ϋγιναν 72:34:17 και υςτϋρα 72:34:16. Ο Σρεντ ςυμβουλεϑτηκε το ρολϐι του, που εύχε και δεύκτη δευτερολϋπτων, για να επιβεβαιϔςει αυτϐ που του εύχαν όδη πει τα μϊτια του. Η καρϋκλα μπορεύ να όταν πραγματικό καρϋκλα, μπορεύ και ϐχι, αλλϊ τα νοϑμερα κϊτω απϐ τη γυϊλινη λωρύδα όταν ςύγουρα ϋνα ψηφιακϐ ρολϐι. Που ϋτρεχε ανϊποδα. Που ϋκανε αντύςτροφη μϋτρηςη, για να εύμαςτε απϐλυτα ακριβεύσ. Και τι θα ςυνϋβαινε ϐταν η ϋνδειξη θα ϊλλαζε τελικϊ απϐ 00:00:01 ςε 00:00:00 κϊπου τρεισ μϋρεσ μετϊ απϐ ςόμερα το απϐγευμα; Ο Σρεντ όταν απϐλυτα ςύγουροσ για την απϊντηςη. Δεν υπϊρχει αμερικανϊκι που να μην ξϋρει πωσ, ϐταν τα νοϑμερα ενϐσ ψηφιακοϑ ρολογιοϑ που εκτελεύ αντύςτροφη μϋτρηςη δεύχνουν ϐλα μηδϋν, ϋνα απϐ τα εξόσ δϑο ςυμβαύνει: ό ϋκρηξη ό απογεύωςη. Ο Σρεντ ςκϋφτηκε ϐτι υπόρχαν πϊρα πολλϊ μηχανόματα, πϊρα πολλϊ ϐργανα για να εύναι ϋκρηξη. κϋφτηκε επύςησ πωσ κϊτι εύχε μπει ςτο ςπύτι ϐςο ϋλειπαν ςτην Αγγλύα. Κϊποιο εύδοσ ςπϐρου, ύςωσ, που περιπλανιϐταν ςτο Διϊςτημα διςεκατομμϑρια χρϐνια, πριν το τραβόξει η βαρϑτητα τησ Γησ και παραςυρθεύ ςτην ατμϐςφαιρα ςαν χνοϑδι απϐ το αερϊκι, πϋφτοντασ τελικϊ ςτην καμινϊδα ενϐσ ςπιτιοϑ ςτο Σύτουςβιλ τησ Ιντιϊνα. το ςπύτι των Μπρϊντμπερι, ςτο Σύτουςβιλ τησ Ιντιϊνα. Υυςικϊ, μπορεύ να όταν κϊτι εντελϔσ διαφορετικϐ, αλλϊ του Σρεντ του φαινϐταν ςωςτό η ιδϋα του ςπϐρου και παρ' ϐλο που όταν ο μεγαλϑτεροσ απϐ τ' αδϋρφια Μπρϊντμπερι, όταν ακϐμα αρκετϊ παιδύ ϔςτε να κοιμϊται χωρύσ κανϋνα πρϐβλημα, ϋχοντασ φϊει πύτςα με πεπερϐνι ςτισ εννιϊ το βρϊδυ, και να 792
εμπιςτεϑεται απϐλυτα τισ ιδϋεσ και τα ϋνςτικτα του. το κϊτω κϊτω δεν εύχε και πολλό ςημαςύα, εύχε; Αυτϐ που εύχε ςημαςύα όταν αυτϐ που ςυνϋβαινε . Κι ακϐμα περιςςϐτερο αυτϐ που θα ςυνϋβαινε. ήταν ο Σρεντ ϋφυγε αυτό τη φορϊ απϐ το κελϊρι, δεν ϋκλειςε απλϔσ το λουκϋτο, πόρε και το κλειδύ μαζύ του. Κϊτι φοβερϐ ϋγινε ςτο πϊρτι του Λιου. υνϋβη ςτισ εννιϊ παρϊ τϋταρτο, μϐλισ ςαρϊντα πϋντε λεπτϊ αφϐτου ϊρχιςαν να καταφτϊνουν οι πρϔτοι καλεςμϋνοι. Ο Σρεντ και η Λϐρι ϊκουςαν αργϐτερα τον Λιου να φωνϊζει ςτη μητϋρα τουσ ϐτι το μϐνο που ϋδειχνε πωσ τον υπολϐγιζε μια ςτϊλα όταν ϐτι ϋκανε τη βλακεύα τησ νωρύσ· αν την εύχε κϊνει κατϊ τισ δϋκα, πϊνω απϐ πενόντα ϊτομα θα κυκλοφοροϑςαν ςτο καθιςτικϐ, ςτην τραπεζαρύα, ςτην κουζύνα και ςτο πύςω ςαλϐνι. «Σι διϊβολο ϋχεισ πϊθει;» τον ϊκουςαν να ουρλιϊζει ςτη μητϋρα τουσ. Κι ϐταν το χϋρι τησ Λϐρι γλύςτρηςε ςτο δικϐ του, ςαν παγωμϋνο ποντικϊκι, ο Σρεντ το ϋπιαςε και το κρϊτηςε ςφιχτϊ. «Δε ς' ϋνοιαξε τι θα πει ο κϐςμοσ; Δεν ξϋρεισ πϔσ μιλϊνε οι ςυνϊδελφοι ςτο τμόμα; Ειλικρινϊ, Κϊθριν, τϋτοια καμϔματα θυμύζουν το Σρύο τοϑτζεσ!» Η μϐνη απϊντηςη τησ μητϋρασ τουσ όταν ϋνα ςιγανϐ, ανόμπορο κλϊμα και, για μια ςτιγμό, ο Σρεντ ϋνιωςε να τον πλημμυρύζει ϊθελα του ϋνα τρομερϐ κϑμα μύςουσ γι' αυτό. Γιατύ τον εύχε παντρευτεύ; Δεν τησ ϊξιζαν ϐλα αυτϊ αφοϑ όταν τϐςο ανϐητη; Νιϔθοντασ ντροπό για τον εαυτϐ του, απϔθηςε αμϋςωσ αυτϋσ τισ ςκϋψεισ, τισ αγνϐηςε και ςτρϊφηκε ςτην αδερφό του. Εύδε δϊκρυα να κυλϊνε ςτα μαγουλϊ τησ κι εκεύνη η απϋραντη θλύψη και η απελπιςύα ςτο βλϋμμα τησ τον κϊρφωςαν ςτην καρδιϊ ςαν μαχαύρι.
793
«πουδαύο πϊρτι, ε;» ψιθϑριςε η Λϐρι, ςφουγγύζοντασ βιαςτικϊ τα μϊτια τησ με τισ παλϊμεσ τησ. «Ναι, Μουςύτςα», εύπε ο Σρεντ και την αγκϊλιαςε για να μπορϋςει να κλϊψει όςυχα ςτον ϔμο του, χωρύσ ν' ακουςτεύ. «Απϐ τα καλϑτερα που θα ϋχω να θυμϊμαι απϐ τη φετινό χρονιϊ». Η Κϊθριν άβανσ (που ποτϋ ϊλλοτε δεν εύχε ευχηθεύ με τϐςο πϊθοσ να μποροϑςε να ξαναγύνει Κϊθριν Μπρϊντμπερι) προφανϔσ ϋλεγε ςε ϐλουσ ψϋματα. Τπϋφερε απϐ τρομερό ημικρανύα, ϐχι μια ό δυο μϋρεσ, αλλϊ ςυνεχϔσ τισ δυο τελευταύεσ βδομϊδεσ. ' αυτϐ το διϊςτημα δεν ϋτρωγε ςχεδϐν τύποτα και ϋχαςε εφτϊ κιλϊ. Κρατοϑςε ϋνα δύςκο και ςϋρβιρε μεζεδϊκια ςτον τύβεν Κρϊτςμερ, τον επικεφαλόσ του Σμόματοσ Ιςτορύασ, και ςτη ςϑζυγο του, ϐταν τα χρϔματα χϊθηκαν ξαφνικϊ απϐ τον κϐςμο και τα πϊντα γϑρω τησ κατϋρρευςαν. Ϊγειρε μπροςτϊ ςαν τςουβϊλι, αδειϊζοντασ ϋναν ολϐκληρο δύςκο με κινϋζικα μπουρεκϊκια χοιρινοϑ ςτο μποϑςτο τησ ακριβόσ τουαλϋτασ τησ κυρύασ Κρϊτςμερ, που εύχε αγοραςτεύ ειδικϊ για την περύςταςη. Ο Μπρϊιαντ και η Λύςα ϊκουςαν τη φαςαρύα και κατϋβηκαν κρυφϊ ωσ τη βϊςη τησ ςκϊλασ με τισ πιτζϊμεσ τουσ να δουν τι ςυνϋβαινε, παρ' ϐλο που ο μπαμπϊσ Λιου τουσ εύχε απαγορεϑςει αυςτηρϊ —ϐχι μϐνο ςτα δυο μικρϊ· και ςτα τϋςςερα παιδιϊ— να κατεβοϑν για οποιοδόποτε λϐγο ςτο ιςϐγειο απϐ τη ςτιγμό που θα ϊρχιζε το πϊρτι. «Οι πανεπιςτημιακού δεν αιςθϊνονται ϊνετα ϐταν υπϊρχουν παιδιϊ ςτα πϊρτι τουσ», δόλωςε ξερϊ ο Λιου νωρύσ το απϐγευμα. «Σουσ προκαλοϑν κϊθε λογόσ ανϊμεικτα ςυναιςθόματα». Βλϋποντασ τη μαμϊ τουσ ςτο πϊτωμα και γϑρω τησ ϋνα τςοϑρμο απϐ ανόςυχα, γονατιςμϋνα μϋλη του διδακτικοϑ προςωπικοϑ (η κυρύα Κρϊτςμερ δε βριςκϐταν ανϊμεςα τουσ· 794
εύχε τρϋξει ςτην κουζύνα να ρύξει νερϐ ςτο φϐρεμα τησ πριν ποτύςουν για τα καλϊ οι λεκϋδεσ και δε βγαύνουν ϑςτερα με τύποτε), τα παιδιϊ ξϋχαςαν την απαγϐρευςη του πατριοϑ τουσ κι ϋτρεξαν κοντϊ τησ, η Λύςα μπροςτϊ κλαύγοντασ και ο Μπρϊιαντ απϐ πύςω, φωνϊζοντασ τρομαγμϋνοσ. Η Λύςα κατϊφερε να κλοτςόςει το αριςτερϐ νεφρϐ του επικεφαλόσ του Σμόματοσ Αςιατικϔν πουδϔν. Ο Μπρϊιαντ, που όταν δυο χρϐνια μεγαλϑτεροσ και δϋκα κιλϊ βαρϑτεροσ, τα κατϊφερε ακϐμη καλϑτερα: ϋςπρωξε την επύτιμη λϋκτορα του τρϋχοντοσ εξαμόνου, μια ςτρουμπουλό ξανθιϊ με ροζ φϐρεμα και αραβικϊ παςουμϊκια, και την ϋριξε ύςια μϋςα ςτο τζϊκι. Η γυναύκα ϋμεινε εκεύ ςαςτιςμϋνη, μϋςα ς' ϋνα μεγϊλο ςϑννεφο γκρύζασ ςτϊχτησ. «Μαμϊ! Μαμϊκα!» φϔναζε ο Μπρϊιαντ, τραντϊζοντασ τη λιπϐθυμη πρϔην κυρύα Μπρϊντμπερι. «Μαμϊ! Ξϑπνα!» Η νυν κυρύα άβανσ αναςϊλεψε και βϐγκηξε ςιγανϊ. «Πηγαύνετε επϊνω», εύπε ψυχρϊ ο Λιου. «Και οι δϑο». ήταν δεν ϋδειξαν ςημϊδια υπακοόσ, ο Λιου ϋπιαςε τη Λύςα απϐ τον ϔμο και την ϋςφιξε δυνατϊ, μϋχρι που η μικρό φϔναξε απϐ πϐνο. Σα μϊτια του ϊςτραφταν με δολοφονικό λϊμψη, ς' ϋνα πρϐςωπο που εύχε χϊςει ϐλο του χρϔμα εκτϐσ απϐ δυο κϐκκινεσ βοϑλεσ θυμοϑ ςτα μϊγουλα, τϐςο ϋντονεσ που φαύνονταν ζωγραφιςτϋσ. «Θα το φροντύςω εγϔ», εύπε με ςφιγμϋνα δϐντια. «Εςϑ και ο αδερφϐσ ςου να πϊτε αμϋςωσ επϊνω, πριν...» «Πϊρε τα χϋρια ςου απϐ την αδερφό μου, καθύκι», εύπε ο Σρεντ δυνατϊ και καθαρϊ. Ο Λιου και ϐςοι καλεςμϋνοι εύχαν φτϊςει αρκετϊ νωρύσ, ϔςτε να προλϊβουν το εκτϐσ προγρϊμματοσ θϋαμα, ςτρϊφηκαν προσ την καμϊρα ανϊμεςα ςτο καθιςτικϐ και ςτο διϊδρομο. Εκεύ ςτϋκονταν ο Σρεντ με τη Λϐρι δύπλα δύπλα. Ο Σρεντ όταν χλομϐσ ϐςο και ο πατριϐσ του, αλλϊ το πρϐςωπο του όταν όρεμο κι αποφαςιςμϋνο. Τπόρχαν ϊνθρωποι ςτο πϊρτι —ϐχι πολλού, αλλϊ αρκετού— που γνϔριζαν τον πρϔτο ςϑζυγο τησ Κϊθριν 795
άβανσ. Αργϐτερα ςυμφϔνηςαν ϐλοι ϐτι η ομοιϐτητα πατϋρα και γιου όταν κϊτι το εκπληκτικϐ. Ϋταν λεσ και εύχε ςηκωθεύ ο Μπιλ Μπρϊντμπερι απϐ τον τϊφο του για ν' αντιμετωπύςει το δϑςτροπο αντικαταςτϊτη του. «Θϋλω να πϊτε αμϋςωσ επϊνω», εύπε ο Λιου. «Και οι τϋςςερισ. Δεν ϋχετε καμιϊ δουλειϊ εδϔ. Καμιϊ απολϑτωσ». Η κυρύα Κρϊτςμερ επϋςτρεψε απϐ την κουζύνα, με το φϐρεμα τησ βρεγμϋνο ςτο μποϑςτο, αλλϊ ςχετικϊ καθαρϐ. «Πϊρε τα χϋρια ςου απϐ τη Λύςα», εύπε ο Σρεντ. «Και μεύνε μακριϊ απϐ τη μητϋρα μασ», εύπε η Λϐρι. Η κυρύα άβανσ ςτο μεταξϑ εύχε ανακαθύςει, εύχε πιϊςει με τα δυο τησ χϋρια το κεφϊλι τησ και κούταζε γϑρω τησ ςαςτιςμϋνη. Ο πονοκϋφαλοσ εύχε ςκϊςει ςαν μπαλϐνι, αφόνοντασ την παραζαλιςμϋνη και αδϑναμη, αλλϊ επιτϋλουσ απαλλαγμϋνη απϐ το βαςανιςτόριο ςτο οπούο υποβαλλϐταν τισ τελευταύεσ δεκατϋςςερισ μϋρεσ. Αντιλαμβανϐταν ϐτι εύχε κϊνει κϊτι φοβερϐ, ϐτι εύχε ντροπιϊςει τον Λιου, ϐτι τον εύχε ατιμϊςει ύςωσ, αλλϊ όταν τϐςη η ανακοϑφιςό τησ που εύχε περϊςει ο πονοκϋφαλοσ, ϔςτε, προσ το παρϐν, δεν την ϋνοιαζε. Η ντροπό θα ερχϐταν αργϐτερα. Σϔρα όθελε μϐνο να πϊει επϊνω —πολϑ αργϊ— και να ξαπλϔςει. «Θα τιμωρηθεύτε γι' αυτϐ», εύπε ο Λιου ςτουσ τϋςςερισ προγονοϑσ του, ςπϊζοντασ τη ςχεδϐν απϐλυτη ςιωπό αμηχανύασ που εύχε πϋςει. Δεν τα κούταξε ϐλα μαζύ, αλλϊ ϋνα ϋνα τη φορϊ, ςαν να κατϋγραφε τη φϑςη και το μϋγεθοσ του κϊθε εγκλόματοσ χωριςτϊ. ήταν το βλϋμμα του ϋπεςε ςτη Λύςα, το κοριτςϊκι ϋβαλε τα κλϊματα. «Ζητϔ ςυγνϔμη για την ανϊρμοςτη ςυμπεριφορϊ τουσ», εύπε προσ τουσ καλεςμϋνουσ του. «Η γυναύκα μου εύναι περιςςϐτερο επιεικόσ απ' ϐςο πρϋπει, φοβϊμαι. Αυτϐ που τουσ χρειϊζεται εύναι μια καλό Αγγλύδα γκουβερνϊντα...» 796
«Μη γύνεςαι γϊιδαροσ, Λιου», εύπε η κυρύα Κρϊτςμερ. Εύχε πολϑ δυνατό φωνό αλλϊ ϊχρωμη. Ϊμοιαζε και η ύδια με γϊιδαρο που γκϊριζε. Ο Μπρϊιαντ αναπόδηςε τρομαγμϋνοσ, αγκϊλιαςε ςφιχτϊ τη μικρό του αδερφό κι ϋβαλε κι αυτϐσ τα κλϊματα. «Η γυναύκα ςου λιποθϑμηςε. Σα παιδιϊ ανηςϑχηςαν, φυςικϐ εύναι». «Πολϑ ςωςτϊ», εύπε η λϋκτορασ, παςχύζοντασ να ςηκϔςει το ευτραφϋςτατο κορμύ τησ απϐ το τζϊκι. Σο ροζ φϐρεμα τϔρα εύχε ϋνα βρϐμικο γκρύζο χρϔμα και το πρϐςωπο τησ εύχε γεμύςει κϊπνα. Μϐνο τα παςουμϊκια με τισ γελούεσ κουλουριαςτϋσ μϑτεσ εύχαν γλιτϔςει, αλλϊ η γυναύκα δε φαινϐταν καθϐλου ενοχλημϋνη απϐ το ςυμβϊν. «Σα παιδιϊ πρϋπει ν' ανηςυχοϑν για τουσ γονεύσ τουσ», πρϐςθεςε. «Και οι ςϑζυγοι για τισ γυναύκεσ τουσ». Κούταξε επιδεικτικϊ τον Λιου άβανσ, αλλϊ εκεύνοσ δεν το πόρε εύδηςη. Παρακολουθοϑςε τον Σρεντ και τη Λϐρι που βοηθοϑςαν τη μητϋρα τουσ ν' ανεβεύ τη ςκϊλα. Η Λύςα και ο Μπρϊιαντ πόγαιναν απϐ πύςω, ςαν τιμητικό φρουρϊ. Σο πϊρτι ςυνεχύςτηκε. Σο επειςϐδιο λύγο πολϑ κουκουλϔθηκε, ϐπωσ γύνεται ςυνόθωσ με κϊθε δυςϊρεςτο επειςϐδιο ςτα πϊρτι των πανεπιςτημιακϔν. Η κυρύα άβανσ (που όταν ζότημα αν κοιμϐταν τρεισ ϔρεσ κϊθε βρϊδυ, απ' ϐταν τησ ανακούνωςε ο Λιου την πρϐθεςη του να κϊνει πϊρτι) αποκοιμόθηκε με το που ϋγειρε το κεφϊλι τησ ςτο μαξιλϊρι. Σα παιδιϊ ϊκουςαν τον πατριϐ τουσ ςτο ιςϐγειο να παριςτϊνει θορυβωδϔσ τον ευχϊριςτο οικοδεςπϐτη χωρύσ τη μητϋρα τουσ. Ο Σρεντ υποψιαζϐταν ϐτι ο Λιου εύχε μϊλλον ανακουφιςτεύ που δε χρειαζϐταν πια ν' αςχολεύται με το νευρικϐ, τρομαγμϋνο ποντύκι, τη γυναύκα του. Οϑτε μια φορϊ δεν μπόκε ςτον κϐπο ν' ανεβεύ επϊνω να δει αν όταν καλϊ. Οϑτε μια φορϊ. Μϋχρι που τϋλειωςε το πϊρτι. 797
Αφοϑ ςυνϐδευςε ωσ την πϐρτα και τον τελευταύο καλεςμϋνο του, ο Λιου ανϋβηκε με βαριϊ βόματα επϊνω και τησ φϔναξε να ξυπνόςει, πρϊγμα που εκεύνη ϋκανε, υπακοϑοντασ και ς' αυτϐ, ϐπωσ ςε οποιαδόποτε ϊλλη απαύτηςη του απϐ τη μϋρα που εύχε κϊνει το λϊθοσ να απαντόςει ναι ςτην ερϔτηςη του ιερϋα. ίςτερα ο Λιου ϋχωςε το κεφϊλι του ςτο δωμϊτιο του Σρεντ και κούταξε τα παιδιϊ. «Σο όξερα ϐτι θα ςασ ϋβριςκα ϐλουσ εδϔ», εύπε κουνϔντασ ικανοποιημϋνοσ το κεφϊλι. «αν ςυνωμϐτεσ, θα τιμωρηθεύτε, φυςικϊ, για το αποψινϐ. Οπωςδόποτε. Αϑριο. Σϔρα θϋλω να πϊτε αμϋςωσ ςτα κρεβϊτια ςασ και να το ςκεφτεύτε. Εμπρϐσ, ςτα δωμϊτια ςασ! Και μην πιϊςω κανϋναν ςασ να τριγυρύζει τη νϑχτα». Οϑτε η Λύςα οϑτε ο Μπρϊιαντ «τριγϑριςαν» εκεύνη τη νϑχτα· όταν τϐςο εξαντλημϋνοι ςωματικϊ και ςυναιςθηματικϊ, που τουσ πόρε αμϋςωσ ο ϑπνοσ. Η Λϐρι, ϐμωσ, επϋςτρεψε ςτο δωμϊτιο του Σρεντ, παρϊ την απειλό του «μπαμπϊ Λιου». Αμύλητοι και οι δυο και τρομαγμϋνοι, ϊκουςαν τον πατριϐ τουσ να κατςαδιϊζει ϊγρια τη μητϋρα τουσ που εύχε τολμόςει να λιποθυμόςει ςτο πϊρτι τον και ϑςτερα τη μητϋρα τουσ να κλαύει, χωρύσ να προβϊλει την παραμικρό αντύρρηςη ό να διαμαρτυρηθεύ ϋςτω. «Αχ, Σρεντ, τι θα κϊνουμε;» ρϔτηςε πνιχτϊ η Λϐρι, με το πρϐςωπο τησ χωμϋνο ςτον ϔμο του αδερφοϑ τησ. Σο πρϐςωπο του Σρεντ όταν αφϑςικα χλομϐ και όρεμο. «Εμεύσ;» εύπε. «Εμεύσ δεν πρϐκειται να κϊνουμε τύποτα, Μουςύτςα». «Κϊτι πρϋπει να κϊνουμε, Σρεντ. Πρϋπει! Πρϋπει να τη βοηθόςουμε!» «Δε χρειϊζεται», εύπε ο Σρεντ. Ϊνα αχνϐ και κϊπωσ τρομακτικϐ χαμϐγελο τρεμϐπαιξε ςτισ ϊκρεσ των χειλιϔν του. 798
«Θα το κϊνει το ςπύτι αντύ για μασ». Κούταξε το ρολϐι του και υπολϐγιςε. «Γϑρω ςτισ τρεισ και τριϊντα τϋςςερα αϑριο το απϐγευμα το ςπύτι θα τα κϊνει ϐλα». Δεν ϋπεςαν τιμωρύεσ το πρωύ· ο Λιου άβανσ εύχε το νου του ςτο πρωινϐ ςεμινϊριο του περύ των υνεπειϔν τησ Νορμανδικόσ Κατϊκτηςησ. Ο Σρεντ και η Λϐρι δεν απϐρηςαν γι' αυτϐ, αλλϊ χϊρηκαν αφϊνταςτα. Σουσ εύπε ϐτι το βρϊδυ θα περνοϑςαν ϋνασ ϋνασ απϐ το γραφεύο του για να «ειςπρϊξουν ο καθϋνασ τισ ξυλιϋσ που του ϊξιζαν». Με το που εξϋδωςε το καταδικαςτικϐ διϊταγμα του, βγόκε φουριϐζοσ απϐ το ςπύτι με το κεφϊλι ψηλϊ, κρατϔντασ ςφιχτϊ το χαρτοφϑλακα του με το δεξύ του χϋρι. Η μητϋρα τουσ κοιμϐταν ακϐμη ϐταν η Πϐρςε κατηφϐριςε γρυλύζοντασ προσ τον κεντρικϐ δρϐμο. Σα δυο μικρϊ ςτϋκονταν ςτην κουζύνα αγκαλιαςμϋνα, θυμύζοντασ ϋντονα εικϐνα απϐ παραμϑθι των αδερφϔν Γκριμ. Η Λύςα ϋκλαιγε. Ο Μπρϊιαντ ϋδειχνε χαρακτόρα, προσ το παρϐν, αλλϊ όταν χλομϐσ και τα μϊτια του όταν πρηςμϋνα, «θα μασ δεύρει», εύπε ςτον Σρεντ. «Κι ϋχει πολϑ βαρϑ χϋρι». «Αποκλεύεται», εύπε ο Σρεντ. Σα μικρϊ τον κούταξαν ϐλο ελπύδα, αλλϊ χωρύσ να το πιςτεϑουν. Ο Λιου τουσ εύχε τϊξει ξυλιϋσ· ακϐμη και ο Σρεντ δε θα γλύτωνε αυτϐ τον οδυνηρϐ εξευτελιςμϐ. «Μα... Σρεντ...» ϊρχιςε να λϋει η Λύςα. «Ακοϑςτε με», εύπε ο Σρεντ. Σρϊβηξε μια καρϋκλα απϐ το τραπϋζι και κϊθιςε ανϊποδα, μπροςτϊ ςτα δυο μικρϊ αδερφϊκια του. «Ανούξτε τ' αυτιϊ ςασ και μη χϊςετε λϋξη. Εύναι πολϑ ςημαντικϐ και δεν πρϋπει να τα κϊνει θϊλαςςα κανεύσ απϐ μασ». Σα μικρϊ τον κούταζαν αμύλητα με τα μεγϊλα γαλαζοπρϊςινα μϊτια τουσ. «Αμϋςωσ μϐλισ τελειϔςετε το ςχολεύο θϋλω να ϋρθετε κατευθεύαν ςπύτι, αλλϊ μϋχρι τη γωνύα. Ση γωνύα τησ Μϋιπλ με τη Γουϐλνατ. Σο καταλϊβατε;» 799
«Ν-ναι», εύπε με κϊποιο διςταγμϐ η Λύςα. «Αλλϊ... γιατύ, «Μη ςε νοιϊζει», τησ εύπε ο Σρεντ. Σα δικϊ του μϊτια γαλαζοπρϊςινα κι αυτϊ— ϊςτραφταν, αλλϊ μ' ϋναν τρϐπο που δεν ϊρεςε καθϐλου ςτη Λϐρι. Σησ φϊνηκε μϊλιςτα ϐτι υπόρχε κϊτι επικύνδυνο ς' εκεύνη τη λϊμψη. «Να εύςτε εκεύ. Δύπλα ςτο γραμματοκιβϔτιο. Πρϋπει να βρύςκεςτε εκεύ ςτισ τρεισ, τρεισ και τϋταρτο το αργϐτερο. Καταλϊβατε;» «Ναι», εύπε ο Μπρϊιαντ απαντϔντασ και για τουσ δυο. «Καταλϊβαμε». «Η Λϐρι κι εγϔ θα εύμαςτε όδη εκεύ ό θα φτϊςουμε λύγο μετϊ απϐ ςασ». «Και πϔσ θα γύνει αυτϐ, Σρεντ;» ρϔτηςε η Λϐρι. «Εμεύσ δε ςχολϊμε ποτϋ πριν απϐ τισ τρεισ κι εγϔ ϋχω πρϐβα με την μπϊντα μετϊ και το λεωφορεύο κϊνει... » «Δε θα πϊμε ςχολεύο ςόμερα», εύπε ο Σρεντ. Η Λϐρι τον κούταξε με το ςτϐμα ανοιχτϐ. Η Λύςα τρομοκρατόθηκε. «Σρεντ! Δεν πρϋπει να το κϊνετε αυτϐ. Εύναι... εύναι... κοπϊνα!» «Καιρϐσ όταν», απϊντηςε βλοςυρϊ ο Σρεντ. «Σϔρα, εςεύσ οι δυο ετοιμαςτεύτε για το ςχολεύο ςασ. Και να θυμϊςτε: ςτη γωνύα τησ Μϋιπλ με τη Γουϐλνατ, ςτισ τρεισ, τρεισ και τϋταρτο το αργϐτερο. ή,τι κι αν γύνει, θα μεύνετε εκεύ, δε θα ϋρθετε ωσ το ςπύτι». Και κούταξε τη Λύςα και τον Μπρϊιαντ ςτα μϊτια με τϐςη ϋνταςη κι επιμονό, που τα δυο μικρϊ τρϐμαξαν κι αγκαλιϊςτηκαν ξανϊ για παρηγοριϊ. Ακϐμη και η Λϐρι φοβόθηκε απϐ το βλϋμμα του. «Να μασ περιμϋνετε εκεύ, αλλϊ μην τολμόςετε να γυρύςετε ςτο ςπύτι», πρϐςθεςε ο Σρεντ. «Με τύποτα». Μϐλισ ϋφυγαν τα δυο μικρϊ, η Λϐρι ϊρπαξε τον Σρεντ απϐ την μπλοϑζα κι απαύτηςε να μϊθει τι ςυνϋβαινε.
800
«Ϊχει ςχϋςη μ' αυτϐ που φυτρϔνει ςτο ςπύτι, το ξϋρω, κι αν θϋλεισ να κϊνω ςκαςιαρχεύο ςόμερα και να ςε βοηθόςω θα μου πεισ αμϋςωσ τι εύναι». «Ηρϋμηςε, θα ςου πω», υποςχϋθηκε ο Σρεντ, τραβϔντασ προςεκτικϊ την μπλοϑζα του απϐ το χϋρι τησ αδερφόσ του. «Και μη φωνϊζεισ. Δε θϋλω να ξυπνόςει η μαμϊ. θα μασ βϊλει να πϊμε ςχολεύο και δε μασ ςυμφϋρει». «Σι εύναι, Σρεντ; Πεσ μου!» «Πϊμε κϊτω ςτο υπϐγειο», τησ εύπε ο Σρεντ. «Θϋλω να ςου δεύξω κϊτι». Και την οδόγηςε κατευθεύαν ςτο κελϊρι με τα κραςιϊ. Ο Σρεντ δεν όταν απϐλυτα ςύγουροσ αν η Λϐρι θα ςυμφωνοϑςε μ' αυτϐ που εύχε ςτο μυαλϐ του —φαινϐταν τρομερϐ... τελειωτικϐ, ακϐμα και ςτον ύδιο— αλλϊ αυτό ςυμφϔνηςε. Αν το ζότημα όταν απλϔσ να υπομεύνει μερικϋσ ξυλιϋσ απϐ τον «μπαμπϊ Λιου», ο Σρεντ δεν πύςτευε ϐτι θα δεχϐταν, αλλϊ η Λϐρι εύχε ταραχτεύ τϐςο πολϑ απϐ το θϋαμα τησ λιπϐθυμησ μητϋρασ τουσ ςτο πϊτωμα του καθιςτικοϑ, ϐςο ο Σρεντ απϐ την αδιαφορύα του πατριοϑ του. «Ναι», εύπε μελαγχολικϊ η Λϐρι. «Νομύζω ϐτι πρϋπει να το κϊνουμε». Κούταξε τα νοϑμερα που αναβϐςβηναν ςτο μπρϊτςο τησ πολυθρϐνασ. Εκεύνη τη ςτιγμό ϋδειχναν 07:49:21 Σο κελϊρι με τα κραςιϊ δεν όταν πια κελϊρι. Βρομοϑςε, βϋβαια, κραςύλα και υπόρχαν ϋνα ςωρϐ ςπαςμϋνα πρϊςινα μπουκϊλια ςτο πϊτωμα, ανϊμεςα ςτα ςπαςμϋνα ξϑλινα ρϊφια του πατϋρα τουσ, αλλϊ ο χϔροσ ϋμοιαζε με μια παρανοώκό παραλλαγό τησ καμπύνασ πλοόγηςησ του διαςτημϐπλοιου Εντερπρϊιζ. Βελϐνεσ οργϊνων ςτριφογϑριζαν. Χηφιακϋσ ενδεύξεισ τρεμϐςβηναν, ϊλλαζαν και τρεμϐςβηναν ξανϊ. Υωτϊκια αναβϐςβηναν κι ϋλαμπαν. «Ναι, ϋτςι πιςτεϑω κι εγϔ», ςυμφϔνηςε ο Σρεντ. «Σο κϊθαρμα, να τησ φωνϊζει με τϋτοιο τρϐπο!» 801
«Μη λεσ τϋτοια λϐγια, Σρεντ». «Εύναι μαλϊκασ! Καθύκι! κατϐψυχοσ!» Αυτϐ το ξϋςπαςμα αθυροςτομύασ όταν κϊτι ανϊλογο με το να ςφυρύζεισ περνϔντασ νϑχτα ϋξω απϐ ϋνα νεκροταφεύο και το όξεραν. Κοιτϊζοντασ αυτϐ το αλλϐκοτο ςυνονθϑλευμα οργϊνων και ςυςκευϔν, ο Σρεντ ϋνιωςε το ςτομϊχι του να ςφύγγεται απϐ αναςφϊλεια κι αμφιβολύα. Η κατϊςταςη του θϑμιςε ϋνα βιβλύο που του εύχε διαβϊςει ο πατϋρασ του ϐταν όταν μικρϐσ, ςτο οπούο ϋνα πλϊςμα που λεγϐταν Γραμματοςημοφϊγο Σρολ εύχε χϔςει ϋνα κοριτςϊκι μϋςα ς' ϋνα φϊκελο και το εύχε ταχυδρομόςει Προσ Κϊθε Ενδιαφερϐμενο. Κϊτι τϋτοιο δεν πρϐτεινε ςτην αδερφό του να κϊνουν με τον Λιοϑισ άβανσ; «Αν δεν κϊνουμε κϊτι, θα τη ςκοτϔςει», εύπε χαμηλϐφωνα η Λϐρι. «Ε;» Ο Σρεντ γϑριςε το κεφϊλι του τϐςο απϐτομα που πϐνεςε ο λαιμϐσ του, αλλϊ η Λϐρι δεν κούταζε αυτϐν. Εύχε ςτυλϔςει το βλϋμμα τησ ςτα φωτεινϊ, κϐκκινα νοϑμερα του ρολογιοϑ που μετροϑςε ανϊποδα. Αντανακλοϑςαν ςτουσ φακοϑσ των γυαλιϔν που φοροϑςε πϊντα ςτο ςχολεύο τησ. Υαινϐταν ςαν υπνωτιςμϋνη, δεν εύχε καταλϊβει ϐτι ο Σρεντ την κούταζε· ύςωσ να εύχε ξεχϊςει ακϐμη και ϐτι βριςκϐταν εκεύ ο αδερφϐσ τησ. «ήχι επύτηδεσ», ςυνϋχιςε ςαν να μονολογοϑςε. «Δεν αποκλεύεται να ςτενοχωρηθεύ κιϐλασ. Για λύγο, δηλαδό. Νομύζω ϐτι την αγαπϊει... κϊπωσ... κι ϐτι τον αγαπϊει κι αυτό. Ξϋρεισ... με κϊποιο τρϐπο. ήμωσ θα την κϊνει ϐλο και χειρϐτερα, θα εύναι ςυνϋχεια ϊρρωςτη και μετϊ... κϊποια μϋρα... » Η Λϐρι ςϔπαςε απϐτομα και τον κούταξε. Και ο Σρεντ εύδε ςτο πρϐςωπο τησ κϊτι που τον τρϐμαξε χειρϐτερα απ' οτιδόποτε ϊλλο μϋςα ς' εκεύνο το παρϊξενο, ϑπουλο ςπύτι που μεταλλαςςϐταν. 802
«Πεσ μου, Σρεντ», εύπε η Λϐρι και τον ϊρπαξε ςφιχτϊ απϐ το μπρϊτςο. Σο χϋρι τησ όταν παγωμϋνο. «Πεσ μου πϔσ θα το κϊνουμε». Ανϋβηκαν μαζύ ςτο γραφεύο του Λιου. Ο Σρεντ όταν προετοιμαςμϋνοσ να κϊνει το δωμϊτιο ϊνω κϊτω, αν χρειαζϐταν, αλλϊ βρόκαν το κλειδύ ςτο πρϔτο ςυρτϊρι, μϋςα ς' ϋνα φϊκελο με τη λϋξη ΓΡΑΥΕΙΟ γραμμϋνη με τα μικρϊ, καθαρϊ, κϊπωσ «δυςκούλια» γρϊμματα του Λιου. Ο Σεντ το ϋχωςε ςτην τςϋπη του. Αυτϐσ και η Λϐρι ϋφυγαν απϐ το ςπύτι αμϋςωσ μϐλισ ακοϑςτηκε το ντουσ ςτο μπϊνιο του δεϑτερου ορϐφου, ςημϊδι πωσ η μητϋρα τουσ εύχε ςηκωθεύ. Πϋραςαν ϐλο το πρωινϐ ςτο πϊρκο. Αν και κανεύσ τουσ δεν το εξϋφραςε με λϐγια, όταν η μακρϑτερη μϋρα τησ ζωόσ τουσ. Δυο φορϋσ εύδαν τον αςτυνομικϐ που μαζεϑει τουσ ςκαςιϊρχεσ και κρϑφτηκαν ςτισ δημϐςιεσ τουαλϋτεσ μϋχρι να περϊςει. Δεν όταν ϔρα να τουσ τςακϔςουν και να τουσ πϊνε ςηκωτοϑσ ςτο ςχολεύο τουσ. τισ δϑο και μιςό ο Σρεντ ϋδωςε ςτη Λϐρι ϋνα κϋρμα και τη ςυνϐδευςε ωσ τον τηλεφωνικϐ θϊλαμο ςτην ανατολικό πλευρϊ του πϊρκου. «Εύναι ανϊγκη, του εύπε η Λϐρι. «Δε θϋλω να την τρομϊξω. Ειδικϊ μετϊ τα χτεςινϊ». «Θϋλεισ να βρύςκεται ςτο ςπύτι ϐταν θα ςυμβεύ ϐ,τι εύναι να ςυμβεύ;» τη ρϔτηςε ο Σρεντ και η Λϐρι ϋριξε το κϋρμα ςτη ςχιςμό χωρύσ ϊλλεσ διαμαρτυρύεσ. Σο τηλϋφωνο χτϑπηςε τϐςο πολλϋσ φορϋσ, που η Λϐρι πύςτεψε ϐτι η μητϋρα τουσ εύχε βγει ϋξω. Αυτϐ όταν καλϐ, αλλϊ μπορεύ να όταν και κακϐ. ύγουρα όταν ανηςυχητικϐ. Αν η μαμϊ εύχε βγει, όταν πολϑ πιθανϐ να επϋςτρεφε ςπύτι προτοϑ... «Σρεντ, δεν εύναι ςπ...» «Εμπρϐσ;» απϊντηςε με νυςταγμϋνη φωνό η κυρύα άβανσ. 803
«Ε... γεια ςου, μαμϊ», εύπε η Λϐρι. «Νϐμιςα πωσ δεν όςουν εκεύ». «Ξανϊπεςα ςτο κρεβϊτι», εύπε η μητϋρα τησ, μ' ϋνα αμόχανο, ςιγανϐ γϋλιο. «Δε χορταύνω τον ϑπνο. άςωσ θϋλω να κοιμϊμαι για να μη ςκϋφτομαι πϐςο ςασ ντρϐπιαςα χτεσ βρϊδυ... » «ήχι, μαμϊ! Δε μασ ντρϐπιαςεσ. ήταν λιποθυμϊει κϊποιοσ δεν εύναι επειδό το θϋλει και δε... » «Λϐρι, γιατύ μου τηλεφϔνηςεσ; Εύςαι καλϊ;» «Ναι, βϋβαια... εγϔ...» Ο Σρεντ τησ ϋδωςε μια ςκουντιϊ ςτα πλευρϊ. Δυνατό. Η Λϐρι, που εύχε καμπουριϊςει (ςαν να εύχε μικρϑνει ξαφνικϊ), ϐρθωςε απϐτομα το κορμύ τησ. «Φτϑπηςα ςτο γυμναςτόριο. Ξϋρεισ... λιγϊκι. Δεν εύναι τύποτα ςοβαρϐ». «Σι ϋπαθεσ; Φριςτϋ μου! Δε φαντϊζομαι να με παύρνεισ απϐ το νοςοκομεύο;» «ήχι! Πϔσ ςου πϋραςε τϋτοια ιδϋα;» εύπε βιαςτικϊ η Λϐρι. «Απλϔσ ϋβγαλα το γϐνατο μου. Η κυρύα Κιτ ρωτϊει αν μπορεύσ να ϋρθεισ να με πϊρεισ νωρύτερα απϐ το ςχολεύο. Δεν πρϋπει να ζορύςω το πϐδι μου περπατϔντασ. Πονϊει ϐταν το πατϊω». «Ϊρχομαι αμϋςωσ. Μην κουνηθεύσ καθϐλου, κοϑκλα μου. Εύναι εκεύ η νοςοκϐμα;» «ήχι αυτό τη ςτιγμό. Μην ανηςυχεύσ, μαμϊ, θα προςϋχω». «Θα εύςαι ςτο γραφεύο τησ νοςοκϐμασ;» «Ναι», απϊντηςε η Λϐρι. Εύχε γύνει κατακϐκκινη, ςαν το πατύνι του Μπρϊιαντ. «Ϊρχομαι αμϋςωσ εκεύ». «Ευχαριςτϔ, μαμϊ. Γεια ςου». Η Λϐρι ϋκλειςε το τηλϋφωνο και κούταξε τον Σρεντ. Πόρε βαθιϊ αναπνοό κι ϋπειτα ϋβγαλε τον αϋρα μ' ϋνα μακρϑ, τρεμϊμενο ςτεναγμϐ. «Πλϊκα εύχε», εύπε με φωνό ϐλο παρϊπονο. 804
Ο Σρεντ την αγκϊλιαςε ςφιχτϊ. «Σα κατϊφερεσ περύφημα», τησ εύπε. «Πολϑ καλϑτερα απ' ϐ,τι θα τα κατϊφερνα εγϔ, Μους... Λϐρι. Εμϋνα μπορεύ να μη με πύςτευε». «Δεν ξϋρω αν θα πιςτϋψει κι εμϋνα ϊλλη φορϊ», εύπε με πύκρα η Λϐρι. «Θα ςε πιςτϋψει», τησ εύπε ο Σρεντ. «Ϊλα τϔρα, πϊμε». Πόγαν ωσ τη δυτικό πλευρϊ του πϊρκου, απ' ϐπου μποροϑςαν να παρακολουθοϑν τη Γουϐλνατ τρητ. Η μϋρα εύχε γύνει κρϑα και ςκοτεινό. τον ουρανϐ μαζεϑονταν μεγϊλα, μαϑρα ςϑννεφα καταιγύδασ και φυςοϑςε ϋνασ παγερϐσ ϊνεμοσ. Περύμεναν πϋντε ατϋλειωτα λεπτϊ και ϑςτερα εύδαν να περνϊει απϐ μπροςτϊ τουσ το ουμπαροϑ τησ μαμϊσ, που κατευθυνϐταν με ταχϑτητα προσ το Γυμνϊςιο Γκριντϊουν, ϐπου πόγαιναν ο Σρεντ και η Λϐρι... ςτο οπούο πϊμε ϐταν δεν κϊνουμε ςκαςιαρχεύο, ςκϋφτηκε η Λϐρι. «Βολύδα πόγαινε», εύπε ο Σρεντ. «Δε φαντϊζομαι να τρακϊρει πουθενϊ». «Εύναι πολϑ αργϊ πια για να ανηςυχοϑμε γι' αυτϐ. Ϊλα, πϊμε». Η Λϐρι ϋπιαςε το χϋρι του αδερφοϑ τησ και τον τρϊβηξε πύςω ςτον τηλεφωνικϐ θϊλαμο. «Εςϑ θα πϊρεισ τον Λιου, τυχερϊκια». Ο Σρεντ ϋβαλε ϊλλο ϋνα κϋρμα και πόρε το νοϑμερο του Σμόματοσ Ιςτορύασ, διαβϊζοντασ το απϐ μια κϊρτα που ϋβγαλε απϐ την τςϋπη του. Δεν εύχε κλεύςει μϊτι την περαςμϋνη νϑχτα, αλλϊ τϔρα που εύχε αρχύςει η δρϊςη αιςθανϐταν πολϑ όρεμοσ και ψϑχραιμοσ... τϐςο ψϑχραιμοσ, που εύχε ςχεδϐν παγϔςει. Κούταξε το ρολϐι του. Σρεισ παρϊ τϋταρτο. Απϋμενε λιγϐτερο απϐ μια ϔρα. Απϐ τα δυτικϊ ακοϑγονταν μακρινϋσ βροντϋσ. «Σμόμα Ιςτορύασ», απϊντηςε μια γυναικεύα φωνό. «Γεια ςασ. Εύμαι ο Σρεντ Μπρϊντμπερι. θα όθελα να μιλόςω με τον πατριϐ μου, τον Λοϑισ άβανσ, παρακαλϔ». 805
«Ο κϑριοσ καθηγητόσ ϋχει μϊθημα αυτό τη ςτιγμό», εύπε η γραμματϋασ, «θα βγει απϐ την τϊξη ςε...» «Ξϋρω. Ϊχει ϑγχρονη Βρετανικό Ιςτορύα ωσ τισ τρεισ και μιςό. Πρϋπει να τον φωνϊξετε, ϐμωσ. Εύναι επεύγον. Αφορϊ τη γυναύκα του». Μια ςϑντομη, υπολογιςμϋνη παϑςη και μετϊ: «Ση μαμϊ μου». Η παϑςη όταν πολϑ μακρϑτερη ςτην ϊλλη πλευρϊ τησ γραμμόσ και ο Σρεντ ϋνιωςε να του κϐβονται τα γϐνατα. Ϋταν λεσ και η γραμματϋασ ςκεφτϐταν να αρνηθεύ και να του κλεύςει το τηλϋφωνο, επεύγον ό ϐχι, κι αυτϐ όταν το πιο ριψοκύνδυνο ςημεύο του ςχεδύου του. «Εύναι ςτη διπλανό αύθουςα», εύπε τελικϊ η γραμματϋασ. «Θα τον ειδοποιόςω, θα του πω να τηλεφωνόςει ςτο ςπύτι του αμϋςωσ μϐλισ... » «ήχι, πρϋπει να του μιλόςω οπωςδόποτε», εύπε ο Σρεντ. «Μα... » «ασ παρακαλϔ, μην καθυςτερεύτε ϊλλο, πηγαύνετε να τον φωνϊξετε», εύπε ο Σρεντ δύνοντασ ϋναν τϐνο απελπιςύασ ςτη φωνό του. Δεν όταν δϑςκολο. «Εντϊξει», εύπε η γραμματϋασ. Ϋταν αδϑνατον να καταλϊβει κανεύσ αν όταν ανόςυχη ό δυςαρεςτημϋνη. «Πεσ μου τι ακριβϔσ ςυμβαύνει ϔςτε... » «ήχι», εύπε ο Σρεντ. Η γραμματϋασ ξεφϑςηξε ενοχλημϋνη και ϑςτερα ο Σρεντ απϋμεινε να περιμϋνει ςτο ακουςτικϐ. «Λοιπϐν;» τον ρϔτηςε η Λϐρι. Μετακινιϐταν ςυνεχϔσ απϐ πϐδι ςε πϐδι, ςαν να όθελε να πϊει ςτην τουαλϋτα. «Περιμϋνω. Πόγε να τον φωνϊξει». «Κι αν δεν ϋρθει;» Ο Σρεντ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. «Φϊςαμε, θα ϋρθει, ϐμωσ. Περύμενε και θα δεισ». Μακϊρι να αιςθανϐταν τϐςο 806
ςύγουροσ ϐςο ϋδειχνε. Ψςτϐςο, πύςτευε ακϐμα ϐτι το κϐλπο θα ϋπιανε. Ϊπρεπε να πιϊςει. «Σο αφόςαμε ωσ την τελευταύα ςτιγμό». Ο Σρεντ ϋγνεψε καταφατικϊ. Πρϊγματι το εύχαν αφόςει για την τελευταύα ςτιγμό και η Λϐρι όξερε το λϐγο. Η πϐρτα του γραφεύου όταν δρϑινη, πολϑ γερό, αλλϊ η κλειδαριϊ; Ο Σρεντ όθελε να εύναι ςύγουροσ ϐτι ο Λιου θα εύχε τον ελϊχιςτο δυνατϐ χρϐνο ςτη διϊθεςη του να δοκιμϊςει να την παραβιϊςει. «Κι αν δει τον Μπρϊιαντ και τη Λύςα ςτη γωνύα ϐπωσ θα ϋρχεται ςπύτι;» «Αν τςαντιςτεύ ϐςο περιμϋνω να τςαντιςτεύ, δεν υπϊρχει περύπτωςη να τουσ προςϋξει ακϐμα κι αν χορεϑουν ςε ξυλοπϐδαρα, φορϔντασ περικεφαλαύεσ με λοφύο», εύπε ο Σρεντ. «Γιατύ δεν ϋρχεται ςτο τηλϋφωνο, που να πϊρει!» Η Λϐρι ξεφϑςηξε και κούταξε το ρολϐι τησ. «Θα ϋρθει», εύπε ο Σρεντ και την επϐμενη ςτιγμό ϊκουςε τη φωνό του πατριοϑ του. «Παρακαλϔ;» «Εγϔ εύμαι, Λιου, ο Σρεντ. Η μαμϊ εύναι ςτο γραφεύο ςου. Πρϋπει να την ξανϊπιαςε εκεύνοσ ο πονοκϋφαλοσ γιατύ λιποθϑμηςε πϊλι. Δεν μπορϔ να τη ςυνεφϋρω. Πρϋπει να ϋρθεισ αμϋςωσ». Σον Σρεντ δεν τον εξϋπληξε διϐλου η πρϔτη αντύδραςη του πατριοϑ του —ςτην πραγματικϐτητα, αποτελοϑςε αναπϐςπαςτο μϋροσ του ςχεδύου του— αλλϊ τον εξϐργιςε τϐςο που ϊςπριςαν τα δϊχτυλα του ϋτςι που ϋςφιξε το ακουςτικϐ. «το γραφεύο μου; το γραφεύο μου, εύπεσ; Σι διϊβολο γϑρευε ςτο γραφεύο μου;» Παρϊ το θυμϐ, η φωνό του Σρεντ ακοϑςτηκε όρεμη. «Καθϊριζε, νομύζω». Και ϑςτερα πϋταξε το απϐλυτο δϐλωμα για ϋναν ϊνθρωπο που νοιαζϐταν πολϑ περιςςϐτερο για τη δουλειϊ 807
απ' ϐ,τι για τη γυναύκα του. «Παντοϑ υπϊρχουν πεταμϋνα χαρτιϊ». «Ϊρχομαι αμϋςωσ», εύπε κοφτϊ ο Λιου και ϑςτερα πρϐςθεςε: «Αν εύναι ανοιχτϐ κανϋνα παρϊθυρο, κλεύς' το αμϋςωσ, για τ' ϐνομα του θεοϑ. Ϊρχεται καταιγύδα». Κι ϋκλειςε χωρύσ να πει γεια. «Λοιπϐν;» ρϔτηςε η Λϐρι. «Ϊρχεται», εύπε ο Σρεντ και γϋλαςε πικρϊ. «Σο καθύκι τςαντύςτηκε τϐςο πολϑ, που δε με ρϔτηςε γιατύ εύμαι ςπύτι και ϐχι ςτο ςχολεύο. Πϊμε». Ϊτρεξαν πύςω ςτη διαςταϑρωςη τησ Μϋιπλ και Γουϐλνατ. Ο ουρανϐσ εύχε ςκοτεινιϊςει πϊρα πολϑ και οι βροντϋσ όταν ςχεδϐν ςυνεχεύσ. Μϐλισ ϋφταςαν ςτο γαλϊζιο γραμματοκιβϔτιο με το ςόμα του αμερικανικοϑ ταχυδρομεύου, οι φανοςτϊτεσ τησ Μειπλ τρητ ϊρχιςαν ν' ανϊβουν, δυο δυο τη φορϊ, ανηφορύζοντασ προσ το λϐφο. Η Λύςα και ο Μπρϊιαντ δεν εύχαν φτϊςει ακϐμη. «Θϋλω να ϋρθω μαζύ ςου, Σρεντ», εύπε η Λϐρι, αλλϊ το πρϐςωπο τησ την ϋβγαζε ψεϑτρα. Ϋταν κατϊχλομη και τα μϊτια τησ φϊνταζαν πελϔρια και βουρκωμϋνα. «Με τύποτα», εύπε ο Σρεντ. «Θα περιμϋνεισ εδϔ τον Μπρϊιαντ και τη Λύςα». Ακοϑγοντασ τα ονϐματα των αδερφϔν τουσ, η Λϐρι γϑριςε και κούταξε τη Γουϐλνατ τρητ. Εύδε δυο παιδϊκια να ϋρχονται τρϋχοντασ, κρατϔντασ ςτα χϋρια τουσ καλαθϊκια για το φαγητϐ. Αν και όταν ακϐμη μακριϊ για να διακρύνει τα πρϐςωπα, όταν απϐλυτα ςύγουρη ϐτι όταν τ' αδϋρφια τουσ και το εύπε ςτον Σρεντ. «Ψραύα, θα πϊτε και οι τρεισ πύςω απϐ το φρϊχτη τησ κυρύασ Ρϋντλαντ και θα περιμϋνετε μϋχρι να περϊςει ο Λιου. Μετϊ μπορεύτε να ξαναβγεύτε ςτο δρϐμο, αλλϊ δε θα ϋρθεισ ςτο 808
ςπύτι και δε θ' αφόςεισ κανϋνα απϐ τα μικρϊ να πληςιϊςει, θα με περιμϋνετε ϋξω». «Υοβϊμαι, Σρεντ». Σϔρα ςτα μαγουλϊ τησ ϋτρεχαν δϊκρυα . «Κι εγϔ. Μουςύτςα», εύπε ο Σρεντ και τη φύληςε πεταχτϊ ςτο μϋτωπο. «ϑντομα θα τελειϔςουν ϐλα, ϐμωσ». Πριν προλϊβει να του πει τύποτε ϊλλο, ο Σρεντ βγόκε ςτο δρϐμο, τρϋχοντασ προσ το ςπύτι των Μπρϊντμπερι ςτη Μϋιπλ τρητ. Κούταξε το ρολϐι του καθϔσ ϋτρεχε. Ϋταν τρεισ και δϔδεκα. Σο ςπύτι εύχε ϋνα ζεςτϐ, ςτϊςιμο αϋρα που τον τρϐμαξε. Ϋταν ςαν να εύχε απλωθεύ μπαροϑτι ςε κϊθε γωνιϊ και αϐρατοι ϊνθρωποι να περύμεναν, ϋτοιμοι ν' ανϊψουν αϐρατα φιτύλια. Υαντϊςτηκε το ρολϐι ςτο κελϊρι με τα κραςιϊ να μετρϊει αδυςϔπητα το χρϐνο, δεύχνοντασ τϔρα 00:19:06. Κι αν αργοϑςε ο Λιου; Δεν υπόρχε πια καιρϐσ για τϋτοιεσ αμφιβολύεσ. Ο Σρεντ ϋτρεξε ςτον τρύτο ϐροφο, μϋςα ςτον ακύνητο, εϑφλεκτο αϋρα. Σου φϊνηκε ϐτι ϋνιωθε το ςπύτι να αναδεϑεται, να ξυπνϊει, καθϔσ η αντύςτροφη μϋτρηςη πληςύαζε το ςημεύο μηδϋν. Προςπϊθηςε να πεύςει τον εαυτϐ του ϐτι όταν μϐνο ςτη φανταςύα του, αλλϊ κατϊ βϊθοσ εύχε ϊλλη ϊποψη. Μπόκε ςτο γραφεύο του Λιου, ϊνοιξε ςτην τϑχη κϊνα δυο αρχειοθόκεσ και μερικϊ ςυρτϊρια και πϋταξε ςτο πϊτωμα ϐςα χαρτιϊ βρόκε μπροςτϊ του. Σου πόρε μϐνο λύγα δευτερϐλεπτα, αλλϊ μϐλισ εύχε τελειϔςει ϐταν ϊκουςε την Πϐρςε ν' ανεβαύνει το δρϐμο. Η μηχανό τησ δε γρϑλιζε ςόμερα. Ο Λιου την εύχε ζορύςει τϐςο πολϑ που οϑρλιαζε. Ο Σρεντ βγόκε απϐ το γραφεύο ςτο μιςοςκϐτεινο διϊδρομο του τρύτου, ϐπου εύχαν πρωτοανούξει τρϑπεσ ςτουσ τούχουσ πριν απϐ κϊποιο καιρϐ που του φαινϐταν ολϐκληροσ αιϔνασ. Ϊχωςε 809
το χϋρι ςτην τςϋπη του να πιϊςει το κλειδύ, αλλϊ όταν ϊδεια, εκτϐσ απϐ μια παλιϊ, τςαλακωμϋνη απϐδειξη απϐ φαςτ φουντ. Σο ϋχαςα ϐταν ϋτρεχα ςτο δρϐμο. Πρϋπει να πετϊχτηκε απϐ την τςϋπη μου. Ϊμεινε ακύνητοσ, μοϑςκεμα ςτον ιδρϔτα, παγωμϋνοσ, ακοϑγοντασ το ςτρύγκλιςμα τησ Πϐρςε που ϋςτριψε ςτο δρομϊκι του ςπιτιοϑ χωρύσ να κϐψει ταχϑτητα. Η μηχανό ϋςβηςε απϐτομα. Η πϐρτα του οδηγοϑ ϊνοιξε κι ϋκλειςε με βρϐντο. Ακοϑςτηκε το τρεχαλητϐ του Λιου προσ την πύςω πϐρτα. Ϊνασ κεραυνϐσ ϋςκαςε ςαν οβύδα ςτον ουρανϐ, μια εκτυφλωτικό αςτραπό ϋςκιςε το μολυβϋνιο ουρανϐ και, κϊπου βαθιϊ μϋςα ςτο ςπύτι, ϋνασ ιςχυρϐσ κινητόρασ ϊφηςε ϋνα χαμηλϐ, πνιχτϐ βόξιμο κι ϋπειτα ϊρχιςε να βουύζει. Φριςτϋ μου, Φριςτουλη μου, τι να κϊνω τϔρα; Σι ΜΠΟΡΨ να κϊνω; Εύναι μεγαλϑτεροσ απϐ μϋνα! Αν δοκιμϊςω να τον χτυπόςω ςτο κεφϊλι, μπορεύ να..- Εύχε χϔςει μηχανικϊ το αριςτερϐ χϋρι του ςτην ϊλλη τςϋπη και οι ξϋφρενεσ ςκϋψεισ του διακϐπηκαν απϐτομα, καθϔσ τα δϊχτυλα του ϋπιαςαν τα παλιομοδύτικα μεταλλικϊ δϐντια ενϐσ κλειδιοϑ. Προφανϔσ, κϊποια ςτιγμό ςτη διϊρκεια αυτόσ τησ ατϋλειωτησ μϋρασ, το εύχε μεταφϋρει απϐ τη μια τςϋπη ςτην ϊλλη χωρύσ να το καταλϊβει. Αςθμαύνοντασ, με το ςφυγμϐ του να ςφυροκοπϊει ςτο ςτομϊχι, ςτο λαιμϐ και ςτα μηνύγγια του, ο Σρεντ αποτραβόχτηκε αθϐρυβα ωσ το βϊθοσ του διαδρϐμου, χϔθηκε ςτην ντουλϊπα ϐπου φυλοϑςαν τισ βαλύτςεσ και τρϊβηξε τα δυο πτυςςϐμενα φϑλλα αφόνοντασ μϐνο μια χαραμϊδα. Ο Λιου ανϋβαινε δυο δυο τα ςκαλιϊ, γκαρύζοντασ το ϐνομα τησ γυναύκασ του με ϐλη του τη δϑναμη. Ο Σρεντ τον εύδε να εμφανύζεται ςτην κορυφό τησ ςκϊλασ. Σα μαλλιϊ του ςτϋκονταν ϐρθια (μϊλλον τα ανακϊτωνε με το χϋρι του ενϔ οδηγοϑςε), η γραβϊτα του όταν λυμϋνη, χοντρϋσ ςταγϐνεσ ιδρϔτα γυϊλιζαν 810
ςτο φαρδϑ μϋτωπο του και τα μϊτια του εύχαν γύνει ςχιςμϋσ απϐ τα νεϑρα του. «Κϊθριν!» γκϊριξε κι ϋτρεξε προσ το γραφεύο του. Προτοϑ προλϊβει καλϊ καλϊ να μπει μϋςα, ο Σρεντ πετϊχτηκε απϐ την ντουλϊπα κι ϋτρεξε αθϐρυβα προσ τα εκεύ. Ϋταν η μοναδικό του ευκαιρύα. Αν δεν ϋβαζε με την πρϔτη το κλειδύ ςτην κλειδαριϊ... αν το μϊνταλο δε γϑριζε με το πρϔτο ςτρύψιμο του κλειδιοϑ... Αν κϊτι πϊει ςτραβϊ, θα τον ριχτϔ, πρϐλαβε να ςκεφτεύ. Αν δεν μπορϋςω να τον ξαποςτεύλω μϐνο του, θα φροντύςω να τον πϊρω μαζύ μου. Ωρπαξε το χεροϑλι τησ πϐρτασ και την ϋκλειςε κοπανϔντασ τη τϐςο δυνατϊ, ϔςτε πετϊχτηκε ςκϐνη απϐ τουσ μεντεςϋδεσ. άςα που πρϐλαβε να δει φευγαλϋα το κατϊπληκτο πρϐςωπο του Λιου. ίςτερα το κλειδύ μπόκε ςτην κλειδαριϊ. Σο ϋςτριψε και το μϊνταλο αςφϊλιςε την πϐρτα λύγο πριν τη χτυπόςει ο Λιου. «Ε!» φϔναξε εκεύνοσ. «Σι κϊνεισ, παλιϐπαιδο; Ποϑ εύναι η Κϊθριν; Ωνοιξϋ μου!» Σο πϐμολο ανεβοκατϋβηκε μερικϋσ φορϋσ χωρύσ αποτϋλεςμα. ίςτερα ςταμϊτηςε και ο Λιου επιτϋθηκε ςτην πϐρτα με μια ομοβροντύα απϐ γρονθοκοπόματα. «Σρεντ Μπρϊντμπερι! Ωνοιξε μου αμϋςωσ, αλλιϔσ θα φασ το ξϑλο τησ χρονιϊσ ςου!» Ο Σρεντ πιςωπϊτηςε αργϊ ςτο διϊδρομο. ήταν η πλϊτη του ϊγγιξε τον τούχο, ϋβγαλε μια πνιχτό κραυγό. Σο κλειδύ του γραφεύου, που το εύχε τραβόξει μηχανικϊ απϐ την κλειδαριϊ, γλύςτρηςε απϐ το χϋρι του κι ϋπεςε πϊνω ςτην ξεθωριαςμϋνη μοκϋτα, ανϊμεςα ςτα πϐδια του. Σϔρα που το εύχε κϊνει, ακολοϑθηςε το ςοκ. Ο κϐςμοσ θϐλωςε, τρεμοϑλιαςε, λεσ κι ϋβλεπε τα πϊντα κϊτω απϐ το νερϐ. Αγωνύςτηκε ςκληρϊ για να μη λιποθυμόςει. Μϐνο τϔρα, με τον Λιου κλειδωμϋνο ςτο γραφεύο του, τη μητϋρα του μακριϊ να κυνηγϊει χύμαιρεσ και τα 811
τρύα αδϋρφια του ςε απϐςταςη αςφαλεύασ, πύςω απϐ το φουντωτϐ φρϊχτη τησ κυρύασ Ρϋντλαντ, ςυνειδητοπούηςε για πρϔτη φορϊ ϐτι δεν περύμενε να τα καταφϋρει. Αν ο «μπαμπϊσ Λιου» εύχε ξαφνιαςτεύ που βρϋθηκε κλειδωμϋνοσ ςτο γραφεύο του, ο Σρεντ όταν απολϑτωσ κατϊπληκτοσ. Σο χεροϑλι τησ πϐρτασ του γραφεύου κουνόθηκε κϊνα δυο φορϋσ πϊνω κϊτω. «ΑΝΟΙΞΕ ΜΟΤ, ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΟΡΓΗ!» «Θα ςου ανούξω ςτισ τϋςςερισ παρϊ τϋταρτο, Λιου», αποκρύθηκε ο Σρεντ με τρεμϊμενη φωνό και μετϊ του ξϋφυγε ϋνα νευρικϐ γελϊκι. «Αν θα εύςαι ακϐμη εδϔ ςτισ τϋςςερισ παρϊ τϋταρτο». Και τϐτε ακοϑςτηκε απϐ κϊτω: «Σρεντ; Σρεντ, εύςαι καλϊ;» Θεϋ και Κϑριε· όταν η Λϐρι. «Εύςαι καλϊ, Σρεντ;» Και η Λύςα. «Ε, Σρεντ! Ποϑ εύςαι;» Και ο Μπρϊιαντ. Ο Σρεντ κούταξε το ρολϐι του και διαπύςτωςε με τρϐμο ϐτι όταν 3:31... που ϋγινε 3:32. Κι αν πόγαινε πύςω; «Ϊξω!» οϑρλιαξε ςτ' αδϋρφια του και ϐρμηςε τρϋχοντασ προσ τη ςκϊλα. «Υϑγετε απϐ το ςπύτι αμϋςωσ'» Ο διϊδρομοσ του φϊνηκε μακρϑσ ςαν τοϑνελ. ήςο πιο γρόγορα ϋτρεχε, τϐςο μϊκραινε η απϐςταςη. Ο Λιου ϋριχνε βροχό τισ γροθιϋσ ςτην πϐρτα και βλαςτημοϑςε· βροντϋσ κι αςτραπϋσ ϋςειαν τον ουρανϐ- κι απϐ κϊπου βαθιϊ, μϋςα ςτο ςπύτι, μηχανϋσ ϋπαιρναν μπροσ με βουό που ϐλο και δυνϊμωνε. Ο Σρεντ ϋφταςε κϊποτε ςτη ςκϊλα κι ϊρχιςε να την κατεβαύνει ςχεδϐν κουτρουβαλϔντασ. Σο κεφϊλι του πόγαινε τϐςο πιο μπροςτϊ απϐ τα πϐδια του που όταν θαϑμα ωσ δεν ϋκανε βουτιϊ. Πόρε ςαν ςβοϑρα τη ςτροφό ςτο πλατϑςκαλο του δεϑτερου ορϐφου και ρύχτηκε ςτην επϐμενη ςκϊλα, ϐπου ςτη βϊςη τησ ϋβλεπε να ςτϋκονται τ' αδϋρφια του κοιτϊζοντασ προσ τα επϊνω. 812
«Ϊξω!» οϑρλιαξε. Σ' ϊρπαξε και τα ϋςπρωξε δυνατϊ προσ την ϋξοδο και το μιςοςκϐταδο τησ καταιγύδασ. Σρϋξτε!» «Σι γύνεται εδϔ, Σρεντ;» τον ρϔτηςε ο Μπρϊιαντ. «Σο ςπύτι τρϋμει!» Ϊτρεμε πρϊγματι. Ϊνασ βαθϑσ κραδαςμϐσ ξεςηκϔθηκε απϐ το πϊτωμα κι ϋκανε τα μϊτια του Σρεντ να τρανταχτοϑν μϋςα ςτισ κϐγχεσ τουσ. κϐνη απϐ ςοβϊδεσ ϋλουςε το κεφϊλι του. «Δεν προλαβαύνουμε! Ϊξω! Γρόγορα! Λϐρι, βοόθηςε με!·» Ο Σρεντ ςόκωςε ςτην αγκαλιϊ του τον Μπρϊιαντ. Η Λϐρι ϊρπαξε τη Λύςα απϐ τισ μαςχϊλεσ και ςκουντουφλϔντασ την ϋβγαλε ϋξω ςηκωτό. Μια δυνατό βροντό τρϊνταξε γη και ουρανϐ. Η αςτραπό που ακολοϑθηςε όταν εκτυφλωτικό. Ο ϊνεμοσ, που νωρύτερα φυςοϑςε με δυνατϋσ ριπϋσ, τϔρα βρυχιϐταν ςαν δρϊκοντασ. Ο Σρεντ ϋνιωςε ϋνα ςειςμϐ να γεννιϋται κϊτω απϐ το ςπύτι. Ση ςτιγμό που διϋςχιςε το κατϔφλι με τον Μπρϊιαντ αγκαλιϊ, εύδε ϋνα ϋντονο γαλϊζιο φωσ, τϐςο λαμπρϐ, που τον ϋκανε να βλϋπει «μυγϊκια» μϋχρι μια ϔρα μετϊ (αργϐτερα ςυνειδητοπούηςε ϐτι όταν πολϑ τυχερϐσ που δεν τυφλϔθηκε), να βγαύνει απϐ τα ςτενϊ παρϊθυρα του κελαριοϑ. Απλϔθηκε ςτην πραςιϊ με το γραςύδι με τη μορφό αχτύδων που φαύνονταν ςχεδϐν ςτϋρεεσ. Ο Σρεντ ϊκουςε γυαλιϊ να ςπϊνε. Και καθϔσ πϋραςε το κατϔφλι ϋνιωςε το ςπύτι να νερϔνεται κϊτω απϐ τα πϐδια του. Πόδηξε τα μπροςτινϊ ςκαλιϊ, ϊρπαξε τη Λϐρι απϐ το μπρϊτςο και κατηφϐριςαν τρεκλύζοντασ τη μικρό απϐςταςη ωσ το δρϐμο, που με το ξϋςπαςμα τησ καταιγύδασ εύχε γύνει ςκοτεινϐσ ςαν να όταν νϑχτα. Εκεύ ςταμϊτηςαν, ςτρϊφηκαν και παρακολοϑθηςαν αυτϐ που ςυνϋβαινε. 813
Σο ςπύτι τησ Μϋιπλ τρητ φαινϐταν να ςυςπειρϔνεται. Δεν όταν πια ύςιο και ςτερεϐ· παλλϐταν ςαν κινοϑμενο ςκύτςο, ςαν ανθρωπϊκι ςε ξυλοπϐδαρα. Σερϊςτιεσ ρωγμϋσ ϊρχιςαν ν' ανούγουν ακτινωτϊ απϐ το ςπύτι προσ τα ϋξω, ϐχι μϐνο ςτο τςιμεντϋνιο δρομϊκι αλλϊ και ςτη γη ολϐγυρα. Η πελοϑζα χωρύςτηκε ςε πελϔρια τριγωνικϊ κομμϊτια, ςαν τοϑρτα απϐ γραςύδι. Ρύζεσ τινϊχτηκαν προσ τα πϊνω, κϊτω απϐ την πραςινϊδα, και ολϐκληρη η μπροςτινό αυλό ϊρχιςε να θυμύζει φοϑςκα που πϊςχιζε να ςυγκρατόςει το ςπύτι γϑρω απϐ το οπούο διογκωνϐταν ςυνεχϔσ. Ο Σρεντ ϋριξε μια ματιϊ ςτον τρύτο ϐροφο, ϐπου το παρϊθυρο του γραφεύου του Λιου όταν ακϐμη φωτεινϐ. Σου φϊνηκε πωσ ϊκουςε τζϊμια να ςπϊνε —ακϐμη τα ϊκουγε— κϊπου εκεύ πϊνω, αλλϊ αποφϊςιςε τελικϊ ϐτι όταν απλϔσ ιδϋα του. Πϔσ θα μποροϑςε κανεύσ ν' ακοϑςει οτιδόποτε μϋςα ςε τϋτοιο ςαματϊ; Και μϐνο ϋνα χρϐνο αργϐτερα η Λϐρι τον διαβεβαύωςε ϐτι ϊκουςε τον πατριϐ τουσ να ουρλιϊζει εκεύ πϊνω. Σα θεμϋλια του ςπιτιοϑ πρϔτα τρύφτηκαν, ϋπειτα ρϊγιςαν και ςτη ςυνϋχεια ρύγηςαν και το κονύαμα ϋςκαςε με κρϐτο. Λαμπρϐ, ψυχρϐ γαλϊζιο φωσ ξεχϑθηκε. Σα παιδιϊ ςκϋπαςαν τα μϊτια τουσ και πιςωπϊτηςαν. Κινητόρεσ μοϑγκριςαν. Σο ϋδαφοσ ςηκϔθηκε, ςε μια ϑςτατη, αγωνιϔδη προςπϊθεια να ςυγκρατόςει αυτϐ που πεταγϐταν απϐ μϋςα του... και τελικϊ υποχϔρηςε. Ξαφνικϊ το ςπύτι βρϋθηκε κϊπου μιςϐ μϋτρο ψηλϐτερα απϐ το ϋδαφοσ, πϊνω ς' ϋνα παχϑ ςτρϔμα λαμπροϑ γαλϊζιου φωτϐσ. Ϋταν μια τϋλεια απογεύωςη. την κορυφό τησ ςτϋγησ, ο ανεμοδεύκτησ ςτριφογϑριζε ξϋφρενα. Σο ςπύτι υψϔθηκε, αργϊ ςτην αρχό κι ϋπειτα επιταχϑνοντασ, πϊνω ςτο εκτυφλωτικϊ λαμπρϐ ςτρϔμα τησ 814
γαλϊζιασ φωτιϊσ που το ςόκωνε, με την μπροςτινό του πϐρτα να ανοιγοκλεύνει ςαν τρελό. «Σα παιχνύδια μου!» κλαψοϑριςε ο Μπρϊιαντ και ο Σρεντ ϊρχιςε να γελϊει ςαν παλαβϐσ. Σο ςπύτι ϋφταςε καμιϊ τριανταριϊ μϋτρα ψηλϊ, φϊνηκε να ετοιμϊζεται για το μεγϊλο ϊλμα και ϑςτερα εκτινϊχτηκε με αςϑλληπτη ταχϑτητα προσ τα χαμηλϊ μαϑρα ςϑννεφα που ϋκαναν τον ουρανϐ να μοιϊζει με αγριεμϋνο ωκεανϐ. Και χϊθηκε. Δυο ξυλοκϋραμα ϋπεςαν απϐ τον ουρανϐ, ςτριφογυρύζοντασ ςαν μαϑρα φϑλλα. «Προςοχό, Σρεντ!» φϔναξε η Λϐρι δευτερϐλεπτα αργϐτερα, δύνοντασ του μια τϐςο δυνατό ςπρωξιϊ, που τον ϋριξε κϊτω. Σο χοντρϐ ψϊθινο χαλϊκι τησ ειςϐδου με τον πϊτο απϐ καουτςοϑκ ϋπεςε μ' ϋνα δυνατϐ γδοϑπο ςτο ςημεύο ακριβϔσ που ςτεκϐταν ο Σρεντ πριν απϐ λύγο. Ο Σρεντ κούταξε τη Λϐρι. Η Λϐρι τον Σρεντ. «Θα ςε εύχε πονϋςει πολϑ αν ϋπεφτε ςτο κεφϊλι ςου», εύπε η Λϐρι. «Γι' αυτϐ, Σρεντ, μη με ξαναπεύσ Μουςύτςα». Ο Σρεντ την κούταξε ςοβαρϊ για κϊμποςα δευτερϐλεπτα και ϑςτερα ϊρχιςε να χαχανύζει. Η Λϐρι τον μιμόθηκε. Ο Μπρϊιαντ ϋπιαςε το δεξύ χϋρι του Σρεντ. Η Λύςα το αριςτερϐ. Σον τρϊβηξαν να ςηκωθεύ απϐ το χϔμα και ςτϊθηκαν και οι τϋςςερισ μαζύ, χαζεϑοντασ την πελϔρια τρϑπα που κϊπνιζε ςτη μϋςη τησ αυλόσ. Ωνθρωποι εύχαν αρχύςει να βγαύνουν απϐ τα ςπύτια τουσ, αλλϊ τ' αδϋρφια Μπρϊντμπερι τουσ αγνϐηςαν. Ϋ, μϊλλον, θα όταν πιο ακριβϋσ να πει κανεύσ ϐτι τα αδϋρφια Μπρϊντμπερι δεν αντιλόφθηκαν καν την παρουςύα των ϊλλων ανθρϔπων. «Πω, πω!» εύπε με δϋοσ ο Μπρϊιαντ. «Σο ςπύτι μασ απογειϔθηκε, Σρεντ». «Ναι». 815
«άςωσ εκεύ που θα πϊει να υπϊρχουν κϊποιοι που θϋλουν να μϊθουν για τουσ Νορμανδοϑσ και τουσ ϋξονεσ», εύπε η Λύςα. Ο Σρεντ και η Λϐρι αγκαλιϊςτηκαν και ξϋςπαςαν ςε τςιρύδεσ ευθυμύασ αλλϊ και φρύκησ... Και τϐτε όταν που ξϋςπαςε και η μπϐρα. Ο κϑριοσ λϊτερι που ϋμενε απϋναντι πόγε κοντϊ ςτα παιδιϊ. Δεν εύχε πολλϊ μαλλιϊ, αλλϊ ϐςα εύχε όταν κολλημϋνα ςτο γυαλιςτερϐ κρανύο του. «Σι ςυνϋβη;» οϑρλιαξε για ν' ακουςτεύ πϊνω απϐ τισ βροντϋσ, που τϔρα όταν ςχεδϐν αδιϊκοπεσ. «Σι ϋγινε εδϔ;» Ο Σρεντ ϊφηςε την αδερφό του και ςτρϊφηκε προσ τον κϑριο λϊτερι. «Αληθινό Διαςτημικό Περιπϋτεια», απϊντηςε ςοβαρϊ κι αυτϐ προκϊλεςε καινοϑριο ξϋςπαςμα γϋλιων. Ο κϑριοσ λϊτερι ϋριξε μια απορημϋνη, ϋντρομη ματιϊ ςτην πελϔρια τρυπϊ ςτη γη, ϋκρινε ϐτι η διακριτικϐτητα όταν η πιο ςυνετό προςϋγγιςη ςτο πρϐβλημα κι αποςϑρθηκε ςτη δικό του μεριϊ του δρϐμου. Παρ' ϐλο που ϋβρεχε με το τουλοϑμι, δεν κϊλεςε τα αδϋρφια Μπρϊντμπερι ςτο ςπύτι του. ήχι πωσ αυτϊ τα ϋνοιαζε που βρϋχονταν. Κϊθιςαν ςτο πεζοδρϐμιο, ο Σρεντ και η Λϐρι ςτη μϋςη, ο Μπρϊιαντ και η Λύςα δεξιϊ κι αριςτερϊ τουσ. Η Λϐρι ϋςκυψε προσ τη μεριϊ του Σρεντ και του ψιθϑριςε ςτ' αυτύ: «Εύμαςτε ελεϑθεροι». «Ακϐμη καλϑτερα», εύπε ο Σρεντ. «Η μαμϊ εύναι ελεϑθερη». ίςτερα, ϊπλωςε τα χϋρια του κι αγκϊλιαςε τ' αδϋρφια του -τα κατϊφερε, τεντϔνοντασ τα- κι ϋμειναν καθιςμϋνα ςτο πεζοδρϐμιο, κϊτω απϐ την καταρρακτϔδη βροχό, περιμϋνοντασ τη μητϋρα τουσ να γυρύςει ςπύτι.
816
Σο Πϋμπτο Σϋταρτο Πϊρκαρα το ςαρϊβαλο ϋνα τετρϊγωνο πριν απϐ το ςπύτι του Κινϊν, ϋμεινα μια ςτιγμό ακύνητοσ ςτο ςκοτϊδι και ϑςτερα ϋςβηςα τη μηχανό και κατϋβηκα. ήταν κοπϊνηςα την πϐρτα, ϊκουςα ςκουριϋσ να ξεκολλϊνε απϐ το ςαςύ και να πϋφτουν ςτο δρϐμο. Αυτϐ δε θα ςυνεχιζϐταν για πολϑ ακϐμη. Σο πιςτϐλι όταν ςε μια οπλοθόκη και το ϋνιωθα ςτα πλευρϊ μου ςαν γροθιϊ. Ϋταν το 45ϊρι του Μπϊρνεώ, πρϊγμα για το οπούο χαιρϐμουν. Προςϋδιδε ςτην ϐλη τρελό υπϐθεςη μια νϐτα ειρωνεύασ. άςωσ ακϐμα και μια αύςθηςη δικαιοςϑνησ. Σο ςπύτι του Κύναν όταν ϋνα αρχιτεκτονικϐ τερατοϑργημα που εκτεινϐταν ςε ϋνα ςτρϋμμα γησ, ϐλο λοξϋσ γωνύεσ και γοτθικϋσ ςτϋγεσ, πύςω απϐ μια μϊντρα με ςιδερϋνια κϊγκελα. Εύχε αφόςει την πϑλη ξεκλεύδωτη, ϐπωσ όλπιζα. Σον εύχα δει νωρύτερα να τηλεφωνεύ ςε κϊποιον απϐ το καθιςτικϐ. Κι ϋνα προαύςθημα, πολϑ ϋντονο για να το αμφιςβητόςω, μου ϋλεγε ϐτι πρϋπει να εύχε πϊρει ό τον Σζϊγκερ ό τον Λοχύα. Μϊλλον τον Λοχύα. Η αναμονό εύχε λόξει· αυτό όταν η νϑχτα μου. Ανϋβηκα με τα πϐδια το δρομϊκι, μϋνοντασ κοντϊ ςτουσ θϊμνουσ και με τ' αυτιϊ μου ορθϊνοιχτα για τυχϐν παρϊξενουσ όχουσ που μπορεύ να ϊκουγα πϊνω απϐ το διαπεραςτικϐ ςφϑριγμα του γεναριϊτικου ανϋμου. Δεν ϊκουςα τύποτα. Ϋταν Παραςκευό βρϊδυ και η εςωτερικό καμαριϋρα του Κινϊν ςύγουρα θα διαςκϋδαζε ςε κϊποια ςυγκϋντρωςη με Σϊπερ. το ςπύτι δεν όταν κανϋνασ, εκτϐσ απϐ το καθύκι τον Κινϊν. Που
817
περύμενε τον Λοχύα. Που περύμενε —παρ' ϐλο που δεν το όξερε ακϐμη— εμϋνα. Σο γκαρϊζ όταν ανοιχτϐ και γλύςτρηςα μϋςα. το χϔρο δϋςποζε η εβϋνινη ςκιϊ τησ Ιμπϊλα του Κύναν. Δοκύμαςα την πύςω πϐρτα. Σο αμϊξι όταν κι αυτϐ ξεκλεύδωτο. Ο Κύναν δεν εύναι φτιαγμϋνοσ για εγκληματύασ, ςκϋφτηκα. Παραεύναι εϑπιςτοσ. Μπόκα ςτο αυτοκύνητο, κϊθιςα και περύμενα . Σϔρα ϊκουγα το μακρινϐ όχο μουςικόσ τζαζ, πολϑ όρεμησ, πολϑ καλόσ. Μϊιλσ Ντϋιβισ, μϊλλον. Ο Κύναν ϊκουγε Μϊιλσ Ντϋιβισ, μ' ϋνα τζιν φισ ςτο χϋρι με τα μανικιουριςμϋνα δϊχτυλα. Καλϊ περνοϑςε. Ϋταν μια παρατεταμϋνη αναμονό. Οι δεύκτεσ του ρολογιοϑ μου ςϑρθηκαν απϐ τισ οχτϔ και μιςό ςτισ εννιϊ παρϊ δϋκα. Αρκετό ϔρα για πολλϋσ ςκϋψεισ. κεφτϐμουν κυρύωσ τον Μπϊρνεώ κι αυτϐ δεν όταν καθαρϊ θϋμα επιλογόσ. κϋφτηκα πϔσ όταν ο Μπϊρνεώ ϐταν τον βρόκα μϋςα ς' εκεύνο το μικρϐ ςκϊφοσ ανϊςκελα, να με κοιτϊζει με ϊδειο βλϋμμα, βγϊζοντασ ϊναρθρουσ όχουσ ςαν μουγκανητϊ. Η βϊρκα αρμϋνιζε ακυβϋρνητη δυο μϋρεσ κι αυτϐσ εύχε γύνει ςαν βραςμϋνοσ αςτακϐσ. Μαϑρο ξεραμϋνο αύμα ςκϋπαζε την κοιλιϊ του, εκεύ ϐπου εύχε φϊει τη ςφαύρα. Εύχε ςτρύψει το πηδϊλιο προσ το εξοχικϐ ϐςο μποροϑςε, αλλϊ όταν καθαρϊ ζότημα τϑχησ. Ϋταν τυχερϐσ που κατϋληξε εκεύ, τυχερϐσ που μποροϑςε ακϐμη να μιλόςει για λύγο. Εύχα μια χοϑφτα υπνωτικϊ χϊπια ϋτοιμα, για την περύπτωςη που δεν μποροϑςε να μιλόςει. Δεν όθελα να υποφϋρει. Φωρύσ λϐγο, εννοεύται. ήπωσ αποδεύχτηκε, υπόρχε λϐγοσ. Ο ϊνθρωποσ εύχε μια ιςτορύα να διηγηθεύ, ςωςτϐ καταπϋλτη, και μου τα εύπε ςχεδϐν ϐλα. 'ήταν πϋθανε, πόγα ςτη βϊρκα και πόρα το 45ϊρι του. Ϋταν κρυμμϋνο ς' ϋνα μικρϐ κοϑφωμα, κϊτω απϐ την πρϑμνη, τυλιγμϋνο μϋςα ς' ϋνα αδιϊβροχο πουγκύ. ίςτερα ρυμοϑλκηςα 818
το ςκϊφοσ του ωσ τ' ανοιχτϊ και το βοϑλιαξα. Αν μποροϑςα να του βϊλω επιτϑμβια επιγραφό, θα ϋγραφα πωσ κϊθε λεπτϐ ςτη γη γεννιϋται ϋνα κορϐιδο. Σα περιςςϐτερα απ' αυτϊ εύναι πολϑ καλϊ παιδιϊ, πϊω ςτούχημα. αν τον Μπϊρνεώ. Αντύθετα, ϊρχιςα να ψϊχνω αυτοϑσ που τον ξϋκαναν. Μου πόρε τρεισ μόνεσ να εντοπύςω τον Κύναν και να ςιγουρευτϔ ϐτι ο Λοχύασ θα όταν κϊπου ςτη γϑρα, αλλϊ δεν το βϊζω εϑκολα κϊτω εγϔ και... να με! τισ δϋκα και εύκοςι, προβολεύσ αυτοκινότου ϋλουςαν το ςτριφογυριςτϐ μονοπϊτι του ςπιτιοϑ κι εγϔ ϋπεςα ςτο πϊτωμα τησ Ιμπϊλα. Ο νεοφερμϋνοσ μπόκε κατευθεύαν ςτο γκαρϊζ και ςτριμϔχτηκε δύπλα ςτο αυτοκύνητο του Κύναν. Απϐ τον όχο κατϊλαβα ϐτι όταν κϊποιο παλιϐ μοντϋλο Υολκςβϊγκεν. Ο μικρϐσ κινητόρασ ϋςβηςε και ϊκουςα τον Λοχύα να γρυλύζει καθϔσ προςπαθοϑςε να βγει απϐ τ' αμϊξι. Σο φωσ ϊναψε ςτη βερϊντα και ςτ' αυτιϊ μου ϋφταςε ο όχοσ πϐρτασ που ανούγει. Κύναν: «Λοχύα! Ωργηςεσ! Ϊλα μϋςα για ϋνα ποτϐ!» Λοχύασ: «Ουύςκι». Εύχα φροντύςει να κατεβϊςω το τζϊμι νωρύτερα. Ϊβγαλα το 45ϊρι απϐ το παρϊθυρο, κρατϔντασ τη λαβό και με τα δυο χϋρια. «Ακύνητοι», εύπα δυνατϊ. Ο Λοχύασ εύχε ανεβεύ τα μιςϊ ςκαλοπϊτια τησ βερϊντασ. Ο Κύναν, ο ϊψογοσ οικοδεςπϐτησ, εύχε βγει ςτο κεφαλϐςκαλο και τον κούταζε, περιμϋνοντασ να τον υποδεχτεύ ςϑμφωνα με τουσ τϑπουσ. Και οι δϑο διαγρϊφονταν τϋλεια ςτο φωσ που ϋβγαινε απϐ το ςπύτι. Αμφιβϊλλω αν μποροϑςαν να με διακρύνουν ςτο ςκοτϊδι, αλλϊ το ϐπλο μου το ϋβλεπαν ςύγουρα. Ϋταν μεγϊλο ϐπλο. «Ποιοσ διϊβολοσ εύςαι εςϑ;» ρϔτηςε ο Κύναν. «Ο Σζϋρι Σαρκανιϊν», απϊντηςα. «Ϊτςι και κουνηθεύσ, θα ςου ανούξω μια τρϑπα που θα μπορεύσ να δεισ τηλεϐραςη απϐ μϋςα». «Μιλϊσ ςαν αλότησ», εύπε ο Λοχύασ. Δε ςϊλεψε, ωςτϐςο. 819
«Εςεύσ φροντύςτε μϐνο να μην κουνηθεύτε», εύπα. Ωνοιξα την πύςω πϐρτα τησ Ιμπϊλα και βγόκα ϋξω προςεκτικϊ. Ο Λοχύασ με κϊρφωνε κοιτϊζοντασ πύςω του κι ϋβλεπα τη λϊμψη των μικρϔν ματιϔν του. Σο ϋνα χϋρι του γλύςτρηςε ϑπουλα προσ τα πϋτα του ςταυρωτοϑ ςακακιοϑ του, μοντελϊκι που φοριϐταν το 1943. «Α, ϐχι», εύπα. «Χηλϊ τα κωλϐχερϊ ςου, κϐπανε!» Ο Λοχύασ ςόκωςε τα χϋρια του. Ο Κύναν τα εύχε όδη ςηκϔςει. «Κατεβεύτε τα ςκαλιϊ. Και οι δυο ςασ». Κατϋβηκαν. Σϔρα που εύχαν φϑγει απϐ το φωσ, ϋβλεπα καθαρϊ τα πρϐςωπα τουσ. Ο Κινϊν φαινϐταν φοβιςμϋνοσ, αλλϊ ο Λοχύασ θα μποροϑςε κϊλλιςτα να ϊκουγε διϊλεξη για το Ζεν και την τϋχνη τησ ςυντόρηςησ τησ μοτοςικλϋτασ. Προφανϔσ, αυτϐσ όταν που εύχε ξεκϊνει τον Μπϊρνεώ. «Γυρύςτε ςτον τούχο, ακουμπόςτε τα χϋρια και ςκϑψτε. Και οι δυο ςασ». Κινϊν: «Αν θϋλεισ χρόματα... » Γϋλαςα. «Ϊλεγα να ξεκινόςω με μια καλό προςφορϊ τησ Σϊπερ και να περϊςω με τρϐπο ςτο ψητϐ, αλλϊ με κατϊλαβεσ. Ναι, λεφτϊ θϋλω. Σετρακϐςιεσ ογδϐντα χιλιϊδεσ δολϊρια, για την ακρύβεια, θαμμϋνα ς' ϋνα νηςϊκι ςτ' ανοιχτϊ του Μπαρ Φϊρμπορ, το Κϊρμενσ Υϐλι». Ο Κύναν τινϊχτηκε ςαν να τον εύχα πυροβολόςει, αλλϊ ςτο ανϋκφραςτο μοϑτρο του Λοχύα δε ςϊλεψε οϑτε βλϋφαρο. τρϊφηκε, ακοϑμπηςε τισ παλϊμεσ του ςτον τούχο και ςτόριξε το βϊροσ ςτα χϋρια του. Ο Κύναν ϋκανε απρϐθυμα το ύδιο. Ϊψαξα πρϔτα αυτϐν και βρόκα ϋνα γελούο 32ϊρι με κϊννη τριϔν ιντςϔν. Πιςτϐλι ςαν κι αυτϐ μποροϑςεσ να το κολλόςεισ ςτο κοϑτελο κϊποιου και πϊλι ν' αςτοχόςεισ πατϔντασ τη ςκανδϊλη. Σο πϋταξα πύςω μου και το ϊκουςα να χτυπϊει πϊνω ς' ϋνα απϐ 820
τα αυτοκύνητα. Ο Λοχύασ όταν καθαρϐσ —και ξαλϊφρωςα ϐταν τραβόχτηκα ξανϊ μακριϊ του. «Θα πϊμε μϋςα. Πρϔτοσ εςϑ, Κύναν, μετϊ ο Λοχύασ κι απϐ πύςω εγϔ. Φωρύσ εξυπνϊδεσ, εντϊξει;» Ανεβόκαμε τα ςκαλιϊ ο ϋνασ μετϊ τον ϊλλο και μπόκαμε ςτην κουζύνα. Ϋταν απϐ κεύνεσ τισ αποςτειρωμϋνεσ, ϐλο πλακϊκια και χρϔμιο καταςκευϋσ που εύναι ςαν να τισ ϋχει ξερϊςει κϊποιο μηχϊνημα μαζικόσ παραγωγόσ, κϊπου ςτισ μεςοδυτικϋσ Πολιτεύεσ, ϋργο μαλακιςμϋνων χαρωπϔν Μεθοδιςτϔν, που ϋχουν ϐλοι τουσ φϊτςεσ μαςτϐρων και μυρύζουν ταμπϊκο Σςϋρι Μπλεντ. Πολϑ αμφιβϊλλω αν χρειαζϐταν ποτϋ κϊτι τϐςο μιαρϐ ϐςο η φαςύνα· ο Κύναν μϊλλον ϋκλεινε απλϔσ την πϐρτα και ϊνοιγε τουσ κρυφοϑσ ψεκαςτόρεσ μια φορϊ τη βδομϊδα. Σουσ πϋραςα ςτο καθιςτικϐ, ϊλλο ϋνα χϊρμα οφθαλμϔν. Προφανϔσ το εύχε φτιϊξει κϊποιοσ κουνιςτϐσ διακοςμητόσ, που ποτϋ δεν ξεπϋραςε την καψοϑρα του για τον Ϊρνεςτ Φϋμινγουεώ. Τπόρχε ϋνα πϋτρινο τζϊκι, μεγϊλο ςαν αςανςϋρ, ϋνα πελϔριο τραπϋζι απϐ ξϑλο τικ, ϋνα βαλςαμωμϋνο κεφϊλι ελαφιοϑ ςτον τούχο απϐ πϊνω κι ϋνα καροτςϊκι-μπαρ κϊτω απϐ ϋνα ρϊφι για ϐπλα, που όταν φορτωμϋνο με πρϔτησ τϊξεωσ πυροβϐλα. Η μουςικό ςτο ςτϋρεο εύχε ςταματόςει απϐ μϐνη τησ. Ϊδειξα με το πιςτϐλι μου τον καναπϋ. «Πιϊςτε απϐ μια ϊκρη ο καθϋνασ!» Κϊθιςαν, ο Κύναν δεξιϊ, ο Λοχύασ αριςτερϊ. Ο Λοχύασ φαινϐταν ακϐμα πιο μεγαλϐςωμοσ καθιςτϐσ. Μια ϊςχημη, ακανϐνιςτη ουλό αυλϊκωνε το κρανύο του, κϊτω απϐ τα κοντοκουρεμϋνα μαλλιϊ του. Σον υπολϐγιςα γϑρω ςτα εκατϐν εύκοςι κιλϊ κι αναρωτόθηκα γιατύ ϋνασ τϑποσ με το μϋγεθοσ και τη ςωματικό διϊπλαςη του Μϊικ Σϊιςον οδηγοϑςε Υολκςβϊγκεν. 821
Ωρπαξα μια καρϋκλα και την ϋςυρα πϊνω ςτο ςκατύ χαλύ του Κύναν, ϔςπου την ϋφερα απϋναντι κι ανϊμεςα τουσ. Κϊθιςα κι ακοϑμπηςα το 45ϊρι ςτο μηρϐ μου. Ο Κύναν το κούταξε ϐπωσ κοιτϊζει το πουλύ το φύδι. Ο Λοχύασ, απϐ την ϊλλη, κούταζε εμϋνα λεσ και όταν αυτϐσ το φύδι κι εγϔ το πουλύ. «Και τϔρα τι γύνεται;» ρϔτηςε. «Ασ μιλόςουμε για χϊρτεσ και λεφτϊ», εύπα εγϔ. «Δεν ξϋρω για τι πρϊγμα μιλϊσ», εύπε ο Λοχύασ. «Σο μϐνο που ξϋρω εύναι πωσ τα καλϊ παιδιϊ δεν παύζουν με πιςτϐλια». «Πϔσ εύναι ο Κϊπι Μακφϊρλαντ αυτϐ τον καιρϐ;» ρϔτηςα δόθεν αδιϊφορα. Ο Λοχύασ δεν τςύμπηςε, αλλϊ ο Κύναν δεν κρατόθηκε. «Ξϋρει. Ξϋρει!» Οι λϋξεισ πετϊχτηκαν απϐ το ςτϐμα του ςαν ςφαύρεσ. «Βοϑλως' το!» του εύπε ο Λοχύασ. «Βοϑλως' το το κωλϐςτομϊ ςου!» Ο Κύναν ϊφηςε ϋνα κλαψοϑριςμα. Αυτό την παραλλαγό ςτο ςενϊριο οϑτε που την εύχε φανταςτεύ ποτϋ του. Φαμογϋλαςα. «Δύκιο ϋχει. Λοχύα», εύπα. «Ξϋρω. χεδϐν τα πϊντα». «Ποιοσ εύςαι;» «Δε με ξϋρεισ. Υύλοσ του Μπϊρνεώ». «Ποιανοϑ Μπϊρνεώ;» ρϔτηςε αδιϊφορα ο Λοχύασ. «Σου Μπϊρνεώ Γουρλ, με τα γουρ-γουρ-γουρλωμϋνα μϊτια;» «Δεν όταν πεθαμϋνοσ, Λοχύα. ήχι εντελϔσ». Ο Λοχύασ ϋριξε ϋνα λοξϐ, δολοφονικϐ βλϋμμα ςτον Κύναν. Ο Κινϊν ρύγηςε κι ϊνοιξε το ςτϐμα του. «Μη μιλόςεισ», του εύπε ο Λοχύασ. «Λϋξη μη βγϊλεισ, θα ςου τςακύςω το ςβϋρκο ϋτςι και μιλόςεισ». Ο Κύναν ϋκλειςε απϐτομα το ςτϐμα του. Ο Λοχύασ κούταξε ξανϊ εμϋνα. «Σι ακριβϔσ ςημαύνει αυτϐ το ςχεδϐν;» 822
«ήλα, εκτϐσ απϐ τισ μικρολεπτομϋρειεσ. Ξϋρω για το θωρακιςμϋνο αυτοκύνητο. Για το νηςύ. Για τον Κϊπι Μακφϊρλαντ. Πϔσ εςϑ, ο Κύναν κι ϊλλο ϋνα τομϊρι που λϋγεται Σζϊγκερ φϊγατε τον Μπϊρνεώ. Και για το χϊρτη. Ξϋρω και γι’ αυτϐν». «Δεν εύναι ϋτςι ϐπωσ ςου τα εύπε», εύπε ο Λοχύασ. «Ετοιμαζϐταν να μασ καρφϔςει». «Αυτϐσ δεν όταν ικανϐσ να καρφϔςει οϑτε πρϐκα», εύπα εγϔ. «Ϊνα κορϐιδο όταν, που όξερε να οδηγεύ καλϊ». Ο Λοχύασ αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του· όταν ςαν να ϋβλεπεσ ϋνα μικρϐ ςειςμϐ. «ήπωσ θϋλεισ. Σελικϊ εύςαι ϐςο βλϊκασ φαύνεςαι». «Εύχα καταλϊβει απϐ το Μϊρτη ϐτι ο Μπϊρνεώ εύχε κϊτι ςτα ςκαριϊ. Απλϔσ δεν όξερα τι. Και ϑςτερα, ϋνα βρϊδυ βρϋθηκε με ϐπλο. Αυτϐ το ϐπλο. Πϔσ τον ψϊρεψεσ. Λοχύα;» «Απϐ ϋναν κοινϐ φύλο. Κϊποιον με τον οπούο εύχαν κϊνει μαζύ ςτη φυλακό, θϋλαμε ϋναν οδηγϐ που να ξϋρει καλϊ το Ανατολικϐ Μϋιν και την περιοχό του Μπαρ Φϊρμπορ. Ο Κύναν κι εγϔ πόγαμε και τον βρόκαμε. Σου τα εξηγόςαμε και του ϊρεςε». «Ϊκανα κι εγϔ φυλακό μαζύ του ςτο ανκ», εύπα. «Σον γοϑςταρα. Αδϑνατον να μην τον γοϑςταρεσ τον Μπϊρνεώ. Ϋταν βλϊκασ αλλϊ καλϐ παιδύ. Πιο πολϑ χρειαζϐταν κηδεμϐνα παρϊ ςυνεταύρο». «Ο Σζορτζ και ο Λϋνι», εύπε ο Λοχύασ, ρουθουνύζοντασ περιφρονητικϊ. «Φαύρομαι που πϋραςεσ το χρϐνο ςου ςτη ςτενό προςπαθϔντασ να βελτιϔςεισ το κουρκοϑτι που ϋχεισ για μυαλϐ, χρυςϐ μου», του εύπα. «Ο Μπϊρνεώ κι εγϔ εύχαμε βϊλει ςτο μϊτι μια τρϊπεζα ςτο Λιοϑιςτον. Βιαζϐταν, δεν περύμενε να καταςτρϔςω το ςχϋδιο. Σϔρα εύναι ςτο χϔμα». «Πολϑ λυπηρϐ», εύπε ο Λοχύασ. «ταμϊτα γιατύ βοϑρκωςα» . 823
όκωςα το ϐπλο κι ϋςτρεψα την κϊννη καταπϊνω του. Για λύγο ϋγινε αυτϐσ το πουλύ κι εγϔ το φύδι. «Ωλλη μια εξυπνϊδα και θα ςου φυτϋψω μια ωραύα ςφαύρα ςτο ςτομϊχι. Με πιςτεϑεισ;» Η γλϔςςα του κινόθηκε μϋςα ϋξω με αςτραπιαύα ταχϑτητα, ϋγλειψε το κϊτω χεύλι και ξαναχϔθηκε ςτη θϋςη τησ. Ϊγνεψε καταφατικϊ. Ο Κύναν εύχε κοκαλϔςει. Υαινϐταν ςαν να όθελε να ρευτεύ και δεν τολμοϑςε. «Μου εύπε πωσ όταν μεγϊλη δουλειϊ, μεγϊλη μπϊζα», ςυνϋχιςα. «Ϋταν το μϐνο που κατϊφερα να του αποςπϊςω. Ϊφυγε ςτισ τρεισ του Απρύλη. Δυο μϋρεσ αργϐτερα τϋςςερισ τϑποι χτϑπηςαν τη χρηματαποςτολό τησ ομοςπονδιακόσ τρϊπεζασ Πϐρτλαντ-Μπϊνγκορ λύγο ϋξω απϐ το Καρμϋλ. Νεκρού και οι τρεισ φρουρού. Οι εφημερύδεσ ϋγραψαν ϐτι οι ληςτϋσ ϋφυγαν με μια "πειραγμϋνη" Πλύμουθ, μοντϋλο του '78. Ο Μπϊρνεώ εύχε μια Πλύμουθ του '78 πϊνω ςε τϊκουσ και ςκεφτϐταν να την κϊνει κοτϋτςι. Πϊω ςτούχημα ϐτι ο Κύναν του ϋδωςε τα απαιτοϑμενα λεφτϊ για να τη μετατρϋψει ςε κϊτι καλϑτερο και πολϑ πιο γρόγορο». Κούταξα τον Κύναν. Η φϊτςα του όταν κύτρινη ςαν τυρύ. «Ϊξι ΜαϏου παύρνω μια κϊρτα με ςφραγύδα ταχυδρομεύου του Μπαρ Φϊρμπορ, αλλϊ αυτϐ δε λϋει τύποτα. Τπϊρχουν ντουζύνεσ νηςϊκια που ςτϋλνουν το ταχυδρομεύο μϋςω του Μπαρ Φϊρμπορ. Ϊνα ςκϊφοσ κϊνει το γϑρο των νηςιϔν και μαζεϑει τα γρϊμματα. Η κϊρτα που πόρα, ϋγραφε: "Η μαμϊ και οι υπϐλοιποι εύναι καλϊ, το μαγαζύ πϊει μια χαρϊ. θα ςε δω τον Ιοϑλιο". Τπογραφό εύχε το μεςαύο ϐνομα του Μπϊρνεώ. Νούκιαςα ϋνα εξοχικϐ ςτην ακτό, ϐπωσ εύχαμε κανονύςει. Μπαύνει ο Ιοϑλιοσ, βγαύνει ο Ιοϑλιοσ, πουθενϊ ο Μπϊρνεώ». «Πρϋπει να όςουν πολϑ καυλωμϋνοσ πια, ε, μικρϋ;» εύπε ο Λοχύασ. Μϊλλον όθελε να μου δεύξει πωσ δεν τον εύχα ξεγελϊςει. Σον κούταξα αδιϊφορα. «Ο Μπϊρνεώ εμφανύςτηκε αρχϋσ Αυγοϑςτου. Φϊρη ςτο φιλαρϊκο ςου τον Κύναν, Λοχύα. Ξϋχαςε 824
ϐτι το ςκϊφοσ εύχε βαλβύδα που αδειϊζει αυτϐματα τα νερϊ απϐ το αμπϊρι. Νϐμιςεσ πωσ η τςεκουριϊ θα το βοϑλιαζε ςτο πι και φι, ε, Κινϊν; ήπωσ νϐμιςεσ πωσ ο Μπϊρνεώ εύχε πεθϊνει. Εγϔ ϐμωσ ϊπλωνα κϊθε μϋρα μια κύτρινη κουβϋρτα ςτο Ακρωτόρι του Γϊλλου. Ϋταν ορατό απϐ μύλια μακριϊ. Εϑκολο ςημϊδι. Αλλϊ και πϊλι ο Μπϊρνεώ ςτϊθηκε τυχερϐσ». «Πολϑ τυχερϐσ», εύπε ο Λοχύασ, ςχεδϐν φτϑνοντασ τη λϋξη . «Ϊνα πρϊμα εύμαι περύεργοσ να μϊθω. Ϋξερε ο Μπϊρνεώ, πριν κϊνετε τη δουλειϊ, πωσ τα λεφτϊ θα όταν ϐλα καινοϑρια, οι αριθμού τουσ ϐλοι καταγραμμϋνοι; ήτι δε θα μποροϑςατε οϑτε καν να τα πουλόςετε ςε λαθρϋμπορο ςτισ Μπαχϊμεσ για τρύα τϋςςερα χρϐνια μετϊ;» «Σο όξερε», βρυχόθηκε ο Λοχύασ και, προσ μεγϊλη μου ϋκπληξη, τον πύςτεψα. «Και ϐτι δε θα δοκιμϊζαμε να πουλόςουμε λαθραύα το παραδϊκι. Κι αυτϐ το όξερε. Μπορεύ να υπολϐγιζε ς' αυτό τη δουλειϊ του Λιοϑιςτον, που ανϋφερεσ, για ζεςτϐ χρόμα. Αλλϊ, ϊςχετα με το τι υπολϐγιζε, όξερε πϔσ όταν τα πρϊγματα και εύχε πει ϐτι δεν τον πεύραζε. Γιατύ ϐχι, διϊβολε; Ακϐμη κι αν περιμϋναμε δϋκα χρϐνια ϔςπου να μοιρϊςουμε το παραδϊκι. Σι όταν δϋκα χρϐνια για ϋναν πιτςιρικϊ ςαν τον Μπϊρνεώ; Σύποτα, θα όταν μϐλισ τριϊντα πϋντε χρονϔν. Εγϔ θα όμουν εξόντα ενϐσ». «Και ο Κϊπι Μακφϊρλαντ; Ϋξερε και γι’ αυτϐν ο Μπϊρνεώ;» «Ναι. Ο Κϊπι όταν μϋςα ςτη ςυμφωνύα. Καλϐσ ϊνθρωποσ. Επαγγελματύασ. Ϊπαθε καρκύνο πϋρυςι. Δε ςόκωνε εγχεύρηςη. Και μου χρωςτοϑςε χϊρη». «Οπϐτε πόγατε και οι τϋςςερισ ςτο νηςϊκι του Κϊπι», ςυμπλόρωςα εγϔ. «Ϊνα χαμϋνο ερημονόςι που το λϋνε Κϊρμενσ Υϐλι. Ο Κϊπι ϋθαψε τα λεφτϊ κι ϋφτιαξε ϋνα χϊρτη». «Αυτϐ όταν ιδϋα του Σζϊγκερ», εύπε ο Λοχύασ. «Δε θϋλαμε να μοιρϊςουμε ςημαδεμϋνο χρόμα —όταν μεγϊλοσ πειραςμϐσ. 825
Οϑτε και θϋλαμε ϐμωσ ν' αφόςουμε ϐλη την μπϊζα ςτα χϋρια ενϐσ. Ο Κϊπι Μακφϊρλαντ όταν η ιδανικό λϑςη». «Πεσ μου για το χϊρτη». «Σο όξερα πωσ θα καταλόγαμε εκεύ», εύπε ο Λοχύασ μ' ϋνα παγερϐ χαμϐγελο. «Μην του πεισ!» φϔναξε βραχνϊ ο Κύναν. Ο Λοχύασ γϑριςε και του ϋριξε ϋνα βλϋμμα που θα ϋλιωνε ατςϊλινη μπϊρα. «κϊςε! Δεν μπορϔ οϑτε να πω ψϋματα οϑτε να μη βγϊλω λϋξη χϊρη ς' εςϋνα. Ξϋρεισ τι εϑχομαι, Κύναν; Να μην προλϊβεισ να δεισ τον καινοϑριο αιϔνα». «Σο ϐνομα ςου εύναι ς' ϋνα γρϊμμα», εύπε με μια ανϊςα ο Κύναν. «Να το ξϋρεισ. Αν μου ςυμβεύ τύποτα, το ϐνομα ςου εύναι γραμμϋνο!» «Ο Κϊπι ϋφτιαξε ϋναν πολϑ καλϐ χϊρτη», εύπε ο Λοχύασ, λεσ και ο Κύναν δεν υπόρχε. «Εύχε πϊρει μαθόματα ςχεδύου ςτην Σζϐλιετ . Σον ϋκοψε ςτα τϋςςερα. Απϐ ϋνα κομμϊτι για τον καθϋνα μασ. θα ξαναςυναντιϐμαςτε πϋντε χρϐνια αργϐτερα, ςτισ τϋςςερισ Ιουλύου. Να το ςυζητόςουμε. Ν' αποφαςύςουμε τϐτε αν θα περιμϋναμε ϊλλα πϋντε χρϐνια ό αν θα ενϔναμε αμϋςωσ τα κομμϊτια του χϊρτη. Αλλϊ παρουςιϊςτηκαν προβλόματα». «Ναι», εύπα. «Μπορεύσ να το πεισ κι ϋτςι». «Αν αυτϐ ςε κϊνει να νιϔςεισ καλϑτερα, όταν δουλειϊ του Κύναν. Δεν ξϋρω αν ο Μπϊρνεώ τα εύχε κϊνει πλακϊκια μαζύ του. Πϊντωσ, ϐταν ο Σζϊγκερ κι εγϔ φϑγαμε με τη βϊρκα του Κϊπι, ο Μπϊρνεώ όταν καλϊ». «Εύςαι ψεϑτησ!» κλαψοϑριςε ο Κύναν. «Ποιοσ ϋχει δυο κομμϊτια του χϊρτη ςτο εντοιχιςμϋνο χρηματοκιβϔτιο του;» τον προκϊλεςε ο Λοχύασ. «Εςϑ δεν τα ϋχεισ, αγϊπη μου;» Κούταξε πϊλι εμϋνα.
Υυλακό των ΗΠΑ. (.τ.Μ.)
826
«Και πϊλι δεν πεύραζε. Ο μιςϐσ χϊρτησ δεν όταν αρκετϐσ. Να ςου πω τϔρα ϐτι εγϔ θα προτιμοϑςα μοιραςιϊ ςτα τϋςςερα αντύ για μοιραςιϊ ςτα τρύα; Δε θα το πύςτευεσ ακϐμη κι αν όταν αλόθεια. Και μετϊ τι νομύζεισ πωσ ϋγινε; Με παύρνει τηλϋφωνο ο Κύναν. Μου λϋει πωσ πρϋπει να μιλόςουμε. Σο περύμενα. Κι απ' ϐ,τι φαύνεται το περύμενεσ κι εςϑ». Ϊγνεψα καταφατικϊ. Πιο εϑκολα εύχα εντοπύςει τον Κύναν απ' ϐ,τι τον Λοχύα, που φρϐντιζε να μη φαύνεται και να μην ακοϑγεται, θα τον εύχα εντοπύςει κι αυτϐν τελικϊ, υποθϋτω, αλλϊ όμουν ςύγουροσ πωσ δε χρειαζϐταν. ήςοι, ταιριϊζουν ςυμπεθεριϊζουν... και οι ςυμπϋθεροι ϋχουν μια τϊςη να ςυναντιοϑνται κϊθε τϐςο. «Μου εύπε φυςικϊ», ςυνϋχιςε ο Λοχύασ, «να μη μου μπουν πονηρϋσ ιδϋεσ. Ϊκανε, λϋει, μια καλό αςφϊλεια ζωόσ. Ϊγραψε τ' ϐνομα μου ςε μια επιςτολό που την ϋχει ο δικηγϐροσ του και που θα ανοιχτεύ μϐνο ςε περύπτωςη θανϊτου του. Η ιδϋα του όταν ϐτι εμεύσ οι δυο ύςωσ μποροϑςαμε να βροϑμε ποϑ εύχε θϊψει ο Κϊπι τα λεφτϊ, ενϔνοντασ τα τρύα κομμϊτια του χϊρτη που εύχαμε ςτα χϋρια μασ». «Και να τα μοιραςτεύτε μιςϊ μιςϊ», εύπα εγϔ. Ο Λοχύασ ϋγνεψε καταφατικϊ. Σο πρϐςωπο του Κύναν όταν ςαν φεγγϊρι που αρμϋνιζε ςτο μαϑρο ουρανϐ του τρϐμου. «Ποϑ εύναι το χρηματοκιβϔτιο;» τον ρϔτηςα. Ο Κύναν δεν εύπε τύποτα. Εύχα δουλϋψει λύγο το 45ϊρι. Ϋταν καλϐ ϐπλο. Σο γοϑςταρα. Φοϑφτωςα τη λαβό με τα δυο χϋρια και φϑτεψα μια ςφαύρα ςτο χϋρι του Κύναν, λύγο κϊτω απϐ τον αριςτερϐ αγκϔνα. Ο Λοχύασ ϋμεινε απαθόσ. Ο Κύναν ϋπεςε απϐ τον καναπϋ και κουλουριϊςτηκε ςτο πϊτωμα, ουρλιϊζοντασ και ςφύγγοντασ το χϋρι του. «Σο χρηματοκιβϔτιο», εύπα. 827
Ο Κύναν ςυνϋχιςε την κλϊψα. «Θα ςε πυροβολόςω ςτο γϐνατο», του εύπα. «Δεν ϋχω προςωπικό πεύρα, αλλϊ μου ϋχουν πει ϐτι πονϊει ςαν διϊολοσ». «Ο πύνακασ», εύπε βογκϔντασ. «Ο Βαν Γκογκ. Μη με πυροβολόςεισ ξανϊ, εντϊξει;» Με κούταξε χαμογελϔντασ ϋντρομοσ. Ϊκανα νϐημα ςτον Λοχύα με το πιςτϐλι. «τον τούχο. Με τη μοϑρη». Ο Λοχύασ ςηκϔθηκε και ςτϊθηκε φϊτςα ςτον τούχο, με τα χϋρια κρεμαςμϋνα ςτα πλευρϊ του. «Εςϑ τϔρα», εύπα ςτον Κύναν. «Πόγαινε ϊνοιξε το χρηματοκιβϔτιο». «Θα πεθϊνω απϐ αιμορραγύα», κλαψοϑριςε ο Κύναν. Πόγα απϐ πϊνω του κι ϋςυρα το ςαρανταπεντϊρι ςτο μϊγουλο του, γδϋρνοντασ του το δϋρμα. «Σϔρα αιμορραγεύσ», του εύπα. «Πόγαινε ϊνοιξε το χρηματοκιβϔτιο μη χϊςεισ κι ϊλλο αύμα». Ο Κύναν ςηκϔθηκε, κρατϔντασ το χτυπημϋνο χϋρι του και μουρμουρύζοντασ αςυναρτηςύεσ. Ξεκρϋμαςε τον πύνακα με το γερϐ του χϋρι κι αποκαλϑφθηκε ϋνα γκρύζο, εντοιχιςμϋνο χρηματοκιβϔτιο. Μου ϋριξε μια ϋντρομη ματιϊ και ςχημϊτιςε τα νοϑμερα του ςυνδυαςμοϑ. Δυο φορϋσ τα μπϋρδεψε και τα ξανϊπιαςε απϐ την αρχό. Με την τρύτη το ϊνοιξε. Μϋςα όταν κϊτι ϋγγραφα και δυο μϊτςα χαρτονομύςματα. Ϊχωςε το χϋρι του ςτο· βϊθοσ, ψαχοϑλεψε και τελικϊ ϋβγαλε ϋξω δυο τετρϊγωνα κομμϊτια χαρτύ, περύπου εφτϊμιςι πϐντουσ φϊρδοσ η κϊθε πλευρϊ. Δεν εύχα ςκοπϐ να τον ςκοτϔςω, τ' ορκύζομαι. χεδύαζα να τον δϋςω και να τον παρατόςω ϋτςι. Ϋταν ςχετικϊ ακύνδυνοσ. Η καμαριϋρα θα τον ϋβριςκε ϐταν θα γϑριζε απϐ το παρτϊκι τησ ό απ' ϐπου αλλοϑ εύχε πϊει και ο Κύναν δε θα τολμοϑςε να ξεμυτύςει απϐ το ςπύτι για μια βδομϊδα τουλϊχιςτον. Αλλϊ τα 828
πρϊγματα όταν ϐπωσ τα εύχε πει ο Λοχύασ. Ο Κύναν εύχε ϐντωσ δυο κομμϊτια. Και το ϋνα εύχε βαφτεύ με αύμα. Σον πυροβϐληςα πϊλι, ϐχι ςτο χϋρι αυτό τη φορϊ. ωριϊςτηκε ςαν ϊδειο ςακύ. Ο Λοχύασ οϑτε που ςϊλεψε. «Δε ςε κορϐιδευα, ξϋρεισ. Ο Κύναν ϋφαγε το φύλο ςου. Ϋταν και οι δυο εραςιτϋχνεσ. Οι εραςιτϋχνεσ εύναι βλϊκεσ». Δεν απϊντηςα. Κούταξα μϐνο τα δυο κομμϊτια του χϊρτη πριν τα χϔςω ςτην τςϋπη μου. Κανϋνα δεν εύχε επϊνω του το Φ που δεύχνει το ςημεύο του θηςαυροϑ. «Σι κϊνουμε τϔρα;» ρϔτηςε ο Λοχύασ. «Πϊμε ςπύτι ςου». «Σι ςε κϊνεισ να πιςτεϑεισ ϐτι ϋχω εκεύ το κομμϊτι του χϊρτη;» «Δεν ξϋρω. Σηλεπϊθεια, ύςωσ. Εξϊλλου, αν δεν εύναι εκεύ, θα πϊμε ϐπου εύναι. Δε βιϊζομαι». «Ϊχεισ απαντόςεισ για ϐλα, ε;» «Πϊμε». Γυρύςαμε ςτο γκαρϊζ. Κϊθιςα ςτο πύςω κϊθιςμα του Υολκςβϊγκεν, πύςω απϐ τη μεριϊ του ςυνοδηγοϑ. Σο αυτοκύνητο όταν τϐςο μικρϐ και ο Λοχύασ τϋτοιο βουβϊλι, που η πιθανϐτητα να επιχειρόςει να με αιφνιδιϊςει θα όταν το αςτεύο τησ χρονιϊσ. Μϐνο για να ςτρύψει θα χρειαζϐταν πϋντε λεπτϊ. ε δυο λεπτϊ βριςκϐμαςτε όδη ςτο δρϐμο. Ϊπεφταν μεγϊλεσ, τεμπϋλικεσ νιφϊδεσ που κολλοϑςαν ςτο παρμπρύζ κι ϋλιωναν αμϋςωσ μϐλισ ακουμποϑςαν ςτην ϊςφαλτο. Ο δρϐμοσ γλιςτροϑςε, αλλϊ ευτυχϔσ εύχε ελϊχιςτη κύνηςη. Μετϊ απϐ ϋνα μιςϊωρο ςτην Εθνικό 10, ςτρύψαμε ς' ϋνα μικρϐτερο δρϐμο. Δεκαπϋντε λεπτϊ αργϐτερα πόραμε ϋνα χωματϐδρομο με ύχνη απϐ τροχοϑσ, περιςτοιχιςμϋνο απϐ πεϑκα παςπαλιςμϋνα με χιϐνι. Σρύα χιλιϐμετρα παρακϊτω ςτρύψαμε ς' ϋνα μονοπϊτι γεμϊτο ςκουπύδια. 829
την περιοριςμϋνη δϋςμη των προβολϋων του Υολκςβϊγκεν διϋκρινα μϋςα ςτο δϊςοσ ϋνα ετοιμϐρροπο καλυβϊκι με μπαλωμϋνη ςτϋγη και μια ςαραβαλιαςμϋνη κεραύα τηλεϐραςησ. ε μια ρεματιϊ ςτ' αριςτερϊ εύδα μια παλιϊ Υορντ, μιςοςκεπαςμϋνη απϐ το χιϐνι. την πύςω αυλό υπόρχε μια αποθόκη κι ϋνασ ςωρϐσ απϐ λϊςτιχα αυτοκινότων. Σο Κρηςφϑγετο του Φερνϊντο. «Καλϔσ ϐριςεσ ςτο αρχοντικϐ μου», εύπε ο Λοχύασ κι ϋςβηςε τη μηχανό. «Αν εύναι παγύδα, θα ςε ςκοτϔςω». Σο ςϔμα του γϋμιζε τα τρύα τϋταρτα του μπροςτινοϑ χϔρου του Υολκςβϊγκεν. «Σο ξϋρω», μου εύπε. «Κατϋβα». Πόγαμε ςτην πϐρτα τησ καλϑβασ, με τον Λοχύα μπροςτϊ. «Ωνοιξε την», του εύπα. «Και μεύνε ακύνητοσ». Ωνοιξε την πϐρτα κι ϋμεινε ακύνητοσ. Ϊμεινα κι εγϔ. ταθόκαμε ϋτςι τρύα ολϐκληρα λεπτϊ και δεν ϋγινε τύποτα. Σο μϐνο που ςϊλευε όταν ϋνασ χοντρϐσ, γκρύζοσ ςκύουροσ, που εύχε ϋρθει ωσ τα μιςϊ τησ αυλόσ και μασ ϋβριζε ςτη γλϔςςα των τρωκτικϔν. «Εντϊξει», εύπα τελικϊ. «Πϊμε μϋςα». ήπωσ το περύμενα, όταν ςωςτϐ κουμϊςι. Ϊνασ και μοναδικϐσ γλϐμποσ των εξόντα βατ ςκϐρπιζε ϋνα αςθενικϐ φωσ, αφόνοντασ μεγϊλεσ ςκιϋσ ςαν πειναςμϋνεσ νυχτερύδεσ ςτισ γωνύεσ. Εφημερύδεσ όταν πεταμϋνεσ εδϔ κι εκεύ. ' ϋνα χαλαρϐ μπουγαδϐςκοινο ςτϋγνωναν κϊτι ροϑχα. τη μια γωνύα όταν ςτημϋνη μια αρχαύα τηλεϐραςη Ζενύθ. την απϋναντι γωνύα όταν ϋνασ ςαραβαλιαςμϋνοσ νεροχϑτησ και παραδύπλα, ξεκϊρφωτη, μια μιςοςκουριαςμϋνη μπανιϋρα με μεταλλικϊ πϐδια. Οι κυρύαρχεσ μυρωδιϋσ όταν ποδαρύλα, κλανιϊ και τςύλι. «Κακϐ πρϊμα η φτϔχεια», εύπε ο Λοχύασ. 830
θα μποροϑςα να διαφωνόςω, αλλϊ δεν το ϋκανα. «Ποϑ εύναι το κομμϊτι του χϊρτη;» «την κρεβατοκϊμαρα». «Πϊμε να το πϊρουμε». «ήχι ακϐμα». Ο Λοχύασ ςτρϊφηκε αργϊ και το γρανιτϋνιο μοϑτρο του ϋγινε ακϐμα πιο ςκληρϐ, «θϋλω το λϐγο ςου ϐτι δε θα με ςκοτϔςεισ μϐλισ το πϊρεισ». «Και πϔσ θα με πεύςεισ να τον κρατόςω;» «Δεν ξϋρω, γαμϔ το! Απλϔσ ελπύζω ϐτι δεν τα ϋκανεσ ϐλα αυτϊ μϐνο για τα λεφτϊ. Αν όταν ο Μπϊρνεώ... Αν όθελεσ να καθαρύςεισ για το φύλο ςου, καθϊριςεσ. Ο Κύναν τον ϋβγαλε απϐ τη μϋςη και τϔρα ο Κύναν εύναι νεκρϐσ. Αν θϋλεισ και το κομπϐδεμα, χϊριςμα ςου. Σρύα κομμϊτια του χϊρτη ύςωσ εύναι αρκετϊ και ϋχεισ δύκιο· το δικϐ μου ϋχει ϋνα μεγϊλο Φ επϊνω. Δε θα το πϊρεισ, ϐμωσ, αν δε μου δϔςεισ κϊτι ςε αντϊλλαγμα: τη ζωό μου». «Και πϔσ θα ξϋρω ϐτι δε θα με κυνηγόςεισ μετϊ;» «Θα ςε κυνηγόςω, μικρϋ», εύπε όρεμα ο Λοχύασ. Γϋλαςα. «Εντϊξει. Δϔςε τη διεϑθυνςη του Σζϊγκερ κι ϋχεισ το λϐγο μου. θα τον κρατόςω». Ο Λοχύασ κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του. «Μη δοκιμϊςεισ να παύξεισ με τον Σζϊγκερ, φύλε, θα ςε φϊει ζωντανϐ». Εύχα κατεβϊςει λύγο το 45ϊρι. Σον ςημϊδεψα ξανϊ. «Εντϊξει. Εύναι ςτο Κϐλμαν, ςτη Μαςαχουςϋτη. ' ϋνα περύπτερο του ςκι. ου φτϊνουν αυτϊ;» «Ναι. Δϔςε μου το κομμϊτι ςου τϔρα». Ο Λοχύασ με κούταξε ακϐμα μια φορϊ, απϐ την κορυφό ωσ τα νϑχια. ίςτερα κοϑνηςε το κεφϊλι. Μπόκαμε ςτο υπνοδωμϊτιο. Κι ϊλλη αποικιακό γοητεύα. Σο λερωμϋνο ςτρϔμα ςτο πϊτωμα όταν γεμϊτο απϐ περιοδικϊ με γυμνϋσ και οι τούχοι όταν καλυμμϋνοι με φωτογραφύεσ γυναικϔν που φοροϑςαν μϐνο λϊδι 831
μαυρύςματοσ. Μια ματιϊ να ϋριχνε ς' αυτϐ το δωμϊτιο η δϐκτωρ Ρουθ , θα εύχε εκραγεύ το κεφϊλι τησ. Ο Λοχύασ δε δύςταςε. Ϊπιαςε τη λϊμπα του κομοδύνου, τη γϑριςε ανϊποδα και παςπϊτεψε τη βϊςη τησ. Σο δικϐ του κομμϊτι του χϊρτη όταν ϋνα μικρϐ ρολϐ ςτο εςωτερικϐ τησ· το τρϊβηξε χωρύσ να πει λϋξη. «Πϋταξε το», τον πρϐςταξα. Ο Λοχύασ χαμογϋλαςε αχνϊ. «Ξϋρεισ να φυλϊγεςαι». «Δε βγόκα ποτϋ χαμϋνοσ. Δϔς' το μου Λοχύα». Μου το πϋταξε. «Ανεμομαζϔματα, διαβολοςκορπύςματα», εύπε. «Θα κρατόςω το λϐγο μου», του εύπα. «Να θεωρεύσ τον εαυτϐ ςου τυχερϐ. Πϊμε πύςω ςτο ϊλλο δωμϊτιο». Κϊτι ϊςτραψε ςτα μϊτια του. «Σι θα κϊνεισ;» «Θα φροντύςω να μεύνεισ όςυχοσ για ϋνα διϊςτημα. Προχϔρα». Μπόκαμε ςτο κεντρικϐ δωμϊτιο ςβϋλτα, ο ϋνασ πύςω απϐ τον ϊλλο. Ο Λοχύασ ςτϊθηκε κϊτω απϐ το γυμνϐ γλϐμπο, με την πλϊτη προσ τα εμϋνα, τουσ ϔμουσ γερτοϑσ, περιμϋνοντασ το χτϑπημα με τη λαβό που θα τον ζαβλϊκωνε προςωρινϊ. Εύχα ςηκϔςει όδη το πιςτϐλι να τον κοπανόςω, ϐταν ϋςβηςε το φωσ. Η καλϑβα βυθύςτηκε μεμιϊσ ςε μαϑρο ςκοτϊδι. Ϊκανα βουτιϊ προσ τα δεξιϊ. Ο Λοχύασ εύχε όδη γύνει καπνϐσ. Ωκουςα το τρύξιμο των εφημερύδων καθϔσ ϋκανε βουτιϊ ςτο πϊτωμα. ίςτερα ςιωπό. Απϐλυτη και αδιατϊρακτη . Περύμενα να ςυνηθύςουν τα μϊτια μου ςτο ςκοτϊδι, αλλϊ κι ϐταν ςυνόθιςαν δε με βοόθηςαν καθϐλου. Ϋταν ςαν να βριςκϐμουν νϑχτα ςε νεκροταφεύο γεμϊτο ταφϐπετρεσ. Και ο Λοχύασ όξερε την καθεμιϊ απ' αυτϋσ.
Γνωςτό Αμερικανύδα ςεξολϐγοσ. (.τ.Μ.)
832
Ϋξερα αρκετϊ για τον Λοχύα· δε δυςκολεϑτηκα να μαζϋψω πληροφορύεσ. Ϋταν ςτο Βιετνϊμ με τουσ Πραςινοςκοϑφηδεσ και κανϋνασ δε θυμϐταν πια το πραγματικϐ του ϐνομα. Ϋταν απλϔσ ο Λοχύασ· τερϊςτιοσ, φονικϐσ κι αδύςτακτοσ. Κϊπου μϋςα ςτο ςκοτϊδι ετοιμαζϐταν να μου ριχτεύ. Πρϋπει να όξερε το δωμϊτιο απϋξω κι ανακατωτϊ, γιατύ δεν ϋκανε τον παραμικρϐ θϐρυβο. Δεν ακοϑςτηκε τύποτε· οϑτε ϋνα τρύξιμο ςανύδασ οϑτε ϋνα ςοϑρςιμο ποδιοϑ. ήμωσ, τον ϋνιωθα να ζυγϔνει ϐλο και πιο κοντϊ, να με ςτριμϔχνει απϐ τ' αριςτερϊ ό απϐ τα δεξιϊ ό μπορεύ κι απϐ μπροςτϊ, ριςκϊροντασ ϋναν αιφνιδιαςμϐ. Η λαβό του πιςτολιοϑ γλιςτροϑςε απϐ τον ιδρϔτα του χεριοϑ μου και ζορύςτηκα πολϑ να κρατηθϔ και να μην αρχύςω να ρύχνω ςτα τυφλϊ. Ϋξερα ϐτι εύχα ςτην τςϋπη μου τα τρύα τϋταρτα τησ πύτασ. Δεν αναρωτόθηκα γιατύ ϋςβηςαν τα φϔτα. ήχι ωσ τη ςτιγμό που η φωτεινό δϋςμη ενϐσ ιςχυροϑ φακοϑ μπόκε απϐ το παρϊθυρο και ςϊρωςε το πϊτωμα πϋφτοντασ ςυμπτωματικϊ πϊνω ςτον Λοχύα, που βριςκϐταν μιςοςκυμμϋνοσ ςχεδϐν ενϊμιςι μϋτρο ςτ' αριςτερϊ μου. Σα μϊτια του ϊςτραψαν ςτο δυνατϐ φωσ, πρϊςινα, ςαν μϊτια γϊτασ. το δεξύ του χϋρι κρατοϑςε ϋνα ξυρϊφι κι αμϋςωσ θυμόθηκα πϔσ γλύςτρηςε το χϋρι του ςτα πϋτα του ςακακιοϑ του, ςτα ςκαλιϊ του ςπιτιοϑ του Κύναν. Ο Λοχύασ εύπε μϐνο μια λϋξη προσ τη μεριϊ του φακοϑ. «Σζϊγκερ;» Δεν ξϋρω ποιοσ τον πϋτυχε πρϔτοσ. Ϊνα πιςτϐλι μεγϊλου διαμετρόματοσ εκπυρςοκρϐτηςε μια φορϊ κι εγϔ πϊτηςα δυο φορϋσ τη ςκανδϊλη του ϐπλου του Μπϊρνεώ —καθαρϐ αντανακλαςτικϐ. Ο Λοχύασ τινϊχτηκε προσ τα πύςω με τϋτοια δϑναμη, που ςχεδϐν ϋςκαςε πϊνω ςτον τούχο. Ο φακϐσ ϋςβηςε. 833
Ϊριξα ϊλλη μια ςφαύρα προσ το παρϊθυρο, αλλϊ χτϑπηςα ςκϋτο γυαλύ. Πεςμϋνοσ με το πλευρϐ ςτο πϊτωμα, ςτο ςκοτϊδι και πϊλι, ςυνειδητοπούηςα ϐτι δεν όμουν ο μϐνοσ που περύμενε να κυριεϑςει πϊλι η απληςτύα τον Κινϊν. Περύμενε και ο Σζϊγκερ. Και, παρ' ϐλο που εύχα μπϐλικα πυρομαχικϊ ςτο αυτοκύνητο, ςτο ϐπλο μου εύχε απομεύνει μϐνο μια ςφαύρα. Μη δοκιμϊςεισ να παύξεισ με τον Σζϊγκερ, φύλε, μου εύχε πει ο Λοχύασ, θα ςε φϊει ζωντανϐ. Σϔρα εύχα μια ιδϋα του δωματύου. ηκϔθηκα και ϋτρεξα ςκυφτϐσ ωσ απϋναντι, δραςκελϔντασ τα τεντωμϋνα πϐδια του Λοχύα. Φϔθηκα ςτην μπανιϋρα και ςόκωςα το κεφϊλι μου ύςα για να βλϋπω απϐ το χεύλοσ τησ. Δεν ακουγϐταν τύποτα, τύποτε απολϑτωσ. Ο πϊτοσ τησ μπανιϋρασ όταν ανϔμαλοσ, το ςμϊλτο χιλιοςπαςμϋνο. Περύμενα. Πϋραςαν γϑρω ςτα πϋντε λεπτϊ. Μου φϊνηκαν ςαν πϋντε ϔρεσ. Σϐτε, ο φακϐσ ϊναψε πϊλι, ςτο παρϊθυρο τησ κρεβατοκϊμαρασ αυτό τη φορϊ. Ϊςκυψα το κεφϊλι μου, ϐταν το φωσ πϋραςε απϐ την ανοιχτό ενδιϊμεςη πϐρτα. Ϊκανε μια γρόγορη γϑρα κι ϋςβηςε ξανϊ. Πϊλι ςιωπό. Παρατεταμϋνη, δυνατό ςιωπό. τη βρϐμικη επιφϊνεια τησ πορςελϊνινησ μπανιϋρασ του Λοχύα τα ξαναεύδα ϐλα. Σον Κινϊν να χαμογελϊει απελπιςμϋνοσ. Σον Μπϊρνεώ με την τρϑπα ςτην κοιλιϊ, αριςτερϊ απϐ τον αφαλϐ του, γεμϊτη πηγμϋνο αύμα. Σον Λοχύα κοκαλωμϋνο μϋςα ςτη δϋςμη του φωτϐσ, να κρατϊει το ξυρϊφι με το δεύκτη και τον αντύχειρα ςαν επαγγελματύασ. Σον Σζϊγκερ μια ςκοϑρα ςκιϊ χωρύσ πρϐςωπο. Κι εμϋνα. Σο πϋμπτο τϋταρτο. Ωξαφνα ακοϑςτηκε μια φωνό, ακριβϔσ ϋξω απϐ την πϐρτα. Ϋταν απαλό και καλλιεργημϋνη, ςχεδϐν γυναικωτό, αλλϊ ϐχι αδϑναμη. Αντύθετα, ακουγϐταν ικανό και φονικό ςαν διϊολοσ. «Ε, κοϑκλε!» 834
Δε μύληςα. Δε θα του ϊνοιγα γραμμό πριν δοκιμϊςει κϊμποςα νοϑμερα. ήταν ξαναμύληςε, η φωνό του ακοϑςτηκε απϐ το παρϊθυρο. «Θα ςε ςκοτϔςω, κοϑκλε. Ϋρθα να ςκοτϔςω τουσ ϊλλουσ δυο, αλλϊ τουσ κατϊφερεσ μια χαρϊ». ιωπό, καθϔσ ϊλλαζε γι’ ϊλλη μια φορϊ θϋςη. ήταν ξανακοϑςτηκε, όταν απϐ το παρϊθυρο ακριβϔσ πϊνω απϐ το κεφϊλι μου —αυτϐ που όταν πϊνω απϐ την μπανιϋρα. Μου ανϋβηκε το ςτομϊχι ςτο ςτϐμα. Αν ϊναβε το φακϐ τϔρα... «Δε μασ χρειϊζεται πϋμπτοσ», εύπε ο Σζϊγκερ. «Λυπϊμαι». άςα που τον ϊκουςα να μετακινεύται ςτην επϐμενη θϋςη του. Κατϋληξε πϊλι ςτην πϐρτα. «Ϊχω το δικϐ μου τϋταρτο ςτην τςϋπη μου. θϋλεισ να ϋρθεισ να το πϊρεισ;» Ϊνιωςα μια τρελό ανϊγκη να βόξω, αλλϊ κρατόθηκα. «Ϊλα να το πϊρεισ, κοϑκλε». Η φωνό του όταν κοροώδευτικό. «Ϊχω ολϐκληρη την πύτα. Ϊλα να την πϊρεισ». Δε μου χρειαζϐταν και υποθϋτω ϐτι το όξερε. Εγϔ εύχα το καλϐ χαρτύ. Μποροϑςα να βρω τα λεφτϊ. Με το μοναδικϐ του τϋταρτο, ο Σζϊγκερ δεν εύχε καμιϊ πιθανϐτητα. Αυτό τη φορϊ η ςιωπό κρϊτηςε πολϑ. Μιςό ϔρα, μια ϔρα, για πϊντα. Εύχα πιαςτεύ ολϐκληροσ. Ϊξω ο αϋρασ δυνϊμωνε και δεν ακουγϐταν τύποτ' ϊλλο απϐ το χιϐνι που ϋπεφτε με δϑναμη ςτουσ τούχουσ. Ϊκανε δυνατϐ κρϑο. Οι ϊκρεσ των δαχτϑλων μου εύχαν μουδιϊςει. Και τϐτε, γϑρω ςτη μύα και μιςό, ακοϑςτηκε ϋνα ανατριχιαςτικϐ ςοϑρςιμο, ςαν ποντικϐσ ςτο ςκοτϊδι. Μου κϐπηκε η ανϊςα. Ο Σζϊγκερ εύχε μπει μϋςα με κϊποιο τρϐπο. Ϋταν ςτη μϋςη του δωματύου τϔρα και... ίςτερα κατϊλαβα. Η νεκρικό ακαμψύα, που λϐγω του κρϑου εύχε ϋρθει νωρύτερα απϐ την ϔρα τησ, ϋκανε τον Λοχύα να ςαλϋψει για τελευταύα φορϊ. Αυτϐ όταν ϐλο. Φαλϊρωςα κϊπωσ. 835
Και τϐτε όταν που ϊνοιξε η πϐρτα με πϊταγο και ϐρμηςε μϋςα ο Σζϊγκερ, ςαν φϊνταςμα, κϐντρα ς' ϋνα ςεντϐνι χιονιοϑ, ψηλϐσ, κρεμανταλϊσ, με πϐδια ςαν καλϊμια. Η ςφαύρα που ϋριξα του ϊνοιξε μια τρϑπα ςτο κεφϊλι. Αλλϊ ςτη φευγαλϋα λϊμψη του πυροβολιςμοϑ εύδα ϐτι δεν όταν παρϊ ϋνα ςκιϊχτρο χωρύσ πρϐςωπο, ντυμϋνο με παντελϐνι και πουκϊμιςο, κουρϋλια που εύχε πετϊξει κϊποιοσ αγρϐτησ. Σο πϊνινο κεφϊλι ξεκϐλληςε μϐλισ το ςκουπϐξυλο που εύχε για λαιμϐ χτϑπηςε το πϊτωμα. Και ϑςτερα ο Σζϊγκερ ϊρχιςε να μου ρύχνει. Κρατοϑςε ημιαυτϐματο πιςτϐλι και τα τοιχϔματα τησ μπανιϋρασ λειτουργοϑςαν ςαν ηχεύο ενϐσ πελϔριου τϑμπανου. Κομμϊτια ςμϊλτου τινϊχτηκαν ψηλϊ, αναπόδηςαν ςτον τούχο και με χτϑπηςαν ςτο πρϐςωπο. κλόθρεσ κι ϋνασ καυτϐσ κϊλυκασ με ϋλουςαν ςαν βροχό. Ο Σζϊγκερ πϋραςε καινοϑριο γεμιςτόρα, αποφαςιςμϋνοσ να μην εγκαταλεύψει, θα με ςκϐτωνε μϋςα ςτην μπανιϋρα, ςαν ψϊρι ςε βαρϋλι. Οϑτε το κεφϊλι μου θα προλϊβαινα να βγϊλω ϋξω. Με ϋςωςε ο Λοχύασ. Ο Σζϊγκερ ςκϐνταψε ςτο ϋνα απϐ τα μεγϊλα πϐδια του, παραπϊτηςε και φϑτεψε τισ ςφαύρεσ του ςτο πϊτωμα αντύ ςτον τούχο πϊνω απϐ το κεφϊλι μου. ηκϔθηκα ςτα γϐνατα. Προςποιόθηκα ϐτι όμουν ο Ρϐτζερ Κλϋμενσ . Και τον κοπϊνηςα ςτο κεφϊλι με το 45ϊρι. Σο ϐπλο τον χτϑπηςε, αλλϊ δεν τον ςταμϊτηςε. Σο πϐδι μου ςκϊλωςε ςτο χεύλοσ τησ μπανιϋρασ, καθϔσ τη δραςκελοϑςα για να τον βουτόξω, και ο Σζϊγκερ ϋριξε ςτα τυφλϊ , δυο πυροβολιςμοϑσ αριςτερϊ μου. Η ακαθϐριςτη φιγοϑρα οπιςθοχϔρηςε, με το ϋνα χϋρι πύςω απϐ τ' αυτύ, εκεύ που τον εύχα χτυπόςει με το πιςτϐλι. Με πϋτυχε
Παύκτησ του μπϋιζμπολ. (.τ.Μ.)
836
ςτον καρπϐ και η δεϑτερη ςφαύρα ϊνοιξε μια αυλακιϊ ςτο πλϊι του λαιμοϑ μου. Και τϐτε —απύςτευτο— ςκϐνταψε πϊλι ςτο πϐδι του Λοχύα κι ϋπεςε προσ τα πύςω, ανϊςκελα. όκωςε πϊλι το ϐπλο και φϑτεψε μια ςτο ταβϊνι. Ϋταν η τελευταύα του ευκαιρύα. Σου πϋταξα το περύςτροφο απϐ το χϋρι με μια γερό κλοτςιϊ κι ϊκουςα ϋνα κϐκαλο να ςπϊει ςαν υγρϐ ξϑλο. Σϐτε τον κλϐτςηςα ςτον καβϊλο, κϊνοντασ τον να διπλωθεύ ςτα δυο. Σον ξανακλϐτςηςα, αυτό τη φορϊ ςτο κεφϊλι, κοντϊ ςτο ςβϋρκο, και τα πϐδια του τινϊχτηκαν. Ϋταν ςχεδϐν νεκρϐσ όδη, αλλϊ ςυνϋχιςα να κλοτςϊω, ςυνϋχιςα ϔςπου δεν ϋμεινε τύποτε ϊλλο παρϊ χυλϐσ και μαρμελϊδα φρϊουλα, τύποτε που να μπορεύ ν' αναγνωρύςει ϊνθρωποσ -οϑτε απϐ τα δϐντια οϑτε απ' οτιδόποτε. Σον κλϐτςηςα μϋχρι που δεν μποροϑςα πια να κουνόςω το πϐδι μου και που δεν ϋνιωθα πλϋον τα δϊχτυλα μου. Σϐτε κατϊλαβα ϐτι οϑρλιαζα και ϐτι δεν όταν κανϋνασ εκεύ να μ' ακοϑςει παρϊ μϐνο οι νεκρού. κοϑπιςα το ςτϐμα μου και γονϊτιςα δύπλα ςτο πτϔμα του Σζϊγκερ. Ϊλεγε ψϋματα για το τϋταρτο του χϊρτη, ϐπωσ αποδεύχτηκε. Δεν ξαφνιϊςτηκα και πολϑ. ήχι, το παύρνω πύςω. Δεν ξαφνιϊςτηκα καθϐλου. Σο ςαρϊβαλο μου όταν εκεύ που το εύχα αφόςει, ςτη γωνύα πριν απϐ το ςπύτι του Κινϊν, μϐνο που τϔρα όταν ϋνασ ςωρϐσ απϐ χιϐνι. Εύχα αφόςει το Υολκςβϊγκεν του Λοχύα γϑρω ςτο ενϊμιςι χιλιϐμετρο μακριϊ. Ευχϐμουν να λειτουργοϑςε ακϐμα το καλοριφϋρ μου. Εύχα μουδιϊςει ολϐκληροσ απϐ το κρϑο. Ωνοιξα την πϐρτα και βϐγκηξα καθϔσ μπόκα και κϊθιςα. Η πληγό ςτο λαιμϐ μου εύχε όδη ξεραθεύ, αλλϊ ο καρπϐσ μου με τρϋλαινε ςτον πϐνο. Η μύζα γϑριςε κϊμποςη ϔρα και τελικϊ η μηχανό πόρε μπροσ. Σο καλοριφϋρ δοϑλευε και ο μοναδικϐσ υαλοκαθαριςτόρασ ςϊρωςε το περιςςϐτερο χιϐνι απϐ τη μεριϊ 837
του τιμονιοϑ. Ο Σζϊγκερ ϋλεγε ψϋματα για το δικϐ του τϋταρτο. Δεν όταν οϑτε ςτο διακριτικϐ (μϊλλον κλεμμϋνο) Φϐντα ιβύκ, με το οπούο εύχε ϋρθει. Αλλϊ η διεϑθυνςη του όταν ςτο πορτοφϐλι του κι αν χρειαζϐμουν τελικϊ το δικϐ του τϋταρτο όταν πολϑ πιθανϐ ϐτι θα το ϋβριςκα. Δεν πύςτευα ϐτι θα το χρειαζϐμουν, ϐμωσ, αφοϑ το τϋταρτο του Λοχύα όταν αυτϐ που εύχε πϊνω το Φ. Ξεκύνηςα προςεκτικϊ, θα ϋπρεπε να εύμαι προςεκτικϐσ για πολϑ καιρϐ. ' ϋνα πρϊγμα εύχε δύκιο ο Λοχύασ: ο Μπϊρνεώ όταν βλϊκασ. Σο ϐτι όταν φύλοσ μου δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα πια. Σο χρϋοσ εύχε ξεπληρωθεύ. το μεταξϑ, εγϔ ϋπρεπε να προςϋξω πολλϊ.
838
Η Τπϐθεςη τον Γιατροϑ Πιςτεϑω ϐτι υπόρξε μϐνο μια περύπτωςη ϐπου βρόκα τη λϑςη ενϐσ εγκλόματοσ πριν απϐ τον ελαφρϔσ θρυλικϐ φύλο μου, τον κϑριο ϋρλοκ Φολμσ. Λϋω πιςτεϑω, γιατύ η μνόμη μου ϊρχιςε κϊπωσ να θολϔνει ϐταν μπόκα ςτην ϋνατη δεκαετύα τησ ζωόσ μου· τϔρα που πληςιϊζω την εκατονταετύα ϋχει γύνει περϊ για περϊ ομιχλϔδησ. άςωσ υπόρξε και ϊλλη περύπτωςη, αλλϊ ακϐμα κι αν εύναι ϋτςι, δεν τη θυμϊμαι. Αμφιβϊλλω αν θα ξεχϊςω ποτϋ αυτό τη ςυγκεκριμϋνη υπϐθεςη, ϐςο θολϋσ κι αν γύνουν οι ςκϋψεισ και οι αναμνόςεισ μου, και ςκϋφτηκα να την εξιςτορόςω προτοϑ ο θεϐσ μου πϊρει την πϋνα μου για πϊντα. Σϔρα πια δεν μπορεύ να γελοιοποιόςει τον Φολμσ, μϊρτυσ μου ο θεϐσ· εύναι νεκρϐσ εδϔ και ςαρϊντα χρϐνια. Αρκετϐσ χρϐνοσ, πιςτεϑω, για να μεύνει μια ιςτορύα ανεύπωτη. Ακϐμη και ο Λεςτρϊντ, ο οπούοσ ςυμβουλευϐταν περιςταςιακϊ τον Φολμσ χωρύσ ποτϋ να τον ςυμπαθεύ ιδιαύτερα, δεν ϋςπαςε ποτϋ τη ςιωπό του ςχετικϊ με την υπϐθεςη του λϐρδου Φαλ —δεν τον ςυνϋφερε ϊλλωςτε να το κϊνει. Ακϐμη κι αν οι περιςτϊςεισ όταν διαφορετικϋσ, αμφιβϊλλω αν θα το ϋκανε. Αυτϐσ και ο Φολμσ εξϐργιζαν ο ϋνασ τον ϊλλο και πιςτεϑω ϐτι ο Φολμσ ύςωσ ϋτρεφε μύςοσ ςτην καρδιϊ του για τον αςτυνομικϐ (μολονϐτι δε θα παραδεχϐταν ποτϋ ϋνα τϐςο ταπεινϐ ςυναύςθημα), αλλϊ ο Λεςτρϊντ ϋτρεφε ϋναν περύεργο ςεβαςμϐ για το φύλο μου. Ϋταν ϋνα υγρϐ, μελαγχολικϐ απομεςόμερο και το ρολϐι εύχε μϐλισ χτυπόςει μιϊμιςη. Ο Φολμσ ςτεκϐταν μπροςτϊ ςτο παρϊθυρο κρατϔντασ το βιολύ του χωρύσ να παύζει και χϊζευε αμύλητοσ τη βροχό. Τπόρχαν φορϋσ, ειδικϊ αφϐτου εύχε αφόςει οριςτικϊ πύςω του τισ μϋρεσ τησ κοκαώνησ, που ο Φολμσ γινϐταν κακϐκεφοσ ςε βαθμϐ αναποδιϊσ ϐταν ο ουρανϐσ ϋμενε 839
πειςματικϊ γκρύζοσ για μια βδομϊδα ό και περιςςϐτερο. Εκεύνη τη μϋρα όταν διπλϊ απογοητευμϋνοσ, γιατύ το βαρϐμετρο ανϋβαινε ςταθερϊ απϐ αργϊ το προηγοϑμενο βρϊδυ και ο φύλοσ μου εύχε προβλϋψει μετϊ βεβαιϐτητασ καθαρϐ ουρανϐ απϐ τισ δϋκα το πρωύ το αργϐτερο. Αντύ γύ αυτϐ, η πυκνό ομύχλη που πλανιϐταν ςτον αϋρα ϐταν ξϑπνηςα μετατρϊπηκε ςε αδιϊκοπη βροχό. Κι αν υπόρχε κϊτι που εκνεϑριζε τον Φολμσ περιςςϐτερο απϐ την πολϑωρη βροχό όταν το να κϊνει λϊθοσ. Ξαφνικϊ, τον εύδα να ορθϔνει το κορμύ του, να τςιμπϊει μια χορδό του βιολιοϑ με το νϑχι του και να χαμογελϊει ςαρδϐνια. «Γουϊτςον! Να ϋνα ενδιαφϋρον θϋαμα! Σο πιο βρεγμϋνο λαγωνικϐ που εύδεσ ποτϋ ςου!» Ϋταν ο Λεςτρϊντ, φυςικϊ. Καθϐταν ςτην καρϐτςα μιασ ανοιχτόσ ϊμαξασ και το νερϐ τησ βροχόσ ϋτρεχε ςτα μικρϊ, αδιϊκριτα μϊτια του. Δεν πρϐλαβε να ςταματόςει η ϊμαξα κι αυτϐσ βρϋθηκε κιϐλασ κϊτω, πϋταξε ϋνα νϐμιςμα ςτον αμαξϊ κι ϊρχιςε να βαδύζει με μεγϊλεσ δραςκελιϋσ προσ το νοϑμερο 221 Β τησ Μπϋικερ τρητ. Ερχϐταν τϐςο γρόγορα, που νϐμιςα ϐτι θα κοπανοϑςε την πϐρτα μασ ςαν πολιορκητικϐσ κριϐσ. Ωκουςα την κυρύα Φϊντςον να διαμαρτϑρεται ϋντονα για τη ςαφϔσ υγρό κατϊςταςη του αςτυνϐμου και τισ επιπτϔςεισ που θα εύχε ςτα χαλιϊ τϐςο του ιςογεύου, ϐςο και του επϊνω ορϐφου κι ϋπειτα ο Φολμσ, ο οπούοσ όταν ικανϐσ να κϊνει τον Λεςτρϊντ να μοιϊζει με χελϔνα ϐποτε τον ϋπιανε η κακύα του, πετϊχτηκε ςτην πϐρτα και φϔναξε: «Αφόςτε τον ν' ανεβεύ, κυρύα Φι. θα τον βϊλω να πατόςει ςε εφημερύδεσ αν μεύνει για πολϑ, αλλϊ νομύζω πωσ, ναι, ειλικρινϊ νομύζω ϐτι...» ίςτερα ο Λεςτρϊντ ανϋβηκε την εςωτερικό ςκϊλα, αφόνοντασ την κυρύα Φϊντςον πύςω του να διαμαρτϑρεται. Ϋταν αναψοκοκκινιςμϋνοσ, τα μϊτια του γυϊλιζαν και τα δϐντια του —κιτρινιςμϋνα απϐ τον ταμπϊκο— εύχαν γυμνωθεύ ς' ϋνα λυκύςιο χαμϐγελο. 840
«Επιθεωρητϊ Λεςτρϊντ!» αναφϔνηςε πρϐςχαρα ο Φολμσ. «Σι ςασ φϋρνει ωσ εδϔ μια τϋτοια...» Δεν πρϐλαβε να ολοκληρϔςει τη φρϊςη του. Λαχανιαςμϋνοσ ακϐμη απϐ την ανϊβαςη, ο Λεςτρϊντ τον διϋκοψε λϋγοντασ: «Εχω ακοϑςει τουσ Σςιγγϊνουσ να λϋνε ϐτι ο διϊβολοσ εκπληρϔνει ευχϋσ. Σϔρα το πιςτεϑω. Ελϊτε αμϋςωσ, Φολμσ, αν θϋλετε να κϊνετε κι εςεύσ μια δοκιμό· το πτϔμα εύναι ακϐμη ζεςτϐ και οι ϑποπτοι ϐλοι ςτη ςειρϊ». «Με τρομϊζετε με το πϊθοσ ςασ, Λεςτρϊντ!» φϔναξε ο Φολμσ, μ' ϋνα ςαρδϐνιο αναςόκωμα των φρυδιϔν του. «Ελϊτε τϔρα, μη μου παριςτϊνετε τον αδιϊφορο. Ϋρθα ωσ εδϔ τρϋχοντασ προκειμϋνου να ςασ προςφϋρω αυτϐ ακριβϔσ που, με τη γνωςτό ςασ ϋπαρςη, ϋχετε ευχηθεύ δεκϊδεσ φορϋσ μπροςτϊ μου: το τϋλειο μυςτόριο του κλειδωμϋνου δωματύου!» Ο Φολμσ κατευθυνϐταν προσ τη γωνύα, ύςωσ για να πϊρει εκεύνο το φρικτϐ μπαςτοϑνι του με την επύχρυςη λαβό, το οπούο για κϊποιο ανεξόγητο λϐγο προτιμοϑςε εκεύνο τον καιρϐ. τρϊφηκε ςαν ςβοϑρα, αντικρύζοντασ το μουςκεμϋνο επιςκϋπτη μασ με μϊτια ορθϊνοιχτα. «Λεςτρϊντ! οβαρολογε ύτε;» «Πιςτεϑετε ϐτι θα διακινδϑνευα ν' αρπϊξω πνευμονύα τρϋχοντασ ωσ εδϔ με ανοιχτό ϊμαξα, αν δε ςοβαρολογοϑςα;» . Και τϐτε, για πρϔτη φορϊ (παρϊ τισ αναρύθμητεσ φϐδρεσ που του ϋχει αποδοθεύ η ςυγκεκριμϋνη φρϊςη) ο Φολμσ ςτρϊφηκε προσ εμϋνα και φϔναξε: «Γρόγορα, Γουϊτςον! Σο παιχνύδι ϊρχιςε!» τη διαδρομό, ο Λεςτρϊντ ςχολύαςε πικρϐχολα ϐτι ο Φολμσ. Εύχε επύςησ την τϑχη του διαβϐλου. Παρ' ϐλο που ο επιθεωρητόσ εύχε δϔςει εντολό ςτον αμαξϊ να περιμϋνει, δεν προλϊβαμε καλϊ καλϊ να βγοϑμε απϐ την κατοικύα του Φολμσ, ϐταν εύδαμε το ςπανιϐτερο ύςωσ πρϊγμα που μπορεύ να δει κανεύσ μια μϋρα με καταρρακτϔδη βροχό: μια βαριϊ, κλειςτό ϊμαξα να κατεβαύνει 841
καλπϊζοντασ το δρϐμο προσ το μϋροσ μασ. Ανεβόκαμε και ξεκινόςαμε αμϋςωσ. πϊντα, ο Φολμσ κϊθιςε ςτην αριςτερό πλευρϊ, με τα μϊτια του να πηγαινοϋρχονται αδιϊκοπα, καταγρϊφοντασ και αξιολογϔντασ τα πϊντα, αν και όταν ελϊχιςτα αυτϊ που θα μποροϑςε κανεύσ να δει μια τϋτοια μϋρα... ό, τουλϊχιςτον, ϋτςι φαινϐταν ςε κϊποιον ςαν εμϋνα. Δεν αμφιβϊλλω ϐτι κϊθε ϋρημη γωνύα δρϐμου και κϊθε λουςμϋνη ςτη βροχό βιτρύνα καταςτόματοσ αποκϊλυπτε πϊρα πολλϊ ςτ ον Φολμσ. Ο Λεςτρϊντ ϋδωςε ςτον αμαξϊ μια διεϑθυνςη ςτη ϊβιλ Ρϐου και ϑςτερα ρϔτηςε τον Φολμσ αν γνϔριζε το λϐρδο Φαλ. «Σον ϋχω ακουςτϐ», εύπε ο Φολμσ, «αλλϊ δεν εύχα ποτϋ την τϑχη να τον γνωρύςω προςωπικϊ. Τποθϋτω πωσ τϔρα δεν πρϐκειται να την ϋχω ποτϋ. Ναυτιλιακϋσ επιχειρόςεισ, αν θυμϊμαι ςωςτϊ». «Ναι», επιβεβαύωςε ο Λεοτρϊντ. «Με τη διαφορϊ ϐτι η τϑχη όταν με το μϋροσ ςασ. Ο λϐρδοσ Φαλ όταν κατϊ κοινό ομολογύα (ςυμπεριλαμβανομϋνων και των πολϑ κοντινϔν και — χμ!— αγαπητϔν του προςϔπων) ϋνασ ϊνθρωποσ απαύςιοσ και αλλοπρϐςαλλοσ ϐςο μια παιδικό ζωγραφιϊ. Ϊπαψε, ωςτϐςο, για τα καλϊ να εύναι απαύςιοσ και αλλοπρϐςαλλοσ γϑρω ςτισ ϋντεκα ςόμερα το πρωύ. Ακριβϔσ...» Ϊβγαλε απϐ την τςϋπη το ρολϐι του και το ςυμβουλεϑτηκε. «...πριν απϐ δϑο ϔρεσ και ςαρϊντα λεπτϊ κϊποιοσ του κϊρφωςε ϋνα μαχαύρι ςτην πλϊτη, ενϔ όταν καθιςμϋνοσ ςτο γραφεύο του, ϋχοντασ μπροςτϊ του τη διαθόκη του». «Ώςτε, λοιπϐν», εύπε ςκεφτικϐσ ο Φολμσ, ανϊβοντασ ταυτϐχρονα την πύπα του, «πιςτεϑετε ϐτι το γραφεύο αυτοϑ του δυςϊρεςτου ανθρϔπου εύναι το ιδανικϐ κλειδωμϋνο δωμϊτιο των ονεύρων μου, αν δεν απατϔμαι;» Σα μϊτια του ϋλαμπαν ϐλο επιφϑλαξη, πύςω απϐ μια πυκνό ςτόλη γαλαζωποϑ καπνοϑ. «Ναι», εύπε όρεμα ο Λεςτρϊντ. «Πιςτεϑω ϐτι εύναι». 842
«Ο Γουϊτςον κι εγϔ ϋχουμε ςκαλύςει παρϐμοιεσ τρϑπεσ ςτο παρελθϐν και ποτϋ δε βρόκαμε νερϐ», παρατόρηςε ο Φολμσ ρύχνοντασ μου μια ματιϊ, πριν επιςτρϋψει ςτην αδιϊκοπη παρατόρηςη των δρϐμων απϐ τουσ οπούουσ περνοϑςαμε. «θυμϊςαι την "Πιτςιλωτό Κορδϋλα", Γουϊτςον;» Δε χρειαζϐταν να του απαντόςω. Τπόρχε ϋνα κλειδωμϋνο δωμϊτιο ς' εκεύνη την υπϐθεςη, αλλϊ υπόρχε επύςησ ϋνασ εξαεριςτόρασ, ϋνα δηλητηριϔδεσ φύδι κι ϋνασ δολοφϐνοσ αρκετϊ ςατανικϐσ ϔςτε να μπϊςει το δεϑτερο μϋςα ςτον πρϔτο. Ϋταν ϋργο ενϐσ διαβολικϊ ευφυοϑσ νου, αλλϊ ο Φολμσ διαλεϑκανε την υπϐθεςη ςε ελϊχιςτο χρϐνο. «Ποια εύναι τα ςτοιχεύα, επιθεωρητϊ;» ρϔτηςε ο Φολμσ. Ο Λεςτρϊντ ϊρχιςε να τα εκθϋτει με το χαρακτηριςτικϐ ξερϐ τϐνο του πεπειραμϋνου αςτυνομικοϑ. Ο λϐρδοσ Ωλμπερτ Φαλ όταν τϑραννοσ ςτη δουλειϊ και απϐλυτοσ αφϋντησ ςτο ςπύτι του. Η ςϑζυγοσ του τον ϋτρεμε και, προφανϔσ, εύχε κϊθε λϐγο. Σο γεγονϐσ ϐτι του εύχε κϊνει τρεισ γιουσ δεν εύχε μετριϊςει οϑτε ςτο ελϊχιςτο τη βαρβαρϐτητα με την οπούα αντιμετϔπιζε ο λϐρδοσ τισ οικιακϋσ υποθϋςεισ και τη γυναύκα του ειδικϐτερα. Η λαύδη Φαλ απϋφευγε να μιλόςει γύ αυτϊ τα ζητόματα, αλλϊ οι τρεισ γιοι τησ δεν εύχαν παρϐμοιεσ αναςτολϋσ. Ο πατϋρασ τουσ, εύπαν, δεν ϋχανε ευκαιρύα να τησ φωνϊζει, να την επικρύνει ό να αςτειεϑεται ςε βϊροσ τησ... ϐλα αυτϊ μπροςτϊ ςε τρύτουσ. ήταν όταν μϐνοι τουσ, κυριολεκτικϊ την αγνοοϑςε. Εκτϐσ, πρϐςθεςε ο Λεςτρϊντ, ϐταν του ερχϐταν η διϊθεςη να τη δεύρει, πρϊγμα που ςε καμιϊ περύπτωςη δεν όταν κϊτι το ςπϊνιο. «Ο Γουύλιαμ, ο μεγαλϑτεροσ γιοσ, μου εύπε ϐτι η μητϋρα του ϋδινε πϊντα την ύδια εξόγηςη ϐποτε εμφανιζϐταν για πρϐγευμα με πρηςμϋνο μϊτι ό μελανιϋσ ςτο πρϐςωπο: ϐτι εύχε ξεχϊςει να φορϋςει τα γυαλιϊ τησ και εύχε πϋςει πϊνω ςτην πϐρτα. "Η μητϋρα ϋπεφτε πϊνω ςε πϐρτεσ μια ό δυο 843
φορϋσ την εβδομϊδα το λιγϐτερο", μου εύπε ο Γουύλιαμ. "Δε φανταζϐμουν ϐτι εύχαμε τϐςο πολλϋσ πϐρτεσ ςτο ςπύτι μασ"». «Φμμμ», ϋκανε ο Φολμσ. «Ο γιοσ ϋχει χιοϑμορ! Δεν επιχεύρηςαν ποτϋ τα παιδιϊ να το ςταματόςουν αυτϐ;» «Δε θα τουσ ϊφηνε η μητϋρα», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Παραφροςϑνη», ςχολύαςα. Να δϋρνει ϋνασ ϊντρασ τη γυναύκα του εύναι απαρϊδεκτο· να ανϋχεται μια γυναύκα μια τϋτοια απαρϊδεκτη κατϊςταςη εύναι απορύασ ϊξιο. «Τπόρχε ωςτϐςο κϊποια ςκοπιμϐτητα ςτη ςτϊςη τησ», ςυνϋχιςε ο Λεςτρϊντ. «κοπιμϐτητα κι αυτϐ που ύςωσ θ' αποκαλοϑςαμε "ανοχό απϐ ςυνόθεια". Ασ μην ξεχνϊμε ϐτι η λαύδη όταν εύκοςι χρϐνια νεϐτερη απϐ τον κϑριο και αφϋντη τησ. Καθϔσ επύςησ, ϐτι ο Φαλ όταν γενναύοσ πϐτησ και μεγϊλοσ φαγϊσ. τα εβδομόντα του, πριν απϐ πϋντε χρϐνια δηλαδό, υπϋφερε όδη απϐ ποδϊγρα και κυνϊγχη». «ήταν περϊςει η θϑελλα, θα βγει ο όλιοσ», μουρμοϑριςε ο Φολμσ. «Ναι», εύπε ο Λεςτρϊντ, «αλλϊ αυτό εύναι μια ϊποψη που ϋχει οδηγόςει πολλοϑσ ϊντρεσ και γυναύκεσ ςτο κατϔφλι του διαβϐλου. Ο Φαλ εύχε φροντύςει να γνωρύζει η οικογϋνεια του την αξύα του και τουσ ϐρουσ τησ διαθόκησ του. Ϋταν ςε λύγο καλϑτερη θϋςη απϐ τουσ ςκλϊβουσ». «Με τη διαθόκη ωσ ςυμβϐλαιο τησ δϋςμευςησ τουσ», μουρμοϑριςε ο Φολμσ. «Ακριβϔσ ϋτςι, αγαπητϋ. Ση ςτιγμό του θανϊτου του, ο λϐρδοσ Φαλ ϊξιζε τριακϐςιεσ χιλιϊδεσ λύρεσ. Ποτϋ δεν τουσ ϊφηςε να βαςιςτοϑν ςτο λϐγο του ςχετικϊ μ' αυτϐ. Καλοϑςε ςτο ςπύτι το λογιςτό του κϊθε τρεισ μόνεσ για να ανακοινϔνει τα φϑλλα ιςολογιςμοϑ των Ναυτιλιακϔν Επιχειρόςεων Φαλ, ενϔ παρϊλληλα κρατοϑςε το πουγκύ αποκλειςτικϊ ςτα χϋρια του και πολϑ ςφιχτϊ δεμϋνο». 844
«Διαβολικϐ!» αναφϔνηςα και μου όρθαν ςτο νου τα ϊκαρδα αγϐρια που βλϋπει κανεύσ ςτο άςτςιπ ό ςτο Πικαντύλι, τ' αγϐρια που κρατϊνε ϋνα μεζϋ μπροςτϊ ς' ϋναν ξελιγωμϋνο απϐ την πεύνα ςκϑλο για να τον κϊνουν να πηδόξει ψηλϊ... και τελικϊ τον καταβροχθύζουν μϐνα τουσ, μπροςτϊ ςτα μϊτια του πειναςμϋνου ζϔου. Πολϑ ςϑντομα θα διαπύςτωνα ϐτι αυτό η αυθϐρμητη ςϑγκριςη όταν πολϑ πιο εϑςτοχη απ' ϐςο φανταζϐμουν. «Με το θϊνατο του λϐρδου, η λαύδη Ρεβϋκκα θα ϋπαιρνε εκατϐν πενόντα χιλιϊδεσ λύρεσ. Ο Γουύλιαμ, ο μεγϊλοσ γιοσ, πενόντα χιλιϊδεσ. Ο Σζϐρι, ο μεςαύοσ, ςαρϊντα και ο τύβεν, ο μικρϐσ, τριϊντα χιλιϊδεσ». «Και οι υπϐλοιπεσ τριϊντα;» ρϔτηςα τον Λεςτρϊντ. «Μικροκληροδοτόματα, Γουϊτςον: ςε μια εξαδϋλφη ςτην Ουαλύα, ςε κϊποια θεύα ςτη Βρετϊνη (οϑτε ςϋντςι ςτουσ ςυγγενεύσ τησ λαύδησ, ϐμωσ) και πϋντε χιλιϊδεσ λύρεσ θα μοιρϊζονταν ςτουσ υπηρϋτεσ. Α, και κϊτι που θα ςου αρϋςει πολϑ, Φολμσ· δϋκα χιλιϊδεσ λύρεσ ςτο άδρυμα για τισ Απροςτϊτευτεσ Χιψύνεσ, τησ κυρύασ Φϋμφιλ». «Αςτειεϑεςαι!» φϔναξα. Αν ο Λεςτρϊντ περύμενε μια ανϊλογη αντύδραςη απϐ τον Φολμσ, ςύγουρα απογοητεϑτηκε. Ο Φολμσ απλϔσ ξανϊναψε την πύπα του, κουνϔντασ το κεφϊλι του, ςαν να το περύμενε... αυτϐ ό κϊτι παρϐμοιο. «ήταν ςτο Ιςτ Εντ μωρϊ πεθαύνουν απϐ πεύνα και δωδεκϊχρονα παιδιϊ δουλεϑουν πενόντα ϔρεσ την εβδομϊδα ςτα υφαντουργεύα, αυτϐσ ο ϊνθρωποσ ϊφηςε δϋκα χιλιϊδεσ λύρεσ ςε... ςε μια πανςιϐν για γϊτεσ;» «Ακριβϔσ», απϊντηςε πρϐςχαρα ο Λεςτρϊντ. «Επιπλϋον, θα εύχε αφόςει εύκοςι εφτϊ φορϋσ περιςςϐτερα ςτα εγκαταλειμμϋνα γατιϊ τησ κυρύασ Φϋμφιλ, αν δεν του ςυνϋβαινε αυτϐ που του ςυνϋβη το πρωύ —κι αν δεν ϋκανε τη δουλειϊ ϐποιοσ την ϋκανε». 845
Απϋμεινα να τον κοιτϊζω με το ςτϐμα ανοιχτϐ, καθϔσ ϋκανα νοερϊ τον πολλαπλαςιαςμϐ. Κι ενϔ ϋβγαζα το ςυμπϋραςμα ϐτι ο λϐρδοσ Φαλ ςκϐπευε να αποκληρϔςει γυναύκα και παιδιϊ προσ χϊριν ενϐσ ιδρϑματοσ για γϊτεσ, ο Φολμσ κούταξε τον Λεςτρϊντ με ξινιςμϋνο ϑφοσ και εύπε κϊτι που μου φϊνηκε εντελϔσ ξεκϊρφωτο, «θα φταρνιςτϔ, ϋτςι δεν εύναι;» Ο Λεςτρϊντ χαμογϋλαςε. Ϋταν ϋνα χαμϐγελο απϋραντησ γλυκϑτητασ. «Ναι, αγαπητϋ Φολμσ! Δυνατϊ και πολϑ, δυςτυχϔσ». Ο Φολμσ ϋβγαλε απϐ το ςτϐμα του την πύπα, την οπούα μϐλισ εύχε κϊνει να τραβϊει προσ μεγϊλη του απϐλαυςη (το κατϊλαβα απϐ τον τρϐπο που βολεϑτηκε ςτο κϊθιςμα του), την κούταξε για μια ςτιγμό και ϑςτερα την ϋβγαλε απϐ το παραθυρϊκι τησ ϊμαξασ, ςτη βροχό. Κατϊπληκτοσ ϐςο ποτϋ ϊλλοτε, τον εύδα να αδειϊζει το νοτιςμϋνο καπνϐ που ςιγϐκαιγε. «Πϐςεσ;» ρϔτηςε ο Φολμσ. «Δϋκα», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ μ' ϋνα διαβολικϐ χαμϐγελο. «Καλϊ το υποψιϊςτηκα ϐτι δεν όταν μϐνο το περύφημο κλειδωμϋνο δωμϊτιο αυτϐ που ςε ϋφερε ωσ την πϐρτα μου με ανοιχτό ϊμαξα μια μϋρα ςαν κι αυτό», εύπε ςτρυφνϊ ο Φολμσ. «Τποψιϊςου ϐ,τι θϋλεισ», απϊντηςε εϑθυμα ο Λεςτρϊντ. «Εγϔ, δυςτυχϔσ, πρϋπει να επιςτρϋψω αμϋςωσ ςτη ςκηνό του εγκλόματοσ —με καλεύ το καθόκον, ξϋρετε— αλλϊ αν θϋλετε, μπορϔ να ςασ αφόςω εδϔ εςϋνα και τον καλϐ μασ γιατρϐ». «Δεν ϋχω ξαναγνωρύςει ϊνθρωπο που το χιοϑμορ του να βελτιϔνεται ϐςο χειροτερεϑει ο καιρϐσ. Αναρωτιϋμαι μόπωσ αυτϐ λϋει κϊτι για το χαρακτόρα ςου, Λεςτρϊντ. Ωςε, ϐμωσ, αυτϐ εύναι θϋμα που θα το ςυζητόςουμε κϊποια ϊλλη μϋρα. θϋλω να μου πεισ το εξόσ: Πϐτε βεβαιϔθηκε ο λϐρδοσ Φαλ ϐτι επρϐκειτο να πεθϊνει;» «Να πεθϊνει;» απϐρηςα. «Αγαπητϋ Φολμσ, πϔσ ςου πϋραςε η ιδϋα ϐτι ο ϊνθρωποσ όξερε πωσ... » 846
«Μα εύναι προφανϋσ, Γουϊτςον», εύπε ο Φολμσ. Ο.Φ.Τ.Σ.., ϐπωσ ςου ϋχω πει τουλϊχιςτον χύλιεσ φορϋσ -ο χαρακτόρασ υποδεικνϑει τη ςυμπεριφορϊ. Σον διαςκϋδαζε να τουσ ϋχει δϋςμιουσ μϋςω τησ διαθόκησ του... » Ϊριξε ϋνα πλϊγιο βλϋμμα ςτον Λεςτρϊντ. «Οϑτε διαχειριςτϋσ οϑτε καταπιςτεϑματα υπϊρχουν, υποθϋτω;» Ο Λεςτρϊντ ϋγνεψε αρνητικϊ. «Σύποτε απολϑτωσ». «Εκπληκτικϐ!» εύπα. «Καθϐλου, Γουϊτςον. Ο χαρακτόρασ υποδεικνϑει τη ςυμπεριφορϊ, μην το ξεχνϊσ. Σουσ όθελε υπϊκουουσ ςαν ςτρατιϔτεσ, με την πεπούθηςη ϐτι ϐλα θα γύνονταν δικϊ τουσ ϐταν θα τουσ ϋκανε τη χϊρη να πεθϊνει, αλλϊ ποτϋ δεν εύχε πραγματικϊ τϋτοια πρϐθεςη. Μια τϋτοια ςυμπεριφορϊ θα ερχϐταν ςε πλόρη αντύθεςη με το χαρακτόρα του. υμφωνεύσ, Λεςτρϊντ;» «Ναι, πρϊγματι ςυμφωνϔ», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Σϐτε, τα πϊμε πολϑ καλϊ ωσ εδϔ, ϋτςι δεν εύναι, Γουϊτςον; Εύναι ϐλα ξεκϊθαρα; Ο λϐρδοσ Φαλ ςυνειδητοποιεύ ϐτι πρϐκειται να πεθϊνει. Περιμϋνει... βεβαιϔνεται απολϑτωσ ϐτι αυτό τη φορϊ δεν πρϐκειται για λϊθοσ, για ϊδικη ανηςυχύα... και τϐτε καλεύ την αγαπημϋνη του οικογϋνεια ςε ςυγκϋντρωςη. Πϐτε; όμερα το πρωύ, Λεςτρϊντ;» Ο Λεςτρϊντ γρϑλιςε καταφατικϊ. Ο Φολμσ ςτόριξε το πιγοϑνι του ςτισ ϊκρεσ των δαχτϑλων του. «Σουσ ςυγκεντρϔνει, λοιπϐν, και τουσ ανακοινϔνει ϐτι ϋφτιαξε καινοϑρια διαθόκη και τουσ αποκληρϔνει ϐλουσ... εκτϐσ απϐ τουσ υπηρϋτεσ, τουσ λύγουσ μακρινοϑσ ςυγγενεύσ και, φυςικϊ, τισ γατοϑλεσ». Ωνοιξα το ςτϐμα μου να μιλόςω κι απλϔσ διαπύςτωςα ϐτι όμουν τϐςο αγανακτιςμϋνοσ, που δε βρόκα τύποτε να πω. το μυαλϐ μου ερχϐταν ςυνεχϔσ η εικϐνα εκεύνων των ϊςπλαχνων παιδιϔν που ανϊγκαζαν τουσ πειναςμϋνουσ ςκϑλουσ του Ιςτ Εντ 847
να πηδϊνε ςτον αϋρα με τη μϊταιη ελπύδα να πιϊςουν ϋνα κομματϊκι ζαμπϐν ό μια κϐρα απϐ μηλϐπιτα. Πρϋπει να προςθϋςω ϐτι δε μου πϋραςε απϐ το μυαλϐ να ρωτόςω αν μια τϋτοιου εύδουσ διαθόκη μποροϑςε να προςβληθεύ ςε δικαςτόριο. όμερα, αν κϊποιοσ επιχειρόςει να αποκληρϔςει τουσ ςτενϐτερουσ ςυγγενεύσ του προσ χϊριν μιασ πανςιϐν για γϊτεσ, απλϔσ θα χϊςει τον καιρϐ του, αλλϊ το 1899 η διαθόκη όταν διαθόκη και, εκτϐσ απϐ την περύπτωςη που μποροϑςαν να αποδειχτοϑν πολλϋσ πρϊξεισ παραφροςϑνησ εκ μϋρουσ του εκλιπϐντοσ —ϐχι εκκεντρικϐτητεσ, πρϊξεισ καθαρόσ παραφροςϑνησ η διαθόκη ενϐσ ανθρϔπου όταν, ϐπωσ και ο λϐγοσ του θεοϑ, αμετϊκλητη. «Αυτό η καινοϑρια διαθόκη ϋγινε κανονικϊ, με μϊρτυρεσ;» ρϔτηςε ο Φολμσ. «Βεβαύωσ», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Φτεσ, ο δικηγϐροσ του λϐρδου Φαλ εμφανύςτηκε ςτο ςπύτι μαζύ με ϋναν απϐ τουσ βοηθοϑσ του και οδηγόθηκαν αμϋςωσ ςτο γραφεύο του λϐρδου. Εκεύ παρϋμειναν γϑρω ςτα δεκαπϋντε λεπτϊ. Ο τύβεν Φαλ λϋει ϐτι ο δικηγϐροσ ϑψωςε κϊποια ςτιγμό τη φωνό του, διαμαρτυρϐμενοσ για κϊτι -δεν ξϋρει τι και ϐτι ο Φαλ του εύπε να ςωπϊςει. Ο Σζϐρι, ο μεςαύοσ γιοσ, βριςκϐταν επϊνω και ζωγρϊφιζε και η λαύδη Φαλ εύχε πϊει να επιςκεφθεύ κϊποια φύλη τησ. ήμωσ, τϐςο ο τύβεν ϐςο και ο Γουύλιαμ Φαλ εύδαν τουσ δυο νομικοϑσ να μπαύνουν ςτο ςπύτι και να ξαναφεϑγουν λύγη ϔρα αργϐτερα. Ο Γουύλιαμ λϋει ϐτι ϋφυγαν με τα κεφϊλια ςκυφτϊ κι ϐτι, ενϔ τουσ μύληςε, ρωτϔντασ τον κϑριο Μπαρνσ —το δικηγϐρο— αν όταν καλϊ ςτην υγεύα του και κϊνοντασ ϋνα τυπικϐ ςχϐλιο για την αδιϊκοπη βροχό, ο Μπαρνσ δεν του απϊντηςε και ο βοηθϐσ του ζϊρωςε. υμπεριφϋρθηκαν ςαν να (ντρϋπονταν, κατϊ τον Γουύλιαμ». Πϊει, αποκλεύςτηκε ϋνα πιθανϐ κενϐ ςτην υπϐθεςη ςκϋφτηκα. 848
«Μια και το ϋφερε ο λϐγοσ, πεσ μου για τουσ τρεισ γιουσ», εύπε ο Φολμσ. «ήπωσ θϋλεισ. Εύναι αυτονϐητο ϐτι το μύςοσ που ϋτρεφαν για τον πατϋρα τουσ ξεπερνοϑςε μϐνο η απϋραντη περιφρϐνηςη που ϋδειχνε εκεύνοσ γι’ αυτοϑσ... αν και το πϔσ μποροϑςε να περιφρονεύ τον τύβεν εύναι... Σϋλοσ πϊντων, ασ το αφόςουμε, θα πϊρω τα πρϊγματα με τη ςειρϊ». «Ναι, καν' το, ςε παρακαλϔ, αν ϋχεισ την καλοςϑνη», εύπε ξερϊ ο Φολμσ. «Ο Γουύλιαμ εύναι τριϊντα ϋξι ετϔν. Αν ο πατϋρασ του του ϋδινε κϊποιο επύδομα, πιςτεϑω ϐτι θα το ςπαταλοϑςε ςε αςωτύεσ. Εφϐςον ϐμωσ εύχε απϐ λύγα μϋχρι ελϊχιςτα χρόματα, περνοϑςε τισ μϋρεσ του ςε διϊφορα γυμναςτόρια, αφιερωμϋνοσ, υποθϋτω, ς' αυτϐ που αποκαλεύται καλλιϋργεια τον ςϔματοσ — εύναι εξαιρετικϊ μυϔδησ νϋοσ— και τα βρϊδια του ςε διϊφορα φτηνϊ καφϋ, ωσ επύ το πλεύςτον. ήποτε τϑχαινε να βρεθεύ με κϊποια χρόματα ςτισ τςϋπεσ του, πόγαινε αμϋςωσ ςε μια χαρτοπαικτικό λϋςχη, ϐπου τα ϋχανε ϐλα πολϑ ςϑντομα. Δεν εύναι ευχϊριςτοσ τϑποσ, Φολμσ. Ωνθρωποσ χωρύσ ςτϐχουσ, χωρύσ προςϐντα, χωρύσ χϐμπι και χωρύσ καμιϊ φιλοδοξύα (εκτϐσ απϐ το να ζόςει περιςςϐτερο απϐ τον πατϋρα του), δεν μπορεύ να εύναι ευχϊριςτοσ. ήςο μιλοϑςα μαζύ του, ςχημϊτιςα την περύεργη εντϑπωςη ϐτι δεν ανϋκρινα ϊνθρωπο αλλϊ ϋνα ϊδειο βϊζο, πϊνω ςτο οπούο όταν αποτυπωμϋνο αχνϊ το πρϐςωπο του λϐρδου Φαλ». «Ϊνα βϊζο που περύμενε να γεμύςει με ςτερλύνεσ», ςχολύαςε ο Φολμσ. «Ο Σζϐρι εύναι εντελϔσ ϊλλο πρϊγμα», ςυνϋχιςε ο Λεςτρϊντ. «Αυτϐν περιφρονοϑςε περιςςϐτερο απ' ϐλουσ ο λϐρδοσ Φαλ, αποκαλϔντασ τον απ' ϐταν όταν ακϐμη παιδϊκι με κϊθε λογόσ χαώδευτικϊ, ϐπωσ "Χαρομοϑρη", "τραβοκϊνη" και "Κοντοςτοϑπη". Δυςτυχϔσ, εύναι προφανϋσ το πϔσ προϋκυψαν 849
αυτϊ τα παρατςοϑκλια. Ο Σζϐρι Φαλ ϋχει ϑψοσ ϋνα και πενόντα δϑο το πολϑ, εύναι ςτραβοπϐδησ και εξαιρετικϊ ϊςχημοσ. Μοιϊζει λιγϊκι μ' εκεύνο τον ποιητό. Σον κουνιςτϐ». «Σον ήςκαρ Ουϊιλντ;» ρϔτηςα. Ο Φολμσ μου ϋριξε μια φευγαλϋα, εϑθυμη ματιϊ. «Νομύζω πωσ ο φύλοσ μασ ο Λεςτρϊντ εννοεύ τον Ωλτζερνον ουύνμπερν», εύπε. «Ο οπούοσ, κατϊ τη γνϔμη μου, όταν κουνιςτϐσ ϐςο εύςαι κι εςϑ, Γουϊτςον». «Ο Σζϐρι Φαλ γεννόθηκε πεθαμϋνοσ», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Αφοϑ ϋμεινε μελανϐσ κι ακύνητοσ επύ ϋνα ολϐκληρο λεπτϐ, ο γιατρϐσ τον δόλωςε νεκρϐ κι ϋριξε μια πετςϋτα πϊνω ςτο κακοφτιαγμϋνο κορμϊκι του. Η λαύδη Φαλ, ςτη μοναδικό ύςωσ ςτιγμό ηρωιςμοϑ τησ ζωόσ τησ, ανακϊθιςε, τρϊβηξε την πετςϋτα και βοϑτηξε τα πϐδια του μωροϑ ςτο ζεςτϐ νερϐ που εύχαν φϋρει για να χρηςιμοποιηθεύ ςτον τοκετϐ. Σο βρϋφοσ ϊρχιςε να τινϊζεται και να ςκοϑζει». Ο Λεςτρϊντ χαμογϋλαςε κι ϊναψε ϋνα πουρϊκι με επιδεικτικϐ τρϐπο. «Ο Φαλ ιςχυριζϐταν ϐτι αυτό η εμβϊπτιςη ςτο καυτϐ νερϐ ϋφταιγε για τα ςτραβϊ πϐδια του παιδιοϑ και, ϐταν ϋπινε, κατηγοροϑςε γύ αυτϐ τη γυναύκα του. Σησ ϋλεγε πωσ ϋπρεπε να εύχε αφόςει τα πρϊγματα ϐπωσ όταν. Καλϑτερα να εύχε πεθϊνει ο Σζϐρι ςτη γϋννα, ϋλεγε καμιϊ φορϊ ο λϐρδοσ, παρϊ να γύνει ϐπωσ ϋγινε -ϋνα μύζερο πλϊςμα με πϐδια κϊβουρα και φϊτςα μουροϑνασ». Η μϐνη αντύδραςη του Φολμσ ς' αυτό την απύςτευτη (και ϑποπτη, κατϊ την ιατρικό μου ϊποψη) ιςτορύα όταν να ςχολιϊςει ϐτι ο Λεςτρϊντ εύχε ςυγκεντρϔςει εντυπωςιακϊ πολλϋσ πληροφορύεσ ςε τϐςο εντυπωςιακϊ ςϑντομο χρονικϐ διϊςτημα. «Εύναι μια απϐ τισ πλευρϋσ τησ ςυγκεκριμϋνησ υπϐθεςησ που θεϔρηςα ϐτι θα ςε γοητεϑςει, αγαπητϋ Φολμσ», εύπε ο 850
Λεςτρϊντ καθϔσ η ϊμαξα ϋμπαινε ςτη Ρϐτεν Ρϐου, με μια απϐτομη ςτροφό κι ϋνα ηχηρϐ πλατςοϑριςμα. «Δε χρειϊζεται να τουσ καλοπιϊςεισ για να μιλόςουν" καλοπιϊςματα θϋλουν για να πϊψουν να μιλϊνε. Ϊμειναν πϊρα πολλϊ χρϐνια ςιωπηλού, βλϋπεισ. Επιπλϋον, υπϊρχει και το δεδομϋνο ϐτι η καινοϑρια διαθόκη χϊθηκε. Η ανακοϑφιςη λϑνει τισ γλϔςςεσ, πϋρα απϐ κϊθε μϋτρο, ϐπωσ διαπύςτωςα». «Φϊθηκε!» αναφϔνηςα, αλλϊ ο Φολμσ οϑτε που ϋδωςε ςημαςύα. Σο μυαλϐ του όταν ακϐμη ςτον Σζϐρι, τον κακοςουλοϑπωτο μεςαύο γιο. «Εύναι πρϊγματι ϊςχημοσ, τελικϊ;» ρϔτηςε τον Λεςτρϊντ . «Ψραύοσ δεν εύναι ςύγουρα, αλλϊ ϋχω δει πολϑ αςχημϐτερουσ», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Πιςτεϑω πωσ ο πατϋρασ του τον επϋκρινε ςυνεχϔσ, επειδό...» «...επειδό όταν ο μϐνοσ που δεν εύχε ανϊγκη απϐ τα λεφτϊ του λϐρδου για να ζόςει», ολοκλόρωςε ο Φολμσ. Ο Λεςτρϊντ ξαφνιϊςτηκε φανερϊ. «Διϊβολε! Πϔσ το παλαβϋσ;» «Επειδό ο λϐρδοσ Φαλ περιοριζϐταν ςτο να τονύζει μϐνο τα φυςικϊ ελαττϔματα του Σζϐρι. Πρϋπει να εκνεϑριζε πολϑ το γερο-διϊβολο το γεγονϐσ ϐτι όταν αντιμϋτωποσ μ' ϋνα ςτϐχο τϐςο καλϊ θωρακιςμϋνο κατϊ τ' ϊλλα! Οι κοροώδύεσ που αφοροϑν την εμφϊνιςη εύναι κατϊλληλεσ για ςχολιαρϐπαιδα και για μεθϑςτακεσ αγρούκουσ, αλλϊ ϋνασ τϑποσ ςαν το λϐρδο Φαλ ςύγουρα όταν ςυνηθιςμϋνοσ ςε πιο ευγενό αθλόματα, θα τολμοϑςα να εκφρϊςω την ϊποψη ϐτι ο λϐρδοσ φοβϐταν το ςτραβοπϐδη μεςαύο γιο του. Ποιο όταν το κλειδύ του Σζϐρι για την ευτυχύα;» «Δε ςασ το εύπα; Ζωγραφύζει!» εύπε ο Λεςτρϊντ. «Α!» Ο Σζϐρι Φαλ όταν, ϐπωσ μασ ϋδειξαν αργϐτερα οι πύνακεσ ςτο ιςϐγειο τησ οικύασ Φαλ, ϋνασ πολϑ καλϐσ ζωγρϊφοσ. ήχι 851
ςπουδαύοσ· δεν εννοϔ αυτϐ. ήμωσ, οι προςωπογραφύεσ τησ μητϋρασ και των αδερφϔν του όταν τϐςο πιςτϋσ που, ϐταν, χρϐνια αργϐτερα, πρωτοεύδα ϋγχρωμεσ φωτογραφύεσ, το μυαλϐ μου γϑριςε αμϋςωσ ς' εκεύνο το βροχερϐ απϐγευμα του Νοϋμβρη του 1899. ήςο για το πορτραύτο του πατϋρα του, αυτϐ μϊλλον όταν ςπουδαύο ϋργο. ύγουρα αναςτϊτωνε (αν ϐχι τρϐμαζε) με τη μοχθηρύα που αναδυϐταν απϐ το κανναβϊτςο, ςαν πνοό νοτιςμϋνου αϋρα που βγαύνει απϐ ανοιχτϐ τϊφο. άςωσ ο Σζϐρι να ϋμοιαζε ςτον Ωλτζερνον ουύνμπερν, αλλϊ η εικϐνα του πατϋρα του —ϐπωσ την εύχε αποδϔςει το μϊτι και το χϋρι του μεςαύου γιου— θϑμιζε ςύγουρα ϋναν απϐ τουσ όρωεσ του ήςκαρ Ουϊιλντ: τον παραλύγο αθϊνατο Ντϐριαν Γκρϋι. Οι πύνακεσ του όταν λεπτομερϋςτατα, πολυδουλεμϋνα ϋργα, αλλϊ εύχε την ικανϐτητα να ςκιτςϊρει με τϐςη ευχϋρεια και ταχϑτητα, που ςυχνϊ επϋςτρεφε ςπύτι απϐ το Φϊιντ Παρκ τα απογεϑματα του αββϊτου ϋχοντασ μϋχρι και εύκοςι λύρεσ ςτην τςϋπη του. «τοιχηματύζω ϐτι αυτϐ ενθουςύαζε τον πατϋρα του», ςϊρκαςε ο Φολμσ. Ϊκανε να πιϊςει την πύπα του, αλλϊ μετϊνιωςε και την ϊφηςε. «Ο γιοσ ενϐσ ευγενοϑσ να ςκιτςϊρει πλοϑςιεσ Αμερικανύδεσ τουρύςτριεσ και τουσ αγαπημϋνουσ τουσ ςαν Γϊλλοσ μποϋμ». Ο Λεςτρϊντ γϋλαςε με την καρδιϊ του. «Ο λϐρδοσ γινϐταν ϋξαλλοσ, ϐπωσ πολϑ ςωςτϊ φαντϊςτηκεσ. ήμωσ ο Σζϐρι —προσ τιμόν του!— αρνιϐταν να εγκαταλεύψει το πϐςτο του ςτο Φϊιντ Παρκ... εκτϐσ κι αν ο πατϋρασ του του παραχωροϑςε ϋνα εβδομαδιαύο επύδομα τριϊντα πϋντε λιρϔν. Ο λϐρδοσ το αποκαλοϑςε αυτϐ πρϐςτυχο εκβιαςμϐ». «Ραγύζει η καρδιϊ μου», εύπα. «Και η δικό μου το ύδιο, Γουϊτςον», εύπε ο Φολμσ. «Ο τρύτοσ γιοσ... Γρόγορα, Λεςτρϊντ, νομύζω ϐτι πληςιϊζουμε ςτο ςπύτι!» 852
ήπωσ εύχε υπαινιχθεύ ο Λεςτρϊντ, ο τύβεν Φαλ εύχε ςύγουρα το περιςςϐτερο δύκιο να μιςεύ τον πατϋρα του. ήςο χειροτϋρευε η κατϊςταςη τησ υγεύασ του, ο λϐρδοσ Φαλ ανϋθετε ϐλο και περιςςϐτερεσ απϐ τισ αρμοδιϐτητεσ των επιχειρόςεων του ςτον τύβεν, ο οπούοσ όταν μϐνο εύκοςι οχτϔ ετϔν. Εκτϐσ απϐ τισ ευθϑνεσ, φυςικϊ, ο τύβεν φορτωνϐταν και ϐλο το φταύξιμο, αν κϊποια απϐφαςη του αποδεικνυϐταν ϊςτοχη. Παρ' ϐλα αυτϊ, οικονομικϐ ϐφελοσ δεν προϋκυπτε ποτϋ για το μικρϐ γιο, ϐταν οι κινόςεισ του όταν ςωςτϋσ και απϋφεραν κϋρδη ςτον πατϋρα. Ο λϐρδοσ Φαλ λογικϊ θα ϋπρεπε να ευνοεύ τον τύβεν, εφϐςον όταν ο μϐνοσ απϐ τουσ τρεισ γιουσ του που ϋδειχνε ενδιαφϋρον και ικανϐτητεσ να διευθϑνει την επιχεύρηςη που ο ύδιοσ εύχε ιδρϑςει. Ο τύβεν όταν το τυπικϐ παρϊδειγμα του «καλοϑ γιου» που αναφϋρεται ςτη Βύβλο. ήμωσ, αντύ να δεύχνει αγϊπη και καλοςϑνη, ο λϐρδοσ Φαλ αντϊμειβε τισ, κατϊ γενικό ομολογύα, επιτυχημϋνεσ επιχειρηματικϋσ κινόςεισ του γιου του με χλευαςμοϑσ, περιφρϐνηςη, καχυποψύα και ζόλια. ε πολλϋσ περιπϋςεισ, τα τελευταύα δυο χρϐνια τησ ζωόσ του, ο γϋροσ εύχε εκφρϊςει τη γοητευτικό ϊποψη ϐτι ο τύβεν «όταν ικανϐσ να κλϋψει τα νομύςματα απϐ τα μϊτια ενϐσ νεκροϑ». «Σο κ...α!» φϔναξα, ανύκανοσ να ςυγκρατηθϔ. «Αγνϐηςε για λύγο τη νϋα διαθόκη», εύπε ο Φολμσ ακουμπϔντασ ξανϊ τα δϊχτυλα του κϊτω απϐ το πιγοϑνι του. «Ασ επανϋλθουμε ςτην παλιϊ. Ακϐμη και με τουσ ϐρουσ αυτοϑ του ελαφρϔσ πιο γενναιϐδωρου εγγρϊφου, ο τύβεν Φαλ θα εύχε λϐγο για μνηςικακύα. Παρϊ τουσ κϐπουσ του, οι οπούοι δεν εύχαν διαςϔςει απλϔσ την οικογενειακό περιουςύα, αλλϊ την εύχαν αυξόςει, η ανταμοιβό του όταν και πϊλι το μερύδιο του μικρϐτερου ςε ηλικύα γιου. Αλόθεια, μια και το ϋφερε ο λϐγοσ, πϔσ επρϐκειτο να διατεθεύ η ναυτιλιακό επιχεύρηςη ςϑμφωνα με τουσ ϐρουσ τησ, ασ ποϑμε, Διαθόκησ των Γατιϔν;» 853
Παρατόρηςα προςεκτικϊ τον Φολμσ, αλλϊ, ϐπωσ πϊντα, μου όταν δϑςκολο να πω αν αυτϐ όταν ϋνα μικρϐ ευφυολϐγημα. Ακϐμα και μετϊ απϐ τϐςα χρϐνια που όμουν μαζύ του και μετϊ απϐ τισ τϐςεσ περιπϋτειεσ που εύχαμε μοιραςτεύ, η αύςθηςη του χιοϑμορ του ϋρλοκ Φολμσ παραμϋνει, ςτο μεγαλϑτερο μϋροσ τησ, ανεξερεϑνητο πεδύο, ακϐμη και για μϋνα. «θα μεταβιβαζϐταν ςτο υμβοϑλιο Διευθυντϔν, χωρύσ καμιϊ πρϐβλεψη για τον τύβεν», εύπε ο Λεςτρϊντ και τύναξε το πουρϊκι του ϋξω απϐ το παρϊθυρο τησ ϊμαξασ, καθϔσ ϋςτριβε ςτο ςτριφογυριςτϐ μονοπϊτι ενϐσ ςπιτιοϑ, που μου φϊνηκε εξαιρετικϊ ϊςχημο ϋτςι ϐπωσ το εύδα ανϊμεςα ςτισ ξερϋσ πελοϑζεσ, κϊτω απϐ την καταρρακτϔδη βροχό. «ήμωσ, τϔρα που ο πατϋρασ του εύναι νεκρϐσ και η καινοϑρια διαθόκη εξαφανιςμϋνη, ο τύβεν Φαλ ϋχει αυτϐ που οι Αμερικανού αποκαλοϑν "ϋλεγχο". Η εταιρεύα θα ϋχει αυτϐν ωσ γενικϐ διευθυντό, θα το ϋκαναν, ϋτςι κι αλλιϔσ, αλλϊ τϔρα θα γύνει με τουσ ϐρουσ του τύβεν Φαλ». «Ναι», εύπε ο Φολμσ. «Ϊλεγχοσ. Ψραύα λϋξη». Ϊβγαλε το κεφϊλι του ςτη βροχό. «Αμαξϊ! ταμϊτα αμϋςωσ!» φϔναξε. «Δεν τελειϔςαμε ακϐμη». «ή,τι πεύτε, κϑριοσ», απϊντηςε ο αμαξϊσ, «αλλϊ ϋχει διαβολεμϋνη υγραςύα ϋξω». «Κι εςϑ θα βϊλεισ αρκετϊ ςτην τςϋπη για να υγρϊνεισ τα διαβολεμϋνα ςωθικϊ ςου αναλϐγωσ», εύπε ο Φολμσ. Αυτϐ φϊνηκε να ικανοποιεύ τον αμαξϊ, που ςταμϊτηςε κϊπου τριϊντα μϋτρα απϐ την κεντρικό εύςοδο του μεγϊλου ςπιτιοϑ. Ωκουγα τη βροχό που χτυποϑςε ςτα πλϊγια τησ καρϐτςασ, ενϔ ο Φολμσ ϋπεςε ςε βαθιϊ περιςυλλογό. «Η παλιϊ διαθόκη», εύπε τελικϊ, «αυτό με την οπούα τουσ εύχε ϐλουσ ςτο χϋρι, δε χϊθηκε, ϋτςι δεν εύναι;» «Κϊθε ϊλλο. Βρϋθηκε πϊνω ςτο γραφεύο, κοντϊ ςτο πτϔμα». 854
«Σϋςςερισ ιδανικού ϑποπτοι! Οι υπηρϋτεσ εξαιροϑνται απϐ τον κατϊλογο... τουλϊχιςτον, ϋτςι δεύχνουν προσ το παρϐν τα πρϊγματα. Σϋλειωςε γρόγορα, Λεςτρϊντ —τισ περιςτϊςεισ και το κλειδωμϋνο δωμϊτιο». Ο Λεςτρϊντ το ϋκανε, ςυμβουλευϐμενοσ τισ ςημειϔςεισ του κϊθε τϐςο. Πριν απϐ ϋνα μόνα, ο λϐρδοσ Φαλ πρϐςεξε μια μικρό μαϑρη κηλύδα ςτο δεξύ του πϐδι, ακριβϔσ πύςω απϐ το γϐνατο. Κλόθηκε αμϋςωσ ο οικογενειακϐσ γιατρϐσ. Η διϊγνωςη όταν γϊγγραινα, αςυνόθιςτο μεν αλλϊ διϐλου ςπϊνιο ςϑμπτωμα ποδϊγρασ και κακόσ κυκλοφορύασ. Ο γιατρϐσ του εύπε ϐτι το πϐδι ϋπρεπε να κοπεύ αρκετϊ πϊνω απϐ το ςημεύο τησ μϐλυνςησ. Ο λϐρδοσ Φαλ γϋλαςε μϋχρι δακρϑων. Ο γιατρϐσ, που περύμενε κϊθε ϊλλη αντύδραςη εκτϐσ απ' αυτό, τα ϋχαςε. «'ήταν θα με βϊλουν ςτο φϋρετρο, χαςϊπη», εύπε ο λϐρδοσ Φαλ, «θα ϋχω και τα δυο μου πϐδια, παρακαλϔ πολϑ». Ο γιατρϐσ εύπε ϐτι κατανοοϑςε απολϑτωσ την επιθυμύα του λϐρδου να κρατόςει ακϋραιο το πϐδι του, αλλϊ, χωρύσ τον ακρωτηριαςμϐ, ο λϐρδοσ θα πϋθαινε μϋςα ςε ϋξι μόνεσ, ϋχοντασ περϊςει τουσ δυο τελευταύουσ κατϊκοιτοσ, με αφϐρητουσ πϐνουσ. Ο λϐρδοσ Φαλ ρϔτηςε το γιατρϐ τι πιθανϐτητεσ εύχε να ζόςει αν ϋκανε την εγχεύρηςη. Γελοϑςε ακϐμη, μασ εύπε ο Λεςτρϊντ, ςαν να εύχε ακοϑςει το καλϑτερο αςτεύο τησ ζωόσ του. Μετϊ απϐ κϊμποςα βηξύματα και κομπιϊςματα, ο γιατρϐσ απϊντηςε ϐτι οι πιθανϐτητεσ όταν μιςϋσ μιςϋσ. «Ανοηςύεσ», εύπα εγϔ. «Σο ύδιο εύπε και ο λϐρδοσ Φαλ», μου απϊντηςε ο Λεςτρϊντ, «μϐνο που χρηςιμοπούηςε μια ϊλλη λϋξη που ακοϑγεται ςυχνϐτερα ςτα καταγϔγια παρϊ ςτα ςαλϐνια». Ο Φαλ εύπε ςτο γιατρϐ ϐτι ο ύδιοσ υπολϐγιζε τισ πιθανϐτητεσ ςε ϋνα προσ πϋντε ςτην καλϑτερη περύπτωςη. «ήςο για τον πϐνο, δε νομύζω ϐτι θα φτϊςω ωσ εκεύ», ςυνϋχιςε, «αρκεύ 855
να υπϊρχει λϊβδανο διαθϋςιμο κι ϋνα κουτϊλι να το ανακατϋψω». Σην επϐμενη μϋρα ο Φαλ ξεφοϑρνιςε την απαύςια ϋκπληξη του —ϐτι ςκεφτϐταν ν' αλλϊξει τη διαθόκη του. Σο πϔσ ακριβϔσ δεν τουσ το εύπε αμϋςωσ. «Ψ!» ϋκανε ο Φολμσ, κοιτϔντασ τον Λεςτρϊντ μ' εκεύνα τα ψυχρϊ γκρύζα μϊτια του που ϋβλεπαν τϐςα πολλϊ. «Και ποιοσ ξαφνιϊςτηκε, παρακαλϔ;» «Κανεύσ, θα ϋλεγα. Ψςτϐςο, ξϋρεισ καλϊ την ανθρϔπινη φϑςη, Φολμσ. Πϔσ οι ϊνθρωποι ελπύζουν κϐντρα ςε κϊθε ελπύδα». «Και πϔσ μερικού ςχεδιϊζουν την αποτροπό τησ καταςτροφόσ», εύπε ονειροπϐλα ο Φολμσ. Σο ύδιο πρωύ ο λϐρδοσ Φαλ κϊλεςε την οικογϋνεια του ςτο ςαλϐνι και, ϐταν κϊθιςαν ϐλοι, ϋκανε κϊτι το οπούο κϊνουν ελϊχιςτοι διαθϋτεσ, κϊτι που ςυνόθωσ αναλαμβϊνουν οι λαλύςτατεσ γλϔςςεσ των δικηγϐρων τουσ, αφοϑ οι ύδιοι ϋχουν ςωπϊςει για πϊντα. Με ϊλλα λϐγια, τουσ διϊβαςε την καινοϑρια διαθόκη του, με την οπούα κληροδοτοϑςε τον κϑριο ϐγκο τησ περιουςύασ του ςτισ καπριτςιϐζεσ γατοϑλεσ τησ κυρύασ Φϋμφιλ. τη ςιωπό που ακολοϑθηςε, ο λϐρδοσ ςηκϔθηκε, ϐχι χωρύσ δυςκολύα, και τουσ χϊριςε ϋνα πλατϑ, νεκρικϐ χαμϐγελο. τηριγμϋνοσ ςτο μπαςτοϑνι του ϋκανε την ακϐλουθη δόλωςη, την οπούα ακϐμη και ςόμερα θεωρϔ εξαιρετικϊ πρϐςτυχη, ϐςο και ϐταν την πρωτϊκουςα απϐ το ςτϐμα του Λεςτρϊντ, ςτην καρϐτςα εκεύνησ τησ ϊμαξασ. «Λοιπϐν! ήλα καλϊ, δε ςυμφωνεύτε; Ναι, πολϑ καλϊ. Με υπηρετόςατε πιςτϊ ςχεδϐν ςαρϊντα χρϐνια, κι εςϑ, γυναύκα, κι εςεύσ, παιδιϊ μου. Σϔρα ςκοπεϑω, με απϐλυτα όςυχη και καθαρό τη ςυνεύδηςη μου, να ςασ αποκληρϔςω. Μην το παύρνετε κατϊκαρδα! Τπϊρχουν και χειρϐτερα! Οι αρχαύοι φαραϔ, αν υπόρχε χρϐνοσ, διϋταζαν να ςκοτωθοϑν τα 856
αγαπημϋνα τουσ ζϔα —γϊτεσ, κυρύωσ— πριν απϐ το δικϐ τουσ θϊνατο, ϔςτε να τα ϋχουν και πϊλι ςτη διϊθεςη τουσ ςτη μετϊ θϊνατον ζωό, να τα κλοτςϊνε ό να τα χαώδεϑουν ανϊλογα με τα κϋφια τουσ... αιωνύωσ». ίςτερα γϋλαςε μαζύ τουσ. Ϊγειρε πϊνω ςτο μπαςτοϑνι του και γϋλαςε, με την καινοϑρια διαθόκη -αυτό που ϐλοι εύχαν δει να επικυρϔνεται απϐ μϊρτυρεσ ςφιγμϋνη ςτα αρθριτικϊ του δϊχτυλα. Σϐτε ο Γουύλιαμ ςηκϔθηκε και εύπε: «Κϑριε, μπορεύ να εύςτε ο πατϋρασ μου και δημιουργϐσ τησ ϑπαρξησ μου, αλλϊ εύςτε επύςησ το πιο ςιχαμϋνο ερπετϐ που ςϑρθηκε ποτϋ επύ γησ, απ' ϐταν ο ϐφισ εξαπϊτηςε την Εϑα ςτον κόπο του Παραδεύςου». «Κϊθε ϊλλο!» του απϊντηςε το γϋρικο τϋρασ, πϊντα γελϔντασ. «Ξϋρω ϊλλα τϋςςερα πιο ςιχαμϋνα. Και τϔρα, με ςυγχωρεύτε, αλλϊ πρϋπει να αςφαλύςω μερικϊ πολϑ ςημαντικϊ ϋγγραφα ςτο χρηματοκιβϔτιο μου... και να κϊψω κϊποια ϊλλα ϊχρηςτα ςτη ςϐμπα». «Ώςτε κρατοϑςε ακϐμη την παλιϊ διαθόκη ςτο χϋρι του ϐταν τουσ αντιμετϔπιςε», εύπε ο Φολμσ. Ϊδειχνε μϊλλον περιϋργεια παρϊ απορύα. «Ναι», εύπε ο Λεςτρϊντ. «ΘΘ μποροϑςε να την εύχε κϊψει αμϋςωσ μϐλισ υπϋγραψε την καινοϑρια, παρουςύα των δϑο μαρτϑρων», εύπε ςυλλογιςμϋνοσ ο Φολμσ. «Εύχε ςτη διϊθεςη του ϐλο το απϐγευμα και το βρϊδυ τησ προηγοϑμενησ μϋρασ για να το κϊνει. Αλλϊ δεν το ϋκανε, ϋτςι δεν εύναι; Γιατύ; Σι θα απαντοϑςεσ εςϑ ς' αυτϐ το ερϔτημα, Λεςτρϊντ;» «Γιατύ δε χϐρταινε ποτϋ να τουσ τυραννϊει, υποθϋτω. Σουσ πρϐςφερε μια ευκαιρύα —ϋναν πειραςμϐ— που πύςτευε ϐτι ϐλοι θα αρνοϑνταν». «άςωσ πύςτευε ϐτι τουλϊχιςτον ϋνασ απ' αυτοϑσ δε θα αρνοϑνταν», εύπε ο Φολμσ. «Δε ςου πϋραςε καν απϐ το μυαλϐ αυτό η πιθανϐτητα;» τρϊφηκε και μελϋτηςε το πρϐςωπο μου μ' 857
εκεύνο το γνϔριμο, λαμπερϐ —και κατϊ κϊποιο τρϐπο παγερϐ— βλϋμμα του. «ε κανϋναν απϐ τουσ δυο ςασ; Δεν εύναι πιθανϐν, ϋνα τϐςο διεςτραμμϋνο πλϊςμα να πρϐςφερε επύτηδεσ αυτϐ τον πειραςμϐ, ξϋροντασ ϐτι αν κϊποιοσ απϐ την οικογϋνεια υπϋκυπτε και τον ϋβγαζε απϐ τη μϋςη —ο τύβεν μου φαύνεται ο πιθανϐτεροσ, απ' ϐςα ϊκουςα— θα τον ϋπιαναν και θα τον κρεμοϑςαν για πατροκτονύα;» Απϋμεινα να κοιτϊζω τον Φολμσ, βουβϐσ απϐ το ςοκ. «Ασ το αφόςουμε αυτϐ», εύπε ο Φολμσ. «υνϋχιςε, επιθεωρητϊ. Πιςτεϑω ϐτι όρθε η ςτιγμό να κϊνει την εμφϊνιςη του το κλειδωμϋνο δωμϊτιο». Οι τϋςςερισ τουσ απϋμειναν βουβού απϐ το ςοκ, ενϔ ο γϋροσ προχωροϑςε κοπιαςτικϊ ςτο διϊδρομο προσ το γραφεύο του. Ακουγϐταν μϐνο ο γδοϑποσ του μπαςτουνιοϑ του, η αςθματικό ανϊςα του, το παραπονεμϋνο νιαοϑριςμα μιασ γϊτασ απϐ την κουζύνα και οι ςταθερού χτϑποι του εκκρεμοϑσ ςτον τούχο του ςαλονιοϑ. Ϊπειτα ϊκουςαν το τρύξιμο των μεντεςϋδων καθϔσ ο Φαλ ϊνοιξε την πϐρτα του γραφεύου του και μπόκε μϋςα. «τϊςου!» φϔναξε ο Φολμσ κι ανακϊθιςε. «Κανϋνασ δεν τον εύδε να μπαύνει μϋςα, ςωςτϊ;» «Πολϑ φοβϊμαι πωσ δεν εύναι ϋτςι, φύλε μου», του απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Ο κϑριοσ ήλιβερ τϊνλεώ, ο καμαριϋρησ του λϐρδου Φαλ, ϊκουςε τον κϑριο του να προχωρϊει ςτον προθϊλαμο. Βγόκε απϐ την γκαρνταρϐμπα του λϐρδου Φαλ, ϐπου βριςκϐταν, πόγε ωσ τα κϊγκελα του διαδρϐμου, κούταξε κϊτω και ρϔτηςε αν όταν ϐλα εντϊξει. Ο Φαλ ςόκωςε το κεφϊλι —ο τϊνλεώ τον εύδε τϐςο καθαρϊ ϐςο βλϋπετε εςεύσ εμϋνα τϔρα— και του απϊντηςε ϐτι όταν ϐλα ςτην πϋνα. ίςτερα ϋτριψε το ςβϋρκο του, μπόκε ςτο γραφεύο και κλεύδωςε την πϐρτα πύςω του. 858
«Ώςπου να φτϊςει ο πατϋρασ του ςτην πϐρτα του γραφεύου (ο διϊδρομοσ εύναι αρκετϊ μακρϑσ και μπορεύ να του πόρε μϋχρι και δυο λεπτϊ να φτϊςει ωσ εκεύ αβοόθητοσ) , ο τύβεν ςυνόλθε απϐ τη χαϑνωςη που τον εύχε καταλϊβει και πόγε ωσ την πϐρτα του ςαλονιοϑ. Εύδε ϐτι ο πατϋρασ του ςυνομιλοϑςε με τον καμαριϋρη. Υυςικϊ, ϋβλεπε μϐνο την πλϊτη του λϐρδου Φαλ, αλλϊ ϊκουςε τη φωνό του και μασ περιϋγραψε την ύδια χαρακτηριςτικό χειρονομύα: ο λϐρδοσ Φαλ ϋτριψε το ςβϋρκο του». «Εύχαν την ευκαιρύα να μιλόςουν ο τύβεν Φαλ και ο καμαριϋρησ πριν φτϊςει η αςτυνομύα;» ρϔτηςα -εϑςτοχα, κατϊ τη γνϔμη μου. «Και βϋβαια την εύχαν», μου απϊντηςε βαριεςτημϋνα ο Λεςτρϊντ. «Και προφανϔσ το ϋκαναν. Αλλϊ δεν υπόρξε καμιϊ ςυνεννϐηςη». «Εύςαι απϐλυτα ςύγουροσ;» τον ρϔτηςε ο Φολμσ, με φανερό αδιαφορύα ωςτϐςο. «Ναι. Ο τύβεν Φαλ εύναι ικανϐσ να πει ψϋματα με μεγϊλη πειςτικϐτητα, πιςτεϑω, αλλϊ ο τϊνλει θα το ϋκανε πολϑ ϊςχημα. Λϋξου την επαγγελματικό μου ϊποψη, Φολμσ, ό μην τη δϋχεςαι. ήπωσ προτιμϊσ». «Ση δϋχομαι». Ϊτςι ο λϐρδοσ Φαλ μπόκε ςτο γραφεύο του, το περύφημο κλειδωμϋνο δωμϊτιο, κι ϊκουςαν ϐλοι τον όχο του κλειδιοϑ που γϑριςε ςτην κλειδαριϊ —όταν και το μοναδικϐ κλειδύ που υπόρχε για το ϊδυτο των ϊδυτων. Ακολοϑθηςε ϋνασ πιο αςυνόθιςτοσ όχοσ: ο ςυρτόσ που τραβόχτηκε διπλοκλειδϔνοντασ την πϐρτα απϐ μϋςα. Και μετϊ, ςιωπό. Οι τϋςςερισ —η λαύδη Φαλ και οι τρεισ γιοι τησ, που ςϑντομα θα καταντοϑςαν πϊμφτωχοι απϐκληροι— κοιτϊχτηκαν αμύλητοι. Η γϊτα νιαοϑριςε πϊλι απϐ την κουζύνα 859
και η λαύδη Φαλ εύπε ταραγμϋνη πωσ, αφοϑ η οικονϐμοσ δεν ϋδινε λύγο γϊλα ς' αυτό τη γϊτα, θα πόγαινε η ύδια να το κϊνει. Πρϐςθεςε πωσ, αν ϊκουγε λύγο ακϐμη εκεύνο το νιαοϑριςμα, θα τρελαινϐταν. Και βγόκε απϐ το ςαλϐνι. Μετϊ απϐ λύγο οι τρεισ γιοι τησ τη μιμόθηκαν. Ο Γουύλιαμ πόγε ςτο δωμϊτιο του, επϊνω, ο τύβεν ςτο δωμϊτιο τησ μουςικόσ και ο Σζϐρι κϊθιςε ς' ϋναν πϊγκο κϊτω απϐ τη ςκϊλα ϐπου, ϐπωσ εύπε ο ύδιοσ ςτον Λεςτρϊντ, πόγαινε και καθϐταν απϐ μικρϐ παιδύ ϐποτε όταν ςτενοχωρημϋνοσ ό εύχε κϊποιο δϑςκολο ζότημα να ςκεφτεύ. ε λιγϐτερο απϐ πϋντε λεπτϊ αργϐτερα, απϐ το γραφεύο ακοϑςτηκε μια κραυγό. Ο τύβεν βγόκε τρϋχοντασ απϐ το δωμϊτιο τησ μουςικόσ, ϐπου χτυποϑςε αφηρημϋνα τα πλόκτρα του πιϊνου. Ο Σζϐρι τον ςυνϊντηςε ϋξω απϐ την πϐρτα του γραφεύου. Ο Γουύλιαμ όταν όδη ςτα μιςϊ τησ ςκϊλασ και τουσ εύδε να ςπϊνε την πϐρτα. Σην ύδια ςτιγμό, ο τϊνλεώ, ο καμαριϋρησ του λϐρδου, που εύχε βγει ςτο μεταξϑ απϐ την γκαρνταρϐμπα, ςτϊθηκε για δεϑτερη φορϊ ςτα κϊγκελα του διαδρϐμου και κούταξε κϊτω. Ο τϊνλεώ κατϋθεςε ϐτι εύδε τον τύβεν Φαλ να ορμϊει ςτο γραφεύο· ϐτι εύδε τον Γουύλιαμ να φτϊνει ςτη βϊςη τησ ςκϊλασ και παραλύγο να πϋφτει γλιςτρϔντασ ςτο μϊρμαρο ϐτι εύδε τη λαύδη Φαλ να εμφανύζεται ςτην πϐρτα τησ τραπεζαρύασ, κρατϔντασ μια κανϊτα με γϊλα. Μϋςα ςε δευτερϐλεπτα μαζεϑτηκαν και οι υπϐλοιποι υπηρϋτεσ ςτο διϊδρομο. «Ο λϐρδοσ Φαλ όταν ςωριαςμϋνοσ πϊνω ςτο γραφεύο του και τα τρύα αδϋρφια ςτϋκονταν παραδύπλα. Σα μϊτια του γϋρου όταν ανοιχτϊ και το παγωμϋνο βλϋμμα του... πιςτεϑω ϐτι ϋδειχνε ϋκπληξη. Και πϊλι μπορεύσ να δεχτεύσ ό να απορρύψεισ την εκτύμηςη μου, Φολμσ, αλλϊ ςε διαβεβαιϔνω ϐτι εμϋνα μου φϊνηκε ςαν ϋκπληξη. τα χϋρια του κρατοϑςε ςφιχτϊ τη 860
διαθόκη του... την παλιϊ. Απϐ την καινοϑρια δεν υπόρχε οϑτε ύχνοσ. Και ςτην πλϊτη του όταν καρφωμϋνο ϋνα ςτιλϋτο». Και μ' αυτϐ, ο Λεςτρϊντ χτϑπηςε ςτον αμαξϊ να ξεκινόςει. Μπόκαμε ςτο ςπύτι περνϔντασ ανϊμεςα απϐ δυο αςτυνομικοϑσ που ςτϋκονταν ανϋκφραςτοι ςαν φρουρού ςτα ανϊκτορα του Μπϊκιγχαμ. Για να πιϊςουμε τα πρϊγματα απϐ την αρχό, βρεθόκαμε μπροςτϊ ς' ϋναν πολϑ μακρϑ διϊδρομο, με δϊπεδο απϐ λευκϊ και μαϑρα πλακϊκια, ςαν ςκακιϋρα. Οδηγοϑςε ςε μια ανοιχτό πϐρτα, ϐπου ςτϋκονταν ϊλλοι δυο αςτυνομικού: η εύςοδοσ ςτο περύφημο γραφεύο. τ' αριςτερϊ μασ όταν η ςκϊλα και ςτα δεξιϊ δυο πϐρτεσ: το ςαλϐνι και το δωμϊτιο τησ μουςικόσ, υπϋθεςα. «Η οικογϋνεια εύναι ςυγκεντρωμϋνη ςτο ςαλϐνι», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Καλϔσ», απϊντηςε ευγενικϊ ο Φολμσ. «Μόπωσ ο Γουϊτςον κι εγϔ θα μποροϑςαμε να ρύξουμε πρϔτα μια ματιϊ ςτον τϐπο του εγκλόματοσ;» «Να ςασ ςυνοδεϑςω;» «άςωσ ϐχι», απϊντηςε ο Φολμσ. «Ϊχει μεταφερθεύ το πτϔμα;» «Βριςκϐταν ακϐμη εκεύ ϐταν ξεκύνηςα για το ςπύτι ςασ, αλλϊ πιςτεϑω ϐτι ςτο μεταξϑ θα το ϋχουν πϊρει». «Πολϑ καλϊ». Ο Φολμσ ξεκύνηςε. Σον ακολοϑθηςα. «Φολμσ!» φϔναξε ο Λεςτρϊντ. Ο Φολμσ ςτρϊφηκε, αναςηκϔνοντασ τα φρϑδια του. «Οϑτε μυςτικϊ περϊςματα οϑτε περιςτρεφϐμενεσ βιβλιοθόκεσ. Για τρύτη φορϊ ςε καλϔ να δεχτεύσ το λϐγο μου, αν θϋλεισ». «θα περιμϋνω ϔςπου... » ϊρχιςε να λϋει ο Φολμσ και ξαφνικϊ η αναπνοό του βγόκε ςφυριχτό. Χαχοϑλεψε πυρετωδϔσ την τςϋπη του, βρόκε μια πετςϋτα φαγητοϑ, που 861
προφανϔσ εύχε μαζϋψει αφηρημϋνοσ απϐ το εςτιατϐριο ϐπου εύχαμε δειπνόςει το προηγοϑμενο βρϊδυ, την ϋφερε ςτη μϑτη του και φταρνύςτηκε δυνατϊ. Κούταξα κϊτω και εύδα ϋνα μεγϊλο, ςημαδεμϋνο κεραμιδϐγατο, που φαινϐταν τϐςο εκτϐσ τϐπου ς' αυτϐν το μεγϊλο προθϊλαμο, ϐςο θα φαινϐταν και κϊποιο απϐ τα αλητϊκια που ςκεφτϐμουν νωρύτερα. Ο γϊτοσ τριβϐταν ςτα πϐδια του Φολμσ. Σο ϋνα αυτύ του όταν κολλημϋνο πϊνω ςτο ςημαδεμϋνο κρανύο του. Σο ϊλλο ϋλειπε εντελϔσ, χαμϋνο ςε κϊποια μακρινό μϊχη ς' ϋνα ςοκϊκι, ϐπωσ υπϋθεςα. Ο Φολμσ φταρνύςτηκε αρκετϋσ φορϋσ κι ϋριξε μια κλοτςιϊ ςτο γϊτο. Σο ζϔο απομακρϑνθηκε μ' ϋνα επιτιμητικϐ βλϋμμα κι ϐχι με το θυμωμϋνο ςφϑριγμα που θα περύμενε κανεύσ απϐ ϋναν τϋτοιο βετερϊνο. Ο Φολμσ κούταξε τον Λεςτρϊντ πϊνω απϐ την πετςϋτα, με δακρυςμϋνα, γεμϊτα θυμϐ μϊτια. Ο Λεςτρϊντ, χωρύσ να πτοηθεύ καθϐλου, ϋςκυψε μπροςτϊ το κεφϊλι του και χαμογϋλαςε ςαν μαώμοϑ. «Δϋκα, Φολμσ», εύπε. «Δϋκα. Ϊνα ςπύτι γεμϊτο ψιψύνεσ. Ο Φαλτισ λϊτρευε». Και μ' αυτϐ, αποχϔρηςε. «Πϐςο καιρϐ υποφϋρεισ απ' αυτϐ το πρϐβλημα, φύλε μου;» ρϔτηςα τον Φολμσ. Εύχα ανηςυχόςει πολϑ. «Ανϋκαθεν», μου απϊντηςε και φταρνύςτηκε ξανϊ. Η λϋξη αλλεργύα όταν εντελϔσ ϊγνωςτη εκεύνα τα χρϐνια, αλλϊ αυτϐ, φυςικϊ, όταν το πρϐβλημα του. «Θϋλεισ να φϑγουμε;» τον ρϔτηςα. Εύχα δει κϊποτε μια περύπτωςη αςφυξύασ που όταν αποτϋλεςμα μιασ τϋτοιασ αποςτροφόσ, για τα πρϐβατα εκεύνη, αλλϊ ϐμοια απϐ κϊθε ϊλλη ϊποψη. «Θα το όθελε πολϑ», εύπε ο Φολμσ. Δε χρειϊςτηκε να μου εξηγόςει ποιον εννοοϑςε. Ο Φολμσ φταρνύςτηκε ϊλλη μια φορϊ (ςτο ςυνόθωσ χλομϐ μϋτωπο του εύχε αρχύςει να εμφανύζεται μια μεγϊλη, ϋντονη κοκκινύλα) και μετϊ περϊςαμε ανϊμεςα απϐ 862
τουσ δυο αςτυνομικοϑσ την πϐρτα του γραφεύου. Ο Φολμσ την τρϊβηξε πύςω του και την ϋκλειςε. Σο δωμϊτιο όταν μακρϑ και ςχετικϊ ςτενϐ. Βριςκϐταν ςτην ϊκρη μιασ πτϋρυγασ, με το υπϐλοιπο ςπύτι να εκτεύνεται κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ του διαδρϐμου, ςτα τρύα τϋταρτα περύπου του μόκουσ του. Τπόρχαν παρϊθυρα και ςτισ δυο πλευρϋσ του γραφεύου και όταν αρκετϊ φωτεινϐ, παρϊ την γκρύζα, βροχερό μϋρα. Οι τούχοι όταν γεμϊτοι απϐ πολϑχρωμα ναυτικϊ διαγρϊμματα ςε ϐμορφεσ κορνύζεσ απϐ ξϑλο τικ κι ανϊμεςα τουσ όταν τοποθετημϋνη μια εξύςου ϐμορφη ςυλλογό απϐ μετεωρολογικϊ ϐργανα, ςε μια κομψό προθόκη απϐ μπροϑντζο και κρϑςταλλο. Η ςυλλογό περιεύχε ϋνα ανεμϐμετρο (ο Φαλ μϊλλον θα εύχε ςτόςει τα δυο μικρϊ περιςτρεφϐμενα κυπελλϊκια ςε κϊποια απϐ τισ κορυφϋσ τησ ςτϋγησ), δυο θερμϐμετρα (ϋνα για την εξωτερικό κι ϋνα για την εςωτερικό θερμοκραςύα) κι ϋνα βαρϐμετρο, λύγο πολϑ ϐμοιο μ' εκεύνο που εύχε ξεγελϊςει τον Φολμσ και τον εύχε κϊνει να πιςτϋψει ϐτι ο κακϐσ καιρϐσ θα βελτιωνϐταν. Πρϐςεξα ϐτι το βαρϐμετρο εύχε ςταθερό ανοδικό πορεύα και κούταξα μηχανικϊ ϋξω απϐ το παρϊθυρο. Η βροχό ϋπεφτε πυκνϐτερη απϐ ποτϋ, διαψεϑδοντασ ϐλα τα βαρϐμετρα. Πιςτεϑουμε ϐτι γνωρύζουμε πολλϊ, με τα ϐργανα και τα εργαλεύα μασ, αλλϊ όμουν αρκετϊ μεγϊλοσ τϐτε για να ϋχω αντιληφθεύ ϐτι δεν ξϋρουμε οϑτε τα μιςϊ απ' ϐςα νομύζουμε και εύμαι πια αρκετϊ γϋροσ για να πιςτεϑω ϐτι δεν πρϐκειται να τα μϊθουμε ποτϋ. Ο Φολμσ κι εγϔ ςτραφόκαμε ταυτϐχρονα προσ την κλειςτό πϐρτα. Σο μϊνταλο όταν ανοιχτϐ, αλλϊ ϋγερνε προσ τη ςωςτό πλευρϊ. Σο κλειδύ βριςκϐταν ακϐμη πϊνω ςτην κλειδαριϊ. Σα μϊτια του Φολμσ, δακρυςμϋνα ακϐμη, κοιτοϑςαν τα πϊντα καταγρϊφοντασ, ταξινομϔντασ, αξιολογϔντασ. «Εύςαι λύγο καλϑτερα», εύπα. 863
«Ναι». Ο Φολμσ κατϋβαςε την πετςϋτα και την ϋχωςε αδιϊφορα ςτην τςϋπη του ςακακιοϑ του. «Μπορεύ να τισ αγαποϑςε, αλλϊ δεν τισ ϊφηνε να μπαύνουν εδϔ. ήχι ςε μϐνιμη βϊςη, τουλϊχιςτον. Σι ςου λϋει αυτϐ, Γουϊτςον;» Μολονϐτι τα δικϊ μου μϊτια όταν πολϑ πιο αργϊ απϐ τα δικϊ του, περιεργαζϐμουν κι εγϔ το χϔρο. Σα διπλϊ παρϊθυρα όταν ϐλα κλειδωμϋνα, με πετοϑγιεσ και μικροϑσ, πρϐςθετουσ μπροϑντζινουσ ςυρτϋσ. Κανϋνα τζϊμι δεν όταν ςπαςμϋνο. Σα περιςςϐτερα απϐ τα κϊδρα καθϔσ και η προθόκη με τα ϐργανα βρύςκονταν ανϊμεςα ς' αυτϊ τα παρϊθυρα. Οι ϊλλοι δυο τούχοι όταν γεμϊτοι ρϊφια με βιβλύα. Τπόρχε μια μικρό θερμϊςτρα με κϊρβουνο αλλϊ ϐχι τζϊκι. Ο δολοφϐνοσ δεν εύχε τρυπϔςει απϐ την καμινϊδα ςαν τον Ωγιο Βαςύλη, εκτϐσ κι αν όταν τϐςο λεπτϐσ που χωροϑςε να κατεβεύ απϐ ϋνα μπουρύ, ντυμϋνοσ με πυρύμαχη ςτολό, εφϐςον η ςϐμπα ϋκαιγε ακϐμη. Σο γραφεύο βριςκϐταν ςτο βϊθοσ αυτοϑ του μακρϐςτενου, φωτεινοϑ χϔρου. Η απϋναντι πλευρϊ όταν μια ευχϊριςτη γωνιϊ για διϊβαςμα, με δυο πολυθρϐνεσ με ψηλό ρϊχη κι ϋνα χαμηλϐ τραπεζϊκι του καφϋ ανϊμεςα τουσ. Πϊνω ςτο τραπεζϊκι όταν ςκορπιςμϋνα διαφϐρων ειδϔν βιβλύα. Σο πϊτωμα όταν καλυμμϋνο απϐ ϋνα τοϑρκικο χαλύ. Αν ο δολοφϐνοσ εύχε μπει απϐ κϊποια καταπακτό, μου όταν αδϑνατον να φανταςτϔ πϔσ μπόκε κϊτω απϐ το ύδιο χαλύ χωρύσ να το ζαρϔςει καθϐλου... γιατύ το χαλύ δεν εύχε οϑτε την παραμικρό ζαρωματιϊ. Οι ςκιϋσ που ϋριχναν τα πϐδια του τραπεζιοϑ επϊνω του όταν απϐλυτα ύςιεσ. «Σο πύςτεψεσ, Γουϊτςον;» με ρϔτηςε ο Φολμσ, βγϊζοντασ με απϐτομα απϐ την περύεργη αύςθηςη νϊρκησ που με εύχε κυριϋψει. Κϊτι... κϊτι ςτο τραπεζϊκι του καφϋ... «Σι να πιςτϋψω, Φολμσ;»
864
«ήτι και οι τϋςςερισ βγόκαν απϐ το ςαλϐνι τϋςςερα λεπτϊ πριν απϐ το φϐνο και ςκϐρπιςαν προσ τϋςςερισ διαφορετικϋσ κατευθϑνςεισ;» «Δεν ξϋρω», απϊντηςα ξϋπνοα. «Εγϔ δεν το πιςτεϑω. Οϑτε για ϋνα...» ϔπαςε απϐτομα . «Γουϊτςον! Εύςαι καλϊ;» «ήχι», απϊντηςα, με φωνό που μϐλισ αναγνϔριζα ςαν δικό μου. ωριϊςτηκα ςε μια απϐ τισ πολυθρϐνεσ. Η καρδιϊ μου πόγαινε να ςπϊςει. Δυςκολευϐμουν να αναςϊνω. Σο κεφϊλι μου ςφυροκοποϑςε· ϋνιωθα τα μϊτια μου πολϑ μεγϊλα για να τα χωρϋςουν οι κϐγχεσ τουσ. Και μου όταν αδϑνατον να τα τραβόξω απϐ τισ ςκιϋσ που ϋριχναν πϊνω ςτο χαλύ τα τϋςςερα πϐδια του τραπεζιοϑ. «ύγουρα... δεν εύμαι... καθϐλου καλϊ». Εκεύνη τη ςτιγμό, ο Λεςτρϊντ εμφανύςτηκε ςτο κατϔφλι του γραφεύου. «Αν ϋριξεσ τη ματιϊ που όθελεσ, Φ...» ταμϊτηςε. «Σι διϊβολο ϋπαθε ο Γουϊτςον;» «Νομύζω», απϊντηςε ο Φολμσ, με όρεμη, μετρημϋνη φωνό, «ϐτι ο Γουϊτςον ϋλυςε την υπϐθεςη. Ϊτςι δεν εύναι, Γουϊτςον;» Κοϑνηςα το κεφϊλι μου. ήχι ολϐκληρη την υπϐθεςη, ύςωσ, αλλϊ το βαςικϐ ςημεύο. Ϋξερα ποιοσ όξερα πϔσ. «Ϊτςι αιςθϊνεςαι κι εςϑ, Φολμσ;» ρϔτηςα. «ήταν... βλϋπεισ;» «Ναι. Αν και ςυνόθωσ καταφϋρνω να κρατηθϔ ςτα πϐδια μου». «Ο Γονϊτςον βρόκε τη λϑςη;» εύπε ανυπϐμονα ο Λεςτρϊντ. «Μπα! Ο Γουϊτςον μασ ϋχει προτεύνει χιλιϊδεσ Ι λϑςεισ ςε δεκϊδεσ υποθϋςεισ πριν απ' αυτό, ϐπωσ γνωρύςεισ πολϑ καλϊ, αγαπητϋ Φολμσ, και ϐλεσ όταν λϊθοσ. Εύναι ςτη μούρα του. θυμϊμαι πϋρυςι το καλοκαύρι, που...» | «Ξϋρω τον Γουϊτςον πολϑ καλϑτερα απ' ϐ,τι θα τον μϊθεισ εςϑ ποτϋ», εύπε ο Φολμσ, «κι αυτό τη φορϊ πϋτυχε Λιϊνα. Αναγνωρύζω το ϑφοσ». Ωρχιςε πϊλι να φταρνύζεται. »γϊτοσ με το κομμϋνο αυτύ εύχε μπει ςτο 865
δωμϊτιο απϐ την πϐρτα που εύχε αφόςει ανοιχτό ο Λεςτρϊντ. Σο ζϔο τρϊβηξε κατευθεύαν προσ το μϋροσ του Φολμσ, με μια ϋκφραςη που ϋμοιαζε με ςυμπϊθεια ςτο ϊςχημο πρϐςωπο του. «Αν το ύδιο ςου ςυμβαύνει κι εςϋνα, δεν πρϐκειται να ςε ζηλϋψω ποτϋ ξανϊ», εύπα ςτον Φολμσ. «Η καρδιϊ μου πϊει να ςπϊςει». «ήλα τα ςυνηθύζει κανεύσ, ακϐμη και τισ μεγαλοφυεύσ ιδϋεσ», εύπε ο Φολμσ, χωρύσ ύχνοσ ξιπαςμοϑ ςτη φωνό του. «Σελειϔςαμε, λοιπϐν... ό μόπωσ πρϋπει να φϋρουμε εδϔ τουσ υπϐπτουσ, ϐπωσ γύνεται ςτο τελευταύο κεφϊλαιο των αςτυνομικϔν ιςτοριϔν;» «ήχι!» φϔναξα ϋντρομοσ. Δεν εύχα δει κανϋναν απ' αυτοϑσ τουσ ανθρϔπουσ· οϑτε εύχα τη διϊθεςη. «Νομύζω ϐμωσ ϐτι πρϋπει να δεύξω ς' εςϊσ πϔσ ϋγινε. Αν ϋχετε την καλοςϑνη, εςϑ και ο επιθεωρητόσ Λεςτρϊντ να βγεύτε για λύγο ςτον προθϊλαμο... » Ο γϊτοσ ϋφταςε κοντϊ ςτον Φολμσ, πόδηξε ςτα γϐνατα του κι ϊρχιςε να γουργουρύζει ςαν να όταν το ευτυχϋςτερο πλϊςμα ςτη γη. Ο Φολμσ εξερρϊγη κυριολεκτικϊ ς' ϋναν καταιγιςμϐ φταρνιςμϊτων. Οι κοκκινύλεσ ςτο πρϐςωπο του, που εύχαν ξεθωριϊςει ςτο μεταξϑ, φοϑντωςαν πϊλι μονομιϊσ. Πϋταξε πϋρα το γϊτο και ςηκϔθηκε ϐρθιοσ. «Κϊνε γρόγορα, Γουϊτςον, για να μπορϋςουμε να φϑγουμε απϐ τοϑτο το καταραμϋνο μϋροσ», εύπε πνιχτϊ και βγόκε απϐ το δωμϊτιο με τουσ ϔμουσ ςκυφτοϑσ, το κεφϊλι του κατεβαςμϋνο και χωρύσ να ρύξει οϑτε μια ματιϊ πύςω του. Σον λυπόθηκε η ψυχό μου, πιςτϋψτε με. Ο Λεςτρϊντ ςτεκϐταν γερμϋνοσ ςτην πϐρτα, με το βρεγμϋνο ςακϊκι του να βγϊζει αχνοϑσ και μ' ϋνα αντιπαθητικϐ χαμϐγελο ςτα χεύλη. «Να πϊρω ϋξω και τον καινοϑριο θαυμαςτό του Φολμσ, γιατρϋ;» με ρϔτηςε. 866
«Ωφηςε τον», αποκρύθηκα, «αλλϊ κλεύςε την πϐρτα βγαύνοντασ». «θα ςτοιχημϊτιζα ϋνα πεντϐλιρο ϐτι χϊνουμε τον καιρϐ μασ, παλιϐφιλε», εύπε ο Λεςτρϊντ, αλλϊ εγϔ διϋκρινα κϊτι ϊλλο ςτο βλϋμμα του: αν δεχϐμουν να ςτοιχηματύςω, θα ϋβριςκε αμϋςωσ τρϐπο ν' αποφϑγει την πρϐκληςη. «Κλεύςε την πϐρτα», επανϋλαβα. «Δεν πρϐκειται ν' αργόςω καθϐλου». Η πϐρτα ϋκλειςε. Βρϋθηκα μϐνοσ μου ςτο γραφεύο του Φαλ... εκτϐσ απϐ το γϊτο, φυςικϊ, που τϔρα καθϐταν ςτη μϋςη του χαλιοϑ με την ουρϊ του κουλουριαςμϋνη γϑρω απϐ τισ πατοϑςεσ και με παρατηροϑςε με τα λαμπερϊ, πρϊςινα μϊτια του. Ϊψαξα τισ τςϋπεσ μου και βρόκα το δικϐ μου αναμνηςτικϐ απϐ τη χτεςινοβραδινό ϋξοδο —οι εργϋνηδεσ ςυνόθωσ εύναι ανοικοκϑρευτοι αλλϊ, εκτϐσ απϐ την τςαπατςουλιϊ, υπόρχε κι ϋνασ ϊλλοσ λϐγοσ που βριςκϐταν εκεύ η φϋτα του ψωμιοϑ. Πϊντα κρατϊω μια κϐρα ψωμύ ςτη μια ό ςτην ϊλλη τςϋπη μου, γιατύ μου αρϋςει πολϑ να ταϏζω τα περιςτϋρια που κουρνιϊζουν ς' εκεύνο ακριβϔσ το παρϊθυρο ϐπου ςτεκϐταν ο Φολμσ ϐταν μασ επιςκϋφθηκε ο Λεςτρϊντ . «Χιψύνα», εύπα γλυκϊ κι ϊφηςα το ψωμύ κϊτω απϐ το τραπεζϊκι του καφϋ, το τραπεζϊκι το οπούο εύχε πύςω του ο λϐρδοσ Φαλ ϐταν κϊθιςε ςτο γραφεύο του με τισ δυο διαθόκεσ, την απαρϊδεκτη παλιϊ και την ακϐμα πιο απαρϊδεκτη καινοϑρια. «Χι-ψι-ψι... ψιψύνα!» Ο γϊτοσ ςηκϔθηκε νωχελικϊ και πόγε κϊτω απϐ το τραπεζϊκι για να επιθεωρόςει το κϋραςμα. Ϊτρεξα ςτην πϐρτα και την ϊνοιξα. «Φολμσ! Λεςτρϊντ! Γρόγορα!» Ϋρθαν αμϋςωσ. 867
«Ελϊτε εδϔ», τουσ εύπα και πόγα κοντϊ ςτο τραπεζϊκι. Ο Λεςτρϊντ κούταξε κι ϊρχιςε να ςυνοφρυϔνεται, μη βλϋποντασ τύποτε. Ο Φολμσ, βϋβαια, ξανϊρχιςε να φταρνύζεται. «Δε γύνεται να διϔξουμε απϐ εδϔ μϋςα αυτϐ το ϊθλιο πλϊςμα;» κατϊφερε να πει πύςω απϐ την πετςϋτα, | που την εύχε μουςκϋψει απϐ τα φταρνύςματα. «Υυςικϊ», εύπα εγϔ. «Αλλϊ που εύναι το ϊθλιο ζϔο, Φολμσ;» Ϊκπληξη πλημμϑριςε τα βουρκωμϋνα υγρϊ μϊτια του φύλου μου. Ο Λεςτρϊντ ϋκανε απϐτομα μεταβολό, πόγε ωσ το γραφεύο του Φαλ και κούταξε απϐ πύςω. Ο Φολμσ ϋςκυβε και κούταξε κϊτω απϐ το τραπεζϊκι του καφϋ, δεν εύδε αρϊ το χαλύ και τα δυο κϊτω ρϊφια τησ βιβλιοθόκησ απϋναντι κι ϐρθωςε ξανϊ το κορμύ του. Αν τα μϊτια του δεν ϋτρεχαν ςαν βρϑςεσ θα τα εύχε δει ϐλα —ςτεκϐταν ακριβϔσ ιϐ πϊνω. Αλλϊ, το καλϐ πρϋπει να λϋγεται, η ψευδαύςθηςη όταν διαβολεμϋνα καλό. Σο κενϐ διϊςτημα κϊτω απϐ το τραπεζϊκι του καφϋ όταν το αριςτοϑργημα του Σζϐρι Φαλ. «Δεν...» πόγε να πει ο Φολμσ και τϐτε ο γϊτοσ, που προφανϔσ ϋβριςκε το φύλο μου πολϑ πιο αξιαγϊπητο απϐ μια μπαγιϊτικη κϐρα ψωμύ, πρϐβαλε αργϊ αργϊ κϊτω απϐ το τραπεζϊκι κι ϊρχιςε γι’ ϊλλη μια φορϊ να τρύβεται ςτα πϐδια του. Ο Λεςτρϊντ εύχε επιςτρϋψει κοντϊ μασ και τα μϊτια του γοϑρλωςαν τϐςο πολϑ, που φαύνονταν ϋτοιμα να πεταχτοϑν απϐ τισ κϐγχεσ τουσ. Ακϐμη κι εγϔ, που εύχα καταλϊβει το κϐλπο, εύχα μεύνει κατϊπληκτοσ. Ο ςημαδεμϋνοσ γϊτοσ όταν ςαν να ξεφϑτρωςε απϐ το πουθενϊ· πρϔτα το κεφϊλι, μετϊ το ςϔμα και τϋλοσ η ουρϊ με την ϊςπρη πιτςιλιϊ ςτην ϊκρη τησ. Σο ζϔο τρύφτηκε ςτα πϐδια του φύλου μου γουργουρύζοντασ, ενϔ ο Φολμσ φταρνιζϐταν. «Αρκετϊ», εύπα. «Ϊκανεσ τη δουλειϊ ςου και εύναι ϔρα να πηγαύνεισ». 868
όκωςα το γϊτο, τον πόγα ωσ την πϐρτα (ειςπρϊττοντασ ωσ ανταμοιβό για την εξυπηρϋτηςη μια γρατςουνιϊ) και τον πϋταξα απϐτομα ςτον προθϊλαμο. ίςτερα ϋκλειςα την πϐρτα. Ο Φολμσ εύχε καθύςει, «θεϋ μου», εύπε με πνιχτό, ϋνρινη φωνό. Ο Λεςτρϊντ δεν όταν ςε θϋςη να βγϊλει λϋξη. Εύχε απομεύνει να κοιτϊζει ςαν υπνωτιςμϋνοσ το τραπεζϊκι και το ξεθωριαςμϋνο τοϑρκικο χαλύ απϐ κϊτω του: ϋνα κενϐ διϊςτημα, το οπούο μ' ϋνα μυςτηριϔδη τρϐπο εύχε γεννόςει μια ζωντανό γϊτα. «Ϊπρεπε να το εύχα δει», μουρμοϑριςε ο Φολμσ. «Ναι... ϐμωσ, εςϑ... πϔσ το κατϊλαβεσ τϐςο γρόγορα;» Διϋκρινα μια ανεπαύςθητη νϐτα πύκρασ και ζόλιασ ςτη φωνό του και τη ςυγχϔρηςα αμϋςωσ. «Απ' αυτϐ!» εύπα δεύχνοντασ το χαλύ. «Υυςικϊ!» γρϑλιςε θυμωμϋνοσ ο Φολμσ και χτϑπηςε το κοϑτελο του, που όταν διϊςτικτο απϐ τισ κοκκινύλεσ. «Εύμαι εντελϔσ ηλύθιοσ!» «Ανοηςύεσ», του εύπα κοφτϊ. «Με τϐςεσ γϊτεσ μϋςα ςτο ςπύτι —και μια απ' αυτϋσ να ςε ϋχει επιλϋξει ωσ εκλεκτϐ τησ φύλο— πϊλι καλϊ που βλϋπεισ ακϐμη». «Σι ϋχει το χαλύ;» ρϔτηςε ανυπϐμονα ο Λεςτρϊντ. «Εύναι πολϑ ωραύο, ναι, και δεύχνει ακριβϐ, αλλϊ...» «ήχι το χαλύ», εύπα. «Οι ςκιϋσ». «Δεύξ' του, Γουϊτςον», εύπε κουραςμϋνοσ ο Φολμσ και κατϋβαςε την πετςϋτα ςτα γϐνατα του. Ϊτςι, ϋςκυψα, πόρα μια απϐ τισ ςκιϋσ και τη ςόκωςα απϐ το πϊτωμα. Ο Λεςτρϊντ κϊθιςε βαριϊ ςτην ϊλλη πολυθρϐνα, ςαν να εύχε δεχτεύ μια αναπϊντεχη γροθιϊ. «Σισ κούταζα ςυνϋχεια», ϊρχιςα να εξηγϔ, ςε τϐνο που όταν, ϊθελα μου, απολογητικϐσ. Δε μου φαινϐταν καθϐλου ςωςτϐ. Ϋταν δουλειϊ του Φολμσ να εξηγεύ τα πϔσ και τα γιατύ 869
ςτο τϋλοσ μιασ ϋρευνασ. ήμωσ, παρ' ϐλο που ϋβλεπα ϐτι ο φύλοσ μου εύχε όδη καταλϊβει τα πϊντα, όξερα ϐτι θα αρνιϐταν να μιλόςει ςτη ςυγκεκριμϋνη περύπτωςη. Και, υποθϋτω, ϋνα μϋροσ του εαυτοϑ μου —εκεύνο που όξερε ϐτι ποτϋ ξανϊ δε θα μου δινϐταν η ευκαιρύα να κϊνω κϊτι τϋτοιο— όθελε να δϔςει τισ εξηγόςεισ. Ο γϊτοσ όταν μια εξαιρετικό πινελιϊ, ομολογουμϋνωσ. Οϑτε ταχυδακτυλουργϐσ δε θα τα κατϊφερνε καλϑτερα, με κουνϋλι και ημύψηλο. «Κατϊλαβα ϐτι κϊτι δεν πόγαινε καλϊ, αλλϊ μου πόρε μερικϋσ ςτιγμϋσ να το εντοπύςω. Σο δωμϊτιο εύναι εξαιρετικϊ φωτεινϐ, αλλϊ ςόμερα πϋφτει κατακλυςμϐσ. Κοιτϊξτε γϑρω ςασ και θα δεύτε ϐτι κανϋνα αντικεύμενο μϋςα ς' αυτϐ το δωμϊτιο δε ρύχνει ςκιϊ... εκτϐσ απϐ τα πϐδια αυτϐν τον τραπεζύου». Ο Λεςτρϊντ βλαςτόμηςε. «Βρϋχει ςχεδϐν μια βδομϊδα τϔρα», ςυνϋχιςα, «αλλϊ τϐςο το βαρϐμετρο του Φολμσ ϐςο και του μακαρύτη του λϐρδου...» Ϊδειξα το ϐργανο, «...λϋνε πωσ ςόμερα πρϋπει να περιμϋνουμε όλιο. Πρϊγματι, φαινϐταν ςύγουρο. Γύ αυτϐ και πρϐςθεςε τισ ςκιϋσ ςαν τελικό πινελιϊ ςτο ϋργο Ε του». «Ποιοσ;» «Ο Σζϐρι Φαλ», απϊντηςε ςυγκρατημϋνα ο Φολμσ. «Ποιοσ ϊλλοσ;» Ϊςκυψα κι ϋχωςα το χϋρι μου κϊτω απϐ τη δεξιϊ ϊκρη του τραπεζιοϑ. Εξαφανύςτηκε ϋτςι ϐπωσ εύχε εμφανιςτεύ ςταδιακϊ ο γϊτοσ. Ο Λεςτρϊντ βλαςτόμηςε πϊλι, απϐ κατϊπληξη. Σϐτε, χτϑπηςα μαλακϊ το κανναβϊτςο που όταν τεντωμϋνο ανϊμεςα ςτα δυο μπροςτινϊ πϐδια του χαμηλοϑ τραπεζιοϑ. Σα βιβλύα και το χαλύ φοϑςκωςαν και κυμϊτιςαν ελαφρϊ. Η ψευδαύςθηςη, ςχεδϐν τϋλεια μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό, διαλϑθηκε μονομιϊσ. Ο Σζϐρι Φαλ ζωγρϊφιςε ϋνα κενϐ διϊςτημα κϊτω απϐ το τραπεζϊκι του καφϋ ςτο γραφεύο του πατϋρα του, κρϑφτηκε πύςω του ϐταν ο πατϋρασ του μπόκε ςτο δωμϊτιο, κλεύδωςε την 870
πϐρτα και κϊθιςε ςτο γραφεύο του και, τελικϊ, πετϊχτηκε πύςω απ' αυτϐ το κενϐ διϊςτημα μ' ϋνα ςτιλϋτο ςτο χϋρι. «Εύναι ο μϐνοσ που θα μποροϑςε να το αποδϔςει με τϐςο εκπληκτικϐ ρεαλιςμϐ», εύπα, ςϋρνοντασ το χϋρι μου πϊνω ςτην επιφϊνεια του κανναβϊτςου. Ακοϑςαμε ϐλοι το ςιγανϐ θρϐιςμα που θϑμιζε γουργοϑριςμα πολϑ γϋρικησ γϊτασ. «Ο μϐνοσ που μποροϑςε να το εκτελϋςει και ο μϐνοσ που χωροϑςε να κρυφτεύ πύςω του. Ο κοντϐσ και ςτραβοκϊνησ Σζϐρι Φαλ. »'0πωσ εύπε ο Φολμσ, η ϋκπληξη τησ καινοϑριασ διαθόκησ δεν όταν ϋκπληξη. Ακϐμη κι αν ο γϋροσ εύχε καταφϋρει να κρϑψει την πρϐθεςη του να αποκληρϔςει την οικογϋνεια του, πρϊγμα που δεν ϋκρυψε, μϐνο ηλύθιοι δε θα εύχαν αντιληφθεύ τη ςημαςύα τησ επύςκεψησ του δικηγϐρου και, ακϐμη περιςςϐτερο, του βοηθοϑ του την προηγοϑμενη μϋρα. Φρειϊζονται οι υπογραφϋσ δϑο μαρτϑρων για να θεωρηθεύ ϋγκυρη μια διαθόκη απϐ το νϐμο. Αυτϐ που εύπε ο Φολμσ, ϐτι κϊποιοι ςχεδύαζαν την αποτροπό τησ καταςτροφόσ, εύναι επύςησ ςωςτϐ. Ϊνασ πύνακασ τϐςο τϋλειοσ ϐςο αυτϐσ εύναι αδϑνατον να ϋγινε ςε μια νϑχτα ό ςε ϋνα μόνα. άςωσ διαπιςτϔςετε ϐτι τον εύχε ϋτοιμο εδϔ κι ϋνα χρϐνο, ςε περύπτωςη που θα χρειαζϐταν... » «Ϋ πϋντε», παρενϋβη ο Φολμσ. «Πολϑ πιθανϐ. ήπωσ και να 'χει, ϐταν ο Φαλ ανακούνωςε ςτουσ δικοϑσ του ϐτι όθελε να ςυγκεντρωθοϑν το πρωύ ςτο ςαλϐνι για να τουσ μιλόςει, ο Σζϐρι κατϊλαβε ϐτι εύχε φτϊςει η ςτιγμό. Αφοϑ πόγε για ϑπνο ο πατϋρασ του το βρϊδυ, όρθε εδϔ και ςτερϋωςε το κανναβϊτςο. Τποθϋτω ϐτι τοποθϋτηςε και τισ ψεϑτικεσ ςκιϋσ τϐτε, αλλϊ, αν όμουν εγϔ ςτη θϋςη του Σζϐρι, θα ξανϊμπαινα κρυφϊ ςτο γραφεύο το επϐμενο πρωύ, πριν απϐ την προγραμματιςμϋνη ςυγκϋντρωςη ςτο ςαλϐνι, να ρύξω ϊλλη μια ματιϊ ςτο βαρϐμετρο για να ςιγουρευτϔ ϐτι ςυνϋχιζε ν' ανεβαύνει. Κι αν όταν κλειδωμϋνη η πϐρτα, υποθϋτω ϐτι ϋκλεψε 871
κϊποια ςτιγμό το κλειδύ απϐ την τςϋπη του πατϋρα του και το επϋςτρεψε αργϐτερα». «Δεν όταν κλειδωμϋνη», εύπε λακωνικϊ ο Λεςτρϊντ. «Γενικϊ, ο Φαλ ϋκλεινε πϊντα την πϐρτα για να κρατϊει τισ γϊτεσ ϋξω απϐ το γραφεύο του, αλλϊ ςπϊνια την κλεύδωνε». «ήςο για τισ ςκιϋσ, δεν εύναι παρϊ λωρύδεσ τςϐχασ, ϐπωσ βλϋπετε τϔρα. Ο νεαρϐσ εύχε μϊτι· βρύςκονται εκεύ που θα ϋπρεπε να εύναι αν εύχε όλιο ςτισ ϋντεκα ςόμερα το πρωύ... αν το βαρϐμετρο ϋδειχνε ςωςτϊ». «Αφοϑ περύμενε όλιο, γιατύ να βϊλει ςκιϋσ;» γρϑλιςε ο Λεςτρϊντ. «Ο όλιοσ τισ φτιϊχνει απϐ μϐνοσ του, ςε περύπτωςη που δεν το ϋχεισ προςϋξει, Γουϊτςον». Εδϔ δεν όξερα τι να πω. Κούταξα τον Φολμσ, που φϊνηκε παραπϊνω απϐ πρϐθυμοσ να δϔςει αυτϐσ την απϊντηςη . «Δεν το βλϋπετε; Αυτό εύναι η μεγαλϑτερη ειρωνεύα. Αν εύχαμε λιακϊδα, ϐπωσ ϋδειχνε το βαρϐμετρο, το κανναβϊτςο θα εμπϐδιζε τισ ςκιϋσ να δημιουργηθοϑν. Σα ζωγραφιςτϊ πϐδια 0ε»' ρύχνουν ςκιϊ. Σον πρϐδωςαν οι ςκιϋσ μια ' μϋρα με βροχό, ενϔ φοβϐταν μόπωσ τον προδϔςει η ϋλλει: ψό τουσ μια μϋρα που το βαρϐμετρο του πατϋρα του ϋλεγε Ι ϐτι θα υπόρχαν οπουδόποτε αλλοϑ ςτο δωμϊτιο». | «Και πϊλι δεν καταλαβαύνω πϔσ μπόκε εδϔ μϋςα ο Σζϐρι χωρύσ να τον αντιληφθεύ ο Φαλ», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Αυτϐ με κϊνει κι εμϋνα να απορϔ», εύπε ο Φολμσ —ο καλϐσ μου ο Φολμσ! Ϋμουν βϋβαιοσ ϐτι δεν εύχε την παραμικρό απορύα, αλλϊ ϋτςι εύπε. «Γουϊτςον;» «Σο ςαλϐνι ϐπου ο λϐρδοσ Φαλ ςυνϊντηςε τη γυναύκα του και τουσ γιουσ του ϋχει μια πϐρτα που επικοινωνεύ με το δωμϊτιο τησ μουςικόσ, ϋτςι δεν εύναι;» «Ναι», επιβεβαύωςε ο Λεςτρϊντ. «Και το δωμϊτιο τησ μουςικόσ επικοινωνεύ με το καθημερινϐ δωμϊτιο τησ λαύδησ Φαλ, το οπούο εύναι το επϐμενο ςτη ςειρϊ καθϔσ προχωρϊμε προσ το 872
βϊθοσ του ςπιτιοϑ. Αλλϊ απϐ το καθημερινϐ δωμϊτιο τησ λαύδησ μπορεύ κανεύσ να βγει μϐνο ςτο διϊδρομο, Γουϊτςον. Αν υπόρχαν δυο πϐρτεσ για το γραφεύο του λϐρδου, δε θα εύχα ϋρθει τρϋχοντασ ωσ το ςπύτι του Φολμσ». Αυτϐ το τελευταύο το δόλωςε με ϑφοσ αυτοδικαύωςησ. «Α! ο Σζϐρι ξαναβγόκε ςτο διϊδρομο», εύπα. «Μϐνο που ο πατϋρασ του δεν τον εύδε». «Κουταμϊρεσ!» «θα ςασ δεύξω», εύπα και πόγα ωσ το γραφεύο, ϐπου όταν ακϐμη ακουμπιςμϋνο το μπαςτοϑνι του μακαρύτη. Σο ςόκωςα και το ϋςτρεψα προσ το μϋροσ τουσ. «Ση ςτιγμό που ο λϐρδοσ Φαλ βγόκε απϐ το ςαλϐνι, ο Σζϐρι πετϊχτηκε κι ϋφυγε τρϋχοντασ». Ο Λεςτρϊντ ϋριξε ϋνα ϋκπληκτο βλϋμμα ςτον Φολμσ και ο Φολμσ του το ανταπϋδωςε με μια ψυχρό, ειρωνικό ματιϊ. Δεν αντιλόφθηκα τϐτε τη ςημαςύα εκεύνων των βλεμμϊτων οϑτε και με απαςχϐληςαν καθϐλου, για να λϋμε την αλόθεια. θα αργοϑςα κϊπωσ να ςυνειδητοποιόςω τισ επιπλοκϋσ τησ εικϐνασ που εγϔ ο ύδιοσ ςυνϋθετα. Ϋμουν απϐλυτα απορροφημϋνοσ απϐ την ύδια τη ςϑνθεςη τησ, υποθϋτω. «Σρϑπωςε απϐ την πρϔτη ενδιϊμεςη πϐρτα, διϋςχιςε το δωμϊτιο τησ μουςικόσ και μπόκε ςτο καθημερινϐ δωμϊτιο τησ λαύδησ Φαλ. ίςτερα ϋτρεξε ςτην πϐρτα του διαδρϐμου και κρυφοκούταξε ϋξω. Αφοϑ η ποδϊγρα του λϐρδου Φαλ εύχε επιδεινωθεύ ςε βαθμϐ που να του προκαλϋςει γϊγγραινα, αποκλεύεται να εύχε διαςχύςει πϊνω απϐ το ϋνα τϋταρτο τησ απϐςταςησ, με τουσ πιο αιςιϐδοξουσ υπολογιςμοϑσ. Παρακολοϑθηςϋ με τϔρα, επιθεωρητϊ Λεςτρϊντ, και θα ςου δεύξω ποιο εύναι το τύμημα τησ μακροχρϐνιασ υπερβολόσ ςτο φαγητϐ και ςτο πιοτϐ. Κι αν αμφιβϊλλεισ ακϐμη αφοϑ τελειϔςω, μπορϔ να φϋρω μπροςτϊ ςου μια ντουζύνα αςθενεύσ που πϊςχουν απϐ προχωρημϋνη ποδϊγρα, να ςου επιδεύξουν τα 873
ύδια κλινικϊ ςυμπτϔματα που θα ςου παραςτόςω τϔρα εγϔ. ε παρακαλϔ, πρϐςεξε πϐςο ςυγκεντρωμϋνη θα εύναι η προςοχό μου και που». Ωρχιςα να κινοϑμαι αργϊ και βαριϊ προσ το μϋροσ τουσ, ςφύγγοντασ με τα δυο μου χϋρια το μπαςτοϑνι. όκωνα πρϔτα το ϋνα μου πϐδι αρκετϊ ψηλϊ, το κατϋβαζα, ςταματοϑςα για λύγο κι ϋςερνα το δεϑτερο δύπλα ςτο πρϔτο. Δε ςόκωςα οϑτε μια φορϊ τα μϊτια μου, που πηγαινοϋρχονταν ςταθερϊ απϐ το μπαςτοϑνι ςτο πϐδι που μετακινοϑνταν πρϔτο. «Ναι», εύπε όρεμα ο Φολμσ. «Ο καλϐσ μασ ο γιατρϐσ ϋχει δύκιο, Λεςτρϊντ. Πρϔτα χτυπϊει η ποδϊγρα· μετϊ ϋρχεται η απϔλεια τησ ιςορροπύασ· και τϋλοσ (αν ο αςθενόσ προλϊβει να ζόςει αρκετϊ), το χαρακτηριςτικϐ καμποϑριαςμα απϐ το ςυνεχϋσ κούταγμα προσ τα κϊτω». «Ο Σζϐρι όξερε πολϑ καλϊ ποϑ ςτρεφϐταν η προςοχό του πατϋρα του ϐταν πόγαινε απϐ το ϋνα μϋροσ ςτο ϊλλο», εύπα. «Κατϊ ςυνϋπεια, αυτϐ που ςυνϋβη ςόμερα το πρωύ εύναι διαβολεμϋνα απλϐ. ήταν ο Σζϐρι ϋφταςε ςτο καθημερινϐ δωμϊτιο, κρυφοκούταξε ςτο διϊδρομο, εύδε τον πατϋρα του να προςϋχει μϐνο την ϊκρη του μπαςτουνιοϑ του και το πϐδι του — ϐπωσ ϋκανε πϊντα— και βεβαιϔθηκε ϐτι όταν αςφαλόσ. Βγόκε ςτο διϊδρομο μποϑςτα ςτα μϊτια τον πατϋρα τον, που δεν τον κούταζαν και ϋτρεξε γρόγορα ςτο γραφεύο. Η πϐρτα, ϐπωσ μασ πληροφϐρηςε ο Λεςτρϊντ, δεν όταν κλειδωμϋνη και, τελικϊ, πϐςο μεγϊλοσ όταν ο κύνδυνοσ; Ο Σζϐρι και ο πατϋρασ του βρϋθηκαν μαζύ ςτο διϊδρομο για τρύα δευτερϐλεπτα το πολϑ». ταμϊτηςα για λύγο. «Σα πλακϊκια ςτο δϊπεδο του διαδρϐμου εύναι απϐ μϊρμαρο, θα πρϋπει να εύχε βγϊλει τα παποϑτςια του». «Υοροϑςε πϊνινεσ παντοϑφλεσ», εύπε ο Λεςτρϊντ με παρϊξενα όρεμη φωνό και, για δεϑτερη φορϊ, αντϊλλαξαν βλϋμματα με τον Φολμσ. 874
«Μϊλιςτα», εύπα εγϔ. «Ο Σζϐρι, λοιπϐν, μπόκε ςτο γραφεύο πολϑ πριν απϐ τον πατϋρα του και κρϑφτηκε πύςω απϐ το πανοϑργο ςκηνικϐ που ο ύδιοσ εύχε ςτόςει. Εκεύ, ϋβγαλε το ςτιλϋτο και περύμενε. Ο πατϋρασ του ϋφταςε ςτο τϋρμα του διαδρϐμου. Ο Σζϐρι ϊκουςε τον τϊνλεώ να του φωνϊζει απϐ πϊνω και τον πατϋρα του ν' απαντϊει ϐτι όταν καλϊ. ίςτερα, ο λϐρδοσ Φαλ μπόκε για τελευταύα φορϊ ςτο γραφεύο του... ϋκλειςε την πϐρτα... και την κλεύδωςε». Με κοιτοϑςαν και οι δυο με απϐλυτη προςοχό και τϐτε κατϊλαβα τι εύδουσ θεώκό δϑναμη θα πρϋπει να ϋνιωθε ϐτι κατεύχε ο Φολμσ ςε ςτιγμϋσ ςαν κι αυτϋσ, ϐταν αποκϊλυπτε πρϊγματα που μϐνο εκεύνοσ όξερε. Ψςτϐςο, επαναλαμβϊνω ϐτι εύναι μια αύςθηςη την οπούα δε θα όθελα να απολαμβϊνω ςυχνϊ. Πιςτεϑω ϐτι η λαχτϊρα να επαναλαμβϊνεται αυτό η αύςθηςη μπορεύ να διαφθεύρει τουσ περιςςϐτερουσ ανθρϔπουσ — ανθρϔπουσ που δεν ϋχουν την ατςϊλινη ψυχό του φύλου μου ϋρλοκ Φολμσ. «Ο ςτραβοκϊνησ μασ πρϋπει να κουλουριϊςτηκε ςτην κρυψϔνα του ϐςο καλϑτερα μποροϑςε πριν κλειδωθεύ η πϐρτα, ξϋροντασ ύςωσ (ό υποθϋτοντασ) πωσ ο πατϋρασ του θα ϋριχνε πρϔτα μια ματιϊ ςτο δωμϊτιο πριν κλειδϔςει και τραβόξει το ςϑρτη. Μπορεύ να ϋπαςχε απϐ ποδϊγρα που τον ϋκανε δυςκύνητο, αλλϊ αυτϐ δε ςόμαινε ϐτι δεν ϋβλεπε καλϊ». «Ο τϊνλεώ μασ εύπε ϐτι η ϐραςη του λϐρδου όταν οξϑτατη», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Ϋταν απϐ τα πρϔτα πρϊγματα που ρϔτηςα». «Οπϐτε, ερεϑνηςε το δωμϊτιο», εύπα και, ξαφνικϊ, το εύδα μπροςτϊ μου και νομύζω ϐτι το ύδιο ςυνϋβαινε κϊθε φορϊ και ςτον Φολμσ: αυτό η λεκτικό αναπαρϊςταςη, βαςιςμϋνη μϐνο ςε γεγονϐτα και επαγωγικϊ ςυμπερϊςματα, όταν κϊτι ςαν ϐραμα. «Δεν εύδε τύποτα που να του εμπνεϑςει ανηςυχύα», ςυνϋχιςα. «Δεν εύδε παρϊ μϐνο το γραφεύο του ϐπωσ όταν πϊντα, χωρύσ 875
την παρουςύα κανενϐσ ϊλλου. Εύναι εξαιρετικϊ ανοιχτϐ δωμϊτιο. Δεν υπϊρχει οϑτε μια ντουλϊπα και, με διπλϊ παρϊθυρα ςε δυο πλευρϋσ, δεν υπϊρχουν οϑτε ςκοτεινϋσ γωνιϋσ οϑτε αςφαλεύσ κρυψϔνεσ, ακϐμη και μια γκρύζα μϋρα ςαν τη ςημερινό. «Βϋβαιοσ ϐτι όταν μϐνοσ, ϋκλειςε την πϐρτα, γϑριςε το κλειδύ και τρϊβηξε το ςυρτό. Ο Σζϐρι θα πρϋπει να τον ϊκουςε να προχωρϊει κοπιαςτικϊ προσ το γραφεύο του. θα ϊκουςε ςύγουρα το βαρϑ γδοϑπο και το ξεφϑςημα του μαξιλαριοϑ τησ καρϋκλασ ϐταν προςγειϔθηκε πϊνω τησ ο πατϋρασ του. Κϊποιοσ που βρύςκεται ςε τϐςο προχωρημϋνο ςτϊδιο ποδϊγρασ δεν κϊθεται, παρϊ ςτϋκεται πρϔτα ϐρθιοσ πϊνω απϐ ϋνα μαλακϐ ςημεύο κι ϋπειτα πϋφτει με τα οπύςθια. Μϐνο τϐτε διακινδϑνευςε ο Σζϐρι να βγϊλει το κεφϊλι του να κοιτϊξει». Ϊριξα μια ματιϊ ςτον Φολμσ. «υνϋχιςε, φύλε μου», μου εύπε θερμϊ. «Σα καταφϋρνεισ περύφημα». Εύδα ϐτι το εννοοϑςε. Φιλιϊδεσ ϊνθρωποι θα τον χαρακτόριζαν ψυχρϐ και δε θα εύχαν ϊδικο, ϐμωσ ο Φολμσ εύχε μεγϊλη καρδιϊ. Απλϔσ την προςτϊτευε πολϑ καλϑτερα απ' ϐ,τι οι περιςςϐτεροι. «Ευχαριςτϔ. Ο Σζϐρι πρϋπει να εύδε τον πατϋρα του ν' αφόνει το μπαςτοϑνι του ςτην ϊκρη και να τοποθετεύ τα χαρτιϊ —δυο διαφορετικϊ χαρτιϊ— ςτο κουτύ για τα τρϋχοντα ϋγγραφα. Δε ςκϐτωςε αμϋςωσ τον πατϋρα του, αν και θα μποροϑςε. Αυτό εύναι μια αξιολϑπητη πλευρϊ τησ υπϐθεςησ και ο λϐγοσ που δε θα ϋμπαινα ςτο ςαλϐνι ϐπου εύναι ςυγκεντρωμϋνοι οϑτε για χύλιεσ λύρεσ. Μϐνο αν με ςϋρνατε με τη βύα, θα ϋμπαινα να τουσ αντικρύςω». «Πϔσ ξϋρεισ ϐτι δεν το ϋκανε αμϋςωσ;» με ρϔτηςε ο Λεςτρϊντ. «Η κραυγό ακοϑςτηκε αρκετϊ λεπτϊ μετϊ το κλειδύ και το ςϑρτη. Εςϑ ο ύδιοσ το εύπεσ και υποθϋτω ϐτι ϋχεισ αρκετϋσ 876
μαρτυρύεσ, οπϐτε δεν το αμφιςβητϔ. Η απϐςταςη απϐ την πϐρτα ωσ το γραφεύο δεν εύναι πϊνω απϐ δϋκα, δϔδεκα δραςκελιϋσ. Ακϐμη κι ϋνασ με ποδϊγρα ςαν το λϐρδο Φαλ δε θα χρειαζϐταν πϊνω απϐ μιςϐ λεπτϐ, ςαρϊντα δευτερϐλεπτα το πολϑ, ϔςπου να φτϊςει ςτην καρϋκλα του και να καθύςει. Ασ προςθϋςουμε κι ϊλλα δεκαπϋντε ϔςπου να τοποθετόςει το μπαςτοϑνι του εκεύ που βρϋθηκε και ν' αφόςει τα ϋγγραφα ςτο κουτύ. »Σι ϋγινε μετϊ; Σι ϋγινε ςτα επϐμενα δϑο λεπτϊ, ϋνα ελϊχιςτο χρονικϐ διϊςτημα, που ϐμωσ πρϋπει να φϊνηκε —ςτον Σζϐρι Φαλ, τουλϊχιςτον— ατϋλειωτο; Πιςτεϑω ϐτι ο λϐρδοσ Φαλ ϋμεινε καθιςμϋνοσ ςτο γραφεύο του κοιτϔντασ τισ δυο διαθόκεσ. Ο Σζϐρι μποροϑςε εϑκολα να τισ ξεχωρύςει βλϋποντασ τεσ το ελαφρϊ κιτρινιςμϋνο χαρτύ τησ παλιϊσ όταν το ςύγουρο ςημϊδι που χρειαζϐταν. »'Ηξερε ϐτι ο πατϋρασ του εύχε ςκοπϐ να πετϊξει τη μύα απϐ τισ δϑο ςτη ςϐμπα· πιςτεϑω ϐτι περύμενε να δει ποια. Σελικϊ, υπόρχε μια πιθανϐτητα ο γερο-διϊβολοσ να ϋκανε απλϔσ μια κακό φϊρςα ςτην οικογϋνεια του. άςωσ να ϋκαιγε την καινοϑρια διαθόκη και να ξανϊβαζε την παλιϊ πύςω ςτο χρηματοκιβϔτιο. Και ϑςτερα να ϋβγαινε απϐ το γραφεύο και να ανακούνωνε ςε ϐλουσ ϐτι η καινοϑρια διαθόκη του όταν κλειδωμϋνη και αςφαλόσ. Ξϋρετε ποϑ εύναι το χρηματοκιβϔτιο, Λεςτρϊντ;» «Πϋντε απϐ τουσ τϐμουσ ς' εκεύνη τη βιβλιοθόκη εύναι ψεϑτικοι», εύπε κοφτϊ ο Λεςτρϊντ δεύχνοντασ ϋνα απϐ τα ρϊφια. «' αυτό την περύπτωςη τϐςο η οικογϋνεια ϐςο και ο γϋροσ θα ϋμεναν ικανοποιημϋνοι», ςυνϋχιςα. «Σα μϋλη τησ οικογϋνειασ θα όξεραν ϐτι κληρονομοϑν αυτϊ που τουσ ϊξιζαν και ο γϋροσ θα πόγαινε ςτον τϊφο πιςτεϑοντασ ϐτι Εύχε κϊνει μια απϐ τισ ςκληρϐτερεσ φϊρςεσ ϐλων των εποχϔν... αλλϊ θα πόγαινε ςαν θϑμα του θεοϑ ό των παθϔν του και ϐχι του Σζϐρι Φαλ». 877
Για τρύτη φορϊ εύδα τον Φολμσ και τον Λεςτρϊντ να ανταλλϊςςουν το ύδιο περύεργο βλϋμμα ευθυμύασ αλλϊ και αποτροπιαςμοϑ. «Προςωπικϊ, πιςτεϑω ϐτι ο γϋροσ απλϔσ απολϊμβανε τη ςτιγμό, ϋτςι ϐπωσ χαύρεται κανεύσ ϋνα καλϐ ποτϐ μετϊ απϐ ϋνα θαυμϊςιο δεύπνο ό ϋνα γλυκϐ μετϊ απϐ μακρϊ περύοδο αποχόσ. ήπωσ κι αν ϋχει, η ςτιγμό πϋραςε κι ο λϐρδοσ Φαλ ϊρχιςε να ςηκϔνεται... ϋχοντασ ϐμωσ ςτο χϋρι του τη διαθόκη με το ελαφρϊ κιτρινιςμϋνο χαρτύ και κοιτϔντασ προσ τη ςϐμπα αντύ προσ το χρηματοκιβϔτιο. ή,τι κι αν εύχε ελπύςει, ο Σζϐρι Φαλ δε δύςταςε μϐλισ ϋφταςε η ςτιγμό. Πετϊχτηκε απϐ την κρυψϔνα του, διϋςχιςε ςε χρϐνο μηδϋν την απϐςταςη απϐ το τραπεζϊκι του καφϋ ωσ το γραφεύο και κϊρφωςε το ςτιλϋτο ςτην πλϊτη του πατϋρα του πριν εκεύνοσ προλϊβει να ςηκωθεύ εντελϔσ. »Τποψιϊζομαι ϐτι η νεκροψύα θα δεύξει ϐτι η λεπύδα διαπϋραςε την καρδιϊ μϋςω τησ δεξιϊσ κοιλύασ κι ϋφταςε ςτον πνεϑμονα —αυτϐ εξηγεύ τη μεγϊλη ποςϐτητα αύματοσ πϊνω ςτο γραφεύο. Εξηγεύ επύςησ γιατύ ο λϐρδοσ Φαλ πρϐλαβε να φωνϊξει πριν πεθϊνει, πρϊγμα που καταδύκαςε τον κϑριο Σζϐρι Φαλ». «Γιατύ;» ρϔτηςε ο Λεςτρϊντ. «Σο κλειδωμϋνο δωμϊτιο εύναι πολϑ ϊςχημη ιςτορύα, εκτϐσ αν θϋλεισ να το κϊνεισ να φανεύ ςαν αυτοκτονύα», απϊντηςα, κοιτϔντασ τον Φολμσ. Εκεύνοσ χαμογϋλαςε και ςυγκατϋνευςε, ακοϑγοντασ ϋνα δικϐ του απϐφθεγμα. «Σο τελευταύο πρϊγμα που θα ευχϐταν ο Σζϐρι όταν να φανοϑν τα πρϊγματα ϐπωσ φϊνηκαν... το δωμϊτιο κλειδωμϋνο, τα παρϊθυρα κλειςτϊ και ο νεκρϐσ μ' ϋνα ςτιλϋτο καρφωμϋνο ςε ςημεύο που όταν αδϑνατον να το ϋχει καρφϔςει απϐ μϐνοσ του. Νομύζω ϐτι δεν πρϐβλεψε καν την πιθανϐτητα να πεθϊνει ο πατϋρασ του βγϊζοντασ μια τϋτοια ςτριγκλιϊ. Σο ςχϋδιο του όταν να τον ςκοτϔςει, να κϊψει τη διαθόκη, να αναςτατϔςει το γραφεύο, να ξεκλειδϔςει ϋνα απϐ τα παρϊθυρα και να το ςκϊςει κρυφϊ απϐ κει. θα ϋμπαινε 878
ςτο ςπύτι απϐ κϊποια ϊλλη εύςοδο, θα ϋπαιρνε τη γνωςτό θϋςη του ςτον πϊγκο κϊτω απϐ τη ςκϊλα και, ϐταν θα ανακϊλυπτε τελικϊ κϊποιοσ το πτϔμα, θα φαινϐταν ςαν διϊρρηξη». «ήχι ςτο δικηγϐρο του Φαλ», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Αυτϐσ θα μποροϑςε κϊλλιςτα να κρατόςει το ςτϐμα του κλειςτϐ», εύπε ςυλλογιςμϋνοσ ο Φολμσ και ϑςτερα πρϐςθεςε ςε εϑθυμο τϐνο: «τοιχηματύζω ϐτι ο καλλιτϋχνησ φύλοσ μασ ςκϐπευε να προςθϋςει και μερικϊ παραπλανητικϊ ύχνη. Ϊχω διαπιςτϔςει ϐτι οι πιο ικανού δολοφϐνοι φροντύζουν ςχεδϐν πϊντα να ςκορπύςουν μερικϊ μυςτηριϔδη ύχνη που οδηγοϑν μακριϊ απϐ τον τϐπο του εγκλόματοσ». Ϊβγαλε ϋναν κοφτϐ, ςκληρϐ όχο που ϋμοιαζε περιςςϐτερο με γϊβγιςμα παρϊ με γϋλιο και ϑςτερα γϑριςε προσ το μϋροσ μασ απϐ το παρϊθυρο ϐπου ςτεκϐταν. «Νομύζω πωσ ςυμφωνοϑμε και οι τρεισ ϐτι ο φϐνοσ θα φαινϐταν ϑποπτα βολικϐσ, υπϐ τισ δεδομϋνεσ ςυνθόκεσ, αλλϊ ακϐμη κι αν μιλοϑςε ο δικηγϐροσ, τύποτε δε θα μποροϑςε να αποδειχτεύ». «Με την κραυγό του ο λϐρδοσ Φαλ τα κατϋςτρεψε ϐλα», εύπα, «ϋτςι ϐπωσ κατϋςτρεφε τα πϊντα ςε ϐλη του τη ζωό. Σο ςπύτι αναςτατϔθηκε. Ο Σζϐρι πρϋπει να πανικοβλόθηκε, να κοκϊλωςε ςαν τα ελϊφια ϐταν τα τυφλϔνει ϋνα δυνατϐ φωσ. Ϋταν ο τύβεν Φαλ αυτϐσ που ϋςωςε την κατϊςταςη... ό, μϊλλον, το ϊλλοθι του Σζϐρι, που τον παρουςιϊζει καθιςμϋνο ςτον πϊγκο κϊτω απϐ τη ςκϊλα την ϔρα τησ δολοφονύασ του πατϋρα του. Ο τύβεν βγόκε τρϋχοντασ ςτο διϊδρομο απϐ το δωμϊτιο τησ μουςικόσ, ϋςπαςε την κλειδωμϋνη πϐρτα και, βλϋποντασ τον Σζϐρι, πρϋπει να του εύπε να πϊει αμϋςωσ κοντϊ του, ϋτςι ϔςτε να φανεύ ϐτι εύχαν ορμόςει μαζ...» ϔπαςα απϐτομα, κατϊπληκτοσ. Επιτϋλουσ κατϊλαβα τι ςόμαιναν οι ματιϋσ που αντϊλλαςςαν τϐςη ϔρα ο Φολμσ και ο Λεςτρϊντ. Κατϊλαβα αυτϐ που πρϋπει να αντιλόφθηκαν και οι δυο τουσ απϐ τη ςτιγμό που τουσ αποκϊλυψα το ζωγραφιςτϐ 879
κρυψϔνα: δεν μποροϑςε να ϋχει γύνει μϐνο απϐ ϋναν. Ο φϐνοσ, ναι, αλλϊ τα υπϐλοιπα... «Ο τύβεν εύπε ϐτι ο Σζϐρι κι αυτϐσ ςυναντόθηκαν ϋξω απϐ την πϐρτα του γραφεύου», εύπα αργϊ. «ήτι αυτϐσ, ο τύβεν, ϋςπαςε την πϐρτα και μπόκαν μαζύ· ϐτι εύδαν το πτϔμα μαζύ. Εύπε ψϋματα. άςωσ το ϋκανε για να προςτατϋψει τον αδερφϐ του, αλλϊ το να πει ψϋματα με τϐςη ϊνεςη, αν δεν όξερε τι ακριβϔσ εύχε ςυμβεύ, φαύνεται... φαύνεται... » «Αδϑνατον», εύπε ο Φολμσ. «Αυτό εύναι η λϋξη που ψϊχνεισ, Γουϊτςον». «Ωρα, ο Σζϐρι και ο τύβεν όταν ςυνεννοημϋνοι», εύπα. «Σο εύχαν ςχεδιϊςει μαζύ... και ςτα μϊτια του νϐμου εύναι και οι δυο ϋνοχοι για το φϐνο του πατϋρα τουσ! Θεϋ μου!» «ήχι οι δυο, αγαπητϋ Γουϊτςον», εύπε ο Φολμσ με παρϊξενα μειλύχιο ϑφοσ. «ήλοι τουσ». Ϊμεινα με το ςτϐμα ανοιχτϐ. Ο Φολμσ ϋγνεψε καταφατικϊ. «Επϋδειξεσ εκπληκτικό διορατικϐτητα ςόμερα, Γουϊτςον. Ωναψε, ϐντωσ, μϋςα ςου μια φλϐγα επαγωγικόσ λογικόσ, την οπούα αμφιβϊλλω αν θα μπορϋςεισ να πυροδοτόςεισ ποτϋ ξανϊ. ου βγϊζω το καπϋλο, αγαπητϋ φύλε, ϐπωσ θα ϋκανα μπροςτϊ ςε ϐποιον καταφϋρνει να υπερβεύ το ςυνηθιςμϋνο εαυτϐ του, ϋςτω και για λύγο. Αλλϊ, απϐ μια πλευρϊ, παρϋμεινεσ και πϊλι ο ύδιοσ αξιαγϊπητοσ χαρακτόρασ που πϊντα όςουν: ενϔ αντιλαμβϊνεςαι πϐςο καλού μποροϑν να εύναι οι ϊνθρωποι, δεν ϋχεισ πλόρη αντύληψη του πϐςο μαϑρεσ μποροϑν να γύνουν οι ψυχϋσ τουσ». Σον κούταζα αμύλητοσ, ςχεδϐν ταπεινϊ. «ήχι πωσ ς' αυτό την περύπτωςη ϋχουμε να κϊνουμε με κακύα, αν αληθεϑουν ϋςτω και τα μιςϊ απ' ϐςα μϊθαμε για το λϐρδο Φαλ», εύπε ο Φολμσ. ηκϔθηκε κι ϊρχιςε να βηματύζει νευρικϊ πϊνω κϊτω. «Ποιοσ καταθϋτει ϐτι ο Σζϐρι όταν μαζύ με τον τύβεν ϐταν ϋςπαςαν την πϐρτα; Ο Σζϐρι, φυςικϊ. Ο τύβεν, βεβαύωσ. ήμωσ υπϊρχουν κι 880
ϊλλα δυο πρϐςωπα ςτο οικογενειακϐ πορτραύτο. Σο ϋνα εύναι ο Γουύλιαμ, ο τρύτοσ αδερφϐσ. υμφωνεύσ, Λεςτρϊντ;» «Ναι», απϊντηςε ο επιθεωρητόσ. «Αν ϋτςι ϋχουν τα πρϊγματα, ο Γουύλιαμ εύναι οπωςδόποτε ανακατεμϋνοσ. Εύπε ϐτι βριςκϐταν ςτα μιςϊ τησ ςκϊλασ ϐταν εύδε τα δυο αδϋρφια του να μπαύνουν, με πρϔτο τον Σζϐρι». «Πολϑ ενδιαφϋρον!» εύπε ο Φολμσ και τα μϊτια του ϋλαμψαν. «Ο τύβεν ϋςπαςε την πϐρτα —πολϑ φυςικϐ, ςαν νεϐτεροσ και πιο δυνατϐσ— και, λογικϊ, μπόκε πρϔτοσ ςτο δωμϊτιο με τη φϐρα που εύχε πϊρει. Ο Γουύλιαμ ϐμωσ, που εκεύνη τη ςτιγμό βριςκϐταν ςτα μιςϊ τησ ςκϊλασ, εύδε τον Σζϐρι λύγο πιο μπροςτϊ απϐ τον αδερφϐ του. Πϔσ κι ϋτςι, Γουϊτςον;» Κοϑνηςα απλϔσ το κεφϊλι μου, ςαςτιςμϋνοσ. «κϋψου, τύνοσ και μϐνο τύνοσ τη μαρτυρύα μποροϑμε να εμπιςτευτοϑμε απϐλυτα; Η απϊντηςη εύναι: Σου μοναδικοϑ μϊρτυρα που δεν εύναι μϋλοσ τησ οικογϋνειασ. Κι αυτϐσ εύναι ο ϋμπιςτοσ του λϐρδου Φαλ, ο ήλιβερ τϊνλεώ, ο οπούοσ ϋφταςε ϋγκαιρα ςτην κουπαςτό του διαδρϐμου ϔςτε να δει τον τύβεν να ορμϊει ςτο γραφεύο του πατϋρα του, ϐπωσ ακριβϔσ ϋγινε, εφϐςον ο τύβεν όταν μϐνοσ του ϐταν ϋςπαςε την πϐρτα. Ο Γουύλιαμ, που εύχε καλϑτερη θϋα απϐ το ςημεύο ϐπου βριςκϐταν, εύναι αυτϐσ που ιςχυρύζεται ϐτι εύδε τον Σζϐρι να προηγεύται. Ο Γουύλιαμ το εύπε αυτϐ γιατύ εύχε δει τον τϊνλεώ και όξερε τι ϋπρεπε να πει. Επομϋνωσ, καταλόγουμε ςτα εξόσ, Γουϊτςον: ξϋρουμε ϐτι ο Σζϐρι βριςκϐταν μϋςα ς' αυτϐ το δωμϊτιο. Εφϐςον και οι δυο αδερφού του κατϋθεςαν ϐτι τον εύδαν ϋξω, υπόρξε, ςτην καλϑτερη περύπτωςη, κρυφό ςυνεννϐηςη. Αλλϊ, ϐπωσ πολϑ ςωςτϊ εύπεσ κι εςϑ, η ευκολύα με την οπούα εύπαν το κατϊλληλο ψϋμα υπαινύςςεται κϊτι πολϑ ςοβαρϐτερο». «υνωμοςύα», εύπα. «Ναι. θυμϊςαι που ςε ρϔτηςα αν πύςτεψεσ ϐτι ςκϐρπιςαν και οι τϋςςερισ αμύλητοι προσ τϋςςερισ διαφορετικϋσ 881
κατευθϑνςεισ, ϐταν ϊκουςαν την πϐρτα του γραφεύου να κλεύνει;» «Ναι, το θυμϊμαι». «Και οι τϋςςερισ». Ο Φολμσ ϋριξε μια ματιϊ ςτον Λεςτρϊντ, που του ϋγνεψε καταφατικϊ, πριν ςτραφεύ και πϊλι ς' εμϋνα. «Ξϋρουμε ϐτι ο Σζϐρι ϋπρεπε να τρϋξει αμϋςωσ μϐλισ βγόκε ο πατϋρασ του απϐ το ςαλϐνι, προκειμϋ1 νου να προλϊβει να φτϊςει ςτο γραφεύο πριν απ' αυτϐν. Ψςτϐςο, και τα τϋςςερα μϋλη τησ οικογϋνειασ -ανϊμεςα τουσ και η λαύδη Φαλ— ιςχυρύζονται ϐτι βρύςκονταν ακϐμη ςτο ςαλϐνι ϐταν ο λϐρδοσ Φαλ κλεύδωςε την πϐρτα του γραφεύου του. Ο φϐνοσ του λϐρδου Φαλ όταν μια οικογενειακό υπϐθεςη, Γουϊτςον». Ϋμουν πολϑ παραζαλιςμϋνοσ για να πω οτιδόποτε. Κούταξα τον Λεςτρϊντ και εύδα ςτο πρϐςωπο του μια ϋκφραςη που δε θυμϐμουν να εύχα ξαναδεύ ποτϋ οϑτε και ξαναεύδα ϋκτοτε: ϋνα κρϊμα βλοςυρϐτητασ, αποςτροφόσ και κοϑραςησ. «Σι πιςτεϑεισ ϐτι τουσ περιμϋνει;» τον ρϔτηςε ο Φολμσ. «Σον Σζϐρι ςύγουρα η κρεμϊλα», απϊντηςε ο Λεςτρϊντ. «Ο τύβεν θα πϊει ιςϐβια. Ο Γουύλιαμ ύςωσ φϊει ιςϐβια, αλλϊ το πιθανϐτερο εύναι ϐτι θα μεύνει εύκοςι χρϐνια ςτο κϊτεργο Γουϐρμγουντ κραμπσ, πρϊγμα που ιςοδυναμεύ με θϊνατο». Ο Φολμσ ϋςκυψε και χϊιδεψε το κανναβϊτςο που όταν τεντωμϋνο ανϊμεςα ςτα πϐδια του τραπεζιοϑ. Ϊβγαλε πϊλι εκεύνο τον παρϊξενο γουργουριςτϐ όχο. «Η λαύδη Φαλ», ςυνϋχιςε ο Λεςτρϊντ, «θα περϊςει τα επϐμενα πϋντε χρϐνια τησ ζωόσ τησ ςτο Μπύτςγουντ Μϊνορ, γνωςτϐ ςτουσ τροφύμουσ με το ϐνομα Μϋγαρο τησ ϑφιλησ... αν και, ϋχοντασ γνωρύςει τη λαύδη, πιςτεϑω ϐτι θα βρει ϊλλη διϋξοδο. Σο λϊβδανο του ςυζϑγου τησ μου φαύνεται το πιθανϐτερο». 882
«Κι ϐλα αυτϊ, επειδό το χτϑπημα του Σζϐρι Φαλ δεν όταν ακαριαύο», εύπε ο Φολμσ κι αναςτϋναξε. «Αν ο γϋροσ εύχε την ευπρϋπεια να πεθϊνει ςιωπηλϐσ, ϐλα θα εύχαν πϊει καλϊ. ήπωσ μασ τα περιϋγραψε ο Γουϊτςον, ο Σζϐρι θα ϋβγαινε απϐ το παρϊθυρο, παύρνοντασ, φυςικϊ, μαζύ του τη ζωγραφιϊ... και τισ ψευτοςκιϋσ, εννοεύται. Αντύ γι αυτϐ, ο γϋροσ ξεςόκωςε το ςπύτι. Μαζεϑτηκαν ϐλοι οι υπηρϋτεσ και εύδαν τον αφϋντη τουσ νεκρϐ. Η οικογϋνεια βρϋθηκε ςε ςϑγχυςη. Μεγϊλη η ατυχύα τουσ, Λεςτρϊντ. Πϐςο κοντϊ βριςκϐταν ο αςτυνομικϐσ που πόγε να καλϋςει ο τϊνλεώ;» «Πιο κοντϊ απ' ϐςο νομύζεισ», εύπε ο Λεςτρϊντ. «Ερχϐταν όδη τρϋχοντασ προσ το ςπύτι. Ϊτυχε να κϊνει τη ςυνηθιςμϋνη περιπολύα του ςτο δρϐμο ϐταν ϊκουςε την κραυγό. Η τϑχη τουσ όταν ϐντωσ ϊθλια». «Φολμσ», εύπα, νιϔθοντασ πολϑ πιο ϊνετα τϔρα, ςτο γνϔριμο, παλιϐ μου ρϐλο. «Πϔσ όξερεσ ϐτι βριςκϐταν εκεύ κοντϊ ϋνασ αςτυνομικϐσ;» «Απλοϑςτατο, Γουϊτςον. Αν δεν υπόρχε, η οικογϋνεια θα εύχε απομακρϑνει προςωρινϊ τουσ υπηρϋτεσ, ϔςπου να αφαιρεθοϑν η ζωγραφιϊ και οι ςκιϋσ». «Και θα ξεκλεύδωναν ϋνα απϐ τα παρϊθυρα, θα ϋλεγα», πρϐςθεςε ο Λεςτρϊντ με φωνό αςυνόθιςτα χαμηλό. «Θα μποροϑςαν να εύχαν πϊρει τη ζωγραφιϊ και τισ ςκιϋσ», εύπα ξαφνικϊ. Ο Φολμσ ςτρϊφηκε και με κούταξε. «Ναι». Ο Λεςτρϊντ αναςόκωςε τα φρϑδια του. «Ϋταν ζότημα επιλογόσ», του εξόγηςα. «Τπόρχε χρϐνοσ ό για να καεύ η διαθόκη ό για να αφαιρεθεύ το ςκηνικϐ... πρϊγμα που εύχαν την ευκαιρύα να κϊνουν μϐνο ο τύβεν και ο Σζϐρι ςτα λιγοςτϊ δευτερϐλεπτα που βρϋθηκαν μϐνοι ςτο γραφεύο του λϐρδου μετϊ απϐ το ςπϊςιμο τησ πϐρτασ απϐ τον τύβεν. Αποφϊςιςαν —ό, μϊλλον, με βϊςη τουσ χαρακτόρεσ τουσ, ϐπωσ μασ τουσ περιϋγραψεσ, ο 883
τύβεν αποφϊςιςε— να κϊψουν τη διαθόκη και να τα παύξουν ϐλα για ϐλα. Τποθϋτω ϐτι ύςα που πρϐλαβαν να ρύξουν τα χαρτιϊ ςτη ςϐμπα». Ο Λεςτρϊντ ςτρϊφηκε, κούταξε προσ τα εκεύ και ςτρϊφηκε πϊλι ς' εμϋνα. «Μϐνο ϋνασ ϊνθρωποσ με μαϑρη ψυχό ςαν το λϐρδο Φαλ θα ϋβριςκε τη δϑναμη να ουρλιϊξει ςτο τϋλοσ», εύπε. «Μϐνο ϋνασ ϊνθρωποσ με μαϑρη ψυχό ςαν το λϐρδο Φαλ θα χρειαζϐταν ϋνα γιο για να τον ςκοτϔςει», ςυμπλόρωςε ο Φολμσ. Αυτϐσ και ο Λεςτρϊντ κοιτϊχτηκαν και εύδα ξανϊ εκεύνο το περύεργο βλϋμμα, ςαν να ϋκαναν κϊποια μυςτικό ςυνεννϐηςη απϐ την οπούα με εξαιροϑςαν. «Σο ϋχεισ ξανακϊνει ποτϋ;» ρϔτηςε ο Φολμσ, λεσ και ςυνϋχιζε μια παλιϊ κουβϋντα. Ο Λεςτρϊντ ϋγνεψε αρνητικϊ. «Μϐνο μια φορϊ λύγο ϋλειψε να το κϊνω. Ϋταν ςτη μϋςη ϋνα κορύτςι, δεν ϋφταιγε καθϐλου ςτην ουςύα. Παραλύγο να το κϊνω. Αλλϊ... αυτό όταν μύα». «Κι εδϔ ϋχουμε τϋςςερισ», απϊντηςε ο Φολμσ, ϋχοντασ καταλϊβει απϐλυτα. «Σϋςςερισ ανθρϔπουσ που ταλαιπωρόθηκαν χρϐνια απϐ ϋναν παλιϊνθρωπο, ο οπούοσ θα πϋθαινε το πολϑ ςε ϋξι μόνεσ, ϋτςι κι αλλιϔσ». Επιτϋλουσ κατϊλαβα κι εγϔ τι ςυζητοϑςαν. Ο Φολμσ ϋςτρεψε ς' εμϋνα τα γκρύζα μϊτια του. «Σι λεσ, Λεςτρϊντ; Ο Γουϊτςον βρόκε τη λϑςη ς' αυτό την υπϐθεςη, ϋςτω κι αν δε διϋκρινε ϐλεσ τισ επιπλοκϋσ. Ν' αφόςουμε τον Γουϊτςον ν' αποφαςύςει;» «Εντϊξει», εύπε ςτρυφνϊ ο Λεςτρϊντ. «Κϊνε γρόγορα ϐμωσ. θϋλω να φϑγω απ' αυτϐ το καταραμϋνο δωμϊτιο». Αντύ να τουσ απαντόςω, ϋςκυψα, μϊζεψα τισ πϊνινεσ ςκιϋσ, τισ ϋκανα κουβϊρι και τισ ϋχωςα ςτην τςϋπη μου. Αιςθϊνθηκα πολϑ περύεργα κϊνοντασ το ϐπωσ ϐταν υπϋφερα απϐ τον πυρετϐ που παραλύγο να μου ςτοιχύςει τη ζωό ςτισ Ινδύεσ. 884
«Ϊξοχα, φύλε Γουϊτςον!» φϔναξε ο Φολμσ. «Ϊλυςεσ την πρϔτη ςου υπϐθεςη, ϋγινεσ ςυνϋνοχοσ ςε φϐνο κι ακϐμα δεν εύναι καν ϔρα για το τςϊι! Να κι ϋνα μικρϐ ςουβενύρ για μϋνα — ϋνασ αυθεντικϐσ Σζϐρι Φαλ. Αμφιβϊλλω αν το ϋργο θα ϋχει υπογραφό, αλλϊ μια τϋτοια βροχερό μϋρα πρϋπει να αρκεύται κανεύσ ςε ϐ,τι ςτϋλνουν οι θεού». Φρηςιμοποιϔντασ το ςουγιϊ του, ϋςπαςε την κϐλλα που κρατοϑςε τεντωμϋνο τον καμβϊ ανϊμεςα ςτα δυο μπροςτινϊ πϐδια του τραπεζιοϑ. Δεν ϊργηςε καθϐλου. Πριν περϊςει ϋνα λεπτϐ, ϋχωςε ϋνα μακρϑ κϑλινδρο ςτην εςωτερικό τςϋπη τησ φαρδιϊσ κϊπασ του. «Βρομοδουλειϊ», εύπε ο Λεςτρϊντ, αλλϊ πόγε ς' ϋνα απϐ τα παρϊθυρα και, μετϊ απϐ ϋνα ςτιγμιαύο διςταγμϐ, ϋςτριψε την μπετοϑγια που το αςφϊλιζε και το ϊνοιξε γϑρω ςτουσ τρεισ πϐντουσ. «Ασ ποϑμε ϐτι εύναι βρομοδουλειϊ που τακτοποιόθηκε», εύπε ο Φολμσ με αφϑςικα εϑθυμο ϑφοσ. «Να πηγαύνουμε τϔρα, κϑριοι;» Πόγαμε ωσ την πϐρτα. Ο Λεςτρϊντ την ϊνοιξε. Ϊνασ απϐ τουσ αςτυνομικοϑσ τον ρϔτηςε αν υπόρχε καμιϊ εξϋλιξη. ε ϊλλη περύπτωςη, ο Λεςτρϊντ ύςωσ να εύχε δεύξει ςτον υφιςτϊμενο του τη ςκληρό ϐψη τησ γλϔςςασ του. Αυτό τη φορϊ ϐμωσ, εύπε ξερϊ: «Πρϐκειται για απϐπειρα ληςτεύασ που εξελύχθηκε ςε φϐνο. Σο κατϊλαβα αμϋςωσ, βϋβαια· το ύδιο και ο κϑριοσ Φολμσ, λύγο μετϊ». «Σι κρύμα!» εύπε ο ϊλλοσ αςτυνομικϐσ. «Ναι», ςυμφϔνηςε ο Λεςτρϊντ. «Σουλϊχιςτον ϐμωσ η κραυγό του θϑματοσ ϋτρεψε το ληςτό ςε φυγό πριν προλϊβει να κλϋψει κϊτι ςημαντικϐ». Υϑγαμε. Η πϐρτα του ςαλονιοϑ όταν ανοιχτό, αλλϊ εγϔ κρϊτηςα το κεφϊλι μου ςκυφτϐ καθϔσ περνοϑςαμε. Ο Φολμσ, φυςικϊ, κούταξε· δεν υπόρχε περύπτωςη να μην το κϊνει. Ϊτςι 885
όταν φτιαγμϋνοσ. ήςο για μϋνα, δεν εύδα ποτϋ μου κανϋνα απϐ τα μϋλη τησ οικογϋνειασ. Οϑτε και θϋληςα ποτϋ. Ο Φολμσ ξανϊρχιςε τα φταρνύςματα. Ο φύλοσ του ο γϊτοσ τριγϑριζε ςτα πϐδια του νιαουρύζοντασ πανευτυχόσ. «Βγϊλτε με απϐ δω μϋςα», εύπε ο Φολμσ και φϑγαμε ςχεδϐν τρϋχοντασ. Μια ϔρα αργϐτερα βριςκϐμαςτε πύςω ςτο 221 Β τησ Μπϋικερ τρητ, ςτισ ύδιεσ περύπου θϋςεισ που όμαςτε ϐταν όρθε να μασ βρει ο Λεςτρϊντ: ο Φολμσ ςτο κϊθιςμα μπροςτϊ ςτο παρϊθυρο κι εγϔ ςτον καναπϋ. «Λοιπϐν, Γουϊτςον», εύπε ο Φολμσ, «πϔσ νομύζεισ ϐτι θα κοιμηθεύσ απϐψε;» «αν μολϑβι», απϊντηςα. «Κι εςϑ;» «Σο ύδιο, εύμαι βϋβαιοσ. Φαύρομαι που βρύςκομαι μακριϊ απϐ εκεύνεσ τισ καταραμϋνεσ γϊτεσ, ςε διαβεβαιϔ». «Πϔσ νομύζεισ ϐτι θα κοιμηθεύ ο Λεςτρϊντ;» Ο Φολμσ με κούταξε και χαμογϋλαςε. «Απϐψε, ϊςχημα. Και για καμιϊ βδομϊδα, ύςωσ. Μετϊ δε θα ϋχει πρϐβλημα. Μεταξϑ των ϊλλων, ο Λεςτρϊντ διαθϋτει το ςπουδαύο ταλϋντο τησ δημιουργικόσ αμνηςύασ». Αυτϐ μ' ϋκανε να γελϊςω. «Κούτα, Γουϊτςον!» φϔναξε ο Φολμσ. «Να ϋνα ωραύο θϋαμα!» ηκϔθηκα και πόγα ωσ το παρϊθυρο, ςχεδϐν ςύγουροσ ϐτι θα ϋβλεπα τον Λεςτρϊντ να ξανϊρχεται με μια ϊμαξα. Αντύ γι’ αυτϐ εύδα τον όλιο να ξετρυπϔνει ανϊμεςα απϐ τα ςϑννεφα, λοϑζοντασ το Λονδύνο μ' ϋνα λαμπρϐ, ζεςτϐ, απογευματινϐ φωσ. «Βγόκε τελικϊ!» εύπε ο Φολμσ. «Τπϋροχα, Γουϊτςον! Φαύρεται κανεύσ να ζει!» Ϊπιαςε το βιολύ του κι ϊρχιςε να παύζει, με τον όλιο να λοϑζει το πρϐςωπο του. Κούταξα το βαρϐμετρο του Φολμσ και εύδα ϐτι ϋπεφτε. Αυτϐ μ' ϋκανε να γελϊςω τϐςο πολϑ, που αναγκϊςτηκα να καθύςω. ήταν ο Φολμσ με ρϔτηςε -ελαφρϔσ εκνευριςμϋνοσ— τι ςυνϋβαινε, κοϑνηςα απλϔσ το κεφϊλι μου. Ειλικρινϊ, δεν εύμαι 886
ςύγουροσ ϐτι θα καταλϊβαινε, αν του ϋλεγα. Δε δοϑλευε ϋτςι το μυαλϐ του.
887
Η Σελευταύα Τπϐθεςη του Γιοϑμνι Οι βροχϋσ πϋραςαν. Οι λϐφοι εύναι ακϐμα πρϊςινοι και ςτην κοιλϊδα απϋναντι απϐ τουσ λϐφουσ του Φϐλιγουντ βλϋπεισ ακϐμα χιϐνι ςτα ψηλϊ βουνϊ Σα γουνεμπορικϊ ϊρχιςαν τισ εκπτϔςεισ. Σα «ςπύτια» που ειδικεϑονται ςε δεκαεξϊχρονεσ παρθϋνεσ κϊνουν χρυςϋσ δουλεύεσ και ςτο Μπϋβερλι Φιλσ τα τζακαρϊντα αρχύζουν ν' ανθύζουν — Ρϋιμοντ Σςϊντλερ, Η Μικρό Αδερφό Ι. Σα νέα του Πριόρια. Ϋταν ϋνα απϐ εκεύνα τα τϋλεια ανοιξιϊτικα πρωινϊ του Λοσ Ωντζελεσ, τϐςο κλαςικϐ ϔςτε περύμενεσ να δεισ κϊπου τη ςφραγύδα γνηςιϐτητασ. Οι εξατμύςεισ των οχημϊτων που περνοϑςαν τη ϊνςετ μϑριζαν αχνϊ πικροδϊφνη, οι πικροδϊφνεσ όταν διακριτικϊ αρωματιςμϋνεσ απϐ τισ εξατμύςεισ αυτοκινότων και ο ουρανϐσ απϐ πϊνω όταν πιο καθαρϐσ κι απϐ ςυνεύδηςη φανατικοϑ Βαπτιςτό. Ο Πιϐρια μιθ, τυφλϐσ εφημεριδοπϔλησ, ςτεκϐταν ςτο ςυνηθιςμϋνο του πϐςτο, ςτη γωνύα τησ ϊνςετ με τη Λϐρελ και αν αυτϐ δεν όταν απϐδειξη ϐτι ο θεϐσ βριςκϐταν ςτον παρϊδειςο Σου κι ϐλα πόγαιναν ρολϐι ςτον κϐςμο, δεν ξϋρω τι ϊλλο θα μποροϑςε να όταν. ήμωσ, απϐ τη ςτιγμό που κατϋβαςα τα πϐδια μου απϐ το κρεβϊτι εκεύνο το πρωύ ςτισ 7:30, αςυνόθιςτη ϔρα για μϋνα, τα 888
πρϊγματα ϊρχιςαν να μου φαύνονται κϊπωσ αλλιϔτικα απϐ το κανονικϐ, κομμϊτι θαμπϊ ςτισ ϊκρεσ. Μϐνο καθϔσ ξυριζϐμουν, ϋδειχνα ςτισ ενοχλητικϋσ γουρουνϐτριχϋσ μου το ξυρϊφι προςπαθϔντασ να τισ υποτϊξω δια τησ απειλόσ— ςυνειδητοπούηςα τι μου ϋφταιγε. Παρ' ϐλο που εύχα μεύνει ξϑπνιοσ διαβϊζοντασ ωσ τισ δϑο τουλϊχιςτον, δεν ϊκουςα τουσ Ντϋμικ να μπαύνουν ςουρωμϋνοι και ν' ανταλλϊςςουν εκεύνεσ τισ γρόγορεσ ατϊκεσ που προφανϔσ αποτελοϑν το θεμϋλιο λύθο του γϊμου τουσ. Δεν ϊκουςα οϑτε τον Μπϊςτερ, πρϊγμα ακϐμη πιο περύεργο. Ο Μπϊςτερ, το ουαλϋζικο κυνηγϐςκυλο των Ντϋμικ, ϋχει ϋνα διαπεραςτικϐ γϊβγιςμα, που ςου τρυπϊει το κρανύο ςαν ςκλόθρα και που το εξαςκεύ κατϊ κϐρον. Επύςησ, εύναι ζηλιϊρησ. Αφόνει ϋνα μακρϑ, διαπεραςτικϐ ουρλιαχτϐ κϊθε φορϊ που τα αφεντικϊ του αρχύζουν τα παςπατϋματα και, ϐταν δεν αλληλοβρύζονται ςαν πρωταγωνιςτϋσ ςε βαριετϋ, ο Σζορτζ και η Γκλϐρια ςυνόθωσ παςπατεϑονται. Πολλϋσ φορϋσ αποκοιμιϋμαι ακοϑγοντασ τα χαχανητϊ τουσ και το μπαςταρδϐςκυλϐ τουσ να χοροπηδϊει γαβγύζοντασ γϑρω τουσ κι αναρωτιϋμαι αν εύναι δϑςκολο να ςτραγγαλύςεισ ϋνα μυϔδεσ, μεςαύου μεγϋθουσ ςκυλύ με μια χορδό πιϊνου. Σην προηγοϑμενη νϑχτα, ϐμωσ, το διαμϋριςμα των Ντϋμικ όταν όςυχο ςαν τϊφοσ. Περύεργο μεν αλλϊ ϐχι ςυνταρακτικϐ. Οι Ντϋμικ δεν κϊνουν το εύδοσ τησ ϋγγαμησ ζωόσ που βαςύζεται ςτην όρεμη καθημερινό ρουτύνα. Ο Πιϐρια μιθ, ϐμωσ, όταν εντϊξει. Παιχνιδιϊρησ ςαν ςκύουροσ, ϐπωσ πϊντα, με αναγνϔριςε αμϋςωσ απϐ το περπϊτημα μου κι ασ εμφανύςτηκα τουλϊχιςτον μια ϔρα νωρύτερα απϐ το ςυνηθιςμϋνο. Υοροϑςε ϋνα ξεχειλωμϋνο μπλουζϊκι που ϋφτανε μϋχρι τουσ μηροϑσ του κι ϋνα κοτλϋ παντελονϊκι που ϊφηνε ακϊλυπτα τα ςημαδεμϋνα του γϐνατα. Σο μιςητϐ ϊςπρο μπαςτοϑνι του όταν ςτηριγμϋνο ςτη μια πλευρϊ του πϊγκου ϐπου εύχε τισ εφημερύδεσ του. 889
«Να και ο κϑριοσ Γιοϑμνι! Πϔσ εύναι το παιδύ;» Σα μαϑρα γυαλιϊ του Πιϐρια αντανακλοϑςαν τον πρωινϐ όλιο και, καθϔσ ςτρϊφηκε προσ το μϋροσ μου κρατϔντασ τουσ Λοσ Ωντζελεσ Σϊιμσ, την εφημερύδα μου, ϋκανα μια φευγαλϋα, δυςϊρεςτη ςκϋψη: όταν λεσ και κϊποιοσ εύχε ανούξει δυο μεγϊλεσ, μαϑρεσ τρϑπεσ ςτο πρϐςωπο του. Ϊδιωξα ανατριχιϊζοντασ την ιδϋα και ςκϋφτηκα πωσ όταν καιρϐσ να κϐψω το ουύςκι που ϋπινα πριν πϋςω ςτο κρεβϊτι. Να το κϐψω ό να το διπλαςιϊςω. Ο Φύτλερ όταν πϊλι ςτο πρωτοςϋλιδο των Σϊιμσ, ϐπωσ ςυνϋβαινε ςυχνϊ τελευταύα. Αυτό τη φορϊ όταν κϊτι ςχετικϐ με την Αυςτρύα. κϋφτηκα, για πολλοςτό φορϊ, πϐςο θα ταύριαζε το χλομϐ πρϐςωπο και η φρϊντζα αυτοϑ του ανθρϔπου ςτον πύνακα ανακοινϔςεων ενϐσ ταχυδρομεύου. «Σο παιδύ εύναι ςχεδϐν καλϊ, Πιϐρια», εύπα. «Σϐςο καλϊ ςαν φρϋςκια μπογιϊ ςε εξωτερικϐ τούχο». Πϋταξα ϋνα κϋρμα των δϋκα ςεντσ ςτο κουτύ τησ Κορϐνα που όταν πϊνω ςτη ςτούβα με τισ εφημερύδεσ του Πιϐρια. Η εφημερύδα κοςτύζει τρύα ςεντσ και πϊλι ακριβό εύναι, αλλϊ αφόνω το ύδιο κϋρμα ςτο κουτύ του Πιϐρια απϐ καταβολόσ κϐςμου. Εύναι καλϐ παιδύ κι ϋχει καλοϑσ βαθμοϑσ ςτο ςχολεύο. Υρϐντιςα να το ελϋγξω προςωπικϊ πϋρυςι, αφϐτου με βοόθηςε ςτην υπϐθεςη Γουϋλντ. Ϊτςι και δεν εμφανιζϐταν ο Πιϐρια ςτο πλωτϐ ςπύτι του Φϊρισ Μπροϑνερ, θα πϊςχιζα ακϐμα να κολυμπόςω με τα πϐδια μου τςιμεντωμϋνα ς' ϋνα δοχεύο βενζύνησ κϊπου ςτ' ανοιχτϊ του Μαλιμποϑ. Θα όταν λύγο να πω ϐτι του χρωςτϊω πολλϊ. την πορεύα εκεύνησ τησ ϋρευνασ (για τον Πιϐρια μιθ, ϐχι για τον Φϊρισ Μπροϑνερ και τη Μϋιβισ Γουϋλντ), ϋμαθα ακϐμα
Φϔροσ ϐπου αναρτοϑνται οι φωτογραφύεσ ϐςων καταζητοϑνται ςτισ Η.Π.Α. (.τ.Μ.)
890
και το πραγματικϐ ϐνομα του μικροϑ, αν και δε θα μου το ϋβγαζαν απϐ το ςτϐμα οϑτε με βαςανιςτόρια. Ο πατϋρασ του Πιϐρια ϋκανε μϐνιμο διϊλειμμα για καφϋ πηδϔντασ απϐ το παρϊθυρο ενϐσ γραφεύου ςτον ϋνατο ϐροφο τη Μαϑρη Παραςκευό, η μϊνα του εύναι η μϐνη λευκό που δουλεϑει ς' εκεύνο το ηλύθιο κινϋζικο καθαριςτόριο ςτη Λα Ποϑντα και το παιδύ εύναι τυφλϐ. Με ϐλα αυτϊ, εύναι ανϊγκη να πληροφορηθεύ ο κϐςμοσ ϐτι του ϋδωςαν και το ϐνομα Υρϊνςισ ϐταν όταν πολϑ μικρϐσ για ν' αντιδρϊςει; Η υπερϊςπιςη δεν ϋχει να προςθϋςει τύποτε ϊλλο. Αν ϋχει γύνει κϊτι ζουμερϐ την προηγοϑμενη νϑχτα, ςχεδϐν πϊντα το βρύςκεισ ςτο πρωτοςϋλιδο των Σϊιμσ, ςτην αριςτερό πλευρϊ, ακριβϔσ κϊτω απϐ την τςϊκιςη. Ξεδύπλωςα την εφημερύδα και διϊβαςα ϐτι ο διευθυντόσ μιασ κουβανϋζικησ ορχόςτρασ ϋπαθε καρδιακό προςβολό ενϔ χϐρευε με την τραγουδύςτρια ςτο κϋντρο Καρουςϋλ ςτο Μπϋρμπανκ. Πϋθανε μια ϔρα αργϐτερα ςτο Γενικϐ Νοςοκομεύο του Λοσ Ωντζελεσ. Αιςθϊνθηκα κϊποια ςυμπϐνια για τη χόρα του μαϋςτρου αλλϊ ϐχι και για τον ύδιο. Κατϊ τη γνϔμη μου, ϐςοι πϊνε για χορϐ ςτο Μπϋρμπανκ παθαύνουν ϐ,τι τουσ αξύζει. Ωνοιξα την εφημερύδα ςτισ ςελύδεσ των ςπορ για να δω πϔσ τα εύχε πϊει η Μπροϑκλιν ςτο χτεςινϐ επαναληπτικϐ αγϔνα με την Καρντσ. «Εςϑ, Πιϐρια, πϔσ τα πασ; ήλεσ οι ϊμυνεσ γερϋσ ςτο κϊςτρο ςου; Σϊφροι, πολεμύςτρεσ, ϐλα εντϊξει;» «Αχ, κϑριε Γιοϑμνι! Μπϐμπα!» Κϊτι ςτη φωνό του μου τρϊβηξε την προςοχό και χαμόλωςα την εφημερύδα για να τον δω απϐ κοντϊ. Αμϋςωσ πρϐςεξα αυτϐ που μια παλιϊ καραβϊνα ςαν κι εμϋνα ϐφειλε να εύχε προςϋξει απϐ την αρχό: το παιδύ ϊςτραφτε απϐ χαρϊ. «Υαύνεςαι ςαν να ςου χϊριςαν ειςιτόριο για τον τελικϐ του Παγκϐςμιου Κυπϋλλου», του εύπα. «Σι τρϋχει, Πιϐρια;» 891
«Η μαμϊ μου κϋρδιςε το λαχεύο ςτην Σιχουϊνα!» εύπε ο μικρϐσ. «αρϊντα χιλιϊρικα! Εύμαςτε πλοϑςιοι, αδερφϋ! Πλοϑςιοι!» Σου χϊριςα ϋνα πλατϑ χαμϐγελο που, φυςικϊ, δεν εύδε και του ανακϊτωςα τα μαλλιϊ. Σο κοκορϊκι που εύχε ςτην κορυφό του κεφαλιοϑ του ςηκϔθηκε προσ τα πϊνω, αλλϊ δεν πεύραζε. «Ε, με το μαλακϐ, Πιϐρια. Πϐςων χρονϔν εύςαι;» «Ϊγινα δϔδεκα το Μϊιο. Σο ξϋρετε, κϑριε Γιοϑμνι, μου χαρύςατε ϋνα μπλουζϊκι πϐλο. Μα δεν καταλαβαύνω τι ςχϋςη ϋχει αυτϐ με... » «τα δϔδεκα θα ϋπρεπε όδη να ξϋρεισ ϐτι πολλϋσ φορϋσ οι ϊνθρωποι μπερδεϑουν αυτϐ που θα όθελαν να ςυμβεύ μ' αυτϐ που ςυμβαύνει ςτην πραγματικϐτητα. Αυτϐ εννοϔ». «Αν μιλϊτε για τα ϐνειρα, ϋχετε δύκιο —ξϋρω γι' αυτϊ». Ο Πιϐρια προςπϊθηςε να ξαναςτρϔςει το κοκορϊκι με την παλϊμη του. «Αυτϐ ϐμωσ δεν εύναι ϐνειρο, κϑριε Γιοϑμνι! Εύναι αλόθεια. Ο θεύοσ Υρεντ πόγε και πόρε τα λεφτϊ χτεσ το απϐγευμα. Σα ϋφερε ςπύτι μϋςα ςτο βαλιτςϊκι τησ μηχανόσ του! Σα μϑριςα! Ϊκανα μϋχρι και τοϑμπεσ πϊνω τουσ! Ϋταν απλωμϋνα ς' ϐλο το κρεβϊτι τησ μαμϊσ! Πρϔτη φορϊ ϋνιωςα τϐςο πλοϑςιοσ, αλόθεια ςασ λϋω —ςαρϊντα χιλιϊδεσ δολϊρια, γαμϔ το!» «Πιϐρια, εύςαι αρκετϊ μεγϊλοσ για να ξεχωρύζεισ τα ϐνειρα απϐ την πραγματικϐτητα, αλλϊ ϐχι και για να λεσ τϋτοιεσ κουβϋντεσ», του εύπα. Αυτϐ ακοϑςτηκε καλϊ —η Λεγεϔνα τησ Ευπρϋπειασ θα με επιβρϊβευε ςύγουρα— αλλϊ ςτην πραγματικϐτητα το ςτϐμα μου δοϑλευε με αυτϐματο πιλϐτο κι οϑτε που ςκεφτϐμουν τι ϋλεγα. Σο μυαλϐ μου όταν απαςχολημϋνο μ' αυτϐ που μου εύχε πει ο μικρϐσ. Για ϋνα πρϊγμα όμουν ςύγουροσ, ϐτι ϋκανε λϊθοσ. Πρϋπει να ϋκανε λϊθοσ, γιατύ, αν όταν αλόθεια, ο Πιϐρια δε θα ςτεκϐταν πια ςτη γωνιϊ του και δε θα τον ϋβλεπα κϊθε πρωύ καθϔσ θα πόγαινα ςτο γραφεύο μου ςτο κτύριο Υουλγουϊιντερ. Κι αυτϐ όταν αδϑνατον να ςυμβεύ. 892
Φωρύσ να το θϋλω, το μυαλϐ μου πόγε ςτουσ Ντϋμικ, που για πρϔτη φορϊ ςτα χρονικϊ δεν εύχαν παύξει ςτη διαπαςϔν κϊποιον απϐ τουσ δύςκουσ τησ τζαζ που ϊκουγαν πριν πϊνε για ϑπνο και ςτον Μπϊςτερ, που, για πρϔτη φορϊ ςτα χρονικϊ, δεν εύχε υποδεχτεύ τον όχο του κλειδιοϑ του Σζορτζ ςτην κλειδαριϊ τησ εξϔπορτασ με μια θϑελλα απϐ γαβγύςματα. Η αύςθηςη πωσ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ επϋςτρεψε και όταν πιο ϋντονη αυτό τη φορϊ. το μεταξϑ, ο Πιϐρια με κούταζε με μια ϋκφραςη που δεν περύμενα ποτϋ να δω ςτο τύμιο, αγαθϐ πρϐςωπο του: ϋνα κρϊμα απϐ τςαντύλα, αγανϊκτηςη κι ευθυμύα. Ϊτςι ϐπωσ θα κούταζε ϋνα παιδύ ϋναν ξεμωραμϋνο γερο-θεύο που ϋχει διηγηθεύ ϐλεσ τισ ιςτορύεσ του, ακϐμη και τισ πιο βαρετϋσ, απϐ τρεισ και τϋςςερισ φορϋσ την καθεμιϊ. «Δεν το 'πιαςεσ ακϐμα το νϋο, κϑριε Γιοϑμνι; Εύμαςτε πλοϑςιοι! Η μαμϊ μου δε θα ξαναςιδερϔςει πια ϊλλα πουκϊμιςα για τον κωλϐγερο τον Λι Φου κι εγϔ δε θα χρειϊζεται πια να πουλϊω εφημερύδεσ ςτο δρϐμο οϑτε να τρϋμω απϐ το κρϑο το χειμϔνα με τη βροχό οϑτε να γλεύφω ϐλουσ αυτοϑσ τουσ κωλϐγερουσ που δουλεϑουν ςτο Μπύλντερσ. θα πϊψω να παριςτϊνω ϐτι πϋθανα και πόγα ςτον παρϊδειςο, ϐταν ο κϊθε ξιπαςμϋνοσ μου πετϊει μια πεντϊρα παραπϊνω». Σαρϊχτηκα λιγϊκι μ' αυτϐ, αλλϊ τι διϊβολο; Εγϔ δεν όμουν απ' αυτοϑσ που του ϋριχναν πεντϊρεσ. Εγϔ ϊφηνα ςτον Πιϐρια εφτϊ ςεντσ καθημερινϊ, βρϋξει χιονύςει. Εκτϐσ απϐ τισ φορϋσ που δεν εύχα πεντϊρα τςακιςτό, φυςικϊ, και, ςτη δικό μου δουλειϊ, οι περιςταςιακϋσ αφραγκύεσ εύναι μϋροσ του παιχνιδιοϑ. «Δεν πϊμε ςτο Μπλϐντισ για ϋναν καφϋ;» του πρϐτεινα. «Να το κουβεντιϊςουμε το ζότημα;» «Δε γύνεται. Ϊκλειςε». «Σο Μπλϐντισ; Μη λεσ βλακεύεσ!» 893
Αλλϊ ο Πιϐρια δεν εύχε ςκοπϐ ν' αςχοληθεύ με αςόμαντα πρϊγματα ϐπωσ το καφενεύο τησ γειτονιϊσ. «Και δε ςασ εύπα ακϐμη το καλϑτερο, κϑριε Γιοϑμνι! Ο θεύοσ μου ο Υρεντ ξϋρει ϋνα γιατρϐ ςτο αν Υρανςύςκο —ϋναν ειδικϐ— που λϋει ϐτι μπορεύ να κϊνει κϊτι για τα μϊτια μου». Ϊςτρεψε το πρϐςωπο του προσ το δικϐ μου. Κϊτω απϐ τα μαϑρα γυαλιϊ και τη ςουβλερό μϑτη του, τα χεύλη του ϋτρεμαν. «Λϋει πωσ τελικϊ μπορεύ να μην εύναι τα οπτικϊ νεϑρα και, αν δεν εύναι, θα μου κϊνει εγχεύρηςη... δεν καταλαβαύνω ϐλα αυτϊ τα ιατρικϊ, αλλϊ ύςωσ μπορϋςω να ξαναδϔ, κϑριε Γιοϑμνι!» Ωπλωςε ςτα τυφλϊ τα χϋρια του... φυςικϊ, ςτα τυφλϊ. Πϔσ αλλιϔσ; «Μπορεύ να ξαναδϔ!» Με ϊρπαξε. Εγϔ του ϋπιαςα τα χϋρια, τα ϋςφιξα βιαςτικϊ και τα απομϊκρυνα με το μαλακϐ. Σα δϊχτυλα του όταν μουντζουρωμϋνα απϐ μελϊνι κι εγϔ ξϑπνηςα με τϋτοια κϋφια, ϔςτε φϐρεςα το καινοϑριο μου ϊςπρο πενιϋ κοςτοϑμι. Κϊπωσ ζεςτϐ βϋβαια για καλοκαύρι, αλλϊ ςτισ μϋρεσ μασ υπϊρχουν παντοϑ αιρ κοντύςιον και, ϊλλωςτε, εγϔ εύμαι ψϑχραιμοσ απϐ φυςικοϑ μου. Δεν ϋνιωθα πολϑ ψϑχραιμοσ αυτό τη ςτιγμό. Ο Πιϐρια με κούταζε, με το λεπτϐ, τϋλειο πρϐςωπο του ςαςτιςμϋνο. Μια μικρό πνοό ανϋμου —αρωματιςμϋνη με πικροδϊφνεσ και εξατμύςεισ— αναςόκωςε το κοκορϊκι του και τϐτε ςυνειδητοπούηςα ϐτι το ϋβλεπα επειδό δε φοροϑςε το τουύντ καςκϋτο του. Μου φϊνηκε ςαν γυμνϐσ χωρύσ αυτϐ και πολϑ ςωςτϊ. Κϊθε μικρϐσ εφημεριδοπϔλησ οφεύλει να φορϊει τουύντ καςκϋτο, ϐπωσ κϊθε μικρϐσ λοϑςτροσ πρϋπει να φορϊει πϊνινο καςκϋτο. «Σι τρϋχει, κϑριε Γιοϑμνι; Νϐμιζα πωσ θα χαιρϐςουν. Διϊβολε, δεν όμουν υποχρεωμϋνοσ να ϋρθω και ςόμερα ς' αυτό τη ςκατογωνύα, ξϋρεισ, αλλϊ το ϋκανα —όρθα απϐ νωρύσ, αν θεσ να ξϋρεισ, γιατύ κϊτι μου ϋλεγε πωσ κι εςϑ θα περνοϑςεσ νωρύσ ςόμερα. Νϐμιζα πωσ θα χαιρϐςουν που η μαμϊ μου κϋρδιςε το 894
λαχεύο και που εγϔ μπορεύ να κϊνω εγχεύρηςη ςτα μϊτια μου, αλλϊ δε χϊρηκεσ». Σϔρα η φωνό του ϋτρεμε απϐ παρϊπονο. «Δε χϊρηκεσ!» «Φϊρηκα», του εύπα και όθελα να χαρϔ —ϋνα μϋροσ του εαυτοϑ μου, τουλϊχιςτον—αλλϊ το κακϐ όταν πωσ ο μικρϐσ εύχε δύκιο. Γιατύ ϐλα αυτϊ ςόμαιναν ϐτι τα πρϊγματα θα ϊλλαζαν και τα πρϊγματα δεν ϋπρεπε ν' αλλϊξουν. Ο Πιϐρια μιθ ϋπρεπε να βρύςκεται ςτο πϐςτο του, χρϐνοσ μπαύνει χρϐνοσ βγαύνει, με το τϋλειο καςκϋτο του αναςηκωμϋνο τισ ζεςτϋσ μϋρεσ και κατεβαςμϋνο χαμηλϊ τισ βροχερϋσ. Ϊπρεπε πϊντα να χαμογελϊει κι ϐχι να λϋει «γαμϔ το» ό «ςκατϐ...» αλλϊ, κυρύωσ, ϋπρεπε να παραμεύνει τυφλϐσ. «Δε χαύρεςαι!» φϔναξε ο Πιϐρια και ϑςτερα — ανόκουςτο!— ϋδωςε μια κι αναποδογϑριςε τον πϊγκο του. Εφημερύδεσ ςκϐρπιςαν ςτο πεζοδρϐμιο. Σο ϊςπρο μπαςτοϑνι του ϋπεςε και κϑληςε ςτο ρεύθρο. Ο Πιϐρια το ϊκουςε κι ϋςκυψε να το μαζϋψει. Εύδα δϊκρυα να κυλϊνε ςτα μαγουλϊ του, κϊτω απϐ τα μαϑρα γυαλιϊ. Ωρχιςε να παςπατεϑει το δρϐμο ψϊχνοντασ για το μπαςτοϑνι, αλλϊ αυτϐ εύχε κυλόςει προσ τη δικό μου μεριϊ κι εκεύνοσ το ϋψαχνε απϐ την ϊλλη. Ξαφνικϊ μου όρθε μια τρελό λαχτϊρα να πϊρω φϐρα και να ρύξω μια γερό κλοτςιϊ ςτον τυφλϐ, δωδεκϊχρονο πιςινϐ του. Αντύ γι' αυτϐ, ϋςκυψα, μϊζεψα απϐ κϊτω το μπαςτοϑνι και τον χτϑπηςα ελαφρϊ ςτο γοφϐ με την ϊκρη του. Ο Πιϐρια ςτρϊφηκε, γοργϐσ ςαν φύδι, και το ϊρπαξε. Με την ϊκρη του ματιοϑ μου ϋβλεπα πορτραύτα του Φύτλερ και του αποδημόςαντοσ Κουβανοϑ μαϋςτρου ν' αρμενύζουν ςτη ϊνςετ Μποϑλεβαρντ. Ϊνα λεωφορεύο που κατευθυνϐταν προσ το Βαν Νεσ ςκϐρπιςε ϋνα ςωρϐ απϐ δαϑτα, μουγκρύζοντασ κι αφόνοντασ πύςω του αναθυμιϊςεισ πετρελαύου. ιχαινϐμουν να βλϋπω ϐλεσ εκεύνεσ τισ εφημερύδεσ να πετϊνε δεξιϊ αριςτερϊ. Ϋταν φοβερό ακαταςταςύα. Ακϐμα χειρϐτερα, όταν λϊθοσ. 895
Εντελϔσ και ολοκληρωτικϊ λϊθοσ. Κατϋπνιξα μια καινοϑρια παρϐρμηςη, ιςχυρό ϐςο και η προηγοϑμενη, ν' αρπϊξω τον Πιϐρια και να τον ταρακουνόςω. Να του πω ϐτι θα περνοϑςε ϐλο το πρωύ μαζεϑοντασ τισ εφημερύδεσ απϐ το δρϐμο κι ϐτι δε θα τον ϊφηνα να γυρύςει ςπύτι του αν δε μϊζευε μϋχρι και την τελευταύα. Σϐτε αναλογύςτηκα ϐτι, μϐλισ δϋκα λεπτϊ πριν, ςκεφτϐμουν ϐτι όταν ϋνα τϋλειο πρωινϐ του Λοσ Ωντζελεσ, τϐςο τϋλειο που του ϊξιζε ςφραγύδα γνηςιϐτητασ. Και όταν τϋλειο, που να πϊρει! Σι εύχε πϊει ςτραβϊ, λοιπϐν; Και πϔσ εύχε γύνει τϐςο γρόγορα; Δεν πόρα απϊντηςη, εκτϐσ απϐ μια παρϊλογη αλλϊ δυνατό φωνό μϋςα μου που επϋμενε ϐτι η μητϋρα του μικροϑ δεν όταν δυνατϐν να εύχε κερδύςει το λαχεύο, ϐτι ο μικρϐσ δεν όταν δυνατϐν να ςταματόςει να πουλϊει εφημερύδεσ κι ϐτι, κυρύωσ, δεν υπόρχε περύπτωςη να ξαναβρεύ το φωσ του. Ο Πιϐρια μιθ ϋπρεπε να μεύνει τυφλϐσ για ϐλη του τη ζωό. Μϊλλον εύναι κϊτι πειραματικϐ, ςκϋφτηκα. Ακϐμη κι αν ο γιατρϐσ ςτο αν Υρανςύςκο δεν εύναι κομπογιαννύτησ, που μϊλλον τϋτοιοσ εύναι, η εγχεύρηςη θα αποτϑχει. Και, ϐςο περύεργο κι αν φαύνεται, αυτό η ςκϋψη με καθηςϑχαςε . «Ωκου», εύπα ςτο παιδύ. «Αρχύςαμε ςτραβϊ ςόμερα, αυτϐ εύν' ϐλο. θϋλω να επανορθϔςω. Πϊμε ςτο Μπλϐντισ να ςε κερϊςω πρωινϐ; Σι θα ϋλεγεσ για ϋνα μεγϊλο πιϊτο αβγϊ με μπϋικον; Θα φασ και θα μου τα πεισ ϐλα με την ης... » «Ωντε γαμόςου!» μου φϔναξε, αφόνοντασ με ϊναυδο. «Ωντε γαμόςου κι εςϑ και το καλϊμι που ϋχεισ καβαλόςει, ψωροντετϋκτιβ! Νομύζεισ πωσ οι τυφλού δεν καταλαβαύνουν πϐτε λϋνε ψϋματα κϊτι τϑποι ςαν εςϋνα; Ωντε γαμόςου! Και μην τολμόςεισ να με ξαναγγύξεισ ποτϋ! Αδερφό!» 896
Αυτϐ όταν. Κανϋνασ δεν μπορεύ να με πει αδερφό και να τη γλιτϔςει, οϑτε καν ϋνασ τυφλϐσ δωδεκϊχρονοσ εφημεριδοπϔλησ. Ξϋχαςα ακϐμη κι ϐτι ο Πιϐρια μου ϋςωςε τη ζωό, τϐτε με την υπϐθεςη τησ Μϋιβισ Γουϋλντ. Ωπλωςα το χϋρι μου να πιϊςω το μπαςτοϑνι του, με ςκοπϐ να του το πϊρω και να του ρύξω μερικϋσ γερϋσ ςτον πιςινϐ. Να του μϊθω τρϐπουσ. Πριν προλϊβω, ϐμωσ, ο μικρϐσ πιςωπϊτηςε και μου ϋριξε μια με την ϊκρη του μπαςτουνιοϑ χαμηλϊ ςτην κοιλιϊ —κι ϐταν λϋω χαμηλϊ, εννοϔ χαμηλϊ. Διπλϔθηκα ςτα δυο απϐ τον πϐνο κι ενϔ αγωνιζϐμουν να μην ουρλιϊξω, αναλογύςτηκα την καλό μου τϑχη: πϋντε πϐντουσ παρακϊτω να με εύχε χτυπόςει, θα ϋπαυα οριςτικϊ να ςκαλύζω τα ϊπλυτα των ϊλλων για να ζόςω και θα ϋπιανα δουλειϊ ςαν ςοπρϊνο ςτο Παλϊτι των Δϐγηδων. Παρ' ϐλα αυτϊ, ϋκανα μια αντανακλαςτικό κύνηςη να τον αρπϊξω κι αυτϐσ κατϋβαςε το μπαςτοϑνι ςτο ςβϋρκο μου. Δυνατϊ. Δεν ϋςπαςε, αλλϊ το ϊκουςα να ραγύζει κϋφτηκα πωσ θα το ϋςπαγα εγϔ ϐταν θα τον τςϊκωνα και θα του το ϋχωνα ςτο δεξύ αυτύ του. Σϐτε θα του ϋδειχνα εγϔ ποιοσ εύναι αδερφό. Λεσ και διϊβαςε τη ςκϋψη μου, ο μικρϐσ τραβόχτηκε μακριϊ μου και πϋταξε το μπαςτοϑνι του ςτο δρϐμο. «Πιϐρια», κατϊφερα να πω. άςωσ προλϊβαινα ακϐμη να τον κϊνω να λογικευτεύ. «Πιϐρια, τι διϊβολο ϋχεισ πϊθει και κϊνεισ...» «Και μη με ξαναπεύσ ϋτςι!» οϑρλιαξε ο μικρϐσ. « Με λϋνε Υρϊνςισ Υρανκ! Εςϑ ϊρχιςεσ να με φωνϊζεισ Πιϐρια! Εςϑ το ϊρχιςεσ και τϔρα ϐλοι με φωνϊζουν ϋτςι και το ςιχαύνομαι !» Σα δακρυςμϋνα μϊτια μου τον εύδαν διπλϐ καθϔσ ςτρϊφηκε κι ϋτρεξε ςτο δρϐμο, αδιαφορϔντασ για την κυκλοφορύα (που, για καλό του τϑχη, όταν ανϑπαρκτη εκεύνη την ϔρα), με τα χϋρια του τεντωμϋνα μπροςτϊ. κϋφτηκα πωσ θα ςκϐνταφτε ςτο απϋναντι πεζοδρϐμιο —το όλπιζα, για την ακρύβεια— αλλϊ προφανϔσ οι τυφλού ϋχουν μϋςα ςτο κεφϊλι 897
τουσ λεπτομερϋςτατουσ τοπογραφικοϑσ χϊρτεσ. Ο μικρϐσ ανϋβηκε ςτο πεζοδρϐμιο πηδϔντασ ςαν κατςύκι και ϑςτερα ϋςτρεψε τα μαϑρα γυαλιϊ του προσ το μϋροσ μου. το μουςκεμϋνο απϐ τα δϊκρυα πρϐςωπο του εύχε μια ϋκφραςη τρελοϑ θριϊμβου και οι μαϑροι φακού ϋμοιαζαν περιςςϐτερο απϐ ποτϋ με τρϑπεσ. Πελϔριεσ, ςαν να τον εύχαν πυροβολόςει δυο φορϋσ με κυνηγετικϐ ϐπλο μεγϊλου διαμετρόματοσ. «Ϊκλειςε το Μπλϐντισ, ςου εύπα!» οϑρλιαξε. «Η μαμϊ μου λϋει ϐτι το αφεντικϐ τα βρϐντηξε ϐλα κϊτω και το ϋςκαςε με την κοκκινομϊλλα που προςϋλαβε τον περαςμϋνο μόνα. Ασ εύχεσ κι εςϑ την τϑχη του, κωλϐγερε!» τρϊφηκε πϊλι και ξανϊρχιςε να τρϋχει ςτο απϋναντι πεζοδρϐμιο τησ ϊνςετ μ' εκεύνον τον περύεργο τρϐπο του, με τα χϋρια απλωμϋνα μπροςτϊ και τα δϊχτυλα τεντωμϋνα. Ωνθρωποι ςτϋκονταν ςε μικρϋσ ομϊδεσ κι απϐ τισ δυο πλευρϋσ του δρϐμου και κούταζαν αυτϐν, κούταζαν τισ ςκϐρπιεσ εφημερύδεσ, κούταζαν κι εμϋνα. Μου φϊνηκε ϐτι κυρύωσ κούταζαν εμϋνα. Αυτό τη φορϊ ο Πιϐρια -εντϊξει, ο Υρϊνςισ- ϋφταςε μϋχρι το μπαρ του Ντϋρινγκερ κι ϋπειτα ςτρϊφηκε και μου ϋριξε τη χαριςτικό βολό. «Ωντε γαμόςου, κϑριε Γιοϑμνι!» οϑρλιαξε και το 'βαλε ςτα πϐδια. II. Ο Βήχασ τον Βέρνον Κατϊφερα να ιςιϔςω την πλϊτη μου και να διαςχύςω το δρϐμο. Ο Πιϐρια, γνωςτϐσ και ωσ Υρϊνςισ μιθ, εύχε χαθεύ εδϔ και ϔρα, αλλϊ αιςθανϐμουν την ανϊγκη ν' αφόςω πύςω μου ϐλεσ εκεύνεσ τισ ςκϐρπιεσ εφημερύδεσ. Μϐνο που τισ κοιτοϑςα μ' ϋπιανε πονοκϋφαλοσ πολϑ χειρϐτεροσ απϐ τον πϐνο ςτα λαγϐνια μου. 898
το απϋναντι πεζοδρϐμιο ςτόθηκα μπροςτϊ ςτη βιτρύνα του χαρτοπωλεύου Υελτ και βϊλθηκα να κοιτϊζω ϋνα καινοϑριο Πϊρκερ ςαν να όταν ϐ,τι πιο εκπληκτικϐ εύχα δει ςτη ζωό μου (ό μπορεύ να κούταζα κϊτι ςϋξι ατζϋντεσ απϐ ιμιταςιϐν δϋρμα). Μετϊ απϐ πϋντε λεπτϊ -χρϐνοσ αρκετϐσ για ν' απομνημονεϑςω ϐλα τα αντικεύμενα τησ βιτρύνασ- αιςθϊνθηκα ϐτι όμουν πλϋον ςε θϋςη να ςυνεχύςω την πορεύα μου επύ τησ ϊνςετ χωρύσ να γϋρνω αιςθητϊ προσ τ' αριςτερϊ. Ερωτόματα ςτριφογϑριζαν ςτο μυαλϐ μου ϋτςι ϐπωσ ςτριφογυρύζουν γϑρω απϐ το κεφϊλι ςου τα κουνοϑπια ςτο ντρϊιβ ιν του αν Πϋντρο, αν ξεχϊςεισ να πϊρεισ μαζύ ςου εντομοαπωθητικϐ. Κατϊφερα να αγνοόςω τα περιςςϐτερα, αλλϊ κϊνα δυο βρόκαν τρϐπο να τρυπϔςουν. Πρϔτον, τι ςτο διϊβολο εύχε πιϊςει τον Πιϐρια; Δεϑτερον, τι ςτο διϊβολο εύχε πιϊςει εμϋνα; υνϋχιςα να διϔχνω τισ ενοχλητικϋσ αυτϋσ απορύεσ μϋχρι που ϋφταςα ςτο Μπλϐντισ -Υαγητϊ τησ Ώρασ, Ανοιχτϐ 24 Ώρεσ, ερβύρονται και Λουκουμϊδεσ- ςτη γωνύα ϊνςετ και Σραβϋρνια. Με το που ϋφταςα εκεύ, ϊδειαςε κυριολεκτικϊ το μυαλϐ μου. Σο Μπλϐντισ όταν ς' αυτό ακριβϔσ τη γωνύα απ' ϐςο θυμϐμουν τον εαυτϐ μου —ξϑπνιοι, καταφερτζόδεσ, βλϊκεσ και περπατημϋνοι πηγαινοϋρχονταν ςε εικοςιτετρϊωρη βϊςη, για να μην αναφϋρω τουσ εμπϐρουσ, τισ λεςβύεσ και τουσ εξαρτημϋνουσ. Ϊνασ διϊςημοσ πρωταγωνιςτόσ του βωβοϑ κινηματογρϊφου ςυνελόφθη κϊποτε για φϐνο καθϔσ ϋβγαινε απϐ το Μπλϐντισ. Κι εγϔ ο ύδιοσ τϋλειωςα κϊποτε μια παλιοδουλειϊ εδϔ, φυτεϑοντασ μια ςφαύρα ς' ϋνα ματαυρωμϋνο παγϐνι ονϐματι Ντϋνινγκερ, που εύχε ςκοτϔςει τρεισ πρεζϊκηδεσ ϑςτερα απϐ ϋνα πϊρτι με ναρκωτικϊ ςτο Φϐλιγουντ. Ϋταν επύςησ εδϔ που εύχα πει αντύο ςτην Ωρντισ Μαγκύλ, με τα αςημιϊ μαλλιϊ και τα βιολετιϊ μϊτια. Και εύχα περϊςει το υπϐλοιπο εκεύνησ τησ νϑχτασ περπατϔντασ ςαν χαμϋνοσ ςε μια ςπϊνια για το Λοσ Ωντζελεσ ομύχλη, που ϐμωσ μπορεύ να υπόρχε μϐνο ςτα 899
δικϊ μου μϊτια... μια ομύχλη που ϋγινε βροχό ςτα μαγουλϊ μου με το ξημϋρωμα. Κλειςτϐ το Μπλϐντισ; Αδϑνατον. Πιο πιθανϐ μου φαινϐταν να εξαφανιςτεύ το Ωγαλμα τησ Ελευθερύασ απϐ το γυμνϐ βραχϊκι του ςτο λιμϊνι τησ Νϋασ Τϐρκησ. Αδϑνατον κι ϐμωσ αληθινϐ. Η βιτρύνα με τισ πύτεσ και τα γλυκϊ που ς' ϋκαναν να ςου τρϋχουν τα ςϊλια εύχε αςπριςτεύ απϐ μϋςα, αλλϊ η δουλειϊ εύχε γύνει τςαπατςοϑλικα και διϋκρινα μια ςχεδϐν ϊδεια αύθουςα ανϊμεςα απϐ τισ ϊςπρεσ λωρύδεσ. Ο μουςαμϊσ ςτο πϊτωμα φαινϐταν βρομερϐσ και γυμνϐσ. Σα πτερϑγια των ανεμιςτόρων ςτο ταβϊνι, καφετιϊ απϐ τη λύγδα, κρϋμονταν ςαν ϋλικεσ τςακιςμϋνων αεροπλϊνων. Εύχαν απομεύνει μερικϊ τραπϋζια και ϋξι μ' οχτϔ απϐ τισ γνϔριμεσ καρϋκλεσ με την κϐκκινη ταπετςαρύα όταν ςτοιβαγμϋνεσ πϊνω τουσ, γυριςμϋνεσ ανϊποδα. Κι αυτϐ όταν ϐλο... εκτϐσ απϐ δυο ϊδειεσ ζαχαριϋρεσ πεςμϋνεσ ςε μια γωνιϊ. τϊθηκα εκεύ, προςπαθϔντασ να κϊνω το μυαλϐ μου να το χωρϋςει και όταν ςαν να προςπαθοϑςα να ανεβϊςω ϋνα μεγϊλο καναπϋ ςε μια ςτενό, ςτριφογυριςτό ςκϊλα. Σϐςη ζωό, τϐςεσ ςυγκινόςεισ, τϐςη μεταμεςονϑκτια κύνηςη, ζωντϊνια και εκπλόξεισ —πϔσ όταν δυνατϐν να ϋχουν τελειϔςει; Δε φαινϐταν απλϔσ λϊθοσ· όταν ςκϋτη βλαςφημύα. Για μϋνα το Μπλϐντισ ςυγκϋντρωνε ϐλεσ εκεύνεσ τισ λαμπερϋσ αντιθϋςεισ που περιβϊλλουν τη ςκοτεινό και ϊςπλαχνη καρδιϊ του Λοσ Ωντζελεσ. Εύχα ςκεφτεύ πολλϋσ φορϋσ ϐτι το Μπλϐντισ όταν το Λοσ Ωντζελεσ, ϐπωσ το εύχα γνωρύςει εγϔ τα τελευταύα δεκαπϋντε, εύκοςι χρϐνια, αλλϊ ςε μικρογραφύα. Ποϑ αλλοϑ θα μποροϑςεσ να δεισ ϋναν γκϊγκςτερ να παύρνει το πρωινϐ του ςτισ 9:00 π.μ. παρϋα μ' ϋναν παπϊ ό μια αςτραφτερό γατοϑλα πνιγμϋνη ςτο διαμαντικϐ να κϊθεται ς' ϋνα απϐ τα ψηλϊ ςκαμνιϊ του μπαρ, δύπλα ς' ϋνα μηχανικϐ που εύχε μϐλισ 900
τελειϔςει τη βϊρδια του και το γιϐρταζε μ' ϋνα φλιτζϊνι ζεςτϐ καφϋ; Ξαφνικϊ, ςκϋφτηκα πϊλι τον Κουβανϐ μαϋςτρο και την καρδιακό προςβολό του, με πολλό περιςςϐτερη ςυμπϊθεια αυτό τη φορϊ. ήλη αυτό η μυθικό, λαμπρό ζωό τησ Πϐλησ των Φαμϋνων Αγγϋλων - Σο χωρϊει το μυαλϐ ςου, φύλε; Σο πιϊνεισ το νϋο; Η επιγραφό που κρεμϐταν ςτην πϐρτα ϋγραφε ΚΛΕΙΣΟ ΛΟΓΨ ΑΝΑΚΑΙΝΙΗ. ΞΑΝΑΝΟΙΓΟΤΜΕ ΤΝΣΟΜΑ, αλλϊ δεν το πύςτεψα. Ωδειεσ ζαχαριϋρεσ, πεταμϋνεσ ςτισ γωνιϋσ, δεν εύναι δεύγμα ανακαύνιςησ, ςϑμφωνα με την πεύρα μου. Ο Πιϐρια εύχε δύκιο: το Μπλϐντισ ανόκε πια ςτην ιςτορύα. τρϊφηκα και ςυνϋχιςα το δρϐμο μου, μϐνο που τϔρα βϊδιζα αργϊ και ϋκανα ςυνειδητό προςπϊθεια να κρατόςω το κεφϊλι μου ψηλϊ. Καθϔσ πληςύαζα ςτο κτύριο Υουλγουϊιντερ, ϐπου κρατϊω ϋνα γραφεύο περιςςϐτερα χρϐνια απ' ϐςα θϋλω να θυμϊμαι, με κυρύεψε μια περύεργη βεβαιϐτητα. Σα μπροϑντζινα χεροϑλια τησ δύφυλλησ, κεντρικόσ πϐρτασ θα όταν πιαςμϋνα με χοντρό, ατςϊλινη αλυςύδα, που οι ϊκρεσ τησ θα ϋκλειναν με λουκϋτο. Σα τζϊμια θα όταν αςπριςμϋνα απϐ μϋςα με χοντρϋσ, ϊτςαλεσ πινελιϋσ. Και θα υπόρχε μια επιγραφό που θα ϋλεγε ΚΛΕΙΣΟ ΛΟΓΨ ΑΝΑΚΑΙΝΙΗ. ΞΑΝΑΝΟΙΓΟΤΜΕ ΤΝΣΟΜΑ. ήταν ϋφταςα μπροςτϊ ςτο κτύριο, αυτό η τρελό ιδϋα εύχε κυριϋψει το μυαλϐ μου με την ϋνταςη μιασ εμμονόσ και δε μου πϋραςε οϑτε ϐταν εύδα τον Μπιλ Σαγκλ, τον αλκοολικϐ ορκωτϐ λογιςτό απϐ τον τρύτο, να μπαύνει ςτο κτύριο. Αλλϊ ϐταν βλϋπεισ πιςτεϑεισ, ϐπωσ λϋνε, κι ϐταν ϋφταςα ςτο 2221 δεν εύδα οϑτε αλυςύδα οϑτε λουκϋτο οϑτε επιγραφό οϑτε αςπριςμϋνα τζϊμια. Σο Υουλγουϊιντερ όταν το ύδιο ϐπωσ πϊντα. Μπόκα ςτον προθϊλαμο, μϑριςα τη γνϔριμη μυρωδιϊ —μου θυμύζει τα χϊρτινα αποςμητικϊ χϔρου που βλϋπεισ κρεμαςμϋνα ςτισ δημϐςιεσ αντρικϋσ τουαλϋτεσ— κι αντύκριςα τα γνϔριμα, 901
κατςιαςμϋνα φοινικϐδεντρα που δεςπϐζουν πϊνω ςτα γνϔριμα, ξεθωριαςμϋνα, κϐκκινα πλακϊκια του δαπϋδου. Ο Μπιλ ςτεκϐταν δύπλα ςτον Βϋρνον Κλαιν, το γηραιϐτερο οδηγϐ αςανςϋρ εν ζωό, ςτο κουβοϑκλιο 2. Με το ξεφτιςμϋνο κϐκκινο κοςτοϑμι του και το παμπϊλαιο κυλινδρικϐ καπελϊκι του ο Βϋρνον μοιϊζει με διαςταϑρωςη του γκρουμ ςτη διαφόμιςη τησ Υύλιπ Μϐρισ και ενϐσ πιθόκου που ϋπεςε κατϊ λϊθοσ ςε βιομηχανικϐ πλυντόριο ατμοϑ. Με κούταξε με τα θλιμμϋνα, ςκυλύςια μϊτια του, που όταν δακρυςμϋνα απϐ το Κϊμελ που κρεμϐταν απϐ τη μϋςη των χειλιϔν του. Περύεργο πϔσ δεν εύχαν προςαρμοςτεύ τα μϊτια του ςτον καπνϐ τϐςα χρϐνια. Δε θυμϐμουν να τον εύχα δει ποτϋ χωρύσ ϋνα αναμμϋνο Κϊμελ, κολλημϋνο ςτην ύδια ακριβϔσ θϋςη. Ο Μπιλ μετακινόθηκε λύγο αλλϊ ϐχι αρκετϊ. Δεν υπόρχε αρκετϐσ χϔροσ ςτο αςανςϋρ για να μετακινηθεύ ϐςο ϋπρεπε. Πολϑ αμφιβϊλλω αν θα τον χωροϑςε και το Ροντ Ωιλαντ. Σο Ντϋλαγουερ, ύςωσ. Μϑριζε ςαν ςϊντουιτσ με ωμϐ κρεμμϑδι που ϋχει μουλιϊςει ϋνα χρϐνο ςε φτηνϐ μπϋρμπον. Και, πϊνω που ςκεφτϐμουν ϐτι όταν αδϑνατον να χειροτερϋψουν τα πρϊγματα, ρεϑτηκε. «Λυπϊμαι, Κλϊιντ». «Και πολϑ καλϊ κϊνεισ», του απϊντηςα, κουνϔντασ το χϋρι μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο μου, ενϔ ο Βερν ϋκλεινε τισ καγκελϐπορτεσ του αςανςϋρ, ϋτοιμοσ να μασ πϊει ςτο φεγγϊρι... ό ϋςτω μϋχρι τον ϋβδομο. «ε ποιον υπϐνομο πϋραςεσ τη νϑχτα, Μπιλ;» Παρ' ϐλα αυτϊ, εύχε κϊτι καθηςυχαςτικϐ εκεύνη η μυρωδιϊ —θα ϋλεγα ψϋματα αν ιςχυριζϐμουν το αντύθετο. Γιατύ όταν μια μυρωδιϊ γνϔριμη. Ϋταν απλϔσ ο Μπιλ Σαγκλ, βρομερϐσ και με βαρϑ κεφϊλι απϐ το μεθϑςι, που ςτεκϐταν με τα γϐνατα του ελαφρϔσ λυγιςμϋνα, λεσ και κϊποιοσ του εύχε γεμύςει το ςϔβρακο με κοτοςαλϊτα κι αυτϐσ μϐλισ το εύχε αντιληφθεύ. Δεν 902
όταν ευχϊριςτη μυρωδιϊ, τύποτα το ευχϊριςτο δεν υπόρχε ς' αυτό την πρωινό ανϊβαςη με το αςανςϋρ, αλλϊ τουλϊχιςτον όταν οικεύα. Ο Μπιλ μου χϊριςε ϋνα πονεμϋνο χαμϐγελο, αλλϊ δεν εύπε τύποτα. Σο αςανςϋρ ϊρχιςε τη θορυβϔδη, ανοδικό πορεύα του. Γϑριςα το κεφϊλι μου προσ τη μεριϊ του Βϋρνον, κυρύωσ για να γλιτϔςω την μπϐχα του λογιςτό, αλλϊ οι τυπικϋσ κουβϋντεσ που ςκϐπευα να πω πϊγωςαν ςτο λαρϑγγι μου. Οι δυο εικϐνεσ που κρϋμονταν πϊνω απϐ το ςκαμνύ του Βϋρνον απϐ αμνημονεϑτων χρϐνων —μια του Ιηςοϑ να βαδύζει πϊνω ςτη θϊλαςςα τησ Γαλιλαύασ ενϔ οι δϔδεκα μαθητϋσ του τον κούταζαν με ανοιχτϐ το ςτϐμα απϐ μια βϊρκα και μια τησ γυναύκασ του, με ςτολό καουμπϐιςςασ και κϐμμωςη των αρχϔν του αιϔνα— εύχαν εξαφανιςτεύ. Αυτϐ που τισ εύχε αντικαταςτόςει δε θα ϋπρεπε να με ςοκϊρει, δεδομϋνησ τησ ηλικύασ του Βϋρνον. Παρ' ϐλα αυτϊ, με χτϑπηςε ςαν αςτροπελϋκι. Ϋταν μια κϊρτα. Μια απλό κϊρτα που ϋδειχνε ϋναν ϊντρα να ψαρεϑει ςε μια λύμνη με το ηλιοβαςύλεμα. Η ευχό που όταν τυπωμϋνη ακριβϔσ κϊτω απϐ τη βαρκοϑλα με τϊραξε: ΕΤΦΕ ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΤΝΣΑΞΗ! Διπλαςιϊςτε το ςοκ που ϋνιωςα ϐταν μου εύπε ο Πιϐρια ϐτι μπορεύ να ξανϊβλεπε και πϊλι λύγο εύναι. Οι αναμνόςεισ περνοϑςαν απϐ το μυαλϐ μου με την ταχϑτητα που ανακατεϑει τα τραπουλϐχαρτα ϋνασ επαγγελματύασ χαρτοπαύκτησ. θυμόθηκα τη φορϊ που ο Βερν ϋςπαςε την πϐρτα του γραφεύου δύπλα απϐ το δικϐ μου για να καλϋςει αςθενοφϐρο ϐταν εκεύνη η παλαβιϊρα η Ωγκνεσ τϋρνγουντ, αφοϑ πρϔτα ξεκϐλληςε το τηλϋφωνο μου απϐ τον τούχο, κατϊπιε κϊτι που ορκύςτηκε πωσ όταν καθαριςτικϐ αποχετεϑςεων. Σο «καθαριςτικϐ» τησ αποδεύχτηκε ϐτι όταν ακατϋργαςτη ζϊχαρη και το γραφεύο ϐπου ϐρμηςε ο Βερν γραφεύο παρϊνομων ςτοιχημϊτων τησ υψηλόσ 903
κοινωνύασ. Απ' ϐςο ξϋρω, ο τϑποσ που το νούκιαζε και εύχε κρεμϊςει απϋξω την ταμπϋλα Ειςαγωγϋσ Μακϋνζι ακϐμα λαμβϊνει τον ετόςιο κατϊλογο των ύαρσ Ρϐμπακ ςτισ φυλακϋσ του αν Κουϋντιν. ίςτερα όταν εκεύνοσ ο τϑποσ που ο Βερν κοπϊνηςε με το ςκαμνύ και τον ϊφηςε ξερϐ προτοϑ προλϊβει να μου εξαερύςει τα ϋντερα. Ϋταν πϊλι η υπϐθεςη Μϋιβισ Γουϋλντ, φυςικϊ. Για να μην αναφϋρω τη φορϊ που μου ϋφερε την κϐρη του -τι παιδύ όταν εκεύνο!— τϐτε που η μικρό μπλϋχτηκε με το κϑκλωμα των πονηρϔν φωτογραφιϔν. Ο Βερν ϋβγαινε ςτη ςϑνταξη; Δεν όταν δυνατϐν! Δεν όταν. «Βϋρνον, τι εύδουσ αςτεύο εύναι αυτϐ;» ρϔτηςα. «Δεν εύναι αςτεύο, κϑριε Γιοϑμνι», μου απϊντηςε. Και, καθϔσ ςταμϊτηςε το αςανςϋρ ςτον τρύτο, τον ϋπιαςε ϋνασ δυνατϐσ ξερϐβηχασ, που ϐμοιο του δεν εύχα ξανακοϑςει να βγαύνει απϐ το ςτϐμα του τϐςα χρϐνια που τον όξερα. Ϋταν ςαν να κυλοϑςαν μαρμϊρινεσ μπϊλεσ του μπϐουλινγκ ςε καλντερύμι. Ο Βϋρνον ϋβγαλε το Κϊμελ απϐ το ςτϐμα του και εύδα με τρϐμο ϐτι η ϊκρη του τςιγϊρου όταν ροζ και ςύγουρα ϐχι απϐ κραγιϐν. Ο Βερν την κούταξε, μϐρφαςε, ξανϊβαλε το τςιγϊρο ςτο ςτϐμα του κι ϊνοιξε την πϐρτα του αςανςϋρ. «Tρύτοσ, κϑριε Σαγκλ». «Ευχαριςτϔ, Βερν», εύπε ο Μπιλ. «Μην ξεχϊςετε το πϊρτι την Παραςκευό», εύπε ο Βϋρνον. Σα λϐγια ακοϑςτηκαν πνιχτϊ· εύχε βγϊλει απϐ την τςϋπη του ϋνα μαντύλι γεμϊτο καφετιϋσ κηλύδεσ και ςφοϑγγιζε μ' αυτϐ τα χεύλια του. «θα χαρϔ πολϑ αν ϋρθετε». Με κούταξε με τα τςιμπλιαςμϋνα μϊτια του κι αυτϐ που εύδα μϋςα τουσ μου πϊγωςε το αύμα. Κϊτι κακϐ την εύχε ςτημϋνη ςτον Βϋρνον ςτην επϐμενη γωνύα του δρϐμου και το βλϋμμα του γϋρου ϋδειχνε ϐτι το όξερε. «Κι εςεύσ, κϑριε Γιοϑμνι. Περϊςαμε πολλϊ μαζύ και θα χαρϔ πολϑ να τςουγκρύςουμε ϋνα ποτηρϊκι». 904
«τϊςου μια ςτιγμό!» φϔναξα κι ϊρπαξα τον Μπιλ καθϔσ πόγαινε να βγει απϐ το αςανςϋρ. «Για ςταθεύτε και οι δυο ςασ μια ςτιγμό, που να πϊρει και να ςηκϔςει! Ποιο πϊρτι; Σι γύνεται εδϔ;» «Παύρνει ςϑνταξη», εύπε ο Μπιλ. «ήλοι αυτϐ κϊνουν ϐταν αςπρύςουν τα μαλλιϊ τουσ, ςε περύπτωςη που δεν το ϋχεισ προςϋξει ποτϋ ςου. Σο πϊρτι θα γύνει ςτο υπϐγειο την Παραςκευό το βρϊδυ, θα ϋρθουν ϐλοι κι εγϔ θα φτιϊξω το περύφημο ποντσ-δυναμύτη μου. Σι ϋχεισ πϊθει, Κλϊιντ; Σο ξϋρεισ εδϔ κι ϋνα μόνα ϐτι ο Βϋρνον φεϑγει ςτισ δεκατρεύσ ΜαϏου». Αυτϐ μ' ϋκανε πϊλι θηρύο, ϐπωσ ϐταν ο Πιϐρια με αποκϊλεςε αδερφό. Ωρπαξα τον Μπιλ απϐ τα πϋτα του ςταυρωτοϑ ςακακιοϑ του και τον τρϊνταξα. «Λεσ βλακεύεσ!» Ο Μπιλ χαμογϋλαςε πονεμϋνα. «Δε λϋω, Κλϊιντ. Αλλϊ, αν δε θϋλεισ να ϋρθεισ, δεν πειρϊζει. Μην ϋρχεςαι. Ϊτςι κι αλλιϔσ εύςαι ϊρατα κονρϊτα το τελευταύο εξϊμηνο». Σον τρϊνταξα πϊλι. «Σι εννοεύσ, ϊρατα κονρϊτα;» «ήπωσ λϋμε λαςκαριςμϋνη βύδα, λϐξα, τρεισ λαλοϑν και δυο χορεϑουν -ςου λϋει τύποτε κϊτι απ' αυτϊ; Και, προτοϑ απαντόςεισ, ςε πληροφορϔ πωσ ϋτςι και με τραντϊξεισ ϊλλη μια φορϊ, ϋςτω και λύγο, θα βγϊλω μια ρουκϋτα απϐ το ςτομϊχι που δεν πρϐκειται να την ξεπλϑνουν απϐ το κοςτοϑμι ςου ϐλα τα καθαριςτόρια του κϐςμου». Σραβόχτηκε πριν προλϊβω να τον ταρακουνόςω ξανϊ, ϊςχετο αν δεν όθελα, και απομακρϑνθηκε ςτο διϊδρομο με τον καβϊλο του παντελονιοϑ του να κρϋμεται λύγο πϊνω απϐ τα γϐνατα, ϐπωσ πϊντα. Κούταξε μϐνο μια φορϊ πύςω του, τη ςτιγμό που ο Βϋρνον τραβοϑςε την μπροϑντζινη καγκελϐπορτα του αςανςϋρ. «ου χρειϊζεται μια μικρό ϊδεια, Κλϊιντ. Που ν' αρχύζει απϐ την περαςμϋνη βδομϊδα». 905
«Σι ϋχεισ πϊθει;» του φϔναξα. «Σι ςασ ϋχει πιϊςει ϐλουσ;» Αλλϊ ςτο μεταξϑ εύχε κλεύςει και η εςωτερικό πϐρτα και εύχαμε αρχύςει ν' ανεβαύνουμε προσ τον ϋβδομο. Προσ τη μικρό μου γωνιϊ του παραδεύςου. Ο Βερν πϋταξε το τςιγϊρο του ςτο μικρϐ δοχεύο με την ϊμμο ςτη γωνύα του αςανςϋρ και ϑςτερα ϋβαλε ϋνα καινοϑριο ανϊμεςα ςτα χεύλη του. Ϊτριψε ϋνα ςπύρτο ςτο νϑχι του αντύχειρα, ϊναψε το τςιγϊρο κι αμϋςωσ ξανϊρχιςε να βόχει. Αυτό τη φορϊ εύδα ςταγονύδια αύματοσ να τινϊζονται ςαν ρϐδινοσ ατμϐσ απϐ τα μιςϊνοιχτα χεύλια του. Σο θϋαμα όταν μακϊβριο. Ο Βϋρνον εύχε χαμηλϔςει τα μϊτια του και κούταξε με βλϋμμα απλανϋσ την απϋναντι γωνύα, μη βλϋποντασ τύποτα, μη ελπύζοντασ τύποτα. Η μπϐχα του Μπιλ Σαγκλ πλανιϐταν ανϊμεςα μασ ςαν φαςματικό παρουςύα. «Εντϊξει, Βερν», εύπα. «Σι ςου ςυμβαύνει και ποϑ θα πασ;» Ο Βϋρνον δεν όταν απ' αυτοϑσ που εξαντλοϑν το αγγλικϐ λεξιλϐγιο κι αυτϐ τουλϊχιςτον δεν εύχε αλλϊξει. «Καρκύνοσ», εύπε. «Σο ϊββατο φεϑγω για Αριζϐνα. Πϊω να μεύνω ςτην αδερφό μου. Αλλϊ δε θα τησ εύμαι βϊροσ για πολϑ. Δεν πρϐκειται να μου αλλϊξει ςεντϐνια πϊνω απϐ δυο φορϋσ». ταμϊτηςε το αςανςϋρ και τρϊβηξε τη ςυρϐμενη εςωτερικό πϐρτα. «Ϊβδομοσ, κϑριε Γιοϑμνι. Η μικρό ςασ γωνιϊ του παραδεύςου». Μου χαμογϋλαςε ϐπωσ πϊντα, αλλϊ αυτό τη φορϊ ϋμοιαζε με τα ζαχαρωτϊ-ςκελετοϑσ που πουλϊνε ςτην Σιχουϊνα την Ημϋρα των Νεκρϔν. Με το που ϊνοιξε η πϐρτα του αςανςϋρ μου μϑριςε εκεύ ψηλϊ, ςτη μικρό μου γωνιϊ του παραδεύςου, κϊτι τϐςο εκτϐσ τϐπου, που μου πόρε λύγη ϔρα μϋχρι να το προςδιορύςω: φρϋςκια μπογιϊ. Σο κατϋγραψα και το καταχϔριςα. Εύχα ϊλλεσ ϋγνοιεσ. «Δεν εύναι ςωςτϐ», εύπα. «Σο ξϋρεισ κι εςϑ, Βερν». Ϊςτρεψε τα τρομαγμϋνα, απλανό μϊτια του προσ εμϋνα. Μϋςα τουσ εύχαν 906
το θϊνατο, μια μαϑρη ςκιϊ που πλατϊγιζε κι ϋγνεφε πύςω απϐ το ξϋθωρο γαλϊζιο. «Σι δεν εύναι ςωςτϐ, κϑριε Γιοϑμνι;» «Θα ϋπρεπε να εύςαι εδϔ, που να πϊρει! Εδϔ και πουθενϊ αλλοϑ! Καθιςμϋνοσ ςτο ςκαμνϊκι ςου, κϊτω απϐ τον Ιηςοϑ και την κυρϊ ςου. ήχι, εδϔ!» Ωπλωςα το χϋρι μου, ϊρπαξα την κϊρτα με τον ψαρϊ ςτη λύμνη, την ϋςκιςα ςτα δυο, ϋνωςα τα κομμϊτια, τα ϋςκιςα ςτα τϋςςερα και τα πϋταξα. Ϊπεςαν αργϊ, ςαν κομφετύ, πϊνω ςτην ξϋθωρη κϐκκινη μοκϋτα που κϊλυπτε το δϊπεδο του αςανςϋρ. «Ϊπρεπε να εύμαι εδϔ», επανϋλαβε, πϊντα κοιτϔντασ με μ' εκεύνα τα φοβερϊ μϊτια του. Πιο πϋρα δυο ϊντρεσ με φϐρμεσ πιτςιλιςμϋνεσ με μπογιϋσ εύχαν ςτραφεύ και μασ κούταζαν. «Ακριβϔσ». «Για πϐςο καιρϐ ακϐμη, κϑριε Γιοϑμνι; Εςϑ που τα ξϋρεισ ϐλα, θα μου πεισ κι αυτϐ; Για πϐςο καιρϐ ακϐμα θα ανεβοκατεβϊζω αυτϐ το καταραμϋνο αςανςϋρ;» «Εεε... για πϊντα», εύπα και η λϋξη ϋμεινε μετϋωρη ανϊμεςα μασ, ϊλλο ϋνα φϊνταςμα μϋςα ςτον καπνϐ του τςιγϊρου που γϋμιζε το αςανςϋρ. Αν μποροϑςα να διαλϋξω, θα προτιμοϑςα την μπϐχα του Μπιλ Σαγκλ... αλλϊ δε γινϐταν να διαλϋξω. Οπϐτε, το ξαναεύπα. «Για πϊντα, Βερν». Ο Βερν ροϑφηξε το Κϊμελ του, ϋβηξε βγϊζοντασ καπνϐ και ςταγονύδια αύματοσ και ςυνϋχιςε να με κοιτϊζει. «Δε μου πϋφτει λϐγοσ να ςυμβουλεϑω τουσ ενούκουσ, κϑριε Γιοϑμνι, αλλϊ εςϋνα θα ςου δϔςω μια ςυμβουλό —μια και εύναι η τελευταύα μου βδομϊδα εδϔ. Πόγαινε να ςε δει κανϋνασ γιατρϐσ. Απ' αυτοϑσ που ςου δεύχνουν εικϐνεσ και ςε ρωτϊνε τι βλϋπεισ», «Δεν μπορεύσ να βγεισ ςτη ςϑνταξη, Βερν». Η καρδιϊ μου βροντοχτυποϑςε, αλλϊ κατϊφερα να κρατόςω τη φωνό μου ςταθερό. «Δε γύνεται». «Μπα;» Ϊβγαλε το τςιγϊρο του απϐ το ςτϐμα —φρϋςκο αύμα εύχε μουςκϋψει πϊλι την ϊκρη του— και με κούταξε ξανϊ. 907
Σο χαμϐγελο του όταν τρομακτικϐ. «ήπωσ το βλϋπω εγϔ το πρϊγμα, δεν μπορϔ να κϊνω κι αλλιϔσ, κϑριε Γιοϑμνι». III. Περί Μπογιατζήδων και Πέςοσ Η μυρωδιϊ τησ φρϋςκιασ μπογιϊσ μου ϋκαψε τη μϑτη, ςκεπϊζοντασ την τςιγαρύλα του Βϋρνον και την μπϐχα απϐ τισ μαςχϊλεσ του Μπιλ. Οι δυο τϑποι με τισ φϐρμεσ ϋβαφαν πυρετωδϔσ ςε μικρό απϐςταςη απϐ την πϐρτα του γραφεύου μου. Εύχαν ςτρϔςει ϋνα μουςαμϊ και πϊνω του εύχαν αραδιϊςει ϐλα τα ςϑνεργα τουσ -τενεκεδϊκια, βοϑρτςεσ και μπουκϊλια με νϋφτι. Εύχαν και δϑο ςκϊλεσ, ςτημϋνεσ τη μια ςτα δεξιϊ και την ϊλλη ςτ' αριςτερϊ τουσ. Μου όρθε να πϊρω φϐρα και να κλοτςόςω ϐλα αυτϊ τα μαραφϋτια ςτο πϋραςμα μου. Με ποιο δικαύωμα ϋβαφαν τουσ παλιοϑσ, ςκοϑρουσ τούχουσ, μ' αυτϐ το λαμπερϐ, ιερϐςυλο ϊςπρο χρϔμα; Αντύθετα, πληςύαςα αυτϐν που μου φϊνηκε ϐτι ο βαθμϐσ νοημοςϑνησ του εκφραζϐταν με διψόφιο νοϑμερο και τον ρϔτηςα όρεμα κι ευγενικϊ τι νϐμιζαν πωσ ϋκαναν εκεύ αυτϐσ και ο φύλοσ του. Ο τϑποσ γϑριςε και με κούταξε. «Εςϑ τι διϊβολο λεσ να κϊνουμε; Εγϔ βϊφω τα νυχϊκια τησ Μισ Αμερικό και ο Σςικ απϐ δω βϊζει ρουζ ςτα μαγουλϊκια τησ Μπϋτι Γκραμπλ». Ψσ εδϔ και μη παρϋκει! Και μ' αυτοϑσ τουσ δυο και με τουσ ϊλλουσ. Ωπλωςα το χϋρι μου, ϊρπαξα τον εξυπνϊκια κϊτω απϐ τη μαςχϊλη και με τ' ακροδϊχτυλϊ μου πύεςα δυνατϊ ϋνα νεϑρο που κρϑβεται εκεύ. Ο τϑποσ οϑρλιαξε και του ϋπεςε η βοϑρτςα απϐ το χϋρι. Ωςπρη μπογιϊ πιτςύλιςε τα παποϑτςια του. Ο ςυνεργϊτησ του με κούταξε ϋντρομοσ με γουρλωμϋνα μϊτια κι ϋκανε ϋνα βόμα προσ τα πύςω. «Κϊνε πωσ φεϑγεισ πριν τελειϔςουμε την κουβϋντα μασ», τον προειδοπούηςα ϊγρια, «και θα βρεθεύσ με τη βοϑρτςα 908
χωμϋνη τϐςο βαθιϊ ςτον κϔλο ςου, που θα θϋλεισ καμϊκι να την τραβόξεισ. Με πιςτεϑεισ ό θϋλεισ να δοκιμϊςεισ;» Ο τϑποσ κοκϊλωςε ςτην ϊκρη του μουςαμϊ και μϐνο τα μϊτια του πόγαιναν μια απϐ δω και μια απϐ κει, ψϊχνοντασ για βοόθεια. Δεν όρθε καμιϊ. Περύμενα να βγϊλει η Κϊντι το κεφαλϊκι τησ απϐ την πϐρτα του γραφεύου μου να δει τι τρϋχει, αλλϊ η πϐρτα παρϋμεινε κλειςτό. Ϊςτρεψα πϊλι την προςοχό μου ςτο ςαϏνι που εύχα ςτα χϋρια μου. «Η ερϔτηςη που ςου ϋκανα όταν πολϑ απλό, φύλε. Σι διϊβολο κϊνετε εδϔ; Μπορεύσ ν' απαντόςεισ ό θϋλεισ κι ϊλλο τςύγκλιςμα;» Σον γαργϊληςα λύγο ςτη μαςχϊλη για να φρεςκϊρω τη μνόμη του κι αυτϐσ οϑρλιαξε ξανϊ. «Βϊφουμε το διϊδρομο! Φριςτϋ μου! Δεν το βλϋπεισ;» Σο ϋβλεπα, φυςικϊ. Αλλϊ και τυφλϐσ να όμουν, θα το μϑριζα. Απλϔσ ςιχαινϐμουν αυτϐ που μου ϋλεγαν οι αιςθόςεισ μου. Ο διϊδρομοσ δεν ϋπρεπε να βαφτεύ, ειδικϊ μ' αυτϐ το λαμπερϐ ϊςπρο, που αντανακλοϑςε το φωσ. Ο διϊδρομοσ ϋπρεπε να εύναι μουντϐσ και μιςοςκϐτεινοσ· να μυρύζει ςκϐνη και παλιϋσ αναμνόςεισ. Αυτϐ που εύχε αρχύςει με την αςυνόθιςτη ηςυχύα ςτο διαμϋριςμα των Ντϋμικ ϐλο και χειροτϋρευε. Ϋμουν ϋξαλλοσ απϐ θυμϐ, ϐπωσ διαπύςτωςε ο κακομούρησ ο μπογιατζόσ. Επύςησ, όμουν φοβιςμϋνοσ, αλλϊ αυτϐ το ςυναύςθημα μαθαύνεισ να το κρϑβεισ ϐταν, για να βγϊλεισ το ψωμύ ςου, εκτϐσ των ϊλλων, πρϋπει να κουβαλϊσ κι ϋνα πιςτϐλι κρεμαςμϋνο ςτην οπλοθόκη κϊτω απϐ το ςακϊκι ςου. «Ποιοσ ςασ ϋςτειλε εδϔ, βλϊκα;» «Σο αφεντικϐ», απϊντηςε ο τϑποσ κοιτϔντασ με ςαν να όμουν τρελϐσ. «Εύμαςτε απϐ την εταιρεύα Βαφϋσ και Ελαιοχρωματιςμού Κτιρύων, ςτο Βαν Νισ. Σο αφεντικϐ λϋγεται Φαπ Κϐριγκαν. Αν θϋλεισ να μϊθεισ ποιοσ παρόγγειλε το βϊψιμο, πρϋπει να ρωτόςεισ αυ...» 909
«Ο ιδιοκτότησ», εύπε όρεμα ο ϊλλοσ μπογιατζόσ. «Αυτϐσ που ϋχει το κτύριο. Κϊποιοσ ϊμιουελ Λϊντρι». κϊλιςα τη μνόμη μου. προςπαθϔντασ να ταιριϊξω διϊφορεσ πληροφορύεσ που εύχα για το κτύριο Υουλγουϊιντερ με το ϐνομα ϊμιουελ Λϊντρι και δεν μπϐρεςα. Σο ϐνομα ϊμιουελ Λϊντρι δεν κολλοϑςε ςε τύποτα... παρ' ϐλα αυτϊ, ηχοϑςε μϋςα ςτο κεφϊλι μου ςαν καμπϊνα εκκληςύασ που την ακοϑσ απϐ χιλιϐμετρα μακριϊ ϋνα πρωινϐ με ομύχλη. «Λεσ ψϋματα», εύπα, ςχεδϐν υποτονικϊ. Σο εύπα ϋτςι γ ι α να πω κϊτι. «Πϊρε τηλϋφωνο το αφεντικϐ», πετϊχτηκε ο ϊλλοσ. Σα φαινϐμενα απατοϑν τελικϊ, όταν ο εξυπνϐτεροσ απϐ τουσ δυο. Ϊχωςε το χϋρι του ςτην τςϋπη τησ λερωμϋνησ φϐρμασ του κι ϋβγαλε μια κϊρτα. Κοϑνηςα αρνητικϊ το χϋρι μου, νιϔθοντασ κοϑραςη ξαφνικϊ. «Ποιοσ ςτην οργό θα όθελε να βϊψει αυτϐ το μϋροσ;» Η ερϔτηςη δεν απευθυνϐταν ς' αυτοϑσ, αλλϊ ο μπογιατζόσ που μου πρϐςφερε την κϊρτα απϊντηςε ϋτςι κι αλλιϔσ. «Σο βϊψιμο θα το φωτύςει», εύπε διςτακτικϊ. «Πρϋπει να το παραδεχτεύσ». «Μικρϋ», εύπα κϊνοντασ ϋνα βόμα προσ το μϋροσ του. «Ϊχει γεννόςει κανϋνα φυςιολογικϐ παιδύ η μϊνα ςου ό μϐνο απολειφϊδια ςαν κι εςϋνα;» «Ε, όρεμα, όρεμα...» εύπε ο τϑποσ, οπιςθοχωρϔντασ. Ακολοϑθηςα το ανόςυχο βλϋμμα του, εύδα ϐτι εύχα ςφύξει τισ γροθιϋσ μου και ϊνοιξα τισ παλϊμεσ μου. Αυτϐ δε φϊνηκε να τον καθηςυχϊζει, αλλϊ δεν τον κατηγοροϑςα. «Δε ςου αρϋςει —εύναι φωσ φανϊρι, κϑριοσ. Αλλϊ κι εμεύσ πρϋπει να κϊνουμε ϐ,τι μασ λϋει τ' αφεντικϐ, πϔσ θα γύνει; Θϋλω να πω, δε γύνεται αλλιϔσ». Ϊριξε μια ματιϊ ςτο ςυνεργϊτη του και ϑςτερα κούταξε πϊλι εμϋνα. Ϋταν ϋνα απϐ εκεύνα τα γρόγορα βλϋμματα, που ςτη δουλειϊ μου τα βλϋπω αρκετϊ ςυχνϊ και ποτϋ δεν περνϊνε 910
απαρατόρητα. Σρϊβα με τα νερϊ τον, ϋλεγε το βλϋμμα. Μην τον ερεθύςεισ, μην τον πασ κϐντρα. Ο τϑποσ εύναι δυναμύτησ ϋτοιμοσ να ςκϊςει. «Ϊχω γυναύκα και παιδύ να φροντύςω», ςυνϋχιςε. «Και η χϔρα περνϊει κρύςη, ξϋρεισ». ϑγχυςη με κυρύεψε ξαφνικϊ, ςβόνοντασ μονομιϊσ το θυμϐ μου ϐπωσ μια μπϐρα ςβόνει μια φωτιϊ ςε χαμϐκλαδα. «Καταλαβαύνω», εύπα, χωρύσ να καταλαβαύνω τύποτε. «Ασ το ξεχϊςουμε, παιδιϊ, τι λϋτε;» «Και βϋβαια», ςυμφϔνηςαν αμϋςωσ, με τϋτοιο ζόλο που ακοϑςτηκαν ςαν μικρό χορωδύα. Αυτϐσ που λαθεμϋνα εύχα χαρακτηρύςει μιςοκαθυςτερημϋνο εύχε χϔςει το αριςτερϐ του χϋρι κϊτω απϐ τη δεξιϊ μαςχϊλη του προςπαθϔντασ να ςυνεφϋρει το νεϑρο, θα μποροϑςα να του πω ϐτι εύχε τουλϊχιςτον μια ϔρα δουλειϊ μπροςτϊ του, αλλϊ δεν όθελα πια να τουσ μιλόςω. Δεν όθελα να μιλόςω ςε κανϋναν οϑτε να δω κανϋναν —οϑτε καν την αξιϋραςτη Κϊνη Κϋιν, τησ οπούασ οι υγρϋσ ματιϋσ και οι απαλϋσ, εξωτικϋσ καμπϑλεσ ϋκαναν ακϐμη και τα πωρωμϋνα πειραχτόρια του δρϐμου να πϋφτουν ςτα γϐνατα. Σο μϐνο πρϊγμα που όθελα όταν να διαςχύςω ςτα γρόγορα τον προθϊλαμο του γραφεύου μου και να χωθϔ ςτο ιερϐ μου ϊδυτο. Τπόρχε μια μπουκϊλα Ρομπσ ςτο κϊτω αριςτερϊ ςυρτϊρι κι εκεύνη τη ςτιγμό εύχα απϐλυτη ανϊγκη απϐ μια γερό δϐςη ουύςκι. Προχϔρηςα προσ την πϐρτα με το γαλακτερϐ, αδιαφανϋσ τζϊμι που ϋγραφε ΚΛΑέΝΣ ΓΙΟΤΜΝΙ ΙΔΙΨΣΙΚΟ ΝΣΕΣΕΚΣΙΒ, ςυγκρατϔντασ με κϐπο την τρελό επιθυμύα μου να διαπιςτϔςω αν μποροϑςα να ςτεύλω με μια κλοτςιϊ ϋνα κουτύ ϊςπρησ μπογιϊσ ςτο παρϊθυρο ςτο βϊθοσ του διαδρϐμου κι απϐ κει ςτην ϋξοδο κινδϑνου. Ωπλωςα το χϋρι μου να πιϊςω το πϐμολο, ϐταν μια ςκϋψη με χτϑπηςε ςαν κεραυνϐσ. τρϊφηκα πϊλι προσ τουσ δυο μπογιατζόδεσ... αλλϊ αργϊ, μόπωσ νομύςουν ϐτι με εύχε 911
ξαναπιϊςει καινοϑρια κρύςη. Εκτϐσ αυτοϑ, κϊτι μου ϋλεγε πωσ, ϋτςι και γϑριζα απϐτομα, θα τουσ τςϊκωνα να κοιτϊζονται μεταξϑ τουσ χαμογελαςτού και να κουνϊνε τα δϊχτυλα τουσ δύπλα ςτο κεφϊλι τουσ —χειρονομύα που, απϐ τα ςχολικϊ μασ χρϐνια, μαθαύνουμε να κϊνουμε για τουσ τρελοϑσ. Δεν ϋκαναν τύποτα, αλλϊ δεν εύχαν πϊρει τα μϊτια τουσ απϐ πϊνω μου. Ο μιςοϋξυπνοσ φαινϐταν να υπολογύζει την απϐςταςη ωσ την πϐρτα με την επιγραφό ΚΛΙΜΑΚΟΣΑΙΟ. Ξαφνικϊ μου όρθε η διϊθεςη να τουσ πω ϐτι δεν όμουν κακϐσ ϊνθρωποσ κατϊ βϊθοσ. ήτι υπόρχαν μερικού πελϊτεσ και τουλϊχιςτον μια πρϔην ςϑζυγοσ που με θεωροϑςαν κϊτι ςαν όρωα. Αλλϊ δε λϋει κανεύσ τϋτοια πρϊγματα για τον εαυτϐ του, ειδικϊ ςε δυο φαςουλόδεσ ςαν και δαϑτουσ. «Ηρεμόςτε», τουσ εύπα. «Δεν πρϐκειται να ςασ ορμόςω. Μια ερϔτηςη όθελα να ςασ κϊνω». Φαλϊρωςαν λύγο. Πολϑ λύγο, ϐμωσ. «Λϋγε», εύπε ο Μπογιατζόσ Νοϑμερο Δϑο. «Ϊχει παύξει κανεύσ απϐ ςασ το λαχεύο ςτην Σιχουϊνα;» «Λα λοτερύα;» ρϔτηςε ο Νοϑμερο Ϊνα. «Σα ιςπανικϊ ςου με αφόνουν κατϊπληκτο. Ναι. Λα λο- τερύα». Ο Νοϑμερο Ϊνα κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Σα μεξικϊνικα λαχεύα και τα μεξικϊνικα μπουρδϋλα εύναι μϐνο για τα κορϐιδα». Γιατύ νομύζεισ Α ; ε ρϔτηςα; Μου όρθε να του πω, αλλϊ κρατόθηκα. «Εξϊλλου», ςυνϋχιςε, «κερδύζεισ δϋκα ό εύκοςι χιλιϊδεσ πϋςοσ. ιγϊ το πρϊμα! Πϐςα εύναι ςε κανονικϊ λεφτϊ; Πενόντα δολϊρια; Ογδϐντα;» Η μαμϊ μου κϋρδιςε το λαχεύο ςτην Σιχουϊνα, εύχε πει ο Πιϐρια κι απϐ την πρϔτη ςτιγμό που το ϊκουςα κατϊλαβα ϐτι κϊτι δεν πόγαινε καλϊ. αρϊντα χιλιϊρικα... Ο θεύοσ Υρεντ πόγε 912
και πόρε τα λεφτϊ χτεσ το απϐγευμα. Σα ϋφερε ςπύτι μϋςα ςτο βαλιτςϊκι τησ μηχανόσ του! «Ναι, κϊπου τϐςα εύναι», εύπα. «Και ςε πληρϔνουν πϊντα ςε πϋςοσ;» Ο Νοϑμερο Ϊνα με κούταξε πϊλι ςαν να όμουν τρελϐσ, θυμόθηκε υςτϋρα ϐτι όμουν και ξαναπόρε το ςυνηθιςμϋνο ϑφοσ του. «Ε, ναι. Αφοϑ εύναι μεξικϊνικο λαχεύο. Δε γύνεται να ςου τα δϔςουν ςε δολϊρια». «Πολϑ ςωςτϊ», εύπα. θυμόθηκα το λεπτϐ πρϐςωπο του Πιϐρια ϐταν μου ϋλεγε, ϐλο ϋξαψη. Ϋταν απλωμϋνα ς' ϐλο το κρεβϊτι τησ μαμϊσ! αρϊντα χιλιϊδεσ δολϊρια, γαμϔ το!» Μποροϑςε ϐμωσ ϋνα τυφλϐ παιδύ να ξϋρει πϐςα ακριβϔσ όταν τα λεφτϊ... ό αν κυλιϐταν πϊνω ςε αληθινϊ χαρτονομύςματα; Η απϊντηςη όταν απλό: δεν μποροϑςε. Ψςτϐςο, ακϐμη κι ϋνα τυφλϐ παιδύ θα 'ξερε ϐτι ςτη λοτερύα κερδύζεισ μεξικϊνικα λεφτϊ, ϐχι δολϊρια και ακϐμη κι ϋνα τυφλϐ παιδύ θα όξερε ϐτι εύναι αδϑνατον να κουβαλόςεισ ςτο βαλιτςϊκι μιασ μοτοςικλϋτασ μεξικϊνικα μαρουλϐφυλλα που ν' αντιςτοιχοϑν ςτο ποςϐ των ςαρϊντα χιλιϊδων δολαρύων. Ο θεύοσ του θα χρειαζϐταν ςκουπιδιϊρικο για να μεταφϋρει τϐςο πολλϊ πϋςοσ. ϑγχυςη, ςϑγχυςη —τύποτε ϊλλο απϐ μαϑρα ςϑννεφα ςϑγχυςησ. «Ευχαριςτϔ», εύπα και ϊνοιξα την πϐρτα του γραφεύου μου. Εύμαι ςύγουροσ πωσ όταν μια ανακοϑφιςη και για τουσ τρεισ μασ. IV. Ο Σελευταίοσ Πελάτησ του Γιούμνι «Κϊντι, γλϑκα μου, δεν εύμαι εδϔ για κανϋναν οϑτε δϋχομαι μηνϑμ...» 913
ταμϊτηςα. Ο προθϊλαμοσ όταν ϋρημοσ. Σο γραφεύο τησ Κϊντι ςτη γωνύα όταν αφϑςικα γυμνϐ και αμϋςωσ μετϊ κατϊλαβα το γιατύ: ο δύςκοσ με τα ΕΙΕΡΦΟΜΕΝΑ/ΕΞΕΡΦΟΜΕΝΑ όταν πεταμϋνοσ ςτο καλϊθι των αχρόςτων κι ϋλειπαν οι φωτογραφύεσ του Ερολ Υλιν και του Γουύλιαμ Πϊουελ. Σο ύδιο και η γραφομηχανό. το γαλϊζιο ςκαμνύ τησ δακτυλογρϊφου, απ' ϐπου η Κϊντι ςυνόθιζε να επιδεικνϑει τα θεςπϋςια πϐδια τησ, δεν καθϐταν κανεύσ. Σο βλϋμμα μου επϋςτρεψε ςτο δύςκο με τα ΕΙ./ΕΞ. που πρϐβαλλε απϐ τον κϊλαθο των αχρόςτων ςαν πλϔρη βυθιςμϋνου πλούου και η καρδιϊ μου κλϐτςηςε. άςωσ εύχε μπει κϊποιοσ, εύχε κϊνει ϊνω κϊτω το μϋροσ και εύχε απαγϊγει την Κϊντι. άςωσ όταν μια υπϐθεςη, με ϊλλα λϐγια. Εκεύνη την ϔρα θα καλοδεχϐμουν οποιαδόποτε υπϐθεςη, ακϐμη κι αν ςόμαινε ϐτι κϊποιοσ αλότησ ϋδενε την Κϊντι εκεύνη ακριβϔσ τη ςτιγμό... περνϔντασ το ςκοινύ πϊνω απϐ τα ςφιχτϊ ςτόθη τησ με ιδιαύτερη προςοχό. Οτιδόποτε θα μ' ϋβγαζε απϐ τον ιςτϐ τησ αρϊχνησ που φαινϐταν να με τυλύγει απϐ παντοϑ, θα μου φαινϐταν ςωςτό ευλογύα. Σο πρϐβλημα μ' αυτό την ιδϋα όταν απλϐ: το δωμϊτιο δεν όταν ϊνω κϊτω. Ο δύςκοσ των ΕΙ./ΕΞ. όταν ςτο καλϊθι, ναι, αλλϊ αυτϐ δεν όταν ύχνοσ πϊλησ. Αντύθετα, ϋμοιαζε περιςςϐτερο με... Τπόρχε μϐνο ϋνα πρϊγμα πϊνω ςτο γραφεύο τησ Κϊντι, τοποθετημϋνο ακριβϔσ ςτο κϋντρο. Ϊνασ λευκϐσ φϊκελοσ. Με το που τον κούταξα μ' ϋζωςε ϋνα κακϐ προαύςθημα. Σα πϐδια μου με μετϋφεραν ωσ την ϊλλη ϊκρη του δωματύου και τον πόρα ςτα χϋρια μου. Δε δοκύμαςα την παραμικρό ϋκπληξη βλϋποντασ τ' ϐνομα μου γραμμϋνο με τα γνϔριμα, φαρδιϊ, ι. πλαγιαςτϊ γρϊμματα τησ Κϊντι. Ϋταν ϊλλο ϋνα δυςϊρεςτο κομμϊτι αυτοϑ του ατϋλειωτου, δυςϊρεςτου πρωινοϑ. 914
(Εςκιςα το φϊκελο και ςτο χϋρι μου ϋπεςε ϋνα μικρϐ φϑλλο απϐ ςημειωματϊριο. Αγαπητέ Κλάιντ , Ανέχτηκα όςα παςπατέματα και κοροΰδίεσ μπορούςα ν' ανεχτώ από ςένα και μπούχτιςα τα ςαχλά και παιδαριώδη αςτεία ςου για τ' όνομα μου. Η ζωή είναι πολύ ςύντομη για να με χουφτώνει ένασ μεςόκοποσ διαζευγμένοσ ντετέκτιβ που μυρίζουν τα χνότα του. Είχεσ πολλά καλά, Κλάιντ, αλλά κοντεύουν να τα πνίξουν όλα τα κουςούρια ςου, ειδικά απ' όταν άρχιςεσ να πίνεισ χωρίσ ςταμάτημα. Κάνε ςτον εαυτό ςου τη χάρη να μεγαλώςεισ. Ειλικρινά δική ςου, Αρλίν Κέιν Υ.Γ. Γυρίζω ςτη μητέρα μου, ςτο Άινταχο. Μη με αναζητήςεισ. Κρϊτηςα το ςημεύωμα ςτα χϋρια μου μερικϊ δευτερϐλεπτα κοιτϔντασ το ϋκπληκτοσ και ϑςτερα το ϊφηςα να πϋςει. Μια φρϊςη μου ξαναόρθε ςτο μυαλϐ καθϔσ το ϋβλεπα να πϋφτει αργϊ προσ το όδη ξϋχειλο καλϊθι των αχρόςτων: Μποϑχτιςα τα ςαχλϊ και παιδαριϔδη αςτεύα ςου για τ' ϐνομα μου. Εύχε ποτϋ ϊλλο ϐνομα εκτϐσ απϐ το Κϊντι Κϋιν ; Εφαγα το μυαλϐ μου να θυμηθϔ, καθϔσ το χαρτύ ςυνϋχιζε την αργό —ατϋλειωτη, ϐπωσ φαινϐταν— πτϔςη του και η απϊντηςη όταν ϋνα βροντερϐ, τύμιο ϐχι. Σο ϐνομα τησ όταν ανϋκαθεν Κϊντι Κϋιν εύχαμε αςτειευτεύ μαζύ ϋνα ςωρϐ φορϋσ γι' αυτϐ και, αν εύχαν πϋςει και μερικϊ παςπατϋματα μεταξϑ αςτεύου και ςοβαροϑ, τι ϋγινε δηλαδό; Αφοϑ τησ ϊρεςε. Ωρεςε και ςτουσ δυο μασ.
Candy Kane: Καραμϋλα Μπαςτουνϊκι. (.τ.Μ.)
915
Σησ ϊρεςε ςύγουρα; ρϔτηςε μια φωνό βαθιϊ μϋςα μου. Σησ ϊρεςε ςτ' αλόθεια ό μόπωσ εύναι ϊλλο ϋνα απϐ τα παραμϑθια που λεσ ςτον εαυτϐ ςου τϐςα χρϐνια; Προςπϊθηςα να ςωπϊςω τη φωνό και τελικϊ τα κατϊφερα, αλλϊ η καινοϑρια που ακοϑςτηκε ςτη θϋςη τησ όταν ακϐμα χειρϐτερη. Η φωνό αυτό όταν του Πιϐρια μιθ. θα πϊψω να παριςτϊνω ϐτι πϋθανα και πόγα ςτον παρϊδειςο, ϐταν ο κϊθε ξιπαςμϋνοσ μου πετϊει μια πεντϊρα παραπϊνω, εύπε. Δεν το 'πιαςεσ ακϐμα το νϋο, κϑριε Γιοϑμνι; «Βοϑλως' το, μικρϋ», εύπα ςτο ϊδειο δωμϊτιο. «Δεν εύςαι ο Γκϊμπριελ Φύτερ». Γϑριςα την πλϊτη μου ςτο γραφεύο τησ Κϊντι και, καθϔσ το ϋκανα, πρϐςωπα ϊρχιςαν να παρελαϑνουν μπροςτϊ ςτα μϊτια του μυαλοϑ μου, ςαν φιλαρμονικό απϐ την κϐλαςη: ο Σζορτζ και η Γκλϐρια Ντϋμικ, ο Πιϐρια μιθ, ο Μπιλ Σαγκλ, ο Βϋρνον Κλαιν, μια εκρηκτικό ξανθιϊ που ϊκουγε ςτο ονοματϊκι Αρλύν Κϋιν... πϋραςαν ακϐμη και οι δυο μπογιατζόδεσ. ϑγχυςη, ςϑγχυςη, τύποτε ϊλλο απϐ ςϑγχυςη. Με το κεφϊλι ςκυφτϐ, ϋςυρα τα βόματα μου ωσ το διπλανϐ δωμϊτιο, ϋκλειςα πύςω μου την πϐρτα και κϊθιςα ςτο γραφεύο μου. Απϐ το κλειςτϐ παρϊθυρο ακουγϐταν αχνϊ ο θϐρυβοσ τησ κυκλοφορύασ ςτη ϊνςετ. Κϊτι μου ϋλεγε πωσ, για ϊλλουσ ανθρϔπουσ, αυτϐ το ανοιξιϊτικο πρωινϐ όταν τϐςο τϋλειο και χαρακτηριςτικϐ για το Λοσ Ωντζελεσ, ϔςτε περύμενεσ να δεισ κϊπου και ςφραγύδα γνηςιϐτητασ. Για μϋνα, η μϋρα εύχε χϊςει τη λϊμψη τησ... μϋςα και ϋξω. κϋφτηκα την μπουκϊλα ςτο κϊτω ςυρτϊρι, αλλϊ ξαφνικϊ, ακϐμη και το να ςκϑψω να την πιϊςω μου φϊνηκε τρομερϊ κουραςτικϐ. Κϊτι ανϊλογο με το να επιχειρόςεισ να ςκαρφαλϔςεισ ςτο Ϊβερεςτ με παποϑτςια του τϋνισ. Η μυρωδιϊ τησ μπογιϊσ εύχε φτϊςει ωσ το ιερϐ μου ϊδυτο. Ϋταν μια μυρωδιϊ που ςυνόθωσ μου ϊρεςε αλλϊ ϐχι τϔρα. Εκεύνη τη ςτιγμό εκπροςωποϑςε ϐλα ϐςα πόγαν ςτραβϊ 916
αφϐτου οι Ντϋμικ δεν επϋςτρεψαν ςτο διπλανϐ μπανγκαλϐου πετϔντασ ςαρκαςτικϋσ ατϊκεσ ο ϋνασ ςτον ϊλλο, δεν ϋπαιξαν τουσ αγαπημϋνουσ δύςκουσ τουσ ςτη διαπαςϔν νυχτιϊτικα και δεν ϋκαναν ϋξαλλο απϐ τη ζόλια το ςκυλύ τουσ, με τα ατϋλειωτα χαώδολογόματα και παςπατϋματα τουσ. κϋφτηκα με απϐλυτη καθαρϐτητα και ςιγουριϊ —ϋτςι ϐπωσ φανταζϐμουν πϊντα ϐτι αποκαλϑπτονται οι μεγϊλεσ αλόθειεσ ςε ϐςουσ αποκαλϑπτονται- ϐτι αν κϊποιοσ γιατρϐσ μποροϑςε να τεμαχύςει το καρκύνωμα που ςκϐτωνε το γϋρο οδηγϐ του αςανςϋρ του κτιρύου Υουλγουϊιντερ, θα όταν λευκϐ. Λευκϐ τησ μανϐλιασ. Και θα μϑριζε ϐπωσ το πλαςτικϐ χρϔμα μϊρκασ Ντατσ Μπϐι. Αυτό η ςκϋψη με κοϑραςε τϐςο πολϑ, ϔςτε αναγκϊςτηκα να ςκϑψω το κεφϊλι μου και να πιϋςω τουσ κροτϊφουσ μου με τισ παλϊμεσ μου για να το κρατόςω ςτη θϋςη του... ό για να εμποδύςω ϐ,τι υπόρχε μϋςα να εκραγεύ και να παςαλεύψει τον τούχο. Δε ςόκωςα τα μϊτια μου ϐταν ϊνοιξε η πϐρτα κι ϊκουςα βόματα να πληςιϊζουν. Μου φαινϐταν ϐτι η προςπϊθεια ξεπερνοϑςε τισ αντοχϋσ μου εκεύνη τη ςυγκεκριμϋνη ςτιγμό. Ωλλωςτε, εύχα την περύεργη αύςθηςη ϐτι όξερα ποιοσ όταν. Δεν μποροϑςα να τον κατονομϊςω, αλλϊ το περπϊτημα του μου όταν γνωςτϐ. Σο ύδιο και η κολϐνια, που κι αυτό δε θα μποροϑςα να κατονομϊςω —ακϐμη κι αν μου κολλοϑςε κϊποιοσ ϋνα πιςτϐλι ςτον κρϐταφο— για ϋναν πολϑ απλϐ λϐγο: τη μϑριζα για πρϔτη φορϊ ςτη ζωό μου. Πϔσ γύνεται ν' αναγνϔριςα μια μυρωδιϊ που δεν εύχα ξαναμυρύςει ποτϋ μου, θα με ρωτόςετε. Δεν μπορϔ να ςασ απαντόςω, αλλϊ την αναγνϔριςα. Και το χειρϐτερο δεν όταν αυτϐ. Ϋταν το εξόσ: μου κϐπηκαν τα όπατα απϐ το φϐβο. Ϊχω βρεθεύ αντιμϋτωποσ με πιςτϐλια ςε χϋρια αποφαςιςμϋνων αντρϔν, πρϊγμα ϊςχημο, και με ςτιλϋτα ςε χϋρια αποφαςιςμϋνων γυναικϔν, πρϊγμα χύλιεσ φορϋσ χειρϐτερο. Με ϋχουν αφόςει δεμϋνο ςτο τιμϐνι μιασ 917
Πϊκαρντ, παρκαριςμϋνησ κϊθετα πϊνω ςε ςιδηροδρομικό γραμμό. Με ϋχουν πετϊξει απϐ παρϊθυρο τρύτου ορϐφου. Ϊχω ζόςει πολϑ επειςοδιακό ζωό, αλλϊ τύποτα δε με εύχε τρομϊξει ωσ τϐτε τϐςο πολϑ ϐςο η μυρωδιϊ εκεύνησ τησ κολϐνιασ και ο απαλϐσ όχοσ εκεύνων των βημϊτων. Μου φαινϐταν πωσ το κεφϊλι μου ζϑγιζε ύςαμε διακϐςια πενόντα κιλϊ. «Κλϊιντ», εύπε μια φωνό. Μια φωνό που δεν εύχα ξανακοϑςει, αλλϊ που τη γνϔριζα τϐςο καλϊ ϐςο και τη δικό μου. το ϊκουςμα εκεύνησ τησ λϋξησ, το βϊροσ του κεφαλιοϑ μου ϊγγιξε τον ϋναν τϐνο. «Υϑγε απϐ δω, ϐποιοσ κι αν εύςαι», εύπα χωρύσ να κοιτϊξω. «Σο μαγαζύ εύναι κλειςτϐ». Και κϊτι με ϋκανε να προςθϋςω: «Λϐγω ανακαύνιςησ». «Ωςχημη μϋρα, Κλϊιντ;» Τπόρχε ςυμπϊθεια ς' εκεύνη τη φωνό; Ϊτςι μου φϊνηκε κι αυτϐ ϋκανε ακϐμα χειρϐτερα τα πρϊγματα. ήποιοσ κι αν όταν αυτϐσ ο κϐπανοσ, δεν όθελα τη ςυμπϐνια του. Κϊτι μου ϋλεγε ϐτι όταν πολϑ πιο επικύνδυνη απϐ το μύςοσ του. «ήχι και τϐςο», απϊντηςα, κρατϔντασ με τισ παλϊμεσ μου το βαρϑ κεφϊλι μου που πονοϑςε και κοιτϊζοντασ το ςτυπϐχαρτο του γραφεύου μου. την πϊνω αριςτερό γωνύα όταν το νοϑμερο τησ Μϋιβισ Γουϋλντ. Σο κούταξα ξανϊ και ξανϊ Μπϋβερλι 6-4214. Μου φϊνηκε καλό ιδϋα να κρατόςω τα μϊτια μου ςτυλωμϋνα ςτο ςτυπϐχαρτο. Δεν όξερα ποιοσ όταν ο επιςκϋπτησ μου, αλλϊ όξερα ϐτι δεν όθελα να τον αντικρύςω. Εκεύνη τη ςτιγμό όταν το μϐνο πρϊγμα που όξερα. «Νομύζω ϐτι εύςαι λιγϊκι... να ποϑμε, ανειλικρινόσ;» ρϔτηςε η φωνό και, ναι, υπόρχε ςυμπϊθεια. το ϊκουςμα τησ, το ςτομϊχι μου ςοϑφρωςε και μετατρϊπηκε ςε κϊτι που ϋμοιαζε με τρεμϊμενη γροθιϊ μουςκεμϋνη ςε διαβρωτικϐ οξϑ. Ακοϑςτηκε 918
ϋνα τρύξιμο καθϔσ ο επιςκϋπτησ μου κϊθιςε ςτην καρϋκλα που εύχα για τουσ πελϊτεσ. «Δεν ξϋρω τι ακριβϔσ εννοεύσ μ' αυτό τη λϋξη, αλλϊ ασ την ποϑμε», ςυμφϔνηςα. «Και τϔρα που την εύπαμε, δε ςτρύβεισ απϐ δω μϋςα; Λϋω να πϊρω ϊδεια ςόμερα, γιατύ δεν αιςθϊνομαι καλϊ. Μπορϔ να το κϊνω χωρύσ πρϐβλημα, ξϋρεισ, μια και εύμαι το αφεντικϐ. Σι βολικϊ που μασ ϋρχονται καμιϊ φορϊ τα πρϊγματα, δε ςυμφωνεύσ;» «Μϊλλον. Κούταξε με, Κλϊιντ». Η καρδιϊ μου ρετϊριςε, αλλϊ το κεφϊλι μου ϋμεινε κατεβαςμϋνο και τα μϊτια μου ςυνϋχιςαν να διαβϊζουν το Μπϋβερλι 6-4214. Ϊνα μϋροσ του εαυτοϑ μου αναρωτιϐταν αν η κϐλαςη όταν αρκετϊ ζεςτό για τη Μϋιβισ Γουϋλντ. ήταν μύληςα, η φωνό μου ακοϑςτηκε ςταθερό. Ξαφνιϊςτηκα, αλλϊ το χϊρηκα. «Για να ποϑμε την αλόθεια, μπορεύ να λεύψω κϊνα χρϐνο, λϐγω αςθενεύασ. το Καρμϋλ, ύςωσ. Αραχτϐσ ςτη βερϊντα, με το Αμϋρικαν Μϋρκιουρι ςτα γϐνατα, να μετρϊω τα μεγϊλα κϑματα που θα ϋρχονται απϐ τη Φαβϊη». «Κούταξε με». Δεν το όθελα, αλλϊ το κεφϊλι μου ςηκϔθηκε. Ϋταν καθιςμϋνοσ ςτην ύδια καρϋκλα ϐπου εύχαν καθύςει ϊλλοτε η Μϋιβισ, η Ωρντισ Μαγκύλ και ο Μπιγκ Σομ Φϊτφιλντ. Ακϐμη και ο Βϋρνον Κλαιν κϊθιςε εκεύ μια φορϊ, ϐταν μου ϋφερε τισ φωτογραφύεσ τησ κϐρησ του, εκεύνεσ που η μικρό φοροϑςε μϐνο ϋνα μαςτουρωμϋνο χαμϐγελο και το κοςτοϑμι τησ γϋννασ τησ. Καθϐταν εκεύ, με τον πρωινϐ όλιο τησ Καλιφϐρνιασ να φωτύζει λοξϊ το πρϐςωπο του —ϋνα πρϐςωπο που ςύγουρα μου όταν γνωςτϐ. Σο εύχα δει για τελευταύα φορϊ πριν απϐ μια ϔρα περύπου, ςτον καθρϋφτη του μπϊνιου μου. Σο εύχα ξυρύςει μ' ϋνα Διπλϐ Μπλε Ζιλϋτ. Η ϋκφραςη τησ ςυμπϊθειασ ςτο βλϋμμα του -ςτο δικϐ μου βλϋμμα- όταν ϐ,τι πιο τρομακτικϐ ϋχω δει ςτη ζωό μου. Και ϐταν 919
μου ϊπλωςε το χϋρι του -το δικϐ μου χϋρι- να του το ςφύξω, ϋνιωςα την τρελό ανϊγκη να γυρύςω την περιςτρεφϐμενη καρϋκλα μου, να πεταχτϔ ϐρθιοσ και να βουτόξω απϐ το παρϊθυρο μου ςτον ϋβδομο ϐροφο. Μπορεύ να το εύχα κϊνει, αν δεν όμουν τϐςο ςαςτιςμϋνοσ, τϐςο απϐλυτα χαμϋνοσ. Ϊχω διαβϊςει πολλϋσ φορϋσ την ϋκφραςη με τςακιςμϋνο ηθικϐ — εύναι απϐ τισ αγαπημϋνεσ των ςυγγραφϋων τησ αρϊδασ— αλλϊ όταν η πρϔτη φορϊ που αιςθϊνθηκα ϋτςι. Ξαφνικϊ το γραφεύο ςκοτεύνιαςε. Η μϋρα όταν ηλιϐλουςτη, θα ϋπαιρνα ϐρκο, αλλϊ ξαφνικϊ ϋνα ςϑννεφο ϋκρυψε τον όλιο. Ο ϊντρασ ςτην απϋναντι πλευρϊ του γραφεύου όταν τουλϊχιςτον δϋκα χρϐνια μεγαλϑτεροσ μου, ύςωσ και δεκαπϋντε. Σα μαλλιϊ του όταν ςχεδϐν ϊςπρα, ενϔ τα δικϊ μου όταν ςχεδϐν ϐλα μαϑρα. ήμωσ, αυτϐ δεν ϊλλαζε τύποτε. ήπωσ κι αν αποκαλοϑςε τον εαυτϐ του, ϐςων χρονϔν κι αν όταν, ο ϊνθρωποσ αυτϐσ όμουν εγϔ. Δε μου εύχε φανεύ γνωςτό η φωνό του; Υυςικϊ. Ϊτςι ϐπωσ αναγνωρύζουμε τη φωνό μασ —ϐχι αυτό που ακοϑμε μϋςα ςτο κεφϊλι μασ- ς' ϋνα μαγνητϐφωνο. Ο ϊντρασ ςόκωςε το χαλαρϐ χϋρι μου απϐ το γραφεύο, το ϋςφιξε δυνατϊ και γρόγορα ςαν κτηματομεςύτησ και το ϊφηςε να πϋςει. Φτϑπηςε ςτο ςτυπϐχαρτο μ' ϋνα «πλοπ», πϋφτοντασ ακριβϔσ ςτο τηλϋφωνο τησ Μϋιβισ Γουϋλντ. ήταν ςόκωςα τα δϊχτυλα μου, εύδα ϐτι το νοϑμερο εύχε ςβηςτεύ. Δηλαδό, ϐλα τα νοϑμερα που εύχα χαρϊξει με τα χρϐνια εύχαν ςβηςτεύ. Σο ςτυπϐχαρτο όταν καθαρϐ ςαν... ε, ςαν ςυνεύδηςη φανατικοϑ Βαπτιςτό. «Φριςτϋ μου», εύπα βραχνϊ. «Ιηςοϑ Φριςτϋ!» «ήχι δα», εύπε η γηραιϐτερη ϋκδοςη του εαυτοϑ μου, που καθϐταν ςτην καρϋκλα για τουσ πελϊτεσ, ςτην απϋναντι πλευρϊ του γραφεύου μου. «Λϊντρι. ϊμιουελ Ντ. Λϊντρι. τη διϊθεςη ςου». 920
V. υνομιλία με τον Θεό Ακϐμη και μϋςα ςτην τϐςη ςϑγχυςη μου, μου πόρε ϋνα ό δϑο δευτερϐλεπτα να προςδιορύςω το ϐνομα, προφανϔσ επειδό το εύχα ξανακοϑςει πολϑ πρϐςφατα. ϑμφωνα με τον Μπογιατζό Νοϑμερο Δϑο, ο ϊμιουελ Λϊντρι όταν ο λϐγοσ που ο μακρϑσ, ςκοτεινϐσ διϊδρομοσ που οδηγοϑςε ςτο γραφεύο μου ςϑντομα θα εύχε το λευκϐ χρϔμα τησ μανϐλιασ. Ο Λϊντρι όταν ο ιδιοκτότησ του κτιρύου Υουλγουϊιντερ. Ξαφνικϊ μου όρθε μια τρελό ιδϋα, αλλϊ ο προφανόσ παραλογιςμϐσ τησ δε μεύωςε οϑτε ςτο ελϊχιςτο τη λϊμψη τησ ελπύδασ που τη ςυνϐδευε. Λϋνε —ϐποιοι κι αν εύναι αυτού— ϐτι ϐλοι οι ϊνθρωποι ςτη γη ϋχουν το ςωςύα τουσ. άςωσ ο Λϊντρι να όταν ο δικϐσ μου. άςωσ όμαςτε γνόςιοι δύδυμοι, ϐμοιοι ςαν δυο ςταγϐνεσ νερϐ που, ϐμωσ, εύχαμε γεννηθεύ απϐ διαφορετικοϑσ γονεύσ, με διαφορϊ δϋκα ωσ δεκαπϋντε χρϐνια ο ϋνασ απϐ τον ϊλλο. Η ιδϋα αυτό, φυςικϊ, δεν εξηγοϑςε καμιϊ απϐ τισ υπϐλοιπεσ παραξενιϋσ τησ μϋρασ μου, αλλϊ εύχα τουλϊχιςτον κϊτι να πιαςτϔ, διϊβολε! «Σι μπορϔ να κϊνω για ςασ, κϑριε Λϊντρι;» ρϔτηςα. Ϊβαλα τα δυνατϊ μου, αλλϊ η φωνό μου δεν όταν πια ςταθερό. «Αν πρϐκειται για την εκμύςθωςη του γραφεύου, θα πρϋπει να μου δϔςετε κϊνα δυο μϋρεσ προθεςμύα να τακτοποιόςω κϊποια πρϊγματα. Δυςτυχϔσ, η γραμματϋασ μου ανακϊλυψε ςόμερα το πρωύ ϐτι εύχε πολϑ επεύγουςεσ δουλειϋσ πϋρα ςτην πατρύδα τησ, το Ωρμπιτ του Ωινταχο». Ο Λϊντρι δεν ϋδωςε καμιϊ ςημαςύα ςτην αδϋξια προ; ςπϊθειϊ μου ν' αλλϊξω το θϋμα τησ ςυζότηςησ. «Ναι», εύπε ςκεφτικϐσ. «Τποθϋτω ϐτι εύναι μια απϐ τισ χειρϐτερεσ μϋρεσ... και φταύω εγϔ. υγνϔμη, Κλϊιντ, ειλικρινϊ. Η γνωριμύα μαζύ ςου όταν... ε, δεν όταν αυτϐ που περύμενα. Κϊθε ϊλλο. Πρϔτα απ' ϐλα, μου αρϋςεισ πολϑ περιςςϐτερο απ' ϐςο φανταζϐμουν. Αλλϊ τϔρα δεν υπϊρχει επιςτροφό». Κι 921
αναςτϋναξε βαθιϊ. Δε μου ϊρεςε καθϐλου αυτϐσ ο αναςτεναγμϐσ. «Σι θϋλεισ να πεισ μ' αυτϐ;» Η φωνό μου ϋτρεμε χειρϐτερα απϐ ποτϋ και η λϊμψη τησ ελπύδασ ϋςβηνε γοργϊ. Η αιτύα πρϋπει να όταν η ϋλλειψη οξυγϐνου ςτην ϊδεια κοιλϐτητα που κϊποτε καταλϊμβανε ο εγκϋφαλοσ μου. Δε μου απϊντηςε αμϋςωσ. Ϊςκυψε κι ϋπιαςε το χεροϑλι τησ λεπτόσ, δερμϊτινησ βαλύτςασ που όταν ακουμπιςμϋνη ςτο ϋνα απϐ τα μπροςτινϊ πϐδια τησ καρϋκλασ για τουσ πελϊτεσ. Εύχε χαραγμϋνα πϊνω τησ τα αρχικϊ .Ν.Λ. και ςυμπϋρανα πωσ ο περύεργοσ επιςκϋπτησ μου την εύχε φϋρει μαζύ του. Δεν κϋρδιςα τυχαύα το βραβεύο του Ντετϋκτιβ τησ Φρονιϊσ το '34 και το '35, ξϋρετε. Δεν εύχα ξαναδεύ τϋτοια βαλύτςα ςτη ζωό μου —όταν πολϑ μικρό και πολϑ λεπτό για να εύναι χαρτοφϑλακασ και δεν κοϑμπωνε με λουριϊ κι αγκρϊφεσ αλλϊ με φερμουϊρ. Οϑτε τϋτοιο φερμουϊρ εύχα ξαναδεύ, τϔρα που το ςκϋφτομαι. Σα δϐντια του όταν μικροςκοπικϊ και δε φαύνονταν καν μεταλλικϊ. Μα τα περύεργα, απλϔσ ϊρχιζαν απϐ τη βαλύτςα του Λϊντρι. Αφόνοντασ κατϊ μϋροσ την ανατριχιαςτικό του ομοιϐτητα μ' εμϋνα, ο Λϊντρι δεν ϋμοιαζε με τουσ ϊλλουσ επιχειρηματύεσ που όξερα και ςύγουρα δε φαινϐταν αρκετϊ κονομημϋνοσ ϔςτε να εύναι ιδιοκτότησ του κτιρύου Υουλγουϊιντερ. Δε λϋω ϐτι εύναι το Ριτζ, αλλϊ βρύςκεται ςτο κϋντρο του Λοσ Ωντζελεσ και ο πελϊτησ μου (αν αυτϐ όταν) ϋμοιαζε με αλότη, μπανιαριςμϋνο και ξυριςμϋνο για την περύςταςη. Υοροϑςε παντελϐνι μπλουτζύν και αθλητικϊ παποϑτςια... που τϋτοια δεν εύχα ξαναδεύ ποτϋ ςτη ζωό μου. Ϋταν μεγϊλα κι αςουλοϑπωτα. Ξϋρετε με τι ϋμοιαζαν; Με τα παποϑτςια που φοροϑςε ο Μπϐρισ Καρλϐφ ςτον Υρανκενςτϊιν, κι αν όταν πϊνινα, να φϊω το καλϐ μου καπϋλο. Η λϋξη που εύχαν γραμμϋνη 922
με κϐκκινα γρϊμματα ςτο πλϊι τουσ θϑμιζε πιϊτο ςε κινϋζικο εςτιατϐριο: ΡΙΜΠΟΚ. Κούταξα το ςτυπϐχαρτο που μϋχρι πριν λύγο όταν καλυμμϋνο απϐ νοϑμερα τηλεφϔνων και ξαφνικϊ διαπύςτωςα ϐτι δε θυμϐμουν πια τον αριθμϐ τησ Μϋιβισ Γουϋλντ, παρ' ϐλο που πρϋπει να τον εύχα πϊρει ύςαμε ϋνα εκατομμϑριο φορϋσ τον περαςμϋνο χειμϔνα. Η αύςθηςη τρϐμου ϋγινε ακϐμα πιο ϋντονη. «Κϑριε», εύπα, «πεσ μου τι όρθεσ να κϊνεισ εδϔ και δύνε του. Αν και, τϔρα που το καλοςκϋφτομαι, μπορεύσ να παραλεύψεισ το λϐγο τησ επύςκεψησ και να περϊςεισ κατευθεύαν ςτο δεϑτερο». Φαμογϋλαςε... κουραςμϋνα, ϋτςι μου φϊνηκε. Να και κϊτι ϊλλο. Σο πρϐςωπο πϊνω απϐ το απλϐ λευκϐ πουκϊμιςο φαινϐταν τρομερϊ κουραςμϋνο. Και τρομερϊ θλιμμϋνο, επύςησ. Ϊδειχνε ϐτι ο ϊνθρωποσ ςτον οπούο ανόκε εύχε περϊςει βϊςανα που εγϔ οϑτε να τα φανταςτϔ δεν μποροϑςα. Ϊνιωςα κϊποια ςυμπϊθεια για τον επιςκϋπτη μου, αλλϊ κυρύωσ ϋνιωςα τρϐμο. Και θυμϐ. Γιατύ όταν το δικϐ μου πρϐςωπο κι αυτϐ το κϊθαρμα προφανϔσ εύχε κϊνει πολλϊ για να το κουρϊςει ϋτςι. «Λυπϊμαι, Κλϊιντ», μου εύπε. «Η απϊντηςη εύναι ϐχι». Ϊβαλε το χϋρι του ςτο μικροςκοπικϐ, χαριτωμϋνο φερμουϊρ και, ξαφνικϊ, το τελευταύο πρϊγμα που όθελα ςτον κϐςμο όταν ν' ανούξει ο Λϊντρι το βαλιτςϊκι του. Για να τον εμποδύςω, εύπα: «Πϊντα επιςκϋπτεςαι τουσ ενούκουσ ςου ντυμϋνοσ ςαν αυτοϑσ που ζουν μαζεϑοντασ λϊχανα ςτα χωρϊφια; Μπασ και εύςαι απ' αυτοϑσ τουσ εκκεντρικοϑσ εκατομμυριοϑχουσ;» «Εύμαι εκκεντρικϐσ, ναι», μου απϊντηςε. «Αλλϊ, ϐςο κι αν το καθυςτερόςεισ, δε θα πετϑχεισ τύποτα, Κλϊιντ». «Πϔσ ςου πϋραςε η ιδϋα... » Και τϐτε ο επιςκϋπτησ μου εύπε αυτϐ που φοβϐμουν, ςβόνοντασ και την τελευταύα ςπύθα ελπύδασ μϋςα μου. «Ξϋρω ϐλεσ τισ ιδϋεσ ςου, Κλϊιντ. Αφοϑ εύμαι εςϑ». 923
ϊλιωςα τα χεύλη μου και ζϐριςα τον εαυτϐ μου να μιλόςει. θα ϋκανα οτιδόποτε προκειμϋνου να τον εμποδύςω ν' ανούξει εκεύνο το φερμουϊρ. Οτιδόποτε. Η φωνό μου βγόκε βραχνό, αλλϊ τουλϊχιςτον βγόκε. «Ναι, την πρϐςεξα την ομοιϐτητα. Σην κολϐνια ςου δεν ξϋρω. Εγϔ εύμαι απϐ τουσ πιςτοϑσ τησ Ολντ πϊισ». Ο δεύκτησ και ο αντύχειρασ του παρϋμειναν ςτο φερμουϊρ, αλλϊ δεν το τρϊβηξε. Σουλϊχιςτον, ϐχι ακϐμα. «ου αρϋςει, ϐμωσ», εύπε με απϐλυτη ςιγουριϊ. «Και; θα τη χρηςιμοποιοϑςεσ κι εςϑ αν ϋβριςκεσ να την αγορϊςεισ. Δυςτυχϔσ, δεν μπορεύσ. Λϋγεται Ωραμισ και θα κυκλοφορόςει μετϊ απϐ καμιϊ ςαρανταριϊ χρϐνια». Κούταξε τα παρϊξενα, ϊςχημα παποϑτςια του. «ήπωσ και τα αθλητικϊ μου». «Σι διϊβολο μου λεσ;» «Ναι, μϊλλον ανακατεϑεται και ο διϊβολοσ ςε κϊποιο ςημεύο», εύπε ο Λϊντρι χωρύσ να χαμογελϊςει. «Απϐ ποϑ εύςαι;» τον ρϔτηςα. «Νϐμιζα πωσ το όξερεσ». Ο Λϊντρι τρϊβηξε το φερμουϊρ, αποκαλϑπτοντασ ϋνα ορθογϔνιο μαραφϋτι, που όταν φτιαγμϋνο απϐ κϊποιο εύδοσ λεύου πλαςτικοϑ. Εύχε το ύδιο χρϔμα που θα αποκτοϑςε ο διϊδρομοσ του ϋβδομου ορϐφου μετϊ τη δϑςη του όλιου. Δεν εύχα ξαναδεύ ποτϋ μου τϋτοιο πρϊγμα. Δεν εύχε καμιϊ μϊρκα γραμμϋνη πϊνω του, παρϊ μϐνο κϊτι που πρϋπει να όταν αριθμϐσ κομματιοϑ: Σ- 1000. Ο Λϊντρι το ϋβγαλε απϐ το βαλιτςϊκι, που τελικϊ όταν η θόκη του, πύεςε τα κουμπϔματα ςτα πλαγιϊ του και ςόκωςε την πϊνω πλευρϊ που εύχε μεντεςϋδεσ. Υανερϔθηκε ϋνα πρϊγμα που ϋμοιαζε με την οθϐνη ςτισ ταινύεσ του Μπακ Ρϐτζερσ. «Ϊρχομαι απϐ το μϋλλον», εύπε ο Λϊντρι. «ήπωσ ςτισ ιςτορύεσ επιςτημονικόσ φανταςύασ». «Σο πιο πιθανϐ εύναι να ϋρχεςαι απϐ το ϊςυλο ϊνιλαντ», εύπα βραχνϊ. 924
«ήχι ακριβϔσ ϐπωσ ςτισ ιςτορύεσ», ςυνϋχιςε ο Λϊντρι ςαν να μην εύχα μιλόςει. «ήχι ακριβϔσ ϋτςι». Πϊτηςε ϋνα κουμπύ ςτο πλϊι τησ πλαςτικόσ θόκησ. Απϐ το εςωτερικϐ τησ ςυςκευόσ ακοϑςτηκε ϋνα ςιγανϐ γουργοϑριςμα που το ακολοϑθηςε ϋνα κοφτϐ «μπιπ». Σο μαραφϋτι που εύχε ο Λϊντρι ςτα γϐνατα του ϋμοιαζε με παρϊξενη γραφομηχανό... και κϊτι μου ϋλεγε πωσ δεν ϋπεφτα ϋξω. Ο Λϊντρι με κούταξε. «Πϔσ ϋλεγαν τον πατϋρα ςου, Κλϊιντ;» Σον κούταξα κι εγϔ, καταπνύγοντασ τη διϊθεςη να ςαλιϔςω ξανϊ τα χεύλη μου. Σο δωμϊτιο όταν ακϐμη ςκοτεινϐ, ο όλιοσ πϊντα κρυμμϋνοσ πύςω απϐ κϊποιο ςϑννεφο που δε φαινϐταν πουθενϊ ϐταν μπόκα ςτο κτύριο απϐ το δρϐμο, λύγη ϔρα νωρύτερα. Σο πρϐςωπο του Λϊντρι φαινϐταν να αιωρεύται ςτο μιςοςκϐταδο, ςαν παλιϐ, ςουφρωμϋνο μπαλϐνι. «Σι ςχϋςη ϋχει αυτϐ με την κουβϋντα μασ;» «Δεν το ξϋρεισ, ϋτςι δεν εύναι;» «Και βϋβαια το ξϋρω», εύπα και το εννοοϑςα. Απλϔσ δε μου ερχϐταν ςτο νου, αυτϐ όταν ϐλο. Σο εύχα ςτην ϊκρη τησ γλϔςςασ μου, ϐπωσ και το τηλϋφωνο τησ Μϋιβισ Γουϋλντ, που όταν Μπϋώςορ κϊτι. «Σησ μητϋρασ ςου;» «ταμϊτα να παύζεισ μαζύ μου!» «Να ςε ρωτόςω κϊτι εϑκολο τϐτε· ςε ποιο ςχολεύο πόγαινεσ; Δεν υπϊρχει Αμερικανϐσ που να μη θυμϊται ποιο ςχολεύο ϋβγαλε, ςωςτϊ; Ϋ πϔσ ϋλεγαν το πρϔτο κορύτςι με το οπούο ϋφταςε ωσ το τϋλοσ. Ϋ την πϐλη ςτην οπούα μεγϊλωςε. Εςϑ που μεγϊλωςεσ; Μόπωσ ςτο αν Λιοϑισ Ομπύςπο;» Ωνοιξα το ςτϐμα μου, αλλϊ δε βγόκε τύποτε αυτό τη φορϊ. «το Καρμϋλ;» Αυτϐ μου φϊνηκε ςωςτϐ... και ϑςτερα εντελϔσ λϊθοσ. Σο κεφϊλι μου γϑριζε. 925
«Ϋ μόπωσ ςτο Ντϊςτι Μπϐτομ του Νιου Μεξικϐ;» «Κϐψε τισ μαλακύεσ!» φϔναξα. «Ξϋρεισ; Πεσ μου, ξϋρεισ;» «Ναι! Εύμαι απϐ το... » Ο Λϊντρι ϋςκυψε. Κι ϊρχιςε να πατϊει τα πλόκτρα τησ παρϊξενησ γραφομηχανόσ του. «Απϐ το αν Ντιϋγκο! Γϋννημα θρϋμμα!» φϔναξα. Ο Λϊντρι ϋβαλε το μηχϊνημα πϊνω ςτο γραφεύο μου και το ϋςτριψε ϋτςι που να μπορϔ να διαβϊςω τισ λϋξεισ που αιωροϑνταν ςτο παραθυρϊκι πϊνω απϐ το πληκτρολϐγιο. «αν Ντιϋγκο! Γϋννημα θρϋμμα!» Σο βλϋμμα μου κατϋβηκε απϐ το παραθυρϊκι ςτη λϋξη που όταν ςταμπαριςμϋνη ςτο πλαςτικϐ πλαύςιο που το περιϋβαλλε. «Σι εύναι η Σοςύμπα;» ρϔτηςα. «Κϊτι που παύρνεισ δωρεϊν ϊμα παραγγεύλεισ Ρύμποκ για βραδινϐ;» «Εύναι μια ιαπωνικό εταιρεύα ηλεκτρονικϔν». Γϋλαςα ξερϊ. «Ποιον πασ να δουλϋψεισ, ρε φύλε; Οι Γιαπωνϋζοι δεν εύναι ικανού να φτιϊξουν οϑτε κουρδιςτϊ παιχνύδια χωρύσ να βϊλουν ανϊποδα τα ελατόρια». «Σϔρα ϐχι», ςυμφϔνηςε. «Και, αφοϑ το ϋφερε ο λϐγοσ, Κλϊιντ, πϐτε εύναι το τϔρα; Ποια χρονιϊ ϋχουμε;» «1938», εύπα κι αμϋςωσ μετϊ ςόκωςα μηχανικϊ το χϋρι μου, που το ϋνιωθα ςαν ξϋνο, κι ϋτριψα τα χεύλη μου. «Μια ςτιγμό, ϋκανα λϊθοσ —1939». «Μπορεύ να εύναι και 1940 ϐμωσ, ςωςτϊ δεν τα λϋω;» Δεν του απϊντηςα, αλλϊ ϋνιωςα το πρϐςωπο μου να φουντϔνει. «Μην ντρϋπεςαι, Κλϊιντ. Δεν ξϋρεισ επειδό δεν ξϋρω εγϔ. Πϊντα το ϊφηνα αϐριςτο. Σο χρονικϐ πλαύςιο που μ' ενδιϋφερε όταν περιςςϐτερο μια αύςθηςη... πεσ το Αμερικό τησ Εποχόσ του Σςϊντλερ, αν θϋλεισ. Ξετρϋλαινε τουσ αναγνϔςτεσ μου και απλοϑςτευε πολϑ τα πρϊγματα ϐςον αφορϊ την επιμϋλεια του κειμϋνου, γιατύ ποτϋ δεν μπορεύσ να προςδιορύςεισ με ακρύβεια 926
το πϋραςμα του χρϐνου. Δεν ϋχεισ προςϋξει πϐςο ςυχνϊ λεσ φρϊςεισ ϐπωσ "περιςςϐτερα χρϐνια απ' ϐςα μπορϔ να θυμηθϔ" ό "πιο παλιϊ απ' ϐςο θα όθελα να πιςτεϑω" ό "απϐ τϐτε που βγόκαν οι λϊςπεσ";» «ήχι, δεν ϋχω προςϋξει τύποτε». Αλλϊ τϔρα που το ανϋφερε, ϐντωσ το πρϐςεξα. Και ςκϋφτηκα τουσ Λοσ Ωντζελεσ Σϊιμσ. Σουσ διϊβαζα κϊθε μϋρα, αλλϊ ποιεσ μϋρεσ ακριβϔσ όταν αυτϋσ; Δεν μποροϑςεσ να καταλϊβεισ απϐ την εφημερύδα, αφοϑ δεν εύχε ποτϋ ημερομηνύα ςτην πρϔτη ςελύδα, παρϊ μϐνο το ςλϐγκαν «Η Πιο Ϊντιμη Αμερικανικό Εφημερύδα ςτην Πιο Ϊντιμη Πϐλη τησ Αμερικόσ». «Λεσ αυτϊ τα πρϊγματα γιατύ ο χρϐνοσ ς' αυτϐ τον κϐςμο δεν περνϊει. Εύναι...» ϔπαςε κι ϋπειτα χαμογϋλαςε. Ϋταν ϋνα φρικτϐ θϋαμα το χαμϐγελο του, γεμϊτο λαχτϊρα και μια περύεργη απληςτύα. «Εύναι κι αυτϐ ϋνα απϐ τα πολλϊ θϋλγητρα του», ςυμπλόρωςε. Υοβϐμουν. Αλλϊ ποτϋ δε δύςταζα να χτυπόςω τη γροθιϊ ςτο μαχαύρι ϐταν ϋκρινα ϐτι όταν απαραύτητο κι αυτό τη φορϊ ϋκρινα ϐτι όταν. «Πεσ μου τι διϊβολο ςυμβαύνει εδϔ», τον προκϊλεςα. «Εντϊξει... αν και ϋχεισ αρχύςει όδη να το καταλαβαύνεισ, ϋτςι δεν εύναι, Κλϊιντ;» «Μπορεύ. Δεν ξϋρω το ϐνομα του πατϋρα μου και τησ μϊνασ μου οϑτε πϔσ ϋλεγαν το πρϔτο κορύτςι που ϋκανα ϋρωτα μαζύ του, επειδό εςϑ δεν τα ξϋρεισ. Αυτϐ εύναι;» Ϊγνεψε καταφατικϊ, χαμογελϔντασ ςαν δϊςκαλοσ ςε μαθητό που ϋκανε ϋνα λογικϐ ϊλμα και βρόκε τη ςωςτό απϊντηςη ενϊντια ςτισ πιθανϐτητεσ. Αλλϊ το βλϋμμα του όταν και πϊλι γεμϊτο απϐ ανατριχιαςτικό ςυμπϐνια. «Και μϐλισ ϋγραψεσ αν Ντιϋγκο ςτο μαραφϋτι ςου, το ςκϋφτηκα ταυτϐχρονα κι εγϔ... » Ϊγνεψε πϊλι, ενθαρρυντικϊ. 927
«Δε ςου ανόκει μϐνο το κτύριο Υουλγουϊιντερ, ε;» Ξεροκατϊπια, προςπαθϔντασ ν' απαλλαγϔ απϐ τον κϐμπο ςτο λαιμϐ μου, ο οπούοσ δε ςκϐπευε να πϊει πουθενϊ. «ου ανόκουν τα πϊντα». Ο Λϊντρι ϐμωσ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του. «ήχι τα πϊντα. Μϐνο το Λοσ Ωντζελεσ και μερικϊ απϐ τα περύχωρα. Αυτό η εκδοχό του Λοσ Ωντζελεσ, δηλαδό, μαζύ με κϊποιεσ φανταςτικϋσ προςθόκεσ». «Σρύχεσ», εύπα ψιθυριςτϊ. «Βλϋπεισ εκεύνο το κϊδρο ςτον τούχο αριςτερϊ τησ πϐρτασ, Κλϊιντ;» Σο κούταξα, αν και δε χρειαζϐταν όταν ο Σζορτζ Ουϊςιγκτον που διϋςχιζε τον Ντϋλαγουερ και κρεμϐταν εκεύ..- ε, απϐ τϐτε που βγόκαν οι λϊςπεσ. Ο Λϊντρι ξαναπόρε την αλλϐκοτη, πλαςτικό γραφομηχανό ςτα γϐνατα του κι ϋςκυψε απϐ πϊνω τησ. «Μην το κϊνεισ!» φϔναξα και προςπϊθηςα να τον αρπϊξω. Δεν μπϐρεςα. Σα χϋρια μου δεν εύχαν πια δϑναμη και μου όταν αδϑνατον να βρω τη θϋληςη. Αιςθανϐμουν ςαν να 'μουν ςε λόθαργο, κατϊκοποσ, ςαν να εύχα χϊςει πϊρα πολϑ αύμα και να ςυνϋχιζα να χϊνω. Αυτϐσ ξαναχτϑπηςε τα πλόκτρα. Και ϑςτερα ϋςτρεψε το μηχϊνημα προσ το μϋροσ μου για να μπορϔ να βλϋπω τισ λϋξεισ ςτο παραθυρϊκι. Εύχε γρϊψει: τον τούχο, ςτ' αριςτερϊ τησ πϐρτασ που οδηγεύ ςτην Καραμελοχϔρα, κρϋμεται ο εβϊςμιοσ Ηγϋτησ Μασ... αλλϊ πϊντα λύγο ςτραβϊ. Αυτϐ τον τρϐπο ϋχω βρει για να βλϋπω πϊντα την καλό του ϐφη. Ξανακούταξα τη φωτογραφύα. Ο Σζορτζ Ουϊςιγκτον εύχε εξαφανιςτεύ και ςτη θϋςη του υπόρχε μια φωτογραφύα του Υρϊνκλιν Ροϑςβελτ. Ο Πρϐεδροσ χαμογελοϑςε πλατιϊ και η πύπα του τςιγϊρου ςτα χεύλη του ϋκλινε προσ τα πϊνω, μ' ϋναν τρϐπο που οι υποςτηρικτϋσ του θεωροϑςαν δεύγμα ςιγουριϊσ 928
και οι αντύπαλού του δεύγμα ϋπαρςησ. Σο κϊδρο κρεμϐταν ςτραβϊ. «Δε μου εύναι απαραύτητοσ ο υπολογιςτόσ για να το κϊνω», εύπε ο Λϊντρι κϊπωσ μουδιαςμϋνα, ςαν να τον εύχα κατηγορόςει για κϊτι. «Αρκεύ να ςυγκεντρωθϔ λύγο και το πετυχαύνω —ϐπωσ διαπύςτωςεσ ϐταν ϋςβηςαν τα νοϑμερα απϐ το ςτυπϐχαρτο— αλλϊ ο υπολογιςτόσ βοηθϊει. άςωσ επειδό ϋχω ςυνηθύςει να γρϊφω αυτϊ που ςκϋφτομαι. Και ϑςτερα να τα διορθϔνω. Απϐ μια ϊποψη, η επιμϋλεια και η διϐρθωςη εύναι το πιο γοητευτικϐ τμόμα τησ δουλειϊσ, γιατύ ς' αυτϐ το ςτϊδιο γύνονται οι τελικϋσ αλλαγϋσ —ςυνόθωσ μικρϋσ αλλϊ ςυχνϊ κρύςιμεσ— και ςχηματύζεται η τελικό εικϐνα». Σον κούταξα ςαν χαμϋνοσ και, ϐταν μύληςα, η φωνό μου όταν εντελϔσ ϊτονη. «Εςϑ με καταςκεϑαςεσ, ϋτςι δεν εύναι;» Ϊγνεψε καταφατικϊ, δεύχνοντασ παρϊξενα ντροπιαςμϋνοσ, λεσ και όταν βρϐμικο αυτϐ που εύχε κϊνει. «Πϐτε;» Μου ξϋφυγε ϋνα παρϊξενο, βραχνϐ γελϊκι. «Ϋ μόπωσ δεν εύναι αυτό η ςωςτό ερϔτηςη;» «Δεν ξϋρω αν εύναι ό ϐχι, αλλϊ υποθϋτω ϐτι κϊθε ςυγγραφϋασ θα ςου απαντοϑςε περύπου το ύδιο. Δεν ϋγινε μονομιϊσ —γι' αυτϐ, τουλϊχιςτον, εύμαι ςύγουροσ. Εύναι μια εξελιςςϐμενη διαδικαςύα. Πρωτοεμφανύςτηκεσ ςτην Κϐκκινη Πϐλη, ϋνα βιβλύο που ϋγραψα το 1977, αλλϊ ϋχεισ αλλϊξει πολϑ απϐ τϐτε». 1977, ςκϋφτηκα. Ϊτοσ επιςτημονικόσ φανταςύασ. Δεν όθελα να πιςτϋψω ϐτι μου ςυνϋβαινε αυτϐ, όθελα να πιςτϋψω πωσ όταν απλϔσ ϋνα ϐνειρο. Κατϊ περύεργο τρϐπο, αυτϐ που μ' εμπϐδιζε όταν η μυρωδιϊ τησ κολϐνιασ του -εκεύνη η γνϔριμη μυρωδιϊ που δεν εύχα ξαναμυρύςει ποτϋ ςτη ζωό μου. Πϔσ θα μποροϑςα, ϊλλωςτε; Η κολϐνια όταν Ωραμισ, μια μϊρκα εξύςου ϊγνωςτη με την Σοςύμπα. Ο Λϊντρι ςυνϋχιςε. 929
«την πορεύα ϋγινεσ πολϑ πιο ςϑνθετοσ και ενδιαφϋρων. Ϋςουν πολϑ μονοδιϊςτατοσ αρχικϊ». Ϊβηξε για να καθαρύςει το λαιμϐ του και χαμογϋλαςε ντροπαλϊ, χαμηλϔνοντασ το βλϋμμα. «κοτύςτηκα!» Μϐρφαςε απϐ το θυμϐ που διϋκρινε ςτη φωνό μου, αλλϊ ςόκωςε το κεφϊλι του και με κούταξε ξανϊ. «Σο τελευταύο βιβλύο ςου όταν το αν Ϊκπτωτοσ Ωγγελοσ. Σο ξεκύνηςα το 1990, αλλϊ μου πόρε ωσ το 1993 να το τελειϔςω. Εύχα κϊποια προβλόματα ς' αυτϐ το διϊςτημα. Η ζωό μου όταν... ενδιαφϋρουςα». Ϊδωςε ςτη λϋξη ϋναν πικρϐ, ςκληρϐ τϐνο. «Οι ςυγγραφεύσ δε βγϊζουν τον καλϑτερο εαυτϐ τουσ κατϊ τη διϊρκεια αυτϔν των καιρϔν, Κλϊιντ. ε διαβεβαιϔνω». Πρϐςεξα πϔσ κρεμοϑςαν πϊνω του εκεύνα τα γελούα ροϑχα που φοροϑςε κι ϋκρινα πωσ μϊλλον ϋλεγε αλόθεια. «άςωσ γι' αυτϐ τα ϋκανεσ θϊλαςςα ςτο τελευταύο ςου ϋργο», εύπα. «Αυτϐ με το λαχεύο και τισ ςαρϊντα χιλιϊδεσ δολϊρια όταν μεγϊλη κοτςϊνα. Πϋρα απϐ τα νϐτια ςϑνορα πληρϔνουν ςε πϋςοσ». «Αυτϐ το όξερα», μου απϊντηςε όρεμα. «Δε θϋλω να πω ϐτι δεν κϊνω ποϑ και ποϑ γκϊφεσ —ϊνθρωποσ εύμαι, ϐςο κι αν φαύνομαι θεϐσ ςτο δικϐ ςου κϐςμο- αλλϊ ϐταν κϊνω γκϊφεσ, εςϑ και οι ϊλλοι όρωεσ δεν το καταλαβαύνετε ποτϋ, Κλϊιντ, γιατύ τα λϊθη και οι παραλεύψεισ μου εύναι μϋροσ τησ δικόσ ςασ αλόθειασ. ήχι, ο Πιϐρια ϋλεγε ψϋματα. Σο όξερα και όθελα να το καταλϊβεισ κι εςϑ». «Γιατύ;» Αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Μου φϊνηκε αμόχανοσ και λύγο ντροπιαςμϋνοσ. «Για να ςε προετοιμϊςω κϊπωσ για τον ερχομϐ μου, ύςωσ. Ωρχιςα με τουσ Ντϋμικ και ςυνϋχιςα. Δεν όθελα να ςε τρομϊξω περιςςϐτερο απ' ϐςο χρειαζϐταν». Κϊθε ιδιωτικϐσ ντετϋκτιβ τησ προκοπόσ μπορεύ να καταλϊβει πϐτε ο ϊνθρωποσ που κϊθεται ςτην καρϋκλα του πελϊτη λϋει ψϋματα και πϐτε αλόθεια. Σο να καταλϊβει, ϐμωσ, 930
πϐτε ο πελϊτησ λϋει μεν την αλόθεια, αλλϊ παραλεύπει ςκϐπιμα κϊποιεσ λεπτομϋρειεσ εύναι ςπϊνιο ταλϋντο και αμφιβϊλλω αν ακϐμα και οι μεγαλοφυύεσ του ςιναφιοϑ μασ το αντιλαμβϊνονται κϊθε φορϊ που ςυμβαύνει. Μπορεύ εγϔ να το αντιλαμβανϐμουν τϔρα, επειδό τα εγκεφαλικϊ μου κϑματα όταν ςυντονιςμϋνα μ' εκεύνα του Λϊντρι. Γεγονϐσ εύναι ϐτι το αντιλαμβανϐμουν. Μου ϋκρυβε πρϊγματα. Σο ερϔτημα όταν αν ϋπρεπε να τον ξεμπροςτιϊςω ό ϐχι . Αυτϐ που με ςταμϊτηςε όταν μια ξαφνικό, τρομερό διαύςθηςη που ξεφϑτρωςε απϐ το πουθενϊ, ςαν φϊνταςμα που βγαύνει απϐ τον τούχο ενϐσ ςτοιχειωμϋνου ςπιτιοϑ. Εύχε να κϊνει με τουσ Ντϋμικ. Ο λϐγοσ που όταν τϐςο όςυχοι την περαςμϋνη νϑχτα όταν απλϐσ: οι νεκρού δεν καβγαδύζουν. Εύναι ϋνασ απϐ τουσ κανϐνεσ —ςαν αυτϐν που λϋει ϐτι τα ςκατϊ πϊνε ςτον υπϐνομο— που μπορεύσ να ακολουθόςεισ ςτα τυφλϊ. Απϐ την πρϔτη ςτιγμό που τουσ γνϔριςα διαιςθϊνθηκα ϐτι υπόρχε κϊτι βϊρβαρο πύςω απϐ το αριςτοκρατικϐ παρουςιαςτικϐ του Σζορτζ Ντϋμικ κι ϐτι πύςω απϐ το ϐμορφο πρϐςωπο και τα εκλεπτυςμϋνα φερςύματα τησ Γκλϐρια ύςωσ καραδοκοϑςε ϋνα παλιοθόλυκο με ςουβλερϊ νϑχια. Παραόταν καλού για να εύναι αληθινού, αν καταλαβαύνετε τι εννοϔ. Και τϔρα, όμουν ςύγουροσ ϐτι ο Σζορτζ εύχε ςαλτϊρει τελικϊ και εύχε ςκοτϔςει τη γυναύκα του... μϊλλον και το ουαλϋζικο κυνηγϐςκυλο τουσ. Η Γκλϐρια μπορεύ να καθϐταν τϔρα ςτερεωμϋνη ςτη γωνύα του μπϊνιου ανϊμεςα ςτην ντουςιϋρα και ςτη λεκϊνη, με το πρϐςωπο τησ μαϑρο, τα μϊτια τησ γουρλωμϋνα ςαν δυο παλιοϑσ βϐλουσ, τη γλϔςςα τησ να προβϊλλει ανϊμεςα απϐ τα μελανιαςμϋνα χεύλη τησ. τα γϐνατα τησ ακουμποϑςε ϊψυχο το κεφϊλι του ςκϑλου, με μια ςυρμϊτινη κρεμϊςτρα ςτριμμϋνη γϑρω απϐ το λαιμϐ του και το διαπεραςτικϐ του γϊβγιςμα να ϋχει κοπεύ για πϊντα. Κι ο Σζορτζ; 931
Νεκρϐσ ςτο κρεβϊτι του, με το μπουκαλϊκι με τα Βερονϊλ τησ Γκλϐρια -ϊδειο τϔρα— πϊνω ςτο κομοδύνο, δύπλα του. Σϋρμα τα πϊρτι, τϋρμα οι τρελού χορού ςτο Αλ Αρύφ, τϋρμα οι ανϐητεσ υποθϋςεισ φϐνων τησ υψηλόσ κοινωνύασ ςτο Παλμ Ντϋζερτ ό ςτο Μπϋβερλι Γκλεν. Σϔρα οι Ντϋμικ πϊγωναν, τραβοϑςαν τισ μϑγεσ κι ϋχαναν ςιγϊ ςιγϊ το μοντϋρνο μαϑριςμα που εύχαν αποκτόςει δύπλα ςε πιςύνεσ. Ο Σζορτζ και η Γκλϐρια Ντϋμικ εύχαν πεθϊνει μϋςα ςτο μηχϊνημα αυτοϑ του ανθρϔπου. Εύχαν πεθϊνει μϋςα ςτο μυαλϐ του. «Δεν τα κατϊφερεσ τελικϊ να μη με τρομϊξεισ», του εύπα κι αμϋςωσ αναρωτόθηκα αν όταν δυνατϐν να γύνει κϊτι τϋτοιο. κεφτεύτε αυτϐ: Πϔσ προετοιμϊζει κανεύσ ϋναν ϊνθρωπο ν' αντικρύςει το θεϐ; Πϊω ςτούχημα πωσ ακϐμη και ο Μωυςόσ τα ϋκανε πϊνω του ϐταν εύδε τη βϊτο να παύρνει φωτιϊ, πϐςο μϊλλον εγϔ, ϋνασ αςόμαντοσ ντετϋκτιβ που χρεϔνω ςαρϊντα δολϊρια την ϔρα ςυν τα ϋξοδα. «Σο αν Ϊκπτωτοσ Ωγγελοσ όταν η υπϐθεςη τησ Μϋιβισ Γουϋλντ», μου εύπε ο Λϊντρι. «Σο ϐνομα Μϋιβισ Γουϋλντ εύναι απϐ ϋνα μυθιςτϐρημα με τύτλο Η Μικρό Αδερφό. Σου Ρϋιμοντ Σςϊντλερ». Με κούταξε, με μια ϋκφραςη που όταν κρϊμα αναςφϊλειασ και ενοχόσ. «Εύναι κϊτι ςαν φϐροσ τιμόσ». «Μπρϊβο ςου», εύπα, «αλλϊ το ϐνομα δε μου λϋει τύποτα». «Υυςικϊ. τον κϐςμο ςου —δηλαδό, ςτη δικό μου εκδοχό του Λοσ Ωντζελεσ— ο Σςϊντλερ δεν υπόρξε ποτϋ. Παρ' ϐλα αυτϊ, ϋχω χρηςιμοποιόςει ϋνα ςωρϐ ονϐματα απϐ τα βιβλύα του ςτα δικϊ μου. Κτύριο Υουλγουϊιντερ λϋγεται το κτύριο ϐπου ϋχει το γραφεύο του ο Υύλιπ Μϊρλοου, ο ντετϋκτιβ του Σςϊντλερ. Ο Βϋρνον Κλαιν... ο Πιϐρια μιθ... και ο Κλϊιντ Γιοϑμνι, φυςικϊ. Ϊτςι λεγϐταν ο δικηγϐροσ ςτο Πλϋιμπακ». «Κι αυτϊ τα αποκαλεύσ φϐρο τιμόσ;» «Ακριβϔσ». 932
«ή,τι πεισ, αν κι εμϋνα μου φαύνεται ςαν φανταχτερϐσ ϐροσ για την αντιγραφό». Αιςθανϐμουν περύεργα ςτην ιδϋα ϐτι το ϐνομα μου το εύχε ςκαρφιςτεύ ϋνασ ϊνθρωποσ που δεν τον εύχα ακοϑςει ποτϋ μου, ς' ϋναν κϐςμο που δεν εύχα ποτϋ φανταςτεύ. Ο Λϊντρι εύχε την ευπρϋπεια να κοκκινύςει, αλλϊ δε χαμόλωςε το βλϋμμα του. «Εντϊξει· ύςωσ αντϋγραφα μερικϊ πρϊγματα. άςωσ υιοθϋτηςα και το ςτυλ του Σςϊντλερ, αλλϊ δεν εύμαι ο πρϔτοσ. Σο ϋκανε και ο Ροσ Μακντϐναλντ ςτισ δεκαετύεσ του πενόντα και του εξόντα, ο Ρϐμπερτ Πϊρκερ ςτισ δεκαετύεσ εβδομόντα και ογδϐντα και οι κριτικού τουσ ςτεφϊνωςαν και τουσ δυο με δϊφνεσ. Εξϊλλου, και ο Σςϊντλερ ϋχει πϊρει ςτοιχεύα απϐ τον Φϊμετ και τον Φϋμινγουεώ, για να μην αναφϋρουμε ϐλουσ τουσ ϊςημουσ ςυγγραφεύσ ςαν... » όκωςα το χϋρι μου. «Ασ αφόςουμε το μϊθημα λογοτεχνύασ κι ασ πιϊςουμε την ουςύα. Εύναι τρελϐ αυτϐ που λεσ... » Σα μϊτια μου ςτϊθηκαν ςτο πορτραύτο του Ροϑςβελτ, μετϊ ςτο ςτυπϐχαρτο και τϋλοσ ςτο κουραςμϋνο πρϐςωπο του ϊντρα που καθϐταν απϋναντύ μου. «...αλλϊ ασ ποϑμε πωσ το πιςτεϑω. Σι γυρεϑεισ εδϔ; Γιατύ όρθεσ;» Μϐνο που το όξερα όδη αυτϐ. Ντετϋκτιβ εύμαι ςτο κϊτω κϊτω, αλλϊ η απϊντηςη ς' αυτϐ το ερϔτημα όρθε απϐ την καρδιϊ κι ϐχι απϐ τη λογικό μου. «Ϋρθα για ςϋνα». «Για μϋνα;» «Δυςτυχϔσ, ναι, Κλϊιντ. Υοβϊμαι πωσ θα πρϋπει ν' αρχύςεισ να ςκϋφτεςαι τη ζωό ςου μ' ϋναν τελεύωσ διαφορετικϐ τρϐπο. αν... ασ ποϑμε... ϋνα ζευγϊρι παποϑτςια. Σα βγϊζεισ εςϑ και τα φορϊω εγϔ. Και μϐλισ δϋςω τα κορδϐνια, θα φϑγω». Υυςικϊ. Και βϋβαια θα ϋφευγε. Ξαφνικϊ, κατϊλαβα τι ϋπρεπε να κϊνω... το μϐνο πρϊγμα που μποροϑςα να κϊνω. Να τον ξεπαςτρϋψω. 933
Ωφηςα ϋνα πλατϑ χαμϐγελο ν' απλωθεύ ςτο πρϐςωπο μου. Ϊνα χαμϐγελο του εύδουσ πεσ-μου-κι-ϊλλα. Σαυτϐχρονα, μϊζεψα τα πϐδια μου ςε θϋςη ετοιμϐτητασ, για να του ορμόςω πηδϔντασ πϊνω απϐ το γραφεύο. Μϐνο ϋνασ απϐ τουσ δυο μασ μποροϑςε να βγει ζωντανϐσ απϐ κει μϋςα και ςκϐπευα να εύμαι εγϔ αυτϐσ. «Αλόθεια;» εύπα. «Υανταςτικϐ! Και τι θα γύνω εγϔ, ϊμι; Σι θα ςυμβεύ ςτον ντετϋκτιβ που θ' απομεύνει χωρύσ παποϑτςια; τον Κλϊιντ...» Γιοϑμνι. Σο επύθετο μου θα όταν η τελευταύα λϋξη, η τελευταύα που θα ϊκουγε ςτη ζωό του αυτϐσ ο παρεύςακτοσ, αυτϐσ ο κλϋφτησ. Ση ςτιγμό που θα την ξεςτϐμιζα ςκϐπευα να του ορμόςω. Σο πρϐβλημα όταν ϐτι η τηλεπϊθεια λειτουργοϑςε αμφύδρομα. Εύδα μια φευγαλϋα λϊμψη τρϐμου ςτα μϊτια του κι αμϋςωσ μετϊ τα ςφϊλιςε κι ϋςφιξε τα χεύλη του ςαν ν' αυτοςυγκεντρωνϐταν. Δεν ϊγγιξε καν την περύεργη γραφομηχανό του. Μϊλλον εύχε καταλϊβει πωσ δεν προλϊβαινε. «"Οι αποκαλϑψεισ του με χτϑπηςαν ςαν ιςχυρϐ ναρκωτικϐ"», εύπε, μιλϔντασ αργϊ, με ςτϐμφο, ςαν να απόγγελλε απϐ μνόμησ. «"ήλη η δϑναμη ςτϋρεψε απϐ το κορμύ μου, αιςθϊνθηκα τουσ μυσ μου να ατονοϑν, τα πϐδια μου να γύνονται ςαν βραςμϋνα μακαρϐνια. Σο μϐνο που μπϐρεςα να κϊνω όταν να γεύρω πύςω ςτην καρϋκλα μου και να τον κοιτϊζω"». Σο μϐνο που μπϐρεςα να κϊνω όταν να γεύρω πύςω ςτην καρϋκλα μου και να τον κοιτϊξω. «Δεν εύναι πολϑ καλϐ», πρϐςθεςε απολογητικϊ, «αλλϊ η γρόγορη ςυγγραφό ποτϋ δεν όταν το ςτοιχεύο μου». «Ωτιμε», εύπα αδϑναμα. «Κϊθαρμα». «Ναι, μϊλλον εύμαι». «Γιατύ το κϊνεισ αυτϐ; Γιατύ μου κλϋβεισ τη ζωό μου;» Σα μϊτια του ϊςτραψαν απϐ θυμϐ τϐτε. «Ση ζωό ςου; 934
Δεν εύναι ϋτςι τα πρϊγματα, Κλϊιντ, κι ασ μη θϋλεισ να το παραδεχτεύσ. Δεν εύναι δικό ςου αυτό η ζωό. Εγϔ ςε ϋπλαςα μια βροχερό μϋρα του Γενϊρη το 1977 και ςυνεχύζω μϋχρι ςόμερα. Εγϔ ςου ϋδωςα ζωό κι αν θϋλω ςου την παύρνω πύςω». «Υοβερό γενναιοφροςϑνη!» ςϊρκαςα. «Αλλϊ αν κατϋβαινε ο θεϐσ αυτό τη ςτιγμό κι ϊρχιζε να ςου ξηλϔνει εςϋνα τη ζωό ςου ςαν να όταν ραφό ςε παλιϐ πουκϊμιςο, ύςωσ μποροϑςεσ να εκτιμόςεισ καλϑτερα τη δικό μου ϊποψη». «Εντϊξει, ϋχεισ κϊποιο δύκιο», παραδϋχτηκε. «ήμωσ, τι νϐημα ϋχει να διαφωνεύσ; Σο να κοντρϊρεςαι με τον εαυτϐ ςου εύναι ςαν να παύζεισ ςκϊκι μϐνοσ ςου —κϊθε τύμιο παιχνύδι καταλόγει ςε ιςοπαλύα. Ασ ποϑμε ϐτι το κϊνω επειδό μπορϔ». Ξαφνικϊ αιςθϊνθηκα πολϑ πιο όρεμοσ. Ϋταν μια τακτικό δοκιμαςμϋνη. ήταν ο αντύπαλοσ ϋχει το πϊνω χϋρι, τον κϊνεισ ν' αρχύςει να μιλϊει και να ςυνεχύςει να μιλϊει. Εύχε πιϊςει ςτην περύπτωςη τησ Μϋιβισ Γουϋλντ, θα ϋπιανε και τϔρα. ου λϋνε πρϊγματα ϐπωσ: τϔρα πια δεν πειρϊζει να μϊθεισ ϐτι... ό. Εδϔ που φτϊςαμε, μπορϔ να ςου πω... Η εκδοχό τησ Μϋιβισ όταν τελεύωσ εκλεπτυςμϋνη: θϋλω να ξϋρεισ, Γιοϑμνι. θϋλω να πϊρεισ μαζύ ςου την αλόθεια ςτην κϐλαςη. Να ϋχεισ κϊτι να λεσ ςτο διϊβολο ϐταν θα πύνετε το καφεδϊκι ςασ. Πρϊγματι, δεν εύχε καμιϊ ςημαςύα τι ϋλεγαν. Η ουςύα εύναι πωσ ϐςο μιλοϑςαν, δεν πυροβολοϑςαν. Ν' αρχύςουν να μιλϊνε, αυτϐ όταν το κϐλπο. Να τουσ κϊνεισ να ςου μιλόςουν και να εϑχεςαι να εμφανιςτεύ κϊποια ςτιγμό το ιππικϐ. «Σο ερϔτημα εύναι γιατύ θϋλεισ», εύπα. «Δεν πρϋπει να εύναι κϊτι ςυνηθιςμϋνο, ςωςτϊ; θϋλω να πω, εςεύσ οι ςυγγραφεύσ δεν εύςτε γενικϊ ευχαριςτημϋνοι απϐ τη δουλειϊ ςασ και τη ζωό ςασ;» «Προςπαθεύσ να με κϊνεισ να ςου μιλόςω, Κλϊιντ. Αυτϐ δεν κϊνεισ;» 935
Σα λϐγια του με χτϑπηςαν ςαν γροθιϊ ςτο ςτομϊχι, αλλϊ η μϐνη μου επιλογό όταν να παύξω και το τελευταύο μου χαρτύ. Φαμογϋλαςα ψυχρϊ κι αναςόκωςα τουσ ϔμουσ μου. «Μπορεύ. Μπορεύ και ϐχι. Πϊντωσ, θα όθελα να ξϋρω». Και το αςτεύο εύναι ϐτι δεν ϋλεγα ψϋματα. Αυτϐσ ϋμεινε μερικϋσ ςτιγμϋσ αναποφϊςιςτοσ. ίςτερα, ϋςκυψε, ϊγγιξε τα πλόκτρα μϋςα ς' εκεύνο το παρϊξενο πλαςτικϐ βαλιτςϊκι (ϋνιωςα κρϊμπεσ ςτα πϐδια, ςτο ςτόθοσ και ςτο ςτομϊχι μου καθϔσ το ϋκανε) και τελικϊ ςόκωςε πϊλι το κεφϊλι του προσ το μϋροσ μου. «Σϔρα πια δεν πειρϊζει να μϊθεισ», εύπε. «Δεν πρϐκειται να με βλϊψεισ ςε τύποτε». «Κϊθε ϊλλο», εύπα. «Εύςαι ξϑπνιο παιδύ, Κλϊιντ, κι ϋχεισ απϐλυτο δύκιο. Οι ςυγγραφεύσ ςπϊνια εμβαθϑνουν τϐςο πολϑ ςτα ϐςα ϋχουν γρϊψει και, ϐταν το κϊνουν, νομύζω ϐτι ςυμβαύνει αποκλειςτικϊ ςτο μυαλϐ τουσ, ενϔ το ςϔμα τουσ φυτοζωεύ ςε κϊποιο ϊςυλο φρενοβλαβϔν. Οι περιςςϐτεροι απϐ μασ περιοριζϐμαςτε ςτο να εύμαςτε τουρύςτεσ ςτη χϔρα τησ φανταςύασ μασ. Μ' εμϋνα, πϊντωσ, αυτϐ ςυνϋβαινε. Δεν εύμαι γρόγοροσ —η ςυγγραφό όταν ανϋκαθεν ο εφιϊλτησ μου— αλλϊ ϋχω γρϊψει πϋντε μυθιςτορόματα με όρωα τον Κλϊιντ Γιοϑμνι μϋςα ςε δϋκα χρϐνια, το ϋνα πιο επιτυχημϋνο απϐ το ϊλλο. Σο 1983 ϊφηςα τη δουλειϊ μου —όμουν διευθυντόσ ςε ϋνα επαρχιακϐ υποκατϊςτημα μιασ μεγϊλησ αςφαλιςτικόσ εταιρεύασ- κι αφιερϔθηκα αποκλειςτικϊ ςτη ςυγγραφό. Εύχα μια γυναύκα που την αγαποϑςα κι ϋνα αγορϊκι που όταν για μϋνα ο όλιοσ μου και το φεγγϊρι μου και πύςτευα ϐτι η ζωό δεν μποροϑςε να γύνει καλϑτερη». Βολεϑτηκε καλϑτερα ςτην πολυθρϐνα που εύχα για τουσ πελϊτεσ, μετακύνηςε το χϋρι του και εύδα ϐτι το κϊψιμο που εύχε αφόςει το τςιγϊρο τησ Ωρντισ Μαγκύλ ςτο μπρϊτςο τησ πολυθρϐνασ εύχε εξαφανιςτεύ κι αυτϐ. Γϋλαςε πικρϊ και παγερϊ. 936
«Και εύχα δύκιο», εύπε. «Η ζωό δεν μποροϑςε να γύνει καλϑτερη, αλλϊ μποροϑςε να γύνει πολϑ χειρϐτερη. Σρεισ μόνεσ αφϐτου ξεκύνηςα το αν Ϊκπτωτοσ Ωγγελοσ, ο Ντϊνι, το αγορϊκι μου, ϋπεςε απϐ την κοϑνια ςτο πϊρκο κι ϊνοιξε το κεφϊλι του». Ϊνα φευγαλϋο χαμϐγελο, πικρϐ και ψυχρϐ ϐςο και το γϋλιο νωρύτερα, πϋραςε κι ϋφυγε γοργϊ απϐ το πρϐςωπϐ του ςαν ςκιϊ θανϊτου. «Ϊχανε πολϑ αύμα —ϋχεισ δει αρκετϋσ πληγϋσ ςτο κεφϊλι και ξϋρεισ πϔσ εύναι. Η Λύντα, η γυναύκα μου, τρελϊθηκε απϐ το φϐβο τησ, αλλϊ οι γιατρού όταν ικανού και τελικϊ δεν όταν παρϊ μια απλό διϊςειςη. Ϊραψαν το τραϑμα κι ϋκαναν ςτο παιδύ μετϊγγιςη μιςϐ λύτρο αύμα για να αναπληρϔςουν αυτϐ που εύχε χϊςει. άςωσ δεν όταν απαραύτητο κι αυτϐ εύναι που με τρελαύνει. Γιατύ το πραγματικϐ πρϐβλημα δεν όταν το χτϑπημα ςτο κεφϊλι του, βλϋπεισ, αλλϊ εκεύνο το μιςϐ λύτρο αύμα. Ϋταν μολυςμϋνο απϐ AIDS». Σι εύναι πϊλι αυτϐ;» «Κϊτι που πρϋπει να ευλογεύσ το θεϐ που δεν το ξϋρεισ», απϊντηςε ο Λϊντρι. «Δεν υπϊρχει ςτην εποχό ςου, Κλϊιντ. θα εμφανιςτεύ κϊπου ςτα μϋςα τησ δεκαετύασ του εβδομόντα. αν την κολϐνια Ωραμισ». «Και τι ςου κϊνει;» «Κατατρϔει το ανοςοποιητικϐ ςϑςτημα, που τελικϊ καταρρϋει. Σϐτε, κϊθε μικρϐβιο και κϊθε αρρϔςτια που κυκλοφορεύ, απϐ μαγουλϊδεσ μϋχρι καρκύνο, βρύςκει την πϐρτα ανοιχτό, ορμϊει μϋςα και ςτόνει γλϋντι τρικοϑβερτο». «Φριςτϐσ και Παναγύα!» Σο χαμϐγελο ξαναφϊνηκε και ξαναχϊθηκε. «To AIDS εύναι αςθϋνεια που μεταδύδεται κυρύωσ με το ςεξ, αλλϊ ποϑ και ποϑ εμφανύζεται και ςτισ τρϊπεζεσ αύματοσ, θα μποροϑςεσ να πεισ 937
ϐτι το αγϐρι μου κϋρδιςε τον πρϔτο αριθμϐ ςτη λοτερύα τησ ατυχύασ». «Λυπϊμαι», εύπα και, παρ' ϐλο που με τρομοκρατοϑςε αυτϐσ ο ϊνθρωποσ με το κουραςμϋνο πρϐςωπο, το εννοοϑςα. Να χϊςεισ παιδύ απϐ τϋτοια αιτύα... υπόρχε τύποτα χειρϐτερο; Θα υπόρχε οπωςδόποτε —πϊντα υπϊρχει κϊτι χειρϐτερο— αλλϊ ϋπρεπε να ςκεφτεύσ πολϑ για να το βρεισ. «Ευχαριςτϔ», μου εύπε. «Ευχαριςτϔ, Κλϊιντ. Σο μϐνο καλϐ όταν ϐτι ϋφυγε γρόγορα. Ϊπεςε απϐ την κοϑνια το Μϊιο. Σα πρϔτα μελανϔματα —το ςϊρκωμα Καπϐζι— εμφανύςτηκαν λύγο πριν απϐ τα γενϋθλια του, το επτϋμβρη. Πϋθανε ςτισ 18 Μαρτύου του 1991. Μπορεύ να μην ταλαιπωρόθηκε ϐςο ϊλλοι, αλλϊ υπϋφερε. Ναι, υπϋφερε το αγϐρι μου». Δεν εύχα την παραμικρό ιδϋα για το τι μπορεύ να όταν το ςϊρκωμα Καπϐζι, αλλϊ αποφϊςιςα να μη ρωτόςω. Ϋδη όξερα περιςςϐτερα απ' ϐςα όθελα. «άςωσ τϔρα μπορεύσ να καταλϊβεισ γιατύ καθυςτϋρηςα να γρϊψω το βιβλύο ςου. Καταλαβαύνεισ, Κλϊιντ;» Ϊγνεψα καταφατικϊ. «υνϋχιςα, ϐμωσ. Κυρύωσ, επειδό πιςτεϑω ϐτι η φανταςύα εύναι μεγϊλο γιατρικϐ. άςωσ εύμαι αναγκαςμϋνοσ να το πιςτεϑω. Προςπϊθηςα να ςυνεχύςω τη ζωό μου, αλλϊ τα πρϊγματα πόγαιναν ϐλο και πιο ςτραβϊ. Ϊνιωθα ςαν να όταν αυτϐ το βιβλύο κϊτι γρουςοϑζικο που απειλοϑςε να με μεταμορφϔςει ςε ςϑγχρονο Ιϔβ. Μετϊ το θϊνατο του Ντϊνι, η γυναύκα μου ϋπαθε κατϊθλιψη. Ϋμουν τϐςο ανόςυχοσ γι' αυτό, που δεν ϋδωςα ςημαςύα ςτισ κοκκινύλεσ που ϋβγαλα ςτα πϐδια, ςτο ςτομϊχι και ςτο ςτόθοσ μου. Οϑτε ςτη φαγοϑρα. Ϋξερα ϐτι δεν όταν AIDS κι αυτϐ μου αρκοϑςε. ήμωσ, ϐςο περνοϑςε ο καιρϐσ, το πρϊγμα χειροτϋρευε... Ϊχεισ πϊθει ποτϋ ϋρπη ζωςτόρα, Κλϊιντ;»
938
Πριν προλϊβω να του απαντόςω ϐχι, γϋλαςε δυνατϊ και χτϑπηςε το κοϑτελο του με την παλϊμη του, ςαν να ϋλεγε: Μα τι βλϊκασ που εύμαι! «ήχι βϋβαια», ςυνϋχιςε. «Εςϑ δεν εύχεσ ποτϋ οϑτε πονοκϋφαλο. Ερπησ ζωςτόρα, φύλε μου, ντετϋκτιβ, εύναι ϋνα αςτεύο ϐνομα για μια φοβερό, χρϐνια πϊθηςη. τη δικό μου εκδοχό του Λοσ Ωντζελεσ υπϊρχουν αρκετϊ πολϑ καλϊ φϊρμακα που ανακουφύζουν απϐ τα ςυμπτϔματα, αλλϊ εμϋνα δε με βοόθηςαν ιδιαύτερα. τα τϋλη του 1991 όμουν ςε ϊθλια κατϊςταςη. Απϐ τη μια όταν μια γενικϐτερη κατϊθλιψη που εύχα εξαιτύασ του θανϊτου του Ντϊνι κι απϐ την ϊλλη όταν ο πϐνοσ και η φαγοϑρα. Πϔσ θα ςου φαινϐταν ϋνασ τύτλοσ μυθιςτορόματοσ με θϋμα τα βϊςανα ενϐσ ςυγγραφϋα; Ο Πϐνοσ και η Υαγοϑρα. Καλϐ, ε;» Γϋλαςε· όταν ϋνα ςκληρϐ, ςχεδϐν τρελϐ γϋλιο. «ή,τι πεισ εςϑ, αμ». «Λϋω ϐτι όταν μια θητεύα ςτην κϐλαςη. Υυςικϊ, τϔρα εύναι εϑκολο ν' αςτειεϑομαι, αλλϊ εκεύνη τη χρονιϊ, κοντϊ ςτα Φριςτοϑγεννα, κοιμϐμουν τρεισ ϔρεσ κϊθε βρϊδυ το πολϑ και υπόρχαν μϋρεσ που νϐμιζα πωσ το δϋρμα μου θα ξεκολλοϑςε απϐ το κορμύ μου. άςωσ γι' αυτϐ δεν κατϊλαβα τι γινϐταν με τη Λύντα». Δεν όξερα, δεν όταν δυνατϐν να ξϋρω... κι ϐμωσ όξερα. «Αυτοκτϐνηςε», εύπα. «Σο Μϊρτιο του 1992, ςτην επϋτειο του θανϊτου του Ντανιϋλ. Πϊνε δυϐμιςι χρϐνια απϐ τϐτε». Ϊνα μοναδικϐ δϊκρυ κϑληςε ςτο ζαρωμϋνο, πρϐωρα γεραςμϋνο μϊγουλο του. κϋφτηκα ϐτι εύχε γερϊςει πολϑ γρόγορα, ςε πολϑ λύγο χρϐνο. Ϋταν τρομερϐ· εννοϔ, η διαπύςτωςη ϐτι με εύχε πλϊςει ϋνασ τϐςο δευτεροκλαςϊτοσ θεϐσ, αλλϊ εξηγοϑςε πολλϊ. Σα ελαττϔματα μου, κατ' αρχόν. 939
«Αρκετϊ», εύπε ο Λϊντρι με φωνό που την ϋπνιγαν ο θυμϐσ και τα δϊκρυα. «το ψητϐ τϔρα, ϐπωσ θα ϋλεγεσ κι εςϑ. Επύ τησ ουςύασ, λϋμε ςτην εποχό μου, αλλϊ δεν ϋχει διαφορϊ. Η ουςύα εύναι ϐτι το τϋλειωςα το βιβλύο. Ση μϋρα που βρόκα τη Λύντα νεκρό ςτο κρεβϊτι μασ -ϋτςι ϐπωσ θα βρει αργϐτερα ςόμερα η αςτυνομύα την Γκλϐρια Ντϋμικ— εύχα γρϊψει εκατϐν ενενόντα ςελύδεσ κεύμενο, πρϔτο χϋρι. Εύχα φτϊςει εκεύ που ψαρεϑεισ τον αδερφϐ τησ Μϋιβισ απϐ τη λύμνη Σϊχο. Σρεισ μϋρεσ αργϐτερα επϋςτρεψα ςπύτι απϐ την κηδεύα, ϊναψα τον υπολογιςτό και ξεκύνηςα τη ςελύδα εκατϐν ενενόντα ϋνα. ε ςοκϊρει αυτϐ;» «ήχι», απϊντηςα. κϋφτηκα να τον ρωτόςω τι εύναι ο υπολογιςτόσ και ϑςτερα ϋκρινα ϐτι δε χρειαζϐταν. Σο μαραφϋτι που εύχε ςτα γϐνατα του πρϋπει να όταν ϋνασ τϋτοιοσ. «Ανόκεισ ςτη μειοψηφύα», εύπε ο Λϊντρι. «Η ςτϊςη μου ςϐκαρε τουσ ελϊχιςτουσ φύλουσ που μου εύχαν απομεύνει, τουσ ϊφηςε ϊναυδουσ. Οι ςυγγενεύσ τησ Λύντα με χαρακτόριςαν γουροϑνι. Δεν εύχα το κουρϊγιο να τουσ εξηγόςω ϐτι προςπαθοϑςα να ςϔςω τον εαυτϐ μου. Ασ πϊνε ςτα κομμϊτια, ϐπωσ θα ϋλεγε και ο Πιϐρια. Αρπϊχτηκα απϐ το βιβλύο μου ϋτςι ϐπωσ πιϊνεται ο ναυαγϐσ απϐ τη ςανύδα. Αρπϊχτηκα απϐ ςϋνα, Κλϊιντ. Ο ϋρπησ μου όταν ακϐμα ςε ϋξαρςη κι αυτϐ με καθυςτεροϑςε. Απϐ μια ϊποψη, με κρατοϑςε ϋξω, αλλιϔσ θα εύχα ϋρθει εδϔ νωρύτερα. Δε με ςταμϊτηςε, ϐμωσ. Σελικϊ, ϊρχιςα να καλυτερεϑω —ςωματικϊ, τουλϊχιςτον— περύπου την ύδια εποχό που τϋλειωνα το βιβλύο. ήταν το τελεύωςα, ϐμωσ, με κυρύεψε κϊτι που υποθϋτω ϐτι όταν ϋνα εύδοσ κατϊθλιψησ. Ϊκανα την επιμϋλεια του βιβλύου ςε κατϊςταςη παραζϊλησ. Εύχα μια μϐνιμη αύςθηςη απϋραντησ θλύψησ... απϔλειασ...» Με κούταξε ςτα μϊτια και με ρϔτηςε: «Καταλαβαύνεισ τύποτε απ' ϐλα αυτϊ;» «Καταλαβαύνω», απϊντηςα. Κι ϋτςι όταν. Μ' ϋναν τελεύωσ τρελϐ τρϐπο, τον καταλϊβαινα. 940
«το ςπύτι υπόρχαν ϋνα ςωρϐ χϊπια», ςυνϋχιςε. «Η Λύντα κι εγϔ όμαςτε ςαν τουσ Ντϋμικ απϐ πολλϋσ απϐψεισ, Κλϊιντ. Πιςτεϑαμε ϐτι θα ζοϑςαμε καλϑτερα με χημικϊ μϋςα. Κϊνα δυο φορϋσ λύγο ϋλειψε να καταπιϔ δυο χοϑφτεσ χϊπια να τελειϔνω. Δεν το ςκεφτϐμουν ςαν αυτοκτονύα· το ϋβλεπα ςαν μϋςο να προλϊβω τη Λύντα και τον Ντϊνι. Να τουσ προλϊβω ϐςο όταν ακϐμη καιρϐσ». Ϊγνεψα καταφατικϊ. Σο ύδιο εύχα ςκεφτεύ κι εγϔ για την Ωρντισ Μαγκύλ ϐταν, τρεισ μϋρεσ αφϐτου αποχαιρετιςτόκαμε ςτο Μπλϐντισ, τη βρόκα ςε μια πνιγηρό ςοφύτα, με μια μικρό γαλϊζια τρϑπα ςτο μϋτωπο τησ. Μϐνο που, τελικϊ, αυτϐσ που τη ςκϐτωςε όταν ο ϊμιουελ Λϊντρι. Και βϋβαια αυτϐσ όταν. το δικϐ μου κϐςμο, ο ϊμιουελ Λϊντρι, αυτϐσ ο κουραςμϋνοσ ϊντρασ με το γελούο ντϑςιμο, ευθυνϐταν για ϐλα. Η ιδϋα θα ϋπρεπε να φαύνεται τρελό και όταν... με τη διαφορϊ ϐτι μου φαινϐταν ϐλο και πιο λογικό με κϊθε ςτιγμό που περνοϑςε. Διαπύςτωςα ϐτι εύχα δϑναμη μϐνο για να γυρύςω την καρϋκλα μου προσ το παρϊθυρο και να κοιτϊξω ϋξω. Αυτϐ που εύδα δε με εξϋπληξε διϐλου: η ϊνςετ Μποϑλεβαρντ κι ϐλα ϐςα την περιϋβαλλαν εύχαν ακινητοποιηθεύ. Αυτοκύνητα, λεωφορεύα, πεζού, ϐλα εύχαν πετρϔςει. Εκεύ ϋξω, ο κϐςμοσ όταν ϋνα φωτογραφικϐ ςτιγμιϐτυπο και γιατύ ϐχι; Σο δημιουργϐ του δεν τον ενδιϋφερε να ξαναζωντανϋψει αυτϐ τον κϐςμο προσ το παρϐν όταν ακϐμα βυθιςμϋνοσ ςτισ αναμνόςεισ και ςτον πϐνο του. Διϊβολε, όμουν τυχερϐσ που μποροϑςα ακϐμη ν' αναπνϋω. «Και τι ϋγινε μετϊ;» ρϔτηςα. «Πϔσ όρθεσ εδϔ, αμ; Μπορϔ να ςε λϋω ϋτςι; Δε ςε πειρϊζει, ε;» «ήχι, δε με πειρϊζει. Μϐνο που δεν μπορϔ να ςου δϔςω μια πλόρη απϊντηςη, γιατύ δεν ξϋρω οϑτε κι εγϔ πϔσ ακριβϔσ ϋγινε. Αυτϐ που ξϋρω ςύγουρα εύναι πωσ, ϐποτε ςκεφτϐμουν τα χϊπια, αμϋςωσ μετϊ ςκεφτϐμουν εςϋνα. Αυτϐ που ςκεφτϐμουν ακριβϔσ όταν το εξόσ: Ο Κλϊιντ Γιοϑμνι δε θα ϋκανε ποτϋ κϊτι 941
τϋτοιο και θα περιφρονοϑςε ϐποιον το ϋκανε. θα το αποκαλοϑςε διϋξοδο ενϐσ δειλοϑ». Σο ςκϋφτηκα, το βρόκα ςωςτϐ και ςυγκατϋνευςα. Για κϊποιον που αντιμετϔπιζε μια κακό, θανατηφϐρα αρρϔςτια — τον καρκύνο του Βϋρνον ό την παρϊξενη κατϊρα που ϋςτειλε ςτον τϊφο το παιδϊκι του δημιουργοϑ μου- θα ϋκανα μια εξαύρεςη, αλλϊ να πϊει κϊποιοσ να ςκοτωθεύ επειδό ϋχει ςτενοχϔριεσ; Ε, ϐχι! Αυτϊ εύναι αδερφύςτικα καμϔματα. «Και ϑςτερα ϋλεγα ςτον εαυτϐ μου: "Ναι, αλλϊ ο Κλϊιντ Γιοϑμνι εύναι ψεϑτικοσ... ϋνα αποκϑημα τησ δικόσ ςου φανταςύασ". Αυτϐ δε με ικανοποιοϑςε, ϐμωσ. Αυτού που χλευϊζουν τη φανταςύα εύναι κυρύωσ οι ςτυλοβϊτεσ τησ κοινωνύασ μασ —πολιτικού και δικηγϐροι, ςτην πλειοψηφύα τουσ. Αυτού πιςτεϑουν ϐτι πραγματικϐ εύναι μϐνο ϐ,τι μποροϑν να καπνύςουν ό να αγγύξουν ό να χαώδϋψουν ό να πηδόξουν. Και το πιςτεϑουν αυτϐ επειδό δεν ϋχουν φανταςύα οι ύδιοι οϑτε και ξϋρουν τη δϑναμη τησ. Εγϔ ϐμωσ εύχα αντύθετη ϊποψη. Διϊβολε, ϋπρεπε να ϋχω -με τη φανταςύα μου αγϐραζα φαγητϐ και πλόρωνα το δϊνειο για το ςπύτι τα τελευταύα δϋκα χρϐνια. «Σαυτϐχρονα, όξερα ϐτι μου όταν πλϋον αδϑνατον να ςυνεχύςω να ζω ς' αυτϐ που θεωροϑςα ωσ τϐτε "πραγματικϐ κϐςμο", που για ϐλουσ μασ ςημαύνει, υποθϋτω, "ο μοναδικϐσ κϐςμοσ". Σϐτε όταν που ϊρχιςα να ςυνειδητοποιϔ ϐτι μϐνο ϋνα μϋροσ μου απϋμενε να πϊω και να εύμαι ευπρϐςδεκτοσ και μϐνο ϋνα πρϐςωπο μποροϑςα να γύνω ϐταν θα πόγαινα εκεύ. Αυτϐ το μϋροσ όταν εδϔ -το Λοσ Ωντζελεσ του 1930 και κϊτι. Και το πρϐςωπο εςϑ». Ωκουςα πϊλι εκεύνο το περύεργο βουητϐ να βγαύνει απϐ το μηχϊνημα του Λϊντρι, αλλϊ δε γϑριςα. Απϐ τη μια, επειδό φοβϐμουν. Κι απϐ την ϊλλη, επειδό δεν όξερα πια αν μποροϑςα. 942
VI. Η Σελευταία Τπόθεςη τον Γιούμνι το δρϐμο, εφτϊ ορϐφουσ πιο κϊτω, ϋνασ ϊντρασ εύχε κοκαλϔςει με το κεφϊλι του μιςοςτραμμϋνο προσ μια νεαρό γυναύκα που εύχε πατόςει το ϋνα πϐδι τησ ςτο ςκαλύ του λεωφορεύου των οχτϔ και μιςό προσ το κϋντρο. Ϊνα απϐ τα καλλύγραμμα πϐδια τησ κοπϋλασ εύχε εκτεθεύ φευγαλϋα ςτην κοινό θϋα κι αυτϐ όταν που κούταζε ο ϊντρασ απϐ το πεζοδρϐμιο. Λύγο παρακϊτω, ϋνα αγϐρι εύχε τεντϔςει το χϋρι του ςτο οπούο φοροϑςε ϋνα παλιϐ γδαρμϋνο γϊντι του μπϋιζμπολ για να πιϊςει το μπαλϊκι που εύχε ακινητοποιηθεύ ςτον αϋρα, λύγο ψηλϐτερα απϐ το κεφϊλι του. Και κϊπου δυο μϋτρα πϊνω απϐ το δρϐμο, ςτεκϐταν μετϋωρο ϋνα φϑλλο απϐ τισ εφημερύδεσ του αναποδογυριςμϋνου πϊγκου του Πιϐρια μιθ. Μποροϑςα να δω τισ δυο φωτογραφύεσ ακϐμα κι απϐ τϐςο ψηλϊ: τον Φύτλερ πϊνω απϐ την τςϊκιςη και τον ϊρτι αποδημόςαντα Κουβανϐ μαϋςτρο απϐ κϊτω. Η φωνό του Λϊντρι μου φϊνηκε ϐτι ερχϐταν απϐ πολϑ μακριϊ. «την αρχό πύςτεψα ϐτι αυτϐ με καταδύκαζε να περϊςω την υπϐλοιπη ζωό μου ςε κϊποιο ύδρυμα για ψυχοπαθεύσ, πιςτεϑοντασ ϐτι εύμαι εςϑ. Αλλϊ και πϊλι δε θα πεύραζε, αφοϑ μϐνο το ςϔμα μου θα όταν εγκλωβιςμϋνο ςτο τρελϊδικο, καταλαβαύνεισ; Κι ϋπειτα, ςιγϊ ςιγϊ, ϊρχιςα ν' αντιλαμβϊνομαι ϐτι μποροϑςε να εύναι κϊτι πολϑ περιςςϐτερο... ϐτι ύςωσ υπόρχε τρϐποσ να μπορϋςω πρϊγματι να..- περϊςω ολϐκληροσ ςτην ϊλλη μεριϊ. Και ξϋρεισ ποιο όταν το κλειδύ;» «Ναι», εύπα χωρύσ να ςτραφϔ να κοιτϊξω. Σο ςφϑριγμα ξανακοϑςτηκε, καθϔσ ενεργοποιόθηκε κϊτι ςτο μηχϊνημα που εύχε ςτα γϐνατα του και ξαφνικϊ εύδα την εφημερύδα που εύχε παγϔςει ςτον αϋρα να πϋφτει αργϊ προσ την ϊςφαλτο απϐ κϊτω. Αμϋςωσ μετϊ μια παλιϊ Ντεςϐτο μπόκε αςθμαύνοντασ ςτη 943
ϊνςετ απϐ τη διαςταϑρωςη με τη Υερνϊντο. Φτϑπηςε το αγϐρι που φοροϑςε το γϊντι του μπϋιζμπολ και ϑςτερα εξαφανύςτηκαν και τα δυο, και το αγϐρι και η Ντεςϐτο ςεντϊν. ήχι ϐμωσ και το μπαλϊκι. Αυτϐ ϋπεςε ςτο δρϐμο, κϑληςε ωσ το ρεύθρο κι εκεύ κοκϊλωςε ξανϊ. «Ξϋρεισ;» εύπε ο Λϊντρι. Υαινϐταν ϋκπληκτοσ. «Ναι. Σο κλειδύ όταν ο Πιϐρια». «Ακριβϔσ». Γϋλαςε και μετϊ ξερϐβηξε -δεύγματα νευρικϐτητασ και τα δυο. «ήλο ξεχνϊω ϐτι εύςαι εγϔ». Αυτό την πολυτϋλεια εγϔ δεν την εύχα. «Φαζολογοϑςα μ' ϋνα καινοϑριο βιβλύο και δε μ' ϋβγαζε πουθενϊ. Δοκύμαςα το πρϔτο κεφϊλαιο με ϋξι διαφορετικοϑσ τρϐπουσ μϋχρι την Κυριακό, οπϐτε διαπύςτωςα κϊτι τρομερϊ ενδιαφϋρον: ο Πιϐρια μιθ δε ςε ςυμπαθοϑςε». Αυτϐ μ' ϋκανε να γυρύςω ςαν ςβοϑρα. «Μη λεσ βλακεύεσ!» «Δεν περύμενα να το πιςτϋψεισ, αλλϊ εύναι αλόθεια κι εγϔ το όξερα κατϊ βϊθοσ απϐ την αρχό. Δε ςου κϊνω μϊθημα λογοτεχνύασ, Κλϊιντ, αλλϊ πρϋπει να ξϋρεισ ϋνα πρϊγμα για το επϊγγελμα μου: εύναι πολϑ περύεργη κι επικύνδυνη δουλειϊ το να γρϊφεισ ιςτορύεσ ςε πρϔτο πρϐςωπο. Εύναι λεσ κι ϐλεσ οι γνϔςεισ του ςυγγραφϋα προϋρχονται απϐ το βαςικϐ του όρωα, ςαν μια ςειρϊ απϐ γρϊμματα ό ανακοινωθϋντα απϐ κϊποια μακρινό πολεμικό ζϔνη. Ο ςυγγραφϋασ πολϑ ςπϊνια κρατϊει μυςτικϊ, αλλϊ ς' αυτό την περύπτωςη εγϔ εύχα ϋνα. Ϋταν λεσ και το δικϐ ςου κομμϊτι ςτη ϊνςετ Μποϑλεβαρντ να όταν ο Κόποσ τησ Εδϋμ... » «Δεν ϋχω ξανακοϑςει να το λϋνε ϋτςι», ςχολύαςα. «...και να υπόρχε μϋςα του ϋνα φύδι, που εγϔ το ϋβλεπα κι εςϑ ϐχι. Ϊνα φύδι με το ϐνομα Πιϐρια μιθ». Ϊξω, ο κοκαλωμϋνοσ κϐςμοσ που ο Λϊντρι εύχε αποκαλϋςει Κόπο τησ Εδϋμ ςυνϋχιζε να ςκοτεινιϊζει, παρ' ϐλο που ο ουρανϐσ όταν καθαρϐσ. Η Κϐκκινη Πϐρτα, ϋνα νυχτερινϐ κϋντρο που οι 944
φόμεσ ϋλεγαν ϐτι ιδιοκτότησ του όταν ο Λϊκι Λουτςιϊνο, εξαφανύςτηκε. Για μια ςτιγμό εκεύ που όταν το κϋντρο ϋμεινε μϐνο μια τρϑπα, που αμϋςωσ μετϊ τη γϋμιςε ϋνα καινοϑριο κτύριο —ϋνα ρεςτορϊν με τροπικϊ φυτϊ ςτα παρϊθυρα, που λεγϐταν Πετύ Ντεζενϋ. Κούταξα ψηλϊ ςτο δρϐμο και εύδα να ςυντελοϑνται διϊφορεσ αλλαγϋσ. Καινοϑρια κτύρια αντικαθιςτοϑςαν γνωςτϊ ϊλλα, αθϐρυβα, με ανατριχιαςτικό ταχϑτητα. Αυτϐ ςόμαινε πωσ δεν εύχα πια χρϐνο. Σο όξερα. Δυςτυχϔσ, όξερα και κϊτι ϊλλο -δε θα υπόρχε ςωτηρύα την τελευταύα ςτιγμό για μϋνα αυτό τη φορϊ. ήταν ςτο γραφεύο ςου μπαύνει ο ύδιοσ ο θεϐσ και ςου δηλϔνει πωσ προτιμϊει τη δικό ςου ζωό απϐ τη δικό Σου, τι πιθανϐτητεσ ϋχεισ να τη ςκαπουλϊρεισ, διϊβολε; «Πϋταξα ϐλα τα προςχϋδια του μυθιςτορόματοσ που εύχα αρχύςει να γρϊφω, δυο μόνεσ μετϊ το θϊνατο τησ γυναύκασ μου», εύπε ο Λϊντρι. «Δε δυςκολεϑτηκα —όταν ϐλα λειψϋσ απϐπειρεσ. Ξεκύνηςα καινοϑριο βιβλύο. Σου ϋδωςα τον τύτλο... μπορεύσ να μαντϋψεισ, Κλϊιντ;» «Και βϋβαια», απϊντηςα και ςτρϊφηκα ξανϊ προσ το μϋροσ του. Ϊβαλα ϐλη μου τη δϑναμη, αλλϊ εύχα «ςοβαρϐ κύνητρο», ϐπωσ θα ϋγραφε κι αυτϐσ ο φαςουλόσ. Η ϊνςετ μπορεύ να μην εύναι το ανζ Ελιζϋ ό το Φϊιντ Παρκ, αλλϊ εύναι ο κϐςμοσ μου. Δεν όθελα να βλϋπω τον Λϊντρι να τον διαλϑει και να τον ξαναπλϊθει ϐπωσ προτιμοϑςε αυτϐσ. «Τποθϋτω ϐτι το εύπεσ Η Σελευταύα Τπϐθεςη του Γιοϑμνι». Υϊνηκε να ξαφνιϊζεται λύγο. «ωςτϊ υπϋθεςεσ». Κοϑνηςα το χϋρι μου. Ϋταν κοπιαςτικϐ, αλλϊ το κατϊφερα. «Δεν κϋρδιςα τυχαύα το βραβεύο του Ντετϋκτιβ τησ χρονιϊσ το 1934 και το '35, ξϋρεισ». Αυτϐ τον ϋκανε να χαμογελϊςει. «Ναι. Πϊντα μου ϊρεςε αυτό η ατϊκα». 945
Ξαφνικϊ τον μύςηςα —τον μύςηςα ςαν δηλητόριο. Αν μποροϑςα να βρω τη δϑναμη να του ριχτϔ και να τον ςτραγγαλύςω, θα το εύχα κϊνει. Σο κατϊλαβε κι αυτϐσ. Σο χαμϐγελο του ϋςβηςε. «Ξεχνϊ το, Κλϊιντ. Δε θα εύχεσ καμιϊ πιθανϐτητα». «Γιατύ δε φεϑγεισ;» του εύπα ϊγρια. «Υϑγε και παρϊτα με όςυχο». «Γιατύ δεν μπορϔ. Δε θα μποροϑςα, ακϐμη κι αν όθελα... που δε θϋλω». Με κούταξε μ' ϋνα περύεργο κρϊμα θυμοϑ και ικεςύασ ςτην ϋκφραςη του. «Προςπϊθηςε να το δεισ απϐ τη δικό μου ςκοπιϊ, Κλϊιντ...» «Μπορϔ να διαλϋξω; Μποροϑςα ποτϋ;» Αγνϐηςε την ερϔτηςη. «Εύναι ϋνασ κϐςμοσ ςτον οπούο δε θα γερνϊω, μια χρονιϊ ϐπου ϐλα τα ρολϐγια ϋχουν ςταματόςει δεκαοχτϔ μόνεσ πριν απϐ το Δεϑτερο Παγκϐςμιο Πϐλεμο, ϐπου οι εφημερύδεσ θα κοςτύζουν για πϊντα τρύα ςεντσ, ϐπου θα μπορϔ να τρϔω ϐςα αβγϊ και κϐκκινα κρϋατα θϋλω χωρύσ ν' ανηςυχόςω ποτϋ για τη χοληςτερύνη μου». «Δεν καταλαβαύνω τύποτε απ' ϐςα μου λεσ». Ο Λϊντρι ϋςκυψε απϐτομα προσ το μϋροσ μου. «Ναι, δεν καταλαβαύνεισ! Κι αυτό ακριβϔσ εύναι η ουςύα, Κλϊιντ! ' αυτϐ τον κϐςμο μπορϔ πραγματικϊ να κϊνω τη δουλειϊ που ονειρευϐμουν απϐ παιδϊκι —να γύνω ιδιωτικϐσ ντετϋκτιβ. Να οργϔνω τουσ δρϐμουσ με γρόγορα αυτοκύνητα ςτισ δϑο τα χαρϊματα, να κυνηγϊω κακοποιοϑσ και να πϋφτει πιςτολύδι — ξϋροντασ ϐτι αυτού μποροϑν να ςκοτωθοϑν, ενϔ εγϔ ϐχι- και να ξυπνϊω οχτϔ ϔρεσ αργϐτερα ςτο πλευρϐ μιασ ϐμορφησ ςαντϋζ, με πουλϊκια να κελαηδϊνε ςτα δϋντρα και τον όλιο να λοϑζει την κρεβατοκϊμαρα μου. Αυτϐ τον ϐμορφο, λαμπερϐ όλιο τησ Καλιφϐρνιασ». «Η κρεβατοκϊμαρα μου βλϋπει δυτικϊ», εύπα. 946
«ήχι πια», μου απϊντηςε όρεμα κι ϋνιωςα τα χϋρια μου να γύνονται ανύςχυρεσ γροθιϋσ πϊνω ςτα μπρϊτςα τησ καρϋκλασ. «Βλϋπεισ πϐςο υπϋροχο εύναι; Πϐςο τϋλειο; ε τοϑτο τον κϐςμο δεν κινδυνεϑεισ να τρελαθεύσ απϐ τη φαγοϑρα που ςου προκαλεύ μια ηλύθια, αςόμαντη πϊθηςη που λϋγεται ϋρπησ. ε τοϑτο τον κϐςμο δε βγϊζεισ ποτϋ ϊςπρεσ τρύχεσ, πϐςο μϊλλον φαλϊκρα». Με κούταξε κατϊματα και εύδα ςτο βλϋμμα του ϐτι δεν υπόρχε ελπύδα για μϋνα. Καμιϊ ελπύδα. «ε τοϑτο τον κϐςμο, ο αγαπημϋνοσ ςου γιοσ δεν πεθαύνει απϐ AIDS και η αγαπημϋνη ςου γυναύκα δεν καταπύνει ποτϋ μια χοϑφτα ηρεμιςτικϊ. Ωλλωςτε, εςϑ όςουν ανϋκαθεν ο παρεύςακτοσ εδϔ, ϐχι εγϔ, ϐςο κι αν αιςθανϐςουν διαφορετικϊ. Αυτϐσ ο κϐςμοσ εύναι δικϐσ μου, γεννόθηκε απϐ τη φανταςύα μου και λειτουργεύ χϊρη ςτισ δικϋσ μου προςπϊθειεσ και φιλοδοξύεσ. Απλϔσ ςου τον δϊνειςα για ϋνα διϊςτημα... και τϔρα τον παύρνω πύςω». «Πεσ μου τουλϊχιςτον πϔσ κατϊφερεσ να μπεισ, θα μου κϊνεισ ϋςτω αυτό τη χϊρη; Ειλικρινϊ, θϋλω να μϊθω». «Ϋταν εϑκολο. Σον διϋλυςα, αρχύζοντασ απϐ τουσ Ντϋμικ, που ποτϋ δεν όταν τύποτα παραπϊνω απϐ μια φτωχό απομύμηςη του Νικ και τησ Νϐρασ Σςαρλσ, και τον ξανϊχτιςα απϐ την αρχό, κατ' εικϐνα και ομούωςη μου. Απομϊκρυνα ϐλουσ τουσ αγαπημϋνουσ δευτερεϑοντεσ χαρακτόρεσ και τϔρα αφαιρϔ ϐλα τα παλιϊ γνϔριμα πϐςτα. Με ϊλλα λϐγια, ξηλϔνω το χαλύ κϊτω απϐ τα πϐδια ςου κλωςτό την κλωςτό και ναι μεν δεν εύμαι περόφανοσ γι' αυτϐ, αλλϊ εύμαι περόφανοσ για τη δϑναμη τησ θϋληςησ που απϋκτηςα προκειμϋνου να το κϊνω». «Και τι ςου ςυμβαύνει ςτον κϐςμο που ϊφηςεσ πύςω ςου;» Ακϐμα προςπαθοϑςα να τον κϊνω να μου μιλϊει, αλλϊ τϔρα πια το ϋκανα μϐνο απϐ ςυνόθεια, ςαν γϋρικο ϊλογο που ξαναβρύςκει το δρϐμο για τον αχυρϔνα ϋνα παγερϐ χειμωνιϊτικο πρωινϐ. 947
Ο Λϊντρι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. «Μπορεύ να ϋχω πεθϊνει. Ϋ να ϊφηςα πύςω μου ϋνα ςϔμα, ϋναν κατατονικϐ εαυτϐ ςε κϊποιο δωμϊτιο αςϑλου. ήμωσ, ϐχι, δεν πιςτεϑω ϐτι ςυμβαύνει οϑτε το ϋνα οϑτε το ϊλλο. Πιςτεϑω ϐτι εκεύ πύςω κϊποιοι αναζητοϑν ϋνα χαμϋνο ςυγγραφϋα... χωρύσ να ϋχουν ιδϋα ϐτι χϊθηκε μϋςα ςτισ τρϊπεζεσ μνόμησ του ύδιου του υπολογιςτό του. Και η αλόθεια εύναι πωσ δε με νοιϊζει». «Κι εγϔ; Σι θα γύνω εγϔ;» «Κλϊιντ», μου εύπε, «οϑτε αυτϐ με νοιϊζει». Ϊςκυψε πϊλι ςτο μηχϊνημα. «Μη!» εύπα ϊγρια. όκωςε το κεφϊλι του. «Ξϋρεισ...» Ωκουςα το τρϋμουλο ςτη φωνό μου, προςπϊθηςα να το ξεπερϊςω και διαπύςτωςα ϐτι μου όταν αδϑνατον. «Υοβϊμαι. Παρϊτα με όςυχο, ςε παρακαλϔ. Ξϋρω ϐτι δεν εύναι πια ο κϐςμοσ μου αυτϐσ-εκεύ ϋξω —διϊβολε, οϑτε εδϔ μϋςα εύναι— αλλϊ εύναι ο μϐνοσ που ϋχω γνωρύςει. Ωφηςε με να υπϊρξω ςτ' απομεινϊρια του. ε παρακαλϔ». «Πολϑ αργϊ, Κλϊιντ». Πϊλι εκεύνη η νϐτα ςυμπϐνιασ ςτη φωνό του. «Κλεύςε τα μϊτια ςου. Θα το κϊνω ϐςο πιο γρόγορα μπορϔ». Προςπϊθηςα να του ριχτϔ. Ϊβαλα τα δυνατϊ μου. Οϑτε που ςϊλεψα απϐ την καρϋκλα μου. ήςο για τα μϊτια που μου εύπε να κλεύςω, δε χρειαζϐταν. Εύχε χαθεύ ϐλο το φωσ τησ μϋρασ και ςτο γραφεύο όταν τϐςο ςκοτεινϊ ϐςο μϋςα ς' ϋνα ςακύ κϊρβουνα τα μεςϊνυχτα. Σον ϋνιωςα να ςκϑβει πϊνω απϐ το γραφεύο προσ το μϋροσ μου. Προςπϊθηςα να κϊνω πύςω, αλλϊ οϑτε αυτϐ δεν μπϐρεςα να κϊνω. Κϊτι ξερϐ και τραχϑ ϊγγιξε το χϋρι μου. Οϑρλιαξα. «Ηρϋμηςε, Κλϊιντ». Η φωνό του, που ϋβγαινε απϐ το ςκοτϊδι. ήχι απϐ κϊπου μπροςτϊ μου αλλϊ απϐ παντοϑ 948
ολϐγυρα. Υυςικϊ, ςκϋφτηκα. Δεν εύμαι παρϊ ϋνα κομμϊτι τησ φανταςύασ του. «Εύναι μϐνο μια επιταγό». «Μια... επιταγό;» «Ναι. Για πϋντε χιλιϊδεσ δολϊρια. Σϐςο μου ποϑληςεσ την επιχεύρηςη. Οι δυο ελαιοχρωματιςτϋσ θα ξϑςουν το ϐνομα ςου απϐ το τζϊμι τησ πϐρτασ και θα βϊλουν το δικϐ μου, πριν φϑγουν απϐψε». Η φωνό του όταν ςχεδϐν ονειρικό. «ϊμιουελ Ντ. Λϊντρι, Ιδιωτικϐσ ντετϋκτιβ. Ψραύα δεν ακοϑγεται;» Προςπϊθηςα να τον παρακαλϋςω και δεν μπϐρεςα. Με εύχε εγκαταλεύψει πια και η φωνό μου. «Ετοιμϊςου», μου εύπε. «Δεν ξϋρω τι ακριβϔσ θα ςυμβεύ, Κλϊιντ, αλλϊ θα ςυμβεύ τϔρα. Δε νομύζω ϐτι θα ςε πονϋςει». Αλλϊ δε με νοιϊζει αν χϊνω λϊθοσ —όταν η ςυνϋχεια, που δεν εύπε. Απϐ το ςκοτϊδι ακοϑςτηκε ξανϊ εκεύνο το απϐμακρο ςφϑριγμα. Ϊνιωςα να λιϔνει η καρϋκλα απϐ κϊτω μου και ξαφνικϊ ϊρχιςα να πϋφτω. Μαζύ μου ϋπεφτε και η φωνό του Λϊντρι, που απόγγελλε, με ςυνοδεύα το κροτϊλιςμα των πλόκτρων τησ περύφημησ φουτουριςτικόσ γραφομηχανόσ του. Απόγγειλε τισ δυο τελευταύεσ φρϊςεισ ενϐσ μυθιςτορόματοσ με τύτλο Η Σελευταύα Τπϐθεςη του Γιοϑμνι. «"Ϊτςι, ϋφυγα απϐ την πϐλη. ήςο για το ποϑ πόγα... αυτϐ εύναι δικό μου δουλειϊ, δε νομύζετε;"» Εύδα ϋνα λαμπερϐ πρϊςινο φωσ απϐ κϊτω μου. Ϊπεφτα προσ τα εκεύ. ϑντομα θα με κατϊπινε και το μϐνο πρϊγμα που αιςθανϐμουν πια όταν ανακοϑφιςη. «"ΣΕΛΟ"», βρυχόθηκε η φωνό του Λϊντρι και ϑςτερα ϋπεςα ςτο πρϊςινο φωσ, που τϔρα ϋλαμπε μϋςα μου, με διαπερνοϑςε και ο Κλϊιντ Γιοϑμνι ϋπαψε πια να υπϊρχει. Αντύο, ντετϋκτιβ. VII. Η Άλλη Πλευρά του Υωτόσ 949
ήλα αυτϊ ϋγιναν πριν απϐ ϋξι μόνεσ. υνόλθα ςτο πϊτωμα ενϐσ μιςοςκϐτεινου δωματύου, ϐπου ακουγϐταν ϋνα ςιγανϐ βουητϐ, ςηκϔθηκα ςτα τϋςςερα, κοϑνηςα το κεφϊλι μου να ξεθολϔςω και κούταξα προσ το λαμπερϐ πρϊςινο φωσ απ' ϐπου εύχα περϊςει, ϐπωσ η Αλύκη μϋςα απϐ τον καθρϋφτη. Εύδα ϋνα μηχϊνημα επιςτημονικόσ φανταςύασ, που όταν ο μεγϊλοσ αδερφϐσ του ϊλλου που εύχε φϋρει μαζύ του ο Λϊντρι ςτο γραφεύο μου. Πρϊςινα γρϊμματα φϋγγιζαν πϊνω του και ςηκϔθηκα ϐρθιοσ για να τα διαβϊςω, ενϔ ϊρχιςα αφηρημϋνα να ξϑνω τα μπρϊτςα μου καθϔσ το ϋκανα. Ϊτςι, ϋφυγα απϐ την πϐλη. ήςο για το που πόγα... αυτϐ εύναι δικό μου δουλειϊ, δε νομύζετε; Κι απϐ κϊτω, ςτο κϋντρο, με κεφαλαύα γρϊμματα ϊλλη μια λϋξη: ΣΕΛΟ Σο ξαναδιϊβαςα, ξϑνοντασ το ςτομϊχι μου αυτό τη φορϊ. Σο ϋκανα γιατύ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ με το δϋρμα μου, κϊτι που δεν όταν ακριβϔσ οδυνηρϐ, αλλϊ όταν ςύγουρα ενοχλητικϐ. Αμϋςωσ μϐλισ ςυνειδητοπούηςα ϐτι ξυνϐμουν, αυτό η περύεργη ενϐχληςη απλϔθηκε παντοϑ -ςτο ςβϋρκο μου, ςτουσ μηροϑσ, ςτον καβϊλο. Ϊρπησ, ςκϋφτηκα ξαφνικϊ. Ϊχω τον ϋρπη του Λϊντρι. Αυτϐ που αιςθϊνομαι εύναι φαγοϑρα και ο λϐγοσ που δεν το αναγνϔριςα αμϋςωσ εύναι... «Επειδό ποτϋ πριν δε με εύχε πιϊςει φαγοϑρα», εύπα κι αμϋςωσ τα κατϊλαβα ϐλα. Ϋταν τϐςο απϐτομο και ξαφνικϐ, που ταλαντεϑτηκα ςαν να εύχα δεχτεύ χτϑπημα. Προχϔρηςα αργϊ μϋχρι τον καθρϋφτη που κρεμϐταν ςτον τούχο, αποφεϑγοντασ να ξϑςω το ενοχλητικϐ δϋρμα μου και ξϋροντασ όδη ϐτι θα αντύκριζα ϋνα γεραςμϋνο εύδωλο του εαυτοϑ μου, ϋνα πρϐςωπο 950
αυλακωμϋνο απϐ ρυτύδεσ, βαθιϋσ ςαν ξερϋσ ρεματιϋσ, που το πλαιςύωναν θαμπϊ, ϊςπρα μαλλιϊ. Σϔρα όξερα τι ςυμβαύνει ϐταν οι ςυγγραφεύσ παύρνουν τη ζωό των ηρϔων που οι ύδιοι ϋχουν δημιουργόςει. Δεν όταν κλοπό τελικϊ. Μϊλλον ανταλλαγό όταν. Απϋμεινα να κοιτϊζω το πρϐςωπο του Λϊντρι —το δικϐ μου πρϐςωπο, γεραςμϋνο κατϊ δεκαπϋντε ςκληρϊ χρϐνια— κι αιςθϊνθηκα το δϋρμα μου να με τραβϊει και να με γαργαλϊει. Δεν εύχε πει ϐτι ο ϋρπησ του όταν ςε ϑφεςη; Αν αυτό όταν η ϑφεςη, πϔσ εύχε αντϋξει το χειρϐτερο χωρύσ να χϊςει εντελϔσ τα λογικϊ του; Βριςκϐμουν ςτο ςπύτι του Λϊντρι, φυςικϊ —δικϐ μου ςπύτι, τϔρα— και ςτο μπϊνιο δύπλα απϐ το γραφεύο του βρόκα τα φϊρμακα που ϋπαιρνε για τον ϋρπη. Πόρα την πρϔτη δϐςη μιςό ϔρα αφϐτου ξϑπνηςα πεςμϋνοσ ςτο πϊτωμα, κϊτω απϐ το γραφεύο με το μηχϊνημα που βοϑιζε, και όταν ςαν να κατϊπια τη ζωό του αντύ για το φϊρμακο. αν να κατϊπια ϐλη του τη ζωό. όμερα ο ϋρπησ εύναι κϊτι που ανόκει οριςτικϊ ςτο παρελθϐν, ςασ δηλϔνω με μεγϊλη μου χαρϊ. άςωσ ϋκανε τον κϑκλο του και πϋραςε, αλλϊ εγϔ προτιμϔ να πιςτεϑω ϐτι ϋβαλε το χερϊκι του το πνεϑμα του γερο-Κλϊιντ Γιοϑμνι. Ο Κλϊιντ δεν εύχε αρρωςτόςει οϑτε μια φορϊ ςτη ζωό του, ξϋρετε, κι εγϔ, παρ' ϐλο που εύμαι μονύμωσ ςυναχωμϋνοσ ς' αυτϐ το εξαςθενημϋνο κορμύ του αμ Λϊντρι, να με πϊρει ο διϊβολοσ αν το βϊλω ποτϋ κϊτω... ϊλλωςτε μ' ϋβλαψε ποτϋ λύγη αιςιοδοξύα; Νομύζω ϐτι η μϐνη ςωςτό απϊντηςη ς' αυτϐ εύναι: «ουδϋποτε». Τπόρξαν και κϊποιεσ πολϑ κακϋσ μϋρεσ, ωςτϐςο. Η πρϔτη όρθε ϋνα εικοςιτετρϊωρο αφϐτου εμφανύςτηκα ςτο απύςτευτο ϋτοσ 1994. Χαχοϑλευα το ψυγεύο του Λϊντρι να βρω κϊτι φαγϔςιμο (εύχα μεθϑςει ςαν γουροϑνι με ϋνα μπουκϊλι Μπλακ 951
Φορσ το προηγοϑμενο βρϊδυ και ςκϋφτηκα πωσ δε θα με πεύραζε να βϊλω κϊτι ςτο ςτομϊχι μου). Ξαφνικϊ ϋνασ δυνατϐσ πϐνοσ μου ξϋςκιςε τα ςωθικϊ. Νϐμιςα ϐτι θα πϋθαινα. Φειροτϋρεψε και τϐτε πύςτεψα ϐτι πϋθαινα. Ϊπεςα ςτο δϊπεδο τησ κουζύνασ, παςχύζοντασ να μην ουρλιϊξω. Μετϊ απϐ κϊνα δυο δευτερϐλεπτα κϊτι ϋγινε και ο πϐνοσ πϋραςε. Σο μεγαλϑτερο διϊςτημα τησ ζωόσ μου ςυνόθιζα να λϋω: «κοτύςτηκα!» ήλα αυτϊ ϊλλαξαν απϐ εκεύνο το πρωύ. Αφοϑ πλϑθηκα, ανϋβηκα τισ ςκϊλεσ ξϋροντασ τι θα ϋβριςκα ςτο υπνοδωμϊτιο του Λϊντρι: βρεγμϋνα ςεντϐνια ςτο κρεβϊτι. Σην πρϔτη βδομϊδα μου ςτον κϐςμο του Λϊντρι την πϋραςα κυρύωσ μαθαύνοντασ να χρηςιμοποιϔ την τουαλϋτα. το δικϐ μου κϐςμο, φυςικϊ, κανεύσ ποτϋ δεν πόγαινε ςτο μπϊνιο. Ϋ ςτον οδοντύατρο. Και η πρϔτη μου επύςκεψη ς' αυτϐν που ϋχει ςημειωμϋνο ςτην ατζϋντα του ο Λϊντρι εύναι κϊτι που δε θϋλω οϑτε να το ςκϋφτομαι, πϐςο μϊλλον να το κουβεντιϊςω. ήμωσ, ανϊμεςα ςτισ τϐςεσ τςουκνύδεσ φυτρϔνει ποϑ και ποϑ κανϋνα τριαντϊφυλλο. Αρχικϊ, δεν υπϊρχει ανϊγκη να κυνηγϊω δουλειϋσ ς' αυτϐ τον περύπλοκο, πυραυλοκύνητο κϐςμο του Λϊντρι. Προφανϔσ, τα βιβλύα του πουλϊνε καλϊ και δεν ϋχω κανϋνα πρϐβλημα να εξαργυρϔνω τισ επιταγϋσ που μου ϋρχονται με το ταχυδρομεύο. Οι υπογραφϋσ μασ, φυςικϊ, εύναι πανομοιϐτυπεσ. ήςο για τισ ηθικϋσ αναςτολϋσ που ύςωσ ϋπρεπε να εύχα, ασ γελϊςω. Οι επιταγϋσ αυτϋσ εύναι αμοιβό απϐ ιςτορύεσ για μϋνα. Ο Λϊντρι απλϔσ τισ ϋγραψε. Εγϔ τισ ϋζηςα. Διϊβολε, μου ϊξιζαν τα πενόντα χιλιϊρικα και το αντιλυςςικϐ εμβϐλιο που ϋκανα απλϊ και μϐνο γιατύ πληςύαςα τη Μϋιβισ Γουϋλντ ςε απϐςταςη που με ϋφταναν ϊνετα τα νϑχια τησ. Περύμενα να ϋχω προβλόματα με τουσ υποτιθϋμενουσ φύλουσ του Λϊντρι, αλλϊ ϋνασ ψημϋνοσ ντετϋκτιβ ςαν κι εμϋνα ϐφειλε να το ϋχει καταλϊβει νωρύτερα. Γύνεται ϋνασ ϊνθρωποσ που ϋχει ϋςτω κι ϋναν πραγματικϐ φύλο να θϋλει να εξαφανιςτεύ 952
ς' ϋναν κϐςμο που ϋχει δημιουργόςει με τη φανταςύα του; Μϊλλον απύθανο. Οι φύλοι του Λϊντρι όταν η γυναύκα του και ο γιοσ του και όταν και οι δυο νεκρού. Τπϊρχουν φυςικϊ γνωςτού και γεύτονεσ, που φαύνονται να με δϋχονται ςαν να όμουν ο Λϊντρι. Η γυναύκα που μϋνει απϋναντι με κοιτϊζει καμιϊ φορϊ περύεργα και το κοριτςϊκι τησ κλαύει ϐταν το πληςιϊζω, παρ' ϐλο που το κρατοϑςα ςυχνϊ ϐταν ϋβγαιναν οι γονεύσ του (η γυναύκα λϋει ϐτι το κρατοϑςα και τι λϐγο ϋχει να πει ψϋματα;) αλλϊ δεν πειρϊζει. Μύληςα και με τον ατζϋντη του Λϊντρι, κϊποιον τϑπο απϐ τη Νϋα Τϐρκη, που λϋγεται Βϋριλ. θϋλει να μϊθει πϐτε θ' αρχύςω καινοϑριο βιβλύο. ϑντομα, του λϋω. ϑντομα. Κυρύωσ, μϋνω μϋςα. Δεν ϋχω καμιϊ διϊθεςη να εξερευνόςω τον κϐςμο ςτον οπούο μ' ϋφερε με το ζϐρι ο Λϊντρι να ζόςω, ϐταν με εξϐριςε απϐ το δικϐ μου. Βλϋπω πολϑ περιςςϐτερα απ' ϐςα θα όθελα ςτισ εξϐδουσ που κϊνω μια φορϊ τη βδομϊδα για να πϊω ςτην τρϊπεζα και ςτο μπακϊλικο κι ϋςπαςα τη ςιχαμϋνη τηλεϐραςη του Λϊντρι πετϔντασ ϋνα βιβλιοςτϊτη, δυο ϔρεσ αφϐτου ϋμαθα πϔσ να τη χειρύζομαι. Δεν εκπλόςςομαι που ο Λϊντρι θϋληςε να δραπετεϑςει απ' αυτϐν το θλιβερϐ κϐςμο, το γεμϊτο αρρϔςτιεσ και ϊςκοπη βύα -ϋναν κϐςμο ϐπου γυμνϋσ γυναύκεσ κουνιοϑνται προκλητικϊ ςε βιτρύνεσ νυχτερινϔν κϋντρων και που το ςεξ μαζύ τουσ μπορεύ να ςε ςκοτϔςει. ήχι, περνϊω τον καιρϐ μου μϋςα ςτο ςπύτι. Ξαναδιϊβαςα ϐλα τα βιβλύα του και όταν ςαν να ξεφϑλλιζα τισ ςελύδεσ ενϐσ παλιοϑ, πολυαγαπημϋνου μου προςωπικοϑ ημερολογύου. Επύςησ, ϋμαθα μϐνοσ μου πϔσ να χρηςιμοποιϔ το ηλεκτρονικϐ του μηχϊνημα για το γρϊψιμο. Δεν εύναι ςαν τη ςυςκευό τησ τηλεϐραςησ. Η οθϐνη μοιϊζει, αλλϊ ςτον υπολογιςτό μπορεύσ να φτιϊξεισ ϐ,τι εικϐνεσ θϋλεισ εςϑ να δεισ, γιατύ τα πϊντα βγαύνουν απϐ το δικϐ ςου μυαλϐ. 953
Μ' αρϋςει αυτϐ. Ετοιμϊζομαι, βλϋπετε. Δοκιμϊζω προτϊςεισ ό τισ απορρύπτω ϋτςι ϐπωσ δοκιμϊζει κανεύσ τα κομμϊτια φτιϊχνοντασ ϋνα παζλ. όμερα το πρωύ ϋγραψα μερικϋσ που μου φαύνονται ςωςτϋσ... ό ςχεδϐν ςωςτϋσ, θϋλετε ν' ακοϑςετε; Εντϊξει, ακοϑςτε: 'ήταν κούταξα προσ την πϐρτα εύδα να ςτϋκεται εκεύ ϋνασ Πιϐρια μιθ πολϑ αποθαρρημϋνοσ, με ϑφοσ βρεγμϋνησ γϊτασ. «ασ φϋρθηκα πολϑ ϊςχημα την τελευταύα φορϊ που ςασ εύδα, κϑριε Γιοϑμνι», μου εύπε. «Ϋρθα να ςασ ζητόςω ςυγνϔμη». Εύχαν περϊςει πϊνω απϐ ϋξι μόνεσ, αλλϊ αυτϐσ όταν ύδιοσ ϐπωσ πϊντα. Κι ϐταν λϋω ύδιοσ, το εννοϔ. «Υορϊσ ακϐμη τα μαϑρα γυαλιϊ», του εύπα. «Ναι. Δοκιμϊςαμε την εγχεύρηςη, αλλϊ δεν πϋτυχε». Αναςτϋναξε και υςτϋρα χαμογϋλαςε κι αναςόκωςε τουσ ϔμουσ του. Εκεύνη τη ςτιγμό όταν και πϊλι ο Πιϐρια που όξερα απϐ πϊντα. «Δε βαριϋςαι, κϑριε Γιοϑμνι —δεν εύναι και τϐςο ϊςχημο να εύςαι τυφλϐσ τελικϊ». ύγουρα δεν εύναι τϋλειο· το ξϋρω. Εγϔ ξεκύνηςα ςαν ντετϋκτιβ, ϐχι ςαν ςυγγραφϋασ. Πιςτεϑω ϐμωσ ϐτι ο ϊνθρωποσ μπορεύ να κϊνει τα πϊντα, αν το θϋλει πραγματικϊ και, αν πιϊςουμε την ουςύα του πρϊγματοσ, το να γρϊφεισ εύναι ςαν να κοιτϊσ απϐ κλειδαρϐτρυπεσ. Ο υπολογιςτόσ εύναι μια κλειδαρϐτρυπα με ϊλλο ςχόμα και μϋγεθοσ, αλλϊ δεν παϑεισ να παρατηρεύσ κρυφϊ τισ ζωϋσ των ϊλλων ανθρϔπων και υςτϋρα να δύνεισ την αναφορϊ ςου ςτον πελϊτη για τα ϐςα εύδεσ. Μαθαύνω να γρϊφω ςτον υπολογιςτό για τον εξόσ απλϐ λϐγο: δε θϋλω να εύμαι εδϔ. Εςεύσ πεύτε το Λοσ Ωντζελεσ του 1994, αν θϋλετε. Εγϔ το λϋω κϐλαςη. Για τα φρικτϊ, κατεψυγμϋνα φαγητϊ του που τα μαγειρεϑεισ ς' ϋνα κουτύ που λϋγεται «φοϑρνοσ μικροκυμϊτων», για τα αθλητικϊ παποϑτςια του που μοιϊζουν με τα ϊρβυλα του Υρανκενςτϊιν, για τη 954
μουςικό που βγαύνει απϐ τα ραδιϐφωνα του και εύναι ςαν ν' ακοϑσ κουροϑνεσ που τισ βρϊζουν ζωντανϋσ ςε χϑτρα ταχϑτητασ, για τα... Για τα πϊντα. Θϋλω τη ζωό μου πύςω, θϋλω τα πρϊγματα ϐπωσ όταν και νομύζω ϐτι ξϋρω πϔσ θα το κϊνω να ςυμβεύ. Εύςαι ϋνα θλιβερϐ καθύκι, αμ, ϋνασ κλϋφτησ -μπορϔ ακϐμα να ςε λϋω αμ; Και ςε λυπϊμαι... αλλϊ μϋχρι εδϔ φτϊνει ο ούκτοσ μου, η λϋξη κλειδύ ς' αυτό την περύπτωςη εύναι κλϋφτησ. Η αρχικό μου ϊποψη για το ζότημα δεν ϋχει αλλϊξει καθϐλου, βλϋπεισ. Εξακολουθϔ να μην πιςτεϑω ϐτι η ικανϐτητα να δημιουργεύσ ςου δύνει το δικαύωμα να κλϋβεισ. Σι κϊνεισ ϊραγε αυτό τη ςτιγμό, κλϋφτη; Αχεύσ πϊει για δεύπνο ςτο ρεςτορϊν Πετύ Ντεζενϋ που δημιοϑργηςεσ; Κοιμϊςαι ςτο πλευρϐ κϊποιασ εκπληκτικόσ κοϑκλασ, με τϋλεια ςτητϊ ςτόθη και το ςτιλϋτο κρυμμϋνο ςτο μανύκι του νεγκλιζϋ τησ; Κατεβαύνεισ προσ το Μαλιμποϑ, ανϋμελοσ, με τϋρμα πατημϋνο το γκϊζι; Ϋ εύςαι απλϔσ αραχτϐσ ςτο γραφεύο, ςτην παλιϊ, γνωςτό καρϋκλα, απολαμβϊνοντασ την ανϔδυνη, ϊοςμη κι απαλλαγμϋνη απϐ ςκατϊ ζωό ςου; Σι κϊνεισ; Εγϔ μαθαύνω να γρϊφω, αυτϐ κϊνω ϐλο αυτϐ τον καιρϐ και τϔρα που βρόκα τον τρϐπο να μπω, νομύζω πωσ πρϋπει να βιαςτϔ. χεδϐν ςε βλϋπω όδη. Αϑριο το πρωύ ο Κλϊιντ και ο Πιϐρια θα πϊνε ςτο Μπλϐντισ, που ϊνοιξε ξανϊ και δουλεϑει. Αυτό τη φορϊ ο Πιϐρια θα δεχτεύ να τον κερϊςει ο Κλϊιντ πρωινϐ. Κι αυτϐ θα εύναι το βόμα νοϑμερο δϑο. Ναι, ςχεδϐν μπορϔ και ςε βλϋπω, αμ, και πολϑ ςϑντομα θα ςε βλϋπω καλϊ. Αλλϊ δε νομύζω ϐτι εςϑ θα με δεισ. ήχι, μϋχρι που θα μπω απϐ την πϐρτα του γραφεύου μου και θα τυλύξω τα χϋρια μου ςτο λαιμϐ ςου. Αυτό τη φορϊ κανϋνασ δε θα πϊει ςπύτι του. 955
Κϊτω το Κεφϊλι ΗΜΕΙΩΗ ΣΟΤ ΤΓΓΡΑΥΕΑ: Θα παρέμβω ς' αυτό το ςημείο. Πιςτοί Αναγνώςτεσ, για να ςασ πω ότι αυτό δεν είναι ένα διήγημα αλλά μια πραγματεία —ςχεδόν ένα ημερολόγιο. Για πρώτη φορά δημοςιεύτηκε ςτο περιοδικό Νιού Τόρκερ την άνοιξη του 1990. .Κ. Κάτω το κεφάλι! Κράτα το κεφάλι ςου κάτω!» Δεν είναι δα το μεγαλϑτερο αθλητικϐ κατϐρθωμα αλλϊ ϐποιοσ ϋχει προςπαθόςει να το κϊνει θα ςασ πει ϐτι εύναι αρκετϊ δϑςκολο να πετϑχεισ μια ςτρογγυλό μπϊλα ακριβϔσ ςτο κϋντρο, χτυπϔντασ τη μ' ϋνα ςτρογγυλϐ ρϐπαλο. Εύναι τϐςο δϑςκολο ϔςτε μια χοϑφτα παύκτεσ που το καταφϋρνουν καλϊ γύνονται πλοϑςιοι, διϊςημοι και εύδωλα χιλιϊδων ανθρϔπων, ςαν τον Φοςϋ Κανςϋκο, τον Μϊικ Γκρύνγουελ, τον Κϋβιν Μύτςελ. Για χιλιϊδεσ αγϐρια (και για κϊμποςα κορύτςια) αυτού εύναι που μετρϊνε κι ϐχι ο Αξλ Ρϐουζ ό ο Μπϐμπι Μπρϊουν. Οι δικϋσ τουσ αφύςεσ ϋχουν την πιο τιμητικό θϋςη ςτουσ τούχουσ των υπνοδωματύων και ςτισ πϐρτεσ των ντουλαπιϔν ςτα ςχολεύα.
Για την ευκολϐτερη παρακολοϑθηςη του κεύμενου απϐ τον Ελληνα αναγνϔςτη, παρατύθεται ςτο τϋλοσ μια ςϑντομη πα- ουςύαςη των βαςικϔν κανϐνων του μπε'ιζμπολ (.τ.Μ.)
956
όμερα ο Ρον εντ Πιερ διδϊςκει κϊποια απ' αυτϊ τα αγϐρια -τα αγϐρια που θα εκπροςωπόςουν το Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϊιντ ςτο Σουρνουϊ Παύδων τησ Περιφϋρειασ 3- πϔσ να χτυπϊνε με το ςτρογγυλϐ ρϐπαλο τη ςτρογγυλό μπϊλα. Σϔρα δουλεϑει με ϋνα αγϐρι, τον Υρεντ Μουρ, ενϔ ο γιοσ μου, ο ήουεν, ςτϋκεται πιο πϋρα, παρακολουθϔντασ προςεκτικϊ. Εύναι ο επϐμενοσ για το μϊθημα του εντ Πιερ. Ο ήουεν ϋχει φαρδιϋσ πλϊτεσ και εύναι μυϔδησ, ακριβϔσ ςαν το γϋρο του. Αντύθετα, ο Υρεντ φαύνεται αξιολϑπητα αδϑνατοσ με τη ζωηρϐχρωμη πρϊςινη φϐρμα του. Και δε χτυπϊει καλϊ την μπϊλα. «Κϊτω το κεφϊλι, Υρεντ» φωνϊζει ο εντ Πιερ. Βρύςκεται ανϊμεςα ςτο ϑψωμα του πύτςερ και ςτη βϊςη τησ εςτύασ , ςτο ϋνα απϐ τα δυο γόπεδα παύδων, πύςω απϐ το εργοςτϊςιο τησ Κϐκα Κϐλα ςτο Μπϊνγκορ. Ο Υρεντ κοντεϑει να κολλόςει πϊνω ςτο πλϋγμα. Κϊνει πολλό ζϋςτη, αλλϊ, αν αυτϐ ενοχλεύ τον Υρεντ ό τον εντ Πιερ, κανϋνασ απϐ τουσ δυο δεν το δεύχνει. Εύναι απϐλυτα αφοςιωμϋνοι ς' αυτϐ που κϊνουν. «Κρϊτα το κεφϊλι ςου κϊτω!» φωνϊζει ξανϊ ο εντ Πιερ και ρύχνει μια όρεμη βολό. Ο Υρεντ χτυπϊει την μπϊλα χαμηλϊ. Ακοϑγεται ο όχοσ του αλουμινύου πϊνω ςτο δϋρμα, ςαν να χτυπϊει κϊποιοσ ϋνα
ίψωμα (mound): μικρϐ ϑψωμα ςτο ϋδαφοσ, ϐπου ςτϋκεται ο πύτςερ ϐταν ρύχνει την μπϊλα. (.τ.Μ.)
Βϊςη τησ εςτύασ (home plate): ϋνα κομμϊτι απϐ καουτςοϑκ τοποθετημϋνο ςτο ϋδαφοσ ςτη μια γωνύα του «διαμαντιοϑ», πύςω απϐ το οπούο ςτϋκεται ο μπϊτερ ϐταν χτυπϊει και το οπούο πρϋπει να αγγύξει ϋνασ ρϊνερ αφοϑ ολοκληρϔςει τον κϑκλο των βϊςεων προκειμϋνου να ςκορϊρει ϋναν πϐντο. (.τ.Μ.)
Πλϋγμα (backstop): ςυρμϊτινο πλϋγμα που εμποδύζει τισ μπϊλεσ να πϋφτουν ϋξω απϐ το γόπεδο. (.τ.Μ.)
957
τενεκεδϋνιο κϑπελλο με ϋνα κουτϊλι. Η μπϊλα χτυπϊει ςτο πλϋγμα, αναπηδϊει και περνϊει ξυςτϊ απϐ το κρϊνοσ του Υρεντ. Γελϊνε και οι δυο. ίςτερα ο εντ Πιερ παύρνει ϊλλη μια μπϊλα απϐ τον κϐκκινο, πλαςτικϐ κουβϊ δύπλα του. «Ετοιμϊςου, Υρϋντι!» φωνϊζει. «Κϊτω το κεφϊλι!» Η Περιφϋρεια 3 του Μϋιν εύναι τϐςο μεγϊλη, που χωρύζεται ςτα δϑο. Οι ομϊδεσ τησ κομητεύασ του Πϋνομπςκοτ αποτελοϑν το μιςϐ ϐμιλο. Οι ομϊδεσ των κομητειϔν Ωροουςτουκ και Ουϊςιγκτον τον ϊλλο μιςϐ. Οι παύκτεσ τησ κατηγορύασ παύδων επιλϋγονται ανϊλογα με τα προςϐντα τουσ απϐ ϐλεσ τισ ομϊδεσ παύδων τησ περιφϋρειασ. Οι δϔδεκα ομϊδεσ τησ Περιφϋρειασ 3 παύζουν ςε παρϊλληλα τουρνουϊ. Κατϊ το τϋλοσ του Ιουλύου οι δυο πρϔτεσ ομϊδεσ θα παύξουν για δυο νύκεσ ςε τρύα παιχνύδια και η νικότρια ομϊδα θα αναδειχτεύ πρωταθλότρια τησ περιφϋρειασ. Η ομϊδα αυτό θα εκπροςωπόςει την Περιφϋρεια 3 ςτο Πολιτειακϐ Πρωτϊθλημα. Πϊει πολϑσ καιρϐσ —δεκαοχτϔ χρϐνια— απϐ τϐτε που μια ομϊδα του Μπϊνγκορ κατϊφερε να φτϊςει ςτο Πολιτειακϐ Πρωτϊθλημα. Υϋτοσ, οι αγϔνεσ του Πολιτειακοϑ Πρωταθλόματοσ θα διεξαχθοϑν ςτην Ολντ Σϊουν, εκεύ ϐπου φτιϊχνουν τα κανϐ. Σϋςςερισ απϐ τισ πϋντε ομϊδεσ που θα παύξουν εκεύ θα γυρύςουν ςτα ςπύτια τουσ. Η πϋμπτη θα εκπροςωπόςει την Πολιτεύα του Μϋιν ςτο Σουρνουϊ των Ανατολικϔν Πολιτειϔν, που φϋτοσ θα διεξαχθεύ ςτο Μπρύςτολ του Κονϋκτικατ. Μετϊ απ' αυτϐ, φυςικϊ, ακολουθεύ το Γουύλιαμςπορτ τησ Πενςιλβϊνια, ϐπου διεξϊγεται το Παγκϐςμιο Πρωτϊθλημα Παύδων. Οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ςπϊνια φαύνεται να ϋχουν τϋτοιεσ δυςθεϔρητεσ βλϋψεισ· τουσ αρκεύ να νικόςουν τη Μιλινϐκετ, τον πρϔτο τουσ αντύπαλο ςτουσ αγϔνεσ τησ κομητεύασ Πϋνομπςκοτ. τουσ προπονητϋσ, ϐμωσ, επιτρϋπονται τα ϐνειρα. την πραγματικϐτητα, εύναι ύςωσ Τποχρεωμϋνοι να κϊνουν ϐνειρα. 958
Αυτό τη φορϊ ο Υρεντ, που εύναι ο πλακατζόσ τησ ομϊδασ, βϊζει το κεφϊλι κϊτω. Φτυπϊει αδϑναμα την μπϊλα, που καταλόγει ςτο ϋδαφοσ, ςτη λϊθοσ πλευρϊ τησ γραμμόσ τησ πρϔτησ βϊςησ, φϊουλ για περύπου δϑο μϋτρα. «Κούτα εδϔ», του λϋει ο εντ Πιερ, παύρνοντασ ϊλλη μια μπϊλα. Σην κρατϊει ψηλϊ. Η μπϊλα εύναι γρατςουνιςμϋνη, βρϐμικη και λεκιαςμϋνη απϐ το γραςύδι. Ψςτϐςο, εύναι μια μπϊλα του μπϋιζμπολ και ο Υρεντ την κοιτϊζει με ςεβαςμϐ. «Θα ςου δεύξω ϋνα κϐλπο. Ποϑ εύναι η μπϊλα;» «το χϋρι ςου», απαντϊει ο Υρεντ. Ο εντ, ϐπωσ τον φωνϊζει ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ, ο επικεφαλόσ προπονητόσ τησ ομϊδασ, ρύχνει την μπϊλα μϋςα ςτο γϊντι του. «Σϔρα;» «το γϊντι ςου». Ο εντ γυρύζει ςτο πλϊι· το χϋρι του, αυτϐ που κϊνει τισ ρύψεισ, γλιςτρϊει μϋςα ςτο γϊντι του. «Σϔρα;» «το χϋρι ςου, νομύζω». «ωςτϊ. Λοιπϐν, κούτα το χϋρι μου. Κούτα το χϋρι μου, Υρεντ Μουρ, και περύμενε να το δεισ να βγαύνει κρατϔντασ την μπϊλα. Εςϑ κοιτϊζεισ την μπϊλα. Σύποτε ϊλλο. Μϐνο την μπϊλα. Εγϔ πρϋπει να 'μαι απλϔσ μια θολοϑρα για ςϋνα. Δεν ϋχεισ κανϋνα λϐγο να με κοιτϊσ. ' ενδιαφϋρει αν χαμογελϊω; ήχι. Περιμϋνεισ μϐνο να δεισ τι μπαλιϊ θα ςου ρύξω — πλϊγια, τριϔν τετϊρτων ό ψηλοκρεμαςτό. Περιμϋνεισ;» Ο Υρεντ γνϋφει καταφατικϊ. «Παρακολουθεύσ;» Ο Υρεντ κουνϊει ξανϊ το κεφϊλι του. «Εντϊξει», λϋει ο εντ Πιερ και παύρνει ξανϊ θϋςη βολόσ. Αυτό τη φορϊ ο Υρεντ χτυπϊει με δϑναμη και αποφαςιςτικϐτητα, ςτϋλνοντασ την μπϊλα κατευθεύαν ςτη δεξιϊ ϋξω περιοχό. 959
«Μπρϊβο!» κραυγϊζει ο εντ. «Ϊτςι μπρϊβο, Υρεντ Μουρ!» κουπύζει τον ιδρϔτα απϐ το μϋτωπο του. «Ο επϐμενοσ μπϊτερ!» Ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ, ϋνασ ςωματϔδησ και γενειοφϐροσ ϊντρασ, ϋρχεται ςτο γόπεδο για τον αγϔνα Μπϊνγκορ Γουϋςτ Μιλινϐκετ φορϔντασ γυαλιϊ πιλϐτου κι ϋνα μπλουζϊκι που γρϊφει ςτο ςτόθοσ Παγκϐςμιο Κολεγιακϐ Πρωτϊθλημα (εύναι το γοϑρι του). Μαζύ του ϋχει μια χαρτοςακοϑλα που περιϋχει δεκαϋξι τριγωνικϊ ςημαιϊκια ςε διϊφορα χρϔματα. Σο καθϋνα ϋχει γραμμϋνη επϊνω του τη λϋξη ΜΠΩΝΓΚΟΡ και δεξιϊ και αριςτερϊ τησ εύναι ζωγραφιςμϋνα ϋνασ αςτακϐσ και ϋνα πεϑκο. Καθϔσ οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ακοϑν να αναγγϋλλεται το ϐνομα τουσ απϐ τα μεγϊφωνα που ϋχουν τοποθετηθεύ ςτο πλϋγμα, περνϊνε ϋνασ ϋνασ, παύρνουν ϋνα ςημαιϊκι απϐ τη ςακοϑλα που κρατϊει ο Ντϋιβ, διαςχύζουν τρϋχοντασ τη μϋςα περιοχό και το προςφϋρουν ςτον αντύςτοιχο παύκτη τησ αντύπαλησ ομϊδασ. Ο Ντϋιβ εύναι ϋνασ φωνακλϊσ, υπερκινητικϐσ τϑποσ, που λατρεϑει το μπϋιζμπολ και τα παιδιϊ που παύζουν ς' αυτό την κατηγορύα. Γι' αυτϐν, Σουρνουϊ Παύδων ςημαύνει δυο πρϊγματα: διαςκϋδαςη και νύκη. Και τα δυο εύναι ςημαντικϊ, λϋει, αλλϊ το ςημαντικϐτερο εύναι να τα απολαμβϊνεισ μ' αυτό τη ςειρϊ. Σα ςημαιϊκια δεν εύναι κϊποιο ϑπουλο τϋχναςμα για να εκνευριςτοϑν οι αντύπαλοι, για ευχαρύςτηςη εύναι. Ο Ντϋιβ ξϋρει πωσ τα αγϐρια κι απϐ τισ δυο ομϊδεσ θα θυμοϑνται για πϊντα αυτϐ το παιχνύδι και θϋλει τα παιδιϊ τησ Μιλινϐκετ να ϋχουν ϋνα αναμνηςτικϐ. Σύποτ' ϊλλο. Οι παύκτεσ τησ Μιλινϐκετ ξαφνιϊζονται με τη χειρονομύα, δεν ξϋρουν τι να κϊνουν με τα ςημαιϊκια, μϋχρι που απϐ κϊποιο καςετϐφωνο αρχύζει ν' ακοϑγεται η φωνό τησ Ανύτα Μπρϊιαντ που τραγουδϊει την Αςτερϐεςςα. Ο κϊτςερ τησ Μιλινϐκετ, ςχεδϐν θαμμϋνοσ κϊτω απϐ τον εξοπλιςμϐ του, λϑνει το 960
πρϐβλημα με ϋνα μοναδικϐ τρϐπο: κρατϊει το ςημαιϊκι τησ Μπϊνγκορ πϊνω ςτην καρδιϊ του. Ϊχοντασ αποδεύξει τα ευγενό τησ αιςθόματα, η Μπϊνγκορ ρύχνει ςτη ςυνϋχεια ϋνα γερϐ και γρόγορο μπερντϊκι ςτη Μιλινϐκετ. Σο τελικϐ ςκορ εύναι Μπϊνγκορ Γουϋςτ 18, Μιλινϐκετ 7. Πϊντωσ η όττα δε μειϔνει την αξύα των αναμνηςτικϔν. ήταν η ομϊδα τησ Μιλινϐκετ φεϑγει με το λεωφορεύο τησ, ςτον πϊγκο τησ φιλοξενοϑμενησ ομϊδασ απομϋνουν μϐνο λύγα χϊρτινα ποτηρϊκια και ξυλϊκια παγωτϔν. Οϑτε ϋνα ςημαιϊκι δεν ϋμεινε πύςω. «Μϊρκαρε το δυο!» φωνϊζει ο Νιλ Γουϐτερμαν, ο βοηθϐσ προπονητό τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ. «Μϊρκαρε το δϑο, το δυο!» Εύναι η επομϋνη του αγϔνα με τη Μιλινϐκετ. Προσ το παρϐν, ϋρχονται ϐλοι οι παύκτεσ για προπϐνηςη, αλλϊ εύναι ακϐμα νωρύσ. ύγουρα θα υπϊρξουν απϔλειεσ. Εύναι αναμενϐμενο· οι γονεύσ δεν εύναι πϊντα διατεθειμϋνοι να ακυρϔςουν τα καλοκαιρινϊ τουσ ςχϋδια για να μπορϋςουν τα παιδιϊ τουσ να παύξουν ςτο Σουρνουϊ Παύδων, αφοϑ τελειϔςει η κανονικό περύοδοσ ΜαϏου-Ιουνύου και, μερικϋσ φορϋσ, τα ύδια τα παιδιϊ κουρϊζονται απϐ το απαιτητικϐ πρϐγραμμα τησ [προπϐνηςησ. Μερικϊ θα προτιμοϑςαν τισ βϐλτεσ με το ποδόλατο ό τισ φιγοϑρεσ με τα ςκϋιτμπορντ ό το ϊραγμα ςτην πιςύνα τησ πϐλησ για να χαζεϑουν τα κορύτςια. «Κϐψε το δυο!» φωνϊζει ο Γουϐτερμαν. Εύναι ϋνασ μικροκαμωμϋνοσ, γεροδεμϋνοσ ϊντρασ, με χακύ ςορτσ και κοντοκουρεμϋνα μαλλιϊ. την καθημερινό του ζωό εύναι καθηγητόσ και προπονητόσ του μπϊςκετ ςτο κολϋγιο, αλλϊ το φετινϐ καλοκαύρι προςπαθεύ να διδϊξει ς' αυτϊ τα παιδιϊ ϐτι το μπϋιζμπολ ϋχει πολλϊ κοινϊ ςημεύα με το ςκϊκι, ϐςο απύςτευτο κι αν ακοϑγεται. Να ϋχετε πϊντα ςτο νου ςασ τη ςτρατηγικό του παιχνιδιοϑ, λϋει και ξαναλϋει ςτα παιδιϊ. Να ξϋρετε ποιο ςυμπαύκτη ςασ υποςτηρύζετε. Και, το ςημαντικϐτερο απ' ϐλα, να 961
ξϋρετε ποιοσ ςασ μαρκϊρει ςε κϊθε περύπτωςη και να εύςτε ςε θϋςη να τον αντιμετωπύςετε. Δουλεϑει με υπομονό προςπαθϔντασ να διδϊξει ςτα παιδιϊ τη βαςικό αλόθεια του μπϋιζμπολ: ϐτι παύζεται περιςςϐτερο με το μυαλϐ παρϊ με το κορμύ. Ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο, ο κεντρικϐσ αμυντικϐσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ρύχνει μια καρφωτό ςτον Κϋιςι Κύνεώ ςτη δεϑτερη βϊςη. Ο Κϋιςι παριςτϊνει ϐτι ακολουθεύ ϋναν αϐρατο ρϊνερ, περιςτρϋφεται και ςτϋλνει ϊλλη μια καρφωτό ςτην εςτύα, ϐπου ο Σζϋι-Σζϋι Υύντλερ πιϊνει την μπϊλα και την πετϊει πύςω ςτον Γουϐτερμαν. «Μπαλιϊ για διπλϐ αποκλειςμϐ !» φωνϊζει ο Γουϐτερμαν και ρύχνει την μπϊλα ςτον Ματ Κύνεώ (που δεν ϋχει ςυγγϋνεια με τον Κϋιςι). όμερα ο Ματ παύζει ελεϑθεροσ αμυντικϐσ μεταξϑ τησ δεϑτερησ και τρύτησ βϊςησ. Η μπϊλα αναπηδϊει περύεργα και φαύνεται να κατευθϑνεται προσ τ' αριςτερϊ του κϋντρου. Ο Ματ τη ρύχνει κϊτω, τη ςηκϔνει και τη ςτϋλνει ςτον Κϋιςι, ςτη δεϑτερη βϊςη. Ο Κϋιςι περιςτρϋφεται και τη ρύχνει ςτον Μϊικ Ωρνολντ, που βρύςκεται ςτην πρϔτη. Ο Μϊικ με τη ςειρϊ του τη ςτϋλνει ςτην εςτύα ςτα χϋρια του Σζϋι-Σζϋι. «Θαυμϊςια!» φωνϊζει ο Γουϐτερμαν. «Καλό δουλειϊ, Ματ Κύνεώ! Καλό δουλειϊ! Ϊνα-δϑο-ϋνα! Μϊικ Πϋλκι, εςϑ καλϑπτεισ!» Και τα δυο ονϐματα. Πϊντα και τα δυο ονϐματα, για να αποφεϑγονται τα μπερδϋματα. Η ομϊδα εύναι γεμϊτη απϐ Ματ, Μϊικ και Κύνεώ. Οι βολϋσ εκτελοϑνται αλϊνθαςτα. Ο Μϊικ Πϋλκι, ο δεϑτεροσ πύτςερ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, βρύςκεται ακριβϔσ εκεύ που πρϋπει· καλϑπτει την πρϔτη βϊςη. Εύναι κϊτι που δε θυμϊται πϊντα να το κϊνει, αλλϊ αυτό τη φορϊ το θυμόθηκε.
Ο αποκλειςμϐσ δϑο ρϊνερ, ϐταν η μπϊλα πετιϋται γρόγορα απϐ τη μύα βϊςη ςτην επϐμενη. (.τ.Μ.)
962
Φαμογελϊει και τρϋχει γρόγορα ςτο ϑψωμα, καθϔσ ο Νιλ Γουϐτερμαν ετοιμϊζεται για τον επϐμενο ςυνδυαςμϐ. «Εύναι η καλϑτερη ομϊδα παύδων που ϋχω δει εδϔ και χρϐνια», λϋει ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ λύγεσ μϋρεσ μετϊ την ϊνετη νύκη τησ Μπϊνγκορ επύ τησ Μιλινϐκετ. Ρύχνει μια χοϑφτα ηλιϐςπορουσ ςτο ςτϐμα του και αρχύζει να μαςϊει. Υτϑνει τα τςϐφλια ενϔ μιλϊει. «Δεν πρϐκειται να χϊςουμε απϐ κανϋναν — τουλϊχιςτον ς' αυτό τη φϊςη». ίςτερα ςωπαύνει και παρακολουθεύ τον Μϊικ Ωρνολντ που τρϋχει προσ τη βϊςη τησ εςτύασ απϐ την πρϔτη βϊςη, πιϊνει μια ςιγανό μπαλιϊ και, ενϔ ετοιμϊζεται να ρύξει τεντϔνοντασ το χϋρι του πύςω, κρατϊει τελικϊ την μπϊλα. Ο Μϊικ Πϋλκι βρύςκεται ακϐμη ςτο ϑψωμα του πύτςερ. Αυτό τη φορϊ ξϋχαςε ϐτι δουλειϊ του εύναι να καλϑπτει τη βϊςη και η βϊςη εύναι αφϑλακτη. Ρύχνει ςτον Ντϋιβ ϋνα γρόγορο, ϋνοχο βλϋμμα. ίςτερα χαμογελϊει πλατιϊ και ετοιμϊζεται να επαναλϊβει την κύνηςη. Σην επϐμενη φορϊ θα το κϊνει ςωςτϊ, θα θυμηθεύ ϐμωσ να το κϊνει ςωςτϊ ςτη διϊρκεια ενϐσ αγϔνα; «Υυςικϊ, μποροϑμε να χϊςουμε απϐ μϐνοι μασ», λϋει Ντϋιβ. «υνόθωσ ϋτςι γύνεται». Και, υψϔνοντασ τον τϐνο του, φωνϊζει: «Που όςουν, Μϊικ Πϋλκι; Τποτύθεται ϐτι καλϑπτεισ την πρϔτη βϊςη!» Ο Μϊικ κουνϊει το κεφϊλι του και τρϋχει γρόγορα προσ τα εκεύ. Κϊλλιο αργϊ παρϊ ποτϋ. «Εύναι και η Μπροϑερ», λϋει ο Ντϋιβ κουνϔντασ το κεφϊλι του. «Η Μπροϑερ ςτην ϋδρα τησ. θα δυςκολευτοϑμε. Η Μπροϑερ πϊντα μασ δυςκολεϑει». Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ δεν κατατροπϔνει την Μπροϑερ, αλλϊ νικϊει ςτο πρϔτο εκτϐσ ϋδρασ παιχνύδι χωρύσ ιδιαύτερη δυςκολύα. Ο Ματ Κύνεώ, ο πρϔτοσ ρύπτησ τησ ομϊδασ, εύναι ςε καλό φϐρμα. Απϋχει πολϑ απϐ το να εύναι ςυντριπτικϐσ, αλλϊ η γρόγορη βολό του ϋχει μια πονηρό, ςχεδϐν φιδύςια τροχιϊ κι 963
επύςησ διαθϋτει ϋνα λιτϐ αλλϊ αποτελεςματικϐ ςερβύριςμα. Ο Ρον εντ Πιερ ςυνηθύζει να λϋει πωσ κϊθε πύτςερ ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων νομύζει ϐτι ϋχει φονικό βολό. «Βϋβαια, αυτϐ που εκεύνοι θεωροϑν ςτριφογυριςτό βολό δεν εύναι παρϊ αυτό η χαριτωμϋνη καμπϑλη μπαλιϊ που βλϋπεισ», λϋει ο εντ. «Κϊθε μπϊτερ με ςτοιχειϔδη αυτοπειθαρχύα μπορεύ να την τςακύςει». Απϐψε ϐμωσ, οι ςτριφογυριςτϋσ μπαλιϋσ του Ματ Κύνεώ ςτριφογυρύζουν πραγματικϊ και καταφϋρνει να αποκλεύςει οχτϔ μπϊτερ ςτη διϊρκεια του παιχνιδιοϑ. Και, ύςωσ το ςημαντικϐτερο, μϐνο τϋςςερισ ϋχουν προχωρόςει ςτην πρϔτη βϊςη εξαιτύασ του. Αυτϋσ οι προωθόςεισ εύναι ο εφιϊλτησ κϊθε προπονητό ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων. «ε ςκοτϔνουν», λϋει ο Νιλ Γουϐτερμαν. «Αυτϋσ οι προωθόςεισ ςε ςκοτϔνουν κϊθε φορϊ. Φωρύσ καμιϊ εξαύρεςη. Σο εξόντα τοισ εκατϐ των μπϊτερ ςκορϊρουν μϐνο και μϐνο επειδό προωθοϑνται». ήχι, ϐμωσ, ς' αυτϐ το παιχνύδι: δϑο απϐ τουσ μπϊτερ που επϋτρεψε ο Κύνεώ να προχωρόςουν αποκλεύςτηκαν ςτη δεϑτερη βϊςη. Οι ϊλλοι δϑο αφϋθηκαν αβοόθητοι. Μϐνο μια μπϊτερ τησ Μπροϑερ κατϊφερε να χτυπόςει: η Ντενύζ Φιουζ, κεντρικό αμυντικϐσ, χτυπϊει την μπϊλα ςτην πϋμπτη περύοδο, αλλϊ αποκλεύεται ςτη δεϑτερη βϊςη. Αφοϑ εξαςφαλύςτηκε η νύκη, ο Ματ Κύνεώ, ϋνα πολϑ ςοβαρϐ και ςχεδϐν αλλϐκοτα εςωςτρεφϋσ αγϐρι, χαρύζει ςτον Ντϋιβ ϋνα απϐ τα ςπϊνια χαμογελϊ του, αποκαλϑπτοντασ δυο ςειρϋσ απϐ ςιδερϊκια. «Αυτό η κοπϋλα μπορεύ και χτυπϊει!» λϋει, ςχεδϐν ευλαβικϊ. «Και ποϑ να δεισ τουσ παύκτεσ τησ Φϊμπντεν», του απαντϊει ξερϊ ο Ντϋιβ. Αυτού χτυπϊνε ϐλοι!» Με το που μπαύνει η Φϊμπντεν ςτο γόπεδο τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, πύςω απϐ το εργοςτϊςιο τησ Κϐκα Κϐλα, ςτισ δεκαεφτϊ Ιουλύου, φαύνεται αμϋςωσ πϐςο δύκιο εύχε ο Ντϋιβ. Ο Μϊικ Πϋλκι 964
κϊνει καλϑτερεσ ρύψεισ κι ϋχει περιςςϐτερο ϋλεγχο απ' ϐ,τι ςτον αγϔνα με τη Μιλινϐκετ, αλλϊ δεν αποτελεύ εμπϐδιο για τα παιδιϊ τησ Φϊμπντεν. Ο Μϊικ Σϊρντιφ, ϋνα γεροδεμϋνο αγϐρι με εκπληκτικϊ καλϐ χϋρι ςτο ρϐπαλο, ςτϋλνει την τρύτη βολό του Πϋλκι ϋξω απϐ τον αριςτερϐ φρϊχτη του γηπϋδου, ςχεδϐν εξόντα μϋτρα μακριϊ, πετυχαύνοντασ ϋνα χϐουμραν ςτην πρϔτη κιϐλασ περύοδο. Η Φϊμπντεν προςθϋτει δϑο ακϐμη πϐντουσ ςτη δεϑτερη περύοδο και προηγεύται τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ με 3-0. την τρύτη περύοδο, ϐμωσ, η Μπϊνγκορ Γουϋςτ αντεπιτύθεται. Οι πύτςερ τησ Φϊμπντεν εύναι καλού, οι μπϊτερ τησ Φϊμπντεν εύναι καταπληκτικού, αλλϊ η ϊμυνα τησ Φϊμπντεν, ειδικϐτερα ςτη μϋςα περιοχό, αφόνει πολλϊ περιθϔρια για βελτύωςη. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ςυνδυϊζοντασ τρύα χτυπόματα, πϋντε λϊθη των αντιπϊλων και δυο προωθόςεισ, ςκορϊρει εφτϊ πϐντουσ. Ϊτςι παύζονται ςυνόθωσ οι αγϔνεσ παύδων και εφτϊ πϐντοι θα ϋπρεπε να εύναι αρκετού, αλλϊ δεν εύναι. Οι αντύπαλοι ςυνεχύζουν πειςματικϊ και ςκορϊρουν δυο πϐντουσ ςτην τρύτη περύοδο και ϊλλουσ δυο ςτην πϋμπτη. το δεϑτερο ημύχρονο τησ ϋκτησ περιϐδου η Φϊμπντεν χϊνει μϐλισ με τρεισ πϐντουσ διαφορϊ, 10-7. Ο Κϊιλ Κινγκ, ϋνα δωδεκϊχρονο παιδύ που ξεκύνηςε απϐψε τον αγϔνα για τη Φϊμπντεν και που ςτην πϋμπτη περύοδο ϋπαιζε ωσ κϊτςερ, αρχύζει το δεϑτερο ημύχρονο τησ ϋκτησ περιϐδου φτϊνοντασ ςτη δεϑτερη βϊςη. Ο Μϊικ Πϋλκι αποκλεύει τον Μϊικ Σϊρντιφ. Ο Μϊικ Γουϋντγουορθ, ο νϋοσ πύτςερ τησ Φϊμπντεν, προχωρϊει ςτην πρϔτη βϊςη. Ο Κινγκ και ο Γουϋντγουορθ προχωροϑν ϊλλη μια βϊςη χϊρη ςτην αδυναμύα του κϊτςερ να πιϊςει την μπϊλα, αλλϊ ακινητοποιοϑνται εκεύ, αφοϑ ο Σζεφ Κϊρςον ςτϋλνει την μπϊλα γρόγορα ςτον πύτςερ τησ Φϊμπντεν.
Home run: μακριϊ βολό που επιτρϋπει ςτον παύκτη να κϊνει ϋνα πλόρη γϑρο του γηπϋδου και να ςκορϊρει ϋναν πϐντο (.τ.Μ.).
965
Ϊτςι ϋρχεται η ςειρϊ του Σζοσ Σζϋιμιςον, ενϐσ απϐ τουσ πϋντε πιο επικύνδυνουσ παύκτεσ τησ Φϊμπντεν, με δυο ςυμπαύκτεσ του ςε βϊςεισ και δυο αποκλειςμϋνουσ. Απ' αυτϐν ύςωσ κριθεύ ολϐκληρο το παιχνύδι. Ο Μϊικ, αν και φανερϊ εξαντλημϋνοσ, βρύςκει αρκετό δϑναμη να τον αποκλεύςει με τρεισ ϋγκυρεσ ρύψεισ, δυο ϊκυρεσ κι ϋνα φϊουλ. Ο αγϔνασ λόγει. Σα παιδιϊ παρατϊςςονται ςε μια ςειρϊ και δύνουν τα χϋρια ςτουσ αντιπϊλουσ. Υαύνεται πωσ ο Μϊικ δεν εύναι ο μϐνοσ κουραςμϋνοσ. Με τουσ ϔμουσ ςκυφτοϑσ και χαμηλωμϋνα τα κεφϊλια, τα παιδιϊ τησ Μπϊνγκορ δεύχνουν ςαν να εύναι αυτού οι ηττημϋνοι. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋχει τϔρα τρεισ νύκεσ, αλλϊ η ςημερινό οφειλϐταν ςε καθαρό τϑχη. Ϋταν το εύδοσ του αγϔνα που κϊνει το Πρωτϊθλημα Παύδων ςωςτό δοκιμαςύα των νεϑρων για θεατϋσ, προπονητϋσ αλλϊ και τουσ ύδιουσ τουσ παύκτεσ. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ςυνόθωσ ςύγουρη και ςυγκροτημϋνη ομϊδα ςτο γόπεδο, ϋκανε ςόμερα εννϋα ςοβαρϊ λϊθη. «Δεν ϋκλειςα μϊτι ϐλη νϑχτα», μουρμουρύζει ο Ντϋιβ την ϊλλη μϋρα ςτην προπϐνηςη. «Διϊολε, μασ εύχαν ςτριμϔξει ϊςχημα. Κανονικϊ, θα τον εύχαμε χϊςει τον αγϔνα». Δυο μϋρεσ αργϐτερα βρύςκει κι ϊλλη ςοβαρό αιτύα να χϊςει τον ϑπνο του. Αυτϐσ και ο Ρον εντ Πιερ διανϑουν τα δϋκα χιλιϐμετρα ωσ το Φϊμπντεν για να δουν τον Κϊιλ Κινγκ και την ομϊδα του ςτον αγϔνα με την Μπροϑερ. Δεν πρϐκειται για αναγνωριςτικϐ ταξύδι· η Μπϊνγκορ ϋχει παύξει και με τισ δϑο ομϊδεσ και οι δϑο προπονητϋσ ϋχουν κρατόςει ακριβεύσ ςημειϔςεισ. Αυτϐ που πραγματικϊ ελπύζουν να δουν, ϐπωσ παραδϋχεται ο Ντϋιβ, εύναι να ςταθεύ τυχερό η Μπροϑερ και ν' αποκλεύςει τη Φϊμπντεν απϐ το πρωτϊθλημα. Δε ςυμβαύνει ϐμωσ· αυτϐ που τελικϊ βλϋπουν δεν εύναι αγϔνασ αλλϊ περύπατοσ για τη Φϊμπντεν. 966
Ο Σζοσ Σζϋιμιςον, που εύχε αποκλειςτεύ απϐ τον Μϊικ Πϋλκι, ρύχνει μια μακριϊ βολό πετυχαύνοντασ ϋνα χϐουμραν και η μπϊλα φτϊνει μϋχρι το διπλανϐ γόπεδο. Και δεν εύναι μϐνο ο Σζϋιμιςον. Φτυπϊει ϋνα ο Κϊρςον, χτυπϊει ϊλλο ϋνα ο Γουϋντγουορθ κι ο Σϊρντιφ χτυπϊει δϑο. Σο τελικϐ ςκορ εύναι Φϊμπντεν 21, Μπροϑερ 9. το δρϐμο τησ επιςτροφόσ για το Μπϊνγκορ, ο Ντϋιβ μαςουλϊει πολϑ ηλιϐςπορο και δε μιλϊει καθϐλου. Ανούγει το ςτϐμα του μϐνο μια φορϊ, καθϔσ βϊζει την παλιϊ, πρϊςινη εβρολϋτ του ςτο πϊρκινγκ δύπλα ςτο εργοςτϊςιο τησ Κϐκα Κϐλα. «ταθόκαμε πολϑ τυχερού την Σρύτη το βρϊδυ και το ξϋρουν», λϋει. «Σην ϊλλη Πϋμπτη που θα πϊμε ςτο γόπεδο τουσ, θα μασ την ϋχουν ςτημϋνη». Σα διαμϊντια, ςτα οπούα οι ομϊδεσ τησ Περιφϋρειασ 3 παύζουν τα μικρϊ τουσ δρϊματα ςε ϋξι πρϊξεισ, ϋχουν ϐλα τισ ύδιεσ διαςτϊςεισ, ςυν ό πλην καμιϊ τριανταριϊ πϐντουσ. ήλοι οι προπονητϋσ ϋχουν το βιβλιαρϊκι με τουσ κανονιςμοϑσ ςτην κωλϐτςεπη και το χρηςιμοποιοϑν ςυχνϊ. Ποτϋ δε βλϊπτει να βεβαιϔνεςαι, ϐπωσ λϋει ο Ντϋιβ. Η μϋςα περιοχό εύναι ϋνασ ρϐμβοσ με πλευρϋσ μόκουσ 18,2 μϋτρων, ςτη μια κορυφό του οπούου βρύςκεται η βϊςη τησ εςτύασ. Σο προςτατευτικϐ πλϋγμα, ςϑμφωνα με το βιβλύο των κανονιςμϔν, πρϋπει να απϋχει τουλϊχιςτον ϋξι μϋτρα απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ, δύνοντασ ϋτςι ύςεσ ευκαιρύεσ ςτον κϊτςερ και ςτον ρϊνερ ςε περύπτωςη χαμϋνησ μπαλιϊσ. Οι φρϊχτεσ υποτύθεται ϐτι απϋχουν εξόντα ϋνα μϋτρα απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ. το γόπεδο τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ εύναι κϊπου εξόντα τϋςςερα μϋτρα. Και ςτο Φϊμπντεν, την ϋδρα των δυνατϔν μπϊτερ ϐπωσ ο Σϊρντιφ και ο Σζϋιμιςον, εύναι κϊπου πενόντα πϋντε. Η πιο αυςτηρό μϋτρηςη εύναι ύςωσ και η πιο ςημαντικό: η απϐςταςη απϐ τη θϋςη του πύτςερ μϋχρι το κϋντρο τησ βϊςησ τησ εςτύασ. Δεκατϋςςερα μϋτρα, οϑτε λιγϐτερο οϑτε 967
περιςςϐτερο. ήταν πρϐκειται γι' αυτό την απϐςταςη, κανεύσ ποτϋ δε θα πει, «Α, περύπου τϐςο εύναι —παρϊτα το». Οι περιςςϐτερεσ ομϊδεσ του Σουρνουϊ Παύδων ζουν ό πεθαύνουν ανϊλογα με το τι θα ςυμβεύ ς' αυτϊ τα δεκατϋςςερα μϋτρα. Σα γόπεδα τησ Περιφϋρειασ 3 διαφϋρουν με πολλοϑσ και ποικύλουσ τρϐπουσ. υνόθωσ φτϊνει μια ματιϊ για να καταλϊβει κανεύσ αν και κατϊ πϐςο μια κοινϐτητα αςχολεύται με το ϊθλημα. Σο γόπεδο τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ εύναι ςε κακϊ χϊλια αφοϑ οι δημοτικϋσ αρχϋσ αγνοοϑν ςταθερϊ το ζότημα αυτϐ ςτον προϒπολογιςμϐ τουσ. Σο υπϋδαφοσ αποτελεύται απϐ ξερϐ αργιλϐχωμα, που γύνεται ςοϑπα ϐταν ο καιρϐσ εύναι υγρϐσ και τςιμϋντο ϐταν κϊνει ζϋςτη, ϐπωσ αυτϐ το καλοκαύρι. Σο πϐτιςμα κατϊφερε να διατηρόςει πρϊςινο το μεγαλϑτερο μϋροσ τησ ϋξω περιοχόσ, αλλϊ η μϋςα περιοχό δεν ϋχει ελπύδα. Αγριϐχορτο φυτρϔνει δύπλα ςτισ γραμμϋσ, αλλϊ η περιοχό απϐ τη θϋςη του πύτςερ μϋχρι τη βϊςη τησ εςτύασ εύναι εντελϔσ γυμνό. Σο πλϋγμα εύναι ςκουριαςμϋνο· πολλϋσ φορϋσ χαμϋνεσ μπαλιϋσ ό πολϑ δυνατϋσ περνοϑν μϋςα απϐ ϋνα μεγϊλο ϊνοιγμα που υπϊρχει ςτο ςυρματϐπλεγμα. Δυο μεγϊλα, φαρδιϊ υψϔματα διατρϋχουν το γόπεδο. Αυτϊ τα υψϔματα ϋχουν μετατραπεύ ςε πλεονϋκτημα για την ομϊδα. Οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋχουν μϊθει να κερδύζουν ταχϑτητα ορμϔντασ απϐ τισ κορυφϋσ τουσ, ακριβϔσ ϐπωσ οι αριςτερού αμυντικού τησ Ρεντ οξ ϋχουν μϊθει να κϊνουν το ύδιο ςτο γόπεδο τουσ, το Πρϊςινο Σϋρασ, ϐπωσ το λϋνε. Οι αμυντικού των φιλοξενοϑμενων ομϊδων, ϐμωσ, ςυνόθωσ καταλόγουν να κυνηγϊνε τα λϊθη τουσ μϋχρι το φρϊχτη. Σο γόπεδο τησ Μπροϑερ, ςτριμωγμϋνο ανϊμεςα ςτο τοπικϐ μανϊβικο και ϋνα πολυκατϊςτημα Μϊρντεν, εύναι αναγκαςμϋνο να μοιρϊζεται το διαθϋςιμο χϔρο με τα ύςωσ αρχαιϐτερα και πιο ςκουριαςμϋνα εξαρτόματα παιδικόσ χαρϊσ ς' ολϐκληρη τη Νϋα Αγγλύα. Μικρϊ αδερφϊκια κι αδερφοϑλεσ 968
παρακολουθοϑν το παιχνύδι κρεμαςμϋνα ανϊποδα απϐ τισ κοϑνιεσ, με τα κεφϊλια κϊτω και τα πϐδια ςτον ουρανϐ. Σο γόπεδο Μπομπ Μπιλ ςτο Μαςϊιασ, με τη γεμϊτη πϋτρεσ μϋςα περιοχό, εύναι ύςωσ το χειρϐτερο γόπεδο ϐπου θα παύξει φϋτοσ η Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Σο γόπεδο τησ Φϊμπντεν, με την καλοκουρεμϋνη ϋξω περιοχό και την καλοςτρωμϋνη μϋςα περιοχό, εύναι ύςωσ το καλϑτερο. Με χϔρο για πικνύκ πϋρα απϐ το φρϊχτη τησ ϋξω περιοχόσ και μια καντύνα με τουαλϋτα, το διαμϊντι τησ Φϊμπντεν, πύςω απϐ τον τοπικϐ ϑλλογο των Βετερϊνων του Πρϔτου Παγκϐςμιου Πολϋμου, μοιϊζει με το ονειρεμϋνο γόπεδο ενϐσ πλουςιϐπαιδου. Αλλϊ πολϑ ςυχνϊ τα φαινϐμενα απατοϑν. Σην ομϊδα αυτό την αποτελοϑν παιδιϊ απϐ τισ πϐλεισ του Φϊμπντεν και του Νιοϑμπεργκ, και το Νιοϑμπεργκ εύναι μια καθαρϊ αγροτικό περιοχό. Πολλϊ απϐ αυτϊ τα παιδιϊ ϋρχονται ςτουσ αγϔνεσ με παλιϊ αυτοκύνητα βαμμϋνα με αςτϊρι γϑρω απϐ τουσ προβολεύσ και με εξατμύςεισ δεμϋνεσ με κοτετςϐςυρμα. Εύναι μαυριςμϋνα απϐ τη δουλειϊ ςτα χωρϊφια κι ϐχι απϐ το ϊραγμα ςτην πιςύνα τησ τοπικόσ λϋςχησ. Παιδιϊ τησ πϐλησ και παιδιϊ τησ υπαύθρου. Μϐλισ φορϋςουν τη ςτολό τουσ, παϑει να ϋχει ςημαςύα ποιοσ εύναι ποιοσ. Ο Ντϋιβ εύχε δύκιο: οι οπαδού τησ Φϊμπντεν-Νιοϑμπεργκ περιμϋνουν. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋχει να κερδύςει το πρωτϊθλημα τησ Περιφϋρειασ 3 απϐ το 1971· η Φϊμπντεν δεν ϋχει κερδύςει ποτϋ τον τύτλο και πολλού οπαδού τησ εξακολουθοϑν να ελπύζουν ϐτι θα τα καταφϋρουν φϋτοσ κι ασ ϋχαςαν όδη ςτον πρϔτο αγϔνα με την Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Για πρϔτη φορϊ, η ομϊδα του Μπϊνγκορ αιςθϊνεται ϐτι βρύςκεται ςτο δρϐμο τησ επιτυχύασ: την υποδϋχεται μια μεγϊλη ομϊδα ϋξαλλων οπαδϔν τησ γηπεδοϑχου. Ο Ματ Κύνεώ ξεκινϊει τον αγϔνα. Η Φϊμπντεν αντεπιτύθεται με τον Κϊιλ Κινγκ και το παιχνύδι γρόγορα εξελύςςεται ςτην πιο ςπϊνια και ςυναρπαςτικό μορφό των αγϔνων παύδων, μια 969
πραγματικό μονομαχύα μεταξϑ των πύτςερ. το τϋλοσ τησ τρύτησ περιϐδου, το ςκορ εύναι Φϊμπντεν 0, Μπϊνγκορ Γουϋςτ 0. το τϋλοσ τησ τϋταρτησ περιϐδου, η Μπϊνγκορ κερδύζει δυο πϐντουσ χωρύσ να κοπιϊςει καθϐλου, ϐταν η ϊμυνα τησ Φϊμπντεν χϊνει για ϊλλη μια φορϊ τη ςυνοχό τησ. Ο ήουεν Κινγκ, ο αμυντικϐσ τησ πρϔτησ βϊςησ του Μπϊνγκορ, μπαύνει ςτο γόπεδο ωσ μπϊτερ με δυο ςυμπαύκτεσ του ςε βϊςεισ και ϋναν αποκλειςμϋνο. Οι δυο Κινγκ, ο Κϊιλ τησ Φϊμπντεν και ο ήουεν τησ Μπϊνγκορ, δεν ϋχουν καμιϊ ςυγγϋνεια. Δε χρειϊζεται ϊλλωςτε να το διευκρινύςει κανεύσ, αρκεύ μια ματιϊ. Ο Κϊιλ Κινγκ εύναι περύπου ϋνα κι εξόντα. Με ϑψοσ ϋνα κι ογδϐντα πϋντε, ο ήουεν Κινγκ φαύνεται γύγαντασ μπροςτϊ του. Οι διαφορϋσ μεγεθϔν ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων εύναι τϐςο ακραύεσ, που ςε πιϊνει ζϊλη, νομύζεισ πωσ ϋχεισ παραιςθόςεισ. Ο Κινγκ τησ Μπϊνγκορ ρύχνει μια μπαλιϊ ςχεδϐν ςτα χϋρια του ελεϑθερου αμυντικοϑ τησ Φϊμπντεν. Εύναι ϐ,τι πρϋπει για διπλϐ αποκλειςμϐ, αλλϊ ο αμυντικϐσ τησ Φϊμπντεν δεν παςϊρει ςωςτϊ την μπϊλα και ο Κινγκ ςπιντϊρει παρ' ϐλα τα ενενόντα κιλϊ του και φτϊνει ςτην πρϔτη βϊςη πριν απϐ την πϊςα. Ο Μϊικ Πϋλκι και ο Μϊικ Ωρνολντ φτϊνουν τρϋχοντασ ςτην εςτύα. Ϊπειτα, ςτην αρχό τησ πϋμπτησ περιϐδου, ο Ματ Κύνεώ, που ςόμερα εύναι ςε φϐρμα, βγϊζει ϋξω τον Κρισ Γουύτκομπ, το νοϑμερο οχτϔ τησ Φϊμπντεν. Ο Μπρετ Σζϐνςον, ο μπϊτερ νοϑμερο εννιϊ, ςτϋλνει την μπϊλα κατευθεύαν πϊνω ςτον Κϋιςι Κύνεώ, τον αμυντικϐ τησ δεϑτερησ βϊςησ. Η βολό εύναι ϐ,τι πρϋπει για διπλϐ αποκλειςμϐ, αλλϊ ο Κϋιςι δεν τα βγϊζει πϋρα. Σα χϋρια του, ενϔ κατεβαύνουν αυτϐματα για να πιϊςουν την μπϊλα, ςταματϊνε δϋκα εκατοςτϊ πϊνω απϐ το ϋδαφοσ και ο Κϋιςι γυρύζει το πρϐςωπο του απϐ την ϊλλη μεριϊ για να το προςτατϋψει ςτην περύπτωςη που θ' αναπηδόςει η μπϊλα. Εύναι το πιο κοινϐ απϐ τα λϊθη των αμυντικϔν του Πρωταθλόματοσ Παύδων και το πιο δικαιολογημϋνο: μια καθαρό πρϊξη 970
αυτοπροςταςύασ. Σο ϋντρομο βλϋμμα που ρύχνει ο Κϋιςι ςτον Ντϋιβ και ςτον Νιλ, καθϔσ η μπϊλα κυλϊει προσ το κϋντρο τησ ϋξω περιοχόσ, ολοκληρϔνει αυτό τη φϊςη του παιχνιδιοϑ. «Δεν πειρϊζει, Κϋιςι! Σην επϐμενη φορϊ!» φωνϊζει ο Ντϋιβ με την τραχιϊ, γεμϊτη αυτοπεπούθηςη, γιϊνκικη φωνό του. «Καινοϑριοσ μπϊτερ!» κραυγϊζει ο Νιλ, αγνοϔντασ εντελϔσ το βλϋμμα του Κϋιςι. «Καινοϑριοσ μπϊτερ! θυμόςου τι πρϋπει να κϊνεισ! Εύμαςτε ακϐμη μπροςτϊ! Βγϊλε ϋναν ϋξω! υγκεντρϔςου και βγϊλε ϋναν ϋξω!» Ο Κϋιςι αρχύζει να ηρεμεύ, αρχύζει να ξαναμπαύνει ςτο παιχνύδι, ϐταν ξαφνικϊ, πϋρα απϐ το γόπεδο, αντηχοϑν οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν. Μερικϋσ ανόκουν ςε τελευταύα μοντϋλα αυτοκινότων -Σογιϐτα, Φϐντα και Ντοντζ Κολτ- με αυτοκϐλλητα ςτουσ πύςω προφυλακτόρεσ που γρϊφουν ςυνθόματα ϐπωσ, ΕΞΨ ΟΙ ΗΠΑ ΑΠΟ ΣΗΝ ΚΕΝΣΡΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ, ό, ΑΣΟΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ; ΟΦΙ, ΕΤΦΑΡΙΣΨ. Αλλϊ οι περιςςϐτερεσ Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ανόκουν ςε παλιϊ αγροτικϊ και ημιφορτηγϊ. Σα πιο πολλϊ απ' αυτϊ ϋχουν ςκουριαςμϋνεσ πϐρτεσ, παμπϊλαια ραδιϐφωνα και μουςαμϊδεσ ςτισ καρϐτςεσ. Ποιοι εύναι μϋςα ς' ϐλα αυτϊ τα οχόματα και πατϊνε τισ κϐρνεσ; Κανεύσ δεν ξϋρει — τουλϊχιςτον ςτα ςύγουρα. Δεν εύναι γονεύσ οϑτε ςυγγενεύσ των παικτϔν τησ Φϊμπντεν αυτού, ςυν κϊμποςεσ δεκϊδεσ μικρϊ αδερφϊκια, παςαλειμμϋνα με παγωτϐ, γεμύζουν τισ κερκύδεσ και πλαιςιϔνουν το φρϊχτη κοντϊ ςτην τρύτη βϊςη ϐπου βρύςκεται ο πϊγκοσ τησ Φϊμπντεν. άςωσ εύναι ντϐπιοι εργϊτεσ, που μϐλισ ςχϐλαςαν και ςταμϊτηςαν να δουν λύγο τον αγϔνα πριν ςυνεχύςουν για καμιϊ μπύρα ςτο ϑλλογο των Βετερϊνων δύπλα —ό ύςωσ εύναι τα φαντϊςματα αλλοτινϔν παικτϔν τησ Φϊμπντεν, αιϔνια διψαςμϋνα για τον τύτλο του πρωταθλητό τησ Πολιτεύασ που ϋχουν ςτερηθεύ. Δεν εύναι απύθανο· ϋχει κϊτι το απϐκοςμο, κϊτι το αναπϐφευκτο αυτϐσ ο όχοσ. Οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν χτυπϊνε ςε απϐλυτη αρμονύα —ψηλϋσ, χαμηλϋσ αλλϊ 971
και μερικϋσ κϐρνεσ ομύχλησ, που παύρνουν ρεϑμα απϐ μιςοπεθαμϋνεσ μπαταρύεσ. Κϊποιοι απϐ τουσ παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ κοιτϊζουν αμόχανα προσ την κατεϑθυνςη απ' ϐπου ακοϑγεται ϐλοσ αυτϐσ ο ςαματϊσ. Πύςω απϐ το πλϋγμα, ϋνα ςυνεργεύο τησ τοπικόσ τηλεϐραςησ ετοιμϊζεται να βιντεοςκοπόςει τα τελευταύα λεπτϊ του αγϔνα, για τισ αθλητικϋσ ειδόςεισ των ϋντεκα. τισ κερκύδεσ επικρατεύ μια μικρό αναςτϊτωςη, αλλϊ απϐ τον πϊγκο τησ Φϊμπντεν ελϊχιςτοι δεύχνουν να ϋχουν πϊρει εύδηςη τι ςυμβαύνει. Ο Ματ Κύνεώ ςύγουρα ϐχι. Αυτϐσ προςϋχει μϐνο τον επϐμενο μπϊτερ τησ Φϊμπντεν, τον Ματ Νϋιντ, που χτυπϊει δοκιμαςτικϊ το αλουμινϋνιο ρϐπαλο του ςτο παποϑτςι και παύρνει τη θϋςη του ςτο κουτύ. Οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ςωπαύνουν. Ο Ματ Κύνεώ ετοιμϊζεται για τη βολό. Ο Κϋιςι Κύνεύ ςτϋκεται ςτη θϋςη του, αριςτερϊ τησ δεϑτερησ βϊςησ, με το γϊντι του χαμηλωμϋνο. Αυτό τη φορϊ δεν πρϐκειται να γυρύςει το πρϐςωπο του ςε περύπτωςη που θα του ξαναςτεύλουν την μπϊλα, ϐπωσ φαύνεται απϐ την ϋκφραςη του. Οι ρϊνερ τησ Φϊμπντεν ςτϋκονται ςτην πρϔτη και ςτη δεϑτερη βϊςη περιμϋνοντασ. Οι θεατϋσ πύςω απϐ τουσ φρϊχτεσ τησ πρϔτησ και τησ τρύτησ βϊςησ παρακολουθοϑν με αγωνύα. Οι κουβϋντεσ ςιγϊ ςιγϊ ςταματϊνε. Σο μπϋιζμπολ ςτισ καλϑτερεσ ςτιγμϋσ του (και ο ςυγκεκριμϋνοσ αγϔνασ εύναι απϐ τουσ καλοϑσ, θα ϊξιζε να πληρϔςει κανεύσ για να τον δει) εύναι ϋνα παιχνύδι με όρεμεσ παϑςεισ που διακϐπτονται απϐ γοργϋσ, ϋντονεσ φϊςεισ. Οι θεατϋσ διαιςθϊνονται τϔρα ϐτι αρχύζει μια απ' αυτϋσ τισ φϊςεισ. Ο Ματ Κύνεώ τεντϔνεται, ςτρύβει και ρύχνει. Ο Νϋιντ αποκροϑει την πρϔτη βολό πϊνω απϐ τη δεϑτερη βϊςη και φτϊνει γρόγορα ςτην πρϔτη. Σϔρα το ςκορ εύναι 2-1. Ο Κϊιλ Κινγκ, ο πύτςερ τησ Φϊμπντεν, μπαύνει ςτο παιχνύδι και ςτϋλνει μια δυνατό και χαμηλό μπαλιϊ που φτϊνει μϋχρι το 972
ϑψωμα. Η μπϊλα χτυπϊει τον Ματ Κύνεώ ςτο δεξύ καλϊμι. Αυτϐσ κϊνει μια ενςτικτϔδη προςπϊθεια να την πιϊςει, ενϔ όδη κατευθϑνεται προσ το χϔρο μεταξϑ δεϑτερησ και τρύτησ βϊςησ, πριν καταλϊβει ϐτι ϋχει πραγματικϊ χτυπόςει, και τελικϊ πϋφτει. Σϔρα οι βϊςεισ ϋχουν γεμύςει, αλλϊ προσ το παρϐν κανεύσ δε νοιϊζεται- αμϋςωσ μϐλισ ο διαιτητόσ ςηκϔνει τα χϋρια του δεύχνοντασ τϊιμ ϊουτ, ϐλοι οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ τρϋχουν προσ τον Ματ Κύνεώ. Ϊξω απϐ το γόπεδο, οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ηχοϑν θριαμβευτικϊ. Σο πρϐςωπο του Κύνεώ ϋχει γύνει κϊταςπρο, ςημϊδι ϐτι πονϊει. Μια ςακοϑλα με πϊγο φτϊνει απϐ την καντύνα ϐπου εδρεϑουν οι Πρϔτεσ Βοόθειεσ και, μετϊ απϐ μερικϊ λεπτϊ, ο Ματ ςηκϔνεται και αποχωρεύ απϐ το γόπεδο κουτςαύνοντασ, υποςτηριζϐμενοσ απϐ τον Ντϋιβ και τον Νιλ. Οι θεατϋσ χειροκροτοϑν δυνατϊ δεύχνοντασ τη ςυμπϊθεια τουσ. Ο ήουεν Κινγκ, πρϔην αμυντικϐσ τησ πρϔτησ βϊςησ, γύνεται τϔρα ο νϋοσ πύτςερ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ κι ο πρϔτοσ μπϊτερ που ϋχει να αντιμετωπύςει εύναι ο Μϊικ Σϊρντιφ. Οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν βγϊζουν κοφτϐ, προκαταβολικϐ ςϊλπιςμα καθϔσ μπαύνει ςτο γόπεδο ο Σϊρντιφ. Η τρύτη βολό του Κινγκ δεν εύναι καλό· πϊει κατευθεύαν προσ το πλϋγμα. Ο Μπρετ Σζϐνςον τρϋχει προσ την εςτύα. Ο Κινγκ τρϋχει προσ τη βϊςη τησ εςτύασ απϐ το ϑψωμα, ϐπωσ του ϋμαθαν να κϊνει. τον πϊγκο τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ο Νιλ Γουϐτερμαν, με το χϋρι του ακϐμη γϑρω απϐ τον ϔμο του Ματ Κύνεώ, φωνϊζει ρυθμικϊ: «Ωμυναϊμυνα-ΑΜΤΝΑ!» Ο Σζο Γουύλκοξ, ο κϊτςερ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, εύναι τριϊντα πϐντουσ κοντϑτεροσ απϐ τον Κινγκ αλλϊ πολϑ γρόγοροσ. την αρχό του πρωταθλόματοσ δεν όθελε να εύναι κϊτςερ κι εξακολουθεύ να μην του αρϋςει, αλλϊ το ςυνόθιςε πια κι ϋμαθε να γύνεται ςκληρϐσ ςε μια θϋςη που ελϊχιςτοι μικροκαμωμϋνοι παύκτεσ επιζοϑν για τϐςο μεγϊλο διϊςτημα. 973
Ακϐμη και ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων, οι περιςςϐτεροι κϊτςερ μοιϊζουν με παλαιςτϋσ. Νωρύτερα ϋκανε μια ανεπανϊληπτη βουτιϊ με το χϋρι τεντωμϋνο για να πιϊςει μια βολό. Σϔρα τρϋχει προσ το πλϋγμα, τραβϔντασ με το γυμνϐ του χϋρι τη μϊςκα απϐ το κεφϊλι του, ενϔ ταυτϐχρονα πιϊνει την μπϊλα που αναπηδϊει ςαν τρελό. Γυρύζει προσ τη βϊςη τησ εςτύασ και τη ρύχνει ςτον Κινγκ ενϔ οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ξεςποϑν ςε ϋνα ϊγριο, και πρϐωρο ϐπωσ αποδεικνϑεται, θριαμβευτικϐ πανδαιμϐνιο. Ο Σζϐνςον ϋχει κϐψει ταχϑτητα. Σο πρϐςωπο του παύρνει μια ϋκφραςη ϐμοια μ' εκεύνη του Κϋιςι Κύνεώ, τϐτε που ο Κϋιςι ϊφηςε να του φϑγει η βολό του Σζϐνςον. Εύναι μια ϋκφραςη φοβερόσ αγωνύασ και ταραχόσ, η ϋκφραςη ενϐσ αγοριοϑ που εϑχεται ξαφνικϊ να βριςκϐταν αλλοϑ. Οπουδόποτε αλλοϑ. Ο νϋοσ πύτςερ μπλοκϊρει τη βϊςη τησ εςτύασ. Ο Σζϐνςον αρχύζει διςτακτικϊ να ςτρύβει. Ο Κινγκ δϋχεται την μπϊλα απϐ τον Γουύλκοξ, περιςτρϋφεται με εκπληκτικό χϊρη κι ακολουθεύ πολϑ εϑκολα τον ϊτυχο Σζϐνςον. ίςτερα προχωρϊει προσ το ϑψωμα, ςκουπύζοντασ τον ιδρϔτα απϐ το μϋτωπο του και ετοιμϊζεται ν' αντιμετωπύςει για ϊλλη μια φορϊ τον Σϊρντιφ. Πύςω του, οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ϋχουν ςιγόςει ξανϊ. Ο Σϊρντιφ ςτϋλνει μια ψηλοκρεμαςτό μπαλιϊ προσ την τρύτη βϊςη. Ο Κϋβιν Ρϐςφορτ, αμυντικϐσ τησ τρύτησ, κϊνει ϋνα βόμα πύςω. Η μπαλιϊ εύναι εϑκολη, αλλϊ ο Ρϐςφορτ ϋχει μια ϋκφραςη αγωνύασ ςτο πρϐςωπο του και τϐτε —ϐταν δεύχνει να δυςκολεϑεται μ' αυτό την απλό, ψηλοκρεμαςτό μπαλιϊ— γύνεται φανερϐ πϐςο ϊςχημα ϋχει επηρεαςτεύ ϐλη η ομϊδα απϐ τον τ ραυματιςμϐ τ ου Ματ. Η μπϊλα μπα ύ- νει ςτο γϊντι του και... ξαναβγαύνει καθϔσ ο Ρϐςφορτ —που ο Υρεντ Μουρ του κϐλληςε το παρατςοϑκλι Κατςαρύδασ και μετϊ τον μιμόθηκε ϐλη η ομϊδα- δεν καταφϋρνει να την κρατόςει. Ο Νϋιντ, που ϋχει 974
προχωρόςει ςτην τρύτη βϊςη, ενϔ ο Κινγκ και ο Γουύλκοξ αςχολοϑνταν με τον Σζϐνςον, τρϋχει όδη προσ τη βϊςη τησ εςτύασ. Ο Ρϐςφορτ θα μποροϑςε εϑκολα να εύχε βγϊλει τον Νϋιντ απϐ το παιχνύδι αν ϋπιανε την μπϊλα, αλλϊ το μπϋιζμπολ, τϐςο εδϔ ϐςο και ςτο επαγγελματικϐ πρωτϊθλημα, εύναι ϋνα παιχνύδι με πολλϊ «αν», και «παραλύγο». Ο Ρϐςφορτ δεν κρατϊει την μπϊλα. Αντύθετα, την πετϊει ϐπωσ ϐπωσ ςτην πρϔτη βϊςη. Εκεύ, αναλαμβϊνει ο Μϊικ Ωρνολντ, που εύναι μεν ϋνασ απϐ τουσ καλϑτερουσ αμυντικοϑσ τησ ομϊδασ, αλλϊ που κανεύσ δε φρϐντιςε να τον εφοδιϊςει με ξυλοπϐδαρα. το μεταξϑ ο Σϊρντιφ ϋχει γύνει καπνϐσ και τρϋχει προσ τη δεϑτερη βϊςη. Απϐ μονομαχύα των πύτςερ το παιχνύδι ξανϊγινε ϋνασ ςυνηθιςμϋνοσ αγϔνασ κατηγορύασ παύδων και οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν αλαλϊζουν τϔρα απϐ χαρϊ. Οι παύκτεσ τησ Φϊμπντεν αρχύζουν να χοροπηδϊνε και το τελικϐ ςκορ εύναι Φϊμπντεν 9, Μπϊνγκορ Γουϋςτ 2. Παρ' ϐλα αυτϊ, ϋχουμε κϊνα δυο καλϊ πραγματϊκια να μασ παρηγορόςουν: ο Ματ Κύνεώ δεν ϋχει χτυπόςει ςοβαρϊ και ο Κϋιςι Κύνεώ δε δεύλιαςε και ολοκλόρωςε με επιτυχύα ϐταν ξαναςτϊθηκε τυχερϐσ ςτην ϋκτη και τελευταύα περύοδο. Αφοϑ καταγρϊφεται και ο τελευταύοσ αποκλειςμϐσ, οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ αποχωροϑν με ςερνϐμενα βόματα και κϊθονται ςτον πϊγκο τουσ. Αυτό εύναι η πρϔτη τουσ όττα και οι περιςςϐτεροι το πόραν βαριϊ. Κϊποιοι πετϊνε φουρκιςμϋνοι τα γϊντια χϊμω, ανϊμεςα ςτα βρϐμικα παποϑτςια τουσ. Μερικού κλαύνε, ϊλλουσ κοντεϑουν να τουσ πϊρουν τα δϊκρυα και κανεύσ δε μιλϊει. Ακϐμα και ο Υρϋντι, ο αποθηκϊριοσ τησ Μπϊνγκορ, δεν ϋχει τύποτε να πει αυτϐ το αποπνικτικϐ βρϊδυ τησ Πϋμπτησ ςτο Φϊ- μπντεν. Εξω απϐ το γόπεδο, κϊποιεσ Κϐρνεσ του Φϊμπντεν ςυνεχύζουν να ηχοϑν χαροϑμενα καθϔσ απομακρϑνονται . Ο Νιλ Γουϐτερμαν εύναι ο πρϔτοσ που μιλϊει. Λϋει ςτα παιδιϊ να ςηκϔςουν τα κεφϊλια τουσ και να τον κοιτϊξουν. 975
Σρεισ τον κοιτϊζουν όδη: ο ήουεν Κινγκ, ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο και ο Ματ Κύνεώ. Σϔρα, περύπου οι μιςού καταφϋρνουν να κϊνουν αυτϐ που τουσ ζότηςε. Οι υπϐλοιποι, ϐμωσ —ανϊμεςα τουσ και ο Σζοσ τύβενσ, ο τελευταύοσ που αποκλεύςτηκε— ςυνεχύζουν να ενδιαφϋρονται περιςςϐτερο για τα παποϑτςια τουσ. «ηκϔςτε ψηλϊ το κεφϊλι», λϋει ξανϊ ο Γουϐτερμαν. Μιλϊει πιο δυνατϊ αυτό τη φορϊ, αλλϊ ϐχι θυμωμϋνα και τον ακοϑν ϐλοι. «Παύξατε πολϑ καλϊ», τουσ λϋει όρεμα. «Αλλϊ τα χϊςατε λιγϊκι και οι ϊλλοι ςασ πόραν το παιχνύδι. υμβαύνουν αυτϊ. Δεν πϊει να πει ϐτι οι ϊλλοι εύναι καλϑτεροι, ϐμωσ αυτϐ εύναι κϊτι που θα το διαπιςτϔςουμε το ϊββατο. όμερα, το μϐνο που χϊςατε εύναι ϋνα παιχνύδι. Αϑριο ο όλιοσ θ' ανατεύλει ξανϊ». Σα παιδιϊ αρχύζουν ν' αναθαρρεϑουν λιγϊκι. Προφανϔσ, το παλιϐ, γνωςτϐ κόρυγμα δεν ϋχει χϊςει τη δϑναμη να παρηγορεύ. «όμερα δϔςατε τον καλϑτερο εαυτϐ ςασ κι αυτϐ εύναι που ϋχει ςημαςύα. Εύμαι περόφανοσ για ςασ, και θα πρϋπει να εύςτε κι εςεύσ περόφανοι για τον εαυτϐ ςασ. Δεν υπϊρχει κανϋνασ λϐγοσ να αιςθϊνεςτε ϊςχημα». ίςτερα ο Γουϐτερμαν παραμερύζει για να πϊρει τη θϋςη του ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ, που επιθεωρεύ την ομϊδα του. ήταν ο Ντϋιβ αρχύζει να μιλϊει, η ςυνόθωσ βροντερό φωνό του εύναι πιο ςιγανό κι απϐ του Γουϐτερμαν. «Σο ξϋραμε πριν ϋρθουμε εδϔ ϐτι ϋπρεπε να μασ νικόςουν ςόμερα, ϋτςι δεν εύναι;» ρωτϊει. Δε δεύχνει να απευθϑνεται ςε κανϋναν, μιλϊει ςαν να μονολογεύ. «Αν ϋχαναν, θα αποκλεύονταν. Αλλϊ θα ϋρθουν να παύξουν ςτο γόπεδο μασ το ϊββατο. Και τϐτε πρϋπει να τουσ νικόςουμε εμεύσ, θϋλετε;» ήλοι ϋχουν ςηκϔςει τα κεφϊλια τϔρα. «Θϋλω να θυμϊςτε αυτϐ που ςασ εύπε ο Νιλ», ςυνεχύζει ο Ντϋιβ ςτον ύδιο τϐνο, που δε θυμύζει ςε τύποτα τισ αγριοφωνϊρεσ του ςτην προπϐνηςη. «Εύςτε ομϊδα. Αυτϐ ςημαύνει πωσ πρϋπει 976
ν' αγαπϊτε ο ϋνασ τον ϊλλο. Ν' αγαπϊτε ο ϋνασ τον ϊλλο — νικόςετε ό χϊςετε— γιατύ εύςτε ομϊδα». Σην πρϔτη φορϊ που κϊποιοσ εύπε ς' αυτϊ τ' αγϐρια πωσ πρϋπει να αγαποϑν ο ϋνασ τον ϊλλο μϋςα ςτο γόπεδο, γϋλαςαν αμόχανα με την ιδϋα. Σϔρα πια δε γελϊνε. Αφϐτου αντιμετϔπιςαν μαζύ τισ Κϐρνεσ του Φϊμπντεν, φαύνονται να καταλαβαύνουν, τουλϊχιςτον λύγο. Ο Ντϋιβ τουσ κοιτϊζει ξανϊ και μετϊ γνϋφει. «Εντϊξει, μαζϋψτε τα πρϊγματα ςασ». Μαζεϑουν κρϊνη, ρϐπαλα, γϊντια και τα ρύχνουν ςε μεγϊλεσ πϊνινεσ τςϊντεσ. Μϋχρι να τισ κουβαλόςουν ςτο παλιϐ πρϊςινο φορτηγϊκι του Ντϋιβ, κϊποια παιδιϊ ϋχουν όδη αρχύςει να γελϊνε ξανϊ. Ο Ντϋιβ γελϊει μαζύ τουσ, αλλϊ ςτο δρϐμο τησ επιςτροφόσ εύναι ςκεφτικϐσ. Απϐψε ο δρϐμοσ του γυριςμοϑ του φαύνεται μακρϑσ. «Δεν ξϋρω αν θα μπορϋςουμε να τουσ νικόςουμε το ϊββατο», λϋει ςτη διαδρομό. Μιλϊει ξανϊ μ' εκεύνο το αφηρημϋνο ϑφοσ, ςαν να μονολογεύ. «Σο θϋλω, το θϋλουν και τα παιδιϊ, αλλϊ δεν εύμαι ςύγουροσ. Η Φϊμπντεν ϋχει όδη πϊρει φϐρα». Η φϐρα εύναι εκεύνη η μυθικό δϑναμη που καθορύζει ϐχι μϐνο ϋνα παιχνύδι αλλϊ και ολϐκληρεσ ςεζϐν. Οι παύκτεσ του μπϋιζμπολ ςε ϐλεσ τισ κατηγορύεσ του αθλόματοσ εύναι περύεργα προληπτικού. Για κϊποιον ϊγνωςτο λϐγο, οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋχουν υιοθετόςει ϋνα μικρϐ πλαςτικϐ ςανδϊλι —απομεινϊρι απϐ την κοϑκλα μιασ μικρόσ θαυμϊςτριασ— ςαν μαςκϐτ τουσ. Αυτϐ το απύθανο γοϑρι το ϋχουν ονομϊςει Μεγϊλη Υϐρα. Σο δϋνουν ςτο ςυρματϐπλεγμα πύςω απϐ τον πϊγκο τησ ομϊδασ ςε κϊθε παιχνύδι και οι μπϊτερ ςυχνϊ το αγγύζουν ϐλο ελπύδα πριν μπουν ςτο γόπεδο. Ο Νικ Σρϊςκοσ, που ςυνόθωσ παύζει αριςτερό ϊμυνα, ϋχει αναλϊβει τη 977
φϑλαξη τησ Μεγϊλησ Υϐρασ ανϊμεςα ςτουσ αγϔνεσ. όμερα, για πρϔτη φορϊ, ξϋχαςε να φϋρει το φυλαχτϐ. «Καλϊ θα κϊνει ο Νικ να φϋρει τη Μεγϊλη Υϐρα το ϊββατο», λϋει ο Ντϋιβ ςκυθρωπϊ. «Αλλϊ και να το θυμηθεύ...» Κουνϊει το κεφϊλι του. «Κι εγϔ δεν ξϋρω πια». Οι αγϔνεσ του Πρωταθλόματοσ Παύδων δεν ϋχουν ειςιτόριο· ο κανονιςμϐσ το απαγορεϑει ρητϊ. Αντύ γι' αυτϐ, ςτη διϊρκεια τησ τϋταρτησ περιϐδου, ϋνασ απϐ τουσ παύκτεσ τριγυρύζει ανϊμεςα ςτουσ θεατϋσ κρατϔντασ ϋνα καπϋλο και μαζεϑει ειςφορϋσ για την αγορϊ εξοπλιςμοϑ και τη ςυντόρηςη του γηπϋδου. Σο ϊββατο, ςτο Μπϊνγκορ, ϐπου η Μπϊνγκορ Γουϋςτ και η Φϊμπντεν παύζουν ςτο φετινϐ τελικϐ του πρωταθλόματοσ τησ κομητεύασ Πϋνομπςκοτ, μπορεύ κανεύσ να εκτιμόςει το αυξημϋνο ενδιαφϋρον των θεατϔν για τα οικονομικϊ τησ ομϊδασ με μια απλό ςϑγκριςη. τον αγϔνα τησ Μπϊνγκορ με τη Μιλινϐκετ ο ϋρανοσ απϋφερε 15 δολϊρια και 45 ςεντσ. ήταν επιςτρϋφει το καπϋλο, ςτην αρχό την πϋμπτησ περιϐδου, ςτον απογευματινϐ αγϔνα αυτοϑ του αββϊτου εναντύον τησ Φϊμπντεν, εύναι ξϋχειλο απϐ κϋρματα και τςαλακωμϋνα χαρτονομύςματα. Σο τελικϐ ποςϐ φτϊνει τα 94 δολϊρια και 25 ςεντσ. Οι κερκύδεσ εύναι γεμϊτεσ· ςτα ςυρματοπλϋγματα δεν περιςςεϑει οϑτε πϐντοσ· το πϊρκινγκ εύναι γεμϊτο. Σο Πρωτϊθλημα Παύδων ϋχει ϋνα κοινϐ με ϐλεσ τισ αθλητικϋσ και επιχειρηματικϋσ δραςτηριϐτητεσ τησ Αμερικόσ: η επιτυχύα φϋρνει την επιτυχύα. Η Μπϊνγκορ κϊνει πολϑ καλϐ ξεκύνημα —προηγεύται 7-3 ςτο τϋλοσ τησ τρύτησ περιϐδου— και μετϊ ϐλα πϊνε κατϊ διαβϐλου. την τϋταρτη περύοδο η Φϊμπντεν ςκορϊρει ϋξι φορϋσ, καθαρϊ τισ περιςςϐτερεσ. ήμωσ, αυτό τη φορϊ, η Μπϊνγκορ Γουϋςτ δεν καταθϋτει τα ϐπλα, ϐπωσ ϋγινε μετϊ τον τραυματιςμϐ του Ματ Κύνεώ ςτο Φϊμπντεν -οι παύκτεσ δε ςκϑβουν το κεφϊλι, για να χρηςιμοποιόςω την ϋκφραςη του Νιλ 978
Γουϐτερμαν. Παρ' ϐλα αυτϊ, ϐταν ϋρχεται η ςειρϊ τουσ να κϊνουν επύθεςη ςτο δεϑτερο ημύχρονο τησ ϋκτησ περιϐδου, χϊνουν με 14-12. Ο αποκλειςμϐσ απϐ το πρωτϊθλημα δεύχνει πολϑ κοντινϐσ και αληθινϐσ. Η Μεγϊλη Υϐρα κρϋμεται ςτη ςυνηθιςμϋνη τησ θϋςη, αλλϊ η Μπϊνγκορ Γουϋςτ χρειϊζεται ϊλλουσ τρεισ αποκλειςμοϑσ για να ςωθεύ. Ϊνα παιδύ που δε χρειϊςτηκε να του πουν να ςηκϔςει ψηλϊ το κεφϊλι, μετϊ απϐ την όττα με 9-2 τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, όταν ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο. κϐραρε δυο φορϋσ ςτισ τρεισ ς' εκεύνο τον αγϔνα, ϋπαιξε καλϊ και βγόκε απϐ το γόπεδο ξϋροντασ ϐτι εύχε παύξει καλϊ. Ο Ρϊιαν εύναι ϋνα ψηλϐ, λιγομύλητο αγϐρι, με φαρδιϋσ πλϊτεσ και ςγουρϊ, καςτανϊ μαλλιϊ. Εύναι ο ϋνασ απϐ τουσ δυο γεννημϋνουσ αθλητϋσ ςτην ομϊδα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Ο ϊλλοσ εύναι ο Ματ Κύνεώ. Παρ' ϐλο που εύναι εκ διαμϋτρου αντύθετοι, ο Κύνεώ λεπτϐσ και ςχετικϊ κοντϐσ, ο Γιαρομπύνο ψηλϐσ και με καλοςχηματιςμϋνουσ μυσ, ϋχουν κϊτι κοινϐ και μϊλλον αςυνόθιςτο ςε παιδιϊ τησ ηλικύασ τουσ: εμπιςτεϑονται τα κορμιϊ τουσ. Οι περιςςϐτεροι ςτην ομϊδα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ϐςο ταλϋντο κι αν ϋχουν, αντιμετωπύζουν τα πϐδια, τα μπρϊτςα και τα χϋρια τουσ ςαν καταςκϐπουσ και πιθανοϑσ προδϐτεσ. Ο Γιαρομπύνο ανόκει ςτο εύδοσ των παιδιϔν των οπούων η περιουςύα εύναι πιο ϋντονη απϐ των ϊλλων ϐταν φορϊνε τη ςτολό κϊποιου αθλόματοσ. Εύναι απϐ τα λύγα παιδιϊ και ςτισ δυο ομϊδεσ που μποροϑν να φορϋςουν το κρϊνοσ του μπϊτερ χωρύσ να μοιϊζουν με χαζοβιϐληδεσ που καπελϔθηκαν με μύα απϐ τισ κατςαρϐλεσ τησ μαμϊσ τουσ. ήταν ο Ματ Κύνεώ ςτϋκεται ςτο ϑψωμα και πετϊει την μπϊλα, φαύνεται απϐλυτα φυςικϐσ. ήταν ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο μπαύνει ςτο δεξύ κουτύ και ςημαδεϑει με το ρϐπαλο του τον πύτςερ, προτοϑ το ςηκϔςει ωσ το δεξιϐ του ϔμο ςε θϋςη ετοιμϐτητασ, φαύνεται να βρύςκεται ςτο ςτοιχεύο του. Υαύνεται ϋτοιμοσ προτοϑ καλϊ καλϊ πϊρει θϋςη για την πρϔτη 979
βολό: μπορεύσ να ζωγραφύςεισ μια εντελϔσ ευθεύα γραμμό απϐ τον ϔμο του ωσ το γοφϐ του κι απϐ κει ωσ τον αςτρϊγαλο του. Ο Ματ Κύνεώ ϋχει γεννηθεύ για να ρύχνει μπαλιϋσ· ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο γεννόθηκε για να τισ αποκροϑει. Σελευταύα ευκαιρύα για την Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Ο Σζεφ Κϊρςον, που ϋκανε τη διαφορϊ με ϋνα χϐουμραν ςτην τϋταρτη περύοδο και που νωρύτερα αντικατϋςτηςε τον Μϊικ Γουϋντγουορθ ςτη θϋςη του ρύπτη για τη Φϊμπντεν, αντικαθύςταται τϔρα απϐ τον Μϊικ Σϊρντιφ. Αντιμετωπύζει πρϔτο τον ήουεν Κινγκ. Ο Σϊρντιφ βγϊζει τρεισ ϊκυρεσ βολϋσ και δυο ϋγκυρεσ. τη μια ο Κινγκ χτυπϊει τον αϋρα και ςτην ϊλλη ςτϋλνει την μπϊλα πϋρα απϐ τη γραμμό του φϊουλ και τελικϊ κερδύζει μια προϔθηςη ςτην πρϔτη. Ση θϋςη του ςτη βϊςη τησ εςτύασ παύρνει ο Ρϐτζερ Υύςερ, που αντικαθιςτϊ τον αιϔνιο πλακατζό Υρεντ Μουρ. Ο Ρϐτζερ εύναι ϋνα μικρϐςωμο αγϐρι με ςκοϑρα ςαν ινδιϊνικα μϊτια και μαλλιϊ. Υαύνεται εϑκολο να τον αποκλεύςεισ, αλλϊ τα φαινϐμενα απατοϑν ο Ρϐτζερ ϋχει δϑναμη. όμερα, ϐμωσ, ο αντύπαλοσ κερδύζει. Ο Ρϐτζερ αποκλεύεται. την ϋξω περιοχό οι παύκτεσ τησ Φϊμπντεν κινοϑνται ανόςυχα και κοιτϊζουν ο ϋνασ τον ϊλλο. Εύναι πολϑ κοντϊ ςτη νύκη και το ξϋρουν. Σο πϊρκινγκ εδϔ εύναι ςε αρκετό απϐςταςη και οι Κϐρνεσ του Φϊμπντεν δεν μποροϑν να επηρεϊςουν οι οπαδού τησ απλϔσ φωνϊζουν. Δυο γυναύκεσ με μοβ καπελϊκια τησ Φϊμπντεν, που ςτϋκονται πύςω απϐ τον πϊγκο, αγκαλιϊζουν η μια την ϊλλη ϐλο χαρϊ. Πολλού απϐ τουσ θεατϋσ θυμύζουν αθλητϋσ του ςτύβου που περιμϋνουν ν' ακοϑςουν τον πυροβολιςμϐ του αφϋτη. Εύναι φανερϐ ϐτι ςκοπεϑουν να ορμόςουν ςτο γόπεδο ϐταν τα παιδιϊ τησ ομϊδασ τουσ θα βγϊλουν οριςτικϊ απϐ τη μϋςη την Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Ο Σζο Γουύλκοξ, που δεν όθελε να γύνει κϊτςερ, αλλϊ κατϋληξε να γύνει παρ' ϐλα αυτϊ, χτυπϊει μια ορμητικό, ψηλό 980
μπαλιϊ, που καταλόγει λύγο πιο αριςτερϊ απϐ το κϋντρο τησ ϋξω περιοχόσ. Ο Κινγκ ςταματϊει ςτη δεϑτερη βϊςη. ειρϊ ςτην εςτύα ϋχει ο Ωρθουρ Ντορ, ο δεξιϐσ αμυντικϐσ τησ Μπϊνγκορ, που φορϊει τα πιο παλιϊ αθλητικϊ παποϑτςια ςτον κϐςμο και που δεν ϋχει χτυπόςει οϑτε μια βολό ϐλη μϋρα. Αυτό τη φορϊ εκςφενδονύζει μια, αλλϊ η μπϊλα καταλόγει ακριβϔσ πϊνω ςτον ελεϑθερο αμυντικϐ τησ Φϊμπντεν, που την πιϊνει ςχεδϐν χωρύσ να κϊνει βόμα. Ρύχνει γρόγορα την μπϊλα ςτη δεϑτερη βϊςη, ελπύζοντασ να πιϊςει τον Κινγκ εκτϐσ βϊςησ, αλλϊ δεν εύναι τυχερϐσ. Παρ' ϐλα αυτϊ εύναι ο δεϑτεροσ αποκλειςμϐσ. Οι οπαδού τησ Φϊμπντεν φωνϊζουν περιςςϐτερο τϔρα. Οι δυο γυναύκεσ πύςω απϐ τον πϊγκο χοροπηδϊνε. Κϊπου μακριϊ ακοϑγονται μερικϋσ απϐ τισ Κϐρνεσ του Φϊμπντεν, αλλϊ εύναι νωρύσ ακϐμη για πανηγυριςμοϑσ. Αρκεύ να ρύξει κανεύσ μια ματιϊ ςτο πρϐςωπο του Μϊικ Σϊρντιφ, καθϔσ ςκουπύζει το μϋτωπο του και χτυπϊει την μπϊλα μϋςα ςτο γϊντι του, για να το καταλϊβει. Ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο παύρνει τη θϋςη του ςτο δεξύ κουτύ. Οι κινόςεισ του εύναι γρόγορεσ κι απϐλυτα φυςικϋσ ϐταν ςτριφογυρύζει το ρϐπαλο· ακϐμη και ο Ρον εντ Πιερ ςπϊνια τον διορθϔνει ς' αυτϐ το ςημεύο. Ο Ρϊιαν χϊνει την πρϔτη βολό του Σϊρντιφ, την πιο δυνατό που ϋχει ρύξει ςόμερα -ακοϑγεται ϋνασ όχοσ ςαν πυροβολιςμϐσ καθϔσ η μπϊλα χτυπϊει ςτο γϊντι του Κϊιλ Κινγκ. Ο Κινγκ επιςτρϋφει την μπϊλα. Ο Σϊρντιφ ςυλλογύζεται λύγο και τελικϊ ρύχνει μια χαμηλό, γρόγορη βολό. Ο Ρϊιαν απλϔσ την κοιτϊζει και ο διαιτητόσ αναγγϋλλει το δεϑτερο ϋγκυρο χτϑπημα. Βρόκε την κϊτω αριςτερό γωνύα —ύςωσ. Ϊτςι λϋει ο διαιτητόσ, ϊρα ϋτςι εύναι. Σϔρα οι οπαδού και των δυο ομϊδων ϋχουν ςωπϊςει, το ύδιο και οι προπονητϋσ. Δεν υπϊρχει κανϋνασ ϊλλοσ εκτϐσ απϐ τον Σϊρντιφ και τον Γιαρομπύνο που ζυγιϊζονται για το 981
τελευταύο χτϑπημα, του τελευταύου αποκλειςμοϑ, του τελευταύου φετινοϑ αγϔνα για τη μια απϐ τισ δυο ομϊδεσ. Δεκατϋςςερα μϋτρα χωρύζουν τα δϑο αυτϊ πρϐςωπα. Μϐνο που ο Γιαρομπύνο δεν παρακολουθεύ το πρϐςωπο του Σϊρντιφ αλλϊ το γϊντι του Σϊρντιφ και εύναι ςαν ν' ακοϑω τον Ρον εντ Πιερ να λϋει ςτον Υρεντ: Περιμϋνεισ μϐνο να δεισ τι μπαλιϊ θα ςου ρύξω -πλϊγια, τριϔν τετϊρτων ό ψηλοκρεμαςτό. Ο Γιαρομπύνο περιμϋνει να δει πϔσ θα ρύξει ο Σϊρντιφ. Καθϔσ ο Σϊρντιφ παύρνει θϋςη, ακοϑγεται το αχνϐ ποχ- ποκ, ποκ-ποκ, απϐ το κοντινϐ γόπεδο του τϋνισ. ' αυτϐ το γόπεδο δεν ακοϑγεται οϑτε ανϊςα. Εδϔ δεν υπϊρχει παρϊ μϐνο ςιωπό και οι αδρϋσ ςκιϋσ των παικτϔν πϊνω ςτο χϔμα, ςαν ςιλουϋτεσ κομμϋνεσ ςε μαϑρο χαρτύ και ο Γιαρομπύνο που περιμϋνει να δει πϔσ θα ρύξει ο Σϊρντιφ. Ρύχνει ψηλοκρεμαςτό βολό. Ξαφνικϊ ο Γιαρομπύνο βρύςκεται ςε κύνηςη· λυγύζει τα γϐνατα, κατεβϊζει λύγο τον αριςτερϐ του ϔμο και το αλουμινϋνιο ρϐπαλο γύνεται μια θολοϑρα κϊτω απϐ τον όλιο. Ο όχοσ του αλουμινύου πϊνω ςτο δϋρμα —τςινκ, ςαν χτϑπημα κουταλιοϑ ςε τενεκεδϋνιο κϑπελλο— ακοϑγεται διαφορετικϐσ αυτό τη φορϊ. Πολϑ διαφορετικϐσ. ήχι τςινκ αλλϊ κραντσ, καθϔσ ο Ρϊιαν χτυπϊει την μπϊλα, που τινϊζεται ςτον αϋρα και κατευθϑνεται προσ την αριςτερό πλευρϊ του γηπϋδου. Εύναι μια μακριϊ βολό, καθαρό και πανϋμορφη, που χϊνεται ψηλϊ ςτον καλοκαιριϊτικο απογευματινϐ ουρανϐ. Η μπϊλα θα βρεθεύ αργϐτερα κϊτω απϐ ϋνα αυτοκύνητο, περύπου ογδϐντα πϋντε μϋτρα μακριϊ απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ. Σο πρϐςωπο του δωδεκϊχρονου Μϊικ Σϊρντιφ παύρνει μια τϋτοια ϋκφραςη κατϊπληξησ, που φαύνεται ςαν να τον χτϑπηςε κεραυνϐσ. Ρύχνει μια φευγαλϋα ματιϊ ςτο γϊντι του, ςαν να ελπύζει ϐτι θα βρει την μπϊλα ακϐμη εκεύ κι ϐτι το χτϑπημα του Γιαρομπύνο όταν μϐνο ϋνα απαύςιο, περαςτικϐ ϐνειρο. Οι δυο 982
γυναύκεσ πύςω απϐ τον πϊγκο κοιτϊζουν η μια την ϊλλη απορημϋνεσ, ϋκπληκτεσ. την αρχό κανεύσ δε βγϊζει ϊχνα. Εκεύνεσ τισ λύγεσ ςτιγμϋσ, πριν αρχύςουν ϐλοι να ουρλιϊζουν και οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ορμόςουν τρϋχοντασ απϐ τον πϊγκο για να υποδεχτοϑν τον Ρϊιαν ςτη βϊςη τησ εςτύασ και να τον αποθεϔςουν, μϐνο δυο ϊτομα ξϋρουν με απϐλυτη καθαρϐτητα τι ακριβϔσ ςυνϋβη. Ο ϋνασ εύναι ο ύδιοσ ο Ρϊιαν. Καθϔσ πληςιϊζει την πρϔτη βϊςη ςηκϔνει και τα δυο χϋρια ψηλϊ, ςε ϋνα ςϑντομο αλλϊ θριαμβευτικϐ χαιρετιςμϐ. Και καθϔσ ο ήουεν Κινγκ διαςχύζει τη βϊςη τησ εςτύασ ςκορϊροντασ τον ϋναν απϐ τουσ τρεισ ςυνολικϊ πϐντουσ που θα βγϊλουν τη Φϊμπντεν απϐ το πρωτϊθλημα, ο Μϊικ Σϊρντιφ ςυνειδητοποιεύ ϐτι ςτϋκεται για τελευταύα φορϊ ςτη θϋςη του πύτςερ ωσ παύκτησ του Πρωταθλόματοσ Παύδων. Και ξεςπϊει ςε κλϊματα. «Να θυμϊςτε, εύναι μϐνο δϔδεκα χρονϔν παιδιϊ», λϋει πϐτε πϐτε καθϋνασ απϐ τουσ τρεισ προπονητϋσ. Και κϊθε φορϊ που το λϋει ϋνασ απ' αυτοϑσ —εύτε εύναι ο Μϊνςφιλντ εύτε ο Γουϐτερμαν εύτε ο εντ Πιερ— οι ϊλλοι αιςθϊνονται ϐτι, ςτην πραγματικϐτητα, το υπενθυμύζει ςτον εαυτϐ του. «ήταν δύνετε αγϔνα, εμεύσ θα ςασ αγαπϊμε κι εςεύσ θ' αγαπϊτε ο ϋνασ τον ϊλλο», επαναλαμβϊνει ο Γουϐτερμαν ςτα παιδιϊ ξανϊ και ξανϊ. Κι εκεύνα, μετϊ τη νύκη τουσ ςτο παρϊ πϋντε εναντύον τησ Φϊμπντεν με 15-14, τϐτε που ϐλοι ςτ' αλόθεια αγϊπηςαν ο ϋνασ τον ϊλλο, δε βρύςκουν πλϋον αςτεύα αυτό τη φρϊςη. «Απϐ δω και πϋρα, ϐμωσ», ςυνεχύζει ο Γουϐτερμαν, «θα γύνω ςκληρϐσ μαζύ ςασ. Πολϑ ςκληρϐσ. ήταν θα παύζετε, θα ϋχετε μϐνο την απϐλυτη αγϊπη μου. Αλλϊ ϐταν θα ϋχουμε προπϐνηςη ςτο γόπεδο μασ θα διαπιςτϔςετε πϐςο δυνατϊ μπορϔ να φωνϊξω. Αν χαζεϑετε, θα τα μαζεϑετε και θα κϊθεςτε ςτον πϊγκο. Αν ςασ πω να κϊνετε κϊτι και δεν το κϊνετε, θα κϊθεςτε ςτον πϊγκο. Σϋλειωςαν οι διακοπϋσ, παιδιϊ ϋξω απϐ την πιςύνα ϐλοι. Σϔρα αρχύζει η ςκληρό δουλειϊ». 983
Λύγεσ μϋρεσ αργϐτερα, ο Γουϐτερμαν χτυπϊει μια δυνατό βολό προσ τα δεξιϊ, ενϔ προπονεύ τουσ αμυντικοϑσ. Η μπϊλα παραλύγο να φϊει τη μϑτη του Ωρθουρ Ντορ ςτην πορεύα τησ. Ο Ωρθουρ όταν απαςχολημϋνοσ. Κούταζε αν το φερμουϊρ του παντελονιοϑ του όταν ανεβαςμϋνο. Ϋ αν τα κορδϐνια του όταν καλϊ δεμϋνα. Ϋ κϊτι ϊλλο. «Ωρθουρ!» ουρλιϊζει ο Νιλ Γουϐτερμαν και ο Ωρθουρ ταρϊζεται περιςςϐτερο απϐ την αγριοφωνϊρα παρϊ απϐ την μπϊλα που πϋραςε ξυςτϊ. «Σςϊκιςου κι ϋλα εδϔ αμϋςωσ! τον πϊγκο! Σϔρα!» «Μα...» κϊνει να πει ο Ωρθουρ. «Εδϔ, εύπα!» του φωνϊζει ο Νιλ. «Εύςαι τιμωρημϋνοσ!» Ο Ωρθουρ τρϋχει ωσ εκεύ αμύλητοσ, με το κεφϊλι κϊτω, και τη θϋςη του παύρνει ο Σζϋι-Σζϋι Υύντλερ. Μερικϋσ μϋρεσ αργϐτερα, ο Νικ Σρϊςκοσ χϊνει την ευκαιρύα να χτυπόςει την μπϊλα μετϊ απϐ πϋντε και βϊλε προςπϊθειεσ. Πϊει μϐνοσ του και κϊθεται ςτον πϊγκο, με τα μϊγουλα κατακϐκκινα. Η ομϊδα του Μαςϊιασ, νικότρια ςτον ϐμιλο των κομητειϔν Ωροουςτουκ και Ουϊςιγκτον, εύναι ο επϐμενοσ αντύπαλοσ. Δϑο νύκεσ ςε τρύα παιχνύδια θα καθορύςουν τον πρωταθλητό τησ Περιφϋρειασ 3. Σο πρϔτο παιχνύδι θα παιχτεύ ςτο γόπεδο του Μπϊνγκορ, πύςω απϐ το εργοςτϊςιο τησ Κϐκα Κϐλα, το δεϑτερο ςτο γόπεδο Μπομπ Μπιλ ςτο Μαςϊιασ. Σο τρύτο, αν χρειαςτεύ, θα παιχτεύ ςε ουδϋτερο ϋδαφοσ, ανϊμεςα ςτισ δυο πϐλεισ. ήπωσ υποςχϋθηκε ο Νιλ Γουϐτερμαν, οι προπονητϋσ εύναι ϐλο ενθαρρϑνςεισ προσ τα παιδιϊ, απϐ τη ςτιγμό που παύχτηκε ο εθνικϐσ ϑμνοσ κι ϊρχιςε το πρϔτο παιχνύδι. «Δεν πειρϊζει, δεν ϋγινε τύποτα!» φωνϊζει ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ, ϐταν ο Ωρθουρ Ντορ χϊνει απϐ κακϐ υπολογιςμϐ μια ψηλοκρεμαςτό μπαλιϊ προσ τα δεξιϊ και η μπϊλα καταλόγει πύςω του. «Βγϊλε ϋναν ϋξω, τϔρα! Κϊντε βαθϑ παιχνύδι! Ωντε να βγϊλουμε ϋναν ϋξω!» Κανϋνασ δεν ξϋρει τι ακριβϔσ εύναι το 984
«βαθϑ παιχνύδι», αλλϊ αν εύναι να νικόςουν μ' αυτϐ τον τρϐπο, τα παιδιϊ θα το κϊνουν. Σρύτο παιχνύδι εναντύον τησ Μαςϊιασ δε χρειϊζεται. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ, με την εκπληκτικό απϐδοςη του Ματ Κύνεώ ωσ πύτςερ, κερδύζει τον πρϔτο αγϔνα με 17-5. Η νύκη ςτο δεϑτερο αγϔνα όρθε πιο δϑςκολα, μϐνο και μϐνο επειδό ο καιρϐσ αρνόθηκε να ςυνεργαςτεύ· μια δυνατό, καλοκαιρινό μπϐρα ακϑρωςε τον προγραμματιςμϋνο αγϔνα και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ αναγκϊςτηκε να ξανακϊνει τα 135 χιλιϐμετρα μϋχρι το Μαςϊιασ για να εξαςφαλύςει τον τύτλο. Σελικϊ ο αγϔνασ γύνεται ςτισ εύκοςι εννιϊ Ιουλύου. Η οικογϋνεια του Μϊικ Πϋλκι ϋφυγε για διακοπϋσ ςτον Κϐςμο του Ντύςνεώ ςτο Ορλϊντο, ςτερϔντασ απϐ την Μπϊνγκορ Γουϋςτ το δεϑτερο πύτςερ τησ και ο Μϊικ ϋγινε ο τρύτοσ παύκτησ που εξαφανύςτηκε απϐ την ομϊδα. Ση θϋςη του παύρνει χωρύσ φαμφϊρεσ ο ήουεν Κινγκ και ςτο πρϔτο του παιχνύδι αποκλεύει οχτϔ αντιπϊλουσ, πριν κουραςτεύ και παραχωρόςει τη θϋςη του ςτον Μϊικ Ωρνολντ, ςτην αρχό τησ ϋκτησ περιϐδου. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ νικϊει 12-2 και ανακηρϑςςεται πρωταθλότρια ςτο Σουρνουϊ Παύδων τησ Περιφϋρειασ 3. Κϊτι τϋτοιεσ ϔρεσ, οι επαγγελματύεσ αποςϑρονται ςε ςουύτεσ πολυτελϔν ξενοδοχεύων κι αδειϊζουν ςαμπϊνιεσ ο ϋνασ ςτο κεφϊλι του ϊλλου. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ πηγαύνει ςτο Ϊλενσ, το καλϑτερο (και ύςωσ το μοναδικϐ) εςτιατϐριο του Μαςϊιασ, ϐπου παιδιϊ και προπονητϋσ το γιορτϊζουν με χοτ ντογκ, χϊμπουργκερ, γαλϐνια Πϋπςι και βουνϊ απϐ τηγανητϋσ πατϊτεσ. Βλϋποντασ τα να γελϊνε το ϋνα με το ϊλλο, να πειρϊζονται και να φυςϊνε μπαλϊκια φτιαγμϋνα απϐ χαρτοπετςϋτα με τα καλαμϊκια τουσ, ςυνειδητοποιϔ πϐςο ςϑντομα αυτϊ τα παιδιϊ θ' ανακαλϑψουν πολϑ πιο φανταχτεροϑσ τρϐπουσ διαςκϋδαςησ. Προσ το παρϐν, εύναι ϐλα εντϊξει -δηλαδό, τϋλεια! Φωρύσ να τουσ ϋχει μεθϑςει αυτϐ που κατϊφεραν, εύναι φοβερϊ 985
ευχαριςτημϋνα, φοβερϊ ικανοποιημϋνα και απϐλυτα παρϐντα. Αν τουσ ϊγγιξε το μαγικϐ ραβδύ μιασ καλόσ νερϊιδασ αυτϐ το καλοκαύρι, δεν το ξϋρουν και κανϋνασ μεγϊλοσ δε θα τουσ πει τϋτοιο πρϊγμα να τουσ χαλϊςει τη χαρϊ. Προσ το παρϐν, ϋχουν πϋςει με τα μοϑτρα ςτισ λιχουδιϋσ του Ϊλενσ κι αυτό η απλό απϐλαυςη τουσ αρκεύ. Εύναι οι πρωταθλητϋσ τησ περιφϋρειασ τουσ. Σο Πολιτειακϐ Πρωτϊθλημα Παύδων, ϐπου εύναι πιθανϐν να αποκλειςτοϑν απϐ ομϊδεσ μεγαλϑτερεσ και καλϑτερεσ, απϐ πιο πυκνοκατοικημϋνεσ περιοχϋσ, εύναι ακϐμα μια εβδομϊδα μακριϊ. Ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο ϊλλαξε και φϐρεςε το φανελϊκι του. Ο Ωρθουρ Ντορ ϋχει παςαλειφτεύ με κϋτςαπ ςτο μϊγουλο. Κι ο ήουεν Κινγκ, που τρομοκρϊτηςε τουσ μπϊτερ τησ Μαςϊιασ, με την ορμητικό, πλϊγια βολό του, πανευτυχόσ, κϊνει μπουρμπουλόθρεσ με το καλαμϊκι ςτην Πϋπςι του. Ο Νικ Σρϊςκοσ, που μπορεύ να γύνει το πιο μουτρωμϋνο αγϐρι του κϐςμου ϐταν τα πρϊγματα δεν του πϊνε ϐπωσ θϋλει, απϐψε πλϋει ςε πελϊγη ευτυχύασ. Και γιατύ ϐχι; Απϐψε ϐλοι τουσ εύναι δϔδεκα χρονϔν και νικητϋσ. ήχι πωσ κϊθε τϐςο δε θυμύζουν τουσ ςυνηθιςμϋνουσ εαυτοϑσ τουσ. τα μιςϊ τησ επιςτροφόσ απϐ το Μαςϊιασ, ςτο προηγοϑμενο ταξύδι, τϐτε που ματαιϔθηκε ο αγϔνασ λϐγω τησ βροχόσ, ο Σζϋι-Σζϋι Υύντλερ αρχύζει να κινεύται ανόςυχα ςτο πύςω κϊθιςμα του αυτοκινότου. «Ψχ, δεν αντϋχω ϊλλο», λϋει. Και, βϊζοντασ τα χϋρια ανϊμεςα ςτα ςκϋλια του, προςθϋτει με πολϑ δυςούωνο ϑφοσ: «Θα μου φϑγουν, δεν κρατιϋμαι. Μιλϊω ςοβαρϊ». «Ο Σζϋι-Σζϋι θα τα κϊνει πϊνω του!» αναγγϋλλει θριαμβευτικϊ ο Σζο Γουύλκοξ. «Προςοχό! Ο Σζϋι-Σζϋι θα πλημμυρύςει το αυτοκύνητο!» «κϊςε, Σζο», λϋει ο Σζϋι-Σζϋι και ςυνεχύζει να ςτριφογυρύζει. 986
Περύμενε μϋχρι την τελευταύα ςτιγμό να το πει. Σα 135 χιλιϐμετρα που χωρύζουν το Μπϊνγκορ απϐ το Μαςϊιασ εύναι, ωσ επύ το πλεύςτον, ϋρημη γη. Δεν υπϊρχει οϑτε μια μικρό ςυςτϊδα δϋντρων να χωθεύ ο Σζϋι-Σζϋι απϐ πύςω για λύγο. Μϐνο ατϋλειωτα χιλιϐμετρα ανοιχτϔν λιβαδιϔν, που τα κϐβει ςτα δυο η Εθνικό ΙΑ. Πϊνω που η κϑςτη του Σζϋι-Σζϋι ϋχει φτϊςει ςε κατϊςταςη ςυναγερμοϑ, η θεύα Πρϐνοια ςτϋλνει ϋνα βενζινϊδικο. Ο βοηθϐσ προπονητόσ κϊνει ςτϊςη για βενζύνη και ο Σζϋι-Σζϋι αγϔνα δρϐμου προσ τισ τουαλϋτεσ. «Αδερφϊκι μου!» λϋει παραμερύζοντασ τα μαλλιϊ απϐ τα μϊτια του καθϔσ ξαναμπαύνει ςτο αυτοκύνητο. «Παραλύγο!» «ου ϋφυγαν λύγα ςτο παντελϐνι, Σζϋι-Σζϋι», του λϋει αδιϊφορα ο Σζο Γουύλκοξ κι ϐλοι ξεςπϊνε ςε ϊγρια, τρανταχτϊ γϋλια, ϐταν ο Σζϋι-Σζϋι ςκϑβει να κοιτϊξει. το ταξύδι πύςω ςτο Μαςϊιασ την επϐμενη μϋρα, ο Ματ Κύνεώ αποκαλϑπτει ϋνα απϐ τα θϋλγητρα του περιοδικοϑ Πιπλ, για τα δωδεκϊχρονα αγϐρια, τουλϊχιςτον, «θα το ϋχει κϊπου, εύμαι ςύγουροσ», μουρμουρύζει, ξεφυλλύζοντασ αργϊ ϋνα τεϑχοσ που βρόκε ςτο πύςω κϊθιςμα. «χεδϐν πϊντα το βϊζει». «Σι πρϊγμα; Σι ψϊχνεισ;» ρωτϊει ο αμυντικϐσ τησ τρύτησ βϊςησ, ο Κϋβιν Ρϐςφορτ, κοιτϔντασ πϊνω απϐ τον ϔμο του Ματ, που περνϊει ςτα γρόγορα τισ ςελύδεσ με τισ διαςημϐτητεσ αυτόσ τησ εβδομϊδασ, χωρύσ να τουσ δϔςει καμιϊ ςημαςύα. «Εκεύνη τη διαφόμιςη για την εξϋταςη του ςτόθουσ», εξηγεύ ο Ματ. «Δε φαύνονται ϐλα, αλλϊ βλϋπεισ κϊμποςα. Να, εδϔ εύναι!» Και ςηκϔνει θριαμβευτικϊ το περιοδικϐ. Σϋςςερα κεφϊλια, και τα τϋςςερα με κϐκκινα καςκϋτα του μπϋιζμπολ με το ςόμα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, μαζεϑονται γϑρω απϐ το περιοδικϐ. Για λύγα λεπτϊ το μπϋιζμπολ εύναι το τελευταύο πρϊγμα που ϋχουν αυτϊ τ' αγϐρια ςτο μυαλϐ τουσ. 987
Σο Σουρνουϊ Παύδων τησ Πολιτεύασ του Μϋιν για το 1989 αρχύζει ςτισ 3 Αυγοϑςτου, τϋςςερισ βδομϊδεσ μετϊ την αρχό του πρωταθλόματοσ. Η Πολιτεύα χωρύζεται ςε πϋντε περιφϋρειεσ, οι οπούεσ ςτϋλνουν απϐ μια ομϊδα ςτην Ολντ Σϊουν, ϐπου διεξϊγεται το φετινϐ πρωτϊθλημα. Οι φετινϋσ ομϊδεσ εύναι η Γιϊρμουθ, η Μπϋλφαςτ, η Λιοϑιςτον, η Γιορκ και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ. ήλεσ οι ομϊδεσ, εκτϐσ απϐ την Μπϋλφαςτ, εύναι μεγαλϑτερεσ απϐ την Μπϊνγκορ Γουϋςτ και η Μπϋλφαςτ υποτύθεται ϐτι ϋχει ϋνα μυςτικϐ ϐπλο. Ο πρϔτοσ πύτςερ τησ εύναι το φετινϐ παιδύ-θαϑμα του τουρνουϊ. Η ανακόρυξη του παιδιοϑ-θαϑματοσ ςε κϊθε τουρνουϊ εύναι πλϋον παρϊδοςη, κϊτι ςαν μικρϐσ ϐγκοσ που δεν επιδϋχεται θεραπεύα. Σο αγϐρι που χρύζεται το Παιδύ του Μπϋιζμπολ, εύτε τη θϋλει την τιμό εύτε ϐχι, απϐ τη ςτιγμό που του αποδύδεται βρύςκεται αναπϊντεχα ςτο φωσ των προβολϋων και γύνεται αντικεύμενο ςυζητόςεων, εικαςιϔν και, κατϊ ςυνϋπεια, ςτοιχημϊτων. Βρύςκεται επύςησ ςτην καθϐλου ζηλευτό θϋςη να πρϋπει να φανεύ αντϊξιοσ κϊθε λογόσ προςδοκιϔν που αφοροϑν τισ επιδϐςεισ του. Η ςυμμετοχό ςτο Σουρνουϊ Παύδων ςυνεπϊγεται ϋντονη ψυχολογικό φϐρτιςη, ϋτςι κι αλλιϔσ. Σο να φτϊςει ϋνα παιδύ ςτην πϐλη ϐπου διεξϊγονται οι αγϔνεσ και να διαπιςτϔςει ϐτι, επιπλϋον, ϋχει γύνει και ζωντανϐσ θρϑλοσ ςυνόθωσ εύναι λύγο βαρϑ. Σο φετινϐ αντικεύμενο των ςυζητόςεων και των εικαςιϔν εύναι ο αριςτερϐχειρασ πύτςερ τησ Μπϋλφαςτ, τϊνλεώ τϋρτζισ. ε δυο παιχνύδια απϋκλειςε τριϊντα παύκτεσ, δεκατϋςςερισ ςτο πρϔτο και δεκαϋξι ςτο δεϑτερο. Σριϊντα αποκλειςμού ςε δυο παιχνύδια εύναι εντυπωςιακό ςτατιςτικό για οποιοδόποτε πρωτϊθλημα, αλλϊ για να κατανοόςετε πλόρωσ το κατϐρθωμα του τϋρτζισ, θυμηθεύτε ϐτι οι αγϔνεσ παύδων ϋχουν μϐνο ϋξι περιϐδουσ αντύ εννιϊ. Αυτϐ ςημαύνει ϐτι το ογδϐντα τρύα τοισ 988
εκατϐ των αποκλειςμϔν τησ Μπϋλφαςτ προόλθε απϐ τισ ϋγκυρεσ βολϋσ του τϋρτζισ. Ϊπειτα εύναι και η Γιορκ. ήλεσ οι ομϊδεσ που ϋχουν ϋρθει να παύξουν ςτο γόπεδο Ιππϐτεσ του Κολϐμπουσ τησ Ολντ Σϊουν ϋχουν εξαιρετικϋσ επιδϐςεισ, αλλϊ η Γιορκ, που παραμϋνει αόττητη μϋχρι ςτιγμόσ, εύναι το μεγϊλο φαβορύ για να ςυνεχύςει ςτο Σουρνουϊ των Ανατολικϔν Πολιτειϔν. ήχι ϐτι οι παύκτεσ τησ εύναι γύγαντεσ, αλλϊ αρκετού εύναι πϊνω απϐ ϋνα κι εβδομόντα εφτϊ και ο καλϑτεροσ πύτςερ τησ, ο Υιλ Σϊρμποξ, ϋχει μια γρόγορη βολό που ξεπερνϊει τα 110 χιλιϐμετρα την ϔρα ςε μερικϋσ ρύψεισ —επύδοςη εντυπωςιακό για το επύπεδο του Πρωταθλόματοσ Παύδων. Οι παύκτεσ τησ Γιορκ, ϐπωσ και τησ Γιϊρμουθ και τησ Μπϋλφαςτ, εμφανύζονται ντυμϋνοι με ομοιϐμορφεσ ςτολϋσ Ολ-ταρ και αςορτύ παποϑτςια, που τουσ κϊνουν να φαύνονται ςαν επαγγελματύεσ. Μϐνο η Μπϊνγκορ Γουϋςτ και η Λιοϑιςτον παύζουν «με πολιτικϊ» —που πϊει να πει μπλουζϊκια ςε διϊφορα χρϔματα, με το λογϐτυπο του εποχιακοϑ ςπϐνςορα τησ ομαδϊσ απ' ϐπου προϋρχεται ο κϊθε παύκτησ. Ο ήουεν Κινγκ φορϊει το πορτοκαλύ των Ελκσ, ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο και ο Νικ Σρϊςκοσ το κϐκκινο τησ Μπϊνγκορ Φϊιντρο, ο Ρϐτζερ Υύςερ και ο Υρεντ Μουρ το πρϊςινο των Λϊιονσ και πϊει λϋγοντασ. Οι παύκτεσ τησ Λιοϑιςτον εύναι ντυμϋνοι με τον ύδιο τρϐπο, αλλϊ αυτού ϋχουν τουλϊχιςτον ύδια παποϑτςια και παντελϐνια. ε ςϑγκριςη με τη Λιοϑιςτον, οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, που φορϊνε μια ποικιλύα γκρι παντελονιϔν απϐ αθλητικϋσ φϐρμεσ και κοινϊ αθλητικϊ παποϑτςια απϐ ϊγνωςτεσ μϊρκεσ, φαύνονται απλϔσ εκκεντρικού. Δύπλα ςτισ ϊλλεσ ομϊδεσ, ϐμωσ, η Μπϊνγκορ Γουϋςτ μοιϊζει με ϋνα τςοϑρμο αλητϊκια. Κανεύσ, εκτϐσ απϐ τουσ προπονητϋσ τουσ και πιθανϐν τουσ ύδιουσ τουσ παύκτεσ, δεν τουσ παύρνει ςτα ςοβαρϊ. το πρϔτο τουσ αφιϋρωμα ςτο τουρνουϊ, οι τοπικϋσ εφημερύδεσ αςχολοϑνταν πολϑ περιςςϐτερο με τον 989
τϋρτζισ τησ Μπϋλφαςτ απ' ϐ,τι με ολϐκληρη την ομϊδα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Σο τρύο Ντϋιβ, Νιλ και εντ, αυτϐ το περύεργο αλλϊ εκπληκτικϊ αποτελεςματικϐ τραςτ μυαλϔν που ϋφερε την ομϊδα τϐςο μακριϊ, παρακολουθεύ την Μπϋλφαςτ που προπονεύται ςτο γόπεδο. Εύναι και οι τρεισ αμύλητοι. Οι παύκτεσ τησ Μπϋλφαςτ εύναι εντυπωςιακού, με τισ μοβ και ϊςπρεσ ςτολϋσ τουσ, ολοκαύνουριεσ κι ατςαλϊκωτεσ ακϐμη. Κϊποια ςτιγμό, ο Ντϋιβ κϊνει ϋνα ςχϐλιο. «Αρκεύ που φτϊςαμε ξανϊ ωσ εδϔ. Καταφϋραμε όδη πολλϊ. Κι αυτϐ δεν μπορεύ κανεύσ να μασ το αρνηθεύ». Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ανόκει ςτην περιφϋρεια ϐπου διεξϊγεται το φετινϐ τουρνουϊ, οπϐτε η ομϊδα δε θα χρειαςτεύ να παύξει παρϊ μϐνο αφοϑ αποκλειςτοϑν δϑο απϐ τισ πϋντε ομϊδεσ. Αυτϐ λϋγεται «αβαντϊζ ϋδρασ» και εύναι το μεγαλϑτερο, ύςωσ το μοναδικϐ πλεονϋκτημα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ. την περιφϋρεια τουσ φαύνονταν πρωταθλητϋσ (με εξαύρεςη εκεύνο το ϊςχημο παιχνύδι εναντύον τησ Φϊμπντεν), αλλϊ ο Ντϋιβ, ο Νιλ και ο εντ εύναι αρκετϐ καιρϐ ςτην πιϊτςα και ξϋρουν πολϑ καλϊ ϐτι ϋχουν πια ν' αντιμετωπύςουν ϋνα εντελϔσ διαφορετικϐ επύπεδο μπϋιζμπολ. Η ςιωπό τουσ, ϐςη ϔρα ςτϋκονται δύπλα ςτο φρϊχτη και παρακολουθοϑν την προπϐνηςη τησ Μπϋλφαςτ, το επιβεβαιϔνει με τον πιο εϑγλωττο τρϐπο. Αντύθετα, η Γιορκ ϋχει όδη παραγγεύλει καρφύτςεσ με το ςόμα τησ Περιφϋρειασ 4. Η ανταλλαγό καρφιτςϔν εύναι παρϊδοςη ςτο Πολιτειακϐ Σουρνουϊ Παύδων και το γεγονϐσ ϐτι η Γιορκ ϋχει παραγγεύλει μεγϊλη ποςϐτητα δεύχνει κϊτι πολϑ ενδιαφϋρον. Δεύχνει ϐτι η Γιορκ εννοεύ να παύξει με τουσ καλϑτερουσ τησ Ανατολικόσ Ακτόσ, ςτο Μπρύςτολ. Η Γιορκ πιςτεϑει ϐτι η Γιϊρμουθ δε θα μπορϋςει να την αποκλεύςει· οϑτε η Μπϋλφαςτ, με το αριςτερϐχειρα παιδύ-θαϑμα· οϑτε η Λιοϑιςτον, που ϋφταςε ωσ εδϔ επειδό εύχε τισ λιγϐτερεσ όττεσ, 990
ϋχοντασ χϊςει ϐμωσ ςτον πρϔτο αγϔνα με 15-12· και ςύγουρα ϐχι τα δεκατϋςςερα κακοντυμϋνα πιτςιρύκια απϐ τη δυτικό πλευρϊ του Μπϊνγκορ. «Σουλϊχιςτον θα ϋχουμε μια ευκαιρύα να παύξουμε», λϋει ο Ντϋιβ. «Ασ προςπαθόςουμε να τουσ κϊνουμε να θυμοϑνται ϐτι βρεθόκαμε κι εμεύσ εδϔ». Αλλϊ πρϔτα, η Μπϋλφαςτ και η Λιοϑιςτον ϋχουν τη δικό τουσ ευκαιρύα να παύξουν και, αφοϑ ακοϑγεται απϐ τα μεγϊφωνα ο εθνικϐσ ϑμνοσ και ϋνασ ντϐπιοσ ςυγγραφϋασ με κϊποια φόμη ρύχνει την υποχρεωτικό πρϔτη μπαλιϊ (που φτϊνει μϋχρι το προςτατευτικϐ πλϋγμα), οι δυο ομϊδεσ αρχύζουν τον αγϔνα. Παρϊ το μελϊνι που ϋχυςαν οι αθλητικού ρεπϐρτερ για τον τϊνλεώ τϋρτζισ, η εύςοδοσ γι' αυτοϑσ ςτο γόπεδο δεν επιτρϋπεται μετϊ απϐ την ϋναρξη του αγϔνα (ϋνα ελαφρϐ λϊθοσ των κανονιςμϔν του αθλόματοσ ϐταν πρωτοθεςπύςτηκαν, ϐπωσ πιςτεϑουν μερικού απ' αυτοϑσ). Και μϐλισ δύνει ο διαιτητόσ την εντολό ν' αρχύςει το παιχνύδι, ο τϋρτζισ βρύςκεται ολομϐναχοσ. Οι αθλητικογρϊφοι, οι εμπειρογνϔμονεσ και ϐλοι οι παθιαςμϋνοι οπαδού τησ Μπϋλφαςτ βρύςκονται τϔρα απϐ την ϊλλη μεριϊ του φρϊχτη. Σο μπϋιζμπολ εύναι ομαδικϐ παιχνύδι, αλλϊ υπϊρχει μϐνο ϋνασ παύκτησ με μια μπϊλα ςτο κϋντρο κϊθε διαμαντιοϑ και μϐνο ϋνασ παύκτησ με ρϐπαλο ςτο χαμηλϐτερο ςημεύο του διαμαντιοϑ. Ο παύκτησ με το ρϐπαλο αλλϊζει, αλλϊ ο πύτςερ παραμϋνει εκτϐσ κι αν δεν μπορεύ πια να τα βγϊλει πϋρα. όμερα εύναι η μϋρα που ο τϊνλεώ τϋρτζισ θα ανακαλϑψει την πικρό αλόθεια των τουρνουϊ: αργϊ ό γρόγορα, κϊθε παιδύ-θαϑμα βρύςκει το μϊςτορα του. Μπορεύ ο τϋρτζισ να απϋκλειςε τριϊντα παύκτεσ ςτα τελευταύα του δυο παιχνύδια, αλλϊ αυτϐ ϋγινε ςτην Περιφϋρεια 2. Η ομϊδα που αντιμετωπύζει τϔρα η Μπϋλφαςτ, ϋνα ζϐρικο, 991
επιθετικϐ τςοϑρμο απϐ τον ήμιλο τησ Λεωφϐρου Ελιοτ του Λιοϑιςτον, εύναι εντελϔσ διαφορετικϐ πρϊγμα. Οι παύκτεσ τησ Λιοϑιςτον δεν εύναι τϐςο μεγαλϐςωμοι ϐςο οι παύκτεσ τησ Γιορκ οϑτε αμϑνονται με την επιδεξιϐτητα που ϋχουν τα αγϐρια τησ Γιϊρμουθ, αλλϊ ϋχουν πεύςμα κι επιμονό. Ο πρϔτοσ μπϊτερ, ο Κϊρλτον Γκϊνιον, εκπροςωπεύ επϊξια το αγωνιςτικϐ, επύμονο πνεϑμα τησ ομϊδασ του. Ρύχνει μια ψηλό βολό, κλϋβει τη δεϑτερη βϊςη, προωθεύται ςτην τρύτη και κλϋβει την τϋταρτη με την υπϐδειξη του προπονητό του. την τρύτη περύοδο, ενϔ το ςκορ εύναι 1-0, ο Γκϊνιον ξανακϊνει το γϑρο, αυτό τη φορϊ απϐ επιλογό του αμυντικοϑ. Ο Ρϊντι Γκϋρβαώσ, που εύναι ο επϐμενοσ μπϊτερ, αποκλεύεται, αλλϊ πριν αποκλειςτεύ, ο Γκϊνιον ϋχει φτϊςει ςτη δεϑτερη βϊςη απϐ λϊθοσ του κϊτςερ και κλϋβει την τρύτη. κορϊρει, ϐταν ο Μπιλ Γιϊραντισ, αμυντικϐσ τησ τρύτησ βϊςησ, δεν καταφϋρνει να πιϊςει την μπϊλα. Η Μπϋλφαςτ ςκορϊρει ϋναν πϐντο ςτην τϋταρτη περύοδο, δεύχνοντασ προσ ςτιγμόν την αξύα τησ, αλλϊ η Λιοϑιςτον γρόγορα βϊζει πϊγο ςτον τϊνλεώ τϋρτζισ και ςτην ομϊδα του, ςκορϊροντασ δϑο πϐντουσ ςτην πϋμπτη περύοδο και ϊλλουσ τϋςςερισ ςτην ϋκτη. Ο τελικϐσ απολογιςμϐσ εύναι 9-1. Ο τϋρτζισ απϋκλειςε μεν ϋντεκα παύκτεσ, αλλϊ παραχϔρηςε και εννϋα χτυπόματα, ενϔ ο Κϊρλτον Γκϊνιον, ο πύτςερ τησ Λιοϑιςτον, απϋκλειςε οχτϔ, αλλϊ παραχϔρηςε μϐνο τρύα. το τϋλοσ του παιχνιδιοϑ, καθϔσ ο τϋρτζισ βγαύνει απϐ το γόπεδο δεύχνει απογοητευμϋνοσ και ανακουφιςμϋνοσ ταυτϐχρονα. Γι' αυτϐν οι χαρϋσ και τα πανηγϑρια ϋχουν τελειϔςει. Μπορεύ πλϋον να ςταματόςει τισ ςυνεντεϑξεισ και να ξαναγύνει παιδύ. Σο πρϐςωπο του λϋει ϐτι βλϋπει κϊποια πλεονεκτόματα ς' αυτϐ. Αργϐτερα, ςτη μϊχη των γιγϊντων, το φαβορύ του τουρνουϊ, η Γιορκ, νικϊει τη Γιϊρμουθ. Η μϋρα τελειϔνει και ϐλοι πϊνε ςτα ςπύτια τουσ (ό, ςτην περύπτωςη των φιλοξενοϑμενων ομϊδων, ςτα ξενοδοχεύα ό ςε ςπύτια 992
ςυγγενϔν). Αϑριο, Παραςκευό, εύναι η ςειρϊ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ να παύξει, ενϔ η Γιορκ θα περιμϋνει να αναμετρηθεύ με το νικητό. Η Παραςκευό ξημερϔνει ζεςτό, ομιχλϔδησ και ςυννεφιαςμϋνη. Η απειλό τησ βροχόσ πλανιϋται ςτον αϋρα απϐ το ξημϋρωμα και πρϊγματι, μια ϔρα προτοϑ η Λιοϑιςτον και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ αρχύςουν το ξεκαθϊριςμα των λογαριαςμϔν τουσ, αρχύζει να ρύχνει με το τουλοϑμι. ήταν αυτϐ το εύδοσ καιροϑ μασ ϋπιαςε ςτο Μαςϊιασ, ο αγϔνασ αναβλόθηκε. ήχι ϐμωσ εδϔ. Εδϔ το γόπεδο ϋχει γραςύδι ςτη μϋςα περιοχό κι ϐχι χϔμα, αλλϊ δεν εύναι αυτϐσ ο μοναδικϐσ λϐγοσ. Ο ςημαντικϐτεροσ εύναι η τηλεϐραςη. Για πρϔτη φορϊ φϋτοσ, δυο τηλεοπτικού ςταθμού ςυνεργϊςτηκαν για να μεταδϔςουν τον τελικϐ ςε ϐλη την Πολιτεύα το ϊββατο το απϐγευμα. Αν αναβληθεύ ο ημιτελικϐσ μεταξϑ τησ Λιοϑιςτον και τησ Μπϊνγκορ, θα υπϊρξουν ςοβαρϐτατα προβλόματα με το πρϐγραμμα και παρ' ϐλο που εύμαςτε ςτο Μϋιν, παρ' ϐλο που πρϐκειται για το πιο εραςιτεχνικϐ απϐ τα εραςιτεχνικϊ πρωταθλόματα, ϋνα πρϊγμα με το οπούο δεν παύζει ποτϋ κανεύσ εύναι το πρϐγραμμα των καναλιϔν. Ϊτςι, οι ομϊδεσ του Λιοϑιςτον και του Μπϊνγκορ παύρνουν εντολό να μη φϑγουν απϐ το γόπεδο. Και περιμϋνουν, ϊλλοι μϋςα ςτ' αυτοκύνητα κι ϊλλοι μαζεμϋνοι ςε μικρϋσ παρϋεσ, κϊτω απϐ την αςπροκϐκκινη τϋντα τησ κεντρικόσ εξϋδρασ. Περιμϋνουν να ςταματόςει η μπϐρα. Και περιμϋνουν. Και περιμϋνουν. Και, ϐπωσ εύναι φυςικϐ, τουσ πιϊνει νευρικϐτητα. Πολλϊ απϐ αυτϊ τα παιδιϊ θα παύξουν ςε πολϑ ςημαντικϐτερουσ αγϔνεσ ςτο μϋλλον, αλλϊ προσ το παρϐν αυτϐσ ο αγϔνασ εύναι για ϐλα τουσ ο πιο ςημαντικϐσ. Η φϐρτιςη εύναι μεγϊλη. Σελικϊ κϊποιοσ ϋχει μια φαεινό ιδϋα. Μετϊ απϐ μερικϊ ςϑντομα τηλεφωνόματα, δυο κύτρινα ςχολικϊ που γυαλύζουν μϋςα ςτη βροχό ςταματϊνε δύπλα ςτο γόπεδο και 993
παραλαμβϊνουν τουσ παύκτεσ για μια ξενϊγηςη ςτο εργοςτϊςιο καταςκευόσ κανϐ τησ Ολντ Σϊουν και ςτην τοπικό εταιρεύα χαρτοποιύασ Σζϋιμσ Ρύβερ (η εταιρεύα Σζϋιμσ Ρύβερ ϋχει αγορϊςει τον περιςςϐτερο διαφημιςτικϐ χρϐνο ςτην τηλεοπτικό μετϊδοςη του μεγϊλου τελικοϑ, το ϊββατο). Κανϋνασ δε φαύνεται ιδιαύτερα ενθουςιαςμϋνοσ ανεβαύνοντασ ςτο λεωφορεύο· αυτϐ δεν ϋχει αλλϊξει οϑτε ςτην επιςτροφό. Κϊθε παύκτησ κρατϊει ϋνα μικρϐ κουπύ για κανϐ, ςε μϋγεθοσ κατϊλληλο για ϋνα εϑςωμο ξωτικϐ. Δωρϊκια απϐ το εργοςτϊςιο καταςκευόσ κανϐ. Σα αγϐρια δεν ξϋρουν τι να κϊνουν αυτϊ τα κουπιϊ, αλλϊ ϐταν ξανακούταξα αργϐτερα, δεν εύχε μεύνει ςτον πϊγκο οϑτε ϋνα, ϋτςι ϐπωσ ϋγινε με τα ςημαιϊκια τησ Μπϊνγκορ μετϊ απϐ τον αγϔνα με τη Μιλινϐκετ. Σςϊμπα αναμνηςτικϊ — ψϔνιο! Και, ϐπωσ δεύχνουν τα πρϊγματα, ο αγϔνασ θα γύνει τελικϊ. Κϊποια ςτιγμό —ενϔ οι παύκτεσ παρακολουθοϑςαν τουσ εργϊτεσ τησ Σζϋιμσ Ρύβερ να μετατρϋπουν δϋντρα ςε χαρτύ τουαλϋτασ— η βροχό ςταμϊτηςε. Σο γόπεδο αποςτραγγύςτηκε καλϊ, το ϑψωμα του πύτςερ και τα κουτιϊ των μπϊτερ καθαρύςτηκαν και τϔρα, λύγο μετϊ τισ τρεισ το απϐγευμα, ϋνασ χλομϐσ όλιοσ κϊνει την εμφϊνιςη του πύςω απϐ τα ςϑννεφα. Η ομϊδα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ επϋςτρεψε απϐ την περιόγηςη βαριεςτημϋνη και νυςταγμϋνη. Κανεύσ δεν ϋχει ρύξει βολό ό ςτριφογυρύςει ρϐπαλο ό τρϋξει ςε βϊςη απϐ το πρωύ, αλλϊ ϐλοι δεύχνουν κατϊκοποι. Οι παύκτεσ κατευθϑνονται προσ το χϔρο προπϐνηςησ χωρύσ να κοιτϊζονται· γϊντια κρϋμονται απϐ χαλαρϊ χϋρια. Σα παιδιϊ βαδύζουν ςαν ηττημϋνα και μιλϊνε ςαν ηττημϋνα. Αντύ ν' αρχύςει το κόρυγμα, ο Ντϋιβ τουσ ςτόνει ςε μια ςειρϊ κι αρχύζει να τουσ πετϊει γρόγορεσ, απανωτϋσ βολϋσ. ε λύγο, οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ αρχύζουν τα πειρϊγματα μεταξϑ τουσ, ςφυρύζουν, γιουχϊρουν, ςκοτϔνονται να πιϊςουν μπαλιϋσ 994
με ακροβατικϊ, διαμαρτϑρονται με πϊθοσ κϊθε φορϊ που ο Ντϋιβ ςτϋλνει ϋναν απ' αυτοϑσ ςτο τϋλοσ τησ ςειρϊσ επειδό ϋκανε λϊθοσ. Λύγο πριν τουσ αφόςει ο Ντϋιβ και τουσ παραλϊβουν για προπϐνηςη ο Νιλ και ο εντ, ο Ρϐτζερ Υύςερ βγαύνει απϐ τη ςειρϊ και ςκϑβει κϊτω, κρατϔντασ με το γαντοφορεμϋνο χϋρι του την κοιλιϊ του. Ο Ντϋιβ τρϋχει αμϋςωσ κοντϊ του και το χαμϐγελο ςτο πρϐςωπο του μετατρϋπεται ςε ϋκφραςη ανηςυχύασ. Ρωτϊει τον Ρϐτζερ αν εύναι καλϊ. «Ναι», απαντϊει ο Ρϐτζερ. «Απλϔσ όθελα να πιϊςω αυτϐ». κϑβει περιςςϐτερο, κϐβει κϊτι απϐ το γραςύδι και το δύνει ςτον Ντϋιβ. Εύναι ϋνα τετρϊφυλλο τριφϑλλι. τουσ αγϔνεσ του Σουρνουϊ Παύδων, η ομϊδα που παύρνει την ϋδρα βγαύνει πϊντα με κορϐνα γρϊμματα. Ο Ντϋιβ, που πϊντα όταν τυχερϐσ ς' αυτϐ, ςόμερα χϊνει και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ανακηρϑςςεται επιςκϋπτρια ομϊδα. Καμιϊ φορϊ ϐμωσ, η ατυχύα βγαύνει ςε καλϐ, ϐπωσ ςόμερα. Ο Νικ Σρϊςκοσ εύναι η αύτια. Οι ικανϐτητεσ ϐλων των παικτϔν ϋχουν βελτιωθεύ μϋςα ςε αυτϋσ τισ ϋξι βδομϊδεσ του τουρνουϊ, αλλϊ ςε οριςμϋνεσ περιπτϔςεισ ϋχει βελτιωθεύ και η ςυμπεριφορϊ τουσ. Ο Νικ ϊρχιςε τη ςεζϐν καθιςμϋνοσ μϐνιμα ςτον πϊγκο, παρϊ τισ αποδεδειγμϋνεσ του ικανϐτητεσ ςτην ϊμυνα και τισ δυνατϐτητεσ που ϋχει ωσ μπϊτερ. Ο φϐβοσ τησ αποτυχύασ τον ϋκανε ανϋτοιμο για ςοβαρϐ παιχνύδι. Λύγο λύγο ϐμωσ, ο Νικ ϊρχιςε να εμπιςτεϑεται τον εαυτϐ του και τϔρα ο Ντϋιβ εύναι ϋτοιμοσ να τον βϊλει να ξεκινόςει πρϔτοσ. «Ο Νικ κατϊλαβε επιτϋλουσ ϐτι τα ϊλλα παιδιϊ δεν πρϐκειται να του κακιϔςουν ϋτςι και χϊςει μια βολό ό αποκλειςτεύ», λϋει ο εντ Πιερ. «Για ϋνα παιδύ ςαν τον Νικ, αυτϐ εύναι μεγϊλη αλλαγό». όμερα, ο Νικ τςακύζει την τρύτη βολό του παιχνιδιοϑ ςτϋλνοντασ την μπϊλα βαθιϊ ςτο κϋντρο τησ ϋξω περιοχόσ. Διαγρϊφει μια ανοδικό τροχιϊ, περνϊει το φρϊχτη και χϊνεται 995
προτοϑ προλϊβει ο κεντρικϐσ αμυντικϐσ να τη δει, πϐςο μϊλλον να τρϋξει προσ τα πύςω και να την αρπϊξει. Καθϔσ ο Νικ Σρϊςκοσ περνϊει τη δεϑτερη βϊςη κϐβοντασ ταχϑτητα και περπατϔντασ μ' εκεύνο το χαρακτηριςτικϐ τρϐπο που ξϋρουν ϐλα τα παιδιϊ απϐ την τηλεϐραςη, οι θεατϋσ πύςω απϐ το πλϋγμα αντικρύζουν ϋνα ςπϊνιο θϋαμα: ο Νικ χαμογελϊει. Καθϔσ διαςχύζει τη βϊςη τησ εςτύασ και οι ϋκπληκτοι ςυμπαύκτεσ του πϋφτουν πϊνω του και τον αγκαλιϊζουν, ο Νικ αρχύζει να γελϊει. Και ϐταν πηγαύνει να καθύςει ςτον πϊγκο, ο Νιλ τον χτυπϊει φιλικϊ ςτην πλϊτη και ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ τον ςφύγγει για μια ςτιγμό ςτην αγκαλιϊ του, με θϋρμη. Ο Νικ ςτην ουςύα ολοκλόρωςε αυτϐ που ϊρχιςε ο Ντϋιβ με τισ γρόγορεσ, απανωτϋσ βολϋσ ςτην προπϐνηςη: ξϑπνηςε την ομϊδα, που τϔρα εύναι πανϋτοιμη να κϊνει παιχνύδι. Ο Ματ Κύνεώ παραχωρεύ μια προϔθηςη ςτον Καρλ Γκϊνιον, τον επύμονο παύκτη που διϋλυςε τον τϊνλεώ τϋρτζισ. Ο Γκϊνιον προχωρϊ ςτη δεϑτερη βϊςη θυςιϊζοντασ τον Ρϊιαν τρϋτον, φτϊνει ςτην τρύτη απϐ λϊθοσ του αμυντικοϑ και ςκορϊρει ξανϊ, ϐταν ο αμυντικϐσ τησ τρύτησ βϊςησ χϊνει την μπϊλα. Εύναι μια ςχεδϐν αφϑςικη επανϊληψη του πρϔτου πϐντου που κϋρδιςε ο Γκϊνιον ςτον αγϔνα εναντύον τησ Μπϋλφαςτ. Ο Κύνεώ δεν ϋχει καλϐ ϋλεγχο ςόμερα το απϐγευμα, αλλϊ ο πϐντοσ του Γκϊνιον εύναι ο μϐνοσ που κατϊφερε να πετϑχει η ομϊδα απϐ το Λιοϑιςτον ςτην πρϔτη περύοδο. Πολϑ κακϐ γι' αυτοϑσ, εφϐςον εύναι η ςειρϊ τησ Μπϊνγκορ να χτυπόςει ςτην αρχό τησ δεϑτερησ περιϐδου. Ο ήουεν Κινγκ φτϊνει ςτην πρϔτη βϊςη μετϊ απϐ μια βαθιϊ βολό· ακολουθεύ ο Ωρθουρ Ντορ με μια δεϑτερη - ο Μϊικ Ωρνολντ φτϊνει ςτην πρϔτη βϊςη, ϐταν ο κϊτςερ τησ Λιοϑιςτον, ο Σζϋιςον ήγκερ, πιϊνει την μπϊλα που ακοϑμπηςε με το ρϐπαλο του ο Ωρνολντ και την πετϊει κακόν κακϔσ ςτον αμυντικϐ τησ πρϔτησ βϊςησ που, ϐμωσ, δεν προλαβαύνει να την πιϊςει. Ο Κινγκ ςκορϊρει χϊρη ς' αυτϐ το λϊθοσ και βϊζει ξανϊ την 996
Μπϊνγκορ μπροςτϊ, με 2-1. Ο Σζο Γουύλκοξ, ο κϊτςερ τησ Μπϊνγκορ, αποκροϑει μια βολό ςτη μϋςα περιοχό και γεμύζει τισ βϊςεισ. Ο Νικ Σρϊςκοσ αποκλεύεται τη δεϑτερη φορϊ και ςτο κουτύ τϔρα μπαύνει ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο. Αποκλεύςτηκε ςτην πρϔτη περύοδο αλλϊ ϐχι τϔρα. Ο Ρϊιαν μετατρϋπει την πρϔτη βολό του Ματ Νϐιεσ ς' ϋνα εντυπωςιακϐτατο χϐουμραν και, μετϊ απϐ μιϊμιςη περύοδο, το ςκορ γύνεται Μπϊνγκορ Γουϋςτ 6, Λιοϑιςτον 1. Μϋχρι την ϋκτη περύοδο εύναι μια αυθεντικό μϋρα τετρϊφυλλου τριφυλλιοϑ για την Μπϊνγκορ Γουϋςτ. ήταν ϋρχεται ξανϊ η ςειρϊ τησ Λιοϑιςτον να κϊνει επύθεςη, για τελευταύα φορϊ ϐπωσ ελπύζουν οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ, η Λιοϑιςτον χϊνει με 9-1. Ο πϊντα επύμονοσ Κϊρλτον Γκϊνιον φτϊνει ςτην πρϔτη βϊςη απϐ λϊθοσ αμυντικοϑ. Ο επϐμενοσ μπϊτερ, ο Ρϊιαν τρϋτον, φτϊνει κι αυτϐσ ςτην πρϔτη απϐ λϊθοσ. Οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ, που πανηγϑριζαν ϊγρια, αρχύζουν να αιςθϊνονται ϊβολα. Δϑςκολη η ιςοφϊριςη με οχτϔ πϐντουσ διαφορϊ αλλϊ ϐχι κι αδϑνατη. Αυτού οι Βϐρειοι τησ Νϋασ Αγγλύασ εύναι οπαδού των Ρεντ οξ. Σο ϋχουν δει να γύνεται πολλϋσ φορϋσ. Ο Μπιλ Πϊραντισ κϊνει τα πρϊγματα ακϐμη πιο ζϐρικα με μια βαθιϊ μπαλιϊ ςτο κϋντρο. Ο Γκϊνιον και ο τρϋτον φτϊνουν ςτην εςτύα. Σο ςκορ γύνεται 9-3, με παύκτη ςτην πρϔτη και κανϋναν αποκλειςμϐ. Οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ αναδεϑονται νευρικϊ και κοιτϊζουν ο ϋνασ τον ϊλλο ανόςυχα. Δε γύνεται να χϊςουμε το παιγνύδι μϋςα απϐ τα χϋρια μασ ςτα τελευταύα λεπτϊ, ϋτςι δεν εύναι; λϋνε τα βλϋμματα τουσ. Η απϊντηςη, φυςικϊ, εύναι ναι, γύνεται. το Πρωτϊθλημα Παύδων μπορεύ να γύνει οτιδόποτε και ςυχνϊ γύνεται. Ωλλα ϐχι αυτό τη φορϊ. Η Λιοϑιςτον ςκορϊρει ϊλλο ϋναν πϐντο και τϋρμα. Ο Νϐιεσ, που εύχε τρύα αποτυχημϋνα χτυπόματα εναντύον του τϋρτζισ, αποτυγχϊνει για τρύτη φορϊ 997
ςόμερα και επιτϋλουσ ϋχουμε ϋναν αποκλειςμϐ. Ο ήγκερ, ο κϊτςερ τησ Λιοϑιςτον, χτυπϊει την πρϔτη ρύψη δυνατϊ, προσ τον ελεϑθερο αμυντικϐ, τον Ρϐτζερ Υύςερ. Ο Ρϐτζερ, που νωρύτερα ϋκανε ϋνα απϐ τα λϊθη που επϋτρεψαν ςτον Γκϊνιον να ςκορϊρει, πιϊνει εϑκολα αυτό την μπαλιϊ και τη ρύχνει ςτον Μϊικ Ωρνολντ, που, με τη ςειρϊ του, τροφοδοτεύ τον ήουεν Κινγκ ςτην πρϔτη βϊςη. Ο ήγκερ εύναι αργϐσ και το χϋρι του Κινγκ μακρϑ. Σο αποτϋλεςμα εύναι να τελειϔςει το παιχνύδι 6-43, με διπλϐ αποκλειςμϐ. υνόθωσ δε βλϋπεισ διπλοϑσ αποκλειςμοϑσ ςτο μικρϐ κϐςμο του Πρωταθλόματοσ Παύδων, ϐπου οι βϊςεισ απϋχουν μϐνο 18,2 μϋτρα, αλλϊ ο Ρϐτζερ βρόκε ςόμερα ϋνα τετρϊφυλλο τριφϑλλι. Αν εύναι να αποδϔςουμε τη νύκη ςτην τϑχη, ασ την αποδϔςουμε ς' αυτϐ. ήπου κι αν οφεύλεται, πϊντωσ, τα παιδιϊ απϐ το Μπϊνγκορ κϋρδιςαν ϊλλο ϋναν αγϔνα με 9-4. Αϑριο, ϋχουν ςειρϊ οι γύγαντεσ του Γιορκ. Εύναι πϋντε Αυγοϑςτου 1989 και ςτην Πολιτεύα του Μϋιν μϐνο εύκοςι εννιϊ αγϐρια παύζουν ακϐμη ςτο πρωτϊθλημα: δεκατϋςςερα ςτην ομϊδα του Μπϊνγκορ Γουϋςτ και δεκαπϋντε ςτην ομϊδα του Γιορκ. Η μϋρα εύναι πιςτϐ αντύγραφο τησ προηγοϑμενησ: ζεςτό, ομιχλϔδησ και ϋτοιμη για βροχό. Σο παιχνύδι εύναι προγραμματιςμϋνο ν' αρχύςει ςτισ 12:30 ακριβϔσ, αλλϊ για ϊλλη μια φορϊ αρχύζει να βρϋχει και, κατϊ τισ ϋντεκα, φαύνεται πωσ ο αγϔνασ θα πρϋπει ν' αναβληθεύ. Ρύχνει καρεκλοπϐδαρα. Ο Ντϋιβ, ο Νιλ και ο εντ δε διακινδυνεϑουν μια επανϊληψη τησ χτεςινόσ βαριεςτιμϊρασ των παιδιϔν μετϊ απϐ την απρογραμμϊτιςτη ξενϊγηςη ςτα τοπικϊ εργοςτϊςια οϑτε ϋχουν ςκοπϐ να βαςιςτοϑν ςε τετρϊφυλλα τριφϑλλια. Αν ο αγϔνασ γύνει ςόμερα —και η παρουςύα τησ τηλεϐραςησ εύναι αρκετϊ ιςχυρϐ κύνητρο για ν' αψηφόςει κανεύσ 998
τον καιρϐ— παύζονται ϐλα για ϐλα. Οι νικητϋσ θα πϊνε ςτο Μπρύςτολ· οι ηττημϋνοι ςτα ςπύτια τουσ. Οπϐτε, ςτο γόπεδο πύςω απϐ το εργοςτϊςιο τησ Κϐκα Κϐλα ςχηματύζεται μια μικρό φϊλαγγα απϐ ςτϋιςον βϊγκον και φορτηγϊκια, με οδηγοϑσ γονεύσ και προπονητϋσ και η ομϊδα μεταφϋρεται δεκϊξι χιλιϐμετρα μακρϑτερα, ςτο κλειςτϐ γυμναςτόριο του Πανεπιςτημύου του Μϋιν, ϋνα τετρϊγωνο ϊχαρο κτύριο που μοιϊζει με πελϔριο αχυρϔνα. Εκεύ, ο Νιλ και ο εντ προπονοϑν τα παιδιϊ μϋχρι που τρϋχει ο ιδρϔτασ ποτϊμι απϐ πϊνω τουσ. Ο Ντϋιβ εύχε κανονύςει να χρηςιμοποιόςει το γυμναςτόριο και η ομϊδα του Γιορκ και, μϐλισ τα παιδιϊ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ βγαύνουν ξανϊ ςτη βροχερό μϋρα, τη θϋςη τουσ παύρνουν αμϋςωσ οι παύκτεσ τησ Γιορκ, με τισ ϐμορφεσ μπλε ςτολϋσ τουσ. Κατϊ τισ τρεισ η βροχό ϋχει περιοριςτεύ ςε ψιχϊλα και το ςυνεργεύο ςυντόρηςησ δουλεϑει εντατικϊ για να ξαναφϋρει το γόπεδο ςε κατϊςταςη κατϊλληλη για αγϔνα. Γϑρω απϐ το γόπεδο, πϊνω ςε ατςϊλινεσ ςκαλωςιϋσ ϋχουν ςτηθεύ πϋντε εξϋδρεσ για την τηλεϐραςη και ςτο πϊρκινγκ δεςπϐζει ϋνα τερϊςτιο φορτηγϐ με την επιγραφό ΣΗΛΕΠΙΚΟΙΝΨΝΙΑΚΟ ΟΡΓΑΝΙΜΟ ΜΕέΝ -ΤΝΕΡΓΕΙΟ ΖΨΝΣΑΝΨΝ ΜΕΣΑΔΟΕΨΝ ςτο πλϊι τησ καρϐτςασ. Φοντρϋσ δϋςμεσ καλωδύων, ςτερεωμϋνεσ με φαρδιϊ, μονωτικό ταινύα, ενϔνουν τισ κϊμερεσ και τον προςωρινϐ θϊλαμο του εκφωνητό με το κλειςτϐ φορτηγϐ. Απϐ την ανοιχτό πϐρτα τησ καρϐτςασ φαύνονται καμιϊ δεκαριϊ αναμμϋνεσ οθϐνεσ ςτο εςωτερικϐ τησ. Η Γιορκ δεν ϋχει επιςτρϋψει ακϐμη απϐ το γυμναςτόριο. Σα παιδιϊ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ προπονοϑνται ςτισ ρύψεισ, δύπλα ςτο φρϊχτη τησ ϋξω αριςτερϊ περιοχόσ, περιςςϐτερο για να απαςχολοϑνται με κϊτι, ϔςτε να μην τα κυριϋψει η νευρικϐτητα. ύγουρα δε χρειϊζονται ϊλλο ζϋςταμα μετϊ απϐ τη μια ϔρα προθϋρμανςησ ςτο γυμναςτόριο του πανεπιςτημύου. Οι 999
εικονολόπτεσ ςτϋκονται πϊνω ςτισ εξϋδρεσ τουσ και παρακολουθοϑν το ςυνεργεύο ςυντόρηςησ που παςχύζει να ςτεγνϔςει το γόπεδο. Η ϋξω περιοχό εύναι ςε καλό κατϊςταςη και τα γυμνϊ μϋρη τησ μϋςα περιοχόσ ϋχουν ςκουπιςτεύ και ϋχουν ςτεγνϔςει. Σο πραγματικϐ πρϐβλημα εύναι η περιοχό μεταξϑ τησ βϊςησ τησ εςτύασ και του υψϔματοσ του ρύπτη. Αυτϐ το κομμϊτι του διαμαντιοϑ ςτρϔθηκε με γκαζϐν λύγο πριν αρχύςει το τουρνουϊ και το χορτϊρι δεν πρϐλαβε να ριζϔςει καλϊ για να μπορεύ να γύνεται η φυςικό αποςτρϊγγιςη. Σο αποτϋλεςμα εύναι ϋνασ βϊλτοσ μπροςτϊ ςτη βϊςη τησ εςτύασ. Ϊνασ βϊλτοσ που ςυνεχύζει λοξϊ, προσ τη γραμμό τησ τρύτησ βϊςησ. Κϊποιοσ ϋχει την ιδϋα -την ϋμπνευςη, ϐπωσ αποδεικνϑεται— να αφαιρεθεύ ϋνα μεγϊλο τμόμα τησ προβληματικόσ περιοχόσ. Ενϔ γύνεται αυτϐ, καταφτϊνει ϋνα φορτηγϐ απϐ το γυμνϊςιο τησ Ολντ Σϊουν και ξεφορτϔνει δυο ηλεκτρικϋσ ςκοϑπεσ βιομηχανικοϑ μεγϋθουσ. Πϋντε λεπτϊ αργϐτερα το ςυνεργεύο ςυντόρηςησ ρουφϊει ςτην κυριολεξύα τα πλεονϊζοντα νερϊ απϐ το ϋδαφοσ του διαμαντιοϑ, κϊτω απϐ το γκαζϐν που αφαιρϋθηκε. Σο κϐλπο πετυχαύνει. τισ 3:25 το ςυνεργεύο αρχύζει να ξανατοποθετεύ τα βρεγμϋνα κομμϊτια του γκαζϐν, ςαν ϋνα μεγϊλο, πρϊςινο παζλ. τισ 3:35 μια ντϐπια καθηγότρια μουςικόσ με τη ςυνοδεύα ακουςτικόσ κιθϊρασ που παύζει η ύδια κϊνει μια εξαιρετικϊ καλό ερμηνεύα του εθνικοϑ ϑμνου. Και ςτισ 3:37 ο Ρϐτζερ Υύςερ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, η μυςτόρια επιλογό του Ντϋιβ ςτη θϋςη του Μϊικ Πϋλκι που απουςιϊζει, αρχύζει το ζϋςταμα, αφοϑ ορύςτηκε να μπει πρϔτοσ. Μόπωσ η απϐφαςη αυτό του Ντϋιβ ν' αρχύςει με τον Ρϐτζερ αντύ με τον Κινγκ ό τον Ωρνολντ ϋχει να κϊνει με το γεγονϐσ ϐτι ο Ρϐτζερ βρόκε χτεσ εκεύνο το τετρϊφυλλο τριφϑλλι; Ο Ντϋιβ αγγύζει με το δϊχτυλο του το πλϊι τησ μϑτησ του και χαμογελϊει με ϑφοσ ςοφοϑ. 1000
τισ 3:40 ο διαιτητόσ μπαύνει ςτο γόπεδο. «τεύλε την μπϊλα κϊτω, κϊτςερ», λϋει κοφτϊ. Ο Σζϐι το κϊνει. Ο Μϊικ Ωρνολντ ςτρϋφεται γρόγορα ν' αγγύξει ϋναν αϐρατο ρϊνερ και ϑςτερα ςτϋλνει την μπϊλα να ταξιδϋψει γρόγορα μϋςα ςτο διαμϊντι. Σο τηλεοπτικϐ κοινϐ, απϐ το Νιου Φαμςϊιρ ωσ τισ νοτιοανατολικϋσ επαρχύεσ του Καναδϊ, παρακολουθεύ τον Ρϐτζερ να ςηκϔνει νευρικϊ τα μανύκια τησ πρϊςινησ, ςυνθετικόσ μπλοϑζασ και τησ γκρύζασ φανελϋνιασ που φορϊει απϐ κϊτω. Ο ήουεν Κινγκ του πετϊει την μπϊλα απϐ την πρϔτη βϊςη. Ο Υύςερ την πιϊνει και την κρατϊει δύπλα ςτο μηρϐ του. «Εμπρϐσ, ασ παύξουμε, μπϊλα», λϋει ο διαιτητόσ —μια φρϊςη που οι διαιτητϋσ λϋνε ςτα Σουρνουϊ Παύδων εδϔ και πενόντα χρϐνια— και ο Νταν Μπουςϊρντ, ο κϊτςερ τησ Γιορκ και πρϔτοσ μπϊτερ τησ ομϊδασ του για ςόμερα, πηγαύνει ςτο κουτύ. Ο Ρϐτζερ παύρνει θϋςη κι ετοιμϊζεται για την πρϔτη ρύψη του ςτον τελικϐ του Πολιτειακοϑ Πρωταθλόματοσ Παύδων του 1989. Πϋντε μϋρεσ νωρύτερα: Ο Ντϋιβ κι εγϔ ϋχουμε πϊει ϐλουσ τουσ πύτςερ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ςτην Ολντ Σϊουν. Ο Ντϋιβ θϋλει να πϊρουν τα παιδιϊ μια αύςθηςη του υψϔματοσ πριν ϋρθουν εδϔ να παύξουν κανονικϊ. Με τον Μϊικ Πϋλκι να απουςιϊζει, την παρϋα αποτελοϑν ο Ματ Κύνεώ (που τϋςςερισ μϋρεσ αργϐτερα θα θριαμβεϑςει ςτον αγϔνα εναντύον τησ Λιοϑιςτον), ο ήουεν Κινγκ, ο Ρϐτζερ Υύςερ και ο Μϊικ Ωρνολντ. Αργόςαμε να ξεκινόςουμε και, καθϔσ τα τϋςςερα αγϐρια κϊνουν ρύψεισ το καθϋνα με τη ςειρϊ του, ο Ντϋιβ κι εγϔ καθϐμαςτε ςτον πϊγκο των επιςκεπτϔν, παρακολουθϔντασ τα παιδιϊ ενϔ το φωσ τησ μϋρασ εγκαταλεύπει αργϊ τον καλοκαιρινϐ ουρανϐ. το ϑψωμα, ο Ματ Κύνεώ ρύχνει τη μια ϊγρια ψηλοκρεμαςτό βολό μετϊ την ϊλλη ςτον Σζϋι-Σζϋι Υύντλερ. τον ϊλλο πϊγκο, ςτην ϊλλη πλευρϊ του διαμαντιοϑ, οι τρεισ πύτςερ που 1001
τϋλειωςαν την προπϐνηςη τουσ κϊθονται παρϋα με μερικοϑσ ςυμπαύκτεσ τουσ, που όρθαν ωσ εδϔ για βϐλτα. Παρ' ϐλο που οι κουβϋντεσ τουσ φτϊνουν αποςπαςματικϊ ςτ' αυτιϊ μου, καταλαβαύνω ϐτι μιλϊνε για το ςχολεύο —ϋνα ζότημα που ανακϑπτει ϐλο και ςυχνϐτερα τον τελευταύο μόνα των καλοκαιρινϔν διακοπϔν. Μιλϊνε για παλιοϑσ και μελλοντικοϑσ καθηγητϋσ, αναφϋροντασ τα επειςϐδια εκεύνα που ςυνθϋτουν ϋνα ςημαντικϐ μϋροσ τησ προεφηβικόσ μυθολογύασ τουσ: η δαςκϊλα που ξϋςπαςε ςε κλϊματα μϋςα ςτην τϊξη τον τελευταύο μόνα του ςχολεύου επειδό ο μεγϊλοσ τησ γιοσ χτϑπηςε ςοβαρϊ με το αυτοκύνητο- ο τρελϐσ γυμναςτόσ του δημοτικοϑ (τον περιγρϊφουν ςαν ϋνα θανϊςιμο ςυνδυαςμϐ του Σζϋιςον, του Υρϋντι Κροϑγκερ και του χιζοφρενό με το Πριϐνι)· ο καθηγητόσ τησ φυςικόσ που μια μϋρα υποτύθεται ϐτι κοπϊνηςε ϋνα παιδύ πϊνω ς' ϋνα φωριαμϐ τϐςο δυνατϊ, που το παιδύ λιποθϑμηςε· η δαςκϊλα των οικοκυρικϔν που ςου δύνει λεφτϊ για ςϊντουιτσ αν ϋχεισ ξεχϊςει να φϋρεισ δικϊ ςου ό αν πεισ ϐτι ξϋχαςεσ. Εύναι τα απϐκρυφα του γυμναςύου, ςυνταρακτικϊ πρϊγματα, και τα παιδιϊ τα διηγοϑνται με απϐλαυςη αυτό την ϔρα του δειλινοϑ. Ανϊμεςα ςτουσ δϑο πϊγκουσ, η μπϊλα γύνεται μια λευκό γραμμό καθϔσ ο Ματ την πετϊει ξανϊ και ξανϊ. Ο ρυθμϐσ του εύναι ςχεδϐν υπνωτικϐσ: θϋςη, ςτροφό, ρύψη· θϋςη, ςτροφό, ρύψη· θϋςη, ςτροφό, ρύψη. Σο γϊντι του Σζϋι- Σζϋι τρύζει δυνατϊ κϊθε φορϊ που πιϊνει την μπϊλα. «Σι θα κερδύςουν;» ρωτϊω τον Ντϋιβ. «ήταν τελειϔςουν ϐλα αυτϊ, τι πιςτεϑεισ ϐτι θα τουσ μεύνει; Θα υπϊρχει γι' αυτοϑσ διαφορϊ;» Ο Ντϋιβ ξαφνιϊζεται λύγο απϐ την ερϔτηςη και δεύχνει ςυλλογιςμϋνοσ. Σελικϊ, κοιτϊζει ξανϊ τον Ματ και χαμογελϊει. «Θα κερδύςουν ο ϋνασ τον ϊλλο», μου απαντϊει. 1002
Δεν εύναι η απϊντηςη που περύμενα —κϊθε ϊλλο. όμερα η εφημερύδα εύχε ϋνα αρθρϊκι για το Πρωτϊθλημα Παύδων —ϋνα απϐ κεύνα τα ςχϐλια που ςυνόθωσ ξεφυτρϔνουν ςτη γεμϊτη διαφημιςτικϊ ςκουπύδια ϊγονη γη ανϊμεςα ςτισ νεκρολογύεσ και το ωροςκϐπιο. Σο ςυγκεκριμϋνο αναφερϐταν περιληπτικϊ ςτα αποτελϋςματα τησ ϋρευνασ ενϐσ κοινωνιολϐγου που πϋραςε μια ςεζϐν παρακολουθϔντασ παιδιϊ του Πρωταθλόματοσ Παύδων και τη μετϋπειτα εξϋλιξη τουσ για λύγο καιρϐ. Ο επιςτόμονασ όθελε να διαπιςτϔςει αν το παιχνύδι λειτοϑργηςε με τον τρϐπο που ιςχυρύζονται οι υποςτηρικτϋσ του: ϐτι, δηλαδό, περνϊει ςτουσ νϋουσ παλιϋσ, δοκιμαςμϋνεσ αμερικανικϋσ αξύεσ ϐπωσ η τιμιϐτητα, η ςκληρό δουλειϊ και η πύςτη ςτην ομαδικό προςπϊθεια. Αυτϐσ που ϋκανε την ϋρευνα κατϋληξε πωσ ναι, ςυμβαύνει αυτϐ, εν μϋρει. Αλλϊ ανϋφερε επύςησ ϐτι το Πρωτϊθλημα Παύδων δεν αλλϊζει ςε τύποτα την προςωπικό ςυμπεριφορϊ των παικτϔν. Οι ταραξύεσ του ςχολεύου παραμϋνουν ταραξύεσ ϐταν ξαναρχύζουν τα μαθόματα το επτϋμβρη· οι καλού μαθητϋσ παραμϋνουν καλού μαθητϋσ· ο πλακατζόσ τησ τϊξησ (βλϋπε Υρεντ Μουρ), που τον Ιοϑνιο και τον Ιοϑλιο παρϊτηςε προςωρινϊ το ρϐλο του για να παύξει πολϑ καλϐ μπϋιζμπολ ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων, θα παραμεύνει ο πλακατζόσ τησ τϊξησ του και ςτην καινοϑρια χρονιϊ. Ο κοινωνιολϐγοσ βρόκε και εξαιρϋςεισ· τα εξαιρετικϊ παιχνύδια δημιουργοϑν καμιϊ φορϊ εξαιρετικϋσ αλλαγϋσ. Κυρύωσ, ϐμωσ, διαπύςτωςε ϐτι τα παιδιϊ ϐπωσ μπαύνουν, περύπου ϋτςι βγαύνουν. Πιςτεϑω ϐτι απϐρηςα με την απϊντηςη του Ντϋιβ ακριβϔσ επειδό τον ξϋρω πολϑ καλϊ· εύναι φανατικϐσ υποςτηρικτόσ του Πρωταθλόματοσ Παύδων. Εύμαι ςύγουροσ ϐτι διϊβαςε το ϊρθρο και περύμενα να πιαςτεύ απϐ την ερϔτηςη μου και να μου επαναλϊβει τα ςυμπερϊςματα του κοινωνιολϐγου. Αντύ γι' αυτϐ, 1003
μου πϋταξε ϋνα απϐ τα πιο παλιϊ και χιλιοειπωμϋνα κλιςϋ του αθλητικοϑ κϐςμου. το ϑψωμα, ο Ματ ςυνεχύζει να ρύχνει ςτον Σζϋι-Σζϋι πιο δυνατϊ απϐ ποτϋ. Ο Ματ ϋχει βρει το μαγικϐ ςημεύο που οι πύτςερ ονομϊζουν «ρυθμϐ» και παρ' ϐλο που αυτό εύναι μια εντελϔσ ανεπύςημη προπϐνηςη για να εξοικειωθοϑν τα παιδιϊ με το γόπεδο, δε θϋλει να ςταματόςει. Λϋω ςτον Ντϋιβ να μου εξηγόςει καλϑτερα τι εννοεύ, αλλϊ το λϋω μιςογελϔντασ, με την υποψύα ϐτι θ' ακολουθόςει μια βροχό απϐ χιλιοχρηςιμοποιημϋνα κλιςϋ του εύδουσ: ο καλϐσ ο καπετϊνιοσ ςτη φουρτοϑνα φαύνεται· ςυν Αθηνϊ και χεύρα κύνει· η πύςτη και βουνϊ κινεύ· και ϊλλα πολλϊ... «Κούταξε τουσ», λϋει ο Ντϋιβ, χαμογελϔντασ. Κϊτι ς' αυτϐ το χαμϐγελο με κϊνει να υποψιαςτϔ ϐτι ϋχει μαντϋψει τι ςκϋφτομαι. «Κούταξε τουσ καλϊ». Σο κϊνω. τον πϊγκο βλϋπω μια ντουζύνα παιδιϊ που αςτειεϑονται και διηγοϑνται ςυναρπαςτικϋσ φϊςεισ τησ ςχολικόσ ζωόσ τουσ. Ϊνα απϐ αυτϊ αφόνει τη ςυζότηςη ύςα για να φωνϊξει ςτον Ματ Κύνεώ να ρύξει τη ςτριφτό του και ο Ματ το κϊνει —ρύχνει μια εξαιρετικϊ δϑςκολη ςτριφτό βολό. ήλα τα παιδιϊ ςτον πϊγκο χειροκροτοϑν γελϔντασ. «Κούταξε αυτοϑσ τουσ δϑο», μου λϋει ο Ντϋιβ δεύχνοντασ. «Ο ϋνασ ϋχει καλό οικογενειακό ζωό. Ο ϊλλοσ ϐχι και τϐςο». Ρύχνει κϊμποςα ςπϐρια ςτο ςτϐμα του και δεύχνει ϋνα ϊλλο αγϐρι. «Ϋ αυτϐσ. Γεννόθηκε ςε μια απϐ τισ χειρϐτερεσ ςυνοικύεσ τησ Βοςτϐνησ. Νομύζεισ ϐτι θα γνωριζϐταν ποτϋ με παιδιϊ ςαν τον Ματ Κύνεώ ό τον Κϋβιν Ρϐςφορτ, αν δεν όταν το Πρωτϊθλημα Παύδων; το γυμνϊςιο δεν εύναι ςτισ ύδιεσ τϊξεισ. Δε θα μιλοϑςαν ο ϋνασ ςτον ϊλλο ςτα διαλεύμματα, θα αγνοοϑςαν ακϐμη και την ϑπαρξη ο ϋνασ του ϊλλου». Ο Ματ ρύχνει ϊλλη μια ςτριφτό, τϐςο δϑςκολη που ξεφεϑγει απϐ τα χϋρια του Σζϋι-Σζϋι. Η μπϊλα κυλϊει μϋχρι τη 1004
βϊςη του πλϋγματοσ και, ϐταν ο Σζϋι-Σζϋι ςηκϔνεται για να την κυνηγόςει, τα παιδιϊ ςτον πϊγκο χειροκροτοϑν ξανϊ. «Αλλϊ τϔρα αλλϊζουν ϐλα», λϋει ο Ντϋιβ. «Αυτϊ τα παιδιϊ ϋπαιξαν μαζύ και νύκηςαν για την περιφϋρεια τουσ μαζύ. Κϊποια προϋρχονται απϐ εϑπορεσ οικογϋνειεσ και κϊνα δυο απϐ φαμύλιεσ τϐςο φτωχϋσ, που δεν ϋχουν οϑτε δεϑτερη κϊλτςα, αλλϊ, ϐταν φορϊνε τισ ςτολϋσ τουσ και περνϊνε τη γραμμό, τ' αφόνουν ϐλα πύςω τουσ. Ανϊμεςα ςτισ γραμμϋσ δε ςε βοηθϊνε οϑτε οι βαθμού ςου ςτο ςχολεύο οϑτε το τι κϊνουν ό δεν κϊνουν οι γονεύσ ςου. Ανϊμεςα ςτισ γραμμϋσ μετρϊει μϐνο το τι κϊνει το κϊθε παιδύ. Και το ακολουθοϑν αυτϐ, ϐςο καλϑτερα μποροϑν. ήλα τ' ϊλλα...» Ο Ντϋιβ κουνϊει το χϋρι του ςαν να διϔχνει μια αϐρατη μϑγα. «...μϋνουν απϋξω. Και τα παιδιϊ το ξϋρουν. Δεσ μϐνοσ ςου, αν δε με πιςτεϑεισ, γιατύ η απϐδειξη εύναι μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου». Κοιτϊζω απϋναντι και βλϋπω το δικϐ μου παιδύ μαζύ με ϋνα απϐ τα αγϐρια που μου ϋδειξε ο Ντϋιβ. Κϊθονται δύπλα δύπλα και κουβεντιϊζουν ςοβαρϊ, με τα κεφϊλια τουσ ςχεδϐν ενωμϋνα. ίςτερα, κοιτϊζονται κατϊπληκτοι και ςκϊνε ςτα γϋλια. «Ϊπαιξαν μαζύ», επαναλαμβϊνει ο Ντϋιβ. «Βρϋθηκαν μαζύ ςτην προπϐνηςη καθημερινϊ, πρϊγμα που ύςωσ εύναι πιο ςημαντικϐ απϐ τα παιχνύδια. Και τϔρα παύζουν ςτο Σουρνουϊ τησ Πολιτεύασ. Ϊχουν μια ευκαιρύα να το κερδύςουν. Δεν πιςτεϑω ϐτι θα τα καταφϋρουν, αλλϊ αυτϐ δε λϋει τύποτα. Βρύςκονται εδϔ και αυτϐ εύναι αρκετϐ. Ακϐμη κι αν η Λιοϑιςτον τουσ αποκλεύςει απϐ τον πρϔτο γϑρο, εύναι αρκετϐ. Γιατύ εύναι κϊτι που ϋκαναν μαζύ, ανϊμεςα ς' αυτϋσ τισ γραμμϋσ, θα το θυμοϑνται, θα θυμοϑνται πϊντα πϔσ ϋνιωςαν εκεύ». «Ανϊμεςα ςτισ γραμμϋσ», επαναλαμβϊνω και ξαφνικϊ το πιϊνω —καταλαβαύνω τι εννοεύ. Ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ πιςτεϑει ς' αυτϐ το παλιϐ κλιςϋ. Και, επιπλϋον, ϋχει τη δυνατϐτητα να το πιςτεϑει. Σϋτοιεσ απϐψεισ δε ςτϋκουν ςτα επαγγελματικϊ 1005
πρωταθλόματα, ϐπου ςχεδϐν κϊθε βδομϊδα κϊποιοσ παύκτησ βγαύνει θετικϐσ ςτα τεςτ ντοπαρύςματοσ και ο μϐνοσ που δε δεςμεϑεται απϐ ςυμβϐλαιο εύναι ο θεϐσ, αλλϊ εδϔ δεν ϋχουμε επαγγελματύεσ. Εδϔ ακοϑγεται η Ανύτα Μπρϊιαντ να τραγουδϊει τον εθνικϐ ϑμνο απϐ ξεχαρβαλωμϋνα μεγϊφωνα ςτερεωμϋνα ςτο ςυρματϐπλεγμα, πϊνω απϐ τουσ πϊγκουσ. Εδϔ, αντύ να πληρϔςεισ ειςιτόριο για να παρακολουθόςεισ τον αγϔνα, βϊζεισ κϊτι ςτο καπϋλο ϐταν κϊνει τη γϑρα. Αν θϋλεισ, φυςικϊ. Κανϋνα απ' αυτϊ τα παιδιϊ δε θα περϊςει τον εκτϐσ ςεζϐν χρϐνο του ςτη Υλϐριντα, παρϋα με κοιλαρϊδεσ επιχειρηματύεσ, οϑτε θα υπογρϊψει πανϊκριβεσ κϊρτεσ του μπϋιζμπολ ςε ειδικϋσ εκδηλϔςεισ οϑτε θα κϊνει εμφανύςεισ ςε κλαμπ για δυο χιλιϊδεσ δολϊρια τη βραδιϊ. Εδϔ που ϐλα εύναι δωρεϊν, φαύνεται να λϋει το χαμϐγελο του Ντϋιβ, δικαιοϑμαςτε να πιςτεϑουμε τα παλιϊ, καλϊ κλιςϋ μασ και να τα υποςτηρύξουμε τύμια και ςταρϊτα. Εδϔ μποροϑμε να ξαναπιςτϋψουμε απϐ την αρχό ςτον Ρεντ Μπϊρμπερ, ςτον Σζον Σοϑνισ και ςτον Μικρϐ του Σϐμκινςβιλ. Ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ πιςτεϑει πωσ τα παιδιϊ εύναι ϐλα ύςα ανϊμεςα ςτισ γραμμϋσ κι ϋχει κϊθε δικαύωμα να το πιςτεϑει, γιατύ αυτϐσ, ο Νιλ και ο εντ με τϐςο κϐπο και υπομονό δύδαξαν τα ύδια τα παιδιϊ να το πιςτεϑουν. Και το πιςτεϑουν το βλϋπω ςτα πρϐςωπα τουσ, εκεύ που κϊθονται ϐλα μαζύ ςτον πϊγκο, ςτην απϋναντι πλευρϊ του διαμαντιοϑ. Καταλαβαύνω γιατύ ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ και ϐλοι οι Ντϋιβ Μϊνςφιλντ τησ χϔρασ ςυνεχύζουν να κϊνουν αυτϐ που κϊνουν κϊθε χρϐνο. Γιατύ ϋτςι εξαςφαλύζουν ϋνα ειςιτόριο ελευθϋρασ. ήχι πύςω ςτην παιδικό ηλικύα —αυτϐ δε γύνεται— αλλϊ πύςω ςτο ϐνειρο. Ο Ντϋιβ ςωπαύνει για λύγο ςκεφτικϐσ και παύζει αφηρημϋνα με τα ςπϐρια ςτη χοϑφτα του. «Δεν εύναι το αν θα νικόςουν ό θα χϊςουν», λϋει τελικϊ. «Αυτϐ ϋρχεται αργϐτερα. Εύναι που θα διαςταυρϔνονται φϋτοσ ςτουσ διαδρϐμουσ του ςχολεύου ό ςτο δρϐμο, ϐταν θα πϊνε ςτο 1006
λϑκειο, θα κοιτϊνε ο ϋνασ τον ϊλλο και θα θυμοϑνται. Για πολλϊ χρϐνια ακϐμα θα εύναι τα παιδιϊ τησ ομϊδασ που κϋρδιςε το πρωτϊθλημα τησ περιφϋρειασ το 1989». Ο Ντϋιβ ρύχνει μια ματιϊ ςτον πϊγκο ϐπου ο Υρεντ Μουρ γελϊει τϔρα με κϊτι που του εύπε ο Μϊικ Ωρνολντ. Ο ήουεν Κινγκ κοιτϊζει μια τον ϋναν και μια τον ϊλλο, χαμογελϔντασ. «Ϊχει να κϊνει με το να ξϋρεισ ποιοι εύναι οι ςυμπαύκτεσ ςου. ε ποιουσ χρειϊςτηκε κϊποτε να βαςιςτεύσ, θϋλοντασ και μη». Ο Ντϋιβ κοιτϊζει τ' αγϐρια που γελϊνε κι αςτειεϑονται, τϋςςερισ μϋρεσ πριν αρχύςει το Πολιτειακϐ Πρωτϊθλημα και ϑςτερα υψϔνει τη φωνό του και λϋει ςτον Ματ να ρύξει μερικϋσ βολϋσ ακϐμη και να του δύνει. Απϐ τουσ προπονητϋσ που κερδύζουν ςτο ςτρύψιμο του νομύςματοσ —ϐπωσ ο Ντϋιβ ςτισ πϋντε Αυγοϑςτου, για ϋκτη φορϊ ςε εννιϊ αγϔνεσ— δεν επιλϋγουν ϐλοι να οριςτεύ η ομϊδα τουσ ωσ γηπεδοϑχοσ. Μερικού (ϐπωσ ο προπονητόσ τησ Μπροϑερ, για παρϊδειγμα) πιςτεϑουν ϐτι το «αβαντϊζ τησ ϋδρασ» εύναι ςκϋτο παραμϑθι, ειδικϊ ςε τελικοϑσ πρωταθλόματοσ, ϐπου καμύα ομϊδα δεν παύζει ςτο δικϐ τησ γόπεδο. Σο επιχεύρημα αυτόσ τησ ϊποψησ εύναι το εξόσ: ςτην αρχό του παιχνιδιοϑ τα παιδιϊ και των δυο ομϊδων εύναι νευρικϊ. Η λογικό λϋει ϐτι ο μϐνοσ τρϐποσ να εκμεταλλευτεύσ αυτό τη νευρικϐτητα εύναι να χτυπόςεισ πρϔτοσ και ν' αφόςεισ την αμυνϐμενη ομϊδα να παραχωρόςει αρκετϋσ προωθόςεισ και να κϊνει αρκετϊ λϊθη, ϔςτε να πϊρεισ το προβϊδιςμα ςτον αγϔνα. Αν χτυπόςεισ πρϔτοσ και ςκορϊρεισ τϋςςερισ πϐντουσ, καταλόγουν οι θεωρητικού, ουςιαςτικϊ ϋχεισ κερδύςει το παιχνύδι. Σελεύα και παϑλα. Αυτό εύναι μια θεωρύα που ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ δεν ϋχει υποςτηρύξει ποτϋ. «θϋλω να ϋχω τον τελευταύο λϐγο», δηλϔνει και γι' αυτϐν ϋχει λόξει το θϋμα. Μϐνο που ςόμερα τα πρϊγματα εύναι λύγο διαφορετικϊ. Δεν εύναι απλϔσ ϋνα παιχνύδι του τουρνουϊ, εύναι ο τελικϐσ τησ 1007
Πολιτεύασ που μεταδύδεται ζωντανϊ απϐ την τηλεϐραςη. Κι ϐταν ο Ρϐτζερ Υιςερ τεντϔνει το χϋρι και κϊνει την πρϔτη του ρύψη, που τουσ περνϊει ϐλουσ και εύναι ϊκυρη, ςτο πρϐςωπο του Ντϋιβ Μϊνςφιλντ φαύνεται καθαρϊ ϐτι προςεϑχεται νοερϊ να μην ϋχει κϊνει λϊθοσ. Ο Ρϐτζερ ξϋρει ϐτι εύναι απλϐσ αντικαταςτϊτησ —ϐτι ςτη θϋςη του θα ϋπρεπε να βρύςκεται ο Μϊικ Πϋλκι, αν ο Μϊικ δεν ϋςφιγγε τϔρα το χϋρι του Γκοϑφι ςτον Κϐςμο του Ντύςνεώ— αλλϊ ελϋγχει τη νευρικϐτητα του ϐςο καλϊ θα περύμενε κανεύσ απϐ ϋνα παιδύ, ύςωσ και λύγο καλϑτερα. Οπιςθοχωρεύ απϐ το ϑψωμα κϊθε φορϊ που ο κϊτςερ, ο Σζο Γουύλκοξ, του επιςτρϋφει την μπϊλα και μελετϊει τισ κινόςεισ του μπϊτερ χωρύσ να βιϊζεται. Και, το ςημαντικϐτερο, καταλαβαύνει πϐςο απαραύτητο εύναι να κρατϊει την μπϊλα χαμηλϊ ςε κϊθε βολό. ήλοι οι μπϊτερ τησ Γιορκ, απϐ τον πρϔτο ωσ τον τελευταύο, χτυπϊνε πολϑ δυνατϊ. Αν κϊνει ο Ρϐτζερ το λϊθοσ να ρύξει μια ψηλό βολό, ςτο ϑψοσ του προςϔπου του μπϊτερ — ειδικϊ ενϐσ μπϊτερ ςαν τον Σϊρμποξ, που χτυπϊει τρομερϊ δυνατϊ— θα τη χϊςει ςτο πι και φι. Παρ' ϐλα αυτϊ, χϊνει τον πρϔτο μπϊτερ τησ Γιορκ. Ο Μπουςϊρντ τρϋχει γρόγορα προσ την πρϔτη βϊςη, ςυνοδευϐμενοσ απϐ τισ υςτερικϋσ ζητωκραυγϋσ των οπαδϔν τησ Γιορκ ςτισ κερκύδεσ. Ο επϐμενοσ μπϊτερ εύναι ο Υύλμπρικ, ο ελεϑθεροσ αμυντικϐσ. Αποκροϑει την πρϔτη βολό πύςω ςτον Υύςερ. ε μια απϐ εκεύνεσ τισ φϊςεισ που μερικϋσ φορϋσ κρύνουν ολϐκληρο το παιχνύδι, ο Ρϐτζερ επιλϋγει να ρύξει την μπϊλα ςτη δεϑτερη βϊςη για να προςπαθόςει ϋτςι να παγιδεϑςει τον πρϔτο ρϊνερ. τουσ περιςςϐτερουσ αγϔνεσ παύδων αυτϐ αποδεικνϑεται κακό ιδϋα. Ϋ ο πύτςερ πετϊει την μπϊλα ϐπωσ ϐπωσ και επιτρϋπει ϋτςι ςτον πρϔτο ρϊνερ να φτϊςει μϋχρι την τρύτη βϊςη ό ο ελεϑθεροσ αμυντικϐσ δεν ϋχει κινηθεύ για να καλϑψει τη δεϑτερη και η βϊςη μϋνει ανυπερϊςπιςτη. όμερα, ϐμωσ, ϐλα πϊνε καλϊ. Ο εντ Πιερ ϋχει εκπαιδεϑςει αυτϊ τ' 1008
αγϐρια να κρατϊνε πϊντα τισ αμυντικϋσ τουσ θϋςεισ. Ο Ματ Κύνεώ, ο ςημερινϐσ ελεϑθεροσ αμυντικϐσ, βρύςκεται ακριβϔσ εκεύ που πρϋπει να βρύςκεται. Σο ύδιο και η βολό του Ρϐτζερ. Ο Υύλμπρικ φτϊνει ςτο μεταξϑ ςτην πρϔτη, αλλϊ ο Μπουςϊρντ αποκλεύεται. Αυτό τη φορϊ εύναι οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ αυτού που ζητωκραυγϊζουν. Αυτό η φϊςη ηρεμεύ κϊπωσ τα νεϑρα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ και δύνει ςτον Ρϐτζερ Υύςερ την αυτοπεπούθηςη που τϐςο ϋχει ανϊγκη. Ο Υιλ Σϊρμποξ, ο καλϑτεροσ μπϊτερ και ϊςοσ πύτςερ τησ Γιορκ, αποκλεύεται με τρεισ διαδοχικϋσ χαμηλϋσ μπαλιϋσ. «Μη ςε νοιϊζει, Υιλ, θα χτυπόςεισ την επομϋνη φορϊ!» του φωνϊζει ϋνασ ςυμπαύκτησ του απϐ τον πϊγκο. «Δεν εύςαι μαθημϋνοσ ςε τϐςο αργϋσ!» Αλλϊ δεν εύναι η ταχϑτητα το πρϐβλημα που ϋχουν οι μπϊτερ τησ Γιορκ με τον Ρϐτζερ· εύναι η θϋςη. Ο Ρον εντ Πιερ δύδαςκε το ευαγγϋλιο τησ χαμηλόσ μπαλιϊσ ϐλη τη ςεζϐν και ο Ρϐτζερ Υύςερ υπόρξε όςυχοσ αλλϊ εξαιρετικϊ προςεκτικϐσ μαθητόσ. Η απϐφαςη του Ντϋιβ να βϊλει τον Ρϐτζερ πύτςερ και η ομϊδα να χτυπόςει τελευταύα φαύνεται ϐλο και καλϑτερη, καθϔσ η Μπϊνγκορ ετοιμϊζεται για την πρϔτη τησ επύθεςη ςτο τελευταύο μιςϐ τησ πρϔτησ περιϐδου. Βλϋπω μερικϊ απϐ τ' αγϐρια ν' αγγύζουν το γοϑρι τουσ, το μικρϐ πλαςτικϐ ςανδϊλι, καθϔσ φτϊνουν ςτον πϊγκο. Η αυτοπεπούθηςη —τησ ομϊδασ, των οπαδϔν, των προπονητϔν— εύναι μια ιδιϐτητα που μετριϋται με πολλοϑσ και διϊφορουσ τρϐπουσ, αλλϊ, ϐποιο μϋτρο και να διαλϋξει κανεύσ, η Γιορκ ϋχει αιςθητϊ περιςςϐτερη. Οι οπαδού τησ ϋχουν κρεμϊςει ϋνα πανϐ κϊτω απϐ τον πύνακα του ςκορ. Η ΓΙΟΡΚ ΠΑΕΙ ΣΟ ΜΠΡΙΣΟΛ γρϊφει με μεγϊλα γρϊμματα. Ϊπειτα, εύναι τα ςηματϊκια, οι καρφύτςεσ με το ϋμβλημα τησ Περιφϋρειασ 4, ϋτοιμεσ για μούραςμα. Αλλϊ το πιο φανερϐ δεύγμα αυτοπεπούθηςησ εύναι ο πρϔτοσ πύτςερ που επιλϋγει ο 1009
προπονητόσ τησ Γιορκ να βϊλει ςτο παιχνύδι. ήλεσ οι ομϊδεσ, ςυμπεριλαμβανομϋνησ και τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ϋβαλαν ςτο πρϔτο τουσ παιχνύδι τον καλϑτερο πύτςερ τουσ, ϋχοντασ κατϊ νου το παλιϐ, αναμφιςβότητο αξύωμα: Εϊν δεν καπαρϔςεισ ντϊμα, δεν πρϐκειται να χορϋψεισ ςτη γιορτό. Αν δε νικόςεισ ςτην αρχό, μην περιμϋνεισ τύποτα ςτο τϋλοσ. Μϐνο ο προπονητόσ τησ Γιορκ πόγε κϐντρα ςτη λογικό κι ϋβαλε τον νοϑμερο δϑο πύτςερ του, τον Ρϊιαν Υϋρναλντ, ςτο πρϔτο παιχνύδι, ενϊντια ςτη Γιϊρμουθ. Ση γλύτωςε τελικϊ —παρϊ τρύχα— αφοϑ η ομϊδα του νύκηςε τη Γιϊρμουθ με 9-8. Η ριψοκύνδυνη τακτικό του ςόμερα ανταμεύβεται. Ϊχει φυλϊξει τον Υιλ Σϊρμποξ για τον τελικϐ. Μπορεύ ο Σϊρμποξ να μην ϋχει την τεχνικό του τϊνλεώ τϋρτζισ, αλλϊ ϋχει κϊτι που δεν εύχε ο τϋρτζισ. Ο Υιλ Σϊρμποξ τρομϊζει τον αντύπαλο. Ο Νϐλαν Ρϊιαν, ο καλϑτεροσ ύςωσ πύτςερ γρόγορων βολϔν ςτο μπϋιζμπολ, ςυχνϊ διηγεύται ϋνα επειςϐδιο ςε κϊποιον αγϔνα Πρωταθλόματοσ Παύδων ςτον οπούο εύχε παύξει. Η βολό του χτϑπηςε τον πρϔτο μπϊτερ τησ αντύπαλησ ομϊδασ ςτο χϋρι και του το ϋςπαςε. Η επϐμενη χτϑπηςε το δεϑτερο ςτο κεφϊλι, ςπϊζοντασ το κρϊνοσ του ςτα δϑο και το παιδύ ϋπεςε λιπϐθυμο για μερικϊ λεπτϊ. Κι ενϔ το δεϑτερο παιδύ δεχϐταν τισ περιποιόςεισ των νοςοκϐμων, ο νοϑμερο τρύα μπϊτερ, με πρϐςωπο ϊςπρο ςαν το πανύ και τρϋμοντασ απϐ φϐβο, ϋτρεξε ςτον προπονητό του και τον ικϋτεψε να μην τον βϊλει να παύξει. «Και δεν τον κατηγορϔ, φυςικϊ», προςθϋτει ο Ρϊιαν. Ο Σϊρμποξ δεν εύναι Νϐλαν Ρϊιαν, αλλϊ ρύχνει δυνατϊ και ξϋρει ϐτι ο ςιωπηλϐσ εκφοβιςμϐσ εύναι το μυςτικϐ ϐπλο του πύτςερ. Ο τϋρτζισ ϋριχνε κι αυτϐσ δυνατϊ, αλλϊ κρατοϑςε την μπϊλα χαμηλϊ και μακριϊ απϐ τον μπϊτερ. Ο τϋρτζισ όταν ευγενικϐσ. Ο Σϊρμποξ χαύρεται να ρύχνει ψηλϊ και κοντϊ. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋφταςε εδϔ που εύναι ςόμερα χϊρη ςτουσ μπϊτερ τησ. Αν καταφϋρει ο Σϊρμποξ να τουσ τρομοκρατόςει, θα 1010
αχρηςτϋψει το ρϐπαλο ςτα χϋρια τουσ κι αν γύνει αυτϐ, η Μπϊνγκορ ϋχει ξοφλόςει. Ο Νικ Σρϊςκοσ δεν καταφϋρνει να κϊνει οϑτε απϐπειρα για χϐουμραν ςόμερα. Ο Σϊρμποξ τον αποκλεύει με τρεισ γρόγορεσ, δυνατϋσ βολϋσ, τϐςο επικύνδυνα κοντινϋσ, που ο Νικ ϋκανε αυθϐρμητα βουτιϊ ϋξω απϐ το κουτύ. Ο Νικ κοιτϊζει ϋκπληκτοσ το διαιτητό τησ βϊςησ τησ εςτύασ και εύναι ϋτοιμοσ να διαμαρτυρηθεύ. «Οϑτε λϋξη, Νικ!» του φωνϊζει ο Ντϋιβ απϐ τον πϊγκο. «Ϊλα εδϔ γρόγορα!» Ο Νικ υπακοϑει, αλλϊ ϋχει ξαναπϊρει εκεύνη τη γνϔριμη, μουτρωμϋνη ϋκφραςη. ήταν φτϊνει ςτον πϊγκο, πετϊει φουρκιςμϋνοσ το κρϊνοσ του κϊτω απϐ το κϊθιςμα. όμερα ο Σϊρμποξ θα προςπαθόςει να ρύξει ψηλϋσ και κοντινϋσ μπαλιϋσ ςε ϐλουσ εκτϐσ απϐ τον Ρϊιαν Γιαρομπύνο. Σο ϐνομα του Γιαρομπύνο ακοϑγεται αρκετϊ και ο Υιλ Σϊρμποξ, παρϊ την τϐςη αυτοπεπούθηςη που φαύνεται να ϋχει, αποφεϑγει να τον προκαλϋςει. Ρύχνει ςτον Ρϊιαν χαμηλϊ και μακριϊ, για να του χαρύςει μια προϔθηςη τελικϊ. Δύνει ϊλλη μια ςτον Ματ Κύνει, που ακολουθεύ τον Ρϊιαν, και ϑςτερα ξαναρύχνει, ψηλϊ και κοντϊ. Ο Ματ ϋχει φοβερϊ αντανακλαςτικϊ, που τα χρειϊζεται αφ' ενϐσ για να μη χτυπηθεύ, αφ' ετϋρου για να χτυπόςει δυνατϊ. ήταν κερδύζει την πρϔτη βϊςη, ο Γιαρομπύνο βρύςκεται όδη ςτη δεϑτερη, χϊρη ςε μια ϊςτοχη μπαλιϊ που πϋραςε λύγα χιλιοςτϊ δύπλα απϐ το πρϐςωπο του Ματ. τη ςυνϋχεια, ο Σϊρμποξ ηρεμεύ λιγϊκι και πϊλι και αποκλεύει τον Κϋβιν Ρϐςφορτ και τον Ρϐτζερ Υύςερ, τερματύζοντασ ϋτςι την πρϔτη περύοδο. Ο Ρϐτζερ Υύςερ ςυνεχύζει να ρύχνει αργϊ και μεθοδικϊ, παύζοντασ με τα μανύκια του ανϊμεςα ςτισ ρύψεισ, ελϋγχοντασ μεθοδικϊ τισ θϋςεισ των αμυντικϔν, επιθεωρϔντασ ακϐμη και τον ουρανϐ ποϑ και ποϑ, ύςωσ για κϊποιον ιπτϊμενο δύςκο. Με δυο παύκτεσ μϋςα και ϋναν αποκλειςμϐ, ο Εςτϋσ, που ϋφταςε μϋχρι τη δεϑτερη βϊςη απϐ προϔθηςη, ξεφεϑγει τρϋχοντασ προσ 1011
την τρύτη, αφοϑ η μπϊλα αναπόδηςε απϐ το γϊντι του Σζο Γουύλκοξ και ϋπεςε μπροςτϊ ςτα πϐδια του. Ο Σζο ςυνϋρχεται γρόγορα κι εξακοντύζει την μπϊλα ςτον Κϋβιν Ρϐςφορτ ςτην τρύτη βϊςη. Η μπϊλα φτϊνει πριν απϐ τον Εςτϋσ κι ϋτςι εκεύνοσ φεϑγει τροχϊδην για τον πϊγκο τησ ομϊδασ του. Δυο αποκλειςμού· ο Υϋρναλντ ϋχει φτϊςει ςτη δεϑτερη βϊςη ςτο τϋλοσ αυτόσ τησ φϊςησ. Ο Γουϊιατ, ο μπϊτερ νοϑμερο οχτϔ τησ Γιορκ, αποκροϑει μια αδϑναμη μπαλιϊ ςτη δεξιϊ μεριϊ τησ μϋςα περιοχόσ. Ο Υύςερ τρϋχει για την μπϊλα. Σο ύδιο και ο Κινγκ, ο αμυντικϐσ τησ πρϔτησ βϊςησ. Ο Ρϐτζερ τη βουτϊει, γλιςτρϊει ςτο βρεγμϋνο γραςύδι και μπουςουλϊει προσ τη βϊςη, με την μπϊλα ακϐμη ςτα χϋρια του. Ο Γουϊιατ τον νικϊει με ευκολύα. Ο Υϋρναλντ καλϑπτει ϐλη την απϐςταςη μϋχρι την εςτύα για να ςκορϊρει τον πρϔτο πϐντο του παιχνιδιοϑ. Αν όταν να ςπϊςουν τα νεϑρα του Ρϐτζερ, θα περύμενε κανεύσ να ςπϊςουν ς' αυτϐ τον αγϔνα. Ελϋγχει τουσ αμυντικοϑσ και περιεργϊζεται την μπϊλα. Υαύνεται ϋτοιμοσ να ρύξει, αλλϊ κατεβαύνει απϐ το ϑψωμα. Σα μανύκια του δεν εύναι τησ αρεςκεύασ του, ϐπωσ φαύνεται. Αρχύζει να τα φτιϊχνει με το πϊςο του, ενϔ ο Ματ Υρϊνκε, ο μπϊτερ τησ Γιορκ, κοντεϑει να πιϊςει αρϊχνεσ ςτο κουτύ του. ήταν αποφαςύζει επιτϋλουσ ο Υύςερ να ρύξει, ϋχει τον Υρϊνκε του χεριοϑ του, που κατευθϑνει μια εϑκολη μπαλιϊ προσ τον Κϋβιν Ρϐςφορτ ςτην τρύτη. Ο Ρϐςφορτ ρύχνει ςτον Ματ Κύνεώ, αποκλεύοντασ τον Γουϊιατ. ήμωσ, η Γιορκ ϋχει ρύξει την πρϔτη μπουνιϊ και προηγεύται με 10 ςτο τϋλοσ μιϊμιςησ περιϐδου. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ δε ςκορϊρει οϑτε ςτη δεϑτερη περύοδο, αλλϊ αποκλεύει τον Υιλ Σϊρμποξ και εύναι ςχεδϐν το ύδιο. Ο ψηλϐσ αυτϐσ πύτςερ τησ Γιορκ κατϋβηκε απϐ το ϑψωμα με το κεφϊλι ψηλϊ ςτο τϋλοσ τησ πρϔτησ περιϐδου. τη δεϑτερη 1012
ϐμωσ φεϑγει με το κεφϊλι κατεβαςμϋνο και οι ςυμπαύκτεσ του τον κοιτϊζουν ανόςυχοι. Ο ήουεν Κινγκ, που χτυπϊει πρϔτοσ ςτο δεϑτερο μιςϐ τησ δεϑτερησ περιϐδου, δε φαύνεται να φοβϊται τον Σϊρμποξ, αλλϊ εύναι μεγαλϐςωμο αγϐρι, πολϑ λιγϐτερο ευκύνητο απϐ τον Ματ Κύνεώ. Αφοϑ εξαντλεύ ϐλεσ τισ δυνατϐτητεσ του για ϊκυρεσ βολϋσ και φϊουλ, ο Σϊρμποξ προςπαθεύ να τον ςτριμϔξει ςτην εςωτερικό. Ρύχνει μια γρόγορη και δυνατό βολό, ψηλϊ και μϋςα πολϑ ψηλϊ και πολϑ μϋςα. Η μπϊλα χτυπϊει με δϑναμη τον Κινγκ ςτα πλευρϊ, ςτο ϑψοσ τησ μαςχϊλησ. Σο αγϐρι πϋφτει ςτο ϋδαφοσ, κρατϔντασ το χτυπημϋνο ςημεύο, τϐςο ζαλιςμϋνοσ απϐ το χτϑπημα ςτην αρχό, που δε βϊζει τα κλϊματα, ενϔ εύναι ολοφϊνερο ϐτι πονϊει. Σελικϊ ϋρχονται και τα δϊκρυα —ϐχι πολλϊ αλλϊ πραγματικϊ δϊκρυα. Με ϑψοσ- ϋνα κι ογδϐντα πϋντε και βϊροσ γϑρω ςτα ενενόντα κιλϊ εύναι μεγαλϐςωμοσ ςαν ϊντρασ, αλλϊ εύναι μϐνο δϔδεκα χρονϔν και εντελϔσ ϊμαθοσ να δϋχεται χτυπόματα απϐ μπϊλεσ που τρϋχουν με 110 χιλιϐμετρα την ϔρα. Ο Σϊρμποξ κατεβαύνει αμϋςωσ απϐ το ϑψωμα και τρϋχει προσ το μϋροσ του γεμϊτοσ ενδιαφϋρον και μεταμϋλεια για το ςυμβϊν. Ο διαιτητόσ, που εύναι όδη ςκυμμϋνοσ πϊνω απϐ τον παύκτη, γνϋφει ανυπϐμονα ςτον Σϊρμποξ να απομακρυνθεύ. Ο νοςοκϐμοσ που ϋρχεται για τισ πρϔτεσ βοόθειεσ δεν του ρύχνει οϑτε μια ματιϊ. Οι οπαδού, ϐμωσ, τον κοιτϊζουν. Οι οπαδού τον κοιτϊζουν με διϊφορουσ τρϐπουσ. «Βγϊλτε τον ϋξω πριν χτυπόςει κανϋναν ϊλλο!» φωνϊζει κϊποιοσ. «τεύλ' τον ςτον πϊγκο πριν χτυπόςει ςοβαρϊ κϊνα παιδύ!» προςθϋτει ϋνασ ϊλλοσ, λεσ και το χτϑπημα ςτα πλευρϊ δεν εύναι αρκετϊ ςοβαρϐ. «Προειδοπούηςε τον, διαιτητό!» πετϊγεται μια τρύτη φωνό. «Επύτηδεσ το ϋκανε! Πεσ του τι θα γύνει ϊμα το ξανακϊνει!» 1013
Ο Σϊρμποξ ρύχνει μια ματιϊ προσ τισ κερκύδεσ. Για μια ςτιγμό το αγϐρι, που φαινϐταν τϐςο γεμϊτο αυτοπεπούθηςη και ςιγουριϊ λύγο πριν, τϔρα φαύνεται πολϑ μικρϐ κι αβϋβαιο. θυμύζει τον τϊνλεώ τϋρτζισ, ςτη λόξη του αγϔνα ΜπϋλφαςτΛιοϑιςτον. Επιςτρϋφοντασ ςτη θϋςη του, ςτο ϑψωμα, χτυπϊει την μπϊλα ςτο γϊντι του εκνευριςμϋνοσ. Ο Κινγκ, ςτο μεταξϑ, ςηκϔνεται με τη βοόθεια των ϊλλων. Αφοϑ δηλϔνει ςτον Νιλ Γουϐτερμαν, ςτο νοςοκϐμο και ςτο διαιτητό ϐτι ςυνόλθε και θα παραμεύνει ςτο παιχνύδι, επιςτρϋφει τροχϊδην ςτην πρϔτη βϊςη. Οι οπαδού και των δϑο ομϊδων τον υποδϋχονται μ' ϋνα ςϑντομο, θερμϐ χειροκρϐτημα. Ο Υιλ Σϊρμποξ, που φυςικϊ δεν εύχε κανϋνα ςκοπϐ να χτυπόςει τον πρϔτο μπϊτερ ςε παιχνύδι ϐπου η δικό του ομϊδα προηγεύται με ϋναν πϐντο, δεύχνει αμϋςωσ πϐςο ταρϊχτηκε απϐ το επειςϐδιο, ρύχνοντασ μια ςτρωτό βολό, ακριβϔσ ςτη μϋςη τησ βϊςησ, ςτον Ωρθουρ Ντορ. Ο Ωρθουρ, το δεϑτερο πιο μικροκαμωμϋνο αγϐρι τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ, δϋχεται αυτϐ το αναπϊντεχο δϔρο, κατευθϑνοντασ την μπϊλα ςτο κϋντρο δεξιϊ. Ο Κινγκ ξεκινϊει με το που ακοϑει τον όχο του ροπϊλου. τοχεϑει ςτην τρύτη βϊςη, ξϋροντασ ϐτι δεν ϋχει πιθανϐτητα να ςκορϊρει, αλλϊ ελπύζοντασ να προςελκϑςει αυτϐσ τη βολό που θα επιτρϋψει ςτον Ωρθουρ Ντορ να φτϊςει μϋχρι τη δεϑτερη βϊςη. Δεν ϋχει υπολογύςει ϐμωσ το υγρϐ ϋδαφοσ. Η περιοχό του διαμαντιοϑ γϑρω απϐ την τρύτη βϊςη εύναι ακϐμη μοϑςκεμα κι ϐταν ο Κινγκ αρχύζει να κϐβει ταχϑτητα, τα πϐδια του γλιςτρϊνε ςτο βρεγμϋνο γραςύδι και προςγειϔνεται ςτο ϋδαφοσ με τον πιςινϐ. Ο Σϊρμποξ ϋχει πϊρει την μπϊλα, αλλϊ δε διακινδυνεϑει βολό· καταδιϔκει τον Κινγκ, που κϊνει αδϋξιεσ προςπϊθειεσ να ςηκωθεύ ϐρθιοσ. Σελικϊ, ο πιο μεγαλϐςωμοσ παύκτησ τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ςηκϔνει τα χϋρια ψηλϊ. Μια εϑγλωττη και πολϑ ςυγκινητικό χειρονομύα, που δηλϔνει: Παραδύνομαι. Ϊτςι, χϊρη ςτισ ολιςθηρϋσ ςυνθόκεσ του γηπϋδου, ο Σϊρμποξ ϋχει 1014
τϔρα ϋνα ρϊνερ ςτη δεϑτερη και ϋναν αποκλειςμϋνο, αντύ για ϋναν ςτην τρύτη και ϋναν ςτη δεϑτερη, χωρύσ κανϋναν αποκλειςμϐ. Η διαφορϊ εύναι ςημαντικό και ο Σϊρμποξ επιδεικνϑει την ανανεωμϋνη του αυτοπεπούθηςη αποκλεύοντασ και τον Μϊικ Ωρνολντ. τη ςυνϋχεια, η τρύτη βολό του Σϊρμποξ προσ τον Σζο Γουύλκοξ, που εύναι ο αμϋςωσ επϐμενοσ μπϊτερ τησ Μπϊνγκορ, πετυχαύνει τον Σζο ςτον αγκϔνα. Αυτό τη φορϊ, οι διαμαρτυρύεσ των οπαδϔν τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ εύναι πολϑ πιο ϋντονεσ κι ϋχουν μια νϐτα απειλόσ. Αρκετού τα βϊζουν με το διαιτητό τησ εςτύασ, απαιτϔντασ να βγϊλει τον Σϊρμποξ απϐ το παιχνύδι. Ο διαιτητόσ, που αντιλαμβϊνεται πλόρωσ την κατϊςταςη, δεν μπαύνει καν ςτον κϐπο να προειδοποιόςει τον Σϊρμποξ. Σο αγϐρι φαύνεται όδη τϐςο ταραγμϋνο κοιτϔντασ το χτυπημϋνο αντύπαλο να τρϋχει αργϊ προσ την πρϔτη βϊςη, που η προειδοπούηςη φαύνεται περιττό. Ο προπονητόσ τησ Γιορκ μπαύνει ςτον αγωνιςτικϐ χϔρο για να ηρεμόςει τον πύτςερ του και να του τονύςει το προφανϋσ: Ϊχεισ όδη αποκλεύςει δϑο και η πρϔτη βϊςη όταν ανοιχτό, ϋτςι κι αλλιϔσ. Δεν υπϊρχει πρϐβλημα. Αλλϊ για τον Σϊρμποξ υπϊρχει πρϐβλημα. Φτϑπηςε δυο παιδιϊ ς' αυτό την περύοδο· τα χτϑπηςε και τα δυο αρκετϊ δυνατϊ, ϔςτε να τα κϊνει να κλϊψουν. Αν αυτϐ δεν όταν πρϐβλημα, το αγϐρι θα χρειαζϐταν ψυχιατρικό εξϋταςη. Η Γιορκ περνϊει τρεισ παύκτεσ ςε βϊςεισ και ςκορϊρει δυο πϐντουσ ςτο πρϔτο μιςϐ τησ τρύτησ περιϐδου, ανεβϊζοντασ τη διαφορϊ ςε 3-0. Αν αυτού οι πϐντοι, που κερδόθηκαν τύμια, εύχαν ςημειωθεύ ςτο πρϔτο μιςϐ τησ πρϔτησ περιϐδου, η Μπϊνγκορ θα αντιμετϔπιζε ςοβαρϐ πρϐβλημα, αλλϊ τϔρα που ϋρχεται η ςειρϊ μασ για επύθεςη, τα παιδιϊ φαύνονται αποφαςιςμϋνα και πρϐθυμα να το παλϋψουν. Κανϋνα τουσ δεν ϋχει την αύςθηςη πωσ το παιχνύδι ϋχει χαθεύ, δε δεύχνουν οϑτε ύχνοσ ηττοπϊθειασ. 1015
Ο πρϔτοσ μπϊτερ τησ Μπϊνγκορ για το δεϑτερο μιςϐ τησ τρύτησ περιϐδου εύναι ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο και ο Σϊρμποξ τον αντιμετωπύζει ςαν υπολογύςιμο αντύπαλο —πολϑ υπολογύςιμο. την πραγματικϐτητα, τον βϊζει ςτϐχο και το αποτϋλεςμα εύναι αναμενϐμενο. Μετϊ απϐ μια ϊκυρη και δυο ϋγκυρεσ βολϋσ, η μπϊλα καρφϔνει τον Γιαρομπύνο ςτον ϔμο. Ο Γιαρομπύνο ςτρϋφεται και κοπανϊει το ρϐπαλο του ςτο χϔμα μια φορϊ — απϐ πϐνο, απϐ νεϑρα ό απϐ θυμϐ, αδϑνατον να πει κανεύσ. Σο πιθανϐτερο εύναι και τα τρύα. Πολϑ ευκολϐτερο εύναι να ερμηνεϑςει κανεύσ τα αιςθόματα των οπαδϔν τησ Μπϊνγκορ, που ϋχουν ςηκωθεύ ϐρθιοι και φωνϊζουν ϊγρια ςτον Σϊρμποξ και ςτο διαιτητό. τισ κερκύδεσ τησ Γιορκ οι οπαδού τησ κϊθονται ςιωπηλού και ςαςτιςμϋνοι· δεν εύναι το παιχνύδι που περύμεναν να δουν. Καθϔσ ο Ρϊιαν τρϋχει αργϊ προσ την πρϔτη, ρύχνει ςτον Σϊρμποξ μϐνο μια ματιϊ, που τα λϋει ϐλα: Εύναι η τρύτη φορϊ, δικϋ μου. Κανϐνιςε να εύναι η τελευταύα. Ο Σϊρμποξ ϋχει μια ςϑντομη ςυνομιλύα με τον προπονητό του, πριν αντιμετωπύςει τον Ματ Κύνεώ. Η αυτοπεπούθηςη του ϋχει καταρρεϑςει ξανϊ και η πρϔτη του ρύψη ςτον Ματ, μια εντελϔσ ϊςτοχη βολό, υπονοεύ ϐτι ϐςο θϋλει αυτϐσ να ςυνεχύςει να ρύχνει, ϊλλο τϐςο θϋλει μια γϊτα να κϊνει αφρϐλουτρο. Ο Γιαρομπύνο φτϊνει ςτη δεϑτερη πολϑ πιο γρόγορα απϐ τη βολό του Νταν Μπουςϊρντ, του κϊτςερ τησ Γιορκ. Ο Σϊρμποξ προωθεύ τον Κύνεώ. Ο επϐμενοσ μπϊτερ εύναι ο Κϋβιν Ρϐςφορτ. Μετϊ απϐ δυο αποτυχημϋνεσ προςπϊθειεσ, ο Κατςαρύδασ βρύςκει την ψυχραιμύα του και δύνει τη δυνατϐτητα ςτον Υιλ Σϊρμποξ να ςκϊψει λύγο βαθϑτερα το λϊκκο του. Ο Σϊρμποξ το κϊνει αφόνοντασ τον Κϋβιν να προωθηθεύ, αφοϑ τον εύχε ςτο 11 (μια ϊκυρη, μια ϋγκυρη βολό). Ο Σϊρμποξ ϋχει ρύξει πια πϊνω απϐ εξόντα βολϋσ ςε λιγϐτερο απϐ τρεισ περιϐδουσ. Ο Ρϐτζερ Υύςερ πιϊνει κι αυτϐσ ϋνα 3-2 με τον Σϊρμποξ, ο οπούοσ ϋχει περιοριςτεύ ςε μαλακϋσ, γρόγορεσ βολϋσ. Προφανϔσ, 1016
ϋχει αποφαςύςει, αν χτυπόςει κι ϊλλο μπϊτερ, να μην τον χτυπόςει ϊςχημα. Ο Υισ δεν ϋχει ποϑ να τρϋξει να μπει· οι βϊςεισ εύναι φύςκα. Ο Σϊρμποξ το ξϋρει αυτϐ και παύρνει ϋνα υπολογιςμϋνο ρύςκο, ρύχνοντασ ϊλλη μια ςιγανό, με την ιδϋα ϐτι ο Υισ δε θα την αποκροϑςει, ελπύζοντασ ςε προϔθηςη. Αντύ γι' αυτϐ, ο Ρϐτζερ αποκροϑει πρϐθυμα και ςτϋλνει την μπϊλα ανϊμεςα ςτην πρϔτη και ςτη δεϑτερη βϊςη. Ο Γιαρομπύνο τρϋχει προσ την εςτύα εξαςφαλύζοντασ τον πρϔτο πϐντο τησ Μπϊνγκορ. ειρϊ ϋχει ο ήουεν Κινγκ, που ϋπαιζε ωσ μπϊτερ ϐταν ο Υιλ Σϊρμποξ ϊρχιςε να αυτοκαταςτρϋφεται. Ο προπονητόσ τησ Γιορκ, απϐ φϐβο μόπωσ ο ϊςοσ του φϋρει ακϐμη πιο φτωχϊ αποτελϋςματα ενϊντια ςτον Κινγκ αυτό τη φορϊ, θεωρεύ ϐτι εύδε αρκετϊ. Ο Ματ Υρϊνκε μπαύνει ςτο γόπεδο αντικαθιςτϔντασ τον Σϊρμποξ, που γύνεται ο επϐμενοσ κϊτςερ τησ Γιορκ. Καθϔσ οι δυο παύκτεσ κϊνουν ϋνα μικρϐ ζϋςταμα πύςω απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ, ο Σϊρμποξ φαύνεται κουραςμϋνοσ και υποτονικϐσ. Ο Υρϊνκε δε χτυπϊει κανϋναν αντύπαλο, αλλϊ αδυνατεύ να ςταματόςει την αιμορραγύα τησ ομϊδασ του. το τϋλοσ τησ περιϐδου η Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ενϔ ϋχει αποκροϑςει μϐνο δυο ρύψεισ, προηγεύται με 5-3. Σϔρα βριςκϐμαςτε ςτην πϋμπτη περύοδο. Η ατμϐςφαιρα εύναι βαριϊ απϐ την υγραςύα και το πανϐ Η ΓΙΟΡΚ ΠΑΕΙ ΣΟ ΜΠΡΙΣΟΛ ϋχει κρεμϊςει και κϊνει κοιλιϊ. Οι οπαδού τησ Γιορκ φαύνονται κι αυτού πεςμϋνοι κι ανόςυχοι. Θα πϊει η Γιορκ ςτο Μπρύςτολ; φαύνονται ν' αναρωτιοϑνται. Τποτύθεται ϐτι θα πϊει, λϋνε τα πρϐςωπα τουσ, αλλϊ εύναι η πϋμπτη περύοδοσ και εύμαςτε ακϐμη δϑο πϐντουσ πύςω. Θεϋ μου, πϔσ πϋραςε τϐςο γρόγορα η ϔρα; Ο Ρϐτζερ Υύςερ ςυνεχύζει να ςαρϔνει και, ςτο δεϑτερο μιςϐ τησ πϋμπτησ περιϐδου, η Μπϊνγκορ Γουϋςτ βϊζει τα τελευταύα καρφιϊ ςτο φϋρετρο τησ Γιορκ. Ο Μϊικ Ωρνολντ 1017
ςκορϊρει πρϔτοσ με μια βαθιϊ μπαλιϊ ςτο κϋντρο. Ο Σζο Γουύλκοξ θυςιϊζει τον Υρεντ Μουρ ςτη δεϑτερη και ο Γιαρομπύνο φτϊνει ξανϊ ςτη δεϑτερη απϐ λϊθοσ μπαλιϊ του Υρϊνκε, παύρνοντασ εκδύκηςη για τον Μουρ. Αυτϐ φϋρνει τον Ματ Κύνεώ ςτην εςτύα. Μετϊ απϐ μια μπαλιϊ που απϋτυχε να πιϊςει ο κϊτςερ, ο Ρϊιαν φτϊνει ςτην τρύτη. Ο Κύνεώ αποκροϑει μια εϑκολη μπαλιϊ προσ τον ελεϑθερο αμυντικϐ, αλλϊ ξεφεϑγει απϐ το γϊντι του και ο Γιαρομπύνο τρϋχει γρόγορα ςτην εςτύα. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ προετοιμϊζεται πανευτυχόσ για ϊμυνα, ενϔ προηγεύται 7-3 και υπολεύπονται μϐνο τρεισ αποκλειςμού. ήταν ο Ρϐτζερ Υύςερ μπαύνει ςτο ϑψωμα για ν' αντιμετωπύςει τη Γιορκ, ςτο πρϔτο μιςϐ τησ ϋκτησ περιϐδου, ϋχει ρύξει ενενόντα εφτϊ βολϋσ και εύναι φανερϊ κουραςμϋνοσ. Σο δεύχνει αμϋςωσ με τϋςςερισ ϊκυρεσ βολϋσ, που εξαςφαλύζουν προϔθηςη ςτον Σιμ Πϐλακ. Ο Ντϋιβ και ο Νιλ δεν κϊθονται να περιμϋνουν τα χειρϐτερα. Ο Υύςερ γύνεται αμυντικϐσ τησ δεϑτερησ και μπαύνει ςτο ϑψωμα ο Μϊικ Ωρνολντ. υνόθωσ εύναι καλϐσ αντικαταςτϊτησ, αλλϊ ςόμερα δεν εύναι η μϋρα του. άςωσ να φταύει η ϋνταςη ό το βρεγμϋνο χορτϊρι ςτο ϑψωμα, που επηρεϊζει τισ κινόςεισ του. Αποκλεύει τον Υρϊνκε, αλλϊ ςτη ςυνϋχεια προωθεύται ο Μπουςϊρντ, ο Υύλμπρικ φτϊνει ςτη δεϑτερη κι ο Πϐλακ, ο ρϊνερ που ϋχει αναλϊβει ο Υύςερ, ςκορϊρει και ο Μπουςϊρντ βρύςκεται τϔρα ςτην τρύτη. Ο πϐντοσ του Πϐλακ απϐ μϐνοσ του δε λϋει πολλϊ· το ςημαντικϐ εύναι ϐτι η Γιορκ ϋχει τϔρα ρϊνερ ςτη δεϑτερη και ςτην τρύτη κι ϐτι φϋρνει ςτη βϊςη τησ εςτύασ το τελευταύο ατοϑ τησ. Σο τελευταύο ατοϑ τησ Γιορκ ϋχει πολϑ προςωπικοϑσ λϐγουσ να θϋλει να χτυπόςει, γιατύ αυτϐσ εύναι η κϑρια αιτύα που αρκοϑν μϐνο δυο αποκλειςμού για να καταποντιςτεύ η ομϊδα του. Σο τελευταύο ατοϑ τησ Γιορκ εύναι ο Υιλ Σϊρμποξ. 1018
Ο Μϊικ ρύχνει μια ϊκυρη και μια ϋγκυρη μπαλιϊ κι αμϋςωσ μετϊ μια γρόγορη, ακριβϔσ ςτη μϋςη. τον πϊγκο τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ο Ντϋιβ Μϊνςφιλντ μιςοκλεύνει τα μϊτια του και φϋρνει το ϋνα του χϋρι πϊνω απϐ το μϋτωπο του ςαν να θϋλει να προφυλαχτεύ απϐ κϊτι, ϐταν ο Σϊρμποξ αρχύζει να κινεύται. Ακοϑγεται ο γνϔριμοσ όχοσ, η απϐδειξη ϐτι ο Σϊρμποξ κατϊφερε το πιο δϑςκολο πρϊγμα ςτο μπϋιζμπολ: να χτυπόςει με το ςτρογγυλϐ ρϐπαλο τη ςτρογγυλό μπϊλα ακριβϔσ ςτο κϋντρο. Με το που αποκροϑει ο Σϊρμποξ, ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο αρχύζει να τρϋχει, αλλϊ πολϑ ςϑντομα ξεμϋνει απϐ χϔρο. Η μπϊλα περνϊει ϋξι μϋτρα πϊνω απϐ το φρϊχτη, χτυπϊει ςε μια τηλεοπτικό κϊμερα, αναπηδϊει κι επιςτρϋφει ςτο γόπεδο. Ο Ρϊιαν απομϋνει να την κοιτϊζει απαρηγϐρητοσ, ενϔ οι οπαδού τησ Γιορκ ξετρελαύνονται ςτισ κερκύδεσ κι ολϐκληρη η ομϊδα πετϊγεται απϐ τον πϊγκο για να επευφημόςει τον Σϊρμποξ που, ϋχοντασ μϐλισ ςκορϊρει ϋνα χϐουμραν τριϔν πϐντων, παύρνει ϊφεςη αμαρτιϔν με τον πιο θεαματικϐ τρϐπο. Ο Σϊρμποξ δεν πατϊει απλϔσ την τελευταύα βϊςη, πηδϊει πϊνω τησ. Ϊχει μια ϋκφραςη ςχεδϐν βλακϔδουσ ικανοπούηςησ καθϔσ οι ςυμπαύκτεσ του τον περικυκλϔνουν και τον αγκαλιϊζουν εκςτατικού. Επιςτρϋφοντασ ςτον πϊγκο εύναι τϐςο ανϊλαφροσ, που τα πϐδια του ύςα που πατϊνε ςτο χϔμα. Οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ ςωπαύνουν, ςυγκλονιςμϋνοι απϐ την αναπϊντεχη τροπό του παιχνιδιοϑ. Φτεσ, ςτον αγϔνα εναντύον τησ Λιοϑιςτον, η Μπϊνγκορ φλϋρταρε με την καταςτροφό· ςόμερα χορεϑει ςτην αγκαλιϊ τησ. Η «φϐρα» ϊλλαξε πϊλι κατεϑθυνςη και οι οπαδού φοβοϑνται ϐτι αυτό τη φορϊ ϊλλαξε για τα καλϊ. Ο Μϊικ Ωρνολντ ςυςκϋπτεται με τον Ντϋιβ και τον Νιλ. Σου λϋνε να πϊει πύςω και να αρχύςει να ρύχνει πιο δυνατϊ, ϐτι το παιχνύδι εύναι απλϔσ ιςϐπαλο, δεν ϋχει χαθεύ, αλλϊ του Μϊικ του ϋχουν κοπεύ τα φτερϊ, εύναι φανερϊ απογοητευμϋνοσ. 1019
Ο επϐμενοσ μπϊτερ, ο Φϊτςκινσ, χτυπϊει μια εϑκολη μπαλιϊ που αναπηδϊει δυο φορϋσ προσ τον Ματ Κύνεώ, αλλϊ, δυςτυχϔσ, ο Ωρνολντ δεν εύναι ο μϐνοσ που ϋχει χϊςει τα φτερϊ του. Ο ςυνόθωσ αξιϐπιςτοσ Κύνεώ χϊνει την μπϊλα κι ο Φϊτςκινσ ξεκινϊει. Ο Αντύ Εςτϋσ ρύχνει την μπϊλα ςτον Ρϐςφορτ, που τη χϊνει και ο Φϊτςκινσ προχωρϊει ςτη δεϑτερη. Ο Κινγκ πιϊνει ςτον αϋρα την ψηλό μπαλιϊ του Ματ Φϐιτ για τον τρύτο αποκλειςμϐ και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ γλιτϔνει τον κύνδυνο. Η ομϊδα ϋχει την ευκαιρύα να τελειϔςει το παιχνύδι ςτο δεϑτερο μιςϐ τησ ϋκτησ περιϐδου, μϐνο που αυτϐ δε ςυμβαύνει τελικϊ. Αποκλεύονται ϐλοι με τρεισ ϋγκυρεσ βολϋσ απϐ τον Ματ Υρϊνκε και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ βρύςκεται να παύζει την πρϔτη απϐ τισ ϋξτρα περιϐδουσ του τελικοϑ, ϐντασ ιςϐπαλη με τη Γιορκ 7-7. Κατϊ τη διϊρκεια του αγϔνα με τη Λιοϑιςτον ο ουρανϐσ καθϊριςε τελικϊ. ήχι ϐμωσ και ςόμερα. Καθϔσ η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ετοιμϊζεται για ϊμυνα ςτο πρϔτο μιςϐ τησ ϋβδομησ περιϐδου, ςκοτεινϊ ςϑννεφα μαζεϑονται με ςταθερϐ ρυθμϐ. Η ϔρα πληςιϊζει ϋξι. Ακϐμη και κϊτω απϐ αυτϋσ τισ ςυνθόκεσ, το γόπεδο θα ϋπρεπε να εύναι ςτεγνϐ και καθαρϐ, αλλϊ ϋχει αρχύςει να πϋφτει ομύχλη. Αν κϊποιοσ ϋβλεπε μαγνητοςκοπημϋνο τον αγϔνα δυο μϋρεσ αργϐτερα, θα νϐμιζε ϐτι η κϊμερα εύχε κϊποιο πρϐβλημα- ϐλα δεύχνουν μουντϊ, ϊψυχα και γκρύζα. Οπαδού με κοντομϊνικα μπλουζϊκια ςτο κϋντρο τησ κερκύδασ, μιςοκρυμμϋνοι απϐ την ομύχλη, μοιϊζουν με αςϔματεσ κεφαλϋσ. τον αγωνιςτικϐ χϔρο, ο Σρϊςκοσ, ο Γιαρομπύνο και ο Ωρθουρ Ντορ ξεχωρύζουν μϐνο απϐ το χρϔμα τησ φανϋλασ τουσ. Λύγο πριν ρύξει ο Μϊικ την πρϔτη βολό τησ ϋβδομησ περιϐδου, ο Νιλ ςκουντϊει τον Ντϋιβ με τον αγκϔνα του και του δεύχνει προσ την ϋξω δεξιϊ περιοχό. Ο Ντϋιβ ζητϊει αμϋςωσ τϊιμ ϊουτ και τρϋχει να δει τι ςυμβαύνει με τον Ωρθουρ Ντορ, που 1020
ςτϋκεται διπλωμϋνοσ ςτα δϑο, με το κεφϊλι ςχεδϐν χωμϋνο ανϊμεςα ςτα γϐνατα του. Ο Ωρθουρ ξαφνιϊζεται ϐταν πϊει κοντϊ του ο Ντϋιβ. «Καλϊ εύμαι», απαντϊει πριν κϊνει ο προπονητόσ την ευνϐητη ερϔτηςη. «Και τι διϊβολο κϊνεισ εκεύ;» ρωτϊει ο Ντϋιβ. «Χϊχνω για τετρϊφυλλα τριφϑλλια», απαντϊει ςοβαρϊ ο Ωρθουρ. Η απϊντηςη αφόνει τον Ντϋιβ εμβρϐντητο και ϋτοιμο να βϊλει τα γϋλια. Αντύ να κατςαδιϊςει τον Ωρθουρ, του λϋει απλϔσ ϐτι δεν εύναι αυτό η κατϊλληλη ςτιγμό να ψϊξει κι ϐτι μπορεύ να το κϊνει μετϊ το τϋλοσ του αγϔνα. Ο Ωρθουρ ρύχνει μια ματιϊ ςτην ομύχλη που απλϔνεται αργϊ ςτο γόπεδο, πριν ςτραφεύ ξανϊ προσ τον προπονητό του. «Θα ϋχει νυχτϔςει πια και δε θα βλϋπω», λϋει αφελϋςτατα. Αφοϑ τακτοποιόθηκε το πρϐβλημα του Ωρθουρ, το παιχνύδι ξεκινϊει. Ο Μϊικ Ωρνολντ κϊνει καλό δουλειϊ —ύςωσ επειδό αντιμετωπύζει τουσ τελευταύουσ ςτη λύςτα τησ Γιορκ. Η Γιορκ δε ςκορϊρει και η Μπϊνγκορ μπαύνει ςτο δεϑτερο μιςϐ τησ ϋβδομησ περιϐδου ϋχοντασ ακϐμη μια ευκαιρύα για νύκη. Παραλύγο να το καταφϋρουν. Με τισ βϊςεισ γεμϊτεσ και δυο αποκλειςμοϑσ, ο Ρϐτζερ Υύςερ χτυπϊει μια ψηλό μπαλιϊ παρϊλληλη προσ τη γραμμό τησ πρϔτησ βϊςησ. Εκεύ ϐμωσ βρύςκεται ο Ματ Φϐιτ, ϋτοιμοσ να πιϊςει την μπϊλα, την πιϊνει και οι ομϊδεσ αλλϊζουν ρϐλουσ για ϊλλη μια φορϊ. Φϊρη ςτον Νικ Σρϊςκοσ, ο Υύλμπρικ πϊει ςτον πϊγκο ςτο πρϔτο μιςϐ τησ ϐγδοησ και ακολουθεύ ο Υιλ Σϊρμποξ. Ο Σϊρμποξ δεν ϋχει ςταματόςει ακϐμη να δημιουργεύ προβλόματα ςτην Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Ϊχει ανακτόςει την αυτοπεπούθηςη του· εύναι απϐλυτα όρεμοσ ϐταν αντιμετωπύζει την πρϔτη βολό του Μϊικ, που εύναι ϋγκυρη. τριφογυρύζει το ρϐπαλο ςτην επϐμενη, τη δεϑτερη ϋγκυρη βολό, που ϐμωσ χτυπϊει την προςτατευτικό μϊςκα του Σζο Γουύλκοξ. Ο Σϊρμποξ βγαύνει ϋξω 1021
απϐ το κουτύ, κϊθεται ςταυροπϐδι με το ρϐπαλο ανϊμεςα ςτα γϐνατα του και αυτοςυγκεντρϔνεται. Αυτό εύναι μια τεχνικό του Ζεν που δύδαξε ο προπονητόσ τησ Γιορκ ςτα παιδιϊ τησ ομϊδασ του. Ο Υρϊνκε τη χρηςιμοπούηςε αρκετϋσ φορϋσ ςτο ϑψωμα, ϐταν βρϋθηκε ςτριμωγμϋνοσ, και πετυχαύνει και ςτην περύπτωςη του Σϊρμποξ αυτό τη φορϊ, με λύγη βοόθεια απϐ τον Μϊικ Ωρνολντ. Η τελευταύα βολό του Ωρνολντ ςτον Σϊρμποξ εύναι μια ψηλοκρεμαςτό καμπϑλη ςτο ϑψοσ των ματιϔν του μπϊτερ, ακριβϔσ ςτο ςημεύο που ο Ντϋιβ και ο Νιλ όλπιζαν ϐτι δε θα γύνει ρύψη ςόμερα. Ο Σϊρμποξ την κϊνει ςκϐνη, φυςικϊ, ςτϋλνοντασ την μπϊλα ψηλϊ πϊνω απϐ το φρϊχτη. Αυτό τη φορϊ δεν υπϊρχει εξϋδρα τησ τηλεϐραςησ να τη ςταματόςει. Η μπϊλα καταλόγει ςτο διπλανϐ δαςϊκι και οι οπαδού τησ Γιορκ πετϊγονται ϐρθιοι κραυγϊζοντασ ρυθμικϊ «Υιλ-Υιλ-Υιλ», καθϔσ ο Σϊρμποξ περνϊει την τρύτη, τρϋχει πϊνω ςτη γραμμό και πηδϊει ψηλϊ ςτον αϋρα. Δεν πηδϊει απλϔσ πϊνω ςτην τελευταύα βϊςη· την καρφϔνει με τα δυο του πϐδια. Αλλϊ δεν τελειϔνει οϑτε εδϔ, ϐπωσ φϊνηκε αρχικϊ. Ο Φϊτςκινσ χτυπϊει μια ςτο κϋντρο και φτϊνει ςτη δεϑτερη απϐ ϋνα λϊθοσ. Ακολουθεύ ο Εςτϋσ, χτυπϔντασ μύα προσ την τρύτη βϊςη και ο Ρϐςφορτ παςϊρει ϊςχημα ςτη δεϑτερη. Ευτυχϔσ ο Ρϐτζερ Υύςερ καλϑπτεται απϐ τον Ωρθουρ Ντορ, που ςϔζει ϋνα δεϑτερο πϐντο, αλλϊ τϔρα η Γιορκ ϋχει ρϊνερ ςτην πρϔτη και δεϑτερη βϊςη με μϐνο ϋναν αποκλειςμϐ. Ο Ντϋιβ καλεύ τον ήουεν Κινγκ να εκτελϋςει χρϋη πύτςερ και ο Μϊικ Ωρνολντ πηγαύνει ςτην πρϔτη. Μετϊ απϐ μια ϊςχημη ρύψη οι ρϊνερ φτϊνουν ςτη δεϑτερη και τρύτη. Ο Ματ Φϐιτ χτυπϊει την μπϊλα που κυλϊει ςτο ϋδαφοσ προσ τον Κϋβιν Ρϐςφορτ. το παιχνύδι που ϋχαςε η Μπϊνγκορ Γουϋςτ απϐ τη Φϊμπντεν, ο Κϋιςι Κύνεώ εύχε καταφϋρει να εκτελϋςει ςωςτϊ τισ κινόςεισ του, παρϊ τα λϊθη του ςε προηγοϑμενη φϊςη. Σο ύδιο 1022
καταφϋρνει ςόμερα κι ο Ρϐςφορτ, με πολϑ καλϑτερα αποτελϋςματα. Πιϊνει την μπϊλα και την κρατϊει για μια ςτιγμό, ύςα για να βεβαιωθεύ ϐτι ο Φϊτςκινσ δε θα τρϋξει ςτην εςτύα. Σϐτε πετϊει την μπϊλα ςτην ϊλλη πλευρϊ του διαμαντιοϑ, ςτον Μϊικ, που προλαβαύνει τον αργϐ Ματ Φϐιτ δυο βόματα πριν φτϊςει ςτην πρϔτη. Αν λϊβει κανεύσ υπϐψη του την ψυχολογικό πύεςη των παιδιϔν, η ςυγκεκριμϋνη φϊςη εκτελϋςτηκε με απύςτευτη πονηριϊ και ψυχραιμύα. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ξαναπαύρνει τα πϊνω τησ και ο Κινγκ ρύχνει εξαιρετικϋσ βολϋσ ςτον Ρϊιαν Υϋρναλντ —που εύχε χτυπόςει ϋνα χϐουμραν τριϔν πϐντων εναντύον τησ Γιϊρμουθ— ςτοχεϑοντασ ςτισ γωνύεσ και χρηςιμοποιϔντασ την περύεργη πλϊγια εκτύναξη του χεριοϑ του για να πετϑχει τη γρόγορη, δυνατό ρύψη πϊνω απϐ το ϑψοσ του κεφαλιοϑ. Ο Υϋρναλντ αποκροϑει αδϑναμα προσ την πρϔτη βϊςη και το μιςϐ τησ περιϐδου τελειϔνει. Μετϊ απϐ εφτϊμιςι περιϐδουσ, η Γιορκ προηγεύται τησ Μπϊνγκορ 8-7. Ϊξι απϐ τουσ πϐντουσ τησ Γιορκ οφεύλονται ςτον Υύλιπ Σϊρμποξ. Ο Ματ Υρϊνκε, ο πύτςερ τησ Γιορκ, εύναι τϐςο κουραςμϋνοσ ϐςο όταν και ο Υύςερ πριν ο Ντϋιβ τον αντικαταςτόςει με τον Μϊικ Ωρνολντ. Η διαφορϊ εύναι ϐτι ο Ντϋιβ εύχε ϋναν Μϊικ Ωρνολντ και πύςω του ϋναν ήουεν Κινγκ. Ο προπονητόσ τησ Γιορκ δεν ϋχει κανϋναν εξϊντληςε τον Ρϊιαν Υϋρναλντ ςτον αγϔνα με τη Γιϊρμουθ και εύναι αδϑνατον να τον χρηςιμοποιόςει ςόμερα ωσ πύτςερ, οπϐτε ϋχει ό τον Υρϊνκε ό τύποτα. Ο Υρϊνκε κϊνει καλϐ ξεκύνημα ςτην ϐγδοη αποκλεύοντασ τον Κινγκ. Ο επϐμενοσ εύναι ο Ωρθουρ Ντορ, που ϋχει κϊνει τϋςςερισ διαδρομϋσ απϐ βϊςη ςε βϊςη (μια διπλό απϐ τον Σϊρμποξ) και ϋχει αποκλειςτεύ τη μύα. Ο Υρϊνκε, φανερϊ κουραςμϋνοσ αλλϊ εξύςου φανερϊ αποφαςιςμϋνοσ να τελειϔςει αυτϐ το παιχνύδι, ςημειϔνει τρεισ ϊκυρεσ και δυο ϋγκυρεσ ρύψεισ 1023
ενϊντια ςτον Ωρθουρ και βγϊζει την επϐμενη εντελϔσ ϋξω. Ο Ωρθουρ τρϋχει ςτην πρϔτη βϊςη. ειρϊ ϋχει ο Μϊικ Ωρνολντ. Δεν όταν η μϋρα του ωσ πύτςερ, αλλϊ τα καταφϋρνει καλϊ ςτη βϊςη τησ εςτύασ, καταςτρϔνοντασ ϋνα τϋλειο μπλοκϊριςμα. κοπϐσ του δεν εύναι να θυςιαςτεύ· θϋλει να δϔςει χρϐνο ςτον εαυτϐ του να φτϊςει ςτην πρϔτη και παραλύγο να το καταφϋρει. Αλλϊ η μπϊλα δε λϋει να ςταματόςει ς' εκεύνο το λαςπερϐ κομμϊτι μεταξϑ τησ εςτύασ και του υψϔματοσ. Ο Υρϊνκε την αρπϊζει, ρύχνει μια γρόγορη ματιϊ ςτη δεϑτερη και επιλϋγει να παςϊρει ςτην πρϔτη. Σϔρα ϋχουμε δυο αποκλειςμοϑσ με ϋναν ρϊνερ ςτη δεϑτερη. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ θϋλει ϋναν αποκλειςμϐ για να νικόςει. Ο Σζο Γουύλκοξ, ο κϊτςερ, εύναι ο επϐμενοσ. Μετϊ απϐ δυο ϋγκυρεσ και μια ϊκυρη, χτυπϊει μια ςυρτό μπαλιϊ προσ την πρϔτη βϊςη. Ο Ματ Φϐιτ κϊνει βουτιϊ και την αρπϊζει, μια ςτιγμό αργϐτερα απ' ϐ,τι ϋπρεπε. Βρύςκεται όδη γϑρω ςτα δϋκα εκατοςτϊ μϋςα ςτην περιοχό του φϊουλ και ο διαιτητόσ τησ πρϔτησ βϊςησ το βλϋπει και το καταλογύζει. Ο Φϐιτ, που όταν ϋτοιμοσ να τρϋξει ςτο ϑψωμα και να αγκαλιϊςει τον Ματ Υρϊνκε, του επιςτρϋφει απλϔσ την μπϊλα. Σϔρα ο Σζϐι μετρϊει δυο ϋγκυρεσ και δυο ϊκυρεσ βολϋσ. Ο Υρϊνκε βγαύνει απϐ το ϑψωμα, ςηκϔνει τα μϊτια προσ τον ουρανϐ και αυτοςυγκεντρϔνεται. Ϊπειτα επιςτρϋφει ςτο ϑψωμα και τελικϊ ρύχνει μια ψηλό, ϋξω απϐ τη ζϔνη ρύψεων. Ο Σζϐι κϊνει την κύνηςη του ϋτςι κι αλλιϔσ, ςτα τυφλϊ, ςτριφογυρύζοντασ το ρϐπαλο, ςχεδϐν απϐ ϋνςτικτο αυτοπροςταςύασ. Η μπϊλα βρύςκει το ρϐπαλο απϐ καθαρό τϑχη κι αναπηδϊει ςτην περιοχό του φϊουλ. Ο Υρϊνκε επαναλαμβϊνει τη διαδικαςύα τησ αυτοςυγκϋντρωςησ και ξαναρύχνει —ϋξω. Σρύτη ϊκυρη. 1024
Και τϔρα γύνεται αυτϐ που θα μποροϑςε να χαρακτηριςτεύ η ρύψη του παιχνιδιοϑ. Υαύνεται να εύναι μια ψηλό ϋγκυρη βολό, η ϋγκυρη βολό που θα τελειϔςει το παιχνύδι, αλλϊ ο διαιτητόσ την καταλογύζει ωσ τϋταρτη ϊκυρη. Ο Σζο Γουύλκοξ τρϋχει προσ την πρϔτη βϊςη με μια ϋκφραςη δυςπιςτύασ ςτο πρϐςωπο του. Μϐνο αργϐτερα, παύζοντασ ςε αργό κύνηςη τη βιντεοκαςϋτα με τον αγϔνα, φαύνεται καθαρϊ πϐςο ςωςτό όταν η απϐφαςη του διαιτητό. Ο Σζο Γουύλκοξ, που πϊνω ςτην ανυπομονηςύα του κουνϊει το ρϐπαλο ςαν μπαςτοϑνι του γκολφ ενϔ περιμϋνει τη βολό, ςηκϔνεται ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν του καθϔσ ϋρχεται η μπϊλα κι αυτϐσ εύναι ο λϐγοσ που φϊνηκε ϐτι πϋραςε ςτο ϑψοσ του ςτόθουσ του. Ο διαιτητόσ, που παραμϋνει αςυγκύνητοσ, αγνοεύ εντελϔσ τα νευρϊκια του Σζο και βγϊζει μια επαγγελματικοϑ επιπϋδου απϐφαςη. Οι κανονιςμού ορύζουν ϐτι ο παύκτησ δεν επιτρϋπεται να μειϔςει τη ζϔνη ρύψησ ςκϑβοντασ· μ' αυτό τη λογικό, δεν επιτρϋπεται και να την αυξόςει με το να ςηκωθεύ ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν του. Αν ο Σζο δεν εύχε ςηκωθεύ ςτισ μϑτεσ των ποδιϔν του, η ρύψη του Υρϊνκε θα όταν ςτο επύπεδο του λαιμοϑ αντύ ςτο επύπεδο του ςτόθουσ του, ϐπωσ φϊνηκε. Ϊτςι αντύ ο Σζο να γύνει ο τρύτοσ αποκλειςμϋνοσ, τελειϔνοντασ το παιχνύδι, γύνεται ϊλλοσ ϋνασ ρϊνερ. Μια απϐ τισ κϊμερεσ τραβοϑςε τον Ματ Υρϊνκε τησ Γιορκ καθϔσ ϋκανε τη ρύψη και κατϋγραψε μια αξιοςημεύωτη εικϐνα. ε επανϊληψη ςτο βύντεο φαύνεται το πρϐςωπο του Υρϊνκε να φωτύζεται καθϔσ η μπϊλα περνϊει τη βϊςη. ηκϔνει ψηλϊ το χϋρι με το οπούο ϋκανε τη ρύψη, ϋχοντασ ςφύξει τη γροθιϊ του. Σαυτϐχρονα, αρχύζει να προχωρϊει προσ τα δεξιϊ, προσ τον πϊγκο τησ Γιορκ, και ο διαιτητόσ τον ςταματϊει. ήταν ο Υρϊνκε ξαναμπαύνει ςτο πλϊνο, ϋνα δευτερϐλεπτο αργϐτερα, η ϋκφραςη του θριϊμβου ϋχει μετατραπεύ ςε ϋκφραςη δυςτυχύασ και δυςπιςτύασ. Δε διαμαρτϑρεται για την απϐφαςη του διαιτητό — ϐλα τα παιδιϊ ϋχουν διδαχτεύ να μην το κϊνουν αυτϐ ςτουσ 1025
κανονικοϑσ αγϔνεσ τησ ςεζϐν και ποτϋ, μα ποτϋ ςε αγϔνα πρωταθλόματοσ— αλλϊ καθϔσ ετοιμϊζεται να ρύξει ςτον επϐμενο μπϊτερ, ο Υρϊνκε φαύνεται να κλαύει. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ· εύναι ακϐμα ζωντανό και καθϔσ ο Νικ Σρϊςκοσ πληςιϊζει ςτο κουτύ οι θεατϋσ ςηκϔνονται κι αρχύζουν τισ επευφημύεσ. Εύναι φανερϐ ϐτι ο Νικ ελπύζει ϐτι τα πρϊγματα δε θα γύνουν ζϐρικα κι ϋτςι γύνεται. Ο Υρϊνκε τον προωθεύ μετϊ απϐ πϋντε ςυνολικϊ ρύψεισ. Εύναι η ενδϋκατη προϔθηςη που παραχωρεύται απϐ τουσ πύτςερ τησ Γιορκ ςόμερα. Ο Νικ τρϋχει ςτην πρϔτη, γεμύζοντασ τισ βϊςεισ και ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο μπαύνει ςτο γόπεδο. Σϐςεσ και τϐςεσ φορϋσ ϋχει κληθεύ ο Γιαρομπύνο να βγϊλει το φύδι απϐ την τρϑπα και καλεύται για μια ακϐμη φορϊ. Οι οπαδού τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ εύναι ϐλοι ϐρθιοι και φωνϊζουν. Οι παύκτεσ τησ Μπϊνγκορ, ο ϋνασ δύπλα ςτον ϊλλο, αρπαγμϋνοι με τα δϊχτυλα απϐ το ςυρματϐπλεγμα του φρϊχτη, παρακολουθοϑν με κομμϋνη την ανϊςα. «Απύςτευτο», ςχολιϊζει ϋνασ απϐ τουσ εκφωνητϋσ. «Οι εναλλαγϋσ αυτοϑ του αγϔνα εύναι απύςτευτεσ!» Κι ϋνασ ςυνϊδελφοσ του προςθϋτει: «Λοιπϐν, θα ςου πω το εξόσ: Ανεξϊρτητα απϐ το ποιο θα εύναι το αποτϋλεςμα, ϋτςι θα όθελαν και οι δυο ομϊδεσ να τελειϔςει ο αγϔνασ» . Ενϔ ακοϑγονται τα ςχϐλια, η κϊμερα δύνει το αντεπιχεύρημα ζουμϊροντασ ςτο περύλυπο πρϐςωπο του Ματ Υρϊνκε. Η εικϐνα αποδεικνϑει ξεκϊθαρα ϐτι αυτϐ εύναι το τελευταύο πρϊγμα που θϋλει ο αριςτερϐσ αμυντικϐσ τησ Γιορκ. Γιατύ να το θϋλει, ϊλλωςτε; Ο Γιαρομπύνο ςκϐραρε δϑο, προωθόθηκε δϑο φορϋσ και χτυπόθηκε απϐ μύα ρύψη. Η Γιορκ δεν τον ϋχει αποκλεύςει οϑτε μια φορϊ. Ο Υρϊνκε ρύχνει πρϔτα ψηλϊ προσ τα ϋξω και μετϊ χαμηλϊ. Εύναι η 135η και η 136η ρύψη του. Σο αγϐρι εύναι εξαντλημϋνο. Ο Σςακ Μπύτνερ, ο προπονητόσ τησ Γιορκ, τον καλεύ γρόγορα για να του δϔςει 1026
οδηγύεσ. Ο Γιαρομπύνο περιμϋνει να τελειϔςουν και μετϊ ξαναμπαύνει ςτο κουτύ. Ο Ματ Υρϊνκε αυτοςυγκεντρϔνεται, με το κεφϊλι πύςω και τα μϊτια κλειςτϊ· θυμύζει πουλϊκι ςε φωλιϊ, που περιμϋνει φαγητϐ. Σελικϊ, τεντϔνει το χϋρι του προσ τα πύςω και ρύχνει την τελευταύα βολό τησ ςεζϐν για το Πρωτϊθλημα Παύδων τησ Πολιτεύασ του Μϋιν. Ο Γιαρομπύνο δεν παρακολουθεύ την ιεροτελεςτύα τησ αυτοςυγκϋντρωςησ. Ϊχει το κεφϊλι κϊτω· κοιτϊζει μϐνο να δει πϔσ θα ρύξει ο Υρϊνκε -τα μϊτια του δεν αφόνουν ςτιγμό την μπϊλα. Εύναι μια γρόγορη ρύψη, χαμηλϊ και προσ την ϋξω γωνύα τησ βϊςησ. Ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο λυγύζει λύγο τα γϐνατα. Σο ρϐπαλο του διαγρϊφει τροχιϊ. Πιϊνει τη ρύψη καθαρϊ, κυριολεκτικϊ τη διαλϑει και, ενϔ η μπϊλα βγαύνει απϐ το γόπεδο μακριϊ, πϊνω απϐ τη δεξιϊ ϋξω περιοχό, ο Ρϊιαν ςηκϔνει τα δυο του χϋρια ψηλϊ κι αρχύζει να τρϋχει μιςοχορεϑοντασ προσ την πρϔτη βϊςη. Μϋςα ςτο ϑψωμα, ο Ματ Υρϊνκε, που δυο φορϋσ ϋφταςε ςε απϐςταςη αναπνοόσ απϐ τη νύκη, κατεβϊζει το κεφϊλι για να μη βλϋπει. Αντύθετα, ο Ρϊιαν, που φτϊνει ςτη δεϑτερη και ςυνεχύζει προσ την εςτύα, αρχύζει να ςυνειδητοποιεύ τι ακριβϔσ κατϊφερε και τον πιϊνουν τα κλϊματα. Οι οπαδού ϋχουν πϊθει υςτερύα· οι εκφωνητϋσ ϋχουν πϊθει υςτερύα· ακϐμη κι ο Ντϋιβ και ο Νιλ κοντεϑουν να ξεςπϊςουν ςε υςτερικϋσ κραυγϋσ, καθϔσ μπλοκϊρουν τη βϊςη τησ εςτύασ, κϊνοντασ χϔρο ςτον Ρϊιαν για να την αγγύξει. Περνϔντασ απϐ την τρύτη, ο Ρϊιαν διαςταυρϔνεται ςτη ςυνϋχεια με το διαιτητό, που με το δϊχτυλο τεντωμϋνο ψηλϊ κατοχυρϔνει το χϐουμραν. Πύςω απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ, ο Υιλ Σϊρμποξ βγϊζει τη μϊςκα του και φεϑγει απϐ το πανηγϑρι. Κλοτςϊει μια φορϊ το χϔμα, με πρϐςωπο ςφιγμϋνο απϐ θυμϐ κι απογοότευςη. Και βγαύνει απϐ το πλϊνο τησ κϊμερασ, αλλϊ και απϐ το 1027
Πρωτϊθλημα Παύδων, θα παύξει ςύγουρα ςτο Πρωτϊθλημα Εφόβων του χρϐνου και, κατϊ πϊςα πιθανϐτητα, θα παύξει καλϊ. Αλλϊ παιχνύδια ςαν αυτϐ δε θα υπϊρξουν ξανϊ για τον Υιλ Σϊρμποξ οϑτε για κανϋνα ϊλλο απϐ τα παιδιϊ. Αυτϐσ ο αγϔνασ εύναι πια ιςτορύα. Ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο, γελϔντασ, κλαύγοντασ, κρατϔντασ ςτο ϋνα χϋρι το κρϊνοσ του κι ϋχοντασ το ϊλλο υψωμϋνο προσ τον γκρύζο ουρανϐ, πηδϊει ψηλϊ, προςγειϔνεται ςτη βϊςη τησ εςτύασ και κϊνει ϊλλο ϋνα ϊλμα που τον φϋρνει ύςια ςτην αγκαλιϊ των ςυμπαικτϔν του, οι οπούοι τον ςηκϔνουν θριαμβευτικϊ ψηλϊ. Ο αγϔνασ ϋληξε· η Μπϊνγκορ Γουϋςτ νύκηςε τη Γιορκ με 11-8. Εύναι η πρωταθλότρια τησ Πολιτεύασ του Μϋιν για το 1989. Κοιτϊζω προσ το φρϊχτη πύςω απϐ την πρϔτη βϊςη και βλϋπω ϋνα πολϑ ενδιαφϋρον θϋαμα: ϋνα δϊςοσ απϐ κινοϑμενα χϋρια. Οι γονεύσ των παικτϔν ϋχουν πϋςει ςτο ςυρματϐπλεγμα και τεντϔνουν τα χϋρια τουσ απϐ πϊνω του για ν' αγγύξουν τ' αγϐρια τουσ. Πολλού απϐ τουσ γονεύσ εύναι κι αυτού δακρυςμϋνοι. Σα παιδιϊ τησ Μπϊνγκορ ϋχουν ϐλα τουσ μια πανομοιϐτυπη ϋκφραςη ευτυχύασ και δυςπιςτύασ μπροςτϊ ςε ϐλα εκεύνα τα χϋρια —εκατοντϊδεσ φαύνονται να εύναι- που χαιρετϊνε, που προςπαθοϑν ν' αγγύξουν τουσ παύκτεσ, που θϋλουν να ςυγχαροϑν, ν' αγκαλιϊςουν, να αιςθανθοϑν. Σα παιδιϊ αγνοοϑν τα χϋρια. Αργϐτερα θα πϋςουν ϊφθονεσ αγκαλιϋσ και χϊδια. Σϔρα προϋχει κϊτι ϊλλο. τόνονται ςτη γραμμό και ανταλλϊςςουν τον παραδοςιακϐ χαιρετιςμϐ, το χτϑπημα τησ παλϊμησ με τα παιδιϊ τησ Γιορκ, περνϔντασ μπροςτϊ απϐ τη βϊςη τησ εςτύασ. Σα πιο πολλϊ παιδιϊ κι απϐ τισ δυο ομϊδεσ κλαύνε τϔρα, μερικϊ τϐςο πολϑ, που καλϊ καλϊ δεν μποροϑν να περπατόςουν. Και ϑςτερα, τα παιδιϊ τησ Μπϊνγκορ, πριν πϊνε ςτο φρϊχτη, ϐπου τα περιμϋνουν ϐλα εκεύνα τα κινοϑμενα χϋρια, 1028
μαζεϑονται γϑρω απϐ τουσ προπονητϋσ τουσ, τουσ αγκαλιϊζουν, αγκαλιϊζονται μεταξϑ τουσ και γύνονται ϐλοι τουσ ϋνα κουβϊρι χαρϊσ και θριϊμβου. Επϋμειναν τα παιδιϊ, το ϋβαλαν πεύςμα και κϋρδιςαν το πρωτϊθλημα -ο Ρϊιαν, ο Ματ, ο ήουεν, ο Ωρθουρ, ο Μϊικ και ο Ρϐτζερ Υύςερ, ο εφευρϋτησ τετρϊφυλλων τριφυλλιϔν. Και τϔρα χαύρονται ο ϋνασ για τον ϊλλο και ϐλα τα υπϐλοιπα θα πρϋπει να περιμϋνουν. Κϊποτε, ορμϊνε προσ το φρϊχτη και τουσ δακρυςμϋνουσ, ενθουςιαςμϋνουσ, γελαςτοϑσ γονεύσ και ο κϐςμοσ ξαναρχύζει να γυρύζει ςτην κανονικό του τροχιϊ. «Για πϐςο ακϐμη θα παύζουμε;» εύχε ρωτόςει ο Σζϋι-Σζϋι Υύντλερ τον Νιλ Γουϐτερμαν ϐταν η Μπϊνγκορ νύκηςε ςτην περιφϋρεια την ομϊδα του Μαςϊιασ. «Μϋχρι να μασ ςταματόςει κϊποιοσ, Σζϋι-Σζϋι», του απϊντηςε ο Νιλ. Η ομϊδα που ςταμϊτηςε τελικϊ την Μπϊνγκορ Γουϋςτ όταν η Γουϋςτφιλντ τησ Μαςαχουςϋτησ. Η Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϋπαιξε εναντύον τησ ςτο δεϑτερο γϑρο του Σουρνουϊ Παύδων των Ανατολικϔν Πολιτειϔν, ςτο Μπρύςτολ του Κονϋκτικατ, ςτισ δεκαπϋντε Αυγοϑςτου 1989. Ο Ματ Κύνεώ, που όταν ο πύτςερ για την Μπϊνγκορ Γουϋςτ, ϋκανε το παιχνύδι τησ ζωόσ του, αποκλεύοντασ εννιϊ, προωθϔντασ πϋντε (τον ϋναν επύτηδεσ) και παραχωρϔντασ μϐνο τρύα χτυπόματα. Η ομϊδα, ϐμωσ, ϋπιαςε μϐνο ϋνα χτϑπημα απϐ τισ βολϋσ του πύτςερ τησ Γουϋςτφιλντ, Σύμι Λορύτα, κι αυτϐ το πϋτυχε -ποιοσ ϊλλοσ;- ο Ρϊιαν Γιαρομπύνο. Σο τελικϐ ςκορ όταν 2-1 υπϋρ τησ Γουϋςτφιλντ. Ο μϐνοσ πϐντοσ που ςημεύωςε η Μπϊνγκορ Γουϋςτ όταν αυτϐσ του Κινγκ, χϊρη ςε μια προϔθηςη που ϋγινε ϐταν οι βϊςεισ όταν γεμϊτεσ. Σον πϐντο που ϋκρινε τη νύκη χϊριςε με τον ύδιο τρϐπο ςτην ομϊδα του και ο Λορύτα. Ϋταν φοβερϐ παιχνύδι, παιχνύδι για λϊτρεισ του μπϋιζμπολ, αλλϊ δε θα μποροϑςε καν να ςυγκριθεύ μ' εκεύνο εναντύον τησ Γιορκ. 1029
τον επαγγελματικϐ κϐςμο το 1989 όταν μια κακό χρονιϊ για το μπϋιζμπολ. Ϊνασ παύκτησ αποκλεύςτηκε απϐ το ϊθλημα για ϐλη του τη ζωό· ϋνασ πρϔην πύτςερ πυροβϐληςε και ςκϐτωςε τη γυναύκα του και μετϊ αυτοκτϐνηςε· ο πρϐεδροσ τησ ομοςπονδύασ ϋπαθε καρδιακό προςβολό· το πρϔτο παιχνύδι του Παγκϐςμιου Πρωταθλόματοσ που όταν να γύνει ςτο Κϊντλςτικ Παρκ, για πρϔτη φορϊ μετϊ απϐ εύκοςι χρϐνια, αναβλόθηκε ϐταν ϋνασ ςειςμϐσ ςυγκλϐνιςε τη Βϐρεια Καλιφϐρνια. Αλλϊ το επαγγελματικϐ πρωτϊθλημα εύναι μϐνο ϋνα μικρϐ μϋροσ του κϐςμου του μπϋιζμπολ. ε ϊλλα επύπεδα, ςε ϊλλεσ διοργανϔςεισ —ςτο Πρωτϊθλημα Παύδων, για παρϊδειγμα, ϐπου δεν υπϊρχουν οϑτε ατζϋντηδεσ οϑτε μιςθού οϑτε ειςιτόρια για τουσ αγϔνεσ- η χρονιϊ όταν πολϑ καλό. Πρωταθλότρια του Σουρνουϊ Παύδων των Ανατολικϔν Πολιτειϔν αναδεύχτηκε η Σρϊμπουλ του Κονϋκτικατ. τισ εύκοςι ϋξι Αυγοϑςτου 1989 η Σρϊμπουλ νύκηςε την Σαώβϊν ςτο Παγκϐςμιο Πρωτϊθλημα Παύδων. Ϋταν η πρϔτη φορϊ που αμερικανικό ομϊδα νικοϑςε ςτο Παγκϐςμιο Πρωτϊθλημα Παύδων μετϊ το 1983 και η πρϔτη φορϊ μϋςα ςτα δεκατϋςςερα χρϐνια τησ διοργϊνωςησ που η νικότρια ομϊδα προερχϐταν απϐ την περιοχό που παύζει και η Μπϊνγκορ Γουϋςτ. Σο επτϋμβριο, το παρϊρτημα του Μϋιν τησ Ομοςπονδύασ Μπϋιζμπολ των ΗΠΑ ανακόρυξε τον Ντϋιβ Μϊνςφιλντ Προπονητό τησ Φρονιϊσ ςτισ εραςιτεχνικϋσ ομϊδεσ.
1030
ΗΜΕΙΩΗ ΣΟΤ ΜΕΣΑΥΡΑΣΗ Σο μπϋιζμπολ παύζεται ςτισ ΗΠΑ και την Ιαπωνύα απϐ τισ αρχϋσ του δϋκατου ϐγδοου αιϔνα και εύναι το εθνικϐ ϊθλημα των χωρϔν αυτϔν. την Ελλϊδα, ϐμωσ, πρϐκειται ουςιαςτικϊ για ϋνα ϊγνωςτο ςπορ, αρκετϊ δϑςκολο ςτην κατανϐηςη του. ΣΟ ΓΗΠΕΔΟ Σο γόπεδο ϋχει ϋκταςη 150 Φ 150 μϋτρα περύπου. τη μια του ϊκρη εύναι χαραγμϋνοσ ϋνασ ρϐμβοσ, το «διαμϊντι», με πλευρϋσ 27,43 μϋτρα, ςτισ γωνύεσ του οπούου εύναι χαραγμϋνεσ τϋςςερισ βϊςει σ. Η περιοχό μϋςα ςτο διαμϊντι ονομϊζεται «μϋςα περιοχό» (infield), ενϔ η περιοχό ϋξω απϐ το διαμϊντι «ϋξω περιοχό» (outfield). Η αρχικό βϊςη, εκεύ ϐπου βρύςκεται ο παύκτησ που αποκροϑει με ϋνα ρϐπαλο την μπϊλα, ονομϊζεται «εςτύα» (home), ενϔ οι πλευρϋσ δεξιϊ και αριςτερϊ τησ εςτύασ, ϐπου ςτϋκεται ο παύκτησ που αποκροϑει, ονομϊζονται «κουτιϊ» (boxes). Οι υπϐλοιπεσ βϊςεισ εύναι η πρϔτη, δεϑτερη και τρύτη, αρχύζοντασ απϐ δεξιϊ. το κϋντρο του διαμαντιοϑ ςημειϔνεται με ϋναν κϑκλο ο χϔροσ του «πύτςερ» (pitcher: ρύπτησ), το «ϑψωμα» (mound), ϐπωσ λϋγεται, που απϋχει απϐ την εςτύα 18,43 μϋτρα. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕ Σο παιχνύδι παύζεται με δυο ομϊδεσ. κοπϐσ εύναι να μετακινεύται ο εκϊςτοτε παύκτησ απϐ βϊςη ςε βϊςη ϔςπου να κϊνει πλόρη κϑκλο μϋχρι την εςτύα χωρύσ να τον αγγύξει αντύπαλοσ που κρατϊ την μπϊλα. Κϊθε ομϊδα ϋχει 9 παύκτεσ. ήταν η ομϊδα αμϑνεται, οι παύκτεσ τησ βρύςκονται ςτισ βϊςεισ και ςτην ϋξω περιοχό. 'ήταν η μια ομϊδα επιτύθεται, η ϊλλη αμϑνεται προςπαθϔντασ να εμποδύςει τουσ αντιπϊλουσ να ςκορϊρουν. 1031
Σο παιχνύδι ϋχει 9 περιϐδουσ. Κϊθε περύοδοσ αποτελεύται απϐ δϑο ημύχρονα. το πρϔτο ημύχρονο κϊνει επύθεςη η φιλοξενοϑμενη ομϊδα, ενϔ ςτο δεϑτερο ημύχρονο η ομϊδα που παύζει ςτην ϋδρα τησ. την αρχό του ημιχρϐνου τησ κϊθε περιϐδου ςτο παιχνύδι μπαύνει ο παύκτησ τησ επιτιθϋμενησ ομϊδασ, που ονομϊζεται «μπϊτερ» (batter: ροπαλοφϐροσ) και που ςτϋκεται ςτην εςτύα κρατϔντασ ϋνα ρϐπαλο απϐ ςκληρϐ ξϑλο ό αλουμύνιο μόκουσ 106 εκατοςτϔν και διαμϋτρου 7 εκατοςτϔν, και 9 παύκτεσ τησ αμυνϐμενησ ομϊδασ, απϐ τουσ οπούουσ ο ϋνασ εύναι ο πύτςερ και τοποθετεύται ςτο χϔρο του. Ο πύτςερ οφεύλει να ρύξει την μπϊλα μϋςα ςτη ζϔνη ρύψησ, δηλαδό 30 εκατοςτϊ δεξιϊ ό αριςτερϊ απϐ το κϋντρο τησ εςτύασ, απϐ το ϑψοσ του γονϊτου μϋχρι το ϑψοσ του λαιμοϑ, προσ τον μπϊτερ, που με τη ςειρϊ του προςπαθεύ να χτυπόςει την μπϊλα με το ρϐπαλο και να τη ςτεύλει ϐςο πιο μακριϊ μπορεύ. Πύςω απϐ τον μπϊτερ βρύςκεται γονατιςμϋνοσ ϋνασ αμυντικϐσ, ο «κϊτςερ» (catcher). Αυτϐσ μαζεϑει την μπϊλα ςε περύπτωςη που αποτϑχει να τη χτυπόςει ο μπϊτερ και τη ςτϋλνει κατευθεύαν ςε ϋναν απϐ τουσ ςυμπαύκτεσ του, οι οπούοι εύναι διαςκορπιςμϋνοι ςτο γόπεδο για να βγϊλουν εκτϐσ τουσ επιτιθϋμενουσ που τυχϐν βρύςκονται ςτισ βϊςεισ τουσ. Εϊν ο μπϊτερ χτυπόςει με επιτυχύα την μπϊλα, προςπαθεύ να κϊνει το γϑρο του διαμαντιοϑ περνϔντασ διαδοχικϊ απϐ την πρϔτη, δεϑτερη και τρύτη βϊςη και εϊν καταφϋρει να φτϊςει πύςω ςτην εςτύα, ςκορϊρει ϋναν πϐντο για την ομϊδα του. Ο γϑροσ αυτϐσ μπορεύ να γύνει τμηματικϊ, δηλαδό ο μπϊτερ μπορεύ να ςταματόςει ςε οποιαδόποτε βϊςη και να ςυνεχύςει ϐταν του δοθεύ η ευκαιρύα. Εϊν ςταματόςει ςε μια βϊςη, π.χ. ςτην πρϔτη, τϐτε απϐ μπϊτερ γύνεται «ρϊνερ» (runner: δρομϋασ) και τη θϋςη του ςτην εςτύα παύρνει ϊλλοσ παύκτησ ωσ μπϊτερ. Με τη ςειρϊ του ο νϋοσ μπϊτερ θα δεχτεύ τισ βολϋσ του πύτςερ και θα προςπαθόςει και 1032
αυτϐσ να ξεκινόςει το γϑρο του. Ϊτςι, κϊθε φορϊ που ο μπϊτερ χτυπϊ την μπϊλα και αρχύζει το γϑρο του προσ τη βϊςη, προωθοϑνται και οι ρϊνερ ςτην επομϋνη βϊςη κ.ο.κ., με ςκοπϐ πϊντα την ολοκλόρωςη του γϑρου. ε κϊθε βϊςη πρϋπει να βρύςκεται μϐνο ϋνασ παύκτησ τησ επιτιθϋμενησ ομϊδασ, εύναι λοιπϐν ευνϐητο ϐτι θα υπϊρχουν ςτο γόπεδο το πολϑ τϋςςερισ παύκτεσ τησ επιτιθϋμενησ ομϊδασ, τρεισ ςτισ βϊςεισ και ϋνασ ςτην εςτύα. Κϊθε παύκτησ που ςυμπληρϔνει το γϑρο ςκορϊρει ϋναν πϐντο, οπϐτε το περιςςϐτερο που μπορεύ να ςκορϊρει μια ομϊδα εύναι τϋςςερισ πϐντοι και αυτϐ μϐνο ϐταν η επιτιθϋμενη ομϊδα ϋχει παύκτεσ ςε ϐλεσ τισ βϊςεισ. Ο μπϊτερ/ρϊνερ βγαύνει απϐ το παιχνύδι ϐταν: 1.Αποτϑχει να χτυπόςει τρεισ ϋγκυρεσ μπαλιϋσ. 2.Ϊνασ αντύπαλοσ πιϊςει την μπϊλα ςτον αϋρα. 3.Ϊνασ αντύπαλοσ τον αγγύξει κρατϔντασ την μπϊλα πριν φτϊςει ςτη βϊςη. 4.Ϊνασ αντύπαλοσ, κρατϔντασ την μπϊλα, φτϊςει ςτη βϊςη πριν απ' αυτϐν. Ο μπϊτερ προχωρϊ ςτην πρϔτη βϊςη μετϊ απϐ τϋςςερισ ϊκυρεσ βολϋσ του πύτςερ. Ο μπϊτερ (και οι ρϊνερ) κϊνει ολϐκληρο το γϑρο μϋχρι την εςτύα ϐταν χτυπόςει ϋνα «χϐουμραν» (home run), δηλαδό ςτεύλει την μπϊλα ϋξω απϐ το γόπεδο. Ο αποκλειςμϐσ τριϔν παικτϔν τησ επιτιθϋμενησ ομϊδασ ςημαύνει το τϋλοσ του ημιχρϐνου τησ κϊθε περιϐδου. ήταν και οι δυο ομϊδεσ παύξουν ςαν επιτιθϋμενεσ, τελειϔνει και η κϊθε περύοδοσ. ήταν ϋνασ παύκτησ αποκλειςτεύ ςε μια ςυγκεκριμϋνη περύοδο, δεν ξαναγυρνϊ ςτο παιχνύδι παρϊ ςτην επϐμενη περύοδο. 1033
Σρεισ διαιτητϋσ βρύςκονται πύςω απϐ κϊθε βϊςη, ενϔ ϋνασ τϋταρτοσ βρύςκεται πύςω απϐ την εςτύα και ελϋγχει την εγκυρϐτητα των βολϔν του πύτςερ. Δυο κριτϋσ ςημειϔνουν και ελϋγχουν τουσ αποκλειςμοϑσ του παιχνιδιοϑ. Η ομϊδα που ςημειϔνει τουσ περιςςοτϋρουσ πολτοϑσ νικϊει. ε περύπτωςη ιςοβαθμύασ παύζονται και ϊλλεσ περύοδοι.
1034
Αϑγουςτοσ ςτο Μπροϑκλιν (ΣΟΝ ΣΖΙΜ ΜΠΙΟΠ) το γόπεδο Εμπετσ το αγριϐχορτο θεριεϑει (εκεύ που ϋκανε κουμϊντο ο ήλςτον) ςειρϊ τη ςειρϊ κι ϐπωσ η μϋρα γϋρνει ςτο τϋλοσ τησ τουσ βλϋπω ακϐμη, με διϊχυτη τη νωπό μυρωδιϊ του φρεςκοκουρεμϋνου γραςιδιοϑ τησ μϋςα περιοχόσ ςτο γϋρμα τησ ημϋρασ που ςβόνει: τουσ λοϑζουν οι προβολεύσ τησ δεξιϊσ περιοχόσ, που μϐλισ ϊναψαν κι όδη τουσ ϐρμηςαν κυκλωτικϊ ταξιαρχύεσ απϐ νυχτοπεταλοϑδεσ κι ϋντομα τησ νυχτερινόσ βϊρδιασ - πιο πϋρα, γϋροι και ταξιτζόδεσ που ϋχουν ςχολϊςει πύνουν λιτζ απϐ μεγϊλα κϑπελλα ςτισ θϋςεισ των 75 ςεντσ. Αυτό η Υλϊτμπουσ εύναι τϐςο αληθινό ϐςο οι βελοϑδινοι δρϐμοι του Φϊρλεμ ϐπου το ςουύνγκ ϊναβε τα τζουκμπϐξ τον Ιοϑνιο του '56. το γόπεδο Εμπετσ η ϊμυνα εύναι αργό κι οι θϋςεισ ϊδειεσ, ςειρϊ τη ςειρϊ ο Φϐτζεσ ςκϑβει πϊνω απϐ την πρϔτη, με χϋρι τεντωμϋνο ν' αγγύξει τη βολό του Ρϐμπινςον απϐ την τρύτη και τα κουτιϊ των μπϊτερ κολυμποϑν ςτη φαςματικό λϊμψη τοϑτησ τησ γεμϊτησ ουρανϐ βραδιϊσ Παραςκευόσ (η Μιοϑζιαλ ςκϐραρε νωρύσ, η Υλϊτμπουσ χϊνει 2-0). Ο Νιουκομπ πϊει ςϋρνοντασ τα πϐδια του για τ' αποδυτόρια μϋςα ςε μια βροχό απϐ ποπκϐρν και τύτλουσ εφημερύδων. Μπαύνει ο Καρλ Ερςκιν και ρύχνει δυνατϊ, αλλϊ ο Σζϐνι Ποντρ και ο Κλεμ Λαμπϊιν ζεςταύνονται μόπωσ και ο Ερςκιν αργόςει ν' αντιδρϊςει· μπορεύ να το κϊνει, ξϋρετε, ϐλοι το κϊνουν. το γόπεδο Εμπετσ οι παύκτεσ μπαινοβγαύνουν ςτον αγϔνα να παύξουν τισ περιϐδουσ τουσ, χτϑπημα το χτϑπημα ςτο μιςοςκϐταδο τησ 5ησ ζητϊνε τϊιμ ϊουτ κϊποιοσ πϋταξε μια μπύρα ςτον ϊντι Ειμοροσ ςτη μϋςα δεξιϊ αυτϐσ τςαλακϔνει το 1035
ϊδειο κουτύ αμύλητοσ και το δύνει ς' ϋναν επϐπτη που μαςουλϊει ταμπϊκο ενϔ οι απρϐςωποι οπαδού ουρλιϊζουν ζουμερϊ φωνόεντα του Μπροϑκλιν, κατϊρεσ και ςτισ δϑο εςτύεσ τουσ. Ο Πι-Γουι Ριζ ςτηρύζεται ςτα γϐνατα του δυτικϊ τησ δεϑτερησ ο Καμπανϋλα κϊνει το ςινιϊλο με τα μϊτια μου κλειςτϊ τα βλϋπω ϐλα· μυρύζω βραςτϊ λουκϊνικα και τη ςκϐνη των 8 μ.μ.· βλϋπω τισ ουρϊνιεσ ςκιϋσ του δειλινοϑ· που αιωροϑνται με τουσ αγγϋλουσ πϊνω απϐ το ςτϊδιο· καθϔσ ο Ερςκιν παύρνει φϐρα, ςτρύβει και ρύχνει χαμηλϊ και μϋςα:
1036
ημειϔςεισ Λύγο καιρϐ μετϊ την ϋκδοςη του Skeleton Crew, τησ προπροηγοϑμενησ ςυλλογόσ διηγημϊτων μου, ϋτυχε να μιλόςω με μια αναγνϔςτρια που μου εύπε πϐςο πολϑ τησ ϊρεςε. Εύχε μοιρϊςει τισ ιςτορύεσ, εύπε, ϔςτε να διαβϊζει μύα κϊθε βρϊδυ, επύ τρεισ βδομϊδεσ περύπου. «ήμωσ, παρϋλειψα τισ ςημειϔςεισ ςασ ςτο τϋλοσ», πρϐςθεςε κοιτϔντασ με καλϊ καλϊ (ύςωσ φοβϐταν μην τησ επιτεθϔ εξοργιςμϋνοσ για την τρομερό προςβολό). «Εύμαι απ' αυτοϑσ που δε θϋλουν να ξϋρουν πϔσ κϊνει τα κϐλπα του ο θαυματοποιϐσ». Εγϔ απλϔσ ςυγκατϋνευςα και τησ εύπα ϐτι εύχε κϊθε δικαύωμα να το κϊνει, μη θϋλοντασ να μπλϋξω ςε μια ατϋλειωτη, περύπλοκη ςυζότηςη επύ του θϋματοσ, γιατύ εύχα ϋνα ςωρϐ δουλειϋσ να κϊνω. Αλλϊ, μια και δεν ϋχω τύποτα να κϊνω ςόμερα το πρωύ, ασ ξεκαθαρύςω μια και καλό δυο πραγματϊκια, ϐπωσ θα ϋλεγε κι ο φύλοσ μασ απϐ το αν Κλεμϋντε. Πρϔτον, αδιαφορϔ αν θα διαβϊςετε τισ ςημειϔςεισ που ακολουθοϑν. Δικϐ ςασ εύναι το βιβλύο κι αν θϋλετε το κϊνετε καπϋλο και το φορϊτε ςτον ιππϐδρομο, ποςϔσ μ' ενδιαφϋρει. Δεϑτερον, δεν εύμαι θαυματοποιϐσ κι αυτϊ εδϔ δεν εύναι κϐλπα. Αυτϐ δε ςημαύνει ϐτι το γρϊψιμο δεν εμπεριϋχει μαγεύα· προςωπικϊ πιςτεϑω ϐτι εμπεριϋχει κι ϐτι η μαγεύα ςυνυφαύνεται με την πεζογραφύα με εξαιρετικϊ γϐνιμο τρϐπο. Σο παρϊδοξο εύναι το εξόσ: οι θαυματοποιού εύναι που δεν ϋχουν ςχϋςη με τη μαγεύα, ϐπωσ παραδϋχονται εϑκολα οι περιςςϐτεροι απ' αυτοϑσ. Σα αναμφιςβότητα θαϑματα τουσ —περιςτϋρια που βγαύνουν απϐ μαντύλια, νομύςματα απϐ ϊδεια ποτόρια, μεταξωτϊ φουλϊρια απϐ ϊδεια χϋρια— επιτυγχϊνονται με εξαντλητικό εξϊςκηςη, καλοδοκιμαςμϋνο αποπροςανατολιςμϐ του θεατό και ταχυδακτυλουργύεσ. ήςο για τα περύ «αρχαύων μυςτικϔν τησ 1037
Ανατολόσ» και «ξεχαςμϋνησ γνϔςησ τησ Ατλαντύδοσ», εύναι απλϔσ φοϑμαρα. Τποψιϊζομαι ϐτι, ςε γενικϋσ γραμμϋσ, ςτουσ ταχυδακτυλουργοϑσ ταιριϊζει τϋλεια εκεύνο το παλιϐ ανϋκδοτο με τον ξϋνο που ρωτϊει το Νεοϒορκϋζο μπύτ- νικ πϔσ θα πϊει ςτο Κϊρνεγκι Φολ. «Με εξϊςκηςη, φύλε, με πολλό εξϊςκηςη», απαντϊει ο μπύτνικ. Σο ύδιο ιςχϑει και για τουσ ςυγγραφεύσ. Με εύκοςι χρϐνια πεύρα ςτη μυθιοτοριογραφύα κι ϋχοντασ χαρακτηριςτεύ απϐ τουσ πλϋον διανοοϑμενουσ κριτικοϑσ ωσ ςυγγραφϋασ του μεροκϊματου (ο οριςμϐσ των διανοοϑμενων κριτικϔν για το μεροκαματιϊρη προφανϔσ εύναι «ϋνασ ςυγγραφϋασ του οπούου το ϋργο γύνεται αποδεκτϐ απϐ πολϑ μεγϊλο κοινϐ»), καταμαρτυρϔ ευχαρύςτωσ ϐτι η μαςτοριϊ εύναι πολϑ ςημαντικό, ϐτι η ςυχνϊ κουραςτικό διαδικαςύα «προςχϋδιο, πρϐχειρο κεύμενο, τελικϐ κεύμενο» εύναι απαραύτητη για να βγει καλό δουλειϊ κι ϐτι η ςκληρό δουλειϊ εύναι η μϐνη αποδεκτό πρακτικό για ϐςουσ απϐ εμϊσ ϋχουν κϊποιο ταλϋντο, αλλϊ λύγη ό καθϐλου ιδιοφυϏα. Παρ' ϐλα αυτϊ, υπϊρχει μαγεύα ςτο επϊγγελμα και ςυνόθωσ ςυμβαύνει τη ςτιγμό που μια ιςτορύα ξεφυτρϔνει ςτο κεφϊλι του ςυγγραφϋα, πιο ςυχνϊ ςαν μικρό ιδϋα, αλλϊ καμιϊ φορϊ ςαν ολοκληρωμϋνο υλικϐ (κι ϐταν γύνεται αυτϐ εύναι ςαν να ςε χτυπϊει πυρηνικό βϐμβα). Ο ςυγγραφϋασ μπορεύ αργϐτερα να πει ποϑ βριςκϐταν ϐταν ςυνϋβη αυτϐ και ποια ςτοιχεύα ςυνδυϊςτηκαν για να του δϔςουν αυτό την ιδϋα, αλλϊ η ιδϋα καθεαυτό εύναι κϊτι καινοϑριο, ϋνα ϊθροιςμα μεγαλϑτερο απϐ τα μϋρη του, κϊτι που δημιουργεύται απϐ το τύποτα. Εύναι, για να παραφρϊςω τη Μϊριαν Μουρ, ϋνασ αληθινϐσ βϊτραχοσ ς' ϋνα φανταςτικϐ κόπο. Γι' αυτϐ μη διςτϊςετε να διαβϊςετε τισ ςημειϔςεισ που ακολουθοϑν, απϐ φϐβο ϐτι θα διαλϑςω τη μαγεύα εξηγϔντασ πϔσ γύνονται τα κϐλπα. Δεν υπϊρχουν κϐλπα 1038
ςτην αληθινό μαγεύα· ϐταν ϋχουμε να κϊνουμε με αληθινό μαγεύα, υπϊρχει μϐνο ιςτορύα. Εύναι ϐμωσ πιθανϐ να χαλϊςει μια ιςτορύα που δεν ϋχει διαβαςτεύ ακϐμη. Γι' αυτϐ, αν εύςτε απϐ κεύνουσ τουσ τϑπουσ (εκεύνουσ τουσ φρικτοϑσ τϑπουσ) που νιϔθουν την καταπιεςτικό ανϊγκη να διαβϊςουν πρϔτα το τϋλοσ ενϐσ βιβλύου, ςαν το πειςματϊρικο παιδύ που εύναι αποφαςιςμϋνο να φϊει πρϔτα το γλυκϐ προτοϑ αγγύξει την μπριζϐλα του, θα ςασ ςϑςτηνα να τςακιςτεύτε να φϑγετε απϐ δω, αλλιϔσ θα πϋςει πϊνω ςασ η χειρϐτερη κατϊρα: η απομυθοπούηςη των πϊντων. Για τουσ υπϐλοιπουσ, καλϔσ ορύςατε ςε μια γρόγορη περιόγηςη ςχετικϊ με το πϔσ προϋκυψαν κϊποιεσ απϐ τισ ιςτορύεσ αυτοϑ του βιβλύου. «Η Κϊντιλακ του Ντϐλαν»- θα ϋλεγα ϐτι ο ειρμϐσ των ςκϋψεων που με οδόγηςε ς' αυτό την ιςτορύα εύναι προφανόσ. Αργοςερνϐμουν με το αμϊξι μου ςε ϋνα απϐ εκεύνα τα ατϋλειωτα τμόματα τησ εθνικόσ οδοϑ ϐπου «εκτελοϑνται ϋργα» κι ϐπου αναπνϋεισ μπϐλικη ςκϐνη, αναθυμιϊςεισ πύςςασ κι εξατμύςεισ, βλϋποντασ τα οπύςθια του ύδιου ςτϋιςον βαγκϐν με το ύδιο αυτοκϐλλητο ΕΓΨ ΥΡΕΝΑΡΨ ΓΙΑ ΣΑ ΖΨΑ, για ϋνα διϊςτημα που ςου φαύνεται το λιγϐτερο εννιϊ χρϐνια... με τη διαφορϊ ϐτι το αυτοκύνητο μπροςτϊ μου όταν μια πρϊςινη Κϊντιλακ εντϊν Ντεβύλ. Καθϔσ προςπερνοϑςαμε τςουλϔντασ πϐντο πϐντο ϋνα χαντϊκι ϐπου τοποθετοϑνταν τερϊςτιοι αγωγού, ςκϋφτηκα: Εδϔ μϋςα θα χωροϑςε ακϐμη και μια Κϊντιλακ. Σην επϐμενη ςτιγμό εύχα την ιδϋα για την «Κϊντιλακ του Ντϐλαν» ϋτοιμη, ολοκληρωμϋνη και κανϋνα απϐ τα αφηγηματικϊ ςτοιχεύα δεν ϊλλαξε απϐ τϐτε οϑτε κατϊ ϋνα γιϔτα. Αυτϐ δε ςημαύνει πωσ το διόγημα όταν μια εϑκολη γϋννα· κϊθε ϊλλο. Ποτϋ ϊλλοτε δεν ϋχω πτοηθεύ —ςχεδϐν αποκαρδιωθεύ— ςε τϋτοιο βαθμϐ απϐ τισ τεχνικϋσ λεπτομϋρειεσ. Σϔρα θα ςασ δϔςω αυτϐ που το περιοδικϐ Ρύντερ'σ Ντϊιτζεςτ 1039
αποκαλεύ Μια Προςωπικό Ματιϊ. Αν και μου αρϋςει να ςκϋφτομαι τον εαυτϐ μου ωσ τη λογοτεχνικό εκδοχό του Σζϋιμσ Μπρϊουν (που αυτολανςϊρεται ωσ «Ο κληρϐτερα Εργαζϐμενοσ τησ ϐου Μπύζνεσ»), γύνομαι εξαιρετικϊ τεμπϋλησ ϐταν πρϐκειται για ϋρευνα ό τεχνικϋσ λεπτομϋρειεσ. Ϊχω δεχτεύ κατ' επανϊληψη επιπλόξεισ απϐ αναγνϔςτεσ και κριτικοϑσ (οι πιο εϑςτοχεσ και ταπεινωτικϋσ για μϋνα όταν αυτϋσ του Ωβραμ Ντϋιβιντςον, που γρϊφει ςτη ικϊγο Σρύμπιουν και ςτο περιοδικϐ Υϊνταζι εντ ϊιανσ Υιξιον για ςοβαρϊ λϊθη και παραλεύψεισ μου ς' αυτϐ τον τομϋα. ήταν ϋγραφα την «Κϊντιλακ του Ντϐλαν», κατϊλαβα πωσ αυτό τη φορϊ δε θα μποροϑςα να ξεγλιςτρόςω ϐπωσ ϐπωσ, γιατύ τα θεμϋλια ολϐκληρησ τησ ιςτορύασ εξαρτιϐνταν απϐ διϊφορεσ επιςτημονικϋσ λεπτομϋρειεσ, μαθηματικοϑσ τϑπουσ και αξιϔματα τησ φυςικόσ. Αν εύχα διαπιςτϔςει νωρύτερα αυτό την αναμφιςβότητη αλόθεια -πριν επενδϑςω κϊπου δεκαπϋντε χιλιϊδεσ λϋξεισ ςτην ιςτορύα του Ντϐλαν, τησ Ελύζαμπεθ και του Ποεύκοϑ ςυζϑγου τησ Ελύζαμπεθ, δηλαδό- θα εύχα αςφαλϔσ ξαποςτεύλει την «Κϊντιλακ του Ντϐλαν» ςτο Σμόμα Ημιτελϔν Ιςτοριϔν. ήμωσ, δεν την ανακϊλυψα νωρύσ, δεν όθελα να ςταματόςω, οπϐτε ϋκανα το μϐνο πρϊγμα που μπϐρεςα να ςκεφτϔ: πόρα τηλϋφωνο το μεγϊλο μου αδερφϐ και του ζότηςα βοόθεια. Ο Ντϋιβ Κινγκ εύναι αυτϐ που εμεύσ ςτη Νϋα Αγγλύα αποκαλοϑμε «περύπτωςη». Παιδύ-θαϑμα, με διαπιςτωμϋνο δεύκτη ευφυϏασ πϊνω απϐ 150 (ςτοιχεύα απϐ τον Ντϋιβ θα βρεύτε ςτο πρϐςωπο του ιδιοφυοϑσ αδερφοϑ του Μπϐου- Γϐου Υορνϐι, ςτο «Σϋλοσ Κϊθε Δυςτυχύασ»), που ϋβγαλε το ςχολεύο ςαν να ϋκανε τςουλόθρα, τελεύωςε το κολϋγιο ςτα δεκαοχτϔ κι ϋπιαςε αμϋςωσ δουλειϊ ωσ μαθηματικϐσ ςτο γυμνϊςιο του Μπρϊνςγουικ. Πολλού απϐ τουσ μετεξεταςτϋουσ μαθητϋσ του όταν μεγαλϑτεροι ςε ηλικύα απϐ τον ύδιο. Ο Ντϋιβ όταν επύςησ ο νεϐτεροσ που εκλϋχτηκε ποτϋ ςε υμβοϑλιο Πϐλησ ςτην 1040
Πολιτεύα του Μϋιν και Διοικητόσ Πϐλησ ςε ηλικύα εύκοςι πϋντε ετϔν. Εύναι ϋνασ γνόςιοσ πολυμαθόσ· ϋνασ ϊνθρωποσ που ξϋρει κϊτι για οτιδόποτε τον ρωτόςεισ. Σου εξϋθεςα το πρϐβλημα μου τηλεφωνικϔσ. Μια βδομϊδα αργϐτερα ϋλαβα με το ταχυδρομεύο ϋνα μεγϊλο κύτρινο φϊκελο, που τον ϊνοιξα με βαριϊ καρδιϊ. Ϋμουν βϋβαιοσ ϐτι μου εύχε ςτεύλει ϐλεσ τισ πληροφορύεσ που χρειαζϐμουν, αλλϊ όμουν επύςησ βϋβαιοσ ϐτι δε θα με ωφελοϑςε ςε τύποτα· ο γραφικϐσ χαρακτόρασ του αδερφοϑ μου εύναι φρικτϐσ. Προσ μεγϊλη μου χαρϊ, βρόκα μια βιντεοκαςϋτα. ήταν την ϋβαλα να παύξει, εύδα τον Ντϋιβ καθιςμϋνο ς' ϋνα τραπϋζι μ' ϋνα ςωρϐ απϐ χϔμα πϊνω του. Φρηςιμοποιϔντασ μερικϊ αυτοκινητϊκια τησ Μϊτςμποξ, μου εξόγηςε ϐλα ϐςα χρειαζϐταν να ξϋρω, ςυμπεριλαμβανομϋνησ εκεύνησ τησ υπϋροχησ θεωρύασ περύ τησ «καμπϑλησ πτϔςεωσ». Ο Ντϋιβ μου εξόγηςε επύςησ ϐτι ο όρωασ μου ϋπρεπε απαραιτότωσ να χρηςιμοποιόςει βαριϊ οχόματα οδοποιύασ προκειμϋνου να θϊψει την Κϊντιλακ του Ντϐλαν (ςτην πρϔτη μου εκδοχό αυτοϑ του διηγόματοσ το ϋκανε ςκϊβοντασ με απλϊ εργαλεύα) και μου υπϋδειξε πϔσ ακριβϔσ μπορεύ κανεύσ να βϊλει μπροςτϊ με τα καλϔδια κϊποιο απϐ τα μηχανόματα που οι απανταχοϑ Τπηρεςύεσ Οδοποιύασ ϋχουν την τϊςη να παρατϊνε ςε διϊφορεσ τοποθεςύεσ ϐπου εκτελοϑνται ϋργα. Οι πληροφορύεσ όταν εκπληκτικϋσ... παραόταν εκπληκτικϋσ, ςτην πραγματικϐτητα. Ωλλαξα ϐςα ϋπρεπε ϔςτε, αν κϊποιοσ μπει ςτον πειραςμϐ να κϊνει ϐ,τι περιγρϊφεται ςτο διόγημα, να μη ςυμβεύ τύποτε. Κι ϋνα τελευταύο γι' αυτϐ το διόγημα: ϐταν τελεύωςε, το μύςηςα. Σο ςιχϊθηκα εντελϔσ. Ποτϋ δε δημοςιεϑτηκε ςε περιοδικϐ· πόγε κατευθεύαν ς' ϋνα απϐ τα χαρτοκοϑτια με το Παλιϐ Κακϐ Τλικϐ που ϋχω ςτοιβαγμϋνα ςτο διϊδρομο πύςω απϐ το γραφεύο μου. Μερικϊ χρϐνια αργϐτερα, ο Φερμπ Γιϋλιν, που εκδύδει υπϋροχα βιβλύα ςε περιοριςμϋνο αριθμϐ αντιτϑπων ωσ 1041
επικεφαλόσ τησ Λορντ Σζον Πρεσ, με ρϔτηςε αν θα με ενδιϋφερε μια ϋκδοςη ςε περιοριςμϋνο αριθμϐ αντιτϑπων ενϐσ απϐ τα διηγόματα μου, κατϊ προτύμηςη αδημοςύευτου. Επειδό λατρεϑω τα βιβλύα του, που εύναι μικρϊ, καλοφτιαγμϋνα και ςυχνϊ εξαιρετικϊ εκκεντρικϊ, πόγα ςτο Διϊδρομο τησ Καταδύκησ και ψαχοϑλεψα ςτα κουτιϊ μόπωσ και βρω κϊτι που να ςηκϔνει ςωτηρύα. Ϊπεςα πϊνω ςτην «Κϊντιλακ του Ντϐλαν». Για ϊλλη μια φορϊ, ο χρϐνοσ εύχε κϊνει το θαϑμα του: το διόγημα όταν πολϑ καλϑτερο απ' ϐ,τι θυμϐμουν κι ϐταν το ϋςτειλα ςτον Φερμπ, ςυμφϔνηςε με ενθουςιαςμϐ. Σο βελτύωςα ϐςο μποροϑςα και τελικϊ εκδϐθηκε ωσ μικρϐ βιβλιαρϊκι απϐ τη Λορντ Σζον Πρεσ ςε πεντακϐςια αντύτυπα. Σο ξαναδιϐρθωςα για την τωρινό ϋκδοςη και η γνϔμη μου για το διόγημα αυτϐ ϋχει τϐςο αλλϊξει, ςε βαθμϐ που να το βϊλω πρϔτο ςτη ςειρϊ, ς' αυτό τη ςυλλογό. Αν μη τι ϊλλο, εύναι ϋνα εύδοσ αρχϋτυπησ ιςτορύασ τρϐμου, με τον τρελϐ αφηγητό τησ και την περιγραφό ενϐσ πρϐωρου ενταφιαςμοϑ ςτην ϋρημο. ήμωσ, αυτϐ το διόγημα τελικϊ δεν ανόκει ς' εμϋνα· ανόκει ςτον Ντϋιβ Κινγκ και ςτον Φερμπ Γιϋλιν. Ευχαριςτϔ, παιδιϊ. «Ωφετε τα Παιδύα»— Σο διόγημα αυτϐ εύναι τησ ύδιασ εποχόσ με τα περιςςϐτερα που υπϊρχουν ςτη ςυλλογό Νυχτερινό Bϊρδια και πρωτοδημοςιεϑτηκε ςτο Καβαλύερ, ϐπωσ τα περιςςϐτερα απϐ τα διηγόματα εκεύνησ τησ ςυλλογόσ του 1978. Ϊμεινε απϋξω γιατύ ο εκδϐτησ μου, ο Μπιλ Σϐμ- ςον, ϋκρινε ϐτι το βιβλύο γινϐταν «δϑςχρηςτο» -μ' αυτϐ τον τρϐπο οι εκδϐτεσ λϋνε ςυχνϊ ςτουσ ςυγγραφεύσ να κϐψουν κϊμποςεσ ςελύδεσ, προτοϑ η τιμό του βιβλύου εκτιναχτεύ ςε δυςθεϔρητα ϑψη. Πρϐτεινα να κοπεύ το διόγημα με τύτλο «Η Γκρύζα Ουςύα» απϐ τη ςυλλογό Νυχτερινό Βϊρδια. Ο Μπιλ πρϐτεινε να κϐψουμε το «Ωφετε τα Παιδύα». Επηρεαςμϋνοσ απϐ την κρύςη του, διϊβαςα πολϑ προςεκτικϊ το διόγημα προτοϑ πϊρω την 1042
απϐφαςη να το ςυμπεριλϊβω ς' αυτό τη ςυλλογό. Μου αρϋςει πολϑ —θυμύζει Μπρϊντμπερι ςτα τϋλη τησ δεκαετύασ του ςαρϊντα με αρχϋσ του πενόντα, εκεύνον το ςατανικϐ Μπρϊντμπερι που εύχε αδυναμύα ςε μωρϊ-δολοφϐνουσ, παρϊφρονεσ νεκροθϊφτεσ και γενικϔσ ιςτορύεσ που θα απολϊμβανε μϐνο ϋνασ αναγνϔςτησ του κϐμικσ «Ο Υϑλακασ τησ Κρϑπτησ». Για να το πω με ϊλλα λϐγια, το «Ωφετε τα Παιδύα» εύναι ϋνα απαύςιο μακϊβριο αςτεύο, χωρύσ κανϋνα κοινωνικϐ ϐφελοσ για αντιςτϊθμιςμα. Μ' αρϋςει αυτϐ ς' ϋνα διόγημα. «Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ»- Καμιϊ φορϊ ϋνασ απϐ τουσ δευτερεϑοντεσ όρωεσ ενϐσ μυθιςτορόματοσ τραβϊει την προςοχό του ςυγγραφϋα κι αρνεύται να ξεχαςτεύ, επιμϋνοντασ πωσ ϋχει κι ϊλλα να πει και να κϊνει. Ο Ρύτςαρντ Ντισ, ο πρωταγωνιςτόσ του «Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη», εύναι ϋνασ τϋτοιοσ όρωασ. Πρωτοεμφανύςτηκε ςτη Νεκρό Ζϔνη (1979), ϐπου προςφϋρει ςτον Σζϐνι μιθ, τον καταδικαςμϋνο όρωα εκεύνου του μυθιςτορόματοσ, μια θϋςη ςχολιαςτό παραφυςικϔν φαινομϋνων ςτην ϊθλια φυλλϊδα του, την Ινςϊιντ Βιοϑ, ϋνα ταμπλϐιντ των ςοϑπερ μϊρκετ. Ο Σζϐνι τον πετϊει με τισ κλοτςιϋσ απϐ τη βερϊντα του πατρικοϑ του ςπιτιοϑ κι αυτϐ εύναι, υποτύθεται, το τϋλοσ του. Να τον ϐμωσ που εμφανύζεται ξανϊ. ήπωσ τα περιςςϐτερα απϐ τα διηγόματα μου, ο «Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ» ξεκύνηςε ςαν απλϐ καλαμποϑρι —ϋνα βαμπύρ με εραςιτεχνικό ϊδεια πιλϐτου, τι μοντϋρνο αςτεύο!αλλϊ ωρύμαζε ϐςο ωρύμαζε και ο Ντισ. πϊνια καταλαβαύνω τουσ όρωεσ μου περιςςϐτερο απ' ϐςο καταλαβαύνω τισ πρϊξεισ και τα αιςθόματα των πραγματικϔν ανθρϔπων που ςυναντϔ καθημερινϊ, αλλϊ διαπιςτϔνω ϐτι εύναι ςχετικϊ εϑκολο να τουσ ςχεδιϊςω ϐπωσ ϋνασ χαρτογρϊφοσ καταςτρϔνει ϋνα χϊρτη. Δουλεϑοντασ το «Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη» διϋκρινα ςιγϊ ςιγϊ ϋναν ϊνθρωπο βαθιϊ αποξενωμϋνο, κϊποιον που φαύνεται να 1043
ςυνοψύζει ςτο πρϐςωπο του μερικϋσ απϐ τισ χειρϐτερεσ και πιο αποπροςανατολιςτικϋσ απϐψεισ περύ τησ υποτιθϋμενησ ανοιχτόσ κοινωνύασ μασ το τελευταύο τϋταρτο του αιϔνα. Ο Ντισ εύναι τυπικϐ δεύγμα Ωπιςτου Θωμϊ και η αναμϋτρηςη του με το Νυχτερινϐ Σαξιδιϔτη ςτο τϋλοσ τησ ιςτορύασ παραπϋμπει ςτο ςτύχο του Γιϔργου εφϋρη που εύχα χρηςιμοποιόςει ςτο ϊλεμσ Λοτ —εκεύνον που λϋει ϐτι η ςτόλη τησ αλόθειασ ϋχει μια τρϑπα ςτο κϋντρο τησ. τα τϋλη του εικοςτοϑ αιϔνα αυτϐ φαύνεται να εύναι πολϑ αληθινϐ και «Ο Νυχτερινϐσ Σαξιδιϔτησ» αφορϊ κυρύωσ την ανακϊλυψη αυτόσ τησ τρϑπασ απϐ ϋναν ϊνθρωπο. «Ο Παπύ» — Εύναι ϊραγε ο παπποϑσ του αγοριοϑ το ύδιο πλϊςμα που απαιτεύ απϐ τον Ρύτςαρντ Ντισ να ανούξει τη φωτογραφικό του μηχανό, καταςτρϋφοντασ το φιλμ, ςτον επύλογο του «Νυχτερινοϑ Σαξιδιϔτη»; Ξϋρετε, νομύζω πωσ μϊλλον αυτϐσ εύναι. «ου Γύνεται Μανύα» — Μια ϊλλη εκδοχό αυτόσ τησ ιςτορύασ πρωτοδημοςιεϑτηκε ςτο λογοτεχνικϐ περιοδικϐ Μϊρςρουτσ του Πανεπιςτημύου του Μϋιν ςτισ αρχϋσ του εβδομόντα, αλλϊ η εκδοχό που παρουςιϊζεται εδϔ εύναι εντελϔσ διαφορετικό. Ξαναδιαβϊζοντασ την αρχικό ιςτορύα, ϊρχιςα να ςυνειδητοποιϔ ϐτι εκεύνοι οι γϋροι όταν ςτην πραγματικϐτητα οι επιζόςαντεσ τησ πανωλεθρύασ που περιγρϊφεται ςτα Φρόςιμα Αντικεύμενα. Εκεύνο το μυθιςτϐρημα όταν μια μαϑρη κωμωδύα για την απληςτύα και τισ ϋμμονεσ ιδϋεσ· ετοϑτο το διόγημα εύναι μια πιο ςοβαρό ιςτορύα για μυςτικϊ και για αρρωςτημϋνα μυαλϊ. Μου φαύνεται πολϑ ταιριαςτϐσ επύλογοσ για εκεύνο το μυθιςτϐρημα... και το ευχαριςτόθηκα που ξαναεύδα μερικοϑσ απϐ τουσ παλιϐφιλουσ του Καςτλ Ροκ για τελευταύα φορϊ. «Η Αφιϋρωςη» — Φρϐνια αφϐτου ϋτυχε να γνωρύςω και να ςιχαθϔ ςτην κυριολεξύα ϋνα, νεκρϐ πλϋον, διϊςημο ςυγγραφϋα, τον οπούο δε θα κατονομϊςω εδϔ, με απαςχολοϑςε το ερϔτημα γιατύ κϊποιοι εξαιρετικϊ ταλαντοϑχοι ϊνθρωποι αποδεικνϑονται 1044
τϐςο ςκατϋνια ϊτομα -γυναικϊδεσ ςεξιςτϋσ, ρατςιςτϋσ, ςαρκαςτικού ελιτύςτεσ ό ςκληρού φαρςϋρ. Δε λϋω ϐτι οι περιςςϐτεροι ταλαντοϑχοι ό διϊςημοι ϊνθρωποι εύναι τϋτοιοι, αλλϊ ϋχω γνωρύςει αρκετοϑσ που εύναι —ανϊμεςα τουσ και τον αναμφιςβότητα μεγϊλο ςυγγραφϋα που προανϋφερα- κι αναρωτιϋμαι γιατύ. Αυτό η ιςτορύα γρϊφτηκε ςαν μια προςπϊθεια να απαντόςω ςτο ερϔτημα για δικό μου ικανοπούηςη. Η προςπϊθεια απϋτυχε, αλλϊ κατϊφερα τουλϊχιςτον να εκφρϊςω την ανηςυχύα μου, που, ςτη ςυγκεκριμϋνη περύπτωςη, μου αρκεύ. Δεν εύναι πολιτικϊ ορθό ιςτορύα και νομύζω ϐτι πολλού αναγνϔςτεσ —αυτού που θϋλουν να φοβοϑνται πϊντα απϐ τουσ ύδιουσ γνϔριμουσ μπαμποϑλεσ και δαύμονεσ— θα γύνουν ϋξαλλοι. Σο ελπύζω. Κϊνω αυτό τη δουλειϊ αρκετϐ καιρϐ τϔρα, αλλϊ δεν πιςτεϑω ϐτι όρθε ακϐμη η ϔρα μου για χαμομόλι και κουνιςτό πολυθρϐνα. Σα περιςςϐτερα διηγόματα ςτο βιβλύο Εφιϊλτεσ χαι Ονειρϐτοποι εύναι απϐ κεύνα που οι κριτικού τοποθετοϑν ςτην κατηγορύα (και, αλύμονο, πολϑ ςυχνϊ απορρύπτουν) των ιςτοριϔν τρϐμου και μια ιςτορύα τρϐμου υποτύθεται πωσ εύναι το λογοτεχνικϐ αντύςτοιχο ενϐσ μοχθηροϑ κοπρϐςκυλου που θα ςε δαγκϔςει αν πασ κοντϊ του. Η ςυγκεκριμϋνη ιςτορύα δαγκϔνει, νομύζω. Να απολογηθϔ γι' αυτϐ; Νομύζετε ϐτι θα ϋπρεπε; Δεν εύναι αυτϐσ —ο κύνδυνοσ να ςασ δαγκϔςει— ϋνασ απϐ τουσ λϐγουσ που επιλϋξατε αρχικϊ αυτϐ το βιβλύο; Ϊτςι πιςτεϑω. Κι αν ϋχετε αρχύςει να με βλϋπετε ςαν τον καλϐ θεύο τιβ, κϊτι ςαν Ροντ ϋρλινγκ του τϋλουσ του αιϔνα, θα προςπαθόςω ακϐμα πιο πολϑ να ςασ δαγκϔςω. Για να το πω με ϊλλα λϐγια, θϋλω να φοβϊςτε λιγϊκι κϊθε φορϊ που διαβαύνετε το κατϔφλι μου. ασ θϋλω αβϋβαιουσ για το πϐςο μακριϊ θα το τραβόξω αυτό τη φορϊ ό τι θα κϊνω μετϊ. Σϔρα που ςασ τα εύπα ϐλα αυτϊ, αφόςτε με να προςθϋςω ϐτι, αν πύςτευα πωσ «Η Αφιϋρωςη» χρειϊζεται υπερϊςπιςη, δε 1045
θα τη δημοςύευα ποτϋ. Μια ιςτορύα που δεν μπορεύ να λειτουργόςει ωσ ςυνόγοροσ του εαυτοϑ τησ δεν αξύζει να δημοςιευτεύ. Εύναι η Μϊρθα Ρϐουζγουολ, η ταπεινό καμαριϋρα, αυτό που κερδύζει τη μϊχη κι ϐχι ο Πύτερ Σζϋφρισ, ο μϋγασ και τρανϐσ ςυγγραφϋασ, κι αυτϐ λϋει απϐ μϐνο του ςτον αναγνϔςτη ό την αναγνϔςτρια ϐλα ϐςα χρειϊζεται να ξϋρει για το ποια πλευρϊ υποςτηρύζω. Α, κϊτι ακϐμη. Μου φαύνεται τϔρα ϐτι αυτϐ το διόγημα, που πρωτοδημοςιεϑτηκε το 1985, όταν το δοκιμαςτικϐ για ϋνα μυθιςτϐρημα με τύτλο Ντολϐρεσ Κλϋμπορν (1992). «Σο Κινοϑμενο Δϊχτυλο»— Σο αγαπημϋνο μου εύδοσ διηγόματοσ όταν ανϋκαθεν εκεύνο ϐπου τα πρϊγματα ςυμβαύνουν επειδό απλϔσ ςυμβαύνουν. τα μυθιςτορόματα και ςτισ ταινύεσ (εκτϐσ απ' αυτϋσ με πρωταγωνιςτϋσ τϑπουσ ςαν τον ιλβϋςτερ ταλϐουν και τον Ωρνολντ βαρτςενϋγκερ), πρϋπει να εξηγεύσ γιατύ ςυμβαύνουν τα πρϊγματα. Να ςασ πω κϊτι, φύλοι και γεύτονεσ; ιχαύνομαι να εξηγϔ γιατύ ςυμβαύνουν τα πρϊγματα και οι προςπϊθειεσ μου προσ αυτό την κατεϑθυνςη (ϐπωσ το νοθευμϋνο LSD και οι επακϐλουθεσ μεταβολϋσ του DNA που δημιουργοϑν τισ πυροκινητικϋσ ικανϐτητεσ τησ Σςϊρλι Μαγκύ ςτο Δϑναμη Πυρϐσ) δεν εύναι και τϐςο καλϋσ. ήμωσ, η πραγματικό ζωό ςπϊνια διαθϋτει αυτϐ που οι παραγωγού ταινιϔν αποκαλοϑν φϋτοσ «ϊξονα κινότρου» -το ϋχετε προςϋξει; Δεν ξϋρω εςεύσ, αλλϊ εμϋνα κανϋνασ δε μου ϋδωςε ποτϋ ϋνα εγχειρύδιο με οδηγύεσ λειτουργύασ· απλϔσ προχωρϊω κουτςϊ ςτραβϊ, ϐπωσ μπορϔ, ξϋροντασ ϐτι τελικϊ δεν πρϐκειται να βγω ζωντανϐσ, αλλϊ παςχύζοντασ να μην τα ςκατϔςω πϊρα πολϑ ςτο μεταξϑ. τα διηγόματα, ο ςυγγραφϋασ ϋχει καμιϊ φορϊ την ϊνεςη να πει, «Αυτϐ ςυνϋβη. Μη με ρωτϊτε γιατύ». Η ιςτορύα του δϑςτυχου Φϊουαρντ Μύτλα εύναι τϋτοιου εύδουσ και νομύζω ϐτι οι προςπϊθειεσ του να αντιμετωπύςει το δϊχτυλο που βγαύνει απϐ 1046
το νιπτόρα του μπϊνιου του ενϔ παρακολουθεύ ϋνα τηλεπαιχνύδι αποτελοϑν μια απολϑτωσ βϊςιμη μεταφορϊ για το πϔσ τα βγϊζουμε πϋρα με τισ δυςϊρεςτεσ εκπλόξεισ που η ζωό επιφυλϊςςει λύγο πολϑ ςε ϐλουσ μασ: κακοόθεισ ϐγκουσ, δυςτυχόματα, εφιαλτικϋσ ςυμπτϔςεισ. Εύναι αποκλειςτικϐ προνϐμιο τησ φανταςτικόσ ιςτορύασ να απαντόςει ςτο ερϔτημα, «Γιατύ ςυμβαύνουν ϊςχημα πρϊγματα ςε καλοϑσ ανθρϔπουσ;» λϋγοντασ: «Πφ... μη ρωτϊσ». ε μια ιςτορύα φανταςύασ, αυτό η θολό απϊντηςη φαύνεται να μασ ικανοποιεύ. Σελικϊ, δεν αποκλεύεται να εύναι το μεγϊλο ηθικϐ ατοϑ του ανθρϔπινου εύδουσ: ςτην καλϑτερη περύπτωςη μπορεύ ν' ανούξει ϋνα παρϊθυρο (ό ϋνα εξομολογητόριο) ςτισ υπαρξιακϋσ ανηςυχύεσ τησ εφόμερησ ζωόσ μασ. Δεν εύναι η αϋναη κύνηςη... αλλϊ εύναι κϊτι κι αυτϐ, εδϔ που τα λϋμε. «Σελικϊ, Ϊχουν Ϊνα Σρομερϐ υγκρϐτημα»— ' αυτϐ το βιβλύο υπϊρχουν τουλϊχιςτον δυο διηγόματα με θϋμα την «παρϊξενη μικρό πϐλη», ϐπωσ τη βλϋπει η βαςικό ηρωύδα. Αυτϐ εύναι το ϋνα· το δεϑτερο εύναι «Η Εποχό των Βροχϔν». θα υπϊρξουν αναγνϔςτεσ που θα ςκεφτοϑν ϐτι επιςκϋπτομαι ςυχνϐτερα απ' ϐ,τι χρειϊζεται την «παρϊξενη μικρό πϐλη», καθϔσ και ϊλλοι που μπορεύ να βρουν ομοιϐτητεσ ανϊμεςα ς' αυτϊ τα δυο διηγόματα και ς' ϋνα παλιϐτερο με τύτλο «Σα Παιδιϊ του Καλαμποκιοϑ». Ομοιϐτητεσ υπϊρχουν. Αυτϐ, ϐμωσ, ςημαύνει πωσ το «υγκρϐτημα» και η «Εποχό» εύναι δεύγματα αυτοεπανϊληψησ; Σο ζότημα εύναι λεπτϐ και ο κϊθε αναγνϔςτησ ασ δϔςει την απϊντηςη μϐνοσ του ό μϐνη τησ. Η δικό μου απϊντηςη εύναι ϐχι. (Υυςικϊ και εύναι ϐχι, τι ϊλλο θα ϋλεγα;) Νομύζω πωσ υπϊρχει μεγϊλη διαφορϊ ανϊμεςα ςτο να δουλεϑεισ με παραδοςιακϋσ φϐρμεσ και ςτην αυτοεπανϊληψη. Πϊρτε για παρϊδειγμα τα μπλουζ. την ουςύα υπϊρχουν δυο κλαςικού δρϐμοι ϐςον αφορϊ τα ακϐρντα ςτην κιθϊρα. Πεύτε 1047
μου τϔρα το εξόσ: Επειδό ο Σζον Λη Φοϑκερ παύζει ςχεδϐν ϐλα του τα κομμϊτια ςτο κλειδύ του λα ό ατϐ κλειδύ του μι, πϊει να πει ϐτι λειτουργεύ με αυτϐματο πιλϐτο, επαναλαμβϊνοντασ το ύδιο πρϊγμα ξανϊ και ξανϊ; Οι περιςςϐτεροι απϐ τουσ θαυμαςτϋσ του Σζον Λη Φοϑκερ (για να μην αναφϋρουμε τουσ θαυμαςτϋσ του Μπο Ντύντλει, του Μϊντι Γουϐτερσ, του Υιοϑρι Λοϑισ και των ϊλλων μεγϊλων) θα απαντοϑςαν αρνητικϊ. ημαςύα δεν ϋχει ςε τι κλειδύ παύζεισ, θα ϋλεγαν αυτού οι φανατικού των μπλουζ· ςημαςύα ϋχει τι ψυχό βϊζεισ ςτο τραγοϑδι. Σο ύδιο κι εδϔ. το ευρϑ πεδύο των ιςτοριϔν τρϐμου υπϊρχουν αρχϋτυπα που ξεχωρύζουν και κυριαρχοϑν ϐπωσ ϋνα οροπϋδιο ςτην ϋρημο. Σο ςτοιχειωμϋνο ςπύτι· η επιςτροφό απϐ τον τϊφο· η παρϊξενη μικρό πϐλη. Σο ζότημα δεν εύναι ποιο εύναι το θϋμα, αν με καταλαβαύνετε. Εδϔ μιλϊμε, ςε γενικϋσ γραμμϋσ, για λογοτεχνύα των νευρικϔν απολόξεων και των μυώκϔν ςυςπϊςεων, οπϐτε το ζότημα εύναι το τι αιςθϊνεται κανεύσ. Αυτϐ που αιςθϊνθηκα εγϔ -η ϔθηςη για να γρϊψω αυτϐ το διόγημαόταν το πϐςο αυθεντικϊ ανατριχιαςτικϐ εύναι το γεγονϐσ ϐτι τϐςοι πολλού μουςικού τησ ροκ ϋχουν πεθϊνει νϋοι ό κϊτω απϐ ϊςχημεσ ςυνθόκεσ. Εύναι ϋνασ ςτατιςτικϐσ εφιϊλτησ. Πολλού νεαρού οπαδού τησ ροκ θεωροϑν αυτό την υψηλό θνηςιμϐτητα ρομαντικό, αλλϊ ϐταν ϋχεισ περϊςει χορεϑοντασ απϐ τουσ Πλϊτερσ ωσ τον Ωισ Σι, ϐπωσ εγϔ, αρχύζεισ να βλϋπεισ και μια ςκοτεινό πλευρϊ, την πλευρϊ ενϐσ ϑπουλου φαρμακεροϑ φιδιοϑ. Αυτϐ προςπϊθηςα να εκφρϊςω εδϔ, αν και νομύζω ϐτι η ιςτορύα αρχύζει να ςαλεϑει, να ςϋρνεται, να τρυπϔνει και να χιμϊει ςτισ ϋξι ό οχτϔ τελευταύεσ ςελύδεσ. «Παρϊδοςη Κατ' Ούκον»— Αυτό εύναι η μϐνη ιςτορύα του βιβλύου που γρϊφτηκε κατϊ παραγγελύα. Ο Σζον κιπ και ο Κρεγκ πϋκτορ (ςυγγραφεύσ των The Light at the End, The Bridge και πολλϔν ϊλλων εξαιρετικϔν μυθιςτορημϊτων τρϐμου 1048
του εύδουσ ςπλϊτερ) εύχαν την ιδϋα μιασ ανθολογύασ διηγημϊτων, τα οπούα θα εξερευνοϑςαν το πϔσ θα όταν τα πρϊγματα αν κυρύευαν τον κϐςμο τα ζϐμπι τησ τριλογύασ του Σζορτζ Ρομϋρο (Η Νϑχτα των Ζωντανϔν Νεκρϔν, Η Αυγό των Ζωντανϔν Νεκρϔν, Η Μϋρα των Ζωντανϔν Νεκρϔν. Η ιδϋα ϋβαλε μπουρλϐτο ςτη φανταςύα μου και το αποτϋλεςμα όταν αυτϐ το διόγημα, που διαδραματύζεται ς' ϋνα νηςύ ςτ' ανοιχτϊ τησ ακτόσ του Μϋιν. «Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου»— τισ αρχϋσ τησ δεκαετύασ του ογδϐντα, ο Ρύτςαρντ Μπϊκμαν αγωνιζϐταν να γρϊψει ϋνα μυθιςτϐρημα με τύτλο Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου. Αφοροϑςε ϋναν ανεξϊρτητο επαγγελματύα δολοφϐνο, ονϐματι Κλϊιβ Μπϊνινγκ, που προςλαμβϊνεται για να οργανϔςει μια ομϊδα απϐ ομοώδεϊτεσ ψυχοπαθεύσ και να ςκοτϔςει ϋναν αριθμϐ απϐ ιςχυρϋσ προςωπικϐτητεσ του οργανωμϋνου εγκλόματοσ ςτη διϊρκεια ενϐσ γϊμου. Ο Μπϊνινγκ και η ςυμμορύα του τα καταφϋρνουν, μετατρϋπουν το γϊμο ςε λουτρϐ αύματοσ και ςτη ςυνϋχεια προδύδονται απϐ τουσ εργοδϐτεσ τουσ, που αρχύζουν να τουσ ςκοτϔνουν ϋναν ϋναν. Σο μυθιςτϐρημα όταν το χρονικϐ των προςπαθειϔν του Μπϊνινγκ να γλιτϔςει απϐ τη θεομηνύα που ο ύδιοσ εύχε προκαλϋςει. Σο βιβλύο εκεύνο όταν κακό δουλειϊ, ϋργο μιασ ϊςχημησ περιϐδου τησ ζωόσ μου, ϐταν πολλϊ απϐ τα πρϊγματα που μϋχρι τϐτε πόγαιναν καλϊ, ξαφνικϊ κατϋρρευςαν παταγωδϔσ. Ο Ρύτςαρντ Μπϊκμαν πϋθανε ςτη διϊρκεια εκεύνησ τησ περιϐδου, αφόνοντασ πύςω του δυο ατελό ϋργα: μια ςχεδϐν ολοκληρωμϋνη νουβϋλα με τύτλο Machine's Way, που την υπϋγραφε με το ούκο τον ψευδϔνυμο ωσ Σζορτζ ταρκ, κι ϋξι κεφϊλαια απϐ το ήμορφο Αλογϊκι Μου. Ψσ λογοτεχνικϐσ εκτελεςτόσ τησ διαθόκησ του Ρύτςαρντ, διαςκεϑαςα το Machine's Way ςε μυθιςτϐρημα με τον τύτλο Σο Πρϐςωπο τον Υϐβου και το εξϋδωςα με το ϐνομα μου (δεν παρϋλειψα ωςτϐςο να αναφϋρω 1049
τον Μπϊκμαν). Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου το πϋταξα ςτα ϊχρηςτα... εκτϐσ απϐ μια ςϑντομη αναδρομό ςτο παρελθϐν ϐπου ο Μπϊνινγκ, ενϔ ετοιμϊζεται για τη φονικό επύθεςη ςτη γαμόλια δεξύωςη, θυμϊται τι του ϋλεγε ο παπποϑσ του για την εϑπλαςτη φϑςη του χρϐνου. Ανακαλϑπτοντασ αυτϐ το κομμϊτι —τϐςο υπϋροχα πλόρεσ, που αποτελοϑςε διόγημα απϐ μϐνο τουϋνιωςα ςαν να εύχα βρει ϋνα τριαντϊφυλλο να φυτρϔνει ςτα ςκουπύδια. Σο πόρα νιϔθοντασ απϋραντη ευχαρύςτηςη. Αποδεύχτηκε ϋνα απϐ τα λύγα καλϊ πρϊγματα που εύχα γρϊψει ςτη διϊρκεια μιασ εξαιρετικϊ κακόσ χρονιϊσ. «Σο ήμορφο Αλογϊκι Μου» πρωτοδημοςιεϑτηκε ςε μια πανϊκριβη (και παραφορτωμϋνη, κατϊ την ταπεινό μου γνϔμη) ϋκδοςη του Μουςεύου Γουύτνι. Αργϐτερα κυκλοφϐρηςε ςε μια ελαφρϔσ πιο προςιτό (αλλϊ και πϊλι πανϊκριβη και παραφορτωμϋνη, κατϊ την ταπεινό μου γνϔμη) ϋκδοςη του Ωλμπερτ Α. Κνοπφ. Και τϔρα χαύρομαι που το βλϋπω ραφιναριςμϋνο και λύγο πιο ξεκϊθαρο, ϐπωσ ύςωσ θα ϋπρεπε να όταν απϐ την αρχό —ϊλλο ϋνα διόγημα, λύγο καλϑτερο απϐ μερικϊ, ϐχι τϐςο καλϐ ϐςο κϊποια ϊλλα. «υγνϔμη, ωςτϐ Νοϑμερο»- θυμϊςτε πϔσ ξεκύνηςα, πριν απϐ ϋνα διςεκατομμϑριο ςελύδεσ, μιλϔντασ για Σα Απύςτευτα του Ρύπλι; Ε, λοιπϐν, το «υγνϔμη, ωςτϐ Νοϑμερο» ςχεδϐν ανόκει ς' αυτϊ. Μου όρθε η ιδϋα ενϐσ μικροϑ ϋργου για την τηλεϐραςη ϋνα βρϊδυ που επϋςτρεφα ςτο ςπύτι μου αφοϑ εύχα αγορϊςει ϋνα ζευγϊρι παποϑτςια. Τποθϋτω ϐτι εύχε «οπτικοποιημϋνη» μορφό, γιατύ η μετϊδοςη απϐ την τηλεϐραςη ενϐσ ϋργου παύζει βαςικϐ ρϐλο ςτην ιςτορύα. Σην ϋγραψα ςχεδϐν ϐπωσ παρουςιϊζεται ς' αυτϐ το βιβλύο, μϋςα ςε δυο μϋρεσ περύπου. Ο πρϊκτορασ μου ςτη Δυτικό Ακτό —αυτϐσ που κλεύνει τισ ςυμφωνύεσ για κινηματογραφικϋσ ταινύεσ— την εύχε ςτα χϋρια του ςτο τϋλοσ τησ εβδομϊδασ. Νωρύσ την επϐμενη βδομϊδα, τη διϊβαςε ο τύβεν πύλμπεργκ για τισ Εκπληκτικϋσ 1050
Ιςτορύεσ, μια τηλεοπτικό ςειρϊ τησ οπούασ όταν παραγωγϐσ εκεύνη την εποχό (αλλϊ που ακϐμα δεν εύχε αρχύςει να προβϊλλεται). Ο πύλμπεργκ την απϋρριψε (εύπε ϐτι ϋψαχναν για πιο «αιςιϐδοξεσ» Εκπληκτικϋσ Ιςτορύεσ) κι ϋτςι την πόγα ςτον παλιϐ μου ςυνεργϊτη και καλϐ φύλο Ρύτςαρντ Ρουμπινςτϊιν, που εκεύνη την εποχό εύχε μια ςειρϊ με τύτλο Ιςτο- ρύεσ απϐ τη κοτεινό Πλευρϊ, η οπούα προβαλλϐταν ςε εθνικϐ τηλεοπτικϐ δύκτυο. Δε θα πω ϐτι ο Ρύτςαρντ ςυγκινεύται μϋχρι δακρϑων ϐταν υπϊρχει χϊπι-εντ —του αρϋςει το «ϋζηςαν αυτού καλϊ κι εμεύσ καλϑτερα» ϐςο ςτον καθϋνα νομύζω— αλλϊ ποτϋ δεν ϋχει γυρύςει την πλϊτη του ς' ϋνα ψυχοπλακωτικϐ ϋργο. Ωλλωςτε, χϊρη ς' αυτϐν γυρύςτηκε το Νεκροταφεύο Ζϔων (το Νεκροταφεύο Ζϔων και το Θϋλμα και Λουύζ εύναι, νομύζω, οι μοναδικϋσ μεγϊλεσ κινηματογραφικϋσ παραγωγϋσ του Φϐλιγουντ απϐ τα τϋλη τησ δεκαετύασ του εβδομόντα ςτισ οπούεσ πεθαύνει ςτο τϋλοσ ο βαςικϐσ χαρακτόρασ ό χαρακτόρεσ). Ο Ρύτςαρντ αγϐραςε το «υγνϔμη» τη μϋρα που το διϊβαςε και μια δυο βδομϊδεσ αργϐτερα ϊρχιςαν τα γυρύςματα. Ϊνα μόνα μετϊ προβλόθηκε ςτην τηλεϐραςη... ωσ το πρϔτο επειςϐδιο τησ νϋασ τηλεοπτικόσ ςεζϐν, αν δε με απατϊ η μνόμη μου. Εξακολουθεύ να εύναι η πιο γρόγορη μεταφορϊ μιασ ιδϋασ ςτην οθϐνη που ϋχω ακοϑςει ποτϋ. Με την ευκαιρύα, η παροϑςα εκδοχό εύναι το πρϔτο μου ςχϋδιο, που εύναι λύγο πιο μεγϊλο και πιο ςϑνθετο απϐ το τελικϐ ςενϊριο, το οπούο απαιτοϑςε μϐνο δϑο ςκηνικϊ για λϐγουσ οικονομύασ. Περιλαμβϊνεται ς' αυτό τη ςυλλογό ωσ παρϊδειγμα ενϐσ ϊλλου εύδουσ αφόγηςησ... διαφορετικϐ αλλϊ εξύςου ϋγκυρο με οποιοδόποτε ϊλλο. «Οι Ωνθρωποι των Δϋκα»— Σο καλοκαύρι του 1992 περπατοϑςα ςτο κϋντρο τησ Βοςτϐνησ, ψϊχνοντασ για μια διεϑθυνςη που δεν μποροϑςα να βρω. Σελικϊ βρόκα το μϋροσ που αναζητοϑςα, αλλϊ πρϔτα «βρόκα» αυτϐ το διόγημα. Σο 1051
κυνόγι τησ διεϑθυνςησ ϋλαβε χϔρα γϑρω ςτισ δϋκα το πρωύ και καθϔσ βϊδιζα ϊρχιςα να προςϋχω ομϊδεσ ανθρϔπων μπροςτϊ ςε ϐλα τα πολυτελό πολυϔροφα κτύρια, ομϊδεσ που, απϐ κοινωνιολογικό ϊποψη, δεν εύχαν καμύα ςυνοχό. Μαραγκού ϋκαναν παρϋα με επιχειρηματύεσ, θυρωρού εύχαν ςτόςει ψιλό κουβϋντα με καλοχτενιςμϋνεσ και ακριβϊ ντυμϋνεσ κυρύεσ, κλητόρεσ και γραμματεύσ διευθυντϔν μιλοϑςαν περύ ανϋμων και υδϊτων. Αφοϑ προβληματύςτηκα επύ μιςό ϔρα, ύςωσ και παραπϊνω, γι' αυτϋσ τισ ομϊδεσ, κατϊλαβα: για μια ςυγκεκριμϋνη τϊξη κατούκων των αμερικανικϔν πϐλεων, ο εθιςμϐσ ϋχει μετατρϋψει το διϊλειμμα για καφϋ ςε διϊλειμμα για τςιγϊρο. Σα πολυτελό κτύρια εύναι τϔρα περιοχϋσ ϐπου απαγορεϑεται το κϊπνιςμα, καθϔσ η Αμερικό περνϊει όρεμα μια απϐ τισ πιο εκπληκτικϋσ μεταβολϋσ του αιϔνα· εξαγνύζουμε τουσ εαυτοϑσ μασ απϐ την παλιϊ κακό ςυνόθεια, το κϊνουμε χωρύσ ιδιαύτερεσ φαμφϊρεσ και το αποτϋλεςμα εύναι κϐποιεσ πολϑ παρϊξενεσ εκδηλϔςεισ κοινωνικόσ ςυμπεριφορϊσ. ήςοι αρνοϑνται να κϐψουν την παλιϊ κακό ςυνόθεια τουσ -οι Ωνθρωποι των Δϋκα του τύτλου- ανόκουν ς' αυτό την κατηγορύα. Η ιςτορύα γρϊφτηκε απλϔσ για να ψυχαγωγόςει, αλλϊ ελπύζω ϐτι ϋχει να πει κϊτι ενδιαφϋρον για ϋνα κϑμα αλλαγόσ που, προςωρινϊ τουλϊχιςτον, ϋχει αναβιϔςει μερικϋσ πλευρϋσ των χϔρων «ύςοι, αλλϊ χωριςτϊ» των δεκαετιϔν του ςαρϊντα και του πενόντα. «Σο πύτι τησ Μϋιπλ τρητ»— θυμϊςτε τον Ρύτςαρντ Ρουμπινςτϊιν, το φύλο μου τον παραγωγϐ; Ϋταν ο τϑποσ που μου ϋςτειλε το πρϔτο μου αντύτυπο απϐ το βιβλύο Σα Μυςτόρια του Φϊρισ Μπϊρντικ του Κρισ Βαν Ωλςμπεργκ. Ο Ρύτςαρντ εύχε βϊλει κι ϋνα ςημεύωμα γραμμϋνο με τα ϐλο γωνύεσ γρϊμματα του. «Θα ςου αρϋςει αυτϐ», ϋγραφε το ςημεύωμα και δε χρειαζϐταν να λϋει τύποτε ϊλλο. Πρϊγματι μου ϊρεςε. 1052
Σο βιβλύο εύναι μια ςειρϊ απϐ ςχϋδια, τύτλουσ και λεζϊντεσ που ϋχει φτιϊξει ο επϔνυμοσ κϑριοσ Μπϊρντικ —οι ύδιεσ οι ιςτορύεσ δεν παρατύθενται. Κϊθε ςυνδυαςμϐσ εικϐνασ, τύτλου και λεζϊντασ λειτουργεύ ωσ ϋνα εύδοσ μελανοκηλύδασ Ρϐρςαχ, προςφϋροντασ ύςωσ ςτο μυαλϐ του θεατό/αναγνϔςτη πολϑ περιςςϐτερεσ ενδεύξεισ απ' ϐ,τι ςκϐπευε να δϔςει ο κϑριοσ Βαν Ωλςμπεργκ. Μύα απϐ τισ αγαπημϋνεσ μου εικϐνεσ δεύχνει ϋναν ϊντρα που κρατϊει ςτα χϋρια του μια καρϋκλα —προφανϔσ ετοιμϊζεται να τη χρηςιμοποιόςει ωσ ςτειλιϊρι αν χρειαςτεύ— και κοιτϊζει ϋναν παρϊξενο και μϊλλον ζωντανϐ ϐγκο κϊτω απϐ το χαλύ του ςαλονιοϑ. «Πϋραςαν δϑο βδομϊδεσ και ςυνϋβη ξανϊ», γρϊφει η λεζϊντα. Δεδομϋνων των ςυναιςθημϊτων μου για το κύνητρο, το ενδιαφϋρον μου γι' αυτϐ το πρϊγμα θα 'πρεπε να 'ναι ξεκϊθαρο. Σι ςυνϋβη ξανϊ μετϊ απϐ δϑο βδομϊδεσ; Δε νομύζω ϐτι ϋχει ςημαςύα. τουσ χειρϐτερουσ εφιϊλτεσ μασ, υπϊρχουν μϐνο αντωνυμύεσ για τα πρϊγματα που μασ καταδιϔκουν και μασ κϊνουν να ξυπνϊμε ιδρωμϋνοι, με ρύγη φρύκησ και ανακοϑφιςησ. Η γυναύκα μου, η Σϊμπιθα, γοητεϑτηκε ϐπωσ εγϔ απϐ Σα Μυςτόρια του Φϊρισ Μπϊρντικ και πρϐτεινε να γρϊψουν ϐλα τα μϋλη τησ οικογϋνειασ μασ ϋνα διόγημα βαςιςμϋνο ςε μύα απϐ τισ εικϐνεσ. Εκεύνη ϋγραψε ϋνα. Σο ύδιο και ο μικρϐτεροσ γιοσ μασ ο ήουεν (που τϐτε όταν δϔδεκα χρονϔν). Η Σϊμπι διϊλεξε την πρϔτη εικϐνα του βιβλύου. Ο ήουεν διϊλεξε μύα απϐ τη μϋςη. Εγϔ διϊλεξα την τελευταύα. Περιϋλαβα ς' αυτϐ το βιβλύο το αποτϋλεςμα τησ προςπϊθειασ μου, με την ευγενικό ϊδεια του Κρισ Βαν Ωλςμπεργκ. Δεν ϋχω τύποτε ϊλλο να προςθϋςω, εκτϐσ απϐ το ϐτι ϋχω διαβϊςει μια ελαφρϔσ περικομμϋνη εκδοχό αυτοϑ του διηγόματοσ ςε παιδϊκια τησ τετϊρτησ και πϋμπτησ δημοτικοϑ πολλϋσ φορϋσ ςτα τρύα τϋςςερα τελευταύα χρϐνια και τουσ ϊρεςε πολϑ. Ϊχω την εντϑπωςη ϐτι αυτϐ που πραγματικϊ τουσ ενθουςύαςε όταν η ιδϋα τησ εκτϐξευςησ του Κακοϑ Πατριοϑ 1053
ςτο Διϊςτημα. Κι εμϋνα αυτϐ μου ϊρεςε περιςςϐτερο. Σο διόγημα δεν ϋχει δημοςιευτεύ ξανϊ, κυρύωσ εξαιτύασ τησ μπερδεμϋνησ προϋλευςησ του και χαύρομαι πολϑ που το παρουςιϊζω εδϔ. Μακϊρι να μποροϑςα να παρουςιϊςω και τα διηγόματα τησ γυναύκασ και του γιου μου. «Σο Πϋμπτο Σϋταρτο»- Πϊλι Μπϊκμαν. Ϋ, ύςωσ, Σζορτζ ταρκ. «Η Σελευταύα Τπϐθεςη του Γιοϑμνι»- Εύναι φανερϐ ϐτι πρϐκειται για μύμηςη και απϐ αυτό την ϊποψη αποτελεύ ζευγϊρι με το διόγημα «Η Τπϐθεςη του Γιατροϑ», μϐνο που αυτϐ εδϔ εύναι λύγο πιο φιλϐδοξο. Λϊτρεψα τον Ρϋιμοντ Σςϊντλερ και τον Ροσ Μακντϐναλντ απϐ τη ςτιγμό που τουσ ανακϊλυψα ςτο κολϋγιο (αν και θεωρϔ διδακτικϐ και λύγο τρομακτικϐ να παρατηρόςω ϐτι, ενϔ ο Σςϊντλερ ςυνεχύζει να διαβϊζεται και να ςυζητιϋται, τα τϐςο εκθειαςμϋνα μυθιςτορόματα του Μακντϐναλντ με τον Λιου Ωρτςερ εύναι ςόμερα ελϊχιςτα γνωςτϊ ϋξω απϐ το μικρϐ κϑκλο των θαυμαςτϔν των νουϊρ μυθιςτορημϊτων) και νομύζω ϐτι αυτϐ που διόγειρε τη φανταςύα μου όταν η γλϔςςα εκεύνων των ιςτοριϔν. Μου ϊνοιξε εντελϔσ νϋουσ ορύζοντεσ, που γοότευαν αφϊνταςτα την καρδιϊ και το μυαλϐ ενϐσ μοναχικοϑ νεαροϑ, ϐπωσ όμουν εκεύνη την εποχό. Επύςησ, όταν ϋνα ςτυλ εκπληκτικϊ εϑκολο να αντιγραφεύ, ϐπωσ ανακϊλυψαν κϊπου πενόντα ςυγγραφεύσ τα τελευταύα εύκοςι με τριϊντα χρϐνια. Για πολϑ καιρϐ ϋμεινα μακριϊ απϐ αυτό την «τςαντλερικό» φωνό, γιατύ δεν εύχα ποϑ να τη χρηςιμοποιόςω... δεν εύχα τύποτα δικϐ μου να πω με το ϑφοσ του Υύλιπ Μϊρλοου. Ϊπειτα, κϊποια μϋρα εύχα κϊτι να πω. «Γρϊψτε για πρϊγματα που ξϋρετε», λϋνε οι οφού Γϋροντεσ ς' εμϊσ, τα φτωχϊ και εφόμερα απομεινϊρια του τερν, του Ντύκενσ, του Ντεφϐε και του Μϋλβιλ. Για μϋνα αυτϐ ςημαύνει να γρϊφω για τη 1054
διδαςκαλύα, τη ςυγγραφό και το παύξιμο τησ κιθϊρασ... αν κι ϐχι απαραύτητα μ' αυτό τη ςειρϊ. ήςον αφορϊ τη δικό μου καριϋρα ςτο να γρϊφω ςχετικϊ με τη ςυγγραφό, θυμϊμαι μια ατϊκα που ϊκουςα απϐ τον Σςετ Ωτκινσ ϋνα βρϊδυ ςτο ήςτιν ύτι Λύμιτσ. Αφοϑ προςπαθοϑςε μϊταια επύ ϋνα ό δϑο λεπτϊ να κουρδύςει την κιθϊρα του, ςόκωςε το κεφϊλι του και εύπε προσ το ακροατόριο: «Μου πόρε ςχεδϐν εύκοςι πϋντε χρϐνια να ανακαλϑψω ϐτι δεν όμουν πολϑ καλϐσ ς' αυτϐ το κομμϊτι τησ δουλειϊσ, αλλϊ τϐτε όμουν πια πολϑ πλοϑςιοσ για να τα παρατόςω». Σο ύδιο ςυνϋβη και ς' εμϋνα. Υαύνεται ϐτι εύναι γραφτϐ μου να επιςτρϋφω ς' εκεύνη την παρϊξενη μικρό πϐλη -εύτε λϋγεται Παρϊδειςοσ του Ροκ εντ Ρολ ςτο ήρεγκον, Γκϊτλιν ςτη Νεμπρϊςκα ό Γουύλοου ςτο Μϋιν- κι επύςησ φαύνεται ϐτι εύναι γραφτϐ μου να επιςτρϋφω ςυνϋχεια ς' αυτϐ που κϊνω. Σο ερϔτημα που με κατατρϋχει και με τςιγκλϊει και που ποτϋ δε θα πϊψει τελεύωσ να υφύςταται εύναι το εξόσ: Ποιοσ εύμαι ϐταν γρϊφω; Ποιοι εύςτε εςεύσ εδϔ που τα λϋμε; Σι ακριβϔσ ςυμβαύνει εδϔ, γιατύ ςυμβαύνει και τελικϊ ϋχει καμιϊ ςημαςύα; Ετςι, ϋχοντασ αυτϊ τα ερωτηματικϊ ςτο μυαλϐ μου, φϐρεςα την αλϊ αμ πϋιντ ρεποϑμπλικα μου, ϊναψα ϋνα Λϊκι τρϊικ (μεταφορικϊ μιλϔντασ, ςτισ μϋρεσ μασ) κι ϊρχιςα να γρϊφω. Σο αποτϋλεςμα όταν η «Σελευταύα Τπϐθεςη του Γιοϑμνι» και απ' ϐλα τα διηγόματα ςε τοϑτο το βιβλύο εύναι αυτϐ που μου αρϋςει περιςςϐτερο. Αυτό εύναι η πρϔτη φορϊ που δημοςιεϑεται. «Κϊτω το Κεφϊλι»— Σο πρϔτο πρϊγμα που ϋγραψα επύ πληρωμό όταν τα αθλητικϊ (για κϊμποςο καιρϐ κρατοϑςα μϐνοσ μου ολϐκληρο το τμόμα των αθλητικϔν τησ εβδομαδιαύασ Λύςμπον Εντερπρϊιζ), αλλϊ αυτϐ δεν ϋκανε καθϐλου πιο εϑκολο αυτϐ το κομμϊτι. Σο ϐτι βριςκϐμουν κοντϊ ςτην ομϊδα τησ Μπϊνγκορ Γουϋςτ ϐταν εύχε αυτό την απρϐςμενη ϊνοδο ςτο 1055
Πολιτειακϐ Πρωτϊθλημα όταν εύτε καθαρό τϑχη εύτε καθαρό μούρα, ανϊλογα με τα πιςτεϑω ςου ϐςον αφορϊ την πιθανό ϑπαρξη μιασ ανϔτερησ δϑναμησ. Εγϔ κλύνω προσ την ϊποψη ϐτι υπϊρχει μια ανϔτερη δϑναμη, αλλϊ, ϋτςι κι αλλιϔσ, βριςκϐμουν εκεύ γιατύ ςυμμετεύχε ςτην ομϊδα ο γιοσ μου. Ψςτϐςο, ςυνειδητοπούηςα γρόγορα —πιο γρόγορα, νομύζω, απϐ τον Ντϋιβ Μϊνςφιλντ, τον Ρον εντ Πιερ ό τον Νιλ Γουϐτερμαν— ϐτι κϊτι πολϑ εξαιρετικϐ ςυνϋβαινε ό προςπαθοϑςε να ςυμβεύ. Δεν όθελα ιδιαύτερα να γρϊψω γι' αυτϐ, αλλϊ κϊτι μου ϋλεγε ςυνϋχεια ϐτι ϋπρεπε να το κϊνω. Η μϋθοδοσ εργαςύασ μου ϐταν νιϔθω εκτϐσ του ςτοιχεύου μου εύναι τρομερϊ απλό: βϊζω κϊτω το κεφϊλι και τρϋχω ϐςο πιο γρόγορα μπορϔ, για ϐςο πιο πολϑ μπορϔ. Αυτϐ ϋκανα εδϔ, ςυγκεντρϔνοντασ ντοκουμϋντα ςαν τρελό κουροϑνα κι απλϔσ προςπαθϔντασ να βρύςκομαι πϊντα δύπλα ςτην ομϊδα. Για ϋνα μόνα περύπου όταν ςαν να ζοϑςα μϋςα ς' ϋνα απϐ κεύνα τα γλυκανϊλατα αθλητικϊ μυθιςτορόματα που οι περιςςϐτεροι απϐ μασ τουσ ϊντρεσ ϋχουν διαβϊςει για να ςκοτϔςουν την ϔρα τουσ κϊποια βαρετϊ απογεϑματα: Εμπρϐσ για τη Δϐξα, Με Δϑναμη Μπροςτϊ και κϊποια ςποραδικϊ λαμπρϊ παραδεύγματα ϐπωσ Ο Μικρϐσ τον Σϐμκινςβιλ, του Σζον Ρ. Σοϑνισ. Δϑςκολο ό ϐχι, το «Κϊτω το Κεφϊλι» όταν η ευκαιρύα μιασ ζωόσ και, προτοϑ τελειϔςω, ο Σςιπ Μαγκρϊθ απϐ το Νιοϑ Γιϐρκερ εύχε βγϊλει απϐ μϋςα μου την καλϑτερη μυθιςτορηματικό γραφό τησ ζωόσ μου. Σον ευχαριςτϔ γι' αυτϐ, αλλϊ οφεύλω τισ περιςςϐτερεσ ευχαριςτύεσ ςτον ήουεν και ςτουσ ςυμπαύκτεσ του, που τα πραγματοπούηςαν ϐλα αυτϊ κι ϋπειτα μου ϋδωςαν την ϊδεια να δημοςιεϑςω τη δικό μου εκδοχό. «Αϑγουςτοσ ςτο Μπροϑκλιν»— Αυτϐ φυςικϊ πϊει πακϋτο με το «Κϊτω το Κεφϊλι», αλλϊ υπϊρχει ϋνασ καλϑτεροσ λϐγοσ που το ϋβαλα εδϔ, ςχεδϐν ςτο τϋλοσ αυτοϑ του μεγϊλου 1056
βιβλύου: δραπϋτευςε απϐ το ανιαρϐ κλουβύ τησ αμφιςβητοϑμενησ φόμησ του δημιουργοϑ του κι ϋζηςε τη δικό του γαλόνια ζωό μακριϊ απ' αυτϐν. Ϊχει δημοςιευτεύ αρκετϋσ φορϋσ ςε διϊφορεσ ανθολογύεσ με αξιοπερύεργα του μπϋιζμπολ και φαύνεται ϐτι επιλϋχθηκε ϐλεσ αυτϋσ τισ φορϋσ απϐ εκδϐτεσ που δεν εύχαν την παραμικρό ιδϋα για το ποιοσ υποτύθεται ϐτι εύμαι ό τι υποτύθεται ϐτι κϊνω. Κι αυτϐ μ' αρϋςει πολϑ. Εντϊξει· βϊλτε το τϔρα ςτο ρϊφι και να εύςτε καλϊ μϋχρι να ξαναβρεθοϑμε. Διαβϊςτε μερικϊ καλϊ βιβλύα κι αν ϋνασ αδερφϐσ ό αδερφό ςασ πϋςει κϊτω και τϑχει να βρεθεύτε μπροςτϊ, βοηθόςτε τον να ςηκωθεύ. το κϊτω κϊτω, την επϐμενη φορϊ ύςωσ να χρειϊζεςτε κι εςεύσ ϋνα χϋρι... ό λύγη βοόθεια για να βγϊλετε απϐ το ςιφϐνι του νιπτόρα εκεύνο το ενοχλητικϐ δϊχτυλο. Μπϊνγκορ, Μϋιν 16 επτεμβρύου 1992
1057
Ο Ζητιϊνοσ και το Διαμϊντι ΗΜΕΙΨΗ ΣΟΤ ΤΓΓΡΑΥΕΑ: Αυτό την ιςτοριοϑλα -μια ινδικό παραβολό ςτην αρχικό μορφό τησ— μου την πρωτοεύπε ο κϑριοσ ουρϋντρα Πϊτελ απϐ το καρςντϋιλ τησ Νϋασ Τϐρκησ. Ϊκανα ελεϑθερη προςαρμογό και ζητϔ ςυγνϔμη απ' ϐςουσ την ξϋρουν με την κανονικό μορφό τησ, ϐπου οι κεντρικού χαρακτόρεσ εύναι ο θεϐσ ύβα και η ςϑζυγοσ του Παρβϊτι. Μια μϋρα ο αρχϊγγελοσ Ουριόλ πόγε ςτο θεϐ ςτενοχωρημϋνοσ. «Σι ςε βαςανύζει;» τον ρϔτηςε ο θεϐσ. «Εύδα κϊτι πολϑ θλιβερϐ», απϊντηςε ο Ουριόλ κι ϋδειξε ανϊμεςα ςτα πϐδια του. «Εκεύ κϊτω». «τη γη;» τον ρϔτηςε ο θεϐσ χαμογελϔντασ. «Α, εκεύ δε λεύπουν τα βϊςανα! Για να δοϑμε». Ϊςκυψαν και κούταξαν μαζύ. Κϊτω χαμηλϊ εύδαν μια ανθρϔπινη φιγοϑρα ντυμϋνη με κουρϋλια να ςϋρνει με κϐπο τα βόματα τησ ς' ϋνα χωματϐδρομο ςτα περύχωρα τησ Σςαντραποϑρ. Ο ϊνθρωποσ αυτϐσ όταν πολϑ αδϑνατοσ και τα πϐδια και τα μπρϊτςα του όταν γεμϊτα πληγϋσ. Κϊθε τϐςο τα ςκυλιϊ τον ϋπαιρναν ςτο κυνόγι γαβγύζοντασ, αυτϐσ, ϐμωσ, ποτϋ δε γϑριζε να τα χτυπόςει με το μπαςτοϑνι του, ακϐμη κι ϐταν του δϊγκωναν τισ φτϋρνεσ. Απλϔσ ςυνϋχιζε με κϐπο το δρϐμο του, ςϋρνοντασ το δεξύ του πϐδι καθϔσ βϊδιζε. Λύγο πιο κϊτω κϊμποςα ϐμορφα, καλοταώςμϋνα παιδιϊ με μοχθηρϊ, χαμογελαςτϊ πρϐςωπα βγόκαν τρϋχοντασ απϐ ϋνα μεγϊλο ςπύτι κι ϊρχιςαν να πετροβολοϑν τον κουρελό ϐταν ϊπλωςε το ϊδειο τϊςι του για να τον ελεόςουν. «Υϑγε απϐ δω, βρομιϊρη!» του φϔναξε ϋνα απ' αυτϊ. «Ωντε να ψοφόςεισ ςτα χωρϊφια!» 1058
Εκεύ όταν που ο Αρχϊγγελοσ Ουριόλ ϋβαλε τα κλϊματα. «Ϊλα, ϋλα», εύπε ο θεϐσ, χτυπϔντασ τον παρηγορητικϊ ςτον ϔμο. «Νϐμιζα ϐτι όςουν πιο δυνατϐσ». «Εύμαι», εύπε ο Ουριόλ, ςκουπύζοντασ τα μϊτια του. «Υταύει που αυτϐσ ο ϊνθρωποσ εκεύ κϊτω ςυγκεντρϔνει ϐλεσ τισ ςυμφορϋσ που ταλαιπωροϑν τα τϋκνα μασ επύ τησ γησ». «Ϊτςι εύναι», εύπε ο θεϐσ. «Αυτϐσ ο φουκαρϊσ εύναι ο Ραμοϑ κι αυτό εύναι η δουλειϊ του. ήταν πεθϊνει, θα πϊρει κϊποιοσ ϊλλοσ τη θϋςη του. Εύναι μια τύμια δουλειϊ». «άςωσ», εύπε ο Ουριόλ και ςκϋπαςε τα μϊτια του ριγϔντασ. «Αλλϊ δεν αντϋχω να τον κοιτϊζω. Η δυςτυχύα του γεμύζει την καρδιϊ μου με ςκοτϊδι». «Σο ςκοτϊδι δεν επιτρϋπεται εδϔ», εύπε ο θεϐσ. «Επομϋνωσ, πρϋπει να παρϋμβω και ν' αλλϊξω αυτϐ που το προκαλεύ. Δεσ εδϔ, καλϋ μου αρχϊγγελε». Ο Ουριόλ κούταξε και εύδε πωσ ο θεϐσ κρατοϑςε ϋνα διαμϊντι μεγϊλο ςαν αβγϐ παγονιοϑ. «Ϊνα διαμϊντι τϋτοιου μεγϋθουσ και ποιϐτητασ αρκεύ για να μην ξαναπεινϊςει ποτϋ ςτη ζωό του ο Ραμοϑ και οι απϐγονοι του για εφτϊ γενεϋσ», παρατόρηςε ο θεϐσ. «Εύναι το καλϑτερο που υπϊρχει ςτη γη. Και τϔρα... για να δοϑμε...» Ϊγειρε μπροςτϊ, ςτηρύζοντασ τα χϋρια Σου ςτα γϐνατα Σου, κρϊτηςε το διαμϊντι ανϊμεςα ςε δυο αραχνοϓφαντα ςυννεφϊκια και το ϊφηςε να πϋςει. Αυτϐσ και ο Ουριόλ το παρακολοϑθηςαν να πϋφτει, ϔςπου προςγειϔθηκε ςτη μϋςη του δρϐμου ϐπου προχωροϑςε ο Ραμοϑ. Σο διαμϊντι όταν τϐςο μεγϊλο και τϐςο βαρϑ, που ο Ραμοϑ ςύγουρα θα το εύχε ακοϑςει ϐταν χτϑπηςε ςτο χϔμα, αν όταν νεϐτεροσ, αλλϊ η ακοό του εύχε εξαςθενόςει δραματικϊ τα τελευταύα χρϐνια, ϐπωσ τα πνευμϐνια του, η πλϊτη του και τα νεφρϊ του. Μϐνο η ϐραςη του παρϋμενε οξϑτατη, ϐπωσ ϐταν όταν εύκοςι ενϐσ χρϐνων. 1059
Καθϔσ ανϋβαινε με κϐπο μια ανηφοριϊ του δρϐμου, αγνοϔντασ ϐτι λύγο πιο πϋρα υπόρχε ϋνα πελϔριο διαμϊντι που ϊςτραφτε και λαμποκοποϑςε κϊτω απϐ τον όλιο, ο Ραμοϑ αναςτϋναξε βαθιϊ... ϋπειτα ςταμϊτηςε, ςτηρύχτηκε ςτο μπαςτοϑνι του και ο αναςτεναγμϐσ μετατρϊπηκε ςε κρύςη βόχα. Πιϊςτηκε με τα δυο του χϋρια απϐ το ραβδύ για ν' αντϋξει και, πϊνω που ο βόχασ ϊρχιςε να υποχωρεύ, το ραβδύ —παλιϐ, ξερϐ και ταλαιπωρημϋνο ϐςο ο ύδιοσ ο Ραμοϑ— ϋςπαςε μ' ϋνα ξερϐ «κρακ» και ο Ραμοϑ ϋπεςε με δϑναμη ςτο χϔμα. Ϊμεινε εκεύ κοιτϊζοντασ τον ουρανϐ κι αναρωτιϐταν γιατύ ο θεϐσ να 'ναι τϐςο ϊςπλαχνοσ. ήλοι ϐςοι αγαποϑςα ϋχουν πεθϊνει, ςκϋφτηκε, ϐχι, ϐμωσ, αυτού που μιςϔ. Γϋραςα και αςχόμυνα τϐςο, που τα ςκυλιϊ με παύρνουν ςτο κυνόγι και τα παιδιϊ με πετροβολϊνε. Σρεισ μόνεσ τϔρα δεν τρϔω τύποτ' ϊλλο απϐ αποφϊγια και πϊνε δϋκα χρϐνια απϐ τϐτε που κϊθιςα για τελευταύα φορϊ ςε τραπϋζι κι ϋφαγα φαγητϐ τησ προκοπόσ με ςυγγενεύσ και φύλουσ. Εύμαι ϋνασ περιπλανϔμενοσ τησ γησ, χωρύσ δικϐ μου ςπύτι. Απϐψε θα πλαγιϊςω κϊτω απϐ κϊποιο δϋντρο ό ϋνα θϊμνο, χωρύσ ςκεπό πϊνω απϐ το κεφϊλι μου να με προςτατεϑει απϐ τη βροχό. Σο ςϔμα μου ϋχει γεμύςει πληγϋσ, η πλϊτη μου πονϊει κι ϐταν πηγαύνω προσ νεροϑ μου βλϋπω αύμα εκεύ που δε θα ϋπρεπε να υπϊρχει. Η καρδιϊ μου εύναι ϊδεια ςαν το τϊςι τησ ζητιανιϊσ μου. Ο Ραμοϑ ςηκϔθηκε ϐρθιοσ αργϊ, μη ξϋροντασ ϐτι μονϊχα εύκοςι μϋτρα κι ϋνα μικρϐ ϑψωμα ϋκρυβαν απϐ τα ολϐγερα ακϐμα μϊτια του το μεγαλϑτερο διαμϊντι του κϐςμου. όκωςε το βλϋμμα του ψηλϊ, ςτο θαμπϐ, γαλϊζιο ουρανϐ. «Εύμαι ϊτυχοσ, θεϋ μου», εύπε. «Δε ε μιςϔ, αλλϊ πολϑ φοβϊμαι πωσ δεν εύςαι φύλοσ μου, οϑτε και κανενϐσ ανθρϔπου φύλοσ». Λϋγοντασ αυτϊ τα λϐγια ξεθϑμανε λιγϊκι και ξανϊρχιςε την κοπιαςτικό πορεύα του, αφοϑ μϊζεψε πρϔτα απϐ το χϔμα το μεγαλϑτερο απϐ τα δυο κομμϊτια του ςπαςμϋνου ραβδιοϑ του. 1060
Ενϔ προχωροϑςε, ϐμωσ, ϊρχιςε να κακύζει τον εαυτϐ του για τη μεμψιμοιρύα του και την αγνωμοςϑνη του προσ το θεϐ. «Κι ϐμωσ υπϊρχουν πρϊγματα για τα οπούα πρϋπει να εύμαι ευγνϔμων», εύπε. «Πρϔτα απ' ϐλα, η μϋρα εύναι εξαιρετικϊ ϐμορφη κι εγϔ, μϋςα ς' ϐλα μου τα χϊλια, ϋχω ακϐμη τα μϊτια μου γερϊ. Για ςκϋψου πϐςο φοβερϐ θα όταν αν όμουν τυφλϐσ!» Και για να το αποδεύξει ςτον εαυτϐ του, ο Ραμοϑ ϋκλειςε ςφιχτϊ τα μϊτια και ςυνϋχιςε το δρϐμο του με ςυρτϊ βόματα, κρατϔντασ το ςπαςμϋνο ραβδύ τεντωμϋνο μπροςτϊ του, ϐπωσ κρατϊει ϋνασ τυφλϐσ το μπαςτοϑνι του. Σο ςκοτϊδι όταν απαύςιο κι αποπνικτικϐ και ο Ραμοϑ δεν όξερε πια ποϑ βριςκϐταν. ε λύγο δεν καταλϊβαινε αν βϊδιζε ακϐμη ςτη μϋςη του δρϐμου ό αν εύχε λοξοδρομόςει και κινδϑνευε να πϋςει ςτο χαντϊκι. Η ςκϋψη του τι θα πϊθαιναν τα γϋρικα, εϑθραυςτα κϐκαλα του ϋτςι κι ϋπεφτε ςτο χαντϊκι τον κατατρϐμαξε, αλλϊ κρϊτηςε τα μϊτια του κλειςτϊ και ςυνϋχιςε να προχωρϊει προσ τα εμπρϐσ. «Αυτϐ εύναι ϐ,τι ςου χρειϊζεται για να γιατρϋψεισ την αχαριςτύα ςου, γϋρο μου!» εύπε ςτον εαυτϐ του. «Για να θυμϊςαι ϐτι μπορεύ να εύςαι ζητιϊνοσ, αλλϊ ϐχι τυφλϐσ ζητιϊνοσ και να χαύρεςαι!» Ο Ραμοϑ δεν ϋπεςε οϑτε ςτο δεξύ οϑτε ςτο αριςτερϐ χαντϊκι, αλλϊ ϐρχηςε να λοξοδρομεύ προσ τα δεξιϊ καθϔσ ϋφταςε ςτην κορυφό του υψϔματοσ κι ϋπιαςε τον κατόφορο. Ϊτςι προςπϋραςε το πελϔριο διαμϊντι που ςτραφτοκοποϑςε πϊνω ςτο χϔμα· το αριςτερϐ του πϐδι πϋραςε μϐλισ πϋντε πϐντουσ απϐ δύπλα του. Καμιϊ τριανταριϊ μϋτρα παρακϊτω, ο Ραμοϑ ϊνοιξε τα μϊτια του. Λαμπερϐ, καλοκαιριϊτικο φωσ τα πλημμϑριςε μεμιϊσ και του φϊνηκε πωσ πλημμϑριςε και το νου του. Κούταξε ολϐχαροσ το γαλανϐ ουρανϐ, τα ςκονιςμϋνα κύτρινα χωρϊφια, την καφετιϊ κορδϋλα του δρϐμου ϐπου πϊνω του βϊδιζε. 1061
Ακολοϑθηςε με το βλϋμμα του το πϋταγμα ενϐσ πουλιοϑ απϐ το ϋνα δϋντρο ςτο ϊλλο γελϔντασ και, παρ' ϐλο που δε ςτρϊφηκε οϑτε μια φορϊ για να δει το τερϊςτιο διαμϊντι που βριςκϐταν πύςω του, ξϋχαςε την πονεμϋνη πλϊτη και τισ ανοιχτϋσ πληγϋσ του. «Θεϋ μου, ς' ευχαριςτϔ που μπορϔ και βλϋπω!» φϔναξε. «' ευχαριςτϔ, Θεϋ μου, γι' αυτϐ, τουλϊχιςτον. Μπορεύ να βρω κϊτι αξύασ ςτο δρϐμο -κϊνα παλιϐ μπουκϊλι να το πουλόςω ςτο παζϊρι ό ακϐμη και κϊνα νϐμιςμα— αλλϊ κι αν δε βρω, θα κοιτϊζω αυτϊ που ϋχω. Θεϋ μου, ς' ευχαριςτϔ που μπορϔ και βλϋπω! ' ευχαριςτϔ που υπϊρχεισ!» Και, ικανοποιημϋνοσ πια, ςυνϋχιςε το δρϐμο του, αφόνοντασ οριςτικϊ το διαμϊντι πύςω του. Σϐτε ο Θεϐσ ϋςκυψε, το μϊζεψε και το ξανϊβαλε κϊτω απϐ το βουνϐ τησ Αφρικόσ απ' ϐπου το εύχε πϊρει. ίςτερα, ςαν να το ςκϋφτηκε εκ των υςτϋρων (αν μπορεύ να πει κανεύσ ϐτι ο Θεϐσ ςκϋφτεται οτιδόποτε εκ των υςτϋρων), ϋκοψε ϋνα γερϐ κλαδύ απϐ ϋνα δϋντρο τησ ςαβϊνασ και το ϋριξε ςτο δρϐμο τησ Σςαντραποϑρ, ϋτςι ϐπωσ εύχε ρύξει και το διαμϊντι. «Η διαφορϊ εύναι», εύπε ο θεϐσ ςτον Ουριόλ, «ϐτι ο φύλοσ μασ ο Ραμοϑ θα βρει το κλαδύ και θα το ϋχει για ραβδύ ϔςπου να πεθϊνει». Ο Ουριόλ κούταξε αβϋβαια το Θεϐ (ϐςο μπορεύ κανεύσ ακϐμη και ϋνασ αρχϊγγελοσ- ν' αντικρύςει αυτϐ το εκτυφλωτικϐ πρϐςωπο). «Μου ϋδωςεσ ϋνα μϊθημα Κϑριε;» «Δεν ξϋρω», απϊντηςε μειλύχια ο Θεϐσ. «ου ϋδωςα;»
1062